Professional Documents
Culture Documents
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Τμήμα Νομικής
Θωμάς Ψήμμας
(Α.Ε.Μ. 200661)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ......................................................................................... 1
1. Ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής....................... 3
α) Προλεγόμενα ............................................................................... 3
β) Η δημοκρατική αρχή ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους» ................ 6
γ) Η δημοκρατική αρχή ως «θεσμικό αντίβαρο» ............................... 13
δ) Η δημοκρατική αρχή ως «πολιτική ελευθερία» ............................. 20
ε) Νομιμοποιητική και εγγυητική λειτουργία της δημοκρατικής αρχής
.................................................................................................... 27
2. Ο θεσμικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών στην ελληνική έννομη τάξη
....................................................................................................... 30
α) Συγκριτική επισκόπηση των Ανεξάρτητων Αρχών σε αγγλοσαξονικά
(ΗΠΑ) και ηπειρωτικοευρωπαϊκά (Γαλλία) νομικά συστήματα........... 30
β) Ratio της θεσμικής κατοχύρωσης των Ανεξάρτητων Αρχών ........... 37
i) Φιλελεύθερη-δικαιωματοκρατική οπτική ................................... 39
ii) Ρεπουμπλικανική-δικαιοκρατική οπτική .................................. 40
iii) Δημοκρατοκεντρική-κοινωνιοκεντρική οπτική ......................... 42
γ) Νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών ......................................... 43
i) Σύντομη ιστορική αναδρομή στην ελληνική έννομη τάξη (προ του
2001) ......................................................................................... 43
ii) Ιδιόμορφα διοικητικά όργανα ή «τέταρτη εξουσία»; .................... 46
iii) Ανεξάρτητες Αρχές και διάκριση των λειτουργιών ..................... 48
3. Σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ δημοκρατικής αρχής και
Ανεξάρτητων Αρχών βάσει του άρθρου 101 Α Συντ. ............................ 54
α) Η διαλεκτική σχέση δημοκρατικής και δικαιοκρατικής αρχής ..... 54
β) Λογοδοσία και καταλογισμός πολιτικής ευθύνης ......................... 58
γ) Δημοκρατική αρχή και έννομη ρύθμιση των Ανεξάρτητων Αρχών
(Σύνταγμα, Κανονισμός της Βουλής, νομοθετικό πλαίσιο) ................ 62
i) Ορισμένος χρόνος θητείας ........................................................ 64
ii) Τρόπος εκλογής των μελών των Α.Α. ......................................... 69
iii) Kοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης των Α.A. .................. 75
δ) Κριτική επισκόπηση - Ενδιάμεσο συμπέρασμα: Το παράδειγμα της
«Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» .......................................... 80
4) New Public Management – Η αποτελεσματικότητα ως υποκατάστατο
της δημοκρατικής νομιμοποίησης ..................................................... 87
α) Εργαλειακός ορθολογισμός και ορθολογική αυτονομία ................ 87
β) Πλουραλιστική δημοκρατία και συναίνεση .................................. 93
γ) Αποτελεσματική διακυβέρνηση (governance) και δημοκρατικά
υπεύθυνη Κυβέρνηση (government) ............................................... 98
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ...................................................... 103
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ................................................................................. 107
Γαλλία (Conseil Constitutionnel) ................................................. 107
Η.Π.Α. (Supreme Court) .............................................................. 107
Eλλάδα (ΣτΕ)............................................................................... 107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ .................................................... 108
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
«Δημοκρατοκεντρική-κοινωνιοκεντρική». Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται
με την ανάδειξη της πολυσύνθετης νομικής φύσης των Ανεξάρτητων
Αρχών και, συγκεκριμένα, με την ενδελεχή επισκόπηση των
ρυθμιστικών, κανονιστικών και κυρωτικών τους αρμοδιοτήτων.
2
1. Ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής
α) Προλεγόμενα
3
ανατρέχοντας απλώς και μόνο στις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις του
ιδιωτικού δικαίου (συμβατική ελευθερία)4.
4
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο φιλελευθερισμός και η
δημοκρατία δεν διαχωρίζονται πλήρως, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται,
προκειμένου η αρχή της ελευθερίας και η ιδέα της δημοκρατίας να
λάβουν σάρκα και οστά σε μια πραγματική κοινωνικοπολιτική
συσσωμάτωση12.
θεωρεί ότι «όταν στη θέση της ταξικής συνείδησης μπαίνει η συνείδηση του πολίτη του
κράτους, εξαφανίζεται εντελώς από τη συνείδηση ότι το κράτος απλώς καλύπτει τον
ανταγωνισμό με το να εξομαλύνει πλουραλιστικές διαμάχες διανομής» (σ. 56).
12 Kelsen, ό.π., σ. 69.
13 Για μια σχηματική, ιστοριογραφική απεικόνιση της διαδρομής της φιλελεύθερης
δημοκρατίας σε τέσσερις διαδοχικές χρονικές περιόδους με βάση διαφορετικές
ιδεολογικές αφετηρίες («προστατευτική δημοκρατία», «αναπτυξιακή δημοκρατία»,
«δημοκρατία της ισορροπίας», «δημοκρατία της συμμετοχής»), βλ. C.B. Macpherson, Η
ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1994.
14 Στυλιανού, ό.π., σ. 98.
15 Στυλιανού, ό.π., σ. 62.
16 Στυλιανού, ό.π., σ. 163.
17 Ο Rancierre επιχειρεί να αποσυνδέσει τον χειραφετητικό λόγο (discourse) περί
δημοκρατίας από τα πατερναλιστικά όρια της κρατικής εξουσίας. Όπως διατυπώνει ο
Γάλλος φιλόσοφος, «αυστηρά εννοούμενη, η δημοκρατία δεν είναι μια μορφή κράτους.
Είναι πάντοτε εντεύθεν και εκείθεν τέτοιων μορφών. Εντεύθεν, ως το εξισωτικό θεμέλιο
του ολιγαρχικού κράτους, το αναγκαίο και το κατ’ ανάγκη λησμονημένο. Εκείθεν, ως η
δημόσια δραστηριότητα που αντιμάχεται την τάση κάθε κράτους να καταλάβει την κοινή
σφαίρα και να την αποπολιτικοποιήσει» (Rancierre, Jacques, Το μίσος για τη
δημοκρατία, μτφρ. Β. Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 103).
5
β) Η δημοκρατική αρχή ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους»
18Βλ. Hobbes, Thomas, Λεβιάθαν ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και
λαϊκής πολιτικής κοινότητας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλου / Α. Μεταξόπουλου, Γνώση,
Αθήνα 1989.
19Βλ. Locke, John, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδη,
Πόλις, Αθήνα 2013.
20 Rousseau, Jean-Jacques, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου-Α.
Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα 2004, II, 4, σ. 79.
6
πολιτείας, όπως εκφράζεται στην τελολογική αναζήτηση του αγαθού από
τον Αριστοτέλη21.
7
αριθμός των ψήφων όσο το κοινό συμφέρον που τις ενώνει»30. Τίθεται,
πάντως, αμείλικτο το ερώτημα αν η «γενική βούληση» (συλλογική
έκφραση του ενιαίου κι αδιαίρετου πολιτικού σώματος) ανυψώνεται σε
ύψιστο κριτήριο αποτίμησης ενός μεμονωμένου κανόνα δικαίου και της
έννομης τάξης εν συνόλω. Γιατί τότε δημιουργείται μια δυσεπίλυτη
αντίφαση, η οποία απειλεί τα νομιμοποιητικά θεμέλια της πολιτικής
εξουσίας. Ποιος είναι, εν τέλει, ο εγγυητής της θετικής ελευθερίας; Ο
ίδιος ο –θεσπισμένος διά της «γενικής βούλησης»- νόμος ή η «γενική
βούληση» που διαμόρφωσε το νόμο31;
8
«γενικής βούλησης» και αθροίσματος ατομικών βουλήσεων αποδείχθηκε
εξαιρετικά ρευστή στην εφαρμοσμένη πολιτική. Συχνά, ο Rousseau
αντιμετωπίσθηκε ως ουτοπικός απολογητής της άμεσης δημοκρατίας,
του οποίου οι ιδέες μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν σε μια
προαστική κοινωνία, αλλά μοιάζουν ασύμβατες με την πολυπλοκότητα
μιας αστικής, πλουραλιστικής κοινωνίας35.
9
ομαλότητα, άρα για το αν, πότε και με ποιους όρους θα κηρυχθεί η
κατάσταση εξαίρεσης41.
10
Οι Hardt/Negri επιθυμούν να ξεπεράσουν την –κατ’ αυτούς
παρωχημένη- ταξική διαστρωμάτωση της μεταμοντέρνας αστικής
κοινωνίας και, μέσω της έννοιας του πλήθους, να συμπεριλάβουν στον
αυτοκυβερνώμενο δήμο την πολλαπλότητα των μεμονωμένων,
ανομοιογενών ατομικοτήτων που καταπιέζονται από τις κυρίαρχες
πολιτικές και οικονομικές «ελίτ»47.
11
Όσο εντείνεται η κρίση αντιπροσώπευσης και η κρίση
εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, η δημοκρατική αρχή ως
«αυτοκυβέρνηση του πλήθους» παίρνει ολοένα και πιο ξεκάθαρες
αποστάσεις από τις θεσμικά διαμεσολαβημένες διεργασίες της
φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για παράδειγμα, κατά τον Rancierre, η
αληθινή δημοκρατία, δηλαδή η πολιτική ελευθερία και ισότητα δεν
αντιπροσωπεύονται από τους νόμους και τους θεσμούς του κράτους,
αλλά «ενσαρκώνονται στις ίδιες τις μορφές της υλικής ζωής και της κατ’
αίσθηση εμπειρίας»54. Ασκώντας δριμεία κριτική στον δημοκρατικοφανή
ατομικισμό της καταναλωτικής κοινωνίας, ο Rancierre αναζητά το
νομιμοποιητικό θεμέλιο της δημοκρατίας σε εκείνο το «αδιακυβέρνητο
στοιχείο πάνω στο οποίο κάθε διακυβέρνηση πρέπει οριστικά να δει ότι
θεμελιώνεται»55. Ο Rancierre, προκειμένου να στηλιτεύσει την έλλειψη
ουσιαστικής αντιπροσώπευσης στις σύγχρονες φιλελεύθερες
δημοκρατίες, αξιοποιεί αναστοχαστικά μέχρι και την φιλομοναρχική
κριτική του Πλάτωνα προς το δημοκρατικό πολίτευμα56. Συγκεκριμένα,
στρέφει τα βέλη του στην, κατά τη γνώμη του, ψευδεπίγραφη τυπική
ισότητα ενώπιον του νόμου, η οποία πίσω από την απατηλή επίφαση του
γενικού κι αφηρημένου (καθολικού) κανόνα δικαίου υποκρύπτει
πραγματικές σχέσεις επιβολής μεταξύ αθεράπευτα εγωιστικών ατόμων57.
12
γ) Η δημοκρατική αρχή ως «θεσμικό αντίβαρο»
13
Πάντως, ο ίδιος ο Constant επισημαίνει τον υπαρκτό κίνδυνο που
διατρέχει η ελευθερία των νεότερων να εκτραπεί από μέριμνα για την
ιδιωτική ανεξαρτησία σε αδιαφορία για τα κοινά, με απευκταία κατάληξη
την αποποίηση των πολιτικών μας δικαιωμάτων προς όφελος των
προσωπικών μας συμφερόντων65. Ενόψει αυτού του κινδύνου, εξάλλου, ο
Constant μετριάζει τη φαινομενική απολυτότητά του στην ιεράρχηση των
ελευθεριών και θέτει ως στόχο τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό των δύο
ειδών ελευθερίας66, ώστε να επιτυγχάνεται όχι μόνο η ιδιωτική
ανεξαρτησία, αλλά και η ηθική τελείωση των ατόμων-πολιτών67.
14
συγκυριακό άθροισμα ατομικών βουλήσεων, το οποίο παρέχει στην
πολιτική εξουσία καθαρά αριθμητική νομιμοποίηση70. Σε αντίθεση με
την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία αντιμετωπίζει τις Η.Π.Α. ως
βασίλειο άκρας ελευθερίας, ο Toqueville καταλογίζει στο αμερικανικό
μοντέλο διακυβέρνησης ελάχιστη θεσμική προστασία του ατόμου
απέναντι στις καταπιεστικές τάσεις και ορέξεις της εκάστοτε
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας71. Η «τυραννία» της πλειοψηφίας,
κεντρική ιδέα στο έργο του, γίνεται αντιληπτή άλλοτε ως κατάφωρη
προσβολή των δικαιωμάτων των διαφωνούντων μειοψηφιών και άλλοτε ως
αναγκαίο κακό, υποχρεωτική -ελλείψει άλλης προτιμότερης- πηγή
νομιμοποίησης όλων των εξουσιών72.
15
και εξουσίας77. Διαφοροποιούμενος από τον Toqueville, ο Mill δεν
επιχειρεί να αποδείξει ότι η αυτοκυβέρνηση του Δήμου έχει ολέθρια
αποτελέσματα για την προσωπική αυτονομία. Εστιάζει, κυρίως, στο ότι η
ιδέα της αυτοκυβέρνησης του λαού αυτή καθεαυτή αποτελεί μύθευμα,
καθώς στην πράξη δεν πρόκειται για διακυβέρνηση του καθένα από τον
εαυτό του, αλλά για διακυβέρνηση του καθένα από όλα τα υπόλοιπα
μέλη της πολιτικής κοινότητας. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η
δημοκρατία δεν αντανακλά τη «γενική βούληση», αλλά «τη βούληση της
αριθμητικά ισχυρότερης ή της πιο δραστήριας μερίδας του λαού» και,
συγκεκριμένα, της πλειοψηφίας ή όσων κατορθώνουν να γίνουν
αποδεκτοί ως πλειοψηφία78.
77Mill, John Stuart, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Ν. Μπαλή, Επίκουρος, Αθήνα 1983, σ.
19.
78 Mill, ό.π., σ. 23.
79 Mill, ό.π., σ. 41 επ.
80Η ωφελιμότητα, εξάλλου, αποτελεί, κατά τον Mill, κριτήριο τόσο για την ατομική
αρετή όσο και για την πολιτική ηθικότητα του προσώπου (Mill, ό.π., σ. 34).
81 Mill, ό.π., σ. 100 επ.
82 Mill, ό.π., σ. 129 επ.
83 Mill, ό.π., σ. 129.
16
δύναται να θέσει η ανερμήνευτη «γενική βούληση», αλλά μόνο τα
δικαιώματα των άλλων ατόμων84.
84Ασκώντας κριτική στον ατομιστικό ευδαιμονισμό του Mill, ο Held (βλ. Held, David,
Μοντέλα Δημοκρατίας, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Πολύτροπον, Αθήνα 2003, σ. 77) θεωρεί
πως, ωφελιμιστικά δικαιολογημένη, «η δημοκρατία γίνεται ένα μέσο για την επίτευξη
αυτών των στόχων (μεγιστοποίηση της ιδιωτικής ικανοποίησης), και όχι ένας σκοπός καθ’
εαυτόν για την πιθανή καλλιέργεια και την ανάπτυξη όλων των ανθρώπων».
85 Mill, ό.π., σ. 115.
86 Mill, ό.π., σ. 181-183.
87 Mill, ό.π., σ. 188.
88 Bobbio, ό.π., σ. 30.
89 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 133.
90 Για τις πολιτικές αρετές της «ανοιχτής κοινωνίας», βλ. Popper, Karl, Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Παπαζήση, Αθήνα 2003.
17
Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι κάτω από τον πλουραλισμό των
συνεργαζόμενων ή ανταγωνιζόμενων συμφερόντων υποκρύπτεται ο
κτητικός ατομικισμός που διέπει τον πολιτικό φιλελευθερισμό ως
διακριτό ιδεολογικό ρεύμα91. Ο πλουραλισμός, στη σφαίρα του
πολιτικού εποικοδομήματος, λειτουργεί ως διαδικαστική εγγύηση για τη
λήψη τυπικά ορθών αποφάσεων (τυπική νομιμοποίηση). Ωστόσο, η
τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου συχνά συγκαλύπτει τις αντιθετικές-
ανταγωνιστικές ταξικές σχέσεις που εκδηλώνονται στη μονοπωλημένη –
από το κεφάλαιο- κυριαρχία επί των μέσων παραγωγής, άρα η αυτονομία
κράτους και κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας δεν μπορεί ποτέ να
είναι απόλυτη92 93. Η κρατική εξουσία νομιμοποιείται μεν στα μάτια των
κυβερνωμένων ως αμερόληπτος επιδιαιτητής των ταξικών συμφερόντων
(τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου), ωστόσο de facto λειτουργεί ως
θεσμικός υποστηρικτής της ιδιωτικής ιδιοποίησης και συσσώρευσης των
πόρων94.
91 Για τον «κτητικό ατομικισμό» ως καταστατική αρχή του φιλελευθερισμού, βλ. C.B.
Macpherson, Ατομικισμός και ιδιοκτησία: Η πολιτική θεωρία του πρώιμου
φιλελευθερισμού από τον Hobbes ως τον Locke, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1986.
92Πάσχος, ό.π., σ. 372. Για τη σχετική, αλλά όχι πλήρη, αυτονομία μεταξύ κράτους
και κοινωνίας, μεταξύ θεσμικών διαρρυθμίσεων και παραγωγικών σχέσεων, βλ.
Πουλαντζάς, Νίκος (επιμ.), Η κρίση του κράτους, Παπαζήση, Αθήνα 1978.
93 Για την απουσία απόλυτης αυτονομίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας λόγω της
εκνομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων διά της άσκησης κρατικής εξουσίας, βλ. Held,
ό.π., σ. 280.
94Βλ. Offe, Claus, Contradictions of the Welfare State, Hutchinson, London 1984. H
Pateman (βλ. Pateman, Carole, The Problem of Political Obligation: A Critique of
Liberal Theory, Polity Press, London 1985, σ. 172 επ.) προχωρά ένα βήμα παραπέρα
τον συλλογισμό του Offe, καθώς θεωρεί πως η αναπόφευκτη εμπλοκή του κράτους στη
διατήρηση και την αναπαραγωγή των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων σχετικοποιεί εξ’
αρχής την υποχρέωση υπακοής στις –κρατικά εξαναγκαστές- έννομες ρυθμίσεις.
95Κατά τον Macpherson, η δημοκρατία της ισορροπίας «είναι πλουραλιστική κατά το ότι
ξεκινά από το θεώρημα, ότι η κοινωνία, στην οποία πρέπει να προσαρμοσθεί ένα σύγχρονο
δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, είναι πλουραλιστική, δηλαδή μια κοινωνία αποτελούμενη
από άτομα, που το καθένα τους σύρεται προς πολλές κατευθύνσεις από τα πολλά του
συμφέροντα, άλλοτε μαζί με μιαν ομάδα συνανθρώπων του κι άλλοτε μαζί με μιαν άλλη.
Είναι ελιτιστικό κατά το ότι αναθέτει τον κύριο ρόλο στην πολιτική διαδικασία σε
αυτοεπιλεγόμενες ομάδες ηγετών. Είναι μοντέλο ισορροπίας κατά το ότι παρουσιάζει την
δημοκρατική διαδικασία ως σύστημα που διατηρεί μιαν ισορροπία μεταξύ της ζήτησης και
της προσφοράς πολιτικών αγαθών» (C.B. Macpherson, Η ιστορική πορεία της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1994, σ. 115-116).
18
αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία τα άτομα αποκτούν την εξουσία ν’
αποφασίζουν διαμέσου μιας ανταγωνιστικής διεκδίκησης της ψήφου του
λαού»96.
96 Schumpeter, Joseph, Capitalism, Socialism and Democracy, 2nd ed., Harper &
Brothers, London-New York 1947, σ. 269. Για το ρόλο των κινήτρων και, γενικότερα,
του εργαλειακού ορθολογισμού στις διεργασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,
βλ. Downs, Anthony, Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, μτφρ. Θ. Αθανασίου,
Παπαζήση, Αθήνα 1997.
97 Εξετάζοντας τη στενή συνάφεια μεταξύ πολιτικής και οικονομικής αγοράς, ο
Macpherson επισημαίνει: «… στον βαθμό που το πολιτικό σύστημα, όπως και η
οικονομική αγορά, είναι αρκετά ανταγωνιστικό ώστε να περιέχει την άριστη προσφορά και
κατανομή πολιτικών αγαθών (άριστη σε σχέση με τις απαιτήσεις), δεν κάνει τίποτα άλλο
παρά να καταγράφει και να αντιδρά θετικά σ’ ό, τι οι οικονομολόγοι ονομάζουν ενεργή
ζήτηση, δηλαδή στις απαιτήσεις που έχουν αγοραστική δύναμη για να τις υποστηρίξει.
Στην οικονομική αγορά αυτό σημαίνει απλώς χρήμα, χωρίς να έχει σημασία αν το χρήμα
αυτό αποκτήθηκε επειδή απέδωσε η δραστηριότητα του κατόχου του ή με κάποιον άλλο
τρόπο. Στην πολιτική αγορά η αγοραστική δύναμη είναι σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως
αποκλειστικά, το χρήμα –το χρήμα που χρειάζεται για την υποστήριξη ενός κόμματος ή
ενός υποψηφίου σε μια προεκλογική εκστρατεία, για την οργάνωση μιας ομάδας πιέσεως
ή για την αγορά χώρου ή χρόνου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ή για να αποκτηθούν
μερικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) … Στον βαθμό που η πολιτική αγοραστική
δύναμη είναι χρήμα, μάλλον δεν μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία εξισορρόπησης
είναι δημοκρατική σε οποιαδήποτε κοινωνία σαν και τη δική μας, στην οποία υφίσταται
σημαντική ανισότητα πλούτου και ευκαιριών για πλουτισμό. Μπορούμε, αν θέλουμε, να
την ονομάζουμε ακόμα κυριαρχία του καταναλωτή. Όμως η κυριαρχία ενός συνόλου
καταναλωτών τόσο άνισων μεταξύ τους δεν είναι προφανώς δημοκρατική» (Macpherson,
Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ό.π., σ. 128-129).
98 Αναπόφευκτα, η δημοκρατία ως αγορά, όπως αποτυπώνεται από τον Schumpeter,
«μπορεί να στηρίξει το πολύ, μόνο μια ελάχιστη πολιτική ανάμιξη: εκείνη την ανάμιξη που
θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για τη νομιμοποίηση του δικαιώματος των
ανταγωνιστικών ελίτ να άρχουν» (Held, ό.π., σ. 170).
19
στην αντίθετη υπόθεση εργασίας ότι οι ειδήμονες μπορούν να
εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το γενικό συμφέρον99. Η
φιλελεύθερη δημοκρατία, υπό το πρίσμα μιας λειτουργιστικής
(functionalist) προσέγγισης, δεν αποτελεί πια θεσμικό αντίβαρο υπέρ
των δικαιωμάτων, αλλά ρύθμιση (regulation) εκ των προτέρων
ιεραρχημένων, ατομικών συστημάτων επιθυμιών100.
20
αγαθό») διασφαλίζεται μονάχα μέσω της ισότιμης συμμετοχής όλων των
πολιτών, χωρίς αποκλεισμούς, στις δημόσιες υποθέσεις103.
Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι η ιδέα της πολιτικής ελευθερίας και της
πολιτικής ισότητας104 ενυπάρχει στη ρεπουμπλικανική θεώρηση της
δημοκρατικής αρχής (res publica)105.
21
ελευθερίας, καθώς επιτρέπει την ανεμπόδιστη έκφραση όλων των
ιδεολογικών απόψεων στο πλαίσιο της οργανωμένης πολιτικής
κοινότητας109. Ο πλουραλισμός των –ατομικά και συλλογικά-
αυτοπροσδιοριζόμενων υποκειμένων, δηλαδή ο πλουραλισμός των αξιών
και των συμφερόντων τους, αποτελεί λόγο ύπαρξης, ηθικοπολιτικό
φορτίο και τελολογικό ορίζοντα της δημοκρατικής αρχής.
22
τεχνικό-διαδικαστικό κανόνα115 για την ευρυθμία του δημοκρατικού
κράτους δικαίου, λειτουργώντας ως μέθοδος λήψης αποφάσεων. Η
πλειοψηφία δεν νομιμοποιεί αφ’ εαυτής την πολιτική εξουσία, αλλά
προϋποθέτει την ύπαρξη της μειοψηφίας116. Η μειοψηφία νομιμοποιεί
την πλειοψηφία και αυτή, με τη σειρά της, (αυτο)δεσμεύει τα πολιτικά
υποκείμενα. Η δημοκρατική αρχή, κατά την αντίληψη αυτή, υπερβαίνει
την πλειοψηφική θεώρησή της και στηρίζεται στη διαλεκτική σύνθεση
πλειοψηφίας-μειοψηφίας117. Η συμπερίληψη του μέγιστου δυνατού
αριθμού «αυτοπροσδιοριζόμενων» και «αυτοκυβερνώμενων», δηλαδή
πολιτικώς ελεύθερων ατόμων, νομιμοποιεί τις αποφάσεις των
κυβερνώντων έναντι των κυβερνωμένων118. Υπό το πρίσμα της
συμπερίληψης, η αρχή της πλειοψηφίας ανάγεται σε «συμβιβαστική
αρχή», η οποία εγγυάται την ειρηνική συνύπαρξη των αντιμαχόμενων
μερών (πλειοψηφία-μειοψηφία) και συμβάλλει στη νομιμοποίηση της
πολιτικής εξουσίας119. Συνεπώς, η αρχή της πλειοψηφίας πραγματώνει
διαδικαστικά την λαϊκή κυριαρχία, ωστόσο η νομιμοποίηση της –
πλειοψηφούσας- πολιτικής εξουσίας εξαρτάται πρώτα και κύρια από την
κατοχύρωση της ελευθερίας επιλογής ανάμεσα σε περισσότερες
εναλλακτικές, με εγγυημένη, παράλληλα, την προστασία ενός
απρόσβλητου πυρήνα θεμελιωδών δικαιωμάτων120.
23
συγκεντρωτικής διοικητικής δομής122. Η ενότητα της κυριαρχίας δεν
αναιρείται από τη διάχυση της αρμοδιότητας σε περισσότερα κέντρα,
καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο πλουραλισμός συνέχει τη δημοκρατική
αρχή123. Ωστόσο, η πολυαρχία, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
κοινωνικοοικονομικού μοντέλου, υπονομεύεται από την άνιση πρόσβαση
των –οικονομικά άνισων- μερών στην κατανομή των πολιτικών πόρων124.
Η ατομική και η πολιτική ελευθερία αδυνατούν να παράσχουν πλήρη
ουσιαστική νομιμοποίηση στις αντιπροσωπευτικές διεργασίες, χωρίς να
συνοδεύονται από μια στοιχειώδη εμβάθυνση της κοινωνικής
δημοκρατίας125. Η διασφάλιση μεριδίου ίσης ελευθερίας, άρα, πάνω απ’
όλα, ίσης πολιτικής συμμετοχής προϋποθέτει την άρση των αποκλεισμών
στην κατανομή των υλικών και θεσμικών πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται η
αξιοπρεπής απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε όλα τα μέλη της
πολιτικής κοινότητας126. Η ταξική διαστρωμάτωση των ώριμων αστικών
κοινωνιών ενσωματώνει το κράτος πρόνοιας στο –αναπόφευκτα ατελές-
αίτημα για διαρκή διεύρυνση των ορίων της πολιτικής ελευθερίας. Έτσι,
έρχεται στο προσκήνιο, εκτός από την ατομική και την πολιτική, και η
κοινωνική ιδιότητα του πολίτη127 128.
24
είναι η σχετική (όχι, πάντως, απόλυτη) αυτονομία μεταξύ της ιδιωτικής
(συναλλακτικής-ανταλλακτικής) και της δημόσιας σφαίρας130. Ανάμεσα
στην ιδιωτική και τη συλλογική διάσταση της αυτονομίας, ανάμεσα στην
κοινωνία των πολιτών και την –κρατικά οργανωμένη- πολιτική κοινωνία
δεν υφίστανται σχέσεις ανειρήνευτου ανταγωνισμού, αλλά αμοιβαίας
αλληλεπίδρασης131.
25
(άκριτα) διάφορες κοινωνικές ομάδες για να ταυτιστούν σε έναν κοινό
συνασπισμό εξουσίας»136.
26
κινηματικούς μετασχηματισμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος144.
Έτσι, η μεταφυσική της κυριαρχίας δεν εξαντλείται σε μια στιγμιαία
εμπειρία (εκλογές), αλλά παραμένει «ανοιχτή ρήτρα»145, η οποία
ανανοηματοδοτείται μέσα από τη διαρκή επικοινωνία κυβερνώντων-
κυβερνωμένων146. Επομένως, αν η δημοκρατική αρχή έχει (πράγματι)
κάποιο αυτοτελές ηθικοπολιτικό φορτίο και δεν είναι ένα αδειανό
πουκάμισο147, αυτό έγκειται στη διασφάλιση όρων πολιτικής ισότητας
και ελευθερίας για τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαχείριση των
δημόσιων πραγμάτων, δηλαδή στην άσκηση της δημοκρατικής
εξουσίας148. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνδεθεί,
εννοιολογικά και πρακτικά, η δημοκρατικά οργανωμένη κυριαρχία με
τον βεμπεριανό ιδεότυπο του «δημοψηφισματικά εκλεγμένου ηγέτη»149.
27
το πλατωνικό μοντέλο του «φιλοσόφου-βασιλέα»151 σε μια νεωτερική
αστική κοινωνία. Η δέσμευση των «βασιλικών ανδρών» από τις επιταγές
του Ορθού Λόγου (ή της πλατωνικής Ιδέας) νομιμοποιεί, κατά αμάχητο
τεκμήριο, την πολιτική τους εξουσία152. Η ίδια η άσκηση της πολιτικής
εξουσίας δε νοείται ως αυτοσκοπός, αλλά τείνει προς την πραγμάτωση
κάποιου τελικού σκοπού-αγαθού, ο οποίος εξειδικεύεται με ορθολογικό,
οιονεί αντικειμενικό τρόπο κατά την κυριαρχική βούληση των ηγητόρων
της πολιτείας153. Η τυπική-αριθμητική ισότητα της ψήφου δεν
συνεπάγεται την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση,
καθώς οι πολλοί επηρεάζονται, (δια)μορφώνονται και καθοδηγούνται από
τους ολίγους («άριστους»). Για αυτό το λόγο, άλλωστε, η δημοκρατία,
κατά τη νεοπλατωνική οπτική του Κ. Τσάτσου, χαρακτηρίζεται ως το πιο
αριστοκρατικό πολίτευμα154. Οι νόμοι και οι θεσμοί δεν έχουν
αυτοδύναμη ηθικοπολιτική και κανονιστική αξία155, αλλά την αντλούν
από τους «καλοκάγαθους» και «σωφρονες» γεννήτορές τους («βασιλικούς
άνδρες»), οι οποίοι τους θέτουν και τους εφαρμόζουν με σύνεση156.
28
αποκλειστικά από την αγαθή προαίρεση των κυβερνώντων160. Εξάλλου,
παραμένει ασαφές ποιος θα κρίνει και με ποια κριτήρια το αν αξίζει
κάποιος τον τιμητικό τίτλο του «βασιλικού ανδρός»161. Παράλληλα, μια
αριστοκρατική πρόσληψη της κυριαρχίας συνεπάγεται a priori την
υπονόμευση του μοναδικού επίκοινου σκοπού της πολιτικής κοινότητας,
τη διάγνωση και εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος162.
160 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 139).
161 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 136).
162Για την άρρηκτη σχέση μεταξύ ισότιμης πολιτικής συμμετοχής και κοινού αγαθού-
συμφέροντος, βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1317 b, 19-20 («άρχειν πάντας μεν εκάστου,
έκαστον δ’ εν μέρει πάντων»).
163 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 136-137).
164Για τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων ως ειδοποιό διαφορά μεταξύ συνταγματικού
κράτους και συνταγματικής δημοκρατίας, βλ. Δεκλερής, Μιχαήλ, Εξέλιξις και
εξαναγκασμός εις το σύγχρονον κράτος, ΕΚΚΕ, Αθήναι 1973, σ. 57.
165 Για την «πολιτική σωφροσύνη» ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη
λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών και, γενικότερα, της δημοκρατικής
διακυβέρνησης, βλ. Hamilton, Alexander / Madison, James / Jay, John, Τα
Ομοσπονδιακά Κείμενα των ΗΠΑ (The Federalist Papers), μτφρ. Ε. Χατζηδημητρίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2009.
166 Sartori, The Theory of Democracy, Part Two, ό.π., σ. 431.
167Σταμάτης, Κώστας / Τάκης, Ανδρέας, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου,
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015, σ. 78-80.
29
της νεωτερικής διακυβέρνησης168. Προσδίδει νομιμότητα στην εκάστοτε
πολιτική εξουσία και νομιμοποίηση σε ορισμένη έννομη τάξη169.
30
ρυθμίσεων»173. Η εμφάνιση των Ανεξάρτητων Αρχών θεσμοποιεί τη
μεταλλαγή του ρόλου του Κράτους από συγκεντρωτικό και παρεμβατικό
πολιτειακό δρώντα σε αποκεντρωμένο, ρυθμιστικό επιδιαιτητή των
αντιθέσεων που εκδηλώνονται στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών.
Οι Α.Α. αποτυπώνουν, σε θεσμικό επίπεδο, την έκρηξη της «ρυθμιστικής
και διοικητικής βουλιμίας»174, επιχειρώντας να διασφαλίσουν, μέσω της
αποκέντρωσης, την ευέλικτη συνεργασία ανάμεσα στην Κυβέρνηση και
την Διοίκηση175.
173 Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αναζήτηση του θεμελίου της ρυθμιστικής εξουσίας του
εθνικού συμβουλίου ραδιοτηλεόρασης μεταξύ των άρθρων 43 παρ. 2 και 15 του
Συντάγματος», ΤοΣ 1996, σ. 645 επ., ιδίως σ. 645.
174Yataganas, Xénophon, Delegation of Regulatory Authority in the European
Union, Hellenic Centre for European Studies-EKEM, October 2006, σ. 10-11.
175 Yataganas, ό.π., σ. 13.
176 Yataganas, ό.π., σ. 15.
177Η Interstate Commerce Commission (ICC) αποτελεί την πρώτη Ανεξάρτητη Αρχή
που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ στα 1889. Η πλούσια εμπειρική πρακτική των Α.Α. στις Η.Π.Α.
κωδικοποιήθηκε, θεσμοποιήθηκε και εμπλουτίσθηκε κανονιστικά μέσω της
Administrative Procedure Act (APA), η οποία υιοθετήθηκε το 1946.
178Όπως παρατηρεί ο Κουλούρης (βλ. Κουλούρης, Νίκος, «Οι ανεξάρτητες διοικητικές
αρχές: τα αλλοδαπά πρότυπα και τα ημεδαπά κακέκτυπα», ΔιΔικ 5/1993, σ. 1154),
επιχειρώντας να ανιχνεύσει το κανονιστικό έδαφος εμφάνισης και ανάπτυξης των
Ανεξάρτητων Αρχών ως «νομικού υβριδίου»-«θεσμικού νεωτερισμού» (alliud) στην
αμερικανική έννομη τάξη, «οι πρώτες αμερικανικές ΑΔΑ προέκυψαν όχι ως προϊόν
εμπεριστατωμένης νομικής επεξεργασίας ή ως εξαγόμενο οργανωτικού σχεδίου θεσμικής
μεταρρύθμισης αλλά ως μέσο εμπειρικής εξυπηρετήσεως της ανάγκης ad hoc θεσμικής
παρεμβάσεως σε χωλαίνοντες τομείς της αμερικανικής κοινωνίας». Οι Ανεξάρτητες Αρχές
γνώρισαν μεγάλη άνθηση στις Η.Π.Α. κατά την περίοδο του new deal, όπου αποτέλεσαν
το θεσμικό μέσο για την κατά το δυνατό αρμονικότερη ρύθμιση των εξόχως
ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ κράτους και αγοράς, λειτούργησαν δηλαδή ως το
όχημα για την υιοθέτηση του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου (βλ. τις σχετικές
επισημάνσεις του Μ. Αντωνόπουλου, Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 19-21).
31
συγκεκριμένα, της διοικητικής μηχανής του κράτους179. Σε άλλες χώρες
της ηπειρωτικής Ευρώπης, με μεσογειακό «χρώμα» (Ιταλία, Ισπανία), οι
Ανεξάρτητες Αρχές λαμβάνουν τη μορφή Επιτροπών, κοινοβουλευτικής
σύνθεσης μεν διοικητικών αρμοδιοτήτων δε180.
179 Παρά τις επιμέρους διαφορές, η νομική φύση των γαλλικών Autorités
Administratives Indépendentes προσομοιάζει με το βρετανικό θεσμό των QUANGOS
(quasi-autonomous non-governmental organizations). Έτσι, λειτουργούν ουσιαστικά
ως ημι-αυτόνομες μη κυβερνητικές οργανώσεις, εντασσόμενες, πάντως, στο πλαίσιο της
εκτελεστικής εξουσίας (βλ. Μ.Γ. Αντωνόπουλου, ό.π., σ. 19-21).
180 Αλιβιζάτος, Νίκος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική
αναθεώρηση, Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 119-120.
181 Κουλούρης, ό.π., σ. 1142, υποσημ. 4.
182 Η σχετική -όχι απόλυτη- ανεξαρτησία των αρχών-επιτροπών στις Η.Π.Α.
επιβεβαιώνεται και από τον εξαιρετικά προωθημένο έλεγχο του Κογκρέσου επί των
Independent Regulatory Agencies, έλεγχος τέτοιας έντασης κι έκτασης που φτάνει
«μέχρι του σημείου της τροποποίησης, διά της νομοθετικής οδού, των κανονιστικών
αποφάσεων των εν λόγω επιτροπών που κρίνονται παράνομες ή μη σκόπιμες» (Μπότσης,
Φοίβος, «Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων Ανεξάρτητων Αρχών»,
ΕφημΔΔ 3/2007, σ. 366).
183 Κουλούρης, ό.π., σ. 1144-1149.
32
Η πολιτική ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών, πάντως, αποτελεί
κοινό παρονομαστή του ηπειρωτικοευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού
θεσμικού πλαισίου συγκρότησης, οργάνωσης και λειτουργίας τους,
καθώς δεν υπόκεινται ούτε σε ιεραρχικό έλεγχο, όπως η δημόσια
διοίκηση, ούτε σε διοικητική εποπτεία, όπως π.χ. τα αυτοδιοικούμενα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Χάριν της ανεξαρτησίας, της
αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, ανατίθενται στις αρχές αυτές
ποικίλες αρμοδιότητες, οι οποίες προσιδιάζουν στην εκτελεστική
λειτουργία, χωρίς πάντως να ταυτίζονται απόλυτα με αυτή. Οι
αρμοδιότητες αυτές θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δυο μεγάλες
κατηγορίες184:
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, το Supreme Court στις αρχές του
20ου αιώνα είχε υιοθετήσει το non-delegation doctrine186 187, δηλαδή
33
την αντισυνταγματικότητα της εκχώρησης κανονιστικών αρμοδιοτήτων -
εξουσιών οιονεί νομοθετικής φύσεως- σε κρατικά όργανα που προφανώς
δεν ανήκουν στη νομοθετική εξουσία λόγω παραβίασης της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Στη
συνέχεια, όμως, η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των
Η.Π.Α. μεταβλήθηκε άρδην, απορρίπτοντας σε σειρά σημαντικών
αποφάσεων188 την προβαλλόμενη ένσταση αντισυνταγματικότητας. Έτσι,
οι δικαστές του Supreme Court έχουν κρίνει επανειλημμένα ως
συνταγματικά ανεκτή την εκχώρηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων σε «μη
νομοθετικά» κρατικά όργανα στο βαθμό, ωστόσο, που οι αρμοδιότητες
αυτές ασκούνται αυστηρά εντός των πλαισίων της ρητής νομοθετικής
εξουσιοδότησης και υπηρετούν τις ανάγκες εξειδίκευσης και εφαρμογής
του ήδη υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου»189. Ειδικότερα, γίνεται δεκτή
η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ νομοθετικής εξουσίας (Κογκρέσο) και
εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και μεταξύ των τμημάτων της εκτελεστικής
εξουσίας (Κυβέρνηση-Διοίκηση)190, με την παροχή σχετικής διακριτικής
ευχέρειας στη δράση των –ανεξάρτητων κι αμερόληπτων- διοικητικών
οργάνων191. Έτσι, οι Independent Regualtory Agencies εντάσσονται, με
συστηματικό τρόπο, στα «θεσμικά αντίβαρα» του αμερικανικού
πολιτειακού μοντέλου, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στη διάχυση της
πολιτικής ευθύνης και στον μετριασμό της κυβερνητικής ισχύος. Θα
μπορούσε κάποιος να πει ότι, συνδυάζοντας με πρωτότυπο τρόπο
στοιχεία και από τις τρεις διακριτές λειτουργίες (νομοθετική-εκτελεστική-
δικαστική), ανάγονται σε «τέταρτη εξουσία», σε ένα θεσμικό alliud και
novum, το οποίο υπερβαίνει τις κλασικές θεωρήσεις της κυριαρχίας και
της διάκρισης των εξουσιών192.
187 Για την υιοθέτηση του «non-delegation doctrine» από το Ανώτατο Δικαστήριο
(Supreme Court) των Η.Π.Α., βλ. ενδεικτικά Αποφάσεις «St. Louis, I.M. and S. Ry. v.
Taylor» (210 U.S. 281, 1908), «Delaware and Hudson Co. v. United States» (5 F. 2d
831 S.D.N.Y., 1952) «Panama Refining Co. v. Ryan» (293 U.S. 388, 1935) και «A.L.A.
Schechter Poultry Corp. v. United States» (295 U.S. 495, 1935).
188Για τη -σταθερά επιβεβαιωμένη- νομολογιακή μεταστροφή του Supreme Court, βλ.
ενδεικτικά «Yakus v. United States» (321 U.S. 414, 1944), «Lichter v. United States»
(334 U.S. 742, 1948), «United States v. Southwestern Cable Co.» (392 U.S. 157,
1968), «Arizona v. California» (373 U.S. 546, 1963), «Zemel v. Rusk» (381 U.S. 1,
1965), «Analgamated Meat Cutters v. Connally» (337 F. Supp. 737, 1971).
189 Κουλούρης, ό.π., σ. 1151.
190Βλ. Chevron USA Inc. v. Natural Resources Defense Council, 467 U.S. 837
(1984).
191 Βλ. Touby v. United States, 500 U.S. 160 (1991).
192 Yataganas, ό.π., σ. 42-43. Για τις Ανεξάρτητες Αρχές ως «τέταρτη εξουσία», βλ.
επίσης Strauss, Peter L., “The place of agencies in Government: separation of powers
and the fourth branch”, CLR, vol. 84, no. 3, April 1984, p. 573-633.
34
• Ελεγκτικές: Οι ελεγκτικές αρμοδιότητες των Aνεξάρτητων Aρχών έχουν
γεννήσει τα περισσότερα ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την κατάταξή
τους σε μία από τις τρεις λειτουργίες κατά την παραδοσιακή τριμερή
διάκριση των εξουσιών. Στις ελεγκτικές αρμοδιότητες θα μπορούσαν να
συμπεριληφθούν, κατά τη διασταλτική του όρου έννοια, όλες οι μη
κανονιστικές εξουσίες των Α.Α.193. Για παράδειγμα, στην προκείμενη
δέσμη αρμοδιοτήτων εντάσσονται η εκδίκαση διαφορών, η επιβολή
κυρώσεων, η σύνταξη κωδίκων δεοντολογίας, η χορήγηση αδειών κ.λπ.
35
παρουσιάζουν κανονιστικές ιδιομορφίες και εμπειρικές παρεκκλίσεις
από το ιδεατό μοντέλο ανάπτυξης του θεσμού.
199 Χρυσόγονος, Κώστας, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο της Επιτροπής
Αναθεώρησης του Συντάγματος», ΤοΣ 2000, σ. 1163.
200 Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 120.
201Για την κορπορατιστική οργάνωση του ελληνικού πολιτειακού μοντέλου και για την
αρνητική επενέργειά της στην ανάδυση και την απρόσκοπτη λειτουργία μιας ισχυρής
κοινωνίας των πολιτών, βλ. Βούλγαρης, Γιάννης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-
2009, Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 341 επ.
202 Ως παράδειγμα κακής οριοθέτησης (οιονεί σύγχυσης) αρμοδιοτήτων μεταξύ
Ανεξάρτητης Αρχής και Υπουργείου αναφέρεται ο (αυτό)περιορισμός των Α.Α. σε
γνωμοδοτικό ρόλο με τον Υπουργό να διατηρεί την αποκλειστική δυνατότητα
αποφασιστικής παρέμβασης σε ζητήματα που άπτονται της εξουσίας του (βλ.
Κουλούρη, ό.π., σ. 1172).
36
βάσιμη, κριτική ότι οι ελληνικές Α.Α. αποτελούν «κακέκτυπα των
αλλοδαπών θεσμικών πρωτοτύπων»203.
37
• Ανάγκη αυτοπεριορισμού των εκλεγμένων πολιτικών, οι οποίοι
σκέφτονται το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος της επανεκλογής τους, σε
ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα της κοινωνικοοικονομικής ζωής,
38
i) Φιλελεύθερη-δικαιωματοκρατική οπτική
39
ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και διαφάνειας των μελών τους, καθώς
επίσης και στο –εμπειρικό- αποτύπωμα των αποτελεσματικών τους
αποφάσεων, ιδίως στο πεδίο της προστασίας των θεμελιωδών ατομικών
δικαιωμάτων-ελευθεριών219.
219Για την καθοριστική συμβολή των Ανεξάρτητων Αρχών στη θεσμική κατοχύρωση και
αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων-ελευθεριών, βλ. Κουτσουμπίνας,
Στέφανος, «Ανεξάρτητες αρχές και ατομικά δικαιώματα», ΔτΑ 10/2001, σ. 377-384.
220 Βενιζέλος, Ευάγγελος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό φαινόμενο
στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή 2002, σ. 227. Κατά τον Βενιζέλο, οι ανεξάρτητες αρχές «δεν λειτουργούν ή
μάλλον δεν πρέπει να λειτουργούν ως αντιπλειοψηφικά αντίβαρα, αλλά ως εγγυήσεις που
σχετίζονται είτε με τον δικαιοκρατικό είτε με τον δημοκρατικό και πλουραλιστικό
χαρακτήρα του πολιτεύματος μέσα από την προστασία της αυτονομίας της πολιτικής έναντι
της υπερσυγκέντρωσης οικονομικής, επικοινωνιακής και εντέλει πολιτικής επιρροής» (ό.π.,
σ. 227).
221 Για μια πλήρη επισκόπηση των κινδύνων για τα δικαιώματα, καθώς και για τα
χαρακτηριστικά της πολιτειακής και πολιτικής οργάνωσης του κράτους δικαίου στην
«κοινωνία της διακινδύνευσης», βλ. Μαντζούφας, Παναγιώτης, Συνταγματική προστασία
των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης: Υγεία, ιδιωτικότητα, περιβάλλον,
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006.
222 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π. σ. 22.
223 Τασόπουλος, Γιάννης, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του
Συντάγματος, Σάκκουλα, Αθήνα 2007, σ. 72-73. Όπως τονίζει ο Τασόπουλος (σ. 73), «…
οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας, που αποσκοπούν στην
αποτροπή της ευνοιοκρατίας και της κομματικής χειραγώγησης από την εκάστοτε
40
Ανεξάρτητες Αρχές νομιμοποιούνται στο κρατικό οικοδόμημα όχι ως
αντιπλειοψηφικά-αντικυβερνητικά αντίβαρα, αλλά ως «θεσμικές
εγγυήσεις που περιβάλλουν το σύνολο της λειτουργίας του πολιτεύματος, το
σύνολο του πολιτικού συστήματος και το σύνολο της έννομης τάξης»224. Υπό
αυτό το πρίσμα, η καθιέρωση των Α.Α. στην εγχώρια και υπερεθνική
έννομη τάξη ενέχει το εξής οξύμωρο: από τη μια πλευρά, ενισχύει και
θωρακίζει το δικαιοκρατικό φαινόμενο, από την άλλη πλευρά, ωστόσο,
αποτυπώνει τη βαθιά κρίση που διέρχεται το δημοκρατικό φαινόμενο225.
41
του Κράτους από μικροκομματικά-πελατειακά συμφέροντα228 229. Οι
Ανεξάρτητες Αρχές νομιμοποιούνται, λοιπόν, δικαιοπολιτικά ως θεσμικοί
μηχανισμοί εξουδετέρωσης της «κοινωνικής υπερτροφίας» των πολιτικών
κομμάτων και, συνακόλουθα, ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών
ως αυτόνομης σφαίρας του πολιτικού συστήματος230. Η τόνωση της
συμμετοχικής δημοκρατίας, με την –διά των Ανεξάρτητων Αρχών-
θεσμική παρέμβαση της «κοινωνίας των πολιτών» στην πολιτική ζωή,
συνιστά μια de facto υπέρβαση του de iure ασθενούς κοινοβουλευτικού
ελέγχου δράσης των Α.Α. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών, εκτός από πρώτη
ύλη στελέχωσης των Α.Α, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως εγγύηση για την
απόδοση πολιτικών ευθυνών στους φορείς εξουσίας που απαρτίζουν τις
Αρχές231.
228 Σχετικά με την αξιοποίηση του διοικητικού μηχανισμού του Κράτους για καθαρά
«πελατειακούς» σκοπούς, βλ. Ανθόπουλου, ό.π., σ. 385. Ο Μουζέλης (Μουζέλης, Νίκος,
«Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις: Το κράτος και το κομματικό φουτμπόλ», στο:
Θ. Πελαγίδη (επιμ.), Η εμπλοκή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Παπαζήση, Αθήνα
2005, σ. 17 επ.) τονίζει το διαβρωτικό ρόλο της άκριτης κι άκρατης κομματοκρατίας
στην αυτόνομη ορθολογική έκφραση της κοινωνίας των πολιτών.
229Ο Kelsen (ό.π., σ. 74), πάντως, θεωρεί πως το κομματικό φαινόμενο είναι άρρηκτα
συνδεδεμένο με τη δημοκρατική εξουσία και δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πληγεί
ανεπανόρθωτα το κανονιστικό θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας: η δημοκρατική
αρχή. Για τον εμβληματικό Αυστριακό νομικό θετικιστή, «η δημοκρατία είναι
αναγκαστικά και αναπόφευκτα ένα κράτος κομμάτων» (Kelsen, ό.π., σ. 76).
230 Ανθόπουλος, ό.π., σ. 386. Η Καμτσίδου επισημαίνει, επίσης, την ευεργετική
επίδραση των Ανεξάρτητων Αρχών στην αντιμετώπιση της αμοιβαίας, μικροκομματικής,
δυσπιστίας μεταξύ Κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης και στην τοποθέτηση
της «κοινωνίας των πολιτών στην κορυφή της συμβολικής γεωγραφίας της Διοίκησης»
(Καμτσίδου, «Η αναζήτηση του θεμελίου…», ό.π., σ. 650).
231 Καμτσίδου, «Η αναζήτηση του θεμελίου…», ό.π., σ. 665.
232Κοντιάδης, Ξενοφών, «Η σχέση πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητων αρχών μεταξύ
έντασης και συμπληρωματικότητας: Εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης ή
αποπολιτικοποίηση της Δημοκρατίας;», σε: Δ. Τσάτσου / Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Το μέλλον
των πολιτικών κομμάτων, Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 121 – 149, ιδίως σ. 142-143.
42
αλλά στην αυτοπροστασία της κρατικά οργανωμένης πολιτικής
κοινότητας, της δημόσιας σφαίρας, η οποία κινδυνεύει να αλωθεί από
πανίσχυρα ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα (lobbies) και από
επιμεριστικά πελατειακά δίκτυα, δηλαδή την καλούμενη «διαπλοκή»233.
Για παράδειγμα, στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, ο ασκούμενος διά του ΕΣΡ
«άμεσος έλεγχος του Κράτους» (άρθρο 15 παρ. 2 Συντ.) λειτουργεί ως
αντίβαρο απέναντι στην προϊούσα ιδιωτικοποίηση του εξουσιαστικού
φαινομένου234.
233Για μια θεώρηση των Ανεξάρτητων Αρχών ως «πρώτη γραμμή άμυνας» απέναντι στην
άλωση της δημόσιας σφαίρας από ιδιωτικά συμφέροντα, βλ. Σωτηρέλης, Γιώργος,
Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 132 επ.
234 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 139.
235 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 139.
236 Για τις παλινωδίες ως προς την θεσμική κατοχύρωση των Ανεξάρτητων Αρχών στην
ελληνική έννομη τάξη μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, βλ. ενδεικτικά
Οικονόμου, Αλέξανδρος, «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης: 10 χρόνια θεσμικής
ακροβασίας», ΤοΣ 1999, σ. 555 επ.
43
καχυποψία, ιδίως από τη νομολογία237, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται
ευθέως η νομιμοποίηση της ίδιας της ύπαρξής τους.
237Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 930/1990 Ολ., Αρμ. 1990, σ. 371 επ. και ΣτΕ 944/1999, ΤοΣ
1999, σ. 614 επ..
238 Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) ιδρύθηκε με το ν. 1866/1989
(Φ.Ε.Κ. Α’ 222/ 6-10-1989, «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και
παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών»).
239Για τη θετική εισδοχή της Ανεξάρτητης Αρχής στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ενόψει του
περάσματος από το κρατικό μονοπώλιο στην απελευθέρωση των media, βλ. Βενιζέλος,
Ευάγγελος, Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989 και, ήδη
προγενέστερα, Αλιβιζάτος, Νίκος, Κράτος και ραδιοτηλεόραση: Η θεσμική διάσταση,
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1986.
240Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π..) συστάθηκε με το ν.
2190/1994 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 28 / 3-3-1994, «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή
προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης»), γνωστό και ως «νόμο Πεπονή».
241 Η ίδρυση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα
πραγματοποιήθηκε με το ν. 2472/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 50 / 10-4-1997, «Προστασία του
ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»).
242Ν. 2477/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 59 / 17-4-1997, «Συνήγορος του Πολίτη και Σώμα
Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης»).
44
Οι τέσσερις παραπάνω αρχές, μαζί με την Αρχή Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών243, αποτελούν τις συνταγματικά
κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές. Η ρητή πρόβλεψη Ανεξάρτητων
Αρχών στον καταστατικό χάρτη της Πολιτείας αποτελεί ελληνική
πρωτοτυπία. Στις λοιπές έννομες τάξεις, τόσο ηπειρωτικοευρωπαϊκής όσο
και αγγλοσαξονικής προέλευσης ή/και επιρροής, το συνταγματικό
κείμενο ρυθμίζει απλώς τον τρόπο συγκρότησης, οργάνωσης και
λειτουργίας Ανεξάρτητων Αρχών, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο δράσης
τους, χωρίς να τις κατονομάζει.
45
καθιστούν τις Ανεξάρτητες Αρχές καταρχήν συμβατές με την –δυναμικώς
ερμηνευόμενη- έννοια του κράτους δικαίου.
46
Οι Ανεξάρτητες Αρχές, ανάλογα με το αντικείμενό τους,
διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες252:
47
Στην πράξη, όμως, παρά την ρητή συνταγματική κατοχύρωση της
ανεξαρτησίας τους, οι Α.Α. αντιμετωπίζονται συχνά ως αποκεντρωμένες ή
αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, πλήρως ενταγμένες στον ιεραρχικό
διοικητικό μηχανισμό του κράτους, με αποτέλεσμα να υποτιμάται η
θεσμική ιδιομορφία τους και να υπονομεύεται η προσδοκώμενη
αποδοτικότητά τους256.
256Βλ. ενδεικτικά Οικονόμου, ό.π., σ. 567 και Τσεβά, ό.π., σ. 860 επ. Ενόψει της
μειωμένης de facto ανεξαρτησίας τους από κυβερνητικές παρεμβάσεις-χειραγωγήσεις,
ο Αλιβιζάτος (Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 111 επ.) αναρωτιέται αν
πρόκειται όντως για Ανεξάρτητες Αρχές ή απλώς για «διακομματικές επιτροπές».
257 Κουλούρης, ό.π., σ. 1178.
258 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 37.
48
νομιμοποίηση που προσφέρει η –συσταλτικά ερμηνευόμενη-
δημοκρατική/πλειοψηφική αρχή259. Είναι, πάντως, σημαντικό να
παραθέσουμε τις δύο –ανταγωνιστικές και παραπληρωματικές συνάμα-
ερμηνείες της διάκρισης των λειτουργιών, τη φιλελεύθερη και τη
δημοκρατική αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, όπως αναρωτιέται εύστοχα ο
Δημούλης, «αποτελεί το συνταγματικό δίκαιο τεχνική της εξουσίας ή
τεχνική της πολιτικής ελευθερίας;»260. Το «δημοκρατικό» μοντέλο
διάκρισης των εξουσιών είναι εξόχως ιεραρχικό, οργανιστικό και
μονιστικό261, αντανακλά την εκφρασμένη- διά της πλειοψηφίας- «γενική
βούληση», υπονομεύοντας έτσι τα «θεσμικά αντίβαρα» που υφίστανται
χάριν του αυτοπεριορισμού της κρατικής εξουσίας και, συνεπώς, χάριν
των δικαιωμάτων του ατόμου-πολίτη. Από την άλλη, το «φιλελεύθερο»
μοτίβο, δίνοντας έμφαση στον πλουραλισμό της κρατικής δράσης χάριν
της ατομικής ελευθερίας, κατ’ ουσίαν αποδέχεται τη συντεχνιακή,
επιμεριστική αναγνώριση συμφερόντων μεμονωμένων –ενίοτε ταξικά
καταπιεστικών- ομάδων πίεσης, συχνά σε βάρος του «δημοσίου
συμφέροντος»262.
49
ζήτημα συμβατότητας με το άρθρο 26 Συντ. λόγω της πολυποίκιλης,
συχνά ασαφούς, φύσεως των αρμοδιοτήτων, με τις οποίες αυτές
εξοπλίζονται265. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην εκάστοτε Ανεξάρτητη
Αρχή συνυπάρχουν ποικίλες αρμοδιότητες: νομοθετικές (κανονιστικές),
εκτελεστικές (ελεγκτικές και γνωμοδοτικές) και δικαιοδοτικές
(κυρωτικές/διαιτητικές)266.
265Για την ανάπτυξη της προβληματικής που άπτεται της ευρείας ρυθμιστικής εξουσίας
των Α.Α. στο πεδίο της έκδοσης εκτελεστών διοικητικών πράξεων, βλ. άρθρο της
Catherine Teigten-Colly, στο: Colliard, Claude-Albert / Timsit, Gérard (ed.), “Les
autorités administratives indépendantes”, PUF, Paris 1988, σ. 192 επ.
266 Κουλούρης, ό.π., σ. 1175-1176.
267Κουλούρης, ό.π., σ. 1150-1151. Για τη διάγνωση της σχετικής νομολογιακής τάσης,
βλ. την απόφαση-σταθμό (Νο. 86-217) της 18.9.1986 του Conseil Constitutionell
(υπόθεση CNIL).
268Βλ. χαρακτηριστικά την κρίση του Conseil Constitutionnel (Απόφαση Νο. 88-148
της 17.1.1989) για αντίθεση με το Σύνταγμα μιας υπερβολικά ευρείας εξουσιοδότησης
που δόθηκε στην CSA προς έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων.
50
εντασσόμενα μεν στα πλαίσια της Εκτελεστικής Εξουσίας, μη υποκείμενα
όμως σε διοικητικό έλεγχο, έστω και απλής νομιμότητος, από την
κοινοβουλευτικώς υπεύθυνη προς εκτέλεση της εκτελεστικής λειτουργίας
Κυβέρνηση. Αλλιώς θα υπήρχε παραμόρφωση του κοινοβουλευτικού
δημοκρατικού πολιτεύματος. που στηρίζεται κυρίως στην πολιτική ευθύνη
των ασκούντων την εξουσία. Τέτοια όμως πολιτική ευθύνη δεν υπάρχει
όταν δημιουργούνται ανεξάρτητα όργανα επί των αποφάσεων των οποίων,
λόγω ακριβώς της ανεξαρτησίας, που αποτέλεσε το λόγο της δημιουργίας
τους, δεν μπορεί να παρέμβει η Κυβέρνηση. Αντί για κυβέρνηση
εκλεγμένων και πολιτικά υπευθύνων θα είχαμε gouvernement des
sages»269.
Για την ομαλή ένταξη των ανεξάρτητων αρχών στην αρχή της
διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.), πέραν του κανονιστικού
ερείσματος στο θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 43 Συντ.),
έχει προταθεί η υπέρβαση της παραδοσιακής (οργανικής) ανάγνωσης της
διάκρισης (διαχωρισμός των εξουσιών) και η υιοθέτηση μιας σύγχρονης
λειτουργικής προσέγγισης (αλληλοσυμπλήρωση των λειτουργιών)271 272.
269 Κουβελάκης, Γιώργος, «Σχόλιο στην ΣτΕ (Ολ.) 930/1990», ΤοΣ 1990, σ. 72.
270 Όπως διατυπώνει ο εισηγητής Γ. Κουβελάκης στη ΣτΕ 930/1990, «Κατ’ εξαίρεση
όμως, και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της φύσεως ή του χαρακτήρος
διοικητικής λειτουργίας επιβάλλεται να κατοχυρωθεί η αμεροληψία της Εκτελεστικής
Εξουσίας, είναι νομίζω συνταγματικά ανεκτό τα συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα
παρακολούθησης εφαρμογής κανονιστικού πλαισίου, που έχει τεθεί από τη νομοθετική
εξουσία ή την κανονιστικώς δρώσα κεντρική διοίκηση και επιβολής ενδεχομένως
κυρώσεων, να ανατίθενται σε λειτουργικώς ανεξάρτητα όργανα της Διοίκησης, επί των
οποίων ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός δεν δικαιούται να ασκήσει τις από τις γενικές
αρχές απορρέουσες εξουσίες ιεραρχικού ελέγχου ή εποπτείας νομιμότητας» (Κουβελάκης,
ό.π., σ. 72).
271 Την υπεροχή της ουσιαστικής-λειτουργικής έναντι της τυπικής-οργανικής έννοιας
της διάκρισης των εξουσιών ως κανονιστικό έρεισμα για τη συνταγματική κατοχύρωση
των Ανεξάρτητων Αρχών προκρίνει ο Βιδάλης (ό.π., σ. 830). Κατά τον Βιδάλη (ό.π., σ.
831), «η λειτουργική κατανομή της ενιαίας κρατικής εξουσίας αποβλέπει στην αποτροπή
της κατάχρησής της από οποιονδήποτε την ασκεί. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με τον
αμοιβαίο έλεγχο των οργάνων στα οποία έχει κατανεμηθεί η εξουσία». Αντίθετα, η
υιοθέτηση της καθαρά τυπικής εκδοχής της διάκρισης των εξουσιών θα συνεπαγόταν «είτε
ότι οι ΑΔΑ δρουν σε τμήμα της κρατικής εξουσίας εκτός του κανονιστικού ορίζοντα του
άρθρου 26 Συντ. είτε ότι σφετερίζονται αρμοδιότητες από τα αποκλειστικώς αρμόδια
όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (Κυβέρνηση, ΠτΔ), κάτι που θα οδηγούσε σε κάμψη της
αρχής διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της σχέσης Κυβέρνησης-Βουλής ή
θα συνεπαγόταν την μη ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών» (Βιδάλης, ό.π., σ. 831-
832).
51
Εξάλλου, η εμμονή στην οργανική διάσταση της δικαιοκρατικής αρχής
θα οδηγούσε αναπόδραστα στην a priori καθολική απόρριψη των
Ανεξάρτητων Αρχών (όργανα με αρμοδιότητες μικτής φύσεως) για λόγους
ανεπίτρεπτης «σύγχυσης των οργάνων» της κρατικής εξουσίας273. Με την
ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, εξάλλου, το
Κράτος δεν παραιτείται των διακριτών λειτουργιών του, αλλά παραμένει
«κύριος του προορισμού και των κατευθύνσεων των δραστηριοτήτων αυτών
των αρχών»274 275. Υπό αυτό το πρίσμα, η άσκηση κανονιστικών
αρμοδιοτήτων εκ μέρους των Α.Α. (π.χ. Εθνικό Συμβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης) προϋποθέτει μεν «ειδικότερη» νομοθετική
εξουσιοδότηση (άρθρο 43 παρ.2 εδ. β΄ Συντ.), παράλληλα όμως αντλεί –
αυτοτελώς και ενισχυτικώς- κανονιστική αρμοδιότητα από τους
καταστατικούς σκοπούς, τους οποίος καλείται να επιτελέσει276.
272 Για την ανάγκη υπέρβασης του οργανικού κριτηρίου και υιοθέτησης του
λειτουργικού κριτηρίου, προκειμένου μια πράξη να αποδοθεί ή όχι σε διοικητικό
όργανο, άρα να χαρακτηρισθεί ή όχι διοικητική, βλ. Συμεωνίδης, Ιωάννης, Τα όρια της
δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη
1995, σ. 102 επ.
273 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1166-1167.
274 Μ. Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 44 και σ. 59.
275Όπως παρατηρεί ο Μανιτάκης, «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί πλέον
μεταμορφωμένη στο εσωτερικό των θεσμών ως μέθοδος οργάνωσης και λειτουργίας τους,
που επιτάσσει αφενός τη συμμόρφωση των πράξεών τους προς ένα προδιαγεγραμμένο
κανονιστικό σχήμα, και αφετέρου, τον έλεγχο της συμμόρφωσης αυτής από μια
ανεξάρτητη αρχή» (βλ. Μανιτάκης, Αντώνης, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της
συνταγματικότητας, Ι, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 258 επ., ιδίως σ. 339). Βλ.
επίσης Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, ό.π., σ. 361 επ..
276Βλ. Μανιτάκης, Αντώνης, «Ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση διά
του ΕΣΡ μπορεί να συνεπάγεται και άσκηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων»
(γνωμοδότηση), ΤοΣ 2003, σ. 573 επ., ιδίως σ. 580-581. Με λιγότερη, πάντως, έμφαση,
η άποψη αυτή απαντάται και σε: Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αναζήτηση του θεμελίου της
ρυθμιστικής εξουσίας του ΕΣΡ…», ό.π., σ. 645 επ.). Υπέρ της αυτόματης αφαίρεσης
αρμοδιοτήτων από τη Βουλή και την Κυβέρνηση χάριν της Ανεξάρτητης Αρχής, χωρίς
δηλαδή να απαιτείται η πλήρωση των όρων του άρθρου 43 Συντ. (νομοθετική
εξουσιοδότηση), τάσσεται, επιχειρηματολογώντας υπέρ της αντισυνταγματικότητας του
ν. 4339/2015 για την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών, και ο Βενιζέλος (βλ.
Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Τηλεοπτικές άδειες: Ζητήματα συνταγματικού και ευρωπαϊκού
δικαίου», Ομιλία στην εκδήλωση της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων στο ΔΣΑ της
28.9.2016, στον ιστότοπο του Ομίλου ‘Αρ. Μάνεσης’,
http://www.constitutionalism.gr, ανάρτηση 29.9.2016).
52
στην δικαιοπολιτική αναγνώριση αυτόφωτης-«αυτόνομης» κανονιστικής
αρμοδιότητας 277.
277 Η ΣτΕ 930/1990 Ολ., ΤοΣ 1990, σ. 68 επ. θεώρησε –μάλλον περιοριστικά και
καχύποπτα- το ΕΣΡ διοικητική αρχή υπαγόμενη στο Υπουργείο Προεδρίας της
Κυβέρνησης. Η ΣτΕ 3596/1991 (ΤοΣ 1992, σ. 150 επ.) διατύπωσε με σαφήνεια τον
γενικό κι αδιαμφισβήτητο, ενόψει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, κανόνα ότι η
εκτελεστική εξουσία δεν επιτρέπεται να θέτει «πρωτεύοντες» κανόνες δικαίου, παρά
μόνον αν αυτό προβλέπεται από ρητή και ειδική διάταξη του Συντάγματος, άρα
«δευτερευόντως» (κατόπιν της «ειδικότερης» νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43
παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.).
278 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1168.
279 Ενδεικτικά, η ΣτΕ 944/1999 Ολ. αντιμετώπισε τη φύση της ελεγκτικής
αρμοδιότητας του ΕΣΡ ως προδήλως διοικητικής, καθώς το όργανο (Ανεξάρτητη Αρχή)
που διενεργεί τον έλεγχο ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, ασχέτως του αν υπάγεται ή
όχι στη διοικητική ιεραρχία. Σε θεωρητικό επίπεδο, βλ. Παραρά, Αλέξη, ό.π., σ. 123
επ., ιδίως σ. 125, όπου τονίζεται σαφώς πως «το γεγονός ότι από τον τίτλο των
συγκεκριμένων αρχών αφαιρείται το επίθετο «διοικητική» δεν έχει ουσιώδη σημασία, ενώ
δεν επηρεάζει την ένταξή τους στην εκτελεστική λειτουργία».
280Κουλούρης Νίκος, «Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές και η Αναθεώρηση», στο: Αντ.
Μακρυδημήτρη / Ό. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία», Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.
137 – 143.
53
αρχών και, σε τελική ανάλυση, η καταστρατήγηση του –συνταγματικά
οριοθετημένου- δημοκρατικού πολιτεύματος281.
281 Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η κριτική του Φορτσάκη (βλ. Φορτσάκης,
Θεόδωρος, «Οι ανεξάρτητες αρχές στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση», στο: Αντ.
Μακρυδημήτρη / Όλ. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση
του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002,
σ. 127 – 135).
282 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 225 επ., ιδίως σ. 235.
283Σπυρόπουλος, Φίλιππος / Κοντιάδης, Ξενοφών / Ανθόπουλος, Χαράλαμπος /
Γεραπετρίτης, Γιώργος (επιμ.), Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2017, σ. 14.
284Ο Sartori (Sartori, The Theory of Democracy Revisited: Part One: The
Contemporary Debate, Chatham House Publishers, New Jersey 1987, σ. 22),
προκειμένου να αναδείξει την πολυπλοκότητα της νοηματοδότησης της δημοκρατικής
αρχής, παραθέτει έξι διακριτές κατηγορίες του λαού (people): α) ο λαός ως αφηρημένη
54
Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ανυψώνεται πράγματι σε «μήτρα
όλων των δικαιοκρατικών εγγυήσεων»285, ωστόσο αυτοδεσμεύεται και
αυτοπεριορίζεται με συνταγματικούς κανόνες. Έτσι, η λαϊκή κυριαρχία
δεν εκτρέπεται σε οιονεί μεταφυσική υπερ-συνταγματική αρχή286, αλλά
αποτελεί την ύπατη ενδο-συνταγματική αρχή287. Ο κυρίαρχος λαός δεν
δρα ως το νομιμοποιητικό βάθρο μιας οποιασδήποτε εξουσίας, αλλά
μονάχα της νόμιμης -συνταγματικά οριοθετημένης- εξουσίας288. Η
δημοκρατική αρχή, συνεπώς, εκκινεί από τον –διαδικαστικής φύσεως-
κανόνα της πλειοψηφίας, τον οποίο συμπληρώνει κανονιστικά με
αιτήματα πολιτικής ελευθερίας, πολιτικής ισότητας289 και επαρκών
εγγυήσεων για τα δικαιώματα των μειοψηφιών290. Η συνταγματική
δημοκρατία συνιστά, λοιπόν, θεσμικό ιδεότυπο και πρακτική εφαρμογή
της οριοθετημένης (limited) δημοκρατίας291 292, ώστε κανένα άτομο,
ομάδα προσώπων ή πλειοψηφούσα μερίδα του λαού να μην δύναται να
οικειοποιηθεί απεριόριστα, χωρίς θεσμικούς φραγμούς, την πολιτική
εξουσία293.
55
αμοιβαίων ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances). Πρόκειται,
λοιπόν, κυρίως για αναζήτηση της συγκατάθεσης (consensus) και πολύ
λιγότερο για ανεύρεση της αυθεντικής βούλησης (will) του κυρίαρχου
λαού294 295. Παραμένει, πάντως, ασαφές και εξαιρετικά αμφιλεγόμενο το
πεδίο αναφοράς της συγκατάθεσης296. Η συναίνεση-συγκατάθεση του
πολιτικού σώματος σχετίζεται με την τυπική-διαδικαστική αποδοχή των
όρων διεξαγωγής του δημοκρατικού παιγνίου297, με την ad hoc
επιδοκιμασία των πολιτικών αποφάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης298 ή,
μήπως, με την αναζήτηση αφηρημένων αρχών και αξιών για τη
συγκρότηση μιας εύτακτης κοινωνικής δομής299;
56
στη δημόσια σφαίρα (συλλογική αυτονομία)302. Η πολιτική ελευθερία,
δηλαδή η ανεμπόδιστη συμμετοχή του καθενός και όλων από κοινού
στην άσκηση της εξουσίας, εξάλλου, δεν νοείται μονάχα ως αυτοσκοπός
της πολιτικής κοινωνίας, αλλά αποτελεί εχέγγυο για την ατομική
ελευθερία, δηλαδή την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων303.
302 Για την προστασία της προσωπικής και συλλογικής (κοινωνικής) αυτονομίας ως
αξιακής-ουσιαστικής πτυχής του κράτους δικαίου, βλ. Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου,
ό.π., σ. 152.
303 Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης, ό.π., σ. 10.
304 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 149 επ.
305 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 158.
306 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 152.
307 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 29 επ., ιδίως σ. 31.
57
λειτουργιών (εκτελεστική, δικαστική)308. Η πρωτοκαθεδρία του
νομοθετικού σώματος εδράζεται, αφενός, στην άμεση νομιμοποίηση από
το εκλογικό σώμα, δηλαδή τον κυρίαρχο λαό με τη στενή του όρου
έννοια (δημοκρατική αρχή) κι, αφετέρου, στην απαρέγκλιτη τήρηση της
αρχής της νομιμότητας δυνάμει της ιεραρχικής πυραμίδας των
δικαιικών πηγών (δικαιοκρατική αρχή). Συμπερασματικά, η –
δικαιοκρατικά ιδωμένη- δημοκρατική αρχή φέρνει σε διαλεκτική
συσχέτιση την αρχή της πλειοψηφίας με την ίση πολιτική ελευθερία, έτσι
ώστε η εντολή που δίνει η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να μην
μπορεί να θίγει υπέρμετρα ή, κατά μείζονα λόγο, να αναιρεί την πολιτική
ελευθερία των μειοψηφούντων309. Έτσι, απέναντι στη σιδηρά και
ακλόνητη βούληση της πλειοψηφίας ορθώνονται θεσμικά αντίβαρα, τόσο
«τεχνοκρατικού-αριστοκρατικού» (π.χ. δικαστήρια) όσο και
«συμμετοχικού-διαβουλευτικού» χαρακτήρα (π.χ. αυτοδιοίκηση των
τοπικών υποθέσεων)310. Πάντως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο
εξορθολογισμός, δηλαδή ο κανονιστικός μετριασμός, της πολιτικής
εξουσίας δεν επιτυγχάνεται μονάχα «από τα πάνω», δηλαδή μέσω των
«θεσμικών αντιβάρων», αλλά και με ενίσχυση των «από τα κάτω»
πρωτοβουλιών, ήτοι της ζωντανής δράσης της «κοινωνίας των πολιτών»311.
308Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις, Ι, ό.π., σ. 371. Στη ΣτΕ 1688/1991 (Αρμ. 1991, σ. 812)
διατυπώνεται, ωστόσο, αντίθετη νομολογιακή κρίση περί ισοτιμίας των τριών διακριτών
κρατικών οργάνων.
309Καμτσίδου, Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα, ό.π., σ. 60 και Σπυρόπουλος / Κοντιάδης
/ Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης, ό.π., σ. 9. Για την θεμελιακή σημασία που έχει για κάθε
δημοκρατικό πολίτευμα η αναγνώριση του δικαιώματος πολιτικής έκφρασης και
αντιπροσώπευσης στις μειοψηφίες, δηλαδή η απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης
αγοράς των ποικιλόμορφων ιδεών, βλ. J. Burnham, The Managerial Revolution, John
Day, New York 1941, σ. 162.
310 Για τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως σύζευξη της «οριζόντιας» (horizontal) και
«κάθετης» (vertical) δημοκρατίας, ή, αλλιώς, της συμμετοχικής (διαβουλευτικής) και
ιεραρχικής (διακυβερνητικής) δημοκρατίας αντίστοιχα, βλ. Sartori, Part One, ό.π., σ.
86 επ., σ. 131 επ.
Σωτηρέλης, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», ό.π., σ.
311
381 επ.
58
δημοσίων πραγμάτων312. Ενόψει, όμως, των σημαντικών πλεονεκτημάτων
που εμφανίζουν ως φραγμοί στην κομματική αυθαιρεσία («τυραννία της
πλειοψηφίας»), μια δικαιωματοκεντρική-φιλελεύθερη οπτική της
δημοκρατικής αρχής θα έκρινε αυτή τη ρωγμή-σχετικοποίηση της
λαϊκής κυριαρχίας ως συνταγματικά ανεκτή, αν όχι επιβεβλημένη313.
312Μανιτάκης, Αντώνης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Α. Μάνεση…», ό.π., σ. 349
και Habermas, Jürgen, “Human Rights and Popular Sovereignty: The Liberal and
Republican Versions”, Ratio Juris 1994/1, σ. 8 επ.
313 Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 114. Συγκεκριμένα, ο Αλιβιζάτος
(Αλιβιζάτος, Νίκος, «Η προσφορά των Ανεξάρτητων Αρχών και οι προϋποθέσεις
αποτελεσματικής λειτουργίας τους», στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι Ανεξάρτητες Αρχές
στη σύγχρονη δημοκρατία, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 33-37) υποστηρίζει ότι «η απόκλιση αυτή (από
τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική αρχή) δικαιολογείται όλως κατ’ εξαίρεση, και για τις
περιπτώσεις μόνο εκείνες όπου η διοίκηση δεν αρκεί απλώς να δρα, αλλά επί πλέον πρέπει
να φαίνεται ότι δρα αμερόληπτα. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται θεμιτό να ιδρύονται
όργανα ανεξάρτητα, μη υπαγόμενα στην ιεραρχική δομή της δημόσιας διοίκησης, τα
οποία –ανεπηρέαστα από τα κόμματα- θα ασκούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει
εκάστοτε ο νομοθέτης, χωρίς να υπόκεινται σε πολιτικές πιέσεις, ούτε σε ιεραρχικό έλεγχο,
ούτε καν σε έλεγχο νομιμότητας άλλον πλην του δικαστικού» (σ. 34). Στην ίδια μελέτη
αναγνωρίζει, πάντως, ότι «ανεξάρτητες αρχές θα πρέπει να ιδρύονται με ιδιαίτερη φειδώ,
όλως κατ’ εξαίρεση, και μόνον στις περιπτώσεις εκείνες όπου η δημόσια διοίκηση
αποκλείεται να ασκήσει την σχετική αρμοδιότητα με την αναγκαία επάρκεια» (σ. 37).
314 Σπανού, ό.π., σ. 245.
315 Σπανού, ό.π., σ. 246.
316Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του
Συντάγματος», στο: Κοντιάδη, Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη Συνταγματική
αναθεώρηση του 2001: Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα συνταγματική
μεταρρύθμιση, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 813-838, ιδίως σ. 814.
317 Σπανού, ό.π., σ. 243.
59
(δηλ: η πολιτική/ιεραρχική υπαγωγή) δεν υφίσταται, ακριβώς προκειμένου
να μην παρεμβάλλονται εμπόδια στην αποστολή τους»318.
60
Συνεπώς, η θεσμική ανεξαρτησία από τον άμεσο έλεγχο της πολιτικά
υπεύθυνης Κυβέρνησης δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και την έλλειψη
της δημόσιας λογοδοσίας325. Εξάλλου, όπως ήδη υπονοήθηκε, η
λογοδοσία και η ανεξαρτησία δεν βρίσκονται σε αντιθετική σχέση, αλλά
σε σχέση αμοιβαίας συμπλήρωσης και εναρμόνισης326.
61
αμοιβαία εξισορρόπηση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας, συστατικό
στοιχείο της οποίας είναι αδιαμφισβήτητα οι Ανεξάρτητες Αρχές, και της
νομοθετικής λειτουργίας, η οποία εκπορεύεται από το λαό και λειτουργεί
χάριν της προαγωγής της «γενικής βούλησης»330. Κάτι τέτοιο
προϋποθέτει, πάντως, κατά λογική αναγκαιότητα την εγκαθίδρυση ενός
αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού (άρα δημοκρατικά
νομιμοποιημένου) μηχανισμού λογοδοσίας των Α.Α. Με αυτό τον τρόπο
διασφαλίζεται, αφενός, ο δημοκρατικός έλεγχος της τεχνοκρατικά
δομημένης αρχής κι, αφετέρου, αποσυνδέεται η λειτουργία των
Aνεξάρτητων Aρχών από τους πειρασμούς της κυβερνητικής-
πλειοψηφικής χειραγώγησης της δράσης τους331. Η πανθομολογούμενη
κρίση του κοινοβουλευτισμού δεν πρέπει να αποτελέσει, λοιπόν,
δικαιολογία για την αφαίρεση καίριων νομιμοποιητικών-ελεγκτικών
αρμοδιοτήτων από το αντιπροσωπευτικό σώμα, από το μόνο κρατικό
όργανο που απολαύει άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης332.
62
των οργάνων αυτών, καθώς η ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη
εξαντλείται σε μια τυπική-διαδικαστική λογοδοσία333.
63
νομιμοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών. Πρώτον, ορισμένο χρόνο θητείας
(άρθρο 101 Α παρ. 1 Συντ.), δεύτερον, ιδιαίτερο τρόπο εκλογής-
ανάδειξης των μελών των Α.Α. (άρθρο 101 Α παρ. 2 Συντ.) και, τρίτον,
κοινοβουλευτικό έλεγχο επί της δράσης των Α.Α. (άρθρο 101 Α παρ. 3
Συντ.).
64
περιορισμός της θητείας λειτουργεί ως αντίβαρο στην ιδιόμορφη θεσμική
ανεξαρτησία που απολαύουν τα μέλη των Α.Α., ώστε να μην εκτραπούν,
μέσω της επ’ αόριστον παρατεινόμενης θητείας τους, σε ανέλεγκτα
όργανα της εκτελεστικής εξουσίας340.
65
Με το άρθρο 26 παρ. 7 ν. 4325/2015344 αντικαθίσταται η διάταξη
του άρθρου 61 παρ. 2 ν. 4055/2012 ως εξής: «Σε περίπτωση που ο
Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη, καθώς και τα αντίστοιχα
αναπληρωματικά μέλη Ανεξάρτητης Αρχής εκλείψουν ή
αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή παραιτηθούν ή απολέσουν
την ιδιότητα, βάσει της οποίας ορίστηκαν, η Αρχή συνεχίζει να έχει
νόμιμη συγκρότηση μέχρι το διορισμό νέων, εφόσον τα λοιπά μέλη
επαρκούν για το σχηματισμό απαρτίας».
66
παρέλθει ο εύλογος χρόνος, πέραν του οποίου κρίνεται αντισυνταγματική
η παράταση της ληξάσης θητείας των μελών των ανεξάρτητων αρχών347.
Στην πολύκροτη ΣτΕ 95/2017 Ολομ., σχετικά με το διαγωνισμό για τη
χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, το Δικαστήριο διατύπωσε τη σκέψη ότι το
άρθρο 55 παρ. 10 του ν. 4339/2015348, με το οποίο ορίσθηκε ότι:
«Καταργείται η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 12 του ν. 4055/2012 και
από την έναρξη ισχύος του παρόντος [ήτοι από 29.10.2015, κατά το άρθρο
59] αποχωρούν αυτοδικαίως από τη θέση τους τα μέλη των ανεξάρτητων
αρχών, των οποίων έχει λήξει η αρχική θητεία», είναι σύμφωνο προς το
άρθρο 101 Α παρ. 1 Συντ349. Συγκεκριμένα, ήδη με την ΣτΕ 3515/2013
Ολομ., όπως προαναφέρθηκε, είχε γίνει σαφές ότι η αυτοδίκαιη
παράταση της λήξασας θητείας των μελών του Ε.Σ.Ρ. (άρθρο 57 παρ. 1 ν.
3979/2011, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3051/2002) υπερέβαινε τον -
συνταγματικά ανεκτό- εύλογο χρόνο, άρα το Ε.Σ.Ρ. δεν είχε πλέον
νόμιμη συγκρότηση.
347Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι «…. το χρονικό διάστημα των 13 περίπου μηνών, το οποίο
μεσολάβησε από την λήξη της θητείας των εν λόγω μελών του Ε.Σ.Ρ. μέχρι την έκδοση της
προσβαλλομένης αποφάσεως, κείται εντός του ευλόγου χρόνου, κατά τον οποίο είναι
συνταγματικώς ανεκτή η παράταση της ληξάσης θητείας των μελών των ανεξαρτήτων
αρχών…» (ΣτΕ 891/2015, ΘΠΔΔ 2016, σ. 113 επ., σκ. 4).
348Ν. 4339/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 133 / 29-10-2015, «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου
επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης - Ίδρυση
συνδεδεμένης με την Ε.P.T. Α.Ε. ανώνυμης εταιρίας για την ανάπτυξη δικτύου επίγειας
ψηφιακής ευρυεκπομπής − Ρύθμιση θεμάτων Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και
Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ. Τ.) − Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, Οργάνωση της
Επικοινωνιακής Διπλωματίας − Σύσταση Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων
και Επικοινωνίας και Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης -
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4070/2012 (Α 82) και άλλες διατάξεις»).
349 ΣτΕ 95/2017 Ολ., σκ. 7-8. Παράλληλα, στη σκέψη 20 της ως άνω απόφασης,
διατυπώνεται η (μειοψηφούσα) γνώμη ότι «… η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 10 ν.
4339/2015 είναι σύμφωνη με με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 101Α του
Συντάγματος, που καθιερώνει «ορισμένη» θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών και
δεν επιβάλλει, αλλά απλώς ανέχεται επί εύλογο χρόνο, την αυτοδίκαιη παράταση της,
ορισθείσης από τη Διάσκεψη των Προέδρων (ΔτΠ) της Βουλής, θητείας».
350 Αλιβιζάτος, στο: Φραγκάκης (επιμ.), ό.π., σ. 35.
67
τα μέλη των Αρχών351. Παράλληλα, το συνταγματικά επιτρεπτό των
διαρκών νομοθετικών παρατάσεων της θητείας των μελών των Α.Α.
θεμελιώνεται στην ιδιόμορφη φύση της θεσμικής αποστολής που
καλούνται να φέρουν εις πέρας οι Ανεξάρτητες Αρχές, δηλαδή στους
ιδιαίτερα σημαντικούς σκοπούς που ανατίθενται σε αυτές από ειδικές
συνταγματικές διατάξεις352. Βλέπουμε, συνεπώς, ότι η συνταγματικότητα
των αδιάλειπτων νομοθετικών παρατάσεων της θητείας των μελών των
Α.Α. θεμελιώνεται στην κανονιστική υπεροχή του συνταγματικού σκοπού
της καθιέρωσής τους, δηλαδή στην ανάγκη απρόσκοπτης λειτουργίας
τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των ατομικών
δικαιωμάτων και η εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
351 Βλ. ενδεικτικά την μειοψηφούσα γνώμη του Προέδρου Κ. Μενουδάκου και των
Συμβούλων Παν. Καρλή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη και Κ. Φιλοπούλου , στην ΣτΕ
3515/2013 Ολομ., στην οποία υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι: «… Η πρόβλεψη στο
άρθρο 101 Α του Συντάγματος ότι τα μέλη των προβλεπομένων από το Σύνταγμα
ανεξάρτητων αρχών «διορίζονται με ορισμένη θητεία» έχει πρωταρχικό στόχο τη
διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, υπό την έννοια ότι δεν
είναι επιτρεπτή η παύση τους πριν από τη λήξη της θητείας τους, δεν απαγορεύεται δε στον
κοινό νομοθέτη να προβλέψει παράταση της αρχικής θητείας των μελών των ανεξαρτήτων
αρχών για χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου υπόκειται κατ’ αρχήν στην ανέλεγκτη
ουσιαστική κρίση του …».
352 Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 858/2010, σκ. 6, όπου προβάλλεται ως επιχείρημα ότι «… η
ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (κατά την
οποία «η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το
διορισμό νέων»), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις ως άνω διατάξεις του Κανονισμού της
Βουλής, δεν αντίκειται στην πρόβλεψη του Συντάγματος που καθιερώνει το ορισμένο της
θητείας των μελών των αρχών αυτών, αλλά, αντιθέτως, αποβλέπει θεμιτώς στη συνέχιση
λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να εκπληρώνουν τη συνταγματική
αποστολή τους αδιαλείπτως, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης της
θητείας ορισμένων μελών και της επιλογής των νέων μελών».
353Όπως τονίζει, άλλωστε, και ο Χρυσόγονος (Χρυσόγονος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές…,
ό.π., σ. 1168), «η πρόβλεψη με κοινό νόμο ανεξάρτητης αρχής, θωρακιζόμενη έναντι
μελλοντικών νομοθετικών μεταβολών, θα ισοδυναμούσε με τη θέσπιση νέας
συνταγματικής διάταξης, χωρίς βέβαια τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 110 Συντ.».
68
ii) Τρόπος εκλογής των μελών των Α.Α.
Ως προς τον τρόπο εκλογής των μελών των Α.Α., το άρθρο 101 Α
παρ. 2 Συντ. προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και
την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της
υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε
ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές
πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους
γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με
επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων
πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται
από τον Κανονισμό της Βουλής».
Η επιλογή των μελών των Αρχών, λοιπόν, στηρίζεται στην
ομοφωνία ή στη «μετα-πλειοψηφική», άκρως συναινετική354, συμφωνία
των 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Με αυτό
τον τρόπο επιδιώκεται η αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην αποσύνδεση
από τον κυβερνητικό πατερναλισμό/κομματική χειραγώγηση και στην
άντληση νομιμοποίησης από την –δημοκρατικά νομιμοποιημένη-
πολιτική εξουσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση κατά την
κοινοβουλευτική τους δύναμη) .
355
354 Για μια υπεράσπιση της «συμβιβαστικής» και «συναινετικής» προσέγγισης στο
ζήτημα της διαδικασίας στελέχωσης των Ανεξάρτητων Αρχών, βλ. Βενιζέλος, Το
αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 225.
355Στη ΣτΕ 95/2017 Ολ., διατυπώνεται η ακόλουθη σκέψη: «εν όψει της σημασίας που
ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέδωσε στο ρόλο των ανεξάρτητων αρχών (ως οργάνων που
θα διασφαλίζουν ότι ορισμένοι τομείς κρατικής δράσεως δεν θα επηρεάζονται από
κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές), όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., θέσπισε με το
άρθρο 101Α του Συντάγματος συγκεκριμένο τρόπο συγκροτήσεως των αρχών αυτών, ώστε
να εξασφαλίζεται συνεργασία των δραστηριοποιουμένων εκάστοτε στην πολιτική ζωή της
χώρας πολιτικών δυνάμεων κατά την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις αρχές
αυτές και ότι οι λαμβανόμενες από τις εν λόγω αρχές αποφάσεις θα απηχούν συγκερασμό
απόψεων κατά το δυνατόν ευρύτερου φάσματος πολιτικών δυνάμεων και, κατά συνέπεια,
και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών» (σκ. 19).
356 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1170.
69
έναν εκπρόσωπο των ανεξάρτητων Βουλευτών (εφόσον οι τελευταίοι είναι
τουλάχιστον πέντε). Ως όργανο χωρίς ρητή συνταγματική κατοχύρωση
έχει ευμετάβλητη σύνθεση, άρα είναι ευεπίφορο σε χειραγώγηση από το
εκάστοτε κυβερνών κόμμα357 358.
70
Κατά τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 101 Α
παρ. 2 Συντ., υπό το φως του Κανονισμού της Βουλής, «… επί τυχόν
αδυναμίας να επιτευχθεί ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία κατά την
επιλογή των μελών της ανεξάρτητης αρχής, ο Πρόεδρος της Βουλής οφείλει
να επανέρχεται, με εισήγηση για την επιλογή των μελών της αρχής, σε
κάθε συνεδρίαση της Διάσκεψης ή τουλάχιστον σε τακτά χρονικά
διαστήματα, ώστε να επιτευχθεί τελικώς η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5
κατά την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων αυξημένου κύρους που
θα στελεχώσουν την εν λόγω αρχή»362.
ήταν σκόπιμη, καθώς, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις της Αναθεωρητικής Βουλής
(Πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ό.π., σ. 733), είχε προταθεί να προβλεφθεί ένας
τέτοιος μηχανισμός, πρόταση, η οποία, τελικώς, δεν έγινε δεκτή (βλ. σχετικά, ΣτΕ
95/2017 Ολ., ό.π., σκ. 19).
362 ΣτΕ 858/2010, ό.π., σκ. 6.
363 Ο Κουτσουμπίνας (ό.π., σ. 384) τάσσεται ανοιχτά υπέρ της παράτασης της θητείας
των ήδη υπηρετούντων μελών σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ομοφωνία ή η
ιδιαίτερα αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων.
364Μαυρομούστακου, Ήβη, «Οι διαδρομές από την αμφισβήτηση στην καθολική
αποδοχή μιας νέας μορφής διοίκησης: οι ελληνικές ανεξάρτητες αρχές», ΕφημΔΔ
2/2012, σ. 236 επ.
365 Αντωνόπουλος, Ευθύμιος, ό.π., σ. 16 επ., ιδίως σ. 17.
366 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 221 επ.
71
Από τη μία, στο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»367 και,
συγκεκριμένα, στο άρθρο 83 παρ. 2 αυτού, προτείνεται να ανατεθεί η
αρμοδιότητα επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών στον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας. Για τον μεν Πρόεδρο της εκάστοτε Αρχής, η επιλογή
θα γίνεται από τον ΠτΔ από κατάλογο τουλάχιστον τριών προσώπων
εγνωσμένου κύρους, που προτείνονται από τη Βουλή. Για τα δε μέλη, ο
ΠτΔ θα επιλέγει μεταξύ των στελεχών του –νεοσύστατου- ανώτατου
δημοσιοϋπαλληλικού σώματος και από κατάλογο προσώπων εγνωσμένου
κύρους και πείρας, ύστερα από εισήγηση του προέδρου κάθε αρχής.
72
ουσίαν τους κομματικούς της εκλεκτούς. Δεύτερον, δεν τίθενται
διαδικαστικές εγγυήσεις (π.χ. μεταξύ ποίων θα επιλέγει τα μέλη των
Ανεξάρτητων Αρχών) για την άσκηση της επικουρικής αρμοδιότητας του
Προέδρου της Δημοκρατίας, κι έτσι η στελέχωση των Α.Α. αφήνεται
πλήρως στη διακριτική ευχέρεια ενός πολιτικώς ανεύθυνου οργάνου, σε
περίπτωση που δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των 3/5 στη Διάσκεψη των
Προέδρων.
369ΣτΕ 95/2017 Ολ., ό.π., σκ. 19. «Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου
2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο τρίτο
του ν. 4367/2016, με τις οποίες η αρμοδιότητα για την διενέργεια διαγωνιστικής
διαδικασίας για την χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής
τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας κατά την πρώτη
εφαρμογή του θεσπιζομένου με τον ανωτέρω ν. 4339/2015 συστήματος ανατίθεται στον
73
Αντίθετα, στη μειοψηφούσα γνώμη της ως άνω απόφασης
διατυπώνεται η άποψη ότι είναι συνταγματικά ανεκτή η άπαξ διενέργεια
της διαγωνιστικής διαδικασίας, και η χορήγηση των σχετικών αδειών σε
τηλεοπτικούς σταθμούς, από τον Υπουργό Επικρατείας, δυνάμει ειδικής
νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015) και
εντός των ορίων αυτής, κατά την πρώτη μόνο εφαρμογή του ν.
4339/2015. Σε διαφορετική περίπτωση, το –κατ’ ουσίαν- πολιτικής
φύσεως ζήτημα της αδυναμίας επίτευξης της πλειοψηφίας των 4/5 της
ΔτΠ της Βουλής για τη συγκρότηση Ε.Σ.Ρ. θα οδηγούσε επ’ αόριστον στη
διαιώνιση μιας –ουσιαστικού χαρακτήρα- μείζονος συνταγματικής
παραβίασης, την επί εικοσαετία και πλέον λειτουργία ιδιωτικών
τηλεοπτικών σταθμών άνευ της συνταγματικά επιβαλλόμενης άδειας370.
74
iii) Kοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης των Α.A.
371Καμτσίδου, «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών…», ό.π., σ. 553. Ομοίως, Μπότσης,
ό.π., σ. 366, Σωτηρέλης, ό.π., σ. 223. Όπως διατυπώνει με ακρίβεια και
παραστατικότητα ο Σωτηρέλης (ό.π., σ. 223-224), δίχως την επαρκή δημοκρατική
νομιμοποίηση «είναι πολύ εύκολο να μεταπέσουν από ασφαλιστικές δικλείδες της
δημοκρατίας σε αυτονομημένες και εξαιρετικά επικίνδυνες νησίδες απόμακρης και
αυθαίρετης εξουσίας. Σε ιδιότυπες δηλαδή θεσμικές «ελίτ», που δεν θα είναι τίποτε άλλο
από παραπλανητικές μεταλλάξεις και, σε τελευταία ανάλυση, νομιμοποιητικά «άλλοθι»
ενός εκσυγχρονισμένου «αυταρχικού κρατισμού».
372 Βιδάλης, ό.π., σ. 838, υπ. 25.
373 Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 225.
75
οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή
(παρ. 4).
76
Βουλής380. Επιπλέον, αμφισβητείται η δυνατότητα της Επιτροπής
Θεσμών και Διαφάνειας, μιας Επιτροπής με εξαιρετικά ευρύ φάσμα
αρμοδιοτήτων («έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη
μελέτη και επεξεργασία προτάσεων που συμβάλλουν στη διαφάνεια της
πολιτικής και γενικότερα της δημόσιας ζωής της χώρας και η
παρακολούθηση της εφαρμογής τους»), να εστιάσει, όπως θα όφειλε, το
ενδιαφέρον της στον έλεγχο της δράσης των Α.Α.381.
77
έτσι από τον παραδοσιακό έλεγχο της ιεραρχικά δομημένης
Διοίκησης383. Η ανεξάρτητη δράση τους συνεπάγεται ότι οι πράξεις τους
δεν ελέγχονται διοικητικά ούτε ως προς τη νομιμότητα ούτε- κατά
μείζονα λόγο- ως προς τη σκοπιμότητά τους από οποιοδήποτε όργανο της
εκτελεστικής λειτουργίας384.
78
προκειμένου να μην μένει ανέλεγκτος κανένας φορέας δημόσιας
εξουσίας, ο οποίος εντάσσεται, με τη στενή ή την ευρεία του όρου έννοια,
στο νομικό πρόσωπο του Κράτους389.
389 Η Ηλιάδου (ό.π., σ. 152), πάντως, επισημαίνει τον κίνδυνο αναίρεσης της θεσμικής
ιδιαιτερότητας (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία) των Α.Α., σε περίπτωση που
κάποιο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας επιδιώξει να νομιμοποιηθεί στο ρόλο του
ελεγκτή με το επιχείρημα της ιεραρχικής ανωτερότητας.
390Για τον ατελέσφορο χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού ελέγχου των Α.Α. ενόψει της –
κατ’ ουσίαν- εκπροσώπησης των Ανεξάρτητων Αρχών από τον καθ’ ύλην αρμόδιο
Υπουργό, βλ. Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1171-1172.
391 Σπανού, ό.π., σ. 248-249.
392Έχει υποστηριχθεί, επίσης, ότι ενδεχόμενη ασυμβατότητα με τη δημοκρατική αρχή
δημιουργεί η ρητή συνταγματική κατοχύρωση πέντε συγκεκριμένων Ανεξάρτητων
Αρχών. Ο Μπότσης (Μπότσης, ό.π., σ. 361-367) επικαλείται, προς επίρρωση του
ισχυρισμού αυτού, το άρθρο 28 Γαλλικού Συντάγματος 1793, σύμφωνα με το οποίο:
«Ένας λαός έχει πάντα το δικαίωμα να επανεξετάσει, να μεταρρυθμίσει και να αλλάξει το
Σύνταγμά του. Καμία γενιά δεν μπορεί να υποχρεώσει τις μελλοντικές γενιές στους
παρόντες νόμους».
79
νομιμοποίησης και πολιτικής λογοδοσίας υπονομεύει, εξάλλου, τόσο τον
κοινοβουλευτισμό στο βωμό της αυτονόμησης του οικονομικού
τεχνοκρατισμού όσο και την ανεξαρτησία-αμεροληψία των αρχών στο
βωμό της πατερναλιστικής κυβερνητικής αυθαιρεσίας393.
80
παρεμβάσεις», ώστε να εξορθολογιστεί η φορολογική βάση και να
σταθεροποιηθούν τα δημόσια οικονομικά της χώρας396.
81
Επιτροπής της Βουλής ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας (άρθρο 4 ν.
4389/2016, σε συστηματική ερμηνεία με το άρθρο 138 Α ΚτΒ).
82
εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής
νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της,
ιβ) η εισήγηση νομοθετικών διατάξεων και μέτρων για την ενίσχυση της
φορολογικής και τελωνειακής συμμόρφωσης και η υποβολή προτάσεων
για τη βελτίωση και την επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των δημοσίων
εσόδων,
[…] κβ) κάθε άλλη ενέργεια που είναι απαραίτητη στο πλαίσιο άσκησης
των αρμοδιοτήτων της.
83
απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (Ανεξάρτητη)403.
Η υπαγωγή της στον κοινοβουλευτικό έλεγχο του άρθρου 101Α Συντ. -
όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 138Α ΚτΒ- πιστοποιεί τον διοικητικό
της χαρακτήρα και δεν την μετατρέπει, εκ πρώτης όψεως, σε ανέλεγκτη
νησίδα τεχνοκρατικής αυθαιρεσίας.
84
ανεπίτρεπτη σύγχυση των κρατικών λειτουργιών, καθώς η νεοπαγής
Αρχή κινείται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής
εξουσίας406.
85
σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης και την απλή γνώμη του
Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (άρθρο 28 παρ.
1). Μάλιστα, επιτρέπεται ρητά η παρέκκλιση από τα συστήματα
προαγωγών και βαθμολογικής ή υπηρεσιακής εξέλιξης που προβλέπει ο
Υπαλληλικός Κώδικας (άρθρο 28 παρ. 2) δυνάμει κριτηρίων
αξιολόγησης, τα οποία θέτει η Αρχή κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα και
κατά πλήρη διακριτική της ευχέρεια. Παράλληλα, εκτός του ειδικού
μισθολογικού καθεστώτος που διέπει το υπαλληλικό προσωπικό της
Αρχής, το οποίο προσδιορίζεται με απόφαση του Διοικητή κατόπιν
σύμφωνης γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης (άρθρο 29 παρ. 1),
προβλέπεται η καταβολή επιπλέον ανταμοιβής (bonus) σε περίπτωση
επίτευξης ή υπέρβασης των τιθέμενων –από την ίδια την Αρχή-
εισπρακτικών στόχων (άρθρο 29 παρ. 2).
409Η ρητή παρέκκλιση από τον Υπαλληλικό Κώδικα και η ανάθεση της υπηρεσιακής
κατάστασης των εργαζομένων της Α.Α.Δ.Ε. στην αποκλειστική αρμοδιότητα ενός και
μόνο προσώπου, του Διοικητή, χαρακτηρίζεται, με αποδομητική διάθεση, από τη
Βαλαβάνη (ό.π.), «μεταμοντέρνα φεουδαρχία».
410Για το New Public Management ως νεοπαγές μοντέλο διοικητικής οργάνωσης του
Κράτους, βλ. Μιχαλόπουλος, Νίκος, Από τη Δημόσια Γραφειοκρατία στο Δημόσιο
Management, Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 84.
411 Δημητρίου, ό.π., σ. 32.
86
κρατικού φαινομένου (υποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμοποίησης
από την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα) θα εξετασθεί διεξοδικά στην
επόμενη ενότητα.
87
ανθρώπινης πράξης και προσδίδει αποκλειστική (αυτ)αξία στη
δεοντοκρατική πτυχή του Ορθού Λόγου.
88
Η υφεσιακή τάση του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου και η
παρακμή του έθνους-κράτους λόγω της παγκόσμιας διάχυσης του
κεφαλαίου οδήγησαν σε καθίζηση το βεμπεριανό γραφειοκρατικό
πρότυπο διοίκησης. Η παγκοσμιοποίηση των (αγοραίων) σφαιρών
παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών επέβαλε –ως
αντανάκλαση στο θεσμικό εποικοδόμημα- την παγκοσμιοποίηση της
διακυβέρνησης, άρα και τη μεταλλαγή του κρατικού φαινομένου. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1970 και, ιδίως, μετά την πετρελαϊκή κρίση και
την άρση του συστήματος σταθερών νομισματικών ισοτιμιών (Bretton
Woods), το «παρεμβατικό Κράτος» δέχεται ταυτόχρονα διμέτωπη επίθεση.
89
αυτονόμηση κράτους και κοινωνίας των πολιτών ή, με άλλα λόγια,
πολιτικής και οικονομίας δεν είναι, πάντως, απόλυτη, καθώς
περιορίζεται στις μορφές και τη λειτουργία, αλλά όχι στη φύση της
ασκούμενης κρατικής εξουσίας. Στο πλαίσιο της αστικής,
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας το Κράτος διαχρονικά επιτελεί κομβικό
ρόλο στη διασφάλιση των αναγκαίων θεσμικών όρων για την απρόσκοπτη
αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος424.
90
αποτυπώνει, σε θεσμικό επίπεδο, την «κανονιστική και οργανωτική
απίσχναση του κράτους»430, δηλαδή την υποβάθμισή του σε ένα «απλό
σύνολο ρυθμιστικών σχέσεων, που συναρθρωμένο γύρω από ευέλικτες
διακυβερνητικές δομές, προσαρμόζεται κατά το δοκούν στις ανάγκες των
αγοραίων θεσμών»431.
91
Περιορίζοντας, ωστόσο, τον Ορθό Λόγο στα στενά πλαίσια του
μέσου δράσης (πώς;), έχοντας ήδη προκαθορίσει τους στόχους (τι;,
γιατί;), «αποπολιτικοποιούμε» την ουσία της πολιτικής438, την από κοινού
παραγωγή ορισμένης -κατά προτίμηση, ιδεώδους- κανονιστικής
συμφωνίας για τη ρύθμιση του κοινωνικού μας βίου439. Η πλήρης
κατίσχυση της εργαλειακής έναντι της αξιακής ορθολογικότητας, αφενός,
αλλοτριώνει το αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο440 κι, αφετέρου,
εξασθενίζει τη δημοκρατική νομιμοποίηση των –κατ’ ουσίαν, ήδη
ειλημμένων- πολιτικών αποφάσεων441. Ο Ορθός Λόγος, εξάλλου, δεν
ήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας για να αιχμαλωτίσει τα πολιτικά
υποκείμενα σε νεωτερικά, οιονεί μεταφυσικά, δόγματα (π.χ. κρατικός
πατερναλισμός, αγοραίος ανταγωνισμός), αλλά να τα απελευθερώσει από
τις θεόπνευστες αλήθειες-πλάνες τους442.
92
β) Πλουραλιστική δημοκρατία και συναίνεση
93
της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, υποβαθμίζεται σε απλή συναίνεση
στις αποφάσεις μιας κομματικής-οικονομικής ελίτ451.
94
νεοφιλελεύθερης κοινωνίας οφείλει να συμπεριφέρεται ως «ιδιοκτήτης»456
ή, αλλιώς, «επιχειρηματίας του εαυτού του» την στιγμή που καθίστανται
απρόσιτες όλες οι αναγκαίες υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την
έμπρακτη εκδήλωση της αυτονομίας του457.
456Για μια καθαρά ατομιστική θεώρηση της λοκιανής «ιδιοκτησίας του εαυτού», βλ.
Nozick, Robert, Anarchy, State and Utopia, Basic Books, New York 1974.
457 Balibar, ό.π., σ. 41.
458 Mouffe, ό.π., σ. 186.
459 Mouffe, ό.π., σ. 189.
460Mouffe, ό.π., σ. 187. Όπως υποστηρίζει παραστατικά η Mouffe (ό.π., σ. 188), «ο
ανταγωνισμός είναι πάλη μεταξύ εχθρών, ενώ ο αγωνισμός είναι πάλη μεταξύ αντιπάλων».
461 Mouffe, ό.π., σ. 185, 188-189.
462 Mouffe, ό.π., σ. 187.
95
facto ο ρόλος της εκτελεστικής εξουσίας463, ενώ η συναίνεση ανυψώνεται
σε αυτοτελές, αναγκαίο και επαρκές, αξιολογικό κριτήριο τόσο για την
ποιοτική αποτίμηση του προσωπικού και συλλογικού
αυτοκαθορισμού464 όσο και για τη νομιμοποίηση της πολιτικής
εξουσίας465.
96
μία ορθή λύση, την οποία επιχειρούν να επιβάλλουν, ως επί το πλείστον
με ηθικολογικά επιχειρήματα, ως «κοινό τόπο»471.
97
γ) Αποτελεσματική διακυβέρνηση (governance) και
δημοκρατικά υπεύθυνη Κυβέρνηση (government)
98
Η ασύμμετρη και, εξ’ ορισμού, ατελής πληροφόρηση των ατόμων-
πολιτικών δρώντων εμφανίζεται, επιπλέον, ως εγγενές ελάττωμα του
δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς οι –πλειοψηφικά νομιμοποιημένοι
και οργανωμένοι- θεσμοί αδυνατούν να συγκεράσουν τις διαφορετικές
και, συχνά, ανταγωνιστικές προτιμήσεις-επιδιώξεις των ατόμων482. Έτσι,
η δημοκρατία εργαλειοποιείται, καθώς, στην καλύτερη των περιπτώσεων,
καθίσταται μέσο για την απόλαυση της ελευθερίας, δηλαδή για την
απρόσκοπτη εξασφάλιση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων-
ιδιοκτησιακών τίτλων του ατόμου . Επομένως, η δημοκρατία παύει να
483
482Hayek, Friedrich Α., The Road to Serfdom, Routledge & Kegan, London 1944, σ.
44. Κατά τον Hayek (βλ. Hayek, Friedrich Α., The Constitution of Liberty, The
University of Chicago Press, Chicago 1960, σ. 103), ο φιλελευθερισμός και
δημοκρατία βρίσκονται σε εξόχως ανταγωνιστική σχέση, καθώς «…ο φιλελευθερισμός
είναι μια διδασκαλία γύρω από το τι θα πρέπει να είναι ο νόμος, ενώ η δημοκρατία είναι
μια διδασκαλία γύρω από τον τρόπο προσδιορισμού του τι θα είναι ο νόμος».
483 Hayek, The Road to Serfdom, ό.π., σ. 52.
484 Βλ. χαρακτηριστικά το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξη του Hayek στη
χιλιανή εφημερίδα “El Mercurio” (12.4.1981), κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη
Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ, «… I would say that, as long-term institutions, I am totally
against dictatorships. But a dictatorship may be a necessary system for a transitional
period. At times it is necessary for a country to have, for a time, some form or other of
dictatorial power. As you will understand, it is possible for a dictator to govern in a
liberal way. And it is also possible for a democracy to govern with a total lack of
liberalism. Personally I prefer a liberal dictator to democratic government lacking
liberalism”.
485 Yataganas, ό.π., σ. 40.
486 Για τη διαμόρφωση νέων διακυβερνητικών δομών (κρατική υπερδραστηριότητα-
κρατική υποεξουσία) κατά το πρότυπο της βέλτιστης δυνατής αποδοτικότητας του
επιχειρηματικού κλάδου, βλ. Pierre, Jon / Peters, Guy, Governance, Politics and the
State, St. Martin’s Press, New York 2000.
487 Brown, ό.π., σ. 24.
99
αξιολογεί κάθε κρατική δράση με βάση αγοραίες σταθμίσεις κόστους-
οφέλους488. Έτσι, ο εγγενώς πολιτικός χαρακτήρας της δημοκρατίας
οικονομικοποιείται489 και η οικονομία της ελεύθερης αγοράς (laissez-
faire) αναπαρίσταται ως γενική τεχνική διακυβέρνησης490. Η πολιτική
εξουσία, κατ’ αυτό τον τρόπο, χάνει την αυτόφωτη κανονιστική της
δύναμη και εργαλειοποιείται491, θέτοντας τους κανόνες για τη διεξαγωγή
ενός οικονομικού παιγνίου, στο οποίο οι μοναδικοί συμμετέχοντες είναι
άτομα-(πραγματικοί ή εν δυνάμει) επιχειρηματίες492. Έτσι, η τυπική
ισότητα των ατόμων-πολιτών ενώπιον του νόμου, θεμελιώδης αρχή του
κράτους δικαίου, υποκαθίσταται από μια αέναη διαμάχη νικητών και
ηττημένων ενός τυχηρού, αγοραίου παιγνίου493.
100
κυβερνώντων προς τις καθαρά ατομικές προσδοκίες των
κυβερνωμένων496. Η έλλειψη επαρκούς a priori δημοκρατικής
διαβούλευσης «θεραπεύεται» χάριν της a posteriori αποτελεσματικότερης
διαχείρισης των καθημερινών προβλημάτων497. Με αυτό τον τρόπο,
όμως, θυσιάζουμε ή, τουλάχιστον υποβαθμίζουμε, μετά βεβαιότητος μια
αυταξία του νεωτερικού κράτους δικαίου (δημοκρατική αρχή),
προκειμένου να έχουμε ένα αβέβαιο όφελος, την ενδεχομενικότητα μιας
αποδοτικότερης κοινωνικοπολιτικής διαχείρισης.
101
λαού500. Επανέρχεται, έτσι, στα συμφραζόμενα της ύστερης
νεωτερικότητας ο φόβος της εισόδου των μαζών στην πολιτική σκηνή501.
Η αξιοκρατία (meritocracy), εξάλλου, δεν αποτελεί αυτόφωτη
ηθικοπολιτική και κανονιστική αρχή502, αλλά αποκτά το ad hoc
περιεχόμενό της εντός της εκάστοτε κοινωνικοοικονομικής και
πολιτειακής δομής.
500Για μια σχετική αμφισβήτηση της δημοκρατίας από ιδεαλιστική (νεοπλατωνική και
νεοκαντιανή) σκοπιά, βλ. Τσάτσος, Κωνσταντίνος, Πολιτική, 2 η έκδ, Οι Εκδόσεις των
Φίλων, Αθήνα 1975, σ. 159 επ. Όπως παρατηρεί ο Καστοριάδης (Καστοριάδης,
Κορνήλιος, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας, μτφρ. από τα γαλλικά
Ζ. Σαρίκα, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1993, σ. 44), «η κυρίαρχη ιδέα ότι
υπάρχουν «ειδήμονες» στην πολιτική, δηλαδή ειδικοί του καθολικού και τεχνικοί της
ολότητας, χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας».
501Ασκώντας δριμεία κριτική στο κοινωνικοπολιτικό αίτημα καθιέρωσης της καθολικής
ψηφοφορίας, ο Stephen προειδοποιεί ότι η καθολική ψηφοφορία «αποσκοπεί να
αντιστρέψει αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι η ορθή και φυσική σχέση μεταξύ σοφίας
και μωρίας. Πιστεύω πως οι σοφοί και αγαθοί άνθρωποι πρέπει να άρχουν επί των μωρών
και κακών» (βλ. Stephen, James Fitzjames, Liberty, Equality, Fraternity, επιμ. R.J.
White, Cambridge University Press, Cambridge 1967, σ. 212).
502Για την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ πολιτικού αξιώματος και «αξίας»-«αριστείας», βλ.
Pareto, Vilfredo, Άνοδος και πτώση των ελίτ, μτφρ. Α. Δουκούρη / Γ. Μερτίκα,
Κουκκίδα, Αθήνα 2017.
503Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Sartori (Part II, ό.π., σ. 438), “… from technology to
technocracy the passage is as long as the one from logos (knowing the technique) to
cracy, to power”.
504 Held, ό.π., σ. 283.
505 Κατά τον Miaille (ό.π., σ. 314), η τεχνοκρατία δεν συνιστά νέο, διακριτό «τύπο»
διακυβέρνησης, αλλά «τροπισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας», καθώς «δεν είναι η
τεχνική που επιβάλλεται στην εξουσία αλλά η εξουσία που επιβάλλει μια ορισμένη τεχνική
και τον ανάλογο λόγο για να μπορέσει να ικανοποιήσει καλύτερα τα συμφέροντά του»
(Miaille, ό.π., σ. 313).
506Feinberg, Joseph Grim, Δημοκρατία χωρίς δήμο;, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου,
Έρασμος, Αθήνα 2012, σ. 39.
102
επιστημονικών δεξιοτήτων συνδυάζεται με τις κοινωνικές εξουσίες της
γέννησης και του πλούτου»507.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
103
Υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν τη
θεσμική αποτύπωση της «απορρύθμισης» (deregulation) ως σύγχρονη
τάση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού513.
Θεσμοποιώντας την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, εγκαλούνται
συχνά για πρόταξη του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου514 και για
εύσχημη «αποδόμηση των μηχανισμών του κοινωνικού κράτους»515.
104
a posteriori συνεπειοκρατική νομιμοποίηση δυνάμει ωφελειών στην
καθημερινή λειτουργία του πολιτεύματος (π.χ. ενίσχυση της αξιοκρατίας,
αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης). Ωστόσο, μια –πλήρως
αποκομμένη από δημοκρατικό/κοινοβουλευτικό έλεγχο- Ανεξάρτητη
Αρχή μπορεί να «αποτελέσει μηχανισμό παράκαμψης των συνταγματικών
διαδικασιών επικοινωνίας κυβερνώντων και κυβερνωμένων» και όχι
πανάκεια στις κομματοκρατικές δυσλειτουργίες της δημοκρατίας ή θεσμική
οχύρωση απέναντι στον θανάσιμο κίνδυνο «τυραννίας της πλειοψηφίας»519.
105
δημοκρατικό χαρακτήρα της, ξετυλίγεται ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος
για την παραπληρωματική σχέση μεταξύ δικαίου και πολιτικής525.
Ανέκαθεν, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον
άνισων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, βρίσκονται διαρκώς σε μια
εσωτερική αντίφαση. Τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη δικαίου,
μέσα από τα συνταγματικά τους κείμενα, ζητούν «από τις κοινωνικές
τάξεις, που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης … να μην προωθήσουν την
πολιτική χειραφέτησή τους στη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων και από
την αστική τάξη … να μην ασκεί την πολιτική εξουσία της με τον
αποκλειστικό τρόπο που ασκεί την οικονομική εξουσία»526.
106
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Νο. 88-148 της 17ης Ιανουαρίου 1989 (J.O., 18 Ιανουαρίου 1989, σ. 754)
«A.L.A. Schechter Poultry Corp. v. United States» (295 U.S. 495, 1935)
«Chevron USA Inc. v. Natural Resources Defense Council», 467 U.S. 837
(1984)
Eλλάδα (ΣτΕ)
ΣτΕ 930/1990 Ολ.
ΣτΕ 1688/1991
ΣτΕ 3596/1991
ΣτΕ 944/1999
107
ΣτΕ 554/2003
ΣτΕ 858/2010
ΣτΕ 1098/2011
ΣτΕ 2074/2011
ΣτΕ 2605/2011
ΣτΕ 891/2015
ΣτΕ 1081-1082/2015
ΣτΕ 2523/2015
ΣτΕ 2758/2015
ΣτΕ 4643/2015
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Beck, Ulrich, Κοινωνία της διακινδύνευσης: Καθ’ οδόν προς μια άλλη
νεωτερικότητα, μτφρ. Η. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα 2015
108
Berlinguer, Enrico, Συνέντευξη στον Eugenio Scalfari, «La Repubblica», 28
Ιουλίου 1981, δημοσιευμένη στο περιοδικό «MicroMega», τχ. 2/2006, σ. 27-35
109
Fukujama, Francis, Το Tέλος της Iστορίας και ο Tελευταίος Άνθρωπος, μτφρ.
Α. Φακατσέλη, Λιβάνη, Αθήνα 1992
Hayek, Friedrich Α., The Road to Serfdom, Routledge & Kegan, London 1944
110
Horkheimer, Max / Adorno, Theodor W., Dialektik der Aufklärung, Querido,
Amsterdam 1947
Kelsen, Hans, Περί της ουσίας και της αξίας της δημοκρατίας: Το πρόβλημα
του κοινοβουλευτισμού, μτφρ. Μιχ. Κυπραίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
1998
Lipset, Seymour Martin, Political Man: The Social Bases of Politics, Mercury
Books, London 1964
T.H. Marshall / T. Bottimore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, μτφρ.
Ο. Στασινοπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2001
Mill, John Stuart, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Ν. Μπαλή, Επίκουρος, Αθήνα 1983
111
Mouffe, Chantal, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Πόλις,
Αθήνα 2004
Nozick, Robert, Anarchy, State and Utopia, Basic Books, New York 1974
O’ Connor, James, The Fiscal Crisis of the State, St. James Press, New York
1973
Pareto, Vilfredo, Άνοδος και πτώση των ελίτ, μτφρ. Α. Δουκούρη / Γ. Μερτίκα,
Κουκκίδα, Αθήνα 2017
Parsons, Talcott, The Social System, The Free Press, New York 1951
Pierre, Jon / Peters, Guy, Governance, Politics and the State, St. Martin’s
Press, New York 2000
112
Sartori, The Theory of Democracy Revisited: Part One: The Contemporary
Debate, Chatham House Publishers, New Jersey 1987
113
Αντωνόπουλος, Μανώλης, Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 1995
114
Γαβριηλίδης, Άκης, Η δημοκρατία κατά του φιλελευθερισμού, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2000
115
Καϊδατζής, Ακρίτας, Μια πολιτική ανάγνωση της απόφασης του Συμβουλίου της
Επικρατείας στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναρτημένο στον ιστότοπο:
www. academia. edu (υπό δημοσίευση σε: ΔτΑ 2017)
Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση
του Συντάγματος», στο: Κοντιάδη, Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη
Συνταγματική αναθεώρηση του 2001: Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα
συνταγματική μεταρρύθμιση, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ.
813-838
Κουβελάκης, Γιώργος, «Σχόλιο στην ΣτΕ (Ολ.) 930/1990», ΤοΣ 1990, σ. 71 επ.
116
Κουτσουμπίνας, Στέφανος, «Ανεξάρτητες αρχές και ατομικά δικαιώματα», ΔτΑ
10/2001, σ. 377-384
117
Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης, «Μεταθέσεις εξουσίας στο ελληνικό πολιτικό
σύστημα», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του ελληνικού
πολιτικού συστήματος;, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2008, σ. 39 επ.
118
Σβώλος, Αλέξανδρος, «Η κοινωνική κατεύθυνσις εν τη εξελίξει του κράτους»,
στο: Α. Σβώλος (επιμ.), Νομικαί μελέται, τ. Β, Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1958,
σ. 157 επ.
Τσάτσος, Κωνσταντίνος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», Νέον Δίκαιον 1962, σ. 163 επ.
119
Φραγκάκης, Νίκος, «Ανεξάρτητες Αρχές, Γιατί;», στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι
Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών
Μελετών και Ερευνών, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 21-25
120