You are on page 1of 5

Ορθόδοξα θεμέλια ενός κράτους ανορθόδοξου

Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης*

ΤΟ ΑΜΜΩΔΕΣ του κοινωνικού (ελληνικού) εδάφους, λέει ο Γεράσιμος


Κακλαμάνης στο σημαδιακό βιβλίο του «Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους»,
δεν επέτρεπε να στηριχτεί πάνω του μια κοινωνία αυτοθε- σμιζόμενη και καλά
δομημένη. Εντούτοις, σε μια κοινωνία που δεν υπήρχε έπρεπε να βασιστεί ένα
Κράτος που έπρεπε να υπάρξει οπωσδήποτε, γιατί κάτι έπρεπε να κάνουν οι μεγάλες
δυνάμεις της εποχής (δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα) με τα περιτρίμματα της
καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τα συντρίμμια της, λοιπόν, θα
χτιστούν σχεδόν κυριολεκτικά τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων και της Μέσης
Ανατολής. Είναι εύκολο να δημιουργηθεί ένα κράτος. ‘Οχι όμως και ένα «εθνικό
κράτος», δηλαδή ένας διοικητικός και νομοκανονιστικός μηχανισμός, με τους
ιθύνοντες και τη γραφειοκρατία του, που να στηρίζεται στα σταθερά και μόνιμα
χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης εθνότητας. Με εξαίρεση τους εμπόρους και τους
διανοούμενους της διασποράς που λίγο ως πολύ είχαν μια κά-ποια εθνική συνείδηση,
οι αυτόχθονες Έλληνες (της Ελλάδας) αποτελούνταν από μια πανσπερμία λαών και
εθνοτήτων, και μόνο σοβαρό κοινό γνώρισμα που διέθεταν ήταν η υποδούλωση στον
ίδιο δυνάστη.

‘Ολες οι μαρτυρίες δείχνουν πως οι αυτόχθονες ‘Ελληνες πριν από την Επανάσταση
διατηρούσαν τη μνήμη της διαλυμένης πολυεθνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

The flag of the Areopagus of Eastern Continental Greece with symbols of faith,
charity (love), and hope.

Η ελληνικότητα της οποίας όμως δεν προχωρούσε πέρα απ’ την Ορθοδοξία, που
ωστόσο δεν είναι γνώρισμα του ελληνισμού, αλλά κοινή θρησκεία μιας τεράστιας
ομάδας λαών και εθνοτήτων.

Όσο για τους «αρχαίους προγόνους», ήταν τόσο αρχαίοι που όλοι τους είχαν ξεχάσει.
Θα τους θυμηθούν πολύ αργότερα, όταν το τεχνητό νεοελληνικό κράτος που
δημιούργησαν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής έπρεπε ν’ αποκτήσει οπωσδήποτε και
εθνολογικά ερείσματα μέσα στην ιστορία..

Η Ορθοδοξία, λοιπόν, ως μια ζωντανή λαϊκή θρησκεία που την ακολουθούσαν


πολλοί λαοί και όχι μόνο οι Έλληνες, υπήρχε. Για ν’ αποκτήσουν όμως την
εθνολογική τους ιδιαιτερότητα οι ‘Ελληνες έπρεπε, δίπλα στα θρησκευτικά να
προστεθούν και μερικά ειδικότερα χαρακτηριστικά, παρμένα απ’ την από πολλούς
αιώνες ανενεργό ελληνική ιστορική μνήμη, που οι λαοί που κατοικούσαν στην
περιοχή της σημερινής Ελλάδας δεν είχαν κανένα λόγο να τη διαφυλάξουν γιατί δεν
τους αφορούσε.

Στην Ελλάδα υπήρξε ένα τεράστιο ιστορικό ρήγμα, εκτεταμένο σε χρόνο μεγαλύτερο
των χιλίων πεντακοσίων ετών. Θα’ ταν αφέλεια πρώτου μεγέθους να φαντάζεται
κανείς πως η πανσπερμία των λαών που συνέρρευσαν στην Ελλάδα στα χρόνια αυτά,
συνεχίζοντας μια παράδοση που είχε αρχίσει πριν απ’ την κλασική αρχαιότητα, θα
ήταν δυνατό να διαφυλάξει την ιστορική μνήμη που είναι ένα απ’ τα κύρια
γνωρίσματα της εθνικής συνείδησης. Η ελληνική αρχαιότητα, ως βασική παράμετρος
της έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτης νεοελλονι- κής εθνικής συνείδησης είναι μια
εφεύρεση του ιστορικού Κων. Παπαρρηγόπουλου, που έβαλε την ελληνική Ιστορία
στο προκρούστειο τραπέζι του κι άρχισε να τη μανιπουλάρει βάσει του εντεταλμένου
σχεδίου για τη δημιουργία νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, ώστε το τεχνητό νέο
κράτος ν’ αποκτήσει τεχνητή εθνική συνείδηση, που τη στερούνταν -και συνεχίζει να
τη στερείται.

Διότι δε συνιστά εθνική συνείδηση το να βραχνιάζει κανείς φωνασκώντας τα


παράτονα συνθήματα υπέρ του έθνους και τραγουδώντας φάλτσα τα εθνικά θούρια.
Η εθνική συνείδηση είναι μια μαζική βιωματική κατάσταση, που κάνει τα μέλη της
εθνικής κοινότητας να νιώθουν πως ανήκουν όντως σ’ αυτήν την κοινότητα, πράγμα
που μεταξύ άλλων προφυλάσσει και από εμφυλίους πολέμους ή, εν πάση περιπτώσει,
τους καθιστά σπάνιους.

Η πιο σημαντική πρακτική επίπτωση της ύπαρξης εθνικής συνείδησης είναι, ωστόσο,
η πρωτοκαθεδρία του εθιμικού δικαίου, αυτή ακριβώς που δημιούργησε το άγραφο
αγγλοσαξονικό δίκαιο σε μια κοινωνία, την αγγλική, με στέρεη κοινωνική δομή.

Το κράτος που στηρίζεται σε καλά συγκροτημένες και αυτορυθμιζόμενες κοινωνίες


(Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία, Γερμανία, κτλ.) παίζει μόνο ένα ρόλο αυστηρά
διαιτητικό και δεν επεμβαίνει στις παγιωμένες κοινωνικές δομές. Με συνέπεια, κάθε
φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, να αλλάζει κυρίως η εξωτερική πολιτική. Στην
Ελλάδα, αντίθετα, κάθε φορά πού αλλάζει η κυβέρνηση, δημιουργείται στο λαό η
προσδοκία πως θ’ αλλάξει η εσωτερική πολιτική. Κι αυτό γιατί στην Ελλάδα το
κράτος προηγήθηκε του έθνους. Δεν είναι το έθνος που δημιούργησε το κράτος, είναι
το κράτος που εδώ και 170 χρόνια πασχίζει ματαίως να δημιουργήσει και ένα έθνος.
Ο λαός όμως που δεν έχει πολιτιστική ομοιογένεια, δε θα ήταν- δυνατό να
πειθαρχήσει στις άνωθεν εντολές ενός κράτους που δεν ήταν ποτέ δημοκρατικό αφού
έπρεπε να επιβάλλει τη δημοκρατία δια του νόμου, τη στιγμή που οι άλλες
ευρωπαϊκές χώρες την έχουν θεσμίσει με κοινωνικές διαδικασίες στη βάση.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα, η ελληνική κοινωνία παραμένει άμορφη (αμμώδης, λέει ο


Κακλαμάνης) και το ελληνικό κράτος συνεχίζει να είναι ένα αναξιόπιστο
γραφειοκρατικό μόρφωμα που ο λαός το αντιμετωπίζει πάντα εχθρικά, περίπου σαν
έναν αντίπαλο που επιβουλεύεται τα μικρά φέουδα της κλίκας, της παρέας, της
κουμπαριάς και γενικότερα της ρουσφετολογίας που είναι το τυπικό γνώρισμα των
άμορφων ή δύσμορφων κοινωνιών που δεν απόκτησαν εθνική συνείδηση.

«Οι Έλληνες, σε πείσμα ενός κράτους που λίγο ως πολύ παραμένει πάντα αυταρχικό,
συνεχίζουν να συμπεριφέρονται ως άτομα που τους λείπει η εθνική συνείδηση,
ακριβώς γιατί τους λείπει η κοινωνική συνείδηση που δημιουργεί την εθνική και
αποτελεί έκφανσή της. Ο Έλληνας είναι αντικοινωνικός όχι γιατί είναι ατομιστής
(και οι ‘ Αγγλοι είναι ατομιστές, όπως κι όλοι όσοι ζουν υπό καπιταλιστικό
καθεστώς, όπως και κείνοι που δεν ξέχασαν προς το παρόν τις καπιταλιστικές τους
καταβολές), αλλά διότι η κρυμμένη κάτω από παντοειδείς απαγορεύσεις πανσπερμία
των λαοτήτων και των εθνοτήτων που ζουν σε τούτο τον τόπο έφτιαξαν ένα μείγμα τα
συστατικά του οποίου δημιουργούν κοινωνικά μορφώματα που συνεχίζουν ν’
αντιμετωπίζουν εχθρικά το ένα τ’ άλλο. (Βλέπε και το πραγματικά ιδιοφυές βιβλίο
του Γεράσιμου Κακλαμάνη «Ανάλυση της Νεοελληνικής Αστικής Ιδεολογίας»).
‘Οταν οι λαοί δε θέλουν, πιο σωστά όταν δεν μπορούν να συναποτελέσουν εθνότητα,
τότε έρχεται το κράτος εκ των υστέρων να δημιουργήσει είτε με τη βία, είτε με την
προπαγάνδα μια τεχνητή εθνική συνείδηση. Από δω και ο επιβλημένος σεβασμός των
αρχόντων. Από δω και η ποινικά κολάσιμη κριτική της δικαιοσύνης. Από δω και η
υποχρεωτική ψηφοφορία. Από δω και το αδίκημα της προσβολής των εθνικών
συμβόλων. Το κράτος κατέφυγε λοιπόν στην τιμωρία για να «πείσει» τους Έλληνες
πως πρέπει ν’ αποκτήσουν την εθνική συνείδηση που τους έλειπε;

Και μάλιστα, πράγμα πρωτοφανές σε παγκόσμια κλίμακα, δημιούργησε την


ξεχωριστή κατηγορία των «εθνικώς σκεπτομένων» Ελλήνων, τουτέστιν των περί-
φημων «εθνικοφρόνων», πράγμα που σημαίνει εξ αντιδιαστολής πως όλοι οι άλλοι
Έλληνες δε σκέφτονται εθνικά. Αλλά ένας εθνικισμός νομικά κατοχυρωμένος δεν
είναι εθνικισμός, είναι απάτη. Είναι η βία ενός κρότου που ξέρει πως πατάει σε
αμμώδες κοινωνικό έδαφος και προσπαθεί να το στερεώσει τεχνητά, δηλαδή με
διατάγματα. Ο ελληνικός εθνικισμός είναι ένας διατεταγμένος εθνικισμός, ένας
εθνικισμός των θουρίων και των εθνικών συμβόλων που περισσότερο τα φοβάται
κανείς παρά τα σέβεται.

Και οι λεγόμενοι «εθνικόφρονες» δεν είναι παρά ψοφοδεείς, που τον ανθρωπακισμό
τους και την κακομοιριά τους τα στέγασαν κάτω απ’ τη σημαία, ίσα ίσα για να
βολευτούν μέσα σ’ ένα λανθάνοντα, τις περισσότερες φορές, κρατικό αυταρχισμό,
που τιμωρεί και ανταμείβει όσους παριστάνουν πως έχουν εθνική συνείδηση, τη
στιγμή μάλιστα που δεν έχουν ούτε καν συνείδηση με την τρέχουσα ψυχολογική
έννοια.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα, «εθνικόφρονας» στην Ελλάδα έφτασε να σημαίνει δοσίλογος,


μαυραγορίτης, ταγμα- τασφαλίτης, θρησκομανής (θα δούμε γιατί), φασίστας,
κάθαρμα ολκής. Πράγμα πολύ φυσικό, αφού τούτη η εντεταλμένη εθνικοφροσύνη
δεν είναι παρά το αντίθετό της, παρά το γεγονός πως οι αφελέστεροι των
«εθνικοφρόνων» πιστεύουν στ’ αλήθεια, οι κρετίνοι, πως είναι οι κατ’ εξοχήν ‘
Ελληνες, κι ας μην έχουν ιδέα τι σημαίνει ελληνικός πολιτισμός, κι ας μην έχουν
διαβάσει ποτέ στη ζωή τους μια αράδα απ’ το Σοφοκλή, κι ας μην επισκέφτηκαν ούτε
μια φορά το Εθνικό Μουσείο, κι ας αντιλαμβάνονται τον Σόλωνα σαν τον …κύριο
που έμενε κάποτε στην οδό Σόλωνος, στην οποία και δάνεισε, ως εκ τούτου, το όνομά
του, κι ας θεωρούν την Ακρόπολη ερείπιο που τρέχα γύρευε πώς και γιατί οι
χαζοτουρίστες πληρώνουν για να το δουν, πράγμα πού, βέβαια, είναι πολύ καλό για
τον εθνικό τουρισμό μιας και φέρνει συνάλλαγμα.

Ο ελληνικός εθνικισμός λοιπόν, ή είναι εξαργυρώσιμος ή δεν είναι εθνικισμός. Και


βέβαια, ένας εθνικισμός για ζώα δεν είναι εθνικισμός, είναι σανός νέτα σκέτα.

Κι όλα αυτά γιατί το νεοελληνικό κράτος έπρεπε να βγάλει απ’ το μανίκι του τον
εθνικισμό, σαν καλός ταχυδακτυλουργός. Κι έβγαλε όντως απ’ το μανίκι το λαγό που
λέγεται Ορθοδοξία. Και τον μετέβαλε από θρησκευτικό δόγμα ευρείας ισχύος σε
βάση και θεμέλιο της εθνικοφροσύνης. Που έγινε έτσι κληρικοφροσύνη, για να
φτάσουμε κάποτε στο οικτρό σημείο να διδάσκεται (αν είναι δυνατόν να διδαχτεί!!!)
ο εθνικισμός στα κατηχητικά, και να κηρύσσεται από άμβωνος.

Στη θέση, λοιπόν, της ελλείπουσας εθνικής συνείδησης ξεφύτρωσε η θρησκευτική


συνείδηση στην ορθόδοξη παραλλαγή της. Και η τρύπα γέμισε με θυμιατά και
εικόνες. Κι έτσι, όπως παρατηρεί ο Κακλαμάνης, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην
οποία οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές είναι και εθνικές γιορτές. Κατόπιν τούτου, δεν
είναι παράδοξο που περιφέρουν τον Επιτάφιο συνοδεία στρατιωτικού αγήματος,
πράγμα που προκάλεσε την εύλογη απορία ενός ξένου στοχαστή που αναρωτιόταν: τι
κράτος μπορεί να είναι αυτό που υποχρεώνεται να υποταχτεί στην Εκκλησία
υποτασσόμενο στα σύμβολά της; Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι βαθιά χωμένη μέσα στο
Κράτος.

Ωστόσο, το κράτος έχει τους λόγους του που υποτάσσεται στην Εκκλησία, κι ας
διακηρύσσει υποκριτικότατα πως δεν υποτάσσεται. Που αλλού να υποταχτεί; Στην
ανύπαρκτη εθνική συνείδηση; Στη φανταστική «εθνική ομοψυχία» που όλο κρύβεται
καθώς την ψάχνουν; Στη στρεβλωμένη κοινωνικότητα του Νεοέλληνα απατεώνα, που
αντιμετωπίζει τον συνέλληνα σαν εξ ορισμού εχθρό που πρέπει πάση θυσία να
κατατροπωθεί με μέσα θεμιτά, και κυρίως αθέμιτα; Στον ‘ Έλληνα πολιτικάντη, που
άλλα λέει, άλλα σκέφτεται και άλλα πράττει; Στον Έλληνα πολιτικό της Αλλαγής
που θα «θελει ν’ αλλάξουν τα πάντα εκτός απ» το ήθος του; Στον εργολάβο δημοσίων
έργων που αντιλαμβάνεται καλά την έννοια «δημόσιο» αλλά καθόλου την έννοια
«έργο»; Στο γιατρό που γιατρεύει επιτυχέστατα το πορτοφόλι του, και
παρεμπιπτόντως και τον ασθενή; Στο δάσκαλο που κανοναρχεί βαριεστημένος και
πεινασμένος για τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», όπως τα βρήκε γραμμένα στο
σχολικό εγχειρίδιο; Το κράτος, για να’ ναι τέτοιο, κάπου πρέπει να στηριχτεί εν πάση
περιπτώσει. Και ελλείψει άλλων σοβαρότερων στηριγμάτων άρπαξε τη μαγκούρα του
Δεσπότη. Τι να’ κανε, δηλαδή; Να αυτοκαταργούνταν ως κράτος, όντας κενό πε-
ριεχομένου;

Ευτυχώς που βρέθηκε η Ορθοδοξία για να σώσει την κατάσταση. Αλλά, το είπαμε
ήδη, η Ορθοδοξία είναι πολυεθνική, δεν είναι εθνική, ασχέτως αν συρρικνώθηκε με
την πτώση της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι
πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης υπέγραφαν, ορθότατα, χρησιμοποιώντας το
αραβικό αλφάβητο. Και όπως και οι αυτοκράτορες με τους οποίους μοιράζονταν την
εξουσία, ήταν ‘ Ελληνες μόνο παρεμπιπτόντως και μόνο στο μέτρο που είχαν
ελληνική παιδεία, πράγμα που δεν ήταν απαράβατος κανόνας.

Μ’ άλλα λόγια, και οι πατριάρχες και οι αυτοκράτορες είχαν συνείδηση πως


υπηρετούν -με τον τρόπο τους, εν πάση περιπτώσει- μια πανσπερμία λαών και
εθνοτήτων που είχαν τόση σχέση με το «ελληνικό πνεύμα», όση κι ο φάντης με το
ρετσινόλαδο.

Κατά ποία λογική, λοιπόν, η Ορθοδοξία ταυτίστηκε με τον ελληνισμό; Μα, κατά τη
λογική που υπαγόρευε πως ο «ελληνισμός», αυτός δηλαδή που έβγαλαν απ’ το μανίκι
τους οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έπρεπε να ταυτιστεί με κάτι στερεότυπο και
διαρκέστερο. Κι έτσι δημιουργήθηκε ο «ελληνοχριστιανισμός», τούτο το τέρας με
κεφάλι βυζαντινόμορφο και πόδια κατασκευασμένα στο εργαστήρι του Φρανκεστάϊν
της ευρωπαϊκής πολιτικής. ‘Οπως λέει ο Κακλαμάνης, η Ελλάδα ως κράτος, είναι
«κράτος – έννοια», δηλαδή χρηστικής και όχι πραγματικής αξίας στη διεθνή
πολιτική. Διότι η Ελλάδα παρουσιάζει το μοναδικό χαρακτηριστικό απ’ όλα τα κράτη
του κόσμου ότι έπρεπε να αποτελεστεί ως κράτος από υπολείμματα αυτοκρατοριών.
Μ’ άλλα λόγια, υποστηρίζει ο Κακλαμάνης, με την Ελλάδα επεδιώχθη να
κατασκευαστεί ένα κράτος με υλικά που δεν υπήρχαν. Διότι, για να φτιαχτεί
«Ελλάδα» έπρεπε προς τούτο να υπάρχουν «Έλληνες», το πλάσμα δηλαδή που
έβλεπαν οι φιλελεύθεροι ιστορικοί του περασμένου αιώνα στις αρχαιοελληνικές
σπουδές τους.

(22.2.87,  εφημερίδα Έθνος)

You might also like