Professional Documents
Culture Documents
ΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΥ
THE WORD OF OUR LORD
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 5th SUNDAY OF LUKE
1 Νοεμβρίου 2020 1 November 2020
Ἦχος δ΄. Ἀριθμ. 44 4th Mode. No. 44
Σ υγκλονιστική ἡ σημερινή Παραβολή τοῦ πλούσιου καί τοῦ φτωχοῦ! Ὁ Κύριος πρίν
διδάξει αὐτήν τήν παραβολή, κατακεραυνώνει τούς Φαρισαίους πού τόν εἰρωνεύοντο,
λέγοντας τους ὅτι, ὁ Θεός «γινώσκει τάς καρδίας ὑμῶν»! Ξεκάθαρα λέει ὁ Κύριος στούς
Φαρισαίους, καί κατ᾽ ἐπέκτασιν σ´ ὅλους μας: Μήν κοροϊδεύετε τόν ἑαυτό σας καί τούς
ἄλλους. Ὁ Θεός γνωρίζει τί κρύβεται μέσα στήν καρδιά σας. Αὐτήν χρειάζεται νά ἀλλάξετε.
Ταπεινωθεῖτε ὅσο μπορεῖτε σέ αὐτήν τήν ζωή καί παλέψτε γιά τήν σωτηρία σας, διότι
«πᾶς ὁ εἰσερχόμενος εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν βιάζεται», εἰσέρχεται δηλαδή μέ ἀγῶνα
καί θυσίες, μέ καθημερινή μάχη μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων καί τοῦ Δια-
βόλου, τοῦ ἄρχοντός τους. Δέν ὑπάρχει ὁ λεγόμενος Χριστιανισμός τῆς πολυθρόνας, τῆς
τηλεόρασης, ἤ τῆς καλοπέρασης. Δέν ὑπάρχει σωτηρία ὅταν χαϊδεύουμε τά πάθη μας καί
τίς ἀδυναμίες μας. «Ταῦτα πάντα ᾠκονόμησε ὁ Θεός ἐν σοφίᾳ διά τήν ἰδικήν σου ὠφέλειαν,
ὅπως κρούῃς ἐπιμόνως τήν θύραν τοῦ ἐλέους αὐτοῦ» (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος).
Καί ἀμέσως ξεκινᾶ τήν παραβολή τοῦ πλούσιου καί τοῦ φτωχοῦ. Ὁ πλούσιος εἶχε
ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά στή ζωή του καί χαιρόταν. Ἦταν ντυμένος μέ «πορφύραν καί βύσ-
σον» σημαίνοντας μέ τό πρῶτο τήν ἐξουσία μέ τήν ὁποίαν ἦταν περιβεβλημένος καί
μέ τό δεύτερο τήν λαγνεία τοῦ σώματος πού ἀπολάμβανε. Ὄνομα ὡστόσο ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ δέν εἶχε ὁ δύστυχος, σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελιστή, γιατί εἶχε ἀπορρίψει τόν Πατέρα
του, τόν Θεό του, καί εἶχε προσκολληθεῖ σέ ἄλλον θεό, τόν ἑαυτό του. Ἦταν ἐπομένως
ἀγενεαλόγητος ὁ πλούσιος. Ἒξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ πλουσίου σέ ἄθλια κατάσταση ὁ
δύστυχος Λάζαρος στόν δρόμο ζητιάνευε ψίχουλα, γεμάτος πληγές, τόσο τρομακτικές
πού καί τά σκυλιά ἀκόμη τόν λυπόντουσαν.
Καί ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησης καί τῶν δύο ἀπό αὐτή τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή.
Τόν μέν Λάζαρο, τόν πήγανε οἱ ἄγγελοι στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν πλούσιο, θλιβερά
λέει ὁ Εὐαγγελιστης, ὅτι πέθανε καί τόν θάψανε. Μακριά ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στόν
τόπον τῆς βασάνου, σηκώνει τά μάτια ὁ πλούσιος καί βλέπει τόν Θεό καί τόν Λάζαρο στήν
ἀγκαλιά Του. Νά τό προσέξουμε αὐτό πολύ ἀδελφοί μου. Καί ὁ Λάζαρος καί ὁ πλούσιος
βλέπουν τόν Κύριο μας καί Θεό μας μετά τόν θάνατο. Ὁ μέν Λάζαρος εὐφραίνεται, ὁ δέ
πλούσιος «ὀδύνεται ἐν τῇ φλογῇ ταύτῃ». Ὅλοι μας θά βρεθοῦμε μπροστά στόν Χριστό μας
καί ἐκεῖ κατά τά ἔργα, τά λόγια καί τίς σκέψεις μας μας θά ἀπολαύουμε εἴτε τήν αἰώνιο
ζωή ἐν Χριστῷ εἴτε τήν αἰώνιο κόλαση χωρίς Χριστό. Τήν ὥρα τῆς κρίσεως ὅμως δέν
θά μποροῦμε πλέον νά ἀλλάξουμε τίποτε. Ὄχι διότι ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς ἐκδικεῖται,
μακριά ἀπό μᾶς τέτοια βλασφημία! Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ πολύ καί σέβεται
ἀπόλυτα τίς ἐπιλογές πού ἐλεύθερα κάναμε στή ζωή μας. Πῶς θά μποροῦσε ὁ ὅλος ἀγάπη
Θεός νά ἐξαναγκάσει στήν ἀγκαλία Του κάποιον πού δέν Τόν θέλησε ποτέ στή ζωή του;
Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ὑπέροχα ὁ Εὐαγγελιστής λέγοντας, «μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν
χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὃπως οἱ θέλοντες διαβεῖναι ἔνθεν πρός ἡμᾶς μή δύνωνται»!
Ὁ Θεός μᾶς χάρησε τή ζωή ἀπό ἀγάπη γιά νά θελήσουμε νά ἑνωθοῦμε μέ Αὐτόν, τόν
Δημιουργό μας. Νά ἀφήσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο μέ τίς κακίες, τίς ἔχθρες, τίς ζήλιες,
τίς πονηριές, τά μικροσυμφέροντα καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ «νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν
Χριστό μας στήν ἀλήθεια, τήν πραότητα, τήν δικαιοσύνη, τήν ταπείνωση καί τήν φιλαν-
θρωπία» (Συμεών Νέος Θεολόγος). Πῶς θά τό καταφέρουμε αὐτό; «Ἔχουσιν Μωϋσέα καί
τούς προφήτας». Ἄς ἀκούσουν αὐτούς, μᾶς λέει ὁ Χριστός, δηλαδή ἄς ἀκολουθήσουμε τίς
ἐντολές Του στά λόγια, τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας. «Ἄς ἁγιάσωμεν καί καθαρίσωμε
τόν ναόν τοῦτον (τό σῶμα καί τήν ψυχή μας) καθόσον ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι καθαρός καί ἅγιος
ἵνα ἐπιθυμήσῃ νά κατοικήσῃ ἐν αὐτῷ» (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος).
Καί ὅσο πλησιάζουμε τόν Θεό μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του τόσο γεμίζουμε μέ
ἀγάπη γιά Αὐτόν καί τόν συνάνθρωπό μας. Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού μᾶς μιλάει ὁ
Παύλος στόν σημερινό Ἀπόστολο. Αὐτή πού «οὐδέποτε ἐκπίπτει»! Δέν ἐννοεῖ τήν συναι-
σθηματική ἀγάπη πού ἀλλάζει μαζί μέ μᾶς, ἤ τήν ἀγάπη πού ζητάει κάτι ἀπό τόν ἄλλο.
Ὂχι! Τέτοια ἀγάπη εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ δική μας ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τά
ἑαυτῆς». Προσφέρεται δῶρο στόν Θεό καί μέσῳ αὐτῆς ἀνοίγει ἡ καρδιά μας πρός τόν
συνάνθρωπό μας ὡς «εἰκόνα Θεοῦ». Γι᾽ αὐτό ἀληθινή ἀγάπη ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη
μας, δέν λογίζεται. Ἄς ἐντείνουμε λοιπόν τήν πάλη μας ἐνάντια στά πάθη μας, μέ ζῆλο
καί εἰλικρίνια, κρούοντες κάθε μέρα τήν θύραν τοῦ ἐλέους Του, γιά νά μήν μᾶς βρεθοῦμε
τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως πνευματικά κενοί, ὡς «χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον».
Πρωτοπρεσβ. Παναγιώτης-Φωκᾶς Σακελλαρίου
I n Israel of the first century, in the time of Our Lord, and when this Gospel was recorded
by St Luke, there was no middle class with which we identify, just rich and poor. Within
the frame of that background we must understand the story Our Lord tells of the Rich Man
and of Lazarus, the indigent. He was not just poor like most workmen and labourers; he
was homeless, and unemployed (lying at the gate of the rich man) and he was repulsively
unhealthy (the dogs licked his sores). He longed to be given what they didn’t even want,
but nobody let him have that. So he died in misery, and was then carried to Abraham’s
bosom; the place where the righteous dwell with God. Later the rich man died, and went
to hell and torment.
As St Paul writes to the Corinthians in the passage which was read at Liturgy today,
charity never fails, even though faith and teaching and knowledge will pass away. The
once rich man is concerned for the inevitable fate of his brothers, who live as he did, and
asks that they be warned by Lazarus (for they all saw him at the gate, and ignored him on
their way to and from feasting). We see that his love for them endures, even in hell, yet
it is powerless, since it bore no fruit on earth. The rich man sees now, that his brothers
must repent of the way of life he shared with them, to avoid his fate.
But Abraham denies this request saying that they have Moses, who was the greatest
teacher of the people of God until John the Baptist, and the other Prophets. If they will
not listen to them, neither will they give heed to one who is risen from the dead. This year,
we were not permitted to celebrate Pascha, because our authorities have long despised
Him Who is Risen from the dead. All our faith is in Christ, whose followers are called
Christians. The authorities and teachers of this world, boast this a post-Christian, even
“post-truth,” age. Many believe marxist theories of class war, conflict, and the need for
an overturning (revolution) of the Christian civilisation developed over two thousand
years. Love is completely absent from their materialist worldview. And this has been the
everyday teaching and diet of our schools and universities for at least fifty years.
We and our children are promised by these authorities: housing, food and healthcare
for our bodies, in a socialist order of government control. But our souls and those of our
children, are left starved of nourishment, and diseased by foul and perverse ideas, with
not even crumbs of liberty being permitted them. Abraham reminds us that God is just.
Christians cannot fear death. But we must live as Christ teaches in the Gospel; repent our
passion for physical safety; feed our souls by active repentance; receive worthily the Holy
Gifts of Christ - The Truth and Life, now and for eternity, Amen.