You are on page 1of 15

Όψεις της ταυτότητας του Έλληνα της διασποράς: το πρότυπο του Λουκή Λάρα

(1879) του ∆. Βικέλα και η αναµόρφωσή του στον Μανόλη τον Ντελµπεντέρη

(1900-1901) του Α. Εφταλιώτη.

Μαρία Καραΐσκου

«Ο Λουκής Λάρας είταν ένας χιώτης που στον καιρό του µεγάλου Σηκωµού, στα
1821, κρυβότανε όσο και όπου µπορούσε και δεν του αρέζανε διόλου, µα διόλου,
µήτε οι πόλεµοι, µήτε οι Τούρκοι. Ωφέλιµο βιβλίο όµως ο Λουκής Λάρας, και
µάλιστα για τους νέους».1

«Θέλω να γράψω ένα είδος µυθιστορικό έργο που να είναι ο αντίποδας του Λουκή
Λάρα, του χέστη».2

Οι παραπάνω µαρτυρίες δίνουν ανάγλυφα το στίγµα της πρόσληψης του έργου του ∆.
Βικέλα, Λουκής Λάρας, από τον κύκλο των δηµοτικιστών. Οι ενστάσεις τόσο του
αρχηγέτη του κινήµατος, Γ. Ψυχάρη, όσο και του συνοδοιπόρου του Α. Εφταλιώτη,
εστιάζονται στο ήθος του κεντρικού χαρακτήρα του αφηγήµατος. Πράγµατι, όσο και
αν στο πρόσωπο του Λουκή Λάρα ενσαρκώνεται το ιδανικό της ήρεµης και τακτικής
ζωής που ευαγγελίζεται η λογοτεχνική γενιά του 1880, οι δηµοτικιστές φαίνεται να
οραµατίζονται ένα διαφορετικό πρότυπο νεοέλληνα ή - για να χρησιµοποιήσουµε την
προσφιλή τους ορολογία - ρωµιού,3 στο οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα
χαρακτηριστικά της µαχητικότητας, του πάθους και της ανατρεπτικότητας, τα οποία
βέβαια άµεσα σχετίζονται µε τις επιδιώξεις του κινήµατος.
Η αρνητική όµως θεώρηση του εµβληµατικού για την ιστορία της
νεοελληνικής πεζογραφίας αφηγήµατος του Βικέλα4 υποκρύπτει και βαθύτερα

1
Γ. Ψυχάρης, Ο «Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων», Αθήνα, Εστία 1900, 47.
2
Ογδόντα ανέκδοτα γράµµατα του Αργύρη Εφταλιώτη (1889-1907) προς τον Αλέξανδρο Πάλλη. Οι
αγώνες των πρώτων δηµοτικιστών, επιµ. Β. Α. Καραγιάννης, Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α. 1993, 95. Η επιστολή
φέρει ως ηµεροµηνία την 6/1/1906. Πρβλ. την αναφορά στον Λουκή Λάρα ως «όχι ηρωικό άνθρωπο»
σε γράµµα του 1910 προς την Π. ∆έλτα, Αλληλογραφία της Π. Σ. ∆έλτα 1906 – 1940, επιµ. Ξ.
Λευκοπαρίδης, Αθήνα, Εστία χ.χ., 127.
3
Για τη διένεξη που πυροδοτήθηκε από τον τίτλο του έργου του Εφταλιώτη Ιστορία της Ρωµιοσύνης
(1901) αναφορικά µε τους όρους ελληνισµός και ρωµιοσύνη, βλ. D. Tziovas, The Nationism of the
Demoticists and its Impact on their Literary Theory (1888-1930), Amsterdam, Hakkert 1986, 77-85.
4
Ο Λουκής Λάρας αναγνωρίζεται ως το έργο που σηµατοδοτεί τη νέα τροπή που λαµβάνει χώρα στο
πεδίο της πεζογραφίας γύρω στα 1880, βλ. τη χαρακτηριστική ρήση του Κ. Παλαµά «Εις τον Βικέλαν
επεφυλάσσετο η τιµή να δώση το σύνθηµα», Άπαντα, τοµ. Β’, Αθήνα, Μπίρης χ.χ., 155 και την
κίνητρα που έχουν να κάνουν µε τον ίδιο το συγγραφέα και το ρόλο που
διαδραµατίζει στην νεοελληνική πνευµατική και κοινωνική ζωή της περιόδου.
Έλληνας της διασποράς ο Βικέλας, όπως ο Ψυχάρης – µε τον οποίο τον συνέδεαν
δεσµοί συγγένειας - και ο Εφταλιώτης, αποτελεί µια εξέχουσα και καθολικά
αποδεκτή προσωπικότητα, έχοντας αναλάβει σηµαντικές πρωτοβουλίες και ένα άξιο
λόγου φιλανθρωπικό έργο.5 Επιπλέον, διαθέτοντας ένα σηµαντικό κύκλο γνωριµιών
στο εξωτερικό, λειτουργεί συχνά ως «πρεσβευτής» των ελληνικών συµφερόντων και
πολιτισµού.6 Πρόκειται για διπλό ρόλο, ο οποίος, όχι µόνο, όπως έχει ήδη
διατυπωθεί, εµπίπτει στην ακτίνα των ενδιαφερόντων του Ψυχάρη,7 αλλά και καθιστά
τον Βικέλα επικίνδυνο για τους αγώνες των δηµοτικιστών, µια και οι απόψεις του ως
προς το φλέγον ζήτηµα της γλώσσας είναι όλως διάφορες. Ειδικότερα, προκρίνει
ανοιχτά και ενσυνείδητα τη συµβιβαστική µέση οδό της απλής καθαρεύουσας,
θεωρώντας αφενός ότι ως προς τον πεζό λόγο η ανόθευτη δηµοτική είναι ασύµβατη
µε το επίπεδο του εγγράµµατου αναγνωστικού κοινού και αφετέρου ότι η οµιλούµενη
γλώσσα δεν είναι δυνατόν να αποφύγει την επίδραση της αρχαΐζουσας.8 Υπ’ αυτό το
πρίσµα είναι φυσικό ο Λουκής Λάρας ως το ονοµαστότερο λογοτεχνικό του έργο και
ένα από τα πιο προβεβληµένα νεοελληνικά πεζογραφήµατα του 19ου αιώνα, όπως
συνάγεται από την αξιοσηµείωτη εκδοτική και µεταφραστική του πορεία και την σε
γενικές γραµµές θετική κριτική του υποδοχή στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, να
συγκεντρώνει τα πυρά των δηµοτικιστών.9

αντίληψη του Γ. Ξενόπουλου για τον Λουκή Λάρα ως «γενάρχη του νεοελληνικού διηγήµατος», «Οι
διηγηµατογράφοι µας ένας – ένας», Γρηγόριος Ξενόπουλος: επιλογή κριτικών κειµένων, επιµ. Γ.
Φαρίνου – Μαλαµατάρη, Αθήνα, Αδελφοί Βλάσση 2002, 125.
5
Η γνωστότερη πρωτοβουλία του αφορά στη διοργάνωση των Ολυµπιακών αγώνων του 1896· για το
ευρύτερο εθνικό και φιλανθρωπικό του έργο, βλ. Μ. Τερδήµου, Χρονολόγιο ∆ηµητρίου Βικέλα,
Ηράκλειο, ∆ήµος Ηρακλείου Κρήτης 1991.
6
Μ. ∆ήτσα, «Ηµείς, το πλείστον µέρος εκ των πραγµατευτών, θέλοµεν πάντα άσπρα, κι ας έχοµεν
ζυγόν», ∆. Βικέλας, Λουκής Λάρας, επιµ. Μ. ∆ήτσα, Αθήνα, Ερµής 1991, 77.
7
Στο ίδιο, 90.
8
Ο Βικέλας προβληµατίστηκε έντονα ως προς τη γλώσσα, ρέποντας κατά τη δεκαετία 1850-1860,
σύµφωνα µε δική του οµολογία, πότε προς τη δηµοτική και πότε προς την καθαρεύουσα. Τις
κατασταλαγµένες απόψεις του για µια µέση οδό διατύπωσε στα προλεγόµενα στο ∆ιαλέξεις και
Αναµνήσεις (1893), βλ. ∆. Βικέλας, «Προλεγόµενα», Άπαντα, τοµ. Ε΄, επιµ. Α. Αγγέλου, Αθήνα,
Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων 1997, 11-24. Πρβλ. ∆. Βικέλας, «Η ζωή µου», Άπαντα,
τοµ. Α΄, επιµ. Α. Αγγέλου, Αθήνα, Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων 1997, 230-44. Για µια
γενικότερη θεώρηση των απόψεων του Βικέλα για το γλωσσικό, βλ. Κ. Γ. Κασίνης, «Ο ∆ηµήτριος
Βικέλας και η γλώσσα», Η Μελέτη, περ. Β΄ (2004), 31-53.
9
Πέντε αυτοτελείς εκδόσεις πραγµατοποιούνται ζώντος του συγγραφέα, ενώ το έργο µεταφράζεται
άµεσα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, βλ. Τερδήµου, ο.π., 10 και ∆. Τζιόβας, «Ο αποδηµητικός
∆ηµήτριος Βικέλας», Κοσµοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και
κριτική (1830-1880), Αθήνα, Μεταίχµιο 2003, 253-4. Για την κριτική πρόσληψη του έργου, βλ. Α.
Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα, Εστία 1989, 65-79, Σ. Ντενίση, Το ελληνικό ιστορικό
µυθιστόρηµα και ο Sir Walter Scott (1830-1880), Αθήνα, Καστανιώτης 1994, 257-65. Πρβλ. την
Παράλληλα, η χρήση από τον Ψυχάρη του επιθέτου «ωφέλιµος» στο πρώτο
παράθεµα παραπέµπει σε µια ακόµη παράµετρο ενισχυτική της αντιπάθειας των
δηµοτικιστών προς το αφήγηµα του Βικέλα. Σε ένα πρώτο επίπεδο αντηχεί το πιο
φιλόδοξο ίσως εγχείρηµά του, το Σύλλογο προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων, η
ίδρυση του οποίου πυροδοτεί µια φάση έντονης έξαρσης στις σχέσεις του µε τους
δηµοτικιστές και ιδιαίτερα µε τον Ψυχάρη.10 Κατά κύριο λόγο όµως λειτουργεί ως
ειρωνική υπόµνηση του πρόδηλου διδακτικού χαρακτήρα του Λουκή Λάρα, ο οποίος
αποτυπώνεται άµεσα στις συµβουλευτικές προς τον αναγνώστη παρεκβάσεις του
ώριµου αφηγητή, αλλά προκύπτει και έµµεσα από την αίσια έκβαση της
περιπετειώδους ιστορίας του πρωταγωνιστή.11 Ενδεικτική είναι εξάλλου η
µαρτυρηµένη πρόθεση του Βικέλα να εισαχθεί το αφήγηµα ως αναγνωστικό στα
σχολεία αλλά και η πορεία του µετά το θάνατο του συγγραφέα στο χώρο της παιδικής
/ νεανικής λογοτεχνίας.12 Αυτή η παιδευτική διάσταση του Λουκή Λάρα, η οποία
απηχεί το γενικότερο ενδιαφέρον του Βικέλα για ζητήµατα παιδαγωγικής,13
προσκρούει εµφανώς στους διαφορετικούς διδακτικούς στόχους που οι δηµοτικιστές
τοποθετούν συχνά σε πρώτο πλάνο στα δικά τους λογοτεχνικά έργα. Μάλιστα η
ιδιαίτερη µνεία που πραγµατοποιεί ο Ψυχάρης στους νέους στην ουσία υποκρύπτει
και τις βλέψεις των δηµοτικιστών προς το συγκεκριµένο υπό διαµόρφωση
αναγνωστικό κοινό στους ορίζοντες του οποίου ο Λουκής Λάρας προβάλλει ως
επικίνδυνος αντίπαλος.

παρατήρηση της ∆ήτσα, ο.π., 31-3, ότι η θετική στάση της ελληνικής κριτικής διαµορφώνεται κυρίως
από τη δεκαετία του 1890 και µετά, όταν πλέον το αφήγηµα συνδέεται µε τα πεζογραφικά επιτεύγµατα
της γενιάς του 1880.
10
Ο Ψυχάρης δηµοσιεύει σειρά άρθρων στο Άστυ µε τα οποία επιτίθεται ανοιχτά στο Σύλλογο, βλ. την
ανατύπωσή τους στο Ψυχάρης, Ο «Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων», ο.π. Πρβλ. την
επιστολή του προς τον Βικέλα µε αφορµή την ίδρυση του Συλλόγου, Από την αλληλογραφία των
πρώτων δηµοτικιστών ΙΙ, 562 γράµµατα των Ε. Γιαννίδη, Ι. ∆ραγούµη, Α. Εφταλιώτη, Κ. Παλαµά, Α.
Πάλλη, ∆. Ταγκόπουλου, Γ. Ψυχάρη κ.α., επιµ. Σ. Καρατζάς, Θεσσαλονίκη, Επιστηµονική Επετηρίδα
της Φιλοσοφικής Σχολής 1985, 405-6 και τις αρνητικές αναφορές στο πρόσωπο του Βικέλα στην
αλληλογραφία µε τον Εφταλιώτη κατά την αντίστοιχη περίοδο, Από την αλληλογραφία των πρώτων
δηµοτικιστών, Ι. Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη αλληλογραφία, 716 γράµµατα (1890-1923), τοµ.
Α΄, επιµ. Σ. Καρατζάς, Ε. Καψωµένος, Ιωάννινα, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων 1988, 189, 204, 205, 213,
214, 280, 283, 349. Για τη σχέση Βικέλα - Ψυχάρη γενικότερα, βλ. Α. Αρ. Οικονόµου, Τρεις
άνθρωποι. Συµβολή εις την ιστορίαν του ελληνικού λαού (1780-1935), τοµ. Β΄. ∆ηµήτριος Μ. Βικέλας,
Αθήναι, Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων 2008, 543-8.
11
Β. Αθανασόπουλος, «Εισαγωγή», ∆. Βικέλας, Λουκής Λάρας και ∆ιηγήµατα, επιµ. Β.
Αθανασόπουλος, Αθήνα, Ίδρυµα Ουράνη 2000 , 69-70.
12
Οικονόµου, ο.π., 261.
13
Μεγάλο µέρος του κοινωφελούς του έργου αφιερώνεται στην παιδεία. Χαρακτηριστικές είναι οι
πρωτοβουλίες του για ίδρυση νηπιαγωγείων αλλά και η συµβολή του στο πρώτο εκπαιδευτικό
συνέδριο που διενεργείται στην Αθήνα (1904), βλ. Τερδήµου, ο.π., 86, 113.
Αναγνωρισµένος ως ο ικανότερος αφηγητής της τριανδρίας του
δηµοτικισµού14 και θέτοντας το λογοτεχνικό του έργο κατεξοχήν στην υπηρεσία του
αγώνα,15 ο Εφταλιώτης ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους νέους αναγνώστες16 στους
οποίους και αφιερώνει έργα του, όπως οι Φυλλάδες του Γεροδήµου (1897).17 Μέσα
από αυτή την οπτική θα πρέπει να διαβαστεί η πρόθεση που αποτυπώνεται στο
γράµµα του προς τον Πάλλη στο δεύτερο παράθεµα. Συνεχίζοντας τη σκέψη του σε
παρόµοια βωµολοχικό ύφος, δηλώνει ότι το έργο που έχει στο µυαλό του ως αντίποδα
του Λουκή Λάρα θα αποτελεί µια διασκευή του γνωστού ιστορικού µυθιστορήµατος
του Σ. Ξένου, Ηρωΐς της ελληνικής επαναστάσεως (1861).18 Το εν λόγω µυθιστόρηµα
δε γράφτηκε ποτέ, πράγµα που ενδεχοµένως οφείλεται στις γενικότερες δυσκολίες
που αντιµετωπίζει, όπως θα δούµε, ο Εφταλιώτης µε το µυθιστορηµατικό είδος σε
συνδυασµό µε την αρνητική κριτική υποδοχή που γνώρισαν τα αµιγώς ιστορικά του
έργα.19 Ωστόσο η σκιά του Λουκή Λάρα εντοπίζεται στο µοναδικό µυθιστόρηµα που
συνέγραψε τον Μανόλη τον Ντελµπεντέρη,20 µόνο που σε αυτή την περίπτωση άξονα
διασταύρωσης των δυο κειµένων δεν αποτελεί η ιστορία αλλά ένας χώρος µε τον
οποίο τόσο ο Βικέλας όσο και ο Εφταλιώτης ήταν στενά εξοικειωµένοι: αυτός της
διασποράς.
Αν και κατά µια γενιά νεότερος και µε σαφώς χαµηλότερη οικονοµική και
κοινωνική επιφάνεια, ο Εφταλιώτης µοιράζεται µε τον Βικέλα αρκετά κοινά σηµεία:
την αποδηµία, την ενασχόληση µε το εµπόριο, την εγκατάσταση στην Αγγλία και εν
συνεχεία τη Γαλλία, ακόµη και τη στενή σχέση µε µια καλλιεργηµένη µητέρα. Ο
Μανόλης ο Ντελµπεντέρης είναι ένα από τα λιγοστά µυθιστορήµατα της γενιάς του
1880 που καταπιάνεται µε το ζήτηµα της µετανάστευσης, µεταφέροντας έτσι ένα
προσωπικό βίωµα του συγγραφέα στη µυθοπλασία. Παρόλο που πρόκειται για µοτίβο

14
Θ. Σταύρου, «Εισαγωγή», Ψυχάρης, Εφταλιώτης, Πάλλης, Βλαστός, επιµ. Θ. Σταύρου, Βασική
Βιβλιοθήκη Αετού, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος 1957, 20.
15
Γ. ∆. Παγανός «Αργύρης Εφταλιώτης», Η παλαιότερη πεζογραφία µας, από τις αρχές της ως τον
πρώτο παγκόσµιο πόλεµο, τοµ. Η΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης 1997, 99.
16
Αλληλογραφία της Π. Σ. ∆έλτα 1906 – 1940, ο.π., 133.
17
Ο Παγανός, ο.π., 96-7, συσχετίζει τον αφηγητή των Φυλλάδων του Γεροδήµου µε τον Λουκή Λάρα,.
18
Ογδόντα ανέκδοτα γράµµατα του Αργύρη Εφταλιώτη (1889-1907) προς τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο.π.,
95. Πρβλ. Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι., ο.π., 664.
19
Παγανός, ο.π., 97.
20
Ο Εφταλιώτης αφιερώνει στον Βικέλα το διήγηµα «Ζάνος Χαρίσης» (1891), το οποίο δηµοσιεύεται,
όπως και ο Λουκής Λάρας, στην Εστία. Την περίοδο όµως αυτή οι σχέσεις µε τον Βικέλα είναι κατά
πολύ οµαλότερες, βλ. και το σχόλιο του Ψυχάρη σε σχέση µε την ενέργεια του Εφταλιώτη, Από την
αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι. ο.π., 27.
επανερχόµενο στο λογοτεχνικό έργο του Εφταλιώτη,21 στον Μανόλη τον
Ντελµπεντέρη το προσεγγίζει σφαιρικά, παρουσιάζοντας όλη τη διαδροµή του
πρωταγωνιστή από την εγκατάλειψη της γενέτειράς του µέχρι τον επαναπατρισµό του
και παρακολουθώντας τη διαµόρφωση της διασπορικής του ταυτότητας στις
περισσότερες της εκφάνσεις. Στο φιλόδοξο αυτό στόχο σε συνδυασµό µε τις ούτως ή
άλλως αυξηµένες απαιτήσεις µιας µυθιστορηµατικής σύνθεσης θα µπορούσαµε να
αναζητήσουµε τους κύριους λόγους για τους οποίους ο Εφταλιώτης δε έµεινε τελικά
ικανοποιηµένος από το όλο αποτέλεσµα και άφησε το µυθιστόρηµα ανέκδοτο.22
Παρόλο που το παρόν της ιστορίας του Λουκή Λάρα αφορά στις περιπέτειες
του ήρωα κατά τα πρώτα κρίσιµα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, ο αναγνώστης
πληροφορείται ήδη από τον πρόλογο ότι πρόκειται για αναµνήσεις Έλληνα
οµογενούς. Συνεπώς η αφήγηση συστήνεται ως προϊόν της δικής του διασπορικής
συνείδησης. Επιπλέον, συχνά µεταφερόµαστε στο αφηγηµατικό παρόν µέσα από τα
σχόλια του ώριµου αφηγητή, στη φωνή του οποίου συγχέεται κάποτε και η φωνή του
Βικέλα,23 ο οποίος ερµηνεύει µέσα από την απόσταση του χώρου και του χρόνου
συνθήκες και συναισθήµατα που αφορούν στη φυγή από το γενέθλιο τόπο. Τα σηµεία
αυτά αλλά ακόµη και ό,τι αποσιωπά ή σκόπιµα παρακάµπτει συγκροτούν την
ταυτότητα του ως απόδηµου Έλληνα που, έπειτα από τη διασταύρωση της ατοµικής
του µοίρας µε την ιστορία, ζει πλέον ένα σταθερό παρόν οικονοµικής και κοινωνικής
καταξίωσης στην ελληνική παροικία του Λονδίνου.
Η επιλογή του Εφταλιώτη να συγγράψει µυθιστόρηµα µε κεντρικό ήρωα έναν
έλληνα έµπορο της διασποράς τον φέρνει µοιραία αντιµέτωπο µε το αρχέτυπο του
συγκεκριµένου επαγγελµατικού τύπου που κατασκεύασε ο Βικέλας στον δηµοφιλή
Λουκή Λάρα.24 Το µοντέλο του συνετού ελληνόπουλου που, αν και «αδυνατεί» να
αρθεί στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων, κατορθώνει να ευδοκιµήσει στο
δύσκολο χώρο της ξενιτιάς υπονοµεύεται ανοιχτά, όπως θα δούµε, στα

21
Μ. Γ. Μερακλής, «Αργύρης Εφταλιώτης: µια διαφορετική προσέγγιση του θέµατος της ξενιτιάς στη
νεοελληνική λογοτεχνία», Ο Αργύρης Εφταλιώτης στα νεοελληνικά γράµµατα. Πρακτικά συνεδρίου
Μήθυµνας, Μυτιλήνη, ∆ήµος Μήθυµνας 2002, 27-31, Παγανός, ο.π., 97.
22
Βλ. τα όσα εξοµολογείται στη ∆έλτα: «[…] δεν είναι του καθενός να γράφη τέτοιους µακρινούς
χαρακτηρισµούς και να είναι συνεπής ως το τέλος», Αλληλογραφία της Π. Σ. ∆έλτα 1906 – 1940, ο.π.,
151. Σύµφωνα µε τον Κ. Βαλέτα, ο Εφταλιώτης αναγράφει σε σηµείωµα του 1910 ότι δεν θεωρεί το
µυθιστόρηµα αρκετά καλό για δηµοσίευση, βλ. «Σηµειώσεις πάνω στο µυθιστόρηµα του Αργύρη
Εφταλιώτη «Μανόλης ο Ντελµπεντέρης», Αιολικά Γράµµατα 15 (Μάης – Ιούνης 1973), 225 και «Η
Οδύσσεια της µετανάστευσης», Ο Αργύρης Εφταλιώτης στα νεοελληνικά γράµµατα, ο.π., 44.
23
∆ήτσα, ο.π., 28. Πρβλ. Οικονόµου, ο.π., 257: «Αυτό τούτο το πρόσωπον του Λουκή Λάρα είναι ο
∆ηµήτριος Βικέλας υπό άλλην ενσάρκωσιν […]».
24
∆ήτσα, ο.π., 33, Μ. Χ. Χατζηϊωάννου, «Ο Βικέλας και ο παροικιακός ελληνισµός», Η Μελέτη, περ.
Β΄ (2004), 147.
συµφραζόµενα του Μανόλη του Ντελµπεντέρη. Ο κεντρικός χαρακτήρας πλάθεται ως
ο αντίποδας του Λουκή Λάρα, ενώ το µυθιστόρηµα θα µπορούσε να διαβαστεί εν
είδει κριτικού σχόλιου στο ιδεολογικά παραπλανητικό από την οπτική των
δηµοτικιστών πρότυπο του Βικέλα. Άλλωστε διαφωτιστική είναι και η χρονολογική
του τοποθέτηση· παρόλο που απασχολεί τον Εφταλιώτη περίπου επί µια εικοσαετία –
από το 1890 σε µια πρώτη µορφή ως Θωµάς Ντελµπεντέρης25 και έπειτα καθ’ όλη τη
διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα -26 η κύρια σύνθεση του τοποθετείται,
σύµφωνα µε ιδιόγραφο σηµείωµα του συγγραφέα, ανάµεσα στο Σεπτέµβριο του 1900
και το Φλεβάρη του 1901.27 Πρόκειται ακριβώς για την περίοδο που, όπως ήδη
υπογραµµίστηκε, κορυφώνεται η ένταση στις σχέσεις Βικέλα - δηµοτικιστών.
Αξιοσηµείωτο είναι µάλιστα το γεγονός ότι, όπως θα δούµε, σαφή ίχνη της
ιδεολογικής τους διαµάχης αποτυπώνονται στον Μανόλη τον Ντελµπεντέρη.
Στο µυθιστόρηµα του Εφταλιώτη η αφήγηση δεν ακολουθεί τη φόρµα της
αυτοβιογραφίας, όπως στον Λουκή Λάρα, αλλά ανατίθεται σε έναν τριτοπρόσωπο
παντογνώστη αφηγητή.28 Ο τίτλος, ακριβώς όπως αυτός του Βικέλα, παραπέµπει
άµεσα στον πρωταγωνιστή. Αν όµως στον Λουκή Λάρα η απουσία οριστικού άρθρου
υποβάλλει την αίσθηση ότι πίσω από τον κεντρικό χαρακτήρα κρύβεται ο τύπος του
εµπόρου της χρυσής εποχής της ελληνικής διασποράς, στον Ντελµπεντέρη η διπλή
παρουσία του άρθρου συµβάλλει στην εξατοµίκευση του πρωταγωνιστή. Εν
αντιθέσει µε την παραδειγµατική διάσταση του πορτραίτου του Λουκή, ο Μανόλης

25
Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι., ο.π., 10, 14, 15, 23, 33, 35, 56, απ’ όπου
φαίνεται ότι είχε σταλεί στον Ψυχάρη προσχέδιο του έργου γύρω στα 1890. Πρβλ. Ογδόντα ανέκδοτα
γράµµατα του Αργύρη Εφταλιώτη (1889-1907) προς τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο.π., 52.
26
Κατά το συγκεκριµένο διάστηµα το χειρόγραφο αποστέλλεται σε άτοµα που εκτιµά· εκτός από τον
Ψυχάρη, ο οποίος είχε σταθεί από την αρχή ενθαρρυντικός, το διαβάζουν ο Πάλλης που δε φαίνεται να
έχει την ίδια γνώµη, ο ∆. Πετροκόκκινος και η ∆έλτα, βλ. τα όσα γράφει σχετικά ο Εφταλιώτης στη
∆έλτα σε επιστολή συνταγµένη στα 1910, Αλληλογραφία της Π. Σ. ∆έλτα 1906 – 1940, ο.π., 150. Για τη
στάση του Ψυχάρη, βλ. Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι, ο.π., 352, 353, 354, 362,
363, 376, 473, 504, 511, 512, 548, 551, 567, 571, 575, ενώ για τις αντιρρήσεις του Πάλλη, οι οποίες
και ανέστειλαν τη δηµοσίευση του µυθιστορήµατος στον Νουµά, βλ. επιστολή του ∆. Ταγκόπουλου
προς τον Εφταλιώτη, χρονολογηµένη στα 1910, Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών ΙΙ,
ο.π., 371.
27
Γ. Βαλέτας, «Ανέκδοτες σελίδες του Εφταλιώτη. Μανόλης ο Ντελµπεντέρης», Νέα Εστία 46
(15/11/1949), 1478.
28
Ωστόσο το έργο εµπεριέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία: πίσω από τη γενέτειρα του Μανόλη,
Λησµόβρυση, κρύβεται ο Μόλυβος της Μυτιλήνης, πατρίδα του Εφταλιώτη· ο εµπορικός οίκος
Φαρµάκης Νυφίτσας και Σία παραπέµπει σ’ αυτόν των αδερφών Ράλλη όπου δούλευε ο συγγραφέας· ο
µικτός γάµος και η εγκατάσταση του ήρωα στην Αγγλία και τη Γαλλία ανακαλούν πραγµατικά
συµβάντα της ζωής του Εφταλιώτη, βλ. Βαλέτας, «Σηµειώσεις πάνω στο µυθιστόρηµα του Αργύρη
Εφταλιώτη «Μανόλης ο Ντελµπεντέρης», ο.π., 226-7 και «Η Οδύσσεια της µετανάστευσης», ο.π., 44.
Μάλιστα ο συγγραφέας δίσταζε να το δηµοσιεύσει και επειδή φοβόταν επικίνδυνους συσχετισµούς µε
την προσωπική και επαγγελµατική του ζωή, Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι, ο.π.,
551, 567.
διαθέτει γνωρίσµατα που θα καθιστούσαν κάτι τέτοιο επικίνδυνο. Το όνοµά του είναι
ενδεικτικό του ήθους του· αν ο Βικέλας επιλέγει το Λουκής Λάρας λόγω οµοιότητας
µε το µικρό όνοµα του οµογενούς στο χειρόγραφο του οποίου βασίστηκε το έργο
(Λουκάς Τζίφος) ή - αν δεχτούµε µια άλλη εκδοχή - παραλλάσσοντας το όνοµα του
Λουκά Ράλλη, αρχηγέτη της γνωστής εµπορικής οικογένειας,29 η ονοµατοθεσία του
Εφταλιώτη έχει συµβολικότερη βάση.30 Το Μανόλης χρησιµοποιείται γενικότερα στο
έργο του ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα ρωµέικα ονόµατα,31 ενώ το τουρκικής
ρίζας Ντελµπεντέρης έχει την έννοια του έξω καρδιά άνθρωπου που δε διστάζει να
αφεθεί στις διαθέσεις της στιγµής ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που επιφέρουν.
Τα δυο πεζογραφήµατα εµφανίζουν δοµικές αντιστοιχίες. Τόσο ο Λουκής
Λάρας όσο και Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης ακολουθούν τον τύπο του
επιφυλλιδογραφικού µυθιστορήµατος,32 το πρώτο µε δέκα αυτοτελή κεφάλαια και το
δεύτερο µε δώδεκα. Άλλωστε η πρώτη εµφάνιση του έργου του Βικέλα
πραγµατοποιείται σε συνέχειες στην Εστία, ενώ τη δηµοσίευση του Μανόλη του
Ντελµπεντέρη υπό τη µορφή επιφυλλίδας προτείνει ο Ψυχάρης στον Εφταλιώτη.33 Ο
τρόπος που αρχίζει και ολοκληρώνεται η αφήγηση και στα δυο αφηγήµατα
καθορίζεται από το όνειρο της αποδηµίας των πρωταγωνιστών. Στην αρχή του
βιβλίου του Βικέλα ο Λουκής εξοµολογείται: «η δε κυρία µου σκέψις ήτο περί της
µελλούσης εις Αγγλίαν αποδηµίας»,34 ενώ προς το τέλος ως κίνητρο επιστροφής στη
Χίο αναδεικνύεται η εύρεση των κρυµµένων οικογενειακών κειµηλίων που θα
εξασφαλίσουν το ναύλο για το ταξίδι. Ανάλογα το πρώτο κεφάλαιο του έργου του
Εφταλιώτη αφιερώνεται στη «λαχτάρα» του θαυµαστή των ευρωπαϊκών ηθών
Μανόλη για την ξενιτιά35 και στη µεθόδευση ενός σχεδίου άµεσης και ανέξοδης
διαφυγής µέσω της γνωριµίας µε τον φιλέλληνα Λόρδο Πήρσονα.36 Στο τέλος ο

29
∆ήτσα, ο.π., 99-101.
30
Αυτό συµβαίνει γενικότερα µε τα ονόµατα προσώπων στο µυθιστόρηµα, π.χ. Χωρίστρας,
Θεοτυφλίδης, Θεοδώρα, αλλά και µε τα τοπωνύµια (Λησµόβρυση, Μυρσίνη). Εξαίρεση αποτελούν τα
ξένα τοπωνύµια, π.χ. Λόντρα, Παρίσια.
31
Α. Εφταλιώτης, «Οι δυο Μανόληδες», Άπαντα, τοµ. Α΄, επιµ. Γ. Βαλέτας, Αθήνα, Πηγή 1952, 556-
76. Πρβλ. τη χρήση του όρου «Ψωροµανόληδες», Ογδόντα ανέκδοτα γράµµατα του Αργύρη Εφταλιώτη
(1889-1907) προς τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο.π., 43.
32
Ως προς τον Λουκή Λάρα, βλ. ∆ήτσα, ο.π., 91-2.
33
Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι, ο.π., 352, 363.
34
∆. Βικέλας, Λουκής Λάρας, επιµ. Μ. ∆ήτσα, Αθήνα, Ερµής 1991, 4.
35
Βλ. την παρουσίαση του Μανόλη ως «φραγκοφορεµένου µορφονιού» και την αναφορά σε
«νοσταλγία για την ξενιτιά», Α. Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, επιµ. Σ. Κοκκίνη, Αθήνα,
Εστία 1977, 15.
36
Με το πρόσωπο του αρχαιολάτρη λόρδου µεταφέρεται το ενδιαφέρον για τον αρχαίο ελληνικό
πολιτισµό που ευδοκιµεί στην Αγγλία κατά τον 19ο αιώνα, δηµιουργώντας ένα σχετικά ευνοϊκό κλίµα
για την υποδοχή αποδήµων Ελλήνων, βλ. M. C. Chatziioannou, «Greek merchants in Victorian
Μανόλης επιστρέφει στην πατρίδα µε αντίστροφους όµως όρους απ’ αυτούς του
Λουκή: έχοντας βιώσει τον καταποντισµό των ονείρων του.
Γενικότερα στα κεφάλαια που απαρτίζουν τα δύο αφηγήµατα κυριαρχεί το
µοτίβο της περιπλάνησης, ενδεικτικό του βίου ενός τυπικού εµπόρου της εποχής.37
Στο αφήγηµα του Βικέλα διενεργείται σε ελληνικό χώρο (Σµύρνη, πόλη και χωρία
της Χίου, Μύκονος, Τήνος, Πειραιάς, Σπέτσες, Άργος, Σύρος) και, όσο και αν αρχικά
συνδέεται µε τη διάσωση του Λουκή από το µένος των Τούρκων, καθώς προχωρεί η
αφήγηση (κεφάλαιο ΣΤ’ και εξής) εξυπηρετεί όλο και περισσότερο την υλοποίηση
των στόχων του. Οι µετακινήσεις στον Μανόλη τον Ντελµπεντέρη λαµβάνουν χώρα σε
πιο κοσµοπολίτικο πλαίσιο (αγγλική επαρχία, Λονδίνο, θάλασσα του Ατλαντικού,
Καλιφόρνια, Παρίσι, Νίκαια, Γενεύη) και είναι παρόµοια συναρτηµένες µε το
επιχειρηµατικό του δαιµόνιο. Ωστόσο δεν οδηγούν προοδευτικά στην επιτυχία, αλλά
παρουσιάζουν σκαµπανεβάσµατα, αναδεικνύοντας το ευµετάβλητο της τύχης του.

Και στα δυο κείµενα το ήθος των κεντρικών χαρακτήρων συγκροτείται


κυρίως µέσα από τη συµπεριφορά που επιδεικνύουν στις αλλεπάλληλες περιπέτειες
τους.38 Ο Ντελµπεντέρης εµφανίζει πολλές οµοιότητες µε τον Λάρα, µε µια βασική
όµως διαφορά. Η κριτική έχει υπογραµµίσει την πρόθεση του Βικέλα να παρουσιάσει
έναν µέσο άνθρωπο, έναν ήρωα - φορέα της κοινής γνώµης της τάξης του και της
εποχής του.39 Ο πρωταγωνιστής του Εφταλιώτη διέπεται αντίθετα από το στοιχείο της
ακρότητας. Τα θετικά γνωρίσµατα που διαθέτει από κοινού µε τον Λουκή εκτείνονται
ως την υπερβολή µέχρι το σηµείο που αποκτούν έναν αντίστροφο αρνητικό ρόλο.
Όσο για τα σκοτεινά ή αµφιλεγόµενα σηµεία, τα οποία ο Βικέλας αποπειράται να
δικαιολογήσει µέσα από τα όψιµα σχόλια του ώριµου αφηγητή, ο Εφταλιώτης τα
αναδεικνύει στην πραγµατική τους διάσταση. Η ηθική λοιπόν και ωραιοποιηµένη
εκδοχή του Έλληνα της διασποράς που κατασκευάζει ο Βικέλας αντικαθίσταται από
ένα µοντέλο πανοµοιότυπο στα επιµέρους χαρακτηριστικά αλλά ολωσδιόλου
αντίθετο ως προς το σύνολο.

England», Greek Diaspora and Migration since 1700. Society, Politics and Culture, ed. D. Tziovas,
Farnham, Surrey, Ashgate 2009, 49-50.
37
I. Pepelasis Minoglou, «Toward a typology of Greek – diaspora enterpreneurship», Diaspora
Entrepreneurial Networks. Four Centuries of History, ed. I. Baghdiantz Mc Cabe, G. Harlaftis, I.
Pepelasis Minoglou, Oxford and New York, Berg 2005, 178.
38
Για τη διάσταση αυτή του Λουκή Λάρα, βλ. Αθανασόπουλος, ο.π., 52.
39
Τζιόβας, «Ο αποδηµητικός ∆ηµήτριος Βικέλας», ο.π., 269, ∆. Πολυχρονάκης, «Η διαλεκτική
ιστορίας και καθηµερινότητας στον Λουκή Λάρα του ∆ηµητρίου Βικέλα», Νέα Εστία 155
(Φεβρουάριος 2004), 236, 247.
Το στοιχείο της φιλοδοξίας διακρίνει τόσο τον Λουκή όσο και τον Μανόλη·
στην περίπτωση του πρώτου υποστυλώνεται από τις αρετές της εντιµότητας40 και της
ηθικότητας. Ακόµη και όταν ο ώριµος Λουκής ξεπερνά το µέτρο, αναφερόµενος στην
«ηδονή του κέρδους», σπεύδει εν συνεχεία να προλάβει παρερµηνείες: «[…] η
απόκτησις του πλούτου δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν πηγή ευτυχίας. Η ανεξαρτησία, -
ιδού το αληθές, ιδού το υγιές του εργατικού ανθρώπου ελατήριον».41 Η «δύναµη του
ανίκητου πλούτου» µαζί µε τη «δόξα της µυριοτίµητης αρχοντιάς»42 καθορίζουν τις
ενέργειες του Ντελµπεντέρη, µόνο που εδώ δε γίνεται απόπειρα εξυγίανσης των
αισθηµάτων του. Ίσα – ίσα η αντιπαραβολή µε άλλα πρόσωπα µε παραπλήσιους
στόχους αλλά περισσότερους ηθικούς φραγµούς (Μπατάλιας),43 και κυρίως η
εκδίπλωση της επιχειρηµατικής ανέλιξης, η οποία στηρίζεται και σε σκοτεινά µέσα,
καταδεικνύουν ότι η φιλοδοξία του εγγίζει τα όρια του τυχοδιωκτισµού.44
Κύριο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του Λουκή αλλά και της
ατµόσφαιρας του µυθιστορήµατος του Βικέλα είναι το αισιόδοξο πνεύµα.45 Ως µότο
του αφηγητή θα µπορούσε να εκληφθεί η φράση «Η νεότης είναι φύσει αµέριµνος και
εύελπις· δεν αρέσκεται να ενδιατρίβη εις τα θλιβερά».46 Η θετική οπτική απέναντι
στα πράγµατα αποτελεί ίδιον και του Μανόλη. Ήδη από την αρχή ο αφηγητής
προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι «τα γύριζε όλα, και τα πιο σηµαντικά της ζωής, σ’
ένα πράµα – το κέφι του».47 Πράγµατι, µε όσες δυσάρεστες συγκυρίες και αν έρχεται
αντιµέτωπος (γράµµατα από την πατρίδα, θάνατοι, οικονοµική κατάρρευση),
κατορθώνει να τις αποδιώξει µε τον υποτιµητικό χαρακτηρισµό «µούχλες», και να
µείνει προσηλωµένος στα οράµατά του. Βέβαια µια τέτοια τακτική ενέχει έντονο
εγωκεντρισµό, κάτι που δεν λείπει και από τον Λουκή, όταν, για παράδειγµα,
εγκαταλείπει χαρούµενος την εµπόλεµη Χίο χωρίς δεύτερη σκέψη για όσους έµειναν

40
Το ζήτηµα ξεκαθαρίζεται ήδη από την αρχή του πρώτου κεφαλαίου, Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 2.
Για τη σηµασία της εντιµότητας στις συναλλαγές των εµπόρων της ελληνικής διασποράς, βλ. Pepelasis
Minoglou , ο.π., 176-7.
41
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 174.
42
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 53-4.
43
Πρβλ. το σχόλιο του Εφταλιώτη για τον Μπατάλια: «Είναι ο µόνος άνθρωπος», Αλληλογραφία της Π.
Σ. ∆έλτα 1906 – 1940, 150.
44
Βλ. ιδίως το έβδοµο κεφάλαιο, Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 122-3.
45
Βλ. το σχόλιο του Παλαµά για την τάση του Βικέλα «προς αποκάλυψιν και έξαρσιν της αγαθής
όψεως των πραγµάτων», Άπαντα, τοµ. ΙΕ΄, ο.π., 168.
46
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 32. Πρβλ. την ψυχολογικού τύπου παρατήρηση «δεν δύναται να θρηνή
αιωνίως ο άνθρωπος» και το συµπέρασµα «οι κακοί είναι ολίγοι επί της γης», στο ίδιο, 134, 138.
47
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 20.
πίσω.48 Όµως, εδώ πρόκειται για ζήτηµα επιβίωσης και συναίσθηµα παροδικό για το
οποίο αργότερα µετανιώνει και όχι για δείγµα ασυνειδησίας.
Πάντως µέσα από τη συµπεριφορά του Ντελµπεντέρη υπονοµεύονται δύο
βασικές συνιστώσες του ηθικού κόσµου του Λουκή Λάρα και ταυτόχρονα σηµεία
αναφοράς για έναν Έλληνα της διασποράς: η θρησκεία49 και η οικογένεια. Η
εκκλησία καταλαµβάνει σταθερή θέση στις αναµνήσεις του Λουκή,50 ενώ κάθε
εγχείρηµά του, επαγγελµατικής ή προσωπικής φύσης, τελεί υπό την αιγίδα της θείας
χάριτος.51 Στο µυθιστόρηµα του Εφταλιώτη οι αναφορές στην εκκλησία είναι
λιγοστές,52 ενώ ο ήρωας εµφανίζεται να καταπατά την ιερότητα κάθε θρησκευτικού
αισθήµατος. Η ερωτική του συνεύρεση µε τη θρησκόληπτη και κρυφά ερωτευµένη
µαζί του Κλάρα πραγµατοποιείται µε το πρόσχηµα της κοινής προσευχής, ενώ
αργότερα ο όρκος του προς την ετοιµοθάνατη γυναίκα σχετικά µε την προστασία της
νόθης κόρης τους παραβιάζεται άµεσα και αβασάνιστα.53
Η παραπάνω επιλογή είναι ενδεικτική και της θέσης του Ντελµπεντέρη
απέναντι στο θεσµό της οικογένειας. Κατά το µεγαλύτερο µέρος του µυθιστορήµατος
διάγει βίο µονήρη. Όχι µόνο καταρρίπτει τους δεσµούς µε την κόρη του, τη µητέρα
του και τη νησιωτοπούλα αρραβωνιαστικιά του, ∆ροσούλα, αλλά ακόµα και όταν
παντρεύεται τον έρωτα της ζωής του, τη Φλώρα, ανάγοντας σε κατόρθωµα το ότι από
απλός οµογενής έγινε γαµπρός άγγλου αριστοκράτη,54 η διαφορετική εθνική
καταγωγή οδηγεί το γάµο σε διάλυση. Ο Λουκής Λάρας, αντίθετα, προβάλλει το
άρρηκτο των οικογενειακών δεσµών.55 Από τα πιο φορτισµένα συναισθηµατικά µέρη
του έργου είναι η επιστροφή του Λουκή και η συνάντηση µε «όσους παιδιόθεν
ηγάπησε» στο πατρικό του σπίτι πριν την καταστροφή της Χίου.56 Παράλληλα, η
οικογένεια υποβοηθεί τη σταδιοδροµία στο εµπόριο: ο Λουκής µυείται στο
επάγγελµα από τον πατέρα του αλλά και συνεταιρίζεται µε τους µέλλοντες γαµπρούς

48
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 108.
49
Chatziioannou, «Greek merchants in Victorian England», ο.π., 49.
50
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 6-7, 19-20, 54-7.
51
Στο ίδιο, 107, 123, 138, 164, 173, 225, 239.
52
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 51, 72.
53
Κρατά ωστόσο τους στίχους από την Αγία Γραφή που του δίνει η Κλάρα, οι οποίοι συµβάλουν στην
αναγνώριση µε την κόρη του στην τελική σκηνή. Τότε θα θυµηθεί και τα λόγια της ότι τίποτε δεν κάνει
ο Θεός δίχως σκοπό.
54
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 115.
55
Πρβλ. Πολυχρονάκης, ο.π., 249-50.
56
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 31-2, 38.
του.57 Επιπλέον, ο γάµος µε τη συµπατριώτισσα και παιδιόθεν γνωστή του, ∆έσποινα,
εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για µια γαλήνια ζωή, αποτύπωση της οποίας αποτελεί
το οικογενειακό πορτραίτο που µας παραδίδει η τελική σκηνή του αφηγήµατος.
Πέρα όµως από τις πτυχές του ιδιωτικού βίου, καθοριστική για την ταυτότητα
ενός οµογενούς είναι η στάση που υιοθετεί εκ του µακρόθεν απέναντι στο έθνος του.
Η ιδεολογική τοποθέτηση του Λουκή Λάρα απέναντι στην ελληνική επανάσταση
αποτελεί, όπως είδαµε και από τις επικρίσεις των δηµοτικιστών, ένα από τα πιο
αµφιλεγόµενα σηµεία του οµώνυµου αφηγήµατος. Πράγµατι, ο Λουκής Λάρας
επιλέγει να εστιάσει στην άλλη πλευρά του µείζονος αυτού εθνικού γεγονότος: την
ανατροπή του οµαλού ρου της ζωής των απλών ανθρώπων. Έτσι, δε λείπουν οι
κριτικές αιχµές προς τον αγώνα, οι οποίες εκφράζονται µέσα από τις συγκεχυµένες
αντιλήψεις των ηρώων58 και την αντιδραστικότητα που ενίοτε επιδεικνύουν µπροστά
στη µέριµνα για προσωπική επιβίωση, αλλά και µέσα από µεµονωµένα πρόσωπα που
υιοθετούν αρνητική στάση απέναντι στη σκοπιµότητα ή την έκβασή του.59
Ο ώριµος αφηγητής πάντως αισθάνεται ενοχές εξαιτίας της αποχής του από
τον πόλεµο και επανέρχεται στο θέµα προκειµένου να δικαιολογηθεί ή να απολογηθεί
και να πείσει τον αναγνώστη για την ειλικρινή του φιλοπατρία.60 Όταν στη θέα των
επαναστατικών πλοίων ανοιχτά της Χίου ο νεαρός Λουκής έρχεται αντιµέτωπος µε
την «αίσθηση της εθνεγερσίας», η αφήγηση αφήνει κάποιες κορώνες πατριωτισµού
για να καταλήξει όµως µε το αποκαλυπτικό σχόλιο του ώριµου Λουκή που τοποθετεί
το όλο συναίσθηµα περισσότερο στο πεδίο του ιδεατού παρά του υπαρκτού: « […]
ίσως γράφων τώρα, περιγράφω µάλλον τι ηδυνάµην να συναισθανθώ τότε, ή ό,τι
πραγµατικώς και ακριβώς συνησθάνθην».61 Αλλά και η επίσκεψή του στο στρατηγείο
της επανάστασης γίνεται έναυσµα όχι να παρασυρθεί από το πολεµόχαρο κλίµα αλλά
να συνειδητοποιήσει τη διαφορετικότητά του: «∆εν ήµην πλασµένος διά βίον
στρατοπέδων. Το εµπόριον ήτο η κλίσις µου».62 Η αγάπη λοιπόν προς την πατρίδα
υπάρχει ως ευγενές ιδανικό αλλά βιώνεται εκ του ασφαλούς, ως το σηµείο που δεν

57
Πρόκειται για συνηθισµένη τακτική Χίων εµπόρων της εποχής, Χατζηϊωάννου, «Ο ∆ηµήτριος
Βικέλας και ο παροικιακός ελληνισµός στην Αγγλία», ο.π., 146, 150.
58
Ενδεικτικό είναι το λεξιλόγιο του πρώτου κεφαλαίου: «συνησθανόµεθα µεν αορίστως», «νεφελώδεις
τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως», «δεν εφανταζόµεθα ουδαµώς ότι ευρισκόµεθα εις παραµονάς
εθνικής εκρήξεως», Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 3, 4.
59
Τέτοια πρόσωπα είναι ο υποπρόξενος Ζενάκης και ο γηραιός θείος που είχε γνωρίσει τον Κοραή.
60
Χαρακτηριστικά τα όσα καταθέτει στο δεύτερο κεφάλαιο, Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 48-51. Για
την αποστασιοποίηση του ήρωα από το γεγονός του πολέµου, βλ. Πολυχρονάκης, ο.π., 243-6.
61
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 33.
62
Στο ίδιο, 150.
παραβιάζει τη µαζεµένη σωµατικά και ψυχικά φύση του ήρωα και δε θίγει
προσωπικά του οφέλη. Οι αντιλήψεις αυτές, διατυπωµένες µε τόλµη από τον Βικέλα
σε περίοδο µεγαλοιδεατισµού, απηχούν την αποστασιοποιηµένη νοοτροπία πολλών
Ελλήνων οµογενών της εποχής, την οποία ο Βικέλας φυσικά γνώριζε εκ του
σύνεγγυς.63
Ο Ντελµπεντέρης ακολουθώντας το αρχέτυπο του Λουκή, αγαπά την ιδέα της
πατρίδας ως το όριο που δεν παρεµποδίζει τα µεγαλεπήβολά του σχέδια. Στο
µυθιστόρηµα γίνονται επίσης νύξεις στην αδιαφορία που κυριαρχεί στα σαλόνια των
πλούσιων αποδήµων απέναντι σε εθνικά προβλήµατα.64 Βέβαια εδώ η εικόνα δεν
παρουσιάζεται νοµιµοποιηµένη, όπως προκύπτει µέσα από το πορτραίτο του
ταλαιπωρηµένου και καθ’ όλα συµπαθούς Λουκή. Ο Εφταλιώτης ως «µαλλιαρός»
που επιθυµεί να πείσει για τον ειλικρινή πατριωτισµό του καταφεύγει στην υπερβολή
της σάτιρας για να καταδείξει την απόλυτη διαφοροποίησή του ως µέλους του
κόσµου αυτού. Μάλιστα ο προβληµατισµός του εκτείνεται σε ένα κοµβικό σηµείο της
σχέσης πολλών ευπόρων οµογενών µε τη µητέρα πατρίδα: την εθνική ευεργεσία.
Η συµβολή στην πρόοδο του έθνους µέσω κοινωφελών έργων µπορεί να µην
προκύπτει από τον Λουκή Λάρα αποτελεί όµως καθοριστικό στοιχείο της διασπορικής
ταυτότητας του Βικέλα. Στο έβδοµο κεφάλαιο και στο απόγειο της δόξας του ο
Ντελµπεντέρης στρέφεται στο φιλανθρωπικό έργο. Η εγκατάσταση στο Παρίσι, η
βράβευση µε χρυσό σταυρό για την εθνική του προσφορά και προπάντων το όραµα
της «δελβεδερείου» βιβλιοθήκης αποτελούν άµεσες αιχµές στο πρόσωπο του
Βικέλα.65 Η «δελβεδέρειος» βιβλιοθήκη καταπιάνεται µε τη µετάφραση δοκίµων
νεοελληνικών συγγραµµάτων σε πέντε ιδιώµατα διαφορετικών ιστορικών περιόδων
της ελληνικής γλώσσας.66 Πρόκειται για σατιρική µεταστροφή των στόχων του
Συλλόγου προς ∆ιάδοσιν Ωφελίµων Βιβλίων. Η ειρωνική αναφορά του Εφταλιώτη σε
διαδοχικά γλωσσικά στρώµατα του παρελθόντος µε απώτερο σκοπό την επιστροφή
στη γλώσσα της Ιλιάδας, η οποία και θα σηµατοδοτήσει την αναβίωση του
αρχαιοελληνικού µεγαλείου, υποκρύπτει την κριτική του για την καθαρεύουσα που
χρησιµοποιείται στο πλαίσιο του συλλόγου ως γλώσσα οπισθοδροµική και ουτοπική.
Όπως η δελβεδέρειος βιβλιοθήκη δεν θα συµβάλει στην επιµόρφωση του ελληνικού
63
∆ήτσα, ο.π., 33-5, 106-9 και Μ. ∆ήτσα, «∆ηµήτριος Βικέλας», Η παλαιότερη πεζογραφία µας, από
τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο, τοµ. Ε΄ (1830-1880), Αθήνα, Σοκόλης 1996, 399.
64
Βλ. κυρίως το τέταρτο κεφάλαιο, Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 69-83.
65
Ο Χ. Τρικούπης απονέµει στον Βικέλα το χρυσό σταυρό του Σωτήρος το 1887· έκτοτε ο Βικέλας
δέχεται και άλλες τιµητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδος, Τερδήµου, ο.π., 67, 82, 99, 115.
66
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 124-6.
λαού, αφού αυτός θα αδυνατεί να διαβάσει τα ολοένα και αρχαιοπρεπέστερα
γλωσσικά της ιδιώµατα, το ίδιο θα συµβεί και µε το σύλλογο του Βικέλα.
Ο Βικέλας και ο Ντελµπεντέρης, ζώντας στο εξωτερικό και έχοντας σχεδόν
οικειοποιηθεί την ταυτότητα του ευρωπαίου – κάτι που δε συµβαίνει στην περίπτωση
του αιώνια προσκολληµένου στο ιδανικό της πατρίδας Εφταλιώτη - είναι ξένοι ως
προς τις πραγµατικές ανάγκες του έθνους και άρα δεν είναι σε θέση να δουν το άτοπο
µιας «δηµοτικής βιβλιοθήκης που ποτίζει το λαό καθαρεύουσα».67 Άλλωστε οι
ευεργεσίες, όπως υπαινίσσεται ο Εφταλιώτης στο ίδιο κεφάλαιο, δεν απορρέουν
πάντα από το γνήσιο ενδιαφέρον των πλούσιων αποδήµων προς την πατρίδα.68
Περισσότερο εξυπηρετούν ανάγκες προσωπικής προβολής, αντιπροσωπεύοντας έναν
εύκολο τρόπο εξαγοράς εκτίµησης και ταυτόχρονα εξιλέωσης για την αδιαφορία
απέναντι σε κρίσιµα εθνικά ζητήµατα.69
Το πρόσωπο του Μανόλη, έτσι όπως το παρακολουθήσαµε µέχρι εδώ,
εµφανίζεται ως η σκοτεινή πλευρά του καλοκάγαθου Λουκή. Ως γνήσιος όµως
δηµοτικιστής που επιθυµεί να καταστήσει την ιδεολογική του θέση απολύτως διαυγή
ο Εφταλιώτης δεν αφήνει τον ήρωά του αντιπρότυπο, αλλά επιχειρεί να τον
αποκαταστήσει ηθικά µε την κατάληξη του µυθιστορήµατος. Ήδη κατά τη διάρκεια
της αφήγησης διασπείρονται ενδείξεις που υπαινίσσονται ότι ο αριβίστας
Ντελµπεντέρης διαθέτει και µια περισσότερο ευαίσθητη όψη.70 Μάλιστα αυτό το
δισυπόστατο του χαρακτήρα του φαίνεται να δηµιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες στον
Εφταλιώτη και να αναγνωρίζεται ως µια από τις βασικές αδυναµίες του έργου.71
Πάντως ο «άλλος» Ντελµπεντέρης αποκαλύπτεται ξεκάθαρα σε δυο κοµβικά σηµεία.
Το ένα αφορά στην επίσκεψη της ∆ροσούλας στο Παρίσι, που ξυπνά µέσα του
αποναρκωµένα αισθήµατα ενοχής, και το άλλο έχει να κάνει µε το όνειρο του στο
πλοίο προς την Αµερική: η απελευθέρωση του ασυνειδήτου φανερώνει εσωτερικές
επιθυµίες και φέρνει στην επιφάνεια το απωθηµένο συναίσθηµα της νοσταλγίας για
το γενέθλιο τόπο.72

67
Η φράση χρησιµοποιείται από τον Ψυχάρη στο γράµµα που γράφει στον Βικέλα µε αφορµή τον
Συλλόγο, Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών ΙΙ, ο.π., 405.
68
Στο ίδιο κεφάλαιο γίνονται υπαινιγµοί για σκοτεινή συνοµωσία µε αρνητικές επιπτώσεις για τους
Έλληνες, προσοδοφόρα όµως για τον Ντελµπεντέρη, Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π.,
122-3.
69
Γ. ∆ερτιλής, Κοινωνικός µετασχηµατισµός και στρατιωτική επέµβαση, 1880-1909, Αθήνα, Εξάντας
1985, 77-80.
70
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 30-1, 80-3.
71
Από την αλληλογραφία των πρώτων δηµοτικιστών, Ι., ο.π., 352, 675.
72
Εφταλιώτης, Ο Μανόλης ο Ντελµπεντέρης, ο.π., 132-3, 110, 112.
Πρόκειται για προσήµανση του τελευταίου κεφαλαίου, όπου ο Μανόλης
πάµφτωχος, άρρωστος και µετανοιωµένος επιστρέφει στη Λησµόβρυση. Όσο και αν
φάνηκε αρχικά να κατακτά την ταυτότητα του Ευρωπαίου, η αψίκορη συµπεριφορά
του τόσο στην επαγγελµατική όσο και στην προσωπική του ζωή απέδειξε ότι στο
βάθος στάθηκε πάντα ρωµιός. Άλλωστε ήδη προς τη µέση του µυθιστορήµατος
εµφανίζεται να έχει σχεδόν συνειδητοποιήσει ότι ο πλήρης εξευρωπαϊσµός του εν
τέλει συνιστά ψευδαίσθηση.73 Έτσι, αυτό που του αποµένει είναι µια ύστατη
προσπάθεια επανασύνδεσης µε τα πατρογονικά χώµατα µέσα από το θάνατο που
σχεδιάζει σε µια αποµονωµένη και απόκρηµνη σπηλιά του νησιού του. Η πατρίδα
όµως αποδεικνύεται πολύ πιο γενναιόψυχη µαζί του, καθώς οι συντοπίτες του
(ανάµεσα στους οποίους είναι η ∆ροσούλα και η εγκαταλελειµµένη κόρη του)
γρήγορα τον ανακαλύπτουν και τον υποδέχονται ως γνήσιο εθνικό ευεργέτη,
συγχωρώντας τις πρότερες ανάρµοστες πράξεις του.
Αντιστικτικά µπορεί να διαβάσει κανείς την επιστροφή του Λουκή στη Χίο
στα δυο τελευταία κεφαλαία του Λουκή Λάρα. Αν και γίνεται αναφορά στο «γλυκύ»
και «ισχυρόν» αίσθηµα της αγάπης προς την πατρίδα, υπάρχει πολύ µεγαλύτερη
συναισθηµατική αποστασιοποίηση.74 Ο Λουκής δεν αναλώνεται σε αισθήµατα
νόστου αλλά επικεντρώνεται στην αποξένωση που αισθάνεται στη θέα της κατοχής
της πατρογονικής του οικίας από Τούρκους, εκφράζοντας την επιθυµία να
αποµακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Το αφήγηµα κλείνει µεταφέροντας µας
στο παρόν της αφήγησης µε την παιγνιώδη σύγκριση των ευρωπαϊκών ενδυµάτων της
∆έσποινας µε τη χωριάτικη ενδυµασία της κατά τη φυγάδευσή της από τους
Τούρκους στην τελευταία επίσκεψη του Λουκή στο νησί. Το παρελθόν ενυπάρχει
µέσα στο ευτυχές παρόν ως υπόµνηση του πώς ξεπερνώντας τα δεινά κατόρθωσαν
τελικά να καταστούν χρήσιµοι, σύµφωνα µε την ιεράρχηση του Λουκή, για τον εαυτό
τους, την οικογένειά και την πατρίδα.75 Ο ήρωας εµφανίζεται απόλυτα ενταγµένος
στο χώρο της Ευρώπης και άνετος µε την ταυτότητα του επιτυχηµένου Έλληνα
οµογενούς. Ο Μανόλης δε φαίνεται να αποδέχεται τόσο αυτή την ταυτότητα αλλά να
ζητά µε θεµιτά και αθέµιτα µέσα αυτή του Ευρωπαίου, την οποία δεν µπορεί να
αποκτήσει αλλά µόνο να µιµηθεί, διαβρώνοντας µάλιστα ό,τι καλό έχει µέσα του.
Στην περίπτωσή του η ευτυχία και η επαφή µε τον πραγµατικό του εαυτό έρχεται

73
Στο ίδιο, 114-5.
74
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ο.π., 187.
75
Στο ίδιο, 161.
µόνο µέσα από την επάνοδο στην πατρίδα και τις αξίες της που φέρνουν στην
επιφάνεια την πιο αυθεντική του ταυτότητα αυτή του Λησµοβρυσιώτη.76 Έτσι, το
ευρωπαϊκά προσανατολισµένο πρότυπο του Βικέλα, αφού αποκαθηλωθεί στο
αφήγηµα του Εφταλιώτη ως διεφθαρµένο και υποκριτικό, υποκαθίσταται από την
εσωστρεφή εικόνα του απόδηµου Έλληνα, που, όπως ο ίδιος ο Εφταλιώτης, βρίσκει
µοναδικό προορισµό και δικαίωση στην επιστροφή στο γενέθλιο τόπο.

76
Πρβλ. D. Tziovas, «Indigenous foreigners: the Creek diaspora and travel writing (1880-1930)»,
Greek Diaspora and Migration since 1700. Society, Politics and Culture, ο.π., 160.

You might also like