Professional Documents
Culture Documents
1603
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ.
1
Γρηγορίου του Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος Α΄,
σ. 666.
2
J. Meyendorff, Introduction a l’étude de Gr. Palamas, Paris 1959, σ. 290εξ.
3
Για τη διαμάχη των δύο κορυφαίων εκφραστών της συγκεκριμένης τά-
σης, βλ. Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις
το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του
προσώπου, ανάτυπον εκ του τόμου Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολί-
του γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατε-
ρικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 303-304∙ Χ. Γιανναρά, Περί απυρο-
βλήτου πτώματος ή αποκλίσεων υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, Σύ-
ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 105
ναξη 37(1991), σ. 38-39. Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή
για ένα πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 330-331.
4
Βλ. Μ. Μπέγζου, Το μέλλον του παρελθόντος. Κριτική εισαγωγή στη θε-
ολογία της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993, σ. 45, όπου και η σχετι-
κή βιβλιογραφία.
5
Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις το
πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προ-
σώπου, ανάτυπον εκ του τόμου Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολίτου
γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, εκδ. Πατραρχικόν Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 289.
6
Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις το
πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προ-
σώπου, σ. 299.
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 107
7
Βλ. ενδεικτικά τις μελέτες του τόμου, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα.
Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, εκδότης Douglas H. Knight, επιμέλεια
Ιωάννης Γρ. Πλεξίδας, εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2009.
8
Οφείλω, βέβαια, στο σημείο αυτό να διευκρινίσω, πως καμία σχέση δεν
έχει ο θεολογικός διάλογος –τον οποίο έχω την αίσθηση πως τούτη η μελέ-
τη διακονεί- με εκείνες τις βιαστικές και επικίνδυνες για την ενότητα του
εκκλησιαστικού σώματος, αλλά και την ελευθερία του ακαδημαϊκού λό-
γου, φωνές, οι οποίες με απίστευτη ευκολία βαφτίζουν την οποιαδήποτε
διαφορετικότητα, την οποιαδήποτε ανάγκη έκφρασης κοινοτικής συνά-
ντησης με τον άλλο, αίρεση. Εξαιρετικές παρατηρήσεις για το θέμα της
ορθοδοξίας και της αίρεσης, βλ. στην κλασική πλέον μελέτη του Ν. Μα-
τσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση κατά τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς
του τετάρτου, πέμπτου και έκτου αιώνα (Επιστημονική Επετηρίδα Θεο-
λογική Σχολής ΑΠΘ, Παράρτημα αρ. 29, του 26ου τόμου), Θεσσαλονίκη
1981.
9
π. Ν. Λουδοβίκου, Χριστιανική ζωή και θεσμική Εκκλησία, Η Θεολογία
του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 198∙ του ίδι-
ου, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου. Η αρχέγονη Εκκλησία
σήμερα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002, σ. 158.
10
Η. Παπαγιαννόπουλου, Πρόσωπο και υποκείμενο. Σημειώσεις για μιαν
εσχατολογική ανθρωπολογία, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία.
22: «η ρήση του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη “Εγώ ειμί ο ων” (Εξοδ. 3,14)
[…] στην Πατερική Θεολογία έχει εκληφθή σαφώς ως αναφερόμενη στο
Θεό ως όντως όντος, με την έννοια που απαντούμε και στις αρχαίες ευχα-
ριστιακές αναφορές: “Συ…ο αεί ων, ωσαύτως ων” (Λειτουργία Χρυσοστό-
μου), “Ο ων, Δέσποτα…” (Λειτουργία Βασιλείου) κ.λπ. Αυτή μάλιστα η
αναφορά στο Θεό Πατέρα ως τον “μόνον όντως όντα Θεόν” (Λειτουργία
Μ. Βασιλείου) αντιπαρατίθεται και στις δύο σε χρήση λειτουργίες προς το
“μη ον” ή “ουκ ον”, εκ του οποίου δημιουργήθηκεν ο κόσμος, πράγμα που
υπονοεί, ότι στο υπόβαθρο κείται η έννοια της υπάρξεως, του όντος, γενι-
κά. O υπερούσιος Θεός της αποφατικής θεολογίας δεν παύει να είναι ο
“όντως ων” της Θ. Λειτουργίας, και μ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά Του
απευθυνόμεθα σ’ Αυτόν». Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως τούτη η απο-
κλειστική ταύτιση του Πατέρα με το Ον, εκ μέρους του Ζηζιούλα, τόσο
στη λειτουργική όσο και στην ευρύτερη πατερική παράδοση, που αφήνει
στη σκιά τη συνέχεια της αγίας αναφοράς, εκείνο το «Συ γαρ», που συ-
μπληρώνεται άμεσα και δυναμικά με το «συ και» («Συ γαρ ει Θεός ανέκ-
φραστος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων∙ συ και ο μονογενής
σου Υιός και το Πνεύμά σου το άγιον» Λειτουργία Χρυσοστόμου), μοιά-
ζει να είναι αυτή που επιτρέπει στην έρευνα να διαπιστώνει, ότι: «Ο Ζη-
ζιούλας μπορεί πράγματι να δημιουργεί υποψίες πως αποδίδει πολύ μικρό
ρόλο στον Υιό και στο Πνεύμα για τη δομική συγκρότηση της Θεότη-
τας…υποψίες για έναν υπέρμετρο “μονοθεϊσμό του Πατρός”», G. Gunton,
Πρόσωπα και ετερότητα, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο,
Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 164. Αντίθετος με μια τέτοια απολυτοποιημέ-
νη μοναρχία του Πατρός μοιάζει να είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
(πρώην Μπανάτου) Αθανάσιος Γιέβτιτς, ο οποίος αναφερόμενος στο θέμα
σημειώνει: «Το πρόσωπον του Θεού, κατά το προαναφερθέν χωρίο του
Αγίου Παλαμά, δεν είναι “προϊόν” της Θεότητος, της Θείας φύσεως, αλλά
είναι ακριβώς ο Ων ως Θείον Πρόσωπον που “ενυποστασιάζει”, δηλαδή
υποστατικοποιεί την Θείαν φύσιν Του, που Της δίνει “τον τρόπο της υ-
πάρξεως” (το να υφίσταται πραγματικά, συγκεκριμένα και προσωπικά).
Αυτός είναι, λοιπόν, ο Βιβλικός Θεός – ο Ων=Γιαχβέ, όπως αποκαλύφθηκε
στον Μωυσή και όπως αυτοαποκαλύφθηκε κυρίως στο Πρόσωπο του
Σαρκωθέντος Υιού, του Θεανθρώπου Χριστού. Έχοντας ως αφετηρία το
Θείον Πρόσωπον του Χριστού, την Θείαν Υπόστασιν του Μονογενούς και
Αγαπητού Υιού του Θεού, που εκ των Πατρικών κόλπων αποκαλύπτει
και “εξηγεί” τον Θεόν Πατέρα, μπορούσε ο Άγιος Παλαμάς να έχει μίαν
τέτοιαν θεώρησιν του Θεού ως προσώπου, δηλαδή ως Τριάδος Προσώπων:
Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Γι αυτό και ετόνιζεν τόσον συχνά
την σημασίαν της Σαρκώσεως ο Άγιος Θεολόγος της Θεσσαλονίκης», Ο Ων
(=Γιαχβέ) ως ζων και αληθινός Θεός, όπως περί αυτού μαρτυρεί ο άγ. Γρη-
γόριος ο Παλαμάς, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνή-
14
Βλ. σχετικά, Χ.Γιανναρά, Περί απυροβλήτου πτώματος ή αποκλίσεων
υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, Σύναξη 37(1991), σ. 41: «Έρχομαι
τώρα στο δεύτερο θέμα που θέλω να σχολιάσω με αφορμή το άρθρο του κ.
Αγουρίδη. Αν και κατά πόσο η οντολογική προτεραιότητα του προσώπου
συνιστά τον άξονα της εκκλησιαστικής θεολογίας (τόσο στον ευαγγελισμό
της αλήθειας του Τριαδικού Θεού, όσο και στον ευαγγελισμό της αλήθειας
για την “κατ’ εικόνα” Θεού δημιουργία του ανθρώπου). Αν είναι ο πυρή-
νας της ευαγγελικής αποκάλυψης, ή απλώς μεταγενέστερες προβολές νεο-
πλατωνικών και πρόσφατα υπαρξιστικών –περσοναλιστικών σχημάτων
στον θεολογικό προβληματισμό».
15
Βλ. π. Ν.Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυ-
τού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 272-273.
16
Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, εκδ.
«Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 39-65∙ του ίδιου, Κάλλος το ά-
γιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρί-
τας, Αθήνα 2004, σ. 146-151.
17
Βλ. σχετικά, Ι.Ζηζιούλας, Μητρ. Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός
στην Ορθόδοξη Λατρεία (ιδιαίτερα στη Θ. Ευχαριστία), Σύναξη 71 (Ιού-
λιος-Σεπτέμβριος 1999), σ. 10. Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλης, Κάλλος το άγιον.
Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, σ. 232-233: «Βέ-
βαια, οι επιδράσεις μιας θεολογίας “α-φυσικής” δεν είναι το ίδιο εμφανείς
στο χώρο της κτισιολογίας όσο στο χώρο της ανθρωπολογίας ή της θεολο-
γίας. Εντούτοις, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, θα ανακαλύψει και
εδώ, σε μικρότερο, όμως, βαθμό, τα σημάδια της απόκλισης από τον πατε-
ρικό θεολογικό ολισμό. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε την προ-
σπάθεια αντιστοίχησης του σχήματος φύση-πρόσωπο, στο σχήμα φυσικός
συμβολισμός-τυπολογία. Πρόκειται ουσιαστικά για τη θέση του σεβασμι-
ωτάτου Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος φαίνεται να
θηκε η αίσθηση πως δεν υπάρχει χώρος ούτε για ιερέα, ούτε για
λαϊκό18. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα υπήρξε η ταύτιση του
έχουμε πλήρη Ευχαριστία χωρίς τον Επίσκοπο στην ενορία, άρα μπορού-
με να έχουμε και πλήρη Εκκλησία χωρίς αυτόν)” (Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχα-
ριστία και Εκκλησία, Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, σ. 44-45)».
19
π. Ν. Λουδοβίκου, Χριστιανική ζωή και θεσμική Εκκλησία, Η Θεολογία
του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 202-203.
20
Βλ. σχετικά, J. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in
Personhood and the Church, σ. 109: «…in Christ the natures are only because
they are particularized in one person. In Christ the general exists only in
and throught the particular; The particular is thus raised to ontological
primacy». Πρβλ. G. Gunton, Πρόσωπα και ετερότητα, Η Θεολογία του Ι-
ωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 162. Η κατανόη-
ση, βέβαια, της προτεραιότητας, άλλως «προήγησης» του προσώπου ένα-
ντι της φύσεως, στη θεολογία του σεβασμιωτάτου, διαφοροποιείται ριζικά
από την αντίστοιχη κατανόηση και ερμηνεία του Χρήστου Γιανναρά. Γε-
γονός, που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί τον σεβασμιώτατο ακόμη και
στην απόλυτη αποκήρυξη του όρου «προτεραιότητα», προκειμένου να
αποφύγει την «περσοναλιστική» αντιπαράθεση ουσίας και προσώπου, η
οποία καθώς πιστεύει βαρύνει τον Χρήστο Γιανναρά. Βλ. σχετικά,
Mητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα), Το είναι του Θεού και το
είναι του ανθρώπου. Απόπειρα θεολογικού διαλόγου, Σύναξη 37(1991), σ.
17-18: « Ίσως το πιο επίμαχο σημείο να είναι για πολλούς ο τονισμός από
μέρους μου της ιδέας των Καππαδοκών Πατέρων ότι ο Πατήρ είναι ο αί-
τιος ή το “αίτιον” της Τριαδικής υπάρξεως του Θεού […]. Από τη θέση αυ-
τή θα μπορούσε να εξαχθή το συμπέρασμα ότι το “πρόσωπο προηγείται
της ουσίας”, αλλά κάτι τέτοιο θα έπρεπε να τεθή στο φως των όσων είπα-
με πιο πάνω, τονίζοντας ότι στους Πατέρες δεν τίθεται θέμα αντιπαραθέ-
σεως της ουσίας προς το πρόσωπο»∙ J.D.Zizioulas, Being as communion,
εκδ. St Vladimir’s Seminary Press, Crestwood-NY 1993, σ. 134: «This does
not mean that the persons have an ontological priority over the one sub-
stance of God, but that the one substance of God coincides with the com-
munion of the three persons. In ecclesiology all this can be applied to the
relationship between local and universal Church. There is one Church, as
there is one God. But the expression of this one Church is the communion of
the many local Churches. Communion and oneness coincide in ecclesiology».
Πρβλ. Α. Βrown, Για την κριτική που ασκήθηκε στο Being as Communion
26
Γρηγορίου του Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος
Α΄, σ. 665-666.
27
Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Περί φωτός. Προσωπικές ή φυσικές ενέρ-
γειες;Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορ-
θόδοξο χώρο, σ. 109. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός (προς τα
του Ακινδύνου) 3,10,28, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος Γ΄, σ. 184: «[…] ώστε η μεν
ουσία εξ ανάγκης ον, το δε ον ουκ ουσία εξ ανάγκης».
28
Βλ. σχετικά, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της ενανθρωπήσεως του
Μονογενούς, SC 97, σ. 218: «Εγώ ειμί ο ων. Το δε ον αληθώς ουκ εν υπο-
στάσει καθ’ εαυτό σωζόμενον πώς αν νοοίτό ποτε;». Είναι σαφές πως εδώ
ο Κύριλλος στρέφεται εναντίον των αιρετικών Μάρκελου και Φωτεινού,
οι οποίοι αμφισβητούσαν την «ιδικήν» ύπαρξη του Μονογενούς τον οποίο
θεωρούσαν «ανύπαρκτον» και «ουκ εν υποστάσει τη καθ’εαυτόν, ρήμα δε
απλώς και λόγον τον κατά μόνην την προφοράν γενέσθαι», Κυρίλλου Α-
λεξανδρείας, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, σ. 56εξ.
και 156. Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της αγίας και ομοουσίου
Τριάδος Λόγος Α΄, PG 75, 672BD.
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
118 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»
νων∙ και χρόνων οντότης, και αιών των όντων∙ χρόνος των γινο-
μένων, το είναι τοις οπωσούν ούσι, γένεσις τοις οπωσούν γινομέ-
νοις. Εκ του όντος, αιών, και ουσία, και ον, και χρόνος, και γέ-
νεσις, και γινόμενον∙ τα εν τοις ούσιν όντα, και τα οπωσούν υ-
πάρχοντα, και υφεστώτα. Και γαρ, ο Θεός ου πώς εστιν ων, αλλ’
απλώς και απεριορίστως, όλον εν εαυτώ το είναι συνειληφώς και
προειληφώς∙ διο και βασιλεύς λέγεται των αιώνων, ως εν αυτώ
και περί αυτόν παντός του είναι και όντος και υφεστηκότος, και
ούτε ην, ούτε έσται, ούτε εγένετο, ούτε γίνεται, ούτε γενήσεται,
μάλλον δε ούτε εστίν∙ αλλ’ αυτός εστι το είναι τοις ούσι∙ και ου
τα όντα μόνον, αλλά και αυτό το είναι των όντων, εκ του προ-
αιωνίως όντος∙ αυτός γαρ εστιν ο αιών των αιώνων, ο υπάρχων
προ των αιώνων»29.
Κατόπιν τούτων και με δεδομένη πλέον την πάγια θέση
της πατερικής θεολογίας, που με εξαίρετο τρόπο εξέφρασε ο
Γρηγόριος Παλαμάς, λέγοντας ποικιλότροπα, πως δεν υπάρχει
ουσία ανυπόστατη και υπόσταση ανούσια, συνεπώς και ουδεμία
δυνατότητα ταύτισης του όντος μόνον με το πρόσωπο, έρχομαι
επί τροχάδην στην εξέταση του πρώτου μεταφυσικού αξιώματος
των εκπροσώπων της «θεολογίας του προσώπου», σύμφωνα με
το οποίο ο,τιδήποτε το φυσικό είναι και αναγκαστικό, συνεπώς
ανελεύθερο.
Οφείλω, λοιπόν, ευθύς εξαρχής, να σημειώσω με ένταση,
ότι μια τέτοια ταυτότητα δεν άγγιξε ποτέ τη γη της Ορθοδοξίας.
Η διδασκαλία αυτή αναπτύχθηκε τόσο στο χώρο της αιρετικής
αντιοχειανής θεολογικής σκέψης, όσο και στο χώρο των εκπρο-
σώπων του μονοθελητισμού. Γι’αυτό με ένταση ο άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας, παλεύοντας με τον ηθικισμό της αίρεσης, σημειώ-
νει, ότι «Έστι μεν γαρ ουκ ανεθελήτως α εστι φυσικώς, σύνδρο-
29
Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί θείων ονομάτων Ε΄, PG 3, 817CD. Πρβλ.
Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος 30, Θεολογικός Δ΄, Περί Υιού, PG 36,
128ΑΒ: « “Ο” μεν “ων”, και “ο Θεός”, μάλλον πως της ουσίας ονόματα∙ και
τούτων μάλλον “o ων”, ου μόνον ότι τω Μωσεί χρηματίζων επί του όρους,
και την κλήσιν απαιτούμενος, η τις ποτε είη, τούτο προσείπεν εαυτόν, “ο
ων απέσταλκέ με” τω λαώ κελεύσας ειπείν∙ αλλ’ ότι και κυριωτέραν ταύ-
την ευρίσκομεν».
μον έχων τη φύσει την θέλησιν του είναι α εστιν»30. Και ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής, απαντώντας στον μονοθελήτη Πύρρο, ο
οποίος υποστήριζε μετά μανίας, ότι «το δε φυσικόν πάντως και
ηναγκασμένον», χαρακτηρίζει την πρότασή του «πάσης ατοπίας
ατοπωτέρα», καθώς σε μια τέτοια περίπτωση, ο Θεός, ως φύση
Θεός, φύση αγαθός και φύση δημιουργός, θα αποδεικνύονταν,
ως κατ’ ανάγκη Θεός, κατ’ ανάγκη αγαθός και κατ’ ανάγκη δη-
μιουργός, πράγμα το οποίο και να σκεφτεί κανείς, πολύ περισ-
σότερο να το εκστομίσει, «εσχάτης εστί βλασφημίας». Συνδέο-
ντας, μάλιστα, την περί Χριστού διδασκαλία με την ανθρωπολο-
γία, παρατηρεί, πως όχι μόνον τα φυσικά θελήματα του Χριστού
δεν είναι ακούσια, πράγμα που εάν ίσχυε θα μετέτρεπε αμέσως
τα μη φυσικά σε εκούσια, αλλά ακόμη και τα θελήματα όλων
των λογικών και νοερών όντων, επειδή είναι «φύσει θελητικά»
είναι απόλυτα ελεύθερα, καθώς οτιδήποτε το φυσικό είναι θε-
λητικό και εκούσιο31.
Έχω την αίσθηση πως ο κύκλος που άνοιξε η μελέτη έχει
φθάσει στο τέλος του. Πράγμα που με υποχρεώνει να βάλω εδώ
μια άνω τελεία∙ σημείο αρχής για όσους ακολουθήσουν. Άλλω-
στε, της ειλικρινούς επιστήμης, όπως νομίζω και της αγιότητας -
χωρίς αυτό να υποδηλώνει καμία διάθεση σύγκρισης, πολύ πε-
ρισσότερο ταύτισης των δύο μεγεθών- δεν της πρέπει η βεβαιότη-
τα. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι -και ας μας κατηγορεί και
μάλλον όχι αδίκως ο Αρθούρος Ρεμπώ για το αντίθετο-, πως «η
30
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος Διάλογος
δεύτερος, PG 75, 780Β. Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Άσκηση αυτοσυνειδη-
σίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 234.
31
Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Διάλογος με τά Πύρρου περί των εκκλησια-
στικών δογμάτων, PG 91, 293BD: «ΠΥΡ. Ει φυσικόν λέγεις το θέλημα, το
δε φυσικόν πάντως και ηναγκασμένον, πώς ουκ ανάγκη, φυσικά λέγοντας
επί Χριστού τα θελήματα, πάσαν επ’ αυτού εκούσιον αναιρείν κίνησιν.
ΜΑΞ. Ου μόνον η θεία και άκτιστος φύσις ουδέν ηναγκασμένον έχει φυ-
σικόν, αλλ’ ουδέ η νοερά και κτιστή…Πώς δε και τούτου δοθέντος, ου πά-
σης ατοπίας ατοπωτέρα η τοιαύτη δειχθήσεται πρότασις; Ει γαρ κατ’ αυ-
τήν το φυσικόν πάντως και ηναγκασμένον…Ουκούν ου μόνον Θεός, ο υ-
πέρ τα όντα∙ αλλά και νοερά πάντα και λογικά, φύσει όντα θελητικά, α-
κούσιον έξει κίνησιν∙ άψυχα δε ου θελητικά, εκούσιον έξει κίνησιν…».
32
Α. Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση, μετάφραση Χριστόφορος Λιο-
ντάκης, εκδ. Γαβριηλίδης. Αθήνα 2004, σ. 49.
33
π. Ι. Μάγιεντορφ, Βυζαντινή Θεολογία, μετάφραση-επιμέλεια-επιστημονική
θεώρηση π. Παύλος Κουμαριανός-Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτός, Α-
θήνα 2010, σ. 176
34
Η. Παπαγιαννόπουλου, Πρόσωπο και υποκείμενο. Σημειώσεις για μιαν
εσχατολογική ανθρωπολογία, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία.
Η «θεολογία του ’60», σ. 158.
35
π. Ν. Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού.
Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, σ. 235.
36
Χ.Α.Σταμούλη, Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία, σ. 166-
167.