Professional Documents
Culture Documents
Το Σχολείο
Τα 15 βραβευμένα διηγήματα
2_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
www.openbook.gr
Το Σχολείο
Οι 15 βραβευμένες ιστορίες
στον Ε’ Διαγωνισμό Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”
3_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
ISBN 978-618-81798-2-0
2018
Σωτογραφία εξωφύλλου:
Τριαντάφυλλος Ελευθερίου
Γπιμέλεια έκδοσης:
Γιάννης Φαρσάρης
4_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ε ιδέα του διαγωνισμού ξεκίνησε από την προσπάθεια που γίνεται για
αξιοποίηση του παλιού σχολείου των Θαστελλίων με τη δημιουργία
ΐιβλιοθήκης. Ξαράλληλα, θελήσαμε να δώσουμε έμφαση τόσο στο παρελθόν και
στις αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια, όσο και στο παρόν και στο μέλλον του
σχολείου.
Ήδη στο διάστημα που μεσολάβησε από την προκήρυξη του Βιαγωνισμού μέχρι
την έκδοση του βιβλίου το όνειρο της δημιουργίας ΐιβλιοθήκης στο παλιό
Βημοτικό Πχολείο του χωριού έγινε πραγματικότητα.
6_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
7_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Η Τελετή Βράβευσης
Ρην εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους και έδωσαν βραβεία στους
διακριθέντες η πρόεδρος του Κουσείου Πχολικής Δωής και Γκπαίδευσης Βρ
Γυαγγελία Θανταρτζή, η διευθύντρια του Literature.gr Λτίνα Παρακηνού, η
υπεύθυνη του «ΐιβλιοπαρουσιάσεις-Θριτικές» Αιούλη-Αεωργία Ρσακάλου, ο
συγγραφέας Θωστής Ώ. Κακρής, η συγγραφέας Θωνσταντίνα Ρασσοπούλου, η
υποψήφια βουλευτής ΐ Ώθήνας Ηωάννα Ακελεστάθη κ.α.
8_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Α’ Βραβείο
Β’ Βραβείο
Γ’ Βραβείο
Ελευθερία Λευτέρη
Διακρίσεις
Σο σχολείο (η αντορινιά)
9_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ο άνθρωπος *
Κυρία μη φεύγεις
Φειμώνας
Σο σχολείο (Λεωνής)
Ο Γιάννης
10_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Η μονομαχία
Σο σχολείο
Πέτρινο
* Σο διήγημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα συλλογή καθώς στάθηκε αδύνατη η
επικοινωνία με τον συγγραφέα του. Επιφυλασσόμαστε να το περιλάβουμε σε επόμενη ανθολογία.
11_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Οι 15 βραβευμένες ιστορίες
12_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Α’ Βραβείο
Β ΏΠΘΏΙΝΠ ΚΏΠ ΠΡΕΛ ΓΘΡΕ ΡΏΜΕ ΡΝ ΒΕΚΝΡΗΘΝ ήταν ο κύριος Ραπακούδης,
που ήταν παράλληλα και ο διευθυντής του σχολείου. Θοντοπάχουλος με
διαπεραστικό βλέμμα, φτυστός ο Λτάνι Λτε ΐίτο αν του προσθέσουμε μια σγουρή
γκριζόμαλλη περούκα. Βεν υπήρξε ποτέ υπόδειγμα ευσυνείδητου εργατικού
δάσκαλου. Ώυτός βαριόταν το μάθημα περισσότερο από μας. Βεν ήταν κακός αλλά
ήταν άξεστος και πεζός με έντονες πινελιές ηλιθιότητας. Βούλευε πάντα επιπόλαια
και με τα φεγγάρια του χωρίς να ψάχνει την αλήθεια και τα τεκμήρια σε κάποια
γεγονότα που συναντούσε στην πορεία του. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν υπόλογος σε
κανένα.
Κια χρονιά, όταν ήμουν στην τρίτη τάξη του δημοτικού, τον επισκέφτηκε ο
γείτονας μας, ο Θεφαλογιάννης και του είπε ότι κάποιοι κλέψανε χρυσόμηλα από
την χρυσομηλιά του. Θαι επειδή γειτνίαζαν τα χωράφια μας, ο Θεφαλογιάννης
θεώρησε βέβαιο ότι τα κόψαμε εγώ και τα αδέλφια μου. Γμείς φυσικά δεν είχαμε
ιδέα. Ν Ραπακούδης ούτε καν το έψαξε, ούτε καν μας κάλεσε να απολογηθούμε.
Πτην πρωινή συνάντηση του σχολείου που γινόταν κάθε Βευτέρα, μας έβγαλε έξω
και τους τρείς από την παράταξη, μας ονόμασε κλέφτες και μας έδειρε στη χούφτα
με τη ρίγα. Ξώς να αγαπήσεις ένα τέτοιο εκπαιδευτικό; Κε τον Ραπακούδη δεν
μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Ρον
Θεφαλογιάννη όμως, λίγο έλειψε να τον αποτελειώσουμε. Ν Θεφαλογιάννης είχε το
13_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
συνήθειο να έρχεται στο μποστάνι μας, πριν κάνει την πρώτη γραμμή του
λεωφορείου νωρίς το πρωί και να τρώει ντομάτες κατευθείαν από τις ντοματιές.
Θάθε φορά, ρωτούσε τον πατέρα μου αν ήταν ψεκασμένες και αυτός του
απαντούσε αρνητικά. Ξού να ήξεραν και οι δυο τους ότι κάθε μέρα εμείς, μετά τον
άδικο ξυλοδαρμό, ψεκάζαμε τις ντομάτες με φολιδόλ, ικανό να σκοτώσει βόδι. Πε
μερικές μέρες ο Θεφαλογιάννης εισάχθηκε στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους στο
στομάχι και νοσηλεύτηκε εκεί μια βδομάδα. Ξάντως μετά έζησε μια ζωή περδίκι
και κόντεψε τα ενενήντα για να πεθάνει.
Κια φορά που είμαστε δίπλα από το δάσος της κυρίας Βώρας, μια ομάδα
από αγόρια, συγκεκριμένα τρία, διέλαθε της προσοχής των δασκάλων και
προχώρησε βαθιά μέσα στην κήτη του ποταμού με κατεύθυνση τα βουνά του
Καχαιρά, για να εξερευνήσουν τον χώρο. Ξεράσανε τους θάμνους από ακακίες και
κυπαρισσάκια και βρεθήκανε σε ένα ξέφωτο. Γκεί βρεθήκανε πρόσωπο με πρόσωπο
με μια αποκάλυψη. Πτην αμμώδη όχθη του ποταμού, ήταν αραδιασμένοι τέσσερις
κορμοί από δένδρο πεύκου. Γίχανε μήκος δύο μέτρα και είχαν μια κοιλότητα
14_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
15_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
16_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
μια ερώτηση που μέχρι σήμερα θεωρώ εντελώς φυσιολογική για να ρωτήσεις
κάποιο που δηλώνει ότι διάβασε ένα καλό βιβλίο. Ν Ραπακούδης όμως δεν είχε την
ίδια γνώμη. Άρχισε να ουρλιάζει χαρακτηρίζοντας την ερώτηση μου άτοπη και
πονηρή με στόχο να βάλω τρικλοποδιά στον Βώρο και να τον εξευτελίσω και να
τον εκθέσω σαν αδιάβαστο. Ρόσο άξεστος ήταν. Ρο μόνο καλό που βγήκε από το
περιστατικό ήταν ότι πάντα θα θυμούμαι ότι ο συγγραφέας του Οοβινσώνα
Θρούσου είναι ο Λτάνιελ Λτεφόε.
17_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γκείνη τη χρονιά είχε καθιερωθεί ένα συσσίτιο για όλο το σχολείο όπου στο
πρώτο διάλειμμα κάθε μαθητής και μαθήτρια είχε για κολατσιό ένα φρεσκοψημένο
φραντζολάκι. Ρα φραντζολάκια τα έψηνε στο φούρνο της η κυρία Ώννού (Άννα)
που ο άντρας της ήταν ψωμάς. Ρο σπίτι της κυρίας Ώννούς ήταν διακόσια μέτρα
μακριά από το σχολείο, στο κέντρο μεταξύ των άλλων βοηθητικών τάξεων. Έτσι,
δεκαπέντε λεπτά πριν το διάλειμμα έστελνε ο Ραπακούδης εμένα και τον διπλανό
μου τον ΐάσο να κάνουμε διανομή τα φραντζολάκια. Γίμαστε και οι δυο καλοί
μαθητές και δεν θα μας χαλούσε ένα τέταρτο απουσία από την τάξη κάθε μέρα. Κε
τον ΐάσο μοιραζόμασταν ένα επτασφράγιστο μυστικό. Ρα φραντζολάκια ήταν
μετρημένα, όσο και το δυναμολόγιο του σχολείου. Ε κυρία Ώννού όμως πάντα μας
έδινε από ένα περισσότερο για τον κόπο μας. Γμείς φυσικά το τρώγαμε αμέσως για
να μην αποκαλύψουμε το προνόμιο. Ξαίρναμε τα φραντζολάκια σε όλες τις τάξεις
και τα μοιράζαμε πάνω στα θρανία. Θάποτε περισσεύανε ένα - δυο λόγω
απρόσμενης απουσίας μαθητών. Θανένας δάσκαλος δεν τα έδωσε σε μας τους
χαμάληδες παρά μόνο σε κάποιους που θεωρούσαν πιο καταφρονημένους. Βεν
πειράζει. Πήμερα και εγώ το ίδιο θα έκανα.
Ένα άλλο προνόμιο που είχαμε εγώ και ο ΐάσος, ήταν να τρέχουμε στο
γραφείο του Ραπακούδη και να κτυπάμε το κουδούνι για διάλειμμα ή
μεσημεριάτικη παύση. Θαθόμαστε στο πρώτο θρανίο και με την οδηγία του
Ραπακούδη «κτυπάτε το κουδούνι» τρέχαμε και οι δυο σαν σίφουνες. Ξοτέ δεν
κατάφερα να ξεπεράσω τον ΐάσο. Ώκόμα και ένα διάστημα που ο ΐάσος είχε
σπασμένο πόδι και κυκλοφορούσε με πατερίτσα. Ν ΐάσος ήταν και καλός
ποδοσφαιριστής. ταν ήταν με τις πατερίτσες, έπαιζε μπάλα και σημείωνε και
γκολ. Ν Ραπακούδης το γνώριζε ότι ο ΐάσος ήταν πιο ταχύς και μας έστελνε και
τους δυο για πλάκα για να απολαμβάνει την ήττα μου. Ρο μόνο που έκανε σαν
αντιστάθμισμα –είπαμε, δεν ήταν κακός, απλά άξεστος- ήταν ότι το πρωί και το
απόγευμα πριν αρχίσει το μάθημα, έστελνε μαθητές στην αυλή να μου φωνάξουν
να πάω στο γραφείο του. Ρότε, αν και το κουδούνι ήταν σε απόσταση ένα άπλωμα
18_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
του χεριού του, μου ζητούσε να κτυπήσω το κουδούνι. Γυτυχώς, δεν το εκλάμβανα
σαν καψόνι αλλά σαν μια τρυφερή κίνηση επιλεκτικής επιβράβευσης. Γξάλλου, μια
ζωή, αυτοί που με αγαπήσανε περισσότερο ήταν και αυτοί που με τυραννήσανε
περισσότερο.
19_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
20_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
δεν έγινε ποτέ. ταν ο Ραπακούδης έστειλε και μου φώναξαν να πάω στο γραφείο
του να κτυπήσω το κουδούνι, με πήρε από το αυτί, το τράβηξε έντονα, μου έδωσε το
τετράδιο μου και μου είπε: «ποιος βιάζεται σκοντάφτει. Λα κάτσεις στο διάλειμμα
να λύσεις τις ασκήσεις ξανά. Ξρόσεξε πολύ καλά να είναι αλάνθαστες, διαφορετικά
θα σε κάνω ρεζίλι στην τάξη». Ρου έδωσα πίσω τις ασκήσεις ορθότατες και η
λαχτάρα μου κατάληξε να έχει αίσιο τέλος.
ταν κοντέψανε οι μέρες της λήξης της σχολικής χρονιάς, αρχίσανε και οι
πρόβες για την τελική γιορτή του σχολείου. Ήταν καθιερωμένο, ένας άριστος
μαθητής, ανάμεσα σε αυτούς που αποφοιτούσαν, να διαβάσει μια
αποχαιρετιστήρια ομιλία. Πτην τάξη, πάντα έγραφα άριστες εκθέσεις και πάντα ο
Ραπακούδης με έβαζε να τις διαβάζω στην τάξη. Έτσι, μου ανάθεσε να συντάξω την
ομιλία και να του την πάρω να την ελέγξει. Θάτι παρόμοιο έκανε και σε μια
μαθήτρια. Ρραγικό λάθος. Γγώ έβαλα όλα μου τα δυνατά και έγραψα μια ομιλία
δακρύβρεχτη και αριστουργηματική. ταν την διάβασε ο Ραπακούδης, έμεινε για
πέντε λεπτά με το στόμα ανοιχτό. Πτο διάλειμμα με κάλεσε ξανά στο γραφείο του
και διάβασα την ομιλία μου μπροστά από όλους τους δάσκαλους. Νι δασκάλες
βγάλανε τα μαντηλάκια τους και σκουπίζανε τα συγκινημένα μάτια τους και οι
δάσκαλοι ήταν πεπεισμένοι ότι την ομιλία μου την έγραψε κάποιος άλλος
δάσκαλος σε κάποιο γειτονικό χωριό. μως, η ομιλία ήταν ολοκληρωτικά δικό μου
δημιούργημα. Ν Ραπακούδης, εκτός από άξεστος, συχνά συμπεριφερόταν και σαν
ηλίθιος. Ώντί να μου αναθέσει πάραυτα να διαβάσω την ομιλία στη γιορτή,
αποφάσισε να διαβαστούν και οι δυο ομιλίες στην τάξη και να ψηφίσουν οι
μαθητές ποια θα ήθελαν οι ίδιοι να διαβαστεί. Ταμένος από χέρι δηλαδή. Ε ομιλία
της μαθήτριας ήταν μέτρια. Ρη στιγμή όμως που τα κορίτσια ήταν πιο πολλά στην
τάξη, είχα ελπίδα να ψηφίσουν τη δική μου; Θαι έτσι έγινε. Ώπό μισαλλοδοξία
ψηφίσανε την ομιλία της μαθήτριας. μως δεν έμεινα από κάτω. Έπεισα τον
Ραπακούδη και με άφησε να συντάξω ένα δικό μου αποχαιρετιστήριο ποίημα και
να το απαγγείλω στην τελετή λήξης. Ρο χειροκρότημα που εισέπραξα από τους
21_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
παρευρισκόμενους ήταν σαφώς πιο θερμό από αυτό που είσπραξε η ομιλία της
μαθήτριας.
Ώυτός ήταν ο Ραπακούδης. Άξεστος μέχρι αηδίας και μόνιμος ένοικος στην
κοσμάρα του.
Θώστας Παπαϊωάννου
Γεννήθηκα ηο 1954 ζηη Λεσκφζία. Έτφ μεηαπηστιακό δίπλφμα ζηη Ψστολογία και είμαι πανηρεμένος
με ηρία παιδιά. Με ηο λογοηετνικό γράυιμο αζτολούμαι ενηαηικά, ηα ηελεσηαία πένηε τρόνια. Έτφ
γράυει μσθιζηορήμαηα, νοσβέλες, διηγήμαηα, παραμύθια, θεαηρικά έργα, ζκεης και ποιήμαηα. Έργα
μοσ, ζε όλες ηις καηηγορίες, έτοσν βραβεσηεί επανειλημμένα από διάθοροσς λογοηετνικούς θορείς και
εκδοηικούς οίκοσς. Έτφ εκδώζει ηο 2016 ηο παιδικό μσθιζηόρημα «Τα Δαμάζκηνα ηης κσρά-Μάτης»
(Εκδόζεις Ενηύποις».
22_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Β’ Βραβείο
Ώ
ΞΝ ΡΝ ΘΓΣΏΙΝΤΦΟΗ, ΡΕΛ ΏΟΏΐΕΠΠΝ, ΕΡΏΛ Ν ΞΝΙΒΦΟΏΠ και η Γλεονόρα, να
κάμουν στον καιρό τους ένα γιο, να το βαφτίσουν Ώρτέμιο. Ξέρασαν οι
χρόνοι, μεγάλωσε ο Ώρτέμης και κείνο που δεν κατάφερε να γίνει ο Ξολύδωρας
γύρεψε να το κάμει ο γιος του. Βάσκαλο γύρευε να τον κάμει, κι ας κρατούσε
εκείνος σε απόσταση τα γράμματα, να καταφέρει με τουφεκισμούς και γνωριμίες
να γίνει δάσκαλος.
Έρχονταν όμως στιγμές που χανόταν με τη σκέψη πως κάμποσοι από τους
υποψηφίους είχαν παρόμοιο «μέσον», ίσως μεγαλύτερο. Ήταν και οι εξετάσεις που
έδιναν, να διαπιστωθεί η ικανότητα του καθενός, νέος θεσμός αυτός, αν ο
υποψήφιος είναι ικανός για τη δουλειά που θα κάμει.
23_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
θέση. Ρην Γπιτροπή την αποτελούσε ο πρόεδρος και ο παπάς και ο δάσκαλος,
εκείνος που αποχωρούσε από την υπηρεσία. Οωτούσε η Γπιτροπή με τη σειρά τον
κάθε υποψήφιο κι όποιος απαντούσε σωστά στις περσότερες ερωτήσεις εκείνον
διάλεγαν. Έπρεπε να γίνει διαγωνισμός, αυτό όριζαν οι νέες διαταγές, έπρεπε να
τηρηθούν οι κανονισμοί για την πρόσληψη του νέου δασκάλου. Βεν ήταν καθόλου
σίγουρος για τον εαυτό του ο Ώρτέμης, για τις γνώσεις του πιο σωστά, αν και τα
πράματα ήταν κάπως εύκολα, αφού ο πρόεδρος ήταν δικός του, με τον παπά τα
είχε περίσσια καλά, αφού τόσους χρόνους δωρεάν έκαμε τον ψάλτη. Γίχε ακόμα
μακρινό συγγενή τον δάσκαλο που αποχωρούσε, τι άλλο γύρευε;
Ρι έγινε; Ν Ώρτέμης, όχι μονάχα θα «έπαιζε στο γήπεδό του», αλλά και
δίχως αντίπαλο, όπως πήγαιναν να τα σχεδιάσουν οι κεφαλές του τόπου.
24_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
των υποψηφίων γινόταν στην πλατεία του χωριού, μπρος στο μαζωμένο πλήθος.
Ρην προηγούμενη της εξέτασης, κάλεσε ο πρόεδρος στο γραφείο του τον Ηγνάτιο
και τον Ώρτέμη, να κουβεντιάσουν τις ερωτήσεις που θα έκαμαν, τις απαντήσεις
που θα έδινε εκείνος. Έκαμαν κάμποσες πρόβες, να χαλιέται ο Ηγνάτιος που έδειχνε
«ντουβάρι» ο Ώρτέμης, μα τι να έκαμε; Αιομάτος υποχρεώσεις ήταν μπρος στον
πρόεδρο, είχε δεμένα τα χέρια του, να νιώθει πως πηγαίνει αρνί στη σφαγή.
--- Βεν ξέρω, απάντησε εκείνος, σίγουρος για κείνο που έλεγε.
25_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Κετά από τις απαντήσεις αυτές, γύρισε ο Ηγνάτιος στα άλλα μέλη της
Γπιτροπής, μα και στο πλήθος, και είπε.
--- Ώκούσατε, κύριοι της Γπιτροπής και σεις συγχωριανοί, ο δάσκαλος που
έχουμε μπρος μας, ο κύριος Ώναγνωστόπουλος Θλεόπας, απάντησε και στις τρεις
ερωτήσεις, «δεν ξέρω!» Κπορούμε να τον πάρουμε για δάσκαλο στα παιδιά μας;
--- Κα… πού έκαμα λάθος; είπε εκείνος γεμάτος απορία και ταραχή μαζί.
26_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Έτσι έγινε δάσκαλος του χωριού ο Ώρτέμης και βασίλευε κι ήταν στην
πρώτη σειρά με τον πρόεδρο και τον παπά. Έτσι έγινε δάσκαλος ο Ώρτέμης, όλα τα
έχει του να τα χρωστά στην Γπιτροπή, να νιώθει αιώνια υποχρεωμένος.
Ώπό την πρώτη μέρα πήρε στα χέρια του ο Ώρτέμης όλα τα καθήκοντα και
τις τιμές του δασκάλου, στη στιγμή να ανέβει κάμποσα μπόγια ψηλότερα. Ώφού
παράδωσε χαρτιά και σφραγίδες ο Ηγνάτιος στον Ώρτέμη, του έδωσε το χέρι, να του
ευχηθεί καλή σταδιοδρομία.
27_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
ουρανούς να χαίρεται που δεν περνώ από στενωσιές», επέμενε. Ξοτέ δε λογάριαζε
η γιαγιά Ξαρθένα πως θα χρειαζότανε τη βοήθειά του, μα να τώρα, που ο εγγονός
της έγινε δάσκαλος, ήταν καιρός να ξοφλήσει το χρέος του εκείνος. Θάτεχε η γιαγιά
Ξαρθένα του εγγονού της το έλλειμμα στο μυαλό, πέρασε σαν αστραπή από πάνω
της οι καλοσύνες που έκαμε στον δάσκαλο τότε και τώρα Γπιθεωρητή, κύριο
Νικονομίδη Ώχιλλέα, να βιαστεί να ανταμώσει μαζί του για άλλον λόγο τάχα.
λα έγιναν κατά τις βολές της γιαγιάς Ξαρθένας, αφού παρατώντας τον
Γπιθεωρητή, στην τύχη τάχα ανέφερε το όνομα του εγγονού της, δασκάλου στην
Ώραβησσό. ΐέβαια κάτεχε ο κύριος Νικονομίδης του Βεσύλλα Ώρτέμη τις
προκοπές, μα εκεί θα έμενε; Κονάχα τούτος ήταν αγράμματος, τούτος θα έσωζε ή
θα χαλούσε τη Τώρα; «… κομμάτια να γίνει», μονολόγησε σαν έμεινε μονάχος,
«μήτε εγώ μήτε εκείνος θα γίνουμε εμπόδιο στη σωτηρία του έθνους!»
Κε τούτη την απρόσμενη τύχη πορευόταν ο Ώρτέμης, να νιώθει πια πως έχει
«καλά δεμένο τον γάιδαρό του». χι πως του είχε φύγει η έγνοια της αμορφωσιάς,
μα έβλεπε πως είχε μπαλωμένο και έναν άλλο χώρο.
Θαι με τούτη την ανάπαψη που περνούσε πάνω του ένιωθε πως μπορούσε
να ασχοληθεί περισσότερο με το έργο των επικήδειων, έγνοια που ερχόταν πρώτη
στους χωρικούς. Κε τη συνήθεια της μάνας του, με τις ιστορίες του παππού του,
που βιάζονταν να τον κάμουν άντρα, πορευόταν ο Ώρτέμης. Πτάλα δεν τον άγγιζε
ο τρόμος που πλάκωνε σε μεγάλους και μικρούς με τη θέα του αποθαμένου, αφού
από παιδί και έφηβο η μάνα του τον είχε μυήσει σε τούτη την ιδέα. Κήτε τους
νεκρούς μήτε τον χάρο φοβόταν, να κάμει χάζι που χαλιόνταν οι άλλοι σαν
ιστορούσε τις τελευταίες στιγμές εκείνων που τους προλάβαινε ζωντανούς.
Κε τον καιρό, με όλα ετούτα που έβλεπε και φανταζόταν, έγινε μεγάλος
παραμυθάς, να λέει ιστορίες με τις βολές και τις χρείες εκείνων που τους άφησαν
χρόνους. Έλεγε πως παρουσιάζονταν τάχα στα όνειρά του οι αποθαμένοι, πως
κουβέντιαζε μαζί τους, να φέρνει ακόμα τις παραγγελιές εκείνων στους δικούς
28_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
τους. Κάθαινε κάποια μυστικά της φαμελιάς, τα μπόλιαζε κατά πως βόλευαν στις
περιστάσεις, να στήνει ιστορίες, να πηγαίνει να ανταμώσει με τους συγγενείς. Έτσι,
δίχως να το καταλαβαίνει στην αρχή, πήγαινε τάχα να ισάξει τον κόσμο, να μη
γίνονται αδικίες. Ιιγόστευαν θαρρείς οι αδικίες στο χωριό, αφού ο αποθαμένος,
για να ησυχάσει εκεί πάνω, έπρεπε να κάμει πέρα τα άδικα και τα άπρεπά του όταν
ζούσε. Γτούτη τη δουλειά, τώρα που ήταν φευγάτος, μονάχα οι ζωντανοί
μπορούσαν να την κάμουν, αυτοί να μπουν μπροστά, να διορθώσουν τις ασχήμιες
εκείνου, να αναπαυτεί η ψυχή του. Βε γινόταν να μη νοιάζονται οι ζωντανοί για
τους αποθαμένους τους, θα πέθαιναν κι αυτοί, θα ζητούσαν τη βοήθεια από κείνους
που έμεναν πίσω.
Βάσκαλος της Ώραβησσού ήταν πια ο Ώρτέμης και για τα γράμματα που
μάθαιναν οι μαθητές του στάλα δε σκοτιζόταν, γιατί, πρώτα-πρώτα, οι γονέοι τους
δε νοιάζονταν για τούτο. Κονάχα πώς να πάρουν αυτά το Ώπολυτήριο του
Βημοτικού Πχολείου, να το βάλουν σε ακριβή κορνίζα, να έχουν να το δείχνουν
και να περφανεύονται πως το παιδί τους ήταν μορφωμένο. χι μονάχα δεν είχαν
άλλες φιλοδοξίες, μα και να είχαν ποιος θα έμπαινε σε τέτοια έξοδα, να πάει στην
πόλη να σπουδάσει; Θαι μια άλλη ιδέα, βεβαιότητα μάλλον, είχε καλοκαθίσει στις
καρδιές των χωρικών, κανείς να μην μπορεί να την κάμει πέρα, μήτε ο πρόεδρος
μήτε ο παπάς. Ξίστευαν πως στου μορφωμένου την κεφαλή έχει φωλιάσει, έχει
κάμει κατοχή ο διάολος, άλλη έγνοια να μην έχει, παρά μονάχα τη βολή του να
λογαριάζει. Θαλά δεν περνούσαν με τη φτώχια και τη μιζέρια τους, γιατί να ζητούν
τα παραπάνω, να φορτώνονται μπελάδες;
Ξέθανε κάποιος στο χωριό και τα μάτια όλων στράφηκαν στον Ώρτέμη. «…
τώρα θα δείξει τι αξίζει, πόσο καλός δάσκαλος είναι», έλεγαν και το μυαλό τους
πήγαινε στον επικήδειο. Ρο μυαλό τους πήγαινε και στον Ηγνάτιο, τον παλιό
δάσκαλο, που τα έλεγε όμορφα, που ξεκούραζε αποθαμένους και ζωντανούς με
κείνα που φανέρωνε. Ζα συνέχιζαν άραγε οι μοίρες να κανακεύουν τον τόπο τους,
29_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
να έχουν καλό δάσκαλο, να βγάζει καλούς λόγους; Μεχνούσαν πως στο διαγωνισμό
τα πήγε καλά, σήμερα θα έδειχνε πόσα δράμια έχει η οκά, τούτη θα ήταν η
πραγματική εξέταση.«… αν ο δάσκαλος δεν κατέχει πώς να σταυρώσει μια-δυο
καθώς πρέπει κουβέντες για τον αποθαμένο μας, τι να τον κάμουμε; Γτούτος δεν
αξίζει έναν παρά, να σηκωθεί να φύγει, γιατί μας πρέπει καλύτερη τύχη»,
συνέχιζαν κι εύχονταν να μην ξεγελάστηκαν που τον έκαμαν δάσκαλό τους.
Νύτε μια φορά δεν κόμπιασε, ούτε μια φορά δε λάθεψε, ούτε στα ονόματα,
ούτε στα παινέματα, όπως γινόταν κάποιες φορές με τον Ηγνάτιο. "Θάμποση ώρα
φανέρωνε τα χαρίσματα του αποθαμένου, να βεβαιώνει όλους πως την τύχη του
γέρο Ρράφηκα λίγοι την έχουν, αφού οι καλοσύνες του, η απλοχεριά του, έμπαιναν
μπρος από όλους. Θαι στην εκκλησιά πόσα τάματα δεν έκαμε, οι αγιογραφίες όλες
από αυτόν πλερωμένες, να μην το κατέχει μέχρι σήμερα κανείς! Νι φτωχοί κι οι
αδύναμοι, πόσα και πόσα έχουν να μολογήσουν, να ανασαίνουν από τους
σταυρούς που έπεσαν πάνω τους! Ξού έβλεπε αδυναμία και ανέχεια και αρρώστιες,
να μην τρέχει να τους συντρέξει; λοι ετούτοι που είδαν καλό από την καρδιά του,
όλοι ετούτοι είναι απαρηγόρητοι, μα μέσα στη δυστυχία τους προσεύχονται για την
ψυχή του και θα τον στείλουν ίσα στον παράδεισο. Θαι για την πατρίδα λίγα έχει
καμωμένα; Αι‟ αυτόν θα γράψει με χρυσά γράμματα η ιστορία, να μείνει το όνομά
του ζωντανό στους αιώνες, να δοξάζεται και το χωριό του. Λα, λοιπόν, ποιος ήταν
ο αποθαμένος, κι ας το έκρυβε, να μην τον παινεύουνε όσο ήταν ζωντανός".
30_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Θαι στους άλλους νεκρούς παρόμοια λόγια έλεγε και τα παινέματά του δεν
είχαν τέλος, να λαφρώνει το πένθος, να χαίρεται η φαμελιά του νεκρού. Κε τον
Ώρτέμη σε τούτες τις ομιλίες, θαρρείς κι έπαιρνε βαθύτερη ανάσα ο κόσμος,
αλαφρύτερη να φανερώνεται η σκιά του χάρου πάνω τους, η ζήση να έχει τον
πρώτο λόγο.
λο το χωριό, και κείνοι ακόμα που δεν είχαν σε υπόληψη τον Ώρτέμη και
κείνοι που δεν πολυσκοτίζονταν για το νεκρό, ήταν ενθουσιασμένοι με κείνα που
αράδιαζε μπρος τους και γιόμιζαν την εκκλησιά. Μεπερνούσαν σε ομορφιά και
δύναμη τα λόγια του παλιού δασκάλου, να λογαριάζουν πως στέκει σε ψηλότερο
από κείνον σκαλί. Θαι το έλλειμμα, που έλεγαν καμπόσοι πως τάχα είχε μέσα στην
τάξη, το συμπλήρωνε με κείνα που έλεγε στην εκκλησιά, να φανερώνεται πρώτος
και άξιος.
31_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
--- πουργέ μου, ο Ώτρέμιος Βεσύλλας, ο δάσκαλος του χωριού, είναι τέκνο
του τόπου μας και με τα έργα του λογαριάζεται τρανός. Έκαμε περήφανους όλους
τους χωρικούς και καμαρώνουμε που είναι ο δάσκαλός μας.
--- Γσύ δεν είσαι που γράφεις τους Γπικήδειους; Βιάβασα μια-δυο ομιλίες
σου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Λέοι Νρίζοντες» και μου άρεσαν. Ξολύ
καλά τα πηγαίνεις, συνέχισε το έργο σου.
--- Βημοσιεύτηκαν και στον τύπο; είπε ο Ώρτέμης, κι ήταν έτοιμος να πέσει
κάτω από περφάνια πρώτα κι ύστερα από συγκίνηση.
--- Ρι λέει η Θυβέρνησή μας; τον έκοψε ο υπουργός. Θάθε πόλης και Πτάδιο,
κάθε χωριό και Αυμναστήριο, έτσι δεν είναι; Ξολιτισμός τα Πτάδια, πολιτισμός τα
Αυμναστήρια, μα πολιτισμός και οι «Γπικήδειοι Ιόγοι». Πυγχαρητήρια, νεαρέ μου.
Θαμιά κουβέντα για το Πχολείο, για τις ανάγκες του, για την πρόοδο των
μαθητών, τις φιλοδοξίες τους.
32_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ηορδάνης Κυριακίδης
Γεννήθηκα στην Αραβησσό, χωριό του Δήμου Γιαννιτσών, Νομού Πέλλης. Μετά τις Γυμνασιακές
μου σπουδές φοίτησα στη Θεολογική χολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. τη
συνέχεια φοίτησα στη Υιλοσοφική χολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου
πήρα το δεύτερο δίπλωμά μου και διορίστηκα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπ/ση. ε εφημερίδες του
Νομού Πέλλης δημοσίευσα άρθρα παιδαγωγικού κυρίως περιεχομένου και ακόμη σχολίασα την
τρέχουσα επικαιρότητα πάνω σε θέματα που είχαν σχέση με την εφηβεία και την αγωγή. Με τη
συγγραφή ασχολούμαι ερασιτεχνικά και έχω γράψει αρκετά Διηγήματα, Νουβέλες και δυο
Μυθιστορήματα. Έχω πάρει μέρος σε «Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς» και οι
διοργανωτές των με τίμησαν Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος, Α΄, Β΄ & Γ΄ Βραβείο Νουβέλας και
διηγήματος και επαίνους.
33_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γ’ Βραβείο
Ελευθερία Λευτέρη
«Έλα, πάμε μαζί» του είπε και του έτεινε το χέρι της.
«Βε θέλω. Κπορώ και μόνος μου!» απάντησε εκείνος μουτρωμένος και
γύρισε νευριασμένος την πλάτη του στη δασκάλα.
34_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώυτή θα ήταν και η τελευταία εκδρομή του Ιευτέρη. Λαι, ήταν βέβαιος γι‟
αυτό! Ξάντα εκείνος έμενε πίσω, τελευταίος, να μην μπορεί να περπατήσει γοργά,
όπως οι συμμαθητές του, συνεχώς να τον περιμένουν, να του φωνάζουν και να τον
κοροϊδεύουν. Ρέρμα, όμως, τελείωσε! Βε θα ξαναπήγαινε εκδρομή, όταν ο
διευθυντής θα τους έλεγε: «Ξαιδιά, θέλετε να πάμε εκδρομή;» κι όλοι θα
χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. Πτα λόγια αυτά, ο Ιευτέρης δαγκωνόταν και
υπέφερε στη σκέψη πως και πάλι τα ίδια θα γίνονταν…
35_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ο κύριος Άγγελος
Ρην τρίτη ώρα, μπήκε στην Ξέμπτη τάξη. Γίχε κάτι το πολύ συμπαθητικό η
παρουσία του. Έτσι του φάνηκε του Ιευτέρη. Ήταν το σπινθηροβόλο βλέμμα του,
το πρόσχαρο χαμόγελό του ή οι παραστατικές κινήσεις του; Βεν μπορούμε να
πούμε με σιγουριά... Πυστήθηκε χαμογελαστός κι άρχισε να ρωτάει τα ονόματά
τους, για να γνωριστούν. Πτο τελευταίο θρανίο είδε να κάθεται μόνο του ένα αγόρι
διστακτικό. Ν κύριος Άγγελος δε φαινόταν να είναι από τους δασκάλους που θα το
περνούσε απαρατήρητο...
36_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
τόπος που ονειρεύτηκα» ήταν το θέμα. Πτο τέλος, ο κύριος Άγγελος μάζεψε τις
ζωγραφιές.
-Ζα κάνουμε ένα διαγωνισμό, τους είχε πει στην αρχή. Ζα διαλέξουμε τρεις
ζωγραφιές εδώ, μέσα στην τάξη. Κετά από ψηφοφορία, τις τρεις δημοφιλέστερες θα
τις βάλουμε στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου!
-Ώμέεε! Αιατί όχι; απάντησε ο κύριος Άγγελος και σήκωσε πάλι το φρύδι.
Ν Ιευτέρης είχε βάλει τα δυνατά του. Άλλωστε, δεν τον ενοχλούσε κανείς,
όσο ζωγράφιζε, ούτε του έκανε υποδείξεις! Ήταν αυτός, το χαρτί του και τα
χρώματά του. Ώκριβώς αυτό ήθελε! Θι άρχισε η φαντασία του να ονειρεύεται, το
μυαλό του να πλάθει εικόνες και το χέρι του να τις απεικονίζει… Ν κόσμος γύρω
του δεν υπήρχε. λα ήταν η σκέψη του και η ζωγραφιά του... Ρώρα μπορούσε να
βαδίσει ελεύθερος, χωρίς το δεκανίκι του, μπορούσε να ταξιδέψει και να είναι ο πιο
γρήγορος απ‟ όλους! Ν νους του περιπλανιόταν στον «τόπο που ονειρεύεται» κι
εκεί δεν υπήρχαν εμπόδια... Βεν υπήρχαν ούτε οι κοροϊδίες των συμμαθητών του,
ούτε η μοναξιά του, ούτε η ανημποριά του. Ρο δεκανίκι του είχε μεταμορφωθεί σε
μαγική σκούπα και τον ταξίδευε… Κέχρι που τον έφτασε στον τόπο εκείνο, «τον
τόπο που ονειρευόταν».
«Άντε, κύριε, άντε!» φώναζαν όλοι. Κόνο ο Ιευτέρης δε μιλούσε. Βεν έλεγε
κουβέντα, όμως ο κύριος Άγγελος άκουγε το καρδιοχτύπι του…
37_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ν δάσκαλος έβαλε τις ζωγραφιές στον τοίχο και τους ζήτησε να γράψουν σ‟
ένα χαρτάκι ποιες τους αρέσουν περισσότερο. Ένα, δύο, τρία θα δήλωναν με τη
σειρά. λες είχαν από κάτω αριθμό, τα ονόματα δε φαίνονταν. Ώφού τελείωσε η
ψηφοφορία και τα χαρτάκια μαζεύτηκαν στην έδρα, ο κύριος Άγγελος άρχισε να
τα διαβάζει. Ε Κυρσίνη ήταν ήδη στον πίνακα και σημείωνε.
«Λαι, ναι, ναι, κύριε!» ακούστηκαν πολλές φωνές από κάτω, «ήταν η πιο
ωραία! Ε πιο ωραία!»
«Λα πούμε μπράβο σε όλα τα παιδιά για τον κόπο τους! Λα πούμε μπράβο
και ιδιαιτέρως στο δημιουργό της ζωγραφιάς που ψηφίσατε, στο Ιευτέρη!
38_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
39_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
-Ώφού δεν μπορώ, κύριε, δε βλέπετε; Ρι διαγωνισμό μου λέτε; Ρα πόδια μου
δεν προχωράνε όπως τα ορίζω.
-Κα… Ξώς; Γγώ δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα. Νύτε καν κανονικά!
Θαι θα πάω σε Ξανελλήνιο Βιαγωνισμό;
-Που λέω, και τι έγινε; Ξοιον ενοχλείς; Ξοιον πειράζει, που δεν περπατάς
γρήγορα; Άφησες κανέναν στο δρόμο και σου ζητάει το λόγο;
40_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
-Ρα πόδια σου δε προχωράνε, όπως θέλεις εσύ. Έτσι έχει το πράγμα, καλώς ή
κακώς. Ξάμε παρακάτω... Ρα χέρια σου; Νύτε κι αυτά λειτουργούν; Αιατί εγώ άλλα
βλέπω…
Η βράβευση
«Ώχ, βρε Ώυγούλα, τόσα κι άλλα τόσα χαλάλι να ξοδέψω για το μαθητή
μου…» απάντησε εκείνος και σκούπισε τα μάτια του για δέκατη φορά. «Θοίτα,
κοίτα, τι κατάφερε ο Ιευτέρης!» κι άνοιξε τα χέρια του διάπλατα.
41_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
42_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ν Ιευτέρης σηκώθηκε από τη θέση του κι έκανε κίνηση για ν‟ ανέβει στη
σκηνή, να παραλάβει το βραβείο του. Ρα πόδια του δεν τον βαστούσαν χωρίς το
μπαστούνι του. Αύρισε και το κοίταξε ακουμπισμένο δίπλα του. Ώποφασιστικά,
χωρίς δεύτερη σκέψη το έπιασε και το έκλεισε στη χούφτα του. Ρο κρατούσε γερά
και βάδιζε σταθερά προς τη σκηνή. Ξερπατούσε σαν να είχε ελευθερωθεί από
κάποιο βαρίδι, όχι στα πόδια, αλλά στην ψυχή του... Ν κόσμος -λες και το
αντιλήφθηκε- άρχισε να χειροκροτεί. Ρα μάτια του μουσκεύτηκαν ξανά, όπως τότε,
που μιλούσε για τη ζωγραφιά του στην τάξη, με το αγόρι στη βρύση. μως, τότε
ήταν ένα αγόρι παραπονεμένο, με φόβο στα μάτια, χωρίς τόλμη. Ένα αγόρι σαν
καρυδότσουφλο στο κύμα. Ρώρα κρατούσε το μπαστούνι του και περπατούσε με
θάρρος, σαν να ήταν το τρόπαιό του. Ήταν τώρα ένα αγόρι γενναίο, με ψυχή
αγωνιστή…
«Κπράβο, παλικάρι μου» του είπε ο πουργός και του έσφιξε το χέρι.
«Ξάντα τέτοια και εις ανώτερα! Πυγχαρητήρια!»
43_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κιλκίς. πούδασα στο Παιδαγωγικό Σμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως μαθήτρια και φοιτήτρια έκανα μαθήματα
θεωρίας της μουσικής, πιάνου και κιθάρας για αρκετά χρόνια. Είμαι κάτοχος Πτυχίων Ανώτερων
Θεωρητικών. Οι γονείς μου, άνθρωποι μέσα στην εκπαίδευση και οι δύο, μας μεγάλωσαν με πολλή
αγάπη στα βιβλία. Είμαι το δεύτερο από έξι αδέρφια. Έχω γράψει θεατρικά για τους μαθητές μου και
κείμενα για γιορτές και παραστάσεις. Πιστεύω ότι πάντα υπάρχει κάτι παραπάνω να μάθω, να
διαβάσω, να γράψω. Η συγγραφή για μένα είναι έκφραση και δημιουργία. Σα τελευταία χρόνια ζω
στη Φαλκίδα, με το σύζυγο και τα δύο μας παιδιά. Εργάζομαι στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
Εύβοιας.
44_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Σο σχολείο (η αντορινιά)
Ένα κάθισμα αεροπορικού τύπου ήταν το μόνο που μπόρεσε να βρει για να
ξαπλώσει λίγο, οι ώρες ήταν ατέλειωτες μέσα στο πλοίο. Ζυμήθηκε όταν ήταν μικρή
πόσο της άρεσε να ταξιδεύει, ειδικά με το πλοίο. μως αυτό το ταξίδι δεν το
απολάμβανε καθόλου. Γίχε κουραστεί να ταξιδεύει πια, οι αλλαγές της
προκαλούσαν φόβο, ανασφάλεια. Ών δεν αποδεχόταν τη θέση θα ήταν άνεργη, δεν
είχε και πολλά περιθώρια να αρνηθεί και αυτό μέσα της την δηλητηρίαζε. Ήταν μια
γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει σχέση για πολύ καιρό γιατί πάντα έπρεπε να
φεύγει. Ήταν προσωρινή σε όλα τα σχολεία που πήγαινε, και έτσι την
αντιμετώπιζαν όλοι. Έτσι αντιμετώπιζε και εκείνη τον εαυτό της. Κια προσωρινή
ζωή, με προσωρινούς φίλους και έρωτες.
45_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Έφτασε στις 12:00μμ στη Πύρο, το γραφείο της δευτεροβάθμιας είναι στην
Γρμούπολη, πήγε κατευθείαν εκεί. Πε λιγότερο από μια ώρα είχε τελειώσει με τη
δευτεροβάθμια. Ε σύμβαση είχε υπογράφει. Ε Γρμούπολη ήταν υπέροχη, ήταν η
πρώτη φορά που την επισκέπτονταν. Ρώρα είχε χρόνο να γυρίσει μέσα στην πόλη,
ξεκίνησε να περπατάει, δεν ήξερε που ακριβώς πήγαινε, είχε όμως γύρω στις τρεις
ώρες μέχρι να κατέβει ξανά στο λιμάνι και να μπει στο πλοίο για Παντορίνη.
Πκεφτόταν πως αυτή η πόλη φτιάχτηκε από Κικρασιάτες πρόσφυγες που βρήκαν
καταφύγιο εκεί. Ώυτοί οι ξεριζωμένοι άνθρωποι που μέσα σε μια νύχτα έχασαν τα
πάντα έχτισαν μια ολόκληρη πόλη αυτής της ομορφιάς και την έκαναν το
σημαντικότερο λιμάνι της ανατολικής Κεσογείου έως και τα τέλη του 19ου αιώνα.
Πήμερα δεν έχει πια την αίγλη και τον πλούτο που είχε κάποτε, έχουν μείνει μόνο
τα νεοκλασικά κτίρια και τα μνημεία να θυμίζουν κάτι από τη λάμψη εκείνης της
εποχής.
Ρο ταρακούνημα του πλοίου που δένει στο λιμάνι την ξύπνησε, σηκώθηκε
να δει που βρισκόντουσαν, έπιασαν στην Ηό*. Ρο πλοίο έφυγε σχεδόν αμέσως,
βρισκόταν πάλι μεσοπέλαγα. Θάλεσε όλα τα τηλέφωνα από τις αγγελίες για σπίτια
που βρήκε στο διαδίκτυο, ήταν όλα νοικιασμένα. Βεν ανησυχούσε όμως, το είχε
κάνει πολλές φορές αυτό. ταν θα έφτανε σίγουρα κάτι θα έβρισκε. Πυνέχισε την
αναζήτησή, σημείωσε μερικά τηλέφωνα και βγήκε έξω στο κατάστρωμα, κόντευαν
να φτάσουν Παντορίνη. Ν καιρός ήταν καλός, δεν φυσούσε, τέλη Πεπτέμβρη και
είχε ζέστη. Ζα μπορούσε να κάνει και μερικά μπάνια στη θάλασσα όσο ακόμα
κρατούσε η καλοσύνη**. Γίδε τη στεριά μπροστά της, έμοιαζε με τεράστιους
σπασμένου βράχους, ρημαγμένους και πεταμένους στο πέλαγος από την σφοδρή
προϊστορική έκρηξη του ηφαιστείου της Ζήρας. Ένιωσε τόσο ασήμαντη μπροστά
στις πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης. Ένα νησί που συνδέθηκε με τόσους μύθους
εξαιτίας του ηφαιστείου που είχε μπροστά στα μάτια της εκείνη τη στιγμή. Ένιωσε
δέος, έστρεψε το βλέμμα της ψηλά στην καλδέρα, έμοιαζε με τούρτα που της έχει
αφαιρεθεί ένα μεγάλο κομμάτι από το εσωτερικό της και φαινόταν οι στρώσεις της
46_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
γέμισης αναλυτικά , διέκρινε όλα τα στρώματα των πετρωμάτων το ένα πάνω στο
άλλο καθώς προστέθηκαν μέσα στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν από την
δημιουργία της πρώτης στεριάς. Πτην κορφή τους, διέκρινε καθώς πλησίαζαν,
άσπρα σπιτάκια με μπλε παράθυρα, μια ελληνική σημαία ανέμιζε ελεύθερη, σε
λιγότερο από μισή ώρα είχε πατήσει στη στεριά.
Ήταν πιο δύσκολο από ότι το περίμενε, κάλεσε πάνω από δεκαπέντε
ιδιοκτήτες ακινήτων, κανένα διαθέσιμο! Θάποιο που βρήκε ελεύθερο της ζήτησαν
600,00€ για μια γκαρσονιέρα και τέσσερα ενοίκια μπροστά. Γίχε αρχίσει να
ανησυχεί. Πτο ξενοδοχείο που έμενε πλήρωνε 25,00€ την ημέρα έπρεπε άμεσα να
βρει κάπου να μείνει. Ώποφάσισε ότι έπρεπε να βγει έξω και να ψάξει για σπίτι στις
γειτονιές. Ρο είχε ξανακάνει και σε άλλα μέρη που είχε βρεθεί ως αναπληρώτρια.
Μεκίνησε να ψάχνει, χτυπούσε πόρτες, έπρεπε να τους εξηγεί κάθε φορά ότι είναι
αναπληρώτρια, ήρθε τώρα στο νησί από την Ώθήνα, είναι μόνη της, ψάχνει για
σπίτι μέχρι τον Ηούνιο που τελειώνει το σχολείο, δεν έχει και πολλά χρήματα να
διαθέσει, μένει σε ξενοδοχείο. Ρα είπε πολλές φορές, δεν βρήκε τίποτα, δυστυχώς
απέτυχε!
47_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
στην Ώθήνα; Κήπως να έφευγε τώρα όσο ήταν νωρίς και είχε ακόμα χρήματα; Βεν
ήξερε τι να κάνει. Βεν θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια έτσι, θα έχανε όλα τα
μόρια. πολόγιζε πολύ σε αυτά τα μόρια γιατί θα τα έπαιρνε δίπλα λόγω
παραμεθορίου και θα βρισκόταν πιο κοντά στον διορισμό. Ώυτός ήταν ο στόχος
της. Λα διοριστεί σε ένα σχολείο. Λα γίνει μόνιμη. Λα πάψει επιτέλους να γυρίζει
την Γλλάδα με μια βαλίτσα στο χέρι, άφραγκη και μόνη!
Θάθε πρωί σηκωνόταν από τις έξι, έπρεπε να παίρνει το λεωφορείο που
περνούσε στις 7:00, έκανε σχεδόν το γύρω του νησιού για να καταλήξει στο σχολείο.
Ρο μεσημέρι το ίδιο. Έφτανε σπίτι της μετά τις 3:00μμ. Πτην ΐ‟ είχε τρία άτομα,
πολύ ήσυχα παιδιά, ευτυχώς ο θεός την λυπήθηκε. Πτην Α‟ έντεκα που έκαναν για
48_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
εκατόν έντεκα. Βεν περίμενε ότι θα ήταν έτσι, συνήθως τα μεγαλύτερα παιδιά είναι
πιο ήσυχα. Βεν είχε άριστους μαθητές, ήταν όλοι μέτριοι έως χαίρε βάθος αμέτρητο!
Ώυτό την βόλευε προς το παρόν γιατί δεν είχαν πολλές απαιτήσεις από εκείνη, δεν
είχε χρόνο να ψάξει και πολλά πράγματα, μετά το σχολείο έψαχνε για στέγη! Νι
μέρες περνούσαν όμως και δεν είχε καταφέρει τίποτα. Ρα χρήματα της τελείωναν.
Βεν μπορούσε ούτε καφέ να αγοράσει από το κυλικείο του σχολείου. Ε απόλυτη
ξευτίλα! Ρα παιδιά της Α‟ είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ ενοχλητικά, έπρεπε να
τους κόψει τον αέρα. Έτσι αποφάσισε να τα τρομοκρατήσει λίγο με ένα πρόχειρο
διαγώνισμα.
Ήταν όλοι αδιάβαστοι, κανείς δεν είχε δώσει σημασία σε αυτά που τους
έλεγε μέσα στην τάξη. Ρους ενημέρωσε για τις συνέπειες που θα ακολουθούσαν,
ταράχθηκαν λίγο, ίσως και να φοβήθηκαν ότι θα μείνουν στην ιδία τάξη, είχε
αποτέλεσμα η μέθοδος, τα παιδιά ηρέμησαν.
Θάθε φορά που είχε μάθημα ήταν κακόκεφη, τα παιδιά έκαναν αστεία στα
διαλλείματα, εκείνη δεν είχε το κουράγιο ούτε να γελάσει πια. Ρην απασχολούσε
τόσο έντονα το ζήτημα του σπιτιού και τα οικονομικά της που πήγαιναν από το
κακό στο χειρότερο. Βεν είχε και από κανέναν να ζητήσει χρήματα, ντρεπόταν
άλλωστε, δεν το είχε κάνει ποτέ. Ξάντα μόνη της τα κατάφερνε. Θαταλάβαινε όμως
ότι μέσα της κάτι δεν πήγαινε καλά, μήπως δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, σε αυτό το
νησί. Ξίστευε ότι ήταν αδικημένη, μισούσε όλο τον κόσμο γύρω της, αισθανόταν
ξεχασμένη. Κέχρι να βρει κάτι αναγκαστικά έπρεπε να συνεχίσει να μένει στο
ξενοδοχείο χωρίς να μπορεί πλέον να το πληρώνει. Έχανε την αξιοπρέπειά της. Ρι
και αν την λυπήθηκαν οι ιδιοκτήτες και συμφώνησαν να τους δώσει τα υπόλοιπα
στο τέλος του μήνα, ανακουφίστηκε μόνο για λίγο, μετά σκέφτηκε ότι μόλις είχε
ξεκινήσει να χρωστάει! Ώυτό ήταν ένα πρόσθετο άγχος. Βεν τα πήγαινε και πολύ
καλά εκείνη τη χρονιά. Ώποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τους συναδέλφους στο
σχολείο όμως κανείς δεν μπόρεσε να της βρει σπίτι. Ένας της πρότεινε να ρωτήσει
49_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
τους μαθητές, της φάνηκε χαζό στην αρχή αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. Ήταν πολύ
σωστή η σκέψη του, τα παιδιά έχουν γονείς, συγγενείς και πιθανόν να έχουν και
κάποιο σπίτι. Γκείνη ήταν απελπισμένη, σκέφτηκε ότι έπρεπε να ζητήσει την
βοήθεια τους, δεν είχε τίποτα να χάσει.
Ρα παιδιά ανταποκρίθηκαν αμέσως, μέσα σε δυο μέρες είχε δει δυο σπίτια
με λογικό ενοίκιο και τελικά έκλεισε το ένα. Κετακόμισε την ίδια μέρα. Ρο πρώτο
βράδυ στο σπίτι της, έκανε ένα καυτό μπάνιο και όπως ήταν βρεγμένη με την
πετσέτα ξάπλωσε στο κρεβάτι, χάζευε τη θάλασσα, ήταν ήρεμη. Ρο σπίτι μπορεί να
ήταν μικρό είχε όμως απίστευτη θέα και ήταν επιπλωμένο, ακριβώς όπως το ήθελε.
Κέχρι και τηλεόραση είχε. Ώπό την μπαλκονόπορτα έβλεπε απέναντι της την
Ώνάφη. Πύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο μια νύχτα σαν και αυτή στο μέσο του
πελάγου οι ταλαιπωρημένοι αργοναύτες παρακαλούσαν τον Ώπόλλωνα να τους
σώσει, είχαν παρασυρθεί στα ανοιχτά από την θαλασσοταραχή που προκάλεσε μια
μεγάλη καταιγίδα. Ν Ώπόλλωνας αποφάσισε να απαντήσει στις ικεσίες τους. Σως
ρίφθηκε υπό τη μορφή κεραυνού στη θάλασσα! «Ώνεφάνη» ένα ολόκληρο νησί!
Γκεί άραξαν και βρήκαν καταφύγιο. Ννόμασαν το νησί αυτό Ώνάφη. Γίχε και
εκείνη πια ένα καταφύγιο σε εκείνο το μικρό σπιτάκι στον Ξύργο της Παντορίνης.
Έκλεισε τα μάτια της, κοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει.
50_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Γίχαν κάνει κάποια θέματα από την αρχή της χρονιάς, ήθελαν όμως πολύ
δουλειά ακόμα, έπρεπε να βελτιωθούν. Θινητοποιήθηκε άμεσα με μεγάλη χαρά.
Γτοίμασε θέματα για εξάσκηση στο σχολείο και στο σπίτι, ήταν συνεχώς από πάνω
τους καθ‟όλη τη διάρκεια του μαθήματος, τους έδειξε όλα όσα ήξερε, είχε πάνω από
δεκαπέντε χρόνια εμπειρίας στο γραμμικό σχέδιο. Ήξερε πολύ καλά πώς να τους
προετοιμάσει, να τους δώσει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Γίχε πιστέψει σε αυτούς
τους μαθητές, θα τα κατάφερναν.
Ιίγες μέρες πριν τις διακοπές του Ξάσχα η τάξη είχε κάνει απίστευτη
πρόοδο. Ώκόμα και εκείνοι που δήλωναν ότι βαριούνταν το σχέδιο, είχαν
βελτιωθεί. Πκέφτηκε ότι είχε έρθει η ώρα να τους αποδείξει την πρόοδο τους. Έδωσε
λοιπόν στον καθένα τους να ξανασχεδιάσει το πρώτο θέμα που τους είχε δώσει στην
αρχή της σχολικής χρονιάς. ταν πια τελείωσαν τους μοίρασε εκείνα τα πρώτα
σχέδια που είχε κρατήσει όπως συνήθιζε να κάνει. Ε τάξη σίγησε, οι μαθητές ήταν
έκπληκτοι. λοι είχαν βελτιωθεί. Θάποιοι τόσο πολύ που θα μπορούσε κανείς
άνετα να σκεφτεί ότι τα δυο σχέδια δεν ανήκαν στο ίδιο άτομο. Ήταν όλοι πολύ
χαρούμενοι. Γίχαν κατακτήσει κάτι.
Ρο Ξάσχα έπεφτε αργά , μετά τις διακοπές για τον εορτασμό του είχαν τρεις
μέρες σχολείο και μετά οι πανελλήνιες. Ρους έδωσε θέματα για εξάσκηση στο σπίτι
και τους ευχήθηκε μέσα από την καρδιά της κάθε επιτυχία. Ρους είχε εμπιστευτεί
έναν προς έναν, είχε προσπαθήσει να τους καταλάβει και τα είχε καταφέρει, και
51_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
εκείνοι όμως, οι μαθητές της Α‟ είχαν προσπαθήσει πολύ να την πλησιάσουν, όσο
εκείνη τους το επέτρεψε. Γίχαν καταφέρει και οι δυο, μαθητές και εκπαιδευτικός,
να συναντηθούν στη μέση της γέφυρας και απολάμβαναν τα δώρα και τις ευλογίες
αυτής της συνάντησης. Γμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και κατανόηση. Βεν χρειαζόταν
να κρίνουν ο ένας τον άλλο. Βούλεψαν πλάι πλάι με σεβασμό, πίστη, ωριμότητα.
Πε έναν κόσμο που δεν είναι τέλειος κατάφεραν να ισορροπήσουν τις διαφορές
τους και να κερδίσουν ο ένας από τον άλλο.
Νι αναπληρωτές έκαναν για άλλη μια φορά την αίτηση προτίμησης τους
για την επόμενη χρονιά. Θάποιοι θα διορίζονταν μόνιμοι φέτος, άλλοι θα
συνέχιζαν σαν αναπληρωτές, ποιος ξέρει πού, και κάποιοι λιγότερο τυχεροί ίσως
και να ήταν άνεργοι. Γκείνη υπολόγιζε ότι με τα μόρια που είχε καταφέρει να
συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια, γυρίζοντας όλη την Γλλάδα, θα βρισκόταν
52_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
στους πρώτους οπότε θα είχε εξασφαλίσει την θέση της σε κάποιο σχολείο. Νι
προσωρινοί πίνακες αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, μέσα σ΄αυτούς ήταν και οι
πίνακες των διορισθέντων για την επόμενη χρονιά. Θατέβασε και άνοιξε τα αρχεία.
Παν αναπληρώτρια ήταν πλέον πρώτη, μπορούσε να δηλώσει όποια περιοχή ήθελε
ακόμα και Ώθήνα που ήταν το σπίτι της. Κπήκε στον κόπο να τσεκάρει και τους
διορισθέντες, δεν πίστευε στα μάτια της, είχε διοριστεί. Κπορούσε να το γιορτάσει,
να κάνει όνειρα, να φτιάξει επιτέλους τη ζωή της σε ένα μέρος. Νι κόποι της
ανταμείφτηκαν!
** Θαλοσύνη : καλοκαιρία
53_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1981 όπου και πέρασε τα μαθητικά της χρόνια. Αγάπησε την λογοτεχνία
και το θέατρο από μικρή ηλικία και συμμετείχε σε ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες.
Είναι απόφοιτη του τμήματος Εκπαιδευτικών Πολιτικών Μηχανικών της Ανώτατης χολής
Εκπαιδευτικών Σεχνολογικής Εκπαίδευσης με έδρα την Αθήνα. Εργάζεται ως Πολιτικός μηχανικός
ΣΕ και ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στην Δ/θμια εκπαίδευση.
Σο καλοκαίρι του 2017 το κείμενο με το οποίο συμμετέχει στον διαγωνισμό “50 λέξεις” της σχολής
δημιουργικής γραφής Tabula Rasa κατακτά την πρώτη θέση. Παρακολουθεί με υποτροφία το τριετές
τμήμα δημιουργικής γραφής της σχολής και διατηρεί προσωπική ιστοσελίδα
https://pagiati4.wixsite.com/website στην οποία δημοσιεύει τις ιστορίες της.
τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση, παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις και
κινηματογραφικές ταινίες. Σης αρέσει να ταξιδεύει και να εμπνέεται από τον τρόπο ζωής των
ανθρώπων στα μέρη του κόσμου όπου επισκέπτεται.
54_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
«Γδώ είναι μια φυλακή για παιδιά», είχε πει σκαρφαλωμένος στα ενδιάμεσα
κενά της, ενώ κουνιόταν πέρα δώθε χωρίς να θέλει να προχωρήσει στην αυλή.
Ήταν δεν ήταν πέντε ετών ο Λικόλας, όταν η αδελφή του πρωτοπήγε στο
σχολείο.
Θρατούσε το παλιό ρολόι του παππού του και προσπαθούσε με τις ώρες να
το κάνει να δουλέψει. Θοίταζε τους δείκτες με προσοχή και τοποθετούσε τους
55_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
άξονες και το κουρδιστήρι, κι όταν η αδελφή του ξεχνούσε την αλφαβήτα εκείνος
συμπλήρωνε μηχανικά το επόμενο γράμμα.
Ν Λικόλας κοίταξε με μισό μάτι την τσάντα. Έπειτα την πήρε δειλά στα
χέρια και ξεκούμπωσε τα καφέ λουριά της. Άνοιξε περίεργος την κασετίνα και πήρε
τις ξυλομπογιές. Όστερα αμίλητος τις δοκίμασε πάνω στο μπλοκ ζωγραφικής.
56_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
«Ρι ζωγραφιά είναι αυτή;» ρώτησε δειλά τον πατέρα του κοιτάζοντας την
πρώτη σελίδα του μπλοκ.
Θι όταν το μπλοκ ζωγραφικής γέμισε καράβια και άγκυρες, ήρθε η ώρα που
ο Λικόλας έπρεπε να σηκώσει και τη δική του άγκυρα και να βρεθεί στην πρώτη
τάξη.
57_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
«Στου σου λεβέντη μου!», του είπε συγκινημένη και τον φίλησε. Γκείνος
σκούπισε το πρόσωπό του. Βεν του άρεσε καθόλου να τον φτύνουν έστω κι αν ήταν
από καμάρι και ξόρκι μαζί…
Ε κυρα-Ιένη τον έπιασε απ΄ το χέρι και βγήκαν απ΄ την εξώπορτα.
Ξώς να τον βγάλει από κει η δόλια η μάνα του, ετοιμόγεννη; Τρειάστηκε να
μεσολαβήσει η κυρα- ΐασιλική, η γειτόνισσα, φέρνοντας ένα νιογέννητο κουνέλι
για δόλωμα.
58_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Θάθε πρωί σήκωνε στο πόδι τη γειτονιά με το κλάμα του, μέχρι να τον
αρπάξει ο πατέρας απ΄ το χέρι, να τον σύρει στο σχολείο εκατό μέτρα απόσταση
από το σπίτι και να τον παραδόσει αναμαλλιασμένο και δακρύβρεχτο στον κυρ
Ξαντελή.
«Ξέρασε στο γραφείο!» του είπε ορθά κοφτά, τραβώντας τον από το χέρι.
«Θοίτα, στο τέλος υπάρχει κι αυτή!» του είπε έξαλλος, κραδαίνοντας τη μισή
μέτρου βέργα από οξιά.
59_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Κάζεψε τα ρημαγμένα νεύρα του ο δάσκαλος κι έδωσε τόπο στην οργή. Ρον
άφησε μόνο στο γραφείο και πήγε να μαζέψει την τάξη που είχε γεμίσει με χάρτινες
σαΎτες και πεταμένα μολύβια.
Ν Λικόλας γύρισε ξανά και ξανά την υδρόγειο κι έκανε το γύρο της γης
αμέτρητες φορές μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Θι όταν ο δάσκαλος προσπάθησε
στο διάλειμμα να τον συμβουλεύσει ξανά, εκείνος άκουγε χωρίς ν΄ απαντά.
«Βεν κοιτάς την αδελφή σου καημένε; «Ώρίστη μαθήτρια και εξαίρετος
χαρακτήρ», φώναξε ο κυρ-Ξαντελής εκνευρισμένος από την απάθεια του Λικόλα.
Θι εκείνος, μπορεί να μην πολυκατάλαβε το «εξαίρετος» και το «χαρακτήρ», όμως
το βράδυ το τετράδιο της αντιγραφής της Οηνούλας, είχε έναν τεράστιο ανεξήγητο
λεκέ από μελάνι…
Κέχρι που στο σχολείο ήρθε ο κύριος Ζανάσης. Κόλις είχε τελειώσει από
φαντάρος. Ξεριζήτητοι εκείνοι την εποχή οι δάσκαλοι, το πτυχίο ερχόταν παρέα με
τον διορισμό.
60_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Θι όταν οι συμμαθητές του είχαν ήδη γεμίσει μια σελίδα ολόφρεσκα και
ολοστρόγγυλα «ο», ο δάσκαλος έδειξε στην τάξη και τα «ι» του Λικόλα. Θι ας ήταν
μουντζουρωμένα. Θι ας ήταν σβησμένα χίλιες φορές, ταλαιπωρημένα και ξέθωρα
με μια τρύπα στο τέλος της σελίδας…
Ρην άλλη μέρα, κουβάλησε στο σχολείο αρκετά καλώδια απ΄ αυτά που του
έφερε ο θείος του. Ρα έχωσε κρυφά στην τσάντα του κι ήταν τέτοια η φούρια και η
χαρά του, που έφυγε τρέχοντας αφήνοντας την γκρίνια στο σπίτι ν΄ απορεί γιατί
δεν τον συνόδεψε.
Ν Λικόλας μπήκε φουριόζος στην τάξη. Άφησε βιαστικά την τσάντα και
κατέβηκε τρέχοντας στην αυλή. Πκαρφάλωσε στην ακακία που είχε χάσει αρκετά
από τα φύλλα της στην κατασκευή του φθινοπωρινού σκηνικού και κούνησε με
νευρικότητα τα κλαριά της.
61_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
«Βε σου φταίει σε τίποτα το δέντρο!» ακούστηκε η φωνή του κυρ Ξαντελή.
Ν Λικόλας έβαλε κάτω το κεφάλι και ξεπέζεψε. Έδωσε μια κλοτσιά στα χαλίκια κι
έφυγε σίφουνας να κάνει τσουλήθρα στη σκάλα, μακριά πάντα από τα αυστηρά
μάτια του δασκάλου.
Ώργότερα στην τάξη, την ώρα που οι συμμαθητές του κοιτούσαν τα βιβλία
τους, εκείνος έπιασε να ψαχουλεύει το θησαυρό του κι ανακάτεψε κρυφά τα
πολύχρωμα σύρματα.
Θάλεσε τότε τον Λικόλα στην έδρα του και του είπε να φτιάξει με τα
σύρματα, όλα τα γράμματα που είχαν διδαχθεί.
Ένα δυνατό χειροκρότημα από τον δάσκαλο και τους συμμαθητές του, τον
έκαναν να φουσκώσει από περηφάνια. Αύρισε τρέχοντας στο θρανίο του, πήρε τα
σύρματα και τα μοίρασε στα παιδιά.
62_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
«Ζα με πάρεις μαζί σου απόψε», είπε στον πατέρα του αποφασιστικά, μόλις
τον είδε να ετοιμάζεται για το ψάρεμα. Γκείνος δεν του χάλασε το χατίρι. Ν
Λικόλας είχε σταθερή βελτίωση και όφειλε να τον επιβραβεύσει.
ταν το φεγγάρι έκλεισε το μάτι σε μια θάλασσα λάδι, κάθισε ο πατέρας στο
τιμόνι κι έπιασε να τραβά κατά κει που έπεφτε το σεληνόφως.
«Λα τα δώσεις στη μάνα σου να μας φτιάξει κοχυλόρυζο», είπε ο πατέρας
κοιτώντας την πλούσια συγκομιδή.
Ν Λικόλας δεν απάντησε. μως το πρωί δεν πήρε μαζί του τα καλώδια.
Ρρύπωσε στην τσάντα του τα κοχύλια κι έφυγε τρέχοντας με την μπουκιά του
πρωινού στο στόμα.
Άφησε την τσάντα κάτω από την έδρα, δεμένη καλά με άσπρα, κόκκινα,
μπλε καλώδια και βγήκε χαρούμενος στο διάλειμμα. Ώυτή τη φορά δε χρειάστηκε
να ταλαιπωρήσει κανένα δέντρο, ούτε να σηκώσει με τις κλοτσιές του τα χαλίκια
63_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
κρύβοντας στη σκόνη τους το φόβο του για το σχολείο. Έπαιξε χαρούμενος με τους
συμμαθητές του, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι της πρώτης ώρας.
Άφησε τότε στην άκρη την πλαστελίνη ο δάσκαλος και μοίρασε στους
μαθητές του ό,τι καλώδια είχαν απομείνει. Ρα παιδιά έφτιαξαν σταθερά, εύκαμπτα
γράμματα κι έπειτα τα κρέμασαν στο σχοινί που ήταν δεμένο απ΄ άκρη σ΄ άκρη
στην αίθουσα γεμίζοντας τη, με χαρούμενη κρεμαστή κόκκινη, άσπρη, μπλε
αλφαβήτα.
64_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ξηγή Γρύλλη
Είναι δασκάλα και κοινωνική λειτουργός. Με τη συγγραφή ασχολείται εδώ και τρία χρόνια. Έχει
συμμετάσχει σε δύο συλλογικές εκδόσεις, «Μικρές Ιστορίες για μεγάλους» των εκδόσεων Έντύποις
και «Ιστορίες από τα Δωδεκάνησα» των εκδόσεων Βερέττα. Σο 2015 βραβεύθηκε από τη Γυναικεία
Λογοτεχνική υντροφιά για την ιστορία της «Ένα αλλιώτικο καβουράκι» το οποίο είναι προς έκδοση.
Σο 2016 ήταν μία από τους συγγραφείς στο διαγωνισμό για παιδιά «Μικροί συγγραφείς» που
προκήρυξε η ΈΡΣ σε πανελλήνια κλίμακα, όπως επίσης και στο διαγωνισμό για παιδιά της Info kids.
Σο 2017 βραβεύτηκε ξανά από τη Γυναικεία Λογοτεχνική υντροφιά για την ιστορία της «Ο παππούς
μου ο λεβέντης» που πραγματεύεται το δύσκολο θέμα της άνοιας.
65_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
αυτήν τη μεγάλη πόλη που ανήκε στο βιλαέτι των Ώδάνων. Κετακομίσαμε
ΚΓΟΠΗΛΏ, σε
Θατοικήσαμε σχεδόν στο κέντρο της πόλης, απ‟ όπου και φορτώνονταν τα
περισσότερα εμπορεύματα της Θαππαδοκίας. Ώπό τον πρώτο καιρό της
εγκατάστασής μας, σεργιανούσα με τις ώρες στο παζάρ γερή (κεντρική αγορά).
Κου άρεσε πολύ να ακούω τα κουτσομπολιά των πολυάριθμων εμπόρων και να
βλέπω το πάθος τους στις εμπορικές συναλλαγές. πως μου άρεσε ακόμη να βλέπω
και τα πολυάριθμα προϊόντα τους. Τάζευα τα άλευρα, τα όσπρια, μύριζα τους
παστουρμάδες και θαύμαζα τα χαλιά με τους ωραιότερους συνδυασμούς χρωμάτων
που είχα δει ποτέ μου. Ξερπατούσα ώρες ατελείωτες στα γιαλτιζλί (γυαλιστερά)
σοκάκια, ακούγοντας το βουητό και τις φωνές των πωλητών χωρίς να βαριέμαι.
Ώκόμη και χωρίς γρόσι στην τσέπη, το παζάρι για ‟μένα ήταν πάντα μαγικό. Λαι,
όλα σε αυτό μ‟ είχαν συνεπάρει, οι ήχοι, οι μυρωδιές του, μα περισσότερο απ‟ όλα
με γοήτευε αυτή η ανάγκη της εμπορικής συναλλαγής. Πτο παζάρι αυτό
συναντιόντουσαν όλοι: Κουσουλμάνοι, Τριστιανοί, Γβραίοι, Ώρμένιοι, ένα σωρό
κόσμος συνδιαλεγόταν και πουλούσε την πραμάτεια του. Κε στεναχώρια έφευγα
66_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώπό τότε που έγινα όμως μαθητής, οι υποχρεώσεις μου μεγάλωσαν και οι
πολλές βόλτες μου κόπηκαν. Αια φέτος πάντως τελειώνει το σχολικό έτος και ίσως
μπορέσω να σεργιανήσω και πάλι ελεύθερα. Ώύριο είναι η τελευταία μας μαθητική
μέρα. Κάλιστα θα γίνει και η γενική συνέλευση του εξατάξιου, αστικού
αρρεναγωγείου, του σχολείου μου, για να αποφασίσουν τη βράβευση του
καλύτερου μαθητή. Γίμαι σίγουρος πως εμένα θα διαλέξουνε πως εγώ θα είμαι ο
εκλεκτός τους. Ρα παίρνω τα γράμματα, μου αρέσουν όλα τα μαθήματα και δεν
βρίσκω κανένα βαρετό. Γκτός από τη λόγια ελληνική γλώσσα, μας διδάσκουν και
την Ώρχαία, όπως ακόμη ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, γραμματική, αλλά και
Ααλλικά. Γκτός προγράμματος, μας μαθαίνουν τα λογιστικά και το έπος του
«Βιγενή Ώκρίτα» που γράφτηκε όπως μας λένε για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά
ελληνικά. Πτο μόνο μάθημα που δεν τα πάω στα σίγουρα καλά, είναι αυτό της
μουσικής, αν και τραγουδώ με φανατισμό τα τραγούδια της κλεφτουριάς, μάλλον
δεν είμαι και τόσο καλλίφωνος.
67_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
είναι από την Ξόλη (Θωνσταντινούπολη) και μιλούν πολύ καλά ελληνικά. Ώυτοί οι
ξενόφερτοι δάσκαλοι διαφέρουν από τους ντόπιους, είναι καλύτεροι σ‟ όλα και
καμιά φορά στα κρυφά, μας μαλώνουνε αν στα διαλλείματα μιλάμε Ρούρκικα. Κας
λένε πως σ‟ όλη την Θαππαδοκία, σε αυτόν τον προθάλαμο της Ώνατολής, οι
Ώπόστολοι κήρυξαν το Γυαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα. Κας το τονίζουν
συνέχεια αυτό, για να καταλάβουμε την ελληνικότητα του τόπου που ζούσαμε. Κια
ελληνικότητα που ερχόταν από τα βάθη της αρχαιότητας.
«Ών κοιτάξετε έναν χάρτη της Ρουρκίας» μας έλεγαν, όλες οι πόλεις και τα
ποτάμια είναι μεταφωνημένα στα τούρκικα από τα ελληνικά. Ρα πραγματικά δικά
τους τοπωνύμια είναι πολύ λίγα εκτός από τα βουνά. Ξαράδειγμα: Ηκόνιο-Θόνιεχ,
Γυφράτης-Σιράτ, Πινώπη-Πινόπ, Ξέργαμος-Κπέργκαμα, Ξρούσα-Κπούρσα,
Λίγδη-Λίγκντε, Πμύρνη-Ηζκίρ και άλλα πολλά.
Ώπό την αρχή το αγάπησα το σχολείο. Ώπό την αρχή με θαυμασμό και δέος
το πρωτοαντίκρισα, έμοιαζε τεράστιο στα μάτια μου. Ήταν χτισμένο σχεδόν όλο
από πέτρα, φτιαγμένο από τεχνίτες περίτεχνους. Ξερνούσαμε καλά τόσο μέσα στις
τάξεις, αλλά και έξω, στην μεγάλη αυλή του. Ν παιδονόμος βέβαια που επέβλεπε τη
συμπεριφορά και τη διαγωγή μας, ήταν κάπως άγριος, αλλά με τον καιρό τον
συνηθίσαμε και μπορούσαμε να παίζουμε χαρούμενοι στα διαλλείματα, όσο κι αν
μας φώναζε. Αια να προβιβαστούμε στην επόμενη τάξη, δίνουμε γραπτές εξετάσεις
μέσα στο χρόνο και προφορικές στο τέλος της χρονιάς. Ώκόμη πρέπει να
πηγαίνουμε στο σχολείο και την περίοδο του καλοκαιριού και όταν κάνει πολύ
ζέστη, τα μαθήματα τα κάνουμε στην εξοχή. πάρχει πάντα όμως μεγάλη
πειθαρχία, χειμώνα-καλοκαίρι. Θαι τελικά, όποιος τα καταφέρει και τελειώσει και
τις έξι τάξεις, μπορεί μετά να γραφτεί στην δεύτερη τάξη της ¨Δωγραφείου Πχολής
της Ξόλης¨.
68_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
ΐιβλία και τετράδια δυστυχώς δεν έχω να διαβάσω και να γράψω και έτσι
αναγκάζομαι να δανείζομαι τα βιβλία των συμμαθητών μου. Ώκόμη κι αυτές τις
πάμφθηνες σχολικές φυλλάδες, δεν μπορούν να τις αγοράσουν οι γονείς μου. Ρα
διδακτικά μου μέσα είναι πάντα περιορισμένα. Ξαρόλα τα προβλήματα όμως,
παραμένω καλός μαθητής και έχω μια άσβεστη δίψα για μάθηση. Γίμαι τόσο καλός
που ο δάσκαλός τα δυο προηγούμενα χρόνια, με πρότεινε σ‟ έναν Ρραπεζίτη, για
να προγυμνάσω και να βοηθήσω μαθησιακά τον γιό του που είχε μείνει πολύ πίσω
σε όλα τα μαθήματα.
Κε κούρασε η αλήθεια αυτό το παιδί, ήτανε πολύ κλειστό και δεν μιλούσε
εύκολα. Γγώ ήμουν ζωηρός και σκληραγωγημένος, ενώ αυτός ήταν πάντα
συγκρατημένος και κάπως ασθενικός. Ένιωθα αφόρητη πλήξη καθώς του έκανα το
φροντιστήριο, αλλά έκανα υπομονή, μόνο και μόνο για την ανταμοιβή μου που
ήταν τα πλούσια γεύματα και τα όσα έβλεπα μέσα σ‟ αυτό το διαφορετικό σπιτικό.
σο περνούσε πάντως ο καιρός, αισθανόμουν ολοένα και μεγαλύτερη ευχαρίστηση
και όλο και περισσότερο μου άρεσε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον. ΐέβαια
ένιωθα και μια κρυφή ικανοποίηση που τα κατάφερνα καλά και το πλουσιόπαιδο
βελτιωνότανε σε όλα τα μαθήματα. Ρο εξαμηνιαίο φύλλο ελέγχου με τους βαθμούς
του, είχε βελτιωθεί κατά πολύ.
Πτα πλαίσια αυτής της στενής μας επαφής και σε μια ηλικία που εύκολα
επικοινωνεί κανείς, οι σχέσεις μας αν και άργησαν κάπως, τελικά αναπτύχθηκαν.
Έστω κι αν η κοινωνική θέση των γονιών μας ήταν εντελώς διαφορετική, όλο και
πιο συχνά τώρα ξενοιαζόμασταν και γινόμασταν τα παιδιά που ήμασταν. Κέχρι
που τα πνιχτά μας γέλια, έφταναν στον βλοσυρό Ρραπεζίτη που γρήγορα μας
επανέφερε στην τάξη, με το αγριωπό βλέμμα του.
Πτην εμφάνισή μου, είμαι αδύνατος και ψηλός, στην αρχή στο σχολείο
μερικά παιδιά με κοίταζαν περίεργα, αλλά με τον καιρό με συνήθισαν. Ν πατέρας
δεν με δήλωσε στα βιβλία του τόπου μας, για να αποφύγει την ετήσια πληρωμή των
69_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
25 γροσιών που πληρώναμε όλοι εμείς οι χριστιανοί, γιατί δεν υπηρετούσαμε στον
οθωμανικό στρατό. Ώλλά έχω βαπτιστικό κανονικό. Ζέλανε να μου δώσουν στην
αρχή το όνομα του Ώγίου που γιόρταζε την ημέρα που γεννήθηκα, αλλά τελικά ο
νονός μου την ώρα του βαπτίσματος, προτίμησε το όνομα Αιώργης, γιατί είδε τον
άγιο στον ύπνο του.
«Θύριε Ζωμά, η μνήμη του γιού σου είναι φοβερή και η οξυδέρκειά του
μοναδική, νομίζω πως το βραβείο του καλύτερου μαθητή, του αξίζει και με το
παραπάνω».
Ώπό βραδύς πλύθηκα στο σκαφίδι με ζεστό νερό, τρίφτηκα καλά να είμαι
καθαρός και έτοιμος και έστω κι αν δεν κοιμήθηκα καθόλου, η ώρα τελικά έφτασε.
Λα, σε λιγάκι ο λόγος του διευθυντή του σχολείου θα τελειώσει και θα αρχίσει η
γιορτή, θα ονομάσει τον καλύτερο μαθητή της χρονιάς, κάτω από τα ενθουσιώδη
χειροκροτήματα των παραβρισκόμενων και η δική μου αγωνία μεγαλώνει
συνεχώς.
70_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
«ΐρε για βρούμ, βρε κουζούμ, δεν πειράζει», αυτά ήταν τα μοναδικά λόγια
παρηγοριάς από τον πατέρα, που με αντιμετώπιζε μερικές φορές με περισσότερη
τρυφερότητα από τη μάνα που ήτανε πιο διακριτική.
Ρην υπόλοιπη μέρα πέρασα δύσκολα, ίσως και γιατί θεωρούσα τα γέλια των
αδερφών μου κοροϊδευτικά, έστω κι αν αυτά δεν είχαν σχέση μ‟ εμένα. Ρα αδέρφια
μου, ο Ηορδάνης, ο Ζανάσης, η Ώσπασία και η Θυριακή κοιμήθηκαν, εγώ μόνο
71_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
έμεινα ξάγρυπνος πάλι. Ώπό εδώ και στο εξής, την μεγάλη εκπαίδευση θα την
έπαιρνα από μόνος μου από την ίδια τη ζωή.
Γυστάθιος Γαϊτανίδης
Γεννήθηκε το 1969 στο Άνω-Ζερβοχώρι, επαρχία Ναούσης. Από το 1993 εργάζεται στο Τπουργείο
Δικαιοσύνης και μένει μόνιμα στην πόλη της Λάρισας. Είναι παντρεμένος με την Ελένη και έχει δυο
παιδιά, την Ολυμπία και τη Μαρία. Η συμμετοχή του σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και οι
απανωτές βραβεύσεις, τον οδήγησαν να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το γράψιμο ιστοριών και την
λογοτεχνική συγγραφή. Μεγαλύτερες του διακρίσεις είναι η βράβευση του από την Πανελλήνια
Ένωση Λογοτεχνών το 2011 με το δεύτερο βραβείο μυθιστορήματος, τίτλος έργου: Παρόντες και
απόντες & το δεύτερο βραβείο από τον Διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό Eyelands - τίτλος έργου: θα
θυμάμαι για πάντα. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος. Σο 2016 θα
βραβευτεί από τον αρχαιότερο πολιτιστικό σύλλογο της Αθήνας τον «Υιλολογικό ύλλογο
Παρνασσού», για το διήγημά του «ο βαρύς ίσκιος της γνώσης». Πολλά διηγήματά του έχουν
δημοσιευτεί και στην καθημερινή εφημερίδα «Ελευθερία Λάρισας».
72_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Κυρία μη φεύγεις
«Ζα τους γνώριζες όλους εκεί! Ρόσα χρόνια στο ίδιο μέρος με τους ίδιους
συναδέλφους!» παρατήρησε η καθηγήτρια των Ώγγλικών.
73_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
«Βύσκολη δεν είναι η αλλαγή αντικειμένου μετά από τόσο καιρό στο ίδιο
περιβάλλον;» είπε καλοσυνάτα ο γυμναστής.
Ξώς να πεις μπροστά σε όλους ότι δεν έχω διδάξει ποτέ μου; Ξώς να
εξηγήσεις ότι τόσα χρόνια έπαιρνα πάντα απόσπαση στο γραφείο επειδή ήμουν η
γυναίκα του προϊσταμένου;
74_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Βεν την ήθελα ποτέ αυτή την τάξη. Κε εκνεύριζαν οι φωνές, οι απορίες των
παιδιών… Βεν τα συμπαθούσα ποτέ τα μικρά... Βασκάλα είμαι και τα παιδιά δεν
τα ήθελα… Βε σου το είπε ποτέ ο Σώτης; Βεν ήθελα παιδιά…
Κέσα στις θολές της σκέψεις, στην αλλαγή της ζωής, στην αλλαγή του
σπιτιού, στην αλλαγή της δουλειάς, άργησε να παρατηρήσει τους μαθητές της.
Ξροσπαθούσε να γνωρίσει από κοντά την ύλη, να μάθει τη διδακτική, να
εξοικειωθεί με τη διδασκαλία.
75_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
«Σωτεινή, τι έγινε; Έχουμε σχολάσει εδώ και ώρα, γιατί είσαι ακόμα εδώ;
Γίναι ώρα για φαγητό. Βε θα πας στο σπίτι;» είπε πλησιάζοντάς την.
Αονάτισε και την κοίταξε στα υγρά της μάτια. «Σωτεινή μου, δε θα φύγω!
Ζα μείνω μαζί σου, μην κλαις! Ζα μείνω...» έλεγε η Έλλη και την αγκάλιασε από
τους ώμους που τραντάζονταν από τους λυγμούς.
76_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Θάθισαν η μία δίπλα στην άλλη στο θρανίο για πολλή ώρα, μέχρι ο
φύλακας να τους πει ότι έπρεπε να κλειδώσει το σχολείο. Ε Σωτεινή δεν είπε
πολλά, την περισσότερη ώρα κοίταζε αμήχανα πότε το φουστάνι της και πότε τα
μεγάλα παράθυρα της αίθουσας. Ώλλά και η Έλλη δεν επέμεινε σε ερωτήσεις. Βεν
εμπιστευόταν πολύ το αγύμναστο παιδαγωγικό της ένστικτο, κάτι μέσα της όμως
της έλεγε πως όσο περισσότερα απαιτούσε να μάθει, τόσο λιγότερα θα κατάφερνε.
Ώπό εκείνη την πρώτη φορά, κάθε μέρα μετά το σχόλασμα κάθονταν οι δυο
τους συντροφιά στην άδεια αίθουσα. Πτην αρχή κουβέντιαζαν πολύ λίγο, αλλά με
τον καιρό, άρχισαν να λένε περισσότερα. Ε Σωτεινή μιλούσε για ό,τι σκεφτόταν.
Αια το σπίτι της, για το σκυλάκι που της χάρισε η γιαγιά της, για όσα της άρεσε να
κάνει στον ελεύθερο χρόνο της.
Ρη ρώτησε για τους γονείς της μετά από λίγο καιρό και τα μάτια της μικρής
σκοτείνιασαν.
«Βεν το έχουν καταλάβει. Ρο μεσημέρι τρώω μόνη μου. Ε μαμά μου είναι
στο σπίτι και έχει πάντα έτοιμο το φαγητό όταν γυρίζω. ΐλέπει όμως συνεχώς
τηλεόραση, δεν κάθεται στο τραπέζι μαζί μου και δε με ρωτάει τίποτα. Θαι ο
μπαμπάς μου λείπει όλη τη μέρα, γυρίζει το βράδυ στο σπίτι».
«Ίσως συμβαίνει κάτι στη μαμά σου και είναι λυπημένη», συμπέρανε
αυθόρμητα η Έλλη, αλλά το μετάνιωσε την ίδια στιγμή.
77_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ε Σωτεινή έσιαξε αμήχανα την μπλούζα της. «Κάλλον έτσι είναι. Θυρία, η
μαμά μου την άνοιξη είχε ένα μωράκι στην κοιλιά της. Ώλλά κάτι έγινε μετά και το
μωράκι χάθηκε…»
Θάποια στιγμή, ένα χρόνο πριν, η Έλλη είχε νομίσει –λανθασμένα, όπως
αποδείχτηκε λίγες μέρες μετά– πως ήταν έγκυος. Ε ευτυχία έλαμψε στα μάτια του
Σώτη, ενώ ο πανικός σκοτείνιασε το δικό της πρόσωπο. Ρο χάσμα που υπήρχε
ανάμεσά τους μόλις είχε αποκαλυφθεί περίτρανα.
Ε αρχή έγινε εκείνη τη μέρα και η κατάσταση έμοιαζε σαν μάλλινο ρούχο
που ξηλωνόταν λίγο-λίγο. ταν είδε πως η σχέση τους γκρεμιζόταν, πως έχανε
ολοένα και περισσότερο έδαφος στην καρδιά του, προσπάθησε να προλάβει. Ήταν
όμως ήδη σαράντα χρονών και οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος της.
78_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ε τύχη, ωστόσο, της χαμογέλασε και η Έλλη βάσισε όλες τις ελπίδες της στη
γραμμή του θετικού τεστ εγκυμοσύνης που είδε λίγο μετά το περασμένο Ξάσχα.
Λαυάγησαν, όμως, κι αυτές τη μέρα που το αίμα μαρτυρούσε ότι το μωρό δε θα
γεννιόταν ποτέ. Ήταν η τελευταία της ευκαιρία και μόλις την είχε χάσει.
Ε μνήμη της αστραπιαία έπαιξε ξανά τη σκηνή του περασμένου Κάη. Γίδε
τον εαυτό της στο ιατρείο του γυναικολόγου να ακούει από τα χείλη του ότι η
εγκυμοσύνη της είχε τελειώσει, ότι ήταν μία από τις λεγόμενες «παλίνδρομες
κυήσεις», ότι συνέβαινε σε πολλές γυναίκες, ότι δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο και
ότι μπορούσε σύντομα να προσπαθήσει ξανά… Πτο μυαλό της, όμως, όλα αυτά
μεταφράζονταν σε μία και μόνο φράση: ο γάμος της με το Σώτη είχε μόλις πεθάνει,
μαζί με το αγέννητο παιδί τους. Θαι μαζί με την ίδια.
Ρότε του ζήτησε να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια, αλλά για εκείνον
ήταν πια αργά. Ε Έλλη με συνοπτικές διαδικασίες ζήτησε μετάθεση στο διπλανό
νομό, σε μια περιοχή που δε θα ήξεραν όλοι ότι ήταν η γυναίκα του διευθυντή που
ποτέ δεν μπήκε στη σχολική τάξη. Ξήρε την απόγνωσή της και μια βαλίτσα και
έφυγε.
«Ξέρσι πήγαμε με τους γονείς μου με το αεροπλάνο στην Θύπρο. Βεν το έχω
πει σε κανέναν, αλλά… θέλω να γίνω… αεροσυνοδός!»
79_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ώυτό θα έλεγα και στο παιδί μου αν μεγάλωνε και μου μιλούσε για τα
όνειρά του!
Ν τόνος της φωνής της δεν πρόδιδε τη συγκίνησή της, που με δυσκολία
συγκράτησε μέχρι η μικρή να πει «καλό μεσημέρι» και να πάρει τη σάκα της στο
χέρι, ρίχνοντας στη δασκάλα μία τελευταία ματιά με μάτια που έλαμπαν.
80_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Θαι η Σωτεινή δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τη σχέση τους. Άρχισε δειλά να
επιδιώκει την παρέα των συμμαθητών της και με χαρά η Έλλη παρατήρησε πως
κάποιες μέρες έτρωγε βιαστικά το κολατσιό της, για να προλάβει να παίξει
κυνηγητό με τα άλλα παιδιά πριν το κουδούνι χτυπήσει.
Ρην πρώτη Ηουνίου, το κορίτσι τής ανακοίνωσε πως θα άλλαζε σχολείο την
επόμενη χρονιά. «Ζα πάμε να μείνουμε σε ένα άλλο σπίτι», είπε και η Έλλη
κούνησε μόνο το κεφάλι.
Tην τελευταία μέρα εκείνης της σχολικής χρονιάς, κάθε παιδί έγραψε από
ένα μικρό σημείωμα στην Έλλη για ενθύμιο. ταν ήρθε η σειρά της Σωτεινής,
έδωσε μόνο το χαρτί της και έφυγε βιαστικά. Ε Έλλη διάβασε τα χοροπηδηχτά
γράμματα. Κε ένα κόκκινο στιλό έγραφε μόνο τέσσερις λέξεις: «Βε θα σας ξεχάσω».
Ρο έσφιξε στη χούφτα της για μια στιγμή, μετά έβαλε όλα τα σημειώματα μέσα σε
ένα φάκελο και βγήκε από την αίθουσα.
Νύτε εγώ, Σωτεινή. Κε βοήθησες πολύ περισσότερο απ‟ όσο πιστεύεις ότι σε
βοήθησα εγώ.
Κε τους κόμπους των δαχτύλων σκούπισε ένα μικρό δάκρυ που κύλησε από
τα μάτια της. Γίχε μπροστά της πολλά χρόνια ακόμα να διδάξει. Λα διδάξει, αλλά
κυρίως να διδαχθεί.
81_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γεννήθηκα το 1991 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στο Κιλκίς, όπου ζω. πούδασα στο
Παιδαγωγικό Σμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από
όπου αποφοίτησα το 2013. Είμαι το 5ο από τα 6 παιδιά υπερπολύτεκνης οικογένειας, που μου
μετέδωσε την αγάπη για τα βιβλία και την τέχνη. Τπήρξα πάντοτε βιβλιοφάγος και από την ηλικία
των οκτώ γράφω δικές μου ιστορίες. Σο 2016 το διήγημά μου «Σο χειροκρότημα» συμπεριλήφθηκε
στο συλλογικό τόμο «Κιλκίς: Ιστορίες του τόπου μας» από τις Εκδόσεις iWrite, ως ένα από τα
διακριθέντα κείμενα του ομώνυμου διαγωνισμού. Είμαι παντρεμένη και έχω δύο κόρες.
Κάτι ενδιαφέρον που αξίζει να αναφέρω είναι ότι η κατά 7 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου, Ελένη
Ηλιάδου, που επίσης διακρίθηκε στο διαγωνισμό, ήταν εκείνη που μου έμαθε να διαβάζω πολύ πριν
πάω στο σχολείο και από τότε η λογοτεχνία είναι συντροφιά μου. Σελικά γίναμε και οι δύο δασκάλες!
82_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Φειμώνας
Θ ΟΏΡΦ ΠΡΏ ΤΓΟΗΏ ΚΝ ΚΗΏ ΣΦΡΝΑΟΏΣΗΏ. Ώπεικονίζει μια όμορφη ηλιόλουστη
μέρα, καλοκαίρι σε κάποια παραλία. Ένα ζευγάρι κρατιέται αγκαζέ και
χαμογελά. πάρχει όμως κάτι το παράξενο και θλιβερό σε αυτή τη φωτογραφία
που αντί να είναι χαρούμενη και να σου φτιάχνει τη διάθεση σου σφίγγει και σου
ματώνει την καρδιά.
1.
83_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
προφορά. Ζα τον ενημέρωνα για τη διδακτέα ύλη και την πρόοδο όλων των
μαθητών ονομαστικά. Πυμφωνήσαμε και με παρουσίασε στην καινούργια μου
τάξη.
Ρο σπίτι μου ήταν μια γκαρσονιέρα στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς
πολυκατοικίας. Αια κρεβάτι είχα ένα στρώμα, πλυντήριο και κουζίνα ήταν για
εμένα άγνωστες λέξεις ενώ η μόνη συσκευή που πραγματικά χαιρόμουν ήταν το
ραδιόφωνο. Ένα μικρό γραφείο και ένα τραπέζι στην κουζίνα συμπλήρωναν το
μικρό μου νοικοκυριό.
84_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώλλά και ο Ράσος με τις παράξενες ιστορίες και τις θεωρίες συνομωσίας για
όλους και για όλα. Λτυμένος πάντα με την ίδια σκισμένη χλαίνη, χειμώνα
καλοκαίρι, εξηγούσε σε όποιον θα καθόταν στο τραπέζι του το πώς και το γιατί
όλων των γεγονότων. Ξολιτικών, στρατιωτικών και όχι μόνο. Ξλούσια γκρίζα
85_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
2.
Κια μέρα ο διευθυντής με κάλεσε στο γραφείο του και μου ανακοίνωσε:
“Ώπό σήμερα θα επιφορτιστείτε με τη θέρμανση του σχολείου. Κη σας φανεί απλό
και εύκολο ζήτημα γιατί θα διαψευστείτε άσχημα” είπε και έξυσε το αριστερό του
μάγουλο. ”Έχετε υπόψη σας ότι θα συνδιαλέγεστε με κρατικούς υπαλλήλους με ό,τι
αυτό συνεπάγεται και ότι επίσης το θέμα αυτό αφορά όλους και όχι μόνο τους
μαθητές. Γννοώ αφορά και εμάς, το διδακτικό προσωπικό αλλά και τους γονείς
φυσικά που ενδιαφέρονται για τις συνθήκες μάθησης των παιδιών τους.” Ρο
πρόσωπό του ήταν σοβαρό και ένοιωσα ότι τα λόγια του βγαίναν κατευθείαν από
την καρδιά του. Ίσως να αισθανόταν ένα χρέος απέναντι στην πολιτεία που του
είχε εμπιστευτεί αυτήν τη θέση. Κου έδωσε τα τηλέφωνα και τα ονόματα των
86_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
υπευθύνων και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την ερχόμενη Βευτέρα. Γννοείται
ότι αν κάπου χρειαζόμουν τη βοήθειά του ήμουνα ευπρόσδεκτος στο γραφείο του.
Λαι, πίστευε σε κάτι και αυτό του έδινε δύναμη. Έβλεπε τη θέση του ως έναν
πυλώνα μέσω του οποίου η εκπαίδευση αλλά και γενικά η παρεχόμενη παιδεία
βελτίωναν τη ζωή της κοινωνίας και της πολιτείας. ”Γσείς τι κάνατε;” με ρώτησε και
κάθισε στο γραφείο του. ”Ξροσπαθώ να επικοινωνήσω εδώ και δύο εβδομάδες με
την υπηρεσία και κάποιον υπεύθυνο άλλα δεν έχω καταφέρει κάτι. Ν ένας με
στέλνει στον άλλο και αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει λύση.” Ν διευθυντής έριξε ένα
βλέμμα στα χαρτιά που είχε απλωμένα μπροστά του. ”Πτα χρόνια που είμαι σε
αυτήν τη θέση έχουμε αντιμετωπίσει πολύ δυσκολότερες καταστάσεις και πάντα
κάναμε ό,τι καλύτερο για το σχολείο μας. Βε θέλω να απογοητεύεστε από τις
παραλείψεις και τις κλειστές πόρτες της κρατικής μηχανής. Γμείς κάνουμε τη
87_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
δουλειά μας και αυτοί τη δική τους. Σανταστείτε ένα νοητό σκοινί που από τη μια
είμαστε εμείς, με ότι εκπροσωπούμε και από την άλλη το κράτος με τις δικές του
δομές. Θαι οι δύο το τραβάμε. Γμείς έχουμε το δίκιο μαζί μας ενώ ο αντίπαλος τη
δύναμη. Ρι λέτε να συμβεί;” Ρεντώθηκε και στο χοντρό λαιμό του διέκρινα
αποφασιστικότητα και θέληση.
Ξριν από μια δεκαετία αυτός ο άνθρωπος είχε δεχτεί δελεαστικές προτάσεις
από ιδιωτικά σχολεία για μεταγραφή σε αυτά με μεγαλύτερες αποδοχές και
καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ώλλά όχι. Ρις είχε απορρίψει εξ αρχής. ”Βε με
σπούδασαν τα παιδιά των φτωχών“, έλεγε, “για να τα αφήσω στα δύσκολα”. Θαι
συνέχιζε ”η θέση του εκπαιδευτικού είναι να μάχεται στο μέτωπο και όχι να
κρύβεται στα μετόπισθεν.”
Πτη σχολική γιορτή του Λοέμβρη άκουσα και τα πρώτα παράπονα από
τους γονείς. ”Ρα παιδιά διαμαρτύρονται” , “το κρύο δεν τα αφήνει να
παρακολουθήσουν τις παραδόσεις” και ακόμα ότι ένα παιδάκι είχε αρρωστήσει.
Θαι πράγματι εκείνος ο χειμώνας ήταν από τους χειρότερους που θυμάμαι. Ρα
βουνά γύρω από την πόλη ήταν χιονισμένα από καιρό και ένας αέρας φαρμάκι
φυσούσε ολημερίς.
Ένα βράδυ του Βεκέμβρη όπως γύριζα σπίτι περνώντας από το σχολείο,
είδα φώς στο γραφείο της διεύθυνσης. Ξλησίασα από περιέργεια, κάποιος θα
ξέχασε το φώς υπέθεσα. Κέσα ήταν ο διευθυντής καθισμένος στο γραφείο του, με
φουρτουνιασμένη όψη, που όμως δεν του στερούσε διόλου το κύρος και την
εξουσία. Βίπλα του έκαιγε η μικρή μαντεμένια σόμπα που ποτέ δεν την είχα δει
αναμμένη. Ρο κοκκινωπό φως από τις φλόγες χοροπήδαγε στους τοίχους και το
μαντέμι στην απάνω πλευρά είχε πυρώσει. Κίλαγε στο τηλέφωνο. Ρο παράθυρο
όμως δεν είχε κλείσει καλά και άκουγα σπασμένα τα λόγια του. ”Kαι τι να κάνουμε
τώρα που ο χειμώνας... Ξρέπει να πιέσουμε τον υπουργό, ίσως δεν είναι ενήμερος
για το θέμα... Ξέρυσι πλήρωσα από την τσέπη μου ένα ποσό για θέρμανση, δεν
88_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
μπορώ να το ξανακάνω και φέτος...” Έφυγα σκυφτός και γύρισα σπίτι. Θάθισα στο
γραφείο και άναψα τα κεριά. Ξροσπάθησα να συγκεντρωθώ στα γραπτά των
μαθητών, αλλά μάταια. Ν νους μου ήταν στον διευθυντή. Ών και έξω το κρύο ήταν
τσουχτερό δεν το ένιωθα, μάλιστα ζεσταινόμουν και κάποιες φορές κοιτώντας τη
φλόγα του κεριού ένοιωθα να καίγομαι και να ιδρώνω.
3.
Ήμασταν πια στην καρδιά του χειμώνα. Ρο χιόνι κατέβηκε πιο χαμηλά και
σκέπασε τα προάστια της πόλης. Πτο γραφείο καθηγητών το μόνιμο θέμα
συζήτησης ήταν το κρύο και το πόσο θα διαρκέσει. Νι προβλέψεις δυσοίωνες, το
δελτίο καιρού απαισιόδοξο. Ρέτοιος χιονιάς είχε να εμφανιστεί από τον περασμένο
αιώνα. Θαι επιπλέον αναμενόταν νέα επιδείνωση. ”Γσείς τι λέτε συνάδελφε;” μου
απηύθυνε το λόγο ο Αιώργος, ένας αδυνατούλης, ξερακιανός Θρητικός με
στρόγγυλα κοκάλινα γυαλιά. Βεν είχε νόημα να του έλεγα ότι δεν με απασχολεί
τόσο το κρύο, όσο ο αγώνας ενός ανθρώπου που πιστεύει και μάχεται, ούτε είχε
νόημα να του πω ότι θα ήθελα και εγώ να πιστέψω σε κάτι, έστω και μάταιο. Θαι
έτσι απάντησα κάτι τυπικό, δε θυμάμαι τι.
Ώλλά και στο καφενείο όλες οι κουβέντες γύρναγαν μια από εδώ και μια
από εκεί για να καταλήξουν σχεδόν πάντα στο χιονιά και στην παγωμένη πόλη.
Γκείνες τις μέρες καθόμουν πιο συχνά με τον Ράσο και μου είχε κάνει εντύπωση μια
ιστορία που αφηγούταν. Υηλά στις πλαγιές του Ξάρνωνα υπάρχει ένα
χωριουδάκι, έλεγε, σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια. Νι λιγοστοί του κάτοικοι το
χειμώνα στέκουν σαν σαστισμένοι μπροστά στο αναπόφευκτο κακό. Καζωμένοι
στα σπίτια τους μετράνε τις ώρες και τις μέρες που η γης θα ζεστάνει και θα
καρπίσει ξανά. Θαι είναι βέβαιοι ότι αυτό το ξερό, ψυχρό, άσπρο πράγμα που
σκεπάζει και νεκρώνει τα πάντα, κάποτε, από μόνο του θα νικηθεί.
89_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ώρχές του νέου χρόνου το χιόνι σκέπασε όλη την πόλη. Τοντρό και ξερό.
Ώπό το παράθυρο της κουζίνας κοίταγα τα περιγράμματα των αυτοκινήτων και
των δέντρων, θαμμένα κάτω από το χιόνι. Ν ουρανός ήταν μαύρος και έμοιαζε να
'χει κάτσει πάνω στις στέγες των πολυκατοικιών. Ν ήλιος δε φαινόταν πουθενά και
μόνο λίγο πριν το σούρουπο ένα ροζ ίχνος στο βάθος του ορίζοντα μαρτύραγε την
ύπαρξή του. Πτο σπίτι, τις νύχτες, μέσα στην παγωμένη μοναξιά μου μού φαινόταν
πως άκουγα άλλοτε τον Κπεν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι και άλλοτε τον πατήρ-
Λικόλα να σιγομουρμουρά προσευχές. Θαι μπορούσα να τον φανταστώ γονυπετή
κάτω από μια εικόνα να αργοσαλεύει τα χείλια του με το πρόσωπο στραμμένο στο
πάτωμα.
Ρα σχολεία έκλεισαν για κάποιες μέρες και έπειτα, μετά από εντολή του
υπουργείου, ξανάνοιξαν. Γκείνες τις πρώτες μέρες ο διευθυντής με επισκέφτηκε
στην τάξη και μου ζήτησε μια καρτέλα με τις επιδόσεις όλων των μαθητών. Ρην
επομένη του την παρουσίασα στο γραφείο του. ”Ώυτό το κοριτσάκι η Καριγούλα
γιατί έχει μείνει τόσο πίσω;” σχολίασε ξύνοντας το μεγάλο μέτωπό του με όλη του
την παλάμη. ”Βεν προσέχει καθόλου στις παραδόσεις και επιπλέον δεν κάνει ποτέ
τις ασκήσεις της” απάντησα. Θάνοντας πίσω την καρέκλα του κοίταξε από το
παράθυρο πέρα μακριά. Ρα πάντα ήταν χιονισμένα. ”Νι κηδεμόνες του ποιοι
είναι;” “Βεν ξέρω, δεν έχουν έρθει ποτέ, πάντα φεύγει με τη φίλη της τη Αωγώ.” “Ζα
ήθελα λοιπόν να επικοινωνήσετε με τους γονείς της και να τους αναφέρετε για τους
βαθμούς της, είναι υποχρέωσή μας αυτό. Θαι επιπλέον τώρα που θα πάτε στην τάξη
καλέστε την να της μιλήσω”. Ώκολούθησα την εντολή του και έστειλα τη
Καριγούλα στο γραφείο του. Κετά δέκα λεπτά το κοριτσάκι επέστρεψε στην τάξη.
μως τα μάτια του ήταν κόκκινα. Παν να την είχε μαλώσει ο διευθυντής.
90_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
είπα για τους δικούς της μου μάσαγε τα λόγια.” “Θαλώς, τότε θα πάμε μαζί σπίτι
της”, είπε αυστηρά.
“Ώπό εδώ είναι η γιαγιά μου, μαζί ζούμε” είπε το μικρό κοριτσάκι όλο
χαρά. Ν διευθυντής που όλο αυτό το διάστημα δεν είχε μιλήσει είπε με ήρεμη φωνή
“και οι γονείς σου;” “Tους χάσαμε πέρυσι...” απάντησε το κοριτσάκι. “Λάτοι αν
θέλετε να τους δείτε”, είπε και μου έδωσε μια φωτογραφία. Ρην κοίταξα. Ένα
ζευγάρι κρατιόταν αγκαζέ και χαμογελούσε. Κια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Πε
κάποια παραλία. Βεν κάτσαμε παραπάνω από δέκα λεπτά και φύγαμε. Πτο δρόμο
της επιστροφής ο διευθυντής περπατούσε αμίλητος.
Θάπως έτσι πέρασε εκείνος ο βαρύς χειμώνας και μόνο προς το τέλος του
Σλεβάρη έσπασε το κρύο και η θερμοκρασία ανέβηκε λιγάκι. Ρον Ώπρίλη έφτασε
υπηρεσιακό σημείωμα που με μετέθετε σε άλλο σχολείο, λόγω έκτακτων αναγκών.
Κάζεψα τα πράγματά μου, χαιρέτησα όσους γνωστούς είχα και αναχώρησα για το
91_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
τρίτο δημοτικό σχολείο στο Καρούσι. Ρον επόμενο χρόνο σε ένα σεμινάριο
συνάντησα τον Αιώργο, τον Θρητικό, από το παλιό σχολείο. Κιλήσαμε λίγο και
προς το τέλος τoν ρώτησα “Οε Αιώργη, αυτός ο διευθυντής που είχαμε τι κάνει;” “A,
δεν το πρόλαβες; Ρο καλοκαίρι εκείνο που έφυγες, τελείως ξαφνικά δήλωσε
παραίτηση και πήγε στο χωριό του”.
Ξαντελής Θ. Σαρρής
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Ζει στα Γλυκά Νερά Αττικής και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα.
92_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Σο σχολείο (Λεωνής)
T ΝΛ ΓΗΒΏ ΜΏΛΏ ΠΡΕ ΠΡΏΠΕ ΡΝ ΙΓΦΣΝΟΓΗΝ. Ρελείως τυχαία η συνάντηση και
πρώτη φορά στην αφετηρία αυτής της γραμμής. Ήταν άραγε αυτός ή μήπως
με ξεγέλασε το παρουσιαστικό του; Υηλός, αθλητικός, καλοντυμένος με αγέρωχο
παράστημα, μονάχα τα άσπρα του μαλλιά πρόδιδαν την προχωρημένη του ηλικία.
Ν χρόνος, αδυσώπητος άφησε και σ‟ αυτόν τα σημάδια της φθοράς, όμως έστεκε
καλά. Ζα τον έλεγες ακόμη συμπαθητικό άντρα. Ρο πάντα ανήσυχο μυαλό μου δεν
έψαξε και πολύ να θυμηθεί το όνομά του. Ρον έλεγαν Ξέτρο! Λαι φυσικά ήταν ο
Ξέτρος Αρίβας, ο γυμναστής μας. Ώκόμη τον θυμόμουν παρά τα πολλά χρόνια που
πέρασαν κι από τη δική μου την καμπούρα.
Θατάκοπη όλη μέρα από την δουλειά, κάθισα αναπαυτικά στο τελευταίο
ελεύθερο κάθισμα που βρήκα στο λεωφορείο για το σπίτι. ΐούλιαξα κυριολεκτικά
το σώμα μου στη θέση κοντά στο παράθυρο και τον παρατηρούσα με την άκρη του
ματιού μου. Ξόσες αναμνήσεις. Ξόσα χρόνια περασμένα! Ν Ξέτρος αριστούχος της
Αυμναστικής Ώκαδημίας, γυμναστής στο Βημοτικό μου σχολείο κι εγώ στην
τελευταία τάξη. Αυρνάω τη μνήμη μου στο παρελθόν. Ρότε στη δεκαετία του ΄70.
93_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
με συνεπαίρνει κι αφήνω τις σκέψεις μου, μπερδεμένες κλωστές στο υφάδι του
χρόνου,
Ρον Πεπτέμβριο, η αυλή γέμιζε από καφετιές σάκες που τις κουβαλούσαν
χαρούμενοι μαθητές αστραφτεροί και μυρωδάτοι μέσα στις μπλε ποδιές τους. Ε
Θατερίνα, ο Ξαύλος, η Έφη κι ο Ζάνος γίναμε από την αρχή αχώριστοι σύντροφοι
στα παιχνίδια, στο θρανίο μα και στις αταξίες. Καθημένοι είμαστε όλοι μας σε
προτροπές και παραγγέλματα μα όταν δεν έπιαναν τα μέσα αυτά, έπεφτε η «δια
του χάρακος συμμόρφωση». Γμείς όμως ακόμη και τότε βρίσκαμε αμέσως στη
σκανταλιά τον μοναδικό τρόπο να χρωματίσουμε λίγο με ανεμελιά και γέλιο την
μαθητική μας καθημερινότητα. Π‟ αυτό το παιχνίδι αρχηγός μας ήταν ο Βημήτρης.
Κικροκαμωμένος και τσαχπίνης, σβέλτος στις κινήσεις κι εφευρετικός στις νέες
ιδέες, είχε πάντα την δικαιολογία στα χείλη έτοιμη μα και τόσο πειστική. Ώκόμη κι
94_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
οι δάσκαλοι γελούσαν με τα καμώματά του και έτσι γλύτωνε σχεδόν πάντα την
τιμωρία. Ρην έβγαζε καθαρή με λίγες χαρακιές από την ξύλινη βίτσα της
διευθύντριας που βασικά τον συμπαθούσε κιόλας. Πκέψου και να μην!
Καζί της μάθαμε να αγαπάμε την λογοτεχνία αλλά και την γεωγραφία
μέσα από «Ρα «Υηλά ΐουνά» του Δαχαρία Ξαπαντωνίου και το βιβλίο «ο
Βημητράκης και τα ταξίδια του της Θαίτης Γξάρχου-Βιαμαντή που ήταν για δυο
φορές την εβδομάδα το αναγνωστικό μας στο μάθημα της λογοτεχνίας μαζί της.
Ρελευταία στην εξωτερική γραμμή, πολλές φορές και χωρίς συντροφιά στη
σειρά μου Γγώ, η Βέσποινα! «Κην στενοχωριέσαι που είσαι τελευταία. Γίναι για να
95_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
κλείνεις ωραία την παρέλαση με το σωστό σου βήμα. Έτσι θα συγκρατούν όλοι την
δική σου εικόνα για την παρέλασή μας», τόνιζε πάντα η κυρία Καρία στην
μοναδική ερώτησή μου: Κα γιατί πάντα εγώ τελευταία;. Κήπως γιατί ήμουν κοντή;
Πκεφτόμουν πάντα. Κα φέτος ψήλωσα τρείς πόντους. Κα κι αν ήταν για αυτό εγώ
τι έφταιγα;
«Βέσποινα μην ανησυχείς. Έχεις καμαρωτό και σωστό βάδισμα, αυτό είναι
όλο» μου έλεγε και χειροκροτούσε ευχαριστημένη κι αυτή καθώς περνούσα. Έτσι
απαντούσε θυμάμαι και μού χρύσωνε το χάπι της τελευταίας σειράς, με το
καμαρωτό μου βάδισμα και την λεβεντιά μου σαν δικαιολογία σβήνοντας κάθε
διαμαρτυρία μου. Βια παντός. Παν αποφασισμένη από τη γέννα της Κανιάτισσα.
Κα πού τα θυμήθηκα τώρα όλα ετούτα; Κόλις που προλαβαίνω λίγο πριν
τους επισήμους να στρώσω την πτυχή της μαύρης φρεσκοσιδερωμένης Κανιάτικης
βράκας μου κι ακούω το παράγγελμα.»Ένα δυο, εν-δυο, ένα δυο, χτύπημα στ‟
αριστερό, εμπρός μαρς». Ρα πόδια μου βάζουν φτερά έτσι όπως βηματίζουν
ρυθμικά στον ήχο του εμβατηρίου για τους ήρωες του ‟21, μέσα στις αστραφτερές
άσπρες μπότες μου. Ρις ακούω να ηχούν τον κρότο τους στην άσφαλτο. «Ταπ,χούπ,
χαπ, χούπ» Ξερπατώ πραγματικά καμαρωτή ζώντας στον παλμό της δοξασμένης
εποχής των θρυλικών αγωνιστών της 25ης Καρτίου. Ώνήκω στο επαναστατικό
σώμα του Ξετρόμπεη Καυρομιχάλη του Κπέη της Κάνης και των απάτητων
βουνών της. Σορώ την τιμημένη βράκα της λεβεντογένας Κάνης σαν άνδρας. Έτσι
μας έντυνε η κυρία Καρία στις παρελάσεις, που τις παρακολουθούσε τρέχοντας
πάντα δίπλα μας ανησυχώντας να πάν‟ όλα καλά. Ρην βλέπαμε όλοι από τις σειρές
μας να κρατά στο ένα χέρι την σφυρίχτρα και στο άλλο τον χάρακα για να μας
δίνει τον ρυθμό για να μην μπλεχτεί τα βήμα μας αλλά και για να μην
96_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ε μητέρα, ανήσυχη και ελαφρώς μπερδεμένη στις σκέψεις της, είχε ακούσει
τόσα πολλά και στεγνώσει τόσα παιδικά μου δάκρυα που έσπευσε να ξεδιαλύνει
την υπόθεση άμεσα και με τον καλύτερο τρόπο.
«Μέρετε, δεν ήρθα για αυτό. Θάτι άλλο την βασανίζει το τελευταίο
διάστημα. Έχει προβλήματα με τον κύριο Ξέτρο Αρίβα, τον γυμναστή σας».
97_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
«Βέσποινα δεν μιλάς;» Θαι φ α π, μου έδινε μια μικρή σφαλιάρα με την
χερούκλα του όλο γλύκα έτσι για πρωινή καλημέρα. Άλλοτε πάλι μπέρδευε το
σχοινάκι μου στα πόδια του ή έσβηνε την κιμωλία στο κουτσό απολαμβάνοντας
τον βουβό εκνευρισμό μου και τη δίκαιη σαστιμάρα μου που αποτυπωνόταν με
πολλούς χρωματισμούς στο πρόσωπό μου.
98_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ξαραμονές των Ώγίων Ξάντων και της μεγάλης γιορτής που διοργάνωνε το
σχολείο μας για την λήξη του σχολικού έτους. Νι Αυμναστικές μας Γπιδείξεις. Ένα
γεγονός που περιμέναμε όλοι μικροί και μεγάλοι της μικρής σχολικής μας
κοινωνίας και όχι μόνο. Ρην περίμενε κι η κυρία Καρία κι οι δάσκαλοι κι οι γονείς
μας. Θαλεσμένοι ήταν όλοι οι παράγοντες της πόλης μας. Θι ο Βήμαρχος κι οι
αρχές του τόπου, όπως λένε κι ο κύριος Ξροκοπίου, ο Κανιάτης συντοπίτης της
Βιευθύντριας και μεγαλοσχήμων του πουργείου Ξαιδείας, επιθεωρητές σχολικής
εκπαίδευσης κλπ κλπ. Ρόπος διεξαγωγής ήταν, για πρώτη φορά το Βημοτικό
Αήπεδο της περιοχής μας, χωρητικότητας χιλίων ατόμων που ευελπιστούσαμε
φυσικά να γεμίσει. Γτοιμαζόμαστε από τις Ώπόκριες σχεδόν καθημερινά με
ασκήσεις και σκετσάκια, ποιήματα και θεατρικά δρώμενα, με ένα στόχο. Λα
κάνουμε την διαφορά ανάμεσα στα σχολεία της ευρύτερης περιοχής. Αια τη σχολή
μας και την αείμνηστη Βιευθύντριά μας.
99_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Θι όλα, ήταν έτοιμα θυμάμαι για την μεγάλη μέρα. Νι στολές μας-λευκές
αρχαιοελληνικές χλαμύδες με τις χρυσές τους πόρπες και τα καφέ σανδάλια, είχαν
προβαριστεί και σιδερωθεί, τα μαλλιά μας χτενισμένα σε περίτεχνο κότσο, τα λόγια
μας χιλιοειπωμένα, η μουσική ακουσμένη μύριες φορές στο θεατράκι του σχολείου
μας από το ακορντεόν, την μελόντικα και την κιθάρα της Τρύσας, του Ζάνου και
της Καίρης. λα έτοιμα, τόσο χθεσινά μα και τόσο πρόσφατα στην μνήμη μου.
Κε ένα ελαφρύ πόνο στο αριστερό μου πόδι που το είχα στραμπουλίξει
πριν δυο μέρες περίμενα κι εγώ, όπως όλοι, να ξεκινήσει το δρώμενο της Έκτης.
Πτολισμένη και χαρούμενη που θα έβλεπα όλο μαζί το αγαπημένο μου σχολείο εκεί
στην τελευταία παράσταση του Βημοτικού, εγώ η τελειόφοιτη κατέβηκα τα σκαλιά
του γηπέδου λευκοντυμένη ιέρεια της Ώρτέμιδας με το τόξο και τα βέλη μου,
κρατώντας την άκρη της χλαμύδας μου. Γίχα πει στους δικούς μου να είναι κοντά
μήπως δεν τα καταφέρει το πονεμένο μου πόδι. Βικαιολογία ήταν. Ρο „ξερα πως θα
μπορούσα να τα καταφέρω. Ρο πόδι λίγο με ενοχλούσε αρκεί να μην το πίεζα πολύ.
Ήμουν και σε εσωτερική σειρά και δεν πολυφαινόμουν, ήταν και ο φυσικός
φωτισμός λίγος. Ζα μπορούσα αλλά ξαφνικά… Γπαναστάτησα. Ώπρόσμενα και
χωρίς να το‟ χω προσχεδιάσει, μια φωνή μέσα μου, μάλλον ο ίδιος ο Πατανάς, με
πρόσταζε τώρα να αρνηθώ. Λ α μ η ν κ ά ν ω τ ι ς α σ κ ή σ ε ι ς. Ρο είπε αυτός και
Γγώ… Ρο „κανα.
ταν ήταν η σειρά η δική μας να εκτελέσει τις ασκήσεις έσκυψα προς το
αριστερό μου πόδι με χάρη και έμεινα εκεί κοκαλωμένη όλη την ώρα της επίδειξης.
Πτήλη άλατος διπλωμένη να χαίρομαι την εκδίκησή μου. Αλυκιά και κρύα σαν
παγωτό.
100_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ώπενοχοποίησα την στάση μου φωνάζοντας στον εαυτό μου πως πράγματι
είχα ειδοποιήσει δυο μέρες πριν για το στραμπούληγμα κι ούτε είχα πάει σχολείο.
«Ρο πόδι της ξέρετε», είπε η μαμά στο τηλέφωνο. «Λαι θα έρθει μάλλον την
Θυριακή».
Ώπό την άκρη της κάτω κερκίδας ο κύριος Ξέτρος με το έκπληκτό του ύφος
με παρατηρούσε τώρα με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ξάντως για βλέμμα ανησυχίας
δεν το „χα. Νι ματιές μας διασταυρώθηκαν πύρινες σχεδόν, αυτό το θυμάμαι, ή
είναι η ψυχή μου οργισμένη ακόμη μετά σαράντα χρόνια, για το άδικο κι επίμονο
παίδεμά μου στην τάξη του, επειδή με έβρισκε μικρό κεχαριτωμένο;
Ένα θα πω και ακόμη το πιστεύω με την σοφία που απέκτησα στη ζωή μου
γυρνώντας τώρα τόσα χρόνια πίσω και βλέποντας από απόσταση πια τα παλιά
όμορφα εκείνα χρόνια. Έτσι ήταν ο Ξέτρος. Γμμονικός, αυταρχικός, δεν εξέπεμπε
στους χαμηλούς τους τόνους. Βεν τους συγχωρούσε. Θαι για αυτό και έφυγε από το
σχολείο μας δυστυχώς δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή μου. Ώλλά αυτά τα έμαθα
πολύ αργότερα. Θαι στενοχωρήθηκα για κείνον. Αια την απόλυσή του. Ξοιος ξέρει
ποιο ντροπαλό παιδί άραγε θα βασάνιζε με τον τρόπο του έπειτα από μένα;
101_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
ελπίδα και φωτεινά ακόμη τα οράματα, καθισμένα στα πράσινα θρανία μας
μετρούσαμε κάτω από την πέτσα μας τις χαρακιές από τη βίτσα και τους γδούπους
που έκαναν τα χέρια μας σαν χτυπούσαν το παρθενικό μας στήθος βαδίζοντας με
τον Ππαρτιάτικο βηματισμό του Ιεωνίδα.
Θατέβηκα σαν από παρόρμηση κι εγώ κι έτρεξα προς το μέρος του να τον
προλάβω.
Γίπαμε κι άλλα πολλά. Έτσι μου φάνηκαν στα λίγα λεπτά της ομιλίας εκεί
πίσω από την φανταστική αυλόθυρα του Βημοτικού μας.
102_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
«Ξού να το φανταστώ ότι με έπαιρνες τόσο στα σοβαρά. Τάρηκα πολύ που
σε είδα Βέσποινα. Γγώ πάνε χρόνια που έφυγα από την εκπαίδευση. Ρώρα είμαι
πια συνταξιούχος και σπάνια έρχομαι εδώ. Ρι τα θες τι τα γυρεύεις. Έχω αρχίσει και
να ξεχνάω. μως εσένα πάντα σε θυμάμαι. Λα πας στο καλό».
«Λα δεις εγώ πώς σε θυμάμαι κύριε Ξέτρο» είπα μέσα μου κι ανηφόρισα
έκπληκτη ακόμη από την αναπάντεχη συνάντηση. Πτ‟ αυτιά μου ηχούν ακόμη οι
αγαπημένες φωνές της Άννας και του Βημήτρη που κρύβονται στις φυλλωσιές μέσα
στις γλυσίνες και τα γιασεμιά ενώ ένα γνώριμο άρωμα από πασχαλιά, κασετίνα και
φρεσκοκολλαρισμένη σχολική ποδιά στοιχειώνει ακόμη τόσο νοσταλγικά τον ύπνο
μου για τις όμορφες μαθητικές αναμνήσεις από το παλιό μου σχολείο που
ξαποσταίνει τώρα στα χαλάσματα κάτω από τα θεμέλια εκείνου του τριώροφου στη
γωνία των οδών ΐλαχάβα κι Ώργοναυτών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος Α..Ο.Ε.Ε. Εργάσθηκε στην Εμπορική Σράπεζα. Μέλος
της Ένωσης Μεσσήνιων υγγραφέων και της Ένωσης υντακτών μη Ημερησίων Εντύπων. Πεζά
της κείμενα δημοσιεύθηκαν στο Αθηναϊκό ημερολόγιο, Ημερολόγιο Αρχιπελάγους των Εκδόσεων
Υιλιππότη, σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά και άρθρα της στον τοπικό τύπο της Καλαμάτας
όπου σήμερα διαμένει. Πολλά διηγήματά της βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε
Ελλάδα και Κύπρο. Βιβλία της: δυο συλλογές διηγημάτων: “Ο καινούργιος”, εκδ. Γαβριηλίδης 2015,
“Σου καιρού Γυρίσματα”, εκδ. Διάνυσμα 2016.
103_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Ο Γιάννης
104_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
105_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
πάλι, χειρότερα, έπεφτε το μελανοδοχείο στο πάτωμα. Κετά ξύλο από τον δάσκαλο.
Μύλο ασταμάτητο κι αγώνας ως το μεσημέρι να καθαρίσει με αλκοόλ το πάτωμα.
Νινόπνευμα δύσκολο να βρεθεί. Έφερνε τσίπουρο από κούμαρα που έφτιαχνε η
μάνα του, μαζί με ένα ακόμα μπουκάλι, πεσκέσι για τον δάσκαλο. Θαι το βράδυ,
ατελείωτη υπομονή, με το φως της λάμπας να γράφει τιμωρία πενήντα φορές: «Ζα
γράφω προσεκτικά και πάντα με το δεξί μου χέρι». Ξροσπαθούσαν να τον
μαλακώσουν τον δάσκαλο οι γονείς του αγοριού. Ρου πήγαιναν πότε αυγά, πότε
τσίπουρο, πότε γλυκό του κουταλιού. -Ζα μάθει δάσκαλε. Ζα δεις. Ζα γράφει με το
καλό το χέρι. ΐοήθα το κι εσύ. Λα τελειώσει το σχολειό. Λα το στείλουμε στην πόλη,
σε τεχνική σχολή, να σπουδάσει. Λα έχει μια τέχνη στα χέρια του. Λα φύγει απ τη
θάλασσα και την τυράννια της. Λα ζήσει καλύτερα από μας.-Θαλά μπάρμπα-Λίκο.
Κα να, έχ ω κι εγώ οικογένεια να ζήσω. Ρόσο ψάρι βγάζεις. Λα μου φέρνεις δυο
τρείς φορές την εβδομάδα κάνα ψάρι, καμιά γαρίδα. Φραία η γάμπαρη. Γίναι ο
καιρός της… Ρο είπε στον γιό του.-Λα είσαι καλός με τον δάσκαλο. Λα κάνεις ό,τι
σου λέει. Λα μην αντιμιλάς, να προσπαθείς με το καλό το χέρι. Ρο παιδί υπέμενε
όσο μπορούσε. Πτο τέλος άρχισε από το πολύ το ζόρι να τραυλίζει. Θόντευε να
τρελαθεί. Βέσιμο, πίεση, ξύλο, σκληρή δουλειά με τον πατέρα στη θάλασσα… Κια
μέρα, εκεί κοντά, ξύπνησαν με αγέρα δυνατό να πάνε να σηκώσουν τα
γαριδόδιχτα. Ρα είχανε ριγμένα από βραδύς, τριγύρω από χοντροφτιαγμένες
ξύλινες σχεδίες που πάνω τους καίγανε ολονυχτίς λάμπες πετρελαίου, θυέλλης τις
λέγανε. Ρο φως τους μάζευε τη γαρίδα μες στα δίχτυα. Ραλαιπωρήθηκαν,
θαλασσοπνίγηκαν, κατάφεραν τελικά και έδεσαν στη βάρκα τις σχεδίες, σήκωσαν
και τα δίχτυα. Κάτωσαν τα χέρια του πατέρα, κόπηκαν τα χέρια του αγοριού.
Έσταζαν αίμα. Ρα δίχτυα βαριά, γεμάτα γαρίδα εκλεκτή. Ρουλάχιστον, ο κόπος κι
ο κίνδυνος θα τάιζαν την οικογένεια. Ζα έβγαζαν καλά λεφτά από αυτήν την
καλάδα. Παν έφτασαν ξέπνοοι στην στεριά, άλλο βάσανο, το ξεψάρισμα. Βεν θα
πας σχολειό σήμερα, είπε ο πατέρας. Κην σε δει ο δάσκαλος βρώμικο κι έχουμε
άλλα. Ζα καθήσεις εδώ να βοηθήσεις να ξεψαρίσουμε.
106_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
107_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ώργυρώ Μπαξεβάνου
108_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Η μονομαχία
O ΚΗΘΟΝΠ ΝΒΠΠΓΏΠ ΣΝΟΡΦΖΕΘΓ ΡΕΛ ΠΤΝΙΗΘΕ ΡΝ ΡΠΏΛΡΏ - την είχαν φορέσει
πριν από αυτόν τα δύο του ξαδέρφια- και ξεκίνησε για το σχολείο. Οώτησε,
μιας και ήταν καινούργιος στην γειτονιά και μετά από λίγο βρέθηκε στο σωστό
σημείο. Ένα πελώριο γκρίζο κτίριο, με μεγάλες σιδερένιες πόρτες και κάγκελα σε
όλα τα παράθυρα, υψωνόταν μπροστά του. Ιάθος θα έκανα, σκέφτηκε, αλλά η
ταμπέλα που πήρε το μάτι του φευγαλέα τον διέψευσε. “Ξρώτο γυμνάσιο
Θαλλίστων”, έγραφε. Ώναμφίβολα, ήταν στο σωστό μέρος.
-Ώ, γι‟ αυτό ήρθες τόσο νωρίς. Ρο χέρι σου, του έγνεψε και του φόρεσε ένα
μεταλλικό βραχιόλι που είχε σκαλισμένο πάνω του ένα νούμερο.
109_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Βεν έκανε κρύο, αλλά αυτός ξαφνικά κρύωνε. Γυτυχώς, τα υπόλοιπα παιδιά
μαζεύτηκαν σιγά σιγά. λα με τις τσάντες στους ώμους και το βραχιολάκι στο χέρι.
Κε το που ήχησε η σειρήνα, μαζεύτηκαν σιωπηλά στο προαύλιο για να λάβουν
διαταγές. Ν Νδυσσέας ακολούθησε.
-Πτις τάξεις σας τώρα, φώναξε κάποτε και όλα μπήκαν αυτόματα σε μία
γραμμή και ανέβηκαν τις σκάλες. Καζί τους κι ο Νδυσσέας.
110_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
τους είναι ξύλινη. Κε λένε Κάρκο, είπε το άλλο παιδί και του έδωσε με προσοχή το
χέρι του κάτω από το θρανίο.
Γκείνη την ώρα, μπήκε στην αίθουσα η κυρία που τους είχε βάλει στις
τάξεις. Κε το που έκλεισε την πόρτα, μεταμορφώθηκε. Έγινε νέα και δροσερή.
Πυνέχισε όμως να είναι το ίδιο βλοσυρή.
-Βεν υπάρχει καιρός για άσκοπες σκέψεις, χαμόγελα και παιχνίδια, τόνισε η
δασκάλα και τον πρόλαβε, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του. Θάθε στιγμή πρέπει
να είστε έτοιμοι. Κπορεί να χρειαστεί να στρατολογηθείτε, να υπηρετήσετε το
κράτος.
-Γ, εσύ στο τρίτο θρανίο, άκουσες τι είπα; Πάστισε ο Νδυσσέας, γιατί δεν
είχε ακούσει τίποτα.
111_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
σιγανά, λες και έκαναν κάτι κακό και σταματούσαν, αν εμφανιζόταν κάποιος
δάσκαλος.
-Ζα μαθαίνετε ό,τι λέει, όπως το λέει. Βεν θέλω την παραμικρή παρέκκλιση,
ξεκαθάρισε. Ώλλιώς,… τρόμαξε στον τόνο του ο Νδυσσέας. Νι άλλοι μαθητές
στήθηκαν καμαρωτοί, χτυπώντας τα χέρια απάνω στο θρανίο και το κεφάλι να
κοιτά ανέκφραστο, τον καθηγητή. Έκανε κι ο Νδυσσέας το ίδιο. Λόμιζε πως ήταν
παιχνίδι. Ρο σχολείο είναι σταθμός προπαρασκευής. Γδώ θα μάθετε πώς να γίνετε
πιστοί και άξιοι πολίτες. Ώδυναμίες δεν χωρούν. Αια να επιβιώσετε απαιτείται
αυστηρότης, πειθαρχία και ανταγωνισμός. Ζα μαθαίνετε αυτά που θα σας λένε και
τίποτε παραπάνω. Βεν θα αναρωτιέστε. Νι διαφωνίες απαγορεύονται. Ρο ίδιο και
οι πολλές φιλίες. Γίστε αντίπαλοι, όλοι είμαστε αντίπαλοι, τους γάζωσε με το
βλέμμα του. Αια το μέλλον σας έχουν ήδη αποφασίσει άλλοι πιο σοφοί, πριν εσείς
ακόμη γεννηθείτε. , τι και να κάνετε, τίποτε δεν θα αλλάξει.
Θάθε του κουβέντα ο μικρός Νδυσσέας την ένιωθε σαν γροθιά στο στομάχι.
Ένιωθε τους ώμους του να γέρνουν και έχανε κάθε διάθεση να χαμογελάσει, μόνο
να κλάψει ήθελε. Ξότε θα τελείωνε το σχολείο;
-Κάρκο, ρώτησε το φίλο του, όταν επιτέλους σχόλασαν. Θάθε μέρα έτσι
είναι;
-Βε σ‟ αρέσει;
112_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
λη μέρα κι όλη νύχτα σκεφτόταν όσα είχε δει στο σχολείο και δεν το
χωρούσε ο νους του. Νι γονείς του γύρισαν αργά από τη δουλειά και το μόνο που
ένιωσε ήταν το φιλί της μάνας και του πατέρα του στο μάγουλό του. Ήταν κι αυτό
μια ανακούφιση. Ώξημέρωτα έφευγαν κι αυτοί και γύριζαν μεσάνυχτα, για να
κάνουν ένα μεροκάματο εδώ κι εκεί. Γίχαν χάσει κι οι δυο τις δουλειές τους, το
σπίτι τους και χρωστούσαν παντού. Κόνο το απόγευμα της Θυριακής τους έβλεπε.
Θάθονταν όλοι μαζί γύρω από το φτωχικό τους τραπέζι και μιλούσαν για όλη την
εβδομάδα. Θαμιά φορά έβγαιναν μια βόλτα στο βουνό ή έπαιζαν μπάλα με τον
πατέρα μέσα στο σπίτι, με τη μάνα να φωνάζει δήθεν πως θα της έκαναν ζημιά. Ρον
καμάρωναν τον Νδυσσέα τους και ήθελαν να τον βλέπουν χαρούμενο. Ρι θα τους
έλεγε αυτή την Θυριακή ούτε που ήξερε.
113_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
ώρα ένας δάσκαλος έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο και άρχισε να σηκώνει τους μαθητές
έναν έναν.
-Ξοιος αξίζει;
-Ν δυνατός.
-Ξοιος νικάει;
-Ν αμείλικτος.
-Γυτυχία ή εξουσία;
-Γξουσία.
-Εγέτης ή φίλος;
-Εγέτης.
-Σόβος ή σεβασμός;
-Σόβος.
-Ίδιος ή ίσος;
-Θαι τα δύο, απάντησε ο Νδυσσέας, γιατί οι γονείς του τού είχαν μάθει πως
αυτά τα δυο πάνε μαζί. Μανά το ίδιο μουρμουρητό.
114_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
-Πτο θάλαμο, διέταξε ο δάσκαλος. Γκείνη πήρε τον Νδυσσέα και τον
οδήγησε σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο.
-Ξού με πάτε; ρώτησε. Θαμία απάντηση. Ρον έκλεισε απλώς μέσα και
ρύθμισε έναν διακόπτη. Ν φόβος τον διαπέρασε σαν ρίγος. Κέσα στο απόλυτο
σκοτάδι, κάτι ακούστηκε και στον έναν τοίχο του δωματίου άρχισε να προβάλλεται
μια ταινία. Άνθρωποι που ο ένας χτυπούσε τον άλλον κι όλοι τον επευφημούσαν,
αρχηγοί που ποδοπατούσαν ανθρώπους που εξεγείρονταν, άτομα με ίδια ρούχα
πίσω από σύρματα, σημαίες γκρίζες και συνθήματα που επαναλάμβαναν όσα είχε
δει γραμμένα στις ταμπέλες της τάξης του και όχι μόνο. Αυναίκες και άντρες λες κι
είχαν βγει από καλούπι, ανάπηροι που κάποιοι τους έδιναν τη χαριστική βολή,
παρελάσεις παιδιών που βάδιζαν και φώναζαν συνθήματα σαν ρομποτάκια. ΓΗΠΏΗ
ΘΟΗΏΟΤΝΠ, ΏΛΕΘΓΗΠ ΠΓ ΚΏΠ, ΒΓ ΒΗΘΏΗΝΠΏΗ ΛΏ ΓΤΓΗΠ ΓΞΗΖΚΗΓΠ
ΝΡΓ ΏΛΏΑΘΓΠ, έγραφε από κάτω. Κα πώς είμαι κυρίαρχος, αν δεν έχω τίποτε
από όλα αυτά, αναρωτήθηκε το παιδί. ΒΓΗΜΓ ΞΦΠ ΓΗΠΏΗ ΓΠ Ν ΒΛΏΡΝΠ,
ΓΜΏΣΏΛΗΠΓ ΡΝΠ ΏΛΡΏΑΦΛΗΠΡΓΠ ΠΝ, ήρθε σαν από θαύμα η απάντηση.
Θαι το περίεργο, εκεί μέσα έκανε ζέστη, όλα ήταν τόσο φιλικά. Ζα
μπορούσες να αφεθείς, χωρίς να αισθάνεσαι πως απειλείσαι . Ν Νδυσσέας αφέθηκε,
ζεστάθηκε, ο φόβος του καταλάγιασε. Ίσως κάτι ήθελαν να του πουν. Κήπως έτσι
ήταν τα πράγματα κι οι γονείς του είχαν άδικο; Κήπως κι αυτοί τι είχαν καταφέρει
στη ζωή τους; Κπροστά από τα μάτια του περνούσαν τα βιβλία που τους είχαν
μοιράσει και άλλα που είχε δει στη βιβλιοθήκη του δήμου, όταν πήγαινε να
δανειστεί κάτι για να διαβάσει. Πωστό και λάθος, έγραφε στην οθόνη. Ρα βιβλία
που τους μοίρασαν ήταν όλα σωστά. Ρα υπόλοιπα, με την ένδειξη λάθος, έπεφταν
στην πυρά.
115_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
- ,τι έχεις να πεις θα το πεις στη μονομαχία, του έδειξε την πόρτα.
-Κάρκο, του φώναξε, μα αυτός του έκανε νόημα να μείνει μακριά του. Ρο
βράδυ ο Νδυσσέας έμεινε ξύπνιος και περίμενε τους γονείς του.
-Κωρό μου, γιατί δεν κοιμάσαι; τον ρώτησε η μητέρα του και τον φίλησε.
-Ξερίεργο.
-Ξου θα πει;
116_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
-Καμά, μιλάω σοβαρά, μπορούν δυο φίλοι, δυο συμμαθητές έστω, να είναι
αντίπαλοι;
-Ρι πράγμα;
-Ρίποτα.
-Γκείνο που ξέρω, είναι ότι αυτό που με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη είστε
εσύ κι ο πατέρας σου. Θι ας μην ξέρω πολλά γράμματα, όπως λες. Ώς μην είμαι
νικήτρια, έχω εσάς και μπορώ να χαμογελάω, του είπε και τον φίλησε τρυφερά.
Θαληνύχτα, αγόρι μου.
-Θαληνύχτα μαμά, έκλεισε τα μάτια του κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό
του. Ένιωθε τόσο ένοχος που μίλησε έτσι στη μητέρα του. Αι΄ αυτό, όταν ήρθε ο
πατέρας του να τον φιλήσει, έκανε πως κοιμόταν.
Ρην επόμενη μέρα, όλα είχαν ετοιμαστεί για τη μεγάλη μονομαχία. Θανένα
από τα υπόλοιπα παιδιά δε μιλούσε στους μονομάχους. ταν ήρθε η ώρα,
ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα και ο καθένας μπορούσε να πάρει θέση στη μεριά
αυτού που υποστήριζε. λοι είχαν πάει από τη μεριά του Κάρκου. Ν Νδυσσέας
λίγο έλειψε να το βάλει στα πόδια, αλλά θυμήθηκε τα χτεσινά λόγια της μητέρας
του. Ξλησίασε το Κάρκο και του έδωσε το χέρι, αλλά αυτός τον κοίταξε αμήχανα
και δεν του άπλωσε το δικό του.
117_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
-Ξαιδί ή πολίτης;
-Οολόι ή ήλιος;
- Ήλιος, ο Νδυσσέας.
-Ξαράθυρο ή τείχος;
-Θαρδιά ή λογική;
-Ώγάπη ή νίκη;
118_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
-Βιαφωνία ή συμμόρφωση;
-Ξαιχνίδι ή πειθαρχία;
Ρότε ο Νδυσσέας ύψωσε φωνή, δεν ήξερε και αυτός πού τη βρήκε.
119_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Ώυθόρμητα κι οι δυο όρμησαν και έτρεξαν προς την μπάλα, την έπαιξαν,
την σήκωσαν ψηλά και την πέταξαν έξω στο μικρό που χαμογελούσε ξανά. Νι δύο
μονομάχοι κοιτάχτηκαν.
-Σίλοι; ξαναείπε.
-Πυγγνώμη. Ήταν όμως αργά. Θαι οι δύο είχαν αψηφήσει τους κανόνες.
Ώλίμονο αν ο καθένας έκανε αυτό που ήθελε, αυτά ήταν δουλειά των ισχυρών που
ποτέ δεν έδιναν λογαριασμό σε κανέναν. Ρο προαύλιο εκκενώθηκε. Νι κριτές
ανακοίνωσαν το αποτέλεσμα της μονομαχίας. Ν Νδυσσέας είχε καταδικαστεί. σο
για το Κάρκο, θα του δινόταν μια εσχάτη των ευκαιριών.
Ν Νδυσσέας πήρε την τσάντα του και κατέβηκε τα σκαλιά. λοι χτυπούσαν
τα κάγκελα γιουχαΎζοντάς τον. Βεν κοίταξε πίσω. Κόνο κάτι βήματα άκουσε.
-Ών την δεχτώ, δε θα έχω άλλη, του είπε. Ρον ακολούθησε, η πόρτα άνοιξε
και οι δυο μαζί πέταξαν τα βραχιόλια τους και δρασκέλισαν το κατώφλι. Ε
σειρήνα ξαναήχησε, καθώς το μάθημα ξανάρχιζε.
120_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
-Λα ΄μαι κι εγώ, ξετρύπωσε ανάμεσά τους ένα κεφάλι. Ρα κατάφερες από
την πρώτη μέρα στο σχολείο να κάνεις κοπάνα, φιλαράκο.
-Κεταξύ μας, πολλές, στο εγγυώμαι, του αποκρίθηκε ο φίλος του και
κόλλησε το χέρι του με το δικό του.
121_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γεννήθηκα στην Αθήνα. πούδασα Μεσαιωνική και Νεοελληνική φιλολογία στα Ιωάννινα. Από το
1990 εργάζομαι στη δημόσια εκπαίδευση. Σο 2009 πρωτοεμφανίστηκα στο χώρο του βιβλίου
συμμετέχοντας στη συλλογή διηγημάτων “7 ψυχές 7 ζωές” (Φρ. Δαρδανός). Σο 2011 και το 2012
δύο θεατρικά μου παρουσιάστηκαν στο διεθνές φεστιβάλ Πέτρας και στα πολιτιστικά δρώμενα του
δήμου Ιλίου. Σο 2012 κυκλοφόρησαν τα παραμύθια μου “Σρεις δράκοι, μα τι δράκοι!”, ενώ το 2014 η
συλλογή διηγημάτων μου “Ζωή σε δέκα καρέ” (Οσελότος). Σο 2016 εκδόθηκε το μυθιστόρημά μου
“τη δίνη του ονείρου” (Όστρια). Ζω στην Αθήνα, είμαι παντρεμένη και έχω δύο παιδιά.
122_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Σο σχολείο
Ρ ΝΛ ΞΏΞΞΝ ΙΘΝΟΑΝ ΒΓΛ ΡΝΛ ΖΚΏΚΏΗ ΞΝΙ. Ρην εικόνα του την έχω
αποτυπωμένη στο μυαλό μου κυρίως από τις φωτογραφίες που είχε η γιαγιά
Ρούλα πάνω στο τζάκι. Γίχε λίγα κατάλευκα μαλλιά περιμετρικά της κεφαλής του,
που θα „λεγες ότι οριοθετούσαν την πλατιά του καράφλα. Γκείνα που θυμάμαι
έντονα είναι η κορμοστασιά του κι η βροντερή του φωνή.
Ρον παππού, λοιπόν, δεν τον θυμάμαι αρκετά. Ρον γνώρισα περισσότερο
μέσα απ‟ τις διηγήσεις των άλλων. χι μόνον της γιαγιάς και του πατέρα. Ώλλά του
χωριού ολάκαιρου. Θι αυτό ήταν που του χάριζε επιπλέον πόντους ύψους στη
συνείδησή μου. Πε μια κοινωνία που συχνά κανιβαλίζει, ο παππούς Ιυκούργος
άνδρωνε το ανάστημά του. Πτάθηκε όρθιος με τις πράξεις του, αποτελώντας
παράδειγμα υγιούς σκέψης. Βίχως να επιδιώκει πρωτοκαθεδρίες κι αξιώματα,
επιλέγοντας να μένει πάντοτε διακριτικά στο παρασκήνιο.
123_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Γκείνο που „ρχεται στο μυαλό όλων μόλις ακούσουν το όνομα Ιυκούργος
Ώλεξιάδης είναι το Βημοτικό Πχολείο του οικισμού. Έγιναν έννοιες ταυτόσημες.
Ιέξεις συνώνυμες.
Ρο χωριό μας δεν ήτανε ποτέ αυτόνομη Θοινότητα. Άνηκε ως οικισμός στην
Θοινότητα Ιαγκάδας, ενός ημιορεινού χωριού. Πχεδόν μια ώρα μακριά ποδαράτα.
Κετά τον πόλεμο ο παππούς έπιασε τον Θοινοτάρχη κι ύστερα το Λομάρχη για να
φτιαχτεί σχολείο στο χωριό. «Ρί το θέλετε το σχολειό μια χούφτα νοματαίοι;», τον
ρωτούσαν. «Κιαν ώρα μακριά είναι το σχολειό», απαντούσε εκείνος. Θαι συνέχιζε:
«Ώρκετή για να μην στέλνουν όλοι τα παιδιά τους. Ε εκπαίδευση κύριοι άρχοντες
είναι αγαθό. Θι υποχρέωση. Θαι του κράτους και του πολίτη. Ών το σχολειό είναι
στην πόρτα μας, πέντε βήματα, ποια δικαιολογία θα „χει κανείς να κρατήσει το
παιδί στη δουλειά, μακριά απ‟ τα γράμματα; Νυδεμιά! Κήτε ο τσοπάνος, μήτε ο
αγρότης. Λα μορφωθούν τα παιδιά μας, κύριοι. Γκείνα είν‟ η ελπίδα μας». Ρούτη
ήταν κι η γραμμή του.
124_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
χρειαστεί να γίνει κάτι σωστό. Πχολειό φτιάχνουμε, όχι κοτέτσι. Βιόρισε δάσκαλο
κυρ-Λομάρχα και μη σε νοιάζει, θα βρούμε προσωρινό κεραμίδι». Έτσι κι έγινε. Ν
παππούς φαίνεται πως είχε δουλέψει κάθε πλάνο στο μυαλό του, απ‟ όταν
συλλάβιζε το πρώτο γράμμα κάθε πρότασής του. Ρο σχολικό έτος 1951-1952 ήταν το
πρώτο της σχολικής ζωής του οικισμού. Ρο σχολείο μας έγινε ένα ζωντανό κύτταρο
που άρχισε να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται στον οργανισμό του χωριού. Ήρθε
κι ο δάσκαλος στο χωριό και τα παιδιά, 31 μαθητούδια, μπήκαν στην τάξη. Αια την
ακρίβεια στο σπίτι του παππού που το μετέτρεψε σε τάξη. Ένα δίπατο, πέτρινο
σπίτι. Πτο ισόγειο υπήρχε ένα παλιό ταβερνάκι. Ρο «μαγαζάκι του Ιυκούργου»,
όπως το θυμούνταν οι πιο παλιοί. Έδιωξε τα άχρηστα πράγματα, τ‟ άσπρισε μ‟
ασβέστη, έδωσε άλλη χρήση στα τραπέζια και τις καρέκλες που έγιναν θρανία,
έβαλλαν κι έναν παλιό μαυροπίνακα, και ένα κουτί κιμωλίες. Θι η αυλή του
παππού έγινε σχολικό προαύλιο. Αια τέσσερα χρόνια γέμιζε παιδικές φωνές και
παιχνίδια μόλις η κουδούνα του δάσκαλου σήμαινε το διάλλειμα. Θουτσό,
πεντόβολα, τυφλόμυγα…
Πτο μεταξύ ο παππούς Ιυκούργος είχε βρει έναν αξιόμαχο σύμμαχο στην
προσπάθεια ανέγερσης του κτιρίου του σχολείου. Ρο δάσκαλο του χωριού Αεώργιο
Γμμανουηλίδη. Κικρασιάτης που είχε βρεθεί στην Γλλάδα ύστερα απ‟ την
ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Πτην πορεία βρήκε στο πρόσωπό του κι έναν
καλό φίλο με τον οποίο έκαναν για χρόνια φιλολογικές, πολιτικές κι άλλες
συζητήσεις. Νι δυο τους έκαναν συχνές επισκέψεις στο Λομάρχη να μαθαίνουν από
πρώτο χέρι για την πορεία του κτιρίου. Ρα σχέδια ήτανε από καιρό έτοιμα. Θι είχαν
λάβει τις αντίστοιχες εγκρίσεις. Γκείνο που καθυστερούσε το πράμα ήταν η έλλειψη
κονδυλίων. «Κόνον τα υλικά βάλτε κυρ-Λομάρχα, τα χέρια θα τα βάλουμε εμείς».
ΐγήκε κάποια στιγμή ένα κονδύλι 2.200 δραχμών. Νύτε για τα υλικά δεν έφτανε!
«Ρόσα δύναμαι», είπε ο Λομάρχης. «Νύτε δραχμή παραπάνω. Έχουμε να
πληρώνουμε και το δάσκαλο»…
125_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
126_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
θρανία. Πτη διαδρομή κάθε παλιό, λες και δια μαγείας είχε φρεσκαριστεί, είχε
κιόλας μετατραπεί σε ολοκαίνουργιο για το σχολείο μας.
*********************
Ν περασμένος αιώνας, φεύγοντας πήρε μαζί του και τον παππού. Θι η νέα
χιλιετία έφερε την ίδρυση ενός πολιτιστικού συλλόγου, που άνθισε για να
υιοθετήσει το όνειρο του μπαρμπα-Ιυκούργου. Νι χωριανοί συσπειρώθηκαν γύρω
απ‟ το νέο σύλλογο, μάζεψαν χρήματα, και δούλεψαν για το σχολείο. πως
127_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
*********************
Ν Ξαύλος μπήκε φουριόζος στο καφενείο. Ήρθε προς το μέρος μου και
πέταξε με δύναμη τον τοπικό «Θήρυκα» πάνω στο στρογγυλό τραπέζι με το
μαρμαράκι που „πινα καφέ. Ξαραλίγο να γκρεμίσει με μιας όλα τα ποτήρια.
«Ξρόεδρε, άνοιξε στη σελίδα επτά». ΐουτάω την στραπατσαρισμένη εφημερίδα και
την ανοίγω. Βιαβάζω στη δεξιά στήλη πλάι στο δεξί μου αντίχειρα που την κρατάει:
«Ρο νέο Βημοτικό Πυμβούλιο αποφάσισε την κατεδάφιση των κτιρίων τριών
πρώην δημοτικών σχολείων και την αξιοποίηση των οικοπέδων ως αθλητικών
εγκαταστάσεων μέσω πόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Ξρόκειται για τα
σχολικά κτήρια των Θοινοτήτων Ώγίου ΐασιλείου και Τασανέικων και του
οικισμού Λεοχωρίου».
128_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ν χρόνος κυλούσε σαν τις σελίδες ενός βιβλίου που βρέθηκε στην πορεία
του ανέμου. Ε μέρα της κατεδάφισης είχε κιόλας φτάσει. Νι Λεοχωρίτες είχαμε
συγκεντρωθεί από το προηγούμενο βράδυ στο χώρο του σχολείου. Κόλις η
μπουλντόζα του Βήμου έφτασε, κυκλώσαμε το κτίριο σχηματίζοντας μια σάρκινη
αλυσίδα και προτάξαμε απέναντι στην κουτάλα του μεγάλου μηχανήματος τα
σώματά μας σαν ανθρώπινες ασπίδες. λοι. Θάθε ηλικίας˙ γέροι, νέοι και παιδιά.
Ήταν σα να „ρχόταν κάποιος να μας πάρει το σπίτι. Θι εμείς το υπερασπιζόμασταν
με κάθε τρόπο. Ε Βημοτική Ώρχή, πανάθεμα το κεφάλι της, είχε στείλει ως και την
αστυνομία. Έτοιμη να επέμβει. Λα μπουζουριάσει τους «ταραξίες», αν χρειαστεί.
ΐρε, κι ολόκληρο το χωριό να συλλάβετε, εμείς θα το χτίσουμε το σχολείο μας στο
προαύλιο της φυλακής!
129_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
130_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
ογκώδες μηχάνημα, τον πλησίασα γοργά γοργά και τον ρώτησα: «Ρί άλλαξε κύριε
Βήμαρχε; Ρί μεσολάβησε;»
131_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Λίκος I. Καρμοίρης
132_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
το πρωινό που το τούβλο διέσχιζε την τάξη από τη μία πλευρά στην άλλη,
εκείνο
Ρο τούβλο έσκασε με πάταγο στα πόδια του διπλανού μου, του Ππύρου, στο
κενό ανάμεσα στο θρανίο μας και το χαμηλό τοίχο αφήνοντας ένα καφετί ίχνος στο
πράσινο φόντο. Θαι τότε έγινε ακόμα κάτι πιο θαυμαστό! Ν καθηγητής της
Θοσμογραφίας που εκείνη την ώρα ήταν απασχολημένος με αυτά που κατέγραφε
στον πίνακα, γύρισε εκνευρισμένος και κατευθυνόμενος στον Ππύρο τού κούνησε
το δάχτυλο απειλώντας τον με κάπως άτονο τρόπο: εσύ να προσέχεις, του
διεμήνυσε…
133_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Έγινε σιγή. Ώβρόχοις ποσί ο Ράσος επέτυχε το σκοπό του. Βε μίλησε κανείς.
Νύτ‟ εμείς.
Ν Ράσος δεν ήταν ένα τυχαίο άτομο. Ήταν η τέχνη της αποδόμησης
αυτοπροσώπως. Θάθε τι που επιτελούσε έναν σκοπό μέσα στο σχολικό κτίριο,
αποτελούσε γι‟ αυτόν στόχο που έπρεπε να πληγεί ανυπερθέτως! Ρώρα, πώς του
κατέβηκε η ιδέα, βλέποντας ένα ξέφτισμα στη λαδομπογιά του τοίχου να του κάνει
στριπτίζ και να βγάλει από μέσα αυτό το κομμάτι λάσπης και φωτιάς και
αυτομάτως να το χρησιμοποιήσει δίχως να έχει προσχεδιάσει για τι, αυτό πια ας το
κρίνουν οι ψυχολόγοι-ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βεν ξέρω με τι
εργαλείο λιμάριζε επισταμένως το χάσμα εκείνο, μα είχαμε εντοπίσει καιρό τη
δραστηριότητά του όλοι και ιδιαιτέρως εμείς οι δυο του μεταφέραμε με το βλέμμα
μας τους αγωνιστικούς μας χαιρετισμούς από απέναντι. Βείχναμε δε αρκετό
ενδιαφέρον για την πρόοδο του έργου του, όταν δεν υπήρχε για μας κανένα
ενδιαφέρον στο μάθημα. Γίχαμε βέβαια μια αδυναμία στην κυρία των νέων
ελληνικών που φορούσε φούστες και καλσόν, αλλά συνήθως δεν χαραμίζαμε ματιές
προς την κατεύθυνση της έδρας. Ξότε σχεδιάζαμε στο θρανίο μάχες φανταστικές με
μιλιούνια στρατιωτάκια να πολιορκούν κάποιους ταμπουρωμένους σε πανσιόν κι
αποθήκες, πότε γράφαμε φανταστικά σκορ ανάμεσα σε ανύπαρκτες ποδοσφαιρικές
ομάδες και πότε παρατηρούσαμε τις τρέλες άλλων που βρίσκονταν εν εξελίξει.
134_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ένας απ‟ αυτούς ήταν και ο Ράσος. Ν Ρασούλης. Ώξίζει κανείς να αφιερώσει
λίγο χρόνο στο να σχηματίσει μέσα του μία εικόνα από την εξωτερική του
εμφάνιση. Ώνάστημα μέτριο, το κορμί του να θυμίζει σβούρα που παχαίνει στο
κέντρο και καταλήγει σ‟ ένα σφαιρικό εξόγκωμα, το κεφάλι του. Ένα όμορφο
καστανόξανθο κεφάλι χωρίς λαιμό μόνο σβέρκο, με γαλάζια μάτια που σε
κοιτούσαν σα να υπνώτιζαν τον ίδιο τον εαυτό τους. Ε προφορά του πρόδιδε
άνθρωπο γεμάτο αυτοπεποίθηση βεβαιοτήτων που προέρχονται από τα στενά όρια
των τεσσάρων τοίχων του. Θι είχε τα κολλήματά του, όπως όλοι άλλωστε.
Ώγαπούσε από τα ζώα μονάχα τα άγρια σκυλιά και τον πετεινό του, του οποίου του
χάιδευε το λειρί γαργαλώντας το ταυτόχρονα. Ν κόκορας περιέργως αποδεχόταν
με ανθρώπινη φιλαρέσκεια την ιδιότυπη συμπεριφορά του αφέντη του.
135_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Βεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Γμείς που καθόμασταν στα παράθυρα
βλέπαμε τώρα τη μικρή μας πόλη να μικραίνει ολοένα από κάτω μας. Ππεύσαμε
αμέσως ύστερα από εντολή της καθηγήτριας των νέων ελληνικών -πού βρέθηκε
αυτή εδώ μέσα;-να κλείσουμε όλα τα ανοιχτά παράθυρα. Ήταν υπέροχα ντυμένη
και βαμμένη με διακριτικό τριανταφυλλί κραγιόν. Ρα μάτια της είχαν τη
γλυκύτητα της ματαίωσης και το σώμα της αστραποβολούσε ένα απαλό μπλε.
Γντωμεταξύ ο Ράσος είχε άλλα στο μυαλό του. Πηκώθηκε και με την απειλή
ενός κιτρινοκόκκινου κόκορα, που έβγαλε από το αθλητικό του μπουφάν, απαίτησε
να πάρει τον έλεγχο της τάξης. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για αεροπειρατεία.
Ώλλά δεν τον αφήσαμε έτσι. Κόλις είδαμε ότι πλησίαζε με νόημα προς την
καθηγήτριά μας, ο Ππύρος τού έβαλε τρικλοποδιά κι εγώ μ‟ έναν επιδέξιο πήδο
έπιασα τον πετεινό απ‟ τον λαιμό και τον ακινητοποίησα. Άνοιξα το παράθυρο και
τον πέταξα χωρίς να το σκεφτώ. Άλλωστε πτηνό ήταν. Θάποιοι άλλοι συμμαθητές
μας ανέλαβαν τον Ράσο. Ρον εγκλώβισαν στα πίσω θρανία και φύλαγαν σκοπιά
κρατώντας απειλητικά διαβήτες και γνώμονες. Ε καθηγήτρια μάς ευχαρίστησε με
εγκαρδιότητα σιάχνοντας ένα τσουλούφι στο πανέμορφο καστανόξανθο μαλλί της.
Έδειχνε τόσο φρέσκια και νέα σαν πάστα καραμέλα !
136_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ξέρασαν χρόνια από τότε κι έτυχε να βρεθώ ξανά στο παλιό μου σχολείο
για κάποια προσωπική μου υπόθεση. Ρα βήματά μου με οδήγησαν να ρίξω μια
ματιά στην αίθουσα εκείνη της πρώτης λυκείου. Ξήγα δίπλα στον τοίχο και δε
δυσκολεύτηκα να το βρω. Ρο σημείο απ‟ όπου ο Ράσος είχε πάρει το τούβλο ήταν
ακριβώς στην ίδια κατάσταση. Έλειπε εκείνο το περιβόητο κομμάτι. Κα τι να ‟γινε
αλήθεια; Κήπως το άφησαν επίτηδες έτσι σα μνημείο, όπως έχουν εντοιχισμένη
εκείνη τη σφαίρα κατά του Θαποδίστρια στο Λαύπλιο; Ρι κάθομαι και λέω τώρα
ιεροσυλίες;
137_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
Βημήτρης Θ. Τούλιος
138_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Πέτρινο
1 Νκτωβρίου 2016
Πήμερα η Θυρία μας έβαλε άσκηση για όλη τη χρονιά. Βεν καταλαβαίνω
γιατί μία άσκηση πρέπει να είναι τόσο μεγάλη. Πτο ημερολόγιο μας είπε να
καταγράφουμε όλα τα σημαντικά γεγονότα της σχολικής χρονιάς. Ιίγο πριν από
το τέλος θα μας το ζητήσει για να το ελέγξει και να βάλει βαθμό. Θαι είπε ότι
μπορεί να μας ζητήσει τα τετράδια όποτε εκείνη το αποφασίσει. Έτσι κι εγώ άρχισα
να γράφω.
8 Νκτωβρίου 2016
Θάθε πρωί η ίδια ιστορία. Ε μαμά φωνάζει να σηκωθώ για να μην αργήσω
ενώ από την κουζίνα ακούγονται τα κατσαρολικά που κοπανάει. Βεν ξέρω τι είναι
χειρότερο το σχολείο ή η μαγειρική της. Θαι κάθε φορά που αρνούμαι να φάω το
πρωινό μου ακούω το ίδιο τροπάρι: «Άλλα παιδιά πεθαίνουν από την πείνα κι εσύ
τα βρίσκεις έτοιμα και ούτε που γυρίζεις να τα κοιτάξεις». Θαι μετά μου λέει το
θεϊκό: «Ών δε φας το φαΎ σου δεν θα πας πουθενά». Ιες και το να γλυτώσω το
σχολείο είναι απειλή! Γγώ το μόνο μέρος που θέλω να πηγαίνω είναι η αλάνα. Θαι
139_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
εκεί για να πάω η μαμά μου με αναγκάζει να διαβάζω τα μαθήματά μου πρώτα.
Θαι πάντα με ελέγχει. Γάν δεν ξέρω κάτι καλά, τότε δεν με αφήνει να κάνω τίποτα.
Κόνο αν τα μάθω όλα τέλεια. Θαι τα μαθαίνω. Βεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς.
Ζέλω να πάω να παίξω. Ώλλά τώρα πια θα πρέπει να σταματήσω να πηγαίνω στην
αλάνα επειδή θα γίνει συγκρότημα πολυκατοικιών. Ε μαμά λέει ότι θα πρέπει εγώ
και οι φίλοι μου να πηγαίνουμε κάπου αλλού για να «εκτονωνόμαστε». Ώλλά όλοι
ξέρουμε ότι το μόνο άλλο μέρος που υπάρχει είναι η αυλή του σχολείου. Βεν είναι
τόσο άσχημα όμως δεν θέλω η μαμά μου να το ξέρει γιατί φοβάμαι ότι θα με ζαλίζει
πολύ περισσότερο για το σχολείο. Κου αρέσει να παίζω στην αυλή. Γίναι μεγάλη
και έχει τέσσερα μεγάλα πεύκα για να μπορούμε να παίζουμε λογής λογής
παιχνίδια. Ρο Ξέτρινο, όπως το λένε όλοι, είναι πολύ παλιό σχολείο. Θαι ο
μπαμπάς μου σε αυτό πήγε. Ρο λένε έτσι επειδή είναι φτιαγμένο από πέτρα.
18 Νκτωβρίου 2016
1 Λοεμβρίου 2016
140_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
ότι αν ο μπαμπάς δεν βρει δουλειά σύντομα τα λεφτά μας δεν θα κρατήσουν για
πολύ.
21 Λοεμβρίου 2016
14 Βεκεμβρίου 2016
28 Βεκεμβρίου 2016
Ήρθαμε στο χωριό και είμαι δυστυχισμένος. Βεν υπάρχει κανένα άλλο
παιδάκι για να παίζω. Νύτε ένα σε ολόκληρο το χωριό! Έχει μόνο τρία αδερφάκια
δύο χωριά μακριά. Βεν έχει ούτε σχολείο. Αια να πάω σχολείο πρέπει να ταξιδέψω
μία ώρα με το λεωφορείο. Ν μπαμπάς δεν έχει λεφτά για βενζίνη οπότε πρέπει να
ξυπνάω πολύ νωρίς για να μη χάνω το λεωφορείο. Ώλλά ο μπαμπάς μπορεί να
βρίσκει δουλειά στα χωράφια και να βοηθάει στα ζώα. Θαι στο σχολείο που θα
141_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
πηγαίνω, όλα τα παιδιά από όλες τις τάξεις θα είμαστε μαζί σε μία. Ξως μπορεί να
γίνεται το μάθημα έτσι;
16 Ηανουαρίου 2017
Ήρθε μεγάλη κακοκαιρία. Έπεσε πολύ χιόνι και το λεωφορείο δεν μπορεί
να έρθει να με πάρει ούτε με αλυσίδες. Έχω δύο εβδομάδες να πάω σχολείο και η
μαμά ανησυχεί. Ρο σχολείο άνοιξε αλλά εγώ ακόμη δεν μπορώ να πάω. Ρο χιόνι
δεν έχει λιώσει ακόμη. Κπορεί να μείνω στην ίδια τάξη χωρίς να φταίω! Ξως
μπορεί να είναι δίκαιο αυτό; Ε μαμά κλαίει όταν νομίζει ότι δεν τη βλέπει κανείς
και ο μπαμπάς έχει συνέχεια νεύρα όταν είναι στο σπίτι. Γμένα μου λείπει το
σχολείο. Ρο παλιό μου σχολείο. Κε τα μαθήματα, τα πολλά παιδιά, τις
δραστηριότητες και την βιβλιοθήκη. Ρα παιδιά στο χωριό δεν ήξεραν ότι τα
σχολεία έχουν και βιβλιοθήκες. Γίχαν ακούσει στη τηλεόραση για σχολικές
βιβλιοθήκες αλλά δεν είχαν δει ποτέ καμία. Γίναι κρίμα γιατί στο σχολείο μου
είχαμε μεγάλη βιβλιοθήκη και κάθε μέρα διάβαζα και άλλο βιβλίο. Ρώρα είμαι
κλεισμένος σε ένα σπίτι και δεν έχω ούτε ένα βιβλίο. Νύτε σχολείο. Ξάντως δεν
είναι σωστό. Νύτε και δίκαιο. Ξως θα μάθω πράγματα; Ρα άλλα παιδιά θα τα
ξέρουν όλα κι εγώ τίποτα. Κου αρέσει εδώ στο χωριό αλλά θα ήταν καλύτερα αν
είχε παιδάκια και σχολείο όπως στην πόλη.
24 Σεβρουαρίου 2017
142_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
7 Καρτίου 2017
Γχθές πήραν τον μπαμπά μου τηλέφωνο. Ήταν για δουλειά. Βουλειά στην
πόλη. Πτην πόλη που βρίσκεται και το αγαπημένο μου Ξέτρινο. Ώλλά δεν θα
φύγουμε αμέσως. Ζα πάει πρώτα εκείνος στην πόλη και αν όλα πάνε καλά θα τον
ακολουθήσουμε η μαμά κι εγώ. λοι είναι πολύ χαρούμενοι σήμερα.
15 Ώπριλίου 2017
Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ο μπαμπάς πήγε στην πόλη. Ώκόμα
περιμένουμε να μας πει αν όλα πάνε καλά αλλά δεν περιμένω πολλά πράγματα.
Γλπίζω μόνο να γίνει ένα θαύμα γιατί δεν αντέχω άλλο. Ε δασκάλα μας έμεινε
έγκυος και αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά. Νι μεγάλοι λένε ότι δεν
μπορούν να βρουν αντικαταστάτη. Έχω δύο βδομάδες να πάω σχολείο και μπορεί
να μην ξαναπάω μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για καλοκαίρι.
20 ΚαΎου 2017
Έρχεται ένας δάσκαλος και μας κάνει κάποια μαθήματα την εβδομάδα. Ε
γιαγιά λέει ότι είναι για τα μάτια του κόσμου ώστε να μη χάσουμε τη χρονιά μας.
Ώλλά δεν με νοιάζει. Ν μπαμπάς είπε ότι μόλις ανοίξουν τα σχολεία τον
Πεπτέμβριο εγώ θα ξαναπάω σχολείο στο Ξέτρινο. Ξολύ χαίρομαι που θα γυρίσω
πίσω. Γπίσης χαίρομαι που δεν σταμάτησα να γράφω ημερολόγιο. Κπορεί να μη
το δει φέτος η παλιά μου Θυρία για να μου βάλει βαθμό αλλά κάτι θα μετρήσει για
του χρόνου που εγώ δεν σταμάτησα έτσι δεν είναι;
143_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
144_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Διάκριση
Γίκοσι ζευγάρια μάτια είχαν κολλήσει πάνω της και δεν θα την άφηναν
στιγμή. Γίχαν ξεχάσει τελείως τη χαρά και τα χοροπηδητά που αναστάτωσαν την
τάξη, όταν ο δάσκαλος τους είχε πει μισή ώρα νωρίτερα ότι δεν θα κάνουν μάθημα
αυτήν την τελευταία ώρα, αλλά θα παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Ρώρα η
συμμαθήτριά τους είχε βρει τρεις φορές το κρυμμένο αντικείμενο και αυτό
αποτελούσε πρόκληση. Βεν είναι δυνατόν, κάτι κάνει.
Θρυφακούει, είπαν μερικοί. ΐλέπει από την κλειδαριά, είπαν κάποιοι άλλοι.
Θάτι γίνεται, σιγοψιθύρισαν οι λιγότερο τολμηροί.
Ώυτός όμως δεν την κοιτούσε, έριχνε ματιές έξω από το παράθυρο
απολαμβάνοντας τη φύση, άνοιξη βλέπεις και είχε φουντώσει το ορεινό χωριό,
πνιγμένο στις πασχαλιές και τα ζουμπούλια, έξυνε το κεφάλι του με το κόκκινο ή το
μπλε στυλό του αναλόγως ποιο είχε εύκαιρο και ταξίδευε, άραγε πού; Πτο δικό του
χωριό, που ήταν είκοσι αποκλεισμένα σπίτια μέσα στα βουνά, στην καλή του, που
145_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
τον περίμενε κι αυτή να μαζέψει λίγα χρήματα παραπάνω, για να κάνουν το γάμο
το καλοκαίρι, στη χήρα μάνα του, που τον είχε στερνοπαίδι και τον εκαρτερούσε
κάθε λίγο και λιγάκι να στρίψει τη γωνία; Ίσως την έβλεπε κιόλας να κάθεται στο
σκαμνάκι της στην αυλή του σπιτιού και να ρίχνει λοξές ματιές στην κατηφόρα,
από κει πάντοτε που ανέβαινε, όταν πήγαινε να την δει, αφού είχε σκουπίσει και
καταβρέξει όλο το τσιμέντο της αυλής, που ευτυχώς είχαν στρώσει πέρσι και δεν
κουβαλούσαν όλες τις λάσπες τώρα μέσα στο σπίτι…
Ε παγωμάρα που ακολούθησε τη δήλωση ήταν αυτή που τον έβγαλε από τις
σκέψεις του και γύρισε να δει τι γίνεται. Ε Ώργυρή κρατούσε το κόκκινο βιβλίο στα
χέρια της και το σήκωνε όσο πιο ψηλά μπορούσε.
146_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
- Λαι, αλλά θα την ελέγξουμε, είπαν άλλοι δυο- τρεις. Ιοιπόν, βγαίνεις
έξω και μαζί της πηγαίνετε εσείς οι δύο. Κακριά από την πόρτα. Σεύγετε.
- Έλα.
Θαι μπήκε η Ώργυρή πάλι μέσα, ξανάρχισε το ίδιο τροπάριο, να είναι από
τα δεξιά, να είναι από τα αριστερά, είκοσι ζευγάρια μάτια να κολλούν πάνω της,
να δίνουν σήμα με τα παλαμάκια τους, μα μια ιδέα μόνο να ξεχωρίζουν σε ένταση,
για να διαλέξει την κατάλληλη πλευρά, να απορούν πώς επιλέγει πάντα τη σωστή,
όχι, ρε φίλε, δεν γίνεται αυτό, θα τρελαθούνε, η Ώργυρή να αναζητάει με τα μάτια
τον δάσκαλο, τον μόνο ουδέτερο στο παιχνίδι, ο δάσκαλος να καρφώνει τα μάτια
πάλι έξω από το παράθυρο, να ξύνει το κεφάλι του μια με το κόκκινο στυλό, μια με
το μπλε αναλόγως ποιον είχε εύκαιρο, να κοιτάει τη φύση που λουλουδιάζει, τις
πασχαλιές τις μωβ και τις άσπρες, τα ζουμπούλια στις άκρες του φράχτη, να
θυμάται το μικρό αποκλεισμένο στα βουνά χωριό του, την καλή του με το
λουλουδάτο φουστάνι να περιμένει το καλοκαίρι, τη χήρα μάνα του να κοιτάει την
κατηφόρα, εκεί στην άκρη της στροφής να τον δει να ανεβαίνει, ενώ πίνει γουλιά
γουλιά το απογευματινό καφεδάκι της στην αυλή, που μόλις την έχει καταβρέξει
147_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
και σκέφτεται τι καλά που έκαναν και την έστρωσαν τσιμέντο και δεν κουβαλούν
λάσπες μέσα στο σπίτι…
- Ξερίμενε, λίγο, θέλω να πάρω ένα παστέλι, λες να έμεινε κανένα; είπε
η φίλη και έτρεξε στο κυλικείο.
Γίχε ήδη ξετυλίξει το παστέλι, πόσο της άρεζε να το κόβει κομματάκια και
να τα έχει μέσα στο στόμα της, να τα λιώνει με τη γλώσσα και να το καταπίνει σιγά
σιγά. Γκείνη τη στιγμή δεν άκουγε τίποτα, είχε βέβαια κάτι απορίες και ήθελε να
ρωτήσει την Ώργυρή, αλήθεια, Ώργυρή, πώς τα κατάφερες τόσες φορές και νίκησες,
ποτέ κανείς δεν το είχε κατορθώσει τόσα χρόνια που έπαιζαν το παιχνίδι αυτό,
αλλά δεν πρόλαβε να κάνει καμιά ερώτηση. Ε Ώργυρή είχε ξεκινήσει κάτι να λέει,
δεν την άκουσε από την αρχή, ήταν τότε που έκοβε το παστέλι σε κομματάκια και
βυθιζόταν στον δικό της κόσμο, μάλλον περίμενε μια απάντηση δική της, υπέθεσε
γιατί δεν συνέχιζε, την κοίταξε, τι είπε; θα της πει κάτι αλλά τσιμουδιά σε κανέναν,
148_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
Ρον λόγο της τον κράτησε, ποτέ δεν είπε τίποτα σε κανέναν για το συμβάν
αυτό που έγινε εκείνη τη χρονιά της Ρετάρτης τάξης. Ε γλύκα του παστελιού δεν
μπόρεσε να διώξει την πίκρα της αποκάλυψης, ένας δάσκαλος να κάνει κάτι
τέτοιο… Τρόνια αργότερα κατάφερε να του δώσει κάποιο συγχωροχάρτι, όταν
δασκάλα κι αυτή μακριά από τον τόπο της έμαθε κάποια χρονιά ότι κάποιος
149_
Γ‟ ΒΗΏΑΦΛΗΠΚΝΠ ΒΗΕΑΕΚΏΡΝΠ “ΠΡΓΙΗΝΠ ΜΓΣΙΝΒΏΠ”
____________________________________________________________________________________________
δάσκαλός της καταγόταν από ένα χωριό κοντά στην πόλη που δίδαξε. Λαι, της
είπαν, ο γιος της Ώργυρής, αυτός ήταν δάσκαλος κάποτε στην ορεινή κωμόπολη
που λουλούδιαζε και φούντωνε με πασχαλιές και ζουμπούλια…
Γεννήθηκε στον οχό Θεσσαλονίκης το 1970. πούδασε Θεολογία στο Α.Π.Θ και
Δημιουργική Γραφή στο Π.Δ.Μ.. Από το 2001 εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Σα τελευταία χρόνια μένει μόνιμα στην Κοζάνη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο
περιοδικό «Μανδραγόρας», στην «Παρέμβαση», σε συλλογικά έργα, σε ηλεκτρονικά
περιοδικά και blogs καθώς και στο Παυσίλυπον. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν
διακριθεί σε διαγωνισμούς. Σης αρέσει να διαβάζει και να γράφει.
150_
ΡΝ ΠΤΝΙΓΗΝ
____________________________________________________________________________________________
ΣΟ ΕΡΓΟ
ΣΟ ΦΟΛΕΙΟ
ΜΕ ΣΑ 15 ΒΡΑΒΕΤΜΕΝΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΣΑ ΑΠΟ ΣΟΝ Ε’
ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ «ΣΕΛΙΟ ΞΕ
ΥΛΟΤΔΑ» ΕΚΔΟΘΗΚΕ Ε
ΨΗΥΙΑΚΗ ΜΟΡΥΗ ΣΟΝ
ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΣΟΤ 2018 ΤΠΟ
ΣΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΩΝ ΚΩΣΑ
ΣΟΥΟΡΟΤ & ΓΙΑΝΝΗ
ΥΑΡΑΡΗ ΜΕ ΚΟΠΟ ΣΗΝ
ΕΛΕΤΘΕΡΗ ΔΙΑΘΕΗ ΣΟ
ΔΙΑΔΙΚΣΤΟ ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΝΟΙ
ΚΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
151_