You are on page 1of 123

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τμήμα Νομικής

ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης

Ανεξάρτητες Αρχές και δημοκρατική αρχή

Θωμάς Ψήμμας
(Α.Ε.Μ. 200661)

Επιβλέπoυσα: Αναπλ. Καθηγήτρια Τριανταφυλλιά


Παπαδοπούλου

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2017


Πίνακας Περιεχομένων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ......................................................................................... 1
1. Ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής....................... 3
α) Προλεγόμενα ............................................................................... 3
β) Η δημοκρατική αρχή ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους» ................ 6
γ) Η δημοκρατική αρχή ως «θεσμικό αντίβαρο» ............................... 13
δ) Η δημοκρατική αρχή ως «πολιτική ελευθερία» ............................. 20
ε) Νομιμοποιητική και εγγυητική λειτουργία της δημοκρατικής αρχής
.................................................................................................... 27
2. Ο θεσμικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών στην ελληνική έννομη τάξη
....................................................................................................... 30
α) Συγκριτική επισκόπηση των Ανεξάρτητων Αρχών σε αγγλοσαξονικά
(ΗΠΑ) και ηπειρωτικοευρωπαϊκά (Γαλλία) νομικά συστήματα........... 30
β) Ratio της θεσμικής κατοχύρωσης των Ανεξάρτητων Αρχών ........... 37
i) Φιλελεύθερη-δικαιωματοκρατική οπτική ................................... 39
ii) Ρεπουμπλικανική-δικαιοκρατική οπτική .................................. 40
iii) Δημοκρατοκεντρική-κοινωνιοκεντρική οπτική ......................... 42
γ) Νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών ......................................... 43
i) Σύντομη ιστορική αναδρομή στην ελληνική έννομη τάξη (προ του
2001) ......................................................................................... 43
ii) Ιδιόμορφα διοικητικά όργανα ή «τέταρτη εξουσία»; .................... 46
iii) Ανεξάρτητες Αρχές και διάκριση των λειτουργιών ..................... 48
3. Σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ δημοκρατικής αρχής και
Ανεξάρτητων Αρχών βάσει του άρθρου 101 Α Συντ. ............................ 54
α) Η διαλεκτική σχέση δημοκρατικής και δικαιοκρατικής αρχής ..... 54
β) Λογοδοσία και καταλογισμός πολιτικής ευθύνης ......................... 58
γ) Δημοκρατική αρχή και έννομη ρύθμιση των Ανεξάρτητων Αρχών
(Σύνταγμα, Κανονισμός της Βουλής, νομοθετικό πλαίσιο) ................ 62
i) Ορισμένος χρόνος θητείας ........................................................ 64
ii) Τρόπος εκλογής των μελών των Α.Α. ......................................... 69
iii) Kοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης των Α.A. .................. 75
δ) Κριτική επισκόπηση - Ενδιάμεσο συμπέρασμα: Το παράδειγμα της
«Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» .......................................... 80
4) New Public Management – Η αποτελεσματικότητα ως υποκατάστατο
της δημοκρατικής νομιμοποίησης ..................................................... 87
α) Εργαλειακός ορθολογισμός και ορθολογική αυτονομία ................ 87
β) Πλουραλιστική δημοκρατία και συναίνεση .................................. 93
γ) Αποτελεσματική διακυβέρνηση (governance) και δημοκρατικά
υπεύθυνη Κυβέρνηση (government) ............................................... 98
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ...................................................... 103
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ................................................................................. 107
Γαλλία (Conseil Constitutionnel) ................................................. 107
Η.Π.Α. (Supreme Court) .............................................................. 107
Eλλάδα (ΣτΕ)............................................................................... 107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ .................................................... 108
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η εξέταση των


συμβατών και ασύμβατων πτυχών στη διαλεκτική σχέση φιλελεύθερης
και δημοκρατικής αρχής. Η αναζήτηση του πολυδιάστατου
ηθικοπολιτικού και κανονιστικού θεμελίου της δημοκρατίας είναι
αναγκαία προϋπόθεση για τον μετέπειτα κριτικό αναστοχασμό σχετικά
με τα όρια τόσο του δημοκρατικού όσο και του δικαιοκρατικού
φαινομένου. Το ιδιόμορφο διοικητικό μοντέλο των Ανεξάρτητων Αρχών
λειτουργεί ως το θεσμικό εργαλείο για την επισκόπηση των σημείων
σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ της δημοκρατικά νομιμοποιημένης
κρατικής εξουσίας και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων-
ελευθεριών.

Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται η ανεύρεση του ηθικοπολιτικού


περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα, οι ποικίλες
θεωρήσεις του δημοκρατικού φαινομένου διακρίνονται σε τρεις βασικές
νοηματικές υποενότητες: α) η δημοκρατική αρχή ως «αυτοκυβέρνηση
του πλήθους», με σημείο αναφοράς τη ρουσσωϊκή «γενική βούληση», β) η
δημοκρατική αρχή ως «θεσμικό αντίβαρο», με έμφαση στην τοκβιλιανή
αντίληψη περί «τυραννίας της πλειοψηφίας», και γ) η δημοκρατική αρχή
ως «πολιτική ελευθερία», με αξιοποίηση της νεοκαντιανής οπτικής του
Habermas περί «δημόσιας σφαίρας» και «διαβουλευτικής δημοκρατίας».
Το πρώτο μέρος της εργασίας κλείνει με την επανερμηνεία του διαλόγου
Κων. Τσάτσου-Αρ. Μάνεση στα δεδομένα της ύστερης νεωτερικότητας, με
σαφή λήψη θέσης υπέρ της νομιμοποιητικής και εγγυητικής διάστασης
της δημοκρατικής αρχής, όπως ξεδιπλώνεται υποδειγματικά στη σκέψη
του Μάνεση.

Η δεύτερη ενότητα εστιάζει στη νομική φύση και το θεσμικό ρόλο


των Ανεξάρτητων Αρχών στην ελληνική έννομη τάξη. Αρχικά, κρίνεται
αναγκαία η συγκριτική επισκόπηση της εμφάνισης και της ανάπτυξης
ανεξάρτητων αρχών στις Η.Π.Α. (Independent Regulatory Agencies) και
στη Γαλλία (Autorités Administratives Indépendentes), ώστε να
διαφανούν οι ad hoc κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και θεσμικές
ιδιαιτερότητες, κάτω από τις οποίες κατοχυρώνεται αυτός ο νεοπαγής
τύπος διοικητικής οργάνωσης του κράτους. Εν συνεχεία, παρατίθενται οι
δικαιολογητικοί λόγοι που συνέβαλαν στη συνεχή εξάπλωση των
αρμοδιοτήτων των Α.Α., οι οποίοι λόγοι ομαδοποιούνται σε τρεις
διακριτές, αλλά και παραπληρωματικές, κατηγορίες: α) «Φιλελεύθερη-
ατομοκεντρική», β) «Ρεπουμπλικανική-πολιτειοκεντρική», γ)

1
«Δημοκρατοκεντρική-κοινωνιοκεντρική». Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται
με την ανάδειξη της πολυσύνθετης νομικής φύσης των Ανεξάρτητων
Αρχών και, συγκεκριμένα, με την ενδελεχή επισκόπηση των
ρυθμιστικών, κανονιστικών και κυρωτικών τους αρμοδιοτήτων.

Στην τρίτη ενότητα της εργασίας εποπτεύονται διεξοδικά οι


συμβατότητες και ασυμβατότητες μεταξύ της –εδώ- προκρινόμενης
εκδοχής της δημοκρατικής αρχής («ίση πολιτική ελευθερία») και των
Ανεξάρτητων Αρχών. Ειδικότερα, προβάλλονται τόσο οι de lege lata
ρυθμίσεις που διέπουν τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των
Α.Α., όσο και οι de facto προβληματισμοί που γεννώνται από τη δράση
του ιδιόμορφου αυτού θεσμικού μοντέλου, υπό το πρίσμα, αφενός, της
προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κι, αφετέρου, της
δημοκρατικής-κοινοβουλευτικής νομιμοποίησής τους. Ως ζητήματα
προβληματικής εναρμόνισης των Αρχών με το δημοκρατικό φαινόμενο
τίθενται ο τρόπος εκλογής, ο κατ’ ουσίαν παρατεινόμενος επ’ αόριστον -
αν και συνταγματικά περιορισμένος- χρόνος θητείας των μελών τους και,
κατά κύριο λόγο, ο ασθενής κοινοβουλευτικός έλεγχος («ήπια
λογοδοσία») επί της δράσης τους. Αυτό το τμήμα της εργασίας
περατώνεται με ένα ενδιάμεσο συμπέρασμα περί ασυμβατότητας της
παρούσας διάρθρωσης των Ανεξάρτητων Αρχών με τη δημοκρατική αρχή,
συμπέρασμα, το οποίο αντλείται από τη λεπτομερειακή καταγραφή του
θεσμικού πλαισίου δράσης της –συστημένης με τυπικό νόμο (ν.
4389/2016)- «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα δίνεται έμφαση στις


μεταλλαγές που έχει υποστεί το κανονιστικό περιεχόμενο της
δημοκρατικής αρχής και της δημόσιας διοίκησης υπό την επίδραση της
–νεοφιλελεύθερης χροιάς- «απορρύθμισης» (deregulation) του Κράτους.
Το βεμπεριανό γραφειοκρατικό μοντέλο διοικητικής οργάνωσης έχει
αντικατασταθεί από το New Public Management, απόρροια του οποίου
είναι η υποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμοποίησης από την
αδήριτη ανάγκη για τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα και
αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής. Η αναγωγή της
αποτελεσματικότητας σε νομιμοποιητικό θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας
έχει φέρει στο προσκήνιο το αίτημα για πάση θυσία συναίνεση στη βάση
ενός λειτουργικού (functional) διαχειριστικού μοντέλου. Υπό τους όρους
αυτούς, πάντως, τίθεται αμείλικτο το ερώτημα αν διατηρείται ένα ανοιχτό
παράθυρο για τη διάσωση της ουσίας του κοινοβουλευτισμού, δηλαδή
την αντιπαράθεση και τον συμβιβασμό μεταξύ διακριτών πολιτικών
ιδεολογιών.

2
1. Ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής

α) Προλεγόμενα

Προκειμένου να ανεύρουμε το ηθικοπολιτικό περιεχόμενο της


δημοκρατικής αρχής, κρίνεται απαραίτητη η ανάλυση των συνθέσεων
και αντιθέσεων που συνέχουν τη διαλεκτική σχέση μεταξύ δημοκρατίας
και φιλελευθερισμού. Στα νεωτερικά συμφραζόμενα (διάκριση ιδιωτικής-
δημόσιας σφαίρας), τόσο η δημοκρατία όσο και ο φιλελευθερισμός
θεμελιώνονται καταστατικά στην αρχή της αυτονομίας. Ωστόσο, το
ιδεώδες της αυτονομίας αποκτά διαφορετικό νόημα υπό το δημοκρατικό
και το φιλελεύθερο πρίσμα. Συγκεκριμένα, ο φιλελευθερισμός δίνει
έμφαση στο διαχωρισμό του ατόμου από το οργανικό σώμα της
(πολιτικής) κοινότητας. Η δημοκρατία, με τη σειρά της, επιχειρεί να
επανασυνδέσει τα άτομα μεταξύ τους, ώστε να προκύψει μια πολιτική
ένωση, όχι εξομοιωμένων αλλά, ελεύθερων ατόμων1. Θα μπορούσαμε, σε
ένα πρώτο στάδιο, να συνοψίσουμε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του
φιλελεύθερου και του δημοκρατικού πολιτικού αυτοπροσδιορισμού στο
εξής στοιχείο: η πολιτική συμμετοχή αποτελεί μέσο προς την προαγωγή
ατομικών σκοπών (φιλελευθερισμός) ή, μήπως, αντιμετωπίζεται ως
αυτοσκοπός (δημοκρατία)2;

Γεφυρώνοντας τις δύο πολιτικές παραδόσεις της νεωτερικότητας


(φιλελευθερισμός-δημοκρατισμός), αξίζει να σημειωθεί ότι η αναγνώριση
των δικαιωμάτων, δηλαδή ενός απρόσβλητου χώρου προσωπικής και
συλλογικής αυτονομίας του προσώπου, περνάει αναπόδραστα μέσα από
την κρατικά οργανωμένη δικαιική τάξη3. Σύμφωνα με την εγελιανή
θεώρηση του Κράτους, η αυτονομία του προσώπου διασφαλίζεται μέσα
από την αναγνώριση της υπεροχής του δημοσίου δικαίου. Δεν
μπορούμε, εξάλλου, να κατανοήσουμε το ευρύ φάσμα των σχέσεων
δημοσίου δικαίου, δηλαδή των σχέσεων μεταξύ κράτους και πολιτών,

1Bobbio, Norberto, Το μέλλον της δημοκρατίας, μτφρ. Π. Ράμου, Παρατηρητής,


Θεσσαλονίκη 1993, σ. 16-17.
2 Βλ. Πάσχος, Γιώργος, Πολιτική δημοκρατία και κοινωνική εξουσία: δημοκρατική
αρχή και πολιτική νομιμοποίηση, β΄ έκδ., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 168.
Με τον κίνδυνο μιας απλουστευτικής, ενδεχομένως και αφοριστικής, αξιοποίησης
κοσμογονικών ιστορικών γεγονότων, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την Αμερικανική
Επανάσταση ως το κατεξοχήν μοντέλο ατομοκεντρικού πολιτικού αυτοπροσδιορισμού
και τη Γαλλική Επανάσταση ως το πρότυπο ενός περισσότερο ρεπουμπλικανικού ή
κοινωνιοκεντρικού πολιτικού αυτοπροσδιορισμού.
3 Kelsen, Hans, Περί της ουσίας και της αξίας της δημοκρατίας: Το πρόβλημα του
κοινοβουλευτισμού, μτφρ. Μιχ. Κυπραίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, σ. 71.

3
ανατρέχοντας απλώς και μόνο στις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις του
ιδιωτικού δικαίου (συμβατική ελευθερία)4.

Ασφαλώς, η πολιτική ελευθερία, δηλαδή η θετική-συμμετοχική


διάσταση («ελευθερία σε»), δεν εξαντλεί το κανονιστικό βεληνεκές της
ελευθερίας, αλλά χρήζει συμπλήρωσης από την αρνητική-αμυντική όψη
(«ελευθερία από»), δηλαδή από τη χάραξη και κατοχύρωση ενός
αδιαπέραστου χώρου προσωπικής αυτονομίας5. Ωστόσο, η πολιτική
ελευθερία λειτουργεί ως το προστατευτικό καλούπι6, ως η sine qua non
προϋπόθεση όχι μόνο για την πολιτική επιβίωση του κράτους7, αλλά και
για τη θεσμική κατοχύρωση κάθε άλλης μορφής ελευθερίας8. Υπό αυτό
το πρίσμα, η κρατική εξουσία δεν γίνεται αντιληπτή ως μια αυταρχική,
καταπιεστική δύναμη επιβολής, αλλά ως το ισότιμο εκείνο πολιτικό
βάθρο, το οποίο διασφαλίζει στα άτομα-πολίτες την επί ίσοις όροις
ελευθερία επιλογής στα ζητήματα του ιδιωτικού βίου9. Έτσι, ο λαός-
πολιτικό σώμα αναδεικνύεται ταυτόχρονα σε υποκείμενο (κυρίαρχος) και
αντικείμενο (ενεργητικός φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) της
κρατικά οργανωμένης εξουσίας10.

Κατ΄ εφαρμογή του προαναφερόμενου θεωρητικού πλαισίου στο


πεδίο της αστικής κοινωνίας, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία
αλληλοσυμπληρώνονται, προκειμένου να διασφαλιστεί η στοιχειώδης
συναίνεση των τυπικά ίσων και ελεύθερων πολιτών στις διεργασίες μιας
ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής κοινωνικοοικονομικής δομής.
Συνεπώς, επιδιώκεται ταυτόχρονα η αυτονόμηση του κράτους από την
οικονομία (laissez-faire) και η διά του κράτους εξισορρόπηση των
αντιτιθέμενων οικονομικών συμφερόντων, ώστε να αποτραπεί «ο
μετασχηματισμός της οικονομικής ταξικής πάλης σε πολιτική ταξική
πάλη»11.

4 Bobbio, ό.π., σ. 173-174.


5 Για μια αντιθετική, και όχι παραπληρωματική, απεικόνιση της σχέσης μεταξύ
αρνητικής (liberty) και θετικής ελευθερίας (freedom), με λήψη θέσης υπέρ της
αμυντικής πτυχής της ελευθερίας, βλ. Berlin, Isaiah, Τέσσερα δοκίμια περί
ελευθερίας, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα 2001.
6 “protective freedom” (βλ. Sartori, Giovanni, The Theory of Democracy Revisited,
Part Two: The Classical Issues, Chatham House Publishers, New Jersey 1987, σ.
302).
7 Στυλιανού, Άρης, Ο Σπινόζα και η δημοκρατία, Πόλις, Αθήνα 2016, σ. 71.
8 Sartori, ό.π., σ. 304.
9 Sartori, ό.π., σ. 306.
10 Kelsen, ό.π., σ. 72.
11Πάσχος, ό.π., σ. 152. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο Agnoli (βλ. Agnoli, Johanes, Ο
μετασχηματισμός της δημοκρατίας, μτφρ. Γ. Βαμβαλή, Επίκουρος, Αθήνα 1972, σ. 56)

4
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο φιλελευθερισμός και η
δημοκρατία δεν διαχωρίζονται πλήρως, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται,
προκειμένου η αρχή της ελευθερίας και η ιδέα της δημοκρατίας να
λάβουν σάρκα και οστά σε μια πραγματική κοινωνικοπολιτική
συσσωμάτωση12.

Πριν περάσουμε στα διαφορετικά νοήματα που έχουν προσδώσει


ετερόκλητοι στοχαστές στη δημοκρατική αρχή («αυτοκυβέρνηση του
πλήθους», «θεσμικό αντίβαρο», «πολιτική ελευθερία»), είναι σημαντικό να
τονισθεί ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα πολίτευμα13, αλλά
λειτουργεί ως «κοινός παρονομαστής»14 και αξιολογικός «γνώμονας»15
όλων ανεξαιρέτως των πολιτειακών καθεστώτων. Όπως επισημαίνει
εύστοχα ο Στυλιανού, «αν επιχειρούσε κανείς να προσεγγίσει την έννοια
της δημοκρατίας, εξετάζοντας τις θεωρητικές και πρακτικές αλλαγές του
νοήματός της μέσα στο χρόνο, θα διαπίστωνε ενδεχομένως ότι το
ουσιοκρατικό ερώτημα «τι είναι η δημοκρατία;» πιθανότατα θέτει το όλο
ζήτημα σε εσφαλμένη βάση. Είναι μάλλον προτιμότερο να αναρωτηθούμε
ποια είναι τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας ή ποιες είναι οι συστατικές,
καταστατικές αρχές της»16 17.

θεωρεί ότι «όταν στη θέση της ταξικής συνείδησης μπαίνει η συνείδηση του πολίτη του
κράτους, εξαφανίζεται εντελώς από τη συνείδηση ότι το κράτος απλώς καλύπτει τον
ανταγωνισμό με το να εξομαλύνει πλουραλιστικές διαμάχες διανομής» (σ. 56).
12 Kelsen, ό.π., σ. 69.
13 Για μια σχηματική, ιστοριογραφική απεικόνιση της διαδρομής της φιλελεύθερης
δημοκρατίας σε τέσσερις διαδοχικές χρονικές περιόδους με βάση διαφορετικές
ιδεολογικές αφετηρίες («προστατευτική δημοκρατία», «αναπτυξιακή δημοκρατία»,
«δημοκρατία της ισορροπίας», «δημοκρατία της συμμετοχής»), βλ. C.B. Macpherson, Η
ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1994.
14 Στυλιανού, ό.π., σ. 98.
15 Στυλιανού, ό.π., σ. 62.
16 Στυλιανού, ό.π., σ. 163.
17 Ο Rancierre επιχειρεί να αποσυνδέσει τον χειραφετητικό λόγο (discourse) περί
δημοκρατίας από τα πατερναλιστικά όρια της κρατικής εξουσίας. Όπως διατυπώνει ο
Γάλλος φιλόσοφος, «αυστηρά εννοούμενη, η δημοκρατία δεν είναι μια μορφή κράτους.
Είναι πάντοτε εντεύθεν και εκείθεν τέτοιων μορφών. Εντεύθεν, ως το εξισωτικό θεμέλιο
του ολιγαρχικού κράτους, το αναγκαίο και το κατ’ ανάγκη λησμονημένο. Εκείθεν, ως η
δημόσια δραστηριότητα που αντιμάχεται την τάση κάθε κράτους να καταλάβει την κοινή
σφαίρα και να την αποπολιτικοποιήσει» (Rancierre, Jacques, Το μίσος για τη
δημοκρατία, μτφρ. Β. Ιακώβου, Πεδίο, Αθήνα 2009, σ. 103).

5
β) Η δημοκρατική αρχή ως «αυτοκυβέρνηση του πλήθους»

H αρχή της αυτοκυβέρνησης του πλήθους βρίσκει την ιδεοτυπική


της απεικόνιση στη συμβολαιακή θεωρία του Jean-Jacques Rousseau.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρία κοινωνικού συμβολαίου του Rousseau
διαφοροποιείται σημαντικά από τη συμβολαιακή παράδοση του Hobbes
και του Locke.

Στο έργο του Hobbes18 δεν υφίσταται καν περιθώριο


αυτοκυβέρνησης του λαού, καθώς τα δύο συμβαλλόμενα μέρη διαθέτουν
άνιση διαπραγματευτική δύναμη (κυρίαρχος-υπήκοοι). Παράλληλα, στον
χομπσιανό «Λεβιάθαν», η δέσμευση διά του συμβολαίου λειτουργεί ως
μέσο για την προαγωγή ενός minimal φιλελεύθερου σκοπού, τη
διαφύλαξη της ζωής και της ασφάλειας των υπηκόων, οι οποίοι
απειλούνται από τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων» στη φυσική
κατάσταση.

Ο Locke19, υπερβαίνοντας την εξουσιαστική πρόσληψη της


πολιτικής κοινωνίας από τον Hobbes, θέτει το αίτημα της ισότιμης
πολιτικής συμμετοχής ως όρο ισχύος του κοινωνικού συμβολαίου.
Πάντως, και στο λοκιανό καταπίστευμα (trust), η τήρηση των
συμβολαιακών όρων (συμφωνία κυβερνώντων-κυβερνωμένων) δεν
θεωρείται αυτοσκοπός, αλλά επιτελεί ρόλο μέσου προς την υλοποίηση,
σαφώς πιο προωθημένων σε σχέση με τον Hobbes, φιλελεύθερων στόχων
(προσωπική αυτονομία, ελευθερία, ιδιοκτησία).

Ο Rousseau επιχειρεί να εξυψώσει την ιδέα της αυτοκυβέρνησης


του λαού σε ύψιστο κοινό αγαθό, από το οποίο εξαρτάται πλήρως η
τήρηση ή η διάρρηξη των όρων του κοινωνικού συμβολαίου.
Αντιμετωπίζει, συνεπώς, τη δημοκρατία ως αυτοσκοπό κατά τη
συγκρότηση μιας κρατικά οργανωμένης πολιτικής κοινότητας. Το κράτος
και, κατά συνέπεια, κάθε πολιτεία δικαίου αποτελεί, κατά τον Rousseau,
διακριτό «ηθικό πρόσωπο», το οποίο δεν ταυτίζεται πλήρως με τα
επιμέρους άτομα που το απαρτίζουν20. Θα μπορούσαμε, τηρουμένων των
αναλογιών, να ισχυριστούμε ότι ο Rousseau αναπαράγει σε νεωτερικό
τόνο την αρετολογική πρόσληψη της ιδεώδους, αλλά και εφικτής,

18Βλ. Hobbes, Thomas, Λεβιάθαν ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και
λαϊκής πολιτικής κοινότητας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλου / Α. Μεταξόπουλου, Γνώση,
Αθήνα 1989.
19Βλ. Locke, John, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδη,
Πόλις, Αθήνα 2013.
20 Rousseau, Jean-Jacques, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου-Α.
Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα 2004, II, 4, σ. 79.

6
πολιτείας, όπως εκφράζεται στην τελολογική αναζήτηση του αγαθού από
τον Αριστοτέλη21.

Η διάγνωση και η εκπλήρωση του «κοινού αγαθού» δεν συνιστά


μονάχα εχέγγυο αποτελεσματικότητας, αλλά, πάνω απ’ όλα,
νομιμοποιητικό θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας22. Προκειμένου να
πραγματωθεί ο σκοπός ίδρυσης του κράτους, δηλαδή η προαγωγή του
κοινού αγαθού, οι κυβερνώσες δυνάμεις θα πρέπει να τείνουν προς τη
διαμόρφωση και υλοποίηση της «γενικής βούλησης» (volonté générale)23.
Η «γενική βούληση», κομβική έννοια στο έργο του Rousseau,
καταδεικνύει μεν τον αναπαλλοτρίωτο24 και αδιαίρετο25 χαρακτήρα της
λαϊκής κυριαρχίας, ωστόσο διακρίνεται σαφώς από μια απλή αθροιστική
αναπαράσταση των επιμέρους ατομικών βουλήσεων. Η εκτροπή της
«γενικής βούλησης» σε άθροισμα ατομικών βουλήσεων οδηγεί, κατά τον
Rousseau, σε εγκατάλειψη του κοινού συμφέροντος προς όφελος
επιμεριστικών, ιδιωτικών συμφερόντων26, με τελική, αναπότρεπτη
κατάληξη τη διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού και τον «θεσμικό
εκφυλισμό» του ίδιου του κράτους27. Η «γενική βούληση» παράγει
κανονιστικότητα, δηλαδή δεσμεύει τα άτομα-πολίτες, μόνο εφόσον έχει
τηρηθεί η αρχή της πολιτικής ισότητας κατά τη διαμόρφωση της
συλλογικής απόφασης28. Η ισότιμη μεταχείριση των πολιτών δεν
λειτουργεί μονάχα ως νομιμοποιητικό θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας,
αλλά και ως κανονιστικό βάθρο των δικαιωμάτων29.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ρουσσωϊκή «γενική βούληση», υπό το


πρίσμα της ίσης πολιτικής ελευθερίας, υπερβαίνει, ως προς την ποιότητα
σχηματισμού, έκφρασης και υλοποίησης, την εκάστοτε συγκυριακή
πλειοψηφία που λαμβάνει τις αποφάσεις. Παίρνοντας σαφείς αποστάσεις
από μια καθαρά πλειοψηφική ερμηνεία του έργου του, ο Rousseau
επισημαίνει με έμφαση «ό, τι καθιστά τη βούληση γενική δεν είναι τόσο ο

21 Πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, μτφρ. B. Μοσκόβη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1989.


22 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 1, σ. 73.
23 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 1, σ. 73.
24 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 1, σ. 73-74.
25 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 2, σ. 75-77.
26 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 3, σ. 77-78.
27 Rousseau, ό.π., IV, 1, σ. 170-172.
28 Rousseau, ό.π, ΙΙ, 2, σ. 75.
29Rousseau, ό.π., ΙΙ, 4, σ. 82-83. Για την άρρηκτη σχέση μεταξύ γενικής βούλησης και
ισότητας, βλ. το ακόλουθο χωρίο από το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» (ό.π., σ. 74): «Γιατί η
επιμέρους βούληση από τη φύση της τείνει σε διαφορετικές προτιμήσεις, ενώ η γενική
βούληση προς την ισότητα».

7
αριθμός των ψήφων όσο το κοινό συμφέρον που τις ενώνει»30. Τίθεται,
πάντως, αμείλικτο το ερώτημα αν η «γενική βούληση» (συλλογική
έκφραση του ενιαίου κι αδιαίρετου πολιτικού σώματος) ανυψώνεται σε
ύψιστο κριτήριο αποτίμησης ενός μεμονωμένου κανόνα δικαίου και της
έννομης τάξης εν συνόλω. Γιατί τότε δημιουργείται μια δυσεπίλυτη
αντίφαση, η οποία απειλεί τα νομιμοποιητικά θεμέλια της πολιτικής
εξουσίας. Ποιος είναι, εν τέλει, ο εγγυητής της θετικής ελευθερίας; Ο
ίδιος ο –θεσπισμένος διά της «γενικής βούλησης»- νόμος ή η «γενική
βούληση» που διαμόρφωσε το νόμο31;

Το πολιτικό καθήκον συνιστά αναμφίβολα την ύπατη


ηθικοπολιτική αρχή στο ρουσσωϊκό έργο. Υπό αυτή την οπτική, τα
φυσικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ατόμου (ατομικά
δικαιώματα-ελευθερίες) αντιμετωπίζονται και αυτά, πρώτα και κύρια, ως
πολιτικά δικαιώματα, καθώς δεν έχουν καμιά θεσμική κατοχύρωση και
δεν είναι δυνατό να υλοποιηθούν χωρίς την παρέμβαση του κράτους
στον κοινωνικό χώρο32.

Παράλληλα με τη βαθιά του πίστη στην επί ίσοις όροις


αυτοκυβέρνηση του πλήθους, ο Rousseau παραμένει προσηλωμένος στο
ιδεώδες της πολιτικής ελευθερίας. Αναζητά εκείνη τη μορφή συνένωσης
που θα επιτρέψει στην κοινότητα να λειτουργεί ως ενιαίο σώμα,
επιτρέποντας στο πρόσωπο να παραμένει ελεύθερο όσο και πριν, στην
αμεριμνησία της φυσικής κατάστασης33. Κατά την κρίση του, άλλωστε, η
ανελευθερία ταυτίζεται με την ανηθικότητα και μια ανήθικα οργανωμένη
πολιτική κοινωνία, απαρτιζόμενη από ανήθικους πολίτες, παραιτείται a
priori από τον τελολογικό της ορίζοντα, την πραγμάτωση του κοινού
αγαθού34.

Παρά την αδιαμφισβήτητη θεωρητική αξία της ρουσσωϊκής


υπεράσπισης της δημοκρατίας ως αυτοκυβέρνησης, η διάκριση μεταξύ

30 Rousseau, ό.π., ΙΙ, 4, σ. 82.


31Για την ανάδειξη αυτής της αντίφασης που ενυπάρχει στο ρουσσωϊκό έργο, βλ.
Bobbio, ό.π., σ. 209-210.
32Για τη δημοκρατική θεώρηση της κρατικής κυριαρχίας, βλ. Γ. Πάσχου, ό.π., σ. 164.
Ο Πάσχος (ό.π., σ. 166) παραθέτει επίσης το άρθρο 29 του γιακωβίνικου Συντάγματος
του 1793 («η πολιτική συμμετοχή αποτελεί ανώτατο ηθικοπολιτικό χρέος και πρωταρχικό
κριτήριο για τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας»).
33 Rousseau, ό.π., I, 6, σ. 61.
34 Rousseau, ό.π., Ι, 4, σ. 55. Όπως τονίζει στο επίμετρό της, η Β. Γρηγοροπούλου
(ό.π., σ. 295), «το Κοινωνικό Συμβόλαιο είναι επικεντρωμένο στην πολιτική ελευθερία, η
οποία συνυφαίνεται με την έννοια του νόμου και του κοινού αγαθού. Πολιτική ελευθερία
και καθήκον στον Ρουσσώ δεν αλληλοαποκλείονται, η ελευθερία είναι και καθήκον. Η
ενέργεια που υπαγορεύεται από καθήκον είναι ελευθερία, από την άποψη ότι κάποιος
είναι κύριος του εαυτού του».

8
«γενικής βούλησης» και αθροίσματος ατομικών βουλήσεων αποδείχθηκε
εξαιρετικά ρευστή στην εφαρμοσμένη πολιτική. Συχνά, ο Rousseau
αντιμετωπίσθηκε ως ουτοπικός απολογητής της άμεσης δημοκρατίας,
του οποίου οι ιδέες μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν σε μια
προαστική κοινωνία, αλλά μοιάζουν ασύμβατες με την πολυπλοκότητα
μιας αστικής, πλουραλιστικής κοινωνίας35.

Η αποφασιοκρατία του Karl Schmitt υπήρξε μια ατυχής «στιγμή»


διαστροφής της ρουσσωϊκής «γενικής βούλησης» σε ολοκληρωτικές,
αντιφιλελεύθερες ατραπούς. Συγκεκριμένα, ο Schmitt αφόρισε τόσο την
πλουραλιστική σύνθεση εξατομικευμένων αντιτιθέμενων συμφερόντων
(πολιτικός φιλελευθερισμός)36 όσο και τον ισότιμο σχηματισμό μιας
ενιαίας και αδιαίρετης γενικής βούλησης (δημοκεντρισμός). Κατά τη
βουλησιαρχική του αντίληψη, η αντιπροσώπευση δεν είναι μια
διαδικασία σύνθεσης ή, έστω, εξισορρόπησης των αντίρροπων δυνάμεων,
αλλά αποτελεί αναπαράσταση του σχήματος «φίλος-εχθρός» που διέπει
κάθε πολιτική κοινωνία37. Υπό αυτό το πρίσμα, η κυριαρχία πράγματι
είναι ενιαία, αναπαλλοτρίωτη και αδιαίρετη, όπως υποστήριξε ο
Rousseau. Ωστόσο, το νομιμοποιητικό θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας
δεν βρίσκεται πια στους όρους συγκρότησης, οργάνωσης και άσκησης
της κυριαρχίας («γενική βούληση»), αλλά στην «από τα πάνω» έκφραση
της αποφασιστικής βούλησης (decisionism) του εκάστοτε κυριάρχου38. Ο
πολιτικός κυρίαρχος, κατά τον Schmitt, δεν κρίνεται τόσο σε συνθήκες
ομαλού πολιτειακού βίου, αλλά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης39.
Έτσι, «κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση
εξαίρεσης»40. Εν τέλει, ο κυρίαρχος αποσυνδέεται ακόμα περισσότερο
από το λαό ως ενιαίο πολιτικό σώμα, καθώς δεν αποφασίζει μόνο κατά τη
διάρκεια της κατάστασης εξαίρεσης, αλλά αποφασίζει για το αν συντρέχει

35 Πάσχος, ό.π., σ. 214.


36 Ασκώντας δριμεία κριτική στην αστική κοινωνία και στη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο
Schmitt (Schmitt, Karl, Verfassungslehre, Duncker & Humblot, Leipzig 1928, σ. 8)
επισημαίνει: «στο γνήσιο πολιτικό ερώτημα, αν είναι κυρίαρχος ο ηγεμών ή ο λαός, η
απάντηση είναι απλή: ούτε ο ηγεμών ούτε ο λαός, κυρίαρχος είναι το «Σύνταγμα». Αυτή
είναι η τυπική απάντηση των φιλελεύθερων θεωρητικών του αστικού κράτους δικαίου, για
τους οποίους τόσο η (συνταγματική) μοναρχία όσο και η δημοκρατία αποτελούν πολιτικά
καθεστώτα οριοθετημένα προς όφελος της αστικής ελευθερίας και της ατομικής
ιδιοκτησίας».
37Για την αντιπροσωπευτική αρχή ως μορφή «αναπαράστασης», βλ. Schmitt, Karl,
Verfassungslehre, ό.π., σ. 208.
38Για μια αντιφιλελεύθερη, αντιπλουραλιστική ανάγνωση της δημοκρατικής αρχής, βλ.
Schmitt, Karl, Der Hüter der Verfassung, Mohr, Tübingen 1931.
39 Schmitt, Carl, Political Theology: Four chapters on the concept of sovereignty,
transl. by G. Schwab, University of Chicago Press, Chicago 2005, σ. 34.
40 Schmitt, ό.π., σ. 5.

9
ομαλότητα, άρα για το αν, πότε και με ποιους όρους θα κηρυχθεί η
κατάσταση εξαίρεσης41.

Μετά την αντιδημοκρατική ανάγνωση του Rousseau από τον


Schmitt, για πολλά χρόνια η ιδέα της αυτοκυβέρνησης του πλήθους δεν
ασκούσε ιδιαίτερη επίδραση στις θεωρίες περί δημοκρατίας. Περνώντας
το κατώφλι της ύστερης νεωτερικότητας και, ιδίως, μετά την κατάρρευση
του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο Fukujama ανακήρυξε μετά περισσής
βεβαιότητας το «τέλος της ιστορίας» με την επικράτηση της φιλελεύθερης,
καπιταλιστικής δημοκρατίας ως του τελικού μοντέλου πολιτειακής
οργάνωσης42. Η κρίση αντιπροσώπευσης, η απομάγευση του πολιτικού
και η απορρυθμισμένη κυριαρχία των αγορών φέρνουν, όμως, στο
προσκήνιο νέες αντι-ηγεμονικές θεωρήσεις της δημοκρατίας ως
«αυτοκυβέρνησης του πλήθους». Ειδικότερα, εμφανίζεται μια
(ριζοσπαστική) επανερμηνεία της (ανολοκλήρωτης) σπινοζικής «Πολιτικής
Πραγματείας», προκειμένου να εξηγηθούν κριτικά τα νέα δεδομένα που
κομίζει η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Η δημοκρατία νοείται πλέον
περισσότερο ως «κατασκευή» (κατόπιν εμπειρικών πειραματισμών) των
ορθών αποφάσεων και λιγότερο ως «διάγνωση» (κατόπιν πολιτικής
διαπαιδαγώγησης) μιας προϋφιστάμενης, δήθεν αλάθητης «γενικής
βούλησης»43. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημοκρατία ορίζεται ως η «εμμενής
προσπάθεια της Πολιτείας να διατηρήσει το Είναι της» και η καταστατική
ουσία της Πολιτείας δεν είναι άλλη από την «κοινή δύναμη του
πλήθους»44.

Συνδέοντας τη σπινοζική «δύναμη»45 με τη φουκωϊκή


«βιοπολιτική», οι Hardt/Negri επιχείρησαν να αναδείξουν το «πλήθος»
(multitudo) σε νεοπαγές πολιτικό υποκείμενο, φορέα χειραφετητικών
αιτημάτων απέναντι στον «Λεβιάθαν» της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων
(«Αυτοκρατορία»)46.

41 Schmitt, ό.π., σ. 13.


42Fukujama, Francis, Το Tέλος της Iστορίας και ο Tελευταίος Άνθρωπος, μτφρ. Α.
Φακατσέλη, Λιβάνη, Αθήνα 1992.
43Για τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ σπινοζικής και ρουσσωϊκής σύλληψης της
δημοκρατίας, βλ. Γαβριηλίδης, Άκης, Η δημοκρατία κατά του φιλελευθερισμού,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σ. 190 επ., ιδίως σ. 200.
44 Γαβριηλίδης, ό.π., σ. 191.
45 Κατά τον Σπινόζα (βλ. Spinoza, Baruch de, Πολιτική Πραγματεία, μτφρ. Α.
Στυλιανού, Πατάκη, Αθήνα 2013, κεφ. 3, παραγρ. 9), «το δίκαιο του πολιτικού σώματος
ορίζεται από την κοινή δύναμη του πλήθους».
46Βλ. σχετικά Hardt, Michael / Negri, Antonio, Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζή,
Scripta, Αθήνα 2002 και Hardt, Michael / Negri, Antonio, Πλήθος: Πόλεμος και
δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας, μτφρ. Γ. Καράμπελα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2011.

10
Οι Hardt/Negri επιθυμούν να ξεπεράσουν την –κατ’ αυτούς
παρωχημένη- ταξική διαστρωμάτωση της μεταμοντέρνας αστικής
κοινωνίας και, μέσω της έννοιας του πλήθους, να συμπεριλάβουν στον
αυτοκυβερνώμενο δήμο την πολλαπλότητα των μεμονωμένων,
ανομοιογενών ατομικοτήτων που καταπιέζονται από τις κυρίαρχες
πολιτικές και οικονομικές «ελίτ»47.

Η θεώρηση του πλήθους ως αυθόρμητου πολιτικού υποκειμένου,


ωστόσο, κρίνεται ανεπαρκής, καθώς το «πλήθος», σε αντίθεση με τον
«λαό», είναι μια εγγενώς ασαφής και απροσδιόριστη έννοια, η οποία
αδυνατεί να παράσχει αυτοτελή δημοκρατική νομιμοποίηση σε ένα
συνεργατικό κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα48. Το ετερόκλητο ή,
ακριβέστερα, ετερογενές «πλήθος», δηλαδή ένα απλό άθροισμα
επιμέρους ατομικών βουλήσεων, δεν παρέχει, σε εννοιολογικό,
κοινωνιολογικό και κανονιστικό επίπεδο, τα εχέγγυα για τη
νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας49. Εξάλλου, η ανάδυση ενός
παγκόσμιου πλήθους, πέραν των εθνών-κρατών, προϋποθέτει την, προς
το παρόν ανεδαφική, υπέρβαση της λαϊκής-εθνικής κυριαρχίας50 χάριν
μιας διεθνικής κοινωνίας των πολιτών51. Επιπλέον, η de facto μετωπική
σύγκρουση «πλήθους» και «Αυτοκρατορίας» φαίνεται να έχει ως συνέπεια
την καταστατική άρνηση οποιασδήποτε θεσμικής διαμεσολάβησης (π.χ.
αντιπροσωπευτική αρχή) μεταξύ των ανταγωνιζόμενων πολιτικών
υποκειμένων52 53.

47 Hardt/Negri, Πλήθος, ό.π., σ. 13-14 (από τον πρόλογο του βιβλίου).


48 Στυλιανού, ό.π., σ. 100.
49Καραβοκύρης, Γιώργος, Το Σύνταγμα και η Κρίση: Από το δίκαιο της ανάγκης στην
αναγκαιότητα του δικαίου, Κριτική, Αθήνα 2014, σ. 125.
50Κατά τον Μανιτάκη, η έννοια του «πλήθους» δεν είναι ανιστορική, αλλά έρχεται στο
προσκήνιο της ιστορίας μετά τον παραμερισμό της έννοιας «λαός» εξαιτίας της
προϊούσας παρακμής του εθνικού κράτους (Μανιτάκης, Αντώνης, «Η Αθηναϊκή
Δημοκρατία ως παράδειγμα αυτοπροσδιορισμού του πλήθους μέσω της
αυτοκυβέρνησης του Δήμου», στον: Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τ. ΙΙΙ,
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σ. 43 επ., ιδίως σ. 46).
51 Για την οικοδόμηση μιας παγκόσμιας δημοκρατίας με πρώτη ύλη τη δικτυακή-
διαδικτυακή αυτό-οργάνωση του πλήθους, βλ. Δεληγκιαούρη, Αναστασία,
«Διαβουλευτική και διαδικτυακή δημοκρατία: Οι επικοινωνιακές προκλήσεις της
σύγχρονης μεταδημοκρατίας», στο: Α. Μανιτάκης (επιμ.), Η δημοκρατία μεταξύ
ουτοπίας και πραγματικότητας: Μελέτες χαριστήριες στον Ζήση Παπαδημητρίου,
Σαββάλα, Αθήνα 2011, σ. 175 επ.
52 Στυλιανού, ό.π., σ. 101.
53 Ο Μανιτάκης, πάντως, επιχειρεί να αξιοποιήσει την έννοια του «πλήθους» των
Hardt/Negri και να την προσαρμόσει στις θεσμικά διαμεσολαβημένες διαδικασίες της
πολιτικής αντιπροσώπευσης, βλ. Μανιτάκης, Αντώνης, «Η έννοια του πλήθους και η
ουτοπική προοπτική της παγκόσμιας δημοκρατίας (Με αφορμή τη "δημοκρατία του
πλήθους" στο έργο του Νέγκρι)», στο: Α. Μανιτάκης (επιμ.), Η δημοκρατία μεταξύ
ουτοπίας…, ό.π., σ. 27 επ.

11
Όσο εντείνεται η κρίση αντιπροσώπευσης και η κρίση
εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, η δημοκρατική αρχή ως
«αυτοκυβέρνηση του πλήθους» παίρνει ολοένα και πιο ξεκάθαρες
αποστάσεις από τις θεσμικά διαμεσολαβημένες διεργασίες της
φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για παράδειγμα, κατά τον Rancierre, η
αληθινή δημοκρατία, δηλαδή η πολιτική ελευθερία και ισότητα δεν
αντιπροσωπεύονται από τους νόμους και τους θεσμούς του κράτους,
αλλά «ενσαρκώνονται στις ίδιες τις μορφές της υλικής ζωής και της κατ’
αίσθηση εμπειρίας»54. Ασκώντας δριμεία κριτική στον δημοκρατικοφανή
ατομικισμό της καταναλωτικής κοινωνίας, ο Rancierre αναζητά το
νομιμοποιητικό θεμέλιο της δημοκρατίας σε εκείνο το «αδιακυβέρνητο
στοιχείο πάνω στο οποίο κάθε διακυβέρνηση πρέπει οριστικά να δει ότι
θεμελιώνεται»55. Ο Rancierre, προκειμένου να στηλιτεύσει την έλλειψη
ουσιαστικής αντιπροσώπευσης στις σύγχρονες φιλελεύθερες
δημοκρατίες, αξιοποιεί αναστοχαστικά μέχρι και την φιλομοναρχική
κριτική του Πλάτωνα προς το δημοκρατικό πολίτευμα56. Συγκεκριμένα,
στρέφει τα βέλη του στην, κατά τη γνώμη του, ψευδεπίγραφη τυπική
ισότητα ενώπιον του νόμου, η οποία πίσω από την απατηλή επίφαση του
γενικού κι αφηρημένου (καθολικού) κανόνα δικαίου υποκρύπτει
πραγματικές σχέσεις επιβολής μεταξύ αθεράπευτα εγωιστικών ατόμων57.

Συμπερασματικά, η δημοκρατία ως «αυτοκυβέρνηση του Δήμου»,


στις ποικίλες ερμηνευτικές εκδοχές της, στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία
της ισότητας. Η αρχή της ισότητας λειτουργεί ταυτόχρονα ως βασική
αρχή της πολιτικής δράσης και ως αναγκαία προϋπόθεση για την
παραγωγή πολιτικής58. Η δημοκρατία ως χειραφέτηση των μαζών δεν
μένει σε ένα ιδεώδες πολιτικής ισότητας (αυτοσκοπός), αλλά επιχειρεί να
προωθήσει μια περισσότερο εξισωτική κατανομή πόρων και αξιωμάτων,
δηλαδή λειτουργεί ως μέσο για την προαγωγή της ουσιαστικής ισότητας
ευκαιριών και αποτελεσμάτων. Μήπως, όμως, η πραγμάτωση της
ισότητας, δηλαδή της επί ίσοις όροις «διαμοιρασμένης ικανότητας»59, ως
αυτοσκοπός του Δήμου, υπονομεύει την αρχή της ελευθερίας,
καθιστώντας τα άτομα ευάλωτα στην επιβολή μιας «τυραννίας της
πλειοψηφίας»;

54 Rancierre, ό.π., σ. 20.


55 Rancierre, ό.π., σ. 77.
56Ο Rancierre αντλεί επιχειρήματα τόσο από την εμφανώς πιο «αντιδημοκρατική»
«Πολιτεία» (Η’, 562d-563d) όσο και από τους μετριοπαθέστερους «Νόμους» (Γ΄, 690a-
690c).
57 Rancierre, ό.π., σ. 59.
58 Rancierre, ό.π., σ. 141-142.
59 Rancierre, ό.π., σ. 151.

12
γ) Η δημοκρατική αρχή ως «θεσμικό αντίβαρο»

Η ιδέα της αυτοκυβέρνησης του Δήμου, ιδιαίτερα στην οργανική


της θεώρηση, κρίθηκε από τον φιλελεύθερο στοχασμό του 18ου-19ου
αιώνα προδήλως ασύμβατη με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων ως
φυσικών και αναπαλλοτρίωτων τίτλων του ατόμου.

Ο Benjamin Constant πίστευε ότι η σχέση μεταξύ λαϊκής


κυριαρχίας (στη γνήσια, αδιαμεσολάβητη εκδήλωσή της) και ατομικών
δικαιωμάτων είναι εγγενώς ανταγωνιστική. Η πολιτική ελευθερία, ως
ρουσσωϊκή «γενική βούληση», καθιστούσε το αυτόνομο άτομο δέσμιο
στην «αυθεντία του κοινωνικού σώματος»60.

Μάλιστα, ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος αντιπαρέβαλε την


«ελευθερία των αρχαίων» (προνεωτερική ελευθερία), δηλαδή την «ενεργό
και αδιάκοπη συμμετοχή στη συλλογική εξουσία» προς την «ελευθερία των
σύγχρονων» (νεωτερική ελευθερία), η οποία έγκειται στην «ειρηνική
απόλαυση της ιδιωτικής μας ανεξαρτησίας» 61. Ο πολιτικός
φιλελευθερισμός του Constant θεμελιώνεται στη χάραξη σαφούς
διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην αρνητική-αμυντική («ελευθερία
των σύγχρονων») και τη θετική-συμμετοχική ελευθερία («ελευθερία των
αρχαίων»)62. Υπό αυτό το πρίσμα, η θετική-συμμετοχική εκδοχή της
ελευθερίας υποβιβάζεται είτε σε επαπειλούμενη υποταγή του ατόμου στις
δεσμεύσεις του συνόλου είτε σε απλό μέσο για την προαγωγή της
αυταξίας, η οποία συνίσταται την αρνητική-αμυντική όψη της ελευθερίας
(απουσία περιορισμών στην ιδιωτική αυτονομία). Το σύγχρονο νόημα της
ελευθερίας, κατά τον Constant, δεν εξαντλείται στην εξασφάλιση ενός
ισότιμου μεριδίου συμμετοχής στα κοινά, αλλά έχει να κάνει, πάνω απ’
όλα, με τις θεσμικές εγγυήσεις που διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη
απόλαυση του προσωπικού βίου63. Άρα, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, η πολιτική ελευθερία επιτελεί εγγυητικό ρόλο για την
πλήρη κατοχύρωση και την ανεμπόδιστη άσκηση της ατομικής
ελευθερίας, της «μοναδικής αυθεντικής σύγχρονης ελευθερίας»64.

60 Constant, Benjamin, Περί Ελευθερίας και ελευθεριών, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδη,


Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 36, 47.
61 Constant, ό.π., σ. 44.
62Για μια σαφή διάκριση μεταξύ «αρνητικής-αμυντικής» (ελευθερία από) και «θετικής-
συμμετοχικής» όψης της ελευθερίας και ξεκάθαρη υποστήριξη της πρώτης έναντι της
δεύτερης, βλ. Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, ό.π.. σ. 253 επ.
63 Constant, ό.π., σ. 45.
64 Constant, ό.π., σ. 55.

13
Πάντως, ο ίδιος ο Constant επισημαίνει τον υπαρκτό κίνδυνο που
διατρέχει η ελευθερία των νεότερων να εκτραπεί από μέριμνα για την
ιδιωτική ανεξαρτησία σε αδιαφορία για τα κοινά, με απευκταία κατάληξη
την αποποίηση των πολιτικών μας δικαιωμάτων προς όφελος των
προσωπικών μας συμφερόντων65. Ενόψει αυτού του κινδύνου, εξάλλου, ο
Constant μετριάζει τη φαινομενική απολυτότητά του στην ιεράρχηση των
ελευθεριών και θέτει ως στόχο τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό των δύο
ειδών ελευθερίας66, ώστε να επιτυγχάνεται όχι μόνο η ιδιωτική
ανεξαρτησία, αλλά και η ηθική τελείωση των ατόμων-πολιτών67.

Συνεπώς, στη φιλελεύθερη κοσμοαντίληψη του Constant, η


δημοκρατική αρχή δεν αναιρείται εκ βάθρων από το αίτημα για απόλυτη
προστασία της ιδιωτικής ανεξαρτησίας, αλλά συμβάλλει στην καλλιέργεια
της υπευθυνότητας μεταξύ των πολιτών68, ώστε να πραγματώσουν με τον
βέλτιστο δυνατό (ηθικά αξιοπρεπή) τρόπο τον ατομικό και συλλογικό
τους ρόλο.

Η φιλελεύθερη οπτική της δημοκρατικής αρχής βρήκε την πιο


ξεκάθαρη απεικόνισή της στην καταγγελία της «τυραννίας» της
πλειοψηφίας από τον Alexis de Toqueville. O, επίσης, Γάλλος πολιτικός
επιστήμονας έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της καταπίεσης των
ατόμων/μειοψηφιών από την εκάστοτε αυταρχική μορφή
αυτοκυβέρνησης του δήμου. Ασκώντας κριτική στη δημοκρατική,
ρεπουμπλικανικού τύπου, διακυβέρνηση των Η.Π.Α., ψέγει τη
δημοκρατική διακυβέρνηση για απόλυτη, άνευ όρων, προσήλωση στην
πλειοψηφική αρχή69. Η πλειοψηφία, κατά τον Toqueville, δεν αποτελεί
ούτε μια πολιτικά αναβαθμισμένη «γενική βούληση» ούτε μια απλή
μέθοδο-τεχνική λήψης αποφάσεων. Αντίθετα, συντίθεται από ένα

65 Constant, ό.π., σ. 60.


66 Constant, ό.π., σ. 62.
67 Constant, ό.π., σ. 63. Επιχειρηματολογώντας κατά της θέσης που αποδίδει στη
σκέψη του Constant απόλυτη προτεραιότητα της αρνητικής (ατομικής) έναντι της
θετικής (πολιτικής) ελευθερίας, ο Παιονίδης, στον πρόλογο της μεταφρασμένης
έκδοσης του βιβλίου στην ελληνική γλώσσα, τονίζει ότι «… επιβάλλεται να είμαστε
ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς την αποδοχή αυτής της ερμηνείας για δύο κρίσιμους
λόγους. Πρώτον, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι για τον Constant η
πολιτική συμμετοχή έχει διακριτή αξία, γιατί οδηγεί στην ηθική τελείωση, κάτι που η
κατοχύρωση της ελευθερίας των συγχρόνων αδυνατεί να μας εξασφαλίσει, αφού αυτή
χρησιμεύει μόνο για την κατάκτηση της ατομικής ευτυχίας. Δεύτερον, η αντίληψή του περί
ελευθερίας των συγχρόνων ενέχει και ενεργητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν εστιάζεται
αποκλειστικά στο πώς μας επηρεάζουν οι άλλοι, αλλά και στο πώς πραγματοποιούμε
προσωπικά σχέδια που μπορεί να συνιστούν για μας πρότυπα βίου» (ό.π., σ. 20-21).
68 Constant, ό.π., σ. 61.
69Toqueville, Alexis de, Η Δημοκρατία στην Αμερική, μτφρ. Μπ. Λυκούδη, Στοχαστής,
Αθήνα 1997, σ. 256.

14
συγκυριακό άθροισμα ατομικών βουλήσεων, το οποίο παρέχει στην
πολιτική εξουσία καθαρά αριθμητική νομιμοποίηση70. Σε αντίθεση με
την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία αντιμετωπίζει τις Η.Π.Α. ως
βασίλειο άκρας ελευθερίας, ο Toqueville καταλογίζει στο αμερικανικό
μοντέλο διακυβέρνησης ελάχιστη θεσμική προστασία του ατόμου
απέναντι στις καταπιεστικές τάσεις και ορέξεις της εκάστοτε
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας71. Η «τυραννία» της πλειοψηφίας,
κεντρική ιδέα στο έργο του, γίνεται αντιληπτή άλλοτε ως κατάφωρη
προσβολή των δικαιωμάτων των διαφωνούντων μειοψηφιών και άλλοτε ως
αναγκαίο κακό, υποχρεωτική -ελλείψει άλλης προτιμότερης- πηγή
νομιμοποίησης όλων των εξουσιών72.

Κατά την, εμπειρικά διαγνώσιμη, καθημερινή λειτουργία της


έμμεσης-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο Toqueville θεωρεί πως η
νομοθετική αστάθεια, δηλαδή η διαρκής μεταβλητότητα των έννομων
ρυθμίσεων, δεν είναι μια παθογένεια ή ένα ιάσιμο ελάττωμα, αλλά «δεινό
ενύπαρκτο στη δημοκρατική διακυβέρνηση»73.

Η ιδέα της δικαιοσύνης, εκφράζοντας την προαιώνια, φυσική


ελευθερία κάθε ατόμου, μπορεί να λειτουργήσει ως το μόνο όριο, ως ο
μόνος ηθικοπολιτικός/θεσμικός φραγμός στους –καταπιεστικούς για τις
μειοψηφίες- νόμους που θεσπίζει η εκάστοτε κοινοβουλευτική
πλειοψηφία. Τα θεσμικά αντίβαρα, συνεπώς, έχουν διπλό ρόλο: αφενός
συμβάλλουν στον εξορθολογισμό της δημοκρατικής διακυβέρνησης, στα
«απερίσκεπτα πάθη του αυτοκυβερνώμενου δήμου» κι, αφετέρου,
συντελούν στην «εύρυθμη συναρμογή των ιδεών»74, με προεξάρχουσα την
ιδέα της ατομικής ελευθερίας75.

Ο κανονιστικός ωφελιμισμός του John Stuart Mill76 αποτελεί το


επόμενο φιλελεύθερο βάθρο για την προστασία του εκάστοτε αυτόνομου
δρώντος από μια καταπιεστική πολιτική εξουσία. Ο Mill θεωρεί πως
υφίσταται αγεφύρωτη διάκριση και ανειρήνευτη πάλη μεταξύ ελευθερίας

70 Toqueville, ό.π., σ. 256 επ.


71 Toqueville, ό.π. σ. 261.
72 Toqueville, ό.π., σ. 260.
73 Toqueville, ό.π., σ. 258 επ.
74 Toqueville, ό.π., σ. 272.
75 Toqueville, ό.π., σ. 261.
76 Για την πρόσδεση του Mill στο άρμα του ωφελιμισμού, αλλά και την απόσταση της
δικής του εκδοχής (rule-oriented utilitarianism) από τον ωφελιμισμό του δασκάλου
του, Jeremy Bentham (act-oriented utilitarianism), βλ. Mill, John Stuart,
Ωφελιμισμός, μτφρ. Φ. Παιονίδη, Πόλις, Αθήνα 2013.

15
και εξουσίας77. Διαφοροποιούμενος από τον Toqueville, ο Mill δεν
επιχειρεί να αποδείξει ότι η αυτοκυβέρνηση του Δήμου έχει ολέθρια
αποτελέσματα για την προσωπική αυτονομία. Εστιάζει, κυρίως, στο ότι η
ιδέα της αυτοκυβέρνησης του λαού αυτή καθεαυτή αποτελεί μύθευμα,
καθώς στην πράξη δεν πρόκειται για διακυβέρνηση του καθένα από τον
εαυτό του, αλλά για διακυβέρνηση του καθένα από όλα τα υπόλοιπα
μέλη της πολιτικής κοινότητας. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η
δημοκρατία δεν αντανακλά τη «γενική βούληση», αλλά «τη βούληση της
αριθμητικά ισχυρότερης ή της πιο δραστήριας μερίδας του λαού» και,
συγκεκριμένα, της πλειοψηφίας ή όσων κατορθώνουν να γίνουν
αποδεκτοί ως πλειοψηφία78.

Η ελευθερία, πάντως, δεν ερμηνεύεται συσταλτικά, μονάχα ως


αξίωση αποχής της –δημοκρατικά νομιμοποιημένης- κρατικής εξουσίας
από μια απρόσβλητη σφαίρα προσωπικής αυτονομίας, αλλά
προσλαμβάνει και μια θετική-συμμετοχική διάσταση. Η ελευθερία, κατά
τον Mill, είναι πρώτα και κύρια ανεμπόδιστη έκφραση (π.χ. ελευθερία
σκέψης και λόγου) στο δημόσιο χώρο79. Με αυτό τον τρόπο, το άτομο,
από τη μια, διατηρεί ακέραιη την ανεξαρτησία του κι, από την άλλη,
συμβάλλει στη διάπλαση μιας ηθικής πολιτικής κοινότητας κι ενός
ωφέλιμου κοινωνικού βίου80.

Ο Mill κατατάσσεται, πάντως, ανεπιφύλακτα στη φιλελεύθερη


παράδοση, καθώς αναγνωρίζει την ιεραρχική υπεροχή της ατομικότητας,
εξυψώνοντας την προσωπική αυτονομία σε θεμελιωδέστερη προϋπόθεση
της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας81. Στο έργο του διακρίνεται
απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μεταξύ ιδιωτικής
και δημόσιας σφαίρας82. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η κρατικά
οργανωμένη πολιτική κοινωνία στα άτομα οφείλουν να αντιστοιχούν στην
ανταπόδοση κάποιας ωφέλειας, αλλιώς θεωρούνται ανομιμοποίητος
καταναγκασμός83. Έτσι, φραγμό στην ελεύθερη δράση των ατόμων δεν

77Mill, John Stuart, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Ν. Μπαλή, Επίκουρος, Αθήνα 1983, σ.
19.
78 Mill, ό.π., σ. 23.
79 Mill, ό.π., σ. 41 επ.
80Η ωφελιμότητα, εξάλλου, αποτελεί, κατά τον Mill, κριτήριο τόσο για την ατομική
αρετή όσο και για την πολιτική ηθικότητα του προσώπου (Mill, ό.π., σ. 34).
81 Mill, ό.π., σ. 100 επ.
82 Mill, ό.π., σ. 129 επ.
83 Mill, ό.π., σ. 129.

16
δύναται να θέσει η ανερμήνευτη «γενική βούληση», αλλά μόνο τα
δικαιώματα των άλλων ατόμων84.

Ο Mill θεωρεί πως η αυτοκυβέρνηση του Δήμου ως αυτοσκοπός


(ρουσσωϊκή «γενική βούληση») γεννά εξισωτισμό προς τα κάτω και
αναπαράγει τη μετριότητα, άρα και τη στασιμότητα, εντός του
κοινωνικού συνόλου85. Σε εμπειρικό επίπεδο, πιστεύει πως τα άτομα
δρουν ορθολογικότερα από την κυβερνητική εξουσία, για αυτό το λόγο
είναι αναγκαία η παρεμπόδιση της καταχρηστικής επέκτασης της
Κυβέρνησης σε ποικίλα πεδία του ατομικού βίου86. Τέλος, όσον αφορά
στην τεχνική της διακυβέρνησης, ο Mill αντιμετωπίζει τα «κυβερνητικά
κυκλώματα» ως ακατάλληλα κι ανίκανα να επεξεργαστούν τον ασύμμετρο
όγκο των πληροφοριών, άρα πριμοδοτεί τη μέγιστη δυνατή αποκέντρωση
των μηχανισμών λήψης αποφάσεων, δηλαδή τη διάχυση και διασπορά
της πολιτικής ισχύος87.

Η φιλελεύθερη οπτική της δημοκρατικής αρχής στηρίζεται στην


ερμηνευτική προαντίληψη ότι υφίσταται πλήρης αυτονομία μεταξύ
Κράτους (πολιτική εξουσία) και κοινωνίας (συνάρθρωση ατόμων). Έτσι,
εγκαταλείπεται η οργανιστική διάσταση της δημοκρατίας χάριν μιας πιο
πλουραλιστικής εκδοχής88. Στο πλαίσιο της φιλελεύθερης, συνταγματικά
οριοθετημένης, δημοκρατίας, η κυριαρχία εξακολουθεί να υφίσταται, όχι
όμως ως σχέση ταύτισης (όπως στη ρουσσωϊκή «γενική βούληση»), αλλά
ως «σχέση διαφοράς ανάμεσα στον αξιωματούχο και τον πολίτη ή, αλλιώς,
ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία» 89. Η «ανοιχτή κοινωνία»
αντικαθιστά τη «γενική βούληση» ως το ύπατο νομιμοποιητικό θεμέλιο
της πολιτικής εξουσίας και του έννομου καταναγκασμού90.

Η φιλελεύθερη έκφανση της δημοκρατικής αρχής («θεσμικό


αντίβαρο») έχει επικριθεί ως εξόχως απολογητική υπέρ των άνισων κι
εκμεταλλευτικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων στο πλαίσιο της
αστικής κοινωνίας και της φιλελεύθερης, καπιταλιστικής δημοκρατίας.

84Ασκώντας κριτική στον ατομιστικό ευδαιμονισμό του Mill, ο Held (βλ. Held, David,
Μοντέλα Δημοκρατίας, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Πολύτροπον, Αθήνα 2003, σ. 77) θεωρεί
πως, ωφελιμιστικά δικαιολογημένη, «η δημοκρατία γίνεται ένα μέσο για την επίτευξη
αυτών των στόχων (μεγιστοποίηση της ιδιωτικής ικανοποίησης), και όχι ένας σκοπός καθ’
εαυτόν για την πιθανή καλλιέργεια και την ανάπτυξη όλων των ανθρώπων».
85 Mill, ό.π., σ. 115.
86 Mill, ό.π., σ. 181-183.
87 Mill, ό.π., σ. 188.
88 Bobbio, ό.π., σ. 30.
89 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 133.
90 Για τις πολιτικές αρετές της «ανοιχτής κοινωνίας», βλ. Popper, Karl, Η ανοιχτή
κοινωνία και οι εχθροί της, μτφρ. Ε. Παπαδάκη, Παπαζήση, Αθήνα 2003.

17
Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι κάτω από τον πλουραλισμό των
συνεργαζόμενων ή ανταγωνιζόμενων συμφερόντων υποκρύπτεται ο
κτητικός ατομικισμός που διέπει τον πολιτικό φιλελευθερισμό ως
διακριτό ιδεολογικό ρεύμα91. Ο πλουραλισμός, στη σφαίρα του
πολιτικού εποικοδομήματος, λειτουργεί ως διαδικαστική εγγύηση για τη
λήψη τυπικά ορθών αποφάσεων (τυπική νομιμοποίηση). Ωστόσο, η
τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου συχνά συγκαλύπτει τις αντιθετικές-
ανταγωνιστικές ταξικές σχέσεις που εκδηλώνονται στη μονοπωλημένη –
από το κεφάλαιο- κυριαρχία επί των μέσων παραγωγής, άρα η αυτονομία
κράτους και κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας δεν μπορεί ποτέ να
είναι απόλυτη92 93. Η κρατική εξουσία νομιμοποιείται μεν στα μάτια των
κυβερνωμένων ως αμερόληπτος επιδιαιτητής των ταξικών συμφερόντων
(τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου), ωστόσο de facto λειτουργεί ως
θεσμικός υποστηρικτής της ιδιωτικής ιδιοποίησης και συσσώρευσης των
πόρων94.

Υπό αυτή την οπτική, η «δημοκρατία της ισορροπίας» εκκινεί από


την προαντίληψη και αναπαραγωγή του μοντέλου του «πλουραλιστικού
ελιτισμού»95. Κατά τον Schumpeter, η δημοκρατία ως αυτοκυβέρνηση
του Δήμου ή ως πολιτική ελευθερία αποτελεί σκέτη αυταπάτη. Η
δημοκρατική αρχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μέθοδος και, πιο
συγκεκριμένα, «είναι η θεσμική εκείνη ρύθμιση για τη λήψη πολιτικών

91 Για τον «κτητικό ατομικισμό» ως καταστατική αρχή του φιλελευθερισμού, βλ. C.B.
Macpherson, Ατομικισμός και ιδιοκτησία: Η πολιτική θεωρία του πρώιμου
φιλελευθερισμού από τον Hobbes ως τον Locke, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1986.
92Πάσχος, ό.π., σ. 372. Για τη σχετική, αλλά όχι πλήρη, αυτονομία μεταξύ κράτους
και κοινωνίας, μεταξύ θεσμικών διαρρυθμίσεων και παραγωγικών σχέσεων, βλ.
Πουλαντζάς, Νίκος (επιμ.), Η κρίση του κράτους, Παπαζήση, Αθήνα 1978.
93 Για την απουσία απόλυτης αυτονομίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας λόγω της
εκνομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων διά της άσκησης κρατικής εξουσίας, βλ. Held,
ό.π., σ. 280.
94Βλ. Offe, Claus, Contradictions of the Welfare State, Hutchinson, London 1984. H
Pateman (βλ. Pateman, Carole, The Problem of Political Obligation: A Critique of
Liberal Theory, Polity Press, London 1985, σ. 172 επ.) προχωρά ένα βήμα παραπέρα
τον συλλογισμό του Offe, καθώς θεωρεί πως η αναπόφευκτη εμπλοκή του κράτους στη
διατήρηση και την αναπαραγωγή των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων σχετικοποιεί εξ’
αρχής την υποχρέωση υπακοής στις –κρατικά εξαναγκαστές- έννομες ρυθμίσεις.
95Κατά τον Macpherson, η δημοκρατία της ισορροπίας «είναι πλουραλιστική κατά το ότι
ξεκινά από το θεώρημα, ότι η κοινωνία, στην οποία πρέπει να προσαρμοσθεί ένα σύγχρονο
δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, είναι πλουραλιστική, δηλαδή μια κοινωνία αποτελούμενη
από άτομα, που το καθένα τους σύρεται προς πολλές κατευθύνσεις από τα πολλά του
συμφέροντα, άλλοτε μαζί με μιαν ομάδα συνανθρώπων του κι άλλοτε μαζί με μιαν άλλη.
Είναι ελιτιστικό κατά το ότι αναθέτει τον κύριο ρόλο στην πολιτική διαδικασία σε
αυτοεπιλεγόμενες ομάδες ηγετών. Είναι μοντέλο ισορροπίας κατά το ότι παρουσιάζει την
δημοκρατική διαδικασία ως σύστημα που διατηρεί μιαν ισορροπία μεταξύ της ζήτησης και
της προσφοράς πολιτικών αγαθών» (C.B. Macpherson, Η ιστορική πορεία της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1994, σ. 115-116).

18
αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία τα άτομα αποκτούν την εξουσία ν’
αποφασίζουν διαμέσου μιας ανταγωνιστικής διεκδίκησης της ψήφου του
λαού»96.

Αν δεχθούμε τον αφορισμό του Schumpeter, συμπεραίνουμε ότι η


πολιτική αγορά ιδεών δανείζεται από την οικονομική αγορά συμφερόντων
τους τρόπους και τα μέσα νομιμοποίησής της. Σε μια τέτοια περίπτωση,
όμως, ο «νόμος της προσφοράς και της ζήτησης» υποκαθιστά πλήρως τη
δημοκρατική αρχή97.

Εγκαθιστώντας το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης στο πολιτικό


παίγνιο, ο φιλελευθερισμός αντιφάσκει, καθώς οι αυτονομημένες
σφαίρες πολιτικής-οικονομίας πλέον αλληλοδιαπλέκονται και η
οικονομία ορίζει πλήρως τον τρόπο διεξαγωγής του πολιτικού
παιχνιδιού98. Στο πλαίσιο μιας σύνθετης «οικονομίας της αγοράς», όπως
λέει και ο θυμόσοφος λαός, «ο χρόνος είναι χρήμα», και η βραδυκίνητη
δημοκρατική διαβούλευση δίνει τη θέση της στην τεχνοκρατική
αντιμετώπιση των ζητημάτων. Η ουσία της δημοκρατίας, όμως, έγκειται
στην ερμηνευτική προαντίληψη ότι όλα τα μέλη ορισμένης πολιτικής
κοινότητας μπορούν να αποφασίζουν για ό, τι τους αφορά. Η
τεχνοκρατία υπονομεύει καταστατικά τη δημοκρατία, καθώς στηρίζεται

96 Schumpeter, Joseph, Capitalism, Socialism and Democracy, 2nd ed., Harper &
Brothers, London-New York 1947, σ. 269. Για το ρόλο των κινήτρων και, γενικότερα,
του εργαλειακού ορθολογισμού στις διεργασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,
βλ. Downs, Anthony, Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, μτφρ. Θ. Αθανασίου,
Παπαζήση, Αθήνα 1997.
97 Εξετάζοντας τη στενή συνάφεια μεταξύ πολιτικής και οικονομικής αγοράς, ο
Macpherson επισημαίνει: «… στον βαθμό που το πολιτικό σύστημα, όπως και η
οικονομική αγορά, είναι αρκετά ανταγωνιστικό ώστε να περιέχει την άριστη προσφορά και
κατανομή πολιτικών αγαθών (άριστη σε σχέση με τις απαιτήσεις), δεν κάνει τίποτα άλλο
παρά να καταγράφει και να αντιδρά θετικά σ’ ό, τι οι οικονομολόγοι ονομάζουν ενεργή
ζήτηση, δηλαδή στις απαιτήσεις που έχουν αγοραστική δύναμη για να τις υποστηρίξει.
Στην οικονομική αγορά αυτό σημαίνει απλώς χρήμα, χωρίς να έχει σημασία αν το χρήμα
αυτό αποκτήθηκε επειδή απέδωσε η δραστηριότητα του κατόχου του ή με κάποιον άλλο
τρόπο. Στην πολιτική αγορά η αγοραστική δύναμη είναι σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως
αποκλειστικά, το χρήμα –το χρήμα που χρειάζεται για την υποστήριξη ενός κόμματος ή
ενός υποψηφίου σε μια προεκλογική εκστρατεία, για την οργάνωση μιας ομάδας πιέσεως
ή για την αγορά χώρου ή χρόνου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ή για να αποκτηθούν
μερικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) … Στον βαθμό που η πολιτική αγοραστική
δύναμη είναι χρήμα, μάλλον δεν μπορούμε να πούμε ότι η διαδικασία εξισορρόπησης
είναι δημοκρατική σε οποιαδήποτε κοινωνία σαν και τη δική μας, στην οποία υφίσταται
σημαντική ανισότητα πλούτου και ευκαιριών για πλουτισμό. Μπορούμε, αν θέλουμε, να
την ονομάζουμε ακόμα κυριαρχία του καταναλωτή. Όμως η κυριαρχία ενός συνόλου
καταναλωτών τόσο άνισων μεταξύ τους δεν είναι προφανώς δημοκρατική» (Macpherson,
Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ό.π., σ. 128-129).
98 Αναπόφευκτα, η δημοκρατία ως αγορά, όπως αποτυπώνεται από τον Schumpeter,
«μπορεί να στηρίξει το πολύ, μόνο μια ελάχιστη πολιτική ανάμιξη: εκείνη την ανάμιξη που
θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για τη νομιμοποίηση του δικαιώματος των
ανταγωνιστικών ελίτ να άρχουν» (Held, ό.π., σ. 170).

19
στην αντίθετη υπόθεση εργασίας ότι οι ειδήμονες μπορούν να
εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το γενικό συμφέρον99. Η
φιλελεύθερη δημοκρατία, υπό το πρίσμα μιας λειτουργιστικής
(functionalist) προσέγγισης, δεν αποτελεί πια θεσμικό αντίβαρο υπέρ
των δικαιωμάτων, αλλά ρύθμιση (regulation) εκ των προτέρων
ιεραρχημένων, ατομικών συστημάτων επιθυμιών100.

Τίθεται πάλι αμείλικτο το ερώτημα, κατ’ αντίστροφη φορά προς


την πλειοψηφική θεμελίωση της δημοκρατίας (υποενότητα α΄). Πώς είναι
δυνατό να διατηρηθεί αλώβητη η δημοκρατική αρχή, όταν το
ηθικοπολιτικό της φορτίο και η σημασιολογική της έννοια (λαός)
απογυμνώνεται από κάθε συλλογικό περιεχόμενο και καταπίπτει σε ένα
προκαθορισμένο σύστημα ατομικών συμφερόντων-επιθυμιών;

δ) Η δημοκρατική αρχή ως «πολιτική ελευθερία»

Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, τοποθετεί τα πολιτεύματα σε


δύο άξονες. Με κριτήριο το εάν φορέας της κυριαρχίας είναι ένα μόνο
φυσικό πρόσωπο, λίγοι ή οι «πολλοί», τα πολιτεύματα διακρίνονται σε
μοναρχικά, αριστοκρατικά και δημοκρατικά αντίστοιχα. Η δεύτερη
διαχωριστική γραμμή έγκειται στο αν η κυριαρχία, ως εφαρμοσμένη
διακυβέρνηση πια, ασκείται κατά τον προσήκοντα τρόπο («ορθά
πολιτεύματα») ή στρεβλά («παρεκκλίσεις»), οπότε εκτρέπεται σε
«τυραννία», «ολιγαρχία» και «δημοκρατία» (οχλοκρατία, κατά τη σύγχρονη
του όρου έννοια)101. Προκειμένου να ξεχωρίσουμε πότε η διακυβέρνηση
ασκείται ορθά και πότε όχι, εξετάζουμε αν πραγματώνεται ή, αντίθετα,
υπονομεύεται ο ύψιστος σκοπός κάθε πολιτικής κοινότητας. Κατά τον
Αριστοτέλη, η Πολιτεία (ιδεατή μορφή της δημοκρατικής διακυβέρνησης)
εδράζεται στην ενεργό πολιτική συμμετοχή καθενός και όλων μαζί για
την ανεύρεση και εξυπηρέτηση του «κοινού αγαθού», δηλαδή του γενικού
συμφέροντος102. Η προώθηση του συλλογικού αυτού στόχου («κοινό

99 Bobbio, ό.π., σ. 43.


100 Για μια λειτουργιστική προσέγγιση της πολιτικής, κατ’ αντανάκλαση ατομικών
συμφερόντων, προτιμήσεων και συστημάτων επιθυμιών, βλ. Parsons, Talcott, The
Social System, The Free Press, New York 1951. Για τη νομιμοποιητική λειτουργία που
επιτελούν οι διαδικασίες σε «πολυσύνθετα» κοινωνικά συστήματα επιμεριστικών
συμφερόντων, βλ. Luhmann, Niklas, Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας, μτφρ. Κ.
Βαθιώτη, Κριτική, Αθήνα 1999.
101 Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1279a-1281a.
102 Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1279a, 40-43.

20
αγαθό») διασφαλίζεται μονάχα μέσω της ισότιμης συμμετοχής όλων των
πολιτών, χωρίς αποκλεισμούς, στις δημόσιες υποθέσεις103.
Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι η ιδέα της πολιτικής ελευθερίας και της
πολιτικής ισότητας104 ενυπάρχει στη ρεπουμπλικανική θεώρηση της
δημοκρατικής αρχής (res publica)105.

Η ανεύρεση και πραγμάτωση του «κοινού αγαθού» αποτελεί


αυτοσκοπό της ιδιότητας του πολίτη, ωστόσο η αντίληψη αυτή διαφέρει
ουσιαστικά σε σχέση με το ρουσσωϊκό ιδεώδες, την αυτοκυβέρνηση του
δήμου διά της προαγωγής της «γενικής βούλησης».

Η πολιτική ελευθερία έρχεται σε καταστατική αντίθεση με την


ύπαρξη μιας (δήθεν) αλάθητης «γενικής βούλησης» που ενσαρκώνει με
αδιαίρετο τρόπο την ενότητα του κυρίαρχου λαού. Ο λαός, εξάλλου, δεν
είναι δυνατό να νοηθεί καθαρά μεταφυσικά (ενιαίο κι αδιαίρετο πολιτικό
σώμα)106, πέραν και έξω των πραγματικών, άλλοτε συμβιωτικών και
άλλοτε ανταγωνιστικών, κοινωνικών του σχέσεων107. Στο σημείο αυτό θα
πρέπει να απορρίψουμε την οργανική θεώρηση της λαϊκής κυριαρχίας,
προσφιλή αντίληψη του γερμανικού συνταγματικού θετικισμού στις
αρχές του 20ου αιώνα. Κατά την οργανική πρόσληψη του κυρίαρχου
λαού, ο λαός ως ενιαίο πολιτικό σώμα ταυτίζεται απρόσωπα και
αφηρημένα με το κράτος ως οργανωτική δομή, δηλαδή ως θεσμικά
οργανωμένο νομικό πρόσωπο. Η αντίληψη αυτή μπαίνει στο στόχαστρο
του κοινωνιολογικού θετικισμού του Αρ. Μάνεση, κατά τον οποίο η
κυριαρχία δεν πηγάζει απλώς, αλλά ανήκει στο λαό όχι ως αφηρημένη
οντότητα, «αλλά εις τα συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία τον αποτελούν,
όλοι οι πολίται, ut singuli, και έκαστος τούτων είναι φορεύς ενός ίσου
ποσοστού της κυριαρχίας»108. Η πολιτική ελευθερία εμπεριέχει τόσο την
αρνητική-αμυντική, όσο και τη θετική-συμμετοχική εκδοχή της

103Όπως επισημαίνει ο Μανιτάκης, η δημοκρατική αρχή συνιστά «πολιτική διεκδίκηση


της συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας» (Μανιτάκης, Αντώνης, «Η
δημοκρατική αρχή στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση και οι λογικές και ιστορικές
προεκτάσεις της», στο: Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση, Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 1994, σ. 337 επ., ιδίως σ. 338).
104 «ελευθερίαν την κατά το ίσον» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1317b, 14-27).
105Για μια ρεπουμπλικανική, νέο-αριστοτελική θεώρηση της πολιτικής ελευθερίας, βλ.
Skinner, Quentin, Η ελευθερία προτιμότερη από τον φιλελευθερισμό, μτφρ. Α. Παρίση,
Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002.
106Κατά τον Μανιτάκη (Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αριστόβουλου
Μάνεση…», ό.π., σ. 351), «η παράσταση της θέλησης του λαού ως ενιαίας και συμπαγούς
αποτελεί πλάσμα νομικό, πολιτικό μύθο».
107Χρυσόγονος, Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, β΄ αναθ. έκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 242.
108Μάνεσης, Αριστόβουλος, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη 1961 (1965), σ. 61-63.

21
ελευθερίας, καθώς επιτρέπει την ανεμπόδιστη έκφραση όλων των
ιδεολογικών απόψεων στο πλαίσιο της οργανωμένης πολιτικής
κοινότητας109. Ο πλουραλισμός των –ατομικά και συλλογικά-
αυτοπροσδιοριζόμενων υποκειμένων, δηλαδή ο πλουραλισμός των αξιών
και των συμφερόντων τους, αποτελεί λόγο ύπαρξης, ηθικοπολιτικό
φορτίο και τελολογικό ορίζοντα της δημοκρατικής αρχής.

Η αρχή της πολιτικής ελευθερίας καθιστά τον λαό όχι απλώς


νομιμοποιητικό θεμέλιο της κρατικής εξουσίας, αλλά «ενεργό και
δραστήριο εκφραστή της κυριαρχίας»110, ο οποίος επικοινωνεί διαρκώς,
κατά διαμεσολαβημένο τρόπο, με τους κυβερνώντες.

Η πολιτική ισότητα αναγορεύεται σε καταστατική αρχή της


φιλελεύθερης δημοκρατίας111. Η ερμηνεία της δεν περιορίζεται σε μια
τυπική-αριθμητική ίση μεταχείριση ενώπιον του νόμου, αλλά
προσλαμβάνει μια θετική-συμμετοχική διάσταση, καθώς η πραγμάτωσή
της εξαρτάται από την επί ίσοις όροις συνένωση και συμμετοχή των
ατόμων-πολιτών σε ομάδες, υπερβαίνοντας έτσι τα φιλελεύθερα στεγανά
της ατομικής ελευθερίας112. Η ελευθερία, στο πλήρες κανονιστικό της
ανάπτυγμα (αρνητική και θετική), δεν αντιτίθεται στην ισότητα, αλλά
θεμελιώνεται στην αρχή της πολιτικής ισότητας, καθώς αυτή η τελευταία
εγγυάται τον ατομικό και συλλογικό αυτοπροσδιορισμού των μελών της
εκάστοτε πολιτικής κοινότητας113. Με τη σειρά τους, η ελευθερία και η
ισότητα (κορυφαίες αξίες της νεωτερικότητας) δεν προϋπάρχουν -ως
φυσικά κι αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα- της δημοκρατίας, αλλά
αποτελούν τη «λογική συνεπαγωγή» της ίσης πολιτικής συμμετοχής.
Έτσι, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία διαγράφουν κοινή τροχιά114.

Η θεμελίωση της δημοκρατικής αρχής στις αρχές της πολιτικής


ελευθερίας και της πολιτικής ισότητας απομυθοποιεί και, συνάμα,
αποδαιμονοποιεί την αρχή της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία δεν
αποτελεί, κατά τη ρεπουμπλικανική αντίληψη της δημοκρατίας,
αποτύπωση της αλάθητης «γενικής βούλησης», αλλά ούτε και θανάσιμο
κίνδυνο για τα ατομικά δικαιώματα-ελευθερίες. Η πλειοψηφία συνιστά

109 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 237.


110 Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αρ. Μάνεση», ό.π., σ. 347.
111 Dahl, Robert, Alan, Περί δημοκρατίας, μτφρ. Β. Κόρκα, Ψυχογιός, Αθήνα 2001, σ.
61.
112 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 236.
113 Μανιτάκης, Αντώνης, «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία ως παράδειγμα αυτοπροσδιορισμού
του πλήθους…» στον: Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τ. ΙΙΙ, ό.π., σ. 43 επ.,
ιδίως σ. 57.
114 Μανιτάκης, «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία…», ό.π., σ. 58, Βοbbio, ό.π., σ. 25.

22
τεχνικό-διαδικαστικό κανόνα115 για την ευρυθμία του δημοκρατικού
κράτους δικαίου, λειτουργώντας ως μέθοδος λήψης αποφάσεων. Η
πλειοψηφία δεν νομιμοποιεί αφ’ εαυτής την πολιτική εξουσία, αλλά
προϋποθέτει την ύπαρξη της μειοψηφίας116. Η μειοψηφία νομιμοποιεί
την πλειοψηφία και αυτή, με τη σειρά της, (αυτο)δεσμεύει τα πολιτικά
υποκείμενα. Η δημοκρατική αρχή, κατά την αντίληψη αυτή, υπερβαίνει
την πλειοψηφική θεώρησή της και στηρίζεται στη διαλεκτική σύνθεση
πλειοψηφίας-μειοψηφίας117. Η συμπερίληψη του μέγιστου δυνατού
αριθμού «αυτοπροσδιοριζόμενων» και «αυτοκυβερνώμενων», δηλαδή
πολιτικώς ελεύθερων ατόμων, νομιμοποιεί τις αποφάσεις των
κυβερνώντων έναντι των κυβερνωμένων118. Υπό το πρίσμα της
συμπερίληψης, η αρχή της πλειοψηφίας ανάγεται σε «συμβιβαστική
αρχή», η οποία εγγυάται την ειρηνική συνύπαρξη των αντιμαχόμενων
μερών (πλειοψηφία-μειοψηφία) και συμβάλλει στη νομιμοποίηση της
πολιτικής εξουσίας119. Συνεπώς, η αρχή της πλειοψηφίας πραγματώνει
διαδικαστικά την λαϊκή κυριαρχία, ωστόσο η νομιμοποίηση της –
πλειοψηφούσας- πολιτικής εξουσίας εξαρτάται πρώτα και κύρια από την
κατοχύρωση της ελευθερίας επιλογής ανάμεσα σε περισσότερες
εναλλακτικές, με εγγυημένη, παράλληλα, την προστασία ενός
απρόσβλητου πυρήνα θεμελιωδών δικαιωμάτων120.

Το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας»121


αποκτά μια διακυβερνητική και μια διαβουλευτική διάσταση.

Ως καθημερινή άσκηση διακυβέρνησης, η πολιτική ελευθερία


διασφαλίζεται πληρέστερα μέσω της διάχυσης της εξουσίας σε
περισσότερους πόλους, άρα προκρίνεται η αποκεντρωμένη έναντι της

115 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 242.


116 Kelsen, ό.π., σ. 117.
117 Όπως τονίζει ο Μανιτάκης (Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αρ.
Μάνεση», ό.π., σ. 352), «είναι η σχέση πλειοψηφίας-μειοψηφίας που εκφράζει και
ενεργοποιεί πλήρως τη λαϊκή κυριαρχία και όχι η μονομερής αναγωγή στη θέληση της
πλειοψηφίας».
118 Μάνεσης, Αι εγγυήσεις… ΙΙ, ό.π., σ. 49.
119Σχετικά με την αρχή της πλειοψηφίας ως «συμβιβαστική αρχή», η οποία συντελεί
στη διαδικαστική νομιμοποίηση του κοινοβουλευτικού παιγνίου, βλ. Kelsen, ό.π., σ.
120-121.
120Bobbio, ό.π., σ. 22 επ. Σχετικά με την υπεράσπιση και την αποδοκιμασία της αρχής
της πλειοψηφίας από ετερόκλητους στοχαστές των δημοκρατικών θεσμών, βλ.
Γαρυπίδης, Νικόλαος, Δικαιολόγηση και κριτική της αρχής της πλειοψηφίας στη
θεωρία της δημοκρατίας, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2012.
121Μάνεσης, Αριστόβουλος, Αι εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος Ι, Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη 1956, σ. 17-18.

23
συγκεντρωτικής διοικητικής δομής122. Η ενότητα της κυριαρχίας δεν
αναιρείται από τη διάχυση της αρμοδιότητας σε περισσότερα κέντρα,
καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο πλουραλισμός συνέχει τη δημοκρατική
αρχή123. Ωστόσο, η πολυαρχία, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
κοινωνικοοικονομικού μοντέλου, υπονομεύεται από την άνιση πρόσβαση
των –οικονομικά άνισων- μερών στην κατανομή των πολιτικών πόρων124.
Η ατομική και η πολιτική ελευθερία αδυνατούν να παράσχουν πλήρη
ουσιαστική νομιμοποίηση στις αντιπροσωπευτικές διεργασίες, χωρίς να
συνοδεύονται από μια στοιχειώδη εμβάθυνση της κοινωνικής
δημοκρατίας125. Η διασφάλιση μεριδίου ίσης ελευθερίας, άρα, πάνω απ’
όλα, ίσης πολιτικής συμμετοχής προϋποθέτει την άρση των αποκλεισμών
στην κατανομή των υλικών και θεσμικών πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται η
αξιοπρεπής απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε όλα τα μέλη της
πολιτικής κοινότητας126. Η ταξική διαστρωμάτωση των ώριμων αστικών
κοινωνιών ενσωματώνει το κράτος πρόνοιας στο –αναπόφευκτα ατελές-
αίτημα για διαρκή διεύρυνση των ορίων της πολιτικής ελευθερίας. Έτσι,
έρχεται στο προσκήνιο, εκτός από την ατομική και την πολιτική, και η
κοινωνική ιδιότητα του πολίτη127 128.

Η πολιτική ελευθερία του κυρίαρχου λαού δεν μεταφράζεται σε


άνευ όρων συγκατάθεση στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του, αλλά
απαιτεί τη διαρκή επαγρύπνηση των ελεύθερων και υπεύθυνων
πολιτών129. Εξάλλου, χαρακτηριστικό γνώρισμα της αστικής κοινωνίας

122Για τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως «πολυαρχία», βλ. Dahl, Robert Allan, Περί


δημοκρατίας, μτφρ. Β. Κόρκα, Ψυχογιός, Αθήνα 2001.
123 Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αρ. Μάνεση…», ό.π., σ. 354 επ.
124 Dahl, ό.π., σ. 233. Ασκώντας αυτοκριτική στην πολυαρχική θεώρηση της
δημοκρατίας, ο Dahl (ό.π., σ. 210) υποστηρίζει ότι «…μία οικονομία της καπιταλιστικής
αγοράς βλάπτει σοβαρά την πολιτική ισότητα: οι πολίτες που είναι οικονομικά άνισοι είναι
απίθανο να είναι πολιτικά ίσοι».
125 Για τη σύνδεση μεταξύ του κοινωνικού ζητήματος και του εκδημοκρατισμού της
πολιτικής ζωής, βλ. Μάνεσης, Αριστόβουλος, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος
ΙΙ, ό.π., σ. 66 και Σβώλος, Αλέξανδρος, «Η κοινωνική κατεύθυνσις εν τη εξελίξει του
κράτους», στο: Α. Σβώλος (επιμ.), Νομικαί μελέται, τ. Β, Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι
1958, σ. 157 επ..
126Balibar, Etienne, Η αντινομία της ιδιότητας του πολίτη, μτφρ. Α. Στυλιανού,
Σύγχρονα Θέματα, τ. 106 (2009), σ. 26-50, ιδίως σ. 29.
127Balibar, ό.π., σ. 33-34. Σχετικά με την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, βλ. T.H.
Marshall / T. Bottimore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, μτφρ. Ο.
Στασινοπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2001.
128 Για το –εξίσου- πολιτικό και ανθρώπινο «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα» ως
ηθικοπολιτικό βάθρο των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, βλ.
Arendt, Hannah, The Origins of Totalitarianism, Schocken Books, New York 1951.
129Δρόσος, Γιάννης, «Το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική» της δημοκρατικής άσκησης
της εξουσίας στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση», στο: Χαρμόσυνο Αριστόβουλου
Μάνεση, ό.π. σ. 279 επ.

24
είναι η σχετική (όχι, πάντως, απόλυτη) αυτονομία μεταξύ της ιδιωτικής
(συναλλακτικής-ανταλλακτικής) και της δημόσιας σφαίρας130. Ανάμεσα
στην ιδιωτική και τη συλλογική διάσταση της αυτονομίας, ανάμεσα στην
κοινωνία των πολιτών και την –κρατικά οργανωμένη- πολιτική κοινωνία
δεν υφίστανται σχέσεις ανειρήνευτου ανταγωνισμού, αλλά αμοιβαίας
αλληλεπίδρασης131.

Η νεοκαντιανή θεώρηση της αυτονομίας, υπό την οπτική του


Jürgen Habermas, ανέδειξε την ιδέα της διαβουλευτικής-συμμετοχικής
δημοκρατίας132. Ο Γερμανός φιλόσοφος επιχειρεί να νομιμοποιήσει την
πολιτική εξουσία με σημείο αναφοράς τον διαλογικό ορθολογισμό των
πολιτικών υποκειμένων σε ένα καθολικά ανοιχτό δημόσιο forum. Το
επικοινωνιακό ενέργημα, τόσο ως εκφορά δημόσιου λόγου όσο και ως
δημοσιότητα των αποφάσεων, γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της
εφαρμοσμένης πολιτικής και της αφηρημένης ηθικής133. Μέσω της
«κατασκευής» μιας δημόσιας σφαίρας επικοινωνίας, ο Habermas
αποπειράται να συμφιλιώσει την αφηρημένη Ιδέα (κίνηση από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο και αντιστρόφως) του Hegel με τη μαρξική
θεώρηση του κόσμου («ιστορικός υλισμός»), ώστε να αποτυπώσει και, εν
συνεχεία, να αναμορφώσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικής και
οικονομίας134.

Ο Habermas επιζητεί την επίτευξη ορθολογικής συναίνεσης ή,


ορθότερα, συμβιβασμού μεταξύ των αντιτιθέμενων απόψεων135.
Αντιμετωπίζει την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής και τη βελτίωση
της ποιότητας του δημοκρατικού διαλόγου ως αυταξίες της
κοινωνικοπολιτικής συμβίωσης. Εξάλλου, όπως προειδοποιεί ο Balibar,
χωρίς την (αυτο)βελτίωση των πολιτών, υφίσταται ο βάσιμος κίνδυνος το
αίτημα της ίσης ελευθερίας («ισοελευθερίας») για όλους να εκτραπεί σε
μια φαντασιακή «ισοδυναμία λόγων και εικόνων που χρησιμοποιούν

130Habermas, Jürgen, The Structural Transformation of the Public Sphere, transl.


by Thomas Burger, The MIT Press, Cambridge-Massachusetts 1989, σ. 30.
131 Habermas, ό.π., σ. 141 επ.
132 Για τη διαβουλευτική δημοκρατία (deliberative democracy) ως «θεσμικό αντίβαρο»
(institutional safeguard) στην τυραννία της κυβερνητικής (κοινοβουλευτικής)
πλειοψηφίας, βλ. Gerapetritis, George, “Deliberative Democracy: Within and beyond
the State”, στο: Papadopoulou / Pernice / Weiler (eds.), Legitimacy Issues of the
European Union in the Face of Crisis: Dimitris Tsatsos in memoriam, Nomos,
Baden-Baden 2017, σ. 25 επ., ιδίως σ. 25.
133 Habermas, ό.π., σ. 102 επ.
134 Habermas, ό.π., σ. 117 επ.
135 Habermas, ό.π., σ. 250.

25
(άκριτα) διάφορες κοινωνικές ομάδες για να ταυτιστούν σε έναν κοινό
συνασπισμό εξουσίας»136.

Επισημαίνεται, πάντως, ο κίνδυνος μετατόπισης της κυριαρχίας


από τη νομική-κανονιστική στη φυσικοδικαιική-πολιτειολογική της
διάσταση137. Η νεωτερική δημοκρατία ως «συνταγματικό κράτος
δικαίου»138 δεν εδράζεται σε ένα υπερβατικό, οιονεί μεταφυσικό (π.χ.
τελολογικό, αρεολογικό κ.λπ.), θεμέλιο, αλλά αρκείται στην τήρηση των
διαδικαστικών προϋποθέσεων λειτουργίας της, προκειμένου να
διασφαλίζεται η πολιτική ελευθερία των κυβερνωμένων139. Η κυριαρχία,
εξάλλου, δεν έγκειται σε μια επ’ άπειρον αναγωγή στην αυθεντική
βούληση ενός διανοητικά ασύλληπτου κυριάρχου (λαός, έθνος), αλλά
αποτελεί ένα σύνθετο, διαμεσολαβημένο φαινόμενο που λαμβάνει σάρκα
και οστά εντός και διά της εφαρμοσμένης πολιτικής140. Έτσι, η άσκηση
της κυριαρχίας δεν αποχωρίζεται από μια δήθεν προϋπάρχουσα,
εξωνομική, ουσία της κυριαρχίας, αλλά συνιστά την ύπαρξη, την –
κανονιστικά ενδιαφέρουσα- πραγματική ζωή της κυριαρχίας141.

Συνεπώς, κατά τη ρεαλιστική πρόσληψη της κυριαρχίας, η


διασφάλιση της πολιτικής ελευθερίας προϋποθέτει την εγκατάλειψη της
μεταφυσικής θεώρησης της κυριαρχίας142. Η δημοκρατική αρχή
διασαφηνίζεται, αποκρυσταλλώνεται και πραγματώνεται στο πλαίσιο της
αντιπροσωπευτικής αρχής, η οποία όχι απλώς θεσμίζει τον δημοκρατικά
εκλεγμένο κυρίαρχο, αλλά ταυτόχρονα παρέχει τον δικαιολογητικό λόγο
για την τήρηση της εκφρασμένης βούλησής του143.

Η καθαρά διαδικαστική θεώρηση της δημοκρατικής αρχής,


δηλαδή η ταύτιση της πολιτικής ελευθερίας με την αντιπροσώπευση,
ωστόσο, απενεργοποιεί τη διαλεκτική της δημοκρατίας. Η ιδιότητα του
πολίτη δεν εκδηλώνεται μονάχα κατά τη «στιγμή» της εκλογής των
αντιπροσώπων του, αλλά συνέχεται διαρκώς μέσα από τους κοινωνικούς-

136 Balibar, ό.π., σ. 41.


137 Καραβοκύρης, Γιώργος, Το Σύνταγμα και η Κρίση, ό.π., σ. 60.
138 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 143.
139 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 145.
140Καραβοκύρης, ό.π., σ. 68. Όπως τονίζει εμφατικά ο Καραβοκύρης, «κοντολογίς, η
σύλληψη του «κυρίαρχου λαού» φαίνεται να δεσπόζει κυρίως στο φαντασιακό της νομικής
θεωρίας, καθώς διαψεύδεται πλήρως από την εμπειρική παρατήρηση του δικαίου»
(Καραβοκύρης, ό.π., σ. 73-74).
141 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 70.
142Για την εμπειρική (νομιναλιστική και λειτουργιστική) θεώρηση της κυριαρχίας, αντί
για τη μεταφυσική/απεικονιστική πρόσληψή της, βλ. Hobbes, Λεβιάθαν, ό.π., κεφ. 16,
Καραβοκύρης, ό.π., σ. 117 επ.
143 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 118-119.

26
κινηματικούς μετασχηματισμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος144.
Έτσι, η μεταφυσική της κυριαρχίας δεν εξαντλείται σε μια στιγμιαία
εμπειρία (εκλογές), αλλά παραμένει «ανοιχτή ρήτρα»145, η οποία
ανανοηματοδοτείται μέσα από τη διαρκή επικοινωνία κυβερνώντων-
κυβερνωμένων146. Επομένως, αν η δημοκρατική αρχή έχει (πράγματι)
κάποιο αυτοτελές ηθικοπολιτικό φορτίο και δεν είναι ένα αδειανό
πουκάμισο147, αυτό έγκειται στη διασφάλιση όρων πολιτικής ισότητας
και ελευθερίας για τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαχείριση των
δημόσιων πραγμάτων, δηλαδή στην άσκηση της δημοκρατικής
εξουσίας148. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνδεθεί,
εννοιολογικά και πρακτικά, η δημοκρατικά οργανωμένη κυριαρχία με
τον βεμπεριανό ιδεότυπο του «δημοψηφισματικά εκλεγμένου ηγέτη»149.

ε) Νομιμοποιητική και εγγυητική λειτουργία της


δημοκρατικής αρχής

Το –κλασικό πια- ακαδημαϊκό debate Κων/νου Τσάτσου-


Αριστόβουλου Μάνεση150, το οποίο διεξήχθη κατά την ταραγμένη
δεκαετία του 1960, μας επιτρέπει να αντλήσουμε χρήσιμα διαχρονικά
συμπεράσματα για τους όρους που θέτει η δημοκρατική αρχή, αλλά και
για τα «θεσμικά αντίβαρα» που πρέπει να τίθενται στη δράση των –
δημοκρατικά εκλεγμένων- κρατικών οργάνων.

Ο ιδεαλιστής Κων/νος Τσάτσος, συνδυάζοντας τη νεοπλατωνική με


τη νεοκαντιανή θεώρηση της πολιτικής εξουσίας, επιχειρεί να εφαρμόσει

144 Balibar, ό.π., σ. 30.


145 Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή…», ό.π., σ. 346-349.
146 Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή…», ό.π., σ. 349.
147 Δρόσος, «Το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική» της δημοκρατικής άσκησης της
εξουσίας…», ό.π, σ. 291.
148 Μανιτάκης, «Η δημοκρατική αρχή…», ό.π., σ. 349.
149Weber, Max, Οικονομία και Κοινωνία, τ. Ι (Κοινωνιολογικές Έννοιες), μτφρ. Θ.
Γκιούρα, Σαββάλα, Αθήνα 2005, σ. 307 επ..
150Για το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο και τις προεκτάσεις του διαλόγου Κ. Τσάτσου-
Αρ. Μάνεση, βλ. Γιαννόπουλος, Κωνσταντίνος, Κ.Δ. Τσάτσος – Α.Ι. Μάνεσης, Διάλογος
τον οποίο αξίζει και πρέπει να συνεχίσουμε: Η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Kαντ
και του Μαρξ στον ελληνικό νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του Κράτους,
Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σ. 117 επ.

27
το πλατωνικό μοντέλο του «φιλοσόφου-βασιλέα»151 σε μια νεωτερική
αστική κοινωνία. Η δέσμευση των «βασιλικών ανδρών» από τις επιταγές
του Ορθού Λόγου (ή της πλατωνικής Ιδέας) νομιμοποιεί, κατά αμάχητο
τεκμήριο, την πολιτική τους εξουσία152. Η ίδια η άσκηση της πολιτικής
εξουσίας δε νοείται ως αυτοσκοπός, αλλά τείνει προς την πραγμάτωση
κάποιου τελικού σκοπού-αγαθού, ο οποίος εξειδικεύεται με ορθολογικό,
οιονεί αντικειμενικό τρόπο κατά την κυριαρχική βούληση των ηγητόρων
της πολιτείας153. Η τυπική-αριθμητική ισότητα της ψήφου δεν
συνεπάγεται την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση,
καθώς οι πολλοί επηρεάζονται, (δια)μορφώνονται και καθοδηγούνται από
τους ολίγους («άριστους»). Για αυτό το λόγο, άλλωστε, η δημοκρατία,
κατά τη νεοπλατωνική οπτική του Κ. Τσάτσου, χαρακτηρίζεται ως το πιο
αριστοκρατικό πολίτευμα154. Οι νόμοι και οι θεσμοί δεν έχουν
αυτοδύναμη ηθικοπολιτική και κανονιστική αξία155, αλλά την αντλούν
από τους «καλοκάγαθους» και «σωφρονες» γεννήτορές τους («βασιλικούς
άνδρες»), οι οποίοι τους θέτουν και τους εφαρμόζουν με σύνεση156.

Στην αντίπερα όχθη, ο Αρ. Μάνεσης, απαντώντας στη διανοητική


πρόκληση του Κ. Τσάτσου, επιχείρησε να αναδείξει την εγγενή
ασυμβατότητα ανάμεσα στους «βασιλικούς άνδρες» και στη δημοκρατική
διακυβέρνηση157. Κατά τον Μάνεση, η δημοκρατική αρχή υφίσταται και
λειτουργεί χάριν της πολιτικής ελευθερίας158. Άρα, οποιαδήποτε
προσωπολατρική νόθευση των –καθολικών και αντικειμενικών- θεσμών
πλήττει καίρια τις –φιλελεύθερες και δημοκρατικές- εγγυητικές ρήτρες
υπέρ των κυβερνωμένων159. Η ελευθερία των κυβερνωμένων, η πολιτική
ελευθερία, δεν μπορεί να κατοχυρωθεί επαρκώς, όταν εξαρτάται

151Πλάτων, Πολιτεία, 473 d. («ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλείς


τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως και ικανώς, και τούτο εις ταυτόν
ξυμπέση, δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία…»).
152Όπως υποστηρίζει με στόμφο ο Κ. Τσάτσος, «το πράττειν κατά λόγον είναι ταυτόσημον
προς το πράττειν κατ’ ελευθερίαν», Τσάτσος, Κωνσταντίνος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», Νέον
Δίκαιον 1962, σ. 163 επ. (όπως παρατίθεται στο Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 128).
153 Κ. Τσάτσος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 129).
154 Κ. Τσάτσος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», ό.π., (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 130).
155 Στο ύστερο πλατωνικό έργο, οι νόμοι (θεσμοί) διαθέτουν εγγενή αξία, ωστόσο
προορίζονται ως κανονιστικό υποκατάστατο του «φιλοσόφου-βασιλέα» σε περίπτωση
έλλειψης αυτού («νόμους ανθρώπων αναγκαίον τίθεσθαι και ζην κατά νόμους ή μηδέ
διαφέρειν των πάντων αγριωτάτων θηρίων» (Πλάτων, Νόμοι, 874 e).
156 Κ. Τσάτσος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 131).
157Μάνεσης, Αριστόβουλος, «Περί Βασιλικών Ανδρών», Νέον Δίκαιον 1962, σ. 371 επ.
(όπως παρατίθεται στο Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 133).
158 Μάνεσης, Αριστόβουλος, «Το συνταγματικόν δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής
ελευθερίας», Αρμενόπουλος 1962, σ. 535 επ.
159 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 136).

28
αποκλειστικά από την αγαθή προαίρεση των κυβερνώντων160. Εξάλλου,
παραμένει ασαφές ποιος θα κρίνει και με ποια κριτήρια το αν αξίζει
κάποιος τον τιμητικό τίτλο του «βασιλικού ανδρός»161. Παράλληλα, μια
αριστοκρατική πρόσληψη της κυριαρχίας συνεπάγεται a priori την
υπονόμευση του μοναδικού επίκοινου σκοπού της πολιτικής κοινότητας,
τη διάγνωση και εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος162.

Κατά τον κοινωνιολογικό θετικισμό του Μάνεση, οι νόμοι και οι


θεσμοί δεν είναι σταθερές κι αμετάβλητες πολιτικές επιλογές των
κυβερνώντων, αλλά αποκρυσταλλώνουν κανονιστικά τους συσχετισμούς
δύναμης που ενυπάρχουν ανά πάσα στιγμή στο εσωτερικό μιας
ζωντανής, διαρκώς μεταβαλλόμενης, κοινωνίας. Δεν αποτελούν, συνεπώς,
παραχώρηση των κυβερνώντων, αλλά κατάκτηση των κυβερνωμένων163.

Ο προαναφερόμενος συνταγματικός διάλογος καταδεικνύει τη


σημασία που έχει η πολιτική ελευθερία ως νομιμοποιητικό βάθρο της
πολιτικής εξουσίας και ως εγγυητική ρήτρα υπέρ των κυβερνωμένων164.
Πράγματι, σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο, η πολιτική σωφροσύνη και η
ορθολογική διακυβέρνηση εγγυώνται την ομαλή και απρόσκοπτη
λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος165. Η ορθολογικοποίηση της
πολιτικής, όμως, εκκινεί, από την ισότιμη πολιτική συμμετοχή. Ένας
στείρος, «τεχνοκρατικός» ορθολογισμός καταλήγει στο ίδιο ακριβώς
αδιέξοδο που απολήγει και η εμμονική πίστη στην αδιαμεσολάβητη
αυτοκυβέρνηση του πλήθους: αναιρεί την προσωπική και συλλογική
αυτονομία166.

Η αυτονομία, ως έννομα διευθετημένη ελευθερία167, εξάλλου, δεν


αποτελεί έναν ακόμα νεωτερικό στόχο, αλλά συνιστά sine qua non όρο

160 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 139).
161 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 136).
162Για την άρρηκτη σχέση μεταξύ ισότιμης πολιτικής συμμετοχής και κοινού αγαθού-
συμφέροντος, βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1317 b, 19-20 («άρχειν πάντας μεν εκάστου,
έκαστον δ’ εν μέρει πάντων»).
163 Μάνεσης, «Περί Βασιλικών Ανδρών», ό.π. (βλ. Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 136-137).
164Για τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων ως ειδοποιό διαφορά μεταξύ συνταγματικού
κράτους και συνταγματικής δημοκρατίας, βλ. Δεκλερής, Μιχαήλ, Εξέλιξις και
εξαναγκασμός εις το σύγχρονον κράτος, ΕΚΚΕ, Αθήναι 1973, σ. 57.
165 Για την «πολιτική σωφροσύνη» ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη
λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών και, γενικότερα, της δημοκρατικής
διακυβέρνησης, βλ. Hamilton, Alexander / Madison, James / Jay, John, Τα
Ομοσπονδιακά Κείμενα των ΗΠΑ (The Federalist Papers), μτφρ. Ε. Χατζηδημητρίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2009.
166 Sartori, The Theory of Democracy, Part Two, ό.π., σ. 431.
167Σταμάτης, Κώστας / Τάκης, Ανδρέας, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου,
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015, σ. 78-80.

29
της νεωτερικής διακυβέρνησης168. Προσδίδει νομιμότητα στην εκάστοτε
πολιτική εξουσία και νομιμοποίηση σε ορισμένη έννομη τάξη169.

Συμπερασματικά, η δημοκρατική αρχή εγκολπώνει δύο


παραπληρωματικά αιτήματα. Αφενός, νομιμοποιεί την πολιτική εξουσία,
αποκαθιστώντας, με τη μέγιστη δυνατή ισοδυναμία, την –
κοινωνικοοικονομικά διαταραγμένη- ισορροπία των πολιτικών
υποκειμένων . Αφετέρου, παρέχει τις κατάλληλες θεσμικές εγγυήσεις
170

στον κυρίαρχο λαό, ώστε να «αρθρώνεται και να ορθώνεται ξεχωριστά,


όποτε είναι αναγκαίο, απέναντι στην κυβερνητική-κοινοβουλευτική
πλειοψηφία»171. Με άλλα λόγια, υπό το διακριτό φωτισμό της
δημοκρατικής αρχής, η σχέση πολίτη-κρατικής εξουσίας
επανερμηνεύεται διαρκώς από τη σκοπιά του πολίτη172.

2. Ο θεσμικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών στην


ελληνική έννομη τάξη

α) Συγκριτική επισκόπηση των Ανεξάρτητων Αρχών σε


αγγλοσαξονικά (ΗΠΑ) και ηπειρωτικοευρωπαϊκά (Γαλλία)
νομικά συστήματα

Σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο σημειώνεται, εδώ και


δεκαετίες, η τάση να αμφισβητείται η αποκλειστικότητα της κρατικής
εξουσίας ως «μόνης νόμιμης και νομιμοποιημένης πηγής καταναγκαστικών

168Κατά την Παπαδοπούλου (Παπαδοπούλου, Λίνα, Θεσμοί «άμεσης» δημοκρατίας στο


Σύνταγμα: Συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ουσίας, Ευρασία, Αθήνα
2014, σ. 31 επ.), η προσωπική και συλλογική αυτονομία είναι τα νομιμοποιητικά
βάθρα της συνταγματικής δημοκρατίας καθώς «… αποτελούν ταυτόχρονα προϋπόθεση
αλλά και περιορισμό η μία της άλλης, και καταλήγουν, μέσα από συνεχή διαπραγμάτευση
μεταξύ των ανοικτών σε διαφορετικές ερμηνείες αρχών τους, στη μορφοποίηση ενός
συγκεκριμένου κάθε φορά συνθετικού σχήματος» (σ. 33).
169 Σταμάτης/Τάκης, ό.π., σ. 81.
170 Στυλιανού, ό.π., σ. 132.
171Καμτσίδου, Ιφιγένεια, Το κοινοβουλευτικό σύστημα: Δημοκρατική αρχή και
κυβερνητική ευθύνη, Σαββάλα, Αθήνα 2011, σ. 49-50.
172 Sartori, The Theory of Democracy, Part Two, ό.π., σ. 302.

30
ρυθμίσεων»173. Η εμφάνιση των Ανεξάρτητων Αρχών θεσμοποιεί τη
μεταλλαγή του ρόλου του Κράτους από συγκεντρωτικό και παρεμβατικό
πολιτειακό δρώντα σε αποκεντρωμένο, ρυθμιστικό επιδιαιτητή των
αντιθέσεων που εκδηλώνονται στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών.
Οι Α.Α. αποτυπώνουν, σε θεσμικό επίπεδο, την έκρηξη της «ρυθμιστικής
και διοικητικής βουλιμίας»174, επιχειρώντας να διασφαλίσουν, μέσω της
αποκέντρωσης, την ευέλικτη συνεργασία ανάμεσα στην Κυβέρνηση και
την Διοίκηση175.

Σκοπός της συγκρότησης Ανεξάρτητων Αρχών είναι η κοινωνική


ρύθμιση (social regulation) και η προστασία των ατομικών ελευθεριών,
αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η ηθικοπολιτική και
συνταγματική αποστολή τους έγκειται στην πραγμάτωση τόσο της
αυτονομίας (εγγυήσεις υπέρ του ατόμου) όσο και του ελέγχου (λογοδοσία
και διαφάνεια της κρατικής δράσης)176.

Ο θεσμός των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών εμφανίστηκε στις


Η.Π.Α. ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι Independent Administrative
Agencies177 θεωρούνται αυτοτελής τέταρτη εξουσία και όχι επιμέρους
έκφανση της εκτελεστικής εξουσίας178. Στον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο
(Γαλλία), οι Α.Α. έρχονται στο προσκήνιο με αρκετή καχυποψία μόλις
στα 1950, λειτουργώντας στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας και,

173 Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αναζήτηση του θεμελίου της ρυθμιστικής εξουσίας του
εθνικού συμβουλίου ραδιοτηλεόρασης μεταξύ των άρθρων 43 παρ. 2 και 15 του
Συντάγματος», ΤοΣ 1996, σ. 645 επ., ιδίως σ. 645.
174Yataganas, Xénophon, Delegation of Regulatory Authority in the European
Union, Hellenic Centre for European Studies-EKEM, October 2006, σ. 10-11.
175 Yataganas, ό.π., σ. 13.
176 Yataganas, ό.π., σ. 15.
177Η Interstate Commerce Commission (ICC) αποτελεί την πρώτη Ανεξάρτητη Αρχή
που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ στα 1889. Η πλούσια εμπειρική πρακτική των Α.Α. στις Η.Π.Α.
κωδικοποιήθηκε, θεσμοποιήθηκε και εμπλουτίσθηκε κανονιστικά μέσω της
Administrative Procedure Act (APA), η οποία υιοθετήθηκε το 1946.
178Όπως παρατηρεί ο Κουλούρης (βλ. Κουλούρης, Νίκος, «Οι ανεξάρτητες διοικητικές
αρχές: τα αλλοδαπά πρότυπα και τα ημεδαπά κακέκτυπα», ΔιΔικ 5/1993, σ. 1154),
επιχειρώντας να ανιχνεύσει το κανονιστικό έδαφος εμφάνισης και ανάπτυξης των
Ανεξάρτητων Αρχών ως «νομικού υβριδίου»-«θεσμικού νεωτερισμού» (alliud) στην
αμερικανική έννομη τάξη, «οι πρώτες αμερικανικές ΑΔΑ προέκυψαν όχι ως προϊόν
εμπεριστατωμένης νομικής επεξεργασίας ή ως εξαγόμενο οργανωτικού σχεδίου θεσμικής
μεταρρύθμισης αλλά ως μέσο εμπειρικής εξυπηρετήσεως της ανάγκης ad hoc θεσμικής
παρεμβάσεως σε χωλαίνοντες τομείς της αμερικανικής κοινωνίας». Οι Ανεξάρτητες Αρχές
γνώρισαν μεγάλη άνθηση στις Η.Π.Α. κατά την περίοδο του new deal, όπου αποτέλεσαν
το θεσμικό μέσο για την κατά το δυνατό αρμονικότερη ρύθμιση των εξόχως
ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ κράτους και αγοράς, λειτούργησαν δηλαδή ως το
όχημα για την υιοθέτηση του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου (βλ. τις σχετικές
επισημάνσεις του Μ. Αντωνόπουλου, Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 19-21).

31
συγκεκριμένα, της διοικητικής μηχανής του κράτους179. Σε άλλες χώρες
της ηπειρωτικής Ευρώπης, με μεσογειακό «χρώμα» (Ιταλία, Ισπανία), οι
Ανεξάρτητες Αρχές λαμβάνουν τη μορφή Επιτροπών, κοινοβουλευτικής
σύνθεσης μεν διοικητικών αρμοδιοτήτων δε180.

Η κατοχύρωση και λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, παρά το


παρεμφερές θεσμικό υπόβαθρο, παρουσιάζει σημαντικές
διαφοροποιήσεις ως προς τον δικαιολογητικό λόγο καθιέρωσής τους στην
ηπειρωτική (βλ. Γαλλία) και στην αγγλοσαξονική (π.χ. Η.Π.Α.) έννομη
τάξη. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Κουλούρης, «ενώ στη Γαλλία
ήταν κυρίως η ανάγκη προστασίας των libertés publiques nouvelles (νέων
ατομικών ελευθεριών) που υπαγόρευσε τη δημιουργία των ΑΔΑ, αντίθετα
στις ΗΠΑ ήταν κυρίως η ανάγκη για regulation (ρύθμιση) της οικονομικο-
κοινωνικής ζωής που αποτέλεσε τον ηθικό αυτουργό της δημιουργίας των
ΑΔΑ»181.

Η συγκριτική επισκόπηση των προτύπων οργάνωσης Ανεξάρτητων


Αρχών (Autorités Administratives Indépendentes στη Γαλλία,
Independent Regulatory Agencies στις Η.Π.Α.) καταδεικνύει τη διακριτή
ένταση ελέγχου από τα πολιτικά και τα δικαστικά όργανα αντίστοιχα.
Συγκεκριμένα, στη Γαλλία, παρά το διορισμό των μελών τους με
διοικητική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ή του αρμόδιου
Υπουργού, οι Αρχές απολαύουν απόλυτης πολιτικής ανεξαρτησίας,
ωστόσο υπόκεινται σε πλήρη δικαστικό έλεγχο των πεπραγμένων -
πράξεων ή παραλείψεών- τους. Από την άλλη, στις Η.Π.Α. η
σχετικοποίηση της πολιτικής ανεξαρτησίας των αρχών182, συνεπεία του
απευθείας διορισμού των μελών τους από τον Πρόεδρο, εξισορροπείται
με έναν ασθενέστερο δικαστικό έλεγχο ακραίων ορίων χρήσης της
διακριτικής ευχέρειας183.

179 Παρά τις επιμέρους διαφορές, η νομική φύση των γαλλικών Autorités
Administratives Indépendentes προσομοιάζει με το βρετανικό θεσμό των QUANGOS
(quasi-autonomous non-governmental organizations). Έτσι, λειτουργούν ουσιαστικά
ως ημι-αυτόνομες μη κυβερνητικές οργανώσεις, εντασσόμενες, πάντως, στο πλαίσιο της
εκτελεστικής εξουσίας (βλ. Μ.Γ. Αντωνόπουλου, ό.π., σ. 19-21).
180 Αλιβιζάτος, Νίκος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική
αναθεώρηση, Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 119-120.
181 Κουλούρης, ό.π., σ. 1142, υποσημ. 4.
182 Η σχετική -όχι απόλυτη- ανεξαρτησία των αρχών-επιτροπών στις Η.Π.Α.
επιβεβαιώνεται και από τον εξαιρετικά προωθημένο έλεγχο του Κογκρέσου επί των
Independent Regulatory Agencies, έλεγχος τέτοιας έντασης κι έκτασης που φτάνει
«μέχρι του σημείου της τροποποίησης, διά της νομοθετικής οδού, των κανονιστικών
αποφάσεων των εν λόγω επιτροπών που κρίνονται παράνομες ή μη σκόπιμες» (Μπότσης,
Φοίβος, «Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων Ανεξάρτητων Αρχών»,
ΕφημΔΔ 3/2007, σ. 366).
183 Κουλούρης, ό.π., σ. 1144-1149.

32
Η πολιτική ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών, πάντως, αποτελεί
κοινό παρονομαστή του ηπειρωτικοευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού
θεσμικού πλαισίου συγκρότησης, οργάνωσης και λειτουργίας τους,
καθώς δεν υπόκεινται ούτε σε ιεραρχικό έλεγχο, όπως η δημόσια
διοίκηση, ούτε σε διοικητική εποπτεία, όπως π.χ. τα αυτοδιοικούμενα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Χάριν της ανεξαρτησίας, της
αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, ανατίθενται στις αρχές αυτές
ποικίλες αρμοδιότητες, οι οποίες προσιδιάζουν στην εκτελεστική
λειτουργία, χωρίς πάντως να ταυτίζονται απόλυτα με αυτή. Οι
αρμοδιότητες αυτές θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δυο μεγάλες
κατηγορίες184:

• Κανονιστικές: Αρχικά, τόσο η νομολογία του Γαλλικού Συνταγματικού


Συμβουλίου (Conseil Constitutionnel) όσο και του Ανώτατου
Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (Supreme Court) στάθηκαν ιδιαίτερα
επιφυλακτικές απέναντι στο νεοπαγή θεσμό. Η ανάθεση κανονιστικών
αρμοδιοτήτων στις Ανεξάρτητες Αρχές αμφισβητήθηκε ανοικτά ως προς
τη συνταγματική της νομιμότητα.

Κατά πάγια νομολογία του Conseil Constitutionnel μέχρι τις


αρχές της δεκαετίας του 1990, υιοθετήθηκε μια συσταλτική ερμηνεία
του ρόλου των Αρχών στη γαλλική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα, κρίθηκε
ότι «η χορήγηση κανονιστικών εξουσιών σε κρατικά όργανα πέραν του
Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού είναι συνταγματικά
επιτρεπτή, εφόσον αυτές οι εξουσίες αφενός ασκούνται για τη θέση σε
λειτουργία ενός νόμου μέσα σε έναν τομέα προσδιορισμένο και εντός των
πλαισίων που καθορίζουν οι νόμοι και τα διατάγματα και αφετέρου
αφορούν κανόνες περιορισμένου βεληνεκούς τόσο ως προς το πεδίο
εφαρμογής όσο και ως προς το περιεχόμενό τους»185.

Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, το Supreme Court στις αρχές του
20ου αιώνα είχε υιοθετήσει το non-delegation doctrine186 187, δηλαδή

184Για τη διάκριση των αρμοδιοτήτων των αλλοδαπών προτύπων ανεξάρτητων αρχών σε


δύο βασικές κατηγορίες, δηλαδή κανονιστικές/ρυθμιστικές και
ελεγκτικές/δικαιοδοτικές αντίστοιχα, βλ. Κουλούρη, ό.π., σ. 1149-1153 και
Yataganas, ό.π., σ. 41-42.
185 Βλ. Αποφάσεις Νο. 86-217 της 18ης Σεπτεμβρίου 1986 (AJDA, Φεβρουάριος 1987,
σ. 102), Νο. 88-148 της 17ης Ιανουαρίου 1989 (J.O., 18 Ιανουαρίου 1989, σ. 754) και
Νο. 91-304 της 15ης Ιανουαρίου 1992 (Rec. Dalloz-Sirey, 1992, jurisprudence, σ.
201) του Conseil Constitutionnel με αφορμή τον έλεγχο συνταγματικότητας των
εξουσιών των Α.Α. που εποπτεύουν τον τομέα της οπτικοακουστικής επικοινωνίας,
Κουλούρης, ό.π., υπ. 30, σ. 1150.
186Βάσει του Art. 1, Sec. 1, Sec. 8 του Αμερικανικού Συντάγματος, «Congress may
under no circumstances delegate its legislative prerogatives to another branch of the
constituted powers».

33
την αντισυνταγματικότητα της εκχώρησης κανονιστικών αρμοδιοτήτων -
εξουσιών οιονεί νομοθετικής φύσεως- σε κρατικά όργανα που προφανώς
δεν ανήκουν στη νομοθετική εξουσία λόγω παραβίασης της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Στη
συνέχεια, όμως, η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των
Η.Π.Α. μεταβλήθηκε άρδην, απορρίπτοντας σε σειρά σημαντικών
αποφάσεων188 την προβαλλόμενη ένσταση αντισυνταγματικότητας. Έτσι,
οι δικαστές του Supreme Court έχουν κρίνει επανειλημμένα ως
συνταγματικά ανεκτή την εκχώρηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων σε «μη
νομοθετικά» κρατικά όργανα στο βαθμό, ωστόσο, που οι αρμοδιότητες
αυτές ασκούνται αυστηρά εντός των πλαισίων της ρητής νομοθετικής
εξουσιοδότησης και υπηρετούν τις ανάγκες εξειδίκευσης και εφαρμογής
του ήδη υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου»189. Ειδικότερα, γίνεται δεκτή
η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ νομοθετικής εξουσίας (Κογκρέσο) και
εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και μεταξύ των τμημάτων της εκτελεστικής
εξουσίας (Κυβέρνηση-Διοίκηση)190, με την παροχή σχετικής διακριτικής
ευχέρειας στη δράση των –ανεξάρτητων κι αμερόληπτων- διοικητικών
οργάνων191. Έτσι, οι Independent Regualtory Agencies εντάσσονται, με
συστηματικό τρόπο, στα «θεσμικά αντίβαρα» του αμερικανικού
πολιτειακού μοντέλου, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στη διάχυση της
πολιτικής ευθύνης και στον μετριασμό της κυβερνητικής ισχύος. Θα
μπορούσε κάποιος να πει ότι, συνδυάζοντας με πρωτότυπο τρόπο
στοιχεία και από τις τρεις διακριτές λειτουργίες (νομοθετική-εκτελεστική-
δικαστική), ανάγονται σε «τέταρτη εξουσία», σε ένα θεσμικό alliud και
novum, το οποίο υπερβαίνει τις κλασικές θεωρήσεις της κυριαρχίας και
της διάκρισης των εξουσιών192.

187 Για την υιοθέτηση του «non-delegation doctrine» από το Ανώτατο Δικαστήριο
(Supreme Court) των Η.Π.Α., βλ. ενδεικτικά Αποφάσεις «St. Louis, I.M. and S. Ry. v.
Taylor» (210 U.S. 281, 1908), «Delaware and Hudson Co. v. United States» (5 F. 2d
831 S.D.N.Y., 1952) «Panama Refining Co. v. Ryan» (293 U.S. 388, 1935) και «A.L.A.
Schechter Poultry Corp. v. United States» (295 U.S. 495, 1935).
188Για τη -σταθερά επιβεβαιωμένη- νομολογιακή μεταστροφή του Supreme Court, βλ.
ενδεικτικά «Yakus v. United States» (321 U.S. 414, 1944), «Lichter v. United States»
(334 U.S. 742, 1948), «United States v. Southwestern Cable Co.» (392 U.S. 157,
1968), «Arizona v. California» (373 U.S. 546, 1963), «Zemel v. Rusk» (381 U.S. 1,
1965), «Analgamated Meat Cutters v. Connally» (337 F. Supp. 737, 1971).
189 Κουλούρης, ό.π., σ. 1151.
190Βλ. Chevron USA Inc. v. Natural Resources Defense Council, 467 U.S. 837
(1984).
191 Βλ. Touby v. United States, 500 U.S. 160 (1991).
192 Yataganas, ό.π., σ. 42-43. Για τις Ανεξάρτητες Αρχές ως «τέταρτη εξουσία», βλ.
επίσης Strauss, Peter L., “The place of agencies in Government: separation of powers
and the fourth branch”, CLR, vol. 84, no. 3, April 1984, p. 573-633.

34
• Ελεγκτικές: Οι ελεγκτικές αρμοδιότητες των Aνεξάρτητων Aρχών έχουν
γεννήσει τα περισσότερα ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την κατάταξή
τους σε μία από τις τρεις λειτουργίες κατά την παραδοσιακή τριμερή
διάκριση των εξουσιών. Στις ελεγκτικές αρμοδιότητες θα μπορούσαν να
συμπεριληφθούν, κατά τη διασταλτική του όρου έννοια, όλες οι μη
κανονιστικές εξουσίες των Α.Α.193. Για παράδειγμα, στην προκείμενη
δέσμη αρμοδιοτήτων εντάσσονται η εκδίκαση διαφορών, η επιβολή
κυρώσεων, η σύνταξη κωδίκων δεοντολογίας, η χορήγηση αδειών κ.λπ.

Στη Γαλλία, προκειμένου να διασωθεί το θεσμικό κύρος των Α.Α.


και να καταστεί δυνατή η ομαλή εναρμόνισή τους με την αρχή της
διάκρισης των εξουσιών, δόθηκε έμφαση στο λειτουργικό σκοπό που
καλείται να επιτελέσει η εκάστοτε Aνεξάρτητη Aρχή. Η ratio εμφάνισης
των A.A. (θεσμική εγγύηση του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων)
χρησιμοποιήθηκε ως κανονιστικό επιχείρημα, προκειμένου να υπερβεί
το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο τον σκόπελο της
αντισυνταγματικότητας των ελεγκτικών-κυρωτικών (οιονεί δικαιοδοτικών)
αρμοδιοτήτων των Αρχών194. Πάντως, σε προγενέστερη κρίση του το
Συμβούλιο είχε επισημάνει ότι η θεσμοθέτηση επιβολής κυρώσεων από
μη δικαστικό κρατικό όργανο αποτελεί λειτουργική αυθαιρεσία και
σφετερισμό αποκλειστικής αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας195.

Στις Η.Π.Α., ήδη από τη δεκαετία του 1930196, το Supreme Court


έκρινε ότι η adjudication power (οιονεί δικαστική αρμοδιότητα των Α.Α.)
δεν αντιβαίνει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αφενός, διότι η
κυρωτική λειτουργία των Independent Regulatory Agencies υπόκειται σε
δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Και, αφετέρου, διότι ασκείται σύμφωνα
με διαδικασίες αμερόληπτης κρίσης κατά τα δικαστικά πρότυπα, με
αποτέλεσμα τα δικαστήρια -με τη λειτουργική του όρου έννοια- να
αναγορεύονται σε τελικό και υπέρτατο κριτή της διαχείρισης αυτής της
εξουσίας που «φυσιολογικά» εμπίπτει στον κύκλο αρμοδιοτήτων τους197.

Οι ελληνικές Aνεξάρτητες Aρχές, μολονότι βασίζονται στο «θεσμικό


πρότυπο» οργάνωσης και λειτουργίας των γαλλικών Α.Α.198,

193 Κουλούρης, ό.π., σ. 1151.


Βλ. χαρακτηριστικά J.O., 18 Ιανουαρίου 1989, σ. 754, La Revue Administrative,
194

Μάιος-Ιούνιος 1989, σ. 223, σχόλιο Autin.


195 Βλ. AJDA 20 Δεκεμβρίου 1984, σ. 684, σχόλιο J. Bienvenu.
196 Βλ. «Crowell v. Benson» (285 U.S. 22, 1932).
197 Κουλούρης, ό.π., σ. 1152.
198 Τζώνος, Θεόδωρος, Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Παπαζήση, Αθήνα 2010, σ.
14.

35
παρουσιάζουν κανονιστικές ιδιομορφίες και εμπειρικές παρεκκλίσεις
από το ιδεατό μοντέλο ανάπτυξης του θεσμού.

Όσον αφορά στην κανονιστική ιδιαιτερότητα των εγχώριων


Aνεξάρτητων Aρχών, η εκτεταμένη συνταγματοποίηση τέτοιων αρχών,
«ελληνική πρωτοτυπία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο» εγείρει, όπως θα δούμε
στην τρίτη ενότητα, ζητήματα δημοκρατικής (κοινοβουλευτικής)
νομιμοποίησής τους199.

Πάντως, η πρακτική αβελτηρία του θεσμού στην ελληνική έννομη


τάξη δεν οφείλεται στο υπερβάλλον ανεξάρτητο ρυθμιστικό πλαίσιο
δράσης των Αρχών, αλλά αντίθετα στην αναίρεση –εν πολλοίς με ευθύνη
του πολιτικού συστήματος- απαραίτητων προδιαγραφών για την επιτυχή
πραγμάτωση των σημαντικών καθηκόντων τους. Ενδεικτικά,
σημειώνονται στην καθημερινή λειτουργία των Αρχών παθογένειες που
σχετίζονται με:

• πενιχρή υποδομή σε θεσμικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους,

• έλλειμμα αποφασιστικότητας και θάρρους των μελών των Α.Α. να


προασπίσουν την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και το κύρος τους και,

• ελλιπή κατανόηση εκ μέρους του πολιτικού συστήματος (Κυβέρνηση-


αντιπολίτευση) για τον σπουδαίο πολιτειακό ρόλο που καλούνται να
επιτελέσουν τα μέλη των αρχών κατά την άσκηση της αποστολής τους200.

Επίσης, οι Ανεξάρτητες Αρχές, ως θεσμικός μηχανισμός


αποκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας, δεν μπορούν να λειτουργήσουν
ικανοποιητικά σε ένα κρατοκεντρικό περιβάλλον με εξαιρετικά ισχνή
και, ενίοτε, ιδιοτελή «κοινωνία των πολιτών»201.

Ενόψει, λοιπόν, των κανονιστικών ασαφειών και, κυρίως, των


εμπειρικών παλινδρομήσεων202 έχει διατυπωθεί πολλάκις -ιδίως πριν τη
συνταγματική αναθεώρηση του 2001- η αφοριστική, αλλά εν μέρει

199 Χρυσόγονος, Κώστας, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο της Επιτροπής
Αναθεώρησης του Συντάγματος», ΤοΣ 2000, σ. 1163.
200 Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 120.
201Για την κορπορατιστική οργάνωση του ελληνικού πολιτειακού μοντέλου και για την
αρνητική επενέργειά της στην ανάδυση και την απρόσκοπτη λειτουργία μιας ισχυρής
κοινωνίας των πολιτών, βλ. Βούλγαρης, Γιάννης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-
2009, Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 341 επ.
202 Ως παράδειγμα κακής οριοθέτησης (οιονεί σύγχυσης) αρμοδιοτήτων μεταξύ
Ανεξάρτητης Αρχής και Υπουργείου αναφέρεται ο (αυτό)περιορισμός των Α.Α. σε
γνωμοδοτικό ρόλο με τον Υπουργό να διατηρεί την αποκλειστική δυνατότητα
αποφασιστικής παρέμβασης σε ζητήματα που άπτονται της εξουσίας του (βλ.
Κουλούρη, ό.π., σ. 1172).

36
βάσιμη, κριτική ότι οι ελληνικές Α.Α. αποτελούν «κακέκτυπα των
αλλοδαπών θεσμικών πρωτοτύπων»203.

β) Ratio της θεσμικής κατοχύρωσης των Ανεξάρτητων Αρχών

Η επίλυση των ανοιχτών ερμηνευτικών ζητημάτων που ανακύπτουν


σχετικά με το νομιμοποιητικό θεμέλιο των Ανεξάρτητων Αρχών αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός ακαδημαϊκού και
πολιτικού debate σχετικά με το εύλογο εύρος αρμοδιοτήτων των αρχών.
Με τη σειρά της, η ανίχνευση του περιεχομένου των αρμοδιοτήτων τους
αποτελεί το πρώτο αναγκαίο βήμα, προκειμένου να εξετάσουμε τα όρια
και τους όρους νομιμότητας κατά τη δράση των Αρχών στο πλαίσιο του
κοινοβουλευτικού συστήματος204. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ο
τρόπος νομιμοποίησης των Ανεξάρτητων Αρχών είναι συνεπειοκρατικός,
δηλαδή βασίζεται στα εικαζόμενα ή ποθούμενα αποτελέσματα από την
αντικειμενική και αμερόληπτη δράση τους. Παράλληλα, τονίζεται η εξ
αντιδιαστολής υπεροχή των Α.Α. έναντι της κοινοβουλευτικά υπεύθυνης
Κυβέρνησης, προκειμένου να ανταποκριθούν σε καθήκοντα της
εκτελεστικής εξουσίας, στα οποία απέτυχε αποδεδειγμένα το
κοινοβουλευτικά (κομματικά) εκπροσωπούμενο πολιτικό σύστημα205.

Σε υπερεθνικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τρεις


βασικούς λόγους θεσμικής εμφάνισης των Αρχών206:

203 Κουλούρης, ό.π., σ. 1170.


204 Ηλιάδου, Αικατερίνη, «Η «ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών και η άσκηση
ελέγχου επί των πράξεών τους», στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου (επιμ.), Η «ανεξαρτησία»
των ανεξάρτητων αρχών: Προβληματισμοί και ελπίδες ενός νέου θεσμού. Πρακτικά
ημερίδας 29 Οκτωβρίου 2002, σ. 149 επ., ιδίως σ. 155.
205Βλ. ενδεικτικά την παρακάτω προσέγγιση του Βενιζέλου (Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Οι
ανεξάρτητες αρχές μετά την αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του
1975/1986/2001», στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου (επιμ.), Η «ανεξαρτησία» των
ανεξάρτητων αρχών, ό.π., σ. 13 επ., ιδίως σ. 22) για τη διαχρονική αποτυχία του
πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις διακυβέρνησης («η
κρατική εξουσία είναι ανάγκη να είναι διαφανής, νόμιμη, αξιόπιστη, αποτελεσματική … Η
πολιτική εξουσία, όπως οργανώνεται με τον κλασικό δημοκρατικό τρόπο έχει προφανείς
αδυναμίες να δώσει πλήρη απάντηση σ’ αυτά»).
206Geradin, Damien/Mitrias, Vassiliki/ Petit, Nicolas, “Regulatory Agencies in the
European Union: A Critical Review”, στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου (επιμ.), Η
«ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών, ό.π., σ. 185 επ., ιδίως σ. 188-190.

37
• Ανάγκη αυτοπεριορισμού των εκλεγμένων πολιτικών, οι οποίοι
σκέφτονται το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος της επανεκλογής τους, σε
ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα της κοινωνικοοικονομικής ζωής,

• Πολυπλοκότητα των σύγχρονων προκλήσεων και αντιμετώπισή τους


από τεχνοκράτες ειδικούς, ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι από την
ασύμμετρη πληροφόρηση των πολιτικών δρώντων («κοινωνία της
διακινδύνευσης»)207,

• Φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, η οποία εκφράζεται με την


οικοδόμηση ενιαίας αγοράς και την αναγόρευση του ελεύθερου κι
ανόθευτου ανταγωνισμού σε καταστατική αρχή της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης.

Η θεσμοθέτηση των Ανεξάρτητων Αρχών, συνεπώς, συμβάλλει στον


εξευρωπαϊσμό208 και στην ενωσιακή ομογενοποίηση της διοικητικής
δραστηριότητας των κρατών-μελών209, ιδίως σε μια εποχή που οι εθνικά
οργανωμένες πολιτικές κοινωνίες επιχειρούν να επιλύσουν σε
υπερεθνικό επίπεδο τα σύνθετα, αλληλεξαρτώμενα προβλήματά τους210.

Οι παραπάνω δικαιοπολιτικοί λόγοι ανάδυσης των Αρχών στη


θεσμική καθημερινότητα των ευρωπαϊκών και, ευρύτερα, παγκόσμιων
πολιτικών κοινωνιών ισχύουν ασφαλώς και στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι
εγγενείς παθογένειες του εγχώριου κρατικιστικού (παρασιτικού)
καπιταλισμού (crony capitalism) έφεραν στο προσκήνιο τρεις διακριτές,
θετικά διακείμενες, αφηγήσεις για την καθιέρωση των Α.Α. στην
ελληνική έννομη τάξη. Προκαταβολικά, πάντως, μπορούμε να
επισημάνουμε ότι οι τρεις διαφορετικές αυτές ερμηνείες λειτουργούν
παραπληρωματικά για τη θεσμική νομιμοποίηση των Ανεξάρτητων
Αρχών στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα211.

207Για την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που ανακύπτουν στην παγκοσμιοποιημένη


«κοινωνία της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft), βλ. το κλασικό –πια- έργο του
Ulrich Beck (Beck, Ulrich, Κοινωνία της διακινδύνευσης: Καθ’ οδόν προς μια άλλη
νεωτερικότητα, μτφρ. Η. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα 2015).
208Για τις θεσμικές απόπειρες εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού της ελληνικής
δημόσιας διοίκησης και του ελληνικού πολιτικού συστήματος εν γένει, βλ.
Featherstone, Kevin / Παπαδημητρίου, Δημήτρης, Τα όρια του εξευρωπαϊσμού:
Δημόσια πολιτική και μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Οκτώ, Αθήνα 2010.
209 Yataganas, ό.π, σ. 75.
210 Yataganas, ό.π., σ. 82.
211Κατά τον πρώην Πρωθυπουργό, Κ. Σημίτη (Πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, σ.
807), οφείλουμε να θωρακίσουμε τις Ανεξάρτητες Αρχές, ώστε «… να αποτελούν
εγγύηση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο λαός άλλωστε άρχισε να
συνειδητοποιεί ότι οι αρχές αυτές είναι επάλξεις του κράτους δικαίου και της
δημοκρατίας».

38
i) Φιλελεύθερη-δικαιωματοκρατική οπτική

Κατά την πρώτη οπτική, οι Ανεξάρτητες Αρχές θεωρούνται


αντιπλειοψηφικά θεσμικά αντίβαρα. Με άλλα λόγια, η εμφάνισή τους
στο νομικό κόσμο πιστοποιεί τη μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος,
αποτυπώνοντας κανονιστικά την «εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε μη
πλειοψηφικούς θεσμούς» (non majoritarian institutions), ώστε να
διασφαλιστεί η πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων-ατομικών ελευθεριών212. Υπό αυτό το πρίσμα,
οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν απαντούν σε μια «κρίση» του πολιτικού
συστήματος, αλλά ανταποκρίνονται στις «σύγχρονες συνθήκες
λειτουργίας» του213. Η λειτουργία των Α.Α. ως θεσμικών αντιβάρων
(«φυλάκων των συνταγματικών δικαιωμάτων»)214, χάριν αποτροπής της -
κατά Toqueville- «τυραννίας της πλειοψηφίας», γίνεται αντιληπτή ως η
αποκλειστική βάση νομιμοποίησής τους215.
Η πλειοψηφία, υπό τη φιλελεύθερη-δικαιωματοκρατική οπτική,
αντιμετωπίζεται απλώς ως τεχνική λήψης αποφάσεων και όχι ως αμάχητο
τεκμήριο ορθότητας των δημοκρατικά νομιμοποιούμενων μεν, συχνά μη
έλλογων δε, κρίσεων216. Η κοινοβουλευτική-κυβερνητική πλειοψηφία
κρίνεται ευεπίφορη σε αυθαιρεσίες, καθώς τείνει να αντιμετωπίζει τα
άτομα όχι ως διακριτές αυτόνομες οντότητες, αλλά ως έναν μαζοποιημένο
«ανώδυνο μέσο όρο»217. Η βασική καινοτομία των Ανεξάρτητων Αρχών
συνίσταται στην άντληση διαδικαστικής νομιμοποίησης «όχι πλέον από
την υπαγωγή τους στην πολιτική, αλλά από την αποστασιοποίησή τους από
αυτή»218. Η διαδικαστική νομιμοποίηση των Α.Α. αποκτά, συνεπώς,
διευρυμένο περιεχόμενο, εφόσον υπερβαίνει την ταύτιση με τη
δημοκρατική-κοινοβουλευτική αρχή. Οι Ανεξάρτητες Αρχές
νομιμοποιούνται, συνεπώς, χάρη στα εχέγγυα προσωπικής-λειτουργικής

212 Σπανού, Καλλιόπη, «Ανεξάρτητες αρχές: Κρίση, μετεξέλιξη ή αναβάθμιση του


πολιτικού συστήματος;», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του
ελληνικού πολιτικού συστήματος; Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2008, σ. 215 επ., ιδίως σ. 230.
213 Σπανού, ό.π., σ. 233.
214 Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 223.
215 Σπανού, ό.π., σ. 235-238.
216Το «φετιχισμό» της διακυβερνητικής αποτελεσματικότητας, η οποία εκπορεύεται από
την άκρατη και άκριτη ταύτιση της πλειοψηφίας με τη δημοκρατική αρχή, επισημαίνει
κριτικά ο Βιδάλης (βλ. Βιδάλης, Τάκης, «Τυπική ή ουσιαστική διάκριση των
λειτουργιών; Το θεμέλιο των ανεξάρτητων αρχών στο πολίτευμα», ΤοΣ 2003, σ. 825-
826).
217 Βιδάλης, ό.π., σ. 828.
218 Σπανού, ό.π., σ. 238.

39
ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και διαφάνειας των μελών τους, καθώς
επίσης και στο –εμπειρικό- αποτύπωμα των αποτελεσματικών τους
αποφάσεων, ιδίως στο πεδίο της προστασίας των θεμελιωδών ατομικών
δικαιωμάτων-ελευθεριών219.

ii) Ρεπουμπλικανική-δικαιοκρατική οπτική

Η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή για το νομιμοποιητικό θεμέλιο των


Α.Α. εδράζεται στα πολιτειακά χαρακτηριστικά του σύγχρονου
φιλελεύθερου, δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Οι αρχές
δεν νομιμοποιούνται ως «θεσμικά αντίβαρα» προστασίας των ατόμων,
αλλά ως εγγυήτριες δυνάμεις διατήρησης του δημοκρατικού (κατ’
ακριβολογία ρεπουμπλικανικού) κράτους δικαίου220, το οποίο βάλλεται
πανταχόθεν κατά την «εποχή της διακινδύνευσης»221. Οι πολιτικές
κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας χαρακτηρίζονται από μεγάλη
πολυπλοκότητα, άρα και αδήριτη ανάγκη ταχείας αντιμετώπισης των
σύνθετων προκλήσεων για το κρατικό φαινόμενο που φέρνουν στο
προσκήνιο η βιοτεχνολογία, η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η
δημιουργία υπερεθνικών θεσμικών οντοτήτων, οι ραγδαίες εξελίξεις στο
χώρο των τηλεπικοινωνιών, μεταφορών κ.λπ.222.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές θεωρούνται, λοιπόν, «θεσμικά αντίβαρα»
χάριν της δημόσιας σφαίρας, της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή του
πολιτικού υποκειμένου και όχι του μεμονωμένου ιδιώτη223. Έτσι, οι

219Για την καθοριστική συμβολή των Ανεξάρτητων Αρχών στη θεσμική κατοχύρωση και
αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων-ελευθεριών, βλ. Κουτσουμπίνας,
Στέφανος, «Ανεξάρτητες αρχές και ατομικά δικαιώματα», ΔτΑ 10/2001, σ. 377-384.
220 Βενιζέλος, Ευάγγελος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό φαινόμενο
στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή 2002, σ. 227. Κατά τον Βενιζέλο, οι ανεξάρτητες αρχές «δεν λειτουργούν ή
μάλλον δεν πρέπει να λειτουργούν ως αντιπλειοψηφικά αντίβαρα, αλλά ως εγγυήσεις που
σχετίζονται είτε με τον δικαιοκρατικό είτε με τον δημοκρατικό και πλουραλιστικό
χαρακτήρα του πολιτεύματος μέσα από την προστασία της αυτονομίας της πολιτικής έναντι
της υπερσυγκέντρωσης οικονομικής, επικοινωνιακής και εντέλει πολιτικής επιρροής» (ό.π.,
σ. 227).
221 Για μια πλήρη επισκόπηση των κινδύνων για τα δικαιώματα, καθώς και για τα
χαρακτηριστικά της πολιτειακής και πολιτικής οργάνωσης του κράτους δικαίου στην
«κοινωνία της διακινδύνευσης», βλ. Μαντζούφας, Παναγιώτης, Συνταγματική προστασία
των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης: Υγεία, ιδιωτικότητα, περιβάλλον,
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006.
222 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π. σ. 22.
223 Τασόπουλος, Γιάννης, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του
Συντάγματος, Σάκκουλα, Αθήνα 2007, σ. 72-73. Όπως τονίζει ο Τασόπουλος (σ. 73), «…
οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας, που αποσκοπούν στην
αποτροπή της ευνοιοκρατίας και της κομματικής χειραγώγησης από την εκάστοτε

40
Ανεξάρτητες Αρχές νομιμοποιούνται στο κρατικό οικοδόμημα όχι ως
αντιπλειοψηφικά-αντικυβερνητικά αντίβαρα, αλλά ως «θεσμικές
εγγυήσεις που περιβάλλουν το σύνολο της λειτουργίας του πολιτεύματος, το
σύνολο του πολιτικού συστήματος και το σύνολο της έννομης τάξης»224. Υπό
αυτό το πρίσμα, η καθιέρωση των Α.Α. στην εγχώρια και υπερεθνική
έννομη τάξη ενέχει το εξής οξύμωρο: από τη μια πλευρά, ενισχύει και
θωρακίζει το δικαιοκρατικό φαινόμενο, από την άλλη πλευρά, ωστόσο,
αποτυπώνει τη βαθιά κρίση που διέρχεται το δημοκρατικό φαινόμενο225.

Στο ίδιο –πολιτειακό- μήκος κύματος κινείται και μια διαφορετική


ανάγνωση της κρίσης του δημοκρατικού φαινομένου και της ευεργετικής
λειτουργίας που επιτελούν οι Ανεξάρτητες Αρχές για την υπέρβασή της.
Έτσι, Οι Α.Α. δεν αντιμετωπίζονται γενικά κι αφηρημένα ως πανάκεια
των υπερεθνικών προκλήσεων που γεννά η «κοινωνία της
διακινδύνευσης», αλλά ως συγκεκριμένο αντίδοτο σε μια διαχρονική
παθογένεια του εγχώριου πολιτικού συστήματος: την κομματοκρατία226
227. Η κομματοκρατία διαστρέφει τη διοικητική δραστηριότητα από την

αξιοκρατική και διαφανή διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων σε άλωση

κυβερνητική πλειοψηφία σε τομείς της δημόσιας σφαίρας στους οποίους προσιδιάζουν,


ισχύουν και πρέπει να προστατευθούν οι αξίες του κράτους δικαίου» και συνεχίζει «Το
ζήτημα των αντιβάρων της εξουσίας συνδέεται άρρηκτα με την ενίσχυση του κράτους
δικαίου» (σ. 75).
224 Βενιζέλος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές…», στο: Φ. Κοζύρη / Σ.Μεγγλίδου (επιμ.), ό.π., σ.
16.
225Βενιζέλος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές…», στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου (επιμ.), ό.π., σ.
14. Αντίθετα, η Σπανού υιοθετεί μια περισσότερο αισιόδοξη οπτική για τη δημοκρατική
αρχή του 21ου αιώνα και για το ρόλο των Α.Α. στην ανανέωση της πολιτικής ζωής,
υποστηρίζοντας ότι «οι ανεξάρτητες αρχές περισσότερο από ένδειξη κρίσης αποτελούν
δείγμα ωριμότητας της δημοκρατίας» (Σπανού, ό.π., καταληκτικό συμπέρασμα, σ. 253).
226Ο Δ. Τσάτσος (Τσάτσος, Δημήτρης, Η μεγάλη παρακμή, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ.
202) επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη «οριοθέτησης της υπερβολικής ισχύος του
πολιτικού κόμματος» και «προστασίας της δημοκρατίας από τον κομματικό γιγαντισμό». Ως
χαρακτηριστικό παράδειγμα ριζικής αντιμετώπισης της κομματοκρατικής παθογένειας
αναφέρεται η –αρχικά νομοθετική, ν. 2190/1994, και μετά την αναθεώρηση του 2001
συνταγματική, άρθρο 103 παρ. 7- θεσμοθέτηση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής
Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) για την εγγύηση της αμεροληψίας κατά τις διαδικασίες
πρόσληψης μόνιμου προσωπικού στο δημόσιο τομέα, προκειμένου να κοπεί ο
ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβερνώντος κόμματος και δημόσιας διοίκησης (Ανθόπουλος,
Χαράλαμπος, «To ελληνικό πολιτικό σύστημα ως κομματοκρατία» ΕφημΔΔ 2007, σ.
381 επ., ιδίως σ. 391).
227 Όπως τόνισε εμφατικά σε συνέντευξή του στην ιταλική «La Repubblica», o ιστορικός
ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και εμπνευστής του
ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, Enrico Berlinguer, «τα σημερινά κόμματα είναι κυρίως
μηχανή εξουσίας και πελατείας: λειψή ή ψευδής γνώση της ζωής και των προβλημάτων
της κοινωνίας, του κόσμου, ιδέες, ιδανικά προγράμματα, λίγα ή κενά, συν αισθήματα και
πάθος για κοινωνική πρόοδο, μηδέν», βλ. Berlinguer, Enrico, Συνέντευξη στον Eugenio
Scalfari, «La Repubblica», 28 Ιουλίου 1981, δημοσιευμένη στο περιοδικό «MicroMega»,
τχ. 2/2006, σ. 27-35).

41
του Κράτους από μικροκομματικά-πελατειακά συμφέροντα228 229. Οι
Ανεξάρτητες Αρχές νομιμοποιούνται, λοιπόν, δικαιοπολιτικά ως θεσμικοί
μηχανισμοί εξουδετέρωσης της «κοινωνικής υπερτροφίας» των πολιτικών
κομμάτων και, συνακόλουθα, ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών
ως αυτόνομης σφαίρας του πολιτικού συστήματος230. Η τόνωση της
συμμετοχικής δημοκρατίας, με την –διά των Ανεξάρτητων Αρχών-
θεσμική παρέμβαση της «κοινωνίας των πολιτών» στην πολιτική ζωή,
συνιστά μια de facto υπέρβαση του de iure ασθενούς κοινοβουλευτικού
ελέγχου δράσης των Α.Α. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών, εκτός από πρώτη
ύλη στελέχωσης των Α.Α, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως εγγύηση για την
απόδοση πολιτικών ευθυνών στους φορείς εξουσίας που απαρτίζουν τις
Αρχές231.

iii) Δημοκρατοκεντρική-κοινωνιοκεντρική οπτική

Η τρίτη και τελευταία θετική πρόσληψη των Ανεξάρτητων Αρχών


στην ελληνική έννομη τάξη εδράζεται στο ιδιαίτερο αντικείμενο των
αρμοδιοτήτων τους και στην ιδιαίτερη κρατική αποστολή, την οποία
επιφορτίζονται να φέρουν εις πέρας. Υπό αυτή την οπτική, οι Αρχές
αποτελούν «κρατικά όργανα προορισμένα να λειτουργούν σε επιμέρους
πεδία πέραν της πολιτικής»232. Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν χρησιμεύουν
τόσο στην προστασία των ατόμων ή στην εμπέδωση του κράτους δικαίου,

228 Σχετικά με την αξιοποίηση του διοικητικού μηχανισμού του Κράτους για καθαρά
«πελατειακούς» σκοπούς, βλ. Ανθόπουλου, ό.π., σ. 385. Ο Μουζέλης (Μουζέλης, Νίκος,
«Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις: Το κράτος και το κομματικό φουτμπόλ», στο:
Θ. Πελαγίδη (επιμ.), Η εμπλοκή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Παπαζήση, Αθήνα
2005, σ. 17 επ.) τονίζει το διαβρωτικό ρόλο της άκριτης κι άκρατης κομματοκρατίας
στην αυτόνομη ορθολογική έκφραση της κοινωνίας των πολιτών.
229Ο Kelsen (ό.π., σ. 74), πάντως, θεωρεί πως το κομματικό φαινόμενο είναι άρρηκτα
συνδεδεμένο με τη δημοκρατική εξουσία και δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πληγεί
ανεπανόρθωτα το κανονιστικό θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας: η δημοκρατική
αρχή. Για τον εμβληματικό Αυστριακό νομικό θετικιστή, «η δημοκρατία είναι
αναγκαστικά και αναπόφευκτα ένα κράτος κομμάτων» (Kelsen, ό.π., σ. 76).
230 Ανθόπουλος, ό.π., σ. 386. Η Καμτσίδου επισημαίνει, επίσης, την ευεργετική
επίδραση των Ανεξάρτητων Αρχών στην αντιμετώπιση της αμοιβαίας, μικροκομματικής,
δυσπιστίας μεταξύ Κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης και στην τοποθέτηση
της «κοινωνίας των πολιτών στην κορυφή της συμβολικής γεωγραφίας της Διοίκησης»
(Καμτσίδου, «Η αναζήτηση του θεμελίου…», ό.π., σ. 650).
231 Καμτσίδου, «Η αναζήτηση του θεμελίου…», ό.π., σ. 665.
232Κοντιάδης, Ξενοφών, «Η σχέση πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητων αρχών μεταξύ
έντασης και συμπληρωματικότητας: Εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης ή
αποπολιτικοποίηση της Δημοκρατίας;», σε: Δ. Τσάτσου / Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Το μέλλον
των πολιτικών κομμάτων, Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 121 – 149, ιδίως σ. 142-143.

42
αλλά στην αυτοπροστασία της κρατικά οργανωμένης πολιτικής
κοινότητας, της δημόσιας σφαίρας, η οποία κινδυνεύει να αλωθεί από
πανίσχυρα ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα (lobbies) και από
επιμεριστικά πελατειακά δίκτυα, δηλαδή την καλούμενη «διαπλοκή»233.
Για παράδειγμα, στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, ο ασκούμενος διά του ΕΣΡ
«άμεσος έλεγχος του Κράτους» (άρθρο 15 παρ. 2 Συντ.) λειτουργεί ως
αντίβαρο απέναντι στην προϊούσα ιδιωτικοποίηση του εξουσιαστικού
φαινομένου234.

Έτσι, οι Ανεξάρτητες Αρχές δρουν ενισχυτικά προς την


αποδυναμωμένη κρατική εξουσία, προκειμένου η τελευταία να
αυτοπροστατευθεί και να απαντήσει πειστικά στην εκκόλαψη μιας
«γυμνής και ανέλεγκτης» αθεσμοποίητης κυριαρχίας (π.χ. μιντιακά,
τραπεζικά, χρηματοπιστωτικά ιδιωτικά συμφέροντα), η οποία απειλεί εκ
βάθρων τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία235. Συνεπώς,
σε αντίθεση με ή, ορθότερα, σε συμπλήρωση προς τη φιλελεύθερη-
δικαιωματοκρατική ανάγνωση, η συγκεκριμένη (κρατοκεντρική-
δημοκρατοκεντρική) προσέγγιση επισημαίνει την ανάγκη
επαναπολιτικοποίησης σφαιρών της κοινωνικής ζωής (π.χ. σχέση
κράτους-αγοράς), οι οποίες κινδυνεύουν με αποπολιτικοποίηση σε βάρος
των ασθενέστερων μελών του κοινωνικού συνόλου.

γ) Νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών

i) Σύντομη ιστορική αναδρομή στην ελληνική έννομη τάξη (προ του


2001)

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 αποτελεί σημείο καμπής


για τη θεσμική αναγνώριση των Aνεξάρτητων Aρχών στην ελληνική
έννομη τάξη236. Μέχρι τη συνταγματική κατοχύρωσή τους, οι νομοθετικά
καθιερωμένες Aνεξάρτητες Aρχές αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερη

233Για μια θεώρηση των Ανεξάρτητων Αρχών ως «πρώτη γραμμή άμυνας» απέναντι στην
άλωση της δημόσιας σφαίρας από ιδιωτικά συμφέροντα, βλ. Σωτηρέλης, Γιώργος,
Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 132 επ.
234 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 139.
235 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 139.
236 Για τις παλινωδίες ως προς την θεσμική κατοχύρωση των Ανεξάρτητων Αρχών στην
ελληνική έννομη τάξη μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, βλ. ενδεικτικά
Οικονόμου, Αλέξανδρος, «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης: 10 χρόνια θεσμικής
ακροβασίας», ΤοΣ 1999, σ. 555 επ.

43
καχυποψία, ιδίως από τη νομολογία237, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται
ευθέως η νομιμοποίηση της ίδιας της ύπαρξής τους.

Πάντως, η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης238


αντιμετωπίσθηκε εξαρχής με θετική διάθεση, καθώς το άνοιγμα του
ραδιοτηλεοπτικού πεδίου στον ελεύθερο ανταγωνισμό (ιδιωτικοί
ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί) επέβαλε μεν τον κρατικό έλεγχο,
χωρίς καμιά υπόνοια κυβερνητικής χειραγώγησης δε239. Στο ίδιο μήκος
κύματος, η σύσταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού
(Α.Σ.Ε.Π.)240 θεωρήθηκε επαρκές κι αναγκαίο μέσο για την εξάλειψη της
παθογένειας του κομματικού κράτους, τουλάχιστον στο πεδίο των
προσλήψεων προσωπικού σε υπηρεσίες του στενού κι ευρύτερου
δημόσιου τομέα.

Όσον αφορά στην προστασία των θεμελιωδών ατομικών


δικαιωμάτων-ελευθεριών από αθέμιτες κρατικές ή ιδιωτικές παρεμβάσεις
ιδρύθηκε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων241 με αντικείμενο
τη «θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των
θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής
ζωής» (άρθρο 1). Με το ν. 2477/1997242 συστάθηκε ο «Συνήγορος του
Πολίτη» με αποστολή «τη διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των
δημοσίων υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των
Ν.Π.Δ.Δ. και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας … για την προστασία των
δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την
τήρηση της νομιμότητας» (άρθρο 1 παρ. 1).

237Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 930/1990 Ολ., Αρμ. 1990, σ. 371 επ. και ΣτΕ 944/1999, ΤοΣ
1999, σ. 614 επ..
238 Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) ιδρύθηκε με το ν. 1866/1989
(Φ.Ε.Κ. Α’ 222/ 6-10-1989, «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και
παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών»).
239Για τη θετική εισδοχή της Ανεξάρτητης Αρχής στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ενόψει του
περάσματος από το κρατικό μονοπώλιο στην απελευθέρωση των media, βλ. Βενιζέλος,
Ευάγγελος, Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989 και, ήδη
προγενέστερα, Αλιβιζάτος, Νίκος, Κράτος και ραδιοτηλεόραση: Η θεσμική διάσταση,
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1986.
240Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π..) συστάθηκε με το ν.
2190/1994 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 28 / 3-3-1994, «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή
προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης»), γνωστό και ως «νόμο Πεπονή».
241 Η ίδρυση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα
πραγματοποιήθηκε με το ν. 2472/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 50 / 10-4-1997, «Προστασία του
ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»).
242Ν. 2477/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 59 / 17-4-1997, «Συνήγορος του Πολίτη και Σώμα
Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης»).

44
Οι τέσσερις παραπάνω αρχές, μαζί με την Αρχή Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών243, αποτελούν τις συνταγματικά
κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές. Η ρητή πρόβλεψη Ανεξάρτητων
Αρχών στον καταστατικό χάρτη της Πολιτείας αποτελεί ελληνική
πρωτοτυπία. Στις λοιπές έννομες τάξεις, τόσο ηπειρωτικοευρωπαϊκής όσο
και αγγλοσαξονικής προέλευσης ή/και επιρροής, το συνταγματικό
κείμενο ρυθμίζει απλώς τον τρόπο συγκρότησης, οργάνωσης και
λειτουργίας Ανεξάρτητων Αρχών, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο δράσης
τους, χωρίς να τις κατονομάζει.

Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (ειδικά, άρθρο 5 Α,


15 παρ. 2, 19 παρ. 2, 103 παρ. 7 και 103 παρ. 9 και, γενικά, άρθρο
101Α Συντ.) δεν αμφισβητείται η ένταξη των Ανεξάρτητων Αρχών στην
έννομη τάξη244 245. Η συζήτηση, πλέον, περιστρέφεται γύρω από την
καλύτερη δυνατή οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ νομοθετικής
λειτουργίας – κυβερνητικής εξουσίας και Ανεξάρτητων Αρχών (π.χ.
ορισμένο της θητείας των μελών, τρόπος εκλογής των μελών, έκταση κι
ένταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου κ.λπ.)246. Αφενός, η διασφάλιση
της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Αρχών (άμεσα κρατικά όργανα
μετά την αναθεώρηση του 2001) και, αφετέρου, η κανονιστική υπαγωγή
των Α.Α. στα άρθρα 1 παρ. 2 και 3 Συντ. (δημοκρατική αρχή), 26 Συντ.
(διάκριση των εξουσιών) και 43 Συντ. (νομοθετική εξουσιοδότηση)

243 Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών συστάθηκε με τον


εκτελεστικό του Συντάγματος (άρθρο 19 παρ. 2 Συντ.) νόμο 3115/2003 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 47
/ 27-2-2003, «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών»).
244Για την κατάφαση αρμοδιοτήτων κυρωτικής φύσεως στις Ανεξάρτητες Αρχές μετά την
αναθεώρηση του 2001, βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 554/2003, ΕλλΔνη, σ. 1242 επ., σκ. 7 («(…)
Το διοικητικό αυτό όργανο (ενν: το Ε.Σ.Ρ.) επιλαμβάνεται της εξετάσεως συγκεκριμένης
περιπτώσεως προς διαπίστωση της τελέσεως ή μη παραβάσεως, … αποφασίζει για την
επιβολή των διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση τελέσεως παραβάσεως…»). Για την
κυρωτική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, βλ. Αθ. Τσεβά, «Η κυρωτική λειτουργία
του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και ο δικαστικός του έλεγχος», ΔιΔικ 2002,
σ. 860 επ.
245 Για την αναγνώριση αρμοδιοτήτων κανονιστικής φύσεως (π.χ. χορήγηση αδειών)
στην οικεία Ανεξάρτητη Αρχή (Ε.Σ.Ρ.), βλ. ΣτΕ 1901/2014 Ολ., ΔΙΜΕΕ 2014, σ. 260
επ., με παρατηρήσεις Ακρ. Καϊδατζή, σκέψη 16 («η χορήγηση των αδειών … ανατίθεται
σε ανεξάρτητη αρχή, το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης’»).
246 Η υπέρβαση του συνταγματικά προβλεπόμενου «ορισμένου χρόνου θητείας» των
μελών των Ανεξάρτητων Αρχών κρίνεται, κατά πάγια νομολογία, συνταγματικά ανεκτή
μόνον εφόσον δεν ξεπερνάει ένα εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι την επιλογή νέων
μελών. Όπως διατυπώνεται χαρακτηριστικά στην ΣτΕ 3515/2013 Ολ., (ΔΙΜΕΕ 2013, σ.
579 επ., με παρατηρήσεις Κ. Παπανικολάου, σκ. 7), «…μετά την πάροδο του ευλόγου
χρόνου, το Σύνταγμα δεν ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της
ανεξάρτητης αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και
εφεξής, νόμιμη συγκρότηση». Την παραπάνω σκέψη επαναλαμβάνει και η ΣτΕ
4643/2015 (ΘΠΔΔ 2015, σ. 1210 επ., σκέψη 9), με την οποία κρίνεται αναρμόδιος ο
Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης να ασκήσει προσφυγή λόγω παρέλευσης
ακόμα και του -συνταγματικά ανεκτού- ευλόγου χρόνου μετά τη λήξη της θητείας του.

45
καθιστούν τις Ανεξάρτητες Αρχές καταρχήν συμβατές με την –δυναμικώς
ερμηνευόμενη- έννοια του κράτους δικαίου.

ii) Ιδιόμορφα διοικητικά όργανα ή «τέταρτη εξουσία»;

Ως προς τη νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών, μετά την


αναθεώρηση του 2001, τίθεται το ερώτημα αν πρόκειται για ιδιόμορφα
διοικητικά όργανα ή για «τέταρτη εξουσία».
Η ένταξή τους στη διοικητική μηχανή του Κράτους (άρθρα 101 επ.
Συντ.), δηλαδή στην ιεραρχική δομή της εκτελεστικής εξουσίας, μοιάζει
ασύμβατη με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών
τους, η οποία λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση της δράσης τους. Αντί να
τις θεωρήσουμε «νομικά υβρίδια»247, δυσχερώς εναρμονισμένα με την
αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.), θα ήταν προτιμότερο
να αντιμετωπίσουμε τις Α.Α. ως δημόσιες (με την ευρεία του όρου έννοια)
παρά ως διοικητικές αρχές248 249. Διά την εις άτοπον απαγωγή, οι
Ανεξάρτητες Αρχές μπορούν να θεωρηθούν όργανα της εκτελεστικής
εξουσίας, καθώς δεν ανήκουν ούτε στη νομοθετική ούτε στη δικαστική
λειτουργία250. Στη νομοθετική λειτουργία δεν ανήκουν, επειδή η
κανονιστική αρμοδιότητά τους δεν είναι πρωτογενής, αλλά στηρίζεται σε
προϋπάρχουσα εξουσιοδότηση τυπικού νόμου. Από την άλλη, η
κυρωτική τους αρμοδιότητα δεν τέμνει οριστικά μια διαφορά, όπως
πράττει η δικαστική εξουσία, αλλά τελεί υπό την αίρεση του δικαστικού
ελέγχου της δράσης τους. Η κατεξοχήν ρυθμιστική αρμοδιότητα των Α.Α.
αποτελεί, συνεπώς, μια ενδιάμεση λύση που τοποθετείται ανάμεσα στην
–συνήθη- κανονιστική δράση της διοίκησης και την
δικαιοδοτική/κυρωτική δράση των δικαστηρίων251.

247 Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 218.


248 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 36.
249 Αντιθέτως, οι Παραράς (βλ. Παραράς, Αλέξης, «Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές
σήμερα», ΕφημΔΔ 1 (2006), σ. 123 επ., ιδίως σ. 125) και Ηλιάδου (Ηλιάδου,
Αικατερίνη, «Η σημασία και οι συνέπειες της κατοχύρωσης ανεξάρτητων αρχών στο νέο
Σύνταγμα», σε: Δ. Θ. Τσάτσο/Ευ. Β. Βενιζέλο/Ξ. Ι. Κοντιάδη (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα
Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, Κέντρο
Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ.
396 – 404, ιδίως σ. 396) θεωρούν πως η απαλοιφή του χαρακτηρισμού «διοικητικές»
δεν έχει ουσιώδη σημασία για τον –πρωτίστως- διοικητικό χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων
των Α.Α. ούτε για τη συστηματική ένταξή τους στην έννομη τάξη (διοικητική οργάνωση
του Κράτους).
250 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 44.
251 Καμτσίδου, 1999, ό.π., σ. 547.

46
Οι Ανεξάρτητες Αρχές, ανάλογα με το αντικείμενό τους,
διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες252:

 Θεσμικές εγγυήσεις που περιβάλλουν συγκεκριμένα ατομικά


δικαιώματα και καθιστούν αποτελεσματικότερη την προστασία
τους (π.χ. Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα,
Αρχή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών).

 Εποπτικοί μηχανισμοί σε σημαντικό τμήμα ή/και στο σύνολο της


δημόσιας διοίκησης (π.χ. Συνήγορος του Πολίτη, Ανώτατο
Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού).

 Οργανωτικοί-ρυθμιστικοί μηχανισμοί για τη βέλτιστη λειτουργία


της αγοράς συνολικά ή ειδικών τομέων αυτής (π.χ. Επιτροπή
Ανταγωνισμού, Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και
Ταχυδρομείων, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας).

 Αρχές με μικτές αρμοδιότητες, που συνδυάζουν στοιχεία από τις


τρεις προαναφερόμενες κατηγορίες (π.χ. Εθνικό Συμβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης)253.

Βάσει του τρόπου κατοχύρωσής τους, οι Ανεξάρτητες Αρχές


διακρίνονται σε Α.Α. συνταγματικής περιωπής (Αρχή Προστασίας
Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Εθνικό Συμβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης, Αρχή Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών,
Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, Συνήγορος του Πολίτη) και
σε Α.Α. με νομοθετικό έρεισμα254. Οι νομοθετικά καθιερωμένες
Ανεξάρτητες Αρχές κατά κανόνα συστήνονται σε συμμόρφωση προς τις
επιταγές κανόνων (Κανονισμών, Οδηγιών, Αποφάσεων) του ενωσιακού
δικαίου (π.χ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Εθνική Επιτροπή
Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας
κ.λπ.)255.

252 Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 220-221.


253 Κατά τον Ευ. Βενιζέλο (Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 221), το
Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί ταυτόχρονα «θεσμική εγγύηση του
δικαιώματος στην πληροφόρηση, της ελευθερίας του λόγου αλλά και της προστασίας της
προσωπικότητας του ατόμου και της σφαίρας του ιδιωτικού απορρήτου», «όργανο εποπτείας
σε έναν άκρως κρίσιμο τομέα της δημόσιας διοίκησης, που συνδέεται άμεσα με τη
λειτουργία του πολιτικού συστήματος: αυτόν των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και της
λειτουργίας τους μέσα σε συνθήκες πολυφωνίας και διαφάνειας, με απαγόρευση
συγκεντρώσεων και επιβολή ασυμβίβαστων ιδιοτήτων» και «ρυθμιστική αρχή της
ραδιοτηλεοπτικής και άρα εν πολλοίς και της διαφημιστικής αγοράς».
254 Παραράς, ό.π., σ. 123.
255 Αντωνόπουλος, Ευθύμιος, ««Ζητήματα που ανακύπτουν από τη λειτουργία και την
άσκηση αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών», ΘΠΔΔ 2016, σ. 16 επ.,
ιδίως σ. 16.

47
Στην πράξη, όμως, παρά την ρητή συνταγματική κατοχύρωση της
ανεξαρτησίας τους, οι Α.Α. αντιμετωπίζονται συχνά ως αποκεντρωμένες ή
αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, πλήρως ενταγμένες στον ιεραρχικό
διοικητικό μηχανισμό του κράτους, με αποτέλεσμα να υποτιμάται η
θεσμική ιδιομορφία τους και να υπονομεύεται η προσδοκώμενη
αποδοτικότητά τους256.

Εν κατακλείδι, οι Ανεξάρτητες Αρχές δυσκολεύονται αισθητά να


ανταποκριθούν στον τρισυπόστατο χαρακτήρα τους257, δηλαδή:

 να είναι πολιτικά Ανεξάρτητες χάριν της προστασίας του


μεμονωμένου ατόμου-πολίτη.

 να είναι Διοικητικές υπό την ευρεία έννοια του όρου, άρα να


πραγματώσουν τα ρυθμιστικά, εποπτικά καθήκοντα που τους
έχουν ανατεθεί για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος

 να είναι Αρχές, εξοπλισμένες με επαρκείς αρμοδιότητες,


προκειμένου να φέρουν εις πέρας την συνταγματική αποστολή
τους.

Η ανεξαρτησία (αυτονομία λειτουργίας και δράσης) που


απολαύουν οι Ανεξάρτητες Αρχές258, ωστόσο, προϋποθέτει την ομαλή
εναρμόνισή τους με το δικαιοκρατικό μοντέλο της διάκρισης των
εξουσιών-λειτουργιών, διαφορετικά οι Α.Α. θα έπαυαν να λειτουργούν ως
συντεταγμένα, κανονιστικά οριοθετημένα, κρατικά όργανα.

iii) Ανεξάρτητες Αρχές και διάκριση των λειτουργιών

Προκειμένου να απαντήσουμε στο κομβικό ερώτημα αν οι


Ανεξάρτητες Αρχές εναρμονίζονται επαρκώς με την αρχή της διάκρισης
των εξουσιών-λειτουργιών, κρίνεται απαραίτητο να προσεγγίσουμε
εννοιολογικά την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ως θεμέλιο λίθο
του συνταγματικού δικαίου και του κρατικού φαινομένου εν γένει.
Αναντίρρητα, η διάκριση των εξουσιών-λειτουργιών αποτελεί το
θεμελιωδέστερο «θεσμικό αντίβαρο» στην καθαρά διαδικαστική

256Βλ. ενδεικτικά Οικονόμου, ό.π., σ. 567 και Τσεβά, ό.π., σ. 860 επ. Ενόψει της
μειωμένης de facto ανεξαρτησίας τους από κυβερνητικές παρεμβάσεις-χειραγωγήσεις,
ο Αλιβιζάτος (Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 111 επ.) αναρωτιέται αν
πρόκειται όντως για Ανεξάρτητες Αρχές ή απλώς για «διακομματικές επιτροπές».
257 Κουλούρης, ό.π., σ. 1178.
258 Μ.Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 37.

48
νομιμοποίηση που προσφέρει η –συσταλτικά ερμηνευόμενη-
δημοκρατική/πλειοψηφική αρχή259. Είναι, πάντως, σημαντικό να
παραθέσουμε τις δύο –ανταγωνιστικές και παραπληρωματικές συνάμα-
ερμηνείες της διάκρισης των λειτουργιών, τη φιλελεύθερη και τη
δημοκρατική αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, όπως αναρωτιέται εύστοχα ο
Δημούλης, «αποτελεί το συνταγματικό δίκαιο τεχνική της εξουσίας ή
τεχνική της πολιτικής ελευθερίας;»260. Το «δημοκρατικό» μοντέλο
διάκρισης των εξουσιών είναι εξόχως ιεραρχικό, οργανιστικό και
μονιστικό261, αντανακλά την εκφρασμένη- διά της πλειοψηφίας- «γενική
βούληση», υπονομεύοντας έτσι τα «θεσμικά αντίβαρα» που υφίστανται
χάριν του αυτοπεριορισμού της κρατικής εξουσίας και, συνεπώς, χάριν
των δικαιωμάτων του ατόμου-πολίτη. Από την άλλη, το «φιλελεύθερο»
μοτίβο, δίνοντας έμφαση στον πλουραλισμό της κρατικής δράσης χάριν
της ατομικής ελευθερίας, κατ’ ουσίαν αποδέχεται τη συντεχνιακή,
επιμεριστική αναγνώριση συμφερόντων μεμονωμένων –ενίοτε ταξικά
καταπιεστικών- ομάδων πίεσης, συχνά σε βάρος του «δημοσίου
συμφέροντος»262.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές, εκ πρώτης όψεως, αμφισβητούν την –


οργανιστική, «δημοκρατική»- αρχή της διάκρισης των εξουσιών,
προάγοντας μια –ατομιστική, «φιλελεύθερη»- αντίληψη των κρατικών
λειτουργιών263. Λειτουργώντας ως de iure «εκτελεστική» (ιδιότυπη
διοικητική) ή de facto «τέταρτη» εξουσία, οι Ανεξάρτητες Αρχές
επαναφέρουν με τρόπο «σύγχρονο» τη διαχρονική συζήτηση περί
συναινετικού, αποπολιτικοποιημένου χαρακτήρα του δικαίου264.

Περνώντας από το δικαιοπολιτικό στο κανονιστικό επίπεδο


διαπιστώνουμε ότι η εμφάνιση των Ανεξάρτητων Αρχών δημιουργεί

259Βλ. Montesquieu, Το Πνεύμα των Νόμων, μτφρ. Π. Κονδύλη / Κ. Παπαγιώργη,


Γνώση, Αθήνα 2006.
260Δημούλης, Δημήτρης, Η διάκριση των λειτουργιών ως συνταγματικός κανόνας, Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 13.
261 Δημούλης, ό.π., σ. 50.
262 Δημούλης, ό.π., σ. 51.
263 Ο Δημούλης, αναστοχαζόμενος κριτικά τον θεσμικά κρίσιμο ρόλο των Ανεξάρτητων
Αρχών στην ιδεολογική επιβολή της (νέο)φιλελεύθερης συναίνεσης, υποστηρίζει ότι «…
επιχειρείται έτσι να συγκαλυφθεί η ενότητα της κρατικής εξουσίας –και ο κατά κυριολεξία
αυταρχικός χαρακτήρας επιβολής των αποφάσεών της- με το ιδεολόγημα του
πλουραλισμού και της ανεξάρτητης δράσης διοικητικών οργάνων, κάτι που θεωρείται ως
«προϊόν της αέναης κίνησης της αγοράς» (Δημούλης, ό.π., σ. 92, υποσημ. 238). Βλ.
επίσης Cohen-Tanugi, Laurent, La Métamorphose de la Démocratie, Odile Jacob,
Paris 1989, σ. 39. Για μια κριτική προσέγγιση του νομικού νεοφιλελευθερισμού, βλ.
Θ.Κ. Παπαχρίστου (επιμ.), Νεοφιλελευθερισμός και δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα
1991.
264 Δημούλης, ό.π., σ. 94.

49
ζήτημα συμβατότητας με το άρθρο 26 Συντ. λόγω της πολυποίκιλης,
συχνά ασαφούς, φύσεως των αρμοδιοτήτων, με τις οποίες αυτές
εξοπλίζονται265. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην εκάστοτε Ανεξάρτητη
Αρχή συνυπάρχουν ποικίλες αρμοδιότητες: νομοθετικές (κανονιστικές),
εκτελεστικές (ελεγκτικές και γνωμοδοτικές) και δικαιοδοτικές
(κυρωτικές/διαιτητικές)266.

Τίθεται, συνεπώς, αμείλικτο το ερώτημα εάν μια αρχή που


εξοπλίζεται με κανονιστικές αρμοδιότητες (αρμοδιότητα έκδοσης γενικών
κι αφηρημένων κανόνων δικαίου) πρέπει να θεωρηθεί άνευ ετέρου
νομοθετική αρχή ή, τουλάχιστον, μέρος της νομοθετικής εξουσίας.

Ο θεσμός της νομοθετικής εξουσιοδότησης συνιστά θεμιτή


διασταύρωση των λειτουργιών και μας παρέχει μια πειστική απάντηση
στο παραπάνω εύλογο ερώτημα. Έτσι, έχει παγίως γίνει δεκτό σε θεωρία
και νομολογία ότι «η εκχώρηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων σε μη
νομοθετικά κρατικά όργανα είναι επιτρεπτή, στο βαθμό που οι
αρμοδιότητες αυτές ασκούνται αυστηρά εντός των πλαισίων της ρητής
νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και υπηρετούν τις ανάγκες εξειδικεύσεως
και εφαρμογής του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου»267. Συνεπώς, η
ανάθεση κανονιστικής αρμοδιότητας σε μια Ανεξάρτητη Αρχή θα κριθεί
ως προς τη συνταγματικότητά της ανάλογα με το εύρος της
μετακυλιόμενης αρμοδιότητας από τον εξουσιοδοτικό νόμο268.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στα πρώτα στάδια λειτουργίας των


Ανεξάρτητων Αρχών, ιδίως πριν την συνταγματική αναθεώρηση του 2001,
η νομολογία ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική να αναγνωρίσει ρητά
αρμοδιότητα προς έκδοση κανονιστικών πράξεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η αυστηρή διατύπωση του Γ. Κουβελάκη στην εξαιρετικά
σημαντική ΣτΕ 930/1990, «από το συνδυασμό των άρθρων 26, 84 και 85
του Συντάγματος, δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτό όπως αρμοδιότητες
εκτελεστικής λειτουργίας, τις οποίες ασκεί κατά το Σύνταγμα η Κυβέρνηση
ή τα νομίμως εξουσιοδοτημένα όργανα της Διοικήσεως, ή τα εποπτευόμενα
από τους αρμόδιους Υπουργούς ν.π.δ.δ., ανατίθενται σε όργανα

265Για την ανάπτυξη της προβληματικής που άπτεται της ευρείας ρυθμιστικής εξουσίας
των Α.Α. στο πεδίο της έκδοσης εκτελεστών διοικητικών πράξεων, βλ. άρθρο της
Catherine Teigten-Colly, στο: Colliard, Claude-Albert / Timsit, Gérard (ed.), “Les
autorités administratives indépendantes”, PUF, Paris 1988, σ. 192 επ.
266 Κουλούρης, ό.π., σ. 1175-1176.
267Κουλούρης, ό.π., σ. 1150-1151. Για τη διάγνωση της σχετικής νομολογιακής τάσης,
βλ. την απόφαση-σταθμό (Νο. 86-217) της 18.9.1986 του Conseil Constitutionell
(υπόθεση CNIL).
268Βλ. χαρακτηριστικά την κρίση του Conseil Constitutionnel (Απόφαση Νο. 88-148
της 17.1.1989) για αντίθεση με το Σύνταγμα μιας υπερβολικά ευρείας εξουσιοδότησης
που δόθηκε στην CSA προς έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων.

50
εντασσόμενα μεν στα πλαίσια της Εκτελεστικής Εξουσίας, μη υποκείμενα
όμως σε διοικητικό έλεγχο, έστω και απλής νομιμότητος, από την
κοινοβουλευτικώς υπεύθυνη προς εκτέλεση της εκτελεστικής λειτουργίας
Κυβέρνηση. Αλλιώς θα υπήρχε παραμόρφωση του κοινοβουλευτικού
δημοκρατικού πολιτεύματος. που στηρίζεται κυρίως στην πολιτική ευθύνη
των ασκούντων την εξουσία. Τέτοια όμως πολιτική ευθύνη δεν υπάρχει
όταν δημιουργούνται ανεξάρτητα όργανα επί των αποφάσεων των οποίων,
λόγω ακριβώς της ανεξαρτησίας, που αποτέλεσε το λόγο της δημιουργίας
τους, δεν μπορεί να παρέμβει η Κυβέρνηση. Αντί για κυβέρνηση
εκλεγμένων και πολιτικά υπευθύνων θα είχαμε gouvernement des
sages»269.

Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ως συνταγματικά ανεκτή η δυνατότητα


εξαίρεσης από το προαναφερόμενο αυστηρό πλαίσιο (οργανική διάκριση
των εξουσιών) για λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι
ενδεικτικά η κατοχύρωση της αμερόληπτης δράσης της Εκτελεστικής
Εξουσίας270.

Για την ομαλή ένταξη των ανεξάρτητων αρχών στην αρχή της
διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.), πέραν του κανονιστικού
ερείσματος στο θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 43 Συντ.),
έχει προταθεί η υπέρβαση της παραδοσιακής (οργανικής) ανάγνωσης της
διάκρισης (διαχωρισμός των εξουσιών) και η υιοθέτηση μιας σύγχρονης
λειτουργικής προσέγγισης (αλληλοσυμπλήρωση των λειτουργιών)271 272.

269 Κουβελάκης, Γιώργος, «Σχόλιο στην ΣτΕ (Ολ.) 930/1990», ΤοΣ 1990, σ. 72.
270 Όπως διατυπώνει ο εισηγητής Γ. Κουβελάκης στη ΣτΕ 930/1990, «Κατ’ εξαίρεση
όμως, και μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες που λόγω της φύσεως ή του χαρακτήρος
διοικητικής λειτουργίας επιβάλλεται να κατοχυρωθεί η αμεροληψία της Εκτελεστικής
Εξουσίας, είναι νομίζω συνταγματικά ανεκτό τα συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα
παρακολούθησης εφαρμογής κανονιστικού πλαισίου, που έχει τεθεί από τη νομοθετική
εξουσία ή την κανονιστικώς δρώσα κεντρική διοίκηση και επιβολής ενδεχομένως
κυρώσεων, να ανατίθενται σε λειτουργικώς ανεξάρτητα όργανα της Διοίκησης, επί των
οποίων ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός δεν δικαιούται να ασκήσει τις από τις γενικές
αρχές απορρέουσες εξουσίες ιεραρχικού ελέγχου ή εποπτείας νομιμότητας» (Κουβελάκης,
ό.π., σ. 72).
271 Την υπεροχή της ουσιαστικής-λειτουργικής έναντι της τυπικής-οργανικής έννοιας
της διάκρισης των εξουσιών ως κανονιστικό έρεισμα για τη συνταγματική κατοχύρωση
των Ανεξάρτητων Αρχών προκρίνει ο Βιδάλης (ό.π., σ. 830). Κατά τον Βιδάλη (ό.π., σ.
831), «η λειτουργική κατανομή της ενιαίας κρατικής εξουσίας αποβλέπει στην αποτροπή
της κατάχρησής της από οποιονδήποτε την ασκεί. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με τον
αμοιβαίο έλεγχο των οργάνων στα οποία έχει κατανεμηθεί η εξουσία». Αντίθετα, η
υιοθέτηση της καθαρά τυπικής εκδοχής της διάκρισης των εξουσιών θα συνεπαγόταν «είτε
ότι οι ΑΔΑ δρουν σε τμήμα της κρατικής εξουσίας εκτός του κανονιστικού ορίζοντα του
άρθρου 26 Συντ. είτε ότι σφετερίζονται αρμοδιότητες από τα αποκλειστικώς αρμόδια
όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (Κυβέρνηση, ΠτΔ), κάτι που θα οδηγούσε σε κάμψη της
αρχής διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της σχέσης Κυβέρνησης-Βουλής ή
θα συνεπαγόταν την μη ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών» (Βιδάλης, ό.π., σ. 831-
832).

51
Εξάλλου, η εμμονή στην οργανική διάσταση της δικαιοκρατικής αρχής
θα οδηγούσε αναπόδραστα στην a priori καθολική απόρριψη των
Ανεξάρτητων Αρχών (όργανα με αρμοδιότητες μικτής φύσεως) για λόγους
ανεπίτρεπτης «σύγχυσης των οργάνων» της κρατικής εξουσίας273. Με την
ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, εξάλλου, το
Κράτος δεν παραιτείται των διακριτών λειτουργιών του, αλλά παραμένει
«κύριος του προορισμού και των κατευθύνσεων των δραστηριοτήτων αυτών
των αρχών»274 275. Υπό αυτό το πρίσμα, η άσκηση κανονιστικών
αρμοδιοτήτων εκ μέρους των Α.Α. (π.χ. Εθνικό Συμβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης) προϋποθέτει μεν «ειδικότερη» νομοθετική
εξουσιοδότηση (άρθρο 43 παρ.2 εδ. β΄ Συντ.), παράλληλα όμως αντλεί –
αυτοτελώς και ενισχυτικώς- κανονιστική αρμοδιότητα από τους
καταστατικούς σκοπούς, τους οποίος καλείται να επιτελέσει276.

Η εγγενής διαφοροποίηση της κανονιστικής δράσης (παραγωγή


ουσιαστικών νόμων, δηλαδή γενικών κι αφηρημένων κανόνων δικαίου)
από την «εξατομικευμένη στιγμή» εφαρμογής ενός ήδη τεθειμένου
κανόνα δικαίου θα μπορούσε, πάντως, να υποστηριχθεί ως αντίλογος

272 Για την ανάγκη υπέρβασης του οργανικού κριτηρίου και υιοθέτησης του
λειτουργικού κριτηρίου, προκειμένου μια πράξη να αποδοθεί ή όχι σε διοικητικό
όργανο, άρα να χαρακτηρισθεί ή όχι διοικητική, βλ. Συμεωνίδης, Ιωάννης, Τα όρια της
δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη
1995, σ. 102 επ.
273 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1166-1167.
274 Μ. Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 44 και σ. 59.
275Όπως παρατηρεί ο Μανιτάκης, «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί πλέον
μεταμορφωμένη στο εσωτερικό των θεσμών ως μέθοδος οργάνωσης και λειτουργίας τους,
που επιτάσσει αφενός τη συμμόρφωση των πράξεών τους προς ένα προδιαγεγραμμένο
κανονιστικό σχήμα, και αφετέρου, τον έλεγχο της συμμόρφωσης αυτής από μια
ανεξάρτητη αρχή» (βλ. Μανιτάκης, Αντώνης, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της
συνταγματικότητας, Ι, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 258 επ., ιδίως σ. 339). Βλ.
επίσης Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, ό.π., σ. 361 επ..
276Βλ. Μανιτάκης, Αντώνης, «Ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση διά
του ΕΣΡ μπορεί να συνεπάγεται και άσκηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων»
(γνωμοδότηση), ΤοΣ 2003, σ. 573 επ., ιδίως σ. 580-581. Με λιγότερη, πάντως, έμφαση,
η άποψη αυτή απαντάται και σε: Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αναζήτηση του θεμελίου της
ρυθμιστικής εξουσίας του ΕΣΡ…», ό.π., σ. 645 επ.). Υπέρ της αυτόματης αφαίρεσης
αρμοδιοτήτων από τη Βουλή και την Κυβέρνηση χάριν της Ανεξάρτητης Αρχής, χωρίς
δηλαδή να απαιτείται η πλήρωση των όρων του άρθρου 43 Συντ. (νομοθετική
εξουσιοδότηση), τάσσεται, επιχειρηματολογώντας υπέρ της αντισυνταγματικότητας του
ν. 4339/2015 για την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών, και ο Βενιζέλος (βλ.
Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Τηλεοπτικές άδειες: Ζητήματα συνταγματικού και ευρωπαϊκού
δικαίου», Ομιλία στην εκδήλωση της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων στο ΔΣΑ της
28.9.2016, στον ιστότοπο του Ομίλου ‘Αρ. Μάνεσης’,
http://www.constitutionalism.gr, ανάρτηση 29.9.2016).

52
στην δικαιοπολιτική αναγνώριση αυτόφωτης-«αυτόνομης» κανονιστικής
αρμοδιότητας 277.

Υπό το πρίσμα της λειτουργικής προσέγγισης του άρθρου 26


Συντ., επισημαίνεται, επίσης, ο κίνδυνος αλλοίωσης του πυρήνα της
εκτελεστικής εξουσίας με τη διαρκή μετάθεση αρμοδιοτήτων σε
Ανεξάρτητες Αρχές, ανεξαρτήτως αν αυτές τυγχάνουν συνταγματικής
περιωπής ή συναντούν μόνο νομοθετική κατοχύρωση. Η εκτελεστική
εξουσία, εξάλλου, δεν συναρτάται μονάχα με την ad hoc εφαρμογή του
νόμου, αλλά πρέπει, καθ’ όλη τη διάρκεια της δράσης της, να συμβαδίζει
με τη δημοκρατική αρχή, την κοινοβουλευτική αρχή και την αρχή της
διάκρισης των εξουσιών, δηλαδή με το «σκελετό του κράτους δικαίου»278.

Συνοψίζοντας, κατά την κρατούσα άποψη, οι Α.Α. εναρμονίζονται


επαρκώς με το άρθρο 26 Συντ., καθώς αποτελούν ιδιόμορφο πεδίο
οργάνωσης και δράσης της εκτελεστικής εξουσίας (Διοίκηση) και όχι
θεσμικό novum («τέταρτη εξουσία» ρυθμιστικής φύσεως)279. Ωστόσο, δεν
λείπουν θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες δέχονται τη δυνατότητα
απευθείας ανάθεσης ρυθμιστικών, κυρωτικών και κανονιστικών
αρμοδιοτήτων στις Ανεξάρτητες Αρχές, ακόμα και χωρίς να πληρούνται
οι όροι της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43 παρ. 2 Συντ.,
εστιάζοντας στην ειδικότητα της διάταξης του άρθρου 101 Α Συντ. έναντι
των γενικών ρυθμίσεων του συνταγματικού κειμένου για τη Διοίκηση280.
Σε μια τέτοια, καθαρά λειτουργιστική, ερμηνεία του άρθρου 26 Συντ. (οι
Ανεξάρτητες Αρχές ως «τέταρτη εξουσία» ταγμένη στην εξυπηρέτηση
σκοπών δημοσίου συμφέροντος) θα μπορούσε, κάλλιστα, να
καταλογισθεί η εκ βάθρων ανατροπή των θεμελιωδών δικαιοκρατικών

277 Η ΣτΕ 930/1990 Ολ., ΤοΣ 1990, σ. 68 επ. θεώρησε –μάλλον περιοριστικά και
καχύποπτα- το ΕΣΡ διοικητική αρχή υπαγόμενη στο Υπουργείο Προεδρίας της
Κυβέρνησης. Η ΣτΕ 3596/1991 (ΤοΣ 1992, σ. 150 επ.) διατύπωσε με σαφήνεια τον
γενικό κι αδιαμφισβήτητο, ενόψει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, κανόνα ότι η
εκτελεστική εξουσία δεν επιτρέπεται να θέτει «πρωτεύοντες» κανόνες δικαίου, παρά
μόνον αν αυτό προβλέπεται από ρητή και ειδική διάταξη του Συντάγματος, άρα
«δευτερευόντως» (κατόπιν της «ειδικότερης» νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43
παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.).
278 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1168.
279 Ενδεικτικά, η ΣτΕ 944/1999 Ολ. αντιμετώπισε τη φύση της ελεγκτικής
αρμοδιότητας του ΕΣΡ ως προδήλως διοικητικής, καθώς το όργανο (Ανεξάρτητη Αρχή)
που διενεργεί τον έλεγχο ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, ασχέτως του αν υπάγεται ή
όχι στη διοικητική ιεραρχία. Σε θεωρητικό επίπεδο, βλ. Παραρά, Αλέξη, ό.π., σ. 123
επ., ιδίως σ. 125, όπου τονίζεται σαφώς πως «το γεγονός ότι από τον τίτλο των
συγκεκριμένων αρχών αφαιρείται το επίθετο «διοικητική» δεν έχει ουσιώδη σημασία, ενώ
δεν επηρεάζει την ένταξή τους στην εκτελεστική λειτουργία».
280Κουλούρης Νίκος, «Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές και η Αναθεώρηση», στο: Αντ.
Μακρυδημήτρη / Ό. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του
Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία», Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.
137 – 143.

53
αρχών και, σε τελική ανάλυση, η καταστρατήγηση του –συνταγματικά
οριοθετημένου- δημοκρατικού πολιτεύματος281.

3. Σημεία σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ


δημοκρατικής αρχής και Ανεξάρτητων Αρχών βάσει του
άρθρου 101 Α Συντ.

α) Η διαλεκτική σχέση δημοκρατικής και δικαιοκρατικής


αρχής

Το ελληνικό Σύνταγμα 1975/1986/2001 τοποθετεί, με συμβολική


και κανονιστική σημασία, τη δημοκρατική αρχή στο πρώτο άρθρο του.
Τόσο η ηθικοπολιτική-διακηρυκτική σημασία του άρθρου 1 Συντ., όσο
και η κανονιστική διάσταση της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ. 2
Συντ.), καθιστούν τη δημοκρατική αρχή τη θεμελιωδέστερη
συνταγματική αρχή, η οποία λειτουργεί ως νομιμοποιητικό βάθρο του
συνταγματικού οικοδομήματος εν όλω282. O λαός δεν αποτελεί απλώς τη
νομιμοποιητική βάση κάθε ασκούμενης εξουσίας, αλλά, παράλληλα, η
ικανοποίηση του συμφέροντος του λαού ανυψώνεται σε γνώμονα του
τρόπου άσκησης των διακριτών εξουσιών283.

Ετυμολογικά, εξάλλου, ο όρος «δημοκρατία» σημαίνει, εντελώς


απλοϊκά, την αυτο-κυριαρχία (αυτο-κυβέρνηση) του δήμου (λαού).
Ωστόσο, τίθεται αναπόδραστα ζήτημα ερμηνείας της ρευστής, ασαφούς
και αφηρημένης έννοιας και –οιονεί μυθικής- οντότητας που ενσαρκώνει
ο κυρίαρχος λαός284.

281 Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η κριτική του Φορτσάκη (βλ. Φορτσάκης,
Θεόδωρος, «Οι ανεξάρτητες αρχές στην πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση», στο: Αντ.
Μακρυδημήτρη / Όλ. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση
του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002,
σ. 127 – 135).
282 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 225 επ., ιδίως σ. 235.
283Σπυρόπουλος, Φίλιππος / Κοντιάδης, Ξενοφών / Ανθόπουλος, Χαράλαμπος /
Γεραπετρίτης, Γιώργος (επιμ.), Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2017, σ. 14.
284Ο Sartori (Sartori, The Theory of Democracy Revisited: Part One: The
Contemporary Debate, Chatham House Publishers, New Jersey 1987, σ. 22),
προκειμένου να αναδείξει την πολυπλοκότητα της νοηματοδότησης της δημοκρατικής
αρχής, παραθέτει έξι διακριτές κατηγορίες του λαού (people): α) ο λαός ως αφηρημένη

54
Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ανυψώνεται πράγματι σε «μήτρα
όλων των δικαιοκρατικών εγγυήσεων»285, ωστόσο αυτοδεσμεύεται και
αυτοπεριορίζεται με συνταγματικούς κανόνες. Έτσι, η λαϊκή κυριαρχία
δεν εκτρέπεται σε οιονεί μεταφυσική υπερ-συνταγματική αρχή286, αλλά
αποτελεί την ύπατη ενδο-συνταγματική αρχή287. Ο κυρίαρχος λαός δεν
δρα ως το νομιμοποιητικό βάθρο μιας οποιασδήποτε εξουσίας, αλλά
μονάχα της νόμιμης -συνταγματικά οριοθετημένης- εξουσίας288. Η
δημοκρατική αρχή, συνεπώς, εκκινεί από τον –διαδικαστικής φύσεως-
κανόνα της πλειοψηφίας, τον οποίο συμπληρώνει κανονιστικά με
αιτήματα πολιτικής ελευθερίας, πολιτικής ισότητας289 και επαρκών
εγγυήσεων για τα δικαιώματα των μειοψηφιών290. Η συνταγματική
δημοκρατία συνιστά, λοιπόν, θεσμικό ιδεότυπο και πρακτική εφαρμογή
της οριοθετημένης (limited) δημοκρατίας291 292, ώστε κανένα άτομο,
ομάδα προσώπων ή πλειοψηφούσα μερίδα του λαού να μην δύναται να
οικειοποιηθεί απεριόριστα, χωρίς θεσμικούς φραγμούς, την πολιτική
εξουσία293.

Κατόπιν των προαναφερθέντων διαπιστώσεων-κοινών τόπων της


σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, η λαïκή κυριαρχία, σε
συστήματα έμμεσης, θεσμικά διαμεσολαβημένης, δημοκρατίας, δεν
παραπέμπει τόσο στη ρουσσωϊκή «γενική βούληση» όσο σε μηχανισμούς

ολότητα, β) ο λαός ως απροσδιόριστο πλήθος, γ) ο λαός ως κατώτερες


τάξεις/ασθενέστερα στρώματα, δ) ο λαός ως οργανική κοινότητα συμφερόντων, ε) ο λαός
ως ολοκληρωτική (absolute) πλειοψηφία, στ) ο λαός ως μετριασμένη (limited)
πλειοψηφία.
285 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Ι, ό.π.,
σ. 294.
286Για τον κίνδυνο υπονόμευσης και κατάλυσης των δημοκρατικών θεσμών εξαιτίας της
αδιαμεσολάβητης δράσης των μαζών, βλ. Arendt, Hannah, The Origins of
Totalitarianism, Harcourt, New York 1951.
287 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 296. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Μανιτάκης
(ό.π., σ. 295), «η λαϊκή θέληση, πηγή όλων των εξουσιών, δεν παράγει, επομένως, έννομα
αποτελέσματα παρά μόνο όταν, εφ’ όσον και καθ’ όσον εκδηλώνεται στο πλαίσιο της
ισχύουσας συνταγματικής τάξης και με τρόπο που προβλέπει ή επιτρέπει το Σύνταγμα».
288 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 300.
289Για την πολιτική ελευθερία και την πολιτική ισότητα ως το κανονιστικό περιεχόμενο
της δημοκρατικής αρχής, βλ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 236 επ.
290 Sartori, Theory of Democracy, Part One, ό.π., σ. 33-34.
291 Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις, ΙΙ, ό.π., σ. 71, σημ. 30.
292 Για τη διάκριση μεταξύ απόλυτης και περιορισμένης δημοκρατίας, ο Χρυσόγονος
(Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 232) θέτει ως κριτήριο «… το αν ο λαός
ασκεί ολόκληρη την κρατική εξουσία χωρίς νομικούς περιορισμούς, ή αντίθετα
(αυτο)περιορίζεται μέσω του Συντάγματος και μάλιστα δεν μπορεί καν να θίξει κάποιες
από τις διατάξεις του τελευταίου (σκληρός πυρήνας μη αναθεωρήσιμων διατάξεων)».
293 Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 245.

55
αμοιβαίων ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances). Πρόκειται,
λοιπόν, κυρίως για αναζήτηση της συγκατάθεσης (consensus) και πολύ
λιγότερο για ανεύρεση της αυθεντικής βούλησης (will) του κυρίαρχου
λαού294 295. Παραμένει, πάντως, ασαφές και εξαιρετικά αμφιλεγόμενο το
πεδίο αναφοράς της συγκατάθεσης296. Η συναίνεση-συγκατάθεση του
πολιτικού σώματος σχετίζεται με την τυπική-διαδικαστική αποδοχή των
όρων διεξαγωγής του δημοκρατικού παιγνίου297, με την ad hoc
επιδοκιμασία των πολιτικών αποφάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης298 ή,
μήπως, με την αναζήτηση αφηρημένων αρχών και αξιών για τη
συγκρότηση μιας εύτακτης κοινωνικής δομής299;

Από την άλλη πλευρά, στην ελληνική έννομη τάξη το κράτος


δικαίου βρίσκει ρητή συνταγματική κατοχύρωση στο άρθρο 25 παρ. 1 ως
«κοινωνικό κράτος δικαίου» και εξειδικεύεται στα ατομικά, πολιτικά και
κοινωνικά δικαιώματα των άρθρων 4-24. Ο δικαιολογητικός λόγος για
την εμφάνιση, τη διατήρηση και την αναπαραγωγή του δικαιοκρατικού
φαινομένου στην ιστορική διαδρομή της φιλελεύθερης δημοκρατίας
βρίσκεται στο διαχωρισμό του κράτους από την κοινωνία και την
οικονομία, στη χάραξη ορίων ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική
σφαίρα300. Συνεπώς, η ratio κατοχύρωσης των δικαιοκρατικών
εγγυήσεων σχετίζεται άρρηκτα με την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής
σφαίρας (προσωπική αυτονομία) από αθέμιτες κρατικές παρεμβάσεις301,
καθώς και με την πρόληψη πατερναλιστικών κυβερνητικών επεμβάσεων

294 Sartori, Part One, ό.π., σ. 30.


295Για τη διαμεσολαβημένη δημοκρατία ως θεσμικό, διακυβερνητικό μοντέλο, το οποίο
θεμελιώνεται στη «συναίρεση, ιεράρχηση επιμέρους συμφερόντων, σύνθεση των
αντιτιθέμενων απόψεων και συμφερόντων» και, πάνω απ’ όλα, στην «πολιτική ενότητα του
κοινωνικού σχηματισμού», βλ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 228.
296 Sartori, Part One, ό.π., σ. 92.
297Σχετικά με τον «αναλυτικό νομικό θετικισμό» και, συγκεκριμένα, με τον «κοινωνικό
κανόνα αναγνώρισης» για την θεσμοθέτηση μιας νόμιμης εξουσίας, βλ. H.L.A. Hart,
The Concept of Law, Clarendon Press, Oxford 1994.
298Για την αποφασιοκρατία (βουλησιαρχία) ως θεμέλιο νομιμοποίησης της πολιτικής
εξουσίας και της έννομης τάξης, βλ. Schmitt, Karl, Der Hüter der Verfassung, ό.π..
299 Για μια ηθικοπολιτική αναζήτηση του νομιμοποιητικού θεμελίου της πολιτικής
εξουσίας, βλ. (με παραλλαγές), Rawls, John, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, μτφρ. Σπ.
Μαρκέτου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004 και Dworkin, Ronald, Taking Rights Seriously,
Bloomsbury, London-New York 2013.
300 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 147. Για τη διάκριση της «κοινωνίας των
πολιτών» στις νεωτερικές (Gesellschaft) και στις προνεωτερικές (Gemeinschaft)
κοινωνικές συσσωματώσεις, βλ. Tönnies, Ferdinand, Gemeinschaft und Gesellschaft,
Fues’s Verlag, Leipzig 1887.
301Βλ. M.J. Horwitz, “The Rule of Law: An Unqualified Human Good?”, “Book
Review”, The Yale Law Journal, v. 86 (1977), σ. 561 επ., ιδίως σ. 566.

56
στη δημόσια σφαίρα (συλλογική αυτονομία)302. Η πολιτική ελευθερία,
δηλαδή η ανεμπόδιστη συμμετοχή του καθενός και όλων από κοινού
στην άσκηση της εξουσίας, εξάλλου, δεν νοείται μονάχα ως αυτοσκοπός
της πολιτικής κοινωνίας, αλλά αποτελεί εχέγγυο για την ατομική
ελευθερία, δηλαδή την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων303.

Το κράτος δικαίου δεν αποτελεί, όμως, μόνο αυτόφωτη


κανονιστική αρχή μιας φιλελεύθερης έννομης τάξης, αλλά συνιστά,
παράλληλα, και οργανωτική βάση του –θεσμικά διαμεσολαβημένου-
δημοκρατικού πολιτεύματος304. Κατά τον Μανιτάκη, «με την κανονιστική
σημασία του όρου, το κράτος δικαίου δηλώνει ένα σύστημα από κανόνες ή
αρχές που εμψυχώνουν και συνέχουν την έννομη τάξη, περιορίζουν,
οργανώνουν και νομιμοποιούν την κρατική εξουσία, καθοδηγούν τη δράση
της, ιδίως της δικαιοπαραγωγικής, καθιστούν αποτελεσματική και
ουσιαστική την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και, τέλος,
παρέχουν τα ύπατα ερμηνευτικά κριτήρια για την αξιολόγηση από άποψη
νομιμότητας ή συνταγματικότητας κρατικών πράξεων και ιδιωτικών
συμπεριφορών, χάράσσοντας επιτακτικά τα όρια του δικαιικά επιτρεπτού ή
ανεπίτρεπτου»305.

Το τυπικό-διαδικαστικό δικαιοκρατικό αίτημα έγκειται στη


διασφάλιση στοιχειωδών εγγυήσεων για τη νομιμότητα της διοικητικής
δράσης και την προβλεψιμότητα (ασφάλεια δικαίου, δικαιολογημένη
εμπιστοσύνη) κατά την έννομη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων306.
Ωστόσο, η δικαιοκρατική αρχή δεν μένει προσκολλημένη στον τύπο,
αλλά επιτελεί και έναν –ουσιαστικό- νομιμοποιητικό και εγγυητικό ρόλο
για τα δικαιώματα/ελευθερίες και για τη δημοκρατία εν γένει. Το κράτος
δικαίου συμβάλλει αμφίδρομα στη νομιμοποίηση της νόμιμης εξουσίας
και στην εγγύηση της αυτονομίας των εξουσιαζομένων307.

Η παραπληρωματική σχέση μεταξύ δικαιοκρατικού φαινομένου


και δημοκρατικής αρχής εκδηλώνεται, σε κανονιστικό επίπεδο, με την
πρωτοκαθεδρία της Βουλής έναντι των άλλων δύο –διακριτών-

302 Για την προστασία της προσωπικής και συλλογικής (κοινωνικής) αυτονομίας ως
αξιακής-ουσιαστικής πτυχής του κράτους δικαίου, βλ. Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου,
ό.π., σ. 152.
303 Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης, ό.π., σ. 10.
304 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 149 επ.
305 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 158.
306 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 152.
307 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 29 επ., ιδίως σ. 31.

57
λειτουργιών (εκτελεστική, δικαστική)308. Η πρωτοκαθεδρία του
νομοθετικού σώματος εδράζεται, αφενός, στην άμεση νομιμοποίηση από
το εκλογικό σώμα, δηλαδή τον κυρίαρχο λαό με τη στενή του όρου
έννοια (δημοκρατική αρχή) κι, αφετέρου, στην απαρέγκλιτη τήρηση της
αρχής της νομιμότητας δυνάμει της ιεραρχικής πυραμίδας των
δικαιικών πηγών (δικαιοκρατική αρχή). Συμπερασματικά, η –
δικαιοκρατικά ιδωμένη- δημοκρατική αρχή φέρνει σε διαλεκτική
συσχέτιση την αρχή της πλειοψηφίας με την ίση πολιτική ελευθερία, έτσι
ώστε η εντολή που δίνει η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να μην
μπορεί να θίγει υπέρμετρα ή, κατά μείζονα λόγο, να αναιρεί την πολιτική
ελευθερία των μειοψηφούντων309. Έτσι, απέναντι στη σιδηρά και
ακλόνητη βούληση της πλειοψηφίας ορθώνονται θεσμικά αντίβαρα, τόσο
«τεχνοκρατικού-αριστοκρατικού» (π.χ. δικαστήρια) όσο και
«συμμετοχικού-διαβουλευτικού» χαρακτήρα (π.χ. αυτοδιοίκηση των
τοπικών υποθέσεων)310. Πάντως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο
εξορθολογισμός, δηλαδή ο κανονιστικός μετριασμός, της πολιτικής
εξουσίας δεν επιτυγχάνεται μονάχα «από τα πάνω», δηλαδή μέσω των
«θεσμικών αντιβάρων», αλλά και με ενίσχυση των «από τα κάτω»
πρωτοβουλιών, ήτοι της ζωντανής δράσης της «κοινωνίας των πολιτών»311.

β) Λογοδοσία και καταλογισμός πολιτικής ευθύνης

Εκ πρώτης όψεως, οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εναρμονίζονται


ικανοποιητικά με τη –ρεπουμπλικανικά ιδωμένη- δημοκρατική αρχή,
θεμελιώδες γνώρισμα της οποίας είναι η διασφάλιση των προϋποθέσεων
ισότιμης και ελεύθερης συμμετοχής των πολιτών στη διαχείριση των

308Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις, Ι, ό.π., σ. 371. Στη ΣτΕ 1688/1991 (Αρμ. 1991, σ. 812)
διατυπώνεται, ωστόσο, αντίθετη νομολογιακή κρίση περί ισοτιμίας των τριών διακριτών
κρατικών οργάνων.
309Καμτσίδου, Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα, ό.π., σ. 60 και Σπυρόπουλος / Κοντιάδης
/ Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης, ό.π., σ. 9. Για την θεμελιακή σημασία που έχει για κάθε
δημοκρατικό πολίτευμα η αναγνώριση του δικαιώματος πολιτικής έκφρασης και
αντιπροσώπευσης στις μειοψηφίες, δηλαδή η απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης
αγοράς των ποικιλόμορφων ιδεών, βλ. J. Burnham, The Managerial Revolution, John
Day, New York 1941, σ. 162.
310 Για τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως σύζευξη της «οριζόντιας» (horizontal) και
«κάθετης» (vertical) δημοκρατίας, ή, αλλιώς, της συμμετοχικής (διαβουλευτικής) και
ιεραρχικής (διακυβερνητικής) δημοκρατίας αντίστοιχα, βλ. Sartori, Part One, ό.π., σ.
86 επ., σ. 131 επ.
Σωτηρέλης, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», ό.π., σ.
311

381 επ.

58
δημοσίων πραγμάτων312. Ενόψει, όμως, των σημαντικών πλεονεκτημάτων
που εμφανίζουν ως φραγμοί στην κομματική αυθαιρεσία («τυραννία της
πλειοψηφίας»), μια δικαιωματοκεντρική-φιλελεύθερη οπτική της
δημοκρατικής αρχής θα έκρινε αυτή τη ρωγμή-σχετικοποίηση της
λαϊκής κυριαρχίας ως συνταγματικά ανεκτή, αν όχι επιβεβλημένη313.

Από μια περισσότερο δικαιωματοκρατική οπτική, οι Ανεξάρτητες


Αρχές αντιμετωπίζονται ως μέσο διεύρυνσης και εμβάθυνσης της
δημόσιας σφαίρας314, καθώς συντείνουν στο θεσμικό πλουραλισμό-
πολυκεντρισμό της εκτελεστικής εξουσίας, άρα στην υπέρβαση των
κομματικών διαξιφισμών και στην ανάδειξη ευρύτερων δημοκρατικών
συναινέσεων σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών315. Υπό αυτό το πρίσμα,
οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν υπονομεύουν τη δημοκρατική αρχή, αλλά
αντίθετα συμβάλλουν ουσιαστικά στη «δημιουργική προσαρμογή» του
κοινοβουλευτισμού σε νέες ανάγκες και καινοφανείς προκλήσεις316. Η
Σπανού καταλογίζει στη δημοκρατική αρχή εγγενή «αδυναμία να
διασφαλίσει από μόνη της, χωρίς περαιτέρω διαδικαστικές εγγυήσεις, την
ορθότητα των αποφάσεων»317. Παράλληλα, κατά την κρίση της, η
ρεπουμπλικανική οπτική του πολιτικού ελέγχου συγχέει εννοιολογικά
δύο διαφορετικές θεσμικές παραμέτρους (έλεγχος/λογοδοσία -
ιεραρχική υπαγωγή). Στην περίπτωση των Α.Α., λοιπόν, θεωρεί ότι «αυτή

312Μανιτάκης, Αντώνης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Α. Μάνεση…», ό.π., σ. 349
και Habermas, Jürgen, “Human Rights and Popular Sovereignty: The Liberal and
Republican Versions”, Ratio Juris 1994/1, σ. 8 επ.
313 Αλιβιζάτος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, ό.π., σ. 114. Συγκεκριμένα, ο Αλιβιζάτος
(Αλιβιζάτος, Νίκος, «Η προσφορά των Ανεξάρτητων Αρχών και οι προϋποθέσεις
αποτελεσματικής λειτουργίας τους», στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι Ανεξάρτητες Αρχές
στη σύγχρονη δημοκρατία, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 33-37) υποστηρίζει ότι «η απόκλιση αυτή (από
τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική αρχή) δικαιολογείται όλως κατ’ εξαίρεση, και για τις
περιπτώσεις μόνο εκείνες όπου η διοίκηση δεν αρκεί απλώς να δρα, αλλά επί πλέον πρέπει
να φαίνεται ότι δρα αμερόληπτα. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται θεμιτό να ιδρύονται
όργανα ανεξάρτητα, μη υπαγόμενα στην ιεραρχική δομή της δημόσιας διοίκησης, τα
οποία –ανεπηρέαστα από τα κόμματα- θα ασκούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει
εκάστοτε ο νομοθέτης, χωρίς να υπόκεινται σε πολιτικές πιέσεις, ούτε σε ιεραρχικό έλεγχο,
ούτε καν σε έλεγχο νομιμότητας άλλον πλην του δικαστικού» (σ. 34). Στην ίδια μελέτη
αναγνωρίζει, πάντως, ότι «ανεξάρτητες αρχές θα πρέπει να ιδρύονται με ιδιαίτερη φειδώ,
όλως κατ’ εξαίρεση, και μόνον στις περιπτώσεις εκείνες όπου η δημόσια διοίκηση
αποκλείεται να ασκήσει την σχετική αρμοδιότητα με την αναγκαία επάρκεια» (σ. 37).
314 Σπανού, ό.π., σ. 245.
315 Σπανού, ό.π., σ. 246.
316Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του
Συντάγματος», στο: Κοντιάδη, Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη Συνταγματική
αναθεώρηση του 2001: Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα συνταγματική
μεταρρύθμιση, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 813-838, ιδίως σ. 814.
317 Σπανού, ό.π., σ. 243.

59
(δηλ: η πολιτική/ιεραρχική υπαγωγή) δεν υφίσταται, ακριβώς προκειμένου
να μην παρεμβάλλονται εμπόδια στην αποστολή τους»318.

Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι το νομιμοποιητικό θεμέλιο των


Ανεξάρτητων Αρχών εδράζεται στην τεχνοκρατική σύνθεσή τους και στους
μηχανισμούς λογοδοσίας που αναπτύσσονται, ώστε να ελέγχεται ο
βαθμός εκπλήρωσης των ανατεθειμένων σε αυτές θεσμικών αποστολών.
Η τεχνοκρατική «νομιμοποίηση μέσω της διαδικασίας»319 μοιάζει να
διασπά τον παραδοσιακό, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία,
μηχανισμό απόδοσης πολιτικής ευθύνης (αρμοδιότητα=ευθύνη). Η
θεσμική ιδιομορφία των Α.Α. έγκειται στην απουσία ιεραρχικής
εξάρτησης από την κεντρική κυβέρνηση320. Η απουσία ιεραρχικής
εξάρτησης εγείρει βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με το βαθμό
δημοκρατικής λογοδοσίας των «μη πλειοψηφικών» (ή, ορθότερα,
αντιπλειοψηφικών) θεσμών που αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση
κρίσιμων διοικητικών υποθέσεων321. Προκειμένου να δικαιολογηθεί η
σχετικοποίηση της δημοκρατικής αρχής, έρχεται στο προσκήνιο το
ζήτημα του πολιτικού κόστους, το οποίο εμφανίζονται απρόθυμες να
επωμιστούν οι –δημοκρατικά νομιμοποιημένες- κυβερνήσεις,
προκειμένου να μην βρεθούν σε μετωπική σύγκρουση με τους εκλογείς-
εντολείς τους322. Η a priori δημοκρατική νομιμοποίηση αντικαθίσταται,
έτσι, από την a posteriori, πιθανολογούμενη, μεγαλύτερη αξιοπιστία
(credibility) των σύγχρονων μορφών της ρυθμιστικής Διοίκησης, όσον
αφορά στη διαμόρφωση ενός κλίματος οικονομικής σταθερότητας,
πολιτικής εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου323.

Παράλληλα, διατυπώνεται η άποψη ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν


βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού με τη δημοκρατία,
αντιθέτως εναρμονίζονται πληρέστερα με το ουσιαστικό περιεχόμενο της
δημοκρατικής αρχής στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου,
δηλαδή τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών (των μη επαγγελματιών
πολιτικών) στη διαμόρφωση της καθημερινής πολιτικής ατζέντας324.

318 Σπανού, ό.π., σ. 242-243.


Βλ. σχετικά τον τίτλο του ομώνυμου έργου του Niklas Luhmann (Luhmann, Niklas,
319

Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας, ό.π.).


320Majone, Giandomenico, The Regulatory State and its Legitimacy Problems, HIS,
Wien 2017, σ. 1.
321 Majone, ό.π., σ. 2.
322 Βλ. ενδεικτικά, Fiorina, Morris P., “Legislative Choice of Regulatory Forms: Legal
Process or Administrative Process?”, Public Choice, 39/1 (1982) σ. 33–66, ιδίως σ.
47.
323 Majone, ό.π., σ. 4-5.
324Βλ. σχετικά, Baldwin, Robert / McCrudden, Christopher, Regulation and Public
Law, Weidenfeld and Nicholson, London 1987.

60
Συνεπώς, η θεσμική ανεξαρτησία από τον άμεσο έλεγχο της πολιτικά
υπεύθυνης Κυβέρνησης δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και την έλλειψη
της δημόσιας λογοδοσίας325. Εξάλλου, όπως ήδη υπονοήθηκε, η
λογοδοσία και η ανεξαρτησία δεν βρίσκονται σε αντιθετική σχέση, αλλά
σε σχέση αμοιβαίας συμπλήρωσης και εναρμόνισης326.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η λογοδοσία υπολείπεται, σε


κανονιστικό επίπεδο, της –παραδοσιακής- απόδοσης πολιτικής ευθύνης,
καθώς de facto ταυτίζεται με την υιοθέτηση και τήρηση απλώς
διαδικαστικών κανόνων διαφάνειας (transparency) κατά την άσκηση των
ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων των Α.Α.327.

Η ταύτιση της λογοδοσίας με την αξιοπιστία, την αποδοτικότητα


και τη διαφάνεια παραμερίζει την καταστατική ουσία, τον αρετολογικό
χαρακτήρα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, δηλαδή τη συμμετοχική
διάσταση και την κοινωνική ορατότητα (visibility) της πολιτικής
δράσης328.

Υπό το φως των παραπάνω σκέψεων, συνάγουμε ότι η κανονιστική


άντληση ενός αμάχητου τεκμηρίου συναίνεσης του εκλογικού σώματος
από το προσωπικό κύρος και την υπερκομματική τοποθέτηση των
οργάνων των Ανεξάρτητων Αρχών, δεν πρέπει να είναι απεριόριστη.

Μια «τεχνοκρατική» μορφή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας


διαφοροποιείται αισθητά από την παραδοσιακή σχέση αντιπροσώπου-
αντιπροσωπευομένου. Όπως ορθά παρατηρεί η Καμτσίδου, «η αντίληψη
ότι οι ΑΔΑ ως διοικητικοί μηχανισμοί, ανήκοντες στην ιεραρχία της
δημόσιας διοίκησης, οφείλουν να εκφεύγουν του άμεσου κοινοβουλευτικού
ελέγχου ως προς την ανάδειξη των οργάνων τους, είναι παρωχημένη και
παραπέμπει σε έναν αρχαϊκό κοινοβουλευτισμό»329. Απαιτείται, συνεπώς,

325 Majone, ό.π., σ. 10.


326 Majone, ό.π., σ. 14.
327Για τη διαφάνεια ως επαρκή μηχανισμό λογοδοσίας της ανεξάρτητα διαρθρωμένης
ρυθμιστικής Διοίκησης, βλ. Shapiro, Martin, “The giving-reasons requirement”,
Chicago, Ill.: The University of Chicago Legal Forum, 1992, σ. 180–220, ιδίως σ. 183.
328 Papadopoulos, Yannis, Accountability and Multi-Level Governance: More
Accountability, Less Democracy?, Revised version of a paper presented at the
“Connex” workshop on Accountability, European University Institute, Florence, 21st
April 2008. Κατά τον Papadopoulos, “in spite of the current proliferation of
accountability mechanisms, and on the normative discourse on accountability as a
virtue, “simply” accountable governance is no synonym for democratic government,
similarly to (more or less limited) pluralist decision-making that can supplement
democratic government but not be a substitute of it”.
329 Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και οι Ανεξάρτητες
Διοικητικές Αρχές» (βλ. σχετ. νομολ. ΣτΕ 944/1999), ΤοΣ 1999, σ. 543 επ., ιδίως σ.
551.

61
αμοιβαία εξισορρόπηση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας, συστατικό
στοιχείο της οποίας είναι αδιαμφισβήτητα οι Ανεξάρτητες Αρχές, και της
νομοθετικής λειτουργίας, η οποία εκπορεύεται από το λαό και λειτουργεί
χάριν της προαγωγής της «γενικής βούλησης»330. Κάτι τέτοιο
προϋποθέτει, πάντως, κατά λογική αναγκαιότητα την εγκαθίδρυση ενός
αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού (άρα δημοκρατικά
νομιμοποιημένου) μηχανισμού λογοδοσίας των Α.Α. Με αυτό τον τρόπο
διασφαλίζεται, αφενός, ο δημοκρατικός έλεγχος της τεχνοκρατικά
δομημένης αρχής κι, αφετέρου, αποσυνδέεται η λειτουργία των
Aνεξάρτητων Aρχών από τους πειρασμούς της κυβερνητικής-
πλειοψηφικής χειραγώγησης της δράσης τους331. Η πανθομολογούμενη
κρίση του κοινοβουλευτισμού δεν πρέπει να αποτελέσει, λοιπόν,
δικαιολογία για την αφαίρεση καίριων νομιμοποιητικών-ελεγκτικών
αρμοδιοτήτων από το αντιπροσωπευτικό σώμα, από το μόνο κρατικό
όργανο που απολαύει άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης332.

Ενόψει των παραπάνω παρατηρήσεων για την αναγκαία, αλλά όχι


επαρκή, σχέση μεταξύ λογοδοσίας και πολιτικής ευθύνης, στην προσεχή
ενότητα θα εξετάσουμε το νομοθετικό πλαίσιο συγκρότησης, οργάνωσης
και λειτουργίας των Α.Α., καθώς επίσης και τη νομολογιακή
αντιμετώπισή τους στην ελληνική έννομη τάξη μετά το αναθεωρητικό
διάβημα του 2001.

γ) Δημοκρατική αρχή και έννομη ρύθμιση των Ανεξάρτητων


Αρχών (Σύνταγμα, Κανονισμός της Βουλής, νομοθετικό
πλαίσιο)

Στην προηγούμενη υποενότητα επιχειρήθηκε η ανάδειξη του


παραδόξου της σύγχρονης πλουραλιστικής, αποκεντρωμένης
διακυβέρνησης. Όσο αυξάνεται το δίκτυο κρατικών οργάνων με
αποφασιστικές αρμοδιότητες σε διάφορους τομείς του
κοινωνικοπολιτικού βίου, τόσο μειώνεται η δημοκρατική νομιμοποίηση

330Για τη δυσχερή, αλλά αναγκαία εναρμόνιση της ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων


Αρχών ως θεσμικών αντιβάρων με τον περιορισμό της απόλυτης αυτονομίας τους για
λόγους δημοκρατικής νομιμοποίησης, βλ. Yataganas, ό.π., σ. 76 επ., ιδίως σ. 77.
331Καμτσίδου, «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών…», ό.π., σ. 551 και Κουβελάκης,
ό.π., σ. 72.
332 Μπότσης, ό.π., σ. 364-365.

62
των οργάνων αυτών, καθώς η ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη
εξαντλείται σε μια τυπική-διαδικαστική λογοδοσία333.

Όπως προαναφέρθηκε στη δεύτερη ενότητα, όπου εξετάσθηκε η


νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών, οι Α.Α. παρεκκλίνουν ουσιωδώς
από το πρότυπο της πυραμιδοειδούς, ιεραρχικά δομημένης, οργάνωσης
της Δημόσιας Διοίκησης, απολαύοντας θεσμικές εγγυήσεις προσωπικής
και λειτουργικής ανεξαρτησίας, ώστε να υλοποιήσουν τις –δημόσιου
χαρακτήρα- υπηρεσίες που ανατίθενται σε αυτές334. Πάντως, η
κανονιστική ανάδειξη των Α.Α. δεν σχετίζεται μόνο με τη βέλτιστη
επιδίωξη κρίσιμων συνταγματικών σκοπών (προστασία δικαιωμάτων,
αποτελεσματική διοικητική οργάνωση), αλλά συχνά επιβάλλεται και από
το Δίκαιο της Ε.Ε., όπως συμβαίνει κατεξοχήν στις ρυθμιστικές αρχές
που παρέχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές στη δράση των
απελευθερωμένων αγορών (π.χ. ενέργεια, τηλεπικοινωνίες)335.

Το άρθρο 101 Α Συντ. λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση για την


προστασία της ανεξαρτησίας των Αρχών, και μέσω αυτής, των οικείων
συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων-ελευθεριών336. Τίθεται το
ερώτημα αν στο κανονιστικό βεληνεκές του άρθρου 101 Α Συντ.
εντάσσονται περιοριστικά οι πέντε συνταγματικά προβλεπόμενες Αρχές,
ή αν το προστατευτικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης μπορεί να
επεκταθεί και στις Αρχές που συστήνονται με πρωτοβουλία του νομοθέτη
και υπάγονται κατ’ επιλογή του στο ίδιο ακριβώς νομικό πλαίσιο337.

Το άρθρο 101 Α Συντ. εισάγει τρεις ασφαλιστικές δικλείδες,


προκειμένου να διασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή δημοκρατική

333 Papadopoulos, ό.π.


334 Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), Σύνταγμα: Κατ’
άρθρο ερμηνεία, ό.π., σ. 1623-1633, ιδίως σ. 1624. Για το status δημόσιας υπηρεσίας
των Α.Α., κατ’ απόκλιση από το ιεραρχικό πρότυπο οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης,
βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 656/2000 Ολ. Για τη συνταγματική και, γενικά, θεσμική
αναγνώριση και κατοχύρωση των Α.Α. στην ελληνική έννομη τάξη, βλ. ΣτΕ 2758/2015,
σκ. 9.
335Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), ό.π., σ. 1625-
1626.
336 Κουτσουμπίνας, σ. 378. Εξάλλου, η παράλειψη του όρου «διοικητικές»
(administrative) γίνεται σκοπίμως, προκειμένου να τονιστεί η προσωπική και
λειτουργική ανεξαρτησία των αρχών αυτών έναντι της –ιεραρχικά δομημένης-
εκτελεστικής εξουσίας.
337Υπέρ του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 Α Συντ. μόνο στις
συνταγματικά κατοχυρωμένες Α.Α. τάσσεται ο Χρυσόγονος (Χρυσόγονος, «Οι
Ανεξάρτητες Αρχές»…, ό.π., σ. 1168 Αντίθετα, στην «Κατ’ άρθρον ερμηνεία του
Συντάγματος», προκρίνεται η ερμηνευτική εκδοχή ότι η οικεία συνταγματική διάταξη
μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και στις νομοθετικά συστημένες Α.Α. (Σπυρόπουλος /
Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), ό.π., σ. 1625.

63
νομιμοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών. Πρώτον, ορισμένο χρόνο θητείας
(άρθρο 101 Α παρ. 1 Συντ.), δεύτερον, ιδιαίτερο τρόπο εκλογής-
ανάδειξης των μελών των Α.Α. (άρθρο 101 Α παρ. 2 Συντ.) και, τρίτον,
κοινοβουλευτικό έλεγχο επί της δράσης των Α.Α. (άρθρο 101 Α παρ. 3
Συντ.).

Όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, ωστόσο, εντοπίζεται de iure


και de facto έλλειψη θεσμικής επικοινωνίας μεταξύ Βουλής και
Ανεξάρτητων Αρχών τόσο ως προς τον τρόπο συγκρότησης των αρχών,
όσο και κατά τη λειτουργία των μηχανισμών λογοδοσίας στα μέλη των
αρχών.

i) Ορισμένος χρόνος θητείας

Σύμφωνα με το άρθρο 101 Α παρ. 1 Συντ.: «Όπου από το Σύνταγμα


προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη
της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και
λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει». Αντίθετα με την ιεραρχική
δομή της κλασικής Δημόσιας Διοίκησης, καθιερώνεται η προσωπική και
λειτουργική ανεξαρτησία των μελών των Αρχών, δηλαδή μια ανάλογη
θεσμική εγγύηση με τους τακτικούς δικαστές (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.). Η
προσωπική ανεξαρτησία συνεπάγεται ότι πρόωρη λήξη της θητείας των
μελών της εκάστοτε Αρχής επιτρέπεται μόνον με -ειδικώς και
εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη- απόφαση του οργάνου που επιλέγει τα
μέλη της Αρχής, για λόγους που ανάγονται στην πλημμελή άσκηση των
καθηκόντων τους338. Ως λειτουργική ανεξαρτησία εκλαμβάνεται το ότι οι
Α.Α. δεν τελούν σε κανενός είδους εποπτεία από τα λοιπά διοικητικά
όργανα, καθώς επίσης ότι τα μέλη τους δεν υπόκεινται σε εντολές,
διαταγές, οδηγίες ή παρεμβάσεις οιασδήποτε μορφής, και σε
οποιονδήποτε τύπο ελέγχου σε σχέση με τα –συνταγματικώς και
νομοθετικώς- ανατεθειμένα καθήκοντά τους339.
Η πρόβλεψη ορισμένης θητείας για τα μέλη των Ανεξάρτητων
Αρχών -κατ’ αντιστοιχία προς την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών
κατά το άρθρο 88 παρ. 1 Συντ.- έχει ως δικαιολογητικό λόγο τη
διαφύλαξη της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, η οποία
θα υπονομευόταν αν η θητεία των μελών μιας Α.Α. ταυτιζόταν με τη
διάρκεια ζωής της εκάστοτε Κυβέρνησης. Αφετέρου, ο χρονικός

338 Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), ό.π., σ. 1628.


339Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), ό.π., σ. 1628-
1629.

64
περιορισμός της θητείας λειτουργεί ως αντίβαρο στην ιδιόμορφη θεσμική
ανεξαρτησία που απολαύουν τα μέλη των Α.Α., ώστε να μην εκτραπούν,
μέσω της επ’ αόριστον παρατεινόμενης θητείας τους, σε ανέλεγκτα
όργανα της εκτελεστικής εξουσίας340.

Ο εκτελεστικός του Συντάγματος ν. 3051/2002341 καθόρισε με


σαφήνεια τον «ορισμένο χρόνο θητείας» των μελών των –συνταγματικά
κατοχυρωμένων- Ανεξάρτητων Αρχών. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ρητά
ότι η «θητεία τους είναι τετραετής» (άρθρο 3 παρ. 2 εδάφ. β΄). Ωστόσο, το
ίδιο το άρθρο 3 παρ. 2 εδάφ. β΄ του οικείου νόμου αφήνει ανοιχτό το
παράθυρο για επ’ αόριστον ανανέωση της θητείας των μελών των Α.Α.,
ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία των Αρχών μέχρι την
εκλογή νέων μελών. Στο άρθρο 3 παρ. 2 εδάφ. ζ΄ ν. 3051/2002 ορίζεται
ξεκάθαρα ότι «η θητεία των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών παρατείνεται
αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων». Η ρύθμιση αυτή εγείρει αναμφίβολα
ζητήματα εναρμόνισης με τη συνταγματική πρόβλεψη περί ορισμένης
θητείας. Παρόμοιες (κατ’ ουσίαν ταυτόσημες) διατάξεις επαναλήφθηκαν
και σε μεταγενέστερα νομοθετήματα, καθώς δεν ήταν δυνατή η επίτευξη
της –ιδιαίτερα αυξημένης- πλειοψηφίας στη Διάσκεψη των Προέδρων της
Βουλής που απαιτεί το άρθρο 101 Α παρ. 2 Συντ. για την εκλογή νέων
μελών στις συνταγματικά κατοχυρωμένες Α.Α. Ενδεικτικά:

 Το άρθρο 57 παρ. 1 ν. 3979/2011342 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «…


η αυτοδίκαιη παράταση των μελών του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης καλύπτει ισόχρονο διάστημα μέχρι το διορισμό
νέων μελών … και είναι επιτρεπτή επί όσο χρόνο δεν έχουν ορισθεί
τα νέα μέλη».

 Στο άρθρο 61 παρ. 2 ν. 4055/2012343 ορίζεται μεν ότι «η θητεία


των μελών είναι εξαετής χωρίς δυνατότητα ανανέωσης» (εδάφ. γ΄),
ωστόσο προβλέπεται η αυτοδίκαιη παράταση της θητείας των
μελών των Ανεξάρτητων Αρχών μέχρι το διορισμό νέων (εδάφ. θ΄).
Πάντως, η παράταση της θητείας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση,
να υπερβεί τους έξι μήνες (εδάφ. ι΄).

340 Σπυρόπουλος / Κοντιάδης / Ανθόπουλος / Γεραπετρίτης (επιμ.), ό.π., σ. 1627.


341 Ν. 3051/2002 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 220)…
342Ν. 3979/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 138 / 16-6-2011, «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση
και λοιπές διατάξεις»).
343Ν. 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 51 / 12-3-2012, «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια
αυτής»).

65
 Με το άρθρο 26 παρ. 7 ν. 4325/2015344 αντικαθίσταται η διάταξη
του άρθρου 61 παρ. 2 ν. 4055/2012 ως εξής: «Σε περίπτωση που ο
Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη, καθώς και τα αντίστοιχα
αναπληρωματικά μέλη Ανεξάρτητης Αρχής εκλείψουν ή
αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή παραιτηθούν ή απολέσουν
την ιδιότητα, βάσει της οποίας ορίστηκαν, η Αρχή συνεχίζει να έχει
νόμιμη συγκρότηση μέχρι το διορισμό νέων, εφόσον τα λοιπά μέλη
επαρκούν για το σχηματισμό απαρτίας».

Η νομολογία αντιμετωπίζει με αυστηρότητα την –αντίθετη με το


γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 101 Α παρ. 1 Συντ.- νομοθετική
πρακτική της συνεχιζόμενης, χωρίς σαφή χρονικό ορίζοντα, παράτασης
της θητείας των μελών των Α.Α. Έτσι, η παράταση της θητείας των μελών
των Ανεξάρτητων Αρχών κρίνεται, κατά τη σχεδόν πάγια νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, συνταγματικά ανεκτή μόνο εφ’ όσον δεν
υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο και στο βαθμό που μπορεί να αιτιολογηθεί
ευλόγως345. Ειδικότερα, στη ΣτΕ 3515/2013 Ολομ., το ανώτατο
ακυρωτικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «… είναι μεν ανεκτή η συνέχιση
της λειτουργίας των εν λόγω αρχών μετά τη λήξη της θητείας των μελών
τους και μέχρι την επιλογή των νέων, μόνον όμως για εύλογο χρονικό
διάστημα, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις.
Τούτου έπεται ότι, μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, το Σύνταγμα δεν
ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της ανεξάρτητης
αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και
εφεξής, νόμιμη συγκρότηση»346. Υπό αυτό το πρίσμα, το άρθρο 57 παρ. 1
του ν. 3979/2011, το οποίο προβλέπει αυτοδίκαιη παράταση της
τετραετούς θητείας των μελών του Ε.Σ.Ρ. για μια ακόμη τετραετία
αντίκειται στο άρθρο 101 Α παρ. 1 του Συντάγματος.

Στη ΣτΕ 891/2015, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή κυρώσεων


από το Ε.Σ.Ρ. σε τηλεοπτικούς σταθμούς είναι σύννομη, καθώς δεν έχει

344Ν. 4325/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 47 / 11-5-2015, «Εκδημοκρατισμός της Διοίκησης -


Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας και Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση. Αποκατάσταση
αδικιών και άλλες διατάξεις»).
345 Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1098/2011 (ΔΙΜΕΕ 2011, σ. 201 επ.), όπου, ενόψει της
επιβολής προστίμου από το Ε.Σ.Ρ. σε τηλεοπτικό σταθμό για παραβάσεις της
ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, κρίθηκε ότι «… μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου, το
Σύνταγμα δεν ανέχεται πλέον την παράταση της θητείας των μελών της ανεξάρτητης
αρχής, η δε ανεξάρτητη αρχή δεν διαθέτει, από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, νόμιμη
συγκρότηση. (…) επιτρέπει την παράταση της θητείας αυτών μόνον επί εύλογο χρόνο και
μόνο για εύλογη αιτία. Αντίθετη εκδοχή θα αποσυνέδεε την ύπαρξη και την λειτουργία της
ανεξάρτητης αυτής διοικητικής αρχής από την συγκεκριμένη συνταγματική της βάση» (σκ.
7). Παρόμοια δικαιοδοτική κρίση και στις ΣτΕ 2074/2011, 2605/2011, 891/2015,
1081-1082/2015).
346ΣτΕ 3515/2013 Ολομ., ΔΙΜΕΕ 2013, σ. 579 επ., σκ. 7. Ταυτόσημη δικαιοδοτική
κρίση και στη ΣτΕ 2523/2015, σκ. 4.

66
παρέλθει ο εύλογος χρόνος, πέραν του οποίου κρίνεται αντισυνταγματική
η παράταση της ληξάσης θητείας των μελών των ανεξάρτητων αρχών347.
Στην πολύκροτη ΣτΕ 95/2017 Ολομ., σχετικά με το διαγωνισμό για τη
χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, το Δικαστήριο διατύπωσε τη σκέψη ότι το
άρθρο 55 παρ. 10 του ν. 4339/2015348, με το οποίο ορίσθηκε ότι:
«Καταργείται η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 12 του ν. 4055/2012 και
από την έναρξη ισχύος του παρόντος [ήτοι από 29.10.2015, κατά το άρθρο
59] αποχωρούν αυτοδικαίως από τη θέση τους τα μέλη των ανεξάρτητων
αρχών, των οποίων έχει λήξει η αρχική θητεία», είναι σύμφωνο προς το
άρθρο 101 Α παρ. 1 Συντ349. Συγκεκριμένα, ήδη με την ΣτΕ 3515/2013
Ολομ., όπως προαναφέρθηκε, είχε γίνει σαφές ότι η αυτοδίκαιη
παράταση της λήξασας θητείας των μελών του Ε.Σ.Ρ. (άρθρο 57 παρ. 1 ν.
3979/2011, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3051/2002) υπερέβαινε τον -
συνταγματικά ανεκτό- εύλογο χρόνο, άρα το Ε.Σ.Ρ. δεν είχε πλέον
νόμιμη συγκρότηση.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η υπέρβαση του εύλογου χρόνου


θητείας των μελών των Α.Α. αναγορεύεται σε επαρκή λόγο ακύρωσης των
αποφάσεών τους «για έλλειψη κατά χρόνον αρμοδιότητας»350.

Από την άλλη πλευρά, στη νομολογία διατυπώνεται ως


μειοψηφούσα, κατά κύριο λόγο, θέση ότι η αυτοδίκαιη παράταση της
θητείας των μελών των –συνταγματικά κατοχυρωμένων- Α.Α. κρίνεται
συνταγματικά επιτρεπτή (και όχι απλώς ανεκτή), εξαιτίας της
προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, με την οποία εξοπλίζονται

347Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι «…. το χρονικό διάστημα των 13 περίπου μηνών, το οποίο
μεσολάβησε από την λήξη της θητείας των εν λόγω μελών του Ε.Σ.Ρ. μέχρι την έκδοση της
προσβαλλομένης αποφάσεως, κείται εντός του ευλόγου χρόνου, κατά τον οποίο είναι
συνταγματικώς ανεκτή η παράταση της ληξάσης θητείας των μελών των ανεξαρτήτων
αρχών…» (ΣτΕ 891/2015, ΘΠΔΔ 2016, σ. 113 επ., σκ. 4).
348Ν. 4339/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 133 / 29-10-2015, «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου
επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης - Ίδρυση
συνδεδεμένης με την Ε.P.T. Α.Ε. ανώνυμης εταιρίας για την ανάπτυξη δικτύου επίγειας
ψηφιακής ευρυεκπομπής − Ρύθμιση θεμάτων Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και
Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ. Τ.) − Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, Οργάνωση της
Επικοινωνιακής Διπλωματίας − Σύσταση Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων
και Επικοινωνίας και Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης -
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4070/2012 (Α 82) και άλλες διατάξεις»).
349 ΣτΕ 95/2017 Ολ., σκ. 7-8. Παράλληλα, στη σκέψη 20 της ως άνω απόφασης,
διατυπώνεται η (μειοψηφούσα) γνώμη ότι «… η διάταξη του άρθρου 55 παρ. 10 ν.
4339/2015 είναι σύμφωνη με με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 101Α του
Συντάγματος, που καθιερώνει «ορισμένη» θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών και
δεν επιβάλλει, αλλά απλώς ανέχεται επί εύλογο χρόνο, την αυτοδίκαιη παράταση της,
ορισθείσης από τη Διάσκεψη των Προέδρων (ΔτΠ) της Βουλής, θητείας».
350 Αλιβιζάτος, στο: Φραγκάκης (επιμ.), ό.π., σ. 35.

67
τα μέλη των Αρχών351. Παράλληλα, το συνταγματικά επιτρεπτό των
διαρκών νομοθετικών παρατάσεων της θητείας των μελών των Α.Α.
θεμελιώνεται στην ιδιόμορφη φύση της θεσμικής αποστολής που
καλούνται να φέρουν εις πέρας οι Ανεξάρτητες Αρχές, δηλαδή στους
ιδιαίτερα σημαντικούς σκοπούς που ανατίθενται σε αυτές από ειδικές
συνταγματικές διατάξεις352. Βλέπουμε, συνεπώς, ότι η συνταγματικότητα
των αδιάλειπτων νομοθετικών παρατάσεων της θητείας των μελών των
Α.Α. θεμελιώνεται στην κανονιστική υπεροχή του συνταγματικού σκοπού
της καθιέρωσής τους, δηλαδή στην ανάγκη απρόσκοπτης λειτουργίας
τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των ατομικών
δικαιωμάτων και η εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Συνοψίζοντας, ο ορισμένος χρόνος θητείας των μελών των Α.Α. δεν


είναι απλώς μια τυπική-διαδικαστική διάταξη που δύναται να
παρακαμφθεί για ουσιαστικούς λόγους (απρόσκοπτη λειτουργία των
Αρχών), αλλά λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση για την εκπλήρωση της
κρίσιμης πολιτειακής αποστολής τους. Τέλος, γίνεται σαφές ότι οι
θεσμικές εγγυήσεις του άρθρου 101 Α παρ. 1 Συντ. καταρχήν διέπουν
μονάχα την οργάνωση και τη δράση των συνταγματικά κατοχυρωμένων
Ανεξάρτητων Αρχών. Αν επεκτείναμε άνευ ετέρου (χωρίς ειδικότερη
νομοθετική ρύθμιση) το προστατευτικό πεδίο και στις νομοθετικά
συστημένες Αρχές, θα ταράζαμε συθέμελα την ιεραρχική δομή της
έννομης τάξης, αμφισβητώντας την κανονιστική υπεροχή του
συνταγματικού κειμένου353.

351 Βλ. ενδεικτικά την μειοψηφούσα γνώμη του Προέδρου Κ. Μενουδάκου και των
Συμβούλων Παν. Καρλή, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλη και Κ. Φιλοπούλου , στην ΣτΕ
3515/2013 Ολομ., στην οποία υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι: «… Η πρόβλεψη στο
άρθρο 101 Α του Συντάγματος ότι τα μέλη των προβλεπομένων από το Σύνταγμα
ανεξάρτητων αρχών «διορίζονται με ορισμένη θητεία» έχει πρωταρχικό στόχο τη
διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, υπό την έννοια ότι δεν
είναι επιτρεπτή η παύση τους πριν από τη λήξη της θητείας τους, δεν απαγορεύεται δε στον
κοινό νομοθέτη να προβλέψει παράταση της αρχικής θητείας των μελών των ανεξαρτήτων
αρχών για χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου υπόκειται κατ’ αρχήν στην ανέλεγκτη
ουσιαστική κρίση του …».
352 Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 858/2010, σκ. 6, όπου προβάλλεται ως επιχείρημα ότι «… η
ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 (κατά την
οποία «η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το
διορισμό νέων»), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις ως άνω διατάξεις του Κανονισμού της
Βουλής, δεν αντίκειται στην πρόβλεψη του Συντάγματος που καθιερώνει το ορισμένο της
θητείας των μελών των αρχών αυτών, αλλά, αντιθέτως, αποβλέπει θεμιτώς στη συνέχιση
λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να εκπληρώνουν τη συνταγματική
αποστολή τους αδιαλείπτως, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης της
θητείας ορισμένων μελών και της επιλογής των νέων μελών».
353Όπως τονίζει, άλλωστε, και ο Χρυσόγονος (Χρυσόγονος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές…,
ό.π., σ. 1168), «η πρόβλεψη με κοινό νόμο ανεξάρτητης αρχής, θωρακιζόμενη έναντι
μελλοντικών νομοθετικών μεταβολών, θα ισοδυναμούσε με τη θέσπιση νέας
συνταγματικής διάταξης, χωρίς βέβαια τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 110 Συντ.».

68
ii) Τρόπος εκλογής των μελών των Α.Α.

Ως προς τον τρόπο εκλογής των μελών των Α.Α., το άρθρο 101 Α
παρ. 2 Συντ. προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και
την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της
υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε
ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές
πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους
γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με
επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων
πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται
από τον Κανονισμό της Βουλής».
Η επιλογή των μελών των Αρχών, λοιπόν, στηρίζεται στην
ομοφωνία ή στη «μετα-πλειοψηφική», άκρως συναινετική354, συμφωνία
των 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Με αυτό
τον τρόπο επιδιώκεται η αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην αποσύνδεση
από τον κυβερνητικό πατερναλισμό/κομματική χειραγώγηση και στην
άντληση νομιμοποίησης από την –δημοκρατικά νομιμοποιημένη-
πολιτική εξουσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση κατά την
κοινοβουλευτική τους δύναμη) .
355

Πάντως, η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, στην πράξη, δεν


φαίνεται ικανή να εγγυηθεί την επιλογή προσώπων ευρείας
κοινοβουλευτικής αποδοχής356. Αφενός, πρόκειται για θεσμικό
μόρφωμα, το οποίο συστήνεται ως διακομματικό, συλλογικό όργανο από
τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρα 13-14 ΚτΒ), αποτελούμενο από τον
Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Βουλής, τους διατελέσαντες
Προέδρους της Βουλής εφόσον έχουν εκλεγεί Βουλευτές, τους
Προέδρους των Διαρκών Επιτροπών, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών
και Διαφάνειας, τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και

354 Για μια υπεράσπιση της «συμβιβαστικής» και «συναινετικής» προσέγγισης στο
ζήτημα της διαδικασίας στελέχωσης των Ανεξάρτητων Αρχών, βλ. Βενιζέλος, Το
αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 225.
355Στη ΣτΕ 95/2017 Ολ., διατυπώνεται η ακόλουθη σκέψη: «εν όψει της σημασίας που
ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέδωσε στο ρόλο των ανεξάρτητων αρχών (ως οργάνων που
θα διασφαλίζουν ότι ορισμένοι τομείς κρατικής δράσεως δεν θα επηρεάζονται από
κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές), όπως είναι το Ε.Σ.Ρ., θέσπισε με το
άρθρο 101Α του Συντάγματος συγκεκριμένο τρόπο συγκροτήσεως των αρχών αυτών, ώστε
να εξασφαλίζεται συνεργασία των δραστηριοποιουμένων εκάστοτε στην πολιτική ζωή της
χώρας πολιτικών δυνάμεων κατά την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις αρχές
αυτές και ότι οι λαμβανόμενες από τις εν λόγω αρχές αποφάσεις θα απηχούν συγκερασμό
απόψεων κατά το δυνατόν ευρύτερου φάσματος πολιτικών δυνάμεων και, κατά συνέπεια,
και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών» (σκ. 19).
356 Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1170.

69
έναν εκπρόσωπο των ανεξάρτητων Βουλευτών (εφόσον οι τελευταίοι είναι
τουλάχιστον πέντε). Ως όργανο χωρίς ρητή συνταγματική κατοχύρωση
έχει ευμετάβλητη σύνθεση, άρα είναι ευεπίφορο σε χειραγώγηση από το
εκάστοτε κυβερνών κόμμα357 358.

Με την ανάθεση της αρμοδιότητας στελέχωσης των Ανεξάρτητων


Αρχών στη Διάσκεψη των Προέδρων, η Ολομέλεια της Βουλής στερείται
το δικαίωμα γνώμης και ψήφου σε ένα κρίσιμο ζήτημα λειτουργίας του
πολιτεύματος. Με την απόδοση της ευθύνης επιλογής σε ένα μικρό μόνο
μέρος των παγιωμένων «κομματικών ελίτ», τα πολιτικά κόμματα-ζωντανοί
οργανισμοί παρεμποδίζονται να εκπληρώσουν ικανοποιητικά τη
συνταγματική αποστολή τους ως ενδιάμεσοι κρίκοι στην
αντιπροσωπευτική διαβούλευση μεταξύ κρατικής εξουσίας και κοινωνίας
των πολιτών359.

Επιπλέον, η επίτευξη ομοφωνίας ή της ιδιαίτερα αυξημένης


πλειοψηφίας των 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων συχνά
αποβαίνει άκαρπη360. Μάλιστα, το Σύνταγμα δεν προβλέπει τις
συνέπειες που επέρχονται σε περίπτωση λήξης της θητείας των ήδη
διορισθέντων μελών, εάν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν κατορθώσει
εγκαίρως να προβεί στην επιλογή νέων μελών361.

357 Ο Φραγκάκης αποκαλεί σκωπτικά τη Διάσκεψη των Προέδρων «κοινοβουλευτική


αριστοκρατία», αποσυνδέοντας, πάντως, κατ’ αναλογία με τους δικαστικούς
λειτουργούς, τη δικαιοκρατική αποστολή των Ανεξάρτητων Αρχών από τη δημοκρατική
νομιμοποίησή τους (Φραγκάκης, Νίκος, «Ανεξάρτητες Αρχές, Γιατί;», στο: Ν. Φραγκάκη
(επιμ.), Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, ό.π., σ. 21-25, ιδίως σ. 22).
358Ο Χρυσόγονος (ό.π., σ. 1170) επισημαίνει τον ακόλουθο βάσιμο κίνδυνο: «… μια
μελλοντική κοινοβουλευτική πλειοψηφία στερούμενη ιδιαίτερης συνταγματικής
ευαισθησίας θα μπορούσε, τροποποιώντας οποτεδήποτε τον Κανονισμό στο σημείο αυτό, να
εξασφαλίσει ακόμη και παμψηφία στη Διάσκεψη και να προχωρήσει σε καθαρά
κομματικές επιλογές μελών των ανεξάρτητων αρχών».
359 Την ανάγκη περαιτέρω ενεργοποίησης των πολιτικών κομμάτων ως ζωτικών
οργανισμών της δημόσιας σφαίρας στο κοινοβουλευτικό παίγνιο συγκρότησης των
Ανεξάρτητων Αρχών προβάλλει η Καμτσίδου (Καμτσίδου, «Η αρχή της διάκρισης…»,
ό.π., σ. 549).
360 Η πρώην Πρόεδρος της Βουλής, κ. Α. Μπενάκη-Ψαρούδα παρουσιάζεται άκρως
επικριτική απέναντι στο σύστημα ανάδειξης των Α.Α., το οποίο υιοθέτησε η
Αναθεωρητική Βουλή κατά την αναθεώρηση του 2001. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «…
το εφεύρημα των 4/5, χωρίς μάλιστα να υπάρχει λύση εάν αυτό δεν επιτυγχάνεται, είναι
πρωτοτυπία που μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματικό αδιέξοδο … Σε τελική ανάλυση η
λειτουργικότητα του συστήματος επαφίεται στην διαμεσολαβητική ικανότητα του ΠτΒ και
στην υπευθυνότητα των κομμάτων, χωρίς να προβλέπεται μηχανισμός διεξόδου από
ενδεχόμενη κρίση» (Μπενάκη-Ψαρούδα, Άννα, «Οι ανεξάρτητες αρχές στο πολιτειακό
σύστημα», στο: Φραγκάκης, Ν. (επιμ.), Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη
δημοκρατία, ό.π., σ. 13-19, ιδίως σ. 16).
361Η συνταγματική αυτή παράλειψη επισημαίνεται και κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ
(βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 858/2010, ΔΙΜΕΕ 2010, σ. 122 επ., σκ. 6). Πάντως, η παράλειψη
πρόβλεψης ενός επικουρικού μηχανισμού επιλογής των μελών των Α.Α., μοιάζει να

70
Κατά τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 101 Α
παρ. 2 Συντ., υπό το φως του Κανονισμού της Βουλής, «… επί τυχόν
αδυναμίας να επιτευχθεί ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία κατά την
επιλογή των μελών της ανεξάρτητης αρχής, ο Πρόεδρος της Βουλής οφείλει
να επανέρχεται, με εισήγηση για την επιλογή των μελών της αρχής, σε
κάθε συνεδρίαση της Διάσκεψης ή τουλάχιστον σε τακτά χρονικά
διαστήματα, ώστε να επιτευχθεί τελικώς η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5
κατά την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων αυξημένου κύρους που
θα στελεχώσουν την εν λόγω αρχή»362.

Ενόψει, όμως, της θεσμικής απαίτησης για απρόσκοπτη συνέχιση


της δράσης των Ανεξάρτητων Αρχών παραβιάζεται η συνταγματική
επιταγή για ορισμένη θητεία των μελών των Α.Α363. Όπως είδαμε
προηγουμένως, όμως, η επ’ αόριστον παράταση θητείας κρατικού
οργάνου, του οποίου έχει παρέλθει προ πολλού ο εύλογος χρόνος
ανανέωσης, θέτει, με τη σειρά της, σοβαρά ζητήματα δημοκρατικής
νομιμοποίησης364.

Για την υπέρβαση του συνταγματικού αυτού αδιεξόδου


εναλλακτικά προτείνεται η συγκρότηση των Α.Α. κατ’ αναλογία με την
εκλογική δύναμη των κομμάτων μετά από υπόδειξη της
κοινοβουλευτικής ομάδας αυτών ή με κοινή απόφαση των εκπροσώπων
των τριών πρώτων σε κοινοβουλευτική δύναμη κομμάτων365.
Δικαιοπολιτικά ορθότερη και πρακτικά αποτελεσματικότερη, ιδίως
ενόψει της σχέσης εντολής μεταξύ Βουλής και Ανεξάρτητων Αρχών,
κρίνεται η πρόταση του Σωτηρέλη για επιλογή των μελών των Α.Α. από
την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών,
άρα η ανάθεση του οικείου ζητήματος στην Ολομέλεια της Βουλής366.

Προσφάτως, στο δημόσιο διάλογο διατυπώθηκαν δύο εναλλακτικές


προτάσεις για την άρση του προαναφερόμενου συνταγματικού αδιεξόδου.

ήταν σκόπιμη, καθώς, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις της Αναθεωρητικής Βουλής
(Πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ό.π., σ. 733), είχε προταθεί να προβλεφθεί ένας
τέτοιος μηχανισμός, πρόταση, η οποία, τελικώς, δεν έγινε δεκτή (βλ. σχετικά, ΣτΕ
95/2017 Ολ., ό.π., σκ. 19).
362 ΣτΕ 858/2010, ό.π., σκ. 6.
363 Ο Κουτσουμπίνας (ό.π., σ. 384) τάσσεται ανοιχτά υπέρ της παράτασης της θητείας
των ήδη υπηρετούντων μελών σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ομοφωνία ή η
ιδιαίτερα αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων.
364Μαυρομούστακου, Ήβη, «Οι διαδρομές από την αμφισβήτηση στην καθολική
αποδοχή μιας νέας μορφής διοίκησης: οι ελληνικές ανεξάρτητες αρχές», ΕφημΔΔ
2/2012, σ. 236 επ.
365 Αντωνόπουλος, Ευθύμιος, ό.π., σ. 16 επ., ιδίως σ. 17.
366 Σωτηρέλης, ό.π., σ. 221 επ.

71
Από τη μία, στο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»367 και,
συγκεκριμένα, στο άρθρο 83 παρ. 2 αυτού, προτείνεται να ανατεθεί η
αρμοδιότητα επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών στον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας. Για τον μεν Πρόεδρο της εκάστοτε Αρχής, η επιλογή
θα γίνεται από τον ΠτΔ από κατάλογο τουλάχιστον τριών προσώπων
εγνωσμένου κύρους, που προτείνονται από τη Βουλή. Για τα δε μέλη, ο
ΠτΔ θα επιλέγει μεταξύ των στελεχών του –νεοσύστατου- ανώτατου
δημοσιοϋπαλληλικού σώματος και από κατάλογο προσώπων εγνωσμένου
κύρους και πείρας, ύστερα από εισήγηση του προέδρου κάθε αρχής.

Η πρόταση αυτή, προκειμένου να επιλύσει το υφιστάμενο


συνταγματικό αδιέξοδο και να αναβαθμίσει την ποιότητα της σύνθεσης
των Ανεξάρτητων Αρχών, γεννά δύο νέα ανυπέρβλητα προβλήματα.
Πρώτον, αναθέτει μια ουσιαστική αρμοδιότητα στον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας, χωρίς να απαιτεί την υποχρεωτική προσυπογραφή του
αρμόδιου Υπουργού (άρθρο 35 παρ. 1 Συντ.), κάτι που δεν συνάδει με
τον –μη αναθεωρήσιμο- προεδρευόμενο χαρακτήρα του πολιτεύματος
(άρθρο 1 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 110 παρ. 1 Συντ.).
Δεύτερον, είναι ασύμβατη προς την αρχή της πολιτικής ισότητας (άρθρο
4 παρ. 1 Συντ.), καθώς εισάγει ένα αυθαίρετο κριτήριο διάκρισης των
πολιτών σε «εγνωσμένου κύρους» και μη, προκειμένου να καθίστανται
κατάλληλοι ή όχι για τη στελέχωση των Ανεξάρτητων Αρχών.

Από την άλλη, στην «Πρόταση για μία προοδευτική


αναθεώρηση»368, και συγκεκριμένα, στο άρθρο 101 Α παρ. 2 αυτής,
προβλέπεται ότι η επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών γίνεται με
απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, με την αυξημένη
πλειοψηφία των 3/5 (και όχι των 4/5) των μελών της. Σε περίπτωση
αδυναμίας επίτευξης της ως άνω πλειοψηφίας, ο ορισμός των μελών
γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η πρόταση αυτή δεν είναι, επίσης, άμοιρη προβλημάτων. Πρώτον,


το γεγονός ότι εξακολουθεί να παραμένει η Διάσκεψη των Προέδρων
αρμόδια για τη στελέχωση των Α.Α., και μάλιστα με μειωμένη
πλειοψηφία από την υφιστάμενη, διατηρεί τον κίνδυνο αλλοίωσης της
σύνθεσης της Διάσκεψης, ώστε η εκάστοτε Κυβέρνηση να επιβάλλει κατ’

367Αλιβιζάτος, Νίκος / Βουρλούμης, Παναγής / Γεραπετρίτης, Γιώργος / Κτιστάκις,


Γιάννης / Μάνος, Στέφανος / Σπυρόπουλος, Φίλιππος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για
την Ελλάδα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016.
368Η «Πρόταση για μία προοδευτική αναθεώρηση» αποτελεί έργο μιας ομάδας εργασίας
νομικών και πολιτικών επιστημόνων, η οποία συντονίσθηκε από τον Γ. Κατρούγκαλο
και στην οποία συμμετείχαν συστηματικά οι καθηγητές Χρ. Βερναρδάκης, Α.
Δημητρόπουλος, Κ. Ζώρας, Η. Νικολόπουλος και Κ. Χρυσόγονος, και κατατέθηκε στην
«Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση» στις 27.3.2017.

72
ουσίαν τους κομματικούς της εκλεκτούς. Δεύτερον, δεν τίθενται
διαδικαστικές εγγυήσεις (π.χ. μεταξύ ποίων θα επιλέγει τα μέλη των
Ανεξάρτητων Αρχών) για την άσκηση της επικουρικής αρμοδιότητας του
Προέδρου της Δημοκρατίας, κι έτσι η στελέχωση των Α.Α. αφήνεται
πλήρως στη διακριτική ευχέρεια ενός πολιτικώς ανεύθυνου οργάνου, σε
περίπτωση που δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των 3/5 στη Διάσκεψη των
Προέδρων.

Ως κατακλείδα στην οικεία υποενότητα, αξίζει να αναφέρουμε το


πρόσφατο συνταγματικό αδιέξοδο που προέκυψε, ενόψει της διαδικασίας
αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, λόγω αδυναμίας επίτευξης της
απαιτούμενης πλειοψηφίας (τουλάχιστον 4/5) στη Διάσκεψη των
Προέδρων της Βουλής. Ενδεικτικά, θα εξετάσουμε αδρομερώς το κρίσιμο
σκεπτικό της απόφασης και το κύριο επιχείρημα της μειοψηφίας.

Κατά το πνεύμα του συνταγματικού κειμένου, η παράλειψη


πρόβλεψης επικουρικού μηχανισμού για την ανάδειξη των μελών των
Α.Α. έχει την έννοια της εποικοδομητικής διαβούλευσης και της
αμοιβαίας συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων στο Κοινοβούλιο. Η
επιβολή –κομματικά χειραγωγούμενων- μελών από την εκάστοτε
Κυβέρνηση ή η εμμονική άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινέσει στον
διορισμό νέων μελών των Αρχών αποτελούν, εξίσου, έμμεση παραβίαση
του άρθρου 101 Α παρ. 2 Συντ. Πάντως, η ως άνω εκ πλαγίου
παραβίαση δεν μπορεί να θεραπευθεί με μια ευθεία παραβίαση του
συνταγματικού κειμένου, όπως θα ήταν η παράκαμψη της αρμόδιας Α.Α.
(Ε.Σ.Ρ.) και η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας (έστω και για την
πρώτη και μόνο εφαρμογή του νόμου) σε άλλο όργανο της εκτελεστικής
εξουσίας (Υπουργός). Ακόμα κι αν η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας
στον Υπουργό γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για την
επίτευξη συνταγματικών σκοπών (π.χ. αδειοδότηση τηλεοπτικών
σταθμών), δεν επιτρέπεται υποκατάσταση του αρμόδιου (Ε.Σ.Ρ.) από
κάποιο μη αρμόδιο όργανο (Υπουργός Επικρατείας). Και αυτό
συμβαίνει, όπως επισημαίνεται στην ΣτΕ 95/2017 Ολομ., «… διότι δεν
υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά όλες οι
διατάξεις αυτού είναι νομικά τυπικά ισοδύναμες, με συνέπεια να μην
μπορεί να παρακαμφθεί, από τον κοινό νομοθέτη ή την εκτελεστική
εξουσία, η εφαρμογή καμιάς συνταγματικής διατάξεως με την επίκληση της
ανάγκης τηρήσεως άλλης συνταγματικής διατάξεως»369.

369ΣτΕ 95/2017 Ολ., ό.π., σκ. 19. «Εν όψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της παραγράφου
2 του άρθρου 2Α του ν. 4339/2015, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο τρίτο
του ν. 4367/2016, με τις οποίες η αρμοδιότητα για την διενέργεια διαγωνιστικής
διαδικασίας για την χορήγηση αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής
τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας κατά την πρώτη
εφαρμογή του θεσπιζομένου με τον ανωτέρω ν. 4339/2015 συστήματος ανατίθεται στον

73
Αντίθετα, στη μειοψηφούσα γνώμη της ως άνω απόφασης
διατυπώνεται η άποψη ότι είναι συνταγματικά ανεκτή η άπαξ διενέργεια
της διαγωνιστικής διαδικασίας, και η χορήγηση των σχετικών αδειών σε
τηλεοπτικούς σταθμούς, από τον Υπουργό Επικρατείας, δυνάμει ειδικής
νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 2Α παρ. 2 του ν. 4339/2015) και
εντός των ορίων αυτής, κατά την πρώτη μόνο εφαρμογή του ν.
4339/2015. Σε διαφορετική περίπτωση, το –κατ’ ουσίαν- πολιτικής
φύσεως ζήτημα της αδυναμίας επίτευξης της πλειοψηφίας των 4/5 της
ΔτΠ της Βουλής για τη συγκρότηση Ε.Σ.Ρ. θα οδηγούσε επ’ αόριστον στη
διαιώνιση μιας –ουσιαστικού χαρακτήρα- μείζονος συνταγματικής
παραβίασης, την επί εικοσαετία και πλέον λειτουργία ιδιωτικών
τηλεοπτικών σταθμών άνευ της συνταγματικά επιβαλλόμενης άδειας370.

Εν κατακλείδι, η έλλειψη συνταγματικής ρύθμισης για την


επίλυση μιας αδιέξοδης πολιτειακής κατάστασης (μη επίτευξη της
ιδιαίτερα αυξημένης πλειοψηφίας στη Διάσκεψη των Προέδρων της
Βουλής) δεν πλήττει μονάχα το κύρος των –επ’ αόριστον παραταθέντων-
μελών των Α.Α., αλλά και το κύρος του ίδιου του Κοινοβουλίου. Δυνάμει
του δυσλειτουργικού άρθρου 101 Α παρ. 2 Συντ., η –πολιτικά-
προβληματική απουσία συναίνεσης μεταξύ των κοινοβουλευτικά
εκπροσωπούμενων κομμάτων μεταφράζεται εντέλει σε –κανονιστικά-
αθέμιτη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών και, κατ’ επέκταση, σε –
θεσμικά- ατελή κοινοβουλευτικό έλεγχο επί της δράσης τους.

Υπουργό, στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας


Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, αντίκεινται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά
τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Την αντίθεση δε αυτή των ανωτέρω
διατάξεων στο Σύνταγμα δεν μπορεί να θεραπεύσει το γεγονός ότι κατά την θέσπισή τους
δεν είχε επιτευχθεί (όπως ούτε και έως την συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως είχε
επιτευχθεί) η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία των μελών της Διάσκεψης των
Προέδρων της Βουλής για την επιλογή των μελών του Ε.Σ.Ρ., ασχέτως των λόγων στους
οποίους οφειλόταν τούτο» (σκ. 19).
370ΣτΕ 95/2017 Ολ., ό.π., σκ. 20. Το σκεπτικό της παραπάνω μειοψηφούσας γνώμης,
σχετικά με την αναπόφευκτη σύγκρουση αντισυνταγματικοτήτων και με το
συνταγματικά ανεκτό της άπαξ εφαρμογής του άρθρου 2 Α ν. 4339/2015, συμμερίζεται
και ο Ακρ. Καϊδατζής. Βλ. ενδεικτικά, πριν την έκδοση της ΣτΕ 95/2017 Ολ.,
Καϊδατζής, Ακρίτας, Γνωμοδότηση για τη συνταγματικότητα του άρθρου 2 Α του ν.
4339/2015 (τηλεοπτικές άδειες), 27.6.2016, αναρτημένο στον ιστότοπο: www.
academia. edu. και, ως κριτική αποτίμηση της ΣτΕ 95/2017 Ολ., Καϊδατζής, Ακρίτας,
Μια πολιτική ανάγνωση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση
των τηλεοπτικών αδειών, αναρτημένο στον ιστότοπο: www. academia. edu (υπό
δημοσίευση σε: ΔτΑ 2017).

74
iii) Kοινοβουλευτικός έλεγχος επί της δράσης των Α.A.

Φτάνοντας στο ζήτημα της λογοδοσίας των Ανεξάρτητων Αρχών,


αξίζει να αναφέρουμε προκαταβολικά ότι η άρρηκτη σύνδεση των Α.Α.
με τους –δημοκρατικά νομιμοποιούμενους- αντιπροσωπευτικούς
θεσμούς όχι μόνο δεν υπονομεύει την ανεξαρτησία και αμεροληψία
τους, αλλά αντίθετα αποτελεί προαπαιτούμενο-εγγύηση για την
«καθιέρωσή τους ως δικαιοκρατικής εγγύησης σε ένα δημοκρατικό
πολίτευμα»371. Όπως επισημαίνει, στο ίδιο μήκος κύματος, και ο
Βιδάλης, «ο άμεσος και αποτελεσματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος
πολιτικοποιεί τις αρχές, εντάσσοντάς τες ομαλά στο πλαίσιο των
οργανωτικών βάσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος»372.
Το άρθρο 101 Α παρ. 3 Συντ. προβλέπει ότι: «Με τον Κανονισμό
της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με
τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου». Οι
Ανεξάρτητες Αρχές εντάσσονται στο πεδίο του κοινοβουλευτικού ελέγχου,
προκειμένου να μην υπάρχουν θύλακες εκτός κοινοβουλευτικού, άρα
και δημοκρατικού, ελέγχου373. Παρέχεται, ωστόσο, ευρεία επιφύλαξη
υπέρ του Κανονισμού της Βουλής για την ειδικότερη μορφή που θα
λάβει ο έλεγχος.

Στο άρθρο 138 Α ΚτΒ, όσον αφορά στην άσκηση του


κοινοβουλευτικού ελέγχου, προβλέπεται η υποχρεωτική υποβολή
ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων από κάθε ανεξάρτητη αρχή, συνταγματικά
κατοχυρωμένη ή συσταθείσα με τυπικό νόμο (παρ. 1). Ο Πρόεδρος της
Βουλής διαβιβάζει τη σχετική έκθεση στη μόνιμη επιτροπή θεσμών και
διαφάνειας. Παράλληλα, κάθε ανεξάρτητη αρχή έχει τη δυνατότητα (όχι
υποχρέωση) να υποβάλει ειδικές εκθέσεις για θέματα που άπτονται της
αρμοδιότητάς της (παρ. 2). Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, επίσης,
μπορεί να παραγγέλλει στις ανεξάρτητες αρχές τη σύνταξη ειδικών
εκθέσεων σε υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος (παρ. 3). Εν συνεχεία,
η αρμόδια επιτροπή της Βουλής υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής τα
πορίσματα των συζητήσεών τους για το έργο κάθε ανεξάρτητης αρχής, ο

371Καμτσίδου, «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών…», ό.π., σ. 553. Ομοίως, Μπότσης,
ό.π., σ. 366, Σωτηρέλης, ό.π., σ. 223. Όπως διατυπώνει με ακρίβεια και
παραστατικότητα ο Σωτηρέλης (ό.π., σ. 223-224), δίχως την επαρκή δημοκρατική
νομιμοποίηση «είναι πολύ εύκολο να μεταπέσουν από ασφαλιστικές δικλείδες της
δημοκρατίας σε αυτονομημένες και εξαιρετικά επικίνδυνες νησίδες απόμακρης και
αυθαίρετης εξουσίας. Σε ιδιότυπες δηλαδή θεσμικές «ελίτ», που δεν θα είναι τίποτε άλλο
από παραπλανητικές μεταλλάξεις και, σε τελευταία ανάλυση, νομιμοποιητικά «άλλοθι»
ενός εκσυγχρονισμένου «αυταρχικού κρατισμού».
372 Βιδάλης, ό.π., σ. 838, υπ. 25.
373 Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 225.

75
οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή
(παρ. 4).

Κατόπιν των εκτεθειμένων ρυθμίσεων του ΚτΒ, διαπιστώνουμε ότι


ο «κοινοβουλευτικός» έλεγχος που ασκείται επί των Ανεξάρτητων Αρχών
είναι «a priori απονευρωμένος»374 ή «πολιτικά ατελής»375, καθώς δεν
συνέχεται με τον καταλογισμό ευθυνών376. Παραδείγματος χάριν, ο
«κοινοβουλευτικός έλεγχος» δεν μπορεί να επιφέρει ως κύρωση την
αποπομπή μέλους Ανεξάρτητης Αρχής377 378.

Βάσει του ισχύοντος Κανονισμού της Βουλής, οι Ανεξάρτητες


Αρχές δεν υπόκεινται κατ’ ουσίαν σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, αλλά σε
«ήπια λογοδοσία» που αποσκοπεί απλώς «στη διασφάλιση διαφάνειας και
την άσκηση κριτικής επί του έργου τους»379. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον
Κανονισμό της Βουλής δεν προβλέφθηκε καν υποχρεωτική συζήτηση των
ετήσιων εκθέσεων πεπραγμένων των Α.Α. ενώπιον της Ολομέλειας της

374 Μπότσης, ό.π., σ. 362.


375Λοβέρδος, Ανδρέας, στο: Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα/Α. Λοβέρδος, Πόσο χρειάζονται οι
Ανεξάρτητες Αρχές; («Μονομαχίες»), Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1.12.2001, σ. 42-44,
ιδίως σ. 44.
376 Αντίθετος στην καθιέρωση πιο εκτεταμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι ο
Λαζαράκος, ο οποίος θεωρεί ότι «η επέκταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου στις ΑΔΑ σε
μορφές καταλογισμού πολιτικής ευθύνης πέραν της «ήπιας λογοδοσίας» θα ερχόταν σε
αντίφαση με τη λειτουργική ανεξαρτησία των ΑΔΑ έναντι της Διοίκησης» (βλ. σχετικά
Λαζαράκος, Γρηγόρης, Ανεξάρτητες Αρχές: Ο ρόλος και η σημασία τους στην ελληνική
έννομη τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σ. 97 και 100).
377Μπότσης, ό.π., σ. 362. Ο Βιδάλης υποστηρίζει ότι «η υπεροχή της Βουλής είναι
αναγκαίο να επιβεβαιώνεται με την πρόβλεψη στον Κανονισμό της ενός συστήματος
άμεσου κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των αρχών, την αποτελεσματικότητα του οποίου
μπορεί να εγγυηθεί μόνον η απειλή μιας κύρωσης ανάλογης προς την άρση της
εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση: η Βουλή θα πρέπει αφ’ ενός να μπορεί να ελέγχει απ’
ευθείας και, αφ’ ετέρου, ιδίως σε ακραίες περιπτώσεις παραβίασης της νομιμότητας,
ακόμη και να παύει τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου
θητείας τους» (Βιδάλης, ό.π., σ. 837). Ο Σωτηρέλης (ό.π., σ. 221-222) τάσσεται υπέρ της
δυνατότητας ανάκλησης μελών των Α.Α. πριν τη λήξη της θητείας τους σε περίπτωση
καταλογισμού ευθυνών για πράξεις ή παραλείψεις με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 του
όλου αριθμού των βουλευτών.
378Ξεκάθαρα αντίθετος στην παραπάνω (υπ. 98) πρόταση Σωτηρέλη ο Καμίνης (βλ.
Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές μεταξύ ανεξαρτησίας και κοινοβουλευτικού
ελέγχου», ΝοΒ 50 (2002), σ. 95 επ., ιδίως σ. 99-103), ο οποίος θεωρεί πως η πολιτική
ουδετερότητα ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό των Ανεξάρτητων Αρχών διαφοροποιεί
ουσιωδώς την «κοινοβουλευτική ευθύνη» των μελών των Α.Α. σε σχέση με τα μέλη της
Κυβέρνησης (Καμίνης, ό.π., σ. 101-102).
379 Μπότσης, ό.π., σ. 366. Όπως επισημαίνει ο Παπαδημητρίου, «η σχέση των
Ανεξάρτητων Αρχών με το Κοινοβούλιο αποτελεί περισσότερο σχέση διαρκούς
επικοινωνιακής συνεργασίας παρά κοινοβουλευτικό έλεγχο» (βλ. σχετικά
Παπαδημητρίου, Γεώργιος, «Σχόλιο», στο: Κ. Γώγου (επιμ.), Η πορεία προς το
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η πρόσφατη αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος.
Πρακτικά Συνεδρίου 28-29 Οκτωβρίου 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή
2002, σ. 248 επ., ιδίως σ. 251).

76
Βουλής380. Επιπλέον, αμφισβητείται η δυνατότητα της Επιτροπής
Θεσμών και Διαφάνειας, μιας Επιτροπής με εξαιρετικά ευρύ φάσμα
αρμοδιοτήτων («έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη
μελέτη και επεξεργασία προτάσεων που συμβάλλουν στη διαφάνεια της
πολιτικής και γενικότερα της δημόσιας ζωής της χώρας και η
παρακολούθηση της εφαρμογής τους»), να εστιάσει, όπως θα όφειλε, το
ενδιαφέρον της στον έλεγχο της δράσης των Α.Α.381.

Στην «Πρόταση για μία προοδευτική συνταγματική


αναθεώρηση» , το άρθρο 101 Α παρ. 3 Συντ. διαμορφώνεται ως εξής: «Η
382

ετήσια έκθεση κάθε ανεξάρτητης αρχής συζητείται υποχρεωτικά από την


Ολομέλεια της Βουλής. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα
αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή και ο τρόπος
άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου ο
Πρόεδρος κάθε Αρχής οφείλει να εμφανίζεται ενώπιόν της για να παράσχει
τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου
του αριθμού των βουλευτών, μετά από πρόταση των δύο πέμπτων, μπορεί
να παύεται μέλος της Αρχής για λόγους που ανάγονται στην άσκηση των
καθηκόντων του».

Η εξαιρετικά λεπτομερής καταγραφή της μορφής που θα λάβει ο


κοινοβουλευτικός έλεγχος, χωρίς να καταλείπεται ιδιαίτερο περιθώριο
εξειδίκευσης στον Κανονισμό της Βουλής, μοιάζει ασύμβατη με τον
γενικό κι αφηρημένο χαρακτήρα, δηλαδή την ελλειπτική διατύπωση του
συνταγματικού κειμένου, και την αυτονομία της Βουλής δυνάμει του
άρθρου 65 παρ. 1 Συντ. Από την άλλη, όμως, η ρητή πρόβλεψη της
ακριβούς έντασης και έκτασης του κοινοβουλευτικού ελέγχου και,
συνακόλουθα, η σύνδεση του ελέγχου με καταλογισμό πολιτικής
ευθύνης σε μέλη των αρχών, συμβάλλει στην εναρμόνιση των
Ανεξάρτητων Αρχών στο πολιτειακό οικοδόμημα, τόσο υπό το πρίσμα της
διάκρισης των εξουσιών όσο και υπό την οπτική της δημοκρατικής
αρχής.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών


απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, εκφεύγοντας

380Την υποχρεωτική υποβολή ετήσιων εκθέσεων πεπραγμένων με τη θεραπεία του


ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης συνδέουν οι Μπότσης (ό.π., σ. 364) και
Παπαδημητρίου (ό.π., σ. 251). Όπως τονίζει, εξάλλου, το Rapport public του Conseil d’
Ètat 2001, «η ετήσια έκθεση συνιστά ένα όργανο απαραίτητο για να μπορούν να
«αναπνέουν» δημοκρατικά οργανισμοί εξοπλισμένοι με αποφασιστικές αρμοδιότητες» (Le
Conseil d’ Ètat, Rapport public 2001, σ. 372).
381 Μπενάκη-Ψαρούδα, ό.π., σ. 18.
382Βλ. «Πρόταση για μία προοδευτική αναθεώρηση», ό.π., όπως κατατέθηκε στην
«Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση» στις 27.3.2017.

77
έτσι από τον παραδοσιακό έλεγχο της ιεραρχικά δομημένης
Διοίκησης383. Η ανεξάρτητη δράση τους συνεπάγεται ότι οι πράξεις τους
δεν ελέγχονται διοικητικά ούτε ως προς τη νομιμότητα ούτε- κατά
μείζονα λόγο- ως προς τη σκοπιμότητά τους από οποιοδήποτε όργανο της
εκτελεστικής λειτουργίας384.

Ενόψει, όμως, του εξαιρετικά ασθενούς κοινοβουλευτικού


ελέγχου, καθιερώνεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 8 του εκτελεστικού του
Συντάγματος ν. 3051/2002, δικαστικός έλεγχος των πράξεων και
παραλείψεων των οργάνων των Α.Α385. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι:
«Κατά των εκτελεστών αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών μπορεί να
ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας,
καθώς και οι προβλεπόμενες στο Σύνταγμα και τη νομοθεσία διοικητικές
προσφυγές». Σε διαφορετική περίπτωση, εξάλλου, η ανεξαρτησία των
Αρχών θα εκτρεπόταν σε απόλυτη ασυλία και θα αντέκειτο στο
συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο
20 παρ. 1 Συντ.), το οποίο, στο πεδίο του διοικητικού δικαίου,
υλοποιείται με την αναγνώριση γενικού δικαιώματος άσκησης αίτησης
ακύρωσης κατά –σχεδόν- όλων των εκτελεστών πράξεων διοικητικών
πράξεων386.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 8 εδάφ β΄ ν. 3051/2002, μάλιστα,


θεσμοθετείται δυνατότητα άσκησης ένδικων βοηθημάτων κατά των
αποφάσεων των Ανεξάρτητων Αρχών και από τον κατά περίπτωση
αρμόδιο Υπουργό. Πρόκειται για την καθιέρωση μιας ειδικής μορφής της
-καταρχήν απαγορευμένης- «ενδοστρεφούς δίκης»387. Ο καταρχήν
αποκλεισμός της κίνησης ενδοστρεφούς δίκης388 κάμπτεται,

383 Ηλιάδου, ό.π., σ. 151.


384Ηλιάδου, ό.π., σ. 151. Στην αντίθετη κατεύθυνση, βλ. Πρακτικό Επεξεργασίας ΣτΕ
49/2003, με το οποίο αναγνωρίσθηκε η δυνατότητα του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ να
ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων του Ε.Σ.Ρ., ωστόσο ο έλεγχος νομιμότητας
περιορίζεται στη δυνατότητα αναπομπής χωρίς να περιλαμβάνει τη δυνατότητα
προσθηκών ή τροποποιήσεων των αποφάσεων του Ε.Σ.Ρ.
385Για το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της δράσης των Α.Α., βλ. ενδεικτικά
Χρυσανθάκης, Χαράλαμπος, «Τα διοικητικά δικαστήρια και οι ανεξάρτητες αρχές
ενώπιον των θεμελιωδών και λοιπών δικαιωμάτων: Συμπόρευση ή αντιπαλότητα», ΘΠΔΔ
2009, σ. 945 επ.
386 Ηλιάδου, ό.π., σ. 152. Νομολογιακά, βλ. ΣτΕ 2543/1999, ΤοΣ 1999, σ. 621 επ.
387 Ηλιάδου, ό.π., σ. 153.
388 Ο καταρχήν αποκλεισμός των ενδοστρεφών δικών θεμελιώνεται στην αρχή της
ενότητας των δημόσιων υπηρεσιών και, κατά κύριο λόγο, στη γενική αρχή του
διοικητικού δικαίου ότι κανείς δεν είναι δυνατό να στρέφεται κατά των ίδιων των
πράξεών του. Για τον σχετικό προβληματισμό, βλ. ενδεικτικά Βεγλερής, Φαίδων,
«Νομιμοποιείται το Κράτος εις άσκησιν αιτήσεως ακυρώσεως; (ΣΕ 897, 2076 και
3941/78)», ΤοΣ 1978, σ. 626 επ.

78
προκειμένου να μην μένει ανέλεγκτος κανένας φορέας δημόσιας
εξουσίας, ο οποίος εντάσσεται, με τη στενή ή την ευρεία του όρου έννοια,
στο νομικό πρόσωπο του Κράτους389.

Πάντως, η λογοδοσία του αρμόδιου Υπουργού για πράξεις ή


παραλείψεις των οργάνων των Ανεξάρτητων Αρχών, από τη μια πλευρά
υπονομεύει την ανεξαρτησία και αμεροληψία τους, και, από την άλλη,
είναι ατελέσφορη λόγω έλλειψης ιεραρχικής εξάρτησης μεταξύ Υπουργού
και μελών των Α.Α.390. Εξάλλου, η εκπροσώπηση των Α.Α. από τον
αρμόδιο Υπουργό στη διαδικασία λογοδοσίας ενώπιον του Κοινοβουλίου
αποδυναμώνει δραστικά την ποιότητα του -ούτως ή άλλως
περιορισμένου- κοινοβουλευτικού ελέγχου. Έτσι, ο Υπουργός είτε
δηλώνει άγνοια για τα πεπραγμένα τμημάτων της εκτελεστικής εξουσίας
που εκφεύγουν του ιεραρχικού ελέγχου του είτε αποδέχεται -εμμέσως
πλην σαφώς- ότι οι Α.Α. είναι διοικητικά όργανα ενταγμένα στην
ιεραρχία, άρα υπό την άμεση και κυριαρχική εποπτεία του.

Εν κατακλείδι, η στενότερη σύνδεση της Βουλής με τις


Ανεξάρτητες Αρχές λειτουργεί ως εχέγγυο ανεξαρτησίας τους. Με
ενίσχυση των μέσων του κοινοβουλευτικού ελέγχου, οι Α.Α. αφενός θα
πραγματώσουν την δημοκρατική αρχή (τόσο ως «γενική βούληση», όσο
και ως δικαιώματα του ατόμου-πολίτη) και, αφετέρου, θα συμβάλλουν
στην «αναδιάταξη των σχέσεων εκτελεστικής-νομοθετικής εξουσίας» προς
όφελος της κοινοβουλευτικής διαβούλευσης391.

Συμπερασματικά, η αναβάθμιση της ήπιας λογοδοσίας σε


ιδιόμορφο μεν, πλήρη δε, κοινοβουλευτικό έλεγχο (ουσιαστική
αξιολόγηση του έργου των Α.Α. από τη Βουλή) αποτελεί το αναγκαίο
βήμα για τη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής αξιοποίησης των
Ανεξάρτητων Αρχών με τρόπο που να σέβεται τη δημοκρατική αρχή ως
θεμελιώδη βάση του πολιτεύματος392. Η έλλειψη δημοκρατικής

389 Η Ηλιάδου (ό.π., σ. 152), πάντως, επισημαίνει τον κίνδυνο αναίρεσης της θεσμικής
ιδιαιτερότητας (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία) των Α.Α., σε περίπτωση που
κάποιο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας επιδιώξει να νομιμοποιηθεί στο ρόλο του
ελεγκτή με το επιχείρημα της ιεραρχικής ανωτερότητας.
390Για τον ατελέσφορο χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού ελέγχου των Α.Α. ενόψει της –
κατ’ ουσίαν- εκπροσώπησης των Ανεξάρτητων Αρχών από τον καθ’ ύλην αρμόδιο
Υπουργό, βλ. Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1171-1172.
391 Σπανού, ό.π., σ. 248-249.
392Έχει υποστηριχθεί, επίσης, ότι ενδεχόμενη ασυμβατότητα με τη δημοκρατική αρχή
δημιουργεί η ρητή συνταγματική κατοχύρωση πέντε συγκεκριμένων Ανεξάρτητων
Αρχών. Ο Μπότσης (Μπότσης, ό.π., σ. 361-367) επικαλείται, προς επίρρωση του
ισχυρισμού αυτού, το άρθρο 28 Γαλλικού Συντάγματος 1793, σύμφωνα με το οποίο:
«Ένας λαός έχει πάντα το δικαίωμα να επανεξετάσει, να μεταρρυθμίσει και να αλλάξει το
Σύνταγμά του. Καμία γενιά δεν μπορεί να υποχρεώσει τις μελλοντικές γενιές στους
παρόντες νόμους».

79
νομιμοποίησης και πολιτικής λογοδοσίας υπονομεύει, εξάλλου, τόσο τον
κοινοβουλευτισμό στο βωμό της αυτονόμησης του οικονομικού
τεχνοκρατισμού όσο και την ανεξαρτησία-αμεροληψία των αρχών στο
βωμό της πατερναλιστικής κυβερνητικής αυθαιρεσίας393.

δ) Κριτική επισκόπηση - Ενδιάμεσο συμπέρασμα: Το


παράδειγμα της «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» 394

Στην παρούσα ενότητα θα αξιοποιηθεί η νεοσύστατη «Ανεξάρτητη


Αρχή Δημοσίων Εσόδων» ως παράδειγμα de facto προβληματικής
οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανεξάρτητων Αρχών και
Κυβέρνησης. Στην προκειμένη περίπτωση δίνεται ξεκάθαρο προβάδισμα
στην πλήρη ανεξαρτησία μιας νομοθετικά -και όχι συνταγματικά-
κατοχυρωμένης Ανεξάρτητης Αρχής έναντι της κοινοβουλευτικά
υπεύθυνης πολιτικής εξουσίας.

Η «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» αποτελεί μετεξέλιξη της


ημι-ανεξάρτητης «Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων»395. Κύριος
σκοπός της Αρχής είναι η διασφάλιση του πλήρους διαχωρισμού της –
κοινοβουλευτικά υπεύθυνης- φορολογικής πολιτικής από την –
τεχνοκρατικά αποτελεσματική- φορολογική διοίκηση. Υπό αυτό το
πρίσμα, δίνεται έμφαση στην απεξάρτηση της «εφαρμογής της
φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας από ad hoc πολιτικές

393 Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Σωτηρέλης (Σωτηρέλης, ό.π., σ. 223), «η ανυπαρξία


ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης και πολιτικού ελέγχου αφήνει πολλά περιθώρια
είτε για αλαζονική και αυτάρεσκη περιχαράκωση, είτε για έμμεσες και διαμεσολαβημένες
κυβερνητικές παρεμβάσεις είτε για έντεχνη περιθωριοποίηση, μέσω παρελκυστικής
πολιτικής, ως προς την παροχή των απαραίτητων για τη λειτουργία τους μέσων».
394Για μια αρκετά κατατοπιστική, μάλλον θετικά διακείμενη, επισκόπηση - πρώιμη
αποτίμηση της «Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων», βλ. Δημητρίου, Σπύρος, «Η
αναζήτηση ενός προτύπου διοικητικής μεταρρύθμισης και τα όρια του: Το παράδειγμα
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων», www.constitutionalism.gr, ανάρτηση
08.11.2016.
395Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων συστάθηκε με το ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄
222/12-11-2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής
2013−2016 − Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου
Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016 - ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ») και, ειδικότερα, με το άρθρο 1 παράγρ. Ε, υποπαρ.
Ε.2.

80
παρεμβάσεις», ώστε να εξορθολογιστεί η φορολογική βάση και να
σταθεροποιηθούν τα δημόσια οικονομικά της χώρας396.

Η «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» προβλέφθηκε ρητά στο ν.


4389/2016397, εφαρμοστικό-εξειδικευτικό νόμο του ν. 4336/2015
(«τρίτο Μνημόνιο»)398, και ξεκίνησε τη λειτουργία της από τις 2
Ιανουαρίου 2017, υπεισερχόμενη πλήρως στις αρμοδιότητες της Γενικής
Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 2
παρ. 1) με αυξημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4389/2016399,


καθίσταται σαφές ότι ακολουθείται το θεσμικό πρότυπο οργάνωσης των
συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών (ν. 3051/2002)400,
όπως επικαιροποιήθηκε με νεότερα νομοθετικά κείμενα, τα οποία
συνέστησαν νομοθετικά κατοχυρωμένες αρχές, όπως η Ελληνική
Στατιστική Αρχή (ν. 3832/2010)401 και η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή
Δημοσίων Συμβάσεων (ν. 4013/2011)402.

Ήδη από το πρώτο άρθρο του «πολυνομοσχεδίου» (ν. 4389/2016)


καθίσταται σαφές ότι η νέα Αρχή θα «απολαύει λειτουργικής
ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν θα
υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς
φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές» (άρθρο 1 παρ. 2 εδάφ. α΄ και άρθρο 3).
Ο μόνος έλεγχος που προβλέπεται είναι κοινοβουλευτικής φύσεως κατά
τις προβλεπόμενες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής (άρθρο 1 παρ.
2 εδάφ. β΄ και άρθρο 4), δηλαδή η κατάθεση των μελών του Συμβουλίου
Διοίκησης, καθώς και του Διοικητή της Αρχής ενώπιον της Επιτροπής
Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης

396 Δημητρίου, ό.π., σ. 16.


397Ν. 4389/2016 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 94/27-5-2016, «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή
της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες
διατάξεις»).
398Ν. 4336/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 94/14-8-2015, «Συνταξιοδοτικές διατάξεις − Κύρωση του
Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης»).
399 Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4389/2016, σ. 1.
400 Ν. 3051/2002 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 220 / 20-9-2002, «Συνταγματικά κατοχυρωμένες
ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος προσλήψεων στο
δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις»).
401Ν. 3832/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 38 / 9-3-2010, «Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα (ΕΛ.Σ.Σ.)
Σύσταση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) ως Ανεξάρτητης Αρχής»).
402Ν. 4013/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 204 / 15-9-2011, «Σύσταση ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων -
Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) -
Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις»).

81
Επιτροπής της Βουλής ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας (άρθρο 4 ν.
4389/2016, σε συστηματική ερμηνεία με το άρθρο 138 Α ΚτΒ).

Η λειτουργική ανεξαρτησία του Προέδρου, των μελών του


Συμβουλίου Διοίκησης, του Εμπειρογνώμονα και του Διοικητή της
Αρχής συνεπάγεται ότι τα προαναφερθέντα θεσμικά όργανα, κατά την
εκτέλεση των καθηκόντων τους, «δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη
συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική
εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον
δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό» (άρθρο 3).

Η έλλειψη εποπτείας από τον Υπουργό Οικονομικών επί της


Α.Α.Δ.Ε. (λειτουργική ανεξαρτησία) προχωρά, πάντως, ένα βήμα
παραπέρα από τα ειωθότα, καθώς η διαφωνία μεταξύ του Υπουργού
Οικονομικών και του Διοικητή της Αρχής σχετικά με την εφαρμογή της
φορολογικής πολιτικής επιλύεται από το Συμβούλιο Διοίκησης της
Αρχής, δηλαδή επίσης από ένα ανεξάρτητο, εκτός ιεραρχικού ελέγχου,
όργανο (άρθρο 5 παρ. 4). Η δε πρόταση-αρχική επιλογή των μελών του
Συμβουλίου Διοίκησης γίνεται επίσης από Ανεξάρτητη Αρχή (Επιτροπή
Επιλογής) με τον Υπουργό να διατηρεί μονάχα την αρμοδιότητα της
τελικής επιλογής μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων (άρθρο 10).

Η νεοσυσταθείσα «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων»


επιφορτίζεται με ένα ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων, στις οποίες
περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, (άρθρο 2 παρ. 2):

α) ο «προσδιορισμός, η βεβαίωση και η είσπραξη των φορολογικών,


τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων» (άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2
παρ. 2 περ. α΄),

β) η παρακολούθηση και ο έλεγχος της πορείας της βεβαίωσης και της


είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης
νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων,

γ) η λήψη και η εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την


αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών,
τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της
καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής
απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της
φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης
και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων,

δ) η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών


διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην

82
εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής
νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της,

[…] θ) ο εντοπισμός φαινομένων φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου,


φορολογικής απάτης, παραεμπορίου και παραοικονομίας και τον
καταλογισμό της διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης,

[…] ια) η εποπτεία και ο συντονισμός των ελεγκτικών φορολογικών,


τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν, καθώς και
η αξιολόγηση και ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της δράσης τους σε
σχέση με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί με βάση τον
επιχειρησιακό σχεδιασμό ελέγχων και τα προγράμματα επιχειρησιακής
δράσης που έχει καταρτίσει η Αρχή,

ιβ) η εισήγηση νομοθετικών διατάξεων και μέτρων για την ενίσχυση της
φορολογικής και τελωνειακής συμμόρφωσης και η υποβολή προτάσεων
για τη βελτίωση και την επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των δημοσίων
εσόδων,

ιγ) η διατύπωση απλής γνώμης για σχέδια νόμων που ρυθμίζουν


ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της,

[…] κβ) κάθε άλλη ενέργεια που είναι απαραίτητη στο πλαίσιο άσκησης
των αρμοδιοτήτων της.

Οι αρμοδιότητες αυτές δεν είναι αποκλειστικές-περιοριστικές


(numerus clausus), αλλά είναι δυνατή η ανάθεση στην Αρχή περαιτέρω
αρμοδιοτήτων, οι οποίες ανήκουν στην κανονιστική εμβέλεια του
Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 2 παρ. 3). Μάλιστα, η Αρχή
συνεπικουρεί το έργο του Υπουργού Οικονομικών και με συμβουλευτικό
(άρθρο 4 παρ. 5) ή γνωμοδοτικό (άρθρο 4 παρ. 6) ρόλο σε επίπεδο
νομοθέτησης για κάθε ζήτημα που άπτεται των αρμοδιοτήτων της.
Παράλληλα, διατυπώνεται ρητά ότι «οι αρμοδιότητες που περιέρχονται
στην Αρχή ή στα όργανα αυτής, … καθώς και αυτές που έχουν ήδη
μεταβιβασθεί στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και κείνται εντός
του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Αρχής, δεν μπορούν να
αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών ή στον Αναπληρωτή
Υπουργό ή στον Υφυπουργό Οικονομικών ή σε άλλα κυβερνητικά όργανα
με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη» (άρθρο 2 παρ. 4).

Η Α.Α.Δ.Ε. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Ανεξάρτητη Αρχή,


αφενός διότι εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας
δίχως να διαθέτει δικαιοδοτικής φύσεως αρμοδιότητες (Αρχή).
Παράλληλα, δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο, με τα μέλη της να

83
απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (Ανεξάρτητη)403.
Η υπαγωγή της στον κοινοβουλευτικό έλεγχο του άρθρου 101Α Συντ. -
όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 138Α ΚτΒ- πιστοποιεί τον διοικητικό
της χαρακτήρα και δεν την μετατρέπει, εκ πρώτης όψεως, σε ανέλεγκτη
νησίδα τεχνοκρατικής αυθαιρεσίας.

Ωστόσο, η ένταση και η έκταση της ανεξαρτησίας μιας νομοθετικά


προβλεπόμενης Α.Α., όπως η Α.Α.Δ.Ε., εγείρει μείζονα ζητήματα
συνταγματικότητας και κριτικού, δικαιοπολιτικού αναστοχασμού για το
ρόλο της κοινοβουλευτικά υπεύθυνης Κυβέρνησης σε εποχές
ιδιωτικοποίησης της δημόσιας σφαίρας και αποπολιτικοποίησης της
οικονομίας.

Κατ’ αρχάς, η ανάθεση εξαιρετικά εκτεταμένων αρμοδιοτήτων σε


ένα όργανο της εκτελεστικής εξουσίας που υπόκειται σε πολύ
περιορισμένο έλεγχο (κατ’ ουσίαν «ήπια λογοδοσία») γεννά ερωτήματα
σχετικά με τη νομική φύση της Αρχής και, συγκεκριμένα, με την
εναρμόνισή της προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26
Συντ.), ιδίως υπό το πρίσμα του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης
(άρθρο 43 παρ. 2 Συντ.). Οι ένθερμοι υποστηρικτές της μετακύλισης
αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σε Ανεξάρτητες Αρχές επισημαίνουν ότι
ένας πιο εκτεταμένος (κοινοβουλευτικός) έλεγχος ενέχει τον κίνδυνο
περιορισμού της ανεξαρτησίας των αρχών, «παρέχοντας έτσι στη Διοίκηση
τη δυνατότητα άσκησης, δια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, εμμέσου
ελέγχου νομιμότητας ή ελέγχου σκοπιμότητας»404. Από την άλλη πλευρά,
έχει διατυπωθεί η δογματικά αντίθετη θέση ότι οι ανεξάρτητες
διοικητικές αρχές που δεν περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα (νομοθετικά
κατοχυρωμένες αρχές) δεν αποτελούν καν Ανεξάρτητες Αρχές, αλλά
απλώς «διοικητικά μορφώματα»405.

Στην προκειμένη περίπτωση, βλέπουμε ότι ο σκοπός μιας


Ανεξάρτητης Αρχής (αποτελεσματική εφαρμογή της φορολογικής
πολιτικής σχετικά με τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και είσπραξη των
φόρων) μετατρέπεται αφ’ εαυτού σε δικαιολογητικό λόγο νομιμοποίησης
κάθε «υπερεξουσίας» που της έχει αναγνωρισθεί από το νομοθέτη χωρίς
την χάραξη σαφών και ειδικών εξουσιοδοτικών ορίων (άρθρο 43 παρ. 2
Συντ.).

Δίχως την επαρκή τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 43 Συντ., η


σύσταση της Α.Α.Δ.Ε. εκτρέπεται από θεμιτή διασταύρωση σε

403 Δημητρίου, ό.π., σ. 23.


404 Λαζαράκος, ό.π., σ. 97.
405 Α. Λοβέρδος, Πρακτικά Αναθεώρησης 2001, ό.π., σ. 755.

84
ανεπίτρεπτη σύγχυση των κρατικών λειτουργιών, καθώς η νεοπαγής
Αρχή κινείται σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής
εξουσίας406.

Μείζον ζήτημα ιεραρχικής σχέσης των δικαιικών πηγών εγείρει η


ρητή και ανεπιφύλακτη δέσμευση της εκάστοτε Κυβέρνησης να διατηρεί
ή να ενισχύει τις –ήδη εξαιρετικά ευρείες- αρμοδιότητες της Αρχής,
χωρίς να επιτρέπεται η αναμεταβίβαση των αρμοδιοτήτων αυτών στον
Υπουργό Οικονομικών με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη
(άρθρο 2 παρ. 4 ν. 4389/2016)407.

Επιπλέον, τίθεται εν αμφιβόλω η τήρηση της αρχής της


νομιμότητας, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου.
Συγκεκριμένα, χρήζει εξέτασης αν οι ευρείες αρμοδιότητες φορολογικής
διοίκησης που έχουν ανατεθεί στην Α.Α.Δ.Ε. (προσδιορισμός,
βεβαίωση, είσπραξη δημοσίων εσόδων και κάθε άλλη σχετική
αρμοδιότητα) συνιστούν διοικητικής φύσεως αρμοδιότητες ή μήπως
εισχωρούν στο «σκληρό πυρήνα» χάραξης της φορολογικής πολιτικής.
Εφόσον πρόκειται για διοικητική πράξη επιβολής ή είσπραξης φόρου,
αυτή αντίκειται στο άρθρο 78 Συντ., σύμφωνα με το οποίο «κανένας
φόρος ούτε επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο…», δηλαδή
κανόνα δικαίου θεσπισμένο από το –δημοκρατικά νομιμοποιημένο-
Κοινοβούλιο. Η ολοσχερής «απελευθέρωση» των δημοσίων εσόδων από τη
νομοθετική λειτουργία και από την –ιεραρχικά δομημένη- δημόσια
διοίκηση δεν πλήττει απλώς τη δικαιοκρατική αρχή στην τυπική-
διαδικαστική της διάσταση (αρχή της νομιμότητας), αλλά εγγίζει τον
«σκληρό πυρήνα» της κρατικής εξουσίας (φορολογική-δημοσιονομική
πολιτική)408. Πάντως, μέχρι στιγμής η ρύθμιση καθαρά
τεχνικών/διαδικαστικών ζητημάτων από την Α.Α.Δ.Ε., με τις
αποφασιστικές αρμοδιότητες να παραμένουν στον έλεγχο του
κοινοβουλευτικά υπεύθυνου Υπουργού, συνηγορεί υπέρ της μη
παραβίασης των εξουσιοδοτικών ορίων δράσης εκ μέρους της
Ανεξάρτητης Αρχής.

Τέλος, οι μόνιμοι υπάλληλοι και οι συμβασιούχοι αορίστου


χρόνου που συναποτελούν το υπαλληλικό προσωπικό της Αρχής (άρθρο
24 ν. 4389/2016) αξιολογούνται διαρκώς από τον Διοικητή, με τη

406Βαλαβάνη, Νάντια, «Η απαγωγή των δημοσίων εσόδων», αναρτημένο στον ιστότοπο:


tvxs.gr, 24.5.2016.
407Για μια διεισδυτική, δημοσιογραφικής χροιάς, κριτική στην Α.Α.Δ.Ε., ενόψει της
σχέσης της με τα άμεσα κρατικά όργανα, βλ. Φραγκιουδάκης, Μάνος, «Η ασύλληπτη
Αρχή Δημοσίων Εσόδων», αναρτημένο στον ιστότοπο: www.thepressproject.gr,
22.5.2016.
408 Βαλαβάνη, ό.π.

85
σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης και την απλή γνώμη του
Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (άρθρο 28 παρ.
1). Μάλιστα, επιτρέπεται ρητά η παρέκκλιση από τα συστήματα
προαγωγών και βαθμολογικής ή υπηρεσιακής εξέλιξης που προβλέπει ο
Υπαλληλικός Κώδικας (άρθρο 28 παρ. 2) δυνάμει κριτηρίων
αξιολόγησης, τα οποία θέτει η Αρχή κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα και
κατά πλήρη διακριτική της ευχέρεια. Παράλληλα, εκτός του ειδικού
μισθολογικού καθεστώτος που διέπει το υπαλληλικό προσωπικό της
Αρχής, το οποίο προσδιορίζεται με απόφαση του Διοικητή κατόπιν
σύμφωνης γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης (άρθρο 29 παρ. 1),
προβλέπεται η καταβολή επιπλέον ανταμοιβής (bonus) σε περίπτωση
επίτευξης ή υπέρβασης των τιθέμενων –από την ίδια την Αρχή-
εισπρακτικών στόχων (άρθρο 29 παρ. 2).

Βλέπουμε, συνεπώς, ότι το υπαλληλικό προσωπικό της Αρχής


εκφεύγει πλήρως των κανονιστικών ορίων και του προστατευτικού
πλαισίου του Υπαλληλικού Κώδικα και κρίνεται αποκλειστικά και μόνο
από την –κατ’ ουσίαν ανέλεγκτη- Διοίκηση της Α.Α.Δ.Ε.409

Το κανονιστικό πλαίσιο συγκρότησης, οργάνωσης και άσκησης


των αρμοδιοτήτων της Α.Α.Δ.Ε. υποδηλώνει τη διεθνή τάση για αλλαγή
διοικητικού μοντέλου στο πεδίο των δημόσιων οικονομικών, πάλαι ποτέ
προπυργίου της εθνικής κυριαρχίας. Η νεοϊδρυθείσα αρχή, όπως και το
σύνολο των νεόκοπων Ανεξάρτητων Αρχών, δομείται στη βάση του νέου
μοντέλου δημόσιας διοίκησης (New Public Management), το οποίο
αντικαθιστά το κλασικό γραφειοκρατικό βεμπεριανό μοντέλο ιεραρχικά
δομημένης διοικητικής μηχανής. Κατευθυντήριοι άξονες του νέου
προτύπου οργάνωσης της Διοίκησης είναι η αποπολιτικοποίηση και η
ιδεολογική ουδετερότητα αυτής, ώστε να αντιμετωπισθεί ριζικά ο
πελατειασμός του υπερτροφικού κομματικού κράτους410. Στο πλαίσιο
του τεχνοκρατικού New Public Management παρατηρείται η τάση
«διαχωρισμού του σχεδιασμού από την εφαρμογή της δημόσιας
πολιτικής»411. Απόρροια της παραπάνω διάγνωσης είναι η υποκατάσταση
του –δημόσιου- κριτηρίου της «επαρκούς δημοκρατικής νομιμοποίησης»
από το –ιδιωτικοοικονομικό- κριτήριο της «αποδοτικότητας» και της
«οικονομικής αποτελεσματικότητας». Η νεοφιλελεύθερη μεταλλαγή του

409Η ρητή παρέκκλιση από τον Υπαλληλικό Κώδικα και η ανάθεση της υπηρεσιακής
κατάστασης των εργαζομένων της Α.Α.Δ.Ε. στην αποκλειστική αρμοδιότητα ενός και
μόνο προσώπου, του Διοικητή, χαρακτηρίζεται, με αποδομητική διάθεση, από τη
Βαλαβάνη (ό.π.), «μεταμοντέρνα φεουδαρχία».
410Για το New Public Management ως νεοπαγές μοντέλο διοικητικής οργάνωσης του
Κράτους, βλ. Μιχαλόπουλος, Νίκος, Από τη Δημόσια Γραφειοκρατία στο Δημόσιο
Management, Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 84.
411 Δημητρίου, ό.π., σ. 32.

86
κρατικού φαινομένου (υποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμοποίησης
από την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα) θα εξετασθεί διεξοδικά στην
επόμενη ενότητα.

4) New Public Management – Η αποτελεσματικότητα ως


υποκατάστατο της δημοκρατικής νομιμοποίησης

α) Εργαλειακός ορθολογισμός και ορθολογική αυτονομία

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος, Max Weber, στο κλασικό έργο του


«Οικονομία και Κοινωνία» (“Wirtschaft und Gesellschaft”) διακρίνει,
κατά το κοινωνικό πράττειν, δύο είδη ορθολογικότητας, τα οποία
βρίσκονται σε παραπληρωματική και ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους,
την ορθολογικότητα κατά το σκοπό (Zweckrationalität) και την
ορθολογικότητα κατά την αξία (Wertrationalität)412.

Ως «ορθολογικότητα κατά το σκοπό» ή, αλλιώς, εργαλειακή


ορθολογικότητα νοείται η κοινωνική συμπεριφορά «μέσω προσδοκίας της
συμπεριφοράς αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου και άλλων ανθρώπων,
και μέσω χρήσης αυτών των προσδοκιών ως «όρων» ή ως «μέσων» για
ορθολογικούς, ως αποτέλεσμα επιδιωκόμενους και σταθισμένους ιδίους
σκοπούς»413. Στο πλαίσιο της εργαλειακής ορθολογικότητας δίνεται
έμφαση στη στάθμιση των επιλεγόμενων μέσων προς προδεδομένους ή
επίκτητους σκοπούς, έτσι ώστε η ορθολογικότητα μιας συμπεριφοράς να
κρίνεται, σε τελική ανάλυση, από την ποιότητα των παραγόμενων
αποτελεσμάτων σε συνάρτηση προς τα επιλεγόμενα μέσα414.

Από την άλλη, η «ορθολογικότητα προς την αξία» ή, αλλιώς,


«αξιακή ορθολογικότητα» προσανατολίζει το κοινωνικό πράττειν «μέσω
συνειδητής πίστης στην άνευ όρων –ηθική, αισθητική, θρησκευτική ή όπως
αλλιώς ερμηνευμένη- αυταξία μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, καθαρά
ως τέτοιας και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος» 415. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι
η αξιακή ορθολογικότητα αρνείται τη συνεπειοκρατική προσέγγιση της

412 Weber, Max, Οικονομία και Κοινωνία, τ. Ι, ό.π., σ. 25 επ.


413 Weber, ό.π., σ. 25.
414 Weber, ό.π., σ. 26.
415 Weber, ό.π., σ. 25.

87
ανθρώπινης πράξης και προσδίδει αποκλειστική (αυτ)αξία στη
δεοντοκρατική πτυχή του Ορθού Λόγου.

Κατά τον Weber, τα ανθρώπινα όντα κατά το πράττειν και, ιδίως,


κατά το κοινωνικό πράττειν επιχειρούν να συνδυάσουν τα δύο αυτά είδη
ορθολογικότητας, ώστε να συγκεράσουν έναν a priori ηθικό σκοπό με τα
ποθούμενα, ad hoc κρινόμενα, αποτελέσματα416.

Στον θεσμικό ιδεότυπο του Weber, η γραφειοκρατική οργάνωση


της δημόσιας διοίκησης εκφράζει, σε εμπειρικό επίπεδο, τη χρυσή τομή
μεταξύ εργαλειακής και αξιακής ορθολογικότητας. Το βεμπεριανό
γραφειοκρατικό μοντέλο λειτουργεί ως αποτελεσματικός μηχανισμός
νομιμοποίησης της εξουσίας (εργαλειακή ορθολογικότητα)417 και η
(νόμιμη) εξουσία418, με τη σειρά της, συνιστά αυτοσκοπό σε κάθε
κρατικά οργανωμένη πολιτική κοινότητα (αξιακή ορθολογικότητα).

Μια γραφειοκρατικοποιημένη διοικητική δομή στηρίζεται στους


ακόλουθους άξονες419:

 σύνολο αφηρημένων και, κατά κανόνα, εμπρόθετα θεσπισμένων


κανόνων

 ορθολογική, διαπροσωπική μέριμνα για την εξυπηρέτηση


προσωπικών συμφερόντων

 ιεραρχική οργάνωση (σχέσεις ιεραρχικής εξάρτησης μεταξύ


προϊστάμενων και υφιστάμενων διοικητικών οργάνων)

 καθήκον υπακοής όχι απέναντι στο πρόσωπο, αλλά απέναντι στην


αντικειμενική αρμοδιότητα (αξίωμα) που έχει αποδοθεί, κατά τον
θεσμικά προβλεπόμενο τρόπο, σε αυτό το πρόσωπο (διάκριση
μεταξύ προσώπου και οργάνου)

 αποξένωση των διοικητικών αξιωματούχων από την κυβερνητική


«ιδιοκτησία των μέσων της διοίκησης».

416 Weber, ό.π., σ. 26-27.


417 Ο Kelsen (Kelsen, ό.π., σ. 137) τονίζει τον κομβικό ρόλο που επιτελεί η
γραφειοκρατική διάρθρωση της Διοίκησης, υπό τον όρο, ασφαλώς, της νόμιμης δράσης
(αρχή της νομιμότητας), για τη δημοκρατική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας.
418 Ο Weber διακρίνει τρεις τύπους νόμιμης εξουσίας (ορθολογική, παραδοσιακή,
χαρισματική), ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης (προνεωτερική ή νεωτερική,
κοινοτιστική ή φιλελεύθερη κ.λπ.) της εκάστοτε πολιτικής κοινωνίας (Weber, ό.π., σ.
244 επ.).
419 Weber, ό.π., σ. 246-249.

88
Η υφεσιακή τάση του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου και η
παρακμή του έθνους-κράτους λόγω της παγκόσμιας διάχυσης του
κεφαλαίου οδήγησαν σε καθίζηση το βεμπεριανό γραφειοκρατικό
πρότυπο διοίκησης. Η παγκοσμιοποίηση των (αγοραίων) σφαιρών
παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών επέβαλε –ως
αντανάκλαση στο θεσμικό εποικοδόμημα- την παγκοσμιοποίηση της
διακυβέρνησης, άρα και τη μεταλλαγή του κρατικού φαινομένου. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1970 και, ιδίως, μετά την πετρελαϊκή κρίση και
την άρση του συστήματος σταθερών νομισματικών ισοτιμιών (Bretton
Woods), το «παρεμβατικό Κράτος» δέχεται ταυτόχρονα διμέτωπη επίθεση.

Εκ δεξιών (Νέα Δεξιά), επικρίνεται ως ένα οιονεί ολοκληρωτικό,


υπεργραφειοκρατικό εμπόδιο στην αυτορρύθμιση της κοινωνίας των
πολιτών, δηλαδή στον πλουραλισμό των επιμέρους ανταγωνιστικών
συμφερόντων420. Τον κίνδυνο πελατειακής νόθευσης της απρόσωπης
γραφειοκρατικής διοικητικής δομής είχε επισημάνει, εξάλλου, και ο
ίδιος ο Weber, προοικονομώντας το τέλος εποχής για τον θεσμικό
ιδεότυπό του421.

Εξ αριστερών (ρεφορμιστική Αριστερά), αντιθέτως, ασκείται κριτική


στην –ψευδεπίγραφη- ταξική αμεροληψία του κεϋνσιανού μοντέλου, το
οποίο παραγνώρισε την άρρηκτη σύνδεση του θεσμικού
εποικοδομήματος με την οικονομική-παραγωγική υποδομή. Έτσι, η
«κρίση νομιμοποίησης» του μεταπολεμικού «παρεμβατικού κράτους»
αποδίδεται στη συστημική κρίση του εθνικοποιημένου, βιομηχανικού
καπιταλισμού. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για πρόβλημα ελλιπούς
εργαλειακής ορθολογικότητας, όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι
επικριτές του σοσιαλδημοκρατικού υποδείγματος, αλλά για ζήτημα
υποβάθμισης της αξιακής ορθολογικότητας εκ μέρους των
κυβερνώντων .
422

Όσο επιταχύνεται η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η


διεθνοποίηση της διακυβέρνησης, εντείνεται η τάση αυτονόμησης του
Κράτους από την αυτορρυθμιζόμενη κοινωνία των πολιτών423. Η

420Βλ. ενδεικτικά Crozier, Michel / Huntington, Samuel P. / Watanaki, Joji, The


Crisis of Democracy: On the Governability of Democracy, New York University Press,
New York 1975.
421 Weber, ό.π., σ. 256.
422Βλ. ενδεικτικά, Habermas, Jürgen, Legitimation Crisis, Beacon Press, Boston
1975 και Offe, Contradictions of the Welfare State, ό.π.
423 Για μια κριτική επισκόπηση της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής διακυβέρνησης,
βλ. Miaille, Michel, Το κράτος του δικαίου: Εισαγωγή στην κριτική του συνταγματικού
δικαίου, γ΄ έκδ., μτφρ. Μ. Παπαγιαννάκη, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 300
επ.

89
αυτονόμηση κράτους και κοινωνίας των πολιτών ή, με άλλα λόγια,
πολιτικής και οικονομίας δεν είναι, πάντως, απόλυτη, καθώς
περιορίζεται στις μορφές και τη λειτουργία, αλλά όχι στη φύση της
ασκούμενης κρατικής εξουσίας. Στο πλαίσιο της αστικής,
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας το Κράτος διαχρονικά επιτελεί κομβικό
ρόλο στη διασφάλιση των αναγκαίων θεσμικών όρων για την απρόσκοπτη
αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος424.

Υπό την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, το Κράτος


δεν λειτουργεί ούτε «παρεμβατικά» (κεϋνσιανό, μεταπολεμικό πρότυπο)
ούτε ως «νυκτοφύλακας» (laissez-faire, κλασικός φιλελευθερισμός του
19ου αιώνα). Δρα ρυθμιστικά στο κοινωνικό επίπεδο ως διαχειριστής
επιμέρους ατομικών συμφερόντων425.

Ο εξορθολογισμός του κρατικού και, κατά συνέπεια, του δικαιικού


φαινομένου δεν διασφαλίζεται πλέον μέσω του γενικού κι αφηρημένου,
καθολικού κι απρόσωπου χαρακτήρα των νόμων, δηλαδή μέσα από τη
μίξη εργαλειακής και αξιακής ορθολογικότητας. Ο γενικός κι
αφηρημένος χαρακτήρας των κανόνων δικαίου αλλοιώνεται, καθώς η
διαχειριστική παρέμβαση του Κράτους εκφράζεται όλο και περισσότερο
με ειδικές, ad hoc ρυθμίσεις426, οι οποίες αποσκοπούν στο να
απαντήσουν με ταχύ και αποτελεσματικό τρόπο (εργαλειακή
ορθολογικότητα) σε πολύπλοκες κοινωνικές ανάγκες και σε
ανταγωνιζόμενα επιμεριστικά συμφέροντα427.

Ενόψει της απαίτησης για εργαλειακή ορθολογικότητα των


νομικών ρυθμίσεων, παρατηρείται διαρκής μετατόπιση του κέντρου
βάρους της νομοπαραγωγικής διαδικασίας από τη «διαβουλευτική»
νομοθετική στην «αποτελεσματική» εκτελεστική εξουσία428. Έτσι, όμως,
διαστρεβλώνεται de facto ο de iure ρόλος της Διοίκησης, η οποία
διαχρονικά κατοχυρώνεται στις νεωτερικές έννομες τάξεις ως
«κοινωνικοτεχνική εξατομίκευση» του γενικού κι αφηρημένου κανόνα-
προϊόντος της κοινοβουλευτικής διαβούλευσης429. Η υποκατάσταση του
νομοθέτη από την αποκεντρωμένη Διοίκηση (π.χ. Ανεξάρτητες Αρχές)

424 Miaille, ό.π., σ. 303.


425 Miaille, ό.π., σ. 308 επ.
426 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, Ι, ό.π., σ. 254-256.
427 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, Ι, ό.π., σ. 257. Για τον άκρως εξατομικευτικό και
εξατομικευμένο χαρακτήρα των νομικών ρυθμίσεων κατά τη νεοφιλελεύθερη θεώρηση
του Ορθού Λόγου, βλ. Brown, Wendy, Η καταστροφή του δήμου: Η λαθραία
επανάσταση του νεοφιλελευθερισμού, μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2017,
σ. 99 επ.
428 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, Ι, ό.π., σ. 258-259.
429 Kelsen, ό.π., σ. 133.

90
αποτυπώνει, σε θεσμικό επίπεδο, την «κανονιστική και οργανωτική
απίσχναση του κράτους»430, δηλαδή την υποβάθμισή του σε ένα «απλό
σύνολο ρυθμιστικών σχέσεων, που συναρθρωμένο γύρω από ευέλικτες
διακυβερνητικές δομές, προσαρμόζεται κατά το δοκούν στις ανάγκες των
αγοραίων θεσμών»431.

Το Κράτος-διαχειριστής λειτουργεί, συνεπώς, κατ’ εικόνα και καθ’


ομοίωσιν του homo economicus432, δηλαδή του ορθολογικού
οικονομικού δρώντος, ο οποίος δρα συνεχώς σταθμίζοντας, με χρηματικά
αποτιμητό τρόπο, προτιμήσεις, κίνητρα, κόστη και οφέλη, προκειμένου
να επιλέξει την αποδοτικότερη λύση μεταξύ περισσότερων
εναλλακτικών433 434.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα, με τον κίνδυνο μιας διανοητικής


απλούστευσης, να επισημάνω ότι η αποκλειστική έμφαση στην
εργαλειακή ορθολογικότητα του ρυθμιστικού Κράτους μοιάζει με
ιστορική οπισθοδρόμηση από την ορθολογική στη χαρισματική εκδοχή
της –κατά Weber- νόμιμης εξουσίας435. Ως «χαρισματική εξουσία» νοείται
εκείνη η εξουσία, η οποία στηρίζεται στην «έκτακτη ιδιότητα μιας
προσωπικότητας», σε «συγκεκριμένες έκτακτες δυνάμεις ή ιδιότητες που δεν
είναι προσβάσιμες στον καθένα» 436. Η κατοχή συγκεκριμένων ιδιοτήτων
(π.χ. προσωπικό κύρος) επιτρέπει στο ηγετικό πρόσωπο-«τεχνοκράτη» να
θεσπίζει ad hoc ρυθμίσεις, βάσει της εκάστοτε εμπειρικής παρατήρησής
του, προσαρμόζοντας την συμπεριφορά των υπηκόων-αποδεκτών στις
παρούσες –οιονεί αμετάβλητες- οικονομικές συνθήκες437.

430 Κωτσονόπουλος, Λουδοβίκος, Η χαμένη συναίνεση: Κοινωνικό Κράτος,


Καπιταλισμός, Δημοκρατία, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 2016, σ. 184.
431 Κωτσονόπουλος, ό.π., σ. 184.
432 Brown, ό.π., σ. 41.
433Για το ρόλο του οικονομικού ορθολογισμού στο πολιτικό παίγνιο και, ιδίως, στις
εκλογικές αναμετρήσεις, βλ. Downs, ό.π., σ. 18 επ., ιδίως σ. 22-25. Πάντως, και ο
Downs (ό.π., σ. 30) αναγνωρίζει ότι «η διατήρηση της πολιτικής ελευθερίας» αποτελεί τον
μόνο θεμιτό περιορισμό στην άσκηση του κυβερνητικού έργου.
434Για το πέρασμα από την «οικονομία της αγοράς» στην «κοινωνία της αγοράς», όπου
κάθε ανθρώπινη δράση (οικονομική και μη) αποτιμάται με όρους (χρηματικά
αποτιμητού) κόστους-οφέλους, βλ. Sandel, Michael, Τι δεν μπορεί να αγοράσει το
χρήμα, μτφρ. Μ. Μητσού, Πόλις, Αθήνα 2016.
435 Weber, ό.π., σ. 244 επ.
436 Weber, ό.π., σ. 275 επ., ιδίως σ. 275.
437Για τη σχέση πολιτικής και οικονομίας υπό το πρίσμα της χαρισματικής εξουσίας, ο
Weber υποστηρίζει ότι «η καθημερινοποίηση του χαρίσματος είναι ουσιωδώς ταυτόσημη
με την προσαρμογή στις συνθήκες της οικονομίας ως της δύναμης της καθημερινότητας
που επιδρά διαρκώς. Στη σχέση αυτή η οικονομία δεν έπεται, αλλά καθοδηγεί» (Weber,
ό.π., σ. 291).

91
Περιορίζοντας, ωστόσο, τον Ορθό Λόγο στα στενά πλαίσια του
μέσου δράσης (πώς;), έχοντας ήδη προκαθορίσει τους στόχους (τι;,
γιατί;), «αποπολιτικοποιούμε» την ουσία της πολιτικής438, την από κοινού
παραγωγή ορισμένης -κατά προτίμηση, ιδεώδους- κανονιστικής
συμφωνίας για τη ρύθμιση του κοινωνικού μας βίου439. Η πλήρης
κατίσχυση της εργαλειακής έναντι της αξιακής ορθολογικότητας, αφενός,
αλλοτριώνει το αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο440 κι, αφετέρου,
εξασθενίζει τη δημοκρατική νομιμοποίηση των –κατ’ ουσίαν, ήδη
ειλημμένων- πολιτικών αποφάσεων441. Ο Ορθός Λόγος, εξάλλου, δεν
ήρθε στο προσκήνιο της ιστορίας για να αιχμαλωτίσει τα πολιτικά
υποκείμενα σε νεωτερικά, οιονεί μεταφυσικά, δόγματα (π.χ. κρατικός
πατερναλισμός, αγοραίος ανταγωνισμός), αλλά να τα απελευθερώσει από
τις θεόπνευστες αλήθειες-πλάνες τους442.

Η ορθολογική αυτονομία του πολιτικού δρώντος (homo politicus),


δηλαδή ο διαλογικός ορθολογισμός του –προσωπικά και συλλογικά-
αυτοπροσδιοριζόμενου πολίτη, υψώνει θεσμικό αντίβαρο στον
οικονομιστικό, εργαλειακό ορθολογισμό της αγοράς443.

Η υποκατάσταση της ορθολογικής αυτονομίας από την εργαλειακή


ορθολογικότητα έχει, όπως θα δούμε στις δύο ακόλουθες υποενότητες,
αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατία τόσο ως κανονιστικό φαινόμενο
(πολιτική ελευθερία) όσο και ως εμπειρικό αποτύπωμα (αντιπροσώπευση
του λαού-εκλογικού σώματος).

438 Brown, ό.π., σ. 171 επ.


439 Held, ό.π., σ. 237.
Για τον «αλλοτριωμένο άνθρωπο» της βιομηχανικής αστικής κοινωνίας, βλ. Marcuse,
440

Herbert, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, μτφρ. Μπ. Λυκούδη, Παπαζήση, Αθήνα 1971.


441Held, ό.π., σ. 237. Όπως επισημαίνει με διεισδυτικό τρόπο ο Σεβαστάκης (βλ.
Σεβαστάκης, Νικόλας / Σταυρακάκης, Γιάννης, Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση,
Νεφέλη, Αθήνα 2012, σ. 27), «…όλες οι συλλογικές πρακτικές οι οποίες στιγματίζονται ως
συμπτώματα και δείγματα λαϊκισμού εμφανίζονται κατά τεκμήριο στερημένες πολιτικού
νοήματος στο βαθμό που δεν τους αναγνωρίζεται καμιά δυνατότητα για παραγωγή
πολιτικού λόγου και επομένως οποιαδήποτε αξίωση σε διαφορετικά κριτήρια κοινωνικής
ορθολογικότητας».
442 Κατά τον υποδειγματικό ορισμό του Kant (βλ. Kant, Immanuel, Απάντηση στο
ερώτημα: «Τι είναι διαφωτισμός;, στο: M. Mendelssohn / Im. Kant κ.λπ., Τι είναι
Διαφωτισμός, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, β΄ έκδ, Κριτική, Αθήνα 2014, σ. 45 επ.,
ιδίως σ. 47), «διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την
οποία ο ίδιος ευθύνεται».
443 Για τον πολιτικό, διαλογικό ορθολογισμό ως θεσμικό αντίβαρο στην αγοραία,
εργαλειακή ορθολογικότητα, βλ. Habermas, Jürgen, Το Πραγματικό και το Ισχύον,
μτφρ, Θ. Λουπασάκη, Λιβάνη, Αθήνα 1996. Στο ίδιο μήκος κύματος, κατά τον
Gerapetritis (ό.π., σ. 33), “by bringing reason into the discussion, deliberative
democracy departs from the arena of market-oriented political competition and adopts
a forum-oriented approach where reason dominates public discourse”.

92
β) Πλουραλιστική δημοκρατία και συναίνεση

Οι Ανεξάρτητες Αρχές εμφανίζονται ως το θεσμικό εκείνο μοντέλο


προς την εμβάθυνση της πλουραλιστικής δημοκρατίας444, ένας «τρίτος
δρόμος» προς τον εκσυγχρονισμό της σοσιαλδημοκρατικής
παράδοσης .445 Η πλουραλιστική διάσταση της δημοκρατίας
διαφοροποιείται αισθητά από τη συγκρουσιακή, αντιφιλελεύθερη εκδοχή
διακυβέρνησης, όπως αποτυπώνεται στο έργο του Karl Schmitt446. Η
υιοθέτηση ενός πλουραλιστικού δημοκρατικού μοντέλου
επαναπροσδιορίζει ουσιωδώς το κανονιστικό περιεχόμενο της διάκρισης
των εξουσιών. Το άτομο, ως φορέας προσωπικής και συλλογικής
αυτονομίας, απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποταγής του σε μια
ενιαία και αδιαίρετη κυρίαρχη εξουσία447. Ωστόσο, πολλαπλασιάζονται οι
εστίες-δυνητικοί κίνδυνοι κατάχρησης εξουσίας λόγω της ανάθεσης
αρμοδιοτήτων κανονιστικής φύσεως σε διάσπαρτα, πολυεπίπεδα
κέντρα448.

Ο πλουραλιστικός χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας αποτελεί


θεμελιώδη έκφανση της δημοκρατικής αρχής, ωστόσο στην πράξη
υποκαθίσταται από την εκ των προτέρων συναίνεση του κυρίαρχου λαού
στο περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής449. Η –ευκταία-
αποκομματικοποίηση των κρατικών λειτουργιών κατ’ ουσίαν λειτουργεί
ως –ανεπιθύμητη- αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διαβούλευσης και
δράσης450. Η απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς ανάγεται σε
αυτοσκοπό της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, μην αφήνοντας
περιθώρια για κοινοβουλευτική διαμάχη μεταξύ αντίρροπων πολιτικών-
ιδεολογικών συμφερόντων. Έτσι, η πολιτική συμμετοχή, υπό το πρίσμα
444Για τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, βλ. Sartori, The
Theory of Democracy, Part One, ό.π., σ. 86 επ.
445Για την αναζήτηση «τρίτου» (εκσυγχρονιστικού) δρόμου προς τη σοσιαλδημοκρατία,
βλ. Giddens, Anthony, Ο τρίτος δρόμος: Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, μτφρ. Α.
Τάκη, Πόλις, Αθήνα 1998.
446 Όπως επισημαίνει ο Sartori (Sartori, ό.π., σ. 92), “… pluralism is the belief in the
value of diversity. And believing in diversity –in a dialectics of diversity- is antipodal to
believing in conlflict”.
447Για μια πλουραλιστική αντίληψη της δημοκρατίας, της ισότητας και της κοινωνικής
δικαιοσύνης, βλ. Walzer, Michael, Spheres of Justice: A Defense of Pluralism and
Equality, Basic Books, New York 1983.
448 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 338.
449 Για μια κριτική επισκόπηση των απλουστευτικών κατηγοριοποιήσεων σε
«πλουραλιστικό», «συναινετικό» και «συγκρουσιακό» κοινοβουλευτισμό, βλ. Καμτσίδου,
Το κοινοβουλευτικό σύστημα, ό.π., σ. 46 επ.
450Kelsen, ό.π., σ. 139-140. Όπως παρατηρεί ο Kelsen (ό.π., σ. 140), «μια
αποπολιτικοποίηση της νομοθεσίας θα ήταν αυτοκατάργησή της».

93
της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, υποβαθμίζεται σε απλή συναίνεση
στις αποφάσεις μιας κομματικής-οικονομικής ελίτ451.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στο όνομα της πλουραλιστικής


διακυβέρνησης πλήττεται καίρια ο ίδιος ο πλουραλισμός, ηθικοπολιτικό
και κανονιστικό βάθρο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναδύεται,
συνεπώς, ένας νέος τύπος μετα-δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπου
υπονομεύονται καίρια η πολιτική και οικονομική ισοελευθερία των
πολιτών και υποχωρεί σημαντικά η «αγωνιστική» συνιστώσα της
δημοκρατικής ζωής, δηλαδή η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από
εναλλακτικές κατευθυντήριες γραμμές και προγραμματικές
στοχεύσεις452.

Η μετα-δημοκρατία στηρίζεται στην αντίφαση ότι δύναται να


εξαλειφθεί ο ανταγωνισμός από την κοινωνική και πολιτική διάσταση της
ανθρώπινης ύπαρξης453, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να λειτουργήσει στο
οικονομικό πεδίο ως το αποκλειστικό κριτήριο διανομής πόρων και
αξιωμάτων. Έτσι, επανακαθορίζονται τα σύνορα ανάμεσα στην ταξικά
ουδέτερη κυβέρνηση και στα ταξικά μεροληπτικά ιδιωτικά συμφέροντα,
καθώς ο τέλειος ανταγωνισμός των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της
ελεύθερης αγοράς αντιπαρατίθεται και κρίνεται ποιοτικά ανώτερος από
τον ατελή/στρεβλό ανταγωνισμό των κυβερνητικών δράσεων διά των
δημόσιων υπηρεσιών. Αντιστρέφεται, με άλλα λόγια, το βάρος απόδειξης
ανάμεσα στη –ρεπουμπλικανικά ιδωμένη- πολιτική κοινωνία και την
αγορά, με αποτέλεσμα η πρώτη να καταπίπτει σε εργαλείο εξυπηρέτησης
της δεύτερης454. Η «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» δεν είναι απλώς ένας
νέος τρόπος οργάνωσης των σχέσεων μεταξύ πολιτικής κοινωνίας και
αγοράς, αλλά συνιστά μετάλλαξη της ίδιας της φύσης της πολιτικής
δραστηριότητας, καθώς καταργεί προληπτικά την ουσιαστική έκφραση
διακριτών κοινωνικοπολιτικών σχεδίων455. O homo economicus της

451 Πάσχος, ό.π., σ. 262.


452Crouch, Colin, Μεταδημοκρατία, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ.
11 (από την εισαγωγή του μεταφραστή).
453 Όπως, όμως, υποστηρίζει ο Γ. Σταυρακάκης (από τον πρόλογό του στο: Mouffe,
Chantal, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Πόλις, Αθήνα 2004, σ.
11), «στο βαθμό που όλες οι κοινωνικές και πολιτικές ταυτότητες παραμένουν ατελείς και
εξαρτώμενες από σχέσεις εξουσίας, τόσο όσον αφορά την κατασκευή τους όσο και όσον
αφορά τη διατήρηση και ηγεμονική τους δύναμη, ο ανταγωνισμός θα αποτελεί «εγγενές
γνώρισμα των ανθρώπινων σχέσεων».
454Crouch, ό.π., σ. 170-171. Για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας και την
εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών στο πλαίσιο της «νεοφιλελεύθερης
συναίνεσης», βλ. επίσης M.R. Freeland, “The Marketization of Public Services”, στο: C.
Crouch, K. Eder και D. Tambini (eds), Citizenship, Markets and the State, Clarendon
Press, Oxford 2001.
455 Balibar, ό.π., σ. 38.

94
νεοφιλελεύθερης κοινωνίας οφείλει να συμπεριφέρεται ως «ιδιοκτήτης»456
ή, αλλιώς, «επιχειρηματίας του εαυτού του» την στιγμή που καθίστανται
απρόσιτες όλες οι αναγκαίες υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την
έμπρακτη εκδήλωση της αυτονομίας του457.

Η Chantal Mouffe επιχειρηματολογεί υπέρ ενός «αγωνιστικού»


προτύπου δημοκρατίας, το οποίο αντιπαραθέτει στο νεοφιλελεύθερο α-
πολιτικό όραμα της πάση θυσία επίτευξης συναίνεσης. Αντιμετωπίζοντας
τον ανταγωνισμό ως εγγενή συνθήκη στις δι-ατομικές και κοινωνικές μας
σχέσεις458, η Mouffe αναζητά τους αναγκαίους θεσμικούς όρους για την
επίτευξη μιας «συγκρουσιακής συναίνεσης»459, δηλαδή της συναίνεσης όχι
ως προκαθορισμένο αυτοσκοπό, αλλά ως ευκταίο αποτέλεσμα μιας
συγκρουσιακής διαδικασίας. Στον αντίποδα του σμιτιανού σχήματος
«φίλος-εχθρός», ο «αγωνιστικός πλουραλισμός» της Mouffe επιδιώκει την
ανασυγκρότηση του «εχθρού» σε ιδεολογικό αντίπαλο, «τις ιδέες του
οποίου αντιμαχόμαστε, χωρίς όμως να αμφισβητούμε το δικαίωμά του να
τις υπερασπίζεται»460. Η δημοκρατική διάρθρωση της εκάστοτε
κοινωνικοπολιτικής δομής θεμελιώνεται αφενός στην απουσία ενιαίας
και αδιαίρετης «γενικής βούλησης» κι, αφετέρου, στη διατήρηση και
ενίσχυση της «αγωνιστικής» αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών σχεδίων
οργάνωσης του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού βίου461. Με άλλα
λόγια, η φιλελεύθερη δημοκρατία βασίζεται στον πλουραλισμό
αντιλήψεων σχετικά με το «κοινό αγαθό», στην αναζήτηση ενός πεδίου
αμοιβαίων συμβιβασμών και συνθέσεων, έχοντας, πάντως, ως κοινό
παρονομαστή την a priori αποδοχή των θεμελιωδών, διαδικαστικών και
ηθικοπολιτικών, αρχών - όρων διεξαγωγής του παιχνιδιού: ελευθερία,
ισότητα, προσωπική και συλλογική αυτονομία462.

Η υποκατάσταση του πλουραλισμού από την «συναίνεση» και της


ορθολογικής αυτονομίας από την (οικονομική) «κοινή λογική» γίνεται όλο
και εντονότερη όσο «κανονικοποιείται» ο λόγος (discourse) της «κρίσης»
και της «έκτακτης ανάγκης». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο «εξαιρετικής»
λειτουργίας των δημοκρατικών-αντιπροσωπευτικών θεσμών ενισχύεται de

456Για μια καθαρά ατομιστική θεώρηση της λοκιανής «ιδιοκτησίας του εαυτού», βλ.
Nozick, Robert, Anarchy, State and Utopia, Basic Books, New York 1974.
457 Balibar, ό.π., σ. 41.
458 Mouffe, ό.π., σ. 186.
459 Mouffe, ό.π., σ. 189.
460Mouffe, ό.π., σ. 187. Όπως υποστηρίζει παραστατικά η Mouffe (ό.π., σ. 188), «ο
ανταγωνισμός είναι πάλη μεταξύ εχθρών, ενώ ο αγωνισμός είναι πάλη μεταξύ αντιπάλων».
461 Mouffe, ό.π., σ. 185, 188-189.
462 Mouffe, ό.π., σ. 187.

95
facto ο ρόλος της εκτελεστικής εξουσίας463, ενώ η συναίνεση ανυψώνεται
σε αυτοτελές, αναγκαίο και επαρκές, αξιολογικό κριτήριο τόσο για την
ποιοτική αποτίμηση του προσωπικού και συλλογικού
αυτοκαθορισμού464 όσο και για τη νομιμοποίηση της πολιτικής
εξουσίας465.

Η πάση θυσία συναίνεση, ως συστατικό στοιχείο της


«φιλελεύθερης» πολιτικής κουλτούρας ιδίως μετά την πτώση του
Τείχους466, απολήγει σε «τέλος της ιδεολογίας»467, εξωθώντας τους
κοινωνικούς ανταγωνισμούς εκτός του έλλογου κι, εντέλει, εκτός του
δημοκρατικού πεδίου468. Η «συστημική» αντίληψη της φιλελεύθερης
δημοκρατίας απορρίπτει ως λαϊκισμό469 κάθε συλλογική, μαζική
(κινηματική ή θεσμική) αναφορά στο κοινωνικό ζήτημα,
απογυμνώνοντας τη δημοκρατία από κάθε συμμετοχικό της
συμφραζόμενο (κριτικός αναστοχασμός, διεκδίκηση, όραμα για μια
καλύτερη κοινωνία)470. Παρά τις εκ διαμέτρου αντιθετικές θεωρήσεις, η
«αντιλαϊκιστική τεχνοκρατία» και ο «λαϊκιστικός εξισωτισμός»
μοιράζονται, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα κοινό γνώρισμα. Και οι μεν
(«αντιλαϊκιστές») και οι δε («λαϊκιστές) διατείνονται ότι υφίσταται μονάχα

463 Παπαδοπούλου, Θεσμοί «άμεσης» δημοκρατίας…, ό.π., σ. 47.


464 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 66.
465Βενιζέλος, Ευάγγελος, Προς μια μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, Πόλις, Αθήνα
2008, σ. 79 επ., 109 επ.
466 Για τη «συναίνεση» ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής κουλτούρας στο
μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, βλ. Almond, Gabriel A. / Verba, Sidney, The Civic
Culture: Political Attitudes and Democracy in five Nations, Sage Publications,
California 1963.
467 Για το εμπειρικό και κανονιστικό πέρασμα από τη «συναίνεση» στο «τέλος της
ιδεολογίας», βλ. Lipset, Seymour Martin, Political Man: The Social Bases of Politics,
Mercury Books, London 1964.
468 Όπως παρατηρεί ο Σεβαστάκης (Σεβαστάκης / Σταυρακάκης, ό.π., σ. 35), «ο
διατεταγμένος «ορθολογισμός» εξωθεί τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς εκτός του πεδίου
της έλλογης πολιτικής και εντέλει εκτός του δημοκρατικού τόξου. Με αυτή την έννοια ο
ίδιος ο θεραπευτικός κανονιστικός λόγος που προσφεύγει συνεχώς στην καταδίκη του
λαϊκισμού συμβάλλει ενεργά στη διασπορά των πιο αυταρχικών, αντικοινοβουλευτικών
και μηδενιστικών εκδοχών της κοινωνικής οργής».
469 Ασκώντας δριμεία κριτική στον «αντιλαϊκιστικό λόγο», ο Rancierre υποστηρίζει ότι
«λαϊκισμός είναι το βολικό όνομα στο οποίο υποκρύπτεται η οξυμένη αντίφαση ανάμεσα
στη λαϊκή νομιμότητα και στην επιστημονική νομιμότητα, η δυσκολία της κυβέρνησης της
επιστήμης να αποδεχτεί τις εκφάνσεις της δημοκρατίας, ακόμη και της μεικτής μορφής
του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Το όνομα τούτο συγκαλύπτει και συνάμα
αποκαλύπτει τη μεγάλη ευχή της ολιγαρχίας: να κυβερνήσει δίχως λαό, ήτοι δίχως
διαίρεση του λαού, να κυβερνήσει δίχως πολιτική» (Rancierre, ό.π., σ. 111-112).
470 Στυλιανού, ό.π., σ. 131-132.

96
μία ορθή λύση, την οποία επιχειρούν να επιβάλλουν, ως επί το πλείστον
με ηθικολογικά επιχειρήματα, ως «κοινό τόπο»471.

Η συρρίκνωση, ενίοτε και ο εκμηδενισμός, του κοινωνικού


περιεχομένου της δημοκρατίας προσθέτει στην αστική δημοκρατία έναν
τελολογικό ορίζοντα χωρίς, μάλιστα, δημοκρατική νομιμοποίηση472. Υπό
την ηγεμονία των αγορών, αναδύεται το «ρυθμιστικό Κράτος», το οποίο
αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση των καθημερινών ζητημάτων με
αποκλειστικό κριτήριο την αποδοτικότερη, εμπορευματικά συμφέρουσα,
διαχείρισή τους. Με αυτό τον τρόπο, μείζονα κοινωνικοοικονομικά
διακυβεύματα αποπολιτικοποιούνται και παρουσιάζονται απλώς ως
τεχνικά ζητήματα που θα λυθούν από τους «ειδικούς»473. Η συναινετική
«κοινή λογική» δεν θυσιάζει μονάχα τη δημοκρατική διαβούλευση στο
βωμό της αποτελεσματικότητας (όπως θα δούμε στην ακόλουθη
υποενότητα), αλλά υπονομεύει και τις ατομικές ελευθερίες,
αποκλείοντας τη δυνατότητα διαφωνίας, άρα διαίρεσης,
πολλαπλασιασμού και εύλογου πλουραλισμού μεταξύ όσων αποτελούν –
έκαστος και από κοινού- τον κυρίαρχο λαό474. Έτσι, η δημοκρατική
αρχή παύει να θεωρείται ένα δυναμικό, άρα και διαρκές, αίτημα της
«κοινωνίας των πολιτών» και αναπαρίσταται μονάχα ως «κανονιστική
δύναμη του πραγματικού», ως τετελεσμένη κατάσταση με τους ενεργούς
πολίτες σε ρόλο παθητικών αποδεκτών-καταναλωτών475 476.

471 Ο Müller, διαφοροποιούμενος από την καταχρηστική επίκληση του όρου


«λαϊκισμός» στον σύγχρονο «συστημικό» δημόσιο λόγο, ταυτίζει τον λαϊκισμό με την
αντιπλουραλιστική (άρα αντιφιλελεύθερη και αντιδημοκρατική) ερμηνεία της πολιτικής
ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα, καταλογίζει εγγενή ροπή προς τον «λαϊκισμό» σε κάθε
ολοκληρωτική θεώρηση του «αγαθού» (τεχνοκρατική ή λαοκρατική), στηλιτεύοντας την
εξόχως απολιτική συμπεριφορά και των μεν («αντιλαϊκιστών») και των δε («λαϊκιστών»).
Όπως υποστηρίζει, από τη σκοπιά της πλουραλιστικής δημοκρατίας, «… είναι εύλογο να
υποθέσουμε ότι ο ένας ανοίγει τον δρόμο για τον άλλο, διότι ο καθένας τους νομιμοποιεί
την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει στ' αλήθεια περιθώριο για διαφωνίες» (Müller, Jan-
Werner, Τι είναι ο λαϊκισμός;, μτφρ. Δ. Αντωνίου, Πόλις, Αθήνα 2017, σ. 153-154).
472Σε αυτό το σημείο, η νεοφιλελεύθερη θεώρηση της πολιτικής κοινωνίας διαταράσσει
την παραδοσιακή -ανταγωνιστική, αλλά παραπληρωματική- σχέση μεταξύ
καπιταλισμού και δημοκρατίας. Κατά τον Dahl (βλ. Dahl, Περί Δημοκρατίας, ό.π., σ.
219), «η δημοκρατία και ο αγοραίος καπιταλισμός είναι σαν δύο πρόσωπα που συνδέονται
με έναν θυελλώδη γάμο, ο οποίος πάσχει από συγκρούσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά αντέχει
γιατί κανείς από τους δύο συζύγους δεν θέλει να χωρίσει από τον άλλο … οι δύο αυτές
οντότητες συνυπάρχουν σε μια μορφή ανταγωνιστικής συμβίωσης».
473 Πάσχος, ό.π., σ. 342-343.
474Rancierre, ό.π., σ. 111-112. Όπως προσθέτει αποδομητικά προς την αστική μετα-
δημοκρατία ο Rancierre, η συναινετική λογική «συμπτύσσει σε ένα και μοναδικό όλον
μια μορφή κοινωνικής ζωής και έναν τύπο κρατικής τάξης ένα σύνολο τρόπων ύπαρξης
και ένα σύστημα αξιών» (ό.π., σ. 127).
475 Mouffe, ό.π., σ. 106-108.
476 Κατά τον Agnoli (ό.π., σ. 68), «η απώλεια της ουσίας (ενν. του κοινοβουλευτισμού)
αντιστοιχεί σε απώλεια της κοινωνικές διαλεκτικής». Για μια κριτική επισκόπηση της

97
γ) Αποτελεσματική διακυβέρνηση (governance) και
δημοκρατικά υπεύθυνη Κυβέρνηση (government)

Η κρίση αντιπροσώπευσης προκαλεί αναμφισβήτητα κρίση


νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, καθώς ολοένα συρρικνώνεται η
συμμετοχή του πολίτη στη διαμόρφωση της κοινωνικής
πραγματικότητας477. Η «κανονικοποίηση» της «κρίσης»-έκτακτης ανάγκης
υποβαθμίζει αναπόδραστα τον διαλογικό χαρακτήρα της
(κοινοβουλευτικής) δημοκρατικής διαβούλευσης, μεταθέτοντας το βάρος
της ταχείας επίλυσης καίριων ζητημάτων στους ώμους της εκτελεστικής
εξουσίας (Κυβέρνηση, Ανεξάρτητες Αρχές)478.

Η εγκατάλειψη ή υπέρβαση (ανάλογα με την οπτική γωνία του


καθενός) της παραδοσιακής –διαδικαστικής και ουσιαστικής-
νομιμοποίησης οδηγεί στην αναζήτηση μιας περισσότερο λειτουργιστικής
νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας479.

Στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, το


κράτος παρουσιάζεται «ανίκανο», «αδύναμο» και «αποτυχημένο» να
λαμβάνει μείζονες πολιτικές αποφάσεις480. Η διεθνοποίηση του
κεφαλαίου συνοδεύεται από την ενίσχυση της τάσης για περαιτέρω
αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση των υπερεθνικών και
διακυβερνητικών οικονομικών-νομισματικών θεσμών (π.χ. Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα)481.

επικοινωνιακής αλλοτρίωσης της πολιτικής διαμάχης στο πλαίσιο του «καταναλωτικού»


ορθολογισμού της αστικής κοινωνίας, βλ. Horkheimer, Max / Adorno, Theodor W.,
Dialektik der Aufklärung, Querido, Amsterdam 1947, σ. 144 επ.
477 Όπως επισημαίνει η Παπαδοπούλου (ό.π., σ. 53), «ο όρος μεταδημοκρατία
σηματοδοτεί ταυτόχρονα μια ρήξη και μια συνέχεια με την κλασική συνταγματική
δημοκρατία … Το ιδεώδες της νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας μέσω της συμμετοχής
των πολιτών, ως ζητούμενο της λειτουργίας των θεσμών αυτών, δεν συμπίπτει με την
κοινωνική πραγματικότητα. Με συνταγματικούς όρους, θα λέγαμε ότι το χάσμα μεταξύ
πραγματικού και κανονιστικού συντάγματος διευρύνεται ολοένα και περισσότερο».
478 Καραβοκύρης, ό.π., σ. 121.
479 Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 57.
480Jänicke, Martin, Η αποτυχία του κράτους, μτφρ. Φ. Κακαβέση, Επίκεντρο,
Θεσσαλονίκη 2006.
481 Χρυσόγονος, Κώστας, Πολιτειολογία: Το κράτος ως μορφή οργάνωσης των
ανθρώπινων κοινωνιών, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 243-244. Για τη
θεσμική εγγύηση της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς στα σύγχρονα
συντάγματα και στις σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης, βλ. Nicol, Danny, The
constitutional protection of capitalism, Hart Publishing, Oxford 2010, σ. 19 επ., σ.
79 επ., σ. 152 επ.

98
Η ασύμμετρη και, εξ’ ορισμού, ατελής πληροφόρηση των ατόμων-
πολιτικών δρώντων εμφανίζεται, επιπλέον, ως εγγενές ελάττωμα του
δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς οι –πλειοψηφικά νομιμοποιημένοι
και οργανωμένοι- θεσμοί αδυνατούν να συγκεράσουν τις διαφορετικές
και, συχνά, ανταγωνιστικές προτιμήσεις-επιδιώξεις των ατόμων482. Έτσι,
η δημοκρατία εργαλειοποιείται, καθώς, στην καλύτερη των περιπτώσεων,
καθίσταται μέσο για την απόλαυση της ελευθερίας, δηλαδή για την
απρόσκοπτη εξασφάλιση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων-
ιδιοκτησιακών τίτλων του ατόμου . Επομένως, η δημοκρατία παύει να
483

θεωρείται αυτόφωτη αξία του νεωτερικού κόσμου και κρίνεται ως «καλή»


ή «κακή» ανάλογα με την -φιλελεύθερη ή ανελεύθερη- ποιότητα των
παραγόμενων αποτελεσμάτων484.

Η de facto αποτελεσματικότητα αποτελεί αναμφίβολα την raison


d’ être των Ανεξάρτητων Αρχών485. Κατά το θεσμικό πρότυπο του New
Public Management, η άσκηση δημόσιας εξουσίας προσομοιάζει προς το
μοντέλο της βέλτιστης δυνατής αποδοτικότητας (effectiveness), δηλαδή
υιοθετεί πλήρως τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια διοίκησης μιας
επιχείρησης486. Κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική οργάνωσης του
κοινωνικοπολιτικού βίου, το κράτος παύει να λειτουργεί ως εκφραστής
της πολιτικής εξουσίας του κυρίαρχου λαού και μεταλλάσσεται σε
διαχειριστή (manager) επιμεριστικών συμφερόντων487. Αλλά και ο ίδιος ο
φορέας της κυριαρχίας, ο λαός ως έκαστος πολίτης και ως πολιτικό
σώμα, αντικαθίσταται από τον ορθολογικό οικονομικό δρώντα, ο οποίος

482Hayek, Friedrich Α., The Road to Serfdom, Routledge & Kegan, London 1944, σ.
44. Κατά τον Hayek (βλ. Hayek, Friedrich Α., The Constitution of Liberty, The
University of Chicago Press, Chicago 1960, σ. 103), ο φιλελευθερισμός και
δημοκρατία βρίσκονται σε εξόχως ανταγωνιστική σχέση, καθώς «…ο φιλελευθερισμός
είναι μια διδασκαλία γύρω από το τι θα πρέπει να είναι ο νόμος, ενώ η δημοκρατία είναι
μια διδασκαλία γύρω από τον τρόπο προσδιορισμού του τι θα είναι ο νόμος».
483 Hayek, The Road to Serfdom, ό.π., σ. 52.
484 Βλ. χαρακτηριστικά το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξη του Hayek στη
χιλιανή εφημερίδα “El Mercurio” (12.4.1981), κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη
Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ, «… I would say that, as long-term institutions, I am totally
against dictatorships. But a dictatorship may be a necessary system for a transitional
period. At times it is necessary for a country to have, for a time, some form or other of
dictatorial power. As you will understand, it is possible for a dictator to govern in a
liberal way. And it is also possible for a democracy to govern with a total lack of
liberalism. Personally I prefer a liberal dictator to democratic government lacking
liberalism”.
485 Yataganas, ό.π., σ. 40.
486 Για τη διαμόρφωση νέων διακυβερνητικών δομών (κρατική υπερδραστηριότητα-
κρατική υποεξουσία) κατά το πρότυπο της βέλτιστης δυνατής αποδοτικότητας του
επιχειρηματικού κλάδου, βλ. Pierre, Jon / Peters, Guy, Governance, Politics and the
State, St. Martin’s Press, New York 2000.
487 Brown, ό.π., σ. 24.

99
αξιολογεί κάθε κρατική δράση με βάση αγοραίες σταθμίσεις κόστους-
οφέλους488. Έτσι, ο εγγενώς πολιτικός χαρακτήρας της δημοκρατίας
οικονομικοποιείται489 και η οικονομία της ελεύθερης αγοράς (laissez-
faire) αναπαρίσταται ως γενική τεχνική διακυβέρνησης490. Η πολιτική
εξουσία, κατ’ αυτό τον τρόπο, χάνει την αυτόφωτη κανονιστική της
δύναμη και εργαλειοποιείται491, θέτοντας τους κανόνες για τη διεξαγωγή
ενός οικονομικού παιγνίου, στο οποίο οι μοναδικοί συμμετέχοντες είναι
άτομα-(πραγματικοί ή εν δυνάμει) επιχειρηματίες492. Έτσι, η τυπική
ισότητα των ατόμων-πολιτών ενώπιον του νόμου, θεμελιώδης αρχή του
κράτους δικαίου, υποκαθίσταται από μια αέναη διαμάχη νικητών και
ηττημένων ενός τυχηρού, αγοραίου παιγνίου493.

Η υποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμοποίησης από την


αποτελεσματικότητα της κρατικής δράσης έχει μεταβάλει άρδην και τον
χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας. Η Κυβέρνηση δεν είναι πια το
άμεσο κρατικό όργανο που επιφορτίζεται από το Σύνταγμα με την
αρμοδιότητα να «καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Xώρας,
σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων» (άρθρο 82
παρ. 1 Συντ.). Ο καθορισμός της γενικής πολιτικής της χώρας, δηλαδή η
διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου της πολιτικής εξουσίας
(government), έχει υποκατασταθεί από τη «διακυβέρνηση ως διαχείριση»
(governance)494. Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση (multi-level governance)
αναλαμβάνει, ως επί το πλείστον μέσω των Ανεξάρτητων Αρχών, τον
ρυθμιστικό ρόλο του διεκπεραιωτή εξειδικευμένων, λεπτομερειακών
ζητημάτων. Η «διακυβέρνηση ως διαχείριση» βασίζεται λιγότερο στη
δημοκρατική αρχή και περισσότερο στην αμοιβαία συνεργασία μεταξύ
δημόσιων (πολιτική κοινωνία) και ιδιωτικών δρώντων (κοινωνία των
πολιτών, αγορά), ώστε να διασφαλιστεί η, κατά το δυνατό, αρμονικότερη
συνύπαρξη επιμεριστικών συμφερόντων-προτιμήσεων495. Η κρατική
εξουσία κρίνεται όλο και περισσότερο με όρους αποτελεσματικής
διεκπεραίωσης ιδιωτικών (χρηματικά αποτιμητών) αποστολών κι, έτσι, η
δημοκρατία ως πολίτευμα θεμελιώνεται στην ανταπόκριση των

488 Brown, ό.π., σ. 54.


489 Brown, ό.π., σ. 19-20.
490Foucault, Michel, Η γέννηση της βιοπολιτικής, μτφρ. Β. Πατσογιάννη, Πλέθρον,
Αθήνα 2012, σ. 131.
491 Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, ό.π., σ. 260.
492 Foucault, ό.π., σ. 165.
493 Brown, ό.π., σ. 57.
494Βλ. ενδεικτικά, R.W.A. Rhodes, “The New Governance: Governing without
Government”, Political Studies 44 (5), 1996, σ. 652 επ.
495 Papadopoulos, ό.π.

100
κυβερνώντων προς τις καθαρά ατομικές προσδοκίες των
κυβερνωμένων496. Η έλλειψη επαρκούς a priori δημοκρατικής
διαβούλευσης «θεραπεύεται» χάριν της a posteriori αποτελεσματικότερης
διαχείρισης των καθημερινών προβλημάτων497. Με αυτό τον τρόπο,
όμως, θυσιάζουμε ή, τουλάχιστον υποβαθμίζουμε, μετά βεβαιότητος μια
αυταξία του νεωτερικού κράτους δικαίου (δημοκρατική αρχή),
προκειμένου να έχουμε ένα αβέβαιο όφελος, την ενδεχομενικότητα μιας
αποδοτικότερης κοινωνικοπολιτικής διαχείρισης.

Η πολυπόθητη αποτελεσματικότητα, με τη σειρά της, φέρνει στο


προσκήνιο το ζήτημα της «ειδικότητας». Το Κοινοβούλιο απαξιώνεται όλο
και περισσότερο στα μάτια της «κοινής γνώμης» ως όργανο πελατειακών
διευθετήσεων, ως ανίκανες ή διεφθαρμένες «κομματικές ελίτ» που δεν
διαθέτουν ούτε την πολιτική βούληση ούτε τις τεχνικές γνώσεις για να
υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον. Μέσα σε ένα κλίμα διαρρηγμένης
εμπιστοσύνης μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων, βρίσκει
πρόσφορο έδαφος η ιδέα των «ειδικών», εκείνων που με τις ειδικές
γνώσεις ή τεχνικές δεξιότητές τους θα οδηγήσουν το «ανορθολογικό»
πολιτικό σύστημα στην «ορθολογική» Γη της Επαγγελίας. Η ανάθεση
κανονιστικών αρμοδιοτήτων σε πρόσωπα «αυξημένου κύρους» διαστρέφει
την πλουραλιστική φύση της διακυβέρνησης σε μια νέο-πλατωνική,
προσωπολατρική δομή498. Η ανάληψη της ηγεσίας από τους «άριστους»
αμφισβητεί καταστατικά την ιδέα της δημοκρατικής διακυβέρνησης499,
καθώς εξαρτά την καταλληλότητα της δημοκρατίας ως πολιτεύματος από
τον βαθμό πνευματικής ωριμότητας και παιδείας του κυρίαρχου

496Όπως γνωμοδότησε με ρεαλιστικό (σχεδόν κυνικό) τρόπο ο Δικαστής Kennedy στην


υπόθεση McConnell (540 U.S. 297), «η ευνοιοκρατία και η επιρροή δεν είναι … προς
αποφυγή στην αντιπροσωπευτική πολιτική. Είναι στη φύση ενός εκλεγμένου αντιπροσώπου
να ευνοεί ορισμένες πολιτικές και κατά αναγκαία συνέπεια να ευνοεί τους ψηφοφόρους
και χρηματοδότες που τις υποστηρίζουν. Είναι κατανοητό ότι ένας ουσιώδης και νόμιμος
λόγος , αν όχι ο μόνος λόγος, για να ψηφίσει κάποιος ή να συνεισφέρει στην εκλογή ενός
υποψηφίου έναντι κάποιου άλλου είναι ότι ο υποψήφιος θα ανταποκριθεί παράγοντας
αυτά τα πολιτικά αποτελέσματα που ευνοεί ο υποστηρικτής. Η δημοκρατία βασίζεται στην
ανταπόκριση».
497 Κατά τον Γαβριηλίδη (ό.π., σ. 196), υφίσταται αγεφύρωτη διάσταση μεταξύ
διαβουλευτικής-συμμετοχικής δημοκρατίας και τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας.
498Κατά τον Sartori (Part II, ό.π., σ. 431), “… we find ourselves uneasily, and often
hazily, placed between these two extremes: a government of non-experts over experts,
or a government planned out by experts without democracy. If democracy is to
survive, it will have to steer clear of either extreme”.
499Κατά τον Σεβαστάκη (βλ. Σεβαστάκης / Σταυρακάκης, ό.π., σ. 29), «η δημοκρατία
κατανοείται όχι με αναφορά στις αξίες της ισότητας και της ελευθερίας, αλλά στο πλαίσιο
ενός λόγου περί «αριστείας» και «επιλογής», στη βάση δηλαδή αυτού που κατά το 19ο
αιώνα προβλήθηκε από τους συντηρητικούς λογίους ως ένας φιλελευθερισμός των
προικισμένων και των ικανών ή ως ορθολογική διακυβέρνηση (gouvérnement de
Raison)».

101
λαού500. Επανέρχεται, έτσι, στα συμφραζόμενα της ύστερης
νεωτερικότητας ο φόβος της εισόδου των μαζών στην πολιτική σκηνή501.
Η αξιοκρατία (meritocracy), εξάλλου, δεν αποτελεί αυτόφωτη
ηθικοπολιτική και κανονιστική αρχή502, αλλά αποκτά το ad hoc
περιεχόμενό της εντός της εκάστοτε κοινωνικοοικονομικής και
πολιτειακής δομής.

Ο επιστημονικός Ορθός Λόγος, ο τεχνοκρατικός λόγος των


«ειδικών» μπορεί να επιτελέσει πράγματι θετικό ρόλο, εφόσον έχουν
επιλεγεί ήδη οι σκοποί της δράσης τους από μια –δημοκρατικά
νομιμοποιημένη- πολιτική εξουσία503. Η πολιτική ελευθερία συνίσταται,
μεταξύ άλλων, στην ισότιμη, χωρίς αποκλεισμούς, συμμετοχή των
πολιτών στις διαδικασίες εκείνες που καθορίζουν τις εκβάσεις της
κρατικής εξουσίας504. Αμφισβητείται, όμως, έντονα αν η τεχνοκρατία
είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος διοικητικής οργάνωσης της
φιλελεύθερης δημοκρατίας505 ή, μήπως, συνιστά έναν «μεταμοντέρνο»
διακριτό «τύπο» δημοκρατικής διακυβέρνησης χωρίς τον «δήμο»506.
Δίχως προσήλωση στην (αυτ)αξία της δημοκρατικής αυτονομίας, πάντως,
η τεχνοκρατική διακυβέρνηση «είναι καταδικασμένη να αποτελεί
διακυβέρνηση των «φυσικών ελίτ», όπου η κοινωνική εξουσία των

500Για μια σχετική αμφισβήτηση της δημοκρατίας από ιδεαλιστική (νεοπλατωνική και
νεοκαντιανή) σκοπιά, βλ. Τσάτσος, Κωνσταντίνος, Πολιτική, 2 η έκδ, Οι Εκδόσεις των
Φίλων, Αθήνα 1975, σ. 159 επ. Όπως παρατηρεί ο Καστοριάδης (Καστοριάδης,
Κορνήλιος, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας, μτφρ. από τα γαλλικά
Ζ. Σαρίκα, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1993, σ. 44), «η κυρίαρχη ιδέα ότι
υπάρχουν «ειδήμονες» στην πολιτική, δηλαδή ειδικοί του καθολικού και τεχνικοί της
ολότητας, χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας».
501Ασκώντας δριμεία κριτική στο κοινωνικοπολιτικό αίτημα καθιέρωσης της καθολικής
ψηφοφορίας, ο Stephen προειδοποιεί ότι η καθολική ψηφοφορία «αποσκοπεί να
αντιστρέψει αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι η ορθή και φυσική σχέση μεταξύ σοφίας
και μωρίας. Πιστεύω πως οι σοφοί και αγαθοί άνθρωποι πρέπει να άρχουν επί των μωρών
και κακών» (βλ. Stephen, James Fitzjames, Liberty, Equality, Fraternity, επιμ. R.J.
White, Cambridge University Press, Cambridge 1967, σ. 212).
502Για την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ πολιτικού αξιώματος και «αξίας»-«αριστείας», βλ.
Pareto, Vilfredo, Άνοδος και πτώση των ελίτ, μτφρ. Α. Δουκούρη / Γ. Μερτίκα,
Κουκκίδα, Αθήνα 2017.
503Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Sartori (Part II, ό.π., σ. 438), “… from technology to
technocracy the passage is as long as the one from logos (knowing the technique) to
cracy, to power”.
504 Held, ό.π., σ. 283.
505 Κατά τον Miaille (ό.π., σ. 314), η τεχνοκρατία δεν συνιστά νέο, διακριτό «τύπο»
διακυβέρνησης, αλλά «τροπισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας», καθώς «δεν είναι η
τεχνική που επιβάλλεται στην εξουσία αλλά η εξουσία που επιβάλλει μια ορισμένη τεχνική
και τον ανάλογο λόγο για να μπορέσει να ικανοποιήσει καλύτερα τα συμφέροντά του»
(Miaille, ό.π., σ. 313).
506Feinberg, Joseph Grim, Δημοκρατία χωρίς δήμο;, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου,
Έρασμος, Αθήνα 2012, σ. 39.

102
επιστημονικών δεξιοτήτων συνδυάζεται με τις κοινωνικές εξουσίες της
γέννησης και του πλούτου»507.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως προεκτέθηκε, η εμφάνιση, η θεσμική κατοχύρωση και η


διάχυση των Ανεξάρτητων Αρχών, ως ιδιαίτερης μορφής οργάνωσης της
εκτελεστικής εξουσίας, πραγματώνει σε κανονιστικό επίπεδο το New
Public Management, το οποίο αποκλίνει από την παραδοσιακή –
γραφειοκρατική/βεμπεριανού τύπου- ιεραρχική οργάνωση της δημόσιας
διοίκησης508. Οι Α.Α. σηματοδοτούν το πέρασμα από την πολιτική
εξουσία στη ρυθμιστική διακυβέρνηση, προκειμένου να διασφαλιστεί η
προστασία των ατομικών δικαιωμάτων-ελευθεριών σε καιρούς έντονης
πολυπλοκότητας και διάθλασης των κινδύνων.

Κατά μια απαισιόδοξη οπτική, το πολιτικό σύστημα


απόϊδεολογικοποιείται κι αποπολιτικοποιείται , υπαγόμενο στο
509

κριτήριο της (εικαζόμενης) αποτελεσματικότητας510, η οποία ταυτίζεται


με την «αγαθή διακυβερνησιμότητα» (good governance), δηλαδή την
υλοποίηση της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της διαφάνειας ως
αυταξιών στην πολιτική ζωή511.

Κατά μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση, οι Ανεξάρτητες Αρχές


συμβάλλουν στην αποκομματικοποίηση της πολιτικής και στην
αποκέντρωση των συγκεντρωτικών δομών του υπερτροφικού κράτους512.

507 Rancierre, ό.π., σ. 101.


508 Τζώνος, ό.π., σ. 19-20.
509 Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης, «Μεταθέσεις εξουσίας στο ελληνικό πολιτικό
σύστημα», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του ελληνικού πολιτικού
συστήματος;, ό.π., σ. 39 επ., ιδίως σ. 54.
510 Όπως επισημαίνει με κριτική, μάλλον νοσταλγική διάθεση ο Τσουκαλάς, «το «καλό»
κρίνεται πλέον μόνο εκ του εικαζόμενου αποτελέσματος. Οι φαντασιώσεις που μπορούσαν
να επικεντρώνονται σε αμετακίνητες αξιακές ουσίες αποτελούν πια παρελθόν»
(Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «Κρίση πολιτικής, κρίση αξιών», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ.
Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος;, ό.π., σ. 55 επ., ιδίως
σ. 62).
511 Geradin, ό.π.,, σ. 201 επ.
512 Βλ. ενδεικτικά Ανθόπουλος, ό.π., σ. 381 επ.

103
Υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν τη
θεσμική αποτύπωση της «απορρύθμισης» (deregulation) ως σύγχρονη
τάση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού513.
Θεσμοποιώντας την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, εγκαλούνται
συχνά για πρόταξη του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου514 και για
εύσχημη «αποδόμηση των μηχανισμών του κοινωνικού κράτους»515.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές ενέχονται, αφενός για αμφιλεγόμενη


συμβατότητα με τη δημοκρατική-κοινοβουλευτική αρχή και την αρχή
της διάκρισης των εξουσιών516, αφετέρου για «μακιαβελισμό» της
Κυβέρνησης, η οποία προσποιείται την ανεξαρτησία για να ελέγξει πιο
αποτελεσματικά κρίσιμους κι ευαίσθητους τομείς της κοινωνικής,
πολιτικής και οικονομικής ζωής517.

Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς μήπως η


διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργίας ανεξαρτησίας των Α.Α.,
βασικό μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη του 2001 (άρθρο 101 Α
παρ. 1 Συντ.)518, μετατρέπεται από μέσο υλοποίησης των συνταγματικά
κατοχυρωμένων αποστολών τους σε αυτοσκοπό της θέσπισής τους στην
έννομη τάξη.

Οι υποστηρικτές των Α.Α. δίνουν έμφαση στα ευεργετικά για το


κράτος δικαίου αποτελέσματα-κατευθυντήριους σκοπούς των αρχών,
ιδίως όσον αφορά στην προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Έτσι, αντί για την a priori δημοκρατική νομιμοποίησή
τους ως άμεσων κρατικών οργάνων, οι Ανεξάρτητες Αρχές απολαύουν μια

513 Κουλούρης, ό.π., σ. 1177.


514Βλ. Κατρούγκαλος, Γιώργος, «Ο διοικούμενος: πολίτης ή πελάτης; Δημόσιες αξίες
και μορφές διοικητικής δραστηριότητας», στο: Αντ. Μακρυδημήτρη / Μ. Σαματά / Λ.
Μαρούδα / Μ.-Ηλ. Πραβίτα (επιμ.), Διοίκηση και Δημοκρατία: Ποιότητα,
Αποτελεσματικότητα, Νομιμοποίηση, Σάκκουλα, Αθήνα 2011, σ. 869-881.
515Κοντιάδης, Ξενοφών, «Η σχέση πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητων αρχών μεταξύ
έντασης και συμπληρωματικότητας…», στο: Δ. Τσάτσου /Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Το μέλλον
των πολιτικών κομμάτων, ό.π., σ. 121-149. Όπως έχει επισημάνει ήδη από τις αρχές
της δεκαετίας του ’70 ο Αμερικανός κοινωνιολόγος-οικονομολόγος O’ Connor, «… η
σύμπτυξη της οικονομικής βάσης με το πολιτικό εποικοδόμημα και η δημοσιονομική κρίση
έχουν οδηγήσει στον «εξορθολογισμό» των επαγγελμάτων στον δημόσιο τομέα, στην
εισαγωγή κριτηρίων αποτελεσματικότητας, στην απόρριψη των επαγγελματικών
προδιαγραφών και γενικά τη μεταφύτευση των καπιταλιστικών προτύπων από την άμεση
παραγωγή της ιδιωτικής οικονομίας στην κρατική διοίκηση» (βλ. O’ Connor, James, The
Fiscal Crisis of the State, St. James Press, New York 1973, σ. 241).
516 Ο Ε. Τζιόλας (Πρακτικά Αναθεώρησης, ό.π., σ. 780) προβάλλει τον κίνδυνο να
«μεταπέσουν από ασφαλιστικές δικλείδες της δημοκρατίας σε αυτονομημένες νησίδες
απόμακρης και αυθαίρετης εξουσίας…».
517 Μ. Γ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 68.
518 Ηλιάδου, ό.π., σ. 149.

104
a posteriori συνεπειοκρατική νομιμοποίηση δυνάμει ωφελειών στην
καθημερινή λειτουργία του πολιτεύματος (π.χ. ενίσχυση της αξιοκρατίας,
αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης). Ωστόσο, μια –πλήρως
αποκομμένη από δημοκρατικό/κοινοβουλευτικό έλεγχο- Ανεξάρτητη
Αρχή μπορεί να «αποτελέσει μηχανισμό παράκαμψης των συνταγματικών
διαδικασιών επικοινωνίας κυβερνώντων και κυβερνωμένων» και όχι
πανάκεια στις κομματοκρατικές δυσλειτουργίες της δημοκρατίας ή θεσμική
οχύρωση απέναντι στον θανάσιμο κίνδυνο «τυραννίας της πλειοψηφίας»519.

Η αυτονόητη χρησιμότητα των υπερκομματικών-συναινετικών


Ανεξάρτητων Αρχών δεν είναι, συνεπώς, επαρκής λόγος εξαίρεσης από τη
«δημοκρατική αρχή της υπεύθυνης διακυβέρνησης, η οποία απαιτεί την
άμεση κατά κανόνα σύνδεση της άσκησης πολιτικής εξουσίας με την
ύπαρξη πολιτικής ευθύνης»520. Πρέπει, επομένως, να βρούμε την
κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα «στο θεσμικό προνόμιο της ανεξαρτησίας
και στην ανάγκη υπαγωγής σε έλεγχο κάθε μορφής οργάνωσης και
άσκησης δημόσιας εξουσίας»521.

Σε τελική ανάλυση, αναζητώντας –ευκταία, εφικτά και αναγκαία-


πεδία σύνθεσης στο πολιτικό παίγνιο δεν πρέπει να παραμερίζουμε το
γεγονός ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές, εξαιτίας των άκρως ευαίσθητων
αρμοδιοτήτων τους (δικαιώματα, σχέσεις κράτους-αγοράς, δημόσια
διοίκηση, ραδιοτηλεόραση κ.λ.π.), βρίσκονται στο «μαγνητικό πεδίο της
σύγκρουσης των συμφερόντων»522.

Εν κατακλείδι, σε μια εποχή διάχυτης απαξίωσης του


αντιπροσωπευτικού σώματος και δομικής κρίσης του έθνους-κράτους523,
τίθεται αμείλικτο το ερώτημα αν χρειαζόμαστε περισσότερη συμμετοχή ή
περισσότερη τεχνογνωσία. Ενώπιον της «αμηχανίας» της «υπαρκτής
φιλελεύθερης δημοκρατίας»524 να δικαιώσει το φιλελεύθερο και το

519 Καμτσίδου, «Η αναζήτηση του θεμελίου…», ό.π., σ. 659.


520Χρυσόγονος, ό.π., σ. 1175-1176. Όπως διαπιστώνει με ανησυχία ο Χρυσόγονος, «αν
η τάση αυτή επεκταθεί πέραν ενός σημείου, η διάκριση των λειτουργιών θ’ αρχίσει να
μοιάζει με μαγική εικόνα, καθώς στην ευρεία μετακύλιση αρμοδιοτήτων από τη Βουλή
προς την κυβέρνηση και τα διοικητικά όργανα θα έρθει να προστεθεί η ευρεία μετακύλιση
αρμοδιοτήτων από την κυβέρνηση προς τις ανεξάρτητες αρχές» (σ. 1175-76).
521 Ηλιάδου, ό.π., σ. 150.
522 Βενιζέλος, «Οι ανεξάρτητες αρχές…», ό.π., σ. 23.
523 Για τη διάχυση αρμοδιοτήτων από τα δημοκρατικά εκλεγμένα εθνικά, αλλά και
υπερεθνικά, Κοινοβούλια σε δημοκρατικά ελλειμματικά υπερεθνικά κέντρα εξουσίας,
βλ. Παπάζογλου, Μάνος, Οι προκλήσεις του εξευρωπαϊσμού και της διαβούλευσης για
το ελληνικό πολιτικό σύστημα, Παπαζήση, Αθήνα 2009, σ. 101 επ.
524Για την απομάγευση της δημοκρατίας τόσο ως ιδεώδους όσο και ως –εφαρμοσμένου-
πολιτικού συστήματος, βλ. Galli, Carlo, Η αμηχανία της δημοκρατίας, μτφρ. Π.
Δημητρολόπουλου, Πόλις, Αθήνα 2016.

105
δημοκρατικό χαρακτήρα της, ξετυλίγεται ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος
για την παραπληρωματική σχέση μεταξύ δικαίου και πολιτικής525.
Ανέκαθεν, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον
άνισων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, βρίσκονται διαρκώς σε μια
εσωτερική αντίφαση. Τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη δικαίου,
μέσα από τα συνταγματικά τους κείμενα, ζητούν «από τις κοινωνικές
τάξεις, που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης … να μην προωθήσουν την
πολιτική χειραφέτησή τους στη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων και από
την αστική τάξη … να μην ασκεί την πολιτική εξουσία της με τον
αποκλειστικό τρόπο που ασκεί την οικονομική εξουσία»526.

Το ιδιότυπο κράμα μετα-δημοκρατικού, νεοφιλελεύθερου


νεοσυντηρητισμού αμφισβητεί, ωστόσο, ανοιχτά το εύρος της πολιτικής
συμμετοχής. Διευρύνει μεν τα πεδία άσκησης της κρατικής εξουσίας
(ρυθμιστικό κράτος), συρρικνώνοντας δραστικά δε τη δυνατότητα ενεργού
ανάμιξης του πολιτικού σώματος (δημοκρατική αρχή)527.

Υπό αυτό το πρίσμα, απαιτείται μια διεξοδικότερη συζήτηση


σχετικά με το περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής αρχής πέραν του
παραδοσιακού κοινοβουλευτισμού προς την κατεύθυνση της
συμμετοχικής δημοκρατίας 528 και όχι προς τον αντίποδα της
τεχνοκρατίας των «ειδικών»529. Εξάλλου, η αποδόμηση της
νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας δεν αρκεί να μείνει στην –
αρνητική/συγκρουσιακή- «στιγμή» της, δηλαδή στην ανάδειξη των
αντιδημοκρατικών εκφάνσεων του «τεχνοκρατικού ελιτισμού». Χρειάζεται,
επιπλέον, να μετουσιωθεί και σε ένα θετικό, δημιουργικό αφήγημα για
τη δίκαιη κοινωνία και την συμπεριληπτική δημοκρατία τόσο σε επίπεδο
αφηρημένων ηθικοπολιτικών αξιών όσο και στο καθημερινό βίωμα των
εμπειρικών θεσμικών αποτυπώσεων530.

525Για τις παραπληρωματικές και αλληλοαποκλειόμενες πτυχές στη διαλεκτική σχέση


μεταξύ δικαίου και πολιτικής, βλ. Σούρλας, Παύλος, Η διαπλοκή δικαίου και
πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή
1989.
526 Πάσχος, ό.π., σ. 368.
527 Held, ό.π., σ. 244.
528Για μια πιο ενεργή και πάγια συμβολή του πολίτη στις δημόσιες υποθέσες, βλ.
Παραράς, Πέτρος, «Το μοντέλο της διαρκούς δημοκρατίας», δημοσιευμένο στην
εφημερίδα: «Το Βήμα», 04.05.2002.
529 Στυλιανού, ό.π., σ. 102.
530 Σεβαστάκης, ό.π., σ. 39-40. Για μια θεωρητική και πρακτική προσέγγιση της
συμμετοχικής δημοκρατίας ως κοινωνική ενίσχυση της ανεπαρκούς
αντιπροσωπευτικότητας που παρουσιάζουν οι σύγχρονοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, βλ.
Peonidis, Filimon, Democracy as Popular Sovereignty, Lexington Books, Lanham
2013.

106
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Γαλλία (Conseil Constitutionnel)


Νο. 86-217 της 18ης Σεπτεμβρίου 1986 (AJDA, Φεβρουάριος 1987, σ. 102),

Νο. 88-148 της 17ης Ιανουαρίου 1989 (J.O., 18 Ιανουαρίου 1989, σ. 754)

Νο. 91-304 της 15ης Ιανουαρίου 1992 (Rec. Dalloz-Sirey, 1992,


jurisprudence, σ. 201)

Η.Π.Α. (Supreme Court)


«St. Louis, I.M. and S. Ry. v. Taylor» (210 U.S. 281, 1908)

«Crowell v. Benson» (285 U.S. 22, 1932)

«Panama Refining Co. v. Ryan» (293 U.S. 388, 1935)

«A.L.A. Schechter Poultry Corp. v. United States» (295 U.S. 495, 1935)

«Yakus v. United States» (321 U.S. 414, 1944)

«Lichter v. United States» (334 U.S. 742, 1948)

«Delaware and Hudson Co. v. United States» (5 F. 2d 831 S.D.N.Y., 1952)

«Arizona v. California» (373 U.S. 546, 1963)

«Zemel v. Rusk» (381 U.S. 1, 1965)

«United States v. Southwestern Cable Co.» (392 U.S. 157, 1968)

«Analgamated Meat Cutters v. Connally» (337 F. Supp. 737, 1971)

«Chevron USA Inc. v. Natural Resources Defense Council», 467 U.S. 837
(1984)

«Touby v. United States», 500 U.S. 160 (1991)

Eλλάδα (ΣτΕ)
ΣτΕ 930/1990 Ολ.

ΣτΕ 1688/1991

ΣτΕ 3596/1991

ΣτΕ 944/1999

ΣτΕ 656/2000 Ολ.

107
ΣτΕ 554/2003

ΣτΕ 858/2010

ΣτΕ 1098/2011

ΣτΕ 2074/2011

ΣτΕ 2605/2011

ΣτΕ 3515/2013 Ολ.

ΣτΕ 1901/2014 Ολ.

ΣτΕ 891/2015

ΣτΕ 1081-1082/2015

ΣτΕ 2523/2015

ΣτΕ 2758/2015

ΣτΕ 4643/2015

ΣτΕ 95/2017 Ολ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Agnoli, Johanes, Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας, μτφρ. Γ. Βαμβαλή,


Επίκουρος, Αθήνα 1972

Almond, Gabriel A. / Verba, Sidney, The Civic Culture: Political Attitudes


and Democracy in five Nations, Sage Publications, California 1963

Arendt, Hannah, The Origins of Totalitarianism, Schocken Books, New York


1951

Baldwin, Robert / McCrudden, Christopher, Regulation and Public Law,


Weidenfeld and Nicholson, London 1987

Balibar, Etienne, Η αντινομία της ιδιότητας του πολίτη, μτφρ. Α. Στυλιανού,


Σύγχρονα Θέματα, τ. 106 (2009), σ. 26-50

Beck, Ulrich, Κοινωνία της διακινδύνευσης: Καθ’ οδόν προς μια άλλη
νεωτερικότητα, μτφρ. Η. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα 2015

Berlin, Isaiah, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου,


Scripta, Αθήνα 2001

108
Berlinguer, Enrico, Συνέντευξη στον Eugenio Scalfari, «La Repubblica», 28
Ιουλίου 1981, δημοσιευμένη στο περιοδικό «MicroMega», τχ. 2/2006, σ. 27-35

Bobbio, Norberto, Το μέλλον της δημοκρατίας, μτφρ. Π. Ράμου,


Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993

Brown, Wendy, Η καταστροφή του δήμου: Η λαθραία επανάσταση του


νεοφιλελευθερισμού, μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2017

J. Burnham, The Managerial Revolution, John Day, New York 1941

Cohen-Tanugi, Laurent, La Métamorphose de la Démocratie, Odile Jacob,


Paris 1989

Colliard, Claude-Albert / Timsit, Gérard (ed.), “Les autorités administratives


indépendantes”, PUF, Paris 1988

Constant, Benjamin, Περί Ελευθερίας και ελευθεριών, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδη,


Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000

Crouch, Colin, Μεταδημοκρατία, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Εκκρεμές, Αθήνα


2003

Crozier, Michel / Huntington, Samuel P. / Watanaki, Joji, The Crisis of


Democracy: On the Governability of Democracy, New York University Press,
New York 1975

Dahl, Robert Allan, Περί δημοκρατίας, μτφρ. Β. Κόρκα, Ψυχογιός, Αθήνα


2001

Downs, Anthony, Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, μτφρ. Θ. Αθανασίου,


Παπαζήση, Αθήνα 1997

Dworkin, Ronald, Taking Rights Seriously, Bloomsbury, London-New York


2013

Featherstone, Kevin / Παπαδημητρίου, Δημήτρης, Τα όρια του


εξευρωπαϊσμού: Δημόσια πολιτική και μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Οκτώ,
Αθήνα 2010

Feinberg, Joseph Grim, Δημοκρατία χωρίς δήμο;, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου,


Έρασμος, Αθήνα 2012

Fiorina, Morris P., “Legislative Choice of Regulatory Forms: Legal Process or


Administrative Process?”, Public Choice, 39/1 (1982) σ. 33–66

Foucault, Michel, Η γέννηση της βιοπολιτικής, μτφρ. Β. Πατσογιάννη,


Πλέθρον, Αθήνα 2012

M.R. Freeland, “The Marketization of Public Services”, στο: C. Crouch, K.


Eder και D. Tambini (eds), Citizenship, Markets and the State, Clarendon
Press, Oxford 2001

109
Fukujama, Francis, Το Tέλος της Iστορίας και ο Tελευταίος Άνθρωπος, μτφρ.
Α. Φακατσέλη, Λιβάνη, Αθήνα 1992

Galli, Carlo, Η αμηχανία της δημοκρατίας, μτφρ. Π. Δημητρολόπουλου, Πόλις,


Αθήνα 2016

Geradin, Damien/Mitrias, Vassiliki/ Petit, Nicolas, “Regulatory Agencies in


the European Union: A Critical Review”, στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου
(επιμ.), Η «ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών, ό.π., σ. 185 επ.

Gerapetritis, George, “Deliberative Democracy: Within and beyond the


State”, in: Papadopoulou / Pernice / Weiler (eds.), Legitimacy Issues of the
European Union in the Face of Crisis: Dimitris Tsatsos in memoriam,
Nomos, Baden-Baden 2017, σ. 25 επ.

Giddens, Anthony, Ο τρίτος δρόμος: Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας,


μτφρ. Α. Τάκη, Πόλις, Αθήνα 1998

Habermas, Jürgen, “Human Rights and Popular Sovereignty: The Liberal


and Republican Versions”, Ratio Juris 1994/1, σ. 8 επ.

Habermas, Jürgen, Legitimation Crisis, Beacon Press, Boston 1975

Habermas, Jürgen, The Structural Transformation of the Public Sphere,


transl. by Thomas Burger, The MIT Press, Cambridge-Massachusetts 1989

Habermas, Jürgen, Το Πραγματικό και το Ισχύον, μτφρ, Θ. Λουπασάκη,


Λιβάνη, Αθήνα 1996

Hamilton, Alexander / Madison, James / Jay, John, Τα Ομοσπονδιακά


Κείμενα των ΗΠΑ (The Federalist Papers), μτφρ. Ε. Χατζηδημητρίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2009

Hardt, Michael / Negri, Antonio, Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Καλαϊτζή, Scripta,


Αθήνα 2002

Hardt, Michael / Negri, Antonio, Πλήθος: Πόλεμος και δημοκρατία στην


εποχή της Αυτοκρατορίας, μτφρ. Γ. Καράμπελα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2011

H.L.A. Hart, The Concept of Law, Clarendon Press, Oxford 1994

Hayek, Friedrich Α., The Constitution of Liberty, The University of Chicago


Press, Chicago 1960

Hayek, Friedrich Α., The Road to Serfdom, Routledge & Kegan, London 1944

Held, David, Μοντέλα Δημοκρατίας, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Πολύτροπον, Αθήνα


2003

Hobbes, Thomas, Λεβιάθαν ή ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής


και λαϊκής πολιτικής κοινότητας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλου / Α.
Μεταξόπουλου, Γνώση, Αθήνα 1989

110
Horkheimer, Max / Adorno, Theodor W., Dialektik der Aufklärung, Querido,
Amsterdam 1947

M.J. Horwitz, “The Rule of Law: An Unqualified Human Good?”, “Book


Review”, The Yale Law Journal, v. 86 (1977), σ. 561 επ.

Jänicke, Martin, Η αποτυχία του κράτους, μτφρ. Φ. Κακαβέση, Επίκεντρο,


Θεσσαλονίκη 2006

Kant, Immanuel, Απάντηση στο ερώτημα: «Τι είναι διαφωτισμός;, στο: M.


Mendelssohn / Im. Kant κ.λπ., Τι είναι Διαφωτισμός, μτφρ. Ν.Μ.
Σκουτερόπουλου, β΄ έκδ, Κριτική, Αθήνα 2014, σ. 45 επ.

Kelsen, Hans, Περί της ουσίας και της αξίας της δημοκρατίας: Το πρόβλημα
του κοινοβουλευτισμού, μτφρ. Μιχ. Κυπραίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
1998

Lipset, Seymour Martin, Political Man: The Social Bases of Politics, Mercury
Books, London 1964

Locke, John, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδη,


Πόλις, Αθήνα 2013

Luhmann, Niklas, Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας, μτφρ. Κ. Βαθιώτη,


Κριτική, Αθήνα 1999

C.B. Macpherson, Ατομικισμός και ιδιοκτησία: Η πολιτική θεωρία του


πρώιμου φιλελευθερισμού από τον Hobbes ως τον Locke, μτφρ. Ε. Κασίμη,
Γνώση, Αθήνα 1986

C.B. Macpherson, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ε.


Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1994

Majone, Giandomenico, The Regulatory State and its Legitimacy Problems,


HIS, Wien 2017

Marcuse, Herbert, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, μτφρ. Μπ. Λυκούδη,


Παπαζήση, Αθήνα 1971

T.H. Marshall / T. Bottimore, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, μτφρ.
Ο. Στασινοπούλου, Gutenberg, Αθήνα 2001

Miaille, Michel, Το κράτος του δικαίου: Εισαγωγή στην κριτική του


συνταγματικού δικαίου, γ΄ έκδ., μτφρ. Μ. Παπαγιαννάκη, Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 1983

Mill, John Stuart, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Ν. Μπαλή, Επίκουρος, Αθήνα 1983

Mill, John Stuart, Ωφελιμισμός, μτφρ. Φ. Παιονίδη, Πόλις, Αθήνα 2013

Montesquieu, Το Πνεύμα των Νόμων, μτφρ. Π. Κονδύλη / Κ. Παπαγιώργη,


Γνώση, Αθήνα 2006

111
Mouffe, Chantal, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Πόλις,
Αθήνα 2004

Müller, Jan-Werner, Τι είναι ο λαϊκισμός;, μτφρ. Δ. Αντωνίου, Πόλις, Αθήνα


2017

Nicol, Danny, The constitutional protection of capitalism, Hart Publishing,


Oxford 2010

Nozick, Robert, Anarchy, State and Utopia, Basic Books, New York 1974

O’ Connor, James, The Fiscal Crisis of the State, St. James Press, New York
1973

Offe, Claus, Contradictions of the Welfare State, Hutchinson, London 1984

Papadopoulos, Yannis, Accountability and Multi-Level Governance: More


Accountability, Less Democracy?, Revised version of a paper presented at
the “Connex” workshop on Accountability, European University Institute,
Florence, 21st April 2008

Pareto, Vilfredo, Άνοδος και πτώση των ελίτ, μτφρ. Α. Δουκούρη / Γ. Μερτίκα,
Κουκκίδα, Αθήνα 2017

Parsons, Talcott, The Social System, The Free Press, New York 1951

Pateman, Carole, The Problem of Political Obligation: A Critique of Liberal


Theory, Polity Press, London 1985

Peonidis, Filimon, Democracy as Popular Sovereignty, Lexington Books,


Lanham 2013

Pierre, Jon / Peters, Guy, Governance, Politics and the State, St. Martin’s
Press, New York 2000

Popper, Karl, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, μτφρ. Ε. Παπαδάκη,


Παπαζήση, Αθήνα 2003

Rancierre, Jacques, Το μίσος για τη δημοκρατία, μτφρ. Β. Ιακώβου, Πεδίο,


Αθήνα 2009

Rawls, John, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, μτφρ. Σπ. Μαρκέτου, Μεταίχμιο,


Αθήνα 2004

R.W.A. Rhodes, “The New Governance: Governing without Government”,


Political Studies 44 (5), 1996, σ. 652 επ.

Rousseau, Jean-Jacques, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μτφρ. Β. Γρηγοροπούλου-


Α. Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα 2004

Sandel, Michael, Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα, μτφρ. Μ. Μητσού,


Πόλις, Αθήνα 2016

112
Sartori, The Theory of Democracy Revisited: Part One: The Contemporary
Debate, Chatham House Publishers, New Jersey 1987

Sartori, Giovanni, The Theory of Democracy Revisited, Part Two: The


Classical Issues, Chatham House Publishers, New Jersey 1987

Schmitt, Carl, Political Theology: Four chapters on the concept of


sovereignty, transl. by G. Schwab, University of Chicago Press, Chicago 2005

Schmitt, Karl, Der Hüter der Verfassung, Mohr, Tübingen 1931

Schmitt, Karl, Verfassungslehre, Duncker & Humblot, Leipzig 1928

Schumpeter, Joseph, Capitalism, Socialism and Democracy, 2nd ed., Harper


& Brothers, London-New York 1947

Shapiro, Martin, “The giving-reasons requirement”, Chicago, Ill.: The


University of Chicago Legal Forum, 1992, σ. 180–220

Skinner, Quentin, Η ελευθερία προτιμότερη από τον φιλελευθερισμό, μτφρ. Α.


Παρίση, Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002

Spinoza, Baruch de, Πολιτική Πραγματεία, μτφρ. Α. Στυλιανού, Πατάκη,


Αθήνα 2013

Stephen, James Fitzjames, Liberty, Equality, Fraternity, επιμ. R.J. White,


Cambridge University Press, Cambridge 1967

Strauss, Peter L., “The place of agencies in Government: separation of


powers and the fourth branch”, CLR, vol. 84, no. 3, April 1984, p. 573-633

Toqueville, Alexis de, Η Δημοκρατία στην Αμερική, μτφρ. Μπ. Λυκούδη,


Στοχαστής, Αθήνα 1997

Tönnies, Ferdinand, Gemeinschaft und Gesellschaft, Fues’s Verlag, Leipzig


1887

Walzer, Michael, Spheres of Justice: A Defense of Pluralism and Equality,


Basic Books, New York 1983

Weber, Max, Οικονομία και Κοινωνία, τ. Ι (Κοινωνιολογικές Έννοιες), μτφρ. Θ.


Γκιούρα, Σαββάλα, Αθήνα 2005

Yataganas, Xénophon, Delegation of Regulatory Authority in the European


Union, Hellenic Centre for European Studies-EKEM, October 2006

Ανθόπουλος, Χαράλαμπος, «To ελληνικό πολιτικό σύστημα ως κομματοκρατία»


ΕφημΔΔ 2007, σ. 381 επ.

Αντωνόπουλος, Ευθύμιος, ««Ζητήματα που ανακύπτουν από τη λειτουργία και


την άσκηση αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών», ΘΠΔΔ 2016, σ.
16 επ.

113
Αντωνόπουλος, Μανώλης, Ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 1995

Αλιβιζάτος, Νίκος, «Η προσφορά των Ανεξάρτητων Αρχών και οι προϋποθέσεις


αποτελεσματικής λειτουργίας τους», στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι Ανεξάρτητες
Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και
Ερευνών, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 33-37

Αλιβιζάτος, Νίκος, Κράτος και ραδιοτηλεόραση: Η θεσμική διάσταση, Αντ. Ν.


Σάκκουλα, Αθήνα 1986

Αλιβιζάτος, Νίκος, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική


αναθεώρηση, Πόλις, Αθήνα 2001

Αλιβιζάτος, Νίκος / Βουρλούμης, Παναγής / Γεραπετρίτης, Γιώργος /


Κτιστάκις, Γιάννης / Μάνος, Στέφανος / Σπυρόπουλος, Φίλιππος, Ένα
καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016

Αριστοτέλης, Πολιτικά, μτφρ. B. Μοσκόβη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1989

Βαλαβάνη, Νάντια, «Η απαγωγή των δημοσίων εσόδων», αναρτημένο στον


ιστότοπο: tvxs.gr, 24.5.2016

Βεγλερής, Φαίδων, «Νομιμοποιείται το Κράτος εις άσκησιν αιτήσεως


ακυρώσεως; (ΣΕ 897, 2076 και 3941/78)», ΤοΣ 1978, σ. 626 επ.

Βενιζέλος, Ευάγγελος, Η ραδιοτηλεοπτική έκρηξη, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη


1989

Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Οι ανεξάρτητες αρχές μετά την αναθεώρηση του


ελληνικού Συντάγματος του 1975/1986/2001», στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου
(επιμ.), Η «ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών: Προβληματισμοί και ελπίδες
ενός νέου θεσμού. Πρακτικά ημερίδας 29 Οκτωβρίου 2002, σ. 13 επ.

Βενιζέλος, Ευάγγελος, Προς μια μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, Πόλις,


Αθήνα 2008

Βενιζέλος, Ευάγγελος, «Τηλεοπτικές άδειες: Ζητήματα συνταγματικού και


ευρωπαϊκού δικαίου», Ομιλία στην εκδήλωση της Ένωσης Ελλήνων
Δημοσιολόγων στο ΔΣΑ της 28.9.2016, στον ιστότοπο του Ομίλου ‘Αρ.
Μάνεσης’, http://www.constitutionalism.gr, ανάρτηση 29.9.2016

Βενιζέλος, Ευάγγελος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό


φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002

Βιδάλης, Τάκης, «Τυπική ή ουσιαστική διάκριση των λειτουργιών; Το θεμέλιο


των ανεξάρτητων αρχών στο πολίτευμα», ΤοΣ 2003, σ. 825-838

Βούλγαρης, Γιάννης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, Πόλις, Αθήνα


2013

114
Γαβριηλίδης, Άκης, Η δημοκρατία κατά του φιλελευθερισμού, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2000

Γαρυπίδης, Νικόλαος, Δικαιολόγηση και κριτική της αρχής της πλειοψηφίας


στη θεωρία της δημοκρατίας, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2012

Γιαννόπουλος, Κωνσταντίνος, Κ.Δ. Τσάτσος – Α.Ι. Μάνεσης, Διάλογος τον οποίο


αξίζει και πρέπει να συνεχίσουμε: Η διαλεκτική σύνθεση των ιδεών του Kαντ
και του Μαρξ στον ελληνικό νομικό χώρο και η συνταγματική οργάνωση του
Κράτους, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010

Δεκλερής, Μιχαήλ, Εξέλιξις και εξαναγκασμός εις το σύγχρονον κράτος, ΕΚΚΕ,


Αθήναι 1973

Δεληγκιαούρη, Αναστασία, «Διαβουλευτική και διαδικτυακή δημοκρατία: Οι


επικοινωνιακές προκλήσεις της σύγχρονης μεταδημοκρατίας», στο: Α.
Μανιτάκης (επιμ.), Η δημοκρατία μεταξύ ουτοπίας και πραγματικότητας:
Μελέτες χαριστήριες στον Ζήση Παπαδημητρίου, Σαββάλα, Αθήνα 2011, σ.
175 επ.

Δημητρίου, Σπύρος, «Η αναζήτηση ενός προτύπου διοικητικής μεταρρύθμισης


και τα όρια του: Το παράδειγμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων»,
www.constitutionalism.gr, ανάρτηση 08.11.2016

Δημούλης, Δημήτρης, Η διάκριση των λειτουργιών ως συνταγματικός κανόνας,


Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002

Δρόσος, Γιάννης, «Το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική» της δημοκρατικής


άσκησης της εξουσίας στο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση», στο: Χαρμόσυνο
Αριστόβουλου Μάνεση, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1994, σ. 279 επ.

Ηλιάδου, Αικατερίνη, «Η «ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών και η άσκηση


ελέγχου επί των πράξεών τους», στο: Φ. Κοζύρη / Σ. Μεγγλίδου (επιμ.), Η
«ανεξαρτησία» των ανεξάρτητων αρχών: Προβληματισμοί και ελπίδες ενός νέου
θεσμού. Πρακτικά ημερίδας 29 Οκτωβρίου 2002, σ. 149 επ.

Ηλιάδου, Αικατερίνη, «Η σημασία και οι συνέπειες της κατοχύρωσης


ανεξάρτητων αρχών στο νέο Σύνταγμα», σε: Δ. Θ. Τσάτσο/Ευ. Β. Βενιζέλο/Ξ. Ι.
Κοντιάδη (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο
Σύνταγμα του 1975/1986/2001, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου,
Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 396 – 404

Ηλιοπούλου-Στράγγα, Τζούλια / Λοβέρδος, Ανδρέας, Πόσο χρειάζονται οι


Ανεξάρτητες Αρχές; («Μονομαχίες»), Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1.12.2001, σ.
42-44

Καϊδατζής, Ακρίτας, Γνωμοδότηση για τη συνταγματικότητα του άρθρου 2 Α


του ν. 4339/2015 (τηλεοπτικές άδειες), 27.6.2016, αναρτημένο στον ιστότοπο:
www. academia. edu.

115
Καϊδατζής, Ακρίτας, Μια πολιτική ανάγνωση της απόφασης του Συμβουλίου της
Επικρατείας στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναρτημένο στον ιστότοπο:
www. academia. edu (υπό δημοσίευση σε: ΔτΑ 2017)

Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές μεταξύ ανεξαρτησίας και


κοινοβουλευτικού ελέγχου», ΝοΒ 50 (2002), σ. 95 επ.

Καμίνης, Γιώργος, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση
του Συντάγματος», στο: Κοντιάδη, Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη
Συνταγματική αναθεώρηση του 2001: Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα
συνταγματική μεταρρύθμιση, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ.
813-838

Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αναζήτηση του θεμελίου της ρυθμιστικής εξουσίας του


εθνικού συμβουλίου ραδιοτηλεόρασης μεταξύ των άρθρων 43 παρ. 2 και 15 του
Συντάγματος», ΤοΣ 1996, σ. 645 επ.

Καμτσίδου, Ιφιγένεια, «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και οι Ανεξάρτητες


Διοικητικές Αρχές» (βλ. σχετ. νομολ. ΣτΕ 944/1999), ΤοΣ 1999, σ. 543 επ.

Καμτσίδου, Ιφιγένεια, Το κοινοβουλευτικό σύστημα: Δημοκρατική αρχή και


κυβερνητική ευθύνη, Σαββάλα, Αθήνα 2011

Καραβοκύρης, Γιώργος, Το Σύνταγμα και η Κρίση: Από το δίκαιο της ανάγκης


στην αναγκαιότητα του δικαίου, Κριτική, Αθήνα 2014

Καστοριάδης, Κορνήλιος, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας,


μτφρ. από τα γαλλικά Ζ. Σαρίκα, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1993

Κατρούγκαλος, Γιώργος, «Ο διοικούμενος: πολίτης ή πελάτης; Δημόσιες αξίες


και μορφές διοικητικής δραστηριότητας», στο: Αντ. Μακρυδημήτρη / Μ.
Σαματά / Λ. Μαρούδα / Μ.-Ηλ. Πραβίτα (επιμ.), Διοίκηση και Δημοκρατία:
Ποιότητα, Αποτελεσματικότητα, Νομιμοποίηση, Σάκκουλα, Αθήνα 2011, σ.
869-881

Κοντιάδης, Ξενοφών, «Η σχέση πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητων αρχών


μεταξύ έντασης και συμπληρωματικότητας: Εκσυγχρονισμός της Δημόσιας
Διοίκησης ή αποπολιτικοποίηση της Δημοκρατίας;», σε: Δ. Τσάτσου / Ξ.
Κοντιάδη (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Παπαζήση, Αθήνα 2003,
σ. 121 – 149

Κουβελάκης, Γιώργος, «Σχόλιο στην ΣτΕ (Ολ.) 930/1990», ΤοΣ 1990, σ. 71 επ.

Κουλούρης, Νίκος, «Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές: τα αλλοδαπά πρότυπα


και τα ημεδαπά κακέκτυπα», ΔιΔικ 5/1993, σ. 1140-1183

Κουλούρης Νίκος, «Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές και η Αναθεώρηση», στο:


Αντ. Μακρυδημήτρη / Ό. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και το Σύνταγμα. Η
αναθεώρηση του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία», Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 137 – 143

116
Κουτσουμπίνας, Στέφανος, «Ανεξάρτητες αρχές και ατομικά δικαιώματα», ΔτΑ
10/2001, σ. 377-384

Κωτσονόπουλος, Λουδοβίκος, Η χαμένη συναίνεση: Κοινωνικό Κράτος,


Καπιταλισμός, Δημοκρατία, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 2016

Λαζαράκος, Γρηγόρης, Ανεξάρτητες Αρχές: Ο ρόλος και η σημασία τους στην


ελληνική έννομη τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010

Μάνεσης, Αριστόβουλος, Αι εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος Ι, Σάκκουλα,


Θεσσαλονίκη 1956

Μάνεσης, Αριστόβουλος, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ,


Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1961 (1965)

Μάνεσης, Αριστόβουλος, «Περί Βασιλικών Ανδρών», Νέον Δίκαιον 1962, σ. 371


επ.

Μάνεσης, Αριστόβουλος, «Το συνταγματικόν δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής


ελευθερίας», Αρμενόπουλος 1962, σ. 535 επ.

Μανιτάκης, Αντώνης, «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία ως παράδειγμα


αυτοπροσδιορισμού του πλήθους μέσω της αυτοκυβέρνησης του Δήμου», στον:
Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τ. ΙΙΙ, Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2007, σ. 43 επ.

Μανιτάκης, Αντώνης, «Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Αριστόβουλου


Μάνεση και οι λογικές και ιστορικές προεκτάσεις της», στο: Χαρμόσυνο
Αριστόβουλου Μάνεση, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1994, σ. 337 επ.

Μανιτάκης, Αντώνης, «Η έννοια του πλήθους και η ουτοπική προοπτική της


παγκόσμιας δημοκρατίας (Με αφορμή τη "δημοκρατία του πλήθους" στο έργο
του Νέγκρι)», στο: Α. Μανιτάκης (επιμ.), Η δημοκρατία μεταξύ ουτοπίας και
πραγματικότητας: Μελέτες χαριστήριες στον Ζήση Παπαδημητρίου, Σαββάλα,
Αθήνα 2011, σ. 27 επ.

Μανιτάκης, Αντώνης, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της


συνταγματικότητας, Ι, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994

Μανιτάκης, Αντώνης, «Ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση διά


του ΕΣΡ μπορεί να συνεπάγεται και άσκηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων»
(γνωμοδότηση), ΤοΣ 2003, σ. 573 επ.

Μαντζούφας, Παναγιώτης, Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην


κοινωνία της διακινδύνευσης: Υγεία, ιδιωτικότητα, περιβάλλον, Σάκκουλα,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006

Μαυρομούστακου, Ήβη, «Οι διαδρομές από την αμφισβήτηση στην καθολική


αποδοχή μιας νέας μορφής διοίκησης: οι ελληνικές ανεξάρτητες αρχές»,
ΕφημΔΔ 2/2012, σ. 236 επ.

117
Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης, «Μεταθέσεις εξουσίας στο ελληνικό πολιτικό
σύστημα», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του ελληνικού
πολιτικού συστήματος;, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2008, σ. 39 επ.

Μιχαλόπουλος, Νίκος, Από τη Δημόσια Γραφειοκρατία στο Δημόσιο


Management, Παπαζήση, Αθήνα 2003

Μουζέλης, Νίκος, «Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις: Το κράτος και το


κομματικό φουτμπόλ», στο: Θ. Πελαγίδη (επιμ.), Η εμπλοκή των
μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Παπαζήση, Αθήνα 2005, σ. 17 επ.

Μπενάκη-Ψαρούδα, Άννα, «Οι ανεξάρτητες αρχές στο πολιτειακό σύστημα»,


στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία,
Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 13-19

Μπότσης, Φοίβος, «Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματοποιημένων


Ανεξάρτητων Αρχών», ΕφημΔΔ 3/2007, σ. 361-367

Οικονόμου, Αλέξανδρος, «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης: 10 χρόνια


θεσμικής ακροβασίας», ΤοΣ 1999, σ. 555 επ.

Παπαδημητρίου, Γεώργιος, «Σχόλιο», στο: Κ. Γώγου (επιμ.), Η πορεία προς το


Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η πρόσφατη αναθεώρηση του Ελληνικού
Συντάγματος. Πρακτικά Συνεδρίου 28-29 Οκτωβρίου 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 248 επ.

Παπαδοπούλου, Λίνα, Θεσμοί «άμεσης» δημοκρατίας στο Σύνταγμα: Συμμετοχή


των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ουσίας, Ευρασία, Αθήνα 2014

Παπάζογλου, Μάνος, Οι προκλήσεις του εξευρωπαϊσμού και της διαβούλευσης


για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, Παπαζήση, Αθήνα 2009

Παπαχρίστου, Θανάσης (επιμ.), Νεοφιλελευθερισμός και δίκαιο, Αντ. Ν.


Σάκκουλα, Αθήνα 1991

Παραράς, Αλέξης, «Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές σήμερα», ΕφημΔΔ 1


(2006), σ. 123 επ.

Παραράς, Πέτρος, «Το μοντέλο της διαρκούς δημοκρατίας», δημοσιευμένο στην


εφημερίδα: «Το Βήμα», 04.05.2002

Πάσχος, Γιώργος, Πολιτική δημοκρατία και κοινωνική εξουσία: δημοκρατική


αρχή και πολιτική νομιμοποίηση, β΄ έκδ., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1981.

Πλάτων, Νόμοι, μτφρ. Λ. Πετρίδου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2017

Πλάτων, Πολιτεία, μτφρ. Ν. Σκουτερόπουλου, Πόλις, Αθήνα 2014

Πουλαντζάς, Νίκος (επιμ.), Η κρίση του κράτους, Παπαζήση, Αθήνα 1978

118
Σβώλος, Αλέξανδρος, «Η κοινωνική κατεύθυνσις εν τη εξελίξει του κράτους»,
στο: Α. Σβώλος (επιμ.), Νομικαί μελέται, τ. Β, Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1958,
σ. 157 επ.

Σεβαστάκης, Νικόλας / Σταυρακάκης, Γιάννης, Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και


κρίση, Νεφέλη, Αθήνα 2012

Σούρλας, Παύλος, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των


νομικών κρίσεων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1989

Σπανού, Καλλιόπη, «Ανεξάρτητες αρχές: Κρίση, μετεξέλιξη ή αναβάθμιση του


πολιτικού συστήματος;», στο: Ξ. Κοντιάδη / Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του
ελληνικού πολιτικού συστήματος; Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου,
Παπαζήση, Αθήνα 2008, σ. 215 επ.

Σπυρόπουλος, Φίλιππος / Κοντιάδης, Ξενοφών / Ανθόπουλος, Χαράλαμπος /


Γεραπετρίτης, Γιώργος (επιμ.), Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλα,
Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017

Σταμάτης, Κώστας / Τάκης, Ανδρέας, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου,


Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015

Στυλιανού, Άρης, Ο Σπινόζα και η δημοκρατία, Πόλις, Αθήνα 2016

Συμεωνίδης, Ιωάννης, Τα όρια της δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών


δικαστηρίων, Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1995

Σωτηρέλης, Γιώργος, Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της


«παγκοσμιοποίησης», Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000

Τασόπουλος, Γιάννης, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση


του Συντάγματος, Σάκκουλα, Αθήνα 2007

Τζώνος, Θεόδωρος, Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, Παπαζήση, Αθήνα 2010

Τσάτσος, Δημήτρης, Η μεγάλη παρακμή, Καστανιώτη, Αθήνα 2006

Τσάτσος, Κωνσταντίνος, «Οι Βασιλικοί Άνδρες», Νέον Δίκαιον 1962, σ. 163 επ.

Τσάτσος, Κωνσταντίνος, Πολιτική, 2η έκδ, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1975

Τσεβάς, Αθανάσιος, «Η κυρωτική λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου


Ραδιοτηλεόρασης και ο δικαστικός του έλεγχος», ΔιΔικ 2002, σ. 860 επ.

Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «Κρίση πολιτικής, κρίση αξιών», στο: Ξ. Κοντιάδη /


Χ. Ανθόπουλου (επιμ.), Κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος;, Κέντρο
Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Παπαζήση, Αθήνα 2008, σ. 55 επ.

Φορτσάκης, Θεόδωρος, «Οι ανεξάρτητες αρχές στην πρόσφατη συνταγματική


αναθεώρηση», στο: Αντ. Μακρυδημήτρη / Όλ. Ζύγουρα (επιμ.), Η Διοίκηση και
το Σύνταγμα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η εκτελεστική εξουσία, Αντ.
Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 127 – 135

119
Φραγκάκης, Νίκος, «Ανεξάρτητες Αρχές, Γιατί;», στο: Ν. Φραγκάκη (επιμ.), Οι
Ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών
Μελετών και Ερευνών, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 21-25

Φραγκιουδάκης, Μάνος, «Η ασύλληπτη Αρχή Δημοσίων Εσόδων», αναρτημένο


στον ιστότοπο: www.thepressproject.gr, 22.5.2016

Χρυσανθάκης, Χαράλαμπος, «Τα διοικητικά δικαστήρια και οι ανεξάρτητες


αρχές ενώπιον των θεμελιωδών και λοιπών δικαιωμάτων: Συμπόρευση ή
αντιπαλότητα», ΘΠΔΔ 2009, σ. 945 επ.

Χρυσόγονος, Κώστας, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο της Επιτροπής


Αναθεώρησης του Συντάγματος», ΤοΣ 2000, σ. 1163 επ.

Χρυσόγονος, Κώστας, Πολιτειολογία: Το κράτος ως μορφή οργάνωσης των


ανθρώπινων κοινωνιών, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016

Χρυσόγονος, Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, β΄ αναθ. έκδ., Σάκκουλα, Αθήνα-


Θεσσαλονίκη, 2014

120

You might also like