You are on page 1of 4

Τα σημαίνοντα στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα

Όσοι νομίζουν ότι αντιγράφω τον Πρεβέρ1


ας συνεχίσουν να διαβάζουν άλλα ποιήματα
αρκούντως σοβαρά και προοδευτικά…
Αμήν

Μετά το Σουρρεαλισμό
Πώς και δεν πέθανε ο Απολλιναίρ μέσα στην ποίησή του;
Με ποιο φακό διακρίνουμε τα σκοτεινά σημεία της αγάπης;
Βρέχει και βρέχομαι κι ο ήλιος τουρτουρίζει μέσα μου…

«…και τα λουλούδια της μανούλας σου Απόστολε Χατζηχρήστο/ κι ω κόλπα μαγικά


κι ονειρεμένοι καφενέδες και το μπαγλαμαδάκι σου ρε Γιώργο Μπάτη»,
«ααααα…./πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο…»

Θωμάς Γκόρπας

Πρώτη επαφή μου με την ποίηση του Θωμά Γκόρπα (γεν. Μεσολόγγι 1935-Αθήνα 1 η
Απριλίου 2003) ήταν η συλλογή του Περνάει ο στρατός («Πατρίς, θρησκεία,
οικογένεια/ γι’ αυτό κ’ η τόση ομοιογένεια…», με τη γκροτέσκα μορφή του
εξαθλιωμένου κακομοίρη και πλέον σιδερόφρακτου Άγνωστου στρατιώτη. Είχα μόλις
απολυθεί, ήμουν επομένως ευαισθητοποιημένος στις αναφορές του Α2, τα
πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και την παντελώς άχρηστη στρατιωτική θητεία.
Έγκλειστος επί 30μηνο στο Πολεμικό Ναυτικό, μάθαινα για το καλό της πατρίδας και
προκειμένου να γίνω άντρας, πώς να μαζεύω σκουπίδια από την πλατεία του Κτιρίου
30 στον Μπαλάσκα, χωρίς φαράσι αλλά βάζοντας δυο σκούπες, τη μια πλάι στην
άλλη.
Όπως και στην πρώτη του συλλογή Σπασμένος καιρός, που ξεκινά με την παλιά, εν
έτει 1953, Αγορά της «Ιεράς πόλεως του Μεσολογγίου», που θα ’λεγε και ο
συντοπίτης του πατέρας μου, οι φωτογραφίες που συχνά εντάσσονται στα βιβλία του,
δε διαλέγονται απλώς μα αποτελούν οργανικό τμήμα της ποίησής του. Μετά το
στρατό, ο γενέθλιος τόπος, το Μεσολόγγι2 «των ιερών κοκάλων και του Παλαμά, και
το Μεσολόγγι της ατέλειωτης βροχής και των καημών» –με τον ποιητή να διαλέγει
σαφώς το δεύτερο– αποτελεί το επόμενο σημαίνον της ποίησής του. Να το ξαναπώ με
έμφαση: το Μεσολόγγι στοιχειώνεται στην ποίηση του Γkόρπα όπως ακριβώς η
Πρέβεζα στον Καρυωτάκη. Δεν ξέρω αν θα γινόταν ποιητής ο Θωμάς αν γεννιόταν
σε άλλον τόπο. Όπου «Μεσολόγγι» βλέπε και «Αθήνα μας» με τον Γκόρπα να
περιφέρεται κυριολεκτικά πέριξ της Ομονοίας, όπου και το καφενείο Νέον, των
Χαυτείων, και της οδού Σταδίου, συμπεριλαμβανομένου του Λουμίδη: πατάρι//
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια/ Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του
κόσμου/ Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια [ ]// Κάποτε τέλειωσε αυτή η
ιστορία/ κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν/ τόσοι πουλάν στην αγορά
όσο τα τελευταία τους ρετάλια/ τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση
ξεγραμμένη πια/ Οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν/ κ’ οι φίλοι…. Ίσως
μαζί με τον Νικόλαο Κάλα να είναι οι πιο φανατικοί υμνητές της πολύπαθης πλατείας.
(«Η ποίηση», από τη συλλογή Στάσεις στο μέλλον)
Τρίτο σημαίνον οι λογοτεχνικές συναντήσεις «Οι Τετάρτες» στο ιατρείο του Θανάση
Κωσταβάρα Νικηταρά 8 με τους Mέσκο, Mαρκίδη, Λεοντάρη, Δαράκη, Ιάσωνα
Iωαννίδη, Κώστα Κοβάνη, Μάριο Χάκκα κ.ά, καθώς (και κυρίως) το πατάρι του
Λουμίδη με τη σκληρή/αδυσώπητη –αν δεν είσαι ο Σεφεριάδης, ή ο Ελύτης γόνος
μεγαλοαστικής τάξης– λογοτεχνική συντεχνία: Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν
ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω πού να φανταζόμαστε πως
η Αθήνα μας θα γέμιζε κολάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητές του δημοσίου
και δηλωμένους ποιητές κι αιτούντας…
Λίγο πιο πριν στο αφιερωμένο στον τέο Σαλαπασίδη «Πατάρι» ο Θ. Γκ. έγραφε:
Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην
πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές
και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο, για τη φιλία και για τον έρωτα για
… και για … Στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για […] («Τα θεάματα», σελ
90)
Για μένα ωστόσο παραμένει το ερώτημα, αν η σκληρή αυθάδης γλώσσα του Γκόρπα
είναι αυθόρμητα αντισυμβατική/ασεβής, σχεδιασμένα προκλητική, ή έλκει την
καταγωγή της από την αμερικάνικη σχολή των μπιτ, οπότε είναι συνειδητά γλώσσα
ρήξεων. Με τον όρο «καταγωγή» δεν προεξοφλώ τη γνωριμία κι επιρροή του από την
Beat Generation. Όπως δεν αποκλείω τα σκληροτράχηλα ποιήματά τους (τέταρτο
σημαίνον) να συγκλείνανε νομοτελειακά(;) με τη δική μας «χαμένη γενιά» των
Φακέλων, του Χωροφύλακα και του Στρατοδίκη, και άρα της αναγκαστικής
μετανάστευσης και αστυφιλίας. («Έχουμε δυο ρουφιανιές: η μια δουλεύει στο
μέλλον/ η άλλη στο παρελθόν. Και στο παρόν δουλεύουν οι ρουφιάνοι» «Νυν και
Αεί», σ. 219 συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1957-1983, Κέδρος 2006). Με την
κοινωνικά περιθωριοποιημένη γενιά του Γκόρπα που ήρθε ως φυσική συνέχεια της
άλλης γενιάς της ήττας, σηκώνοντας στις πλάτες της το προπατορικό αμάρτημα του
εμφυλίου πολέμου και της εθνικής μας εξάρτησης από τον Αγγλικό και Αμερικανικό
στη συνέχεια παράγοντα.
Κι ερχόμαστε στο πέμπτο σημαίνον της πολιτικής με την κοινωνική/ταξική (και
σαφέστατα διόλου κομματική) ποίηση Γιατί ο βίος και η πολιτεία του Γκόρπα δε θα
μπορούσαν να εκφραστούν διαφορετικά στην μετεμφυλιακή Eλλάδα. Aκόμα κι αν
δεν υπήρχε η ποίηση των μπιτ ―γιατί αμφιβάλλω πολύ αν τη γνώριζε στο πρώτο
στάδιο της δημιουργίας του― θα ήταν υποχρεωμένος να την ανακαλύψει, όπως κι ο
κάθε ουσία οργισμένος ποιητής. Οι μακροπερίοδοι στίχοι, η καταιγιστική παράθεση
στιγμών της καθημερινότητας, η χλεύη της στρατοκρατίας, οι τραχείς εκφράσεις, η
ένταση της ποίησης, το ελευθερόστομο της γλώσσας, η μαγεία των πόλεων, η
μουσική τζαζ, οι νέοι του περιθωρίου, ο «ανώριμος αναρχισμός», είναι κάποια από τα
συγγενή στοιχεία τόσο του Γκόρπα, όσο και της παρέας των μπιτ. Kαι βέβαια η
επιλογή της μοναχικής του πορείας, πέρα από τους μηχανισμούς της Aριστεράς, όπως
ήδη ανέφερα συγγενεύοντας στο σημείο αυτό με τον άλλο ασεβή Μάριο Χάκκα,
διόλου δεν αναίρεσε τον καταγγελτικό, πολιτικό χαρακτήρα του έργου του, και τη
βάση της κοινωνικής κριτικής του. Όπως εξάλλου είναι περιττή η σημειολογία του
υποδεκάμετρου για να αξιολογηθεί ο βαθμός της υπερρεαλιστικής του ή μη
καθαρότητας. O Γκόρπας έλκει το δικαίωμα της έκφρασης κατευθείαν από τις αρχές
του όποιου κινήματος (σουρεαλιστών, μπιτ, ποίηση ήττας), δίχως να υποχρεούται σε
λογοδοσία, ή τήρηση κανόνων. Kαι καλά το κάνει.
Συγγενικός λοιπόν στην απογυμνωμένη γραφή (και γι’ αυτό υπερρεαλιστική με την
επαναστατικότητα που προϋποθέτει και επιβάλλει το κίνημα), όπως και στην
αμφισβήτηση της καθεστηκυίας αριστεράς όπου εδώ συγγενεύει με τον πρόωρα
χαμένο συγγραφέα Μάριο Χάκκα που στο «Γκορπισμός και ελαφρά νευρασθένεια»
ακριβώς προεικάζει αυτή τη σχέση που προανέφερα: ...κι αγκαλιάζω ξανά και ξανά
μια γυναίκα, κι από κει προκύπτει μια άλλη, κι από την άλλη μια άλλη, όπως ένας
ποιητής προκύπτει από κάποιον άλλον, ο Eγγονόπουλος από τον Eμπειρίκο κι Γκόρπας
από τον Γκόρπα. Γκόρπα Γκόρπα (Ποιος είναι; Nα πα να τον μάθετε) μόνο εμείς
ψυλλιαστήκαμε, μόνο εμείς πήραμε τόσο σοβαρά την υπόθεση, γι’ αυτό κι όλα τριγύρω
πολτός, φρενολογικές κλινικές... Δεν υπάρχει για μας κοινωνικό ψεύδος είτε γιατί
ήρθαμε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά, δεν υπάρχει συγγραφικό ψεύδος γιατί διαλυθήκαμε
μαζί με τα πράγματα και πού να κάθεσαι τώρα να συνθέτεις;
Αλλά και συγγενικός με την αισθαντική αύρα του φροντισμένου στίχου του Νίκου
Καρούζου. Μόνο που ο Καρούζος επιδιώκει τη σαγήνη και τον εντυπωσιασμό του
αναγνώστη με την αισθαντικότητα, και συχνά την επιτηδευμένη εξαΰλωση, ενώ ο
Γκόρπας προτιμά με την αφοπλιστικά, και συχνά τραχιά, γειωμένη απομυθοποίηση.
Που θα μπορούσε να είναι και το έκτο σημαίνον. Το αφιερωμένο ποίημά του στον
Νίκο Καρούζο «Συναντήσεις παλαιών φίλων»3 καταλήγει: «Δεν αφήνουμε απλώς
τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά τα κομμάτια μας/ και κάπου μακριά ακόμα
άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα…»
Και τέλος ως έβδομο σημαίνον στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα ας ορίσουμε τα
τραγούδια: μουσική/ λέξη/ εικόνα/ ήχος/ ρυθμός/ μέτρο/ γλυκιά ανάμνηση/ νταλκάς/
τσιγάρα... Βλέπε ομώνυμο ποίημα από τη συλλογή Τα Θεάματα που αφιερώνει με τη
σειρά του στον Μάριο Χάκκα: [ ] ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά
τσιγάρα/ Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα...// Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το
τσιγάρο αναμμένο/ απ’ άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα απ’ τη στάχτη μου/
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος απαράλλαχτος/ μόνο λιγάκι πιο προσεχτικός με τους χαφιέδες...
[ ] τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα/ ένα κελάιδισμα το ίδιο πάντα/ ά α α
α α.../ πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο
Το ρεμπέτικο δεν είναι απλά μουσική για τον Γκόρπα, είναι επανάσταση/αντίσταση
απέναντι στην κυρίαρχη τάξη και στους μηχανισμούς καταστολής: χαφιέδες,
σπιούνους, μπάτσους, όλο αυτό το συνονθύλευμα που βασανίζει τους
κατατρεγμένους για να ασυδοτούν οι πλούσιοι και ισχυροί, γι’ αυτό ανεξέλεγκτοι. Ο
Γκόρπας ταυτίζει τις πενιές του μπουζουκιού με το πανανθρώπινο αίτημα της ειρήνης
και της ελευθερίας. Μια ελευθερία που ξεκινά απ’ την παραγγελιά και φτάνει στα
καπηλειά και τις υπόγειες ταβέρνες κρατώντας για συντροφιά του το γιασεμί και τις
γαζίες των κάποτε ανθρώπινων χρόνων μας. Αυτά τα ματωμένα λόγια είναι η ποίηση.
Που δεν είναι μόνο η τέχνη του λόγου, είναι και επιστήμη της κοινωνίας, της
πολιτικής του ανθρώπου: «Κάποτε θα γράψω μια μουσική ακουμπισμένη στα βλέφαρα
δυο ματιών/ όπως τ’ όνειρο στην απογευματινή βροχή/ όπως το κορίτσι στο πρεβάζι
του βραδινού παραθύρου/ όπως το πρωινό πουλί στο ελάχιστο κλωνί της ανεξάντλητης
ελπίδας[ ] («Δοκιμή για λαϊκή μουσική», από Τα Θεάματα), «εγώ τραγουδάω ακόμα/
δύσκολο πράγμα το τραγούδι» («Ιστορίες»).
Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:/ ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι
αγάπη./ Στο πικάπ/ έπαιζε ασταμάτητα/ του Τσιτσάνη η “Συννεφιασμένη Κυριακή”/
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…4
Κώστας Κρεμμύδας
1
ΒΡΟΧΗ ΕΙΚΟΝΩΝ
Στο Ζακ Πρεβέρ

Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά ξαναγυρίζουν το βράδι κατεβαίνουν την πλαγία αρνιά το βέλασμά τους
γίνεται χάδι για την καρδιά. Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω δεν έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα
μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.

Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά
εξόν απ’ τα τραγούδια και μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.

Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο τα τελευταία λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα
γειαχαρά και ή μαχαιριά. Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ
καπνίζω…
2
«Μεσολόγγι»: Πατρίδα μου/ καπρίτσιο και νταλκά ηλιοβασίλεμα στα βυσσινιά/ δάκρυ’ αργοκύλητα και ψεύτικα
φιλιά του ντουνιά/ πορτρέτα στα πακέτα των τσιγάρων μου και μες στα πρώτα/ αγαπημένα μου τραγούδια να
μικραίνεις μες στα χνότα/ να μου μικραίνεις αχ να σκίζομαι να μη σε πιάνω/ μέσα στα ξένα στ’ αθηναίικα χνότα
και απάνω/ που σ’ εύρισκα δια μέσου νέας αγάπης πάλι να σε χάνω…// Πατρίδα μου/ πρώτη μεγάλη αγάπη μου
και γλύκα της ζωής/ χρυσάφι στα σκοτάδια μάτια μου και λάδι τη ψυχής/ […] μες στα τραγούδια μου όπου όλο σε
βρίσκω και σε χάνω/ Πόλη μου που με πας από τον Κάτω Κόσμο στον Απάνω…
3
Συγκεντρωτική έκδοση Γαβριηλίδης, 1995, σ. 88-89.
4
Μαγική εικόνα, από τη συλλογή «Στάσεις στο μέλλον», σ. 66 ο.π..

You might also like