You are on page 1of 1

Το κτίριο που ορθωνόταν τώρα μπροστά του, έστεκε σαν κακοφτιαγμένο σκιάχτρο ανάμεσα στην

ερημιά του γύρω τοπίου. Το “μεγαλύτερο σε λειτουργία εργοστάσιο χάλυβα της χώρας” ήταν πλέον
μια σκιά αυτού που ήταν κάποτε, όπως άλλωστε και ο ίδιος. Ίσως γι’αυτό του είχε προκαλέσει και
τόσο έντονη απέχθεια με το που το αντίκρισε. Έβαλε μπροστά από το σώμα του το μπαστούνι
ισορροπίας και άρχισε να ανεβαίνει αργά τα τσιμεντένια σκαλιά της εισόδου. Ο έντονος πόνος του
τρυπούσε τη μέση και του έκοβε την ανάσα σε κάθε σκαλί, σε κάθε βήμα, μέχρι να καταφέρει
ξεφυσώντας και αγκομαχώντας να φτάσει στην κορυφή και να μπει στο εσωτερικό.
Το σακατεμένο του πόδι ήταν το αποτέλεσμα ενός “τραγικού εργατικού ατυχήματος” δεκαεφτά
χρόνια πριν, το οποίο είχε φτάσει να γραφτεί μέχρι και στις εφημερίδες της εποχής. Μάλιστα είχε
προκαλέσει και μια εικοσιτετράωρη απεργία λίγες ημέρες μετά. Ήταν επίσης η κύρια αιτία που η
ζωή του από τότε είχε πάρει την κάτω βόλτα. Μετά τα απανωτά χειρουργεία, ήρθε η απόλυση
-αφού δεν ήταν πλέον ικανός να εργαστεί-, αργότερα το διαζύγιο και τέλος η κοινωνική
απομόνωση και τα ψυχοφάρμακα. Πέρα απ’όλα αυτά, ήταν και ο λόγος που τον οδηγήσει μετά από
τόσο καιρό εκεί. Το γυρόφερνε στο μυαλό του τους τελευταίους μήνες και παρά τις συνεχείς
αναβολές, τις αμφιβολίες και τα πισωγυρίσματα της τελευταίας στιγμής, το είχε πάρει απόφαση. Το
όπλο το βρήκε σχετικά εύκολα. Ο τύπος που του προμήθευε τη μορφίνη για να αντέχει τον πόνο,
ήξερε έναν άλλο τύπο. Το σημάδι του, όπως και την ικανότητα να κρατάει το χέρι του σταθερό ενώ
ρίχνει και παρά το τρέμουλο του χεριού, τη βελτίωσε σε ένα απομονωμένο σημείο της Πεντέλης.
Ήταν όλα έτοιμα. Αρκεί να εμφανιζόταν εκείνος.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε άλλα πέντε λεπτά μέχρι την ώρα του ραντεβού. Ξεφύσηξε και έριξε μια
ματιά στο χώρο. Τα σκουριασμένα απομεινάρια των μηχανημάτων, ο θόρυβος της ακατάπαυστης
λειτουργίας των οποίων κάποτε του προκαλούσε καθημερινές ημικρανίες, τώρα έστεκαν σιωπηλά,
λες και ανέμεναν κι αυτά κάτι. Τα βήματά του είχαν ξεσηκώσει την σκόνη από το έδαφος και την
στροβίλιζαν σε σύννεφα γύρω του. Ο χώρος φαινόταν να αντιδράει στην παρουσία του, λες και είχε
διαταράξει η γαλήνη του μετά από αιώνες ηρεμίας.
Ο ήχος από λάστιχα αυτοκινήτου τον επανέφερε σε εγρήγορση. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω
και ακούμπησε το σώμα του στον τοίχο. Με το χέρι του, που είχε αρχίσει τώρα να τρέμει ελαφρά,
ψηλάφισε το όπλο πάνω από το ύφασμα της τσέπης του. Ακούστηκαν τα πρώτα βήματα να
πλησιάζουν.
“Εδώ, Στέλιο, μέσα είμαι”, φώναξε.
“Έλα ρε παλιόφιλε, που είσαι γαμώτο. Τι με έφερες εδώ στις ερημιές;”
Γέλασε δυνατά. “Ε, έλεγα να θυμηθούμε τα παλιά.”
“Έλα, που είσαι, μπαίνω δηλαδή;”. Μια φιγούρα εμφανίστηκε

You might also like