You are on page 1of 2

Η λογοτεχνική μεγαλοφυΐα του Κωστή Παλαμά

Πενήντα περίπου χρόνια δυναμικής και δημιουργικής λογοτεχνικής παρουσίας


καταμετρούμε στο μεγαλοφυή μεσολογγίτη Κωστή Παλαμά. Γεννημένος στην Πάτρα (1859), δύο
μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Σολωμού, είναι σαν να παίρνει τη σκυτάλη από τον εθνικό μας
ποιητή και να θέτει υποψηφιότητα για την κατάκτηση του θώκου του. Μία υποψηφιότητα που ο
Παλαμάς διαμόρφωνε με τον καλύτερο τρόπο, αξιοποιώντας με ωριμότητα το μεστό ταλέντο του,
καλλιεργώντας την πηγαία λογοτεχνική του φύση και τελικά φτάνοντας στην κατάκτηση της
πνευματικής – λογοτεχνικής αθανασίας στις συνειδήσεις των κατοπινών γενεών. Η ρωμαλέα
φύση του, η αναζητητική του τάση, η καρποφόρα και ανανεωτική λογοτεχνική του τακτική,
ξεπέρασαν τον πόνο της νεανικής του ορφάνιας και του έδειξαν το δρόμο για τον οποίο ήταν
πλασμένος. Ούτε η δελεαστική προοπτική των νομικών σπουδών στην Αθήνα στάθηκε ικανή να
κερδίσει το νεαρό Παλαμά ούτε οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατάφεραν να τον
αποκαρδιώσουν και να τον κάμψουν. Η ποίηση έγινε το απάνεμο λιμάνι της ταραγμένης ζωής
του, αλλά και το εφαλτήριο ζωηρών πνευματικών ανησυχιών και εποικοδομητικής έκφρασης του
εσωτερικού του κόσμου. Για τον Παλαμά ο ποιητικός λόγος είναι καταφύγιο και μετερίζι. Μ’
αυτόν αισθάνεται ασφαλής και εκτονώνει τον πλούσιο κόσμο των ιδεών του, αλλά και τον
μετουσιώνει σε ανίκητο όπλο κοινωνικής κριτικής, προφητικής ενόρασης, μελλοντικής
αισιοδοξίας και ανίχνευσης του προσωπικού εσωτερικού μαγευτικού του πλούτου.
Ο Παλαμάς άγγιξε με επιτυχία και ριζοσπαστικό ενθουσιασμό όλες τις εκφάνσεις του
λογοτεχνικού λόγου στο τέλος του 19ου και στο α΄ μισό του 20ου αιώνα. Και τι δεν ήταν. Με τι δεν
καταπιάστηκε! Εμπνευσμένος ποιητής, αξιόλογος πεζογράφος, ευρηματικός θεατρικός
συγγραφέας, διορατικός και οξύνους κριτικός της λογοτεχνίας. Έγινε ο εκφραστής και
καθοδηγητής μιας ολόκληρης γενιάς λογοτεχνών και δίκαια θεωρείται ο κορυφαίος της Νέας
Αθηναϊκής Σχολής και ο εισηγητής της γενιάς του 1880 στα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα.
Όλες τις αλλαγές, που για καιρό κυοφορούνταν στα έργα των προγενέστερων, ο Παλαμάς τις
έκανε πραγματικότητα στο έργο του. Άφησε πίσω του την ανούσια ρομαντική μεγαληγορία και
ανανέωσε δραστικά το νεοελληνικό στίχο, προσπαθώντας να πετύχει τη σύζευξη της αθηναϊκής
με την εφτανησιώτικη παράδοση. Και όλα αυτά έχοντας στην Αθήνα μία ενεργητική ζωή, η
οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις συχνές περιπτώσεις πνευματικής απομόνωσης άλλων
λογοτεχνών. Ο Παλαμάς αρθρογραφεί συστηματικά στα αθηναϊκά έντυπα, δημοσιεύει ποιήματα
σε πρωτοποριακά φύλλα (πρβλ. «Ραμπαγάς» και «Μη χάνεσαι»), εργάζεται από το 1897 ως
Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου, θέση που διατηρεί για 30 ολόκληρα χρόνια.
Παρακολουθεί στενά και με εναργή κριτική διάθεση τα γύρω του κοινωνικά, πολιτικά και
οικονομικά γεγονότα. Έτσι το έργο του μετατρέπεται σε βήμα κριτικού σχολιασμού της εποχής
του. Μιλάμε για ένα είδος συνετής και αποτελεσματικής στράτευσης στα προβλήματα του τόπου
του. Με τον τρόπο αυτό ο Παλαμάς μοιάζει και είναι άρρηκτα δεμένος με την εποχή του.
Αφουγκράζεται τους παλμούς των καιρών του, χωρίς να παρασύρεται σε πολιτική προπαγάνδα ή
στείρα καταστροφολογία. Η λογοτεχνική φωνή και αξία του ανδρώνεται και επηρεάζεται από τα
ιστορικά γεγονότα (ατυχής πόλεμος του 1897, Μακεδονικός Αγώνας, κίνημα στο Γουδί, άνοδος
στην εξουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, Βαλκανικοί πόλεμοι). Όσο βέβαια προχωρούν τα χρόνια,
ιδιαίτερα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι
δικαιολογημένη μία γεροντική κάμψη από μέρους του Παλαμά, χωρίς όμως ο ίδιος να χάσει ποτέ
την οξυδέρκεια και την ικανότητά του να οσφραίνεται και να κατακτά το ωραίο με το έργο του.
Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του ποιητή στον αγώνα των δημοτικιστών, μέσω της
αμέριστης στήριξης που παρείχε στις ιδέες τους. Έτσι ο Παλαμάς, όπως φάνηκε από τα
παραπάνω, συμμετείχε σε όλους τους έντονους και καθοριστικούς αγώνες της εποχής του,
κοινωνικούς, πολιτικούς και πνευματικούς. Η κληρονομιά που μας άφησε είναι τεράστια και
άσκησε μεγάλη επίδραση σε νεότερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους πνευματικούς
ανθρώπους.
Ο μεγάλος λογοτέχνης σώπασε το 1943, σε μία τραγικά επώδυνη περίοδο της σύγχρονης
ελληνικής ιστορίας. Η κηδεία του στην Αθήνα έγινε αφορμή για μεγάλη αντικατοχική
διαδήλωση και τροφοδότησε το φλογερό πάθος των υπόδουλων για άλλη μία φορά Ελλήνων για
αντίσταση και ελευθερία. Και στη ζωή και στο θάνατο λοιπόν ο Παλαμάς υπήρξε καθοδηγητής.
Όσο έζησε, έκανε πράξη τη συνεχή πρόοδο. Όταν πέθανε, απέμεινε «φωτεινός φάρος» στις ψυχές
των ανθρώπων.
Το έργο του είναι τεράστιο, πολυσήμαντο και πολύπλευρο. Δεν έλειψαν οι
χαρακτηρισμοί για αριστουργήματα, που συνοδεύουν πολλά από τα δημιουργήματά του. Με τη
μεγαλύτερη δυνατή συντομία, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω το εκτενές αυτό έργο,
τουλάχιστον στους πιο βασικούς και αντιπροσωπευτικούς του σταθμούς.

1
Ο Παλαμάς εμφανίστηκε επίσημα στα Ελληνικά Γράμματα το 1886, με την πρώτη του
ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου». Καθυστερημένη λίγο, αλλά
ενδεικτική προσπάθεια της ανανεωτικής τάσης του ποιητικού λόγου. Από το σημείο αυτό ξεκινά
για τον ίδιο μία παραγωγικότατη λογοτεχνική πορεία, που πέρασε με απόλυτη επιτυχία από τα
ρεύματα του παρνασσισμού και του συμβολισμού. Σταθμός στο έργο του το 1904, έτος που
δημοσιεύει την πολυσυνθετική του συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», όπου είναι συγκεντρωμένα μερικά
από τα πιο σημαντικά ποιητικά του πονήματα. Έχουν προηγηθεί η βράβευση του ποιητή στον Α΄
και Β΄ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό με τα έργα του «Ύμνος της Αθήνας» (1889) και «Τα μάτια της
ψυχής μου» (1890), καθώς και οι «Πατρίδες» (1895), μία σειρά από άρτια παρνασσιακά σονέτα.
Τα τελευταία, 12 στον αριθμό, συμπεριέλαβε ο δημιουργός στην πρώτη ενότητα της «Ασάλευτης
Ζωής», μαζί με άλλα αξιόλογα ποιήματά του (πρβλ. «Η Φοινικιά», «Ο Ασκραίος»). Η επιτυχής
θήτευσή του στη φορμαλιστική παρνασσιακή ποίηση τερματίζεται το 1897, χρονολογία μιας
θλιβερής και ισοπεδωτικής εθνικής ήττας, με τη συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι». Ο Παλαμάς
περνά στο μαγευτικό πεδίο του συμβολισμού και αφοσιώνεται στο βάθος του εσωτερικού
ανθρώπινου κόσμου, χρησιμοποιώντας ως μέσα ποιητικής έκφρασης υποβλητικές εικόνες, λέξεις,
μεταφορές και ευρηματικά σύμβολα. Τα λόγια του υποδηλώνουν την ψυχική του διάθεση και τα
συναισθήματά του, ενώ το στίχο του χαρακτηρίζουν η μουσικότητα και η υποβλητικότητα.
Ακολουθεί «ο Τάφος» σε 24 ενότητες – μοιρολόγια, που είναι εμπνευσμένος από το θάνατο του
παιδιού του.
Το 1907 δημοσιεύει τη σύνθεσή του «ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Σε 12 λόγους –
ποιητικές συνθέσεις ο Παλαμάς εκφράζει την άρνηση της παρακμής, την πορεία προς το
καινούριο και το αληθινό, που θα ανανεώσει την εθνική ζωή και θα οδηγήσει το λαό στο δρόμο
της προόδου και στην εκπλήρωση των ιδανικών του. Ίσως το προσωπείο του ποιητή του δίνει τη
δυνατότητα να καταδικάσει την κατάσταση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και να τονώσει
την εθνική συνείδηση. Στο μακρόπνοο αυτό ποίημα, όπως εύστοχα έχουν παρατηρήσει, ο Γύφτος
συμβολίζει την ελληνική ψυχή, τον άνθρωπο γενικά και την ελληνική ιδέα. Ο Γύφτος ξεκινώντας
από την έμφυτη τάση του να ανανεώσει τη ζωή του, γκρεμίζει όλες τις συμβατικές αξίες και τις
κοινωνικές προλήψεις. Η αδιάκοπη μεταβολή, η αντικατάσταση του παλιού με το καινούριο, η
αναδημιουργία του κόσμου, φαίνεται ότι απασχολεί σοβαρά τον ποιητή.
Με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και αργότερα με τη «Φλογέρα του Βασιλιά» η
νεοελληνική ποίηση παίρνει αναμφισβήτητα ολότελα καινούριο διαμέτρημα. Τα αριστουργήματα
αυτά έρχονται να συμπληρώσουν αργότερα δύο λυρικές ποιητικές συλλογές («Οι καημοί της
λιμνοθάλασσας» και «Η πολιτεία και η μοναξιά», 1912), καθώς και μία το 1915 με τον τίτλο
«Βωμοί». Τελευταίες ποιητικές απόπειρες του Παλαμά, «Ο κύκλος των τετράστιχων» και «Οι
νύχτες του Φήμιου», όπου ο ποιητής περιορίζεται στο απέριττο μετρικό σχήμα του τετράστιχου.
Αξίζει, τέλος, να γίνει αναφορά στα πεζά έργα του «Ο θάνατος του παλικαριού» (εκτενές
διήγημα) και «Τρισεύγενη» (θεατρικό δραματικό έργο), αλλά και στις πάντα εύστοχες
λογοτεχνικές κριτικές του για παλιούς και σύγχρονους θιασώτες του λογοτεχνικού λόγου. Με
αφορμή την κριτική αυτή διαύγεια του Παλαμά, σημειώνουμε μόνο δύο χαρακτηριστικά
πράγματα: α) Ήταν ο πρώτος, που το 1888 κατάλαβε τη μέγιστη ποιητική αξία των ωδών του
ξεχασμένου ως τότε Ανδρέα Κάλβου και β) Χαιρέτησε με θέρμη την εμφάνιση του Γιάννη Ρίτσου
στην ποίηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «…να παραμερίσουμε, για να περάσεις».
Ο Κωστής Παλαμάς, ένας ορφανός νέος μεγαλωμένος στο Μεσολόγγι, γεννημένος
ποιητής, εξελίχθηκε σε δεσπόζουσα λογοτεχνική φυσιογνωμία. Στα έργα του άλλοτε είναι
προσωπικός κι άλλοτε εκφράζει πανανθρώπινες ή εθνικές ιδέες. Σε κάποια οραματίζεται, σε
κάποια κατακρίνει. Κάπου προβληματίζει η βαρυθυμία του, κάπου μαγεύει ο λυρισμός και το
ποιητικό του βάθος. Δεν είναι δύσκολος ποιητής ο Παλαμάς ούτε σκοτεινός και απρόσιτος. Η
ευκολία όμως και η απλότητά του έχουν ένα άπιαστο βάθος μεστότητας, που πραγματοποιεί με
μοναδικό τρόπο τη σύζευξη λυρισμού και κοινωνικής φωνής στην ποίησή του. Ο Παλαμάς ήταν
και είναι φως διαχρονικό, όχι μονάχα για τους ποιητές, αλλά για όλους τους ώριμα και συνετά
σκεπτόμενους ανθρώπους. Η ποίησή του δε χρειάζεται «κλειδιά», είναι «ανοιχτή» στον
αναγνώστη και επίκαιρη σε κάθε εποχή. Μαζί με το Σολωμό, οι φωνές τους θα αντηχούν αιώνια
στις ψυχές μας. Ο πρώτος ζηλωτής της ελευθερίας σ’ όλες της τις μορφές κι ο δεύτερος
υπέρμαχος της ανανέωσης και της προόδου.

Θεσσαλονίκη, 17 Ιανουαρίου 2005


Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης
Φιλόλογος
website: http://www.neo.gr/website/sapiens/
e – mail: sapiens@otenet.gr

You might also like