You are on page 1of 58

μα: δεν πρέπει να πράττουμε σύμφωνα με κανέναν άλλο γνώμονα,

από εκείνον που μπορεί να εκληφθεί ως καθολικός νόμος. Αλλά


αυτή ακριβώς είναι η διατύπωση της κατηγορικής προστακτικής
97 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ και το α ξ ί ω μ α της ηθικότητας· άρα μια ελεύθερη θέληση και μια
θέληση κ ά τ ω από ηθικούς νόμους είναι ένα και το α υ τ ό 1 3 4 .
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Εάν λοιπόν προϋποτεθεί η ελευθερία της θέλησης, με απλή
ΤΩΝ ΗΘΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ανάλυση αυτής της έννοιας προκύπτει η ηθικότητα και το αξίωμα
ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ της. Ωστόσο ετούτο είναι π ά ν τ α μια συνθετική πρόταση: μια
απόλυτα καλή θέληση είναι εκείνη, της οποίας ο γνώμονας μπορεί
99 να περιέχει π ά ν τ α μέσα του τον καθολικό νόμο· γιατί με το να
Η έννοια της ελευθερίας αναλυθεί η έννοια μιας απόλυτα καλής θέλησης, δεν μπορεί να
είvαι το κλειδί για την εξήγηση της αυτονομίας της βρεθεί εκείνη η ιδιότητα του γνώμονα. Αλλά τέτοιες συνθετικές
θέλησης προτάσεις είναι δυνατές, μόνο εάν δυο έννοιες που περιέχονται σ'
αυτές τις προτάσεις συνδεθούν με μια τρίτη έννοια ως ενωτικό
Η θέληση είναι ένα είδος αιτιότητας των ζωντανών όντων, δεσμό τους. Η θετική έννοια τ η ς ελευθερίας προμηθεύει αυτό τον
κ α τ ά το μέτρο που αυτά είναι έλλογα, και η ελευθερία είναι η τρίτο όρο, ο οποίος δεν μπορεί να είναι, όπως μέσα στην περιοχή
ιδιότητα αυτής της αιτιότητας, να μπορεί να π ρ ά τ τ ε ι ανεξάρτητα των φυσικών αιτίων, η φύση του αισθητού κόσμου (ενώ μέσα στην
από ξένα καθοριστικά αίτια* ό π ω ς ακριβώς η φυσική αναγκαιότητα έννοια της φύσης η έννοια ενός π ρ ά γ μ α τ ο ς ως αιτίας συνδέεται με
είναι η ιδιότητα την οποία έχει η α ι τ ι ό τ η τ α όλων των άλογων την έννοια ενός άλλου π ρ ά γ μ α τ ο ς ως αποτελέσματος). Ποιος είναι
όντων, να καθορίζεται στη δραστηριότητα της από την επίδραση αυτός ο τρίτος όρος, στον οποίο μας π α ρ α π έ μ π ε ι η ελευθερία και
ξένων αιτίων. του οποίου έχουμε την ιδέα μέσα μας a priori; Σ' αυτό δεν μπορεί
Αυτή η εξήγηση της ελευθερίας είναι αρνητική και γ ι ' αυτό να δοθεί από τώρα α π ά ν τ η σ η 1 3 5 , ούτε και να κατανοηθεί η παρα-
ακατάλληλη στο να μας διαφωτίσει ως προς την ουσία της· α λ λ '
από αυτή την εξήγηση προκύπτει μια θετική, πλουσιότερη και 134. [Το πρόβλημα από το οποίο αφορμώνται οι εδώ σκέψεις, μπορεί να
γονιμότερη έννοια της ελευθερίας. Αφού η έννοια μιας αιτιότητας διατυπωθεί ως εξής: εάν η ηθική θέληση υπόκειται στον εξαναγκασμό ενός απόλυ­
του ηθικού νόμου, πώς μπορεί να διασωθεί η ανθρώπινη ελευθερία; εάν αφετέρου
συνοδεύεται από την έννοια τ ω ν νόμων, σύμφωνα προς τους
η ανθρώπινη θέληση θεωρηθεί ανεπηρέαστη από οποιονδήποτε φυσικό ή άλλου
98 οποίους από κάτι που ονομάζεται αιτία, πρέπει να γίνει κάτι άλλο είδους νόμο, πώς μπορεί να μην καταλήξει στην απεριόριστη ασυδοσία; Ο Καντ
που ονομάζεται αποτέλεσμα: η ελευθερία, αν και δεν είναι η ξεκινά διαχωρίζοντας μια αρνητική από μια θετική έννοια της ελευθερίας. Η αρνη-
ιδιότητα της θέλησης να υποτάσσεται σε φυσικούς νόμους, δεν τική ελευθερία είναι η ανεξαρτησία από ξένα καθοριστικά αίτια (π.χ. από τη φυ-
είναι όμως και εντελώς χωρίς νόμο" αντίθετα η ελευθερία πρέπει σική αναγκαιότητα, από τις ροπές και τα πάθη) - αυτή η έννοια είναι αρνητική,
επειδή δεν κάνει άλλο από του να αρνείται την ετερονομία. Η θετική ελευθερία
να είναι μια αιτιότητα που υπόκειται σε αμετάβλητους, αλλά
ταυτίζεται με την αυτονομία, δηλαδή· με την ιδιότητα της θέλησης να θέτει η ίδια
ειδικούς νόμους· γιατί αλλιώς μια ελεύθερη θέληση θα ήταν τον νόμο στον εαυτό της.]
ουτοπία. Η φυσική αναγκαιότητα είναι μια ετερονομία των ποιη- 135. [Στις αναλυτικές προτάσεις υπάρχουν δυο έννοιες, το υποκείμενο και το
τικών αιτίων, γ ι α τ ί κάθε αποτέλεσμα είναι δυνατό μόνο σύμφωνα κατηγορούμενο, που περιέχονται νοηματικά η μια μέσα στην άλλη- με απλή
με το νόμο, ότι ένα άλλο π ρ ά γ μ α καθορίζει στην αιτιότητα το ανάλυση του νοήματος της μιας ανακαλύπτουμε μέσα της την άλλη. Αλλά στις
ποιητικό αίτιο. Αλλά τί άλλο μπορεί να είναι η ελευθερία της θέ- συνθετικές προτάσεις οι έννοιες δεν αλληλοπεριέχονται, γ ι ' αυτό έχουμε ανάγκη
από μια τρίτη έννοια που θα συνδέσει τις δυο πρώτες. Η συνθετική πρόταση που
λησης π α ρ ά αυτονομία, δηλαδή η ιδιότητα της θέλησης να είναι
απασχολεί εδώ τον Καντ αποτελείται από τις έννοιες της απόλυτα καλής θέλησης
η ίδια νόμος στον εαυτό της; Η πρόταση: «η θέληση είναι σε όλες και της αυτονομούμενης ελευθερίας- ποια είναι η έννοια που θα συνδέσει αυτές τις
τις πράξεις νόμος στον εαυτό της» αναδιατυπώνει α π λ ά το αξίω- δύο; Σ' αυτή τη συνδετική τρίτη έννοια μας παραπέμπει η ελευθερία, με την

106 107
γ ω γ ή [Deduktion] της έννοιας της ελευθερίας από την καθαρή
1 0 1 ότι κάθε έλλογο ον που έχει θέληση, έχει κ α τ ' ανάγκην και την ιδέα
πρακτική λογική, μαζί και η δυνατότητα μιας κατηγορικής προ­
ότι είναι ελεύθερο, και ενεργεί μόνο με τη συνείδηση αυτής της
στακτικής· προς τούτο χρειάζεται ακόμα προετοιμασία.
ελευθερίας του. Γ ι α τ ί πιστεύουμε ότι μέσα σε ένα τέτοιο ον
υπάρχει μια πρακτική λογική, δηλαδή μια λογική αιτιότητα σχετι­
κά με τους σκοπούς του. Είναι όμως αδύνατο να θεωρήσουμε ότι
Η Ελευθερία πρέπει να προϋποτεθεί υπάρχει μια λογική, που μολονότι έχει συνείδηση της αυτενέργειας
ως ιδιότητα της θέλησης όλων των έλλογων όντων της στο να κρίνει, δέχεται εντούτοις καθοδήγηση απ' έξω* γιατί
τότε το υποκείμενο θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι η κριτική του
Δεν αρκεί να θεωρήσουμε την ελευθερία για έναν κάποιο λόγο ικανότητα καθορίζεται όχι από τη λογική του αλλά από μια ροπή.
ως ιδιότητα της θέλησης μας, εάν δεν έχουμε ένα βάσιμο λόγο για Η λογική πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως δημιουργός των αξιωμά­
1 0 0 να θεωρήσουμε την ελευθερία και ως ιδιότητα όλων των έλλογων των της ανεξάρτητα από ξένες επιδράσεις, και άρα ως πρακτική
όντων. Μια και η ηθικότητα ισχύει ως νόμος για εμάς μόνο ως λογική ή ως θέληση ενός έλλογου όντος π ρ έ π ε ι να θεωρείται α φ '
έλλογα όντα, πρέπει να ισχύει και για όλα τα άλλα έλλογα όντα - μια εαυτής ως ελεύθερη· η θέληση ενός έλλογου όντος μπορεί δηλαδή
και η ηθικότητα πρέπει να π η γ ά ζ ε ι μόνο από την ιδιότητα της να θεωρηθεί π ρ ά γ μ α τ ι ως δική του, μόνο εφόσον αυτό το ον έχει
ελευθερίας, η ελευθερία πρέπει να αποδειχτεί και ως ιδιότητα της την ιδέα ότι είναι ελεύθερο* από πρακτική άποψη πρέπει λοιπόν να
θέλησης όλων τ ω ν έλλογων ό ν τ ω ν και δεν αρκεί να αποδειχτεί θεωρηθεί η ελευθερία ως ιδιότητα όλων των έλλογων όντων.
μόνο με βάση ορισμένες υποτιθέμενες γνώσεις μας γ ι α την ανθρώ­
πινη φύση βγαλμένες εμπειρικά (γιατί μια τέτοια απόδειξη είναι
εντελώς αδύνατη· κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο a priori), αλλά
Το ενδιαφέρον για τις ηθικές ιδέες
π ρ έ π ε ι να αποδειχτεί ότι η ελευθερία ανήκει στη δραστηριότητα
όλων των έλλογων και με θέληση προικισμένων όντων. Λ έ ω
Αναγάγαμε τελικά την έννοια της ηθικότητας στην ιδέα της
λοιπόν: κάθε ον, που δεν μπορεί να ενεργεί αλλιώς παρά μόνο κάτω
ελευθερίας· δεν μπορέσαμε όμως να αποδείξουμε και την π ρ α γ μ α ­
από την ιδέα της ελευθερίας, είναι α π ό πρακτική άποψη π ρ ά γ μ α τ ι
τικότητα της ελευθερίας μέσα μας και μέσα στην ανθρώπινη φύση·
ελεύθερο, δηλαδή ισχύουν γ ι ' αυτό το ον όλοι οι νόμοι που
είδαμε μόνο ότι οφείλουμε να προϋποθέσουμε την ελευθερία, εάν
συνδέονται αδιαχώριστα με την ελευθερία, ακριβώς σαν να είχε
1 0 2 θέλουμε να νοήσουμε τον εαυτό μας ως έλλογο ον που έχει συνεί­
αναγνωριστεί η θέληση του ως ελεύθερη αυτή κ α θ ' εαυτήν και
δηση της αιτιότητας του σχετικά με τις πράξεις του, δηλαδή έχει
από την άποψη της θεωρητικής Φιλοσοφίας 1 3 6 . Υποστηρίζω τώρα
προικιστεί με θέληση· έτσι βρίσκουμε ότι για τον ίδιο λόγο πρέπει
να αναγνωρίσουμε αυτή την ιδιότητα σε κάθε ον προικισμένο με
ιδιότητα της να μην υπόκειται στην αιτιότητα του αισθητού κόσμου: η τρίτη έννοια
λογική και θέληση: την ιδιότητα να αυτοκαθορίζεται στις πράξεις
είναι ο νοητός κόσμος, όπως θα δειχτεί παρακάτω.]
136. [Σημ. του Καντ:] Η μέθοδος την οποία ακολουθώ εδώ και θεωρώ επαρκή του με την ιδέα ότι είναι ελεύθερο.
για το σκοπό μου, δέχεται την ελευθερία μόνο ως ιδέα, που όλα τα έλλογα όντα Αλλά προϋποθέτοντας την ιδέα της ελευθερίας 1 3 7 είδαμε ότι
βάζουν ως θεμέλιο των πράξεων τους· ακολουθώ αυτή τη μέθοδο για να μην υπο­ α π ' αυτήν απορρέει και η συνείδηση ενός πρακτικού νόμου:
χρεωθώ να αποδείξω την ελευθερία από θεωρητική άποψη. Γιατί ακόμα και αν
σύμφωνα με αυτό το νόμο τα υποκειμενικά α ξ ι ώ μ α τ α των πράξεων
θεωρηθεί ως αδύνατη η θεωρητική απόδειξη της ελευθερίας, οι ίδιοι νόμοι που
ισχύουν για ένα ον πράγματι ελεύθερο, ισχύουν και για ένα ον που ενεργεί με την
ιδέα ότι είναι ελεύθερο. Μπορούμε λοιπόν εδώ να απαλλαγούμε από το βάρος που παράγραφο η ελευθερία νοείται ως προϋπόθεση (καθώς λέει ο τίτλος), που δεν
καταπιέζει τη θεωρητική σκέψη και άποψη. μπορεί να αντληθεί από εμπειρικές γνώσεις.]
[Σημ. του μεταφραστή: Με αυτή την υποσημείωση ο Καντ αποποιείται τον 137. [aus der Voraussetzung dieser Idee. Το νόημα αυτής της έκφρασης έχει
μόχθο του να αποδείξει θεωρητικά την ελευθερία- του αρκεί ότι όλα τα έλλογα όντα αμφισβητηθεί· υποστηρίζεται ότι η σωστή γραφή είναι Ideen, ότι γίνεται δηλαδή
ενεργούν πάντα με την ιδέα ότι είναι ελεύθερα. Ας προσεχτεί ότι σε όλη αυτή την αναφορά σε πολλές ιδέες (όπως στον τίτλο αυτού του τμήματος) και όχι μόνο στην
ιδέα της ελευθερίας.]

108 109
μας, δηλαδή οι γνώμονες μας, πρέπει να εκλέγονται π ά ν τ α με η καθολικότητα του γνώμονα μας ως νόμου πρέπει να είναι
τρόπο ώστε να ισχύουν και αντικειμενικά, δηλαδή καθολικά, άρα αναγκαίος περιοριστικός όρος των πράξεων μας, και πού στηρί­
ως νόμοι της καθολικής και αυτόνομης νομοθεσίας μας. Αλλά γιατί ζουμε την αξία που αποδίδουμε στην ηθική διαγωγή — μια αξία
οφείλω να υποτάσσομαι σ' αυτό το αξίωμα, και μάλιστα ως έλλο- τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορεί να υπάρξει ανώτερο ενδιαφέρον α π '
γο ον γενικά, και γιατί οφείλουν να κάνουν το ίδιο και όλα τα άλλα αυτό που τρέφουμε γ ι ' αυτήν —, και π ώ ς συμβαίνει να πιστεύει ο
έλλογα όντα; Ομολογώ ότι δεν με παρακινεί α' αυτή την υ π ο τ α γ ή άνθρωπος ότι μόνο ζώντας ηθικά α π ο κ τ ά προσωπική αξία, σε
κανένα συμφέρον 1 3 8 , γ ι α τ ί το συμφέρον δεν θα μπορούσε να δώσει σύγκριση προς την οποία εκμηδενίζεται εντελώς η αξία κάθε
μια κατηγορική προστακτική" και όμως πρέπει κ α τ ' ανάγκην να ευχάριστης ή δυσάρεστης κατάστασης.
έχω ενδιαφέρον 1 3 8 για το καθήκον, και να ξέρω από πού π η γ ά ζ ε ι Θεωρούμε, βέβαια, ότι μπορούμε να αποκτήσουμε γ ι α μια
αυτό το ενδιαφέρον γ ι α τ ί αυτό το «πρέπει» είναι κατά βάθος ένα 1 0 4 προσωπική μας ιδιότητα ενδιαφέρον, το οποίο να είναι εντελώς
«θέλω» 1 3 9 , που ισχύει για όλα τα έλλογα όντα, υπό τον όρο ότι η άσχετο από το ενδιαφέρον γ ι α την κατάσταση μας, αρκεί εκείνο το
λογική τους είναι πρακτική λογική χωρίς εμπόδια και περιορι­ ενδιαφέρον να μας κάνει ικανούς να χαρούμε την ευτυχία τ η ς ζωής,
σμούς· αλλά γ ι α όντα που, όπως εμείς, επηρεάζονται από τον στην π ε ρ ί π τ ω σ η που η λογική θα μοίραζε ευτυχία· δηλαδή και μόνο
αισθησιασμό και από άλλα κίνητρα, και που δεν κάνουν π ά ν τ α ό,τι το να γίνουμε άξιοι για την ευτυχία, ανεξάρτητα από κάθε κίνητρο
1 0 3 θα έκανε η λογική εάν ήταν ανεξάρτητη, η αναγκαιότητα της γ ι α να αποκτήσουμε αυτή την ευτυχία, μπορεί να γίνει αντικείμενο
ηθικής διαγωγής εκφράζεται μόνο με το «πρέπει», και η υποκει­ ενδιαφέροντος. Αλλά αυτή η προτίμηση δεν είναι παρά αποτέλε­
μενική αναγκαιότητα διαφέρει από την αντικειμενική αναγκαιό­ σμα της σπουδαιότητας των ηθικών νόμων, την οποία ήδη προϋ­
τητα. ποθέσαμε (όταν με την ιδέα της ελευθερίας λυτρωνόμαστε από
Φαίνεται λοιπόν ότι προϋποθέτοντας την ιδέα της ελευθερίας κάθε εμπειρικό ενδιαφέρον). Το ότι οφείλουμε να λυτρωθούμε από
δεν κάναμε άλλο από του να προϋποθέσουμε τον ηθικό νόμο, κάθε εμπειρικό ενδιαφέρον, δηλαδή να θεωρήσουμε τον εαυτό μας
δηλαδή το αξίωμα ότι η θέληση είναι αυτόνομη, και δεν μπορέσαμε ελεύθερο μέσα στην ηθική π ρ ά ξ η αν και υποταγμένο σε ορισμένους
να αποδείξουμε την π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α και την αντικειμενική ανα­ νόμους, αρκεί να βρούμε μέσα στο πρόσωπο μας μια ηθική αξία που
γ κ α ι ό τ η τ α αυτού του αξιώματος. Θα είχαμε βέβαια πετύχει κάτι θα μας αποζημιώσει για την απώλεια όλων εκείνων των στοιχείων
πολύ σημαντικότερο, εάν είχαμε τουλάχιστο προσδιορίσει ακριβέ­ που βελτιώνουν την υλική μας κατάσταση, και με ποιο τρόπο όλα
στερα από ό,τι έγινε έως τώρα, το αληθινό αξίωμα της ηθικότητας' αυτά είναι δυνατά, δηλαδή από πού πηγάζει η δεσμευτική δύναμη του
αλλά δεν θα είχαμε προχωρήσει περισσότερο σχετικά με το κύρος ηθικού νόμου, δεν μπορούμε ακόμα να καταλάβουμε.
αυτού του α ξ ι ώ μ α τ ο ς και σχετικά με την πρακτική αναγκαιότητα Υπάρχει εδώ, πρέπει να παραδεχτούμε, ένας φαύλος κύκλος,
της υ π ο τ α γ ή ς μας σ' αυτό. Διότι δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε από τον οποίο καθώς φαίνεται δεν είναι εύκολο να βγούμε. Αφενός
μια ικανοποιητική απάντηση σ' εκείνον που θα μας ρωτούσε: γ ι α τ ί υποθέτουμε ότι είμαστε ελεύθεροι μέσα στην τ ά ξ η των ποιητικών
αιτίων, για να θεωρήσουμε τον εαυτό μας υποκείμενο σε ηθικούς
138. [Interesse. Ας προσεχτεί ότι αυτή η γερμανική λέξη είναι δισήμαντη, γι' νόμους μέσα στην τάξη των σκοπών, κι έ π ε ι τ α θεωρούμε τον
αυτό και την μεταφράζω άλλοτε «συμφέρον» και άλλοτε «ενδιαφέρον», σύμφωνα με εαυτό μας υποκείμενο σ' αυτούς τους ηθικούς νόμους, μόνο και
το νόημα που πιστεύω ότι παίρνει κάθε φορά. Δες και παραπάνω, σημ. 74.] μόνο επειδή θεωρήσαμε τη θέληση μας ελεύθερη· γιατί η ελευθερία
139. [Το ερώτημα που τίθεται σ' αυτή την παράγραφο μπορεί να διατυπωθεί
ως εξής: εφόσον κανένα συμφέρον δεν με παρακινεί να υπακούω στον ηθικό νόμο, 105 και η αυτοδημιούργητη νομοθεσία της θέλησης μας είναι και οι δυο
γιατί πρέπει να υποτάσσομαι σ* αυτόν; Αλλά εάν υπήρχε κάποιο συμφέρον, τότε θα αυτονομία, συνεπώς εναλλακτικές έννοιες, γ ι ' αυτό όμως και δεν
έπαυα να υπακούω από καθήκον και δεν θα επρόκειτο πια για μια κατηγορική μπορεί η μια τους να χρησιμοποιηθεί γ ι α να εξηγήσει και να
προστακτική. Η απάντηση λέει: εφόσον εμείς οι ίδιοι ως έλλογα όντα νομοθετούμε στηρίξει την άλλη 1 4 0 . Το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι να
και αυτονομούμαστε, πρέπει να έχουμε ένα ενδιαφέρον για τον ηθικό νόμο, και να
ξέρουμε γιατί το έχουμε· η λογική μας ικανότητα ενδιαφέρεται — δηλαδή θίλει τον
140. [Ο Καντ παραδέχεται ότι μέσα στον συλλογισμό του φανερώνεται ένας
νόμο, κατά το μέτρο που παραμένει ανεξάρτητη από άλλα κίνητρα.]

111
110
χοντροκομμένα, τον αισθητό κόσμο από τον νοητό κόσμο· ο πρώτοο
υπαχθούν λογικά [logisch] σε μια κοινή έννοια δυο φαινομενικά
α π * αυτούς μπορεί να ποικίλλει στα μ ά τ ι α διαφορετικών παρα­
διαφορετικές παραστάσεις ενός και του αυτού αντικειμένου (όπως
τηρητών ανάλογα με τη διαφορά της αισθητήριας ικανότητας τους
γίνεται κ α τ ά την απλοποίηση διάφορων ομοειδών κλασμάτων).
ενώ ο νοητός κόσμος, που είναι το θεμέλιο του αισθητού, παραμέ­
Μένει όμως ακόμα μια λύση: να ερευνηθεί εάν, όταν θεωρού­
νει π ά ν τ α ο ίδιος 1 4 2 . Ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό δεν μπορεί
με τον εαυτό μας μέσω της ελευθερίας ως a priori ποιητικό
π ο τ έ ο άνθρωπος να καυχηθεί ότι με την εσωτερική του αίσθηση
αίτιο,δεν κάνουμε άλλο από του να παίρνουμε μιαν άλλη άποψη,
τον γνωρίζει αυτόν κ α θ ' εαυτόν. Γ ι α τ ί μια και ο άνθρωπος δεν
από εκείνη που βλέπουμε όταν θεωρούμε τον εαυτό μας σύμφωνα
αυτοδημιουργείται και δεν αποκτά την έννοια του a priori, αλλά
με τις πράξεις μας ως ορατό και εμπειρικά αισθητό αποτέλεσμα.
εμπειρικά, είναι φυσικό να μην μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του
Μπορεί εδώ να γίνει μια παρατήρηση που δεν απαιτεί λ ε π τ ε ­
107 π α ρ ά μέσω της εσωτερικής αίσθησης 1 4 3 , άρα μόνο καθώς του
πίλεπτους συλλογισμούς, και την οποία μπορεί να κάνει και ο π ι ο
φαίνεται η φύση του και κ α τ α π ώ ς επηρεάζεται η γνωσιακή του
κοινός νους, αν και (καθώς αυτός συνηθίζει) μέσω μιας θολής
συνείδηση. Εντούτοις ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να παραδε­
διάκρισης της κριτικής ικανότητας, την οποία αυτός ονομάζει
χτεί ότι πέρα από την υφή του υποκειμένου του, έτσι καθώς αυτή
αίσθημα: ότι όλες οι παραστάσεις, που προκύπτουν μέσα μας χωρίς
του δίνεται μόνο από φαινόμενα, υπάρχει στο βάθος κάτι άλλο,
τη θέληση μας (όπως είναι οι παραστάσεις των αισθήσεων), μας
δηλαδή το εγώ του έτσι καθώς είναι κ α θ ' εαυτό" άρα από την
κάνουν να γνωρίζουμε τα αντικείμενα μόνο έτσι καθώς αυτά μας
άποψη της κ α τ ' αίσθηση αντίληψης και της δεκτικότητας των
επηρεάζουν, ενώ παραμένουμε στην άγνοια για το τί είναι αυτά
αισθήσεων ο άνθρωπος πρέπει να συγκαταλέγεται στον αισθητό
106 κ α θ ' εαυτά - άρα αυτές οι παραστάσεις, όσο και αν τις προσέξουμε
κόσμο, αλλά από την άποψη της εσωτερικής του καθαρής αυτενέρ­
και τις διασαφηνίσουμε με τη νόηση μας, δεν μπορούν να μας
γειας (αναφορικά με όσα φτάνουν στη συνείδηση του άμεσα και όχι
προσφέρουν τ ί π ο τ ε άλλο, παρά μόνο μια γνώση των φαινομένων
με επηρεασμό των αισθήσεων) πρέπει να συγκαταλέγεται στον
και π ο τ έ τη γνώση των πραγμάτων ιδωμένων καθ' εαυτά. Μ ι α και
διανοητικό κόσμο, τον οποίο όμως δεν γνωρίζει βαθύτερα.
έγινε αυτή η διάκριση (όπου είδαμε να διαφέρουν οι παραστάσεις
που μας δίνονται από κάπου αλλού, και στις οποίες είμαστε Το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να βγάλει ο στοχαστικός άνθρω­
παθητικοί, από τις παραστάσεις που αυτοδημιουργούμε εμείς οι π ο ς για όλα τα π ρ ά γ μ α τ α , που μπορούν να πέσουν στα μάτια του*
ίδιοι αποδείχνοντας την ενεργητικότητά μας), βγαίνει το συμπέ­
ρασμα ότι π ί σ ω από τα φαινόμενα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει πράγματα, δεν αντιστοιχούν εντελώς με τα ίδια αυτά πράγματα" αυτά που
και κάτι άλλο που δεν είναι φαινόμενο, δηλαδή τα π ρ ά γ μ α τ α κ α θ ' γνωρίζουμε, είναι τα πράγματα έτσι καθώς μας φαίνονται, και όχι έτσι καθώς είναι
εαυτά* εντούτοις παραδεχόμαστε ότι π ο τ έ δεν μπορούμε να ξέρου­ καθ' εαυτά. Τα πράγματα ιδωμένα καθ' εαυτά είναι απρόσιτα στη γνωσιακή μας
με αυτά τα π ρ ά γ μ α τ α ως προς το π ώ ς είναι κ α θ ' εαυτά, αλλά τα ικανότητα, και μπορούμε μόνο να νοήσουμε ότι υπάρχουν, είναι λοιπόν απλώς
νοούμενα.] ,
γνωρίζουμε π ά ν τ α μόνο έτσι καθώς μας τα μεταδίδουν οι αισθή­ 142. [Ο Καντ μιλά εδώ φοβερά απλοποιημένα: Τα φαινόμενα αποτελούν τον
σεις 1 4 1 . Έ τ σ ι οδηγούμαστε στο να διακρίνουμε, αν και κ ά π ω ς αισθητό κόσμο, που ποικίλλει κατά την αισθητήρια ικανότητα μας, τα πράγματα
καθ' εαυτά αποτελούν τον αμετάβλητο νοητό κόσμο. Σε κανένα σημείο της Κριτ. *•
καθ. λογικής ο Καντ δεν διατυπώνει αυτή τη διάκριση με τόση χοντροκοπιά- δεν
φαύλος κύκλος: προϋποθέτοντας την ελευθερία αποδείχνει την ηθικότητα, κι έπειτα διστάζει ωστόσο να μιλήσει εδώ ψυχολογικά (υποτάσσοντας τον «αισθητό κόσμο»
προϋποθέτοντας την ηθικότητα αποδείχνει την ελευθερία. Αλλά καθώς θα δειχτεί στις μεταβλητές ψυχολογικές ικανότητες του καθενός μας), για να γίνει ευρύτερα
παρακάτω, οι δυο αυτές έννοιες συνδέονται με έναν τρίτο όρο, και στην περίπτωση κατανοητός.]
που υπάγονται σ' αυτόν τον τρίτο όρο, ο φαύλος κύκλος αποδείχνεται φαινομενι­ 143. [Σήμερα θα λέγαμε: μέσω της αυτοσυνείδησης. Ο Καντ υποστηρίζει οτι
κός.] κατ' αναλογία προς τις αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον,
141. [Ο Καντ θυμίζει εδώ στον αναγνώστη τη βασική διάκριση που κάνει μέσα η αντίληψη του εαυτού μας γίνεται με μια «εσωτερική αίσθηση», η οποία μας
στην Κριτ. τ. καθ. λογικής, ανάμεσα στα φαινόμενα και στα πράγματα καθ' εαυτά επιτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ως φαινόμενο και όχι όπως είναι αυτός καθ
(ή νοούμενα). Οι παραστάσεις, τις οποίες φτιάχνουμε μέσα μας για τα γύρω μας εαυτόν.]

113
112
ίσως το ίδιο συμπέρασμα μπορεί να βγάλει και ο πιο κοινός νους, ται ως ον που ανήκει όχι στον αισθητό, αλλά στον νοητό κόσμο*
που ως γνωστό τείνει να πιστεύει ότι πίσω από τα αντικείμενα των συνεπώς το έλλογο ον μπορεί να παρατηρεί τον εαυτό του και να
αισθήσεων υπάρχει κάτι αόρατο, που δρα αυτενεργώντας* αλλά ο μαθαίνει τους νόμους, στους οποίους υπόκεινται οι δυνάμεις του
κοινός νους καταστρέφει αυτή την ιδέα με το ότι αισθητοποιεί το άρα και όλες οι πράξεις του, α π ό δύο απόψεις: αφενός κατά το
αόρατο ον, δηλαδή θέλει να το κάνει αντικείμενο των αισθήσεων — 109 μέτρο που ανήκει στον αισθητό κόσμο και υπόκειται σε φυσικούς
κι έτσι ο κοινός νους δεν γίνεται ούτε κατά τι σοφότερος. νόμους (ετερονομία), αφετέρου κατά το μέτρο που ανήκει στον
Ο άνθρωπος βρίσκει π ρ ά γ μ α τ ι μέσα του μια ικανότητα, που νοητό κόσμο και υπόκειται σε νόμους ανεξάρτητους από τη φύση
146
τον κάνει να διαφέρει από όλα τα άλλα π ρ ά γ μ α τ α , ακόμα και από μη εμπειρικούς, θεμελιωμένους μόνο στη λογική .
τον ίδιο τον εαυτό του ως επηρεαζόμενο από τα αισθητά αντικεί­ Ως έλλογο ον και άρα ως ον του νοητού κόσμου, ο άνθρωπος
μενα, και αυτή η ικανότητα είναι η λογική [Vernunft]. Η λογική δεν μπορεί π ο τ έ να σκεφτεί αλλιώτικα την αιτιότητα της θέλησης
ως καθαρή αυτενέργεια υψώνεται π ά ν ω και α π ό τη νόηση [Ver­ του, π α ρ ά μόνο με την ιδέα ότι είναι ελεύθερος· γιατί ελευθερία
stand], γ ι α τον εξής λόγο: μολονότι και η νόηση είναι αυτενέργεια είναι η ανεξαρτησία α π ό τα καθοριστικά αίτια του αισθητού
και δεν περιέχει μόνο, όπως η αισθητήρια ικανότητα, παραστά­ κόσμου (και αυτή την ανεξαρτησία η λογική πρέπει πάντα να
σεις που πλάθονται μέσα μας όταν επηρεαζόμαστε α π ό τα αντι­ αποδίδει στον εαυτό της). Με την ιδέα της ελευθερίας συνδέεται
κείμενα (άρα όταν είμαστε παθητικοί), εντούτοις δεν μπορεί με αδιαχώριστα η έννοια της αυτονομίας, και με αυτήν το καθολικό
τη δική της αυτενέργεια να π α ρ α γ ά γ ε ι άλλες έννοιες, από εκείνες
144
αξίωμα της ηθικότητας, το οποίο ιδεατά είναι θεμέλιο των πρά­
που χρησιμεύουν στο να υπαγάγουν τις αισθητήριες παραστάσεις ξεων όλων τ ω ν έλλογων όντων, ό π ω ς ακριβώς ο φυσικός νόμος
κάτω από νόμους και έτσι να τις συνενώσουν σε μια συνειδησιακή είναι θεμέλιο όλων τ ω ν φαινομένων.
ενότητα· χωρίς αυτή την επεξεργασία τ ω ν κ α τ ' αίσθηση αντιλή­ Σβήνει τ ώ ρ α η υποψία που διατυπώσαμε παραπάνω, μήπως
ψεων η νόηση δεν θα μπορούσε π ο τ έ να σκεφτεί' αντίθετα η λογική υπάρχει ένας κρυφός φαύλος κύκλος μέσα στο συλλογισμό μας, που
με τη δημιουργία των ιδεών φανερώνει μια τόσο καθαρή αυτενέρ­ α π ό την ελευθερία προχωρεί στην αυτονομία και από αυτήν στον
γεια, ώστε ορθώνεται πάνω α π ό όλα όσα μπορεί να δώσει η αισθη­ ηθικό νόμο· υπήρξε δηλαδή η υποψία ότι βάλαμε ως θεμέλιο του
τήρια ικανότητα στη νόηση 1 4 5 , έτσι α π ο κ α λ ύ π τ ε τ α ι η έξοχη λει­ ηθικού νόμου την ιδέα της ελευθερίας, γ ι α να συμπεραθεί με τη
τουργία της λογικής: με το ότι είναι ικανή να διαχωρίζει τον αι­ σειρά του κατόπιν ο ηθικός νόμος από την ελευθερία 1 ότι άρα δεν
σθητό α π ό τον νοητό κόσμο και έτσι να καθορίζει φραγμούς ακόμα μπορούμε να δηλώσουμε ένα στέριο θεμέλιο του ηθικού νόμου,
και στην ίδια τη νόηση. αλλά ορθώσαμε την ελευθερία ως αίτημα το οποίο ευχαρίστως θα
Γ ι ' αυτό ένα έλλογο ον ως διανοητική ουσία (άρα όχι ιδωμένο
α π ό την άποψη των κατώτερων δυνάμεων του) πρέπει να θεωρεί- 146. [Συγκρινόμενη με τη νόηση η λογική ικανότητα υπερέχει, χάρη στο ότι
κατορθώνει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον αισθητό και στον νοητό κόσμο.
Γιατί δεν μπορούμε να νοήσουμε αυτή τη διάκριση; Η νόηση μπορεί μόνο στερη­
144. [Πρόκειται για τις δώδεκα κατηγορίες, που ο Καντ παραθέτει σε ένα τικά να σκέπτεται τα νοούμενα και ποτέ θετικά- δεν μπορεί να υψωθεί επάνω
πίνακα στην Κριτ. τ. καθ. λογικής Α80/Β106 και στα Προλεγόμενα §21. Οι κατη­ από τα αισθητά με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει δημιουργός ιδεών οι ιδέες είναι
γορίες δεν πηγάζουν από την εμπειρία, αλλ' από την καθαρή αυτενέργεια της επίτευγμα της λογικής ικανότητας και ο Καντ τις ονομάζει επίσης «καθαρά λογικές
νόησης, γι' αυτό ονομάζονται και «καθαρά νοητικές έννοιες» (reine Verstandesbe­ έννοιες» (reine Vernunftbegriffe)· δεν προέρχονται από την εμπειρία, ούτε χρησι­
griffe).] μεύουν στο να υπαγάγουν κάποιες αισθητήριες παραστάσεις κάτω από νόμους.
145. [daß sie dadurch weit über alles, was ihm Sinnlichkeit nur liefern kann, Χάρη στη δημιουργία ιδεών η λογική είναι ικανή να υψωθεί επάνω από τα αισθητά
hinausgeht. Το κείμενο είναι αμφισβητήσιμο. Δεχόμενος την αντωνυμία ihm, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διακρίνει τα αισθητά από ένα νοητό κόσμο ιδεών.
υπονοώ τις λέξεις dem Verstände ( = στη νόηση). Η έκδοση της Ακαδημίας των Ως έλλογο ον ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι ανήκει και στον αισθητό και στον
επιστημών του Βερολίνου δέχεται την αντωνυμία ihr, και υπονοεί τις λέξεις der νοητό κόσμο. Ανήκοντας στον αισθητό κόσμο ο άνθρωπος υπόκειται σε φυσικούς
Vernunft ( = στη λογική). Αλλά η αισθητήρια ικανότητα δίνει εποπτείες στη νόηση νόμους, δηλαδή ετερονομείται' αλλά κατά το μέτρο που αυτονομείται, όηλαοη
και όχι στη λογική.] υποτάσσεται αυτόβουλα σε νόμους που θέτει ο ίδιος, είναι ελεύθερος.]

115
114
αποδεχτούν κάποιες καλοδιατεθειμένες ψυχές, το οποίο όμως π ο τ έ δεύτερες επάνω στο αξίωμα τ η ς ευτυχίας.) Αλλά επειδή ο νοητός
1 1 0 δεν θα μπορέσουμε να στηρίξουμε αποδεικτικά. Τ ώ ρ α βλέπουμε κόσμος είναι το Θεμέλιο τον αισθητού κόσμου άρα και των νόμων του
ότι όταν σκεπτόμαστε τον εαυτό μας ελεύθερο, τον μεταθέτουμε αισθητού κόσμου, κι επειδή ο νοητός κόσμος σχετικά με τη θέληση
σε ένα ανώτερο κόσμο: γινόμαστε μέλη του νοητού κόσμου, α π ο ­ μου (η οποία ανήκει εντελώς στον νοητό κόσμο) είναι ο άμεσος
δεχόμαστε την αυτονομία της θέλησης και μαζί της την ηθικό­ νομοθέτης και άρα με αυτό το νόημα πρέπει να νοείται, θα πρέπει
τ η τ α 1 4 7 ως επακόλουθο* όταν όμως σκεπτόμαστε τον εαυτό μας τον εαυτό μου ως διανοητική ουσία, που εντούτοις ανήκει και στον
ως ηθικά υποχρεωμένο, τον βλέπουμε να ανήκει στον αισθητό αισθητό κόσμο, να τον θεωρώ ως υποκείμενο στο νόμο του νοητού
κόσμο αλλά ταυτόχρονα και στον νοητό. κόσμου, δηλαδή της λογικής, η οποία εκφράζει αυτό το νόμο με την
ιδέα της ελευθερίας, και άρα να θεωρώ ότι υπόκειμαι στην αυτο­
νομία τ η ς θέλησης· κ α τ ά συνέπεια οι νόμοι του νοητού κόσμου
πρέπει να θεωρούνται ως προσταγές γ ι α μένα, και όλες οι πράξεις
Π ώ ς είναι δυνατή μ ι α κατηγορική π ρ ο σ τ α κ τ ι κ ή ; που συμφωνούν με αυτό το αξίωμα πρέπει να θεωρούνται ως κα­
θήκοντα.
Το έλλογο ον ως διανοητική ουσία συγκαταλέγεται στον
νοητό κόσμο, και ως ποιητική αιτία που ανήκει σ' αυτόν τον νοητό Έ τ σ ι λοιπόν οι κατηγορικές προστακτικές είναι δυνατές, μόνο
κόσμο, ονομάζει την αιτιότητα του θέληση. Αφετέρου το έλλογο ον και μόνο γ ι α τ ί η ιδέα της ελευθερίας με κάνει μέλος του νοητού
έχει συνείδηση του εαυτού του ως μέρους του αισθητού κόσμου, και κόσμου, και εάν ήμουν μέλος μόνο αυτού του κόσμου, όλες οι
συνειδητοποιεί ότι οι πράξεις του δεν είναι άλλο από αισθητά πράξεις μου θα ήσαν π ά ν τ α σύμφωνες με την αυτονομία τ η ς
φαινόμενα εκείνης της νοητής αιτιότητας· αλλά επειδή το έλλογο θέλησης· αλλά μια και θεωρώ τον εαυτό μου ταυτόχρονα ως μέλος
ον δεν μπορεί να καταλάβει, π ώ ς είναι δυνατές αυτές οι πράξεις του αισθητού κόσμου, οι πράξεις μου οφείλουν να είναι σύμφωνες
ως επακόλουθα της νοητής αιτιότητας, την οποία αγνοούμε, θεω­ με την αυτονομία. Αυτό το κατηγορικό καθήκον φανερώνει μια
ρεί ότι άλλα φαινόμενα, δηλαδή οι πόθοι και οι ροπές, είναι οι συνθετική πρόταση a priori* γιατί στην επηρεαζόμενη από αισθη­
πραγματικές αιτίες που καθορίζουν μέσα στον αισθητό κόσμο τις σιακές ορμές θέληση μου προστίθεται η ιδέα της ίδιας αυτής
πράξεις του. Εάν ήμουνα μέλος μόνο του νοητού κόσμου, όλες οι θέλησης, αλλά ως μέλους του νοητού κόσμου, προστίθεται δηλαδή
πράξεις μου θα συμφωνούσαν τέλεια με το αξίωμα της αυτονομίας 1 1 2 μια καθαρή και πρακτική θέληση ως ανώτατος ορθολογικός
148,
τ η ς καθαρής θέλησης· εάν ήμουνα ένα τ μ ή μ α μόνο του αισθητού περιορισμός της π ρ ώ τ η ς σχεδόν όπως στις εποπτείες του αισθη­
κόσμου, όλες οι πράξεις μου θα έπρεπε να θεωρηθούν ως εντελώς τού κόσμου προστίθενται έννοιες της νόησης, οι οποίες δεν είναι
σύμφωνες με τον φυσικό νόμο των πόθων και των ροπών, άρα ως π α ρ ά η μορφή του νόμου γενικά, και έτσι γίνονται μπορετές οι
συνθετικές προτάσεις a priori, π ά ν ω στις οποίες στηρίζεται κάθε
1 1 1 σύμφωνες με την ετερονομία της φύσης. (Οι π ρ ώ τ ε ς πράξεις θα
γνώση τ η ς φύσης.
στηρίζονταν επάνω στο ανώτατο α ξ ί ω μ α της ηθικότητας, οι

148. [Εδώ φανερώνεται το βαθύτερο θεμέλιο, όπου στηρίζεται η συνθετικότη-


147. [Ο φαύλος κύκλος, για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω (δες σημ. 140),
τα της κατηγορικής προστακτικής: αυτό το θεμέλιο είναι ο σύνθετος χαρακτήρας
αποδείχνεται εδώ φαινομενικός και όχι πραγματικός. Δεν πρόκειται για ένα φαύλο
αυτής τούτης της ανθρώπινης φύσης, το γεγονός ότι ανήκουμε τόσο στον αισθητό
αλληλοθεμέλιωμα της ηθικότητας και της ελευθερίας, αλλά για μια συνύπαρξη τους
όσο και στον νοητό κόσμο. Εάν ανήκαμε μόνο στον αισθητό κόσμο, ο ηθικός νόμος
κάτω από την έννοια του νοητού κόσμου. Αυτή εδώ η έννοια είναι εκείνος ο «τρίτος
θα ήταν αδύνατος, γιατί θα ετερονομούμασταν εάν ανήκαμε μόνο στον νοητό
όρος», τον οποίο μας προμηθεύει η θετική έννοια της ελευθερίας, όπως λέει
κόσμο, οι πράξεις μας θα ήσαν πάντα σύμφωνες με την αυτονομούμενη θέληση και
παραπάνω ο Καντ (δες σελ. 99 και σημ. 135). Χάρη στον ηθικό νόμο μπορέσαμε να
δεν θα υπήρχε κανένα «πρέπει»· αλλά ως μέλη δύο κόσμων συνάπτουμε τη θέληση
αναχθούμε έως τη λογική ιδέα της ελευθερίας, ο ηθικός νόμος είναι λοιπόν το
που επηρεάζεται από τις ορμές με την εντελώς καθαρή και ορθολογική θέληση, και
θεμέλιο της γνώσης (ratio cognoscendi) της ελευθερίας· αλλά η ελευθερία είναι κάτι
ενώ η πρώτη παρέχει τα ηθελημένα περιεχόμενα, η δεύτερη παρέχει την καθοριστι­
πολύ περισσότερο για τον ηθικό νόμο και την ηθικότητα: είναι το θεμέλιο της
κή μορφή του ηθικού «πρέπει».]
ύπαρξης τους (ratio essendi).]

117
116
Το κοινό ανθρώπινο πνεύμα μέσα στην πρακτική του χρήση Το έσχατο όριο κάθε πρακτικής Φιλοσοφίας
επικυρώνει την ορθότητα αυτής τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς [Deduktion]. Δεν
υπάρχει κανένας άνθρωπος, ούτε και ο πιο μεγάλος κακούργος 1 4 9 , Ό λ ο ι οι άνθρωποι θεωρούν τον εαυτό τους ελεύθερο ως προς
αρκεί να έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί τη λογική του, που εμπρός τη θέληση. Σ' αυτό στηρίζονται όλες οι ηθικές κρίσεις, που
στα ηθικά παραδείγματα τίμιων προθέσεων, αφοσίωσης σε ηθικούς αναφέρονται σε πράξεις οι οποίες θα όφειλαν να γίνουν, αν και δεν
γνώμονες συμπαράστασης και ευεργεσίας, να μην εύχεται (και έγιναν. Εντούτοις αυτή η ελευθερία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι
μάλιστα με μεγάλες θυσίες των συμφερόντων του και της άνεσης μια εμπειρική έννοια, γιατί παραμένει π ά ν τ α σταθερή, ενώ η
του) να έχει και αυτός παρόμοια ηθικά φρονήματα. Δ ε ν μπορεί 114 εμπειρία φανερώνει τα αντίθετα από εκείνες τις αξιώσεις που
όμως να πραγματοποιήσει αυτό το ιδεώδες, γιατί υποκύπτει στις επιβάλλει ως αναγκαίες η προϋπόθεση της ελευθερίας. Αφετέρου
ροπές και στις ορμές του· αλλά ταυτόχρονα ποθεί να λυτρωθεί από είναι αναγκαίο, κάθε τι μέσα στη φύση να γίνεται οπωσδήποτε
τέτοιες καταπιεστικές ροπές. Έ τ σ ι αποδείχνει ότι με μια θέληση σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους· αυτή η φυσική αναγκαιότητα
ελεύθερη από τις αισθησιακές ορμές ανυψώνεται πνευματικά σε δεν είναι μια εμπειρική έννοια, ακριβώς γ ι α τ ί επιβάλλει την έννοια
μια τ ά ξ η π ρ α γ μ ά τ ω ν εντελώς διαφορετική από την τ ά ξ η των της αναγκαιότητας, άρα μιας γνώσης a priori. Αλλά αυτή η έννοια
επιθυμιών και του αισθησιασμού· γ ι α τ ί με εκείνο τον π ό θ ο του της φύσης επικυρώνεται από την εμπειρία και πρέπει οπωσδήποτε
λυτρωμού δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα ικανοποιήσει τις να προϋποτεθεί, εάν διόλου είναι δυνατή η εμπειρία, δηλαδή η
επιθυμίες του και θα πετύχει μια κατάσταση που θα ικανοποιεί τις βάσει καθολικών νόμων συναρτώμενη γνώση των αντικειμένων των
1 1 3 π ρ α γ μ α τ ι κ έ ς ή φανταστικές ροπές του (γιατί η ιδέα που θα ξερί­ αισθήσεων. Η ελευθερία είναι λοιπόν μόνο μια ιδέα της λογικής,
ζωνε από μέσα του τον πόθο του λυτρωμού θα έχανε την ηθική της οποίας η αντικειμενική π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α κ α θ ' εαυτήν είναι
της αξία), μπορεί όμως να ελπίζει σε μια μεγαλύτερη εσωτερική αμφίβολη· αντίθετα η φύση είναι μια έννοια της νόησης, που
αξία της προσωπικότητας του. Ο άνθρωπος πιστεύει ότι τότε είναι αποδείχνει και πρέπει εξανάγκης να αποδείχνει την πραγματικό­
καλύτερη προσωπικότητα, όταν ανυψώνεται στη θέση ενός μέλους τ η τ α της με εμπειρικά π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α 1 5 0 .
του νοητού κόσμου, όπου τον αναγκάζει να εισδύσει άθελα του η Α π ό εδώ πηγάζει μια διαλεκτική της λογικής, γιατί σχετικά
ιδέα της ελευθερίας, δηλαδή της ανεξαρτησίας από χ ct. καθοριστικά με τη θέληση η ελευθερία, την οποία της αποδίδουμε, φαίνεται να
αίτια του αισθητού κόσμου" γεννιέται τότε μέσα του η συνείδηση είναι σε αντίφαση με τη φυσική αναγκαιότητα. Ωστόσο, μολονότι
μιας καλής θέλησης, που, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι νόμος για από θεωρητική άποψη σ' αυτό το σταυροδρόμι η λογική βρίσκει το
την κακή του θέληση ως μέλους του αισθητού κόσμου, και αυτού δρόμο της φυσικής αναγκαιότητας πιο στρωτό και πιο εύχρηστο
του νόμου αναγνωρίζει την απόλυτη αξία ακόμα και όταν τον από το δρόμο της ελευθερίας, από πρακτική άποψη το μονοπάτι
παραβαίνει. Το ηθικό καθήκον είναι λοιπόν κάτι που θέλει ανα­
γκαία ο ίδιος ο άνθρωπος ως μέλος του νοητού κόσμου, και το
θεωρεί ως καθήκον μόνο κατά το μέτρο που θεωρεί συνάμα τον 150. [Εδώ τίθεται υπό εξέταση η σχέση μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότη­
εαυτό του ως μέλος του αισθητού κόσμου. τας. Πώς μπορούν να συμβιβαστούν αυτές οι δύο αντίθετες έννοιες; Άλλες πράξεις
απαιτεί ο ηθικός νόμος της ελευθερίας, και άλλες γίνονται μέσα στην εμπειρική
πραγματικότητα, γιατί οι πράξεις μας υπόκεινται στους φυσικούς νόμους. Αυτό δεν
συνεπάγεται όμως ότι οι πράξεις μας υπακούουν μόνο στη φυσική αναγκαιότητα,
αλλά ότι κυμαίνονται ανάμεσα σε δυο ετερόκλητες νομοθεσίες.
Αυτή η ταξινόμηση δικαιώνει ως υπαρκτή τόσο την ελευθερία όσο και τη φύση
( = φυσική αναγκαιότητα). Η ελευθερία είναι έννοια της λογικής, δηλαδή ιδέα, και
ούτε πηγάζει από την εμπειρία ούτε επικυρώνεται εμπειρικά. Αντίθετα η αναγκαι­
ότητα είναι έννοια της νόησης, και μολονότι πηγάζει από τη νόηση επικυρώνεται με
149. [Στις σελ. ΑΙ 78-9 της Κριτ. τ. πρακτ. λογικής ο Καντ ξαναχρησιμοποιεί εμπειρικά παραδείγματα. Με αυτή την ταξινόμηση βρίσκει τη λύση της η τρίτη
με ανάλογη επιχειρηματολογία το παράδειγμα του πωρωμένου κακούργου.] αντινομία, που διατυπώνεται στην Κριτ. τ. καθ. λογικής Α444-5/Β472-3.]

118 119
της ελευθερίας είναι ο μόνος δρόμος, όπου μπορούμε να χρησιμο- ιδέα, η οποία ενώ εναρμονίζεται χωρίς αντίφαση με μιαν άλλη,
ποιήσουμε τη λογική μας μέσα στην ηθική μας διαγωγή. Γ ι ' αυτό γερά θεμελιωμένη ιδέα, μας δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες και
1 1 5 είναι εντελώς αδύνατο τόσο στην πιο λεπταίσθητη Φιλοσοφία όσο φέρνει σε αμηχανία τη λογική μέσα στη θεωρητική της χρησιμο­
και στην πιο κοινή ανθρώπινη λογική, να απορρίψουν με σοφιστείες ποίηση. Αλλά σ' αυτό το καθήκον υπόκειται μόνο η θεωρητική
την ελευθερία. Η λογική 1 5 1 πρέπει λοιπόν να προϋποθέσει ότι δεν Φιλοσοφία, κατά το μέτρο που θέλει να ανοίξει το δρόμο στην
υπάρχει καμιά αληθινή αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και στη πρακτική Φιλοσοφία. Δεν έγκειται λοιπόν στην υποκειμενική διά­
φυσική αναγκαιότητα των ίδιων ανθρώπινων π ρ ά ξ ε ω ν γ ι α τ ί η θεση του φιλόσοφου, να διαλύσει ή να αφήσει ανέγγιχτη αυτή την
λογική δεν μπορεί να απορρίψει ούτε την έννοια της φύσης ούτε της επιφανειακή αντίφαση μεταξύ φύσης και ελευθερίας· γ ι α τ ί στη
ελευθερίας. δεύτερη π ε ρ ί π τ ω σ η η θεωρία είναι ένα bonum vacans [= αδέσποτο
Ωστόσο πρέπει τουλάχιστο να εξαλειφθεί με πειστικό τρόπο αγαθό], το οποίο μπορεί να αποκτήσει με πλήρη δικαιώματα ο
αυτή η επιφανειακή αντίφαση, ακόμα και αν δεν μπορεί π ο τ έ να φαταλισμός και να διώξει α π ' αυτό την Ηθική, σαν αυτό να ήταν
κατανοηθεί, π ώ ς είναι δυνατή η ελευθερία. Γ ι α τ ί εάν η ιδέα της αδέσποτο κ τ ή μ α 1 5 3 .
ελευθερίας αντιφάσκει προς τον εαυτό τ η ς ή προς τη φύση, η οποία Δεν μπορούμε όμως ακόμα να πούμε, ότι εδώ αρχίζουν τα
είναι εξίσου αναγκαία, θα έπρεπε να απορριφτεί η ελευθερία και νά όρια της πρακτικής Φιλοσοφίας. Γ ι α τ ί δεν είναι έργο της πρακτι­
γίνει δεκτή μόνο η φυσική αναγκαιότητα. κής Φιλοσοφίας να διαλύσει αυτή την αντίφαση· η πρακτική
Είναι όμως αδύνατο να ξεφύγουμε από αυτή την αντίφαση, εάν Φιλοσοφία ζητά από τη θεωρητική λογική να δώσει τέλος σ* αυτή
το υποκείμενο που πιστεύει τον εαυτό του ελεύθερο, σκέπτεται τον την αντίφαση και να διαφωτίσει όλα τα θεωρητικά προβλήματα
ελεύθερο εαυτό του με το ίδιο νόημα ή από την ίδια άποψη, ό π ω ς και που συναντά, γ ι α να βρει η πρακτική λογική την απαραίτητη
όταν τον θεωρεί υποταγμένο στον φυσικό νόμο. Γ ι ' αυτό η θεω­ γαλήνη και ασφάλεια από τις εξωτερικές επιθέσεις, που θα μπο­
ρητική Φιλοσοφία έχει την α π α ρ ά γ ρ α π τ η αποστολή, να δείξει ρούσαν να της κλονίσουν το έδαφος όπου θέλει να οικοδομηθεί.
ότι η αντίφαση μεταξύ φύσης και ελευθερίας είναι επίφαση, που Αλλά η αξίωση, την οποία προβάλλει ακόμα και η κοινή
οφείλεται στο ότι όταν θεωρούμε τον άνθρωπο ελεύθερο, τον ανθρώπινη λογική, γ ι α ελευθερία της θέλησης, θεμελιώνεται στη
σκεπτόμαστε με άλλο νόημα και από άλλη άποψη από ό,τι τότε συνείδηση και στην παραδεγμένη προϋπόθεση, ότι η λογική είναι
116 που τον θεωρούμε ως τμήμα της φύσης και ως υποταγμένο στους ανεξάρτητη από υποκειμενικά καθοριστικά αίτια, που αποτελούν
φυσικούς νόμους* ότι οι έννοιες της φύσης και της ελευθερίας όχι συλλήβδην ό,τι ανήκει στην αίσθηση και στον αισθησιασμό. Ο
μόνο μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά, αλλά και πρέπει να άνθρωπος που θεωρεί έτσι τον εαυτό του ως διανοητική ουσία,
θεωρούνται ως αναγκαία ενωμένες μέσα στο ίδιο υποκείμενο 1 5 2 , τοποθετείται σε μιαν άλλη τ ά ξ η π ρ α γ μ ά τ ω ν και σε εντελώς άλλη
γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να επιβαρυνθεί η λογική με μια σχέση προς τα καθοριστικά αίτια, όταν θεωρεί τον εαυτό του ως
διανοητική ουσία με θέληση και άρα με αιτιότητα, παρά όταν
θεωρεί τον εαυτό του ως φαινόμενο του αισθητού κόσμου (κάτι που
151. [Diese = Ετούτη. Δεν είναι σαφές αν αυτή η αντωνυμία αναφέρεται στην
ο άνθρωπος είναι επίσης) και υποτάσσει την αιτιότητα του στους
κοινή ανθρώπινη λογική ή στη λογική γενικά. Ο Adickes προτείνει να διορθωθεί
αυτή η λέξη σε Jene ( = Εκείνη), ώστε να αναφέρεται με σαφήνεια στη λογική
εξωτερικά καθοριστικούς φυσικούς νόμους. Μ ε τ ά από λίγο κ α τ α ­
γενικά.] λαβαίνει ότι η φύση και η ελευθερία μπορούν και μάλιστα πρέπει να
152. [Εδώ φανερώνεται ξανά το βαθύτερο θεμέλιο, που παρέχει τη λύση της
αντίφασης ανάμεσα στην ελευθερία και στη φυσική αναγκαιότητα: πρόκειται για τη
διπλή υφή του ανθρώπου. Ιδωμένοι από την άποψη του νοητού κόσμου είμαστε 153. [Λύνοντας την αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και στην αναγκαιότητα
ελεύθεροι, ιδωμένοι από την άποψη του αισθητού κόσμου είμαστε υποταγμένοι στη η θεωρητική Φιλοσοφία ανοίγει τον δρόμο στην Ηθική - γιατί αλλιώς αφήνει το
φυσική αναγκαιότητα (δηλαδή στις εγωιστικές ορμές μας). Μια τέτοια λύση θα πεδίο ελεύθερο σε δογματικές και μονόπλευρες θεωρίες, όπως είναι ο ντετερμινι­
ήταν αδύνατη, εάν βλέπαμε τον εαυτό μας ελεύθερο κι εξαναγκασμένο από την ίδια σμός και ο φαταλισμός, που δέχονται την πλήρη επικράτηση της αναγκαιότητας και
άποψη.] αρνούνται κάθε ιδέα ελευθερίας.]

120 121
συνυπάρχουν ταυτόχρονα και αρμονικά. Γ ι α τ ί το να υποτάσσεται
ένα πράγμα ως φαινόμενο (ως ον του αισθητού κόσμου) σε ορισμέ­ θέλησης, και θετική μόνο ως προς το εξής σημείο: ότι η ελευθερία
νους νόμους, από τους οποίους το ίδιο αυτό ον είναι ανεξάρτητο ως σ' αυτό το αρνητικό νόημα συνδέεται ταυτόχρονα με μια (θετική)
πράγμα ή ως ον καθ' εαυτό, δεν σημαίνει ούτε την παραμικρή ικανότητα και μάλιστα με την αιτιότητα της λογικής που ονομά­
αντίφαση· ότι όμως ο άνθρωπος οφείλει να θεωρεί και να σκέπτεται ζεται θέληση, και που είναι η ικανότητα να πράττουμε έτσι ώστε
τον εαυτό του με αυτό το διπλό τρόπο, στηρίζεται από το ένα το αξίωμα τ ω ν πράξεων να συμφωνεί με την ουσιώδη υφή μιας
μέρος στην αυτοσυνείδηση του ως αντικείμενου επηρεαζόμενου λογικής αιτίας, δηλαδή με το καθολικό κύρος του γνώμονα ως
από τις αισθήσεις, από το άλλο μέρος στην αυτοσυνείδηση του ως ηθικού νόμου. Αλλά εάν η πρακτική λογική ήθελε να αντλήσει από
διανοητικής ουσίας, δηλαδή ως ουσίας ανεξάρτητης μέσα στη τον νοητό κόσμο ένα αντικείμενο της θέλησης, δηλαδή ένα κινητικό
λογική της ενέργεια από αισθητήριες επιδράσεις (συνεπώς ως αίτιο, θα ξεπερνούσε τα όρια της και θα καυχιόταν ότι ξέρει κάτι,
ουσίας του νοητού κόσμου). για το οποίο δεν ξέρει τ ί π ο τ α . Η έννοια ενός νοητού κόσμου είναι
118 Α π ' αυτά προκύπτει ότι ο άνθρωπος θεωρεί όχι μόνο ότι έχει λοιπόν μόνο μια άποψη, που η λογική αναγκάζεται να υιοθετήσει
μια θέληση, που τον λυτρώνει από τους πόθους και τις ροπές, τοποθετούμενη έξω από τα φαινόμενα, για να μπορεί να σκέπτε­
αλλά και αντίθετα θεωρεί μέσω της θέλησης μπορετές και μάλιστα ται τον εαυτό της ως πρακτική ικανότητα· αυτή η σκέψη θα ήταν
αναγκαίες όλες εκείνες τις πράξεις, που μπορούν να γίνουν με εντελώς αδύνατη, εάν οι επιδράσεις του αισθησιασμού καθόριζαν
παραμέληση των πόθων και τ ω ν αισθησιακών διεγέρσεων. Η τον άνθρωπο, είναι όμως εντελώς αναγκαία, κατά το μέτρο που δεν
αιτιότητα αυτών των πράξεων ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο ως πρέπει να αρνηθούμε στον άνθρωπο την αυτοσυνείδηση του ως
διανοητική ουσία και μέσα στους νόμους τ ω ν πράξεων που γίνονται διανοητικής ουσίας, συνεπώς ως λογικής αιτίας η οποία αυτενερ­
σύμφωνα με α ξ ι ώ μ α τ α ενός νοητού κόσμου· από αυτό τον κόσμο ο γεί, δηλαδή ενεργεί ελεύθερα. Αυτή η σκέψη επιβάλλει βέβαια την
άνθρωπος δεν γνωρίζει τ ί π ο τ ε άλλο, παρά μόνο ότι μοναδικός ιδέα μιας άλλης τάξης και νομοθεσίας από την τάξη του φυσικού
νομοθέτης είναι η λογική, και μάλιστα η καθαρή και ανεξάρτητη μηχανισμού (ο οποίος κυριαρχεί τον αισθητό κόσμο), και κάνει
από τον αισθησιασμό λογική, και ότι επειδή ο αυθεντικός εαυτός αναγκαία την έννοια ενός νοητού κόσμου (δηλαδή το σύνολο των
του είναι μόνο διανοητική ουσία (ενώ αντίθετα ωσ άνθρωπος είναι 120 έλλογων όντων ως π ρ α γ μ ά τ ω ν ιδωμένων κ α θ ' εαυτά), αλλά χωρίς
μόνο φαινόμενο του αυθεντικού εαυτού του), οι νόμοι της καθαρής να μπορούμε να προβάλουμε και την πιο παραμικρή αξίωση, ότι
λογικής τον αφορούν άμεσα και κατηγορικά, έτσι ώστε οι ροπές και γνωρίζουμε από τον νοητό κόσμο κάτι άλλο πέρα από την προσδιο­
οι ορμές (συνεπώς όλη η φύση του αισθητού κόσμου) να μη μπορούν ριστική μορφή15*, δηλαδή την καθολικότητα του γνώμονα τ η ς
π ο τ έ να βλάψουν τους νόμους της θέλησης του ως διανοητικής θέλησης ως ηθικού νόμου, και άρα την αυτονομία της θέλησης, που
ουσίας· και μάλιστα ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για μόνο αυτή μπορεί να συνυπάρχει με την ελευθερία της θέλησης·
τις ροπές και τις ορμές του και δεν τις καταλογίζει στον αυθεντικό αντίθετα όλοι οι νόμοι που αναφέρονται σε αντικείμενα [δηλαδή
εαυτό του, δηλαδή στη θέληση του' ευθύνες καταλογίζει στον σε υποκειμενικούς σκοπούς της θέλησης], δίνουν ετερονομία, η
εαυτό του μόνο όταν δείχνεται επιεικής στις ορμές του και τις οποία φανερώνεται μόνο μέσα στους φυσικούς νόμους και μπορεί να
αφήνει να επηρεάζουν τους γνώμονες του ζημιώνοντας τους ορθο­ αφορά μόνο τον αισθητό κόσμο.
λογικούς νόμους της θέλησης.
Αλλά η λογική θα ξεπερνούσε τα όριά της εάν επιχειρούσε να
Με το ότι η πρακτική λογική σκέπτεται ότι ο εαυτός της εξηγήσει το πρόβλημα, πώς μπορεί η καθαρή λογική να είναι
ανήκει στον νοητό κόσμο, δεν ξεπερνά τα όρια της· θα τα ξεπερ­ πρακτική* αυτό θα ήταν εντελώς το ίδιο σαν να ήθελε να εξηγήσει
νούσε μόνο εάν ήθελε να εποπτεύει και να αισθάνεται τον νοητό το πρόβλημα, πώς είναι δυνατή η ελευθερία.
119 κόσμο. Με το ότι σκέπτεται έτσι τον εαυτό της, η πρακτική λογική
φτιάχνει μόνο μια αρνητική έννοια σχετικά με τον αισθητό κόσμο, 154. [formale Bedingung. Όσον αφορά τη μορφή ως προσδιοριστική του
ως κόσμο που δεν δίνει στη λογική νόμους γ ι α καθορισμό της περιεχόμενου και όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της έννοιας στο καθολικό κύρος
του ηθικού νόμου, δες παραπάνω σημ. 123.]

122
123
Γ ι α τ ί δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τ ί π ο τ ε άλλο, παρά μόνο αντίφαση εξαφανίζεται, εάν συλλογιστούν και, όπως είναι σωστό,
ό,τι μπορούμε να αναγάγουμε σε νόμους, των οποίων το αντικείμε­ παραδεχτούν ότι πίσω από τα φαινόμενα πρέπει να υπάρχουν ως
νο μπορεί να δοθεί σε κάποια ενδεχόμενη εμπειρία. Αλλά η θεμέλια (αν και κρυμμένα) τα π ρ ά γ μ α τ α κ α θ ' εαυτά, γ ι α τους
ελευθερία δεν είναι π α ρ ά μια ιδέα, της οποίας η αντικειμενική κινητήριους νόμους των οποίων δεν μπορούν να απαιτήσουν να
π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α δεν μπορεί π ο τ έ και με κανένα τρόπο να αποδει­ είναι οι ίδιοι με τους νόμους, στους οποίους υπόκεινται τα φαινό-
χτεί σύμφωνα με φυσικούς νόμους, άρα ούτε και μέσα σε κάποια μενα.
ενδεχόμενη εμπειρία' και επειδή η ελευθερία δεν μπορεί να μας Το ότι είναι υποκειμενικά αδύνατο να εξηγήσουμε την ελευθε-
δώσει π ο τ έ ένα παράδειγμα της έστω και με κάποια αναλογία, δεν 122 ρία τ η ς θέλησης, ταυτίζεται με το ότι είναι αδύνατο να ανακαλύ-
μπορεί π ο τ έ ούτε να εννοιολογηθεί [begriffen werden] και ούτε καν ψουμε και να κατανοήσουμε το ενδιαφέρον156 που μπορεί να
να κατανοηθεί [eingesehen werden]. Η ελευθερία ισχύει μόνο ως αποκτήσει ο άνθρωπος για τους ηθικούς νόμους· κι εντούτοις ο
αναγκαία προϋπόθεση της λογικής μέσα σε ένα ον, το οποίο άνθρωπος αποκτά π ρ ά γ μ α τ ι ένα τέτοιο ενδιαφέρον, του οποίου το
πιστεύει ότι έχει συνείδηση της θέλησης του, δηλαδή συνείδηση εσωτερικό μας θεμέλιο ονομάζουμε ηθικό αίσθημα· αυτό το αίσθη-
μιας ικανότητας εντελώς διαφορετικής από τον πόθο (είναι δηλαδή μα θεώρησαν μερικοί φιλόσοφοι εσφαλμένα ως κριτήριο των ηθι-
ικανή να αυτοκαθορίζει τις πράξεις της ως διανοητική ουσία, άρα κών μας αποφάσεων, ενώ αντίθετα πρέπει να θεωρηθεί ως υποκει-
120 σύμφο^να με τους νόμους της λογικής και ανεξάρτητα α π ό τα μενικό συμβάν, το οποίο εμπνέει ο ηθικός νόμος επιδρώντας στη
φυσικά ένστικτα). Αλλά εκεί όπου παύει κάθε καθορισμός βάσει θέληση, και τα αντικειμενικά θεμέλια του ηθικού αισθήματος
φυσικών νόμων, παύει και κάθε εξήγηση155, και δε μας μένει τ ί π ο τ ε πηγάζουν μόνο από τη λογική 1 5 7 .
άλλο από του να πάρουμε μια αμυντική στάση, δηλαδή να αντι­
Γ ι α να θελήσουμε αυτό, που μόνη η λογική επιβάλλει ως
κρούσουμε τις αντιρρήσεις όλων εκείνων που καμώνονται ότι
καθήκον σε ένα έλλογο ον που επηρεάζεται από τις αισθήσεις,
εισέδυσαν βαθύτερα μέσα στην ουσία τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν και γ ι '
πρέπει η λογική να έχει την ικανότητα να μας εμπνέει ένα αίσθημα
αυτό κηρύσσουν θαρραλέα ως αδύνατη την ελευθερία. Σ' αυτούς
ευχαρίστησης ή ικανοποίησης για την εκτέλεση του καθήκοντος·
τους ανθρώπους μπορούμε μόνο να δείξουμε ότι η αντίφαση, την
1 2 3 άρα η λογική πρέπει να έχει μια αιτιότητα, μέσω της οποίας
οποία νομίζουν ότι ανακάλυψαν μεταξύ φυσικής αναγκαιότητας και
ελευθερίας, συνίσταται μόνο σ' ετούτο: ενώ γ ι α να εφαρμόσουν τον
φυσικό νόμο στις ανθρώπινες πράξεις πρέπει να θεωρήσουν ανα­ 156. [Σημ. του Καντ:] Ενδιαφέρον είναι αυτό μέσω του οποίου η λογική
γκαστικά τον άνθρωπο ως φαινόμενο, αυτοί εξακολουθούν να τον γίνεται πρακτική, γίνεται δηλαδή μια αιτία που καθορίζει τη θέληση. Γ ι ' αυτό,
θεωρούν ως φαινόμενο ακόμα και όταν πρόκειται να τον δουν ως μόνο για ένα έλλογο ον λένε ότι έχει ενδιαφέρον για κάτι - τα άλογα όντα αισθά­
νονται μόνο αισθησιακές ορμές. Η λογική ενδιαφέρεται άμεσα για μια πράξη,
διανοητική ουσία και ως π ρ ά γ μ α κ α θ ' εαυτό* θα υπήρχε αντίφαση,
μόνο όταν το καθολικό κύρος του γνώμονα είναι επαρκής καθοριστική βάση της
μόνο εάν θέλαμε να διαχωρίσουμε την α ι τ ι ό τ η τ α του ανθρώπου θέλησης. Μόνο ένα τέτοιο ενδιαφέρον είναι καθαρό ενδιαφέρον. Ό τ α ν όμως η
(δηλαδή τη θέληση του) από όλους τους φυσικούς νόμους του λογική δεν μπορεί να καθορίζει τη θέληση παρά μόνο μέσω ενός άλλου αντικειμένου
αισθητού κόσμου μέσα σε ένα και το αυτό υποκείμενο" αλλά αυτή η του πόθου ή εξαρτώντας τη θέληση από ένα ιδιαίτερο αίσθημα του υποκειμένου,
τότε το ενδιαφέρον της λογικής για την πράξη είναι έμμεσο- και επειδή η λογική
από μόνη της, χωρίς εμπειρία, δεν μπορεί να ανακαλύψει ούτε τα αντικείμενα
155. [Η ελευθερία όπως και ολόκληρη η υπεραισθητή (νοητή) φύση δεν είναι [ = τους σκοπούς] της θέλησης ούτε κανένα άλλο βαθιά ριζωμένο αίσθημα του
αντικείμενο γνώσης- μπορούμε να την σκεπτόμαστε, αλλά δεν έχουμε κανένα υποκειμένου, αυτό το ενδιαφέρον είναι μόνο εμπειρικό και όχι καθαρά ορθολογικό.
αισθητό δεδομένο της, ώστε να την συλλάβουμε εποπτικά. Αφού δεν υπόκειται καν Το λογικό [logisch] ενδιαφέρον της λογικής (που έγκειται στο να πλουτίσει τις
στους φυσικούς νόμους αλλά υπακούει στη δική της νομοθεσία, δεν μπορούμε ούτε γνώσεις της) δεν είναι ποτέ άμεσο, αλλά προϋποθέτει πάντα υποκειμενικές
και να την εξηγήσουμε' εάν δεν θέλουμε να την διαστρεβλώσουμε μεταποιώντας προθέσεις.
την σε κάτι αισθητό, οφείλουμε να την σκεπτόμαστε σαν ανεξήγητο, ακατανόητο 157. [Το ίδιο θέμα αναπτύσσει ο Καντ εκτενέστερα στο κεφάλαιο «Τα κίνητρα
μυστήριο. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ήδη η Κριτ. τ. καθ. λογικής είναι της καθαρής πρακτικής λογικής» (Von den Triebfedern der reinen praktischen
ότι δεν μπορούμε ούτε να αποδείξουμε αλλά ούτε και να αρνηθούμε την ελευθερία.] Vernunft), στην Κριτ. τ. πρακτ. λογικής Α126-159.]

124 125
καθορίζει τον αισθησιασμό της βάσει αξιωμάτων. Είναι όμως μένων του αισθητού κόσμου), δεν είναι μόνο εντελώς δυνατό (όπως
εντελώς αδύνατο να κατανοήσουμε, δηλαδή να εξηγήσουμε a priori, μπορεί να δείξει η θεωρητική Φιλοσοφία) αλλά και απόλυτα
π ώ ς μπορεί μια καθαρή σκέψη, που δεν περιέχει τ ί π ο τ α αισθησια­ αναγκαίο γ ι α ένα έλλογο ον που έχει συνείδηση ότι είναι μια λογική
κό, να εμπνέει ένα αίσθημα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας - γ ι α τ ί αιτιότητα, άρα μια θέληση (εντελώς διαφορετική από τους πό­
εδώ υπάρχει ένα άλλο είδος αιτιότητας, γ ι α το οποίο — όπως και θους), και μάλιστα να αποδεχτεί την ελευθερία πρακτικά, δηλαδή
για κάθε άλλη αιτιότητα — δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τί­ ως ιδέα και ως αναγκαία συνθήκη όλων των εκούσιων πράξεών του.
π ο τ ε a priori, αλλά πρέπει να συμβουλευτούμε την εμπειρία. Αλλά Πώς όμως τ ώ ρ α η καθαρή λογική χωρίς άλλα κίνητρα από κάποια
επειδή η εμπειρία δεν μπορεί να μας προσφέρει καμιά άλλη σχέση άλλη π η γ ή μπορεί να είναι πρακτική· δηλαδή πώς το αξίωμα περί
μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος εκτός από τη σχέση που συνδέει 1 2 5 καθολικού κύρους κάθε υποκειμενικού γνώμονα ως νόμου (αξίωμα
δυο εμπειρικά αντικείμενα, κι επειδή εδώ μόνο η καθαρή λογική με που αποτελεί τη μορφή μιας καθαρής πρακτικής λογικής) χωρίς
καθαρές ιδέες (που δεν μπορούν π ο τ έ να είναι αντικείμενα εμπει­ κανένα περιεχόμενο (αντικείμενο) της θέλησης, γ ι α το οποίο θα
ρίας) πρέπει να είναι η α ι τ ί α ενός αποτελέσματος, το οποίο μπορούσε να αποκτηθεί ενδιαφέρον, μπορεί να γίνει ένα κίνητρο
εκδηλώνεται βέβαια εμπειρικά, γ ι ' αυτό είναι εντελώς αδύνατο σ' ηθικών πράξεων και να εμπνεύσει ένα ενδιαφέρον που θα μπορούσε
εμάς τους ανθρώπους να εξηγήσουμε, π ώ ς και γιατί μας ενδιαφέρει να ονομαστεί καθαρά ηθικό· με άλλες λέξεις: πώς η καθαρή λογική
η καθολικότητα του υποκειμενικού γνώμονα ως νόμου, άρα η μπορεί να είναι πρακτική — είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να
ηθικότητα. Το μόνο βέβαιο είναι το εξής: ότι η ηθικότητα δεν έχει λύσει καμιά ανθρώπινη λογική, και κάθε προσπάθεια για επίλυσή
γ ι α εμάς αξία επειδή μας ενδιαφέρει [= επειδή μας συμφέρει] (γιατί του είναι χαμένος κόπος.
αυτό είναι ετερονομία και εξάρτηση της πρακτικής λογικής από Μια τέτοια προσπάθεια είναι σαν να ζητούσα να εξηγήσω,
τον αισθησιασμό, δηλαδή από ένα βαθιά ριζωμένο αίσθημα, που θα π ώ ς είναι δυνατή η ελευθερία ως αιτιότητα της θέλησης. Γ ι α τ ί εδώ
εμπόδιζε τη λογική να νομοθετεί ηθικά), αλλά μας ενδιαφέρει ε γ κ α τ α λ ε ί π ω το φιλοσοφικό θεμέλιο της εξήγησης και δεν στηρί­
επειδή έχει αξία για εμάς τους ανθρώπους, μια και πηγάζει από τη ζομαι πουθενά. Θα μπορούσα βέβαια να περιπλανηθώ ονειροπολώ­
θέληση μας ως διανοητική ουσία και άρα από τον αυθεντικό εαυτό ντας μέσα στον νοητό κόσμο, στον κόσμο των διανοητικών ουσιών,
μας· η λογική υποτάσσει λοιπόν κατ' ανάγκην στην υφή του πράγ­ που μου μένει ως μόνη καταφυγή· αλλά μολονότι έχω μια ιδέα του
ματος ιδωμένου καθ' εαυτό, οτιδήποτε ανήκει στο φαινόμενο. νοητού κόσμου θεμελιωμένη σε γερά θεμέλια, δεν έχω ούτε την
124 Ά ρ α η μόνη απάντηση, που μπορεί να δοθεί στο ερώτημα: παραμικρή γνώση αυτού του κόσμου, και δεν μπορώ π ο τ έ να
π ώ ς είναι δυνατή μια κατηγορική προστακτική, είναι να δειχτεί η π ε τ ύ χ ω μια τέτοια, όσο και να προσπαθήσω με τις φυσικές
μοναδική προϋπόθεση, κάτω από την οποία είναι δυνατή η κ α τ η ­ δυνάμεις της λογικής μου. Αυτή η ιδέα σημαδεύει μόνο κάτι που
γορική προστακτική, δηλαδή να δειχτεί η ιδέα της ελευθερίας, και παραμένει μέσα μου, όταν από τις καθοριστικές αιτίες της θέλησής
ταυτόχρονα να διαφωτιστεί η αναγκαιότητα αυτής της προϋπόθε­ μου αποκλείσω κάθε τι που ανήκει στον αισθητό κόσμο, κάτι που
σης. Αυτό είναι αρκετό γ ι α την πρακτική χρήση της λογικής, με βοηθά να υπερνικήσω το αξίωμα των αισθησιακών κινήτρων
δηλαδή γ ι α . ν α πειστεί κανείς για το κύρος της κατηγορικής προ­ περιορίζοντάς τ α , και να δείξω ότι ο αισθητός κόσμος δεν περι­
στακτικής, άρα και του ηθικού νόμου· αλλά το π ώ ς είναι δυνατή κλείει τα π ά ν τ α , αλλά υπάρχει εκτός α π ' αυτόν και κάτι άλλο, κάτι
αυτή η προϋπόθεση της ελευθερίας, δεν μπορεί ποτέ να συλληφθεί 126 περισσότερο, το οποίο όμως δεν γνωρίζω. Ό τ α ν από την καθαρή
από την ανθρώπινη λογική. Αλλά εάν προϋποτεθεί η ελευθερία της λογική, η οποία σκέπτεται αυτό τον ιδεατό κόσμο, αφαιρέσω κάθε
θέλησης ενός έλλογου όντος, βγαίνει ως αναγκαίο επακόλουθο η περιεχόμενο, δηλαδή τη γνώση τ ω ν αντικειμένων, δεν μου απομέ­
αυτονομία αυτής της θέλησης ως μοναδική μορφική συνθήκη, κ ά τ ω νει τ ί π ο τ ε άλλο παρά η μορφή, δηλαδή ο πρακτικός νόμος του
από την οποία η θέληση καθορίζεται ηθικά. Το να προϋποτεθεί καθολικού κύρους κάθε υποκειμενικού γνώμονα και η σύμφωνη με
αυτή η ελευθερία της θέλησης (χωρίς αυτό να αντιφάσκει με το αυτό το νόμο ορθολογική συνείδηση σχετικά με έναν καθαρό νοητό
α ξ ί ω μ α της φυσικής αναγκαιότητας μέσα στη σύνδεση τ ω ν φαινο- κόσμο ως ενδεχόμενη καθοριστική αιτία της θέλησης. Ε δ ώ δεν

126 127
π ρ έ π ε ι να υπάρχουν καθόλου αισθησιακά κίνητρα" γ ι α τ ί αυτή η
Είναι ένα ουσιώδες αξίωμα κάθε χρησιμοποίησης της λογικής μας,
ιδέα ενός νοητού κόσμου θα έπρεπε να είναι η ίδια το κίνητρο, ή
να σπρώχνει τη γνώση της έως τη συνείδηση της αναγκαιότητας τ η ς
έστω εκείνο που θα κινούσε αρχικά το ενδιαφέρον της λογικής·
(γιατί χωρίς αυτή τη συνείδηση δεν θα ήταν ορθολογική γνώση).
αλλά ο διαφωτισμός αυτού του ενδιαφέροντος είναι ακριβώς το
Υπάρχει όμως και ένας εξίσου ουσιαστικός περιορισμός της λογι­
μεγάλο πρόβλημα, που δεν μπορούμε να επιλύσουμε.
κής μας: ότι αυτή δεν μπορεί να συλλάβει την αναγκαιότητα ούτε
Ε δ ώ βρίσκεται το έσχατο όριο κάθε ηθικής έρευνας. Ο καθορι-
όσων υπάρχουν ή γίνονται, ούτε όσων πρέπει να γίνονται, εάν
σμός αυτού του ορίου είναι πολύ σημαντικός, αφενός γ ι α να μη
δεν τεθεί ως θεμέλιο μια αναγκαία συνθήκη, κ ά τ ω από την οποία
ζ η τ ά η ανθρώπινη λογική με βλάβη των ηθών μέσα στον αισθητό
ετούτα υπάρχουν ή γίνονται ή πρέπει να γίνονται. Αλλά με αυτό
κόσμο το ανώτατο αξίωμα της ηθικότητας και ένα ευνόητο αλλά
128 τον τρόπο, με την αδιάκοπη αναζήτηση της συνθήκης, η λογική δεν
εμπειρικό ενδιαφέρον, αφετέρου γ ι α να μη φτερουγάει μ ά τ α ι α και
μπορεί π ο τ έ να βρει ικανοποίηση· έτσι ζ η τ ά ακούραστα αυτό το
αδύναμα η λογική μέσα στονκενό γ ι ' αυτήν 1 5 8 χώρο των υπερβατι-
απόλυτα αναγκαίο ον, και βλέπει ότι είναι υποχρεωμένη να το
κών εννοιών, που λέγεται νοητός κόσμος, και να μη χάνεται μέσα
παραδεχτεί, χωρίς όμως και να βρίσκει ένα μέσο για να το κ α τ α ­
σε χίμαιρες. Ά λ λ ω σ τ ε η ιδέα ενός καθαρού νοητού κόσμου ως
νοήσει: η λογική είναι αρκετά ευτυχισμένη, εάν μπορέσει να ανα­
συνόλου όλων των διανοητικών ουσιών, στο οποίο ανήκουμε κι
καλύψει μόνο την έννοια που εναρμονίζεται με αυτή την προϋπό­
εμείς ως έλλογα όντα (αν και είμαστε ταυτόχρονα μέλη του αι-
θεση. Δεν φταίει λοιπόν η δική μας π α ρ α γ ω γ ή [Deduktion] του
σθητού κόσμου), είναι π ά ν τ α μια γόνιμη και χρήσιμη ιδέα γ ι α το
ανώτατου ηθικού αξιώματος, αλλά πρόκειται γ ι α ένα ψεγάδι
127 θεμέλιωμα μιας ορθολογικής πίστης, μολονότι κάθε γνώση στα-
της ανθρώπινης λογικής γενικά: ότι αυτή δεν μπορεί να συλλάβει
μ α τ ά στα όρια του νοητού κόσμου* γ ι α τ ί με το εξαίσιο ιδεώδες
την απόλυτη αναγκαιότητα ενός απόλυτου πρακτικού νόμου (όπως
ενός καθολικού κράτους τ ω ν αυτοσκοπών (των έλλογων όντων),
π ρ έ π ε ι να είναι η κατηγορική προστακτική). Δεν μπορεί κανείς να
ένα κράτος στο οποίο μπορούμε να είμαστε μέλη μόνο όταν συμπε-
μας κατηγορήσει ότι δεν θελήσαμε να εξαρτήσουμε αυτό το
ριφερόμαστε σύμφωνα με τους γνώμονες της ελευθερίας σαν να
α ξ ί ω μ α από κάποια συνθήκη, δηλαδή από κάποιο θεμελιώδες
ήσαν νόμοι της φύσης, εισδύει μέσα μας ένα φλογερό ενδιαφέρον
ενδιαφέρον γ ι α τ ί τότε αυτό δεν θα ήταν ηθικός νόμος, δηλαδή
γ ι α τον ηθικό νόμο.
ανώτατος νόμος της ελευθερίας. Δεν κατανοούμε λοιπόν την
απόλυτη πρακτική αναγκαιότητα της ηθικής προστακτικής, κ α τ α ­
νοούμε όμως ότι αυτή η προστακτική είναι ακατανόητη· και αυτό
Τελική σημείωση είναι όλο που μπορεί να απαιτηθεί εύλογα από μια Φιλοσοφία, που
ερευνώντας τα αξιώματα τείνει έως τα όρια της ανθρώπινης
Η θεωρητική χρήση της λογικής σχετικά με τη φύση οδηγεί λογικής.
στην απόλυτη αναγκαιότητα μιας ανώτατης αιτίας του κόσμου· η
πρακτική χρήση της λογικής σχετικά με την ελευθερία οδηγεί υπάρχουν) όλα τα άλλα.
επίσης σε μια απόλυτη αναγκαιότητα, αλλά μόνο στην αναγκαιό- Η θεωρητική Φιλοσοφία τείνει προς την απόλυτη αναγκαιότητα ενός θεού ως
159
τ η τ α των νόμων των πράζεων ενός έλλογου όντος σαν τέτοιου . ανώτατης αιτίας του κόσμου, αλλά ο διαλεκτικός χαρακτήρας της ανθρώπινης
λογικής την διατηρεί σε αδιάκοπη αναζήτηση αυτού του απόλυτου όντος" έτσι η
158. [«κενό γι' αυτήν»: εννοεί για την ανθρώπινη λογική, όχι όμως και για λογική μας δεν μπορεί ποτέ να γαληνέψει στηριγμένη πάνω σε ένα απόλυτο
τη θεϊκή. Περιορίζεται έτσι η Ηθική στις υπερβασιακές (iransscendental) έννοιες, θεμέλιο. Η πρακτική Φιλοσοφία ανακαλύπτει επίσης κάτι απόλυτα αναγκαίο: τον
και αποκλείονται οι υπερβατικές (transscendent) έννοιες.] ηθικό νόμο" αλλά γιατί και πώς αυτός ο νόμος είναι αναγκαίος, δεν μπορούμε να
159. [Η «τελική σημείωση» είναι αφιερωμένη στην έννοια του απόλυτου. εξηγήσουμε- το μόνο που κατανοούμε είναι το ακατανόητο (die Unbegreiflichkeit)
Σύμφωνα με τον γερμανικό όρο που χρησιμοποιεί ο Καντ, απόλυτο είναι αυτό που της κατηγορικής προστακτικής. Στηριγμένος στην απόλυτη αναγκαιότητα του
8εν υπόκειται σε συνθήκες (das Un-bedingte), και που αποτελεί την αναγκαία ηθικού νόμου ο Καντ θα θεωρήσει την ύπαρξη του θεού ως ορθολογικό αίτημα
συνθήκη (Bedingung), κάτω από την οποία υπάρχουν (ή γίνονται ή πρέπει να (δες Κριτ. τ. πρακτ. λογικής Α223-237), που σημαίνει ότι ο απόλυτος ηθικός
νόμος δεν εξαρτάται από τη θεϊκή ύπαρξη- δες παραπάνω, σημ. 127.]

128
129

You might also like