You are on page 1of 201

ΑΝΤΟΝ ΠΑΝΕΚΟΥΚ

ΣΥΛΛΟΓΗ
ΕΡΓΩΝ

το ένζυµο
http://engymo.wordpress.com/

1
2
Παρουσιάζουµε µια συλλογή των κειµένων του
Άντον Πάνεκουκ, ο οποίος υπήρξε µια από τις
σηµαντικότερες φυσιογνωµίες της Κοµµουνιστι-
κής Αριστεράς, τα οποία έχουν µεταφραστεί στα
ελληνικά και έχουν δηµοσιευθεί στο διαδίκτυο.

Μάρτιος 2012

το ένζυµο
http://engymo.wordpress.com/

3
4
Περιεχόµενα

Οι ατοµικές πράξεις και η πάλη των µαζών σ. 7

Γιατί απέτυχαν τα προηγούµενα επαναστατικά κινήµατα σ. 13

Επιστολή στο περιοδικό Socialism e ou Barbarie σ. 29

Εργασία και ελεύθερος χρόνος σ. 37

Η εργασία στο σοσιαλισµό σ. 41

Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισµού σ. 47

∆ηµόσια ιδιοκτησία και κοινοκτηµοσύνη σ. 75

Οι καταστροφές σαν µέσο πάλης σ. 81

Κόµµα και εργατική τάξη σ. 85

Ο νέος µπλανκισµός σ. 95

Παγκόσµια επανάσταση και κοµµουνιστική τακτική σ. 103

Σοσιαλδηµοκρατία και κοµµουνισµός σ. 161

Σκέψη και δράση σ. 187

5
6
Άντον Πάννεκουκ

Οι ατοµικές πράξεις και η πάλη των µαζών

Πηγή:http://sites. google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

(∆ηµοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1933, στο PERSDIENST VAN DE


GROEP VAN INTERNATIONALE COMMUNISTEN No 7)

Για τον εµπρησµό του Ράϊχσταγκ (σ.τ.µ., του γερµανικού κοινοβουλί-


ου) από τον Van der Lubbe, διατυπώθηκαν πολλ ές και διαφορετικές
απόψεις. Στα όργαν α της κοµµουνιστικής αριστεράς (Spartacus, De
Radencommunist), η πράξη χαρακτηρίστηκε ως πράξη εν ός επαναστάτη
κοµµουνιστή. Να επιδοκιµάζεις και ν α χειροκροτείς µια τέτοια πράξη
σηµαίν ει ότι την φέρνεις σαν παράδειγ µα προς µίµησιν, ότι προτείνεις
να επαναληφθεί. Αξίζει, λοιπόν, να µπού µε στον κόπο να καταλάβουµε
ποια ήταν όντως η χρησιµότητά της.

Πως θα µπορούσε να έχει νόηµα µια τέτοια πράξη; Μόνον εάν είχε ως
στόχο και αποτέλεσµα να δώσει έν α χτύπηµα και να αποδυναµώσει την
κυρίαρχη αστική τάξη. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιο ζήτηµα δεν τίθε-
ται. Η αστική τάξη δεν πληγώθηκε ούτε τόσο δα από τον εµπρησµό του
Ράϊχσταγκ, η κυριαρχία της δεν απειλήθηκε καθόλου, απ’ όποια σκοπιά
κι αν το δει κανείς. Ίσα-ίσα, η κυβέρνηση των ναζί άρπαξε την ευκαι-
ρία να εν ισχύσει σηµαντικά του ς κατασταλτικούς µηχανισµούς και την
τροµοκρατία της εναντίον του εργατικού κινήµατος - και πρέπει να µε-
λετηθούν µε προσοχή οι µελλοντικές συνέπειες αυτής της νέας κατά-
στασης 1.

1
(Σ.τ.µ.) Αµέσως µετά τον εµπρησµό του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ δείχνει ανενδοίαστα τον πραγµατικό
του εαυτό. Από την εποµένη µέρα κιόλας, την 28η Φεβρουαρίου του 1933, αποδίδει τον εµπρησµό σε
µια κοµµουνιστική συνοµωσία µε επικεφαλής τον Γκεόργκι Ντηµητρώφ και συλλαµβάνει τέσσερεις
χιλιάδες στελέχη του Γερµανικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος, το οποίο θέτει, de facto, εκτός νόµου.
Την ίδια µέρα, υποχρεώνει τον Χίντεµπουργκ, τον πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, να υπογράψει ένα διά-
ταγµα «για την προστασία του λαού και του κράτους», το οποίο αναστέλλει τις θεµελιώδεις ελευθερί-

7
Ακόµη, όµως, κι αν µια τέτοια πράξη όντως έπληττε ή αποδυνάµωνε
την κυρίαρχη αστική τάξη, η µόνη συν έπειά της θα ήταν να οδηγ ήσει
τους εργάτες στο συµπέρασµα ότι για την απελευ θέρωσή τους τέτοιες
ατοµικές πράξεις θα ήταν αρκετές από µόνες του ς. Η µεγάλ η αλήθεια
που πρέπει να αφοµοιώσουν και ν α πιστέψουν, ότι µόνον η µαζική
δράση ολόκλ ηρης της εργατικής τάξης µπορεί να νικήσει την αστική
κυριαρχία, αυτή η στοιχειώδης αλήθεια του επαν αστατικού κοµµουνι-
σµού θα αποσιωπηθεί και θα συγκαλυφθεί, και αυτό θα τους οδηγούσε
µακριά από την αυτόνοµη µαζική ταξική δράση. Οι επαναστατικές µει-
οψηφίες, αντί να συ γκεντρώνουν όλ ες τους τις δυνάµεις στην προπα-
γάνδιση των θέσεών τους στις µάζες των εργαζοµένων, θα τις σπατα-
λούσαν σε ατοµικές πράξεις, οι οποίες, ακόµη κι όταν εκτελούνται από
µια πολυάριθµη οµάδα µε την µεγαλύτερη αυταπάρνηση, δεν πρόκειται
σε καµιά περίπτωση να ταρακουνήσουν την κυριαρχία της αστικής τά-
ξης. Στην πραγµατικότητα, η αστική τάξη µπορεί εύκολ α να αντιµάχε-
ται τέτοιες οµάδες, χάρη στις ισχυρότατες δυνάµεις καταστολής που
διαθέτει. Είναι δύσκολο να βρει καν είς στην ιστορία επαναστατική ο-
µάδα που να έδρασε µε τόση αυταπάρνηση όσην έδειξαν οι ρώσοι νιχι-
λιστές, κατά το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Κάποιες στιγµές, µάλι-
στα, είχε φανεί πως, µέσω µιας σειράς από καλά οργανωµέν ες ατοµικές
απόπειρες, θα κατόρθωναν να ανατρέψουν τον τσαρισµό. Στο τέλος,
όµως, ο τσάρος κάλεσε έναν γάλλο αστυνοµικό να αναλάβει την αντι-
τροµοκρατική εκστρατεία, στη θέση της ανίκανης ρωσικής αστυνοµίας·
αυτός, µέσα σε λίγ α χρόνια, κατάφερε να εξαρθρώσει τελ είως το κίνη-
µα των νιχιλιστών, χάρη στην ενεργητικότητα και την χαρακτηριστικά
δυτική µεθοδικότητά του. Αυτό που, τελικά και οριστικά, ανέτρεψε το
πανίσχυρο τσαρικό καθεστώς ήταν το κίνηµα των µαζών που αναπτύ-
χθηκε τις επόµενες δεκαετίες.

Κι όµως, θα µπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, µια τέτοια πράξη δεν έχει

ες, δίνει έκτακτες εξουσίες στην αστυνοµία και, ουσιαστικά, βάζει τέλος στη δηµοκρατία της Βαϊµά-
ρης. Στις 23 Μαρτίου του 1933, στο Νταχάου κοντά στο Μόναχο, ανοίγει τις πύλες του για τους πολι-
τικούς αντιπάλους των ναζί το πρώτο από µια ατέρµονη σειρά στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η συνέ-
χεια είναι λίγο-πολύ γνωστή…

8
άραγ ε την αξία της σαν διαµαρτυρία εν αντίον της ελεεινής ψηφοθηρι-
κής πολιτικής που αποπροσανατολίζει τους εργάτες από τον κύριο αγώ-
να τους;

Μια διαµαρτυρία έχει αξία µόνον στο µέτρο που βοηθάει στη δηµιουρ-
γία αυτοπεποίθησης στου ς εργάτες, δίνον τάς τους την εντύπωση ότι εί-
ναι δυνατοί, ή, αλλιώς, επειδή αναπτύ σσει τη συν ειδητοποίησή τους.
Πώς, όµως, µπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι έν ας εργαζόµενος, ο ο-
ποίος επί χρόνια πίστευ ε ότι ψηφίζοντας σοσιαλδηµοκράτες ή κοµµου -
νιστές υ περασπίζονταν τα συµφέροντά του, θ’ αρχίσει να αµφιβάλλ ει
για την ψηφοθηρική πολιτική µόνον και µόνον επειδή κάποιοι έβαλαν
φωτιά στο κοινοβούλ ιο; Εντελώς αστεία πράγµατα. Η ίδια ή αστική τά-
ξη κάν ει πολύ περισσότερα για να γιατρέψει του ς εργαζόµεν ους από τις
οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις µπορεί να τρέφουν για τον κοινοβούλιο,
αποδυναµώνοντας το, διαλύοντάς το και αφαιρώντας του κάθε αποφα-
σιστική και ουσιαστική λ ειτουργία (σ.τ.µ. Βλ. προηγού µενη υποσηµεί-
ωση). Ορισµένοι γ ερµανοί σύντροφοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό έχει µόνον
θετικές πλευρές, αφού, κατ’ αυ τόν τον τρόπο, κλονίστηκε η εµπιστοσύ -
νη των εργ αζοµένων στον κοινοβουλευτισµό. Αναµφίβολα· δικαιούµα-
στε, όµως, να αναρωτηθούµε µήπως βλ έπουν λίγο απλοϊκά τα πράγ µα-
τα, διότι, σ’ αυτή την περίπτωση, οι δηµοκρατικές ψευδαισθήσεις θα
εισχωρούσαν απλώς από άλλο µονοπάτι. Εκεί όπου δεν υπάρχει δικαί-
ωµα ψήφου, εκεί όπου το κοινοβούλιο είναι ανίσχυρο, η κατάκτηση της
«πραγ µατικής δηµοκρατίας» γ ίνεται κεντρικό αίτηµα και οι εργαζόµε-
νοι νοµίζουν ότι αυ τό είναι το µόνο πράγ µα για το οποίο αξίζει να πα-
λέψουν. Αντίθετα, το αποτέλ εσµα µιας συστηµατικής προπαγάνδας,
που από κάθε γ εγον ός προσπαθεί να αναπτύσσει µια συν ειδητοποίηση
της πραγµατικής σηµασίας του κοινοβουλίου και της εξέλιξης της ταξι-
κής πάλης, είναι ότι δεν αφήνει ποτέ την εργατική τάξη να παραπλανη-
θεί ή να χάσει το δρόµο της και αυ τό είναι πάντοτε το ουσιώδες.

Μήπως όµως, η ατοµική πράξη µπορεί να έχει αξία σαν σινιάλο για ε-
ξέγ ερση, σαν µια ισχυρή ώθηση που θέτει σε κίνηση την πάλη των µα-
ζών;

9
Είναι γνωστό από την ιστορία ότι η δράση ενός ατόµου σε στιγµές κοι-
νωνικής έντασης µπορεί να έχει το αποτέλ εσµα που έχει µια σπίθα πά-
νω από ένα βαρέλι µε µπαρού τι. Σίγουρα, πλην όµως, η προλεταριακή
επανάσταση δεν έχει τίποτε το κοινό µε την έκρηξη ενός βαρελιού µε
µπαρούτι. Ακόµη κι αν το Κοµµουνιστικό Κόµµα προσπαθεί να πείσει
τον εαυτό του και όλους τους άλλους ότι η επανάσταση µπορεί να ξε-
σπάσει ανά πάσα στιγµή, ξέρου µε ότι το προλεταριάτο έχει ακόµη πολύ
δρόµο να διανύσει µέχρι ν α εκπαιδευτεί καλά σ’ αυτόν το νέο τρόπο
πάλης, την πάλ η των µαζών.
Επιπλέον, στις απόψεις αυτές διακρίνουµε έναν ροµαντισµό αστικής
προέλευσης. Στις αστικές επαναστάσεις, η αν ερχόµεν η αστική τάξη -
και ο λ αός που την ακολουθούσε- βρισκόταν αντιµέτωπη µε τους ηγ ε-
µόν ες ως άτοµα και του ς απολυταρχικούς κατασταλτικούς µηχανισµούς
τους· µια απόπειρα µε στόχο τον ίδιο το βασιλιά ή κάποιον υπουργό
του ήταν δυνατόν να ισοδυναµεί µε σινιάλο για εξέγερση. Η άποψη ότι,
ακόµη και σήµερα, µια ατοµική πράξη θα µπορούσε να θέσει σε κίνηση
τις µάζες βασίζεται στην αστική έννοια του αρχηγού, όχι του εκλ εγ µέ-
νου αρχηγού του κόµµατος, αλλά του αρχηγού που ορίζει ο ίδιος τον
εαυτό του αρχηγό και που µε τη δράση του παρασύρει τις µάζες. Η
προλεταριακή επανάσταση δεν έχει τίποτε το κοινό µ’ αυτόν τον απαρ-
χαιωµένο ροµαντισµό του αρχηγού. Η εργατική τάξη προχωρεί στους
αγώνες της ωθού µεν η από µαζικές κοινωνικές δυνάµεις, και όχι επειδή
την παρακινούν κάποια άτοµα µε τους λόγους ή τις πράξεις τους· κάθε
πρωτοβουλία, λοιπόν, πρέπει να εκπορεύεται από την εργατική τάξη
και µόνον.

Ωστόσο, θ’ αναρωτηθεί καν είς, η µάζα, εντέλει, δεν αποτελ είται κι αυ-
τή από άτοµα και οι µαζικές δράσεις δεν είναι το σύνολο ενός µεγάλου
αριθµού ατοµικών δράσεων;

Βεβαίως, κι εδώ φτάνουµε στην πραγµατική αξία της ατοµικής πράξης.


Αποκοµµένη από τη µαζική δράση, η πράξη ενός ατόµου, που νοµίζει
ότι από µόνος του µπορεί να πραγ µατοποιήσει κάτι πολύ σπουδαίο, εί-

10
ναι άχρηστη. Όταν, όµως, αποτελεί µέρος ενός µαζικού κινήµατος, τότε
η αξία της είναι πραγµατικά πολύ σπουδαία. Η εργατική τάξη την ώρα
της πάλης δεν είν αι ένα σύνταγ µα από οµοιόµορφες µαριονέττες, που
προχωρούν µε στρατιωτικό βηµατισµό και που µεγαλουργού ν καθοδη-
γούµεν ες από την τυ φλ ή δύναµη της ίδιας του ς της κίνησης. Αντίθετα,
είναι µια µάζα από πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες, που ω-
θούνται από µια και µόνη θέληση, που συµπαραστέκονται ο ένας τον
άλλον, που παροτρύνει ο ένας τον άλλον, που ενθαρρύνει ο ένας τον
άλλον. Η ακατανίκητη δύναµη ενός τέτοιου κινήµατος βασίζεται, ακρι-
βώς, στις διαφορετικές δυνάµεις πολλών ανθρώπων που όλοι µαζί συ -
ντείνουν προς τον ίδιο σκοπό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η τόλ µη των γενναι-
οτέρων από αυτούς θα βρει την ευ καιρία να εκφραστεί µε ατοµικές
θαρραλ έες πράξεις, ενώ η νηφαλιότητα των άλλων θα οδηγεί αυτές τι ς
πράξεις προς τον κατάλλ ηλο στόχο, έτσι ώστε να πιάνουν τόπο και ν α
µη χάνονται στο βρόντο. Επίσης, σ’ ένα ανερχόµενο δυναµικό κίνηµα,
αυτή η αλληλεπίδραση δυνάµεων και πράξεων έχει πολύ µεγ άλη αξία
όταν καθοδηγ είται από µια ξεκάθαρη αν τίληψη σχετικά µε το τι είναι
αυτό που κινητοποιεί τους εργαζόµενου ς τη συγκεκριµένη στιγµή, τι
είναι αναγκαίο να γίνει και το πώς ν’ αναπτύξουν τη µαχητικότητά
τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όµως, χρειάζεται πολύ περισσότερη
δουλειά, επιµονή, τόλµη και θάρρος, απ’ όσο χρειάστηκε για να βάλει
κάποιος φωτιά σ’ έν α κοινοβούλιο.

Μετάφρ. : Γ. Παπαπαναγιώτου

11
12
Άντον Πάνεκουκ

Γιατί απέτυχαν τα προηγούµενα επαναστατικά κινήµατα

Πηγή:http://sites.google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

(∆ηµοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1940, στο περιοδικό Living Marxism, Τόµος 5, Νο


2)

Πριν από τριάντα χρόνια, όλοι οι σοσιαλιστές ήταν πεπεισµένοι ότι ο επερχόµενος
πόλεµος µεταξύ των µεγάλων καπιταλιστικών δυνάµεων θα σήµαινε την τελική κα-
ταστροφή του καπιταλισµού και ότι θα ακολουθούνταν από την προλεταριακή επα-
νάσταση. Αυτές οι ελπίδες παρέµειναν ισχυρές, ακόµη και µετά το ξέσπασµα του πο-
λέµου και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήµατος ως επαναστα-
τικού παράγοντα. Ακόµη και τότε, ήταν πεπεισµένοι ότι η παγκόσµια επανάσταση θα
επακολουθούσε, σαν συνέπεια του παγκόσµιου πόλεµου. Και, πράγµατι, ήρθε. Σαν
φωτεινό µετέωρο, η Ρωσική επανάσταση φούντωσε και έλαµψε σ’ όλη τη γη, και οι
εργαζόµενοι σε όλες τις χώρες του κόσµου αναθάρρησαν κι άρχισαν να κινητοποιού-
νται.
Λίγα χρόνια µετά, όµως, έγινε σαφές ότι η επανάσταση έπαιρνε την κατιούσα, ότι οι
κοινωνικές αναταραχές µειώνονταν και ότι το καπιταλιστικό καθεστώς, σιγά – σιγά,
παλινορθωνότανε στην εξουσία. Σήµερα, το επαναστατικό εργατικό κίνηµα βρίσκεται
στο χαµηλότερο σηµείο του και ο καπιταλισµός είναι πιο ισχυρός από οποτεδήποτε
στο παρελθόν. Για άλλη µια φορά, γίνεται ένας µεγάλος πόλεµος και ξανά οι εργαζό-
µενοι και οι κοµµουνιστές αναρωτιούνται: άραγε αυτός ο πόλεµος θα αποδυναµώσει
το καπιταλιστικό σύστηµα σε τέτοιο βαθµό ούτως ώστε να προκύψει µια εργατική
επανάσταση; Άραγε θα επαληθευτεί αυτή τη φορά η προσδοκία µιας νικηφόρας πά-
λης για την ελευθερία της εργατικής τάξης;

13
Είναι σαφές ότι δεν µπορούµε να ελπίζουµε να βρούµε µια απάντηση σ’ αυτά τα ερω-
τήµατα, αν δεν καταλάβουµε γιατί απέτυχαν τα επαναστατικά κινήµατα µετά το 1918.
Μόνον αν εξετάσουµε συστηµατικά όλες τις δυνάµεις που δρούσαν τότε, µπορούµε
να αντιληφθούµε σε όλο το βάθος τους τις αιτίες εκείνης της αποτυχίας. Οφείλουµε,
λοιπόν, να µελετήσουµε µε προσοχή αυτά που συνέβησαν πριν από είκοσι χρόνια στο
παγκόσµιο εργατικό κίνηµα.

II

Η ανάπτυξη του εργατικού κινήµατος δεν ήταν ούτε το µόνο σηµαντικό γεγονός ούτε
το σηµαντικότερο γεγονός στην ιστορία του προηγούµενου αιώνα. Το σηµαντικότερο
γεγονός ήταν η ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισµού. Αναπτύχθηκε και όσον αφορά
την ένταση – µε την συγκέντρωση του κεφαλαίου, την διαρκή τελειοποίηση των βιο-
µηχανικών τεχνολογιών και την αύξηση της παραγωγικότητας – αλλά και όσον αφο-
ρά την επέκτασή του. Ξεκινώντας από τα πρώτα κέντρα της βιοµηχανίας και του ε-
µπορίου – την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αµερική και τη Γερµανία -, ο καπιταλισµός
άρχισε να εισβάλλει σε άλλες χώρες, και αυτή τη στιγµή κατακτά όλη τη γη. Στη
διάρκεια των προηγούµενων αιώνων, οι δυτικές χώρες είχαν κατακτήσει τις άλλες
ηπείρους για να τις εκµεταλλευθούν σαν αποικίες. Κατά τα τέλη, όµως, του 19ου αιώ-
να και στις αρχές του 20ού, παρατηρούµε µια κατάκτηση ανώτερης µορφής: αυτές οι
ήπειροι αφοµοιώθηκαν από τον καπιταλισµό⋅ έγιναν κι αυτές καπιταλιστικές. Αυτή η
κοσµοϊστορική διαδικασία, που συνεχίστηκε µε αυξανόµενη ταχύτητα στη διάρκεια
του προηγούµενου αιώνα, επέφερε θεµελιώδεις αλλαγές στην οικονοµική τους δοµή⋅
αυτή ήταν, µε λίγα λόγια, η βάση µιας σειράς επαναστάσεων σε όλο τον κόσµο.
Στην προηγούµενη περίοδο, οι κεντρικές χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού, µε
κυρίαρχη την µεσαία – την αστική - τάξη, περιβάλλονταν από µια οµάδα άλλων, λι-
γότερο αναπτυγµένων χωρών. Εκεί, η κοινωνική διάρθρωση ήταν ακόµη εντελώς α-
γροτική και λίγο ή πολύ φεουδαρχική⋅ οι µεγάλες πεδιάδες καλλιεργούνταν από κο-
λίγους που τους εκµεταλλεύονταν οι γαιοκτήµονες. Αυτοί οι κολίγοι βρίσκονταν σε
συνεχή, λίγο ή πολύ ανοιχτή, διαµάχη µε τους γαιοκτήµονες και τις βασιλικές δυνα-
στείες. Στην περίπτωση των αποικιών, αυτή η εσωτερική καταπίεση εντείνονταν λό-
γω της εκµετάλλευσης από το ευρωπαϊκό αποικιοκρατικό κεφάλαιο, που µετέβαλλε
σε τοποτηρητές του τους ντόπιους βασιλιάδες και γαιοκτήµονες. Σε άλλες περιπτώ-

14
σεις, αυτή η εντονότερη εκµετάλλευση από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήταν αποτέλεσµα
οικονοµικού δανεισµού των κυβερνήσεων, που µε τη σειρά τους επέβαλλαν επαχθείς
φόρους στους αγρότες. Οι σιδηρόδροµοι που κατασκευάστηκαν µετέφεραν από τις
χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού βιοµηχανικά προϊόντα - καταστρέφοντας µε
αυτόν τον τρόπο τις παλιές τοπικές βιοτεχνίες των περιφερειακών χωρών - και από τις
χώρες της περιφέρειας πρώτες ύλες και τρόφιµα. Αυτή η ανάπτυξη του διεθνούς ε-
µπορίου τράβηξε το ενδιαφέρον των ακτηµόνων αγροτών και, βαθµιαία, τους δη-
µιούργησε την επιθυµία να γίνουν ελεύθεροι παραγωγοί και να πωλούν τα προϊόντα
τους στην αγορά. Κατασκευάστηκαν εργοστάσια⋅ στις πόλεις, αναπτύχθηκε µια τάξη
επιχειρηµατιών και εµπόρων, που, σιγά-σιγά, αισθάνθηκαν την ανάγκη µιας άλλης
διακυβέρνησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους. Οι νέοι που
σπούδαζαν στα πανεπιστήµια της ∆ύσης έγιναν οι επαναστατικοί φορείς αυτών των
τάσεων και τις διατύπωναν σε θεωρητικά προγράµµατα, διεκδικώντας κυρίως εθνική
απελευθέρωση και ανεξαρτησία, υπεύθυνη και δηµοκρατική διακυβέρνηση, πολιτικά
δικαιώµατα και ελευθερίες - όλα αυτά που θα τους επέτρεπαν αργότερα να βρουν µια
σπουδαία θέση σαν αξιωµατούχοι και πολιτικοί ενός σύγχρονου κράτους.
Αυτή η τυπική καπιταλιστική ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσµο συνέβαινε ταυτόχρονα
µε την ανάπτυξη του εργατικού κινήµατος στις κεντρικές χώρες του αναπτυγµένου
καπιταλισµού. Υπήρχαν, λοιπόν, δύο επαναστατικά κινήµατα, όχι µόνον παράλληλα
και ταυτόχρονα, αλλά που είχαν, επίσης, πολλά σηµεία επαφής. Είχαν έναν κοινό ε-
χθρό, τον καπιταλισµό, που µε τη µορφή του βιοµηχανικού καπιταλισµού εκµεταλ-
λευόταν τους εργάτες στις µητροπόλεις της Ευρώπης και της Αµερικής και, από την
άλλη, µε τη µορφή του χρηµατιστικού και αποικιοκρατικού καπιταλισµού, εκµεταλ-
λευόταν τους αγρότες στις ανατολικές και αποικιακές χώρες, ενώ ταυτόχρονα στήριζε
τους απολυταρχικούς κυβερνήτες τους. Οι επαναστατικές οµάδες αυτών των χωρών
βρήκαν κατανόηση και συµπαράσταση µόνον από την πλευρά των σοσιαλιστών ερ-
γατών της ∆υτικής Ευρώπης. Έτσι, βαφτίστηκαν κι αυτοί σοσιαλιστές. Οι παλιές
ψευδαισθήσεις, ότι οι επαναστάσεις των µεσαίων τάξεων θα έφερναν ελευθερία και
ισότητα σε όλο τον πληθυσµό, ξαναγεννήθηκαν µε άλλη µορφή.
Στην πραγµατικότητα, υπήρχε µια βαθιά και θεµελιώδης διαφορά µεταξύ αυτών των
δύο ειδών επαναστατικών σκοπών, που µπορούµε να τους ονοµάσουµε δυτικό και
ανατολικό. Η προλεταριακή επανάσταση µπορεί να είναι το αποτέλεσµα ενός καπι-
ταλισµού στο ανώτατο στάδιο της ανάπτυξής του και µόνον. Βάζει τέλος στον καπι-

15
ταλισµό. Οι επαναστάσεις στις ανατολικές χώρες ήταν οι συνέπειες ενός καπιταλι-
σµού στα πολύ αρχικά του στάδια. Αν τις δούµε από αυτή τη σκοπιά, µοιάζουν µε τις
επαναστάσεις των µεσαίων τάξεων στις δυτικές χώρες και – λαµβάνοντας πάντα υ-
πόψη τις ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα –πρέπει να θεωρούνται σαν επαναστάσεις
των µεσαίων τάξεων. Παρόλο που σ’ αυτές τις χώρες δεν υπήρχε πολυάριθµη µεσαία
τάξη βιοτεχνών, µικροαστών και εύπορων αγροτών, όπως στην περίπτωση της Γαλ-
λικής και Αγγλικής επανάστασης (επειδή στην Ανατολή ο καπιταλισµός έφτασε ξαφ-
νικά και υπήρχε µικρότερος αριθµός µεγάλων εργοστασίων), ο γενικός τους χαρα-
κτήρας παραµένει ανάλογος.
Κι εδώ έχουµε την αφύπνιση και το πέρασµα από την στενά τοπικιστική άποψη ενός
αγροτικού χωριού στη συνειδητοποίηση µιας κοινότητας σε εθνική κλίµακα, που έχει
συµφέροντα πέρα από τα σύνορά της, σε παγκόσµιο επίπεδο⋅ την ανάδειξη του ατο-
µισµού που απελευθερώνεται από τους παλιούς κοινωνικούς δεσµούς⋅ την ανάπτυξη
ενός δυναµισµού για προσωπική εξουσία και πλούτο⋅ την απελευθέρωση από τις πα-
λιές προκαταλήψεις και τη δίψα για γνώση σαν αναγκαίο µοχλό για την πρόοδο. Όλα
αυτά αποτελούν τα απαραίτητα πνευµατικά εφόδια για το πέρασµα της ανθρωπότη-
τας από τον αργό τρόπο ζωής των προκαπιταλιστικών συνθηκών στην ταχεία βιοµη-
χανική και οικονοµική πρόοδο, που θα ανοίξει στη συνέχεια το δρόµο για τον κοµ-
µουνισµό.
Ο γενικός χαρακτήρας µιας προλεταριακής επανάστασης πρέπει να είναι εντελώς δι-
αφορετικός. Αντί της εγωιστικής και απερίσκεπτης πάλης για τα ατοµικά συµφέρο-
ντα, πρέπει να υπάρχει η κοινή δράση για τα συµφέροντα της ταξικής κοινότητας.
Μόνος του ένας εργαζόµενος είναι ανίσχυρος⋅ µπορεί να αποκτήσει ισχύ µόνον σαν
µέρος της τάξης του, σαν ένα µέλος µιας σφιχτοδεµένης οικονοµικής οµάδας. Ούτως
ή άλλως, οι εργαζόµενοι ως άτοµα παρατάσσονται µε µια συνειδητή πειθαρχία, επει-
δή είναι συνηθισµένοι να εργάζονται και να αγωνίζονται οµαδικά. Επιπλέον, οι νοο-
τροπίες τους πρέπει να απελευθερωθούν από τις κοινωνικές προκαταλήψεις και πρέ-
πει να µάθουν να θεωρούν σαν κοινότοπη αλήθεια ότι, από τη στιγµή που θα είναι
γερά ενωµένοι, είναι εις θέσιν να δηµιουργήσουν την αφθονία και να ελευθερώσουν
την κοινωνία από την αθλιότητα και την ανάγκη. Όλα αυτά αποτελούν µέρος των α-
παραίτητων πνευµατικών εφοδίων για το πέρασµα της ανθρωπότητας από την ταξική
εκµετάλλευση, την αθλιότητα, την καταστροφική µανία του καπιταλισµού, στον ίδιο
τον κοµµουνισµό.

16
Έτσι, λοιπόν, αυτά τα δύο είδη επανάστασης διαφέρουν µεταξύ τους όσο η αρχή και
το τέλος του καπιταλισµού. Σήµερα, τριάντα χρόνια µετά, µπορούµε πλέον να το
δούµε καθαρά. Μπορούµε, επίσης, να καταλάβουµε πώς ήταν δυνατόν, εκείνη την
εποχή, αυτά τα δύο είδη επανάστασης να θεωρούνται όχι απλώς σαν σύµµαχοι αλλά
σα να ήταν οι δύο όψεις της ίδιας µεγάλης παγκόσµιας επανάστασης: Όλοι υπέθεταν
ότι η µεγάλη µέρα πλησίαζε⋅ η εργατική τάξη, µε τα µεγάλα σοσιαλιστικά κόµµατα
και τις ακόµη µεγαλύτερες συνδικαλιστικές ενώσεις της, θα κατακτούσε σύντοµα την
εξουσία. Και µετά, την ίδια στιγµή που θα κατέρρεε η ισχύς του δυτικού καπιταλι-
σµού, όλες οι αποικίες και οι ανατολικές χώρες θα απελευθερώνονταν από τη δυτική
κυριαρχία, και θα αναλάµβαναν οι ίδιες τη δική τους εθνική ζωή.
Ένας άλλος λόγος που συγχέονταν αυτές οι δύο διαφορετικές κοινωνικές επιδιώξεις
ήταν ότι, εκείνη την εποχή, οι ιδέες σχετικά µε τη δυνατότητα µεταρρύθµισης του
καπιταλισµού, µε την επιστροφή στις αρχικές του δηµοκρατικές µορφές, είχαν επι-
βληθεί εντελώς στην σκέψη των εργαζοµένων της ∆ύσης. Ήταν λίγοι αυτοί που αντι-
λαµβανόντουσαν τι θα µπορούσε να σηµαίνει µια προλεταριακή επανάσταση.

III

O παγκόσµιος πόλεµος του 1914-1918, µε την µαζική καταστροφή των παραγωγικών


δυνάµεων, άφησε βαθιές πληγές στην κοινωνική δοµή, ιδιαίτερα στις χώρες της κε-
ντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Αυτοκρατορίες καταποντίστηκαν, παλιές κυ-
βερνήσεις, που ξεπεράστηκαν από τα γεγονότα, ανατράπηκαν, κατώτερες κοινωνικές
δυνάµεις αναθάρρησαν, διάφορες τάξεις σε διάφορες χώρες, σε µια σειρά από επανα-
στατικά κινήµατα, προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία και να πραγµατοποιήσουν
τις ταξικές τους επιδιώξεις.
Στις χώρες που βρίσκονταν στο ανώτατο στάδιο του καπιταλισµού, η ταξική πάλη
των εργατών ήταν ήδη κυρίαρχος ιστορικός παράγοντας. Αυτοί οι εργάτες βίωσαν
έναν παγκόσµιο πόλεµο κι έµαθαν ότι ο καπιταλισµός δεν διεκδικεί µόνον την εργα-
τική τους δύναµη αλλά και τις ίδιες τις ζωές τους· ότι του ανήκουν ολοκληρωτικά,
ψυχή τε και σώµατι. Η καταστροφή του παραγωγικού µηχανισµού, η αθλιότητα και
οι στερήσεις που υπέφεραν στη διάρκεια του πολέµου, η απογοήτευση και η απελπι-
σία µετά την ειρήνευση, προκάλεσαν κύµατα δυσαρέσκειας και κοινωνικής αναταρα-

17
χής σε όλες τις χώρες που συµµετείχαν στον πόλεµο. Επειδή η Γερµανία είχε ηττηθεί,
εκεί ο ξεσηκωµός των εργαζοµένων πήρε µεγαλύτερη έκταση. Στη θέση του προπο-
λεµικού συντηρητισµού, εµφανίστηκε ένα νέο πνεύµα µεταξύ των Γερµανών εργαζο-
µένων, ένα µίγµα θάρρους, ενεργητικότητας, δίψας για ελευθερία και επαναστατικής
µαχητικότητας εναντίον του καπιταλισµού. ∆εν ήταν παρά µια αρχή, αλλά ήταν η
πρώτη αρχή µιας προλεταριακής επανάστασης.
Στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης, η πάλη των τάξεων είχε διαφορετική σύνθεση.
Οι ευγενείς γαιοκτήµονες εκδιώχθηκαν· οι ακτήµονες αγρότες πήραν στην κατοχή
τους τη γη· έκανε την εµφάνισή της µια τάξη µικρών ή µεσαίων ελεύθερων γαιοκτη-
µόνων. Αυτοί που πριν συνωµοτούσαν επαναστατικά έγιναν ηγέτες, υπουργοί και
στρατηγοί στα νέα εθνικά κράτη. Αυτές οι επαναστάσεις ήταν επαναστάσεις των µε-
σαίων τάξεων και, ως εκ τούτου, σηµείωναν την αρχή µιας απεριόριστης ανάπτυξης
του καπιταλισµού και της βιοµηχανίας.
Στη Ρωσία, αυτή η επανάσταση πήγε βαθύτερα από οπουδήποτε αλλού. Επειδή ανέ-
τρεψε την τσαρική εξουσία, που ήταν για ένα αιώνα µια κυρίαρχη δύναµη στην Ευ-
ρώπη και ο µισητότερος εχθρός κάθε δηµοκρατικού και σοσιαλιστικού κινήµατος, η
ρωσική επανάσταση έγινε οδηγός όλων των επαναστατικών κινηµάτων στην Ευρώπη.
Ο επικεφαλής της είχε συνδεθεί για πολλά χρόνια µε τους σοσιαλιστές ηγέτες της δυ-
τικής Ευρώπης, ακριβώς όπως ο Τσάρος υπήρξε σύµµαχος των κυβερνήσεων της Αγ-
γλίας και της Γαλλίας. Είναι αλήθεια ότι το πρωταρχικό κοινωνικό περιεχόµενο της
Ρωσικής Επανάστασης – οι κατασχέσεις των γαιών από τους ακτήµονες αγρότες και
η συντριβή της δυναστείας και της κάστας των ευγενών µεγαλογαιοκτηµόνων – δεί-
χνει ότι είναι µια επανάσταση των µεσαίων τάξεων, και οι ίδιοι οι µπολσεβίκοι τόνι-
ζαν άθελά τους αυτό το χαρακτηριστικό, συγκρίνοντας υπερβολικά συχνά το κόµµα
τους µε τους Γιακωβίνους της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Αλλά οι εργαζόµενοι της ∆ύσης δεν το θεώρησαν αυτό σαν κάτι ξένο κι άσχετο µε
την δική τους υπόθεση, αφού κι αυτοί οι ίδιοι ήταν γεµάτοι από ιδεολογικές παραδό-
σεις µικροαστικής ελευθερίας. Εξάλλου, η Ρωσική Επανάσταση, πέρα από το να
προκαλεί τον θαυµασµό των εργαζοµένων της ∆ύσης, έκανε και κάτι πολύ περισσό-
τερο: τους έδειξε ένα επιτυχηµένο παράδειγµα µεθόδων δράσης και οργάνωσης. Στις
αποφασιστικής σηµασίας στιγµές της Ρωσικής Επανάστασης, η δύναµή της ήταν η
δύναµη της αυθόρµητης µαζικής δράσης των βιοµηχανικών εργατών στις µεγάλες
πόλεις. Από αυτές τις δράσεις, οι Ρώσοι εργαζόµενοι ανάπτυξαν αυτή την µορφή ορ-
γάνωσης που είναι η καταλληλότερη για την ανεξάρτητη δράση: τα σοβιέτ ή συµβού-

18
λια. Έτσι, έγιναν οι φάροι και το παράδειγµα προς µίµησιν για τους εργαζόµενους
των άλλων χωρών.
Ένα χρόνο µετά, το Νοέµβρη του 1918, όταν κατέρρευσε η Γερµανική Αυτοκρατορί-
α, το κάλεσµα για την παγκόσµια επανάσταση που εξέπεµψαν οι Ρώσοι µπολσεβίκοι
χαιρετίστηκε κι έγινε δεκτό µε ενθουσιασµό από τις σηµαντικότερες επαναστατικές
οµάδες της δυτικής Ευρώπης. Αυτές οι οµάδες που αποκαλούνταν κοµµουνιστικές,
είχαν τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από τον προλεταριακό χαρακτήρα της επαναστατικής
πάλης στη Ρωσία, που παραβλέψανε το γεγονός ότι, από οικονοµική άποψη, η Ρωσία
βρισκόταν προηγουµένως µόλις στην αρχή του καπιταλισµού και ότι τα προλεταρια-
κά κέντρα ήταν απλώς µικρές νησίδες µέσα σ’ έναν ωκεανό πρωτόγονης αγροτιάς.
Εξάλλου, έλεγαν τότε ότι, όταν γίνει η παγκόσµια επανάσταση, η Ρωσία θα είναι α-
πλώς µια επαρχία του κόσµου – ο τόπος όπου άρχισε η µεγάλη µάχη -, ενώ οι χώρες
του αναπτυγµένου καπιταλισµού θα έπαιρναν σύντοµα την σκυτάλη και θα καθόριζαν
αυτές την πορεία του κόσµου.
Όµως το πρώτο κίνηµα εξέγερσης των Γερµανών εργαζοµένων ηττήθηκε. Οι πρωτο-
πόροι εργαζόµενοι που έλαβαν µέρος ήταν µειοψηφία· οι µεγάλες µάζες έµειναν στο
περιθώριο της εξέγερσης, τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι τώρα, µετά τον πόλεµο,
ήταν επιτέλους δυνατόν να έχουν ειρήνη και ηρεµία. Εναντίον των εξεγερµένων, ορ-
θώθηκε µια συµµαχία του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος, που, εκείνη τη χρονική
στιγµή, οι ηγέτες του κατείχαν τα κυβερνητικά έδρανα, και των παλιών κυρίαρχων
τάξεων, της αστικής τάξης και των στρατιωτικών. Την ώρα που οι σοσιαλδηµοκράτες
νανούριζαν τις µάζες για να τις αδρανοποιήσουν, οι άλλοι οργάνωναν οπλισµένες ο-
µάδες για να συντρίψουν το κίνηµα της εξέγερσης και δολοφονούσαν τους επαναστά-
τες ηγέτες, τον Κάρλ Λήµπνεχτ και την Ρόζα Λούξεµπουργκ.
Η ρωσική επανάσταση έδωσε περισσότερη ενέργεια στην αστική τάξη µε τον φόβο
που της προκάλεσε, απ’ όση έδωσε στους εργαζόµενους µε τις ελπίδες που τους δη-
µιούργησε. Παρόλο που, για µια στιγµή, η πολιτική οργάνωση της αστικής τάξης κα-
τέρρευσε, η πραγµατικές της υλικές και ιδεολογικές δυνάµεις παρέµειναν πανίσχυρες.
Οι σοσιαλιστές ηγέτες δεν έκαναν τίποτε για να εξασθενίσουν αυτές τις δυνάµεις·
φοβόντουσαν την προλεταριακή επανάσταση όσο και η αστική τάξη. Έκαναν τα πά-
ντα για να παλινορθώσουν την καπιταλιστική τάξη πραγµάτων⋅ εξάλλου, εκείνη τη
στιγµή, βρίσκονταν στην κυβέρνηση, µε υπουργούς και προέδρους.

19
Αυτό δεν σηµαίνει ότι η προλεταριακή επανάσταση στη Γερµανία ήταν µια πλήρης
αποτυχία. Απέτυχε µόνον η πρώτη επίθεση, η πρώτη εξέγερση. Η στρατιωτική κα-
τάρρευση δεν οδήγησε κατευθείαν σε προλεταριακή εξουσία. Η πραγµατική δύναµη
της εργατικής τάξης – που βασίζεται στην ξεκάθαρη συνειδητοποίηση των µαζών για
την κοινωνική τους θέση και την αναγκαιότητα του αγώνα, την έντονη δραστηριο-
ποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, τον ενθουσιασµό, την αλληλεγγύη και την
ακλόνητη ενότητα στη δράση, την πλήρη επίγνωση του απώτατου σκοπού: να πάρουν
τα µέσα παραγωγής στα ίδια τους τα χέρια – είχε ακόµη αρκετό δρόµο ούτως ώστε,
βαθµιαία, να ωριµάσει και, σε κάθε περίπτωση, να αναπτυχθεί. Ούτως ή άλλως, η τό-
ση αθλιότητα και η κρίση που απειλούσαν την εξαντληµένη, κατεστραµµένη και
φτωχή µεταπολεµική κοινωνία, προοιωνίζονταν αναπόφευκτα νέες µάχες.
Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αµερική και τη Γερµα-
νία, εµφανίστηκαν το 1919 διάφορες εργατικές επαναστατικές οµάδες. ∆ηµοσίευαν
εφηµερίδες και φυλλάδια, δείχνοντας στους συντρόφους τους εργάτες τα νέα κοινω-
νικά δεδοµένα, τις νέες συνθήκες και µεθόδους πάλης, και βρήκαν σηµαντική αντα-
πόκριση από τις ανήσυχες µάζες. Παρουσίαζαν την ρωσική επανάσταση σαν το µέγι-
στο παράδειγµα, τις µεθόδους της στη µαζική δράση και τη µορφή οργάνωσης των
σοβιέτ ή συµβουλίων. Οργανώθηκαν σε κοµµουνιστικά κόµµατα και οµάδες, και
συνδέθηκαν µε το κόµµα των Μπολσεβίκων, το Ρωσικό Κοµµουνιστικό κόµµα. Έτσι,
η εκστρατεία για την παγκόσµια επανάσταση ξεκίνησε.

ΙV

Σύντοµα, όµως, αυτές οι οµάδες συνειδητοποίησαν, µε ολοένα και οδυνηρότερη έκ-


πληξη, ότι κάτω από το όνοµα του κοµµουνισµού προπαγανδίζονταν από τη Μόσχα
αρχές και ιδέες που ήταν διαφορετικές από τις δικές τους.
Αυτές οι οµάδες έδειχναν τα ρωσικά σοβιέτ σαν τα νέα όργανα των εργαζοµένων για
την αυτοδιαχείριση της παραγωγής.
Σιγά-σιγά, όµως, έγινε γνωστό ότι τα ρωσικά εργοστάσια διοικούνταν και πάλι από
διευθυντές που ορίζονταν άνωθεν, και ότι το Κοµµουνιστικό κόµµα κατέλαβε όλα τα
σηµαντικά και αποφασιστικά πολιτικά πόστα.
Οι δυτικοί κοµµουνιστές διακήρυτταν, σαν πολιτική µορφή της προλεταριακής επα-
νάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, που, σε αντίθεση µε την κοινοβουλευτι-

20
κή δηµοκρατία, περιλάµβανε οργανικά την αρχή της αυτοκυβέρνησης της εργατικής
τάξης.
Οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες που έστειλε η Μόσχα στη Γερµανία και τη δυτική Ευ-
ρώπη διακήρυτταν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαµβανόταν οργανικά
στη δικτατορία του κοµµουνιστικού κόµµατος.
Οι δυτικοί κοµµουνιστές έβλεπαν σαν ένα από τα κύρια καθήκοντά τους να διαφωτί-
ζουν τους εργαζόµενους σχετικά µε το ρόλο του σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος και
των οµοσπονδιακών συνδικαλιστικών ενώσεων (unions). Τονίζανε ότι σ’ αυτές τις
οργανώσεις οι δράσεις και οι αποφάσεις των ηγεσιών υποκαθιστούσαν τις δράσεις
και τις αποφάσεις των εργαζοµένων, και ότι αυτοί οι ηγέτες δεν θα ήταν ποτέ ικανοί
να διεξαγάγουν µια επαναστατική πάλη, ακριβώς επειδή η επανάσταση συνίσταται
στην αυτόνοµη δράση των εργαζοµένων· ότι οι δράσεις των συνδικαλιστικών ενώσε-
ων και η κοινοβουλευτική πρακτική έχουν αξία στην περίπτωση ενός καπιταλιστικού
κόσµου στην αρχική και ειρηνική του περίοδο, αλλά είναι εντελώς ακατάλληλες σε
επαναστατικές περιόδους, οπότε αποπροσανατολίζουν απλώς τους εργαζόµενους από
τους σηµαντικούς στόχους και σκοπούς, για να τους κατευθύνουν σε εξωπραγµατικές
µεταρρυθµίσεις· ότι, συνεπώς, δρουν σαν εχθρικές και αντιδραστικές δυνάµεις· ότι
όλη η εξουσία αυτών των οργανώσεων, στα χέρια των ηγεσιών, χρησιµοποιείται τε-
λικά εναντίον της επανάστασης.
Την ίδια στιγµή, η Μόσχα απαιτούσε από τα κοµµουνιστικά κόµµατα να συµµετέ-
χουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές και σε όλη τη δουλειά των οµοσπονδιακών συν-
δικαλιστικών ενώσεων.
Οι δυτικοί κοµµουνιστές διακήρυτταν την ανεξαρτησία, την ανάπτυξη πρωτοβου-
λιών, την αυτοδυναµία, την απεξάρτηση από τους ηγέτες και την αµφισβήτησή τους⋅
ότι οι εργαζόµενοι δεν πρέπει να υιοθετούν τα συνθήµατα καµιάς ηγεσίας και καµιάς
οµάδας, όποια κι αν είναι αυτή, ούτε καν των δικών µας οµάδων· πρέπει να σκέφτο-
νται, ν’ αποφασίζουν και να δρουν οι ίδιοι για λογαριασµό τους.
Η Μόσχα, από την πλευρά της, διακήρυττε, σε πολύ υψηλότερους τόνους, ότι η υπα-
κοή στους ηγέτες ήταν η κύρια αρετή του αληθινού κοµµουνιστή.
Οι δυτικοί κοµµουνιστές δεν αντιλήφθηκαν αµέσως πόσο θεµελιώδης ήταν η αντίφα-
ση. Έβλεπαν ότι η Ρωσία, δεχόµενη από παντού επιθέσεις από αντεπαναστατικούς
στρατούς, που υποστηρίζονταν από τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, εί-
χε ανάγκη από τη συµπαράσταση και τη βοήθεια των εργαζοµένων της ∆ύσης· όχι

21
από τις µικρές οµάδες που καταφέρονταν µε σφοδρότητα εναντίον των παλιών οργα-
νώσεων, αλλά από τις ίδιες τις παλιές µαζικές οργανώσεις. Προσπάθησαν να πείσουν
τον Λένιν και τους Ρώσους ηγέτες ότι ήταν λάθος πληροφορηµένοι για τις πραγµατι-
κές συνθήκες και το µέλλον του εργατικού κινήµατος στη ∆ύση. Ματαίως, βέβαια.
Εκείνη την εποχή, δεν καταλάβαιναν ότι στην πραγµατικότητα επρόκειτο για µια σύ-
γκρουση µεταξύ δύο αντιλήψεων για την επανάσταση, που η µια αφορούσε µια επα-
νάσταση των µεσαίων τάξεων και η άλλη την προλεταριακή επανάσταση.
∆εν πρέπει να µας παραξενεύει το γεγονός ότι ο Λένιν και οι σύντροφοί του ήταν ε-
ντελώς ανίκανοι να καταλάβουν ότι η επικείµενη προλεταριακή επανάσταση στη ∆ύ-
ση ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό από τη δική τους ρωσική επανάσταση. Ο Λένιν
δεν γνώριζε τον καπιταλισµό από µέσα, στον υψηλότερο βαθµό της ανάπτυξής του,
σαν έναν κόσµο όπου οι προλεταριακές µάζες αυξάνονται ολοένα και προχωρούν
προς µια περίοδο όπου θα είναι από κάθε άποψη ικανές να καταλάβουν την εξουσία
και να πάρουν στα χέρια τους έναν δυνητικά τέλειο παραγωγικό µηχανισµό. Ο Λένιν
γνώριζε τον καπιταλισµό µόνον απ’ έξω, σαν έναν ξένο, ληστρικό, καταστρεπτικό
τοκογλύφο, όπως θα πρέπει να του είχε φανεί η δράση του δυτικού χρηµατιστικού και
αποικιοκρατικού κεφαλαίου στη Ρωσία και τις άλλες ασιατικές χώρες. Η ιδέα του ή-
ταν ότι, για να νικήσουν οι µάζες των δυτικών εργαζοµένων, το µόνο που έπρεπε να
κάνουν ήταν να ενωθούν µε την αντικαπιταλιστική εξουσία που εγκαθιδρύθηκε µε
την επανάσταση στη Ρωσία· έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγµα της Ρωσίας και
να σταµατήσουν να αναζητούν πεισµατικά άλλους δρόµους. Στη ∆ύση, λοιπόν, έπρε-
πε να εφαρµόσουµε ευέλικτες τακτικές για να πάρουµε µε το µέρος µας, το ταχύτερο
δυνατόν, τις µεγάλες µάζες των µελών των σοσιαλιστικών κοµµάτων και των συνδι-
καλιστικών ενώσεων⋅ έπρεπε να τους πείσουµε ν’ αφήσουν τους ηγέτες και τα κόµ-
µατά τους (που ήταν συνδεδεµένοι µε τις εθνικές κυβερνήσεις τους) και να ενταχθούν
στα κοµµουνιστικά κόµµατα, χωρίς να είναι απαραίτητο να αλλάξουν τις ιδέες και τις
πεποιθήσεις τους. Έτσι, αυτές οι τακτικές που προτείνονταν από τη Μόσχα ήλθαν
σαν λογικό επακόλουθο της βασικής παρανόησης.
Και αυτά που υποστήριζε η Μόσχα είχαν ασύγκριτα µεγαλύτερη βαρύτητα, επειδή
είχε το κύρος που προσδίδει µια νικηφόρα επανάσταση απέναντι σ’ αυτήν που είχε
ηττηθεί (τη γερµανική επανάσταση). Πώς θα µπορούσε να είναι κανείς σοφότερος
από τους δασκάλους του; Το ηθικό κύρος του Ρωσικού κοµµουνισµού ήταν τόσο α-
διαµφισβήτητο που, ένα χρόνο µετά τον αποκλεισµό της, η γερµανική αριστερή αντι-

22
πολίτευση ζήτησε να ξαναγίνει δεκτή στην Τρίτη ∆ιεθνή, σαν «συµπαθόν» µέλος, µε
συµβουλευτική ψήφο.
Πέρα, όµως, από το ηθικό κύρος, οι Ρώσοι διέθεταν και την υλική δύναµη του χρή-
µατος. Μια τεράστια ποσότητα εκδόσεων, που επιχορηγούνταν αδρά από τη Μόσχα,
πληµµύρισε τις δυτικές χώρες: εβδοµαδιαία περιοδικά κι εφηµερίδες, φυλλάδια, εν-
θουσιώδεις αρθρογραφίες για τα ρωσικά επιτεύγµατα, επιστηµονικά περιοδικά, που
όλα προωθούσαν τις απόψεις των Ρώσων κοµµουνιστών. Οι µικρές κοµµουνιστικές
οµάδες της ∆ύσης, µε τα φτωχά οικονοµικά τους µέσα, δεν είχαν καµιά πιθανότητα ν’
αντιδράσουν αποτελεσµατικά σ’ αυτήν την ολοµέτωπη επίθεση θορυβώδους προπα-
γάνδας. Έτσι, οι νέες αναζητήσεις για τις απαραίτητες προϋποθέσεις της επανάστα-
σης, που µόλις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, χτυπήθηκαν ανελέητα και καταπνί-
γηκαν από τα πανίσχυρα όπλα της Μόσχας.
Επιπρόσθετα, οι ρωσικές επιχορηγήσεις χρησιµοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν έναν
αριθµό µισθωτών κοµµατικών γραµµατέων που, µε το φόβο της απόλυσης, µετατρά-
πηκαν φυσιολογικά σε πειθήνιους υποστηρικτές των ρωσικών θέσεων.
Όταν έγινε φανερό ότι ακόµη κι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, ο Λένιν ο ίδιος έγραψε το
πασίγνωστο φυλλάδιό του, «Αριστερισµός, η παιδική ασθένεια του κοµµουνισµού».
Παρόλο που τα επιχειρήµατά του έδειχναν απλώς την αδυναµία του να καταλάβει τις
συνθήκες του δυτικού καπιταλισµού, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν, µε το πάντα ανέ-
παφο κύρος του, έπαιρνε τόσο ανοιχτά θέση σε εσωτερικές αντιδικίες, είχε πολύ µε-
γάλη επίδραση σε µεγάλο αριθµό κοµµουνιστών της ∆ύσης. Παρόλα αυτά, η πλειο-
ψηφία του γερµανικού κοµµουνιστικού κόµµατος παρέµεινε πιστή στη γνώση που
είχε αποκτήσει από τις εµπειρίες της από τους εργατικούς αγώνες. Έτσι, στο συνέδριο
του Κοµµουνιστικού κόµµατος που έγινε στη Χαϊδελβέργη, ο δρ. Λέβι, µε διάφορα
βρώµικα κόλπα, έβαλε ως πρώτο στόχο του να διαιρέσει την πλειοψηφία - αποκλείο-
ντας ένα µέρος της και οδηγώντας στη µειοψηφία το άλλο -, καταφέρνοντας µε αυτόν
τον τρόπο να κερδίσει µια επίσηµη και εµφανή νίκη για τις θέσεις των µπολσεβίκων.
Οι αποκλεισµένες οµάδες συνέχισαν για µερικά χρόνια να διαδίδουν τις ιδέες τους. Οι
απόψεις τους, όµως, πνίγονταν στον πάταγο της ρωσικής προπαγάνδας. Ως εκ τούτου,
δεν είχαν αξιόλογη επίδραση στα πολιτικά γεγονότα των επόµενων χρόνων. Το µόνο
που µπορούσαν να κάνουν ήταν να διατηρήσουν και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν
τις αντιλήψεις τους για τις προϋποθέσεις της προλεταριακής επανάστασης, µε συλλο-
γικές θεωρητικές συζητήσεις και κάποιες εκδόσεις, και να τις κρατήσουν ζωντανές
για το µέλλον.

23
Οι απαρχές της προλεταριακής επανάστασης στη ∆ύση οδηγήθηκαν σε πρόωρο τέλος
από αυτήν την πανίσχυρη επανάσταση των µεσαίων τάξεων στην Ανατολή.

Άραγε είναι σωστό να αποκαλούµε επανάσταση µεσαίων τάξεων τη Ρωσική επανά-


σταση, αυτήν που εξολόθρευσε την µπουρζουαζία και εγκαθίδρυσε τον σοσιαλισµό;
Λίγα χρόνια µετά την επανάσταση, εµφανίστηκαν στις µεγάλες πόλεις, αυτής της
Ρωσίας που πλήττονταν από τη φτώχεια και τις στερήσεις, ειδικά καταστήµατα µε
φανταχτερές βιτρίνες, γεµάτες εκλεπτυσµένα και πανάκριβα εδέσµατα, αποκλειστικά
για τους πλούσιους, ενώ ταυτόχρονα άνοιξαν πολυτελή νυχτερινά κέντρα, στα οποία
σύχναζαν κυρίες και κύριοι µε επίσηµο βραδινό ένδυµα – υπουργοί και υφυπουργοί,
υψηλά ιστάµενοι αξιωµατούχοι, διευθυντές εργοστασίων και επιτροπών. Οι φτωχοί
τους κοιτούσαν στο δρόµο µε δέος και οι απογοητευµένοι κοµµουνιστές έλεγαν: «να
η νέα µπουρζουαζία». Έκαναν λάθος. ∆εν ήταν µια νέα µπουρζουαζία αλλά µια νέα
κυρίαρχη τάξη. Όταν εµφανίζεται µια νέα κυρίαρχη τάξη, οι απογοητευµένοι επανα-
στάτες συνηθίζουν πάντα να την αποκαλούν µε το όνοµα της απερχόµενης κυρίαρχης
τάξης. Έτσι, στη Γαλλική επανάσταση, αποκαλούσαν τους ανερχόµενους καπιταλι-
στές «νέα αριστοκρατία». Στη Ρωσία, η νέα τάξη, που καθόταν στέρεα στο θρόνο της
σαν αφέντης του παραγωγικού µηχανισµού, ήταν η γραφειοκρατία. Ήταν προορισµέ-
νη να παίξει στην Ρωσία τον ίδιο ρόλο που έπαιξε στη ∆ύση η µεσαία τάξη, η αστική:
µέσω της εκβιοµηχάνισης, να αναπτύξει τη χώρα και να την οδηγήσει, από τις πρω-
τόγονες συνθήκες στις οποίες βρισκόταν, στην υψηλή παραγωγικότητα.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι αστοί στην Ευρώπη αναδείχτηκαν από το πλήθος
των ανώνυµων καθηµερινών ανθρώπων, των βιοτεχνών, των αγροτών - και µερικών
αριστοκρατών -, βασιζόµενοι στην ικανότητα, την τύχη και την πανουργία τους, οι
γραφειοκράτες που βασίλευαν τώρα στη Ρωσία αναδείχτηκαν κι αυτοί από την εργα-
τική τάξη και τους αγρότες – και από κάποιους παλιούς αξιωµατικούς του στρατού-,
βασιζόµενοι στην ικανότητα, την τύχη και την πανουργία τους. Με τη διαφορά ότι
στην ΕΣΣ∆ δεν κατείχαν τα µέσα παραγωγής ατοµικά αλλά συλλογικά· έτσι, και ο
µεταξύ τους ανταγωνισµός έπρεπε να διεξάγεται µε άλλες µορφές. Αυτό σηµαίνει µια
θεµελιώδη διαφορά στο οικονοµικό σύστηµα· συλλογική, σχεδιασµένη παραγωγή και
εκµετάλλευση αντί της ατοµικής και χαοτικής παραγωγής και εκµετάλλευσης· κρατι-

24
κό καπιταλισµό αντί του ιδιωτικού καπιταλισµού. Εντούτοις, για τις µάζες των εργα-
ζοµένων η διαφορά είναι ασήµαντη, όχι θεµελιώδης· για άλλη µια φορά, µια µεσαία
τάξη τους εκµεταλλεύονταν. Τώρα, όµως, αυτή η εκµετάλλευση εντείνεται ακόµη
περισσότερο από τη δικτατορική µορφή της διακυβέρνησης, από την απόλυτη έλλει-
ψη όλων εκείνων των ελευθεριών και των δικαιωµάτων, που στη ∆ύση αφήνουν πε-
ριθώρια δράσης στον αγώνα των εργαζοµένων εναντίον της αστικής τάξης.
Αυτός ο χαρακτήρας της σύγχρονης Ρωσίας καθόρισε και τον αγωνιστικό χαρακτήρα
της Τρίτης ∆ιεθνούς. Εναλλάσσοντας τις φλογερές ρητορείες µε τον πιο ανούσιο κοι-
νοβουλευτικό καιροσκοπισµό, ή συνδυάζοντας και τα δύο, η Τρίτη ∆ιεθνής προσπά-
θησε να πάρει µε το µέρος της τις µάζες των εργαζοµένων της ∆ύσης. Εκµεταλλεύτη-
κε τον ταξικό ανταγωνισµό των εργαζοµένων εναντίον του καπιταλισµού για να
προσδώσει ισχύ στο Κόµµα. Απορρόφησε τον επαναστατικό ενθουσιασµό της νεο-
λαίας και όλη την επαναστατική ορµή των µαζών, απέτρεψε την ανάπτυξή τους σε
µια αυξανόµενη προλεταριακή δύναµη και τις σπατάλησε σε άχρηστες πολιτικές πε-
ριπέτειες. Έλπιζε ότι µε αυτόν τον τρόπο θα υπερνικούσε τη δυτική αστική τάξη· δεν
ήταν, όµως, ικανή να το πετύχει, επειδή αδυνατούσε παντελώς να καταλάβει τον βα-
θύτερο χαρακτήρα του µεγάλου καπιταλισµού. Αυτός ο καπιταλισµός δεν είναι δυνα-
τόν να κατακτηθεί από µια εξωτερική δύναµη· µπορεί να νικηθεί µόνον από δυνάµεις
που δρουν στο εσωτερικό του, από την προλεταριακή επανάσταση. Η ταξική κυριαρ-
χία µπορεί να καταστραφεί µόνον από την πρωτοβουλία και την οξυδέρκεια µιας ερ-
γατικής τάξης που στηρίζεται στις δικές της δυνάµεις. Η κοµµατική πειθαρχία και η
υπακοή στους κοµµατικούς ηγέτες µπορεί να οδηγήσει µόνον στην κυριαρχία µιας
νέας τάξης. Μάλιστα, στην Ιταλία και τη Γερµανία, αυτή η πρακτική του Κοµµουνι-
στικού Κόµµατος έκανε ευκολότερη την ιδεολογική επικράτηση του φασισµού.
Τα Κοµµουνιστικά Κόµµατα που ανήκουν στην Τρίτη ∆ιεθνή είναι ολότελα – υλικά
και πνευµατικά – εξαρτηµένα από τη Ρωσία, είναι οι υπάκουοι υπηρέτες των κυβερ-
νητών της Ρωσίας. Όταν, µετά το 1933, η Ρωσία αισθάνθηκε ότι θα έπρεπε να συµ-
µαχήσει µε τη Γαλλία εναντίον της Γερµανίας, όλη η προηγούµενη αδιαλλαξία της
ξεχάστηκε ως διά µαγείας. Η Κοµιντέρν έγινε πρωταθλητής της «δηµοκρατίας» και
συµµάχησε όχι µόνον µε τους σοσιαλιστές αλλά και µε µερικά καπιταλιστικά κόµµα-
τα, στο σχήµα που ονοµάστηκε «Λαϊκό Μέτωπο». Βαθµιαία, άρχισε να χάνει την ελ-
κτική της δύναµη, που την όφειλε στον ισχυρισµό της ότι αντιπροσώπευε τις παλιές
επαναστατικές παραδόσεις· το εργατικό της ακροατήριο µειώθηκε.

25
Την ίδια ώρα, όµως, άρχισε να αυξάνεται η επιρροή της στις µεσαίες τάξεις των δια-
νοουµένων στην Ευρώπη και την Αµερική. Εκείνη την εποχή, εκδίδονταν ένας µεγά-
λος αριθµός βιβλίων και περιοδικών, για όλους τους τοµείς της κοινωνικής σκέψης,
από εκδοτικούς οίκους στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Αµερική, που δύσκολα έκρυ-
βαν το γεγονός ότι λίγο ή πολύ ανήκαν στα Κ.Κ. Κάποιες από αυτές τις εκδόσεις ή-
ταν όντως αξιόλογες ιστορικές µελέτες ή συλλογές εκλαϊκευµένων κειµένων· στη συ-
ντριπτική τους πλειοψηφία, όµως, επρόκειτο για ανάξιες λόγου παρουσιάσεις του λε-
γόµενου Λενινισµού. Όλη αυτή η εκδοτική παραγωγή δεν απευθυνόταν φυσικά στους
εργαζόµενους αλλά στους διανοούµενους, για να τους πάρουν µε το µέρος του ρωσι-
κού κοµµουνισµού.
Αυτός ο νέος τρόπος προσέγγισης είχε επιτυχία. Ο σοβιετικός πρώην διπλωµάτης,
Αλεξάντερ Μπαρµίν, αναφέρει στα αποµνηµονεύµατά του πόσο εξεπλάγη όταν δια-
πίστωσε ότι, την ίδια στιγµή που ο ίδιος και άλλοι µπολσεβίκοι άρχιζαν να έχουν αµ-
φιβολίες για την έκβαση της ρωσικής επανάστασης, στη ∆υτική Ευρώπη, η µεσαία
τάξη των διανοουµένων, παραπλανηµένοι από τις προπαγανδιστικές δοξολογίες για
τις επιτυχίες των πενταετών σχεδίων, άρχισαν να δείχνουν συµπάθεια και ενδιαφέρον
για τον κοµµουνισµό. Η αιτία είναι σαφής: τώρα που ήταν ολοφάνερο ότι η Ρωσία
δεν ήταν πια ένα εργατικό κράτος, ένιωσαν ότι αυτή η κρατικό-καπιταλιστική εξου-
σία στα χέρια µιας γραφειοκρατίας βρισκόταν πιο κοντά στα δικά τους ιδεώδη διακυ-
βέρνησης από την τάξη των διανοουµένων, σε σχέση µε την εξουσία του µεγάλου
χρηµατιστικού κεφαλαίου που κυριαρχούσε στην Ευρώπη και την Αµερική. Τώρα
που εδραιώθηκε στη Ρωσία η εξουσία του Κοµµουνιστικού Κόµµατος, µιας νέας µει-
οψηφίας που κυριαρχεί στις µάζες των Ρώσων εργαζοµένων, οι υπηρέτες του στο ε-
ξωτερικό έπρεπε να στραφούν προς εκείνες τις τάξεις από τις οποίες θα µπορούσαν
να αναδυθούν νέα κυβερνητικά στελέχη, όταν θα κατέρρεε ο ιδιωτικός καπιταλισµός
στις χώρες τους.
Βέβαια, για να πετύχουν αυτά τα σχέδια, έχουν ανάγκη από µια εργατική επανάσταση
που αυτή και µόνον είναι σε θέση να γκρεµίσει την καπιταλιστική εξουσία. Στη συνέ-
χεια, θα προσπαθήσουν να εκτρέψουν την επανάσταση από τους αρχικούς της σκο-
πούς και να την κάνουν εργαλείο της κοµµατικής τους εξουσίας.
Βλέπουµε, λοιπόν, µε τι είδους δυσκολίες θα βρεθεί αντιµέτωπη µια µελλοντική ερ-
γατική επανάσταση: Θα έχει να πολεµήσει όχι µόνον µε την αστική τάξη αλλά και µε
τους εχθρούς της αστικής τάξης. ∆εν θα είναι αρκετό να αποτινάξει µόνον το ζυγό

26
των τωρινών της αφεντικών· πρέπει να γλιτώσει κι απ’ αυτούς που θα προσπαθήσουν
να γίνουν τα µελλοντικά της αφεντικά.

VI

Ο κόσµος σήµερα έχει µπει στο νέο του µεγάλο ιµπεριαλιστικό πόλεµο. Οι εµπόλεµες
κυβερνήσεις, όση σύνεση κι αν επιδείξουν στη διαχείριση των οικονοµικών και κοι-
νωνικών δυνάµεων, προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το απόλυτο χάος, δεν θα µπορέ-
σουν να αποτρέψουν µια κοινωνική καταστροφή. Με την γενική εξάντληση και φτώ-
χεια, που πλήττουν µε ιδιαίτερη σφοδρότητα την ευρωπαϊκή ήπειρο, µε ακόµη κρα-
ταιό το πνεύµα της θηριώδους επιθετικότητας, οι αναπόφευκτες νέες ρυθµίσεις του
παραγωγικού συστήµατος θα συνοδευτούν από βίαιους ταξικούς αγώνες. Έπειτα, ό-
ταν ο καπιταλισµός καταρρεύσει, το επίµαχο ζήτηµα θα είναι: από τη µια µεριά, σχε-
διασµένη οικονοµία, κρατικός καπιταλισµός, εκµετάλλευση των εργαζοµένων· από
την άλλη µεριά, ελευθερία των εργαζοµένων και κυριαρχία τους πάνω στην παραγω-
γή.
Η εργατική τάξη πηγαίνει σ’ αυτόν τον πόλεµο επιβαρυµένη µε την καπιταλιστική
παράδοση της υποταγής στα κόµµατα και την φαντασίωση µιας επανάστασης ρωσι-
κού τύπου. Η τεράστια πίεση αυτού του πολέµου θα οδηγήσει τους εργαζόµενους σε
αυθόρµητη αντίσταση εναντίον των κυβερνήσεων και στα πρώτα βήµατά τους στις
νέες µορφές πάλης. Όταν η Ρωσία αρχίσει τον πόλεµο εναντίον των ∆υτικών ∆υνά-
µεων, θα ξανανοίξει το συρτάρι της µε τα παλιά συνθήµατα και θα καλέσει τους ερ-
γαζόµενους να αρχίσουν µια «παγκόσµια επανάσταση εναντίον του καπιταλισµού»,
σε µια προσπάθεια να πάρει µε το µέρος της τους επαναστατηµένους εργαζόµενους.
Συνεπώς, ο Μπολσεβικισµός θα έχει ακόµη µια ευκαιρία. Αυτό, όµως, δεν πρόκειται
να αποτελέσει λύση για τα προβλήµατα των εργαζοµένων. Όταν η γενική αθλιότητα
αυξηθεί και οι ταξικές συγκρούσεις γίνουν αγριότερες, οι εργαζόµενοι θα πρέπει, α-
ναγκαστικά, να πάρουν στην κατοχή τους τα µέσα παραγωγής και ταυτόχρονα να
βρουν τρόπους να απαλλαγούν από την επιρροή του Μπολσεβικισµού.

Μετάφραση: Γ. Παπαπαναγιώτου

27
28
Άντον Πάννεκουκ

Επιστολή στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie


(Σοσιαλισµός ή Βαρβαρότητα)

Πηγή:http://sites.google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

(η επιστολ ή γράφτηκε στις 8 Νοεµβρίου του 1953 και απευθύνεται στον


Καστοριάδη· δηµοσιεύ τηκε στο Socialisme ou Barbarie, No 14, Απρί-
λιος-Ιούνιος 1954)

Αγαπητέ σύντροφε Σωλιέ 2,

Σας ευχαριστώ πολύ για τη σειρά των 11 τευχών του περιοδικού


Socialisme ou Barbarie, που φροντίσατε να µου στείλ ετε µέσω του συ -
ντρόφου Β... Τα διάβασα (αν και δεν τα έχω τελειώσει ακόµη) µε εξαι-
ρετικό ενδιαφέρον, επειδή δείχνουν ότι υπάρχει µεγάλη σύµπτωση α-
πόψεων µεταξύ µας. Ίσως και σεις να παρατηρήσατε το ίδιο πράγµα
διαβάζον τας το βιβλ ίο µου «Τα εργατικά συµβούλια». Για πάρα πολλά
χρόνια, είχα την εντύπωση ότι δεν είχε αυξηθεί καθόλου ο µικρός α-
ριθµός των σοσιαλιστών που εµφορούνταν από αυτές τις ιδέες· το βι-
βλίο αγνοήθηκε και αποσιωπήθηκε από το σύνολο σχεδόν των σοσιαλι-
στικών εν τύπων (εκτός από το Socialist Leader του International Labor
Party, που το παρου σίασε πρόσφατα). Χάρηκα, λοιπόν, πολύ που συνα-
ντούσα µια οµάδα, η οποία κατέλ ηγ ε, µέσα από µια διαφορετική δια-
δροµή, στις ίδιες ιδέες µ’ εµάς. Την πλήρη κυριαρχία των εργαζοµέ-
νων πάνω στην εργασία τους, που εσείς εκφράζετε λέγοντας: «Οι ίδιοι
οι παραγωγοί οργ ανώνουν τη διαχείριση της παραγωγής», την περιέ-
γραψα κι εγώ στο βιβλίο µου, στα κεφάλαια για την «οργάνωση στα

2
Ψευδώνυµο του Κ. Καστοριάδη, που χρησιµοποιούσε διάφορα ψευδώνυµα – Chaulieu, Cardan,
Barjot, Coudray... , ακόµη και στη διάρκεια του ’50, για λόγους προφύλαξης, εξαιτίας της ξένης υπη-
κοότητάς του.

29
τµήµατα ενός εργοστασίου » και την «κοινωνική οργ άνωση». Τις οργα-
νωτικές µορφές, τις οποίες έχουν ανάγκη οι εργαζόµενοι για να δια-
βουλεύονται, τις συνελ εύσεις των αν τιπροσώπων, εσείς τις ονοµάζετε
«σοβιετικές οργανώσεις», αλλ ά είναι οι ίδιες που εµείς ονοµάζουµε
«εργ ατικά συ µβούλια», «Workers’ councils », «Conseils ouvriers » και
«Arbeiterräte».

Υπάρχουν, βέβαια, και διαφορές µεταξύ µας. Θα προσπαθήσω να τις


παρουσιάσω, σαν συµβολή στον διάλογο που διεξάγ εται στο περιοδικό
σας. Ενώ εσείς περιορίζετε την δραστηριότητα αυ τών των οργανισµών
στην οργάνωση της εργασίας µετά την κατάκτηση της κοινωνικής ε-
ξουσίας από του ς εργαζόµεν ους, εµείς θεωρούµε ότι αυτοί πρέπει επί-
σης να είναι οι οργανισµοί µέσω των οποίων οι εργαζόµενοι θα κατα-
κτήσουν αυτήν την εξουσία. Για την κατάκτηση της εξουσίας, δεν µας
χρειάζεται καθόλου «ένα επαναστατικό κόµµα» που θα αναλάβει την
ηγεσία της προλ εταριακής επανάστασης. Αυτό το «επαναστατικό κόµ-
µα » είναι µια τροτσκιστική σύλληψη που (από το 1930 και µετά) βρήκε
πολλούς υποστηρικτές µεταξύ των απογοητευ µένων αριστερών, πρώην
µελών του Κοµµουν ιστικού κόµµατος. Η αντίθεση και η κριτική µας
ανάγεται στα πρώτα χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης· τότε απευθυνό-
ταν στον Λένιν και προκλήθηκε από την στροφή του στον πολιτικό
καιροσκοπισµό. Παραµείναµε έξω από τους τροτσκιστικούς κύκλους:
ποτέ δεν επηρεαστήκαµε από τον Τρότσκι. Θεωρούµε ότι αυτός ήταν ο
ικανότερος εκπρόσωπος του Μπολσεβικισµού και ότι αυτός θα έπρεπε
να διαδεχθεί τον Λένιν. Από τη στιγµή, όµως, που διαπιστώσαµε ότι
στη Ρωσία γ εννιόταν µια µορφή καπιταλισµού, στρέψαµε την προσοχή
µας στον δυτικό κόσµο του µεγάλου κεφαλαίου, όπου οι εργαζόµεν οι
θα έχουν να µετασχηµατίσουν τον καπιταλισµό στο υψηλ ότερο στάδιο
της ανάπτυξής του σε πραγµατικό κοµµουνισµό (στην κυριολεξία του
όρου). O Τρότσκι, µε την επαναστατική του ζέση, γοήτευσε όλους τους
αντιφρονούντες που ο Σταλινισµός διέγραψε από τα Κοµµουνιστικά
κόµµατα, και, µπολιάζοντάς του ς µε το µπολσεβίκικο µικρόβιο, τους
κατέστησε σχεδόν ανίκανους να καταλάβουν τα µεγ αλ ειώδη νέα καθή-
κοντα της προλ εταριακής επαν άστασης.

30
Επειδή η Ρωσική Επανάσταση και οι ιδέες της εξακολουθούν να έχουν
εξαιρετικά ισχυρή επ ιρροή σε πολύ κόσµο, είν αι απαραίτητο να κάνου-
µε σε µεγαλύτερο βάθος κατανοητά τα θεµελιώδη της χαρακτηριστικά.
Αυτή ήταν, µε λίγ α λόγια, η τελ ευταία αστική επανάσταση, η οποία,
όµως, ήταν έργο της εργατικής τάξης. «Αστική επαν άσταση» σηµαίνει
µια επανάσταση που καταλύ ει την φεου δαρχία και ανοίγ ει τον δρόµο
στην εκβιοµηχάνιση, µε όλα τα κοινωνικά επακόλουθα που αυτή συν ε-
πάγεται. Από αυτή την άποψη, η Ρωσική Επανάσταση βρίσκεται στην
ευθεία γραµµή όλων των προηγούµενων αστικών επαναστάσεων: της
Αγγλικής Επανάστασης του 1647, της Γαλλικής Επανάστασης του 1789
και των άλλων γαλλικών επαναστάσεων που ακολούθησαν, του 1830,
του 1848 και του 1871.

Στη διάρκεια αυτών των επαναστάσεων, την µαζική δύναµη, που ήταν
απαραίτητη για την καταστροφή του παλιού καθεστώτος, την προµή-
θευαν οι τεχνίτες, οι αγρότες και οι εργάτες. Στη συνέχεια, στο προ-
σκήνιο ερχόντουσαν οι επιτροπές και τα πολιτικά κόµµατα που αντι-
προσώπευαν τα πλούσια στρώµατα, αυ τά που συνιστούσαν κάθε φορά
τη µέλλουσα κυρίαρχη τάξη, και έπαιρν αν τον έλ εγχο της κυβερνητικής
εξουσίας, και αυτό ήταν ένα φυσικό αποτέλ εσµα, δεδοµένου ότι, τότε,
η εργατική τάξη δεν ήταν ακόµη αρκετά ώριµη για να αυτοκυ βερνηθεί.
Σ’ αυτήν τη ν έα ταξική κοινωνία, που στηριζόταν πάντα στην εκµετάλ-
λευση των εργαζοµένων, η κυρίαρχη τάξη χρειαζόταν µια κυβέρνηση
που να απαρτίζεται από µια µικρή οµάδα αξιωµατούχων και πολιτικών.

Σε µια πιο πρόσφατη εποχή, η Ρωσική Επανάσταση φάνηκε σαν µια


προλεταριακή επαν άσταση, αφού δηµιουργοί της ήταν οι εργαζόµεν οι
µε τις απεργίες και τις µαζικές τους δράσεις. Παρόλα αυτά, στη συνέ-
χεια, το µπολσεβίκικο κόµµα κατάφερε, σιγά-σιγά, να ιδιοποιηθεί την
εξουσία (κυρίως επειδή η εργατική τάξη ήταν µια πολύ µικρή µειοψη-
φία στον ρωσικό πλ ηθυσµό, όπου οι αγρότες αποτελούσαν την συντρι-
πτική πλειοψηφία). Στην Ρωσία, δεν υ πήρχε αξιόλογη αστική τάξη· αυ-
τό είχε ως αποτέλ εσµα να γ εννηθεί, από την πρωτοπορία της επανά-

31
στασης, µια ν έα «µεσαία τάξη», ως τάξη που θα διηύθυν ε την παραγω-
γική εργασία, που θα διαχειριζόταν συνολικά τον παραγωγικό µηχανι-
σµό· όχι σαν ένα σύνολο ατοµικών ιδιοκτητών που ο καθέν ας του ς θα
κατείχε ένα µέρος του παραγωγικού µηχανισµού, αλλά σαν συλλογικοί
ιδιοκτήτες όλου του παραγωγικού µηχανισµού. Έτσι, ο αστικός χαρα-
κτήρας (µε την ευρύ τερη δυνατή έννοια του όρου ) της Ρωσικής Επανά-
στασης έγιν ε κυρίαρχος και πήρε τη µορφή του κρατικού καπιταλ ισµού.
Από εκεί και πέρα, η Ρωσική Επανάσταση έγιν ε το ακριβώς αντίθετο
µιας προλεταριακής επανάστασης που απελ ευθερών ει του ς εργαζόµε-
νους και του ς καθιστά κυρίαρχους του παραγωγικού µηχανισµού.

Για εµάς, η ένδοξη παράδοση της Ρωσικής Επανάστασης συνίσταται


στο γεγονός ότι, στις πρώτες της εκδηλώσεις, τόσο το 1905 όσο και το
1917, υπήρξε η πρώτη που αν έπτυξε, και που έδειξε στους εργαζόµε-
νους όλου του κόσµου, την οργανωτική µορφή της αυτόνοµης επανα-
στατικής του ς δράσης: τα σοβιέτ. Από αυ τήν την εµπειρία, που στη συ -
νέχεια επιβεβαιώθηκε - αν και σε µικρότερη κλίµακα - στη Γερµανία,
κατασταλ άξαµε στις απόψεις µας για τις µορφές της µαζικής δράσης
που είν αι οι καταλλ ηλότερες για την εργατική τάξη και που πρέπει να
εφαρµόζονται προκειµένου να κατακτήσει την απελευ θέρωσή της.

Ακριβώς αν τίθετες είναι οι παραδόσεις, οι ιδέες και οι µέθοδοι που έρ-


χονται από τη Ρωσική Επαν άσταση µετά την κατάληψη της εξουσίας
από το Κοµµουνιστκό κόµµα. Αυτές οι ιδέες, που δεν είναι τίποτε άλλο
παρά εµπόδια στη δράση των εργ αζοµένων, συνιστούν την ουσία και τη
βάση της προπαγάνδας του Τρότσκι.

Το συµπέρασµά µας είναι ότι αυτές οι µορφές αυτόνοµης εξουσίας, που


εκφράζονται µε του ς όρους «σοβιέτ» ή «εργατικά συ µβούλια», πρέπει
να χρησιµοποιηθούν τόσο για την κατάκτηση της εξουσίας όσο και για
την διοίκηση της παραγωγικής εργασίας µετά την κατάκτηση της εξου-
σίας. Και αυ τό, πρώτα-πρώτα, επειδή η εξουσία των εργαζοµένων δεν
µπορεί να κατακτηθεί µε κανέναν άλλον τρόπο, όπως, για παράδειγµα,
µέσω αυτού που αυ τοαποκαλ είται «επαναστατικό κόµµα»· και, δεύ τε-

32
ρον, επειδή αυτά τα σοβιέτ, που αργότερα θα είναι απαραίτητα για τον
σχεδιασµό της παραγωγής στο σοσιαλισµό, µπορούν να πάρουν την ο-
ριστική τους µορφή, µόνον µέσα από τις συγκρούσεις της ταξικής πά-
λης, στην πορεία για την κατάκτηση της εξουσίας.

Μου φαίν εται ότι µε αυτό το σκεπτικό λύνεται ο «γ όρδιος δεσµός των
αντιφάσεων » που σχετίζονται µε την «επαναστατική ηγ εσία». ∆ιότι η
πηγ ή των αντιφάσεων βρίσκεται στο γ εγ ονός ότι είναι αδύνατον να ε-
ναρµονίσει κανείς την εξου σία και την ελ ευθερία µιας τάξης που δια-
φεντεύει το ίδιο της το πεπρωµένο, µε την απαίτηση να υ πακούει σε
µια ηγ εσία που σχηµατίστηκε από µια µικρή οµάδα ή κόµµα. Πώς, ό-
µως, θα µπορούσε να στηριχτεί µια τέτοια απαίτηση; Αντιφάσκει ολό-
τελα µε την πιο γνωστή και διαδεδοµέν η θέση του Μαρξ, ότι η απελευ -
θέρωση των εργαζοµένων θα είν αι έργο των ίδιων των εργ αζοµένων.
Επιπλέον, δεν είν αι δυνατόν η προλεταριακή επανάσταση ν α συγκρίν ε-
ται µε µια απλή εξέγ ερση ή µε µια κεν τρικά καθοδηγού µεν η στρατιωτι-
κή εκστρατεία ούτε καν µε µια περίοδο µαχών, όπως, π.χ., της µεγα-
λειώδου ς Γαλλικής Επανάστασης - που, σηµειωτέον, αυ τή καθεαυτή
ήταν απλώς έν α επεισόδιο στην πορεία της ανόδου της αστικής τάξης
στην εξουσία. Η προλεταριακή επανάσταση είναι πολύ περισσότερο
αχανής και βαθειά· είναι η ανάβαση των µαζών στην συν ειδητοποίηση
της ύπαρξής του ς και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους. ∆εν θα πρόκειται
για µια απλή αναταραχή· θα αποτελέσει το περιεχόµενο µιας ολόκληρης
περιόδου στην ιστορία της ανθρωπότητας, στη διάρκεια της οποίας οι
εργαζόµενοι θα πρέπει να αν ακαλύψουν και να συν ειδητοποιήσουν τι ς
αρετές του ς και το δυναµικό του ς, καθώς και τους ίδιους τού ς στόχους
τους και τα µέσα της πάλης του ς. Στο βιβλίο µου, Τα Εργατικά Συ µ-
βούλια, προσπάθησα να παρου σιάσω κάποιες όψεις αυ τής της επανά-
στασης, στο κεφάλαιο µε τίτλο «η επανάσταση των εργαζοµένων ». Και
βέβαια, εκεί δεν προτείνουµε έτοιµες λύσεις, απλώς θέτου µε τα ζητή-
µατα· παρουσιάζεται, απλώς, έν α αφηρηµένο σχήµα, που µπορεί να
χρησιµεύσει για να κάν ει εµφανέστερες τις διάφορες δρώσες δυνάµεις
και τις σχέσεις µεταξύ τους.

33
Σ’ αυτό το σηµείο, θα µπορούσε καν είς να θέσει το ερώτηµα: Στο
πλαίσιο αυτού του προσανατολισµού, σε τι χρησιµεύ ει µια οµάδα ή έν α
κόµµα και ποια πρέπει ν α είναι τα καθήκοντά τους; Είµαστε σίγουροι
ότι η δική µας οµάδα δεν θα προσπαθήσει να διοικήσει τις µάζες των
εργαζοµένων στην µαζική τους δράση· εκτός από µας, υπάρχουν άλλες
έξι ή επτά οµάδες ή κόµµατα που αυτοαποκαλούνται επαν αστατικά,
που, όµως, όλα διαφέρουν στα προγράµµατα και τις θέσεις τους, και τα
οποία, σε σύγκριση µε τα µεγάλ α σοσιαλιστικά ή κοµµουνιστικά κόµ-
µατα, είναι λιλιπούτεια. Στη συζήτηση που έλαβε χώρα στο 10 ο τεύχος
του περιοδικού σας, σωστά ειπώθηκε ότι το καθήκον µας είναι κατ’
ουσίαν θεωρητικό: ν α βρούµε και να υ ποδείξουµε, µέσα από µελέτες
και συζητήσεις, τον καλύτερο τρόπο δράσης για την εργατική τάξη. Η
εκπαίδευση στη βάση αυ τών των συ µπερασµάτων, όµως, δεν πρέπει να
περιορίζεται στα µέλη αυτών των κοµµάτων ή οµάδων, αλλά να απευ -
θύνεται στις µάζες των εργαζοµένων. Αυτοί πρέπει να αποφασίσουν,
στις συν ελεύσεις των εργοστασίων του ς και τα συµβούλια των αντι-
προσώπων τους, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης. Για να µπο-
ρέσουν, όµως, να αποφασίσουν οι ίδιοι γ ια το ποιος είναι ο καλύτερος
δυνατός τρόπος, πρέπει να διαφωτιστούν µε καλά µελ ετηµένες συµβου -
λές που να προέρχον ται από όσες περισσότερες πλ ευρές γίνεται. Κατά
συνέπεια, µια οµάδα που διακηρύσσει ότι η αυτόνοµη δράση της εργα-
τικής τάξης είναι η κύρια µορφή της σοσιαλιστικής επαν άστασης, θα
θεωρήσει ως πρωταρχικό καθήκον της να πάει να µιλήσει στους εργα-
ζόµενου ς, για παράδειγµα, µέσω εκλ αϊκευµένων προκηρύξεων που θα
βοηθούν του ς εργαζόµενους να ξεκαθαρίσουν τις ιδέες του ς, εξηγώντας
τους τις σηµαντικές αλλαγ ές στην εξέλιξη της κοινωνίας και την ανά-
γκη να καθοδηγούν οι ίδιοι οι εργαζόµενοι όλες τις δράσεις του ς, συ-
µπεριλαµβανοµένης και της οργάνωσης της παραγωγής στο µέλλον.

Αυτές ήταν κάποιες σκέψεις µου που µου γεννήθηκαν από την ανάγνω-
ση µερικών πολύ ενδιαφερουσών συζητήσεων στο περιοδικό σας. Επι-
πλέον, θα ήθελα να εκφράσω την ευχαρίστηση µου για τα άρθρα σχετι-
κά µε τους βορειοαµερικανούς εργαζόµενου ς, που διαλ ευκαίνουν ένα
µεγ άλο µέρος της αινιγµατικής κατάστασης αυτής της εργατικής τάξης

34
χωρίς σοσιαλιστικό προσαν ατολισµό, και το πολύ διαφωτιστικό άρθρο
για την εργ ατική τάξη στην Ανατολική Γερµανία. Ελ πίζω και εύχοµαι
να συνεχίσει η οµάδα σας να δηµοσιεύ ει κι άλλ α τεύχη του περιοδικού
σας.

Να µε συγχωρείτε που έγραψα αυτό το γράµµα στα αγγλικά· µου είναι


δύσκολο να εκφραστώ ικανοποιητικά στα γαλλικά.

Με τιµή,

Άντον Πάννεκουκ

Μετάφραση: Γιώργος Παπαπαναγιώτου

35
36
Άντον Πάνεκουκ

Εργασία και Ελεύθερος Χρόνος

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/

Πρώτη δηµοσίευση: Περιοδικό Funken 6, Nr 5 (1955)[1]

Ο σύντροφος Rabasseire στο Funken του Φεβρουαρίου του 1955, ως συµπλήρωση


στο άρθρο µου “Η Εργασία στο Σοσιαλισµό” (Funken Nr.11, Νοέµβριος 1954), πα-
ρέπεµψε στο έργο του Πωλ Λαφάργκ µε τον τίτλο “∆ικαίωµα στην Τεµπελιά”. Όταν
είχε πρωτοεµφανιστεί αυτό το βιβλιαράκι στα πρώτα χρόνια του σοσιαλισµού µας
είχε ενθουσιάσει, καθώς φώτιζε το χαρακτήρα της εργασίας µε τρόπο διαφορετικό
από την υπόλοιπη σοσιαλιστική γραµµατεία. Όταν ο σ. Rabasseire παίρνει την τεµπε-
λιά και τονίζει ότι είναι ένα δικαίωµα του ανθρώπου, πρέπει µε τη σειρά µας να ανα-
λογιστούµε ότι η αναγκαιότητα της εργασίας δεν επιβάλλεται πάνω µας λόγω µιας
“ηθικής της εργασίας”, αλλά από την ίδια τη φύση των πραγµάτων. Μπορεί η εργα-
σία µέσω της εκµετάλλευσης να έχει καταλήξει να είναι µια αφόρητη τυραννία, όµως
αρχικά δεν ήταν παρά µια προσταγή της φύσης. Πρέπει να εργαζόµαστε επειδή τρε-
φόµαστε, και επειδή χρειαζόµαστε ρούχα για την αντιµετώπιση του κρύου. Ας προ-
σπαθήσει όποιος θέλει να διεκδικήσει το δικαίωµά του στη τεµπελιά ενάντια στη φύ-
ση! Η τεµπελιά µπορεί να είναι µια απόλαυση· αλλά ως σύστηµα ζωής σηµαίνει ότι
κάποιος άλλος πρέπει να εργάζεται για σένα.

Η σχέση του ανθρώπου µε την εργασία εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από το κλίµα.
Λόγω της κουβανικής του καταγωγής ο Λαφάργκ ήξερε από πρώτο χέρι πόσο δύσκο-
λη και εξαντλητική είναι κάθε δραστηριότητα σε θερµό κλίµα. Επειδή εκεί οι ανάγκες
είναι λίγες και η φύση δίνει τα δώρα της πλουσιοπάροχα, ο άνθρωπος µπορεί να ακο-
λουθήσει την ενστικτώδη τάση του για αδράνεια –σε κάθε περίπτωση, αυτά ίσχυαν
µέχρι που ήρθαν οι λευκοί κύριοι επιβάλλοντας την καταναγκαστική εργασία. Όταν
οι σοσιαλιστές όπως ο Rabasseire, λες και “ξεπήδησαν από τη ροµανική κουλτούρα”,

37
γράφουν λιγότερο για την εργασία και περισσότερο για την τεµπελιά και την ανά-
παυση, τούτο συµβαίνει επειδή το εύκρατο κλίµα της νότιας Ευρώπης τους σαγηνεύει
µε απολαύσεις. Και η βιβλική ρήση “µε τον ιδρώτα του µετώπου σου” προήλθε από
θερµές περιοχές.

Αντίθετα, στο µετρίως ψυχρό κλίµα της κεντρικής Ευρώπης, µόνο µε κοπιώδη εργα-
σία µπορεί να κερδηθούν τα αναγκαία προς το ζην από τη φύση. Εδώ η τεχνική, ο
καρπός της πνευµατικής εργασίας, εµφανίζεται ως δύναµη απελευθέρωσης. “Η µηχα-
νή είναι η µεγάλη απελευθερώτρια του ανθρώπου από τη σκλαβιά”. “Η µηχανή έχει
µια διττή αποστολή: να αυξήσει την παραγωγή, και άρα και τα αγαθά — και ταυτό-
χρονα να ελαττώσει και να κάνει πιο εύκολη την εργασία. Με την αύξηση της παρα-
γωγής η µηχανή θα συντρίψει την ανέχεια — µε την µείωση της εργασίας τη σκλα-
βιά.” Έτσι εκφράζει ο R. N. Coudenhove Kalergi, ο γνωστός υπέρµαχος της ευρωπα-
ϊκής ενοποίησης, στο αξιόλογο βιβλίο του Επανάσταση µέσω της Τεχνικής τη σηµασία
της τεχνικής προόδου. ∆εν είναι σοσιαλιστής και δεν αναγνωρίζει την πάλη των τά-
ξεων· γι’ αυτό πρέπει να συµπληρώσουµε αυτά που λέει: οι µηχανές στα χέρια του
κεφαλαίου έχουν οξύνει τη σκλαβιά της εργασίας, ενώ οι µηχανές στα χέρια των ερ-
γατών θα καταργήσουν την ανέχεια µαζί µε τη σκλαβιά της εργασίας.

Ο σύντροφος Rabasseire συµπεραίνει από το “∆ικαίωµα στην Τεµπελιά” το πρακτικό


αίτηµα της µείωσης του χρόνου εργασίας. Αυτό που φέρνει η αύξηση της παραγωγι-
κότητας ως προς την εργασία δεν είναι απλώς µια µείωση του χρόνου εργασίας, αλλά
ακόµη, και πιο σηµαντικά, η δυνατότητα να διαµορφώσουµε τη ζωή µας στη βάση
νέων αρχών. Ας µην ξεχνάµε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι απλά αποτέ-
λεσµα του εξαναγκασµού της πείνας. Αποτελεί την δραστηριοποίηση των λειτουρ-
γιών της ζωής ως χρήση των οργάνων του σώµατος, ως εξάσκηση των µυών, του
νευρικού συστήµατος και του εγκεφάλου. Αυτή η δραστηριοποίηση αποτελεί άµεση
ανάγκη για τον οργανισµό, τόσο στον άνθρωπο όσο στα ζώα. Η ευλογία της τεχνικής
δε συνίσταται στην αύξηση του χρόνου που σπαταλιέται στη µακάρια απραξία, αλλά
στον εµπλουτισµό της ζωής µε νέες µορφές δραστηριότητας. Για το µεµονωµένο ά-
τοµο αύξηση του ελεύθερου χρόνου σηµαίνει τη δυνατότητα να τον αφιερώσει κατά
τη βούλησή του στην απόλαυση της γαλήνης, στη σοβαρή µελέτη, στα σπορ, στις τέ-
χνες κ.ο.κ. Για την εργατική τάξη ως ολότητα, το πράγµα έχει αλλιώς. Ο καπιταλι-
σµός έχει από καιρό κατανοήσει ότι η µείωση του χρόνου εργασίας γεννά νέες δυνα-

38
τότητες και νέα καθήκοντα για τον ίδιο. Ο καπιταλισµός δηµιούργησε έτσι έναν τε-
ράστιο µηχανισµό εκπαίδευσης, και µια ολόκληρη βιοµηχανία διασκέδασης. Η τελευ-
ταία πιάνεται από την ανάγκη ανάπαυσης των µαζών, και παρέχοντάς τες ανώφελες
και επιπόλαιες τέρψεις τις παρασύρει σε ακίνδυνα για τον καπιταλισµό µονοπάτια.
Ακόµη και ο εργάτης που διψά για γνώση θα ικανοποιήσει αυτή τη δίψα µε “κουλ-
τούρα”, δηλ. µε αστική κουλτούρα, η οποία τον προσδένει στον καπιταλισµό και τον
κάνει να µη σκέφτεται την ταξική πάλη. Το κεφάλαιο δεν κυβερνά τους εργάτες µόνο
κατά τη διάρκεια της εργασίας, αλλά και κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου.
Όλη τους η ζωή, όλη τους η ηµέρα, βρίσκεται υπό την εξουσία του κεφαλαίου.

Αυτό θα αλλάξει µόνον όταν οι εργάτες κατακτήσουν την εξουσία, έχοντας άµεσα
στα χέρια τους τα µέσα παραγωγής. Περιττό να πούµε ότι αυτή η κατάκτηση δε θα
ολοκληρωθεί µε µια κίνηση, αλλά θα αφορά σε µια ολόκληρη περίοδο κοινωνικής
ανατροπής. Ακόµη, αυτή η κατάκτηση είναι το αντίθετο της κρατικοποίησης της πα-
ραγωγής. Μου φαίνεται ότι ο σύντροφος Rabasseire δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρ-
κώς τη διαφορά ανάµεσα σε έναν ηπιότερο λόγω µεταρρυθµίσεων (πχ. µείωση του
χρόνου εργασίας) καπιταλισµό, και σε µια σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας.
Όταν οι εργάτες θα έχουν στα χέρια τους την παραγωγή και θα µπορούν να καθορί-
ζουν τα της εργασίας τους, θα τους φανεί παιχνιδάκι η παραγωγή ενός πλεονάσµατος
για όλους. Όµως ο πραγµατικός τους στόχος θα είναι η οργάνωση της τεχνικής µε
τέτοιον τρόπο ώστε η ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από κάθε καταπίεση. Αλλού
έχω επιχειρήσει να σκιαγραφήσω λεπτοµερέστερα αυτή τη διαδικασία.

________________

[1] Το γερµανικό κείµενο µπορεί να βρεθεί στην ακόλουθη διεύθυνση:


http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1955/05/arbeit.htm

39
40
Άντον Πάνεκουκ

Η Εργασία στο Σοσιαλισµό

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/

Πρώτη δηµοσίευση: Περιοδικό Funken 5, Nr. 11.[1], 1954

Ο σύντροφος Πάνεκουκ µαζί µε το άρθρο του έστειλε και ένα συνοδευτικό γράµµα,
από το οποίο παραθέτουµε ένα τµήµα ως εισαγωγή.

“∆ιάβασα διάφορα άρθρα του περιοδικού Funken µε µεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι
πάντα µε χαρά. Πρέπει να δώσω βέβαια δίκιο στη θέση πολλών συνεργατών σας, ότι
δηλαδή λείπει η µαρξιστική βάση µιας ορθής σοσιαλιστικής πρακτικής. Καθώς στα
νιάτα µου συµµετείχα στο γερµανικό σοσιαλιστικό κίνηµα (από το 1900, πρώτα στην
Ολλανδία, και αργότερα στην ίδια τη Γερµανία), µου φαίνεται εντονότατη η διαφορά
µε το σήµερα. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, καθώς από τότε οι γερµανοί
εργάτες είχαν να υποφέρουν πρώτα το ρεφορµισµό και τον παγκόσµιο πόλεµο, έπειτα
τα 15 χρόνια κοινοβουλευτισµού, και τέλος το πνευµατικό κενό µε τον Χίτλερ. Ταυ-
τόχρονα, η παλαιότερη γενιά φενακιζόταν όλο και περισσότερο από τη µπολσεβίκικη
διαστρέβλωση του µαρξισµού. Κατά συνέπεια οι τωρινοί γερµανοί σοσιαλιστές που
επιθυµούν να δηµιουργήσουν νέες βάσεις µέσα από µια ριζική θεωρητική ανάπτυξη
έχουν δυο βήµατα να κάνουν: πρώτα, έχουν να φτάσουν το επίπεδο της θεωρητικής
συνείδησης που είχε το SPD[2] στα 1900· έπειτα, να ξαναπιάσουν και να προχωρή-
σουν παραπέρα τις κατοπινές αναπτύξεις στη θεωρία και την τακτική που αναδύθη-
καν από το 1903 µέχρι το 1914 στις κοµµατικές συζητήσεις, και µέχρι το 1920 µέσα
στον πρακτικό αγώνα (ιµπεριαλισµός, συζήτηση γύρω από τη µαζική απεργία[3],
δράση των µαζών). Τότε, καθώς και στη δεκαετία του ’20 αναπτύχθηκαν διάφορες
αξιόλογες και γόνιµες νέες ιδέες, που όµως αφορούσαν µόνο µικρές οµάδες· τώρα πια
βρίσκονται διασκορπισµένες σε δυσεύρετες εφηµερίδες και περιοδικά της εποχής.
Και αυτό που σήµερα φέρει την επωνυµία SPD, δεν είναι παρά ένα κοινοβουλευτικό,

41
ολότερα αστικό κόµµα, που επιδίωξή του είναι να ξεπεράσει το χριστιανικό κόµµα σε
εθνικιστική πλειοδοσία.”

***

Περισσότερο κι από το ζήτηµα της οργάνωσης, οι εργάτες ενδιαφέρονται για το χα-


ρακτήρα της εργασίας στο σοσιαλισµό. Τώρα, ο όρος “σοσιαλισµός” χρησιµοποιείται
για διάφορα πράγµατα. Όταν εµείς µιλούµε για σοσιαλισµό, εννοούµε πάντοτε ένα
σύστηµα ριζικά διαφορετικό από τον καπιταλισµό. Αυτό δε συµβαίνει στο ρωσικό
κρατικό καπιταλισµό, παρά το ότι αυτοαποκαλείται σοσιαλισµός. Το ίδιο ισχύει και
για την κρατικοποίηση ορισµένων βιοµηχανικών κλάδων από την κυβέρνηση των
Εργατικών στην Αγγλία ―καµία σχέση µε σοσιαλισµό.

Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εργάτες παραµένουν πάντα υποτελείς, και οφείλουν να


υπακούουν στις εντολές ενός διορισµένου από τα πάνω διευθυντή. Μια ριζική αλλα-
γή έρχεται όταν οι εργάτες γίνονται κύριοι του εργοστασίου και του µηχανισµού πα-
ραγωγής, αποφασίζοντας οι ίδιοι για την εργασία τους µέσα από συλλογικές αποφά-
σεις όλου του προσωπικού. Προϋπόθεση για αυτό είναι ότι η εξουσία του κεφαλαίου,
εξουσία δια της οποίας το κεφάλαιο κυριαρχεί στην παραγωγή, καταργείται από την
επανάσταση της εργατικής τάξης. Έτσι αίρεται η εκµετάλλευση.

Καπιταλιστική εκµετάλλευση δε σηµαίνει µόνο ότι το κεφάλαιο σφετερίζεται το προ-


ϊόν της εργασίας και το µεταβάλλει σε δική του ιδιοκτησία, αφήνοντας στους εργάτες
µόνο το κοµµάτι το απαραίτητο για την επιβίωσή τους. Η καπιταλιστική εκµετάλλευ-
ση καθορίζει επίσης τον ειδικό χαρακτήρα που παίρνει η εργασία στον καπιταλισµό.
Είναι το ξόδεµα της εργατικής δύναµης µέσα στην αδιάφορη, ποσοτική εργασία, και
η µετατροπή της σε υπεραξία για το κεφάλαιο. Το ίδιο το προϊόν είναι αδιάφορο, αν
µπορεί καν να πουληθεί. Το αν είναι εµπόρευµα της σειράς ή ποιότητας, το αν προ-
καλεί στον εργάτη χαρά ή αηδία δε παίζει κανένα ρόλο. ∆ε µπορεί να εκφράσει τη
δηµιουργικότητά του µέσα από το προϊόν· πρέπει, ξοδεύοντας µέχρι εξαντλήσεως την
εργατική του δύναµη, να δώσει όσο το δυνατόν µεγαλύτερη υπεραξία στο κεφάλαιο.
Ο άνθρωπος υποβαθµίζεται σε µια µηχανή η οποία παράγει κέρδος για το κεφάλαιο.

Η εργασία στο σοσιαλισµό χαρακτηρίζεται από την απάλειψη όλων όσων την κάνουν
αφόρητη στον καπιταλισµό. Στη θέση της παραγωγής µε σκοπό την άντληση υπερα-

42
ξίας έρχεται η παραγωγή πραγµάτων αναγκαίων για τη ζωή, παραγωγή που είναι ταυ-
τόχρονα η φυσική δραστηριότητα όλων των ανθρώπινων δυνάµεων, δυνατοτήτων και
κλίσεων. Όταν οι εργάτες θα είναι οι κύριοι του εργοστασίου και θα κανονίζουν οι
ίδιοι τα της εργασίας τους, θα ξεκινήσουν το δίχως άλλο να αποµακρύνουν όλα όσα
κάτω από την εξουσία του καπιταλιστή κάνουν την εργασία µια ανούσια, πληκτική
ταλαιπωρία. Η αέναη επανάληψη των ίδιων κινήσεων µπορεί εύκολα να αντικατα-
σταθεί µε αυτοµατισµούς. Γιατί ο καπιταλισµός δεν προχωρά ήδη σε αυτήν την αντι-
κατάσταση; Επειδή του είναι υπεραρκετό να εξευτελίζει τη φτηνή εργασία µετατρέ-
ποντάς τη σε αυτόµατο µηχάνηµα. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι εργάτες δε θα τα-
λαιπωρούνται µε πεπαλαιωµένα εργαλεία και µη-παραγωγικές µεθόδους, αλλά θα
προχωρούν συνεχώς στην εισαγωγή νέων τεχνικών στην παραγωγική διαδικασία. Έ-
τσι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας θα µειωθεί σηµαντικά. Σε αυτό ας προστεθεί ότι
όλη η εργατική δύναµη που σήµερα χρησιµοποιείται για την πολεµική παραγωγή αλ-
λά και για τις πολυτέλειες και απολαύσεις της άρχουσας τάξης, θα απελευθερωθεί για
να µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τις κοινωνικές ανάγκες.

Στο γράµµα του που δηµοσιεύεται στο τεύχος του Αυγούστου του Funken ο Paul
Frölich αναφέρεται σε έναν άλλον παράγοντα υποβάθµισης του εργαζοµένου στον
καπιταλισµό. Με την ανάπτυξη της τεχνικής και τον όλο και µεγαλύτερο καταµερι-
σµό της εργασίας, οι άνθρωποι µετατρέπονται σε “εργαλεία δίχως προσοχή, δίχως
συνείδηση, σε νεκρά τµήµατα µιας γιγάντιας µηχανής”. “∆εν έχουν γνώση ούτε της
λειτουργίας, ούτε του σκοπού του προϊόντος που παράγουνε”. “Ο κάθε άνθρωπος γί-
νεται όλο και περισσότερο µέρος µιας οργανικής ολότητας. Όπως και το προϊόν του,
κατακερµατίζεται.” Πράγµατι αυτή είναι µια ακόµα συνθήκη που µετατρέπει την ερ-
γασία σε τυραννία στον καπιταλισµό. Ο χαρακτήρας αυτής της συνθήκης φωτίζεται
καλύτερα όταν την δούµε σε σύγκριση µε τη εργασία στις βιοτεχνίες του µεσαίωνα.
Εκεί ο τεχνίτης ήταν κάτοχος των εργαλείων του, των µέσων παραγωγής, και µπο-
ρούσε να τα χρησιµοποιούσε σύµφωνα µε ένα κάποιο πλάνο. Εκτός αυτού, ας σκε-
φτούµε ότι στον καπιταλισµό ο καταµερισµός της εργασίας γίνεται µε σκοπό το µε-
γαλύτερο κέρδος, και εφαρµόζεται πολύ παραπέρα από το τεχνικά αναγκαίο.

Όµως, o καταµερισµός της εργασίας ως τεχνική-οργανωτική δοµή σηµαίνει ταυτό-


χρονα και συνεργασία. Οι µεγάλες µηχανές και τα µεγάλα εργοστάσια δε µπορούν να
τεθούν σε λειτουργία παρά από έναν µεγάλο αριθµό εργατών. Όταν εδώ µιλούµε για

43
εργάτες, εννοούµε φυσικά όλους όσοι εργάζονται µαζί, συµπεριλαµβανοµένου και
του τεχνικού προσωπικού. Αυτό σήµερα επιτελείται υπό την εξουσία του κεφαλαίου.
Στο σοσιαλισµό θα επιτελείται σύµφωνα τις αποφάσεις και τη βούληση της κοινότη-
τας των εργαζοµένων, του προσωπικού. Αυτοί που θα εκτελούν, αυτοί και θα αποφα-
σίζουν. Ως µέλος της κοινωνίας κάθε άτοµο δε θα συµµετέχει µόνο στην επιτέλεση
της εργασίας του, αλλά και στο σχεδιασµό, την οργάνωση, την πνευµατική καθοδή-
γηση. Όταν ο καπιταλιστής έχει την εξουσία και τη δυνατότητα εποπτείας του όλου,
συµβαίνει αυτό που λέει ο Frölich: οι µεµονωµένοι εργάτες, και αυτοί του τεχνικού
προσωπικού, εργάζονται τυφλά, χωρίς να ξέρουν τι παράγουν. Όταν όµως σχεδιάζει,
αποφασίζει και πραγµατώνει η ίδια η κοινότητα [των εργατών] την οργάνωση της
εργασίας, τότε αυτή έχει την εποπτεία, και γνωρίζει τι παράγει. Και κάθε µέλος της
κοινότητας, καθώς συµµετέχει στις συζητήσεις, τις αποφάσεις και την εκτέλεση,
συµµετέχει και σε αυτή τη γνώση. Ότι κάτι αποτελεί µέρος µιας οργανικής ολότητας
δεν είναι κάτι κακό, αλλά κάτι το ευτυχές. ∆εν πρόκειται για υποβάθµιση της προσω-
πικότητας, αλλά για την εξύψωσή της. Ο κοινωνικοποιηµένος άνθρωπος δεν είναι ένα
εκφυλισµένο, υποβαθµισµένο ον, αλλά η ύψιστη µορφή της ανθρωπότητας. Είναι ο
νέος άνθρωπος του µέλλοντος, ο φορέας ενός ανώτερου πολιτισµού.

Είναι προφανές ότι µέσα από την καινούργια οργάνωση της εργασίας επαναστατικο-
ποιούνται τα θεµέλια κάθε αίσθησης, σκέψης και πράξης των ανθρώπων. Από τη συ-
νεχή αλληλεπίδραση στα κοινά καθήκοντα δηµιουργείται ένα όλο και ισχυρότερο αί-
σθηµα κοινότητας, που κυριαρχεί όλο και περισσότερο στη φύση των ανθρώπων.
Πρόκειται για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης, που πρωτύτερα άνθιζε στην ταξική
πάλη, και η οποία στους δύσκολους αγώνες που βρίσκονται µπροστά µας για την κα-
τάργηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, θα µεταβάλλεται σε µόνιµο χαρακτηριστικό
των εργατών.

Τέλος, είναι αµφίβολο το αν η εργασία, δηλαδή η ανθρώπινη δραστηριότητα, θα ονο-


µάζεται ακόµα ‘εργασία’ στο σοσιαλισµό. Στον καπιταλισµό υπάρχει µια ριζική δια-
φορά ανάµεσα σε εργασία και ελεύθερο χρόνο. Τη στιγµή που σταµατά το ξεζούµι-
σµα της καταναγκαστικής µισθωτής εργασίας, αρχίζει η ίδια η ελεύθερη ζωή. Όταν
όµως µέσω της ανόδου της παραγωγικότητας τα πάντα θα διασφαλίζονται µε µικρό-
τερη προσπάθεια, οι δραστηριότητες των ανθρώπων θα προσανατολίζονται προς την
παραγωγή έργων που θα κάνουν τη ζωή πλουσιότερη και τη γη οµορφότερη. Εκεί

44
που τέτοιες ιδέες θα απασχολούν συνεχώς τα µυαλά των ανθρώπων, η αντίθεση ανά-
µεσα σε εργασία και ελεύθερο χρόνο θα αρχίσει να διαλύεται µέσα στη δραστηριότη-
τα της ανοικοδόµησης ενός καινούργιου κόσµου.

____________

[1] Το γερµανικό κείµενο µπορεί να βρεθεί στην ακόλουθη διεύθυνση


http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1954/11/arbeit.htm

[2] SPD. Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα Γερµανίας.

[3] Ως Massenstreikdebatte έχει γίνει γνωστή η συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα ή


µη της µαζικής πολιτικής απεργίας εντός του SPD.

45
46
Άντον Πάνεκουκ

Η Θεωρία της Κατάρρευσης του Καπιταλισµού

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/

Τίτλος πρωτότυπου: Die Zusammenbruchstheorie des Kapitalismus[1]

(πρώτη δηµοσίευση: Rätekommunist, Nr.1, Ιούνιος 1934)

Τα πρώτα χρόνια µετά τη ρωσική επανάσταση ήταν πολύ διαδεδοµένη η άποψη πως
ο καπιταλισµός βρίσκεται στην τελευταία, την τελική του κρίση. Με την υποχώρηση
του επαναστατικού εργατικού κινήµατος στη ∆υτική Ευρώπη, η 3η ∆ιεθνής εγκατέ-
λειψε αυτήν τη θεωρία. Η αντιπολίτευση του KAPD συνέχισε να την υποστηρίζει,
µετατρέποντας µάλιστα την υποστήριξή της σε ειδοποιό διαφορά της επαναστατικής
από τη ρεφορµιστική οπτική. Το ζήτηµα της αναγκαιότητας της καπιταλιστικής κα-
τάρρευσης, καθώς και ο τρόπος µε τον οποίο πρέπει να την κατανοήσουµε, είναι για
την εργατική τάξη, τόσο ως προς την τακτική όσο και ως προς τις θέσεις της, το πιο
σηµαντικό από όλα τα ερωτήµατα. Η Ρόζα Λούξεµπουργκ είχε ήδη από το 1912 α-
σχοληθεί µε το ζήτηµα στο βιβλίο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου, καταλήγοντας
µάλιστα στο συµπέρασµα ότι σε ένα καθαρό, κλειστό καπιταλιστικό σύστηµα, η υπε-
ραξία που απαιτείται για τη συσσώρευση δε γίνεται να πραγµατωθεί, και εποµένως ο
καπιταλισµός πρέπει κατ’ ανάγκη να επεκτείνεται διαρκώς σε µη-καπιταλιστικές πε-
ριοχές µέσω του εµπορίου. Που σηµαίνει: όταν αυτή η επέκταση δε θα είναι πια εφι-
κτή, ο καπιταλισµός θα καταρρεύσει: δε θα µπορεί να λειτουργήσει ως οικονοµικό
σύστηµα. Αυτή η θεωρία, που µε την εµφάνισή της κριτικαρίστηκε από διάφορες
πλευρές, υποστηρίχθηκε συχνά από το KAPD. Μια ολότελα διαφορετική θεωρία α-
ναπτύχθηκε από τον Χένρικ Γκρόσµαν στο έργο του Ο Νόµος της Συσσώρευσης και
Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήµατος (1929). Το συµπέρασµα της ανάλυσης
του Γκρόσµαν είναι ότι ο καπιταλισµός θα καταρρεύσει λόγω της καθαρά οικονοµι-
κής του διάστασης, εννοώντας µε αυτό ότι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρέµβα-

47
ση, τις επαναστάσεις, η ίδια η ύπαρξή του ως οικονοµικού συστήµατος θα καταστεί
αδύνατη. Η βαθιά και µακροχρόνια κρίση που ξεκίνησε από το 1930, έκανε δίχως
αµφιβολία δεκτικότερα τα πνεύµατα σε µια τέτοια θεωρία της τελικής κρίσης. Στο
πρόσφατα δηµοσιευµένο Μανιφέστο της Ένωσης Εργατών Αµερικής [United Workers
of America] η θεωρία του Γκρόσµαν χρησιµοποιείται ως θεωρητική βάση για ένα νέο
προσανατολισµό του εργατικού κινήµατος. Οπότε είναι αναγκαίο να προχωρήσουµε
στην κριτική της εξέταση. Πρώτα όµως πρέπει να αναφερθούµε στο τρόπο που έθεσε
το ζήτηµα ο ίδιος ο Μαρξ, καθώς και στην συζήτηση που αναπτύχθηκε µε βάση την
προβληµατική του.

Μαρξ και Ρόζα Λούξεµπουργκ

Στον 2ο τόµου του Κεφαλαίου, αναπτύσσονται οι γενικές συνθήκες της συνολικής δι-
αδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Στην αφηρηµένη περίπτωση του καθαρού
καπιταλιστικού συστήµατος, όλη η παραγωγή συµβαίνει για την αγορά: κάθε προϊόν
αγοράζεται και πωλείται ως εµπόρευµα. Η αξία των µέσων παραγωγής µεταβιβάζεται
στο προϊόν, ενώ νέα αξία προστίθεται σε αυτό µέσω της εργασίας. Αυτή η νέα αξία
χωρίζεται σε δυο µέρη: στην αξία της εργατικής δύναµης, η οποία πληρώνεται στον
εργάτη µε τη µορφή του µισθού, και χρησιµοποιείται έπειτα για την αγορά µέσων δι-
αβίωσης, και στο υπόλοιπο, την υπεραξία, που καταλήγει στον καπιταλιστή. Αν αυτή
η υπεραξία καταναλωθεί σε µέσα διαβίωσης και απόλαυσης, τότε αυτό που έχει συµ-
βεί είναι η διαδικασία της απλής αναπαραγωγής. Αν ένα µέρος της υπεραξίας συσ-
σωρευθεί µε τη µορφή νέου κεφαλαίου, τότε έχει λάβει χώρα η διαδικασία της ανα-
παραγωγής σε µια διευρυµένη κλίµακα.

Καθώς καπιταλιστές και εργάτες βρίσκουν οι µεν τα µέσα παραγωγής, οι δε τα µέσα


διαβίωσης που χρειάζονται στην αγορά, είναι αναγκαία µια ορισµένη αναλογία ανά-
µεσα στους τοµείς της παραγωγής. Ένας µαθηµατικός θα µπορούσε εύκολα να εκ-
φράσει τα παραπάνω χρησιµοποιώντας αλγεβρικές εξισώσεις: ο Μαρξ για να εκφρά-
σει αυτές τις σχέσεις χρησιµοποίησε αριθµητικά παραδείγµατα, δηλ. υποθετικές πε-
ριπτώσεις µε κατάλληλα επιλεγµένα αριθµητικά ποσά. Κάνει το διαχωρισµό ανάµεσα
σε δυο σφαίρες ή κύριους τοµείς παραγωγής: τον τοµέα των παραγωγικών µέσων (Ι)
και τον τοµέα των µέσων κατανάλωσης (ΙΙ). Σε κάθε τοµέα µια ορισµένη αξία των
χρησιµοποιηµένων µέσων παραγωγής µεταφέρεται αυτούσια στο προϊόν (σταθερό

48
κεφάλαιο c). Από την αξία που προστίθεται, ένα µέρος καταβάλλεται για την εργατι-
κή δύναµη (µεταβλητό κεφάλαιο v), το δε υπόλοιπο αποτελεί την υπεραξία (m)[2].
Αν κάνουµε την υπόθεση ότι ο λόγος σταθερού-µεταβλητού κεφαλαίου είναι 4 : 1 (µε
την ανάπτυξη της τεχνικής αυτός ο λόγος µεγαλώνει), και ότι η υπεραξία είναι ίση µε
το µεταβλητό κεφάλαιο (αυτή η σχέση καθορίζεται από το ποσοστό εκµετάλλευσης),
τότε για την περίπτωση της απλής αναπαραγωγής, ο παρακάτω αριθµητικός πίνακας
εκπληρώνει αυτές τις συνθήκες:

Τοµέας Ι
c v m Προϊόν
4000 1000 1000 6000
Τοµέας ΙΙ
c v m Προϊόν
2000 500 500 3000

Κάθε γραµµή εκπληρώνει τις συνθήκες που θέσαµε. Επειδή το άθροισµα v και m, το
οποίο πηγαίνει στα µέσα κατανάλωσης, ισούται µε το ήµισυ του c (αξία µέσων παρα-
γωγής), πρέπει στον τοµέα ΙΙ να παράγεται µισή ποσότητα αξίας από τον τοµέα Ι. Έ-
τσι καταλήγουµε στη σωστή αναλογία: τα µέσα παραγωγής αξίας 6000 αρκούν για να
καλύψουν τα 4000c του τοµέα Ι και τα 2000c του τοµέα ΙΙ της επόµενης φάσης. Και
τα 3000 του τοµέα ΙΙ επαρκούν ακριβώς για να καλύψουν τα 1000 συν 500 των εργα-
τών, και τα 1000 συν 500 των καπιταλιστών.

Για να περιγράψουµε µε παρόµοιο τρόπο την περίπτωση της καπιταλιστικής συσσώ-


ρευσης, θα πρέπει να ορίσουµε το µέρος της υπεραξίας που χρησιµοποιείται για τη
συσσώρευση. Αυτό το µέρος τον επόµενο χρόνο (χάριν απλότητας υποθέτουµε παρα-
γωγική περίοδο διάρκειας ενός έτους) θα µεταφερθεί στο κεφάλαιο, οπότε σε κάθε
τοµέα παραγωγής θα χρησιµοποιηθεί µια µεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου. Θα υπο-
θέσουµε ότι στο παράδειγµά µας η µισή υπεραξία συσσωρεύεται (και άρα επενδύεται
σε νέο c και v), ενώ η υπόλοιπη µισή καταναλώνεται (κατανάλωση k). Ο υπολογι-
σµός της σχέσης ανάµεσα στους τοµείς Ι και ΙΙ γίνεται κάπως πολυπλοκότερος, αλλά
παραµένει εφικτός. Προκύπτει ότι στο παράδειγµα η αναλογία τοµέα Ι και ΙΙ γίνεται
11 : 4, όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα:

49
Τοµέας Ι
c v m Προϊόν
4400 1100 1100[3] 6600
= 550k + 550 συσσ.
= 440c + 110v
Τοµέας ΙΙ
c v m Προϊόν
1600 400 400 2400
= 200k + 200 συσσ.
= 160c + 40v

Οι καπιταλιστές χρειάζονται 4400 συν 1600 για ανανέωση του υπάρχοντος σταθερού
κεφαλαίου, και 440 συν 160 για επέκταση των µέσων παραγωγής, και πράγµατι βρί-
σκουν παραγωγικά µέσα αξίας 6600 στην αγορά. Οι καπιταλιστές χρειάζονται ακόµη
500 συν 200 για την κατανάλωσή τους, οι παλιοί εργάτες 1100 συν 400 και οι και-
νούργιοι 110 συν 40 για µέσα διαβίωσης. Το σύνολο ισούται µε τα µέσα διαβίωσης
που έχουν παραχθεί συνολικά (2400). Το επόµενο έτος όλα αυξάνονται κατά 10%:

Τοµέας Ι
c v m Προϊόν
4840 1210 1210 7260
= 605 k + 484 c +
121v[4]
Τοµέας ΙΙ
c v m Προϊόν
1760 440 440 2640
= 220k + 176c +
44v

H παραγωγή µπορεί έτσι να συνεχίσει να αυξάνεται χρόνο µε το χρόνο στις ίδιες α-


ναλογίες.

50
Φυσικά εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια εξαιρετικά απλοποιηµένη περίπτωση. Θα
µπορούσαµε να την κάνουµε πολυπλοκότερη, και άρα να τη φέρουµε πιο κοντά στην
πραγµατικότητα, αν υποθέταµε µια διαφορετική οργανική σύνθεση (λόγος c προς v),
ένα διαφορετικό ποσοστό συσσώρευσης, ή µια σταδιακή αύξηση του λόγου c προς v
όπου και η αναλογία του τοµέα Ι προς τον τοµέα ΙΙ θα άλλαζε χρόνο το χρόνο. Σε ό-
λες αυτές τις περιπτώσεις ο υπολογισµός γίνεται πιο πολύπλοκος, όµως παραµένει
πάντοτε εφικτός, καθώς πάντοτε µια άγνωστη ποσότητα, ο λόγος του τοµέα Ι προς
τον τοµέα ΙΙ, υπολογίζεται µε βάση τη συνθήκη ότι ζήτηση και προσφορά συµπί-
πτουν.

Τέτοια παραδείγµατα υπάρχουν στη βιβλιογραφία. Στην πραγµατικότητα δε συµβαί-


νει ποτέ µια πλήρης εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης στη διάρκεια µιας περιό-
δου· τα εµπορεύµατα πωλούνται έναντι χρήµατος, το οποίο µόνον ύστερα καταναλώ-
νεται σε αγορές, ενώ η αποταµίευση λειτουργεί ως εφεδρεία. Άλλοτε πάλι τα εµπο-
ρεύµατα µένουν απούλητα· και υπάρχει και το εµπόριο σε µη-καπιταλιστικές περιο-
χές. Όµως το ουσιώδες µπορεί να φανεί από αυτό το σχήµα αναπαραγωγής: για να
µπορεί η παραγωγή να διευρύνεται και να αναπτύσσεται µε µια σταθερότητα, απαι-
τούνται καθορισµένες σχέσεις ανάµεσα στους τοµείς παραγωγής, σχέσεις που στην
πράξη εκπληρώνονται µόνο κατά προσέγγιση· και αυτές οι σχέσεις εξαρτώνται από
τα παρακάτω δεδοµένα: οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ποσοστό εκµετάλλευσης,
µέρος της υπεραξίας που έχει συσσωρευθεί.

Ο Μαρξ δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί λεπτοµερώς αυτά τα παραδείγµατα


(δες την εισαγωγή του Ένγκελς στο 2ο τόµο του Κεφαλαίου). Αυτή ήταν ακριβώς η
αιτία που η Ρόζα Λούξεµπουργκ πίστεψε ότι είχε βρει ένα κενό, ένα πρόβληµα που ο
Μαρξ δεν είχε εξετάσει και άρα είχε αφήσει άλυτο. Για τη λύση αυτού του προβλή-
µατος η Λούξεµπουργκ συνέγραψε το έργο της Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1912).
Το άλυτο πρόβληµα ήταν ποιος πρέπει να αγοράσει τα εµπορεύµατα, στα οποία ε-
µπεριέχεται η υπεραξία. Αν οι τοµείς Ι και ΙΙ πωλούν ο ένας στον άλλο όλο και πε-
ρισσότερα µέσα παραγωγής και µέσα διαβίωσης αντίστοιχα, τότε η όλη διαδικασία
είναι µια µάταιη κυκλική κίνηση, ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν προκύπτει
τίποτα. Η λύση συνίσταται στο ότι υπάρχουν πάντα αγοραστές εκτός του καπιταλι-
σµού, ξένες υπερπόντιες αγορές, των οποίων η κατάκτηση γίνεται ζήτηµα ζωτικής
σηµασίας για τον καπιταλισµό. Εδώ βρίσκεται η οικονοµική βάση του ιµπεριαλισµού.

51
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η Λούξεµπουργκ έκανε λάθος. Από το παρά-
δειγµα προκύπτει χωρίς αµφιβολία ότι όλα τα προϊόντα µπορούν να πωληθούν εντός
του καπιταλισµού· όχι µόνο το µεταβιβαζόµενο µέρος της υπεραξίας των 4400 συν
1600, αλλά και το µέρος των 440 συν 160, στα οποία εµπεριέχεται η συσσωρευµένη
υπεραξία, αγοράζονται ως υλικά µέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές, οι οποίοι
τον επόµενο χρόνο ξεκινούν µε µέσα παραγωγής αξίας 6600 µονάδων. Οµοίως και το
µέρος των 110 συν 40 θα αγοραστεί πραγµατικά από τους πρόσθετους εργάτες. ∆εν
πρόκειται για µια ατελέσφορη διαδικασία: το να παράγεις, να πουλάς και να αγορά-
ζεις, να καταναλώνεις, να συσσωρεύεις και έπειτα να παράγεις κι άλλο, αυτό δεν εί-
ναι όλο το περιεχόµενο του καπιταλισµού, εποµένως και της ίδιας της ζωής των αν-
θρώπων σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής; ∆ε υπάρχει εδώ κανένα άλυτο πρόβληµα,
ούτε κάτι που να παράβλεψε ο Μαρξ.

Ρόζα Λούξεµπουργκ και Όττο Μπάουερ

Μόλις εµφανίζεται το βιβλίο της Λούξεµπουργκ εµφανίζονται και οι κριτικές, από


διάφορες πλευρές. Έτσι, και ο Όττο Μπάουερ έγραψε µια κριτική σε ένα άρθρο του
στο Neuen Zeit (7-14 Μαρτίου 1913). Φυσικά έδειξε, όπως και κάθε άλλη κριτική,
ότι παραγωγή και πωλήσεις βρίσκονται σε αντιστοιχία. Όµως η κριτική του Μπάουερ
είχε το χαρακτηριστικό ότι συνέδεε τη συσσώρευση µε την πληθυσµιακή αύξηση. Ο
Μπάουερ εξετάζει πρώτα µια υποθετική σοσιαλιστική κοινωνία, όπου ο πληθυσµός
αυξάνεται 5% ετησίως: και η παραγωγή των µέσων διαβίωσης θα αυξάνεται µε τον
ίδιο ρυθµό, ενώ τα µέσα παραγωγής θα αυξάνονται ταχύτερα λόγω της τεχνικής
προόδου. Παρόµοια θα πρέπει και στον καπιταλισµό να λαµβάνει χώρα αυτή η επέ-
κταση, όµως όχι µέσω της σχεδιασµένης διαχείρισης, αλλά µέσω της συσσώρευσης
του κεφαλαίου. Έτσι επιλέγεται ως αριθµητικό παράδειγµα ένα σχήµα που ικανοποιεί
αυτές τις συνθήκες µε τον απλούστερο τρόπο: ετήσια αύξηση του µεταβλητού κεφα-
λαίου γύρω στο 5%, του σταθερού κεφαλαίου γύρω στο 10%, και ποσοστό εκµετάλ-
λευσης 100% (m = v). Από αυτές τις προϋποθέσεις καθορίζεται αµέσως τι µέρος της
υπεραξίας θα συσσωρεύεται, για να αντιστοιχεί µε την αύξηση του κεφαλαίου που
υποθέσαµε, και τι µέρος θα καταναλώνεται (k). ∆εν χρειάζεται κανένας ιδιαίτερα δύ-
σκολος υπολογισµός για να δηµιουργηθεί ένα σχήµα όπου εκτίθεται από έτος σε έτος
η σωστή αύξηση.

52
Έτος c v m k
1ο 200.000 100.000 100.000
+ 20.000 + 5.000 75.000
2ο 220.000 105.000 105.000
+ 22.000 + 5.250 77.750
3ο 242.000 110.250 110.250
+ 24.200 + 5.512 80.538

O Μπάουερ συνεχίζει αυτή τη διαδικασία για 4 έτη, και υπολογίζει τις ποσότητες για
τους δυο τοµείς της παραγωγής ξεχωριστά. Αυτό ήταν αρκετό για να αποδειχθεί ότι
δεν υπάρχει κάποιο πρόβληµα όπως το εννοούσε η Λούξεµπουργκ.

Όµως ο χαρακτήρας αυτής της κριτικής πρέπει να υποστεί επίσης κριτική. Η βασική
του ιδέα προκύπτει από την εισαγωγή της πληθυσµιακής αύξησης σε µια σοσιαλιστι-
κή κοινωνία. Ο καπιταλισµός εµφανίζεται ως ένας σοσιαλισµός χωρίς σχεδιασµό, σαν
ένα άγριο, µη-εξηµερωµένο ζώο που το µόνο που χρειάζεται είναι έναν θηριοδαµα-
στή για να το εξηµερώσει. Εδώ η συσσώρευση εξυπηρετεί µόνο την εξαιτίας της
πληθυσµιακής αύξησης αναγκαία επέκταση της παραγωγής, στο βαθµό βέβαια που ο
καπιταλισµός ικανοποιεί τις ανάγκες της ανθρωπότητας σε µέσα διαβίωσης· λόγω της
έλλειψης σχεδιασµού, αµφότερες λειτουργίες -πληθυσµιακή αύξηση και επέκταση
της παραγωγής- επιτελούνται άσχηµα, ακανόνιστα, άλλοτε παρέχοντας πολύ λίγα,
άλλοτε παρέχοντας πάρα πολλά, και οδηγούν σε καταστροφές. Τώρα, µια πληθυσµι-
ακή αύξηση της τάξης του 5% µπορεί να ταιριάζει σε µια σοσιαλιστική κοινωνία, ό-
που όλη η ανθρωπότητα είναι οµαλά ενταγµένη. Όµως σαν παράδειγµα για τον καπι-
ταλισµό, όπως ήταν και όπως συνεχίζει να είναι, δεν ταιριάζει καθόλου. Όλη η ιστο-
ρία του είναι µια ορµητική κίνηση προς τα εµπρός, µια τεράστια επέκταση, πολύ πέ-
ρα από τα όρια της πληθυσµιακής αύξησης. Η κινητήριος δύναµή του είναι η ανάγκη
συσσώρευσης· το µεγαλύτερο δυνατό µέρος της υπεραξίας γίνεται νέο κεφάλαιο, για
την αξιοποίηση του οποίου απορροφούνται όλο και µεγαλύτεροι κύκλοι του πληθυ-
σµού µέσα στην παραγωγική διαδικασία. Υπήρχε βέβαια, και υπάρχει ακόµα, ένα µε-
γάλο πλεόνασµα ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται εκτός της παραγωγής ως εφεδρείες ή
είναι µισοενταγµένοι, ούτως ώστε κατά περίσταση να απορροφούνται µέσα της ή να
πετιούνται έξω, και έτσι να είναι πάντα στην αναµονή για τις ανάγκες αξιοποίησης

53
του συσσωρευµένου κεφαλαίου. Στην ανάλυση του Μπάουερ αγνοείται εντελώς αυ-
τός ο βασικός χαρακτήρας του καπιταλισµού.

Είναι αυτονόητο ότι η Λούξεµπουργκ θα επικέντρωνε την αντι-κριτική της σε αυτή


την έλλειψη. Ενάντια στην απόδειξη, ότι στο σχηµατισµό του Mαρξ δεν υπάρχει κα-
νένα πρόβληµα ασυµφωνίας, δεν είχε τίποτα άλλο να αντιτάξει από την σαρκαστική
κατηγορία ότι στα τεχνητά αριθµητικά παραδείγµατα τα πάντα µπορούν να κανονι-
στούν ώστε να φαίνεται ότι λειτουργούν. Όµως η σύνδεση της αύξησης του πληθυ-
σµού µε τη ρυθµιστική αρχή της συσσώρευσης είναι τόσο αντίθετη µε το πνεύµα της
θεωρίας του Μαρξ, που εδώ ταιριάζει ο υπότιτλος της Αντικριτικής της: τι έκαναν οι
επίγονοι µε τη θεωρία του Μαρξ. ∆εν πρόκειται (όπως στην περίπτωση της Λούξε-
µπουργκ) για ένα απλό αριθµητικό σφάλµα· σε αυτό το παράδειγµα αντικατοπτρίζε-
ται η πρακτικο-πολιτική λογική των τοτινών σοσιαλδηµοκρατών. Είχαν την αίσθηση
ότι είναι οι µελλοντικοί πολιτικοί άρχοντες που θα αντικαταστήσουν τους παλιούς
ηγέτες υλοποιώντας την οργάνωση της παραγωγής. Έτσι δεν έβλεπαν τον καπιταλι-
σµό ως το απόλυτα αντίθετο σύστηµα στην προλεταριακή δικτατορία που πραγµατώ-
νεται µέσω της επανάστασης, αλλά ως µια µη-σχεδιασµένη µορφή παραγωγής µέσων
διαβίωσης, που µπορεί να βελτιωθεί.

Το σχήµα αναπαραγωγής του Γκρόσµαν

Ο Χένρικ Γκρόσµαν ξεκινά από το σχήµα αναπαραγωγής του Όττο Μπάουερ. Παρα-
τηρεί ότι δε µπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον χωρίς να προσκρούσει σε αντιφάσεις.
Αυτό είναι πολύ εύκολο να το δούµε. Ο Όττο Μπάουερ υποθέτει ένα σταθερό κεφά-
λαιο των 200.000, που κάθε έτος αυξάνει κατά 10%, και ένα µεταβλητό κεφάλαιο
των 100.000, που κάθε έτος αυξάνει κατά 5%· το ποσοστό υπεραξίας είναι 100%,
δηλ. σε κάθε έτος η υπεραξία ισούται µε το µεταβλητό κεφάλαιο. Σύµφωνα µε τα µα-
θηµατικά µια ποσότητα που αυξάνεται κατά 10% που κάθε έτος θα διπλασιαστεί σε 7
χρόνια, θα τετραπλασιαστεί σε 14, θα δεκαπλασιαστεί σε 23, και µετά από 46 έτη θα
έχει εκατονταπλασιαστεί. Μια ποσότητα που αυξάνεται κατά 5% σε 46 έτη θα έχει
µόνο δεκαπλασιαστεί. Το µεταβλητό κεφάλαιο και η υπεραξία, που στο πρώτο έτος
ισούνταν µε το ήµισυ του σταθερού κεφαλαίου, µετά από 46 έτη θα ισούνται µε το
ένα εικοστό του κολοσσιαία αυξηµένου σταθερού κεφαλαίου. Εποµένως η υπεραξία
δε θα επαρκεί για να αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο µε έναν ετήσιο ρυθµό του 10%.

54
Αυτό δεν είναι κάτι που συµβαίνει εξαιτίας των επιλεγµένων από τον Μπάουερ πο-
σοστών του 10% και 5%. ∆ιότι και στην πραγµατικότητα, η υπεραξία αυξάνεται µε
µικρότερη ταχύτητα από το κεφάλαιο. Είναι γνωστό ότι το ποσοστό του κέρδους
πρέπει να µειώνεται κατά την εξέλιξη του καπιταλισµού, και ο ίδιος ο Μαρξ έχει αφι-
ερώσει αρκετές σελίδες σε αυτήν την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Όταν το πο-
σοστό του κέρδους µειώνεται κατά 5%, δε γίνεται το κεφάλαιο να συνεχίζει να αυξά-
νεται κατά 10%, καθώς η αύξηση του κεφαλαίου από τη συσσώρευση υπεραξίας εί-
ναι κατ’ ανάγκη µικρότερη από την ίδια την υπεραξία. Είναι αυτονόητο ότι το ποσο-
στό συσσώρευσης έχει σαν ανώτατο όριο το ποσοστό κέρδους (δες Μαρξ, Το Κεφά-
λαιο, ΙΙΙ. σ.251, όπου αναφέρει ότι “µε το ποσοστό του κέρδους πέφτει και το ποσο-
στό συσσώρευσης”). Η χρησιµοποίηση µιας σταθερής ποσότητας – 10% – είναι απο-
δεκτή για την περίοδο λίγων ετών όπως στον Μπάουερ, όµως γίνεται αδύνατη όταν
κανείς συνεχίσει το σχήµα αναπαραγωγής για περισσότερα έτη.

Όµως ο Γκρόσµαν συνεχίζει απερίσπαστος το σχήµα του Μπάουερ για χρόνια, πι-
στεύοντας ότι µε αυτόν τον τρόπο αναπαριστά τον πραγµατικό καπιταλισµό. Βρίσκει
έτσι τις ακόλουθες τιµές για το σταθερό και το µεταβλητό κεφάλαιο, την υπεραξία, τη
συσσώρευση, καθώς και για το υπόλοιπο που µένει για την κατανάλωση των καπιτα-
λιστών (όλα τα µεγέθη στρογγυλοποιηµένα στις χιλιάδες).

Σταθερό Κε- Μεταβλητό


Υπεραξία Συσσώρευση Κατανάλωση
φάλαιο Κεφάλαιο
Αρχικά 200 100 100 20 + 5 = 25 75
Μετά από 20 122 + 13 =
1222 253 253 118
έτη 135
317 + 21 =
>> 30 έτη 3170 412 412 74
338
464 + 25 =
>> 34 έτη 4641 500 500 11
489
510 + 26 =
>> 35 έτη 5106 525 525 -11
536

Μετά το 21ο έτος το µέρος της υπεραξίας που αντιστοιχεί στην κατανάλωση µειώνε-
ται. Στο 34ο έτος βρίσκεται κοντά στο µηδέν, ενώ στο 35ο περνάει στα αρνητικά· ο

55
‘γδάρτης’ του σταθερού κεφαλαίου απαιτεί κάθε έτος το ποσοστό του για να αυξηθεί
κατά 10%, ενώ οι φτωχοί καπιταλιστές πεινάνε, µην έχοντας χρήµατα ούτε για τις
καταναλωτικές τους ανάγκες.

“Από το 35ο έτος και πέρα η συσσώρευση δε µπορεί -στη βάση της αντίστοιχης τε-
χνικής προόδου- να συνεχίσει να συµβαδίζει µε την πληθυσµιακή αύξηση. Η συσσώ-
ρευση γίνεται τόσο µικρή που δηµιουργεί κατ’ ανάγκη έναν εφεδρικό στρατό ανέρ-
γων, ο οποίος χρόνο µε το χρόνο µεγαλώνει.” (Χ. Γκρόσµαν, Ο Νόµος της Συσσώρευ-
σης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήµατος, σ. 126 – γερµ. έκδοση)

Κάτω από τέτοιες συνθήκες το τελευταίο πράγµα που θα είχαν στο νου τους οι καπι-
ταλιστές θα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Ακόµα κι αν ήθελαν, δε θα µπορούσαν·
εξαιτίας του ελλείµµατος του -11 πρέπει να ελαττώσουν την παραγωγή. (Στην πραγ-
µατικότητα πρέπει να την ελαττώσουν πρωτύτερα, λόγω των καταναλωτικών τους
εξόδων). Έτσι ένα κοµµάτι των εργατών γίνονται άνεργοι· έπειτα ένα τµήµα του κε-
φαλαίου βγαίνει από την παραγωγή, η παραγόµενη υπεραξία µειώνεται, η ποσότητα
της υπεραξίας βυθίζεται, και εµφανίζεται ένα ακόµα µεγαλύτερο έλλειµµα στην συσ-
σώρευση, µε µια ανεργία που αυξάνεται ακόµα ταχύτερα. Και αυτή είναι η οικονοµι-
κή κατάρρευση του καπιταλισµού. Καθίσταται οικονοµικά αδύνατος. Έτσι ολοκλη-
ρώνεται η διαδικασία που θέτει ο Γκρόσµαν στη σελίδα 79:

“Πώς, µε ποιον τρόπο µπορεί η συσσώρευση να οδηγήσει την καπιταλιστική παρα-


γωγή στην κατάρρευση;”

Εδώ έχουµε να κάνουµε µε κάτι που στην παλιά µαρξιστική βιβλιογραφία θεωρού-
νταν σκέτη παρανόηση του αντιπάλου που ονοµάζεται “µεγάλο κραχ”. Χωρίς να υ-
πάρχει µια επαναστατική τάξη, η οποία να νικά και να απαλλοτριώνει τους αστούς,
εµφανίζεται ένα καθαρά οικονοµικό τέλος του καπιταλισµού· η µηχανή παύει να λει-
τουργεί, µπλοκάρει, και η παραγωγή καθίσταται αδύνατη. Με τα λόγια του Γκρό-
σµαν:

“…παρά τις περιοδικές διακοπές, ο όλος µηχανισµός προχωρά µε την διαδικασία της
καπιταλιστικής συσσώρευσης αναγκαστικά προς το ίδιο του το τέλος …∆ιότι η τάση
της κατάρρευσης επικρατεί, και επιβάλλεται καθ’ ολοκληρίαν µέσα στην “τελική
κρίση” (σ.140)

56
Και παρακάτω:

“Από την ανάλυσή µας προκύπτει ξεκάθαρα ότι η κατάρρευση του καπιταλισµού, αν
και κάτω από τις δεδοµένες συνθήκες είναι αντικειµενικώς αναγκαία, και ως προς το
χρονικό σηµείο της εµφάνισής της επακριβώς υπολογίσιµη, δεν προκύπτει αυτοµάτως
“αφ’ εαυτής” στο αναµενόµενο χρονικό σηµείο, και άρα δεν πρέπει να την αναµέ-
νουµε παθητικά” (σ. 601)

Σε αυτό το σηµείο όπου κανείς θα µπορούσε να πιστέψει ότι γίνεται λόγος για τον
ενεργό ρόλο του προλεταριάτου ως υποκειµένου της επανάστασης, τελικά γίνεται µια
αναφορά σε µεταβολές στο ύψος του µισθού και του χρόνου εργασίας, οι οποίες αλ-
λάζουν κάπως τα αριθµητικά στοιχεία, και άρα και τα αποτελέσµατα των υπολογι-
σµών. Και συνεχίζει στο ίδιο πνεύµα:

“Έτσι καταλήγουµε ότι η ιδέα µιας αντικειµενικά αναγκαίας κατάρρευσης δεν έρχε-
ται επουδενί σε αντίφαση µε την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα, η κατάρρευση, παρά
την αντικειµενική της αναγκαιότητα, µπορεί να δεχτεί σε µεγάλο βαθµό επιδράσεις
από τις δυνάµεις των αντίπαλων τάξεων, αφήνοντας ένα ελεύθερο πεδίο για ταξική
παρέµβαση. Ακριβώς γι’ αυτό µας λέει ο Μαρξ ότι η όλη ανάλυση της διαδικασίας
αναπαραγωγής οδηγεί στην ταξική πάλη.” (σ.602)

Αυτό το “ακριβώς γι’ αυτό” είναι διαµαντάκι· λες και η ταξική πάλη κατά τον Μαρξ
έχει να κάνει µόνο µε διεκδικήσεις γύρω από το µισθό και το χρόνο εργασίας.

Ας εξετάσουµε λεπτοµερέστερα την θεµελίωση αυτής της κατάρρευσης. Σε τι βασίζε-


ται αυτή η αναγκαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου κατά 10%; Στην παράγραφο
που µόλις παραθέσαµε αναφέρεται ότι η τεχνική πρόοδος (για µια δεδοµένη πληθυ-
σµιακή αύξηση) συνεπάγεται µια ορισµένη αύξηση του σταθερού κεφαλαίου. Θα
µπορούσαµε, χωρίς να χρησιµοποιήσουµε το σχήµα αναπαραγωγής, να πούµε: όταν
το ποσοστό του κέρδους είναι µικρότερο από το ποσοστό αύξησης που απαιτείται
από την τεχνική πρόοδο, πρέπει ο καπιταλισµός να καταρρεύσει. Αφήνοντας κατά
µέρος ότι αυτό το ερώτηµα -ποια είναι η αύξηση του κεφαλαίου που απαιτείται από
την τεχνική- δεν έχει τίποτα να κάνει τον Μαρξ, λέµε: οι τεχνικές βελτιώσεις εισάγο-
νται από τον αµοιβαίο ανταγωνισµό, για να αποσπαστεί παραπάνω κέρδος (σχετική
υπεραξία)· όµως αυτή η διαδικασία δε µπορεί να πάει παραπέρα από τους διαθέσι-

57
µους οικονοµικούς πόρους. Όλοι γνωρίζουµε ότι δεκάδες νέες εφευρέσεις που έχουν
να κάνουν µε τεχνικές βελτιώσεις δεν εισάγονται στην παραγωγή και συχνά παραµε-
ρίζονται σκοπίµως από τους επιχειρηµατίες ούτως ώστε να µην απαξιωθεί ο υπάρχων
τεχνικός εξοπλισµός. Η αναγκαιότητα της τεχνικής προόδου δεν επενεργεί ως µια ε-
ξωτερική δύναµη· δρα διαµέσου των ανθρώπων, και για αυτούς η αναγκαιότητα δεν
έχει µεγαλύτερη ισχύ από τη δυνατότητα.

Όµως ας υποθέσουµε πως είναι σωστό, και άρα ότι εξαιτίας της τεχνικής προόδου η
σχέση σταθερού και µεταβλητού κεφαλαίου οφείλει να µεταβάλλεται όπως φαίνεται
στο σχήµα: το 30ο έτος 3170 προς 412, το 34ο 4641 προς 500, το 35ο 5106 προς 525,
το 36ο 5616 προς 551. Η υπεραξία στο 35ο έτος είναι µόνον 525 χιλιάδες, και δεν ε-
παρκεί για τις 510 και 26 χιλιάδες που πρέπει να προστεθούν σε σταθερό και µετα-
βλητό κεφάλαιο αντίστοιχα. Ο Γκρόσµαν αφήνει το σταθερό κεφάλαιο να µεγαλώσει
κατά 15 χιλιάδες, µε αποτέλεσµα να µείνουν µόλις 15 χιλιάδες για την αύξηση του
µεταβλητού κεφαλαίου! Γράφει:

“11.509 εργάτες (από ένα σύνολο 551 χιλιάδων) µένουν άνεργοι, και ο εφεδρικός
στρατός των ανέργων αρχίζει να συγκροτείται. Και επειδή δε µπαίνει ολόκληρος ο
εργατικός πληθυσµός στην παραγωγική διαδικασία, δε χρειάζεται και ολόκληρο το
ποσό του επιπλέον σταθερού κεφαλαίου (510.563) να επενδυθεί σε νέα µέσα παρα-
γωγής. Αν ένας πληθυσµός των 551.584 χρησιµοποιεί σταθερό κεφάλαιο αξίας
5.616.620, τότε ένας πληθυσµός των 540.075 θα χρησιµοποιεί σταθερό κεφάλαιο α-
ξίας 5.499.015. Οπότε περισσεύει ένα πλεόνασµα κεφαλαίου αξίας 117.185, το οποίο
δε µπορεί να επενδυθεί. Έτσι έχουµε µια κλασική περίπτωση της κατάστασης που
σκεφτόταν ο Μαρξ όταν στο αντίστοιχο τµήµα του 3ου τόµου του Κεφαλαίου έδινε
τον τίτλο: Πλεόνασµα κεφαλαίου και πλεόνασµα πληθυσµού.” (σ.126)

Προφανώς ο Γκρόσµαν δεν έχει παρατηρήσει ότι αυτοί οι 11.000 εργάτες µένουν ά-
νεργοι µόνο και µόνο επειδή αυτός εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να αναφέρει καµιά
αιτία, φορτώνει το έλλειµµα στο µεταβλητό κεφάλαιο αφήνοντας το σταθερό κεφά-
λαιο να αυξάνεται κατά 10%, λες και δε συµβαίνει τίποτα. Και µόλις συνειδητοποιεί
ότι για όλες τις µηχανές που κάθονται δεν υπάρχουν εργάτες, ή ορθότερα, δεν υπάρ-
χουν χρήµατα για µισθούς εργατών, προτιµά να µη γίνει επένδυση σε µηχανές, και
έτσι να µείνει αχρησιµοποίητο το κεφάλαιο. Μόνο µε αυτή τη γκάφα καταλήγει σε
µια “κλασική περίπτωση” ενός φαινοµένου που εµφανίζεται στις συνηθισµένες καπι-

58
ταλιστικές κρίσεις. Στην πραγµατικότητα οι επιχειρηµατίες θα επεκτείνουν την παρα-
γωγή τους όσο επαρκούν τα κεφάλαιά τους τόσο για µηχανές όσο και για εργάτες. Αν
υπάρχει συνολικά πολύ λίγη υπεραξία, τότε θα διαµοιραστεί (σύµφωνα µε τους δεδο-
µένους τεχνικούς περιορισµούς) αναλογικά στα µέρη του κεφαλαίου· από τους υπο-
λογισµούς προκύπτει ότι για να διατηρηθεί η αναλογία που αντιστοιχεί στην τεχνική
πρόοδο, πρέπει από τη συνολική υπεραξία ύψους 524.319 οι 500.409 να πάνε στο
σταθερό κεφάλαιο, και οι 24.910 στο µεταβλητό. ∆εν απολύονται 11.000 αλλά 1.356
εργάτες, και φυσικά δεν υπάρχει πλεόνασµα κεφαλαίου. Αν κανείς συνεχίσει µε το
σωστό τρόπο το σχήµα, θα δει ότι αντί για µια καταστροφική κατάρρευση υπάρχει
µια αργή αύξηση στον αριθµό των απολύσεων.

Πώς είναι δυνατόν όµως να καταλογίσει κανείς αυτή την υποτιθέµενη κατάρρευση
στο Μαρξ, παραθέτοντας µάλιστα δεκάδες αποσπάσµατα από διάφορα κεφάλαια;
Αυτές οι παραθέσεις έχουν όλες να κάνουν µε οικονοµικές κρίσεις, µε την εναλλαγή
των κύκλων µεγέθυνσης και ύφεσης. Αν και το σχήµα θέλει να δείξει ότι µετά από 35
έτη θα επέλθει µια προκαθορισµένη τελική κατάρρευση, δυο σελίδες µετά διαβάζου-
µε ότι εδώ αναπτύσσεται

“η µαρξική θεωρία του οικονοµικού κύκλου”.

Ο Γκρόσµαν καταφέρνει να δώσει την εντύπωση ότι αναπτύσσει τη θεωρία του Μαρξ
µόνο και µόνο επειδή διανθίζει το κείµενό του µε αποσπάσµατα από το έργο του
Μαρξ, που όµως αφορούν σε περιοδικές κρίσεις. Στο έργο του Μαρξ δε γίνεται λόγος
για κάποια τελική κατάρρευση κατά το σχήµα του Γκρόσµαν. Αντίθετα, µόνο σε λίγα
αποσπάσµατα που δεν αναφέρονται σε κρίσεις γίνεται λόγος για µια τελική κατάρ-
ρευση. Έτσι, στη σελίδα 263:

“Φαίνεται ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής προσκρούει σε ένα όριο στην α-


νάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων…” (Μαρξ, Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.252)

Όµως στη σελίδα 293 πάλι του 3ου τόµου του Κεφαλαίου διαβάζουµε ότι

“Αυτό που είναι σηµαντικό όσον αφορά το φόβο τους (του Ρικάρντο και των άλλων
οικονοµολόγων) µπροστά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους, είναι το αίσθηµα

59
ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βρίσκει ένα όριο στην ανάπτυξη των παρα-
γωγικών δυνάµεων…”

Όµως αυτό είναι κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Στη σελίδα 79 ο Γκρόσµαν για να
αποδείξει ότι ο όρος ‘κατάρρευση’ προέρχεται από τον Μαρξ παραθέτει το παρακάτω
απόσπασµα:

“Αυτή η διαδικασία θα προκαλούσε γρήγορα την κατάρρευση της καπιταλιστικής


παραγωγής αν δεν επενεργούσαν συνεχώς αντίρροπες τάσεις, όπως η φυγόκεντρος
δύναµη που δρα σε συνδυασµό µε την κεντροµόλο.” (ο.π., σ.256)

Ο Γκρόσµαν τονίζει σωστά ότι αυτές οι αντίρροπες τάσεις αφορούν στο “γρήγορα”,
και άρα µε αυτές η διαδικασία λαµβάνει χώρα µε πιο αργό ρυθµό. Όµως µιλά εδώ ο
Μαρξ για µια καθαρά οικονοµική κατάρρευση; Ας παραθέσουµε την παράγραφο που
προηγείται στο κείµενο του Μαρξ:

“Είναι αυτός ο διαχωρισµός ανάµεσα στις συνθήκες της εργασίας και τους παραγω-
γούς που δηµιουργεί την έννοια του κεφαλαίου. Ξεκινά µε την πρωταρχική συσσώ-
ρευση, συνεχίζει µε τη διαδικασία συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου,
εκφράζεται στο τέλος µε τη συγκέντρωση των υπάρχοντων κεφαλαίων σε λίγους και
την αποστέρηση πολλών από τα κεφάλαιά τους (εκεί µετατρέπεται σε απαλλοτρίω-
ση)”

Είναι προφανές από το απόσπασµα ότι εδώ, όπως συµβαίνει αρκετά συχνά στον
Μαρξ, η κατάρρευση σηµαίνει απλά το τέλος του καπιταλισµού µέσω του σοσιαλι-
σµού.

∆εν πρέπει λοιπόν να συνάγουµε από αυτά τα αποσπάσµατα -ούτε και από το σχήµα
αναπαραγωγής- µια τελική καταστροφή οικονοµικής φύσεως. Όµως γίνεται το σχήµα
να αναλύσει και να εξηγήσει τις περιοδικές κρίσεις; Ο Γκρόσµαν στοχεύει να ενώσει
τα δυο προβλήµατα:

“Η Μαρξική θεωρία της κατάρρευσης είναι ταυτόχρονα και µια θεωρία για τις κρί-
σεις”

60
Αυτός είναι ο υπότιτλος του 8ου κεφαλαίου (σ.137). Όµως δεν δίνεται κάποια απόδει-
ξη, εκτός από το διάγραµµα της σελίδας 141, οπού µια έντονα ανοδική συνάρτηση
συσσώρευσης διαιρείται σε µικρότερα τµήµατα. Κατά το σχήµα του Γκρόσµαν η κα-
τάρρευση πρέπει να ξεκινήσει στα 35 έτη, όµως εµείς βιώνουµε µια κρίση κάθε 5 µε
7 έτη, ενώ στο σχήµα όλα συνεχίζουν οµαλά.

Αν το επιθυµητό αποτέλεσµα είναι µια ταχεία κατάρρευση τότε η ετήσια αύξηση του
κεφαλαίου πρέπει να υποτεθεί ότι δεν είναι µόνο 10%, αλλά πολύ µεγαλύτερη. Κατά
την ανοδική περίοδο ενός οικονοµικού κύκλου η ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι στην
πραγµατικότητα πολύ µεγαλύτερη, όµως αυτό δεν έχει να κάνει µε την τεχνική πρόο-
δο· ο όγκος της παραγωγής διευρύνεται µε άλµατα. Πράγµατι τότε και το µεταβλητό
κεφάλαιο αυξάνεται ραγδαία. Όµως παραµένει άγνωστο το γιατί κάθε 5 µε 7 έτη πρέ-
πει να συµβαίνει µια κατάρρευση. Αυτό σηµαίνει: η πραγµατικές αιτίες, οι οποίες πα-
ράγουν την αλµατώδη άνοδο και στη συνέχεια την κατάρρευση της οικονοµικής δρα-
στηριότητας είναι αιτίες εντελώς διαφορετικής φύσης από αυτές που προκύπτουν από
το σχήµα αναπαραγωγής του Γκρόσµαν.

Ο Μαρξ µιλά για την υπερσυσσώρευση που προεικονίζει την κρίση, για ένα πλεόνα-
σµα συσσωρευµένης υπεραξίας που δεν επενδύεται και άρα ωθεί το κέρδος προς τα
κάτω· η κατάρρευση του Γκρόσµαν προκύπτει από ένα έλλειµµα συσσωρευµένης υ-
περαξίας.

Το ταυτόχρονο πλεόνασµα κεφαλαίου που δεν επενδύεται και εργατών που είναι ά-
νεργοι είναι ένα κλασσικό χαρακτηριστικό µιας κρίσης. Το σχήµα του Γκρόσµαν ο-
δηγεί σε µια έλλειψη επαρκούς κεφαλαίου, που µετατρέπεται σε πλεόνασµα κεφαλαί-
ου µόνο µέσω των σφαλµάτων που ήδη αναφέραµε. Από το σχήµα του Γκρόσµαν δε
µπορεί ούτε να προκύψει µια τελική κατάρρευση, ούτε και να περιγραφούν οι πραγ-
µατικές εκδηλώσεις της κατάρρευσης, οι κρίσεις.

Πρέπει ακόµα να προσθέσουµε ότι από την αρχή η θεωρία του Γκρόσµαν παρουσιά-
ζει τα ίδια προβλήµατα µε τη θεωρία του Όττο Μπάουερ: η πραγµατική, ταραχώδης
εξάπλωση του καπιταλισµού στον κόσµο, που εξουσιάζει όλο και περισσότερους ερ-
γάτες, παρουσιάζεται σαν µια ήπια πληθυσµιακή αύξηση της τάξης του 5% κατ’ έτος,
λες και ο καπιταλισµός είναι περιορισµένος στην οικονοµία ενός µόνο κράτους.

61
Γκρόσµαν εναντίον Μαρξ

Ο Γκρόσµαν κοµπάζει ότι για πρώτη φορά µε το έργο του η θεωρία του Μαρξ επανα-
διατυπώνεται σωστά, ενάντια στις διαστρεβλώσεις των σοσιαλδηµοκρατών.

“Μια από τις γνώσεις που κερδίσαµε”, λέει µε περηφάνια στην αρχή της εισαγωγής,
“είναι ότι η θεωρία της κατάρρευσης που ακολουθεί είναι το θεµέλιο του οικονοµι-
κού συστήµατος του Καρλ Μαρξ”.

Έχουµε ήδη δει το πόσο λίγο έχει να κάνει µε τον Μαρξ αυτό που ο Γκρόσµαν διατυ-
πώνει ως θεωρία κατάρρευσης του καπιταλισµού. Όπως και να έχει, µπορεί να πι-
στεύει ότι µε αυτήν την ερµηνεία που κάνει βρίσκεται σε συµφωνία µε τον Μαρξ.
Όµως υπάρχουν και άλλα σηµεία όπου αυτό δεν ισχύει. Καθώς θεωρεί το σχήµα ανα-
παραγωγής του ως πιστή αναπαράσταση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, βγάζει σε
διάφορα σηµεία συµπεράσµατα, τα οποίο όπως και ο ίδιος εν µέρει σηµειώνει, βρί-
σκονται σε αντίφαση µε τις απόψεις που αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο.

Αυτό ισχύει καταρχήν για το βιοµηχανικό εφεδρικό στρατό. Κατά τον Γκρόσµαν
πρέπει από το 35ο έτος ένας αριθµός εργατών να βρίσκεται στην ανεργία, πρέπει δηλ.
να δηµιουργηθεί αυτός ο εφεδρικός στρατός.

“Η εµφάνιση του εφεδρικού στρατού, δηλ. οι απολύσεις που συζητούµε εδώ, πρέπει
να διαχωριστεί αυστηρά από τις απολύσεις που παρατηρούµε λόγω της εισαγωγής
µηχανών. Η αποβολή εργατών από την παραγωγή λόγω των µηχανών, που ο Μαρξ
περιγράφει στο εµπειρικό µέρος του 1ου τόµου του Κεφαλαίου (13ο Κεφάλαιο) είναι
ένα τεχνικό ζήτηµα… (σελ.128-129) …Όµως οι απολύσεις εργατών, η εµφάνιση του
εφεδρικού στρατού για τον οποίο µιλά ο Μαρξ στο κεφάλαιο για τη συσσώρευση
(23ο), δεν έχουν σαν αιτία -πρόκειται για κάτι που έχει µείνει απαρατήρητο στη βι-
βλιογραφία- το τεχνικό ζήτηµα της εισαγωγής µηχανών, αλλά την ελλειπή αξιοποίη-
ση…” (σ.130)

Αυτό είναι σαν να λέµε ότι αν οι καρδερίνες πετούν µακριά, φταίει η δειλία τους, και
όχι οι τουφεκιές. Οι εργάτες αποβάλλονται από την παραγωγή λόγω των µηχανών·
λόγω της διεύρυνσης της παραγωγής βρίσκουν εν µέρει ξανά δουλειά· σε αυτό το πή-
γαινε-έλα ένα µέρος των εργατών βρίσκεται καθοδόν ή εκτός. Πρέπει τώρα να πούµε

62
ότι αιτία της ανεργίας τους είναι το ότι δεν έχουν επαναπροσληφθεί; Αν κανείς δια-
βάσει το 23ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, θα δει ότι ως αιτία του εφεδρικού στρατού πα-
ρουσιάζεται πάντα η εισαγωγή µηχανών. Στη συνέχεια αυτός ο εφεδρικός στρατός εν
µέρει απορροφάται ή απολύεται ξανά και αναπαράγεται ως υπερπληθυσµός, κατά την
οικονοµική συγκυρία. Ο Γκρόσµαν πασχίζει να αποδείξει ότι εδώ έχουµε να κάνουµε
µε την οικονοµική σχέση C:V, και όχι µε την τεχνική σχέση µέσα-
παραγωγής:εργατική-δύναµη· στην πραγµατικότητα, πρόκειται για ένα και το αυτό.
Αυτή η συγκρότηση του εφεδρικού στρατού κατά τον Μαρξ, η αντικατάσταση των
εργατών από µηχανές, η οποία συµβαίνει ακατάπαυστα από την αρχή του καπιταλι-
σµού εως τώρα, δεν είναι ταυτόσηµη µε την υποθετική συγκρότηση του εφεδρικού
στρατού κατά τον Γκρόσµαν, η οποία εµφανίζεται πρώτα ως αποτέλεσµα της υπερ-
συσσώρευσης µετά από 34 έτη τεχνικής προόδου.

Κάτι παρόµοιο ισχύει και για τις µεταφορές του κεφαλαίου στο εξωτερικό. ∆ιάφοροι
µαρξιστές -Βάργκα, Μπουχάριν, Νάχιµσον, Χίλφρεντινγκ, Όττο Μπάουερ, Ρόζα
Λούξεµπουργκ- απορρίπτονται ο ένας µετά τον άλλο επειδή παραδέχονται ότι το κε-
φάλαιο εξάγεται προς αναζήτηση υψηλότερων κερδών. Με τα λόγια του Βάργκα:

“Το κεφάλαιο δεν εξάγεται επειδή θα ήταν αδύνατο να συµβεί η συσσώρευση στο
εσωτερικό… αλλά επειδή στο εξωτερικό υπάρχει η προοπτική ενός υψηλότερου κέρ-
δους” (δες σ.498)

Ο Γκρόσµαν αντιµάχεται αυτή την αντίληψη ως αντιµαρξιστική και εσφαλµένη:

“Αιτία για τις εξαγωγές κεφαλαίου δεν είναι το υψηλότερο κέρδος, αλλά η ανυπαρξία
επενδυτικών ευκαιριών στο εσωτερικό.” (σ.561)

Ύστερα παραθέτει διάφορα αποσπάσµατα από τον Μαρξ γύρω από την υπερσυσσώ-
ρευση, και παραπέµπει στο σχήµα του, όπου µετά από 35 έτη καπιταλιστικής αύξη-
σης δεν υπάρχουν επενδύσεις στο εσωτερικό· και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει τα κεφά-
λαια να φύγουν στο εξωτερικό.

Ας θυµηθούµε ότι σύµφωνα µε το σχήµα του υπήρχε έλλειµµα κεφαλαίου ως προς


τον υπάρχοντα πληθυσµό, και ότι το καπιταλιστικό πλεόνασµα ήταν µόνο ένα υπολο-

63
γιστικό σφάλµα. Έπειτα, παρ’ όλα τα διάφορα τσιτάτα του Μαρξ ξέχασε να αναφέρει
αυτό που λέει ο Μαρξ για την ίδια την εξαγωγή κεφαλαίου:

“Όταν το κεφάλαιο εξάγεται, αυτό δε συµβαίνει επειδή δεν υπάρχει κανείς τρόπος να
επενδυθεί στο εσωτερικό. Συµβαίνει επειδή στο εξωτερικό µπορούν να επιτευχθούν
υψηλότερα κέρδη.” (Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.266)

Η πτώση του ποσοστού του κέρδους είναι ένα από τα σηµαντικότερα κοµµάτια της
µαρξικής θεωρίας για το κεφάλαιο· ο Μαρξ πρώτος εξήγησε και απέδειξε ότι σε αυτή
την πτωτική τάση που επιβάλλεται περιοδικά στις κρίσεις, βρίσκεται ενσωµατωµένη
όλη η µεταβατική φύση του καπιταλισµού. Στον Γκρόσµαν είναι ένα φαινόµενο δια-
φορετικό: µετά την πάροδο 35 ετών συµβαίνουν µαζικές απολύσεις και ταυτόχρονα
εµφανίζεται πλεόνασµα κεφαλαίου· κάθε έτος το έλλειµµα υπεραξίας γίνεται µεγαλύ-
τερο, και όλο και περισσότερο κεφάλαιο και εργάτες πέφτουν στην αδράνεια· µε τη
µείωση του εργατικού δυναµικού µειώνεται και ο όγκος της παραχθείσας υπεραξίας,
και ο καπιταλισµός πλησιάζει όλο και περισσότερο προς την καταστροφή. ∆εν παρα-
τήρησε ο Γκρόσµαν την αντίφαση; Την παρατήρησε. Γι’ αυτό στο κεφάλαιο που φέ-
ρει τον τίτλο Οι αιτίες της διαστρέβλωσης της µαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης και
κατάρρευσης, µετά από κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις, γράφει:

“∆εν έχει έρθει ο καιρός για µια επαναδιατύπωση της µαρξικής θεωρίας της κατάρ-
ρευσης” (σ.195) “Εξωτερικά µπορεί να συνέβαλε στην παρεξήγηση” το ότι το 3ο κε-
φάλαιο του τρίτου τόµου του Κεφαλαίου, όπως αναφέρει ο Ένγκελς στον πρόλογό
του, “παρουσιάζεται σαν µια σειρά ηµιτελών µαθηµατικών αναπτύξεων”

Στην επεξεργασία αυτού του κεφαλαίου βοήθησε τον Ένγκελς ένα φίλος του, ο µα-
θηµατικός Σάµουελ Μουρ.

“Όµως ο Μουρ δεν ήταν οικονοµολόγος… Ο δε τρόπος που προέκυψε αυτό το κοµ-
µάτι του έργου µάς οδηγεί να σκεφτούµε ότι υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για παρεξη-
γήσεις και σφάλµατα, και ότι αυτά τα σφάλµατα εύκολα θα µπορούσαν να µεταφερ-
θούν και στο κεφάλαιο για την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους (Nota Bene:
[ΣτΜ: η σηµείωση είναι του Πάνεκουκ] Αυτό το κεφάλαιο είχε ήδη γραφεί!) “Η πι-
θανότητα του σφάλµατος γίνεται βεβαιότητα όταν σκεφτούµε ότι έχουµε να κάνουµε
µε µια λέξη, που όµως διαστρεβλώνει ολοσδιώλου το νόηµα της όλης ανάλυσης: το

64
αναπότρεπτο τέλος του καπιταλισµού αποδίδεται στη ‘σχετική πτώση του ποσοστού
το κέρδους’, και όχι στη ‘ποσότητα του κέρδους’. Εδώ είτε ο Ένγκελς είτε ο Μουρ
έχουν γράψει λάθος.” (σ.195)

Αυτή είναι λοιπόν η επαναδιατύπωση της µαρξικής θεωρίας! Παραθέτουµε ακόµα


ένα σηµείο από µια σηµείωση:

“Οι λέξεις που βρίσκονται σε αγκύλες περιέχουν ένα σφάλµα του Μαρξ ή του Έν-
γκελς, και στη θέση τους πρέπει να διαβαστεί “και ταυτόχρονα η ποσότητα του κέρ-
δους, η οποία αναλογικά µειώνεται” (Κεφάλαιο, ΙΙΙ, σ.229)

Τώρα είναι ο Μαρξ που κάνει λάθη! Και εδώ έχουµε να κάνουµε µε ένα σηµείο του
Κεφαλαίου όπου δεν υπάρχει χώρος για αµφισηµίες. Όλη η ανάπτυξη που κάνει ο
Μαρξ, που καταλήγει σε εκείνη τη φράση που ο Γκρόσµαν πιστεύει ότι πρέπει να αλ-
λάξει, είναι συνέχεια του µέρους όπου ο Μαρξ εξηγεί:

“Η ποσότητα τη υπεραξίας που έχει παραχθεί, και άρα η απόλυτη ποσότητα του κέρ-
δους που έχει παραχθεί µπορεί λοιπόν να αυξάνεται, παρά τη σταδιακή πτώση του
ποσοστού του κέρδους… Μάλιστα όχι µόνο συµβαίνει έτσι, αλλά πρέπει να συµβαί-
νει έτσι -εξαιρώντας πρόσκαιρες διακυµάνσεις- στη βάση της καπιταλιστικής παρα-
γωγής.” (ο.π. σ.228)

Στη συνέχεια ο Μαρξ εκθέτει τους λόγους που η ποσότητα του κέρδους πρέπει να
αυξάνεται:

“Με την ανάπτυξη της διαδικασίας παραγωγής και συσσώρευσης, πρέπει να αυξάνε-
ται η ποσότητα της αξιοποιήσιµης και αξιοποιηµένης υπερεργασίας, και άρα να αυ-
ξάνεται η απόλυτη ποσότητα του κέρδους του κοινωνικού κεφαλαίου” (ο.π. σ.229)

Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συµβαίνει στις εκδηλώσεις της κατάρρευσης που
έχουν επινοηθεί από τον Γκρόσµαν. Στις επόµενες σελίδες επαναλαµβάνεται η ίδια
ιδέα συχνά· ολόκληρο το 13ο κεφάλαιο συνίσταται σε µια παρουσίαση

“του νόµου σύµφωνα µε τον οποίο κατά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων η
πτώση του ποσοστού του κέρδους συνοδεύεται από µια αύξηση της ποσότητας του
κέρδους.” (ο.π. σ.236)

65
∆ε µπορεί να υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι ο Μαρξ λέει ακριβώς αυτό που έχει
τυπωθεί, και ότι δεν πρόκειται σε καµία περίπτωση για κάποιο λάθος. Όταν ο Γκρό-
σµαν γράφει ότι

“η κατάρρευση λοιπόν δε µπορεί να συµβεί µέσα από µια πτώση του ποσοστού του
κέρδους. Πώς θα µπορούσε µια ποσοστιαία αναλογία, όπως το ποσοστό του κέρδους,
ένας καθαρός αριθµός, να προκαλέσει τη κατάρρευση ενός πραγµατικού συστήµα-
τος;” (σ.196)

τότε κάνει φανερό ότι δεν έχει καταλάβει το παραµικρό από τον Μαρξ, και ότι η κα-
τάρρευσή του βρίσκεται σε ολική αντίφαση µε τον Μαρξ.

Έχουµε φτάσει στο σηµείο όπου και ο ίδιος ο Γκρόσµαν θα είχε πειστεί για το αβάσι-
µο του κατασκευάσµατός του. Αν όµως είχε διδαχθεί από τον Μαρξ, το βιβλίο του δε
θα είχε καν γραφεί.

Το έργο του Γκρόσµαν µπορεί να περιγραφεί ως ένα συνονθύλευµα από παραθέµατα


του Μαρξ, που έχουν χρησιµοποιηθεί µε λάθος τρόπο και έχουν συνενωθεί σε µια
αυτοσχέδια θεωρία. Κάθε φορά που χρειάζεται µια απόδειξη µπαίνει κι ένα τσιτάτο
του Μαρξ, που όµως δεν έχει να κάνει µε το εν λόγω ζήτηµα. Η ορθότητα της παρά-
θεσης του Μαρξ υποτίθεται ότι δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση πως η θεωρία
είναι ορθή.

Ιστορικός Υλισµός

Το ερώτηµα τέλος που αξίζει την προσοχή µας, το πώς γίνεται δηλαδή ένας οικονο-
µολόγος που πιστεύει ότι αποδίδει σωστά τις θεωρήσεις του Μαρξ, ανακηρύσσοντας
µάλιστα µε µια αφελή σιγουριά ότι είναι ο πρώτος που τον ερµήνευσε σωστά, να έχει
πέσει τόσο έξω, ευρισκόµενος µάλιστα σε ολική αντίθεση µε τον Μαρξ. Η αιτία βρί-
σκεται στην απουσία ιστορικής-υλιστικής σκοπιάς. Η µαρξική οικονοµία δε µπορεί
να κατανοηθεί χωρίς πρώτα να έχει κανείς εξοικειωθεί µε τον ιστορικό-υλιστικό τρό-
πο σκέψης.

Για τον Μαρξ η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, και άρα και η οικονοµική εξέλιξη
του καπιταλισµού, καθορίζεται από µια στέρεη αναγκαιότητα, που µοιάζει µε φυσικό
νόµο. Όµως ταυτόχρονα η ιστορία είναι έργο ανθρώπων, οι οποίοι παίζουν το ρόλο

66
τους µέσα της, καθώς ορίζουν τις πράξεις τους µε συνείδηση και σκοπό -αν και όχι µε
συνείδηση της κοινωνικής ολότητας. Για την αστική σκοπιά εδώ υπάρχει µια αντίφα-
ση· είτε ένα συµβάν θα εξαρτάται από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, είτε θα καθορίζε-
ται από σταθερούς νόµους οι οποίοι επιδρούν ως µια εξω-ανθρώπινη, µηχανική δύ-
ναµη. Για τον Μαρξ κάθε κοινωνική αναγκαιότητα πραγµατώνεται διαµέσου των αν-
θρώπων· τούτο σηµαίνει ότι ανθρώπινη σκέψη, βούληση και πράξη -αν και εµφανίζο-
νται στην κάθε µεµονωµένη συνείδηση ως αυθαίρετα φαινόµενα- καθορίζονται πλή-
ρως από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος· έτσι η νοµοτέλεια επιβάλλεται µόνο µέσω
της ολότητας των ανθρώπινων ενεργειών, όπως αυτές καθορίζονται κατά κύριο λόγο
από τις κοινωνικές δυνάµεις.

Οι κοινωνικές δυνάµεις, οι οποίες καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη, δεν είναι µόνο
οι καθαρά οικονοµικές, αλλά επίσης και οι γενικο-πολιτικές[5] πράξεις, οι οποίες πα-
ρέχουν στην παραγωγή τους αναγκαίους νοµικούς κανόνες. Η νοµοτέλεια δεν έγκει-
ται µόνο στη δράση του ανταγωνισµού, ο οποίος εξισορροπεί τιµές και κέρδη και συ-
γκεντρώνει τα κεφάλαια, αλλά και στην ίδια την εγκαθίδρυση του ελεύθερου αντα-
γωνισµού και της ελεύθερης παραγωγής, µέσω των αστικών επαναστάσεων. Η νοµο-
τέλεια δεν έγκειται µόνο στις µεταβολές των µισθών κατά την επέκταση και συρρί-
κνωση της παραγωγής σε περιόδους ευηµερίας και κρίσης αντίστοιχα, στο κλείσιµο
των εργοστασίων και τις απολύσεις των εργατών, αλλά και στην εξέγερση, την εργα-
τική πάλη, την κατάκτηση της εξουσίας επί της κοινωνίας µε σκοπό την εισαγωγή
νέων κανόνων δικαίου. Η οικονοµία, ως η ολότητα των ανθρώπων που εργάζονται
για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, και η πολιτική (µε την πιο ευρεία έννοια) ως
η πράξη και ο αγώνας αυτών των ανθρώπων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους
ως ολότητα, ως τάξη, σχηµατίζουν ένα και µόνο ένα πεδίο νοµοτελειακής εξέλιξης.
Η καπιταλιστική συσσώρευση, οι κρίσεις, η εξαθλίωση, η προλεταριακή επανάσταση,
η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη σχηµατίζουν µια ενότητα που έχει
την ισχύ φυσικού νόµου: την κατάρρευση του καπιταλισµού.

Ο αστικός τρόπος σκέψης, ο οποίος δε µπορεί να συλλάβει αυτήν την ενότητα, έχει
παίξει ένα σηµαντικό ρόλο τόσο εκτός, όσο και εντός του εργατικού κινήµατος. Η
παλιά ριζοσπαστική σοσιαλδηµοκρατία είχε τη -κατανοητή βάσει των τοτινών ιστο-
ρικών συνθηκών- φαταλιστική αντίληψη ότι η επανάσταση θα προκύψει κάποτε από
φυσική αναγκαιότητα, όµως µέχρι τότε οι εργάτες δεν πρέπει να επιχειρούν επικίνδυ-

67
νες δράσεις. Ο ρεφορµισµός αµφισβήτησε την αναγκαιότητα της βίαιης επανάστα-
σης, πιστεύοντας ότι η ευφυία των πολιτευτών και των ηγετών θα ήταν ικανή να δα-
µάσει τον καπιταλισµό µέσα από µεταρρυθµίσεις και οργανωτικές ρυθµίσεις. Άλλοι
πίστευαν ότι το προλεταριάτο πρέπει να διδαχθεί την επαναστατική αρετή µέσω ηθι-
κών κηρυγµάτων. Πάντα εξέλιπε η συνείδηση ότι αυτή η αρετή µόνο µέσα από τις
οικονοµικές δυνάµεις -όπως και η επανάσταση µόνο µέσα από τις πνευµατικές δυνά-
µεις των ανθρώπων- µπορούσε να βρει την φυσική αναγκαιότητά της, Στις µέρες µας
άλλες αντιλήψεις εµφανίστηκαν. Ο καπιταλισµός έχει αποδειχθεί ισχυρός και απρό-
σβλητος από κάθε ρεφορµισµό, κάθε ηγετική αρετή, και κάθε επαναστατική απόπει-
ρα· γελοιωδώς ασήµαντα εµφανίζονται όλα αυτά µπροστά στην τεράστιά του δύναµη.
Όµως ταυτόχρονα ο καπιταλισµός βυθίζεται σε τροµερές κρίσεις που φέρνουν στο
προσκήνιο την εσωτερική του αδυναµία. Όποιος σήµερα ανοίγει και διαβάζει Μαρξ,
φτάνει γρήγορα στο συµπέρασµα της αναπότρεπτα νοµοτελειακής κατάρρευσης του
καπιταλισµού, και έτσι αποδέχεται µε ενθουσιασµό αυτές τις ιδέες.

Όποιος όµως κατά βάση σκέφτεται ακόµα µε τον αστικό τρόπο σκέψης, δε µπορεί να
συλλάβει αυτή την αναγκαιότητα παρά ως εξω-ανθρώπινη δύναµη. Ο καπιταλισµός
µετατρέπεται στη σκέψη του σε ένα µηχανικό σύστηµα, στο οποίο οι άνθρωποι λαµ-
βάνουν µέρος ως οικονοµικά άτοµα, ως καπιταλιστές, αγοραστές, πολίτες, µισθωτοί
κλπ., και δεν έχουν παρά να υποφέρουν παθητικά ό,τι ο µηχανισµός χάριν της εσωτε-
ρικής του δοµής τους επιφυλάσσει.

Αυτή η µηχανική σύλληψη είναι εµφανής στον τρόπο που εκθέτει ο Γκρόσµαν το ζή-
τηµα του µισθού, επιτιθέµενος βάναυσα στη Ρόζα Λούξεµπουργκ:

“Παντού συναντούµε έναν απίστευτα βάρβαρο ακρωτηριασµό των θεµελιωδέστερων


στοιχείων της µαρξικής θεωρίας για του µισθό.” (σ.585)

αναφερόµενος στο σηµείο που η Λούξεµπουργκ υποστηρίζει σωστά ότι η αξία της
εργατικής δύναµης µπορεί να αυξηθεί στη βάση ενός υψηλότερου επιπέδου διαβίω-
σης. Για τον Γκρόσµαν αντίθετα, η αξία της εργατικής δύναµης

“δεν είναι µεταβλητό, αλλά σταθερό µέγεθος.” (σ.586)

68
Αυθαίρετες πράξεις όπως ο αγώνας των εργατών δεν έχουν καµιά επίδραση στο µέ-
γεθος της αξίας της εργατικής δύναµης· µόνο µια εντατικοποίηση της εργασίας κατά
την οποία πρέπει να αναπληρώνεται περισσότερη εργατική δύναµη µπορεί να έχει
σαν αποτέλεσµα την αύξηση των µισθών.

Κι εδώ βλέπουµε την ίδια µηχανιστική αντίληψη: ο µηχανισµός καθορίζει τα οικονο-


µικά µεγέθη, ενώ οι άνθρωποι που αγωνίζονται και πράττουν βρίσκονται εκτός της
όλης δοµής. Ο Γκρόσµαν επικαλείται ξανά τον Μαρξ, ο οποίος αναφέρει σχετικά µε
την αξία της εργατικής δύναµης:

“Για µια ορισµένη χώρα και περίοδο, η µέση ποσότητα των αναγκαίων µέσων επιβί-
ωσης είναι δεδοµένη” (Κεφάλαιο Ι, σ.134)

Ο Γκρόσµαν εδώ πάλι παραβλέπει ότι λίγο πιο πάνω ο Μαρξ γράφει

“Σε αντίθεση µε τα άλλα εµπορεύµατα, ο καθορισµός της αξίας της εργατικής δύνα-
µης εµπεριέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο.”

Λόγω του αστικού τρόπου σκέψης, µέσα στη κριτική του Γκρόσµαν κάνουν την εµ-
φάνισή τους και διάφορες σοσιαλδηµοκρατικές ιδέες:

“Βλέπουµε ότι η κατάρρευση του καπιταλισµού είτε απορρίπτεται, είτε θεµελιώνεται


βολονταριστικά σε πολιτικούς, εξωοικονοµικούς παράγοντες. ∆ε µας παρέχεται µια
οικονοµική απόδειξη της αναγκαιότητας της κατάρρευσης του καπιταλισµού” (σ.58-
59)

Και παραθέτει επιδοκιµάζοντας την άποψη του Tugan-Baranowsky, ότι για αποδει-
χθεί η αναγκαιότητα της µετατροπής του καπιταλισµού στο αντίθετό του, πρώτα πρέ-
πει να αποδειχθεί αυστηρά η αδυνατότητα του καπιταλισµού να συνεχίσει να υπάρ-
χει. Ο ίδιος ο Tugan αρνείται αυτή την αδυνατότητα και θέλει να θεµελιώσει το σοσι-
αλισµό σε ηθικές βάσεις. Το ότι ο Γκρόσµαν επιλέγει αυτόν το ρώσο φιλελεύθερο
οικονοµολόγο -ο οποίος είναι γνωστό ότι ήταν ανέκαθεν εχθρικά διακείµενος προς το
µαρξισµό- για µάρτυρά του µας λέει πολλά για τον ίδιο: παρά τις αντίθετες πολιτικές
τους απόψεις, στη βάση τους οι σκέψεις τους συγγενεύουν (δες και σ.108). Η µαρξι-
στική θέση ότι η κατάρρευση του καπιταλισµού θα είναι πράξη της εργατικής τάξης,
και άρα µια πολιτική πράξη (πολιτική µε την ευρεία έννοια: γενικο-κοινωνική, αδια-

69
χώριστη από την κατάληψη της οικονοµικής εξουσίας), γίνεται αντιληπτή από τον
Γκρόσµαν ως “βολονταρισµός”, δηλαδή ως κάτι που έχει να κάνει µε την ελεύθερη
βούληση και την ανθρώπινη αυθαιρεσία.

Σύµφωνα µε τον Μαρξ η κατάρρευση του καπιταλισµού εξαρτάται πράγµατι από τη


βούληση της εργατικής τάξης· όµως αυτή η βούληση δεν είναι αυθαίρετη, δεν είναι
ελεύθερη, παρά είναι ολοκληρωτικά καθορισµένη από την οικονοµική εξέλιξη. Οι
αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονοµίας, οι οποίες εµφανίζονται ξανά και ξανά ως
ανεργία, κρίση, πόλεµος, ταξική πάλη, καθορίζουν τη βούληση του προλεταριάτου
ωθώντας το προς την επανάσταση. Ο Σοσιαλισµός δεν προκύπτει επειδή καταρρέει
οικονοµικά ο καπιταλισµός, και άρα οι άνθρωποι, οι εργάτες και οι άλλοι, αναγκάζο-
νται από τα πράγµατα να δηµιουργήσουν µια νέα οργάνωση. Αντίθετα, ο καπιταλι-
σµός καταρρέει επειδή καθόσον ζει και ακµάζει γίνεται όλο και πιο αφόρητος για
τους εργάτες και τους ωθεί προς τον αγώνα, ξανά και ξανά, µέχρι µέσα τους να ανα-
πτυχθεί η βούληση και η δύναµη να ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου και να
ανοικοδοµήσουν µια νέα οργάνωση. ∆εν ωθούνται στη δράση επειδή κάποιος τους
αποδεικνύει από τα έξω ότι ο καπιταλισµός είναι ανυπόφορος, αλλά επειδή το νιώ-
θουν αυθόρµητα από την ίδια τους τη ζωή. Η µαρξική θεωρία ως οικονοµία δείχνει
ότι τέτοιου τύπου φαινόµενα δε γίνεται παρά να εµφανίζονται όλο και πιο έντονα, και
ως ιστορικός υλισµός ότι από αυτά τα φαινόµενα γεννιέται κατ’ ανάγκη η επαναστα-
τική βούληση και η επαναστατική πράξη.

Το νέο εργατικό κίνηµα

Είναι κατανοητό το ότι το βιβλίο του Γκρόσµαν έτυχε µιας κάποιας προσοχής από
τους εκπροσώπους του νέου εργατικού κινήµατος, καθώς αµφότεροι έχουν τον ίδιο
εχθρό. Το µεν νέο εργατικό κίνηµα έχει να αντιπαλέψει τη σοσιαλδηµοκρατία και τον
κοµµατικό κοµµουνισµό της 3ης ∆ιεθνούς -δυο παραλλαγές στο ίδιο θέµα-, καθώς
αυτά τα ρεύµατα δεν κάνουν άλλο από το να ωθούν την εργατική τάξη να προσκολ-
ληθεί στον καπιταλισµό. Ο δε Γκρόσµαν κατηγορεί τους θεωρητικούς των παραπάνω
ρευµάτων ότι έχουν αλλοιώσει και διαστρεβλώσει τη θεωρία του Μαρξ, και τονίζει
την αναγκαιότητα της κατάρρευσης του καπιταλισµού. Τα συµπεράσµατά του ηχούν
συγγενικά µε τα δικά µας· στο πνεύµα και την ουσία τους είναι όµως ολότελα διαφο-
ρετικά. Και εµείς είµαστε της γνώµης ότι οι θεωρητικοί της σοσιαλδηµοκρατίας, όσο

70
επαρκείς γνώστες της θεωρίας κι αν είναι, έχουν διαστρεβλώσει τον Μαρξ· όµως η
πλάνη τους είναι ιστορική, είναι η συµπυκνωµένη σε θεωρία ήττα του αγώνα του
προλεταριάτου της περασµένης περιόδου. Το λάθος του Γκρόσµαν είναι λάθος αστού
οικονοµολόγου, ο οποίος δεν έχει πρακτική γνώση του προλεταριακού αγώνα, και
έτσι είναι ανίκανος να κατανοήσει την ουσία του µαρξισµού.

Ένα παράδειγµα, για το πώς τα συµπεράσµατά του συµφωνούν επιφανειακά µε τις


αντιλήψεις του νέου εργατικού κινήµατος, ενώ κατ’ ουσίαν είναι αντίθετα, βλέπουµε
στη θεωρία του για το µισθό. Σύµφωνα µε το σχήµα του κατά το 35ο έτος εµφανίζε-
ται µια ραγδαία αυξανόµενη ανεργία. Ο µισθός πέφτει πολύ κάτω από την αξία της
εργατικής δύναµης, χωρίς να είναι δυνατή µια αποτελεσµατική αντίσταση.

“Εδώ βρίσκονται τα αντικειµενικά όρια της συνδικαλιστικής δράσης.” (σ.599)

Αν και ακούγεται σαν µια οικεία πρόταση, οι θεωρητικές της βάσεις διαφέρουν. Η
από καιρό προφανής ανίσχυρη φύση της συνδικαλιστικής δράσης δεν πρέπει να απο-
δωθεί στην οικονοµική κατάρρευση, αλλά σε µια µεταβολή του συσχετισµού δυνά-
µεων. Όλοι ξέρουν πως οι συµµαχίες των αφεντικών του συγκεντρωµένου µεγάλου
κεφαλαίου έχουν κάνει την εργατική τάξη σχετικά ανίσχυρη. Έρχεται σε αυτό να
προστεθεί και η επίδραση µιας έντονης κρίσης η οποία κατεβάζει τους µισθούς, όπως
συµβαίνει σε κάθε κρίση. Η καθαρά οικονοµική κατάρρευση του καπιταλισµού που
κατασκευάζει ο Γκρόσµαν δεν συνεπάγεται µια πλήρη παθητικότητα εκ µέρους του
προλεταριάτου. Όταν λάβει χώρα αυτή η κατάρρευση θα πρέπει η εργατική τάξη να
ξεσηκωθεί, για να αναλάβει την παραγωγή και να την οργανώσει σε νέες βάσεις.

“Η εξέλιξη ωθεί στην ανάπτυξη και την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων ανάµε-
σα σε κεφάλαιο και εργασία, µέχρι να δωθεί η λύση, η οποία µπορεί να έρθει µόνο
µέσα από τον αγώνα.” (σ.599)

Αυτός τώρα ο τελικός αγώνας σχετίζεται µε την πάλη γύρω από το µισθό, καθώς (ό-
πως αναφέρεται πιο πάνω) η µεν µείωση των µισθών καθυστερεί την καταστροφή, η
δε αύξηση την επισπεύδει. Όµως η οικονοµική καταστροφή παραµένει ο αποφασιστι-
κός παράγοντας, και η νέα τάξη θα επιβληθεί καταναγκαστικά στους ανθρώπους. Βε-
βαίως οι εργάτες ως πληθυσµιακή οµάδα θα είναι η κύρια δύναµη της επανάστασης,
ακριβώς όπως στις προηγούµενες αστικές επαναστάσεις, όπου έπαιζαν πάλι το ρόλο

71
της µαζικής δύναµης· όµως αυτό είναι, όπως σε µια εξέγερση που γίνεται λόγω πείνας
και ανέχειας, ανεξάρτητο από την επαναστατική τους ωριµότητα, και από ικανότητά
τους να πάρουν στα χέρια τους και να κρατήσουν την εξουσία επί της κοινωνίας.
Τούτο σηµαίνει ότι µια επαναστατική οµάδα, ένα κόµµα µε σοσιαλιστικούς στόχους
πρέπει να έρθει στην εξουσία αντικαθιστώντας την παλιά αστική εξουσία, για να ει-
σάγει στη θέση του καπιταλισµού τη σχεδιασµένη οικονοµία. Αυτή η θεωρία της οι-
κονοµικής καταστροφής έρχεται λοιπόν κουτί στους διανοούµενους που γνωρίζουν
ότι ο καπιταλισµός είναι ένα µη-βιώσιµο σύστηµα και επιθυµούν µια σχεδιασµένη
οικονοµία, η οποία θα ανοικοδοµηθεί από ικανούς οικονοµολόγους και ηγέτες. Είναι
σίγουρο ότι πολλές παρόµοιες θεωρίες θα προκύψουν από αυτή την κρίση βρίσκοντας
µάλιστα κάποια αποδοχή.

Είναι λογικό η θεωρία της αναγκαίας καταστροφής να ασκεί µια κάποια γοητεία και
σε επαναστάτες εργάτες. Βλέπουν τη µεγάλη πλειονότητα του προλεταριάτου να εί-
ναι προσκολληµένη ακόµα στις παλιές οργανώσεις, στους παλιούς ηγέτες, στις παλιές
µεθόδους, τυφλή για τα καθήκοντα που προκύπτουν από τις νέες εξελίξεις, παθητική,
χωρίς ίχνη επαναστατικής ορµής. Οι λιγοστοί επαναστάτες, που έχουν γνώση των ε-
ξελίξεων που συντελούνται, επιθυµούν να πέσει στις αδρανείς µάζες µια ισχυρή κα-
ταστροφή, για να ξυπνήσουν επιτέλους από το λήθαργο και να αρχίσουν να δρουν.
Ακόµη, οι επαναστατικές οµάδες δε θα µπορούσαν παρά ναδουν µε συµπάθεια µια
θεωρία που υποστηρίζει ότι ο καπιταλισµός µπαίνει σε µια τελική κρίση, και η οποία
παρέχει έτσι µια απλή και σφοδρή αναίρεση κάθε ρεφορµιστικού και κοµµατικού
προγράµµατος που βάζει µπροστά την πολιτική δουλειά στο κοινοβούλιο και τα σω-
µατεία, και µια τόσο εύληπτη απόδειξη της αναγκαιότητας της επαναστατικής τακτι-
κής. Όµως τόσο απλός και εύληπτος δεν είναι ούτε ο πρακτικός αγώνας, ούτε ο θεω-
ρητικός αγώνας των αποδείξεων και της επιχειρηµατολογίας.

Ο ρεφορµισµός δεν έγινε µόνο κατά την κρίση µια λάθος τακτική που αποδυναµώνει
το προλεταριάτο -τέτοια ήταν και κατά την περίοδο της ευηµερίας. Κοινοβουλευτι-
σµός και η συνδικαλιστική τακτική έχουν αποδειχθεί άχρηστοι όχι τώρα µε την κρί-
ση, αλλά εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το προλεταριάτο πρέπει να εφαρµόσει τη µαζι-
κή δράση συγκεντρώνοντας ολόκληρη την τάξη όχι εξαιτίας της οικονοµικής κατάρ-
ρευσης του καπιταλισµού, αλλά λόγω της ασύλληπτης ανάπτυξης της δύναµής του,
της επέκτασής του σε όλο τον πλανήτη, της όξυνσης των πολιτικών του αντιθέσεων,

72
της τεράστιας µεγέθυνσης της εσωτερικής του ισχύος. Αυτή η µεταβολή του συσχετι-
σµού δυνάµεων αποτελεί τη βάση για το νέο προσανατολισµό του εργατικού κινήµα-
τος.

Η εργατική τάξη δεν έχει να περιµένει µια τελική καταστροφή, αλλά πολλές και διά-
φορες καταστροφές: πολιτικές, όπως οι πόλεµοι, και οικονοµικές όπως οι κρίσεις, οι
οποίες ξεσπούν άλλες φορές µε µια περιοδικότητα, και άλλες ακανόνιστα, όµως συ-
νολικά γίνονται όλο και πιο καταστροφικές καθώς ο καπιταλισµός µεγεθύνεται. Έτσι
όλο και θα καταρρέουν οι αυταπάτες και οι τάσεις για ηρεµία και αδράνεια εντός του
προλεταριάτου, όλο και θα ξεσπούν οξύτεροι ταξικοί αγώνες. Φαίνεται αντιφατικό
ότι στην τωρινή κρίση, η οποία είναι βαθύτερη και καταστροφικότερη από κάθε άλ-
λη, δεν έχουν ακόµα εµφανιστεί τα σηµάδια του ερχοµού της προλεταριακής επανά-
στασης. Όµως η εξάλειψη κάθε παλιάς αυταπάτης είναι το πρώτο σπουδαίο καθήκον·
από τη µια µεριά, υπάρχει η αυταπάτη ότι ο καπιταλισµός µπορεί να γίνει ξανά ανε-
κτός και βιώσιµος µέσω σοσιαλδηµοκρατικών κοινοβουλευτικών πρακτικών και
συνδικαλιστικής δράσης. Από την άλλη, η αυταπάτη ότι µπορούµε να αιφνιδιάσουµε
δια εφόδου τον καπιταλισµό µε µια καθοδηγούµενη από ένα κοµµουνιστικό κόµµα
επανάσταση. Η ίδια η εργατική τάξη πρέπει να ηγηθεί του αγώνα της προσανατολι-
ζόµενη στις νέες µορφές πάλης, και µάλιστα ενώ η αστική τάξη ισχυροποιείται συνε-
χώς. Έχουµε να περιµένουµε οξύτατες κρίσεις. Ακόµα κι αν ο καπιταλισµός ξεπερά-
σει την τωρινή κρίση, νέες κρίσεις θα ξεσπάσουν, και µαζί νέοι αγώνες. Σε αυτούς
τους αγώνες η εργατική τάξη θα αναπτύξει την αγωνιστική της δύναµη, θα βρει τους
στόχους της, θα διδάξει τον εαυτό της, θα γίνει ανεξάρτητη και θα βρει τον τρόπο να
αδράξει το ίδιο της το πεπρωµένο, την κοινωνική παραγωγή. Μέσα σε αυτή τη διαδι-
κασία ολοκληρώνεται η συντριβή του καπιταλισµού. Η αυτοχειραφέτηση του προλε-
ταριάτου είναι η κατάρρευση του καπιταλισµού.

____________________

[Όλες οι σηµειώσεις είναι της µετάφρασης]

[1] Το γερµανικό κείµενο µπορεί να βρεθεί στη σελίδα


http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1934/06/z-bruch.htm

73
[2] Κρατούµε τους συµβολισµούς του πρωτότυπου -πρόκειται για τα σύµβολα που
χρησιµοποιεί ο Μαρξ στο Κεφάλαιο. c – constant, v – variabel, m – Mehrwert, k –
Konsum.

[3] Οι 1100 µονάδες υπεραξίας διαιρούνται σε 550 για την κατανάλωση k, και 550
για τη συσσώρευση, οι οποίες µε τη σειρά τους πηγαίνουν µε µια αναλογία 4:1 σε
(νέο) σταθερό και µεταβλητό κεφάλαιο αντίστοιχα (440 και 110). Το ίδιο συµβαίνει
και στον Τοµέα ΙΙ. Στον επόµενο πίνακα, στις µεν 4400 µονάδες του αρχικού σταθε-
ρού κεφαλαίου προστίθενται οι 440 δίνοντας 4840 µονάδες, στις δε 1100 του µετα-
βλητού οι 110 δίνοντας 1210 µονάδες. Η ίδια διαδικασία συµβαίνει και στον Τοµέα
ΙΙ.

[4] Και εδώ η συνολική υπεραξία που έχει παραχθεί (1210) διαιρείται σε 605 µονάδες
για την κατανάλωση και σε άλλες 605 (484 + 121, αναλογία 4:1) για το νέο σταθερό
και µεταβλητό κεφάλαιο. Η ίδια διαδικασία συµβαίνει και στον Τοµέα ΙΙ.

[5] allgemein-politisch. O Πάνεκουκ αντιδιαστέλλει την πολιτική µε τη στενή -


”αστική”- έννοια µε την πολιτική που στοχεύει στην κοινωνική ολότητα.

74
Άντον Πάννεκουκ

∆ηµόσια ιδιοκτησία και Κοινοκτηµοσύνη

Πηγή:http://sites. google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

(∆ηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Western Socialist, τον Νοέµβριο του


1947)

Όλοι παραδέχονται ότι στόχος του σοσιαλισµού είναι να πάρει τα µέσα


παραγωγής από τα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και να τα παραδώσει
στους εργαζόµενους. Μιλώντας γι’ αυτόν τον στόχο, χρησιµοποιούνται
αδιακρίτως – σα να ήταν ταυτόσηµες - οι εκφράσεις «δηµόσια ιδιοκτη-
σία» και «κοινοκτηµοσύνη» των µέσων παραγωγής. Κι όµως, υπάρχει
σαφής και θεµελιώδης διαφορά µεταξύ των δύο εκφράσεων.

∆ηµόσια ιδιοκτησία είναι το δικαίωµα ιδιοκτησίας, δηλαδή το δικαίω-


µα διάθεσης, που ασκείται από ένα δηµόσιο σώµα το οποίο εκπροσωπεί
την κοινωνία, δηλαδή από µια κυβέρν ηση, από την κρατική εξουσία ή
από κάποιο άλλο πολιτικό σώµα. Τα πρόσωπα που αποτελούν αυτό το
σώµα, οι υ πουργοί, οι πολιτικοί, οι αξιωµατούχοι, οι διοικητές, οι δια-
χειριστές, είναι οι άµεσοι κύριοι των µέσων παραγωγής· αυτοί διευθύ -
νουν και ρυθµίζουν την παραγωγική διαδικασία και διοικού ν τους ερ-
γαζόµεν ους. Από την άλλη πλ ευρά, η κοινοκτηµοσύνη είναι το δικαίω-
µα διάθεσης που ασκείται από του ς ίδιους τους εργαζόµενου ς· η ίδια η
εργατική τάξη – µε την ευρύτερη δυνατή σηµασία του όρου, δηλαδή
του συνόλου όσων συµµετέχουν στην καθαρά παραγωγική εργασία, συ-
µπεριλαµβανοµένων των εργ ατών, των υπαλλ ήλων, των αγ ροτών και
των επιστηµόνων-, οι εργ αζόµενοι είναι οι άµεσοι κύριοι των µέσων
παραγωγής, διαχειρίζονται, διευθύνουν και ρυθµίζουν οι ίδιοι την πα-

75
ραγωγική διαδικασία, η οποία είναι στην πραγµατικότητα η κοινή τους
εργασία.

Στο καθεστώς της δηµόσιας ιδιοκτησίας, οι εργαζόµενοι δεν είναι κύ -


ριοι της εργασίας τους· µπορεί να έχουν καλύτερη µεταχείριση και υ-
ψηλότερου ς µισθού ς, σε σχέση µε του ς εργαζόµενου ς σε καθεστώς ιδι-
ωτικής ιδιοκτησίας, αλλά εξακολουθού ν να βρίσκονται σε καθεστώς
εκµετάλλευσης. Εκµετάλλευση δεν είναι µόνον το γεγονός ότι οι εργα-
ζόµενοι δεν εισπράττουν ολόκληρο το προϊόν της εργασίας τους· σε
κάθε περίπτωση, ένα σηµαντικό µέρος του προϊόντος πρέπει πάντοτε να
δαπανάται στον παραγωγικό µηχανισµό (συντήρηση και αντικατάστα-
ση) και σε µη παραγωγικές αλλά απαραίτητες για την κοιν ωνία δρα-
στηριότητες. Η εκµετάλλευση συνίσταται στο γ εγονός ότι κάποιοι άλ-
λοι, που αποτελούν µιαν άλλη κοινωνική τάξη, έχουν το δικαίωµα της
διάθεσης και της διανοµής του προϊόντος· αυτοί αποφασίζουν ποιο µέ-
ρος του προϊόντος θα διατεθεί για µισθούς, ποιο µέρος θα κρατήσουν
για τον εαυτό τους και ποιο για άλλου ς σκοπού ς. Στο καθεστώς της δη-
µόσιας ιδιοκτησίας, αυτό αποτελ εί µέρος της ρύθµισης της παραγωγι-
κής διαδικασίας και επιτελ είται από την γραφειοκρατία. Έτσι, στη Ρω-
σία, η γραφειοκρατία, ως άρχουσα τάξη, είναι ο κύριος της παραγωγής
και του προϊόντος, και εκµεταλλεύ εται τους Ρώσους εργαζόµενους.

Στις δυτικές χώρες, γνωρίζουµε µόνον τη δηµόσια ιδιοκτησία του καπι-


ταλιστικού κράτου ς (σε ορισµένου ς τοµείς). Παραθέτου µε εδώ τον διά-
σηµο Άγγλο «σοσιαλιστή» συγγραφέα, τον G.D.H. Cole, σύµφωνα µε
τον οποίο ο σοσιαλισµός ταυτίζεται µε την δηµόσια ιδιοκτησία. Γρά-
φει:

«Το σώµα των µετόχων µιας µεγάλης σύγχρονης επιχείρησης είναι ικα-
νότερο ν α διοικήσει µια βιοµηχανία απ’ ό,τι το σύνολο των εργαζοµέ-
νων… Στον σοσιαλισµό, ακριβώς όπως γίνεται και στον καπιταλισµό
στην ανώτερη βαθµίδα της ανάπτυξής του, θα είναι απαραίτητο να ανα-
τεθεί η διοίκηση της βιοµηχανικής επιχείρησης σε µισθωτού ς εµπειρο-
γνώµονες, που θα έχουν επιλεγ εί για τις εξειδικευµένες γνώσεις τους
και την ικανότητά τους σε σχέση µε ορισµένου ς τοµείς του έργου »

76
(σελ. 674).

«∆εν υπάρχει καν είς λόγος να υποθέτουµε ότι η κοινωνικοποίηση οποι-


ασδήποτε βιοµηχανίας θα σήµαιν ε κάποια δραµατική αλλ αγή στο ανώ-
τατο διοικητικό προσωπικό» (σελ. 676, στο «An outline of Modern
Knowledge », εκδ. Dr. W. ROSE, 1931).

Με άλλα λόγια: η δοµή της παραγωγικής εργασίας παραµένει όπως α-


κριβώς ήταν στο καθεστώς του καπιταλισµού· οι εργαζόµενοι παραµέ-
νουν υποταγµέν οι σ’ αυτούς που τους διοικούν. Είναι σαφές ότι ούτε
που περνάει από το µυ αλό του «σοσιαλιστή » συγγραφέα ότι οι εργαζό-
µενοι, ως προσωπικό παραγωγής, µπορεί να είναι απολύτως ικανοί να
διοικήσουν τις βιοµηχανίες στις οποίες εργάζονται.

Μερικές φορές, ο έλεγχος των εργαζοµένων αποτελ εί διεκδίκηση σαν


έν α µέσο διόρθωσης της υπό κρατική διαχείριση παραγωγής. Όµως, το
γεγονός ότι οι εργ αζόµεν οι διεκδικούν από κάποιον ιεραρχικά ανώτερο
το δικαίωµα να συµµετέχουν στον έλεγχο και τη διεύθυνση της δικιάς
τους παραγωγής, αποτελ εί ένδειξη της υποταγής των ανίσχυρων υπο-
κειµένων της εκµετάλλευσης. Σου παρέχουν, λοιπόν, τη δυνατότητα ν α
συµµετέχεις στον έλ εγχο κάποιου που διαχειρίζεται και διευθύνει τη
δική σου δουλ ειά ˙ µα όταν πρόκειται για τη δική σου δουλειά, δεν ζη-
τάς να συµµετέχεις στον έλεγχο της διαχείρισής της, θέλεις ν α την δια-
χειρίζεσαι και να τη διευθύνεις εσύ ο ίδιος. Η παραγωγική εργασία, η
κοινωνική παραγωγή, είναι ακραιφνώς υπόθεση των εργαζοµένων· είναι
το περιεχόµενο της ζωής τους, η καθαυτό δραστηριότητά τους. Οι ερ-
γαζόµεν οι θα µπορούσαν από µόνοι του ς να την διαχειριστούν και να
την διευθύνουν, αν δεν τους εµπόδιζαν η αστυνοµία ή η κρατική εξου-
σία. Έχουν στα χέρια του ς τα εργαλ εία, τις µηχαν ές, τα χρησιµοποιούν
και τα διαχειρίζονται. ∆εν έχουν ανάγκη γι’ αυτό ούτε από αφεντικά
που να του ς διοικούν ούτε από λογιστές που να ελ έγχουν τα αφεντικά.

Η δηµόσια ιδιοκτησία είναι το πρόγραµµα των «φίλων » των εργαζοµέ-


νων, που θα ήθελαν να αντικαταστήσουν την σκλ ηρή εκµετάλ λευση του
καπιταλισµού της ιδιωτικής οικονοµίας µε µια µαλακότερη µοντέρνα
εκµετάλλευση. Η κοινοκτηµοσύνη είναι το πρόγραµµα της ίδιας της

77
εργατικής τάξης, που αγωνίζεται αυ τόνοµα για την απελ ευθέρωσή της.

Και βέβαια, εδώ δεν µιλ άµε για µια σοσιαλιστική ή κοµµουνιστική κοι-
νωνία σε προχωρηµένο στάδιο αν άπτυξης, όταν η παραγωγή θα είναι
οργανωµέν η µε τέτοιο τρόπο που δεν θα υπάρχει κανένα πρόβληµα πια,
όταν ο καθένας θα παίρνει από την αφθονία των προϊόντων όσα θέλει
ανάλογα µε τις ανάγ κες του, και η όλη έννοια της ιδιοκτησίας θα έχει
εξαφανιστεί. Μιλ άµε για την περίοδο που η εργατική τάξη θα έχει κα-
τακτήσει την πολιτική και κοινωνική εξουσία, και θα βρίσκεται αντιµέ-
τωπη µε το καθήκον να οργανώσει την παραγωγή και την διαν οµή κάτω
από εξαιρετικά δύσκολ ες συνθήκες. Η ταξική πάλη των εργαζοµένων
σήµερα αλλά και στο προσεχές µέλλον θα καθορίζεται αποφασιστικά
από τις απόψεις τους για τους άµεσου ς στόχους που πρέπει να επιτευ-
χθούν εκείνη την χρονική στιγµή – αν θα πρόκειται, δηλαδή, για δηµό-
σια ιδιοκτησία ή για κοινοκτηµοσύνη των µέσων παραγωγής.

Αν, τώρα, η εργατική τάξη, απορρίπτει τη δηµόσια ιδιοκτησία, µαζί µε


την υποτέλεια και την εκµετάλλ ευση που συνεπάγ εται, και διεκδικεί
την κοινοκτηµοσύνη, µαζί µε την ελευθερία και τον αυτοκαθορισµό
που συν επάγεται, αυτό µπορεί να το πραγµατοποιήσει µόνον εφόσον
πληροί κάποιες προϋποθέσεις και εφόσον αναλαµβάν ει κάποιες υ πο-
χρεώσεις. Η κοινοκτηµοσύνη των εργαζοµένων προϋ ποθέτει, πρώτ’ απ’
όλα, ότι το σύνολο όλων των εργαζοµένων είναι κύριοι όλων των µέ-
σων παραγωγής και τα χρησιµοποιούν στο πλαίσιο ενός καλά σχεδια-
σµένου συστήµατος της συνολικής παραγωγής της κοινωνίας. Ύστερα,
προϋποθέτει, ότι σε όλα τα συν εργ εία των εργοστασίων, σε όλα τα ερ-
γοστάσια και σε όλες τις επιχειρήσεις, οι εργαζόµενοι που αποτελούν
το προσωπικό της κάθε µονάδας ρυθµίζουν την συλλογική τους εργ ασία
σαν ένα κοµµάτι του συνόλου. Κατά συνέπεια, οφείλουν να δηµιουργή-
σουν τα όργανα µέσω των οποίων θα διευθύνουν ως εργαζόµενοι και το
καθαυτό δικό του ς έργο και την συνολική παραγωγή της κοινωνίας.

Οι θεσµοί του Κράτους και της κυβέρνησης δεν µπορούν να εξυ πηρε-
τήσουν αυτό τον σκοπό, διότι είναι στην ουσία του ς όργανα κυριαρχίας
και συγκεντρώνουν τα κοινά, τις δηµόσιες υποθέσεις, στα χέρια µιας

78
µικρής οµάδας εξουσιαστών. Στον Σοσιαλισµό, όµως, οι δηµόσιες υπο-
θέσεις και η κοινωνική παραγωγή ταυτίζονται˙ άρα αφορούν όλους ό-
σους συµµετέχουν σ’ αυτήν, το προσωπικό κάθε µονάδας µιας επιχεί-
ρησης, τον κάθε εργαζόµενο ˙ αποτελού ν ζητήµατα που πρέπει να συ-
ζητούνται και πάνω στα οποία πρέπει να λαµβάνονται αποφάσεις, κάθε
στιγµή, από του ς ίδιους τους εργαζόµενους. Τα όργανά τους πρέπει να
αποτελούνται από αντιπροσώπους που αποστέλλονται σαν κοµιστές των
αποφάσεών τους, και οι οποίοι πρέπει διαρκώς να επιστρέφουν στη βά-
ση του ς και να αν αφέρουν τα αποτελ έσµατα στα οποία κατέλ ηξαν οι
συνελεύσεις των αντιπροσώπων στις οποίες συ µµετείχαν. Μέσω αυτών
των αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι ανακλητοί και µπορούν να αντικα-
τασταθούν κάθε στιγµή, εδραιών εται η διασύνδεση µεταξύ µικρότερων
και ευρύτερων οµάδων εργαζοµένων και εξασφαλίζεται η οργάνωση της
συνολικής παραγωγής.

Τέτοιου είδους σώµατα αντιπροσώπων, για τα οποία καθιερώθηκε η ο-


νοµασία εργατικά συµβούλια, σχηµατίζουν αυτό που θα µπορούσε κα-
νείς ν α παραδεχτεί σαν κατάλληλ η πολιτική οργάνωση για µια εργατική
τάξη που αυτόνοµα απελ ευθερών εται από την εκµετάλλ ευση. ∆εν είναι
δυνατόν να δηµιουργηθούν εργαστηριακά, µέσα σε γραφεία ή βιβλιο-
θήκες· πρέπει να πάρουν τη µορφή του ς, να προκύψουν, από την πρα-
κτική δραστηριότητα των ίδιων των εργαζοµένων, όταν θα παρουσια-
στεί η ανάγκη γι’ αυτά. Αυτοί οι αντιπρόσωποι δεν είναι βουλευτές,
δεν είναι κυβερνήτες, δεν είν αι αρχηγοί, αλλά µεσολ αβητές, επιδέξιοι
αγγελιοφόροι, που αποτελούν τον σύνδεσµο µεταξύ των οµάδων προ-
σωπικού των διαφόρων επιχειρήσεων και οι οποίοι από τις πολλές και
διάφορες µεµονωµέν ες απόψεις συνθέτουν µια κοινή απόφαση. Η κοι-
νοκτηµοσύνη απαιτεί κοινή διοίκηση της εργασίας καθώς και κοινή πα-
ραγωγική δραστηριότητα· µπορεί να πάρει σάρκα και οστά µόνον εάν
όλοι οι εργαζόµενοι συµµετέχουν στην αυτοδιαχείριση αυτού που είναι
η βάση και το περιεχόµενο της κοινωνικής ζωής, και εάν προχωρήσουν
στη δηµιουργία των οργάνων που θα εν οποιούν τις διάφορες µεµονω-
µέν ες βουλήσεις τους σε µια κοινή δράση.

∆εδοµένου ότι αυτά τα εργατικά συµβού λια πρόκειται αδιαµφισβήτητα

79
να παίξουν πολύ σηµαντικό ρόλο στη µελλοντική οργ άνωση της πάλης
και των στόχων των εργαζοµένων, αξίζει να τους δοθεί η δέουσα προ-
σοχή και να µελ ετηθούν σε βάθος από όλους όσου ς υποστηρίζουν την
ασυµβίβαστη πάλ η για την απελ ευθέρωση της εργατικής τάξης.

Μετάφραση: Γ. Παπαπαν αγιώτου

80
Άντον Πάννεκουκ

Οι καταστροφές σαν µέσο πάλης

Πηγή:http://sites. google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

(∆ηµοσιεύτηκε τον Μάρτιο 1933, στο PERSDIENST VAN DE GROEP


VAN INTERNATIONALE COMMUNISTEN No 7)

Οι συ ζητήσεις που συνεχίζουν να γίνονται σχετικά µε τον εµπρησµό


του Ράιχσταγκ στα έντυ πα της κοµµουνιστικής αριστεράς, µας υπο-
χρεώνουν να θέσου µε κι άλλα ζητήµατα. Οι καταστροφές θα µπορού -
σαν άραγε να είναι ένα µέσο πάλης για τους εργαζόµενους;

Πρώτα απ’ όλ α, να ξεκαθαρίσουµε ότι δεν πρόκειται κανένας να κλά-


ψει για την καταστροφή του Ράιχσταγκ. Ήταν ένα από τα πιο άσχηµα
κτίρια της σύγχρονης Γερµανίας, µια ποµπώδης απεικόνιση της Αυτο-
κρατορίας του 1871. Υπάρχουν, όµως, κι άλλα κτίρια πολύ ωραιότερα,
καθώς και µουσεία µε καλλιτεχνικού ς θησαυρούς. Πως θα έπρεπε, λοι-
πόν, να αξιολογ ήσουµε την πράξη ενός απελπισµένου επαναστάτη, ο
οποίος καταστρέφει κάτι που είναι πολύτιµο σαν εκδίκηση για την κυ-
ριαρχία του καπιταλισµού;

Από την άποψη της επανάστασης, η χειρονοµία του δεν φαίνεται να έ-


χει καµιάν αξία, και, εξετάζοντάς το από διάφορες άλλες απόψεις, θα
µπορούσε κανείς ν α µιλήσει ακόµη και για πράξη µε αρνητική αξία. Η
αστική τάξη δεν αποδυναµών εται καθόλ ου από τέτοιες πράξεις, αφού
αυτή η ίδια, οπουδήποτε το απαιτούν τα συµφέροντά της, καταστρέφει
συνεχώς και ευχαρίστως άπειρο πλούτο, και βάζει την αξία του χρήµα-
τος πάνω από οτιδήποτε άλλο. Τέτοιου είδους πράξεις πληγώνουν κυ-
ρίως µια πολύ περιορισµένη οµάδα καλλιτεχνών και φιλότεχνων που οι
καλύτεροι από αυτού ς είναι συχνά αντικαπιταλιστές, και µάλ ιστα µερι-

81
κοί µάχονται στην πρώτη γραµµή στο πλάι των εργ αζοµένων. Έπειτα,
ποιος ο λόγος να πάρει κανείς εκδίκηση από την αστική τάξη; Μήπως
είναι δικό της καθήκον να φέρει τον σοσιαλισµό;
Ο ρόλος της είναι να διατηρήσει µε όλες της τις δυνάµεις τον καπιτα-
λισµό στη θέση του· η συντριβή του καπιταλισµού είναι καθήκον των
εργαζοµένων. Συνεπώς, αν σώνει και καλά πρέπει να ρίξου µε σε κά-
ποιον την ευθύν η για τη διατήρηση του καπιταλισµού, αυτός είναι η
ίδια η εργατική τάξη που αµελ εί την ανάπτυξη της µαζικής πάλης. Τέ-
λος, από ποιόν στερούµε κάτι µέσω των καταστροφών; Από τους εργα-
ζόµενου ς που, όταν νικήσουν, όλα αυτά τα µνηµεία θα είναι δικά τους.

Σίγουρα, κάθε επαναστατικός ταξικός αγ ώνας, εφόσον πάρει τη µορφή


ενός εµφυλίου πολέµου, θα προκαλέσει αναπόφευ κτα καταστροφές. Σε
κάθε πόλ εµο, είν αι απαραίτητο να καταστρέφεις τα σηµεία στήριξης
του εχθρού. Ακόµη κι αν ο νικητής προσπαθήσει ν ’ αποφύγ ει τις περιτ-
τές καταστροφές, ο ηττηµένος θα µπει από πείσµα στον πειρασµό να
προκαλ έσει παράλογες καταστροφές. Θα πρέπει, λοιπόν, να είµαστε
προετοιµασµένοι γι’ αυτό το ενδεχόµεν ο, ότι δηλαδή η αστική τάξη,
προτού να παραδώσει τα όπλα, θα προβεί σε εκτεταµέν ες καταστροφές.
Για την εργ ατική τάξη, που πρόκειται να πάρει την εξουσία, η κατα-
στροφή δεν µπορεί πια ν α θεωρείται µέσο πάλης. Αντίθετα, θα προσπα-
θήσει να περισώσει για τις µέλλουσες γενιές, την ανθρωπότητα του
µέλλοντος, έν αν κόσµο όσο το δυνατόν πιο πλούσιο και αν έπαφο. Αυ τό
έχει σηµασία όχι µόνον για τα µέσα παραγωγής, τα κτίρια, τα εργαλεία,
τα µηχανήµατα, τον εξοπλισµό, κτλ., τα οποία είναι σε θέση µεταγεν έ-
στερα και να τα βελτιώσει και να τα τελ ειοποιήσει, αλλά και για τα
µνηµεία και τα έργα των παρελθόντων γεν εών, τα οποία δεν µπορεί ν α
ξανακατασκευ άσει.

Θα µπορούσε καν είς να προβάλ ει το επιχείρηµα ότι η νέα ανθρωπότη-


τα, οι φορείς µιας ελευθερίας και µιας αδελφοσύνης χωρίς προηγού µε-
νο στην ιστορία, θα δηµιουργήσουν πολύ ωραιότερα και επιβλητικότε-
ρα µνηµεία από αυτά των προηγού µενων αιώνων. Ακόµη, ότι η ανθρω-
πότητα, που θα έχει µόλις απελευ θερωθεί, θα θέλει να εξαφανίσει τα

82
κατάλοιπα του παρελθόντος, που θα της θυ µίζουν την περίοδο της
σκλαβιάς της. Αυτό ακριβώς έκανε – ή προσπάθησε να κάν ει- η αστική
τάξη την εποχή της ανόδου της στην εξουσία. Για την αν ερχόµεν η α-
στική τάξη, ολόκληρη η ιστορία πριν από αυτήν ήταν µόνον πηχτό σκο-
τάδι άγνοιας, προκαταλ ήψεων και σκλαβιάς, ενώ η δική της επανάστα-
ση θα καθιέρων ε τη λογική, τη γνώση, την αρετή και την ελευ θερία.

Το προλεταριάτο έχει µια εν τελώς διαφορετική αν τίληψη για την ιστο-


ρία των προηγούµεν ων γενεών, βασισµέν η στον µαρξισµό, η οποία θε-
ωρεί την ανάπτυξη της κοινωνίας σαν µια σειρά από διαφορετικούς
τρόπου ς παραγωγής. Έτσι, αντιλ αµβάν εται την ιστορία των προηγού µε-
νων γενεών σαν µια αργή και επίπονη αν οδική πορεία της ανθρωπότη-
τας, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη των εργ ασιακών δεξιοτήτων, των
εργαλείων και των µορφών οργ άνωσης της εργασίας για µια ολοένα και
µεγ αλύτερη παραγωγικότητα, αρχίζοντας από την πρωτόγονη κοινωνία,
µετά στις ταξικές κοινωνίες µε την πάλη των τάξεών τους, µέχρι τη
στιγµή που µε τον κοµµουνισµό ο άνθρωπος γίνεται κύριος της µοίρας
του. Σε κάθε φάση αυτής της ανάπτυξης, το προλ εταριάτο βρίσκει χα-
ρακτηριστικά που σχετίζονται µε τη δική του οντότητα.
Στην προϊστορία βρίσκει τα αισθήµατα αδελφοσύνης και αλλ ηλ εγγύης
του πρωτόγονου κοµµουνισµού. Στην χειρωνακτική εργασία των ταξι-
κών κοινωνιών, το µεράκι για τη δουλ ειά όπως εκφράζεται στην οµορ-
φιά των κτιρίων και των σκευών καθηµερινής χρήσης, τα οποία θεωρεί
ως πολύ τιµα έργα ασύγκριτης τέχνης. Στην ανερχόµενη αστική τάξη,
την περήφαν η αίσθηση ελευθερίας που οδήγ ησε στην διακήρυξη των
δικαιωµάτων του ανθρώπου και εκφράστηκε στα πιο σπουδαία έργα της
παγκόσµιας λογοτεχνίας και της τέχνης. Στον καπιταλισµό, τη γνώση
της φύσης, την αν εκτίµητη ανάπτυξη των φυσικών επιστηµών, που, µε
την τεχνολ ογική πρόοδο, επέτρεψε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να κυ -
ριαρχήσει στη φύση και το πεπρωµένο του.

Σε όλα αυτά, τα µεγαλειώδη χαρακτηριστικά συνυπήρχαν λίγο – πολύ


µε την ωµότητα, την προκατάληψη και τον εγωισµό. Αυτά ακριβώς που
πολ εµούµε, που στέκονται εµπόδια µπροστά µας και που, κατά συνέ-

83
πεια, µισούµε. Ο τρόπος που αντιλαµβανόµαστε την ιστορία µάς διδά-
σκει ότι αυτές τις ατέλειες των προγόνων µας πρέπει να τις εν νοήσουµε
σαν φυ σικούς σταθµού ς µιας αν ελικτικής πορείας, σαν την έκφραση
της πάλης για την επιβίωση ανθρώπων που δεν ήταν ακόµη εντελώς αν-
θρώπινοι, που είχαν ν’ αντιµετωπίσουν µια φύση που ήταν πιο ισχυρή
από αυτούς και µια κοινωνία που του ς ήταν ακατανόητος ο τρόπος που
λειτουργούσε.

Για την απελ ευθερωµένη ανθρωπότητα, ό,τι µεγ αλ ειώδες υπάρχει στα
δηµιουργήµατά τους θα παραµείν ει, παρ’ όλα αυτά, σαν σύµβολο της
αδυναµίας του ς και ταυτόχρονα σαν ανάµνηση της δύναµής του ς, σαν
κάτι που αξίζει να µεριµνήσουµε για τη διαφύλαξή του. Σήµερα, όλα
αυτά ανήκουν στην αστική τάξη, εµείς, όµως, αυτή την συλλογική ιδιο-
κτησία θα φροντίσουµε να την παραδώσουµε, όσο το δυνατόν ακέραια,
στις µελλ οντικές γενιές.

Μετάφρ.: Γ. Παπαπαναγιώτου

84
Άντον Πάννεκουκ

Κόµµα και εργατική τάξη

Πηγή:http://sites. google.com/site/syrizaorizontia/in-the-
news/ademosieutastaellenikaarthratouantonpanekouk

Γράφτηκε το 1936

Πηγή: Kurasje Council Communist Archives

Βρισκόµαστε µόνον στα πολύ αρχικά στάδια ενός ν έου εργ ατικού κινή-
µατος. Το παλιό κίνηµα ήταν ενσωµατωµένο σε κόµµατα. Σήµερα, εν
τούτοις, η πίστη στα κόµµατα αποτελεί τον µεγαλύτερο ανασχετικό πα-
ράγοντα στην ανάπτυξη της ικανότητας δράσης της εργατικής τάξης.

Αυτός είναι ο λόγος που δεν προσπαθούµε ν α δηµιουργήσουµε έν α ν έο


κόµµα. Κι αυτό, όχι γιατί είµαστε αριθµητικά λίγοι – κάθε είδους κόµ-
µα έχει στην αρχή λίγα άτοµα - , αλλά επειδή, στις µέρες µας, ένα κόµ-
µα δεν µπορεί να είν αι τίποτε άλλο παρά µια οργάνωση που σκοπός της
είναι να καθοδηγ εί και να εξουσιάζει την εργατική τάξη. Σ’ αυτό το εί-
δος οργάνωσης αντιπαραθέτουµε την αρχή ότι η εργατική τάξη µπορεί
να κατακτήσει τα δικαιώµατά της και να κυριαρχήσει, µόνον εάν πάρει
την τύχη της στα ίδια της τα χέρια. Οι εργαζόµενοι δεν πρέπει να υιο-
θετούν τα συνθήµατα καµιάς οµάδας, όποια κι αν είν αι αυ τή, ούτε καν
των δικών µας οµάδων· πρέπει να σκέπτονται, ν’ αποφασίζουν και να
δρουν οι ίδιοι για λογαριασµό τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, κατά τη γνώµη
µας, στην µεταβατική περίοδο που διανύουµε, τα κατάλλ ηλ α όργαν α
για την εκπαίδευση και την διαφώτιση είναι οι οµάδες εργασίας, οι κύ -
κλοι µελ έτης και συζητήσεων, που έχουν συγκροτηθεί αυ τόβουλα από
τους ίδιους τους εργαζόµεν ους, σαν εργαλεία αναζήτησης του δικού
τους δρόµου.

85
Αυτή η θέση έρχεται σε ευθεία αντίθεση µε τις παραδοσιακές αν τιλή-
ψεις για τον ρόλο του κόµµατος ως αναγκαίου εκπαιδευτικού οργάνου
των εργαζοµένων. Γι’ αυτό και απωθείται από πολλούς κύκλ ους όπου,
εν τούτοις, δεν υπάρχει πλέον ιδιαίτερη επιθυ µία για πάρε-δώσε ούτε
µε το σοσιαλιστικό ούτε µε το κοµουνιστικό κόµµα. Αυτό, αναµφίβολα,
µπορεί κατά ένα µέρος ν α εξηγηθεί από τη δύναµη της παράδοσης και
της συνήθειας: όταν κάποιος πάντοτε αντιµετώπιζε τον ταξικό πόλ εµο
σαν ένα πόλεµο του κόµµατος και ένα πόλεµο µεταξύ κοµµάτων, είναι
πολύ δύσκολο να υιοθετήσει την οπτική γωνία της τάξης και του ταξι-
κού πολ έµου και µόνον. Αλλά µπορεί, επίσης, κατά ένα µέρος να εξη-
γηθεί από το γ εγονός ότι πολλοί θεωρού ν πρόδηλη την ιδέα ότι, τέλος
πάντων, είναι καθήκον του κόµµατος να παίξει έναν πρωταγωνιστικό
ρόλο στην πάλη των εργαζοµένων για την ελευθερία. Αυτήν ακριβώς
την ιδέα, θα την εξετάσου µε τώρα από πιο κοντά.

Όλο το πρόβληµα περιστρέφεται, µε λίγα λόγια, γύρω από την ακόλου -


θη διάκριση: ένα κόµµα είναι µια οµάδα που βασίζεται σε κάποιες ιδέ-
ες που τα µέλη της έχουν από κοινού, ενώ µια τάξη είναι µια οµάδ α
ενωµένη στη βάση κοινών συµφερόντων. Το να είσαι µέλος µιας τάξης
καθορίζεται από τη λειτουργία σου στην παραγωγική διαδικασία, µια
λειτουργία που γενν ά συγκεκριµέν α συ µφέροντα. Το να είσαι µέλ ος ε-
νός κόµµατος σηµαίν ει να ανήκεις σε µια οµάδα που τα µέλη της έχουν
ταυτόσηµες απόψεις για τα µείζονα κοινωνικά προβλήµατα.

Στο πρόσφατο παρελθόν, πολλοί υποθέταν ε για θεωρητικούς και πρα-


κτικούς λόγου ς ότι αυτή η θεµελ ιώδης διαφορά θα εξαλειφόταν στο
εσωτερικό ενός ταξικού κόµµατος, του «κόµµατος των εργαζοµένων ».
Κατά την περίοδο που η σοσιαλδηµοκρατία ήταν σε πλήρη ανάπτυξη,
ήταν διαδεδοµένη η εντύπωση ότι αυτό το κόµµα θα συσπείρωνε σιγά-
σιγά όλου ς τους εργαζόµενου ς, κάποιου ς σαν αγωνιστές και κάποιους
άλλου ς σαν συµπαθούντες. Και, αφού η θεωρία ήταν ότι τα κοινά συ µ-
φέροντα κατ’ ανάγ κην θα οδηγούσαν στη δηµιουργία κοινών στόχων
και αντιλ ήψεων, πίστευαν ότι αυτή η διάκριση µεταξύ τάξης και κόµ-
µατος ήταν προορισµένη να εξαλ ειφθεί. Τα πράγ µατα, όµως, δεν εξελί-

86
χθηκαν µε αυτόν τον τρόπο: η σοσιαλδηµοκρατία παρέµεινε µια µειο-
ψηφική οµάδα, και, επιπλ έον, έγιν ε στόχος επιθέσεων από τις ν έες ερ-
γατικές οµάδες που εµφανίστηκαν στο µεταξύ. ∆ιάφορες διασπάσεις
έλ αβαν χώρα στο εσωτερικό της, ενώ ο χαρακτήρας της υ πέστη ριζικές
αλλαγ ές και µερικά άρθρα του προγράµµατός της είτε αναθεωρήθηκαν
είτε ερµηνεύτηκαν µε εν τελώς διαφορετικό τρόπο. Η κοινωνία δεν εξε-
λίσσεται µε έν αν συν εχή και γραµµικό τρόπο, χωρίς αποτυχίες και ανα-
ποδιές, αλλά µε συγκρούσεις και ανταγωνισµού ς. Ενόσω η πάλ η της
εργατικής τάξης διευρύνει το πεδίο δράσης της, η δύναµη του εχθρού
αυξάν εται. Η συνεχής και επαναλ αµβανόµενη αβεβαιότητα για το δρό-
µο που πρέπει να ακολουθηθεί, προκαλ εί σύγχυση στου ς αγωνιστές· και
η αναποφασιστικότητα είν αι παράγοντας διαλυτικών τάσεων, εσωτερι-
κών διεν έξεων και συγκρούσεων στο εσωτερικό του εργατικού κινήµα-
τος.

Είναι ανώφελο να λυπάται καν είς γι’ αυτές τις συγκρούσεις, επειδή δη-
µιουργούν µια ολέθρια κατάσταση που δεν θα έπρεπε να υπάρχει και η
οποία κάνει τους εργαζόµενους αδύναµου ς. Όπως έχει επισηµανθεί
πολλές φορές, η εργατική τάξη δεν είναι αδύναµη επειδή είναι διαιρε-
µένη· αντίθετα, είν αι διαιρεµένη επειδή είναι αδύναµη. Και ο λόγος
που το προλεταριάτο οφείλ ει να βρει ν έους τρόπους είναι ότι ο εχθρός
σήµερα έχει δύναµη τέτοιου είδους που οι παλιές µέθοδοι είναι αναπο-
τελ εσµατικές για την αντιµετώπισή του. Η εργατική τάξη δεν θα εξα-
σφαλίσει αυ τούς του ς τρόπους δια µαγ είας αλλά µε µεγ άλη προσπάθει-
α, µε βαθύ στοχασµό, µέσω της σύγκρουσης διαφορετικών απόψεων και
της σφοδρής ιδεολογ ικής πάλ ης. Είναι καθήκον της ν α βρει το δικό της
δρόµο, και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που υπάρχουν οι εσωτερικές
διαφορές και οι συγκρούσεις. Σ’ αυτή την διαδροµή, είναι αναγκασµέ-
νη να καταρρίψει διάφορους µύθους, να απαρνηθεί ξεπερασµέν ες ιδέες
και παλ ιές χίµαιρες· η πραγµατική δυσκολία αυτού του καθήκοντος εί-
ναι η αιτία που προξεν εί τόσο συχνές και µεγάλες διασπάσεις.

Ούτε και θα έπρεπε να τρέφει καν είς ψευ δαισθήσεις ότι τέτοιες έντον ες
κοµµατικές συγκρού σεις και διαφωνίες είναι γνώρισµα µόνον µιας µε-

87
ταβατικής περιόδου, όπως αυτή που διανύ ουµε, και ότι θα εξαλειφθούν
σύντοµα, αφήνοντας στη θέση τους µια ενότητα πιο δυνατή από ποτέ.
Σίγουρα, στην εξέλιξη της ταξικής πάλ ης, συµβαίν ει καµιά φορά ν α
συνενώνονται όλ ες οι δυνάµεις, παραµερίζοντας τις διαφορές, προκει-
µένου να αποσπάσουν κάποια µεγ άλη νίκη, και η επανάσταση είναι
καρπός αυτής της ενότητας της εργατικής τάξης. Σ’ αυτήν την περί-
πτωση, όµως, όπως συµβαίνει µετά από κάθε νίκη, οι διχογνωµίες εµ-
φανίζονται αµέσως µόλις αρχίσουν οι συζητήσεις για να παρθούν απο-
φάσεις σχετικά µε τα ζητήµατα που εγ είρονται από τη ν έα κατάσταση.
Εκείνη τη στιγµή, οι εργαζόµεν οι βρίσκονται αντιµέτωποι µε τα πιο
δύσκολα καθήκοντα: να συντρίψουν τον εχθρό και, επιπλέον, να οργα-
νώσουν την παραγωγ ή, να δηµιουργήσουν µια νέα τάξη πραγµάτων. Εί-
ναι αδύνατον όλ οι οι εργαζόµεν οι, όλων των κατηγοριών και όλων των
οµάδων, που τα συµφέροντά τους είναι κάθε άλλο παρά οµοιογενή, να
σκέφτονται και να αισθάνονται µε τον ίδιο τρόπο, και να καταλήγουν
σε συ µφωνία, αυθόρµητα και άµεσα, σχετικά µε αυτό που πρέπει να γί-
νει στα επόµενα βήµατα. Γι’ αυτόν το λόγο εκδηλώνονται οι έντον ες
διαφωνίες και υπάρχουν αντιθέσεις µεταξύ τους, ακριβώς επειδή είναι
υποχρεωµένοι να βρουν οι ίδιοι το δικό τους δρόµο προς τα εµπρός,
και, τελικά, µέσω τέτοιων συγκρού σεων, καταφέρνουν να ξεδιαλύνουν
τις αντιλ ήψεις τους.

Στην περίπτωση που κάποια άτοµα µε κοινές ιδέες συνευρίσκονται για


να συζητήσουν τις προοπτικές για δράση, να ξεδιαλύνουν τις απόψεις
τους συ ζητώντας και να αν αζητήσουν τους τρόπου ς προπαγάν δισης των
συµπερασµάτων στα οποία θα καταλήξουν, τότε, αναµφίβολα, µπορεί
καν είς να περιγράψει αυτές τις οµάδες σαν κόµµατα. ∆εν έχει σηµασία
πώς θα τα ονοµάσου µε· η σηµαντική προϋπόθεση είναι αυτά τα κόµµα-
τα ν α υιοθετούν έναν σαφώς διαφορετικό ρόλο από αυτόν που τα υ πάρ-
χοντα κόµµατα επιδιώκουν να παίζουν. Η πρακτική δραστηριότητα, δη-
λαδή η πραγµατική ταξική πάλη, είναι υπόθεση των ίδιων των µαζών,
που δρουν σαν σύνολο στο εσωτερικό των φυσικών τους οµάδων – κυ-
ρίως των οµάδων από τον ίδιο χώρο εργασίας -, οι οποίες αποτελούν
τις µάχιµες µονάδες. ∆εδοµένου ότι ο πόλεµος έχει τεράστιες διαστά-

88
σεις και η δύναµη του εχθρού είναι πελ ώρια, η νίκη πρέπει να επιτευ -
χθεί συνενώνοντας όλες τις δυνάµεις στη διάθεση των µαζών – όχι µό-
νον την υλική και ηθική δύναµη για δράση, την ενότητα και τον ενθου -
σιασµό, αλλά και την πνευµατική δύναµη που γεννιέται από την διανο-
ητική διαύγεια. Η σπουδαιότητα των κοµµάτων αυτού του είδου ς βρί-
σκεται στο γεγονός ότι βοηθούν να εξασφαλιστεί αυτή η διανοητική
διαύγεια, µέσα από τις αµοιβαίες τους συγκρούσεις, τις συζητήσεις
τους, την προπαγ άνδα τους. Οι εργαζόµενοι καταφέρνουν να χαράξουν
για τον εαυτό του ς το δρόµο για την ελ ευθερία µέσω αυτών των οργά-
νων, που τους βοηθούν να ξεκαθαρίσουν οι ίδιοι τις θέσεις τους.

Αυτός είναι ο λόγος που κόµµατα µε αυτήν την έννοια (και µε αυτές τις
ιδέες) δεν χρειάζονται σταθερές και συµπαγείς δοµές. Όταν αντιµετω-
πίζουν οποιαδήποτε αλλαγή κατάστασης ή νέα καθήκοντα, τα µέλ η αυ -
τών των κοµµάτων διχάζονται στις απόψεις τους, διασπώνται για να
δηµιουργήσουν ν έες οµάδες, για να ξαναενωθούν στη βάση µιας ν έας
συµφωνίας· την ίδια στιγµή, κάποιοι άλλοι βγαίνουν στην επιφάν εια µε
άλλα προγράµµατα. Επειδή ακριβώς η ρευστότητα είν αι χαρακτηριστι-
κό γνώρισµά τους, αυτά τα κόµµατα είναι πάντοτε έτοιµα να προσαρ-
µοστούν στα καινούρια δεδοµένα.

Τα υ πάρχοντα εργ ατικά κόµµατα, τώρα, έχουν έναν απολύτως διαφορε-


τικό χαρακτήρα. Επιπλ έον, έχουν και διαφορετικούς στόχους: να πά-
ρουν την εξουσία και να την ασκήσουν για αποκλειστικά δικό του ς ό-
φελ ος. Όχι µόνον δεν προσπαθούν να συ νεισφέρουν στη χειραφέτηση
των εργαζοµένων, αλλά και εννοούν να πάρουν αυ τοί το πηδάλιο της
κυβέρν ησης· µασκαρεύ ουν αυτήν την πρόθεσή τους µε τον ισχυρισµό
ότι σκοπός του ς είναι ν α απελ ευθερώσουν την εργατική τάξη. Η σοσι-
αλδηµοκρατία, που η δυναµική της περίοδος ανάγεται στην λαµπρή
κοινοβουλευτική εποχή, βλέπει αυτή την εξουσία σαν κυβέρν ηση βασι-
σµένη στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Από τη µεριά του, το Κοµ-
µουνιστικό κόµµα οδηγ εί την πολιτική εξουσία του στις ακραίες της
συνέπειες: τη δικτατορία του κόµµατος. Αντίθετα µε τα κόµµατα που
περιγράψαµε πιο πάνω, γι’ αυτά τα παραδοσιακά κόµµατα είν αι εγγενές

89
χαρακτηριστικό του ς να έχουν σχηµατισµούς µε δύσκαµπτες δοµές, που
η συνοχή τους εξασφαλίζεται µέσω καταστατικών, πειθαρχικών µέ-
τρων, διαδικασιών ένταξης και διαγραφής. Επειδή είναι σχεδιασµένα
για να κυριαρχούν, αγωνίζονται για την εξουσία, από τη µια µεριά,
προσαν ατολίζοντας τα µέλ η του ς να διαγκωνίζονται στα όργανα της
εξουσίας που διαθέτουν και, από την άλλη, µοχθώντας ακατάπαυστα να
επεκτείνουν τη σφαίρα της επιρροής τους. ∆εν βλέπουν καθόλου ως
καθήκον του ς να εκπαιδεύσουν τους εργαζόµεν ους, έτσι ώστε να µά-
θουν να σκέφτονται αυτόνοµα· αντίθετα, σκοπός τους είναι να τους
ντρεσάρουν, έτσι ώστε να γίνουν πειθήνιοι και αφοσιωµέν οι οπαδοί
των θέσεών τους. Εν ώ η εργατική τάξη χρειάζεται απεριόριστη ελ ευθε-
ρία πν ευµατικής ανάπτυξης για να αυξήσει τη δύναµή της και να νική-
σει, το θεµέλ ιο της εξουσίας του κόµµατος είναι η καταπίεση όλων των
απόψεων που δεν υ ποτάσσονται στην κοµµατική γραµµή. Στα σοσιαλ-
δηµοκρατικά κόµµατα, αυτό εξασφαλίζεται µε µεθόδους που δήθεν υ -
πηρετούν την απόλυτη ελ ευθερία της έκφρασης· στα κοµµουνιστικά
κόµµατα, µε ωµή και απροκάλυπτη καταστολή.

Μερικοί εργ αζόµενοι γνωρίζουν ήδη ότι η κυριαρχία από το Σοσιαλ ι-


στικό ή το Κοµµουνιστικό κόµµα θα σήµαινε απλώς µια καµου φλαρι-
σµένη επικράτηση της αστικής τάξης και ότι µε αυτόν τον τρόπο θα δι-
αιωνίζονταν η εκµετάλλευση και η σκλαβιά τους. Σύµφωνα, όµως, µε
αυτούς τους εργ αζόµενους, τη θέση του ς πρέπει να πάρει έν α «επανα-
στατικό κόµµα», το οποίο θα είχε όντως σκοπό ν α εγ καθιδρύσει την
προλεταριακή εξουσία και την κοµµουνιστική κοινωνία. Εδώ, δεν πρό-
κειται για ένα κόµµα µε την έννοια που το ορίσαµε πιο πριν, δηλαδή
µιας οµάδας που ο µόνος σκοπός της είναι να εκπαιδεύει και να διαφω-
τίζει, αλλά ένα κόµµα µε την κοινή έννοια, δηλαδή έν α κόµµα που α-
γωνίζεται ν α εξασφαλίσει την εξουσία και να την ασκήσει µε την ιδέα
να απελ ευθερώσει την εργατική τάξη, και όλα αυ τά σαν πρωτοπορία,
σαν µια οργάνωση της πεφωτισµέν ης επαναστατικής µειοψηφίας.

Οι όροι αυτής καθαυ τής της έκφρασης «επαναστατικό κόµµα» είναι α-


ντιφατικοί µεταξύ τους, διότι ένα κόµµα αυτού του είδους δεν θα µπο-

90
ρούσε να είν αι επαναστατικό. Ή µάλλον, θα µπορούσε ν α ήταν επανα-
στατικό µόνον µε την έννοια που περιγ ράφουµε ως επαναστατική µια
αλλαγή κυβέρνησης που προκύπτει από κάποιου είδους βίαιες πιέσεις,
όπως, για παράδειγµα, η γ έννηση του Τρίτου Ράιχ. Όταν χρησιµοποι-
ούµε την λέξη «επανάσταση», εννοούµε ξεκάθαρα την προλεταριακή
επανάσταση, την κατάκτηση της εξουσίας από του ς εργαζόµενους.

Η θεµελιακή θεωρητική ιδέα στην οποία στηρίζεται το «επα ναστατικό


κόµµα» είναι ότι οι εργαζόµενοι δεν θα µπορούσαν να τα καταφέρουν
χωρίς µια οµάδα ηγ ετών, ικανών να κατανικήσουν την αστική τάξη για
λογαριασµό της εργατικής τάξης και να σχηµατίσουν µια νέα κυβέρνη-
ση. Με άλλα λόγια, εδώ έχουµε την πεποίθηση ότι η εργατική τάξη από
µόνη της είναι ανίκανη να κάνει την επανάσταση. Σύµφωνα, µε αυ τή
την θεωρία, οι ηγέτες θα δηµιουργήσουν την κοµµουνιστική κοινωνία
µέσω νοµοθετικών διαταγµάτων· µε άλλα λόγια, η εργατική τάξη κρίν ε-
ται ανίκανη να διοικήσει και να οργανώσει για λογαριασµό της την ερ-
γασία και την παραγ ωγή της.

Άραγε δεν υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί αυτή την θέση, έστω και µε
κάποιες επιφυλάξεις; Αφού επί του παρόν τος η εργατική τάξη σαν µάζα
δείχν ει ανήµπορη να κάνει την επαν άσταση, δεν επιβάλλεται άραγ ε η
επαναστατική πρωτοπορία, το κόµµα, να πάρει την πρωτοβουλία να κά-
νει την επανάσταση για λογαριασµό της εργατικής τάξης; Και µήπως
αυτό δεν ισχύει για όσο διάστηµα οι µάζες είναι παθητικά υ ποταγµένες
στον καπιταλισµό;

Αυτή η θέση εγείρει αµέσως δύο ερωτήµατα: Τι είδου ς εξου σία θα ε-


γκαθιδρύσει ένα τέτοιο κόµµα µε την επανάσταση; Τι πρέπει να συµβεί
για να υπερνικηθεί η τάξη των καπιταλιστών; Η απάντηση στη δεύτερη
ερώτηση είν αι αυτονόητη: µια εξέγ ερση των µαζών. Πράγµατι, µόνον
οι επιθέσεις των µαζών και οι µαζικές απεργίες µπορούν να οδηγήσουν
στην αν ατροπή της παλιάς κυριαρχίας. Εποµένως, το «επαναστατικό
κόµµα» δεν πρόκειται ν α καταφέρει τίποτε χωρίς την παρέµβαση των

91
µαζών. Από εκεί κι έπειτα, σχετικά µε το είδος της εξουσίας που θα
εγ καθιδρυ θεί, ένα από τα παρακάτω δύο ενδεχόµεν α θα λάβει χώρα:

- Το πρώτο ενδεχόµενο είν αι ότι οι µάζες συν εχίζουν τη δράση τους.


Αρνούµεν ες να εγ καταλείψουν τον αγώνα για να επιτρέψουν στο νέο
κόµµα να κυβερν ήσει εν λευκώ, οργαν ώνουν την εξουσία του ς στους
χώρους παραγωγής και προετοιµάζονται για ν έες µάχες, έχοντας αυτή
τη φορά σαν στόχο την οριστική συντριβή του καπιταλισµού. Μ έσω
των εργατικών συµβουλίων, σχηµατίζουν µια σφιχτοδεµένη κοινότητα,
που διασύνδεει ολοένα και περισσότερο όλους τους χώρους παραγωγής
όλων των περιοχών, και που είναι συνεπώς ικανή να αναλάβει την διοί-
κηση της κοινωνίας ως συνόλου. Με µια λέξη, οι µάζες αποδεικνύουν
ότι δεν είναι τελικά τόσο ανίκανες να κάνουν την επανάσταση, όπως
κάποιοι πίστευαν. Από εκείνη τη στιγ µή και µετά, γίνεται αναπόφευκτη
η σύγκρουση αν άµεσα στις µάζες και το νέο κόµµα. Το τελ ευταίο επι-
διώκει να είναι το µόνο σώµα που ασκεί εξουσία· είν αι πεπεισµένο ότι
αυτό πρέπει να καθοδηγ εί την εργατική τάξη και ότι η αυτόνοµη δράση
των µαζών είναι παράγοντας αταξίας και αναρχίας. Όταν τα πράγµατα
φτάσουν σ’ αυτό το σηµείο, είτε το ταξικό κίνηµα θα έχει γίν ει αρκετά
δυνατό έτσι ώστε να αγνοήσει το κόµµα είτε το κόµµα, συµµαχώντας
µε στοιχεία αστικών δυνάµεων, θα συντρίψει τους εργαζόµενους. Και
στις δύο περιπτώσεις, το κόµµα αποδεικνύει µε τη στάση του ότι είναι
εµπόδιο στην επανάσταση, επειδή επιδιώκει να είναι κάτι άλλο από ένα
όργανο προπαγάνδας και διαφώτισης, και επειδή υιοθετεί ως ειδική του
αποστολή την ηγεσία και τη διακυβέρνηση των µαζών.

-Το δεύτερο ενδεχόµενο είναι ότι οι µάζες των εργαζοµένων συµµορ-


φώνονται µε τη γραµµή του κόµµατος και του παραδίδουν τον πλήρη
έλ εγχο των κρατικών υποθέσεων. Ακολουθούν τις άνωθεν εν τολ ές και,
πεπεισµένοι ότι η νέα κυβέρνηση θα εγ καθιδρύσει τον σοσιαλισµό ή
τον κοµµουνισµό (αυτό συν έβη στη Γερµανία το 1918), γυρνάνε στα
σπίτια τους και συν εχίζουν την καθηµερινή τους εργασία. Αµέσως τότε,
η αστική τάξη κινητοποιεί όλ ες της τις δυνάµεις: την χρηµατοπιστωτι-
κή της δύναµη, την τεράστια ιδεολ ογική της ισχύ, την οικονοµική της

92
υπεροχή στα εργοστάσια και τις µεγ άλες επιχειρήσεις. Το κόµµα που
βρίσκεται στην εξουσία, πολύ αδύναµο ν’ αντισταθεί σε τέτοια επίθε-
ση, µπορεί ν α διατηρηθεί στην εξουσία µόνον πολλ απλασιάζοντας συ µ-
βιβασµού ς και υποχωρήσεις, για να αποδείξει έµπρακτα στην αστική
τάξη τη διαλλακτικότητα και την µετριοπάθειά του. Σ’ αυτό το σηµείο,
επικρατεί η ιδέα ότι προς το παρόν αυτό είναι όλο κι όλο που είν αι δυ-
νατόν να γίν ει, και ότι θα ήταν τρέλ α εκ µέρους των εργαζοµένων να
προσπαθήσουν να επιβάλουν µε τη βία ουτοπικά αιτήµατα. Έτσι, το
κόµµα, έχοντας χάσει την υποστήριξη της µαζικής δύναµης µιας επα-
ναστατικής τάξης, µεταλλάσσεται σε έν α όργανο διατήρησης της αστι-
κής εξουσίας.

Μόλις πριν είπαµε ότι, από τη σκοπιά της προλ εταριακής επανάστασης,
υπάρχει αντίφαση µεταξύ των όρων της έκφρασης «επαν αστατικό κόµ-
µα ». Αυ τό θα µπορούσαµε ν α το διατυπώσουµε κι αλλιώς, λέγοντας ότι
ο όρος «επαν αστατικό» στην έκφραση «επαν αστατικό κόµµα» υ ποδη-
λώνει µια αστική επανάσταση. Πράγ µατι, σε κάθε περίσταση όπου οι
µάζες παρεν έβησαν για να ανατρέψουν µια κυβέρνηση και, ύστερα, πα-
ρέδωσαν την εξουσία σε ένα νέο κόµµα, αυτό που έλαβε χώρα ήταν µια
αστική επανάσταση – η υ ποκατάσταση µιας παλιάς κυρίαρχης κοινωνι-
κής τάξης από µια καινούρια. Αυτή ήταν η περίπτωση στη Γαλλία, το
1830, όταν η εµπορική αστική τάξη παρέλαβε την εξουσία από του ς µε-
γάλους γαιοκτήµονες· και, ξανά, το 1848, όταν η βιοµηχανική αστική
τάξη διαδέχθηκε την εµπορική αστική τάξη· και, ξανά, το 1871, όταν
ολόκλ ηρο το σώµα της αστικής τάξης πήρε την εξουσία. Αυτό συνέβη
και στη διάρκεια της Ρωσικής επαν άστασης, όταν η κοµµατική γραφει-
οκρατία σαν σώµα µονοπώλησε την πολιτική, οικονοµική και κοινωνι-
κή εξουσία. Στις µέρες µας, όµως, τόσο στην ∆υτική Ευρώπη όσο και
στην Β. Αµερική, η αστική τάξη είναι τόσο πολύ βαθιά και στέρεα ρι-
ζωµένη στα εργοστάσια και τις τράπεζες που δεν µπορεί να εκδιωχθεί
από µια κοµµατική γ ραφειοκρατία. Τώρα, όπως και πάντοτε, το µόνον
µέσον για να υ περνικηθεί η αστική τάξη είναι η πάλη των µαζών, αυτή
τη φορά, ωστόσο, οι τελ ευταίες θα αν αλάβουν τα εργοστάσια και θα
σχηµατίσουν το δικό τους δίκτυο εργατικών συµβουλίων. Σ’ αυτήν την

93
περίπτωση, όµως, η πραγµατική δύναµη βρίσκεται στις µάζες που κα-
ταλύουν την καπιταλιστική κυριαρχία, στο βαθµό που η δράση τους δι-
ευρύνεται και βαθαίν ει.

Συνεπώς, αυ τοί που σκέφτονται έν α «επαναστατικό κόµµα» έχουν πά-


ρει µόνον ένα µέρος από τα µαθήµατα του παρελθόντος. Μη παραγνω-
ρίζοντας ότι τα παραδοσιακά εργατικά κόµµατα – το Σοσιαλιστικό
κόµµα και το Κοµµουνιστικό κόµµα- έχουν γίνει όργανα κυριαρχίας
που υπηρετούν τη διαιώνιση της εκµετάλλευσης, όλο κι όλο το συµπέ-
ρασµά τους είναι ότι ένα «επαν αστατικό κόµµα» θα τα καταφέρει κα-
λύτερα. Μ ε αυτόν τον τρόπο, παραβλέπουν το γ εγονός ότι η αποτυχία
αυτών των κοµµάτων µπορεί να οφείλ εται σε µια πολύ γ ενικότερη αιτία
– δηλαδή, στην βασική αντίφαση µεταξύ της χειραφέτησης των εργα-
ζοµένων, στο σύνολ ό του ς και µε τις ίδιες τις δικές τους προσπάθειες,
και τη µείωση της δραστηριότητας των µαζών, µέχρι πλ ήρους ατονίας,
από την εξουσία του νέου φιλεργατικού κόµµατος. Επειδή βρίσκονται
αντιµέτωποι µε την παθητικότητα και την αδιαφορία των µαζών, κατα-
λήγουν να θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστατική πρωτοπορία. Οι
µάζες, όµως, παραµένουν αδραν είς επειδή, ενώ αισθάνονται ενστικτω-
δώς και την κολοσσιαία ισχύ του εχθρού και την σπουδαιότητα του κα-
θήκοντος που πρέπει να αναλ άβουν, δεν έχουν ακόµη διακρίνει καθαρά
τον τρόπο µε τον οποίο θα πολεµήσουν, τον δρόµο της ταξικής ενότη-
τας. Εν τούτοις, όταν οι περιστάσεις θα τους ωθήσουν στη δράση, ο-
φείλουν ν’ αναλ άβουν αυτό το καθήκον και να οργανωθούν αυτόνοµα,
παίρνοντας στα ίδια τους τα χέρια τα µέσα παραγωγής και αρχίζοντας
την επίθεση εναντίον της οικονοµικής δύναµης του κεφαλαίου. Και τό-
τε, για άλλη µια φορά, κάθε αυτοαποκαλούµενη πρωτοπορία, που θα
επιδιώκει να διευ θύνει και να διαφεντεύει τις µάζες µέσω ενός «επανα-
στατικού κόµµατος», θα αποκαλύπτεται ως αντιδραστικός παράγοντας,
ακριβώς εξαιτίας αυ τής της αντίλ ηψης.

Μετάφραση: Γιώργος Παπαπαναγιώτου

94
Άντον Πάνεκουκ

Ο Νέος Μπλανκισµός

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/
Πρώτη δηµοσίευση[1]: Der Kommunist (Bremen) N.27

Όταν οι υλικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για την επανάσταση, αλλά οι µάζες παραµέ-
νουν απαθείς και χωρίς επαναστατικές τάσεις, κάνουν την εµφάνισή τους διάφορες
θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο στόχος µπορεί να επιτευχθεί και από δρόµους διαφο-
ρετικούς από την πολιτική επανάσταση του προλεταριάτου. Αυτή είναι η περίπτωση
της Γαλλίας πριν το 1870, όπου δυο τάσεις γύρω από τους Προυντόν και Μπλανκί
αντίστοιχα, επεξεργάστηκαν από αντίθετες σκοπιές τη θεωρία των πρώτων εµφανί-
σεων ενός µελλοντικού κινήµατος. Γύρω από τον Προυντόν, τον µικροαστό κριτικό
του µεγάλου κεφαλαίου, συσπειρώθηκαν τα κοµµάτια του ανερχόµενου εργατικού
κινήµατος που αποσκοπούσαν να υποσκάψουν το κεφάλαιο µέσω της ειρηνικής συ-
γκρότησης κολλεκτίβων· αισθάνονταν ενστικτωδώς ότι η εξουσία της νέας τάξης κα-
τά κάποιον τρόπο θα βασίζεται στη δηµιουργία νέων θεµελίων στο πεδίο της οικονο-
µίας, και όχι σε επιφανειακά πολιτικά πραξικοπήµατα. Γύρω από τον Μπλανκί, τον
ατρόµητο επαναστάτη συνωµότη, συσπειρώθηκαν εκείνα τα κοµµάτια του προλετα-
ριάτου που ένιωθαν ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι αρκετή· ακόµα κι
αν το σύνολο της εργατικής τάξης στέκει αδιάφορο, πρέπει αυτή η κατάληψη της ε-
ξουσίας να πραγµατωθεί από µια αποφασισµένη µειοψηφία, η οποία θα πάρει µε τις
απόψεις και τη δραστηριότητά της τις µάζες µε το µέρος της, και εφαρµόζοντας έναν
αυστηρό συγκεντρωτισµό θα κρατήσει την εξουσία στα χέρια της. Αµφότερες τάσεις
έχουν τις ρίζες τους στην παράδοση προγενέστερων κινηµάτων και είναι γι’ αυτόν
τον λόγο µικροαστικής φύσης, καθώς δεν έχουν ιδέα για το εύρος της δύναµης ενός
αναπτυγµένου προλεταριακού ταξικού αγώνα, έτσι όπως ο τελευταίος βρήκε την έκ-
φρασή του στη µαρξιστική θεωρία.

Είναι ολωσδιόλου κατανοητό ότι όταν παρόµοιες θεωρίες επανεµφανίζονται, αυτό


προφανώς θα γίνεται µε µια υψηλότερη, πιο εξελιγµένη µορφή, και πάνω στις βάσεις
που η µαρξιστική θεωρία περί της ταξικής πάλης έχει µετατρέψει σε κοινό κτήµα ό-

95
λων των αγωνιστών του προλεταριάτου. Θα επανεµφανίζονται συνεπώς ως διαφορο-
ποιηµένες εκδοχές της µαρξιστικής θεωρίας. Η πεποίθηση ότι ανοικοδοµώντας το
προλεταριάτο την οικονοµική του δύναµη στην παραγωγική διαδικασία µέσω εργο-
στασιακών συµβουλίων, θα αντιπαλέψει επιτυχώς τις ‘πολιτικές εξουσίας’ του Νό-
σκε[2] και των οµοίων του, µπορεί να οδηγήσει σε έναν νεο-προυντονισµό, αν κανείς
πιστέψει ότι αυτό το µέσο αρκεί για να οδηγηθούµε στην κοµµουνιστική οργάνωση
της κοινωνίας, δίχως έναν ευρύτερο επαναστατικό προλεταριακό αγώνα. Από την άλ-
λη, επανεµφανίζεται µια νεο-µπλανκιστική τάση στην άποψη που λέει ότι η κατάκτη-
ση της πολιτικής εξουσίας από µια επαναστατική µειοψηφία και η διατήρησή της στα
χέρια αυτής της µειοψηφίας θα µπορούσε να ταυτιστεί µε την κατάκτηση της εξουσί-
ας από το προλεταριάτο. Τούτη η τάση κάνει την εµφάνισή της στο κείµενο του
Στρούτχαν[3] περί της δικτατορίας της εργατικής τάξης και του κοµµουνιστικού κόµ-
µατος.

Εκεί γίνεται λόγος για τη δικτατορία της εργατικής τάξης: “Ποιο είναι το νόηµα της
δικτατορίας της εργατικής τάξης; Πρώτον, ότι βάζει µπροστά τα συµφέροντα της ερ-
γατικής τάξης, και καθοδηγείται από αυτά. ∆εύτερον, ότι µπορεί να πραγµατωθεί µό-
νον από µια εργατική οργάνωση.” Με άλλα λόγια, “δικτατορία της εργατικής τάξης”
δε σηµαίνει δικτατορία της εργατικής τάξης, αλλά κάτι διαφορετικό. ∆εν είναι η δι-
κτατορία µιας τάξης, αλλά η δικτατορία ορισµένων οµάδων. Ονοµάζεται προλεταρι-
ακή δικτατορία επειδή ασκείται από µια εργατική οργάνωση (όµως και το SPD[4]
είναι µια εργατική οργάνωση) και επειδή αυτή η οργάνωση βάζει µπροστά τα συµφέ-
ροντα της εργατικής τάξης (έτσι νοµίζουν ότι κάνουν και πολλοί σοσιαλπροδότες[5]).
Αυτό για το οποίο γίνεται λόγος εδώ είναι η δικτατορία του κοµµουνιστικού κόµµα-
τος, η δικτατορία µιας αποφασισµένης επαναστατικής µειοψηφίας. Ο συγγραφέας
προχωρεί στη διατύπωση πολλών ‘δικλείδων ασφαλείας’· οι εν πολλοίς έξοχες ανα-
λύσεις για το ρόλο του κοµµουνιστικού κόµµατος δείχνουν ότι έχουµε να κάνουµε µε
έναν ευφυή πολιτικό[6], ο οποίος, έχοντας αφοµοιώσει τα διδάγµατα της ρωσικής ε-
πανάστασης, δεν προσβλέπει σε τυφλές πραξικοπηµατικές ενέργειες. Όµως ακριβώς
γι’ αυτό πρέπει να υπογραµµίσουµε τις θεωρητικές του αρχές. Αν ακολουθήσουµε
αυτή τη θεώρηση ως τις έσχατες συνέπειές της, θα φτάσουµε στο συµπέρασµα ότι δε
µιλά για τη δικτατορία ολόκληρου το κοµµουνιστικού κόµµατος, αλλά για τη δικτα-
τορία της κεντρικής επιτροπής, η οποία θα ασκεί τη δικτατορία της πρώτα-πρώτα ε-
ντός του ίδιου του κόµµατος, αποκλείοντας µε την εξουσία της διάφορα άτοµα, και

96
πετώντας µε δόλια µέσα κάθε αντιπολίτευση έξω από το κόµµα. Υπάρχουν πολλά
αξιόλογα πράγµατα σε αυτά που γράφει ο Στρούτχαν· όµως τα περήφανα λόγια περί
συγκεντρωτισµού της επαναστατικής εξουσίας στα χέρια πολυδοκιµασµένων συ-
ντρόφων θα µας έκαναν µεγαλύτερη εντύπωση, αν δε γνωρίζαµε ότι γράφονται για να
εξυπηρετήσουν οπορτουνιστικά µικροπολιτικά συµφέροντα. Αποσκοπούν στο να πά-
ρει το Κοµµουνιστικό Κόµµα Γερµανίας µε το µέρος του τους Ανεξάρτητους[7], πά-
ντα µε το βλέµµα στραµµένο στις βουλευτικές έδρες.

Η αναφορά στη Ρωσία, όπου η κοµµουνιστική κυβέρνηση, όταν οι µάζες αποµακρύν-


θηκαν λόγω ατολµίας από αυτή, δεν έκανε πίσω αλλά άσκησε µε πυγµή τη δικτατο-
ρία της υπερασπιζόµενη την επανάσταση µε όλες της τις δυνάµεις, δεν ωφελεί εδώ.
Εκεί δεν είχαµε να κάνουµε µε την κατάκτηση της εξουσίας· ο κύβος είχε ήδη ριφθεί,
η προλεταριακή δικτατορία είχε στα χέρια της την εξουσία, και άρα δε θα γινόταν να
την αφήσει έτσι εύκολα. Το πραγµατικό ρωσικό αντίστοιχο θα το βρούµε στις ηµέρες
του Νοεµβρίου του 1917[8]. Τότε το κοµµουνιστικό κόµµα ούτε είχε διακηρύξει ούτε
και πίστευε ότι πρέπει να καταλάβει το ίδιο την εξουσία, ούτε και ταύτιζε τη δικτατο-
ρία του µε τη δικτατορία των προλεταριακών µαζών. ∆ιακήρυττε πάντα ότι τα σοβιέτ,
οι αντιπρόσωποι των µαζών, είναι που πρέπει να καταλάβουν την εξουσία. Το ίδιο το
κόµµα διατύπωσε αυτό το πρόγραµµα, το ίδιο το κόµµα πάλευε για αυτό. Όταν εν
τέλει η πλειοψηφία των σοβιέτ υιοθέτησε αυτό το πρόγραµµα, το κόµµα πήρε την
εξουσία στα χέρια του, και από µόνοι τους οι κοµµουνιστές κατέλαβαν τα εκτελεστι-
κά όργανα. Το Κόµµα ήταν ένα ισχυρότατο στήριγµα, και στους ώµους του έπεσε το
βάρος της επιτέλεσης αυτού του έργου.

∆εν είµαστε τίποτα φανατικοί της δηµοκρατίας, δεν τρέφουµε κάποιο παράλογο σε-
βασµό για τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, και δεν υπερασπιζόµαστε την άποψη που
λέει πως ό,τι αποφασίζει κάθε φορά η πλειοψηφία είναι το σωστό και το πρέπον. Η
δράση είναι η καθοριστική στιγµή, η δραστηριότητα υπερτερεί της αδράνειας των
µαζών. Εκεί που η δύναµη παρουσιάζεται ως παράγοντας, τη χρησιµοποιούµε. Μο-
λαταύτα, απορρίπτουµε τη θεωρία της επαναστατικής µειοψηφίας, λόγω του ότι δε
µπορεί παρά να µας οδηγήσει σε µια φαινοµενική εξουσία, σε φαινοµενικές νίκες, και
άρα σε βαριές ήττες. Θα ήταν εφαρµόσιµη σε µια χώρα όπου οι µάζες στέκουν αδιά-
φορες, π.χ. στην περίπτωση που πρόκειται για αγροτικές µάζες, οι οποίες δε βλέπουν
πέρα από το χωριό τους, και αδιαφορούν για την πολιτική που ακολουθείται στη χώ-

97
ρα τους· εκεί µια ενεργή προλεταριακή µειοψηφία θα µπορούσε να καταλάβει την
κρατική εξουσία. Όµως καθώς αυτή η τακτική ούτε ακολουθήθηκε, ούτε προτάθηκε
στη Ρωσία, µας προκαλεί ακόµα µεγαλύτερη έκπληξη όταν προτείνεται να εφαρµο-
στεί στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου οι κοινωνικές σχέσεις είναι πολύ διαφο-
ρετικές.

Τονίζεται συχνά, και είναι σωστό, πως η επανάσταση στη δυτική Ευρώπη θα κρατή-
σει περισσότερο και θα είναι δυσκολότερη, επειδή εδώ η αστική τάξη είναι ισχυρότε-
ρη από τη Ρωσία. Όµως, σε τι συνίσταται αυτή η ισχύς; Μήπως στον έλεγχο που έχει
επί του κρατικού µηχανισµού; Η αστική τάξη τον έχασε ήδη µια φορά. Στην αριθµη-
τική της υπεροχή; Έχει απέναντί της έναν τεράστιο προλεταριακό πληθυσµό. Στην
εξουσία του χρήµατος; Στη Γερµανία αυτή η εξουσία δε σηµαίνει πολλά πια. Οι ρίζες
της εξουσίας του κεφαλαίου πηγαίνουν πολύ βαθύτερα. Βρίσκονται στην κυριαρχία
του αστικού πολιτισµού επί του συνόλου του πληθυσµού, συµπεριλαµβανοµένου α-
κόµη και του προλεταριάτου. Κατά τη διάρκεια της αστικής περιόδου (που κρατά εδώ
και αιώνες) η αστική πνευµατική ζωή έχει διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία, έχει
δηµιουργήσει µια πνευµατική οργάνωση και πειθαρχία, η οποία εισβάλλει στις µάζες
από χίλιες µεριές εξουσιάζοντάς τες. Το προλεταριάτο θα καταφέρει να καθαριστεί
από αυτήν µόνο µε µακρύ και σκληρό αγώνα. Πρώτα είχαµε να κάνουµε µε τη φιλε-
λεύθερη και τη χριστιανική ιδεολογία, την οποία αντιπάλεψε η σοσιαλδηµοκρατική
διαφώτιση. Ακριβώς η σοσιαλδηµοκρατία είναι που δείχνει πόσο βαθιά είναι η πνευ-
µατική εξουσία του κεφαλαίου πάνω στις µάζες, καθώς και πόσο πλεγµένη µε αυτές
είναι: η σοσιαλδηµοκρατία φαινόταν να απελευθερώνει τις µάζες πνευµατικά, και να
τις συνενώνει σε µια νέα προλεταριακή κοσµοαντίληψη. Και τώρα αποδεικνύεται ότι
αυτή η οργάνωση που δηµιουργήθηκε από τις ίδιες τις µάζες έχει γίνει µέρος του α-
στικού κόσµου, και στέκεται εµπόδιο στην επανάσταση. Έτσι οι αντιστάσεις που
πρέπει από µόνο του το προλεταριάτο να υπερνικήσει στις παλαιές αστικές χώρες
είναι ασύγκριτα πιο µεγάλες από τις νεότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου ο
αστικός πολιτισµός λείπει, και η κοµµουνιστική παράδοση ευνοεί την επανάσταση.
Εδώ ο σεβασµός για την αστική νοµική τάξη είναι βαθιά ριζωµένος στις µάζες, σεβα-
σµός εµφανής στο φόβο µπροστά στις φωνασκίες περί τροµοκρατίας, στην πίστη ό-
λων των ψευδών, καθώς και στην ατολµία µπροστά στη δράση. Βαθιά µέσα στις µά-
ζες είναι ριζωµένη η αστική ηθική, που τις παραπλανά µε όµορφους λόγους, τις εξα-
πατά µε υποκρισίες και τις ξεγελά µε επιτήδεια ψεύδη. Βαθιά στο αίµα τους κυκλο-

98
φορεί ο αστικός ατοµικισµός, που τη µια µέρα έχει την εντύπωση ότι τα πάντα µπο-
ρούν να κερδηθούν µε µια έφοδο, και την επόµενη δειλιάζει µπροστά στο µέγεθος
των καθηκόντων.

Τα παραπάνω δε σηµαίνουν ότι η νίκη είναι αδύνατη στις χώρες της δυτικής Ευρώ-
πης: εδώ το προλεταριάτο διαθέτει πανίσχυρες µα ανεκµετάλλευτες δυνάµεις· εδώ η
ανατροπή θα είναι άλλου µεγέθους. Τούτο δε σηµαίνει ότι αναβάλλουµε την επανα-
στατική κατάληψη της εξουσίας για ένα µακρινό µέλλον: οι κοινωνικές συνθήκες εν-
δέχεται να εξαναγκάσουν τις µάζες να καταλάβουν την εξουσία µονοµιάς, παρόλα τα
πνευµατικά εµπόδια, τα οποία θα κατανικηθούν µόνον εκ των υστέρων, σε µεταγενέ-
στερες διαδικασίες αγώνα. Σηµαίνει όµως, ότι η επανάσταση δε γίνεται να πραγµα-
τωθεί από µια αποφασισµένη µειοψηφία. Γιατί κάτι τέτοιο θα µετέτρεπε όλους εκεί-
νους που δεν πήραν ενεργά µέρος στην επανάσταση σε εχθρική δύναµη στα χέρια της
αστικής τάξης.

Σε αυτό το κοινωνικό πεδίο το επαναστατικό κόµµα δε βρίσκεται εν µέσω µαζών που


παρατηρούν αδιάφορα — αυτή είναι µόνο η επιφάνεια του πράγµατος· όλοι αυτοί που
φαίνεται να συµπεριφέρονται µε αδιαφορία στην κοµµουνιστική προπαγάνδα, λόγω
της αστικής-καπιταλιστικής ιδεολογίας, µπορούν αυτοστιγµεί να µεταβληθούν σε ε-
ξαρτήµατα της αντεπανάστασης. Αν και κανείς µπορεί να υπολογίζει ότι ένα µέρος
του προλεταριάτου στους κρίσιµους αγώνες θα µείνει παραλυµένο, απαθές και αµφι-
ταλαντευόµενο λόγω της παλιάς ιδεολογίας, τα πιο καθυστερηµένα στοιχεία, ενώ θα
περιµέναµε να µείνουν αδρανή, θα µπουν στην υπηρεσία των αστών. Η ιστορία της
Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας του Μονάχου[9] είναι ένα παράδειγµα στο οποίο εµφανί-
στηκαν όλες αυτές οι διαφορετικές τάσεις.

Σε όσες καπιταλιστικές χώρες υπάρχει λοιπόν µια πνευµατικά ισχυρή αστική τάξη, µε
άλλα λόγια σε όσες χώρες υπάρχει ο παλιός αστικός πολιτισµός, κάθε παρέκκλιση
προς µια µπλανκιστική τακτική είναι ανέφικτη και κατακριτέα. Η θεωρία της επανα-
στατικής µειοψηφίας, της κοµµουνιστικής δικτατορίας του κόµµατος δε σηµαίνει κά-
τι διαφορετικό από υποτίµηση της ισχύος του εχθρού, υποτίµηση της απαραίτητης
προπαγάνδισης, η οποία µπορεί να µας οδηγήσει σε σοβαρές οπισθοδροµήσεις. Η ε-
πανάσταση δε µπορεί παρά να είναι έργο των µαζών, δε µπορεί να πραγµατωθεί παρά
µοναχά από τις µάζες. Το κοµµουνιστικό κόµµα έχοντας ξεχάσει αυτή την απλή αλή-
θεια, θέλει µε τις ανεπαρκείς δυνάµεις µιας επαναστατικής µειοψηφίας να κάνει ό,τι

99
µόνο η ίδια η τάξη µπορεί να κάνει, κατά τέτοιον τρόπο που το µόνο αποτέλεσµα που
µπορεί να υπάρξει είναι η ήττα, µια ήττα που θα πάει πίσω για πολύ καιρό την πα-
γκόσµια επανάσταση, και µε κόστος βαρύτατες θυσίες.

____________

Οι σηµειώσεις είναι της µετάφρασης.

[1] Το γερµανικό κείµενο µπορεί να βρεθεί στην ακόλουθη διεύθυνση:


http://marxists.org/deutsch/archiv/pannekoek/1920/xx/blanquismus.htm

[2] Gustav Noske (1868- 1946). Ηγετικό στέλεχος των Σοσιαλδηµοκρατών. ∆ιετέλεσε
υπουργός άµυνας της δηµοκρατίας της Βαϊµάρης το 1919 και το 1920. Πήρε ενεργά
µέρος στο τσάκισµα της γερµανικής επανάστασης.

[3] Struthahn. Πρόκειται για ψευδώνυµο του Καρλ Ράντεκ (Karl Radek). Ο Ράντεκ
(1885-1939) ήταν ηγετικό στέλεχο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Γερµανίας και της
κεντρικής επιτροπής της 3ης ∆ιεθνούς.

[4] SPD. Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα Γερµανίας.

[5] sozialverräter. O όρος σοσιαλπροδότης αναφέρεται στα σοσιαλδηµοκρατικά κόµ-


µατα που υποστήριξαν τις κυβερνήσεις των χωρών τους κατά τον 1ο παγκόσµιο πό-
λεµο, προδίδοντας έτσι τα συµφέροντα του παγκόσµιου προλεταριάτου.

[6] Πράγµατι ο Ράντεκ ήταν ένας από τους αξιολογότερους πολιτικούς εντός της 3ης
∆ιεθνούς. Ευφυής, πνευµατώδης και ετοιµόλογος, θεωρείται η πηγή των πολλών α-
ντικυβερνητικών ανεκδότων που κυκλοφορούσαν στη Μόσχα κατά την περίοδο της
σταλινικής τροµοκρατίας. Τον Μάιο του 1939 ο Ράντεκ, έγκλειστος σε κάποιο γκού-
λαγκ της ΕΣΣ∆, δολοφονείται από άντρες της µυστικής αστυνοµίας της ΕΣΣ∆ υπό
τις άµεσες εντολές του Μπερία, έχοντας ήδη καταδικαστεί σε δέκα χρόνια κατανα-
γκαστικών έργων ως “τροτσκιστής”.

[7] Πρόκειται για το κόµµα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδηµοκρατών (USPD).

100
[8] Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στην Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία σύµφωνα µε το
ιουλιανό ηµερολόγιο συνέβη στις 25 Οκτωβρίου, ενώ σύµφωνα µε το γρηγοριανό
(και ισχύον σήµερα) στις 7 Νοεµβρίου.

[9] Σοβιετική ∆ηµοκρατία του Μονάχου, γνωστή και µε το όνοµα Σοβιετική ∆ηµο-
κρατία της Μπαβαρίας (Münchner Räterepublik και Bayerische Räterepublik).

101
102
Άντον Πάνεκουκ

Παγκόσµια επανάσταση και κοµµουνιστική τακτική

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/

Πρώτη δηµοσίευση: De Neuwe Tijd[1], 15 Μαρτίου 1920. Μια επηυξηµένη γερµανι-


κή έκδοση δηµοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Kommunismus, το θεωρητικό όργανο της
3ης ∆ιεθνούς για την Ανατολική Ευρώπη (1η Αυγούστου 1920). Στη συνέχεια εκδό-
θηκε ως αυτοτελής µπροσούρα µε τον τίτλο Weltrevolution und kommunistische
Taktik µαζί µε το Παράρτηµα, από τον εκδοτικό οίκο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος
Αυστρίας.

***

Και η θεωρία γίνεται υλική δύναµη, εφόσον κατακτήσει τις µάζες.

Η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις µάζες… εφόσον είναι ριζοσπαστική.

–Μαρξ

∆ύο δυνάµεις, µια υλική και µια νοητική, µε τη δεύτερη να πηγάζει από την πρώτη,
επιφέρουν το µετασχηµατισµό του καπιταλισµού σε κοµµουνισµό. Η υλική ανάπτυξη
της οικονοµίας παράγει συνείδηση, και αυτή τη θέληση για επανάσταση. Από τις γε-
νικές τάσεις ανάπτυξης του καπιταλισµού προέκυψε η µαρξιστική επιστήµη, η οποία
αποτέλεσε τη θεωρία πρώτα των σοσιαλιστικών, και εν συνεχεία των κοµµουνιστι-
κών κοµµάτων, παρέχοντας στο επαναστατικό κίνηµα µια ισχυρή και ενιαία διανοη-
τική ισχύ. Αυτή η θεωρία εισχωρεί σε τµήµατα του προλεταριάτου µε αργούς ρυθ-
µούς, όµως οι µάζες αρχίζουν και αποκτούν από την ίδια τους την εµπειρία την πρα-
κτική συνείδηση ότι ο καπιταλισµός είναι ένα σύστηµα που έχει πια πάψει να είναι

103
βιώσιµο. Ο παγκόσµιος πόλεµος και η ραγδαία οικονοµική κατάρρευση κάνουν την
επανάσταση αντικειµενική αναγκαιότητα προτού να συλλάβουν οι µάζες διανοητικά
τον κοµµουνισµό –αυτή η αντίφαση ορίζει τις [επιµέρους] αντιφάσεις, τα εµπόδια και
τις οπισθοχωρήσεις που µετατρέπουν την επανάσταση σε µια µακρά και αγωνιώδη
διαδικασία. Όµως τώρα και η θεωρία αποκτά νέα ορµή, και κατακτά γοργά τις µάζες·
παραταύτα, σε σχέση µε τα προβλήµατα που έχουν γιγαντωθεί, και οι δυο διαδικασίες
έχουν µείνει πίσω.

∆ύο είναι οι κινητήριες δυνάµεις που κατά κύριο λόγο καθορίζουν την εξέλιξη της
επανάστασης στη ∆υτική Ευρώπη: η κατάρρευση της καπιταλιστικής οικονοµίας και
το παράδειγµα της σοβιετικής Ρωσίας. Οι αιτίες για τις οποίες η επανάσταση στη Ρω-
σία νίκησε σχετικά γρήγορα και εύκολα –η αδύναµη αστική τάξη, η συµµαχία µε
τους αγρότες, το ξέσπασµα της επανάστασης εν καιρώ πολέµου– δεν χρειάζεται να
συζητηθούν εδώ. Το παράδειγµα ενός κράτους όπου κυριαρχεί ο εργαζόµενος λαός,
όπου ο καπιταλισµός έχει καταργηθεί και άρα οι προσπάθειες εστιάζονται στην ανοι-
κοδόµηση του κοµµουνισµού, δε γίνεται παρά να επιδρά βαθύτατα σε ολόκληρο το
παγκόσµιο προλεταριάτο. Φυσικά ένα παράδειγµα δεν αρκεί για να ωθήσει τους ερ-
γάτες των άλλων χωρών προς την επανάσταση. Ο ανθρώπινος νους καθορίζεται πε-
ρισσότερο από την επίδραση των υλικών συνθηκών γύρω του· αν λοιπόν ο ντόπιος
καπιταλισµός είχε ακόµα το παλιό του σφρίγος, τα νέα από τη µακρινή Ρωσία δεν θα
έκαναν την εντύπωση που κάνουν τώρα. “Γεµάτες σεβασµό και θαυµασµό, αλλά µε
µικροαστικά αισθήµατα φόβου, δίχως το θάρρος να σώσουν µε πράξεις τη Ρωσία και
τον κόσµο”. Έτσι βρήκε ο τριµπουνιστής Rutgebs[2] τις µάζες µετά την επιστροφή
του από τη Ρωσία. Όταν ο πόλεµος έφτασε στο τέλος του, όλοι ήλπιζαν σε µια γρή-
γορη ανάκαµψη της οικονοµίας· στα δε ψέµατα του τύπου απεικονιζόταν η Ρωσία
σαν µια χώρα στην οποία κυριαρχεί το χάος και η βαρβαρότητα· και οι µάζες βρίσκο-
νταν στην αναµονή. Έκτοτε η χαώδης κατάσταση στις παλιές πολιτισµένες χώρες έχει
οξυνθεί, η δε νέα τάξη της Ρωσίας συνεχίζει να ισχυροποιείται. Όµως και εδώ δρα-
στηριοποιούνται οι µάζες. Η οικονοµική κατάρρευση είναι η σηµαντικότερη κινητή-
ρια δύναµη της επανάστασης. Γερµανία και Αυστρία είναι ολοκληρωτικά κατε-
στραµµένες και εξαθλιωµένες, Ιταλία και Γαλλία βρίσκονται σε αναπότρεπτη κάµψη,
η Αγγλία έχει κλονιστεί σηµαντικά –και είναι αµφίβολο αν οι έντονες προσπάθειες
της κυβέρνησής της για να µπει η χώρα σε πορεία ανοικοδόµησης θα αποτρέψουν την
κατάρρευση– στη δε Αµερική εµφανίζονται τα πρώτα απειλητικά σηµάδια της κρί-

104
σης. Παντού –περίπου µε τη σειρά που αναφέραµε– ξεκινούν και οι µάζες να µπαί-
νουν σε κίνηση. Με µαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις που τραντάζουν κι άλλο την
οικονοµία παλεύουν ενάντια στην εξαθλίωσή τους· αυτοί οι αγώνες µεταβάλλονται
σταδιακά σε συνειδητή επαναστατική πάλη, και δίχως να είναι κοµµουνιστικές, οι
µάζες ακολουθούν το δρόµο που ορίζει ο κοµµουνισµός.[3] Η πρακτική αναγκαιότη-
τα τις ωθεί προς τα εκεί.

Μέσα σε αυτή την αναγκαιότητα και ατµόσφαιρα, τρόπον τινά σαν να ωθείται από
αυτές, αναπτύσσεται σε αυτές τις χώρες και η κοµµουνιστική πρωτοπορία, η οποία
συσπειρώνεται στην 3η ∆ιεθνή και έχει καθαρή συνείδηση των στόχων. Σύµπτωµα
και σηµείο αυτής της αυξανόµενης επαναστατικοποίησης είναι ο οξύς διανοητικός
και οργανωτικός διαχωρισµός του κοµµουνισµού από τη σοσιαλδηµοκρατία. Αυτός ο
διαχωρισµός έχει συντελεστεί εντονότερα στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, οι ο-
ποίες έχουν βυθιστεί αµέσως σε οξεία οικονοµική κρίση λόγω της συνθήκης των
Βερσαλλιών. Σε αυτές τις χώρες η σωτηρία του αστικού κράτους έκανε απαραίτητη
µια κυβέρνηση σοσιαλδηµοκρατών. Τόσο απελπιστική και βαθιά είναι εκεί η κρίση,
που η µάζα των ριζοσπαστών-σοσιαλδηµοκρατών εργατών [USPD], παρόλο που σε
µεγάλο βαθµό συνεχίζει να είναι προσκολληµένη στις παλιές σοσιαλδηµοκρατικές
µεθόδους, συνθήµατα και ηγέτες, ωθείται να αρχίσει επαφές µε τη Μόσχα και τάσσε-
ται υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στην Ιταλία ολόκληρο το σοσιαλδηµο-
κρατικό κόµµα έχει ενταχθεί στην 3η ∆ιεθνή· οι µάζες µε επαναστατική και έτοιµη για
αγώνα διάθεση, διεξάγουν ένα διαρκή εµφύλιο πόλεµο χαµηλής έντασης[4] µε κυ-
βέρνηση και αστούς, γεγονός που µας επιτρέπει να παραβλέψουµε το θεωρητικό µίγ-
µα σοσιαλιστικών, [αναρχο-]συνδικαλιστικών[5] και κοµµουνιστικών αντιλήψεων
που επικρατεί. Στη Γαλλία οι νεοσύστατες κοµµουνιστικές οµάδες αποχώρησαν από
το σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα και το συνδικαλιστικό κίνηµα, και οδεύουν προς το
σχηµατισµό ενός κοµµουνιστικού κόµµατος. Στην Αγγλία, λόγω της βαθιάς επίδρα-
σης του πολέµου στις παραδοσιακές σχέσεις του εργατικού κινήµατος, έχει ξεπηδήσει
ένα κοµµουνιστικό κίνηµα, που ακόµα αποτελείται από οµάδες και κόµµατα διαφο-
ρετικής προέλευσης καθώς και από καινούργιες οργανώσεις. Στην Αµερική δυο κοµ-
µουνιστικά κόµµατα αποχώρησαν από το σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα, τασσόµενα και
τα δυο υπέρ της Μόσχας. Η απρόσµενη δύναµη αντίστασης της Σοβιετικής Ρωσίας
απέναντι στις επιθέσεις της αντίδρασης, που είχε ως αποτέλεσµα να εξαναγκαστεί η
Αντάτ σε διαπραγµατεύσεις[6] –αυτό είναι πάντα το αποτέλεσµα µιας νίκης– ασκεί

105
µια νέα έλξη στα εργατικά κόµµατα της ∆ύσης. Η 2η ∆ιεθνής καταρρέει· ένα γενικό
κίνηµα κεντρώων οργανώσεων συντάσσεται µε τη Μόσχα, ωθούµενο από τις αυξα-
νόµενα επαναστατικές διαθέσεις των µαζών. Αυτές οι οργανώσεις υιοθετούν την ο-
νοµασία “κοµµουνιστικός”, δίχως όµως να αλλάζουν ιδιαίτερα τις παραδοσιακές βα-
σικές τους θέσεις, εισάγοντας έτσι στη νέα ∆ιεθνή αντιλήψεις και µεθόδους της πα-
λιάς σοσιαλδηµοκρατίας. Έτσι, λόγω της επαναστατικής ωρίµανσης σε αυτές τις χώ-
ρες, εµφανίζεται το αντίθετο φαινόµενο από ότι πρωτύτερα· µε την ένταξή τους ή την
οµολογία συµφωνίας στις αρχές της 3ης ∆ιεθνούς (ήδη αναφερθήκαµε στο USPD) µε-
τριάζεται ο οξύς διαχωρισµός κοµµουνιστών και σοσιαλδηµοκρατών. Αν και έγιναν
προσπάθειες, για να µη χαθεί κάθε σταθερότητα στις αρχές, αυτές οι οργανώσεις να
κρατηθούν επίσηµα εκτός της ∆ιεθνούς, καθώς προτάσσουν τα νέα συνθήµατα –τα
οποία αναγνωρίζουν µόνο κατ’ επίφαση– µπαίνουν στην ηγεσία του επαναστατικού
κινήµατος κάθε χώρας, και έτσι διατηρούν την επιρροή τους στις µάζες που αρχίζουν
και µπαίνουν σε δράση. Έτσι συµπεριφέρεται κάθε κυρίαρχο στρώµα: αντί να αποµο-
νωθεί από τις µάζες, γίνεται το ίδιο “επαναστατικό”, έτσι ώστε υπό την επιρροή του η
επανάσταση να χάσει τη σηµασία της. Πολλοί κοµµουνιστές δε, τείνουν να βλέπουν
εδώ µόνο ισχυροποίηση, και όχι αποδυνάµωση.

Η προλεταριακή επανάσταση φαίνεται να αποκτά µε την εµφάνιση του κοµµουνι-


σµού και το ρωσικό παράδειγµα µια απλή και ξεκάθαρη µορφή. Στην πραγµατικότη-
τα µαζί µε τις δυσκολίες εµφανίζονται και δυνάµεις που κάνουν τη διαδικασία της
επανάστασης απίστευτα περίπλοκη και επίπονη.

ΙΙ

Ζητήµατα και λύσεις, προγράµµατα και τακτική, δεν προκύπτουν από αφηρηµένες
αρχές, αλλά καθορίζονται µέσω της εµπειρίας, µέσω της πραγµατικής πρακτικής της
ζωής. Οι θεωρήσεις των κοµµουνιστών που αφορούν στον στόχο και τη διαδροµή
[που πρέπει να ακολουθηθεί], όφειλαν και οφείλουν να σχηµατίζονται από την µέχρι
τώρα επαναστατική πρακτική. Η ρωσική επανάσταση και η µέχρι τώρα πορεία της
γερµανικής επανάστασης αποτελούν το υλικό που έχουµε στη διάθεσή µας για να
προσδιορίσουµε τις κινητήριες δυνάµεις, τις συνθήκες και τις µορφές της προλεταρι-
ακής επανάστασης.

106
Η ταχύτητα µε την οποία η ρωσική επανάσταση, ιδίως αν συγκριθεί µε τις δυσκολίες
που παρουσιάζονται στη ∆υτική Ευρώπη, έφερε το προλεταριάτο στην πολιτική ε-
ξουσία, δε µπορεί παρά να προκαλεί έκπληξη στον παρατηρητή της ∆ύσης, παρόλο
που τώρα πια είναι γνωστές οι αιτίες πίσω από αυτή τη γρήγορη εξέλιξη. Πρώτη συ-
νέπεια [της πορείας της ρωσικής επανάστασης] ήταν ότι κατά τον πρώτο ενθουσια-
σµό υποτιµήθηκαν οι δυσκολίες της επανάστασης στον υπόλοιπο κόσµο. Η ρωσική
επανάσταση εξέθεσε µπροστά στο παγκόσµιο προλεταριάτο τις αρχές του νέου κό-
σµου µε καθαρή, απαστράπτουσα δύναµη: δικτατορία του προλεταριάτου, µε το σο-
βιετικό σύστηµα ως τη νέα δηµοκρατία, αναδιοργάνωση της βιοµηχανίας, της αγρο-
τικής οικονοµίας, της παιδείας. Από αρκετές απόψεις πρόσφερε µια καθαρή, ευδιά-
κριτη, σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της ουσίας και της µορφής της προλεταριακής επα-
νάστασης, µε αποτέλεσµα τίποτα να µη µοιάζει απλούστερο από τη µίµηση αυτού του
παραδείγµατος. Ότι δεν πρόκειται για κάτι τόσο απλό το έδειξε η γερµανική επανά-
σταση. Οι δε δυνάµεις που ήρθαν εκεί στο προσκήνιο υπάρχουν και δρουν και στην
υπόλοιπη Ευρώπη.

Η κατάρρευση του γερµανικού ιµπεριαλισµού το Νοέµβριο του 1918 βρήκε την ερ-
γατική τάξη εντελώς απροετοίµαστη για την προλεταριακή εξουσία. ∆ιανοητικά και
ηθικά διαλυµένη από τον τετραετή πόλεµο, εγκλωβισµένη στη σοσιαλδηµοκρατική
παράδοση, δεν ήταν δυνατό τις πρώτες εβδοµάδες που η κυβερνητική εξουσία είχε
εξαφανιστεί να αποκτήσει καθαρή συνείδηση των καθηκόντων της· η εντατική, αλλά
λιγοστή κοµµουνιστική προπαγάνδα ήταν αδύνατο να καλύψει αυτή την έλλειψη. Η
αστική τάξη της Γερµανίας είχε διδαχθεί περισσότερα από το παράδειγµα της Ρωσίας
από ότι το γερµανικό προλεταριάτο· φόρεσε τα κόκκινα για να αποκοιµίσει τους ερ-
γάτες, και άρχισε αµέσως να ξαναχτίζει τα όργανα εξουσίας της. Τα εργατικά συµ-
βούλια έδωσαν οικειοθελώς την εξουσία τους στους ηγέτες της σοσιαλδηµοκρατίας
και το δηµοκρατικό κοινοβούλιο.[7] Οι εργάτες που ως στρατιώτες είχαν ακόµα τα
όπλα στα χέρια τους, δεν αφοπλίστηκαν από την αστική τάξη, παρά τα παρέδωσαν
µόνοι τους· οι πιο δραστήριες εργατικές οµάδες ηττήθηκαν από τους νεοεµφανιζόµε-
νους λευκοφρουρούς, και η αστική τάξη οργανώθηκε σε ένοπλες πολιτοφυλακές.

Με τη βοήθεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών όλα όσα κερδήθηκαν ως προς τις εργα-
σιακές συνθήκες κατά την επανάσταση αφαιρέθηκαν από τους εργάτες, που είχαν πια
µείνει ανυπεράσπιστοι. Ο δρόµος προς τον κοµµουνισµό είναι µπλοκαρισµένος από

107
οδοφράγµατα και συρµατοπλέγµατα, για να διασφαλιστεί η επιβίωση του καπιταλι-
σµού, δηλ. η περαιτέρω καταβύθισή του στο χάος.

Φυσικά η εµπειρία της γερµανικής επανάστασης δε γίνεται να µεταφερθεί αυτόµατα


στις υπόλοιπες χώρες της ∆υτικής Ευρώπης· εκεί η εξέλιξη θα ακολουθήσει άλλους
δρόµους. Εκεί η εξουσία δε θα έρθει ξαφνικά στα χέρια των απροετοίµαστων µαζών
µέσω µιας πολιτικο-στρατιωτικής κατάρρευσης· το προλεταριάτο θα πρέπει να παλέ-
ψει σκληρά, και άρα να κατακτήσει έναν υψηλότερο βαθµό ωριµότητας. Αυτό που
στη Γερµανία συνέβη µε αστραπιαίους ρυθµούς κατά την εξέγερση του Νοεµβρίου,
στις άλλες χώρες θα λάβει χώρα µε πιο βραδείς ρυθµούς: η αστική τάξη εξάγει τα συ-
µπεράσµατά της από τη ρωσική επανάσταση, εξοπλίζεται στρατιωτικά για εµφύλιο
πόλεµο, ενώ ταυτόχρονα µέσω της σοσιαλδηµοκρατίας οργανώνει την πολιτική εξα-
πάτηση του προλεταριάτου. Όµως παρόλες τις διαφοροποιήσεις, στη γερµανική επα-
νάσταση εµφανίστηκαν µερικά γενικά χαρακτηριστικά, από τα οποία προκύπτουν
διδάγµατα ευρύτερης σηµασίας. Κατέστη εµφανές, πώς και εξαιτίας τίνων δυνάµεων,
η επανάσταση στη ∆υτική Ευρώπη θα είναι µια βραδύτερη και πιο επίπονη διαδικα-
σία. Η βραδύτητα µε την οποία αναπτύσσεται η επανάσταση στη ∆υτική Ευρώπη, αν
και είναι µόνο σχετική, έχει προκαλέσει αντιθέσεις στις τακτικές προσεγγίσεις που
ακολουθούνται. Σε καιρούς γοργής επαναστατικής ανάπτυξης οι τακτικές διαφορές
ξεπερνιούνται µέσω της πρακτικής, ή δεν γίνονται καν συνειδητές· η εντατική προπα-
γάνδιση φωτίζει τα µυαλά, ενώ ταυτόχρονα οι µάζες συρρέουν, και η πρακτική δρα-
στηριότητα ανατρέπει τις αντιλήψεις του παρελθόντος. Σε καιρούς όµως που τα
πράγµατα αρχίζουν και λιµνάζουν, και οι µάζες υποµένουν τα πάντα απαθείς, η δύ-
ναµη των επαναστατικών συνθηµάτων µοιάζει παραλυµένη· οι δυσκολίες συσσωρεύ-
ονται και ο αντίπαλος βγαίνει από κάθε αντιπαράθεση ισχυρότερος· το κοµµουνιστι-
κό κόµµα παραµένει αδύναµο και πηγαίνει από ήττα σε ήττα –τότε διαχωρίζονται οι
αντιλήψεις, αναζητούνται νέοι δρόµοι και νέα µέσα τακτικής. Σε όλες τις χώρες, παρ’
όλες τις τοπικές διαφοροποιήσεις, έχουν προκύψει κατά κύριο λόγο δύο τάσεις. Η µία
τάση επιδιώκει µε έργα και λόγους να επαναστατικοποιήσει και διαφωτίσει τα µυαλά,
και γι’ αυτό αντιπαραθέτει µε οξύ τρόπο τις νέες αρχές στις παραδεδοµένες αντιλή-
ψεις. Η άλλη τάση, θέλοντας να κερδίσει τις µάζες που βρίσκονται µακριά της, απο-
φεύγει όσο αυτό είναι δυνατό να κάνει οτιδήποτε θα µπορούσε να τις αποµακρύνει.
Τονίζει έτσι παντού και πάντα ό,τι ενώνει, και όχι ό,τι διαχωρίζει. Η πρώτη επιδιώκει
τον οξύ και ξεκάθαρο διαχωρισµό, η δεύτερη τη συνένωση των µαζών. Η πρώτη τάση

108
µπορεί να χαρακτηριστεί ως ριζοσπαστική, η δεύτερη ως οπορτουνιστική. ∆εδοµένης
της τωρινής κατάστασης στην Ευρώπη, µε την επανάσταση από τη µια να συναντά
ισχυρές αντιστάσεις, και τη σοβιετική Ρωσία από την άλλη, λόγω της επιτυχούς αντί-
στασής της στις επιθέσεις των δυνάµεων της Αντάτ, να έχει τόσο έντονα εντυπωσιά-
σει τις µάζες, µπορούµε να αναµένουµε µια µαζική εισροή στην 3η ∆ιεθνή εργατικών
οργανώσεων που µέχρι τώρα αµφιταλαντεύονταν[8]. ∆ε χωρά αµφιβολία ότι ο οπορ-
τουνισµός θα γίνει ισχυρή δύναµη εντός της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς.

Ο οπορτουνισµός δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη µια ήπια, ειρηνική, ευγενική στάση


και έκφραση σε αντίθεση µε την οξύτητα του ριζοσπαστισµού· αντιθέτως, η έλλειψη
ξεκάθαρης και σύµφωνης µε αρχές τακτικής συχνά πηγαίνει µαζί µε βίαιες εκφρά-
σεις· ανήκει δε στη φύση του, σε επαναστατικές καταστάσεις να περιµένει τα πάντα
από µια µεγάλη επαναστατική δράση. Η ουσία του βρίσκεται στο ότι λαµβάνει πάντα
υπόψη του το άµεσο, το τωρινό, χωρίς να σκέφτεται αυτά που ακολουθούν. Προ-
σκολλάται στην επιφάνεια των πραγµάτων, αντί να βλέπει τα θεµέλια που τα καθορί-
ζουν. Όταν οι δυνάµεις δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός στόχου, τάση του οπορ-
τουνισµού είναι να προσπαθεί να τον επιτύχει δια της πλαγίας οδού, αντί να προσπα-
θεί να ενισχύσει τις ανεπαρκείς του δυνάµεις. Γιατί στόχος του είναι η επιτυχία της
στιγµής, για την οποία θυσιάζονται οι προϋποθέσεις των µελλοντικών, σταθερών επι-
τυχιών. Συχνά, κάνοντας παραχωρήσεις σε καθυστερηµένες αντιλήψεις, συνάπτει
συµµαχίες µε άλλες “προοδευτικές” δυνάµεις, επικαλούµενος ότι έτσι γίνεται εφικτή
η κατάκτηση της εξουσίας ή το λιγότερο η διάσπαση του καπιταλιστικού µπλοκ και
άρα η επίτευξη ευνοϊκότερων όρων πάλης. Αποδεικνύεται όµως ότι αυτή η εξουσία
είναι µόνο φαινοµενική, δεν είναι παρά η προσωπική εξουσία µεµονωµένων ηγετών,
και όχι η εξουσία του προλεταριάτου. Από αυτή την αντίφαση µόνο σύγχυση, διαφ-
θορά και διαµάχες µπορούν να προκύψουν. Η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας,
όταν δεν υποστηρίζεται από µια ώριµη για την εξουσία εργατική τάξη, είτε θα χαθεί,
είτε θα κάνει τόσες παραχωρήσεις σε καθυστερηµένες αντιλήψεις, που θα φθαρεί από
τα µέσα. Η διάσπαση της αντίπαλης τάξης –αυτό το τόσο δηµοφιλές σύνθηµα του
ρεφορµισµού– δεν εµποδίζει καθόλου την ενότητα της εσωτερικά συνεκτικής αστικής
τάξης, ενώ εξαπατά, συσκοτίζει και αποδυναµώνει το προλεταριάτο. Αναµφίβολα,
δεν γίνεται να αποκλείσουµε το ενδεχόµενο η κοµµουνιστική πρωτοπορία του προλε-
ταριάτου να αναγκαστεί να καταλάβει την πολιτική εξουσία προτού εκπληρωθούν οι
κανονικές συνθήκες· όµως αυτό που σε µια τέτοια περίπτωση θα έχουν κερδίσει οι

109
µάζες σε διορατικότητα, οξυδέρκεια, αποφασιστικότητα και ανεξαρτησία, θα αποτε-
λέσει τη βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη του κοµµουνισµού.

Η ιστορία της 2ης ∆ιεθνούς είναι γεµάτη από παραδείγµατα της πολιτικής του οπορ-
τουνισµού, τα οποία έχουν αρχίσει να εµφανίζονται και στην 3η ∆ιεθνή. Τότε ο οπορ-
τουνισµός συνίστατο στην προσπάθεια επίτευξης του σοσιαλιστικού στόχου µε τη
βοήθεια των µαζών µη-σοσιαλιστικών οργανώσεων, ή και άλλων τάξεων. Αυτό διέφ-
θαρε την τακτική, προκαλώντας στο τέλος την κατάρρευση. Στην 3η ∆ιεθνή οι συν-
θήκες είναι ουσιωδώς διαφορετικές: έχει περάσει η εποχή της ειρηνικής καπιταλιστι-
κής ανάπτυξης, όπου η σοσιαλδηµοκρατία δε µπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω από
µια πολιτική διάδοσης θέσεων, µε σκοπό την προετοιµασία του εδάφους για την επα-
ναστατική εποχή. Ο καπιταλισµός καταρρέει· ο κόσµος δεν µπορεί να περιµένει µέ-
χρις ότου η προπαγάνδα µας να κάνει τη πλειοψηφία να αποκτήσει καθαρές κοµµου-
νιστικές θέσεις· οι µάζες πρέπει να παρέµβουν άµεσα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα,
για να σώσουν τον εαυτό τους και τον κόσµο από τη συντριβή. Τι µπορεί να κάνει
ένα µικρό, αν και µε αρχές, κόµµα, εκεί που χρειάζονται µάζες; ∆εν είναι εδώ ο ο-
πορτουνισµός, και η επιδίωξή του να κατακτηθούν οι µεγαλύτερες µάζες το γρηγορό-
τερο δυνατό, µια προσταγή της αναγκαιότητας;

Η επανάσταση, όσο µπορεί να γίνει από ένα µικρό ριζοσπαστικό κόµµα, άλλο τόσο
µπορεί να γίνει και από ένα µαζικό κόµµα, ή από µια συµµαχία παρόµοιων κοµµά-
των. Η επανάσταση ξεσπά αυθόρµητα από τις µάζες· οι δράσεις που αποφασίζονται
από ένα κόµµα, κάποιες φορές ίσως να δίνουν την αρχική ώθηση (αυτό συµβαίνει
σπάνια), όµως οι καθοριστικές δυνάµεις βρίσκονται αλλού, σε ψυχικούς παράγοντες,
στο υποσυνείδητο των µαζών, στα µεγάλα παγκόσµια πολιτικά γεγονότα. Το καθήκον
ενός επαναστατικού κόµµατος συνίσταται στο να διαδίδει από πριν ξεκάθαρες θέσεις,
έτσι ώστε µέσα στις µάζες να υπάρχουν εν γένει στοιχεία, που σε τέτοιες καταστάσεις
να γνωρίζουν τι να πράξουν, κρίνοντας αυτόνοµα την κατάσταση. Την ώρα της επα-
νάστασης, το κόµµα εκθέτει το πρόγραµµα, τα συνθήµατα και τις προτάσεις του, τα
οποία αναγνωρίζονται ως ορθά από τις µάζες που δρουν αυθόρµητα, διότι ξαναβρί-
σκουν εκεί τους ίδιους τους τους στόχους σε µια πιο ολοκληρωµένη µορφή· έτσι οι
µάζες κατακτούν µεγαλύτερη διαύγεια στόχων. Έτσι το κόµµα φτάνει να ηγείται του
αγώνα. Όσο οι µάζες µένουν αδρανείς, µπορεί να φαίνεται πως ό,τι κι αν κάνει το
κόµµα µένει χωρίς επιτυχία· όµως οι καθαρές του θέσεις επιδρούν ακόµη και σε εκεί-

110
να τα τµήµατα των µαζών που στέκουν απόµακρα. Στην επανάσταση το κόµµα εµφα-
νίζεται ως ενεργός δύναµη, ικανή να ορίζει µε σταθερότητα την πορεία. Αν κανείς
όµως επιδιώξει να φτιάξει ένα µεγάλο κόµµα µετριάζοντας την αυστηρότητα των αρ-
χών του, συνάπτοντας συµµαχίες και κάνοντας παραχωρήσεις, τότε την ώρα της επα-
νάστασης ενδέχεται κάποια αµφίβολα στοιχεία να κερδίσουν επιρροή, δίχως οι µάζες
να µπορούν να διακρίνουν την ακαταλληλότητά τους. Η προσαρµογή στις παραδεδο-
µένες αντιλήψεις αποτελεί µια προσπάθεια κατάκτησης της εξουσίας δίχως να συ-
ντρέχουν οι προϋποθέσεις της, η επαναστατικοποίηση των ιδεών· το αποτέλεσµα µιας
τέτοιας στάσης είναι η διακοπή της ανάπτυξης της επανάστασης. Πέραν τούτου, αυτή
η πρακτική αποτελεί αυταπάτη, διότι την ώρα της επανάστασης µόνο οι ριζοσπαστι-
κότερες ιδέες µπορούν να κερδίσουν τις µάζες. Η επανάσταση είναι η ώρα που συµ-
βαίνουν βαθιές πνευµατικές ανατροπές στις ιδέες των µαζών· δηµιουργεί τις συνθή-
κες για µια τέτοια ανατροπή, και ταυτόχρονα την προϋποθέτει· µε αυτόν τον τρόπο,
µε τη δύναµη των κοσµο-ανατρεπτικών του αρχών, φτάνει να ηγείται της επανάστα-
σης το κοµµουνιστικό κόµµα.

Σε αντίθεση µε τη ξεκάθαρη, έντονη έµφαση που δίνεται στις νέες αρχές (σοβιετικό
σύστηµα και δικτατορία) που διαχωρίζουν τον κοµµουνισµό από τη σοσιαλδηµοκρα-
τία, ο οπορτουνισµός στην 3η ∆ιεθνή βασίζεται όσο γίνεται περισσότερο στις µορφές
πάλης που κληρονόµησε από τη 2η ∆ιεθνή. Η ρωσική επανάσταση αντικατέστησε το
κοινοβούλιο µε το σύστηµα των σοβιέτ και δόµησε το συνδικαλιστικό σύστηµα στη
βάση της επιχείρησης[9]. Στη ∆υτική Ευρώπη έγινε µια πρώτη απόπειρα να ακολου-
θηθεί αυτό το παράδειγµα. Το Κοµµουνιστικό Κόµµα Γερµανίας µποϋκόταρε τις ε-
κλογές της εθνοσυνέλευσης, και κάλεσε σε άµεση ή σταδιακή οργανωµένη έξοδο από
τα σωµατεία. Όµως µετά το τέλος της επανάστασης του 1919, η κεντρική επιτροπή
του KPD εισήγαγε µια νέα τακτική, που κατέληγε στην αναγνώριση του κοινοβου-
λευτισµού και τη στήριξη των συνδικάτων ενάντια στις Ενώσεις[10]. Το σηµαντικό-
τερο επιχείρηµα υπέρ αυτής της τακτικής ήταν ότι το KPD δεν πρέπει να χάσει την
ηγεσία των µαζών, οι οποίες σκέφτονται ακόµα κοινοβουλευτικά: αυτές οι µάζες, που
εισρέοντας µαζικά στα σωµατεία έχουν ανεβάσει το συνολικό αριθµό µελών στα 7
εκατοµµύρια, θα κατακτηθούν ευκολότερα µε εκλογικές καµπάνιες και οµιλίες από
το βήµα του κοινοβουλίου. Ο ίδιος τρόπος σκέψης εµφανίζεται και στο BSP [British
Socialist Party] της Αγγλίας: δε θέλει να διαχωριστεί από το “κόµµα των Εργατικών”,
παρόλο που αυτό ανήκει στη 2η ∆ιεθνή, για να µη χάσει την επαφή του από τις µάζες

111
που συµµετέχουν στα σωµατεία. Ο φίλος µας Καρλ Ράντεκ, του οποίου το γραµµένο
στη φυλακή του Βερολίνου άρθρο µε τίτλο Η ανάπτυξη της παγκόσµιας επανάστασης
και τα καθήκοντα του κοµµουνιστικού κόµµατος µπορεί να ιδωθεί ως το προγραµµατι-
κό κείµενο του κοµµουνιστικού οπορτουνισµού, µας προφέρει την πιο καλά δοµηµέ-
νη εκδοχή αυτής της επιχειρηµατολογίας[11]. Σε αυτό το κείµενο υποστηρίζεται ότι η
προλεταριακή επανάσταση στη ∆υτική Ευρώπη θα είναι µια µακροχρόνια διαδικασία,
κατά την οποία ο κοµµουνισµός οφείλει να χρησιµοποιήσει όλα τα µέσα προπαγάν-
δας, µε κύρια όπλα τον κοινοβουλευτισµό και τη συµµετοχή στα σωµατεία. Ακόµα
διακηρύσσεται ως νέος στόχος αγώνα η σταδιακή εφαρµογή του εργατικού ελέγχου.

Το κατά πόσο αυτές οι θέσεις είναι ορθές, θα φανεί από µια διερεύνηση των βάσεων,
προϋποθέσεων και δυσκολιών της προλεταριακής επανάστασης στη ∆υτική Ευρώπη.

ΙΙΙ

Τονίζουµε ξανά και ξανά πως στη ∆υτική Ευρώπη η επανάσταση θα διαρκέσει πε-
ρισσότερο, επειδή εδώ η αστική τάξη είναι πολύ ισχυρότερη από όσο στη Ρωσία. Ας
αναλύσουµε την ουσία αυτής της δύναµης! Βρίσκεται µήπως στο ότι εδώ είναι πιο
πολυάριθµη; Οι προλεταριακές µάζες είναι κατ’ αναλογία πολύ πιο πολυπληθείς.
Βρίσκεται µήπως στην κυριαρχία ολόκληρου του οικονοµικού βίου από την αστική
τάξη; Αναµφίβολα είναι ένα σηµαντικό κοµµάτι της δύναµής της. Όµως αυτή η κυρι-
αρχία φθείρεται, στη δε κεντρική Ευρώπη η οικονοµία έχει κηρύξει πτώχευση. Βρί-
σκεται µήπως στο ότι έχει στη διάθεσή της το κράτος και τα άλλα µέσα εξουσίας; Το
δίχως άλλο, µε αυτά κρατά τις µάζες υπό έλεγχο –αυτός είναι ο λόγος που η κατά-
κτηση της κρατικής εξουσίας είναι ο πρώτος στόχος του προλεταριάτου. Όµως το
Νοέµβριο του 1918 στη Γερµανία και την Αυστρία η κρατική εξουσία έφυγε από τα
χέρια των αστών δίχως αυτοί να µπορούν να κάνουν το παραµικρό, τα µέσα εξουσίας
του κράτους είχαν παραλύσει, και οι µάζες πήραν την εξουσία. Κι όµως, η αστική
τάξη ξανάφτιαξε την κρατική εξουσία, και οι εργάτες έγιναν ξανά υποτελείς. Αυτό
αποδεικνύει ότι η αστική τάξη είχε στη διάθεσή της ακόµα µια κρυφή πηγή εξουσίας,
η οποία είχε µείνει άθικτη, και διασφάλιζε στους αστούς ότι, ακόµη κι όταν τα πάντα
είχαν γίνει συντρίµµια, η κυριαρχία τους θα επανέκαµπτε. Αυτή η κρυφή δύναµη εί-
ναι η πνευµατική κυριαρχία της αστικής τάξης επί του προλεταριάτου. Επειδή οι
προλεταριακές µάζες βρίσκονται υπό την απόλυτη κυριαρχία του αστικού τρόπου
σκέψης, µετά την κατάρρευση ξανάφτιαξαν µε τα ίδια τους τα χέρια την αστική κυρι-

112
αρχία. Η γερµανική εµπειρία θέτει το δυσεπίλυτο πρόβληµα της επανάστασης στη
∆υτική Ευρώπη. Σε αυτές τις χώρες ο παλαιός αστικός τρόπος παραγωγής και υψηλά
αναπτυγµένη αστική κουλτούρα που τον συνοδεύει έχουν αφήσει εδώ και αιώνες τη
σφραγίδα τους πάνω στη σκέψη και το αίσθηµα των λαϊκών µαζών. Κατά συνέπεια ο
πνευµατικός και εσωτερικός χαρακτήρας των λαϊκών µαζών είναι εντελώς διαφορετι-
κός από τις ανατολικές χώρες, οι οποίες δε γνώρισαν την κυριαρχία της αστικής
κουλτούρας. Εδώ βρίσκεται η διαφορά ως προς τη πορεία της επανάστασης σε Ανα-
τολή και ∆ύση. Σε Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Γερµανία, Σκανδιναβία, από το
µεσαίωνα υπάρχει ισχυρή αστική τάξη, µικροαστική και πρωτόλεια καπιταλιστική
παραγωγή· µε την καταστροφή της φεουδαρχίας ξεπήδησε και µια ισχυρή, ανεξάρτη-
τη αγροτιά, αποτελούµενη από µικρούς ανεξάρτητους παραγωγούς. Σε αυτή τη βάση
η αστική πνευµατική ζωή εξελίχθηκε σε στέρεη εθνική κουλτούρα, πρωτίστως στα
κράτη της Αγγλίας και της Γαλλίας που βρέχονται από θάλασσα, και στα οποία πρω-
τοξεκίνησε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο καπιταλισµός του 19ου αι. ανάπτυξε και ε-
κλέπτυνε αυτή την εθνική κουλτούρα κυριαρχώντας πάνω στο σύνολο της οικονοµί-
ας, και τραβώντας και τις πιο αποµακρυσµένες αγροτικές περιοχές µέσα στον κύκλο
της παγκόσµιας οικονοµίας. Με τα µέσα προπαγάνδας που είχε στη διάθεσή του, τον
τύπο, το σχολείο και την εκκλησία εισχώρησε βαθιά µέσα στα µυαλά τόσο των µαζών
που ώθησε στις πόλεις και προλεταριοποίησε, όσο και εκείνων που άφησε πίσω στις
αγροτικές περιοχές. Αυτό δεν ισχύει µόνο για τις χώρες καταγωγής του καπιταλι-
σµού, αλλά, µε κάποιες διαφοροποιήσεις, και για τα κράτη που ίδρυσαν πρόσφατα οι
Ευρωπαίοι, την Αµερική και την Αυστραλία, καθώς και για τις χώρες της κεντρικής
Ευρώπης που µέχρι πρότινος έµεναν στάσιµες: Γερµανία, Αυστρία, Ιταλία, στις ο-
ποίες η νέα καπιταλιστική ανάπτυξη ξεκίνησε σε µια παλαιά, στάσιµη οικονοµία ό-
που κυριαρχούσε η κουλτούρα των µικροκαλλιεργητών και των µικροαστών. Εντε-
λώς άλλο υλικό και εντελώς άλλες παραδόσεις συνάντησε ο καπιταλισµός στις χώρες
της Ανατολικής Ευρώπης. Εκεί, στη Ρωσία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, αλλά και
την Πρωσία, δεν υπήρχε ισχυρή αστική τάξη, που να κυριαρχεί εδώ και καιρό στην
πνευµατική ζωή· εκεί η πνευµατική ζωή καθορίζονταν από τις πρωτόγονες αγροτικές
συνθήκες, τα µεγάλα αγροκτήµατα, τον πατριαρχικό φεουδαλισµό και τον κοµµουνι-
σµό της αγροτικής κοινότητας. Εκεί οι µάζες ως προς τον κοµµουνισµό ήταν πιο α-
νοικτές, πιο δεκτικές, σαν άγραφο χαρτί. Οι σοσιαλδηµοκράτες συχνά εξέφραζαν µε
σαρκασµό το θαυµασµό τους για το πώς οι αστοιχείωτοι Ρώσοι µπόρεσαν να µπουν
στην πρωτοπορία του νέου κόσµου της εργασίας. Σωστά τους αντέταξε κάποιος της

113
αγγλικής αποστολής στο κοµµουνιστικό συνέδριο του Άµστερνταµ: µπορεί οι Ρώσοι
να αγνοούν πολλά, όµως οι Άγγλοι εργάτες είναι γεµάτοι µε τόσες πολλές προκατα-
λήψεις, που η προπαγάνδιση του κοµµουνισµού καθίσταται δυσχερέστερη σε αυτούς.
Αυτές οι “προκαταλήψεις” δεν είναι παρά η επιφανειακή όψη του αστικού τρόπου
σκέψης, που κυριαρχεί στις µάζες του αγγλικού και γενικότερα του δυτικοευρωπαϊ-
κού προλεταριάτου.

Είναι δύσκολο, λόγω της πολύπλευρης και συγχυσµένης φύσης της, να συνοψίσουµε
σε λίγες γραµµές ολόκληρο το περιεχόµενο αυτής της νοοτροπίας στην αντίθεσή της
µε την προλεταριακή-κοµµουνιστική κοσµοαντίληψη. Πρώτο της χαρακτηριστικό
είναι ο ατοµικισµός, που έχει τις ρίζες του στις παλαιότερες µικροαστικές-αγροτικές
µορφές εργασίας και µόνο σταδιακά δίνει τη θέση του στο προλεταριακό αίσθηµα
κοινότητας –αυτό το χαρακτηριστικό έχει χαραχθεί πάνω σε αστική τάξη και προλε-
ταριάτο ιδιαίτερα έντονα στις αγγλοσαξονικές χώρες. Το βλέµµα περιορίζεται στο
χώρο εργασίας και δεν απλώνεται στην κοινωνική ολότητα· οι εργάτες, εγκλωβισµέ-
νοι στην αρχή του καταµερισµού εργασίας, δε θεωρούν την “πολιτική” ως υπόθεση
όλων, αλλά ως µονοπώλιο ενός κυρίαρχου στρώµατος, ως ένα ειδικό επάγγελµα ε-
παγγελµατιών πολιτικών. Η αστική κουλτούρα, µέσα από µια αλληλεπίδραση υλικής
και πνευµατικής φύσης που κρατά αιώνες, µέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία, έ-
χει εισχωρήσει βαθιά στις προλεταριακές µάζες παράγοντας ένα αίσθηµα εθνικής ε-
νότητας –που ριζώνει βαθύτερα στο υποσυνείδητο από όσο η επιφανειακή αδιαφορία
ή ο επιδερµικός διεθνισµός–, το οποίο εκδηλώνεται ως εθνική διαταξική αλληλεγγύη,
δυσχεραίνοντας τη διεθνή δράση.

Η αστική κουλτούρα ενυπάρχει στο προλεταριάτο πρωτίστως ως πνευµατική παρά-


δοση. Οι εγκλωβισµένες σ’ αυτήν µάζες σκέφτονται στη βάση ιδεολογιών και όχι στη
βάση πραγµατικοτήτων· η αστική σκέψη υπήρξε ανέκαθεν ιδεολογική. Όµως ως ιδε-
ολογία και παράδοση δεν είναι οµογενής· από τους αµέτρητους ταξικούς αγώνες των
περασµένων αιώνων έχουν αναπτυχθεί πνευµατικά ανακλαστικά ως πολιτικά και
θρησκευτικά διανοητικά συστήµατα, τα οποία διαιρούν τον παλαιό αστικό κόσµο,
συµπεριλαµβανοµένου του ανερχόµενου προλεταριάτου, σε οµάδες, θρησκείες, σέ-
κτες, κόµµατα, στη βάση ιδεολογικών κοσµοαντιλήψεων. Κατά δεύτερο λόγο το α-
στικό παρελθόν ενυπάρχει στο προλεταριάτο ως οργανωτική παράδοση, η οποία
µπλοκάρει την ανάπτυξη της ταξικής ενότητας έτσι όπως αυτή αντιστοιχεί στις νέες

114
συνθήκες· σε αυτές τις παραδοσιακές οργανώσεις οι εργάτες αποτελούν την ουρά και
την ακολουθία µιας αστικής πρωτοπορίας. Στις ιδεολογικές διαµάχες οι ηγεσίες
προέρχονται από το στρώµα των διανοούµενων. Οι διανοούµενοι –ιερείς, δάσκαλοι,
στοχαστές, δηµοσιογράφοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί– σχηµατίζουν µια πολυπληθή τά-
ξη, λειτουργία της οποίας είναι η καλλιέργεια, η εξέλιξη και η διάδοση της αστικής
κουλτούρας· αυτό το στρώµα µεταδίδει την αστική κουλτούρα στις µάζες και παίζει
το διαµεσολαβητή ανάµεσα στα συµφέροντα των µαζών και την κυριαρχία του κεφα-
λαίου. Η πνευµατική κυριαρχία αυτού του στρώµατος διασφαλίζει την κυριαρχία του
κεφαλαίου πάνω στις µάζες. Γιατί ακόµα κι όταν οι καταπιεζόµενες µάζες εξεγείρο-
νται ενάντια στο κεφάλαιο και τα όργανά του, το κάνουν συχνά υπό την ηγεσία της
διανόησης· η πειθαρχία και η αλληλεγγύη που έχει κερδηθεί στον κοινό τους αγώνα
[κεφαλαίου-διανόησης] αποδεικνύεται κάθε φορά που αυτοί οι ηγέτες περνούν στο
στρατόπεδο του κεφαλαίου, αποτελώντας το ισχυρότερο στήριγµα του συστήµατος.
Έτσι, η χριστιανική ιδεολογία των καταποντιζόµενων µικροαστικών στρωµάτων, η
οποία ως µορφή έκφρασης του αγώνα τους ενάντια στο σύγχρονο καπιταλιστικό κρά-
τος είχε µεταβληθεί σε µια ισχυρή δύναµη, αργότερα λειτούργησε επάξια ως αντι-
δραστικό, συντηρητικό σύστηµα κυριαρχίας υπέρ του κράτους (π.χ. ο καθολικισµός
στη Γερµανία κατά τον “πολιτισµική διαµάχη”[12] [Kulturkampf, τέλη του 19ου αι.]).
Παρόµοια η σοσιαλδηµοκρατία, παρόλο που σε θεωρητικό επίπεδο είχε µια αξιόλογη
συµβολή, καταστρέφοντας τις παλιές ιδεολογίες της ανερχόµενης εργατικής τάξης,
διατήρησε την διανοητική εξάρτηση των προλεταριακών µαζών από πολιτικές και
άλλες ηγεσίες, οι οποίες λειτουργούσαν ως ειδικοί καθοδηγώντας όλες τις γενικές υ-
ποθέσεις των εργατών, αντί να συµβάλλει στο να πάρουν οι εργάτες τα πράγµατα στα
χέρια τους. Η ισχυρή αλληλεγγύη και πειθαρχία που αναπτύχθηκαν στους συχνά δρι-
µείς ταξικούς αγώνες των τελευταία πενήντα ετών δεν ανέτρεψαν τον καπιταλισµό,
καθώς εξέφραζαν την εξουσία της οργάνωσης και της ηγεσίας πάνω στις µάζες, η ο-
ποία τον Αύγουστο του 1914 και το Νοέµβριο του 1918 τις έκανε να λειτουργήσουν
ως υποχείρια της αστικής τάξης, του ιµπεριαλισµού και της αντίδρασης. Σε πολλές
χώρες της ∆υτικής Ευρώπης, η πνευµατική κυριαρχία του αστικού παρελθόντος επί
του προλεταριάτου συνεπάγεται µια διάσπασή του σε οµάδες ιδεολογικά διαχωρισµέ-
νες, που στέκουν εµπόδιο στην ταξική ενότητα. Η σοσιαλδηµοκρατία αρχικά επεδίω-
κε την επίτευξη της ταξικής ενότητας, όµως –εν µέρει λόγω της οπορτουνιστικής της
τακτικής, που έβαζε την “καθαρά-πολιτική πολιτική” µπροστά από την ταξική πολι-
τική– δίχως επιτυχία: απλά προστέθηκε µια ακόµη οργάνωση δίπλα στις υπάρχουσες.

115
Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας πάνω στις µάζες δεν αποκλείει ότι σε καιρούς
κρίσης, οι οποίοι απελπίζουν και ωθούν σε δράση τις µάζες, η δύναµη αυτής της πα-
ράδοσης προσωρινά απωθείται –όπως το Νοέµβριο του 1918 στη Γερµανία. Όµως η
ιδεολογία έκανε ξανά την εµφάνισή της, και έγινε αιτία η προσωρινή νίκη να χαθεί.
Στο παράδειγµα της Γερµανίας µπορούµε να συλλάβουµε συγκεκριµένα πράγµατα ως
εκφράσεις της κυριαρχίας των αστικών αντιλήψεων: ο σεβασµός σε αφηρηµένα συν-
θήµατα όπως “δηµοκρατία”· η δύναµη των παλιών συνηθειών σκέψης και των πα-
λιών προγραµµατικών θέσεων, όπως η πραγµάτωση του σοσιαλισµού µέσω κοινο-
βουλευτικών ηγετών και ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος· η έλλειψη προλεταριακής
αυτοπεποίθησης, εµφανής στην επίδραση του οχετού λάσπης από ψευδείς ειδήσεις
για τη Ρωσία· η έλλειψη εµπιστοσύνης στη δύναµη των ίδιων των εργατών· όµως πά-
νω από όλα η εµπιστοσύνη στο κόµµα, την οργάνωση, την ηγεσία, που για σαράντα
χρόνια ενσάρκωναν τον αγώνα, το επαναστατικό στόχο, τον ιδεαλισµό των µαζών. Η
βίαιη, η πνευµατική, η ηθική, η υλική εξουσία των οργανώσεων, που µέσα από τις
µακροχρόνιες προσπάθειες των ίδιων των µαζών είχαν µεταβληθεί σε γιγάντιους µη-
χανισµούς, οι οποίοι ενσάρκωναν µορφές αγώνα µιας εποχής που το εργατικό κίνηµα
ήταν µέλος ενός ανερχόµενου καπιταλισµού, τσάκισε όλες τις επαναστατικές τάσεις
που ξεπήδησαν από τις µάζες.

Η περίπτωση της Γερµανίας δε θα µείνει εξαίρεση. Η αντίφαση ανάµεσα στην πνευ-


µατική ανωριµότητα που υπάρχει στις αστικές παραδόσεις εντός του προλεταριάτου
και στη ραγδαία οικονοµική κατάρρευση του καπιταλισµού –µια αντίφαση καθόλου
τυχαία, καθώς σε έναν καπιταλισµό που ανθεί, το προλεταριάτο δε γίνεται να κατα-
κτήσει την πνευµατική ωριµότητα που απαιτείται για την κυριαρχία και την ελευθε-
ρία του– µπορεί να λυθεί µόνο από την επαναστατική διαδικασία, στην οποία οι αυ-
θόρµητες εξεγέρσεις και καταλήψεις της εξουσίας θα εναλλάσσονται µε οπισθοχω-
ρήσεις. Είναι εύλογο λοιπόν να υποθέσουµε ότι σχηµατίζεται έτσι µια µακρά επανα-
στατική πορεία, κατά την οποία το προλεταριάτο θα εφορµά χωρίς επιτυχία µε όλα τα
παλαιά και νέα µέσα που διαθέτει ενάντια στο κάστρο του κεφαλαίου, µέχρι να το
κατακτήσει οριστικά. Εδώ αποτυγχάνει η τακτική της µακροχρόνιας και καλά οργα-
νωµένης πολιορκίας που υποστηρίζει στο κείµενό του ο Ράντεκ. Το πρόβληµα της
τακτικής δεν είναι η όσο το δυνατόν γρηγορότερη κατάκτηση της εξουσίας, αν αυτή
µπορεί να είναι µια ψευδαίσθηση –µια τέτοια κατάκτηση αποτελεί εύκολο στόχο για
τους κοµµουνιστές– αλλά απεναντίας, το πώς θα αναπτυχθούν στο προλεταριάτο οι

116
βάσεις για µια ταξική εξουσία που να µπορεί να διατηρηθεί. Καµιά “αποφασισµένη
µειοψηφία” δε µπορεί να λύσει αυτό το πρόβληµα, που µπορεί να λυθεί µόνο από τη
δραστηριότητα του συνόλου της τάξης· αν ο πληθυσµός σταθεί αδιάφορος σε µια τέ-
τοια κατάληψη εξουσίας, αυτό δε σηµαίνει ότι αποτελεί µια πραγµατικά παθητική
µάζα. Όταν δεν έχει κερδηθεί από τον κοµµουνισµό, ανά πάσα στιγµή µπορεί να ακο-
λουθήσει ενεργητικά την αντίδραση ενάντια στην επανάσταση. Ένας “συνασπισµός
µε έτοιµες τις αγχόνες” δεν είναι παρά ένα φτωχό προκάλυµµα ενός µη-
υπερασπίσιµου καθεστώτος κοµµατικής δικτατορίας. Αν σε µια βίαιη εξέγερση το
προλεταριάτο καταστρέψει τη χρεοκοπηµένη κυριαρχία της αστικής τάξης, και η πιο
διαυγής του πρωτοπορία, το κοµµουνιστικό κόµµα πάρει τον πολιτικό έλεγχο, τότε
αυτό δε θα έχει παρά ένα καθήκον: να αποµακρύνει τις πηγές αδυναµίας του προλε-
ταριάτου, και να το δυναµώσει για να µπορέσει να ανταποκριθεί στους ταξικούς αγώ-
νες που το περιµένουν. Συνεπώς [το κόµµα] οφείλει να συµβάλλει στη δραστηριοποί-
ηση των µαζών, στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών εντός τους, στην ανάπτυξη της αυτο-
πεποίθησής τους, για να πάρουν οι ίδιες οι µάζες στα χέρια τους τις υποθέσεις τους,
επειδή µόνο αυτές µπορούν να τις λύσουν. Άρα είναι απαραίτητο να τσακιστεί το βά-
ρος των παραδοσιακών οργανώσεων και των παλαιών ηγεσιών –συνεπώς σε καµία
περίπτωση δεν πρέπει [το κοµµουνιστικό κόµµα] να µπαίνει σε κυβερνητικές συµµα-
χίες, οι οποίες µειώνουν τη δύναµη του προλεταριάτου–, να δηµιουργηθούν νέες
µορφές πάλης, να σταθεροποιηθεί η υλική ισχύς των µαζών· µόνο έτσι γίνεται εφικτή
η οργάνωση της παραγωγής σε νέες βάσεις, αλλά και η πρώτη προϋπόθεση της άµυ-
νας ενάντια στην αντεπανάσταση: η ικανότητα υπεράσπισης ενάντια σε επιθέσεις του
καπιταλισµού από τα έξω.

Η εξουσία που έχει στα χέρια της η αστική τάξη σε αυτήν την εποχή είναι η πνευµα-
τική εξάρτηση και υποτέλεια του προλεταριάτου. Η ανάπτυξη της επανάστασης είναι
η διαδικασία αυτοχειραφέτησης του προλεταριάτου από αυτή την εξάρτηση, από την
παράδοση των περασµένων εποχών –τούτη η αυτοχειραφέτηση µπορεί να γίνει πραγ-
µατικότητα µόνο µέσα από την ίδια την εµπειρία του αγώνα. Εκεί που ο καπιταλισµός
έχει ιστορία αιώνων, και η άρα και η πάλη των εργατών λαµβάνει χώρα εδώ και αρ-
κετές γενιές, το προλεταριάτο έπρεπε σε κάθε περίοδο να αναπτύσσει µεθόδους, µορ-
φές και µέσα βοήθειας του αγώνα που να αναλογούν στην αντίστοιχη βαθµίδα ανά-
πτυξης του καπιταλισµού. Στη συνέχεια αυτές οι µέθοδοι και οι µορφές πάλης έπαυαν
να θεωρούνται ως αυτό που πραγµατικά είναι, δηλ. προσωρινής φύσης αναγκαιότη-

117
τες, και εξυψώνονταν σε αµετάβλητες, απολύτως καλές, ιδεολογικά αποθεωµένες
µορφές πάλης. Με την πάροδο του χρόνου µεταβάλλονταν σε δεσµά που εµποδίζουν
την ανάπτυξη [νέων µορφών πάλης], και έπρεπε κάθε φορά να γίνουν κοµµάτια. Την
ώρα που η τάξη έµπαινε σε µια φάση έντονων ανατροπών και ανάπτυξης, η ηγεσία
παρέµενε στάσιµη, ως εκφραστής µιας ορισµένης φάσης. Η ισχυρή της επίδραση
µπλόκαρε το κίνηµα· οι µορφές δράσης γίνονταν δόγµατα, και οι οργανώσεις µετα-
βάλλονταν σε αυτοσκοπό, δυσχεραίνοντας κι άλλο τον προσανατολισµό και την προ-
σαρµογή στις νέες συνθήκες πάλης. Αυτό ισχύει και τώρα. Κάθε φάση ανάπτυξης της
ταξικής πάλης πρέπει να ξεπεράσει την παράδοση των προηγούµενων φάσεων, για να
µπορέσει να αναγνωρίσει και να φέρει σε πέρας τα δικά της καθήκοντα –µόνο που
τώρα αυτή η ανάπτυξη συντελείται µε πολύ γρηγορότερους ρυθµούς. Από τη ίδια τη
διαδικασία του αγώνα αναπτύσσεται η επανάσταση. Το ίδιο το προλεταριάτο γεννά
τις αντιστάσεις που πρέπει µετά να υπερβεί. Στο ξεπέρασµά τους, το προλεταριάτο
υπερβαίνει και τους δικούς του περιορισµούς, και ωριµάζει για τον κοµµουνισµό.

IV

Κοινοβουλευτισµός και συνδικαλιστικό κίνηµα είναι οι κύριες µορφές αγώνα που


αντιστοιχούσαν στην εποχή της 2ης ∆ιεθνούς.

Η 1η ∆ιεθνής Ένωση Εργατών εξέθεσε στα συνέδριά της τις βάσεις αυτής της τακτι-
κής, ορίζοντας, σε συµφωνία µε την κοινωνική θεωρία του Μαρξ και ενάντια στις
πρωτόλειες αντιλήψεις που προέρχονταν από την προκαπιταλιστική, µικροαστική ε-
ποχή, το χαρακτήρα της προλεταριακής ταξικής πάλης ως τον ακατάπαυστο αγώνα
ενάντια στον καπιταλισµό υπέρ των συνθηκών διαβίωσης του προλεταριάτου, µέχρι
την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Ο µεν πολιτικός αγώνας µετά το τέλος της
εποχής των αστικών επαναστάσεων και των ένοπλων εξεγέρσεων, δε γινόταν παρά να
διεξαχθεί εντός του πλαισίου των παλαιών ή των νεοσύστατων εθνών-κρατών, ο δε
συνδικαλιστικός σε ακόµα στενότερα πλαίσια. Ήταν µοιραίο εποµένως η ∆ιεθνής να
διαλυθεί. Ο αγώνας για τις νέες τακτικές, τις οποίες δε µπορούσε να εφαρµόσει την
έκανε κοµµάτια, οι δε παλιές αντιλήψεις και µέθοδοι πάλης κρατήθηκαν ζωντανές
από τον αναρχισµό. Τις νέες τακτικές τις κληρονόµησαν τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµ-
µατα µε τα συνδικάτα τους, που ξεπηδούσαν από παντού. Από αυτά τα κόµµατα ι-
δρύθηκε ως χαλαρή οµοσπονδία η 2η ∆ιεθνής, η οποία πραγµατικά αναγκάστηκε να
παλέψει µε την παράδοση, η οποία είχε τη µορφή του αναρχισµού· όµως η κληρονο-

118
µιά της 1ης ∆ιεθνούς είχε ήδη αναπτύξει ένα φυσικό πεδίο δράσης. Κάθε κοµµουνι-
στής σήµερα γνωρίζει γιατί αυτές οι µέθοδοι πάλης ήταν τότε απαραίτητες και αποτε-
λεσµατικές. Όταν η εργατική τάξη αναπτύσσεται εντός του καπιταλισµού, δεν είναι
ακόµα σε θέση να πραγµατώσει, ούτε µπορεί να συλλάβει ως σκέψη, τη δηµιουργία
δικών της οργάνων, µέσω των οποίων θα εξουσιάζει και θα διαχειρίζεται την κοινω-
νία. Πρώτα πρέπει να προσανατολιστεί διανοητικά και να κατανοήσει τον καπιταλι-
σµό και την ταξική του κυριαρχία. Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το σοσιαλδη-
µοκρατικό κόµµα, είχε καθήκον µέσω της προπαγάνδας να ξεσκεπάσει την αληθινή
φύση του καθεστώτος και µέσω της προώθησης ταξικών αιτηµάτων να δείξει στις
µάζες τους στόχους τους. Συνεπώς ήταν απαραίτητο να συµµετάσχει στο κοινοβούλι-
ο, να εισχωρήσει στα κέντρα της αστικής κυριαρχίας, να υψώσει εκεί την φωνή του
και να λάβει µέρος στις κοµµατικές διαµάχες.

Τα πράγµατα αλλάζουν όταν ο αγώνας του προλεταριάτου φτάνει στο στάδιο της ε-
πανάστασης. ∆εν ασχολούµαστε εδώ µε το ότι ο κοινοβουλευτισµός είναι ασύµβατος
µε την αυτοκυβέρνηση των µαζών, και άρα πρέπει να δώσει τη θέση του στο σοβιετι-
κό σύστηµα, αλλά µε το ζήτηµα της χρησιµοποίησης του κοινοβουλευτισµού ως µέ-
σου πάλης του προλεταριάτου. Ο κοινοβουλευτισµός καθαυτός είναι η τυπική µορφή
αγώνα διαµέσου ηγετών, µε τις µάζες να παίζουν ένα υποδεέστερο ρόλο. Η πρακτική
του συνίσταται στο ότι η αποφασιστικής σηµασίας πάλη διεξάγεται από τους εκλεγ-
µένους, από µεµονωµένα άτοµα· γεννά εποµένως στις µάζες τη ψευδαίσθηση ότι ο
αγώνας µπορεί να διεξαχθεί από άλλους στη θέση τους. Πρωτύτερα υπήρχε η πεποί-
θηση ότι η ηγέτες µπορούν στο κοινοβούλιο να πετύχουν σηµαντικές µεταρρυθµίσεις·
ακόµα, υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι οι βουλευτές µπορούν να πραγµατοποιήσουν το
πέρασµα στο σοσιαλισµό ψηφίζοντας νόµους. Σήµερα που ο κοινοβουλευτισµός έχει
πιο µετριοπαθείς αξιώσεις, ακούγεται το επιχείρηµα ότι οι βουλευτές µπορούν από το
βήµα της βουλής να συνεισφέρουν σηµαντικά στην προπαγάνδιση του κοµµουνι-
σµού.[a] Το βάρος πέφτει ολοένα στους ηγέτες, είναι δε αυτονόητο ότι έτσι η πολιτι-
κή καθορίζεται από επαγγελµατίες –ακόµα κι αν φορά το δηµοκρατικό µανδύα των
συνεδρίων και των ψηφισµάτων–· η ιστορία της σοσιαλδηµοκρατίας είναι µια αλυσί-
δα από µάταιες απόπειρες η πολιτική να καθορίζεται από τα ίδια τα µέλη. Όταν το
προλεταριάτο παλεύει κοινοβουλευτικά, όλα αυτά είναι αναπόφευκτα, όσο οι µάζες
δεν έχουν δηµιουργήσει όργανα της δικής τους αυτόνοµης δράσης, όσο δηλαδή η ε-
πανάσταση αργεί. Μόλις οι µάζες έρχονται στο προσκήνιο, και αρχίζουν να πράτ-

119
τουν, και άρα να καθορίζουν τα πράγµατα, τα µειονεκτήµατα του κοινοβουλευτισµού
γίνονται καταφανή.

Το πρόβληµα της τακτικής είναι –το αναφέρουµε πιο πάνω– το πώς θα ξεριζώσουµε
από τις µάζες την παραδοσιακή αστική νοοτροπία, που παραλύει τη δύναµή τους· ό,τι
δυναµώνει τις παραδοσιακές αντιλήψεις είναι επιζήµιο. Το ισχυρότερο, το πιο αµετά-
βλητο χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας είναι η εξάρτηση από τους αρχηγούς,
στους οποίους παραχωρείται το αποφασίζειν για όλα τα γενικά ζητήµατα, και η διεύ-
θυνση των ταξικών υποθέσεων. Ο κοινοβουλευτισµός έχει την αναπόφευκτη τάση να
µπλοκάρει την αναγκαία για την επανάσταση δραστηριότητα των µαζών. Μπορεί να
βγαίνουν στα κοινοβούλια ωραίοι λόγοι υπέρ της επαναστατικής δράσης. Το επανα-
στατικό πράττειν όµως δεν απορρέει από τα λόγια, αλλά από τη σκληρή αναγκαιότη-
τα, που δεν αφήνει άλλη επιλογή.

Η επανάσταση απαιτεί πολλά περισσότερα από µια µαζική επίθεση που ανατρέπει το
καθεστώς, και για την οποία γνωρίζουµε ότι δε µπορεί να γίνει κατά παραγγελία της
ηγεσίας, παρά προκύπτει από τις βαθιές ανάγκες των µαζών. Η επανάσταση απαιτεί
την ανάληψη των µεγάλων ζητηµάτων της κοινωνικής αναδιοργάνωσης, τη λήψη δύ-
σκολων αποφάσεων, τη δηµιουργική κινητοποίηση ολόκληρου του προλεταριάτου –
κάτι που γίνεται εφικτό µόνον εφόσον αρχικά η πρωτοπορία, και στη συνέχεια όλο
και µεγαλύτερα τµήµατα των µαζών, πάρουν τα πράγµατα στα χέρια τους, και αρχί-
σουν να λειτουργούν υπεύθυνα, να ερευνούν, να προπαγανδίζουν, να µάχονται, να
επιχειρούν, να διερωτώνται, να ζυγιάζουν τα πράγµατα, να ρισκάρουν και να πράτ-
τουν. Όµως η παραπάνω διαδικασία είναι δύσκολη και επίπονη· όσο λοιπόν η εργατι-
κή τάξη έχει την ιδέα ότι υπάρχει ένας ευκολότερος δρόµος, δηλ. όσο πιστεύει ότι
γίνεται άλλοι να πραγµατώσουν τα παραπάνω αντ’ αυτής –κάνοντας αγκιτάτσια από
το βήµα της βουλής, λαµβάνοντας αποφάσεις, δίνοντας το σήµα για δράση, νοµοθε-
τώντας– τόσο θα διστάζει και θα παραµένει απαθής, λειτουργώντας στη βάση της πα-
λιάς της νοοτροπίας και αδυναµίας.

Ενώ ο κοινοβουλευτισµός έχει από τη µια την τάση να δυναµώνει την επίδραση των
ηγετών πάνω στις µάζες, και άρα να λειτουργεί αντεπαναστατικά, έχει από την άλλη
και την τάση να διαφθείρει τους ίδιους τους ηγέτες. Όταν η ατοµική επιδεξιότητα
πρέπει να σταθεί στη θέση της δραστήριας δύναµης των µαζών που όµως λείπει, εµ-
φανίζεται η µικροδιπλωµατία· το κόµµα, όποιες κι αν είναι οι αρχικές του προθέσεις,

120
πρέπει να δρα εντός της νοµιµότητας, για να έχει αξιώσεις να κερδίσει µια θέση στην
κοινοβουλευτική εξουσία· έτσι στο τέλος αντιστρέφεται η σχέση ανάµεσα στο µέσο
και το σκοπό, και δε χρησιµεύει το κοινοβούλιο ως µέσο για την επίτευξη του κοµ-
µουνισµού, αλλά ο κοµµουνισµός µπαίνει στην υπηρεσία της κοινοβουλευτικής πολι-
τικής σαν διαφηµιστικό σλόγκαν. Έτσι όµως αλλάζει ο χαρακτήρας του κοµµουνιστι-
κού κόµµατος. Από πρωτοπορία που επιδιώκει να συσπειρώσει πίσω της ολόκληρη
την τάξη µε σκοπό την επαναστατική πράξη γίνεται ένα κοινοβουλευτικό κόµµα, που
έχει την ίδια νόµιµη θέση µε τα υπόλοιπα κόµµατα, και τσακώνεται µε αυτά. Γίνεται
δηλαδή µια νέα έκδοση της παλιάς σοσιαλδηµοκρατίας µε καινούργια ριζοσπαστικά
συνθήµατα. Ενώ κατ’ ουσίαν δεν υφίσταται και δεν είναι νοητή καµία διαφορά, κα-
µία αντίφαση, ανάµεσα σε επαναστατική εργατική τάξη και κοµµουνιστικό κόµµα,
καθώς το κόµµα ενσαρκώνει τρόπον τινά τη σύνθεση ανάµεσα στην καθαρά συγκρο-
τηµένη ταξική συνείδηση του προλεταριάτου και την προϊούσα ενότητά του, ο κοινο-
βουλευτισµός τσακίζει αυτή την ενότητα και δηµιουργεί τη δυνατότητα ύπαρξης της
παρακάτω αντίφασης: αντί να ενοποιεί την τάξη, ο κοµµουνισµός γίνεται ένα νέο
κόµµα µε τα δικά του κοµµατικά πιστεύω, που προστίθεται στα υπόλοιπα κόµµατα
και άρα διαιωνίζει την πολιτική διάσπαση του προλεταριάτου· και θα υπάρξουν περι-
πτώσεις που το κόµµα θα επιδιώξει να κατακτήσει την εξουσία µέσω συµµαχιών,
συµβιβασµών και άλλων µέσων, που βλάπτουν τη δύναµη και την αποφασιστικότητα
της τάξης. Αναµφίβολα όλες αυτές οι τάσεις θα ανακοπούν από την επαναστατική
ανάπτυξη της οικονοµίας· όµως και αυτά τα λίγα σηµάδια βλάπτουν το επαναστατικό
κίνηµα, καθόσον εµποδίζουν την πνευµατική ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης. Και
εκεί που η οικονοµική κατάσταση ευνοεί προσωρινά τις αντεπαναστατικές τάσεις,
αυτές οι πολιτικές ωθούν την επανάσταση στο αδιέξοδο της αντίδρασης.

Το µεγάλο, το πραγµατικά κοµµουνιστικό στοιχείο της ρωσικής επανάστασης συνί-


σταται στο ότι δραστηριοποίησε τις ίδιες τις µάζες, και ανέπτυξε σε αυτές τη ψυχική
και πνευµατική ενέργεια που θα τις κάνει ικανές να χτίσουν και να διατηρήσουν τη
νέα κοινωνία. Αυτή η ανάπτυξη της συνείδησης των µαζών και της δύναµής τους δε
συµβαίνει διαµιάς, αλλά σε στάδια· ένα στάδιο προς την ανεξαρτησία και αυτοχειρα-
φέτηση των µαζών είναι η απόρριψη του κοινοβουλευτισµού. Η απόφαση του νεοσύ-
στατου Κοµµουνιστικού Κόµµατος Γερµανίας (∆εκέµβριος 1918) να µποϋκοτάρει
την εθνοσυνέλευση δε ξεπήδησε από την ανώριµη ψευδαίσθηση µιας εύκολης, γρή-
γορης νίκης, αλλά από την ανάγκη του να απελευθερωθεί, να ανεξαρτητοποιηθεί από

121
το κοινοβούλιο –µια αναγκαία αντίδραση στη σοσιαλδηµοκρατική παράδοση– και τη
συνείδηση ότι αυτό που έχουµε µπροστά µας ως καθήκον είναι η ανοικοδόµηση του
συµβουλιακού συστήµατος. Από τις δυνάµεις που συνενώθηκαν τότε στο KPD το
ήµισυ, που παρέµεινε σε αυτό, µε την άµπωτη του επαναστατικού κύµατος υιοθέτησε
ξανά τον κοινοβουλευτισµό –µε τι συνέπειες, µένει να φανεί και έχει εν µέρει ήδη
φανεί. Και στις άλλες χώρες διαχωρίζονται οι αντιλήψεις των κοµµουνιστών. Πολλές
οργανώσεις είναι ενάντια στον κοινοβουλευτισµό ακόµα και πριν το ξέσπασµα της
επανάστασης. Στα επόµενα χρόνια η διαµάχη για τον κοινοβουλευτισµό ως µέθοδο
πάλης θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα από κύρια ζητήµατα που θα απασχολήσουν
την 3η ∆ιεθνή.

Πάντως όλοι συµφωνούν ότι ο κοινοβουλευτισµός αποτελεί ένα δευτερεύον σηµείο


της τακτικής µας. Η 2η ∆ιεθνής βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης µέχρι να γίνει εµφανής
ο πυρήνας της νέας τακτικής: το προλεταριάτο µόνο µε το όπλο της µαζικής δράσης
µπορεί να υπερνικήσει τον ιµπεριαλισµό. Η 2η ∆ιεθνής δε µπορούσε να το χρησιµο-
ποιήσει· δε γινόταν λοιπόν παρά να καταρρεύσει, καθώς ο παγκόσµιος πόλεµος έβαζε
τον επαναστατικό ταξικό αγώνα σε διεθνή βάση. Αυτό που προέκυψε από τα προη-
γούµενα έγινε η αυτονόητη βάση της νέας ∆ιεθνούς· η µαζική προλεταριακή δράση,
ως τη µαζική απεργία και τον εµφύλιο πόλεµο, αποτελεί το κοινό έδαφος τακτικής
των κοµµουνιστών. Με την κοινοβουλευτική πρακτική το προλεταριάτο διαιρείται σε
εθνικό επίπεδο· δεν είναι εφικτή µια πραγµατικά διεθνής δράση. Απεναντίας, µε τις
µαζικές δράσεις ενάντια στο διεθνές κεφάλαιο οι εθνικές διαιρέσεις διαλύονται, και
κάθε κίνηµα, σε όποια χώρα κι αν διαδίδεται ή βρίσκεται περιορισµένο, αποτελεί
κοµµάτι του κοινού παγκόσµιου αγώνα.

Όπως στον κοινοβουλευτισµό ενσαρκώνεται η πνευµατική, έτσι και στο συνδικαλι-


στικό κίνηµα υλοποιείται η υλική εξουσία των ηγετών πάνω στις µάζες των εργατών.
Τα συνδικάτα υπό τον καπιταλισµό αποτελούν τις φυσικές οργανώσεις ένωσης του
προλεταριάτου· ως τέτοιες είχε τονίσει ο Μαρξ τη σηµασία τους. Στον αναπτυγµένο
καπιταλισµό, και πολύ περισσότερο στην ιµπεριαλιστική εποχή, τα συνδικάτα µετα-
τρέπονται σε τεράστια σώµατα, στων οποίων την ανάπτυξη εµφανίζεται η ίδια τάση
που εµφανίστηκε παλιότερα και στις δοµές του αστικού κράτους. ∆ηµιουργείται µέσα
τους µια τάξη στελεχών, η γραφειοκρατία, η οποία έχει στη διάθεσή της όλα τα µέσα

122
εξουσίας της οργάνωσης: το χρήµα, τον τύπο, το διορισµό των κατώτερων στελεχών·
συχνά έχει στα χέρια της τόσες εξουσίες, που µετατρέπεται από υπηρέτη σε κυρίαρχο
του συνόλου, και φτάνει να ταυτιστεί η ίδια µε την οργάνωση. Κάτι άλλο που µοιρά-
ζονται τα συνδικάτα µε το κράτος και τη γραφειοκρατία του, είναι ότι παρόλη τη δη-
µοκρατία που επικρατεί, τα µέλη δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν τη βούλησή τους·
κάθε εξέγερση ενάντια σ’ αυτή την κατάσταση προσκρούει σε έναν επιδέξια δοµηµέ-
νο µηχανισµό κανονισµών και καταστατικών, και αποτυγχάνει να κλονίσει τις ανώ-
τερες βαθµίδες της ιεραρχίας. Κάπου κάπου, µετά από επίπονες προσπάθειες, µια α-
ντιπολίτευση µπορεί να πετύχει µια µέτρια νίκη, η οποία συνήθως συνίσταται σε µια
αλλαγή προσώπων. Τα τελευταία χρόνια, πριν αλλά και µετά τον πόλεµο, λαµβάνουν
χώρα –σε Αγγλία, Γερµανία, Αµερική– εξεγέρσεις της βάσης, που προβαίνει σε α-
περγίες µε δική της πρωτοβουλία, ενάντια στη θέληση των ηγετών ή και τις αποφά-
σεις του ίδιου του συνδικάτου. Ότι αυτό συµβαίνει και θεωρείται κάτι το φυσικό, δη-
λώνει ότι η οργάνωση δεν είναι το σύνολο των µελών, αλλά τρόπον τινά κάτι ξένο
προς τα µέλη· δηλώνει ότι οι εργάτες δεν έχουν στα χέρια τους την εξουσία στο συν-
δικάτο. Το συνδικάτο έχει µεταβληθεί σε µια εξωτερική δύναµη, που παρά το ότι ξε-
πήδησε από τους εργάτες, στέκεται πάνω τους, εναντίον της οποίας οι εργάτες µπο-
ρούν να εξεγερθούν –όµοια µε το κράτος. Όταν καταλαγιάσει η εκάστοτε εξέγερση, η
παλιά κυριαρχία επανέρχεται, στηριζόµενη αφενός στην αδιαφορία και την έλλειψη
καθαρής αντίληψης και ενιαίας, επίµονης θέλησης ανάµεσα στις µάζες, αφετέρου στο
ότι το συνδικάτο προβάλλει ως το νοµοτελειακά ένα και µοναδικό µέσο που έχουν
στη διάθεσή τους οι εργάτες για να συνασπισθούν ενάντια στο κεφάλαιο.

Παλεύοντας ενάντια στο κεφάλαιο, περιορίζοντας τις εξαθλιωτικές, αυταρχικές τά-


σεις του, το συνδικαλιστικό κίνηµα έκανε εφικτή την ίδια την ύπαρξη της εργατικής
τάξης. Έτσι εκπλήρωσε το ρόλο του και µεταβλήθηκε σε µέλος της καπιταλιστικής
κοινωνίας. Όµως µε τον ερχοµό της επανάστασης, καθώς το προλεταριάτο από µέλος
της καπιταλιστικής κοινωνίας γίνεται ο καταστροφέας της, το συνδικάτο έρχεται σε
αντίθεση µε το προλεταριάτο.

Το συνδικαλιστικό κίνηµα νοµιµοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε από το κράτος και άρχι-


σε να το υποστηρίζει ανοιχτά. Σύνθηµά του ήταν η “ανοικοδόµηση της οικονοµίας
πριν την επανάσταση”, δηλαδή η διαιώνιση του καπιταλισµού. Τώρα στη Γερµανία
εισρέουν, µε µια ανάµεικτη διάθεση προϊούσας αγωνιστικότητας και ατολµίας, εκα-

123
τοµµύρια προλετάριοι στα συνδικάτα, στα οποία πριν δεν τόλµαγαν να µπουν, λόγω
της τροµοκρατίας από τα πάνω. Σήµερα οι δεσµοί των συνδικαλιστικών οργανώσεων,
που έχουν πια σχεδόν ολόκληρη την εργατική τάξη στους κόλπους τους, µε το κράτος
είναι στενότεροι από ποτέ. Τα στελέχη των συνδικάτων ταυτίζονται µε την κρατική
γραφειοκρατία όχι µόνο στο ότι χρησιµοποιούν τη δύναµή τους για να κρατούν κα-
θηλωµένους για χάρη του κεφαλαίου τους εργάτες, αλλά και στο ότι η “πολιτική”
τους όλο και περισσότερο συνίσταται στην εξαπάτηση των µαζών µε δηµαγωγίες για
να διασφαλίζουν οφέλη για το κεφάλαιο και τα ίδια. Οι δε µέθοδοί τους προσαρµόζο-
νται στις εκάστοτε συνθήκες: σκληρές και βάναυσες στη Γερµανία, όπου η συνδικα-
λιστική ηγεσία µε βία και εξαπάτηση φόρτωσε στους εργάτες τη δουλειά-µε-το-
κοµµάτι και την επιµήκυνση της εργάσιµης µέρας, εκλεπτυσµένες και επιτήδειες στην
Αγγλία, όπου τα στελέχη –παρόµοια µε την κυβέρνηση– έδιναν την εντύπωση ότι
πιέζονται παρά τη θέλησή τους από τους εργάτες να ικανοποιήσουν τα αιτήµατά τους,
ενώ στην πραγµατικότητα τα σαµποτάρανε.

Αυτό που ο Μαρξ και ο Λένιν τονίζουν αναφορικά µε το κράτος, ότι παρόλο που εί-
ναι οργανωµένο τυπικά δηµοκρατικά, είναι αδύνατο να χρησιµοποιηθεί ως όργανο
της προλεταριακής επανάστασης, ισχύει και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η
αντεπαναστατική τους δύναµη δε γίνεται να εκµηδενιστεί ή καν να µετριαστεί µε µια
αλλαγή προσώπων, µε µια αντικατάσταση των αντιδραστικών από ριζοσπάστες ή “ε-
παναστάτες” ηγέτες. Η µορφή οργάνωσης είναι που κάνει τις µάζες δίχως δύναµη,
που τις εµποδίζει να κάνουν το συνδικάτο όργανο της βούλησής τους. Η επανάσταση
θα νικήσει µόνο αν καταστρέψει αυτή την οργάνωση, δηλ. µόνο αν µετασχηµατίσει
αυτή τη µορφή οργάνωσης σε τέτοιο βαθµό, που να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Το σοβιετικό σύστηµα, που ανοικοδοµείται από τα µέσα, έχει τη δύναµη να ξεριζώσει
και να καταργήσει όχι µόνο την κρατική, αλλά και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία·
σχηµατίζει τα νέα πολιτικά όργανα που όχι µόνο θα αντικαταστήσουν το κοινοβούλι-
ο, αλλά θα αποτελέσουν και τη βάση για τα νέα συνδικάτα. Στις διαµάχες των κοµµά-
των της Γερµανίας, η ιδέα ότι µια µορφή οργάνωσης µπορεί να είναι καθαυτή επανα-
στατική αποτελεί αντικείµενο χλευασµού, µε τη αιτιολογία ότι αυτό που κάνει µια
µορφή οργάνωσης επαναστατική είναι οι επαναστατικές αντιλήψεις των ανθρώπων,
των µελών της. Αν όµως το βασικότερο περιεχόµενο της επανάστασης συνίσταται
στο να πάρουν οι µάζες τις υποθέσεις τους –τη διεύθυνση της κοινωνίας και της οικο-
νοµίας– στα ίδια τους τα χέρια, τότε κάθε µορφή οργάνωσης που δεν επιτρέπει στις

124
µάζες τα παραπάνω είναι αντεπαναστατική και επιζήµια, και πρέπει να αντικαταστα-
θεί από µια µορφή που θα είναι επαναστατική, καθώς θα επιτρέπει στους εργάτες να
καθορίζουν ενεργώς τα πάντα. Αυτό δε σηµαίνει ότι µια τέτοια µορφή µπορεί να στη-
θεί και να προετοιµαστεί για χάρη ενός ακόµα απαθούς εργατικού δυναµικού, το ο-
ποίο θα την ενεργοποιήσει όταν αποκτήσει επαναστατικές ιδέες. Μόνο µέσα στη δια-
δικασία της επανάστασης µπορεί να δηµιουργηθεί αυτή η νέα µορφή οργάνωσης, από
εργάτες που αρχίζουν και δρουν επαναστατικά. Όµως η αναγνώριση του ρόλου που
παίζουν οι σηµερινές µορφές οργάνωσης καθορίζει τη θέση που οφείλουν να πάρουν
οι κοµµουνιστές ως προς τις απόπειρες που ήδη συµβαίνουν, και αποσκοπούν στο να
αποδυναµώσουν ή και να κάνουν αυτές τις µορφές κοµµάτια.

Στο [αναρχο]συνδικαλιστικό και ακόµα περισσότερο στο “βιοµηχανικό” συνδικαλι-


στικό κίνηµα έχει κάνει ήδη την εµφάνισή της µια τάση που προσπαθεί να ελαχιστο-
ποιήσει τον γραφειοκρατικό µηχανισµό, και αναζητά τη δύναµή της στην ίδια τη
δραστηριότητα των µαζών. Οι κοµµουνιστές ως επί το πλείστον εξέφρασαν την υπο-
στήριξή τους για αυτές τις οργανώσεις ενάντια στα κεντρικά συνδικάτα. Όσο υφίστα-
ται ο καπιταλισµός αυτά τα νέα µορφώµατα δε γίνεται να µαζικοποιηθούν –η σηµα-
σία του αµερικανικού IWW ανάγεται στις ειδικές συνθήκες της ύπαρξης ενός πολυά-
ριθµου ανειδίκευτου προλεταριάτου κυρίως ξένης καταγωγής εκτός των παλιών ορ-
γανώσεων. Πλησιέστερο στο σοβιετικό σύστηµα είναι µάλλον το κίνηµα των shop-
committees και των shop-stewards[13] της Αγγλίας, στο οποίο δηµιουργήθηκαν από
την ίδια την πρακτική του αγώνα τα όργανα των µαζών ενάντια στη γραφειοκρατία.
Οι Ενώσεις στη Γερµανία δηµιουργήθηκαν συνειδητά κατά το σοβιετικό πρότυπο,
όµως λόγω της στασιµότητας της επανάστασης είναι ακόµα ανίσχυρες. Κάθε νέο
µόρφωµα αυτού του τύπου που αποδυναµώνει τις συγκεντρωτιστικές οργανώσεις και
τη σταθερότητά τους, βγάζει ένα εµπόδιο από το δρόµο της επανάστασης και αποδυ-
ναµώνει την αντεπαναστατική εξουσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Από την
άλλη, η ιδέα να κρατηθούν όλες οι αντιπολιτευτικές και επαναστατικές δυνάµεις ε-
ντός των παραδοσιακών οργανώσεων, έτσι ώστε να πάρουν τελικά ως πλειοψηφία
την οργάνωση στα χέρια τους και να τη µετασχηµατίσουν είναι αναµφίβολα δελεα-
στική. Όµως, πρώτον, πρόκειται για µια αυταπάτη –όπως και η συγγενική της ιδέα, η
κατάκτηση του σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος–, καθώς η γραφειοκρατία ξέρει καλά
πώς να χειριστεί µια αντιπολίτευση πριν αυτή γίνει πολύ επικίνδυνη. ∆εύτερον, η ε-
πανάσταση δε συµβαίνει σύµφωνα µε ένα στρωτό πρόγραµµα. Οι στοιχειώδεις εξε-

125
γέρσεις παθιασµένων, δραστήριων οµάδων παίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο: είναι η δύ-
ναµη που πάει τα πράγµατα µπροστά. Αν τώρα οι κοµµουνιστές, οπορτουνιστικά επι-
διώκοντας πρόσκαιρες επιτυχίες, εναντιωθούν σε τέτοιες απόπειρες, τασσόµενοι υπέρ
των κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, θα δυναµώσουν µια σειρά από εµπό-
δια, που αργότερα θα βρεθούν ξανά στο δρόµο µας, ακόµα ισχυρότερα.

Ο σχηµατισµός από τους εργάτες των δικών τους οργάνων εξουσίας και δράσης, των
σοβιέτ, συνεπάγεται την κατάλυση και διάλυση του κράτους. Το συνδικάτο ως µια
πολύ νεότερη, σύγχρονη, αυτοδηµιούργητη µορφή οργάνωσης θα διατηρηθεί πολύ
περισσότερο [από το κράτος], καθώς ριζώνει στη ζωντανή παράδοση εµπειρικών
σχέσεων, και κατά συνέπεια, όταν αποκαθαρθεί από τις κρατικο-δηµοκρατικές αυτα-
πάτες, θα έχει µια θέση στην κοσµοαντίληψη του προλεταριάτου. Όπως τα συνδικά-
τα, ως προϊόντα της δηµιουργικής του δραστηριότητας, προέκυψαν από το ίδιο το
προλεταριάτο, έτσι και τα νέα µορφώµατα πρέπει να ιδωθούν ως απόπειρες προσαρ-
µογής στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Ακολουθώντας τη διαδικασία της επανάστασης,
νέες µορφές αγώνα και οργάνωσης θα δηµιουργούνται και θα µετασχηµατίζονται α-
διάκοπα κατά το πρότυπο των σοβιέτ.

VI

Η θέση ότι στη ∆υτική Ευρώπη η προλεταριακή επανάσταση µπορεί να παροµοιαστεί


µε µια συντεταγµένη πολιορκία του καπιταλιστικού οχυρού, κατά την οποία το προ-
λεταριάτο συγκροτείται µέσω του κοµµουνιστικού κόµµατος σε έναν καλοοργανωµέ-
νο στρατό, και επιτίθεται στον εχθρό µε αλλεπάλληλες εφόδους, χρησιµοποιώντας τις
πολυδοκιµασµένες µεθόδους του µέχρις ότου αυτός να εγκαταλείψει τη µάχη, ενώ
παράλληλα κατακτά βήµα-βήµα τον έλεγχο στα εργοστάσια, είναι νεορεφορµιστική,
και σε καµία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις συνθήκες αγώνα που υπάρχουν στις πα-
λαιοκαπιταλιστικές χώρες. Μπορεί επαναστάσεις ή κατακτήσεις εξουσίας να χαθούν·
η αστική τάξη να ξανακερδίσει την εξουσία, οδηγώντας την οικονοµία σε ακόµα α-
πελπιστικότερη κατάσταση· ενδιάµεσες µορφές να κάνουν την εµφάνισή τους, που
λόγω της ανίσχυρης φύσης τους να επιτείνουν το χάος. Η διαδικασία της επανάστα-
σης συνίσταται καταρχήν σε µια διάλυση των παλιών συνθηκών που είναι απαραίτη-
τες για κάθε κοινωνία, καθώς καθιστούν δυνατή τη συνολική κοινωνική διαδικασία
της παραγωγής, και οι οποίες µέσω της µακράς ιστορικής πρακτικής έχουν αποκτήσει
τη δύναµη αυθόρµητων ηθών και ηθικών νορµών (αίσθηµα ευθύνης, φιλοπονία, πει-

126
θαρχία). Η κατάρρευσή αυτών των συνθηκών συνοδεύει κατ’ ανάγκη τη διάλυση του
καπιταλισµού, ενώ ακόµα οι νέοι δεσµοί, που ανήκουν στην κοµµουνιστική αναδιορ-
γάνωση της εργασίας και της κοινωνίας –δεσµοί των οποίων την εµφάνιση έχουµε
ήδη παρατηρήσει στη Ρωσία–, δεν είναι αρκετά ισχυροί. Γι’ αυτό είναι αναπόφευκτη
η ύπαρξη µιας µεταβατικής περιόδου κοινωνικού και πολιτικού χάους. Εκεί που το
προλεταριάτο κατέκτησε γρήγορα την εξουσία ξέροντας πώς να την κρατήσει στα
χέρια του, η µεταβατική περίοδος ήταν σύντοµη και έδωσε γρήγορα τη θέση της στη
θετική ανοικοδόµηση. Στη ∆υτική Ευρώπη η διαδικασία καταστροφής θα κρατήσει
περισσότερο. Στη Γερµανία η εργατική τάξη είναι διασπασµένη σε οµάδες που βρί-
σκονται σε διαφορετικά στάδια αυτής της διαδικασίας, και έτσι δε µπορούν να κατα-
κτήσουν την ενότητα στη δράση. Τα συµπτώµατα του τελευταίου επαναστατικού κι-
νήµατος δείχνουν ότι το κράτος της Γερµανίας, αλλά και γενικότερα η κεντρική Ευ-
ρώπη, βρίσκεται σε πορεία διάλυσης, καθώς οι λαϊκές µάζες κατακερµατίζονται σε
επιµέρους στρώµατα ή κατά τις εκάστοτε περιοχές, και δρουν αυτόβουλα· εδώ κατα-
φέρνουν να οπλιστούν και να κερδίσουν λιγότερο ή περισσότερο την πολιτική εξου-
σία· αλλού παραλύουν µε απεργιακά κινήµατα την αστική εξουσία, εκεί εγκαθιδρύ-
ουν µια αγροτική ∆ηµοκρατία. Σε άλλες περιπτώσεις υποστηρίζουν το λευκό στρατό,
ή µε µια αγροτική εξέγερση κάνουν κοµµάτια τα τελευταία φεουδαλικά κατάλοιπα –η
καταστροφή των δυνάµεων [του παρελθόντος] πρέπει προφανώς να είναι πλήρης,
πριν να µπορούµε να κάνουµε λόγο για πραγµατική ανοικοδόµηση του κοµµουνι-
σµού. Καθήκον του κοµµουνιστικού κόµµατος δεν είναι να δασκαλεύει αυτή την δια-
δικασία ανατροπής, και να προσπαθεί µάταια να την κάνει να χωρέσει στο ζουρλο-
µανδύα παραδοσιακών µορφών· απεναντίας, πρέπει παντού να υποστηρίζει τις δυνά-
µεις του προλεταριακού κινήµατος, να διασυνδέει τις αυθόρµητες δράσεις, να συµ-
βάλλει στο να συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο, και έτσι να
προετοιµάζει την ενοποίηση των µεµονωµένων δράσεων, θέτοντας µε αυτόν τον τρό-
πο τον εαυτό του στην κορυφή του συνολικού κινήµατος.

Η πρώτη φάση της διάλυσης του καπιταλισµού, όπως και η εµφάνισή του, παρατη-
ρείται στις χώρες της Αντάντ, εκεί που η κυριαρχία του δεν έχει ακόµα υποστεί κλο-
νισµούς, ως ασυγκράτητη µείωση της παραγωγής και της αξίας του νοµίσµατος, ως
ραγδαία αύξηση των απεργιών και ως έντονη αποστροφή του προλεταριάτου προς
την εργασία. Η δεύτερη φάση, η εποχή της αντεπανάστασης, δηλ. της πολιτικής κυ-
ριαρχίας της αστικής τάξης στην εποχή της επανάστασης, συνεπάγεται την ολική οι-

127
κονοµική κατάρρευση· αυτή µπορεί να παρατηρηθεί και να γίνει αντικείµενο µελέτης
καλύτερα στη Γερµανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αν εκεί εγκαθιδρυόταν αµέσως
µετά την πολιτική ανατροπή ένα κοµµουνιστικό σύστηµα, θα υπήρχε τη δυνατότητα,
παρά τη συνθήκη των Βερσαλλιών και του Σαιν Ζερµαίν, παρά την εξάντληση και τη
φτώχια, να ξεκινήσει η οργανωµένη ανοικοδόµηση. Όµως όσο η οργανωµένη ανοι-
κοδόµηση είναι στα σχέδια των Ρένερ-Μπάουερ[14], άλλο τόσο είναι και στα σχέδια
των Έµπερτ-Νόσκε· αφήνουν το ελεύθερο στην αστική τάξη, και οι ίδιοι αναλαµβά-
νουν το καθήκον της καθυπόταξης του προλεταριάτου. Κάθε αστός, δηλ. κάθε καπι-
ταλιστής, πράττει κατά τρόπο αντίστοιχο µε τη φύση του ως αστού· καθένας τους έχει
στο µυαλό του να βγάλει όσο περισσότερο κέρδος γίνεται, και να σώσει ό,τι µπορεί
να σωθεί απ’ την κατάρρευση. Βεβαίως στις εφηµερίδες και τις διακηρύξεις γίνεται
λόγος για την ανάγκη ανοικοδόµησης της οικονοµικής ζωής µέσω της συντεταγµένης
εργασίας, όµως αυτό απευθύνεται µόνο στους εργάτες, ούτως ώστε παρόλη την εξά-
ντλησή τους, να εξωραϊστεί µε ωραία λόγια η σκληρή πίεση της εντατικοποιηµένης
εργασίας. Στην πραγµατικότητα κανείς αστός δε νοιάζεται για την οικονοµική ανοι-
κοδόµηση σαν γενικό λαϊκό συµφέρον, αλλά µόνο σαν προσωπικό κέρδος. Πρώτα, το
εµπόριο ξαναγίνεται, όπως πριν πολλά χρόνια, το σπουδαιότερο µέσο πλουτισµού· η
καταβύθιση της αξίας του νοµίσµατος δηµιουργεί τη δυνατότητα να πωλούνται τα
πάντα στο εξωτερικό –πρώτες ύλες, µέσα επιβίωσης, προϊόντα, µέσα παραγωγής–
πράγµατα δηλαδή απαραίτητα για την οικονοµική ανοικοδόµηση αλλά και την ίδια
την επιβίωση των µαζών. Πωλούνται ακόµα και τα ίδια τα εργοστάσια και οι ιδιο-
κτησίες. Η µαύρη αγορά κυριαρχεί σε όλα τα στρώµατα της αστικής τάξης, υποβοη-
θούµενη από την αχαλίνωτη διαφθορά της γραφειοκρατίας. Έτσι ό,τι απέµεινε από τις
πολεµικές αποζηµιώσεις στάλθηκε από τους “ηγέτες της παραγωγής” στο εξωτερικό.
Παρόµοια, το κυνήγι του ιδιωτικού κέρδους κατάστρεψε την οικονοµική ζωή λόγω
της αδιαφορίας του προς το δηµόσιο συµφέρον. Για να καταφέρουν να επιβάλλουν τη
δουλειά-µε-το-κοµµάτι και την παράταση της εργάσιµης ηµέρας και για να απαλλα-
χθούν από τα επαναστατικά στοιχεία, προχωρούσαν σε λοκ-άουτ, και στο κλείσιµο
επιχειρήσεων, δίχως να νοιάζονται για το σταµάτηµα της βιοµηχανίας. Σε αυτό προ-
στέθηκε η ανικανότητα της διεύθυνσης της γραφειοκρατίας στις κρατικές επιχειρή-
σεις, η οποία µε το που έπαψε να υπάρχει κυβέρνηση αρκετά ισχυρή για να επιβάλλει
τις εντολές της, µεταλλάχθηκε σε ολική αδράνεια. Ξαναµπήκε στο παιχνίδι η συρρί-
κνωση της παραγωγής, το παλιότερο µέτρο για την άνοδο των τιµών, που σε συνθή-
κες άνθησης του καπιταλισµού ήταν µη-εφαρµόσιµο εξαιτίας του ανταγωνισµού. Στο

128
χρηµατιστήριο ο καπιταλισµός φαίνεται να ανθεί ξανά, όµως τα υψηλά µερίσµατα
εξαντλούν την τελευταία ιδιοκτησία, και σπαταλούνται σε πολυτέλειες. Αυτό που πα-
ρατηρείται τον τελευταίο χρόνο στη Γερµανία δεν είναι κάτι έξω από το κανονικό,
αλλά το αποτέλεσµα του γενικού χαρακτήρα της αστικής τάξης ως τάξης. Μοναδικός
της στόχος ήταν και είναι το προσωπικό κέρδος. Σε κανονικές συνθήκες καπιταλι-
σµού αυτό το κίνητρο κινεί την οικονοµία, σε συνθήκες κατάρρευσης επιφέρει την
ολική καταστροφή της οικονοµίας. Αυτός είναι ο λόγος που και στις υπόλοιπες χώρες
θα συµβούν τα ίδια· άπαξ και η πτώση της οικονοµίας και του νοµίσµατος ξεπερά-
σουν ένα ορισµένο όριο, το αποτέλεσµα, αν δοθεί το ελεύθερο στο κυνήγι του ιδιωτι-
κού κέρδους –και αυτή είναι η σηµασία της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης
υπό το προσωπείο ενός οποιουδήποτε µη-κοµµουνιστικού κόµµατος– θα είναι η ολι-
κή συντριβή της οικονοµίας.

Οι δυσκολίες της ανοικοδόµησης που έχει να αντιµετωπίσει το δυτικοευρωπαϊκό


προλεταριάτο υπό αυτές τις συνθήκες είναι απείρως µεγαλύτερες από ότι στη Ρωσία –
η ισοπέδωση των βιοµηχανικών παραγωγικών δυνάµεων από τους Κολτσάκ και Ντε-
νίκιν ωχριά µπροστά τους. Το προλεταριάτο δε µπορεί να περιµένει µέχρις ότου να
εγκαθιδρυθεί µια νέα πολιτική τάξη [Ordnung]. Η ανοικοδόµηση πρέπει να ξεκινά
άµεσα, µέσα στην επαναστατική διαδικασία. Παντού όπου το προλεταριάτο κατακτά
την εξουσία πρέπει να επιβάλλεται άµεσα µια νέα οργάνωση της παραγωγής, και να
καταργείται η εξουσία της αστικής τάξης επί των υλικών όρων της ζωής. Ο εργοστα-
σιακός έλεγχος µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την επίβλεψη της χρήσης των εργοστα-
σιακών προϊόντων· όµως πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν αρκεί για να αποτρέψει το α-
ντικοινωνικό παραεµπόριο των αστών. Μόνο η ολική ένοπλη πολιτική εξουσία και η
αποφασιστική εφαρµογή της µπορεί να επιτελέσει το παραπάνω. Όταν οι κερδοσκό-
ποι ξεπουλούν τον κοινωνικό πλούτο δίχως να νοιάζονται για το κοινό συµφέρον, ό-
ταν η ένοπλη αντίδραση δολοφονεί στα τυφλά και καταστρέφει τα πάντα, η απάντηση
του προλεταριάτου πρέπει να είναι ανηλεής επίθεση, αγώνας για την προστασία του
κοινού συµφέροντος, της ζωής του λαού.

Οι δυσκολίες που παρουσιάζει η αναδιοργάνωση µιας ολότελα κατεστραµµένης κοι-


νωνίας είναι τόσο µεγάλες, που φαίνονται αρχικά ανυπέρβλητες. Αυτό κάνει αδύνατη
την εκ των προτέρων σύνταξη ενός προγράµµατος. Όµως πρέπει να ξεπεραστούν, και
το προλεταριάτο θα τις ξεπεράσει, µε την απεριόριστη αυτοθυσία και προσφορά, την

129
αστείρευτη ψυχική και πνευµατική δύναµη, τα τεράστια αποθέµατα ψυχικής και ηθι-
κής ενέργειας που µπορεί να αφυπνίσει η επανάσταση στο αποκαµωµένο και βασανι-
σµένο του σώµα.

Θα εξετάσουµε τώρα ακροθιγώς κάποιες από αυτές τις δυσκολίες. Το ζήτηµα των
τεχνικών στελεχών της βιοµηχανίας δε θα παρουσιάσει παρά πρόσκαιρες δυσκολίες,
παρόλο που αυτοί έχουν έναν εντελώς αστικό τρόπο σκέψης και θα εναντιωθούν ε-
ντονότατα στην προλεταριακή εξουσία· εντέλει θα συµµορφωθούν µε αυτή. Η ενερ-
γοποίηση της διανοµής και της βιοµηχανίας θα είναι πρώτα-πρώτα ζήτηµα προσφο-
ράς πρώτων υλών· και αυτό το ζήτηµα είναι κοµµάτι του ζητήµατος των µέσων δια-
βίωσης. Τα µέσα διαβίωσης είναι το κεντρικό ζήτηµα των δυτικοευρωπαϊκών επανα-
στάσεων, καθώς ήδη στον καπιταλισµό ο υψηλά βιοµηχανοποιηµένος πληθυσµός δε
µπορεί να επιβιώσει δίχως εισαγωγές. Το ζήτηµα αυτό συνδέεται άµεσα µε το όλο
αγροτικό ζήτηµα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι αρχές της κοµµουνιστικής
ρύθµισης της αγροτικής οικονοµίας θα πρέπει να επηρεάσουν το χαρακτήρα των µέ-
τρων που θα παρθούν ενάντια στο λιµό. Οι γαίες των γιούνκερς, τα µεγάλα αγροκτή-
µατα πρέπει να απαλλοτριωθούν και να καλλιεργηθούν συλλογικά· οι µικροκαλλιερ-
γητές, απελευθερωµένοι από κάθε καπιταλιστική εκµετάλλευση, και υποβοηθούµενοι
από το κράτος και τις κοοπερατίβες, θα οδηγηθούν προς την εντατική καλλιέργεια· η
µεσαία αγροτιά, η οποία για παράδειγµα στη ∆υτική και νοτιο∆υτική Γερµανία κατέ-
χει το ήµισυ της γης, διακατέχεται από έναν έντονα ατοµικιστικό, αντικοµµουνιστικό
τρόπο σκέψης, όµως επειδή ακόµα βρίσκεται σε µια ακλόνητη οικονοµική θέση, δε
γίνεται να απαλλοτριωθεί. Θα εισαχθεί στον κύκλο της συνολικής παγκόσµιας οικο-
νοµίας µέσα από τη ρύθµιση της ανταλλαγής των προϊόντων και την προώθηση της
παραγωγικότητας –πρώτος ο κοµµουνισµός εισάγει στην αγροτική οικονοµία την α-
νάπτυξη της υψηλής παραγωγικότητας και την κατάργηση της ατοµικής οικονοµίας,
που εισήγαγε ο καπιταλισµός στη βιοµηχανία. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι
εργάτες πρέπει να θεωρούν τους αγροκτήµονες ως εχθρική τάξη, τους εργάτες γης και
τους µικροκαλλιεργητές ως συµµάχους στην επανάσταση, ενώ δεν έχουν λόγο να κά-
νουν εχθρό τους τη µεσαία αγροτιά, ακόµα κι αν αυτή είναι εξαρχής εχθρικά διακεί-
µενη απέναντί τους. Τούτο σηµαίνει ότι για όσο καιρό δεν έχει ρυθµιστεί η ανταλλα-
γή αγαθών –στον αρχικό χαοτικό καιρό–, η επίταξη µέσων διαβίωσης από αυτά τα
στρώµατα αγροτών µόνο ως µέτρο έκτακτης ανάγκης µπορεί να εφαρµοστεί, για να
εξισορροπηθεί η πείνα σε πόλη και ύπαιθρο. Ο λιµός θα καταπολεµηθεί κυρίως µέσω

130
της εισαγωγής αγαθών από το εξωτερικό. Η σοβιετική Ρωσία, συνεισφέροντας από τα
πλούσια αποθέµατά της σε µέσα διαβίωσης και πρώτες ύλες θα είναι ο σωτήρας και ο
τροφοδότης της δυτικοευρωπαϊκής επανάστασης. Γι’ αυτό η διατήρηση και η υπερά-
σπιση της σοβιετικής Ρωσίας είναι ζήτηµα ζωής και θανάτου για την εργατική τάξη
της ∆υτικής Ευρώπης.

Η ανοικοδόµηση της οικονοµίας, όσο απίστευτα δύσκολο έργο κι αν αποδειχθεί, δε


θα είναι το πρώτο πρόβληµα που θα κληθεί να λύσει το κοµµουνιστικό κόµµα. Αυτό
θα λυθεί από το ξεδίπλωµα των πνευµατικών και ηθικών δυνάµεων των προλεταρια-
κών µαζών. Το πρώτο καθήκον του κοµµουνιστικού κόµµατος είναι η αφύπνιση και
ισχυροποίηση αυτών των δυνάµεων. Πρέπει να ξεριζώσει όλες τις παραδοσιακές ιδέ-
ες που κάνουν το προλεταριάτο να νιώθει φόβο και αβεβαιότητα. Να αντιπαρατίθεται
σε κάθε ψευδαίσθηση περί ευκολότερου δρόµου, που κρατά τους εργάτες µακριά από
ριζοσπαστικότερα µέτρα, και να εναντιώνεται ενεργά σε κάθε τάση που θέλει να µεί-
νει στα µισά του δρόµου ή να προχωρήσει σε συµβιβασµούς. Και τέτοιες τάσεις υ-
πάρχουν ακόµα πολλές.

VII

Η µετάβαση από τον καπιταλισµό στον κοµµουνισµό, εκτός από κάποια γενικά χαρα-
κτηριστικά, δε συντελείται σύµφωνα µε µια απλή αλληλουχία από βήµατα: κατάκτη-
ση της πολιτικής εξουσίας, εισαγωγή του συµβουλιακού συστήµατος, κατάργηση της
ιδιωτικής οικονοµίας. Αυτό θα ήταν εφικτό µόνο αν µπορούσαµε να χτίσουµε τρόπον
τινα στο κενό. Όµως οι µορφές παραγωγής και οργάνωσης που έχουν αναπτυχθεί από
τον καπιταλισµό ριζώνουν βαθιά στη συνείδηση των µαζών. Η δυνατότητα ανατρο-
πής τους παρουσιάζεται µόνο κατά τη διαδικασία της πολιτικής και οικονοµικής επα-
νάστασης. Από τις µορφές παραγωγής έχουµε αναφερθεί ήδη στις αγροτικές µορφές,
οι οποίες εξελίσσονται µε το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Από την εργατική τάξη έχουν
αναπτυχθεί στον καπιταλισµό µορφές οργάνωσης –µε µικρές διαφοροποιήσεις από
χώρα σε χώρα–, οι οποίες έχουν αποκτήσει τη δική τους δύναµη και δε γίνεται να κα-
ταργηθούν αυτοστιγµεί, που θα παίξουν σηµαντικό ρόλο στην πορεία της επανάστα-
σης.

Τούτο ισχύει πρώτα-πρώτα για τα πολιτικά κόµµατα. Ο ρόλος της σοσιαλδηµοκρατί-


ας στη σηµερινή κρίση του καπιταλισµού είναι αρκετά γνωστός, όµως στην κεντρική

131
Ευρώπη έχει σχεδόν φτάσει στο τέλος του.[15] Ακόµα και τα ριζοσπαστικότερα κοµ-
µάτια της (όπως το USPD στη Γερµανία), όχι µόνο επιδρούν αποκλειστικώς βλαπτι-
κά, διασπώντας το προλεταριάτο, αλλά ακόµη, κυρίως µέσω των σοσιαλδηµοκρατι-
κών τους ιδεών –κυριαρχία των πολιτικών ηγετών, που µε τις πράξεις και τις δια-
πραγµατεύσεις τους ορίζουν τη µοίρα του λαού– ξανά και ξανά προκαλούν τη σύγχυ-
ση στις µάζες και τις αποτρέπουν από τη δράση. Και όταν ένα κοµµουνιστικό κόµµα
συγκροτείται σε κοινοβουλευτικό κόµµα, που αντί για την ταξική, θέλει να πραγµα-
τώσει τη δικτατορία του κόµµατος, δηλ. της κοµµατικής ηγεσίας, τότε γίνεται και αυ-
τό εµπόδιο. Η στάση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Γερµανίας [KPD] κατά το επα-
ναστατικό κίνηµα του Μαρτίου, όταν διακηρύττει ότι καθώς το προλεταριάτο δεν εί-
ναι ακόµα ώριµο για τη δικτατορία, το κόµµα πρέπει, σε περίπτωση που εγκαθιδρυθεί
µια “καθαρά σοσιαλιστική κυβέρνηση”, να δράσει ως “νοµιµόφρονη αντιπολίτευση”,
και άρα µε άλλα λόγια να αποτρέψει το προλεταριάτο από το να διεξάγει µια δριµεία,
επαναστατική πάλη ενάντια σε µια τέτοιου τύπου κυβέρνηση, έχει δεχτεί από διάφο-
ρες πλευρές ήδη κριτική[b].

Κατά την πορεία της επανάστασης, µπορεί ως µεταβατική µορφή να εµφανιστεί µια
κυβέρνηση σοσιαλιστών ηγετών· θα αποτελεί έκφραση του πρόσκαιρου συσχετισµού
ανάµεσα σε επαναστατικές και αστικές δυνάµεις, και θα έχει την τάση, να σταθερο-
ποιεί και διαιωνίζει ως αποτέλεσµα της επανάστασης αυτόν τον πρόσκαιρο συσχετι-
σµό ανάµεσα στην καταστροφή του παλιού και τον σχηµατισµό του νέου. Θα ήταν
κάτι σα µια ριζοσπαστικότερη επανέκδοση της κυβέρνησης Έµπερτ-Χάασε-
Ντίτµαν[16]. Το τι θα είχαµε να περιµένουµε από µια τέτοια κυβέρνηση προκύπτει
από τη βάση της: µια φαινοµενική ισορροπία εχθρικών τάξεων, που όµως λόγω της
πίεσης της αστικής τάξης, θα αποτελεί ένα µίγµα κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας και
ενός είδους συµβουλιακού συστήµατος για τους εργάτες. Κοινωνικοποίηση, περιορι-
σµένη λόγω του βέτο που θα µπορεί να ασκεί το κεφάλαιο της Αντάντ, στην οποία θα
συνεχίσει να υπάρχει καπιταλιστικό κέρδος. Μάταιες προσπάθειες να µπει φρένο
στην οξεία ταξική σύγκρουση. Αυτοί που εξαπατώνται από µια τέτοια κυβέρνηση θα
είναι οι εργάτες. Μια τέτοια κυβέρνηση όχι µόνο δε θα κάνει τίποτα για την ανοικο-
δόµηση, αλλά ούτε καν θα µπει στον κόπο να το προσπαθήσει. Μοναδικός της στόχος
θα είναι να µπλοκάρει την επανάσταση στα µισά του δρόµου. Είναι άµεσα αντεπανα-
στατική, καθώς αποτελεί µια προσπάθεια να αποτραπεί αφενός η περαιτέρω κατάρ-
ρευση του καπιταλισµού, και αφετέρου η πλήρης ανάπτυξη της πολιτικής εξουσίας

132
του προλεταριάτου. Οι κοµµουνιστές δεν έχουν άλλο δρόµο από το να παλέψουν µε
τον πιο αδυσώπητο τρόπο ενάντια σε µια τέτοια κυβέρνηση.

Όπως στη Γερµανία η ηγετική οργάνωση του προλεταριάτου ήταν η σοσιαλδηµοκρα-


τία, έτσι και στην Αγγλία το συνδικαλιστικό κίνηµα έχοντας µια ιστορία σχεδόν εκα-
τό χρόνων έχει ριζώσει βαθιά στην εργατική τάξη. Εκεί, εδώ και καιρό το ιδανικό των
νεαρών ριζοσπαστών ηγετών των συνδικάτων –ο Ρόµπερτ Σµάιλι είναι ένα τυπικό
παράδειγµα–, είναι η κυριαρχία της εργατικής τάξης στην κοινωνία δια της οργάνω-
σης των συνδικάτων. Οι επαναστάτες συνδικαλιστές και οι υπέρµαχοι της IWW στην
Αµερική –αν και έχουν συνδεθεί στενά µε την 3η ∆ιεθνή– σκέφτονται τη µελλοντική
κυριαρχία του προλεταριάτου κατά κύριο λόγο µε αυτόν τον τρόπο. Οι ριζοσπάστες
συνδικαλιστές θεωρούν το σοβιετικό σύστηµα όχι ως την καθαρότερη µορφή προλε-
ταριακής δικτατορίας, αλλά ως µια κυβέρνηση πολιτικών και διανοούµενων, που
στηρίζεται σε µια βάση από εργατικές οργανώσεις. Για αυτούς, το συνδικαλιστικό
κίνηµα είναι η φυσική, αυτοδηµιούργητη ταξική οργάνωση του προλεταριάτου που
αυτοκυβερνάται, η οποία πρέπει να πάρει στα χέρια του ολόκληρη τη διαδικασία της
εργασίας. Πρόκειται για το παλιό ιδανικό της “βιοµηχανικής δηµοκρατίας”: το συνδι-
κάτο γίνεται κύριος του εργοστασίου, και το κοινό όργανο, το συνέδριο συνδικάτων,
αναλαµβάνει τη λειτουργία της διεύθυνσης και διαχείρισης της συνολικής οικονοµι-
κής διαδικασίας. Και το παλιό αστικό κοινοβούλιο των κοµµάτων αντικαθίσταται από
ένα πραγµατικό “κοινοβούλιο της εργασίας”. Σε αυτούς τους κύκλους εκφράζονται
συχνά ενδοιασµοί ως προς την µονόπλευρη και “άδικη” ταξική δικτατορία, την οποία
θεωρούν ως πλήγµα για τη δηµοκρατία· η εργασία πρέπει να εξουσιάζει, όµως οι άλ-
λοι δεν πρέπει να είναι χωρίς δικαιώµατα. Συνεπώς, πλάι στο κοινοβούλιο της εργα-
σίας, που θα διαχειρίζεται τη βάση της ζωής, την εργασία, µπορεί να συγκροτηθεί ένα
δεύτερο σώµα µέσω γενικών εκλογών, που θα ασκεί την επιρροή του στα δηµόσια,
πολιτισµικά, και γενικά πολιτικά ζητήµατα.

Αυτή η θεώρηση µιας κυβέρνησης συνδικάτων δε πρέπει να συγχέεται µε τον “εργα-


τισµό”[17], την πολιτική του κόµµατος των Εργατικών, που βρίσκεται τώρα υπό την
ηγεσία συνδικαλιστών. Αυτή η πολιτική συνίσταται σε µια διείσδυση των συνδικά-
των στο κόµµα των Εργατικών, µε σκοπό να φτιάξουν ένα εργατικό κόµµα στην ίδια
βάση µε τα υπόλοιπα κόµµατα, και να γίνουν κυβέρνηση. Αυτό το κόµµα είναι εξ ο-
λοκλήρου αστικό, ανάµεσα στον Χέντερσον και τον Έµπερτ δεν υπάρχουν και τόσες

133
διαφορές. Προσφέρει στην αγγλική αστική τάξη τη δυνατότητα –εφόσον πιεστεί από
τα κάτω και νιώσει απειλή– να συνεχίσει την πολιτική της σε ευρύτερες βάσεις· θα
κρατήσει ανίσχυρους τους εργάτες και θα τους εξαπατήσει, ούτως ώστε οι ηγέτες του
να µπουν στο κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση ενός εργατικού κόµµατος –που φαινόταν
προ των πυλών πριν ένα χρόνο λόγω των επαναστατικών διαθέσεων των µαζών, όµως
έχει πια αποµακρύνει καθώς οι ηγέτες κατέστειλαν το ριζοσπαστικό ρεύµα– θα ήταν,
παρόµοια µε την κυβέρνηση του Έµπερτ στη Γερµανία, µια κυβέρνηση υπέρ της α-
στικής τάξης. Όµως µένει να δειχθεί αν η διορατική, ευφυής αστική τάξη θα αναλάβει
η ίδια το έργο της εξαπάτησης και καταστολής των µαζών ή αν θα το αναθέσει στους
εργατοπατέρες.

Μια καθαρή κυβέρνηση συνδικάτων, όπως τη σκέφτονται οι ριζοσπάστες, είναι αντί-


θετη από την πολιτική του εργατικού κόµµατος, από αυτόν τον “εργατισµό”, όπως η
επανάσταση είναι αντίθετη από τη µεταρρύθµιση. Μόνο µε µια επανάσταση στις πο-
λιτικές σχέσεις –βίαιη ή κατά το παλιό αγγλικό µοντέλο– θα µπορούσε µια τέτοια κυ-
βέρνηση να γίνει πραγµατικότητα· όµως στη συνείδηση των πλατιών µαζών επανά-
σταση σηµαίνει κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο. Όµως ακόµα κι έτσι
είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το στόχο του κοµµουνισµού. Βασίζεται σε µια
περιορισµένη ιδεολογία που αναπτύσσεται από τη συνδικαλιστική πάλη, η οποία δεν
εναντιώνεται ενάντια στο παγκόσµιο κεφάλαιο ως ολότητα, σε όλες τις περιπλεγµένες
του µορφές, ως χρηµατιστικό, τραπεζικό, αγροτικό, αποικιακό κεφάλαιο, παρά µόνο
ως βιοµηχανικό κεφάλαιο. Βασίζεται στη µαρξιστική οικονοµία, όπως αυτή διαβάζε-
ται σήµερα από τους Άγγλους εργάτες: γίνεται λόγος για την παραγωγή σαν µηχανι-
σµό εκµετάλλευσης, κι όχι για τις βαθιές µαρξιστικές θεωρήσεις που αφορούν στην
κοινωνία, τον ιστορικό υλισµό. Γνωρίζει ότι η εργασία αποτελεί το θεµέλιο του κό-
σµου, και θέλει εποµένως η εργασία να γίνει κυρίαρχος του κόσµου· δε µπορεί να δει
πώς όλα τα αφηρηµένα πεδία της πολιτικής και πνευµατικής ζωής καθορίζονται από
τον τρόπο παραγωγής, και γι’ αυτό τείνει να τα αφήσει στα χέρια των αστών δια-
νοούµενων, µόλις αυτοί αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία της εργασίας. Στην πραγ-
µατικότητα µια τέτοια εργατική κυβέρνηση θα ήταν κυβέρνηση της συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας, µαζί µε ένα ριζοσπαστικό κοµµάτι της κρατικής, το οποίο θα έχει
στη βάση της αρµοδιότητάς του την ευθύνη για τα ειδικά πεδία της κουλτούρας, της
πολιτικής κλπ. Το οικονοµικό του πρόγραµµα κατά πάσα πιθανότητα δε θα συµπίπτει
µε την κοµµουνιστική απαλλοτρίωση, αλλά θα είναι µια απαλλοτρίωση που θα κα-

134
τευθύνεται στο µεγάλο κεφάλαιο, τους τοκογλύφους, το τραπεζικό κεφάλαιο και την
έγγειο πρόσοδο, δείχνοντας όµως επιείκεια στο “έντιµο” κέρδος του µικροεπιχειρη-
µατία, που τώρα τσακίζεται και εξουσιάζεται από το µεγάλο κεφάλαιο. Ένα ακόµα
ερώτηµα είναι το αν ως προς το αποικιακό ζήτηµα, αυτή τη φλέβα ζωής της άρχου-
σας τάξης της Αγγλίας, παίρνουν θέση υπέρ της πλήρους ελευθερίας για την Ινδία,
θέση που ανήκει κατά τρόπο ουσιώδη στο κοµµουνιστικό πρόγραµµα.

∆ε µπορούµε να προβλέψουµε µε ποιον τρόπο, σε ποιο βαθµό, και µε πόση καθαρό-


τητα θα πραγµατωθεί µια τέτοια πολιτική µορφή· µπορούµε να αναγνωρίσουµε µόνο
τις γενικές δυνάµεις και τάσεις, τους αφηρηµένους τύπους, όµως όχι και τις διάφορες
συγκεκριµένες µορφές και µείγµατα µέσω των οποίων θα γίνει πραγµατικότητα. Η
αγγλική αστική τάξη ήξερε ανέκαθεν την τέχνη να συγκρατεί τις µάζες µακριά από
επαναστατικούς σκοπούς, δίνοντάς τες επιµέρους παραχωρήσεις την κατάλληλη
στιγµή. Το αν θα ακολουθήσει και στο µέλλον αυτή την τακτική θα εξαρτηθεί κυρίως
από το µέγεθος της οικονοµικής κρίσης. Αν µέσα σε ανεξέλεγκτες εξεγέρσεις στη βι-
οµηχανία η συνδικαλιστική πειθαρχία συντριφτεί από τα κάτω, και ταυτόχρονα ο
κοµµουνισµός αρχίσει να εισχωρεί στις µάζες, τότε ριζοσπάστες και ρεφορµιστές
συνδικαλιστές θα τα βρουν µεταξύ τους· αν πάλι ο αγώνας ξεσπάσει ενάντια στην
παλιά ρεφορµιστική ηγεσία, τότε ριζοσπάστες συνδικαλιστές και κοµµουνιστές θα
παλέψουν µαζί.

Αυτές οι τάσεις δεν είναι περιορισµένες στην Αγγλία. Σε όλες τις χώρες τα συνδικάτα
είναι οι ισχυρότερες εργατικές οργανώσεις· όταν σε µια σύγκρουση ανατρέπεται η
παλιά εξουσία, είναι φυσικό ότι την εξουσία την κατακτά η δύναµη που έχει οργανω-
θεί καλύτερα και ασκεί τη µεγαλύτερη επιρροή. Το Νοέµβριο του 1918 στη Γερµανία
οι κεντρικές επιτροπές των συνδικάτων συγκρότησαν την αντεπαναστατική φρουρά
του Έµπερτ· στην πρόσφατη κρίση του Μαρτίου κατέβηκαν στην πολιτική σκηνή,
επιδιώκοντας να ασκήσουν άµεσα την επιρροή τους στη σύνθεση της κυβέρνησης.
Μόνος σκοπός όταν υποστήριζαν την κυβέρνηση του Έµπερτ ήταν να εξαπατήσουν
το προλεταριάτο µε το ψέµα της “κυβέρνησης υπό τον έλεγχο των εργατικών οργα-
νώσεων”. Όµως από ότι φαίνεται υπάρχει και στη Γερµανία η ίδια τάση µε την Αγ-
γλία. Ακόµα κι αν οι Λεγκίεν[18] και Μπάουερ αποδειχθούν υπερβολικά αντεπανα-
στάτες, τη θέση τους θα πάρουν νέοι ριζοσπάστες συνδικαλιστές της τάσης του
USPD –τον τελευταίο χρόνο οι Ανεξάρτητοι υπό τον Ντίτµαν κατέκτησαν την ηγεσία

135
στις µεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις των µεταλλεργατών. Σε περίπτωση που ένα
επαναστατικό κίνηµα ανατρέψει την κυβέρνηση του Έµπερτ, το δίχως άλλο, αυτή η
καλά οργανωµένη δύναµη των 7 εκατοµµυρίων µελών θα βρίσκεται εκεί –στο πλάι ή
εναντίον του KPD– για να κατακτήσει την πολιτική εξουσία.

Μια τέτοια “κυβέρνηση της εργατικής τάξης” δυνάµει των συνδικάτων δε γίνεται να
έχει σταθερότητα· αν και ενδεχοµένως να ήταν δυνατό να επιβιώσει σε µια µακρά
διαδικασία οικονοµικής αποσάρθρωσης, σε µια οξεία επανάσταση µόνο ως µεταβατι-
κή κατάσταση µπορεί να υπάρξει. Το πρόγραµµά της, όπως το σκιαγραφήσαµε παρα-
πάνω, δεν µπορεί να είναι ριζοσπαστικό. Ένα τέτοιο ρεύµα, που σε αντίθεση µε τον
κοµµουνισµό, θα λάβει µια σειρά µέτρα, όχι µε συνείδηση της µεταβατικής τους φύ-
σης, προς την κατεύθυνση της κοµµουνιστικής οργάνωσης, αλλά εν είδει οριστικού
προγράµµατος, αναγκαστικά θα έρθει σε αντίθεση, και τέλος σε σύγκρουση µε τις
µάζες. Πρώτον, δε θα έχει εξουδετερώσει πλήρως τα αστικά στοιχεία, παρά θα έχει
αφήσει στα χέρια τους σηµαντικές θέσεις εξουσίας στη γραφειοκρατία και ίσως στο
κοινοβούλιο, από τις οποίες θέσεις θα συνεχίσουν την ταξική πάλη. Η αστική τάξη θα
επιδιώξει να ισχυροποιήσει αυτές τις θέσεις εξουσίας, ενώ το προλεταριάτο, επειδή
θα είναι αδύνατο όπως έχουν τα πράγµατα να εξουδετερώσει την εχθρική τάξη, θα
επιδιώξει να εγκαθιδρύσει ένα καθαρό σοβιετικό σύστηµα ως όργανο της δικτατορίας
του· αυτή η πάλη ανάµεσα σε δυο ισχυρούς αντιπάλους θα κάνει ανέφικτη την οικο-
νοµική ανοικοδόµηση[c]. ∆εύτερον, µια τέτοια κυβέρνηση δε µπορεί να λύσει τα
προβλήµατα που τίθενται από την κοινωνία. Αυτά µπορεί να τα λύσει µονάχα η πρω-
τοβουλία και η δραστηριότητα των ίδιων των προλεταριακών µαζών, κεντρισµένων
από εκείνον τον απεριόριστο ενθουσιασµό και το πνεύµα αυτοθυσίας, όπως µόνο ο
κοµµουνισµός, µε την προοπτική του της πλήρους ελευθερίας και της ύψιστης πνευ-
µατικής και ηθικής εξύψωσης, µπορεί να εγείρει. Αυτή η τάση, που αν και θέλει να
καταργήσει την υλική φτώχια και εκµετάλλευση, αφήνει συνειδητά άθικτη την αστι-
κή υπερδοµή, και δε δοκιµάζει να επαναστατικοποιήσει την ιδεολογία του προλετα-
ριάτου, δεν είναι σε θέση να ενεργοποιήσει την ισχυρή ενέργεια των µαζών· όµως γι’
αυτό είναι ανίκανη να λύσει και το υλικό πρόβληµα, την οικονοµική ανοικοδόµηση,
και να ξεπεράσει το χάος.

Μια κυβέρνηση συνδικάτων θα επιδιώξει να σταθεροποιήσει και να παγιώσει την


πρόσκαιρη έκβαση της επαναστατικής διαδικασίας, παρόµοια µε την “καθαρά σοσια-

136
λιστική” κυβέρνηση –µε µόνη διαφορά ότι αυτή αντιστοιχεί σε ένα µεταγενέστερο
στάδιο της όλης εξέλιξης: όταν η επικυριαρχία της αστικής τάξης θα έχει γίνει συ-
ντρίµµια· όταν θα είναι αδύνατο να διατηρηθεί ολόκληρο το καπιταλιστικό κέρδος,
αλλά µόνο η λιγότερο δυσάρεστη, η µικροκαπιταλιστική µορφή του· όταν τέλος θα
µπει µπροστά όχι η καπιταλιστική, αλλά η σοσιαλιστική ανοικοδόµηση, αν και µε
ανεπαρκή µέσα. Η κυβέρνηση των συνδικάτων έχει συνεπώς το νόηµα του τελευταί-
ου καταφυγίου της αστικής τάξης. Όταν η αστική τάξη δε θα µπορεί να κρατηθεί στη
γραµµή Σάιντεµαν-Χέντερσον-Ρενοντέλ, θα οπισθοχωρήσει στη γραµµή Σµάιλι-
Ντίσµαν-Μέρχαϊµ[19]. Όταν δε θα µπορεί να εξαπατά άλλο το προλεταριάτο µε τη
συµµετοχή “εργατών” σε µια αστική ή σοσιαλιστική κυβέρνηση, θα επιχειρήσει να
κρατήσει το προλεταριάτο µακριά από ριζοσπαστικούς στόχους χρησιµοποιώντας µια
“κυβέρνηση εργατικών οργανώσεων”, µε σκοπό να διατηρήσει εν µέρει την προνοµι-
ακή της θέση. Ο χαρακτήρας µιας τέτοιας κυβέρνησης είναι αντεπαναστατικός, κα-
θώς επιδίωξή της θα είναι να συγκρατήσει την αναγκαία ανάπτυξη της επανάστασης
προς την ολοσχερή καταστροφή του αστικού κόσµου και τον πλήρη κοµµουνισµό.
Για την ώρα ο αγώνας για τον κοµµουνισµό δίνεται παράλληλα µε τους ριζοσπάστες
συνδικαλιστές· όµως θα ήταν λάθος τακτικής να µην υπογραµµίσουµε τις αντιθέσεις
µας µε αυτούς, ως προς τις αρχές και το στόχο. Αυτές οι παρατηρήσεις αφορούν και
στη συµπεριφορά που πρέπει να έχουν οι κοµµουνιστές απέναντι στις σηµερινές συν-
δικαλιστικές ενώσεις· ό,τι συµβάλλει στην αύξηση της δύναµης και της ενότητας των
υφιστάµενων συνδικαλιστικών ενώσεων, αυξάνει και τη δύναµη µε την οποία στο
µέλλον θα σταθούν εµπόδιο στην ανάπτυξη της επανάστασης. Ο κοµµουνισµός, διε-
ξάγοντας µια δριµεία πάλη αρχών ενάντια σε αυτή την πολιτική µεταβατική µορφή,
εκπροσωπεί τις ζωντανές, επαναστατικές τάσεις στο προλεταριάτο. Η ίδια επαναστα-
τική πράξη του προλεταριάτου, που συντρίβοντας τον αστικό µηχανισµό εξουσίας
ανοίγει το δρόµο για την κυριαρχία της εργατικής γραφειοκρατίας, ωθεί ταυτόχρονα
τις µάζες προς τη δηµιουργία των δικών τους οργάνων, των συµβουλίων, τα οποία
υποσκάπτουν άµεσα τα ίδια τα θεµέλια του γραφειοκρατικού µηχανισµού των συνδι-
κάτων. Η ανοικοδόµηση του σοβιετικού συστήµατος είναι ταυτόχρονα αγώνας του
προλεταριάτου για την αντικατάσταση της ατελούς µορφής της δικτατορίας µε την
τέλεια. Όµως λόγω της ακατάπαυστης, εντατικής εργασίας που θα απαιτεί η ανοικο-
δόµηση της οικονοµίας, η γραφειοκρατία των ηγετών θα συνεχίσει να έχει για πολύ
καιρό µια µεγάλη δύναµη· µόνο µε αργούς ρυθµούς οι µάζες θα αποκτήσουν τη δύ-
ναµη που χρειάζεται για να τη ξεφορτωθούν. Αυτές οι διαφορετικές µορφές και φά-

137
σης της όλης ανάπτυξης δε διαδέχονται η µια την άλλη µε εκείνον τον αφηρηµένα-
κανονικό τρόπο, µε τον οποίο θα τις βάζαµε σε µια λογική σειρά ως εκφράσεις των
διαφορετικών βαθµών ωριµότητας της όλης εξέλιξης, αλλά διαδραµατίζονται παράλ-
ληλα, αναµειγνύονται, διασταυρώνονται σαν ένα χάος από τάσεις που συµπληρώ-
νουν, αντιµάχονται, διαλύουν η µια την άλλη· µέσα από αυτή την πάλη αναπτύσσεται
στο σύνολό της η επανάσταση. “Οι προλεταριακές επαναστάσεις”, έχει ήδη πει ο
Μαρξ, “ασκούν αδιάκοπα κριτική στον ίδιο τους τον εαυτό, διακόπτουν συνεχώς την
ίδια τους την πορεία, επιστρέφουν σε εκείνο που φαινοµενικά είχε ολοκληρωθεί για
να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε µε ωµή ακρίβεια τις µισοτελειωµένες
δουλειές, τις αδυναµίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνο-
νται να ξαπλώνουν χάµω τον αντίπαλό τους µόνο και µόνο για να του δώσουν την
ευκαιρία να αντλήσει καινούργιες δυνάµεις από τη γη και να ορθωθεί ξανά πιο γιγά-
ντιος µπροστά τους…”[20]. Οι δυνάµεις αυτές, που ξεπηδούν από το ίδιο το προλε-
ταριάτο ως έκφραση της ανεπαρκούς του ισχύος, πρέπει να ξεπεραστούν κατά τη δια-
δικασία ανάπτυξης αυτής της ισχύος –µια διαδικασία γεµάτη αντιφάσεις, καταστρο-
φές, αγώνες. Εν αρχή ην η πράξις. Όµως η πράξη δεν αποτελεί παρά µόνο την αρχή.
Η ανατροπή της εξουσίας δεν απαιτεί παρά τη στιγµή µιας ενιαίας βούλησης, όµως
µονάχα µέσω της διαρκούς ενότητας –που µόνο οι ξεκαθαρισµένες αντιλήψεις καθι-
στούν εφικτή– µπορεί η νίκη να διατηρηθεί. Αλλιώς έρχεται η οπισθοχώρηση, που δε
σηµαίνει καθόλου την επιστροφή των παλιών κυρίαρχων, αλλά τον ερχοµό µιας νέας
εξουσίας, µε νέες µορφές, νέα πρόσωπα και νέες αυταπάτες. Κάθε νέα φάση της επα-
νάστασης φέρνει στην επιφάνεια ένα νέο στρώµα φρέσκων ηγετών ως εκπροσώπων
καθορισµένων µορφών οργάνωσης, των οποίων το ξεπέρασµα πραγµατώνει ένα υψη-
λότερο στάδιο της αυτοχειραφέτησης του προλεταριάτου. Η ισχύς του προλεταριάτου
δεν είναι µονάχα η ενεργητική ισχύς της στιγµιαίας βίαιης πράξης, που ρίχνει τον ε-
χθρό στο έδαφος, αλλά και η πνευµατική ισχύς, που ξεπερνά την πνευµατική εξάρτη-
ση από το παλιό, και έτσι γνωρίζει πώς να κρατήσει γερά στα χέρια της ό,τι έχει κα-
τακτηθεί κατά την έφοδο. Η ανάπτυξη αυτής της ισχύος, κατά την άµπωτη και την
πληµµυρίδα της επανάστασης, είναι η ανάπτυξη της προλεταριακής ελευθερίας.

VIII

Την ώρα που στη ∆υτική Ευρώπη ο καπιταλισµός καταρρέει συνεχώς, στη Ρωσία,
µέσα σε απίστευτες δυσκολίες, η παραγωγή ανοικοδοµείται σε νέες βάσεις. Η κυρι-

138
αρχία του κοµµουνισµού δε σηµαίνει ότι η παραγωγή οργανώνεται τελείως κοµµου-
νιστικά –αυτό µόνο µετά από µια µακρά διαδικασία ανάπτυξης θα γίνει εφικτό– αλλά
ότι η εργατική τάξη αναπτύσσει συνειδητά την παραγωγή προς την κατεύθυνση του
κοµµουνισµού[d]. Αυτή η ανάπτυξη ανά πάσα στιγµή δε µπορεί να πάει παραπέρα
από όσο επιτρέπουν οι υφιστάµενες τεχνικές και κοινωνικές βάσεις. Εµφανίζονται
συνεπώς µεταβατικές µορφές, οι οποίες περιέχουν υπολείµµατα του παλιού αστικού
κόσµου. Αν κρίνουµε από αυτό που είναι γνωστό για τις ρωσικές συνθήκες εδώ στη
∆υτική Ευρώπη, αυτά τα υπολείµµατα έχουν εµφανιστεί και εκεί.

Η Ρωσία είναι µια αχανής αγροτική χώρα. Η βιοµηχανία δεν έχει αναπτυχθεί τόσο
ώστε να µεταβάλλει σε αφύσικο βαθµό τον κόσµο σε “εργοστάσιο”· οι εξαγωγές και
η επέκταση δεν έχουν αναχθεί σε ζητήµατα ζωής και θανάτου· ο βαθµός ανάπτυξης
της βιοµηχανίας επέτρεψε το σχηµατισµό µιας βιοµηχανικής εργατικής τάξης, η ο-
ποία ήταν ικανή να πάρει ως ανεπτυγµένη τάξη τη διεύθυνση της κοινωνίας στα χέρια
της. Καθώς οι λαϊκές µάζες απασχολούνται στην αγροτική οικονοµία, οι µεγάλες επι-
χειρήσεις αποτελούν µια µειοψηφία, η οποία όµως είναι ζωτικής σηµασίας για την
κοµµουνιστική ανάπτυξη. Την πλειονότητα αποτελούν οι µικρές επιχειρήσεις, όχι
όµως οι άθλια εκµεταλλευτικές µικροεπιχειρήσεις της ∆υτικής Ευρώπης, αλλά επι-
χειρήσεις που διασφαλίζουν την ευηµερία στον αγροτικό πληθυσµό, και τις οποίες η
σοβιετική κυβέρνηση επιδιώκει, παρέχοντάς τες πρώτες ύλες και εργαλεία, και προ-
σφέροντας εντατικά τεχνογνωσία και καλλιεργητικές γνώσεις, να τις συνδέσει µε το
σύνολο. Ωστόσο είναι αυτονόητο ότι αυτή η µορφή επιχείρησης τρέφει µια ατοµικι-
στική, ξένη προς τον κοµµουνισµό νοοτροπία, η οποία στους “πλούσιους αγρότες”
γίνεται εχθρική, πραγµατικά αντικοµµουνιστική. Το δίχως άλλο εκεί πόνταρε η Α-
ντάντ προτείνοντας τη σύναψη εµπορικών σχέσεων µε τις κοοπερατίβες, µε σκοπό,
διασπείροντας σε αυτά τα στρώµατα το αστικό κυνήγι του κέρδους, να αναπτυχθεί
ένα αστικό αντι-κίνηµα. Όµως τέτοιου είδους απόπειρες είναι µοιραίο να αποτύχουν,
καθώς ο φόβος µιας φεουδαρχικής αντίδρασης συνδέει αυτά τα στρώµατα µε τη τω-
ρινή κυβέρνηση. Αυτός ο κίνδυνος θα εξαλειφθεί εντελώς όταν καταρρεύσει ο δυτι-
κοευρωπαϊκός ιµπεριαλισµός.

Η βιοµηχανία είναι κατά πρώτο λόγο κεντρικά ρυθµισµένη, δίχως εκµετάλλευση πα-
ραγωγή· είναι η καρδιά της νέας τάξης [Ordnung]· η διαχείριση του κράτους βασίζε-
ται στο βιοµηχανικό προλεταριάτο. Όµως και αυτή η παραγωγή βρίσκεται σε µια µε-

139
ταβατική κατάσταση· τα τεχνικά και διαχειριστικά στρώµατα στο εργοστάσιο και το
κράτος έχουν στα χέρια τους µεγαλύτερη εξουσία από όσο θα ταίριαζε στον ανα-
πτυγµένο κοµµουνισµό. Η ανάγκη της γρήγορης αύξησης της παραγωγής, και ακόµα
περισσότερο η ανάγκη της δηµιουργίας ενός στρατού αποτελεσµατικού ενάντια στις
επιθέσεις της αντίδρασης, κάνει αναγκαίο το όσο γίνεται γρηγορότερο ξεπέρασµα της
έλλειψης των ηγετικών δυνάµεων· η απειλή της πείνας και οι εχθρικές επιθέσεις δεν
επιτρέπουν τη χρησιµοποίηση όλων των δυνάµεων για την –γρηγορότερη– ανύψωση
των γενικών ικανοτήτων και την ανάπτυξη όλων στη βάση µιας κοµµουνιστικής κοι-
νότητας. Έτσι αναπόφευκτα από τους νέους ηγέτες και τα στελέχη αναπτύχθηκε µια
νέα γραφειοκρατία η οποία απορρόφησε τα υπολείµµατα της παλιάς· η ύπαρξή της
συχνά θεωρείται ως ένας κίνδυνος για τη νέα τάξη [Ordnung]. Μόνο η πλατιά ανά-
πτυξη των µαζών µπορεί να τον ξεκάνει. Αν και γίνονται πυρετώδεις προσπάθειες
προς αυτή την κατεύθυνση, µονάχα η κοµµουνιστική αφθονία, όπου ο άνθρωπος
παύει να είναι σκλαβωµένος στην εργασία του, µπορεί να δηµιουργήσει τις βάσεις για
την οριστική εξάλειψη αυτού του κινδύνου. Μόνο η αφθονία δηµιουργεί την υλική
προϋπόθεση της ελευθερίας και της ισότητας· όσο ο σκληρός αγώνας ενάντια στη
φύση και ενάντια στις δυνάµεις του κεφαλαίου συνεχίζει, και η υπέρµετρη εξειδίκευ-
ση θα παραµείνει µια αναγκαιότητα.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σύµφωνα µε την ανάλυσή µας, η διαφορετική εξέλιξη σε ∆υ-
τική Ευρώπη –όπως θα την δούµε στη µετέπειτα πορεία της επανάστασης– και Ρωσία
παράγει την ίδια πολιτικο-οικονοµική δοµή: µια κοµµουνιστικά ρυθµιζόµενη βιοµη-
χανία, µε το στοιχείο της αυτοδιεύθυνσης στα εργατικά συµβούλια, και υπό την τε-
χνική διεύθυνση και πολιτική κυριαρχία της εργατικής γραφειοκρατίας, µε την αγρο-
τική οικονοµία να διατηρεί τον ατοµικιστικό-µικροαστικό της χαρακτήρα µε τις µι-
κρές και µεσαίες της επιχειρήσεις. Όµως αυτή η συµφωνία δεν είναι κάτι το περίεργο,
καθώς η κοινωνική δοµή δεν καθορίζεται από την πολιτική προϊστορία, αλλά από τις
βασικές τεχνικο-οικονοµικές συνθήκες –βαθµός ανάπτυξης της βιοµηχανικής και α-
γροτικής τεχνολογίας, σχηµατισµός [προλεταριακών] µαζών–, οι οποίες σε Ρωσία και
∆υτική Ευρώπη είναι ίδιες.[e] Όµως σε αυτή τη συµφωνία υπάρχει µια µεγάλη δια-
φορά, ως προς τη σηµασία και το σκοπό της. Στη ∆υτική Ευρώπη αυτή η πολιτικο-
οικονοµική δοµή αποτελεί µια µεταβατική κατάσταση, η οποία αποτελεί την τελευ-
ταία γραµµή άµυνας που έχει η αστική τάξη στη διάθεσή της για να αποτρέψει την
καταστροφή της. Στη Ρωσία αντίθετα, αυτή η δοµή χρησιµοποιείται συνειδητά, µε

140
σκοπό την εξέλιξή της προς την κατεύθυνση του κοµµουνισµού. Στη ∆υτική Ευρώπη
αποτελεί µια φάση στην πάλη ανάµεσα σε προλεταριάτο και αστική τάξη, στη Ρωσία
µια φάση της νέας οικονοµικής ανοικοδόµησης. Με την ίδια εξωτερική µορφή εκδη-
λώνεται στη ∆υτική Ευρώπη η πορεία ενός παρακµάζοντος πολιτισµού προς τη διά-
λυσή του, και στη Ρωσία το ανερχόµενο κίνηµα ενός νέου πολιτισµού.

Όταν η ρωσική επανάσταση ήταν ακόµα νέα και αδύναµη, και περίµενε τη σωτηρία
της από το άµεσο ξέσπασµα της ευρωπαϊκής επανάστασης, επικρατούσε µια διαφορε-
τική αντίληψη για τη σηµασία της. Η Ρωσία, λεγόταν τότε, δεν είναι παρά ένα προκε-
χωρηµένο φυλάκιο της επανάστασης, όπου λόγω της εύνοιας των περιστάσεων το
προλεταριάτο κατάκτησε την εξουσία πολύ νωρίς· όµως αυτό το προλεταριάτο είναι
αδύναµο και αµόρφωτο, και θα χαθεί µέσα στις τεράστιες µάζες της αγροτιάς. Μόνο
πρόσκαιρα µπορεί το προλεταριάτο της οικονοµικά καθυστερηµένης Ρωσίας να ση-
µειώσει προόδους· µόλις εξεγερθούν οι τεράστιες µάζες του δυτικοευρωπαϊκού προ-
λεταριάτου, µε τις γνώσεις και την εκπαίδευσή τους, µε την τεχνική και οργανωτική
τους παιδεία, και πάρουν στα χέρια τους την εξουσία στις αναπτυγµένες βιοµηχανικές
χώρες µε το γηραιό, πλούσιο πολιτισµό, τότε θα λάβει χώρα η άνθηση του κοµµουνι-
σµού, µπροστά στην οποία η αξιέπαινη ρωσική αρχή θα ωχριά και θα φαίνεται ελλι-
πής. Εκεί που ο καπιταλισµός έχει αναπτύξει στον ύψιστο βαθµό τη δύναµή του –σε
Αγγλία, Γερµανία, Αµερική– και έχει προετοιµάσει το νέο τρόπο παραγωγής, εκεί
βρίσκεται και ο πυρήνας και η δύναµη του νέου κοµµουνιστικού κόσµου.

Αυτή η θεώρηση δε λάβαινε υπόψη τις δυσκολίες της επανάστασης στη ∆υτική Ευ-
ρώπη. ∆ε µπορούµε να µιλούµε για ανοικοδόµηση της οικονοµίας εκεί που η αστική
τάξη κατά καιρούς κερδίζει ξανά την εξουσία ή κοµµάτι της εξουσίας, και το προλε-
ταριάτο µόνο µε αργούς ρυθµούς µπορεί να γίνει ικανό να κατακτήσει και να κρατή-
σει την εξουσία. Εκεί η καπιταλιστική ανοικοδόµηση είναι αδύνατη· κάθε φορά που η
αστική τάξη αποκτά τον έλεγχο της κατάστασης, δηµιουργεί ξανά το χάος και εξα-
λείφει τις βάσεις που θα χρησίµευαν για την ανοικοδόµηση της κοµµουνιστικής πα-
ραγωγής. Η αιµατηρή αντίδραση και η καταστροφή εµποδίζουν την εδραίωση της
νέας προλεταριακής τάξης [Ordnung]. Και στη Ρωσία συνέβη αυτό: η καταστροφή
των βιοµηχανικών υποδοµών και των ορυχείων σε Ουράλια και Donezbecken[21]
από τους Κολτσάκ και Ντενίκιν, καθώς και η αναγκαιότητα χρησιµοποίησης των κα-
λύτερων εργατών και ενός τµήµατος των παραγωγικών δυνάµεων για τον αγώνα ενά-

141
ντια στην αντίδραση, διέλυσε σε µεγάλο βαθµό την οικονοµία και έβλαψε σηµαντικά
και καθυστέρησε την κοµµουνιστική ανοικοδόµηση –αν και η σύναψη των εµπορι-
κών σχέσεων µε την Αµερική και τη ∆ύση µπορεί να αποτελέσει την αρχή µιας νέας
ανάκαµψης, η πλήρης επούλωση από τα πλήγµατα είναι αδύνατο να συντελεστεί δί-
χως τις µεγάλες, γεµάτες αυτοθυσία προσπάθειες των µαζών της Ρωσίας. Όµως –και
εδώ βρίσκεται η διαφορά– στη Ρωσία η σοβιετική ∆ηµοκρατία παραµένει ακλόνητη,
ως κέντρο της κοµµουνιστικής δύναµης, έχοντας αποκτήσει ισχυρή εσωτερική συνο-
χή. Στη ∆υτική Ευρώπη δε γίνονται λιγότερες καταστροφές ή δολοφονίες, και εδώ οι
καλύτερες δυνάµεις του προλεταριάτου καταστρέφονται από την πάλη, όµως λείπει η
πηγή δύναµης ενός ήδη εδραιωµένου, οργανωµένου, µεγάλου σοβιετικού κράτους. Οι
τάξεις αλληλοκαταστρέφονται στον εµφύλιο πόλεµο, και όσο κυριαρχεί το χάος και η
εξαθλίωση δε µπορεί να γίνει λόγος για ανοικοδόµηση. Αυτή είναι η µοίρα των χω-
ρών που το προλεταριάτο δεν αναγνώρισε άµεσα, µε καθαρό βλέµµα και ενιαία βού-
ληση, το καθήκον του· των χωρών στις οποίες η αστική παράδοση κράτα αδύναµους
τους εργάτες και τους διασπά, τους εξαπατά και τους κάνει να µην έχουν θάρρος. Θα
χρειαστεί, στις παλαιο-καπιταλιστικές χώρες, να περάσουν δεκαετίες µέχρις ότου το
προλεταριάτο να ξεπεράσει τις επιδράσεις τις αστικής κουλτούρας που το µολύνουν
και το παραλύουν. Στο µεσοδιάστηµα η παραγωγή θα στέκει αδρανής, και από οικο-
νοµική σκοπιά, οι χώρες θα µεταβάλλονται σε ερήµους.

Την ίδια ώρα που η ∆υτική Ευρώπη λιµνάζει οικονοµικά, και παλεύει να ξεφύγει από
το αστικό της παρελθόν, στην Ανατολή, στη Ρωσία, ανθεί η οικονοµία της κοµµουνι-
στικής οργάνωσης. Αυτό που διαχωρίζει τις χώρες του ανεπτυγµένου καπιταλισµού
από την καθυστερηµένη Ανατολή, είναι η ύπαρξη ενός απίστευτου πλούτου από υλι-
κά και πνευµατικά µέσα παραγωγής –ένα πυκνό δίκτυο από σιδηροδρόµους, εργο-
στάσια, πλοία, και ένας πυκνός, τεχνικά εκπαιδευµένος πληθυσµός. Όµως µε την κα-
τάρρευση του καπιταλισµού, µε το µακροχρόνιο εµφύλιο πόλεµο, µε τη στασιµότητα,
όταν παράγονται εξαιρετικά λίγα, αυτό το δίκτυο χάνεται, φθείρεται, καταστρέφεται.
Οι άφθαρτες παραγωγικές δυνάµεις, η επιστήµη, η τεχνογνωσία, δεν είναι δεµένες µε
αυτές τις χώρες· οι κάτοχοί τους βρίσκουν στη Ρωσία µια νέα πατρίδα, στην οποία
µέσω των εµπορικών συναλλαγών διασώζεται και ένα κοµµάτι του υλικού, τεχνικού
πλούτου της Ευρώπης. Η εµπορική συµφωνία της σοβιετικής Ρωσίας µε την Αµερική
και τη ∆υτική Ευρώπη, αν εφαρµοστεί µε ειλικρίνεια και δύναµη, θα έχει την τάση να
ενδυναµώσει αυτήν την αντίθεση, καθώς από τη µία θα συµβάλλει στην οικονοµική

142
ανοικοδόµηση της Ρωσίας, και από την άλλη θα καθυστερήσει την κατάρρευση στη
∆υτική Ευρώπη, θα βάλει φρένο στη διάλυση, θα επιτρέψει στον καπιταλισµό να πά-
ρει µια ανάσα, και θα οδηγήσει την επαναστατική ορµή των µαζών σε παράλυση –για
πόσο καιρό και σε ποιο βαθµό µένει να δούµε. Στο πολιτικό επίπεδο αυτή η συµφω-
νία θα έχει ως αποτέλεσµα την σταθεροποίηση µιας αστικής –ή µιας µορφής από αυ-
τές που αναλύσαµε πιο πάνω– κυβέρνησης, και ταυτόχρονα την επικράτηση του ο-
πορτουνισµού στον κοµµουνισµό· µέσω της αναγνώρισης των παλιών µεθόδων πά-
λης, µέσω της συµµετοχής στο κοινοβούλιο και τα παλιά συνδικάτα, µε τη νοµιµό-
φρονη αντιπολίτευση, τα κοµµουνιστικά κόµµατα της ∆υτικής Ευρώπης θα κατακτή-
σουν ένα νόµιµο στάτους, όπως παλιότερα και η σοσιαλδηµοκρατία, η δε ριζοσπα-
στική, επαναστατική τάση θα εξωθηθεί στη µειοψηφία. Όµως µια πραγµατική νέα
άνθηση του καπιταλισµού είναι ολωσδιόλου απίθανη· το ιδιωτικό συµφέρων των κα-
πιταλιστών που προχωρούν σε εµπορικές συναλλαγές µε τη Ρωσία δε νοιάζεται για τη
συνολική οικονοµία· µε σκοπό το κέρδος σηµαντικές υποδοµές της παραγωγής µετα-
φέρονται στη Ρωσία· το προλεταριάτο δε γίνεται να καθυποταχθεί εκ νέου. Η κρίση
θα συνεχίσει να σέρνεται· η οριστική βελτίωση της κατάστασης είναι αδύνατη· η δια-
δικασία της επανάστασης και του εµφυλίου πολέµου θα επιµηκύνεται, θα µακραίνει.
Η πλήρης κυριαρχία του κοµµουνισµού και η έναρξη µιας νέας άνθησης θα µετατεθεί
στο απώτερο µέλλον. Στο µεσοδιάστηµα στην Ανατολή η οικονοµία θα αναπτύσσεται
ανεµπόδιστη και µε γρήγορους ρυθµούς, θα ανοίγει νέους δρόµους εφαρµόζοντας τη
σύγχρονη φυσική επιστήµη –την οποία η ∆ύση δε ξέρει πώς να εκµεταλλευτεί–, και
την νέα κοινωνική επιστήµη –τη µόλις κερδισµένη κυριαρχία της ανθρωπότητας πά-
νω στις ίδιες της τις κοινωνικές δυνάµεις. Και αυτές οι δυνάµεις, ισχυροποιηµένες σε
απίστευτο βαθµό από την ενέργεια που προκύπτει από την ελευθερία και την ισότητα,
θα µεταβάλλουν τη Ρωσία σε κέντρο της νέας κοµµουνιστικής παγκόσµιας τάξης
πραγµάτων.

Αυτή δε θα είναι η πρώτη φορά στην παγκόσµια ιστορία που κατά τη µετάβαση σε
ένα νέο τρόπο παραγωγής –ή σε µια νέα του φάση– το κέντρο του κόσµου µεταφέρε-
ται σε άλλες περιοχές. Στην αρχαιότητα µεταφέρθηκε από τη µέση Ανατολή στη νό-
τια Ευρώπη, στο µεσαίωνα από τη νότια στην κεντρική· µε την άνοδο του αποικιακού
και εµπορευµατικού κεφαλαίου περνά κατά σειρά από την Ισπανία, Ολλανδία, και
Αγγλία· µε τη βιοµηχανία η Αγγλία κατακτά την πρωτοκαθεδρία. Οι αιτίες αυτών των
µεταβολών µπορούν να συνοψιστούν ως εξής: εκεί που η προγενέστερη οικονοµική

143
µορφή έχει φτάσει στον ύψιστο βαθµό εξέλιξης, οι υλικές και πνευµατικές δυνάµεις,
οι πολιτικο-νοµικοί θεσµοί, που διασφαλίζουν την ύπαρξή της και είναι απαραίτητοι
για την πλήρη της ανάπτυξή, είναι τόσο στέρεα δοµηµένοι, που αποτελούν σχεδόν
ανυπέρβλητα εµπόδια για το πέρασµα σε νέες οικονοµικές µορφές. Έτσι προς το τέ-
λος της αρχαιότητας ο θεσµός της δουλείας εµπόδιζε το πέρασµα σε µια φεουδαλική
οργάνωση· τέτοια ήταν η επίδραση των νόµων για τις συντεχνίες στις µεγάλες, πλού-
σιες πόλεις του µεσαίωνα που η µεταγενέστερη καπιταλιστική µανουφακτούρα δε
γινόταν παρά να αναπτυχθεί σε περιοχές µέχρι πρότινος ασήµαντες· έτσι η πολιτική
τάξη πραγµάτων της γαλλικής απολυταρχίας, ενώ υπό τον Colbert προήγαγε τη βιο-
µηχανία, από τα τέλη του 18ου αι. στάθηκε εµπόδιο στην εισαγωγή της νέας µεγάλης
βιοµηχανίας, ήταν η Αγγλία που έγινε µια χώρα-εργοστάσιο. Υπάρχει και στη φύση
ένας αντίστοιχος νόµος, ως συµπλήρωµα στη δαρβινική “επιβίωση του ικανότερου”:
“survival of the unfitted”[22], επιβίωση του πιο ανίκανου. Όταν ένα είδος ζώου –
όπως για παράδειγµα τα σαυροειδή της µεσοζωικής περιόδου– έχει εξειδικευτεί και
διαφοροποιηθεί σε ένα πλούτο από µορφές, που όλες τους είναι πλήρως προσαρµο-
σµένες στις ειδικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν σε εκείνη την εποχή, τότε
αυτό γίνεται ανίκανο να εξελιχθεί σε ένα νέο τύπο: όλων των ειδών οι ικανότητες και
εξελικτικές δυνατότητες έχουν χαθεί και δε γίνεται να αναδηµιουργηθούν. Η ανάπτυ-
ξη ενός νέου τύπου ξεκινά τότε από πρωτόγονες πρωτο-µορφές, οι οποίες, καθώς εί-
ναι αδιαφοροποίητες, έχουν διαφυλάξει όλες τις εξελικτικές δυνατότητες· ο ανίκανος
για προσαρµογή παλιός τύπος ζωής χάνεται. Το φαινόµενο λοιπόν ότι κατά το ρου
της ιστορίας της ανθρωπότητας η ηγεσία στην οικονοµική, πολιτική, και πολιτισµική
εξέλιξη µεταφέρεται από τον ένα λαό στον άλλο ή από τη µια χώρα στην άλλη –κάτι
που από την αστική επιστήµη ερµηνεύεται ως “εξάντληση της ζωτικότητας” ενός έ-
θνους ή µιας φυλής–, πρέπει να θεωρηθεί ως ειδική περίπτωση αυτού του οργανικού
κανόνα.

Είδαµε τους λόγους για τους οποίους η πρωτοκαθεδρία της ∆υτικής Ευρώπης και της
Αµερικής –την οποία η αστική τάξη απέδιδε µε ευχαρίστηση στην πνευµατική-ηθική
υπεροχή της φυλής της– θα χαθεί, καθώς και το πού θα µεταφερθεί. Νέες χώρες, όπου
οι µάζες δεν έχουν δηλητηριαστεί από τους καπνούς της αστικής κοσµοαντίληψης,
όπου µε το ξεκίνηµα της βιοµηχανικής ανάπτυξης το πνεύµα τους τινάχθηκε από την
ακλόνητη ηρεµία του παρελθόντος, και µέσα του ξύπνησε ένα κοµµουνιστικό αίσθη-
µα κοινότητας· όπου υπάρχουν πρώτες ύλες, έτσι ώστε µέσω της κληρονοµηµένης

144
από τον καπιταλισµό τεχνικής, να αναδιοργανωθούν οι παραδεδοµένες µορφές παρα-
γωγής· όπου η πίεση από τα πάνω είναι αρκετά ισχυρή για να ωθεί στον αγώνα και
την ανάπτυξη της αγωνιστικής ικανότητας, δίχως όµως να υπάρχει µια πανίσχυρη α-
στική τάξη να εµποδίσει αυτή την αναδιοργάνωση: τέτοιες χώρες θα γίνουν τα κέντρα
του νέου κοµµουνιστικού κόσµου. Η Ρωσία, που µαζί µε τη Σιβηρία αποτελεί σχεδόν
το µισό της γης, βρίσκεται ανάµεσα σε αυτές τις χώρες ήδη στη πρώτη θέση. Αυτές οι
συνθήκες υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο και σε άλλες χώρες της Ανατολής, όπως
οι Ινδίες και η Κίνα. Αν και εκεί υπάρχουν άλλες αιτίες ανωριµότητας, αυτές οι χώρες
δεν πρέπει να παραβλέπονται αναφορικά µε την κοµµουνιστική παγκόσµια επανά-
σταση.

∆ε βλέπουµε την παγκόσµια επανάσταση στην πλήρη, καθολική της σπουδαιότητα


όταν την παρατηρούµε µονάχα από τη δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά. Η Ρωσία δεν είναι
µόνο το ανατολικό κοµµάτι της Ευρώπης, αλλά –και όχι µόνο από γεωγραφική, αλλά
και από οικονοµικο-πολιτική άποψη–, και σε µεγαλύτερο βαθµό, το δυτικότερο κοµ-
µάτι της Ασίας. Η γηραιά Ρωσία έχει λίγα κοινά µε την Ευρώπη: είναι ο πιο κοντινός
στη ∆ύση σχηµατισµός αυτού που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως “Ανατολικό ∆εσποτι-
σµό”, στον οποίον ανήκουν όλες οι αχανείς αυτοκρατορίες της Ασίας. Σε αυτές, πάνω
από την σχεδόν παντού οργανωµένη στη βάση του αγροτο-κοµµουνισµού αγροτιά
υψώνεται η απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα και των ευγενών, η οποία στηρίζεται
και στο περιορισµένο, αλλά σηµαντικό εµπόριο ειδών βιοτεχνίας. Αυτόν τον τρόπο
παραγωγής, που –παρόλες τις αλλαγές προσώπων που συµβαίνουν στην επιφάνεια–
εδώ και χιλιετίες αναπαράγεται µε τον ίδιο τρόπο, το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο µε
χίλιους τρόπους τον διαλύει, τον ανατρέπει, τον καθυποτάσσει, τον εκµεταλλεύεται,
τον εξαθλιώνει· µέσω του εµπορίου, της άµεσης καθυπόταξης και λεηλασίας, µέσω
της εκµετάλλευσης των φυσικών θησαυρών, µε το χτίσιµο σιδηροδρόµων και εργο-
στασίων, µε τα κρατικά δάνεια στους πρίγκιπες, µέσω της αγοράς µέσων διαβίωσης
και πρώτων υλών –µέσω όλων εκείνων που συνοψίζουµε µε το χαρακτηρισµό ‘αποι-
κιακή πολιτική’. Αντίθετα από τις Ινδίες που λόγω του απίστευτου πλούτου τους κα-
τακτήθηκαν, καταληστεύτηκαν, και εν συνεχεία προλεταριοποιήθηκαν και εκβιοµη-
χανίστηκαν νωρίτερα, οι υπόλοιπες χώρες µπήκαν στο στόχαστρο του αναπτυγµένου
χρηµατιστικού κεφαλαίου µόνο αργότερα, µέσω της σύγχρονης αποικιακής πολιτι-
κής. Και η Ρωσία µεταβλήθηκε –αν και µέχρι το 1700 εµφανιζόταν ως µια από τις
ευρωπαϊκές µεγάλες δυνάµεις– σε αποικία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου: λόγω της ά-

145
µεσης πολεµικής σύγκρουσης µε την Ευρώπη πήρε νωρίτερα το δρόµο που θα ακο-
λουθούσαν και η Περσία και η Κίνα. Πριν τον τελευταίο παγκόσµιο πόλεµο το 70%
της βιοµηχανίας σιδήρου, η πλειονότητα των σιδηροδρόµων, το 90% της παραγωγής
πλατίνας, το 75% της βιοµηχανίας ναφθαλίνης ήταν στα χέρια Ευρωπαίων καπιταλι-
στών, οι οποίοι επιπλέον, µέσω των τεράστιων κρατικών χρεών του τσαρισµού, εκµε-
ταλλεύονταν µέχρι τα όρια της πείνας τους Ρώσους αγρότες. Παρόλο που η εργατική
τάξη της Ρωσίας δούλευε σε παρόµοιες συνθήκες µε τη ∆υτική Ευρώπη, κάτι που εί-
χε ως συνέπεια να ξεπεταχθεί µια κοινότητα επαναστατικών, µαρξιστικών αντιλήψε-
ων, η Ρωσία ως προς τη συνολική της οικονοµική κατάσταση ήταν η ∆υτική από τις
αυτοκρατορίες της Ανατολής.

Η ρωσική επανάσταση αποτελεί την αρχή της µεγάλης εξέγερσης της Ρωσίας ενάντια
στο δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο όπως αυτό έχει συγκεντρωθεί στην Αγγλία. Κατά κα-
νόνα προσέχει κανείς µόνο την επίδρασή της στη ∆υτική Ευρώπη, όπου οι Ρώσοι ε-
παναστάτες λόγω της υψηλού επιπέδου θεωρητικής τους παιδείας έχουν γίνει οι διδά-
σκαλοι του προλεταριάτου που αγωνίζεται για τον κοµµουνισµό. Όµως η επίδρασή
της στην Ανατολή είναι ακόµα σπουδαιότερη· τα ζητήµατα της Ασίας απασχολούν
την πολιτική της σοβιετικής ∆ηµοκρατίας σχεδόν περισσότερο από τα ευρωπαϊκά. Το
κάλεσµα για ελευθερία και αυτοδιάθεση όλων των λαών και για αγώνα ενάντια στο
ευρωπαϊκό κεφάλαιο διαδίδεται από τη Μόσχα, όπου οι αντιπροσωπείες των φυλών
της Ανατολής συρρέουν η µια µετά την άλλη, σε ολόκληρη την Ασία.[f] Τα νήµατα
οδηγούν από την τουρανική σοβιετική ∆ηµοκρατία στις Ινδίες και τις ισλαµικές χώ-
ρες· στη νότιο Κίνα οι επαναστάτες ψάχνουν πώς να ακολουθήσουν το παράδειγµα
των σοβιέτ· το πανισλαµικό κίνηµα που συγκροτείται στη µέση Ανατολή υπό την η-
γεσία της Τουρκίας επιδιώκει να συνδεθεί µε τη Ρωσία. Εδώ βρίσκεται το σπουδαίο
περιεχόµενο της παγκόσµιας πάλης ανάµεσα σε Αγγλία και Ρωσία, ως υπέρµαχων
δυο κοινωνικών συστηµάτων· αυτή η διαπάλη, παρά τις πρόσκαιρες διακοπές, δε γί-
νεται να λήξει µε µια πραγµατική ειρήνη· η κατάσταση αναβρασµού συνεχίζεται στη
Ρωσία. Οι Άγγλοι πολιτικοί, που µπορούν να δουν λίγο παραπέρα από το µικροαστό
δηµαγωγό Τζωρτζ Λόιντ βλέπουν καλά τον κίνδυνο που απειλεί την παγκόσµια κυρι-
αρχία της Αγγλίας, και κατά συνέπεια ολόκληρο τον καπιταλισµό· λένε µε το δίκιο
τους ότι η Ρωσία είναι πολύ πιο επικίνδυνη από ότι ήταν παλιότερα η Γερµανία. Ό-
µως δε µπορούν να δράσουν, γιατί η αρχόµενη επαναστατικοποίηση του αγγλικού
προλεταριάτου δεν επιτρέπει κανέναν άλλο τρόπο διακυβέρνησης πλην της µικροα-

146
στικής δηµαγωγίας. Η υπόθεση της Ασίας είναι η ίδια η υπόθεση της ανθρωπότητας.
Σε Ρωσία, Κίνα, Ινδίες, στις σιβηρικές-ρωσικές πεδιάδες και τις εύφορες κοιλάδες
του Γάγγη και του Γιάνγκ-Τσε-Κιάνγκ[23] ζούνε 800 εκατοµµύρια άνθρωποι, περισ-
σότεροι από το ήµισυ του πληθυσµού ολόκληρης της γης, σχεδόν τριπλάσιοι από τις
καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Και παντού, πέραν της Ρωσίας, εµφανίζονται τα
πρώτα σπέρµατα της εξέγερσης· κάπου φουντώνουν ισχυρά απεργιακά κινήµατα, εκεί
που συνωστίζεται το βιοµηχανικό προλεταριάτο, όπως στη Βοµβάη και τη Hankau,
αλλού ξεσπούν εθνικιστικά κινήµατα υπό την ηγεσία µιας αδύναµης αλλά ανερχόµε-
νης εθνικής διανόησης. Από ότι µπορούµε να συµπεράνουµε από τις λιγοστές ειδή-
σεις του αγγλικού τύπου που µάλλον κρατά µια συνετή στάση σιωπής, ο παγκόσµιος
πόλεµος έκανε τα εθνικά κινήµατα να φουντώσουν, και στη συνέχεια τα κατέστειλε
µε τη βία. Η δε βιοµηχανία βρίσκεται σε τέτοια άνθηση, που ο χρυσός ρέει ασταµά-
τητα από την Αµερική στην Ανατολική Ασία. Όταν το κύµα της οικονοµικής κρίσης
φτάσει αυτές τις χώρες –όπως φαίνεται να συµβαίνει ήδη στην Ιαπωνία– έχουµε να
περιµένουµε το ξέσπασµα νέων αγώνων. Τίθεται κατά συνέπεια το ζήτηµα του αν
πρέπει να υποστηρίζουµε τα καθαρά εθνικά κινήµατα, που στην Ασία παλεύουν για
την εγκαθίδρυση εθνικο-καπιταλιστικών καθεστώτων, καθώς αυτά τα κινήµατα φαί-
νεται να είναι εχθρικά διακείµενα απέναντι στο ίδιο το προλεταριακό κίνηµα χειρα-
φέτησης. Πιθανότατα όµως οι εξελίξεις να µην πάρουν αυτό το δρόµο. Βεβαίως µέχρι
τώρα οι ανερχόµενοι διανοούµενοι προσανατολίζονταν προς τον ευρωπαϊκό εθνικι-
σµό, και ως ιδεολόγοι της ανερχόµενης ντόπιας αστικής τάξης προπαγάνδιζαν ένα
εθνικο-αστικό καθεστώς κατά τα δυτικά πρότυπα. Όµως η αποσύνθεση της Ευρώπης
έχει κάνει αυτό το ιδανικό να ξεθωριάσει· το δίχως άλλο αυτά τα στρώµατα θα αρχί-
σουν να δέχονται την ισχυρή επιρροή του ρωσικού µπολσεβικισµού, και θα βρουν
εκεί τα µέσα για να συνενωθούν µε τα προλεταριακά κινήµατα απεργιών και εξεγέρ-
σεων. Έτσι, ίσως γρηγορότερα από ότι θα περιµέναµε αρχικά, τα εθνικοαπελευθερω-
τικά κινήµατα της Ασίας να υιοθετήσουν έναν κοµµουνιστικό τρόπο σκέψης και ένα
κοµµουνιστικό πρόγραµµα, στη βάση του στέρεου υλικού εδάφους της ταξικής πάλης
των εργατών και αγροτών ενάντια στη βάρβαρη καταπίεση από το παγκόσµιο κεφά-
λαιο.

Η σε συντριπτικό βαθµό αγροτική σύνθεση αυτών των πληθυσµών δε θα αποτελέσει


–όπως δεν αποτέλεσε και στη Ρωσία– εµπόδιο: η κοµµουνιστική κοινότητα δεν έχει
να κάνει µε ένα πυκνοδοµηµένο δίκτυο από πόλεις γεµάτες εργοστάσια –καθώς κα-

147
ταργείται ο καπιταλιστικός διαχωρισµός ανάµεσα σε βιοµηχανικές και αγροτικές χώ-
ρες· η αγροτική οικονοµία θα αποτελεί ένα σηµαντικό κοµµάτι της συνολικής οικο-
νοµίας. Βεβαίως ο κυρίως αγροτικός χαρακτήρας θα δυσκολέψει την επανάσταση,
καθώς το νοητικό επίπεδο είναι χαµηλότερο. Το δίχως άλλο σε αυτές τις χώρες θα
είναι αναγκαία µια µακρά περίοδος πνευµατικών και πολιτικών ανατροπών. Οι δυ-
σκολίες είναι διαφορετικές από ότι στην Ευρώπη: έχουν να κάνουν περισσότερο µε
την παθητικότητα παρά µε την ενεργητικότητα· συνίστανται λιγότερο στην ισχύ της
αντίδρασης και περισσότερο στη βραδύτητα µε την οποία θα πάρει µπρος η δραστη-
ριότητα· δεν έχουν τόσο να κάνουν µε το εσωτερικό χάος, αλλά µε το σχηµατισµό
µιας ενιαίας δύναµης ικανής να διώξει τον ξένο εκµεταλλευτή. ∆ε θα αναφερθούµε
στις επιµέρους διαφορές αυτών των δυσκολιών –την θρησκευτική και εθνική πολυ-
διάσπαση της Ινδίας, το µικροαστικό χαρακτήρα της Κίνας. Όπως κι αν εξελιχθούν οι
πολιτικές και οικονοµικές µορφές, το κύριο πρόβληµα που πρέπει πρώτα να λυθεί
είναι η εκµηδένιση της κυριαρχίας του ευρωπαϊκού-αµερικανικού κεφαλαίου.

Ο σκληρός αγώνας για την εξάλειψη του καπιταλισµού είναι το κοινό έργο που έχουν
να επιτελέσουν οι εργάτες της ∆υτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ χέρι-χέρι µε τα εκα-
τοµµύρια της Ασίας. Βρισκόµαστε στα αρχικά στάδια. Όταν στην γερµανική επανά-
σταση συµβεί µια σηµαντική καµπή, ενώνοντάς τη µε τη Ρωσία, όταν ξεσπάσουν σε
Αγγλία και Αµερική επαναστατικοί µαζικοί αγώνες, όταν φουντώσουν οι εξεγέρσεις
στην Ινδία, όταν τα σύνορα του κοµµουνισµού φτάσουν τον Ρήνο και τον ινδικό ω-
κεανό, τότε η παγκόσµια επανάσταση θα περάσει στο επόµενο, τεράστιο στάδιό της.
Με τους υποτελείς της της Κοινωνίας των Εθνών και τους συµµάχους Ιαπωνία και
ΗΠΑ, η αγγλική αστική τάξη που κυριαρχεί σε όλον τον κόσµο, δεχόµενη επιθέσεις
από το εσωτερικό και το εξωτερικό, µε εξεγέρσεις στις αποικίες και απελευθερωτι-
κούς πολέµους να απειλούν την παγκόσµια κυριαρχία της, παραλυµένη στο εσωτερι-
κό από απεργίες και εµφυλίους, δε θα έχει άλλη επιλογή από το να εξαπολύσει όλες
της τις δυνάµεις, να επιτεθεί µε το µισθοφορικό στρατό της στον εσωτερικό και τον
εξωτερικό εχθρό. Όταν η εργατική τάξη της Αγγλίας, µε τα νώτα καλυµµένα από το
υπόλοιπο ευρωπαϊκό προλεταριάτο, επιτεθεί στην αστική της τάξη, θα παλεύει για
τον κοµµουνισµό µε δυο τρόπους –απελευθερώνοντας το δρόµο για την εγκαθίδρυσή
του στην Αγγλία, και συµβάλλοντας στην απελευθέρωση της Ασίας. Και αντιστρό-
φως, όταν οι ένοπλοι µισθοφόροι της αστικής τάξης θελήσουν να πνίξουν τον αγώνα
του στο αίµα, το αγγλικό προλεταριάτο θα έχει να υπολογίζει στην υποστήριξη των

148
κύριων δυνάµεων του κοµµουνισµού –η ∆υτική Ευρώπη µαζί µε τα νησιά της ανά
τον κόσµο δεν είναι παρά µια χερσόνησος του ρωσικο-ασιατικού συµπλέγµατος χω-
ρών. Ο κοινός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο θα ενώσει τις προλεταριακές µάζες ολό-
κληρου του κόσµου. Όταν, µετά το τέλος της σκληρής πάλης, οι Ευρωπαίοι εργάτες
σταθούν όρθιοι να αντικρύσουν την αυγή της ελευθερίας, θα χαιρετήσουν τους απε-
λευθερωµένους λαούς της Ανατολής, και θα δώσουν το χέρι στη Μόσχα, την πρω-
τεύουσα της νέας ανθρωπότητας.

Παράρτηµα

Οι παραπάνω αναλύσεις γράφτηκαν τον Απρίλιο και στάλθηκαν στη Ρωσία, µε την
προοπτική να χρησιµεύσουν όπου ήταν δυνατό ως υλικό για τις αποφάσεις της εκτε-
λεστικής επιτροπής και του συνεδρίου ως προς την τακτική. Στο µεσοδιάστηµα οι
συνθήκες άλλαξαν κι άλλο: η εκτελεστική επιτροπή στη Μόσχα και οι σύντροφοι η-
γέτες της Ρωσίας πέρασαν εξ ολοκλήρου στην πλευρά του οπορτουνισµού, µε αποτέ-
λεσµα αυτή η τάση να επικρατήσει στο δεύτερο συνέδριο της Κοµµουνιστικής ∆ιε-
θνούς.

Αυτή η πολιτική έκανε πρώτα την εµφάνισή της στη Γερµανία, στην προσπάθεια του
Ράντεκ να επιβάλλει, µε κάθε υλικό ή πνευµατικό µέσο που είχε στη διάθεσή του αυ-
τός και η ηγεσία του KPD, την τακτική του κοινοβουλευτισµού και της υποστήριξης
των κεντρικών συνδικαλιστικών ενώσεων, µε αποτέλεσµα τη διάσπαση και αποδυνά-
µωση του κοµµουνιστικού κινήµατος. Αφότου ο Ράντεκ έγινε γραµµατέας της κε-
ντρικής επιτροπής, η πολιτική του έγινε πολιτική του συνόλου της κεντρικής επιτρο-
πής. Οι µέχρι τότε µάταιες προσπάθειες να προσχωρήσουν οι Ανεξάρτητοι [USPD]
στη Μόσχα συνεχίστηκαν πιο πιεστικές· τουναντίον οι αντικοινοβουλευτικοί κοµ-
µουνιστές του KAPD, που δε χωρά η παραµικρή αµφιβολία ότι ανήκουν εκ φύσεως
στην Κ.Ι., αντιµετωπίστηκαν µε ψυχρότητα: τώρα διακηρύσσεται ότι σε κάθε σηµα-
ντικό ζήτηµα εναντιώθηκαν στην 3η ∆ιεθνή, και έτσι µόνο υπό προϋποθέσεις έγιναν
δεκτοί εντός της. Τέθηκε τέλος στη λειτουργία του Προσωρινού Γραφείου του Άµ-
στερνταµ, που είχε αποδεχτεί το KAPD και το είχε αντιµετωπίσει ως ισάξιο. Έγιναν
διαπραγµατεύσεις µε την αντιπροσωπεία του κέντρου του γαλλικού SP. Ο Λένιν δή-
λωσε στους Άγγλους κοµµουνιστές ότι όχι µόνο οφείλουν να συµµετάσχουν στο κοι-
νοβούλιο, αλλά και ότι πρέπει να προσχωρήσουν στο “Labor Party” –ένα πολιτικό

149
κόµµα αποτελούµενο ως επί το πλείστον από αντιδραστικούς συνδικαλιστές– που α-
νήκει στη 2η ∆ιεθνή. Σε όλες αυτές τις θέσεις των Ρώσων συντρόφων είναι εµφανής η
προσπάθειά τους να συνάψουν σχέσεις µε τις µεγάλες, ακόµα µη-κοµµουνιστικές ερ-
γατικές οργανώσεις της Ευρώπης. Ενώ οι ριζοσπάστες κοµµουνιστές παλεύουν για τη
διαφώτιση και την επαναστατικοποίηση των εργατικών µαζών και διεξάγουν έναν
οξύτατο αγώνα ενάντια σε κάθε αστική, σοσιαλπατριωτική ή αµφιταλαντευόµενη τά-
ση και όσους τις εκπροσωπούν, η ηγεσία της ∆ιεθνούς θέλει να πάρει αυτές τις τά-
σεις µε το µέρος της, δίχως όµως να χρειάζεται να µετασχηµατιστούν οι παραδοσια-
κές βασικές τους αντιλήψεις. Η αντίθεση, στην οποία οι µπολσεβίκοι, που κάποτε µε
τις πράξεις τους ήταν οι διδάσκαλοι της ριζοσπαστικής τακτικής, έχουν βρεθεί ως
προς τους ριζοσπάστες κοµµουνιστές της ∆υτικής Ευρώπης είναι εµφανέστατη στην
πρόσφατη µπροσούρα του Λένιν µε τίτλο “Ο ‘Αριστερισµός’, Παιδική Αρρώστια του
Κοµµουνισµού“. Η σπουδαιότητά της δε βρίσκεται στο περιεχόµενό της, αλλά στον
συγγραφέα της. Γιατί τα επιχειρήµατα δε προσφέρουν και τίποτα το καινούργιο· είναι
ως επί το πλείστον τα ίδια που έχουν χρησιµοποιηθεί και από άλλους· το ιδιαίτερο, το
καινούργιο, είναι ότι τώρα τα χρησιµοποιεί ο Λένιν. Γι’ αυτό, το ζήτηµα δεν είναι να
τα αντικρούσουµε, να αντιπαραθέσουµε σε αυτά άλλα επιχειρήµατα –τα λάθη τους
συνίστανται κυρίως στην ταύτιση των δυτικοευρωπαϊκών συνθηκών, κοµµάτων, ορ-
γανώσεων, κοινοβουλευτικής πρακτικής κ.α. µε τα ρωσικά αντίστοιχα· αυτό που πρέ-
πει να κάνουµε είναι να κατανοήσουµε το γεγονός της εµφάνισής τους ως απόρροια
µια ορισµένης πολιτικής.

∆εν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουµε τη βάση αυτής της πολιτικής στις ανάγκες της
Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας. Οι αντιδραστικές εξεγέρσεις των Κολτσάκ και Ντενίκιν έ-
χουν καταστρέψει τις βάσεις της σιδηροβιοµηχανίας, και οι ανάγκες του πολέµου α-
ποτρέπουν το πλήρες ξεδίπλωµα της παραγωγής. Για την οικονοµική της ανοικοδό-
µηση η Ρωσία έχει άµεση ανάγκη από µηχανές, ατµοµηχανές, εργαλεία, που µόνο η
άθικτη βιοµηχανία των καπιταλιστικών χωρών µπορεί να προσφέρει. Γι’ αυτό έχει
ανάγκη από τις ειρηνικές εµπορικές σχέσεις µε τον υπόλοιπο κόσµο, δηλ. µε τις χώ-
ρες της Αντάντ, οι οποίες µε τη σειρά τους βασίζονται στις πρώτες ύλες και τα µέσα
διαβίωσης της Ρωσίας για να αποτρέψουν την καπιταλιστική κατάρρευση. Πρέπει
λοιπόν η ρωσική Σοβιετική ∆ηµοκρατία –εξαναγκασµένη από τη βραδύτητα της πο-
ρείας της επανάστασης στη ∆υτική Ευρώπη– να επιδιώξει ένα modus vivendi[24] µε
τον καπιταλιστικό κόσµο· να προσφέρει ένα τµήµα του φυσικού της πλούτου ως α-

150
ντάλλαγµα, και να παραιτηθεί από την άµεση προώθηση της επανάστασης στις υπό-
λοιπες χώρες. ∆εν έχουµε καµία αντίρρηση να εγείρουµε ενάντια σε αυτή τη συµφω-
νία, που αναγνωρίζεται και από τις δυο πλευρές ως αναγκαιότητα· όµως δε θα µας
έκανε εντύπωση αν από τη συνειδητοποίηση αυτής της αναγκαιότητας και την πρα-
κτική της συµφωνίας µε τον αστικό κόσµο, προέκυπτε µια πνευµατική διάθεση µε-
τριασµού των αντιλήψεων. Η 3η ∆ιεθνής, ως ένωση των κοµµουνιστικών κοµµάτων
που προετοιµάζουν σε όλες τις χώρες την προλεταριακή επανάσταση, τυπικά βρίσκε-
ται εκτός της κυβερνητικής πολιτικής της ρωσικής ∆ηµοκρατίας, εκπληρώνοντας τα
καθήκοντά της σε συνθήκες πλήρους ανεξαρτησίας. Όµως στην πραγµατικότητα δεν
υπάρχει αυτός ο διαχωρισµός· καθώς το ΚΚ αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Σοβιετικής
∆ηµοκρατίας, η εκτελεστική επιτροπή της ∆ιεθνούς είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την
κεντρική επιτροπή της Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας λόγω των προσώπων, αποτελώντας
έτσι το όχηµα µέσω του οποίου η κεντρική επιτροπή της Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας
παρεµβαίνει στη δυτικοευρωπαϊκή πολιτική. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η τακτική
της 3ης ∆ιεθνούς –καθώς αυτή ορίζεται κεντρικά, και ισχύει ενιαία για όλες τις καπι-
ταλιστικές χώρες– δεν προκύπτει µόνο από τις ανάγκες της κοµµουνιστικής προπα-
γάνδας σε κάθε χώρα, αλλά και από τις πολιτικές ανάγκες της Σοβιετικής Ρωσίας.
Σίγουρα σήµερα, οι αντίπαλες παγκόσµιες δυνάµεις του κεφαλαίου και της εργασίας,
η Αγγλία και η Ρωσία χρειάζονται τις εµπορικές ανταλλαγές για την ανοικοδόµηση
της οικονοµίας. Όµως η πολιτική τους δεν καθορίζεται µόνο από τις άµεσα-
οικονοµικές ανάγκες, αλλά και –το ζήτηµα του µέλλοντος– από το βαθύ οικονοµικό
ανταγωνισµό ανάµεσα σε αστική τάξη και προλεταριάτο· αυτός εκφράζεται από ι-
σχυρές καπιταλιστικές οµάδες, που ορθά στέκουν εχθρικά διακείµενες προς τη Ρωσί-
α, και επιδιώκουν να µπλοκάρουν κάθε τέτοια συµµαχία. Η σοβιετική κυβέρνηση ξέ-
ρει ότι δε µπορεί να βασιστεί στις βλέψεις του Λόυντ Τζωρτζ και την ανάγκη της Αγ-
γλίας για ειρήνη· η Αγγλία εξαναγκάσθηκε σε ειρήνη αφενός από την ανίκητη δύνα-
µη των κόκκινων στρατών, αφετέρου από τις πιέσεις των Άγγλων εργατών και ναυ-
τών στην κυβέρνησή τους. Η σοβιετική κυβέρνηση ξέρει ακόµα ότι η απειλή του
προλεταριάτου των χωρών της Αντάντ είναι το ισχυρότερο όπλο της για να παραλύει
τις ιµπεριαλιστικές κυβερνήσεις και να τις εξαναγκάζει σε διαπραγµατεύσεις. Γι’ αυ-
τό πρέπει αυτό το όπλο να είναι όσο γίνεται ισχυρότερο. Άρα αυτό που χρειάζεται η
σοβιετική κυβέρνηση δεν είναι ριζοσπαστικά κοµµουνιστικά κόµµατα, που να προε-
τοιµάζουν τη ριζοσπαστική επανάσταση για το µέλλον, αλλά πολυπληθείς οργανωµέ-
νες προλεταριακές δυνάµεις, που να υπερασπίζονται τη Ρωσία και να λαµβάνονται

151
σοβαρά υπόψη από τις κυβερνήσεις τους. Χρειάζεται συνεπώς µεγάλες µάζες, κι ας
µην είναι εντελώς κοµµουνιστικές. Αν τις κερδίσει, αυτό θα αποτελεί µια ένδειξη για
το παγκόσµιο κεφάλαιο ότι ο εξολοθρευτικός πόλεµος ενάντια στη Ρωσία δεν είναι
πια εφικτός, και ότι η ειρήνη και οι εµπορικές σχέσεις αποτελούν µονόδροµο.

Η Μόσχα πρέπει λοιπόν να προωθήσει µια κοµµουνιστική τακτική για τη ∆υτική Ευ-
ρώπη που να µην έρχεται σε οξεία αντίθεση µε τις παραδοσιακές αντιλήψεις και µε-
θόδους των οργανωµένων εργατικών, µε µεγάλη επιρροή µαζών. Με τον ίδιο τρόπο
πρέπει να επιχειρήσει να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Έµπερτ, η οποία χρησιµο-
ποιήθηκε από την Αντάντ ως όργανο ενάντια στη Ρωσία µε µια κυβέρνηση προσανα-
τολισµένη προς την Ανατολή· καθώς το KPD ήταν πολύ αδύναµο γι’ αυτό, έπρεπε να
χρησιµοποιηθούν οι Ανεξάρτητοι. Μια επανάσταση στη Γερµανία θα ισχυροποιούσε
απίστευτα τη Ρωσία απέναντι στην Αντάντ. Όµως µια τέτοια ριζοσπαστική προλετα-
ριακή επανάσταση, στην ανάπτυξή της, θα δυσχέραινε πολύ την πολιτική της ειρήνης
και της συµφωνίας µε την Αντάντ, καθώς θα σήµαινε την ακύρωση της συνθήκης των
Βερσαλλιών και την επανέναρξη του πολέµου –οι κοµµουνιστές του Αµβούργου ήδη
επιθυµούν να αρχίσουν τις προετοιµασίες για αυτόν τον πόλεµο. Τότε η Ρωσία θα έ-
µπαινε στον πόλεµο, και ακόµα κι αν η εξωτερική της δύναµη αυξανόταν, η οικονο-
µική ανοικοδόµηση και η καταπολέµηση της εξαθλίωσης θα µετατίθονταν στο µέλ-
λον. Κάτι τέτοιο θα µπορούσε να αποφευχθεί, αν η γερµανική επανάσταση περιοριζό-
ταν εντός ορίων, ούτως ώστε από τη µια να µεγάλωνε τη δύναµη των εργατικών κυ-
βερνήσεων που συνασπίζονται ενάντια στο κεφάλαιο της Αντάντ, δίχως όµως από
την άλλη να προκληθεί άµεσα πόλεµος. Για κάτι τέτοιο θα απαιτούνταν όχι η ριζο-
σπαστική τακτική του KAPD, αλλά µια κυβέρνηση Ανεξάρτητων, KPD και συνδικά-
των, µε τη µορφή µιας συµβουλιακής δοµής κατά το ρωσικό πρότυπο. Αυτή η πολιτι-
κή έχει µεγαλύτερες βλέψεις από την κατάκτηση µιας ευνοϊκότερης θέσης ως προς τις
τωρινές διαπραγµατεύσεις µε την Αντάντ. Στόχος της είναι η παγκόσµια επανάσταση·
είναι όµως ξεκάθαρο ότι ο ειδικός χαρακτήρας αυτής της πολιτικής πρέπει να αντα-
ποκρίνεται σε µια ειδική σύλληψη της παγκόσµιας επανάστασης. Η επανάσταση, που
τώρα προχωρά σε ολόκληρο κόσµο, που θα καλύψει την Κεντρική και µετά τη ∆υτι-
κή Ευρώπη, ωθείται από την οικονοµική κατάρρευση του καπιταλισµού· αν το κεφά-
λαιο δεν καταφέρει να κάνει την οικονοµία να ανακάµψει, οι µάζες, αν δε θέλουν να
καταστραφούν αµαχητί θα πρέπει να στραφούν προς την επανάσταση. Όµως παρότι
πρέπει να κάνουν την επανάσταση, οι µεγάλες µάζες βρίσκονται σε κατάσταση πνευ-

152
µατικής εξάρτησης από τις αντιλήψεις του παρελθόντος, τις παλιές οργανώσεις και
τους ηγέτες· αυτοί είναι που µε την πρώτη ευκαιρία θα πάρουν µε την εξουσία στα
χέρια τους. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουµε ένα διαχωρισµό ανάµεσα στην εξωτερική ε-
πανάσταση, που καταστρέφει την κυριαρχία της αστικής τάξης και καθιστά αδύνατο
τον καπιταλισµό, και την κοµµουνιστική επανάσταση, που ολοκληρώνεται σε µια πιο
µακροχρόνια διαδικασία, κατά την οποία επαναστατικοποιούνται εκ των έσω οι µά-
ζες, και απελευθερωµένες από όλα τα δεσµά, παίρνουν σταθερά στα χέρια τους την
ανοικοδόµηση του κοµµουνισµού. Είναι καθήκον του κοµµουνισµού να προσδιορίσει
εκείνες τις δυνάµεις και τις τάσεις που θέλουν να κρατήσουν την επανάσταση στα
µισά του δρόµου, να δείξει στις µάζες το δρόµο προς τα µπροστά, να διεξάγει τον πιο
αποφασιστικό αγώνα για τους απώτατους στόχους, ενάντια σε αυτές τις τάσεις, να
ξυπνήσει τη δύναµη του προλεταριάτου, να προωθήσει την επανάσταση. Αυτό µπορεί
να το κάνει µόνο όταν παλεύει ενάντια στις ηγετικές τάσεις που παρεµποδίζουν τα
πράγµατα, µόνο όταν παλεύει ενάντια στην εξουσία των ηγετών. Ο οπορτουνισµός
θέλει να συνδεθεί µαζί µε αυτές τις τάσεις και να συµµετάσχει στη νέα εξουσία· νοµί-
ζοντας ότι µπορεί να τις παρασύρει προς το δρόµο του κοµµουνισµού, στην πραγµα-
τικότητα είναι αυτός που συµβιβάζεται. Με την ανακήρυξη αυτής την τακτικής σε
επίσηµη κοµµουνιστική τακτική από την 3η ∆ιεθνή, η κατάκτηση της εξουσία από τις
παλιές οργανώσεις και τους ηγέτες τους αποκτά τη σφραγίδα της “κοµµουνιστικής
επανάστασης”, σταθεροποιώντας την εξουσία αυτών των ηγετών και δυσχεραίνοντας
την πρόοδο τη επανάστασης.

Από τη σκοπιά της διασφάλισης της σοβιετικής Ρωσίας, αυτή η σύλληψη του στόχου
της παγκόσµιας επανάστασης είναι το δίχως άλλο αδιαφιλονίκητη. Αν στις υπόλοιπες
χώρες της Ευρώπης εγκαθιδρυόταν ένα πολιτικό σύστηµα παρόµοιο µε αυτό της Ρω-
σίας: κυριαρχία µια εργατικής γραφειοκρατίας στη βάση ενός συµβουλιακού συστή-
µατος, τότε η εξουσία του παγκόσµιου ιµπεριαλισµού θα ηττούνταν και θα ανατρεπό-
ταν, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Τότε και η Ρωσία, περιστοιχιζόµενη από φιλικές ερ-
γατικές ∆ηµοκρατίες, δίχως το φόβο επιθετικών πολέµων από την αντίδραση, θα είχε
τη δυνατότητα να προχωρήσει ανεµπόδιστη προς την οικονοµική ανοικοδόµηση του
κοµµουνισµού. Είναι εµφανές λοιπόν ότι τα πολιτικά συστήµατα που εµείς θεωρούµε
ως πρόσκαιρες, ατελείς, µεταβατικές µορφές, και τα οποία πρέπει να αντιπαλέψουµε
µε όλες µας τις δυνάµεις, από τη σκοπιά της Μόσχας θεωρούνται ως η πραγµάτωση

153
της προλεταριακής επανάστασης, η δε εγκαθίδρυσή τους πρέπει να αποτελεί το στόχο
της κοµµουνιστικής πολιτικής.

Από εδώ προκύπτουν οι κριτικές επιφυλάξεις που εγείρονται από τη σκοπιά του κοµ-
µουνισµού ενάντια σε αυτή την πολιτική. Εδράζονται πρώτα-πρώτα στον πνευµατικό
αντίκτυπο που προκαλεί στην ίδια τη Ρωσία. Αν το άρχον στρώµα της Ρωσίας συµφι-
λιωθεί µε τη δυτικοευρωπαϊκή εργατική γραφειοκρατία –η οποία είναι διεφθαρµένη
λόγω της θέσης της, της εναντίωσής της στις µάζες, της προσαρµογής της στον αστι-
κό κόσµο– και υιοθετήσει το πνεύµα της, τότε η ορµή που θα µπορούσε να οδηγήσει
τη Ρωσία προς το δρόµο του κοµµουνισµού θα χαθεί· αν στηριχθεί στους αγρότες που
κατέχουν γη και ταχθεί ενάντια στους εργάτες, τότε δε µπορούµε να αποκλείσουµε
την παρέκκλιση προς αστικοαγροτικές µορφές και κατά συνέπεια το σταµάτηµα της
πορείας της παγκόσµιας επανάστασης. Εδράζονται ακόµα στο ότι το ίδιο πολιτικό
σύστηµα, που στη Ρωσία εµφανίστηκε ως η πρακτική µεταβατική µορφή για την
πραγµάτωση του κοµµουνισµού –και µόνο λόγω ειδικών συνθηκών αποκρυσταλλώ-
θηκε σε µια γραφειοκρατία– στη ∆υτική Ευρώπη θα αποτελούσε εκ των προτέρων
ένα αντιδραστικό εµπόδιο για την επανάσταση. Έχουµε ήδη τονίσει, ότι µια τέτοια
“εργατική κυβέρνηση” δε µπορεί να θέσει σε κίνηση τις δυνάµεις που απαιτούνται
για την κοµµουνιστική ανοικοδόµηση. Καθώς µετά από µια τέτοια επανάσταση –σε
αντίθεση µε τη Ρωσία µετά την οκτωβριανή επανάσταση– οι αστικές και µικροαστι-
κές µάζες (µαζί µε τους αγρότες) θα αποτελούν µια σηµαντική δύναµη, η αποτυχία
της ανοικοδόµησης θα φέρει πολύ εύκολα στην εξουσία την αντίδραση, µε συνέπεια
οι προλεταριακές µάζες να πρέπει να προσπαθήσουν εκ νέου να καταστρέψουν αυτό
το σύστηµα.

Παραµένει βέβαια αµφίβολο αν αυτή η πολιτική µιας νερωµένης παγκόσµιας επανά-


στασης είναι σε θέση να επιτύχει το στόχο της, ή αν αντιθέτως, όπως κάθε οπορτου-
νιστική πολιτική δεν ισχυροποιεί την αστική τάξη. ∆ιότι η επανάσταση δεν πάει
µπροστά όταν η ριζοσπαστικότερη αντιπολίτευση συνδέεται εκ των προτέρων µε τη
µετριοπαθέστερη µε σκοπό το µοίρασµα της εξουσίας, αντί να προσπαθεί να την κα-
τακτήσει µε αδιάλλακτο αγώνα. Έτσι η συνολική δύναµη επίθεσης των µαζών απο-
δυναµώνεται σε τέτοιο βαθµό, που δυσχεραίνει και πηγαίνει πίσω τη διαδικασία ανα-
τροπής του κυρίαρχου συστήµατος.

154
Οι πραγµατικές δυνάµεις της επανάστασης δε βρίσκονται στην τακτική των κοµµά-
των και την πολιτική των κυβερνήσεων. Παρόλες τις διαπραγµατεύσεις δε µπορεί να
υπάρξει καµιά πραγµατική ειρήνη ανάµεσα στον ιµπεριαλιστικό και τον κοµµουνι-
στικό κόσµο: την ώρα που ο Κράσιν[25] προχωρεί σε διαπραγµατεύσεις στο Λονδίνο,
οι κόκκινοι στρατοί τσακίζουν τις δυνάµεις της Πολωνίας και φτάνουν στα σύνορα
της Γερµανίας και της Ουγγαρίας. Έτσι ο πόλεµος µεταφέρεται στην κεντρική Ευρώ-
πη· και σε αυτές τις χώρες, οι οξυµένες στον ύψιστο βαθµό ταξικές αντιθέσεις, η συ-
νολική οικονοµική κατάρρευση που καθιστά την επανάσταση αναπότρεπτη, η ανέ-
χεια των µαζών, το µένος της ένοπλης αντίδρασης, θα κάνουν τον εµφύλιο πόλεµο να
φουντώσει. Και όταν οι µάζες αρχίσουν να κινούνται, η επανάστασή τους δε θα κλει-
στεί στα όρια που έχει προδιαγράψει γι’ αυτήν η οπορτουνιστική πολιτική επιτήδειων
ηγετών· θα είναι ριζοσπαστικότερη, βαθύτερη από την επανάσταση της Ρωσίας, επει-
δή εδώ οι αντιστάσεις που πρέπει να ξεπεραστούν είναι πολύ µεγαλύτερες. Οι απο-
φάσεις των συνεδρίων της Μόσχας θα είναι ελάσσονος σηµασίας σε σχέση µε τις ά-
γριες, τις χαοτικές φυσικές δυνάµεις που θα ξεσπάσουν από τα βάθη των τριων κατε-
στραµµένων λαών, δίνοντας νέα ορµή στην παγκόσµια επανάσταση.

_________

Οι υποσηµειώσεις (µε γράµµατα του λατινικού αλφαβήτου) είναι του συγγραφέα. Οι


αριθµηµένες σηµειώσεις στο τέλος του κειµένου είναι της µετάφρασης. Στοιχεία α-
ντλήθηκαν από τα παρακάτω βιβλία: Philippe Bourrinet – The Dutch and German
Communist Left, Gilles Dauvé & Dennis Authier – The Communist Left in Germany
1918-1921, Cajo Brendel – Anton Pannekoek – Denker der Revolution. Χρησιµοποι-
ήθηκαν ακόµη οι σηµειώσεις της αγγλικής µετάφρασης του marxists.org, καθώς και
οι σηµειώσεις και ο σχολιασµός από το βιβλίο του Serge Bricianer – Pannekoek and
the Workers’ Councils.

[a] Στη Γερµανία ακούγεται τώρα τελευταία ότι οι κοµµουνιστές πρέπει να συµµετέ-
χουν στο κοινοβούλιο για δείξουν στους εργάτες ότι είναι άχρηστο. Αυτό είναι σαν
να παίρνει κανείς το λάθος δρόµο για να δείξει στους άλλους ότι είναι ο λάθος δρό-
µος, αντί να παίρνει κατευθείαν το σωστό.

155
[b] ∆ες για παράδειγµα τη λεπτοµερή κριτική του σύντροφου Koloszvary που δηµο-
σιεύτηκε στη βδοµαδιάτικη εφηµερίδα “Κοµµουνισµός” της Βιέννης.

[c] Η έλλειψη εµφανών κατασταλτικών µέσων εξουσίας της αστικής τάξης στην Αγ-
γλία ενίοτε εγείρει τη ψευδαίσθηση, ότι δεν είναι ανάγκη να συµβεί µια βίαιη επανά-
σταση και ότι αρκεί η ειρηνική ανοικοδόµηση από τα κάτω (όπως στο κίνηµα των
συντεχνιών και τις επιτροπές βάσης). Το σίγουρο είναι ότι το ισχυρότερο όπλο τη αγ-
γλικής αστικής τάξης δεν είναι η βία, αλλά η εξαπάτηση· όµως αν χρειαστεί, αυτή η
τάξη, που έχει κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσµο, θα χρησιµοποιήσει ακόµα ισχυ-
ρότερα µέσα.

[d] Αυτή η σύλληψη ενός σταδιακού µετασχηµατισµού του τρόπου παραγωγής βρί-
σκεται σε οξεία αντίθεση µε τη σοσιαλδηµοκρατική σύλληψη, που τάσσεται υπέρ της
σταδιακής κατάργησης του καπιταλισµού και της εκµετάλλευσης, µέσω µεταρρυθµί-
σεων. Η άµεση κατάργηση κάθε καπιταλιστικού κέρδους και κάθε εκµετάλλευσης
από το νικηφόρο προλεταριάτο είναι η προϋπόθεση για να αρχίσει να κινείται ο τρό-
πος παραγωγής προς τον κοµµουνισµό.

[e] Ένα γνωστό παράδειγµα συγκλίνουσας ανάπτυξης είναι οι κοινωνικές δοµές που
υπάρχουν στο τέλος της αρχαιότητας και την αρχή του µεσαίωνα. ∆ες Ένγκελς “Η
Καταγωγή τη Οικογένειας“, 7ο Κεφ.

[f] Εδώ βρίσκεται η αιτία της στάσης που κράτησε ο Λένιν το 1916, στο Τσίµερ-
βαλντ, ενάντια στον Ράντεκ ο οποίος υποστήριξε τη σκοπιά των δυτικοευρωπαίων
κοµµουνιστών, που τόνιζαν ότι το σύνθηµα του δικαιώµατος στην αυτοδιάθεση όλων
των λαών –το οποίο είχαν οικειοποιηθεί και οι σοσιαλπατριώτες µαζί µε τον Ουίλσον
[στµ: πρόεδρος των ΗΠΑ]– δεν κάνει άλλο από το να εξαπατά το λαό, καθώς υπό τον
ιµπεριαλισµό αυτό το δικαίωµα είναι πάντα ψέµα και απάτη, και άρα πρόκειται για
ένα σύνθηµα στο οποίο πρέπει να εναντιωθούµε. Ο Λένιν είδε σε αυτή τη στάση των
δυτικοευρωπαίων σοσιαλιστών, που απέρριπταν τους εθνικοαπελευθερωτικούς πόλε-
µους των λαών της Ανατολής, την τάση παραίτησης από το ριζοσπαστικό αγώνα ενά-
ντια στην αποικιακή πολιτική των κυβερνήσεών τους.

_________

156
[1] “Νέα Εποχή“. Ολλανδική µαρξιστική επιθεώρηση. Ιδρύθηκε το 1983 από τον
Franc van der Goes, και µέχρι το 1921 είχε αριστερές-ριζοσπαστικές θέσεις. Στο De
Neuwe Tijd έγραφαν µεταξύ άλλων και οι Πάνεκουκ, Γκόρτερ, Χολστ.

[2] Ο τριµπουνιστής S. J. Rutgebs στα τέλη του 1918 ταξιδεύει στη Ρωσία µέσω
ΗΠΑ και Ιαπωνίας. Στο πρώτο συνέδριο της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς (Μάρτιος
1919) συµµετέχει ως αντιπρόσωπος της Ολλανδίας και των ΗΠΑ, µε συµβουλευτική
ψήφο. Τον Οκτώβριο του 1919 φεύγει από την Πετρούπολη για το Άµστερνταµ, για
να στήσει το Προσωρινό Γραφείο ∆υτικής Ευρώπης της 3ης ∆ιεθνούς. Για µια περίο-
δο συµπορεύεται µε την υπεραριστερά. Στο Γραφείο διορίστηκαν από την 3η ∆ιεθνή
και οι Πάνεκουκ και Γκόρτερ. Ο Rutgebs ίσως είναι ο συγγραφέας ενός ανυπόγραφου
άρθρου µε αριστερές θέσεις ως προς τις τακτικές του κοινοβουλευτισµού και της ει-
σόδου στα συνδικάτα, που δηµοσιεύτηκε στο ∆ελτίο που εξέδιδε το Γραφείο, γεγονός
που είχε ως αποτέλεσµα το πάγωµα των χρηµατοδοτήσεων από την 3η ∆ιεθνή. Ο
Rutgebs, γεωπόνος στο επάγγελµα, επέστρεψε στη Ρωσία την περίοδο του Στάλιν.

[3] Λίγες ηµέρες µετά τη συγγραφή αυτών των γραµµών ξέσπασε η εξέγερση της
Ρουρ, στον κόκκινο στρατό της οποίας οι αγωνιστές του KAPD ήταν τα πιο ενεργά
µέλη.

[4] Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στην “κόκκινη διετία” –biennio rosso–, 1919-1920.

[5] Στο κείµενο σκέτα syndikalistischen. ∆ες τη σχετική σηµείωση στη µετάφραση
του κειµένου του Ρύλε Η Επανάσταση ∆εν Είναι Κοµµατική Υπόθεση!

[6] Οι Σύµµαχοι κατά τον ρωσικό εµφύλιο που ακολούθησε την οκτωβριανή επανά-
σταση πολέµησαν στο πλευρό των Λευκών, εφοδιάζοντάς τους παράλληλα µε πολε-
µοφόδια, προµήθειες κλπ. Αποχώρησαν το 1920 µετά από αλλεπάλληλες ήττες.
Στρατεύµατα έστειλαν οι Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ιταλία, Κίνα, Πο-
λωνία, Ρουµανία, Σερβία, Τσεχοσλοβακία, Φινλανδία.

[7] Το “Γενικό Συνέδριο των Συµβουλίων Εργατών και Στρατιωτών Γερµανίας” έλα-
βε χώρα στο Βερολίνο, από τις 16 ως τις 21 ∆εκεµβρίου 1918. Αφέθηκε να χειραγω-
γηθεί από σοσιαλδηµοκρατικούς αντιπροσώπους της δεξιάς πτέρυγας. ∆ε συγκροτή-

157
θηκε σε εκτελεστικό σώµα, διακήρυξε πως είναι υπέρ της Εθνοσυνέλευσης και κατά
µιας συµβουλιακής δηµοκρατίας, και εξέλεξε ένα “κεντρικό συµβούλιο”, το οποίο
αποτελείτο από σοσιαλδηµοκράτες οι οποίο είχαν ταχθεί υπέρ του πολέµου.

[8] Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στις επαφές της Κ.∆. µε τις αριστερές πτέρυγες της σο-
σιαλιστικής αριστεράς στις διάφορες χώρες. Στη Γερµανία αυτές οι διαπραγµατεύσεις
κατέληξαν στην ένωση της αριστερής πτέρυγας των Ανεξάρτητων [USPD] µε το πιο
ολιγάριθµο KPD το ∆εκέµβριο του 1920, από την οποία προήλθε το VKPD
[Vereinigte KPD].

[9] Εδώ ο Πάνεκουκ φαίνεται να αγνοεί ότι από τον Ιανουάριο του 1918 τα συνδικά-
τα πήραν πίσω τις εξουσίες που είχαν κατακτήσει στη βιοµηχανία οι εργοστασιακές
επιτροπές. Τέτοια έλλειψη πληροφόρησης ήταν συνηθισµένη ακόµα και ανάµεσα
στους λίγους κοµµουνιστές της ∆υτικής Ευρώπης που ενδιαφέρονταν πραγµατικά για
τη δοµή εξουσίας που υπήρχε στην ΕΣΣ∆. ∆ες και Maurice Brinton – The Bolsheviks
& Workers‘ Control.

[10] Unionen. Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στην ιδιότυπη µορφή οργάνωσης που δηµι-
ουργήθηκε στη Γερµανία εκείνα τα χρόνια (AAUD, AAUD-E). Στο κείµενο σε αντι-
διαστολή µε τις συνδικαλιστικές ενώσεις κλπ. οι Unionen θα αναφέρονται πάντα µε
κεφαλαίο.

[11] Ο Ράντεκ εκείνη την περίοδο έγραψε δυο µπροσούρες. Μια πριν το συνέδριο της
Χαϊδελβέργης (Die Entwicklung der deutschen Revolution und die Aufgaben der KP)
και µια µετά (Die Entwicklung der Weltrevolution und die Taktik der KP in Kampfe
um die Diktatur des Proletariats). Ο Πάνεκουκ εννοεί το δεύτερο κείµενο, αλλά
µπερδεύει τους τίτλους.

[12] Οι πρώτες σωµατειακές οργανώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ιδρύθηκαν
από καθολικούς ιερείς στην περιοχή της Ρουρ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 ό-
µως, ο Μπίσµαρκ συµµάχησε µε τον καθολικισµό και την πολιτική του έκφραση, το
Κέντρο (τον πρόδροµο του CDU), ενάντια στο Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα.

[13] Αγγλικά στο κείµενο. Επιτροπές βάσης/εργοστασιακών τµηµάτων, αντιπρόσω-


ποι βάσης.

158
[14] Karl Renner (1870-1950). Αυστριακός σοσιαλδηµοκράτης πολιτικός της ρεβι-
ζιονιστικής πτέρυγας, διετέλεσε καγκελάριος της Αυστρίας το 1918-20. Otto Bauer
(1881-1938). Αυστριακός σοσιαλδηµοκράτης, διετέλεσε υπουργός εξωτερικών την
ίδια περίοδο.

[15] Το 1920 τα ποσοστά του SPD στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση σηµείωσαν
κάθετη πτώση σε σχέση µε το 1919.

[16] Οι Έµπερτ, Χάασε και Ντίτµαν ήταν µέλη του Συµβουλίου των Αντιπροσώπων
του Λαού [Rat der Volksbeauftragten], στο οποίο είχε δοθεί κατά την επανάσταση
του Νοεµβρίου του 1918 η ανώτατη εξουσία από το συνέδριο των συµβουλίων.

[17] Laborism, αγγλικά στο κείµενο.

[18] Carl Legien (1861-1920). Σοσιαλδηµοκράτης συνδικαλιστής. Από το 1890 πρό-


εδρος της κεντρικής επιτροπής των συνδικάτων Γερµανίας και στη συνέχεια (1919)
της ADGB (Γενική Ένωση Συνδικάτων Γερµανίας), της κεντρικής συνδικαλιστικής
οργάνωσης της Γερµανίας.

[19] Scheidemann-Henderson-Renaudel και Smillie-Dissman-Merrheim. H πρώτη


τριάδα είναι αναφέρεται σε σοσιαλιστές και η δεύτερη σε συνδικαλιστές ηγέτες.

[20] Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυµαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.

[21] Μεγάλη βιοµηχανική περιοχή στη νοτιοδυτική Ρωσία και την Ουκρανία, γύρω
από τον ποταµό Ντόνετς.

[22] Αγγλικά στο κείµενο.

[23] Ο µεγαλύτερος σε µήκος ποταµός της Κίνας.

[24] modus vivendi (λατ.). Κατά λέξη ‘τρόπος ζωής’· πρόσκαιρος διακανονισµός για
το ξεπέρασµα ζωτικών εµποδίων.

[25] Leonid Krasin (1870-1926). Ηγετικό στέλεχος των µπολσεβίκων. Το 1920-24


διετέλεσε κοµµισάριος επί των διεθνών εµπορικών συναλλαγών. ∆ιαπραγµατεύτηκε
και υπέγραψε την αγγλο-σοβιετική εµπορική συµφωνία τον Μάρτιο του 1921.

159
160
Άντον Πάνεκουκ

Σοσιαλδηµοκρατία και Κοµµουνισµός

Πηγή: http://coghnorti.wordpress.com/

Πρώτη δηµοσίευση: Αµβούργο, 1920 (σύµφωνα µε το marxists.org). Σύµφωνα µε τον


Serge Bricianer (Pannekoek and the Workers’ Councils, TELOS PRESS), το κείµενο γρά-
φτηκε µάλλον το φθινόπωρο του 1919.

Ι. Η πορεία του εργατικού κινήµατος

∆εν είναι µόνο οι οικονοµικές και πολιτικές συνθήκες που µεταβλήθηκαν απίστευτα
από τον πόλεµο· ο πόλεµος επέφερε µια ολοκληρωτική µεταβολή και σε αυτό που
ονοµάζουµε σοσιαλισµό. Κάποιος που µεγάλωσε µε τη γερµανική σοσιαλδηµοκρατία
και συµµετείχε από τις γραµµές της στον αγώνα της εργατικής τάξης, σήµερα ενδε-
χοµένως να στέκεται αµήχανος µπροστά στα νέα φαινόµενα, και να διερωτάται αν
όλα όσα έµαθε και έκανε ήταν λάθος, και συνεπώς τώρα οφείλει να διδαχτεί και να
ακολουθήσει νέες θεωρήσεις. Απάντηση: δεν ήταν λάθος, αλλά µια ατελής, µεταβα-
τική αλήθεια. Ο σοσιαλισµός δεν είναι µια ακλόνητη, αµετάβλητη θεωρία. Με την
εξέλιξη του κόσµου αναπτύσσονται και οι αντιλήψεις των ανθρώπων, και µε τις νέες
συνθήκες εµφανίζονται νέες µέθοδοι για την επίτευξη του στόχου µας. Αυτό δείχνει
ακόµα και µια εντελώς επιφανειακή εξέταση της εξέλιξης του σοσιαλισµού κατά τον
τελευταίο αιώνα.

Στις αρχές του 19ου αιώνα κυριαρχούσε ο ουτοπικός σοσιαλισµός. ∆ιορατικοί στοχα-
στές µε καθαρή αίσθηση της ανυπόφορης φύσης του καπιταλισµού προχωρούσαν
στην επεξεργασία προσχεδίων για µια καλύτερη κοινωνία, στην οποία η εργασία θα
ήταν οργανωµένη σε κοοπερατίβες. Η τοµή έρχεται το 1847, όταν οι Μαρξ και Έν-
γκελς δηµοσιεύουν το κοµµουνιστικό µανιφέστο. Εκεί κάνουν την εµφάνισή τους τα
βασικά στοιχεία του κατοπινού σοσιαλισµού: η δύναµη που µετατρέπει τον καπιταλι-

161
σµό σε σοσιαλιστική κοινωνία δηµιουργείται από τον ίδιο τον καπιταλισµό. Αυτή η
δύναµη είναι η ταξική πάλη του προλεταριάτου. Οι φτωχοί, περιφρονηµένοι, αστοι-
χείωτοι εργάτες είναι οι φορείς αυτής της ανατροπής. Παλεύοντας ενάντια στην αστι-
κή τάξη αποκτούν δύναµη και ικανότητες, και οργανώνονται ως τάξη· το προλεταριά-
το κατακτά την πολιτική εξουσία µέσω της επανάστασης, και πραγµατώνει τον οικο-
νοµικό µετασχηµατισµό.

Πρέπει να τονίσουµε ότι οι Μαρξ και Ένγκελς δεν αποκαλούσαν τον στόχο τους σο-
σιαλισµό, ούτε τους εαυτούς τους σοσιαλιστές. Όπως εξήγησε αργότερα ο Ένγκελς,
σε κάθε εποχή, ο όρος σοσιαλισµός χαρακτήριζε διάφορες τάσεις της αστικής τάξης,
οι οποίες από συµπόνια για το προλεταριάτο ή άλλους λόγους, ήθελαν να µεταβάλουν
την καπιταλιστική οργάνωση· συχνά είχαν αντιδραστικούς στόχους. Ο κοµµουνισµός
αντίθετα ήταν ένα προλεταριακό κίνηµα. Κοµµουνιστικές ονοµάζονταν οι εργατικές
οργανώσεις που πάλευαν ενάντια στο καπιταλιστικό σύστηµα. Από την Κοµµουνι-
στική Λίγκα προέκυψε το µανιφέστο, που έδωσε στο προλεταριάτο στόχο και κατεύ-
θυνση στον αγώνα του.

Το 1848 ξεσπούν οι αστικές επαναστάσεις, ανοίγοντας το δρόµο για τον καπιταλισµό


στην κεντρική Ευρώπη, και προετοιµάζοντας ταυτόχρονα το µετασχηµατισµό των
παραδοσιακών κρατιδίων σε ισχυρά έθνη-κράτη. Στις δεκαετίες του ’60 και ’70 η βι-
οµηχανία αναπτύσσεται ραγδαία, και µέσα σε αυτή την ευηµερία καταβυθίζεται το
όλο επαναστατικό κίνηµα σε τέτοιο βαθµό, που και ο ίδιος ο όρος “κοµµουνισµός”
πέφτει στην αφάνεια. Όταν στη δεκαετία του ’70 το επαναστατικό κίνηµα επανακά-
µπτει σε έναν πιο αναπτυγµένο καπιταλισµό, η βάση του είναι αρκετά ευρύτερη από
αυτή των κοµµουνιστικών σεκτών του παρελθόντος, όµως οι στόχοι είναι πιο περιο-
ρισµένοι, πιο βραχυπρόθεσµοι: βελτίωση των άµεσων συνθηκών, σωµατεία, δηµο-
κρατική µεταρρύθµιση. Ο Λασάλ στη Γερµανία αναπτύσσει µια προπαγανδιστική
δραστηριότητα υπέρ των κρατικά επιδοτούµενων κοοπερατίβων· το κράτος όφειλε να
αποκτήσει συνείδηση των κοινωνικών καθηκόντων του ως προς την εργατική τάξη.
Τον σκοπό αυτό θα εξυπηρετούσε η δηµοκρατία, η κυριαρχία δηλαδή των µαζών επί
του κράτους. Είναι λοιπόν κατανοητό το γιατί το κόµµα που ίδρυσε ο Λασάλ υιοθέ-
τησε την ονοµασία “σοσιαλδηµοκρατία”· το όνοµα αυτό δηλώνει ότι στόχος του
κόµµατος είναι µια δηµοκρατία µε κοινωνικό προσανατολισµό.

162
Όµως το κόµµα σταδιακά ξεπέρασε αυτούς τους πρώτους περιορισµένους στόχους. Η
ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη της Γερµανίας, οι πόλεµοι για τη δηµιουργία της
γερµανικής αυτοκρατορίας, η συµµαχία αστών και µιλιταριστών γιούνκερς, η νοµο-
θεσία ενάντια στους σοσιαλιστές, η αντιδραστική φορολογική και δασµολογική πολι-
τική, ώθησαν τους εργάτες σε µια δριµεία ταξική πάλη, µετατρέποντάς τους σε ηγέτες
του ευρωπαϊκού εργατικού κινήµατος, που υιοθέτησε το όνοµα και τα συνθήµατά
τους. Η πρακτική όξυνε τα πνεύµατα και τα έστρεψε προς τις θεωρήσεις του Μαρξ, οι
οποίες µέσα από την πρακτική τους εφαρµογή και τις πολυάριθµες εκλαϊκευτικές εκ-
δόσεις –προ πάντων από τον Κάουτσκυ– γίνονταν προσιτές σε όλους τους σοσιαλι-
στές. Έτσι οι αρχές και οι στόχοι του παλιού κοµµουνισµού έγιναν αρχές και στόχοι
της σοσιαλδηµοκρατίας: το κοµµουνιστικό µανιφέστο έγινε το προγραµµατικό της
κείµενο, ο µαρξισµός η θεωρία της, η ταξική πάλη η τακτική της. Ως στόχο της δια-
κήρυξε την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, την κοινωνική
επανάσταση.

Ωστόσο υπήρχε µια διαφορά· ο χαρακτήρας του νέου µαρξισµού, το πνεύµα όλου του
κινήµατος διέφερε από τον παλιό κοµµουνισµό. Η σοσιαλδηµοκρατία αναπτυσσόταν
εν τω µέσω µιας ισχυρής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για την ώρα δε γινόταν λόγος
για βίαιη ανατροπή. Συνεπώς η επανάσταση µετατίθετο στο απώτερο µέλλον. Η σο-
σιαλδηµοκρατία αρκούταν στην προπαγάνδα και την οργάνωση της προετοιµασίας
της επανάστασης, καθώς και στους αγώνες για άµεσες βελτιώσεις. Η θεωρία τόνιζε
ότι η επανάσταση ως συνέπεια της οικονοµικής εξέλιξης αποτελεί µια αναγκαιότητα,
αλλά ξεχνούσε να πει πως και η δράση, η αυθόρµητη δραστηριότητα των µαζών είναι
επίσης αναγκαία για την επανάσταση. Έτσι αναπτύχθηκε ένα είδος οικονοµικού φα-
ταλισµού. Η σοσιαλδηµοκρατία και τα αναπτυσσόµενα συνδικάτα έγιναν κοµµάτια
της καπιταλιστικής κοινωνίας· ενσάρκωναν την αυξανόµενη αντίσταση των εργατι-
κών µαζών, και έγιναν τα όργανα που απέτρεπαν την ολική εξαθλίωση των µαζών
υπό την πίεση του κεφαλαίου. Με το καθολικό δικαίωµα ψήφου η σοσιαλδηµοκρατία
µετατρέπεται σε ισχυρή αντιπολίτευση εντός του αστικού κοινοβουλίου. Ο χαρακτή-
ρας της κατά βάση, και παρά τη θεωρία της, ήταν ρεφορµιστικός, στραµµένος προς
το άµεσο, το µικρό, µη-επαναστατικός· βασική αιτία γι’ αυτό ήταν η καπιταλιστική
ευηµερία, που έδινε στις προλεταριακές µάζες µια δεδοµένη βιοτική ασφάλεια, και
δεν άφηνε καµία πραγµατικά επαναστατική διάθεση να κάνει την εµφάνισή της εντός
τους.

163
Την τελευταία δεκαετία ισχυροποιήθηκαν αυτές οι τάσεις. Το εργατικό κίνηµα σχε-
δόν κατέκτησε ό,τι µπορεί να κατακτηθεί υπό τις υφιστάµενες συνθήκες: απέκτησε
µια ισχυρή κοµµατική µορφή µε ένα εκατοµµύριο µέλη, η οποία λαµβάνει το ένα τρί-
το των ψήφων στις εκλογές, και ένα συνδικαλιστικό κίνηµα που συγκεντρώνει τη
πλειονότητα των οργανωµένων εργατών. Όµως τώρα το εργατικό κίνηµα έχει προ-
σκρούσει σε ένα ισχυρότερο εµπόδιο, που δε γίνεται να ξεπεραστεί µε αυτά τα πολυ-
δοκιµασµένα µέσα: τις ισχυρές οργανώσεις του µεγάλου κεφαλαίου στα συνδικάτα,
τους συνδέσµους επιχειρηµατιών και τις κοινότητες συµφερόντων, αλλά και την πο-
λιτική του ιµπεριαλισµού, που καθοδηγείται από το χρηµατιστικό κεφάλαιο, τη βαριά
βιοµηχανία και το µιλιταρισµό, και ως επί το πολύ διεξάγεται εκτός κοινοβουλίου. Το
εργατικό κίνηµα στάθηκε ανίκανο να προχωρήσει σε µια ριζική ανατροπή και ανανέ-
ωση της τακτικής του. Οι ισχυρές οργανώσεις του είχαν αποκτήσει µια δική τους ύ-
παρξη, µεταβάλλοντας τη διαιώνισή τους σε αυτοσκοπό. Φορέας αυτής της τάσης
είναι η γραφειοκρατία, αυτός ο πολυπληθής στρατός από υπαλλήλους, ηγέτες, βου-
λευτές, γραµµατείς, συντάκτες. Η γραφειοκρατία σχηµατίζει µια αυτοτελή οµάδα µε
δικά της συµφέροντα. Υπό την εξουσία της ο στόχος, διατηρώντας την ονοµασία του,
µεταβλήθηκε σταδιακά σε κάτι διαφορετικό. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας
από το προλεταριάτο έγινε κατάκτηση της πλειοψηφίας από το κόµµα, αντικατάστα-
ση των κυβερνώντων πολιτικών και της κρατικής γραφειοκρατίας από τους σοσιαλ-
δηµοκράτες πολιτικούς και την κοµµατική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η
πραγµάτωση του σοσιαλισµού συνίστατο στη ψήφιση νέων νόµων προς όφελος του
προλεταριάτου. Αυτή η αντίληψη ήταν κυρίαρχη όχι µόνο στους ρεβιζιονιστές, αλλά
και στον Κάουτσκυ, τον θεωρητικό των ριζοσπαστών, ο οποίος σε µια συζήτηση δή-
λωσε πως η σοσιαλδηµοκρατία θα διατηρήσει το κράτος µε όλα του τα όργανα και τα
υπουργεία, και απλά θα τα επανδρώσει µε άλλα πρόσωπα, σοσιαλδηµοκράτες, αντι-
καθιστώντας παλιούς υπουργούς και στελέχη.

Ο παγκόσµιος πόλεµος έφερε την κρίση µέσα στο εργατικό κίνηµα. Η σοσιαλδηµο-
κρατία υποστηρίζοντας το σύνθηµα της “υπεράσπισης της πατρίδας” έθετε εαυτόν
στις υπηρεσίες του ιµπεριαλισµού· η κοµµατική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία
χέρι-χέρι µε την κρατική γραφειοκρατία και τους επιχειρηµατίες εξανάγκαζε τους ερ-
γάτες να δίνουν τη δύναµη, το αίµα, και την ίδια τους ζωή, µέχρι τέλους. Αυτή είναι η
κατάρρευση της σοσιαλδηµοκρατίας σαν κόµµα της προλεταριακής επανάστασης.
Τότε, σε συνθήκες έντονης καταπίεσης, σε όλες τις χώρες ορθώνεται µια αντιπολί-

164
τευση, που υψώνει ξανά τη σηµαία της ταξικής πάλης, του µαρξισµού, της επανά-
στασης. Ποιο όνοµα έπρεπε να υιοθετηθεί για αυτόν τον αγώνα; Η αντιπολίτευση
µπορούσε δικαίως να υιοθετήσει τα παλιά, αλλά πλέον εγκαταλελειµµένα συνθήµατα
της σοσιαλδηµοκρατίας. Όµως το όνοµα “σοσιαλιστής” είχε πλέον χάσει κάθε νόηµα
και ισχύ: ουσιαστικές διαφορές ανάµεσα σε σοσιαλιστές και αστούς δεν υπήρχαν πια.
Κοµµάτι της ταξικής πάλης ήταν η οξύτατη πάλη ενάντια στη ίδια τη σοσιαλδηµο-
κρατία, που έριξε το προλεταριάτο στην άβυσσο της εξαθλίωσης, της δουλοπρέπειας,
του πολέµου, της καταστροφής, της αδυναµίας. Ήταν δυνατό οι νέοι αγώνες να διε-
ξαχθούν µε µια ατιµασµένη, απαξιωµένη ονοµασία; Ένα νέο όνοµα ήταν απαραίτητο,
και ποιο όνοµα ήταν καταλληλότερο από εκείνο το παλιό, το πρωταρχικό όνοµα ό-
σων µιλούσαν για ταξική πάλη; Σε όλες τις χώρες ξεπήδησε η ίδια σκέψη, της επανα-
οικειοποίησης του όρου “κοµµουνισµός”.

Και ξανά, όπως και τον καιρό του Μαρξ, δυο τάσεις στέκουν αντιµέτωπες: η προλετα-
ριακή-επαναστατική τάση του κοµµουνισµού, και η αστική-ρεφορµιστική τάση του σο-
σιαλισµού. Ο νέος κοµµουνισµός δεν είναι απλά η ριζοσπαστική σοσιαλδηµοκρατία
σε νέα έκδοση. Νέες αντιλήψεις κατακτήθηκαν από τον παγκόσµιο πόλεµο, που πη-
γαίνουν πολύ µακρύτερα από τις παλιές. Τώρα θα προχωρήσουµε στην εξέταση των
διαφορών ανάµεσα στις δύο τάσεις που αναφέραµε.

ΙΙ. Ταξική Πάλη και Κοινωνικοποίηση

Στην καλύτερή της εποχή, η σοσιαλδηµοκρατία είχε ως αρχή την ταξική πάλη ενά-
ντια στην αστική τάξη, και ως στόχο την πραγµάτωση του σοσιαλισµού, µέσω της
κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Σήµερα η σοσιαλδηµοκρατία έχει εγκαταλείψει
αρχές και στόχους· είναι ο κοµµουνισµός που τους διασώζει.

Με το ξέσπασµα του πολέµου, η σοσιαλδηµοκρατία λήγει την πάλη ενάντια στην α-


στική τάξη. Ο Κάουτσκυ εξηγεί ότι η ταξική πάλη ισχύει για τον καιρό της ειρήνης,
ενώ σε καιρό πολέµου τη θέση της παίρνει η διαταξική αλληλεγγύη ενάντια στο ξένο
έθνος. Αιτιολόγησε αυτή του τη θέση µε το ψέµα του “αµυντικού πολέµου”, ψέµα
που στις αρχές του πολέµου είχε καταφέρει να ξεγελάσει τις µάζες. Η µόνη διαφορά
ανάµεσα σε σοσιαλιστές της πλειοψηφίας [SPD] και Ανεξάρτητους [USPD] είναι ότι
οι πρώτοι συµµετείχαν µε ενθουσιασµό στην πολιτική της αστικής τάξης κατά τον
πόλεµο, ενώ οι δεύτεροι την υπέµεναν σιωπηρά, γιατί δεν τολµούσαν να ξεκινήσουν

165
τον αγώνα. Η ίδια εικόνα εµφανίζεται και µετά την κατάρρευση του γερµανικού ι-
µπεριαλισµού το Νοέµβριο του 1918. Οι σοσιαλδηµοκράτες ηγέτες µπήκαν στην κυ-
βέρνηση µαζί µε τους αστούς πολιτικούς, επιδιώκοντας να πείσουν τους εργάτες ότι
αυτό το πράγµα αποτελεί την πολιτική εξουσία του προλεταριάτου. Όµως δε χρησι-
µοποίησαν την εξουσία τους σε υπουργεία και κρατικές λειτουργίες για να εγκαθι-
δρύσουν τον σοσιαλισµό, αλλά για να επαναφέρουν τον καπιταλισµό. Εδώ πρέπει
κανείς να σκεφτεί ότι η µεγάλη, πελώρια καπιταλιστική δύναµη, ο κύριος εχθρός και
καταπιεστής του προλεταριάτου είναι το κεφάλαιο της Αντάντ, που σήµερα είναι ο
κυρίαρχος του κόσµου. Η γερµανική αστική τάξη, ηττηµένη και δίχως δυνάµεις, µπο-
ρεί να υπάρξει πια µόνο ως τσιράκι και φορέας του ιµπεριαλισµού της Αντάντ: η α-
ποστολή που της ανατέθηκε είναι η καταπίεση και εκµετάλλευση των εργατών της
Γερµανίας προς όφελος του κεφαλαίου της Αντάντ. Ως πολιτικοί του εκπρόσωποι οι
Σοσιαλδηµοκράτες, που σήµερα αποτελούν την κυβέρνηση της Γερµανίας, οφείλουν
να υπακούουν στις προσταγές της Αντάντ και να ζητιανεύουν βοήθεια και επιείκεια.

Οι Ανεξάρτητοι από την άλλη, που κατά τον πόλεµο απέτρεπαν τους εργάτες από το
να παλέψουν ενάντια στον ισχυρό γερµανικό ιµπεριαλισµό, µετά το τέλος του πολέ-
µου είδαν σαν καθήκον τους –π.χ. εγκωµιάζοντας το πρόγραµµα του Ουίλσον[1] σχε-
τικά µε την Κοινωνία των Εθνών ή προπαγανδίζοντας την ειρήνη των Βερσαλλιών–
να εµποδίζουν τους εργάτες από το να παλέψουν ενάντια στην κυρίαρχη δύναµη του
παγκόσµιου καπιταλισµού.

Τον καιρό πριν τον πόλεµο όταν η σοσιαλδηµοκρατία ήταν στην αντιπολίτευση, µπο-
ρούσε κανείς να πιστεύει ότι η προώθηση των ηγετών της στις ανώτατες κυβερνητι-
κές θέσεις θα σήµαινε την πολιτική εξουσία του προλεταριάτου, γιατί τότε ως αντι-
πρόσωποι των εργατών θα µπορούσαν να περάσουν µια νοµοθεσία εγκαθίδρυσης του
σοσιαλισµού — ή το λιγότερο, των πρώτων σταδίων του. Όµως κάθε εργάτης ξέρει
ότι –πλην περιστασιακών διακηρύξεων– τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Πρέπει λοιπόν τώρα
να υποθέσουµε ότι καθώς αυτοί οι κύριοι, µε το που πέτυχαν τις φιλοδοξίες τους, έ-
παψαν να θέλουν κάτι παραπάνω, η σοσιαλδηµοκρατία τους δεν ήταν παρά αέρας
κοπανιστός; Εν µέρει ναι. Όµως υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι για τη συµπεριφορά τους.
Από την πλευρά της σοσιαλδηµοκρατίας διαδιδόταν η άποψη ότι, υπό τις σηµερινές
συνθήκες της τροµαχτικής οικονοµικής κατάρρευσης ο σοσιαλισµός είναι ανέφικτος.
Και εδώ έχουµε µια σηµαντική διαφορά ανάµεσα στις θέσεις του κοµµουνισµού και

166
της σοσιαλδηµοκρατίας. Οι σοσιαλδηµοκράτες πιστεύουν ότι ο σοσιαλισµός είναι
εφικτός µόνο σε µια κοινωνία υπεραφθονίας και αυξανόµενης ευηµερίας. Οι κοµµου-
νιστές λένε ότι σε τέτοιες συνθήκες ο καπιταλισµός είναι πιο στέρεος από ποτέ, επει-
δή τότε οι µάζες δεν έχουν το µυαλό τους στην επανάσταση. Οι σοσιαλδηµοκράτες
λένε: πρώτα πρέπει η παραγωγή να τεθεί ξανά σε κίνηση, ούτως ώστε να αποφευχθεί
η ολοκληρωτική καταστροφή, η λιµοκτονία. Οι κοµµουνιστές: τώρα, που η οικονοµία
έχει καταρρεύσει, τώρα είναι η σωστή στιγµή για να ανοικοδοµηθεί σε νέα σοσιαλι-
στική βάση. Ο σοσιαλδηµοκράτες λένε: ο απλούστερος τρόπος για την ανοικοδόµηση
της παραγωγής συνίσταται στη διατήρηση του παλιού καπιταλιστικού τρόπου παρα-
γωγής, όπου υπάρχουν ήδη οι δοµές, αφήνοντας στην άκρη την τόσο εγκωµιασµένη
ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη. Οι κοµµουνιστές απαντούν πως η ανοικοδό-
µηση της παραγωγής σε καπιταλιστική βάση δεν είναι καν εφικτή· ο κόσµος βυθίζε-
ται µπροστά στα µάτια µας στην πτώχευση, την εξαθλίωση· η αστική τάξη αντιστέκε-
ται στη µόνη δυνατή µέθοδο ανοικοδόµησης· πρέπει να τσακίσουµε την αντίστασή
της. Οι σοσιαλδηµοκράτες συνεπώς επιθυµούν την παλινόρθωση του καπιταλισµού,
απορρίπτοντας την ταξική πάλη· οι κοµµουνιστές επιθυµούν την ανοικοδόµηση του σο-
σιαλισµού, διεξάγοντας ταξική πάλη.

Ποιο είναι λοιπόν το διακύβευµα; Η κοινωνική διαδικασία της εργασίας είναι η πα-
ραγωγή όλων των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών. Όµως στόχος του καπιταλιστικού
συστήµατος δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Στόχος του είναι η
υπεραξία, το κέρδος. Όλες οι πράξεις των καπιταλιστών αποσκοπούν στο κέρδος: αυ-
τός είναι ο µόνος λόγος που αφήνουν τους εργάτες να µπαίνουν µέσα στα εργοστάσια
και να παράγουν ό,τι είναι αναγκαίο για τη χώρα. Σήµερα, όλη αυτή η διαδικασία έχει
διαταραχθεί, έχει καταρρεύσει. Το δίχως άλλο ακόµα βγάζουν κέρδη, και µάλιστα
τεράστια κέρδη, όµως πρόκειται για κέρδη δια της πλαγίας οδού: λαθρεµπόριο, τοκο-
γλυφία, κλοπή, µαύρη αγορά, χρηµατιστήριο. Για να ξαναλειτουργήσει η κανονική
πηγή κερδών ολόκληρης της αστικής τάξης, είναι αναγκαίο να ξανατεθεί σε κίνηση η
παραγωγική διαδικασία.

Στο βαθµό που η παραγωγή έχει να κάνει µε την εργασία, δεν υπάρχει τίποτα το δύ-
σκολο [ως προς την επαναλειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας]. Οι εργατικές
µάζες είναι εδώ, και βρίσκονται σε κατάσταση αναµονής. Μέσα διαβίωσης παράγο-
νται στη Γερµανία επαρκώς. Πρώτες ύλες, κάρβουνο, σίδερο δεν επαρκούν για να

167
καλύψουν το µεγάλο αριθµό εξειδικευµένων βιοµηχανικών εργατών, όµως αυτή η
δυσαναλογία εύκολα µπορεί να ξεπεραστεί µέσω συναλλαγών µε τις πλούσιες σε
πρώτες ύλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Σε αυτή την ανοικοδόµηση της παρα-
γωγής δεν υπάρχει τίποτα το υπεράνθρωπα δύσκολο. Όµως καπιταλιστική παραγωγή
σηµαίνει ότι ένα κοµµάτι του προϊόντος πηγαίνει στους καπιταλιστές, δίχως αυτοί να
έχουν εργαστεί για την παραγωγή του.

Η αστική έννοµη τάξη είναι το µέσο που καθιστά εφικτή αυτή την οικειοποίηση, δυ-
νάµει του δικαιώµατος ιδιοκτησίας. Μέσω αυτού του δικαιώµατος έχει το κεφάλαιο
“αξίωση” στα κέρδη του. Έτσι γινόταν και πριν τον πόλεµο. Όµως ο πόλεµος µεγά-
λωσε ασυνήθιστα τις αξιώσεις του κεφαλαίου σε κέρδη. Το δηµόσιο χρέος έχει φτά-
σει σχεδόν να είναι τόσα δις, όσα εκατοµµύρια ήταν πριν τον πόλεµο. Αυτό σηµαίνει
ότι οι κάτοχοι αυτών των τίτλων έχουν την απαίτηση να λαµβάνουν, δίχως να δου-
λεύουν, δισεκατοµµύρια, τα οποία αντλούνται µε τη µορφή φόρων από την συνολική
εργασία του λαού. Για την περίπτωση της Γερµανίας πρέπει να προσθέσουµε τις πο-
λεµικές αποζηµιώσεις προς την Αντάντ, που ανέρχονται συνολικά στα 200-300 δις,
δηλ. περισσότερα από το ήµισυ του λεγόµενου ΑΕΠ. Τούτο σηµαίνει ότι περισσότε-
ρο από το ήµισυ της συνολικής παραγωγής θα πηγαίνει εξαρχής στους καπιταλιστές
της Αντάντ και στις πολεµικές αποζηµιώσεις. Έπειτα έρχεται η σειρά της ίδιας της
γερµανικής αστικής τάξης, που για να συσσωρεύσει εκ νέου κεφάλαια θέλει να πετύ-
χει το µέγιστο δυνατό κέρδος. Τι µένει για τους εργάτες; Βέβαια πρέπει κι αυτοί να
ζήσουν· όµως είναι ξεκάθαρο ότι υπό αυτές τις συνθήκες το κόστος επιβίωσής των
εργατών θα συµπιεστεί στον έσχατο βαθµό, ενώ ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω κέρδη
µπορούν να αντληθούν µόνο µέσω της εντατικοποίησης και αύξησης των ωρών ερ-
γασίας, και των πιο εκλεπτυσµένων µεθόδων εκµετάλλευσης.

Η καπιταλιστική παραγωγή σήµερα συνεπάγεται έναν τέτοιο βαθµό εκµετάλλευσης,


που για τους εργάτες είναι αφόρητη, ή και ανέφικτη. Η ανοικοδόµηση της παραγωγής
καθαυτή δεν παρουσιάζει κάποια ανυπέρβλητη δυσκολία –ακόµα κι αν απαιτεί µια
άριστη οργάνωση και την ενθουσιώδη και εντατική συνεργασία ολόκληρου του προ-
λεταριάτου. Όµως είναι πρακτικά ανέφικτη η ανοικοδόµηση της παραγωγής κάτω
από αυτή την τροµαχτική πίεση, αυτή τη συστηµατική λεηλασία, που δεν αφήνει
στους παραγωγούς παρά τα αναγκαία για την επιβίωση. Σύντοµα η προσπάθεια θα
προσκρούσει στην αντίσταση και εχθρικότητα των εργατών, από τους οποίους έχει

168
αφαιρεθεί κάθε προοπτική ασφαλούς διαβίωσης, οδηγώντας στη σταδιακή διάλυση
όλης της οικονοµίας. Η Γερµανία µάς παρέχει ένα παράδειγµα αυτής της περίπτωσης.

Ήδη κατά τη διάρκεια του πολέµου οι κοµµουνιστές αναγνώρισαν την αδυνατότητα


πληρωµής των τεράστιων αποζηµιώσεων και των τόκων τους, και προέταξαν το αί-
τηµα: ακύρωση των πολεµικών αποζηµιώσεων και χρεών. Όµως δεν τελειώνει εκεί η
ιστορία. Πρέπει να ακυρωθούν και τα ιδιωτικά χρέη που προήλθαν από δανεισµούς
κατά τη διάρκεια του πολέµου; Αν όχι, µήπως τότε οι προγενέστεροι δανεισµοί που
έγιναν µε σκοπό την προετοιµασία του πολέµου; ∆εν υπάρχει διαφορά ανάµεσα σε
ένα δάνειο που επενδύθηκε σε ένα εργοστάσιο παραγωγής κανονιών, και στο µετοχι-
κό κεφάλαιο ενός εργοστασίου που παρήγαγε θωρακίσεις ή χειροβοµβίδες. Εδώ δε
γίνεται να πούµε ότι τα δυο προαναφερθέντα κεφάλαια είναι διαφορετικού είδους, να
αναγνωρίσουµε στο ένα την αξίωσή του σε κέρδη, και να την αρνηθούµε στο άλλο.
Όλα τα κέρδη επιβαρύνουν την παραγωγή, και δυσχεραίνουν την ανοικοδόµηση. Για
µια οικονοµία που πάει να ορθοποδήσει όχι µόνο τα κόστη του πολέµου, αλλά κάθε
επιβάρυνση είναι ένα σοβαρό εµπόδιο. Συνεπώς η αρχή του κοµµουνισµού, ο οποίος
απορρίπτει κάθε αξίωση του κεφαλαίου σε κέρδη, είναι σήµερα η µόνη πρακτικά εφαρ-
µόσιµη. Πρακτικά, µόνο αφήνοντας στην άκρη το κέρδος του κεφαλαίου µπορεί να α-
νοικοδοµηθεί εκ νέου η οικονοµία.

Η απόρριψη του καπιταλιστικού κέρδους ήταν ανέκαθεν µια βασική αρχή της σοσι-
αλδηµοκρατίας. Ποια είναι λοιπόν σήµερα η προσέγγιση της αυθεντικής ριζοσπαστι-
κής σοσιαλδηµοκρατίας των Ανεξάρτητων; Παλεύουν για κοινωνικοποίηση, δηλ. για
το πέρασµα των επιχειρήσεων µέσω απαλλοτρίωσης στα χέρια του κράτους, µε τους
καπιταλιστές να αποζηµιώνονται λαµβάνοντας κρατικά χρεόγραφα. Αυτό σηµαίνει
ότι δια της µεσολάβησης του κράτους, ένα κοµµάτι του προϊόντος της εργασίας θα
συνεχίσει να πηγαίνει στους καπιταλιστές. Η εκµετάλλευση των εργατών από το κε-
φάλαιο διατηρείται. Ο σοσιαλισµός συνεπάγεται δυο πράγµατα: κατάργηση της εκµε-
τάλλευσης και κοινωνική διαχείριση της παραγωγής. Το πρώτο είναι για το προλετα-
ριάτο ο σπουδαιότερος στόχος, το δεύτερο είναι η ορθολογική µέθοδος για την ανά-
πτυξη της παραγωγής, µέσω της τεχνικής οργάνωσης. Όµως στα σοσιαλδηµοκρατικά
σχέδια κοινωνικοποίησης, η εκµετάλλευση συνεχίζει να υφίσταται, και η απαλλοτρί-
ωση των επιχειρήσεων δεν οδηγεί παρά στον κρατικο-καπιταλισµό (ή κρατικο-
σοσιαλισµό), στον οποίο οι καπιταλιστές επιχειρηµατίες µετατρέπονται σε κατόχους

169
κρατικών µετοχών. Αυτή η κοινωνικοποίηση –που σήµερα υποστηρίζεται από τους
Ανεξάρτητους– είναι µια εξαπάτηση του προλεταριάτου, καθώς υπό την επιφανειακή
εικόνα του σοσιαλισµού συνεχίζει στην πράξη να υφίσταται η εκµετάλλευση. Αιτία για
αυτή τη στάση είναι το δίχως άλλο ο φόβος µιας οξείας αντιπαράθεσης µε την αστική
τάξη, τώρα που το προλεταριάτο µόλις ξαναξυπνά, και δεν έχει συγκεντρώσει τις δυ-
νάµεις που απαιτούνται για την επαναστατική πάλη. Όµως στην πράξη αυτή η στάση
αποτελεί µια προσπάθεια να ανοικοδοµηθεί σε νέες βάσεις ο καπιταλισµός. Αυτή η
προσπάθεια θα προσκρούσει στο ότι µια εξαθλιωµένη οικονοµία δε γίνεται να αντέξει
τέτοιες προσφορές στο κεφάλαιο.

Οι σοσιαλδηµοκράτες και των δυο τάσεων επιθυµούν, οι µεν ανοικτά οι δε υπόγεια,


τη διατήρηση της εκµετάλλευσης των εργατών από το κεφάλαιο. Η πρώτη τάση αφή-
νει τα πράγµατα ως έχουν, η δεύτερη θέλει η εκµετάλλευση να γίνεται υπό την καθο-
δήγηση και διαχείριση του κράτους. Και οι δυο µόνο ένα σύνθηµα έχουν για το προ-
λεταριάτο: δουλέψτε, δουλέψτε, δουλέψτε! ∆ουλέψτε χωρίς σταµατηµό, µε όλες σας
τις δυνάµεις! Γιατί µόνο η πιο οξεία εκµετάλλευση του προλεταριάτου µπορεί να ο-
δηγήσει στην ανάκαµψη της καπιταλιστικής οικονοµίας.

ΙΙΙ. Μαζική ∆ράση και Επανάσταση

Η αντίθεση ανάµεσα σε κοµµουνισµό και σοσιαλδηµοκρατία έκανε την εµφάνισή της


ήδη πριν τον πόλεµο, όµως όχι µε αυτό το όνοµα. Τότε αφορούσε την τακτική του
αγώνα. Υπό την ονοµασία “Αριστεροί Ριζοσπάστες” έκανε την εµφάνισή της µια α-
ντιπολίτευση εντός της σοσιαλδηµοκρατίας (από την οποία προήλθαν οι παλαιότεροι
των τωρινών κοµµουνιστών), που, ενάντια σε ρεβιζιονιστές και ριζοσπάστες, τασσό-
ταν υπέρ της αναγκαιότητας της µαζικής δράσης. Σε εκείνη τη διαφωνία έγιναν εµ-
φανείς οι αντεπαναστατικές αντιλήψεις και τακτικές των ριζοσπαστών ηγετών, ειδικά
του Κάουτσκυ.

Ο κοινοβουλευτικός και ο συνδικαλιστικός αγώνας είχαν, υπό τον γοργά αναπτυσσό-


µενο καπιταλισµό, αποσπάσει µια σειρά από βελτιώσεις στις βιωτικές συνθήκες των
εργατών, ορθώνοντας ταυτόχρονα και ένα ανάχωµα στην αδιάκοπη τάση του καπιτα-
λισµού να εξαθλιώνει την εργατική τάξη. Όµως κατά τη τελευταία δεκαετία, και παρά
την ισχυρή οργάνωση, αυτό το ανάχωµα σταδιακά έπαψε να επαρκεί: ο ιµπεριαλι-
σµός ισχυροποίησε τη δύναµη των καπιταλιστών και του µιλιταρισµού, αποδυνάµωσε

170
το κοινοβούλιο, εξώθησε τα συνδικάτα στην άµυνα και προετοίµασε τον παγκόσµιο
πόλεµο. Ήταν φανερό ότι οι παλιές µέθοδοι αγώνα δεν επαρκούσαν. Οι µάζες το α-
ντιλήφθηκαν ενστικτωδώς· σε όλες τις χώρες ξέσπασαν δράσεις, συχνά ενάντια στη
θέληση των ηγετών. Άλλοτε τεράστιοι συνδικαλιστικοί αγώνες, άλλοτε απεργίες στις
µεταφορές που παραλύουν την οικονοµία, άλλοτε διαδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα.
Συχνά το ξέσπασµα της προλεταριακής εξέγερσης και δύναµης τράνταζε σε τέτοιο
βαθµό τους αστούς, που έκαναν παραχωρήσεις· άλλοτε αυτά τα κινήµατα καταπνίγο-
νταν στο αίµα. Οι ηγέτες της σοσιαλδηµοκρατίας επεδίωκαν να χρησιµοποιήσουν αυ-
τές τις δράσεις για τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς· αναγνώριζαν τη χρησιµότη-
τα της πολιτικής απεργίας για καθορισµένους σκοπούς, όµως υπό την προϋπόθεση ότι
η απεργία παρέµενε εντός των προδιαγεγραµµένων ορίων, ότι ξεκινούσε και έληγε
κατά τις διαταγές της ηγεσίας, και ότι ανά πάσα στιγµή ήταν υποταγµένη στην επίση-
µη τακτική της ηγεσίας. Έτσι κατά καιρούς γινόταν χρήση αυτών των τακτικών· όµως
συνήθως δίχως επιτυχία. Η ορµητική βία του στοιχειώδους ξεσπάσµατος των µαζών
νεκρωνόταν, καθώς έπρεπε να υπηρετεί την πολιτική των συµβιβασµών. Το χαρα-
κτηριστικό που η άρχουσα τάξη φοβόταν, η αβεβαιότητα του αν και κατά πόσο η ε-
κάστοτε µαζική δράση θα εξελισσόταν σε επαναστατικό κίνηµα, έλειπε από αυτές τις
“πειθαρχηµένες” µαζικές δράσεις, των οποίων η αβλαβής φύση ήταν προκανονισµένη
και ανακοινωµένη.

Οι επαναστάτες µαρξιστές, οι κατοπινοί κοµµουνιστές, είχαν ήδη αντιληφθεί την πε-


ριορισµένη φύση των επικρατουσών σοσιαλδηµοκρατικών αντιλήψεων. Έβλεπαν ότι
καθόλη την ιστορία, οι µάζες, οι ίδιες οι τάξεις είναι η δύναµη πίσω από κάθε ανα-
τροπή. Οι επαναστάσεις δε ξεσπούν µετά από επιδέξιες αποφάσεις αναγνωρισµένων
ηγετών· όταν οι συνθήκες, οι καταστάσεις, γίνονται αφόρητες, οι µάζες εξεγείρονται
από µόνες τους, ανατρέπουν την παλιά εξουσία, και η νέα τάξη ή τµήµα της τάξης
που έρχεται στην εξουσία µετασχηµατίζει το κράτος ή την κοινωνία κατά τις ανάγκες
της. Μόνο κατά την τελευταία πενηντακονταετία ειρηνικής καπιταλιστικής ανάπτυ-
ξης έκανε την εµφάνισή της η ψευδαίσθηση ότι οι ηγεσίες, τα µεµονωµένα άτοµα,
έχουν τη δυνατότητα, λόγω της µεγάλης τους ευφυΐας, να ορίζουν το ρου της ιστορί-
ας. Τα µέλη του κοινοβουλίου και των κεντρικών επιτροπών πιστεύουν ότι οι πρά-
ξεις, οι λόγοι, οι διαπραγµατεύσεις, οι αποφάσεις τους, καθορίζουν την πορεία των
γεγονότων· οι µάζες που βρίσκονται πίσω τους δεν έχουν παρά να έρχονται στο προ-
σκήνιο όταν και όποτε τις καλούνε, για να επικυρώσουν τις πράξεις των ηγεσιών, και

171
µετά να χάνονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι µάζες δεν έχουν παρά έναν παθη-
τικό ρόλο να παίξουν. Ψηφίζουν τους ηγέτες. Οι τελευταίοι δρουν ως οι δυνάµεις που
επηρεάζουν την ιστορική εξέλιξη.

Αυτή η αντίληψη, ήδη ανεπαρκής για την κατανόηση των παλαιότερων επαναστάσε-
ων, σήµερα είναι ακόµα περισσότερο τέτοια, ιδίως όταν εξεταστεί υπό το φως της
βαθειάς διαφοράς ανάµεσα στην αστική και την προλεταριακή επανάσταση. Στις α-
στικές επαναστάσεις οι λαϊκές µάζες των εργατών και των µικροαστών κάνουν την
εµφάνισή τους µια φορά (όπως στο Παρίσι το Φεβρουάριο του 1848), ή κατά και-
ρούς, όπως στη µεγάλη γαλλική επανάσταση, ανατρέποντας τη παλιά µοναρχία ή µια
νέα αφόρητη εξουσία, όπως εκείνη των Γιρονδίνων. Αφού οι µάζες κάνουν τη δου-
λειά τους, εµφανίζονται οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, οι νέοι άνδρες, το νέο κα-
θεστώς, για να ανανεώσουν και µετασχηµατίσουν τους κρατικούς θεσµούς, το σύ-
νταγµα, τους νόµους. Η προλεταριακή µαζική δύναµη ήταν απαραίτητη για την ανα-
τροπή του παλιού, όχι όµως και για την ανοικοδόµηση του νέου, καθώς αυτή η νέα
ανοικοδόµηση ήταν η οργάνωση µιας νέας ταξικής κυριαρχίας.

Οι ριζοσπάστες σοσιαλδηµοκράτες σκέφτονταν και την προλεταριακή επανάσταση,


την οποία –σε αντίθεση µε τους ρεφορµιστές– θεωρούσαν αναγκαία, σύµφωνα µε το
παραπάνω πρότυπο. Μια µεγάλη λαϊκή εξέγερση εξαλείφει την παλιά στρατιωτική-
απολυταρχική εξουσία, και θέτει ως νέα ηγεσία τους σοσιαλδηµοκράτες, οι οποίοι
ασχολούνται µε τα υπόλοιπα, και ανοικοδοµούν το σοσιαλισµό εισάγοντας νέους νό-
µους. Έτσι σκέφτονταν την προλεταριακή επανάσταση. Όµως αυτή η επανάσταση
είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η προλεταριακή επανάσταση είναι η απελευθέρωση
των µαζών από κάθε ταξική κυριαρχία, από κάθε εκµετάλλευση. Αυτό σηµαίνει ότι οι
µάζες παίρνουν τη µοίρα στα χέρια τους, ότι γίνονται κύριοι της εργασίας τους. Από
το παλιό ανθρώπινο γένος, περιορισµένο στο να αποτελείται από µισθωτούς σκλά-
βους, που δε σκέφτονται ούτε βλέπουν πέρα από το χώρο εργασίας τους, πρέπει να
ξεπηδήσει η νέα ανθρωπότητα, περήφανη, έτοιµη για πάλη, µε ανεξάρτητο πνεύµα,
γεµάτη αλληλεγγύη, που δε θα ξεγελιέται από τις εξαπατήσεις των αστικών αντιλή-
ψεων, που θα είναι ικανή να διαχειρίζεται ανεξάρτητα την εργασία της. Αυτός ο µε-
τασχηµατισµός δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί µέσα σε µια µόνη επαναστατική
πράξη. Απαιτείται µια µακρά διαδικασία αγώνα, στην οποία οι εργάτες, περνώντας
κατ’ ανάγκη µέσα από πικρές απογοητεύσεις, πρόσκαιρες νίκες και αλλεπάλληλες

172
ήττες, θα κερδίσουν σιγά-σιγά τη δύναµη, την ατράνταχτη ενότητα και την ωριµότη-
τα που απαιτείται για την ελευθερία και την επικράτησή τους. Αυτή η διαδικασία α-
γώνα είναι η προλεταριακή επανάσταση.

Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η διαδικασία διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα ανάλογα


µε τις εκάστοτε συνθήκες, και εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ικανότητα αντί-
στασης της άρχουσας τάξης. Η σχετικά γρήγορη ολοκλήρωσή της στη Ρωσία, έχει να
κάνει µε την αδυναµία της εκεί αστικής τάξης, καθώς και µε το ότι η συµµαχία της µε
τους αγροκτήµονες ώθησε τους αγρότες στο πλευρό των εργατών. Ο µεγάλος θεσµός
εξουσίας της αστικής τάξης είναι το κράτος, η πελώρια, πολύπλευρη οργάνωση της
κυριαρχίας της µε όλα τα µέσα ισχύος της: νοµοθεσία, σχολείο, αστυνοµία, δικαιοσύ-
νη, στρατός, γραφειοκρατία, µέσω των οποίων κρατά στα χέρια της όλες τις όψεις
του δηµόσιου βίου. Η προλεταριακή επανάσταση είναι ο αγώνας του προλεταριάτου
ενάντια στον µηχανισµό εξουσίας της άρχουσας τάξης. Μόνος τρόπος για να κερδίσει
την ελευθερία του, είναι απέναντι σε αυτή την οργάνωση του αντίπαλου, το προλετα-
ριάτο να αντιτάξει µια δική του ισχυρότερη, σταθερότερη οργάνωση. Το κράτος και η
αστική τάξη επιδιώκουν να κρατούν τους εργάτες δίχως δύναµη και θάρρος, διασπα-
σµένους. Επιδιώκουν να σπάνε την ενότητα των εργατών µε βία ή εξαπατήσεις, να
κάνουν τους εργάτες να µην πιστεύουν στην αποτελεσµατικότητα των δράσεών τους.
Ενάντια σε αυτές τις προσπάθειες, οι εργάτες προβαίνουν σε µαζικές δράσεις, που
έχουν ως αποτέλεσµα την παράλυση και διάλυση των κρατικών δοµών. Όσο οι τε-
λευταίες µένουν άθικτες, το προλεταριάτο δε γίνεται να νικήσει, γιατί οι κρατικές δο-
µές θα δρουν πάντα εναντίον του. Ο αγώνας –αν δε θέλουµε ο καπιταλισµός να µας
πάρει µαζί του– ολοκληρώνεται όταν οι αλλεπάλληλες δράσεις του προλεταριάτου
συντρίψουν και κάνουν κοµµάτια το γραφειοκρατικό µηχανισµό του κράτους.

Ήδη πριν τον πόλεµο, ο Κάουτσκυ ήταν εναντίον αυτής της άποψης. Υποστήριζε πως
το προλεταριάτο δεν πρέπει να ακολουθήσει αυτή την τακτική, που καταλήγει στην
καταστροφή της κρατικής εξουσίας, γιατί πρέπει να την χρησιµοποιήσει για τους δι-
κούς του σκοπούς. Κατά την εξουσία του προλεταριάτου, όλα τα υπουργεία του τω-
ρινού κράτους θα συνεχίσουν να είναι απαραίτητα, για την εκτέλεση των νόµων προς
όφελος του προλεταριάτου. Στόχος του προλεταριάτου δεν πρέπει να είναι η κατάλυ-
ση, αλλά η κατάκτηση του κράτους. Τέθηκε έτσι το ζήτηµα της δοµής της οργάνωσης
της προλεταριακής εξουσίας –αν θα συνεχίσει να είναι το αστικό κράτος, όπως πι-

173
στεύει ο Κάουτσκυ, ή κάτι ολότελα καινούργιο. Όµως οι σοσιαλδηµοκρατικές θεωρί-
ες, όπως αναπτύσσονται εδώ και τριάντα χρόνια από τον Κάουτσκυ, µιλούσαν πάντα
για την οικονοµία και τον καπιταλισµό, από τον οποίο ο σοσιαλισµός θα προέκυπτε
“νοµοτελειακά”· το “πώς” δεν έγινε αντικείµενο διερώτησης, και άρα το ζήτηµα του
κράτους και της επανάστασης δεν απαντήθηκε. Μόνο αργότερα αυτό το ζήτηµα διε-
ρευνήθηκε. Έτσι ήρθε στο προσκήνιο η διαφορά της σοσιαλδηµοκρατικής και της
κοµµουνιστικής αντίληψης για την επανάσταση.

Για τους σοσιαλδηµοκράτες η προλεταριακή επανάσταση είναι µια στιγµιαία πράξη,


µια λαϊκή εξέγερση, που ανατρέπει την παλιά εξουσία και τοποθετεί τους σοσιαλδη-
µοκράτες στην κορυφή του κράτους, στην κυβέρνηση. Η ανατροπή των Χοεντσό-
λερν[2] στις 7 Νοεµβρίου 1918 είναι για τους σοσιαλδηµοκράτες µια γνήσια προλε-
ταριακή επανάσταση, η οποία επικράτησε εύκολα εξαιτίας των ειδικών συνθηκών —
της πτώσης της παλιάς εξουσίας λόγω του πολέµου. Για τους κοµµουνιστές απενα-
ντίας µια τέτοια εξέγερση δεν αποτελεί παρά την αρχή της προλεταριακής επανάστα-
σης, καθώς καταργώντας τη µοναρχία άνοιξε για τους εργάτες το δρόµο, οικοδοµώ-
ντας την ταξική τους οργάνωση να καταργήσουν το παλιό καθεστώς. Στην πραγµατι-
κότητα οι εργάτες έδωσαν την ηγεσία στη σοσιαλδηµοκρατία, και έτσι βοήθησαν την
κρατική εξουσία, έπειτα από µια στιγµή παράλυσης, να εδραιωθεί εκ νέου· έχουν α-
κόµα µπροστά τους σκληρούς αγώνες. Για τους Κάουτσκυ και σια η Γερµανία είναι
µια γνήσια σοσιαλδηµοκρατική ∆ηµοκρατία –ο Νόσκε[3] και η Ράιχσβερ[4] δεν είναι
παρά ασήµαντες ατέλειες– στην οποία οι εργάτες, αν και δεν κυβερνούν, εντούτοις
συγκυβερνούν. Και φυσικά δεν πρέπει να ελπίζουν σε σοσιαλισµούς. Ο Κάουτσκυ
έχει επανειληµµένως τονίσει ότι η κοινωνική επανάσταση κατά τη µαρξιστική θεωρία
δε θα συντελεστεί διαµιάς. Αντίθετα, είναι µια µακρά ιστορική διαδικασία: ο καπιτα-
λισµός δεν είναι ακόµα ώριµος για την οικονοµική επανάσταση. Με άλλα λόγια: αν
και συνέβη µια προλεταριακή επανάσταση, οι προλετάριοι θα συνεχίσουν να υφίστα-
νται την εκµετάλλευση όπως πρώτα, µέχρις ότου κάποια στιγµή, παρ’ ελπίδα, κάποιες
µεγάλες επιχειρήσεις να κρατικοποιηθούν. Για να το πούµε στεγνά: οι παλιοί υπουρ-
γοί θα αντικατασταθούν από σοσιαλδηµοκράτες, όµως ο καπιταλισµός και η εκµε-
τάλλευσή του θα συνεχίσουν να υφίστανται. Αυτό είναι το πρακτικό νόηµα της σοσι-
αλδηµοκρατικής θεώρησης: µετά από ένα στιγµιαίο προλεταριακό, επαναστατικό ξε-
σήκωµα, θα υπάρξει µια µακρά διαδικασία κοινωνικοποίησης και κοινωνικής επανά-
στασης. Ο κοµµουνισµός απεναντίας υποστηρίζει ότι η προλεταριακή επανάσταση, η

174
κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο είναι µια µακρά διαδικασία ταξικής πά-
λης, κατά την οποία το προλεταριάτο γίνεται ώριµο για να κατακτήσει την εξουσία
και να συντρίψει τον παλιό κρατικό µηχανισµό. Στο αποφασιστικό σηµείο του αγώνα,
όταν οι εργάτες κατακτούν την εξουσία, καταργείται άµεσα και η εκµετάλλευση, και
ανακηρύσσεται ότι παύει να ισχύει κάθε δικαίωµα σε εισόδηµα που δεν προέρχεται
από την εργασία. Σε αυτή τη νέα νοµική βάση ξεκινά η ανοικοδόµηση της οικονοµίας
ως οργανωµένος, σχεδιασµένος µηχανισµός παραγωγής.

IV. ∆ηµοκρατία και Κοινοβουλευτισµός

Η σοσιαλδηµοκρατική θεωρία δεν ασχολήθηκε µε το ζήτηµα των πολιτικών µορφών


που οι εργάτες θα χρησιµοποιήσουν για να ασκήσουν την εξουσία τους. Το ξεκίνηµα
της προλεταριακής επανάστασης απάντησε στην πράξη σε αυτό το ερώτηµα. Η πρα-
κτική της επανάστασης στα πρώτα της στάδια πλούτισε απίστευτα την εικόνα µας ως
προς την ουσία και την πορεία της επανάστασης, ξεκαθάρισε τις αντιλήψεις µας και
µας παρείχε νέες οπτικές, για ένα ζήτηµα που µέχρι πρότινος δεν ήταν καθόλου ξεκά-
θαρο. Αυτές οι νέες θεωρήσεις αποτελούν τη σηµαντικότερη διαφορά ανάµεσα σε
σοσιαλδηµοκρατία και κοµµουνισµό. Αν ο κοµµουνισµός στα σηµεία που αναφέραµε
ως τώρα αποτελεί την πιστή και συνεπή συνέχεια των καλύτερων σοσιαλδηµοκρατι-
κών ιδεών, τώρα, µέσω αυτών των νέων δεδοµένων, υψώνεται πέρα από την παλιά
θεωρία της σοσιαλδηµοκρατίας. Ο µαρξισµός αποκτά µε τη θεωρία του κοµµουνι-
σµού µια σηµαντική προσθήκη και ανάπτυξη.

Λίγοι είχαν εκ των προτέρων συνείδηση ότι η ριζοσπαστική σοσιαλδηµοκρατία ως


προς τις αντιλήψεις τις γύρω από το κράτος και την επανάσταση –για τα οποία επι-
πρόσθετα δε γινόταν ιδιαίτερα λόγος– είχε αποµακρυνθεί σηµαντικά από τη θεωρία
του Μαρξ. Σε αυτούς τους λίγους συγκαταλέγεται πρώτος-πρώτος ο Λένιν. Πρώτα η
νίκη των µπολσεβίκων το 1917 και η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης αµέσως µετά, έ-
δειξαν στους σοσιαλιστές της δυτικής Ευρώπης ότι εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια
νέα αρχή. Στο βιβλίο του Λένιν µε τίτλο Κράτος και Επανάσταση, το οποίο έγινε δια-
θέσιµο στην Ευρώπη το 1918, αν και είχε γραφεί το καλοκαίρι του 1917, βρίσκει κα-
νείς τις βασικές αρχές της κοµµουνιστικής θεωρίας γύρω από το κράτος σε συµφωνία
µε τον Μαρξ.

175
Η αντίθεση ανάµεσα σε σοσιαλδηµοκρατία και σοσιαλισµό για τον οποίο κάνουµε
λόγο εδώ, συχνά συνοψίζεται στην έκφραση “∆ηµοκρατία ή ∆ικτατορία“. Όµως και οι
κοµµουνιστές θεωρούν το σύστηµά τους ως µια µορφή δηµοκρατίας. Όταν οι σοσι-
αλδηµοκράτες µιλούν για δηµοκρατία, εννοούν τον κοινοβουλευτισµό, δηλαδή την
κοινοβουλευτική ή αστική δηµοκρατία, την οποία και υπερασπίζονται. Τι εννοούν µε
αυτόν τον όρο;

∆ηµοκρατία σηµαίνει λαϊκή κυβέρνηση, αυτοκυβέρνηση του λαού. Οι ίδιες οι λαϊκές


µάζες διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους και τις ελέγχουν. Πού συµβαίνει αυτό; Όλοι
ξέρουµε ότι δε συµβαίνει πουθενά. Η κρατική εξουσία εξουσιάζει και διαχειρίζεται
τις δηµόσιες υποθέσεις, και κυβερνά το λαό, ο οποίος αποτελείται από τους υπηκό-
ους. Πρακτικά, ο κρατικός µηχανισµός συνίσταται από τους κρατικούς λειτουργούς
και τους στρατιωτικούς. Φυσικά, σε κάθε κοινότητα υπάρχουν λειτουργοί που επιτε-
λούν τις λειτουργίες διαχείρισης, όµως στο κράτος µας οι υπηρέτες έχουν γίνει κυρί-
αρχοι του λαού. Η σοσιαλδηµοκρατία είναι της άποψης ότι η κοινοβουλευτική δηµο-
κρατία, στην οποία ο λαός επιλέγει ποιοι θα τον κυβερνήσουν, είναι ικανή –αν επιλε-
χθούν οι κατάλληλοι– να πραγµατώσει την αυτοκυβέρνηση του λαού. Το αν αυτό ι-
σχύει, µας το δείχνει η εµπειρία της νέας ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας. ∆ε χωρά αµφι-
βολία ότι οι µάζες των εργατών δεν επιθυµούν να δουν την παλινόρθωση του καπιτα-
λισµού. Παραταύτα, αν και στις εκλογές υπήρχε πλήρης δηµοκρατία, δίχως στρατιω-
τική τροµοκρατία, και όλα τα όργανα της αντίδρασης ήταν ανίσχυρα –το αποτέλεσµα
ήταν η επαναφορά της παλιάς καταπίεσης και εκµετάλλευσης, η επαναφορά του κα-
πιταλισµού. Οι κοµµουνιστές είχαν τότε προβλέψει και προειδοποιήσει ότι η απελευ-
θέρωση των εργατών από την εκµετάλλευση του κεφαλαίου δεν είναι εφικτή στα
πλαίσια της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας.

Οι λαϊκές µάζες ασκούν την εξουσία τους κατά τις εκλογές. Την ηµέρα των εκλογών
οι µάζες είναι κυρίαρχες, µπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, µέσω της ψήφου σε
αυτόν που θέλουν να τις εκπροσωπεί. Εκείνη την ηµέρα κυριαρχούν –όµως αλίµονό
τους αν δεν ψηφίσουν τους σωστούς ανθρώπους· γιατί καθόλη την υπόλοιπη τετραε-
τία οι µάζες είναι δίχως εξουσία. Μόλις εκλεγούν, οι εκπρόσωποι, οι βουλευτές απο-
φασίζουν για τα πάντα. Σε αυτή τη δηµοκρατία δεν κυβερνά ο ίδιος ο λαός, αλλά οι
βουλευτές, που αυτοστιγµεί ανεξαρτητοποιούνται από τις µάζες. Βεβαίως υπάρχουν
προτάσεις για το µετριασµό αυτής της ανεξαρτησίας, π.χ. οι ετήσιες εκλογές, το δι-

176
καίωµα ανάκλησης (υποχρεωτική νέα ψηφοφορία όταν ένα ορισµένο ποσοστό ψηφο-
φόρων το απαιτήσει). Όµως αυτές οι προτάσεις δεν έχουν γίνει πουθενά πραγµατικό-
τητα. Βεβαίως οι βουλευτές δε δρουν αυθαίρετα, γιατί µετά την τετραετία θα έρθουν
να ξαναζητήσουν τη ψήφο του λαού. Όµως επιδιώκουν να ταλαιπωρούν τις µάζες µε
γενικόλογα συνθήµατα και να τις εξαπατούν µε δηµαγωγίες, και έτσι είναι αδύνατο
να γίνει µια κριτική αποτίµησή τους. Την ηµέρα δε των εκλογών, ψηφίζουν µήπως οι
µάζες αυτούς που νοµίζουν ότι είναι πιο κατάλληλοι να τις εκπροσωπήσουν; Όχι, έ-
χουν να διαλέξουν ανάµεσα σε άτοµα που έχουν ήδη επιλεγεί από τα πολιτικά κόµ-
µατα, πρόσωπα που έχουν γνωστοποιηθεί από τις κοµµατικές εφηµερίδες.

Ας υποθέσουµε τώρα, ότι ένας µεγάλος αριθµός ανθρώπων που εκπροσωπεί αληθινά
τις επιθυµίες των µαζών ψηφίζεται από αυτές, και µπαίνει στο κοινοβούλιο. Μόλις
γίνουν βουλευτές, θα καταλάβουν ότι δεν είναι το κοινοβούλιο που κυβερνά· είναι
αυτό που νοµοθετεί, όχι αυτό που εφαρµόζει τους νόµους. Στο αστικό κράτος υπάρχει
ένας διαχωρισµός της νοµοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας· το κοινοβούλιο έχει
µόνο την πρώτη εξουσία· η δεύτερη, η πραγµατική εκτελεστική εξουσία, η εφαρµογή
των νόµων είναι αρµοδιότητα της γραφειοκρατίας, των κρατικών λειτουργών, που
βρίσκονται εντέλει υπό την εξουσία της κυβέρνησης. Βεβαίως στις δηµοκρατικές χώ-
ρες η κυβέρνηση, οι υπουργοί, ορίζονται από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Ό-
µως δεν είναι αιρετοί· διορίζονται µέσω παρασκηνιακών διαβουλεύσεων ανάµεσα
στους αρχηγούς των κοµµάτων που έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακόµα
κι αν δεχτούµε ότι στο κοινοβούλιο εκπροσωπείται κάπως η λαϊκή βούληση, αυτό δεν
ισχύει επουδενί για την κυβέρνηση.

Στα άτοµα που συναπαρτίζουν την κυβέρνηση, η λαϊκή βούληση υπάρχει εντελώς
εξασθενηµένη και αλλοιωµένη από τη κρατική γραφειοκρατία, η οποία κυβερνά και
κυριαρχεί άµεσα το λαό. Οι ίδιοι οι υπουργοί είναι αδύναµοι µπροστά στη γραφειο-
κρατία, η οποία τυπικά τους υπηρετεί. Εκείνη κινεί τα νήµατα, όχι οι υπουργοί. Μετά
από λίγο καιρό τα πρόσωπα που συναπαρτίζουν την κυβέρνηση αλλάζουν, η γραφει-
οκρατία όµως µένει. Έχει την ανάγκη των υπουργών, για να την καλύπτουν στο κοι-
νοβούλιο και να εξευρίσκουν πόρους για χάρη της· αν όµως ένας υπουργός θελήσει
να πάρει µέτρα εναντίον της, η γραφειοκρατία µπορεί να του κάνει το βίο αβίωτο.

Συνεπώς, είναι λανθασµένη η σοσιαλδηµοκρατική θεώρηση που λέει ότι αν οι εργά-


τες χειριστούν σωστά το γενικό δικαίωµα ψήφου, µπορούν να καταργήσουν τον καπι-

177
ταλισµό και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους. Ή µήπως πρέπει να πιστέψουµε ότι
όλοι αυτοί οι κρατικοί λειτουργοί, πρόεδροι, µυστικοσύµβουλοι, δικαστές, διευθυντές
και υποδιευθυντές γίνεται, υπακούοντας τις εντολές των Έµπερτ[5] και Σάιντεµαν[6]
ή των Ντίτµαν και Λέντεµπουρ[7], να µεταβληθούν σε όργανα για τη χειραφέτηση
του προλεταριάτου; Τα µεν ανώτερα στρώµατα της γραφειοκρατίας ανήκουν στην
τάξη των εκµεταλλευτών, τα δε µεσαία και κατώτερα βρίσκονται σε σχέση µε τον
υπόλοιπο πληθυσµό σε µια προνοµιακή και εξασφαλισµένη θέση. Εποµένως, αισθά-
νονται αλληλέγγυα µε τα κυρίαρχα στρώµατα, δηλ. την αστική τάξη, και συνδέονται
µαζί µε της µε χίλιους τρόπους, µε την εκπαίδευση, µέσω οικογενειακών δεσµών, µε
τις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι ηγέτες της σοσιαλδηµοκρατίας αν θέλουν µπορούν να
πιστεύουν ότι όταν καταλάβουν τους υπουργικούς θώκους θα ανοίξουν µέσω νέων
νόµων το δρόµο προς το σοσιαλισµό, προς όφελος του προλεταριάτου. Στην πραγµα-
τικότητα τίποτα δεν αλλάζει από τις εναλλαγές προσώπων στις κυβερνητικές θέσεις
και τον µηχανισµό εξουσίας. Ότι οι κύριοι αυτοί δε θέλουν να το παραδεχτούν, απο-
δεικνύει ότι έχουν σαν στόχο µόνο την καρέκλα· θεωρούν ότι αυτή η αλλαγή προσώ-
πων είναι αρκετή για να επιτευχθεί ο στόχος της επανάστασης. Αυτό γίνεται εµφανές
και από το ότι και οι σύγχρονες οργανώσεις που δηµιουργήθηκαν από τους εργάτες,
υπό την ηγεσία των κυρίων αυτών έχουν αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός µικρο-
κράτους: από υπηρέτες τα στελέχη έγιναν κυρίαρχοι, και µετατράπηκαν σε µια καλο-
κουρδισµένη γραφειοκρατία µε τα δικά της συµφέροντα, η οποία, όπως τα κοµµατικά
συνέδρια, αποκτά το βρωµερό χαρακτήρα του αστικού κοινοβουλίου· αυτή η κατά-
σταση δεν κάνει άλλο από το φέρνει στην επιφάνεια την αδυναµία των µαζών που
αποτελούν τα µέλη της.

Θέλουµε λοιπόν να πούµε ότι η χρησιµοποίηση του κοινοβουλίου και ο αγώνας για
τη δηµοκρατία ήταν λανθασµένες τακτικές για τη σοσιαλδηµοκρατία; Γνωρίζουµε
όλοι, ότι όσο ο καπιταλισµός ακµάζει και αναπτύσσεται, ο κοινοβουλευτικός αγώνας
µπορεί να αποτελέσει –και πράγµατι αποτέλεσε– ένα ισχυρό µέσο για την αφύπνιση
της ταξικής συνείδησης. Η τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν µε τον Λίµπκνεχτ
κατά τη διάρκεια του πολέµου. Όµως δεν πρέπει να παραβλέψουµε το βασικό χαρα-
κτήρα της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. Απορρόφησε την οργή των µαζών και έ-
πνιξε τις τάσεις εξέγερσης που είχαν, δίνοντας τες την εντύπωση ότι κρατούν τις τύ-
χες τους στα χέρια τους. Ο κοινοβουλευτισµός πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στον
καπιταλισµό, εξασφαλίζοντάς του απρόσκοπτη, ειρηνική ανάπτυξη. Φυσικά για να

178
µπορέσει να εκπληρώσει το στόχο της εξαπάτησης του λαού, δε γινόταν παρά να πά-
ρει τη σηµερινή µορφή του, της κοροϊδίας και της κοµµατικής δηµαγωγίας. Και τώρα
η κοινοβουλευτική δηµοκρατία βοηθά τον καπιταλισµό ακόµα περισσότερο, θέτοντας
στην υπηρεσία του τις εργατικές οργανώσεις. Η ηθική και φυσική φθορά του καπιτα-
λισµού κατά τον παγκόσµιο πόλεµο ήταν τόσο µεγάλη και απειλητική, που µόνος
τρόπος για να ανακάµψει ήταν µέσω της βοήθειας των ίδιων των εργατών. Μέχρι να
επαναϊσχυροποιηθεί επαρκώς η παλιά, κρατική τάξη πραγµάτων, ο µόνος τρόπος για
να συγκρατηθούν οι εργάτες ήταν µέσω της τοποθέτησης των σοσιαλδηµοκρατικών
ηγετών σε υπουργικές και κυβερνητικές θέσεις, δίνοντας έτσι µια ψευδή εικόνα εκ-
πλήρωσης της υπόσχεσης του σοσιαλισµού. Στην εποχή της επανάστασης, ρόλος και
στόχος της δηµοκρατίας, της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, δεν είναι να εγκαθιδρύσει
τον σοσιαλισµό (αυτό είναι έξω από τις δυνατότητές της), αλλά να τον εµποδίσει. Η δη-
µοκρατία δε µπορεί να απελευθερώσει τους εργάτες. Μπορεί µόνο να τους σκλαβώνει
κι άλλο, στρέφοντας τα βλέµµατά τους µακριά από το σίγουρο δρόµο της χειραφέτη-
σης· δεν προωθεί, αλλά µαταιώνει την επανάσταση. Ισχυροποιεί την ικανότητα αντί-
στασης της αστικής τάξης, και κάνει τον αγώνα για τον σοσιαλισµό πιο δύσκολο και
µακρύ, µε περισσότερες θυσίες για το προλεταριάτο.

V. Προλεταριακή ∆ηµοκρατία ή Συµβουλιακό Σύστηµα

Η σοσιαλδηµοκρατία σκέφτεται την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προ-


λεταριάτο ως κατάληψη του κρατικού µηχανισµού από το εργατικό κόµµα. Ο κρατι-
κός µηχανισµός παραµένει άθικτος και τίθεται στην υπηρεσία της εργατικής τάξης.
Έτσι σκέφτονται οι µαρξιστές τους, όπως ο Κάουτσκυ. Όµως η άποψη του Μαρξ ή-
ταν εντελώς διαφορετική. Οι Μαρξ και Ένγκελς είδαν το κράτος ως έναν πελώριο
µηχανισµό καταπίεσης, που έχει δηµιουργηθεί από την άρχουσα τάξη, ο οποίος καθ’
όλον τον 19ο αι., όσο το προλεταριάτο εξεγείρετο τόσο αυτός τελειοποιείτο. Ο Μαρξ
είδε πως καθήκον του προλεταριάτου δε µπορεί παρά να είναι η καταστροφή του
κρατικού µηχανισµού και η δηµιουργία εντελώς νέων οργάνων διαχείρισης. Ήξερε
καλά ότι το κράτος έχει πολλές λειτουργίες, που αν τις παρατηρήσουµε επιφανειακά,
θα µας φανεί ότι αφορούν στο γενικό συµφέρον –ασφάλεια, κυκλοφορία, εκπαίδευση,
διαχείριση– όµως ήξερε επίσης ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες εξυπηρετούν έναν
µεγάλο σκοπό: φροντίζουν για τα συµφέροντα του κεφαλαίου, εγγυώνται την κυριαρ-
χία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό ουδέποτε υπέκυψε στη φαντασίωση ότι αυτός ο µηχανι-

179
σµός καταπίεσης µπορεί έτσι απλά, µεταβάλλοντας τους στόχους του, να µεταβληθεί
σε όργανο για τη λαϊκή χειραφέτηση. Το ίδιο το προλεταριάτο πρέπει να δηµιουργή-
σει το όργανο της χειραφέτησής του.

Τα χαρακτηριστικά αυτού του οργάνου δε γίνεται να καθοριστούν εκ των προτέρων·


µόνο η πρακτική µπορεί να τα αναδείξει. Αυτό κατέστη δυνατό για πρώτη φορά στην
Παρισινή Κοµµούνα του 1871, όταν το προλεταριάτο κατέκτησε την κρατική εξουσί-
α. Τότε οι παριζιάνοι εξέλεξαν πολίτες και εργάτες κατά το κοινοβουλευτικό πρότυ-
πο· όµως αυτό το κοινοβούλιο µετεξελίχθηκε αµέσως σε κάτι διαφορετικό από το δι-
κό µας. ∆εν υπήρχε για να δίνει µε ωραία λόγια εντολές στο λαό, αφήνοντας ανενό-
χλητη την κλίκα των καπιταλιστών και των αφεντικών να ασχολείται µε τα της περι-
ουσίας της· οι άνδρες που το αποτελούσαν έπρεπε να διαχειρίζονται τις δηµόσιες υ-
ποθέσεις για το λαό. Αυτό που ήταν µέχρι πρότινος ένα κοινοβουλευτικό σώµα µετα-
βλήθηκε σε ένα όργανο εργασίας· τα µέλη του χωρίστηκαν σε επιµέρους επιτροπές,
έργο των οποίων ήταν η εφαρµογή των νέων νόµων. Έτσι διαλύθηκε η γραφειοκρατία
ως διαχωρισµένη, ανεξάρτητη, κυρίαρχη τάξη, και καταργήθηκε ο διαχωρισµός ανά-
µεσα σε νοµοθετική και εκτελεστική εξουσία. Τα πρόσωπα που κατείχαν τα ανώτερα
αξιώµατα είχαν εκλεγεί άµεσα από το λαό, και ήταν ανα πάσα στιγµή ανακλητά.

Η σύντοµη ζωή της Παρισινής Κοµµούνας δεν επέτρεψε την πλήρη ανάπτυξη αυτού
του νέου δηµιουργήµατος· ξεπήδησε από ένστικτο µέσα στον πυρετώδη αγώνα για
επιβίωση· ήταν το µεγαλοφυές πνεύµα του Μαρξ που αναγνώρισε εκεί τα πρώτα
σπέρµατα των µελλοντικών µορφών της προλεταριακής κρατικής εξουσίας. Ένα νέο
επίπεδο κατακτήθηκε το 1905, όταν στη Ρωσία δηµιουργήθηκαν τα συµβούλια, τα
σοβιέτ, ως όργανα του επαναστατηµένου προλεταριάτου. Τότε δεν κατέκτησαν την
πολιτική εξουσία, αν και το κεντρικό εργατικό συµβούλιο της Πετρούπολης είχε στα
χέρια του την ηγεσία του αγώνα και για ένα διάστηµα κατείχε σηµαντικές εξουσίες.
Όταν το 1917 ξέσπασε ξανά η επανάσταση, τα σοβιέτ επανεµφανίστηκαν ως όργανα
της προλεταριακής εξουσίας. Με την Επανάσταση του Νοέµβρη [Οκτώβρη] τα σο-
βιέτ κατακτούν την πολιτική εξουσία, σχηµατίζοντας έτσι το δεύτερο ιστορικό παρά-
δειγµα προλεταριακής κρατικής εξουσίας. Στο ρωσικό παράδειγµα µπορούµε να ανα-
γνωρίσουµε καλύτερα τις πολιτικές µορφές και αρχές που χρησιµοποιεί το προλετα-
ριάτο για την πραγµάτωση του σοσιαλισµού. Αυτές τις αρχές προτάσσει ο κοµµου-
νισµός ενάντια στη σοσιαλδηµοκρατία.

180
Η πρώτη αρχή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Μαρξ είχε προβλέψει και υ-
ποστηρίξει επανειλληµένως ότι αµέσως µετά την κατάληψη της εξουσίας το προλε-
ταριάτο πρέπει να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του. ∆ικτατορία σηµαίνει ότι οι υπό-
λοιπες τάξεις αποκλείονται από την άσκηση εξουσίας. Αυτή η θέση έδωσε αφορµή
για διαµαρτυρίες: η δικαιοσύνη είναι αντίθετη σε µια τέτοια δικτατορία που αφαιρεί
τα δικαιώµατα από ορισµένες οµάδες· η δικαιοσύνη απαιτεί δηµοκρατία και ίσα δι-
καιώµατα για όλους. Όµως τέτοιες αιτιάσεις που βασίζονται στη δικαιοσύνη δε µας
λένε και πολλά: κάθε τάξη αντιλαµβάνεται ως δίκαιο και ονοµάζει έτσι, αυτό που εί-
ναι για αυτήν καλό ή αναγκαίο· ο εκµεταλλευτής διαµαρτύρεται, φωνάζει “αδικία”,
όταν του επιβάλλεται η χειρωνακτική εργασία. Η αρχή της δηµοκρατίας εξέφραζε τα
πρώτα στάδια της προλεταριακής αυτοσυνείδησης, όταν ακόµα δεν τολµούσε να πει:
δεν είµαι τίποτα, θα γίνω τα πάντα. Όταν η κοινότητα των εργαζόµενων αρχίσει να
διαχειρίζεται και να αποφασίζει για τις κοινές της υποθέσεις, θα έχουν τότε µήπως οι
εγκληµατίες, οι ληστές, οι κλέφτες, οι ζιγκολό, οι πολεµοκάπηλοι, οι µαυραγορίτες,
οι γαιοκτήµονες, οι τοκογλύφοι, οι εισοδηµατίες κάποιου είδους “εκ φύσεως” ή εξ
ουρανού δικαίωµα να µιλάνε; Μας λένε ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα εκ φύσεως
στο συγκαθορισµό της πολιτικής. Ωραία, τότε θα έχει σίγουρα και ένα ακόµη φυσι-
κότερο δικαίωµα, το δικαίωµα να ζει, να µην πεινάει, να µην είναι εξαθλιωµένος· αν
για την πραγµατοποίηση του τελευταίου δικαιώµατος είναι αναγκαίο να αρθεί το
πρώτο, τότε και ακόµη και το δηµοκρατικό αίσθηµα δε θα µας φέρει αντίρρηση.

Ο κοµµουνισµός δε βασίζεται σε ένα κάποιο αφηρηµένο δικαίωµα, αλλά στις ανα-


γκαιότητες της κοινωνικής τάξης [Ordnung]. Καθήκον του προλεταριάτου είναι η
αναδιοργάνωση της κοινωνικής παραγωγής σε σοσιαλιστική βάση, και η εκ νέου
ρύθµιση της εργασίας. Όµως εκεί προσκρούει στην αµείλικτη αντίσταση της άρχου-
σας τάξης, η οποία θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να εµποδίσει και να βλάψει τη νέα
κοινωνία· άρα πρέπει κάθε πολιτική επιρροή της άρχουσας τάξης να πάψει να υφίστα-
ται. Όταν η µια τάξη θέλει να πάει προς τα µπροστά, και η άλλη προς τα πίσω, το
τρένο δεν κινείται ρούπι. Η συνεργασία οδηγεί στην αµοιβαία παράλυση. Στις αρχές
του καπιταλισµού, όταν αναπτύσσοταν και σταθεροποιούταν, η αστική τάξη ασκούσε
τη δικτατορία της εφαρµόζοντας ταξικούς περιορισµούς στο δικαίωµα ψήφου. Αργό-
τερα µπορούσε και έπρεπε να µεταβεί στη δηµοκρατία, ούτως ώστε οι εργάτες να ε-
ξαπατούνται και να καθησυχάζονται µε τη ψευδαίσθηση των ίσων δικαιωµάτων· αυτή
η δηµοκρατική µορφή δε θίγει την πραγµατική ταξική δικτατορία της αστικής τάξης,

181
µόνο την κρύβει, δίνοντας όµως στο ανερχόµενο προλεταριάτο την ευκαιρία να συ-
νασπιστεί και να αναγνωρίσει τα ταξικά του συµφέροντα. Μετά την πρώτη νίκη του
προλεταριάτου η αστική τάξη συνεχίζει να διαθέτει τόσα µέσα εξουσίας πνευµατικής
και υλικής φύσης, που µπορεί να βλάψει σηµαντικά το έργο της νέας κοινωνίας, και
ίσως θα µπορούσε να το παραλύσει ολικά αν είχε πλήρη πολιτική ελευθερία. Εποµέ-
νως είναι αναγκαίο αυτή η τάξη να περιοριστεί χρησιµοποιώντας όση βία χρειαστεί.
Κάθε προσπάθεια παρεµποδισµού ή βλάβης της νέας οργάνωσης της οικονοµίας πρέ-
πει να τιµωρείται δίχως οίκτο, ως βαρύτατο έγκληµα ενάντια στο συµφέρον του λαού
για επιβίωση.

Ίσως να φαίνεται ότι ο αποκλεισµός µιας ορισµένης τάξης είναι πάντα επινοηµένου
και άρα ολωσδιόλου αυθαίρετου χαρακτήρα. Από τη σκοπιά του κοινοβουλευτικού
συστήµατος, ίσως και νά ‘ναι έτσι. Όµως στην ειδική οργάνωση του προλεταριακού
κράτους, στο συµβουλιακό σύστηµα, κάθε εκµεταλλευτής, κάθε παράσιτο αποκλείε-
ται αυτοµάτως από τη συµµετοχή στη διαχείριση της κοινωνίας.

Το συµβουλιακό σύστηµα αποτελεί τη δεύτερη αρχή της κοµµουνιστικής τάξης. Στο


συµβουλιακό σύστηµα η πολιτική οργάνωση δοµείται στη βάση της οικονοµικής διαδι-
κασίας της εργασίας. Ο κοινοβουλευτισµός βασίζεται στο άτοµο και στην ποιότητά
του ως πολίτη. Αυτό εξηγείται ιστορικά από τη συγκρότηση της αστικής κοινωνίας
από ανεξάρτητους και ίσους παραγωγούς. Ο καθένας τους παρήγαγε το εµπόρευµά
του για τον εαυτό του, η δε συνολική παραγωγική διαδικασία σχηµατιζόταν από το
σύνολο των µικρών επιχειρήσεων. Όµως στη σύγχρονη κοινωνία, µε τις µεγάλης κλί-
µακας επιχειρήσεις και τις ταξικές αντιθέσεις, αυτή η αρχή είναι εκτός τόπου και
χρόνου. Οι θεωρητικοί του γαλλικού συνδικαλισµού (πχ. ο Λαγκαρντέλ[8]) µε το δί-
κιο τους άσκησαν οξεία κριτική στον κοινοβουλευτισµό. Σύµφωνα µε τον κοινοβου-
λευτισµό, οι άνθρωποι είναι πρώτα και κύρια πολίτες, και ως τέτοιοι άτοµα ίσα ανα-
µεταξύ τους. Όµως ο πραγµατικός, ο συγκεκριµένος άνθρωπος είναι εργάτης· η δρα-
στηριότητά του είναι το πρακτικό περιεχόµενο της ζωής του. Όλες αυτές οι δραστη-
ριότητες συµπληρώνουν η µια την άλλη, και συναπαρτίζουν την κοινωνική διαδικα-
σία της εργασίας.

∆εν είναι το κράτος και η πολιτική, αλλά η κοινωνία και η εργασία που σχηµατίζουν
τη µεγάλη κοινότητα ζωής του ανθρώπου. Για να ενώσει τους ανθρώπους σε οµάδες,
η πολιτικο-κοινοβουλευτική πρακτική χωρίζει το κράτος σε εκλογικές περιφέρειες·

182
όµως οι εργάτες, εισοδηµατίες, µπακάληδες, εργοστασιάρχες, γαιοκτήµονες που συ-
νυπάρχουν σε κάθε περιφέρεια, δηλ. άνθρωποι κάθε τάξης και επαγγέλµατος, που
συµβαίνει να κατοικούν µαζί, δεν είναι δυνατόν να έχουν έναν εκπρόσωπο ο οποίος
να µεταφέρει τα κοινά τους συµφέροντα και τις κοινές τους επιθυµίες, ακριβώς επει-
δή αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα κοινό. Οι φυσικές οµάδες των ανθρώπων εί-
ναι οι οµάδες παραγωγής, οι εργάτες ενός εργοστασίου, ενός κλάδου, οι αγρότες ενός
χωριού, και σε µεγαλύτερη κλίµακα οι τάξεις. Βεβαίως τα πολιτικά κόµµατα έχουν
την ιδιότητα να στρατολογούν και να εκπροσωπούν κυρίως ορισµένες τάξεις· όµως
µε πολύ ατελή τρόπο· η κοµµατική ταυτότητα είναι πρωτίστως ζήτηµα πολιτικών πε-
ποιθήσεων, όχι ταξικής καταγωγής: µεγάλο κοµµάτι του προλεταριάτου συνεχίζει να
αναζητά εκπροσώπους έξω από τη σοσιαλδηµοκρατία.

Η νέα κοινωνία µετατρέπει την εργασία και την οργάνωσή της σε συνειδητό στόχο
και βάση όλης της πολιτικής ζωής. Η πολιτική είναι η επιφανειακή οργάνωση της οι-
κονοµικής ζωής. Στον καπιταλισµό αυτό συµβαίνει κεκαλυµµένα, όµως στη µελλο-
ντική κοινωνία θα συµβαίνει ρητά και απροκάλυπτα. Οι άνθρωποι θα εντάσσονται
στις αντίστοιχες εργατικές οµάδες. Οι εργάτες µιας επιχείρησης θα στέλνουν κάποιον
για να µεταφέρει την εντολή τους, όµως αυτοί οι εκπρόσωποι θα βρίσκονται σε συνε-
χή επαφή µε τη βάση, και θα είναι άµεσα ανακλητοί. Οι εκπρόσωποι θα αποφασίζουν
για όλα όσα θα εντάσσονται στις αρµοδιότητές τους. Θα συναποφασίζουν σε συνε-
λεύσεις των οποίων η σύνθεση θα διαφοροποιείται ανάλογα µε αν το εκάστοτε ζήτη-
µα αφορά ένα επάγγελµα, έναν τόπο ή ό,τι άλλο. Από αυτούς τους εκπροσώπους θα
συγκροτούνται τα κεντρικά όργανα κάθε περιοχής, τα οποία θα συµβουλεύονται όταν
χρειάζεται τους κατάλληλους ειδικούς.

Σε αυτό τον ευέλικτο οργανισµό δεν υπάρχει θέση για εκπροσώπηση της αστικής τά-
ξης· όποιος δε συµµετέχει σε κάποια οµάδα παραγωγής, χάνει αυτόµατα και τη δυνα-
τότητα να αποφασίζει, δίχως να χρειάζεται να ληφθούν µέτρα επί τούτου για να τον
αποκλείσουν. Τουναντίον ο αλλοτινός αστός, που τώρα εργάζεται κατά τις δυνατότη-
τές του στη νέα κοινωνία, π.χ. ως διοικητικό στέλεχος του εργοστασίου, θα έχει το
ίδιο δικαίωµα µε τους άλλους εργάτες να πάρει το λόγο στη συνέλευση εργοστασίου,
και να συµµετάσχει στη λήψη της απόφασης. Τα επαγγέλµατα που αφορούν σε γενι-
κές πολιτισµικές λειτουργίες, όπως οι δάσκαλοι ή οι γιατροί σχηµατίζουν τα δικά
τους συµβούλια, που συναποφασίζουν µε τους τοπικούς εκπροσώπους των εργατών

183
για τα ζητήµατα της εκπαίδευσης και της υγειονοµικής περίθαλψης αντίστοιχα. Σε
κάθε τοµέα της κοινωνίας η αυτοδιαχείριση και η οργάνωση από τα κάτω είναι το µέ-
σο για να τεθούν σε κίνηση όλες οι δυνάµεις του λαού για την επίτευξη των στόχων·
στην κορυφή, όλες οι δυνάµεις του λαού συνενώνονται σε µια κεντρική διεύθυνση,
που εξασφαλίζει τη σωστή τους χρήση.

Το συµβουλιακό σύστηµα είναι µια κρατική οργάνωση δίχως γραφειοκρατία, η οποία


µετατρέπει το κράτος σε ξένη δύναµη που εξουσιάζει το λαό. Στο συµβουλιακό σύ-
στηµα γίνονται πράξη τα λόγια του Ένγκελς, ότι στο προλεταριακό κράτος η κυριαρ-
χία πάνω στα άτοµα αντικαθίσταται από τη διαχείριση των πραγµάτων. Οι λειτουργί-
ες διαχείρισης που απαιτούνε σταθερό προσωπικό είναι γραµµατειακής φύσης. Πρό-
κειται για θέσεις ελάχιστα ελκυστικές, που όµως µετά από µια γενική βασική εκπαί-
δευση του πληθυσµού θα είναι προσιτές σε όλους. Η πραγµατική διαχείριση θα α-
σκείται από τους εκλεγµένους εκπροσώπους, που είναι ανά πάσα στιγµή ανακλητοί
και πληρώνονται τον ίδιο µισθό µε τους εργάτες. Κατά τη διάρκεια µιας µεταβατικής
περιόδου ίσως αυτή η αρχή να µη γίνεται να εφαρµοστεί πλήρως ή µε απόλυτη επιτυ-
χία, καθώς δε θα έχουν όλοι οι εκπρόσωποι τις απαιτούµενες ικανότητες· αφού όµως
ο αστικός τύπος διατυµπανίζει µέχρι αηδίας τις ικανότητες της σύγχρονης γραφειο-
κρατίας, ας σηµειώσουµε ότι τα συµβούλια εργατών και στρατιωτών που δηµιουργή-
θηκαν το Νοέµβριο του 1918 κατόρθωσαν να φέρουν εις πέρας όλα εκείνα τα ασύλ-
ληπτα δύσκολα καθήκοντα, µπροστά στα οποία η κρατική και στρατιωτική γραφειο-
κρατία δεν ήξερε τι να κάνει. Επειδή στα συµβούλια εκτέλεση και απόφαση ενοποιού-
νται, και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι πρέπει να πραγµατοποιήσουν αυτό που έχουν αποφα-
σίσει, δεν υπάρχει χώρος ούτε για γραφειοκράτες, ούτε για επαγγελµατίες πολιτικούς,
που αµφότεροι αποτελούν τµήµατα του αστικού εξουσιαστικού κράτους. Στόχος κάθε
πολιτικού κόµµατος, δηλ. κάθε οργάνωσης επαγγελµατιών πολιτικών, είναι η κατά-
κτηση του κρατικού µηχανισµού. Αυτός ο στόχος είναι ξένος ως προς το κοµµουνι-
στικό κόµµα. Στόχος του κοµµουνιστικού κόµµατος δεν είναι η κατάκτηση της εξου-
σίας για το ίδιο, αλλά η διάδοση των κοµµουνιστικών αρχών στο µαχόµενο προλετα-
ριάτο, ούτως ώστε αυτό να αποκτήσει στόχους, και να δηµιουργήσει το συµβουλιακό
σύστηµα. Και σε αυτό το σηµείο, ως προς τους άµεσους πρακτικούς σκοπούς, σοσι-
αλδηµοκρατία και κοµµουνισµός στέκουν αντιµέτωποι. Η µεν στοχεύει στην αναδι-
οργάνωση του παλαιού αστικού κράτους, ο δε προετοιµάζει το έδαφος για ένα νέο
πολιτικό σύστηµα.

184
___________

Οι σηµειώσεις είναι της µετάφρασης. Το γερµανικό πρωτότυπο βρίσκεται εδώ.

[1] Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στο πασιφιστικού προσανατολισµού ‘πρόγραµµα των


14 σηµείων’ του 28ου προέδρου των ΗΠΑ Woodrow Wilson (1856-1924).

[2] Πρόκειται για τον οίκο των Χοεντσόλερν [Hohenzollern], από τον οποίο προέρ-
χονταν οι βασιλείς και µεγάλα κοµµάτια της αριστοκρατίας σε Γερµανία και Πρωσία.
Ο Πάνεκουκ αναφέρεται στην αποµάκρυνση του Γουλιέλµου του Β’ από το βασιλικό
θρόνο.

[3] Gustav Noske (1868- 1946). Ηγετικό στέλεχος των Σοσιαλδηµοκρατών. ∆ιετέλεσε
υπουργός άµυνας της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης το 1919 και το 1920. Πήρε ενεργά
µέρος στο τσάκισµα της γερµανικής επανάστασης.

[4] Reichswehr. Ο στρατός της Γερµανίας –µετονοµάστηκε σε Βέρµαχτ (Wehrmacht)


το 1935.

[5] Friedrich Ebert (1871-1925). Ηγέτης του SPD. ∆ιετέλεσε καγκελάριος στη ∆η-
µοκρατία της Βαϊµάρης.

[6] Phillipe Scheidemann (1865-1939). Ηγετικό στέλεχος του SPD.

[7] Wilhelm Dittmann (1874-1954), Georg Ledebour (1850-1947). Ηγετικά στελέχη


του USPD (Ανεξάρτητοι).

[8] Hubert Lagardelle (1874-1958). Γάλλος θεωρητικός του επαναστατικού συνδικα-


λισµού, δικηγόρος, επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Σορέλ και του Προυντόν. Στα-
διακά µετακινείται προς ακροδεξιές και φιλοφασιστικές θέσεις. ∆ιετέλεσε για έναν
χρόνο (1942-43) υπουργός εργασίας υπό το καθεστώς Βισύ (1940-44), το οποίο συ-
νεργάστηκε στην κατεχόµενη και ελεύθερη Γαλλία µε τις δυνάµεις του Άξονα.

185
186
Άντον Πάννεκουκ

Σκέψη και δράση

Πηγή: http://www.rednotebook.gr

(Από το «Εργατικά Συµβούλια», βιβλίο που γράφηκε από το 1942 έως το 1947) *

Το εργατικό κίνηµα δίνει την εικόνα µιας αδιάκοπης αλλαγής, µε διακυµάνσεις και
µεταπτώσεις, µε ανοδικές περιόδους που ακολουθούνται από περιόδους παρακµής,
πηγαίνοντας από τον ενθουσιασµό και τo σθένος στην πλήρη αδράνεια, την απάθεια
και την ατονία. ∆ικαιολογηµένα, λοιπόν, κάποιοι εργαζόµενοι θα θέτουν στον εαυτό
τους το αποθαρρυντικό ερώτηµα: Μήπως έχουν γίνει µάταια οι θυσίες των καλύτε-
ρων παιδιών της εργατικής τάξης; Μήπως µε όλες αυτές τις θυσίες οδηγηθήκαµε α-
πλώς και µόνον σε νέα δεσµά ακόµη χειρότερα και ακατάλυτα; Σ’ αυτό το σηµείο,
είναι συνεπώς απαραίτητο να θέσουµε στον εαυτό µας, µε υπευθυνότητα, και µια άλ-
λη ερώτηση: Γιατί τα πράγµατα εξελίχθηκαν µ’ αυτόν τον τρόπο; Και βέβαια, η απά-
ντηση θα είναι ότι οι εργαζόµενοι ήταν ακόµη πολύ αδύναµοι. Γιατί, όµως, δεν βλέ-
πουµε τις δυνάµεις τους να αυξάνονται συνεχώς; Γιατί κατά καιρούς φαίνονταν πιο
αδύναµοι ή πιο δυνατοί από ό,τι ήταν στην πραγµατικότητα; Γιατί ακολουθεί, κάθε
φορά, αυτή η καλπάζουσα παρακµή;

Μέσα στις ανθρώπινες µάζες που σχηµατίζουν τις κοινωνικές τάξεις, βλέπουµε να
γεννιούνται διαρκώς δράσεις και δυνάµεις που προκαλούνται και υπαγορεύονται από
την κοινωνία, και από αυτά που οι άνθρωποι υφίστανται και βιώνουν. Όταν, όµως,
υπάρχει κάποιος άνωθεν πειθαναγκασµός, ένας φραγµός που αποκλείει την πραγµα-
τοποίησή τους, αυτές οι δράσεις και δυνάµεις δεν αφήνονται να φτάσουν µέχρι το
επίπεδο της συνείδησης· παραµένουν και συσσωρεύονται στο επίπεδο του υποσυνεί-
δητου. Μέχρι τη στιγµή που ορθώνονται, σα να ξυπνούν, και αποκαλύπτονται στη
συνείδηση, και τότε γίνονται πνευµατικές δυνάµεις· µέχρι τη στιγµή που οι δυνατότη-
τες ύπαρξης µιας δύναµης που βρίσκεται ακόµη σε λήθαργο, σα να παίρνουν φωτιά
από κάποια ιδέα, ξεγενούν µια εντελώς πραγµατική και δραστήρια δύναµη· µέχρι τη
στιγµή που γίνονται σα µια φωτιά που υποφώσκει κάτω από τις στάχτες, αλλά που,

187
κάποιες φορές, µεταµορφώνεται σε µια λαµπρή και ζωηρή φλόγα. Είναι γνωστό ότι ο
άνθρωπος, σε κρίσιµες περιστάσεις, µπορεί να αντλήσει από το σώµα του πολύ πε-
ρισσότερη ενέργεια και επιδόσεις απ’ ό,τι σε κανονικές συνθήκες, και αυτό συµβαίνει
κάθε φορά που µια επιτακτική δύναµη τον εµψυχώνει µε αρκετά ισχυρή ένταση, προ-
ετοιµάζοντάς τον έτσι να εκπληρώσει το δύσκολο καθήκον εκείνης της συγκεκριµέ-
νης στιγµής. Το ίδιο ισχύει και στην κοινωνία, όπου, στη διάρκεια των κρίσιµων πε-
ριόδων, µπορούµε να κατανικήσουµε τις πελώριες αντιστάσεις που συναντούµε µό-
νον αφού η ένταση γίνει αρκετά ισχυρή, µόνον από τη στιγµή που οι ενθουσιώδεις
ιδέες κατακυριεύουν τα πάντα. Μεταγενέστερα, όµως, όταν έχουν πια αποδείξει τη
δύναµή τους και όλοι έχουν πειστεί ότι ήταν απαραίτητες, αυτές οι ιδέες ριζώνουν
σαν αυταπόδεικτες αλήθειες× απολιθώνονται, γίνονται δόγµατα ως (δήθεν) απόλυτες
και αιώνιες αλήθειες: µεταµορφώνονται σε ιδεολογίες που καθιστούν τους ανθρώ-
πους ανίκανους να αντιληφθούν τις νέες καταστάσεις και να φέρουν εις πέρας τα νέα
τους καθήκοντα. Και να, λοιπόν, πώς αρχίζει η παρακµή.

Η απάντηση σε όλα τα ζητήµατα που έχουµε θέσει βρίσκεται στη δραστηριότητα του
ανθρώπινου νου, σ’ αυτήν την υπέρτατη ικανότητα που τοποθετεί τον άνθρωπο υπε-
ράνω των ζώων. Είναι στη φύση του ανθρώπινου νου να αποδέχεται σαν γενική αλή-
θεια αυτό που κάποια φορά επιβεβαιώθηκε σαν µέρος της αλήθειας, να αποδέχεται µε
κάθε γενικότητα σαν καλό και ωφέλιµο αυτό που παρατηρήθηκε σαν καλό και ωφέ-
λιµο σε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις· αυτό συµβαίνει επειδή αποδίδει σ’ αυτές τις
ιδιαίτερες παρατηρήσεις µια γενική και απόλυτη ισχύ, κάτι που ισχύει πάντα και πα-
ντού. Ο νους είναι το όργανο της γενίκευσης: από την απεραντοσύνη και την πολυ-
πλοκότητα των φαινοµένων, επιδιώκει να αποστάξει τις κανονικότητες, τις αναλογίες,
τους γενικούς χαρακτήρες, το ουσιώδες, όλα όσα θα του επιτρέψουν να χαράξει τη
δική του πορεία, τις δικές του δράσεις. Μόλις, όµως, ξεφύγει από τα όρια της πραγ-
µατικής του εµπειρίας, αρχίζει να περιπλανιέται, και, στη συνέχεια, η πραγµατικότη-
τα συχνά τον τιµωρεί αυστηρά για τα λάθη του. Καλό είναι να ξέρουµε ότι η πλάνη
δεν είναι το αντίθετο της αλήθειας× στην ουσία, είναι µια µερική αλήθεια στην οποία
αποδίδουµε, σφαλερά, πολύ περισσότερη σπουδαιότητα απ’ όσο θα έπρεπε και υπερ-
βολικά γενική ισχύ. Το λάθος δεν είναι το αντίθετο του σωστού· είναι αυτό που θα
µπορούσε να ήταν σωστό κάτω από άλλες περιστάσεις, πλην όµως τέθηκε σε εφαρ-
µογή εκεί που δεν έπρεπε.

188
Όλα αυτά σηµαίνουν ότι πρέπει να αντιλαµβανόµαστε και να αποδεχόµαστε τη σχε-
τικότητα των πραγµάτων, ότι πρέπει να µάθουµε ν’ αγωνιζόµαστε για αλήθειες που
ξέρουµε ότι δεν είναι απόλυτες, ότι πρέπει να επιστρατεύουµε όλες τις δυνάµεις µας
για πρόσκαιρες αναγκαιότητες, ότι πρέπει να µαθαίνουµε χωρίς να πέφτουµε τυφλά
σε πλάνες και αυταπάτες, ότι πρέπει να θυσιαζόµαστε µε τον µεγαλύτερο ενθουσια-
σµό για να φέρουµε εις πέρας ένα πρόσκαιρο καθήκον. Έτσι κι αλλιώς, θα αντιληφ-
θούµε εκ των υστέρων ότι η εκπλήρωση αυτού του πρόσκαιρου καθήκοντος ήταν,
κάθε φορά, αποφασιστικής σηµασίας για τις κατοπινές εξελίξεις. Αυτό έχει µεγάλη
σηµασία για τους αγώνες που έρχονται. Οι τάξεις είναι αναγκασµένες να δρουν κι-
νούµενες από τα άµεσα και πρόσκαιρα προβλήµατα, και τα αντιµετωπίζουν χρησιµο-
ποιώντας τη γνώση που απέκτησαν από τις εµπειρίες τους, θετικές και αρνητικές –
άρα και από τις πλάνες και τα λάθη τους-, στην κοινωνική ζωή.

Θεωρητικά αλλά και στην πράξη, η αποστολή της εργατικής τάξης είναι ένα πολύ
απλό και ταυτοχρόνως πρακτικό πρόβληµα: να αναλάβει την κοινωνική παραγωγή
και να οργανώσει την εργασία. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν
σ’ αυτό το σηµείο αµφιβολίες και δισταγµοί× κι όµως υπάρχουν, και οφείλονται στο
γεγονός ότι αυτή η απλή αποστολή συνδέεται µε όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές της
ζωής και ταυτόχρονα µε την οικοδόµηση ενός νέου κόσµου. Και πριν από κάθε εί-
δους πράξη δηµιουργίας του, αυτός ο νέος κόσµος πρέπει να υπάρξει καταρχήν µε τη
µορφή της σκέψης και της βούλησης. Πρέπει να κατανικηθούν τεράστιες εσωτερικές
αντιστάσεις, και ταυτόχρονα να κατανικηθεί η τεράστια δύναµη του εχθρού, όχι µό-
νον η υλική αλλά και η πνευµατική του ισχύς. Οι παλιές ιδεολογίες βαραίνουν πολύ
στο µυαλό των ανθρώπων, επηρεάζουν πάντοτε τη σκέψη τους, ακόµη κι όταν είναι
µπολιασµένες µε νέες ιδέες, µε αποτέλεσµα να γίνονται εκπτώσεις στους στόχους,
που µειώνονται και µετριάζονται, τα νέα συνθήµατα να ακολουθούνται άκριτα, σα να
ήταν θρησκεία, και να δηµιουργούνται πλάνες και αυταπάτες – και όλα αυτά αποτε-
λούν τροχοπέδη στην αποτελεσµατική δράση. Σχεδόν πάντοτε οι ήττες της εργατικής
τάξης προκλήθηκαν από πλάνες και αυταπάτες: την αυταπάτη ότι η νίκη θα ήταν εύ-
κολη και γρήγορη, την πλάνη σχετικά µε την δύναµη του εχθρού, την πλάνη για την
σηµασία των ηµίµετρων, την αυταπάτη για την αξία που µπορεί να έχουν τα ωραία
λόγια για ειρήνη και ενότητα. Και όποτε εκδηλωνόταν µια ενστικτώδης και δικαιολο-

189
γηµένη δυσπιστία, υπήρχαν κάποιοι που προσπαθούσαν – ανώφελα, φυσικά – να κα-
λύψουν την έλλειψη εσωτερικής δύναµης και αυτοπεποίθησης µε εξωγενείς µεθό-
δους, µε σκληρή και ωµή χαλιναγώγηση.

Να γιατί είναι τόσο σηµαντικό για τους εργαζόµενους να αποκτήσουν γνώση, αντί-
ληψη και κρίση. Η πνευµατική ανάπτυξη είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας για την
κατάκτηση της εξουσίας από τους εργαζόµενους. Η επανάσταση των εργαζοµένων
δεν θα είναι δηµιούργηµα µιας κτηνώδους, φυσικής δύναµης: θα είναι µια νίκη του
πνεύµατος. Θα είναι το αποτέλεσµα της επιστράτευσης όλων των δυνάµεων των ερ-
γατικών µαζών αλλά προπάντων των πνευµατικών τους δυνάµεων. Οι εργαζόµενοι
δεν θα νικήσουν επειδή έχουν χοντρές και γερές γροθιές: πολλές φορές στο παρελθόν,
οι χοντρές γροθιές ξεγελάστηκαν εύκολα από πανούργους και απατεώνες, και στρά-
φηκαν, εξίσου εύκολα, ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό. Οι µάζες δεν θα νικήσουν
επειδή αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσµού: χωρίς οργάνωση και χωρίς γνώση,
αυτή η πλειοψηφία είναι ανίσχυρη µπροστά σε µια µειοψηφία που είναι καλά οργα-
νωµένη, ικανή και αποφασισµένη, µε πλήρη συνείδηση των στόχων της. Θα νικήσουν
µόνον επειδή η πλειοψηφία που συναποτελούν θα αναπτύξει την διανοητική της δύ-
ναµη και το ηθικό της σε πολύ υψηλότερο βαθµό σε σύγκριση µε τον εχθρό. Όλες οι
µεγάλες επαναστάσεις της ιστορίας θριάµβευσαν επειδή µέσα στις µάζες γεννιόντου-
σαν ισχυρές πνευµατικές δυνάµεις. Μια άξεστη και ηλίθια δύναµη είναι ικανή µόνον
να καταστρέφει. Αντίθετα, οι επαναστάσεις αποτελούν δηµιουργικές περιόδους της
εξέλιξης της ανθρωπότητας, είναι νέες ανεγέρσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσµα
της ανάπτυξης νέων µορφών οργάνωσης και σκέψης. Και, πολύ περισσότερο από ό-
λες τις επαναστάσεις του παρελθόντος, ο µετασχηµατισµός που θα κάνει τους εργα-
ζόµενους κυρίαρχους της κοινωνίας, η εφαρµογή µιας οργάνωσης της εργασίας σε
ολόκληρο τον πλανήτη, θα είναι ένα τεράστιο έργο που θα απαιτήσει τα µέγιστα από
τις πνευµατικές τους δυνάµεις και το ηθικό τους.

Αυτό η κυρίαρχη τάξη το ξέρει εξίσου καλά µε µας, και, µάλιστα, το αντιλαµβάνεται
ενστικτωδώς περισσότερο απ’ όσο εµείς× κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να
µην καταφέρουν να φτάσουν οι µάζες σ’ αυτό το επίπεδο αντίληψης, και η απάθεια
των ίδιων των µαζών την βοηθά να το κατορθώνει. Έχουµε, λοιπόν, ένα πρόβληµα

190
που τίθεται ως εξής: πώς µπορεί µια επανάσταση να πραγµατοποιηθεί ως ιστορικό
γεγονός και να έχει νικηφόρα έκβαση, όταν η εκπλήρωση των απαραίτητων προϋπο-
θέσεών της µοιάζει σα να υπονοµεύεται εκ των προτέρων από την οξυδέρκεια των
κυβερνώντων και την απάθεια των µαζών; Η λύση του προβλήµατος βρίσκεται στις
δυνατότητες που διανοίγονται από την αµοιβαία ανταλλαγή µεταξύ δράσης και σκέ-
ψης, δηλαδή από την επαναστατική αυτοµόρφωση των µαζών.

Μας λένε ότι «εν αρχή ην η δράση». Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει ότι πριν από τη δράση
δεν υπήρχε τίποτε. Ο άνθρωπος είναι µονίµως εκτεθειµένος σε εντυπώσεις, άσχετες
µε τις δράσεις του της στιγµής, αλλά που προκύπτουν από την προγενέστερη ζωή
του, από τη δράση του περιβάλλοντός του, και που, ως εκ τούτου, αποτελούν κοινω-
νικές δυνάµεις, και ως τέτοιες δρουν. Αυτές οι εντυπώσεις συσσωρεύονται, αποθη-
κεύονται στο υποσυνείδητο του ανθρώπου, επειδή δεν είναι ο ίδιος εις θέσιν εκείνη
τη στιγµή να τις χρησιµοποιήσει στην πράξη, επειδή δεν υπάρχει πιθανότητα να µε-
τασχηµατιστούν εκείνη τη στιγµή σε δράση, και επειδή, κατά συνέπεια, δεν µπορούν
να επιδράσουν εκείνη τη στιγµή στη βούλησή του. Προκαλούν, όµως, εντάσεις, που
συχνά καταστέλλονται από τη συνήθεια, από ένα ενστικτώδες αίσθηµα αδυναµίας,
µερικές φορές µάλιστα από µια αυτοσυγκράτηση. Αυτό θα συµβαίνει, µέχρι να γίνει
πάρα πολύ ισχυρή η πίεση από αυτές τις εντυπώσεις και, υπό ευνοϊκές συνθήκες, να
αυξηθεί αρκετά η ένταση ούτως ώστε να προκαλέσει µια εκτόνωση: τη δράση. Αυτή
η δράση δεν είναι προϊόν ενός προηγουµένου στοχασµού και, παρόλο που έχει προη-
γηθεί µια εσωτερική πάλη, δεν έχει αποφασιστεί συνειδητά από τον άνθρωπο µε βάση
αυτά που γνωρίζει και αντιλαµβάνεται: ξεπροβάλλει αυθόρµητα, ωθούµενη από δυ-
νάµεις βαθιά θαµµένες στο υποσυνείδητο, που εκείνη τη στιγµή κυριαρχούν πάνω
στη βούληση. Αναβλύζει ορµητικά, εκπλήσσοντας όλον τον κόσµο, ακόµα και αυτόν
τον ίδιο που την εκτέλεσε. Μέσα από τη δράση, ξαφνικά, ο άνθρωπος φανερώνεται
στον ίδιο του τον εαυτό: έτσι συνειδητοποιεί τι είναι ικανός να κάνει, αυτό που ποτέ
δεν θα πίστευε ότι θα µπορούσε να κάνει. Μετά την πραγµατοποίηση της δράσης,
προσπαθεί να αντιληφθεί ποια ήταν τα κίνητρα που τον ώθησαν σ’ αυτήν. Επειδή η
ίδια η δράση γέννησε µια νέα αντίληψη, έκανε φανερές και ανάγλυφες εκείνες τις αι-
τίες και τις συνέπειες που και χθες ακόµη ο ίδιος άνθρωπος αδυνατούσε ή αρνιόταν
να τις παραδεχτεί. Τώρα, αναγκάζεται να τολµήσει να σκεφτεί αυτό που πριν δεν
τολµούσε εξαιτίας του φόβου των συνεπειών. Άρα, ναι µεν, η δράση προηγείται, αλ-

191
λά αυτό συµβαίνει επειδή είναι αποτέλεσµα δυνάµεων που προϋπήρχαν και δρούσαν
στο υποσυνείδητο.

Ό,τι ισχύει για το άτοµο ισχύει και για την τάξη. Και αυτό όχι µόνον επειδή όλοι οι
εργάτες ως άτοµα ακολουθούν, λίγο – πολύ µε τον ίδιο τρόπο, τη διαδικασία που πε-
ριγράψαµε πιο πάνω· στην πραγµατικότητα, αυτό που περιγράψαµε ισχύει περισσό-
τερο – ίσως, µάλιστα, πολύ περισσότερο – για την τάξη απ’ ό,τι για το άτοµο. Και
αυτό επειδή τις δυνάµεις της κοινότητας, τις δυνάµεις της τάξης όπου ανήκει κάποιος,
αυτές που αναπτύσσονται σε κάθε µέλος της, ο άνθρωπος τις συναισθάνεται λίγο-
πολύ αόριστα και χωρίς να αντιλαµβάνεται ότι οι ίδιες δυνάµεις δρουν και στους άλ-
λους. Να από πού προέρχεται το αίσθηµα της αδυναµίας και το γεγονός ότι το ένστι-
κτο της αυτοσυντήρησης καταστέλλει τα αισθήµατα αλληλεγγύης. Αυτή η κατάστα-
ση συνεχίζεται µέχρις ότου γίνει τόσο επιτακτική η ανάγκη αντίστασης που οδηγεί σε
µια έκρηξη, στην αρχή µέσα σε µικρές οµάδες, εκεί όπου η ένταση ήταν ισχυρότερη,
για να επεκταθεί στη συνέχεια στις πλατιές µάζες. Κι εδώ δεν πρόκειται για δηµαγω-
γική προσέλκυση άβουλων, απερίσκεπτων, υπάκουων ή µιµητικών οπαδών, όπως α-
ρέσκονται να παρουσιάζουν το φαινόµενο οι αστοί συγγραφείς, σ’ αυτό που ονοµά-
ζουν ψυχολογία των µαζών. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό: εκείνη τη στιγ-
µή ανακαλύπτει ο καθένας την ένταση µε την οποία εκφράζονται στους άλλους οι
δυνάµεις που δρουν και στον ίδιο του τον εαυτό× είναι η συνειδητοποίηση ότι πρό-
κειται πράγµατι για ταξικές δυνάµεις, για τη δύναµη των µαζών, που έχει ως θεµέλια
την αλληλοϋποστήριξη και την αλληλεγγύη, και που στηρίζεται σ’ ένα αίσθηµα κοι-
νότητας. Το ίδιο ίσχυε και στις αστικές επαναστάσεις, όταν οι πολίτες διαπίστωναν,
µέσα στον ορυµαγδό των πρώτων µεγάλων επαναστατικών κινητοποιήσεων, ότι ό-
ντως αποτελούσαν µια µάζα, µε παρόµοιες ιδέες, µε την ίδια βούληση, τόση και τέ-
τοια που ο καθένας µπορούσε να υπολογίζει στον άλλον, και που, συνεπώς, επέτρεπε
να προβάλλονται οι διεκδικήσεις µε δύναµη και µε τόλµη. Το ίδιο ισχύει και στην
περίπτωση των εργαζοµένων, και µάλιστα σε υψηλότερο βαθµό, επειδή για αυτούς η
αλληλεγγύη και η ταξική ενότητα είναι οι πρωταρχικές προϋποθέσεις επιτυχίας και το
έδαφος στο οποίο θεµελιώνονται όλες οι σκέψεις και τα συναισθήµατά τους.

Και για να γίνει αυτό πρέπει ο καθένας να συµµερίζεται µε τους άλλους µια κάποια

192
οµοιότητα στον τρόπο που αισθάνεται, µια κάποια σύµπτωση στον τρόπο σκέψης, να
έχει παρεµφερείς επιθυµίες, και όλα αυτά να εκφράζονται στα γενικά συνθήµατα που
αφορούν πολύ συγκεκριµένους σκοπούς και αιτήµατα, και που προέρχονται από την
κοινή εµπειρία της ζωής× αυτά τα συνθήµατα πρέπει, επίσης, να προκύπτουν από την
προπαγάνδα των ιδεών που κι αυτή οφείλει να εκπηγάζει από την κοινή εµπειρία της
ζωής. Το 1871, παραδείγµατος χάριν, οι Παριζιάνοι χειροτέχνες, εργάτες και µικροα-
στοί συµµερίζονταν αυτήν τη γενική συνείδηση, ότι απέναντι στην εκµεταλλεύτρια
αστική τάξη έπρεπε να πάρουν στα χέρια τους το πολιτικό τους πεπρωµένο, να κά-
νουν µια «κοινότητα» (Σ.τ.Μ. Την Κοµµούνα, Commune στα γαλλικά). To ίδιο και
το 1918, στη Γερµανία, η γενική συνείδηση των εργατών τους οδήγησε να σκεφτούν
ότι ο σοσιαλισµός, δηλαδή η οργάνωση της εργασίας, όφειλε να βάλει ένα τέλος στην
εκµετάλλευση. Και στις δύο περιπτώσεις, το επακόλουθο ήταν ότι η επαναστατική
πράξη µπορούσε να ξεπροβάλει, να πραγµατοποιηθεί σαν ιστορικό γεγονός. Εν τού-
τοις, αυτή η συνείδηση ήταν περιορισµένη και αυτό αποδείχτηκε ότι είχε αποφασι-
στική σηµασία στους προσκόµµατα που έµπαιναν στη δράση× και αυτό ήταν που ε-
πέτρεψε στην αστική τάξη να αντεπιτεθεί αποτελεσµατικά, και που, τελικά, οδήγησε
στην ήττα. Το 1871, υπήρχε µόνον η συνείδηση του πολιτικού χαρακτήρα της επα-
νάστασης, ενώ απουσίαζε η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας ενός σχεδίου για µια
αξιόπιστη οικονοµική οργάνωση της κοινωνίας. Αυτό οφείλονταν στον µικροαστι-
σµό, σε συνδυασµό µε το χαµηλό επίπεδο ανάπτυξης µιας βιοµηχανίας περιορισµένης
στον γεωγραφικό χώρο της πόλης του Παρισιού. Το 1918, βασίλευε η πεποίθηση ότι
ο σοσιαλισµός, η οργάνωση, η ίδια η δύναµη του αγώνα, θα έπρεπε να προέρχονται
από τα πάνω, από το Κόµµα και τους ηγέτες του. Όταν, όµως, αρχίσει να γεννιέται
µέσα στην εργατική τάξη η συνείδηση, λίγο αόριστα ακόµη στην αρχή, ότι οι εργα-
ζόµενοι πρέπει να τα κάνουν όλα µόνοι τους, ότι η οργάνωση της εργασίας πρέπει να
είναι έργο των ίδιων των εργαζοµένων, µε αφετηρία τις οργανώσεις των χώρων ερ-
γασίας τους, η δράση που θα προκύψει ως αποτέλεσµα θα είναι η αρχή µιας νέας και
σταθερής ανάπτυξης.

Το ξύπνηµα αυτής της συνείδησης, αυτό είναι το κύριο καθήκον της προπαγάνδας×
εδώ εννοούµε την προπαγάνδα που εκπέµπεται από τα άτοµα και τις µικρές οµάδες
που έφτασαν σ’ αυτήν την αντίληψη πριν από τους άλλους. Όσο δύσκολη κι αν είναι
στην αρχή, θα καρποφορήσει αργότερα, όταν θα συµβαδίζει µε την ίδια την εµπειρία

193
των εργαζοµένων. Τότε αυτή η σκέψη, σαν πυρκαγιά, θα κατακτήσει τις µάζες και
θα δείχνει την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρουν οι δράσεις τους. Εκεί όπου η πο-
λιτική και οικονοµική καθυστέρηση έχει ως αποτέλεσµα την απουσία αυτής της συ-
νείδησης, η ανάπτυξη του κινήµατος θα συναντήσει, αναγκαστικά, πολύ µεγαλύτερες
δυσκολίες και διακυµάνσεις.

Έτσι, λοιπόν, εν αρχή ην η δράση. Αυτές οι δράσεις, όµως, δεν είναι τίποτε περισσό-
τερο από µια αρχή. Το ουσιαστικό έργο θέλει ακόµη πολύ δουλειά για να ολοκληρω-
θεί× ο δρόµος έχει ανοιχτεί,× µερικά εµπόδια γκρεµίστηκαν× τώρα, όµως, το δηµι-
ουργικό έργο της επανάστασης, η οργάνωση και η οικοδόµηση µιας νέας κοινωνίας
απαιτούν όλες τις δυνάµεις που µπορούν να προσφέρουν οι κινητοποιηµένες µάζες.
Τώρα, έχουν απαλλαχθεί από την παλιά τους απάθεια, που ήταν µια µορφή αντίστα-
σης σε διεκδικήσεις για τις οποίες δεν ήταν ακόµη ώριµες. Τώρα, διανοίγεται µια πε-
ρίοδος έντονης πνευµατικής δραστηριότητας. Και τούτο, επειδή οι εργαζόµενοι αντι-
λαµβάνονται ότι βρίσκονται αντιµέτωποι µε µια σειρά προβληµάτων και δυσκολιών
µε τα οποία οφείλουν να καταπιαστούν – πρέπει να επιλύσουν τα προβλήµατα και να
υπερνικήσουν τις δυσκολίες. Και δεν πρόκειται µόνον για τα προβλήµατα σχετικά µε
την οργάνωση της νέας κοινωνίας, αλλά, κυρίως, για προβλήµατα του αγώνα εναντί-
ον της κυρίαρχης τάξης που βρίσκεται ακόµη στην εξουσία. Για αυτόν τον σκοπό ιδι-
αιτέρως, πρέπει να απαλλαχθούν από τις παλιές ιδεολογίες και να ξεσκεπάσουν τις
νέες, φτάνοντας µέχρι τον υλικό τους πυρήνα, τα ταξικά συµφέροντα. Οποιαδήποτε
ανευθυνότητα, οποιαδήποτε πλάνη σχετικά µε την ουσία, το στόχο και τη δύναµη του
αντιπάλου, θα ισοδυναµεί µε δυστυχία και ήττα, θα εγκαθιδρύει µια νέα σκλαβιά.
Τώρα είναι απαραίτητη όλη η πείρα που αποκρυσταλλώθηκε από τους αγώνες και την
ανάπτυξη του κινήµατος στο παρελθόν, και που βρίσκεται συµπυκνωµένη στη θεωρία
και την ιστορία. Αλλά πρέπει, ακόµη περισσότερο, αυτή η δουλειά να γίνει από τον
καθένα ελεύθερα και µε όλη τη δύναµη της σκέψης, που έχει πλέον αφυπνιστεί και
δραστηριοποιηθεί. Η δηµιουργική σκέψη αφοσιώνεται τώρα, αφειδώλευτα, στον α-
γώνα.

Η αντίληψη που έχουν ανάγκη οι εργαζόµενοι για τον αγώνα τους και για την οικο-
δόµηση της νέας κοινωνίας, δεν µπορεί να αποκτηθεί µέσω µιας διδασκαλίας που εκ-

194
φωνείται προς τις µάζες από κάποιους που ξέρουν, ούτε από µια έξωθεν εισαγωγή
συνείδησης σ’ αυτούς που παραµένουν παθητικοί. Αυτή η αντίληψη και η κρίση µπο-
ρούν να αποκτηθούν µόνον µε την αυτοµόρφωση, µέσω της εντατικής δραστηριότη-
τας του κάθε εγκεφάλου, µε την επίγνωση ότι η παιδεία που είναι απαραίτητο να κα-
τέχει κανείς πρέπει να αναζητηθεί παντού. Θα ήταν πολύ εύκολο αν αρκούσε για τους
εργαζόµενους να αποδεχτούν, µε το στόµα ανοιχτό, την αλήθεια που θα τους σερβιρι-
ζόταν από αυτούς που έχουν κάνει επάγγελµα την κατοχή της αλήθειας. Μόνον που η
αλήθεια που έχουν ανάγκη οι εργαζόµενοι, δεν υπάρχει έξω από αυτούς: Πρέπει να
τη χτίσουν µέσα τους οι ίδιοι. Ειδικότερα, όλα αυτά που λέγονται σ’ αυτό το βιβλίο
δεν έχουν καθόλου την αξίωση να είναι η µια και µοναδική αλήθεια που πρέπει κά-
ποιοι να καταπιούν. Είναι µια άποψη µε τη µορφή ενός όλου, που προέκυψε από µια
κάποια εµπειρία και µια προσεκτική µελέτη της κοινωνίας και των εργατικών αγώ-
νων, που καταγράφηκε σ’ αυτό το βιβλίο µε το σκοπό να παρακινήσει κάποια άτοµα
να σκεφτούν, να τους οδηγήσει να στοχαστούν τα προβλήµατα της εργασίας και του
κόσµου. Υπάρχουν εκατοντάδες στοχαστές ικανοί να παραγάγουν νέες απόψεις× υ-
πάρχουν χιλιάδες ευφυείς εργαζόµενοι που µπορούν κάλλιστα, από τις πρακτικές
τους γνώσεις και από τη στιγµή που θα αντιληφθούν τις ίδιες τους τις ικανότητες, να
κάνουν πληρέστερες σκέψεις για την οργάνωση του αγώνα τους και της εργασίας
τους. Μακάρι αυτά που διαβάζουν σ’ αυτό το βιβλίο να αποτελέσουν τη σπίθα που θα
βάλει φωτιά στο πνεύµα τους.

Υπάρχουν οµάδες και κόµµατα που ισχυρίζονται ότι κατέχουν το µονοπώλιο της α-
λήθειας και που προσπαθούν µε την προπαγάνδα τους να πάρουν τους εργαζόµενους
µε το µέρος τους. Χρησιµοποιώντας πιέσεις ηθικές αλλά και - όπου µπορούν - υλικές,
προσπαθούν να επιβάλλουν τις θεωρίες τους στις µάζες και να αποκλείσουν όλους
τους άλλους τρόπους σκέψης× προσπαθούν να προκαλούν στις µάζες εµπαθείς αντι-
δράσεις, βαφτίζοντας µε απεχθή ονόµατα αυτούς τους άλλους τρόπους σκέψης (όπως,
π.χ.: αντιδραστικός, αναρχικός, καπιταλιστικός, αστικός, φασίστας, κτλ.). Είναι σα-
φές ότι αυτή η µονόπλευρη κατήχηση από ένα και µοναδικό ρεύµα ιδεών δεν µπορεί
παρά – και, στην πραγµατικότητα, αυτό επιδιώκει– να δηµιουργεί οπαδούς υπάκου-
ους και άβουλους σαν αρνάκια, και, µ’ αυτόν τον τρόπο, να προετοιµάζει µια νέα
σκλαβιά. Η αυτο-απελευθέρωση των εργαζοµένων µαζών απαιτεί την ταυτόχρονη
εκπλήρωση των παρακάτω προϋποθέσεων: σκέψη από εσένα τον ίδιο, γνώση που α-

195
ποκτήθηκε από εσένα τον ίδιο, εκµάθηση από εσένα τον ίδιο της µεθόδου µε την ο-
ποία θα διακρίνεις τι είναι σωστό, αληθινό και καλό. Το να βάλουµε το µυαλό µας να
δουλέψει είναι πιο δύσκολο από το να βάζουµε να δουλεύουν οι µύες. Πρέπει, όµως,
να το καταφέρουµε, γιατί το µυαλό προστάζει τους µύες: και όσο δεν το κάνουµε ε-
µείς, πάντα θα βρίσκονται άλλα µυαλά που θα προστάζουν τους δικούς µας µύες.

Απεριόριστη ελευθερία διακίνησης των ιδεών, αυτή είναι η θεµελιώδης προϋπόθεση


για την ανάπτυξη του αγώνα των εργαζοµένων. Ο περιορισµός αυτής της ελευθερίας,
η λογοκρισία του Τύπου, όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσµα να εµποδίζουν τους εργα-
ζόµενους να αποκτήσουν αυτή τη συνείδηση που τους είναι απαραίτητη για να επιτύ-
χουν την απελευθέρωσή τους.

Κάθε ολοκληρωτισµός, κάθε δικτατορία, του παρελθόντος ή του παρόντος, άρχισε


περιορίζοντας αυτήν την ελευθερία ή καταργώντας την: κάθε περιορισµός αυτής της
ελευθερίας είναι στην πραγµατικότητα ένα βήµα στο δρόµο που ξαναβάζει τους ερ-
γαζόµενους στο ζυγό. Κάποιοι θα µας πουν ότι, εν πάσει περιπτώσει, πρέπει να προ-
στατεύσουµε τους εργάτες από τα ψέµατα, τα δηλητήρια και τους πειρασµούς της
προπαγάνδας του εχθρού, ή ακόµη ότι οι ίδιοι οι εργάτες οφείλουν να αποφεύγουν να
εκτίθενται στη µόλυνση αυτών των ιδεών. Λες και είναι ποτέ δυνατόν να αυξήσει κα-
νείς τις δυνάµεις του και να βρει έτσι την ικανότητα να νικήσει, µέσω µιας υπερπρο-
στατευτικής στάσης απέναντι στις βλαβερές επιρροές και της προσφυγής στην πνευ-
µατική κηδεµόνευση! Ισχύει το εντελώς αντίθετο! Η γνώση των άλλων απόψεων, συ-
µπεριλαµβανόµενων και των απόψεων των εχθρών – και, µάλιστα, από γνήσιες πηγές
-, παίζει έναν διαυγαστικό ρόλο, επειδή διεγείρει το νου και τον υποχρεώνει να αυξή-
σει τη δύναµη της σκέψης. Ναι, αλλά τι γίνεται όταν παρουσιάζεται ο εχθρός σαν φί-
λος, όταν τα διάφορα αριστερά κόµµατα αλληλοκατηγορούνται ως εχθροί της εργατι-
κής τάξης, ποιος πρέπει τότε να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος; Χωρίς καµιά αµ-
φιβολία και κανένα δισταγµό, οι ίδιοι οι εργάτες: οφείλουν αυτοί οι ίδιοι να ανακα-
λύψουν τη δική τους κατεύθυνση ανάµεσα σε όλους τους δρόµους που ανοίγονται
µπροστά τους. Και βέβαια, µπορεί να συµβεί οι εργάτες να καταδικάζουν σήµερα,
εντελώς συνειδητά και άδολα, κάποιες απόψεις, θεωρώντας τες λανθασµένες, και αύ-
ριο να τις εξυµνούν σαν βασικές για την πρόοδο του κινήµατος. Αυτό, όµως, δεν αλ-

196
λάζει το γεγονός ότι µόνον ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, για να
επιτρέψουµε την είσοδο σε οποιεσδήποτε ιδέες µπορεί να υπάρχουν στον κόσµο, µό-
νον ασκώντας ο καθένας το µυαλό του, συγκρίνοντας αυτές τις ιδέες µεταξύ τους και
κάνοντας την επιλογή του ανάµεσα σ’ αυτές, ότι µόνον τότε θα µπουν οι στέρεες βά-
σεις που θα επιτρέψουν στην εργατική τάξη να αποκτήσει αυτήν την πνευµατική α-
νωτερότητα που της είναι απαραίτητη για να νικήσει τον καπιταλισµό.

Πολλές φορές φαντασιώνουµε ότι οι µάζες, από τη στιγµή που θα λυτρωθούν από
αυτήν την τυφλότητα που κληρονόµησαν από τη σκλαβιά, διαφωτισµένες πλέον από
τις νέες ιδέες, έχοντας κυριευθεί από µια ενιαία βούληση και οδηγούµενες από µια
ενιαία συνείδηση, συλλογική και χωρίς αποκλίσεις, θα βρουν χωρίς πολύ κόπο το
δρόµο τους. Η ιστορία όλων των µεγάλων επαναστάσεων µας διδάσκει ότι τα πράγ-
µατα σίγουρα δεν θα εξελιχθούν µε αυτόν τον τρόπο. Κάθε επαναστατική εποχή ήταν
µια στιγµή πυρετώδους πνευµατικής δραστηριότητας× κατά εκατοντάδες εκδίδονταν
τα πολιτικά κείµενα, οι εφηµερίδες και οι µπροσούρες, τα εργαλεία, δηλαδή, για την
αυτοµόρφωση των µαζών. Το ίδιο θα συµβεί και στη διάρκεια της επανάστασης που
θα κάνει την εργατική τάξη κυρίαρχο του κόσµου. Η ιστορία µάς διδάσκει ότι, κατά
τη διάρκεια της επαναστατικής αφύπνισης, βλέπουµε να ξεπροβάλλουν άπειρες νέες
σκέψεις, που προέρχονται από διάφορους ανθρώπους, αντικατοπτρίζοντας νέες από-
ψεις, λίγο ή πολύ αγνών προθέσεων, που καθεµιά τους εκφράζει µε τον τρόπο της τις
νέες ανάγκες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνη τη στιγµή η ανθρωπότητα προ-
χωρεί ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αναζητώντας µια κατεύθυνση που της είναι ακόµη
άγνωστη× εξερευνά νέα µονοπάτια, προσφέρεται ορθάνοιχτη σε έναν καταιγισµό δι-
αφορετικών απόψεων, που συνωστίζονται µέσα στο µυαλό του καθενός και που α-
νταγωνίζονται µεταξύ τους. Μόνον χάρη σ’ αυτήν την ακηδεµόνευτη άνθηση της
πνευµατικής δραστηριότητας είναι δυνατόν να αποκρυσταλλωθούν και να πάρουν
µορφή οι µεγάλες επωφελείς ιδέες που θα εκφράζουν την αλήθεια της νέας εποχής.
Μόνον χάρη σε αυτόν τον ανταγωνισµό είναι δυνατόν να διαµορφωθούν και να ανα-
πτυχθούν οι απόψεις, που, σαν ένα καθαρό φως που λάµπει ολοένα και περισσότερο
έντονα, διεισδύουν στις µάζες και τις ενεργοποιούν. Και µέσα σε κάθε µια από αυτές
τις διαφορετικές απόψεις, βρίσκεται στην πραγµατικότητα ένα κοµµάτι της αλήθειας,
λίγο ή πολύ µεγάλο. Εκ πρώτης όψεως, θα µπορούσε κανείς να συµµεριστεί την κα-
θησυχαστική ψευδαίσθηση ότι η εργατική τάξη στο σύνολο της θα ρουφήξει, σα δι-

197
ψασµένη γη, την αλήθεια που της προσφέρουν αυτοί που τη γνωρίζουν (ή που νοµί-
ζουν ότι τη γνωρίζουν), και ότι στη συνέχεια αυτή η αλήθεια θα εφαρµόζεται µόνιµα
και οµόφωνα από όλους. Αυτό, όµως, δεν είναι ούτε πιθανόν να συµβεί ούτε καλό.
Μόνον αυτά που κατακτώνται µε πολύ αγώνα και κόπο έχουν αποτελέσµατα που δι-
αρκούν. Αυτό που κάνει η εργατική τάξη στη διάρκεια αυτών των πρώτων ενωτικών
και σηµαντικών δράσεων, στηριζόµενη σ’ αυτόν τον συλλογικό αλλά ακόµη αόριστο
σκοπό που κατέκτησε στην πορεία, είναι να ανατρέπει την παλιά κυριαρχία και να
διανοίγει το δρόµο για την ανάπτυξη των µελλοντικών σκέψεων και δράσεων.

Αυτό σηµαίνει ότι η περίοδος των πρώτων µεγάλων νικών θα χαρακτηρίζεται ταυτο-
χρόνως από τον αχό της διαµάχης ανάµεσα στα διάφορα «κόµµατα». ∆ιότι, αυτοµά-
τως, αυτά, από µόνα τους, θα ενωθούν µε όσα συµµερίζονται τις ίδιες απόψεις, προ-
κειµένου να επιδιώξουν, µαζί και ταυτοχρόνως, να τις διασαφηνίσουν και να τις ανα-
πτύξουν, να αποκρυσταλλώσουν την αλήθεια τους και να αγωνιστούν γι’ αυτήν, να
την υπερασπιστούν και να τη διαδώσουν. Αυτά τα κόµµατα, όµως – ή οµάδες ή λέ-
σχες συζητήσεων ή συνασπισµοί προπαγάνδισης, λίγο ενδιαφέρει το πώς θα τις ονο-
µατίσουµε –, έχουν ένα χαρακτήρα εντελώς διαφορετικό από την οργάνωση σε πολι-
τικά κόµµατα όπως τη γνωρίζαµε στο παρελθόν. ∆ιότι, χθες, στο πλαίσιο του αστικού
κοινοβουλευτισµού, τα κόµµατα ήταν φορείς των συµφερόντων των συγκρουόµενων
τάξεων, και στο αναδυόµενο εργατικό κίνηµα υπήρχαν κάποιες οµάδες που διεκδι-
κούσαν την ηγεσία της εργατικής τάξης. Σήµερα, αυτές οι οµάδες δεν µπορούν πια να
είναι τίποτε άλλο παρά οργανώσεις γνώµης, συνασπισµοί που υπερασπίζονται µια
κοινή άποψη: δεν τίθεται πλέον θέµα γι’ αυτούς να προσπαθήσουν να υποκαταστή-
σουν την εργατική τάξη. Τα «κόµµατα» δεν µπορούνε πια, όπως άλλοτε, να σχεδιά-
ζουν το πώς θα γίνουν τα όργανα, οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες της εργατικής τάξης,
ούτε το πώς θα ιδιοποιηθούνε µια τέτοια λειτουργία. Η πάλη των «κοµµάτων» δεν
είναι πια µια πάλη για την εξουσία αλλά για την ανάπτυξη της συνείδησης. Τώρα πια,
η εργατική τάξη έχει ανακαλύψει τα δικά της όργανα, µέσω των οποίων δρα: τις ορ-
γανώσεις στους χώρους εργασίας, την οργάνωση σε εργατικά συµβούλια. Σχηµατίζο-
νται από την ίδια την εργατική τάξη, και αυτά είναι τα όργανα που επιφορτίζονται µε
τη δράση, αυτά οφείλουν σε κάθε στιγµή να αποφασίζουν για αυτό που πρέπει να γί-
νει. Όλες οι γνώµες, κοινές ή αντιµαχόµενες, αντιφατικές ή όχι, κι αυτές επίσης που
προπαγανδίζονται και υπερασπίζονται από το τάδε ή το δείνα ρεύµα ιδεών ή κόµµα,

198
πρέπει να συγκρούονται στις συνελεύσεις των εργοστασιακών οργανώσεων και των
εργατικών συµβουλίων, και τελικά να συγχωνεύονται σε ένα κοινό ψήφισµα, µια κοι-
νή απόφαση και µια κοινή δράση. Όσο, όµως, οι σκέψεις θα είναι αόριστες και συ-
γκεχυµένες, οι αποφάσεις θα είναι αµφιταλαντευόµενες και οι δράσεις δεν θα έχουν
την απαιτούµενη αποτελεσµατικότητα. Το κύριο καθήκον που οφείλουν να εκπληρώ-
σουν οι οργανώσεις γνώµης είναι ακριβώς αυτό: να διατυπώνουν µε ξεκάθαρο τρόπο
τις διάφορες απόψεις και έννοιες× να αποσαφηνίζουν και να παρουσιάζουν όλα τα
επιχειρήµατα µε έναν εύληπτο τρόπο, κοινοποιώντας τα µέσω της προπαγάνδας τους
σε όλους, ούτως ώστε να γίνονται εύχρηστα εργαλεία, ούτως ώστε να µπορεί η εργα-
τική τάξη να τα αξιολογεί, να κρίνει και να αποφασίζει έχοντας όσο το δυνατόν πλη-
ρέστερη γνώση. Έτσι, οι διαµάχες των κοµµάτων θα παίξουν έναν ουσιώδη ρόλο
στην ανάπτυξη των νέων δράσεων. Με αυτόν τον τρόπο, η προλεταριακή επανάστα-
ση θα πάρει τη µορφή µιας διαρκούς αλληλεπίδρασης µεταξύ της σκέψης και της
δράσης, όπου η µια θα παρακινεί και θα ενδυναµώνει την άλλη.

Θα ήταν λάθος να πιστεύει κανείς ότι εδώ πρόκειται για µια εντελώς προσωρινή πο-
λυπλοκότητα της σκέψης, έναν παροδικό αναβρασµό, που αντιστοιχεί σε µια εποχή
όπου εναλλάσσονται πλάνες, αυταπάτες και ανορθολογισµοί, και που θα εκλείψει µε-
τά τη νίκη, για να παραχωρήσει τη θέση της σε µια ολοένα και πιο εκτεταµένη οµοιο-
µορφία. Τουναντίον, η αλήθεια είναι ότι οι διάφοροι διαχωρισµοί ανάµεσα στις από-
ψεις που κληρονοµήθηκαν από τον παλιό κόσµο και οι διαφορές ανάµεσα στα ποικί-
λα εργασιακά περιβάλλοντα –για παράδειγµα, µεταξύ των εργαζοµένων σε µεγάλες
και των εργαζοµένων σε µικρές επιχειρήσεις, µεταξύ των κατοίκων των πόλεων και
των κατοίκων των χωριών, µεταξύ των αγροτών και των βιοµηχανικών εργατών, και
ούτω καθεξής –, θα δηµιουργήσουν αντιθέσεις, επώδυνες συµπλοκές και συχνά µάλι-
στα σοβαρές συγκρούσεις. Με την πρόοδο, όµως, της επανάστασης, µε την εξάπλωση
της ενότητας, µε την ανάπτυξη της οργάνωσης της κοινωνίας, όλες αυτές οι δυσκολί-
ες θα ξεπερνιούνται ολοένα και περισσότερο. Αλλά και µετά από όλα αυτά, οι τρόποι
ζωής και τα εργασιακά περιβάλλοντα θα έχουν πολύ µεγάλη ποικιλία: έτσι θα δηµι-
ουργηθούν οι βάσεις µιας πλούσιας και πολύµορφης πνευµατικής ζωής. Όλα όσα
στον παλιό καπιταλιστικό κόσµο οδηγούσαν σε µια θανάσιµα ανιαρή οµοιοµορφία
της πνευµατικής ζωής κοινωνικών οµάδων και τάξεων – αποκλεισµοί από την εκπαί-
δευση και τη γνώση, ευτελισµός της εργασίας, που υποβιβαζόταν στην επαναλαµβα-

199
νόµενη και µηχανική εκτέλεση του ίδιου χειρισµού στο ίδιο εξάρτηµα, το να ζεις όλη
σου τη ζωή µε την ίδια ρουτίνα, έχοντας επιπλέον εντατικά και εξοντωτικά ωράρια –,
όλα αυτά θα εκλείψουν. Και τότε, το ανθρώπινο πνεύµα θα µπορέσει να αρχίσει να
ανθίζει.

Σ’ αυτό το σηµείο ξαναβρίσκουµε τη µεγάλη αντίφαση µεταξύ µιας οργάνωσης που


σχεδιάζεται άνωθεν, που θεσπίζεται από µια κεντρική αρχή και που επιβάλλεται µε τη
βία, και µιας οργάνωσης από τη βάση που στηρίζεται στη συνεργασία των ελεύθερων
παραγωγών. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για µια κανονιστική ρύθµιση, όσο το
δυνατόν οµοιόµορφη από όλες τις απόψεις: µέσω ενός διατάγµατος που ισχύει για
όλους, ισχυρίζονται ότι θα κάνουν την κοινωνία να λειτουργήσει µε τον ίδιο τρόπο
παντού - διότι διαφορετικά θα ήταν αδύνατος ο έλεγχός της και η ρύθµιση της εξέλι-
ξής της από ένα και µοναδικό διοικητικό κέντρο. Στην άλλη περίπτωση, αντίθετα,
αυτόν το ρόλο τον αναλαµβάνει η πρωτοβουλία χιλιάδων ανθρώπων που σκέφτονται
οι ίδιοι και διαχειρίζονται οι ίδιοι τη δική τους εργασία, σε χιλιάδες χώρους εργασίας,
που, µέσω µιας διαρκούς διαβούλευσης, προσαρµόζονται οι µεν στους δε, που ανταλ-
λάσσουν µε αµοιβαιότητα ιδέες, και που, µέσω των αµοιβαίων τους ανταλλαγών,
σχηµατίζουν µε συλλογικό τρόπο την πιο αποτελεσµατική οργάνωση. Οι εργασίες
τους µπορεί να παρουσιάζουν µυριάδες διαφορές, αλλά όλοι µαζί προσπαθούν, µε την
πρακτική τους λογική, τον επιστηµονικό τους στοχασµό, την καλλιτεχνική τους φα-
ντασία, να τελειοποιήσουν την εργασία τους, να την κάνουν πιο αποτελεσµατική, πιο
ικανοποιητική και πιο ωραία. Αυτό που όλοι έχουν από κοινού, είναι η δυνατότητα να
έχουν ξανά µια σφαιρική εικόνα για την κοινωνία και, ταυτοχρόνως, για την παραγω-
γική τους µονάδα, και αυτό είναι αποτέλεσµα της νέας οργάνωσης της εργασίας τους.

Τώρα πια, η πνευµατική ζωή αντανακλά τις συνθήκες εργασίας και τις ωθεί να εξε-
λίσσονται. Αντίθετα, στην περίπτωση µιας κεντρικής αρχής που κυβερνάει από τα
πάνω, είναι αναγκαία και µια κατευθυντήρια γραµµή για την πνευµατική ζωή, και
αυτό οδηγεί σε µαρασµό και µονότονη οµοιοµορφία. Στον κόσµο των ελεύθερων πα-
ραγωγών, η πνευµατική ζωή οφείλει να εξελίσσεται όπως η εργασία και να δίνει ζωή
σε µια λαµπρή ποικιλοµορφία. Τα ταλέντα των ανθρώπων είναι ένας άπειρος πλούτος
και διαφέρουν απείρως µεταξύ τους. Ο κόσµος είναι τόσο απέραντα πλούσιος και πα-

200
ρουσιάζει τόσες όψεις που κανείς δεν µπορεί να τον συλλάβει και να τον κατανοήσει
από τη γωνιά του, µέσω της εργασίας του, ούτε µε τον ίδιο τρόπο ούτε σε όλες του τις
λεπτοµέρειες. Η πνευµατική ζωή, που τώρα αναβλύζει ορµητικά από το ταλέντο και
τη νέα κοινωνική πραγµατικότητα, παρουσιάζει ακόµη µεγαλύτερη ποικιλία και
πλούτο. Η αλληλεπίδραση µεταξύ πνευµατικής ζωής και εργασιακής διαδικασίας,
γίνεται τώρα ουσιαστικότερη και πιο σηµαντική, επειδή αναπτύσσει στη σχέση του
ανθρώπου και του κόσµου και τους δύο παράγοντες, και τον άνθρωπο και τον κόσµο.
Η αλλοτινή καταπίεση, που αποτελούσε τροχοπέδη για τους ανθρώπους, µέχρι τη
στιγµή που προκαλούνταν µια έκρηξη, έχει τώρα εκλείψει· µαζί µ’ αυτήν, εκλείπουν
και οι εντάσεις. Βλέπουµε τότε στη θέση τους να αναπτύσσεται η αµοιβαία δραστη-
ριότητα που οδηγεί στην ενότητα της σκέψης και της δράσης.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Γ. Παπαπαναγιώτου

* «Τα εργατικά συµβούλια», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος (µετάφραση Θ. Μιχαήλ).


Αυτό το κείµενο περιλαµβάνεται στην ολλανδική έκδοση του βιβλίου «Εργατικά
Συµβούλια», ως το έκτο κεφάλαιο του 3ου µέρους, µε τον τίτλο Η ΣΚΕΨΗ, που ακο-
λουθεί το 2ο µέρος - Ο ΑΓΩΝΑΣ. ∆εν περιλαµβάνεται αυτούσιο στην αγγλική έκδο-
ση (µε βάση την οποία έγινε η ελληνική µετάφραση), στην οποία τα κεφάλαια αυτού
του 3ου µέρους ενσωµατώθηκαν στα διάφορα άλλα µέρη, λίγο ή πολύ τροποποιηµένα
(για παράδειγµα, πολλά τµήµατα του κεφαλαίου «Σκέψη και ∆ράση» υπάρχουν στο
κεφάλαιο «Η επανάσταση των εργατών» του 2ου µέρους). Η παρούσα µετάφραση
έγινε από τη γαλλική έκδοση που ακολουθεί το ολλανδικό πρωτότυπο.

201

You might also like