You are on page 1of 20

ΤΟ ΠΟυΛαρΙ

Ο ΞαΦνΙΚΟσ ΕρΧΟΜΟσ τῆς ἄνοιξης ἦταν ἡ αἰτία. αὐ-


τὴ ἄνοιξε τοὺς δρόμους καὶ ὁ πατέρας ἔϕυγε ἀπὸ τὸ χω-
ριό. αὐτὴ ϕούσκωσε τὸ ποτάμι κατεβάζοντας νερὸ καὶ
κομμάτια πάγου, ἀμόλησε τὰ σκυλιὰ σὲ ἄγριες ἀγέλες
καὶ γκρέμισε τὴ σιδηροδρομικὴ γέϕυρα σκορπώντας τὰ
συντρίμμια πρὸς τέρψη τῶν χωρικῶν ποὺ τὰ ψάρευαν
ἕνα ἕνα. αὐτὴ ἔστειλε μικροὺς καὶ μεγάλους στὴν ὄχθη
μὲ γάντζους, καϕὲ καὶ σάντουιτς γιὰ ἕνα αὐθόρμητο πι-
κνίκ, διώχνοντας τὶς σκοτοῦρες τους καὶ κάνοντάς τους
νὰ δοξάζουν τὸν Καναδικὸ σιδηρόδρομο τοῦ Εἰρηνικοῦ 1
ποὺ τοὺς χάρισε καυσόξυλα γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χειμώ-
να. ῍αν δὲν εἶχε μπεῖ ἡ ἄνοιξη, ἴσως νὰ εἶχαν πάει ὅλα
καλά· ἴσως οἱ γείτονες νὰ τὸ εἶχαν ἀντιληϕθεῖ καὶ νὰ τοὺς
εἰδοποιοῦσαν, μπορεῖ ὁ Μπροὺς νὰ μὴν ἀμελοῦσε τὴ δου-
λειά του, ἴσως ἡ μητέρα νὰ τὸ θυμόταν καὶ νὰ τὸν ἔστελ-
νε πάλι ἔξω τὸ βράδυ.
᾽αλλὰ ἡ ἄνοιξη μπῆκε, ὁ πάγος ἔλειωσε καὶ ὁ Μπροὺς
πλάγιασε ζαλισμένος καὶ κατάκοπος ἀπὸ τὴν ἔξαψη. στὸ
ὄνειρό του, λίγο πρὶν βγεῖ ἀπὸ τὸν ἀνήσυχο ὕπνο του,

1. ῾Ο Καναδικὸς σιδηρόδρομος τοῦ Εἰρηνικοῦ (Canadian Pa-


cific Railway) συνδέει τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τοῦ Καναδᾶ μὲ τὶς
ἀκτὲς τοῦ Εἰρηνικοῦ. ῾η γραμμὴ ὁλοκληρώθηκε τὸ 1885 καὶ ἐξυ-
πηρετεῖ ἐπίσης πόλεις στὶς βόρειες ηΠα.
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 117

ἔβλεπε λύκους καὶ ἄγρια κυνήγια, ὅμως ξυπνώντας κα-


τάλαβε ὅτι ὁ θόρυβος ποὺ ἄκουγε ἦταν πραγματικός.
᾽απὸ τὸ παράθυρο, ὀρθάνοιχτο γιὰ πρώτη ϕορὰ ἐδῶ καὶ
μῆνες, ϕυσοῦσε ἕνα ὑγρὸ καὶ δροσερὸ ἀεράκι, ἐνῶ ἀπὸ
μακριά, ἀπ ᾽τὴ στροϕὴ τοῦ ποταμοῦ, ἔϕταναν ἀμυδρὰ
ἀλυχτίσματα.
ντύθηκε, κατέβηκε στὸ ἰσόγειο κι ἔστρεψε τὰ πι-
σινά του στὸν ζεστὸ ϕοῦρνο, ὄχι ἐπειδὴ κρύωνε ἀλλὰ
ἐπειδὴ τὸ συνήθιζε καθημερινὰ ἐδῶ καὶ τόσον καιρό, ποὺ
ἀκόμα καὶ ἡ λιακάδα δὲν τὸν ἔπειθε πὼς δὲν χρειαζό-
ταν. Τὰ σκυλιὰ γάβγιζαν, ἀκούγονταν ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ
πόρτα.
«Τί ἔπαθαν ὅλα τους;» ρώτησε. «῾Ο σπὸτ ποῦ εἶναι;»
«Μαζί τους», ἀπάντησε ἡ μητέρα. «θὰ στρύμωξαν
κάναν σκαντζόχοιρο σὲ κάνα δέντρο. Τὰ σκυλιὰ τρελαί-
νονται τὴν ἄνοιξη».
«Τὶς σκυλίσιες μέρες τρελαίνονται».
«Τρελαίνονται καὶ τὴν ἄνοιξη». ῾η μητέρα ἔστρω-
νε τὸ τραπέζι σιγοτραγουδώντας. «Πήγαινε νὰ ταΐσεις
τὰ ἄλογα», εἶπε. «Τὸ πρωινὸ θὰ εἶναι ἕτοιμο σὲ δέκα
λεπτά. Καὶ κοίτα ἂν εἶναι ἐντάξει ἡ ντέιζι».
῾Ο Μπροὺς ἔμεινε ἀποσβολωμένος στὴ μέση τῆς κου-
ζίνας. «Χριστούλη μου !» εἶπε. «Τὴν ξέχασα δεμένη ὅλη
νύχτα ἔξω !»
῾η μητέρα γύρισε ἀπότομα: «Ποῦ;»
«στὴ στροϕή».
« ᾽Εκεῖ ποὺ γαβγίζουν τὰ σκυλιά;»
«ναί». Τὸ στομάχι του ἀνακατεύτηκε, τὸν ἔπιασε
ϕόβος. «Μπορεῖ νὰ γέννησε».
«θέλει ἀκόμα δυὸ-τρεῖς μέρες», εἶπε ἡ μητέρα. ᾽αλ-
118 WALLACE STEGNER

λὰ ὁ Μπρούς, βλέποντάς τη καὶ μόνο, κατάλαβε ὅτι κάτι


δὲν πήγαινε καλά, ὅτι κάτι τὴ ϕόβιζε. βγῆκαν ἀμέσως
τρέχοντας.
Καθὼς ἔστριβε στὸν ἀχυρώνα τοῦ Τσάνς, σκεϕτό-
ταν πὼς ἦταν ἀδύνατον νὰ γάβγιζαν τὴν ντέιζι τὰ σκυ-
λιά. Τὴν εἶχε δέσει ψηλότερα, ὄχι χαμηλὰ στὸν μαίαν-
δρο ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ. Τὰ μάτια του διέτρεξαν τὸ κα-
στανὸ καὶ ὑγρὸ λιβάδι μὲ τὸ κοντοκομμένο χορτάρι κι
ἔπειτα τὴν ἄκρη τοῦ θαμνότοπου, ἐκεῖ ὅπου τὸ ποτάμι
κυλοῦσε ξυστὰ κάτω ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς βόρειας ὄχθης.
Πουθενὰ ἡ ϕοράδα! ῎ανοιξε τὸ στόμα καί, χωρὶς νὰ στα-
ματήσει, στράϕηκε ἐλαϕρὰ γιὰ νὰ ϕωνάξει τὴ μητέρα.
῞υστερα τάχυνε τὸ βῆμα πρὸς τὴν πλαγιὰ τῆς κοίτης.
Μόλις πέρασε τὴ μικρὴ συστάδα θάμνων στὴν ἀκρο-
ποταμιὰ πίσω ἀπὸ τοῦ Τσάνς, ϕάνηκαν τὰ ζῶα. ῾η ϕο-
ράδα ἔστεκε πάνω ἀπὸ τὰ σταχτιὰ χαμόκλαδα σὰν μιὰ
κοκκινωπὴ κουκκίδα, ἐνῶ στὰ πόδια της ξεχώριζε ἕνα
μικρότερο σημαδάκι. ῾Επτὰ-ὀκτὼ σκυλιὰ πηδοῦσαν, γά-
βγιζαν καὶ κάθονταν τριγύρω. ᾽ακόμα κι ἀπὸ τόσο μα-
κριά, ὁ Μπροὺς διέκρινε τὸν σπὸτ καὶ τὸ ἐρντέιλ τοῦ
Τσάπμαν.
῎Εβαλε μιὰ ϕωνὴ καὶ συνέχισε νὰ τρέχει. Διασχί-
ζοντας μιὰ ἀλάνα, ἔσκυψε ἐν κινήσει καὶ σηκώθηκε σϕίγ-
γοντας μιὰ χούϕτα πέτρες. Μὲ μιὰ γρήγορη διαδοχικὴ
κίνηση κοντοστάθηκε, ἄνοιξε τὰ πόδια, σημάδεψε καὶ
πέταξε ἕνα χαλίκι στὴν ἀγέλη στὸ βάθος. ῾η βολὴ δὲν
τὰ πλησίασε κάν, ὅμως τὰ σκυλιὰ γύρισαν τὰ κεϕάλια
καὶ κάθισαν στὰ πισινά τους γαβγίζοντας κοϕτὰ κι ἐπι-
θετικά. Οἱ γλῶσσες τους κρέμονταν λὲς κι εἶχαν τρέξει
κάπου μακριά.
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 119

῾Ο Μπροὺς ϕώναξε καὶ τὰ πετροβόλησε ξανά, μὲ τὸ


ἕνα μάτι στὴν ἀγέλη καὶ τὸ ἄλλο στὸ ξανθὸ πουλάρι στὰ
πόδια τῆς ϕοράδας, ποὺ εἶχε χαμηλώσει τ ᾽ἀϕτιά της.
Καθὼς ἔτρεχε, εἶδε τὸ μουσούδι του νὰ τινάζεται πάνω
κάτω. ῞Ολα ἐντάξει, λοιπόν: τὸ ἀλογάκι ἦταν ζωντανό.
σταμάτησε νὰ τρέχει καὶ πλησίασε ἥσυχα. Ποτὲ βια-
στικὲς κινήσεις, ποτὲ ϕωνὲς ὅταν εἴμαστε κοντὰ σὲ ζῶο,
ἔλεγε ὁ πατέρας.
Τὸ πουλάρι σάλεψε ξανά, σήκωσε τὸ κεϕάλι μὲ μά-
τια γουρλωμένα καὶ θολά, ἅπλωσε τὰ πόδια –ποὺ ἦταν
λευκὰ στὶς κνῆμες– καὶ προσπάθησε νὰ σταθεῖ ὄρθιο.
«Μὴ βιάζεσαι, ἀγόρι μου», εἶπε ὁ Μπρούς. « ῎ηρεμα,
ϕιλαράκο». ῾η μητέρα, μὲ τὰ μαλλιά της σχεδὸν λυτά,
πλησίασε ἀσθμαίνοντας καὶ ὁ Μπροὺς στράϕηκε πρὸς
τὸ μέρος της χαρούμενος. « ῞Ολα καλά, μαμά! Δὲν τὸν
πείραξαν! ῾Ωραῖος δὲν εἶναι;»
Τὸ παιδὶ χάιδεψε τὴ μουσούδα τῆς ϕοράδας ποὺ βα-
ριανάσαινε ρίχνοντας τ ᾽ἀϕτιὰ μιὰ μπρός, μιὰ πίσω. Τὰ
πλευρά της ἦταν ἱδρωμένα, ἔτρεμε. ῾Ο Μπρούς, ἀνακου-
ϕισμένος ποὺ τὸ πουλάρι δὲν εἶχε πάθει τίποτα, τὴ χάι-
δεψε κοιτώντας τὸ ἀλογάκι ποὺ καθόταν στὰ καπούλια
του σὰν σκυλί. «Κοίτα, μαμά!» εἶπε. «Τὰ πόδια του εἶ-
ναι ἄσπρα στὴν ἄκρη, σὰν νὰ ϕοράει κάλτσες. νὰ τὸν
λέω “Κάλτσα”; Φίνο πουλάρι, ἔ, μαμά; ῾Ωραῖος εἶσαι,
ἀγόρι μου!» ῎Εσκυψε νὰ πιάσει τὴ χαίτη του καὶ τὸ ἄλο-
γο σκίρτησε κι ἀποτραβήχτηκε.
Τότε ὁ Μπροὺς πρόσεξε τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας.
῏ηταν ἥσυχο, πολὺ ἥσυχο. ᾽Ενόσω ϕλυαροῦσε, ἐκείνη δὲν
εἶχε πεῖ λέξη. ᾽αντὶ γιὰ ἀπάντηση, γονάτισε λίγο μα-
κρύτερα ἀπὸ τὸ πουλάρι καὶ τὸ περιεργάστηκε προσε-
120 WALLACE STEGNER

κτικά. Τὸ παιδὶ στύλωσε τὰ μάτια του στὰ δικά της.


Κάτι δὲν πήγαινε καλὰ μέ...
«Μαμά!» ϕώναξε. «Τί ἔχουν τὰ μπροστινά του πό-
δια;»
῎Εϕυγε ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόταν, πλάι στὸ κεϕάλι τῆς
ντέιζι, καὶ πῆγε ἀπὸ τὴν ἄλλη κοιτώντας ἐπίμονα. Τὰ
ὑποκνήμια τοῦ πουλαριοῦ ϕαίνονταν στραβά – καὶ ἦταν,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λυγίζουν ἀπ ᾽τὸ βάρος τοῦ σώματος
καὶ ν ᾽ἀκουμποῦν στὸ χῶμα. Φοβισμένο ἀπ ᾽τὶς κινήσεις
τοῦ παιδιοῦ, τὸ ἀλογάκι πάλευε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του,
τρέκλιζε κι ἔπεϕτε πασχίζοντας νὰ κολλήσει στὸ πλευ-
ρὸ τῆς μητέρας του. ῞Ωσπου περπάτησε, καὶ ὁ Μπροὺς
εἶδε ὅτι πατοῦσε στοὺς ἀστραγάλους. Οἱ ὁπλές του ἐξεῖ-
χαν πρὸς τὰ μπρὸς σὰν τὰ χοντροπάπουτσα τῶν κωμι-
κῶν στὸ σινεμά.
῾η μητέρα ἔσϕιξε τὰ χείλη, κούνησε τὸ κεϕάλι. Οἱ
κινήσεις της ἦταν τόσο ἀνάλαϕρες, ποὺ ὅταν ἀκούμπη-
σε τὸ χέρι της στὸ μέτωπο τοῦ νεογέννητου, τὸ πουλάρι
σκίρτησε ἀπολαμβάνοντας τὸ χάδι. « ῎αμοιρο στραβο-
κάνικο πλάσμα», εἶπε βουρκωμένη. «Καημένο πλασμα-
τάκι, εἶσαι ξεγραμμένο...»
῎ηρεμα ὅπως πρίν, στράϕηκε στὴν ἀγέλη καὶ ὁ
Μπροὺς τὴν ἄκουσε πρώτη ϕορὰ νὰ βλαστημᾶ. σιγα-
νά, σχεδὸν ψιθυριστά, ἔβρισε τὰ σκυλιὰ ποὺ κάθονταν
δίπλα μὲ τὶς γλῶσσες κρεμασμένες. «Πανάθεμά σας»,
εἶπε. «Πανάθεμα τὸ ἄγριο αἷμα σας, ποὺ πήρατε στὸ
κυνήγι μιὰ μάνα καὶ τὸ ϕτωχό της τὸ πουλαράκι».
Γύρισε στὸν Μπροὺς ποὺ κοιτοῦσε μὲ τρεμάμενα
χείλη καὶ εἶπε: «Φώναξε τὸν Τζὶμ ῎Ενιτς, πές του νὰ
ϕέρει ἕνα κάρο. Καὶ μὴν κλαῖς. Δὲν ϕταῖς ἐσύ».
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 121

Τὸ στόμα του σϕίχτηκε, ἕνας λυγμὸς ϕούσκωσε στὸ


στῆθος του. Δαγκώθηκε καὶ κόλλησε τὸ πιγούνι στὸ
στέρνο γιὰ νὰ μὴν κλάψει, ἀλλὰ τὸν πῆραν τὰ δάκρυα.
« ᾽Εγὼ ϕταίω !» εἶπε. ῎Εκανε μεταβολὴ κι ἄρχισε
νὰ τρέχει.

᾽αργότερα, καθὼς ἐπέστρεϕαν ἀνεβαίνοντας τὴν πλαγιὰ


μὲ τὸ κάρο, ἔχοντας τὸ πουλάρι δεμένο στὴν καρότσα
–τὸ μουσούδι του μιὰ σηκωνόταν καὶ μιὰ χτυποῦσε στὰ
σανίδια– καὶ ξοπίσω τὴ ϕοράδα ποὺ τρόχαζε χλιμιντρί-
ζοντας ἀνήσυχα, ὁ Μπροὺς ἔγειρε καὶ τεντώθηκε γιὰ νὰ
χαϊδέψει τὸ ἀλογάκι στὰ καπούλια. «Χριστούλη μου!»
εἶπε. «Καημένε Κάλτσα...»
῾η μητέρα εἶχε τυλίξει τὸ μπράτσο της γύρω του,
κρατώντας τον γιὰ νὰ μὴ σκύβει πολύ. ῾Ο Μπροὺς δὲν
ἤξερε ποῦ βρίσκονταν, ὥσπου τὴν ἄκουσε νὰ λέει ἔκ-
πληκτη καὶ ἀνακουϕισμένη: «῾Ο μπαμπάς!»
Τὸν ἔπιασε ἀμέσως ταραχή. Εἶχε ἀμελήσει τὴ δου-
λειά του, εἶχε ἀϕήσει τὴν ντέιζι ὅλη νύχτα ἔξω. ῾η εὐ-
θύνη ἦταν δική του καὶ μόνο. Ζάρωσε στὸ κάθισμα καὶ
κάθισε ἀνακούρκουδα ἀνάμεσα στὸν ῎Ενιτς καὶ στὴ μη-
τέρα κοιτώντας ἀπὸ τὴ χαραμάδα ὅπως ὁ τυϕλοπόντι-
κας ἀπ ᾽τὸ λαγούμι. Εἶδε πλάι στὸν ἀχυρώνα τὴ Φὸρντ
καὶ τὴ βαριὰ ϕιγούρα τοῦ πατέρα ποὺ ξεϕόρτωνε σκυϕτὸς
τσουβάλια καὶ ἄχυρο. Τὸ αὐτοκίνητο ἦταν καλυμμένο
μὲ λάσπη, τὸ ἴδιο καὶ τὸ παντελόνι του. ῾Ο Μπροὺς χώ-
θηκε βαθύτερα στὴ σχισμὴ παρακολουθώντας τὸν πα-
τέρα, ἐνόσω ἡ μητέρα τοῦ ἐξηγοῦσε τί εἶχε συμβεῖ.
῾Ο πατέρας καὶ ὁ ῎Ενιτς ἔπιασαν τὸ πουλάρι, τὸ ἀκού-
μπησαν στὸ χῶμα καὶ ὁ πατέρας ἔγειρε νὰ ψηλαϕήσει
122 WALLACE STEGNER

τοὺς ἀστραγάλους. Τὸ πρόσωπό του, ξαναμμένο ἀπὸ τὸν


ἀέρα, ἦταν ἀνέκϕραστο καὶ τὰ μεγάλα τετράγωνα χέ-
ρια του βρόμικα. ᾽Εξέτασε προσεκτικὰ τὸ ἀλογάκι γιὰ
κάμποση ὥρα καὶ σηκώθηκε.
«θὰ ἦταν πρώτης τάξεως πουλάρι», εἶπε. «῾Ο διάο-
λος νὰ τοὺς πάρει τοὺς κοπρίτες, τὰ μπάσταρδα». Τίνα-
ξε τὸ παντελόνι του καὶ κοίταξε τὴ μητέρα. «Γιατί ἦταν
ἔξω ἡ ντέιζι;»
«Εἶπα στὸν Μπροὺς νὰ τὴ βγάλει. ῾Ο ἀχυρώνας δὲν
τὴ χωράει, εἶναι στενός, σκέϕτηκα ὅτι καλὸ θὰ τῆς ἔκα-
νε νὰ ξεμουδιάσει, μετὰ ἔλειωσε ὁ πάγος κι ἔπεσε ἡ γέ-
ϕυρα κι ἔγινε μεγάλο νταβαντούρι...» Μιλοῦσε βιαστι-
κά. ῾Ο Μπροὺς διαισθάνθηκε στὴ ϕωνή της τὸν δικό του
ϕόβο καὶ τὴν ἐνοχή. ῾η μητέρα προσπαθοῦσε νὰ τὸν προ-
στατέψει, ὅμως μέσα του ἤξερε ὅτι αὐτὸς ἔϕταιγε.
«Δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀϕήσω ἔξω, μπαμπά!» εἶπε. ῾η
ϕωνή του ἔγινε τσιριχτή. Ξεροκατάπιε. «Εἶχα σκοπὸ νὰ
τὴ γυρίσω πρὶν ἀπ ᾽τὸ βραδινό, ἀλλὰ ἡ γέϕυρα...»
Τὰ βλοσυρὰ μάτια τοῦ πατέρα χαμήλωσαν πάνω του
κι ὁ Μπροὺς ἔπαψε. ῞Ομως ὁ πατέρας δὲν ἔβαλε τὶς ϕω-
νές. Φαινόταν μονάχα κουρασμένος. Κοίταξε τὸ πουλάρι,
ἔπειτα τὸν ῎Ενιτς. «῾Εκατὸ τὰ ἑκατὸ χασούρα;»
Τὸ πρόσωπο τοῦ ῎Ενιτς ἦταν τραχὺ καὶ ρυτιδω-
μένο. Δυὸ αὐλακιὲς τὸ ἔσκαβαν ἀπὸ τὰ ρουθούνια ὣς
τὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν. στὴν ἀριστερὴ ϕώλιαζε μιὰ κα-
ϕετιὰ κρεατοελιὰ πού, καθὼς μασοῦσε ἕνα ξερόχορτο,
πότε πρόβαλλε καὶ πότε χανόταν. « ῞Ο,τι πιάσει τὸ το-
μάρι».
῾Ο Μπροὺς ἔκλεισε τὸ στόμα καὶ κατάπιε τὸ σάλιο
του. «Μπαμπά!» εἶπε. «Δὲν θὰ τὸ τουϕεκίσεις, ἔ;»
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 123

«Τί ἄλλο νὰ κάνω;» ἀπάντησε. «Τὸ σακάτικο τὸ


ἄλογο εἶναι ἄχρηστο. Χάρη θὰ τοῦ κάνουμε».
«Δῶσ ᾽το σ ᾽ἐμένα. θὰ τὸ βάλω νὰ ξαπλώσει καὶ
θὰ τὸ γιατρέψω».
«Καλῶς», εἶπε, χωρὶς εἰρωνεία ἢ διάθεση γι᾽ἀστεῖα.
«βάλ᾽το, ἔχεις μιὰ ὥρα».
῾η μητέρα πλησίασε καὶ στάθηκε πλάι στὸν Μπροὺς
λὲς κι ἦταν σύμμαχοι καὶ οἱ ἄλλοι ἀντίπαλοι. «Τζίμ»,
εἶπε γρήγορα, «δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ ϕορέσεις νάρθηκες;
῾Ο μπαμπάς μου, θυμᾶμαι, εἶχε ἕνα ἄλογο ποὺ εἶχε σπά-
σει τὸ πόδι κάτω ἀπ ᾽τὸ γόνατο κι ἔτσι τὸ γλύτωσε».
«Πολὺ δύσκολο», ἀπάντησε ὁ ῎Ενιτς. « ῎Οχι στὴν
κατάστασή του, καὶ μιλᾶμε γιὰ δυὸ πόδια...» Ξερίζωσε
ἕνα ἀγριόχορτο καὶ μάδησε τὰ ξερὰ ϕυλλαράκια. «Τὸ
ἄλογο δὲν καταλαβαίνει ὅτι πρέπει νὰ κάτσει ἀκίνητο».
«Δὲν ἀξίζει μιὰ δοκιμή;» ρώτησε ἡ μητέρα. «Τὰ
κόκαλα τῶν παιδιῶν δένουν γρήγορα, τὸ ἴδιο θὰ ἰσχύει
καὶ γιὰ τὰ πουλάρια».
«Δὲν ξέρω. ῎Ισως ὑπάρχει μιὰ πιθανότητα, ἐλά-
χιστη».
«Μπό», εἶπε στὸν ἄντρα της, «γιατί νὰ μὴν προ-
σπαθήσουμε; Κρίμα εἶναι, τόσο ὡραῖο ἀλογάκι».
«Τὸ ξέρω!» εἶπε ὁ πατέρας. «Οὔτ ᾽ἐμένα μ᾽ἀρέσει
νὰ σκοτώνω πουλάρια. ᾽αλλὰ δὲν εἶδα ποτέ μου κουτσὸ
ἄλογο νὰ γίνεται καλά. θὰ μποῦμε σὲ ϕασαρία καὶ σὲ
κόπο καὶ στὸ τέλος πάλι θὰ τὸ τουϕεκίσουμε».
«σὲ παρακαλῶ», εἶπε. Τοῦ ἔνευσε ἐλαϕρὰ κι ἔπει-
τα κοίταξαν καὶ οἱ δυὸ τὸν Μπρούς. Τὸ παιδὶ αἰσθάν-
θηκε τὰ μάτια του ὑγρὰ καὶ γύρισε ἀπὸ τὴν ἄλλη ψά-
χνοντας τ ᾽ἀϕτιὰ τοῦ πουλαριοῦ. Τὸ ζῶο πάλευε νὰ ἰσορ-
124 WALLACE STEGNER

ροπήσει τρεκλίζοντας καὶ ὁ ῎Ενιτς τὸ πάτησε στὸν αὐ-


χένα. ῾η ϕοράδα χλιμίντρισε ἀνήσυχα καὶ βραχνά.
«Πόσο ἔχουν αὐτὰ τὰ πέδικλα, οἱ νάρθηκες τέλος
πάντων;» εἶπε τελικὰ ὁ πατέρας. ῾Ο Μπροὺς στράϕηκε
μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, ὅλο ἐλπίδα.
«Δυὸ-τρία δολάρια τὸ πολύ», ἀπάντησε ὁ ῎Ενιτς.
«῾υπάρχει περίπτωση νὰ ἰσιώσει;»
«Μιὰ στὶς χίλιες, ἴσως».
« ᾽Εντάξει. Πᾶμε στὸν Μακντόναλντ».
«Τί καλά!» εἶπε ἡ μητέρα σϕίγγοντας τὸν Μπροὺς
στὴν ἀγκαλιά της.
«Καλὰ ἢ ὄχι, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω», ἀπάντησε ὁ πα-
τέρας. «Μπορεῖ νὰ τὸ μετανιώσουμε». Γύρισε στὸν
Μπρούς: «῾υπ ᾽εὐθύνη σου. θὰ τὸ ϕροντίζεις ἀποκλει-
στικὰ ἐσύ».
«Τ ᾽ὁρκίζομαι!» εἶπε ὁ Μπρούς. ῎Εβγαλε τὸ χέρι ἀπὸ
τὴν τσέπη καὶ σκούπισε τὸ μάτι του. «Κάθε μέρα θὰ
τὸ ϕροντίζω».
Μετανιωμένος, γεμάτος ντροπὴ κι εὐγνωμοσύνη καὶ
συνειδητοποιώντας ξαϕνικὰ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης, χά-
ζευε τὸν πατέρα καὶ τὸν ῎Ενιτς ποὺ ξεκίνησαν πρὸς τὸ
σπίτι γιὰ νὰ πάρουν μιὰ μεζούρα. Προχώρησαν δέκα μέ-
τρα καὶ ϕώναξε: «σ ᾽εὐχαριστῶ, μπαμπά! σ ᾽εὐχαρι-
στῶ πολύ!»
῾Ο πατέρας στράϕηκε ἐλαϕρὰ καὶ μίλησε στὸν ῎Ενιτς.
῾Ο Μπροὺς ἔγειρε νὰ χαϊδέψει τὸ πουλάρι, κοίταξε τὴ μη-
τέρα, γέλασε κι ὕστερα αἰσθάνθηκε τὸ γέλιο του νὰ γί-
νεται πικρὸ κλάμα. Γύρισε ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ κρυϕτεῖ
καὶ εἶδε τὸν σπὸτ νὰ κοιτᾶ διερευνητικὰ ἀπὸ τὴ γωνία
τοῦ ἀχυρώνα. Τὸ σκυλὶ ἔκανε τρία-τέσσερα δειλὰ βή-
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 125

ματα καὶ κοντοστάθηκε κουνώντας τὴν οὐρά. Πολὺ ἀργά


(ποτὲ βιαστικὲς κινήσεις, ποτὲ ϕωνὲς ὅταν εἴμαστε κο-
ντὰ σὲ ζῶο) τὸ παιδὶ ἔσκυψε κι ἔπιασε μιὰ βαριὰ πέ-
τρα. σηκώθηκε σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα, τεντώθηκε
καὶ τὴν πέταξε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. βρῆκε τὸν σπὸτ
κατευθεῖαν στὸ πλευρό. Τὸ σκυλὶ ἔβγαλε ἕνα κοϕτὸ γά-
βγισμα, ἔχωσε τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια κι ἄρχισε νὰ τρέχει
χοροπηδώντας γύρω ἀπὸ τὸν ἀχυρώνα, ἐνῶ ὁ Μπροὺς
τὸ κυνηγοῦσε πετώντας του χοῦϕτες χῶμα, πέτρες καὶ
χαλίκια καὶ ϕωνάζοντας: «Ξεκουμπίσου! Φύγε, ἀλλιῶς
θὰ σὲ πλακώσω στὶς κλοτσιές. Δρόμο, ϕύγε!»
῎Ετσι, ἐνῶ ὅλη τὴν ἄνοιξη ὁ τόπος στέγνωνε στὸν
ἥλιο, ἐνῶ οἱ ἰτιὲς ψήλωναν στὰ βαλτόνερα καὶ ἡ λάσπη
ποὺ εἶχε ἀϕήσει ἡ πλημύρα ξεραινόταν ἀνάμεσα στὶς
ρίζες, ἐνῶ τὸ λιβάδι πρασίνιζε, ἐνῶ τὰ ϕυλλαράκια τύ-
λιγαν σὰν ἀχλὴ τὰ χαμόκλαδα τῆς ὄχθης καὶ οἱ πικρα-
λίδες ἔβαϕαν τὶς ἰσιάδες μὲ χρυσὲς πινελιές, ὁ Μπροὺς
ϕρόντιζε τὸ πουλάρι του. ᾽Ενῶ τὰ ἄλλα παιδιὰ ἁλώνι-
ζαν τοὺς λόϕους μὲ εἰκοσιδυάρες καραμπίνες ψάχνοντας
γιὰ τυϕλοπόντικες, κουνέλια καὶ ἀγριόγαλους, αὐτὸς ἐπέ-
βλεπε σχολαστικὰ τὸν θηλασμὸ τοῦ πουλαριοῦ καὶ τὸ χά-
ζευε καθὼς μάθαινε νὰ βόσκει. ᾽Ενῶ ἡ παρέα του ἔϕτια-
χνε ἕνα ἀνήλιαγο κρησϕύγετο βαθιὰ μὲς στοὺς θάμνους
πίσω ἀπὸ τοῦ Χάζαρντ, αὐτὸς ξύστριζε, βούρτσιζε καὶ
ξάκριζε τὴν ξανθὴ χαίτη τοῦ ἀλόγου. ῞Οταν τὰ παιδιὰ
μαζὶ μὲ τὰ σκυλιά τους ξεχύνονταν ἀγεληδὸν γιὰ νὰ κυ-
νηγήσουν λαγοὺς στὸ χωριὸ καὶ στὶς ράθυμες στροϕὲς
τοῦ ποταμοῦ, αὐτὸς ἔστηνε καρτέρι στὴ βεράντα μὲ τὴ
σϕεντόνα κι ἕνα κονσερβοκούτι γεμάτο στρογγυλὲς πε-
τροῦλες παραμονεύοντας τὰ ἀδέσποτα. Κήρυξε ἱερὸ πό-
126 WALLACE STEGNER

λεμο ἐναντίον τους, ὥσπου ἔμαθαν νὰ κάνουν μιὰ με-


γάλη παράκαμψη περιμετρικὰ τοῦ σπιτιοῦ, καὶ ποτὲ δὲν
συγχώρησε τελείως οὔτε τὸν ἴδιο του τὸν σκύλο. ῾η ζωή
του γύριζε γύρω ἀπὸ τὸ πεδικλωμένο καὶ δέσμιο που-
λάρι μὲ τὸ ἀργὸ πηδηχτὸ βάδισμα καὶ τὰ τρυϕερὰ χεί-
λη ποὺ κορϕολογοῦσαν τὸ χορτάρι.
῾Ο ῎Ενιτς, ποὺ πλέον δούλευε ἔξω ἀπ ᾽τὸ χωριὸ στὸ
μπὰρ «Τὸ μισὸ διαμάντι»,2 τοὺς ἐπισκεπτόταν μιὰ ϕο-
ρὰ τὴ βδομάδα περίπου. Μὲ τὴν ἴδια πάντα βουβὴ καὶ
ἀπαθὴ ὄψη ποὺ τρόμαζε τὸ παιδί, ἐπιθεωροῦσε τὸ που-
λάρι κι ἔπειτα ἔσκυβε, ψηλαϕοῦσε ὑποκνήμια κι ἀστρα-
γάλους καὶ σηκωνόταν γιὰ νὰ περιεργαστεῖ τὸ ἀδέξιο
περπάτημα καθὼς τὸ ἀλογάκι ζύγωνε τὸν Μπροὺς ποὺ
τοῦ ἔτεινε μιὰ χούϕτα χόρτα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀνέκ-
ϕραστο. Οἱ σκέψεις του παρέμεναν κρυμμένες στὶς ρυ-
τίδες του ὅπως ἡ σκούρα κρεατοελιὰ στὴν αὐλακιὰ πλάι
στὸ στόμα. ᾽Ενίοτε ὁ Μπροὺς κάρϕωνε ἀσυναίσθητα τὰ
μάτια του πάνω της λὲς κι ἐπρόκειτο νὰ τοῦ ϕανερώσει
κάτι. ᾽αλλὰ ὅταν τὸν πίεζε νὰ μιλήσει, ὅταν τοῦ ἔλεγε
«στρώνει, ἔ; Περπατάει πιὸ ἴσια, κύριε ῎Ενιτς, δὲν εἶν ᾽
ἔτσι; Δὲν στραβώνουν καὶ τόσο οἱ ἀστράγαλοι, ἔ;», ὁ
ἀλογὰς δὲν τὸν ἐνθάρρυνε πολύ:
«῾υπομονή. Μεγαλώνει, αὐτὸ εἶναι σίγουρο. ῎ασ ᾽το
ἄλλον ἕναν μήνα».
῎Εϕτασε ὁ Μάιος. ῾Ο ποταμὸς ἔρρεε πάλι ἤρεμος καὶ
διάϕανος, μάλιστα κάποια παιδιὰ εἶχαν ἀρχίσει κιόλας

2. Τὸ «μισὸ διαμάντι» εἶναι τύπος θηλιᾶς γιὰ τὴ στερέωση


ϕορτίων στὴ ράχη ὑποζυγίων, συνεπῶς τὸ ἐν λόγω μπὰρ εἶναι χῶ-
ρος συνάθροισης ἀλογάδων.
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 127

τὶς βουτιές. ῾η σχολικὴ χρονιὰ εἶχε σχεδὸν τελειώσει.


῞Ομως ὁ Μπροὺς συνέχιζε νὰ μὴν ἔχει τίποτε ἄλλο στὸν
νοῦ του ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κάλτσα. Τόσο λαχταροῦσε νὰ για-
τρευτεῖ τὸ πουλάρι, ποὺ θύμωνε ὣς καὶ μὲ τὴν ντέιζι
ὅταν κάποιες ϕορὲς δὲν τὸ ἄϕηνε νὰ θηλάσει ὅσο ἤθελε.
῎Επαιρνε τὸν μπαλτά, ἔκοβε τὰ ψηλὰ καὶ χλωρὰ χόρτα
στὶς γωνιὲς τῆς περίϕραξης, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔϕτανε ὁ Κάλ-
τσας, καὶ τὸν τάιζε μὲ τὸ χέρι. Τοῦ ἔμαθε νὰ χώνει τὸ
μουσούδι στὴν τσέπη του γιὰ νὰ πιάνει κύβους ζάχαρης.
Καὶ στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ του ϕώλιαζε ἕνας ϕόβος: στὰ
μέσα ᾽Ιουνίου θὰ πήγαιναν στὸ ὑποστατικό· ἂν ὁ Κάλ-
τσας δὲν εἶχε γιατρευτεῖ ὣς τότε, ἴσως νὰ μὴν μποροῦ-
σε νὰ τοὺς ἀκολουθήσει.
«Μπαμπά», εἶπε μιὰ βδομάδα πρὶν ἀπ ᾽τὴ μέρα ποὺ
ὑπολόγιζαν νὰ ϕύγουν, «πόσα πράγματα θὰ πάρουμε στὸ
κτῆμα;»
«Δὲν ξέρω, μᾶλλον ὅ,τι χωράει ἡ καρότσα. Γιατί
ρωτᾶς;»
« ῎α, χωρὶς λόγο, ἀπὸ περιέργεια». Διέτρεξε τὸ κα-
μπύλο ἄκρο τοῦ τραπεζιοῦ μὲ τὸν δείκτη καὶ τὸν μέσο
του καὶ τρύπωσε στὸ διπλανὸ δωμάτιο. ῍αν γέμιζαν τὸ
κάρο, θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ϕορτώσουν καὶ νὰ μεταϕέ-
ρουν τὸ πουλάρι. Κι ὁ Κάλτσας δὲν μποροῦσε νὰ βαδί-
σει ὀγδόντα χιλιόμετρα. θὰ ξέμενε πίσω προτοῦ ἀνέ-
βουν τὴν πλαγιὰ καὶ θὰ σερνόταν στὸ κατόπι τους σὰν
τὸ κουτσὸ παιδὶ στὸν Αὐλητὴ τοῦ Χάμελιν,3 κι αὐτοὶ θὰ
τὸν κοίταζαν νὰ πασχίζει νὰ τοὺς προϕτάσει.

3. ᾽απὸ τὰ γνωστότερα γερμανικὰ παραμύθια τῆς συλλογῆς


τῶν ᾽αδελϕῶν Γκρίμ.
128 WALLACE STEGNER

῾η εἰκόνα ἦταν τόσο ὀδυνηρή, ποὺ καθὼς τὴ σκε-


ϕτόταν τὸ ἴδιο βράδυ στὸ κρεβάτι δὲν μποροῦσε νὰ συ-
γκρατήσει τὰ δάκρυά του. Τὸ πρωὶ βρῆκε τὸ θάρρος νὰ
ρωτήσει τὸν πατέρα ἂν θὰ ἔπαιρναν τὸ πουλάρι στὸ ἀγρό-
κτημα. ῾Ο πατέρας τὸν κοίταξε μὲ βλέμμα ἐξίσου σο-
βαρὸ μὲ τοῦ ῎Ενιτς. Τὰ λόγια του πρόδιδαν κούραση καὶ
ἀνυπομονησία: «Πῶς νὰ ἔρθει; ᾽αϕοῦ δὲν μπορεῖ νὰ περ-
πατήσει»
«Τὸ θέλω, μπαμπά!»
«Μπρούς», εἶπε ἡ μητέρα, «σκέψου λογικά. ῍αν γι-
νόταν νὰ τὸ πάρουμε, θὰ τὸ παίρναμε».
« ῞Ομως, μαμά...»
«Δηλαδὴ τί ζητᾶς;» ρώτησε ὁ πατέρας. «νὰ κου-
βαλήσουμε ἕνα κουτσὸ πουλάρι ὀγδόντα χιλιόμετρα;»
«θὰ γίνει καλὰ ὥσπου νὰ βγεῖ τὸ καλοκαίρι καὶ θὰ
γυρίσει περπατώντας».
« ῎ακου», εἶπε ὁ πατέρας. «Πάρ᾽το ἀπόϕαση, τὰ πό-
δια του δὲν ϕτιάχνουν. Κι οὔτε πρόκειται».
«Φτιάχνουν!» ϕώναξε ὁ Μπρούς. Μισοσηκώθηκε
ἀπ ᾽τὴν καρέκλα καὶ ὁ πατέρας κοίταξε τὴ μητέρα ζα-
ρώνοντας τοὺς ὤμους.
«Μπό», ἔκανε ἡ μητέρα, «σὲ παρακαλῶ».
«Κάποτε πρέπει νὰ τὸ καταλάβει».
Τὸ πρωὶ τοῦ σαββάτου τὸ κάρο τοῦ ῎Ενιτς ϕάνηκε
ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Προτοῦ προλάβει νὰ σηκωθεῖ ὁ πα-
τέρας, ὁ Μπροὺς ἦταν κιόλας στὴν πόρτα. «Χαίρετε, κύ-
ριε ῎Ενιτς», εἶπε.
«Γειά σου, πιτσιρικά. Πῶς πάει τὸ πόνι σου;»
«Μιὰ χαρά. Πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὴν τελευταία ϕο-
ρὰ ποὺ τὸ εἴδατε».
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 129

«Χμ...» ῾Ο ἀλογὰς τύλιξε τὸ μαστίγιο καὶ ξεπέζε-


ψε. «Μαθαίνω ὅτι ϕεύγετε σὲ μιὰ βδομάδα».
«ναί», εἶπε ὁ Μπρούς. «Πίσω εἶναι ὁ Κάλτσας».
Πῆγαν στὴν αὐλὴ καὶ βρῆκαν τὸν πατέρα. Μὲ τὰ
χέρια δεμένα πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, περιεργαζόταν τὸ
πουλάρι ποὺ βάδιζε γύρω κουτσαίνοντας. Κοίταξε τὸν
῎Ενιτς. «Πῶς τὸ βλέπεις;» ρώτησε. «῾Ο μικρὸς λέει ὅτι
τὸ πουλάρι του μπορεῖ νὰ περπατήσει μέχρι τὸ κτῆμα».
«Χμ...» ἔκανε ὁ ῎Ενιτς. «Δὲν νομίζω». Πλησίασε
τὸ ἄλογο, τὸ κοίταξε προσεκτικὰ καὶ τὸ ἔξυσε ἀνάμεσα
στ ᾽ἀϕτιά. ῾Ο Κάλτσας σκίρτησε καὶ ϕρούμαξε σκύβο-
ντας στὴν τσέπη του. «σωστὸ κατοικίδιο τὸν ἔκανε ὁ
πιτσιρικάς».
῾Ο πατέρας γρύλισε. «αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα, νὰ
πάρ᾽ἡ εὐχή».
«Δὲν λέω ὅτι μπορεῖ νὰ περπατήσει», εἶπε ὁ Μπρούς.
«Λέω νὰ τὸν ϕορτώσουμε στὸ κάρο. Μετὰ θὰ γίνει κα-
λὰ καὶ θὰ γυρίσει μὲ τὰ πόδια».
«Χμ...» εἶπε ὁ ῎Ενιτς. « ῍ας τοῦ βγάλουμε μισὸ λε-
πτὸ τοὺς νάρθηκες».
῎Ελυσε τὰ τριπλὰ λουριὰ ποὺ τύλιγαν τὸ κάθε πόδι,
τράβηξε τοὺς νάρθηκες κι ἔκανε πίσω. Τὸ πουλάρι στη-
ριζόταν στοὺς ἀστραγάλους σχεδὸν ὅσο καὶ τὴ μέρα ποὺ
γεννήθηκε. ῝Ως καὶ ὁ Μπρούς, ποὺ παρακολουθοῦσε μὲ
τεταμένη τὴν προσοχή, τὸ κατάλαβε. ῾Ο ἀλογὰς κού-
νησε τὸ κεϕάλι.
«Τὰ βλέπεις, Μπρούς;» εἶπε ὁ πατέρας. «Εἶναι χά-
λια καὶ δὲν πρόκειται νὰ καλυτερέψει. Πρέπει νὰ τὸ πά-
ρεις ἀπόϕαση...»
«θὰ καλυτερέψει !» ϕώναξε. «Χρόνο θέλει, τίποτ ᾽
130 WALLACE STEGNER

ἄλλο». Κοίταξε τὸν πατέρα κι ἔπειτα τὸν ῎Ενιτς, ὅμως


τὰ πρόσωπά τους δὲν ϕανέρωναν ἐλπίδα. ῎ανοιξε τὸ στό-
μα γιὰ νὰ συνεχίσει καὶ ὁ πατέρας ἔσμιξε τὰ ϕρύδια του·
τὸν εἶχε πιάσει ἕνας ξαϕνικός, ἀνεξήγητος θυμὸς κι ἀνέ-
μισε κοϕτὰ τὸ χέρι λέγοντας:
«Κακῶς μπλέξαμε σ ᾽αὐτὴ τὴν ἱστορία. Μπέρδεμα
μεγάλο». Ψηλάϕησε τὶς τσέπες τῆς ζακέτας του, ψα-
χούλεψε τὸ γιλέκο. «Τρέξε στὸ σπίτι καὶ ϕέρε μου δυὸ
ποῦρα».
Τὸ παιδί, κοιτώντας τὸν ῎Ενιτς, δίστασε. «Τρέξε!»
εἶπε αὐστηρὰ ὁ πατέρας.
῾Ο Μπροὺς ἄϕησε ἀπρόθυμα τὸ καπίστρι καὶ ξεκί-
νησε. στὴν πόρτα κοντοστάθηκε, στράϕηκε καὶ εἶδε τὸν
πατέρα καὶ τὸν ῎Ενιτς νὰ συζητοῦν. Μιλοῦσαν τόσο χα-
μηλόϕωνα, ποὺ τὰ λόγια τους δὲν ἔϕταναν ἐκεῖ ποὺ στε-
κόταν. ῾Ο πατέρας κούνησε τὸ κεϕάλι καὶ ὁ ἀλογὰς ἔσκυ-
ψε κι ἔκοψε ἕνα ἀγριόχορτο. ῏ηταν καὶ οἱ δυὸ ἐναντίον
του, πίστευαν πὼς ὁ Κάλτσας δὲν θὰ ἀνάρρωνε. ῞Ομως
θὰ ἀνάρρωνε! Κάπως θὰ γινόταν.
῾Ο Μπροὺς βρῆκε τὰ ποῦρα καὶ βγῆκε. Οἱ ἄντρες
τὰ ἄναψαν, αὐτὸς τοὺς παρατηροῦσε. ῾η ἀπογοήτευση
τὸν ἀνακάτευε καί, μαζὶ μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τὸν τρι-
βέλιζε μιὰ ἐρώτηση. ῞Οταν πιὰ δὲν ἄντεχε ἄλλο τὴ σιω-
πή τους, ξέσπασε: «Τί θὰ κάνουμε; ῾Ο Κάλτσας πρέ-
πει κάπου νὰ μείνει».
« ῎ακου, μικρέ». ῾Ο πατέρας κάθισε σ ᾽ἕνα τρίποδο
γιὰ πριόνισμα καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ μπράτσο. ῾η ἔκ-
ϕρασή του ἦταν σοβαρή, ὁ τόνος του ἤρεμος. «Δὲν γί-
νεται νὰ τὸν πάρουμε μαζί μας. στὴν κατάστασή του δὲν
εἶναι σὲ θέση νὰ περπατήσει. Κι οὔτε μποροῦμε νὰ τὸν
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 131

ϕορτώσουμε. ῾Ο Τζίμ, λοιπόν, πρότεινε νὰ τὸν ἀγορά-


σει. θὰ σοῦ δώσει τρία δολάρια καί, ὅταν ἐπιστρέψεις,
ἂν θέλεις τὸν ἀγοράζεις ξανά. αὐτὸ βέβαια μὲ τὴν προϋ-
πόθεση ὅτι τὰ πόδια του θὰ εἶν ᾽ἐντάξει. Τὸ καλύτερο
εἶναι νὰ τὸν ἀϕήσουμε μὲ τὸν Τζίμ».
«Μμμ...» Τὰ μάτια τοῦ Μπροὺς μελετοῦσαν τὴν
κρεατοελιὰ στὸ μάγουλο τοῦ ἀλογᾶ. «Μπορεῖτε νὰ τὸν
κάνετε καλὰ μέχρι τὸ ϕθινόπωρο, κύριε ῎Ενιτς;»
«Μᾶλλον ὄχι», ἀπάντησε. « ῎Ετσι ὅπως εἶναι, μικρὴ
ἡ πιθανότητα».
« ῍αν ὑπάρχει περίπτωση νὰ γιατρευτεῖ, ὁ Τζὶμ θὰ
τὸν γιατρέψει», εἶπε ὁ πατέρας. «Πῶς σοῦ ϕαίνεται ἡ
συμϕωνία;»
« ῞Οταν γυρίσω, ἴσως νὰ ἔχει βγάλει τοὺς νάρθηκες
καὶ νὰ τρέχει σὰν ἀστραπή», εἶπε ὁ Μπρούς. « ῞Οταν τὸν
ξαναδῶ, ἴσως νὰ μπορῶ νὰ τὸν καβαλήσω». ῾Ο ῎Ενιτς
μάσησε τὸ ποῦρο του καὶ ἡ κρεατοελιὰ ἐξαϕανίστηκε.
«᾽Εντάξει, λοιπόν», εἶπε ὁ Μπροὺς ἀνήσυχος ἀπὸ τὴν
παγερὴ σιωπή τους. « ῞Ομως, ϕίλε μου Κάλτσα, λυπᾶ-
μαι ποὺ σ ᾽ἀϕήνω».
«Εἶναι ἡ καλύτερη λύση», εἶπε ὁ πατέρας. Μιλοῦ-
σε γρήγορα λὲς καὶ βιαζόταν. «Μπορεῖς νὰ τὸν πάρεις
τώρα, ἐπιτόπου;» ρώτησε τὸν ῎Ενιτς.
« ῎ααα...» ἔκανε ὁ Μπρούς. «σήμερα;»
« ᾽Εμπρός», εἶπε ὁ πατέρας. «νὰ τελειώνουμε».
᾽Ενῶ οἱ ἄντρες σϕιχτόδεναν τὸ πουλάρι καὶ τὸ ἀνέ-
βαζαν στὴν καρότσα, ὁ Μπροὺς ἔστεκε παράμερα. ῞Οταν
ὁ ῎Ενιτς κάθισε στὸ τιμόνι, τὸ παιδὶ τοῦ ϕώναξε: « ῎Ε!
Δὲν τοῦ ϕορέσαμε τὰ πέδικλα». ῾Ο ἀλογὰς καὶ ὁ πατέ-
ρας κοιτάχτηκαν.
132 WALLACE STEGNER

῾Ο πατέρας σήκωσε τοὺς ὤμους. «Καλῶς», εἶπε καὶ


βάλθηκε νὰ περνᾶ τοὺς νάρθηκες στὰ δεμένα μπροστι-
νὰ πόδια.
« ᾽αλλιῶς μπορεῖ νὰ χτυπήσει», εἶπε ὁ Μπρούς.
῎Εσκυψε στὴν πόρτα τῆς καρότσας καὶ χάιδεψε τὸ λευ-
κὸ μουσούδι. Καθὼς ἔϕευγε τὸ κάρο, τὸ παιδὶ κοιτοῦσε
δακρυσμένο σϕίγγοντας τὰ τρία δολάρια καὶ παρακο-
λουθώντας τὸ πουλάρι νὰ τεντώνει τρομαγμένο τὸν λαι-
μό του. ᾽απὸ τὴν καρότσα πρόβαλλαν τὸ κοκαλιάρικο
κεϕάλι του κι ἕνα γουρλωμένο μάτι.
῞υστερα ἀπὸ πέντε μέρες, μὲς στὸ λοξὸ ϕῶς καὶ
στὴ δροσιὰ τοῦ ἀνοιξιάτικου πρωινοῦ, βγῆκαν στὴ βε-
ράντα γιὰ τελευταία ϕορὰ ὣς τὸν σεπτέμβριο. Μπρὸς
στὸν ϕράχτη περίμενε ϕορτωμένο τὸ κάρο. ῾Ο πατέρας
ἔπαιξε τὸ κλειδὶ στὴ χούϕτα του καὶ κλότσησε τὴν κά-
σα τῆς πόρτας. « ῎Εχε γειά, καλέ μου μπάλιο»,4 εἶπε.
«Τὰ λέμε τὸ ϕθινόπωρο».
Πηγαίνοντας στὸ κάρο, ὁ Μπροὺς τραγουδοῦσε δυ-
νατά:
῎Εχε γειά, καλέ μου μπάλιο, ϕεύγω ἀπ ᾽τὸ Τσεγιέν,
ϕεύγω ἀπ ᾽τὸ Τσεγιὲν νὰ πάω στὴ Μοντάνα,
ἔχε γειά, καλέ μου μπάλιο, ϕεύγω ἀπ ᾽τὸ Τσεγιέν.
«Κόϕ᾽το, θὲς νὰ ξυπνήσεις ὅλο τὸ χωριό;» εἶπε ὁ πα-
τέρας καὶ τὸν ἔστειλε στὸ πίσω μέρος τῆς καρότσας. Τὸ
4. στὸ πρωτότυπο: «Goodbye Old Paint». Πρόκειται γιὰ πα-
ραδοσιακὸ τραγούδι τῶν δυτικῶν ηΠα. ῾η λέξη Paint ἀναϕέρε-
ται σὲ ἀμερικανικὴ ράτσα ἀλόγων μὲ πιτσιλωτὸ τρίχωμα (Ameri-
can paint horse). στὴ μετάϕραση προτιμήθηκε ἡ λέξη μπάλιος,
ποὺ εἶναι ἡ ἀντίστοιχη δημώδης ὀνομασία τῶν στικτῶν ἀλόγων.
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 133

παιδί, στριϕογυρνώντας καὶ παλεύοντας, στρυμώχτηκε


ὣς τὸν λαιμὸ ἀνάμεσα στὶς ἀποσκευές. ῾η μητέρα γύ-
ρισε νὰ δεῖ πῶς εἶχε βολευτεῖ κι ἔβαλε τὰ γέλια. «σὰν
κουκουβαγάκι στὴ ϕωλιά», εἶπε.
῾Ο πατέρας τοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι: « ῎ανοιξε τὸ στό-
μα καὶ θὰ σοῦ ρίξω ἕνα ποντίκι».
῾Ο Μπροὺς χαιρόταν ποὺ ἔϕευγε. ῾η σκέψη τοῦ ὑπο-
στατικοῦ τὸν ἐνθουσίαζε. ῍αν εἶχε καὶ τὸν Κάλτσα μαζὶ
θὰ ἦταν ἰδανικά, ἀλλὰ κοιτώντας γύρω τὴ βαρυϕορτω-
μένη καρότσα ἔπρεπε νὰ παραδεχτεῖ ὅτι δὲν χωροῦσε.
᾽Ενῶ τραμπαλίζονταν ὥσπου νὰ βγοῦν στὸν δρόμο, ξα-
νάπιασε σιγανὰ τὸ τραγούδι. ῎Επειτα ἔστριψαν ἀνατο-
λικὰ πρὸς τοῦ ΜακΚένα, γιὰ ν ᾽ἀϕήσουν τὸ κλειδί.
στὴ λασπερὴ γούβα ποὺ εἶχε καταντήσει σκουπιδό-
τοπος, ὁ δρόμος χώριζε καὶ ἡ χωματερὴ ἐκτεινόταν στὴ
μέση σὰν νησί. Τὸ παιδὶ ὀσμίστηκε τὶς γνωστὲς μυρω-
διές – σκουριά, πισσόχαρτο, στάχτη καὶ κάθε λογῆς σκου-
πίδια. ᾽απὸ δῶ εἶχε μαζέψει μπόλικα παλιοσίδερα, ἀλου-
μινόϕυλλα, μπουκάλια, χαλασμένα μηχανήματα καὶ ρο-
λόγια, καὶ μιὰ ϕορὰ εἶχε βρεῖ ἄθικτο ἕνα μπαστούνι μὲ
κεχριμπαρένια λαβή. ῾Ο πατέρας μπῆκε στὸ δεξὶ δρομάκι
καί, καθὼς περνοῦσαν ἀπ ᾽τὸ κέντρο τῆς χωματερῆς, ὁ
βορειοανατολικὸς ἄνεμος σκόρπισε μιὰ ἀνυπόϕορη βρόμα.
«Πὼ πὼ σαπίλα!» εἶπε ἡ μητέρα πιάνοντας τὴ μύ-
τη της.
῾Ο Μπροὺς ἐπανέλαβε τὰ λόγια της: «Πὼ πὼ σα-
πίλα ! Πϕϕ !» ῎Εκλεισε σϕιχτὰ τὴ μύτη κι ἔκανε ὅτι
ἔπεσε ξερός.
«στὸν γυρισμὸ καλύτερα νὰ ἔρθουμε κόντρα στὸν
ἀέρα», εἶπε ὁ πατέρας.
134 WALLACE STEGNER

Ξύπνησαν τὸν ΜακΚένα, τοῦ ἔδωσαν τὸ κλειδὶ καὶ


πῆραν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροϕῆς. ῞Οσα προσπερνοῦσαν
ἐντυπώνονταν ἀνάγλυϕα καὶ διαυγῆ στὰ μάτια τοῦ παι-
διοῦ. Δὲν θὰ τὰ ξανάβλεπε ὣς τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ.
Πρόσεχε λεπτομέρειες ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τόσο κα-
θαρά: τοὺς λόϕους ποὺ χαμήλωναν ὣς τὸ ποτάμι ἀπὸ
τὰ βόρεια σὰν πέπλο μὲ τρεῖς πτυχὲς καὶ τὸ κωνικὸ κα-
πελάκι στὸ μπουρὶ τῆς καλύβας τοῦ Κινέζου, ἀνατολικὰ
τοῦ χωριοῦ. ᾽αποχαιρετοῦσε τραγουδιστὰ ὅ,τι ἔβλεπε:
« ῎Εχε γειά, καλέ μου Κινέζε. ῎Εχε γειά, καλέ μου Φρέντ-
σμαν.5 ῎Εχε γειά, καλή μου χωματερή, ἔχε γειά».
«Κλεῖστε τὶς μύτες σας», εἶπε ὁ πατέρας. ῎Εστρι-
ψε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ σκουπιδότοπου. «Μά τὴν πί-
στη μου, κάποιος πέταξε κάτι πολὺ σάπιο ἐδῶ χάμω».
Κοίταξε μπρὸς σκύβοντας ἐλαϕρὰ καὶ ὁ Μπροὺς τὸν
ἄκουσε νὰ βλαστημᾶ. Πλατάγισε τὰ γκέμια καὶ τὰ ζῶα
ἄρχισαν νὰ τροχάζουν. «Τί συμβαίνει;» ἔκανε ἡ μητέρα.
῾Ο Μπροὺς τεντώθηκε νὰ δεῖ γιατί ἔτρεχαν καὶ εἶδε τὸ
στόμα τῆς μητέρας ἀνοιχτό. Εἶχε μιὰ ἔκϕραση σὰν τὴ
γυναίκα ποὺ εἶχε δεῖ κάποτε στὴν καρέκλα ἑνὸς πλα-
νόδιου ὀδοντίατρου, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ γιατρὸς τῆς ἀϕαί-
ρεσε ἕνα νεῦρο κι ἔπεσε στὰ γόνατα γιὰ νὰ τὸ βρεῖ, ἐνῶ
αὐτὴ περίμενε μισόγερτη μὲ τὸ σαγόνι ψηλά.
«Χριστούλη μου», εἶπε. Καὶ τότε πρόσεξε τί σά-
πιζε στὰ σκουπίδια.

5. ῾Ο Φρέντσμαν εἶναι ποταμὸς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ σασκά-


τσουαν τοῦ Καναδᾶ, διασχίζει τὴ Μοντάνα τῶν ηΠα καὶ χύνεται
στὸν Μίλκ, παραπόταμο τοῦ Μιζούρι. Εἶναι τὸ ποτάμι στὶς ὄχθες
τοῦ ὁποίου ἐκτυλίσσεται τὸ διήγημα.
ΤΟ ΠΟυΛ αρΙ 135

Οὔρλιαξε στοὺς γονεῖς του: «Μαμά, ὁ Κάλτσας !


σταμάτα, μπαμπά! ῾Ο Κάλτσας εἶναι!»
῾Ο πατέρας δὲν γύρισε οὔτε μίλησε, συνέχισε ἁπλῶς
νὰ ὁδηγεῖ βλοσυρός, καὶ ἡ μητέρα κούνησε τὸ κεϕάλι
χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει. ῾Ο Μπροὺς τσίριξε πάλι, ὅμως
κανένας δὲν ἀποκρίθηκε. βούλιαξε ἀνάμεσα στὶς ἀπο-
σκευές, ζάρωσε τρέμοντας καὶ σιγοκλαίγοντας, κι οὔτε
τότε εἶπαν λέξη.
βγῆκαν ἀπὸ τὸ χωριὸ καί, καθὼς ἀνέβαιναν τὸν ϕι-
δωτὸ δρόμο πρὸς τὴ νότια πλαγιά, δὲν ἄλλαξαν κουβέ-
ντα. Μόνο ὁ πατέρας ψέλλισε: «Γιὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νό-
μιζα ὅτι θὰ τὸ πετοῦσε παραέξω...» Κανένας δὲν γύ-
ρισε νὰ δεῖ τὴ θέα ποὺ πάντοτε θαύμαζαν, τὸ πράσινο
ἀνοιξιάτικο ποτάμι καὶ τὰ σπίτια ποὺ κούρνιαζαν στοὺς
μαιάνδρους του. ῾Ο Μπροὺς ἦταν τόσο στρυμωγμένος ἀνά-
μεσα σὲ πανωϕόρια καὶ κουβέρτες, ποὺ τὰ μάτια του
ἔβλεπαν μόνο μιὰ κόκκινη θολούρα. Κι ὡστόσο, δὲν ἔϕευ-
γε ἀπὸ μπρός του τὸ πρησμένο καὶ γδαρμένο κουϕάρι:
πάνω ἀπὸ τὶς ὁπλὲς εἶχε μείνει λίγο ξανθὸ τρίχωμα καὶ
οἱ σιδερένιοι νάρθηκες ἔσϕιγγαν ἀκόμα τὰ σακάτικα
μπροστινὰ πόδια.

You might also like