Professional Documents
Culture Documents
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, Κ. ΠΑΛΑΜΑ
Α΄
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα
του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους,
αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι
αγκομαχώντας. Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω
κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της
με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της
δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
[…]
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
[…]
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Η γέννηση
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου’ δειξε
πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες, μου λέει – γεννήθηκε η
ευσπλαχνία.» Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και
αιώνες και δε θα’ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Το αστέρι της Βηθλεέμ, ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Θαυμαστά καί παράδοξα πράγματα! Στήν ᾿Ιουδαία -ὅπου προϋπῆρχαν οἱ
προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- τό μήνυμα
γιά τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τό ἔφεραν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ μάγοι ἐξ
᾿Ανατολῶν! ῎Εκαναν μακρινό ταξίδι γιά νά τόν δοῦν καί νά τόν
προσκυνήσουν καί περιπλανόμενοι ρωτοῦν· «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς
τῶν ᾿Ιουδαίων;».
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κρύφτηκε καί τό ἀστέρι, ὥστε χάνοντας τόν ὁδηγό τους
οἱ μάγοι νά ἀναγκαστοῦν νά ρωτήσουν τούς ᾿Ιουδαίους καί μ᾿ αὐτόν τόν
τρόπο νά τούς κινήσουν κι ἐκείνους σέ ἀναζήτηση τοῦ νεογέννητου
Μεσσία.
Ξέρουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους δέν εἶναι
δυνατόν ἕνα ἀστέρι νά προσδιορίσει οὔτε τόν τόπο μιᾶς ὁλόκληρης πόλης·
πόσο μᾶλλον ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο μέσα σ᾿ αὐτή. Αὐτό ὅμως τό ἄστρο τοῦ
νεογέννητου βασιλιᾶ ἔδειξε τόν μικρό τόπο τῆς φάτνης κι ἀφοῦ μέ
ἀσφάλεια ὁδήγησε τούς μάγους κοντά του, ἀπομακρύνθηκε· κι αὐτό δέν
εἶναι γνώρισμα κοινοῦ ἀστεριοῦ.
Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο.
Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας
φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια
κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να
σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και
το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών,
εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη
νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ
εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι
αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά,
παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις
καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω
στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου,
πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα
άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης
που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.
Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε
ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω,
αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο,
και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω
στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και
κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά,
στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν.
Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη
κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι.
Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη
και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα,
δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι
του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το
δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο
δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους—
αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες
κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή
η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο
μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι
χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι
και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το
καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί
δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το
σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα
μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά
φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον
πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια.
Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων
στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις
κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν
ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο
άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα
κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη
τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του
τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι
ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν
είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες!
Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες.
Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι
του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια
καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε
ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε,
πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου,
άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα
πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε
απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και
τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια
ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος,
τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία
να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες»,
σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του,
εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του
τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι
εδώ πέρα!»
Θα επιλέξετε μία από τις παραπάνω εργασίες. Το όριο των λέξεων είναι
200 λέξεις. Το ζητούμενο είναι να απολαύσετε και την ανάγνωση του
υλικού που σας δίνεται παραπάνω (αξίζει να το μελετήσετε, μπορεί να
σας δώσει ιδέες!) αλλά και την συγγραφή του δικού σας έργου.
Αν δε σας αρέσει καμία από τις παραπάνω εργασίες, έχετε κι άλλη
επιλογή: να γράψετε το δικό σας αποκλειστικά χριστουγεννιάτικο
αφήγημα! Με τους δικούς σας ήρωες και τη δική σας πλοκή, αφήστε
την φαντασία σας και τον ψυχικό κόσμο σας να συνθέσει ένα πολύ
όμορφο και συγκινητικό κείμενο. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν
υπάρχει περιορισμός λέξεων. Μπορείτε να το στολίσετε και με
ζωγραφιά ή σκίτσα. Μπορείτε ακόμη και ποίημα να γράψετε. Αρκεί η
φαντασία σας και η προθυμία σας…
Τις εργασίες σας θα τις γράψετε στο τετράδιο, ώστε να τις ακούσω με
προσοχή όταν θα ξανασυναντηθούμε διαδικτυακά ή να τις διαβάσω,
όταν θα πάμε στο σχολείο. Αν όμως, κάποιοι τις ετοιμάσετε νωρίς και
θέλετε να τις διαβάσω προσωπικά, μπορείτε να μου τις στείλετε στο
μέιλ από το οποίο σας έστειλα όλο το αρχείο.