You are on page 1of 10

Ο Δαρβίνος και η διαμάχη για την εξελικτική θεωρία

Η χρονιά που πέρασε, το 2009, εορτάστηκε, με πλήθος εκδηλώσεων προς τιμήν του Κάρολου
Δαρβίνου, ως επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννησή του και 150 χρόνων από την πρώτη
δημοσίευση του βιβλίου του “Η Καταγωγή των Ειδών”. Παρ’ όλ’ αυτά, το όνομα του Δαρβίνου
παραμένει αόριστα συνδεδεμένο για τον περισσότερο κόσμο με τη “θεωρία της εξέλιξης” και με
την “καταγωγή του ανθρώπου από τους πιθήκους”. Σε τι όμως συνίσταται αυτή η θεωρία της
εξέλιξης;
Καταρχάς, ο όρος “θεωρία” εδώ χρησιμοποιείται εντός ενός επιστημονικού πλαισίου και είναι
συνυφασμένος με τη λογική περιγραφή και ερμηνεία των φυσικών φαινομένων που
παρατηρούνται, με τη λειτουργία αυτών των φαινομένων, με το ποια πρότυπα ακολουθούν ή με το
γιατί τα αντιλαμβανόμαστε με τον τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε. Πρόκειται, δηλαδή, για την
έννοια της “θεωρίας” στις φυσικές επιστήμες, και επομένως, ο όρος “θεωρία της εξέλιξης” είναι
τόσο βάσιμος όσο και η κινητική θεωρία των αερίων ή η κυτταρική θεωρία.

Εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής


Ο Δαρβίνος, με τη δημοσίευση του διάσημου βιβλίου του “Η Καταγωγή των Ειδών” i, δεν
προκάλεσε αντιδράσεις με την εισαγωγή της έννοιας της εξέλιξης των ειδών, διότι από τις αρχές
του 19ου αιώνα, η πλατωνική θεώρηση ενός στατικού κόσμου πρότυπων μορφών, είχε ήδη αρχίσει
να υποχωρεί λόγω των νέων δεδομένων από επιστημονικούς κλάδους όπως η γεωλογία, ενώ οι
σχετικές διαφωνίες κορυφώθηκαν σε τομείς όπως η ταξινόμηση και η συστηματική. Το έδαφος είχε
ήδη προετοιμαστεί χάρη στον παππού του Καρόλου, Έρασμο Δαρβίνο, και στο Γάλλο φυσιοδίφη
Jean-Baptiste Lamarck. Εκείνο, αντίθετα, που εξέπληξε στην παρουσίαση των ιδεών του στο
περίφημο βιβλίο του, ήταν η περιγραφή ενός σχετικά ακριβούς, ικανοποιητικού και λογικού
μηχανισμού παραγωγής της εξελικτικής διαδικασίας, της φυσικής επιλογής.
Σύμφωνα με τον Ernst Mayr -κορυφαίο δαρβινιστή και εξελικτικό του 20ού αιώνα- ο
Δαρβίνος στην “Καταγωγή των Ειδών” περιγράφει και αναλύει τις παρακάτω πέντε σχετικά
ανεξάρτητες μεταξύ τους θεωρίες:
(1) Το ίδιο το φαινόμενο της εξέλιξης, ότι δηλαδή ο κόσμος δεν είναι σταθερός, αλλά
αλλάζει, όπως επίσης και οι οργανισμοί, σε βάθος χρόνου.
(2) Η κοινή καταγωγή, ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί προέρχονται από έναν και μοναδικό
κοινό πρόγονο, πηγαίνοντας πίσω σε μία και μοναδική καταγωγή της ζωής.
(3) Ο πολλαπλασιασμός των ειδών, μια θεωρία που εξηγεί την τεράστια ποικιλότητα
ζώντων οργανισμών που απαντάται σήμερα επί της γης. Πιο συγκεκριμένα, προτείνει ότι τα είδη
πολλαπλασιάζονται είτε μέσω του διαχωρισμού ενός είδους σε δύο αδελφικά είτε μέσω της
γεωγραφικής απομόνωσης που οδηγεί στην εξέλιξη νέων ειδών.ii
(4) Η βαθμιαία αλλαγή, όπου η εξελικτική αλλαγή λαμβάνει χώρα σταδιακά και βαθμιαία
και όχι ως αλματική μετάβαση ενός είδους προς ένα άλλο.
(5) Η φυσική επιλογή, η οποία αποτελεί τον εξελικτικό μηχανισμό που οδηγεί τη διαφορική
(differential) επιβίωση και αναπαραγωγή των ατόμων ενός πληθυσμού που αποτελούν τους
γεννήτορες της επόμενης γενιάς, επομένως το γενετικό τους υλικό έχει περισσότερες πιθανότητες
να αντιπροσωπεύεται στους απογόνους.
Η εκπληκτική ιδέα που συνέλαβε ο Δαρβίνος, χάρη στις προσωπικές παρατηρήσεις του κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού του με το Beagle, στη συναναστροφή του με γεωλόγους και φυσιοδίφες,
αλλά και καλλιεργητές και κτηνοτρόφους της εποχής και χάρη στη μελέτη των έργων του Thomas
Malthusiii, αποτελεί και σήμερα το βασικό άξονα της εξελικτικής επιστήμης. Ουσιαστικά, μία από
τις έξοχες παρατηρήσεις του που σήμερα μας φαίνεται δεδομένη, αλλά δεν ήταν στα μέσα του 19ου
αιώνα, είναι το γεγονός ότι τα άτομα ενός πληθυσμού ενός είδους διαφέρουν μεταξύ τους σε
κάποια, ίσως ελάχιστα χαρακτηριστικά, και ότι το κάθε άτομο είναι μοναδικό. Όσον αφορά τα
σκουλήκια ή τις μύγες, ενδεχομένως να μην αποτελεί τόσο προφανή παρατήρηση για κάποιον που
δεν είναι ειδικός, αλλά αν σκεφτούμε τους σκύλους, τις γάτες ή τους ανθρώπους, τότε ο
οποιοσδήποτε παραδέχεται ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Σε έναν πληθυσμό, δηλαδή,
υπάρχει μια ανάλογη με το μέγεθος του πληθυσμού, σχεδόν συνεχής ποικιλότητα για κάποια
χαρακτηριστικά. Ακόμη και σε επίπεδο ειδών, η ποικιλότητα (βιοποικιλότητα) ξεπερνάει κάθε
φαντασία, με 1,9 εκατομμύρια είδη να έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα και τον αριθμό των
ζωντανών ειδών στη γη να εκτιμάται στα 11 εκ. είδη με διαφορές στις εκτιμήσεις που κυμαίνονται
ανάλογα με την επιστημονική ομάδα, από 3 έως 100 εκ. είδη.
Ο Mayr εξηγώντας την εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής διακρίνει δύο βήματα, δύο επίπεδα.
Το πρώτο βήμα είναι η δημιουργία ποικιλότητας σε επίπεδο πληθυσμού μέσω, κυρίως, της
σεξουαλικής αναπαραγωγής (παραγωγή των γαμετών –ωαρίων και σπερματοζωαρίων– και
ανασυνδυασμός –ανταλλαγή γενετικού υλικού κατά τη διάρκεια της παραγωγής γαμετών–), των
τυχαίων μεταλλάξεων (τυχαίες αλλαγές της αλληλουχίας του DNA) και της ροής γονιδίων
(μεταναστεύσεις από και προς τον πληθυσμό). Το δεύτερο βήμα περιλαμβάνει τη δράση της
φυσικής επιλογής πάνω σε αυτήν την ποικιλότητα, η οποία αποτελεί το υπόστρωμα, συνεπώς, της
πρώτης. Η φυσική επιλογή, δηλαδή, είναι η ευνοημένη επιβίωση και αναπαραγωγή εκείνων των
ατόμων που διαθέτουν κάποια χαρακτηριστικά που τους δίνουν κάποιο πλεονέκτημα σε ένα
συγκεκριμένο περιβάλλον. Αντίστροφα, η φυσική επιλογή μπορεί να οριστεί ως η απαλοιφή των
γονιδίων των ατόμων ενός πληθυσμού που έχουν λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσουν, να
αναπαραχθούν και να δώσουν βιώσιμους και γόνιμους απογόνους σε ένα συγκεκριμένο
περιβάλλον. Χωρίς την ποικιλότητα, λοιπόν, που έχει προκύψει από το πρώτο βήμα, η φυσική
επιλογή ως διαδικασία δεν έχει καμία υπόσταση και επίσης, η εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής
είναι άμεσο αποτέλεσμα της ύπαρξης ποικιλότητας, διαφορικής επιβίωσης και αναπαραγωγής και
κληρονομικότητας.
Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, έναν πληθυσμό άσπρων πεταλούδων που τρέφονται από
ένα φυτικό είδος που παράγει μπλε λουλούδια. Έστω ότι σε αυτόν τον πληθυσμό εμφανίζεται μία
πεταλούδα που είναι μπλε. Η πεταλούδα αυτή έχει περισσότερες πιθανότητες από τις υπόλοιπες να
μη φαγωθεί από τους θηρευτές της, διότι δεν μπορούν να τη διακρίνουν εύκολα όταν κάθεται και
τρώει πάνω στο μπλε λουλούδι, επομένως έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει. Αν το
χρώμα του σώματος καθορίζεται γενετικά, τα γονίδια για το μπλε χρώμα σώματος θα περάσουν
στους απογόνους της όταν αναπαραχθεί και σταδιακά, κατά τη διάρκεια των γενεών, ο πληθυσμός
των άσπρων πεταλούδων θα μεταβληθεί σε πληθυσμό μπλε πεταλούδων.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι έννοιες που αναφέρθηκαν εδώ όσον αφορά:
α) τον πληθυσμό (το άτομο δεν αποτελεί μονάδα εξέλιξης, αντίθετα σε έναν πληθυσμό σε
βάθος χρόνου μπορούν να μεταβληθούν οι συχνότητες των γονιδίων που δίνουν το
χαρακτηριστικό)
β) το γενετικό καθορισμό των χαρακτηριστικών που δίνουν το πλεονέκτημα
γ) τις πιθανότητες (δεν πρόκειται για μηχανιστική διαδικασία)
δ) τη χρονική διάρκεια (πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία, απαιτείται χρόνος και το
πέρασμα πολλών γενεών για να αλλάξουν οι συχνότητες των γονιδίων ενός πληθυσμού), και
ε) το συγκεκριμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η διαδικασία.
Ιδιαίτερο είναι το ζήτημα των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών συνθηκών, γιατί η θεώρηση
της εξελικτικής διαδικασίας πολλές φορές παρερμηνεύεται εξαιτίας αυτού και ιστορικά έχει συμβεί
η παράλειψη αυτή να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα. Εν ολίγοις, ένα χαρακτηριστικό
που αποτελεί πλεονέκτημα σε ένα περιβάλλον μπορεί να αποτελεί μειονέκτημα σε ένα άλλο
περιβάλλον και αντίστροφα. Διευκρινιστικά, με τον όρο περιβάλλον εννοούμε όλους τους
αβιοτικούς (νερό, pH, κλίμα κτλ.), αλλά και τους βιοτικούς (π.χ. άλλοι οργανισμοί) παράγοντες με
τους οποίους αλληλεπιδρά ένας οργανισμός κατά τη διάρκεια της ζωής του ή για ένα σύντομο
μέρος της. Για παράδειγμα, το περιβάλλον ενός βακτηρίου που παρασιτεί στο ανθρώπινο έντερο,
αποτελείται από τα διάφορα θρεπτικά υλικά που φτάνουν εκεί μέσω του ανθρώπινου πεπτικού
συστήματος, τη θερμοκρασία και την οξύτητα του εντέρου και τους άλλους μικροοργανισμούς που
παρασιτούν στο ίδιο όργανο. Έτσι, για παράδειγμα, οι αφρικάνικοι πληθυσμοί που φέρουν το
γονίδιο της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας προστατεύονται από το πλασμώδιο που προκαλεί την
ελονοσία και μεταδίδεται μέσω των κουνουπιών, διότι αυτός ο οργανισμός παρασιτεί στα ερυθρά
αιμοσφαίρια του ανθρώπου, και καθώς οι πληθυσμοί αυτοί έχουν ερυθρά αιμοσφαίρια σε σχήμα
δρεπανιού, το πλασμώδιο δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Αντίθετα, όταν σκλάβοι από τους
αφρικανικούς πληθυσμούς μεταφέρθηκαν στις Η.Π.Α. όπου η ελονοσία δεν αποτελούσε τόσο
διαδεδομένη ασθένεια, οι επιπτώσεις των δρεπανοειδών κυττάρων που δε μεταφέρουν το οξυγόνο
στους ιστούς τόσο αποτελεσματικά, ήταν ραγδαίες και αυτού του τύπου η αναιμία αποτελούσε
μειονέκτημα για τους ανθρώπους που την έφεραν. Επομένως, ένα χαρακτηριστικό που δίνει
επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον μπορεί να αποδειχθεί έως και
θανατηφόρο όταν αλλάξουν οι περιβαλλοντικές συνθήκες, και αντίστροφα.

Από το Δαρβίνο προς την «εξελικτική σύνθεση»


Σε ό,τι αφορά την απόκριση του επιστημονικού κόσμου της εποχής στο επαναστατικό βιβλίο
του Δαρβίνου, αυτή υπήρξε μάλλον θετική σε σχέση με τις αντιδράσεις του κοινού και της
εκκλησίας. Οι διαμάχες επικεντρώθηκαν σε κρίσιμα για τη θεωρία σημεία, με το κέντρο βάρους
τους όμως μετατοπισμένο σε επιστημονικά ζητήματα που αφορούσαν τους μηχανισμούς της
παραγωγής της ποικιλότητας, κυρίως, και τη βαθμιαία αλλαγή. Οι αρχές της κληρονομικότητας του
Mendel δεν ανακαλύφθηκαν παρά στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ αυτή η “ουσία” που
μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, το DNA, περίμενε μέχρι το 1944 για να αποδειχθεί από τους
Avery, MacLeod και McCarty ότι αποτελεί το μόριο που φέρει τις γενετικές πληροφορίες, ενώ η
δομή του παρέμεινε άγνωστη μέχρι το 1953, οπότε και ανακαλύφθηκε από τους Watson και Crick.
Οι βιολόγοι επιστήμονες των αρχών του 20ού αιώνα, είχαν χωριστεί σε διαφορετικά
στρατόπεδα ανάλογα με την ειδικότητά τους και αδυνατούσαν να συγκροτήσουν μια
ολοκληρωμένη εικόνα της επιστήμης της ζωής, χρησιμοποιώντας ως κλειδί την εξέλιξη. Έτσι,
υπήρχαν από τη μία οι γενετιστές και από την άλλη οι βοτανολόγοι και οι συστηματικοί, με τους
μεν να μην μπορούν να αναγνωρίσουν την αξία και τη συμβολή στην επιστήμη και στη δαρβινική
θεωρία των δε, και αντίστροφα. Χάρη στην ανάπτυξη του κλάδου της πληθυσμιακής γενετικής, που
συγκέντρωνε κατά κάποιον τρόπο στοιχεία και από τους δύο αντίπαλους τομείς, χάρη στην
επίδραση ορισμένων σημαντικών και χαρισματικών επιστημόνων, αλλά και χάρη στο ραγδαίο
ρυθμό των ανακαλύψεων στα πεδία της γενετικής, της κυτταρολογίας, της οικολογίας, της
μορφολογίας, της παλαιοντολογίας και της συστηματικής, επιτεύχθηκε η αποκαλούμενη
“εξελικτική σύνθεση” ή “νεο-δαρβινική σύνθεση”, η οποία διήρκεσε μια δεκαετία (1936-1947) και
αποτελεί μέχρι σήμερα το Παράδειγμα στην εξελικτική, με τις ιδέες του Δαρβίνου να αποτελούν το
επίκεντρο και τις σύγχρονες έρευνες να εστιάζουν στη διευκρίνιση λεπτομερειών και στο πλήρωμα
των κενών της θεωρίας του, πάντα μέσα στα πλαίσια της δαρβινικής σκέψης.

Αντιδράσεις της εκκλησίας - δημιουργισμός


Εκτός των ορίων της μάλλον κλειστής επιστημονικής κοινότητας οι αντιδράσεις ποικίλουν
και κορυφώνονται σε εξωφρενικά επίπεδα μέχρι και σήμερα, διατηρώντας επίκαιρη τη διαμάχη
μεταξύ επιστημόνων και εξελικτικών από τη μία και, κυρίως, θρησκευτικών παραγόντων από την
άλλη. Μία από τις πρώτες μετά τη δημοσίευση της “Καταγωγής των Ειδών” δημόσιες συζητήσεις
που διεξήχθη το 1860 στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης θεωρήθηκε ως μεγάλη νίκη της επιστήμης
εναντίον της θρησκείας: ο αρχιεπίσκοπος της Οξφόρδης, Samuel Wilberforce, επιτέθηκε στον
Thomas Huxley, τον αποκαλούμενο “μπουλντόγκ του Δαρβίνου”, ρωτώντας τον αν κατάγεται από
πίθηκο από τη μεριά του πατέρα του ή της μητέρας του και ο Huxley απάντησε ότι προτιμάει να
κατάγεται από έναν πίθηκο παρά από έναν άνθρωπο που κακομεταχειρίστηκε τα έξοχα ταλέντα του
για να καταπιέζει τον κόσμο.
Η διαμάχη συνεχίζεται στις μέρες μας σε άλλο επίπεδο με τους οπαδούς του νεοεισαχθέντος
“ευφυούς σχεδιασμού” να συγκαλύπτουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις πίσω από μια
επιστημονική φρασεολογία και να τις παρουσιάζουν ως εναλλακτική επιστημονική θεωρία, ενώ
στην πραγματικότητα οποιαδήποτε ιδεολογία υπάγεται στο “δημιουργισμό” αποτελεί ερμηνευτική
εκδοχή της Βίβλου, λιγότερο ή περισσότερο ακραία. Οι φονταμενταλιστές δημιουργιστές, για
παράδειγμα, πιστεύουν ότι ο κόσμος φτιάχτηκε από το θεό σε 6 μέρες, ενώ τα “επιχειρήματα” των
δημιουργιστών εναντίον της εξέλιξης φανερώνουν μερική ή πλήρη άγνοια των επιστημονικών
δεδομένων και εξηγήσεων.
Τα κυριότερα “επιχειρήματα” των δημιουργιστών είναι οι ελλείψεις του αρχείου των
απολιθωμάτων (fossil record), η μη παρατήρηση της εξέλιξης στη φύση και η πολυπλοκότητα
ορισμένων συστημάτων, όπως το μάτι. Ενώ το αρχείο των απολιθωμάτων έχει εμπλουτιστεί από
την εποχή του Δαρβίνου, πράγματι δεν έχουν ανακαλυφθεί και περιγραφεί τα δισεκατομμύρια των
εξαφανισμένων ενδιάμεσων μορφών, λόγω γεωλογικών και βιολογικών παραγόντων, όπως το
μικροσκοπικό μέγεθος σώματος των οργανισμών και η ευρεία εξάπλωσή τους στη θάλασσα και όχι
στην ξηρά. Παρ’ όλ’ αυτά, μια πληθώρα απολιθωμάτων με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ δύο
ομάδων, όπως ο Archeopteryx που έχει χαρακτηριστικά ερπετών και πτηνών, αποτελούν καλές
αποδείξεις.
Η εξέλιξη δεν μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα στη φύση διότι είναι μια διαδικασία που
απαιτεί χρόνο και εκατοντάδες γενιές που για πολλούς οργανισμούς ξεπερνάνε τη διάρκεια της
ανθρώπινης ζωής. Εντούτοις, για οργανισμούς με μικρή διάρκεια ζωής, όπως τα βακτήρια (20
λεπτά), έχει παρατηρηθεί προσαρμογή του πληθυσμού σε επιλεκτικές πιέσεις υπό πειραματικές
συνθήκες, ενώ η αλλαγή του χρώματος σε πληθυσμούς πεταλούδων αποτελεί τεκμηριωμένο
γεγονός (πεταλούδες του γένους Biston στην προ- και μετα-βιομηχανική Αγγλίαiv).
Τέλος, η εμφάνιση των πολύπλοκων οργάνων δύναται να εξηγηθεί με έναν συνδυασμό
εξελικτικών μηχανισμών, και ιδιαίτερα για το μάτι, καθώς οποιουδήποτε τύπου όργανο που παρείχε
τη δυνατότητα ανίχνευσης του φωτός ή της προέλευσης του φωτός έδωσε στον οργανισμό που το
έφερε ένα τεράστιο επιλεκτικό πλεονέκτημα, και επομένως διατηρήθηκε από τη φυσική επιλογή
και υπέστη αλλαγές που κατέληξαν στη δομή του ματιού, όπως τη γνωρίζουμε στα σπονδυλωτά v.
Σημαντικό είναι να λαμβάνει κανείς υπόψη του τη βαθμιαία μετάβαση από ένα είδος στο άλλο, από
μια δομή στην άλλη: πρόκειται για ανεπαίσθητες αλλαγές προϋπαρχουσών δομών κατά τη διάρκεια
εκατομμυρίων ετών που οδήγησαν σε αυτά που βλέπουμε εμείς σήμερα. Τα πολύπλοκα όργανα δεν
εμφανίζονται αυτούσια, αλλά αποτελούν το σύγχρονο στάδιο ενός οικοδομήματος που έχει
διαρκέσει εκατομμύρια χρόνια. Στην πραγματικότητα, προφανώς δεν τίθεται θέμα επιλογής μεταξύ
δαρβινικής εξέλιξης και ευφυούς σχεδιασμού, διότι ο τελευταίος υπάγεται στις θρησκευτικές
πεποιθήσεις και δε βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Αξίζει να αναφερθεί η συμβολή μεγάλων
σύγχρονων βιολόγων, όπως ο Mayr, o Dawkins και o Crick, στην υπεράσπιση της επιστημονικής
εξελικτικής θεωρίας ενάντια στις επιθέσεις των διάφορων δημιουργιστών.

Η θεωρία της εξέλιξης στα εκπαιδευτικά συστήματα


Σημαντικό κομμάτι της ευρείας άγνοιας σχετικά με την εξελικτική οφείλεται στην ακόμη και
σήμερα τρανταχτή της απουσία από το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλα τα επίπεδα. Η πρώτη “δίκη
των πιθήκων” στην Ελλάδα χρονολογείται το 1914 μετά τα “αθεϊκά” των ετών 1910-1911, όταν η
εκκλησία και οι συντηρητικές αρχές κατηγόρησαν τους δημοτικιστές Δελμούζο και Σαράτση του
Παρθεναγωγείου του Βόλου, ότι “προσεπάθησαν διά ζώσης, διά διδασκαλίας και δι’ εντύπων
φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν, με
τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως, διδάσκοντες ότι δεν
υπάρχει Θεός, ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο Θεός είναι ένα αγγούρι...”.
Γνωστές είναι πολλές τέτοιες περιπτώσεις κυρίως στις Η.Π.Α., αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Οι
προσπάθειες των συντηρητικών παραγόντων έχουν επικεντρωθεί πλέον στη στάση των καθηγητών
μέσα στην τάξη κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας της εξέλιξης, οι οποίοι αμφισβητούν την
ορθότητα της θεωρίας, ενώ παράλληλα προσπαθούν να διαμορφώσουν στη σκέψη των μαθητών
την εικόνα ότι πρόκειται για αμφιλεγόμενη θεωρία (του τύπου “έχετε την επιλογή να πιστεύετε ή να
μην πιστεύετε στην εξέλιξη”) και όχι για επιστημονικό γεγονός.
Στα ελληνικά σχολεία, 150 χρόνια μετά τη δημοσίευση της “Καταγωγής των Ειδών” και 100
χρόνια μετά από αυτή την πρώτη δίκη των πιθήκων στην Ελλάδα, η εξέλιξη αποτελεί το τελευταίο
κεφάλαιο στο βιβλίο της βιολογίας της τρίτης γυμνασίου, περιλαμβάνεται στη διδακτέα αλλά όχι
στην εξεταστέα ύλη, ενώ δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού κατά τη διάρκεια της 12ετούς
εκπαίδευσης. Επιπλέον, η δαρβινική εξέλιξη διδάσκεται παράλληλα με το λαμαρκισμό vi, ο οποίος
θεωρείται ξεπερασμένος από τις αρχές του 20ού αιώνα! Σημειωτέον, ότι η διδασκαλία των
θρησκευτικών αρχίζει από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού μέχρι και την τρίτη λυκείου. Ένα
επιπρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η στάση των καθηγητών σε σχέση με το θέμα. Έρευνες στην
Ευρώπη και στις Η.Π.Α. δείχνουν ότι οι καθηγητές δε νιώθουν άνετα με τη διδασκαλία της
εξέλιξης, καθώς πολλές φορές θεωρούν ότι υπάρχει αντίφαση προς τα προσωπικά τους πιστεύω,
δεν έχουν οι ίδιοι την κατάλληλη μόρφωση ώστε να διδάξουν την εξέλιξη, καθώς πιστεύουν ότι δεν
έχουν πάντα τις απαραίτητες γνώσεις ή φοβούνται να αντιμετωπίσουν τις ερωτήσεις των μαθητών,
ενώ άλλοι είναι σκεπτικοί όσον αφορά την πραγματικότητα της εξέλιξης ή απλά δεν μπορούν να
ξεχωρίσουν το θρησκευτικό από το επιστημονικό. Στην Ελλάδα, τίθεται το επιπρόσθετο πρόβλημα
της διδασκαλίας της βιολογίας από καθηγητές άλλων ειδικοτήτων (φυσικούς, μαθηματικούς,
χημικούς) που δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση για να διδάξουν επαρκώς την εξέλιξη.

Εφαρμογές της δαρβινικής θεωρίας στις ανθρώπινες κοινωνίες


Όσο η εξελικτική δαρβινική σκέψη στην επιστήμη συνέβαλε σε μια εις βάθος σταδιακή
κατανόηση των μηχανισμών των ζώντων οργανισμών, τόσο η άκριτη μεταφορά της σε ένα
κοινωνικό πλαίσιο κατέληξε σε καταστροφικά αποτελέσματα, με αποκορύφωμα τις πρακτικές της
ναζιστικής Γερμανίας. Δύο είναι οι τεράστιες πολιτικές παρερμηνείες της εξέλιξης: η ευγονική και
ο κοινωνικός δαρβινισμός.
Η ευγονική αποτέλεσε ενασχόληση επιστημόνων των αρχών του 20ού αιώνα και
εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση σε όλο τον κόσμο. Ο Δαρβίνος σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια της
“Καταγωγής των Ειδών” χρησιμοποιεί την “τεχνητή επιλογή”, την επιλογή και διασταύρωση,
δηλαδή, από πλευράς κτηνοτρόφων και καλλιεργητών, των “καλύτερων” ατόμων για να
αποτελέσουν τους γεννήτορες της επόμενης γενιάς, ώστε να εξηγήσει κάποιες βασικές αρχές της
θεωρίας του. Οι υποστηρικτές της ευγονικής, ξεκινώντας από τον ξάδερφο του Δαρβίνου, Francis
Galton, θεώρησαν ότι έπρεπε να εφαρμόσουν τις ίδιες αρχές “επιλογής” στο ανθρώπινο είδος ώστε
να εξελιχθεί “καλύτερα”. Έτσι λοιπόν, σε διάφορες χώρες, από την Αγγλία και τις Η.Π.Α. μέχρι την
Ιαπωνία, την Κίνα, τη Σουηδία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Γερμανία, εφαρμόστηκαν
προγράμματα επιλογής που ποίκιλαν από απαγόρευση γάμου μέχρι υποχρεωτική στείρωση,
ευνουχισμό και θάνατο, με σκοπό να “καθαρίσει” το ανθρώπινο είδος και να “εξελιχθούμε
καλύτερα”. Κατάληξη της ευγονικής ως “επιστήμης” υπήρξαν τα εγκλήματα της Γερμανίας των
Ναζί. Έκτοτε, κανείς δεν τόλμησε να χρησιμοποιήσει τον όρο ευγονική, αν και πιο ήπιες εφαρμογές
της ιδεολογίας, εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ σήμερα σε ορισμένες χώρες του κόσμου, όπως
ο προγραμματισμός γάμου για τον περιορισμό της μεσογειακής αναιμίας.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός αναφέρεται σε ένα σύνολο από ιδέες που σχετίζονται με τον
ανταγωνισμό μεταξύ ατόμων, φυλών, ομάδων ή εθνών μέσα σε μια κοινωνία και συνοψίζεται στη
φράση του Herbert Spencer η “επιβίωση του ικανότερου” (“survival of the fittest”), η οποία
αντιπροσωπεύει αρκετά καλά τη θεωρία του Δαρβίνου μεν, σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο δε, και
η οποία συχνά μεταφράζεται ως επιβίωση του δυνατότερου ή του εξυπνότερου και όχι κατά το
ορθότερο επιβίωση του καλύτερα προσαρμοσμένου στις συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες.
Οι κοινωνικοί δαρβινιστές θεωρούν ότι η κοινωνία εξελίσσεται, όπως ακριβώς οι οργανισμοί, και ο
μηχανισμός που οδηγεί την εξέλιξη είναι κάποιου τύπου φυσική επιλογή, επομένως, μέσα σε μια
κοινωνία, οι άνθρωποι (ή οι ομάδες, τα έθνη, οι φυλές) ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τους
περιορισμένους πόρους. Οι πεποιθήσεις των κοινωνικών δαρβινιστών επεκτείνονται στην πολιτική
και στην οικονομία. Ωστόσο, η κεντρική ιδέα των κοινωνικών δαρβινιστών μοιάζει να είναι
περισσότερο θεωρητικοποίηση του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κοινωνία με
τη χρήση δαρβινικής ορολογίας, παρά χρησιμοποίηση της δαρβινικής θεωρίας για την εξήγηση της
κοινωνικής πραγματικότητας.
Καταρχάς, είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας σαφέστατος διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικών και
μη κοινωνικών ειδών. Όσο έντονος είναι ο ενδοειδικός ανταγωνισμός στα μη κοινωνικά είδη που
αποτελούν την πλειοψηφία του ζωικού και φυτικού βασιλείου, όπου ισχύει ο ατομικός αγώνας για
επιβίωση, τόσο διαφοροποιείται η έννοια του πλεονεκτήματος σε κοινωνικά είδη, όπως ο
άνθρωπος, πολλά θηλαστικά, πτηνά και έντομα. Τα κοινωνικά είδη απαιτούν εντελώς διαφορετικό
επίπεδο ανάλυσης από τα μη κοινωνικά. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμε τις ίδιες ορολογίες
από τη στιγμή που αλλάζει το επίπεδο στο οποίο δρα η φυσική επιλογή: από το επίπεδο του ατόμου
περνάμε στο επίπεδο της ομάδας, όπου πλέον η ομάδα, το σύνολο, επιλέγεται ως αποτελεσματική
γιατί τα άτομα που την απαρτίζουν διαθέτουν χαρακτηριστικά που επιτρέπουν αποτελεσματικότερη
συνεργασία και τα χαρακτηριστικά αυτά καθορίζονται γενετικά. Ο αλτρουισμός, οι τάσεις για
αλληλοβοήθεια και συνεργασία αποτελούν καλά τεκμηριωμένα τέτοιου τύπου χαρακτηριστικά σε
μια πληθώρα κοινωνικών ζωικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων των Πρωτευόντων (Primates:
πίθηκοι, χιμπατζήδες, γορίλες κτλ.).
Κατά δεύτερον, στο καπιταλιστικό σύστημα το τι είναι πλεονέκτημα, ποιος είναι ο
«πετυχημένος» είναι ορισμένο. Στη φύση, όμως, η έννοια του πλεονεκτήματος είναι σχετική και
εξαρτάται από το περιβαλλοντικό πλαίσιο. Το πλεονέκτημα μπορεί να οριστεί μόνο μέσα σε κάποιο
ορισμένο πλαίσιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Το ίδιο το πλαίσιο,
όμως, πρέπει να έχει οριστεί από κάποιον, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον άνθρωπο.
Επομένως, πρόκειται ξεκάθαρα για τεχνητό κατασκεύασμα και οι φυσικές και βιολογικές
διαδικασίες και έννοιες χρησιμοποιούνται αλλοιωμένες ως άλλοθι.
Ακόμη, η βάση της γενετικής αποτελείται από την «εξίσωση»: γενότυπος + περιβάλλον =
φαινότυπος. Ο γενότυπος αποτελεί το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού (γονιδίωμα) και
αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του, ώστε να εκφραστεί ο φαινότυπος που αποτελεί αυτό που
βλέπουμε. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να έχει κάποια γονίδια (γενότυπο) για μεγάλο ύψος. Αν
όμως η τροφή που λαμβάνει (περιβάλλον) είναι ανεπαρκής δε θα φτάσει το μέγιστο δυνατό ύψος
(φαινότυπος) που ορίζεται από το φάσμα του γενοτύπου του. Αντίστοιχα, ένα κοινωνικό
περιβάλλον που δεν παρέχει ίσες δυνατότητες για εκπαίδευση, θα περιορίσει την ανάπτυξη των
πνευματικών ικανοτήτων και ταλέντων των πιο αδύναμων σε σχέση με τους προνομιούχους, ακόμη
και αν τα πνευματικά αυτά χαρακτηριστικά καθορίζονται γενετικά. Αμφιλεγόμενο παραμένει κατά
πόσο ανώτερα (με την έννοια του πολυπλοκότερα) πνευματικά, ψυχολογικά και κοινωνικά
χαρακτηριστικά καθορίζονται από γενετικούς παράγοντες, καθώς στοιχειώδεις γνώσεις μοριακής
βιολογίας και βιοχημείας αποσαφηνίζουν τη μη δυνατότητα ύπαρξης ενός και μόνο γονιδίου για
πολύπλοκα κοινωνικά χαρακτηριστικά, ενώ όσο ανεβαίνουμε επίπεδο οργάνωσης από τα μόρια και
τα κύτταρα, στους ιστούς, τα όργανα, τους οργανισμούς, τα οικοσυστήματα, και ακόμη
περισσότερο τις κοινωνίες, η πολυπλοκότητα και οι αλληλεπιδράσεις αυξάνονται κατακόρυφα.
Το όνομα του Δαρβίνου έχει άδικα συνδεθεί με τέτοιου τύπου ιδεολογίες, καθώς ο ίδιος ποτέ
δεν υποστήριξε τίποτα ανάλογο. Στον αντίποδα των παραπάνω παρερμηνειών, ο γάλλος φιλόσοφος
και δαρβινιστής Patrick Tort, αναλύοντας την “Καταγωγή του Ανθρώπου” (“The Descent of Man
and Selection in Relation to Sex”) του Δαρβίνου, κάνει λόγο για την “ανάστροφη επίδραση της
εξέλιξης” (effet réversif de l'évolution), όπως την αποκαλεί, όσον αφορά τη δαρβινική θεωρία περί
καταγωγής του ανθρώπου. Πρόκειται για μια επίδραση της φυσικής επιλογής στον εαυτό της σε
ένα κοινωνικό είδος όπως ο άνθρωπος, όπου επιλέγονται πλέον κοινωνικά χαρακτηριστικά που
καθορίζονται γενετικά, όπως η συνεργασία και ο αλτρουισμός, και όπου αναστρέφεται ο κανόνας
της μη επιβίωσης των λιγότερο προσαρμοσμένων λόγω φυσικών ικανοτήτων ατόμων. Σύμφωνα με
το Δαρβίνο, η φυσική επιλογή δε δρα μόνο σε οργανικές παραλλαγές (variation), αλλά και σε
παραλλαγές των ενστίκτων. Σε ένα είδος που ζει σε κοινωνίες, τα άτομα δε θα επιλεγούν γιατί είναι
δυνατότερα, αλλά γιατί ξέρουν να συνεργάζονται καλύτερα και μια ομάδα ατόμων που
συνεργάζονται και αλληλοβοηθούνται θα έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει και να
αναπαραχθεί ως ομάδα: πρόκειται για την “επιλογή ομάδας”.
Φυσικά, αυτές οι ιδεολογίες του κοινωνικού δαρβινισμού και της ευγονικής, εκτός του ότι
είναι απαράδεκτες από κοινωνική και ανθρωπιστική σκοπιά, ούτε καν επιστημονικά μπορούν να
στηριχτούν: η εξέλιξη είναι μια ιστορική διαδικασία και απαιτούνται χιλιάδες γενιές για να
επιλεχθεί ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, χρόνος που ξεπερνάει την ανθρώπινη ζωή. Επιπλέον,
είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη μας την πολυπλοκότητα των βιολογικών συστημάτων,
αποφεύγοντας τις υπεραπλουστεύσεις που πηγάζουν από τη φυσική και δυνάστευσαν τη βιολογία
για αιώνες, διότι τα απλούστερα βιολογικά συστήματα καθορίζονται πάντα από πολλούς
διαφορετικούς παράγοντες, πόσο μάλλον το ανθρώπινο είδος και ακόμη περισσότερο, οι
ανθρώπινες κοινωνίες.
Το δεύτερο βασικό σημείο αποτελεί η κατηγορηματική απόρριψη από την πλευρά του
Δαρβίνου του φιναλισμού (finalisme) που επικρατεί την εποχή εκείνη. Ο Δαρβίνος αρνούμενος
κάθε απώτερο σκοπό των εξελικτικών διαδικασιών, αρνείται ουσιαστικά μια “προοδευτική” πορεία
κάθε μορφής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Δεν υπάρχει καμία φυσική κλίμακα ή
scala naturae που να οδηγεί από το κατώτερο στο ανώτερο και καμία φυσική ή βιολογική
διαδικασία που να βελτιώνει τα είδη ή να οδηγεί στην τελειοποίηση (περιβαλλοντικό πλαίσιο).
Συχνά, κατά τη διάρκεια του χρόνου εμφανίζονται είδη με αυξημένη πολυπλοκότητα, χωρίς όμως
αυτό να αποτελεί τον κανόνα και χωρίς να υπάρχει οποιουδήποτε τύπου κατεύθυνση της
διαδικασίας. Επομένως, μια πρακτική, όπως η ευγονική, που αποσκοπεί στη βελτίωση του
ανθρώπινου είδους, μάλλον δε θα έβρισκε σύμφωνο το Δαρβίνο.
Και τέλος, αρκετά διαφωτιστικό είναι το απόσπασμα από την “Καταγωγή του Ανθρώπου”
διότι καταφανώς ο Δαρβίνος ως συγγραφέας αναφέρεται συχνά, αλλά έχει διαβαστεί ελάχιστα:
“Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει σε επίπεδο πολιτισμού και οι μικρές φυλές ενώνονται σε
μεγαλύτερες κοινότητες, η απλούστερη λογική θα πρέπει να νουθετεί το άτομο να επεκτείνει τα
κοινωνικά του ένστικτα και τη συμπάθειά (sympathy) του προς όλα τα μέλη του ίδιου έθνους,
ακόμη κι αν του είναι προσωπικά άγνωστα. Όταν επιτευχθεί αυτό, μονάχα ένας τεχνητός φραγμός
[σσ. εννοεί την εκπαίδευση, όπως φαίνεται παρακάτω στο βιβλίο του] μπορεί να εμποδίσει τη
συμπάθεια να εξαπλωθεί προς όλα τα έθνη και όλες τις φυλές.”

Θέση του ανθρώπου στη φύση


Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο “έγκλημα” που διέπραξε ο Δαρβίνος κατά της ανθρωπότητας δεν
υπήρξε η θεωρία της εξέλιξης αυτή καθαυτή ούτε η φυσική επιλογή ως κινητήρια δύναμη. Η
συνεπαγόμενη από το σύνολο της ερμηνευτικής θεωρίας του καθαίρεση του ανθρώπου από το
υπερυψωμένο βάθρο όπου τον είχε τοποθετήσει η φύση ή ο θεός ή οποιαδήποτε άλλη δύναμη ήταν
εκείνη που κατέφερε το μη αποδεκτό πλήγμα στην ανθρώπινη αλαζονεία, η οποία κορυφώνεται υπό
την επίδραση του εβραιο-χριστιανικού πολιτισμού. Ο άνθρωπος, από το Δαρβίνο και μετά,
κατατάσσεται ανάμεσα στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, το σύνολο των οποίων έχει
εξελιχθεί χάρη σε φυσικές διαδικασίες, οδηγούμενες κυρίως από την τύχη και περιοριζόμενες
μονάχα από φυσικούς και βιολογικούς παράγοντες, χωρίς κανένα αυτοσκοπό, χωρίς καν άλλο λόγο
ύπαρξης πέρα από την ύπαρξη αυτή καθαυτή. Η αξία του ανθρώπου στο γήινο οικοσύστημα, υπό
βιολογικούς όρους, δεν υπερβαίνει την αξία των κυανοβακτηρίων, και πολλές φορές είναι
κατώτερη από αυτή. Το ανθρώπινο είδος είναι προϊόν της τύχης, κανένας δεν το φύτεψε στον
πλανήτη, κανένας δεν του εμφύσησε ψυχή, δεν είναι το χαϊδεμένο είδος κανενός και δεν έχει
κανέναν ανώτερο σκοπό ή στόχο στη ζωή του παρά μόνο αυτούς που είναι καθορισμένοι από τα
γονίδιά του: να επιβιώνει και να αναπαράγεται, όπως και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί από τα
βακτήρια, τους μύκητες, τα φύκη, τα φυτά, τα ασπόνδυλα, τα πτηνά και τα θηλαστικά. Το πόσο
δύσκολο είναι για την ανθρώπινη υπεροψία να αποδεχθεί αυτά τα άμεσα εξαγόμενα συμπεράσματα
είναι προφανές από την κατάσταση στην οποία έχει καταφέρει ο άνθρωπος να φέρει τον πλανήτη
τους τελευταίους αιώνες.
Η θέση του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση άλλαξε για πρώτη φορά με τη γεωργική
επανάσταση, όταν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες έγιναν γεωργοί-κτηνοτρόφοι. Η γεωργική
επανάσταση έλαβε χώρα στη Μεσοποταμία λόγω βιολογικών (χλωρίδα και πανίδα της περιοχής),
γεωγραφικών και κλιματικών συνθηκών και από τότε ο άνθρωπος ανεξαρτητοποιείται από την
παρουσία θηραμάτων και επομένως, δεν είναι αναγκασμένος να μετακινείται για να εντοπίσει
τροφή. Αντίθετα, καλλιεργεί γεωργικά προϊόντα και εκτρέφει ζώα σε βοσκοτόπια, αποκτάει δηλαδή
την τεχνογνωσία για να τροποποιεί σε μεγάλη έκταση το περιβάλλον του και κυριαρχεί στον
πλανήτη. Με τη βιομηχανική επανάσταση, τα τεχνολογικά μέσα αναπτύσσονται περισσότερο και οι
εκμεταλλεύσιμοι φυσικοί πόροι αυξάνονται ραγδαία. Παράλληλα, αναδύεται ο καπιταλισμός και
μαζί η λογική του κέρδους και της συσσώρευσης. O πολιτισμός που αποκαλείται σύγχρονος,
δηλαδή, ο καπιταλιστικός, ο παραγωγικίστικος και ο συσσωρευτικός καταβροχθίζει τους φυσικούς
πόρους και καταστρέφει τα κοινά αγαθά στο όνομα του κέρδους από την ιδιωτικοποίησή τους προς
όφελος μιας μειοψηφίας. Επιπλέον, οι ανταγωνισμοί των καπιταλιστών στο ιμπεριαλιστικό στάδιο
απομυζούν τεράστιους πόρους σε καταστροφικές και επιβλαβείς δραστηριότητες. Η μεγάλης
έκταση τροποποίηση του περιβάλλοντος σε μικρή γεωγραφική κλίμακα γίνεται στα πλαίσια του
νεοφιλελεύθερου σχεδίου των πλούσιων χωρών του Βορρά μια παγκόσμια απορρύθμιση και
εμπορευματοποίηση.
Αν ο άνθρωπος είχε συναίσθηση της θέσης του σε σχέση με την υπόλοιπη φύση (βιοτικοί και
αβιοτικοί παράγοντες) δε θα συμπεριφερόταν ως θεός επί της γης, και εφόσον ανήκει στα είδη που
μπορούν να τροποποιήσουν σε τέτοια έκταση το περιβάλλον τους, αλλά έχει και τη μοναδικότητα
να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του και των αποτελεσμάτων τους, σε αντίθεση με τα
κυανοβακτήρια ή τους κάστορες, τότε θα έπρεπε να συμβιβαστεί με την εξίσωσή του με τους
υπόλοιπους οργανισμούς. Από τη γέννηση της ζωής και μετά, εδώ και 3,6 δισεκατομμύρια χρόνια,
οι μορφές ζωής που έχουν εξαφανιστεί, υπερβαίνουν κατά δισεκατομμύρια αυτές που υπάρχουν
σήμερα. Οι μαζικές εξαφανίσεις, όπως η γνωστή περίπτωση των δεινοσαύρων, οδήγησαν σε
εξάλειψη μέχρι και 96% των ειδών, ενώ άφησαν ένα 4% των ειδών ανέγγιχτο και ζωντανό. Ίσως
λόγω γενετικών χαρακτηριστικών, ή ίσως, το πιθανότερο, λόγω τύχης. Ο πλανήτης δε θα
καταστραφεί ολοκληρωτικά από τον άνθρωπο, ορισμένες μορφές ζωής θα συνεχίσουν να υπάρχουν,
το θέμα είναι αν θέλει ο άνθρωπος να σώσει τον εαυτό του ή όχι.

Η εξελικτική σκέψη και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου


Το σημαντικότερο σημείο σχετικά με τη χρησιμότητα της εξελικτικής σκέψης δεν είναι
ενδεχομένως τόσο η δυνατότητα ερμηνείας όλων των βιολογικών φαινομένων σε ένα ενιαίο και
λογικό πλαίσιο, όσο ότι αποτελεί στοιχειώδες υπόβαθρο για όλες τις ειδικότητες που σχετίζονται με
τη ζωή: δεν μπορούμε αλόγιστα να απελευθερώνουμε τόνους αντιβιοτικών, διότι λαμβάνοντας
υπόψη τους εξελικτικούς μηχανισμούς, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα βακτήρια θα αναπτύξουν
μηχανισμούς ανθεκτικότητας. Δεν έχουμε έτσι κι αλλιώς το δικαίωμα να οδηγούμε στην εξαφάνιση
τα ζώα και τα φυτά, όχι απλώς επειδή είναι όμορφα και συμπαθητικά, αλλά και επειδή αυτή η
βιοποικιλότητα είναι που θα αποτελέσει το υπόστρωμα, στο διαρκώς μεταβαλλόμενο και
υποβαθμιζόμενο από τον άνθρωπο περιβάλλον, πάνω στο οποίο θα δράσει η φυσική επιλογή και θα
επιτρέψει την επιβίωση ανθεκτικών στις καινούριες συνθήκες ειδών. Για τους ίδιους λόγους, δεν
επιτρέπεται να καλλιεργούμε απέραντες εκτάσεις με ένα μοναδικό φυτικό είδος. Αυτά είναι μονάχα
μερικά παραδείγματα και είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι τέτοιου είδους λόγοι
αναφέρονται μονάχα σε μια ανθρωποκεντρική και εγωιστική θεώρηση της φύσης, δηλαδή, να
προστατεύσουμε ό,τι υπάρχει για να μπορέσουμε εμείς ως άνθρωποι να ζήσουμε.
Μια εύλογη απορία μπορεί να δημιουργηθεί σχετικά με το αν η εξελικτική αποτελεί κάτι
περισσότερο από πνευματική άσκηση ορισμένων θεωρητικών βιολόγων. Ο εξελικτικός γενετιστής
Theodosius Dobzhansky είπε την περίφημη φράση “τίποτα στη βιολογία δεν έχει νόημα παρά μόνο
υπό το φως της εξέλιξης”. Και πράγματι, πώς μπορούν να εξηγηθούν τα δεδομένα της μοριακής
βιολογίας, οι πρωτεΐνες που απαντώνται με μικρές διαφοροποιήσεις όχι μόνο σε όλο το ζωικό και
φυτικό βασίλειο, αλλά ακόμα και στα βακτήρια, και η παγκόσμια κωδικοποίηση της γενετικής
πληροφορίας στο DNA, αν όχι υπό το φως της εξέλιξης; Ποιός είναι ο σκοπός να χρησιμοποιούνται
μύγες και σκουλήκια ως πειραματόζωα για την κυτταρική, την αναπτυξιακή, τη μοριακή βιολογία
και τη γενετική αν αυτές οι ανακαλύψεις δε σχετίζονται με τον άνθρωπο; Γιατί τα φάρμακα να
δοκιμάζονται σε ποντίκια αν αυτά δε θεωρούνται ως θηλαστικά πλησιέστεροι προς τον άνθρωπο
οργανισμοί; Ποια καλύτερη εξήγηση μπορεί να δοθεί για απολιθώματα όπως ο Archeopteryx από το
ότι τα πτηνά είναι απόγονοι των ερπετών; Πώς αλλιώς δικαιολογείται η ύπαρξη υπολειμματικών
δομών, όπως η σκωληκοειδής απόφυση, οι φρονιμίτες και ο κόκκυγας στον άνθρωπο ή τα τυφλά
μάτια σε σπηλαιόβια ζώα, αν δεν αποτελούν γενετική κληρονομιά από προγονικά είδη; Τι νόημα θα
είχαν η βιοπληροφορική ή η συγκριτική εμβρυολογία ως κλάδοι, όπου όλη η έρευνα
διεκπεραιώνεται μέσω συγκρίσεων μεταξύ ειδών, αν δεν υπήρχε κάποια γενεαλογική σχέση μεταξύ
ειδών; Πράγματι, τίποτα στη βιολογία δεν έχει νόημα παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης, όμως η
βιολογία είναι η επιστήμη της ζωής, επομένως αν κάποιος δεν αντιλαμβάνεται πλήρως,
τουλάχιστον υποψιάζεται, τη σημασία της εξέλιξης στη ζωή.
Επειδή ακριβώς η βιολογία είναι η επιστήμη της ζωής, οι εξελικτικοί έχουν αποπειραθεί να
εξηγήσουν κυρίαρχα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου: τη γέννηση, τη σεξουαλική
αναπαραγωγή, τη γήρανση και το θάνατο υπό το φως της εξέλιξης, τα οποία ωστόσο παραμένουν
χωρίς ολοκληρωμένη ικανοποιητική απάντηση. Οι έρευνες όσον αφορά την αρχή της ζωής
επικεντρώνονται στους μηχανισμούς συγκρότησης μιας πρωταρχικής μορφής κυττάρου, μιας
οντότητας, δηλαδή, που να περιβάλλεται από κάποιου είδους μεμβράνη και να περιλαμβάνει στο
εσωτερικό της κάποιο μόριο το οποίο να έχει την ικανότητα αυτοαντιγραφής και να είναι φορέας
πληροφοριών. Ακόμα και οι απλούστερες μορφές ζωής στον πλανήτη σήμερα φαντάζουν
υπερβολικά πολύπλοκες για να αποτελούν προϊόντα αυτοσυγκρότησης μορίων, ενώ οι σύγχρονοι
ερευνητές προσπαθούν να ανακαλύψουν την απαρχή της ζωής μέσω του LUCA (Last Universal
Common Ancestor), του απώτατου, δηλαδή, κοινού προγόνου όλων των οργανισμών.
Η σεξουαλική αναπαραγωγή φαντάζει ένα ιδιαίτερα παράδοξο φαινόμενο αν σκεφτεί κανείς
τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παρθενογένεσης. Ένας παρθενογενετικός οργανισμός
μεταβιβάζει στους απογόνους του το 100% (και όχι το 50%) των γονιδίων του, ενώ δεν ξοδεύει
πολύτιμη ενέργεια για την παραγωγή γαμετών, τη γονιμοποίηση και το ζευγάρωμα. Μπορούμε να
φανταστούμε ότι σε έναν πληθυσμό σεξουαλικά αναπαραγόμενων ατόμων, αν εμφανιστεί ένα
άτομο που αναπαράγεται αγενώς, μόνο του, σε ελάχιστες γενιές τα γονίδιά του θα έχουν
κατακλύσει τον πληθυσμό, καθώς θα παράγει τους διπλάσιους απογόνους, απαλείφοντας το
διπλάσιο κόστος της παραγωγής αρσενικών. Παρ’όλ’αυτά, η σεξουαλική αναπαραγωγή διατηρείται
στην πλειονότητα των ζωντανών οργανισμών, ακόμη και αν εναλλάσσεται με την ασεξουαλική
αναπαραγωγή, ενώ υπάρχει στη φύση ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός εξέλιξης που σχετίζεται με
την ύπαρξη δύο φύλων, ανεξάρτητος από τη φυσική επιλογή, η σεξουαλική επιλογή. Η προέλευση
της σεξουαλικής αναπαραγωγής είναι δύσκολο να μελετηθεί, ενώ για τη διατήρησή της σε τόσο
μεγάλη έκταση έχει προταθεί μια πληθώρα ικανοποιητικών μοντέλων, τα οποία συνδυαζόμενα
μεταξύ τους δείχνουν το δρόμο προς μια συνεκτική θεωρία.
Τέλος, η γήρανση και ο θάνατος των οργανισμών συνδέονται άμεσα με τον κύκλο ζωής των
οργανισμών και ιδιαίτερα με τη στρατηγική αναπαραγωγής. Τα ψάρια και τα ερπετά δεν
εμφανίζουν σημάδια γήρανσης, ακόμη και σε μεγάλες ηλικίες, ενώ στα θηλαστικά η γήρανση
αποτελεί καθολικό φαινόμενο. Σημειώνεται ότι σε φυσικές συνθήκες ελάχιστοι οργανισμοί
προσεγγίζουν την ηλικία γήρανσης, καθώς η υψηλή θνησιμότητα σε βρεφικές και εφηβικές ηλικίες,
οι θηρευτές, οι φυσικές καταστροφές κτλ. αποτελούν τις συχνότερες αιτίες θανάτων. Δύο
εξελικτικές θεωρίες της γήρανσης έχουν προταθεί που δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες: η θεωρία
της συσσώρευσης μεταλλάξεων και η θεωρία της ανταγωνιστικής πλειοτροπίας. Περιληπτικά,
σύμφωνα με την πρώτη, η φυσική επιλογή θα δράσει αποτρέποντας την ύπαρξη θανατογόνων
μεταλλάξεων στις ηλικίες πριν την αναπαραγωγή, ενώ όσες μεταλλάξεις εκφράζονται και δρουν
μετά την αναπαραγωγή θα περάσουν ανενόχλητες στους απογόνους. Σύμφωνα με τη δεύτερη
θεωρία, ορισμένα πλειοτροπικά γονίδια (γονίδια που επιδρούν σε περισσότερα από ένα
χαρακτηριστικά του οργανισμού) μπορεί να έχουν επιλεγεί για μια θετική επίδραση σε μικρή
ηλικία, ωστόσο να επιδρούν αρνητικά σε μεγαλύτερες ηλικίες μετά την αναπαραγωγή. Οι
εξελικτικές θεωρίες για τη γήρανση αποτελούν μάλλον αποσπασματικές αξιόλογες ιδέες, αλλά δεν
καλύπτουν πλήρως τα ερωτήματα που προκύπτουν.

Δάφνη Αναστασιάδη, 2010


i
Πλήρης τίτλος: On the origin of species by means of natural selection, or the preservation of favoured races in
the struggle for life- Περί της καταγωγής των ειδών μέσω φυσικής επιλογής, ή η επιβίωση των ευνοημένων φυλών στον
αγώνα για ζωή.
ii

Πρόκειται για την ειδογένεση, την αύξηση, δηλαδή, του αριθμού των ειδών. Μέχρι και σήμερα, οι διαφωνίες
μεταξύ των εξελικτικών σχετικά με τους μηχανισμούς που οδηγούν στην εμφάνιση νέων ειδών είναι έντονες, αλλά
είναι γενικώς αποδεκτό ότι πρέπει να υπάρχει κάποιου τύπου μηχανισμός απομόνωσης, είτε αναπαραγωγική είτε
γεωγραφική απομόνωση. Όταν από ένα είδος προκύπτουν δύο αδελφά είδη στην ίδια γεωγραφική περιοχή, μπορούμε
να φανταστούμε δύο υποπληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους τέθηκε κάποιος αναπαραγωγικός φραγμός και πλέον δε
γονιμοποιούνται μεταξύ τους. Αντίθετα, στη γεωγραφική απομόνωση, ένα μέρος του πληθυσμού αποσπάται από το
μητρικό είδος, λόγω μιας φυσικής καταστροφής, για παράδειγμα, που εμποδίζει τις μεταναστεύσεις και την επαφή με
το μητρικό είδος, και εντέλει προκύπτει ένα νέο είδος. Το είδος ορίζεται ως τα άτομα ενός πληθυσμού που
διασταυρώνονται μεταξύ τους και δίνουν βιώσιμους και γόνιμους απογόνους.
iii
O Δαρβίνος γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι οφείλει την έμπνευση της κεντρικής ιδέας της φυσικής επιλογής σε
μια ανάγνωση για διασκέδαση του «Δοκιμίου επί των αρχών του πληθυσμού» του Malthus. Παρ’όλ’αυτά, πολλοί
μελετητές και βιογράφοι του Δαρβίνου θεωρούν ότι ο ίδιος ο Δαρβίνος θέλησε να αναπαραστήσει την πηγή της
θεωρίας του ως μια στιγμιαία ανακάλυψη και γι’αυτό ανέφερε το έργο του Malthus, ενώ στην πραγματικότητα η
θεωρία του είχε ωριμάσει ανεξάρτητα από τις ιδέες του Malthus.

iv
Πρόκειται για το βιομηχανικό μελανισμό: οι πληθυσμοί των πεταλούδων Biston betularia είχαν ανοιχτό
χρώμα κατά το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα στα ανοιχτόχρωμου χρωματισμού δάση της προ-βιομηχανικής
Αγγλίας. Με τη ρύπανση που προκλήθηκε λόγω της απελευθέρωσης και της αποθήκευσης στο έδαφος μεγάλων
ποσοτήτων άνθρακα, οι ανοικτού χρωματισμού κορμοί των δέντρων έγιναν σκουρότεροι εξαιτίας της αιθάλης. Οι
σπάνιες σκούρου χρωματισμού πεταλούδες έγιναν κοινές, χάρη στην αποτελεσματικότερη αποφυγή των θηρευτών
τους, ενώ οι άλλοτε κοινές πεταλούδες έγιναν σπάνιες. Η κατάσταση αντιστράφηκε μετά από το συστηματικό
καθαρισμό του δάσους κατά τη δεκαετία 1950. Το γεγονός αποτελεί μία από τις ελάχιστες καταγεγραμμένες
παρατηρήσεις της εξέλιξης στη φύση.

v
Σπονδυλωτά είναι τα ψάρια, τα αμφίβια, τα ερπετά, τα πτηνά και τα θηλαστικά.

vi
Λαμαρκισμός ονομάζεται η θεωρία της εξέλιξης που πρότεινε ο Jean-Baptiste Lamarck. Ο Lamarck
παρουσίασε μία ολοκληρωμένη θεωρία της εξέλιξης και περιέγραψε μηχανισμούς παραγωγής νέων ειδών, ενώ
υποστήριξε τη μορφή δέντρου του βασιλείου της ζωής και την κοινή καταγωγή των ειδών. Παρ’όλ’αυτά, ο κεντρικός
άξονας του λαμαρκισμού σχετίζεται με την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών και τη χρήση ή αχρησία
των δομών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της καμηλοπάρδαλης: σύμφωνα με το λαμαρκισμό οι
καμηλοπαρδάλεις προσπαθώντας να φτάσουν τα ψηλότερα φύλλα των δέντρων, απέκτησαν προοδευτικά μακρύτερο
λαιμό. Σε αντίθεση, σύμφωνα με τη δαρβινική θεωρία, σε ένα πληθυσμό που αποτελείται από καμηλοπαρδάλεις με
μακρύτερους και κοντύτερους λαιμούς (ποικιλότητα) εκείνες με τους μακρύτερους έχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα,
μπορούν να φτάσουν πιο εύκολα τα φύλλα και να τραφούν, επομένως, οι πιθανότητες να επιβιώσουν και να
αναπαραχθούν είναι μεγαλύτερες και βαθμιαία ο πληθυσμός μεταβάλλεται υπέρ του μακρύτερου λαιμού.

You might also like