You are on page 1of 2

«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ.

1,10)
Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Κοινοβιακὴ Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης – 531 00 ΦΛΩΡΙΝΑ – τηλ. 23850-28610 –imaaflo@yahoo.gr

Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΛΖ΄ Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 2337 22 Νοεμβρίου 2020 Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Πάθος ἀκόρεστο (ἡ πλεονεξία)

«Τ ἐρώτημα, ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὸ εὐ-


«Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17)
ί ποιήσω…;». Εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἀγωνία· ἡ ἰδέα ὅτι τόννοι ἀγαθῶν θὰ μείνουν
ἐκτεθειμένοι καὶ ἀνασφάλιστοι δὲν τὸν ἄφη-
αγγέλιο (Λουκ. 12,17). Εἶνε ἡ ἀπορία ἑνὸς ἀνθρώ- νε νὰ ἡσυχάσῃ. Γι᾽ αὐτὸ λέει «Τί νὰ κάνω…;»!
που, ποὺ βρίσκεται σὲ δυσκολία, ἀμηχανία, ἀ- Δὲν εἶχε λοιπὸν ἀποθῆκες; Μὰ ὑπῆρχαν ἀ-
διέξοδο. «Τί ποιήσω…;», τί νὰ κάνω; ποθῆκες. Ὄχι λίγες· πολλές, χιλιάδες ἀποθῆ-
Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τεντῶστε τὸ αὐτί σας κες, μικρὲς καὶ μὲ ἀσφάλεια ἑκατὸ τοῖς ἑκατό.
καὶ θὰ τ᾽ ἀκούσετε ἀπὸ πολλὰ στόματα. «Τί Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἀποθῆκες; Εἶνε τὰ στομά-
νὰ κάνω;» λέει ἐκεῖνο τὸ ὀρφανό, ποὺ ἔμεινε χια τῶν πεινασμένων ἀνθρώπων. Ἂν μοίραζε
στοὺς πέντε δρόμους καὶ ζητάει στοργὴ ἀπὸ ἀπὸ πέντε κιλὰ ἀλεύρι καὶ δυὸ κιλὰ λάδι στὸν
τὴν ἄσπλαχνη κοινωνία. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέ- καθένα, ἀμέσως τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ θὰ διωχετεύ-
ει ἡ χήρα μὲ τὰ μικρά της, ποὺ ζητάει προ- οντο στὶς πιὸ ἀσφαλεῖς ἀποθῆκες, μέσα στὰ
στασία. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέει ὁ ἄντρας, ποὺ στομάχια τῶν πεινασμένων, καὶ χίλια «Δόξα
πέθανε ἡ ἀγαπημένη γυναίκα του κ᾽ ἔμεινε σοι, ὁ Θεός» καὶ χίλιες εὐχαριστίες γι᾽ αὐτὸν
δίχως ταίρι. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέει ὁ ἐργάτης, θ᾽ ἀκούοντο ἀπ᾽ τὰ στόματα τῶν φτωχῶν. Τώ-
ποὺ τὸν ἀπέλυσε ἡ ἑταιρεία ἢ τὸ κατάστημα ρα ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτά! Εἶνε κουφὸς καὶ
ἢ τὸ ἐργοστάσιο, καὶ τώρα τρέχει νὰ βρῇ δου- δὲν ἀκούει, τυφλὸς καὶ δὲν βλέπει τὴν ἀνθρώ-
λειὰ ἢ ἑτοιμάζεται νὰ πάρῃ διαβατήριο γιὰ τὰ πινη δυστυχία· ἡ καρδιά του ἔγινε σκληρὴ
ξένα. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέει ὁ μικρέμπορος, ποὺ σὰν τὸ χρυσάφι, δὲν συγκινεῖται. Ἐὰν φυτρώ-
τὸ γραμμάτιό του διαμαρτύρεται κι αὐτὸς τρέ- νῃ στὸ γρανίτη ἄνθος, μπορεῖ καὶ σὲ τέτοιες
χει νὰ δανειστῇ φοβούμενος τὴν κατάσχεσι. καρδιὲς νὰ φυτρώσῃ τὸ ἄνθος τῆς εὐσπλα-
«Τί νὰ κάνω;», τὸ λένε πλήθη φτωχῶν καὶ χνίας. Τί νὰ κάνω; ἐξακολουθεῖ νὰ ἀπορῇ.
δυστυχισμένων. Στὸ εὐαγγέλιο λοιπὸν ποιός Βράδιασε. Ἐπιστρέφει ἀπὸ περιοδεία στὰ
τὸ λέει σήμερα; Δὲν τὸ λέει οὔτε ὀρφανό, οὔ- κτήματα. Κι ὅσο ἔχει τὰ προϊόντα του ἐκτε-
τε χήρα, οὔτε ἐργάτης, οὔτε μικρέμπορος, οὔ- θειμένα τὸν ζώνει ἀνησυχία. Νύχτωσε, τὸ σκο-
τε κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος τῆς ἀνάγκης· τὸ τάδι σκέπασε τὰ πάντα κι ὅλοι πέφτουν γιὰ
λέει – ποιός· ἕνας πλούσιος! Μὰ τί τοῦ συμ- ὕπνο. Τὸ μικρὸ παιδάκι στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μά-
βαίνει; Τὸ λέει ἡ παραβολή (βλ. Λουκ. 12,16-21· 14,35). νας, τὸ πουλάκι στὴ φωλιά του, ὁ φτωχὸς στὸ
*** καλύβι του, ὁ ἄρρωστος στὸ θάλαμο τοῦ νο-
Ἦταν, ἀδελφοί μου, μεγαλοκτηματίας, τσι- σοκομείου γιὰ λίγα ἔστω λεπτά, κι αὐτὸς ἀκό-
φλικᾶς. Ἡ «εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς», ποὺ μη ὁ κατάδικος πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τῆς φυ-
ζητοῦμε στὴν θεία Λειτουργία, στὰ ἀπέραντα λακῆς, ὅλοι κοιμοῦνται. Ἕνας μόνο δὲν κοι-
κτήματά του ἦταν ἐξαιρετική. Τὰ σπαρτὰ θά- μᾶται· ποιός; ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης
λασσα, τ᾽ ἀμπέλια φορτωμένα σταφύλια, τὰ πλούσιος! Στριφογυρίζει σὰν τὸ φίδι πάνω
κλαδιὰ στὰ ἐλαιοστάσια λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρ- στὸ κρεβάτι καὶ συλλογίζεται· «Τί νὰ κάνω;».
πό. Ἀλλὰ ἡ ἐξαιρετικὴ αὐτὴ εὐλογία, ἀντὶ νὰ Αἴφνης βρίσκει σύμβουλο «κατάλληλο». Τὸ
τὸν κάνῃ εὔθυμο, εὐγνώμονα στὸ Θεὸ καὶ πιὸ πονηρὸ πνεῦμα τοῦ ὑποδεικνύει «πρόγραμ-
εὔσπλαχνο, τὸν ἔκανε ἐσωστρεφῆ· συσπειρώ- μα οἰκονομικῆς καὶ βιομηχανικῆς ἀναπτύξε-
θηκε περισσότερο στὸ ἐγώ του. Τὰ μάζεψε ὅ- ως» – γιὰ νὰ μιλήσουμε σὲ σύγχρονη γλῶσ-
λα, δὲν ἄφησε τίποτα ἔξω, οἱ ἀποθῆκες ὅμως σα. Καταλάβατε; Ὁ σατανᾶς τοῦ ὑπέδειξε
δὲν τὰ χωροῦσαν. Καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἕνα σχέδιο ἐπεκτάσεως τῶν ἐγκαταστάσεων
2
καὶ τοῦ εἶπε· Γκρέμισε τὶς παλιὲς ἀποθῆκες φιλαργυρίας εἶνε ἀκόρεστο, ἀχόρταγο. Ἡ θά-
καὶ χτίσε ἄλλες μεγαλύτερες! ἐκεῖ θὰ μαζέ- λασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Σταματῆ-
ψῃς καὶ τὸ τελευταῖο σπυρὶ σιτάρι, καὶ τὴν τε- στε δὲν θέλω ἄλλα νερά, μὰ ἡ πλεονεξία καὶ
λευταία ῥώγα σταφυλιοῦ, καὶ τὴν τελευταία φιλαργυρία δὲν λέει ποτέ, Φτάνει. Ὑπάρχει,
σταγόνα γάλα, τὰ πάντα· δὲν θὰ μείνῃ ἔξω τί- λένε οἱ γιατροί, μία ἀσθένεια ποὺ λέγεται ὑ-
ποτα. Καὶ μετὰ θὰ στρωθῇς σὲ μιὰ πολυθρόνα, δρωπικία. Ὅποιος πάσχει ἀπ᾽ αὐτήν, ὅσο πίνει
θ᾽ ἀνάψῃς τσιγάρο καὶ θὰ πῇς· «Ψυχή, ἔχεις νερὸ τόσο καὶ περισσότερο διψᾷ. Καὶ ἡ φιλαρ-
πολλὰ ἀγαθά…· φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). γυρία λοιπὸν καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε μία πνευμα-
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ «θά…» ὅμως τοῦ πλεονέκτου τικὴ ὑδρωπικία· αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ἀπὸ αὐ-
οὔτε ἕνα δὲν πραγματοποιήθηκε. Ἔτσι καὶ ἀ- τὴν δὲν ἡσυχάζουν· θέλοντας ν᾽ ἀποκτήσουν
πὸ τὰ σημερινὰ «θά…», τὰ πενταετῆ προγράμ- κι ἄλλα κι ἄλλα, ἔχουν τὸ βλέμμα συνεχῶς
ματα οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως ποὺ συντάσ- κάτω καὶ ποτέ δὲν τὸ στρέφουν στὸν οὐρανό.
σουν οἱ οἰκονομολόγοι καὶ ἀκοῦμε συνήθως ***
νὰ ἐξαγγέλλωνται, ἐρωτῶ, τί τελικῶς πραγμα- Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου, ἐπιτρέ-
τοποιεῖται; Ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα, ποὺ δὲν ψτε μου νὰ ὑπενθυμίσω ἕνα σχετικὸ μὲ τὸ θέ-
γνωρίζεις τὸ μέλλον τοῦ πλανήτου καὶ δὲν ξέ- μα αὐτὸ θλιβερὸ γεγονός. Τὸ 1922 ἔγινε ἡ με-
ρεις τί θὰ μείνῃ ἀπὸ τὰ μεγάλα ἔργα τῶν πλα- γαλύτερη καταστροφὴ τῆς πατρίδος μας, σο-
νηταρχῶν σου, τὶς γέφυρες, τοὺς οὐρανοξύ- βαρώτερη καὶ ἀπὸ τὴν Ἅλωσι τῆς Κωνσταντι-
στες, τὶς καμινάδες, τὰ τάνκερ!… Ἀφοῦ βου- νουπόλεως· ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ἤμα-
λιάζεις στὴ διαφθορά, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σὲ σταν παιδιὰ ὅταν ἀκούσαμε τὶς καμπάνες νὰ
περιμένῃ παρὰ ἡ τύχη τῶν Σοδόμων. χτυποῦν πένθιμα, καὶ βγήκαμε ἔξω νὰ προϋπαν-
Ὁ πλούσιος «λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδό- τήσουμε τοὺς πρόσφυγες ἀδελφούς μας. Ἕ-
χο» ποὺ λέει ἡ παροιμία. Καὶ ξαφνικὰ κάποιος, νας ἀκμαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς (ἑνάμισυ
χωρὶς προειδοποίησι, τοῦ χτυπάει τὴν πόρτα. ἑκατομμύριο Ἕλληνες πρόσφυγες) ξερριζώ-
Ὤ τὸν ἀναιδέστατο! εἶνε ὁ πιὸ ἀνεπιθύμητος θηκε καὶ ἦρθε στὴν πατρίδα μας. Ἀπὸ τὴν φλε-
ἐπισκέπτης. Ποιός εἶνε; Μὴ «χτυπᾶτε ξύλο», γόμενη Σμύρνη βγῆκε τότε πάμπτωχο στὸ μου-
δὲν ὠφελεῖ. Εἶνε ὁ χάρος! «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ ράγιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἕνα ζωηρὸ παιδὶ
νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ 16 ἐτῶν. Δούλευε, ἀλλὰ ἀνήσυχος δὲν μποροῦ-
δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20). Ἔμπρός, τοῦ σε νὰ περιοριστῇ στὸ φτωχὸ ψωμάκι· ἤθελε
λέει, σήκω! σὲ παίρνω, φεύγεις γιὰ τὸν ἄλλο νὰ πετάξῃ, νὰ φύγῃ μακριά, ἀλλὰ λεφτὰ δὲν εἶ-
κόσμο! Ματαίως ἐκλιπαρεῖ καὶ παρακαλεῖ γιὰ χε. Τότε οἱ ἀχθοφόροι τοῦ λιμανιοῦ, εὐγενικὲς
μιὰ ἀναβολή· ἡ ἀπόφασι εἶνε ἀμετάκλητη, κ᾽ ψυχές, τὸν εἶδαν λυπημένο κ᾽ ἔκαναν ἔρανο,
ἔτσι ὁ πλούσιος φεύγει ἐσπευσμένα ἀπὸ τὴ γιὰ νὰ τοῦ δώσουν τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτή-
ζωὴ αὐτή. Ὁ πονηρὸς τὸν ὡδήγησε πάνω στὸ ριο. Ἔτσι ἔφυγε καὶ πέταξε μακριά… Κατόπιν
βράχο τῆς πλεονεξίας, κι ἀπὸ ᾽κεῖ τοῦ ᾽δωσε ὁ κύριος αὐτός, τοῦ ὁποίου ἀπαξιῶ ν᾽ ἀναφέ-
μιὰ σπρωξιὰ καὶ τὸν ἔρριξε στὸ χάος· ὅπως ρω τὸ ὄνομα, ἦρθε μέσα στὴν πρώτη δεκάδα
λέει ὁ Δάντης, ἔκανε βουτιὰ στὰ κύματα τοῦ τῶν ἐφοπλιστῶν τοῦ κόσμου· τὸ φτωχαδάκι
ᾅδου, στὸ πέλαγος τῆς κολάσεως. ἐκεῖνο πήκτωσε τὴ θάλασσα μὲ τὰ πλοῖα του!
Ὦ Εὐαγγέλιο, εἶσαι αἰώνιο, εἶσαι ἡ πιστὴ εἰ- Ἐρωτῶ· τί ἔκανε τὰ πλούτη του, τί ἔδωσε γιὰ
κόνα τῆς ἀνθρωπότητος! Αὐτὸ τὸ «Τί ποιή- ἱεροὺς σκοπούς αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ γίνῃ
σω;» τ᾽ ἀκοῦς καὶ σήμερα, σὲ ἐποχὴ ποὺ ἀρι- ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης;
στεροὶ καὶ δεξιοὶ δικαιώνουν τὸν Μάρξ, ἀφοῦ Ὄχι, ἀδέρφια μου! Πέφτω καὶ φιλῶ τὰ πό-
θεωροῦν ὅτι ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέ- δια ἑνὸς ἀγρότου τῶν Πρεσπῶν, τιμίου οἰκο-
φονται ὅλα εἶνε ὁ οἰκονομικὸς παράγων. Δὲν γενειάρχου ποὺ μοιράζεται τὸ ψωμάκι του μ᾽ ἕ-
τὸ λένε ὅμως τόσο οἱ φτωχοί μας, τὰ φτωχαδά- ναν ἄλλο φτωχό, μὰ ποτέ τέτοιους πλουσίους,
κια τῆς ὑπαίθρου – κάθομαι κοντά τους κι ἀ- ποὺ εἶνε ὄνειδος καὶ ὄχι τιμὴ γιὰ τὴν πατρίδα.
ναπαύεται ἡ ψυχή μου. Αὐτοὶ σηκώνονται τὸ Πίστευε στὸ Εὐαγγέλιο, σκόρπα τὰ ἀγαθά
πρωί, πᾶνε στὰ λιβάδια, βόσκουν τὰ πρόβατά σου, δίνε ὅπου μπορεῖς, γιατὶ τὸ τέλος ἐγγίζει·
τους, ἀκοῦνε τὴν καμπάνα, κάνουν τὸ σταυρό ὁ δίκαιος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν·
τους καὶ λένε· Ἔχει ὁ Θεός! Ποιοί τὸ λένε; ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
Κυρίως οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ τοῦ πλούτου. αἰῶνος» (Β΄ Κορ. 9,9=Ψαλμ. 111,9). «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν
«Τί ποιήσω;». Ἔκανε χίλιες λίρες; Θέλει νὰ καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον
τὶς κάνῃ δυὸ χιλιάδες, τὶς δύο νὰ τὶς κάνῃ οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
τέσσερις; τὶς τέσσερις ὀχτώ… Τὸ πάθος τῆς (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης - Ἀθηνῶν τὴν 19-11-1972. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-10-2020.

You might also like