You are on page 1of 10

19ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΜΙΚΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΖΩΝ…

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, Κ. ΠΑΛΑΜΑ
Α΄
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο,
κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα
του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;

Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…


Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν.
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι,
οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει!
Γ΄
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο,
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο…
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

(από τον ιστότοπο greek-language.gr)


ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ, Κ. ΠΑΛΑΜΑ

Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!


και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι…
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1927)

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους,
αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι
αγκομαχώντας. Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω
κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της
με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της
δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
[…]
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
[…]
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Η ΦΑΤΝΗ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ (1961)

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.


Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.
Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.
Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.
Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.
(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).
Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.
Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.
Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.
Τι τώρα, τι πάντα.
Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.
Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.
Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.
(από τον ιστότοπο dictyo.gr)

Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος , Ο. ΕΛΥΤΗΣ


Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί


Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί


κανείς να μην του φτάνει εκεί

Ο αδελφός Ιησούς, Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ (απόσπασμα)

Η γέννηση
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου’ δειξε
πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες, μου λέει – γεννήθηκε η
ευσπλαχνία.» Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και
αιώνες και δε θα’ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Το αστέρι της Βηθλεέμ, ΙΩΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Θαυμαστά καί παράδοξα πράγματα! Στήν ᾿Ιουδαία -ὅπου προϋπῆρχαν οἱ
προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- τό μήνυμα
γιά τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τό ἔφεραν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ μάγοι ἐξ
᾿Ανατολῶν! ῎Εκαναν μακρινό ταξίδι γιά νά τόν δοῦν καί νά τόν
προσκυνήσουν καί περιπλανόμενοι ρωτοῦν· «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς
τῶν ᾿Ιουδαίων;».

Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κρύφτηκε καί τό ἀστέρι, ὥστε χάνοντας τόν ὁδηγό τους
οἱ μάγοι νά ἀναγκαστοῦν νά ρωτήσουν τούς ᾿Ιουδαίους καί μ᾿ αὐτόν τόν
τρόπο νά τούς κινήσουν κι ἐκείνους σέ ἀναζήτηση τοῦ νεογέννητου
Μεσσία.

Τό ὅτι γεννήθηκε πρόσωπο ὑψηλό καί ἐπίσημο τό ἤξεραν καλά κι ἦταν


σίγουροι, διότι τούς τό μήνυσε τ᾿ ἀστέρι. ῾Ο Θεός δέν τούς ἔστειλε
προφήτη, διότι δέν θά τόν παραδέχονταν· οὔτε μέ τίς Γραφές μποροῦσε
νά τούς μιλήσει, διότι δέν τίς γνώριζαν. Τούς ἔστειλε, λοιπόν, ἕνα σημάδι
γνώριμο καί προσιτό σ᾿ αὐτούς.
Τό ἀστέρι τῶν μάγων δέν ἦταν ἀπ᾿ αὐτά πού βλέπουμε στό στερέωμα τοῦ
οὐρανοῦ τίς νυχτερινές ὧρες. ῏Ηταν κάποια λογική κι ἀόρατη δύναμη,
ἕνας ἄγγελος, πού πῆρε τό σχῆμα τοῦ ἄστρου.Πῶς εἴμαστε σίγουροι γι᾿
αὐτό; Μᾶς τό ἀποδεικνύει ἡ πορεία του· Δέν πηγαίνει ἀπ᾿ τήν ἀνατολή στή
δύση ἀλλά ἀπό βορρᾶ πρός νότο, ἐφόσον ἡ Παλαιστίνη βρίσκεται στά
νότια τῆς Περσίας. Διακρίνεται ἐπίσης κατά τήν ἡμέρα, πράγμα ἀφύσικο
γιά ἀστέρι. Χάνεται στήν περιοχή τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ξαναεμφανίζεται
ὅταν βγαίνουν οἱ μάγοι ἀπ᾿ αὐτή. ᾿Ακόμη κι ὅταν τούς ὁδήγησε στή
φάτνη, δέν φαίνεται σ᾿ αὐτούς ἀπ᾿ τόν οὐρανό, ἀλλά σταματάει ἐκεῖ
ἀκριβῶς ὅπου ἦταν τό παιδί, πάνω ἀπ᾿ τό κεφάλι του. ῎Αν ἦταν ἁπλῶς ἕνα
ἀστέρι, δέν θά μποροῦσε νά δείξει ἕναν τόσο περιορισμένο χῶρο.

Ξέρουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους δέν εἶναι
δυνατόν ἕνα ἀστέρι νά προσδιορίσει οὔτε τόν τόπο μιᾶς ὁλόκληρης πόλης·
πόσο μᾶλλον ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο μέσα σ᾿ αὐτή. Αὐτό ὅμως τό ἄστρο τοῦ
νεογέννητου βασιλιᾶ ἔδειξε τόν μικρό τόπο τῆς φάτνης κι ἀφοῦ μέ
ἀσφάλεια ὁδήγησε τούς μάγους κοντά του, ἀπομακρύνθηκε· κι αὐτό δέν
εἶναι γνώρισμα κοινοῦ ἀστεριοῦ.

᾿Ιω. Χρυσοστόμου, ῾Ομιλία στό ναό τοῦ ἀπ. Παύλου 5· ΡG 63,507-508

Από τον ιστότοπο opaidagogos.blogspot.com


Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα, Φ.ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ (θεωρήστε το παράλληλο κείμενο
για το απόσπασμα από το βιβλίο της Λογοτεχνίας μας «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν»,
της Έλλης Αλεξίου)

Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο.
Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας
φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια
κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να
σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και
το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών,
εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη
νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ
εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι
αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά,
παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις
καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω
στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου,
πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα
άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης
που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.
Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε
ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω,
αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο,
και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω
στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και
κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά,
στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν.
Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη
κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι.
Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη
και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα,
δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι
του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το
δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο
δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους—
αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες
κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή
η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο
μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι
χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι
και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το
καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί
δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το
σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα
μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά
φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον
πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια.
Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων
στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις
κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν
ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο
άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα
κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη
τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του
τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι
ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν
είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες!
Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες.
Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι
του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια
καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε
ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε,
πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου,
άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα
πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε
απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και
τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια
ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος,
τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία
να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες»,
σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του,
εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του
τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι
εδώ πέρα!»

Από τον ιστότοπο momyof6.wordpress.com


Από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον (2, 1-20)
"Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος
Αυγούστου απογράφεσθαι. πάσαν την οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη
εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου. Και επορεύοντο πάντες
απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν. Ανέβη δε και Ιωσήφ από
Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυίδ, ήτις καλείται
Βηθλεέμ, δια το είναι αυτόν εξ οίκου και. πατριάς Δαυίδ, απογράψασθαι συν
Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί, ούση εγκύω. Εγένετο δε εν τω είναι
αυτούς εκεί επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν, και έτεκε τον υιόν
αυτής τον πρωτότοκον και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη
φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι.
Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες
φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη
αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν.
Και είπεν αυτοίς ο άγγελος' μη φοβείσθε' ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαρά
μεγάλην, ήτις έσται. παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί
Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ. Και τούτο υμίν το σημείον' ευρήσετε βρέφος
εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη. Και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω
πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον θεόν και λεγόντων δόξα εν ύψιστοις
θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.
Στους ιστότοπους iep.edu.gr, freebooks4greeks.gr και alfavita.gr θα βρείτε
πλούσιο υλικό σχετικό με χριστουγεννιάτικα διηγήματα και παραμύθια.
Αξίζει τον χρόνο σας η περιήγηση στον μαγευτικό κόσμο της λογοτεχνίας,
όπως αυτή καταγράφει τα συναισθήματά μας για την γέννηση του
Θεανθρώπου…

Από το περιοδικό «Προς τη νίκη», Δεκέμβριος 2015


ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ «Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν» και για τις
χριστουγεννιάτικες διακοπές
1. Αλλάξτε το τέλος του διηγήματος. Επιστρατεύστε την φαντασία σας και
αφηγηθείτε άλλη τροπή στην εξέλιξη της ιστορίας. Για παράδειγμα,
φανταστείτε ότι ο μπαμπάς όντως επιστρέφει και ανταμώνει με την
οικογένειά του. Ή κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας κερδίζει
αρκετά χρήματα, ώστε να αγοράσει τα παιχνίδια που λαχταρούν τα
παιδιά. Όπως και να επινοήσετε την αλλαγή της πλοκής, μην ξεχάσετε
να διαμορφώσετε πλήρες επεισόδιο, ώστε να φανούν καθαρά τα
συναισθήματα και οι προσδοκίες των ηρώων.

2. Επινοήστε μια εμβόλιμη σκηνή στην εξέλιξη της ιστορίας, όπου θα


καταγράψετε έναν διάλογο ανάμεσα στους ήρωες που σας κίνησαν το
ενδιαφέρον (π.χ. μαμά με παιδιά, παιδιά με Πέτρο και Αγγελικούλα,
Πέτρος και Αγγελικούλα με τους υπάλληλους του παιχνιδοπωλείου
κ.ά). Ο διάλογος δεν θα απομακρυνθεί από τα βασικά θέματα της
ιστορίας μας, τη φτώχεια των παιδιών, την απουσία του πατέρα και τα
χριστουγεννιάτικα δώρα, αλλά θα το αναδεικνύει.

3. Αφηγηθείτε την ιστορία με τη φωνή ενός από τους ήρωες του


διηγήματος, όποιου σας συγκινεί πιο πολύ, και φυσικά δώστε έμφαση
στις δικές του προσδοκίες, καθώς και στα δικά του συναισθήματα για
τα γεγονότα. Θα μπορούσατε ακόμα και να θεωρήσετε ήρωα (ρόλο,
πρόσωπο του αφηγήματος) τον σιδηρόδρομο ή κάποιο άλλο παιχνίδι.

Θα επιλέξετε μία από τις παραπάνω εργασίες. Το όριο των λέξεων είναι
200 λέξεις. Το ζητούμενο είναι να απολαύσετε και την ανάγνωση του
υλικού που σας δίνεται παραπάνω (αξίζει να το μελετήσετε, μπορεί να
σας δώσει ιδέες!) αλλά και την συγγραφή του δικού σας έργου.
Αν δε σας αρέσει καμία από τις παραπάνω εργασίες, έχετε κι άλλη
επιλογή: να γράψετε το δικό σας αποκλειστικά χριστουγεννιάτικο
αφήγημα! Με τους δικούς σας ήρωες και τη δική σας πλοκή, αφήστε
την φαντασία σας και τον ψυχικό κόσμο σας να συνθέσει ένα πολύ
όμορφο και συγκινητικό κείμενο. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν
υπάρχει περιορισμός λέξεων. Μπορείτε να το στολίσετε και με
ζωγραφιά ή σκίτσα. Μπορείτε ακόμη και ποίημα να γράψετε. Αρκεί η
φαντασία σας και η προθυμία σας…

Τις εργασίες σας θα τις γράψετε στο τετράδιο, ώστε να τις ακούσω με
προσοχή όταν θα ξανασυναντηθούμε διαδικτυακά ή να τις διαβάσω,
όταν θα πάμε στο σχολείο. Αν όμως, κάποιοι τις ετοιμάσετε νωρίς και
θέλετε να τις διαβάσω προσωπικά, μπορείτε να μου τις στείλετε στο
μέιλ από το οποίο σας έστειλα όλο το αρχείο.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, μαθητές και μαθήτριές μου!


Χρύση Μπούρη.

You might also like