Professional Documents
Culture Documents
1
Fisher: (αντίθετη άποψη). Είναι δύσκολο α μετρήσουμε την ωφελιμότητα/
χρησιμότητα, οπότε ας χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία της προτίμησης –
αδιαφορίας για να εκτιμήσουμε την καταναλωτική ζήτηση.
Μας είναι χρήσιμοι δυο όροι:
1. συνολική χρησιμότητα: η χρησιμότητα που αποκομίζει ο
καταναλωτής από το σύνολο της κατανάλωσης ενός αγαθού
2. οριακή κατανάλωση: η επιπλέον χρησιμότητα που αποκομίζει ο
καταναλωτής από την κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας ενός
αγαθού
ΑΠΌΛΥΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Η θεωρία της απόλυτης χρησιμότητας αντλεί στοιχεία από τη θεωρία του Cossen,
σύμφωνα με τον οποίο καθ άτομο έχει μια οικονομική συμπεριφορά, που αποσκοπεί
στην κατανάλωση αγαθών/ υπηρεσιών. Από αυτήν την κατανάλωση αντλεί
απόλαυση. Αυτή η απόλαυση είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος, καθώς μπορεί να
μετρηθεί σε μονάδες χρησιμότητας.
2
μονάδες, στο δεύτερο 38, στο τρίτο 52 κ.ο.κ). Στο τέλος μάλιστα ο καταναλωτής
φτάνει στον κορεσμό, δηλαδή αρχίζει να αποστρέφεται την μπίρα, με αποτέλεσμα την
αρνητική απόλαυση (πχ στο έκτο ποτήρι μπίρας αρχίζει τρεκλίζεις, βρίζεις, μαλώνεις
κ.α.). Ο Cossen χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά απέδειξε το νόμο της Φθίνουσας
Οριακής Χρησιμότητας, σύμφωνα με τον οποίο η χρησιμότητα αυξάνει με την
κατανάλωση ενός αγαθού αλλά με φθίνοντα ρυθμό.
Βέβαια αυτή η ευχαρίστηση – απόλαυση (Ui) είναι υποκειμενική και δεν εξαρτάται
από την κατανάλωση άλλων αγαθών (πχ αντλώ ευχαρίστηση από την κατανάλωση
της μπίρας και μόνο και όχι από την κατανάλωση της ποικιλίας δίπλα στην μπίρα).
Για να μιλήσουμε τώρα για το χώρο της υγείας, τότε μπορούμε να πούμε ότι ένας
ασθενής αντλεί απόλαυση από την κατανάλωση των εξής αγαθών:
1. Ημέρες Νοσηλείας UΑ
2. Ιατρικές Επισκέψεις UΒ
3. Φαρμακευτική Περίθαλψη UΓ
Άρα στο παραπάνω παράδειγμα, αν αθροίσουμε όλες τις απολαύσεις του ασθενή, θα
βρούμε τη συνολική απόλαυση που αποκόμισε:
3
ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗΣ – ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ
Διάφοροι νεοκλασικοί οικονομολόγοι (Antonelli, Fisher κ.α.) διατύπωσαν τη δική
τους θεωρία για την ορθολογική συμπεριφορά του καταναλωτή, η οποία βασίζεται
στην έννοια της τακτικής και όχι απόλυτης χρησιμότητας. Αρχικά έκαναν ορισμένες
υποθέσεις για την ορθολογική συμπεριφορά του καταναλωτή και κατέληξαν στην
συνάρτηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες:
Οι αρχικές τους υποθέσεις ήταν οι εξής:
Δηλαδή εγώ γνωρίζω πλήρως πόσο μου χρησιμεύει – με ευχαριστεί ένα καλλυντικό
που πρόκειται να αγοράσω και επίσης ξέρω πολύ καλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
του
4
Η διαφορά της συγκεκριμένης θεωρίας (του Pareto) σε σχέση με την προηγούμενη
θεωρία της απόλυτης χρησιμότητας (των ηδονιστών) βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το
σημείο, ότι δηλαδή η συνολική χρησιμότητα που αποκομίζει ο καταναλωτής από την
κατανάλωση αγαθών Α, Β, Γ, Δ και Θ μπορεί να εκφραστεί με μια συνολική
συνάρτηση προτίμησης:
5
Αν ισχύουν όλες αυτές οι υποθέσεις, τότε προκύπτει οι καμπύλες αδιαφορίας του
καταναλωτή (= ο γεωμετρικός τρόπος όλων των δυνατών επιλογών που
προσφέρουν ίση χρησιμότητα στον καταναλωτή)
Έστω ότι έχουμε δυο αγαθά Α (ιατρικές Επισκέψεις σε εξωτερικά ιατρεία ενός
νοσοκομείου) και Β (κατανάλωση όλων των άλλων αγαθών). Η συνάρτηση
χρησιμότητας του καταναλωτή είναι
Ο συνδυασμός Ε και Ζ του δίνουν ίδια ποσότητα απόλαυσης (U=50). Άρα του είναι
αδιάφορο, αν θα επιλέξει τον Ε συνδυασμό ή τον Ζ συνδυασμό. Σε αυτήν, λοιπόν, την
περίπτωση ο καταναλωτής βρίσκεται στην ίδια καμπύλη αδιαφορίας. Ο
συνδυασμός Η, όμως, του δίνει μεγαλύτερη απόλαυση (U=100), γιατί καταναλώνει
μεγαλύτερες ποσότητες των αγαθών. Συνεπώς ο συνδυασμός Η είναι προτιμότερος
6
από τον Ε και τον Ζ. Σε αυτήν την περίπτωση ο καταναλωτής βρίσκεται σε
ψηλότερη καμπύλη αδιαφορίας. Άρα με βάση την τρίτη υπόθεση, ο καταναλωτής:
1. δηλώνει ρητά την προτίμηση του Η σε σχέση με το Ε
2. δηλώνει ρητά την προτίμηση του Η σε σχέση με το Ζ
3. δηλώνει ρητά την αδιαφορία του Ε σε σχέση με το Ζ
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία της Προτίμησης – Αδιαφορίας μπορούμε να
φτιάξουμε το χάρτη καμπυλών αδιαφορίας ενός καταναλωτή.
Αν τώρα γενικεύσουμε την ανάλυση μας για Θ αγαθά έχουμε την εξής συνάρτηση
προτίμησης του καταναλωτή:
Το c είναι μια σταθερά με άπειρες τιμές. Δίνοντας διαφορές τιμές στο c φτιάχνουμε
το χάρτη καμπυλών αδιαφορίας του καταναλωτή. Όσο απομακρυνόμαστε από την
αρχή των αξόνων, τόσο μεγαλύτερη ευημερία απολαμβάνει ο καταναλωτής:
7
Οριακός Λόγος Υποκατάστασης (ΟΛΥ)
Σε ένα δεδομένο επίπεδο χρησιμότητας, πχ U=100, ο καταναλωτής είναι
διατεθειμένος να υποκαταστήσει μια ποσότητα αγαθού Β, προκείμενου να αποκτήσει
μια επιπλέον ποσότητα αγαθού Α, δηλαδή προτιμά να αυξήσει τον αριθμό των
ιατρικών επισκέψεων, θυσιάζοντας ένα πόσο άλλων αγαθών.
8
είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε περισσότερα αγαθά για να πάμε στο γιατρό.
Σταδιακά όμως αυτή η θυσία μειώνεται, δηλαδή αρχίζουμε να το ξανασκεφτόμαστε,
αν αξίζει να θυσιάζουμε τόσα πολλά αλλά αγαθά, για να αυξήσουμε τις Επισκέψεις
στον γιατρό.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω ο Οριακός λόγος Υποκατάστασης (ΟΛΥ) προκύπτει
από την διαφορά:
9
Ισορροπία του καταναλωτή
Οι επιθυμίες του λοιπόν για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανάλωση αγαθών (που
εκφράζονται από το χάρτη καμπυλών αδιαφορίας) μετριάζονται από τους
εισοδηματικούς περιορισμούς. Δηλαδή εγώ μπορεί να προτιμώ το Α από το Β και το
Β από το Γ και να μου είναι αδιάφορο αν θα επιλέξω το Β από το Γ, γιατί και τ δυο
μου δίνουν ίδια χρησιμότητα – απόλαυση, όμως τελικά η επιλογή μου για περιοριστεί
από τα χρήματα που έχω. Η ισορροπία του καταναλωτή ορίζεσαι διαγραμματικά εκεί
που η υψηλότερη καμπύλη αδιαφορίας (αυτό που μου δίνει την μεγαλύτερη
χρησιμότητα) εφάπτεται με τη γραμμή εισοδηματικού περιορισμού.
10
Η καμπύλη Τιμής Κατανάλωσης
Είδαμε λοιπόν ότι οι επιλογές του καταναλωτή περιορίζονται από το εισόδημα του.
Τώρα θα δούμε την σχέση μεταξύ των επιλογών του καταναλωτή και των τιμών των
αγαθών. Αν το εισόδημα (Υ) ενός καταναλωτή είναι σταθερό και αν οι τιμές των
ιατρικών επισκέψεων μειωθούν, τότε ο καταναλωτής θα αυξήσει τις Επισκέψεις του
στους γιατρούς (για προληπτικούς η θεραπευτικούς λόγους). Επίσης η κλίση της
καμπύλης των καταναλωτικών δυνατοτήτων του (ή του εισοδηματικού περιορισμού)
θα μειωθεί λόγω της μείωσης των τιμών του Α αγαθού. Δηλαδή ο καταναλωτής θα
έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
11
12