You are on page 1of 73

Ανθολογία Ποιημάτων

Παραθέτω ένα ενδεικτικό Ανθολόγιο δίχως πρόθεση [σκόπιμα] κατάταξης σε κάποια από τις
ενότητες που αναφέραμε καθώς θα ήθελα να τα διαβάσετε και να τα κατατάξετε ελεύθερα
κατά την κρίση σας [ενδεχομένως και ως άσκηση]. Να τα κατανοήσετε κριτικά. Πολλά από
τα ποιήματα λειτουργούν πολλαπλά: άλλοτε ως ποιήματα ποιητικής, ποιήματα
κοινωνικής/πολιτικής διάστασης, ποιήματα για τον έρωτα και τον θάνατο, υπαρξιακά [με μια
γενική όσο και αόριστη χρήση του όρου], ποιήματα με αναφορά σε άλλες μορφές τέχνης,
ποιήματα της ήττας/ πολιτική ποίηση, ποιήματα που εδράζονται στην πρόσφατη Οικονομική
κρίση με πολλαπλές επιπτώσεις στη χώρα τα τελευταία 11 χρόνια, ποιήματα για τους
εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που χάνονται στη Μεσόγειο, στα δίχως τέλος καραβάνια
ξεκληρισμένοι σε ξένους τόπους, ποιήματα που εδράζονται σε δράσεις και πρόσωπα της
τραγωδίας όπως σηματοδοτούνται στη σύγχρονη γραφή, ποίηση και θέατρο κλπ. Ακόμη και
κάποια ποιήματα εγκλεισμού λόγω των επιπτώσεων του covid 19. Επίσης παραθέτω
ποιήματα ως δείγματα γλωσσοκεντρικής, υπερρεαλιστικής, [ακόμη και] λυρικής ποίησης.
Ακόμη και ποιήματα ατονικά [δίχως τόνους]. Τέλος ακόμη και ποιήματα όπου μπορείτε να
δείτε χωρισμούς στίχων, αποσιωπητικά/ παραλείψεις λέξεων από τον ίδιον τον ποιητή,
χωρισμούς στίχων, ακόμα και κύρια ονόματα να γράφονται συνειδητά με πεζογράμματα,
συνειδητά το σημείο στίξης [εν προκειμένω το κόμμα] μπαίνει στην αρχή του στίχου. Σε
παρένθεση στο τέλος του ποιήματος αναγράφεται η ποιητική συλλογή. Παράλληλα παραθέτω
συχνά μικρά αποσπάσματα στίχων προκειμένου να καταστεί εμφανέστερο, άμεσα, το
περιεχόμενό τους. Αυτονόητο πως οι επιλογές ποιητών, ο αριθμός ποιημάτων κάθε ποιητή, τα
ποιήματα που παρατίθενται δεν έχουν κανέναν αξιολογικό χαρακτήρα, αλλά κατά την κρίση
μου αποτελούν ένα δείγμα όσων επιχειρώ να σας εκθέσω στα μαθήματα.
Τα ποιήματα δεν τα παραθέτω τυχαία. Διαλέγω συνειδητά ελάχιστα για να μη σας βαραίνω.
Τα θεωρώ όμως και δείγματα ποικίλης αισθητικής και ρευμάτων μέσα στη σύγχρονη
ελληνική ποίηση που με ενδιαφέρει να προσεγγίσετε.
Κ.Κ.

με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος


με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως
πριν απ’ το φως
πέρα απ’ το φως
Τόλης Νικηφόρου

Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά.


Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.

Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα


όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει.
Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια.
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας.
Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.

Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο.


Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.

Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους


[…]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας.
Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.
Θανάσης Κωσταβάρας
Νικόλαος Κάλας
(Νικήτας Ράντος)
«Αυτά που γράφω είναι πολύ σοβαρά πράγματα αλλά όχι να τα παίρνουμε εντελώς στα
σοβαρά». Και αλλού: Η καλύτερη κατάληξη μιας ιστορίας είναι η σύγχυση του αναγνώστη [ ]
Οι ποιητές καλλιεργούν παράδοξα ενώ οι επιστήμονες προσπαθούν να τα διαλύσουν.
Ν.Κ.

Άθεος μονάχα ο Ερμαφρόδιτος


του κήπου των Γραμμάτων
«Ειμί ο ων». Πρεσβεύει
πως το καλόν είναι ασθένεια του
κακού
και ότι καταπολεμιέται
απ’ τους αλχημιστές του λόγου
από πλανόδιους ταχυδακτυλουργούς
κι άλλους πεπλανωμένους
σε μια διασταύρωση τέμνει
η τύχη την ιστορία
σε άλλη την αγάπη.
Έτσι ξαναγεννιέται η Ελευθερία.

(Τον «Κήπο των γραμμάτων» μπορεί να εμπνεύστηκε ο Κάλας από τον Κήπο των χαρίτων
του Καισάριου Δαπόντε).

Σκάκι

Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.


Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

Στρογγυλή Συμφωνία

Γυρίζει γυρίζει φριχτά


ο στρογγυλός ο δρόμος
γυρίζουν γυρίζουν φριχτά
στο στρογγυλό το δρόμο
χιλίων ειδών ανθρώποι
μηχανές ποικίλων μορφών
γυρίζουν γυρίζουν σιγά
οι κουτσοί οι τυφλοί και οι γέροι
το δίτροχο με το μισόνεκρο μουλάρι
το τραμ τρία που σταθμεύει εκεί κοντά
το κίτρινο τραμ ανάμνηση βελγικής εταιρίας
γυρίζει γυρίζει σιγά
η κοκότα που κάνει τροτουάρ
και ο ομοφυλόφιλος νέος
και πίσω από το νέο
απόστρατος ανθυπολοχαγός
ήρωας σε δυο νικηφόρους πολέμους
και πρώην μπράβος στη Σμύρμη μέσα
γυρίζει σιγά σιγά
το παιδί που δεν αγαπάει το σχολειό
κι ο άνεργος που από κάπου περιμένει δουλειά
πλήθος κόσμου γυρίζει συχνά
τα πρωινά στην πλατεία της Ομόνοιας
πλήθος πραγμάτων γυρίζουν σιγά
ολημερίς στην κεντρική την πλατεία
χαντάκια μικρά κάθε είδους
κουρελάκια που άλλοτε ίσως νάταν ωραία
κι η σκόνη κι αυτή γυρίζει σιγά
κι η πλάκα του φωνογράφου
σιγά γυρίζει ένα παλιό ταγκό
πάμπολλες σκέψεις γυρίζουν
γύρω – γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
συναντιούνται καμιά φορά
στον κυκλοτερό τους δρόμο
πριν χαθούν σε μια πάροδο
μαζί ή χωριστά
πριν χαθούν μεσ’ τη γη–
της γης οι δρόμοι
που ενώνουν την Αθήνα με τον Πειραιά
σε μερικούς δίνουν τη θάλασσα
-ποιος θα ποτέ γιατί τη θέλουν-
σ’ άλλους χρήματα έρωτα
στην πλατεία της Ομόνοιας δίνουν ζωή
βγαίνει ξετρυπάει με πόνο το πλήθος
έτοιμο να γυρίσει σα μπάλα
–ποιος δρόμος είναι τάχα ο τυχερός αριθμός;
φωνάζει ο λούστρος το λαχείο του στόλου
γυρίζει με βία τη μεγάλη πλατεία
ανδρείκελα σε πλάκα φωνογράφου
που κραυγάζει Εστία και Έθνος
την αξία γραβάτας που πουλούν σε τιμή ανεργίας
μυτερή η βελόνα που βγάζει τους ήχους
μ’ ελατήριο το χρήμα
και γυρίζει η πλατεία
ενώ οι δύστυχοι άνθρωποι προσπαθούν να μην κινηθούν
τι τους σπρώχνει κει κάτω στη γη
μακριά από κάθε αέρα
ποιες ελπίδες ή ποια φριχτήν αιτία
να μπορούσε να σταθεί όλος ο κόσμος
που περνάει τα βράδυα από την Ομόνοια
να κάτσει για μια στιγμή
και να δώσει ζωή στις πέτρες
και να πουν μεταξύ τους οι άνθρωποι
δυο λόγια απλά
σαν άνθρωποι
και τα φώτα που ξελαρυγγώνουν πλούσιες ιδιότητες
να πνιγούν με καρδιές-
να σταματήσουν για μια στιγμή τα λεωφορεία
να ξεκουραστούν και τα κακόμοιρα ταξί
και η άσφαλτος για λίγο να πάψει να υποφέρει
ας ησυχάσει η πλατεία από τους κόπους των κορμιών
και η Εστία ας μη βγει για μια μέρα
ας έρθει η σειρά των φτωχών να γυρίσουν λεύτερα
αδιάφορο αν ίσια ή κυκλοτερά
γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
ας γυρίσουν σε κύκλους πελώριους
σε σφαίρες ασάλευτες και ξένες-
και ο φωνόγραφος ας μην παίξει ένα παλιό τανγκό
τι ωραία που θα ‘ναι τότε η πλατεία
που θα φορούν οι άνθρωποι
και δέντρα τα λεωφορεία
πώς θα γλυκομιλούν λέγοντας
όσα όταν περνούσαν βιαστικά
σκοντάφτοντας ο ένας στον άλλον
ποτέ δεν είχανε σκεφτεί
θα περπατούν οι λέξεις
θα φτιάχνουν………
τι δε θα φτιάχνουν….
………στη γενική ανθρώπινη αρμονία
………………………………..
Αλλά πού!
ποιος σήμερα ταράζει τους κύκλους
που μας ταράζουν όλους εμάς
δεκάρες πεντάρες και λίρες χρυσές
κινούν την Ομόνοια γύρω σε άξονα
γυρίζουν σα σβούρα κυκλικά σε πλατεία
εργάτες και πλούσιοι φτωχοί και φτωχοί
και στους διαβολικούς εκείνους γύρους
ο αγέρας σηκώνει φουστάνια
ανεμίζει χαρές και πόνους
όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα
κι οι πιο κρυφοί πόθοι εκεί πέρα ζουν
εκεί αρχίζει ο έρωτας που πληρώνεται
εκεί οι διαδηλώσεις για πληρωμή
εκεί αρχίζουν οι ζάλες
που σε κάνουν όλα να τα δεις να γυρίζουν
αγαπώ τις πλατείες σαν την Ομόνοια γυμνές
αφήνουν να θωρήσεις την κάθε σκιά
που πετιέται στους δρόμους
και λιμνάζουν εκεί θολά νερά
κυκλοτερά
μες στα νερά καθρεφτίζονται σπίτια
της Ομόνοιας τ’ άσκημα σπίτια
δίπατα τρίπατα και πιο ψηλά ακόμα
περίεργα τα σπίτια της Ομόνοιας
δε μιλούν όπως άλλα κτίρια
αλλά ποιος ακούει τι λένε;
τα λυπάμαι πολύ
θα ‘ναι φριχτά ζαλισμένα
απ’ την πλάκα που γυρίζει όλη μέρα
και τα βράδυα δεν τ’ αφήνουν να κοιμηθούν
μαζί με τους δρόμους τ’ ανάβουν φριχτά
όπως η σαμπάνια χορεύτρες φτωχές
και γυρίζουν τότε κι αυτά μεθυσμένα
ολόκληρη η πλατεία πηδάει
στην παραζάλη κείνη.

Νάνος Βαλαωρίτης

Θα σας παρακαλέσω να μη με πολυπαίρνετε σοβαρά, ό,τι λέω το λέω κυρίως για να παίξω.
Ενώ αυτοχαρακτηρίζεται συνειδητά περιθωριακός: «όχι παραμερισμένος από ανόητες κλίκες
αλλά ταυτισμένος με αυτόν που βλέπει τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία Είναι λάθος αν
χρησιμοποιούνται οι προηγούμενοι ως φραγμός στους κατοπινούς».
Κάνει λόγο για την έννοια της σχετικότητας και τις επιδράσεις που δέχτηκε από τον
Αϊνστάιν. «Μην ακούς κανέναν άλλον εκτός από τη δική σου ενδόμυχη φωνή.»
Ν.Β.

Τον Ιούνιο του 1961 ο Νάνος Βαλαωρίτης στέλνει από το Παρίσι ένα ποίημά του στον
Νικόλαο Κάλας [Μου ζήτησαν να πάω να δω και να πιστέψω...] γραμμένο στις 29 Μαρτίου
του ίδιου χρόνου με την αφιέρωση «στον αγαπητό φίλο Νίκο Κάλα ο θαυμαστής και μαθητής
του Νάνος Βαλαωρίτης».
Το ποίημα, που βασίζει την ιδέα του στους στίχους του Χαλίλ Γκιμπραν (1883-1931), στην
τελική του μορφή και έκταση έξι σελίδων, με την αφιέρωση «του Νικολάου Κάλας»
περιλαμβάνεται στη συλλογή του Ν. Βαλαωρίτη Εστίες Μικροβίων, Ποιήματα και
εικονοκολλήσεις, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Το Καλώδιο» του Ντίνου Σιώτη, στο
Σαν Φραντσίσκο το 1977, (σελ. 51). Για την ιστορία παραθέτουμε τους πρώτους στίχους
όπως υπάρχουν στο Αρχείο Κάλας στη Βιβλιοθήκη Βορείων Χωρών, στην Αθήνα:
Το Θαύμα

Μου ζήτησαν να πάω να δω και να πιστέψω


Μου είπαν ν’ αγγίξω χωρίς να δω και να πιστέψω
Μου είπαν να δω χωρίς ν’ αγγίξω και να πιστέψω
Μου είπαν να μη δω καθόλου και να πιστέψω
Μου ζήτησαν χρήματα και μούπαν να τα επιστρέψω
Μου ζήτησαν δείγματα φιλίας και διάφορα πειστήρια
Σ’ όλα αρνήθηκα να συγκατατεθώ και να αλλαξοπιστήσω
Υπερασπίζοντας τη βασιλεία του σκύλου και της βελόνας
Επάνω στους αφελείς και μακρινούς ανθρώπους
Την σκοπιμότητα της ασυναρτησίας
Την ωριμότητα της παντοδυναμίας
Την πλατύτητα και την ευρύτητα της ομιλίας
Όταν οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν και απειλούν
Να σε λαξέψουν επάνω στον τόρνο τους σαν ένα κομμάτι ασήμι
Δύσκολο να εκμαιευτεί και από τη μήτρα να χυθεί
Μες τα μεγάλα τα ιερά τα μελανοδοχεία της στιγμής

Πέρασα κι άκουσα να μιλάνε με το δάχτυλο του ποδιού


Και ν’ απαντάτε με ένα τρίξιμο του δοντιού
Πελώρια απρόσωπα φαντάσματα άλλα στημένα κι άλλα καθισμένα
Μέσα σε ερείπια ατείχιστα και παραθυροφορεμένα
Σε κάθε έπαυλη κι από ένας κοντυλοφόρος τσαγκρουνίζει μια πόρτα για να μπει σαν
παραπονιάρικο σκυλί
Και λέγανε για μένα ότι αρκεί να διω και να πιστέψω
Ότι αρκεί να πιω για να λατρέψω
Ότι αρκεί αν ’ρθω για να ερμηνέψω
Και να προσέχουν όσοι έχουν κουζίνες για παντρειά
Και πλεχτάνες για κρέμασμα και του θεού τα δώρα
Γιατί είμαι πανούργος και δασκαλοδειχτούμενος

Από τη κάθε Μάρω και Μαριγώ και το Τιγράκι ανήμερα

Της Σκορδαλιάς και του ευαγγελισμού της άσπιλης Κυρίας

Μιχάλης Κατσαρός
Ένα ποίημα ποιητικής και κυρίως διαλόγου του Μ.Κ. με τους ποιητές της γενιάς του της Α'
Μεταπολεμικής γενιάς

Μπαλάντα στους ποιητές που πέθαναν νέοι

Αφιερώνεται στον νέο ποιητή ΧΡΙΣΤΟ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ ετών 18 που δημοσίεψε προ μηνός
τα πρώτα του πονήματα στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης.

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους


δεν βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα–
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Κρατά γερά το μυστικό ό Παπαδίτσας


παίζει
βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί
βρέχεται, ξαναμπαίνει
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του


ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά την χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στον Βορρά


ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος


με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του


Έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος
Χτυπάει το άδειο γκονγκ η Ελένη Βακαλό
Κανείς δεν αποκρίνεται.
Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;

Κανέναν άλλο δεν θυμάμαι πια


παρά στ' αφτιά μου ακούω τις φωνές
του Χριστοδούλου
μ' ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους
κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.
Ιάσωνα θρηνείς Δεπούντη –μόνος;
Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;
Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;
Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;
Νίκο Βρανά μη με κυττάς
μ’ αυτό το κρύο μάτι
Είμαι εδώ κοντά σου –μόνος.
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι


τι γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε, σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ–
θυμάστε στ' αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λύκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.

ΥΓ Το ποίημα αυτό γράφτηκε ειδικώς για τα Αθηναϊκά Γράμματα 1 κατόπιν παρακλήσεως του
κ. Δ.Α. Βαρουτσή να συνεργαστώ στο περιοδικό του.
Ο Μ.Κ. κατ’ αναλογία προς την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» [βλ. πιο
κάτω] του Κώστα Καρυωτάκη, αναφέρεται στους ποιητές της γενιάς του, της Α'
Μεταπολεμικής γενιάς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο ποίημα γράφτηκε [ως ένα αίτημα SOS;] σε
μια εποχή που ο Κατσαρός είχε πάψει να δημοσιεύει εξ αιτίας προσωπικών του
προβλημάτων.
Για την Μπαλάντα του Μ.Κ. και για τον Χρ. Ρουμελιωτάκη παραθέτω πιο κάτω ένα σύντομο
κείμενο με αφορμή το ποίημα του δεύτερου «Βαρούτην χανόμεθα»

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων [Κώστας Καρυωτάκης]

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,


σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
1
Μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό (Ιούλιος 1957-Αύγουστος 1959) του Δ.Α. Βαρουτσή με συνεργασίες
μεταπολεμικών ποιητών μεταξύ άλλων οι: Ιωάννα Σερβάκη, Ν. Καρούζος, Δ.Π. Παπαδίτσας, Γ.
Σαραντής, Ι. Δεπούντης, Νίκος Βρανάς [Βαγγέλης Γκούφας], Ροβήρος Μανθούλης, Τέο Σαλαπασίδης,
Τάσος Κόρφης, Σταύρος Βαρούρης, Γιάννης Νεγραπόντης κ.ά. Την ευθύνη της κριτικής είχε ο
Ανδρέας Καραντώνης.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,


και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει


κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:


«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»

****
δυο χαρακτηριστικά ποιήματα του Καρυωτάκη από τα Ελεγείες και Σάτιρες, 1927.

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.


Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ’ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,


ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,


πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θαρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.


Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
\
Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.

Χιούμορ, αυτοσαρκασμός και ειρωνεία. Φαινομενικώς ανάλαφρο στην ουσία του


καταλυτικό άμεσο (όχι τόσο σκληρό θα ’λεγα παρότι μιλά για απαγχονισμό απ’ το
ταβάνι... Αλλά το κάνει τόσο παιγνιωδώς ανάλαφρα. Γιατί είναι ποιητής και στην πιο
σκοτεινή συναισθηματικά ώρα του. Δείτε τη μεταφορά/συσχετισμό του ποιητή: τη
γύψινη ροζέτα γύρω από το φως στο ταβάνι (τώρα πια δεν ξέρω αν υπάρχουν σε
σύγχρονα σπίτια) με το στεφάνι που καταθέτουν σε τελετές για ένδοξους άνδρες Πόσο
περίτεχνα ακροπατώντας παίζει ο Καρυωτάκης...

Ανάλογο και το γνωστό του:

Μικρή Ἀσυμφωνία εἰς Α Μεῖζον*

Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,


ποιός θά βρεθεῖ νά μᾶς δικάσει,
μικρόν ἐμέ κι ἐσᾶς μεγάλο,
ἴδια τόν ἕνα καί τόν ἄλλο;
Τούς τρόπους, τὀ παράστημά σας,
τό θελκτικό μειδίαμά σας
τό monocle πού σᾶς βοηθάει
νά βλέπετε μόνο στό πλάι2
καί μόνο αὐτούς νά χαιρετᾶτε
σοι μοιάζουν ἀριστοκράται,
τήν περιποιημένη φάτσα,
τήν ὑπεροπτική γκριμάτσα
ἀπό τή μιά μεριά νά βάλει
τῆς ζυγαριᾶς, κι ἀπό τήν ἄλλη
πλάστιγγα νά βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα θανάτου
ἄθυρμα, συντριμμένο βάζον,
ἐγώ, κύμβαλον ἀλαλάζον.
Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταῖος θά γελάσει;

(Σάτιρες, 1927)
* «Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή
Μαλακάση, του οποίου δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο».

Η παραπάνω υποσημείωση ήταν γραμμένη από τον ίδιο τον Καρυωτάκη

Σημ
1
Μαλακάσης Μιλτιάδης (1869-1943), ποιητής της Νέας Αθηναϊκής σχολής.
2
Μια καίρια, κατά τη γνώμη μου, άποψη για την ποίηση που μπορεί να ανιχνεύει πάνω και
πέρα από το επιφαινόμενο. Με «λοξή» ματιά αφουγκράζεται αυτά που συνήθως μας
ξεφεύγουν.

Τάκης Σινόπουλος

ΠΡΕΠΕΙ να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεχτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να


ψάξεις, να καθορίσεις από πού κι από τι έρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι
αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί. Πιάσε από την αρχή τη γλώσσα σου. Κοίταξε τον
τρόπο που εσύ την κάνεις να δουλέψει, να λειτουργήσει. Πώς συνταιριάζεις τις λέξεις
στη γλώσσα; Σε τι κανόνες, σε τι νόμους υπακούς; Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το
καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα, γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις από
την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό)
άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό
νόημα, τη σημασία που σου έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις
τορπιλίζεις; γιατί φοβάσαι; Δεν είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς επικοινωνία δεν υπάρχει.
Είναι απαράδεχτο να φοβάσαι.
***
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ανύποπτος, χωρίς να το ξέρεις, συμβιβασμένος, μπήκες στην «τάξη».
Έγινες «ταχτικός», «ταξικός», «ταξινομήθηκες». Υποτάχτηκες στον κώδικα. Τι θα
πει τώρα «κώδικας», τι θα πει «τάξη» μέσα στον απέραντο χώρο της γλώσσας, μέσα
στις άπειρες δυνατότητες της γλώσσας; Γιατί θα πρέπει να γράφεις αυτή τη γλώσσα,
τη γλώσσα των άλλων; Γιατί θα πρέπει να θρέψεις, να φωτίσεις, να συγκινήσεις τον
κάθε κερατά που περιμένει να σ’ ακούσει, να σε «κατατάξει»; Γιατί θα πρέπει να
συνεχίσεις έτσι – τάχα παλεύοντας για την προσωπική σου γλώσσα – να διαιωνίσεις
την υποταγή σου σ’ αυτή την «τάξη». Τι περιμένεις; τάχα δεν έλαβες το μήνυμα;
***
ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ που γράφεις είναι συνένοχη με το νοηματικό περιεχόμενο όλου του
κειμένου σου. Δεν υπάρχουν ελεύθερες λέξεις. Όλες οι λέξεις γίνονται ένοχες –
συνένοχες, καταπιέζοντας η μια την άλλη, συμπαρασύροντας η μια την άλλη, για να
βγει αυτό που προσπαθείς να πεις – αμφίβολο αν βγαίνει – όχι δε βγαίνει. Φλυαρείς,
βασανίζεσαι, ιδρώνεις, φλυαρείς με τις κοινόχρηστες έννοιές σου. Σπάσε λοιπόν το
φαύλο κύκλο.
***
ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ της ποίησης σημασία έχει όχι μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις)
γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται
σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων – δεν είναι η σιωπή,
μη βιάζεσαι – είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές κι οι λέξεις
τρίβονται – τα κόκαλά τους τρίβονται – η μια με την άλλη. Καμιά φορά ακούς λέξεις
ολάκερες πίσω από το πρώτο ηχητικό (η εννοιολογικό) επίπεδο, που συμπληρώνουν
ή αντιμάχονται τις πρώτες. Καμιά φορά – σπάνια – πίσω από ένα ποίημα ή στα
ενδιάμεσά του ακούς καθαρά κάτι σαν ένα δεύτερο ποίημα – η αίσθηση είναι
παράξενη, ταράζεσαι τότε. Κι αυτό φυσικά δεν είναι ο αντίλαλος του πρώτου
ποιήματος. Είναι ένα άλλο ποίημα, με μια δική του συναρμογή συλλαβών και λέξεων,
διαφορετικό από το πρώτο.
***
ΜΙΑ ΑΛΛΗ εμπειρία που έχω, είναι πως ο ήχος των λέξεων εγγράφεται, καθώς
διαβάζεις το ποίημα, σ’ έναν τοίχο, καταρχήν άσπρο, που βρίσκεται σε λίγη
απόσταση πίσω από τις λέξεις. Δε μιλώ για τον πιθανό ίσκιο που αφήνουν οι λέξεις.
Μιλώ για τα μαύρα σημάδια του ήχου που εντυπώνονται στον τοίχο. Ο τοίχος είναι
ακίνητος. Περίεργη εμπειρία, μοιάζει με όνειρο.

****
ΑΠΟΨΕ στο σπίτι έρχεται ο Σεφέρης με τη Μαρώ. Κι ο Σαββίδης με τη Λένα. Κι ο
Αργυρίου. Πρόχειρες κοφτές κουβέντες, ζωηρές, πράγματα μισοειπωμένα, άλλα
αποσιωπημένα. Ο Σεφέρης δεν κάθεται. Γυρίζει, κοντοστέκεται, κοιτάζει,
ξανάρχεται, το μάτι του ψάχνει, σκαλίζει τα πάντα. Κοιτάζει τους πίνακες που έχω
φτιάξει, ρωτάει. Δε λέει γνώμη καμία, παρατήρηση καμία. Κατεβάζω έναν πίνακα
απ’ το καρφί. Αυτός είναι για σας, του λέω. Ήτανε εκείνο το άλογο, το κεφάλι του
βγαίνει παλεύοντας μέσα από ένα πλήθος ανάκατες φόρμες που δένουν το κορμί του
αιχμάλωτο. Το κεφάλι είχε μια τρομαχτική προσπάθεια να ξεφύγει, μια δυνατή
απόγνωση. Ο Σεφέρης έχει αλλάξει κουβέντα. Η βραδιά συνεχίζεται. Έφυγε χωρίς να
πάρει τον πίνακα.

Νυχτολόγιο. κδόσεις Κέδρος. Αθήνα 1982

Έκτωρ Κακναβάτος
[Γιώργος Κοντογιώργης]
Δεν νοιώθω περισσότερο
γιατί αγαπώ!..
Δεν καταλαβαίνω περισσότερο
γιατί σκέφτομαι!..
Fuga, 1943
[Όλα τα ποιήματα της πρώτης συλλογής ατονικά]

Από το φάκελο μιας Αστροφεγγιάς

έρμη σκλάβα
πικρή ρωμιοσύνη
Κωστής Παλαμάς

... κι αν δεν ήταν έτσι;


κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα;
βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σ’ είδα να ’ρχεσαι
έτσι όμορφη, έτσι φανατικιά,
μπροστά μπροστά στη φάλαγγα των λογγοβάρδων
και να βουίζει το πλήθος: χαίρε αυγούστα...
μα εσύ έβλεπες κατά τη βραζιλία,
να παροπλίζονται τα πλοία των αχαιών
ν’ αλλάζουν σημαία
τους απεργούς θερμαστές στην προκυμαία
να σουλατσάρουν πεισματάρηδες
με ξεφτίδια απ’ τα μαλλιά του αγαμέμνονα
στις φούχτες
να ψάχνουν για μπορνέλα
να συζητούνε καθισμένοι στο μουράγιο
με το νέστορα, τον άγιο γεράσιμο, το νότη μπότσαρη
για την ανάσταση του γένους...
εκείνη τη νύχτα έγινε ο χαλασμός:
ορκίστηκαν όλοι,
άλλος στη μάνα του την κλυταιμνήστρα
άλλος στ’ όνομα της κορούλας του
άλλος στον άγνωστο στρατιώτη
άλλος πού να θυμάμαι τώρα,
μα ο τελευταίος
αχ θεέ μου, τι στιγμή ήταν εκείνη...
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ..

Χωρίς ραδιουργίες,
έτσι όπως απόγευμα μεγάλο σάββατο
μου ’βγάλανε για πρώτη φορά τον αιματοσταυρό
απ’ το σφαγμένο αρνί του πάσχα,
φριχτό σημάδι ανάμεσα στα μάτια,
ανάμεσα σε δυο θάλασσες
από τη μια το αιγαίο από την άλλη το ιόνιο
και στη μέση το σημάδι
το ματωμένο.

[ ] τότε πάει κ’ η αγιά σοφιά


πάει και το μεσολόγγι
πάει κι ο νότης μπότσαρης
οι αργοναύτες παντρεύτηκαν στη βραζιλία,
σκόρπισαν τα μαλλιά του αγαμέμνονα
στους πέντε ανέμους
κάψανε τα πλοία
και δεν ξαναμίλησαν για τη μονεμβασιά.

[άπαντα πεζά, χρήση αποσιωπητικών ωσάν να παραλείπονται λέξεις και φράσεις από
το ποίημα]

Τετραψήφιο, 1971

Η ΣΚΑΠΑΝΗ

Δυο μερών λεχούδι το φεγγάρι μα


παρότι εδέσποζε σοφιστής αιρεσιάρχης
πετεινοί κωφάλαλοι σε φάλαγγα
κατά εξάδες
άνοιγαν δρόμο μες στην Ιστορία

Ξοπίσω γάβγιζε εγελιανή γκρανκάσα


και είπα:
Ιδού το βίωμα μου πρώιμο άλφα των αλάλητων
Ιδού εγώ γυμνίτης
Ιδού το πιο διωγμένο των πρωτόπλαστων
που έγινα σκυλί και
αλυχτώ παράδεισο

ΡΟΓΧΟΣ ΣΙΓΑΣΤΗΡΑ

Άκου εσύ
η ασύγκριτη της ροδαυγής
η πιο κι από Αίγινα αιθέρια
η πάνω από ξερολιθιές
πάνω κι από τα έξαλλα μπαμπάκια
ακόμα πάνω κι από κάθε μεταφυσική
χαλυβουργία

Εσύ το αβαρές χαίρε των λιθρινιών


άκου που τίποτα δεν ηχεί ενώ εγώ
η αναίδεια των χρωμάτων
όταν στις ράγες βγάζουνε σπίθες οι τροχοί
πορνεύομαι με κάθε αντιδιάμετρο
λαθρέμπορος οσίων ιδεών
θυρωρός πλαστικών παραδείσων
διαδηλωτής με την άγραφη αφίσα
του μέλλοντος αιώνος.

ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ

Ανίχνευα τα μέλη της


έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.

Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα


το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία

Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου


με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα

Ακαρεί, (2001)
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΙ ΣΤΑ ΑΝΙΣΟΠΕΔΑ
ή ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΘΕΩΡΙΑΣ

Σκόρπια γύρω σου ασβέστης αμμοχάλικο


[…]
– Τι να ’ναι ωρέ να χτίσεις, τον ερώτησα, και ξυέσαι;
– Λέω να χτίσω βοϊδοχτάποδο. Θα χρειαστώ δυο κέρατα
από προχωρημένο αχάτη, είπε. Κι έριχνε καταπάνω λάσο,
έτσι, από εαρινή εναντίωση, να πιάσει σύννεφο.
[…]
–Πάρε από Χάιντεγκερ, του λέω, που ψάχνει για αποβάθρες
και όχι από το υπέρβαρο του άλλου ε γ ώ πού ξέχνα το
μιας και πήρε το κατόπι του ά ρ α σε γρηγοριανά ανισόπεδα.
[…]

ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΧΟΥΣ


Οδοιπορικό
[…]
Ήταν το ανεπανάληπτο εκείνο d o. Η περίφημη κορόνα
σε οκτάβα Latina που αμόλησε στα ύψη ο alto tenore,
τελευταίος από τους Τρώες, Poplius Vergilius Maro.
Και τούτο όταν ένιωσε να ολισθαίνει προς τον ορθολογισμό.
Ήταν που εκστασιάστηκε όχι μόνο που τα λόγια του
εκτινάχτηκαν διεγερμένα αδρόνια κυνηγώντας
στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη,
ηχώ,
μα πιο πολύ, απ’ το υπέρβαρο continuo από οργισμένες
αγριομέλισσες που κλείναν την μπασιά
στην πιο ένδοξη στενωπό της γης,
[…]
Στα ύψη ορτύκια κι άλλα πτηνάρια πελασγικά
χλευάζαν τα επίγεια… όπως και έγινε πιο ύστερα
με κάτι φρικιά του ουρανού κατά την ταφή
του Κόμητα Orgaz που συνεχίζεται
ως ουραίον πηδάλιον καλλιφωνίας…

Το τοπίο έλιωνε μέσα σ’ ασημένιο φως


[…]

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΥΝΩΝ ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΩΝ

ΙΙ. Η ΛΟΙΜΙΚΗ
ΤΟΥ ΕΠΤΑ Χρόνια μετά που συνταξιοδοτήθηκε το Στραντιβάριους, και να σου
πίπιζες ξοπίσω του σονάροντας σε φάλτσο καντάμπιλε, πιάσαμε πάτο. Ήταν τότες
που καμηλοβάτραχοι δεσμεύτηκαν ασμένως ν’ αρχηγέψουν.
Προσθήκη ζάχαρης –ιδέα του μαέστρου– μαυλίσανε το γύψο και πήρε ελόγου του ν’
αναρριχιέται τις πλαγιές τ’ Απρίλη. Μα παρότι εγκέφαλος ζελέ. Παρότι αλάρυγγοι,
αποφασίζανε και διατάζανε σε φρικαλέα ελληνικά. Παρότι παραβάτραχοι,
περιτρέχανε τα ρείθρα ένστολοι, περιμαζεύοντας όσους γελούσανε και όσους δεν
γελούσαν, σύμπαν το υπόλοιπο ατελούς διαιρέσεως περιστρεφόταν περί άξονα
μιγαδικόν πλαγιοστρόφως…
Ο τότε μόλυβδος, θεός αγκαθερός από καμίνευσιν, χυνότανε χυλός σ’ αργιλικά
καλούπια. ως χωλίαμβος ή κάτι τέτοιο, μα όμως άρρητος και ανομάτιστος λόγω που ο
χώρος επιρρεπής στην παραχάραξη τονε φυγάδευε υπολογίζοντας ότι από μαύρη
τρύπα θα καταποθεί. Κι ακόμα ως και τούτο: μες στα βελάσματα των τράγων, όταν
τους σφάζανε άκουες, όπως και τώρα ακούς, για ελληνοβλάβεια, για βατραχοκρατία.
Και τότες έγινε το ξαφνικό: Πλημμύρα οι λεωφόροι από οξύφωνα σπουργίτια
χουγιάζοντας τους βάτραχους και τις ερπύστριες. Κι από ψηλά έπεφτε με βρόντο,
καταμεσής της χάλκινης ορχήστρας, ολοαίματη με ανοιγμένον αφαλό η
ελληνοχριστιανικη πουλάδα. Το Κοίλο, άλαλο κι αλαφιασμένο, άδειασε μονομιάς. Το
Αραχναίο σχίστηκε κάτω για κάτω ίσαμε την Πάφο, ενώ, ως βροχή από μυαλά αετών,
ξέσπαε μαινάδα η μεγαλοφυΐα. Διότι πως αλλιώς θενά ’χε κλέος και εσπεριδοειδή η
Κορινθία;

[σ.σ. αναφορά στην Απριλιανή δικτατορία]

από τη συλλογή Στα πρόσω ιαχής, (2005)

Μίλτος Σαχτούρης
Τὰ δῶρα (Ένα ποίημα ποιητικής)

Σήμερα φόρεσα ἕνα


ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο


καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν


τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ

Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου


τό ’βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου

–Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,


εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε

τό ’ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους


τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει

τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου

γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους

μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ

ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Στὴν Ἑλένη Θ. Κωνσταντινίδη

Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987


εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Διονύσιος Σολωμὸς
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Μπουζιάνης
πόσα ὁ Σκλάβος
πόσα ὁ Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ὁ Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν.

Σημ. Ο Γεράσιμος Σλάβος Κεφαλλονίτης (1927) γλύπτης που Σάββατο βράδυ 29


Ιανουαρίου 1967, καταπλακώθηκε από το έργο του «η φίλη που δεν έμενε» Γρανίτης
μήκους 2.30 μ. και βάρους μισού τόνου Κατά μία εκδοχή επρόκειτο για αυτοκτονία
*****
Δείτε πως ο Μ.Σ. ενσωματώνεται στο ποίημα η επανάληψη μιας λέξης Παρότι συνήθως οι
επαναλήψεις αποφεύγονται Εδώ εντάσσεται οργανικά
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)

Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκε


ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε

Αυτό το ποίημα πόσο καθημερινό (η κληρονομιά) και έντονο στην απλότητά του
(Προφανώς φέρτε μου μελάνι να γράψω ποιήματα) Αφού δεν έγινε άξιος βαφτιστικός

Στο καφενείο με τις λίρες


Στο καφενείο
έρχεται ο χοντρός νονός μου
με τις λίρες.
Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει
γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
που περίμενα.

Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου


—Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

Γιώργος Σαραντάρης
Πρόλογος
Στοὺς φίλους μου

Κόβεται ἡ δική μας ἀναπνοή,


χάνεται ὁ χρόνος, παιδιά·
σὲ φωνὴ μοιάζει
ποὺ ζύγωσε
μᾶς προσπέρασε
μὰ δὲν ἀκούστηκε,
κι ἕνας ἀπὸ μᾶς, ὁ πιὸ καλός,
ἐλπίζει ἀκόμα
ἀλλὰ ντρέπεται νὰ τὸ πεῖ...
*****
3 παραδείγματα διακειμενικότητας:

Δὲν εἴμαστε ποιητές

Δὲν εἴμαστε ποιητὲς


Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.

Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εγκαταλείπω την ποίηση

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,


δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή
τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τί καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή
ν' ανοίξουν χαρακώματα για να κυκλοφορεί ο θάνατος σε όλο τους το σώμα

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία


να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκκαλα
όμως είμαι άνθρωπος και ’γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία


βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΠΥΡΙΟΥΝΗΣ

Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟIΗΣΕΩΣ

Ασχολούμαι με την «ποίηση


Δεν θα πει ασχολούμαι με την ευκολία
Δεν θα πει είμαι οκνηρός.

Θα ισχυριστείς και θα μου αντιτάξεις


Τί δουλειά θέλει η ποίηση
Μπροστά στην εργασία μυθιστοριογράφου.

Ραθυμία συναφιού, νωχέλεια της κάστας ·


Έτσι θα μου πεις · τεμπέλης και στην τέχνη.
Αλλά μονάχα εγώ γνωρίζω · στο πετσί μου

Ισόβιο, έγχρωμο το τατουάζ της δυσκολίας.


Ασχολούμαι με την ποίηση
Δεν θα πει ασχολούμαι με την ευκολία.
Πρώτα απ' όλα περνούν οι ώρες χωρίς να νιώσω
Πότε ξημέρωσε και πότε θα βραδυάσει
Πότε οι πόνοι στη μέση στα νεφρά.

Εκεί επωάζεις τριάντα σαράντα μέρες


Για ένα ποίημα λιγνό, δέκα τόσους στίχους
Για το σονέττο « Της Αγάπης » που 'ταξες

Και κει σου βγαίνει τζούφιο αυγό για πέταμα ·


Τσαντισμένος τ’ αφήνεις για μέρες, για καιρό ·
Πιάνεις το άλλο, την «Αφροδίτη στο Νερό»

Και πάλι επιστρέφεις και πάλι τα νεύρα μου .


Για ποια δουλειά μου τσαμπούνας
Σε λίγο θα σε δω και στις πορείες, σ' έχω ικανό .

Ρεπό – αργίες – υπερωρίες θα γράφει το πανό.


Εγώ μιλώ από το κάτεργο
Και σου φωνάζω για δουλεία.

Ασχολούμαι με την ποίηση


Δεν θα πει ασχολούμαι με την ευκολία.
Πρώτα απ' όλα δεν θα καταλάβεις πότε

Ξημέρωσε πότε έγινε απόγευμα η ζωή


Και τότε εύκολα επάνω στο χαρτί
Οι αναμνήσεις μόνες τους θα σε βοηθήσουν.

Δύο ώρες θα ’ναι αρκετές για να αντιγράψεις


Το ποίημα που σου ’γραψε η ζωή.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΝ

Ἡ ἀφοσίωση ἔκτιζε νύκτα τὴν πρώτη Πύλη


Λίγα μέτρα μὲς ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς πίστης.
Φθάνοντας στὴν ἁψίδα τοῦ κάλλους σκάλιζε
Τὴν ἕβδομη ἐπιγραφὴ τῆς συνείδησης·

Τσίκι –τσίκι μὲ γράμματα αὐτοδίδακτα


Ἄλλα νόθα καὶ ἄλλα ὀρφανὰ ἐλζεβὶρ
Ἀλλὰ ὅλα στοργικὰ ἀναθρεμμένα:
ΑΕΡΓΟΧΕΡΙΣΑΤΑΝΙΚΟΕΡΓΟ

Ἡ κουκουβάγια ἔβριζε, σημάδι πὼς ὅπου νάναι


Ξημερώνει. Χάιντε τὴν παλάμη πάνω ἀπὸ τὰ μάτια
Νὰ δοῦμε τὸν ρεμπέτη ἥλιο, τὸν φιγουρατζὴ ποὺ χόρευε
Γιὰ τὴν σελήνη μέχρι τὴν αὐγὴ στὴν Ἔξω Πύλη τὸ ζεϊμπέκικο:

«Ἔβαλε ὁ διαβολάκος τὴν οὐρὰ τοῦ πάλι…»


Ἡ ἀφοσίωση ἔκανε τὴν δουλειά της· ἔκτισε.
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ

Τὰ γενικὰ μέρη
Τὸ ἐντός, ἐκτὸς
Ὁ ἀντάρτης στὶς Κορυσχάδες
Ἡ ἀγρύπνια δεύτερη ζωὴ
Ποιητὴς ἀπὸ τὴν πηγή.

Τὰ βασικὰ κεφάλαια
Τὸ ἐδῶ, ἐκεῖ
Ὁ ἔλεγχος τοῦ γεμιστήρα
Ἡ δροσερὴ ἀγωνία στὸ παγούρι
Ποιητὴς στὸ χρῶμα.

Τὰ ἀναλυτικὰ τμήματα
Τὸ ἄλλο, ἀλλοῦ
Τὸ μάτι στὸ σκόπευτρο
Ἡ ἰδέα στὰ χέρια τῆς εὐθύνης
Ποιητὴς στὸ σχέδιο.

Τὰ εἰδικὰ θέματα
Τὸ δικό μου δικό σας
Ὁ κόκορας σηκωμένος
Τὸ ὅραμα τρέχει στὰ μάγουλα
Ποιητὴς ἀπὸ κούνια.

Οἱ συνθετικὲς ἑνότητες
Τὸ φαινόμενο στὸ μὴ λεγόμενον
Ὁ δείκτης στὴν σκανδάλη
Ἡ ἀνατριχίλα στὴν πλάτη τῆς συνείδησης
Ποιητὴς καὶ στὴ ζωή.

Οἱ ρυθμικὲς παράγραφοι
Τὸ αὔριο ντόρτια, μπορεῖ καὶ ἀσσόδυο
Ἡ πίστη στάζει στὶς παλάσκες
Τὸ μυστικὸ ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο
Ποιητής, σοῦ λέω καὶ νεκρός.

Τὴν λαμπάδα σου δίνω


Γιὰ νὰ δεῖς στὸν καθρέφτη.
Δὲν τὰ ξεχωρίζεις;
Καταραμένος νὰ ’σαὶ
Καὶ σὺ καὶ τὰ στιχάκια σου.

ΜΕ Τ΄ΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Νὰ ψηλαφίσω τὸ γόρδιο κρόσσι της


Νὰ ἀκουμπήσω τὸ χνούδι της
Νὰ χαϊδεύσω τὸ τούλι της
Νὰ θωπεύσω τὸ πέλος της
Νὰ ἀγγίξω το «νὰ τὴν, ἐδῶ»
Νὰ δῶ, ἔχει ἀφήσει στρίφωμα ἢ λήθη;

Νὰ ἀνατριχιάσω, ἔστω ἀπὸ τὸ ξέφτι τῆς μνήμης


ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΙΜΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΗ
(μὲ νερομπογιὲς)

Κληρονόμησε δύο κήπους, τῆς γιαγιᾶς


Καὶ τῆς μητέρας, ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλον
Ἄφηναν χῶρο ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ τρίτος
Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ θὰ γέμιζε τὸ κάδρο.

Πελαργόνια, βαλεριάνες, ἀχιλέες, «μὴ μὲ λησμόνει»·


Θὰ φύτευε κι ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ὀπαλίνα
Ποῦ ὁμιλεῖ τὰ βράδυα στὰ κλαριὰ
Νὰ μεγαλώνουν τὸ πρωὶ τὰ φύλλα.

Θέλεις οἱ ψίθυροι, θὲς τὰ παραμύθια; Θυμήθηκε


Τὸ κολασμένο χαμόγελο τοῦ ρυθμοῦ του.
Σκέπτεται ν’ ἀφήσει τοὺς κήπους νὰ ρημάξουν
Ζιζάνια, τριβόλια καὶ διαόλια, «νὰ σὲ λησμόνει» ·

Νὰ βάλει τὸ κόκκινο φουστάνι, νὰ βγεῖ, νὰ πάει


Νὰ πάει γιὰ χορὸ στὸ Garden Bar ἢ στὸν γκρεμό.

ΕΡΓΟ Ἄρ. 21

Παρὰ πάσαν ἐλπίδαν σὲ μένα δόθηκε τὸ διπλάσιο!


Οἱ φίλοι στριμώχτηκαν στὴν νόμιμη μοίρα. Διάταξη
Τελευταίας βουλήσεως
Ὅριζε νὰ βροῦμε νερό· στὴν ἀνάγκη θ’ ἀλλάζαμε τὸν ροῦ
τῆς ἱστορίας· θ’ ἀνέβαινε τὸ βουνό, θὰ ἔμπαινε στὴν πηγὴ
Νὰ ξαναβγαίνει δάκρυ
Ἀπὸ τὴν κρήνη. Ἔτσι θὰ εἴχαμε γάργαρες συλλαβὲς στὶς Κορυσχάδες.

Μὲ τὸ πλεονέκτημα τοῦ δικαιώματος διάλεξα τὸ δῶμα


Ἅπλωνα τὰ στιχάκια μὲ τὶς τρεχούμενες στροφὲς ἀπ’ τὸ παράθυρο
Φύσαγε Βαρδάρης, στέγνωναν τὰ δάκρυα· ψίθυρος ἐκ διαθήκης.
(Εκ της σιωπής, 2019)

Τόλης Νικηφόρου, Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά – ιστορίες ποιημάτων

το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια
που σε σφραγίζει
με πυρωμένο σίδερο
μικρό κι ανυπεράσπιστο

αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις


θα συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας βιβλία
μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω από το μπαλκόνι σου

αυτά και ο έρωτας


θα σε οδηγήσουν
και ίσως κάνουν κάποτε
τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν

δεν μένει παρά να κοιτάζεις


το θηρίο στα μάτια
καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν υπάρχει

Γιώργος Μαρκόπουλος

Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής


Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Αργύρης Χιόνης

[«Κούφον γαρ χρήμα»]


Β'
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
παραπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν
τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν
σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν
Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο.
Δ'
Η ποίηση πρέπει να 'ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου.
(Τύποι ήλων, 1978)

Αλέξανδρος Αραμπατζής

Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ

Η ποίησή μου είναι φτωχή


Πιο φτωχή από τα όνειρά μου
Το ίδιο φτωχή με το βιός μου
Δεν θα την αγκαλιάσουν πλούσιοι μέντορες
Δεν θα της χαρίσουν ακριβά βραβεία
Θα φυτοζωεί και θα κακογεράσει
Σαν σακατεμένος στο λιμάνι χαμάλης
Ωστόσο Θα βαδίζει περήφανη και γενναία ελπίζω
Χωρίς να ντρέπεται και να βαρυγκωμάει
Στ’ αχάριστα μονοπάτια της χαμοζωής της

****
ατάκες του Α.Α. από το facebook στο οποίο [και στις οποίες] επιδίδεται τα τελευταία
χρόνια με επιτυχία

Σαν ταπεινός εργάτης της τέχνης που είμαι στην αρχή έλεγα τρεις μόνο αναγνώστες
αρκούν για το έργο μου. Ύστερα τους ανέβασα στους 33, μετά στους 333, μετά στους
3.333 και τελευταία στους 33.333, όσοι και οι στίχοι της Οδύσσειας του Καζαντζάκη.
Για μετά βλέπουμε.

Βρωμοδουλειά κι αυτή του ποιητή! Όλη την ώρα να παιδεύεσαι να βρεις με τι πλάγιο
τρόπο θα παινέψεις τον εαυτό σου, με ποιον σπαρακτικό τρόπο θα διαλαλήσεις τους
νταλγκάδες σου, πώς θ’ αποδείξεις την υψηλή πνευματικότητά σου και να στη λένε από
πάνω! Ε, όχι….

Είναι μεγάλη χαρά να σου εξηγούν τι έχεις γράψει κι εσύ να μπορείς να το


καταλαβαίνεις.

Τελικά εάν το παίζεις ποιητής και δεν αφήνεις να διαχέεται αόριστα γύρω σου ότι
υποφέρεις από κρυφές αμαρτίες δεν σε υπολογίζει κανένας.

Αλέξανδρος Αρμπατζής-Κώστας Κρεμμύδας

Αστικά μεταμεσονύκτια κατάλοιπα

Να φοβάστε γιατί πιάνουν


τα ξόρκια των απατημένων ποιητών

Σε τόσο σοβαρούς καιρούς αδέρφια υπάρχει αχρείος


που να διανοείται αστεϊσμούς και φιοριτούρες;
Να πώς μαραίνονται οι έρμοι οι ποιητές
όταν τους προγκάνε οι political correct ρεαλιστές!
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν μια για πάντα:
είμαστε και ρεαλιστές! όχι όμως όταν είμαστε ποιητές!
Γιατί δεν είμαστε άψυχες κούκλες στους παιχνιδότοπους
που κατεβάζουν το αχυρένιο κεφάλι τους
όταν Τεξανοί μπίζνεσμαν φυσάνε πετρέλαιο
στις σάλπιγγες των αυτιών των λαών
και ξυπνάνε τυφώνες που βουλιάζουνε Ιράν, Ιράκ
και Νέες Ορλεάνες.
Δεν είμαστε πολιτικοί να ταΐζουμε φούμαρα τις ζαρντινιέρες
και να τάζουμε λαγούς με πετραχήλια
στους ανασκολοπισμένους απελπισμένους πλην αθώους συμπολίτες μας
για ένα κέφι των αφεντάδων

Αξιοποιούμε ασύνετα τα χημικά ανατινάζοντας κρανία και ρόπαλα


στους αιμόφυρτους αιθεροβάμονες αναρχικούς
περιφρουρώντας τα ανόσια που οι γενιές μας εμπιστεύτηκαν

Σαν υπάκουα παιδάκια τρώμε όλο το φαγητό μας ακούγοντας


τα βράδια τηλεοπτικά παραμύθια με κακές μάγισσες
καλοθρεμμένα βασιλόπουλα και σαγηνευτικές πριγκιποπούλες
του κατάμαυρου λύκου

Παραμένουμε ανυπόφορα ρομαντικοί στη θέα


ισοπεδωμένων πόλεων, θανατικών εκτελέσεων, βομβαρδισμών
που με μεράκι και φροντίδα αξιοποιούν πάνω μας
συνετοί τεχνοκράτες των Σωμάτων Ασυλίας

Γιατί μπορεί να είμαστε αφράτοι στην όψη


καλόβολοι στα αισθήματα και γιαλαντζί επαναστάτες
στα συλλαλητήρια των γραφικών ιδεολόγων
μπορεί μ’ ένα σαξόφωνο παραμάσχαλα και τρία όγδοα θλίψης
για σημαδούρα να διασχίζουμε τα λίγα τετραγωνικά της ασυλίας μας
μπορεί οι Κυριακές μας να ’ναι μαρτυρικές και σακάτισσες
σα τη μοναχική τρομπέτα του Γκιλέσπι
όμως μαλάκες δεν είμαστε να μας τη φέρνει η κάθε τυχάρπαστη κλίκα
δυτικοθρεμένων κονδυλοφόρων και νταβραντισμένων πεζοναυτών.
Τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ και απαστράπτουσες άγιες μολότοφ
εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες στα σαθρά θεμέλια της πόλης
για να ξυπνήσουν εκατομμύρια ξαναγεννημένες εκρήξεις
Γι’ αυτό, μη μας ξεχνάτε και μη διστάζετε:
Πυροβολείτε τους ποιητές όπου τους βρείτε. Εξαφανίστε το αχρείο είδος
Είναι ικανοί να διαταράξουν τις ανέφελες ισορροπίες του βίου σας

*******
Ένα ποίημά μου που θα ’θελα να το μοιραστώ μαζί σας. Κ.Κρ.
Τη μάνα μου ακούμπησα σε μια κορνίζα
πλάι στη ραπτομηχανή της
που άρχισε να λειτουργεί αυτόματα
χωρίς τηλεχειριστήριο

Χρόνια νεκρή στρίφωνε και ξεστρίφωνε τα σάβανα του αιώνα


μέχρι που το σώμα της
ξαφνικά άρχισε να τραντάζεται σύγκορμο
παραλίγο να πέσει και να χτυπήσει το κάδρο
Σηκώθηκα την έσπρωξα προσεκτικά λίγο πιο μέσα
της χάιδεψα το παραμορφωμένο χέρι
ένα φιλί στο μάγουλο πίσω από τα σπασμένα τζάμια
και βάλθηκα να συναρμολογώ τα οστά της
που κατρακύλησαν πέρα
απ’ το σκελετωμένο της σώμα
στο πάτωμα

Τη μάνα μου ακούμπησα σε μια κορνίζα


την επισκέπτομαι σπανίως έκτοτε
τη μετακινώ να μη πιαστεί της μιλάω να μάθει τα νέα
άλλοτε πάλι ξαπλώνω πλάι της με φυλαχτό ένα γυαλί
στο στόμα

Επίσης
Είχα σε κάποιους μιλήσει για το ανακατωμένο γραφείο μου το γεμάτο στα χαρτιά
όπως και του πατέρα μου. Δείτε πώς προέκυψε σχεδόν αυτόματα ένα ποίημα
απλώς κοιτάζοντας την φωτογραφία του που είχα απέναντί μου:

ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΜΉΝΥΜΑ

ελήφθη ως φωτο Απέναντι μου σε βλέπω στο κατάφορτο γραφείο σου Όμοιο στα
γονίδια και το δικό μου Τα χέρια σου μακριά βελούδινα καλοβαλμένα στη ζηλευτή
ομορφιά τους τελευταία ανάμνηση –ποτέ σου δεν υπήρξες χειρώνακτας– Η στενή
είσοδος έμελλε η τελευταία έξοδός σου Σε φορείο Το δεξί σου κρεμόταν νεκρό
Φρόντισα ανασηκώνοντας να χωρέσει το πέρασμα Παρά τα φαινόμενα ήλπιζα πως

Κώστας Κρεμμύδας

Θωμάς Γκόρπας
Μαγική εικόνα

Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:


ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…

Μεσολόγγι

Πατρίδα μου
καπρίτσιο και νταλκά ηλιοβασίλεμα στα βυσινιά
δάκρυ’ αργοκύλητα και ψεύτικα φιλιά και του ντουνιά
πορτραίτα στα πακέτα των τσιγάρων μου και μες στα πρώτα
αγαπημένα μου τραγούδια να μικραίνεις μες στα χνώτα
να μου μικραίνεις αχ να σκίζομαι να μη σε πιάνω
μέσα στα ξένα στ’ αθηναίικα χνώτα και απάνω
που σ’ εύρισκα διά μέσου νέας αγάπης πάλι σε χάνω...

Πατρίδα μου
πρώτη μεγάλη αγάπη μου και πρώτη γλύκα της ζωής
χρυσάφι στα σκοτάδια μάτια μου και λάδι της ψυχής
σκαμμένος τώρα από ποταπότητες εχθρούς και φίλους
ξαναθυμάμαι αετούς στεφάνια σάλτσινα και μύλους
χασίσια που δεν ξεγελάν και λέω πως σε φτάνω
μες τα τραγούδια μου που όλο σε βρίσκω και σε χάνω
πόλη μου που με πας από τον Κάτω Κόσμο στον Απάνω...…
ΤΣΙΓΑΡΑ
μνήμη Μάριου Χάκκα*

Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.


Πολλές φορές βρήκα την άκρη μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα ...

Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το τσιγάρο αναμμένο


απ' άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες ...

Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο


θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρημη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκα τρελάθηκες τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άαααα ...
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο ...

*Μάριος Χάκκας (1931-1972) Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στην Καισαριανή,
στα 19 από τη Σχολή Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε εθελοντής στη
Γυάρο να περιθάλπει εξόριστους, τον Απρίλιο του 1954 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε
φυλάκιση 4 ετών, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να διακόψει τις σπουδές του στην Πάντειο.
Μετέπειτα μέλος Νεολαίας Λαμπράκη, συνελήφθη από τη δικτατορία του 1967. Έργα του:
διηγήματα Τυφεκιοφόρος του εχθρού, Ο μπιντές κλπ. βλ. Άπαντα Μάριος Χάκκας εκδ.
Κέδρος.

Περιστατικό στην οδό Σταδίου

Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.


Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.
Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε
το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ’ άλογο.
απ’ το στόμα του πετάχτηκαν αφροί
κι έπαιξαν στα μάτια σας
απ’ το στόμα κι απ’ τη μύτη τίναξε το αίμα του
που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.
– Από πείνα. Είπατε.
Τα πόδια σας πως είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;
– Από πείνα. Είπατε.
Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;
– Από πείνα. Είπατε.
Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;
– Από πείνα. Είπατε.
Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος

~*~

[ ] Παντού στην Αθήνα μας τραύματα νωχελικά


μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
σα σκυλί σαν προδομένη αγάπη σα διάχυτο λαϊκό τραγούδι
γιομάτο ευγένεια.

Θωμάς Γκόρπας, «Συνάντησις παλαιών φίλων»

Θωμάς Γκόρπας
Ποίηση

Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ' τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς — όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα
βιολέτες σ' άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.

Περί ποιήσεως πάλι

Μνήμη Τάκη Σινόπουλου

Δημοτικό Τραγούδι
Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού
Κάλβος ήχος πλατάνων
Σολωμός ήχος γιασεμιών
Παλαμάς ήχος τίποτε
Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει
Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδι
Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες
Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας
Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες πομπές και σύγχρονα φαγοπότια
Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται
Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε
Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας
Λαϊκό Τραγούδι
(Ποίηση '76, 1976)

Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)


Η αναμμένη λάμπα

Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ.*


σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε τούς τοίχους του κελιού
ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί
σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην
καθοδήγηση
θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
ήμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου 'στελναν γραμμένα με λεμόνι
οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην
κάμαρά μου
κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη
φλόγα.

*Πολιτικά Γραφεία: Ανώτατα καθοδηγητικά όργανα των Κομμουνιστικών Κομμάτων


(Ευθύτης οδών, 1947-1952).
Βλ. επίσης Το Κιβώτιο, δυστοπικό ιστορικό μυθιστόρημα, μια αλληγορία για τον Εμφύλιο
πόλεμο στην Ελλάδα αλλά και μια κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας.

Σχέδιο για διήγημα

Ένας κήπος βραδινός


δίπλα στην ερημική της έπαυλη
η θάλασσα που ανασαίνει άνοιξη
η φωνή του ραδιοφώνου
λίγα βήματα σιωπής στην αλέα.
Ύστερα θαρθούνε τα παιδικά τους πρόσωπα
ο χιονοπόλεμος
ένας λοφάκος που κατηφορίζει τα μικρά του έλκηθρα
κ’ ένα ξανθό αγόρι, με πέτσινα γάντια.
– Νατάλια Αντώνοβνα, θα πει ο υπηρέτης,
το τσάι είναι έτοιμο και ίσως να κρυώσει
γιατί το τσάι πάντα έτσι κάνει.
Κι όμως τότε δεν κρύωνε το τσάι
ίσως γιατί φόραγε τα γάντια του τ’ αγόρι.
Τότε.
Μέσα στο χιόνι.

Ακόμα τούτη η άνοιξη (Απρίλης 1941)


Ποιητική

1
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις.

2
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

3
Η μόνη ξιφολόγχη μου
είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951
Άγονος γραμμή, (1952)

Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)


Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε
Αν δε μου 'δίνες την ποίηση, Κύριε,
δε θα 'χα τίποτα για να ζήσω
αυτά τα χωράφια δε θα 'ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημος μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται
Ωστόσο
Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις
γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
(Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957)

Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος

Ο πιο γλυκός Νοέμβρης

Τω καιρώ εκείνο
,Χριστούγεννα των καλάντων
,Αποκαλυπτικές οι συζητήσεις με τους φίλους
Τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων
Για τις ενοχές μας αλλά κυρίως για τον κόσμο που θα ζούσαμε

Και τα μαλλιά σου μύριζαν

Τα βράδια που η βαρύτητα εφορμά λυγμικά τους προσκαλώ και πάλι


Ν’ αντικαταστήσουμε την πλήξη την επιβεβαίωση την κρίση της ηλικίας
Αναζητώντας σε μια αντιποιητική μετοχή το ε λ ι ξ ί ρ ι ο
Κρύβω με το δάχτυλο τον άγγελο σε γένος θηλυκό
Στο Γραφείο με τους μαγικούς αριθμούς

Αποφάσισα να σας υπηρετήσω


Ως πρέπει τώρα
Καταλαβαίνετε πως είναι υποχρέωσή μου να σας προδώσω
–τα κόμματα να μπουν στην αρχή
Οι τελείες να καταργηθούν
Τα θαυμαστικά τα αποσιωπητικά να κρυφτούν
Διακριτικά να αποσυρθούν τα ερωτηματικά
Μόνο την άνω τελεία κρατάω∙ ως άλλοθι γι’ αυτήν
Δόθηκα πια στο χρώμα και την ιαχή του λόγου
Στην τελευταία μουσκεμένη συλλαβή
Νότα αρχική στο καινούργιο πεντάγραμμο

Τον πιο γλυκό Νοέμβρη σ’ ερωτεύτηκα


Που περισσεύει λίγο η σάρκα χωρίς κοιλιακούς και πιλάτες
Να ονειρευτώ πάνω σου, μέσα σου

Επιτάφιος 2019 –από Σκουφά

Πόσους δρόμους ακόμα


πρόσφυγες και τεχνάσματα πολιούχων
για να σε συναντήσω
Αναζητώ «κανονικότητες» και
μόνο ανά τη διετία που ο ελεήμων επιτάφιος διασχίζει τη Σκουφά
ομολογώ τα πάθη σου
Δεν τολμώ να τον διαβώ, ίσως με τρομάζουν
Μα εστιάζω στη λαμπρυνθείσα περηφάνεια του
καθώς φλογίτσες οι υπάρξεις σου μακραίνουν προς τη μεγάλη, πια, εκκλησία
Η διαδοχή των πατέρων, των χορωδιών, των παιδιών που ασθμαίνουν
γαλήνια αποδοχή των τελευταίων χιλιομέτρων
Έτσι κι αλλιώς ένα ταξίδι πάνω από τα σύννεφα των θεσμικών πρέπει
ολόιδιο με την αναρχική γενειάδα τ’ Αγιού

Προσδοκώ Ανάσταση

γ.σ. κοσμητείας / «συνέργειας» / συγχώνευσης / εκλογών

Κερδίσαμε, θριαμβολόγησε ο ίδιος


,αυτός που είχε εκλεγεί σε άλλη συλλογή
,σε άλλο ποίημα θα τον βρείτε
Και επιχείρησε η άρχουσα τάξη επιστημονικότερη ανάλυση
και με τη σωστή εκφορά του λόγου –πάντοτε τα διάβαζε γραμμένα φυσικά…
Έσπευσαν να συνυπογράψουν οι διάφοροι – αδιάφοροι, άλλοι να απορρίψουν συνολικά

Στο μεταξύ ανακοινώθηκε κι άλλη πρυτανική υποψηφιότητα


Με το ίδιο όραμα, αλήθεια πόσο εμπνευσμένο
Στο πλάι της σελίδας των σημειώσεων
η φράση του Σεφέρη στ’ αγγλικά
«At nightfall
or at daybreak
jasmine remains
ever white»2
Πιο εύηχο μου ακούστηκε το γιασεμί
αλλά το προτιμώ στη μικρή αυλή της Σκουφά
να το μυρίζω εκεί στο 15 παρέα με τον Φρέντυ
να το συμπληρώνω με άλλους κατοπινούς στίχους

Εν μέσω τρόπων αμοιβών, εξοπλισμών, δαπανών,


Εν μέσω δηλαδή νέων τρόπων αμοιβών, εξοπλισμών, δαπανών,
Με πλαγιότιτλους και αστερίσκους, με προσφορές ανάθεσης και διαφάνεια
Πήρε τον λόγο το λαμόγιο, ευχαρίστησε όπως πάντα,
επιχείρησε να αναδείξει τον εαυτό του, όπως πάντα
Σιώπησε ο ποιητής και κρατούσε σημειώσεις
,όχι για σπουδαίο ποίημα, αλλά για να μπορεί να σας τα γράψει
να διασώσει το γελοίον της διαδικασίας, έστω και ετεροχρονισμένα
Σημάδεψε με το δάχτυλο καθαρά το μαύρο χιόνι έξω
Και σκέφτηκε τις μοναχικές του βραδινές Τετάρτες, ενίοτε και Πέμπτες
Αυτές οι βραδινές μοναΧΔικότες πονάνε –δεν έχω αποφασίσει ακόμα το φώνημα
Οι άλλοι μάλωναν για την εύρυθμη λειτουργία, την επαρκή στελέχωση
,την τεκμηριωμένη κατάθεση –ποιητική αρμονία λέξεων και εννοιών
Αναπομπές αιτήσεων-μετακινήσεων σε γενική κλίμακα
,ίσως, για πρώτη φορά, διέκρινες τόσο καθαρά το θολό του τοπίου

Ευτυχώς η Άνοιξη, παρήγορα βιαστική στην Κύπρο

2
είτε βραδιάζει/ είτε φέγγει/ μένει λευκό/ το γιασεμί
στη μυγδαλιά της Ελένης ανάμεσα στη Λάρνακα και στο Μαζωτό,
δεν χάσκει αδειανή, σαρκώνεται

Εννέα Όγδοα

Χορεύω
Ανάμεσα στις αγκαλιές των εννέα και τα στρογγυλά όγδοα
Υπάρχω

Φοράω το φουλάρι μου σταυρωτά


Γράφω γεμάτα λόγια, τραγουδάω πάνω απ’ όλα
Εννέα όγδοα ή μακρό μακρό βραχύ

Θα σου χαρίσω ένα μινοράκι


κι εσύ να υφάνεις τη σύνθεση μιας θυελλώδους μελωδίας
για μας που διάλεξε ο έρωτας

Να αρμενίσεις πάνω από τα σύννεφα των θεσμικών πρέπει


την εποχή που υβριστές δίκην εικόνας θα επικρατήσουν
ανέραστοι να διπλώνουν ελλείματα κι ενοχές

Έτσι θα δροσίσει η τελική ανάγνωση

Εξομολόγηση

Μου είπες, μου εξομολογήθηκες,


να κοιτάζω πάντα τι φοράς στο στήθος,
όταν ο χειμώνας στέκει ανάμεσά μας

Τέτοιες μέρες δεν είναι για ποιήματα, σου απάντησα


Ο κύκλος, το τραύμα της παράδοσης,
οριστικά θα συμπληρωθεί με συναισθήματα, εξάρσεις, απουσίες

Εσύ να αφεθείς, μου ψιθύρισες


Δεν επιτρέπει η Μεσολογγίτικη φλέβα,
το δικό μας αλάτι, να ακολουθήσεις χλιαρούς δρόμους

Εβραιοπούλα, θαρρείς, ασυνόδευτο προσφυγόπουλο


Έγκλειστη σε ανθρώπινους γαλαξίες
περιχαρακωμένη από σχήματα, φοβικές γωνίες κι ευθυγραμμίσεις
που συρρικνώνουν αδέξιοι γεωμέτρες θαλασσών και γαιών

Ελευθερία
Επιτέλους πού είναι ο τιμωρός αρχηγός που υποσχέθηκες;
Σου φώναζα τώρα

Μην ονειρεύεσαι έπος ανθρώπου έγκλειστου σε ηθική κατηγόρου


Δεν πρέπει να καταμαρτυρήσεις τη μόνη ώριμη αίσθηση
Ύψωσες τους τόνους

Εγώ ο αληθινός Ιούδας προδότης


πρόλαβα να ακρωτηριάσω δάκτυλα και μνήμη
Μα σε αποδέχομαι σταυρό αλλόθρησκο μέσα μου

Όχι δεν κάναμε λάθος κι ας μην γυρίσαμε νικητές


Είναι κάποια οράματα, τροχιές σκοτεινιασμένες,
που στη μνήμη εικονογραφούν παραμυθίες
για τη λιτή κορμοστασιά σου, αγάπη μου

Εμείς που η φύση έταξε σάρκα μία


με κατάφωρα καλοκαίρια
μπαίνουμε ακόμα και τραγουδάμε στα λεωφορεία
Μου επιτρέπεις να καπνίζω με κόστος
(Οι 40, παλιές, εκκλησιές, 2020)

Τόλης Νικηφόρου
Θεσσαλονίκη 1980

πολιτεία ρημαγμένη στον μυχό του κόλπου


βάρβαροι με χρωματιστές κορδέλες
με χάντρες εξαγοράζουν την ψυχή σου
πανικός
άγριος πανικός στους δρόμους
πανικός στα γραφεία
πανικός στα σπίτια που υψώνονται
και φράζουν τον άνεμο
καθώς οι νεκροί σαπίζουν
μέσα στα βιβλία τους
και αναδίδουν οσμή βραβείων
στάχτη, αρπαχτικές κραυγές
μια άνοιξη που ευνουχίστηκε
και το αίμα της ζωγραφίζει πολύχρωμες διαφημίσεις
μια στιγμή πριν απ’ το τέλος
και έρωτας
έρωτας που κυκλοφορεί ανύποπτος
που δεν θέλει τίποτα να μάθει
έρωτας στα υγρά μάτια των κοριτσιών

αγάπη θάνατος

το διπλό άλφα της αγάπης


εμπεριέχεται στις συλλαβές του θανάτου
που δίνουν μιαν υπόσχεση αρχής
σε κάποιο ανεξιχνίαστο μέλλον

όταν λοιπόν τα πάντα ενοποιούνται


μήπως ταυτίζεται και η αγάπη με τον θάνατο;

καθώς στρέφεται η ύπαρξη στην πηγή της


όπως ο νους του ξενιτεμένου στην πατρίδα
μήπως οι λέξεις διαστέλλονται
και χάνουν το ιδιαίτερο νόημά τους
αγγίζοντας το μικρό δαχτυλάκι του θεού;

θάνατος είναι η μύτη μιας καρφίτσας


που σκάζει το παιδικό μπαλόνι της ζωής
και μέσα από το επιφανειακό σκότος
προσδίδει στην αγάπη μιαν ανυπέρβλητη λαμπρότητα
(1994)
*****
Τόλης Νικηφόρου

από το Ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου, 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη
(1966 – 2015)

μαθητεία, 2

και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου, και έγινα δεκτός
στην πρώτη τάξη του σύμπαντος σχολείου της αγάπης, τα τραύματά μου γράφοντας σαν
όνομα
στο εξώφυλλο της καθημερινής ζωής. είναι καλός για άνθρωπος,
λένε οι δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους, μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι μου, ένα
γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο, θα μάθει γρήγορα όσα μπορεί να μάθει. κι εγώ
επιμένω, αφού δεν έχω πού αλλού να πάω, μερόνυχτα εγκύπτω και λέω πως συνεχίζω τις
σπουδές μου, σ' αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο απ' το οποίο δεν προβλέπεται
αποφοίτηση

(1999)

ένα ποίημα

ένα ποίημα
από παλιό σκοτάδι
από θολό πυκνό βυθό
που αναδύθηκε στο φως

ένα ποίημα
γυμνό
εμπρηστικό
κόκκινο επιφώνημα
της φλόγας ή της αστραπής

ένα ποίημα
μυστικό
εξωτικό
κι όμως απλό
κι όμως γλυκό
κι όμως απέραντα μαγευτικό

ένα ποίημα
που δεν γνωρίζει
το άρωμα
τη μουσική
το ίδιο τ’ όνομά του

ένα ποίημα
ένα τρέμουλο στα γόνατα
ή τα χείλη
που κρύβεται και φανερώνεται
και λάμπει

εσύ
(2010)
Νίκος Καρούζος

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ

Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθρο


ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές...
Να περιμένεις την πνοή π’ ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ' τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν' ο αθέλητος
έρχετ' η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θα 'ρθει κ' η νύχτα θα 'ρθει κ' η μέρα
και πάντα το φως.
(Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ

Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ' τις μητέρες


κι ο άξιος εύκολα μένει στ' όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ' η θρησκεία κ' η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ' οι ποιητές κ' οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ' άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.
(Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964)

#####
Χαρά Χρηστάρα

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΦΑΡΜΑΚΙΩΤΗ ΕΚΛΕΙΣΕ

Ἔκλεισε τὸ Ζουρνὰλ
ἀπέναντι ἀπ’ τὸ σπίτι μου.
Ἔκλεισε παραπάνω ἡ Πυξίδα.

Πιὸ κάτω ἔκλεισε


σὲ κοντινὴ περίοδο
καὶ τὸ φαρμακεῖο Φαρμακιώτη.
Τὰ νεαρὰ ἀδέλφια
Ἀπόστολος καὶ Ἄλκηστη
ὄμορφοι καὶ οἱ δυὸ
προπάντων εὐγενεῖς
ποῦ ξεκίνησαν μὲ ὄνειρα
πάλευαν κι αὐτοὶ
μὲ τοὺς μεγάλους της δουλειᾶς τους.

Τοὺς εἶχα ἀγαπήσει κυριολεκτικά.


Τοὺς χάρισα βιβλίο.
Ὅ,τι χρειάστηκά μου τὸ ’φεραν
ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ ἀκριβὸ
μὲ τέτοια κρίση.
Ἀκόμα καὶ μὲ κίνδυνο
ζημιᾶς δικῆς τους.

Δυὸ χρόνια πηγαινοερχόμουνα.


Πότε τηλεφωνώντας πρῶτα
πότε ξαφνικὰ
η, πρωί, γιὰ καλημέρα.

Μιὰ μέρα τοῦ Νοέμβρη


ποῦ δὲν ἀπαντοῦσαν στὸ τηλέφωνο
σηκώθηκα, πέρασα ἀπὸ ’κεῖ
κι ὅλα κλειστὰ καὶ ἄδεια–
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στὸ τζάμι.

Δὲν εἶχα κινητό τους ἢ διεύθυνση.

Τὸ φαρμακεῖο Φαρμακιώτη
ἔκλεισε…

ΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΑΣ

Στὴν μητέρα μου

Πέρασα ἀπὸ τὸ ἐξοχικό μας


σήμερα.
Τόσες ἀναμνήσεις παιδιόθεν.

Στὸν κῆπο
ὁ γερὸ-πλάτανος ἐκεῖ
μὲ τὴν σκιὰ
καὶ τὴν δροσιά του
πλατανάκι στὰ παιδικὰ χρόνια.

Οἱ φλαμουριές, τεράστιες
ἡ συκιά, ἡ κερασιά,
ἡ καρυδιὰ
οἱ εὐκάλυπτοι, τὰ πεῦκα,
οἱ ἰτιές, οἱ ροδοδάφνες
ὅλα στὴ θέση τους.
Τὸ σπίτι, ἔρημο.

Μὲ πόσα ὄνειρα τὸ χτίσαμε,


κάτι λίγα καλοκαίρια
πόσο τὸ χαρήκαμε…

Τώρα κλειστό,
ἀραχνιασμένο.

Μπῆκα μιὰ στιγμή.


τὰ ἔπιπλα σκεπασμένα
μὲ σεντόνια,
τὸ μαγιὸ τῆς μητέρας,
λερωμένο,
δὲν θὰ τὸ φορέσει ποτὲ πιά.

Δυὸ φορὲς σταυροκοπήθηκα.


Μία μέσα
μιὰ ἀπέξω.

Πῆρα ἕνα ροῦχο


κι ἔφυγα.

(Παρουσίες απουσίες, 2014)

Γιάννης Πομώνης ΔΥΟ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Έχει αέρα
Χάνει τους λογαριασμούς
Φύλλα μετρώντας

Αρκεί στο τώρα


Παύλα να επιστρέψεις
Ανατολή έστω

Δρόμος δύσβατος
δυσμενής και
δίσεκτος
σε δεματιά δομής
δυστύχου
διπλό – και – πολυκαρτερά
το ήδη παρελθόν
το δυστυχές και παρελθόν
Άτιμη μοίρα, ανθρώπινη
του μετά τέλους του φρικτού
–ακόμα να ’λθει, ακόμα καρτερά
εκείνο το φρικτό, ανεπιθύμητο
Νάτος προβάλλει σκιά ενός καθρέφτη
καμαρωτός ο Αρθούρος
με περικεφαλαία
–ενώ εκείνος ακόμα διασωληνωμένος

**********
Όταν θα πάψω πια
Να βρίσκομαι ανάμεσά σας
Τόσες χιλιάδες ήλιοι
Και των γαλαξιών τα σμήνη
Δεν θα ’χουν για μένα
Ούτε την σημασία μιας
Αχυροβελόνας
Θα είμαι
Οριστικά απωλεσθείσης
Ενώ
Θα συνεχίσει αμείωτα
Του κόσμου το λυπητερό
Θανάσιμο τραγούδι
Ο βιολιστής του πείσματος
Θα παίζει όπως πάντα
Απάνω σε ψηλές βουνοκορφές
Και μέσα σε γαλάζιες θάλασσες
Απέραντες
Θ’ απλώνεται η κυριαρχία του ανθρώπου
Η μέλισσα θα εξακολουθεί
Το γόνιμό της δρομολόγιο
Σύννεφα ολάκερα από παιδιά
’θε να κερνούν χαμόγελα
Κάθε περαστικό διαβάτη
Την μήτρα δικαιώνοντας
Του κόσμου -
Θα ναι τότε για εμένα έντιμη έξοδος
Από ζωή γεμάτη από βάσανα
Το τέλος των δακρύων
Η λύση κάθε πόνου
Θα ναι, τότε, για εσάς
Ο ίδιος μυστικός συνέχειας
Δείπνος –
Ωσάν να μην συνέβη τίποτε
Ωσάν να μην υπήρξα καν.

Κατερίνα Ζησάκη

ανθρωπόκηπος

η λίνα έχει έναν κήπο


βγάζει παράξενα λουλούδια
είναι χαρούμενες μολότοφ για να παίζουν τα παιδιά
που οι μπαμπάδες τους ένας αλγόριθμος πουτάνες κι αντιυπερτασικά
που οι μανάδες τους με το βυζί στο μέτωπο προσκύνημα στον κόσμο

οι άλλοι κήποι είναι παιδιά


φυτεύονται ως τα δεκαοχτώ και τα ποτίζουν άνθρωποι
τους ρίχνουν λίπασμα και θειάφι και απόηχο σκλαβιάς
όλοι οι άνθρωποι έχουν κήπο
και καμαρώνουν
κεράσια γλυκά σπανάκι με σίδηρο
και μήλα που κάνουν πέρα κάθε μέρα το γιατρό
όλοι οι άνθρωποι θέλουν έναν καλό και χρήσιμο κήπο
πολλές φορές φτιάχνουν ελληνικό καφέ ή έναν εσπρέσο
και κάθονται στον κήπο τους
διαβάζουν δυνατά εφημερίδα
μετρούν τα χρέη τους βρίζουν τ’ αφεντικό
ή συζητούν με φίλους για κηπουρική και άλλες εργασίες
όμως οι κήποι έχουν μια κρυφή ζωή
κυρίως βράδυ
το χώμα ανακατεύεται
και μπαίνουν ο ένας μες στον άλλο όλο αγωνία

το πρωί οι άνθρωποι μαζεύουν με αποστροφή τα ξένα φύλλα


και ρίχνουν θειάφι και ποτίζουν τα παιδιά
κι ένας ψηλός φράχτης
και πιο ψηλός κάθε πρωί
όλοι θέλουν καλούς και χρήσιμους και καθαρούς κήπους
οι έμποροι τους προτιμούν
οι έμποροι δεν κάνουν δουλειές με τη λίνα
μα τα παιδιά όταν βγαίνουν απ’ τους κήπους τους
μ’ ένα κομμάτι σαπισμένη ρίζα στα δόντια
με λίγο λίπασμα στην τσέπη για το δρόμο
κόβουν τα λουλούδια της λίνας
παίζουν καίνε τους φράχτες
κι υπόσχονται πως δεν θα φτιάξουν κήπο

όμως όλοι οι άνθρωποι έχουν κήπο


της λίνας είναι χαρούμενες μολότοφ
όταν ανθίζουν παίζουν τα παιδιά

σχεδόν ερωτικό
(ή μικροαστικό πορνό)

το ξέρω αγάπη μου


σχεδιάζουμε ανταρσίες και βαριέσαι
μα σκέψου πόσο όμορφο
θα φαντάζει το κορμί σου μετά τον έρωτα
σ’ έναν ελεύθερο κόσμο

ντουρούτι*

μ’ ένα ζαφ
δυο τρία ιντυκουλούμ
κλοκότ και παραπέντε
άρπαξα μια βραδιά το ντουρούτι μου
και τράβηξα κατά το βουνό
πάνω εκεί με περίμεναν
και περίμεναν
με σημαίες και με σημαίες
με ναρίτ και ντεντάρες
και φοβέρα από σκόνη
ε! Ζαν Μπατίστ!
έλα να δεις την ωραία φωτιά που ανάψαμε
να ξεγλιστρήσουμε από το σκοτάδι
τρεμόπαιζε ανήμπορη μια φλογίτσα
τι να σας πω
εκείνο το βράδυ ζεσταθήκαμε όπως όπως
κάψαμε σοβαρές εφημερίδες
πιστόλια των παγκοσμίων πολέμων
εισιτήρια ταυτότητες και κάρτες μέλους
σε γκολφ κλαμπ και σούπερ μάρκετ

το ξημέρωμα κάναμε απόφαση


αρπάξαμε τα χρώματα
κάτι παιδικές μολυβιές
και σαγκίτ, αλλαμόρ, κομανκέτια και αλβάρες
και μ’ όλη μας την ορμή
την ακαταλαβίστικη γλώσσα μας
τη νιότη
κινήσαμε να αναστήσουμε την πόλη
εγώ κρατούσα πάντα το ντουρούτι μου
πιο δίπλα μου γελούσε ο Τεσταρόσσα

δεν ξέρω τι απέγιναν οι σύντροφοι


μια μισοπάλαβη γριά
με βρήκε σώμα άψυχο
σ’ ένα στενό την άλλη μέρα

* Ισπανός αναρχικός ο Χοσέ Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι Ντουμάνγκε (Buenaventura


Durruti Dumange, 14 Ιουλίου 1896 – 20 Νοεμβρίου 1936) κεντρικό πρόσωπο του Ισπανικού
Εμφυλίου, θρυλική μορφή που σφράγισε με τη δράση του, ίδρυσε τους Αλληλέγγυους, μια
ομάδα αναρχικών, που στην Ελλάδα της κρίσης επανήλθαν με πολύ πιο ξενέρωτο τρόπο στο
προσκήνιο. Θα ’χετε ακούσει τον όρο σήμερα και συχνά να παρά-χρησιμοποιείται.

(Ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο, 2014)

Κατερίνα Γώγου

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές


σε βρωμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
[...]

16.
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια, Πατήσια, Μεταξουργείο, Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει
Πλασιέ τσελεμεντέδων κι εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους κι ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από κάφτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουν σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

~*~

Εγώ, Οδυσσέα
τον ουρανό τον είδα
απ' την κορφή της Γκιώνας, απ' τα ψηλά αετώματα
κι από τα δημόσια ουρητήρια της πλατείας Ομονοίας.

Κατερίνα Γώγου, «Με λένε Οδύσσεια»

Γιώργος Μαρκόπουλος

Ένα ποίημα έλεγε ότι γνωρίζει τον Μήτσο

Ο Μήτσος πήρε τη βαλίτσα του που είχε χαθεί


στο πρακτορείο λεωφορείων Πρεβέζης. Ήσυχα και μοναχικά.
Ύστερα μπήκε στην Αθήνα, Κυριακή απόγευμα
τόσο απλά και τόσο αθόρυβα, να σπουδάσει ηλεκτρονικός.

Πέρασε δίπλα από κλειστές μάντρες υλικών οικοδομής στην ιερά οδο,
από χαλασμένα φορτηγά, τρίκυκλα και κλειστά μηχανουργεία στο Αιγάλεω.

Ο Μήτσος είδε από μακριά την Πεντέλη, τον Κεραμικό...


Αυτή είναι η Αθήνα, είπε.

Πέρασε από την έρημη Ομόνοια.


Είδε έναν πατριώτη φαντάρο. Έκανε πως δεν τον πρόσεξε.
Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος!
Κι ο Μήτσος απάντησε ό χ ι
σκεπτόμενος πράγματα πολύ συγκεχυμένα,
όπως τα παιδικά ξιπόλυτα χρόνια του
με αυτιά γαϊδάρου στο χωριό
καθώς και εκείνη τη Στέλλα από τη Βέροια που την αγάπησε
και εντούτοις παντρεύτηκε ζωέμπορο στη Λειβαδιά.

Αυτή είναι η Αθήνα, ξαναείπε ο Μήτσος.

Έφαγε μακαρονάδα το βράδυ


σε ψητοπωλείο της οδού Βερανζέρου – έκανε βόλτα.

Τη νύχτα κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «ωραία Ήπειρος»


της οδού Μενάνδρου.

Τάσος Γαλάτης

Η Αθήνα

Να πρόβαλλαν κιόλας στις πλαγιές


τα άρματα με τους νεκρούς από την Αττική
δεκάδες σώριασαν φέρετρα οι τελευταίες αψιμαχίες

όμως μην έχετε αυταπάτες, οι Θηβαίοι θα λυγίσουν


η Αθήνα εξάπαντος θα γίνει κοσμοκράτειρα
τον πολιό πόντο κάτω από τον χειμέριο νοτιά
θ’ αυλακώνουν τα καράβια της αγέρωχα
το ανεμόεν φρόνημα της θ’ απλωθεί στην οικουμένη

Έτσι τη θέλησε ο Σοφοκλής


γι’ αυτό ποτέ δεν θα σωπάσουνε
του Κολωνού τ’ αηδόνια

Η συμφορά και τ’ αηδόνια

Αρχαίες είναι των Λαβδακιδών οι συμφορές


η μία δολοφονική γενιά διαδέχεται την άλλη
μα η δική σου Δία δικαιοσύνη
λάμπει στον Όλυμπο, στη μαρμαρόεσσα αίγλη του
δεν σου τ’ αρνιέμαι Αντιγόνη
των ουρανίων η δικαιοσύνη αγρυπνά.

Όμως εμείς κόρη μου, ακριβή μου κόρη


ζούμε δεμένοι με το χώμα
ξαποσταίνουμε μια στάλα στα πλατάνια του Ισμηνού
στα νάματα της Δίρκης κολυμπάμε

ποιά είναι τάχα η πιο τρανή ευδαιμονία


ποιά δόξα πιο μεγάλη από την εκκλησία του Δήμου
τους ναούς, τα θέατρα μας, τον Φειδία μας

Δεν είμαστε καλή μου Αντιγόνη ουρανίωνες


εμείς πάντα θ’ ακούμε του Κολωνού τ’ αηδόνια
κι ας κείτονται στη γης αιμόφυρτα τ’ αδέρφια σου

καμάρι της ψυχής μου συ, αρχοντοθυγατέρα μου


σε τύφλωσε η αγάπη και δεν βλέπεις.

Ιδού η Ρόδος

Ο Κολωνός, τ’ αηδόνια του


ο Κηφισός, οι μυρωμένοι νάρκισσοι .

Ιδού η Ρόδος και το πήδημα


ξαναζωντανέψτε τους αν είστε άξιοι
όσοι καμώνεστε τον ποιητή
κι άλλο δεν κυνηγάτε από τα χειροκροτήματα
των αδεών του Δήμου.
(από την ενότητα Τα παραλειπόμενα των Λαβδακιδών, 2003-2007)

Μήτηρ Θεού

[ ] Ωραία στην αγχόνη αιωρούμενη


γι’ αυτό με γέννησες, γι’ αυτό με έταξες
στου Κιθαιρώνα τα σκοτάδια
αλλιώς δεν θα ’ταν δυνατό
ν’ ακούσω αντάμα με τις θυγατέρες μου του Κολωνού τ’ αηδόνια
η ανάληψή μου στον ουρανό της Αττικής θα ήταν αδύνατη.

Τα λατομεία που ρήμαξαν την Πεντέλη


της Πάρνηθας οι πυρκαϊές, του Υμηττού οι κεραίες
μπορούν να μαρτυρήσουν την ανάληψή μου στον ουρανό του Κολωνού...
(από Το φως του κόσμου)

Σ.Σ.: «T’ αηδόνια του Κολωνού» αναφορά στον Οιδίποδα επί Κολωνώ του γεννημένου στον
Κολωνό Σοφοκλή.

Οι ποιητές

Μην είδατε την ομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει;


Σολωμός
Στη Θήβα, ο Πίνδαρος, στην Αθήνα ο Σοφοκλής
στη Φλωρεντία κάποτε ο Δάντης. ο αητός της Βαϊμάρης,
κατεβαίνει να τον προσκυνήσει στο μνημούρι του
κι εγώ ξυπόλητο στην Καλογραίζα κάποτε αλάνι.

Και κάποτε στη Θήβα ο Πίνδαρος


να διαλαλεί στον πρώτον του Ολυμπιόνικο
πόσο άριστον είναι το ύδωρ του Ισμηνού
τι δροσιές κρύβουνε τα νάματα της Δίρκης.
πιο πέρα κι απ’ τη Σικελία ως την Κυρνηναϊκή
σε όλο το Πανελλήνιο αντηχούσανε οι δοξαστικοί του ύμνοι.

Αθάνατος είναι του Σολωμού ο Κρητικός


αγέραστη του Παλαμά η Φοινικιά
του Σικελιανού απέθαντο το Πάσχα των Ελλήνων
όμως η μοίρα των θνητών είναι αμείλικτη,
ο ποιητής της Αντιγόνης κάποτε με συνεφέρνει
το πλάσμα το δεινότερον ο άνθρωπος
με το καλό και το κακό πάντοτε θα παλεύει.

Έτσι και η ομορφιά είναι ανήμπορη


να ματαιώσει τη φρίκη του καιρού
ούτε κι εμένα να με σώσει από την καταφρόνια
στην Καλογραίζα του ’48 και του ’49
να λησμονήσω έστω και για μια στιγμή
την κόλαση του κόσμου και την κόλασή μου.

(Μέμνησο, 2016)
Γκελ Μπουρντά

Τι να σου κάνω
που δεν μπορώ να σου μιλήσω με τη γλώσσα του Αισχύλου
τι να σου πω, τι να σου ανιστορήσω
πώς βρέθηκα στις Θερμοπύλες, πώς στη Σαλαμίνα,
στα Σούσα, στην Περσέπολη, με τον Πώρο στον Ινδό
κι ένα καιρό Σανδράκατος.

Τι να σου πω, ποια γλώσσα να μιλήσω


μονάχα γκελ μπουρντά, γιαβάς-γιαβάς
μονάχα μπουριουρούμ και οσγκελντίν
ποτέ, ποτέ μου πια στα χρόνια που μου μένουν
και στους αιώνες που θαρθούν
«Ίτε, ίτε παίδες Ελλήνων»

Νυχτερινή οξυγραφία, 2013

Μαρία Τρανού*

Η παραγωγή πορτοκαλιών χωρίς το Βυζάντιο

Από τότε που ο Ηρακλής πήγε στη χώρα των Υπερβορείων να ψάξει για το ελάφι της
Άρτεμης η γοητεία του σκανδιναβικού μοντέλου δε μειώθηκε ποτέ. Στο μεταξύ οι δικαστές
είναι πάντα πολυάσχολοι άνθρωποι. Τα απολιθωμένα έντομα μέσα στο κεχριμπάρι
υπόσχονταν την ύπαρξη ζέστης σε μια χώρα πιο μακρινή από το κρύο. Αλλά οι δικαστές δεν
είχαν χρόνο για να παίξουν κομπολόι. Συγκατοίκησαν τα αιωρούμενα πιάτα με διπλωμένες
εφημερίδες, κεντρικά υπόγεια, δοκιμασίες πίστης και μονοκάμερα μιούζικαλ με φτερά.
Ξέχωρα οι Υπερβόρειοι έκαναν τις διακοπές τους στο νότο, καμιά φορά στα ίδια μέρη με
τους κουρασμένους δικαστές. Μετά η κουβέντα έγινε ασύρματη. Η μετατροπή του ξύλου σε
στάχτη και του μάρμαρου σε ασβέστη αποφασιζόταν γρηγορότερα. Οι ψηφιακές υποσχέσεις
με τα χειροπιαστά ανταλλάγματα άρχισαν να πετούν πάνω από όλες τις κατηγορίες θνητών:
τους ηλικιωμένους των 400, τους νέους των 300, τους προνομιούχους των 1000 αλλά κανείς
τους δεν είδε ποτέ τις πτήσεις, κατάκοποι τσακίζονταν στα ατέλειωτα δελτία ειδήσεων. Οι
Υπερβόρειοι έφτιαχναν καινούργιο αποχετευτικό δίκτυο κάτω από το ναό της Ήρας που είναι
πάντα στην ώρα της κι οι Νότιοι οικοδεσπότες τους έψηναν αρνιά για να σφραγίσουν τη
συμφωνία. Tα υπολείμματα των ναών ξαναθάφτηκαν μέσα στην τσίκνα, οι δικαστές ήταν
πάλι απασχολημένοι -λόγω φόρτου εργασίας η προσωπική τους ζωή ήταν ανύπαρκτη- πότε οι
συναλλαγές με τους υπέρβαρους πότε οι εξετάσεις των χρηματισμένων ανακριτών πώς να
βρεθεί χρόνος για τα κακοποιημένα παιδιά. Όλο τριγυρίζουν απροστάτευτα στις πλατείες για
το χαρτζιλίκι τους.
Η ανάγκη υπογείων στα δικαστικά μέγαρα κρίθηκε αναμφισβήτητη κι η ευαισθησία των
λειτουργών αποδείχτηκε πολύτιμη σαν τη βιταμίνη C.

* Θεατρική συγγραφέας και ποιήτρια με αδρό τρόπο υπαινικτικά περιγράφει (καταγγέλλει)


την οικονομική κρίση. Σύγχρονο ποίημα με δυνατή πεζόμορφη φόρμα που ρέει με
ποιητικότητα και μέτρο και ρυθμό.
(Από την ενότητα: «Μετατροπές»)
Ο τροπαιούχος ζογκλέρ, 2013

Νίκος Εγγονόπουλος

Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες που π’ αγαπούμε

Dans les peuples vraiment, les


femmes sont libres et adorées.
Saint-Just

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια


έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχη
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδια

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε κύκνοι


τα πάρκα τους
ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας
είν’ τα φτερά τους
τα φτερά αγγέλων
τ’ αγάλματά τους είναι το κορμί μας
οι ωραίες δεντροστοιχίες είν’ αυτές οι ίδιες
ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών
τους
μας πλησιάζουν
κι είναι σαν μας φιλούν
στα μάτια
κύκνοι

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε λίμνες


στους καλαμιώνες τους
τα φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν
τα ωραία πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους
κι ύστερα
σαν πετούν
τα καθρεφτίζουν
– υπερήφανα ως ειν’ –
οι λίμνες
κι είναι στις όχθες τους οι λεύκες λύρες
που η μουσική τους πνίγει μέσα μας
τις πίκρες
κι ως πλημμυρούν το είναι μας
χαρά
γαλήνη
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε
λίμνες

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες


στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν
τα μακριά μαλλιά τους
λάμπουνε
τις νύχτες
μεσ’ στις θερμές παλάμες τους κρατούνε
τη ζωή μας
είν’ οι απαλές κοιλιές τους
ο ουράνιος θόλος
είναι οι πόρτες μας
τα παραθύρια μας
οι στόλοι
τ’ άστρα μας συνεχώς ζούνε κοντά τους
τα χρώματά τους είναι
τα λόγια της αγάπης
τα χείλη τους
είναι ο
ήλιος το φεγγάρι
και το πανί τους είν’ το μόνο σάβανο που μας αρμόζει :
είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν σημαίες

είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση


το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους
σαν μεσ’ σ’ αυτά τα δάση
μας πλανέψουνε
τα βήματά μας
και χαθούμε
τότες είν'
ακριβώς
που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας
και ζούμε
κι όσο από μακριά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες
ή και μας φέρνει
ο άνεμος
τις μουσικές και τους θορύβους
της γιορτής
ή τις φλογέρες του κινδύνου
τίποτε – φυσικά – δεν μπορεί να μας φοβίση
ως οι πυκνές οι φυλλωσιές
ασφαλώς μας προστατεύουν
μια που οι γυναίκες π’ αγαπούμε είναι σα δάση

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια


(μόνος σκοπός
προορισμός
των ωραίων καραβιών μας)
τα μάτια τους
είν’ οι κυματοθραύστες
οι ώμοι τους είν’ ο σηματοφόρος
της χαράς
οι μηροί τους
σειρά αμφορείς στις προκυμαίες
τα πόδια τους
οι στοργικοί
μας
φάροι
– οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α –
είναι τα κύματά τους
οι υπέροχες θωπείες
οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν
μόνε
μας
δείχνουνε το δρόμο
– φιλικές –
προς τα λιμάνια: τις γυναίκες που αγαπούμε

έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία


κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι
στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι
τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίση
με τα λευκά τους χέρια
αυτές
γύρω μας γαντζώνουν
κι έρχονται όλοι οι λαοί
τα έθνη
και μας προσκυνούνε
φωνάζουν
αθάνατο
στους αιώνες
τ’ όνομά μας
γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε
τη μεταδίνουν
και σ’ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία.

Αγάπη
Φεύγουμε. Αλλά προτού ν' αποχαιρετιστούμε, ας πούμε όλοι μαζί το τραγούδι του πέτρινου
αυτοκίνητου. Κι όταν λέω "πέτρινο" να εννοούμεθα: έχει πέτρες μόνο στις γωνιές, το
υπόλοιπο είναι καμωμένο, ως συνήθως, με τούβλα και σανίδες, κι οι ρόδες είναι από βάμμα
ιωδίου. Ας πάρουμε μαζί μας την ανάμνηση των ακτινωτών δαιδάλων και τα ετεροθαλή
χαλίκια των εμπρηστικών κουτιών. Όπως πάντα, κατεύθυνση δεξιά, προς τα φωτεινά
ξυλάρμενα της αγάπης μας. Θύμησις και θέλησις ασφάλτου: ο Πωσειδών. Για μένα, ένα
άστρο θα λέη μέσ' στο σερτάρι το τραγούδι της χαράς μου μ' ένα πριόνι. Ας μη μ' α κ ο λ ο υ
θ ε ί κ α ν ε ί ς. Όλοι μας σαν μυθολογικοί πολυέλαιοι και σαν αλεξικέραυνα ελάσματα,
αναπαυθούμε. Μαζί με τα πουλιά, μ' ένα πουλί, με δυο πουλιά.
(Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)

Λευτέρης Πούλιος

Δρόμοι

Δρόμοι – στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,


που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε αστραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ’ αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο.
Έξω απ’ το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ’ το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι-παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι-αγωνία. Δρόμοι-φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;
Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.
Νατάσα Χατζιδάκι

Έρχομαι ήσυχα
ήσυχα φεύγω
Είμαι μέσα στο βιαστικό πλήθος
της πλατείας του Κάνινγκ
Ο ύπνος μου εξουθενώνει το μυαλό
δεν είχα ποτέ ανάγκη από ξεκούραση
κι από υφασμένα στερεότυπα:
το κτίριο νοικιάζεται
είναι σταχτί
κι έχει κτισμένα παράθυρα.
Είναι ευχάριστο να το παρατηρώ
μέσα από το βιαστικό πλήθος
τα πεζοδρόμια που γλιστρούν
τα καυσαέρια που εκπυρσοκροτούν
μέσα
από τη βρώμικη
πλατεία του Κάνινγκ.
Πέθανε – λένε – για την ελευθερία
τη δική του
ή των άλλων
όταν κάποιος πεθαίνει
πεθαίνοντας το δικό του θάνατο
είναι ελεύθερος
Μα όταν πεθαίνεις
ένα θάνατο δικασμένο
ελευθερία δεν υπάρχει.
[...]

«Πρωινό»

Κώστας Κουλουφάκος
Προοίμιο Γηρατειών

Από μέρα σε μέρα


βλέπω τους νέους πιο νέους.
Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί
να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα.
Κοιτάω μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη.
Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ...
Τα χρόνια με πολιόρκησαν.
Λες, αύριο να κάνω κι όνειρα για σύνταξη;

Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου:


Βέβαια!.. Το βρίσκω δύσκολο
να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι.
Ακόμα δυσκολότερο
να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι.
Όλο και πιο πολύ βολεύομαι
μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία.

Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ


που δεν είμαι σε θέση πια
να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα.
(περ. «Επιθ. Τέχνης», τχ. 99, Μάρτιος 1963)

Τάσος Λειβαδίτης

1949 μ.Χ.

Τη νύχτα εκείνη που τραυματίστηκα


η επανάσταση πέρναγε τις πιο κρίσιμες ώρες της.
Ο εχθρός προχωρούσε, είχαμε ανάγκη από στρατό,
δεν έπρεπε να πεθάνω. Δέχτηκα, λοιπόν,
να μου αλλάξουν το κεφάλι, που ήταν κόσκινο απ’ τις σφαίρες,
μ’ ένα σιδερένιο που μου το βίδωσε στους ώμους
ένας ψηλός ξερακιανός γιατρός, που επαναλάμβανε αδιάκοπα:
«Θαυμάσια, όλα πάνε θαυμάσια».
Τ’ άλλο πρωί ξανάφυγα για τη μονάδα μου.

Βέβαια όπως είναι γνωστό, οι προδοσίες και τα λάθη


τσάκισαν την επανάσταση.

Κωσταβάρας Θανάσης

μια ζωή γεμάτη από πληγωμένες μνήμες κα ανεξήγητα όνειρα


****
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Κι έτσι ζήσαμε ανυποψίαστοι
ανάμεσα στην αθανασία και τη ματαιότητα.
Αγγίζοντας συχνά δίχως να πάρουμε είδηση το θαύμα.

Οι Απροσάρμοστοι

Οι πιο γενναίοι πέθαναν


έφυγαν, βολεύτηκαν οι άλλοι.

Και μόνο κάτι λίγοι μένουμε ακόμα.


Συναντιόμαστε πότε πότε τυχαία τα βράδια
κοιταζόμαστε λίγο στα μάτια
προσπαθώντας να κρύψουμε τόσα ρήγματα πάνω μας
κι ύστερα φεύγουμε. χωρίζουμε πάλι.
δοσμένοι στ’ όνειρό του, στην τρέλα του έστω ο καθένας.

Τρυφεροί
κι ευέξαπτοι όπως πάντα.
Ανεπανόρθωτα τραγικοί.
(Κατάθεση, 1965).
H Δυναστεία του φόβου

Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα


με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.

Kαί μόνο μέσα στην ποίηση


μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.

Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι


δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.

Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:


Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

H πιο αυθεντική γλώσσα είναι η σιωπηλή

Mε τα μάτια μιλάμε
όταν πίσω απ’ τις φράσεις χανόμαστε.
Mε τα μάτια ιστορούμε αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.

Kι αν υπάρχει ο πόνος
αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα
κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του
πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε
όλα εκείνα τα ορατά και τ’ αόρατα
που δε μπορούν να μας μεταδώσουν τα λόγια.

(Nα γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα.


Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της Aγάπης.
Aνοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου.
Φωτίζουν τα στενά κι απόκρημνα φαράγγια
απ’ όπου περνάει ο Έρωτας, βγαίνει απ’ τις σκήτες του το πάθος
κι ευλογούνται τα σώματα.)

Mε τα μάτια αρχίζουμε στην Aγάπη, με τα μάτια τελειώνουμε.


Mε τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας.
Mε τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης
μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια
όπου το εφήμερο άνθος που το λεν Δάκρυ της Eυτυχίας
αφήνει το άρωμά του.
με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.

Kαι με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις


όταν έρθει η ώρα.

Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή


αποκαλύπτει το αίνιγμά της.

Mέσα από παλιό καθρέφτη

Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο.


Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.

Aπλώνω τα χέρια
ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια
κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια
κι ανακαλύπτω ξανά
τα θαλερά οράματα.

Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος.


Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.

Kι η ερημιά βέβαια πάντα.


H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια
στη μέση της θάλασσας.

Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν


γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.

Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας


με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.

Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύλληπτα και τα φευγαλέα


να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη
μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.

Σαν παλιά υδατογραφία

Όσο περνάει ο καιρός και ξεθωριάζουν τα χρώματα


και τα πρόσωπα γλιστρούν απ’ το κάδρο ένα ένα χάνονται
―σαν να γυρίζουν στο πουθενά, να γίνονται πάλι ένα τίποτα―
κι όσο εκείνη η άγρια νύχτα που δεν την έχει ζήσει κανένας
παρά μόνο μέσα απ’ την απουσία των άλλων και πάλι για λίγο, την ένιωσε
τόσο φουντώνει μέσα μας ο φόβος
τόσο η απελπισία, η μαύρη απόγνωση, μας κυκλώνει.

Mα όσο εκείνος ο επίμονος βόμβος που είναι η ίδια η ζωή


αλλάζει λίγο λίγο
ώσπου γίνεται σιωπηλή, γίνεται πληγή που αιμορραγεί και μαράζι
τόσο περισσότερο λάμπει
το άσπρο μέταλλο της μνήμης.
Nα γιατί αγαπούμε την ποίηση.
Γιατί μέσα στη μνήμη κρύβεται το σπάνιο κοίτασμά της.
Mέσα απ’ αυτή πετάγεται η πιο καθάρια φλέβα της.

Kι αν του ανθρώπου η ψυχή είναι ένα φρύγανο στον αέρα


σαν άστρο πάλλεται και στίλβει
η καθαρή φωνή του ποιητή.
κι η ψυχή μας τότε μοιράζεται τον πόνο.
Kι ο κόσμος αλλάζει, ο φόβος για λίγο γίνεται όνειρο.

Όταν αγγίζω τους ήχους

Kαι στην απόλυτη σιωπή ακόμα


ακούω το σώμα σου.

Kαι κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα


και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Mέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου.
Tα μυστικά του κόσμου, που μου τα εμπιστεύεσαι.
Όπως ένα ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες.
Hμερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

Φαντασμαγορικά πουλιά πετάγονται απ’ τα χείλη σου


άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρά σου.
Kαι τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

Kι όλα δικά μου.


Όλα στάζοντας μέλι μέσα μου.
Nικώντας τον φόβο που φωλιάζει βαθιά σε κάθε άνθρωπο.
Σε κάθε πλάσμα που έχει δικαίωμα ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται.
Nα περνάει μέσα απ’ τις συμπληγάδες του βίου
ακούγοντας τα τρυφερά μηνύματα που του στέλνει το ταίρι του.

Όπως ένα ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.


Xαρίζοντας τη δροσιά και τη βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.

Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο

Σου ’φτιαξα έναν κήπο


να στολίζεις τις μέρες σου.
Nα ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.
Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Eσύ έχεις πάντα τον νου στον Παράδεισο.

Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.


κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.

Mα εγώ σου έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.


Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.
Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ’ άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.

Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;


Σου πρόσφερα τη φωνή μου
σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω τη ζωή μου ακόμα.
Mα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.
Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Mα εσύ επιμένεις πάντα να ζητάς τον Παράδεισο.

Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ’ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφω με τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.

Πάντα η ψυχή του ανθρώπου αχνίζει μέσα στο ποίημα

Σαν το σφαγμένο δαμάλι


τρέμει ανοιγμένο
το σώμα του ποιητή.

Κι η κραυγή του πιο αστραφτερή απ’ το μαχαίρι


βγαίνει μέσα απ’ τα σκοτάδια της μοίρας του.

Κι έτσι γεννιέται εκείνη η τρυφερή μουσική


που πλημμυρίζει τη νύχτα του Κόσμου
με φώτα και χρώματα.

Κι αχνίζει η ψυχή του ανθρώπου


ζεστή μέσα στο ποίημα.
Το τέλος του ποιητή

Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως


πώς όλα χάνονται στο βράδυ
κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι
και τα όνειρά μου ένας καπνός.

Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση


φύγαν τα χρόνια μου νερό
μα τίποτα δεν αναιρώ
απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.

Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ


ακούω βιολιά του Παραδείσου
στο Α της άπατης Αβύσσου
ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.

Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω


στέκω στην άκρη του γιαλού
κι έχω να πάω κάπου Αλλού
κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.

Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά


και πριν απ’ τα’ άγια Περασμένα
εκεί που τα’ άστρα είναι σβησμένα
κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά.

Κιόλας διακρίνω το βαρκάρη


βλέπω μπροστά μου το Μετά
και την ψυχή μου να βουτά
σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.

Ταξίδι δίχως γυρισμό


φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου
πνίγοντας το Αχ του άγριου νόστου
σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.

Σε στίχους μαύρους και πικρούς


στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι
αφού μέσα στο άδειο μου κεφάλι
δεν θα ’χω εικόνες και ρυθμούς.

Και τα τραγούδια μου χαμένα


σαν φύλλα σκόρπια και ξερά
μα όλα αυτά τα θλιβερά
θα είναι αδιάφορα για μένα.

Θα ’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί


σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι
θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι
μία σιωπή μες στη σιωπή.

Σωκράτης Σκαρτσής

...να πλεουμε διπλα να σσταθουμε ορθιοι


διπλοι στην απλοτητα
μονοι στη μοναδικοτητα αυτη
#####
Kι αν δεν ήταν αυτος ο τροπος
να μιλαω και να ειναι
αυτα που λενε πως ειμαι,
αν δεν τραγουδουσα να ζω,
θα γελουσα λαμπερα
ονειρα των ονειρων
οπως το φυτοαπ’ το χωμα.

Aυτος ο κοσμος που τελειωνει στα χερια μου

[ατονικά]
Kι εγω Σωκρατης Σκαρτσης του Λαμπρου και της Πολυξενης
γεννημενος καλα το τριανταεξη, χιλια εννιακοσια
λοξος, ακομματιστος, ζωντανος ακομη,
πατηρ τριων τεκνων κι αγαπημενος της αγαπημενης του
ικανος να γραφει καποια ποιηση
να διαβαζει αρχαια ελληνικα με βιβλια βαβυλωνιακα ινδικα
πρωτογονα και τετοια
χωριατης και φιλος του καμμινγκς
σ’ ενα παραθυρο του Pιο μπροστα στον κοσμο
κι εδω μετα χαρτια μιλουμενος

####
Ενα κλαδι για ολα
να γερνει μπροστα
να γινεται καρπος
αυτος
με κανει
μπροστα σ’ ολα
ολογυμνον

Ανδρέας Παγουλάτος 1948-2010

βήματα
βήματα
πάνω
στα βήματα
αδιέξοδα
βήματα
εργατικά
ασταμάτητα
Αντρέας Παγουλάτος, Πέραμα
[Η τελευταία του εν ζωή ποιητική συλλογή]

Ποίημα χωρίς άγκυρα

1.

χωρίς άγκυρα

ριγμένη

καράβια

σ' ανύπαρχτο νερό

οι έλικες

να μη γυρίζουν

στο κενό

το όνειρο

σαν το μπετόν

οι άνεμοι

πετρωμένοι

μια στροφή

από ζεϊμπέκικο

πορνεία της στιγμής

καλέσματα

από ραντάρ

αόρατα ναυάγια

στη θέα όλων


στα τυφλά μάτια

στα πληγωμένα γόνατα

ξανάρχεσαι

στην πόλη-πέρασμα

στο λιμνασμένο

παλιο λιμάνι

εδώ

αναβράζει

βρωμάει

επιβολή

εξουσία

ανεργία

στα χέρια

στα σώματα

στο λογισμό

στον έρωτα

που έγινε μύθος

και σαν μύθο

τον προσκινούσαν

τώρα τα κουρέλια του

πουλούν

υπερεκτιμημένα
και ως θέαμα

τον ματώνουν

τον βρίζουν

δοκιμάζουν

το αίμα του

και αηδιασμένοι

το φτύνουν

2.
καζάνια

θανατηφόρα

γυναίκες

τ' αγκαλιάζαν

τα σφίγγαν

ώσπου

να εξαφανίσουν

τα υγρά

του θανάτου

και μωρά

θεοί του έρωτα

ανα

πηδούσαν

από

τα κύματα

και

η τιτάνια

αγκαλιά

χωρούσε

τους παλμούς

τους ρυθμούς

τ' άσματα

τους χορούς
σήμερα πέσαν

σύννεφα

δηλητηριώδη

ο βυθός σάπιος

τ' ανταγωνίστηκe

θολή σύγκρουση

χωρίς

νικητή

ούτε

νικημένο

πόρτες σπασμένες

αυτοκτονικά μπαλκόνια

βάραθρα των δρόμων

νεκροτομι κές πλατείες

ο χορός των συμβασιούχων

οι σαράντα χρόνια στιμμένες

λεμονόκουπες λάκοι της αντίστασης

αξεδιάλυτα κόκκινα γράμματα

3.

γαμώτο το κέρατό σας

δοσίλογοι σπιούνοι σόγια

εξουσίας κι οι άλλοι με το δισάκι

τοπία ολέθρου άρρωστες ψυχές με


το μαστίγιο αλυχτούν σαν τα σκυλιά

δαγκώνουν τις σάρκες τους

στο διάβολο αδικητές

διψάτε για αίμα βρυκόλακες

εμποδίζετε μ' όλα τα μέσα το πέρασμα

μια διάφανη ώρα όταν ο χρόνος ξαπλώνεται

στον ξάστερο ουρανό και μ' ένα άλμα του

λαμπρύνει

την

αυγή

αυγή αυγούλα

ευωδιά από εφηβικά φιλιά

που ανακαλύπτουν ποτάμια λευτερα ζώα

και μια άμετρη κραυγή φλόγα από βουνό σ' αλλο

βουνό προάγγελος μιας μέρας που δικαια ανταμοίβει

που δίνεται

στον κόσμο

μ' ακράτητη

ηδονή

και

οι γυναίκες

τη δέχονται

χρυσή
ζωοφόρα

βροχή

και

χορεύοντας

σε ρυθμούς

που

μονάχα

αυτές

ακούν

και

διαβάζουν

σον αέρα

την απόκρυφη

χορο

γραφία της

Ζήσης Οικονόμου

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ ΚΙ ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗ

Είπες
ίσως υπάρξει πέρασμα
από μια πίεση ερμητική
κι από έναν κόσμο γύψινο, ραμμένο, συντριμμένο.
Ήρθαν σε λίγο τα τέρατα
απ’ τ’ άνοιγμα του τραύματος και της γενναίας δειλίας.
Είπες
θα διαβείς τα σύνορα κρυφά
τις αποστάσεις και τους όρους θα συμπτύξεις
ν’ αντικρίσεις το γαλάζιο τ’ ουρανού
ρουφώντας αμόλυντο αγέρα.

Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς


απ’ τα δικά του σύνορα
γειτονεμένα επίμονα με τα οχυρά των άλλων;
Τώρα κοιτάς
χωρίς προσωπίδα ελπίδα παρήγορη
δίχως αναβολής των αναχαίτιση
ωραιότητα πεζή
τη ριψοκίνδυνη ζωή σου.

Γύρω κοινωνίες ιδέες και Κόμματα δεν καταργούν την Άβυσσο


ούτε το πνεύμα ζωής υπεράνω των υδάτων.

Γιάννης Βαρβέρης
Κι οι ποιητές
παίρνουνε κάποτε

τις κυλιόμενες της Ομονοίας.

Άλλοι το κάνουν για να κόψουν δρόμο

γλιτώνοντας κάνα φανάρι

κι άλλοι κατεβαίνουνε φριχτοί

μ' ένα τούνελ στα μάτια τους.

Γιάννης Βαρβέρης, «Ο ηλεκτρικός»

~*~

12.

Με το ταξί καλπάζοντας

Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα


σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου άμαξα
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη .
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.

Ο ποιητής Καβάφης εις Αθήνας *

Εν σωτηρίω έτει 1932


Εις το ξενοδοχείον
–θαρρώ «Κοσμοπολίτ»–
και εις την αυτήν οδόν
–Ίωνος τότε–
είχον, θυμούμαι, καταλύσει.
Πώς να μην προσέξω…
Άλλ’ ήσαν τόσοι της Ποιήσεώς μου φίλοι
ερχόμενοι να με συνδράμουν ασθενούντα.
Και ιατροί, και διαγνώσεις, κι εξετάσεις,
τοιαύτα θλιβερά.
Πού καιρός…
[]
Δι’ αυτό σε λέγω Τίμο,
με είπαν που ζεις
έλα δια τελευταία φορά εις την πρωτεύουσα
να σβήσωμε τα παλαιά
ν’ ανηφορήσωμε μεσάνυχτα
ο ένας του άλλου αρωγός
την νυν οδόν Μαρίκας Κοτοπούλη
έως Ομονοίας φθάνοντες.
* Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα,
όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος
των θαυμαστών του. Έμεινε στο νεοκλασικό ξενοδοχείο Cosmopolit [υπάρχει ακριβώς έτσι
ακόμη] που βρίσκεται στην άλλοτε οδό Ίωνος σημ. Κοτοπούλη στην Ομόνοια.
Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο
Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα
που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.

Κωνσταντίνος Καβάφης
27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.

Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν


το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

Πρόκειται για το δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών,
ηλικίας 80-22 ή (κατά τον Καβάφη) 19 ετών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν απέναντι
στους Άγγλους κατακτητές στο χωριό Ντενσουάι. Οι Άγγλοι στις 13 Ιουνίου
στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό και χωρίς λόγο άρχισαν να πυροβολούν τα περιστέρια
που είχαν οι φελάχοι. Αντέδρασαν οι τελευταίοι, προσπάθησαν να αμυνθούν. Τελικά
οδηγήθηκαν οι Αιγύπτιοι σε δίκη από Αγγλικό δικαστήριο. Στις 27 Ιουνίου 1906 βγήκε η
απόφαση: Τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάζονται σε απαγχονισμό, δυο σε ισόβια
καταναγκαστικά, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, έξι σε επτά χρόνια καταναγκαστικά,
τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και τέλος πέντε σε δημόσια μαστίγωση. Η απόφαση αυτή
όριζε την εκτέλεση για την επαύριο. Στις τέσσερις η ώρα το πρωί, Τετάρτη 27 Ιουνίου, οι
τέσσερις θανατοποινίτες και οι οχτώ καταδικασμένοι σε μαστίγωση μεταφέρονται από το
Σιμπίν, πρωτεύουσα της επαρχίας της Μενουφία, στο χωριό Σοχαντά, τέσσερα χιλιόμετρα
από το Ντενσουάι. Εκεί επί εννέα ώρες, περίμεναν την τρομερή εκδίκηση. Στη μια το
απόγευμα της Πέμπτης 28 Ιουνίου τους μεταφέρουν στο Ντενσουάι. Οι Άγγλοι κυβερνήτες
θέλησαν να γίνει η εκτέλεση την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος της συμπλοκής».

Ο Καβάφης μιλά για την εκτέλεση του νεότερου Ιούσεφ Χουσείν Σελίμ, του οποίου το
όνομα σημείωσε στο χειρόγραφο του ποιήματος.
Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή:

Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ' ἕνα
σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ
πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν
χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ
δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ
τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ
ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.

Χάρης Μελιτάς
Απολαμβάνω
το δράμα της ζωής μου
απ’ το μπαλκόνι

δεν έχω μάτια


παρά για το ματάκι
της εξώπορτας

Σ’ αυτόν τον κόσμο


δεν κάνω τίποτ’ άλλο
Προσαρμόζομαι

Ρίξτε στο μέλλον


αποχρώσεις σιωπής
Μη μαρτυρήσει

λόγω ανάγκης
πωλείται νεκρός χρόνος.
Επιπλωμένος.

άγνωστο πλέον
τι θα επικρατήσει
Πλήξη ή θλίψη;

μαύρα μαντάτα
Ο μέλλων διαρκείας
καταργήθηκε

θα κάνω λίφτινγκ.
Ίσως αν αρρωστήσω
να με κοιτάξουν.
(μένοντας σπίτι, 50 χαϊκού για την καραντίνα)

Ελάχιστα περί Συμβολισμού


ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ
Τ Α   Φ Ο Β Ι Σ Μ Ε Ν Α
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης

Μαύρα μεσ’ στην ομίχλη και το χιόνι,


μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει,
με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, ‒τι λυπημός σε πιάνει!‒


κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει
τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν


τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν
μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,


κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,
ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν


κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,
κίτρινα με την κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,


οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια
τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,


πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,
κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!


τα φτωχαδάκια τα κρυσταλλωμένα
‒που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας


στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,
όμως πολύ σιγά ‒ σαν προσευχή!...

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,


και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν
προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,


και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,
στ’ αγέρι το χειμερινό…

Γαλλική Ανθολογία, Εικονογραφημένη


Έκδοση: Χρυσής Δάφνης, Αθήνα 1954, σελ. 183-184.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
[
ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ…]

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα


είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.


Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972

Συμβολισμός (από την Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα): Με την έννοια που τον
μεταχειρίζονται οι ιστορικοί της λογοτεχνίας, […] ο όρος συμβολιστικό κίνημα αφορά
συγκεκριμένα μια ομάδα Γάλλων συγγραφέων που ξεκίνησε με τον Charles Baudelaire
(Τα άνθη του κακού [Les Fleurs du mal, 1857]) και κατόπιν συμπεριέλαβε άλλους
ποιητές, όπως ο Arthur Rimbaud, ο Paul Verlaine, ο Stéphane Mallarmé και ο Paul
Valéry. Ο Baudelaire στήριξε το συμβολικό τρόπο των ποιημάτων του εν μέρει στο
παράδειγμα του Αμερικανού Edgar Allan Poe, αλλά κυρίως στην παλαιότατη πίστη στις
ανταποκρίσεις (correspondences) — το δόγμα που πρέσβευε ότι υπάρχουν εγγενείς και
συστηματικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και στον εξωτερικό
κόσμο, όπως και ανάμεσα στο φυσικό και στον πνευματικό κόσμο. Ο Baudelaire
διατύπωσε το δόγμα αυτό ως εξής: «Τα πάντα, μορφή, κίνηση, αριθμός, χρώμα, άρωμα
στον πνευματικό όσο και στο φυσικό κόσμο, είναι μεστά σημασίας, αμοιβαία,
αντίστροφα, αντίστοιχα». Οι τεχνικές των Γάλλων συμβολιστών (Symbolists), οι οποίοι
καλλιέργησαν μια τάξη ιδιωτικών συμβόλων σε μια ποίηση που τη χαρακτηρίζει ο
πλούτος των υπαινιγμών και όχι η σαφήνεια της σημασίας, άσκησαν τεράστια επίδραση
σε όλη την Ευρώπη, και (ιδίως από τη δεκαετία του 1890 και μετά) στην Αγγλία και
στην Αμερική.

Με την ευρύτερη έννοια, σύμβολο είναι οτιδήποτε σημαίνει κάτι· κατ’ αυτήν την
έννοια, κάθε λέξη είναι σύμβολο. Στην πραγμάτευση της λογοτεχνίας, εντούτοις, ο όρος
«σύμβολο» χρησιμοποιείται μόνο για μια λέξη ή μια έκφραση που σημαίνει ένα
αντικείμενο ή ένα γεγονός το οποίο με τη σειρά του σημαίνει κάτι άλλο ή παραπέμπει
σε ένα φάσμα αναφορών πέραν του ιδίου. Ορισμένα σύμβολα είναι «συμβατικά» ή
δημόσια: έτσι, «ο Σταυρός», «η Γαλανόλευκη» και «ο Καλός Ποιμήν» είναι όροι που
αναφέρονται σε συμβολικά αντικείμενα η απώτερη σημασία των οποίων είναι
καθορισμένη στο πλαίσιο μιας δεδομένης κουλτούρας. Οι ποιητές, όπως όλοι μας,
μεταχειρίζονται τέτοιου είδους συμβατικά σύμβολα· πολλοί ποιητές, ωστόσο,
χρησιμοποιούν επίσης «ιδιωτικά» ή «προσωπικά σύμβολα». Συχνά υιοθετούν ευρέως
διαδεδομένες συσχετίσεις που συνδέουν ένα αντικείμενο, ένα γεγονός ή μια ενέργεια με
μια συγκεκριμένη έννοια, όπως, λ.χ. τη γενική συσχέτιση του παγονιού με την
περηφάνια και του αετού με τον ηρωικό αγώνα· του ανατέλλοντος ηλίου με τη γέννηση
και του δύοντος ηλίου με το θάνατο· της αναρρίχησης με την προσπάθεια ή την πρόοδο
και της καθόδου με την παράδοση ή την αποτυχία. Κάποιοι ποιητές, όμως
χρησιμοποιούν επανειλημμένως σύμβολα που η σημασία τους είναι σε μεγάλο βαθμό
δικής τους επινόησης, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την ερμηνεία τους.

M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις
Πατάκη, Αθήνα 2005, 461-462.

*******

ένας από τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές με ιδιαίτερο λόγο που ανήκει θα έλεγα
στο κίνημα του Συμβολισμού [ίσως δεν είναι στις προθέσεις του ιδίου αλλά
περιέχουν πολλά στοιχεία τα ποιήματά του είναι ο Βασίλης Φαϊτάς. Παραθέτω δυο
ανέκδοτα ποιήματά του από τη συλλογή που θα κυκλοφορήσει εντός του 2021 υπό
τον τίτλο Σκάκι με την αιωνιότητα

ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΟ ΑΠΕΙΡΟ

Ενσαρκώθηκε το άπειρο
και πήρα την θέση μου στον χρόνο
 ιστορία μου η άβυσσος.

Κάθε αλήθεια αδυσώπητη πλάνη


ένα πρελούδιο η ζωή
από κάτι αδημιούργητο και απρόσιτο
είμαι αυτό που δεν είμαι
το άπιαστο βάθος μες στις λέξεις.

Ό,τι δεν ειπώθηκε δεν θα ειπωθεί ποτέ


σε κάθε ποίημα υπάρχει μια αποτυχία
κάτι που υπερβαίνει τον εαυτό του
ποντίστηκε και χάθηκε πριν καιρούς.

Όπως το άνθος
το πνεύμα στρέφεται στο φως
χάος από αγέννητες λέξεις
αδιαπέραστο από τη νοημοσύνη
ιχνηλάτης της σιωπής αιωρούμαι
στην αρχή και το τέλος ανάμεσα
ακούγοντας το κενό.
Με βαραίνει η αιωνιότητα 
στιγμή που βραδυπορεί στο εφήμερο
έξω απ’ το παράθυρό μου
 άχρονη ανάμνηση.

Πορεύομαι με ό,τι δεν κατανοώ.

ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ

Ήσουν είκοσι κι ερχόσουν απ’ την θάλασσα


στον δρόμο μια ιστορία αναμονής
κάποιου που έφτασε από μακριά
να φέρει ένα όνομα να θυμάσαι.

 Πνεύμα περιπλανώμενη αποβάθρα


αξίζεις περισσότερο απ’ τις ενοχές σου
περ’ από εκεί που μπορείς να δεις
 υπάρχει ένα τέλος.

Μη μου θυμίζετε
ό,τι συμβαίνει
εδώ που έφτασαν όλα
πιασμένη η καρδιά σε παγίδα
κοιτάζει
εκείνο που δεν πρόλαβε
και έμεινε έξω
ό,τι δεν έχει απαντηθεί.

Θα ’ρθουν άλλοι καιροί


 τελεσίγραφο στην άκρη του γκρεμού
στις όχθες του ουδέποτε
θα εγείρεται η νιότη
η ύπαρξη θα σηκώνεται λίγο ψηλότερα.

Η ύστατη άνοιξη πάντα αρχίζει την νύχτα.

Ο ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Από το άπειρο ως εδώ


ο χρησμός για κείνο που περνάει
κι ανθίζει πεθαίνοντας
κόσμος της πλάνης
ξεριζωμένες συνειδήσεις
επικλήσεις στο αδιαπέραστο.

Το μωρό στην μοναξιά της κούνιας


λευκή σελίδα της διαθήκης των προγόνων του
θα γνέφει πάντα στο ανύπαρκτο.

Διακύμανση της ουτοπίας


οδοιπόρε
όποιο δρόμο και αν πάρεις
κάτω απ’ τις αστρικές αποστάσεις
οδοιπόρε
στιγμιαία μετάλλαξη του χωροχρόνου
δεν ήσουν ποιητής
αλλά μια χαραμισμένη ζωή
και τίποτα δεν υπήρξε ποτέ
αντικατοπτρισμοί μόνο.

Κάποιες πρόχειρες προτάσεις βιβλίων


Ποίηση
Νίκος Εγγονόπουλος, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος
Νικόλαος Κάλας, Οδός Νικήτα Ράντου, εκδ. Ίκαρος
Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος,
Κατερίνα Ζησάκη, Ιστορίες από το Ονειροσφαγείο (2014), Μισέρημος (2018),
Έκτωρ Κακναβάτος, Ποιήματα 2 τόμοι, εκδ. Άγρα
Θοδωρής Ρακόπουλος, Φαγιούμ, εκδ. Μανδραγόρας
Μιχάλης Κατσαρός, Μείζονα ποιητικά, Α' Μέρος Μεσολόγγι, Κατά Σαδδουκαίων, Οροπέδιο,
Β' Μέρος Ανέκδοτα, Αδημοσίευτα, Αθησαύριστα, εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2018
Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα (1957-1983), εκδ. Ποταμός
Τόλης Νικηφόρου, Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα, Μια κιμωλία στον
Μαυροπίνακα, Μυστικά και θαύματα –Ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, εκδ.
Μανδραγόρας
Αλέξανδρος Ίσαρης, Θα επιστρέψω φωτεινός, εκδ. Άγρα
Τάσος Γαλάτης, Ανιπτόποδες και σφενδονήτες, εκδ. Γαβριηλίδης
Κατερίνα Ζησάκη, Ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο, μισέρημος, εκδ. Μανδραγόρας
Βισέντε Ουιδόβρο, Αλταζώρ ο Υψιέραξ, ήτοι Πλους Αλεξιπτώτου, δίγλωσση έκδοση, μφρ
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς [ίσως ο σπουδαιότερος Χιλιανός ποιητής, πρόδρομος του
υπερρεαλιστικού κινήματος]

Θεωρητικά κείμενα
Νικόλαος Κάλας, Εστίες πυρκαγιάς, εκδ. GUTENBERG
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδ. Ίκαρος
Ανδρέα Εμπειρίκου, Οι κύκλοι του ζωδιακού, Ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή «Γραπτά ή
Προσωπική Μυθολογία», επιμέλεια-Επίμετρο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδ. Άγρα, 2018
Αριστοτέλους Ποιητική, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Στάθη Ιω. Δρομάζου, εκδ. Κέδρος
Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης, Δοκίμια πάνω στο δημοτικό τραγούδι, 2 τόμοι,
εκδ. Αγρα.

You might also like