You are on page 1of 45

Μικροαστισμός: τα ανθρωπάκια με το μεγάλο είδωλο

Για τους μικροαστούς έχουν μιλήσει σχεδόν όλοι όσοι θα μπορούσαν να πουν κάτι.
Οι θεωρητικοί του Μ/Λ, οι επαναστάτες, οι μεγάλοι του λόγου, κοινωνιολόγοι,
ψυχολόγοι ακόμη και Έλληνες πεζογράφοι έχουν ασχοληθεί μ’ αυτούς και το
κοινωνικό φαινόμενο που συνθέτουν. Οι μικροαστοί ζουν ανάμεσά μας. Ακριβέστερα
και λόγω της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής τους, οι ελάχιστοι «άλλοι» είναι
που νιώθουν να πνίγονται από την πολυπληθή παρουσία τους.

Είναι ο ανθρωπάκος της διπλανής πόρτας. Ο συνηθισμένος άνθρωπος. Ο ήσυχος.


Ίσως κι εμείς, κάποιες φορές, που τον στηλιτεύουμε. Ο «δε γαμιέται ρε φίλε, όλοι
ίδιοι είναι». Ο «κοίτα τη δουλειά σου, τρώγε το ψωμί σου, χώνε το πουλί σου». Ο
«εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα;», «τα κάστανα απ’ τη φωτιά;» Το
απολιθωμένο ον του καναπέ, η εκνευριστική αγορεύουσα της παρέας, η ανόητη…
Υδροχόος της αστρολογίας, ο κάθε πνιγμένος στον ανορθολογισμό και στην
ηλιθιότητα της μεταφυσικής, η… ματιασμένη. Η δήθεν προοδευτική σουφραζέτα που
επέλεξε το «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» κι έχωσε τα παιδιά της στην
κολυμπήθρα της ανοησίας. Στο τελευταίο δηλώνει πως θυσιάστηκε για την υγεία των
γονιών. Ή ένεκα ρομαντισμού. Ήθελε… νυφικό. Και πως τα παιδιά θα μεγάλωναν…
στιγματισμένα. Φοράει και κομποσκοίνι. Όχι πως… πιστεύει, αλλά… έτσι.

Ο μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Αυτή είναι η γενική αντίληψη και στάση του.
Ζήτω ο χαμαιλεοντισμός! Που στη φύση, είναι ένα εξελικτικό πλεονέκτημα. Στην
κοινωνική ζωή όμως, πρόκειται για τον μηχανισμό που παράγει ανθρωπάκια. Είναι
όμως ένα γενικό χαρακτηριστικό τους. Ντύνουν τα στερεότυπα με επαναστατικά
λογύδρια και βαπτίζουν τις συμβατικότητες μεγαλοθυμία, έναντι όσων θα…
βάλλονταν από την ενδεχόμενη αλλά φευ – ανύπαρκτη επαναστατικότητά τους.
Βιώνει συνεχώς την αντίφαση μεταξύ ενός ελάχιστου «Είναι» και της αναπλήρωσης
μέσω του γιγαντωμένου και ψευδούς «Φαίνεσθαι». Κι όσο συνειδητοποιεί το
ελάχιστο του «Είναι», τόσο πριμοδοτεί το κάλπικο «Φαίνεσθαι» και καθίσταται
συμπλεγματικός. Πνίγει ακόμη και τις φυσιολογικές ομορφιές της ζωής, με τις
νευρώσεις και τον τρόμο. Ο μικροαστός, στις σπάνιες περιπτώσεις που θα μιλήσει για
το σεξ στα παιδιά του, θα σταθεί στους κινδύνους κι όχι στην μοναδική ηδονή του.

Κύρια χαρακτηριστικά του μικροαστού, σε επίπεδο συμπεριφοράς, η αμάθεια –


ημιμάθεια, συνδυασμένη με την απορρέουσα κομπορρημοσύνη, η δειλία, η
υπολειπόμενη αντιληπτικότητα, ο συντηρητισμός. Δεν είναι όμως απλώς ο
συντηρητικός. Ο συντηρητικός μπορεί και να μην είναι μικροαστός. Οι μικροαστοί
έχουν άποψη περί παντός επιστητού. Είναι… μοδάτοι. Αποδέχονται κάθε νεωτερισμό
απ’ όπου κι αν προέρχεται. Παπαγαλίζουν τις απόψεις των «αυθεντιών». Από τον
ακαδημαϊσμό μέχρι το κιτς κι από το σκυλάδικο και την Γιουροβίζιον ως την…
κουβερτούρα (σ.σ. ουβερτούρα) του Ροσσίνι.

Βαφτίζουν καλλίφωνο τον κάθε ουραγκοτάγκο, μουσική τον εξευτελιστικό θόρυβο,


γλυπτική την πατημασιά του ελέφαντα, ψυχαγωγία την έκπτωση, δημιούργημα το
ξερατό του κάθε ανδρείκελου. Προϊόντα ενός συστήματος που μαγαρίζει, όταν δεν
καταφέρνει να απαγορεύσει, καθιστώντας ανίκανο το υποκείμενο να αντιληφθεί το
κάλλος της Τέχνης και να το διαχωρίσει από τους δημίους του.
Συγχέουν, ανοήτως, την υποστήριξη βαλλομένων κοινωνικών ομάδων και
ιδιαιτεροτήτων μέσα από το ταξικό τους πλαίσιο, με την προβολή εξευτελιστικών
καρικατούρων και τον τελικό διασυρμό τους. Αδυνατούν να αντιληφτούν πως η…
Κοντσίτα είναι ο διασυρμός και όχι η έκφραση της «ιδιαιτερότητας», ο Σόϊμπλε δεν
είναι, απλώς, ένας ΑΜΕΑ αλλά, ως εκπρόσωπος της τάξης του, ο δολοφόνος και των
ΑΜΕΑ. Εκστασιάζονται με τον… Γουόρχωλ, προσπερνούν αδιάφορα τον Πικάσο και
αποστρέφονται τον Σκεπτόμενο Άνθρωπο του Ροντέν αλλά και κάθε σκεπτόμενο
γενικώς. Διαθέτουν όμως κοινωνικά αντανακλαστικά. Στρέφουν πάντα όπου τους
δείχνει το δάκτυλο. Ζωόφιλοι άνευ ζώου, ευαίσθητοι, ψυχοπονιάρηδες. Σχολιάζουν,
κρίνουν, κατακρίνουν τα πάντα, άνευ επαρκούς γνώσης. Τα τελευταία χρόνια, μέσω
των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, όπου αναπληρώνουν την απολεσθείσα και
ανωφελή (στην καλλίτερη περίπτωση) ζωή τους και θαρρούν πως μπορούν να
επιπλεύσουν, διακρινόμενοι στο copy paste και στην ανέξοδη επαναστατικότητα.
Αλλά και στις καφετέριες, στις παρέες και οπουδήποτε συναγελάζονται ομοίους.

Ο μικροαστός, ανεξαρτήτως φύλου, είναι προφανές πως δεν γεννιέται τέτοιος.


Διαμορφώνεται στην πορεία. Θύμα της διάβρωσης του συστήματος και θύτης των
υπολοίπων. Τον αναγνωρίζεις απ’ την στυφότητα των ανεκπλήρωτων
ψευδαισθήσεων. Κι όσο αυτές παραμένουν ανεκπλήρωτες εμπλουτίζονται με
επόμενες. Κι αντιλαμβανόμενος τη μιζέρια του, ο μικροαστός, γίνεται ολοένα πιο
δήθεν κι επιθετικός. Δηλώνει προοδευτικός και άγριος στηλιτευτής της
μικροαστικότητας των άλλων.

Ο μικροαστός δεν φείδεται καμίας εξέγερσης ή επανάστασης. Εν ριπή οφθαλμού,


καταλαμβάνει ανάκτορα και γκρεμίζει κάστρα. Μπορεί να μην διαδηλώνει και να
απεργεί, αλλά γενικώς, λέει, δεν ορρωδεί προ ουδενός μακρόπνοου αγώνα. «Αψηφά»
κανόνια κι οδοφράγματα, βόμβες και ρόπαλα, δακρυγόνα και ξύλο. Αλλά δεν
διανοείται την αλληλεγγύη και τη συλλογική δράση. Του φέρνει αλλεργία οτιδήποτε
θυμίζει οργάνωση, συνέχεια και συνέπεια, επιτίθεται από καλυμμένα έως και
λυσσαλέα στην εργατική τάξη, στους αγώνες της και στην πολιτική της
εκπροσώπηση. Ενίοτε, «πλησιάζει» υποδυόμενος τον επαναστάτη ένεκα μόδας κι
αυτό για να μολύνει, να διαβάλει, να διαβρώσει.

Ευρισκόμενος σε πλήρη σύγχυση μουντζώνει κοινοβούλια θεωρώντας πως εκεί


βρίσκεται η εξουσία και κατακεραυνώνει κλάδους εργαζομένων ως υπεύθυνους για
την κατάντια του. Αν δεν βρίσκει κάποιον κλάδο εύκαιρο προς ενοχοποίηση, του
φταίνε γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι κι αν είναι ο ίδιος δημόσιος υπάλληλος, του
φταίει κάποιος κλάδος συναδέλφων του, ειδικώς.

Η δειλία του ανθρωπάκου, που λουφάζει όταν του πετσοκόβουν δικαιώματα αλλά
χαίρεται όταν αυτό συμβαίνει στους άλλους, μετατρέπεται σε φθόνο για όσους
τολμούν. Ο ανθρωπάκος απαιτεί κι απ’ τους άλλους να σέρνονται υποταγμένοι.
Ουδείς δικαιούται να διεκδικεί, να θυσιάζει και να θυσιάζεται για τις ιδέες του. Η
πάλη ενάντια στην κοινωνική πραγματικότητα είναι τουλάχιστον πολιτική
ανωριμότητα.

Ο μικροαστός είναι ο δειλός εαυτούλης. Αποστρέφεται την πραγματικότητα και


στέκεται εμπόδιο με την στάση του στη διέξοδο από την όζουσα πραγματικότητα.
Αδυνατεί, έτσι κι αλλιώς, να αλλάξει κάτι από όσα τον διαμορφώνουν ως τέτοιον.
Κρύβεται πίσω απ’ τον αγώνα των άλλων για να δρέψει τους καρπούς της νίκης τους,
αλλά όσο εκείνοι αγωνίζονται τους χλευάζει και τους λοιδορεί αν δεν τους διαβάλει
και τους υποσκάπτει.

Άδειος από αξίες και ιδανικά, από ιδέες και στόχους, από ελπίδα, ανίκανος να
αντιληφθεί και να εμπνευστεί από τον συλλογικό αγώνα παραμένει η δεξαμενή του
συστήματος για την φασιστικοποίησή του. Είναι ο Ιταλός που τραγούδαγε αμέριμνα
τις άριες από τις όπερες του Τζιάκομο Πουτσίνι όταν αυτός εκλεγόταν βουλευτής του
φασιστικού κόμματος της χώρας του. Ο Γερμανός που παρακολουθούσε αδιάφορα το
κάψιμο των βιβλίων στο Βερολίνο το 1933, ο ίδιος που, απλώς, προστάτευε το δικό
του σπίτι από τις φλόγες της «Νύχτας των Κρυστάλλων», λίγο αργότερα, αυτός που
ένιωθε εθνικά υπερήφανος που ο γιος του βάδιζε ένοπλος προς τον αφανισμό των
Σλάβων.

Ο ίδιος που αργότερα έθαβε το παιδί του σκεπασμένο με μια σβάστικα, αλλά αυτά ο
μικροαστός δεν τα γνωρίζει, ενδεχομένως και να μην τα θυμάται. Είναι ο φουκαράς
που πάντα ελπίζει πως θα την σκαπουλάρει.

Πρόκειται, ίσως, για το μεγαλύτερο επίτευγμα του καπιταλισμού σε κοινωνικό


επίπεδο. Η δημιουργία, η ύπαρξη και η συντήρηση του μικροαστισμού, διασφαλίζει
την μακροημέρευση του συστήματος, την εύρυθμη λειτουργία του. Αποτελεί τον
πυλώνα σταθεροποίησής του, το μαξιλάρι των όποιων κραδασμών προκαλούνται από
την πάλη των χειραφετημένων και τις αντιδράσεις των καταπιεζόμενων μαζών.

Ο μικροαστός έρχεται στον κόσμο, φαινομενικά εν είδει ανωφελούς κώνωπος,


συντηρεί την κοινωνική στασιμότητα κι αποχωρεί χωρίς ν’ αντιληφθεί το μεγαλείο
της ζωής, έχοντας αφήσει πίσω του κάποιες φωτογραφίες της θλιβερής ύπαρξής του.
Είναι, κατ’ ουσία, το συντηρητικό δεκανίκι στο διάβα της ζωής. Το προσφέρει στην
κοινωνία απλόχερα κι έντεχνα η κυρίαρχη τάξη, για να μην βαδίσει ο καταπιεσμένος
ελεύθερα, να μην πέσει και μάθει να σηκώνεται, να μην ονειρευτεί, να μη χτίσει την
επόμενη μέρα, να μην εμπνεύσει τα παιδιά του, να μην κατακτήσει την κοινωνική του
χειραφέτηση.

«Σκιάς όναρ» ο μικροαστός, παραφράζοντας τον Πίνδαρο. Ένα γιγαντωμένο είδωλο


μιας ελάχιστης ύπαρξης, μέχρι το δειλινό της δύσμοιρης ζωής του. Που τον
περιγράφει έξοχα ο Πάνος Τζαβέλας:

«…Μακριά από κόμματα μην βρεις μπελά,

«Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά».

Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,

τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη

χιλιάδες άνθρωποι χωρίς ψωμί,

μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι;

Ο γιος σου μοναχά να ’ναι καλά


ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά…

…Δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως

μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.

Ξέρεις πως δώσανε, κυρ Παντελή,

άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή

να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί

να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;»

Το πορτρέτο ενός εγκλωβισμένου μικροαστού

Ο Μπουνιουέλ γύρισε τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» το 1962.

Σ’ αυτή την ταινία βλέπουμε μια παρέα αστών που συγκεντρώνεται στο σπίτι του
ζεύγους Nobile για να δειπνήσουν. Μετά το τέλος του δείπνου όμως, αντί ν’
αναχωρήσουν, όλοι βρίσκουν μια δικαιολογία, εγκαθίστανται και κοιμούνται στο
σαλόνι.

Το επόμενο πρωινό, μετά τον καφέ τους, διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βγούνε
από το δωμάτιο. Είναι εγκλωβισμένοι στο σαλόνι, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος,
κάποιο εμπόδιο. Απλά δεν μπορούν να φύγουν!

Μέρα με τη μέρα -και υπό την πίεση της πείνας και της δίψας- οι μάσκες της ηθικής
αρχίζουν να πέφτουν και οι παγιδευμένοι αστοί ξεπέφτουν σε ένα σχεδόν ζωώδες
επίπεδο.

Η ταινία εξελίσσεται και κορυφώνεται αριστουργηματικά, αλλά το ζητούμενο –από


τη δική μας πλευρά- είναι τί εμποδίζει τους συνδαιτυμόνες να βγουν έξω. Και
καταλαβαίνουμε ότι ουσιαστικά πρόκειται για πρόβλημα βούλησης και όχι
αδυναμίας εξόδου.

Ο Μπουνιουέλ αρεσκόταν να καυτηριάζει την αστική τάξη, αλλά σε κάποια


συνέντευξη είχε παραδεχτεί ότι τίποτα δε θα άλλαζε αν στη θέση των μπουρζουάδων
ήταν εργάτες ή μικροαστοί.

Τολμώντας έναν ριψοκίνδυνο παραλληλισμό οι Έλληνες μοιάζουν να είναι παρόμοια


εγκλωβισμένοι στο σαλόνι –ή μάλλον στα υπόγεια- της Ευρώπης.

Η πείνα και η δίψα τους βασανίζει, οι μάσκες έχουν πια πέσει, η μισαλλοδοξία
είναι μέρος της καθημερινότητας τους, αλλά δεν μπορούν να διασχίσουν το
κατώφλι…

Λάθος! Μπορούν, αλλά –χωρίς να το συνειδητοποιούν- δε θέλουν.


Αυτό το πρόβλημα βούλησης οφείλεται καταφανώς στη μικροαστική νοοτροπία των
Ελλήνων.

Δύο από τα πιο τυπικά γνωρίσματα της ψυχοσύνθεσης του μικροαστού είναι ο
οικογενειακός εγκλωβισμός και το σύνδρομο του επιλοχία.

Για τον οικογενειακό εγκλωβισμό στην Ελλάδα δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Ένα
όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαγωγής αυτής της ιδιωτικής παθογένειας σε
κοινωνικό επίπεδο είναι η οικογενειοκρατία στην πολιτική ζωή.

Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα που το πρωθυπουργικό αξίωμα να κληροδοτείται.


Γιοί, εγγόνια, ανίψια, ξαδέλφια και μπατζανάκηδες έχουν ιδιοποιηθεί την εξουσία τα
τελευταία εβδομήντα χρόνια.

Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μόνο σε κομμουνιστικές δικτατορίες, τύπου


Βόρειας Κορέας, όπου ο χαρισματικός γιος εκπαιδεύεται από τα μικράτα του ως
άλλος αυτοκράτορας για να αναλάβει την εξουσία μετά το θάνατο του εξίσου
χαρισματικού πατέρα.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό του μικροαστού είναι το σύνδρομο του επιλοχία.

Ο επιλοχίας είναι ένας μέσος υπαξιωματικός, που όσοι έχουν περάσει από τον στρατό
θα τον θυμούνται πολύ καλά.

Είναι ανώτερος από τον λοχία και τους φαντάρους και κατώτερους από όλους
τους άλλους.

Ο ρόλος του είναι μεσολαβητικός: Προσπαθεί να υποτάξει τους κατωτέρους του και
υποτάσσεται με απόλυτη ευπείθεια στους ανώτερους του.

Συνήθως είναι αυτός που φωνάζει, βρίζει, περιφρονεί και χλευάζει τον αδύναμο να
αντιδράσει φαντάρο, ενώ «στέκεται σούζα», όποτε βλέπει αξιωματικό.

Μιμείται το βάδισμα των αξιωματικών, τον τρόπο ομιλίας τους, το ντύσιμο τους.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει αξιωματικός κι αυτός –ή τουλάχιστον ένας αρχιλοχίας.

Ο μικροαστός στην καθημερινότητα συμπεριφέρεται όπως ένας επιλοχίας.

Έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο προς τα άνω και ονειρεύεται να γίνει μια μέρα
πασάς, όχι για κάποιο «ανώτερο σκοπό», όπως την αυτοβελτίωση ή για να προσφέρει
έργο στους συνανθρώπους του, αλλά μόνο για να «λαδώσει το εντεράκι του» και την
αυτοπεποίθηση του-όπως ο αρχετυπικός Χατζηαβάτης.

Όσο παραμένει επιλοχίας-μικροαστός προσπαθεί να μοιάσει στους ανώτερους του,


ενδυματολογικά και επιφανειακά. Ακόμα κι αν δεν έχει να φάει θα ντυθεί όπως
ντύνονται αυτοί που θαυμάζει, θα καταχρεωθεί για να αποκτήσει ένα αντικείμενο
κύρους –όπως αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού, smart phone, επώνυμα κοσμήματα.

Παρακολουθεί με ευλάβεια τις τηλεοπτικές εκπομπές και αποθεώνει τα ριάλιτι σόου,


όπου μπορεί ο κάθε επιλοχίας να γευτεί –έστω για δεκαπέντε λεπτά- την επιτυχία και
τη διασημότητα ή να πατήσει σε αυτές για να γίνει μέρος του συστήματος που τον
έχει καταδικάσει να είναι πάντα υπαξιωματικός.

Λατρεύει τα πρόσωπα των κουτσομπολίστικων περιοδικών και εφημερίδων,


γιατί διαβλέπει στη στεφανωμένη μετριότητα τους μια πιθανότητα να
στεφανωθεί κι εκείνος.

Την ίδια στιγμή μισεί, περιφρονεί και διώκει όλους όσοι είναι κατώτεροι από εκείνον.

Τον εργάτη που δεν έχει καν δικό του σπίτι ή αυτοκίνητο.

Τον χωριάτη που μιλάει με βλάχικη προφορά.

Το μετανάστη, πρωτίστως, που δεν έχει τίποτα.

Ο μικροαστός ρέπει προς τη μεταφυσική, το ρατσισμό και το φασισμό. Υπηρετεί


τον ηγέτη του –όποιας πολιτικής απόχρωσης- και ταυτίζεται με τις ιδέες που του
υπαγορεύει.

Ενώ μπορεί να σκεφτεί μόνος του –κάθε άνθρωπος το μπορεί- προτιμάει να


αναμασάει τις λέξεις και την ιδεολογία που ξερνάνε τα πρότυπα του.

Δεν έχει επίγνωση της κοινωνικής του ταυτότητας (ή αλλιώς ταξική συνείδηση),
αφού διαρκώς αναλώνεται σε επιθέσεις ενάντια στους κατώτερους και τους όμοιους
του ή σε ονειροπολήσεις αιφνίδιας οικονομικής και κοινωνικής προαγωγής.

Έτσι ο επιλοχίας-μικροαστός συνεχίζει να δοξάζει τον ηγέτη του, όσο κι αν αυτός τον
καταδικάζει στην ένδεια.

Και μένει εγκλωβισμένος στα υπόγεια της ιστορίας, άβουλος και μοιραίος.

Υπαρκτός μικροαστισμός. (δέκα μικροαστικές σκέψεις για


το μικροαστισμό)

Αύγουστος 13, 2012

1 – Την ίδια ώρα που αρνείται ο μικροαστός την εξουσία, την ίδια ώρα τη θαυμάζει ή την
παρωδεί άγρια κι αλύπητα. Την αναθέτει πάντα σε άλλους ενώ αυτός αρκείται στο να την
δικαιολογεί ή να την αμφισβητεί. Δεν καθορίζει τις ιστορικές συνθήκες αφού λειτουργεί ως
ένα είδος μεσάζοντα μεταξύ της κυρίαρχης εκμεταλλεύτριας τάξης και του προλεταριάτου.
Ο μικροαστός διαθέτει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής διότι στερείται ταξικής
συνείδησης, προσαρμόζει την ιδεολογία του, τα προσόντα του και τις συνήθειές του στο
εκάστοτε σύστημα. Μαϊμουδίζει τις απόψεις όσων πλασάρονται ως αυθεντίες.
Αντιγράφει με κωμικό τρόπο αστικές συνήθειες. Ανάμεσα στην ελευθερία και την ησυχία
διαλέγει την ησυχία του.
2 – Ο μικροαστός βασανίζεται κάθε στιγμή απ’ το συναίσθημα ότι είναι περιττός.
Πιπιλίζει τη λέξη αυτοκριτική, αυτοσυνειδησία, αυτοαξιολόγηση. Αυτοαμφισβητείται
διαρκώς διατηρώντας και διευρύνοντας τα όρια του χώρου που καταλαμβάνει.
Ανήκει στην τάξη που θεωρείται παραδειγματική. Οικογένεια, θρησκεία, ασφάλεια.
Ανήκει στην τάξη που πατάει σε δήθεν αναλλοίωτες αρχές, παράγοντας σε μαζική
κλίμακα τους τρόπους της καθημερινής ζωής, καθιστώντας τους δεσμευτικούς ακόμη
και για την κατώτερη τάξη. Εδώ αναπτύσσεται και ο ιδιόμορφος ρατσισμός του.
Όποιος δεν διαθέτει προσαρμο-στικότητα στη δική του ηγεμονία της
καθημερινής κουλτούρας είναι ξένος και αποσυνάγωγος.

3 – Ολόκληρη η ουσία της μαζικής κατανάλωσης είναι διαποτισμένη απ’ τις


αντιλήψεις του μικροαστού. Η διαφήμιση είναι η προβολή της συνειδήσεώς του.
Ατομισμός, φορμαλισμός, ανάγκη διάκρισης. Ο μικροαστός απορροφά κάθε
νεοτερισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται. Προσεταιρίζετε κάθε αυτόνομη έκφραση
και κάθε εναλλακτική κίνηση. Από τα μπλούζ και τα μοιρολόγια μέχρι τη ροκ
μουσική ενστερνίζεται τα πάντα και τα προσαρμόζει στο ηγεμονικό εγώ της
αισθητικής του. Απαλλοτριώνει και απορροφά χωρίς δισταγμό κάθε κίνημα απ’ την
οικολογία μέχρι την πιο πειραγμένη καλλιτεχνική πρωτοπορία.

4 – Ο μικροαστός επιτίθεται λυσσαλέα στις κατώτερες τάξεις αλλά κυρίως στην


οργανωμένη εργατική τάξη που τη θεωρεί απειλή. Ο μικροαστός είναι σταθερά ο
μεσαίος. Ο ψηφοφόρος της κεντροδεξιάς, της κεντροαριστεράς, της
σοσιαλδημοκρατίας. Ενίοτε μεταμορφώνεται σε κουκουλοφόρο δήθεν αναρχικό ή σε
πατριώτη εθνικιστή.

5 – Είναι ευφυής, ταλαντούχος, επινοητικός διότι απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά


εξαρτάται η επιβίωσή του. Πουλάει τις δεξιότητές του για να μπορεί να συντηρηθεί.
Οι γνώσεις που ο μικροαστός χρυσοπληρώνει για να τις αποκτήσει είναι χαρτιά,
πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, τίτλοι σπουδών κι ένας πακτωλός εγγράφων που
βοηθούν να πιάσει καλλίτερη τιμή στο παζάρι. Αυτοί που έχουν κάθε φορά την
εξουσία αγοράζουν απ’ αυτόν ευφυΐα και επινοητικότατα για να μπορούν να
διατηρήσουν αλλά και να διευρύνουν την εξουσία τους.

6 – Ο μικροαστός δεν θέλει να είναι μικροαστός. Αρνείται συστηματικά την τάξη


του κι αυτό είναι που τον καθορίζει. Θεωρεί μικροαστό οποιονδήποτε άλλο εκτός
απ’ τον εαυτό του.

7 – Δεν διανοείται την αλληλεγγύη και την συλλογική δράση. Θεωρεί τον εαυτό του
διαφορετικό και ξεχωριστό και απολαμβάνει τον αυνανιστικό παροξυσμό των
εγχειριδίων τού «κάντο μόνος σου». Θεωρεί ατιμωτική την εξάρτηση απ’ τους
άλλους. Πιστεύει στις ατομικές λύσεις, έχοντας τη βαθιά μεταφυσική πεποίθηση, πως
αυτός θα τα καταφέρει μαζεύοντας βρούβες ή φυτεύοντας λάχανο μάπα στον
ακάλυπτο.

8 – Είναι το αιωρούμενο υπόλοιπο και το κατάλοιπο των ταξικών πολέμων. Βγάζει


φλύκταινες όταν ακούει για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και κομουνισμό.
Στο εικονοστάσι του έχει τα στέφανα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της
ελεύθερης αγοράς.
9 – Η μικροαστική τάξη είναι η πιο διασπασμένη και κομματιασμένη τάξη.
Ασυνάρτητη και απρόβλεπτη. Ο μικροαστός πότε κολλά ως ουρά στο
προλεταριάτο-όταν το βλέπει να δυναμώνει και να αποκτά δύναμη-και πότε
χειμάζει στη δεξιά κάνοντας τη λάντζα του μεγαλοαστού. Η σχέση του με τα μέσα
παραγωγής υπήρξε πάντα έμμεση και διαμεσολαβημένη και αυτό τον στιγματίζει ως
ανίκανο να αναλάβει την πολιτική εξουσία. Αυτή η τάξη δεν μπορεί και δε θέλει να
γίνει κυρίαρχη τάξη και αυτήν την ανικανότητά της την έχει εσωτερικεύσει.

10 – Εσχάτως η μικροαστική νοοτροπία έχει παρασύρει το ευρωπαϊκό προλεταριάτο


στην ηττοπάθεια αλλά και ο τρόπος ζωής των μεγαλοαστών έχει διαβρωθεί απ’ την
μικροαστική κουλτούρα. Αποτέλεσμα ο σημερινός ευρωπαϊκός χυλός που
δυσκολεύεται να προσδιοριστεί ταξικά. Που ψάχνει άμεσες και τυχοδιωκτικές λύσεις
στα δύσκολα. Που αλέθει κάθε φορά στις αντιδραστικές του μυλόπετρες τις
ανθρώπινες συνειδήσεις.

Mικροαστούλης
Ο μικροαστός, αυτός που ανήκει στα κατώτατα αστικά στρώματα. Μοναδική
επιθυμία του μικροαστού είναι να γίνει αστός.

Χαρακτηρίζεται από την τάση να χρησιμοποιεί υποκοριστικά για το κάθε τι που


αναφέρει, πράγμα το οποίο αποδεικνύει πόσο μικρονοϊκός είναι.

Ο μικροαστούλης κατοικεί σε διαμερισματάκι, τρώει το φαγάκι (συνήθως το


αποκαλεί ψωμάκι), και περιμένει να έρθει η ώρα να πάρει το μισθουλάκο του κάθε
μήνα.

Το διαμέρισμα του μικροαστούλη είναι συνήθως μετρίου μεγέθους, σε πολυκατοικία


που μυρίζει άσχημα λόγω προβλήματος στην αποχέτευση. Κάθε τρεις του μήνα,
οπότε και πληρώνει το ενοίκιό του, πιάνει κουβέντα με την σπιτονοικοκυρά (ποτέ δεν
είναι σπιτονοικοκύρης, αλλά ακόμα κι αν είναι, τότε αυτός ελέγχεται από τη γυναίκα
του). Βασικό χαρακτηριστικό της συζήτησής τους είναι η κοινή παραδοχή για την
ηθική κατάπτωση του κόσμου, την έξαρση της εγκληματικότητας (και την κυρία
Άννα παρακάτω που της άνοιξαν το σπίτι κάτι Ρουμάνοι για τρίτη φορά, την έδεσαν
και της πήραν τα χρυσαφικά).

Ο μικροαστούλης ψωνίζει σχολικά για το παιδί του (το οποίο είναι συνήθως μέτριας
σχολικής απόδοσης, αφού ζει σε μικροαστικό περιβάλλον, φτωχό σε γλωσσικά και
άλλου είδους ερεθίσματα)από τα Jumbo και παρουσιάζει μια ιδιαίτερη προτίμηση στα
τετράδια με μαλακό μπλε εξώφυλλο (ήταν της μοδός στη δεκαετία του '90) και στα
χοντρά στυλό με δέκα διαφορετικά ενσωματωμένα χρώματα.

Ο μικροαστούλης υπομένει στωικά τα πάντα. Δε διαμαρτύρεται, παρά μόνο με τη


μορφή μιας ήπιας γκρίνιας, και δεν οργίζεται για κανένα λόγο. Έχει μια μίζερη
ηρεμία, που καταντά προκλητική.

Το καλοκαίρι παραθερίζει στο βλαχοπαππουδόσπιτο (στο οποίο φτάνει με το


αυτοκινητάκι του) και υποχρεώνει τα παιδιά του σε τρίμηνη διαμονή. Τα τελευταία,
από την υπερβολική βαρεμάρα μετατρέπονται σε σπόρια (η λανθάνουσα κατάσταση
στην οποία εισέρχονται οι μικροοργανισμοί, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες δεν
επιτρέπουν την επιβίωσή τους τη δεδομένη στιγμή).

Ο μικροαστούλης δεν ενδιαφέρεται για σοβαρή ανάλυση της επικαιρότητας, πόσω


μάλλον για κοινωνική κριτική. Αντιθέτως, η επιφανειακή κριτική που εστιάζεται σε
ένα συγκεκριμένο άτομα (ή, συνηθέστερα, σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα)
για τα κακά της κοινωνίας είναι μία από τις αγαπημένες του ασχολίες.

Πρόσφατα, παρατηρείται η ισχυρή τάση του μικροαστούλη να καταφέρεται εναντίον


των πολιτικών, τους οποίους αποκαλεί «αλήτες και προδότες», χωρίς, βέβαια, να
αποτελεί αυτή η εκτίμηση προϊόν προσωπικής του ανάλυσης, αλλά μάλλον
αναπαραγωγή των στάσεων που επικρατούν και χωρίς βέβαια να επιρρίπτει ευθύνες
στον εαυτό του για την παλιά του στήριξη σε πελατειακά δίκτυα.

Το τελευταίο το αντιλαμβάνεται ως βασικό μέσον κοινωνικής ανόδου, αφού το


χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες για να διορίζει το παιδάκι του σε μία θεσούλα στο
δημόσιο για να παίρνει το μισθουλάκο του.

Οι κηδείες και μάλιστα ο υπερτονισμός των (συνήθως φρικιαστικών) αιτίων που


οδήγησαν σε θάνατο τους εκλιπόντες, κατέχουν εξέχουσα θέση στα ενδιαφέροντα του
μικροαστούλη. Ίσως αυτή η τάση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον προσωπικό
του τρόμο μπροστά στο θάνατο.

Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η τάση του μικροαστούλη προς την Εκκλησία και
τις δραστηριότητες αυτής, χωρίς αυτό να προϋποθέτει πίστη ή οποιουδήποτε άλλου
είδους πνευματική δραστηριότητα, αλλά μάλλον χρησιμοποιείται ως μέσον
αποτρεπτικό προς τη γειτονιά και το κουτσομπολιό της (ο κίνδυνος να
χαρακτηριστείς άθεος -και κατ' επέκταση κομμουνιστής- ή, ακόμα χειρότερα,
σατανιστής σε ορισμένες κοινωνίες είναι έντονος).

Τέλος (με την αρχαιοελληνική σημασία του σκοπού) της ζωής, θεωρεί ο
μικροαστούλης το να βρει κανείς ένα καλό παιδάκι να παντρευτεί, να έχει το σπιτάκι
του, το αυτοκινητάκι του κ.τ.ό.

Τύπο του μικροαστούλη αποτελεί η θείτσα και σε ακραίες περιπτώσεις μετατρέπεται


σε λούμπεν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Η θείτσα, η γυναικούλα, ο καραφλός με την κοιλίτσα και τα γυαλάκια.

Mικροαστοί

Αν επιχειρήσουμε μία ανάγνωση της στάσης των πολιτών τούτες τις άγριες μέρες
παρατηρούμε πως κάποιοι έχουν μετεξελίξει τη δειλία τους σε φθόνο για τον άλλο.
Είναι το απαύγασμα της μικροαστικής αποξένωσης από το θάνατο και το
συνάνθρωπο… Η δειλία του ανθρωπάκου1 που κρύβεται όταν του κόβουν
δικαιώματα και χαίρεται να βλέπει να κόβονται και από τους απόκληρους… Γιατί οι
απόκληροι πρέπει να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τον ανθρωπάκο ώστε εκείνος
να μένει ευχαριστημένος με ό,τι έχει…

Δεν είναι μόνο η αποικείωση της Ύπαρξης του Άλλου… Αυτό το ξεπεράσαμε. Είναι
ο φθόνος που κάποιος τολμά όταν εμείς σερνόμαστε υποταγμένοι… Ο Άλλος, και
ειδικά ο απόκληρος, δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί δικαιώματα, ούτε να θυσιάζεται
για τις ιδέες του… Ούτε καν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη διεκδίκηση ακόμα
και σε κατοχυρωμένα δικαιώματα που συναντούν την άρνηση του Κράτους.

Ο ανθρωπάκος απαιτεί από τους άλλους υπακοή και δειλία σαν εκείνη που αυτός
επέλεξε για τον εαυτό του. Ο ανθρωπάκος ειρωνεύεται κάθε αντίσταση, αρνείται την
αξία του Άλλου σε δικαιώματα, απαξιώνει τη διαφορετική αντίληψη, εξορίζει σε
υπάθρωπη ιδιότητα όπως επιλέγει διαφορετική στάση.

Δεν είναι απλά συντηρητικός. Είναι το είδος της φίλαυτης αδιαφορίας συντηρητισμού
που αποφεύγει εκούσια να δει την αλήθεια, να αναζητήσει στον αγώνα του άλλου
έναν δρόμο διαφυγής. Τρέμει στην ιδέα να αλλάξει κάτι από εκείνα που έχει
σταθμισμένα στο μυαλό του. Τα αισθάνεται σαν ανισορροπία. Κρύβει πίσω από τον
αγώνα των άλλων την ευκαιρία να αρπάξει τους καρπούς της νίκης, αλλά όσο εκείνοι
αγωνίζονται τους λοιδορεί.

Φορτώνει τις δικές του αδυναμίες, τη δική του ηττοπάθεια στον Άλλο, στο παιδί,
στον αρνητή… Όσα δεν άλλαξε σε τόσα χρόνια, και ταυτιζόμενος με το βασανιστή
του, τα χρεώνει σε σταθερότητα και ισορροπία.

Εκφασισμός

01/07/2014

Η προσφυγή στον φασισμό είναι η μοναδική διέξοδος του μικροαστού


στονκατακερματισμό του ατομικού του κοσμοειδώλου.

Με άλλα λόγια: η απλοϊκή ρητορική της βίας που χρησιμοποιεί ο φασισμός είναι το
γιατρικό που επιδρά στην τραυματισμένη αυτοσυνείδηση του μικροαστού και η μόνη
εύκολη γλώσσα με την οποία μπορεί να κατανοήσει τον εαυτό του εντός του
κατακερματισμένου, ξένου κι εχθρικού (όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται) πεδίου της
κρίσης, χωρίς να χρειαστεί να κινητοποιήσει επιπλέον νοητικές δυνάμεις (τις οποίες
είτε δε διαθέτει, είτε δεν έχει μάθει να χρησιμοποιεί, έπειτα από μια μακρά πορεία
εμβάπτισής του στη αισθητική της αλλοτρίωσης, του ατομισμού και της
συμμόρφωσης με τα ιδεώδη του καπιταλισμού των τελευταίων ετών).

Περί φασισμού, μικροαστών και καπιταλισμού

2017

“Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός απ’ το πάρα πολύ μεγάλο που τον
γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ
για μικροαστούς. Όχι για αστούς ούτε για προλετάριους. Οι αστοί και οι προλετάριοι
βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν
κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την
απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα. Άλλωστε, οι στολές, οι
παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το
προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει
την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες
δικτάτορες. Και τα πλήθη να ουρλιάζουν ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας! Ο χάλιας
μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον
προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομουνιστές που
απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην ‘ανώτερη τάξη’”.

Αυτό το απόσπασμα το συναντά κανείς στο απολαυστικό βιβλίο του Βασίλη


Ραφαηλίδη ‘Ιστορία κωμικοτραγική του Νεοελληνικού Κράτους’.

Χρόνια τώρα έψαχνα να βρω μια τόσο εύστοχη απεικόνιση ενός οπαδού του
φασισμού. Συνήθως χανόμαστε μέσα στις προκλητικές δηλώσεις και τις φανφάρες
του ίδιου του φασίστα και ξεχνάμε ποίος τον κάνει να φαίνεται ισχυρός.

Ειδικά σε περιόδους κρίσης που η έννοια του μικροαστού επανέρχεται στην


επιφάνεια, καθώς όλο και περισσότεροι καταρρέουν οικονομικά, αυτού του είδους οι
στοχασμοί πρέπει να μας προβληματίζουν.

Ο μικροαστός δεν είναι μικρός μόνο ως προς την έκφανση της “αστικότητάς” του.
Αλλά και ως προς τον τρόπο που ορίζει την πνευματικότητά του.

Ο μικροαστός είναι ένας άνθρωπος ακαλλιέργητος, με φοβερά ταπεινωμένο εγώ και


ψάχνει αδιάκοπα να πιαστεί από κάτι που θα τον ανεβάσει. Αυτή του την αδυναμία
επιδιώκει να εκμεταλλευτεί ο φασίστας.

Θυμάμαι διάβαζα ένα βιβλίο τις προάλλες όπου ο συγγραφέας παρουσίαζε το


πορτρέτο ενός ακροδεξιού που είχε παντρευτεί τη θεία του.

Επρόκειτο για έναν μεσήλικο βοσκό, ο οποίος τύχαινε να αναπολεί την περίοδο της
χούντας και να την παρουσιάζει ως την πιο επιτυχημένη περίοδο της ελληνικής
ιστορίας.

Το στυλ του ήταν αυταρχικό και ευθύ. Ο τρόπος με τον οποίο ανέλυε την
πραγματικότητα επιφανειακός και γεμάτος γενικότητες. Ήταν θερμός θαυμαστής
εντυπωσιακών θεαμάτων και πίστευε στην τάξη και στη δήθεν ηθική. Ένας άνθρωπος
πεζός και χωρίς ανεπτυγμένη προσωπικότητα. Ένας πραγματικός μικροαστός.

Όταν έχεις επενδύσει στην καλλιέργεια του πνεύματος και της προσωπικότητας σου,
συμβαίνουν συνήθως τρία πράγματα:

1. Δεν εντυπωσιάζεσαι εύκολα.


2. Ψάχνεις τις καταστάσεις σε βάθος.
3. Δεν χρειάζεσαι κάποιον να σε ανεβάσει γιατί έχεις αρκετή αυτοπεποίθηση
στον εαυτό σου και τις δυνατότητές σου.
Όλα αυτά απαρτίζουν έννοιες άγνωστες στη ζωή του μικροαστού. Είναι έννοιες οι
οποίες έρχονται σε άμεση σύγκρουση με την ιδιοσυγκρασία του και πολλές φορές τις
υποτιμά και τις υπονομεύει. Πάνω σε αυτό βρίσκει πάτημα ο φασίστας και του
προσφέρει αυτό που πραγματικά μπορεί να τον ικανοποιήσει.

Παράλληλα, ο μικροαστός είναι στην ουσία η νέμεσις του προλετάριου, καθώς την
ώρα που ο προλετάριος προσπαθεί να αντισταθεί στην καπιταλιστική μηχανή, ο
μικροαστός θα την υποστηρίξει σφόδρα.

Αυτό είναι ένα ζήτημα με καθαρά πνευματικό και ψυχολογικό υπόβαθρο. Ο


καπιταλισμός μπορεί να επικράτησε ως κίνημα για συγκεκριμένους λόγους αλλά αυτό
δεν σημαίνει ότι πρέπει να το αποδεχτούμε άκριτα.

Η διαρκής σύγκρουση με δυνάμεις που προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως


ιδανικό, είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθεί κάτι εναλλακτικό και πιο
αποτελεσματικό.

Αυτή τη σύγκρουση ο μικροαστός θα την αποφύγει. Θα την αποφύγει γιατί πρώτων


πιστεύει ότι ο καπιταλισμός του δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει σε ανέλιξη και
δεύτερον γιατί είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος σε ό,τι επαναστατικό και
πρωτοποριακό.

Η επανάσταση δεν είναι συμβατή με τον μικροαστό γιατί ο μικροαστός κατά βάθος
νιώθει ανίσχυρος και δειλός.

Το σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει και αν δαγκώσει, τότε μόνο τους αδύναμους.

Ο μόνος τρόπος να τον αντιμετωπίσεις είναι με ευθεία σύγκρουση. Στο σημείο που
είναι αδύναμος. Εκεί που νιώθει ότι η ελευθερία του είναι πιο σημαντική από τη δική
σου.

Γιατί η πιο σημαντική αρετή του ανθρώπου είναι η ικανότητά του να αντιστέκεται σε
οτιδήποτε ακυρώνει την ελευθερία του.

Απ’ τη Μαλβίνα Κάραλη


«Σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δε νιώθουν ανίσχυροι…» DOC
TV 12 Ιουνίου 2013 «Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δε σκέφτονται ποτέ τους να
αυτοκτονήσουν γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν
αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί
που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δε ζουν ποτέ ένα παρόν της
προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο
θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί
σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δε νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν
τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί
χρόνια τόσο, που δε θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί “ένα
ίσον κανένα”. Ή τρία, αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε
πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: “Πώς ξέπεσες έτσι;”
Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε
τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απέξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα (…). Τρέμει
μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει.
Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δε δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα
τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας
μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη
κακομοίρα. Ο Μικροαστός δε θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δε μπορεί να είναι ποτέ
επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος
σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς,
στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω
του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους
μικροαστούς». Απόσπασμα από το άρθρο Βλέπει τσόντα ο Πρόεδρος; (Περιοδικό 01,
1995) [Πηγή: www.doctv.gr]

Λουκιανός Κηλαηδόνης & Γιάννης Νεγρεπόντης - «Μικροαστικά»


(EMI - Columbia 1973)

Τρόπος ζωής δεν είναι μόνο το ροκενρόλ, αλλά και ο… μικροαστός! Έτσι χαρακτηρίζεται
κανείς ανάλογα με την οικονομική τάξη που ανήκει, αλλά και τις συνήθειές του, ένας όρος
που ωστόσο τείνει να εκλείψει…

«Δεκατεσσάρων έφυγε απ’ το χωριό του ο Γιώργος/ δυο γραμματάκια έμαθε στην πολιτεία
ο Γιώργος/ κλητήρας διορίστηκε σε υπουργείο ο Γιώργος/ γυαλιστερά κουμπιά φορεί/
γυαλοκοπάει ο Γιώργος/ είναι σκληρός σαν κέρβερος στο υπουργείο ο Γιώργος/
γραφειοκράτης τέλειος και του κοσμάκη ο τρόμος…».

Από τα «Μικροαστικά» του Γιάννη Νεγρεπόντη, σε μουσική και τραγούδι του Λουκιανού
Κηλαηδόνη, παιγμένα στο πιάνο από τον ίδιο το 1973, πριν αυτονομηθεί καλλιτεχνικά και
τραγουδήσει ο ίδιος τους στίχους του. Τα «Μικροαστικά» έφεραν μια νέα αντίληψη του
κόσμου, επί τέλους, ελληνική. Η πρωινή γυμναστική, ο συνάδελφος, ο γάμος, το ξερίζωμα,
η εξοχή, ο κολίγας, ένα πάρτι του ’50 με… σοκολατάκια, η Μάρω μια παλιά συμμαθήτρια
από το δημοτικό… Ο μικροαστός και πάλι απέναντι στην κάλπη, αλλά για την ώρα πάει
διακοπές…

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης είχε αναφέρει για την πολύ πετυχημένη συνεργασία του με το
Γιάννη Νεγρεπόντη:

«Τα Μικροαστικά είναι μια δουλειά που αγαπώ ιδιαίτερα. Μικροαστός είναι πάντα ο άλλος,
όπως έλεγε ο Γιάννης Νεγρεπόντης. Κανείς δεν παραδέχεται ότι είναι μικροαστός. Είναι σαν
βρισιά. Όπως ο κουλτουριάρης λέει τον άλλο κουλτουριάρη. Ο μικροαστός αποφεύγει τα
άκρα. Ούτε πολύ δεξιά ούτε πολύ αριστερά. Μακριά από την πόλη σε μια συνοικία έχω δικά
μου τρία δωμάτια, χωλ και κουζίνα, καλά όλα κι άγια, ησυχία, τάξη κι ασφάλεια… Αυτό το
τρίπτυχο θύμιζε χούντα, γιατί υπήρχε τότε το Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών. Όπου ακούς περί
τάξης είναι ένας υποβόσκων φασισμός. Ανήκω πάντα στο χώρο της αριστεράς, με την
πλατιά έννοια του όρου. Τάξη θέλουν να βάλουν οι φασίστες και να διώξουν τους
αλλοδαπούς και να είναι όλα καθαρά και τετράγωνα. Ο μικροαστός είναι ανασφαλές άτομο,
κοιτά να επιβιώσει, το σπιτάκι του, την οικογένειά του. Πολύς κόσμος θέλει την ησυχία του.
Ο μικροαστός δεν είναι ούτε για μεγάλους έρωτες, ούτε γίνεται αρχηγός, είναι οπαδός.
Μπορεί πολιτικά να είναι του κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά δεν διαφέρει από τον
άλλο που είναι του άλλου κόμματος. Τα παιδιά βρίζουν μικροαστό τον πατέρα τους και
πάνε στα χνάρια του, είναι ζήτημα χρόνου να γίνουν κι αυτοί μικροαστοί. Όλα αυτά
κατέγραψε στα εξαιρετικά κείμενά του ο Νεγρεπόντης σε μια απολαυστική συνεργασία μας
στα Μικροαστικά, μια δουλειά σημείο αναφοράς στην πορεία μου. Το ανέβασα τρεις φορές.
Η πρώτη το ’75 με το Μικρό Θέατρο της Κανδρεβιώτη στην Κυψέλη, η δεύτερη το ’89 με το
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, πάλι με τη Χαρά και η τρίτη δική μου άποψη για το πώς
θα μπορούν να παρουσιαστούν τα Μικροαστικά το ’99 στο Μεταξουργείο. Ανέτρεξα τότε
στο αρχείο του Νεγρεπόντη που διατηρεί ο αδερφός του, βρήκα κι άλλα κείμενα και έκανα
μια δική μου δομή στην όλη ιστορία, επίσης σκηνοθέτησα την παράσταση που είναι μισή
πρόζα, μισή μουσική. Ο Νεγρεπόντης κατέγραψε εικόνες ζωής με γελοίες καταστάσεις που
ζούσε και ο ίδιος και ήταν ένα κομμάτι, όπως όλοι, αυτού του κόσμου. Μπορούσε άνετα να
το παραδέχεται ότι είναι μικροαστός και να περιγράφει το χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν.
Ο Κώστας Καρυωτάκης όταν ήταν δημόσιος υπάλληλος που τον μετέθεσαν στην Πρέβεζα
και αυτοκτόνησε, ταξικά ήταν μικροαστός, όχι όμως σαν νοοτροπία. Ο Νίκος Σκαλκώτας
ήταν βιολί στην Κρατική Ορχήστρα… Πολλοί καλλιτέχνες ανήκουν σε αυτή την τάξη, όχι με
την έννοια της νοοτροπίας του φοβισμένου και του θεοφοβούμενου. Εγώ πάντως μεγάλωσα
σε μεσοαστικό περιβάλλον…».

Περιοδικό Sarajevo

Κρατείστε σφικτά το μικροαστισμό σας!

“Η μεσαία τάξη δεν μπορεί να περιμένει απ’ αυτό το σύστημα τίποτε άλλο εκτός από
την ανελέητη εξουθένωσή της. Το ζήτημα λοιπόν είναι: αν θα καταντήσουν όλοι μια
σταχτιά και θλιβερή προλεταριακή μάζα, ή αν το σθένος και η επιμέλεια θα δώσουν
πάλι στ’ άτομα τη δυνατότητα ν’ αποχτήσουν με την πολύμοχθη εργασία μιας
ολόκληρης ζωής κάτι δικό τους. Μικροαστός ή προλετάριος;! Αυτό είναι το ζήτημα!”

Πόσοι άραγε δεν θα στέκονταν με συμπάθεια (τουλάχιστον) μπροστά σ’ αυτήν την


παράγραφο; Η ακρίβεια των διαπιστώσεών της είναι αναγνωρίσιμη. Πράγματι η
μεσαία τάξη (σίγουρα και αυτή) κτυπιέται απ’ την τωρινή φάση της κρίσης. Αν και
όχι συνολικά, οπωσδήποτε ένα τμήμα της - ένα καλό μέρος της νεώτερης γενιάς της -
βλέπει μπροστά της έναν αδυσώπητο γκρεμό, γκρεμό προοπτικών και προσδοκιών.
Και ποιοί, άραγε, θα ήθελαν να γίνουν σαν τους μετανάστες προλετάριους που τόσα
χρόνια παρήγαγαν μεγάλο μέρος του εθνικού (και του ιδιωτικού) πλούτου, και σε
μεγάλες μερίδες γεύονταν μόνο ξύλο, κυνήγι, συλλήψεις και ταπεινώσεις; “Μια
σταχτιά και θλιβερή μάζα”: οπωσδήποτε πίσω απ’ τις γραμμές των μπάτσων, στις
“επιχειρήσεις σκούπα”, δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τίποτα πιο αξιόλογο. Και γιατί
ο καθένας ατομικά, με τον κόπο του (και την καπατσοσύνη του) να μην μπορεί να
αποκτήσει ό,τι τραβάει η ψυχή του; Ιδού λοιπόν ποιό είναι το θέμα: μικροαστός ή
προλετάριος;

Ο μικροαστός, κάθε μικροαστός, έχει σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό του σαν άτομο·
και την οικογένειά του σαν το βασικό πεδίο των (κοινωνικών) του σχέσεων. Η
συμπεριφορά του και η “φιλοσοφία” του (εάν μπορούμε να μιλήσουμε για τέτοια...)
καθορίζονται ωστόσο από αυτά που αρνείται ότι είναι τα σημαντικότερα. Απ’ την
θέση του μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή / κατανάλωση. Απ’ την θέση του μέσα
στο κράτος και στους μηχανισμούς των προσόδων. Και απ’ την οικογενειακή του
κατάσταση εννοημένη σα διαδικασία “συγκέντρωσης” και “διανομής” του όποιου
πλούτου, μέσα από προίκες και κληρονομιές, παροχή υπηρεσιών, και συντήρηση της
καθημερινής αναπαραγωγής του / προσφορά υπηρεσιών. Απ’ αυτές τις τρεις
παραμέτρους οι δύο πρώτες έχουν δυναμικό χαρακτήρα και η τρίτη σχετικά στατικό.
Οι δύο πρώτες είναι κατά κάποιον τρόπο οι σιδηροτροχιές πάνω στις οποίες ο
μικροαστός, κάθε μικροαστός, ελπίζει ότι τροχιοδρομείται η κοινωνική (και
οικονομική) άνοδός του. Η τρίτη λειτουργεί σαν καβάτζα.
Απ’ την διάγνωση ή την καλλιέργεια των δύο πρώτων, σε συνδυασμό με την
συντηρητική (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης: της διατήρησης των όποιων
κεκτημένων) λειτουργία της τρίτης παραμέτρου, ο μικροαστός είναι μια κοινωνική
φιγούρα “εντατική”. Πρόκειται για την ένταση μιας επιθυμητής διαρκούς μετάβασης
προς τα πάνω, ακόμα κι αν πρόκειται για όνειρο. Παρότι ο μικροαστός δεν κοιτάει
ποτέ προς τα κάτω (ακόμα κι αν αυτό το “κάτω” είναι μέρος του παρελθόντος του)
ξέρει ενστικτώδικα ότι γενικά υπάρχει “κάτω” στην κοινωνική ιεραρχία της οποίας
ατενίζει τις υψηλότερες θέσεις. Η όποια ιδιοκτησία του είναι ισχυρό στοιχείο
ταυτότητας. Και επειδή αυτή η όποια ιδιοκτησία είναι πάντα μικρότερη απ’ αυτήν
που επιθυμεί και επιδιώκει, η συναισθηματική ταύτιση μαζί της είναι συχνά
αντίστροφα ανάλογη της ποσότητας και της ποιότητάς της. Μιας και θεωρεί ότι
κατέχει ακόμα “λίγα” (και πάντως λιγότερα απ’ αυτά που εννοεί ότι αξίζει και
δικαιούται) είναι ψυχωτικά εξαρτημένος απ’ αυτά τα “λίγα”, ταυτισμένος μαζί τους.
Γιατί διακατέχεται, εξ’ αιτίας των ατομικών ή οικογενειακών προοπτικών που ο ίδιος
θέτει σαν “ρεαλιστικές”, από ένα μόνιμο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Αφενός
απέναντι σ’ αυτούς που κατέχουν “περισσότερα”, αφετέρου απέναντι στο ίδιο το δικό
του (με “περισσότερα”) μέλλον. Αποφεύγει να στοχάζεται το χειρότερο ενδεχόμενο,
το ενδεχόμενο κάποιας “πτώσης”, και το αποφεύγει σχεδόν με μανία. Ταυτόχρονα
ωστόσο νοιώθει μια υπόκωφη αδικία, ακόμα και συνωμοσίες σε βάρους του, για όσο
καιρό δεν έχει φτάσει εκεί που πρέπει. Κι αυτό το “εκεί” ποτέ δεν είναι οριστικό.
Πάντα μετακινείται προς τα πάνω, εάν και εφόσον ο μικροαστός ανεβαίνει κοινωνικά
και οικονομικά. Οπότε ο μικροαστός είναι (νιώθει) πάντα αδικημένος, πάντα στο
κέντρο δολοπλοκιών σε βάρος του. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο: ο μικροαστός ζει
σχεδόν μόνιμα σε κατάσταση (υπο)μανίας καταδίωξης: καταδιώκει (την άνοδό του)
και καταδιώκεται (απ’ όσους τον επιβουλεύονται, σχεδόν τους πάντες δηλαδή).

Απ’ την θέση του μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή / κατανάλωση, απ’ την θέση
του μέσα στο κράτος, τους θεσμούς, και τους μηχανισμούς των πολιτικών προσόδων,
και απ’ την επάρκεια της οικογενειακής του κατάστασης (συμπεριλαμβανομένων των
συναισθηματικών και ηθικών συμβιβασμών που συνήθως απαιτούνται για την
διατήρηση μιας επιφενειακής τουλάχιστον οικογενειακής συνοχής) ο μικροαστός δεν
έχει σταθερή πολιτική συμπεριφορά. Σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης και
ευκαιριών ή σε περιόδους κρατικής επέκτασης και προσόδων μέσω της πρόσδεσης με
τους μηχανισμούς εξουσίας, ο μικροαστός μπορεί να είναι “δημοκράτης”, ακόμα και
“φανατικός” (“αριστερός”) τέτοιος. Οι δημοκρατικές ροπές του μικροαστού δεν
στηρίζονται ούτε προάγουν κάποια ιδέα τυπικού εξισωτισμού. Ακόμα και στα πιο
φλογερά δημοκρατικά κηρύγματα ή πιστεύω του ο μικροαστός δεν χάνει την
πεποίθηση της ειδικής (ατομικής ή/και οικογενειακής) ανωτερότητάς του έναντι
άλλων. Απλά δεν την επιδεικνύει συνέχεια. Εάν δείξει αλληλεγγύη με υποδεέστερους
θα αποφύγει οπωσδήποτε να εκτεθεί στους ίδιους με αυτούς κινδύνους· θα είναι μια
φιλάνθρωπη αλληλεγγύη, η προσποίηση του ανώτερου. Με όσους βρίσκονται στην
ίδια θέση (στο ίδιο ή κοντινό ιδιοκτησιακό ή/και εργασιακό status) αναπτύσσει
λυκοφιλίες, που μπορούν να πάρουν ακόμα και την μορφή επαγγελματικών ή
συνοικιακών ενώσεων, αλλά ποτέ δεν αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπει η
μικροαστική σοφία του “να φυλάς τον κώλο σου”. Όσο για εκείνους που βρισκόνται
ψηλότερα, ο μικροαστός τους αντιμετωπίζει διαρκώς με ένα κράμα ζήλειας και
διάθεσης για κολακεία. Συνεπώς, η “δημοκρατικότητα” του μικροαστού, είναι
συνήθως η τυπική επικάλυψη του λιγότερο ή περισσότερο αγχωμένου οπορτουνισμού
του - πάντα με την προϋπόθεση ότι σαν “λαός” έχει τις ευκαιρίες του.
Το πιο ιδιάζον στοιχείο της μικροαστικής αντίληψης περί πολιτικής (που είναι με
άλλη διατύπωση η μικροαστική αντίληψη για το συμφέρον) είναι οι σχέσεις και οι
παραστάσεις που έχει για την εξουσία. Ο μικροαστός, ανάλογα με την περίσταση,
μπορεί να είναι είτε φιλο-εξουσιαστής είτε αντι-εξουσιαστής· είτε φιλο-κρατιστής
είτε αντι-κρατιστής· χωρίς να υπάρχει υπαρξιακό σχίσμα ή κατάρρευση της
προσωπικότητάς του απ’ αυτήν την αντινομία. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο
μικροαστός απ’ την δημοκρατική εξουσία είναι να είναι πράγματι αυθεντικά
δημοκρατική. Με άλλα λόγια να αμφισβητεί την ατομική (γενικά) και την δική του
(ειδικά) προνομιακή αξία, σε βάρος άλλων που, υποχρεωτικά, πρέπει να έχουν
μικρότερη ή καθόλου τέτοια. Το πιο συνηθισμένο περιεχόμενο της σχέσης του
μικροαστού με την κεντρική εξουσία ή τις επιμέρους εκφάνσεις του κράτους είναι ο
πατερναλισμός. Ακόμα και σαν δημοκράτης ο μικροαστός ευνοεί τον πατερναλισμό.
Όχι μόνο επειδή αυτό είναι συνεπές με την αντίληψη του για την οικογένεια. Αλλά
και επειδή χάρη στον πατερναλισμό μπορεί να επιδιώκει εύνοια ή επιείκια, ή να
εκδηλώνει απαρέσκεια, απέχθεια, απειθαρχία, διαδοχικά το ένα μετά το άλλο, σαν
δικαιώματά του και τα δύο.
Αυτή η συνήθως κυκλοθυμική σχέση με την εξουσία έχει ένα σημείο ισορροπίας στη
μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής: εγώ είμαι η εξουσία! Ο κάθε χωριστός
μικροαστός μοιάζει έτσι στα μάτια άλλων ομοίων του (ακόμα και της οικογένειάς
του) σαν κακομαθημένο παιδί. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο, κυρίως επειδή η
εξατομικευμένη εκδήλωσή του κρύβει την γενικότητα του πράγματος. Πρόκειται για
ένα ψυχο-πολιτικό γεγονός, με την έννοια ότι μια ιδεολογία γίνεται υλική δύναμη.
Στην αρχή της φιλόδοξης πορείας του προς τα πάνω, ο (νεαρός) μικροαστός απλά
ονειρεύεται να προΐσταται: στη δουλειά, στο σόι, στις παρέες, στις διαπροσωπικές
σχέσεις. Οτιδήποτε “ματώνει” την πληγή της απόστασης ανάμεσα στο έχω / είμαι
τώρα και στο έχω / είμαι όπου νάναι (ή θα έπρεπε να έχω / είμαι) - και τέτοιες
ματαιώσεις είναι εύκολο να συμβούν παντού, ειδικά εάν γύρω γύρω κινούνται άλλοι
μικροαστοί με τις ίδιες ακριβώς ανάγκες επιβεβαίωσης - μετατρέπεται σε ακόμα
μεγαλύτερη ροπή προς το εγώ είμαι η εξουσία. Τα βίαια ξεσπάσματα στους καυγάδες
των μικροαστών (που φτάνουν ως την δολοφονία για “ασήμαντη αφορμή”) είναι η
παραφορά αυτού του αμφισβητούμενου: της εξουσίας, στη μικρή μεν αλλά
φαντασιακά όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κλίμακα. Ο μικροαστός, όταν δεν τρώγεται
με τα ρούχα του, τρώγεται με τους κοντινότερούς του, είτε είναι της ίδιας “κλάσης
δύναμης” μ’ αυτόν (γιωταχής εναντίον γιωταχή για παράδειγμα) είτε - ακόμα
καλύτερα γι’ αυτόν - είναι υποδεέστεροι: η σύζυγος, οι ηλικιωμένοι γονείς ή
συγγενείς, τα παιδιά...

Η ιστορική διάσταση

Το απόσπασμα στην αρχή, που μπροστά στο γκρεμό της “εξουθένωσης της μεσαίας
τάξης” (όπου με τον όρο “μεσαία τάξη” εννοούνται και οι μικροαστοί) το δίλημμα
τίθεται με κοινωνικο-αισθητικούς όρους, είναι γραμμένο στη διάρκεια μιας κρίσης.
Σαν την σημερινή, αλλά όχι στην σημερινή. Είναι γραμμένο το 1932. Και είναι από
προκήρυξη του “γερμανικού - εθνικού κόμματος”, πριν τις τότε προεδρικές εκλογές.
Το κόμμα αυτό υπήρξε ένας απ’ τους πρόδρομους των ναζί, και ύστερα
συγχωνεύτηκε μαζί τους. Δεν είναι παράξενο: η έκκληση στην αξία του
μικροαστισμού καταλήγει στην υπεράσπιση και στην ταύτιση με κάποιου είδους
“ανωτέρα βία”. Οι δημοκρατικές ευαισθησίες των μικροαστών δεν είναι παντός
καιρού. Κι αν κινηθούν (πολιτικά) σε συνθήκες διαψευσμένων προσδοκιών και
οικονομικής μιζέριας έχοντας την ιδεολογική ηγεμονία, δεν έχουν κανένα λόγο ούτε
να αγκαλιάσουν, ούτε να ταυτιστούν, ούτε να μοιραστούν τους ίδιους κινδύνους με
ό,τι στα μάτια τους φαίνεται σαν “σταχτιά και θλιβερή μάζα”. Ό,τι και να πουν (και
μπορούν να πουν οτιδήποτε, ειδικά εάν δεν έχει καμία πρακτική συνέπεια) για να
ξανα-ανέβουν, ξέρουν ότι πρέπει να πατήσουν κάπου. Και το “κάπου” είναι οι
εργάτες. Η μικροαστική ταύτιση με την εξουσία δεν κλονίζεται, σαν σχέση, ούτε όταν
της αφαιρεθεί η “οικονομική βάση”. Η μόνη περίπτωση να ραγίσει (κι αυτό
μειοψηφικά μέσα στους μικροαστούς) είναι εάν βρεθεί μπροστά σε μια εκτεταμένη
και δυναμική εργατική αντι-εξουσία. Τότε ακόμα και φτηνοί υπολογισμοί άμεσου
συμφέροντος, μπορούν να κάνουν ορισμένους (αλλά όχι στην πλειοψηφία) των
μικροαστών να στραφούν κι αυτοί, στα σοβαρά και με πάθος, ενάντια στην επίσημη
εξουσία.
Όμως θα ήταν εξαιρετικά λαθεμένο (και εξόχως μικροαστικό!) να αντιλαμβάνεται
κανείς την καπιταλιστική ιστορία σαν διαρκή επανάληψη των ίδιων και των ίδιων
μοτίβων, σαν κυκλική διαδρομή. Οι ολοκληρωτισμοί που “άνθησαν” τις πρώτες
δεκαετίες του 20ου αιώνα έχοντας βαθιά μικροαστική και μεσοαστική “ψυχή”, ήταν
υποχρεωτικά συνεπείς με τις τότε ιστορικά συγκεκριμένες μορφές και ανάγκες της
καπιταλιστικής οργάνωσης. Οι ολοκληρωτισμοί που ανθούν τις τελευταίες δεκαετίες
του 20ου και τις πρώτες του 21ου αιώνα, και πάλι με την ίδια κοινωνική καταγωγή,
είναι επίσης υποχρεωτικά συνεπείς με τις τωρινές ιστορικά προσδιορισμένες μορφές
και ανάγκες της καπιταλιστικής οργάνωσης. Δεν θα κάνουμε εδώ μια πλήρη
καταγραφή των εντελώς καινούργιων δεδομένων σ’ αυτές τις “ιστορικά
προσδιορισμένες μορφές και ανάγκες...” - ένα μέρος της ύλης του Sarajevo είναι
εξάλλου αφιερωμένο εδώ και 6 χρόνια σ’ αυτό το ζήτημα. θα εστιάσουμε μόνο σε
λίγα σημεία, ανάμεσά τους και η “σύνθεση” των μικροαστών.
Πριν απ’ όλα αυτό: πάντα εξαιτίας της θέσης τους στην καπιταλιστική παραγωγή /
κατανάλωση και της θέσης τους στο κράτος και τους προσοδικούς θεσμούς, είναι
δυνατόν οι μικροαστοί να εκδηλώσουν έναν ρηχό (και “χυδαίο” για να
χρησιμοποιήσουμε παλιά ορολογία) “αντικαπιταλισμό” ή και “αντικρατισμό”. Για
τον δεύτερο είπαμε δυο λόγια ήδη, είναι πάγιο χαρακτηριστικό των πατερναλιστικών
ταλαντώσεων. Το πρώτο μπορεί να εκδηλωθεί σαν “απέχθεια” προς αυτό που οι
μικροαστοί αντιλαμβάνονται σαν “μεγάλο κεφάλαιο”, δηλαδή “πάρα πολύ χρήμα”:
τράπεζες, χρηματοπιστωτισμός, ή μεγάλης κλίμακας (και “πολυεθνικές”)
επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, και επειδή οι μικροαστοί αντιλαμβάνονται την συντήρηση
ή/και την αναγέννησή τους και με όρους εδαφοκυριαρχίας, σε συνθήκες άμπωτης των
προσδοκιών τους, μπορούν να εκδηλώνονται κατά του “διεθνούς κεφάλαιου” (ας
πούμε: κατά της παγκοσμιοποίησης...) και υπέρ του “εθνικού κεφαλαίου” (ας πούμε:
της σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας και της ανάπτυξής της...) Ο “πατριωτισμός”
ή και “εθνικισμός” των μικροαστών είναι ευθεία παραλλαγή της οικογενειοκρατίας
και του πατερναλισμού τους· συνεπώς θεωρούν ότι μπορούν να ελπίζουν στο
“νοικοκύρεμα - του - οίκου - τους”, αδιάφορο με το αν άλλοι “οίκοι”, διπλανά
οικόπεδα, γίνονται στάχτη.
Αυτός ο ρηχός και πρόστυχος “αντικαπιταλισμός” (που μπορεί να περνάει για
“αριστερός” εάν η αριστερά έχει γίνει τόσο δεξιά ώστε θα την έφτυνε ακόμα και η
συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία του Μεσοπολέμου...) δεν εχθρεύεται καθόλου τις
θεμελειώδεις καπιταλιστικές λειτουργίες: την εκμετάλλευση της εργασίας, την
απόσπαση υπεραξίας, τον εμπορευματικό φετιχισμό, την απεριόριστη ατομική
ιδιοκτησία, ή το κράτος σα δομή εξουσίας. Αυτές τις λειτουργίες, αντίθετα, τις
υπερασπίζεται - διαφορετικά ο μικροαστός, πάνω στην “αντικαπιταλιστική” του
μέθη, θα αυτοκτονούσε πανηγυρικά! Όχι! Ο μικροαστικός “αντικαπιταλισμός”
στρέφεται κατά προσώπων (ή “εχθρικών” εθνοτήτων, ή “εχθρικών” πολιτισμών).
Στρέφεται κατά κυβερνητών και όχι κατά του κράτους· κατά συνωμοτών και όχι κατά
θεσμών· κατά λαμογιών και όχι κατά της απόσπασης της υπεραξίας· κατά
“επώνυμων” φοροφυγάδων και όχι κατά της ατομικής ιδιοκτησίας· κατά των ξένων
που μας κλέβουν τις θέσεις εργασίας και όχι κατά της καπιταλιστικής κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Έτσι οι μικροαστοί σε συνθήκες διάψευσης των προσδοκιών τους
και αγωνίας για το παρόν και το μέλλον τους, μπορούν να μετατρέψουν τα
συμπλέγματα κατωτερότητας που έτσι κι αλλιώς τους χαρακτηρίζουν σε ένα
θορυβώδες “αντικαπιταλιστικό” προπέτασμα καπνού απέναντι στο ενδεχόμενο που
τους ανησυχεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: να καταστραφεί ο ίδιος ο
καπιταλισμός σα σύστημα (σα σύστημα στο οποίο οφείλουν την ίδια τους την
ύπαρξη) απ’ την δυναμική εμφάνιση εργατικών αρνήσεων. Ενόσω δηλώνουν
(παριστάνουν) την απεριόριστη απέχθειά τους γι’ αυτό κι εκείνο (για το σύστημα που
τους εξουθενώνει...) σκέφτονται το πως αυτό θα ξανανθίσει, δίνοντάς τους τους
γλυκούς καρπούς του. Δεν είναι καθόλου παράξενο σ’ αυτές τις συνθήκες στενότητας
προοπτικών που κάνουν ιδιοτελέστατες “πολιτικές” στροφές 180 μοιρών, κι αφού δεν
οσμίζονται στον ορίζοντα κάποια αποτελεσματική για τα συμφέροντά τους
“δημοκρατική ανωτέρα βία” αναζητούν ολοκληρωτικές τέτοιες - ή και το ανάποδο.
[1]

Οπωσδήποτε οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι
ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά ίδιοι ακριβώς με εκείνους πριν εκατό χρόνια. Η
καπιταλιστική εξέλιξη κατάφερε να τροποποιήσει ορισμένα απ’ τα δεδομένα τους,
τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς το περιεχόμενο του μικροαστισμού:
επεκτάθηκε, ώστε να αγκαλιάσει μεγάλο μέρος των μισθωτών, και μάλιστα των
χαμηλά ευρισκόμενων μισθωτών της καθαρά ιδιωτικής καπιταλιστικής πυραμίδας. Το
καινούργιο, που απελευθέρωσε ακόμα περισσότερο τον μικροαστισμό σαν ιδεολογία,
σαν κουλτούρα, σαν ethos, απ’ τις υλικές προϋποθέσεις του, είναι η ιδιοκτησία
εμπράγματων συμβόλων. Ασφαλώς κάθε ιδιοκτησία είχε από πάντα και συμβολικές
λειτουργίες: επίδειξης και υποτίμησης (των μη ιδιοκτητών). Ωστόσο η σημαντική
επιτάχυνση της φθοράς των πραγμάτων / εμπορευμάτων, σαν τέτοιων, στον ύστερο
μεταβιομηχανικό καπιταλισμό, θα μπορούσε να προκαλέσει μια εσωτερική κοινωνική
κρίση “αξιοπιστίας” του εμπορευματικού φετιχισμού και της ιδιοκτησίας, αν δεν
συμπληρωνόταν από μια οργιαστική διαρκή παρέλαση συμβόλων “κύρους” και
“αξίας”, συνήθους ευτελούς πραγματικής αξίας, των οποίων μπορεί κανείς να γίνει
εύκολα ιδιοκτήτης, αποκαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο την μικροαστική του
ισορροπία. Αυτήν την εξέλιξη την είχαν διαπιστώσει νωρίς (την δεκαετία του ‘60) οι
Καταστασιακοί, όταν περιέγραφαν τον νέο μικροαστισμό των μεγαλουπόλεων, όπου
για παράδειγμα η εργάτρια / πωλήτρια σε εμπορικό με ρούχα θεωρεί ότι “ανατιμάει”
τον εαυτό της (απ’ την εργατική της θέση) εάν ντυθεί με μια απομίμηση των ακριβών
ρούχων που πουλάει το αφεντικό της.
Το καπιταλιστικό κατόρθωμα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν και
είναι ότι επέκτεινε μαζικά την κουλτούρα του “μικρο - ιδιοκτήτη” (δηλαδή τον
μικροαστισμό) ακόμα και σε υποκείμενα που είναι πραγματικοί ιδιοκτήτες
“πραγμάτων” ασήμαντης ή ρευστής “αξίας” - αν θέλει να είναι κανείς ακριβής και
ωμά ειλικρινής. Μια τέτοια μαζική μορφή “ιδιωτικής ιδιοκτησίας” που αναπαράγει
και διογκώνει τον μικροαστισμό εδώ και πολλά χρόνια (παίζοντας, εν τέλει, κρίσιμο
ρόλο στην τωρινή φάση της κρίσης) είναι τα περιβόητα “πτυχία”. Χαρτιά, σα να
λέμε, μιας υποτιθέμενα επικυρωμένης υπόσχεσης καλής κοινωνικής θέσης, που δεν
έχουν πραγματικό αντίκρυσμα εδώ και πολύ καιρό, ωστόσο εξακολουθούν να
λειτουργούν συμβολικά και “ψυχολογικά” στα μυαλά και στις συνειδήσεις, σαν
κάποιου είδους “περιουσία”. Σαν “κεφάλαιο” - άρα σαν προκαταβολή του μεγάλου
ατομικού άλματος προς την (εικονική, φανταστική) μπουρζουαζία. Μια άλλη μαζική
μορφή “ιδιωτικής ιδιοκτησίας”, ιστορικά πιο πρόσφατη, είναι οι εικονικοί εαυτοί του
κυβερνοχώρου, στα “παιχνίδια” και όχι μόνον εκεί. Θα μπορούσε κανείς να
συμπεριλάβει στη λίστα των ιδιοκτησιών με υψηλή συμβολική (μέσα στην
μικροαστική ιδεολογία) και μικρή σχετικά χρηματική αξία πολλά ακόμα.

Αυτή η εξέλιξη, εξέλιξη της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης στη


διάρκεια λίγων δεκαετιών του 20ου αιώνα (και των ακόμα λιγότερων ως τώρα του
21ου) δεν διαφοροποιεί μεν την βαθύτερη “καρδιά” του μικροαστισμού, έχει αλλάξει
όμως το περιβάλλον στο οποίο μπορεί να ασκήσει τις κάποτε θηριώδεις αντινομίες
του. Μια μεγάλη διαφορά είναι ότι το άτομο δεν είναι η παραχώρηση που, μέσω της
εμπράγματης ιδιοκτησίας, κάνει η αστική τάξη σε ένα μικρό ποσοστό των υποτελών
της. Είναι η παραγωγική και καταναλωτική μονάδα που πάνω της κτίζει ο
μεταφορντικός καπιταλισμός την ηγεμονία του. Στην προηγούμενη Μεγάλη Κρίση οι
τότε μικροαστοί μπορούσαν (και έπρεπε) να προσδεθούν στο απεριόριστα μεγάλο
κράτος επειδή αυτό ακριβώς ήταν διαθέσιμο σύμφωνα με τις ανάγκες οργάνωσης της
μαζικής παραγωγής και του μεγάλου εργοστάσιου. Οι βασικές ιδεολογικές και ηθικές
προϋποθέσεις προσφέρθηκαν απ’ τα κάτω· από εκείνους που δεν - ήθελαν - να - είναι
- εργάτες. Αλλά το λειτουργικό και πολιτικό σχέδιο διατέθηκε απ’ τα πάνω: ο
υπήκοος / μάζα, αλληγορία του εργάτη / μάζα. Οι τότε μικροαστοί έγιναν μια “χακί
θλιβερή μάζα υπηκόων” επιδιώκοντας να μην γίνουν μια “σταχτιά θλιβερή μάζα
προλετάριων” - πανουργία της ιστορίας! Δεν φαίνεται να έχουν τώρα τον ίδιο
ακριβώς κίνδυνο· ούτε, όμως, τους προτείνεται να αγιάσουν εκείνο το παλιό σχέδιο
εξουσίας. Τώρα ο ολοκληρωτισμός στον οποίο καλούνται να επενδύσουν τα ταξικά
τους συμφέροντα είναι διαφορικός. Αντιεργατικός, αντιπρολεταριακός πάντα. Αλλά
και επιλεκτικός, ευέλικτος, “ελαστικός” με συγκεκριμένους τρόπους.
Εν τω μεταξύ, η μικροαστικοποίηση των εργατών, δεν είναι εντελώς καινοφανές
ζήτημα - τουλάχιστον για τα διεισδυτικά μυαλά - στον 20ο αιώνα. Ενδεικτικά αξίζει
να αντιγράψουμε τα παρακάτω, που είναι κατ’ αρχήν “παλιά”:

Τον καιρό της “ήσυχης” αστικής δημοκρατίας, ο εργάτης που έχει δουλειά έχει
μπροστά του δύο βασικές δυνατότητες: ή να ζηλέψει την αμέσως ανωτερή του
μικροαστική τάξη, ή να αξιοποιήσει την δική του κοινωνική τάξη, που γεννάει τις δικές
της μορφές ζωής, αντίθετες μ’ εκείνες των αντιδραστικών. Αν διαλέξει τον πρώτο
δρόμο σημαίνει πως θέλει να ταυτιστεί με τον αντιδραστικό, ότι προσπαθεί να τον
μιμηθεί, κι αν του τύχει η υλική ευκαιρία να υιοθετήσει τις συνήθειές του. Το δεύτερο
σημαίνει πως αποκρούει τις ιδεολογίες και τις έξεις του αντιδραστικού, ότι
διαχωρίζεται από δαύτον, ότι τον αρνείται, καλλιεργεί τον δικό του τρόπο ζωής και τον
δείχνει.
Επειδή ο κοινωνικός βίος και ο ταξικός τρόπος ζωής επενεργούν ταυτόχρονα, οι δύο
δυνατότητες είναι ισοδύναμς και πάντως προσφέρονται και οι δύο. Το επαναστατικό
κίνημα δεν είχε εκτιμήσει σωστά τις φαινομενικά ασήμαντες μικροσυνήθειες της
καθημερινής ζωής, και μάλιστα συχνά τις είχε εκμεταλλευτεί στραβά. Η μικροαστική
“σαλοτραπεζαρία”, που αγοράζει ο προλετάριος, μόλις αποκτήσει τα μέσα - κι ας έχει
κατά τ’ άλλα επαναστατικό φρόνημα· η συνακόλουθη καταδυνάστευση της γυναίκας,
παρ’ όλο που είναι κομμουνιστής· το “καλό κουστούμι” την Κυριακή, οι άκαμπτες
χορευτικές κινήσεις και χίλιες άλλες “μικρολεπτομέρειες”, όταν επαναλαμβάνονται
καθημερινά, έχουν μιαν απείρως ισχυρότερη αντιδραστική επιρροή, απ’ ότι μπορούν να
ισοφαρίσουν χιλιάδες επαναστατικές συγκεντρώσεις, λόγοι και προκηρύξεις. Ο
στενόκαρδος συντηρητικός βίος επηρεάζει αδιάλειπτα, τρυπώνει σε κάθε χαραμάδα της
καθημερινής τριβής, ενώ αντίθετα η δουλειά στο εργοστάσιο και τα προπαγανδιστικά
φυλλάδια επιδρούν ορισμένες ώρες μόνο.
Ήταν άρα λάθος βαρύ, όταν το επαναστατικό κόμμα, “για να πλησιάσει τις μάζες”
βάλθηκε να οργανώσει γιορτές και πανηγύρια επειδή τάχα ταίριαζαν στις συντηρητικές
τάσεις της εργατιάς. Σε κάτι τέτοια ο αντιδραστικός φασισμός τα κατάφερνε απείρως
καλύτερα. Στο βραδυνό φόρεμα, που έβαζε η εργάτρια για μια τέτοια γιορτή, υπήρχε πιο
πολλή αλήθεια αναφορικά με την αντιδραστική σκοτεινή πλευρά της εργατικής σελήνης,
παρά σ’ εκατό άρθρα. Το “βραδυνό φόρεμα” και η οικογενειακή μπυροποσία δεν είναι
παρά η εξωτερίκευση μιας εσωτερικής διεργασίας, σημάδι προδιάθεσης για τον
φασισμό. Όταν κατόπιν ο φασίστας υποσχόταν από πάνω ότι “θα καταργούσε το
προλεταριάτο” και είχε μ’ αυτό επιτυχία, θα πει ότι σε 90 απ’ τις 100 περιπτώσεις η
επιτυχία του δεν οφειλόταν στο οικονομικό του πρόγραμμα, αλλά στο “βραδυνό
φουστάνι”.
Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο, πολύ περισσότερο αυτά τα μικροπράγματα της
καθημερινής ζωής. Αυτά είναι που διαμορφώνουν συγκεκριμένα την κοινωνική πρόοδο
ή το αντιθετό της, κι όχι οι πολιτικές φρασεολογίες που ξυπνάνε μόνο παροδικούς
ενθουσιασμούς. Εδώ μας περιμένει σπουδαία και ελπιδοφόρα εργασία. Η επαναστατική
ομαδική διαφώτιση στη Γερμανία περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην προπαγάνδα
“ενάντια στην πείνα”. Όπως αποδείχθηκε το σύνθημα τούτο, αν και σπουδαίο
επιχείρημα, ήταν μια πολύ στενή βάση. Η ζωή του μαζικού ατόμου διαδραματίζεται σε
μύρια όσα πράγματα πίσω στα παρασκήνια. Ο νεαρός εργάτης έχει πλήθος έγνοιες,
ερωτικές και πολιτιστικές, που τον καταδυναστεύουν μόλις χορτάσει κάπως την πείνα
του. Ο αγώνας εναντίον της πείνας έχει πρωταρχική σημασία, αλλά και τα
παρασκηνιακά δρώμενα της ανθρώπινης ζωής πρέπει να παρουσιαστούν απροκάλυπτα
στο ωμό φως του προσκήνιου σε τούτο το πιθηκοθέατρο, όπου είμαστε όλοι θεατές μαζί
και “υποκριτές”. Θα βλέπαμε τότε, πόσο ανεξέλεγκτα δημιουργικοί θα είναι οι
εργαζόμενοι στις προσπάθειές τους να αναπτύξουν νέες μορφές ζωής κι έναν δικό τους
φυσικό τρόπο του σκέπτεσθαι. Η κοινωνική κατανίκηση της καθημερινότητας θα έδινε
στις διαβρωμένες απ’ την αντίδραση μάζες μιαν ακαταμάχητη νέα ορμή. Χρειάζεται
όμως μια λεπτομερειακά και συγκεκριμένη μελέτη αυτών των προβλημάτων, που θα
εξασφαλίσει και θα επιταχύνει τη νίκη της επανάστασης...

Αυτά γράφτηκαν επίσης το 1932 (όπως και η παράγραφος στην αρχή) - και, βέβαια,
απ’ την απόλυτα αντίθετη μεριά. Αν όχι κάτι άλλο θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι
τότε υπήρξε μια βαθύτερη και ευρύτερη αντίληψη των κοινωνικών προϋποθέσεων
του (τότε) ολοκληρωτισμού· και πως τώρα οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι του νέου
ολοκληρωτισμού είναι γενικά τόσο (ηθελημένα) αδαείς και οπαδοί των ευκολιών και
της απλοϊκότητας, ώστε προδίδουν την γενικά μικροαστική τους προέλευση και
καχεξία.
προσωρινός επίλογος

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να καταλαβαίνει ότι η κοινωνική θέση
(μέσα στη γενική ιεραρχία) προσδιορίζει συμφέροντα, ατομικά και συλλογικά.
Υπάρχει πάντα η δυνατότητα κάποιος να αρνηθεί την κοινωνική του θέση πρακτικά,
συγκεκριμένα και αυστηρά, ωστόσο δεν είναι αυτό που συμβαίνει γενικά. Ιδεολογικά
μπορεί ο καθένας να νομίζει οτιδήποτε για τον εαυτό του, άσχετα με το τι πράγματι
είναι και κάνει - ο μικροαστισμός είναι μόνιμη μήτρα μιας τέτοιας ψαλίδας.
Μια κοινωνιολογία της μόδας, που έχει εκλαϊκευτεί και χωνευτεί σε τέτοιο βαθμό
ώστε να αποτελεί βασικό κομμάτι της καθημερινότητας πολλών, υποδεικνύει ότι δεν
έχουν ιδιαίτερη σημασία οι αιτίες (εκτός από την κουτσομπολίτικη χρήση τους) όταν
βρίσκεται κανείς ενώπιον αποτελεσμάτων. Αρκεί να μυθιοποιούνται τα όποια
αποτελέσματα σαν “γεγονότα”, και αρκεί απέναντί τους να αναβλύζει με γνήσιο
πάθος το “να κάνουμε κάτι”. Ή το “να γίνει κάτι”. Τα υπόλοιπα, η συσχέτιση αιτίων
και αποτελεσμάτων και η αντιμετώπιση ταυτόχρονα και των μεν και των δε με το
βάρος που τους αναλογεί, όλα αυτά είναι “κουραστικά”. Αυτή η κοσμοαντίληψη
επιβεβαιώθηκε, ανανεώθηκε και αναπαράχτηκε μαζικά με την ευκαιρία της
τρέχουσας κρίσης. Βρέθηκαν οι “φταίχτες”, σα να ήταν οι αρχιμηχανικοί των
ψυχοδραμάτων, ένας πρωθυπουργός και ένας υπουργός οικονομικών· και οι συνήθεις
υπεύθυνοι, οι “ξένοι”.
Προκειμένου ωστόσο για τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον μιλιταρισμό, τον κυνισμό,
κι όλα τα υπόλοιπα συστατικά (και) του νέου ολοκληρωτισμού, η παράλειψη να
δειχθούν τα μικροαστικά συμφέροντα (και τα συμφέροντα των αφεντικών γενικά)
πίσω απ’ την πολιτική του άνθηση, και ο μονόπλευρος προσανατολισμός στις
“προσωπικότητες” των βοθρολυμάτων, κρύβει ιδιοτέλεια. Οι μικροαστοί (γενικά και
σα σύνολο) είναι “φίλοι” μας - έτσι πάει το βολικό του πράγματος. Μπορεί να
προκαλεί αμηχανία ότι οι “φίλοι μας” έχουν ενσωματωμένη στο κοινωνικό “Είναι”
τους (στα συμφέροντά τους δηλαδή, ομολογημένα και ανομολόγητα) την σκατίλα,
όμως εάν άλλοι παρόμοιοι κοινωνικά βαφτούν ροζ, τότε όλα είναι καλά.
Είναι όλα καλά; Εύκολο... Στο κάτω κάτω κάθε ολοκληρωτισμός μέσα στην
καπιταλιστική ιστορία αυτό που επιδιώκει είναι να καταργήσει τον ζωντανό εργατικό
ανταγωνισμό, τις μάχιμες και πρακτικές εργατικές αρνήσεις. Αυτό το έχει πετύχει ήδη
η αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου· συνεπώς μένει λιγότερη δουλειά για τα
βοθρολύματα και τους οπαδούς τους. Συνεπώς “όλα πάνε καλά”...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Ο τίτλος είναι, φυσικά, δανεικός απ’ το μυθιστόρημα του Τζωρτζ Όργουελ, του
1936. Στα αγγλικά: Keep the Aspidistra Flying.

1 - Δεν είναι, σα να λέμε, ούτε παράξενο ούτε ανεξήγητο το δίλημμα “με την χρυσή
αυγή ή με το συ.ριζ.α.;”. Αυτό οφείλεται, απλά, στο ότι η κατ’ όνομα “ριζοσπαστική
αριστερά” είναι ακριβώς εκεί που φτάνουν τα μικροαστικά χέρια και μυαλά, χωρίς να
χρειαστεί να θυσιάσουν ούτε ένα χιλιοστό απ’ τα ταξικά τους συμφέροντα και ήθη.
Περιοδικό Sarajevo

ο μικροαστισμός σαν “πολιτική πλατφόρμα”

Είναι αμφίβολο εάν οι φίλοι και οι θαυμαστές των “αγανακτισμένων” θα κάνουν έναν
πολιτικό απολογισμό του φαινομένου που ν’ αξίζει τον κόπο. Οι καιροσκόποι δεν
ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες· περιμένουν την επόμενη φούσκα για να κάνουν
παιχνίδι. Όμως εμείς εδώ, που απ’ την αρχή εκδηλωθήκαμε ανοικτά και καθαρά
εναντίον αυτού του κόλπου, εμείς εδώ λοιπόν πρέπει να κάνουμε έναν σχετικό
απολογισμό. Για εργατική χρήση.

Έχουμε υποστηρίξει ήδη ότι οι “αγανακτισμένοι” (στο δίμηνο της δόξας τους) ήταν η
πρώτη δημόσια εκδήηλωση του “ενιαίου εθνικού κόμματος”. Χωρίς ηγέτη ακόμα. Η
διαταξική σύνθεση των αγανακτισμένων δεν κρύφτηκε καθόλου, εξ αρχής. Όχι μόνο
δεν κρύφτηκε, αλλά αντίθετα επαινέθηκε, θεωρήθηκε προσόν. Στην πραγματικότητα
δεν ήταν διαταξική πέρα ως πέρα αυτή η σύνθεση. Έλειπαν τα δύο άκρα του ταξικού
φάσματος της ελληνικής κοινωνίας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες (το πιο
προλεταριακό τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης) και οι μεγαλοαστοί. Για να
είμαστε ακριβέστεροι λοιπόν, το ταξικό φάσμα των αγανακτισμένων ξεκινούσε απ’
τους μικροαστικοποιημένους μισθωτούς (περιλαμβάνουμε εδώ και τους
συνταξιούχους), συνέχιζε στους αυθεντικούς μικροαστούς, προχωρούσεστους
“μικρο-μεσό” και τέλειωνε στους ευαίσθητους” μεσοαστούς. Δεν θα ήταν λοιπόν
ούτε άδικο ούτε ανακριβές να πούμε ότι η κεντρική φιγούρα των αγανακτισμένων
ήταν ο μικροαστός, μαζί με τα ιδεολογικά ή/και διανοητικά “εν δυνάμει” του. Δηλαδή
τον έμμονο προσανατολισμό του προς τα επάνω, προς την μεσαία τάξη.
Ο τελευταίος σπασμός της κρίσης, είτε απ’ το 2008 τον μετρήσει κανείς, είτε απ’ το
2009 είτε απ’ το 2010, δεν βρήκε την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής
κοινωνίας απόλυτη, σταθερή, “μπετοναρισμένη”. Δεν είναι καν τέτοιου είδους ο
ελληνικός (καπιταλιστικός) κοινωνικός σχηματισμός: η κοινωνική κινητικότητα
(προς τα πάνω υποτίθεται, πάντα!) είναι βασικό του χαρακτηριστικό, είτε σαν
πραγματικό γεγονός, είτε σαν ελπίδα ή ψευδαίσθηση. Συνεπώς, το να αναγνωρίζουμε
τους μικροαστούς σαν την κεντρική φιγούρα του φαινόμενου των αγανακτισμένων,
δεν σημαίνει ότι μιλάμε για μια μάζα με ακριβώς ίδια δεδομένα, τουλάχιστον από
υλική άποψη. Η ενότητα αυτής της μάζας είναι ιδεολογική· η τραυματισμένη αλλά
ακόμα κραταιά εκδοχή της ιδεολογίας που μεσορανούσε τις δεκαετίες της
ευδαιμονίας. Συνεπώς, μέσα στους αγανακτισμένους, μπορούσαν να συνυπάρχουν
άνθρωποι με ανοικτό στεγαστικό δάνειο για το πρώτο σπίτι τους και άνθρωποι με
τρία, τέσσερα ή πέντα σπίτια· φοιτητές που βλέπουν τον ορίζοντα των προοπτικών
“ανόδου” να έχει γίνει κατάμαυρος και ελεύθεροι επαγγελματίες με ή χωρίς
υπαλλήλους (αν είναι το δεύτερο ονειρεύονται το πρώτο)· μαγαζάτορες (που χρόνια
την βγάζουν εν μέρει ανακυκλώνοντας επιταγές αλλά πάντα κλέβοντας τους
εργαζόμενούς τους) και υπάλληλοι αυτών των μαγαζιών· συνταξιούχοι που τους
έκοψαν τη σύνταξη, και επαγγελματίες χασομέρηδες· ιδιοκτήτες μιας ή δύο αδειών
φορτηγού ή ταξί (που απειλούνται με “απαξίωση κεφαλαίου”, της άδειας δηλαδή...)
και άνεργοι που θα ήθελαν να γίνουν αφεντικά “για να μην έχουν κανέναν πάνω απ’
το κεφάλι τους”· μισθωτοί του δημόσιου (συναρθρωμένοι γερά στους μηχανισμούς
της πολιτικής προσόδου) και χαμηλά ή μεσαία “στελέχη” της οικονομίας του
εγκλήματος.
Η ιδεολογική συνοχή εντός του μικροαστισμού είναι αποφασιστικός παράγοντας
ισορροπίας του συστήματος. Ήταν τέτοια την εποχή της ευδαιμονίας, είναι τέτοια και
σε εποχή κρίσης. Ο μικροαστός είναι, νοιώθει ότι είναι, “σε μεταβατική φάση”:
κινείται προς τα πάνω, έχει μπει σ’ αυτήν την τροχιά, είτε το καύσιμό του είναι η
παλιά πουριτανική ηθική της συσσώρευσης “φασούλι το φασούλι” (που δεν υπάρχει
πια) είτε είναι το πολλών οκτανίων μίγμα ελπίδων, γνωριμιών, δικτυώσεων, μικρών
καθημερινών εγκλημάτων και διαρκών ελιγμών. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της
θέσης μέσα στην κοινωνική πυραμίδα, και χάρη στην ισχυρή μονομέρεια με την
οποία ο μικροαστός επενδύει την “κινητικότητά” του (στο “του” συμπεριλαμβάνονται
και τα παιδιά του...), πάντα προς τα πάνω, ό,τι περισσεύει στους μικροαστούς από
ιδεολογία και σκληρότητα τους λείπει από αίσθηση συλλογικότητας και ικανότητα
“γενικού σχεδιασμού”. Οι μικροαστοί είναι από θέση ισχυρά και αδιαπραγμάτευτα
ατομιστές ακόμα κι όταν παριστάνουν τους “συλλογικούς”: όπως παρατήρησε
κάποιος, εάν το πιο βαθύ σημείο της μικροαστικής κόλασης χρειάζεται έναν ορισμό,
αυτός είναι η συνέλευση των ιδιοκτητών διαμερισμάτων οποιασδήποτε ελληνικής
πολυκατοικίας. Πράγματι. Υπό ορισμένες πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, με πρώτη
πρώτη ότι προέχει η προστασία της περιουσίας του καθενός, οι μικροαστοί μπορούν
σε συγκεκριμένες καταστάσεις να εμφανιστούν ότι δρουν μαζί. Αλλά πρόκειται για
οφθαλμαπάτη ή απλά εκδήλωση πανουργίας απ’ τον καθένα τους· κι αυτό
αποκαλύπτεται γρηγορότερα απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο άσχετος
παρατηρητής.
Οι μικροαστοί λοιπόν, ενώ στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες (και η
ελληνική είναι μια τέτοια) είναι το πιο “μαζικό κοινωνικό υποκείμενο”, είναι
ανίκανοι να συλλάβουν, να επεξεργαστούν, να βάλουν σε εφαρμογή και να φέρουν σε
πέρας οποιοδήποτε σχέδιο “κοινωνικής διεύθυνσης” - “απελευθερωτικό” (από τι,
άλλωστε;) ή μη. Αυτήν την δυνατότητα που ΔΕΝ έχουν οι μικροαστοί, μόνο δύο
τάξεις διαθέτουν, κι εδώ η ιστορία (και όχι μόνον αυτή) είναι γεμάτη αποδείξεις. Οι
εργάτες και οι αστοί. Οι αστοί είναι βέβαια επίσης εξαιρετικά ατομιστές, και συχνά
σε πόλεμο μεταξύ τους. Αλλά απ’ την θέση που κατέχουν στις “οικονομικές” και στις
“πολιτικές” δραστηριότητες εντός του καπιταλισμού, θέση υψηλής εποπτείας σα να
λέμε, διαθέτουν και τα γνωσιολογικά εφόδια και τα υπαρξιακά περιθώρια να
συσπειρωθούν και να συμπεριφερθούν πράγματι σαν ηγεμονική τάξη, για όσο
χρειάζεται, εάν θεωρήσουν ότι αντιμετωπίζουν κοινό κίνδυνο. Αντίστροφα εμείς οι
εργάτες, ευρισκόμενοι πάντα στον πάτο, είμαστε σε θέση (εάν δεν έχουμε
μικροαστικοποιηθεί...) να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε τον (καπιταλιστικό)
κόσμο συνολικά, στην γενικότητά του. Και εξ’ αιτίας του συνδυασμού θέσης και
πανοπτικής - απ’ - τα - κάτω δυνατότητας, μπορούμε επίσης να συμπεριφερθούμε
σαν τάξη, συλλογικά, για πολύ καιρό.
Είτε οι εργάτες, είτε οι αστοί, λοιπόν, μπορούν να σχεδιάσουν σε μεγάλη κλίμακα - οι
μικροαστοί όχι. Ποτέ. Για την ακρίβεια οι μικροαστοί ένα μόνο “σχέδιο” είναι ικανοί
να συλλάβουν, επειδή ταιριάζει ταυτόχρονα στον ατομισμό τους και στον
προσανατολισμό στην “διαρκή άνοδο”: την άρθρωσή τους στο κράτος, ή σε
οποιονδήποτε μηχανισμό δύναμης και εξουσίας μπορεί να τους προσφέρει απολαβές·
στην γκάμα περιλαμβάνονται φυσικά και τα κυκλώματα του εγκλήματος. Ο
κυκλοθυμικός κρατισμός των μικροαστών δεν συνιστά “αντίφαση”. Είναι
οπορτουνιστικός, επειδή τέτοια είναι η “ελευθερία κινήσεων” που απαιτεί η
“ενδιάμεση” (και συχνά αβέβαιη) θέση τους μέσα στην πυραμίδα. Αλλά είναι και
σταθερός επειδή πάντα έλκονται απ’ την “μεγαλύτερη δύναμη”.
Αυτό το τελευταίο, η μικροαστική έλξη απ’ την “μεγαλύτερη δύναμη”, έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Διάφοροι επαγγελματίες συνήγοροι του μικροαστισμού επιδεικνύουν
(όταν τους δοθεί η ευκαιρία) την συμμετοχή διάφορων μικροαστών (είτε ατόμων είτε
και πλήθους) σε διάφορες κομμουνιστικές επαναστάσεις... Πράγματι, μια τέτοια
συμμετοχή είναι πιθανή, αλλά μόνο εάν και εφόσον ένα άλλο, διακριτό κοινωνικό
υποκείμενο (οι εργάτες δηλαδή) εκδηλώσει τον ανταγωνισμό και την δυναμή του για
καιρό!!! Μόνο, δηλαδή, όταν η βασική, τυπική αντιπαλότητα μεταξύ προλετάριων
και αστών, πολωνόταν ραγδαία, τότε και μόνον τότε το “μικροαστικό στρώμα”
σκιζόταν, με ένα του μέρος (μάλλον το μικρότερο) να αποδέχεται τον σχεδιασμό, την
μεθοδολογία, τους προσανατολισμούς και τους κινδύνους του μαχόμενου
προλεταριάτου· και ένα άλλο μέρος (μάλλον το μεγαλύτερο) να συσπειρώνεται με τ’
αφεντικά, σαν οι στρατιώτες τους, οι ρουφιάνοι τους, το “κρέας” τους.
Το γεγονός είναι λοιπόν ότι οι μικροαστοί “από μόνοι τους” (που σημαίνει: χωρίς την
γερή και εμπόλεμη εργατική τάξη να τους κόβει τα πόδια διαρκώς!) ένα πράγμα μόνο
μπορούν να κάνουν σε καιρούς σαν τους τωρινούς: να προχωρήσουν την
κυκλοθυμική συνάρθρωσή τους με το κράτος, το “μοναδικό σχέδιο” τους, ως τα όρια
του πράγματος. Να υπονομεύουν το τωρινό, “κακό” επίσημο κράτος με όποιον τρόπο
μπορούν· να λατρεύουν και να δένονται ακόμα περισσότερο με οποιονδήποτε
μηχανισμό εγγυήσεων, διασφαλίσεων ή ελπίδων του παρακράτους· και να
ονειρεύονται ένα “άλλο κράτος”, το οποίο ωστόσο είναι αδύνατο να περιγράψουν,
εκτός ίσως από δυο του χαρακτηριστικά: ότι θα αποπνέει δύναμη, και ότι δεν θα
τσακίσει τα συμφέροντα και τις προοπτικές τους.

Η εμφάνιση του φαινομένου των αγανακτισμένων ήταν το άνοιγμα, δημόσια, της


“βίβλου των μικροαστών”. Βρέθηκαν στο κέντρο της “κοινωνικής διαμαρτυρίας” με
τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα κίνητρα που ορίζει η κοινωνική τους θέση· και
έκαναν ακριβώς αυτά που θα περίμενε κανείς να κάνουν!!! Εκδήλωσαν την
“αγανάκτισή” τους απέναντι στο πολιτικό τμήμα του κράτους, ακριβώς επειδή αυτό
το πολιτικό προσωπικό είναι (στα μάτια τους) επι δεκαετίες ο “επίσημος φορέας” (ο
τόσος ελκυστικός και χρήσιμος φορέας!!!) της δύναμης - που - τους - λείπει.
Εκδήλωσαν ταυτόχρονα τη νοσταλγία τους για “τα παλιά” - τότε που οι σχέσεις τους
μ’ αυτούς τους “φορείς της δύναμης” ήταν συμμετρική, σχέση ανταλλαγής, σχέση
απόσπασης προσόδων. Έστησαν κρεμάλες, γιατί στον μικροαστικό ορίζοντα η
δύναμη και η εξουσία έχουν λαιμό. Μούτζωσαν και ξαναμούτζωσαν, έβρισαν και
ξαναέβρισαν το κοινοβούλιο, αφού σαν μικροαστοί είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι
εκεί - βρίσκεται - η - εξουσία (που λατρεύουν, και λατρεύουν να μισούν όταν δεν
τους ευνοεί). Κλαψούρισαν, φλυάρισαν, χάζεψαν, “κάνοντας κάτι” - οτιδήποτε.
Εκστασιασμένοι απ’ το πληθυντικό είδωλο του εαυτού τους πίστεψαν ότι “θα ρίξουν
την κυβέρνηση”, αδιαφορώντας για την συνέχεια, αφού κάποια άλλη θα βρισκόταν
(απ’ τους αστούς..; απ’ τις “μεγάλες δυνάμεις”..; απ’ τον θεό...;).
Όμως ενώ έκαναν αυτά που η κοινωνική τους θέση όριζε ότι “μπορούν να κάνουν”,
έκαναν και κάτι ακόμα που δεν το είχαν προ-βλέψει ο καθένας απ’ αυτούς χωριστά,
είναι όμως ένα είδος υποχρεωτικού αποτελέσματος της πανηγυρικής τους εμφάνισης.
Έσπρωξαν απ’ την σκηνή της δημοσιότητας (της δημόσια εκφρασμένης “οργής”) τα
τελευταία κουρέλια και αποκαΐδια μεσολάβησης του “κόσμου της εργασίας” (που
λένε και οι αριστεροί): τα γνωστά συνδικάτα. Το πρώτο καιρό μάλιστα αυτό το
σπρώξιμο είχε τον τόνο ανοικτής επιθετικότητας και χοντροκομμένης απώθησης. Συν
τω χρόνω άρχισαν να γίνονται κάποιες παραχωρήσεις· και στο “κλείσιμο” (το
διήμερο 28 / 29 Ιουνίου) υπήρξε ένα είδος συνύπαρξης: η συνδικαλιστική
γραφειοκρατία κήρυξε απεργία, οι αγανακτισμένοι την “γέμισαν” στο κέντρο της
πόλης.
Πρέπει να θεωρήσουμε τον λίγο-πολύ υποχρεωτικό συμβιβασμό του τέλους, μεταξύ
“αγανακτισμένων” και “συνδικάτων”, σαν ένα σημείο μακρόκρονης ισορροπίας; Όχι!
Μάλλον η αρχή, δηλαδή η επιθετικότητα, είναι πιο “χωνεμένη”. Τα συνδικάτα που
έχουν απομείνει τα τελευταία 2 χρόνια να σέρνουν και να σέρνονται σε διάφορες
ημερομηνίες σαν “έκφραση της οργής των μισθωτών” είναι εκείνα του “δημόσιου
τομέα”. Οι μικροαστοί που βρίσκονται έξω απ’ αυτόν έχουν να ξεστομίζουν
απεριόριστα μπινελίκια για τους δημόσιους υπαλλήλους· άλλη μια έκφραση της
κυκλοθυμικής σχέσης τους με το κράτος και τους επίσημους μηχανισμούς του. Οι
μικροαστοί που βρίσκονται μέσα στον δημόσιο τομέα, δεν ρίχνουν γενικά μπινελίκια·
μόνον κλαδικά. Ο κοινός τόπος ωστόσο υπάρχει: ούτε νόημα έχει, ούτε χρειάζεται,
ούτε αξίζει (και τελικά: ούτε επιτρέπεται) οτιδήποτε “θυμίζει” οργάνωση εργατική·
επιτρέπονται όλα τα υπόλοιπα, ανεκτά ή και επιθυμητά μικροαστικώ τω τρόπω.
Μην γίνει καμιά παρεξήγηση!! Δεν εννούμε ότι έγινε κάποιου είδους ουσιαστική
αντιπαράθεση ή αναμέτρηση μεταξύ μικροστισμού (αγανακτισμένοι) και εργατισμού
(συνδικάτα)!!! Η αντιπαράθεση ήταν συμβολική. Στην ουσία κι απ’ τις δύο μεριές το
ίδιο υποκείμενο βρισκόταν, ιδεολογικά και κοινωνικά· μόνο που ήταν σε δυο
διαφορετικές εκφάνσεις του. Η μία μασκαρεμένη, η άλλη ωμή και καθαρή. Και η
αντιπαράθεση, στην οποία θριαμβευτές βγήκαν οι αγανακτισμένοι (η ωμή και καθαρή
μορφή), δεν αφορούσε σύγκρουση κοινωνικών τάξεων, αλλά την αποβολή, απ’ το
ίδιο υποκείμενο (τους μικροαστούς) οποιασδήποτε έστω και έμμεσης αναφοράς σε
εργασία, σαν απαραίτητης προϋπόθεσης για “δράση” μέσα στην κρίση: δημόσια
συγκέντρωση, διαμαρτυρία, κλπ κλπ. Διότι αν θυμάστε (θυμάστε;) πριν τους
αγανακτισμένους, όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις “κατά των μέτρων” κλπ ήταν όλες
καλεσμένες στο φόντο μιας “γενικής απεργίας”.... Οι αγανακτισμένοι, σαν
μικροαστοί καθαρά και μόνο, πέταξαν κι αυτήν την τελευταία προϋπόθεση, το
τελευταίο πρόσχημα, το τελευταίο ιστορικό κατάλοιπο. Πριν απ’ αυτούς, για να
διαμαρτυρηθείς έπρεπε να απεργήσεις (ακόμα και σαν φοιτητής ή μαθητής ΔΕΝ θα
έπρεπε να κάνεις το συνηθισμένο ημερήσιο προγράμμά σου).... Μετά απ’ αυτούς κάτι
τέτοιο δεν χρειάζεται καθόλου κάτι τέτοιο· η “αγανάκτιση” εκφράζεται καλύτερα
στον “ελεύθερο χρόνο” - και τα σαββατοκύριακα. [1]
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι και στις θλιβερές παρελάσεις / διαδηλώσεις των “γενικών
απεργιών” δουλευόταν και ωρίμαζε η διαταξική ενότητα, αφού μπορούσε να δει
κανείς είτε οργανωμένα (με την μορφή ”μπλοκ” και πανό) είτε χύμα την ισχυρή
παρουσία “μικρο”αφεντικών, ελεύθερων επαγγελματιών, κλπ κλπ. Απ’ αυτήν την
άποψη η καθαρή μορφή του μικροαστισμού, οι αγανακτισμένοι, ήταν η
“ολοκληρώση” και το “καθάρισμα” της νόθας μορφής του, που ήταν οι διαδηλώσεις
των “γενικών απεργιών”. Ακόμα κι έτσι πάντως οι αγανακτισμένοι δημιούργησαν ένα
καινούργιο στάνταρ, με κριτήρια “μεγέθους πλήθους”, που με τη σειρά του είναι
κατευθείαν συνέπεια και αποτέλεσμα της καθαρής, χωρίς μασκαρέματα δημόσιας και
μαζικής καταδήλωσης του μικροαστισμού: ποιοί μπορούν να ξεπεράσουν σε όγκο τις
πρις τις διακοπές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα; Οτιδήποτε άλλο, λοιπόν, πέρα απ’
την επανεμφάνιση του μικροαστισμού, θα είναι μικρό και λίγο - συνεπώς χαμένο από
χέρι.

Άμεση δημοκρατία

Πολλά άλλα απ’ τα επιμέρους χαρακτηριστικά ή περιεχόμενα των αγανακτισμένων


φωτίζουν την ταξική λειτουργία του πράγματος. Αλλά σ’ εμάς έχει κολλήσει άσχημα
το παραμύθι περί “άμεσης δημοκρατίας”. Ήταν το ιδεολογικό δήθεν ξεκάρφωμα της
αριστεράς των μικροαστών, έναντι της ολοφάνερης και τελεσίδικης παράδοσής της
στην δεξιά τους. Υποτίθεται ότι η καούρα περί “άμεσης δημοκρατίας” διαχώριζε τους
“αριστερούς” αγανακτισμένους απ’ τους φασίστες... Κούνια που τους κούναγε!
Η φλυαρία περί “άμεσης δημοκρατίας” δείχνει έναν απ’ τους λόγους που οι
μικροαστοί και ο μικροαστισμός είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους εργάτες: είναι
παμφάγοι. Μπορούν, σε συνθήκες αβεβαιότητας, να φάνε οτιδήποτε - παρότι στο
τέλος το ίδιο πράγμα θα ξεράσουν. Η φαρσοκωμωδία έγκειται, μεταξύ όλων των
άλλων, στο ότι τα δόγματα των μικροαστών είναι το τα εν οίκω μη εν δήμω και το
απ’ έξω κούκλα, από μέσα πανούκλα. Το πρώτο αφορά τους εαυτούς τους, χωριστά
τον καθένα, το δεύτερο όλους τους υπόλοιπους. Ο μικροαστός δεν θέλει να ελέγχεται
από κανέναν και, έναντι αυτής της ασυλίας, δέχεται να μην ελέγχει κανέναν ανοικτά.
Η “άμεση δημοκρατία” λοιπόν, με μια διαγώνια κίνηση, εγκαταστάθηκε στο
φαντασιακό των “κάτω αγανακτισμένων” του Συντάγματος σαν “προβληματισμός σε
σχέση με την κεντρική εξουσία”, που υποτίθεται βρίσκεται στο μεγάλο κτίριο (πρώην
παλάτι) της ίδιας πλατείας. Το πρώτο που θα έκανε εντύπωση σ’ έναν απλά λογικό
άνθρωπο, θα ήταν η σχεδόν μαγική εξαφάνιση και επανεμφάνιση του “χώρου και του
χρόνου” αυτής της “άμεσης δημοκρατίας”. Δεν συνωμοτούσε κανείς για κάποια
“άμεση δημοκρατία” μέσα στα διαμερίσματα, στους δρόμους, στα μαγαζιά ή στις
δουλειές... Όχι. Η “άμεση δημοκρατία” ήταν εκεί, στον τελευταίο (από άποψη αξίας
τόπο): επί της πλατείας... Σαν πολιτική φαντασίωση - που μόνο μικροαστοί μπορούν
να έχουν χωρίς να ντρέπονται. Και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε εδώ το πόσοι
“ειδικοί” φρόντισαν να τους επιβεβαιώσουν αυτήν την πολιτική φαντασίωση, με
σοφά πορίσματα του είδους ότι “άμα μαζεύουμε τα άδεια μπουκάλια του νερού τότε
να η άμεση δημοκρατία!”
Η φυγή προς τον στοχασμό κάποιου παράδεισου την ώρα που (οι ενδιαφερόμενοι
λένε, πάντα με την γνωστή ελληνική δραματικότητα) παντού είναι η κόλαση, θα
μπορούσε να είναι ίσως μια δικαιολογημένη ψυχο-συναισθηματική αντίδραση σε
κατάσταση μεγάλης στεναχώριας. Αλλά για τους μικροαστούς πρόκειται απλά για
μπλόφα - και οι αγανακτισμένοι το ένοιωθαν ότι μπλοφάρουν, παριστάνοντας (γιατί
περί παράστασης επρόκειτο) ότι ΕΚΕΙ, απέναντι απ’ τους “προδότες πολιτικούς”,
αυτοί είχαν στήσει την προκαταβολή της οριστικής τους κατάργησης! Η μπλόφα είχε
καθημερινό timing. Η “άμεση δημοκρατία” άρχιζε τάδε ώρα, τέλειωνε τάδε ώρα·
ήταν τόσο πλούσια όσο ένα φοιτητικό αμφιθέατρο στη διάρκεια συνέλευσης· και
ήταν τόσο πρακτική όσο ένα καλό χέσιμο: μπορούσε ο καθένας να νοιώθει ότι
ξαλάφρωσε...
Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε εάν το θέμα δεν ήταν η “άμεση δημοκρατία” αλλά η
“αυτοοργάνωση”. Αλλά υπάρχει μια διαφορά μεγέθους εφαρμογής του ενός και του
άλλου. Η “αυτοοργάνωση” μπορεί να αφορά ακόμα και 5 ή 10 ανθρώπους. Συνεπώς
πρέπει να την διαπράξουν γρήγορα, να δείξουν τα όποια αποτελέσματά της...
Αντίθετα η “άμεση δημοκρατία” ήταν κάτι το καθολικό, κάτι που θα έπρεπε να
απλωθεί απ’ την Αλεξανδρούπολη ως την Γαύδο. Συνεπώς μπορούσε ο κάθε
αγανακτισμένος να είναι ευχαριστημένος που έθεσε το θέμα.
Τελικά φαίνεται ότι η αρχική ιδέα (“να ένα θέμα!!!”) ήρθε απ’ έξω. Απ’ την ισπανία,
και τους εκεί αγανακτισμένους. Αλλά το ισπανικό κράτος είναι οργανωμένο σε
κάπως αποκεντρωμένη, ομοσπονδιακή βάση· και η απαίτηση της πλήρους
αυτονόμησης είναι έντονη τόσο στην Καταλωνία όσο (ακόμα περισσότερο) στη
Βασκία. Εδώ, αντίστοιχα “ενδιάμεσα βήματα” (προς την “άμεση δημοκρατία”), είναι
όχι μόνο ταμπού, αλλά κάτι περισσότερο. Είναι ανάθεμα! Θα μπορούσε να φανταστεί
κανείς όλους αυτούς τους ευφάνταστους όψιμους και βιαστικούς εραστές της
“άμεσης δημοκρατίας” να αναγνωρίζουν, ακριβώς εντός των πλαισίων της, δικαίωμα
απόσχισης (απ’ την ελληνική επικράτεια) στο νομό Κομοτηνής ή στην Κρήτη; Λέμε
τώρα!... Άμεση - ξεάμεση η πολιτική φαντασίωση των αγανακτισμένων, κουβαλούσε
(και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, το είπαμε: η κοινωνική θέση και η ιδεολογία
τους μίλαγε, όχι η άρνησή τους!) την μικροαστική σφραγίδα της: κέντρο, κέντρο,
κέντρο - και έθνος / κράτος!

Kαι τί σημαίνουν όλα αυτά;

Ο απολογισμός του φαινομένου των αγανακτισμένων δεν είναι μεν πλούσιος, είναι
όμως σημαδιακός. Δεν δημιούργησαν μεν κάτι καινούργιο, αλλά το ότι επικύρωσαν,
σαν “πλήθος”, καταστάσεις και διεργασίες που ως τώρα έμεναν έξω απ’ αυτό που
λέγεται “κεντρική σκηνή” της δημοσιότητας, έχει σημασία. Και ενώ απ’ την άποψη
της αποτελεσματικότητας οι αγανακτισμένοι απέτυχαν παταγωδώς, σαν ένας
ενδιάμεσος κρίκος της ενάντια στους εργάτες διαχείρισης της κρίσης, πέτυχαν.
Βρίσκουμε χαρακτηριστικό απ’ αυτήν την άποψη τον τρόπο που το αρχικό “δεν
πληρώνω διόδια” εμφανίζεται τώρα σαν “δεν πληρώνω” σε άλλους τομείς, που έχουν
όμως έντονα τα ταξικά χαρακτηριστικά του μικροαστισμού. Η καταπληκτική (και
όπως συμβαίνει στα μέρη μας: αριστερή) ιδέα της μη πληρωμής των διοδίων
προσπάθησε να μετατρέψει σε “υποκείμενο αγώνα” την πιο ενοχοποιημένη στο
παρελθόν (από κινηματικές θέσεις) κοινωνική συμπεριφορά / φιγούρα. Τους
γιωταχήδες! Οι (κατά την γνώμη πολλών) τύραννοι των πόλεων και των δρόμων
τους, οι στην συντριπτική τους πλειοψηφία εκφραστές της αντικοινωνικότητας της
ατομικής ιδιοκτησίας, οι “από θέση” εχθροί οποιουδήποτε “δημόσιου” και
κοινωνικού συστήματος μετακίνησης και μεταφορών, έγιναν ξαφνικά “αγωνιστές”!
Σχεδόν “επαναστάτες”. Ενώ η αντιπαλότητα απέναντι στις εταιρείες εκμετάλλευσης
των δρόμων είναι κατά βάση σωστή, το κοινωνικό υποκείμενο στο οποίο δόθηκαν, με
πανηγύρια και πύρινες διακηρύξεις, τα κλειδιά αυτής της αντιπαλότητας ήταν (στη
γενικότητα του πράγματος) το πλέον προβληματικό, από πολλές και διαφορετικές
μεριές. Και φυσικά (σκόπιμα υποστηρίζουμε) οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των
ιδιοκτητών αυτοκινήτων, ισοπεδώθηκαν. “Δεν πληρώνω” ο κάτοχος ενός σαράβαλου
30 χρόνων (υπάρχουν ακόμα τέτοια), “δεν πληρώνω” και ο κάτοχος δύο, τριών ή
τεσσάρων ακριβών τελευταίων μοντέλων.
Εν πάσει περιπτώσει, για όσο καιρό το “δεν πληρώνω διόδια” ήταν χωρίς νομικές
συνέπειες, ο “αγώνας” είχε πλάκα, και οι “αγωνιστές” πολλαπλασιάζονταν. Μόλις
κατασκευάστηκαν αυτές οι συνέπειες, το πράγμα βούλιαξε. Με μερικές αυξήσεις
σταθμών και τιμών, οι εταιρείες άρχισαν να ρεφάρουν... Είπαμε: αγώνας... αλλά μην
το παραχέσουμε κιόλας!!!
Το καινούργιο, μαζικό, “δεν πληρώνω” αφορά τώρα τον “έκτακτο” φόρο ακίνητης
περιουσίας, που σε στυλ far west εμπνεύστηκε και προσπαθεί να εισπράξει αυτός ο
θίασος που λέγεται κυβέρνηση, παρακάμπτοντας του εφοριακούς... Ο φόρος αφορά
και τον ιδιοκτήτη ενός μονάχα δυαριού, που μπορεί να χρωστάει ακόμα τις μισές
δόσεις του στεγαστικού δανείου... αφορά και τους ιδιοκτήτες δύο, τριών, πέντε, δέκα,
ή πενήντα διαμερισμάτων, μαγαζιών, εξοχικών, κλπ κλπ, τύπους δηλαδή που έχουν
εκμεταλλευτεί επί μακρόν τα ακίνητά τους, έχουν συσσωρεύσει προσόδους, και τις
έχουν αποθηκεύσει σε ασφαλή μέρη. Με απλές σκέψεις μάλιστα μπορεί να υποθέσει
κανείς ότι εάν η πρώτη, πληβειακή, ή και εργατική φιγούρα, έχει πράγματι σοβαρό
πρόβλημα (: αδυναμία) πληρωμής, οι δεύτερες έχουν διαφορετικό “πρόβλημα”... Δεν
θέλουν.
Η στοιχειωδώς ορθόδοξη απάντηση σ’ αυτόν τον φόρο θα ήταν ένα “δεν πληρώνω”
αποκλειστικά και μόνο για την “πρώτη και κύρια κατοικία” [2] - ακόμα κι αν έτσι
έμενε ένα κάποιο παράθυρο για τους μεσοαστούς και αστούς να “δηλώσουν” σαν
τέτοια την πιο ακριβή απ’ τις ιδιοκτησίες τους, ή να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι
“έχουν γράψει” στα παιδιά τους ένα μέρος της περιουσίας τους. Θα πρόσθετε
μάλιστα κανείς, ότι εάν οι ιδιοκτήτες παραπάνω από ενός σπιτιού δεν θέλουν να
πληρώσουν τον φόρο για τις επιπλέον ιδιοκτησίες τους, όχι το ρεύμα θα έπρεπε να
τους κοπεί, αλλά θα έπρεπε να λεηλατηθεί στο σπίτι στο οποίο μένουν οι ίδιοι. Αλλά
όχι!!! Για τον ίδιο λόγο και σκοπό που ο μικροαστικοποιημένος εργάτης του ενός
δυαριού θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα δίπλα στο Σύνταγμα με τον “μικρο-μεσό” των
3 διαμερισμάτων και των 2 μαγαζιών, σαν αγανακτισμένοι και οι δύο, να μουτζώνει
το κοινοβούλιο (αντί ο πρώτος να δέρνει τον δεύτερο), για τον ίδιο ακριβώς λόγο και
σκοπό πρέπει να εμφανιστούν ισοδύναμοι και “όμοιοι”, με ίδια συμφέροντα, στο “δεν
πληρώνω τον φόρο ακίνητης περιουσίας”. Η συγκολλητική (και δηλητηριώδης) ουσία
υπήρχε πριν τους αγανακτισμένους, τονώθηκε μ’ αυτούς, και συνεχίζει απερίσπαστη
τη δουλειά της: δεν υπάρχουν αντίπαλες τάξεις· δεν υπάρχουν ταξικές αντιπαλότητες
σχεδόν στα πάντα· όχι! Υπάρχει “ένα πράγμα”, ο “λαός” (ο μικροαστός στο κέντρο
του), και “ένα συμφέρον”...
Η χαρά, ο ενθουσιασμός, που το σύνολο της ντόπιας αριστεράς, υπογράφει αυτήν την
λαθροχειρία, τον “ταξικό συμψηφισμό” σε ότι αφορά την ιδιοκτησία, την εθνική
ενότητα ξανά και ξανά, δεν κρύβεται. Το κ(ορ)κ(ον)ε είχε μείνει έξω απ’ τους
αγανακτισμένους· αλλά όπως συμβαίνει πάντα με την κεντρική του επιτροπή, αν
χάσει το πρώτο ή το δεύτερο τραίνο από αμηχανία ή δυσκολίες “εκτιμήσεων”, πηδάει
στο τρίτο. Δεν του είναι καθόλου ξένη ή εχθρική, άλλωστε, η γραμμή της “ενότητας
μισθωτών και “μικρο” - “μεσαιο” αφεντικών”, αφού την προωθεί με συνέπεια παντού
όπου μπορεί. Το τσίρκο του συ.ριζ.α απ’ την άλλη είναι γνωστών προσανατολισμών
και προδιαγραφών. Κάπου και κάποτε στα αραχνιασμένα “προγράμματά” τους,
μπορεί να τα έλεγαν διαφορετικά. Αλλά τι σημασία έχει πια; Καμία.

Το πρόβλημα το έχουμε εμείς. Οι εργάτες που είμαστε εχθροί των αφεντικών, ακόμα
κι αν “υποφέρουν”. Ανήκει και στα συμφέροντά μας και στα καθήκοντά μας το να
αντιμετωπίσουμε τον μικροαστισμό μέσα στις γραμμές εκείνων που ζουν πουλώντας
την εργατική δύναμή τους, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια τους είτε βρίσκεται στο
μυαλό και τις γνώσεις τους. Όχι από κάποια αφηρημένη ιδεολογική έχθρα ή
αισθητική αντιπάθεια, αλλά επειδή αυτή η “ιδεολογία της ‘μικρής’ ιδιοκτησίας”
(πολύ περισσότερο απ’ το πραγματικό γεγονός του αν κάποιος έχει ένα σπίτι ή ένα
αμάξι) είναι που διάλυσε την εργατική μαχητικότητα τα χρόνια της ευδαιμονίας. Κι
αυτή η ιδεολογία είναι τώρα που διαβρώνει και εξουδετερώνει “προληπτικά” την
ανασύνθεση αυτής της μαχητικότητας, παραδίδοντας τους πάντες (: εργάτες και
εργάτριες) δεμένους χειροπόδαρα στις ορέξεις των αφεντικών και του κράτους.
Οι μικροαστοί δεν μπορούν να “φανταστούν” οτιδήποτε πέρα από μορφές εξουσίας
αρκετά δυνατές ώστε να τους εξασφαλίζουν την πραγματική ή έστω την φαντασιακή
κινητικότητά - προς - τα - πάνω· στη χειρότερη περίπτωση να τους προστατεύουν
αυτά που ήδη κατέχουν. Υπό τις τωρινές συνθήκες ο μικροαστισμός είναι αυτό που
μπορεί να είναι: μια πολιτική πλατφόρμα ακινητοποίησης των εργατών σαν τέτοιων.
Σαν διακριτής τάξης, με τους δικούς της προσανατολισμούς και τις δικές της
απαιτήσεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Η εμφάνιση των “αγανακτισμένων φοιτητών” που θέλουν “ανοικτές σχολές”


(δηλαδή “όχι καταλήψεις” ή οτιδήποτε άλλο παρεμποδίζει την ομαλή
καθημερινότητα του πανεπιστημίου) αποδεικνύει την ορθότητα της παρατήρησής
μας. Φυσικά οι καταλήψεις και ο φοιτητικός συνδικαλισμός έχει εκφυλιστεί προ
πολλού, όπως και ο συνδικαλισμός των μισθωτών. Αλλά οι αγανακτισμένοι είναι το
δημόσιο ιστορικό ξεπέρασμα των περιττών πλέον φτιασιδιών και προσχημάτων του
υποτιθέμενα “αγωνιζόμενου μικροαστισμού”. Και, φυσικά, ύστερα από διάφορα πέρα
δώθε, αυτό το ξεπέρασμα γίνεται απ’ τα “δεξιά” (εάν μας επιτρέπεται να
χρησιμοποιήσουμε αυτή την τετριμένη έκφραση). Άσχετα που η αριστερά
καραγουστάρει. Τέτοια που είναι!

2 - Είναι προφανές ότι αυτό το “μέτρο” δεν απλώνεται κατά λάθος στους πάντες, με
το τετραγωνικό! Κατ’ αρχήν για λόγους τεχνικούς: η δεη δεν μπορεί να ξέρει ποιό
ακίνητο είναι τι, και δεν είναι καθόλου ο κατάλληλος μηχανσιμός για να κάνει αυτή
τη διάκριση. Επιπλέον, αν η πρώτη κατοικία έμενε απ’ έξω, τότε τα αναμενόμενα
έσοδα θα ήταν αισθητά μικρότερα. Κυρίως όμως η μη συγκέντρωσή τους θα εξέθετε
τους “μεσαίους”, για άλλη μια φορά, σαν φοροφυγάδες. Αντίθετα τώρα εμφανίζονται
σαν “αγωνιστές”!

Ο μικροαστός

Πέμπτη, 03 Νοέμβριος 2016 | Παναγιώτης Τζουνάκος |

Ο καταμερισμός των επαγγελμάτων και των εργασιών, η οικονομική κατάσταση, η


πολιτική ή κοινωνική θέση και το πνευματικό επίπεδο διαμορφώνουν χαρακτήρες και
κατατάσσουν τα άτομα σε ομάδες–κατηγορίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η
ταξινόμηση αυτή, συνειδητή επιλογή και επιδίωξη των κυρίαρχων δυνάμεων
αποσκοπεί στην αντιπαράθεση, την αντιπαλότητα, τη διχόνοια μεταξύ των
ανθρώπων. Το άτομο δέχεται σχεδόν ευχάριστα και με ικανοποίηση τη διάκριση αυτή
τοποθετώντας πάντοτε το εγώ του στα υψηλότερα επίπεδα της αξιολογικής στάθμης.
Η τάση αυτή αναδεικνύει και δημιουργεί αρρωστημένες μονάδες εγωισμού και
προσωπικής φιλαρέσκειας. Οι πορείες, σύμφυτες με τα νοσήματα, από παράλληλες
γίνονται αποκλίνουσες, ως και ασύμβατες. Στα αποτελέσματα έχουμε τις
περιορισμένες αντιλήψεις της πραγματικότητας, τις ατομιστικές κοινωνικές
εκφράσεις και συμπεριφορές, αλλά και τις άστατες και ασαφείς ιδεολογικές
περιπλανήσεις. Το σύνολο αυτό, εξωτερικό ομοίωμα του ανθρώπου, είναι γέννημα
της σύγχρονης τεχνοτροπίας της αστικής τάξης, ένα ανθρωπάκι επιμελώς πλασμένο,
με φροντίδα διακοσμημένο και διοχετευμένο στην κοινωνία των συνετών, των
πειθαρχημένων και των ευπειθών και ενταγμένο στην αγορά της εργασίας, της
παραγωγής και της κατανάλωσης.
Το μοντέλο αυτό της ανθρώπινης υπόστασης που έχει ανατραφεί και διαμορφωθεί
περνώντας μέσα από συγκεκριμένους σωλήνες της παιδείας και της ηθικής, της
προσαρμογής και της υπακοής είναι η προσομοίωση της εικόνας του καλού, του
σώφρονα, του αγαθού. Το αποκύημα αυτό της νεώτερης ανθρωπότητας, μέλος του
σωρού των υποτακτικών, άβουλο, άτονο και σκυφτό, ακέφαλο, άνευρο και δουλικό
οδηγείται στην αγέλη των εξαρτημένων, των ανύπαρκτων, των μηδενικών. Η πλήρης
αποδοχή της κατάστασης απερίσκεπτα και άκριτα έχει γίνει αποδεκτή σχεδόν
υπαρξιακή από την πλειονότητα της κοινωνίας. Έτσι, μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού παρότι χειραγωγούνται, καταπιέζονται και συνθλίβονται θεωρούν και
πιστεύουν ότι έτσι είναι, δε γίνεται διαφορετικά και ότι κάποιοι τα δημιούργησαν, τα
συντηρούν και τα επιβάλλουν και ότι εμείς δε μπορούμε, όσο και αν προσπαθήσουμε,
να τα αλλάξουμε.
Το νέα αυτά μορφώματα είναι η έκφανση και η κορύφωση της απόλυτης παράδοσης
και υποταγής. Η πνευματική κατάπτωση, η αποχαύνωση, η αποβλάκωση και ο
πολιτικός αφιονισμός έχουν κυριεύσει πλατιά τμήματα της κοινωνίας, τα οποία
συντρέχουν και συντελούν στην παθητικότητα και τον αποπροσανατολισμό της.
Δέσμια των αντιλήψεων και των επιλογών τους δέχονται τις δυνατές μπατσιές των
ισχυρών του πολυγώνου της διαπλοκής και αμίλητα και άκριτα γυρίζουν και το άλλο
μάγουλο. Με τη γλώσσα τεντωμένη, τη μύτη ματωμένη, το κεφάλι σκυμμένο και
θολό και το μυαλό νερουλιασμένο και διαλυμένο οδηγούνται ολοταχώς στην ξέρα,
στα βράχια. Τα συντρίμμια εξαφανίζονται στο απέραντο νεκροταφείο της
ανυπαρξίας, της ασημαντότητας και της μηδαμινότητας.
Οι εκπρόσωποι του μικροαστικού κόσμου, κατάλοιπα και απομεινάρια περασμένων
εποχών και συνειδήσεων, αντιστέκονται ακόμη απέναντι στον οδοστρωτήρα της
κατάρρευσης και της ισοπέδωσης. Επιμένουν στις άλλοτε εμφανίσεις, όπου τα αστικά
πρότυπα με την κάποια οικονομική επιφάνεια, αλλά κυρίως τη νοοτροπία,
κορδώνονταν για τη δήθεν διαφορετικότητα, την ιδιαιτερότητα, την ανωτερότητα.
Ακόμη και σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο σιδερωμένες εικόνες να λικνίζονται
στην πλατεία, να συμμετέχουν στις πομπές κοινωνικών και κοσμικών εκδηλώσεων,
να παρίστανται στις φιλολογικές συζητήσεις, να έχουν άποψη και γνώμη για όλα, να
χειροκροτούν στην παρέλαση ή στο στάδιο με μοντέρνα αθλητική περιβολή με
τροχαδάκι και αλματάκια ολοκληρώνοντας τη φιλαρέσκεια και εκπληρώνοντας την
ανάγκη για ατομική ικανοποίηση. Είναι αδύνατον να πιστέψουν ότι πρόκειται για
όργανα και φιγούρες στα χέρια των ισχυρών και για ετεροκίνητες ασπίδες
προστασίας του συστήματος όπου χρησιμοποιούνται για την απόκρουση ενδεχόμενων
αντιδράσεων και μετωπικών συγκρούσεων. Το κατάντημα αυτό πρέπει να γίνει
απόλυτα σαφές και κατανοητό σε όλο το βάθος και την έκταση, να εκτιμηθεί και να
αντιμετωπιστεί. Η ακριβής γνώση της κατάστασης και της θέσης θα επιφέρει
αυτεπίγνωση και ομαλή προσγείωση.
Ωστόσο, το παραδοσιακό αστικό περιβάλλον, άλλοτε σταθερή βάση στην αντίληψη
και τη νοοτροπία, βάλλεται συνεχώς με αποτέλεσμα τη διάρρηξη του καθιερωμένου
κλασικού και εθιμικού ιστού μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας. Η πνευματική και η
οικονομική ένδεια, αλλά και η συνεχόμενη εξάρτηση και παράδοση οδηγούν στην
ομηρία και στον κατήφορο χωρίς τέλος. Η ωμή, βάναυση και αποτρόπαιη
συμπεριφορά και το δυνατό λάκτισμα από τη μπότα των ισχυρών δεν αφήνουν
περιθώρια για σκέψεις και κρίσεις. Και αυτή ακόμη η ταυτότητα του μικροαστού
αφαιρείται αφού ο καταδιωγμός είναι σκληρός, συνεχής και ανελέητος. Οι διαμετρικά
αντίθετες ερμηνείες και νομολογίες, οι ενδεχόμενες σκοπιμότητες και μεροληπτικές
αποφάσεις, η σύμπλευση με τα οικονομικά αρπαχτικά και η παρεμβολή εμποδίων
στην ομαλή λειτουργία της πολιτείας, επιβάλλουν το ξερίζωμα της βουβής
σοβαροφάνειας των παγιδευμένων καθεστωτικών, αστικών, σχεδόν περιθωριακών,
μειονοτήτων. Μόνο ο αντίλογος και η αντίσταση των πολιτικοποιημένων και των
συνειδητοποιημένων θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τον ορυμαγδό των
κατευθυνόμενων ύπουλων και καταστροφικών αποφάσεων και ενεργειών. Η
συσπείρωση και η κατασκευή οχυρών άμυνας πρέπει να γίνουν τώρα. Οι καιροί δεν
περιμένουν
10 σημεία χαρακτήρα του νοικοκυραίου
Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή, οι άρχουσες ιδέες, δηλαδή η τάξη,
που είναι η άρχουσα υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι συνάμα και η άρχουσα
πνευματική δύναμη. Η τάξη, που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής,
διαθέτει για τούτο ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι της είναι
συνάμα υποταγμένη κατά μέσον όρο οι ιδέες όσων δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής
παραγωγής. Οι άρχουσες ιδέες απλώς και μόνο εκφράζουν ιδεατά τις κυρίαρχες υλικές
συνθήκες, τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες διατυπωμένες σε ιδέες- άρα τις συνθήκες, που
κατασταίνουν ακριβώς κυρίαρχη τη μία τάξη, άρα τις συνθήκες της κυριαρχίας της.

Κ. Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία

Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη.

Ο ναζισμός ήξερε πάντα να εκτιμά σωστά τη σημασία του μικροαστισμού. «Η μεσαία


τάξη έχει καίρια σημασία για την ύπαρξη του κράτους», έγραφε μια προκήρυξη των
γερμανών εθνικοσοσιαλιστών στις 8 Απριλίου του 1932. Και όντως, οι μικροαστοί
έχουν κοινωνική ισχύ δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την οικονομική τους δύναμη.
Σε αυτούς στηρίζεται η λειτουργία του κράτους. Είναι αυτοί που εξυμνούν το Κράτος
ως ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής και προστάτη. Βρίσκονται ανάμεσα σε δύο
συμπληγάδες που τους τρομάζουν εξίσου. Από τη μία το μεγάλο κεφάλαιο που
φθονούν και από την άλλη οι εξαθλιωμένοι, που μισούν, γιατί σ’ αυτούς βλέπουν τον
φόβο της κατάληξής τους. Ο ρόλος που παίζει για τη μεγάλη βιομηχανία ο
εθνικοσοσιαλισμός και το αντίθετο γεννούν μια σχέση πάθους. Κατ’ αναλογία και ο
μικροαστός υπακούει δουλικά σε ένα κράτος ολοκληρωτικό που του υπόσχεται την
επιβίωση και την ανέλιξη. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι μόνο η
ανικανότητά του να νιώσει αλληλεγγύη για τον πιο άτυχο απ’ αυτόν, που
χαρακτηρίζει τον μικροαστό, αλλά ούτε με τον όμοιό του δεν μπορεί, αφού η σχέση
τους είναι ανταγωνιστική.

Κάποιες φορές ένας εξειδικευμένος βιομηχανικός εργάτης αμoίβεται καλύτερα από


έναν μέσο υπάλληλο, ή η οικονομική του σταθερότητα είναι μεγαλύτερη από έναν
μικροεπιχειρηματία. Ωστόσο, ένας βιομηχανικός εργάτης που δεν έχει ειδική σχέση
με την εργοδοσία του, γνωρίζει ότι η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας θα του
εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες. Η νοοτροπία του μικροαστού υπαλληλίσκου ή
μικροεπιχειρηματία δεν τον αφήνουν να βιώσει την υλική ανάγκη να νοιαστεί για τον
διπλανό στη βάση της κοινής τους μοίρας. Αυτός έχει να ελπίζει σε μια προοπτική
ανέλιξης που του υπόσχεται το αφεντικό, το οποίο θέλει να ευχαριστεί. Ο μικροαστός
ταυτίζεται με την κρατική εξουσία, με την τιμή του έθνους, όπως ο δουλικός
υπάλληλος μίας επιχείρησης νοιάζεται για τα συμφέροντα του αφεντικού του
περισσότερο από των συναδέλφων του. Νοιώθει ανώτερος από έναν κοινό εργάτη,
τον οποίο μισεί, αφού σ’ αυτόν βλέπει ο, τι φοβάται πως θα γίνει. Ο μικροαστός
διαλέγει να μισεί τον εργάτη, τον εξαθλιωμένο, τον μετανάστη. Ταυτόχρονα, χαίρεται
όταν χάνουν τα προνόμιά τους άλλες ομάδες με τις οποίες βρίσκεται πάνω κάτω στην
ίδια οικονομική κατάσταση. Χαίρεται αν οι δάσκαλοι των παιδιών του πληρώνονται
με το βασικό μισθό, αν οι γιατροί δουλεύουν απλήρωτοι, αν απολυθούν οι μισοί
δημόσιοι υπάλληλοι, αν κλείσει το μαγαζί του διπλανού, όσο αυτός μένει απ’ έξω.
Όταν αγγίξει κανείς τα δικά του προνόμια, ο νοικοκυραίος θα αρχίσει την κλάψα.
Βλέπει το όνειρό του να γίνει σαν το αφεντικό του να καταρρέει κι όμως είναι
δύσκολο να το δεχτεί και να λάβει δράση εναντίον του. Αντίθετα, φταίνε οι πιο
εξαθλιωμένοι για την κατάστασή του, ή κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός που
επιτίθεται στο έθνος.

Είναι αυτή η δειλία του μικροαστού να δει την κατάσταση του καθαρά και να
συνειδητοποιήσει τον εφιαλτικό ρόλο που παίζει στην ιστορία, που τον κάνει να
προσκολλάται στο θέαμα των πραγμάτων και να εξοβελίζει την ουσία. Ο μικροαστός
καταλήγει σε μια χαρακτηροδομή, που περιγράφεται από τη λέξη νοικοκυραίος. Ο
νοικοκυραίος είναι αυτός που θέλει την ησυχία του και κοιτάει τη δουλίτσα του ενώ
βρίσκονται σε εξέλιξη σφαγές. Είναι ο μίζερος, κακόμοιρος και κουτοπόνηρος
χαφιές. Είναι αυτός που θρέφεται με τη διαπόμπευση τοξικοεξαρτημένων κοριτσιών
από τον Λοβέρδο, από τα συντηρητικά ανέκδοτα του Θέμου Αναστασιάδη όταν
συνοδεύονται από λίγο γυναικείο κρέας, από τις εκπομπές για τους τύπους της
εγκληματικότητας των μεταναστών της Τατιάνας Στεφανίδου και του συζύγου της.

10 σημεία χαρακτήρα του νοικοκυραίου:

1. Ο νοικοκυραίος πιστεύει ότι όλοι τον ζηλεύουν. Βλέπει τον εαυτό του στο κέντρο
συνομωσιών που θέλουν να τον βλάψουν επειδή είναι εκλεκτός. Είναι τυπικό για
κάποιον που φθονεί την ευτυχία των άλλων, είτε αυτή παίρνει τη μορφή οικονομικής
ευημερίας, είτε της κοινωνικής αποδοχής, είτε της προσωπικής ευτυχίας και δεν
μπορεί να το δεχτεί, να το αντιστρέφει πιστεύοντας ότι είναι όλοι οι άλλοι που τον
ζηλεύουν. Ο νοικοκυραίος θέλει να νοιώθει διαλεκτός, γι’ αυτό και είναι έτοιμος να
ακολουθήσει όποιον τον κολακέψει, είτε ως κυρίαρχο λαό, είτε ως διαλεχτό έθνος,
είτε ως στυλοβάτη της γλυκιάς πατρίδας.

2. Ο νοικοκυραίος φοβάται και τη σκιά του. Φοβάται τους ισχυρούς, φοβάται τους
ανίσχυρους μήπως τους μοιάσει, φοβάται την αλλαγή, φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό
του στον καθρέφτη. Και ως γνήσιος δειλός στρέφει την οργή του για αυτή την
κατάστασή του προς τον ανίσχυρο, το παιδί, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον μετανάστη.
Όταν ο Λοβέρδος δηλώνει πως τα κρούσματα ελονοσίας οφείλονται στους
λαθρομετανάστες, είναι ο νοικοκυραίος που θα αγνοήσει τη βασική ιατρική γνώση
αιώνων που λέει πως η ελονοσία δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και θα
τον πιστέψει. Όταν η γιαγιά του Μιχαλολιάκου θα δηλώσει στο Πρώτο Θέμα ότι την
παρενόχλησε Πακιστανός, ο νοικοκυραίος θα το πιστέψει και αυτό.

3. Ο νοικοκυραίος είναι υπέρμαχος της παραδοσιακής οικογένειας με τον πιο


υποκριτικό τρόπο. Αποζητά τον πατέρα αυστηρό προστάτη, φιγούρα που θα τον
τραβά σε όλη του τη ζωή σε ηγέτες και αφεντικά. Η μητέρα απαγορεύεται να είναι
και γυναίκα με ερωτικές επιθυμίες. Μπορεί να δουλεύει για να βοηθά την οικογένεια,
είναι όμως η μητρότητα που της δίνει την αξία στην οικογένεια και αυτή που
υποκαθιστά την ερωτική της ζωή. Ο στερημένος νοικοκυραίος εξυψώνει την
οικογενειακή ηθική και καταπιέζει τις κρυφές του επιθυμίες μέχρι αυτές να γίνουν
διαστροφές. Καταφεύγει στα κρυφά σε ο, τι καταδικάζει με μένος στα φανερά, είτε
αυτό είναι η πορνεία, η ομοφυλοφιλία, η πορνογραφία για τους λιγότερο τολμηρούς
κ.ο.κ, ενώ διψά γεμάτος ενοχές για λίγο μπούτι στις διαφημίσεις εσωρούχων ή για μια
τζούρα γυμνασμένους κοιλιακούς σε κάποια σαπουνόπερα.

4. Ο νοικοκυραίος φθονεί την ελευθερία και μισεί όσους αντιστέκονται, γιατί είναι
κάτι που δεν μπορεί να βιώσει. Ταυτίζεται με τα ΜΑΤ ενάντια στον μαθητή, στον
φοιτητή, στον εργάτη. Θέλει η βία να αποτελεί μονοπώλιο του κρατικού μηχανισμού,
με εξαίρεση τη φυσική βία που ασκεί αυτός στους πιο αδύναμους από αυτόν (και τη
βία που ασκεί στην αισθητική). Βρίζει την πόρνη και ταυτόχρονα την ποθεί.
Κοροϊδεύει ο, τι δεν καταλαβαίνει. Διατείνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, για
να καλύψει την ανικανότητά του για οτιδήποτε δημιουργικό.

5. Ο νοικοκυραίος έχει ψηλά στον κώδικα αξιών του τη δουλειά. Η δουλειά είναι
αυτή που μας κάνει ανθρώπους, θα πει. Είναι είτε η πειθαρχία αυτή που τον διεγείρει,
η προσκόλληση στη μηχανή και η επιθυμία του για επιβράβευση από το αφεντικό
του, είτε η εργασία των άλλων, όταν είναι σε θέση να ζει απ’ αυτή. Σε κάθε
περίπτωση αυτή η διαδικασία που τον μετατρέπει εθελόδουλα σε γρανάζι μηχανής,
του απομυζά σιγά σιγά κάθε σταγόνα ελεύθερης δημιουργικότητας που του έχει
απομείνει.

6. Ο νοικοκυραίος δεν επιθυμεί την τάξη και την ασφάλεια ως επιβεβλημένη


κατάσταση, παρά μόνο ως διαδικασία ενάντια στον συνάνθρωπο. Για παράδειγμα, το
μεταναστευτικό δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι μια
ευλογία από τη μία για τα αφεντικά που μπορούν να εκμεταλλεύονται κουφάρια
ανθρώπων και ύστερα να τα ξεφορτώνονται και από την άλλη για τον φασίστα που
έτσι μπορεί να εξασκήσει την ψυχανωμαλία του. Όταν βγάζει κηρύγματα για την τιμή
του έθνους, ο φασίστας δεν έχει να προτείνει τίποτα που δεν εμπλέκει την επίθεση σε
άλλα έθνη.

7. Η φασιστική μικροαστική τάξη είναι η ίδια η δημοκρατική, φιλελεύθερη τάξη,


αλλά σε διαφορετική ιστορική περίοδο του κεφαλαιοκρατισμού. Αυτό συμβαίνει
γιατί ο μικροαστός θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κανονικότητα που
ορίζεται από την εκάστοτε οικονομική κατάσταση της παραγωγής. Από το ΠΑΣΟΚ
του ‘81 μέχρι την σαμαρική ακροδεξιά και τη Χ.Α., ο νοικοκυραίος, εξαρτημένος από
την επίδειξη δύναμης, ακολουθεί όποιον ηγέτη τον κάνει να νοιώθει σημαντικός και
ασφαλής.

8. Η κουλτούρα του νοικοκυραίου είναι όσο πιο δυνατό κοντά στην κανονικότητα.
Ένας μέσος τύπος θα ακολουθήσει ο, τι σκουπίδι του πετάξει η βιομηχανία μαζικής
κουλτούρας και θα περάσει την ώρα του αναπαράγοντας ο, τι κλισέ απομνημονεύσει
από την τηλεόραση. Η κύρια αυτή αρχή εξειδικεύεται ανάλογα με την ηλικία και τον
κοινωνικό μικρόκοσμο. Ο νοικοκυραίος διψά για θέαμα, όπως ο βρικόλακας για αίμα.
Είναι εξαρτημένος στο κουτσομπολιό, στην κλειδαρότρυπα, για να νοιώσει καλύτερα
για τον εαυτό του. Η κοινώς αποδεκτή ως υψηλή τέχνη θα μπει μέσα στη μηχανή του
κιμά και θα βγει σε σφηνάκια ημιμάθειας, που εξυπηρετούν την ανάγκη του να
νοιώθει διαφορετικός. Οι ίδιες αρχές εξειδικεύονται και για τους λεγόμενους
«εναλλακτικούς» μικροαστούς.

9. Ο νοικοκυραίος απέχει παρασάγγας από τα πρότυπά του. Δεν είναι ούτε άριος και
υπεράνθρωπος, ούτε επιτυχημένος επιχειρηματίας, ούτε μορφωμένος, ούτε πλούσιος,
ούτε καν καλός χριστιανός ή τίμιος. Ο νοικοκυραίος μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό.

10. Ο φασίστας νοικοκυραίος δεν είναι εκτός του αστικού πολιτιστικού πλαισίου,
όπως λένε οι αστοί επικριτές του νεοφασισμού. Είναι ακριβώς η αποκορύφωση αυτού
του πολιτισμού. Είναι το αποτέλεσμα του πολιτισμού της εξατομίκευσης και
αντικειμενοποίησης του ανθρώπου, της αποθέωσης του κρατικού μηχανισμού ως
παντοδύναμου και αναγκαίου, της εξιδανίκευσης της εργαλειακής ορθολογικότητας,
του στυγνού αντικειμενισμού, της αναγωγής των πάντων σε αριθμούς, της
καταστροφής της φύσης ως αυτή να προοριζόταν για να υπηρετεί τον άνθρωπο, της
μίμησης της δύναμης της φύσης για τη δικαιολόγηση της καταστροφικής μανίας του
ανθρώπου, της δικαιολόγησης του σαδισμού προς χάριν της επιστημονικής
εγκυρότητας. Ο νοικοκυραίος λατρεύει τον τρόπο που ο Πρετεντέρης εξηγεί
ορθολογικά και με βάση αδιάσειστα οικονομικά στοιχεία, γιατί η απόλυση 2.000
δημοσίων υπαλλήλων είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη και τη μελλοντική
ευημερία.

Υπάρχει ελπίδα; Μέσα στον κοινωνικό κανιβαλισμό, όταν πλήττονται τα


συμφέροντα της μικροαστικής τάξης, αυτή έχει δύο επιλογές. Ή θα συνεχίσει
στον ατομικό αγώνα επιβίωσης, στην ξεφτίλα του χαφιέ και του δουλικού
υπηκόου που γυρεύει ένα ξεροκόματο, ή θα δει την κοινή μοίρα που της
επιφυλάσσει η εξίσωση με τα προλεταριακά στρώματα. Η δεύτερη επιλογή είναι
ευπρόσδεκτη, πάντα πίσω από τις σημαίες της εργατικής πλειοψηφίας, για την
κατάργηση της ιδιοκτησίας, της ετερόνομης εργασίας, την αυτοδιάθεση.

Όλοι έχουμε έναν μικροαστό μέσα μας, σε όλους κρύβεται ένας νοικοκυραίος που
αγωνιά για ένα σπιτάκι και μια δουλίτσα, που δεν πολυσκοτίζεται για το θάνατο που
βασιλεύει, αρκεί να διατηρήσει τη δική τη θλιβερή ζωούλα, μπροστά στην
τηλεόραση. Όλα μίζερα και υποκοριστικά. Αυτόν τον μικροαστό μπορείς να τον
μισήσεις και να τον αγνοήσεις ή ακόμα και να τον απωθήσεις, να φωνάξεις με οργή
ενάντια στους προσκυνημένους που θα’ ναι όλοι οι άλλοι εκτός από σένα, να
κοιτάξεις την προσωπική σου ελευθερία μέσα στην ψευδαίσθηση πως αγνοώντας τα,
τα δεσμά θα εξαφανισθούν και τελικά να τα νομιμοποιήσεις. Μπορείς και να τον
κοιτάξεις με συμπάθεια αυτόν τον μικροαστό, να τον αγαπήσεις και γι’ αυτό να τον
αλλάξεις μέσα στον αγώνα για ζωή και αξιοπρέπεια, να τον γκρεμίσεις σιγά σιγά μες
στον αγώνα για ελευθερία, για να μπει στη θέση του ο άνθρωπος απ’ την κοινωνία
που θέλεις να χτίσεις. Η επιλογή είναι εδώ.

Άννα Β. /https://2467kollontai.wordpress.com

Είν’ ωραίος, είν’ ωραίος


Πονηρός σαν αρουραίος
Με το μάτι του ν’ αστράφτει
Κι ότι βρει σιμά τ’ αδράχνει.

Πατριώτης και πιστός,


Καθωσπρέπει σαν αστός.
Με τη χούντα πήρε σπίτι
Και του-του με τη Νου Δού.

Ο Αντρέας με ρουσφέτι,
Τονε βγάζει στο κουρμπέτι.
Έμαθε τη ψήφο να πουλά
και να γλύφει αφεντικά.
Ο Σημίτης τον μπριζώνει
στο Παζάρι όλα τα χώνει.
Μπήκαμε και στο ευρώ,
Μύγας κώλο να μη βρώ.

Ήρθε κι η Ολυμπιάδα
Και εχέστηκ’ η φοράδα,
Τι αλώνι τι σαλόνι,
Η ξιπασιά να μεγαλώνει.

Πάνω απ’ όλα η πατρίς!


Να ‘μαστε καλά εμείς!
Η ρεμούλα να κυλά,
Να χοντραίνει η κοιλιά.

Να βοηθήσει ο Θεός
ν΄αυγατίσουμε το βιός.
Το πρωί στην εκκλησία
Και το βράδυ στα πορνεία,

Στα σκυλάδικα συχνάζει


Και χυδαία διασκεδάζει.
Είν’ αυτός και είν’ ωραίος!
Σοβαρός!...Νοικοκυραίος…

Τρέμει αυτή την «Ανομία»


Ψάχνει να βρει σωτηρία.
Κάλλιο τη χρεωκοπία ,
Παρά να χει Αναρχία

Τρέμει αυτή την «Ανομία»


Ζήτω η Αστυνομία!
Για όλα φταίν’ οι μετανάστες
Που μας πήραν τις δουλειές.

Θέλουνε κι αυτοί να ζήσουν,


Ρε δε πάνε να ψοφήσουν;
Την Αυγή τηνε Χρυσίζει
Τη καρδιά του τη βρωμίζει

Οι ναζί να ναι καλά


Να χοντραίνει τη κοιλιά.
Κι όταν δει πως τον βολεύει,
Πάλι πρόβλημα κανένα.

Και το ζόρι του θεού,


Έ!...γίνεται και Συριζαίος.
Ένας είναι ο εχθρός,
Ο άπλυτος αναρχικός,
που δε σκύβει το κεφάλι
να γενεί νοικοκυραίος,
καθωσπρέπει σα κι αυτόν….
Ο σωστός Νοικοκυραίος,
είναι ο κυρ Παντελής…
δουλικός και φρικαλέος....

Ο «νοικοκυραίος» κατά τον Μπαλζάκ, του Νίκου Σκοπλάκη


2014

Στην περίοδο της Παλινόρθωσης (2 Απριλίου 1814-27/29 Ιουλίου 1830) και της
«Μοναρχίας του Ιουλίου» (30 Ιουλίου 1830-24 Φεβρουαρίου 1848) η γαλλική αστική
τάξη συστηματοποιεί τη διάδραση με τα κατάλοιπα της αριστοκρατίας και
προσοικειώνεται πολλά από τα αντιδιαφωτιστικά τους ιδεολογήματα. Η ανάγκη για
σταθεροποίηση των κυρίαρχων τάξεων δίνει προτεραιότητα στη συγκρότηση μιας
μορφής κράτους, που θα μπορούσε να αποδειχτεί ανθεκτική απέναντι στις
επικίνδυνες κληρονομιές της Γαλλικής Επανάστασης και την επίδρασή τους στον
κοινωνικό πυθμένα.

Η εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων αναλογεί στην κεφαλαιοκρατική σχέση,


όπως συγκροτείται και αναπτύσσεται, μέσα από τις εργασιακές σχέσεις, την
παραγωγή και διάθεση του εμπορεύματος, αλλά και του χρηματικού κεφαλαίου, σε
«οικονομία-έθνος» («économie-nation»)[1]. Σε γενικές γραμμές, επιβάλλεται ως
ύψιστη ανάγκη αυτού του έθνους η μεγαλύτερη δυνατή οικονομική ασυδοσία για τον
μικρό και μεγάλο καπιταλιστή στο εσωτερικό και η μεγαλύτερη δυνατή προστασία
του μικρού και μεγάλου καπιταλιστή από το γαλλικό δημόσιο στη διεθνή αγορά. Ήδη
από το 1820, το πρόγραμμα μεγάλων έργων και υδάτινων δρόμων του Λουί Μπεκέ
(Louis Becquey) προσδιόριζε ότι το κράτος δεν έπρεπε να υποκαθιστά τους
επιχειρηματίες και γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να δοθεί η κατασκευαστική
δραστηριότητα σε ιδιωτικές εταιρείες με τη χορήγηση δημόσιων πόρων για να
αντεπεξέλθουν στο κόστος, όπως συνοψίζει ο Αμερικανός ιστορικός R.G.Geiger.

Στη σύζευξη του κοινωνικού αρχαϊσμού και της νεωτερικότητας που


αποκρυσταλλώνει την ταξική συμμαχία της Παλινόρθωσης και της «Μοναρχίας του
Ιουλίου», εμφανίζεται ο cumulard, θησαυριστής κεφαλαίου τόσο ως κρατικοδίαιτος
από την απόκτηση δημόσιου χρήματος και κοινωνικής επιρροής όσο και ως
επιχειρηματίας από την απεριόριστη εκμετάλλευση της εργασίας. Ο cumulard,
θησαυριστής και πολυθεσίτης, υπάρχει σε μικρή και μεγάλη κλίμακα και
αναδεικνύεται σε παράγοντα ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία των μηχανισμών
του κράτους και την ισχυροποίηση των ιδεολογικών λειτουργιών της «οικονομίας του
έθνους», του «νόμου και της τάξης» απέναντι στους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και
τις επικίνδυνες καταπιεζόμενες τάξεις.

Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ δημοσιεύει ήδη από το 1821 ένα καυστικό άρθρο ενάντια
στους cumulards μεγάλης κλίμακας με τον εύγλωττο τίτλο «Almanach des
cumulards». Σε αυτό καταγράφει με αλφαβητική σειρά επιφανείς παράγοντες με αυτή
την ιδιότητα, προσδιορίζοντάς τους με σαρκασμό ως «άντρες που κυριευμένοι από
τον έρωτα του δημοσίου οφέλους εκτελούν όλες τις εργασίες». Οι χρυσοπληρωμένες
κρατικές τους θέσεις στηρίζονται σε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του δημόσιου
χρήματος. Η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητά τους στηρίζεται στην χωρίς
όρια εκμετάλλευση της εργασίας των καταπιεζόμενων τάξεων. [2] Αρκετά χρόνια
αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1830, ο Μπαλζάκ καταπιάνεται με τους cumulards
μικρής κλίμακας, τους «νοικοκυραίους» της εποχής του, σε χρονογράφημα με τίτλο
«Le Petit Mercier» («Ο μικρέμπορος»), δημοσιευμένο στο έντυπο «La caricature». Σε
επεξεργασμένη μορφή, θα το εντάξει στη νουβέλα «Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια»
(«La Fille aux yeux d’or», 1834/1835) [3] σαν οργανικό τμήμα της ταξικής
χαρτογράφησης του Παρισιού, όπου ο καπιταλισμός υλοποιείται με τη φυσική
καταστολή και την ιδεολογία ως καθαρτήριο και εσωτερικεύεται ως κόλαση της
ατομικής ύπαρξης.

Ο «νοικοκυραίος» την εποχή του Μπαλζάκ έχει επενδύσει κεφάλαιο σε μια μικρή
επιχείρηση, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν και αμείβονται πρακτικά σαν σκλάβοι
στο έλεός του. Ταυτοχρόνως και συνήθως, έχει εξασφαλίσει μια κατώτερη, αλλά
στρατηγική για το συμφέρον του, θέση στον κρατικό μηχανισμό. Ενστερνίζεται και
διαδίδει με όλους τους τρόπους τις αρχές της «οικονομίας του έθνους» και των
έντυπων οργάνων της. Το «λαϊκό αίσθημά» του ιεροποιεί τον ηθικό πανικό απέναντι
σε κάθε έκφανση κοινωνικού ριζοσπαστισμού, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τη
σταθερότητα των ιδεολογικών μηχανισμών στο κοινωνικό πεδίο, αποσπώντας συχνά
και άμεσο υλικό όφελος. Ενδιαφέρεται για την τέχνη μόνο από την οπτική του
κέρδους ή της πολιτιστικής βιομηχανίας και του φανταστικού υποκατάστατου που
προσαρμόζει στην αυτοεπιτήρηση και τον συντηρητισμό. Η πολιτική του θέαση
παρακολουθεί κάθε αναδιάρθρωση ισχύος που αφενός διασφαλίζει την ιδιαίτερη θέση
του στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και αφετέρου υπόσχεται την εκπλήρωση
της φαντασίωσής του να εισδύσει κάποια στιγμή στη μεγάλη αστική τάξη
(προοικονομώντας, έτσι, το καθεστώς του Λουδοβίκου Βοναπάρτη). Στην ταξική
χαρτογράφηση του Μπαλζάκ προσδιορίζεται μάλλον ως ανερχόμενη υποδιαίρεση
των πολύμορφων μεσοστρωμάτων.

Ορισμένα αποσπάσματα από την περιγραφή του «νοικοκυραίου» στη νουβέλα «Το
κορίτσι με τα χρυσά μάτια» μπορούν να διαρθρωθούν σαν υλικό διαλεκτικής εικόνας,
με αφόρμηση τη δομή ενοτήτων που προτείνει ο Μισέλ Μπυτόρ για την ανατομία του
«νοικοκυραίου» [4]:

1) Γνωριμία με τον «νοικοκυραίο»: «[...] Και κατ’ αρχήν, υποδεχτείτε αυτόν τον
βασιλιά της παρισινής διακύμανσης, ο οποίος δάμασε τον χώρο και τον χρόνο. Ναι,
υποδεχτείτε τούτο το πλάσμα που είναι καμωμένο από νίτρο και φωταέριο, που δίνει
παιδιά στη Γαλλία κατά τις φιλόπονες νύχτες του και πολλαπλασιάζει στη διάρκεια
της ημέρας το άτομό του για την εξυπηρέτηση, τη δόξα και την ευχαρίστηση των
συμπολιτών του. Αυτός ο άνθρωπος επιλύει το πρόβλημα να επαρκεί συγχρόνως σε
μια αξιαγάπητη γυναίκα, στο νοικοκυριό του, στην εφημερίδα «Ο Συνταγματικός»
[5], στο γραφείο του, στην εθνοφρουρά [6], στην Όπερα, στον Θεό. Αλλά για να
μετασχηματίσει σε χρήματα την εφημερίδα «Ο Συνταγματικός», το γραφείο, την
Όπερα, την εθνοφρουρά, τη γυναίκα και τον Θεό. Ενολίγοις, υποδεχτείτε έναν
ανεπίληπτο θησαυριστή και πολυθεσίτη».

2) Ο «νοικοκυραίος» και «Ο Συνταγματικός»: «Είτε φυσάει είτε μπουμπουνίζει,


βρέξει-χιονίσει, αυτός είναι στον «Συνταγματικό» και περιμένει τη φόρτωση των
εφημερίδων, των οποίων τη διάθεση έχει αναλάβει με διαγωνισμό. Παραλαμβάνει με
απληστία αυτό το πολιτικό ψωμί, το υποδέχεται και το αναδέχεται».

3) Στο νοικοκυριό: «Στις εννέα, βρίσκεται στην αγκαλιά του νοικοκυριού του,
ξεφουρνίζει ένα καλαμπούρι στη γυναίκα του, της αποσπά ένα μεγάλο φιλί,
απολαμβάνει ένα φλιτζάνι καφέ ή μαλώνει τα παιδιά του».

4) Στο γραφείο: «Στις δέκα παρά τέταρτο, εμφανίζεται στο δημαρχείο. Εκεί,
καθισμένος σε μια πολυθρόνα, σαν παπαγάλος πάνω σε κούνια, με θέρμανση από την
πόλη του Παρισιού, εγγράφει τους θανάτους και τις γεννήσεις ενός ολόκληρου
διοικητικού διαμερίσματος, χωρίς δάκρυ ή χαμόγελο. Η ευτυχία, η δυστυχία της
γειτονιάς περνούν από το ράμφος της πέννας του, όπως το πνεύμα του
«Συνταγματικού» ταξίδευε πριν από λίγο πάνω στους ώμους του. Τίποτα δεν τον
βαραίνει! Πάντα πηγαίνει ευθεία μπροστά του, παίρνει πανέτοιμο τον πατριωτισμό
του από την εφημερίδα, δεν φέρνει αντίρρηση σε κανέναν, σκούζει ή χειροκροτεί με
όλο τον κόσμο και ζει σαν χελιδόνι».

5) Ως θρησκευόμενος: «Δυο βήματα από την ενορία του, μπορεί σε περίπτωση


σημαντικής τελετής να αφήσει τη θέση του σε κάποιον έκτακτο και να πάει για να
τραγουδήσει ένα ρέκβιεμ στο αναλόγιο της εκκλησίας, του οποίου αποτελεί τις
Κυριακές και τις γιορτές το πιο όμορφο κόσμημα, την πιο επιβλητική φωνή, καθώς
στραβώνει με αποφασιστικότητα το μεγάλο στόμα του βροντώντας ένα χαρμόσυνο
αμήν. Είναι ψάλτης».

6) Στο μαγαζί του: «Ελεύθερος από την επίσημη υπηρεσία του στις τέσσερις,
παρουσιάζεται για να σκορπίσει τη χαρά στο πιο διάσημο μαγαζί που υπάρχει στην
παλιά πόλη. Ευτυχισμένη είναι η γυναίκα του, δεν έχει χρόνο να είναι ζηλιάρης. Είναι
μάλλον άνθρωπος της δράσης παρά του συναισθήματος. Επίσης, μόλις φτάσει,
προκαλεί εκνευρισμό στις δεσποινίδες του ταμείου, που τα ζωηρά τους μάτια
προσελκύουν μάτσο τους πελάτες. Γεμίζει ικανοποίηση ανάμεσα στα στολίσματα και
τις εσάρπες, την ομορφοφτιαγμένη μουσελίνα από αυτές τις ικανές εργάτριες».

7) Στα θεάματα: «Στις έξι, κάθε δυο μέρες, είναι πιστός στο πόστο του. Ισόβιος
βαρύτονος των χορωδιών, βρίσκεται στην Όπερα, έτοιμος να γίνει στρατιώτης,
Άραβας, φυλακισμένος, άγριος, χωρικός, σκιά, οπλή καμήλας, λιοντάρι, διάβολος,
ιδιοφυία, λευκός ή μαύρος ευνούχος, πάντα εξασκημένος να προσφέρει χαρά, οδύνη,
οίκτο, κατάπληξη, να μπήζει απαράλλαχτες κραυγές, να το βουλώνει, να κυνηγάει, να
συμπλέκεται, να εκπροσωπεί τη Ρώμη ή την Αίγυπτο».

8) Η ιδιωτική του ζωή: «Αλλά πάντα ενδομύχως μικρέμπορος. Τα μεσάνυχτα


ξαναγίνεται καλός σύζυγος, άντρας, τρυφερός πατέρας, γλιστράει μέσα στο συζυγικό
κρεβάτι, με τη φαντασία ακόμα τεταμένη από τις απατηλές μορφές των νυμφών της
Όπερας κι έτσι κινεί τον εκτραχηλισμό του κόσμου και τις ηδυπαθείς στρογγυλάδες
από τη γάμπα της Ταλιόνι [7] προς όφελος του συζυγικού έρωτα. Τέλος, αν κοιμηθεί,
κοιμάται γρήγορα και βιάζει τον ύπνο του όπως έχει βιάσει τη ζωή του».

9) Ανακεφαλαίωση του «νοικοκυραίου»: «Δεν είναι η κίνηση καμωμένη άνθρωπος,


ο χώρος σαρκωμένος, ο Πρωτέας του πολιτισμού; Αυτός ο άνθρωπος συνοψίζει τα
πάντα: ιστορία, λογοτεχνία, πολιτική, διακυβέρνηση, θρησκεία, στρατιωτική τέχνη.
Δεν είναι ζωντανή εγκυκλοπαίδεια, γκροτέσκος άτλας σε αδιάλειπτη κίνηση στο
Παρίσι και που δεν αναπαύεται ποτέ; Όλα σ’ αυτόν είναι πόδια. Κανένα πρόσωπο δεν
μπορεί να διατηρηθεί ακέραιο μέσα σε τέτοιες δουλειές».

Σημειώσεις

1. Βλ. σχετικά τις μονογραφίες των P. Friedenson-A.Strauss, Le Capitalisme


Français, XIX-XXe siècle-blocages et dynamisme d’une croissance, εκδ. Fayard,
Παρίσι, 1987 και William Reddy, The Rise of Market Culture: the Textile Trade and
French Society, 1750-1900, εκδ. Cambridge University Press, Κέμπριτζ, 1987, με
έμφαση στη δύσκολη και αντιφατική ανάπτυξη ταξικής συνείδησης στην εργατική
τάξη της περιόδου.

2. Σχετικά με τις συνθήκες ζωής του προλεταριάτου στο Παρίσι και την αφήγησή
τους στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ αξίζει να διαβαστεί το εξαιρετικό
άρθρο της Nicole Mozet, Les prolétaires dans «La Fille aux yeux d’or », περιοδικό
L’Année Balzacienne, 1964, σελ. 91 κ.ε.

3. «Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια» εντάσσεται μαζί με τον «Φεραγκύς» («Ferragus»,


1833) και τη «Δούκισσα του Λανζέ» («La duchesse de Langeais», 1833/1834 και
1839) σε μια ιδιαίτερη ενότητα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», με τίτλο «Η ιστορία
των Δεκατριών» («Histoire des Treize»). «Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια» είχε
κυκλοφορήσει το 1994 σε ωραία μετάφραση της Ρένας Χατχούτ από τις εκδόσεις
«γράμματα», έκδοση που, δυστυχώς, δεν είναι πια διαθέσιμη. Σχετικά με το σκοτεινό
κοινωνικό αποτύπωμα στην πόλη του ανερχόμενου καπιταλισμού, όπως δίνεται στην
ενότητα «Η ιστορία των Δεκατριών», αλλά και τη σύνθεση του νουάρ και του
ρεαλισμού στην αφήγηση του φαινομένου από τον Μπαλζάκ, βλ. το άρθρο της
Chantal Bédoin-Massol, L’énigme de Ferragus : du roman noir au roman réaliste, στο
περιοδικό L’Année Balzacienne, 1967.

4. Βλ. Michel Butor, Paris à vol d’Archange-Improvisations sur Balzac II, Editions
de la Différence, Παρίσι, 2000, σελ. 27-30.

5. Le Constitutionnel, εφημερίδα που ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και
αποτέλεσε στην εξέλιξή της όργανο των συντηρητικών φιλελευθέρων και των
βοναπαρτικών.

6. Η εθνοφρουρά (Garde nationale) είχε καταργηθεί το 1827, αλλά αναδιοργανώθηκε


το 1830 σε τιμοκρατική βάση από τους κατέχοντες, με αποκλεισμό των λαϊκών
στρωμάτων. Λειτουργούσε σαν στρατός της «οικονομίας του έθνους» και θωράκιζε
την αποτελεσματικότητα της φυσικής καταστολής. Βλ. και στο βιβλίο του J.-H.
Donnard, Balzac. Les Réalités économiques et sociales dans la Comédie Humaine,
εκδ. Armand Colin, Παρίσι, 1961.

7. Ο Μπαλζάκ αναφέρεται εδώ στη διάσημη χορεύτρια της εποχής, Μαρία-Σοφία


Ταλιόνι (1804-1884).
Ο νοικοκυραίος χρυσαυγίτης
Ο Βαγγέλης Μακρής γράφει για τον χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας, τον
ευκατάστατο νοικοκυραίο που ούτε ντρέπεται ούτε μοιάζει μπερδεμένος για την
επιλογή του. Αντίθετα, μιλάει για εκδίκηση απέναντι στα ρουσφέτια και την αδικία
των οποίων μια ζωή αποτελούσε το πιο... λαμπρό παράδειγμα!

Όταν το κακό αποκτήσει πρόσωπο γίνεται ακόμα πιο τρομακτικό. Στην σφαίρα του
«αφηρημένου» Χρυσή Αυγή είναι οι επιθέσεις σε μετανάστες, τα ρατσιστικά
συνθήματα που εκτοξεύουν οι βουλευτές της και το τηλεοπτικό ξύλο. Τα
παρακολουθούμε, γράφουμε για αυτά, εξοργιζόμαστε αλλά μέχρι εκεί. Και ξαφνικά η
ζωή σου υπενθυμίζει: H Χρυσή Αυγή είναι οι νοικοκυραίοι που την έβαλαν στην
βουλή.

«Ο τάδε» μου είπε η μάνα μου «ψήφισε Χρυσή Αυγή» και έδειξε το διπλανό σπίτι με
ένα ύφος σαν να μου έλεγε ότι «ψήφισε τον Τσάκα» (σ.σ Νοσταλγείς και εσύ την
εποχή του Big Brother που «πλαστικά» λεφτά υπήρχαν και κάνανε Πρωτοχρονιά με
sms αντί για «Καλή Χρονιά» το απίθανο «Ο Τσάκας τα πήρε»;) Παραλίγο να πνιγώ.
Κοίταξα από το τζάμι το διώροφο με τον Αι Βασίλη που ετοιμαζόταν να κάνει
ανώμαλη προσγείωση στα λαμπάκια. Το γκαζόν στην μεγάλη αυλή.

Μου ήρθαν στο μυαλό οι βολεμένες κόρες του στον ίδιο οργανισμό όταν είχε πάρε-
δώσε με τον οργανισμό (σ.σ Ναι, με διαφανείς διαδικασίες μην το συζητάς), η μπάζα
που έκανε με το χρηματιστήριο, οι τρεις μεριές από όπου έτρωγε χρήμα την δεκαετία
του ενενήντα. Θυμήθηκα ότι δεν είμαι στο κέντρο της Αθήνας με τον κόσμο που
ψάχνει στα σκουπίδια αλλά σε ένα χωριό που μέχρι στιγμής δεν ψάχνουν στα
σκουπίδια. «Τους ψήφισε για να τους τιμωρήσει» με αποτελείωσε. Τιμωροί-
νοικοκυραίοι. Τιμωρούν δήθεν την δημοκρατία επειδή δεν πρόλαβαν να φάνε λίγο
ακόμα στο στρωμένο της τραπέζι.

Επειδή ίσως το διώροφο δεν έγινε τριώροφο. Επειδή δεν μπόρεσαν να βγάλουν όσα
θέλανε στο χρηματιστήριο ή χάσανε αυτά που είχανε. Επειδή το «βύσμα» πια δεν
λειτουργεί και το ένα παιδί έμεινε στην απέξω. Επειδή δυσκόλεψε λίγο το παιχνίδι
της φοροδιαφυγής. Αυτή η φάρα των νοικοκυραίων είναι για λύπηση ή για να σου
ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι.

Έχουν βγάλει και αυτή την γλώσσα τελευταία και μιλούν όλο για «μαθήματα και
παθήματα» που σε κάνει να τους αντιπαθείς ακόμα περισσότερο. Και δεν μοιάζουν
μπερδεμένοι ούτε ντρέπονται για την επιλογή τους. Την υπερασπίζονται κάθε φορά
που μιλούν για αυτή. Ούτε υπάρχει περίπτωση να μπουν στην διαδικασία να
σκεφτούν ότι ο νεοναζισμός μπορεί να χτυπήσει και την δική τους πόρτα. Βλέπεις,
είναι στην επαρχία. Ζωή είναι αυτό που δείχνει η τηλεόραση και όλα τα άσχημα
συμβαίνουν στην Αθήνα ή μακριά από το χωριό τους.
Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη στην Αθήνα, 1880-1925
συνέντευξη του Νίκου Ποταμιάνου - ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Για την έννοια της τάξης, τον μικροαστικό ταξικό πόλο στην Ελλάδα, την
πολιτισμική και πολιτική του έκφραση

«Οι Νοικοκυραίοι» του Νίκου Ποταμιάνου (δρ νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας
του Πανεπιστημίου Κρήτης), που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης είναι ένα από τα σημαντικά ιστορικά βιβλία των τελευταίων
χρόνων. Πρώτον, επειδή ο συγγραφέας μελετάει τη συγκρότηση, τους όρους
ύπαρξης, τις αλλαγές, τους πολιτικούς και πολιτισμικούς ορίζοντες μιας τάξης με
κομβική σημασία για την ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα: των μικροαστών.
Ταυτόχρονα, επειδή, κατά τη μελέτη επεξεργάζεται, σε διαρκή διάλογο με τη διεθνή
βιβλιογραφία και πηγές του, τα θεωρητικά του εργαλεία: την έννοια της τάξης,
πρωτίστως. Τέλος, επειδή μας δείχνει πώς μια καλή διδακτορική διατριβή μπορεί να
μετατραπεί σε ένα εξίσου καλό και ωραίο βιβλίο.

Στρ. Μπ.

Aρχίζω από τα ονόματα. Το βιβλίο επιγράφεται «Οι νοικοκυραίοι», ενώ


ταυτόχρονα επιλέγεις τον όρο «μικροαστοί» και όχι «μεσαία στρώματα/τάξεις».
Θα ήθελα να μας εξηγήσεις το γιατί αυτής της επιλογής, να μας μιλήσεις για
αυτούς τους τρεις όρους.

Ο όρος «μικροαστός» έχει συσσωρεύσει πολλές υποτιμητικές χρήσεις, ήδη από την
πρώτη εμφάνιση της έννοιας του petit bourgeois στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η
μίμηση των φερσιμάτων των αστών εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε παραφθορές, οι
οποίες γίνονταν αντικείμενο χλεύης. Στην αριστερή παράδοση ο μικροαστός
αποτέλεσε την αρνητική εικόνα ενός ιδεατού προλετάριου: με περιορισμένο ορίζοντα
ριζοσπαστισμού, που προκρίνει την ατομική κοινωνική άνοδο και όχι τη συλλογική
δράση κλπ. Η επικρατούσα σήμερα εκδοχή συνδέεται με έναν «πολιτισμικό
μοντερνισμό» στον οποίο ο μικροαστισμός έχει αναδειχθεί σε συνώνυμο του
κομφορμισμού, της συμβατικότητας και του συντηρητισμού στις συμπεριφορές και
την ηθική.

Παρ’ όλ’ αυτά, προτίμησα να κάνω λόγο για «παραδοσιακή» (και «νέα»)
«μικροαστική τάξη», ακολουθώντας τη σχετική διάκριση του Πουλαντζά, παρά για
«μεσαία τάξη». Η «μεσαία τάξη» έχει κι αυτή επενδυθεί με ποικίλα νοήματα, και
φέρει ισοδύναμο, αν όχι μεγαλύτερο, πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο: δείτε, για ένα
εγχώριο παράδειγμα, τον ορισμό της μεσαίας τάξης από τον Αρίστο Δοξιάδη (Το
αόρατο ρήγμα). Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ασάφεια: η έννοια της
μεσότητας δεν έχει συνδεθεί με την ίδια κοινωνική κατηγορία σε κάθε χώρα. Στην
Αγγλία, θυμίζω, middle class είναι η αστική τάξη, στη Γερμανία Mittelstandt είναι η
παραδοσιακή μικροαστική τάξη, ενώ στη Γαλλία και το Βέλγιο το σημαινόμενο των
«classes moyennes» υπήρξε αρκετά ευμετάβλητο.
Αναζητώντας τους όρους που χρησιμοποιούνταν στα 1900 για την περιγραφή των
κοινωνικών ιεραρχιών και ομάδων, διαπίστωσα ότι η «μεσαία τάξη» εμφανιζόταν
βασικά σε λόγια περιβάλλοντα λόγου. Φαίνεται ότι από το ρεπερτόριο της λαϊκής
κουλτούρας απουσίαζε η έννοια του «μεσαίου», και κυριαρχούσαν δίπολα όπως
κοσμάκης-μεγαλουσιάνοι, φτωχολογιά-αφεντάδες κλπ. Υπήρχε, ωστόσο, ένα
ιθαγενές λαϊκό αντίστοιχο της «μεσαίας τάξης», όσον αφορά τόσο τη βαθμίδα στην
κοινωνική κλίμακα με την οποία συνδεόταν όσο και ορισμένες από τις ιδιότητες που
της αποδίδονταν: οι «νοικοκυραίοι». Ετυμολογικά επρόκειτο για τους «επικεφαλής
του οίκου» άντρες ώριμης ηλικίας, ο όρος όμως απέκτησε τις συνδηλώσεις του
εύπορου με κάποιου περιουσία. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά του όρου «νοικοκυραίος»
ήταν αφενός η σύνδεση με την ιδιοκτησία, αφετέρου η ιδιότητα της
συντηρητικότητας που συναρτώνταν με την ιδιοκτησία με διάφορους τρόπους:
σύνεση, απέχθεια φιλήσυχων ανθρώπων για τις ταραχές και τις ανατροπές,
αντιλήψεις για την ηθική κλπ. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι «νοικοκυραίοι»
έπαψαν να αναφέρονται και στους αστούς, και συνδέθηκαν πιο ξεκάθαρα με
κοινωνικές βαθμίδες ταπεινότερες μεν αλλά καλοστεκούμενες — ενώ βέβαια
ενισχύθηκε η συσχέτιση με τη συντηρητικότητα.

Ποιες επαγγελματικές ή άλλες επιμέρους ομάδες απαρτίζουν τους έλληνες


μικροαστούς την περίοδο που μελετάς, 1880-1925;

Εστίασα στην «παραδοσιακή μικροαστική τάξη», δηλαδή στους «επαγγελματίες»


(μαγαζάτορες και βιοτέχνες). Σ’ αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε μεσαίες και
υψηλές βαθμίδες της μισθωτής διανοητικής εργασίας, ένα μέρος των ελευθέρων
επαγγελματιών (επιστημονικά επαγγέλματα), καθώς και τους μικροεισοδηματίες
ιδιοκτήτες ακινήτων κλπ.

Μελετάς λοιπόν τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Προσπάθησα να εξετάσω τους οικονομικούς όρους λειτουργίας των μικρών μονάδων


στο λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες και τη βιοτεχνία, όσο βέβαια το επιτρέπει η
έλλειψη σχετικών αρχείων. Σε γενικές γραμμές καταγράφεται υψηλή αστάθεια και το
ανοιγοκλείσιμο βραχύβιων μικροεπιχειρήσεων, με την τακτική μετακίνηση πολλών
ιδιοκτητών τους ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και την αυτοαπασχόληση.
Εμφανίζεται όμως και ένα στρώμα σταθερών καταστηματαρχών, ενώ δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή με πολύ πιο ασταθείς εργασιακές σχέσεις απ’ αυτές
που επικράτησαν στη συνέχεια του 20ού αιώνα: ήδη το να ανοίγεις μαγαζί είναι
χαρακτηριστικό σταθερότητας.

Βασικό χαρακτηριστικό της μικροεπιχείρησης ήταν η περιορισμένη προσφυγή στη


μισθωτή εργασία και η αξιοποίηση κατά το δυνατόν της (φτηνής και ελαστικής)
εργασίας των αρσενικών και θηλυκών μελών της οικογένειας. Οι δυνατότητες
συσσώρευσης κεφαλαίου ήταν μικρές, οι επαγγελματίες εξαρτιόνταν από τους
χονδρέμπορους και τους προμηθευτές, και δεν είχαν πρόσβαση σε τραπεζικό
δανεισμό. Παρ’ όλ’ αυτά δεν αποτελούσαν τον τελευταίο κρίκο της πιστωτικής
αλυσίδας: η πρακτική του βερεσέ, μ’ όλα τα προβλήματα που τους δημιουργούσε,
τους έδινε εξουσία στη λαϊκή γειτονιά.

Στην εισαγωγή μιλάς για «βεβαιότητες και παγιωμένες αντιλήψεις», που


συνδέουν μια σειρά δεινά (την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, το
υπερτροφικό κράτος-εργοδότη, τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ) με την κυριαρχία του
μικροαστισμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Κατά πόσον και πώς, μέσα
από τη μελέτη σου, κλονίζονται ή τροποποιούνται τέτοιες –ευρέως
διαδεδομένες– αντιλήψεις;

Η αλήθεια είναι ότι προτίμησα να μη διαλεχθώ άμεσα με αυτά τα μεγάλα σχήματα


(του Τσουκαλά, του Ελεφάντη κλπ.), αλλά να επικεντρωθώ στην κοινωνική ιστορία
μιας κοινωνικής κατηγορίας για την οποία πολύς λόγος έχει γίνει, αλλά στην
πραγματικότητα λίγα πράγματα ξέρουμε. Σαφώς υπάρχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα της
μικροϊδιοκτησίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αυτό δεν μπορεί να
αμφισβητηθεί. Καλούμαστε να την ερμηνεύσουμε, καθώς και να αξιοποιήσουμε αυτό
το δεδομένο για να ερμηνεύσουμε άλλα φαινόμενα. Δεν πρέπει όμως να της δίνουμε
μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ όσες έχει: μερικές φορές καταλήγουμε στην εικόνα ενός
γενικευμένου μικροαστισμού της ελληνικής κοινωνίας (με όλο το πολιτικό και ηθικό
φορτίο που περιέγραψα πριν), κι αυτό είναι λάθος.

Από κει και πέρα, πρέπει να εξετάσουμε κριτικά τα συγκεκριμένα ερμηνευτικά


σχήματα που έχουν διατυπωθεί: για παράδειγμα, η εμβέλεια των πελατειακών
σχέσεων ως ερμηνευτικού κλειδιού της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας είναι μικρή·
η διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας είναι φαινόμενο εντοπισμένο σε συγκεκριμένες
ιστορικές περιόδους, και όχι διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους . ο
λαϊκισμός δεν συνδέεται απαραίτητα με τον μικροαστισμό, ενώ η κυριαρχία του
ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 βασίστηκε σε κοινωνικές συμμαχίες των οποίων το
κύριο χαρακτηριστικό μπορεί να μην ήταν η αναβαθμισμένη παρουσία των
μικροαστών εντός του ηγεμονικού μπλοκ.

Έπειτα από αρκετό προβληματισμό και συζήτηση, τελικά, δεν αρνείσαι τον
χαρακτηρισμό της «τάξης» για τους μικροαστούς, αλλά ενσωματώνεις στον
ορισμό της τις εγγενείς αντιφάσεις συγκρότησής της, καθώς και την ανοιχτή
έκβαση της ακριβούς της θέσης ως προς τις σχέσεις εκμετάλλευσης.

Θεωρώ ότι η κοινωνική τάξη είναι μια έννοια όχι απλώς χρήσιμη αλλά και αναγκαία
για να σκεφτούμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Το βιβλίο μου αποτελεί, πιστεύω, και
ένα διάβημα για την επαναφορά της τάξης στην επιστημονική συζήτηση, αλλά και ως
κοινόχρηστο εργαλείο σ’ έναν πιο καθημερινό λόγο. Εφόσον όμως επιλέγει κανείς ως
βάση της ανάλυσής του τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση, υπάρχουν ορισμένες
εγγενείς δυσκολίες στο να προσδιορίσει την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Η θέση
της όσον αφορά τις σχέσεις εκμετάλλευσης αποτελεί βασικό κριτήριο — αλλά και
προβληματικό σημείο εφόσον δεν επιλεγεί η φόρμουλα της σύνδεσης των
μικροαστών με την «απλή εμπορευματική παραγωγή».

Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις στο πρόβλημα: ακολουθώ αυτήν που επιμένει στην
ύπαρξη των δύο πόλων του καπιταλισμού, κεφαλαίου και εργασίας, στο εσωτερικό
της μικροαστικής τάξης — με όλες τις αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται. Μ’ αυτή
την έννοια, η θέση των φορέων της συγκεκριμένης ταξικής θέσης σε σχέση με τις
σχέσεις εκμετάλλευσης δεν είναι πάγια και χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία
καταστάσεων: μπορεί να τείνει προς το κεφάλαιο, όσο αυξάνει η εκμετάλλευση της
μισθωτής εργασίας, ή να πολώνεται προς την εργασία, εφόσον υπερισχύει η διάσταση
της έμμεσης υπαγωγής της εργασίας του καταστηματάρχη στο μεγάλο κεφάλαιο
(κάποιοι μιλάνε και για «εκμετάλλευση»).
Αυτή η ποικιλία καταστάσεων καθιστά, προφανώς, πιο δύσκολη και αντιφατική τη
διαδικασία συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. Καθιστά, επίσης,
ακόμα πιο σημαντικό το επίπεδο της πολιτικής άρθρωσης για την κατεύθυνση που θα
έπαιρνε αυτή η συγκρότηση. Ποιοι θα πρωτοστατούσαν στη ταξική συγκρότηση και
σε ποια μέτωπα θα έδιναν έμφαση; Εδώ αναφέρομαι στον «ταξικό πόλο», αυτόν που
διεξάγει την «πάλη για την τάξη»: την πάλη, δηλαδή, για τη (διόλου δεδομένη)
συγκρότηση, τα όρια και τις ιεραρχίες στο εσωτερικό της.

Μιλάς, λοιπόν, για τον ελληνικό «μικροαστικό ταξικό πόλο» που συγκροτείται
και κερδίζει νίκες τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τι σημαίνει αυτό
και πώς έγινε;

Ως ταξικό πόλο ορίζω τον οργανωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα που
συγκροτεί και διακινεί μια ταυτότητα, διαμορφώνει και προπαγανδίζει αιτήματα,
διατυπώνει τα συλλογικά συμφέροντα που ορίζουν την τάξη και τα διατηρεί
αρθρωμένα, αγωνίζεται να προσελκύσει κομμάτια περιφερειακά και
αμφιταλαντευόμενα. Εννοείται ότι η δράση του δεν είναι πάντα επιτυχημένη, και η
ύπαρξή του δε συνεπάγεται ότι μια τάξη είναι σχηματισμένη. Μάλιστα, μπορούμε να
ορίσουμε τον ταξικό πόλο και ως αυτό που μένει πίσω όταν η τάξη αποδιαρθρώνεται,
και που διατηρεί ορισμένα κεκτημένα που θα συμβάλουν σε μια μελλοντική
ανασυγκρότησή της.

Μέχρι τη δεκαετία του 1910 οι επαγγελματοβιοτέχνες γίνονταν αντιληπτοί ως


κομμάτι του «εργατικού λαού» της Αθήνας και λειτουργούσαν ως επικεφαλής του. Η
αυτονόμηση των εργατών και η αλλαγή του πολιτικού και θεσμικού πλαισίου (το
οποίο ενσωμάτωσε στοιχεία μιας σύγχρονης ταξικής γλώσσας βασισμένης στην
αντίθεση κεφάλαιου-εργασίας) αποτέλεσαν ένα σοκ γι’ αυτούς. Τελικά, οι
καταστηματάρχες ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στην πρόκληση, με την ίδρυση της
ΓΣΕΒΕ και την εδραίωση της θέσης της τη δεκαετία του 1920. Στα σωματεία τους
παρατηρείται μια σοβαρή οργανωτική ζύμωση, πετυχαίνουν την ίδρυση ιδιαίτερων
επιμελητηρίων γι’ αυτούς και μια σειρά από μικρές νίκες όσον αφορά τους φόρους,
το ενοικιοστάσιο κλπ, ενώ παράγονται νέες εκδοχές της μικροαστικής ταυτότητας,
ακόμα και μια αφήγηση της νεοελληνικής ιστορίας στην οποία η «μέση αστική τάξις»
καταλαμβάνει κεντρική θέση.

Στο βιβλίο σου περιλαμβάνονται και κεφάλαια για τις Απόκριες, τα λαϊκά
αναγνώσματα της εποχής, τον Καραγκιόζη. Πώς εκφράζεται σε πολιτισμικό
επίπεδο ο πόλος αυτός για τον οποίο έκανες λόγο;

Προσπάθησα να μην περιοριστώ στον συνδικαλισμό και την άμεσα πολιτική δράση:
άλλωστε οι τάξεις δεν υπάρχουν σε ένα μόνο επίπεδο του κοινωνικού. Εξέτασα,
λοιπόν, αν υφίσταται ένα ιδιαίτερο μικροαστικό στίγμα στο πεδίο της κουλτούρας. Τα
ευρήματά μου εδώ σχετικοποίησαν την εικόνα της συγκροτημένης τάξης, αλλά δεν
την κατέρριψαν. Προτείνω ότι η εμφάνιση του νέου λαϊκού μυθιστορήματος και ο
εξευγενισμός του Καραγκιόζη εκείνα τα χρόνια στηρίχτηκαν από ένα μικροαστικό
κοινό — αν και με ενισχυμένο, εδώ, το βάρος των «μικροαστών της γνώσης» και όχι
«της αγοράς». Στον εορτασμό του καρναβαλιού, επίσης, εμφανίζονται ορισμένες
μορφές που συνδέονται ιδιαίτερα με τους μικροαστούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα,
εν ολίγοις, έχει αναδυθεί ό,τι εγγύτερο προς μια ειδικά μικροαστική κουλτούρα είχε
προκύψει μέχρι τότε. Παραμένει, βέβαια, ένα πολύ ασθενικό αντίστοιχο της τάσης
συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης στο οργανωτικό και πολιτικό
επίπεδο.

Και, τέλος, πώς εκφράζεται ο μικροαστικός ταξικός πόλος σε πολιτικό επίπεδο;


Αποτέλεσε «στήριγμα» του καθεστώτος;

Στον Διχασμό οι καταστηματάρχες στράφηκαν μαζικά προς τον αντιβενιζελισμό:


αυτό μπορεί να θεωρηθεί το ελληνικό αντίστοιχο της μετατόπισης προς τα δεξιά της
παραδοσιακής μικροαστικής τάξης σε όλη την Ευρώπη προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η στροφή προς τα δεξιά είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα και στην Ελλάδα,
μέσα από τη γοητεία που άσκησαν οι αντικοινοβουλευτικές προτάσεις στους
μικροαστούς, που γενικά ήταν καλά ενσωματωμένοι στο δημοκρατικό πολιτικό
σύστημα. Η συντηρητική στροφή, πάντως, δεν σήμαινε αυτόματα και ότι
λειτούργησαν ως στήριγμα του καθεστώτος· στον Μεσοπόλεμο υπήρξαν διάφορες
στιγμές μαχητικής κινητοποίησης των επαγγελματιών και σύμπλευσής τους με το
εργατικό κίνημα. Καθώς η κομμουνιστική απειλή δεν εμφανιζόταν τόσο ισχυρή όσο
αλλού, οι έλληνες μικροαστοί είχαν την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης από τους
αστούς.

You might also like