You are on page 1of 2

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Γιος Αθηναίου δασκάλου, γεννήθηκε το 341 π.Χ. στη Σάμο όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια. Από
νέος ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία και μετά από τις σπουδές του δημιούργησε τη δική του
φιλοσοφική σχολή (αρχικά στη Μυτιλήνη) και στη συνέχεια το 306 π.Χ. στην Αθήνα όπου αγόρασε
ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης. Δεν έχτισε μεγάλα οικοδομήματα με αίθουσες για διδασκαλία και
μελέτη· προτίμησε να διαμορφώσει αλλιώς τον χώρο της σχολής: διδακτήριο και κατοικίες για τους
μαθητές, αλλά κυρίως ένα κτήμα απομονωμένο από την πόλη και τη θορυβώδη ζωή της, κατάλληλο
για περιδιάβαση μέσα στη φύση, ένας αληθινός «Κήπος» - όπως ονομάστηκε η σχολή. Ο Κήπος ήταν
ανοιχτός στους Αθηναίους πολίτες και σε άλλους Έλληνες, αλλά και σε γυναίκες, σε δούλους, σε
φτωχούς, ακόμη και σε απαίδευτους. Όλοι γίνονταν δεκτοί, γιατί όλοι μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι,
όπως πίστευε ο Επίκουρος.

Η σχολή του γνώρισε μεγάλη επιτυχία αλλά, όπως είναι φυσικό, προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις
και κριτική. Με πρώτο κέντρο την Αθήνα η επικούρεια σκέψη διαδόθηκε παντού από ενθουσιώδεις
«ιεραποστόλους» οπαδούς της. Καθώς δεν παρουσιαζόταν ως κάτι στενά ακαδημαϊκό αλλά ως τέχνη
ζωής, ο επικουρισμός προσηλύτισε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους
και φτωχούς. Ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκαν και άνθισαν πολυάριθμες φιλοσοφικές
κοινότητες που ακολουθούσαν την επικούρεια διδασκαλία, διασπαρμένες σ᾽ ολόκληρο τον
ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Ο φιλόσοφος πέθανε στην Αθήνα το 270 π. Χ.

Για τον Επίκουρο το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής είναι το «πώς μπορώ να είμαι
ευτυχισμένος», δηλαδή ποια είναι η ιδανική μορφή ζωής που μπορώ να ζήσω. Την ευτυχία την
εξασφαλίζουν όσα μας προκαλούν ευχαρίστηση (ἡδονή), ενώ την εμποδίζουν όσα προκαλούν πόνο
και φόβο. Για να μην νιώθουμε πόνο πρέπει να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, αφού όμως πρώτα
διακρίνουμε ποιες είναι φυσικές και αναγκαίες και ποιες όχι, πότε το αποτέλεσμα είναι μόνιμο για το
σώμα και την ψυχή και πότε όχι. Για να μην νιώθουμε φόβο (για τους θεούς, για τα φυσικά
φαινόμενα, για τον θάνατο) θα μας βοηθήσει η γνώση που προσφέρει η φυσική φιλοσοφία. Αυτή π.χ.
θα μας διδάξει ότι η ψυχή δεν είναι αθάνατη, διαλύεται μαζί με το σώμα, άρα δεν έχουμε λόγο να
φοβόμαστε τον θάνατο, αφού «το πιο φρικτό απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας
ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο
θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς». Αν ξεπεράσουμε τα εμπόδια του πόνου και των
φόβων, θα εξασφαλίσουμε την ἀπονίαν του σώματος και την ἀταραξίαν της ψυχής και θα
μπορέσουμε να ζήσουμε εὐδαίμονες.

Πηγή: Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι

https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/filosofia/index.html

Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα


Από τη μεγάλη συγγραφική παραγωγή του Επίκουρου έχουν σωθεί, αν εξαιρέσει κανείς κάποια
αποσπάσματα του έργου Περί φύσεως, μόνο δύο συλλογές με βασικά σημεία της διδασκαλίας του και
τρεις επιστολές. Από τις επιστολές του η τρίτη απευθύνεται σ᾽ έναν άγνωστο κατά τα άλλα φίλο
του που ονομάζεται Μενοικεύς.
Η επιστολή είναι ένας προτρεπτικός λόγος: ο Επίκουρος προτρέπει τον Μενοικέα -και όλους τους
ανθρώπους – να ασκήσουν τη φιλοσοφία. Το έργο συνοψίζει την ηθική του φιλοσοφία. Ως ύψιστο
αγαθό θεωρεί ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα την "ηδονή", με την οποία δεν εννοεί όμως
τις επιμέρους απολαύσεις, αλλά την κατάσταση της ευδαιμονίας που πηγάζει από την ἀταραξίαν της
ψυχής, όταν αυτή έχει απελευθερωθεί από κάθε πόνο και κάθε φόβο.

You might also like