Professional Documents
Culture Documents
net/publication/260796946
CITATIONS READS
0 1,081
3 authors, including:
George Botsas
Ministry of Education, Greece
17 PUBLICATIONS 171 CITATIONS
SEE PROFILE
Some of the authors of this publication are also working on these related projects:
All content following this page was uploaded by George Botsas on 10 October 2015.
Abstract
Λέξεις κλειδιά
Μετάβαση, κίνητρα, πρόκληση, απειλή, Δημοτικό, Γυμνάσιο.
0. Εισαγωγή
Η μετάβαση των μαθητών και μαθητριών από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο είναι
μια περίοδος πολύ σημαντική για τη ζωή των παιδιών. Το πέρασμα από ένα
σταθερό και συνήθως πολύ ανεκτικό πλαίσιο, όπως αυτό του Δημοτικού, σε ένα
περισσότερο απαιτητικό, όπως αυτό του Δευτεροβάθμιου Σχολείου, ενέχει κινδύ-
νους και εκπλήξεις. Είναι ένα σημαντικό γεγονός της ζωής των μαθητών και των μα-
θητριών και ως τέτοιο αναπαριστά μια δυναμική κατάσταση αλλαγής που μπορεί
να έχει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα (Filipp, 1995b στο Sirsch, 2003).
94 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
2007, Bennet, 1998). Στις μικρότερες ηλικίες, οι συνέπειές του μπορεί να είναι μεγαλύ-
τερες και πιο έντονες. To «σοκ της μετάβασης» εμφανίζεται όταν οι μαθητές και οι
μαθήτριες δηλώνουν πως βιώνουν με αρνητικό τρόπο τη σχέση τους με το νέο σχολικό
περιβάλλον, σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούν να το διαχειριστούν (Βούλγαρης & Μα-
τσαγγούρας, 2007: 961).
Τα αίτια αυτού του σοκ έχει θεωρηθεί πως είναι οι απόψεις, οι πεποιθήσεις και οι
σκέψεις των μαθητών για τις αλλαγές που θα επέλθουν εξαιτίας της μετάβασης. Οι
αλλαγές αυτές μπορεί να είναι απέναντι: α) στους εκπαιδευτικούς και την παιδα-
γωγική σχέση, β) στους συμμαθητές τους, γ) στα διδακτικά αντικείμενα και τις δυ-
νατότητές τους να ανταπεξέλθουν και δ) στην ίδια τη μαθησιακή διαδικασία και την
οργάνωση του τρόπου δουλειάς στο Γυμνάσιο (Βούλγαρης & Ματσαγγούρας, 2007,
Μάιος). Σε όλες αυτές τις αλλαγές θα πρέπει να προστεθούν και οι πολύ σημαντικές
κοινωνικές και βιολογικές αλλαγές που βιώνουν τα παιδιά της πρώιμης εφηβείας
(Wigfield, et. al., 1991: 552).
Παρ’ όλα αυτά, δεν βρίσκουν όλοι οι μελετητές αντίστοιχα αρνητικά αποτελέσματα
(Harter, 1982, Sirsch, 2003). Αρκετοί βρίσκουν πως η γενική ανησυχία και ο φόβος
των μαθητών και μαθητριών κατά τη διάρκεια των 10 πρώτων εβδομάδων ελαττώ-
νονται σταδιακά. Η γενικά αποδεκτή άποψη πάντως είναι πως τα συναισθήματα,
και επομένως οι συνέπειές τους κατά τη μετάβαση, είναι ανάλογα του μεγέθους της
μεταβολής, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι μαθητές (Entwistle, 1988).
Μέχρι πρότινος η μελέτη της μετάβασης στο εξωτερικό και στην Ελλάδα ήταν
στραμμένη σε παράγοντες που σχετίζονταν κυρίως με παραμέτρους του σχολικού
περιβάλλοντος. Ουσιαστικά δηλαδή, δεν είχε ακουστεί μέχρι τότε η άποψη των άμεσα
ενδιαφερόμενων, των μαθητών και των μαθητριών (Akos & Galassi, 2004). Μάλιστα,
στον ελληνικό χώρο, παρά το ότι έχει αναγνωριστεί η σημασία της μετάβασης, έχουν
γίνει λίγες συστηματικές μελέτες (Βούλγαρης & Ματσαγγούρας, 2007, Βρυνιώτη &
Ματσαγγούρας, 2006, Φιλίππου, Πίττα – Πανταζή & Χρίστου, 2001). Τα τελευταία
χρόνια, όπως αναφέρουν αρκετοί μελετητές του θέματος (Ξυθάλη & Σαλτερής, 2011,
Sirsch, 2003, Tilleczek & Ferguson, 2007), υπάρχει μια σαφής μετατόπιση του ερευνη-
τικού ενδιαφέροντος προς τους παράγοντες που διαμορφώνουν την εικόνα του νέου
σχολικού περιβάλλοντος (Γυμνασίου) και επηρεάζουν την ψυχολογική κατάσταση και
επίδοση του μαθητή (Βρυνιώτη & Ματσαγγούρας, 2006, Ψάλτης, 2008).
Η μετάβαση πλέον γίνεται αντιληπτή ως ένα πρόσκαιρο φαινόμενο, που θέτει
τους μαθητές και τις μαθήτριες μπροστά από προκλήσεις και ευκαιρίες αλλά και
απειλές, σε τρεις κυρίως τομείς: τον ακαδημαϊκό, τον κοινωνικό και του διαδικαστικό
(τις λειτουργίες του νέου σχολείου, όπως για παράδειγμα οι απουσίες, ο έλεγχος
της συμπεριφοράς, η βαθμολόγηση κλπ.) (Akos & Galassi, 2004, Sirsch, 2003). Η λο-
γική των ερευνών με αυτή τη μεθοδολογία είναι η υπόθεση της ύπαρξης θετικών
96 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
και αρνητικών στάσεων των μαθητών και των μαθητριών απέναντι στην επικείμενη
μετάβαση σε άλλη εκπαιδευτική βαθμίδα. Οι στάσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν
θετικά ή αρνητικά την ένταξής τους στη νέα σχολική πραγματικότητα.
Με τον όρο πρόκληση, περιγράφεται η εκτίμηση των μαθητών πώς ένα γεγονός
που τους προκαλεί άγχος μπορεί εν δυνάμει να είναι μια ευκαιρία για ακαδημαϊκά,
κοινωνικά, συναισθηματικά κέρδη (Lazarus & Folkman, 1987). Η πρόκληση συνήθως
συνδέεται με συναισθήματα έξαψης, προθυμίας, χαράς ή ευτυχίας (Lazarus, 1991).
Ο όρος απειλή, σύμφωνα με το Lazarus, σκιαγραφεί την εκτίμηση ενός γεγονότος,
που αν και δεν έχει συμβεί ακόμη, προβλέπεται να είναι κακό ή να αποτελεί απώλεια
για τον μαθητή ή τη μαθήτρια (Lazarus & Launier, 1978). Η θεώρηση ενός γεγονότος
ως απειλή, συνδέεται με συναισθήματα όπως ο φόβος και η ματαίωση (Lazarus,
1991). Η πρόκληση και η απειλή μπορεί να συνυπάρχουν, λειτουργώντας παράλ-
ληλα σε έναν μαθητή ή μαθήτρια. Η συσχέτιση μεταξύ τους είναι χαμηλή (r = -,05
Folkman & Lazarus, 1985). Η μικρή συσχέτιση των μεταβλητών πρόκλησης και απει-
λής σημαίνει πως δεν συνδιακυμαίνονται κι επομένως μπορούν να επισυμβαίνουν
την ίδια στιγμή, στον ίδιο μαθητή ή μαθήτρια (Εμβαλωτής, κ.ά., 2006).
Οι Gilison, Standage και Skerington (2008) θεωρούν πως οι ατομικές διαφορές των
μαθητών και μαθητριών παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία επικείμενης μετά-
βασης και ιδιαίτερα στο πώς την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι μαθητές και οι μαθή-
τριες. Πολλοί παράγοντες, όπως οι αυτορρυθμιστικές πεποιθήσεις σε σχέση με τον
τρόπο που προσεγγίζουν και ελέγχουν την ακαδημαϊκή επιτυχία (Rudolph et. al.,
2001, Seidman, et. al., 1994), η αυτο – εικόνα και το κοινωνικό άγχος (Sirsch, 2003)
παίζουν σημαντικό και καθοριστικό ρόλο. Μάλιστα, οι Lazarus και Folkman (1987:
386) υποστηρίζουν πως αυτοί οι παράγοντες διαμεσολαβούν τη διαδικασία της με-
τάβασης.
Η Sirsch (2003) αναφέρει πως, όταν ερευνάται η επικείμενη μετάβαση από μια
εκπαιδευτική βαθμίδα σε μια άλλη, σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες της θεω-
ρούμενης από τους μαθητές και τις μαθήτριες πρόκλησης ή/και απειλής είναι οι πα-
ράγοντες κινήτρων. Τέτοιοι μπορεί να είναι οι παράγοντες εσωτερικού και
εξωτερικού κινήτρου, οι πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας και το κοινωνικό
άγχος εξέτασης (Zabonini & Usai, 2002).
Με τον όρο εσωτερικό κίνητρο αναφέρεται ο βαθμός στον οποίο οι μαθητές και
οι μαθήτριες αντιλαμβάνονται την εμπλοκή τους σε ένα έργο ή έναν στόχο ως απο-
τέλεσμα πρόκλησης, περιέργειας, ισχυρής θέλησης να κυριαρχήσουν στη γνώση, να
μάθουν σε βάθος (Botsas & Padeliadu, 2003). Στην προκειμένη περίπτωση, τα παιδιά
που έχουν εσωτερικό κίνητρο αντιλαμβάνονται τη μετάβαση στο Γυμνάσιο ως μια
ευκαιρία να κυριαρχήσουν στη γνώση, να τα καταφέρουν ώστε να γίνουν καλύτερα.
Το Γυμνάσιο, προσφέροντας πιο σύνθετη και βαθύτερη γνώση, σε πιο επιστημονικά
Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012 97
και «δύσκολα» αντικείμενα, δίνει την ευκαιρία στα παιδιά με εσωτερικό κίνητρο να
λειτουργήσουν πιο εντατικά και πιο συντονισμένα, ώστε να επιτύχουν την κυριαρχία
πάνω στην ακαδημαϊκή ύλη.
Αντίστοιχα, εξωτερικό κίνητρο είναι ο βαθμός στον οποίο οι μαθητές και οι μαθή-
τριες συμμετέχουν σε ένα έργο για να κερδίσουν σε κοινωνική εκτίμηση, να πάρουν
καλύτερους βαθμούς, να αμειφθούν και να συναγωνιστούν τους συνομηλίκους τους
(Μπότσας, 2007). Η προσπάθεια των μαθητών και των μαθητριών που έχουν εξω-
τερικό κίνητρο είναι στραμμένη στο να υπερκαλύψουν την επίδοση των συμμαθητών
τους. Θεωρούν πως η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο είναι ένα πλαίσιο
που μπορεί να τους προσφέρει περισσότερη και μεγαλύτερης κοινωνικής αξίας
γνώση μέσα από καλύτερη επίδοση/βαθμούς. Το περισσότερο ανταγωνιστικό (βαθ-
μοθηρικό) πλαίσιο του Γυμνασίου είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τα παιδιά με εξωτε-
ρικό κίνητρο.
Οι μελέτες για τις πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας, προέρχονται από την
ερευνητική παράδοση της κοινωνιογνωστικής θεωρίας (Schunk, 1991 Bandura, 1986
Pintrich, et. al., 1994). Οι πεποιθήσεις αυτές αναφέρονται στις εκτιμήσεις των ίδιων
των μαθητών και μαθητριών, για το πόσο ικανοί/ές είναι να ολοκληρώσουν έναν
στόχο ή ένα έργο. Η αυτοαποτελεσματικότητα περιλαμβάνει κρίσεις όχι μόνο για
την ικανότητα κάποιου να ολοκληρώσει έναν στόχο, αλλά και τη βεβαιότητά του
πως έχει τις δεξιότητες να επιτύχει (Pintrich, et. al., 1991). Οι πεποιθήσεις αυτο-
αποτελεσματικότητας είναι υποκειμενικές, όμως αποτελούν ισχυρότατο κίνητρο
επίτευξης και καθοδηγούν στην επιτυχία (Μπότσας, 2007). Οι υψηλές πεποιθήσεις
αυτοαποτελεσματικότητας οδηγούν στο να τεθούν υψηλοί και με αξία στόχοι, να
χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα κατάλληλες στρατηγικές και, τέλος, να επιτευχθούν οι
στόχοι, επιβεβαιώνοντας τις αρχικές πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας, εν-
δυναμώνοντας και αυξάνοντάς τις. Αυτή ακριβώς η επεξεργασία πεποιθήσεων, στό-
χων, γνωστικής λειτουργίας και επίδοσης είναι πολύ κοντά στη λογική της δουλειάς
του Γυμνασίου. Επομένως, η αυτοαποτελεσματικότητα μπορεί να σχετιστεί με την
επικείμενη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, επηρεάζοντας την εικόνα της
ως πρόκληση ή ως απειλή. Αν οι πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας είναι υψη-
λές, θα σχετίζονται πιθανόν με πρόκληση, ενώ όταν είναι χαμηλές με απειλή.
Τέλος, το άγχος εξέτασης θεωρείται πως έχει δύο συνιστώσες: την ανησυχία, που
αποτελείται από το γνωστικό μέρος και το συναισθηματικό μέρος. Η ανησυχία ανα-
φέρεται στις αρνητικές σκέψεις των μαθητών και μαθητριών, που οδηγούν σε αρ-
νητική ακαδημαϊκή απόδοση. Το συναισθηματικό μέρος αναφέρεται στις
συναισθηματικές και ψυχολογικές εκτιμήσεις των μαθητών και των μαθητριών για
το άγχος που βιώνουν (Pintrich, et. al., 1991). Η εξέταση στο Γυμνάσιο έχει τελείως
διαφορετικά χαρακτηριστικά (βαθμός δυσκολίας, επεξεργασία, βαθμολόγηση, συ-
νέπειες στη σχολική ζωή κλπ.) από αυτή στο Δημοτικό. Επομένως η μετάβαση στο
98 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
1. Μεθοδολογία
1.1. Συμμετέχοντες
Διακόσια τριάντα παιδιά που παρακολουθούσαν την Στ’ τάξη σε έξι σχολεία της
Αττικής, της Θεσσαλονίκης και της Καρδίτσας πήραν μέρος στη μελέτη. Τα μισά από
αυτά (Ν = 115) ήταν αγόρια και τα υπόλοιπα κορίτσια. Στον παρακάτω πίνακα 1
παρουσιάζεται η κατανομή αγοριών και κοριτσιών του δείγματος ανά σχολείο φοί-
τησης.
Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012 99
2. Αποτελέσματα
1 2 3 4 5 6 7 8
1. Ακαδημαϊκή πρόκληση -
2. Κοινωνική πρόκληση -,199*** -
3. Ακαδημαϊκή απειλή -,179*** -,137* -
4. Κοινωνική απειλή -,199*** -,867* ,560* -
5. Εσωτερικό κίνητρο ,568* -,185*** -,166*** -,185*** -
6. Εξωτερικό κίνητρο ,443* -,029 ,113 -,029 ,448* -
7. Άγχος εξέτασης -,032 ,433* ,511* ,433* -,002 ,122 -
8. Αυτοαποτελεσμα-
τικότητα ,528* -,142*** -,296* -,142*** ,433* ,312* -,261* -
Το στατιστικό πακέτο EQS v 6.0 χρησιμοποιήθηκε για να ελεγχθεί ένα μοντέλο στο
οποίο τα κίνητρα επηρέαζαν τις διαστάσεις της μετάβασης των μαθητών από το
Δημοτικό Σχολείο στο Γυμνάσιο. Τα αποτελέσματα για τους 230 μαθητές, έδειξαν
πως η τιμή του χ2 ήταν σημαντική για το συνολικό μοντέλο [χ2 (20,230) = 28,03, p
<,001]. Όπως αναφέρουν οι Lam και Law (2007: 155) το χ2 ως απόλυτος δείκτης
εφαρμογής του μοντέλου, εκτιμά τη διαφορά μεταξύ του πίνακα συνδιακύμανσης
102 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
3. Συζήτηση
Η παρούσα μελέτη, θεώρησε την επικείμενη μετάβαση των μαθητών και των μα-
θητριών της Στ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου στο Γυμνάσιο, ως μια κρίσιμη
και σημαντική μετάβαση, ένα καθοριστικό γεγονός ζωής. Η προσέγγιση αυτή βασί-
στηκε στην αναπτυξιακή και ψυχολογική ερευνητική θεώρηση των γεγονότων ζωής
(Sirsch, 2003). Η δυνατότητα ύπαρξης αρνητικών αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα σημαν-
τικών για την ακαδημαϊκή – σχολική ζωή, σε συνδυασμό με μια σειρά από αναπτυ-
ξιακούς παράγοντες (πρώιμη εφηβεία), ψυχολογικούς (κίνητρα, αισιοδοξία, πίστη
στον εαυτό), θυμικούς (στάσεις, συναισθήματα), παιδαγωγικούς και διδακτικούς
(άλλη δομή και φιλοσοφία του Γυμνασίου), αναδεικνύει την έρευνα για τη μετάβαση
σε αδήριτη ανάγκη. Η ανάγκη αυτή γίνεται μεγαλύτερη για τους μαθητές και τις μα-
θήτριες εκείνους/ες που βρίσκονται σε κίνδυνο να αντιμετωπίσουν ή αντιμετωπίζουν
ήδη προβλήματα με το σχολείο (Lord, et.al., 1994).
Ένα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από τα δεδομένα της μελέτης αυτής ήταν
πως τα σταθερά χαρακτηριστικά του φύλου, αλλά και οι εκπαιδευτικοί παράγοντες
του σχολείου φοίτησης και του βαθμού επίδοσης στην Ε’ τάξη, δε διαφοροποιούσαν
τους μαθητές του δείγματος. Ήταν ένα εύρημα και άλλων μελετών όπως αυτής της
Sirsch (2003). Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη πως τελικά είναι τα προσωπικά
χαρακτηριστικά των αυτορρυθμιστικών παραγόντων, όπως τα κίνητρα, η αυτο-ει-
κόνα κλπ., που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι μαθητές και οι μα-
θήτριες τη μετάβασή τους από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο (Rudolph, et.al., 2001,
Sirsch, 2003).
Όπως συνέβηκε στη μελέτη της Sirsch (2003) αλλά και σε αυτές των Folkman
(1984), Folkman και Lazarus (1985) με ενήλικες, υπήρχαν χαμηλές συσχετίσεις μεταξύ
των μεταβλητών πρόκλησης και απειλής (είτε ακαδημαϊκής είτε κοινωνικής). Αυτό
σημαίνει πως οι δύο διαστάσεις, πρόκλησης και απειλής, μεταβάλλονται σχεδόν ανε-
ξάρτητα. Έτσι, ενώ μπορούν να συνυπάρχουν σε κάποιους μαθητές και μαθήτριες,
δεν επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό η μια την άλλη (Folkman & Lazarus, 1985). Με δε-
δομένη τη μικρή συσχέτιση των μεταβλητών πρόκλησης και απειλής, θα μπορούσε
κάποιος να ισχυριστεί πως αυτοί είναι δύο διακριτοί παράγοντες στις πεποιθήσεις
των μαθητών και των μαθητριών για την επικείμενη μετάβασή τους στο Γυμνάσιο.
Επομένως, θα μπορούσαν να αποτελούν διερευνητικές μεταβλητές, μέρη ενός ευ-
ρύτερου πλαισίου παρέμβασης για τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο.
Η εικόνα που εμφανίζεται, από τα δεδομένα της μελέτης, είναι πως οι μαθητές
και οι μαθήτριες του δείγματος προσέγγιζαν αρκετά θετικά τη μετάβασή τους στο
δευτεροβάθμιο σχολείο, τουλάχιστον σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Σ’ αυτό το σημείο, τα
αποτελέσματα της παρούσας μελέτης συμβαδίζουν με αυτά των Bendt και Mekos
(1995), καθώς και με αυτή της Sirsch (2003).
104 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
Η παρούσα μελέτη κατέληξε στη δόμηση ενός μοντέλου που περιγράφει τις σχέ-
σεις μεταξύ των μεταβλητών κινήτρων (εσωτερικό και εξωτερικό κίνητρο, αυτοα-
ποτελεσματικότητα, άγχος εξέτασης) και των μεταβλητών διαστάσεων της
μετάβασης από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Σύμφωνα με τις αναλύσεις διαδρομών
που έγιναν, το συγκεκριμένο μοντέλο σχέσεων είναι προσαρμοστικό, έχει καλή εφαρ-
μογή και επομένως περιγράφει καλά τις σχέσεις μεταξύ τους.
Ένα πρώτο σχόλιο για τις σχέσεις που περιγράφονται, είναι η επίδραση του ακα-
δημαϊκού παράγοντα στον κοινωνικό και στη διάσταση της πρόκλησης και της απει-
λής. Μάλιστα, η επιρροή της ακαδημαϊκής πρόκλησης στην κοινωνική πρόκληση,
είναι μεγαλύτερη της ακαδημαϊκής απειλής στην κοινωνική απειλή. Το συμπέρασμα
που θα μπορούσε να συναχθεί σχετίζεται με την ακαδημαϊκή γνώση και τον κυ-
ρίαρχο ρόλο που έχει (είτε ως πραγματική γνώση, είτε ως υψηλή βαθμολογία) στο
Γυμνάσιο, για τους μαθητές και τις μαθήτριες της Στ’ Δημοτικού. Αντιλαμβάνονται
ή αναμένουν καλύτερα πως η βαθμολογία τους θα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και
την κοινωνική τους θέση στο νέο σχολείο. Επομένως, είναι προετοιμασμένοι/ες για
υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα των βαθμών και επιβράβευση. Αυτό όμως μάλ-
λον συμβαίνει επειδή δεν συνεξετάστηκαν παράγοντες και διαστάσεις της εικόνας
που έχει κάθε μαθητής και μαθήτρια για τον εαυτό του/της (αυτό-εικόνα). Οι προ-
έφηβοι και οι έφηβοι στο δευτεροβάθμιο σχολείο βρίσκουν τη θέση τους στην ομάδα
μέσα από την αλληλεπίδραση και επεξεργασία πολλών προσωπικών χαρακτηριστι-
κών και παραγόντων, ανάμεσά τους και η αυτό-εικόνα. Γενικά, οι μαθητές και οι μα-
θήτριες που διαφοροποιούνται από την κοινωνικά αποδεκτή νόρμα, αγνοούνται
από την ομάδα. Φυσικά, στις υψηλότερες θέσεις αυτής της νόρμας είναι οι ακαδη-
μαϊκά επιτυχημένοι μαθητές και μαθήτριες.
Στην ίδια γραμμή επεξεργασίας, επιβεβαιώνεται η σχετική ανεξαρτησία μεταξύ
των δύο διαστάσεων (πρόκληση, απειλή) της μετάβασης, μια και δεν εμφανίστηκαν
στο μοντέλο σημαντικές σχέσεις μεταξύ τους.
Συνεχίζοντας, δεν μπορεί να ξεφύγει από την προσοχή κανενός η κυρίαρχη θέση
που έχει η μεταβλητή της αυτοαποτελεσματικότητας στο μοντέλο σχέσεων. Είναι η
μεταβλητή που επηρεάζει άμεσα όλες τις υπόλοιπες μεταβλητές κινήτρων (εσωτε-
ρικό και εξωτερικό κίνητρο, άγχος εξέτασης). Από τον ορισμό της η αυτοαποτελε-
σματικότητα, περιλαμβάνοντας πεποιθήσεις των μαθητών και των μαθητριών για
το πόσο ικανοί /ες είναι να επιτύχουν κάτι (Schunk, 1991), μοιράζεται ένα σημαντικό
κομμάτι διακύμανσης των πεποιθήσεων με τα υπόλοιπα κίνητρα (Μπότσας, 2007).
Εξάλλου, η αυτοαποτελεσματικότητα σχετίζεται πολύ ισχυρά με την προσδοκία του
αποτελέσματος, στην προκειμένη περίπτωση με τη γνώση ή / και το βαθμό (Bandura,
1986). Στην περίπτωση του εσωτερικού κινήτρου, μοιράζονται την πεποίθηση και
τον προσανατολισμό στην κυριαρχία επί της γνώσης (=επιτυχία). Οι μαθητές και
οι μαθήτριες με υψηλό εσωτερικό κίνητρο έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και
Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012 105
της μετάβασης στο Γυμνάσιο. Φυσικά, επιδρά θετικά στις μεταβλητές της πρόκλη-
σης και αρνητικά σε αυτές της απειλής. Οι μαθητές και οι μαθήτριες που επιζητούν
από το δευτεροβάθμιο σχολείο νέες γνώσεις, περισσότερο σύνθετες και τεκμηριω-
μένες επιστημονικά, βλέπουν τη μετάβασή τους στο Γυμνάσιο κυρίως ως ακαδη-
μαϊκή και δευτερευόντως κοινωνική πρόκληση. Η φοίτησή τους σε αυτό θα τους
δώσει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις του Δημοτικού για να εδραι-
ώσουν μια γνωστική βάση οργανωμένη, ολοκληρωμένη και ενεργή. Οι μαθητές αυτοί,
δεν νιώθουν να απειλούνται ούτε ακαδημαϊκά ούτε κοινωνικά, είναι ασφαλείς.
Τέλος, οι μαθητές που δεν έχουν εσωτερικό κίνητρο, επομένως δεν ενδιαφέρονται
τόσο για τη γνώση που θα αποκτήσουν, αλλά για την επίδοσή τους (εξωτερικό κί-
νητρο), φαίνεται να έχουν επίσης μια θετική εικόνα για τη μετάβασή τους στο Γυ-
μνάσιο. Το εξωτερικό κίνητρο, στο μοντέλο σχέσεων της παρούσας μελέτης,
επηρεάζει θετικά την ακαδημαϊκή και κοινωνική πρόκληση. Η βαρύτητα επιρροής
του όμως είναι σχετικά μικρή. Συγχρόνως, φαίνεται πως το εξωτερικό κίνητρο επη-
ρεάζει την ακαδημαϊκή απειλή και επηρεάζεται από το άγχος εξέτασης. Η εξήγηση
σε αυτό το φαινόμενο μπορεί να είναι η λεγόμενη «σύγχρονη θεωρία του προσανα-
τολισμού στον στόχο». Σύμφωνα με τον Elliot και τους συνεργάτες του (Elliot, 1997,
Elliot & Harackiewicz, 1996, Elliot & Thrash, 2002) αλλά και άλλους μελετητές (Botsas
& Padeliadu, 2003, Kaplan & Midgley, 1997, Middleton & Midgley, 1997), την ομάδα
των μαθητών που έχουν εσωτερικό κίνητρο απαρτίζουν ουσιαστικά δύο υποομάδες,
αυτή των μαθητών που είναι πραγματικά επιτυχημένοι και είναι προσανατολισμένοι
στην υψηλή επίδοση και αυτή των μαθητών με προβλήματα μάθησης, που ουσια-
στικά είναι προσανατολισμένοι στην αποφυγή της επίδοσης. Στην προσπάθειά τους
να αποφύγουν μια νέα αποτυχία και να προφυλάξουν συναισθηματικά τον εαυτό
τους, αποφεύγουν την ακαδημαϊκή προσπάθεια. Φυσικό είναι λοιπόν η υποομάδα
αυτών των μαθητών και μαθητριών να δέχεται σημαντική επίδραση από το υψηλό
άγχος εξέτασης.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσε να πει κανείς πως κεντρικά στοιχεία αυτής
της μελέτης ήταν η θεώρηση της μετάβασης των μαθητών της Στ’ του Δημοτικού
Σχολείου στο Γυμνάσιο, ως ακαδημαϊκής ή/και κοινωνικής πρόκλησης ή/και απειλής.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε δίνει, αφενός, στα παιδιά την ευκαιρία να πουν
τα ίδια την άποψή τους για τη σημαντική αυτή στιγμή στη ζωή τους, που είναι η
μετάβαση στο Γυμνάσιο, αφετέρου, να προκύψουν στοιχεία για την εξήγηση αυτών
των διαστάσεών της από μεταβλητές κινήτρων. Από την ανάλυση διαδρομών (path
analysis) προέκυψε ένα προσαρμοστικό μοντέλο σχέσεων, ιδιαίτερα πληροφοριακό
για τον τρόπο που τελικά επεξεργάζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες τις πεποιθή-
σεις των κινήτρων τους, υπό το φως της μετάβασής τους στο Γυμνάσιο.
Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012 107
Ε ίναι σαφές πως το μοντέλο σχέσεων που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα με-
λέτη θα μπορούσε να εμπλουτισθεί με περισσότερες μεταβλητές που επηρεά-
ζουν πιθανόν τις διαστάσεις μετάβασης. Τέτοιες θα μπορούσαν να είναι τα
συναισθήματα που ενεργοποιούνται από την επικείμενη μετάβαση από το Δημοτικό
στο Γυμνάσιο. Επίσης μια άλλη μεταβλητή που θα μπορούσε να δώσει αρκετές πλη-
ροφορίες για το πώς βλέπουν οι μαθητές και οι μαθήτριες της Στ’ τάξης τη μετά-
βασή τους είναι η αυτό-εικόνα τους και οι διαστάσεις της.
Η μελέτη αυτή θα μπορούσε να είναι μέρος μιας διδακτικής και ψυχολογικής πα-
ρέμβασης για την επικείμενη αλλά και την υλοποιημένη μετάβαση των μαθητών
και των μαθητριών από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Το ερωτηματολόγιο της μελέτης
θα μπορούσε να δοθεί στους μαθητές δύο φορές. Την πρώτη πριν από την παρέμ-
βαση, ώστε να αποτελέσει τη γραμμή βάσης εκκίνησης, ενώ τη δεύτερη μετά την
παρέμβαση για να μελετηθεί η αποτελεσματικότητά της.
Όπως υποστηρίζει η Sirsch (2003), ο συνδυασμός διδακτικών προγραμμάτων ενη-
μέρωσης και εμψύχωσης, μαζί με την επίσκεψη των μαθητών και ενημέρωση τους
για τις διαδικασίες στο Γυμνάσιο, διευκολύνουν τη μετάβαση. Αυτό το πλαίσιο πα-
ρέμβασης φάνηκε να επηρεάζει θετικά την ομαλότητα της μετάβασης των μαθητών
και των μαθητριών σ’ ανώτερη βαθμίδα. Επομένως, με οδηγό τα ερευνητικά εργαλεία
της παρούσας έρευνας, μπορεί να σχεδιαστεί ένα πλαίσιο παρέμβασης που θα διευ-
κολύνει τη μετάβαση των μαθητών και μαθητριών από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο.
Βιβλιογραφία
Akos, P. & J.P. Galassi (2004) Middle and high school transitions as viewed by students.
ASCA, 7(4): 212-221.
Alspaugh, J.W. (1998) Achievement loss associated with the transition to middle school
and high school. The Journal of Educational Research, 92: 20-25.
Anderman, E. (1996) The middle school experience: Effects on the math and science
achievement of adolescents with LD. Journal of Learning Disabilities, 31: 128-138.
Bandura, A. (1986) Social foundations of thought and action: A social cognitive theory.
Englewood Cliffs. NJ: Prentice Hall.
108 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
Fenzel, L.M. (2000) Prospective study of changes in global self – worth and strain during
the transition to middle school. Journal of Early Adolescence, 20: 93-116.
Folkman, S. & R.S. Lazarus (1985) If it changes it must be a process: Study of emotion
and coping during three stages of a college examination. Journal of Personality and
Social Psychology, 48: 150-170.
Galton, M., Gray, J. & J. Ruddock (1999) “The Impact of School Transitions and Transfers
on Pupil Progress and Attainment”, Research Report No.131, Crown Copyright Unit.
[online]. Available at: http://www.dfes.gov.uk/research/data/uploadfiles/RR131.doc
[6 Ιουνίου 2012]
Gilison, F., M. Standage & S. Skerington (2008) Changes in quality of life and
psychological need satisfaction following the transition to secondary school. British
Journal of Educational Psychology, 78: 149-162.
Graham, C. & M. Hill (2003) Negotiating the transition to secondary school. SCRE,
Spotlight 89. [online]. Available at: http://www.pre-online.co.uk/feature_pdfs/
spotlight89.pdf. [30 Σεπτεμβρίου 2009].
Harter, S. (1982) The Perceived Competence Scale for Children. Child Development,
53: 87-97.
Harter, S., N.R. Whitesell & P. Kowalski (1992) Individual differences in the effects of
educational transitions on young adolescent’s perceptions of competence and
motivation orientation. American Educational Research Journal, 29(4): 777-807.
Kaplan, A. & C. Midgley (2000) The relationship between perceptions of the classroom
goal structure and early adolescents’ affect in school: The mediating role of coping
strategies. Learning and Individual Differences, 11: 187-212.
Lam, S.F. & Y. K. Law (2007) The roles of instructional practices and motivation in writing
performance. Journal of Experimental Education, 75(2): 145-164.
Lazarus, R.S. (1991) Emotion and adaption. New York: Oxford University Press.
Lazarus, R.S. & S. Folkman (1987) Transactional theory and research on emotions and
coping. European Journal of Personality, 1: 141-169.
Lazarus, R.S. & R. Launier (1978) Stress-related transactions between person and
environment. Στο L.A. Pervin & M. Lewis (Eds.), Perspectives in international
psychology). New York: Plenum Press, 287-327.
Lord, S.E., J. Eccles & K.A. McCarthy (1994) Surviving the junior high school transition:
Family processes and self-perception as protective and risk factors. Journal of Early
Adolescence, 14: 162-199.
Marsh, H. W. (1989) Age and sex effects in multiple dimensions of self-concept:
Preadolescence to early adulthood. Journal of Educational Psychology, 81: 417-430.
110 Επιστήμες Αγωγής Τεύχος 4/2012
Φιλίππου, Γ., Δ. Πίττα-Πανταζή & Κ. Χρίστου (2001) Από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο:
Η Περίπτωση των Μαθηματικών. Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο για τα Μαθηματικά
στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Αθήνα, 11-13 Απριλίου 2001.
Ψάλτης, Ι. (2008) Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Λευκωσία: Πάργα.