You are on page 1of 17

https://doi.org/10.26262/syn.v1i1.

1603

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ.

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»


Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
& Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ
ΠΑΛΑΜΑ

Στον Κατάλογο των εκβαινόντων ατόπων εκ των του φι-


λοσόφου Βαρλαάμ προτάσεων, Λόγος δεύτερος κατά των δευτέ-
ρων, περισσότερο γνωστό ως δεύτερο μέρος της τρίτης τριάδος
Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
δεύτερος πολιούχος της πόλης της Θεσσαλονίκης, αναφερόμενος
στο χωρίο 3,14 του βιβλίου της Εξόδου της Παλαιάς Διαθήκης,
λέγει, ότι «και τω Μωυσή δε χρηματίζων ο θεός, ουκ είπεν “εγώ
ειμι η ουσία”, αλλ’ “εγώ ειμι ο ων”∙ ου γαρ εκ της ουσίας ο ων,
αλλ’ εκ του όντος η ουσία∙ αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνή-
λειφε το είναι»1.
Και δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως τούτη η φράση απο-
τέλεσε, στα πλαίσια της Ορθόδοξης παλαμικής θεολογίας και όχι
μόνον, στη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα,
την καρδιά, τη σημαία ανάπτυξης, ενός Ορθόδοξου «περσοναλι-
σμού» και «υπαρξισμού»2, άλλοτε κατ’εικόνα και άλλοτε όχι του
σαρτριανού και χαϊντεγγεριανού υπαρξισμού3, που «χτίστηκε»

1
Γρηγορίου του Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος Α΄,
σ. 666.
2
J. Meyendorff, Introduction a l’étude de Gr. Palamas, Paris 1959, σ. 290εξ.
3
Για τη διαμάχη των δύο κορυφαίων εκφραστών της συγκεκριμένης τά-
σης, βλ. Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις
το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του
προσώπου, ανάτυπον εκ του τόμου Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολί-
του γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατε-
ρικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 303-304∙ Χ. Γιανναρά, Περί απυρο-
βλήτου πτώματος ή αποκλίσεων υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, Σύ-
ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 105

στον αντίποδα του λεγόμενου δυτικού «ουσιανισμού»4, ο οποίος


αναζητούσε την οντολογική αρχή του Θεού στην ουσία, αλλά
και απέναντι στον οντολογικό μονισμό της ελληνικής φιλοσοφί-
ας, που αποκαλύπτει έναν Θεό, ο οποίος αδυνατεί «να ξεφύγη
από την οντολογικήν αυτήν ενότητα και να σταθή ελεύθερα έ-
ναντι του κόσμου ως “ενώπιος ενωπίω” εις διάλογον»5.
Οι θεμελιακές θεολογικές αρχές-αξιώματα τούτης της τά-
σης, με βάση τις οποίες ή στη βάση των οποίων αρχιτεκτονήθηκε
όλο το οικοδόμημα της λεγόμενης «θεολογίας του προσώπου»,
συνοψίζονται με εξαιρετικό τρόπο σε μία και μόνη παράγραφο
της μελέτης-μανιφέστου, του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη
Ζηζιούλα, με τίτλο, Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η
συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου,
η οποία εκδόθηκε το 1977, και στην οποία σημειώνονται τα εξής:
«Δια τους έλληνας Πατέρας το ενιαίον του Θεού, ο ένας Θεός,
και η οντολογική αρχή ή αιτία της προσωπικής-τριαδικής ζωής
του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις
την υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον, του Πατρός. Ο ένας Θεός
δεν είναι η μία ουσία, αλλ’ ο Πατήρ, ο οποίος είναι και η “αιτία”
της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Πνεύματος. Η
οντολογική αρχή του Θεού ανάγεται, συνεπώς, και πάλιν εις το
πρόσωπον. Έτσι όταν λέγωμεν ότι ο Θεός “είναι”, δεν δεσμεύο-
μεν την προσωπικήν ελευθερίαν του Θεού -το είναι του Θεού δεν
είναι ένα οντολογικόν “δεδομένον” ή μια απλή “πραγματικότης”
δια τον Θεόν- αλλά ανάγομεν το είναι του Θεού εις την προσω-
πικήν ελευθερίαν Του. Αναλυτικώτερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός,
ως Πατήρ και όχι ως “ουσία”, με το να “είναι” διαρκώς επιβε-
βαιώνει την ελευθέραν θέλησίν του να υπάρχη, και την διαβε-

ναξη 37(1991), σ. 38-39. Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή
για ένα πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 330-331.
4
Βλ. Μ. Μπέγζου, Το μέλλον του παρελθόντος. Κριτική εισαγωγή στη θε-
ολογία της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993, σ. 45, όπου και η σχετι-
κή βιβλιογραφία.
5
Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις το
πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προ-
σώπου, ανάτυπον εκ του τόμου Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολίτου
γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, εκδ. Πατραρχικόν Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 289.

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


106 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

βαίωσίν αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική Του ύπαρξις: ο Πα-


τήρ από αγάπην -δηλαδή ελεύθερα- γεννά τον Υιόν και εκπο-
ρεύει το Πνεύμα. Αν υπάρχη Θεός, υπάρχει διότι υπάρχη ο Πα-
τήρ, δηλαδή Εκείνος, ο οποίος από αγάπην ελευθέρα γεννά τον
Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Έτσι ο Θεός ως πρόσωπον -ως
υπόστασις του Πατρός- κάμει την μίαν θείαν ουσίαν να είναι
αυτό που είναι: ο ένας Θεός»6.
Η μελέτη αυτή, του σεβασμιωτάτου, οκτώ χρόνια αργότε-
ρα το 1985, μεταφράσθηκε στα αγγλικά και εντάχθηκε σε τόμο
με υπόλοιπα έργα του, κάτω από τον τίτλο, Being as
Communion. Studies in Personhood and the Church, εκδόθηκε
από το St. Vladimir’s Seminary Press, στη Νέα Υόρκη και αποτέ-
λεσε, κατά γενική ομολογία, το ευαγγέλιο της Ορθόδοξης θεολο-
γίας στη Δύση.
Τον πρώτο ενθουσιασμό, όμως, που σήκωσε τούτη η θεο-
λογία -η οποία για ικανό χρονικό διάστημα αποτέλεσε και την
κυρίαρχη τάση εντός της Ορθοδοξίας-, άρχισε σταδιακά να α-
ντικαθιστά, καταρχήν, μια αμηχανία, για τα κενά που παρουσί-
αζε η δομή του συγκεκριμένου προκλητικού και εξάπαντος δημι-
ουργικού για την ανάπτυξη των θεολογικών γραμμάτων εγχει-
ρήματος, και στην πορεία μια δυναμική κριτική αντίθεση απένα-
ντί της, που σχετίζονταν με τις τραγικές επιπτώσεις των συμπε-
ρασμάτων της, αλλά και των προεκτάσεών τους, τόσο σε επίπε-
δο Τριαδολογίας, όσο και σε επίπεδο Εκκλησιολογίας, Χριστο-
λογίας και Ανθρωπολογίας. Τουτέστιν για τις επιπτώσεις της στη
ζωή των μελών του σώματος της πορευόμενης εκκλησιαστικής
κοινότητας.
Οι πρώτες ενστάσεις που ακούστηκαν, προήλθαν από τον
ίδιο το χώρο της Ορθοδοξίας. Ενδεικτικά αναφέρω τα ονόματα
των π. Ιωάννη Ρωμανίδη, Νίκου Ματσούκα, Γιώργου Μαρτζέ-
λου, Σάββα Αγουρίδη, Ιωάννη Παναγόπουλου, π. Νικολάου
Λουδοβίκου, Andrew Louth, π. Ιoan Ica (junior), π. Alexander
Golotzin, αλλά και του ομιλούντος. Αρκετά αργότερα, τα προ-
βλήματα τούτης της θεολογίας διαπιστώθηκαν και στο χώρο της

6
Ι. Ζηζιούλα, νυν μητροπολίτη Περγάμου, Από το προσωπείον εις το
πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προ-
σώπου, σ. 299.
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 107

Δύσης, από τους Miroslav Volf, Ian Torrance, Golin Gunton,


Douglas Farrow, αλλά και πολλούς άλλους, τα ονόματα και τις
παρατηρήσεις των οποίων μπορεί κανείς να αναζητήσει στις υ-
ποσημειώσεις της εισήγησης7.
Η συγκεκριμένη στροφή, βέβαια, διότι περί στροφής πρό-
κειται, διόλου δεν μειώνει την αξία τούτης της σημαντικής προ-
σπάθειας, η οποία μορφοποιήθηκε σε συγκεκριμένο χρόνο και
κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές, θεολογικές, πολιτιστικές και
πολιτισμικές προκλήσεις8. Δίχως καμία δυσκολία θα μπορούσα,
για παράδειγμα, να συμφωνήσω με εκείνες τις απόψεις, που θέ-
λουν την Εκκλησιολογία του μητροπολίτη Περγάμου, ως την
«πληρέστερη εκκλησιολογική σύνθεση στη σύγχρονη Ορθόδοξη
θεολογία»9, ή «την ιδέα μιας αναφορικότητας ως αθανατισμού»
του Χρήστου Γιανναρά, που τοποθετεί τα πράγματα «στο με-
ταίχμιο της Πατερικής κληρονομιάς και της νεωτερικότητας», ως
έναν εστιασμό «στο ανθρωπολογικό επίπεδο με ένταση και πρω-
τοτυπία πρωτοφανείς για τα δεδομένα της Ορθόδοξης θεολογί-
ας».10 Εντούτοις, τα προβλήματα που συσσώρευσαν οι αυθαίρε-

7
Βλ. ενδεικτικά τις μελέτες του τόμου, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα.
Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, εκδότης Douglas H. Knight, επιμέλεια
Ιωάννης Γρ. Πλεξίδας, εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2009.
8
Οφείλω, βέβαια, στο σημείο αυτό να διευκρινίσω, πως καμία σχέση δεν
έχει ο θεολογικός διάλογος –τον οποίο έχω την αίσθηση πως τούτη η μελέ-
τη διακονεί- με εκείνες τις βιαστικές και επικίνδυνες για την ενότητα του
εκκλησιαστικού σώματος, αλλά και την ελευθερία του ακαδημαϊκού λό-
γου, φωνές, οι οποίες με απίστευτη ευκολία βαφτίζουν την οποιαδήποτε
διαφορετικότητα, την οποιαδήποτε ανάγκη έκφρασης κοινοτικής συνά-
ντησης με τον άλλο, αίρεση. Εξαιρετικές παρατηρήσεις για το θέμα της
ορθοδοξίας και της αίρεσης, βλ. στην κλασική πλέον μελέτη του Ν. Μα-
τσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση κατά τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς
του τετάρτου, πέμπτου και έκτου αιώνα (Επιστημονική Επετηρίδα Θεο-
λογική Σχολής ΑΠΘ, Παράρτημα αρ. 29, του 26ου τόμου), Θεσσαλονίκη
1981.
9
π. Ν. Λουδοβίκου, Χριστιανική ζωή και θεσμική Εκκλησία, Η Θεολογία
του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 198∙ του ίδι-
ου, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου. Η αρχέγονη Εκκλησία
σήμερα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002, σ. 158.
10
Η. Παπαγιαννόπουλου, Πρόσωπο και υποκείμενο. Σημειώσεις για μιαν
εσχατολογική ανθρωπολογία, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία.

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


108 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

τες ερμηνείες του χωρίου του Γρηγορίου του Παλαμά με το οποίο


ξεκινήσαμε και οι οποίες εξάπαντος δεν σχετίζονται μόνο με τη
θεολογία του π. Ιωάννη Meyendorff, αλλά και με τις μεταγενέ-
στερες αλλά και συνεπέστερες ως προς τον πυρήνα της λεγόμενης
«περσοναλιστικής» θεολογίας παρεμβάσεις του Χρήστου Γιαν-
ναρά και του Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα11, χρήζουν άμεσης
αποκατάστασης12. Πράξη αναγκαία, προκειμένου να αποφευ-

Η «θεολογία του ’60», εποπτεία-συντονισμός ύλης: Π. Καλαϊτζίδης-Θ.Ν.


Παπαθανασίου-Θ. Αμπατζίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σ. 147.
11
Για πιθανές επιδράσεις φιλοσοφικών σχηματισμών, αλλά και συγκεκρι-
μένων προσώπων από το χώρο της Δύσης, στην περί προσώπου διδασκα-
λία του Ζηζιούλα, βλ. L. Turcescu, «Person» versus «Individual», and other
modern misreadings of Gregory of Nyssa, Modern Theology 18,4(2002),
σ.527-539∙ J. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in Per-
sonhood and the Church, επιμέλεια Paul McPartlan, εκδ. T&T Clarc, Edin-
bourgh 2006, σ. 171-177.
12
Είναι αλήθεια πως η ενασχόληση τόσο του Χρήστου Γιανναρά όσο και
του σεβασμιώτατου με τον Γρηγόριο Παλαμά δεν είναι συχνή, εντούτοις η
εκ μέρους τους σύνδεση του επίμαχου χωρίου του αρχιεπισκόπου και δεύ-
τερου πολιούχου της Θεσσαλονίκης με το κατασκεύασμα της οντολογικής
και εξάπαντος όχι της κατ’ επίνοιαν και κατά την αιτίαν προτεραιότητας
του προσώπου (βλ. σχετικά Χ.Α. Σταμούλη, Περί φωτός. Προσωπικές ή
φυσικές ενέργειες; Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβλημα-
τική στον Ορθόδοξο χώρο, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ.
119-121) είναι σαφής. Βλ. σχετικά, Χ. Γιανναρά, Περί απυροβλήτου πτώ-
ματος ή αποκλίσεων υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, Σύναξη
37(1991), σ. 44: «Εξ άλλου, ακόμα και με την “υπαρξιστική” διατύπωσή
του, το πρόβλημα έχει τουλάχιστον άπαξ τεθεί από τον άγιο Γρηγόριο τον
Παλαμά, με το χωρίο που έχω επανειλημμένα παραθέσει σε βιβλία μου και
που οφείλει την αρχική του διαμόρφωση, στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολό-
γο (Λόγος 45,3 –Migne P.G. 36, 625C): “Και τω Μωυσή δε χρηματίζων ο
Θεός ουκ είπεν…”». Πρβλ. Mητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα),
Το είναι του Θεού και το είναι του ανθρώπου. Απόπειρα θεολογικού δια-
λόγου, Σύναξη 37(1991), σ. 22-24, όπου βέβαια η προτεραιότητα δεν σχε-
τίζεται με κάποια γενική προτεραιότητα του προσώπου, ενός οποιουδή-
ποτε προσώπου, έναντι της φύσεως, αλλά με την προτεραιότητα του προ-
σώπου του Θεού Πατέρα, στο οποίο ανάγεται η Τριαδική ύπαρξη. Ο Ων
είναι ο Πατέρας, όπως και «ο ένας Θεός είναι ο Πατέρας» (J. Zizioulas,
Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church,
σ. 106). Άλλωστε, καθώς πιστεύει ο Ζηζιούλας, Το είναι του Θεού και το
είναι του ανθρώπου. Απόπειρα θεολογικού διαλόγου, Σύναξη 37(1991), σ.

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 109

22: «η ρήση του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη “Εγώ ειμί ο ων” (Εξοδ. 3,14)
[…] στην Πατερική Θεολογία έχει εκληφθή σαφώς ως αναφερόμενη στο
Θεό ως όντως όντος, με την έννοια που απαντούμε και στις αρχαίες ευχα-
ριστιακές αναφορές: “Συ…ο αεί ων, ωσαύτως ων” (Λειτουργία Χρυσοστό-
μου), “Ο ων, Δέσποτα…” (Λειτουργία Βασιλείου) κ.λπ. Αυτή μάλιστα η
αναφορά στο Θεό Πατέρα ως τον “μόνον όντως όντα Θεόν” (Λειτουργία
Μ. Βασιλείου) αντιπαρατίθεται και στις δύο σε χρήση λειτουργίες προς το
“μη ον” ή “ουκ ον”, εκ του οποίου δημιουργήθηκεν ο κόσμος, πράγμα που
υπονοεί, ότι στο υπόβαθρο κείται η έννοια της υπάρξεως, του όντος, γενι-
κά. O υπερούσιος Θεός της αποφατικής θεολογίας δεν παύει να είναι ο
“όντως ων” της Θ. Λειτουργίας, και μ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά Του
απευθυνόμεθα σ’ Αυτόν». Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως τούτη η απο-
κλειστική ταύτιση του Πατέρα με το Ον, εκ μέρους του Ζηζιούλα, τόσο
στη λειτουργική όσο και στην ευρύτερη πατερική παράδοση, που αφήνει
στη σκιά τη συνέχεια της αγίας αναφοράς, εκείνο το «Συ γαρ», που συ-
μπληρώνεται άμεσα και δυναμικά με το «συ και» («Συ γαρ ει Θεός ανέκ-
φραστος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων∙ συ και ο μονογενής
σου Υιός και το Πνεύμά σου το άγιον» Λειτουργία Χρυσοστόμου), μοιά-
ζει να είναι αυτή που επιτρέπει στην έρευνα να διαπιστώνει, ότι: «Ο Ζη-
ζιούλας μπορεί πράγματι να δημιουργεί υποψίες πως αποδίδει πολύ μικρό
ρόλο στον Υιό και στο Πνεύμα για τη δομική συγκρότηση της Θεότη-
τας…υποψίες για έναν υπέρμετρο “μονοθεϊσμό του Πατρός”», G. Gunton,
Πρόσωπα και ετερότητα, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο,
Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 164. Αντίθετος με μια τέτοια απολυτοποιημέ-
νη μοναρχία του Πατρός μοιάζει να είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
(πρώην Μπανάτου) Αθανάσιος Γιέβτιτς, ο οποίος αναφερόμενος στο θέμα
σημειώνει: «Το πρόσωπον του Θεού, κατά το προαναφερθέν χωρίο του
Αγίου Παλαμά, δεν είναι “προϊόν” της Θεότητος, της Θείας φύσεως, αλλά
είναι ακριβώς ο Ων ως Θείον Πρόσωπον που “ενυποστασιάζει”, δηλαδή
υποστατικοποιεί την Θείαν φύσιν Του, που Της δίνει “τον τρόπο της υ-
πάρξεως” (το να υφίσταται πραγματικά, συγκεκριμένα και προσωπικά).
Αυτός είναι, λοιπόν, ο Βιβλικός Θεός – ο Ων=Γιαχβέ, όπως αποκαλύφθηκε
στον Μωυσή και όπως αυτοαποκαλύφθηκε κυρίως στο Πρόσωπο του
Σαρκωθέντος Υιού, του Θεανθρώπου Χριστού. Έχοντας ως αφετηρία το
Θείον Πρόσωπον του Χριστού, την Θείαν Υπόστασιν του Μονογενούς και
Αγαπητού Υιού του Θεού, που εκ των Πατρικών κόλπων αποκαλύπτει
και “εξηγεί” τον Θεόν Πατέρα, μπορούσε ο Άγιος Παλαμάς να έχει μίαν
τέτοιαν θεώρησιν του Θεού ως προσώπου, δηλαδή ως Τριάδος Προσώπων:
Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Γι αυτό και ετόνιζεν τόσον συχνά
την σημασίαν της Σαρκώσεως ο Άγιος Θεολόγος της Θεσσαλονίκης», Ο Ων
(=Γιαχβέ) ως ζων και αληθινός Θεός, όπως περί αυτού μαρτυρεί ο άγ. Γρη-
γόριος ο Παλαμάς, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν και μνή-

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


110 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

χθεί από τη μια η συνθηματική ιδεολογικοποίηση της νεώτερης


Ορθόδοξης θεολογίας13 και συνάμα να προφυλαχθεί από την
άλλη η ακεραιότητα των υγιών και εξόχως σημαντικών καρπών
τούτης της προσπάθειας -σημαντικότεροι ίσως όλων η ανάδειξη
του προσώπου και της ευχαριστιακής οντολογίας της Εκκλησίας-
, που όσο τα πράγματα βρίσκονται εν αμφιβόλω κινδυνεύει τον
κίνδυνο του ολοκληρωτικού μηδενισμού της.
Θεωρώ, λοιπόν, και προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει η
θεολογία του τιμώμενου αγίου, του αγίου Γρηγορίου του Παλα-
μά, αλλά και η σύνολη πατερική σκέψη, την οποία εν συντόμω
στην πορεία θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, πως δύο είναι οι
βασικές αμαρτάδες του συγκεκριμένου εγχειρήματος, που δημι-
ουργούν την παρεξήγηση.
Πρώτη, η ανερμάτιστη ταύτιση τόσο σε θεολογικό, όσο
και σε ανθρωπολογικό επίπεδο της φύσης με την ανάγκη και του
προσώπου με την ελευθερία.
Δεύτερη, η ακατανόητη κειμενικά ταύτιση υποστάσεως
και όντος στον Θεό και η εικονική προβολή της στον άνθρωπο.
Από τη σύνδεση τούτων των μεταφυσικών αρχών, επε-
τεύχθη ως μη όφειλε η εισαγωγή της φανερής ή κεκρυμμένης δια-
λεκτικής στις σχέσεις φύσεως και προσώπου εντός της πατερικής
θεολογίας, η απόδοση οντολογικής προτεραιότητας στην υπό-
σταση και δι’ αυτών η σταδιακή μείωση και εν τέλει οντολογική
διάλυση του όντος.

μην του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης


του Παλαμά, , εκδ. Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 118. Για μια
πρώτη προσέγγιση της λειτουργικής παραδόσεως που σχετίζεται με το θέ-
μα βλ. Π. Τρεμπέλα, Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, εκδ.
Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1961, σ. 68-69. Άκρως διαφωτιστικές πα-
ρατηρήσεις για το πρόσωπο του Θεού που είδε ο Ησαίας στο όραμα, που
αποτέλεσε το εισοδικό του στο έργο της προφητικής διακονίας, και οι ο-
ποίες οδηγούν σε μια σφαιρική θεώρηση του θέματος, προσφέρει ο Γ.
Μαρτζέλος στη μελέτη του, Η Θεοπτία του Ησαία κατά την ορθόδοξη πα-
ράδοση, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 25-55.
13
Βλ. Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφα-
λαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χρι-
στιανικής διδασκαλίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 44-45.
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 111

Τα αποτελέσματα τούτης της ερμηνευτικής εκτροπής υ-


πήρξαν άμεσα και σκληρά για το σύνολο της Ορθόδοξης θεολο-
γίας. Σε επίπεδο Τριαδολογίας14, η υπερψήφιση της οντολογικής
προτεραιότητας του προσώπου, που επιστρατεύθηκε για να
στηρίξει τη μοναρχία του προσώπου του Πατρός, λειτούργησε
εις βάρος του ομοουσίου15 και λησμόνησε ως εκ τούτου όσα από
αυτό απορρέουν (κατά φύσιν γέννηση του υιού και εκπόρευση
του πνεύματος, φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες, κλπ.)16. Στο επί-
πεδο της Εκκλησιολογίας, με την ταύτιση επισκόπου και ευχαρι-
στίας σε χώρο εκστατικό, αγνοήθηκε τόσο η φύση και η ιστο-
ρία17, όσο και η εκκλησιαστική κοινότητα και κοινωνία και δό-

14
Βλ. σχετικά, Χ.Γιανναρά, Περί απυροβλήτου πτώματος ή αποκλίσεων
υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, Σύναξη 37(1991), σ. 41: «Έρχομαι
τώρα στο δεύτερο θέμα που θέλω να σχολιάσω με αφορμή το άρθρο του κ.
Αγουρίδη. Αν και κατά πόσο η οντολογική προτεραιότητα του προσώπου
συνιστά τον άξονα της εκκλησιαστικής θεολογίας (τόσο στον ευαγγελισμό
της αλήθειας του Τριαδικού Θεού, όσο και στον ευαγγελισμό της αλήθειας
για την “κατ’ εικόνα” Θεού δημιουργία του ανθρώπου). Αν είναι ο πυρή-
νας της ευαγγελικής αποκάλυψης, ή απλώς μεταγενέστερες προβολές νεο-
πλατωνικών και πρόσφατα υπαρξιστικών –περσοναλιστικών σχημάτων
στον θεολογικό προβληματισμό».
15
Βλ. π. Ν.Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυ-
τού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 272-273.
16
Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, εκδ.
«Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 39-65∙ του ίδιου, Κάλλος το ά-
γιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρί-
τας, Αθήνα 2004, σ. 146-151.
17
Βλ. σχετικά, Ι.Ζηζιούλας, Μητρ. Περγάμου, Συμβολισμός και Ρεαλισμός
στην Ορθόδοξη Λατρεία (ιδιαίτερα στη Θ. Ευχαριστία), Σύναξη 71 (Ιού-
λιος-Σεπτέμβριος 1999), σ. 10. Πρβλ. Χ.Α. Σταμούλης, Κάλλος το άγιον.
Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, σ. 232-233: «Βέ-
βαια, οι επιδράσεις μιας θεολογίας “α-φυσικής” δεν είναι το ίδιο εμφανείς
στο χώρο της κτισιολογίας όσο στο χώρο της ανθρωπολογίας ή της θεολο-
γίας. Εντούτοις, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, θα ανακαλύψει και
εδώ, σε μικρότερο, όμως, βαθμό, τα σημάδια της απόκλισης από τον πατε-
ρικό θεολογικό ολισμό. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε την προ-
σπάθεια αντιστοίχησης του σχήματος φύση-πρόσωπο, στο σχήμα φυσικός
συμβολισμός-τυπολογία. Πρόκειται ουσιαστικά για τη θέση του σεβασμι-
ωτάτου Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος φαίνεται να

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


112 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

θηκε η αίσθηση πως δεν υπάρχει χώρος ούτε για ιερέα, ούτε για
λαϊκό18. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα υπήρξε η ταύτιση του

αρνείται στο λειτουργικό σύμβολο τις φυσικές του ιδιότητες: “κανένας


συμβολισμός δεν μπορεί να είναι βασισμένος σε φυσικές ιδιότητες” ση-
μειώνει, καθώς υποστηρίζει ότι οι συμβολισμοί στη Λατρεία πρέπει να
βασίζονται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία αρνούνται την
υπαγωγή της προσωπικής ελευθερίας στη φυσική ανάγκη, κάτι που κατά
τον σεβασμιώτατο συμβαίνει στο χώρο του παγανισμού. Έτσι, πέρα από
το γεγονός ότι ιστορικά μια τέτοια θέση δεν μοιάζει καθόλου να δικαιώ-
νεται, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Χρήστος Χριστοφορίδης σχολιά-
ζοντας τις θέσεις του σεβασμιωτάτου, κινδυνεύουμε και πάλι τον κίνδυνο
της απογύμνωσης των πραγμάτων από την αλήθειά τους»∙ Χ. Χριστοφο-
ρίδη, Η φύση του συμβόλου και η κτιστή πραγματικότητα, Σύναξη 87
(Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003), σ. 54∙ Ε. Θεοκρίτοφ, Φυσικός Συμβολισμός και
Δημιουργία, Σύναξη 81 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2002), μετφρ. Εύη Βουλγα-
ράκη-Πισίνα, σ. 33.
18
Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολο-
γία, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008, σ. 161-163: «Κλασικά παραδείγματα υ-
περβολών και απολυτοποιήσεων, που οδηγούν στην υπερτίμηση του επι-
σκόπου εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνεπώς στην απόσπαση του
από το υπόλοιπο εκκλησιαστικό σώμα, αποτελούν τόσο η περί Αντιμην-
σίου όσο και η περί ευθύνης των επισκόπων και προσφοράς της Ευχαρι-
στίας θεωρίες του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα. Σύμφωνα με
την πρώτη, “το Αντιμήνσιο, με την υπογραφή του τοπικού Επισκό-
που…δηλώνει τον επισκοποκεντρικό χαρακτήρα της Ενοριακής Ευχαρι-
στίας” ( Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία, Το μυστήριο της
θείας ευχαριστίας, Πρακτικά Γ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικού Συμποσίου,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σ. 44). Καθαρή απάντηση σε αυ-
τό το θέμα δίνει ο Ι. Φουντούλης, Λειτουργική Α΄. Εισαγωγή στη Θεία Λα-
τρεία, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 64, όπου με έμφαση σημειώνει: “Προσφάτως
αναπτύχθηκε μια περίεργη θεολογία γύρω από τα αντιμήνσια. Θεωρήθη-
καν ότι είναι άδεια του αρχιερέως στον ιερέα για την τέλεση της θείας ευ-
χαριστίας, ότι κάθε αρχιερέας στην επαρχία του εκδίδει τα δικά του προ-
σωπικά αντιμήνσια, ότι ο ιερεύς ασπάζεται την υπογραφή του αρχιερέως
προς ένδειξη κοινωνίας και υποταγής και άλλα παρόμοια. Αυτά όλα το
λιγότερο είναι αναπόδεικτα, αφού και οι αρχιερείς χρησιμοποιούν αντι-
μήνσιο και αυτός ο πατριάρχης, και το ασπάζονται ως αγία τράπεζα, και
φυσικά δεν ασπάζονται την υπογραφή τους, και αφού σ’ όλους τους
ναούς μέχρι πρότινος και σήμερα ακόμη χρησιμοποιούνται απαρατηρήτως
αντιμήνσια ποικίλης προελεύσεως και εποχής, που φέρουν ανεξάλειπτη τη
σφραγίδα της καθιερώσεως, όπως και η ιδρυμένη στους ναούς αγία τρά-
πεζα. Πάντως αν αποδειχθεί με σοβαρά τεκμήρια από την παράδοση ότι

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 113

έτσι έχουν τα πράγματα, θα είναι μοναδική περίπτωση, κατά την οποία ο


αγιασμός και η χρήση ενός πράγματος στη θεία λατρεία εξαρτάται από
ένα μόνο συγκεκριμένο πρόσωπο, οποιαδήποτε ιερατική αξία και αν έχει
αυτό”. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, “στην ευχαριστιακή σύναξη υπάρ-
χουν οι προεστώτες και προσφέροντες την Ευχαριστίαν αφ’ ενός, και οι
ανταποκρινόμενοι διά του ‘Αμήν’ αφ’ ετέρου…Έτσι το λεγόμενο ‘λαϊκό
στοιχείο’ της Εκκλησίας αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής της Εκκλησί-
ας. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει Θ. Ευχαριστία χωρίς λαόν, έτσι δεν μπο-
ρεί να υπάρξει και εκκλησία χωρίς λαϊκούς. Και όπως στην Ευχαριστία
δεν νοείται να ηγούνται οι λαϊκοί, έτσι και στην όλη ζωή της Εκκλησίας οι
λαϊκοί αποτελούν το ‘ποίμνιον’, το οποίον ακολουθεί τον ποιμένα, άσχετα
αν επειδή πρόκειται για ‘ποίμνιον λογικόν’ διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα
να εκφράζει την γνώμην του επί όλων των θεμάτων, που αφορούν στην
Εκκλησία, αφήνοντας όμως την τελική ευθύνη στους ποιμένες του, οι ο-
ποίοι και θα λογοδοτήσουν ενώπιον του Θεού (Βλ. Α΄Κλημ., οικουμενικές
συνόδους κ.λπ.)” ( Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία, Το μυστή-
ριο της θείας ευχαριστίας, σ. 36). Δεν χωρά αμφιβολία, ότι μια τέτοια θέση
που αγνοεί ότι η προσφορά είναι προσφορά ολάκερου του εκκλησιαστι-
κού σώματος και όχι μόνο των προεστώτων, αφαιρώντας ταυτόχρονα την
ευθύνη από τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, την οποία αναγνωρίζει
μόνο στους ποιμένες, -λες και ο λαός δεν θα δώσει λόγο για τον εαυτό του
αλλά και για τους ποιμένες του-, αποτελεί πράξη αποδόμησης της Εκκλη-
σίας, πράξη διαίρεσης του κοινού σώματος, τα μέλη του οποίου αποκαλύ-
πτοντας την προσωπική τους ελευθερία και ευθύνη αναφέρουν κοινή τη
θυσία, κοινή την προσφορά, κοινή την ευχαριστία. (Για το θέμα βλ. και τη
θαυμάσια εισήγηση του P. Skaltsis, Questioni Ermeneutiche dell’ Anafora
Eucaristica, L’ Eucaristia nella Tradizione Orientale e Occidentale [Atti del
IX Simposio Intercristiano Assisi, 4-7 Settembre 2005], σ. 103-122. Πρβλ.
Ν. Αρσένιεφ-Ν. Αθανάσιεφ-Β. Μπομπρίνσκοϊ-Ο. Κλεμάν, Λαός του Θεού.
Δοκίμια Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας, μτφρ. Μητρ. Αττικής και Μεγα-
ρίδος Νικοδήμου, εκδ. Σπορά, Αθήνα χ.η.ε.). Κοντά σε αυτά αξίζει κανείς
να προσθέσει και την άρνηση του Μητροπολίτη Περγάμου να δεχθεί την
ενορία ως καθολική εκκλησία. Γράφει σχετικά: “Όλα αυτά ενέχουν ιδιαί-
τερη σπουδαιότητα για την εκκλησιολογία. Υποδηλούν ότι η Ευχαριστία
των Ενοριών δεν είναι αυτοτελής και αυτόνομος, αλλά προέκταση της
ευχαριστίας του Επισκόπου, και ότι συνεπώς η ενορία δεν μπορεί να θεω-
ρηθεί ‘καθολική εκκλησία’, όπως είναι η κάθε τοπική Εκκλησία ενωμένη
περί τον επίσκοπό της, Η αντίθετη άποψη που υπεστηρίχθη από του
Atanasiev και τον Schmemann αναιρεί πλήρως τον επισκοποκεντρικό χα-
ρακτήρα της Εκκλησίας και καθιστά τον Επίσκοπο μη αναγκαίον όρον
για την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας, όταν μάλιστα θεωρηθεί η
Ευχαριστία ως η κατ’ εξοχήν έκφραση της Εκκλησίας (αφού μπορούμε να

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


114 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

επισκόπου με τη δομή, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την από-


κρυψη έως και αντικατάσταση του ίδιου του Χριστού19. Όπως
ακριβώς με την Τριαδολογία και την Εκκλησιολογία και παρα-
κάμπτοντας, βεβαίως, την αδυνατότητα απόλυτης αναλογικής
σχέσης Θεολογίας και Οικονομίας, οντολογική προτεραιότητα
έναντι των φύσεων δόθηκε και στο πρόσωπο του Χριστού20. Τέ-

έχουμε πλήρη Ευχαριστία χωρίς τον Επίσκοπο στην ενορία, άρα μπορού-
με να έχουμε και πλήρη Εκκλησία χωρίς αυτόν)” (Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχα-
ριστία και Εκκλησία, Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, σ. 44-45)».
19
π. Ν. Λουδοβίκου, Χριστιανική ζωή και θεσμική Εκκλησία, Η Θεολογία
του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 202-203.
20
Βλ. σχετικά, J. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in
Personhood and the Church, σ. 109: «…in Christ the natures are only because
they are particularized in one person. In Christ the general exists only in
and throught the particular; The particular is thus raised to ontological
primacy». Πρβλ. G. Gunton, Πρόσωπα και ετερότητα, Η Θεολογία του Ι-
ωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 162. Η κατανόη-
ση, βέβαια, της προτεραιότητας, άλλως «προήγησης» του προσώπου ένα-
ντι της φύσεως, στη θεολογία του σεβασμιωτάτου, διαφοροποιείται ριζικά
από την αντίστοιχη κατανόηση και ερμηνεία του Χρήστου Γιανναρά. Γε-
γονός, που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί τον σεβασμιώτατο ακόμη και
στην απόλυτη αποκήρυξη του όρου «προτεραιότητα», προκειμένου να
αποφύγει την «περσοναλιστική» αντιπαράθεση ουσίας και προσώπου, η
οποία καθώς πιστεύει βαρύνει τον Χρήστο Γιανναρά. Βλ. σχετικά,
Mητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα), Το είναι του Θεού και το
είναι του ανθρώπου. Απόπειρα θεολογικού διαλόγου, Σύναξη 37(1991), σ.
17-18: « Ίσως το πιο επίμαχο σημείο να είναι για πολλούς ο τονισμός από
μέρους μου της ιδέας των Καππαδοκών Πατέρων ότι ο Πατήρ είναι ο αί-
τιος ή το “αίτιον” της Τριαδικής υπάρξεως του Θεού […]. Από τη θέση αυ-
τή θα μπορούσε να εξαχθή το συμπέρασμα ότι το “πρόσωπο προηγείται
της ουσίας”, αλλά κάτι τέτοιο θα έπρεπε να τεθή στο φως των όσων είπα-
με πιο πάνω, τονίζοντας ότι στους Πατέρες δεν τίθεται θέμα αντιπαραθέ-
σεως της ουσίας προς το πρόσωπο»∙ J.D.Zizioulas, Being as communion,
εκδ. St Vladimir’s Seminary Press, Crestwood-NY 1993, σ. 134: «This does
not mean that the persons have an ontological priority over the one sub-
stance of God, but that the one substance of God coincides with the com-
munion of the three persons. In ecclesiology all this can be applied to the
relationship between local and universal Church. There is one Church, as
there is one God. But the expression of this one Church is the communion of
the many local Churches. Communion and oneness coincide in ecclesiology».
Πρβλ. Α. Βrown, Για την κριτική που ασκήθηκε στο Being as Communion

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 115

λος, αντίστοιχα σημαντικά προβλήματα εμφανίσθηκαν και στο


χώρο της ανθρωπολογίας, όπου η απολυτότητα της διαλεκτικής
σχέσης φύσεως και προσώπου, οδήγησε στην υιοθέτηση απόψε-
ων περί υπαρκτικής αντίθεσης των οντολογικών μεγεθών της
σωματικής και πνευματικής πραγματικότητας του ανθρώπου.
Άμεση συνέπεια, η βίαιη ρήξη βιολογικής και εκκλησιαστικής
ύπαρξης, η απόλυτη ενοχοποίηση της βιολογικότητας21, η οποία
ταυτίστηκε με την πτώση και συνεπώς με την αμαρτία, και τέλος
η πεποίθηση πως αυτό που εσχατολογικά σώζεται από τον άν-
θρωπο είναι το εκστασιασμένο από τη φύση πρόσωπο, δίχως κί-
νηση, δίχως νόηση, δίχως λόγο, δίχως κρίση, δίχως φαντασία, δί-
χως μνήμη, δίχως αισθήσεις, δίχως πάθος, δίχως δημιουργικότη-
τα, άδειο από κάθε φυσική του ενέργεια22.
Αλλά ας έλθουμε τώρα στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
και στο περιώνυμο χωρίο του, το χωρίο σύμβολο23, το οποίο με

στην αγγλόφωνη Ορθόδοξη θεολογία, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα.


Πρόσωπο, Εκκλησία και Ελευθερία, σ. 108-109. Για τον υπαινιγμό της
αποδοχής οντολογικής προτεραιότητας του προσώπου έναντι της φύσεως
εκ μέρους του Σεβασμιωτάτου, παρά τη λεκτική κάποιες φορές άρνησή
του, βλ. M. Ludlow, Gregory of Nyssa. Ancient and [post] modern, εκδ. Ox-
ford University Press, Oxford-New York 2007, σ. 59.
21
Βλ. Α. Βλέτση, Οντολογία της πτώσης στη θεολογία Μαξίμου του Ομο-
λογητού (Διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 79εξ. Πρβλ.
Χ.Α.Σταμούλη, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, σ. 50∙ Η. Παπαγι-
αννόπουλου, Πρόσωπο και υποκείμενο. Σημειώσεις για μιαν εσχατολογι-
κή ανθρωπολογία, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία. Η «θεολογία
του ’60», εποπτεία-συντονισμός ύλης: Π. Καλαϊτζίδης-Θ.Ν. Παπαθανασί-
ου-Θ. Αμπατζίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σ. 158∙ G. Gunton, Πρόσωπα
και ετερότητα, Η Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόσωπο, Εκκλησία
και Ελευθερία, σ. 167.
22
Βλ. σχετικά, Χ. Γιανναρά, Μετα-νεωτερική μετα-φυσική, εκδ. Δόμος,
Αθήνα 1993, σ. 231-232. Πρβλ. Χ.Α.Σταμούλη, Κάλλος το άγιον. Προλε-
γόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, σ. 219-222.
23
Βλ. Γρηγορίου του Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων, επιμ. Π. Χρήστου, τό-
μος Α΄, σ. 666. Μια άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη για το θέμα, με τίτλο Ο
Ων (=Γιαχβέ) ως ζων και αληθινός Θεός, όπως περί αυτού μαρτυρεί ο άγ.
Γρηγόριος ο Παλαμάς, εισηγήθηκε σε τούτη την αίθουσα και μάλιστα
ενώπιον του πατρός Ιωάννη Μάγιεντορφ, εικοσιεπτά χρόνια πριν, το
1984, και στα πλαίσια του Συνεδρίου Εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις
πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, ο
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
116 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

τις ερμηνευτικές κατανοήσεις που του προσδόθηκαν και τις ο-


ποίες ήδη προοδοποιήσαμε, αποτέλεσε το τελικό άλλοθι πάνω
στο οποίο κτίσθηκε όλο τούτο το οικοδόμημα της νεώτερης Ορ-
θόδοξης θεολογίας –το θεμέλιο δίχως άλλο είχε αποτελέσει το
χωρίο της Εξόδου 3,1424. Και το ερώτημα είναι ένα και σαφές:
Μπορεί τούτη η δήλωση του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης να
κατανοηθεί ως εκ μέρους του αποδοχή μιας οποιασδήποτε οντο-
λογικής προτεραιότητας του προσώπου έναντι της ουσίας και
της φύσεως; Και η απάντηση της σύγχρονης έρευνας είναι σαφής:
«Σε ένα πρώτο επίπεδο και στη βάση του ιδίου του περιεχομένου
του, τούτο δεν είναι αναγκαίο, και σε ένα δεύτερο επίπεδο μιας
διακειμενικής εξέτασης, εξάπαντος όχι»25.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως στο συγκεκριμένο σημείο
αλλά και στο σύνολο έργο του ο Ησυχαστής άγιος δεν διαμορ-
φώνει μια προσωπική θεολογία. Αντιθέτως εμφανίζεται ως γνή-
σιος ακόλουθος της προηγηθείσης πατερικής παραδόσεως, τα
στοιχεία της οποίας επεκτείνει, στη βάση της θεολογικής αρχής
της ανάγκης, άκρως δημιουργικά. Και είναι σαφές πως η οποια-
δήποτε διαμόρφωση της θεολογίας, στη βάση της θεολογικής αρ-
χής της ανάγκης, προϋποθέτει την επεκτατική-λειτουργική έντα-
ξη των πραγμάτων σε χώρο και σε χρόνο.
Έτσι, λοιπόν, προκειμένου να κατανοήσουμε τον εσώτερο
πυρήνα της λεκτικής του διατύπωσης στο συγκεκριμένο χωρίο,
θα πρέπει να δούμε με ποιον μιλά, με ποιον διαλέγεται. Το πρό-
σωπο, λοιπόν, που κρύβεται πίσω από το αίνιγμα είναι ο Βαρ-
λαάμ, ο οποίος, κατά Παλαμά, είτε χρησιμοποιώντας το όνομα
«ουσία» ως «σημαντικόν» μόνον της ουσιοποιού δυνάμεως του
Θεού, είτε χρησιμοποιώντας το ως «σημαντικόν» της συνολικής
φύσεώς του, κατέληγε στο συμπέρασμα, πως κάθε άλλη δύναμη
και ενέργειά του, είναι χρονική και συνεπώς κτιστή. Για τούτο

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, πρώην Μπανάτου, Αθανάσιος Γιέβτιτς (βλ.


σχετικά, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου, εκδ. Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσ-
σαλονίκη 1986, σ. 109-134).
24
«Και είπεν ο θεός προς Μωυσήν Εγώ ειμι ο ων∙ και είπεν Ούτως ερείς
τοις υιοίς Ισραήλ Ο ων απέσταλκέν με προς υμάς».
25
J. Demetracopoulos, Is Gregory Palamas an Existentialist? The Restora-
tion of the True Meaning of his Coment on Exodus 3,14: «Εγώ ειμι ο ων»,
εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1996, σ. 28-29.

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 117

τον λόγο ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τον καλεί να ονομάσει


«το μοναχώς και ενιαίως έχον εν εαυτώ πάσας τας δυνάμεις ταύ-
τας» πρώτα Θεό, καθώς εμφανιζόμενος ο Θεός στον Μωυσή, δεν
του είπε εγώ είμαι η ουσία, αλλά εγώ είμαι ο ων, «ου γαρ εκ της
ουσίας ο ων, αλλ’ εκ του όντος η ουσία», καθότι «αυτός γαρ ο ων
όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»26. Έχω την αίσθηση πως τού-
τη είναι μια καθαρή διατύπωση, η οποία δεν επιτρέπει ουδεμία
υπόνοια, πολύ δε περισσότερο βεβαιότητα, για οποιαδήποτε ο-
ντολογική προτεραιότητα του προσώπου έναντι της φύσεως.
Αντίθετα αποκαλύπτει με περισσή σαφήνεια, ότι η αλήθεια του
όντος συνίσταται στην ενότητα ουσίας, υποστάσεως, αλλά και
ενεργειών της Τριάδος27. Ενός όντος υποστατικού και ουσιώ-
δους28, το οποίο ως «αεί ον», τουτέστιν «αΐδιον», δημιουργεί ως
αιτία και πηγή, με την άκτιστη και εξάπαντος φυσική και ου-
σιώση ενέργειά του, όλη την κτιστή δημιουργία. Και μάρτυρας
μου ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, μια εκ των σημαντικότε-
ρων πηγών του Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος στο έργο του, Περί
θείων ονομάτων, σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Επεί δε και
περί τούτων είπομεν, φέρε ταγαθόν ως όντως ον, και των όντων
απάντων ουσιοποιόν ανυμνήσωμεν. Ο ων όλου του είναι κατά
δύναμιν υπερούσιος εστι, υποστάτις αιτία, και δημιουργός όντος,
υπάρξεως, υποστάσεως, ουσίας, φύσεως∙ αρχή και μέτρον αιώ-

26
Γρηγορίου του Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος
Α΄, σ. 665-666.
27
Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Περί φωτός. Προσωπικές ή φυσικές ενέρ-
γειες;Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορ-
θόδοξο χώρο, σ. 109. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός (προς τα
του Ακινδύνου) 3,10,28, επιμ. Π. Χρήστου, τόμος Γ΄, σ. 184: «[…] ώστε η μεν
ουσία εξ ανάγκης ον, το δε ον ουκ ουσία εξ ανάγκης».
28
Βλ. σχετικά, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της ενανθρωπήσεως του
Μονογενούς, SC 97, σ. 218: «Εγώ ειμί ο ων. Το δε ον αληθώς ουκ εν υπο-
στάσει καθ’ εαυτό σωζόμενον πώς αν νοοίτό ποτε;». Είναι σαφές πως εδώ
ο Κύριλλος στρέφεται εναντίον των αιρετικών Μάρκελου και Φωτεινού,
οι οποίοι αμφισβητούσαν την «ιδικήν» ύπαρξη του Μονογενούς τον οποίο
θεωρούσαν «ανύπαρκτον» και «ουκ εν υποστάσει τη καθ’εαυτόν, ρήμα δε
απλώς και λόγον τον κατά μόνην την προφοράν γενέσθαι», Κυρίλλου Α-
λεξανδρείας, Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, SC 97, σ. 56εξ.
και 156. Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της αγίας και ομοουσίου
Τριάδος Λόγος Α΄, PG 75, 672BD.
ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)
118 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

νων∙ και χρόνων οντότης, και αιών των όντων∙ χρόνος των γινο-
μένων, το είναι τοις οπωσούν ούσι, γένεσις τοις οπωσούν γινομέ-
νοις. Εκ του όντος, αιών, και ουσία, και ον, και χρόνος, και γέ-
νεσις, και γινόμενον∙ τα εν τοις ούσιν όντα, και τα οπωσούν υ-
πάρχοντα, και υφεστώτα. Και γαρ, ο Θεός ου πώς εστιν ων, αλλ’
απλώς και απεριορίστως, όλον εν εαυτώ το είναι συνειληφώς και
προειληφώς∙ διο και βασιλεύς λέγεται των αιώνων, ως εν αυτώ
και περί αυτόν παντός του είναι και όντος και υφεστηκότος, και
ούτε ην, ούτε έσται, ούτε εγένετο, ούτε γίνεται, ούτε γενήσεται,
μάλλον δε ούτε εστίν∙ αλλ’ αυτός εστι το είναι τοις ούσι∙ και ου
τα όντα μόνον, αλλά και αυτό το είναι των όντων, εκ του προ-
αιωνίως όντος∙ αυτός γαρ εστιν ο αιών των αιώνων, ο υπάρχων
προ των αιώνων»29.
Κατόπιν τούτων και με δεδομένη πλέον την πάγια θέση
της πατερικής θεολογίας, που με εξαίρετο τρόπο εξέφρασε ο
Γρηγόριος Παλαμάς, λέγοντας ποικιλότροπα, πως δεν υπάρχει
ουσία ανυπόστατη και υπόσταση ανούσια, συνεπώς και ουδεμία
δυνατότητα ταύτισης του όντος μόνον με το πρόσωπο, έρχομαι
επί τροχάδην στην εξέταση του πρώτου μεταφυσικού αξιώματος
των εκπροσώπων της «θεολογίας του προσώπου», σύμφωνα με
το οποίο ο,τιδήποτε το φυσικό είναι και αναγκαστικό, συνεπώς
ανελεύθερο.
Οφείλω, λοιπόν, ευθύς εξαρχής, να σημειώσω με ένταση,
ότι μια τέτοια ταυτότητα δεν άγγιξε ποτέ τη γη της Ορθοδοξίας.
Η διδασκαλία αυτή αναπτύχθηκε τόσο στο χώρο της αιρετικής
αντιοχειανής θεολογικής σκέψης, όσο και στο χώρο των εκπρο-
σώπων του μονοθελητισμού. Γι’αυτό με ένταση ο άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας, παλεύοντας με τον ηθικισμό της αίρεσης, σημειώ-
νει, ότι «Έστι μεν γαρ ουκ ανεθελήτως α εστι φυσικώς, σύνδρο-

29
Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί θείων ονομάτων Ε΄, PG 3, 817CD. Πρβλ.
Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος 30, Θεολογικός Δ΄, Περί Υιού, PG 36,
128ΑΒ: « “Ο” μεν “ων”, και “ο Θεός”, μάλλον πως της ουσίας ονόματα∙ και
τούτων μάλλον “o ων”, ου μόνον ότι τω Μωσεί χρηματίζων επί του όρους,
και την κλήσιν απαιτούμενος, η τις ποτε είη, τούτο προσείπεν εαυτόν, “ο
ων απέσταλκέ με” τω λαώ κελεύσας ειπείν∙ αλλ’ ότι και κυριωτέραν ταύ-
την ευρίσκομεν».

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


ΧΡ. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ 119

μον έχων τη φύσει την θέλησιν του είναι α εστιν»30. Και ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής, απαντώντας στον μονοθελήτη Πύρρο, ο
οποίος υποστήριζε μετά μανίας, ότι «το δε φυσικόν πάντως και
ηναγκασμένον», χαρακτηρίζει την πρότασή του «πάσης ατοπίας
ατοπωτέρα», καθώς σε μια τέτοια περίπτωση, ο Θεός, ως φύση
Θεός, φύση αγαθός και φύση δημιουργός, θα αποδεικνύονταν,
ως κατ’ ανάγκη Θεός, κατ’ ανάγκη αγαθός και κατ’ ανάγκη δη-
μιουργός, πράγμα το οποίο και να σκεφτεί κανείς, πολύ περισ-
σότερο να το εκστομίσει, «εσχάτης εστί βλασφημίας». Συνδέο-
ντας, μάλιστα, την περί Χριστού διδασκαλία με την ανθρωπολο-
γία, παρατηρεί, πως όχι μόνον τα φυσικά θελήματα του Χριστού
δεν είναι ακούσια, πράγμα που εάν ίσχυε θα μετέτρεπε αμέσως
τα μη φυσικά σε εκούσια, αλλά ακόμη και τα θελήματα όλων
των λογικών και νοερών όντων, επειδή είναι «φύσει θελητικά»
είναι απόλυτα ελεύθερα, καθώς οτιδήποτε το φυσικό είναι θε-
λητικό και εκούσιο31.
Έχω την αίσθηση πως ο κύκλος που άνοιξε η μελέτη έχει
φθάσει στο τέλος του. Πράγμα που με υποχρεώνει να βάλω εδώ
μια άνω τελεία∙ σημείο αρχής για όσους ακολουθήσουν. Άλλω-
στε, της ειλικρινούς επιστήμης, όπως νομίζω και της αγιότητας -
χωρίς αυτό να υποδηλώνει καμία διάθεση σύγκρισης, πολύ πε-
ρισσότερο ταύτισης των δύο μεγεθών- δεν της πρέπει η βεβαιότη-
τα. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι -και ας μας κατηγορεί και
μάλλον όχι αδίκως ο Αρθούρος Ρεμπώ για το αντίθετο-, πως «η

30
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος Διάλογος
δεύτερος, PG 75, 780Β. Βλ. σχετικά, Χ.Α.Σταμούλη, Άσκηση αυτοσυνειδη-
σίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 234.
31
Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Διάλογος με τά Πύρρου περί των εκκλησια-
στικών δογμάτων, PG 91, 293BD: «ΠΥΡ. Ει φυσικόν λέγεις το θέλημα, το
δε φυσικόν πάντως και ηναγκασμένον, πώς ουκ ανάγκη, φυσικά λέγοντας
επί Χριστού τα θελήματα, πάσαν επ’ αυτού εκούσιον αναιρείν κίνησιν.
ΜΑΞ. Ου μόνον η θεία και άκτιστος φύσις ουδέν ηναγκασμένον έχει φυ-
σικόν, αλλ’ ουδέ η νοερά και κτιστή…Πώς δε και τούτου δοθέντος, ου πά-
σης ατοπίας ατοπωτέρα η τοιαύτη δειχθήσεται πρότασις; Ει γαρ κατ’ αυ-
τήν το φυσικόν πάντως και ηναγκασμένον…Ουκούν ου μόνον Θεός, ο υ-
πέρ τα όντα∙ αλλά και νοερά πάντα και λογικά, φύσει όντα θελητικά, α-
κούσιον έξει κίνησιν∙ άψυχα δε ου θελητικά, εκούσιον έξει κίνησιν…».

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)


120 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

κόλαση είναι κάτω -και ο ουρανός πάνω»32. Γεγονός που μου ε-


πιτρέπει, νομίζω, να κλείσω με κάποια ερωτήματα, εράνισμα εα-
ρινό από τον άρτο και τον οίνο των συνδαιτημόνων μιας κοινής
και μόνιμα ανοιχτής επιστημονικής και υπαρξιακής τράπεζας.
Μήπως τελικά «η νίκη του Παλαμισμού», εάν μπορούμε να το
πούμε έτσι, κατά τον 14ο αιώνα, δεν ήταν νίκη ενός απάνθρωπου
θεοκεντρισμού, αλλά νίκη «ενός θεοκεντρικού ουμανισμού»33;
Μήπως, λοιπόν, ο «εκκλησιαστικός τρόπος της υπάρξεως δεν εί-
ναι άλλος από τον βιολογικό»34; Μήπως η «ύπαρξη δεν είναι φύ-
ση πτώση και απώλεια όντος, αλλά εσχατολογικό άνοιγμα της
ουσίας-φύσεως στο όντως είναι»35; Μήπως η αγωνία για απόρ-
ριψη μιας κάποιας απο-λειτουργικοποίησης του προσώπου, οδή-
γησε στην απο-λειτουργικοποίηση της φύσης; Μήπως η λεγόμενη
ευχαριστιακή οντολογία δεν είναι προνόμιο του επισκόπου, μήτε
μόνον του ασκητή και οπωσδήποτε μήτε μόνον των λαϊκών, αλ-
λά άθλημα κοινό, που ασκείται καθημερινά από τον επίσκοπο,
τον ασκητή και τους λαϊκούς, προκειμένου να επιτευχθεί η πο-
λυπόθητη και σώζουσα ενότητα με τον Χριστό; Μήπως, εν τέλει,
το εκκλησιαστικό γεγονός δεν είναι ο χώρος ανάδειξης της α-
μαρτίας της εξουσιαστικότητας, αλλά ο τόπος άσκησης της αντί-
δοσης των χαρισμάτων που επιτρέπουν τη συνάντηση, ως έξοδο
από τη διαλεκτική, όπου το μέρος δεν αποκαλύπτει το όλον, αλ-
λά τον εαυτό του, και παράλληλη είσοδος στην αχώρητη χώρα της
αναγκαίας και αμφίσημης, τουτέστιν ασκητικο-ευχαριστιακής συμβο-
λής36; Μήπως;

32
Α. Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση, μετάφραση Χριστόφορος Λιο-
ντάκης, εκδ. Γαβριηλίδης. Αθήνα 2004, σ. 49.
33
π. Ι. Μάγιεντορφ, Βυζαντινή Θεολογία, μετάφραση-επιμέλεια-επιστημονική
θεώρηση π. Παύλος Κουμαριανός-Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτός, Α-
θήνα 2010, σ. 176
34
Η. Παπαγιαννόπουλου, Πρόσωπο και υποκείμενο. Σημειώσεις για μιαν
εσχατολογική ανθρωπολογία, Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία.
Η «θεολογία του ’60», σ. 158.
35
π. Ν. Λουδοβίκου, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού.
Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, σ. 235.
36
Χ.Α.Σταμούλη, Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία, σ. 166-
167.

ΣΥΝΘΕΣΙΣ τχ. 1 (2012)

You might also like