Professional Documents
Culture Documents
Για τους μικροαστούς έχουν μιλήσει σχεδόν όλοι όσοι θα μπορούσαν να πουν κάτι.
Οι θεωρητικοί του Μ/Λ, οι επαναστάτες, οι μεγάλοι του λόγου, κοινωνιολόγοι,
ψυχολόγοι ακόμη και Έλληνες πεζογράφοι έχουν ασχοληθεί μ’ αυτούς και το
κοινωνικό φαινόμενο που συνθέτουν. Οι μικροαστοί ζουν ανάμεσά μας. Ακριβέστερα
και λόγω της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής τους, οι ελάχιστοι «άλλοι» είναι
που νιώθουν να πνίγονται από την πολυπληθή παρουσία τους.
Ο μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Αυτή είναι η γενική αντίληψη και στάση του.
Ζήτω ο χαμαιλεοντισμός! Που στη φύση, είναι ένα εξελικτικό πλεονέκτημα. Στην
κοινωνική ζωή όμως, πρόκειται για τον μηχανισμό που παράγει ανθρωπάκια. Είναι
όμως ένα γενικό χαρακτηριστικό τους. Ντύνουν τα στερεότυπα με επαναστατικά
λογύδρια και βαπτίζουν τις συμβατικότητες μεγαλοθυμία, έναντι όσων θα…
βάλλονταν από την ενδεχόμενη αλλά φευ – ανύπαρκτη επαναστατικότητά τους.
Βιώνει συνεχώς την αντίφαση μεταξύ ενός ελάχιστου «Είναι» και της αναπλήρωσης
μέσω του γιγαντωμένου και ψευδούς «Φαίνεσθαι». Κι όσο συνειδητοποιεί το
ελάχιστο του «Είναι», τόσο πριμοδοτεί το κάλπικο «Φαίνεσθαι» και καθίσταται
συμπλεγματικός. Πνίγει ακόμη και τις φυσιολογικές ομορφιές της ζωής, με τις
νευρώσεις και τον τρόμο. Ο μικροαστός, στις σπάνιες περιπτώσεις που θα μιλήσει για
το σεξ στα παιδιά του, θα σταθεί στους κινδύνους κι όχι στην μοναδική ηδονή του.
Η δειλία του ανθρωπάκου, που λουφάζει όταν του πετσοκόβουν δικαιώματα αλλά
χαίρεται όταν αυτό συμβαίνει στους άλλους, μετατρέπεται σε φθόνο για όσους
τολμούν. Ο ανθρωπάκος απαιτεί κι απ’ τους άλλους να σέρνονται υποταγμένοι.
Ουδείς δικαιούται να διεκδικεί, να θυσιάζει και να θυσιάζεται για τις ιδέες του. Η
πάλη ενάντια στην κοινωνική πραγματικότητα είναι τουλάχιστον πολιτική
ανωριμότητα.
Άδειος από αξίες και ιδανικά, από ιδέες και στόχους, από ελπίδα, ανίκανος να
αντιληφθεί και να εμπνευστεί από τον συλλογικό αγώνα παραμένει η δεξαμενή του
συστήματος για την φασιστικοποίησή του. Είναι ο Ιταλός που τραγούδαγε αμέριμνα
τις άριες από τις όπερες του Τζιάκομο Πουτσίνι όταν αυτός εκλεγόταν βουλευτής του
φασιστικού κόμματος της χώρας του. Ο Γερμανός που παρακολουθούσε αδιάφορα το
κάψιμο των βιβλίων στο Βερολίνο το 1933, ο ίδιος που, απλώς, προστάτευε το δικό
του σπίτι από τις φλόγες της «Νύχτας των Κρυστάλλων», λίγο αργότερα, αυτός που
ένιωθε εθνικά υπερήφανος που ο γιος του βάδιζε ένοπλος προς τον αφανισμό των
Σλάβων.
Ο ίδιος που αργότερα έθαβε το παιδί του σκεπασμένο με μια σβάστικα, αλλά αυτά ο
μικροαστός δεν τα γνωρίζει, ενδεχομένως και να μην τα θυμάται. Είναι ο φουκαράς
που πάντα ελπίζει πως θα την σκαπουλάρει.
Σ’ αυτή την ταινία βλέπουμε μια παρέα αστών που συγκεντρώνεται στο σπίτι του
ζεύγους Nobile για να δειπνήσουν. Μετά το τέλος του δείπνου όμως, αντί ν’
αναχωρήσουν, όλοι βρίσκουν μια δικαιολογία, εγκαθίστανται και κοιμούνται στο
σαλόνι.
Το επόμενο πρωινό, μετά τον καφέ τους, διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βγούνε
από το δωμάτιο. Είναι εγκλωβισμένοι στο σαλόνι, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος,
κάποιο εμπόδιο. Απλά δεν μπορούν να φύγουν!
Μέρα με τη μέρα -και υπό την πίεση της πείνας και της δίψας- οι μάσκες της ηθικής
αρχίζουν να πέφτουν και οι παγιδευμένοι αστοί ξεπέφτουν σε ένα σχεδόν ζωώδες
επίπεδο.
Η πείνα και η δίψα τους βασανίζει, οι μάσκες έχουν πια πέσει, η μισαλλοδοξία
είναι μέρος της καθημερινότητας τους, αλλά δεν μπορούν να διασχίσουν το
κατώφλι…
Δύο από τα πιο τυπικά γνωρίσματα της ψυχοσύνθεσης του μικροαστού είναι ο
οικογενειακός εγκλωβισμός και το σύνδρομο του επιλοχία.
Για τον οικογενειακό εγκλωβισμό στην Ελλάδα δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Ένα
όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαγωγής αυτής της ιδιωτικής παθογένειας σε
κοινωνικό επίπεδο είναι η οικογενειοκρατία στην πολιτική ζωή.
Ο επιλοχίας είναι ένας μέσος υπαξιωματικός, που όσοι έχουν περάσει από τον στρατό
θα τον θυμούνται πολύ καλά.
Είναι ανώτερος από τον λοχία και τους φαντάρους και κατώτερους από όλους
τους άλλους.
Ο ρόλος του είναι μεσολαβητικός: Προσπαθεί να υποτάξει τους κατωτέρους του και
υποτάσσεται με απόλυτη ευπείθεια στους ανώτερους του.
Συνήθως είναι αυτός που φωνάζει, βρίζει, περιφρονεί και χλευάζει τον αδύναμο να
αντιδράσει φαντάρο, ενώ «στέκεται σούζα», όποτε βλέπει αξιωματικό.
Μιμείται το βάδισμα των αξιωματικών, τον τρόπο ομιλίας τους, το ντύσιμο τους.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει αξιωματικός κι αυτός –ή τουλάχιστον ένας αρχιλοχίας.
Έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο προς τα άνω και ονειρεύεται να γίνει μια μέρα
πασάς, όχι για κάποιο «ανώτερο σκοπό», όπως την αυτοβελτίωση ή για να προσφέρει
έργο στους συνανθρώπους του, αλλά μόνο για να «λαδώσει το εντεράκι του» και την
αυτοπεποίθηση του-όπως ο αρχετυπικός Χατζηαβάτης.
Την ίδια στιγμή μισεί, περιφρονεί και διώκει όλους όσοι είναι κατώτεροι από εκείνον.
Τον εργάτη που δεν έχει καν δικό του σπίτι ή αυτοκίνητο.
Δεν έχει επίγνωση της κοινωνικής του ταυτότητας (ή αλλιώς ταξική συνείδηση),
αφού διαρκώς αναλώνεται σε επιθέσεις ενάντια στους κατώτερους και τους όμοιους
του ή σε ονειροπολήσεις αιφνίδιας οικονομικής και κοινωνικής προαγωγής.
Έτσι ο επιλοχίας-μικροαστός συνεχίζει να δοξάζει τον ηγέτη του, όσο κι αν αυτός τον
καταδικάζει στην ένδεια.
Και μένει εγκλωβισμένος στα υπόγεια της ιστορίας, άβουλος και μοιραίος.
1 – Την ίδια ώρα που αρνείται ο μικροαστός την εξουσία, την ίδια ώρα τη θαυμάζει ή την
παρωδεί άγρια κι αλύπητα. Την αναθέτει πάντα σε άλλους ενώ αυτός αρκείται στο να την
δικαιολογεί ή να την αμφισβητεί. Δεν καθορίζει τις ιστορικές συνθήκες αφού λειτουργεί ως
ένα είδος μεσάζοντα μεταξύ της κυρίαρχης εκμεταλλεύτριας τάξης και του προλεταριάτου.
Ο μικροαστός διαθέτει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής διότι στερείται ταξικής
συνείδησης, προσαρμόζει την ιδεολογία του, τα προσόντα του και τις συνήθειές του στο
εκάστοτε σύστημα. Μαϊμουδίζει τις απόψεις όσων πλασάρονται ως αυθεντίες.
Αντιγράφει με κωμικό τρόπο αστικές συνήθειες. Ανάμεσα στην ελευθερία και την ησυχία
διαλέγει την ησυχία του.
2 – Ο μικροαστός βασανίζεται κάθε στιγμή απ’ το συναίσθημα ότι είναι περιττός.
Πιπιλίζει τη λέξη αυτοκριτική, αυτοσυνειδησία, αυτοαξιολόγηση. Αυτοαμφισβητείται
διαρκώς διατηρώντας και διευρύνοντας τα όρια του χώρου που καταλαμβάνει.
Ανήκει στην τάξη που θεωρείται παραδειγματική. Οικογένεια, θρησκεία, ασφάλεια.
Ανήκει στην τάξη που πατάει σε δήθεν αναλλοίωτες αρχές, παράγοντας σε μαζική
κλίμακα τους τρόπους της καθημερινής ζωής, καθιστώντας τους δεσμευτικούς ακόμη
και για την κατώτερη τάξη. Εδώ αναπτύσσεται και ο ιδιόμορφος ρατσισμός του.
Όποιος δεν διαθέτει προσαρμο-στικότητα στη δική του ηγεμονία της
καθημερινής κουλτούρας είναι ξένος και αποσυνάγωγος.
7 – Δεν διανοείται την αλληλεγγύη και την συλλογική δράση. Θεωρεί τον εαυτό του
διαφορετικό και ξεχωριστό και απολαμβάνει τον αυνανιστικό παροξυσμό των
εγχειριδίων τού «κάντο μόνος σου». Θεωρεί ατιμωτική την εξάρτηση απ’ τους
άλλους. Πιστεύει στις ατομικές λύσεις, έχοντας τη βαθιά μεταφυσική πεποίθηση, πως
αυτός θα τα καταφέρει μαζεύοντας βρούβες ή φυτεύοντας λάχανο μάπα στον
ακάλυπτο.
Mικροαστούλης
Ο μικροαστός, αυτός που ανήκει στα κατώτατα αστικά στρώματα. Μοναδική
επιθυμία του μικροαστού είναι να γίνει αστός.
Ο μικροαστούλης ψωνίζει σχολικά για το παιδί του (το οποίο είναι συνήθως μέτριας
σχολικής απόδοσης, αφού ζει σε μικροαστικό περιβάλλον, φτωχό σε γλωσσικά και
άλλου είδους ερεθίσματα)από τα Jumbo και παρουσιάζει μια ιδιαίτερη προτίμηση στα
τετράδια με μαλακό μπλε εξώφυλλο (ήταν της μοδός στη δεκαετία του '90) και στα
χοντρά στυλό με δέκα διαφορετικά ενσωματωμένα χρώματα.
Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η τάση του μικροαστούλη προς την Εκκλησία και
τις δραστηριότητες αυτής, χωρίς αυτό να προϋποθέτει πίστη ή οποιουδήποτε άλλου
είδους πνευματική δραστηριότητα, αλλά μάλλον χρησιμοποιείται ως μέσον
αποτρεπτικό προς τη γειτονιά και το κουτσομπολιό της (ο κίνδυνος να
χαρακτηριστείς άθεος -και κατ' επέκταση κομμουνιστής- ή, ακόμα χειρότερα,
σατανιστής σε ορισμένες κοινωνίες είναι έντονος).
Τέλος (με την αρχαιοελληνική σημασία του σκοπού) της ζωής, θεωρεί ο
μικροαστούλης το να βρει κανείς ένα καλό παιδάκι να παντρευτεί, να έχει το σπιτάκι
του, το αυτοκινητάκι του κ.τ.ό.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Mικροαστοί
Αν επιχειρήσουμε μία ανάγνωση της στάσης των πολιτών τούτες τις άγριες μέρες
παρατηρούμε πως κάποιοι έχουν μετεξελίξει τη δειλία τους σε φθόνο για τον άλλο.
Είναι το απαύγασμα της μικροαστικής αποξένωσης από το θάνατο και το
συνάνθρωπο… Η δειλία του ανθρωπάκου1 που κρύβεται όταν του κόβουν
δικαιώματα και χαίρεται να βλέπει να κόβονται και από τους απόκληρους… Γιατί οι
απόκληροι πρέπει να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τον ανθρωπάκο ώστε εκείνος
να μένει ευχαριστημένος με ό,τι έχει…
Δεν είναι μόνο η αποικείωση της Ύπαρξης του Άλλου… Αυτό το ξεπεράσαμε. Είναι
ο φθόνος που κάποιος τολμά όταν εμείς σερνόμαστε υποταγμένοι… Ο Άλλος, και
ειδικά ο απόκληρος, δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί δικαιώματα, ούτε να θυσιάζεται
για τις ιδέες του… Ούτε καν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη διεκδίκηση ακόμα
και σε κατοχυρωμένα δικαιώματα που συναντούν την άρνηση του Κράτους.
Ο ανθρωπάκος απαιτεί από τους άλλους υπακοή και δειλία σαν εκείνη που αυτός
επέλεξε για τον εαυτό του. Ο ανθρωπάκος ειρωνεύεται κάθε αντίσταση, αρνείται την
αξία του Άλλου σε δικαιώματα, απαξιώνει τη διαφορετική αντίληψη, εξορίζει σε
υπάθρωπη ιδιότητα όπως επιλέγει διαφορετική στάση.
Δεν είναι απλά συντηρητικός. Είναι το είδος της φίλαυτης αδιαφορίας συντηρητισμού
που αποφεύγει εκούσια να δει την αλήθεια, να αναζητήσει στον αγώνα του άλλου
έναν δρόμο διαφυγής. Τρέμει στην ιδέα να αλλάξει κάτι από εκείνα που έχει
σταθμισμένα στο μυαλό του. Τα αισθάνεται σαν ανισορροπία. Κρύβει πίσω από τον
αγώνα των άλλων την ευκαιρία να αρπάξει τους καρπούς της νίκης, αλλά όσο εκείνοι
αγωνίζονται τους λοιδορεί.
Φορτώνει τις δικές του αδυναμίες, τη δική του ηττοπάθεια στον Άλλο, στο παιδί,
στον αρνητή… Όσα δεν άλλαξε σε τόσα χρόνια, και ταυτιζόμενος με το βασανιστή
του, τα χρεώνει σε σταθερότητα και ισορροπία.
Εκφασισμός
01/07/2014
Με άλλα λόγια: η απλοϊκή ρητορική της βίας που χρησιμοποιεί ο φασισμός είναι το
γιατρικό που επιδρά στην τραυματισμένη αυτοσυνείδηση του μικροαστού και η μόνη
εύκολη γλώσσα με την οποία μπορεί να κατανοήσει τον εαυτό του εντός του
κατακερματισμένου, ξένου κι εχθρικού (όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται) πεδίου της
κρίσης, χωρίς να χρειαστεί να κινητοποιήσει επιπλέον νοητικές δυνάμεις (τις οποίες
είτε δε διαθέτει, είτε δεν έχει μάθει να χρησιμοποιεί, έπειτα από μια μακρά πορεία
εμβάπτισής του στη αισθητική της αλλοτρίωσης, του ατομισμού και της
συμμόρφωσης με τα ιδεώδη του καπιταλισμού των τελευταίων ετών).
2017
“Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός απ’ το πάρα πολύ μεγάλο που τον
γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ
για μικροαστούς. Όχι για αστούς ούτε για προλετάριους. Οι αστοί και οι προλετάριοι
βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν
κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την
απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα. Άλλωστε, οι στολές, οι
παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το
προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει
την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες
δικτάτορες. Και τα πλήθη να ουρλιάζουν ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας! Ο χάλιας
μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον
προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομουνιστές που
απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην ‘ανώτερη τάξη’”.
Χρόνια τώρα έψαχνα να βρω μια τόσο εύστοχη απεικόνιση ενός οπαδού του
φασισμού. Συνήθως χανόμαστε μέσα στις προκλητικές δηλώσεις και τις φανφάρες
του ίδιου του φασίστα και ξεχνάμε ποίος τον κάνει να φαίνεται ισχυρός.
Ο μικροαστός δεν είναι μικρός μόνο ως προς την έκφανση της “αστικότητάς” του.
Αλλά και ως προς τον τρόπο που ορίζει την πνευματικότητά του.
Επρόκειτο για έναν μεσήλικο βοσκό, ο οποίος τύχαινε να αναπολεί την περίοδο της
χούντας και να την παρουσιάζει ως την πιο επιτυχημένη περίοδο της ελληνικής
ιστορίας.
Το στυλ του ήταν αυταρχικό και ευθύ. Ο τρόπος με τον οποίο ανέλυε την
πραγματικότητα επιφανειακός και γεμάτος γενικότητες. Ήταν θερμός θαυμαστής
εντυπωσιακών θεαμάτων και πίστευε στην τάξη και στη δήθεν ηθική. Ένας άνθρωπος
πεζός και χωρίς ανεπτυγμένη προσωπικότητα. Ένας πραγματικός μικροαστός.
Όταν έχεις επενδύσει στην καλλιέργεια του πνεύματος και της προσωπικότητας σου,
συμβαίνουν συνήθως τρία πράγματα:
Παράλληλα, ο μικροαστός είναι στην ουσία η νέμεσις του προλετάριου, καθώς την
ώρα που ο προλετάριος προσπαθεί να αντισταθεί στην καπιταλιστική μηχανή, ο
μικροαστός θα την υποστηρίξει σφόδρα.
Η επανάσταση δεν είναι συμβατή με τον μικροαστό γιατί ο μικροαστός κατά βάθος
νιώθει ανίσχυρος και δειλός.
Το σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει και αν δαγκώσει, τότε μόνο τους αδύναμους.
Ο μόνος τρόπος να τον αντιμετωπίσεις είναι με ευθεία σύγκρουση. Στο σημείο που
είναι αδύναμος. Εκεί που νιώθει ότι η ελευθερία του είναι πιο σημαντική από τη δική
σου.
Γιατί η πιο σημαντική αρετή του ανθρώπου είναι η ικανότητά του να αντιστέκεται σε
οτιδήποτε ακυρώνει την ελευθερία του.
Τρόπος ζωής δεν είναι μόνο το ροκενρόλ, αλλά και ο… μικροαστός! Έτσι χαρακτηρίζεται
κανείς ανάλογα με την οικονομική τάξη που ανήκει, αλλά και τις συνήθειές του, ένας όρος
που ωστόσο τείνει να εκλείψει…
«Δεκατεσσάρων έφυγε απ’ το χωριό του ο Γιώργος/ δυο γραμματάκια έμαθε στην πολιτεία
ο Γιώργος/ κλητήρας διορίστηκε σε υπουργείο ο Γιώργος/ γυαλιστερά κουμπιά φορεί/
γυαλοκοπάει ο Γιώργος/ είναι σκληρός σαν κέρβερος στο υπουργείο ο Γιώργος/
γραφειοκράτης τέλειος και του κοσμάκη ο τρόμος…».
Από τα «Μικροαστικά» του Γιάννη Νεγρεπόντη, σε μουσική και τραγούδι του Λουκιανού
Κηλαηδόνη, παιγμένα στο πιάνο από τον ίδιο το 1973, πριν αυτονομηθεί καλλιτεχνικά και
τραγουδήσει ο ίδιος τους στίχους του. Τα «Μικροαστικά» έφεραν μια νέα αντίληψη του
κόσμου, επί τέλους, ελληνική. Η πρωινή γυμναστική, ο συνάδελφος, ο γάμος, το ξερίζωμα,
η εξοχή, ο κολίγας, ένα πάρτι του ’50 με… σοκολατάκια, η Μάρω μια παλιά συμμαθήτρια
από το δημοτικό… Ο μικροαστός και πάλι απέναντι στην κάλπη, αλλά για την ώρα πάει
διακοπές…
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης είχε αναφέρει για την πολύ πετυχημένη συνεργασία του με το
Γιάννη Νεγρεπόντη:
«Τα Μικροαστικά είναι μια δουλειά που αγαπώ ιδιαίτερα. Μικροαστός είναι πάντα ο άλλος,
όπως έλεγε ο Γιάννης Νεγρεπόντης. Κανείς δεν παραδέχεται ότι είναι μικροαστός. Είναι σαν
βρισιά. Όπως ο κουλτουριάρης λέει τον άλλο κουλτουριάρη. Ο μικροαστός αποφεύγει τα
άκρα. Ούτε πολύ δεξιά ούτε πολύ αριστερά. Μακριά από την πόλη σε μια συνοικία έχω δικά
μου τρία δωμάτια, χωλ και κουζίνα, καλά όλα κι άγια, ησυχία, τάξη κι ασφάλεια… Αυτό το
τρίπτυχο θύμιζε χούντα, γιατί υπήρχε τότε το Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών. Όπου ακούς περί
τάξης είναι ένας υποβόσκων φασισμός. Ανήκω πάντα στο χώρο της αριστεράς, με την
πλατιά έννοια του όρου. Τάξη θέλουν να βάλουν οι φασίστες και να διώξουν τους
αλλοδαπούς και να είναι όλα καθαρά και τετράγωνα. Ο μικροαστός είναι ανασφαλές άτομο,
κοιτά να επιβιώσει, το σπιτάκι του, την οικογένειά του. Πολύς κόσμος θέλει την ησυχία του.
Ο μικροαστός δεν είναι ούτε για μεγάλους έρωτες, ούτε γίνεται αρχηγός, είναι οπαδός.
Μπορεί πολιτικά να είναι του κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά δεν διαφέρει από τον
άλλο που είναι του άλλου κόμματος. Τα παιδιά βρίζουν μικροαστό τον πατέρα τους και
πάνε στα χνάρια του, είναι ζήτημα χρόνου να γίνουν κι αυτοί μικροαστοί. Όλα αυτά
κατέγραψε στα εξαιρετικά κείμενά του ο Νεγρεπόντης σε μια απολαυστική συνεργασία μας
στα Μικροαστικά, μια δουλειά σημείο αναφοράς στην πορεία μου. Το ανέβασα τρεις φορές.
Η πρώτη το ’75 με το Μικρό Θέατρο της Κανδρεβιώτη στην Κυψέλη, η δεύτερη το ’89 με το
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, πάλι με τη Χαρά και η τρίτη δική μου άποψη για το πώς
θα μπορούν να παρουσιαστούν τα Μικροαστικά το ’99 στο Μεταξουργείο. Ανέτρεξα τότε
στο αρχείο του Νεγρεπόντη που διατηρεί ο αδερφός του, βρήκα κι άλλα κείμενα και έκανα
μια δική μου δομή στην όλη ιστορία, επίσης σκηνοθέτησα την παράσταση που είναι μισή
πρόζα, μισή μουσική. Ο Νεγρεπόντης κατέγραψε εικόνες ζωής με γελοίες καταστάσεις που
ζούσε και ο ίδιος και ήταν ένα κομμάτι, όπως όλοι, αυτού του κόσμου. Μπορούσε άνετα να
το παραδέχεται ότι είναι μικροαστός και να περιγράφει το χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν.
Ο Κώστας Καρυωτάκης όταν ήταν δημόσιος υπάλληλος που τον μετέθεσαν στην Πρέβεζα
και αυτοκτόνησε, ταξικά ήταν μικροαστός, όχι όμως σαν νοοτροπία. Ο Νίκος Σκαλκώτας
ήταν βιολί στην Κρατική Ορχήστρα… Πολλοί καλλιτέχνες ανήκουν σε αυτή την τάξη, όχι με
την έννοια της νοοτροπίας του φοβισμένου και του θεοφοβούμενου. Εγώ πάντως μεγάλωσα
σε μεσοαστικό περιβάλλον…».
Περιοδικό Sarajevo
“Η μεσαία τάξη δεν μπορεί να περιμένει απ’ αυτό το σύστημα τίποτε άλλο εκτός από
την ανελέητη εξουθένωσή της. Το ζήτημα λοιπόν είναι: αν θα καταντήσουν όλοι μια
σταχτιά και θλιβερή προλεταριακή μάζα, ή αν το σθένος και η επιμέλεια θα δώσουν
πάλι στ’ άτομα τη δυνατότητα ν’ αποχτήσουν με την πολύμοχθη εργασία μιας
ολόκληρης ζωής κάτι δικό τους. Μικροαστός ή προλετάριος;! Αυτό είναι το ζήτημα!”
Ο μικροαστός, κάθε μικροαστός, έχει σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό του σαν άτομο·
και την οικογένειά του σαν το βασικό πεδίο των (κοινωνικών) του σχέσεων. Η
συμπεριφορά του και η “φιλοσοφία” του (εάν μπορούμε να μιλήσουμε για τέτοια...)
καθορίζονται ωστόσο από αυτά που αρνείται ότι είναι τα σημαντικότερα. Απ’ την
θέση του μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή / κατανάλωση. Απ’ την θέση του μέσα
στο κράτος και στους μηχανισμούς των προσόδων. Και απ’ την οικογενειακή του
κατάσταση εννοημένη σα διαδικασία “συγκέντρωσης” και “διανομής” του όποιου
πλούτου, μέσα από προίκες και κληρονομιές, παροχή υπηρεσιών, και συντήρηση της
καθημερινής αναπαραγωγής του / προσφορά υπηρεσιών. Απ’ αυτές τις τρεις
παραμέτρους οι δύο πρώτες έχουν δυναμικό χαρακτήρα και η τρίτη σχετικά στατικό.
Οι δύο πρώτες είναι κατά κάποιον τρόπο οι σιδηροτροχιές πάνω στις οποίες ο
μικροαστός, κάθε μικροαστός, ελπίζει ότι τροχιοδρομείται η κοινωνική (και
οικονομική) άνοδός του. Η τρίτη λειτουργεί σαν καβάτζα.
Απ’ την διάγνωση ή την καλλιέργεια των δύο πρώτων, σε συνδυασμό με την
συντηρητική (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης: της διατήρησης των όποιων
κεκτημένων) λειτουργία της τρίτης παραμέτρου, ο μικροαστός είναι μια κοινωνική
φιγούρα “εντατική”. Πρόκειται για την ένταση μιας επιθυμητής διαρκούς μετάβασης
προς τα πάνω, ακόμα κι αν πρόκειται για όνειρο. Παρότι ο μικροαστός δεν κοιτάει
ποτέ προς τα κάτω (ακόμα κι αν αυτό το “κάτω” είναι μέρος του παρελθόντος του)
ξέρει ενστικτώδικα ότι γενικά υπάρχει “κάτω” στην κοινωνική ιεραρχία της οποίας
ατενίζει τις υψηλότερες θέσεις. Η όποια ιδιοκτησία του είναι ισχυρό στοιχείο
ταυτότητας. Και επειδή αυτή η όποια ιδιοκτησία είναι πάντα μικρότερη απ’ αυτήν
που επιθυμεί και επιδιώκει, η συναισθηματική ταύτιση μαζί της είναι συχνά
αντίστροφα ανάλογη της ποσότητας και της ποιότητάς της. Μιας και θεωρεί ότι
κατέχει ακόμα “λίγα” (και πάντως λιγότερα απ’ αυτά που εννοεί ότι αξίζει και
δικαιούται) είναι ψυχωτικά εξαρτημένος απ’ αυτά τα “λίγα”, ταυτισμένος μαζί τους.
Γιατί διακατέχεται, εξ’ αιτίας των ατομικών ή οικογενειακών προοπτικών που ο ίδιος
θέτει σαν “ρεαλιστικές”, από ένα μόνιμο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Αφενός
απέναντι σ’ αυτούς που κατέχουν “περισσότερα”, αφετέρου απέναντι στο ίδιο το δικό
του (με “περισσότερα”) μέλλον. Αποφεύγει να στοχάζεται το χειρότερο ενδεχόμενο,
το ενδεχόμενο κάποιας “πτώσης”, και το αποφεύγει σχεδόν με μανία. Ταυτόχρονα
ωστόσο νοιώθει μια υπόκωφη αδικία, ακόμα και συνωμοσίες σε βάρους του, για όσο
καιρό δεν έχει φτάσει εκεί που πρέπει. Κι αυτό το “εκεί” ποτέ δεν είναι οριστικό.
Πάντα μετακινείται προς τα πάνω, εάν και εφόσον ο μικροαστός ανεβαίνει κοινωνικά
και οικονομικά. Οπότε ο μικροαστός είναι (νιώθει) πάντα αδικημένος, πάντα στο
κέντρο δολοπλοκιών σε βάρος του. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο: ο μικροαστός ζει
σχεδόν μόνιμα σε κατάσταση (υπο)μανίας καταδίωξης: καταδιώκει (την άνοδό του)
και καταδιώκεται (απ’ όσους τον επιβουλεύονται, σχεδόν τους πάντες δηλαδή).
Απ’ την θέση του μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή / κατανάλωση, απ’ την θέση
του μέσα στο κράτος, τους θεσμούς, και τους μηχανισμούς των πολιτικών προσόδων,
και απ’ την επάρκεια της οικογενειακής του κατάστασης (συμπεριλαμβανομένων των
συναισθηματικών και ηθικών συμβιβασμών που συνήθως απαιτούνται για την
διατήρηση μιας επιφενειακής τουλάχιστον οικογενειακής συνοχής) ο μικροαστός δεν
έχει σταθερή πολιτική συμπεριφορά. Σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης και
ευκαιριών ή σε περιόδους κρατικής επέκτασης και προσόδων μέσω της πρόσδεσης με
τους μηχανισμούς εξουσίας, ο μικροαστός μπορεί να είναι “δημοκράτης”, ακόμα και
“φανατικός” (“αριστερός”) τέτοιος. Οι δημοκρατικές ροπές του μικροαστού δεν
στηρίζονται ούτε προάγουν κάποια ιδέα τυπικού εξισωτισμού. Ακόμα και στα πιο
φλογερά δημοκρατικά κηρύγματα ή πιστεύω του ο μικροαστός δεν χάνει την
πεποίθηση της ειδικής (ατομικής ή/και οικογενειακής) ανωτερότητάς του έναντι
άλλων. Απλά δεν την επιδεικνύει συνέχεια. Εάν δείξει αλληλεγγύη με υποδεέστερους
θα αποφύγει οπωσδήποτε να εκτεθεί στους ίδιους με αυτούς κινδύνους· θα είναι μια
φιλάνθρωπη αλληλεγγύη, η προσποίηση του ανώτερου. Με όσους βρίσκονται στην
ίδια θέση (στο ίδιο ή κοντινό ιδιοκτησιακό ή/και εργασιακό status) αναπτύσσει
λυκοφιλίες, που μπορούν να πάρουν ακόμα και την μορφή επαγγελματικών ή
συνοικιακών ενώσεων, αλλά ποτέ δεν αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπει η
μικροαστική σοφία του “να φυλάς τον κώλο σου”. Όσο για εκείνους που βρισκόνται
ψηλότερα, ο μικροαστός τους αντιμετωπίζει διαρκώς με ένα κράμα ζήλειας και
διάθεσης για κολακεία. Συνεπώς, η “δημοκρατικότητα” του μικροαστού, είναι
συνήθως η τυπική επικάλυψη του λιγότερο ή περισσότερο αγχωμένου οπορτουνισμού
του - πάντα με την προϋπόθεση ότι σαν “λαός” έχει τις ευκαιρίες του.
Το πιο ιδιάζον στοιχείο της μικροαστικής αντίληψης περί πολιτικής (που είναι με
άλλη διατύπωση η μικροαστική αντίληψη για το συμφέρον) είναι οι σχέσεις και οι
παραστάσεις που έχει για την εξουσία. Ο μικροαστός, ανάλογα με την περίσταση,
μπορεί να είναι είτε φιλο-εξουσιαστής είτε αντι-εξουσιαστής· είτε φιλο-κρατιστής
είτε αντι-κρατιστής· χωρίς να υπάρχει υπαρξιακό σχίσμα ή κατάρρευση της
προσωπικότητάς του απ’ αυτήν την αντινομία. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο
μικροαστός απ’ την δημοκρατική εξουσία είναι να είναι πράγματι αυθεντικά
δημοκρατική. Με άλλα λόγια να αμφισβητεί την ατομική (γενικά) και την δική του
(ειδικά) προνομιακή αξία, σε βάρος άλλων που, υποχρεωτικά, πρέπει να έχουν
μικρότερη ή καθόλου τέτοια. Το πιο συνηθισμένο περιεχόμενο της σχέσης του
μικροαστού με την κεντρική εξουσία ή τις επιμέρους εκφάνσεις του κράτους είναι ο
πατερναλισμός. Ακόμα και σαν δημοκράτης ο μικροαστός ευνοεί τον πατερναλισμό.
Όχι μόνο επειδή αυτό είναι συνεπές με την αντίληψη του για την οικογένεια. Αλλά
και επειδή χάρη στον πατερναλισμό μπορεί να επιδιώκει εύνοια ή επιείκια, ή να
εκδηλώνει απαρέσκεια, απέχθεια, απειθαρχία, διαδοχικά το ένα μετά το άλλο, σαν
δικαιώματά του και τα δύο.
Αυτή η συνήθως κυκλοθυμική σχέση με την εξουσία έχει ένα σημείο ισορροπίας στη
μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής: εγώ είμαι η εξουσία! Ο κάθε χωριστός
μικροαστός μοιάζει έτσι στα μάτια άλλων ομοίων του (ακόμα και της οικογένειάς
του) σαν κακομαθημένο παιδί. Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο, κυρίως επειδή η
εξατομικευμένη εκδήλωσή του κρύβει την γενικότητα του πράγματος. Πρόκειται για
ένα ψυχο-πολιτικό γεγονός, με την έννοια ότι μια ιδεολογία γίνεται υλική δύναμη.
Στην αρχή της φιλόδοξης πορείας του προς τα πάνω, ο (νεαρός) μικροαστός απλά
ονειρεύεται να προΐσταται: στη δουλειά, στο σόι, στις παρέες, στις διαπροσωπικές
σχέσεις. Οτιδήποτε “ματώνει” την πληγή της απόστασης ανάμεσα στο έχω / είμαι
τώρα και στο έχω / είμαι όπου νάναι (ή θα έπρεπε να έχω / είμαι) - και τέτοιες
ματαιώσεις είναι εύκολο να συμβούν παντού, ειδικά εάν γύρω γύρω κινούνται άλλοι
μικροαστοί με τις ίδιες ακριβώς ανάγκες επιβεβαίωσης - μετατρέπεται σε ακόμα
μεγαλύτερη ροπή προς το εγώ είμαι η εξουσία. Τα βίαια ξεσπάσματα στους καυγάδες
των μικροαστών (που φτάνουν ως την δολοφονία για “ασήμαντη αφορμή”) είναι η
παραφορά αυτού του αμφισβητούμενου: της εξουσίας, στη μικρή μεν αλλά
φαντασιακά όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κλίμακα. Ο μικροαστός, όταν δεν τρώγεται
με τα ρούχα του, τρώγεται με τους κοντινότερούς του, είτε είναι της ίδιας “κλάσης
δύναμης” μ’ αυτόν (γιωταχής εναντίον γιωταχή για παράδειγμα) είτε - ακόμα
καλύτερα γι’ αυτόν - είναι υποδεέστεροι: η σύζυγος, οι ηλικιωμένοι γονείς ή
συγγενείς, τα παιδιά...
Η ιστορική διάσταση
Το απόσπασμα στην αρχή, που μπροστά στο γκρεμό της “εξουθένωσης της μεσαίας
τάξης” (όπου με τον όρο “μεσαία τάξη” εννοούνται και οι μικροαστοί) το δίλημμα
τίθεται με κοινωνικο-αισθητικούς όρους, είναι γραμμένο στη διάρκεια μιας κρίσης.
Σαν την σημερινή, αλλά όχι στην σημερινή. Είναι γραμμένο το 1932. Και είναι από
προκήρυξη του “γερμανικού - εθνικού κόμματος”, πριν τις τότε προεδρικές εκλογές.
Το κόμμα αυτό υπήρξε ένας απ’ τους πρόδρομους των ναζί, και ύστερα
συγχωνεύτηκε μαζί τους. Δεν είναι παράξενο: η έκκληση στην αξία του
μικροαστισμού καταλήγει στην υπεράσπιση και στην ταύτιση με κάποιου είδους
“ανωτέρα βία”. Οι δημοκρατικές ευαισθησίες των μικροαστών δεν είναι παντός
καιρού. Κι αν κινηθούν (πολιτικά) σε συνθήκες διαψευσμένων προσδοκιών και
οικονομικής μιζέριας έχοντας την ιδεολογική ηγεμονία, δεν έχουν κανένα λόγο ούτε
να αγκαλιάσουν, ούτε να ταυτιστούν, ούτε να μοιραστούν τους ίδιους κινδύνους με
ό,τι στα μάτια τους φαίνεται σαν “σταχτιά και θλιβερή μάζα”. Ό,τι και να πουν (και
μπορούν να πουν οτιδήποτε, ειδικά εάν δεν έχει καμία πρακτική συνέπεια) για να
ξανα-ανέβουν, ξέρουν ότι πρέπει να πατήσουν κάπου. Και το “κάπου” είναι οι
εργάτες. Η μικροαστική ταύτιση με την εξουσία δεν κλονίζεται, σαν σχέση, ούτε όταν
της αφαιρεθεί η “οικονομική βάση”. Η μόνη περίπτωση να ραγίσει (κι αυτό
μειοψηφικά μέσα στους μικροαστούς) είναι εάν βρεθεί μπροστά σε μια εκτεταμένη
και δυναμική εργατική αντι-εξουσία. Τότε ακόμα και φτηνοί υπολογισμοί άμεσου
συμφέροντος, μπορούν να κάνουν ορισμένους (αλλά όχι στην πλειοψηφία) των
μικροαστών να στραφούν κι αυτοί, στα σοβαρά και με πάθος, ενάντια στην επίσημη
εξουσία.
Όμως θα ήταν εξαιρετικά λαθεμένο (και εξόχως μικροαστικό!) να αντιλαμβάνεται
κανείς την καπιταλιστική ιστορία σαν διαρκή επανάληψη των ίδιων και των ίδιων
μοτίβων, σαν κυκλική διαδρομή. Οι ολοκληρωτισμοί που “άνθησαν” τις πρώτες
δεκαετίες του 20ου αιώνα έχοντας βαθιά μικροαστική και μεσοαστική “ψυχή”, ήταν
υποχρεωτικά συνεπείς με τις τότε ιστορικά συγκεκριμένες μορφές και ανάγκες της
καπιταλιστικής οργάνωσης. Οι ολοκληρωτισμοί που ανθούν τις τελευταίες δεκαετίες
του 20ου και τις πρώτες του 21ου αιώνα, και πάλι με την ίδια κοινωνική καταγωγή,
είναι επίσης υποχρεωτικά συνεπείς με τις τωρινές ιστορικά προσδιορισμένες μορφές
και ανάγκες της καπιταλιστικής οργάνωσης. Δεν θα κάνουμε εδώ μια πλήρη
καταγραφή των εντελώς καινούργιων δεδομένων σ’ αυτές τις “ιστορικά
προσδιορισμένες μορφές και ανάγκες...” - ένα μέρος της ύλης του Sarajevo είναι
εξάλλου αφιερωμένο εδώ και 6 χρόνια σ’ αυτό το ζήτημα. θα εστιάσουμε μόνο σε
λίγα σημεία, ανάμεσά τους και η “σύνθεση” των μικροαστών.
Πριν απ’ όλα αυτό: πάντα εξαιτίας της θέσης τους στην καπιταλιστική παραγωγή /
κατανάλωση και της θέσης τους στο κράτος και τους προσοδικούς θεσμούς, είναι
δυνατόν οι μικροαστοί να εκδηλώσουν έναν ρηχό (και “χυδαίο” για να
χρησιμοποιήσουμε παλιά ορολογία) “αντικαπιταλισμό” ή και “αντικρατισμό”. Για
τον δεύτερο είπαμε δυο λόγια ήδη, είναι πάγιο χαρακτηριστικό των πατερναλιστικών
ταλαντώσεων. Το πρώτο μπορεί να εκδηλωθεί σαν “απέχθεια” προς αυτό που οι
μικροαστοί αντιλαμβάνονται σαν “μεγάλο κεφάλαιο”, δηλαδή “πάρα πολύ χρήμα”:
τράπεζες, χρηματοπιστωτισμός, ή μεγάλης κλίμακας (και “πολυεθνικές”)
επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, και επειδή οι μικροαστοί αντιλαμβάνονται την συντήρηση
ή/και την αναγέννησή τους και με όρους εδαφοκυριαρχίας, σε συνθήκες άμπωτης των
προσδοκιών τους, μπορούν να εκδηλώνονται κατά του “διεθνούς κεφάλαιου” (ας
πούμε: κατά της παγκοσμιοποίησης...) και υπέρ του “εθνικού κεφαλαίου” (ας πούμε:
της σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας και της ανάπτυξής της...) Ο “πατριωτισμός”
ή και “εθνικισμός” των μικροαστών είναι ευθεία παραλλαγή της οικογενειοκρατίας
και του πατερναλισμού τους· συνεπώς θεωρούν ότι μπορούν να ελπίζουν στο
“νοικοκύρεμα - του - οίκου - τους”, αδιάφορο με το αν άλλοι “οίκοι”, διπλανά
οικόπεδα, γίνονται στάχτη.
Αυτός ο ρηχός και πρόστυχος “αντικαπιταλισμός” (που μπορεί να περνάει για
“αριστερός” εάν η αριστερά έχει γίνει τόσο δεξιά ώστε θα την έφτυνε ακόμα και η
συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία του Μεσοπολέμου...) δεν εχθρεύεται καθόλου τις
θεμελειώδεις καπιταλιστικές λειτουργίες: την εκμετάλλευση της εργασίας, την
απόσπαση υπεραξίας, τον εμπορευματικό φετιχισμό, την απεριόριστη ατομική
ιδιοκτησία, ή το κράτος σα δομή εξουσίας. Αυτές τις λειτουργίες, αντίθετα, τις
υπερασπίζεται - διαφορετικά ο μικροαστός, πάνω στην “αντικαπιταλιστική” του
μέθη, θα αυτοκτονούσε πανηγυρικά! Όχι! Ο μικροαστικός “αντικαπιταλισμός”
στρέφεται κατά προσώπων (ή “εχθρικών” εθνοτήτων, ή “εχθρικών” πολιτισμών).
Στρέφεται κατά κυβερνητών και όχι κατά του κράτους· κατά συνωμοτών και όχι κατά
θεσμών· κατά λαμογιών και όχι κατά της απόσπασης της υπεραξίας· κατά
“επώνυμων” φοροφυγάδων και όχι κατά της ατομικής ιδιοκτησίας· κατά των ξένων
που μας κλέβουν τις θέσεις εργασίας και όχι κατά της καπιταλιστικής κοινωνικής
διαστρωμάτωσης. Έτσι οι μικροαστοί σε συνθήκες διάψευσης των προσδοκιών τους
και αγωνίας για το παρόν και το μέλλον τους, μπορούν να μετατρέψουν τα
συμπλέγματα κατωτερότητας που έτσι κι αλλιώς τους χαρακτηρίζουν σε ένα
θορυβώδες “αντικαπιταλιστικό” προπέτασμα καπνού απέναντι στο ενδεχόμενο που
τους ανησυχεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: να καταστραφεί ο ίδιος ο
καπιταλισμός σα σύστημα (σα σύστημα στο οποίο οφείλουν την ίδια τους την
ύπαρξη) απ’ την δυναμική εμφάνιση εργατικών αρνήσεων. Ενόσω δηλώνουν
(παριστάνουν) την απεριόριστη απέχθειά τους γι’ αυτό κι εκείνο (για το σύστημα που
τους εξουθενώνει...) σκέφτονται το πως αυτό θα ξανανθίσει, δίνοντάς τους τους
γλυκούς καρπούς του. Δεν είναι καθόλου παράξενο σ’ αυτές τις συνθήκες στενότητας
προοπτικών που κάνουν ιδιοτελέστατες “πολιτικές” στροφές 180 μοιρών, κι αφού δεν
οσμίζονται στον ορίζοντα κάποια αποτελεσματική για τα συμφέροντά τους
“δημοκρατική ανωτέρα βία” αναζητούν ολοκληρωτικές τέτοιες - ή και το ανάποδο.
[1]
Οπωσδήποτε οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι
ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά ίδιοι ακριβώς με εκείνους πριν εκατό χρόνια. Η
καπιταλιστική εξέλιξη κατάφερε να τροποποιήσει ορισμένα απ’ τα δεδομένα τους,
τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς το περιεχόμενο του μικροαστισμού:
επεκτάθηκε, ώστε να αγκαλιάσει μεγάλο μέρος των μισθωτών, και μάλιστα των
χαμηλά ευρισκόμενων μισθωτών της καθαρά ιδιωτικής καπιταλιστικής πυραμίδας. Το
καινούργιο, που απελευθέρωσε ακόμα περισσότερο τον μικροαστισμό σαν ιδεολογία,
σαν κουλτούρα, σαν ethos, απ’ τις υλικές προϋποθέσεις του, είναι η ιδιοκτησία
εμπράγματων συμβόλων. Ασφαλώς κάθε ιδιοκτησία είχε από πάντα και συμβολικές
λειτουργίες: επίδειξης και υποτίμησης (των μη ιδιοκτητών). Ωστόσο η σημαντική
επιτάχυνση της φθοράς των πραγμάτων / εμπορευμάτων, σαν τέτοιων, στον ύστερο
μεταβιομηχανικό καπιταλισμό, θα μπορούσε να προκαλέσει μια εσωτερική κοινωνική
κρίση “αξιοπιστίας” του εμπορευματικού φετιχισμού και της ιδιοκτησίας, αν δεν
συμπληρωνόταν από μια οργιαστική διαρκή παρέλαση συμβόλων “κύρους” και
“αξίας”, συνήθους ευτελούς πραγματικής αξίας, των οποίων μπορεί κανείς να γίνει
εύκολα ιδιοκτήτης, αποκαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο την μικροαστική του
ισορροπία. Αυτήν την εξέλιξη την είχαν διαπιστώσει νωρίς (την δεκαετία του ‘60) οι
Καταστασιακοί, όταν περιέγραφαν τον νέο μικροαστισμό των μεγαλουπόλεων, όπου
για παράδειγμα η εργάτρια / πωλήτρια σε εμπορικό με ρούχα θεωρεί ότι “ανατιμάει”
τον εαυτό της (απ’ την εργατική της θέση) εάν ντυθεί με μια απομίμηση των ακριβών
ρούχων που πουλάει το αφεντικό της.
Το καπιταλιστικό κατόρθωμα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν και
είναι ότι επέκτεινε μαζικά την κουλτούρα του “μικρο - ιδιοκτήτη” (δηλαδή τον
μικροαστισμό) ακόμα και σε υποκείμενα που είναι πραγματικοί ιδιοκτήτες
“πραγμάτων” ασήμαντης ή ρευστής “αξίας” - αν θέλει να είναι κανείς ακριβής και
ωμά ειλικρινής. Μια τέτοια μαζική μορφή “ιδιωτικής ιδιοκτησίας” που αναπαράγει
και διογκώνει τον μικροαστισμό εδώ και πολλά χρόνια (παίζοντας, εν τέλει, κρίσιμο
ρόλο στην τωρινή φάση της κρίσης) είναι τα περιβόητα “πτυχία”. Χαρτιά, σα να
λέμε, μιας υποτιθέμενα επικυρωμένης υπόσχεσης καλής κοινωνικής θέσης, που δεν
έχουν πραγματικό αντίκρυσμα εδώ και πολύ καιρό, ωστόσο εξακολουθούν να
λειτουργούν συμβολικά και “ψυχολογικά” στα μυαλά και στις συνειδήσεις, σαν
κάποιου είδους “περιουσία”. Σαν “κεφάλαιο” - άρα σαν προκαταβολή του μεγάλου
ατομικού άλματος προς την (εικονική, φανταστική) μπουρζουαζία. Μια άλλη μαζική
μορφή “ιδιωτικής ιδιοκτησίας”, ιστορικά πιο πρόσφατη, είναι οι εικονικοί εαυτοί του
κυβερνοχώρου, στα “παιχνίδια” και όχι μόνον εκεί. Θα μπορούσε κανείς να
συμπεριλάβει στη λίστα των ιδιοκτησιών με υψηλή συμβολική (μέσα στην
μικροαστική ιδεολογία) και μικρή σχετικά χρηματική αξία πολλά ακόμα.
Τον καιρό της “ήσυχης” αστικής δημοκρατίας, ο εργάτης που έχει δουλειά έχει
μπροστά του δύο βασικές δυνατότητες: ή να ζηλέψει την αμέσως ανωτερή του
μικροαστική τάξη, ή να αξιοποιήσει την δική του κοινωνική τάξη, που γεννάει τις δικές
της μορφές ζωής, αντίθετες μ’ εκείνες των αντιδραστικών. Αν διαλέξει τον πρώτο
δρόμο σημαίνει πως θέλει να ταυτιστεί με τον αντιδραστικό, ότι προσπαθεί να τον
μιμηθεί, κι αν του τύχει η υλική ευκαιρία να υιοθετήσει τις συνήθειές του. Το δεύτερο
σημαίνει πως αποκρούει τις ιδεολογίες και τις έξεις του αντιδραστικού, ότι
διαχωρίζεται από δαύτον, ότι τον αρνείται, καλλιεργεί τον δικό του τρόπο ζωής και τον
δείχνει.
Επειδή ο κοινωνικός βίος και ο ταξικός τρόπος ζωής επενεργούν ταυτόχρονα, οι δύο
δυνατότητες είναι ισοδύναμς και πάντως προσφέρονται και οι δύο. Το επαναστατικό
κίνημα δεν είχε εκτιμήσει σωστά τις φαινομενικά ασήμαντες μικροσυνήθειες της
καθημερινής ζωής, και μάλιστα συχνά τις είχε εκμεταλλευτεί στραβά. Η μικροαστική
“σαλοτραπεζαρία”, που αγοράζει ο προλετάριος, μόλις αποκτήσει τα μέσα - κι ας έχει
κατά τ’ άλλα επαναστατικό φρόνημα· η συνακόλουθη καταδυνάστευση της γυναίκας,
παρ’ όλο που είναι κομμουνιστής· το “καλό κουστούμι” την Κυριακή, οι άκαμπτες
χορευτικές κινήσεις και χίλιες άλλες “μικρολεπτομέρειες”, όταν επαναλαμβάνονται
καθημερινά, έχουν μιαν απείρως ισχυρότερη αντιδραστική επιρροή, απ’ ότι μπορούν να
ισοφαρίσουν χιλιάδες επαναστατικές συγκεντρώσεις, λόγοι και προκηρύξεις. Ο
στενόκαρδος συντηρητικός βίος επηρεάζει αδιάλειπτα, τρυπώνει σε κάθε χαραμάδα της
καθημερινής τριβής, ενώ αντίθετα η δουλειά στο εργοστάσιο και τα προπαγανδιστικά
φυλλάδια επιδρούν ορισμένες ώρες μόνο.
Ήταν άρα λάθος βαρύ, όταν το επαναστατικό κόμμα, “για να πλησιάσει τις μάζες”
βάλθηκε να οργανώσει γιορτές και πανηγύρια επειδή τάχα ταίριαζαν στις συντηρητικές
τάσεις της εργατιάς. Σε κάτι τέτοια ο αντιδραστικός φασισμός τα κατάφερνε απείρως
καλύτερα. Στο βραδυνό φόρεμα, που έβαζε η εργάτρια για μια τέτοια γιορτή, υπήρχε πιο
πολλή αλήθεια αναφορικά με την αντιδραστική σκοτεινή πλευρά της εργατικής σελήνης,
παρά σ’ εκατό άρθρα. Το “βραδυνό φόρεμα” και η οικογενειακή μπυροποσία δεν είναι
παρά η εξωτερίκευση μιας εσωτερικής διεργασίας, σημάδι προδιάθεσης για τον
φασισμό. Όταν κατόπιν ο φασίστας υποσχόταν από πάνω ότι “θα καταργούσε το
προλεταριάτο” και είχε μ’ αυτό επιτυχία, θα πει ότι σε 90 απ’ τις 100 περιπτώσεις η
επιτυχία του δεν οφειλόταν στο οικονομικό του πρόγραμμα, αλλά στο “βραδυνό
φουστάνι”.
Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο, πολύ περισσότερο αυτά τα μικροπράγματα της
καθημερινής ζωής. Αυτά είναι που διαμορφώνουν συγκεκριμένα την κοινωνική πρόοδο
ή το αντιθετό της, κι όχι οι πολιτικές φρασεολογίες που ξυπνάνε μόνο παροδικούς
ενθουσιασμούς. Εδώ μας περιμένει σπουδαία και ελπιδοφόρα εργασία. Η επαναστατική
ομαδική διαφώτιση στη Γερμανία περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην προπαγάνδα
“ενάντια στην πείνα”. Όπως αποδείχθηκε το σύνθημα τούτο, αν και σπουδαίο
επιχείρημα, ήταν μια πολύ στενή βάση. Η ζωή του μαζικού ατόμου διαδραματίζεται σε
μύρια όσα πράγματα πίσω στα παρασκήνια. Ο νεαρός εργάτης έχει πλήθος έγνοιες,
ερωτικές και πολιτιστικές, που τον καταδυναστεύουν μόλις χορτάσει κάπως την πείνα
του. Ο αγώνας εναντίον της πείνας έχει πρωταρχική σημασία, αλλά και τα
παρασκηνιακά δρώμενα της ανθρώπινης ζωής πρέπει να παρουσιαστούν απροκάλυπτα
στο ωμό φως του προσκήνιου σε τούτο το πιθηκοθέατρο, όπου είμαστε όλοι θεατές μαζί
και “υποκριτές”. Θα βλέπαμε τότε, πόσο ανεξέλεγκτα δημιουργικοί θα είναι οι
εργαζόμενοι στις προσπάθειές τους να αναπτύξουν νέες μορφές ζωής κι έναν δικό τους
φυσικό τρόπο του σκέπτεσθαι. Η κοινωνική κατανίκηση της καθημερινότητας θα έδινε
στις διαβρωμένες απ’ την αντίδραση μάζες μιαν ακαταμάχητη νέα ορμή. Χρειάζεται
όμως μια λεπτομερειακά και συγκεκριμένη μελέτη αυτών των προβλημάτων, που θα
εξασφαλίσει και θα επιταχύνει τη νίκη της επανάστασης...
Αυτά γράφτηκαν επίσης το 1932 (όπως και η παράγραφος στην αρχή) - και, βέβαια,
απ’ την απόλυτα αντίθετη μεριά. Αν όχι κάτι άλλο θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι
τότε υπήρξε μια βαθύτερη και ευρύτερη αντίληψη των κοινωνικών προϋποθέσεων
του (τότε) ολοκληρωτισμού· και πως τώρα οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι του νέου
ολοκληρωτισμού είναι γενικά τόσο (ηθελημένα) αδαείς και οπαδοί των ευκολιών και
της απλοϊκότητας, ώστε προδίδουν την γενικά μικροαστική τους προέλευση και
καχεξία.
προσωρινός επίλογος
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να καταλαβαίνει ότι η κοινωνική θέση
(μέσα στη γενική ιεραρχία) προσδιορίζει συμφέροντα, ατομικά και συλλογικά.
Υπάρχει πάντα η δυνατότητα κάποιος να αρνηθεί την κοινωνική του θέση πρακτικά,
συγκεκριμένα και αυστηρά, ωστόσο δεν είναι αυτό που συμβαίνει γενικά. Ιδεολογικά
μπορεί ο καθένας να νομίζει οτιδήποτε για τον εαυτό του, άσχετα με το τι πράγματι
είναι και κάνει - ο μικροαστισμός είναι μόνιμη μήτρα μιας τέτοιας ψαλίδας.
Μια κοινωνιολογία της μόδας, που έχει εκλαϊκευτεί και χωνευτεί σε τέτοιο βαθμό
ώστε να αποτελεί βασικό κομμάτι της καθημερινότητας πολλών, υποδεικνύει ότι δεν
έχουν ιδιαίτερη σημασία οι αιτίες (εκτός από την κουτσομπολίτικη χρήση τους) όταν
βρίσκεται κανείς ενώπιον αποτελεσμάτων. Αρκεί να μυθιοποιούνται τα όποια
αποτελέσματα σαν “γεγονότα”, και αρκεί απέναντί τους να αναβλύζει με γνήσιο
πάθος το “να κάνουμε κάτι”. Ή το “να γίνει κάτι”. Τα υπόλοιπα, η συσχέτιση αιτίων
και αποτελεσμάτων και η αντιμετώπιση ταυτόχρονα και των μεν και των δε με το
βάρος που τους αναλογεί, όλα αυτά είναι “κουραστικά”. Αυτή η κοσμοαντίληψη
επιβεβαιώθηκε, ανανεώθηκε και αναπαράχτηκε μαζικά με την ευκαιρία της
τρέχουσας κρίσης. Βρέθηκαν οι “φταίχτες”, σα να ήταν οι αρχιμηχανικοί των
ψυχοδραμάτων, ένας πρωθυπουργός και ένας υπουργός οικονομικών· και οι συνήθεις
υπεύθυνοι, οι “ξένοι”.
Προκειμένου ωστόσο για τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον μιλιταρισμό, τον κυνισμό,
κι όλα τα υπόλοιπα συστατικά (και) του νέου ολοκληρωτισμού, η παράλειψη να
δειχθούν τα μικροαστικά συμφέροντα (και τα συμφέροντα των αφεντικών γενικά)
πίσω απ’ την πολιτική του άνθηση, και ο μονόπλευρος προσανατολισμός στις
“προσωπικότητες” των βοθρολυμάτων, κρύβει ιδιοτέλεια. Οι μικροαστοί (γενικά και
σα σύνολο) είναι “φίλοι” μας - έτσι πάει το βολικό του πράγματος. Μπορεί να
προκαλεί αμηχανία ότι οι “φίλοι μας” έχουν ενσωματωμένη στο κοινωνικό “Είναι”
τους (στα συμφέροντά τους δηλαδή, ομολογημένα και ανομολόγητα) την σκατίλα,
όμως εάν άλλοι παρόμοιοι κοινωνικά βαφτούν ροζ, τότε όλα είναι καλά.
Είναι όλα καλά; Εύκολο... Στο κάτω κάτω κάθε ολοκληρωτισμός μέσα στην
καπιταλιστική ιστορία αυτό που επιδιώκει είναι να καταργήσει τον ζωντανό εργατικό
ανταγωνισμό, τις μάχιμες και πρακτικές εργατικές αρνήσεις. Αυτό το έχει πετύχει ήδη
η αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου· συνεπώς μένει λιγότερη δουλειά για τα
βοθρολύματα και τους οπαδούς τους. Συνεπώς “όλα πάνε καλά”...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο τίτλος είναι, φυσικά, δανεικός απ’ το μυθιστόρημα του Τζωρτζ Όργουελ, του
1936. Στα αγγλικά: Keep the Aspidistra Flying.
1 - Δεν είναι, σα να λέμε, ούτε παράξενο ούτε ανεξήγητο το δίλημμα “με την χρυσή
αυγή ή με το συ.ριζ.α.;”. Αυτό οφείλεται, απλά, στο ότι η κατ’ όνομα “ριζοσπαστική
αριστερά” είναι ακριβώς εκεί που φτάνουν τα μικροαστικά χέρια και μυαλά, χωρίς να
χρειαστεί να θυσιάσουν ούτε ένα χιλιοστό απ’ τα ταξικά τους συμφέροντα και ήθη.
Περιοδικό Sarajevo
Είναι αμφίβολο εάν οι φίλοι και οι θαυμαστές των “αγανακτισμένων” θα κάνουν έναν
πολιτικό απολογισμό του φαινομένου που ν’ αξίζει τον κόπο. Οι καιροσκόποι δεν
ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες· περιμένουν την επόμενη φούσκα για να κάνουν
παιχνίδι. Όμως εμείς εδώ, που απ’ την αρχή εκδηλωθήκαμε ανοικτά και καθαρά
εναντίον αυτού του κόλπου, εμείς εδώ λοιπόν πρέπει να κάνουμε έναν σχετικό
απολογισμό. Για εργατική χρήση.
Έχουμε υποστηρίξει ήδη ότι οι “αγανακτισμένοι” (στο δίμηνο της δόξας τους) ήταν η
πρώτη δημόσια εκδήηλωση του “ενιαίου εθνικού κόμματος”. Χωρίς ηγέτη ακόμα. Η
διαταξική σύνθεση των αγανακτισμένων δεν κρύφτηκε καθόλου, εξ αρχής. Όχι μόνο
δεν κρύφτηκε, αλλά αντίθετα επαινέθηκε, θεωρήθηκε προσόν. Στην πραγματικότητα
δεν ήταν διαταξική πέρα ως πέρα αυτή η σύνθεση. Έλειπαν τα δύο άκρα του ταξικού
φάσματος της ελληνικής κοινωνίας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες (το πιο
προλεταριακό τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης) και οι μεγαλοαστοί. Για να
είμαστε ακριβέστεροι λοιπόν, το ταξικό φάσμα των αγανακτισμένων ξεκινούσε απ’
τους μικροαστικοποιημένους μισθωτούς (περιλαμβάνουμε εδώ και τους
συνταξιούχους), συνέχιζε στους αυθεντικούς μικροαστούς, προχωρούσεστους
“μικρο-μεσό” και τέλειωνε στους ευαίσθητους” μεσοαστούς. Δεν θα ήταν λοιπόν
ούτε άδικο ούτε ανακριβές να πούμε ότι η κεντρική φιγούρα των αγανακτισμένων
ήταν ο μικροαστός, μαζί με τα ιδεολογικά ή/και διανοητικά “εν δυνάμει” του. Δηλαδή
τον έμμονο προσανατολισμό του προς τα επάνω, προς την μεσαία τάξη.
Ο τελευταίος σπασμός της κρίσης, είτε απ’ το 2008 τον μετρήσει κανείς, είτε απ’ το
2009 είτε απ’ το 2010, δεν βρήκε την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής
κοινωνίας απόλυτη, σταθερή, “μπετοναρισμένη”. Δεν είναι καν τέτοιου είδους ο
ελληνικός (καπιταλιστικός) κοινωνικός σχηματισμός: η κοινωνική κινητικότητα
(προς τα πάνω υποτίθεται, πάντα!) είναι βασικό του χαρακτηριστικό, είτε σαν
πραγματικό γεγονός, είτε σαν ελπίδα ή ψευδαίσθηση. Συνεπώς, το να αναγνωρίζουμε
τους μικροαστούς σαν την κεντρική φιγούρα του φαινόμενου των αγανακτισμένων,
δεν σημαίνει ότι μιλάμε για μια μάζα με ακριβώς ίδια δεδομένα, τουλάχιστον από
υλική άποψη. Η ενότητα αυτής της μάζας είναι ιδεολογική· η τραυματισμένη αλλά
ακόμα κραταιά εκδοχή της ιδεολογίας που μεσορανούσε τις δεκαετίες της
ευδαιμονίας. Συνεπώς, μέσα στους αγανακτισμένους, μπορούσαν να συνυπάρχουν
άνθρωποι με ανοικτό στεγαστικό δάνειο για το πρώτο σπίτι τους και άνθρωποι με
τρία, τέσσερα ή πέντα σπίτια· φοιτητές που βλέπουν τον ορίζοντα των προοπτικών
“ανόδου” να έχει γίνει κατάμαυρος και ελεύθεροι επαγγελματίες με ή χωρίς
υπαλλήλους (αν είναι το δεύτερο ονειρεύονται το πρώτο)· μαγαζάτορες (που χρόνια
την βγάζουν εν μέρει ανακυκλώνοντας επιταγές αλλά πάντα κλέβοντας τους
εργαζόμενούς τους) και υπάλληλοι αυτών των μαγαζιών· συνταξιούχοι που τους
έκοψαν τη σύνταξη, και επαγγελματίες χασομέρηδες· ιδιοκτήτες μιας ή δύο αδειών
φορτηγού ή ταξί (που απειλούνται με “απαξίωση κεφαλαίου”, της άδειας δηλαδή...)
και άνεργοι που θα ήθελαν να γίνουν αφεντικά “για να μην έχουν κανέναν πάνω απ’
το κεφάλι τους”· μισθωτοί του δημόσιου (συναρθρωμένοι γερά στους μηχανισμούς
της πολιτικής προσόδου) και χαμηλά ή μεσαία “στελέχη” της οικονομίας του
εγκλήματος.
Η ιδεολογική συνοχή εντός του μικροαστισμού είναι αποφασιστικός παράγοντας
ισορροπίας του συστήματος. Ήταν τέτοια την εποχή της ευδαιμονίας, είναι τέτοια και
σε εποχή κρίσης. Ο μικροαστός είναι, νοιώθει ότι είναι, “σε μεταβατική φάση”:
κινείται προς τα πάνω, έχει μπει σ’ αυτήν την τροχιά, είτε το καύσιμό του είναι η
παλιά πουριτανική ηθική της συσσώρευσης “φασούλι το φασούλι” (που δεν υπάρχει
πια) είτε είναι το πολλών οκτανίων μίγμα ελπίδων, γνωριμιών, δικτυώσεων, μικρών
καθημερινών εγκλημάτων και διαρκών ελιγμών. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της
θέσης μέσα στην κοινωνική πυραμίδα, και χάρη στην ισχυρή μονομέρεια με την
οποία ο μικροαστός επενδύει την “κινητικότητά” του (στο “του” συμπεριλαμβάνονται
και τα παιδιά του...), πάντα προς τα πάνω, ό,τι περισσεύει στους μικροαστούς από
ιδεολογία και σκληρότητα τους λείπει από αίσθηση συλλογικότητας και ικανότητα
“γενικού σχεδιασμού”. Οι μικροαστοί είναι από θέση ισχυρά και αδιαπραγμάτευτα
ατομιστές ακόμα κι όταν παριστάνουν τους “συλλογικούς”: όπως παρατήρησε
κάποιος, εάν το πιο βαθύ σημείο της μικροαστικής κόλασης χρειάζεται έναν ορισμό,
αυτός είναι η συνέλευση των ιδιοκτητών διαμερισμάτων οποιασδήποτε ελληνικής
πολυκατοικίας. Πράγματι. Υπό ορισμένες πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, με πρώτη
πρώτη ότι προέχει η προστασία της περιουσίας του καθενός, οι μικροαστοί μπορούν
σε συγκεκριμένες καταστάσεις να εμφανιστούν ότι δρουν μαζί. Αλλά πρόκειται για
οφθαλμαπάτη ή απλά εκδήλωση πανουργίας απ’ τον καθένα τους· κι αυτό
αποκαλύπτεται γρηγορότερα απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο άσχετος
παρατηρητής.
Οι μικροαστοί λοιπόν, ενώ στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες (και η
ελληνική είναι μια τέτοια) είναι το πιο “μαζικό κοινωνικό υποκείμενο”, είναι
ανίκανοι να συλλάβουν, να επεξεργαστούν, να βάλουν σε εφαρμογή και να φέρουν σε
πέρας οποιοδήποτε σχέδιο “κοινωνικής διεύθυνσης” - “απελευθερωτικό” (από τι,
άλλωστε;) ή μη. Αυτήν την δυνατότητα που ΔΕΝ έχουν οι μικροαστοί, μόνο δύο
τάξεις διαθέτουν, κι εδώ η ιστορία (και όχι μόνον αυτή) είναι γεμάτη αποδείξεις. Οι
εργάτες και οι αστοί. Οι αστοί είναι βέβαια επίσης εξαιρετικά ατομιστές, και συχνά
σε πόλεμο μεταξύ τους. Αλλά απ’ την θέση που κατέχουν στις “οικονομικές” και στις
“πολιτικές” δραστηριότητες εντός του καπιταλισμού, θέση υψηλής εποπτείας σα να
λέμε, διαθέτουν και τα γνωσιολογικά εφόδια και τα υπαρξιακά περιθώρια να
συσπειρωθούν και να συμπεριφερθούν πράγματι σαν ηγεμονική τάξη, για όσο
χρειάζεται, εάν θεωρήσουν ότι αντιμετωπίζουν κοινό κίνδυνο. Αντίστροφα εμείς οι
εργάτες, ευρισκόμενοι πάντα στον πάτο, είμαστε σε θέση (εάν δεν έχουμε
μικροαστικοποιηθεί...) να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε τον (καπιταλιστικό)
κόσμο συνολικά, στην γενικότητά του. Και εξ’ αιτίας του συνδυασμού θέσης και
πανοπτικής - απ’ - τα - κάτω δυνατότητας, μπορούμε επίσης να συμπεριφερθούμε
σαν τάξη, συλλογικά, για πολύ καιρό.
Είτε οι εργάτες, είτε οι αστοί, λοιπόν, μπορούν να σχεδιάσουν σε μεγάλη κλίμακα - οι
μικροαστοί όχι. Ποτέ. Για την ακρίβεια οι μικροαστοί ένα μόνο “σχέδιο” είναι ικανοί
να συλλάβουν, επειδή ταιριάζει ταυτόχρονα στον ατομισμό τους και στον
προσανατολισμό στην “διαρκή άνοδο”: την άρθρωσή τους στο κράτος, ή σε
οποιονδήποτε μηχανισμό δύναμης και εξουσίας μπορεί να τους προσφέρει απολαβές·
στην γκάμα περιλαμβάνονται φυσικά και τα κυκλώματα του εγκλήματος. Ο
κυκλοθυμικός κρατισμός των μικροαστών δεν συνιστά “αντίφαση”. Είναι
οπορτουνιστικός, επειδή τέτοια είναι η “ελευθερία κινήσεων” που απαιτεί η
“ενδιάμεση” (και συχνά αβέβαιη) θέση τους μέσα στην πυραμίδα. Αλλά είναι και
σταθερός επειδή πάντα έλκονται απ’ την “μεγαλύτερη δύναμη”.
Αυτό το τελευταίο, η μικροαστική έλξη απ’ την “μεγαλύτερη δύναμη”, έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Διάφοροι επαγγελματίες συνήγοροι του μικροαστισμού επιδεικνύουν
(όταν τους δοθεί η ευκαιρία) την συμμετοχή διάφορων μικροαστών (είτε ατόμων είτε
και πλήθους) σε διάφορες κομμουνιστικές επαναστάσεις... Πράγματι, μια τέτοια
συμμετοχή είναι πιθανή, αλλά μόνο εάν και εφόσον ένα άλλο, διακριτό κοινωνικό
υποκείμενο (οι εργάτες δηλαδή) εκδηλώσει τον ανταγωνισμό και την δυναμή του για
καιρό!!! Μόνο, δηλαδή, όταν η βασική, τυπική αντιπαλότητα μεταξύ προλετάριων
και αστών, πολωνόταν ραγδαία, τότε και μόνον τότε το “μικροαστικό στρώμα”
σκιζόταν, με ένα του μέρος (μάλλον το μικρότερο) να αποδέχεται τον σχεδιασμό, την
μεθοδολογία, τους προσανατολισμούς και τους κινδύνους του μαχόμενου
προλεταριάτου· και ένα άλλο μέρος (μάλλον το μεγαλύτερο) να συσπειρώνεται με τ’
αφεντικά, σαν οι στρατιώτες τους, οι ρουφιάνοι τους, το “κρέας” τους.
Το γεγονός είναι λοιπόν ότι οι μικροαστοί “από μόνοι τους” (που σημαίνει: χωρίς την
γερή και εμπόλεμη εργατική τάξη να τους κόβει τα πόδια διαρκώς!) ένα πράγμα μόνο
μπορούν να κάνουν σε καιρούς σαν τους τωρινούς: να προχωρήσουν την
κυκλοθυμική συνάρθρωσή τους με το κράτος, το “μοναδικό σχέδιο” τους, ως τα όρια
του πράγματος. Να υπονομεύουν το τωρινό, “κακό” επίσημο κράτος με όποιον τρόπο
μπορούν· να λατρεύουν και να δένονται ακόμα περισσότερο με οποιονδήποτε
μηχανισμό εγγυήσεων, διασφαλίσεων ή ελπίδων του παρακράτους· και να
ονειρεύονται ένα “άλλο κράτος”, το οποίο ωστόσο είναι αδύνατο να περιγράψουν,
εκτός ίσως από δυο του χαρακτηριστικά: ότι θα αποπνέει δύναμη, και ότι δεν θα
τσακίσει τα συμφέροντα και τις προοπτικές τους.
Άμεση δημοκρατία
Ο απολογισμός του φαινομένου των αγανακτισμένων δεν είναι μεν πλούσιος, είναι
όμως σημαδιακός. Δεν δημιούργησαν μεν κάτι καινούργιο, αλλά το ότι επικύρωσαν,
σαν “πλήθος”, καταστάσεις και διεργασίες που ως τώρα έμεναν έξω απ’ αυτό που
λέγεται “κεντρική σκηνή” της δημοσιότητας, έχει σημασία. Και ενώ απ’ την άποψη
της αποτελεσματικότητας οι αγανακτισμένοι απέτυχαν παταγωδώς, σαν ένας
ενδιάμεσος κρίκος της ενάντια στους εργάτες διαχείρισης της κρίσης, πέτυχαν.
Βρίσκουμε χαρακτηριστικό απ’ αυτήν την άποψη τον τρόπο που το αρχικό “δεν
πληρώνω διόδια” εμφανίζεται τώρα σαν “δεν πληρώνω” σε άλλους τομείς, που έχουν
όμως έντονα τα ταξικά χαρακτηριστικά του μικροαστισμού. Η καταπληκτική (και
όπως συμβαίνει στα μέρη μας: αριστερή) ιδέα της μη πληρωμής των διοδίων
προσπάθησε να μετατρέψει σε “υποκείμενο αγώνα” την πιο ενοχοποιημένη στο
παρελθόν (από κινηματικές θέσεις) κοινωνική συμπεριφορά / φιγούρα. Τους
γιωταχήδες! Οι (κατά την γνώμη πολλών) τύραννοι των πόλεων και των δρόμων
τους, οι στην συντριπτική τους πλειοψηφία εκφραστές της αντικοινωνικότητας της
ατομικής ιδιοκτησίας, οι “από θέση” εχθροί οποιουδήποτε “δημόσιου” και
κοινωνικού συστήματος μετακίνησης και μεταφορών, έγιναν ξαφνικά “αγωνιστές”!
Σχεδόν “επαναστάτες”. Ενώ η αντιπαλότητα απέναντι στις εταιρείες εκμετάλλευσης
των δρόμων είναι κατά βάση σωστή, το κοινωνικό υποκείμενο στο οποίο δόθηκαν, με
πανηγύρια και πύρινες διακηρύξεις, τα κλειδιά αυτής της αντιπαλότητας ήταν (στη
γενικότητα του πράγματος) το πλέον προβληματικό, από πολλές και διαφορετικές
μεριές. Και φυσικά (σκόπιμα υποστηρίζουμε) οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των
ιδιοκτητών αυτοκινήτων, ισοπεδώθηκαν. “Δεν πληρώνω” ο κάτοχος ενός σαράβαλου
30 χρόνων (υπάρχουν ακόμα τέτοια), “δεν πληρώνω” και ο κάτοχος δύο, τριών ή
τεσσάρων ακριβών τελευταίων μοντέλων.
Εν πάσει περιπτώσει, για όσο καιρό το “δεν πληρώνω διόδια” ήταν χωρίς νομικές
συνέπειες, ο “αγώνας” είχε πλάκα, και οι “αγωνιστές” πολλαπλασιάζονταν. Μόλις
κατασκευάστηκαν αυτές οι συνέπειες, το πράγμα βούλιαξε. Με μερικές αυξήσεις
σταθμών και τιμών, οι εταιρείες άρχισαν να ρεφάρουν... Είπαμε: αγώνας... αλλά μην
το παραχέσουμε κιόλας!!!
Το καινούργιο, μαζικό, “δεν πληρώνω” αφορά τώρα τον “έκτακτο” φόρο ακίνητης
περιουσίας, που σε στυλ far west εμπνεύστηκε και προσπαθεί να εισπράξει αυτός ο
θίασος που λέγεται κυβέρνηση, παρακάμπτοντας του εφοριακούς... Ο φόρος αφορά
και τον ιδιοκτήτη ενός μονάχα δυαριού, που μπορεί να χρωστάει ακόμα τις μισές
δόσεις του στεγαστικού δανείου... αφορά και τους ιδιοκτήτες δύο, τριών, πέντε, δέκα,
ή πενήντα διαμερισμάτων, μαγαζιών, εξοχικών, κλπ κλπ, τύπους δηλαδή που έχουν
εκμεταλλευτεί επί μακρόν τα ακίνητά τους, έχουν συσσωρεύσει προσόδους, και τις
έχουν αποθηκεύσει σε ασφαλή μέρη. Με απλές σκέψεις μάλιστα μπορεί να υποθέσει
κανείς ότι εάν η πρώτη, πληβειακή, ή και εργατική φιγούρα, έχει πράγματι σοβαρό
πρόβλημα (: αδυναμία) πληρωμής, οι δεύτερες έχουν διαφορετικό “πρόβλημα”... Δεν
θέλουν.
Η στοιχειωδώς ορθόδοξη απάντηση σ’ αυτόν τον φόρο θα ήταν ένα “δεν πληρώνω”
αποκλειστικά και μόνο για την “πρώτη και κύρια κατοικία” [2] - ακόμα κι αν έτσι
έμενε ένα κάποιο παράθυρο για τους μεσοαστούς και αστούς να “δηλώσουν” σαν
τέτοια την πιο ακριβή απ’ τις ιδιοκτησίες τους, ή να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι
“έχουν γράψει” στα παιδιά τους ένα μέρος της περιουσίας τους. Θα πρόσθετε
μάλιστα κανείς, ότι εάν οι ιδιοκτήτες παραπάνω από ενός σπιτιού δεν θέλουν να
πληρώσουν τον φόρο για τις επιπλέον ιδιοκτησίες τους, όχι το ρεύμα θα έπρεπε να
τους κοπεί, αλλά θα έπρεπε να λεηλατηθεί στο σπίτι στο οποίο μένουν οι ίδιοι. Αλλά
όχι!!! Για τον ίδιο λόγο και σκοπό που ο μικροαστικοποιημένος εργάτης του ενός
δυαριού θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα δίπλα στο Σύνταγμα με τον “μικρο-μεσό” των
3 διαμερισμάτων και των 2 μαγαζιών, σαν αγανακτισμένοι και οι δύο, να μουτζώνει
το κοινοβούλιο (αντί ο πρώτος να δέρνει τον δεύτερο), για τον ίδιο ακριβώς λόγο και
σκοπό πρέπει να εμφανιστούν ισοδύναμοι και “όμοιοι”, με ίδια συμφέροντα, στο “δεν
πληρώνω τον φόρο ακίνητης περιουσίας”. Η συγκολλητική (και δηλητηριώδης) ουσία
υπήρχε πριν τους αγανακτισμένους, τονώθηκε μ’ αυτούς, και συνεχίζει απερίσπαστη
τη δουλειά της: δεν υπάρχουν αντίπαλες τάξεις· δεν υπάρχουν ταξικές αντιπαλότητες
σχεδόν στα πάντα· όχι! Υπάρχει “ένα πράγμα”, ο “λαός” (ο μικροαστός στο κέντρο
του), και “ένα συμφέρον”...
Η χαρά, ο ενθουσιασμός, που το σύνολο της ντόπιας αριστεράς, υπογράφει αυτήν την
λαθροχειρία, τον “ταξικό συμψηφισμό” σε ότι αφορά την ιδιοκτησία, την εθνική
ενότητα ξανά και ξανά, δεν κρύβεται. Το κ(ορ)κ(ον)ε είχε μείνει έξω απ’ τους
αγανακτισμένους· αλλά όπως συμβαίνει πάντα με την κεντρική του επιτροπή, αν
χάσει το πρώτο ή το δεύτερο τραίνο από αμηχανία ή δυσκολίες “εκτιμήσεων”, πηδάει
στο τρίτο. Δεν του είναι καθόλου ξένη ή εχθρική, άλλωστε, η γραμμή της “ενότητας
μισθωτών και “μικρο” - “μεσαιο” αφεντικών”, αφού την προωθεί με συνέπεια παντού
όπου μπορεί. Το τσίρκο του συ.ριζ.α απ’ την άλλη είναι γνωστών προσανατολισμών
και προδιαγραφών. Κάπου και κάποτε στα αραχνιασμένα “προγράμματά” τους,
μπορεί να τα έλεγαν διαφορετικά. Αλλά τι σημασία έχει πια; Καμία.
Το πρόβλημα το έχουμε εμείς. Οι εργάτες που είμαστε εχθροί των αφεντικών, ακόμα
κι αν “υποφέρουν”. Ανήκει και στα συμφέροντά μας και στα καθήκοντά μας το να
αντιμετωπίσουμε τον μικροαστισμό μέσα στις γραμμές εκείνων που ζουν πουλώντας
την εργατική δύναμή τους, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια τους είτε βρίσκεται στο
μυαλό και τις γνώσεις τους. Όχι από κάποια αφηρημένη ιδεολογική έχθρα ή
αισθητική αντιπάθεια, αλλά επειδή αυτή η “ιδεολογία της ‘μικρής’ ιδιοκτησίας”
(πολύ περισσότερο απ’ το πραγματικό γεγονός του αν κάποιος έχει ένα σπίτι ή ένα
αμάξι) είναι που διάλυσε την εργατική μαχητικότητα τα χρόνια της ευδαιμονίας. Κι
αυτή η ιδεολογία είναι τώρα που διαβρώνει και εξουδετερώνει “προληπτικά” την
ανασύνθεση αυτής της μαχητικότητας, παραδίδοντας τους πάντες (: εργάτες και
εργάτριες) δεμένους χειροπόδαρα στις ορέξεις των αφεντικών και του κράτους.
Οι μικροαστοί δεν μπορούν να “φανταστούν” οτιδήποτε πέρα από μορφές εξουσίας
αρκετά δυνατές ώστε να τους εξασφαλίζουν την πραγματική ή έστω την φαντασιακή
κινητικότητά - προς - τα - πάνω· στη χειρότερη περίπτωση να τους προστατεύουν
αυτά που ήδη κατέχουν. Υπό τις τωρινές συνθήκες ο μικροαστισμός είναι αυτό που
μπορεί να είναι: μια πολιτική πλατφόρμα ακινητοποίησης των εργατών σαν τέτοιων.
Σαν διακριτής τάξης, με τους δικούς της προσανατολισμούς και τις δικές της
απαιτήσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
2 - Είναι προφανές ότι αυτό το “μέτρο” δεν απλώνεται κατά λάθος στους πάντες, με
το τετραγωνικό! Κατ’ αρχήν για λόγους τεχνικούς: η δεη δεν μπορεί να ξέρει ποιό
ακίνητο είναι τι, και δεν είναι καθόλου ο κατάλληλος μηχανσιμός για να κάνει αυτή
τη διάκριση. Επιπλέον, αν η πρώτη κατοικία έμενε απ’ έξω, τότε τα αναμενόμενα
έσοδα θα ήταν αισθητά μικρότερα. Κυρίως όμως η μη συγκέντρωσή τους θα εξέθετε
τους “μεσαίους”, για άλλη μια φορά, σαν φοροφυγάδες. Αντίθετα τώρα εμφανίζονται
σαν “αγωνιστές”!
Ο μικροαστός
Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη.
Είναι αυτή η δειλία του μικροαστού να δει την κατάσταση του καθαρά και να
συνειδητοποιήσει τον εφιαλτικό ρόλο που παίζει στην ιστορία, που τον κάνει να
προσκολλάται στο θέαμα των πραγμάτων και να εξοβελίζει την ουσία. Ο μικροαστός
καταλήγει σε μια χαρακτηροδομή, που περιγράφεται από τη λέξη νοικοκυραίος. Ο
νοικοκυραίος είναι αυτός που θέλει την ησυχία του και κοιτάει τη δουλίτσα του ενώ
βρίσκονται σε εξέλιξη σφαγές. Είναι ο μίζερος, κακόμοιρος και κουτοπόνηρος
χαφιές. Είναι αυτός που θρέφεται με τη διαπόμπευση τοξικοεξαρτημένων κοριτσιών
από τον Λοβέρδο, από τα συντηρητικά ανέκδοτα του Θέμου Αναστασιάδη όταν
συνοδεύονται από λίγο γυναικείο κρέας, από τις εκπομπές για τους τύπους της
εγκληματικότητας των μεταναστών της Τατιάνας Στεφανίδου και του συζύγου της.
1. Ο νοικοκυραίος πιστεύει ότι όλοι τον ζηλεύουν. Βλέπει τον εαυτό του στο κέντρο
συνομωσιών που θέλουν να τον βλάψουν επειδή είναι εκλεκτός. Είναι τυπικό για
κάποιον που φθονεί την ευτυχία των άλλων, είτε αυτή παίρνει τη μορφή οικονομικής
ευημερίας, είτε της κοινωνικής αποδοχής, είτε της προσωπικής ευτυχίας και δεν
μπορεί να το δεχτεί, να το αντιστρέφει πιστεύοντας ότι είναι όλοι οι άλλοι που τον
ζηλεύουν. Ο νοικοκυραίος θέλει να νοιώθει διαλεκτός, γι’ αυτό και είναι έτοιμος να
ακολουθήσει όποιον τον κολακέψει, είτε ως κυρίαρχο λαό, είτε ως διαλεχτό έθνος,
είτε ως στυλοβάτη της γλυκιάς πατρίδας.
2. Ο νοικοκυραίος φοβάται και τη σκιά του. Φοβάται τους ισχυρούς, φοβάται τους
ανίσχυρους μήπως τους μοιάσει, φοβάται την αλλαγή, φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό
του στον καθρέφτη. Και ως γνήσιος δειλός στρέφει την οργή του για αυτή την
κατάστασή του προς τον ανίσχυρο, το παιδί, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον μετανάστη.
Όταν ο Λοβέρδος δηλώνει πως τα κρούσματα ελονοσίας οφείλονται στους
λαθρομετανάστες, είναι ο νοικοκυραίος που θα αγνοήσει τη βασική ιατρική γνώση
αιώνων που λέει πως η ελονοσία δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και θα
τον πιστέψει. Όταν η γιαγιά του Μιχαλολιάκου θα δηλώσει στο Πρώτο Θέμα ότι την
παρενόχλησε Πακιστανός, ο νοικοκυραίος θα το πιστέψει και αυτό.
4. Ο νοικοκυραίος φθονεί την ελευθερία και μισεί όσους αντιστέκονται, γιατί είναι
κάτι που δεν μπορεί να βιώσει. Ταυτίζεται με τα ΜΑΤ ενάντια στον μαθητή, στον
φοιτητή, στον εργάτη. Θέλει η βία να αποτελεί μονοπώλιο του κρατικού μηχανισμού,
με εξαίρεση τη φυσική βία που ασκεί αυτός στους πιο αδύναμους από αυτόν (και τη
βία που ασκεί στην αισθητική). Βρίζει την πόρνη και ταυτόχρονα την ποθεί.
Κοροϊδεύει ο, τι δεν καταλαβαίνει. Διατείνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, για
να καλύψει την ανικανότητά του για οτιδήποτε δημιουργικό.
5. Ο νοικοκυραίος έχει ψηλά στον κώδικα αξιών του τη δουλειά. Η δουλειά είναι
αυτή που μας κάνει ανθρώπους, θα πει. Είναι είτε η πειθαρχία αυτή που τον διεγείρει,
η προσκόλληση στη μηχανή και η επιθυμία του για επιβράβευση από το αφεντικό
του, είτε η εργασία των άλλων, όταν είναι σε θέση να ζει απ’ αυτή. Σε κάθε
περίπτωση αυτή η διαδικασία που τον μετατρέπει εθελόδουλα σε γρανάζι μηχανής,
του απομυζά σιγά σιγά κάθε σταγόνα ελεύθερης δημιουργικότητας που του έχει
απομείνει.
8. Η κουλτούρα του νοικοκυραίου είναι όσο πιο δυνατό κοντά στην κανονικότητα.
Ένας μέσος τύπος θα ακολουθήσει ο, τι σκουπίδι του πετάξει η βιομηχανία μαζικής
κουλτούρας και θα περάσει την ώρα του αναπαράγοντας ο, τι κλισέ απομνημονεύσει
από την τηλεόραση. Η κύρια αυτή αρχή εξειδικεύεται ανάλογα με την ηλικία και τον
κοινωνικό μικρόκοσμο. Ο νοικοκυραίος διψά για θέαμα, όπως ο βρικόλακας για αίμα.
Είναι εξαρτημένος στο κουτσομπολιό, στην κλειδαρότρυπα, για να νοιώσει καλύτερα
για τον εαυτό του. Η κοινώς αποδεκτή ως υψηλή τέχνη θα μπει μέσα στη μηχανή του
κιμά και θα βγει σε σφηνάκια ημιμάθειας, που εξυπηρετούν την ανάγκη του να
νοιώθει διαφορετικός. Οι ίδιες αρχές εξειδικεύονται και για τους λεγόμενους
«εναλλακτικούς» μικροαστούς.
9. Ο νοικοκυραίος απέχει παρασάγγας από τα πρότυπά του. Δεν είναι ούτε άριος και
υπεράνθρωπος, ούτε επιτυχημένος επιχειρηματίας, ούτε μορφωμένος, ούτε πλούσιος,
ούτε καν καλός χριστιανός ή τίμιος. Ο νοικοκυραίος μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό.
10. Ο φασίστας νοικοκυραίος δεν είναι εκτός του αστικού πολιτιστικού πλαισίου,
όπως λένε οι αστοί επικριτές του νεοφασισμού. Είναι ακριβώς η αποκορύφωση αυτού
του πολιτισμού. Είναι το αποτέλεσμα του πολιτισμού της εξατομίκευσης και
αντικειμενοποίησης του ανθρώπου, της αποθέωσης του κρατικού μηχανισμού ως
παντοδύναμου και αναγκαίου, της εξιδανίκευσης της εργαλειακής ορθολογικότητας,
του στυγνού αντικειμενισμού, της αναγωγής των πάντων σε αριθμούς, της
καταστροφής της φύσης ως αυτή να προοριζόταν για να υπηρετεί τον άνθρωπο, της
μίμησης της δύναμης της φύσης για τη δικαιολόγηση της καταστροφικής μανίας του
ανθρώπου, της δικαιολόγησης του σαδισμού προς χάριν της επιστημονικής
εγκυρότητας. Ο νοικοκυραίος λατρεύει τον τρόπο που ο Πρετεντέρης εξηγεί
ορθολογικά και με βάση αδιάσειστα οικονομικά στοιχεία, γιατί η απόλυση 2.000
δημοσίων υπαλλήλων είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη και τη μελλοντική
ευημερία.
Όλοι έχουμε έναν μικροαστό μέσα μας, σε όλους κρύβεται ένας νοικοκυραίος που
αγωνιά για ένα σπιτάκι και μια δουλίτσα, που δεν πολυσκοτίζεται για το θάνατο που
βασιλεύει, αρκεί να διατηρήσει τη δική τη θλιβερή ζωούλα, μπροστά στην
τηλεόραση. Όλα μίζερα και υποκοριστικά. Αυτόν τον μικροαστό μπορείς να τον
μισήσεις και να τον αγνοήσεις ή ακόμα και να τον απωθήσεις, να φωνάξεις με οργή
ενάντια στους προσκυνημένους που θα’ ναι όλοι οι άλλοι εκτός από σένα, να
κοιτάξεις την προσωπική σου ελευθερία μέσα στην ψευδαίσθηση πως αγνοώντας τα,
τα δεσμά θα εξαφανισθούν και τελικά να τα νομιμοποιήσεις. Μπορείς και να τον
κοιτάξεις με συμπάθεια αυτόν τον μικροαστό, να τον αγαπήσεις και γι’ αυτό να τον
αλλάξεις μέσα στον αγώνα για ζωή και αξιοπρέπεια, να τον γκρεμίσεις σιγά σιγά μες
στον αγώνα για ελευθερία, για να μπει στη θέση του ο άνθρωπος απ’ την κοινωνία
που θέλεις να χτίσεις. Η επιλογή είναι εδώ.
Άννα Β. /https://2467kollontai.wordpress.com
Ο Αντρέας με ρουσφέτι,
Τονε βγάζει στο κουρμπέτι.
Έμαθε τη ψήφο να πουλά
και να γλύφει αφεντικά.
Ο Σημίτης τον μπριζώνει
στο Παζάρι όλα τα χώνει.
Μπήκαμε και στο ευρώ,
Μύγας κώλο να μη βρώ.
Ήρθε κι η Ολυμπιάδα
Και εχέστηκ’ η φοράδα,
Τι αλώνι τι σαλόνι,
Η ξιπασιά να μεγαλώνει.
Να βοηθήσει ο Θεός
ν΄αυγατίσουμε το βιός.
Το πρωί στην εκκλησία
Και το βράδυ στα πορνεία,
Στην περίοδο της Παλινόρθωσης (2 Απριλίου 1814-27/29 Ιουλίου 1830) και της
«Μοναρχίας του Ιουλίου» (30 Ιουλίου 1830-24 Φεβρουαρίου 1848) η γαλλική αστική
τάξη συστηματοποιεί τη διάδραση με τα κατάλοιπα της αριστοκρατίας και
προσοικειώνεται πολλά από τα αντιδιαφωτιστικά τους ιδεολογήματα. Η ανάγκη για
σταθεροποίηση των κυρίαρχων τάξεων δίνει προτεραιότητα στη συγκρότηση μιας
μορφής κράτους, που θα μπορούσε να αποδειχτεί ανθεκτική απέναντι στις
επικίνδυνες κληρονομιές της Γαλλικής Επανάστασης και την επίδρασή τους στον
κοινωνικό πυθμένα.
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ δημοσιεύει ήδη από το 1821 ένα καυστικό άρθρο ενάντια
στους cumulards μεγάλης κλίμακας με τον εύγλωττο τίτλο «Almanach des
cumulards». Σε αυτό καταγράφει με αλφαβητική σειρά επιφανείς παράγοντες με αυτή
την ιδιότητα, προσδιορίζοντάς τους με σαρκασμό ως «άντρες που κυριευμένοι από
τον έρωτα του δημοσίου οφέλους εκτελούν όλες τις εργασίες». Οι χρυσοπληρωμένες
κρατικές τους θέσεις στηρίζονται σε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του δημόσιου
χρήματος. Η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητά τους στηρίζεται στην χωρίς
όρια εκμετάλλευση της εργασίας των καταπιεζόμενων τάξεων. [2] Αρκετά χρόνια
αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1830, ο Μπαλζάκ καταπιάνεται με τους cumulards
μικρής κλίμακας, τους «νοικοκυραίους» της εποχής του, σε χρονογράφημα με τίτλο
«Le Petit Mercier» («Ο μικρέμπορος»), δημοσιευμένο στο έντυπο «La caricature». Σε
επεξεργασμένη μορφή, θα το εντάξει στη νουβέλα «Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια»
(«La Fille aux yeux d’or», 1834/1835) [3] σαν οργανικό τμήμα της ταξικής
χαρτογράφησης του Παρισιού, όπου ο καπιταλισμός υλοποιείται με τη φυσική
καταστολή και την ιδεολογία ως καθαρτήριο και εσωτερικεύεται ως κόλαση της
ατομικής ύπαρξης.
Ο «νοικοκυραίος» την εποχή του Μπαλζάκ έχει επενδύσει κεφάλαιο σε μια μικρή
επιχείρηση, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν και αμείβονται πρακτικά σαν σκλάβοι
στο έλεός του. Ταυτοχρόνως και συνήθως, έχει εξασφαλίσει μια κατώτερη, αλλά
στρατηγική για το συμφέρον του, θέση στον κρατικό μηχανισμό. Ενστερνίζεται και
διαδίδει με όλους τους τρόπους τις αρχές της «οικονομίας του έθνους» και των
έντυπων οργάνων της. Το «λαϊκό αίσθημά» του ιεροποιεί τον ηθικό πανικό απέναντι
σε κάθε έκφανση κοινωνικού ριζοσπαστισμού, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τη
σταθερότητα των ιδεολογικών μηχανισμών στο κοινωνικό πεδίο, αποσπώντας συχνά
και άμεσο υλικό όφελος. Ενδιαφέρεται για την τέχνη μόνο από την οπτική του
κέρδους ή της πολιτιστικής βιομηχανίας και του φανταστικού υποκατάστατου που
προσαρμόζει στην αυτοεπιτήρηση και τον συντηρητισμό. Η πολιτική του θέαση
παρακολουθεί κάθε αναδιάρθρωση ισχύος που αφενός διασφαλίζει την ιδιαίτερη θέση
του στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και αφετέρου υπόσχεται την εκπλήρωση
της φαντασίωσής του να εισδύσει κάποια στιγμή στη μεγάλη αστική τάξη
(προοικονομώντας, έτσι, το καθεστώς του Λουδοβίκου Βοναπάρτη). Στην ταξική
χαρτογράφηση του Μπαλζάκ προσδιορίζεται μάλλον ως ανερχόμενη υποδιαίρεση
των πολύμορφων μεσοστρωμάτων.
Ορισμένα αποσπάσματα από την περιγραφή του «νοικοκυραίου» στη νουβέλα «Το
κορίτσι με τα χρυσά μάτια» μπορούν να διαρθρωθούν σαν υλικό διαλεκτικής εικόνας,
με αφόρμηση τη δομή ενοτήτων που προτείνει ο Μισέλ Μπυτόρ για την ανατομία του
«νοικοκυραίου» [4]:
1) Γνωριμία με τον «νοικοκυραίο»: «[...] Και κατ’ αρχήν, υποδεχτείτε αυτόν τον
βασιλιά της παρισινής διακύμανσης, ο οποίος δάμασε τον χώρο και τον χρόνο. Ναι,
υποδεχτείτε τούτο το πλάσμα που είναι καμωμένο από νίτρο και φωταέριο, που δίνει
παιδιά στη Γαλλία κατά τις φιλόπονες νύχτες του και πολλαπλασιάζει στη διάρκεια
της ημέρας το άτομό του για την εξυπηρέτηση, τη δόξα και την ευχαρίστηση των
συμπολιτών του. Αυτός ο άνθρωπος επιλύει το πρόβλημα να επαρκεί συγχρόνως σε
μια αξιαγάπητη γυναίκα, στο νοικοκυριό του, στην εφημερίδα «Ο Συνταγματικός»
[5], στο γραφείο του, στην εθνοφρουρά [6], στην Όπερα, στον Θεό. Αλλά για να
μετασχηματίσει σε χρήματα την εφημερίδα «Ο Συνταγματικός», το γραφείο, την
Όπερα, την εθνοφρουρά, τη γυναίκα και τον Θεό. Ενολίγοις, υποδεχτείτε έναν
ανεπίληπτο θησαυριστή και πολυθεσίτη».
3) Στο νοικοκυριό: «Στις εννέα, βρίσκεται στην αγκαλιά του νοικοκυριού του,
ξεφουρνίζει ένα καλαμπούρι στη γυναίκα του, της αποσπά ένα μεγάλο φιλί,
απολαμβάνει ένα φλιτζάνι καφέ ή μαλώνει τα παιδιά του».
4) Στο γραφείο: «Στις δέκα παρά τέταρτο, εμφανίζεται στο δημαρχείο. Εκεί,
καθισμένος σε μια πολυθρόνα, σαν παπαγάλος πάνω σε κούνια, με θέρμανση από την
πόλη του Παρισιού, εγγράφει τους θανάτους και τις γεννήσεις ενός ολόκληρου
διοικητικού διαμερίσματος, χωρίς δάκρυ ή χαμόγελο. Η ευτυχία, η δυστυχία της
γειτονιάς περνούν από το ράμφος της πέννας του, όπως το πνεύμα του
«Συνταγματικού» ταξίδευε πριν από λίγο πάνω στους ώμους του. Τίποτα δεν τον
βαραίνει! Πάντα πηγαίνει ευθεία μπροστά του, παίρνει πανέτοιμο τον πατριωτισμό
του από την εφημερίδα, δεν φέρνει αντίρρηση σε κανέναν, σκούζει ή χειροκροτεί με
όλο τον κόσμο και ζει σαν χελιδόνι».
6) Στο μαγαζί του: «Ελεύθερος από την επίσημη υπηρεσία του στις τέσσερις,
παρουσιάζεται για να σκορπίσει τη χαρά στο πιο διάσημο μαγαζί που υπάρχει στην
παλιά πόλη. Ευτυχισμένη είναι η γυναίκα του, δεν έχει χρόνο να είναι ζηλιάρης. Είναι
μάλλον άνθρωπος της δράσης παρά του συναισθήματος. Επίσης, μόλις φτάσει,
προκαλεί εκνευρισμό στις δεσποινίδες του ταμείου, που τα ζωηρά τους μάτια
προσελκύουν μάτσο τους πελάτες. Γεμίζει ικανοποίηση ανάμεσα στα στολίσματα και
τις εσάρπες, την ομορφοφτιαγμένη μουσελίνα από αυτές τις ικανές εργάτριες».
7) Στα θεάματα: «Στις έξι, κάθε δυο μέρες, είναι πιστός στο πόστο του. Ισόβιος
βαρύτονος των χορωδιών, βρίσκεται στην Όπερα, έτοιμος να γίνει στρατιώτης,
Άραβας, φυλακισμένος, άγριος, χωρικός, σκιά, οπλή καμήλας, λιοντάρι, διάβολος,
ιδιοφυία, λευκός ή μαύρος ευνούχος, πάντα εξασκημένος να προσφέρει χαρά, οδύνη,
οίκτο, κατάπληξη, να μπήζει απαράλλαχτες κραυγές, να το βουλώνει, να κυνηγάει, να
συμπλέκεται, να εκπροσωπεί τη Ρώμη ή την Αίγυπτο».
Σημειώσεις
2. Σχετικά με τις συνθήκες ζωής του προλεταριάτου στο Παρίσι και την αφήγησή
τους στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ αξίζει να διαβαστεί το εξαιρετικό
άρθρο της Nicole Mozet, Les prolétaires dans «La Fille aux yeux d’or », περιοδικό
L’Année Balzacienne, 1964, σελ. 91 κ.ε.
4. Βλ. Michel Butor, Paris à vol d’Archange-Improvisations sur Balzac II, Editions
de la Différence, Παρίσι, 2000, σελ. 27-30.
5. Le Constitutionnel, εφημερίδα που ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και
αποτέλεσε στην εξέλιξή της όργανο των συντηρητικών φιλελευθέρων και των
βοναπαρτικών.
Όταν το κακό αποκτήσει πρόσωπο γίνεται ακόμα πιο τρομακτικό. Στην σφαίρα του
«αφηρημένου» Χρυσή Αυγή είναι οι επιθέσεις σε μετανάστες, τα ρατσιστικά
συνθήματα που εκτοξεύουν οι βουλευτές της και το τηλεοπτικό ξύλο. Τα
παρακολουθούμε, γράφουμε για αυτά, εξοργιζόμαστε αλλά μέχρι εκεί. Και ξαφνικά η
ζωή σου υπενθυμίζει: H Χρυσή Αυγή είναι οι νοικοκυραίοι που την έβαλαν στην
βουλή.
«Ο τάδε» μου είπε η μάνα μου «ψήφισε Χρυσή Αυγή» και έδειξε το διπλανό σπίτι με
ένα ύφος σαν να μου έλεγε ότι «ψήφισε τον Τσάκα» (σ.σ Νοσταλγείς και εσύ την
εποχή του Big Brother που «πλαστικά» λεφτά υπήρχαν και κάνανε Πρωτοχρονιά με
sms αντί για «Καλή Χρονιά» το απίθανο «Ο Τσάκας τα πήρε»;) Παραλίγο να πνιγώ.
Κοίταξα από το τζάμι το διώροφο με τον Αι Βασίλη που ετοιμαζόταν να κάνει
ανώμαλη προσγείωση στα λαμπάκια. Το γκαζόν στην μεγάλη αυλή.
Μου ήρθαν στο μυαλό οι βολεμένες κόρες του στον ίδιο οργανισμό όταν είχε πάρε-
δώσε με τον οργανισμό (σ.σ Ναι, με διαφανείς διαδικασίες μην το συζητάς), η μπάζα
που έκανε με το χρηματιστήριο, οι τρεις μεριές από όπου έτρωγε χρήμα την δεκαετία
του ενενήντα. Θυμήθηκα ότι δεν είμαι στο κέντρο της Αθήνας με τον κόσμο που
ψάχνει στα σκουπίδια αλλά σε ένα χωριό που μέχρι στιγμής δεν ψάχνουν στα
σκουπίδια. «Τους ψήφισε για να τους τιμωρήσει» με αποτελείωσε. Τιμωροί-
νοικοκυραίοι. Τιμωρούν δήθεν την δημοκρατία επειδή δεν πρόλαβαν να φάνε λίγο
ακόμα στο στρωμένο της τραπέζι.
Επειδή ίσως το διώροφο δεν έγινε τριώροφο. Επειδή δεν μπόρεσαν να βγάλουν όσα
θέλανε στο χρηματιστήριο ή χάσανε αυτά που είχανε. Επειδή το «βύσμα» πια δεν
λειτουργεί και το ένα παιδί έμεινε στην απέξω. Επειδή δυσκόλεψε λίγο το παιχνίδι
της φοροδιαφυγής. Αυτή η φάρα των νοικοκυραίων είναι για λύπηση ή για να σου
ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι.
Έχουν βγάλει και αυτή την γλώσσα τελευταία και μιλούν όλο για «μαθήματα και
παθήματα» που σε κάνει να τους αντιπαθείς ακόμα περισσότερο. Και δεν μοιάζουν
μπερδεμένοι ούτε ντρέπονται για την επιλογή τους. Την υπερασπίζονται κάθε φορά
που μιλούν για αυτή. Ούτε υπάρχει περίπτωση να μπουν στην διαδικασία να
σκεφτούν ότι ο νεοναζισμός μπορεί να χτυπήσει και την δική τους πόρτα. Βλέπεις,
είναι στην επαρχία. Ζωή είναι αυτό που δείχνει η τηλεόραση και όλα τα άσχημα
συμβαίνουν στην Αθήνα ή μακριά από το χωριό τους.
Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη στην Αθήνα, 1880-1925
συνέντευξη του Νίκου Ποταμιάνου - ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Για την έννοια της τάξης, τον μικροαστικό ταξικό πόλο στην Ελλάδα, την
πολιτισμική και πολιτική του έκφραση
«Οι Νοικοκυραίοι» του Νίκου Ποταμιάνου (δρ νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας
του Πανεπιστημίου Κρήτης), που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης είναι ένα από τα σημαντικά ιστορικά βιβλία των τελευταίων
χρόνων. Πρώτον, επειδή ο συγγραφέας μελετάει τη συγκρότηση, τους όρους
ύπαρξης, τις αλλαγές, τους πολιτικούς και πολιτισμικούς ορίζοντες μιας τάξης με
κομβική σημασία για την ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα: των μικροαστών.
Ταυτόχρονα, επειδή, κατά τη μελέτη επεξεργάζεται, σε διαρκή διάλογο με τη διεθνή
βιβλιογραφία και πηγές του, τα θεωρητικά του εργαλεία: την έννοια της τάξης,
πρωτίστως. Τέλος, επειδή μας δείχνει πώς μια καλή διδακτορική διατριβή μπορεί να
μετατραπεί σε ένα εξίσου καλό και ωραίο βιβλίο.
Στρ. Μπ.
Ο όρος «μικροαστός» έχει συσσωρεύσει πολλές υποτιμητικές χρήσεις, ήδη από την
πρώτη εμφάνιση της έννοιας του petit bourgeois στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η
μίμηση των φερσιμάτων των αστών εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε παραφθορές, οι
οποίες γίνονταν αντικείμενο χλεύης. Στην αριστερή παράδοση ο μικροαστός
αποτέλεσε την αρνητική εικόνα ενός ιδεατού προλετάριου: με περιορισμένο ορίζοντα
ριζοσπαστισμού, που προκρίνει την ατομική κοινωνική άνοδο και όχι τη συλλογική
δράση κλπ. Η επικρατούσα σήμερα εκδοχή συνδέεται με έναν «πολιτισμικό
μοντερνισμό» στον οποίο ο μικροαστισμός έχει αναδειχθεί σε συνώνυμο του
κομφορμισμού, της συμβατικότητας και του συντηρητισμού στις συμπεριφορές και
την ηθική.
Παρ’ όλ’ αυτά, προτίμησα να κάνω λόγο για «παραδοσιακή» (και «νέα»)
«μικροαστική τάξη», ακολουθώντας τη σχετική διάκριση του Πουλαντζά, παρά για
«μεσαία τάξη». Η «μεσαία τάξη» έχει κι αυτή επενδυθεί με ποικίλα νοήματα, και
φέρει ισοδύναμο, αν όχι μεγαλύτερο, πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο: δείτε, για ένα
εγχώριο παράδειγμα, τον ορισμό της μεσαίας τάξης από τον Αρίστο Δοξιάδη (Το
αόρατο ρήγμα). Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ασάφεια: η έννοια της
μεσότητας δεν έχει συνδεθεί με την ίδια κοινωνική κατηγορία σε κάθε χώρα. Στην
Αγγλία, θυμίζω, middle class είναι η αστική τάξη, στη Γερμανία Mittelstandt είναι η
παραδοσιακή μικροαστική τάξη, ενώ στη Γαλλία και το Βέλγιο το σημαινόμενο των
«classes moyennes» υπήρξε αρκετά ευμετάβλητο.
Αναζητώντας τους όρους που χρησιμοποιούνταν στα 1900 για την περιγραφή των
κοινωνικών ιεραρχιών και ομάδων, διαπίστωσα ότι η «μεσαία τάξη» εμφανιζόταν
βασικά σε λόγια περιβάλλοντα λόγου. Φαίνεται ότι από το ρεπερτόριο της λαϊκής
κουλτούρας απουσίαζε η έννοια του «μεσαίου», και κυριαρχούσαν δίπολα όπως
κοσμάκης-μεγαλουσιάνοι, φτωχολογιά-αφεντάδες κλπ. Υπήρχε, ωστόσο, ένα
ιθαγενές λαϊκό αντίστοιχο της «μεσαίας τάξης», όσον αφορά τόσο τη βαθμίδα στην
κοινωνική κλίμακα με την οποία συνδεόταν όσο και ορισμένες από τις ιδιότητες που
της αποδίδονταν: οι «νοικοκυραίοι». Ετυμολογικά επρόκειτο για τους «επικεφαλής
του οίκου» άντρες ώριμης ηλικίας, ο όρος όμως απέκτησε τις συνδηλώσεις του
εύπορου με κάποιου περιουσία. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά του όρου «νοικοκυραίος»
ήταν αφενός η σύνδεση με την ιδιοκτησία, αφετέρου η ιδιότητα της
συντηρητικότητας που συναρτώνταν με την ιδιοκτησία με διάφορους τρόπους:
σύνεση, απέχθεια φιλήσυχων ανθρώπων για τις ταραχές και τις ανατροπές,
αντιλήψεις για την ηθική κλπ. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι «νοικοκυραίοι»
έπαψαν να αναφέρονται και στους αστούς, και συνδέθηκαν πιο ξεκάθαρα με
κοινωνικές βαθμίδες ταπεινότερες μεν αλλά καλοστεκούμενες — ενώ βέβαια
ενισχύθηκε η συσχέτιση με τη συντηρητικότητα.
Έπειτα από αρκετό προβληματισμό και συζήτηση, τελικά, δεν αρνείσαι τον
χαρακτηρισμό της «τάξης» για τους μικροαστούς, αλλά ενσωματώνεις στον
ορισμό της τις εγγενείς αντιφάσεις συγκρότησής της, καθώς και την ανοιχτή
έκβαση της ακριβούς της θέσης ως προς τις σχέσεις εκμετάλλευσης.
Θεωρώ ότι η κοινωνική τάξη είναι μια έννοια όχι απλώς χρήσιμη αλλά και αναγκαία
για να σκεφτούμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Το βιβλίο μου αποτελεί, πιστεύω, και
ένα διάβημα για την επαναφορά της τάξης στην επιστημονική συζήτηση, αλλά και ως
κοινόχρηστο εργαλείο σ’ έναν πιο καθημερινό λόγο. Εφόσον όμως επιλέγει κανείς ως
βάση της ανάλυσής του τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση, υπάρχουν ορισμένες
εγγενείς δυσκολίες στο να προσδιορίσει την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Η θέση
της όσον αφορά τις σχέσεις εκμετάλλευσης αποτελεί βασικό κριτήριο — αλλά και
προβληματικό σημείο εφόσον δεν επιλεγεί η φόρμουλα της σύνδεσης των
μικροαστών με την «απλή εμπορευματική παραγωγή».
Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις στο πρόβλημα: ακολουθώ αυτήν που επιμένει στην
ύπαρξη των δύο πόλων του καπιταλισμού, κεφαλαίου και εργασίας, στο εσωτερικό
της μικροαστικής τάξης — με όλες τις αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται. Μ’ αυτή
την έννοια, η θέση των φορέων της συγκεκριμένης ταξικής θέσης σε σχέση με τις
σχέσεις εκμετάλλευσης δεν είναι πάγια και χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία
καταστάσεων: μπορεί να τείνει προς το κεφάλαιο, όσο αυξάνει η εκμετάλλευση της
μισθωτής εργασίας, ή να πολώνεται προς την εργασία, εφόσον υπερισχύει η διάσταση
της έμμεσης υπαγωγής της εργασίας του καταστηματάρχη στο μεγάλο κεφάλαιο
(κάποιοι μιλάνε και για «εκμετάλλευση»).
Αυτή η ποικιλία καταστάσεων καθιστά, προφανώς, πιο δύσκολη και αντιφατική τη
διαδικασία συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. Καθιστά, επίσης,
ακόμα πιο σημαντικό το επίπεδο της πολιτικής άρθρωσης για την κατεύθυνση που θα
έπαιρνε αυτή η συγκρότηση. Ποιοι θα πρωτοστατούσαν στη ταξική συγκρότηση και
σε ποια μέτωπα θα έδιναν έμφαση; Εδώ αναφέρομαι στον «ταξικό πόλο», αυτόν που
διεξάγει την «πάλη για την τάξη»: την πάλη, δηλαδή, για τη (διόλου δεδομένη)
συγκρότηση, τα όρια και τις ιεραρχίες στο εσωτερικό της.
Μιλάς, λοιπόν, για τον ελληνικό «μικροαστικό ταξικό πόλο» που συγκροτείται
και κερδίζει νίκες τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τι σημαίνει αυτό
και πώς έγινε;
Ως ταξικό πόλο ορίζω τον οργανωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα που
συγκροτεί και διακινεί μια ταυτότητα, διαμορφώνει και προπαγανδίζει αιτήματα,
διατυπώνει τα συλλογικά συμφέροντα που ορίζουν την τάξη και τα διατηρεί
αρθρωμένα, αγωνίζεται να προσελκύσει κομμάτια περιφερειακά και
αμφιταλαντευόμενα. Εννοείται ότι η δράση του δεν είναι πάντα επιτυχημένη, και η
ύπαρξή του δε συνεπάγεται ότι μια τάξη είναι σχηματισμένη. Μάλιστα, μπορούμε να
ορίσουμε τον ταξικό πόλο και ως αυτό που μένει πίσω όταν η τάξη αποδιαρθρώνεται,
και που διατηρεί ορισμένα κεκτημένα που θα συμβάλουν σε μια μελλοντική
ανασυγκρότησή της.
Στο βιβλίο σου περιλαμβάνονται και κεφάλαια για τις Απόκριες, τα λαϊκά
αναγνώσματα της εποχής, τον Καραγκιόζη. Πώς εκφράζεται σε πολιτισμικό
επίπεδο ο πόλος αυτός για τον οποίο έκανες λόγο;
Προσπάθησα να μην περιοριστώ στον συνδικαλισμό και την άμεσα πολιτική δράση:
άλλωστε οι τάξεις δεν υπάρχουν σε ένα μόνο επίπεδο του κοινωνικού. Εξέτασα,
λοιπόν, αν υφίσταται ένα ιδιαίτερο μικροαστικό στίγμα στο πεδίο της κουλτούρας. Τα
ευρήματά μου εδώ σχετικοποίησαν την εικόνα της συγκροτημένης τάξης, αλλά δεν
την κατέρριψαν. Προτείνω ότι η εμφάνιση του νέου λαϊκού μυθιστορήματος και ο
εξευγενισμός του Καραγκιόζη εκείνα τα χρόνια στηρίχτηκαν από ένα μικροαστικό
κοινό — αν και με ενισχυμένο, εδώ, το βάρος των «μικροαστών της γνώσης» και όχι
«της αγοράς». Στον εορτασμό του καρναβαλιού, επίσης, εμφανίζονται ορισμένες
μορφές που συνδέονται ιδιαίτερα με τους μικροαστούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα,
εν ολίγοις, έχει αναδυθεί ό,τι εγγύτερο προς μια ειδικά μικροαστική κουλτούρα είχε
προκύψει μέχρι τότε. Παραμένει, βέβαια, ένα πολύ ασθενικό αντίστοιχο της τάσης
συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης στο οργανωτικό και πολιτικό
επίπεδο.