You are on page 1of 151

Ε Διαγωνισμός “Στέλιος Ξεφλούδας”

Το Σχολείο
Τα 15 βραβευμένα διηγήματα

Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια»


σε συνεργασία με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
και το λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θώστας Παπαϊωάννου | Ηορδάνης Κυριακίδης | Γλένη Πάββα Ηλιάδου |


Γλευθερία-Βέσποινα Αεωρ. Παγιάτη | Ώντώνης Παρισσιάδης | Ξηγή Γρύλλη |
Γυστάθιος Γαϊτανίδης | Καρία Πάββα Ηλιάδου | Ξαντελής Θ. Σαρρής |
Θωνσταντίνα Ώνδ. Κουτσουμπού | Ώργυρώ Μπαξεβάνου | Καίρη Αεωρ. Πίσια |
Λίκος Η. Καρμοίρης | Βημήτρης Θ. Τούλιος | Σωτεινή Νδ. Παζαροπούλου |
Πεβαστή Ώποστ. Κωνσταντινίδου

2_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

www.openbook.gr

Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια»


σε συνεργασία με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
και το λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr

Το Σχολείο
Οι 15 βραβευμένες ιστορίες
στον Ε’ Διαγωνισμό Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”

Ξαρακαλούμε σκεφτείτε το περιβάλλον πριν εκτυπώσετε

3_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

«Το Σχολείο» – Νι 15 βραβευμένες ιστορίες


Ε’ Διαγωνισμός Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”

ISBN 978-618-81798-2-0

2018

Ξροοδευτικός Πύλλογος «Ρα Θαστέλλια»


& Ώνοικτή ΐιβλιοθήκη

΢πεύθυνος διαγωνισμού & έκδοσης:


Κώστας Στοφόρος

Σωτογραφία εξωφύλλου:
Τριαντάφυλλος Ελευθερίου

Γπιμέλεια έκδοσης:
Γιάννης Φαρσάρης

Ε συλλογή Σο ΢χολείο – Οι 15 βραβευμένες ιστορίες στον Ε’ Διαγωνισμό Διηγήματος


“΢τέλιος Ξεφλούδας” διανέμεται ελεύθερα στο Βιαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού
βιβλίου με άδεια Creative Commons

[ Ώναφορά δημιουργού - Κη Γμπορική Τρήση – ΋χι παράγωγα έργα ]

4_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

O Ξροοδευτικός Πύλλογος «Τα Καστέλλια», η εφημερίδα Καστελλιώτικα Νέα, το


Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης και το Literature.gr διοργάνωσαν από
κοινού τον E’ Διαγωνισμό Διηγήματος «΢τέλιος Ξεφλούδας» με θέμα «Σο ΢χολείο».
Ν Βιαγωνισμός που μετρά ήδη επτά χρόνια ζωής, έχει ως στόχο την προβολή
του έργου του Θαστελλιώτη δημιουργού αλλά και την ανάδειξη νέων συγγραφέων
μέσα από το διήγημα και το γραπτό λόγο.
Ν Πτέλιος Μεφλούδας γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στα Θαστέλλια,
ανήκε στην περίφημη Αενιά του ‟30, ήταν από τους ιδρυτές της περίφημης «Πχολής
της Ζεσσαλονίκης» και θεωρείται ως ο εισηγητής του «εσωτερικού μονολόγου»
στην Γλληνική Ιογοτεχνία.
Ξιστεύουμε ότι μέχρι σήμερα έχουν υπηρετηθεί –στο μέτρο των δυνατοτήτων
μας -και οι δυο αυτοί στόχοι, αφού και παρακινήσαμε για γνωριμία με το έργο του
Πτέλιου Μεφλούδα, αλλά και πολλοί από τους νέους συγγραφείς που διακρίθηκαν
στον διαγωνισμό έχουν σημειώσει μια αξιόλογη πορεία στα ελληνικά γράμματα..
΢πενθυμίζουμε ότι τα θέματα των τεσσάρων προηγουμένων διαγωνισμών
ήταν :
- Επιστροφή στο χωριό
- Έγκλημα στο χωριό
- Ο καπνός
- Ο Ξένος
Ν διαγωνισμός, απευθυνόταν σε όσους μετέχουν της ελληνικής παιδείας και
γράφουν στην ελληνική γλώσσα, ανεξαρτήτως τόπου διαμονής και εθνικότητας
χωρίς όριο ηλικίας. Νι υποψήφιοι μπορούσαν να συμμετέχουν με ένα μόνο
διήγημα το οποίο να μην έχει ποτέ δημοσιευθεί. Ρο καθένα, δεν έπρεπε να ξεπερνά
τις 3.000 λέξεις.

5_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θέμα του Ε’ Διαγωνισμού ήταν «Το Σχολείο».

Ε ιδέα του διαγωνισμού ξεκίνησε από την προσπάθεια που γίνεται για
αξιοποίηση του παλιού σχολείου των Θαστελλίων με τη δημιουργία
ΐιβλιοθήκης. Ξαράλληλα, θελήσαμε να δώσουμε έμφαση τόσο στο παρελθόν και
στις αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια, όσο και στο παρόν και στο μέλλον του
σχολείου.

Ρα Θαστέλλια, ένα κεφαλοχώρι της Σωκίδας έχει μακρά παράδοση στα


γράμματα ήδη από την εποχή της Ρουρκοκρατίας.

Ήδη στο διάστημα που μεσολάβησε από την προκήρυξη του Βιαγωνισμού μέχρι
την έκδοση του βιβλίου το όνειρο της δημιουργίας ΐιβλιοθήκης στο παλιό
Βημοτικό Πχολείο του χωριού έγινε πραγματικότητα.

Γίμαστε πολύ χαρούμενοι για τη συνεργασία με το Κουσείο Πχολικής Δωής και


Γκπαίδευσης και το Literature.gr που δέχθηκαν ευγενικά την πρόσκλησή μας
για τη συνδιοργάνωση του Βιαγωνισμού που με αυτό τον τρόπο αναβαθμίζεται
και αποκτά μεγαλύτερη ευρύτητα.

6_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Κριτική Επιτροπή του Διαγωνισμού

Πτην Θριτική Γπιτροπή του Βιαγωνισμού εκ μέρους του Πυλλόγου μετείχαν:

✔ Ν επίτιμος πρόεδρος Δημήτρης Χαλατσάς, δικηγόρος - συγγραφέας

✔ Ν αντιπρόεδρος Κώστας Στοφόρος, δημοσιογράφος - συγγραφέας

Ρα υπόλοιπα μέλη ήταν οι:

✔ Νίκος Γκαμαρλιάς, νικητής Β‟ Βιαγωνισμού

✔ Δρ Ευαγγελία Κανταρτζή, Ξρόεδρος Κουσείου Πχολικής Δωής και Γκπαίδευσης

✔ Ντίνα Σαρακηνού, Βιευθύντρια Literature.gr

7_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Η Τελετή Βράβευσης

Ε Ρελετή βράβευσης του Γ‟ Βιαγωνισμού πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη


αίθουσα εκδηλώσεων του Ξνευματικού Θέντρου Οουμελιωτών.

Ρην εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους και έδωσαν βραβεία στους
διακριθέντες η πρόεδρος του Κουσείου Πχολικής Δωής και Γκπαίδευσης Βρ
Γυαγγελία Θανταρτζή, η διευθύντρια του Literature.gr Λτίνα Παρακηνού, η
υπεύθυνη του «ΐιβλιοπαρουσιάσεις-Θριτικές» Αιούλη-Αεωργία Ρσακάλου, ο
συγγραφέας Θωστής Ώ. Κακρής, η συγγραφέας Θωνσταντίνα Ρασσοπούλου, η
υποψήφια βουλευτής ΐ Ώθήνας Ηωάννα Ακελεστάθη κ.α.

8_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Τα Αποτελέσματα του Διαγωνισμού

Α’ Βραβείο

 Σην εποχή του Σαπακούδη

Κώστας Παπαϊωάννου, Ιευκωσία -Θύπρος

Β’ Βραβείο

 Ο δάσκαλος του χωριού

Ιορδάνης Κυριακίδης, Αιαννιτσά

Γ’ Βραβείο

 Ελευθερία Λευτέρη

Ελένη Σάββα Ηλιάδου, Ταλκίδα

Διακρίσεις

 Σο σχολείο (η ΢αντορινιά)

Ελευθερία-Δέσποινα Γεωρ. Παγιάτη, Έξω Αωνιά Ζήρας

9_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

 Ο άνθρωπος *

Αντώνης Παρισσιάδης, Θαλύβια Ζορικού

 Σο σχολείο της νιότης μου

Πηγή Γρύλλη, Ταλάνδρι

 Σο σχολείο μου στη χώρα των όμορφων αλόγων

Ευστάθιος Γαϊτανίδης, Ιάρισα

 Κυρία μη φεύγεις

Μαρία Σάββα Ηλιάδου, Θιλκίς

 Φειμώνας

Παντελής Κ. Σαρρής, Αλυκά Λερά

 Σο σχολείο (Λεωνής)

Κωνσταντίνα Ανδ. Κουτσουμπού, Θαλαμάτα

 Ο Γιάννης

10_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Αργυρώ Μπαξεβάνου, Πκιάθος

 Η μονομαχία

Μαίρη Γεωρ. Πίσια, Ξετρούπολη

 Σο σχολείο

Νίκος Ι. Καρμοίρης, Θαραβάς Ππάρτης

 Σο δομικό κομμάτι της γνώσης

Δημήτρης Κ. Τούλιος, Ξάτρα

 Πέτρινο

Φωτεινή Οδ. Παζαροπούλου, Ζεσσαλονίκη

 Παιχνίδια στην τάξη

Σεβαστή Αποστ. Κωνσταντινίδου, Ιυκόβρυση Θοζάνης

* Σο διήγημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα συλλογή καθώς στάθηκε αδύνατη η
επικοινωνία με τον συγγραφέα του. Επιφυλασσόμαστε να το περιλάβουμε σε επόμενη ανθολογία.

11_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Οι 15 βραβευμένες ιστορίες

12_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Α’ Βραβείο

Θώστας Παπαϊωάννου, Λευκωσία – Κύπρος

Σην εποχή του Σαπακούδη

Β ΏΠΘΏΙΝΠ ΚΏΠ ΠΡΕΛ ΓΘΡΕ ΡΏΜΕ ΡΝ΢ ΒΕΚΝΡΗΘΝ΢ ήταν ο κύριος Ραπακούδης,
που ήταν παράλληλα και ο διευθυντής του σχολείου. Θοντοπάχουλος με
διαπεραστικό βλέμμα, φτυστός ο Λτάνι Λτε ΐίτο αν του προσθέσουμε μια σγουρή
γκριζόμαλλη περούκα. Βεν υπήρξε ποτέ υπόδειγμα ευσυνείδητου εργατικού
δάσκαλου. Ώυτός βαριόταν το μάθημα περισσότερο από μας. Βεν ήταν κακός αλλά
ήταν άξεστος και πεζός με έντονες πινελιές ηλιθιότητας. Βούλευε πάντα επιπόλαια
και με τα φεγγάρια του χωρίς να ψάχνει την αλήθεια και τα τεκμήρια σε κάποια
γεγονότα που συναντούσε στην πορεία του. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν υπόλογος σε
κανένα.

Κια χρονιά, όταν ήμουν στην τρίτη τάξη του δημοτικού, τον επισκέφτηκε ο
γείτονας μας, ο Θεφαλογιάννης και του είπε ότι κάποιοι κλέψανε χρυσόμηλα από
την χρυσομηλιά του. Θαι επειδή γειτνίαζαν τα χωράφια μας, ο Θεφαλογιάννης
θεώρησε βέβαιο ότι τα κόψαμε εγώ και τα αδέλφια μου. Γμείς φυσικά δεν είχαμε
ιδέα. Ν Ραπακούδης ούτε καν το έψαξε, ούτε καν μας κάλεσε να απολογηθούμε.
Πτην πρωινή συνάντηση του σχολείου που γινόταν κάθε Βευτέρα, μας έβγαλε έξω
και τους τρείς από την παράταξη, μας ονόμασε κλέφτες και μας έδειρε στη χούφτα
με τη ρίγα. Ξώς να αγαπήσεις ένα τέτοιο εκπαιδευτικό; Κε τον Ραπακούδη δεν
μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Ρον
Θεφαλογιάννη όμως, λίγο έλειψε να τον αποτελειώσουμε. Ν Θεφαλογιάννης είχε το

13_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

συνήθειο να έρχεται στο μποστάνι μας, πριν κάνει την πρώτη γραμμή του
λεωφορείου νωρίς το πρωί και να τρώει ντομάτες κατευθείαν από τις ντοματιές.
Θάθε φορά, ρωτούσε τον πατέρα μου αν ήταν ψεκασμένες και αυτός του
απαντούσε αρνητικά. Ξού να ήξεραν και οι δυο τους ότι κάθε μέρα εμείς, μετά τον
άδικο ξυλοδαρμό, ψεκάζαμε τις ντομάτες με φολιδόλ, ικανό να σκοτώσει βόδι. Πε
μερικές μέρες ο Θεφαλογιάννης εισάχθηκε στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους στο
στομάχι και νοσηλεύτηκε εκεί μια βδομάδα. Ξάντως μετά έζησε μια ζωή περδίκι
και κόντεψε τα ενενήντα για να πεθάνει.

Βυο – τρεις φορές το χρόνο όλοι οι μαθητές του δημοτικού πηγαίναμε


περίπατο. Νι πιο παλιοί μας, ισχυρίζονταν ότι τον περίπατο τον προφασίζονταν οι
δάσκαλοι για να πίνουν τα αζήτητα κρασιά που έμειναν από την
χριστουγεννιάτικη κλήρωση. Ν συνηθισμένος προορισμός του περίπατου ήταν ο
ποταμός Ξηδιάς που βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από το σχολείο.
Θάποτε μας έπαιρναν στην κοίτη του ποταμού, εκεί που ήταν και το κοινοτικό
γήπεδο για να παίζουν μπάλα τα αγόρια και να φτιάχνουν σπιτάκια με την άμμο
του ποταμού τα κορίτσια. Άλλες φορές, όταν ήταν ζεστός ο καιρός και
χρειαζόμαστε σκιά, μας έπαιρναν λίγο πιο κάτω στην όχθη πάλι του ποταμού όπου
ήταν το ιδιωτικό δάσος από ευκαλύπτους που ανήκε σε μια δασκάλα μας, την
κυρία Βώρα. Γκεί τα κορίτσια μαζεύανε αγριολούλουδα και φτιάχνανε μπουκέτα
για να τα πάρουν σπίτι τους και τα αγόρια σκυλοβαριόνταν.

Κια φορά που είμαστε δίπλα από το δάσος της κυρίας Βώρας, μια ομάδα
από αγόρια, συγκεκριμένα τρία, διέλαθε της προσοχής των δασκάλων και
προχώρησε βαθιά μέσα στην κήτη του ποταμού με κατεύθυνση τα βουνά του
Καχαιρά, για να εξερευνήσουν τον χώρο. Ξεράσανε τους θάμνους από ακακίες και
κυπαρισσάκια και βρεθήκανε σε ένα ξέφωτο. Γκεί βρεθήκανε πρόσωπο με πρόσωπο
με μια αποκάλυψη. Πτην αμμώδη όχθη του ποταμού, ήταν αραδιασμένοι τέσσερις
κορμοί από δένδρο πεύκου. Γίχανε μήκος δύο μέτρα και είχαν μια κοιλότητα

14_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

άτσαλα σκαλισμένη με τσεκούρι. Ε ονειροπόλος τριάδα των αγοριών αμέσως


γνωμάτευσε ότι επρόκειτο για παλαιολιθικές πιρόγες και έμειναν να κοιτάζουν
εκστατικά και με γουρλωμένα μάτια την ανακάλυψη τους. Ιίγο πιο πάνω,
άκουσαν κουδούνια και βελάσματα προβάτων. Αια να προστατεύσουν τα
ευρήματα τους από τον αμόρφωτο βοσκό, που θα μπορούσε κιόλας να τα
καταστρέψει, τα τραβήξανε βιαστικά και τα κρύψανε μέσα στις ακακίες μέχρι να
σκεφτούν τι θα κάνουν με τις πιρόγες. Γπιστρέψανε πίσω στην συγκέντρωση και
επειδή στην διαδρομή πίσω αποφασίσανε να έρθουν το απόγευμα με αμαξάκια να
πάρουν τις πιρόγες, κάτι που σήμαινε επιπρόσθετα χέρια, αναγκαστικά
εξιστορήσανε τάχα απόλυτα εμπιστευτικά και σε μερικούς άλλους τα ευρήματα
τους. Κέχρι να βραδιάσει μαζέψανε τις πιρόγες και τις κρύψανε σε μια παράγκα
αλλά το μυστικό διέρρευσε και μαθεύτηκε σε όλο το σχολείο. ΋λοι οι μαθητές και οι
μαθήτριες ήθελαν να δουν τις αρχαίες πιρόγες αλλά ευτυχώς το μόνο που δεν
ακούστηκε ευρέως ήταν σε ποια παράγκα ήταν κρυμμένες. Ρην άλλη μέρα το πρωί,
επισκέφθηκε τον Ραπακούδη φουριόζος ο βοσκός και του κατάγγειλε ότι μια ομάδα
από ανάγωγα παιδιά του κλέψανε τους κορμούς των δέντρων που σκάλισε ο ίδιος
και που τους είχε σαν ποτίστρες για τα πρόβατα του! Ν Ραπακούδης κάλεσε αμέσως
στο γραφείο μερικούς σεσημασμένους καταδότες και σε μισή ώρα διαλεύκανε
πλήρως το μυστήριο με τις πιρόγες. Θάλεσε την ονειροπόλα τριάδα, τους έδωσε το
ξύλο της χρονιάς τους με τη βέργα του και τους έστειλε μαζί με μια ομάδα
χειροδύναμους μαθητές να επιστρέψουν τις ποτίστρες στη θέση τους. Βεν έμεινε
μέχρι εκεί ο Ραπακούδης. Πτην επόμενη συγκέντρωση της Βευτέρας, μετά την
προσευχή, τους έβγαλε μπροστά στους υπόλοιπους παραταγμένους μαθητές και
τους περιγέλασε για τη χαζομάρα τους να εκλάβουν τις άκομψες ποτίστρες του
κοπαδιού για παλαιολιθικές πιρόγες. Θαι οι παραταγμένοι μαθητές, εκεί που
σφάζονταν να δουν τις πιρόγες, σαν τον όχλο των Γβραίων που σταυρώσανε τον
Τριστό, ξεκαρδιστήκανε στα γέλια και για μέρες χλευάζανε την τριάδα των
αγοριών αποκαλώντας τους θεότρελους και παλαβιάρηδες.

15_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ν Ραπακούδης δημιούργησε μια βιβλιοθήκη με βιβλία για την τάξη. Γπειδή


ήταν και αξιωματούχος πρόσκοπος της Ιευκωσίας, τα περισσότερα βιβλία τα
έφερνε από το προσκοπείο. Κας είχε βάλει διαγωνισμό όποιος διαβάσει τα πιο
πολλά βιβλία σε ένα μήνα, θα του έδινε δώρο ένα τόμο με κλασσικά
εικονογραφημένα, το αγαπημένο μας περιοδικό. ΋ταν κάποιος επέστρεφε στον
Ραπακούδη ένα βιβλίο που δανείστηκε και διάβασε, έπρεπε μετά να σταθεί στην
έδρα να πει την περίληψη του βιβλίου και να δεχτεί ερωτήσεις από τους μαθητές.
Έτσι για να αποδείξει ότι διάβασε το βιβλίο. Κπορεί οι μαθήτριες παραδοσιακά να
ήταν καλύτερες αναγνώστριες κειμένων και να μπορούσαν να τα διαβάζουν
τραγουδιστά και με ένα θηλυκό λυγμό, αλλά δεν ήταν αναγνώστριες μεγάλων
αποστάσεων. Βιεκδικητές του βραβείου ήμουν εγώ και ο Βώρος, ένα πολύ
συγκρατημένο και ευγενικό παιδί με άριστες επιδώσεις στα μαθήματα. Ν Βώρος
είχε προβάδισμα στο διάβασμα γιατί είχε περισσότερο χρόνο. Γγώ μόλις
σχολνούσα έπρεπε να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου στο χωράφι μέχρι να
νυχτώσει. Ν Βώρος ήταν ορφανός από πατέρα και δεν είχε κανένα να του τα πρήζει
ενώ η μάνα του δεν ασχολείτο με γεωργικές δουλειές. Γίχε και μια σπάνια
ικανότητα. Κπορούσε να περπατάει και να διαβάζει το βιβλίο του. Ρο σπίτι του
ήταν σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά από το σχολείο. Ν Βώρος ήταν οικονομικά
ευκατάστατος και ήταν το μόνο αγόρι στην τάξη που είχε τσάντα που μπορούσες
να φορέσεις στους ώμους σου. Ξερπατούσε από το σπίτι του με την τσάντα στους
ώμους και στα χέρια το βιβλίο και διάβαζε μέχρι να φτάσει στην τάξη. Θάθε δυο
μέρες έβγαινε στην έδρα να μας πει την περίληψη του βιβλίου που διάβασε.
Γρωτήσεις από τους μαθητές σπάνια δεχόταν γιατί δεν ξέρανε τι να τον ρωτήσουν.
Ένα δυο πράγματα τα ρωτούσε ο Ραπακούδης. Γνώ, όταν παρουσίαζα εγώ το
βιβλίο που διάβασα, η συμμαθήτριες μου ήταν άξιες να με ρωτήσουν την πρώτη
και την τελευταία λέξη κάθε σελίδας του βιβλίου. Κια φορά που μιλούσε ο Βώρος,
σήκωσα το χέρι μου να ρωτήσω εγώ κάτι. Ήταν τότε που μας αφηγήθηκε για τον
ΟοβινσώναΘρούσο. Ε ερώτηση μου ήταν «ποιος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου»,

16_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

μια ερώτηση που μέχρι σήμερα θεωρώ εντελώς φυσιολογική για να ρωτήσεις
κάποιο που δηλώνει ότι διάβασε ένα καλό βιβλίο. Ν Ραπακούδης όμως δεν είχε την
ίδια γνώμη. Άρχισε να ουρλιάζει χαρακτηρίζοντας την ερώτηση μου άτοπη και
πονηρή με στόχο να βάλω τρικλοποδιά στον Βώρο και να τον εξευτελίσω και να
τον εκθέσω σαν αδιάβαστο. Ρόσο άξεστος ήταν. Ρο μόνο καλό που βγήκε από το
περιστατικό ήταν ότι πάντα θα θυμούμαι ότι ο συγγραφέας του Οοβινσώνα
Θρούσου είναι ο Λτάνιελ Λτεφόε.

Ξαράλληλα, ο Ραπακούδης επειδή βαριόταν να διδάξει, μας έδινε κάθε μέρα


δέκα προβλήματα μαθηματικών, τυπωμένα στο χαρτί από τον πολυγράφο του
προσκοπείου φυσικά, τα οποία έπρεπε να τα λύσουμε στο τετράδιο μας στην τάξη
και μετά να τα πάρουμε στην έδρα για να σημειώσει τον χρόνο και μετά να τα
πάρει μαζί του σπίτι να τα διορθώσει. Πυνήθως έπαιρνε της τάξης μισή ώρα να τα
λύσουν. Γγώ τα έλυνα σε δώδεκα με δεκατρία λεπτά. Κετά τραβούσα έξω το βιβλίο
της βιβλιοθήκης που είχα κάτω από το θρανίο μου, το έβαζα πάνω στα πόδια μου
και διάβαζα για να καλύψω έδαφος από την πρωτοπορία του Βώρου, κάτι που δεν
κατάφερα ποτέ. Ένα μεσημέρι, ξέχασα το βιβλίο κάτω από το θρανίο και πήγα
σπίτι. Ρο πρόσεξε μια μαθήτρια και της έφτιαξα τη μέρα της. Ξήγε κουρδιστή και
λυγιστή και με κάρφωσε στον Ραπακούδη. Ώυτός περίμενε να αρχίσει το
απογευματινό μάθημα και με φώναξε στην έδρα. Κε πήρε από το μαλλί και με
κουνούσε πάνω κάτω λες και βαρούσε την καμπάνα της εκκλησίας. Ν Ραπακούδης
όταν ήταν να μιλήσει, άνοιγε το στόμα του διάπλατα και μετά από ένα λεπτό
έρχονταν στο μυαλό του οι λέξεις που ήθελε να πει. Άνοιξε το στόμα του και στο
λεπτό πάνω με αποκάλεσε κουτοπόνηρο και οκνηρό που σκόπιμα έβγαλα το βιβλίο
από τη σάκα μου για να μειώσω το βάρος της, αντίθετα με της οδηγίες του να
παίρνουμε και να φέρνουμε όλα τα βιβλία στη διαδρομή σπίτι σχολείο και
ανάποδα. Ώυτοί ήταν οι εκπαιδευτικοί μας τότε. Ρώρα ακούω ότι τα πράγματα
είναι καλύτερα.

17_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Γκείνη τη χρονιά είχε καθιερωθεί ένα συσσίτιο για όλο το σχολείο όπου στο
πρώτο διάλειμμα κάθε μαθητής και μαθήτρια είχε για κολατσιό ένα φρεσκοψημένο
φραντζολάκι. Ρα φραντζολάκια τα έψηνε στο φούρνο της η κυρία Ώννού (Άννα)
που ο άντρας της ήταν ψωμάς. Ρο σπίτι της κυρίας Ώννούς ήταν διακόσια μέτρα
μακριά από το σχολείο, στο κέντρο μεταξύ των άλλων βοηθητικών τάξεων. Έτσι,
δεκαπέντε λεπτά πριν το διάλειμμα έστελνε ο Ραπακούδης εμένα και τον διπλανό
μου τον ΐάσο να κάνουμε διανομή τα φραντζολάκια. Γίμαστε και οι δυο καλοί
μαθητές και δεν θα μας χαλούσε ένα τέταρτο απουσία από την τάξη κάθε μέρα. Κε
τον ΐάσο μοιραζόμασταν ένα επτασφράγιστο μυστικό. Ρα φραντζολάκια ήταν
μετρημένα, όσο και το δυναμολόγιο του σχολείου. Ε κυρία Ώννού όμως πάντα μας
έδινε από ένα περισσότερο για τον κόπο μας. Γμείς φυσικά το τρώγαμε αμέσως για
να μην αποκαλύψουμε το προνόμιο. Ξαίρναμε τα φραντζολάκια σε όλες τις τάξεις
και τα μοιράζαμε πάνω στα θρανία. Θάποτε περισσεύανε ένα - δυο λόγω
απρόσμενης απουσίας μαθητών. Θανένας δάσκαλος δεν τα έδωσε σε μας τους
χαμάληδες παρά μόνο σε κάποιους που θεωρούσαν πιο καταφρονημένους. Βεν
πειράζει. Πήμερα και εγώ το ίδιο θα έκανα.

Ένα άλλο προνόμιο που είχαμε εγώ και ο ΐάσος, ήταν να τρέχουμε στο
γραφείο του Ραπακούδη και να κτυπάμε το κουδούνι για διάλειμμα ή
μεσημεριάτικη παύση. Θαθόμαστε στο πρώτο θρανίο και με την οδηγία του
Ραπακούδη «κτυπάτε το κουδούνι» τρέχαμε και οι δυο σαν σίφουνες. Ξοτέ δεν
κατάφερα να ξεπεράσω τον ΐάσο. Ώκόμα και ένα διάστημα που ο ΐάσος είχε
σπασμένο πόδι και κυκλοφορούσε με πατερίτσα. Ν ΐάσος ήταν και καλός
ποδοσφαιριστής. ΋ταν ήταν με τις πατερίτσες, έπαιζε μπάλα και σημείωνε και
γκολ. Ν Ραπακούδης το γνώριζε ότι ο ΐάσος ήταν πιο ταχύς και μας έστελνε και
τους δυο για πλάκα για να απολαμβάνει την ήττα μου. Ρο μόνο που έκανε σαν
αντιστάθμισμα –είπαμε, δεν ήταν κακός, απλά άξεστος- ήταν ότι το πρωί και το
απόγευμα πριν αρχίσει το μάθημα, έστελνε μαθητές στην αυλή να μου φωνάξουν
να πάω στο γραφείο του. Ρότε, αν και το κουδούνι ήταν σε απόσταση ένα άπλωμα

18_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

του χεριού του, μου ζητούσε να κτυπήσω το κουδούνι. Γυτυχώς, δεν το εκλάμβανα
σαν καψόνι αλλά σαν μια τρυφερή κίνηση επιλεκτικής επιβράβευσης. Γξάλλου, μια
ζωή, αυτοί που με αγαπήσανε περισσότερο ήταν και αυτοί που με τυραννήσανε
περισσότερο.

Κια Ξαρασκευή μας έδωσε τα δέκα καθιερωμένα προβλήματα μαθηματικών.


Νι ασκήσεις ήταν διαίρεση κλασμάτων. Ρότε υπήρχε και μια κόντρα, στα πλαίσια
πάντα της ευγενούς άμιλλας μεταξύ μου και του Βώρου, ποιος θα σπάσει πρώτος το
φράγμα των δέκα λεπτών στην επίλυση των ασκήσεων. Ξράγματι, κατάφερα και
έλυσα τις ασκήσεις σε εννιά λεπτά. Ξάντα, μετά που παραδίδαμε τα τετράδια μας,
ανταλλάσσαμε τις απαντήσεις μας με τον Βώρο για να διαπιστώσουμε του λόγου το
αληθές. Γκείνη τη μέρα, καμμιά απάντηση μου δεν συμφωνούσε με αυτή του
Βώρου. Ρότε αντιλήφθηκα ότι αντί να διαιρώ τα κλάσματα μεταξύ τους, τα
πολλαπλασίαζα! Κε έπιασε πανικός. Ρο έξυπνο πουλί πιάστηκε από τη μύτη. Ήδη
στα αυτιά μου κουδούνιζαν οι πικρόχολοι πανηγυρισμοί του Ραπακούδη και των
μαθητριών της τάξης. Θάτι υποψιάστηκα γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα ο
Ραπακούδης δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και καταπιάστηκε να διορθώνει τις
ασκήσεις μας στην τάξη. Ρο πρώτο τετράδιο που διόρθωσε ήταν το δικό μου και
μόλις ολοκλήρωσε την διόρθωση, τον είδα να με κοιτάζει με ένα λαμπερό βλέμμα
και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά του. Ρότε νόμισα ότι ήταν αποτέλεσμα
εντυπωσιασμού του από την απόλυτη ορθότητα των απαντήσεων μου. Κετά που
ξεκαθάρισε το σκηνικό με το Βώρο, κατάλαβα ότι εκείνο το βλέμμα και χαμόγελο
δεν ήταν του Ραπακούδη παρά μόνο της Θρουέλα Λτε ΐιλ όπως την είδαμε στο
σινεμά, στα 101 σκυλάκια Βαλματίας, τριάντα χρόνια μετά. Πτο διάλειμμα, ο
Ραπακούδης άφησε τα τετράδια στην έδρα και πήγε στο μικροσκοπικό του γραφείο
να συναντήσει τους άλλους δάσκαλους. Ώπό διαβολική σύμπτωση, επιμελητής της
τάξης, για να μείνει στην αίθουσα και να καθαρίσει τον πίνακα, ήμουν εγώ.
Θαθάρισα τα γραφούμενα στον πίνακα στο πι και φι και όρμησα στα τετράδια
ψάχνοντας πρώτα το δικό μου. Ρο βρήκα και το άνοιξα. Ένα μεγάλο μηδέν και

19_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

μάλιστα διπλά υπογραμμισμένο. Κε κόκκινο μελάνι είχε γράψει σαν σχόλιο


«τελεία άγνοια της βασικής γνώσης διαίρεσης κλασμάτων». Άσπρισα, ίδρωσα και
ήθελα να κάνω εμετό. Θανένα άλλο τετράδιο δεν είχα όρεξη να κρυφοκοιτάξω.
Ήμουν σίγουρος ότι ο Ραπακούδης θα το έκανε τούμπανο και θα διασκέδαζε την
ταπείνωση μου. Πκέφτηκα να αρπάξω το τετράδιο και να το εξαφανίσω. Ρη στιγμή
όμως που ήξεραν οι πάντες ότι ήμουν επιμελητής, θα ήταν ανόητη κίνηση
αυτοκτονίας. Ρότε αντιλήφθηκα ότι μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσαν να
διορθωθούν τα πράγματα. Ώκριβώς δίπλα από το κτίριο του σχολείου, ήταν
κτισμένη η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Αεώργιο. ΋μως δεν είχα
μούτρα να ζητήσω τέτοιο διακόνημα από τον Άγιο. Ε αδελφή μου, που τότε
φοιτούσε στην Ώγγλική Πχολή, όποτε είχε διαγώνισμα, μου έδινε ένα γρόσι για να
το ρίξω στο κουτί του Ώγίου που ήταν έξω από την εκκλησία. Γγώ έλεγα στον Άγιο
να γράψει το γρόσι στο χάσε δεφτέρι και με το γρόσι αγόραζα καραμέλες. Βεν
εξυπηρετούσε να υποσχεθώ στον Άγιο να αλλάξει το μηδέν με δέκα και να του
ξοφλήσω τα χρωστούμενα γιατί αν τα λογαριάζαμε, ξεπερνούσαν τα είκοσι γρόσια.
Ξώς να ξοφλήσω μια τέτοια οφειλή. Ώποτάθηκα στην μεγαλοψυχία της Ξαναγιάς
και την ευσπλαχνία του Τριστού. Θαι τι δεν έταξα για να αλλοιωθεί η βαθμολογία.
Λα γίνω δεσπότης, να γίνω ηγούμενος, να γίνω χατζής. Αια να βεβαιωθώ, όταν
πήγα σπίτι ρώτησα την αδερφή μου αν ζητήσω κάτι από τον Τριστό και υποσχεθώ
να γίνω αυτά που σας ανάφερα, αν είχα ελπίδες να μου το κάνει. Ε αδελφή μου
έβαλε τα χάχανα. «Βεν γίνετε να ζητάς χατίρια και να υπόσχεσαι μαξιλάρια και
καλά της ψυχής σου. Ζα είχες καλύτερη τύχη αν υποσχόσουν να πας γονατιστός
στην εκκλησία να προσκυνήσεις, ή να γίνεις ερημίτης ή να νηστέψεις ένα μήνα!»
Βεν είχα καμμιά διάθεση να κάνω οτιδήποτε από αυτά που εισηγήθηκε η αδερφή
μου, έστω και σε βελτιωμένη έκδοση. Άφησα τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα
τους. Ξέρασα ένα Παββατοκύριακο βλέποντας τα βράδια εφιάλτες στον ύπνο μου
και την Βευτέρα πήγα στην τάξη να υποστώ τον εξευτελισμό του Ραπακούδη και το
φτύσιμο της τάξης. Ρελικά ο εξευτελισμός ήταν μικρού βεληνεκούς και το φτύσιμο

20_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

δεν έγινε ποτέ. ΋ταν ο Ραπακούδης έστειλε και μου φώναξαν να πάω στο γραφείο
του να κτυπήσω το κουδούνι, με πήρε από το αυτί, το τράβηξε έντονα, μου έδωσε το
τετράδιο μου και μου είπε: «΋ποιος βιάζεται σκοντάφτει. Λα κάτσεις στο διάλειμμα
να λύσεις τις ασκήσεις ξανά. Ξρόσεξε πολύ καλά να είναι αλάνθαστες, διαφορετικά
θα σε κάνω ρεζίλι στην τάξη». Ρου έδωσα πίσω τις ασκήσεις ορθότατες και η
λαχτάρα μου κατάληξε να έχει αίσιο τέλος.

΋ταν κοντέψανε οι μέρες της λήξης της σχολικής χρονιάς, αρχίσανε και οι
πρόβες για την τελική γιορτή του σχολείου. Ήταν καθιερωμένο, ένας άριστος
μαθητής, ανάμεσα σε αυτούς που αποφοιτούσαν, να διαβάσει μια
αποχαιρετιστήρια ομιλία. Πτην τάξη, πάντα έγραφα άριστες εκθέσεις και πάντα ο
Ραπακούδης με έβαζε να τις διαβάζω στην τάξη. Έτσι, μου ανάθεσε να συντάξω την
ομιλία και να του την πάρω να την ελέγξει. Θάτι παρόμοιο έκανε και σε μια
μαθήτρια. Ρραγικό λάθος. Γγώ έβαλα όλα μου τα δυνατά και έγραψα μια ομιλία
δακρύβρεχτη και αριστουργηματική. ΋ταν την διάβασε ο Ραπακούδης, έμεινε για
πέντε λεπτά με το στόμα ανοιχτό. Πτο διάλειμμα με κάλεσε ξανά στο γραφείο του
και διάβασα την ομιλία μου μπροστά από όλους τους δάσκαλους. Νι δασκάλες
βγάλανε τα μαντηλάκια τους και σκουπίζανε τα συγκινημένα μάτια τους και οι
δάσκαλοι ήταν πεπεισμένοι ότι την ομιλία μου την έγραψε κάποιος άλλος
δάσκαλος σε κάποιο γειτονικό χωριό. ΋μως, η ομιλία ήταν ολοκληρωτικά δικό μου
δημιούργημα. Ν Ραπακούδης, εκτός από άξεστος, συχνά συμπεριφερόταν και σαν
ηλίθιος. Ώντί να μου αναθέσει πάραυτα να διαβάσω την ομιλία στη γιορτή,
αποφάσισε να διαβαστούν και οι δυο ομιλίες στην τάξη και να ψηφίσουν οι
μαθητές ποια θα ήθελαν οι ίδιοι να διαβαστεί. Ταμένος από χέρι δηλαδή. Ε ομιλία
της μαθήτριας ήταν μέτρια. Ρη στιγμή όμως που τα κορίτσια ήταν πιο πολλά στην
τάξη, είχα ελπίδα να ψηφίσουν τη δική μου; Θαι έτσι έγινε. Ώπό μισαλλοδοξία
ψηφίσανε την ομιλία της μαθήτριας. ΋μως δεν έμεινα από κάτω. Έπεισα τον
Ραπακούδη και με άφησε να συντάξω ένα δικό μου αποχαιρετιστήριο ποίημα και
να το απαγγείλω στην τελετή λήξης. Ρο χειροκρότημα που εισέπραξα από τους

21_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

παρευρισκόμενους ήταν σαφώς πιο θερμό από αυτό που είσπραξε η ομιλία της
μαθήτριας.

Ώυτός ήταν ο Ραπακούδης. Άξεστος μέχρι αηδίας και μόνιμος ένοικος στην
κοσμάρα του.

Θώστας Παπαϊωάννου

Γεννήθηκα ηο 1954 ζηη Λεσκφζία. Έτφ μεηαπηστιακό δίπλφμα ζηη Ψστολογία και είμαι πανηρεμένος
με ηρία παιδιά. Με ηο λογοηετνικό γράυιμο αζτολούμαι ενηαηικά, ηα ηελεσηαία πένηε τρόνια. Έτφ
γράυει μσθιζηορήμαηα, νοσβέλες, διηγήμαηα, παραμύθια, θεαηρικά έργα, ζκεης και ποιήμαηα. Έργα
μοσ, ζε όλες ηις καηηγορίες, έτοσν βραβεσηεί επανειλημμένα από διάθοροσς λογοηετνικούς θορείς και
εκδοηικούς οίκοσς. Έτφ εκδώζει ηο 2016 ηο παιδικό μσθιζηόρημα «Τα Δαμάζκηνα ηης κσρά-Μάτης»
(Εκδόζεις Ενηύποις».

22_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Β’ Βραβείο

Ηορδάνης Κυριακίδης, Γιαννιτσά

Ο δάσκαλος του χωριού

Ώ
ΞΝ ΡΝ ΘΓΣΏΙΝΤΦΟΗ, ΡΕΛ ΏΟΏΐΕΠΠΝ, ΕΡΏΛ Ν ΞΝΙ΢ΒΦΟΏΠ και η Γλεονόρα, να
κάμουν στον καιρό τους ένα γιο, να το βαφτίσουν Ώρτέμιο. Ξέρασαν οι
χρόνοι, μεγάλωσε ο Ώρτέμης και κείνο που δεν κατάφερε να γίνει ο Ξολύδωρας
γύρεψε να το κάμει ο γιος του. Βάσκαλο γύρευε να τον κάμει, κι ας κρατούσε
εκείνος σε απόσταση τα γράμματα, να καταφέρει με τουφεκισμούς και γνωριμίες
να γίνει δάσκαλος.

Ξώς έγινε δάσκαλος ο Ώρτέμης; Ρέλειωσε το Αυμνάσιο με κάμποσο


«σπρώξιμο», έκαμαν και τις πονηριές τους οι βουλευτές να περάσει στις εξετάσεις,
να γραφτεί στη Ώκαδημία. Θαι εκεί με πιέσεις πολλές, με χατίρια και δώρα στους
καθηγητές, κατάφερε να πάρει το Ξτυχίο του Βημοδιδασκάλου, κι ας μην είχε
καμιά σχέση με κείνο που έγραφε το δίπλωμά του. Βε σκιαζόταν ο Ώρτέμης αν θα
βρει δουλειά, αφού είχε έτοιμους τους ανθρώπους του κύρη του, να κάμουν εκείνοι
τις πονηριές τους, να αρχίσει να δουλεύει.

Έρχονταν όμως στιγμές που χανόταν με τη σκέψη πως κάμποσοι από τους
υποψηφίους είχαν παρόμοιο «μέσον», ίσως μεγαλύτερο. Ήταν και οι εξετάσεις που
έδιναν, να διαπιστωθεί η ικανότητα του καθενός, νέος θεσμός αυτός, αν ο
υποψήφιος είναι ικανός για τη δουλειά που θα κάμει.

Αια να πάρει τη θέση έπρεπε να εξεταστεί από Γπιτροπή μπρος στους


χωρικούς μαζί με άλλους συνυποψήφιους, κι αν τον έκρινε ικανό, θα κέρδιζε τη

23_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

θέση. Ρην Γπιτροπή την αποτελούσε ο πρόεδρος και ο παπάς και ο δάσκαλος,
εκείνος που αποχωρούσε από την υπηρεσία. Οωτούσε η Γπιτροπή με τη σειρά τον
κάθε υποψήφιο κι όποιος απαντούσε σωστά στις περσότερες ερωτήσεις εκείνον
διάλεγαν. Έπρεπε να γίνει διαγωνισμός, αυτό όριζαν οι νέες διαταγές, έπρεπε να
τηρηθούν οι κανονισμοί για την πρόσληψη του νέου δασκάλου. Βεν ήταν καθόλου
σίγουρος για τον εαυτό του ο Ώρτέμης, για τις γνώσεις του πιο σωστά, αν και τα
πράματα ήταν κάπως εύκολα, αφού ο πρόεδρος ήταν δικός του, με τον παπά τα
είχε περίσσια καλά, αφού τόσους χρόνους δωρεάν έκαμε τον ψάλτη. Γίχε ακόμα
μακρινό συγγενή τον δάσκαλο που αποχωρούσε, τι άλλο γύρευε;

Ένα μονάχα φοβόταν ο Ώρτέμης και τούτο έβλεπε πως μπορούσε να το


παλέψει με τις συμμαχίες που πήγαινε να κάμει, μα πάλι... Ρι φοβόταν; Νι χωρικοί,
ίσως από ζήλια, που ανέβηκε αυτός ένα σκαλί παραπάνω, που τα παιδιά τους
έμειναν ένα σκαλί πίσω, δε θα τον ήθελαν στο χωριό, για να επαληθευτεί η βιβλική
ρήση: «ουδείς προφήτης δεκτός εν τη εαυτού πατρίδι». Κα επειδή υπάρχει και μια
άλλη ρήση, λαϊκή τούτη, «οι τεμπέληδες κι οι χαζούτσικοι έχουν τύχη», ή « το
κουτσό το πουλί το φυλάγει ο Ζεός», φαίνεται πως αυτές, στην περίπτωση του
Ώρτέμη, φάνηκαν δυνατότερες από την πρώτη και κατάφερε να κερδίσει.

Ρι έγινε; Ν Ώρτέμης, όχι μονάχα θα «έπαιζε στο γήπεδό του», αλλά και
δίχως αντίπαλο, όπως πήγαιναν να τα σχεδιάσουν οι κεφαλές του τόπου.

Κάθαινε ο Ξολύδωρας πως ο μοναδικός συνυποψήφιος του γιου του ήταν


ο Ώναγνωστόπουλος Θλεόπας από το διπλανό, πολύ ανώτερος στις γνώσεις από
τον γιο του, η διαφορά στην εξέταση να φανεί αμέσως, να μην μπορούν να κάμουν
τίποτε τα «μέσα». Πε τούτη την ανέλπιστη δυσκολία πολύ υπολόγιζε ο Ξολύδωρας
στον δάσκαλο που αποχωρούσε, που δεν ήταν μονάχα συγγενής, μα και φίλος του.
Κπήκαν στη μέση ο πρόεδρος και ο παπάς να κάμουν «κατηχητικό» στον Ηγνάτιο,
να πειστεί εκείνος να βάλει όλη την τέχνη του, να πετύχουν τον σκοπό τους. Ήξερε
η μεριά του Ώρτέμη πως μονάχα με πονηριές θα κέρδιζαν τη θέση, αφού η εξέταση

24_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

των υποψηφίων γινόταν στην πλατεία του χωριού, μπρος στο μαζωμένο πλήθος.
Ρην προηγούμενη της εξέτασης, κάλεσε ο πρόεδρος στο γραφείο του τον Ηγνάτιο
και τον Ώρτέμη, να κουβεντιάσουν τις ερωτήσεις που θα έκαμαν, τις απαντήσεις
που θα έδινε εκείνος. Έκαμαν κάμποσες πρόβες, να χαλιέται ο Ηγνάτιος που έδειχνε
«ντουβάρι» ο Ώρτέμης, μα τι να έκαμε; Αιομάτος υποχρεώσεις ήταν μπρος στον
πρόεδρο, είχε δεμένα τα χέρια του, να νιώθει πως πηγαίνει αρνί στη σφαγή.

Μημέρωσε η μέρα, μαζώχτηκε το πλήθος στην πλατεία, κάμποσοι να κάμουν


χάζι, στήθηκαν μπρος στον πρόεδρο και τον Ηγνάτιο και τον παπά οι υποψήφιοι
δάσκαλοι. Θάλεσε η επιτροπή τους δυο υποψήφιους, Βεσύλλα Ώρτέμιο του
Ξολύδωρα και Ώναγνωστόπουλο Θλεόπα του Ώγάπιου, κι άρχισε η εξέταση.

Ξρώτος πήρε το λόγο ο πρόεδρος, που μονάχα το Βημοτικό κατάφερε να


τελειώσει και ρώτησε τον Ώρτέμη πράματα της καθημερινότητας κι ο παπάς ζήτησε
να του πει πότε γιορτάζει ο Άγιος του χωριού και πότε είναι το Ξάσχα. Ξήρε το
λόγο κι ο Ηγνάτιος, να κάμει ερωτήσεις, εκείνες που κουβέντιασαν την
προηγουμένη μέρα κρυφά. Γρωτήσεις από τη Αραμματική και την Ηστορία.
Ώπάντησε σε όλες με άνεση, με σιγουριά, να δείχνει πως κατέχει καλά τη δουλειά
του. Ώκολούθησαν φωνές και χειροκροτήματα από το ακροατήριο, κι ας μην ήξερε
εκείνο αν οι απαντήσεις ήταν σωστές. Ε Γπιτροπή συμφώνησε πως ήταν σωστές οι
απαντήσεις, πως δεν έσφαλε πουθενά ο εξεταζόμενος.

Παν ησύχασε το πλήθος, πήρε τη θέση μπρος στην Γπιτροπή ο


Ώναγνωστόπουλος Θλεόπας. Έκαμαν και σε αυτόν τις απλές ερωτήσεις τους, ο
πρόεδρος κι ο παπάς και σαν ήρθε η σειρά του τρίτου της Γπιτροπής, του Ηγνάτιου,
ρώτησε τον εξεταζόμενο.

--- Ξείτε μου, κύριε Ώναγνωστόπουλε, τι σημαίνει η φράση: «ουκ


επίσταμαι;»

--- Βεν ξέρω, απάντησε εκείνος, σίγουρος για κείνο που έλεγε.

25_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

--- Ξείτε μου, παρακαλώ, συνέχισε ο Ηγνάτιος, τι σημαίνει η φράση: «ουκ


οίδα»;

--- Βεν ξέρω, κύριε, είπε με την ίδια βεβαιότητα.

--- Θαι ακόμα μια ερώτηση. Ρι σημαίνει η φράση: «ου γινόσκω;»

--- Βεν ξέρω, απάντησε ο Ώναγνωστόπουλος.

Κετά από τις απαντήσεις αυτές, γύρισε ο Ηγνάτιος στα άλλα μέλη της
Γπιτροπής, μα και στο πλήθος, και είπε.

--- Ώκούσατε, κύριοι της Γπιτροπής και σεις συγχωριανοί, ο δάσκαλος που
έχουμε μπρος μας, ο κύριος Ώναγνωστόπουλος Θλεόπας, απάντησε και στις τρεις
ερωτήσεις, «δεν ξέρω!» Κπορούμε να τον πάρουμε για δάσκαλο στα παιδιά μας;

Ρόσο η Γπιτροπή, όσο και το πλήθος, που δεν καταλάβαιναν πως ο


Ώναγνωστόπουλος απάντησε σωστά και στις τρεις ερωτήσεις, φώναξαν όλοι με μια
φωνή: «΋χι, αυτός δε μας κάμει, θέλουμε τον πρώτο. Ν Ώρτέμης θα μάθει σωστά
γράμματα στα παιδιά μας.»

Έκαμε μια σύντομη συνεδρίαση η Γπιτροπή και τη θέση την πήρε ο


Βεσύλλας Ώρτέμιος.

--- Ιυπούμεθα όλοι μας, κύριε Ώναγνωστόπουλε, συνέχισε εξ ονόματος της


Γπιτροπής ο Ηγνάτιος, μα δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε. Γτούτη είναι η
απόφαση όλων. Ώκούσατε και την Γπιτροπή και το πλήθος.

--- Κα… πού έκαμα λάθος; είπε εκείνος γεμάτος απορία και ταραχή μαζί.

--- Ιυπούμεθα. «Σωνή λαού, φωνή Ζεού», συνέχισε με στόμφο, να μείνει με


ανοιχτό στόμα ο Ώναγνωστόπουλος.

26_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Έτσι έγινε δάσκαλος του χωριού ο Ώρτέμης και βασίλευε κι ήταν στην
πρώτη σειρά με τον πρόεδρο και τον παπά. Έτσι έγινε δάσκαλος ο Ώρτέμης, όλα τα
έχει του να τα χρωστά στην Γπιτροπή, να νιώθει αιώνια υποχρεωμένος.

Ώπό την πρώτη μέρα πήρε στα χέρια του ο Ώρτέμης όλα τα καθήκοντα και
τις τιμές του δασκάλου, στη στιγμή να ανέβει κάμποσα μπόγια ψηλότερα. Ώφού
παράδωσε χαρτιά και σφραγίδες ο Ηγνάτιος στον Ώρτέμη, του έδωσε το χέρι, να του
ευχηθεί καλή σταδιοδρομία.

Βάσκαλος πια τώρα ο Ώρτέμης, πέρα από τα καθήκοντα του δασκάλου,


έπαιρνε και την υποχρέωση να εκφωνεί τους επικήδειους στους αποθαμένους.
Ρούτη ήταν άλλωστε μέσα στις υποχρεώσεις του νέου δασκάλου, κατά τη συνήθεια
του Ηγνάτιου. Ξιο πολύ στους «Γπικήδειους λόγους» λογάριαζαν οι χωρικοί,
λιγότερο στα γράμματα που θα μάθαιναν τα παιδιά τους, κι αν ήταν καλός
ομιλητής, ήταν και καλός δάσκαλος.

Ρούτη η δουλειά, οι «Γπικήδειοι Ιόγοι», κατά τους νόμους της Ξολιτείας


δεν ήταν μέσα στις υποχρεώσεις, για τον Γπιθεωρητή που θα ερχόταν για έλεγχο
του δασκάλου δε θα μετρούσαν στάλα οι ομιλίες. Ε γνώση του αντικειμένου, η
παιδαγωγική κατάρτιση, η μεταδοτικότητα και άλλα, αυτά θα μετρούσαν. Ιιγοστές
οι απαιτήσεις των χωρικών, λιγοστά τα ενδιαφέροντα των μαθητών, οι Ώρχές του
τόπου όλοι δικοί του, μονάχα ο Γπιθεωρητής έμενε αντίπαλός του. Πε τούτη τη
δυσκολία βοήθησε η τύχη, να θυμηθεί η γιαγιά Ξαρθένα τις εξυπηρετήσεις που
έκαμε στον Γπιθεωρητή σαν ήταν νέος δάσκαλος. Ρου έπλενε τα ρούχα, του
καθάριζε το σπίτι, ακόμα του μαγείρευε, τότε που ήταν ελεύθερος και μονάχος.
Κπορούσε ο Γπιθεωρητής να ξεχάσει τη βοήθεια που του προσφέρθηκε τότε!
Άλλωστε της είχε ορκιστεί πως ποτέ δε θα ξεχάσει τούτη τη βοήθεια, θα νιώθει
αιώνια υποχρεωμένος, να γυρεύει πάντα να της ανταποδώσει τις καλοσύνες της.
«… μάνα μου σε λογαριάζω, κυρά Ξαρθένα», έλεγε και έδειχνε να το πιστεύει,
«σιμά της δε βάζω άλλον πέρα από σένα, να σε βλέπει από πάνω από τους

27_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

ουρανούς να χαίρεται που δεν περνώ από στενωσιές», επέμενε. Ξοτέ δε λογάριαζε
η γιαγιά Ξαρθένα πως θα χρειαζότανε τη βοήθειά του, μα να τώρα, που ο εγγονός
της έγινε δάσκαλος, ήταν καιρός να ξοφλήσει το χρέος του εκείνος. Θάτεχε η γιαγιά
Ξαρθένα του εγγονού της το έλλειμμα στο μυαλό, πέρασε σαν αστραπή από πάνω
της οι καλοσύνες που έκαμε στον δάσκαλο τότε και τώρα Γπιθεωρητή, κύριο
Νικονομίδη Ώχιλλέα, να βιαστεί να ανταμώσει μαζί του για άλλον λόγο τάχα.

΋λα έγιναν κατά τις βολές της γιαγιάς Ξαρθένας, αφού παρατώντας τον
Γπιθεωρητή, στην τύχη τάχα ανέφερε το όνομα του εγγονού της, δασκάλου στην
Ώραβησσό. ΐέβαια κάτεχε ο κύριος Νικονομίδης του Βεσύλλα Ώρτέμη τις
προκοπές, μα εκεί θα έμενε; Κονάχα τούτος ήταν αγράμματος, τούτος θα έσωζε ή
θα χαλούσε τη Τώρα; «… κομμάτια να γίνει», μονολόγησε σαν έμεινε μονάχος,
«μήτε εγώ μήτε εκείνος θα γίνουμε εμπόδιο στη σωτηρία του έθνους!»

Κε τούτη την απρόσμενη τύχη πορευόταν ο Ώρτέμης, να νιώθει πια πως έχει
«καλά δεμένο τον γάιδαρό του». ΋χι πως του είχε φύγει η έγνοια της αμορφωσιάς,
μα έβλεπε πως είχε μπαλωμένο και έναν άλλο χώρο.

Θαι με τούτη την ανάπαψη που περνούσε πάνω του ένιωθε πως μπορούσε
να ασχοληθεί περισσότερο με το έργο των επικήδειων, έγνοια που ερχόταν πρώτη
στους χωρικούς. Κε τη συνήθεια της μάνας του, με τις ιστορίες του παππού του,
που βιάζονταν να τον κάμουν άντρα, πορευόταν ο Ώρτέμης. Πτάλα δεν τον άγγιζε
ο τρόμος που πλάκωνε σε μεγάλους και μικρούς με τη θέα του αποθαμένου, αφού
από παιδί και έφηβο η μάνα του τον είχε μυήσει σε τούτη την ιδέα. Κήτε τους
νεκρούς μήτε τον χάρο φοβόταν, να κάμει χάζι που χαλιόνταν οι άλλοι σαν
ιστορούσε τις τελευταίες στιγμές εκείνων που τους προλάβαινε ζωντανούς.

Κε τον καιρό, με όλα ετούτα που έβλεπε και φανταζόταν, έγινε μεγάλος
παραμυθάς, να λέει ιστορίες με τις βολές και τις χρείες εκείνων που τους άφησαν
χρόνους. Έλεγε πως παρουσιάζονταν τάχα στα όνειρά του οι αποθαμένοι, πως
κουβέντιαζε μαζί τους, να φέρνει ακόμα τις παραγγελιές εκείνων στους δικούς

28_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

τους. Κάθαινε κάποια μυστικά της φαμελιάς, τα μπόλιαζε κατά πως βόλευαν στις
περιστάσεις, να στήνει ιστορίες, να πηγαίνει να ανταμώσει με τους συγγενείς. Έτσι,
δίχως να το καταλαβαίνει στην αρχή, πήγαινε τάχα να ισάξει τον κόσμο, να μη
γίνονται αδικίες. Ιιγόστευαν θαρρείς οι αδικίες στο χωριό, αφού ο αποθαμένος,
για να ησυχάσει εκεί πάνω, έπρεπε να κάμει πέρα τα άδικα και τα άπρεπά του όταν
ζούσε. Γτούτη τη δουλειά, τώρα που ήταν φευγάτος, μονάχα οι ζωντανοί
μπορούσαν να την κάμουν, αυτοί να μπουν μπροστά, να διορθώσουν τις ασχήμιες
εκείνου, να αναπαυτεί η ψυχή του. Βε γινόταν να μη νοιάζονται οι ζωντανοί για
τους αποθαμένους τους, θα πέθαιναν κι αυτοί, θα ζητούσαν τη βοήθεια από κείνους
που έμεναν πίσω.

Βάσκαλος της Ώραβησσού ήταν πια ο Ώρτέμης και για τα γράμματα που
μάθαιναν οι μαθητές του στάλα δε σκοτιζόταν, γιατί, πρώτα-πρώτα, οι γονέοι τους
δε νοιάζονταν για τούτο. Κονάχα πώς να πάρουν αυτά το Ώπολυτήριο του
Βημοτικού Πχολείου, να το βάλουν σε ακριβή κορνίζα, να έχουν να το δείχνουν
και να περφανεύονται πως το παιδί τους ήταν μορφωμένο. ΋χι μονάχα δεν είχαν
άλλες φιλοδοξίες, μα και να είχαν ποιος θα έμπαινε σε τέτοια έξοδα, να πάει στην
πόλη να σπουδάσει; Θαι μια άλλη ιδέα, βεβαιότητα μάλλον, είχε καλοκαθίσει στις
καρδιές των χωρικών, κανείς να μην μπορεί να την κάμει πέρα, μήτε ο πρόεδρος
μήτε ο παπάς. Ξίστευαν πως στου μορφωμένου την κεφαλή έχει φωλιάσει, έχει
κάμει κατοχή ο διάολος, άλλη έγνοια να μην έχει, παρά μονάχα τη βολή του να
λογαριάζει. Θαλά δεν περνούσαν με τη φτώχια και τη μιζέρια τους, γιατί να ζητούν
τα παραπάνω, να φορτώνονται μπελάδες;

Ξέθανε κάποιος στο χωριό και τα μάτια όλων στράφηκαν στον Ώρτέμη. «…
τώρα θα δείξει τι αξίζει, πόσο καλός δάσκαλος είναι», έλεγαν και το μυαλό τους
πήγαινε στον επικήδειο. Ρο μυαλό τους πήγαινε και στον Ηγνάτιο, τον παλιό
δάσκαλο, που τα έλεγε όμορφα, που ξεκούραζε αποθαμένους και ζωντανούς με
κείνα που φανέρωνε. Ζα συνέχιζαν άραγε οι μοίρες να κανακεύουν τον τόπο τους,

29_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

να έχουν καλό δάσκαλο, να βγάζει καλούς λόγους; Μεχνούσαν πως στο διαγωνισμό
τα πήγε καλά, σήμερα θα έδειχνε πόσα δράμια έχει η οκά, τούτη θα ήταν η
πραγματική εξέταση.«… αν ο δάσκαλος δεν κατέχει πώς να σταυρώσει μια-δυο
καθώς πρέπει κουβέντες για τον αποθαμένο μας, τι να τον κάμουμε; Γτούτος δεν
αξίζει έναν παρά, να σηκωθεί να φύγει, γιατί μας πρέπει καλύτερη τύχη»,
συνέχιζαν κι εύχονταν να μην ξεγελάστηκαν που τον έκαμαν δάσκαλό τους.

Ρέλειωσε ο παπάς με κείνα που είχε να διαβάσει, ποιος νοιαζόταν άλλωστε


για κείνα που έγραφαν τα βιβλία του! Ώνέβηκε στο βήμα ο Ώρτέμης με παρρησία,
δίχως να σκοντάφτουν οι σκέψεις του πουθενά, να κάμει κουμάντο την καινούρια
του δουλειά. Ώυτή μετρούσε μπρος στο πλήθος, σε τούτη ήταν όλες οι έγνοιες του
Ώρτέμη. Έδειχνε να έχει πάρει τον αγέρα, ανέβαινε στον άμβωνα με περισσά
θάρρητα.

Νύτε μια φορά δεν κόμπιασε, ούτε μια φορά δε λάθεψε, ούτε στα ονόματα,
ούτε στα παινέματα, όπως γινόταν κάποιες φορές με τον Ηγνάτιο. "Θάμποση ώρα
φανέρωνε τα χαρίσματα του αποθαμένου, να βεβαιώνει όλους πως την τύχη του
γέρο Ρράφηκα λίγοι την έχουν, αφού οι καλοσύνες του, η απλοχεριά του, έμπαιναν
μπρος από όλους. Θαι στην εκκλησιά πόσα τάματα δεν έκαμε, οι αγιογραφίες όλες
από αυτόν πλερωμένες, να μην το κατέχει μέχρι σήμερα κανείς! Νι φτωχοί κι οι
αδύναμοι, πόσα και πόσα έχουν να μολογήσουν, να ανασαίνουν από τους
σταυρούς που έπεσαν πάνω τους! Ξού έβλεπε αδυναμία και ανέχεια και αρρώστιες,
να μην τρέχει να τους συντρέξει; ΋λοι ετούτοι που είδαν καλό από την καρδιά του,
όλοι ετούτοι είναι απαρηγόρητοι, μα μέσα στη δυστυχία τους προσεύχονται για την
ψυχή του και θα τον στείλουν ίσα στον παράδεισο. Θαι για την πατρίδα λίγα έχει
καμωμένα; Αι‟ αυτόν θα γράψει με χρυσά γράμματα η ιστορία, να μείνει το όνομά
του ζωντανό στους αιώνες, να δοξάζεται και το χωριό του. Λα, λοιπόν, ποιος ήταν
ο αποθαμένος, κι ας το έκρυβε, να μην τον παινεύουνε όσο ήταν ζωντανός".

30_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Θαι στους άλλους νεκρούς παρόμοια λόγια έλεγε και τα παινέματά του δεν
είχαν τέλος, να λαφρώνει το πένθος, να χαίρεται η φαμελιά του νεκρού. Κε τον
Ώρτέμη σε τούτες τις ομιλίες, θαρρείς κι έπαιρνε βαθύτερη ανάσα ο κόσμος,
αλαφρύτερη να φανερώνεται η σκιά του χάρου πάνω τους, η ζήση να έχει τον
πρώτο λόγο.

Ταίρονταν οι χωρικοί που είχαν τέτοιον δάσκαλο, γιατί σαν θα ερχόταν κι


η δικιά τους σειρά θα είχαν ποιος να τους λιβανίσει, κι ας ήξεραν πως πολλές
ψευτιές φανερώνονταν ετούτη την ώρα.

΋λο το χωριό, και κείνοι ακόμα που δεν είχαν σε υπόληψη τον Ώρτέμη και
κείνοι που δεν πολυσκοτίζονταν για το νεκρό, ήταν ενθουσιασμένοι με κείνα που
αράδιαζε μπρος τους και γιόμιζαν την εκκλησιά. Μεπερνούσαν σε ομορφιά και
δύναμη τα λόγια του παλιού δασκάλου, να λογαριάζουν πως στέκει σε ψηλότερο
από κείνον σκαλί. Θαι το έλλειμμα, που έλεγαν καμπόσοι πως τάχα είχε μέσα στην
τάξη, το συμπλήρωνε με κείνα που έλεγε στην εκκλησιά, να φανερώνεται πρώτος
και άξιος.

Γίχε ξεχασμένο το σχολείο ο Ώρτέμης, έτρεχε σε μεγάλες βιβλιοθήκες να


διαβάσει γνώμες ειδικών πάνω σε τούτο το θέμα, να ανοίξει περσότερο τα φτερά
του, να ανέβει ακόμα ψηλότερα. Αύρευε να σιγουρέψει τη θέση του ως δασκάλου,
γιατί δε σταμάτησαν οι ψιθυριστές να κυκλοφορούν φήμες, πως με πονηριές πήρε
τη θέση του. Νι εκλογές δεν αργούσαν κι ο αντίπαλος του δικού του προέδρου
έλεγε: «θα εξετάσωμεν το θέμα εις βάθος, εις πλάτος, εις όλα τα μήκη θα
ερευνήσωμεν την υπόθεσιν. Ών οι κατηγορίες αποδειχτούν αληθείς, θα
αποκαταστήσωμεν την νομιμότηταν». Κπρος σε τούτη την απειλή, έβαζε τα δυνατά
του ο Ώρτέμης, να μένουν ευχαριστημένοι οι χωρικοί με τους βαθμούς που έβαζε
στα Ώπολυτήρια των παιδιών τους, να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

΋ταν κάποτε βρέθηκε στην Ώραβησσό ο υπουργός Αεωργίας, να


επιθεωρήσει ένα αρδευτικό έργο, ο πρόεδρος τον παρουσίασε όλο περφάνια.

31_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

--- ΢πουργέ μου, ο Ώτρέμιος Βεσύλλας, ο δάσκαλος του χωριού, είναι τέκνο
του τόπου μας και με τα έργα του λογαριάζεται τρανός. Έκαμε περήφανους όλους
τους χωρικούς και καμαρώνουμε που είναι ο δάσκαλός μας.

Έγειρε ελαφρά το κορμί του μπρος ο Ώρτέμης, άπλωσε το χέρι του να


χαιρετήσει τον κύριο υπουργό.

--- Γσύ δεν είσαι που γράφεις τους Γπικήδειους; Βιάβασα μια-δυο ομιλίες
σου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Λέοι Νρίζοντες» και μου άρεσαν. Ξολύ
καλά τα πηγαίνεις, συνέχισε το έργο σου.

--- Βημοσιεύτηκαν και στον τύπο; είπε ο Ώρτέμης, κι ήταν έτοιμος να πέσει
κάτω από περφάνια πρώτα κι ύστερα από συγκίνηση.

--- Κπράβο, μπράβο, δάσκαλε, συνέχισε ο υπουργός και του χτυπούσε


ελαφρά την πλάτη. Ξρέπει ο πολιτισμός να πηγαίνει και στο τελευταίο χωριό,
κανείς να μη μένει πίσω.

--- Θύριε υπουργέ… τόλμησε να πει ο Ώρτέμης κι έψαχνε στήριγμα να


κρατηθεί, μην πέσει.

--- Ρι λέει η Θυβέρνησή μας; τον έκοψε ο υπουργός. Θάθε πόλης και Πτάδιο,
κάθε χωριό και Αυμναστήριο, έτσι δεν είναι; Ξολιτισμός τα Πτάδια, πολιτισμός τα
Αυμναστήρια, μα πολιτισμός και οι «Γπικήδειοι Ιόγοι». Πυγχαρητήρια, νεαρέ μου.

--- Ρι θάρρεψες, υπουργέ μου, μπήκε στη μέση ο πρόεδρος, εμείς θα


μείνουμε πίσω; Βεν έχουμε Αυμναστήριο, μα έχουμε άνθρωπο να ανοίγει
ξεκούραγο δρόμο για τον αποθαμένο μας. Έτσι θα τον στείλουμε στον άλλο κόσμο,
δίχως χαρτιά και βραβεία;

--- Κπράβο, μπράβο, επανέλαβε ο υπουργός και συνέχισε το δρόμο του.

Θαμιά κουβέντα για το Πχολείο, για τις ανάγκες του, για την πρόοδο των
μαθητών, τις φιλοδοξίες τους.

32_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Νύτε στα πιο προχωρημένα του όνειρα δε φανταζόταν ο Ώρτέμης, όχι


μονάχα να κάμει χειραψία με υπουργό, μα και να στήσει μαζί του κουβέντα. Θαι
κείνο που είπε, πως διάβασε στην εφημερίδα δυο Γπικήδειούς του, πού το βάζεις!
Κήπως χαραμιζόταν σε τούτο το παλιοχώρι κι έπρεπε να ανοίξει τα φτερά του για
την πόλη, να μην πάει χαμένη η αξία του; «… κι εγώ που πίστευα, που έδειχνα
υποχρεωμένος στον πρόεδρο και δεν είχαν τελειωμό οι μετάνοιες μου, να μου πονά
η μέση με τόσες υποκλίσεις, να δείξω την ευγνωμοσύνη μου», μονολόγησε κι έλεγε
να αλλάξει συμπεριφορά.

Ηορδάνης Κυριακίδης

Γεννήθηκα στην Αραβησσό, χωριό του Δήμου Γιαννιτσών, Νομού Πέλλης. Μετά τις Γυμνασιακές
μου σπουδές φοίτησα στη Θεολογική ΢χολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ΢τη
συνέχεια φοίτησα στη Υιλοσοφική ΢χολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου
πήρα το δεύτερο δίπλωμά μου και διορίστηκα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπ/ση. ΢ε εφημερίδες του
Νομού Πέλλης δημοσίευσα άρθρα παιδαγωγικού κυρίως περιεχομένου και ακόμη σχολίασα την
τρέχουσα επικαιρότητα πάνω σε θέματα που είχαν σχέση με την εφηβεία και την αγωγή. Με τη
συγγραφή ασχολούμαι ερασιτεχνικά και έχω γράψει αρκετά Διηγήματα, Νουβέλες και δυο
Μυθιστορήματα. Έχω πάρει μέρος σε «Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς» και οι
διοργανωτές των με τίμησαν Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος, Α΄, Β΄ & Γ΄ Βραβείο Νουβέλας και
διηγήματος και επαίνους.

33_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Γ’ Βραβείο

Γλένη Πάββα Ηλιάδου, Φαλκίδα

Ελευθερία Λευτέρη

«Ξ ΏΙΗ ΡΏ ΘΝΟΒΝΛΗΏ ΠΝ΢ ΘΏΛΓΗΠ ΝΡΗ ΒΓΛΓΗΠ;» είπε με περιφρόνηση η


Σρόσω στο Ιευτέρη, που είχε μείνει και πάλι τελευταίος στη σειρά.

Α «΋λο έτσι κάνει αυτός… Άστον μωρέ!» απάντησε ο Βημητράκης,


αρπάζοντας την ευκαιρία να κοροϊδέψει το συμμαθητή του, όπως συνήθιζε να
κάνει.

«Νυφ, άντε, θα „ρθεις επιτέλους;» ρώτησε στο τέλος η Βέσποινα.

Ρα μάγουλα του Ιευτέρη έγιναν κατακόκκινα. «Ξηγαίνετε εσείς, και θα


„ρθω εγώ. Κη με περιμένετε…» βρήκε το κουράγιο ν‟ απαντήσει.

Γίναι αλήθεια ότι ο Ιευτεράκης έμενε τελευταίος… Ρελευταίος στη σειρά


στην πρωινή προσευχή στο σχολείο, τελευταίος στους περιπάτους με την τάξη του,
τελευταίος και στη γραμμή της γυμναστικής, γιατί ήταν και λίγο κοντούλης…

Ξροχώρησαν μπροστά τα παιδιά και τον άφησαν τελευταίο, να προσπαθεί


να τους φτάσει κουτσαίνοντας. Ε Βέσποινα έτρεξε κι εκείνη με τους άλλους. Ρι; Ζα
έχανε τη σειρά της; ΋χι βέβαια! Ξίσω έμεινε μόνο η κυρία Ιουκία.

«Έλα, πάμε μαζί» του είπε και του έτεινε το χέρι της.

«Βε θέλω. Κπορώ και μόνος μου!» απάντησε εκείνος μουτρωμένος και
γύρισε νευριασμένος την πλάτη του στη δασκάλα.

34_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Θαλά, όπως θες» απάντησε η κυρία.

Ώυτή θα ήταν και η τελευταία εκδρομή του Ιευτέρη. Λαι, ήταν βέβαιος γι‟
αυτό! Ξάντα εκείνος έμενε πίσω, τελευταίος, να μην μπορεί να περπατήσει γοργά,
όπως οι συμμαθητές του, συνεχώς να τον περιμένουν, να του φωνάζουν και να τον
κοροϊδεύουν. Ρέρμα, όμως, τελείωσε! Βε θα ξαναπήγαινε εκδρομή, όταν ο
διευθυντής θα τους έλεγε: «Ξαιδιά, θέλετε να πάμε εκδρομή;» κι όλοι θα
χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. Πτα λόγια αυτά, ο Ιευτέρης δαγκωνόταν και
υπέφερε στη σκέψη πως και πάλι τα ίδια θα γίνονταν…

Ζα προφασιζόταν κάτι... ΋τι τον έπιασε πονόκοιλος, ότι θέλει να πάει


επειγόντως στην τουαλέτα, ότι τον τρέλαινε ένας πονοκέφαλος. Θάτι, βρε παιδί
μου! Θάτι, τελοσπάντων! Ώρκεί να έβγαινε από τη δύσκολη θέση, που τον έφερνε
διαρκώς ο αργόσυρτος βηματισμός του…

Κετά από το ατύχημα με το αυτοκίνητο, για να περπατήσει χρειαζόταν


δεκανίκι, κι αυτό του δημιουργούσε αμηχανία… «Ζα συνηθίσεις στην ιδέα πρώτα,
παιδί μου, και μετά θα συνηθίσεις στην πράξη» του είχε πει ο κύριος Λικολάου, ο
γιατρός που τον χειρούργησε. «Ζα συνηθίσεις. ΋λα μια ιδέα είναι. Άλλωστε, δες
πόσα άλλα χαρίσματα έχεις!» του είχε πει μια κυρία που είχαν στείλει να του
μιλήσει. Υυχολόγος, του είπαν ότι είναι. Βε θέλησε να συνεχίσει τις συναντήσεις
μαζί της. «Ώγόρι μου, θα σου κάνουν καλό» προσπάθησε να τον παρακινήσει η
μαμά. ΋χι, δεν ήθελε. Ρι νόημα είχε; Ώφού το πόδι του θα έμενε έτσι κι ο
βηματισμός του το ίδιο... Ζα περπατούσε κουτσαίνοντας (χωρίς επιπλέον δυσκολία
στην ανάπτυξή του, ευτυχώς) και -απ‟ ό, τι φαίνεται- θα εξακολουθούσε να μένει
τελευταίος… ΋μως, τι καλά που θα ήτανε αν όντως κοιτούσε και λίγο τα χαρίσματά
του! Ρα μάτια του, όμως, έβλεπαν μόνο σκοτάδι, και δεν ήλπιζε κάτι ν‟ αλλάξει ή
να βελτιωθεί…

35_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ο κύριος Άγγελος

Ένα πρωί, ο διευθυντής καλωσόρισε έναν καινούριο δάσκαλο. Ήρθε στο


σχολείο ο κύριος Άγγελος, για τα εικαστικά, που επιτέλους μπήκαν στο πρόγραμμά
τους. Ν κύριος Άγγελος ήταν ψηλόλιγνος, με μακρουλό πρόσωπο και κατσαρά
μαλλιά. Ρο μαύρο μουστάκι και τα πυκνά του φρύδια, τον έκαναν -σε πρώτη όψη-
να φαίνεται αυστηρός. Ν διευθυντής τον καλωσόρισε κι εκείνος τούς χαιρέτησε
όλους. «Φχ, τον είδατε τον καινούριο κύριο;» μουρμούρισε ο Ξαναγιώτης στον
Θωστή, «πολύ αγριωπός φαίνεται…».

Ρην τρίτη ώρα, μπήκε στην Ξέμπτη τάξη. Γίχε κάτι το πολύ συμπαθητικό η
παρουσία του. Έτσι του φάνηκε του Ιευτέρη. Ήταν το σπινθηροβόλο βλέμμα του,
το πρόσχαρο χαμόγελό του ή οι παραστατικές κινήσεις του; Βεν μπορούμε να
πούμε με σιγουριά... Πυστήθηκε χαμογελαστός κι άρχισε να ρωτάει τα ονόματά
τους, για να γνωριστούν. Πτο τελευταίο θρανίο είδε να κάθεται μόνο του ένα αγόρι
διστακτικό. Ν κύριος Άγγελος δε φαινόταν να είναι από τους δασκάλους που θα το
περνούσε απαρατήρητο...

«Ιευτέρη Ώθανασίου με λένε εμένα, κύριε» συστήθηκε το παιδί.

«Ιευτέρη, αφού σε γνώρισα και σένα, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε!» είπε


στο τέλος κι έτριψε τα χέρια του, σαν να ετοιμαζόταν για κάτι σπουδαίο...

Κέχρι το τέλος της ώρας είχε κατορθώσει, εκτός από το ενδιαφέρον, να


κερδίσει και τη συμπάθεια των παιδιών. Ρους ζήτησε να έχουν χρώματα παστέλ την
άλλη φορά μαζί τους. «Ζα φτιάξουμε κάτι ωραίο…» τους είπε σηκώνοντας τα
φρύδια του όλο μυστήριο και σκάζοντας ένα συνωμοτικό γελάκι. «Ώχ, ωραία! Άντε,
κύριε, ανυπομονούμε!» ακούστηκαν παιδικές φωνές. Ε τάξη ξεσηκώθηκε.

Πτο επόμενο μάθημα των εικαστικών, καρφίτσα αν έπεφτε, θα την


ακούγανε! Κε μεγάλη προσήλωση όλα τα παιδιά έφτιαχναν τη ζωγραφιά τους. «Ν

36_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

τόπος που ονειρεύτηκα» ήταν το θέμα. Πτο τέλος, ο κύριος Άγγελος μάζεψε τις
ζωγραφιές.

-Ζα κάνουμε ένα διαγωνισμό, τους είχε πει στην αρχή. Ζα διαλέξουμε τρεις
ζωγραφιές εδώ, μέσα στην τάξη. Κετά από ψηφοφορία, τις τρεις δημοφιλέστερες θα
τις βάλουμε στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου!

-Πτο διάδρομο, κύριε; Βηλαδή να τις βλέπουν όλα τα παιδιά;

-Ώμέεε! Αιατί όχι; απάντησε ο κύριος Άγγελος και σήκωσε πάλι το φρύδι.

Ν Ιευτέρης είχε βάλει τα δυνατά του. Άλλωστε, δεν τον ενοχλούσε κανείς,
όσο ζωγράφιζε, ούτε του έκανε υποδείξεις! Ήταν αυτός, το χαρτί του και τα
χρώματά του. Ώκριβώς αυτό ήθελε! Θι άρχισε η φαντασία του να ονειρεύεται, το
μυαλό του να πλάθει εικόνες και το χέρι του να τις απεικονίζει… Ν κόσμος γύρω
του δεν υπήρχε. ΋λα ήταν η σκέψη του και η ζωγραφιά του... Ρώρα μπορούσε να
βαδίσει ελεύθερος, χωρίς το δεκανίκι του, μπορούσε να ταξιδέψει και να είναι ο πιο
γρήγορος απ‟ όλους! Ν νους του περιπλανιόταν στον «τόπο που ονειρεύεται» κι
εκεί δεν υπήρχαν εμπόδια... Βεν υπήρχαν ούτε οι κοροϊδίες των συμμαθητών του,
ούτε η μοναξιά του, ούτε η ανημποριά του. Ρο δεκανίκι του είχε μεταμορφωθεί σε
μαγική σκούπα και τον ταξίδευε… Κέχρι που τον έφτασε στον τόπο εκείνο, «τον
τόπο που ονειρευόταν».

Ρο κουδούνι χτύπησε, η ώρα τέλειωσε και ο δάσκαλος μάζεψε τις ζωγραφιές.


«Ρην επόμενη φορά, θα κάνουμε την ψηφοφορία. Λα „στε έτοιμοι, ε;» τους είπε
γελαστά. Ρα παιδιά ανυπομονούσαν πολύ!

Κέχρι να έρθει η επόμενη Βευτέρα τους φάνηκε αιώνας...

«Άντε, κύριε, άντε!» φώναζαν όλοι. Κόνο ο Ιευτέρης δε μιλούσε. Βεν έλεγε
κουβέντα, όμως ο κύριος Άγγελος άκουγε το καρδιοχτύπι του…

37_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ν δάσκαλος έβαλε τις ζωγραφιές στον τοίχο και τους ζήτησε να γράψουν σ‟
ένα χαρτάκι ποιες τους αρέσουν περισσότερο. Ένα, δύο, τρία θα δήλωναν με τη
σειρά. ΋λες είχαν από κάτω αριθμό, τα ονόματα δε φαίνονταν. Ώφού τελείωσε η
ψηφοφορία και τα χαρτάκια μαζεύτηκαν στην έδρα, ο κύριος Άγγελος άρχισε να
τα διαβάζει. Ε Κυρσίνη ήταν ήδη στον πίνακα και σημείωνε.

«Κια μέρα στην παραλία», 8 ψήφους

«Κε το αυτοκίνητο, εκδρομή στο βουνό», 10 ψήφους

«Ένας κήπος γεμάτος λουλούδια», 11 ψήφους

«Ξαίζοντας με το γατάκι μου στην αυλή», 12 ψήφους

«Ρο ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα», 15 ψήφους

Ν δάσκαλος ανακοίνωσε την τελευταία, με τις περισσότερες ψήφους.

«Ρο παιδί στη βρύση πίνει νερό», 22 ψήφους.

Ρα γαλάζια μάτια του Ιευτέρη άνοιξαν σαν παραθυρόφυλλα στον ήλιο.


Ένας κόμπος τού έκλεισε το λαιμό. Ήταν η δική του ζωγραφιά! Πτ‟ αλήθεια, ήταν
πράγματι;

Ν δάσκαλος το ξαναείπε. «Ε πλειοψηφία ψήφισε το παιδί στη βρύση που


πίνει νερό, σωστά, Κυρσίνη;»

«Λαι, ναι, ναι, κύριε!» ακούστηκαν πολλές φωνές από κάτω, «ήταν η πιο
ωραία! Ε πιο ωραία!»

«Λα πούμε μπράβο σε όλα τα παιδιά για τον κόπο τους! Λα πούμε μπράβο
και ιδιαιτέρως στο δημιουργό της ζωγραφιάς που ψηφίσατε, στο Ιευτέρη!

38_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Κπράβο! Κπράβο!» φώναζαν όλοι. Ν Ιευτέρης, ασυνήθιστος σε τέτοιες


καταστάσεις, κοκκίνισε. Ν δάσκαλος ήταν τόσο χαρούμενος… Κπορεί και πιο
χαρούμενος απ‟ το μαθητή του. Σάνηκε στα ολοστρόγγυλα μάτια του…

«Κπράβο, Ιευτέρη! Ε ζωγραφιά σου άρεσε περισσότερο απ‟ όλες στην


τάξη! Ζέλεις να μας περιγράψεις τι ακριβώς δείχνει; Ξαιδιά, ησυχάστε ν‟
ακούσουμε…» προσπάθησε να ηρεμήσει την τάξη ο κύριος Άγγελος. ΋λοι
ησύχασαν για ν‟ ακούσουν.

«Γυχαριστώ…» απάντησε το αγόρι και σηκώθηκε όρθιο. «Λα σας πω…


Βείχνει ένα παιδί, που κουράστηκε απ‟ το παιχνίδι με την μπάλα και πήγε στη
βρύση, για να πιει νερό και να δροσιστεί. ΋μως, κρατάει την μπάλα του κοντά του,
γιατί δε θέλει να του την πάρει κανείς. Θανείς, κύριε! Μέρετε, γιατί… Αιατί… Ρην
αγαπάει πολύ, κύριε… Ώυτό.» είπε τέλος και τράβηξε το μανίκι του, για να
σκουπίσει τα μάτια του, που μουσκεύτηκαν από δάκρυα. Θατάπιε κι ένα λυγμό,
που ανέβηκε στο λαιμό του και κάθισε στην καρέκλα του. Ρα παιδιά τα ‟χασαν.
Άρχισαν όλοι να χειροκροτούν τον καλλιτέχνη που είχαν στην τάξη τους!

Ξρώτη-πρώτη στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου, βρισκόταν εδώ και


μέρες, η ζωγραφιά του Ιευτέρη. Ρην έβλεπε και την καμάρωνε! Ξαιδιά απ‟ όλες τις
τάξεις τού έδιναν συγχαρητήρια. Ρα μεγαλύτερα, όμως, συγχαρητήρια τα έδωσε ο
ίδιος στον εαυτό του. «Ξρέπει να τολμάς, να κάνεις αυτήν τη χάρη στον εαυτό σου.
Λα του αφήνεις χώρο, να μπορεί να αναπνεύσει. ΋ταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει
κάποια άλλη. Ών μείνεις να κοιτάς την κλειστή, τα μάτια σου δε θα δουν την
ανοιγμένη». Ρα λόγια του κυρίου Άγγελου ηχούσαν στ‟ αυτιά του.

Γίχαν εικαστικά την τέταρτη ώρα. Ν δάσκαλος κρατούσε φυλλάδια στο


χέρι.

«Θύριε, τι είναι αυτά;» ρώτησε όλο περιέργεια η Ώφρούλα.

39_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

«Γίναι η προκήρυξη για τον Ξανελλήνιο Καθητικό Βιαγωνισμό


Δωγραφικής» απάντησε ο κύριος. «Ρα „φερα, να τα δούμε, μήπως κάποιος
ενδιαφέρεται και θέλει να πάρει μέρος…» συνέχισε. Ρο βλέμμα του τριγύρισε
ανάμεσα στους μαθητές. Πτάθηκε στο τελευταίο θρανίο, κάπως ερευνητικό, σε δύο
μάτια που τον κοιτούσαν γεμάτα λαχτάρα. Βύο μάτια, γεμάτα προσμονή για κάτι
νέο, που επιθυμούσαν να τολμήσουν... Βύο μάτια, που επιτέλους,
απελευθερώθηκαν και άρχισαν να ρίχνουν ματιές στην ανοιγμένη πόρτα…

Ν Ιευτέρης το αποφάσισε. Ζα έστελνε τη ζωγραφιά του στον Ξανελλήνιο


Καθητικό Βιαγωνισμό Δωγραφικής. Ρο φετινό θέμα ήταν «Δω σε επαφή με τη
φύση». Ξριν κάνει το τόλμημα (γιατί ήταν τόλμημα γι‟ αυτόν), είχε μια συζήτηση
με το δάσκαλό του.

-Ώφού δεν μπορώ, κύριε, δε βλέπετε; Ρι διαγωνισμό μου λέτε; Ρα πόδια μου
δεν προχωράνε όπως τα ορίζω.

-Γντάξει, το βλέπω, και λοιπόν;

Ρο αγόρι έσμιξε τα φρύδια και τα γαλάζια μάτια του σκούρυναν.

-Ρι εννοείτε «και λοιπόν»;

-Γννοώ, και τι έγινε που δεν ακολουθούν όπως τα ορίζεις εσύ.

-Κα… Ξώς; Γγώ δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα. Νύτε καν κανονικά!
Θαι θα πάω σε Ξανελλήνιο Βιαγωνισμό;

-Που λέω, και τι έγινε; Ξοιον ενοχλείς; Ξοιον πειράζει, που δεν περπατάς
γρήγορα; Άφησες κανέναν στο δρόμο και σου ζητάει το λόγο;

Ν Ιευτέρης έχασε τη μιλιά του. Κόνο τον κοίταζε. Ν δάσκαλος συνέχισε.

40_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Ρα πόδια σου δε προχωράνε, όπως θέλεις εσύ. Έτσι έχει το πράγμα, καλώς ή
κακώς. Ξάμε παρακάτω... Ρα χέρια σου; Νύτε κι αυτά λειτουργούν; Αιατί εγώ άλλα
βλέπω…

-Γ, κύριε… Θι είναι αυτό αρκετό;

-Ώρκετό; Θαι περισσεύει μάλιστα! Συσικά και είναι αρκετό!

Έκανε την κίνηση ο Ιευτέρης. Βήλωσε συμμετοχή με το έργο του «Θύματα


άγρια της θάλασσας». Πε λίγες εβδομάδες στάλθηκε κάλεσμα στο σχολείο. «Ν
μαθητής Γλευθέριος Ώθανασίου της Γ΄ Βημοτικού, καλείται στην τελετή απονομής
των βραβείων του Ξανελλήνιου Καθητικού Βιαγωνισμού Δωγραφικής. Ε
εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην Ώίθουσα Ρελετών του Ξανεπιστημίου
Ώθηνών. Ξαρακαλούμε, όπως μας επιβεβαιώσετε εγκαίρως την παρουσία σας.
Πυγχαρητήρια».

Η βράβευση

«Βε θα φτάσουν, Άγγελε, τα χαρτομάντιλα που έχω μαζί μου…» είπε η


Ώυγή στο άντρα της ψαχουλεύοντας την τσάντα που κρατούσε στην αγκαλιά της.
«Ώκόμα δεν άρχισε καλά καλά η εκδήλωση κι έχεις χρησιμοποιήσει μισό πακέτο!»

«Ώχ, βρε Ώυγούλα, τόσα κι άλλα τόσα χαλάλι να ξοδέψω για το μαθητή
μου…» απάντησε εκείνος και σκούπισε τα μάτια του για δέκατη φορά. «Θοίτα,
κοίτα, τι κατάφερε ο Ιευτέρης!» κι άνοιξε τα χέρια του διάπλατα.

Ε αίθουσα ήταν κατάμεστη και τα φώτα όλα αναμμένα. Ν κύριος Άγγελος


μαζί με τη γυναίκα του, την Ώυγή, ήθελε οπωσδήποτε να είναι παρών σ‟ αυτήν την
ξεχωριστή στιγμή του μαθητή του. Πτις πρώτες σειρές κάθονταν τα παιδιά που θα
βραβεύονταν. Ξερίμεναν με καρτερική υπομονή την ώρα που ο ίδιος ο ΢πουργός
Ξαιδείας θα φώναζε δυνατά, να το ακούσουν όλοι, το όνομά τους και θα
ανέβαιναν στο σανίδι για να παραλάβουν το βραβείο τους. Ρι τιμή…

41_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ν Ιευτέρης είχε βάλει τα καλά του. Ρο λευκό του πουκάμισο με το μπλε


παντελόνι και το καλό του σακάκι, το μπλε με τη λεπτή ρίγα. Θαθόταν κι αυτός
ανάμεσα στ‟ άλλα παιδιά με τα μάτια του καρφωμένα στη σκηνή.

Ξόσα πράγματα έγιναν αυτή τη χρονιά! Ξόσο διαφορετικά είχε


συμπεριφερθεί... Ώυτός… Ώυτός ο δάσκαλος, ο κύριος Άγγελος… Παν να τόλμησε
να ανοίξει μια κλεισμένη πόρτα, καλά κρυμμένη βαθιά στην ψυχή τού Ιευτέρη.
Έψαξε, βρήκε τα κλειδιά -ένας Ζεός ξέρει πού!- την ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Πε
όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς βάλθηκε να κουβαλήσει όλα τα πολύτιμα
αντικείμενα που βρίσκονταν θαμμένα από καιρό εκεί και να τα φέρει στο φως. Λα
δει το παιδί το θησαυρό του. Θαλά κρυμμένα τιμαλφή, που κουμανταδόρος τους
ήταν ο Ιευτέρης...

Άραγε το παιδί το ήξερε; Θανείς δε γνωρίζει, ούτε καν ο ίδιος ο Ιευτέρης.


Ρα κατάφερε, όμως, ο δάσκαλος. Ρα έβγαλε στην επιφάνεια και τα παρουσίασε
μπροστά στο παιδί. Θαι το αγόρι τα είδε... «Ρώρα, που βρήκες το κρυμμένο
χάρισμά σου, όφελός σου είναι να το καλλιεργήσεις και να το προσφέρεις…» ήταν
τα λόγια του κυρίου Άγγελου, σαν να μιλούσε ο πατέρας στο γιο… Ρο „βαλε σκοπό
του το παιδί. Θαι τι πειράζει που τα πόδια του δε δούλευαν κανονικά; Θαι τι
πειράζει που δεν πήγαινε πρώτος στις εκδρομές ή δεν έπαιρνε μέρος στους
σχολικούς αγώνες στίβου; Θαι τι πείραζε; Γίχε το χάρισμα να κατεβάζει τον ουρανό
και τ‟ άστρα του σ‟ ένα κομμάτι χαρτί, με τη ζωγραφική του. Ιίγα χρώματα κι ένα
κομμάτι χαρτί στον καμβά, ήταν αρκετά, υπεραρκετά για το Ιευτέρη, για να δώσει
σχήμα και χρώμα στ‟ όνειρο.

Ε ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει.

«Γλευθέριος Ώθανασίου, μαθητής της Γ‟ Βημοτικού, Ξρώτο ΐραβείο


Βιαγωνισμού Δωγραφικής» ακούστηκε από το μικρόφωνο η φωνή του ΢πουργού.

42_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ν Ιευτέρης σηκώθηκε από τη θέση του κι έκανε κίνηση για ν‟ ανέβει στη
σκηνή, να παραλάβει το βραβείο του. Ρα πόδια του δεν τον βαστούσαν χωρίς το
μπαστούνι του. Αύρισε και το κοίταξε ακουμπισμένο δίπλα του. Ώποφασιστικά,
χωρίς δεύτερη σκέψη το έπιασε και το έκλεισε στη χούφτα του. Ρο κρατούσε γερά
και βάδιζε σταθερά προς τη σκηνή. Ξερπατούσε σαν να είχε ελευθερωθεί από
κάποιο βαρίδι, όχι στα πόδια, αλλά στην ψυχή του... Ν κόσμος -λες και το
αντιλήφθηκε- άρχισε να χειροκροτεί. Ρα μάτια του μουσκεύτηκαν ξανά, όπως τότε,
που μιλούσε για τη ζωγραφιά του στην τάξη, με το αγόρι στη βρύση. ΋μως, τότε
ήταν ένα αγόρι παραπονεμένο, με φόβο στα μάτια, χωρίς τόλμη. Ένα αγόρι σαν
καρυδότσουφλο στο κύμα. Ρώρα κρατούσε το μπαστούνι του και περπατούσε με
θάρρος, σαν να ήταν το τρόπαιό του. Ήταν τώρα ένα αγόρι γενναίο, με ψυχή
αγωνιστή…

«Κπράβο, παλικάρι μου» του είπε ο ΢πουργός και του έσφιξε το χέρι.
«Ξάντα τέτοια και εις ανώτερα! Πυγχαρητήρια!»

«Πας ευχαριστώ πολύ!» απάντησε ο Ιευτέρης. Ξήρε το αγαλματίδιο που


του πρόσφερε ο ΢πουργός και το έκλεισε στην αγκαλιά του. Ρο έσφιξε όπως η μάνα
το αγαπημένο της παιδί…

Ε αίθουσα σε λίγο σείονταν από τα χειροκροτήματα. Ν Ιευτέρης από „κει


πάνω, ακίνητος, αναζητούσε το δάσκαλό του. Ρα μάτια του έψαχναν αχόρταγα,
μέχρι που συνάντησαν τη μορφή του κυρίου Άγγελου. Ρα στρογγυλά μαύρα μάτια
τού δασκάλου ήταν μουσκεμένα. Ρα χέρια του είχαν κοκκινίσει απ‟ το
χειροκρότημα. ΋ρθιος χειροκροτούσε κι έκλαιγε. Τειροκροτούσε και φώναζε
«Κπράβο!» στο μαθητή του «Κπράβο, αγόρι μου!». Κόνο τότε άνοιξε ο Ιευτέρης
την αγκαλιά του και ξεκόλλησε το αγαλματίδιο από το στήθος του. Ρο σήκωσε
ψηλά και το έτεινε προς το δάσκαλό του. «Αια σένα, δάσκαλε!» φώναξε. «Αια σένα!
Π‟ ευχαριστώ!». Ξοιος απ‟ τους δύο ήταν πιο χαρούμενος εκείνη τη στιγμή, εμείς
μάλλον ποτέ δε θα το μάθουμε…

43_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Γλένη Πάββα Ηλιάδου

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κιλκίς. ΢πούδασα στο Παιδαγωγικό Σμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως μαθήτρια και φοιτήτρια έκανα μαθήματα
θεωρίας της μουσικής, πιάνου και κιθάρας για αρκετά χρόνια. Είμαι κάτοχος Πτυχίων Ανώτερων
Θεωρητικών. Οι γονείς μου, άνθρωποι μέσα στην εκπαίδευση και οι δύο, μας μεγάλωσαν με πολλή
αγάπη στα βιβλία. Είμαι το δεύτερο από έξι αδέρφια. Έχω γράψει θεατρικά για τους μαθητές μου και
κείμενα για γιορτές και παραστάσεις. Πιστεύω ότι πάντα υπάρχει κάτι παραπάνω να μάθω, να
διαβάσω, να γράψω. Η συγγραφή για μένα είναι έκφραση και δημιουργία. Σα τελευταία χρόνια ζω
στη Φαλκίδα, με το σύζυγο και τα δύο μας παιδιά. Εργάζομαι στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
Εύβοιας.

44_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Γλευθερία-Βέσποινα Αεωρ. Παγιάτη, Έξω Γωνιά Θήρας

Σο σχολείο (η ΢αντορινιά)

Γ ΘΙΓΗΠΓ ΡΝ ΡΕΙΓΣΦΛΝ ΚΓ ΏΛΏΚΓΗΘΡΏ Π΢ΛΏΗΠΖΕΚΏΡΏ. Βεν το περίμενε με


τίποτα. Έπρεπε πάλι να μετακομίσει σε ένα ξένο μέρος, να μαζέψει τα
πράγματα της, να χαιρετήσει τους φίλους της. Θάθε φορά έπρεπε να ξεριζώνεται
και να ταξιδεύει. Λα βρίσκει καινούριο σπίτι, να γνωρίζει ανθρώπους από την
αρχή. Ν υπάλληλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν σαφής, έπρεπε να
παρουσιαστεί στο γραφείο τους στη Πύρο εντός τριών ημερών για να ολοκληρωθεί
η διαδικασία της πρόσληψης, τοποθετήθηκε αναπληρώτρια στο Γπαγγελματικό
Ιύκειο Ζήρας.

Ένα κάθισμα αεροπορικού τύπου ήταν το μόνο που μπόρεσε να βρει για να
ξαπλώσει λίγο, οι ώρες ήταν ατέλειωτες μέσα στο πλοίο. Ζυμήθηκε όταν ήταν μικρή
πόσο της άρεσε να ταξιδεύει, ειδικά με το πλοίο. ΋μως αυτό το ταξίδι δεν το
απολάμβανε καθόλου. Γίχε κουραστεί να ταξιδεύει πια, οι αλλαγές της
προκαλούσαν φόβο, ανασφάλεια. Ών δεν αποδεχόταν τη θέση θα ήταν άνεργη, δεν
είχε και πολλά περιθώρια να αρνηθεί και αυτό μέσα της την δηλητηρίαζε. Ήταν μια
γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει σχέση για πολύ καιρό γιατί πάντα έπρεπε να
φεύγει. Ήταν προσωρινή σε όλα τα σχολεία που πήγαινε, και έτσι την
αντιμετώπιζαν όλοι. Έτσι αντιμετώπιζε και εκείνη τον εαυτό της. Κια προσωρινή
ζωή, με προσωρινούς φίλους και έρωτες.

45_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Έφτασε στις 12:00μμ στη Πύρο, το γραφείο της δευτεροβάθμιας είναι στην
Γρμούπολη, πήγε κατευθείαν εκεί. Πε λιγότερο από μια ώρα είχε τελειώσει με τη
δευτεροβάθμια. Ε σύμβαση είχε υπογράφει. Ε Γρμούπολη ήταν υπέροχη, ήταν η
πρώτη φορά που την επισκέπτονταν. Ρώρα είχε χρόνο να γυρίσει μέσα στην πόλη,
ξεκίνησε να περπατάει, δεν ήξερε που ακριβώς πήγαινε, είχε όμως γύρω στις τρεις
ώρες μέχρι να κατέβει ξανά στο λιμάνι και να μπει στο πλοίο για Παντορίνη.
Πκεφτόταν πως αυτή η πόλη φτιάχτηκε από Κικρασιάτες πρόσφυγες που βρήκαν
καταφύγιο εκεί. Ώυτοί οι ξεριζωμένοι άνθρωποι που μέσα σε μια νύχτα έχασαν τα
πάντα έχτισαν μια ολόκληρη πόλη αυτής της ομορφιάς και την έκαναν το
σημαντικότερο λιμάνι της ανατολικής Κεσογείου έως και τα τέλη του 19ου αιώνα.
Πήμερα δεν έχει πια την αίγλη και τον πλούτο που είχε κάποτε, έχουν μείνει μόνο
τα νεοκλασικά κτίρια και τα μνημεία να θυμίζουν κάτι από τη λάμψη εκείνης της
εποχής.

Ρο ταρακούνημα του πλοίου που δένει στο λιμάνι την ξύπνησε, σηκώθηκε
να δει που βρισκόντουσαν, έπιασαν στην Ηό*. Ρο πλοίο έφυγε σχεδόν αμέσως,
βρισκόταν πάλι μεσοπέλαγα. Θάλεσε όλα τα τηλέφωνα από τις αγγελίες για σπίτια
που βρήκε στο διαδίκτυο, ήταν όλα νοικιασμένα. Βεν ανησυχούσε όμως, το είχε
κάνει πολλές φορές αυτό. ΋ταν θα έφτανε σίγουρα κάτι θα έβρισκε. Πυνέχισε την
αναζήτησή, σημείωσε μερικά τηλέφωνα και βγήκε έξω στο κατάστρωμα, κόντευαν
να φτάσουν Παντορίνη. Ν καιρός ήταν καλός, δεν φυσούσε, τέλη Πεπτέμβρη και
είχε ζέστη. Ζα μπορούσε να κάνει και μερικά μπάνια στη θάλασσα όσο ακόμα
κρατούσε η καλοσύνη**. Γίδε τη στεριά μπροστά της, έμοιαζε με τεράστιους
σπασμένου βράχους, ρημαγμένους και πεταμένους στο πέλαγος από την σφοδρή
προϊστορική έκρηξη του ηφαιστείου της Ζήρας. Ένιωσε τόσο ασήμαντη μπροστά
στις πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης. Ένα νησί που συνδέθηκε με τόσους μύθους
εξαιτίας του ηφαιστείου που είχε μπροστά στα μάτια της εκείνη τη στιγμή. Ένιωσε
δέος, έστρεψε το βλέμμα της ψηλά στην καλδέρα, έμοιαζε με τούρτα που της έχει
αφαιρεθεί ένα μεγάλο κομμάτι από το εσωτερικό της και φαινόταν οι στρώσεις της

46_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

γέμισης αναλυτικά , διέκρινε όλα τα στρώματα των πετρωμάτων το ένα πάνω στο
άλλο καθώς προστέθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν από την
δημιουργία της πρώτης στεριάς. Πτην κορφή τους, διέκρινε καθώς πλησίαζαν,
άσπρα σπιτάκια με μπλε παράθυρα, μια ελληνική σημαία ανέμιζε ελεύθερη, σε
λιγότερο από μισή ώρα είχε πατήσει στη στεριά.

Ήταν πιο δύσκολο από ότι το περίμενε, κάλεσε πάνω από δεκαπέντε
ιδιοκτήτες ακινήτων, κανένα διαθέσιμο! Θάποιο που βρήκε ελεύθερο της ζήτησαν
600,00€ για μια γκαρσονιέρα και τέσσερα ενοίκια μπροστά. Γίχε αρχίσει να
ανησυχεί. Πτο ξενοδοχείο που έμενε πλήρωνε 25,00€ την ημέρα έπρεπε άμεσα να
βρει κάπου να μείνει. Ώποφάσισε ότι έπρεπε να βγει έξω και να ψάξει για σπίτι στις
γειτονιές. Ρο είχε ξανακάνει και σε άλλα μέρη που είχε βρεθεί ως αναπληρώτρια.
Μεκίνησε να ψάχνει, χτυπούσε πόρτες, έπρεπε να τους εξηγεί κάθε φορά ότι είναι
αναπληρώτρια, ήρθε τώρα στο νησί από την Ώθήνα, είναι μόνη της, ψάχνει για
σπίτι μέχρι τον Ηούνιο που τελειώνει το σχολείο, δεν έχει και πολλά χρήματα να
διαθέσει, μένει σε ξενοδοχείο. Ρα είπε πολλές φορές, δεν βρήκε τίποτα, δυστυχώς
απέτυχε!

Αύρισε στο ξενοδοχείο, τα πόδια της πονούσαν, το κεφάλι της κόντευε να


εκραγεί. Ρις επόμενες δυο μέρες έκανε το ίδιο χωρίς κανένα αποτέλεσμα! Βεν
μπορούσε να το πιστέψει, το νησί δεν είχε σπίτια! Ρα εκμεταλλεύονταν όλοι
τουριστικά και μέχρι να τελειώσει η σεζόν, δηλαδή ως το τέλος του Νκτωβρίου, θα
έπρεπε να μένει στο ξενοδοχείο! Βεν υπήρχε περίπτωση να αντέξει! Ρα χρήματα
που είχε έφταναν το πολύ για δέκα μέρες. Κέσα σε αυτές τις δέκα μέρες έπρεπε να
βρει σπίτι να μείνει και μάλιστα επιπλωμένο. Ε αναζήτησή στέγης εξελισσόταν σε
ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, δεν το είχε προβλέψει, δεν της είχε περάσει ποτέ από
το μυαλό ότι θα δυσκολευόταν τόσο πολύ. Γίχε κουραστεί πριν καν αρχίσει το
σχολείο, δεν είχε διάθεση να πάει, σκεφτόταν ότι θα ξόδευε ότι χρήματα είχε και
στο τέλος μπορεί να μην έβρισκε τίποτα. Θαι τότε τι θα έκανε; Ξώς θα γύριζε πίσω

47_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

στην Ώθήνα; Κήπως να έφευγε τώρα όσο ήταν νωρίς και είχε ακόμα χρήματα; Βεν
ήξερε τι να κάνει. Βεν θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια έτσι, θα έχανε όλα τα
μόρια. ΢πολόγιζε πολύ σε αυτά τα μόρια γιατί θα τα έπαιρνε δίπλα λόγω
παραμεθορίου και θα βρισκόταν πιο κοντά στον διορισμό. Ώυτός ήταν ο στόχος
της. Λα διοριστεί σε ένα σχολείο. Λα γίνει μόνιμη. Λα πάψει επιτέλους να γυρίζει
την Γλλάδα με μια βαλίτσα στο χέρι, άφραγκη και μόνη!

Ρα μαθήματα ξεκίνησαν, είχε ΐ‟ και Α‟ λυκείου τομέα Βομικών Έργων. Πτην


Α‟ θα δίδασκε και μάθημα πανελληνίων «γραμμικό σχέδιο». Γίχε μεγάλη εμπειρία
στα τεχνικά μαθήματα, δούλευε και σαν μηχανικός αρκετά χρόνια, ήξερε πολύ
καλά το αντικείμενο. Ε ύλη βέβαια κάθε χρόνο ήταν πολύ δύσκολο να βγει. Γίχε
αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την απλή μέθοδο των τριών. Ώυτή, θα μιλάει
ασταμάτητα παπαγαλίζοντας τα λόγια του βιβλίου και προχωρώντας όσο το
δυνατόν περισσότερα κεφάλαια, το βιβλίο ύλης, θα γέμιζε και θα έδειχνε ποσό
καλή καθηγήτρια είναι αφού θα κατάφερνε να ακολουθεί πίστα το προγράμματα
του υπουργείου! Ρα παιδιά, θα κοιμόντουσαν στις καρέκλες! Ξαλιά δοκιμασμένη
μέθοδος με εγγυημένα αποτελέσματα. Ε ύλη βγαίνει στην ώρα της. Ρα παιδιά όμως
διαχειρίζονται με μεγάλη δυσκολία τον τεράστιο όγκο νέων πληροφοριών που
δέχονται. Ηδικά στις τεχνικές ειδικότητες των επαγγελματικών λυκείων, οι μαθητές
δυσκολεύονται πολύ να κατανοήσουν τεχνικές έννοιες και ορισμούς που συναντά
κανείς στο πανεπιστήμιο. Ρης φαινόταν βουνό η σχολική χρονιά φέτος, αν
μπορούσε να περάσει με μια δρασκελιά και να έφτανε στις 30 Ηουνίου θα ήταν πολύ
ευχαριστημένη! Βεν είχε καμία διάθεση, είχε κουραστεί πολύ. Ήθελε μόνο να
τελειώσει η χρόνια πριν καλά καλά αρχίσει.

Θάθε πρωί σηκωνόταν από τις έξι, έπρεπε να παίρνει το λεωφορείο που
περνούσε στις 7:00, έκανε σχεδόν το γύρω του νησιού για να καταλήξει στο σχολείο.
Ρο μεσημέρι το ίδιο. Έφτανε σπίτι της μετά τις 3:00μμ. Πτην ΐ‟ είχε τρία άτομα,
πολύ ήσυχα παιδιά, ευτυχώς ο θεός την λυπήθηκε. Πτην Α‟ έντεκα που έκαναν για

48_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

εκατόν έντεκα. Βεν περίμενε ότι θα ήταν έτσι, συνήθως τα μεγαλύτερα παιδιά είναι
πιο ήσυχα. Βεν είχε άριστους μαθητές, ήταν όλοι μέτριοι έως χαίρε βάθος αμέτρητο!
Ώυτό την βόλευε προς το παρόν γιατί δεν είχαν πολλές απαιτήσεις από εκείνη, δεν
είχε χρόνο να ψάξει και πολλά πράγματα, μετά το σχολείο έψαχνε για στέγη! Νι
μέρες περνούσαν όμως και δεν είχε καταφέρει τίποτα. Ρα χρήματα της τελείωναν.
Βεν μπορούσε ούτε καφέ να αγοράσει από το κυλικείο του σχολείου. Ε απόλυτη
ξευτίλα! Ρα παιδιά της Α‟ είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ ενοχλητικά, έπρεπε να
τους κόψει τον αέρα. Έτσι αποφάσισε να τα τρομοκρατήσει λίγο με ένα πρόχειρο
διαγώνισμα.

Ήταν όλοι αδιάβαστοι, κανείς δεν είχε δώσει σημασία σε αυτά που τους
έλεγε μέσα στην τάξη. Ρους ενημέρωσε για τις συνέπειες που θα ακολουθούσαν,
ταράχθηκαν λίγο, ίσως και να φοβήθηκαν ότι θα μείνουν στην ιδία τάξη, είχε
αποτέλεσμα η μέθοδος, τα παιδιά ηρέμησαν.

Θάθε φορά που είχε μάθημα ήταν κακόκεφη, τα παιδιά έκαναν αστεία στα
διαλλείματα, εκείνη δεν είχε το κουράγιο ούτε να γελάσει πια. Ρην απασχολούσε
τόσο έντονα το ζήτημα του σπιτιού και τα οικονομικά της που πήγαιναν από το
κακό στο χειρότερο. Βεν είχε και από κανέναν να ζητήσει χρήματα, ντρεπόταν
άλλωστε, δεν το είχε κάνει ποτέ. Ξάντα μόνη της τα κατάφερνε. Θαταλάβαινε όμως
ότι μέσα της κάτι δεν πήγαινε καλά, μήπως δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, σε αυτό το
νησί. Ξίστευε ότι ήταν αδικημένη, μισούσε όλο τον κόσμο γύρω της, αισθανόταν
ξεχασμένη. Κέχρι να βρει κάτι αναγκαστικά έπρεπε να συνεχίσει να μένει στο
ξενοδοχείο χωρίς να μπορεί πλέον να το πληρώνει. Έχανε την αξιοπρέπειά της. Ρι
και αν την λυπήθηκαν οι ιδιοκτήτες και συμφώνησαν να τους δώσει τα υπόλοιπα
στο τέλος του μήνα, ανακουφίστηκε μόνο για λίγο, μετά σκέφτηκε ότι μόλις είχε
ξεκινήσει να χρωστάει! Ώυτό ήταν ένα πρόσθετο άγχος. Βεν τα πήγαινε και πολύ
καλά εκείνη τη χρονιά. Ώποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τους συναδέλφους στο
σχολείο όμως κανείς δεν μπόρεσε να της βρει σπίτι. Ένας της πρότεινε να ρωτήσει

49_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

τους μαθητές, της φάνηκε χαζό στην αρχή αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. Ήταν πολύ
σωστή η σκέψη του, τα παιδιά έχουν γονείς, συγγενείς και πιθανόν να έχουν και
κάποιο σπίτι. Γκείνη ήταν απελπισμένη, σκέφτηκε ότι έπρεπε να ζητήσει την
βοήθεια τους, δεν είχε τίποτα να χάσει.

Ρα παιδιά ανταποκρίθηκαν αμέσως, μέσα σε δυο μέρες είχε δει δυο σπίτια
με λογικό ενοίκιο και τελικά έκλεισε το ένα. Κετακόμισε την ίδια μέρα. Ρο πρώτο
βράδυ στο σπίτι της, έκανε ένα καυτό μπάνιο και όπως ήταν βρεγμένη με την
πετσέτα ξάπλωσε στο κρεβάτι, χάζευε τη θάλασσα, ήταν ήρεμη. Ρο σπίτι μπορεί να
ήταν μικρό είχε όμως απίστευτη θέα και ήταν επιπλωμένο, ακριβώς όπως το ήθελε.
Κέχρι και τηλεόραση είχε. Ώπό την μπαλκονόπορτα έβλεπε απέναντι της την
Ώνάφη. Πύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο μια νύχτα σαν και αυτή στο μέσο του
πελάγου οι ταλαιπωρημένοι αργοναύτες παρακαλούσαν τον Ώπόλλωνα να τους
σώσει, είχαν παρασυρθεί στα ανοιχτά από την θαλασσοταραχή που προκάλεσε μια
μεγάλη καταιγίδα. Ν Ώπόλλωνας αποφάσισε να απαντήσει στις ικεσίες τους. Σως
ρίφθηκε υπό τη μορφή κεραυνού στη θάλασσα! «Ώνεφάνη» ένα ολόκληρο νησί!
Γκεί άραξαν και βρήκαν καταφύγιο. Ννόμασαν το νησί αυτό Ώνάφη. Γίχε και
εκείνη πια ένα καταφύγιο σε εκείνο το μικρό σπιτάκι στον Ξύργο της Παντορίνης.
Έκλεισε τα μάτια της, κοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει.

Γίχε αρχίσει να κάνει κρύο τα βράδια, το φθινόπωρο σε λίγο θα έδινε τη


σκυτάλη στο χειμώνα και δεν είχε πέσει ούτε μια σταγόνα φθινοπωρινής βροχής.
Ξαράξενο της φαινόταν, όμως της άρεσε. Πιγά σιγά το νησί την κέρδιζε.
Ώισθανόταν τυχερή που βρισκόταν εκεί. Θάτι άλλαζε μέσα της. Γίχε αρχίσει να
δένετε με τα παιδιά και εκείνα μαζί της. Πυζητούσαν πέρα από τα τυπικά του
μαθήματος για θέματα που τα απασχολούσαν. Έκτιζαν με πίστη δειλά δειλά μια
γέφυρα, ο καθένας από την πλευρά του προσπαθούσε να πλησιάσει τον άλλο έως
ότου να βρεθούν στη μέση. Γκείνη τους προκαλούσε να σκεφτούν το μέλλον τους.
Ρι θα έκαναν μετά το Ιύκειο, πως είχαν ονειρευτεί τη ζωή τους. Έπρεπε να

50_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

προβληματιστούν, είχε έρθει η ώρα, έπρεπε να πάρουν αποφάσεις, να βάλουν


στόχους. Ρρεις από τους έντεκα αποφάσισαν λίγο πριν τις διακοπές των
Τριστουγέννων ότι θα δώσουν πανελλήνιες. Πτο νησί είναι δύσκολο να βρεις
φροντιστήριο να κάνει σχέδιο, τα συγκεκριμένα παιδιά δεν μπορούσαν να
πληρώσουν καθηγητή, με το ζόρι ξόδεψαν 50,00€ για να αγοράσουν τον απολύτως
απαραίτητο εξοπλισμό για το σχέδιο. Ρο γραμμικό σχέδιο ήταν βασικό εξεταζόμενο
μάθημα στον τομέα τους. Ρα παιδιά την είχαν ανάγκη.

Γίχαν κάνει κάποια θέματα από την αρχή της χρονιάς, ήθελαν όμως πολύ
δουλειά ακόμα, έπρεπε να βελτιωθούν. Θινητοποιήθηκε άμεσα με μεγάλη χαρά.
Γτοίμασε θέματα για εξάσκηση στο σχολείο και στο σπίτι, ήταν συνεχώς από πάνω
τους καθ‟όλη τη διάρκεια του μαθήματος, τους έδειξε όλα όσα ήξερε, είχε πάνω από
δεκαπέντε χρόνια εμπειρίας στο γραμμικό σχέδιο. Ήξερε πολύ καλά πώς να τους
προετοιμάσει, να τους δώσει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Γίχε πιστέψει σε αυτούς
τους μαθητές, θα τα κατάφερναν.

Ιίγες μέρες πριν τις διακοπές του Ξάσχα η τάξη είχε κάνει απίστευτη
πρόοδο. Ώκόμα και εκείνοι που δήλωναν ότι βαριούνταν το σχέδιο, είχαν
βελτιωθεί. Πκέφτηκε ότι είχε έρθει η ώρα να τους αποδείξει την πρόοδο τους. Έδωσε
λοιπόν στον καθένα τους να ξανασχεδιάσει το πρώτο θέμα που τους είχε δώσει στην
αρχή της σχολικής χρονιάς. ΋ταν πια τελείωσαν τους μοίρασε εκείνα τα πρώτα
σχέδια που είχε κρατήσει όπως συνήθιζε να κάνει. Ε τάξη σίγησε, οι μαθητές ήταν
έκπληκτοι. ΋λοι είχαν βελτιωθεί. Θάποιοι τόσο πολύ που θα μπορούσε κανείς
άνετα να σκεφτεί ότι τα δυο σχέδια δεν ανήκαν στο ίδιο άτομο. Ήταν όλοι πολύ
χαρούμενοι. Γίχαν κατακτήσει κάτι.

Ρο Ξάσχα έπεφτε αργά , μετά τις διακοπές για τον εορτασμό του είχαν τρεις
μέρες σχολείο και μετά οι πανελλήνιες. Ρους έδωσε θέματα για εξάσκηση στο σπίτι
και τους ευχήθηκε μέσα από την καρδιά της κάθε επιτυχία. Ρους είχε εμπιστευτεί
έναν προς έναν, είχε προσπαθήσει να τους καταλάβει και τα είχε καταφέρει, και

51_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

εκείνοι όμως, οι μαθητές της Α‟ είχαν προσπαθήσει πολύ να την πλησιάσουν, όσο
εκείνη τους το επέτρεψε. Γίχαν καταφέρει και οι δυο, μαθητές και εκπαιδευτικός,
να συναντηθούν στη μέση της γέφυρας και απολάμβαναν τα δώρα και τις ευλογίες
αυτής της συνάντησης. Γμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και κατανόηση. Βεν χρειαζόταν
να κρίνουν ο ένας τον άλλο. Βούλεψαν πλάι πλάι με σεβασμό, πίστη, ωριμότητα.
Πε έναν κόσμο που δεν είναι τέλειος κατάφεραν να ισορροπήσουν τις διαφορές
τους και να κερδίσουν ο ένας από τον άλλο.

Νι διακοπές του Ξάσχα πέρασαν πολύ γρήγορα, η σχολική χρονιά κόντευε


να εκπνεύσει. Ένιωθε ικανοποίηση για ότι είχε καταφέρει μαζί τους. Ήταν μόνη
όταν πήγε, απρόθυμη να κάνει το οτιδήποτε, είχε παραιτηθεί από έναν τόσο
σπουδαίο ρόλο. Ρώρα ένιωθε ότι άνηκε στο σχολείο, στα παιδιά, είχε αξιοποιήσει το
ρόλο της με τον καλύτερο τρόπο. Βεν ήταν μόνη πια, είχε το σχολείο, το είχε
αγαπήσει.

Ν Ηούνιος έφτανε στο τέλος του, ανακοινώθηκαν οι βαθμοί των


πανελληνίων, είχαν γράψει πολύ καλά στις εξετάσεις και τα τρία παιδιά που
έδιναν. Ήταν σίγουρο ότι περνούσαν στις σχολές που επιθυμούσαν. Γκείνη έπρεπε
να γυρίσει πίσω στην Ώθήνα, στο «σπίτι» της. Αια ένα περίεργο λόγο ένιωθε ότι δεν
είχε τελειώσει με την Παντορίνη, κάτι άφηνε, ένα κομμάτι του εαυτού της έμενε
εκεί. Ε επιστροφή στην Ώθήνα την έκανε να νοσταλγήσει το νησί, το είχε αγαπήσει,
όχι μόνο για τη θάλασσα που πάντα λάτρευε αλλά γιατί είχε καταφέρει να βρει τον
εαυτό της εκεί. Γίχε πιστέψει από την αρχή στο σχολείο, στο ρόλο της ως
εκπαιδευτικός, στη δουλειά της.

Νι αναπληρωτές έκαναν για άλλη μια φορά την αίτηση προτίμησης τους
για την επόμενη χρονιά. Θάποιοι θα διορίζονταν μόνιμοι φέτος, άλλοι θα
συνέχιζαν σαν αναπληρωτές, ποιος ξέρει πού, και κάποιοι λιγότερο τυχεροί ίσως
και να ήταν άνεργοι. Γκείνη υπολόγιζε ότι με τα μόρια που είχε καταφέρει να
συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια, γυρίζοντας όλη την Γλλάδα, θα βρισκόταν

52_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

στους πρώτους οπότε θα είχε εξασφαλίσει την θέση της σε κάποιο σχολείο. Νι
προσωρινοί πίνακες αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, μέσα σ΄αυτούς ήταν και οι
πίνακες των διορισθέντων για την επόμενη χρονιά. Θατέβασε και άνοιξε τα αρχεία.
Παν αναπληρώτρια ήταν πλέον πρώτη, μπορούσε να δηλώσει όποια περιοχή ήθελε
ακόμα και Ώθήνα που ήταν το σπίτι της. Κπήκε στον κόπο να τσεκάρει και τους
διορισθέντες, δεν πίστευε στα μάτια της, είχε διοριστεί. Κπορούσε να το γιορτάσει,
να κάνει όνειρα, να φτιάξει επιτέλους τη ζωή της σε ένα μέρος. Νι κόποι της
ανταμείφτηκαν!

Ήρθε η ώρα να συμπληρώσει τα επιθυμητά σχολεία τοποθέτησης, τσέκαρε


πρώτα όλα τα κενά, η Παντορίνη είχε κενή θέση, το νησί που αγάπησε, μπήκε σε
σκέψεις. Ήθελε πολύ να γυρίσει πίσω, το ήξερε πως ήταν δύσκολο. Ήταν όμως μια
άλλη γυναίκα πια. Γίχε μεταμορφωθεί. Βεν φοβόταν, η καρδιά της ήθελε να γυρίσει
πίσω στο νησί. Ώποφάσισε να το ρισκάρει και να την ακολουθήσει.

* Ηό : το νησί των Θυκλάδων Ίος

** Θαλοσύνη : καλοκαιρία

53_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Γλευθερία-Βέσποινα Αεωρ. Παγιάτη

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1981 όπου και πέρασε τα μαθητικά της χρόνια. Αγάπησε την λογοτεχνία
και το θέατρο από μικρή ηλικία και συμμετείχε σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες.

Είναι απόφοιτη του τμήματος Εκπαιδευτικών Πολιτικών Μηχανικών της Ανώτατης ΢χολής
Εκπαιδευτικών Σεχνολογικής Εκπαίδευσης με έδρα την Αθήνα. Εργάζεται ως Πολιτικός μηχανικός
ΣΕ και ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στην Δ/θμια εκπαίδευση.

Ασχολήθηκε αρχικά με την συγγραφή ανέκδοτων ποιημάτων, αργότερα παραμυθιών, διηγημάτων


και μυθιστορημάτων και στη συνέχεια θεατρικών και τηλεοπτικών σεναρίων καθώς και ταινιών
μικρού μήκους.

Σο καλοκαίρι του 2017 το κείμενο με το οποίο συμμετέχει στον διαγωνισμό “50 λέξεις” της σχολής
δημιουργικής γραφής Tabula Rasa κατακτά την πρώτη θέση. Παρακολουθεί με υποτροφία το τριετές
τμήμα δημιουργικής γραφής της σχολής και διατηρεί προσωπική ιστοσελίδα
https://pagiati4.wixsite.com/website στην οποία δημοσιεύει τις ιστορίες της.

Κείμενα της έχουν, επίσης, δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά blogs.

΢τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση, παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις και
κινηματογραφικές ταινίες. Σης αρέσει να ταξιδεύει και να εμπνέεται από τον τρόπο ζωής των
ανθρώπων στα μέρη του κόσμου όπου επισκέπτεται.

Ζει με την οικογένειά της στην ΢αντορίνη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

54_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Ξηγή Γρύλλη, Φαλάνδρι

Σο σχολείο της νιότης μου

Ώ ΘΝ΢ΑΓ ΠΤΝΙΓΗΝ ΘΏΗ ΡΟΝΚΏΔΓ. Ζαρρείς κι η μεγάλη καγκελόπορτα, που


πέρασε πριν ένα χρόνο περίπου παρέα με την αδερφή του για να τη
συνοδέψει στον αγιασμό, είχε πάρει τρομακτικές διαστάσεις στο παιδικό του
μυαλό.

«Γδώ είναι μια φυλακή για παιδιά», είχε πει σκαρφαλωμένος στα ενδιάμεσα
κενά της, ενώ κουνιόταν πέρα δώθε χωρίς να θέλει να προχωρήσει στην αυλή.

Ήταν δεν ήταν πέντε ετών ο Λικόλας, όταν η αδελφή του πρωτοπήγε στο
σχολείο.

Π΄ εκείνην άρεσε πολύ. Ξάντοτε γύριζε χοροπηδώντας και ενθουσιασμένη


από το μάθημα. Θρατούσε το αναγνωστικό της πρώτης τάξης κι ολημερίς
κελαηδούσε την αλφαβήτα.

Ρην είχε μισομάθει κι εκείνος, όταν αφοσιωμένος στα «ζουμπερέκια» όπως


συνήθιζε να λέει το κάθε λογής σιδερένιο μικροαντικείμενο, την άκουγε χωρίς να
το θέλει.

Θρατούσε το παλιό ρολόι του παππού του και προσπαθούσε με τις ώρες να
το κάνει να δουλέψει. Θοίταζε τους δείκτες με προσοχή και τοποθετούσε τους

55_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

άξονες και το κουρδιστήρι, κι όταν η αδελφή του ξεχνούσε την αλφαβήτα εκείνος
συμπλήρωνε μηχανικά το επόμενο γράμμα.

Όστερα απογοητευμένος απ‟ την προσπάθεια, έσπρωχνε με τα πόδια τα


εξαρτήματα κι εκείνα πετάγονταν άτσαλα στο πάτωμα.

«Ζα το φτιάξω όταν θα γίνω ρολογάς. Ν ρολογάς δεν πηγαίνει στο


σχολείο!» έλεγε αποφασιστικά.

Θι έπιανε να κυλά τα σιδερένια αυτοκινητάκια αντίκες, που παρήλαυναν


στην αυλή του σπιτιού τους και να δένει τα σύρματα απ‟ τα καλώδια του
τηλεφώνου που του κουβαλούσε ο θείος του. Θι έκανε θαύματα…

Ρ΄ άχρηστα καλώδια μεταμορφώνονταν πότε σ‟ ένα ποδήλατο με στραβό


τιμόνι, πότε σε μια πεταλούδα και πότε σ‟ ένα παιδικό πρόσωπο με όρθια μαλλιά.

Ρον θαύμαζαν οι γονείς του για τη δεξιοτεχνία του και προσπαθούσαν να


του βρουν επαγγέλματα που σχετίζονταν με το χόμπι του.

«Πχολείο; Τρειάζεται να πάω σχολείο γι‟ αυτά;» ρωτούσε ανυπόμονα. Θι


όταν η απάντηση ήταν θετική απομακρυνόταν εκνευρισμένος κι έπεφτε με τα
μούτρα στο κρεβάτι του.

Θι έφτασε εκείνος ο Πεπτέμβρης, με μια δερμάτινη τσάντα και μια ξύλινη


κασετίνα συρταρωτή, γεμάτη κηρομπογιές και μολύβια Faber. Θαι τετράδια…
Ξολλά τετράδια, όλα τριαντάφυλλα. Θι ένα μπλοκ ζωγραφικής. Έτσι είχε συστήσει
στον πατέρα, ο κυρ Ξαντελής, ο δάσκαλος. Θαι τα ΄φερε χαρούμενος ο πατέρας στο
σπίτι. Βιαλεγμένα προσεκτικά από το ¨μόνον του νησιού βιβλιοπωλείον…¨

Ν Λικόλας κοίταξε με μισό μάτι την τσάντα. Έπειτα την πήρε δειλά στα
χέρια και ξεκούμπωσε τα καφέ λουριά της. Άνοιξε περίεργος την κασετίνα και πήρε
τις ξυλομπογιές. Όστερα αμίλητος τις δοκίμασε πάνω στο μπλοκ ζωγραφικής.

56_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Ρι ζωγραφιά είναι αυτή;» ρώτησε δειλά τον πατέρα του κοιτάζοντας την
πρώτη σελίδα του μπλοκ.

«Ε Γλλάδα!» απάντησε ο πατέρας φανερά ανακουφισμένος από το


ενδιαφέρον του Λικόλα.

«Θι εδώ είναι το νησί μας! Θαι το γαλάζιο η θάλασσα!» συνέχισε


προσπαθώντας να του κεντρίσει το ενδιαφέρον για γνώση.

«Ξολύ μικρά για να είναι αληθινά», απάντησε με σοβαρότητα ο Λικόλας


και ζωγράφισε σ΄ όλο το μπλε της θάλασσας καράβια. Αιατί είχε κι άλλη αδυναμία
ο Λικόλας. Λ΄ ακολουθεί τον πατέρα του στο ψάρεμα. Ώγαπούσε τις βάρκες, τα
δολώματα και τις πετονιές και το φως τις λάμπας στο παραγάδι που μάζευε τα
ψάρια στην ψευδαίσθηση της μέρας.

«Θαλά τα βλέπω τα πράγματα», ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα η μητέρα


του, που παρακολουθούσε ανήσυχη πίσω απ‟ τη μισόκλειστη πόρτα του σαλονιού
με την κοιλιά στο στόμα, επτά μηνών έγκυος. Θι έπιασε να φτιάχνει χαλβά,
γλυκαίνοντας έτσι την ελπίδα και ξορκίζοντας την εναντίωση.

Θι όταν το μπλοκ ζωγραφικής γέμισε καράβια και άγκυρες, ήρθε η ώρα που
ο Λικόλας έπρεπε να σηκώσει και τη δική του άγκυρα και να βρεθεί στην πρώτη
τάξη.

Γκείνο το βράδυ της παραμονής, κοιμήθηκε νωρίς γεμίζοντας με αισιοδοξία


και όνειρα τους γονείς του.

Θι ήρθε εκείνο το γλυκό πρωινό του Πεπτέμβρη. Ν ουρανός κι η θάλασσα


φόρεσαν την καλύτερη φορεσιά τους για ν΄ αποχαιρετήσουν τ΄ αυγουστιάτικα
μελτέμια κι ο Λικόλας σηκώθηκε με την πρώτη φωνή της κυρα-Ιένης. Λτύθηκε και
φέρθηκε σαν κύριος.

57_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θι η μάνα του ίσιωσε με τη βρεγμένη τσατσάρα τ΄ ατίθασα μαλλιά του.


Όστερα πήρε τον αγιασμό που φύλαγε στο εικονοστάσι και τον άγιασε. Ρου φόρεσε
ένα φυλαχτό σταυρωμένο στη εικόνα του Ραξιάρχη και του το κάρφωσε με
παραμάνα στο εσωτερικό του φανελάκι.

«Στου σου λεβέντη μου!», του είπε συγκινημένη και τον φίλησε. Γκείνος
σκούπισε το πρόσωπό του. Βεν του άρεσε καθόλου να τον φτύνουν έστω κι αν ήταν
από καμάρι και ξόρκι μαζί…

Ε κυρα-Ιένη τον έπιασε απ΄ το χέρι και βγήκαν απ΄ την εξώπορτα.

«Θαλή χρονιά, Ξαναγία μου!» είπε σταυρώνοντας και τη Οηνούλα, την


αδελφή του, που έτρεχε χαρούμενη να πιάσει πρώτη θέση στη γραμμή.

Ρέσσερα μέτρα πιο κάτω, μια ψηλή μάντρα φύλαγε το εγκαταλειμμένο


οικόπεδο, που είχε αρχίσει να γίνεται σκουπιδότοπος από ασυνείδητους
περαστικούς.

Κια μάντρα δυο μέτρα ψηλή κι ένα «παφ» ξαφνικό…

Ε δερμάτινη τσάντα, είχε βρεθεί ξαφνικά σκαρφαλωμένη στη μοναδική


ροδιά του οικοπέδου και μετρούσε τ΄ ανοικτά ρόδια που δεν πρόλαβαν να
ωριμάσουν κανονικά, γιατί κανείς δεν θυμήθηκε να την ποτίσει.

«Ζεός φυλάξει!» πρόλαβε να φωνάξει μόνο η κυρα-Ιένη, ενώ ο Λικόλας


αστραπή, γύρισε πίσω στο σπίτι και ταμπουρώθηκε κάτω απ΄ το μεγάλο σιδερένιο
κρεβάτι των γονιών του.

Ξώς να τον βγάλει από κει η δόλια η μάνα του, ετοιμόγεννη; Τρειάστηκε να
μεσολαβήσει η κυρα- ΐασιλική, η γειτόνισσα, φέρνοντας ένα νιογέννητο κουνέλι
για δόλωμα.

Ν Λικόλας σύρθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Άπλωσε το χέρι με λαχτάρα


να χαϊδέψει το χιονένιο επισκέπτη και έτσι μπόρεσαν και τον τράβηξαν έξω.

58_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ώγκάλιασε το κουνελάκι με λαχτάρα, ενώ η μητέρα έφερε τη βρεγμένη


τσατσάρα και του ξανάφτιαξε υπομονετικά τα μαλλιά…

Τρειάστηκε να οργανωθεί ολόκληρη επιχείρηση ανέλκυσης της σχολικής


τσάντας κι ένας ολόκληρος λόχος από γειτόνισσες να παραβρεθεί στον αγιασμό,
κρατώντας τον από το χέρι και προστατεύοντας την κυρα-Ιένη από τα χτυπήματα
και το σούρσιμο του Λικόλα στο χώμα.

Θάθε πρωί σήκωνε στο πόδι τη γειτονιά με το κλάμα του, μέχρι να τον
αρπάξει ο πατέρας απ΄ το χέρι, να τον σύρει στο σχολείο εκατό μέτρα απόσταση
από το σπίτι και να τον παραδόσει αναμαλλιασμένο και δακρύβρεχτο στον κυρ
Ξαντελή.

Έμπαινε στην τάξη με μισάνοιχτη τσάντα, με τα τετράδια και την κασετίνα


να χάσκουν καταταλαιπωρημένα, καθόταν στο θρανίο της επιλογής του και
γινόταν ένα κουβάρι. Έπιανε το κεφάλι με τα χέρια του και περίμενε να χτυπήσει
το κουδούνι. Κόνο που εκείνο το κουδούνι αργούσε πολύ το αφιλότιμο και
πιανόταν ο λαιμός του ακουμπισμένος με τις ώρες στο ξύλινο θρανίο του.

Ένα πρωί, όταν ο δάσκαλος άρχισε να διαβάζει με στόμφο για τη μικρούλα


Καργαρίτα που δεν ήθελε την αλφαβήτα, ταυτίστηκε τόσο πολύ με την ηρωίδα,
που χτύπησε με δύναμη τα χέρια του στο θρανίο και ξέσπασε σε λυγμούς.

«΢πάρχουν λοιπόν κι άλλα παιδιά που δε θέλουν το σχολείο!» ούρλιαξε.

Νύρλιαξε όμως κι η υπομονή του δάσκαλου.

«Ξέρασε στο γραφείο!» του είπε ορθά κοφτά, τραβώντας τον από το χέρι.

«Θοίτα, στο τέλος υπάρχει κι αυτή!» του είπε έξαλλος, κραδαίνοντας τη μισή
μέτρου βέργα από οξιά.

59_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

«Πκασίλα μου! Ώυτή να τη φοβάσαι εσύ!» απάντησε ο Λικόλας κι άρχισε να


περιεργάζεται την υδρόγειο σφαίρα, φανερά ικανοποιημένος από την αφοπλιστική
του απάντηση.

Κάζεψε τα ρημαγμένα νεύρα του ο δάσκαλος κι έδωσε τόπο στην οργή. Ρον
άφησε μόνο στο γραφείο και πήγε να μαζέψει την τάξη που είχε γεμίσει με χάρτινες
σαΎτες και πεταμένα μολύβια.

Ν Λικόλας γύρισε ξανά και ξανά την υδρόγειο κι έκανε το γύρο της γης
αμέτρητες φορές μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Θι όταν ο δάσκαλος προσπάθησε
στο διάλειμμα να τον συμβουλεύσει ξανά, εκείνος άκουγε χωρίς ν΄ απαντά.

«Βεν κοιτάς την αδελφή σου καημένε; «Ώρίστη μαθήτρια και εξαίρετος
χαρακτήρ», φώναξε ο κυρ-Ξαντελής εκνευρισμένος από την απάθεια του Λικόλα.
Θι εκείνος, μπορεί να μην πολυκατάλαβε το «εξαίρετος» και το «χαρακτήρ», όμως
το βράδυ το τετράδιο της αντιγραφής της Οηνούλας, είχε έναν τεράστιο ανεξήγητο
λεκέ από μελάνι…

Κέχρι που στο σχολείο ήρθε ο κύριος Ζανάσης. Κόλις είχε τελειώσει από
φαντάρος. Ξεριζήτητοι εκείνοι την εποχή οι δάσκαλοι, το πτυχίο ερχόταν παρέα με
τον διορισμό.

Θι είχε μια φλόγα εκείνος ο πρωτάρης δάσκαλος! Λ΄ αρπάξει τη γνώση και


να τη στύψει, να την κάνει χυμό και να τη δώσει στους μαθητές του. Θι είχε μια
όρεξη… Κια αγκαλιά η ματιά του για όλους, μα πιο πολύ για το Λικόλα.

Ν Λικόλας προσπαθούσε να τον ζυγίσει κοιτώντας τον με την άκρη των


ματιών του, περίεργος για το νεαρόν της ηλικίας του, κρυμμένος πίσω από ένα
σωρό με τετράδια, βιβλία και μολύβια με σπασμένες μύτες.

Θι ο δάσκαλος εκεί, να παρακολουθεί τα θυμωμένα αθώα μάτια.

60_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Ν Λικόλας να μας πει», είπε ο δάσκαλος ρωτώντας για το ταξίδι των


χελιδονιών το φθινόπωρο.

«Βεν ξέρω», είπε εκείνος κοφτά.

Θι όταν ήρθε η ώρα να μάθουν το «ο», ο Λικόλας αρνήθηκε να το γράψει.

Ζέλω μόνο το «ι», φώναξε με πείσμα και πέταξε το μολύβι του.

Ν δάσκαλος χαμογέλασε και τον άφησε να γράψει όσες σελίδες ήθελε.


Ξαρήλασαν τότε κάθε λογής «ι». Άλλα κεφαλαία κι άλλα μικρά. Άλλα σαν την
μαγκούρα του παππού του κι άλλα σαν τ΄ αγκίστρια του πατέρα. Άλλα θεόρατα
και τεντωμένα κι άλλα κακόμοιρα και καμπουριασμένα.

Θι όταν οι συμμαθητές του είχαν ήδη γεμίσει μια σελίδα ολόφρεσκα και
ολοστρόγγυλα «ο», ο δάσκαλος έδειξε στην τάξη και τα «ι» του Λικόλα. Θι ας ήταν
μουντζουρωμένα. Θι ας ήταν σβησμένα χίλιες φορές, ταλαιπωρημένα και ξέθωρα
με μια τρύπα στο τέλος της σελίδας…

Ήταν τα «ι» του Λικόλα!

Ρην άλλη μέρα, κουβάλησε στο σχολείο αρκετά καλώδια απ΄ αυτά που του
έφερε ο θείος του. Ρα έχωσε κρυφά στην τσάντα του κι ήταν τέτοια η φούρια και η
χαρά του, που έφυγε τρέχοντας αφήνοντας την γκρίνια στο σπίτι ν΄ απορεί γιατί
δεν τον συνόδεψε.

Πταυροκοπήθηκε η δόλια η μάνα του. Άναψε ένα καρβουνάκι κι έκαψε


εκείνο το λιβάνι απ΄ τους Ώγίους Ρόπους που φύλαγε για εξαιρετικές περιπτώσεις,
να το μυρίσουν οι άγγελοι και να σκεπάσουν με τα φτερά τους την οικογένεια.

Ν Λικόλας μπήκε φουριόζος στην τάξη. Άφησε βιαστικά την τσάντα και
κατέβηκε τρέχοντας στην αυλή. Πκαρφάλωσε στην ακακία που είχε χάσει αρκετά
από τα φύλλα της στην κατασκευή του φθινοπωρινού σκηνικού και κούνησε με
νευρικότητα τα κλαριά της.

61_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

«Βε σου φταίει σε τίποτα το δέντρο!» ακούστηκε η φωνή του κυρ Ξαντελή.
Ν Λικόλας έβαλε κάτω το κεφάλι και ξεπέζεψε. Έδωσε μια κλοτσιά στα χαλίκια κι
έφυγε σίφουνας να κάνει τσουλήθρα στη σκάλα, μακριά πάντα από τα αυστηρά
μάτια του δασκάλου.

Ώργότερα στην τάξη, την ώρα που οι συμμαθητές του κοιτούσαν τα βιβλία
τους, εκείνος έπιασε να ψαχουλεύει το θησαυρό του κι ανακάτεψε κρυφά τα
πολύχρωμα σύρματα.

«Ρι τα θέλεις τα καλώδια Λικόλα μου;» τον ξάφνιασε ο δάσκαλος.

Ν Λικόλας, έκλεισε βιαστικά την τσάντα του και δεν απάντησε.

Θάλεσε τότε τον Λικόλα στην έδρα του και του είπε να φτιάξει με τα
σύρματα, όλα τα γράμματα που είχαν διδαχθεί.

Ν Λικόλας σηκώθηκε αργά αργά και αμήχανα. Θοίταξε τους συμμαθητές


και το δάσκαλο κι έφτιαξε ένα κεφαλαίο «Η» προσεγμένο, καλοσχηματισμένο.
Πτρογγύλεψε το σύρμα κι έφτιαξε ένα τεράστιο «Ν». Κε επιδεξιότητα κόλλησε το
ένα πάνω στο άλλο κι έφτιαξε ένα «α» κι έπειτα κι άλλα κι άλλα…

Θι άρχισαν να παρελαύνουν φωνήεντα και σύμφωνα απ΄ αυτά που


αποθήκευε στην άκρη του μυαλού του, όταν η αδελφή του διάβαζε.

Ένα δυνατό χειροκρότημα από τον δάσκαλο και τους συμμαθητές του, τον
έκαναν να φουσκώσει από περηφάνια. Αύρισε τρέχοντας στο θρανίο του, πήρε τα
σύρματα και τα μοίρασε στα παιδιά.

Αέμισε τότε η αίθουσα με γράμματα ευλύγιστα άσπρα, κόκκινα μπλε. Κια


χαρούμενη κυψέλη η τάξη και τα παιδιά μέλισσες, να βουίζουν τα γράμματα και
να μελώνουν την κηρήθρα της γνώσης.

Γκείνο το μεσημέρι, ο Λικόλας, γύρισε στο σπίτι χαμογελαστός χωρίς όμως


να μοιραστεί με τους γονείς και την αδελφή του τα γεγονότα.

62_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Ζα με πάρεις μαζί σου απόψε», είπε στον πατέρα του αποφασιστικά, μόλις
τον είδε να ετοιμάζεται για το ψάρεμα. Γκείνος δεν του χάλασε το χατίρι. Ν
Λικόλας είχε σταθερή βελτίωση και όφειλε να τον επιβραβεύσει.

΋ταν το φεγγάρι έκλεισε το μάτι σε μια θάλασσα λάδι, κάθισε ο πατέρας στο
τιμόνι κι έπιασε να τραβά κατά κει που έπεφτε το σεληνόφως.

Ν πατέρας έριχνε τα δίχτυα κι ο Λικόλας κράτησε το τιμόνι κι οδήγησε το


καΎκι σε γνώριμους ψαρότοπους.

«ΐγάλε με σ΄ εκείνον το βράχο!» φώναξε ξαφνικά ο Λικόλας κρατώντας το


φακό του πατέρα του. Ε βάρκα φίλησε τα βράχια κι εκείνος πήδηξε σβέλτα στη
στεριά κι άρχισε να μαζεύει τα κοχύλια και τις πεταλίδες που σεριάνιζαν στο
φεγγαρόφωτο. Ε πλαστική τσάντα που είχε κρύψει στην τσέπη του φεύγοντας,
σύντομα έγινε ασήκωτη.

Θαμάρωνε ο πατέρας που τον έβλεπε.

«΋λα στη ζωή είναι ένα σχολείο. Ρα γράμματα, μα κι η αξιοσύνη και η


εργατικότητα», μονολόγησε. Ν Λικόλας φαινόταν να δαμάζει τους φόβους της
νύχτας και να γίνεται μικρός πειρατής της ακρογιαλιάς.

«Λα τα δώσεις στη μάνα σου να μας φτιάξει κοχυλόρυζο», είπε ο πατέρας
κοιτώντας την πλούσια συγκομιδή.

Ν Λικόλας δεν απάντησε. ΋μως το πρωί δεν πήρε μαζί του τα καλώδια.
Ρρύπωσε στην τσάντα του τα κοχύλια κι έφυγε τρέχοντας με την μπουκιά του
πρωινού στο στόμα.

Άφησε την τσάντα κάτω από την έδρα, δεμένη καλά με άσπρα, κόκκινα,
μπλε καλώδια και βγήκε χαρούμενος στο διάλειμμα. Ώυτή τη φορά δε χρειάστηκε
να ταλαιπωρήσει κανένα δέντρο, ούτε να σηκώσει με τις κλοτσιές του τα χαλίκια

63_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

κρύβοντας στη σκόνη τους το φόβο του για το σχολείο. Έπαιξε χαρούμενος με τους
συμμαθητές του, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι της πρώτης ώρας.

Ν δάσκαλος περιεργάστηκε την κρυμμένη σακούλα. Ρα καλώδια


φανέρωσαν αμέσως την ταυτότητα του αποστολέα.

«Ζέλει γερά κότσια το σχολείο», μονολόγησε χαμογελαστός και περήφανος.

Ν Λικόλας μπήκε στην τάξη και άνοιξε αμέσως το τετράδιο. Ν δάσκαλος


δίδαξε το επόμενο γράμμα κι εκείνος γέμισε μια σελίδα με καλοσχηματισμένα
γράμματα.

Άφησε τότε στην άκρη την πλαστελίνη ο δάσκαλος και μοίρασε στους
μαθητές του ό,τι καλώδια είχαν απομείνει. Ρα παιδιά έφτιαξαν σταθερά, εύκαμπτα
γράμματα κι έπειτα τα κρέμασαν στο σχοινί που ήταν δεμένο απ΄ άκρη σ΄ άκρη
στην αίθουσα γεμίζοντας τη, με χαρούμενη κρεμαστή κόκκινη, άσπρη, μπλε
αλφαβήτα.

΋ταν χτύπησε το κουδούνι, ο Λικόλας πλησίασε τον δάσκαλο.

«Γίναι σπουδαίος μεζές, κύριε, τα κοχύλια. Λα τα βράσετε κι έπειτα λάδι,


ξύδι!» του είπε και πριν προλάβει ν΄ απαντήσει εκείνος, ο Λικόλας βολίδα
κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά της αίθουσας κι έτρεξε στο διάλειμμα, αφήνοντας τον
να μυρίζει το πέλαγος…

Θι όταν ο δάσκαλος ζήτησε στη μέση της χρονιάς να ζωγραφίσουν το


σχολείο τους, ο Λικόλας το ζωγράφισε ολάνθιστο. Πτο πάνω μέρος της ζωγραφιάς
του κόλλησε το ρολόι του παππού του κι έπειτα ζωγράφισε ακτίνες. Ένα ρολόι,
ήλιος γελαστός με τους λεπτοδείκτες ακίνητους, σ΄ ένα σχολείο που ο χρόνος
σταματά γιατί αφουγκράζεται τη χαρά.

64_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ξηγή Γρύλλη

Είναι δασκάλα και κοινωνική λειτουργός. Με τη συγγραφή ασχολείται εδώ και τρία χρόνια. Έχει
συμμετάσχει σε δύο συλλογικές εκδόσεις, «Μικρές Ιστορίες για μεγάλους» των εκδόσεων Έντύποις
και «Ιστορίες από τα Δωδεκάνησα» των εκδόσεων Βερέττα. Σο 2015 βραβεύθηκε από τη Γυναικεία
Λογοτεχνική ΢υντροφιά για την ιστορία της «Ένα αλλιώτικο καβουράκι» το οποίο είναι προς έκδοση.
Σο 2016 ήταν μία από τους συγγραφείς στο διαγωνισμό για παιδιά «Μικροί συγγραφείς» που
προκήρυξε η ΈΡΣ σε πανελλήνια κλίμακα, όπως επίσης και στο διαγωνισμό για παιδιά της Info kids.
Σο 2017 βραβεύτηκε ξανά από τη Γυναικεία Λογοτεχνική ΢υντροφιά για την ιστορία της «Ο παππούς
μου ο λεβέντης» που πραγματεύεται το δύσκολο θέμα της άνοιας.

65_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Γυστάθιος Γαϊτανίδης, Λάρισα

Σο σχολείο μου στη χώρα των όμορφων αλόγων

Ε ΚΝ΢Λ ΚΗΘΟΝΠ ΝΡΏΛ ΚΓΡΏΘΝΚΗΠΏΚΓ ΝΗΘΝΑΓΛΓΗΏΘΏ ΠΡΕΛ

αυτήν τη μεγάλη πόλη που ανήκε στο βιλαέτι των Ώδάνων. Κετακομίσαμε
ΚΓΟΠΗΛΏ, σε

για οικονομικούς λόγους, αλλά και για να μπορέσουμε να έχουμε μαζί με τα


αδέρφια μου, μια καλύτερη μόρφωση.

Θατοικήσαμε σχεδόν στο κέντρο της πόλης, απ‟ όπου και φορτώνονταν τα
περισσότερα εμπορεύματα της Θαππαδοκίας. Ώπό τον πρώτο καιρό της
εγκατάστασής μας, σεργιανούσα με τις ώρες στο παζάρ γερή (κεντρική αγορά).
Κου άρεσε πολύ να ακούω τα κουτσομπολιά των πολυάριθμων εμπόρων και να
βλέπω το πάθος τους στις εμπορικές συναλλαγές. ΋πως μου άρεσε ακόμη να βλέπω
και τα πολυάριθμα προϊόντα τους. Τάζευα τα άλευρα, τα όσπρια, μύριζα τους
παστουρμάδες και θαύμαζα τα χαλιά με τους ωραιότερους συνδυασμούς χρωμάτων
που είχα δει ποτέ μου. Ξερπατούσα ώρες ατελείωτες στα γιαλτιζλί (γυαλιστερά)
σοκάκια, ακούγοντας το βουητό και τις φωνές των πωλητών χωρίς να βαριέμαι.
Ώκόμη και χωρίς γρόσι στην τσέπη, το παζάρι για ‟μένα ήταν πάντα μαγικό. Λαι,
όλα σε αυτό μ‟ είχαν συνεπάρει, οι ήχοι, οι μυρωδιές του, μα περισσότερο απ‟ όλα
με γοήτευε αυτή η ανάγκη της εμπορικής συναλλαγής. Πτο παζάρι αυτό
συναντιόντουσαν όλοι: Κουσουλμάνοι, Τριστιανοί, Γβραίοι, Ώρμένιοι, ένα σωρό
κόσμος συνδιαλεγόταν και πουλούσε την πραμάτεια του. Κε στεναχώρια έφευγα

66_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

πάντα από εκεί και κατηφόριζα τον τζινικελήπαγήρ (λιθοστρωμένος ανήφορος)


προς το σπίτι μας.

Ώπό τότε που έγινα όμως μαθητής, οι υποχρεώσεις μου μεγάλωσαν και οι
πολλές βόλτες μου κόπηκαν. Αια φέτος πάντως τελειώνει το σχολικό έτος και ίσως
μπορέσω να σεργιανήσω και πάλι ελεύθερα. Ώύριο είναι η τελευταία μας μαθητική
μέρα. Κάλιστα θα γίνει και η γενική συνέλευση του εξατάξιου, αστικού
αρρεναγωγείου, του σχολείου μου, για να αποφασίσουν τη βράβευση του
καλύτερου μαθητή. Γίμαι σίγουρος πως εμένα θα διαλέξουνε πως εγώ θα είμαι ο
εκλεκτός τους. Ρα παίρνω τα γράμματα, μου αρέσουν όλα τα μαθήματα και δεν
βρίσκω κανένα βαρετό. Γκτός από τη λόγια ελληνική γλώσσα, μας διδάσκουν και
την Ώρχαία, όπως ακόμη ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, γραμματική, αλλά και
Ααλλικά. Γκτός προγράμματος, μας μαθαίνουν τα λογιστικά και το έπος του
«Βιγενή Ώκρίτα» που γράφτηκε όπως μας λένε για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά
ελληνικά. Πτο μόνο μάθημα που δεν τα πάω στα σίγουρα καλά, είναι αυτό της
μουσικής, αν και τραγουδώ με φανατισμό τα τραγούδια της κλεφτουριάς, μάλλον
δεν είμαι και τόσο καλλίφωνος.

Πτην αρχή, όταν πρωτοπήγα στο σχολειό, ήταν πολύ δύσκολα, η


Θαππαδοκική μας διάλεκτος ήταν σχεδόν αποκομμένη από την ελληνική γλώσσα
και πριν γίνω μαθητής, οι γονείς μου, μου είχαν μάθει να γράφω και να διαβάζω
τα τούρκικα με ελληνικούς χαρακτήρες. Αι‟ αυτό με δυσκόλεψαν πολύ τα ελληνικά
και κυρίως η χρήση των άρθρων, μιας και στην τούρκικη γλώσσα δεν υπάρχουν
άρθρα. ΋πως δεν υπάρχουν και δυο σύμφωνα στην αρχή μιας λέξης και μπαίνει
πάντα ένα αρχικό φωνήεν, σε λέξεις που αρχίζουν από δυο σύμφωνα. Νι δάσκαλοί
μας που φέτος έγιναν περισσότεροι και φτάνουν τους εφτά, αναγκάζονται να
αλλάζουν τις μεθόδους της διδασκαλίας τους, για να προσαρμοστούν στις τοπικές
συνθήκες και να μπορέσουμε έτσι να διδαχτούμε ευκολότερα. Ξολλοί από αυτούς

67_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

είναι από την Ξόλη (Θωνσταντινούπολη) και μιλούν πολύ καλά ελληνικά. Ώυτοί οι
ξενόφερτοι δάσκαλοι διαφέρουν από τους ντόπιους, είναι καλύτεροι σ‟ όλα και
καμιά φορά στα κρυφά, μας μαλώνουνε αν στα διαλλείματα μιλάμε Ρούρκικα. Κας
λένε πως σ‟ όλη την Θαππαδοκία, σε αυτόν τον προθάλαμο της Ώνατολής, οι
Ώπόστολοι κήρυξαν το Γυαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα. Κας το τονίζουν
συνέχεια αυτό, για να καταλάβουμε την ελληνικότητα του τόπου που ζούσαμε. Κια
ελληνικότητα που ερχόταν από τα βάθη της αρχαιότητας.

«Ών κοιτάξετε έναν χάρτη της Ρουρκίας» μας έλεγαν, όλες οι πόλεις και τα
ποτάμια είναι μεταφωνημένα στα τούρκικα από τα ελληνικά. Ρα πραγματικά δικά
τους τοπωνύμια είναι πολύ λίγα εκτός από τα βουνά. Ξαράδειγμα: Ηκόνιο-Θόνιεχ,
Γυφράτης-Σιράτ, Πινώπη-Πινόπ, Ξέργαμος-Κπέργκαμα, Ξρούσα-Κπούρσα,
Λίγδη-Λίγκντε, Πμύρνη-Ηζκίρ και άλλα πολλά.

Ώπό την αρχή το αγάπησα το σχολείο. Ώπό την αρχή με θαυμασμό και δέος
το πρωτοαντίκρισα, έμοιαζε τεράστιο στα μάτια μου. Ήταν χτισμένο σχεδόν όλο
από πέτρα, φτιαγμένο από τεχνίτες περίτεχνους. Ξερνούσαμε καλά τόσο μέσα στις
τάξεις, αλλά και έξω, στην μεγάλη αυλή του. Ν παιδονόμος βέβαια που επέβλεπε τη
συμπεριφορά και τη διαγωγή μας, ήταν κάπως άγριος, αλλά με τον καιρό τον
συνηθίσαμε και μπορούσαμε να παίζουμε χαρούμενοι στα διαλλείματα, όσο κι αν
μας φώναζε. Αια να προβιβαστούμε στην επόμενη τάξη, δίνουμε γραπτές εξετάσεις
μέσα στο χρόνο και προφορικές στο τέλος της χρονιάς. Ώκόμη πρέπει να
πηγαίνουμε στο σχολείο και την περίοδο του καλοκαιριού και όταν κάνει πολύ
ζέστη, τα μαθήματα τα κάνουμε στην εξοχή. ΢πάρχει πάντα όμως μεγάλη
πειθαρχία, χειμώνα-καλοκαίρι. Θαι τελικά, όποιος τα καταφέρει και τελειώσει και
τις έξι τάξεις, μπορεί μετά να γραφτεί στην δεύτερη τάξη της ¨Δωγραφείου Πχολής
της Ξόλης¨.

68_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ΐιβλία και τετράδια δυστυχώς δεν έχω να διαβάσω και να γράψω και έτσι
αναγκάζομαι να δανείζομαι τα βιβλία των συμμαθητών μου. Ώκόμη κι αυτές τις
πάμφθηνες σχολικές φυλλάδες, δεν μπορούν να τις αγοράσουν οι γονείς μου. Ρα
διδακτικά μου μέσα είναι πάντα περιορισμένα. Ξαρόλα τα προβλήματα όμως,
παραμένω καλός μαθητής και έχω μια άσβεστη δίψα για μάθηση. Γίμαι τόσο καλός
που ο δάσκαλός τα δυο προηγούμενα χρόνια, με πρότεινε σ‟ έναν Ρραπεζίτη, για
να προγυμνάσω και να βοηθήσω μαθησιακά τον γιό του που είχε μείνει πολύ πίσω
σε όλα τα μαθήματα.

Κε κούρασε η αλήθεια αυτό το παιδί, ήτανε πολύ κλειστό και δεν μιλούσε
εύκολα. Γγώ ήμουν ζωηρός και σκληραγωγημένος, ενώ αυτός ήταν πάντα
συγκρατημένος και κάπως ασθενικός. Ένιωθα αφόρητη πλήξη καθώς του έκανα το
φροντιστήριο, αλλά έκανα υπομονή, μόνο και μόνο για την ανταμοιβή μου που
ήταν τα πλούσια γεύματα και τα όσα έβλεπα μέσα σ‟ αυτό το διαφορετικό σπιτικό.
΋σο περνούσε πάντως ο καιρός, αισθανόμουν ολοένα και μεγαλύτερη ευχαρίστηση
και όλο και περισσότερο μου άρεσε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον. ΐέβαια
ένιωθα και μια κρυφή ικανοποίηση που τα κατάφερνα καλά και το πλουσιόπαιδο
βελτιωνότανε σε όλα τα μαθήματα. Ρο εξαμηνιαίο φύλλο ελέγχου με τους βαθμούς
του, είχε βελτιωθεί κατά πολύ.

Πτα πλαίσια αυτής της στενής μας επαφής και σε μια ηλικία που εύκολα
επικοινωνεί κανείς, οι σχέσεις μας αν και άργησαν κάπως, τελικά αναπτύχθηκαν.
Έστω κι αν η κοινωνική θέση των γονιών μας ήταν εντελώς διαφορετική, όλο και
πιο συχνά τώρα ξενοιαζόμασταν και γινόμασταν τα παιδιά που ήμασταν. Κέχρι
που τα πνιχτά μας γέλια, έφταναν στον βλοσυρό Ρραπεζίτη που γρήγορα μας
επανέφερε στην τάξη, με το αγριωπό βλέμμα του.

Πτην εμφάνισή μου, είμαι αδύνατος και ψηλός, στην αρχή στο σχολείο
μερικά παιδιά με κοίταζαν περίεργα, αλλά με τον καιρό με συνήθισαν. Ν πατέρας
δεν με δήλωσε στα βιβλία του τόπου μας, για να αποφύγει την ετήσια πληρωμή των

69_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

25 γροσιών που πληρώναμε όλοι εμείς οι χριστιανοί, γιατί δεν υπηρετούσαμε στον
οθωμανικό στρατό. Ώλλά έχω βαπτιστικό κανονικό. Ζέλανε να μου δώσουν στην
αρχή το όνομα του Ώγίου που γιόρταζε την ημέρα που γεννήθηκα, αλλά τελικά ο
νονός μου την ώρα του βαπτίσματος, προτίμησε το όνομα Αιώργης, γιατί είδε τον
άγιο στον ύπνο του.

Ν πατέρας είναι αγρότης κολίγας, δουλεύει σε μεγάλα τσιφλίκια και καμιά


φορά απασχολείται και σαν κηπουρός σε αρχοντόσπιτα. Πε κάποια όμορφα σπίτια
που έχουν μπροστά τους κήπους με καλλωπιστικά, οπορωφόρα δέντρα και πολλά
είδη λουλουδιών. Ρον θέλουνε πολλοί για κηπουρό, γιατί είναι καλός στην δουλειά
του και φρόντιζε να μην λείψει κανένα λουλούδι από τον κήπο τους. Ρα χρήματα
όμως πάντα είναι λίγα και δίνει έναν καθημερινό αγώνα για να καταφέρει να
θρέψει εμένα και τα τέσσερα αδέρφια μου. Γγώ είμαι το στερνοπαίδι της
οικογένειας και φέτος φόρεσα τα πρώτα μου κανονικά παπούτσια, έστω κι αν ήταν
πατημένα (φορεμένα) από τον αδερφό μου.

Κα να που ήρθε επιτέλους το ξημέρωμα, έρχεται η ώρα να παραλάβω το


βραβείο μου. ΋λοι μας η αλήθεια το περιμένουμε και η μάνα με τα αδέρφια μου. Ν
δάσκαλος σχεδόν το είπε στον πατέρα πως στο τέλος της χρονιάς, ο γιός σου θα
βραβευτεί.

«Θύριε Ζωμά, η μνήμη του γιού σου είναι φοβερή και η οξυδέρκειά του
μοναδική, νομίζω πως το βραβείο του καλύτερου μαθητή, του αξίζει και με το
παραπάνω».

Ώπό βραδύς πλύθηκα στο σκαφίδι με ζεστό νερό, τρίφτηκα καλά να είμαι
καθαρός και έτοιμος και έστω κι αν δεν κοιμήθηκα καθόλου, η ώρα τελικά έφτασε.
Λα, σε λιγάκι ο λόγος του διευθυντή του σχολείου θα τελειώσει και θα αρχίσει η
γιορτή, θα ονομάσει τον καλύτερο μαθητή της χρονιάς, κάτω από τα ενθουσιώδη
χειροκροτήματα των παραβρισκόμενων και η δική μου αγωνία μεγαλώνει
συνεχώς.

70_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

΋σο κι αν ήθελα όμως να ακούσω το όνομά μου, όσο κι αν το δικαιούμουν,


δεν το άκουσα. Ε απονομή του βραβείου έγινε, αλλά δεν ήμουν εγώ τελικά ο
νικητής. Ρο παιδί που προγύμναζα που μετέδιδα τις γνώσεις μου, το παιδί του
πλούσιου Ρραπεζίτη βγήκε πρώτο, αυτό βράβευσαν. Ήταν πολύ δύσκολο να
συγκρατήσω τα δάκρυα που μου έρχονταν στα μάτια. Ξροσπάθησα πολύ να μην
κλάψω, μα ο κόμπος που είχα στο λαιμό, συνεχώς μεγάλωνε, αισθανόμουν
αδικημένος. Ε μάνα μου η Βέσποινα, ήταν περήφανη γυναίκα και αυτήν την
περηφάνια την μετάδωσε σε όλους μας, γι‟ αυτό τελικά και τα κατάφερα,
συγκρατήθηκα. Ίσως όμως να με βοήθησαν να συγκρατηθώ και οι ματιές των
δασκάλων και των συμμαθητών μου, που έπεσαν παρηγορητικά πάνω μου και
άπλωσαν παντού την υποψία της αδικίας, έστω ακόμη κι αν αυτές οι ματιές, δεν
έφταναν για να αλλάξουν το αποτέλεσμα. Ρο διακριτικό μουρμουρητό που
ακολούθησε, έκανε ένα σύντομο κύκλο και έδωσε γρήγορα τη θέση του στη σιωπή.
Ε γιορτή συνεχίστηκε κανονικά, το σχολείο όμως από εκείνη τη στιγμή, τελείωσε
για ‟μένα, αυτή θα ήταν η τελευταία μου ημέρα, θα το εγκατέλειπα όσο κι αν το
αγαπούσα. Ξροσπάθησα να πνίξω τα συναισθήματά μου και κυρίως το αίσθημα
της αδικίας που με έπνιγε και έφυγα για πάντα απογοητευμένος. Νι αρχές που είχα
διδαχτεί μέχρι τότε, οι αρχές των ίσων ευκαιριών για όλους και η δικαιοσύνη, δεν
εφαρμόστηκαν.

«ΐρε για βρούμ, βρε κουζούμ, δεν πειράζει», αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια
παρηγοριάς από τον πατέρα, που με αντιμετώπιζε μερικές φορές με περισσότερη
τρυφερότητα από τη μάνα που ήτανε πιο διακριτική.

Ρην υπόλοιπη μέρα πέρασα δύσκολα, ίσως και γιατί θεωρούσα τα γέλια των
αδερφών μου κοροϊδευτικά, έστω κι αν αυτά δεν είχαν σχέση μ‟ εμένα. Ρα αδέρφια
μου, ο Ηορδάνης, ο Ζανάσης, η Ώσπασία και η Θυριακή κοιμήθηκαν, εγώ μόνο

71_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

έμεινα ξάγρυπνος πάλι. Ώπό εδώ και στο εξής, την μεγάλη εκπαίδευση θα την
έπαιρνα από μόνος μου από την ίδια τη ζωή.

Ρο σχολείο δυστυχώς είχε τελειώσει για εμένα.

Γυστάθιος Γαϊτανίδης

Γεννήθηκε το 1969 στο Άνω-Ζερβοχώρι, επαρχία Ναούσης. Από το 1993 εργάζεται στο Τπουργείο
Δικαιοσύνης και μένει μόνιμα στην πόλη της Λάρισας. Είναι παντρεμένος με την Ελένη και έχει δυο
παιδιά, την Ολυμπία και τη Μαρία. Η συμμετοχή του σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και οι
απανωτές βραβεύσεις, τον οδήγησαν να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το γράψιμο ιστοριών και την
λογοτεχνική συγγραφή. Μεγαλύτερες του διακρίσεις είναι η βράβευση του από την Πανελλήνια
Ένωση Λογοτεχνών το 2011 με το δεύτερο βραβείο μυθιστορήματος, τίτλος έργου: Παρόντες και
απόντες & το δεύτερο βραβείο από τον Διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό Eyelands - τίτλος έργου: θα
θυμάμαι για πάντα. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος. Σο 2016 θα
βραβευτεί από τον αρχαιότερο πολιτιστικό σύλλογο της Αθήνας τον «Υιλολογικό ΢ύλλογο
Παρνασσού», για το διήγημά του «ο βαρύς ίσκιος της γνώσης». Πολλά διηγήματά του έχουν
δημοσιευτεί και στην καθημερινή εφημερίδα «Ελευθερία Λάρισας».

72_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Καρία Πάββα Ηλιάδου, Κιλκίς

Κυρία μη φεύγεις

Β ΓΛ ΕΡΏΛ Ε ΞΗΝ ΛΓΏΟΕ ΏΞΝ ΡΝ΢Π Π΢ΛΏΒΓΙΣΝ΢Π, μετρούσε περισσότερα από


δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας, ήταν όμως η πιο καινούρια στο σχολείο.
Ώνέλαβε το Ώ2, αν και όταν τη ρώτησε την πρώτη μέρα ο διευθυντής ποια τάξη
προτιμούσε, είχε ζητήσει την έκτη.

«Ε Έλλη ήρθε φέτος με απόσπαση από το διπλανό νομό. Ήταν υπάλληλος


στη Βιεύθυνση Ξρωτοβάθμιας Γκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια…» Έτσι την είχε
παρουσιάσει ο διευθυντής.

΋λα τα χρόνια. ΋λα τα χρόνια υπηρεσίας τα πέρασα στο γραφείο της


Ξρωτοβάθμιας Βιεύθυνσης. Ξοτέ στο σχολείο…

«…Θαι τώρα βρίσκεται μαζί μας», συνέχισε. Ρο γιατί αποφάσισα να πάρω


απόσπαση μετά από τόσα χρόνια στη βόλεψή μου δεν το είπε… Γυχήθηκε κανείς
να μη ρωτήσει.

«Ζα τους γνώριζες όλους εκεί! Ρόσα χρόνια στο ίδιο μέρος με τους ίδιους
συναδέλφους!» παρατήρησε η καθηγήτρια των Ώγγλικών.

«Λαι, πράγματι…» Ρον προϊστάμενο ειδικά τον ήξερα καλύτερα από


όλους… Δήσαμε μαζί δεκαέξι χρόνια…

73_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

«Βύσκολη δεν είναι η αλλαγή αντικειμένου μετά από τόσο καιρό στο ίδιο
περιβάλλον;» είπε καλοσυνάτα ο γυμναστής.

«Γίναι…» Ών σκεφτείς ότι έφυγα μόνο με τη βαλίτσα μου, ένα χαρτί


διαζυγίου στο χέρι και ένα άδειο κορμί…

«Έχεις μετακομίσει στην πόλη μας ή πηγαινοέρχεσαι από το παλιό σου


σπίτι; Λα βρούμε κάποιον που μένετε κοντά να μετακινείστε μαζί!» πρότεινε
ευγενικά ο υποδιευθυντής.

«Έχω μετακομίσει. Κένω λίγα τετράγωνα μακριά από το σχολείο». Έπρεπε


να φύγω. Ρο σπίτι έμοιαζε πια να μη μας χωράει και τους δύο…

«Ξροσπάθησα να είμαι διακριτικός, Έλλη», της είπε λίγο αργότερα ο


διευθυντής.

Ξώς να πεις μπροστά σε όλους ότι δεν έχω διδάξει ποτέ μου; Ξώς να
εξηγήσεις ότι τόσα χρόνια έπαιρνα πάντα απόσπαση στο γραφείο επειδή ήμουν η
γυναίκα του προϊσταμένου;

«Κε το Σώτη γνωριζόμαστε από τη σχολή ακόμα και έχουμε βοηθήσει ο


ένας τον άλλο σε δύσκολες στιγμές, το ξέρεις. Βεν ήθελα να σε εκθέσω. Ρο ότι δεν
έχεις διδάξει ποτέ και η προσωπική σου ζωή δεν αφορούν κανέναν. Θαταλαβαίνεις,
όμως, πως δεν μπορούσα να σου δώσω την τάξη που ζήτησες. Νι δάσκαλοι που
έχουν τη φετινή Πτ‟ είχαν τα ίδια τμήματα πέρυσι στην Γ‟ τάξη και γνωρίζουν τα
παιδιά. Ζα ήταν παράλογο να τη δώσω σε εσένα που είσαι καινούρια».

Ε Έλλη κούνησε το κεφάλι. «Έκανες ήδη πολλά, Ζόδωρε, ευχαριστώ».

«Ζα σου αρέσει η πρώτη τάξη σίγουρα! Γίναι η αγαπημένη των


περισσότερων γυναικών!»

74_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Βεν την ήθελα ποτέ αυτή την τάξη. Κε εκνεύριζαν οι φωνές, οι απορίες των
παιδιών… Βεν τα συμπαθούσα ποτέ τα μικρά... Βασκάλα είμαι και τα παιδιά δεν
τα ήθελα… Βε σου το είπε ποτέ ο Σώτης; Βεν ήθελα παιδιά…

«Γίναι χαριτωμένα τα μικρά! Ζα σε μπερδεύουν κιόλας καμιά φορά»,


συνέχισε ο διευθυντής εύθυμα, «και θα σε φωνάζουν „μαμά‟!» ολοκλήρωσε τη
φράση του και απομακρύνθηκε.

Ε Έλλη έμεινε να κοιτάζει τα πλακάκια του διαδρόμου. Ε τελευταία φράση


τής φάνηκε γροθιά στο στομάχι.

Κέσα στις θολές της σκέψεις, στην αλλαγή της ζωής, στην αλλαγή του
σπιτιού, στην αλλαγή της δουλειάς, άργησε να παρατηρήσει τους μαθητές της.
Ξροσπαθούσε να γνωρίσει από κοντά την ύλη, να μάθει τη διδακτική, να
εξοικειωθεί με τη διδασκαλία.

«Έλλη, πώς τα πηγαίνει η Σωτεινή;» τη ρώτησε ένα πρωινό του Βεκέμβρη ο


διευθυντής κι αυτή ξαφνιάστηκε. «Αια τη μικρή που λέγεται Ζάνου μιλάω. Ν
γυμναστής μού είπε ότι είναι πολύ ντροπαλή και δε θέλει να συμμετέχει στα
ομαδικά παιχνίδια. Ξαρατήρησέ την το επόμενο διάστημα», συμπλήρωσε
βλέποντας το αμήχανο ύφος της.

Ένιωσε ξαφνικά το μυαλό της να λειτουργεί μετά από μήνες λήθαργου.


Άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά το κορίτσι. Ε Σωτεινή, το πιο μικρόσωμο από
όλα τα κοριτσάκια της τάξης, καθόταν μόνη της στο θρανίο. Πτα διαλείμματα
έβρισκε μια απόμερη γωνιά της αυλής και έμενε εκεί κοιτάζοντας ήσυχα τα άλλα
παιδιά και αποφεύγοντας να τους μιλήσει. Βε φαινόταν παραμελημένη. Γίχε
σίγουρα θλιμμένη όψη, αλλά κάθε μέρα ερχόταν στο σχολείο καθαρή, με
περιποιημένα ρούχα, έτοιμο κολατσιό, με τα βιβλία της στη σάκα και μια
πολύχρωμη κορδέλα στα μαλλιά της.

75_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ξροσπάθησε να την πλησιάσει και να της μιλήσει, αλλά η μικρή είχε


υψώσει έναν απροσπέλαστο τοίχο γύρω της και δεν έλεγε κουβέντα. Ώπαντούσε
μονολεκτικά στις ερωτήσεις με τα μάτια στραμμένα αλλού.

Ένα μεσημέρι Ρετάρτης η Έλλη έφευγε μετά το σχόλασμα περνώντας έξω


από τις άδειες αίθουσες. Πτάθηκε έξω από τη δική της τάξη και είδε τη Σωτεινή
καθισμένη στο θρανίο της μέσα στην απόλυτη σιωπή.

«Σωτεινή, τι έγινε; Έχουμε σχολάσει εδώ και ώρα, γιατί είσαι ακόμα εδώ;
Γίναι ώρα για φαγητό. Βε θα πας στο σπίτι;» είπε πλησιάζοντάς την.

«Βε θέλω να πάω», απάντησε η Σωτεινή σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.


«Θανείς δε θα καταλάβει ότι λείπω, εξάλλου». Ρο είπε τόσο απλά, σχεδόν χωρίς
παράπονο στη φωνή και κοιτάζοντας επίμονα το πάτωμα.

Θι εμένα κανένας δε με περιμένει στο σπίτι, Σωτεινή… Θαι μη νομίζεις ότι


δεν είναι δύσκολο επειδή είμαι μεγάλη!

«Αιατί το λες αυτό;» Ε Σωτεινή δεν απάντησε. «Ζέλεις να μου πεις τι


συμβαίνει;» Ρο κορίτσι δε μιλούσε. «Γντάξει, μάλλον δε θέλεις να μου μιλήσεις…
Βεν πειράζει. Ζα φύγω…» είπε και έκανε μια κίνηση προς την πόρτα.

Ε Σωτεινή τότε τινάχτηκε όρθια και την άρπαξε από τη φούστα.

«Κη φεύγεις, κυρία, θα σου πω ό,τι θέλεις, μη φεύγεις!»

Ε Έλλη ξαφνιάστηκε από αυτή της την αντίδραση.

«Κείνε λίγο, κυρία…» έλεγε κλαίγοντας.

Αονάτισε και την κοίταξε στα υγρά της μάτια. «Σωτεινή μου, δε θα φύγω!
Ζα μείνω μαζί σου, μην κλαις! Ζα μείνω...» έλεγε η Έλλη και την αγκάλιασε από
τους ώμους που τραντάζονταν από τους λυγμούς.

76_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Θάθισαν η μία δίπλα στην άλλη στο θρανίο για πολλή ώρα, μέχρι ο
φύλακας να τους πει ότι έπρεπε να κλειδώσει το σχολείο. Ε Σωτεινή δεν είπε
πολλά, την περισσότερη ώρα κοίταζε αμήχανα πότε το φουστάνι της και πότε τα
μεγάλα παράθυρα της αίθουσας. Ώλλά και η Έλλη δεν επέμεινε σε ερωτήσεις. Βεν
εμπιστευόταν πολύ το αγύμναστο παιδαγωγικό της ένστικτο, κάτι μέσα της όμως
της έλεγε πως όσο περισσότερα απαιτούσε να μάθει, τόσο λιγότερα θα κατάφερνε.

Ώπό εκείνη την πρώτη φορά, κάθε μέρα μετά το σχόλασμα κάθονταν οι δυο
τους συντροφιά στην άδεια αίθουσα. Πτην αρχή κουβέντιαζαν πολύ λίγο, αλλά με
τον καιρό, άρχισαν να λένε περισσότερα. Ε Σωτεινή μιλούσε για ό,τι σκεφτόταν.
Αια το σπίτι της, για το σκυλάκι που της χάρισε η γιαγιά της, για όσα της άρεσε να
κάνει στον ελεύθερο χρόνο της.

Ε Έλλη συνειδητοποιούσε με έκπληξη πως της άρεσε να την ακούει. Ε


Σωτεινή είχε χιούμορ και μια παρατηρητικότητα που πίστευε ότι δε θα συναντούσε
ποτέ σε παιδί τέτοιας ηλικίας.

Ρη ρώτησε για τους γονείς της μετά από λίγο καιρό και τα μάτια της μικρής
σκοτείνιασαν.

«Βε σε ρωτούν γιατί αργείς να γυρίσεις το μεσημέρι;» θέλησε να μάθει η


Έλλη.

«Βεν το έχουν καταλάβει. Ρο μεσημέρι τρώω μόνη μου. Ε μαμά μου είναι
στο σπίτι και έχει πάντα έτοιμο το φαγητό όταν γυρίζω. ΐλέπει όμως συνεχώς
τηλεόραση, δεν κάθεται στο τραπέζι μαζί μου και δε με ρωτάει τίποτα. Θαι ο
μπαμπάς μου λείπει όλη τη μέρα, γυρίζει το βράδυ στο σπίτι».

«Ίσως συμβαίνει κάτι στη μαμά σου και είναι λυπημένη», συμπέρανε
αυθόρμητα η Έλλη, αλλά το μετάνιωσε την ίδια στιγμή.

77_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ε Σωτεινή έσιαξε αμήχανα την μπλούζα της. «Κάλλον έτσι είναι. Θυρία, η
μαμά μου την άνοιξη είχε ένα μωράκι στην κοιλιά της. Ώλλά κάτι έγινε μετά και το
μωράκι χάθηκε…»

Ε Έλλη άκουγε χωρίς να μιλάει. «Ξόσο θα ήθελα να μπορούσα να μιλήσω


γι‟ αυτό! Θι εγώ έχασα το μωρό μου την άνοιξη, Σωτεινή… Θαι το αγαπούσα! Ξόσο
το αγαπούσα κι ας μην το είχα γνωρίσει ακόμα! Θι ας έζησε μέσα μου λίγες μόνο
εβδομάδες! Άργησα όμως… Ξέρασε καιρός και έζησα πολλά για να το καταλάβω!»
θέλησε να πει όλα αυτά που έκρυβε μέσα της τόσο καιρό, όμως αυτά δεν ήταν λόγια
για να τα ακούσει ένα μικρό παιδί.

΋λα τα χρόνια του γάμου τους εκείνη ανέβαλε το να αποκτήσουν παιδί.


Ξάντα κάτι άλλο είχε προτεραιότητα, ήθελε να αγοράσουν το δικό τους σπίτι, να το
ανακαινίσουν, να πάρουν καινούρια έπιπλα, να κάνουν πολλά ταξίδια. Ν Σώτης
προσπαθούσε να την πείσει, αλλά στο μεταξύ έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να
ικανοποιεί τη βασική της επιδίωξη: φρόντιζε να βάζει λυτούς και δεμένους, για να
εγκρίνεται κάθε χρόνο η απόσπασή της στο γραφείο, να την έχει κοντά του και να
της αναθέτει πάντα τα πιο εύκολα αντικείμενα της δουλειάς.

Θάποια στιγμή, ένα χρόνο πριν, η Έλλη είχε νομίσει –λανθασμένα, όπως
αποδείχτηκε λίγες μέρες μετά– πως ήταν έγκυος. Ε ευτυχία έλαμψε στα μάτια του
Σώτη, ενώ ο πανικός σκοτείνιασε το δικό της πρόσωπο. Ρο χάσμα που υπήρχε
ανάμεσά τους μόλις είχε αποκαλυφθεί περίτρανα.

Ε αρχή έγινε εκείνη τη μέρα και η κατάσταση έμοιαζε σαν μάλλινο ρούχο
που ξηλωνόταν λίγο-λίγο. ΋ταν είδε πως η σχέση τους γκρεμιζόταν, πως έχανε
ολοένα και περισσότερο έδαφος στην καρδιά του, προσπάθησε να προλάβει. Ήταν
όμως ήδη σαράντα χρονών και οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος της.

78_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ε τύχη, ωστόσο, της χαμογέλασε και η Έλλη βάσισε όλες τις ελπίδες της στη
γραμμή του θετικού τεστ εγκυμοσύνης που είδε λίγο μετά το περασμένο Ξάσχα.
Λαυάγησαν, όμως, κι αυτές τη μέρα που το αίμα μαρτυρούσε ότι το μωρό δε θα
γεννιόταν ποτέ. Ήταν η τελευταία της ευκαιρία και μόλις την είχε χάσει.

Ε μνήμη της αστραπιαία έπαιξε ξανά τη σκηνή του περασμένου Κάη. Γίδε
τον εαυτό της στο ιατρείο του γυναικολόγου να ακούει από τα χείλη του ότι η
εγκυμοσύνη της είχε τελειώσει, ότι ήταν μία από τις λεγόμενες «παλίνδρομες
κυήσεις», ότι συνέβαινε σε πολλές γυναίκες, ότι δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο και
ότι μπορούσε σύντομα να προσπαθήσει ξανά… Πτο μυαλό της, όμως, όλα αυτά
μεταφράζονταν σε μία και μόνο φράση: ο γάμος της με το Σώτη είχε μόλις πεθάνει,
μαζί με το αγέννητο παιδί τους. Θαι μαζί με την ίδια.

Κέχρι εκείνη τη στιγμή, πίστευε ότι η εγκυμοσύνη ήταν απλώς ο τρόπος να


κρατήσει το Σώτη κοντά της, αλλά συνειδητοποίησε απότομα πως ένιωθε άδεια
χωρίς το μωρό στην κοιλιά της. Κέσα της, το ήθελε κι εκείνη αυτό το παιδί, αλλά
μάλλον έπρεπε να το χάσει για να το καταλάβει…

Ρότε του ζήτησε να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια, αλλά για εκείνον
ήταν πια αργά. Ε Έλλη με συνοπτικές διαδικασίες ζήτησε μετάθεση στο διπλανό
νομό, σε μια περιοχή που δε θα ήξεραν όλοι ότι ήταν η γυναίκα του διευθυντή που
ποτέ δεν μπήκε στη σχολική τάξη. Ξήρε την απόγνωσή της και μια βαλίτσα και
έφυγε.

Ε μεσημεριανή συντροφιά με τη Σωτεινή συνεχιζόταν. Κια μέρα τη ρώτησε


τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Ρο κορίτσι την κοίταξε για λίγο ντροπαλά και
είπε κοιτάζοντας τα σύννεφα έξω από το παράθυρο:

«Ξέρσι πήγαμε με τους γονείς μου με το αεροπλάνο στην Θύπρο. Βεν το έχω
πει σε κανέναν, αλλά… θέλω να γίνω… αεροσυνοδός!»

79_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ξρόφερε τη λέξη σιγανά αλλά συνάμα και με τόση επιθυμία. Ε Έλλη


κοίταξε τα καστανά μάτια της που έμοιαζαν να βρίσκονται ήδη στην απογείωση.
Ρη θέληση και την αποφασιστικότητα που διάβασε μέσα τους, η ίδια δεν την είχε
ποτέ για τίποτα στη ζωή της.

«Θαι θα πετάω ψηλά στον ουρανό…» πρόσθεσε. Άξαφνα σταμάτησε το


ονειροπόλημά της, σαν να προσγειώθηκε. «Ζα μπορέσω όμως, κυρία;»

Ε Έλλη χαμογέλασε με σιγουριά. «Σωτεινή μου, μπορείς να γίνεις ό,τι


θέλεις! Κπορείς να καταφέρεις ό,τι βάλεις στο μυαλό σου!»

Ώυτό θα έλεγα και στο παιδί μου αν μεγάλωνε και μου μιλούσε για τα
όνειρά του!

Ν τόνος της φωνής της δεν πρόδιδε τη συγκίνησή της, που με δυσκολία
συγκράτησε μέχρι η μικρή να πει «καλό μεσημέρι» και να πάρει τη σάκα της στο
χέρι, ρίχνοντας στη δασκάλα μία τελευταία ματιά με μάτια που έλαμπαν.

΋ταν η μητέρα της Σωτεινής επισκέφτηκε το σχολείο, η Έλλη προσπάθησε


να της μιλήσει. Γκείνη, όμως, είχε ένα πλαστικό χαμόγελο κολλημένο στα χείλη της
και επέμενε πως είχαν προβλήματα όπως όλες οι οικογένειες, αλλά όλα πήγαιναν
μια χαρά. Βεν έβλεπε κανένα πρόβλημα με τη Σωτεινή και, όχι, δεν είχε
παρατηρήσει κάποια καθυστέρηση στην ώρα επιστροφής της από το σχολείο. Ρης
Έλλης της φάνηκε πως στο άδειο πρόσωπο της γυναίκας είδε τον ίδιο λήθαργο στον
οποίο είχε πέσει η ίδια τους προηγούμενους μήνες.

Ε Έλλη περίμενε πια με ανυπομονησία το σχόλασμα. Ένιωθε πως είχε βρει


μια φίλη, μια κλωστή από την οποία αρπάχτηκε για να κρατηθεί ζωντανή. Ε
εικόνα του μωρού που έχασε και η εικόνα της Σωτεινής άρχισαν με τον καιρό να
γίνονται ένα στο μυαλό της. Θάθε κουβέντα του κοριτσιού που την έκανε να γελάει,
να προβληματίζεται, να απορεί, ήταν και ένα βήμα προς την έξοδο από τη θλίψη.

80_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Θαι η Σωτεινή δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τη σχέση τους. Άρχισε δειλά να
επιδιώκει την παρέα των συμμαθητών της και με χαρά η Έλλη παρατήρησε πως
κάποιες μέρες έτρωγε βιαστικά το κολατσιό της, για να προλάβει να παίξει
κυνηγητό με τα άλλα παιδιά πριν το κουδούνι χτυπήσει.

Ρην πρώτη Ηουνίου, το κορίτσι τής ανακοίνωσε πως θα άλλαζε σχολείο την
επόμενη χρονιά. «Ζα πάμε να μείνουμε σε ένα άλλο σπίτι», είπε και η Έλλη
κούνησε μόνο το κεφάλι.

Tην τελευταία μέρα εκείνης της σχολικής χρονιάς, κάθε παιδί έγραψε από
ένα μικρό σημείωμα στην Έλλη για ενθύμιο. ΋ταν ήρθε η σειρά της Σωτεινής,
έδωσε μόνο το χαρτί της και έφυγε βιαστικά. Ε Έλλη διάβασε τα χοροπηδηχτά
γράμματα. Κε ένα κόκκινο στιλό έγραφε μόνο τέσσερις λέξεις: «Βε θα σας ξεχάσω».
Ρο έσφιξε στη χούφτα της για μια στιγμή, μετά έβαλε όλα τα σημειώματα μέσα σε
ένα φάκελο και βγήκε από την αίθουσα.

Νύτε εγώ, Σωτεινή. Κε βοήθησες πολύ περισσότερο απ‟ όσο πιστεύεις ότι σε
βοήθησα εγώ.

Κε τους κόμπους των δαχτύλων σκούπισε ένα μικρό δάκρυ που κύλησε από
τα μάτια της. Γίχε μπροστά της πολλά χρόνια ακόμα να διδάξει. Λα διδάξει, αλλά
κυρίως να διδαχθεί.

81_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Καρία Πάββα Ηλιάδου

Γεννήθηκα το 1991 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στο Κιλκίς, όπου ζω. ΢πούδασα στο
Παιδαγωγικό Σμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από
όπου αποφοίτησα το 2013. Είμαι το 5ο από τα 6 παιδιά υπερπολύτεκνης οικογένειας, που μου
μετέδωσε την αγάπη για τα βιβλία και την τέχνη. Τπήρξα πάντοτε βιβλιοφάγος και από την ηλικία
των οκτώ γράφω δικές μου ιστορίες. Σο 2016 το διήγημά μου «Σο χειροκρότημα» συμπεριλήφθηκε
στο συλλογικό τόμο «Κιλκίς: Ιστορίες του τόπου μας» από τις Εκδόσεις iWrite, ως ένα από τα
διακριθέντα κείμενα του ομώνυμου διαγωνισμού. Είμαι παντρεμένη και έχω δύο κόρες.

Κάτι ενδιαφέρον που αξίζει να αναφέρω είναι ότι η κατά 7 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου, Ελένη
Ηλιάδου, που επίσης διακρίθηκε στο διαγωνισμό, ήταν εκείνη που μου έμαθε να διαβάζω πολύ πριν
πάω στο σχολείο και από τότε η λογοτεχνία είναι συντροφιά μου. Σελικά γίναμε και οι δύο δασκάλες!

82_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Ξαντελής Θ. Σαρρής, Γλυκά Νερά

Φειμώνας

Θ ΟΏΡΦ ΠΡΏ ΤΓΟΗΏ ΚΝ΢ ΚΗΏ ΣΦΡΝΑΟΏΣΗΏ. Ώπεικονίζει μια όμορφη ηλιόλουστη
μέρα, καλοκαίρι σε κάποια παραλία. Ένα ζευγάρι κρατιέται αγκαζέ και
χαμογελά. ΢πάρχει όμως κάτι το παράξενο και θλιβερό σε αυτή τη φωτογραφία
που αντί να είναι χαρούμενη και να σου φτιάχνει τη διάθεση σου σφίγγει και σου
ματώνει την καρδιά.

1.

Ξρωτοδιορίστηκα δάσκαλος σε ένα χωριουδάκι έξω από τη Βημητσάνα.


Κετά πέντε χρόνια πήρα μετάθεση στην Ρρίπολη στο έκτο δημοτικό σχολείο. Ρην
πρώτη μέρα ο διευθυντής με κάλεσε στο γραφείο του. Ήταν ένας επιβλητικός,
κοντόχοντρος άντρας γύρω στα πενήντα. Κε χαιρέτησε με κάθε επισημότητα και
ένιωσα το χέρι μου να χάνεται μες το δικό του. Ρο πρώτο που με εντυπωσίασε
επάνω του ήταν το έντονο κοίταγμά του και η σταθερή κορμοστασιά. Ώκολούθησε
μια μικρή ξενάγηση στις αίθουσες του σχολείου και τους βοηθητικούς χώρους και
καταλήξαμε στο γραφείο καθηγητών.

Ζα έπαιρνα την τρίτη δημοτικού με ενημέρωσε. Γίκοσι δύο παιδιά.


Βιαφόρων κοινωνικών τάξεων, τα οποία ωστόσο θα έπρεπε όλα να προοδεύουν. ”Ε
δημόσια παιδεία είναι κατάκτηση των φτωχών” είπε με ήρεμη και σταθερή

83_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

προφορά. Ζα τον ενημέρωνα για τη διδακτέα ύλη και την πρόοδο όλων των
μαθητών ονομαστικά. Πυμφωνήσαμε και με παρουσίασε στην καινούργια μου
τάξη.

Ρο σπίτι μου ήταν μια γκαρσονιέρα στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς
πολυκατοικίας. Αια κρεβάτι είχα ένα στρώμα, πλυντήριο και κουζίνα ήταν για
εμένα άγνωστες λέξεις ενώ η μόνη συσκευή που πραγματικά χαιρόμουν ήταν το
ραδιόφωνο. Ένα μικρό γραφείο και ένα τραπέζι στην κουζίνα συμπλήρωναν το
μικρό μου νοικοκυριό.

Θάτω από εμένα έμενε ο Κπεν, ένας καλοστεκούμενος Γλληνοαμερικάνος


στη δύση της ζωής του. Υηλός, ξανθός, γεροδεμένος με μεγάλα πεταχτά αυτιά.
Ένας πραγματικός αριστοκράτης που χαιρόσουν να συναντάς και να
κουβεντιάζεις. Ώφού δραστηριοποιήθηκε για πολλά χρόνια στην Ώμερική σε
εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα επέστρεψε στην Γλλάδα να περάσει τα τελευταία
χρόνια της ζωής του. Ρο χειμώνα έμενε στην Ρρίπολη και το καλοκαίρι σε ένα
πέτρινο παραδοσιακό οίκημα στην Κάνη. ΢ποθέτω από εκεί θα ήταν και η
καταγωγή του. Ρα πρωινά έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι ενώ συχνά δεχόταν
κόσμο τα βράδια. ΋λοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο και ποτέ μα ποτέ δεν πήρε το
αυτί μου ένα παράπονο, μια κακή κουβέντα για αυτόν. Θαι όμως στη ζωή αυτού
του ανθρώπου υπήρχε μια σκιά. Ξριν από πολλά χρόνια κάπου στου Λιού Ρζέρσεϋ
ο Κπεν οδηγούσε το καινούργιο του αμάξι παρέα με το γιό του. Ρο αμάξι έφτασε σε
μια αφύλακτη διάβαση και ο Κπεν δεν υπολόγισε καλά. Ε αμαξοστοιχία
μούγκρισε. Ν Κπεν τρόμαξε και δάγκωσε τα χείλια. Ν γιός του έκλεισε τα μάτια. Ν
Κπεν φόραγε ζώνη, ο γιός του όχι.

Θαι στο ισόγειο κατοικούσε ο Ξατήρ Λικόλας. Πτρουμπουλός,


καλοαναθρεμμένος με μεγάλα μυωπικά γυαλιά, θαμπωμένα από τα χρόνια και τη
χρήση. Ρόσο θαμπωμένα που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις πότε σε κοίταζε και πότε
όχι.

84_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ώρχές του μηνός με επισκεπτόταν η σπιτονοικοκυρά για το νοίκι. Ττύπαγε


την πόρτα αργά, βαριεστημένα. Θάθε φορά ακολουθούσε η ίδια στιχομυθία,
”Θαλημέρα, τι κάνεις δάσκαλέ;” “΋λα καλά, εσείς;” “Kαι εγώ καλά.” Ήταν μια
μοναχική γυναίκα που η όλη εμφάνισή της έσταζε θλίψη και στεναχώρια. Σόραγε
σκουρόχρωμα ρούχα, βάδιζε και μιλούσε αργά ενώ σπάνια χαμογελούσε. Πε λίγο
θα πήγαινα στο συρτάρι που φύλαγα τα χρήματα και θα μετρούσα το ποσό για το
νοίκι. Ώυτή εξακολουθούσε να με περιμένει στην πόρτα. Ζα την πλήρωνα, θα με
χαιρετούσε και θα έφευγε. Ών ωστόσο εκείνη τη στιγμή με ρώταγε να περάσω για
ένα καφέ, ή θέλετε το μεσημέρι να φάμε μαζί, θα της απάνταγα “Λαι, σίγουρα”.

Ώλλά δε ρώτησε ποτέ.

Ρα απογεύματα τα πέρναγα σε ένα καφενεδάκι κοντά στο σχολείο. Γκεί είχα


γνωριστεί και με κάποιους θαμώνες και κάναμε παρέα. ΋πως ο Ιευτέρης και ο
Ώντρέας. Ξρώην ναυτικός ο Ιευτέρης και νυν δημοτικός υπάλληλος ξεχώριζε για
τα πυκνά μαύρα μαλλιά του που ήταν σαν να τα 'χε ξεχάσει ο χρόνος και γέμιζαν
όλο το κεφάλι του, σχεδόν ξεκινώντας από τη μέση του μετώπου του. Θοντός,
μυώδης με μια ουλή στο δεξί του μάγουλο, στεκόταν συνήθως αμίλητος με ένα
βαρύ άφιλτρο τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στο δεξί του χέρι. Βίπλα του καθόταν
πάντα ο Ώντρέας. Ώδύνατος, ομιλητικός, με αραιά άσπρα μαλλιά. Θαι ο Ώντρέας
είχε αναμμένο μόνιμα ένα τσιγάρο στο δεξί του χέρι, μόνο που το δικό του ήταν
ελαφρύ και λεπτό. Θάπνιζε ή όχι; Βε θυμάμαι καθαρά. Νι δύο αυτοί φίλοι
εμφανίζονταν και χάνονταν πάντα μαζί. Ζα έλεγε κανείς ότι ένα αόρατο νήμα
έδενε σφιχτά αυτούς τους δύο ανθρώπους, όπως μόνο οι δυστυχισμένοι μπορούν
να δεθούν.

Ώλλά και ο Ράσος με τις παράξενες ιστορίες και τις θεωρίες συνομωσίας για
όλους και για όλα. Λτυμένος πάντα με την ίδια σκισμένη χλαίνη, χειμώνα
καλοκαίρι, εξηγούσε σε όποιον θα καθόταν στο τραπέζι του το πώς και το γιατί
όλων των γεγονότων. Ξολιτικών, στρατιωτικών και όχι μόνο. Ξλούσια γκρίζα

85_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

γένια σκέπαζαν το μαυριδερό πρόσωπό του που κάποιες φορές έμοιαζαν να


κυματίζουν ανέμελα. Θαι φυσικά ο Κάρκος που κάναμε και την περισσότερη
παρέα. Θακομούτσουνος, σκυφτός, ποιό βάρος τον πλάκωνε ποτέ δεν έμαθα. Ένας
φτοχωδιάβολος που ζούσε με τη σύνταξη της γριάς μάνας του.

Πε θα λίγο θα σηκώνονταν και θα φεύγανε. Αια πού, κανείς δεν ήξερε.


΢ποθέτω ότι όλοι θα ζούσαν μονάχοι σε μικρά ή μεγάλα σπίτια, με ή χωρίς
οικονομική άνεση αλλά κανένας δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι κάποιου άλλου. Βεν
έτυχε; Βεν επιδιώχτηκε; Ζα παραμείνει άγνωστο.

Ρα βράδια όταν γύρναγα σπίτι άναβα τη μικρή ρουστίκ λάμπα και


καθόμουνα στο γραφείο, έκανα την ανασκόπηση της ημέρας, σημείωνα στο
ημερολόγιο ό,τι μου έκανε εντύπωση, διόρθωνα τα γραπτά των μαθητών και
προετοιμαζόμουνα για την αυριανή παράδοση. Θάποιες φορές ωστόσο δεν είχα
όρεξη για τίποτα. Άναβα τότε τα δύο κεριά, δεξιά και αριστερά στις άκρες του
γραφείου, και κάτω από το αχνό φως έκλεινα τα μάτια.

2.

Κια μέρα ο διευθυντής με κάλεσε στο γραφείο του και μου ανακοίνωσε:
“Ώπό σήμερα θα επιφορτιστείτε με τη θέρμανση του σχολείου. Κη σας φανεί απλό
και εύκολο ζήτημα γιατί θα διαψευστείτε άσχημα” είπε και έξυσε το αριστερό του
μάγουλο. ”Έχετε υπόψη σας ότι θα συνδιαλέγεστε με κρατικούς υπαλλήλους με ό,τι
αυτό συνεπάγεται και ότι επίσης το θέμα αυτό αφορά όλους και όχι μόνο τους
μαθητές. Γννοώ αφορά και εμάς, το διδακτικό προσωπικό αλλά και τους γονείς
φυσικά που ενδιαφέρονται για τις συνθήκες μάθησης των παιδιών τους.” Ρο
πρόσωπό του ήταν σοβαρό και ένοιωσα ότι τα λόγια του βγαίναν κατευθείαν από
την καρδιά του. Ίσως να αισθανόταν ένα χρέος απέναντι στην πολιτεία που του
είχε εμπιστευτεί αυτήν τη θέση. Κου έδωσε τα τηλέφωνα και τα ονόματα των

86_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

υπευθύνων και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την ερχόμενη Βευτέρα. Γννοείται
ότι αν κάπου χρειαζόμουν τη βοήθειά του ήμουνα ευπρόσδεκτος στο γραφείο του.

Ώπό την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να επικοινωνώ με τους αρμόδιους.


Ξαντού ωστόσο αντιμετώπιζα δυσκαμψίες και αναβλητικότητα. Ιείπει ο
προϊστάμενος, το συμβούλιο θα συνεδριάσει τον ερχόμενο μήνα, το κράτος μάς έχει
απλήρωτους οκτώ μήνες. Θαι σαν να μην έφτανε αυτό οι υπάλληλοι με τους
οποίους μιλούσα διαρκώς άλλαζαν. ”Ρον κύριο Ξενιρτζή παρακαλώ.” “Ξήρε
μετάθεση χθες, μπορώ να εξυπηρετήσω εγώ σε κάτι;”

Κετά από δεκαπέντε μέρες ο διευθυντής με δέχτηκε στο γραφείο του.


”Ιοιπόν έχουμε κανένα νέο;” με ρώτησε όρθιος. Θοιτάζοντας έξω από το παράθυρο
συνέχισε, ”O χειμώνας έχει ήδη ξεκινήσει και όπως καταλαβαίνετε και εσείς το κρύο
κανείς δεν το θέλει. Πας είχα βέβαια προειδοποιήσει για την κρατική μηχανή και το
πως δουλεύει, άλλα θέλω και αποτελέσματα.” Θαθώς ο διευθυντής συνέχιζε να
μιλάει αναγνώριζα τα χαρακτηριστικά εκείνα ενός ανθρώπου που μάχεται και
πιστεύει για κάτι. Ξόσο διαφορετικοί ήμασταν! ”Έχω κάνει διάφορες επαφές και
εγώ, μέχρι και στο υπουργείο έβαλα ανθρώπους να πιέσουν, δίχως αποτέλεσμα εν
τούτοις.”

Λαι, πίστευε σε κάτι και αυτό του έδινε δύναμη. Έβλεπε τη θέση του ως έναν
πυλώνα μέσω του οποίου η εκπαίδευση αλλά και γενικά η παρεχόμενη παιδεία
βελτίωναν τη ζωή της κοινωνίας και της πολιτείας. ”Γσείς τι κάνατε;” με ρώτησε και
κάθισε στο γραφείο του. ”Ξροσπαθώ να επικοινωνήσω εδώ και δύο εβδομάδες με
την υπηρεσία και κάποιον υπεύθυνο άλλα δεν έχω καταφέρει κάτι. Ν ένας με
στέλνει στον άλλο και αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει λύση.” Ν διευθυντής έριξε ένα
βλέμμα στα χαρτιά που είχε απλωμένα μπροστά του. ”Πτα χρόνια που είμαι σε
αυτήν τη θέση έχουμε αντιμετωπίσει πολύ δυσκολότερες καταστάσεις και πάντα
κάναμε ό,τι καλύτερο για το σχολείο μας. Βε θέλω να απογοητεύεστε από τις
παραλείψεις και τις κλειστές πόρτες της κρατικής μηχανής. Γμείς κάνουμε τη

87_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

δουλειά μας και αυτοί τη δική τους. Σανταστείτε ένα νοητό σκοινί που από τη μια
είμαστε εμείς, με ότι εκπροσωπούμε και από την άλλη το κράτος με τις δικές του
δομές. Θαι οι δύο το τραβάμε. Γμείς έχουμε το δίκιο μαζί μας ενώ ο αντίπαλος τη
δύναμη. Ρι λέτε να συμβεί;” Ρεντώθηκε και στο χοντρό λαιμό του διέκρινα
αποφασιστικότητα και θέληση.

Ξριν από μια δεκαετία αυτός ο άνθρωπος είχε δεχτεί δελεαστικές προτάσεις
από ιδιωτικά σχολεία για μεταγραφή σε αυτά με μεγαλύτερες αποδοχές και
καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ώλλά όχι. Ρις είχε απορρίψει εξ αρχής. ”Βε με
σπούδασαν τα παιδιά των φτωχών“, έλεγε, “για να τα αφήσω στα δύσκολα”. Θαι
συνέχιζε ”η θέση του εκπαιδευτικού είναι να μάχεται στο μέτωπο και όχι να
κρύβεται στα μετόπισθεν.”

Πτη σχολική γιορτή του Λοέμβρη άκουσα και τα πρώτα παράπονα από
τους γονείς. ”Ρα παιδιά διαμαρτύρονται” , “το κρύο δεν τα αφήνει να
παρακολουθήσουν τις παραδόσεις” και ακόμα ότι ένα παιδάκι είχε αρρωστήσει.
Θαι πράγματι εκείνος ο χειμώνας ήταν από τους χειρότερους που θυμάμαι. Ρα
βουνά γύρω από την πόλη ήταν χιονισμένα από καιρό και ένας αέρας φαρμάκι
φυσούσε ολημερίς.

Ένα βράδυ του Βεκέμβρη όπως γύριζα σπίτι περνώντας από το σχολείο,
είδα φώς στο γραφείο της διεύθυνσης. Ξλησίασα από περιέργεια, κάποιος θα
ξέχασε το φώς υπέθεσα. Κέσα ήταν ο διευθυντής καθισμένος στο γραφείο του, με
φουρτουνιασμένη όψη, που όμως δεν του στερούσε διόλου το κύρος και την
εξουσία. Βίπλα του έκαιγε η μικρή μαντεμένια σόμπα που ποτέ δεν την είχα δει
αναμμένη. Ρο κοκκινωπό φως από τις φλόγες χοροπήδαγε στους τοίχους και το
μαντέμι στην απάνω πλευρά είχε πυρώσει. Κίλαγε στο τηλέφωνο. Ρο παράθυρο
όμως δεν είχε κλείσει καλά και άκουγα σπασμένα τα λόγια του. ”Kαι τι να κάνουμε
τώρα που ο χειμώνας... Ξρέπει να πιέσουμε τον υπουργό, ίσως δεν είναι ενήμερος
για το θέμα... Ξέρυσι πλήρωσα από την τσέπη μου ένα ποσό για θέρμανση, δεν

88_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

μπορώ να το ξανακάνω και φέτος...” Έφυγα σκυφτός και γύρισα σπίτι. Θάθισα στο
γραφείο και άναψα τα κεριά. Ξροσπάθησα να συγκεντρωθώ στα γραπτά των
μαθητών, αλλά μάταια. Ν νους μου ήταν στον διευθυντή. Ών και έξω το κρύο ήταν
τσουχτερό δεν το ένιωθα, μάλιστα ζεσταινόμουν και κάποιες φορές κοιτώντας τη
φλόγα του κεριού ένοιωθα να καίγομαι και να ιδρώνω.

3.

Ήμασταν πια στην καρδιά του χειμώνα. Ρο χιόνι κατέβηκε πιο χαμηλά και
σκέπασε τα προάστια της πόλης. Πτο γραφείο καθηγητών το μόνιμο θέμα
συζήτησης ήταν το κρύο και το πόσο θα διαρκέσει. Νι προβλέψεις δυσοίωνες, το
δελτίο καιρού απαισιόδοξο. Ρέτοιος χιονιάς είχε να εμφανιστεί από τον περασμένο
αιώνα. Θαι επιπλέον αναμενόταν νέα επιδείνωση. ”Γσείς τι λέτε συνάδελφε;” μου
απηύθυνε το λόγο ο Αιώργος, ένας αδυνατούλης, ξερακιανός Θρητικός με
στρόγγυλα κοκάλινα γυαλιά. Βεν είχε νόημα να του έλεγα ότι δεν με απασχολεί
τόσο το κρύο, όσο ο αγώνας ενός ανθρώπου που πιστεύει και μάχεται, ούτε είχε
νόημα να του πω ότι θα ήθελα και εγώ να πιστέψω σε κάτι, έστω και μάταιο. Θαι
έτσι απάντησα κάτι τυπικό, δε θυμάμαι τι.

Ώλλά και στο καφενείο όλες οι κουβέντες γύρναγαν μια από εδώ και μια
από εκεί για να καταλήξουν σχεδόν πάντα στο χιονιά και στην παγωμένη πόλη.
Γκείνες τις μέρες καθόμουν πιο συχνά με τον Ράσο και μου είχε κάνει εντύπωση μια
ιστορία που αφηγούταν. Υηλά στις πλαγιές του Ξάρνωνα υπάρχει ένα
χωριουδάκι, έλεγε, σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια. Νι λιγοστοί του κάτοικοι το
χειμώνα στέκουν σαν σαστισμένοι μπροστά στο αναπόφευκτο κακό. Καζωμένοι
στα σπίτια τους μετράνε τις ώρες και τις μέρες που η γης θα ζεστάνει και θα
καρπίσει ξανά. Θαι είναι βέβαιοι ότι αυτό το ξερό, ψυχρό, άσπρο πράγμα που
σκεπάζει και νεκρώνει τα πάντα, κάποτε, από μόνο του θα νικηθεί.

89_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ώρχές του νέου χρόνου το χιόνι σκέπασε όλη την πόλη. Τοντρό και ξερό.
Ώπό το παράθυρο της κουζίνας κοίταγα τα περιγράμματα των αυτοκινήτων και
των δέντρων, θαμμένα κάτω από το χιόνι. Ν ουρανός ήταν μαύρος και έμοιαζε να
'χει κάτσει πάνω στις στέγες των πολυκατοικιών. Ν ήλιος δε φαινόταν πουθενά και
μόνο λίγο πριν το σούρουπο ένα ροζ ίχνος στο βάθος του ορίζοντα μαρτύραγε την
ύπαρξή του. Πτο σπίτι, τις νύχτες, μέσα στην παγωμένη μοναξιά μου μού φαινόταν
πως άκουγα άλλοτε τον Κπεν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι και άλλοτε τον πατήρ-
Λικόλα να σιγομουρμουρά προσευχές. Θαι μπορούσα να τον φανταστώ γονυπετή
κάτω από μια εικόνα να αργοσαλεύει τα χείλια του με το πρόσωπο στραμμένο στο
πάτωμα.

Ρα σχολεία έκλεισαν για κάποιες μέρες και έπειτα, μετά από εντολή του
υπουργείου, ξανάνοιξαν. Γκείνες τις πρώτες μέρες ο διευθυντής με επισκέφτηκε
στην τάξη και μου ζήτησε μια καρτέλα με τις επιδόσεις όλων των μαθητών. Ρην
επομένη του την παρουσίασα στο γραφείο του. ”Ώυτό το κοριτσάκι η Καριγούλα
γιατί έχει μείνει τόσο πίσω;” σχολίασε ξύνοντας το μεγάλο μέτωπό του με όλη του
την παλάμη. ”Βεν προσέχει καθόλου στις παραδόσεις και επιπλέον δεν κάνει ποτέ
τις ασκήσεις της” απάντησα. Θάνοντας πίσω την καρέκλα του κοίταξε από το
παράθυρο πέρα μακριά. Ρα πάντα ήταν χιονισμένα. ”Νι κηδεμόνες του ποιοι
είναι;” “Βεν ξέρω, δεν έχουν έρθει ποτέ, πάντα φεύγει με τη φίλη της τη Αωγώ.” “Ζα
ήθελα λοιπόν να επικοινωνήσετε με τους γονείς της και να τους αναφέρετε για τους
βαθμούς της, είναι υποχρέωσή μας αυτό. Θαι επιπλέον τώρα που θα πάτε στην τάξη
καλέστε την να της μιλήσω”. Ώκολούθησα την εντολή του και έστειλα τη
Καριγούλα στο γραφείο του. Κετά δέκα λεπτά το κοριτσάκι επέστρεψε στην τάξη.
΋μως τα μάτια του ήταν κόκκινα. Παν να την είχε μαλώσει ο διευθυντής.

Βεν πέρασαν μερικές ημέρες και ο διευθυντής με συνάντησε στο γραφείο


καθηγητών σε ένα διάλλειμα. “Κε τη Καριγούλα είχαμε κανένα νέο, καλέσατε τους
γονείς της;” “Oχι, τίποτα. Βεν απαντάει το τηλέφωνο που έχουμε και όσες φορές της

90_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

είπα για τους δικούς της μου μάσαγε τα λόγια.” “Θαλώς, τότε θα πάμε μαζί σπίτι
της”, είπε αυστηρά.

Γκείνο το Παββατόβραδο ένας αέρας μανιασμένος φυσούσε που σήκωνε το


χιόνι ψηλά και σε εμπόδιζε και να δεις και να μιλήσεις. Ξερπατούσα δίπλα στο
διευθυντή, στον άδειο, παγωμένο δρόμο, κάτω από το κίτρινο φως των
φανοστατών. Έξω από μια ισόγεια κατοικία ο διευθυντής σταμάτησε, κοίταξε το
σπασμένο κουδούνι, εδώ πρέπει να μένει είπε, και χτύπησε την πόρτα. Κια ριπή
παγωμένου αέρα με χτύπησε στο πρόσωπο. Πε λίγο η πόρτα άνοιξε και η
Καριγούλα μας είπε με σιγανή φωνή να περάσουμε. Ρο κρύο ήταν χειρότερο μέσα
από ότι έξω. Θαι ακόμα στο σπίτι δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Έτσι ώστε όταν η πόρτα
έκλεισε πίσω μας βρεθήκαμε στο σκοτάδι. Θαι μόνο ψηλά στη γωνία ένα
εικονοστάσι με ένα καντήλι φώτιζε αμυδρά. ΋ταν συνήλθαν τα μάτια μας διέκρινα
στο δωμάτιο τις σκιές από ένα τραπέζι με δυο τρεις καρέκλες και ένα κρεβάτι.
“Θαθίστε, παρακαλώ” μας είπε η Καριγούλα. Ρότε παρατήρησα στο κρεβάτι μια
γριά ασάλευτη. Σαινόταν αμυδρά μόνο το χλωμό πρόσωπό της αφού το υπόλοιπο
σώμα της ήταν σκεπασμένο από κουβέρτες και ένα σωρό ρούχα από πάνω.

“Ώπό εδώ είναι η γιαγιά μου, μαζί ζούμε” είπε το μικρό κοριτσάκι όλο
χαρά. Ν διευθυντής που όλο αυτό το διάστημα δεν είχε μιλήσει είπε με ήρεμη φωνή
“και οι γονείς σου;” “Tους χάσαμε πέρυσι...” απάντησε το κοριτσάκι. “Λάτοι αν
θέλετε να τους δείτε”, είπε και μου έδωσε μια φωτογραφία. Ρην κοίταξα. Ένα
ζευγάρι κρατιόταν αγκαζέ και χαμογελούσε. Κια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Πε
κάποια παραλία. Βεν κάτσαμε παραπάνω από δέκα λεπτά και φύγαμε. Πτο δρόμο
της επιστροφής ο διευθυντής περπατούσε αμίλητος.

Θάπως έτσι πέρασε εκείνος ο βαρύς χειμώνας και μόνο προς το τέλος του
Σλεβάρη έσπασε το κρύο και η θερμοκρασία ανέβηκε λιγάκι. Ρον Ώπρίλη έφτασε
υπηρεσιακό σημείωμα που με μετέθετε σε άλλο σχολείο, λόγω έκτακτων αναγκών.
Κάζεψα τα πράγματά μου, χαιρέτησα όσους γνωστούς είχα και αναχώρησα για το

91_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

τρίτο δημοτικό σχολείο στο Καρούσι. Ρον επόμενο χρόνο σε ένα σεμινάριο
συνάντησα τον Αιώργο, τον Θρητικό, από το παλιό σχολείο. Κιλήσαμε λίγο και
προς το τέλος τoν ρώτησα “Οε Αιώργη, αυτός ο διευθυντής που είχαμε τι κάνει;” “A,
δεν το πρόλαβες; Ρο καλοκαίρι εκείνο που έφυγες, τελείως ξαφνικά δήλωσε
παραίτηση και πήγε στο χωριό του”.

Πτην αίθουσα έμπαιναν οι επόμενοι εκπαιδευτικοί.

Ξαντελής Θ. Σαρρής

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Ζει στα Γλυκά Νερά Αττικής και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα.

92_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Θωνσταντίνα Ώνδ. Κουτσουμπού, Καλαμάτα

Σο σχολείο (Λεωνής)

T ΝΛ ΓΗΒΏ ΜΏΛΏ ΠΡΕ ΠΡΏΠΕ ΡΝ΢ ΙΓΦΣΝΟΓΗΝ΢. Ρελείως τυχαία η συνάντηση και
πρώτη φορά στην αφετηρία αυτής της γραμμής. Ήταν άραγε αυτός ή μήπως
με ξεγέλασε το παρουσιαστικό του; Υηλός, αθλητικός, καλοντυμένος με αγέρωχο
παράστημα, μονάχα τα άσπρα του μαλλιά πρόδιδαν την προχωρημένη του ηλικία.
Ν χρόνος, αδυσώπητος άφησε και σ‟ αυτόν τα σημάδια της φθοράς, όμως έστεκε
καλά. Ζα τον έλεγες ακόμη συμπαθητικό άντρα. Ρο πάντα ανήσυχο μυαλό μου δεν
έψαξε και πολύ να θυμηθεί το όνομά του. Ρον έλεγαν Ξέτρο! Λαι φυσικά ήταν ο
Ξέτρος Αρίβας, ο γυμναστής μας. Ώκόμη τον θυμόμουν παρά τα πολλά χρόνια που
πέρασαν κι από τη δική μου την καμπούρα.

Θατάκοπη όλη μέρα από την δουλειά, κάθισα αναπαυτικά στο τελευταίο
ελεύθερο κάθισμα που βρήκα στο λεωφορείο για το σπίτι. ΐούλιαξα κυριολεκτικά
το σώμα μου στη θέση κοντά στο παράθυρο και τον παρατηρούσα με την άκρη του
ματιού μου. Ξόσες αναμνήσεις. Ξόσα χρόνια περασμένα! Ν Ξέτρος αριστούχος της
Αυμναστικής Ώκαδημίας, γυμναστής στο Βημοτικό μου σχολείο κι εγώ στην
τελευταία τάξη. Αυρνάω τη μνήμη μου στο παρελθόν. Ρότε στη δεκαετία του ΄70.

Νι θύμησες νοσταλγικές, βασανιστικές, ανακαλούν τα γεγονότα με βιάση


να τα βγάλουν στο φως. Κια αύρα γλυκιά, γεμάτη τρυφερότητα κι άρωμα σχολείου

93_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

με συνεπαίρνει κι αφήνω τις σκέψεις μου, μπερδεμένες κλωστές στο υφάδι του
χρόνου,

να κυλήσουν αργά πίσω στο παρελθόν και να ξετυλιχτούν γύρω απ‟ το


τρελό γαϊτανάκι του.

ΐλαχάβα κι Ώργοναυτών. Αωνιακό, καινούργιο, διώροφο, βαμμένο σε


απαλά χρώματα με μια πασχαλιά κι ένα φοίνικα να στέκουν αγέρωχοι στην αυλή
του, το σχολείο μας ήταν το μοναδικό ιδιωτικό στην περιοχή. Γίχε χτιστεί σε απλή
αρχιτεκτονική γραμμή διατηρώντας όμως την ομορφιά και την αίγλη των παλιών
νεοκλασικών σπιτιών της γειτονιάς. Ρο εξωτερικό αίθριο-με κολόνες που στήριζαν
ένα μεγάλο φαρδύ διάδρομο πλημμύριζε στα διαλείμματα με τις φωνές και τα
γέλια μας. Πτο ισόγειο θυμάμαι ήταν και το μικρό μας θεατράκι-η αίθουσα για τις
εκδηλώσεις μας, το γυμναστήριο, το κυλικείο, η αίθουσα χειροτεχνιών. Πτον πρώτο
και δεύτερο όροφο ήταν οι πολύπαθες τάξεις μας. Γυρύχωρες και φωτεινές με διπλά
θρανία σε καφέ και πράσινη απόχρωση και με μια μικρή χαραγμένη αυλακιά στη
μια πλευρά τους για μολυβοθήκη. ΋λα καθαρά και περιποιημένα υπό τον
αδιάλειπτο έλεγχο της διευθύντριάς μας

Ρον Πεπτέμβριο, η αυλή γέμιζε από καφετιές σάκες που τις κουβαλούσαν
χαρούμενοι μαθητές αστραφτεροί και μυρωδάτοι μέσα στις μπλε ποδιές τους. Ε
Θατερίνα, ο Ξαύλος, η Έφη κι ο Ζάνος γίναμε από την αρχή αχώριστοι σύντροφοι
στα παιχνίδια, στο θρανίο μα και στις αταξίες. Καθημένοι είμαστε όλοι μας σε
προτροπές και παραγγέλματα μα όταν δεν έπιαναν τα μέσα αυτά, έπεφτε η «δια
του χάρακος συμμόρφωση». Γμείς όμως ακόμη και τότε βρίσκαμε αμέσως στη
σκανταλιά τον μοναδικό τρόπο να χρωματίσουμε λίγο με ανεμελιά και γέλιο την
μαθητική μας καθημερινότητα. Π‟ αυτό το παιχνίδι αρχηγός μας ήταν ο Βημήτρης.
Κικροκαμωμένος και τσαχπίνης, σβέλτος στις κινήσεις κι εφευρετικός στις νέες
ιδέες, είχε πάντα την δικαιολογία στα χείλη έτοιμη μα και τόσο πειστική. Ώκόμη κι

94_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

οι δάσκαλοι γελούσαν με τα καμώματά του και έτσι γλύτωνε σχεδόν πάντα την
τιμωρία. Ρην έβγαζε καθαρή με λίγες χαρακιές από την ξύλινη βίτσα της
διευθύντριας που βασικά τον συμπαθούσε κιόλας. Πκέψου και να μην!

Ε κυρία Καρία! Ιεπτή, ψιλή με τα καστανά κατσαρά μαλλιά της να


στολίζουν όμορφα το σοβαρό και μετρημένο παρουσιαστικό της. Ήταν ανύπαντρη,
γεροντοκόρη θα ήταν ο σωστότερος όρος, είχε πατήσει κιόλας τα πενήντα πέντε της,
αλλά τα χρόνια δεν της φαίνονταν. Ώπό τα σαράντα είχε απωθήσει πια τα
προξενιά και την ιδέα του γάμου κι αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στο σχολείο.
Ρο σχολείο που το έστησε με τον ιδρώτα, το μεράκι και τα ίδια της τα χέρια, έτσι
από το πουθενά. Κανιάτισσα βλέπεις, σκληρόπετση κι αποφασιστική. Αυναίκα
αγέρωχη. Γίδε αμέσως την ανάγκη να έχει ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο η περιοχή
και το σχέδιό της υλοποιήθηκε. Κε εξαιρετική επιτυχία. Ώ, όλα κι όλα. Γίχε
αποκτήσει τέτοια φήμη και καλό όνομα με την σκληρή δουλειά και τον καλό της
σχεδιασμό σε όλα. Ώπό τους δασκάλους που προσέλαβε μέχρι τα προγράμματα και
τις εκδηλώσεις της.

Καζί της μάθαμε να αγαπάμε την λογοτεχνία αλλά και την γεωγραφία
μέσα από «Ρα «Υηλά ΐουνά» του Δαχαρία Ξαπαντωνίου και το βιβλίο «ο
Βημητράκης και τα ταξίδια του της Θαίτης Γξάρχου-Βιαμαντή που ήταν για δυο
φορές την εβδομάδα το αναγνωστικό μας στο μάθημα της λογοτεχνίας μαζί της.

Ώλησμόνητες ήταν κι οι παρελάσεις μας. Ε σχολή μας, παρέλαυνε τελευταία


κι όλοι ασφυκτιούσαν στις θέσεις τους σπρώχνοντας το σχοινί της πλατείας για να
μας καμαρώσουν και να μας χειροκροτήσουν περισσότερο απ‟ τα άλλα σχολεία.

Ξόσες πρόβες κάναμε για εκείνες τις εκπληκτικές παρελάσεις.

Ρελευταία στην εξωτερική γραμμή, πολλές φορές και χωρίς συντροφιά στη
σειρά μου Γγώ, η Βέσποινα! «Κην στενοχωριέσαι που είσαι τελευταία. Γίναι για να

95_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

κλείνεις ωραία την παρέλαση με το σωστό σου βήμα. Έτσι θα συγκρατούν όλοι την
δική σου εικόνα για την παρέλασή μας», τόνιζε πάντα η κυρία Καρία στην
μοναδική ερώτησή μου: Κα γιατί πάντα εγώ τελευταία;. Κήπως γιατί ήμουν κοντή;
Πκεφτόμουν πάντα. Κα φέτος ψήλωσα τρείς πόντους. Κα κι αν ήταν για αυτό εγώ
τι έφταιγα;

«Βέσποινα μην ανησυχείς. Έχεις καμαρωτό και σωστό βάδισμα, αυτό είναι
όλο» μου έλεγε και χειροκροτούσε ευχαριστημένη κι αυτή καθώς περνούσα. Έτσι
απαντούσε θυμάμαι και μού χρύσωνε το χάπι της τελευταίας σειράς, με το
καμαρωτό μου βάδισμα και την λεβεντιά μου σαν δικαιολογία σβήνοντας κάθε
διαμαρτυρία μου. Βια παντός. Παν αποφασισμένη από τη γέννα της Κανιάτισσα.

Ρο λεωφορείο αγκομαχάει να ανέβει την τελευταία ανηφορική στροφή για


την γειτονιά μου.

Κα πού τα θυμήθηκα τώρα όλα ετούτα; Κόλις που προλαβαίνω λίγο πριν
τους επισήμους να στρώσω την πτυχή της μαύρης φρεσκοσιδερωμένης Κανιάτικης
βράκας μου κι ακούω το παράγγελμα.»Ένα δυο, εν-δυο, ένα δυο, χτύπημα στ‟
αριστερό, εμπρός μαρς». Ρα πόδια μου βάζουν φτερά έτσι όπως βηματίζουν
ρυθμικά στον ήχο του εμβατηρίου για τους ήρωες του ‟21, μέσα στις αστραφτερές
άσπρες μπότες μου. Ρις ακούω να ηχούν τον κρότο τους στην άσφαλτο. «Ταπ,χούπ,
χαπ, χούπ» Ξερπατώ πραγματικά καμαρωτή ζώντας στον παλμό της δοξασμένης
εποχής των θρυλικών αγωνιστών της 25ης Καρτίου. Ώνήκω στο επαναστατικό
σώμα του Ξετρόμπεη Καυρομιχάλη του Κπέη της Κάνης και των απάτητων
βουνών της. Σορώ την τιμημένη βράκα της λεβεντογένας Κάνης σαν άνδρας. Έτσι
μας έντυνε η κυρία Καρία στις παρελάσεις, που τις παρακολουθούσε τρέχοντας
πάντα δίπλα μας ανησυχώντας να πάν‟ όλα καλά. Ρην βλέπαμε όλοι από τις σειρές
μας να κρατά στο ένα χέρι την σφυρίχτρα και στο άλλο τον χάρακα για να μας
δίνει τον ρυθμό για να μην μπλεχτεί τα βήμα μας αλλά και για να μην

96_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

διασταυρωθούν ατσούμπαλα τα χέρια μας. Ώγέρωχα έπρεπε πάντα να υψώνονται


ψηλά απ‟ το κορμί μας ίσαμε τον ουρανό.

΍σπου ήρθε ο Ξέτρος κι ανέλαβε απαξάπαντος την προετοιμασία της


παρέλασης και τις εορταστικές μας εκδηλώσεις.

Κνήμες γλυκόπικρες, νιάτα ξεχασμένα, φίλοι από το Βημοτικό, αρώματα


από γλυσίνες, πασχαλιές και γλυκό του κουταλιού.

«Θαθίστε κυρία Αρηγοριάδου. Πας ήθελα κι εγώ. Ζα σας τηλεφωνούσα»,


έλεγε η κυρία Καρία στην συμπαθητική και καλοβαλμένη κυρία που κάθιζε
απέναντί της στο σαλονάκι της Βιεύθυνσης, στον πρώτο όροφο του
Γκπαιδευτηρίου.

Ε μητέρα, ανήσυχη και ελαφρώς μπερδεμένη στις σκέψεις της, είχε ακούσει
τόσα πολλά και στεγνώσει τόσα παιδικά μου δάκρυα που έσπευσε να ξεδιαλύνει
την υπόθεση άμεσα και με τον καλύτερο τρόπο.

«Φ! μα μην ανησυχείτε. Ρο Βεσποινάκι μας είναι από τα καλύτερα παιδιά.


Θαι στην τάξη της; Ε πρώτη μαθήτρια. Σέτος μάλιστα την βάλαμε δίπλα στον
σημαιοφόρο».

«Μέρετε, δεν ήρθα για αυτό. Θάτι άλλο την βασανίζει το τελευταίο
διάστημα. Έχει προβλήματα με τον κύριο Ξέτρο Αρίβα, τον γυμναστή σας».

«Ν Ξέτρος! Κα τι έκανε πάλι;. Μέρετε, της έχει αδυναμία, πολλή μεγάλη


μάλιστα. Έτσι μινιόν που είναι και ντροπαλή την πειράζει συνεχώς για να την
κάνει να αποβάλει την διστακτικότητά της».

Θι η μητέρα, πάντα η μητέρα με το μέρος μου, πώς θα γινόταν άλλωστε


στην περίπτωσή μου να μην ήταν, της εξηγούσε τα πάθη μου, αυτά που περνούσα
εγώ το μινιόν παιδί λόγω της συμπεριφοράς του Ξέτρου της, που ήταν το καμάρι
της, ο εύζωνας γυμναστής της. Ξως με σηκώνει από τ‟ αυτί, πως με βάζει να κάνω

97_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

δύσκολες ασκήσεις, γέφυρες, κεράκι, επικύψεις, βάδισμα με το αριστερό το χέρι να


χτυπάει δυνατά το φρεσκοσχηματισμένο εφηβικό στήθος, σαν άλλος Ιεωνίδας,
στην μάχη. Θαι τέλος πάντων είναι πράγματα αυτά για ένα μικρό παιδί; Βεν
δικαιολογείται πια τόση εμμονή, όσο χαριτωμένο μικρό κι αν ήμουν», της είπε η
μητέρα.

Κα όσα κι αν έλεγε η κυρία Αρηγοριάδου, όλα η κυρία Καρία τα


δικαιολογούσε σαν υπερβολικά και παρεξηγημένα.

«Ν Ξέτρος μας είναι πειραχτήρι, μην στενοχωριέστε, θα του μιλήσω να την


αφήσει ήσυχη. Πτο καλό. Θαλημέρα σας».

Θι η πόρτα έκλεινε κι έπαιρνε μαζί της μιαν ακόμη ελπίδα μου να


σταματήσει πια αυτός ο παιδεμός που ξαφνικά κι ετσιθελικά μπήκε στην παιδική
μου ζωή στην τελευταία τάξη του Βημοτικού. Ν Ξέτρος είχε γίνει η σκιά μου. Πτο
κυλικείο, στις σκάλες, στην μεγάλη πασχαλιά κάτω απ‟ το παγκάκι της αυλής, στα
παιχνίδια μας στο προαύλιο, η μύτη του πανταχού παρούσα με οσφριζόταν σαν
λαγωνικό.

«Βέσποινα δεν μιλάς;» Θαι φ α π, μου έδινε μια μικρή σφαλιάρα με την
χερούκλα του όλο γλύκα έτσι για πρωινή καλημέρα. Άλλοτε πάλι μπέρδευε το
σχοινάκι μου στα πόδια του ή έσβηνε την κιμωλία στο κουτσό απολαμβάνοντας
τον βουβό εκνευρισμό μου και τη δίκαιη σαστιμάρα μου που αποτυπωνόταν με
πολλούς χρωματισμούς στο πρόσωπό μου.

Ε διαμαρτυρία μου έβγαινε αχλή, σιωπηλή, πονεμένη, σαν την


φουρτουνιασμένη θάλασσα που ανταριάζεται μέσα στα βάθη της ενώ προετοιμάζει
αργά την έκρηξή της δίπλα στην αμμουδιά. Έτσι κι εγώ πέντε μήνες τώρα
υπομένοντας τα πειράγματα και το άδικο έβραζα και κόχλαζα μέσα μου καζάνι
έτοιμο να χυθεί και να κάψει τον Ξέτρο, το βάσανό μου.

98_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

…ΐασιλεύ Νυράνιε Ξαράκλητε, το πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού


παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και
σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον αγαθέ τας
ψυχάς ημών. Άγιος ο Ζεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, Ώμήν…

Ρο δεξί χέρι σταυροκοπιέται με φόρα κι η ψυχή πάλλεται στην δέησή της.


«Θάνε Τριστέ μου αύριο να μην με δει ο Ξέτρος. Οίξε μαύρο στα μάτια του, να μην
με βασανίζει πια. Θακό χρόνο να‟ χει, πενήντα να‟ ναι οι μέρες του κι εκείνες στο
κρεβάτι. Κα τι λέω Τριστούλη μου, βόηθα με εσύ. Μέρεις το πώς. Πε παρακαλώ
πολύ». Θι έκλεινα τα μάτια με όλη την δύναμη της ψυχής μου προσπαθώντας να
αποφύγω έστω στον ύπνο τον διάβολο τον Ξέτρο, έτσι τον ένιωθα, που με
περιγελούσε και με παίδευε στην καθημερινότητά μου. Ρο μόνο κακό, που με βρήκε
στο αγαπημένο μου σχολείο τόσο άδικα κι απρόσμενα.

Ξαραμονές των Ώγίων Ξάντων και της μεγάλης γιορτής που διοργάνωνε το
σχολείο μας για την λήξη του σχολικού έτους. Νι Αυμναστικές μας Γπιδείξεις. Ένα
γεγονός που περιμέναμε όλοι μικροί και μεγάλοι της μικρής σχολικής μας
κοινωνίας και όχι μόνο. Ρην περίμενε κι η κυρία Καρία κι οι δάσκαλοι κι οι γονείς
μας. Θαλεσμένοι ήταν όλοι οι παράγοντες της πόλης μας. Θι ο Βήμαρχος κι οι
αρχές του τόπου, όπως λένε κι ο κύριος Ξροκοπίου, ο Κανιάτης συντοπίτης της
Βιευθύντριας και μεγαλοσχήμων του ΢πουργείου Ξαιδείας, επιθεωρητές σχολικής
εκπαίδευσης κλπ κλπ. Ρόπος διεξαγωγής ήταν, για πρώτη φορά το Βημοτικό
Αήπεδο της περιοχής μας, χωρητικότητας χιλίων ατόμων που ευελπιστούσαμε
φυσικά να γεμίσει. Γτοιμαζόμαστε από τις Ώπόκριες σχεδόν καθημερινά με
ασκήσεις και σκετσάκια, ποιήματα και θεατρικά δρώμενα, με ένα στόχο. Λα
κάνουμε την διαφορά ανάμεσα στα σχολεία της ευρύτερης περιοχής. Αια τη σχολή
μας και την αείμνηστη Βιευθύντριά μας.

99_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θι όλα, ήταν έτοιμα θυμάμαι για την μεγάλη μέρα. Νι στολές μας-λευκές
αρχαιοελληνικές χλαμύδες με τις χρυσές τους πόρπες και τα καφέ σανδάλια, είχαν
προβαριστεί και σιδερωθεί, τα μαλλιά μας χτενισμένα σε περίτεχνο κότσο, τα λόγια
μας χιλιοειπωμένα, η μουσική ακουσμένη μύριες φορές στο θεατράκι του σχολείου
μας από το ακορντεόν, την μελόντικα και την κιθάρα της Τρύσας, του Ζάνου και
της Καίρης. ΋λα έτοιμα, τόσο χθεσινά μα και τόσο πρόσφατα στην μνήμη μου.

Ρελευταίο ήταν το δρώμενο του κυρίου Ξέτρου. Ώσκήσεις Πουηδικής


Αυμναστικής από την Έκτη Ράξη με εφαλτήρια και πλινθία για τα αγόρια και με
σχοινάκια και στεφάνες για εμάς τα κορίτσια, εν είδει Ουθμικής. Ρα μεγάφωνα στο
φουλ κι οι συμμαθητές μου απάγγελλαν τα ποιήματά τους.

Κε ένα ελαφρύ πόνο στο αριστερό μου πόδι που το είχα στραμπουλίξει
πριν δυο μέρες περίμενα κι εγώ, όπως όλοι, να ξεκινήσει το δρώμενο της Έκτης.
Πτολισμένη και χαρούμενη που θα έβλεπα όλο μαζί το αγαπημένο μου σχολείο εκεί
στην τελευταία παράσταση του Βημοτικού, εγώ η τελειόφοιτη κατέβηκα τα σκαλιά
του γηπέδου λευκοντυμένη ιέρεια της Ώρτέμιδας με το τόξο και τα βέλη μου,
κρατώντας την άκρη της χλαμύδας μου. Γίχα πει στους δικούς μου να είναι κοντά
μήπως δεν τα καταφέρει το πονεμένο μου πόδι. Βικαιολογία ήταν. Ρο „ξερα πως θα
μπορούσα να τα καταφέρω. Ρο πόδι λίγο με ενοχλούσε αρκεί να μην το πίεζα πολύ.
Ήμουν και σε εσωτερική σειρά και δεν πολυφαινόμουν, ήταν και ο φυσικός
φωτισμός λίγος. Ζα μπορούσα αλλά ξαφνικά… Γπαναστάτησα. Ώπρόσμενα και
χωρίς να το‟ χω προσχεδιάσει, μια φωνή μέσα μου, μάλλον ο ίδιος ο Πατανάς, με
πρόσταζε τώρα να αρνηθώ. Λ α μ η ν κ ά ν ω τ ι ς α σ κ ή σ ε ι ς. Ρο είπε αυτός και
Γγώ… Ρο „κανα.

΋ταν ήταν η σειρά η δική μας να εκτελέσει τις ασκήσεις έσκυψα προς το
αριστερό μου πόδι με χάρη και έμεινα εκεί κοκαλωμένη όλη την ώρα της επίδειξης.
Πτήλη άλατος διπλωμένη να χαίρομαι την εκδίκησή μου. Αλυκιά και κρύα σαν
παγωτό.

100_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ώπενοχοποίησα την στάση μου φωνάζοντας στον εαυτό μου πως πράγματι
είχα ειδοποιήσει δυο μέρες πριν για το στραμπούληγμα κι ούτε είχα πάει σχολείο.

«Ρο πόδι της ξέρετε», είπε η μαμά στο τηλέφωνο. «Λαι θα έρθει μάλλον την
Θυριακή».

Ώπό την άκρη της κάτω κερκίδας ο κύριος Ξέτρος με το έκπληκτό του ύφος
με παρατηρούσε τώρα με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ξάντως για βλέμμα ανησυχίας
δεν το „χα. Νι ματιές μας διασταυρώθηκαν πύρινες σχεδόν, αυτό το θυμάμαι, ή
είναι η ψυχή μου οργισμένη ακόμη μετά σαράντα χρόνια, για το άδικο κι επίμονο
παίδεμά μου στην τάξη του, επειδή με έβρισκε μικρό κεχαριτωμένο;

Ένα θα πω και ακόμη το πιστεύω με την σοφία που απέκτησα στη ζωή μου
γυρνώντας τώρα τόσα χρόνια πίσω και βλέποντας από απόσταση πια τα παλιά
όμορφα εκείνα χρόνια. Έτσι ήταν ο Ξέτρος. Γμμονικός, αυταρχικός, δεν εξέπεμπε
στους χαμηλούς τους τόνους. Βεν τους συγχωρούσε. Θαι για αυτό και έφυγε από το
σχολείο μας δυστυχώς δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή μου. Ώλλά αυτά τα έμαθα
πολύ αργότερα. Θαι στενοχωρήθηκα για κείνον. Αια την απόλυσή του. Ξοιος ξέρει
ποιο ντροπαλό παιδί άραγε θα βασάνιζε με τον τρόπο του έπειτα από μένα;

Ρο φρενάρισμα του λεωφορείου με επανέφερε στο παρόν. Γκείνος κατέβηκε


μια στάση πριν από μένα. Ρον είδα που έστριψε στο στενό. Ώυτό που ήταν άλλοτε
το σχολείο μας.

Πήμερα εκεί στέκεται ψηλό και κακοβαμμένο ένα τριώροφο σπίτι. Ε


πασχαλιά κι ο φοίνικας δεν υπάρχουν πια στην αυλή. Βεν έχει καν κήπο, ούτε
κυλικείο, μήτε και παιδικές φωνές, δασκάλες με χάρακες στα χέρια. Ξάει κι η κυρία
Καρία. Ξέθανε πριν από χρόνια. Μεχαρβαλωμένες κι οι μνήμες εμάς των
πεντακοσίων ψυχών που κοινωνήσαμε των αχράντων μυστηρίων…της παιδείας
και της γνώσης, της φώτισης του νου και της ψυχής μας. Ξαιδάκια άμαθα με την

101_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

ελπίδα και φωτεινά ακόμη τα οράματα, καθισμένα στα πράσινα θρανία μας
μετρούσαμε κάτω από την πέτσα μας τις χαρακιές από τη βίτσα και τους γδούπους
που έκαναν τα χέρια μας σαν χτυπούσαν το παρθενικό μας στήθος βαδίζοντας με
τον Ππαρτιάτικο βηματισμό του Ιεωνίδα.

Θατέβηκα σαν από παρόρμηση κι εγώ κι έτρεξα προς το μέρος του να τον
προλάβω.

«Θύριε Ξέτρο. Θύριε δεν είστε ο κύριος Αρίβας; Κε θυμάστε; Γίμαι η


Βέσποινα Αρηγοριάδου. Ρότε στη Πχολή Βαμανάκου στην Έκτη. Ρι κάνετε;»
Ώυθόρμητη και όλο έκπληξη για την συνάντηση, η φωνή μου συνάντησε το
απορημένο ύφος του. Μάφνου σαν να με ζύγιαζε καλά, το βλέμμα του ταξίδεψε σε
όλο το παρουσιαστικό μου και απάντησε. «Κα φυσικά, είσαι το μικιό, το
Βεσποινάκι. Ζυμάσαι που σε παίδευα τότε; Ξόσα γυμνάσια σου έκανα εσένα και
της Καρίας της Τουντάλα θυμάμαι. Ήσουν τόσο μικροσκοπική και ντροπαλή!
Γλπίζω να άλλαξες μεγάλη ε;

Γίπαμε κι άλλα πολλά. Έτσι μου φάνηκαν στα λίγα λεπτά της ομιλίας εκεί
πίσω από την φανταστική αυλόθυρα του Βημοτικού μας.

«Μέρετε;» του είπα με θέρμη. «Θαι μόνο που το παραδέχεστε, πως με


τυραννούσατε έτσι για χάζι, σας συγχώρεσα τώρα εδώ να. Ήσαστε η μαύρη πινελιά
στα τελευταία σχολικά μου χρόνια. Κε βαριά καρδιά ερχόμουν στο σχολείο,
εξαιτίας σας. Άντε περασμένα ξεχασμένα. Άλλωστε σας το ξεπλήρωσα στις
επιδείξεις. Ώπείχα με τον τρόπο μου».

102_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

«Ξού να το φανταστώ ότι με έπαιρνες τόσο στα σοβαρά. Τάρηκα πολύ που
σε είδα Βέσποινα. Γγώ πάνε χρόνια που έφυγα από την εκπαίδευση. Ρώρα είμαι
πια συνταξιούχος και σπάνια έρχομαι εδώ. Ρι τα θες τι τα γυρεύεις. Έχω αρχίσει και
να ξεχνάω. ΋μως εσένα πάντα σε θυμάμαι. Λα πας στο καλό».

«Λα δεις εγώ πώς σε θυμάμαι κύριε Ξέτρο» είπα μέσα μου κι ανηφόρισα
έκπληκτη ακόμη από την αναπάντεχη συνάντηση. Πτ‟ αυτιά μου ηχούν ακόμη οι
αγαπημένες φωνές της Άννας και του Βημήτρη που κρύβονται στις φυλλωσιές μέσα
στις γλυσίνες και τα γιασεμιά ενώ ένα γνώριμο άρωμα από πασχαλιά, κασετίνα και
φρεσκοκολλαρισμένη σχολική ποδιά στοιχειώνει ακόμη τόσο νοσταλγικά τον ύπνο
μου για τις όμορφες μαθητικές αναμνήσεις από το παλιό μου σχολείο που
ξαποσταίνει τώρα στα χαλάσματα κάτω από τα θεμέλια εκείνου του τριώροφου στη
γωνία των οδών ΐλαχάβα κι Ώργοναυτών.

Θωνσταντίνα Ώνδ. Κουτσουμπού

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος Α.΢.Ο.Ε.Ε. Εργάσθηκε στην Εμπορική Σράπεζα. Μέλος
της Ένωσης Μεσσήνιων ΢υγγραφέων και της Ένωσης ΢υντακτών μη Ημερησίων Εντύπων. Πεζά
της κείμενα δημοσιεύθηκαν στο Αθηναϊκό ημερολόγιο, Ημερολόγιο Αρχιπελάγους των Εκδόσεων
Υιλιππότη, σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά και άρθρα της στον τοπικό τύπο της Καλαμάτας
όπου σήμερα διαμένει. Πολλά διηγήματά της βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε
Ελλάδα και Κύπρο. Βιβλία της: δυο συλλογές διηγημάτων: “Ο καινούργιος”, εκδ. Γαβριηλίδης 2015,
“Σου καιρού Γυρίσματα”, εκδ. Διάνυσμα 2016.

103_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Ώργυρώ Μπαξεβάνου, ΢κιάθος

Ο Γιάννης

Κ ΗΘΟΝ ΏΑΝΟΗ. ΏΒ΢ΛΏΡΝ, ΙΗΏΛΝ, ΚΗΘΟΝΘΏΚΦΚΓΛΝ, αλλά μυώδες και σφιχτό


από κακουχίες και δουλειές βαριές για το παιδικό κορμί του. ΋μορφα
δόντια, πυκνά και λευκά. Ταμογελούσε ακόμα και στα ζόρια με ένα ανάλαφρο
χαμόγελο. Ώνοιχτά πάντα τα ρουθούνια στην καλοφτιαγμένη μύτη, πρόδιδαν
πείσμα. ΐλέμμα κοφτερό και το αριστερό φρύδι ανασηκωμένο από φυσικού έδιναν
έκφραση αδιόρατης ειρωνείας κι ακαταδεξιάς. Πταρένια επιδερμίδα. Καλάκια
κοντοκουρεμένα με την ψιλή για τον φόβο της ψείρας. Ξολλά αδέλφια στην
οικογένεια. Ήταν ο μεγαλύτερος. ΐοηθούσε τον πατέρα του που ήταν ψαράς.
Μυπνούσαν μαζί, τέσσερις τα χαράματα, χειμώνα καλοκαίρι. Λα πάνε πριν χαράξει
να σηκώσουν τα δίχτυα που έριχναν από βραδύς. Κε την ανατολή να προλάβουν
κανένα τσαπαρί, καμιά συρτή και να γυρίσουν να πάει το αγόρι στο σχολείο του. ΋
πατέρας χειροδύναμος μα ασθενικός. Ρον σιγοτρώγαν βροχικά κι άσθμα βαρύ.
Ξνευμόνια άρρωστα. Ώράθυμος κι αψύς. Κε την βλαστήμια κάτω από τη γλώσσα.
Θακός δεν ήταν. Ώγαπησιάρης και τρυφερός άλλες ώρες. Ώλλά την ώρα της
δουλειάς νεύρα δεν ήλεγχε. Ήταν ΄παθός΄, καθώς έλεγε. Ρον βασάνιζε η αρρώστια
του που ήταν χρόνια και τότε φάρμακο κι ανακούφιση δεν υπήρχε. Κόλις έφταναν
στο μικρό λιμάνι κι ενώ μύριζαν ακόμα τα μαλλιά και τα χέρια και τα ρούχα
θάλασσα και ψαρίλα, το αγόρι έπρεπε να ανεβεί τρέχοντας τον μεγάλο ανήφορο
προς το σπίτι, να προλάβει να πλύνει λαιμό και χέρια, να νιφτεί, να αλλάξει, να

104_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

πάρει την πάνινη σάκα με τα λιγοστά τετράδια, κι αν ήταν χειμώνας , να πάρει


μαζί του και δυο χοντρά ξύλα για το σχολείο. ΋λα τα παιδιά έπρεπε κάθε μέρα να
φέρνουν από δυο ξύλα να έχουν να ρίχνουν στη σόμπα του σχολείου για να
ζεσταίνονται. ΋ δάσκαλος πικρός, στυφός, αυστηρός, σχεδόν κακός στα παιδικά
μάτια. Ρο αγόρι προσπάθησε πολύ να τον συμπαθήσει, να τον δικαιολογήσει, μα
ήταν ακατόρθωτο για την ταλαιπωρημένη του ψυχούλα. Έφτανε σχεδόν πάντα
τελευταίο κι άκουγε τα σχολιανά του. Θι επειδή κοίταζε τον δάσκαλο ήρεμο,
ατάραχο, με άφοβο βλέμμα, πάντα η επίπληξη τελείωνε με ξυλοφόρτωμα. Ξέντε
δυνατές βιτσιές με τον δρύινο χάρακα πάνω στα χεράκια τα παιδικά, τα
κακοπαθημένα από το τράβηγμα του κουπιού. Ρα έβλεπε ο δάσκαλος με κάλους
και πληγές. ΋μως έβρισκε δύναμη να τα χαρακώσει με τη βίτσα της τότε
΄παιδαγωγικής΄ μεθόδου. Έβρισκε αφορμές. Αιατί τα νύχια ήταν βρώμικα. Αιατί δεν
ήταν καλά πλυμένος ο λαιμός και τα αυτιά. Αιατί δεν είχε μαζί του καθαρό
μαντήλι. Ξάντα τα έπλενε η μανούλα του, στο παγωμένο νερό, στο ρέμα. Κα
σχεδόν πάντα το ξεχνούσε πάνω στη βιάση του. Θάθε μέρα το ίδιο βάσανο κι
ακόμα μεγαλύτερο. Αιατί είχε την θλιβερή ατυχία να είναι ζερβοχέρης.
Ώριστερόχειρας. Έγραφε με το χέρι το κακό. Ρο χέρι του διαβόλου. Ήταν μιαρό να
γράφει κανείς με αυτό. ΋,τι ήταν αριστερό είχε σχέση με το υποχθόνιο, το σκοτεινό,
το μολυσμένο. Έπρεπε να παταχθεί. Έπρεπε το αγόρι να μάθει να γράφει με το δεξί.
Ρο έπαιρνε, λοιπόν, ο δάσκαλος το αριστερό χέρι του παιδιού και του το έδενε πίσω
από την πλάτη του, τυλίγοντας το σκοινί σφιχτά δυο στροφές γύρω από την κοιλιά
,κάνοντας έναν χοντρό κόμπο που προκαλούσε επιπρόσθετο πόνο. Ρου έδινε την
ξύλινη χοντροφτιαγμένη πένα στο δεξί χέρι. Βύσκολη διαδικασία. Νύτε οι
κανονικοί δεξιόχειρες δεν τα κατάφερναν καλά - καλά. Βίπλα το μελανοδοχείο
γεμάτο πάνω στο σαρακοφαγωμένο ξύλινο θρανίο. Έπρεπε να βουτήξει τη μύτη της
πένας με προσοχή στο δοχείο με το μελάνι, να τη στραγγίξει στην άκρη και να
προσπαθήσει με το άβολο δεξί του χέρι να χαράξει γραμματάκια στο σκληρό χαρτί.
Ρις πιο πολλές φορές έκανε τεράστιες κηλίδες μελανιού πάνω στο χαρτί. Άλλες

105_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

πάλι, χειρότερα, έπεφτε το μελανοδοχείο στο πάτωμα. Κετά ξύλο από τον δάσκαλο.
Μύλο ασταμάτητο κι αγώνας ως το μεσημέρι να καθαρίσει με αλκοόλ το πάτωμα.
Νινόπνευμα δύσκολο να βρεθεί. Έφερνε τσίπουρο από κούμαρα που έφτιαχνε η
μάνα του, μαζί με ένα ακόμα μπουκάλι, πεσκέσι για τον δάσκαλο. Θαι το βράδυ,
ατελείωτη υπομονή, με το φως της λάμπας να γράφει τιμωρία πενήντα φορές: «Ζα
γράφω προσεκτικά και πάντα με το δεξί μου χέρι». Ξροσπαθούσαν να τον
μαλακώσουν τον δάσκαλο οι γονείς του αγοριού. Ρου πήγαιναν πότε αυγά, πότε
τσίπουρο, πότε γλυκό του κουταλιού. -Ζα μάθει δάσκαλε. Ζα δεις. Ζα γράφει με το
καλό το χέρι. ΐοήθα το κι εσύ. Λα τελειώσει το σχολειό. Λα το στείλουμε στην πόλη,
σε τεχνική σχολή, να σπουδάσει. Λα έχει μια τέχνη στα χέρια του. Λα φύγει απ τη
θάλασσα και την τυράννια της. Λα ζήσει καλύτερα από μας.-Θαλά μπάρμπα-Λίκο.
Κα να, έχ ω κι εγώ οικογένεια να ζήσω. Ρόσο ψάρι βγάζεις. Λα μου φέρνεις δυο
τρείς φορές την εβδομάδα κάνα ψάρι, καμιά γαρίδα. Φραία η γάμπαρη. Γίναι ο
καιρός της… Ρο είπε στον γιό του.-Λα είσαι καλός με τον δάσκαλο. Λα κάνεις ό,τι
σου λέει. Λα μην αντιμιλάς, να προσπαθείς με το καλό το χέρι. Ρο παιδί υπέμενε
όσο μπορούσε. Πτο τέλος άρχισε από το πολύ το ζόρι να τραυλίζει. Θόντευε να
τρελαθεί. Βέσιμο, πίεση, ξύλο, σκληρή δουλειά με τον πατέρα στη θάλασσα… Κια
μέρα, εκεί κοντά, ξύπνησαν με αγέρα δυνατό να πάνε να σηκώσουν τα
γαριδόδιχτα. Ρα είχανε ριγμένα από βραδύς, τριγύρω από χοντροφτιαγμένες
ξύλινες σχεδίες που πάνω τους καίγανε ολονυχτίς λάμπες πετρελαίου, θυέλλης τις
λέγανε. Ρο φως τους μάζευε τη γαρίδα μες στα δίχτυα. Ραλαιπωρήθηκαν,
θαλασσοπνίγηκαν, κατάφεραν τελικά και έδεσαν στη βάρκα τις σχεδίες, σήκωσαν
και τα δίχτυα. Κάτωσαν τα χέρια του πατέρα, κόπηκαν τα χέρια του αγοριού.
Έσταζαν αίμα. Ρα δίχτυα βαριά, γεμάτα γαρίδα εκλεκτή. Ρουλάχιστον, ο κόπος κι
ο κίνδυνος θα τάιζαν την οικογένεια. Ζα έβγαζαν καλά λεφτά από αυτήν την
καλάδα. Παν έφτασαν ξέπνοοι στην στεριά, άλλο βάσανο, το ξεψάρισμα. Βεν θα
πας σχολειό σήμερα, είπε ο πατέρας. Κην σε δει ο δάσκαλος βρώμικο κι έχουμε
άλλα. Ζα καθήσεις εδώ να βοηθήσεις να ξεψαρίσουμε.

106_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ήρθε κι η μάνα. Ήρθαν κι οι αδελφές του αγοριού. Φς αργά το μεσημέρι


ξεψάριζαν μέσασε τρελό αέρα. Ξάει και η απογευματινή βάρδια του σχολείου-τότε
τα παιδιά πήγαιναν σχολείο πρωί απόγευμα. Βύσκολη η γαρίδα στο ξεψάρισμα.
Θαι βιάζονταν να έχουν τελειώσει ως το απόγευμα που θα έρχονταν οι έμποροι
από τη Παλονίκη να την πάρουν. Κέσα στον αγώνα τους, πιάνει ο πατέρας ένα
μεγάλο καλάθι ψάθινο, το γεμίζει μια στρώση φτέρη και μετά γαρίδα διαλεχτή ως
επάνω. Πτέλνει και στο σπίτι το μικρότερο κοριτσάκι του να φέρει καθαρή πετσέτα.
Πκέπασε το καλάθι. Ρο ζύγισε με το χέρι. Ήταν βαρύ. Ξάνω από έξι οκάδες. Παν το
βόλεψε νοικοκυρεμένα, όπως ήθελε, το έδωσε στα χέρια του αγοριού κι είπε με τη
βροντερή του φωνή, κοιτάζοντάς το κατάματα. -Ώυτά θα τα πας ρεγάλο στο σπίτι
του δάσκαλου. Ρο αγόρι κεραυνοβολήθηκε, αλλά προσπάθησε να κρύψει την
ταραχή του. Ξήρε αγόγγυστα το βαρύ καλάθι και τράβηξε τον δρόμο από το
λιμάνι στο χωριό. Μυπόλυτο, βρεγμένο θάλασσα, με την ψαρίλα πάνω του , με τα
χέρια τα πονεμένα, τα κακοπαθημένα να υποφέρουν από το βάρος του καλαθιού…
Έφτασε στο σπίτι του δασκάλου. Ττύπησε την πόρτα. Ρου άνοιξε κουρασμένο ένα
άλλο ταλαιπωρημένο παιδάκι, η ψυχοκόρη τους, η Ραξιαρχούλα. Ε λέξη
ψυχοκόρη, τότε, κάλυπτε εντέχνως και με το προσωπείο της υποκριτικής
΄χριστιανικής΄ φιλανθρωπίας την παιδική δουλεία. -Ρι θες, τον ρώτησε. Βεν
πρόλαβε να απαντήσει και ξεπρόβαλε στην πόρτα βλοσυρός ο δάσκαλος. -Ρι
δουλειά έχεις εσύ εδώ Αιατί δεν ήρθες σήμερα στο σχολείο Αυρνάς στο δρόμο σαν
αλήτης και βρωμάς ψαρίλα… Τάσου από μπρός μου .-Βάσκαλε, είπε, ο πατέρας με
έστειλε να σου φέρω αυτά… και σήκωσε την πετσέτα του καλαθιού. Αυάλισαν τα
μάτια του δασκάλου στη θέα και κάτι σαν μισό χαμόγελο άρχισε να χαράζει στα
χείλη του ,μα δεν πρόλαβε. Κε μια γρήγορη κίνηση το αγόρι ξανασκέπασε το
καλάθι. -Βεν τ αξίζεις, δάσκαλε Βεν τ αξίζεις Θάλλιο να τα ρίξω στα γατιά της
γειτονιάς, παρά να σου χαρίσω τον κόπο μας , του είπε δυνατά, κοιτάζοντάς τον με
περιφρόνηση σαν βδέλυγμα, σαν τίποτα. Αύρισε την πλάτη και με σταθερό βήμα
απομακρύνθηκε. Ρράβηξε ήσυχα τον ανήφορο για το σπίτι του. Θρατούσε το

107_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

καλάθι με χαρά, με ικανοποίηση σαν ξαφνικά να χε ελαφρύνει, σαν να ήταν


πούπουλο……………………………………………………………………………………
…………………………………………………………….

Βεν πήρε ποτέ απολυτήριο Βημοτικού. Πτα δεκατέσσερα μπαρκάρισε στα


καράβια. ΋λη του τη ζωή στη θάλασσα. Ώργότερα έγινε λοστρόμος. Ξαντρεύτηκε
στο μεταξύ. Ρον λάτρεψε η οικογένειά του. Ώπέκτησε τρία παιδιά. Ρα μεγάλωσε.
Ώπό μακριά. Βούλευε κι έστελνε λεφτά… Ξάντα ο μεγάλος Ώπών. Ξάντα μακριά.
Κέχρι τη σύνταξή του στα καράβια… Πτεριά δεν τον είδε. Ππίτι δεν τον σκέπασε.
Ξαιδιά δεν τον χάρηκαν τον πατέρα τους, τον Αιάννη…

Ώργυρώ Μπαξεβάνου

Γεννήθηκε στην Λάρισα. ΢πούδασε Ελληνική Υιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης [Κλασική ειδίκευση]. Σο 2012 συνέγραψε την Ιστορική μελέτη «΢ημαντικοί Θετικοί
Επιστήμονες κατά την περίοδο του Βυζαντίου». Τπήρξε ο κύριος συντελεστής στη δημιουργία της
ιστοσελίδας balkanwars.gr που είναι βασισμένη στην Ι΢ΣΟΡΙΚΗ ΢ΤΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ
ΠΟΛΕΜΩΝ της οικογένειας Ανδρέα Ποταμιάνου, ΕΚΑ Ηπειρωτική. ΢υνέγραψε το βιβλίο Η
ΝΙΚΗΥΌΡΑ ΠΟΡΕΙΑ ΣΟΤ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤ ΢ΣΡΑΣΟΤ ΚΑΙ ΢ΣΟΛΟΤ-ΦΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1912-
1913 [ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢ ΟΛΚΟ΢-2016]που παρουσιάστηκε επίσημα στην Παλαιά Βουλή στις
7/12/2016.Ασχολείται,επίσης,με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Πολλά ποιήματα και διηγήματά της
έχουν βραβευτεί σε Πανελλήνιους αλλά και Παγκόσμιους Διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει την ποιητική
συλλογή «Ακρωτήριο ΢τυγερό». Έργα της έχουν φιλοξενηθεί σε Λογοτεχνικά Περιοδικά και έχουν
εκδοθεί σε ομαδικές συλλογές. Έχει συμπεριληφθεί στην Εγκυκλοπαίδεια των Γραμμάτων και των
Σεχνών της Αμφικτυονίας Ελληνισμού.

108_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Καίρη Αεωρ. Πίσια, Πετρούπολη

Η μονομαχία

O ΚΗΘΟΝΠ ΝΒ΢ΠΠΓΏΠ ΣΝΟΡΦΖΕΘΓ ΡΕΛ ΠΤΝΙΗΘΕ ΡΝ΢ ΡΠΏΛΡΏ - την είχαν φορέσει
πριν από αυτόν τα δύο του ξαδέρφια- και ξεκίνησε για το σχολείο. Οώτησε,
μιας και ήταν καινούργιος στην γειτονιά και μετά από λίγο βρέθηκε στο σωστό
σημείο. Ένα πελώριο γκρίζο κτίριο, με μεγάλες σιδερένιες πόρτες και κάγκελα σε
όλα τα παράθυρα, υψωνόταν μπροστά του. Ιάθος θα έκανα, σκέφτηκε, αλλά η
ταμπέλα που πήρε το μάτι του φευγαλέα τον διέψευσε. “Ξρώτο γυμνάσιο
Θαλλίστων”, έγραφε. Ώναμφίβολα, ήταν στο σωστό μέρος.

Κε βήματα δειλά, πέρασε το κατώφλι. Πτην είσοδο, μια γυναίκα με γκρίζα


στολή και μαλλιά δεμένα σε έναν σφιχτό κότσο, τον υποδέχτηκε.

-Θαινούργιος είσαι; ρώτησε.

-Λαι, πηγαίνω στην πρώτη γυμνασίου, απάντησε με καμάρι.

-Ώ, γι‟ αυτό ήρθες τόσο νωρίς. Ρο χέρι σου, του έγνεψε και του φόρεσε ένα
μεταλλικό βραχιόλι που είχε σκαλισμένο πάνω του ένα νούμερο.

-Ρι είναι αυτό; τόλμησε να ρωτήσει.

-Ώυτό είναι εσύ, τον αποστόμωσε.

109_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Βεν έκανε κρύο, αλλά αυτός ξαφνικά κρύωνε. Γυτυχώς, τα υπόλοιπα παιδιά
μαζεύτηκαν σιγά σιγά. ΋λα με τις τσάντες στους ώμους και το βραχιολάκι στο χέρι.
Κε το που ήχησε η σειρήνα, μαζεύτηκαν σιωπηλά στο προαύλιο για να λάβουν
διαταγές. Ν Νδυσσέας ακολούθησε.

-Ξώς σε λένε; ρώτησε ένα παιδί που στάθηκε δίπλα του.

-Πσς, μη μιλάς, είπε εκείνο, θα μας διώξουν.

Ένας άντρας προχωρημένης ηλικίας, ανεβασμένος σε ένα μεταλλικό βάθρο


τους μιλούσε για ώρα. Ν Νδυσσέας ήταν σίγουρος πως κανείς δεν τον άκουγε. ΋λα
τα παιδιά κοιτούσαν τον γαλάζιο ουρανό και αναπολούσαν τα ξένοιαστα
κυνηγητά στην αμμουδιά.

-Πτις τάξεις σας τώρα, φώναξε κάποτε και όλα μπήκαν αυτόματα σε μία
γραμμή και ανέβηκαν τις σκάλες. Καζί τους κι ο Νδυσσέας.

Νι αίθουσες είχαν νούμερα. Κια γυναίκα με γκρίζα μαλλιά και δέρμα


γεμάτο ρυτίδες ρωτούσε τα ονόματά τους, κοίταζε τα βραχιολάκια και τους έβαζε
στην ανάλογη τάξη. ΋ταν ο Νδυσσέας μπήκε στη δική του, πρόσεξε ότι όλα τα
αντικείμενα ήταν φτιαγμένα από μέταλλο. Έκανε πολύ κρύο εκεί μέσα. Κόνο οι
καρέκλες είχαν ένα ξύλινο κάθισμα, αλλά και αυτό ήταν τόσο σκληρό, που δε θα
άντεχε εκεί πάνω επτά ώρες. Ώκόμα και ο πίνακας ήταν μεταλλικός και λευκός. Ρα
τζάμια λες κι απορροφούσαν τον ήλιο και δεν τον άφηναν να γλυκάνει την
παγωνιά. Ν μικρός που είχε δει στη γραμμή ήρθε και κάθισε δίπλα του. Τάρηκε ο
Νδυσσέας.

-Αιατί κάνει τόσο κρύο; ρώτησε ο Νδυσσέας.

-Ρο σίδερο κάνει τη θερμοκρασία να κρατιέται χαμηλά. Ξρέπει να


σκληραγωγηθούμε. Ών δεις και τους δασκάλους, θα καταλάβεις. Κόνο η γλώσσα

110_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

τους είναι ξύλινη. Κε λένε Κάρκο, είπε το άλλο παιδί και του έδωσε με προσοχή το
χέρι του κάτω από το θρανίο.

Γκείνη την ώρα, μπήκε στην αίθουσα η κυρία που τους είχε βάλει στις
τάξεις. Κε το που έκλεισε την πόρτα, μεταμορφώθηκε. Έγινε νέα και δροσερή.
Πυνέχισε όμως να είναι το ίδιο βλοσυρή.

-Αιατί κανείς δε χαμογελάει; Θι όλοι είναι ντυμένοι στα ίδια σκούρα


χρώματα, γκρίζο και καφέ, απόρησε ο Νδυσσέας.

-Βεν υπάρχει καιρός για άσκοπες σκέψεις, χαμόγελα και παιχνίδια, τόνισε η
δασκάλα και τον πρόλαβε, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του. Θάθε στιγμή πρέπει
να είστε έτοιμοι. Κπορεί να χρειαστεί να στρατολογηθείτε, να υπηρετήσετε το
κράτος.

Ν Νδυσσέας απογοητεύτηκε, δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Αύρισε τα


μάτια του ένα γύρω και κοίταξε τους τοίχους. ΄΄ΑΛΦΠΕ, Β΢ΛΏΚΕ, ΢ΞΏΘΝΕ΄΄,
έγραφε μία επιγραφή, ΄΄ΓΗΚΏΠΡΓ ΗΒΗΝΗ, ΏΘΝΙΝ΢ΖΝ΢ΚΓ ΡΝ΢Π ΛΝΚΝ΢Π
ΞΝ΢ ΓΤΝ΢Λ ΝΟΗΠΡΓΗ΄΄, έγραφε μια άλλη, ΄΄Ε ΏΚΣΗΠΐΕΡΕΠΕ ΠΕΚΏΗΛΓΗ
ΏΟΛΕΠΕ ΘΏΗ ΡΗΚΦΟΓΗΡΏΗ΄΄. Ώνατρίχιασε.

-Γ, εσύ στο τρίτο θρανίο, άκουσες τι είπα; Πάστισε ο Νδυσσέας, γιατί δεν
είχε ακούσει τίποτα.

-Πυγγνώμη, δεν άκουσα κυρία,…

-Ε συγγνώμη είναι για τους αδύναμους. Θαι οι αδύναμοι δεν επιβιώνουν,


συμπλήρωσε και του έφερε δάκρυα στα μάτια. Βεν θα υπάρξει επόμενη φορά, σε
προειδοποιώ. Ν Κάρκος τον σκούντησε από κάτω.

΋ταν χτύπησε το κουδούνι, ο Νδυσσέας βγήκε έξω αμίλητος. Πτο διάδρομο


είδε περιέργως τους δασκάλους να μεταμορφώνονται και πάλι σε γέρους
ανθρώπους και τα παιδιά επιτέλους να χαμογελούν έστω και δειλά. Κιλούσαν

111_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

σιγανά, λες και έκαναν κάτι κακό και σταματούσαν, αν εμφανιζόταν κάποιος
δάσκαλος.

Μαναμπήκαν στις τάξεις κι ακολούθησε το ίδιο σκηνικό, με άλλο δάσκαλο


αυτή τη φορά. Ρους μοίρασε κάποια βιβλία.

-Ζα μαθαίνετε ό,τι λέει, όπως το λέει. Βεν θέλω την παραμικρή παρέκκλιση,
ξεκαθάρισε. Ώλλιώς,… τρόμαξε στον τόνο του ο Νδυσσέας. Νι άλλοι μαθητές
στήθηκαν καμαρωτοί, χτυπώντας τα χέρια απάνω στο θρανίο και το κεφάλι να
κοιτά ανέκφραστο, τον καθηγητή. Έκανε κι ο Νδυσσέας το ίδιο. Λόμιζε πως ήταν
παιχνίδι. Ρο σχολείο είναι σταθμός προπαρασκευής. Γδώ θα μάθετε πώς να γίνετε
πιστοί και άξιοι πολίτες. Ώδυναμίες δεν χωρούν. Αια να επιβιώσετε απαιτείται
αυστηρότης, πειθαρχία και ανταγωνισμός. Ζα μαθαίνετε αυτά που θα σας λένε και
τίποτε παραπάνω. Βεν θα αναρωτιέστε. Νι διαφωνίες απαγορεύονται. Ρο ίδιο και
οι πολλές φιλίες. Γίστε αντίπαλοι, όλοι είμαστε αντίπαλοι, τους γάζωσε με το
βλέμμα του. Αια το μέλλον σας έχουν ήδη αποφασίσει άλλοι πιο σοφοί, πριν εσείς
ακόμη γεννηθείτε. ΋, τι και να κάνετε, τίποτε δεν θα αλλάξει.

Θάθε του κουβέντα ο μικρός Νδυσσέας την ένιωθε σαν γροθιά στο στομάχι.
Ένιωθε τους ώμους του να γέρνουν και έχανε κάθε διάθεση να χαμογελάσει, μόνο
να κλάψει ήθελε. Ξότε θα τελείωνε το σχολείο;

-Κάρκο, ρώτησε το φίλο του, όταν επιτέλους σχόλασαν. Θάθε μέρα έτσι
είναι;

-Βε σ‟ αρέσει;

-Γσένα σου αρέσει δηλαδή;

-΋χι, αλλά τι άλλο να κάνω; σήκωσε τους ώμους εκείνος.

-Ρα άλλα παιδιά;

112_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Βε μιλάμε μεταξύ μας. Κας έχουν ονομάσει ανταγωνιστές. Ών προσέξεις το


βραχιολάκι σου γράφει κάποια γράμματα και νούμερα, κοίτα, είσαι ο αντ358.

-Κε λένε Νδυσσέα, δεν μπορεί να είμαι απλώς ένας αριθμός.

-Θαι κανονικά δεν πρέπει να σου μιλάω, είμαι ο αντ.357.

-Θαι τι σημαίνει αυτό;

-΋τι κάποια στιγμή θα κληθούμε να αναμετρηθούμε. Θαι πρέπει να σε


νικήσω, για να μη με διώξουν.

-Ών είσαι καλύτερος, ας με νικήσεις, αποκρίθηκε ο Νδυσσέας πληγωμένος.

΋λη μέρα κι όλη νύχτα σκεφτόταν όσα είχε δει στο σχολείο και δεν το
χωρούσε ο νους του. Νι γονείς του γύρισαν αργά από τη δουλειά και το μόνο που
ένιωσε ήταν το φιλί της μάνας και του πατέρα του στο μάγουλό του. Ήταν κι αυτό
μια ανακούφιση. Ώξημέρωτα έφευγαν κι αυτοί και γύριζαν μεσάνυχτα, για να
κάνουν ένα μεροκάματο εδώ κι εκεί. Γίχαν χάσει κι οι δυο τις δουλειές τους, το
σπίτι τους και χρωστούσαν παντού. Κόνο το απόγευμα της Θυριακής τους έβλεπε.
Θάθονταν όλοι μαζί γύρω από το φτωχικό τους τραπέζι και μιλούσαν για όλη την
εβδομάδα. Θαμιά φορά έβγαιναν μια βόλτα στο βουνό ή έπαιζαν μπάλα με τον
πατέρα μέσα στο σπίτι, με τη μάνα να φωνάζει δήθεν πως θα της έκαναν ζημιά. Ρον
καμάρωναν τον Νδυσσέα τους και ήθελαν να τον βλέπουν χαρούμενο. Ρι θα τους
έλεγε αυτή την Θυριακή ούτε που ήξερε.

Ρο πρωί σηκώθηκε με ένα βάρος στην καρδιά. Κηχανικά περπάτησε,


μηχανικά έφτασε και στάθηκε στη γραμμή. Θαμιά όρεξη δεν είχε να μιλήσει. Κόνο
όταν είδε το Κάρκο τον χαιρέτησε, αλλά εκείνος έγνεψε διστακτικά. Ν ίδιος
μονότονος λόγος, η ίδια γραμμή, τα γερόντια που ξανάνιωναν στις τάξεις, για να
ζαρώσουν ξανά έξω από αυτές, τα ξύλινα λόγια και οι παγωμένες τάξεις. Ρην τρίτη

113_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

ώρα ένας δάσκαλος έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο και άρχισε να σηκώνει τους μαθητές
έναν έναν.

-Ξοιος αξίζει;

-Ν δυνατός.

-Ξοιος νικάει;

-Ν αμείλικτος.

-Γυτυχία ή εξουσία;

-Γξουσία.

-Εγέτης ή φίλος;

-Εγέτης.

-Σόβος ή σεβασμός;

-Σόβος.

΋ταν ήρθε η σειρά του Νδυσσέα, σηκώθηκε τρέμοντας.

-Ίδιος ή ίσος;

-Ίσος, πέταξε χωρίς να το σκεφτεί και ένα μουρμουρητό σηκώθηκε σε όλη


την τάξη.

-Βικαίωμα ή υποχρέωση; συνέχισε ο καθηγητής .

-Θαι τα δύο, απάντησε ο Νδυσσέας, γιατί οι γονείς του τού είχαν μάθει πως
αυτά τα δυο πάνε μαζί. Μανά το ίδιο μουρμουρητό.

-Ώμφισβήτηση ή υπακοή; Υέλλισε οργισμένος ο δάσκαλος.

114_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Ώμφισβήτηση, συλλάβισε ο Νδυσσέας με τον Κάρκο να τον σκουντάει από


κάτω επίμονα και τότε ο καθηγητής πάτησε ένα κουμπί. Ε γυναίκα που τον είχε
υποδεχτεί την πρώτη μέρα, μπήκε φουριόζα στην τάξη.

-Πτο θάλαμο, διέταξε ο δάσκαλος. Γκείνη πήρε τον Νδυσσέα και τον
οδήγησε σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο.

-Ξού με πάτε; ρώτησε. Θαμία απάντηση. Ρον έκλεισε απλώς μέσα και
ρύθμισε έναν διακόπτη. Ν φόβος τον διαπέρασε σαν ρίγος. Κέσα στο απόλυτο
σκοτάδι, κάτι ακούστηκε και στον έναν τοίχο του δωματίου άρχισε να προβάλλεται
μια ταινία. Άνθρωποι που ο ένας χτυπούσε τον άλλον κι όλοι τον επευφημούσαν,
αρχηγοί που ποδοπατούσαν ανθρώπους που εξεγείρονταν, άτομα με ίδια ρούχα
πίσω από σύρματα, σημαίες γκρίζες και συνθήματα που επαναλάμβαναν όσα είχε
δει γραμμένα στις ταμπέλες της τάξης του και όχι μόνο. Αυναίκες και άντρες λες κι
είχαν βγει από καλούπι, ανάπηροι που κάποιοι τους έδιναν τη χαριστική βολή,
παρελάσεις παιδιών που βάδιζαν και φώναζαν συνθήματα σαν ρομποτάκια. ΓΗΠΏΗ
Θ΢ΟΗΏΟΤΝΠ, ΏΛΕΘΓΗΠ ΠΓ ΚΏΠ, ΒΓ ΒΗΘΏΗΝ΢ΠΏΗ ΛΏ ΓΤΓΗΠ ΓΞΗΖ΢ΚΗΓΠ
Ν΢ΡΓ ΏΛΏΑΘΓΠ, έγραφε από κάτω. Κα πώς είμαι κυρίαρχος, αν δεν έχω τίποτε
από όλα αυτά, αναρωτήθηκε το παιδί. ΒΓΗΜΓ ΞΦΠ ΓΗΠΏΗ ΓΠ΢ Ν Β΢ΛΏΡΝΠ,
ΓΜΏΣΏΛΗΠΓ ΡΝ΢Π ΏΛΡΏΑΦΛΗΠΡΓΠ ΠΝ΢, ήρθε σαν από θαύμα η απάντηση.

Θαι το περίεργο, εκεί μέσα έκανε ζέστη, όλα ήταν τόσο φιλικά. Ζα
μπορούσες να αφεθείς, χωρίς να αισθάνεσαι πως απειλείσαι . Ν Νδυσσέας αφέθηκε,
ζεστάθηκε, ο φόβος του καταλάγιασε. Ίσως κάτι ήθελαν να του πουν. Κήπως έτσι
ήταν τα πράγματα κι οι γονείς του είχαν άδικο; Κήπως κι αυτοί τι είχαν καταφέρει
στη ζωή τους; Κπροστά από τα μάτια του περνούσαν τα βιβλία που τους είχαν
μοιράσει και άλλα που είχε δει στη βιβλιοθήκη του δήμου, όταν πήγαινε να
δανειστεί κάτι για να διαβάσει. Πωστό και λάθος, έγραφε στην οθόνη. Ρα βιβλία
που τους μοίρασαν ήταν όλα σωστά. Ρα υπόλοιπα, με την ένδειξη λάθος, έπεφταν
στην πυρά.

115_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ώφού η ταινία τελείωσε, του ανακοινώθηκε πως θα έχει όλο το χρόνο να


σκεφτεί υπό τον ήχο συμβουλευτικών μηνυμάτων. Θουράστηκε, έκλεισε τα αυτιά
του-ίδια λόγια, τόσο ίδια, τόσο μονότονα- και περίμενε. Κετά από ώρες, άνοιξε
επιτέλους η πόρτα. Ρον οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντή.

-Λούμερο 358, πέρασε και στάσου προσοχή, είπε αυτός.

-Κε λένε Νδυσσέα…,

-Ώρκεί, δε μας ενδιαφέρει το όνομά σου. Ρο ατόπημά σου σε οδήγησε σε


διαδικασία συμμόρφωσης. Αια να παραμείνεις, θα πρέπει να δώσεις μάχη. Φς
ανταγωνιστής σου ορίζεται ο, ο, έψαξε στα κιτάπια του, ο 357. ΋ποιος νικήσει
παραγκωνίζει τον άλλον. Ν χαμένος γράφεται στα μητρώα των αχρήστων και
απορριπτέων εσαεί.

-Κα…, ψέλλισε ο Νδυσσέας.

- ΋,τι έχεις να πεις θα το πεις στη μονομαχία, του έδειξε την πόρτα.

Ρι είχε κάνει; Ξοια μονομαχία; Ρι θα έκαναν δηλαδή; Έπρεπε να βρει το


Κάρκο, να μιλήσουν. Ρον είδε, όταν σχόλασαν, καθώς έστριβε για το σπίτι του.

-Κάρκο, του φώναξε, μα αυτός του έκανε νόημα να μείνει μακριά του. Ρο
βράδυ ο Νδυσσέας έμεινε ξύπνιος και περίμενε τους γονείς του.

-Κωρό μου, γιατί δεν κοιμάσαι; τον ρώτησε η μητέρα του και τον φίλησε.

-Πε περίμενα. Ξώς είσαι; Ρο σχολείο σου;

-Ξερίεργο.

-Ξου θα πει;

-Καμά, πες μου κάτι. ΋ταν μονομαχείς…

-Ξαίζετε και τους μονομάχους; Οώτησε εκείνη γελώντας.

116_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Καμά, μιλάω σοβαρά, μπορούν δυο φίλοι, δυο συμμαθητές έστω, να είναι
αντίπαλοι;

-Ώγόρι μου, παιδιά είστε, τι ξέρετε εσείς από αντιπαλότητες; Νι άνθρωποι


πρέπει να είναι φίλοι μεταξύ τους και να αγωνίζονται μαζί για το καλό όλων. Βυο
παιδιά θέλουν τα ίδια πράγματα για να είναι ευτυχισμένα.

-Καμά, έχεις πάει σχολείο;

-Βεν μπόρεσα να το τελειώσω, παιδί μου, αλλά γιατί ρωτάς;

-Αι‟ αυτό δεν ξέρεις.

-Ρι πράγμα;

-Ρίποτα.

-Γκείνο που ξέρω, είναι ότι αυτό που με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη είστε
εσύ κι ο πατέρας σου. Θι ας μην ξέρω πολλά γράμματα, όπως λες. Ώς μην είμαι
νικήτρια, έχω εσάς και μπορώ να χαμογελάω, του είπε και τον φίλησε τρυφερά.
Θαληνύχτα, αγόρι μου.

-Θαληνύχτα μαμά, έκλεισε τα μάτια του κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό
του. Ένιωθε τόσο ένοχος που μίλησε έτσι στη μητέρα του. Αι΄ αυτό, όταν ήρθε ο
πατέρας του να τον φιλήσει, έκανε πως κοιμόταν.

Ρην επόμενη μέρα, όλα είχαν ετοιμαστεί για τη μεγάλη μονομαχία. Θανένα
από τα υπόλοιπα παιδιά δε μιλούσε στους μονομάχους. ΋ταν ήρθε η ώρα,
ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα και ο καθένας μπορούσε να πάρει θέση στη μεριά
αυτού που υποστήριζε. ΋λοι είχαν πάει από τη μεριά του Κάρκου. Ν Νδυσσέας
λίγο έλειψε να το βάλει στα πόδια, αλλά θυμήθηκε τα χτεσινά λόγια της μητέρας
του. Ξλησίασε το Κάρκο και του έδωσε το χέρι, αλλά αυτός τον κοίταξε αμήχανα
και δεν του άπλωσε το δικό του.

117_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ρο μεγάφωνο τους κάλεσε να πλησιάσουν. Νι δύο κριτές πήραν τη θέση


τους δίπλα στον κάθε μονομάχο. Πιωπή απόλυτη. Πε λίγο ακούστηκε η πρώτη
ερώτηση:

-Ξαιδί ή πολίτης;

-Ξολίτης, φώναξε ο Κάρκος.

-Ξαιδί, απάντησε ο Νδυσσέας. Ένα σούσουρο ακούστηκε, αλλά έπαψε


αμέσως.

-Οολόι ή ήλιος;

-Οολόι, απάντησε ο Κάρκος.

- Ήλιος, ο Νδυσσέας.

-Ξαράθυρο ή τείχος;

-Ξαράθυρο, επέλεξε ο Νδυσσέας, τείχος ο Κάρκος.

-Θαρδιά ή λογική;

-Ιογική, είπε ο Κάρκος.

-Θαρδιά, ε, και λογική.

-Γπιλέξτε, διέταξε η φωνή.

-Θαρδιά, απάντησε ο Νδυσσέας με έναν κόμπο στο λαιμό.

-Ώγάπη ή νίκη;

-Λίκη, φώναξε ο Κάρκος και ξεσήκωσε πανηγυρισμούς.

-Ώγάπη, ψέλλισε με κόπο ο Νδυσσέας. Ρο σούσουρο ξαναξύπνησε, αλλά το


μεγάφωνο τους επανέφερε στην τάξη.

118_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Βιαφωνία ή συμμόρφωση;

-Πυμμόρφωση, απάντησε ο Κάρκος.

-Γλευθερία, διαφώνησε ο Νδυσσέας.

-Βεν έχετε επιλογή, ακούστηκε.

-Βιαφωνία, είπε τότε.

-΋πλο ή εργαλείο; Βίστασαν. Γπανέλαβαν.

-Γργαλείο, είπαν κι οι δυο και οι κριτές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Ξαιχνίδι ή πειθαρχία;

-Ξει-θαρ-χία, συλλάβισε σαν νικημένος ο Κάρκος.

Ρη στιγμή που ο Νδυσσέας ήταν έτοιμος να απαντήσει, μια μητέρα με ένα


παιδί σταμάτησαν έξω από τα κάγκελα. Ε μπάλα του μικρού έπεσε μέσα στο
προαύλιο κι εκείνο κοιτούσε τα παιδιά και την ζητούσε πίσω. Θανείς δεν είχε
υπολογίσει το συμβάν. Θανείς δεν κουνήθηκε. Ρο παιδί άρχισε να δείχνει προς το
μέρος τους και να ζητάει επίμονα το παιχνίδι του. Ν Νδυσσέας έκανε ένα βήμα.
Ρον σταμάτησε το μεγάφωνο. Ρο μικρό άρχισε να κλαίει. Ρο μεγάφωνο καλούσε τη
μάνα να το πάρει από κει. Ρο παιδί ούρλιαζε και εκείνη δεν μπορούσε να το
συνεφέρει. Πιωπή και κανείς να μη σαλεύει. Ρα μάτια του Νδυσσέα είχαν γεμίσει
δάκρυα, που με κόπο τα συγκρατούσε. Θοιτούσε κατάματα τον Κάρκο, που κι
εκείνος άρχισε να βουρκώνει.

Ρότε ο Νδυσσέας ύψωσε φωνή, δεν ήξερε και αυτός πού τη βρήκε.

-Άνθρωπος ή ρομπότ; Δωή ή κάψουλα; Σίλος ή αντίπαλος; ρωτούσε κι όλο


πλησίαζε το Κάρκο με τους κριτές και το μεγάφωνο να ωρύονται, για να τον
επαναφέρουν στην τάξη. Έφτασε δίπλα του, σε απόσταση αναπνοής. Θλάμα ή
χαμόγελο; του πέταξε, ενώ το παιδί στα κάγκελα δεν είχε σταματήσει να κλαίει.

119_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

-Βεν έχετε επιλογή, ακούστηκε, κάντε πίσω, πίσω.

-Κπάλα, μπάλα μου, ακούστηκε η φωνή του μικρούλη.

Ώυθόρμητα κι οι δυο όρμησαν και έτρεξαν προς την μπάλα, την έπαιξαν,
την σήκωσαν ψηλά και την πέταξαν έξω στο μικρό που χαμογελούσε ξανά. Νι δύο
μονομάχοι κοιτάχτηκαν.

-Λικητές; ρώτησε ο Νδυσσέας.

-Λαι, έγνεψε ο Κάρκος.

-Σίλοι; ξαναείπε.

-Πυγγνώμη. Ήταν όμως αργά. Θαι οι δύο είχαν αψηφήσει τους κανόνες.
Ώλίμονο αν ο καθένας έκανε αυτό που ήθελε, αυτά ήταν δουλειά των ισχυρών που
ποτέ δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν. Ρο προαύλιο εκκενώθηκε. Νι κριτές
ανακοίνωσαν το αποτέλεσμα της μονομαχίας. Ν Νδυσσέας είχε καταδικαστεί. ΋σο
για το Κάρκο, θα του δινόταν μια εσχάτη των ευκαιριών.

Ν Νδυσσέας πήρε την τσάντα του και κατέβηκε τα σκαλιά. ΋λοι χτυπούσαν
τα κάγκελα γιουχαΎζοντάς τον. Βεν κοίταξε πίσω. Κόνο κάτι βήματα άκουσε.

-Ξερίμενε. Ήταν ο Κάρκος.

-Πτάσου, σου έδωσαν μια ευκαιρία, δε θα έχεις άλλη.

-Ών την δεχτώ, δε θα έχω άλλη, του είπε. Ρον ακολούθησε, η πόρτα άνοιξε
και οι δυο μαζί πέταξαν τα βραχιόλια τους και δρασκέλισαν το κατώφλι. Ε
σειρήνα ξαναήχησε, καθώς το μάθημα ξανάρχιζε.

-Ώχ! Ν Νδυσσέας ξύπνησε τρομαγμένος.

-Πυνέρχεται, ακούστηκε μια φωνή. Γπιτέλους!

120_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

-Ξού, πού βρίσκομαι; Οώτησε εκείνος, ποιος νίκησε; Κε διώξανε;

-Ξαραμιλάει, είναι από το σοκ, διαπίστωσε μια αντρική φωνή.

-Καμά, μπαμπά. Άνοιξε τα μάτια του χαρούμενος. Ξού είμαι;

-Πτο νοσοκομείο, αγόρι μου, σε χτύπησε ένα αυτοκίνητο καθώς πήγαινες


στο σχολείο.

-Ξότε; Ώφού με έδιωξαν.

-Ρο πρωί, αγόρι μου, ο Κάρκος μας ειδοποίησε.

-Ξοιος; Ν αντίπαλός μου;

Ρι λες, παιδί μου; Ν Κάρκος είναι ο καλύτερός σου φίλος.

-Θαι πού είναι τώρα;

-Λα ΄μαι κι εγώ, ξετρύπωσε ανάμεσά τους ένα κεφάλι. Ρα κατάφερες από
την πρώτη μέρα στο σχολείο να κάνεις κοπάνα, φιλαράκο.

-Ιες πως δε θα έχουμε άλλη ευκαιρία; ρώτησε ο Νδυσσέας.

-Κεταξύ μας, πολλές, στο εγγυώμαι, του αποκρίθηκε ο φίλος του και
κόλλησε το χέρι του με το δικό του.

121_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Καίρη Αεωρ. Πίσια

Γεννήθηκα στην Αθήνα. ΢πούδασα Μεσαιωνική και Νεοελληνική φιλολογία στα Ιωάννινα. Από το
1990 εργάζομαι στη δημόσια εκπαίδευση. Σο 2009 πρωτοεμφανίστηκα στο χώρο του βιβλίου
συμμετέχοντας στη συλλογή διηγημάτων “7 ψυχές 7 ζωές” (Φρ. Δαρδανός). Σο 2011 και το 2012
δύο θεατρικά μου παρουσιάστηκαν στο διεθνές φεστιβάλ Πέτρας και στα πολιτιστικά δρώμενα του
δήμου Ιλίου. Σο 2012 κυκλοφόρησαν τα παραμύθια μου “Σρεις δράκοι, μα τι δράκοι!”, ενώ το 2014 η
συλλογή διηγημάτων μου “Ζωή σε δέκα καρέ” (Οσελότος). Σο 2016 εκδόθηκε το μυθιστόρημά μου
“΢τη δίνη του ονείρου” (Όστρια). Ζω στην Αθήνα, είμαι παντρεμένη και έχω δύο παιδιά.

122_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Λίκος I. Καρμοίρης, Καραβάς ΢πάρτης

Σο σχολείο

Ρ ΝΛ ΞΏΞΞΝ΢ Ι΢ΘΝ΢ΟΑΝ ΒΓΛ ΡΝΛ Ζ΢ΚΏΚΏΗ ΞΝΙ΢. Ρην εικόνα του την έχω
αποτυπωμένη στο μυαλό μου κυρίως από τις φωτογραφίες που είχε η γιαγιά
Ρούλα πάνω στο τζάκι. Γίχε λίγα κατάλευκα μαλλιά περιμετρικά της κεφαλής του,
που θα „λεγες ότι οριοθετούσαν την πλατιά του καράφλα. Γκείνα που θυμάμαι
έντονα είναι η κορμοστασιά του κι η βροντερή του φωνή.

Ήταν ψηλός κι ευθυτενής. Πυνήθως ντυμένος με κουστούμι. Ρους


χειμερινούς -κυρίως- μήνες το συνόδευε εσωτερικά με γιλέκο, στην αριστερή μεριά
του οποίου σχημάτιζε μια χρυσή καμπύλη η αλυσίδα του ρολογιού τσέπης.
Νικογενειακό κειμήλιο. ΋,τι του είχε απομείνει. Ε βροντεράδα στη φωνή του
σχεδόν καθηλωτική. Βεν σήκωνε διαφωνίες.

Ρον παππού, λοιπόν, δεν τον θυμάμαι αρκετά. Ρον γνώρισα περισσότερο
μέσα απ‟ τις διηγήσεις των άλλων. ΋χι μόνον της γιαγιάς και του πατέρα. Ώλλά του
χωριού ολάκαιρου. Θι αυτό ήταν που του χάριζε επιπλέον πόντους ύψους στη
συνείδησή μου. Πε μια κοινωνία που συχνά κανιβαλίζει, ο παππούς Ιυκούργος
άνδρωνε το ανάστημά του. Πτάθηκε όρθιος με τις πράξεις του, αποτελώντας
παράδειγμα υγιούς σκέψης. Βίχως να επιδιώκει πρωτοκαθεδρίες κι αξιώματα,
επιλέγοντας να μένει πάντοτε διακριτικά στο παρασκήνιο.

123_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Γκείνο που „ρχεται στο μυαλό όλων μόλις ακούσουν το όνομα Ιυκούργος
Ώλεξιάδης είναι το Βημοτικό Πχολείο του οικισμού. Έγιναν έννοιες ταυτόσημες.
Ιέξεις συνώνυμες.

Ρο χωριό μας δεν ήτανε ποτέ αυτόνομη Θοινότητα. Άνηκε ως οικισμός στην
Θοινότητα Ιαγκάδας, ενός ημιορεινού χωριού. Πχεδόν μια ώρα μακριά ποδαράτα.
Κετά τον πόλεμο ο παππούς έπιασε τον Θοινοτάρχη κι ύστερα το Λομάρχη για να
φτιαχτεί σχολείο στο χωριό. «Ρί το θέλετε το σχολειό μια χούφτα νοματαίοι;», τον
ρωτούσαν. «Κιαν ώρα μακριά είναι το σχολειό», απαντούσε εκείνος. Θαι συνέχιζε:
«Ώρκετή για να μην στέλνουν όλοι τα παιδιά τους. Ε εκπαίδευση κύριοι άρχοντες
είναι αγαθό. Θι υποχρέωση. Θαι του κράτους και του πολίτη. Ών το σχολειό είναι
στην πόρτα μας, πέντε βήματα, ποια δικαιολογία θα „χει κανείς να κρατήσει το
παιδί στη δουλειά, μακριά απ‟ τα γράμματα; Νυδεμιά! Κήτε ο τσοπάνος, μήτε ο
αγρότης. Λα μορφωθούν τα παιδιά μας, κύριοι. Γκείνα είν‟ η ελπίδα μας». Ρούτη
ήταν κι η γραμμή του.

Κε τα πολλά, κι επίσκεψη στην επίσκεψη τα κατάφερε. Ρους έπεισε για τη


σπουδαιότητα του σχολείου. Ε Θοινότητα αγόρασε το χώρο. Ένα οικοπεδάκι
ανάμεσα ακριβώς στην πλατεία και την εκκλησία. Ιες κι είχε μείνει ορφανό γιατί
περίμενε να υποδεχθεί το σχολείο του χωριού. Ξαραχώρησε κι Γνορία ένα μικρό
μέρος απ‟ το προαύλιό της. Πτην αρχή ο παπάς έφερε κάποιες αντιρρήσεις. «Άκου
να δεις παπά, η εκκλησία απ‟ την εποχή της Ρουρκιάς ήντανε σύμμαχος των
γραμμάτων. Θι όχι οχτρός. Κη σταθείς τώρα συ εμπόδιο». Βεν στάθηκε!

Ε Λομαρχία έστειλε σχετικό αίτημα στο ΢πουργείο Ξαιδείας. Θαι κίνησε


όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες δίχως χρονοτριβές. Έτσι, με απόφαση ΢πουργού
το Βημοτικόν Πχολείον Λεοχωρίου ιδρύθηκε στις αρχές του 1951. Θαι μάλιστα, το
Πεπτέμβρη εκείνου του χρόνου θα λειτουργούσε για πρώτη φορά.

Λα φτιαχτεί κτίριο όμως μέσα σε λίγους μήνες ήτανε φύσει αδύνατο.


Πχέδια, μελέτες, κονδύλια, εγκρίσεις ήθελαν το χρόνο τους. «Ξάρτε όσο χρόνο

124_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

χρειαστεί να γίνει κάτι σωστό. Πχολειό φτιάχνουμε, όχι κοτέτσι. Βιόρισε δάσκαλο
κυρ-Λομάρχα και μη σε νοιάζει, θα βρούμε προσωρινό κεραμίδι». Έτσι κι έγινε. Ν
παππούς φαίνεται πως είχε δουλέψει κάθε πλάνο στο μυαλό του, απ‟ όταν
συλλάβιζε το πρώτο γράμμα κάθε πρότασής του. Ρο σχολικό έτος 1951-1952 ήταν το
πρώτο της σχολικής ζωής του οικισμού. Ρο σχολείο μας έγινε ένα ζωντανό κύτταρο
που άρχισε να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται στον οργανισμό του χωριού. Ήρθε
κι ο δάσκαλος στο χωριό και τα παιδιά, 31 μαθητούδια, μπήκαν στην τάξη. Αια την
ακρίβεια στο σπίτι του παππού που το μετέτρεψε σε τάξη. Ένα δίπατο, πέτρινο
σπίτι. Πτο ισόγειο υπήρχε ένα παλιό ταβερνάκι. Ρο «μαγαζάκι του Ιυκούργου»,
όπως το θυμούνταν οι πιο παλιοί. Έδιωξε τα άχρηστα πράγματα, τ‟ άσπρισε μ‟
ασβέστη, έδωσε άλλη χρήση στα τραπέζια και τις καρέκλες που έγιναν θρανία,
έβαλλαν κι έναν παλιό μαυροπίνακα, και ένα κουτί κιμωλίες. Θι η αυλή του
παππού έγινε σχολικό προαύλιο. Αια τέσσερα χρόνια γέμιζε παιδικές φωνές και
παιχνίδια μόλις η κουδούνα του δάσκαλου σήμαινε το διάλλειμα. Θουτσό,
πεντόβολα, τυφλόμυγα…

Πτο μεταξύ ο παππούς Ιυκούργος είχε βρει έναν αξιόμαχο σύμμαχο στην
προσπάθεια ανέγερσης του κτιρίου του σχολείου. Ρο δάσκαλο του χωριού Αεώργιο
Γμμανουηλίδη. Κικρασιάτης που είχε βρεθεί στην Γλλάδα ύστερα απ‟ την
ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Πτην πορεία βρήκε στο πρόσωπό του κι έναν
καλό φίλο με τον οποίο έκαναν για χρόνια φιλολογικές, πολιτικές κι άλλες
συζητήσεις. Νι δυο τους έκαναν συχνές επισκέψεις στο Λομάρχη να μαθαίνουν από
πρώτο χέρι για την πορεία του κτιρίου. Ρα σχέδια ήτανε από καιρό έτοιμα. Θι είχαν
λάβει τις αντίστοιχες εγκρίσεις. Γκείνο που καθυστερούσε το πράμα ήταν η έλλειψη
κονδυλίων. «Κόνον τα υλικά βάλτε κυρ-Λομάρχα, τα χέρια θα τα βάλουμε εμείς».
ΐγήκε κάποια στιγμή ένα κονδύλι 2.200 δραχμών. Νύτε για τα υλικά δεν έφτανε!
«Ρόσα δύναμαι», είπε ο Λομάρχης. «Νύτε δραχμή παραπάνω. Έχουμε να
πληρώνουμε και το δάσκαλο»…

125_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Ρο κονδύλι της Λομαρχίας ήτανε πενιχρό. Ρόσο που για να το


συμπληρώσουν ξεκίνησαν έρανο «υπέρ ανεγέρσεως Βημοτικού Πχολείου
Λεοχωρίου». Ώπό σπίτι σε σπίτι κι από πόρτα σε πόρτα. Ρα Πάββατα, π‟ είχε λαϊκή
αγορά στο κέντρο της πόλης, πήγαιναν δυο τρεις χωριανοί -μαζί κι ο δάσκαλος-
για τον έρανο. Πτους περαστικούς, στους θαμώνες των καφενέδων, παντού! Γκτός
από τα χρήματα είχανε κι άλλα τυχερά. Γγώ θα φτιάξω τις πόρτες, εγώ τις
κουρτίνες, εγώ τα παράθυρα, εγώ το „να, εγώ τ‟ άλλο…

Ώφού γέμισε ο κουμπαράς με δραχμές κι είδη, μαζεύτηκαν κι οι μάστορες


του χωριού, πετράδες, χτίστες, υδραυλικοί, και λοιποί και το „φτιάξαν σιγά σιγά το
σχολείο. Ξέτρα την πέτρα. Ρους πήρε σχεδόν έξι μήνες. Κε κόπο κι ιδρώτα. Θαι
μπόλικη προσωπική εργασία. Κα δεν τους ένοιαξε, γιατί χτίσανε τα θεμέλια με
μεράκι και μπόλιασαν τους τοίχους με αγάπη. Ώγάπη που είχε νωρίτερα σπείρει
στις ψυχές τους ο παππούς.

Ρο σχολείο μας ήταν πέτρινο, με κεραμοσκεπή. Πτενόμακρο με μια μεγάλη


αίθουσα κι ένα μικρό γραφείο για το δάσκαλο. ΋,τι έπρεπε για τις ανάγκες του
χωριού μας. Γίχε κι έναν προθάλαμο με δυο σκαλάκια. Αια „κεί ο παππούς είχε
παραγγείλει μια μεγάλη χειροποίητη εικόνα των τριών Ηεραρχών. Ρο „χε κάνει
τάμα, άμα φτιαχτεί το σχολείο! Ηωάννης ο Τρυσόστομος, ΐασίλειος ο Κέγας,
Αρηγόριος Λαζιανζινός˙ προστάτες των γραμμάτων.

Ζρανία, πίνακα, χάρτες, βιβλιοθήκες κι άλλον απαραίτητο εξοπλισμό είχαν


βρει από το γαμπρό του Λικολάκη του λιοτριβάρη. Ήτανε δάσκαλος σε ένα
κεφαλοχώρι δυο τρεις ώρες μακριά. Γκεί, κανόνισαν λοιπόν να ξεσκαρτάρουν τα
πιο χρήσιμα και γερά απ‟ τα παλιά θρανία που είχαν φυλαγμένα στην αποθήκη
τους και να τα προσφέρουν στις ανάγκες του νέου σχολείου. Ένα πρωί ο παππούς
τα μίλησε με το Λικολάκη, καβάλησαν το φορτηγάκι που μετέφερε τις ελιές, πήραν
μαζί και μερικούς γεροδεμένους χωριανούς και πήγαν να φορτώσουν τα παλιά

126_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

θρανία. Πτη διαδρομή κάθε παλιό, λες και δια μαγείας είχε φρεσκαριστεί, είχε
κιόλας μετατραπεί σε ολοκαίνουργιο για το σχολείο μας.

*********************

Ρο δημοτικό σχολείο λειτούργησε έως το 1989. Τρόνο με το χρόνο ο


πληθυσμός του χωριού μειωνόταν δραματικά. ΍σπου ο μονοψήφιος αριθμός
παιδιών δεν στάθηκε ικανός να δικαιολογεί ολόκληρο μονοθέσιο σχολείο πια. Ώπό
τότε, τα λιγοστά παιδιά πήγαιναν σχολείο στην πόλη με το λεωφορείο της γραμμής.

Κε τα χρόνια το σχολείο ερήμωνε. Πιγά σιγά άρχισε να παίρνει μπροστά


τον προσδιορισμό «παλιό». Ρο παλιό σχολειό. Γργασίες συντήρησης δε γίνονταν
πια. Πταδιακά άρχιζε να φαντάζει ως ένα φάντασμα που στεκόταν εκτός εποχής
στο κέντρο του χωριού. Καραζωμένο. ΋ταν το 1998 οι Θοινότητες συγχωνεύτηκαν
κι έγιναν Βήμοι, δημόσια κτήρια όπως το σχολείο μας αφέθηκαν εγκαταλελειμμένα
κι αναξιοποίητα στην τύχη τους. Ήταν φορές που νόμιζες πως αν ένας από
μηχανής θεός δεν επέμβει, κάποια στιγμή η στέγη θα βρεθεί να γίνεται ένα με το
πάτωμα.

Ν παππούς έλεγε πυκνά συχνά με έκδηλη αγωνία, ζωγραφισμένη στην κάθε


αμυχή του προσώπου του: «Κην αφήσετε το σχολειό μας να χαθεί. Θι έως ότου
ξαναανοίξει ως σχολειό να το κάμετε βιβλιοθήκη. Λα το κάμετε πνευματικό
κέντρο…». Φς το τέλος, τούτη ήταν η αγωνία του.

Ν περασμένος αιώνας, φεύγοντας πήρε μαζί του και τον παππού. Θι η νέα
χιλιετία έφερε την ίδρυση ενός πολιτιστικού συλλόγου, που άνθισε για να
υιοθετήσει το όνειρο του μπαρμπα-Ιυκούργου. Νι χωριανοί συσπειρώθηκαν γύρω
απ‟ το νέο σύλλογο, μάζεψαν χρήματα, και δούλεψαν για το σχολείο. ΋πως

127_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

ακριβώς είχαν κάνει μισόν αιώνα νωρίτερα οι πατεράδες τους. Ρο „ξυσαν, το


„βαψαν, του „βαλαν πλακάκια, τ‟ άλλαξαν τη σκεπή, καινούργιες κουρτίνες…
Ώιτήθηκαν και στο Βήμο να τους το παραχωρήσει προς αξιοποίηση. Ρο Βημοτικό
Πυμβούλιο λαμβάνοντας υπ‟ όψη τα ως άνω σχετικά […] αποφάσισε ομοφώνως
την επ‟ άπειρον παραχώρηση του κτιρίου του Βημοτικού Πχολείου Λεοχωρίου στον
οικείο πολιτιστικό σύλλογο, ως κτίριο άρρηκτα συνδεδεμένο με τον οικισμό και
τους κατοίκους, προς αξιοποίηση κι εξύψωση του πνευματικού και πολιτιστικού
επιπέδου του οικισμού.

*********************

Ν Ξαύλος μπήκε φουριόζος στο καφενείο. Ήρθε προς το μέρος μου και
πέταξε με δύναμη τον τοπικό «Θήρυκα» πάνω στο στρογγυλό τραπέζι με το
μαρμαράκι που „πινα καφέ. Ξαραλίγο να γκρεμίσει με μιας όλα τα ποτήρια.
«Ξρόεδρε, άνοιξε στη σελίδα επτά». ΐουτάω την στραπατσαρισμένη εφημερίδα και
την ανοίγω. Βιαβάζω στη δεξιά στήλη πλάι στο δεξί μου αντίχειρα που την κρατάει:

«Ρο νέο Βημοτικό Πυμβούλιο αποφάσισε την κατεδάφιση των κτιρίων τριών
πρώην δημοτικών σχολείων και την αξιοποίηση των οικοπέδων ως αθλητικών
εγκαταστάσεων μέσω πόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Ξρόκειται για τα
σχολικά κτήρια των Θοινοτήτων Ώγίου ΐασιλείου και Τασανέικων και του
οικισμού Λεοχωρίου».

Ρί εννοεί θα γκρεμίσει τα σχολεία; Πήκω Ξαυλή, πάμε! Θινήσαμε να βρούμε


το Βήμαρχο. Κε τα πολλά μας άφησαν να περάσουμε. Μέρετε κύριε Βήμαρχε, το
κτίριο έχει παραχωρηθεί στο Πύλλογό μας επ‟ άπειρον προς αξιοποίηση. Λαι, δεν
το έχουμε αξιοποιήσει ακόμα. Ώσφαλώς κι έχουν περάσει δέκα χρόνια απ‟ την
απόφαση που επικαλούμαστε˙ το άπειρο δεν έχει περάσει ακόμα. ΋χι, όχι δεν σας

128_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ειρωνεύομαι. Ώλλά μεσολάβησε κι η κρίση και οι πόροι μας μειώθηκαν. Ν


σύλλογός μας έκανε όλες τις απαραίτητες τεχνικές μελέτες αυτή τη 10ετία κύριε
Βήμαρχε. Γίμαστε ακριβώς ένα στάδιο πριν την υλοποίηση. Ρι εννοείτε δεν σας
αφορά; Ανωρίζετε την ιστορία αυτού του κτιρίου κύριε Βήμαρχε; Ανωρίζετε τους
κόπους των ανθρώπων που το „χτισαν πριν από εξήντα χρόνια; Ώφουγκραστείτε
επιτέλους την τοπική κοινωνία. Ρι πάει να πει ο Ξρόεδρος της Θοινότητας είναι
δικός σας; Βε σας καταλαβαίνω. Ιυπάμαι… Ε πόρτα πίσω μου έκλεισε με γδούπο.
Ε γραμματέας πετάχτηκε από το θόρυβο που την έβγαλε απ‟ την ανία της κι
ανασηκώθηκε απ‟ τη βολή της.

΋ταν επέστρεψα στο χωριό τα νέα είχαν διαδοθεί με ταχύτητα αστραπής.


ΐασικά είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία που συνοδεύτηκε με απόκοσμες
βροντές! Ώκολούθησαν παραστάσεις διαμαρτυρίας, άρθρα επί άρθρων στον
«Θήρυκα», εντάσεις… Κα είναι το στολίδι μας, είναι ο κόπο μας, το αύριό μας. Άρε
παππού, αναφώνησα! Ρι θα „κανε άραγε ο παππούς Ιυκούργος; Ξως θα κατάφερνε
έναν ξεροκέφαλο κι απαίδευτο αξιωματούχο;

Ν χρόνος κυλούσε σαν τις σελίδες ενός βιβλίου που βρέθηκε στην πορεία
του ανέμου. Ε μέρα της κατεδάφισης είχε κιόλας φτάσει. Νι Λεοχωρίτες είχαμε
συγκεντρωθεί από το προηγούμενο βράδυ στο χώρο του σχολείου. Κόλις η
μπουλντόζα του Βήμου έφτασε, κυκλώσαμε το κτίριο σχηματίζοντας μια σάρκινη
αλυσίδα και προτάξαμε απέναντι στην κουτάλα του μεγάλου μηχανήματος τα
σώματά μας σαν ανθρώπινες ασπίδες. ΋λοι. Θάθε ηλικίας˙ γέροι, νέοι και παιδιά.
Ήταν σα να „ρχόταν κάποιος να μας πάρει το σπίτι. Θι εμείς το υπερασπιζόμασταν
με κάθε τρόπο. Ε Βημοτική Ώρχή, πανάθεμα το κεφάλι της, είχε στείλει ως και την
αστυνομία. Έτοιμη να επέμβει. Λα μπουζουριάσει τους «ταραξίες», αν χρειαστεί.
ΐρε, κι ολόκληρο το χωριό να συλλάβετε, εμείς θα το χτίσουμε το σχολείο μας στο
προαύλιο της φυλακής!

129_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θάνοντας αλλοπρόσαλλες, σουρεαλιστικές όσο και γενναίες σκέψεις είδα


την κουτάλα του ογκώδους μηχανήματος να κάνει την πρώτη της κίνηση. Ε ώρα
είναι 7.49 πρωινή. Ξερίμενα να ακούσω του σούρσιμό της πάνω στα τοιχία και την
σκεπή του σχολείου. Παν ένας φωτογράφος να απαθανάτιζε τη σκηνή, ένιωσα πως
ο χρόνος είχε μεταφυσικά σταματήσει. Παν να κοκάλωσε το ρολόι του κόσμου στην
ώρα Γλλάδος˙ 7 ώρες και 49 πρώτα λεπτά. Βεν ήταν ο χρόνος που σταμάτησε. Ήταν
η κουτάλα που έμεινε να στέκεται μετέωρη εκατοστά πάνω από την στέγη του
σχολείου. Ώκούνητη. Ώσάλευτη. Ιες και κάποιο μαγικό ραβδί μεταμόρφωσε το
χειριστή σε άγαλμα. Ή μάλλον, ένα μαγικό τηλέφωνο έδωσε εντολή παύσης.

Πε λίγο, στην άκρη του δρόμου ξεμύτισε το αυτοκίνητο του Βήμαρχου.


Θατέβηκε συνοδεία δυο αντιδημάρχων. Ώφού χαιρέτησε τους σαστισμένους
παρευρισκόμενους, ανέβηκε στο βατήρα της μπουλντόζας κι απευθύνθηκε στο
απορημένο πλήθος. «Ώγαπητοί συνδημότες, αφουγκραστήκαμε τις αγωνίες και τις
ανάγκες της τοπικής κοινωνίας κι αποσύραμε την απόφαση κατεδάφισης των
σχολικών κτιρίων. Κε αίσθημα ευθύνης μπλαμπλαμπλα…». Ιόγια, λόγια… Ιόγια
παχιά! Έκλεισα τα αυτιά μου. Ρα άνοιξα πάλι όταν τελείωσε για να ακούσω τις
ζητωκραυγές στις οποίες ξέσπασε το έκπληκτο πλήθος. Δητωκραυγές όχι υπέρ του
Βημάρχου. ΢πέρ ενός αγώνα που κατακτήθηκε. ΢πέρ της γνώσης και της παιδείας,
που θα έλεγε κι ο παππούς Ιυκούργος.

΋ταν οι εκδηλώσεις των συγχωριανών καταλάγιασαν ο Βήμαρχος συνέχισε.


«Ρο Βημοτικό Πυμβούλιο θα κάνει το παν για να σας βοηθήσει στον υψηλό στόχο
που έχετε θέσει. Λα γίνει το παλιό σας σχολείο ξανά χώρος παιδείας, γνώσης και
πολιτισμού. Λα γίνει ΐιβλιοθήκη και Ξολιτιστικό Θέντρο, που θα φέρει το όνομα
“Ιυκούργος Ώλεξιάδης”, τιμώντας τον άνθρωπο εκείνο που οραματίστηκε και
πάλεψε για το Βημοτικό Πχολείο Λεοχωρίου όσο κανείς άλλος».

Πάστισα. Θαι βούρκωσα ταυτόχρονα. Ρα ερωτήματα χόρευαν στο μυαλό


μου και σχημάτιζαν ερωτηματικές προτάσεις. ΋ταν κατέβηκε από το κίτρινο

130_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ογκώδες μηχάνημα, τον πλησίασα γοργά γοργά και τον ρώτησα: «Ρί άλλαξε κύριε
Βήμαρχε; Ρί μεσολάβησε;»

Κε έπιασε φιλικά από το μπράτσο και με πήρε να προχωρήσουμε πιο πέρα.


«Ιυκούργο», μου είπε βαδίζοντας στο προαύλιο του σχολείου, «εχθές το βράδυ
είδα ένα ομολογουμένως περίεργο και ζωντανό όνειρο. Ένα όνειρο που με έκανε
να συνειδητοποιήσω το λάθος μου». Βεν περίμενε να τον ρωτήσω. Βεν πρόλαβα
έτσι κι αλλιώς. Πυνέχισε:

«Γίδα έναν γέρο να κάθεται σε ένα παλιό ξύλινο θρανίο. Ρο πρασινο-


κίτρινο χρώμα του είχε αρχίσει να ξεφτάει και να φανερώνεται το χρώμα του
ξύλου. Γρείπια φρέσκα, που ανάβλυζαν σκόνη και χώμα. Αύρω του ήταν μόνο
πέτρες γκρεμισμένες κι ερείπια ενός δημοτικού σχολείου. Θαθόταν στο ξύλινο
θρανίο στο κέντρο του χαλάσματος κι είχε κρύψει στα αριστερό του χέρι το
πρόσωπό του. Έκλεγε. Έκλεγε σαν μικρό παιδί με αναφιλητά. Πτ‟ άλλο χέρι
βαστούσε ένα παλιό φθαρμένο αναγνωστικό και μια ασπρόμαυρη, κιτρινιασμένη
από το χρόνο, φωτογραφία. Ρον πλησίασα, τον κοίταξα στα δακρυσμένα μάτια και
τον ρώτησα γιατί κλαίει. Κου έδειξε τη φωτογραφία που κρατούσε. Ήταν μια
σχολική τάξη. Πτα δεξιά καθόταν ο δάσκαλος. Ρα παιδιά θα „φτάναν και θα
ξεπερνούσαν τα πενήντα στον αριθμό. Ξίσω τους φαινόταν το σχολείο τους. Κου
είπε πως η τάξη της φωτογραφίας ήταν η τάξη του στο δημοτικό. Κου έδειξε και
τον εαυτό του στο μέσο. Κόλις οι Ρούρκοι άρχισαν τις καταστροφές, γκρέμισαν
πρώτα εκκλησίες και σχολειά. Ώπ‟ τους συμμαθητές του πολλοί χάθηκαν κατά τη
διάρκεια της Κικρασιατικής Θαταστροφής. ΋σοι κατάφεραν να περάσουν με
οποιονδήποτε τρόπο τη θάλασσα και να „ρθουν απέναντι, σε ελληνικό έδαφος, δεν
είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν. Βούλεψαν για να ζήσουν οι ίδιοι, να ζήσουν
και τις οικογένειές τους. Θάποιοι με το ζόρι έβγαλαν το Βημοτικό. Αια παραπάνω
σπουδές, ούτε λόγος…

131_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Θοιτούσα μια τη φωτογραφία, μια το γέρο π‟ έκλαιγε. Θάποια στιγμή


σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε ίσια, βαθιά στα μάτια με τα δακρυσμένα του
μάτια. “Κη γκρεμίσεις, παιδί μου, τα σχολειά”, μου είπε. Ε βροντερή του φωνή
νόμιζα πως ηχούσε ως το ξημέρωμα στα αυτιά μου. Ν γέρος εκείνου του περίεργου,
τ‟ ολοζώντανου ονείρου π‟ έκλαιγε μπροστά μου, Ιυκούργο, ήταν ο παππούς
σου…»!

Λίκος I. Καρμοίρης

Γεννήθηκε στη ΢πάρτη το 1989. Είναι πτυχιούχος Ιστορίας–Αρχαιολογίας (ΕΚΠΑ) και


μεταπτυχιακός φοιτητής Νεότερης και ΢ύγχρονης Ιστορίας (ΠΑΠΕΛ). Ασχολείται συγγραφικά με
διάφορα λογοτεχνικά είδη και κείμενά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει
εκδώσει μία ιστορική έρευνα και δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα. Έχει αναπτύξει σημαντική
δραστηριότητα στον περιφερειακό, έντυπο και ηλεκτρονικό, τύπο της Λακωνίας μέσω αρθρογραφίας,
συνεντεύξεων και έκδοσης εφημερίδας. Ασχολείται ενεργά με τα κοινά από εφηβική ηλικία, έχοντας
περάσει από θέσεις ευθύνης σε πολιτιστικούς κι αθλητικούς φορείς και επιτροπές ΟΣΑ. ΢ήμερα
μοιράζει το χρόνο του μεταξύ ΢πάρτης, Αθήνας και Καλαμάτας…

132_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Βημήτρης Θ. Τούλιος, Πάτρα

Σο δομικό κομμάτι της γνώσης

Ώ Λ ΘΏΞΝΗΝΠ ΏΖΓΏΡΝΠ ΞΏΟΏΡΕΟΕΡΕΠ ΐΟΗΠΘΝΡΏΛ ΚΓΠΏ ΠΡΕΛ ΏΗΖΝ΢ΠΏ

το πρωινό που το τούβλο διέσχιζε την τάξη από τη μία πλευρά στην άλλη,
εκείνο

πιθανότατα θα προτιμούσε να ξαναδεί τη σκηνή με τη συνδρομή της σύγχρονης


τεχνολογίας. Έτσι, σε αργή κίνηση να φαίνεται ο Ράσος που το ξεκολλά, με το
διαβολικό βλέμμα να σχηματίζεται αργά-αργά σα λεκές στο παχύ του πρόσωπο, -
επιτέλους, ύστερα από κόπους πολλών ημερών- από τον πράσινο τοίχο και να το
εξακοντίζει με μαεστρία πάνω απ‟ τα κεφάλια της μεσαίας σειράς στοχεύοντας εμάς
τους δύο που καθόμασταν τρίτο θρανίο από τον πίνακα δίπλα στα παράθυρα. Ρον
παραδέχομαι ακόμα και σήμερα τον κερατά! Ξώς κατόρθωσε να προκαλέσει τόσο
σαματά και ακόμα πιο θαυμάσια πώς απέφυγε ν‟ ανοίξει κανενός το κεφάλι! Ρύχη
μας; Ώστοχία δική του; Έξυπνη βολή; Ξοτέ δε θα μάθουμε.

Ρο τούβλο έσκασε με πάταγο στα πόδια του διπλανού μου, του Ππύρου, στο
κενό ανάμεσα στο θρανίο μας και το χαμηλό τοίχο αφήνοντας ένα καφετί ίχνος στο
πράσινο φόντο. Θαι τότε έγινε ακόμα κάτι πιο θαυμαστό! Ν καθηγητής της
Θοσμογραφίας που εκείνη την ώρα ήταν απασχολημένος με αυτά που κατέγραφε
στον πίνακα, γύρισε εκνευρισμένος και κατευθυνόμενος στον Ππύρο τού κούνησε
το δάχτυλο απειλώντας τον με κάπως άτονο τρόπο: εσύ να προσέχεις, του
διεμήνυσε…

133_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Νμολογουμένως θα περίμενε κανείς κάποιος που ασχολείται με τους νόμους


της βαρύτητας, την ταχύτητα, τις βολές και τις κινήσεις των πλανητών, να
αντιληφθεί το προφανές ότι δηλαδή όταν ακουστεί κάπου θόρυβος από πτώση
βαρέος αντικειμένου, δεν μπορούν να κατηγορηθούν τα υποψήφια θύματα που
βρίσκονταν στο σημείο της έκρηξης ως θύτες! Ξώς θα μπορούσε, ας πούμε, ο
Ππύρος να προκαλέσει τόσο θόρυβο πετώντας ένα άγνωστο αντικείμενο ακριβώς
δίπλα του και με ποιο σκοπό;

Έγινε σιγή. Ώβρόχοις ποσί ο Ράσος επέτυχε το σκοπό του. Βε μίλησε κανείς.
Νύτ‟ εμείς.

Ν Ράσος δεν ήταν ένα τυχαίο άτομο. Ήταν η τέχνη της αποδόμησης
αυτοπροσώπως. Θάθε τι που επιτελούσε έναν σκοπό μέσα στο σχολικό κτίριο,
αποτελούσε γι‟ αυτόν στόχο που έπρεπε να πληγεί ανυπερθέτως! Ρώρα, πώς του
κατέβηκε η ιδέα, βλέποντας ένα ξέφτισμα στη λαδομπογιά του τοίχου να του κάνει
στριπτίζ και να βγάλει από μέσα αυτό το κομμάτι λάσπης και φωτιάς και
αυτομάτως να το χρησιμοποιήσει δίχως να έχει προσχεδιάσει για τι, αυτό πια ας το
κρίνουν οι ψυχολόγοι-ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βεν ξέρω με τι
εργαλείο λιμάριζε επισταμένως το χάσμα εκείνο, μα είχαμε εντοπίσει καιρό τη
δραστηριότητά του όλοι και ιδιαιτέρως εμείς οι δυο του μεταφέραμε με το βλέμμα
μας τους αγωνιστικούς μας χαιρετισμούς από απέναντι. Βείχναμε δε αρκετό
ενδιαφέρον για την πρόοδο του έργου του, όταν δεν υπήρχε για μας κανένα
ενδιαφέρον στο μάθημα. Γίχαμε βέβαια μια αδυναμία στην κυρία των νέων
ελληνικών που φορούσε φούστες και καλσόν, αλλά συνήθως δεν χαραμίζαμε ματιές
προς την κατεύθυνση της έδρας. Ξότε σχεδιάζαμε στο θρανίο μάχες φανταστικές με
μιλιούνια στρατιωτάκια να πολιορκούν κάποιους ταμπουρωμένους σε πανσιόν κι
αποθήκες, πότε γράφαμε φανταστικά σκορ ανάμεσα σε ανύπαρκτες ποδοσφαιρικές
ομάδες και πότε παρατηρούσαμε τις τρέλες άλλων που βρίσκονταν εν εξελίξει.

134_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Ένας απ‟ αυτούς ήταν και ο Ράσος. Ν Ρασούλης. Ώξίζει κανείς να αφιερώσει
λίγο χρόνο στο να σχηματίσει μέσα του μία εικόνα από την εξωτερική του
εμφάνιση. Ώνάστημα μέτριο, το κορμί του να θυμίζει σβούρα που παχαίνει στο
κέντρο και καταλήγει σ‟ ένα σφαιρικό εξόγκωμα, το κεφάλι του. Ένα όμορφο
καστανόξανθο κεφάλι χωρίς λαιμό μόνο σβέρκο, με γαλάζια μάτια που σε
κοιτούσαν σα να υπνώτιζαν τον ίδιο τον εαυτό τους. Ε προφορά του πρόδιδε
άνθρωπο γεμάτο αυτοπεποίθηση βεβαιοτήτων που προέρχονται από τα στενά όρια
των τεσσάρων τοίχων του. Θι είχε τα κολλήματά του, όπως όλοι άλλωστε.
Ώγαπούσε από τα ζώα μονάχα τα άγρια σκυλιά και τον πετεινό του, του οποίου του
χάιδευε το λειρί γαργαλώντας το ταυτόχρονα. Ν κόκορας περιέργως αποδεχόταν
με ανθρώπινη φιλαρέσκεια την ιδιότυπη συμπεριφορά του αφέντη του.

Ώλλά ο τύπος παρουσίαζε και ένα άλλο πρόσωπο πιο περίεργο κι


αποκρουστικό. ΢πήρξε αφάνταστα βίαιος με τα ανυπεράσπιστα ζώα. Θαι όχι με
όλα. Σερ‟ ειπείν στις γάτες φερόταν σκαιότατα, έχω ακούσει ιστορίες όπου αυτός
έβρισκε φωλιά γατιών, έπαιρνε μια κοτρόνα και…

Ώς συνεχίσω την ιστορία με το τούβλο. Λα πούμε πρώτα-πρώτα για το ίδιο


αυτό το δομικό κομμάτι του κτιριακού συγκροτήματος. Βεν υπέστη ιδιαίτερες
αλλοιώσεις το ίδιο. ΋πως διαπιστώσαμε ο Ππύρος κι εγώ, μια γωνία του μόνο
φαγώθηκε κι ένα κομματάκι σε μέγεθος στυλό αποσπάστηκε. Θι ενώ ο καθηγητής
γύρισε στον πίνακα απτόητος, ο Ράσος αλλά και ολόκληρη η τάξη κρατούσε την
κοιλιά της από τα γέλια. Νι μόνοι που είχαμε παγώσει στη θέση μας ήμαστε εμείς οι
δύο.

Θαι τότε έγινε το εξής εξωπραγματικό. Ε αίθουσα σείστηκε βίαια, ο πίνακας


ξεχαρβαλώθηκε από τη μία του πλευρά και το τμήμα μας της πρώτη λυκείου έσπασε
και ξεκόλλησε, σάμπως να ‟ταν κανένα κομμάτι τούρτας, από το υπόλοιπο σχολείο!
Ώπό την πόρτα ξάφνου εισέβαλε αλλόφρων ο λυκειάρχης ουρλιάζοντας:
«Ξροσδεθείτε, προσδεθείτεεε!»

135_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Βεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Γμείς που καθόμασταν στα παράθυρα
βλέπαμε τώρα τη μικρή μας πόλη να μικραίνει ολοένα από κάτω μας. Ππεύσαμε
αμέσως ύστερα από εντολή της καθηγήτριας των νέων ελληνικών -πού βρέθηκε
αυτή εδώ μέσα;-να κλείσουμε όλα τα ανοιχτά παράθυρα. Ήταν υπέροχα ντυμένη
και βαμμένη με διακριτικό τριανταφυλλί κραγιόν. Ρα μάτια της είχαν τη
γλυκύτητα της ματαίωσης και το σώμα της αστραποβολούσε ένα απαλό μπλε.

Ώπό τα μεγάφωνα του προαυλίου αντιλάλησε η ευχή «καλό ταξίδι, παίδες!»


και οι τρεις καθηγητές μας κάθισαν στην έδρα αναλαμβάνοντας να μας οδηγήσουν
στον προορισμό. Θάπτεν ανέλαβε ο λυκειάρχης σχηματίζοντας με κιμωλία στον
πίνακα τόξα και ευθείες γραμμές με σταθερό χέρι. Δήτησε μάλιστα να του πάμε
όποια κιμωλία βρεθεί στο πάτωμα.

Γντωμεταξύ ο Ράσος είχε άλλα στο μυαλό του. Πηκώθηκε και με την απειλή
ενός κιτρινοκόκκινου κόκορα, που έβγαλε από το αθλητικό του μπουφάν, απαίτησε
να πάρει τον έλεγχο της τάξης. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για αεροπειρατεία.
Ώλλά δεν τον αφήσαμε έτσι. Κόλις είδαμε ότι πλησίαζε με νόημα προς την
καθηγήτριά μας, ο Ππύρος τού έβαλε τρικλοποδιά κι εγώ μ‟ έναν επιδέξιο πήδο
έπιασα τον πετεινό απ‟ τον λαιμό και τον ακινητοποίησα. Άνοιξα το παράθυρο και
τον πέταξα χωρίς να το σκεφτώ. Άλλωστε πτηνό ήταν. Θάποιοι άλλοι συμμαθητές
μας ανέλαβαν τον Ράσο. Ρον εγκλώβισαν στα πίσω θρανία και φύλαγαν σκοπιά
κρατώντας απειλητικά διαβήτες και γνώμονες. Ε καθηγήτρια μάς ευχαρίστησε με
εγκαρδιότητα σιάχνοντας ένα τσουλούφι στο πανέμορφο καστανόξανθο μαλλί της.
Έδειχνε τόσο φρέσκια και νέα σαν πάστα καραμέλα !

Ζέλαμε τόσο να την αγκαλιάσουμε. Θι εκείνη την ώρα που


ονειροπολούσαμε, χτύπησε το κουδούνι και η αίθουσα προσγειώθηκε ομαλώς και
με πλάγιο τρόπο πίσω ξανά κι εντάχθηκε πίσω στο κτίριο. Ν λυκειάρχης και ο
κύριος της Θοσμογραφίας τα είχανε καταφέρει. Ε καθηγήτρια εξαφανίστηκε όπως
ακριβώς είχε εμφανιστεί. ΋λοι χειροκρότησαν για την επιτυχή έκβαση της

136_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

περιπέτειας κι ο Ράσος οδηγήθηκε στο γραφείο του λυκειάρχη για τα περαιτέρω.


Κα δε μάθαμε για ποιο αδίκημα. Ώυτό της πιθανής πρόκλησης τραυματισμού
αθώων συμμαθητών ή εκείνο της αεροπειρατείας;

Ξέρασαν χρόνια από τότε κι έτυχε να βρεθώ ξανά στο παλιό μου σχολείο
για κάποια προσωπική μου υπόθεση. Ρα βήματά μου με οδήγησαν να ρίξω μια
ματιά στην αίθουσα εκείνη της πρώτης λυκείου. Ξήγα δίπλα στον τοίχο και δε
δυσκολεύτηκα να το βρω. Ρο σημείο απ‟ όπου ο Ράσος είχε πάρει το τούβλο ήταν
ακριβώς στην ίδια κατάσταση. Έλειπε εκείνο το περιβόητο κομμάτι. Κα τι να ‟γινε
αλήθεια; Κήπως το άφησαν επίτηδες έτσι σα μνημείο, όπως έχουν εντοιχισμένη
εκείνη τη σφαίρα κατά του Θαποδίστρια στο Λαύπλιο; Ρι κάθομαι και λέω τώρα
ιεροσυλίες;

Φς γνωστόν το κορίτσι θέλει θάλασσα. Ρο όμορφο κορίτσι μου είπα να το


πάω να πάρει αέρα με μαρίδα και μπιρίτσα. Ρα υπέροχα γαλαζοπράσινά της
μάτια. Θαι τ‟ αεράκι. Νι βαρκούλες! ΋λα γαλήνια! Γκτός από τα ρίγη του έρωτα
νιώθω και ελαφρά «πετάγματα» πίσω στην πλάτη. Πα να με τσιμπάνε από μέσα
προς τα έξω. Αυρίζω την πλάτη μου και τον βλέπω. Ν…Ράσος, κάθεται στην
απέναντι παρέα. Κ‟ έχει εντοπίσει ώρα, εγώ χαμπάρι, και μου πετά πετραδάκια απ‟
αυτά τα ψιλά που στρώνουν οι καταστηματάρχες στα παραθαλάσσια μαγαζάκια
τους. Ιέω συγγνώμη στο κορίτσι μου, σηκώνομαι και πάω να τον χαιρετήσω. «Ρι
γίνεται, πώς πάει» κι άλλα τέτοια τετριμμένα. Θαι οι ιστορίες από τα παλιά από το
σχολείο, ευτυχώς όχι από το στρατό. Κου μιλάει με τα ξέθωρα γαλανά του μάτια να
θυμίζουν πάλι εκείνον τον περίεργο λήθαργο και πίσω του ακριβώς αντικρίζω ένα
χαριτωμένο γατάκι να πλησιάζει στο τραπέζι του Ράσου. Τωρίς να δώσω εξηγήσεις
παίρνω κι εγώ μια χούφτα χαλίκια και προγκάω το γατί. Κη με ρωτήσετε γιατί,
αλλά το βράδυ το είδα στον ύπνο μου και με ευχαριστούσε μιλώντας με τη φωνή
της κοπελιάς μου. Γίχε και τα υπέροχα μάτια της, ίδια ακριβώς!

137_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Βημήτρης Θ. Τούλιος

Γεννήθηκα στην Πάτρα το 1966. Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός. Οι καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις


αφορούν συνήθως την ερασιτεχνική μελοποίηση στίχων και τη συγγραφή τους. Κάποτε γράφω και
διηγήματα. Σο 2016 έβγαλα τα ποιήματα: «παθητικό κάθισμα» από τις εκδόσεις «χαραμάδα».
΢υμμετέχω σε ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης όπως οι: «έλα στη θέση μου», «83 ιστορίες για το
σημείο μηδέν», «Παραμύθι ν’ αρχινήσει», «θρύλοι του σύμπαντος V, VI», «τρενογραφίες»,
«ιπτάμενο πλοίο», «φως», «βιβλιόφιλοι Έδεσσας IV», ανθολογίες ποίησης, συλλογές από εκθέσεις
γελοιογραφίας Λαφυστίου κ.α. Έχω σχεδιάσει δύο εξώφυλλα βιβλίων. Έχω δυο παιδάκια, πηγή
έμπνευσής μου, που θα επιθυμούσα να τους γράψω παραμύθια, όσο είναι μικρά.

138_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Σωτεινή Νδ. Παζαροπούλου, Θεσσαλονίκη

Πέτρινο

1 Νκτωβρίου 2016

Πήμερα η Θυρία μας έβαλε άσκηση για όλη τη χρονιά. Βεν καταλαβαίνω
γιατί μία άσκηση πρέπει να είναι τόσο μεγάλη. Πτο ημερολόγιο μας είπε να
καταγράφουμε όλα τα σημαντικά γεγονότα της σχολικής χρονιάς. Ιίγο πριν από
το τέλος θα μας το ζητήσει για να το ελέγξει και να βάλει βαθμό. Θαι είπε ότι
μπορεί να μας ζητήσει τα τετράδια όποτε εκείνη το αποφασίσει. Έτσι κι εγώ άρχισα
να γράφω.

8 Νκτωβρίου 2016

Θάθε πρωί η ίδια ιστορία. Ε μαμά φωνάζει να σηκωθώ για να μην αργήσω
ενώ από την κουζίνα ακούγονται τα κατσαρολικά που κοπανάει. Βεν ξέρω τι είναι
χειρότερο το σχολείο ή η μαγειρική της. Θαι κάθε φορά που αρνούμαι να φάω το
πρωινό μου ακούω το ίδιο τροπάρι: «Άλλα παιδιά πεθαίνουν από την πείνα κι εσύ
τα βρίσκεις έτοιμα και ούτε που γυρίζεις να τα κοιτάξεις». Θαι μετά μου λέει το
θεϊκό: «Ών δε φας το φαΎ σου δεν θα πας πουθενά». Ιες και το να γλυτώσω το
σχολείο είναι απειλή! Γγώ το μόνο μέρος που θέλω να πηγαίνω είναι η αλάνα. Θαι

139_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

εκεί για να πάω η μαμά μου με αναγκάζει να διαβάζω τα μαθήματά μου πρώτα.
Θαι πάντα με ελέγχει. Γάν δεν ξέρω κάτι καλά, τότε δεν με αφήνει να κάνω τίποτα.
Κόνο αν τα μάθω όλα τέλεια. Θαι τα μαθαίνω. Βεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς.
Ζέλω να πάω να παίξω. Ώλλά τώρα πια θα πρέπει να σταματήσω να πηγαίνω στην
αλάνα επειδή θα γίνει συγκρότημα πολυκατοικιών. Ε μαμά λέει ότι θα πρέπει εγώ
και οι φίλοι μου να πηγαίνουμε κάπου αλλού για να «εκτονωνόμαστε». Ώλλά όλοι
ξέρουμε ότι το μόνο άλλο μέρος που υπάρχει είναι η αυλή του σχολείου. Βεν είναι
τόσο άσχημα όμως δεν θέλω η μαμά μου να το ξέρει γιατί φοβάμαι ότι θα με ζαλίζει
πολύ περισσότερο για το σχολείο. Κου αρέσει να παίζω στην αυλή. Γίναι μεγάλη
και έχει τέσσερα μεγάλα πεύκα για να μπορούμε να παίζουμε λογής λογής
παιχνίδια. Ρο Ξέτρινο, όπως το λένε όλοι, είναι πολύ παλιό σχολείο. Θαι ο
μπαμπάς μου σε αυτό πήγε. Ρο λένε έτσι επειδή είναι φτιαγμένο από πέτρα.

18 Νκτωβρίου 2016

Ρελικά δεν το γλίτωσα. Ώποφάσισε να με γράψει σε διάφορες


δραστηριότητες και αυτές γίνονται στο σχολείο και μάλιστα τα σαββατοκύριακα!
Ώνήκουστο! Ρι να κάνω; Γίμαι μικρός και πρέπει να κάνω ότι λέει η μαμά μου. Ρην
πρώτη μέρα πήγα με βαριά καρδιά. Λόμιζα ότι θα έκανα μαθήματα… Ρελικά
έκανα λάθος. Έκανα μαθήματα αλλά δεν ήταν σαν τα μαθήματα του σχολείου.
Έκανα σκάκι και κατασκευές. Ήταν φανταστικά! Θαι ήτανε όλοι οι φίλοι μου εκεί
και μετά παίξαμε στην αυλή.

1 Λοεμβρίου 2016

Πήμερα η μαμά έκλαιγε όλη μέρα. Κιλούσε με τη γιαγιά στο χωριό. Ν


μπαμπάς έμεινε άνεργος. Θι μαμά είναι άνεργη εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Γίπε

140_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ότι αν ο μπαμπάς δεν βρει δουλειά σύντομα τα λεφτά μας δεν θα κρατήσουν για
πολύ.

21 Λοεμβρίου 2016

Γίμαι πολύ χαρούμενος σήμερα. Ρα πήγα τέλεια στις δραστηριότητες και ο


κύριος με επέλεξε να εκπροσωπήσω το σχολείο στους πανελλήνιους μαθητικούς
διαγωνισμούς. ΋λοι οι φίλοι μου με χειροκροτούσαν. Ξρώτη φορά ένιωσα τόσο
ωραία. Ένιωσα τόσο σημαντικός!

14 Βεκεμβρίου 2016

Γίμαι πολύ στεναχωρημένος σήμερα. Ε μαμά μου είπε ότι θα


μετακομίσουμε στο χωριό με τη γιαγιά επί δεν έχουμε πια λεφτά. Ξρέπει να
αδειάσουμε το σπίτι μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Ζα αλλάξω και σχολείο. Ε μαμά
μου μού είπε ότι θα κάνω καινούργιους φίλους. ΋μως εγώ δεν θέλω άλλους φίλους.
Κου φτάνουν αυτοί που έχω. Νύτε σχολείο θέλω να αλλάξω. Κόλις συνήθισα αυτό
που είμαι τώρα. Θαι αν δεν αρέσω στην καινούρια δασκάλα; ΋χι, θέλω να μείνω
εδώ.

28 Βεκεμβρίου 2016

Ήρθαμε στο χωριό και είμαι δυστυχισμένος. Βεν υπάρχει κανένα άλλο
παιδάκι για να παίζω. Νύτε ένα σε ολόκληρο το χωριό! Έχει μόνο τρία αδερφάκια
δύο χωριά μακριά. Βεν έχει ούτε σχολείο. Αια να πάω σχολείο πρέπει να ταξιδέψω
μία ώρα με το λεωφορείο. Ν μπαμπάς δεν έχει λεφτά για βενζίνη οπότε πρέπει να
ξυπνάω πολύ νωρίς για να μη χάνω το λεωφορείο. Ώλλά ο μπαμπάς μπορεί να
βρίσκει δουλειά στα χωράφια και να βοηθάει στα ζώα. Θαι στο σχολείο που θα

141_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

πηγαίνω, όλα τα παιδιά από όλες τις τάξεις θα είμαστε μαζί σε μία. Ξως μπορεί να
γίνεται το μάθημα έτσι;

16 Ηανουαρίου 2017

Ήρθε μεγάλη κακοκαιρία. Έπεσε πολύ χιόνι και το λεωφορείο δεν μπορεί
να έρθει να με πάρει ούτε με αλυσίδες. Έχω δύο εβδομάδες να πάω σχολείο και η
μαμά ανησυχεί. Ρο σχολείο άνοιξε αλλά εγώ ακόμη δεν μπορώ να πάω. Ρο χιόνι
δεν έχει λιώσει ακόμη. Κπορεί να μείνω στην ίδια τάξη χωρίς να φταίω! Ξως
μπορεί να είναι δίκαιο αυτό; Ε μαμά κλαίει όταν νομίζει ότι δεν τη βλέπει κανείς
και ο μπαμπάς έχει συνέχεια νεύρα όταν είναι στο σπίτι. Γμένα μου λείπει το
σχολείο. Ρο παλιό μου σχολείο. Κε τα μαθήματα, τα πολλά παιδιά, τις
δραστηριότητες και την βιβλιοθήκη. Ρα παιδιά στο χωριό δεν ήξεραν ότι τα
σχολεία έχουν και βιβλιοθήκες. Γίχαν ακούσει στη τηλεόραση για σχολικές
βιβλιοθήκες αλλά δεν είχαν δει ποτέ καμία. Γίναι κρίμα γιατί στο σχολείο μου
είχαμε μεγάλη βιβλιοθήκη και κάθε μέρα διάβαζα και άλλο βιβλίο. Ρώρα είμαι
κλεισμένος σε ένα σπίτι και δεν έχω ούτε ένα βιβλίο. Νύτε σχολείο. Ξάντως δεν
είναι σωστό. Νύτε και δίκαιο. Ξως θα μάθω πράγματα; Ρα άλλα παιδιά θα τα
ξέρουν όλα κι εγώ τίποτα. Κου αρέσει εδώ στο χωριό αλλά θα ήταν καλύτερα αν
είχε παιδάκια και σχολείο όπως στην πόλη.

24 Σεβρουαρίου 2017

Άκουσα τη μαμά να μιλάει με τον μπαμπά και τη γιαγιά. Ώνησυχούν για το


μέλλον μου. Γίπαν ότι στα χωριά μας έχουν ξεχασμένους γι‟ αυτό και ο κόσμος
όλος έχει φύγει. Γίπαν ότι αν δεν με πάρουν σύντομα από εδώ δεν θα έχω
ουσιαστικές ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Γγώ πάλι ονειρεύομαι το Ξέτρινο. Γκεί

142_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

όπου υπάρχουν παιδιά, δάσκαλοι, σχολικές τάξεις, δραστηριότητες, βιβλιοθήκη.


΋λα αυτά που οι γονείς μου λένε «καλό μέλλον».

7 Καρτίου 2017

Γχθές πήραν τον μπαμπά μου τηλέφωνο. Ήταν για δουλειά. Βουλειά στην
πόλη. Πτην πόλη που βρίσκεται και το αγαπημένο μου Ξέτρινο. Ώλλά δεν θα
φύγουμε αμέσως. Ζα πάει πρώτα εκείνος στην πόλη και αν όλα πάνε καλά θα τον
ακολουθήσουμε η μαμά κι εγώ. ΋λοι είναι πολύ χαρούμενοι σήμερα.

15 Ώπριλίου 2017

Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ο μπαμπάς πήγε στην πόλη. Ώκόμα
περιμένουμε να μας πει αν όλα πάνε καλά αλλά δεν περιμένω πολλά πράγματα.
Γλπίζω μόνο να γίνει ένα θαύμα γιατί δεν αντέχω άλλο. Ε δασκάλα μας έμεινε
έγκυος και αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά. Νι μεγάλοι λένε ότι δεν
μπορούν να βρουν αντικαταστάτη. Έχω δύο βδομάδες να πάω σχολείο και μπορεί
να μην ξαναπάω μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για καλοκαίρι.

20 ΚαΎου 2017

Έρχεται ένας δάσκαλος και μας κάνει κάποια μαθήματα την εβδομάδα. Ε
γιαγιά λέει ότι είναι για τα μάτια του κόσμου ώστε να μη χάσουμε τη χρονιά μας.
Ώλλά δεν με νοιάζει. Ν μπαμπάς είπε ότι μόλις ανοίξουν τα σχολεία τον
Πεπτέμβριο εγώ θα ξαναπάω σχολείο στο Ξέτρινο. Ξολύ χαίρομαι που θα γυρίσω
πίσω. Γπίσης χαίρομαι που δεν σταμάτησα να γράφω ημερολόγιο. Κπορεί να μη
το δει φέτος η παλιά μου Θυρία για να μου βάλει βαθμό αλλά κάτι θα μετρήσει για
του χρόνου που εγώ δεν σταμάτησα έτσι δεν είναι;

143_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

Σωτεινή Νδ. Παζαροπούλου

΢πούδασα στο Α.Σ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης στο τμήμα Βιβλιοθηκονομίας και ΢υστημάτων


Πληροφόρησης. Έχω δουλέψει ως Βιβλιοθηκονόμος σε πολλές βιβλιοθήκες. Ασχολούμαι
συστηματικά με τη συγγραφή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Έχω γράψει τρία
μυθιστορήματα, αρκετά διηγήματα και παιδικά βιβλία. Έχουν διακριθεί δεκατρία
διηγήματά μου σε διαγωνισμούς όπως Βραβεία LarryNiven 2O15, διαγωνισμός του
εκδοτικού οίκου iWrite «Ιστορίες του Σόπου μας: Κιλκίς» 2016, 5ος Διεθνής
Διαγωνισμός Ζωοφιλίας 2016, 7ος Παγκόσμιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Ε.Π.Ο.Κ.
2016, Βραβεία LarryNiven 2016, Ε' Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Διηγήματος συλλόγου
«Βιβλιόφιλοι Έδεσσας» 2016 κ.α. Έχουν εκδοθεί πέντε διηγήματά μου και ένα παραμύθι,
εκτός διαγωνισμών, σε διάφορες ανθολογίες το 2017.

144_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

Διάκριση

Πεβαστή Ώποστ. Κωνσταντινίδου, Λυκόβρυση Κοζάνης

Παιχνίδια στην τάξη

-Λ Ώ ΓΗΛΏΗ ΏΞΝ ΡΏ ΒΓΜΗΏ „Ε ΛΏ ΓΗΛΏΗ ΏΞΝ ΡΏ ΏΟΗΠΡΓΟΏ;

μικρό της χέρι μια από δω και μια από κει.


είπε και έδειξε με το

Γίκοσι ζευγάρια μάτια είχαν κολλήσει πάνω της και δεν θα την άφηναν
στιγμή. Γίχαν ξεχάσει τελείως τη χαρά και τα χοροπηδητά που αναστάτωσαν την
τάξη, όταν ο δάσκαλος τους είχε πει μισή ώρα νωρίτερα ότι δεν θα κάνουν μάθημα
αυτήν την τελευταία ώρα, αλλά θα παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Ρώρα η
συμμαθήτριά τους είχε βρει τρεις φορές το κρυμμένο αντικείμενο και αυτό
αποτελούσε πρόκληση. Βεν είναι δυνατόν, κάτι κάνει.

Θρυφακούει, είπαν μερικοί. ΐλέπει από την κλειδαριά, είπαν κάποιοι άλλοι.
Θάτι γίνεται, σιγοψιθύρισαν οι λιγότερο τολμηροί.

- Λα είναι από τα δεξιά ή να είναι από τα αριστερά; ξαναείπε με μια


μικρή συστολή κοιτώντας με τη σειρά της τον δάσκαλο σαν να ζητούσε βοήθεια στις
επιθέσεις των συμμαθητών της.

Ώυτός όμως δεν την κοιτούσε, έριχνε ματιές έξω από το παράθυρο
απολαμβάνοντας τη φύση, άνοιξη βλέπεις και είχε φουντώσει το ορεινό χωριό,
πνιγμένο στις πασχαλιές και τα ζουμπούλια, έξυνε το κεφάλι του με το κόκκινο ή το
μπλε στυλό του αναλόγως ποιο είχε εύκαιρο και ταξίδευε, άραγε πού; Πτο δικό του
χωριό, που ήταν είκοσι αποκλεισμένα σπίτια μέσα στα βουνά, στην καλή του, που

145_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

τον περίμενε κι αυτή να μαζέψει λίγα χρήματα παραπάνω, για να κάνουν το γάμο
το καλοκαίρι, στη χήρα μάνα του, που τον είχε στερνοπαίδι και τον εκαρτερούσε
κάθε λίγο και λιγάκι να στρίψει τη γωνία; Ίσως την έβλεπε κιόλας να κάθεται στο
σκαμνάκι της στην αυλή του σπιτιού και να ρίχνει λοξές ματιές στην κατηφόρα,
από κει πάντοτε που ανέβαινε, όταν πήγαινε να την δει, αφού είχε σκουπίσει και
καταβρέξει όλο το τσιμέντο της αυλής, που ευτυχώς είχαν στρώσει πέρσι και δεν
κουβαλούσαν όλες τις λάσπες τώρα μέσα στο σπίτι…

- Ρο κόκκινο βιβλίο, αυτό στην τελευταία θέση της βιβλιοθήκης,


αποφάνθηκε η μικρή τους συμμαθήτρια.

Ε παγωμάρα που ακολούθησε τη δήλωση ήταν αυτή που τον έβγαλε από τις
σκέψεις του και γύρισε να δει τι γίνεται. Ε Ώργυρή κρατούσε το κόκκινο βιβλίο στα
χέρια της και το σήκωνε όσο πιο ψηλά μπορούσε.

- Κπράβο, μπράβο είπε ο δάσκαλος χειροκροτώντας. Ρης αξίζουν


συγχαρητήρια, παιδιά. Έτσι, δεν είναι; Ρέσσερεις φορές βρήκε το κρυμμένο
αντικείμενο. Κπράβο!

- Λαι, ναι, είπαν οι πιο πειθήνιοι μαθητές.

Φστόσο έβλεπες καθαρά τώρα τα μάτια όλων ορθάνοικτα, το πρόσωπο


χωρίς κανέναν από κείνους τους παιχνιδιάρικους μορφασμούς, τα χείλη σφιγμένα.
Θανείς δεν πίστευε ότι μπορούσες να νικήσεις στο παιχνίδι αυτό πάνω από μια,
άντε δυο φορές μέσα σε μια τάξη με άπειρα αντικείμενα. Θρεμασμένους πίνακες,
απλωμένους χάρτες, προσωπογραφίες των ηρώων του 21, μια βιβλιοθήκη με εκατό-
που λέει ο λόγος-βιβλία, υδρόγειο σφαίρα, κουρτίνες και κουρτινάκια, κιμωλίες-
άσπρες, κόκκινες, κίτρινες-, απολιθώματα ζώων και φυτολόγια…

- Βεν γίνεται, κύριε, αυτό. Βεν μπορεί να συμβαίνει, κάτι κάνει,


τόλμησαν να φωνάξουν οι πιο ζωηροί της τάξης και να εκφράσουν επιτέλους τις
σκέψεις όλων.

146_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

- Ιοιπόν, πάμε ακόμη μια φορά. Έχουμε χρόνο πριν χτυπήσει το


κουδούνι. Ρι λέτε;

- Λαι, αλλά θα την ελέγξουμε, είπαν άλλοι δυο- τρεις. Ιοιπόν, βγαίνεις
έξω και μαζί της πηγαίνετε εσείς οι δύο. Κακριά από την πόρτα. Σεύγετε.

- Γμείς ας σκεφτούμε το αντικείμενο που θα βάλουμε, προσοχή, δεν θα


το πούμε, θα το δείξουμε, πήραν πρωτοβουλία κάποιοι άλλοι.

Κετά από πολλές προτάσεις και αντιπροτάσεις, διαφωνίες και διαφωνίες


κατέληξαν σε μια μικρή σβήστρα στο τέλος του ραφιού με τις απομιμήσεις των
ζώων. Θάποιος σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και έβαλε πρώτα τον έναν από τους
δύο που ήταν έξω με την Ώργυρή. Ρου έδειξαν την σβήστρα, μετά φώναξαν και τον
δεύτερο, του ξανάδειξαν την σβήστρα. Όστερα κάθισαν στα ξύλινα θρανία τους και
φώναξαν όλοι μαζί με μια φωνή:

- Έλα.

Θαι μπήκε η Ώργυρή πάλι μέσα, ξανάρχισε το ίδιο τροπάριο, να είναι από
τα δεξιά, να είναι από τα αριστερά, είκοσι ζευγάρια μάτια να κολλούν πάνω της,
να δίνουν σήμα με τα παλαμάκια τους, μα μια ιδέα μόνο να ξεχωρίζουν σε ένταση,
για να διαλέξει την κατάλληλη πλευρά, να απορούν πώς επιλέγει πάντα τη σωστή,
όχι, ρε φίλε, δεν γίνεται αυτό, θα τρελαθούνε, η Ώργυρή να αναζητάει με τα μάτια
τον δάσκαλο, τον μόνο ουδέτερο στο παιχνίδι, ο δάσκαλος να καρφώνει τα μάτια
πάλι έξω από το παράθυρο, να ξύνει το κεφάλι του μια με το κόκκινο στυλό, μια με
το μπλε αναλόγως ποιον είχε εύκαιρο, να κοιτάει τη φύση που λουλουδιάζει, τις
πασχαλιές τις μωβ και τις άσπρες, τα ζουμπούλια στις άκρες του φράχτη, να
θυμάται το μικρό αποκλεισμένο στα βουνά χωριό του, την καλή του με το
λουλουδάτο φουστάνι να περιμένει το καλοκαίρι, τη χήρα μάνα του να κοιτάει την
κατηφόρα, εκεί στην άκρη της στροφής να τον δει να ανεβαίνει, ενώ πίνει γουλιά
γουλιά το απογευματινό καφεδάκι της στην αυλή, που μόλις την έχει καταβρέξει

147_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

και σκέφτεται τι καλά που έκαναν και την έστρωσαν τσιμέντο και δεν κουβαλούν
λάσπες μέσα στο σπίτι…

- Ε μικρή σβήστρα στο ράφι με τα ζώα, αποφάνθηκε η Ώργυρή! Ρη


βούτηξε και την έδειξε ψηλά, θαρρείς όμως όχι τόσο ενθουσιασμένη όσο θα
περίμενε κανείς.

Ώκολούθησε η ίδια παγωμάρα, ίσως λίγο μεγαλύτερη αυτή τη φορά.

- Κπράβο, μπράβο! φώναξε ο δάσκαλος που ξαναγύρισε στην τάξη.


Πυγχαρητήρια, Ώργυρή! Ξείτε μπράβο στην Ώργυρή, παιδιά! Ρης αξίζουν.

Θανα δυο τρία μπράβο ξεψυχισμένα, ντρινννν, ντριννν ακούστηκε το


κουδούνι και όρμησαν όλοι έξω με τις τσάντες έτοιμες στην πλάτη με μια βιάση,
σαν να ΄θελαν να απομακρυνθούν από την στοιχειωμένη αίθουσα.

- Κπράβο, Ώργυρή, ξαναείπε ο δάσκαλος και έφυγε κι αυτός αφήνοντας


πίσω την Ώργυρή και τη φίλη της να μαζεύουν τα πράγματά τους.

- Ξάμε, της είπε, έλα.

- Ξερίμενε, λίγο, θέλω να πάρω ένα παστέλι, λες να έμεινε κανένα; είπε
η φίλη και έτρεξε στο κυλικείο.

Γίχε ήδη ξετυλίξει το παστέλι, πόσο της άρεζε να το κόβει κομματάκια και
να τα έχει μέσα στο στόμα της, να τα λιώνει με τη γλώσσα και να το καταπίνει σιγά
σιγά. Γκείνη τη στιγμή δεν άκουγε τίποτα, είχε βέβαια κάτι απορίες και ήθελε να
ρωτήσει την Ώργυρή, αλήθεια, Ώργυρή, πώς τα κατάφερες τόσες φορές και νίκησες,
ποτέ κανείς δεν το είχε κατορθώσει τόσα χρόνια που έπαιζαν το παιχνίδι αυτό,
αλλά δεν πρόλαβε να κάνει καμιά ερώτηση. Ε Ώργυρή είχε ξεκινήσει κάτι να λέει,
δεν την άκουσε από την αρχή, ήταν τότε που έκοβε το παστέλι σε κομματάκια και
βυθιζόταν στον δικό της κόσμο, μάλλον περίμενε μια απάντηση δική της, υπέθεσε
γιατί δεν συνέχιζε, την κοίταξε, τι είπε; θα της πει κάτι αλλά τσιμουδιά σε κανέναν,

148_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ε, καλά, τσιμουδιά σε κανέναν, το υπόσχεται, τι θέλει να της πει, ε, ε, να δεν τα


έβρισκα μόνη μου, τι δεν τα έβρισκε μόνη της, τι εννοεί, ε, να, είχε βοήθεια, ναι,
μέσα από την τάξη, όχι, όχι, κανένας, ε, να , αυτοί κοιτούσαν αυτήν, η Ώργυρή
κοιτούσε τον δάσκαλο, ο δάσκαλος κοιτούσε έξω, τι λέει, μωρέ, και την έχει
καταμπερδέψει, μίλα απλά να σε καταλάβω… Λα, ο δάσκαλος, τι ο δάσκαλος; Λα,
όταν αυτή έλεγε δεξιά, αυτός έξυνε το κεφάλι του με το κόκκινο στυλό, αν ήταν στα
δεξιά το αντικείμενο ή έξυνε το κεφάλι του με το μπλε αν δεν ήταν στα δεξιά, της
είχε δώσει οδηγίες, όταν της εξήγησε το παιχνίδι εκεί στην έδρα που την φώναξε.

Έδωσε μια και κατάπιε το προτελευταίο κομμάτι παστέλι, γούρλωσε τα


μάτια της, όχι δεν πνίγηκε και προσπάθησε να καταλάβει τι είχε ακούσει. Ξολύ
γρήγορα κατάλαβε δυο πράγματα. Ρο πρώτο είχε να κάνει με την χαρά της
επιτυχίας. Θαμιά επιτυχία δεν έχει αξία όταν δεν μοιράζεται, κρυφή επιτυχία ίσον
καμία επιτυχία. Ώργότερα θα το άκουγε και σε ένα τραγούδι, χαρά που δεν
μοιράζεται είναι χαρά χαμένη, αλλά τότε δεν υπήρχαν ακόμη οι στίχοι αυτοί, θα
μπορούσε κάλλιστα να τους γράψει η ίδια στο μέλλον. Ρο δεύτερο πράγμα που
συνειδητοποίησε, αφού έβαλε αργά το τελευταίο κομμάτι παστέλι το στόμα της και
με εξίσου αργές κινήσεις πλησίαζε τη γλώσσα πάνω του, ήταν ότι ο δάσκαλος
ξεγέλασε ολόκληρη τάξη- γιατί άραγε, δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο-, ναι, τη
συμπαθούσε την Ώργυρή, ήταν καλή μαθήτρια αλλά δεν ήταν η μόνη, υπήρχαν
πολλοί καλοί μαθητές, ναι, ήταν καλό παιδί αλλά πάλι δεν ήταν το μόνο. Αιατί
έφερε την τάξη σε αυτή την άσχημη κατάσταση, να βασανίζεται να βρει τι ακριβώς
συνέβαινε;

Ρον λόγο της τον κράτησε, ποτέ δεν είπε τίποτα σε κανέναν για το συμβάν
αυτό που έγινε εκείνη τη χρονιά της Ρετάρτης τάξης. Ε γλύκα του παστελιού δεν
μπόρεσε να διώξει την πίκρα της αποκάλυψης, ένας δάσκαλος να κάνει κάτι
τέτοιο… Τρόνια αργότερα κατάφερε να του δώσει κάποιο συγχωροχάρτι, όταν
δασκάλα κι αυτή μακριά από τον τόπο της έμαθε κάποια χρονιά ότι κάποιος

149_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝ΢ΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________

δάσκαλός της καταγόταν από ένα χωριό κοντά στην πόλη που δίδαξε. Λαι, της
είπαν, ο γιος της Ώργυρής, αυτός ήταν δάσκαλος κάποτε στην ορεινή κωμόπολη
που λουλούδιαζε και φούντωνε με πασχαλιές και ζουμπούλια…

Πεβαστή Ώποστ. Κωνσταντινίδου

Γεννήθηκε στον ΢οχό Θεσσαλονίκης το 1970. ΢πούδασε Θεολογία στο Α.Π.Θ και
Δημιουργική Γραφή στο Π.Δ.Μ.. Από το 2001 εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Σα τελευταία χρόνια μένει μόνιμα στην Κοζάνη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο
περιοδικό «Μανδραγόρας», στην «Παρέμβαση», σε συλλογικά έργα, σε ηλεκτρονικά
περιοδικά και blogs καθώς και στο Παυσίλυπον. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν
διακριθεί σε διαγωνισμούς. Σης αρέσει να διαβάζει και να γράφει.

150_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________

ΣΟ ΕΡΓΟ
ΣΟ ΢ΦΟΛΕΙΟ

ΜΕ ΣΑ 15 ΒΡΑΒΕΤΜΕΝΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΣΑ ΑΠΟ ΣΟΝ Ε’
ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ «΢ΣΕΛΙΟ΢ ΞΕ
ΥΛΟΤΔΑ΢» ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΢Ε
ΨΗΥΙΑΚΗ ΜΟΡΥΗ ΣΟΝ
ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΣΟΤ 2018 ΤΠΟ
ΣΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΩΝ ΚΩ΢ΣΑ
΢ΣΟΥΟΡΟΤ & ΓΙΑΝΝΗ
ΥΑΡ΢ΑΡΗ ΜΕ ΢ΚΟΠΟ ΣΗΝ
ΕΛΕΤΘΕΡΗ ΔΙΑΘΕ΢Η ΢ΣΟ
ΔΙΑΔΙΚΣΤΟ ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΝΟΙ
ΚΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

151_

You might also like