Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, η Ηλέκτρα ανήκε στην καταραμένη
οικογένεια των Ατρειδών. Μετά το φόνο του πατέρα της από τη γυναίκα του και τον
εραστή της Αίγισθο, έμεινε στην ιστορία ως η εκδικήτρια και τιμωρός του φόνου καθώς
και η ηθική αυτουργός της μητροκτονίας που επακολούθησε. Σε ό,τι αφορά τις
λεπτομέρειες της πράξης, οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί -αλλά και οι επίγονοί τους
νεότεροι συγγραφείς- μας δίνουν διαφορετικές εκδοχές του μύθου.
Κατατακτήριες Εξετάσεις | Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘwww.hist.auth.gr ›
κατατακτήριες-εξετάσεις
... Σπουδών στην Ιστορική Έρευνα και στην Αρχαιολογία, Τέχνη και Πολιτισμό ...
φοιτητών/τριών στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Αρχαιολογία, ...
διπλωμένους βραχίονες.
Στις Κυκλάδες κατοικούνται κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, ύστερα από μικρή διακοπή
λόγω φυσικών (σεισμός) ή άλλων αιτίων, οι μεγάλοι οικισμοί της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ,
όπως η Φυλακωπή Μήλου, η Αγία Ειρήνη Κέας και το Ακρωτήρι Θήρας. Οι οικισμοί αυτοί,
με την επίδραση της πανίσχυρης μινωικής Κρήτης, γνωρίζουν οικονομική ευημερία και
εξελίσσονται σε αστικά κέντρα, που θα διατηρήσουν την ισχύ τους και κατά την
Υστεροκυκλαδική περίοδο. Εκτός από τις παράκτιες, κατοικούνται και φυσικά οχυρές
θέσεις, όπως το Βρυόκαστρο Τήνου, το Καστρί Σίφνου, το Καστρί Αμοργού και η Μικρή
Βίγλα Νάξου.
Ύστερη Χαλκοκρατία
Τα νησιά του Αιγαίου ως κατεξοχήν άγονες και απρόσιτες περιοχές στήριζαν ανέκαθεν
την οικονομία τους στη ναυτιλία και το εμπόριο. Τα λιμάνια τους ήταν σημαντικά για
τις διεθνείς ανταλλαγές, καθώς αποτελούσαν ένα αναγκαίο πέρασμα για τα πλοία. Κατά
την Ύστερη Χαλκοκρατία οι Κυκλάδες και αργότερα τα νησιά του νοτιοανατολικού
Αιγαίου απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για το διεθνές εμπόριο, καθώς βρέθηκαν στο
κέντρο της Μυκηναϊκής εξάπλωσης.
Οι συχνές επαφές με τους άλλους λαούς και ο πλούτος των υλικών αγαθών που έφθανε
στα λιμάνια έφεραν στους κατοίκους των νησιών μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια αλλά
και νέες ιδέες από τους γύρω πολιτισμούς. Με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκε το «διεθνές
πνεύμα» που διέκρινε τον πολιτισμικό αυτό χώρο από την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Η
νησιωτική κοινωνία της Ύστερης Χαλκοκρατίας έγινε καθρέπτης των πολιτισμικών
εξελίξεων στο Αιγαίο, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τα ισχυρότερα κράτη.
Έτσι, κατά τις πρώιμες περιόδους της Ύστερης Χαλκοκρατίας υπερισχύουν σε όλους τους
τομείς του πολιτισμού οι Κρητικές επιδράσεις ως αποτέλεσμα της Μινωικής
Θαλασσοκρατορίας. Η εικόνα αυτή αλλάζει κατά την περίοδο της Μυκηναϊκής εξάπλωσης
(15ος αιώνας π.Χ.). Τα Μινωικά στοιχεία εξαλείφονται σταδιακά για να δώσουν τη θέση
τους στα Μυκηναϊκά έθιμα. Ειδικότερα η υιοθέτηση των λατρευτικών εθίμων και οι
επιρροές της ηπειρωτικής Ελλάδας στα ταφικά έθιμα θεωρούνται δείκτες της Μυκηναϊκής
διείσδυσης, η οποία είχε ίσως το χαρακτήρα ενός μερικού εποικισμού.
Μια παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στην εξέλιξη των τεχνών της Υστεροκυκλαδικής
εποχής. Οι Κυκλαδίτες υιοθέτησαν αρχικά τα Μινωικά πρότυπα, εισάγοντας ταυτόχρονα
νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως οι τοιχογραφίες. Η Κυκλαδική τέχνη των
πρώτων περιόδων της Ύστερης Χαλκοκρατίας διατήρησε τον ιδιότυπο φυσιοκρατικό
χαρακτήρα της Μινωικής τέχνης. Μετά την Υστεροκυκλαδική ΙΙ περίοδο οι Μινωικές
επιρροές εξασθένησαν και υιοθετήθηκαν σταδιακά οι καλλιτεχνικές τάσεις της
Μυκηναϊκής Ελλάδας, ένα γεγονός που εκφράζεται με τη μαζική εισαγωγή Μυκηναϊκών
προϊόντων και τη ντόπια κατασκευή αντικειμένων παρόμοιας τεχνοτροπίας.
Σε όλους τους τομείς του υστεροκυκλαδικού πολιτισμού -από την πολεοδομική οργάνωση
και τις τέχνες μέχρι τη λατρεία και τα ταφικά έθιμα- γίνεται φανερό ότι τα νησιά
του Αιγαίου δεν ήταν μόνο αποδέκτες των πολιτισμικών εξελίξεων της Ύστερης
Χαλκοκρατίας, αλλά υπήρξαν σημαντικοί φορείς και κέντρα διαμόρφωσης αρχικά του
μινωικού και κατόπιν του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε
ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η
γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν
παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με
αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε Αιγαιακό νησί ανάγεται
στην Ανώτερη Παλαιολιθική (11η χιλιετία π.Χ.) και συνδέεται με την εξόρυξη του
οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων.
Ίχνη μονιμότερης εγκατάστασης εντοπίζονται από τη Μεσολιθική εποχή (9000 – 6800
π.X.) στο σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα βόρειων Σποράδων και στο Μαρουλά Κύθνου. H
συστηματική κατοίκηση των νησιών σημειώνεται κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (6500 –
5800 π.Χ) στα Δωδεκάνησα, στα περισσότερα όμως νησιά πραγματοποιείται κατά τη
Νεότερη (4800 – 4500 π.Χ.) ή την Τελική Νεολιθική (4500 – 3200 π.Χ.).
Ώθηση στον αποικισμό των νησιών έδωσαν η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η αναζήτηση
ανθεκτικών πρώτων υλών, όπως του οψιανού και των μετάλλων, η χρήση των οποίων
σημάδεψε την οικονομία των αγροτικών κοινοτήτων του νεολιθικού Αιγαίου. Kατά την
Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των
μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί
με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με
εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι
οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο.
Στις Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι
οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί.
Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι – Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους,
παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή. Aρκετοί απ’
αυτούς είναι οχυρωμένοι, γεγονός που συνδέεται με πιθανές πληθυσμιακές μετακινήσεις
από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις Κυκλάδες.
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών,
μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή
δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη
Μεσοκυκλαδική και την Υστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες,
πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη
στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο
Αιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.
Ορθογωνισμένοι λίθοι χρησιμοποιούνται στις γωνιές των σπιτιών από την Πρώιμη κιόλας
Χαλκοκρατία, ενώ κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, στις προσόψεις κτηρίων στο Ακρωτήρι
Θήρας, των λεγόμενων Ξεστών, κυριαρχούν μεγάλοι λαξευμένοι δόμοι, ακολουθώντας
Μινωικά αρχιτεκτονικά πρότυπα. Tέλος, στην κατασκευή των οχυρώσεων της
Υστεροκυκλαδικής περιόδου (Αγία Eιρήνη, Άγιος Ανδρέας Σίφνου, Φυλακωπή Mήλου)
εφαρμόζεται η γνωστή από τις Μυκηναϊκές ακροπόλεις κυκλώπεια τεχνική, η οποία
συνίσταται στη χρήση ογκολίθων.
O πηλός και το ξύλο χρησιμοποιούνται, λόγω της περιορισμένης τους παρουσίας στα
νησιά (Λήμνος, Κυκλάδες) κυρίως στην κατασκευή της στέγης και λιγότερο στην ανωδομή
των τοίχων (πλίνθοι, δοκάρια τοίχων, κάσες θυρών και παραθύρων). Για τη στέγαση των
σπιτιών χρησιμοποιούνται σε διαδοχική διάταξη κορμοί δένδρων, καλάμια, άχυρα ή
φύκια (μόνωση) και μάζες πηλού.
Tα δάπεδα των σπιτιών στρώνονται με πηλό ή βοτσαλάκια, ενώ με μεγαλύτερες πέτρες
και πλάκες στρώνονται τα ανοιχτά ή κλειστά δωμάτια που προτάσσονται στον κεντρικό
χώρο του σπιτιού, καθώς επίσης και οι ανοιχτοί κοινόχρηστοι χώροι (αυλές). Στην
εσωτερική διαμόρφωση των χώρων συντελούν εστίες, φούρνοι, λιθόκτιστα θρανία,
αποθηκευτικές κατασκευές (βόθροι, λίθινες ή πήλινες θήκες σε γωνίες δωματίων) και
διαχωριστικά παραπετάσματα από λίθο, πηλό ή καλάμια, ορίζοντας τις διάφορες
λειτουργικές ζώνες του κάθε νοικοκυριού (προετοιμασία τροφής, μαγείρεμα, ύπνος,
αποθήκευση κ.λπ.).
Η Κατοίκηση στην Πρώιμη Χαλκοκρατία
H θέση των οικισμών στο Αιγαίο καθορίζεται από το μέγεθος, τη γεωμορφολογία και την
ακτογραμμή των νησιών, από το κλίμα (ένταση ανέμων) και τις διαθέσιμες
πλουτοπαραγωγικές πηγές. Καθοριστικό όμως ρόλο στη ζωή και την οικονομία των
νησιωτών του Προϊστορικού Αιγαίου έπαιξε η θάλασσα, που ώθησε στην ανάπτυξη της
ναυτιλίας και του θαλάσσιου εμπορίου.
Στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου αναπτύσσονται από το 3000 –
2300 / 2200 π.Χ. πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα, οι
οποίοι βρίσκονται σε πεδινές (Θερμή Λέσβου, Μικρό Βουνί Σαμοθράκης) ή βραχώδεις
χερσονήσους (Πολιόχνη Λήμνου, Παλαμάρι Σκύρου), αποτελούν ασφαλή αγκυροβόλια και
εκμεταλλεύονται τις παράκτιες, εύφορες πεδιάδες. Oι οικισμοί αυτοί έχουν σήμερα τη
μορφή λόφου (τούμπας), ύψους 4 – 15 μέτρων, που δημιουργήθηκε από τις αλλεπάλληλες
αρχιτεκτονικές φάσεις.
Η έκτασή τους κυμαίνεται από 10 έως 16 στρέμματα (1 στρέμμα = 1000 τετραγωνικά
μέτρα) και ο πληθυσμός τους από 300 έως 1500 άτομα. Εκτός από τους πλούσιους
παράκτιους οικισμούς, στην εύφορη ενδοχώρα των νησιών (π.χ. Λήμνος) σημειώνονται
και μικρότερες εγκαταστάσεις, όπως συνοικισμοί λίγων οικογενειών αλλά και
μεμονωμένες αγροικίες. Από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. κάποιοι από τους
σημαντικότερους νησιωτικούς οικισμούς εγκαταλείπονται λόγω του οικονομικού
ανταγωνισμού στην περιοχή (Θερμή) ή λόγω φυσικών καταστροφών (σεισμός στην
Πολιόχνη).
Oι κάτοικοί τους μεταναστεύουν σε άλλες περιοχές των νησιών ή σε άλλα, ακόμη και
απομακρυσμένα νησιά (Κυκλάδες). Στα τέλη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας απομένουν λίγοι
εύρωστοι οικισμοί στο βόρειο Αιγαίο (Κουκονήσι Λήμνου, Μικρό Βουνί Σαμοθράκης), οι
οποίοι θα γνωρίσουν ιδιαίτερη οικονομική ακμή κατά τη Μέση Χαλκοκρατία. Στις
Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί οικισμοί, κυρίως σε
χαμηλές τοποθεσίες της παράκτιας ζώνης, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών
(Νάξος) υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί.
Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι – Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους,
παραθαλάσσιους λόφους (Καστρί Σύρου, Πάνορμος Νάξου) ή σε ψηλές θέσεις,
απομακρυσμένες από την ακτή (σπήλαιο Zα Νάξου, Κύνθος Δήλου). Αρκετοί απ’ αυτούς
είναι οχυρωμένοι (π.χ. Καστρί, Πάνορμος), στοιχείο που συνδέεται με πιθανές,
ευρύτερες πληθυσμιακές μετακινήσεις από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις
Κυκλάδες. Άλλοι πάλι, που ακμάζουν από τις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (πολιτισμός
Κέρου – Σύρου), όπως η Αγία Ειρήνη Κέας, το Ακρωτήρι Θήρας ή ο Σκάρκος Ίου,
πιθανότατα παραμένουν ανοχύρωτοι.
Η έκταση των Πρωτοκυκλαδικών οικισμών κυμαίνεται από 2 έως 11 στρέμματα, ενώ, με
βάση τα νεκροταφεία που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από αυτούς, ο ελάχιστος
αριθμός των κατοίκων μιας κοινότητας υπολογίζεται στους 50. Στα τέλη της
Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών,
διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο
μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς (Φυλακωπή I Mήλου, Παροικιά
Πάρου), οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και Υστεροκυκλαδική εποχή θα εξελιχθούν σε
σημαντικά πρωτοαστικά κέντρα.
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από επιφανειακές επισκοπήσεις και από ανασκαφές οικισμών
και νεκροταφείων αποτελούν πολύτιμες και μοναδικές πηγές στην προσπάθεια
αποκρυπτογράφησης της οικονομικής οργάνωσης και της κοινωνικής σύνθεσης των
νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού. Κατά την Πρώιμη
Χαλκοκρατία αναπτύσσονται στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου
ένας ή περισσότεροι μεγάλοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα και πληθυσμό 300 –
1500 ατόμων. Αντίθετα, στις Κυκλάδες υπάρχουν πολλοί μικροί οικισμοί λίγων
οικογενειών, με ελάχιστο πληθυσμό 50 ατόμων.
Από τη Μέση Χαλκοκρατία σημειώνεται, κυρίως στις Κυκλάδες, συγκέντρωση του
διεσπαρμένου πληθυσμού σε έναν ή δύο σε κάθε νησί μεγαλύτερους και καλύτερα
οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία εξελίσσονται σε
πολυάνθρωπα αστικά κέντρα. Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200
π.Χ.) σημειώνονται μεταναστεύσεις πληθυσμών από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά
του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου, που επιφέρουν, με την αύξηση του πληθυσμού
και την ίδρυση νέων οικισμών, αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα.
Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις
προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική
εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου και τον τρόπο
κατανομής του στην κάθε κοινότητα, καθώς και με την ένταση των εξωτερικών
πολιτιστικών επιδράσεων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Σαφείς ενδείξεις
κοινωνικής διαστρωμάτωσης καταγράφονται ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, κατά την
οποία διακρίνεται μια πολιτική-διοικητική αρχή και η εύπορη τάξη των εξειδικευμένων
τεχνιτών και των εμπόρων.
Από τη Μέση Χαλκοκρατία διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική – οικονομική δύναμη, οι
ναυτικοί, που συμμετέχουν στο διαμετακομιστικό εμπόριο αρχικά με τους Μινωίτες, και
κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία με τους Μυκηναίους εμπόρους. Σεβασμό στην αξία της
ανθρώπινης ζωής, πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου, ακόμη και φόβο προς
τους νεκρούς αντανακλούν τα ταφικά έθιμα της εποχής.
Οργανωμένα νεκροταφεία κιβωτιόσχημων, κατά την Πρώιμη και τη Μέση, και λαξευτών
θαλαμοειδών τάφων κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, ταφικές τελετουργίες, καθώς και
ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την κοινωνική θέση του θανόντος κτερίσματα,
εκφράζουν τον ψυχισμό και τη σημειολογία των ελεύθερων, δυναμικών και ευέλικτων
νησιωτών του Αιγαίου.
Κοινωνική Διαστρωμάτωση
Στοιχεία ενδεικτικά για τη σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων της εποχής του Χαλκού
αντλούνται τόσο από την οικιστική και ταφική αρχιτεκτονική, όσο και από τα κινητά
ευρήματα και, ιδιαίτερα από τον τρόπο που αυτά κατανέμονται στους οικισμούς και τα
νεκροταφεία. Στα πρωτοαστικά κέντρα του βόρειου Αιγαίου είναι εμφανής από την
Πρώιμη Χαλκοκρατία η ύπαρξη μιας πολιτικής – διοικητικής εξουσίας, που συντονίζει
τα κοινοτικά έργα (οχυρώσεις, κοινοτικές αποθήκες, «Βουλευτήριο») και φροντίζει την
τήρηση των άγραφων νόμων για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας, καθώς και μιας
εύπορης τάξης εμπόρων – τεχνιτών (μεταλλουργών).
Οι σφραγίδες, δηλωτικές του ελέγχου διακίνησης αγαθών, τα σπάνια εισαγμένα
τεχνουργήματα από το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία, τα πολύτιμα για την εποχή
μπρούντζινα εργαλεία ή όπλα (Θερμή, Πολιόχνη) και τα σπάνιας τέχνης κοσμήματα
(Πολιόχνη) αποτελούν «αγαθά κύρους» ή αντικείμενα «κοινωνικού γοήτρου» και
πιστοποιούν την οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα των κατόχων τους. Η ύπαρξη
φτωχών και πλούσιων στις Κυκλάδες διαφαίνεται από την ποιότητα των κτερισμάτων
στους Πρωτοκυκλαδικούς τάφους.
Τάφοι με διαδήματα, περιδέραια, βραχιόλια και αγγεία (φιάλη, κουταλάκι) από ασήμι
και άλλα υλικά συνυπάρχουν σε νεκροταφεία με τάφους που συνοδεύονται π.χ. από ένα
μόνο μαρμάρινο ειδώλιο. Ανομοιόμορφη κατανομή πλούτου και κατ’ επέκταση και
κοινωνική πολυμορφία χαρακτηρίζει και τα πρωτοαστικά κέντρα της Μέσης Χαλκοκρατίας,
όπως φαίνεται από τις σφραγίδες και τα τεχνουργήματα μινωικής, Νοτιοελλαδικής και
μικρασιατικής προέλευσης από το Μικρό Βουνί Σαμοθράκης, το Κουκονήσι Λήμνου, την
Αγία Ειρήνη Κέας, τη Φυλακωπή Μήλου και το Ακρωτήρι Θήρας.
Στην πόλη του Ακρωτηριού αποκαλύπτονται κάτω από την ηφαιστειακή λάβα στοιχεία της
κοσμοπολίτικης κοινωνίας της Υστεροκυκλαδικής Ι: τα πλούσια σπίτια των εμπόρων
-μνημεία της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής- οι χώροι λατρείας (δεξαμενή
καθαρμών), και ο τοιχογραφικός τους διάκοσμος στον οποίο απεικονίζονται τύποι της
Υστεροκυκλαδικής κοινωνίας στο φυσικό τους περιβάλλον, σε καθημερινές και αθλητικές
ασχολίες, σε θρησκευτικές τελετουργίες και σε ειρηνικές ή πολεμικές επιχειρήσεις
(Μικρογραφική τοιχογραφία).
Από την Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο σημειώνονται διαφοροποιήσεις στην οργανωτική-
διοικητική εξουσία, αλλά και στην άσκηση της λατρείας και των ταφικών εθίμων, που
παραπέμπουν στο κοινωνικοπολιτικό σχήμα της Μυκηναϊκής Ελλάδας, με το οποίο
έρχονται σε επαφή τα νησιά κατά την περίοδο αυτή. Τα μέγαρα και τα ιερά της Αγίας
Ειρήνης και της Φυλακωπής, τα λατρευτικά ειδώλια, οι πλούσια κτερισμένοι λαξευτοί
τάφοι ντόπιων ή Μυκηναίων ηγεμόνων στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα αποκαλύπτουν τη
σύνθεση των κοινοτήτων της Ύστερης Χαλκοκρατίας.
Ταφικά Έθιμα
Τα ταφικά έθιμα της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο διαφέρουν κατά περιοχές και
χρονικές περιόδους και παρέχουν σημαντικότατα στοιχεία για τη δημογραφία, την
κοινωνική σύνθεση και τις πεποιθήσεις των Προϊστορικών νησιωτών για τη μεταθανάτια
ζωή. Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία στις Κυκλάδες χρησιμοποιούνται νεκροταφεία με
μικρούς κιβωτιόσχημους και θαλαμοειδείς τάφους, οργανωμένους σε συστάδες που
δέχονται ενταφιασμούς διαφορετικών οικογενειών. Η θέση των τάφων δηλώνεται με
λιθόκτιστο σήμα (εξέδρα), ενώ σε κάποια νεκροταφεία (Άγιοι Ανάργυροι Νάξου)
υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεση νεκρικών τελετουργιών.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε συνεσταλμένη στάση μαζί με τα σημαντικότερα προσωπικά
τους αντικείμενα (κοσμήματα, ειδώλια, όπλα κ.ά.), που τους συντροφεύουν στη
μεταθανάτια ζωή. Στα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου σημειώνονται
μεμονωμένες ταφές βρεφών και παιδιών μέσα στα όρια του οικισμού, σε αγγεία ή σε
απλούς λάκκους, που σκάβονται για το σκοπό αυτό κάτω από τα δάπεδα των σπιτιών
(Πολιόχνη, Θερμή, Ηραίο).
Οι ταφές ενηλίκων πραγματοποιούνταν προφανώς έξω από τα όρια του οικισμού, σε
νεκροταφεία που δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, και περιλάμβαναν ταφές πιθανότατα μέσα
σε απλούς λάκκους ή σε πιθάρια. Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία στις Κυκλάδες συνεχίζεται
η χρήση νεκροταφείων έξω από τα όρια των μεγάλων οικιστικών κέντρων. Συνηθίζονται
οι απλοί ή κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι θαλαμοειδείς και οι πιθοταφές. Η σήμανση
των τάφων με λιθόκτιστες εξέδρες επιβιώνει και κατά την περίοδο αυτή.
Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση κιβωτιόσχημου τάφου και τελετουργικής εξέδρας μέσα σε
οίκημα της Αγίας Ειρήνης Κέας. Τα ταφικά ευρήματα από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου
είναι πενιχρά. Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, περίοδο βαθμιαίας εξάπλωσης της
Μυκηναϊκής δύναμης στα νησιά του Αιγαίου, υιοθετούνται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό
έθιμα ταφής γνωστά από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Ο τύπος του κιβωτιόσχημου τάφου εκπνέει
κατά την Υστεροκυκλαδική Ι (Αϊλάς Νάξου) και στα νεκροταφεία (Απλώματα, Καμίνι και
Γρόττα Νάξου) κυριαρχούν οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι.
Συγχρόνως, σημειώνονται μεμονωμένα δείγματα λακκοειδών (Φυλακωπή) και από την
Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ Β και θολωτών τάφων (Αγία Θέκλα Τήνου). Ανακομιδές νεκρών και
πλούσια κτερισμένες ταφές με βαρύτιμα κοσμήματα, όπλα, μυκηναϊκά ειδώλια και αγγεία
συμπληρώνουν την εικόνα των ταφικών εθίμων της εκπνέουσας εποχής του Χαλκού.
Ταφικά Έθιμα Πρωτοκυκλαδικής περιόδου
Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) οργανώνονται σε μικρή απόσταση
από τους οικισμούς νεκροταφεία, τα οποία περιλαμβάνουν συστάδες τάφων, ο συνολικός
αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει τους 15 με 20. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ξεπερνούν
τους 50 ή τους 100, ενώ στη Χαλανδριανή Σύρου φτάνουν τους 600. Παρά το γεγονός ότι
τα περισσότερα γνωστά νεκροταφεία βρέθηκαν συλημένα από αρχαιοκάπηλους, αποτελούν
τις σημαντικότερες πηγές γνώσης του Κυκλαδικού πολιτισμού.
Τα νεκροταφεία περιλαμβάνουν κιβωτιόσχημους τάφους με τραπεζιόσχημη κάτοψη και
θαλαμοειδείς με κυκλική ή ορθογώνια κάτοψη και οροφή ελαφρά επικλινή ή θολωτή. Οι
κιβωτιόσχημοι τάφοι έχουν μήκος 0,8-1,2, πλάτος 0,3-0,5 και βάθος 0,3-0,6 μέτρα.
Επενδύονται πλευρικά με μεγάλες λίθινες πλάκες ή μικρές πέτρες και σκεπάζονται με
μια ή περισσότερες πλάκες. Είναι κατά κανόνα μονόχωροι και φιλοξενούν ένα νεκρό,
ενώ σπανιότερα είναι διώροφοι ή τριώροφοι, προκειμένου να δεχθούν περισσότερους
νεκρούς της ίδιας οικογένειας.
Στις περιπτώσεις αυτές τα κατώτερα μέρη αποτελούν οστεοφυλάκια, στα οποία
φυλάσσονται κυρίως τα κρανία και τα μακρά οστά των προγόνων. Ενδιαφέρουσα παραλλαγή
των κιβωτιόσχημων τάφων αποτελούν εκείνοι με την κτιστή στέγη, κατά το εκφορικό
σύστημα, οι οποίοι μάλιστα διαθέτουν και δρόμο μήκους 0,5 – 1,0 μέτρου που οδηγεί
στην είσοδό τους. Η θέση των τάφων επισημαίνεται σε μερικά νεκροταφεία με
λιθόκτιστες εξέδρες (π.χ. Λάκκουδες Νάξου), ενώ άλλοι οριοθετούνται με πέτρες και
λευκά βότσαλα (Άγιοι Ανάργυροι Νάξου).
Στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων υπήρχε μεγάλη, λιθόκτιστη εξέδρα, στην οποία,
σύμφωνα με τα καπελόσχημα αγγεία που βρέθηκαν, διεξάγονταν ταφικές τελετουργίες.
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου σημειώνεται ενταφιασμός βρεφών και παιδιών
εντός των οικισμών, μέσα σε πήλινα αγγεία (εγχυτρισμός). Οι νεκροί τοποθετούνται
απ’ ευθείας στο δάπεδο ή σε στρώση από χαλίκια, σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση. Για
την επίτευξη της στάσης αυτής, που «παγίδευε» το νεκρό μέσα στο μικρό τάφο,
χρησιμοποιούνταν πιθανότατα σχοινιά ή ταινίες. Οι νεκροί θα πρέπει να ενταφιάζονταν
με τα ενδύματά τους ή να τυλίγονταν σε ύφασμα.
Κάτω από το κεφάλι τους τοποθετείται συχνά μια πλάκα, ως προσκέφαλο, ενώ σε κάποιες
περιπτώσεις η σωρός σκεπάζεται με πέτρες. Στους νεκρούς προσφέρονται κτερίσματα,
ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και την κοινωνική τους θέση. Πρόκειται για προσωπικά
αντικείμενα, όπως κεραμικά ή μαρμάρινα αγγεία (πυξίδες, φιάλες, πινάκια), μαρμάρινα
ειδώλια -σύντροφοι στη μεταθανάτια ζωή- χρωματοθήκες, χρωστικές ύλες, λεπίδες
οψιανού (ξυράφια), τριχολαβίδες, λίθινα, οστέινα ή μετάλλινα κοσμήματα (περιδέραια,
βραχιόλια, διαδήματα, περόνες) και μπρούντζινα εργαλεία και όπλα.
Ενδυμασία – Καλλωπισμός
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ενδυμασία των κατοίκων του Αιγαίου πριν από
την Ύστερη Χαλκοκρατία είναι ελάχιστες. Τα Κυκλαδικά ειδώλια της Πρώιμης
Χαλκοκρατίας εικονίζονται γυμνά, ενώ το χρώμα που διασώζεται σε μερικά από αυτά
μπορεί να ερμηνευθεί ως βάψιμο του δέρματος ή δερματοστιξίες. Τις μόνες σχετικές
ενδείξεις παρέχει ένα σύνολο ειδωλίων από τη Θερμή της Λέσβου, όπου δηλώνονται
ορισμένες λεπτομέρειες ενδυμάτων. Η απόδοση όμως και αυτών είναι αρκετά αφαιρετική,
ώστε να μπορούμε να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα των ενδυμάτων.
Από την Υστεροκυκλαδική περίοδο αντίθετα προέρχεται ένα πλήθος σχετικών πληροφοριών
που αντλούνται κυρίως από τις τοιχογραφίες της Θήρας και από τα Μυκηναϊκού τύπου
ειδώλια, δηλαδή από τα έργα δύο παραστατικών τεχνών, οι οποίες μεταδόθηκαν στα
νησιά του Αιγαίου αντίστοιχα από την Κρήτη και τη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Από τις
παραστάσεις των τοιχογραφιών προκύπτει εύκολα το συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι της
Θήρας ακολουθούσαν πιστά τη Μινωική μόδα, καθώς εκεί συναντούμε τα υπέρκομψα
γυναικεία ενδύματα που είναι γνωστά από τη Μινωική Κρήτη.
Τα ενδύματα αυτά αποτελούνταν από φαρδιές καμπανόσχημες φούστες -φτιαγμένες από
αλλεπάλληλες υφαντές ταινίες- και από ένα στενό περικόρμιο με εφαρμοστά μανίκια, το
οποίο άφηνε συχνά ελεύθερο το στήθος. Οι παρυφές των ενδυμάτων ήταν όπως και στα
Μινωικά διακοσμημένες με περίτεχνα υφασμένες ταινίες. Ένα στοιχείο της γυναικείας
ενδυμασίας που θεωρείται τοπικό -καθώς δε συναντάται στην ενδυμασία της Κρήτης-
είναι η χρήση λεπτότατων διάφανων ενδυμάτων, τα οποία κατά μια άποψη ήταν φτιαγμένα
από μεταξωτά υφάσματα.
Η ένδειξη αυτή ενισχύθηκε πρόσφατα από την εύρεση κουκουλιών μεταξοσκώληκα στις
ανασκαφές του Ακρωτηρίου. Τη γυναικεία ενδυμασία συνόδευαν πλούσια κοσμήματα
(περιδέραια, βραχιόλια, σκουλαρίκια) από πολύτιμα μέταλλα και πολύχρωμα πετρώματα,
τα οποία ακολουθούσαν και αυτά, όσον αφορά την τεχνοτροπία και το σχεδιασμό, τη
Μινωική μόδα. Την εντυπωσιακή εμφάνιση των γυναικών συμπλήρωναν το βάψιμο των
ματιών, του προσώπου, πιθανώς και η δερματοστιξία, στοιχεία της εμφάνισης που όμως
ίσως αφορούσαν μόνο πρόσωπα με ιερατική ιδιότητα.
Οι περισσότερες από τις παραστάσεις όπου απεικονίζονται ανθρώπινες μορφές έχουν
θρησκευτικό περιεχόμενο, γι’ αυτό τα ενδύματα που απεικονίζονται σ’ αυτές ίσως δεν
αντιπροσωπεύουν τα καθημερινά ενδύματα, αλλά τελετουργικά ιερατικά άμφια. Μια
εξαίρεση αποτελεί η λεγόμενη «μικρογραφική ζωφόρος», όπου απεικονίζονται συγχρόνως
πολλοί άνθρωποι με διαφορετικές ιδιότητες. Στην τοιχογραφία αυτή τα γυναικεία
ενδύματα παρουσιάζονται σχετικά ομοιόμορφα, ενώ τα ανδρικά διακρίνονται σε
διαφορετικούς τύπους, οι οποίοι εκφράζουν μάλλον κοινωνικές διαφορές.
Το Μινωικού τύπου περίζωμα φοριόταν συχνότερα από άνδρες που βρίσκονταν σε έντονη
κινητική δραστηριότητα. Οι άνδρες που συμμετείχαν σε τελετουργικές πράξεις φορούσαν
έναν απλό χιτώνα που δε διέφερε πολύ από το χιτώνα των βοσκών. Στα πήλινα ειδώλια Φ
και Ψ των ιερών της Αγίας Ειρήνης και της Φυλακωπής, καθώς και στα υπερμεγέθη κοίλα
ειδώλια από τα ιερά αυτά αναγνωρίζεται μια εντελώς διαφορετική ενδυματολογική
παράδοση. Τα ειδώλια αυτά φορούν τον ίδιο μακρύ χειριδωτό χιτώνα -πολλές φορές
διακοσμημένο με περίπλοκα υφαντικά σχέδια- που φορούν και οι μορφές των Μυκηναϊκών
ειδωλίων.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ