You are on page 1of 10

ΙΙ.

Πολιτισμική Ομάδα Κέρου-Σύρου


Με την πολιτισμική ομάδα Κέρου-Σύρου (2800/2700-2300 π.Χ.) μπορούμε να
αρχίσουμε να μιλούμε για Εποχή του Μετάλλου στις Κυκλάδες. Η πολιτισμική αυτή
ομάδα είναι σύγχρονη με την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, την Τροία ΙΙ και την
Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο. Μόνο τώρα οι τύποι μετάλλινων αντικειμένων γίνονται
πολυάριθμοι και συνοδεύονται από ένα ολόκληρο φάσμα νέων σχημάτων κεραμικής,
ευρύτατα διαδεδομένων σε όλο το Αιγαίο (Renfrew 1972, σ.311). Πέρα από την
εξάπλωση των προϊόντων μεταλλουργίας παρατηρείται επίσης αύξηση των
πολ
Η Ηλέκτρα, σύμβολο ανά τους αιώνες της αγάπης προς τον πατέρα και της αντιζηλίας
προς τη μητέρα, είναι πρωταγωνίστρια μυθολογικών αρχαίων ελληνικών παραδόσεων,
θεατρικών και άλλων λογοτεχνικών έργων. Αναφέρεται επίσης και με το όνομα Λαοδίκη.

Κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, η Ηλέκτρα ανήκε στην καταραμένη
οικογένεια των Ατρειδών. Μετά το φόνο του πατέρα της από τη γυναίκα του και τον
εραστή της Αίγισθο, έμεινε στην ιστορία ως η εκδικήτρια και τιμωρός του φόνου καθώς
και η ηθική αυτουργός της μητροκτονίας που επακολούθησε. Σε ό,τι αφορά τις
λεπτομέρειες της πράξης, οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί -αλλά και οι επίγονοί τους
νεότεροι συγγραφείς- μας δίνουν διαφορετικές εκδοχές του μύθου.
Κατατακτήριες Εξετάσεις | Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘwww.hist.auth.gr ›
κατατακτήριες-εξετάσεις
... Σπουδών στην Ιστορική Έρευνα και στην Αρχαιολογία, Τέχνη και Πολιτισμό ...
φοιτητών/τριών στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Αρχαιολογία, ...
διπλωμένους βραχίονες.
Στις Κυκλάδες κατοικούνται κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, ύστερα από μικρή διακοπή
λόγω φυσικών (σεισμός) ή άλλων αιτίων, οι μεγάλοι οικισμοί της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ,
όπως η Φυλακωπή Μήλου, η Αγία Ειρήνη Κέας και το Ακρωτήρι Θήρας. Οι οικισμοί αυτοί,
με την επίδραση της πανίσχυρης μινωικής Κρήτης, γνωρίζουν οικονομική ευημερία και
εξελίσσονται σε αστικά κέντρα, που θα διατηρήσουν την ισχύ τους και κατά την
Υστεροκυκλαδική περίοδο. Εκτός από τις παράκτιες, κατοικούνται και φυσικά οχυρές
θέσεις, όπως το Βρυόκαστρο Τήνου, το Καστρί Σίφνου, το Καστρί Αμοργού και η Μικρή
Βίγλα Νάξου.

Ύστερη Χαλκοκρατία
Τα νησιά του Αιγαίου ως κατεξοχήν άγονες και απρόσιτες περιοχές στήριζαν ανέκαθεν
την οικονομία τους στη ναυτιλία και το εμπόριο. Τα λιμάνια τους ήταν σημαντικά για
τις διεθνείς ανταλλαγές, καθώς αποτελούσαν ένα αναγκαίο πέρασμα για τα πλοία. Κατά
την Ύστερη Χαλκοκρατία οι Κυκλάδες και αργότερα τα νησιά του νοτιοανατολικού
Αιγαίου απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για το διεθνές εμπόριο, καθώς βρέθηκαν στο
κέντρο της Μυκηναϊκής εξάπλωσης.
Οι συχνές επαφές με τους άλλους λαούς και ο πλούτος των υλικών αγαθών που έφθανε
στα λιμάνια έφεραν στους κατοίκους των νησιών μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια αλλά
και νέες ιδέες από τους γύρω πολιτισμούς. Με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκε το «διεθνές
πνεύμα» που διέκρινε τον πολιτισμικό αυτό χώρο από την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Η
νησιωτική κοινωνία της Ύστερης Χαλκοκρατίας έγινε καθρέπτης των πολιτισμικών
εξελίξεων στο Αιγαίο, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα ισχυρότερα κράτη.
Έτσι, κατά τις πρώιμες περιόδους της Ύστερης Χαλκοκρατίας υπερισχύουν σε όλους τους
τομείς του πολιτισμού οι Κρητικές επιδράσεις ως αποτέλεσμα της Μινωικής
Θαλασσοκρατορίας. Η εικόνα αυτή αλλάζει κατά την περίοδο της Μυκηναϊκής εξάπλωσης
(15ος αιώνας π.Χ.). Τα Μινωικά στοιχεία εξαλείφονται σταδιακά για να δώσουν τη θέση
τους στα Μυκηναϊκά έθιμα. Ειδικότερα η υιοθέτηση των λατρευτικών εθίμων και οι
επιρροές της ηπειρωτικής Ελλάδας στα ταφικά έθιμα θεωρούνται δείκτες της Μυκηναϊκής
διείσδυσης, η οποία είχε ίσως το χαρακτήρα ενός μερικού εποικισμού.
Μια παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στην εξέλιξη των τεχνών της Υστεροκυκλαδικής
εποχής. Οι Κυκλαδίτες υιοθέτησαν αρχικά τα Μινωικά πρότυπα, εισάγοντας ταυτόχρονα
νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως οι τοιχογραφίες. Η Κυκλαδική τέχνη των
πρώτων περιόδων της Ύστερης Χαλκοκρατίας διατήρησε τον ιδιότυπο φυσιοκρατικό
χαρακτήρα της Μινωικής τέχνης. Μετά την Υστεροκυκλαδική ΙΙ περίοδο οι Μινωικές
επιρροές εξασθένησαν και υιοθετήθηκαν σταδιακά οι καλλιτεχνικές τάσεις της
Μυκηναϊκής Ελλάδας, ένα γεγονός που εκφράζεται με τη μαζική εισαγωγή Μυκηναϊκών
προϊόντων και τη ντόπια κατασκευή αντικειμένων παρόμοιας τεχνοτροπίας.
Σε όλους τους τομείς του υστεροκυκλαδικού πολιτισμού -από την πολεοδομική οργάνωση
και τις τέχνες μέχρι τη λατρεία και τα ταφικά έθιμα- γίνεται φανερό ότι τα νησιά
του Αιγαίου δεν ήταν μόνο αποδέκτες των πολιτισμικών εξελίξεων της Ύστερης
Χαλκοκρατίας, αλλά υπήρξαν σημαντικοί φορείς και κέντρα διαμόρφωσης αρχικά του
μινωικού και κατόπιν του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε
ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η
γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν
παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με
αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε Αιγαιακό νησί ανάγεται
στην Ανώτερη Παλαιολιθική (11η χιλιετία π.Χ.) και συνδέεται με την εξόρυξη του
οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων.
Ίχνη μονιμότερης εγκατάστασης εντοπίζονται από τη Μεσολιθική εποχή (9000 – 6800
π.X.) στο σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα βόρειων Σποράδων και στο Μαρουλά Κύθνου. H
συστηματική κατοίκηση των νησιών σημειώνεται κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (6500 –
5800 π.Χ) στα Δωδεκάνησα, στα περισσότερα όμως νησιά πραγματοποιείται κατά τη
Νεότερη (4800 – 4500 π.Χ.) ή την Τελική Νεολιθική (4500 – 3200 π.Χ.).
Ώθηση στον αποικισμό των νησιών έδωσαν η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η αναζήτηση
ανθεκτικών πρώτων υλών, όπως του οψιανού και των μετάλλων, η χρήση των οποίων
σημάδεψε την οικονομία των αγροτικών κοινοτήτων του νεολιθικού Αιγαίου. Kατά την
Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των
μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί
με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με
εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι
οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο.
Στις Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι
οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί.
Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι – Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους,
παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή. Aρκετοί απ’
αυτούς είναι οχυρωμένοι, γεγονός που συνδέεται με πιθανές πληθυσμιακές μετακινήσεις
από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις Κυκλάδες.
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών,
μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή
δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη
Μεσοκυκλαδική και την Υστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες,
πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη
στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο
Αιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.

Στα τέλη της Μεσοκυκλαδικής και τις αρχές τηςΥστεροκυκλαδικής περιόδου οι


σημαντικότερες πόλεις των Κυκλάδων (Αγία Ειρήνη, Φυλακωπή, Ακρωτήρι) πλήττονται από
φυσικές καταστροφές και, κατά την Υστεροκυκλαδική Ι, ανοικοδομούνται με εμφανή
στοιχεία από τη Μινωική αρχιτεκτονική (τοιχοδομία, τοιχογραφίες). Μετά την έκρηξη
του ηφαιστείου της Θήρας το 1628 π.Χ. η Αγία Ειρήνη και η Φυλακωπή παραμένουν τα
κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων, έχοντας όμως δεχθεί επιδράσεις και από τη
μυκηναϊκή Eλλάδα (οχυρώσεις, ιερά, μέγαρα).
Κατά την πρώιμη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ η Μυκηναϊκή παρουσία στα νησιά είναι καταλυτική
και αισθητή τόσο στους υπάρχοντες, όσο και σε νεοϊδρυόμενους οικισμούς, τόσο στην
ερημωμένη Θήρα (Μονόλιθος) όσο και στα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια. Kατά τη μέση
Υστεροκυκλαδική περίοδο, επεκτείνονται οι υπάρχουσες οχυρώσεις, ενώ νέοι οικισμοί
ιδρύονται σε φυσικά οχυρές θέσεις (Κουκουναριές, Άγιος Ανδρέας). Μετά από περίοδο
ευημερίας (ύστερη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ) οι ακμαίοι Κυκλαδικοί οικισμοί
εγκαταλείπονται (Φυλακωπή, Κουκουναριές) ή παρακμάζουν (Αγία Ειρήνη) και βαθμιαία,
ως το τέλος του 10ου αιώνα, εξαφανίζονται.
Στα τέλη της Ύστερης Χαλκοκρατίας η Μυκηναϊκή παρουσία είναι αισθητή εκτός από τις
Κυκλάδες και σε νησιά του ανατολικού (Χίος) και του νότιου Αιγαίου (Kως, Ρόδος).
Μετά μάλιστα την κατάρρευση των μεγάλων Μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200 π.X.)
σημειώνονται μετακινήσεις πληθυσμών από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα προς τα νησιά αυτά, που
επιφέρουν πληθυσμιακή αύξηση και ευνοούν την οικονομική τους ανάπτυξη (Ιαλυσός
Ρόδου).
Πολεοδομική Οργάνωση
Η αρχιτεκτονική μορφή και πολεοδομική εξέλιξη των νησιωτικών οικισμών κατά την
εποχή του Χαλκού εξαρτάται από τη γεωμορφολογία της περιοχής, τον αριθμό των
κατοίκων, το βαθμό της οικονομικής ανάπτυξης, την κοινωνική και τη διοικητική δομή
της κοινότητας. Τέσσερα είναι τα πολεοδομικά σχήματα που αναγνωρίζονται στα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των μέχρι στιγμής ερευνημένων οικισμών: το ακανόνιστο ή
προσθετικό, το ακτινωτό ή περικεντρικό, το ορθογωνικό και το γραμμικό.
Oι περισσότεροι οικισμοί παρουσιάζουν ακανόνιστη ή προσθετική διάταξη, η οποία
είναι αποτέλεσμα της γεωμορφολογίας της περιοχής και της σταδιακής πληθυσμιακής
αύξησης. Tα σπίτια είναι ορθογώνια, τραπεζιόσχημα ή και καμπυλόγραμμα και
σχηματίζουν πυκνές συστάδες ή οικοδομικές νησίδες ακανόνιστης μορφής, οι οποίες
διαχωρίζονται μεταξύ τους με δρόμους, στενά μονοπάτια και πλατείες. Tέτοια διάταξη
παρουσιάζουν οικισμοί της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στο Eμποριό Χίου, το Παλαμάρι
Σκύρου, το Καστρί Σύρου, τον Πάνορμο Nάξου, καθώς και οικισμοί της Μεσοκυκλαδικής
και Υστεροκυκλαδικής περιόδου, όπως στην Αγία Ειρήνη Κέας.
Ακτινωτή διάταξη μεμονωμένων κτισμάτων ή ομάδων κτηρίων του ίδιου τύπου είναι
γνωστή μόνο από τα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου, καθώς και από
οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας (π.χ. Tροία I, Besik-Tepe, Demircihuyuk). Στις
φάσεις Ι – IIIΒ της Θερμής Λέσβου διακρίνονται κτιριακές ομάδες πανομοιότυπων
στενόμακρων ορθογώνιων κτισμάτων, οι οποίες παρατάσσονται ακτινωτά γύρω από ένα
δομημένο κέντρο. Στο Ηραίο Σάμου και πιθανότατα και στον Ασώματο Ρόδου σημειώνεται
ακτινωτή διάταξη ανεξάρτητων, μεγαρόσχημων κτισμάτων.
Tα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των φάσεων IVA και IVB της Θερμής Λέσβου αποτελούν
μοναδικό δείγμα του «ορθογωνικού» πολεοδομικού συστήματος, που απαντά για πρώτη
φορά στην αρχιτεκτονική του προϊστορικού Αιγαίου, για να αποκτήσει την
εξιδανικευμένη του μορφή κατά την ιστορική εποχή στο ιπποδάμειο σύστημα.
Περιλαμβάνει μεγάλα, ισομεγέθη οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία διαχωρίζονται από
παράλληλους, πλατείς δρόμους.
Στην Πολιόχνη Λήμνου (Kυανή – Kίτρινη) και τη φάση V της Θερμής Λέσβου
αναγνωρίζονται τα πρωιμότερα δείγματα του «γραμμικού» πολεοδομικού συστήματος, το
οποίο εφαρμόζεται αργότερα στους Υστεροκυκλαδικούς οικισμούς της Φυλακωπής Μήλου
και του Ακρωτηριού Θήρας. Κτήρια και οικοδομικές νησίδες παρατάσσονται στις πλευρές
ενός ή δύο κύριων δρόμων, που διασχίζουν τον οικισμό σε όλο σχεδόν το μήκος του.
Στις κεντρικές οδικές αρτηρίες συγκεντρώνονται κοινοτικά κτήρια, όπως η Σιταποθήκη
και το Βουλευτήριο της Πολιόχνης ή το Μυκηναϊκό ιερό στη Φυλακωπή.
Η ύπαρξη πολεοδομικού σχεδιασμού χαρακτηρίζει κυρίως τους νησιωτικούς οικισμούς του
βόρειου Αιγαίου κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (Πολιόχνη, Θερμή, Ηραίο) και τους
οικισμούς της Υστεροκυκλαδικής περιόδου (Αγία Ειρήνη, Φυλακωπή, Ακρωτήρι) και
επιτρέπει το χαρακτηρισμό τους ως πρωτοαστικά ή αστικά κέντρα. Βασικές προϋποθέσεις
για αυτόν το χαρακτηρισμό είναι η έκταση, η πολεοδομική διάταξη, η οχύρωση και τα
κοινοτικά κτίσματα, τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά και η
ύπαρξη πλακόστρωτων δρόμων και ακάλυπτων χώρων για την εξυπηρέτηση κοινόχρηστων
λειτουργιών.
Εκτός από τα παραπάνω, απαραίτητα είναι και στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής
ζωής του οικισμού, όπως η εξειδίκευση εργασίας, η ύπαρξη εργαστηρίων (π.χ.
κεραμικής, μεταλλοτεχνίας), ο έλεγχος παραγωγής, η άσκηση εμπορίου, η χρήση
σφραγίδων, η συσσώρευση πλούτου (κοσμήματα, χρυσά αγγεία) και η παρουσία
οργανωμένων νεκροταφείων.

Περίβολοι και Τείχη


Από τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.) οι οικονομικά ισχυροί
οικισμοί του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου οριοθετούνται, από την πλευρά
κυρίως της στεριάς, με λίθινους περιβόλους, που έχουν χαρακτήρα αναλημματικό,
αντιπλημμυρικό και οχυρωματικό. Μνημειακός περίβολος από ακατέργαστες πέτρες και
ορθογώνιους ή πολυγωνικούς δόμους, που σώζεται σε ύψος μέχρι 4,5 μέτρα,
κατασκευάστηκε στην Πολιόχνη Λήμνου (Κυανή φάση), προκειμένου να προστατευθούν τα
κτήρια από τις πλημμύρες του παρακείμενου χειμάρρου και οι πλαγιές του λόφου από τη
διάβρωση.
Ο περίβολος επεκτείνεται διαρκώς και περιλαμβάνει πύλες προσιτές με επικλινείς
ράμπες, όμοιες με της Τροίας και του Κάστρου Ίμβρου, και ενισχυμένες με ορθογώνιους
ή τραπεζιόσχημους πύργους. Όμοιοι πύργοι ενισχύουν και τα τείχη της Τροίας (Ι – ΙΙ)
και της Θερμής Λέσβου (III B). Στις φάσεις IV – V η Θερμή ενισχύεται με σύνθετο
αμυντικό σύστημα, που περιλαμβάνει εσωτερικό τείχος (πάχους 2 μέτρων) και
προτείχισμα αποτελούμενο από δύο λίθινους περιβόλους.
Εγκάρσια τοιχάρια συνδέουν το εσωτερικό τείχος με τον πρώτο περίβολο, σχηματίζοντας
μικρά δωμάτια κατάλληλα για κατοίκηση και αποθήκευση, ενώ δύο πύλες με προεξέχοντες
πύργους εξυπηρετούν την είσοδο προς τον οικισμό. Προτείχισμα, τάφρο (πλάτους 4,85
μέτρων και βάθους τουλάχιστον 2) και εσωτερικό τείχος με επιβλητικούς πεταλόσχημους
προμαχώνες, όμοιους με του Liman Tepe, διαθέτει, τέλος, ο οικισμός στο Παλαμάρι
Σκύρου κατά το δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας.
Στις Κυκλάδες εμφανίζονται οχυρωματικά συστήματα, όμοια με της Θερμής IV – V, του
Liman Tepe και του Παλαμαριού κατά τη φάση Λευκαντί Ι – Καστρί στο Καστρί Σύρου,
τον Κύνθο Δήλου, τον Πάνορμο Νάξου και τη Μαρκιανή Αμοργού. Οι οχυρώσεις αυτές
είναι παρεμφερείς και με τις οχυρώσεις πρωτοαστικών κέντρων της ηπειρωτικής
Ελλάδας, όπως της Λέρνας Αργολίδας (φάση III C) και της Κολώνας Αίγινας (φάση V).
Μεμονωμένα δείγματα οχυρώσεων είναι γνωστά και από την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ
(Μαρκιανή).
Οχυρώσεις της Μεσοκυκλαδικής περιόδου υπάρχουν πιθανότατα στη Φυλακωπή Μήλου (φάση
ΙΙ) και στο Βρυόκαστρο Τήνου, ενώ η Αγία Ειρήνη Κέας οχυρώνεται από τη φάση IV με
λιθόκτιστο τείχος και ημικυκλικούς προμαχώνες. Κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο,
την περίοδο επέκτασης της μυκηναϊκής δύναμης στις Κυκλάδες, μεγάλες παράλιες πόλεις
καθώς και φυσικά οχυρές θέσεις παρουσιάζουν πολύπλοκα αμυντικά συστήματα.
Η Φυκακωπή διαθέτει σύστημα δύο παράλληλων τοίχων (πάχους 2 μέτρων), που συνδέονται
όπως και της Θερμής V με εγκάρσια τοιχάρια, και ενισχύεται με προμαχώνες, μια
προστατευμένη πύλη και προτείχισμα. Το Μεσοκυκλαδικό τείχος της Αγίας Ειρήνης
επεκτείνεται και ενισχύεται με τετράγωνους και ορθογώνιους πύργους, ένας από τους
οποίους προστάτευε την είσοδο της πόλης. Στις Κουκουναριές Πάρου το τείχος
διαμορφώνεται από δύο παράλληλους τοίχους με γέμισμα από πέτρες και χώμα.
Τέλος, η στρατηγική θέση στον Άγιο Ανδρέα Σίφνου διασώζει ισχυρό διπλό τείχος (με
πάχος 2,4 – 4,1 μέτρα), κτισμένο τον 13ο αιώνα π.Χ. με ογκόλιθους, κατά το
Μυκηναϊκό κυκλώπειο σύστημα, και ενισχυμένο με οκτώ μικρούς τετράγωνους πύργους (2
x 2,9 μέτρα) και ένα μεγαλύτερο τραπεζιόσχημο (9 x 8,4 μέτρα). Οι πύργοι διαθέτουν
και κλίμακα που οδηγεί στις επάλξεις. Σε μεταγενέστερη φάση ενισχύεται με εξωτερικό
οδοντωτό τείχος πάχους 1,3 – 1,6 μέτρων.
Οικιστική Αρχιτεκτονική
Η οικιστική αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού
χαρακτηρίζεται από πυκνοκτισμένα, λιθόκτιστα κατά κανόνα κτίσματα, με ορθογώνια,
τραπεζιόσχημη και σπανιότερα καμπυλόγραμμη μορφή. Είναι κυρίως ισόγεια, και
σπανιότερα διώροφα (Σκάρκος Ίου) ή τριώροφα (Ακρωτήρι Θήρας). Κτίζονται είτε σε
επαφή μεταξύ τους (π.χ. Θερμή Λέσβου, Φυλακωπή Μήλου) είτε ανεξάρτητα στο χώρο
(π.χ. Ηραίο Σάμου) με κοινούς ενδιάμεσους ή και χωριστούς τοίχους (Σκάρκος). Η
εσωτερική διαρρύθμιση των κτηρίων διαφέρει κατά περιοχές και εποχές.
Το πάχος των τοίχων εξαρτάται από το μέγεθος του εκάστοτε οικοδομήματος και από την
ύπαρξη ή μη ορόφου, και κυμαίνεται από 40 έως 90 εκατοστά. Tο ύψος της θεμελίωσης
φθάνει από 50 εκατοστά έως 1,5 μέτρο, ενώ ο τρόπος διάταξης των λίθων ποικίλλει.
Μεγάλες και μικρές πέτρες διατάσσονται σε στρώσεις με λάσπη (υγρός πηλός) ή χωρίς
συνδετικό υλικό (ξερολιθιά). Oι μεγάλες πέτρες τοποθετούνται κατά κανόνα εξωτερικά,
ώστε τα μέτωπα των τοίχων να είναι ανθεκτικά.
Οι πέτρες χρησιμοποιούνται συνήθως στη φυσική τους μορφή, χωρίς περαιτέρω
επεξεργασία. Σε νησιά όπου αφθονούν ο μαλακός ασβεστόλιθος και ηφαιστειακά
πετρώματα (Λήμνος, Λέσβος, Mήλος, Ίος, Σαντορίνη) το οικοδομικό υλικό λατομείται,
ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία (Πολιόχνη Λήμνου), και χρησιμοποιείται με τη μορφή
ορθογώνιων δόμων και πλακών για την κατασκευή οικιών, οχυρώσεων, δημοσίων κτηρίων,
για την πλακόστρωση αυλών, δρόμων και πλατειών, και την επένδυση πηγαδιών
(Πολιόχνη) και αποχετευτικών αγωγών (Πολιόχνη, Παλαμάρι Σκύρου, Αγία Ειρήνη Κέας).

Ορθογωνισμένοι λίθοι χρησιμοποιούνται στις γωνιές των σπιτιών από την Πρώιμη κιόλας
Χαλκοκρατία, ενώ κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, στις προσόψεις κτηρίων στο Ακρωτήρι
Θήρας, των λεγόμενων Ξεστών, κυριαρχούν μεγάλοι λαξευμένοι δόμοι, ακολουθώντας
Μινωικά αρχιτεκτονικά πρότυπα. Tέλος, στην κατασκευή των οχυρώσεων της
Υστεροκυκλαδικής περιόδου (Αγία Eιρήνη, Άγιος Ανδρέας Σίφνου, Φυλακωπή Mήλου)
εφαρμόζεται η γνωστή από τις Μυκηναϊκές ακροπόλεις κυκλώπεια τεχνική, η οποία
συνίσταται στη χρήση ογκολίθων.
O πηλός και το ξύλο χρησιμοποιούνται, λόγω της περιορισμένης τους παρουσίας στα
νησιά (Λήμνος, Κυκλάδες) κυρίως στην κατασκευή της στέγης και λιγότερο στην ανωδομή
των τοίχων (πλίνθοι, δοκάρια τοίχων, κάσες θυρών και παραθύρων). Για τη στέγαση των
σπιτιών χρησιμοποιούνται σε διαδοχική διάταξη κορμοί δένδρων, καλάμια, άχυρα ή
φύκια (μόνωση) και μάζες πηλού.
Tα δάπεδα των σπιτιών στρώνονται με πηλό ή βοτσαλάκια, ενώ με μεγαλύτερες πέτρες
και πλάκες στρώνονται τα ανοιχτά ή κλειστά δωμάτια που προτάσσονται στον κεντρικό
χώρο του σπιτιού, καθώς επίσης και οι ανοιχτοί κοινόχρηστοι χώροι (αυλές). Στην
εσωτερική διαμόρφωση των χώρων συντελούν εστίες, φούρνοι, λιθόκτιστα θρανία,
αποθηκευτικές κατασκευές (βόθροι, λίθινες ή πήλινες θήκες σε γωνίες δωματίων) και
διαχωριστικά παραπετάσματα από λίθο, πηλό ή καλάμια, ορίζοντας τις διάφορες
λειτουργικές ζώνες του κάθε νοικοκυριού (προετοιμασία τροφής, μαγείρεμα, ύπνος,
αποθήκευση κ.λπ.).
Η Κατοίκηση στην Πρώιμη Χαλκοκρατία
H θέση των οικισμών στο Αιγαίο καθορίζεται από το μέγεθος, τη γεωμορφολογία και την
ακτογραμμή των νησιών, από το κλίμα (ένταση ανέμων) και τις διαθέσιμες
πλουτοπαραγωγικές πηγές. Καθοριστικό όμως ρόλο στη ζωή και την οικονομία των
νησιωτών του Προϊστορικού Αιγαίου έπαιξε η θάλασσα, που ώθησε στην ανάπτυξη της
ναυτιλίας και του θαλάσσιου εμπορίου.
Στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου αναπτύσσονται από το 3000 –
2300 / 2200 π.Χ. πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα, οι
οποίοι βρίσκονται σε πεδινές (Θερμή Λέσβου, Μικρό Βουνί Σαμοθράκης) ή βραχώδεις
χερσονήσους (Πολιόχνη Λήμνου, Παλαμάρι Σκύρου), αποτελούν ασφαλή αγκυροβόλια και
εκμεταλλεύονται τις παράκτιες, εύφορες πεδιάδες. Oι οικισμοί αυτοί έχουν σήμερα τη
μορφή λόφου (τούμπας), ύψους 4 – 15 μέτρων, που δημιουργήθηκε από τις αλλεπάλληλες
αρχιτεκτονικές φάσεις.
Η έκτασή τους κυμαίνεται από 10 έως 16 στρέμματα (1 στρέμμα = 1000 τετραγωνικά
μέτρα) και ο πληθυσμός τους από 300 έως 1500 άτομα. Εκτός από τους πλούσιους
παράκτιους οικισμούς, στην εύφορη ενδοχώρα των νησιών (π.χ. Λήμνος) σημειώνονται
και μικρότερες εγκαταστάσεις, όπως συνοικισμοί λίγων οικογενειών αλλά και
μεμονωμένες αγροικίες. Από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. κάποιοι από τους
σημαντικότερους νησιωτικούς οικισμούς εγκαταλείπονται λόγω του οικονομικού
ανταγωνισμού στην περιοχή (Θερμή) ή λόγω φυσικών καταστροφών (σεισμός στην
Πολιόχνη).
Oι κάτοικοί τους μεταναστεύουν σε άλλες περιοχές των νησιών ή σε άλλα, ακόμη και
απομακρυσμένα νησιά (Κυκλάδες). Στα τέλη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας απομένουν λίγοι
εύρωστοι οικισμοί στο βόρειο Αιγαίο (Κουκονήσι Λήμνου, Μικρό Βουνί Σαμοθράκης), οι
οποίοι θα γνωρίσουν ιδιαίτερη οικονομική ακμή κατά τη Μέση Χαλκοκρατία. Στις
Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί οικισμοί, κυρίως σε
χαμηλές τοποθεσίες της παράκτιας ζώνης, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών
(Νάξος) υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί.
Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι – Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους,
παραθαλάσσιους λόφους (Καστρί Σύρου, Πάνορμος Νάξου) ή σε ψηλές θέσεις,
απομακρυσμένες από την ακτή (σπήλαιο Zα Νάξου, Κύνθος Δήλου). Αρκετοί απ’ αυτούς
είναι οχυρωμένοι (π.χ. Καστρί, Πάνορμος), στοιχείο που συνδέεται με πιθανές,
ευρύτερες πληθυσμιακές μετακινήσεις από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις
Κυκλάδες. Άλλοι πάλι, που ακμάζουν από τις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (πολιτισμός
Κέρου – Σύρου), όπως η Αγία Ειρήνη Κέας, το Ακρωτήρι Θήρας ή ο Σκάρκος Ίου,
πιθανότατα παραμένουν ανοχύρωτοι.
Η έκταση των Πρωτοκυκλαδικών οικισμών κυμαίνεται από 2 έως 11 στρέμματα, ενώ, με
βάση τα νεκροταφεία που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από αυτούς, ο ελάχιστος
αριθμός των κατοίκων μιας κοινότητας υπολογίζεται στους 50. Στα τέλη της
Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών,
διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο
μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς (Φυλακωπή I Mήλου, Παροικιά
Πάρου), οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και Υστεροκυκλαδική εποχή θα εξελιχθούν σε
σημαντικά πρωτοαστικά κέντρα.

Η Κατοίκηση στη Μέση Χαλκοκρατία


Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται πως κατά τη Μέση
Χαλκοκρατία σημειώνονται αλλαγές στο οικιστικό σχήμα των νησιών του Αιγαίου, ορατές
στη μείωση του αριθμού των οικισμών και στη συγκέντρωση σε αυτούς μεγαλύτερου
αριθμού κατοίκων. Οι αλλαγές αυτές είναι αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών που
επικρατούν στο Αιγαίο κατά τα τέλη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, καθώς και των νέων,
που σηματοδοτούνται από την έντονη μινωική παρουσία στο διαμετακομιστικό εμπόριο
του Αιγαίου κατά τη Μέση Χαλκοκρατία.
Στις Κυκλάδες αναπτύσσονται μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, στις
οποίες, για περισσότερη ασφάλεια, στεγάζεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κάθε
νησιού. Η Φυλακωπή ΙΙ απλώνεται σε έκταση 18 στρεμμάτων και περιλαμβάνει οικοδομικά
συγκροτήματα μικρών σπιτιών, κτισμένων από αδρές ή λαξευμένες πέτρες. Διαθέτει
δρόμους, πλάτους 1,5 μέτρου, προσανατολισμένους στα σημεία του ορίζοντα, σκαλοπάτια
για τη μετάβαση από τα χαμηλότερα στα ψηλότερα επίπεδα του οικισμού και πιθανότατα
τείχος, κατά μήκος του αυχένα της χερσονήσου.
Η Αγία Ειρήνη Κέας (φάσεις IV – V) περιλαμβάνει λιθόκτιστο τείχος ενισχυμένο με
ημικυκλικούς πύργους, ενώ στο εσωτερικό της ξεχωρίζει ένα οικοδόμημα, το ιερό της
κοινότητας. Στο βόρειο Αιγαίο κατοικούνται λίγοι μόνον οικισμοί της Πρώιμης
Χαλκοκρατίας με πρωτοαστικά χαρακτηριστικά, όπως το Μικρό Βουνί Σαμοθράκης και το
Κουκονήσι Λήμνου. Είναι οχυρωμένοι με λιθόκτιστο τείχος και διατηρούν ως βασική
κτιριακή μονάδα το ορθογώνιο στενόμακρο οικοδόμημα με μικρό κλειστό προθάλαμο και
μεγάλο κυρίως δωμάτιο (μεγαρόσχημο).
Πυκνή δόμηση σε οικοδομικά τετράγωνα όμοια με της Θερμής IV, οδικό δίκτυο
παράλληλων δρόμων (τουλάχιστον δύο) που διατρέχουν τον οικισμό από βορρά προς νότον
και τέμνονται κάθετα από άλλους μικρότερους, μικρές κοινόχρηστες πλατείες και
πηγάδια στο Κουκονήσι, πιστοποιούν την αρχιτεκτονική συνέχεια από την Πρώιμη
Χαλκοκρατία στα βαλλόμενα από συχνούς σεισμούς νησιά του βόρειου Αιγαίου.
Η Κατοίκηση στην Υστεροκυκλαδική Περίοδο
Κατά την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας τα νησιά του Αιγαίου είχαν αποκτήσει μεγάλη
σημασία για την οικονομία λόγω της διακίνησης αγαθών στα λιμάνια και της ίδρυσης
Μινωικών και Μυκηναϊκών εμπορικών σταθμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν τα
νησιά πόλος έλξης νέων πληθυσμών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε παλαιότερες θέσεις ή
ίδρυσαν νέους οικισμούς. Όπως και κατά τις προηγούμενες περιόδους οι προτιμώμενες
θέσεις κατοίκησης ήταν οι λίγες και στενές πεδιάδες, αλλά κυρίως τα ασφαλή λιμάνια
που διευκόλυναν τις θαλάσσιες επικοινωνίες.
Την πληρέστερη εικόνα για τη ζωή σε έναν οικισμό της πρώιμης Υστεροχαλκής εποχής
στις Κυκλάδες προσφέρει το Ακρωτήρι στη Θήρας, ένας εκτεταμένος οικισμός, ο οποίος
καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας κατά την Υστεροκυκλαδική Ι Α
περίοδο. Τα οικοδομικά λείψανα του οικισμού αυτού, που αποκαλύπτονται μέσα από τα
στρώματα της ηφαιστειακής λάβας, είναι τόσο καλά διατηρημένα, ώστε να μας δίνουν
μια μοναδική εικόνα της ζωής στον οικισμό.
Η Θηραϊκή αρχιτεκτονική μπορεί να θεωρηθεί Μινωική, επειδή εκεί διαπιστώνονται
Μινωικά στοιχεία, όπως η λαξευτή τοιχοδομία, οι ξυλοδεσιές, τα πολύθυρα και οι
δεξαμενές καθαρμών. Στη Θήρα -στις θέσεις Μπάλος, Φτέλλος- και στη Θηρασία έχουν
εντοπιστεί και μικρές ανεξάρτητες αγροτικές εγκαταστάσεις. Τα γνωστότερα και
καλύτερα διατηρημένα αστικά κέντρα των Κυκλάδων κατά τις ώριμες περιόδους της
Υστεροκυκλαδικής εποχής είναι δύο οικισμοί που είχαν ιδρυθεί από τη Μέση
Χαλκοκρατία, ο οικισμός της Αγίας Ειρήνης στην Κέα και ο οικισμός της Φυλακωπής στη
Μήλο.
Οι οικισμοί αυτοί παρουσιάζουν ένα ενιαίο και άριστα οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο
και υπόγειες εγκαταστάσεις αποχέτευσης. Σημαντικά επίσης στοιχεία για την οικιστική
της Ύστερης Χαλκοκρατίας προέρχονται από τους οικισμούς της Δήλου και της Γρόττας
στη Νάξο. Η Θήρα επανακατοικήθηκε αυτή την περίοδο στη θέση Μονόλιθος. Οι
Κυκλαδικοί οικισμοί αυτής της περιόδου έχουν δεχθεί πολλά Μυκηναϊκά στοιχεία,
πράγμα που φαίνεται και από την ίδρυση Μυκηναϊκών ιερών στην Αγία Ειρήνη και τη
Φυλακωπή.
Η Μυκηναϊκή παρουσία στο βορειοανατολικό Αιγαίο μαρτυρείται από σποραδικά ευρήματα
κεραμικής, ειδωλίων και από ισχνά οικοδομικά λείψανα. Από τα μέσα του 13ου αιώνα
π.Χ. η εξέλιξη των νησιωτικών οικισμών είναι κοινή με αυτή της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Κάτω προφανώς από τις ίδιες συνθήκες ανασφάλειας τα οχυρωματικά έργα των οικισμών
ενισχύθηκαν, ενώ οι νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν σε φυσικά οχυρωμένες και απρόσιτες
θέσεις, όπως δείχνουν οι εγκαταστάσεις στις Κουκουναριές της Πάρου και τον Άγιο
Ανδρέα στη Σίφνο.
Γύρω στο 1200 π.Χ. σημειώνεται στους νησιωτικούς οικισμούς μια αλυσίδα καταστροφών
που είναι χρονικά παράλληλες με τις καταστροφές των Μυκηναϊκών ακροπόλεων. Γύρω
στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ. ορισμένοι οικισμοί (Φυλακωπή, Κουκουναριές)
εγκαταλείπονται, ενώ σε άλλους παρατηρούνται έντονα φαινόμενα παρακμής. Η οικιστική
εξέλιξη κατά το διάστημα από την Υπομυκηναϊκή μέχρι την Πρωτογεωμετρική περίοδο
είναι αρκετά σκοτεινή αλλά κάποιες στρωματογραφικές ενδείξεις από τον οικισμό της
Γρόττας υποδεικνύουν ότι η κατοίκηση δεν διακόπηκε.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από επιφανειακές επισκοπήσεις και από ανασκαφές οικισμών
και νεκροταφείων αποτελούν πολύτιμες και μοναδικές πηγές στην προσπάθεια
αποκρυπτογράφησης της οικονομικής οργάνωσης και της κοινωνικής σύνθεσης των
νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού. Κατά την Πρώιμη
Χαλκοκρατία αναπτύσσονται στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου
ένας ή περισσότεροι μεγάλοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα και πληθυσμό 300 –
1500 ατόμων. Αντίθετα, στις Κυκλάδες υπάρχουν πολλοί μικροί οικισμοί λίγων
οικογενειών, με ελάχιστο πληθυσμό 50 ατόμων.
Από τη Μέση Χαλκοκρατία σημειώνεται, κυρίως στις Κυκλάδες, συγκέντρωση του
διεσπαρμένου πληθυσμού σε έναν ή δύο σε κάθε νησί μεγαλύτερους και καλύτερα
οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία εξελίσσονται σε
πολυάνθρωπα αστικά κέντρα. Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200
π.Χ.) σημειώνονται μεταναστεύσεις πληθυσμών από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά
του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου, που επιφέρουν, με την αύξηση του πληθυσμού
και την ίδρυση νέων οικισμών, αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα.
Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις
προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική
εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου και τον τρόπο
κατανομής του στην κάθε κοινότητα, καθώς και με την ένταση των εξωτερικών
πολιτιστικών επιδράσεων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Σαφείς ενδείξεις
κοινωνικής διαστρωμάτωσης καταγράφονται ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, κατά την
οποία διακρίνεται μια πολιτική-διοικητική αρχή και η εύπορη τάξη των εξειδικευμένων
τεχνιτών και των εμπόρων.
Από τη Μέση Χαλκοκρατία διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική – οικονομική δύναμη, οι
ναυτικοί, που συμμετέχουν στο διαμετακομιστικό εμπόριο αρχικά με τους Μινωίτες, και
κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία με τους Μυκηναίους εμπόρους. Σεβασμό στην αξία της
ανθρώπινης ζωής, πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου, ακόμη και φόβο προς
τους νεκρούς αντανακλούν τα ταφικά έθιμα της εποχής.
Οργανωμένα νεκροταφεία κιβωτιόσχημων, κατά την Πρώιμη και τη Μέση, και λαξευτών
θαλαμοειδών τάφων κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, ταφικές τελετουργίες, καθώς και
ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την κοινωνική θέση του θανόντος κτερίσματα,
εκφράζουν τον ψυχισμό και τη σημειολογία των ελεύθερων, δυναμικών και ευέλικτων
νησιωτών του Αιγαίου.
Κοινωνική Διαστρωμάτωση
Στοιχεία ενδεικτικά για τη σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων της εποχής του Χαλκού
αντλούνται τόσο από την οικιστική και ταφική αρχιτεκτονική, όσο και από τα κινητά
ευρήματα και, ιδιαίτερα από τον τρόπο που αυτά κατανέμονται στους οικισμούς και τα
νεκροταφεία. Στα πρωτοαστικά κέντρα του βόρειου Αιγαίου είναι εμφανής από την
Πρώιμη Χαλκοκρατία η ύπαρξη μιας πολιτικής – διοικητικής εξουσίας, που συντονίζει
τα κοινοτικά έργα (οχυρώσεις, κοινοτικές αποθήκες, «Βουλευτήριο») και φροντίζει την
τήρηση των άγραφων νόμων για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας, καθώς και μιας
εύπορης τάξης εμπόρων – τεχνιτών (μεταλλουργών).
Οι σφραγίδες, δηλωτικές του ελέγχου διακίνησης αγαθών, τα σπάνια εισαγμένα
τεχνουργήματα από το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία, τα πολύτιμα για την εποχή
μπρούντζινα εργαλεία ή όπλα (Θερμή, Πολιόχνη) και τα σπάνιας τέχνης κοσμήματα
(Πολιόχνη) αποτελούν «αγαθά κύρους» ή αντικείμενα «κοινωνικού γοήτρου» και
πιστοποιούν την οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα των κατόχων τους. Η ύπαρξη
φτωχών και πλούσιων στις Κυκλάδες διαφαίνεται από την ποιότητα των κτερισμάτων
στους Πρωτοκυκλαδικούς τάφους.
Τάφοι με διαδήματα, περιδέραια, βραχιόλια και αγγεία (φιάλη, κουταλάκι) από ασήμι
και άλλα υλικά συνυπάρχουν σε νεκροταφεία με τάφους που συνοδεύονται π.χ. από ένα
μόνο μαρμάρινο ειδώλιο. Ανομοιόμορφη κατανομή πλούτου και κατ’ επέκταση και
κοινωνική πολυμορφία χαρακτηρίζει και τα πρωτοαστικά κέντρα της Μέσης Χαλκοκρατίας,
όπως φαίνεται από τις σφραγίδες και τα τεχνουργήματα μινωικής, Νοτιοελλαδικής και
μικρασιατικής προέλευσης από το Μικρό Βουνί Σαμοθράκης, το Κουκονήσι Λήμνου, την
Αγία Ειρήνη Κέας, τη Φυλακωπή Μήλου και το Ακρωτήρι Θήρας.
Στην πόλη του Ακρωτηριού αποκαλύπτονται κάτω από την ηφαιστειακή λάβα στοιχεία της
κοσμοπολίτικης κοινωνίας της Υστεροκυκλαδικής Ι: τα πλούσια σπίτια των εμπόρων
-μνημεία της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής- οι χώροι λατρείας (δεξαμενή
καθαρμών), και ο τοιχογραφικός τους διάκοσμος στον οποίο απεικονίζονται τύποι της
Υστεροκυκλαδικής κοινωνίας στο φυσικό τους περιβάλλον, σε καθημερινές και αθλητικές
ασχολίες, σε θρησκευτικές τελετουργίες και σε ειρηνικές ή πολεμικές επιχειρήσεις
(Μικρογραφική τοιχογραφία).
Από την Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο σημειώνονται διαφοροποιήσεις στην οργανωτική-
διοικητική εξουσία, αλλά και στην άσκηση της λατρείας και των ταφικών εθίμων, που
παραπέμπουν στο κοινωνικοπολιτικό σχήμα της Μυκηναϊκής Ελλάδας, με το οποίο
έρχονται σε επαφή τα νησιά κατά την περίοδο αυτή. Τα μέγαρα και τα ιερά της Αγίας
Ειρήνης και της Φυλακωπής, τα λατρευτικά ειδώλια, οι πλούσια κτερισμένοι λαξευτοί
τάφοι ντόπιων ή Μυκηναίων ηγεμόνων στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα αποκαλύπτουν τη
σύνθεση των κοινοτήτων της Ύστερης Χαλκοκρατίας.

Ταφικά Έθιμα
Τα ταφικά έθιμα της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο διαφέρουν κατά περιοχές και
χρονικές περιόδους και παρέχουν σημαντικότατα στοιχεία για τη δημογραφία, την
κοινωνική σύνθεση και τις πεποιθήσεις των Προϊστορικών νησιωτών για τη μεταθανάτια
ζωή. Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία στις Κυκλάδες χρησιμοποιούνται νεκροταφεία με
μικρούς κιβωτιόσχημους και θαλαμοειδείς τάφους, οργανωμένους σε συστάδες που
δέχονται ενταφιασμούς διαφορετικών οικογενειών. Η θέση των τάφων δηλώνεται με
λιθόκτιστο σήμα (εξέδρα), ενώ σε κάποια νεκροταφεία (Άγιοι Ανάργυροι Νάξου)
υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεση νεκρικών τελετουργιών.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε συνεσταλμένη στάση μαζί με τα σημαντικότερα προσωπικά
τους αντικείμενα (κοσμήματα, ειδώλια, όπλα κ.ά.), που τους συντροφεύουν στη
μεταθανάτια ζωή. Στα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου σημειώνονται
μεμονωμένες ταφές βρεφών και παιδιών μέσα στα όρια του οικισμού, σε αγγεία ή σε
απλούς λάκκους, που σκάβονται για το σκοπό αυτό κάτω από τα δάπεδα των σπιτιών
(Πολιόχνη, Θερμή, Ηραίο).
Οι ταφές ενηλίκων πραγματοποιούνταν προφανώς έξω από τα όρια του οικισμού, σε
νεκροταφεία που δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, και περιλάμβαναν ταφές πιθανότατα μέσα
σε απλούς λάκκους ή σε πιθάρια. Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία στις Κυκλάδες συνεχίζεται
η χρήση νεκροταφείων έξω από τα όρια των μεγάλων οικιστικών κέντρων. Συνηθίζονται
οι απλοί ή κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι θαλαμοειδείς και οι πιθοταφές. Η σήμανση
των τάφων με λιθόκτιστες εξέδρες επιβιώνει και κατά την περίοδο αυτή.
Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση κιβωτιόσχημου τάφου και τελετουργικής εξέδρας μέσα σε
οίκημα της Αγίας Ειρήνης Κέας. Τα ταφικά ευρήματα από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου
είναι πενιχρά. Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, περίοδο βαθμιαίας εξάπλωσης της
Μυκηναϊκής δύναμης στα νησιά του Αιγαίου, υιοθετούνται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό
έθιμα ταφής γνωστά από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Ο τύπος του κιβωτιόσχημου τάφου εκπνέει
κατά την Υστεροκυκλαδική Ι (Αϊλάς Νάξου) και στα νεκροταφεία (Απλώματα, Καμίνι και
Γρόττα Νάξου) κυριαρχούν οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι.
Συγχρόνως, σημειώνονται μεμονωμένα δείγματα λακκοειδών (Φυλακωπή) και από την
Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ Β και θολωτών τάφων (Αγία Θέκλα Τήνου). Ανακομιδές νεκρών και
πλούσια κτερισμένες ταφές με βαρύτιμα κοσμήματα, όπλα, μυκηναϊκά ειδώλια και αγγεία
συμπληρώνουν την εικόνα των ταφικών εθίμων της εκπνέουσας εποχής του Χαλκού.
Ταφικά Έθιμα Πρωτοκυκλαδικής περιόδου
Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) οργανώνονται σε μικρή απόσταση
από τους οικισμούς νεκροταφεία, τα οποία περιλαμβάνουν συστάδες τάφων, ο συνολικός
αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει τους 15 με 20. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ξεπερνούν
τους 50 ή τους 100, ενώ στη Χαλανδριανή Σύρου φτάνουν τους 600. Παρά το γεγονός ότι
τα περισσότερα γνωστά νεκροταφεία βρέθηκαν συλημένα από αρχαιοκάπηλους, αποτελούν
τις σημαντικότερες πηγές γνώσης του Κυκλαδικού πολιτισμού.
Τα νεκροταφεία περιλαμβάνουν κιβωτιόσχημους τάφους με τραπεζιόσχημη κάτοψη και
θαλαμοειδείς με κυκλική ή ορθογώνια κάτοψη και οροφή ελαφρά επικλινή ή θολωτή. Οι
κιβωτιόσχημοι τάφοι έχουν μήκος 0,8-1,2, πλάτος 0,3-0,5 και βάθος 0,3-0,6 μέτρα.
Επενδύονται πλευρικά με μεγάλες λίθινες πλάκες ή μικρές πέτρες και σκεπάζονται με
μια ή περισσότερες πλάκες. Είναι κατά κανόνα μονόχωροι και φιλοξενούν ένα νεκρό,
ενώ σπανιότερα είναι διώροφοι ή τριώροφοι, προκειμένου να δεχθούν περισσότερους
νεκρούς της ίδιας οικογένειας.
Στις περιπτώσεις αυτές τα κατώτερα μέρη αποτελούν οστεοφυλάκια, στα οποία
φυλάσσονται κυρίως τα κρανία και τα μακρά οστά των προγόνων. Ενδιαφέρουσα παραλλαγή
των κιβωτιόσχημων τάφων αποτελούν εκείνοι με την κτιστή στέγη, κατά το εκφορικό
σύστημα, οι οποίοι μάλιστα διαθέτουν και δρόμο μήκους 0,5 – 1,0 μέτρου που οδηγεί
στην είσοδό τους. Η θέση των τάφων επισημαίνεται σε μερικά νεκροταφεία με
λιθόκτιστες εξέδρες (π.χ. Λάκκουδες Νάξου), ενώ άλλοι οριοθετούνται με πέτρες και
λευκά βότσαλα (Άγιοι Ανάργυροι Νάξου).
Στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων υπήρχε μεγάλη, λιθόκτιστη εξέδρα, στην οποία,
σύμφωνα με τα καπελόσχημα αγγεία που βρέθηκαν, διεξάγονταν ταφικές τελετουργίες.
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου σημειώνεται ενταφιασμός βρεφών και παιδιών
εντός των οικισμών, μέσα σε πήλινα αγγεία (εγχυτρισμός). Οι νεκροί τοποθετούνται
απ’ ευθείας στο δάπεδο ή σε στρώση από χαλίκια, σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση. Για
την επίτευξη της στάσης αυτής, που «παγίδευε» το νεκρό μέσα στο μικρό τάφο,
χρησιμοποιούνταν πιθανότατα σχοινιά ή ταινίες. Οι νεκροί θα πρέπει να ενταφιάζονταν
με τα ενδύματά τους ή να τυλίγονταν σε ύφασμα.
Κάτω από το κεφάλι τους τοποθετείται συχνά μια πλάκα, ως προσκέφαλο, ενώ σε κάποιες
περιπτώσεις η σωρός σκεπάζεται με πέτρες. Στους νεκρούς προσφέρονται κτερίσματα,
ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και την κοινωνική τους θέση. Πρόκειται για προσωπικά
αντικείμενα, όπως κεραμικά ή μαρμάρινα αγγεία (πυξίδες, φιάλες, πινάκια), μαρμάρινα
ειδώλια -σύντροφοι στη μεταθανάτια ζωή- χρωματοθήκες, χρωστικές ύλες, λεπίδες
οψιανού (ξυράφια), τριχολαβίδες, λίθινα, οστέινα ή μετάλλινα κοσμήματα (περιδέραια,
βραχιόλια, διαδήματα, περόνες) και μπρούντζινα εργαλεία και όπλα.

Ενδυμασία – Καλλωπισμός
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ενδυμασία των κατοίκων του Αιγαίου πριν από
την Ύστερη Χαλκοκρατία είναι ελάχιστες. Τα Κυκλαδικά ειδώλια της Πρώιμης
Χαλκοκρατίας εικονίζονται γυμνά, ενώ το χρώμα που διασώζεται σε μερικά από αυτά
μπορεί να ερμηνευθεί ως βάψιμο του δέρματος ή δερματοστιξίες. Τις μόνες σχετικές
ενδείξεις παρέχει ένα σύνολο ειδωλίων από τη Θερμή της Λέσβου, όπου δηλώνονται
ορισμένες λεπτομέρειες ενδυμάτων. Η απόδοση όμως και αυτών είναι αρκετά αφαιρετική,
ώστε να μπορούμε να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα των ενδυμάτων.
Από την Υστεροκυκλαδική περίοδο αντίθετα προέρχεται ένα πλήθος σχετικών πληροφοριών
που αντλούνται κυρίως από τις τοιχογραφίες της Θήρας και από τα Μυκηναϊκού τύπου
ειδώλια, δηλαδή από τα έργα δύο παραστατικών τεχνών, οι οποίες μεταδόθηκαν στα
νησιά του Αιγαίου αντίστοιχα από την Κρήτη και τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Από τις
παραστάσεις των τοιχογραφιών προκύπτει εύκολα το συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι της
Θήρας ακολουθούσαν πιστά τη Μινωική μόδα, καθώς εκεί συναντούμε τα υπέρκομψα
γυναικεία ενδύματα που είναι γνωστά από τη Μινωική Κρήτη.
Τα ενδύματα αυτά αποτελούνταν από φαρδιές καμπανόσχημες φούστες -φτιαγμένες από
αλλεπάλληλες υφαντές ταινίες- και από ένα στενό περικόρμιο με εφαρμοστά μανίκια, το
οποίο άφηνε συχνά ελεύθερο το στήθος. Οι παρυφές των ενδυμάτων ήταν όπως και στα
Μινωικά διακοσμημένες με περίτεχνα υφασμένες ταινίες. Ένα στοιχείο της γυναικείας
ενδυμασίας που θεωρείται τοπικό -καθώς δε συναντάται στην ενδυμασία της Κρήτης-
είναι η χρήση λεπτότατων διάφανων ενδυμάτων, τα οποία κατά μια άποψη ήταν φτιαγμένα
από μεταξωτά υφάσματα.
Η ένδειξη αυτή ενισχύθηκε πρόσφατα από την εύρεση κουκουλιών μεταξοσκώληκα στις
ανασκαφές του Ακρωτηρίου. Τη γυναικεία ενδυμασία συνόδευαν πλούσια κοσμήματα
(περιδέραια, βραχιόλια, σκουλαρίκια) από πολύτιμα μέταλλα και πολύχρωμα πετρώματα,
τα οποία ακολουθούσαν και αυτά, όσον αφορά την τεχνοτροπία και το σχεδιασμό, τη
Μινωική μόδα. Την εντυπωσιακή εμφάνιση των γυναικών συμπλήρωναν το βάψιμο των
ματιών, του προσώπου, πιθανώς και η δερματοστιξία, στοιχεία της εμφάνισης που όμως
ίσως αφορούσαν μόνο πρόσωπα με ιερατική ιδιότητα.
Οι περισσότερες από τις παραστάσεις όπου απεικονίζονται ανθρώπινες μορφές έχουν
θρησκευτικό περιεχόμενο, γι’ αυτό τα ενδύματα που απεικονίζονται σ’ αυτές ίσως δεν
αντιπροσωπεύουν τα καθημερινά ενδύματα, αλλά τελετουργικά ιερατικά άμφια. Μια
εξαίρεση αποτελεί η λεγόμενη «μικρογραφική ζωφόρος», όπου απεικονίζονται συγχρόνως
πολλοί άνθρωποι με διαφορετικές ιδιότητες. Στην τοιχογραφία αυτή τα γυναικεία
ενδύματα παρουσιάζονται σχετικά ομοιόμορφα, ενώ τα ανδρικά διακρίνονται σε
διαφορετικούς τύπους, οι οποίοι εκφράζουν μάλλον κοινωνικές διαφορές.
Το Μινωικού τύπου περίζωμα φοριόταν συχνότερα από άνδρες που βρίσκονταν σε έντονη
κινητική δραστηριότητα. Οι άνδρες που συμμετείχαν σε τελετουργικές πράξεις φορούσαν
έναν απλό χιτώνα που δε διέφερε πολύ από το χιτώνα των βοσκών. Στα πήλινα ειδώλια Φ
και Ψ των ιερών της Αγίας Ειρήνης και της Φυλακωπής, καθώς και στα υπερμεγέθη κοίλα
ειδώλια από τα ιερά αυτά αναγνωρίζεται μια εντελώς διαφορετική ενδυματολογική
παράδοση. Τα ειδώλια αυτά φορούν τον ίδιο μακρύ χειριδωτό χιτώνα -πολλές φορές
διακοσμημένο με περίπλοκα υφαντικά σχέδια- που φορούν και οι μορφές των Μυκηναϊκών
ειδωλίων.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ

You might also like