Professional Documents
Culture Documents
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥίΙίΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Στοιχειοθετήθηκε
στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Η αναπαραγωγή
γτνεχαι ύστερα από άδεια του Δ. Ν. Μαρωνίτη
και του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών
Στο εξώφυλλο
κεφαλή του Οδυσσέα» περίπου 150 π-Χ.
(αντίγραφο των αρχών του πρώτου αι. μ.Χ.,
Sperlonga, Museo Archeologico Nazionale)
ΟΜΗΡΟΥ
οδυς;ς;εια
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Στοιχειοθετήθηκε
στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Η αναπαραγωγή
γτνεχαι ύστερα από άδεια του Δ. Ν. Μαρωνίτη
και του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών
Στο εξώφυλλο
κεφαλή του Οδυσσέα» περίπου 150 π-Χ.
(αντίγραφο των αρχών του πρώτου αι. μ.Χ.,
Sperlonga, Museo Archeologico Nazionale)
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
ΓΙΏΡΓΟς ΣΕΦΕΡΗς
Πρόλογος
ΛΟΙΠΟΝ τον ξεπεράσαμε τον κάβο. Περνώντας δύο φορές τις συμπληγάδες, η με-
τάφραση της Οδύσσειας άραξε επιτέλους σε ήρεμο ακρογιάλι. Όπου εντοπίστηκε και
η πρώιμη, δειγματοληπτική, δοκιμή της, που την αναζήτησε ο Αίνος Πολίτης για την
«Τέχνη» της Θεσσαλονίκης το ΐ977· Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1988, ο Θάνος Μι-
κρούτσικος προσκάλεσε στο φεστιβάλ της Πάτρας μεταφρασμένη ολόκληρη τώρα
ραψωδία: την πέμπτη, που την είπαμε «Οδυσσέως Σχεδία» και που ακούστηκε ένα
μαγευτικό βράδυ ψηλά στο φρούριο της πόλης. Από τότε άρχισε να φαντάζει η πα-
ράτολμη ιδέα: θα μπορούσε άραγε να μεταφραστεί ολόκληρο το έπος, ραψωδία ρα-
ψωδία, με το πρωτότυπο κείμενο στο πλάι και τα Επιλεγόμενα ως επίμετρο; Αυτό το
ριψοκίνδυνο ταξίδι ξεκίνησε το 1990 και συντελέστηκε, με ενδιάμεσα πάθη, φθινό-
πωρο του 2001. Τόσα, υποθέτω, φτάνουν για όσους θέλγονται από σημαδιακές χρο-
νολογίες.
Άλλοτε και αλλού κατέγραψα «επτά διλήμματα», όσο ακόμη γύρευε η μετάφρα-
ση τον προσανατολισμό της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, θέλοντας να μείνει
απεριόριστη από προκαταβολικές, εκβιαστικές, αποφάσεις. Παραφράζω εδώ το τέ-
ταρτο και το έκτο δίλημμα:
Το σημαντικότερο μεταφραστικό πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να
κάνει με τη μεταρρύθμιση του πρωτότυπου ρυθμού, που είναι συνάμα σταθερός και
εναλλασσόμενος. Η σταθερότητα επιβάλλεται από τη συνέχεια της επικής αφήγη-
σης, μετρημένης σε δαχτυλικό εξάμετρο από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Μοιά-
ζοντας με τεράστιο φίδι που, καθώς εξελίσσεται, ποτέ και πουθενά δεν αλλάζει αρ-
θρωτικό σχήμα. Όμως οι, απρόβλεπτοι πολλές φορές, ελιγμοί του παραλλάσσουν τον
εξωτερικό σε εσωτερικό τώρα ρυθμό, καθώς η κίνηση του αφηγηματικού λόγου αλ-
λού ευθυγραμμίζεται, αλλού καμπυλώνεται, αλλού επιταχύνεται, αλλού επιβραδύ-
νεται, προσώρας αναστέλλεται. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός του έπους αναζητούσε
τη δική του ελευθέρωση, κι έτσι προέκυψε ο απελεύθερος στίχος της μετάφρασης.
Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώ-
ρου και χρόνου από το κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση
ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χα-
μογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνεία. Κι αυτό το πήγαινε έλα
καταλήγει σε μια παράξενη φιλοξενία.
Τέτοια φιλόξενη υποδοχή αναζητούσε η μετάφραση της Οδύσσειας. Τη βρήκε, ευ-
τυχώς, στη στέγη του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τύχη που μπορεί να ονο-
μαστεί και νόστος, αν συνυπολογιστεί πως η νέα έκδοση εντοπίστηκε στη γενέθλια
πόλη, στο Πανεπιστήμιό της, στον κόλπο της Φιλοσοφικής της Σχολής. Έτσι εξηγεί-
[9]
τω και η οφειλή ευγνωμοσύνης προς τους συμβούλους, τον πρόεδρο και τον διευθυ-
ντή του Ιδρύματος, οι οποίοι υποδέχτηκαν πρόθυμα τον απόλογο της μεταφραστικής
αυτής περιπλάνησης.
Όσο για τον αναγνώστη, θα πρέπει να γνωρίζει πως πιάνει στα χέρια του τώρα
μια μετάφραση αυτόνομη- δίχως την υποστήριξη του πρωτότυπου κειμένου και των
Επιλεγομένων, που κι αυτά με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν και κυκλοφορούν σε
χωριστό τόμο. Συνάμα διαβάζει μια μετάφραση επιδιορθωμένη, αλλού στα κρυφά,
αλλού πιο φανερά. Ψάχνοντας, όπως λέμε, την οριστική μορφή της—όνειρο άπιαστο,
παρήγορο όμως και ενθαρρυντικό.
10
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
α
Αθηνάς παραίνεσις ηρός Τηλέμαχον
[13]
Ραψωδία α, 32-106
[14]
Θεών αγορά
[15]
Ραψωδία α, 106-184
[16]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον
[ΐ7ΐ
Ραψωδία α, 184-258
[18]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον
[19]
Ραψωδία α, 259-334
Μόλις ανέβαινε από την Εφύρη, γυρίζοντας από τον γιο του Μέρμερου,
τον Ίλο—ταξίδεψε κι εκεί με το γοργό καράβι του,
φαρμάκια ο Οδυσσέας ζητώντας φονικά, να τα 'χει χρίσμα
για τα χάλκινά του βέλη· εκείνος όμως του τα αρνήθηκε,
από τον φόβο των αθάνατων θεών, ενώ ο δικός μου ο πατέρας
του τα πρόσφερε, τόσο πολύ τον αγαπούσε.
Αν με την ίδια όψη ο Οδυσσέας έπεφτε στους μνηστήρες,
ο θάνατός τους λέω δεν θ' αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
Όμως αυτά, όπως και να ναι, οι θεοί τ' αποφασίζουν,
αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής, ή μήπως κι όχι,
στο παλάτι του. Εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς,
να βρεις τον τρόπο, και να διώξεις απ' το σπίτι τους μνηστήρες.
Άκου λοιπόν τι θα σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου:
αύριο κιόλας, καλώντας σε συνέλευση τους τίμιους Αχαιούς,
& όλους μπροστά εξηγήσου, κι ας είναι μάρτυρές σου οι θεοί·
δώσε διαταγή για τους μνηστήρες, πως πρέπει
να ξεκουμπιστούν, να παν στα σπίτια τους· ύστερα η μάνα σου,
αν η καρδιά της φλέγεται για νέο γάμο, πίσω ας γυρίσει
στο παλάτι του πατέρα της, αυτός έχει και δύναμη και πλούτη·
εκεί ας της ταιριάξουνε τον γάμο, και να της ετοιμάσουνε
γενναία προικιά, όσα στη θυγατέρα τους αρμόζουν, να τη συνοδεύσουν.
Για σένα πάλι, έχω άλλη συμβουλή, φρόνιμη αν ο' αυτή υπακούσεις:
καράβι σήκωσε, το πιο γερό, μ' είκοσι κωπηλάτες,
και πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου, αν κάποιος
άνθρωπος θνητός κάτι θα έχει να σου πει· μπορεί
και του Διός ν' ακούσεις την προφητική φωνή—μεγάλη δόξα
φέρνει στους ανθρώπους.
Πρώτα να πας στην Πύλο, ρωτώντας τον σεβάσμιο Νέστορα,
ύστερα συνεχίζεις για τη Σπάρτη, να δεις και τον ξανθό Μενέλαο,
που τελευταίος γύρισε από τους άλλους Αχαιούς, όσοι φορούσαν τότε
χάλκινα πουκάμισα.
Εκεί ανίσως τον νόστο ακούσεις του πατέρα σου, πως ζει,
μ' όλη την παιδωμή σου, κάνε υπομονή γι' αυτόν τον χρόνο·
αν μάθεις όμως πως τον βρήκε ο θάνατος κι έσβησε η ζωή του,
τότε γυρίζεις πίσω στη γλυκιά πατρίδα,
υψώνεις επιτάφιο σήμα, τιμώντας τον νεκρό και με κτερίσματα
πολλά, όσα του πρέπουν—ύστερα δώσε και τη μάνα σου
σε κάποιον άλλον άντρα.
Κι όταν τελειώσεις μ' όλα αυτά και γίνουν πράξη,
τότε με νου και σκέψη συλλογίσου, τρόπο να βρεις,
μες στο παλάτι, να σκοτώσεις τους μνηστήρες, με δόλο
ή κι αναφανδόν δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι,
[20]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον
[21]
Ραψωδία α, 335-4θ8
[22]
Μνηστήρων ευωχία
[23]
Ραψωδία α, 409-444
Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη.
Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε
να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό.»
Με σύνεση και γνώση του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος:
«Ευρύμαχε, για μένα ο νόστος του πατέρα μου είναι χαμένη υπόθεση·
δεν εμπιστεύομαι λοιπόν κανένα μήνυμα, αν από κάπου φτάσει,
μήτε και λογαριάζω τους χρησμούς, αν κάποιον μάντη η μάνα μου
φωνάξει στο παλάτι και μ' αγωνία τον ρωτά.
Όσο γι' αυτόν τον ξένο, φίλος μας είναι πατρικός» από την Τάφο·
Μέντης το όνομά του και καυχιέται πως είναι ο γιος του εμπειροπόλεμου
Αγχιάλου· ο ίδιος τώρα τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνά.»
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, κι ας είχε αναγνωρίσει την αθάνατη θεά.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες παραδόθηκαν στο γλέντι·
με τον χορό ευφραίνονταν και το παθητικό τραγούδι,
πότε θα πέσει το σκοτάδι περιμένοντας.
Και μέσα στην ξεφάντωση πέφτει το βράδυ σκοτεινό και μαύρο·
τότε σηκώθηκαν να κοιμηθούν, καθένας τράβηξε στο σπίτι του.
Με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος—μια κάμαρη ψηλή,
για χάρη του χτισμένη, έβλεπε στην αυλή, πανέμορφη
κι ολόγυρα προφυλαγμένη.
Πήγε λοιπόν εκεί να κοιμηθεί, αλλά ο νους του γύριζε από τις σκέψεις
τις πολλές. Κοντά του βάδιζε, δαδιά κρατώντας αναμμένα, υπόδειγμα
αφοσίωσης, η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα,
κι αυτός γιος του Πεισήνορα.
Παλιά την εξαγόρασε ο Λαέρτης, κι έγινε από τότε κτήμα του·
ήταν ακόμη κοπελίτσα και την αντάλλαξε μ' είκοσι βόδια,
την τίμησε όμως μέσα στο παλάτι, ισάξια με τη νόμιμη γυναίκα του,
αλλά μαζί της δεν επλάγιασε, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει
την οργή της άλλης.
Αυτή λοιπόν, δαδιά κρατώντας αναμμένα, τον συνόδευε—τόσο πολύ
τον αγαπούσε, όσο καμιά από τις άλλες δούλες, γιατί τον είχε
αναθρέψει από μωρό.
Ανοιξε τότε αυτός τα δυο θυρόφυλλα της κάμαρης, καλοχτισμένης
και γερής, ακούμπησε στην κλίνη του κι έβγαλε από πάνω του
τον μαλακό χιτώνα· αμέσως τον παρέδωσε στα χέρια της στοχαστικής
γερόντισσας, κι εκείνη τον δίπλωσε καλά, να μην τσακίσει,
τέλος τον κρέμασε στον πάσσαλο, στο πλάι της κλίνης
με τις τορνευτές οπές.
Ύστερα βγήκε από την κάμαρη, την πόρτα τράβηξε από την ασημένια της
λαβή και κλείδωσε, σέρνοντας από το λουρί τον σύρτη.
Εκεί εκείνος, όλη τη νύχτα ξάγρυπνος και σκεπασμένος με φλοκάτη,
τον δρόμο μελετούσε μέσα του, όπως τον όρισε η θεά Αθηνά.
[24]
β
Ιθακήσιων εκκλησία και Τηλεμάχου αποδημία
Μ από την κλίνη του πετάχτηκε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Το ρούχο του φορώντας, κρέμασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια, και
βγήκε προχωρώντας απ' την κάμαρη, ωραίος σαν θεός.
Κάλεσε ευθύς τους κήρυκες και τους παράγγειλε να συγκαλέσουν,
με τη λαγαρή φωνή τους, συνέλευση των Αχαιών,
που τρέφουν πλούσια κόμη.
Εκείνοι εκήρυξαν την εντολή, κι άρχισε να μαζεύεται το πλήθος με σπουδή.
Όταν συναθροιστήκαν όλοι τους, συγκεντρωμένοι εκεί,
τότε προχώρησε κι αυτός στην αγορά, σφιχτά κρατώντας στην παλάμη του
χάλκινο δόρυ—δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν δυο γρήγορα σκυλιά.
Η Αθηνά ράντισε πάνω του θεσπέσια χάρη,
τόση που ο κόσμος όλος τον κοιτούσε να άρχεται γεμάτος θαυμασμό,
κι όπως εκάθησε στον θρόνο του πατέρα του, έκαναν πίσω οι γέροντες.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο σεβαστός Αιγύπτιος,
γέροντας πια σκυφτός, γνωρίζοντας τα μύρια όσα·
απ' τον καημό που εμίσεψε ο ακριβός του γιος,
με τον ισόθεο Οδυσσέα στο Ιλιο, το φημισμένο
για τα όμορφα πουλάρια του, μέσα στα κοίλα πλοία—
Αντιφος τ' όνομά του, ακοντιστής γενναίος. Κι όμως στο μεταξύ
τον εξολόθρευσε στη θολωτή σπηλιά του ο Κύκλωπας,
τον έφαγε στερνό σε απαίσιο δείπνο.
Είχε ο Αιγύπτιος κι άλλους τρεις γιους· ο ένας τους, ο Ευρύνομος,
έμπλεξε με τους μνηστήρες· έμειναν δυο που φρόντιζαν τα πατρικά τους χτήματα.
Τον πρώτον όμως ο πατέρας του δεν τον λησμόνησε ποτέ,
θρηνώντας και στενάζοντας, όπως και τώρα, που τον λόγο πήρε,
βουρκωμένος, να μιλήσει:
«Ακούστε με. Ιθακήσιοι, γιατί έχω κάτι να σας πω:
πάει καιρός που δεν ξανάγινε αγορά· καμιά συνέλευση,
αφότου κίνησε ο Οδυσσέας θείος σε καράβια βαθουλά.
Λοιπόν, ποιος μας συνάθροισε εμάς εδώ; ποιον βρήκε τώρα τόση ανάγκη;
κάποιος νεότερος; ή από εκείνους που τους πήρανε τα χρόνια;
Μήπως κανένα μήνυμα άκουσε, πως ο στρατός μας επιστρέφει,
και θέλησε να μας το φανερώσει, αφού το έμαθε πρώτος εκείνος;
[25]
Ραψωδία β, 32-107
[26]
Ιθακήσιων έκκλησία
[27]
Ραψωδία β, 108-184
τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το 'ξερε καλά·
κι εμείς την πιάσαμε επ' αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό—
οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Τώρα λοιπόν ιδού η απόκριση που δίνουν οι μνηστήρες—
να την κρατείς, Τηλέμαχε, κι εσύ στον νου σου,
αλλ* ας τη μάθουν και οι λοιποί Αχαιοί: διώξε τη μάνα σου,
και να της πεις να βρει γαμπρό,
όποιον συστήσει τελικά ο πατέρας της, να της αρέσει ωστόσο και της ίδιας.
Αν όμως επιμένει να βασανίζει κι άλλο τους γιους των Αχαιών,
αν συνεχίσει έτσι να σκέφτεται, όπως η Αθηνά τη στόλισε χωρίς φειδώ-
ν' ασκεί την τέχνη σε περίκαλλα έργα, το ξύπνιο της μυαλό
σε πανουργίες, κάτι που δεν ακούσαμε να το χει ως τώρα άλλη γυναίκα,
μήτε στα χρόνια τα παλιά που ζούσαν καλλιπλόκαμες οι αχαιίδες
Τυρώ και Αλκμήνη, η καλλιστέφανη Μυκήνη—
καμιά απ' αυτές δεν είχε τα νοήματα της Πηνελόπης,
κι όμως σε τούτο το επινόημά της δεν ευτύχησε.
Αοιπόν, τόσον καιρό θα τρώνε κι οι μνηστήρες τ' αγαθά σου και τα πλούτη,
όσο κι εκείνη συντηρεί τη γνώμη που οι θεοί τής έβαλαν
στα στήθη· σίγουρα κερδίζει η ίδια δόξα κι όνομα,
όμως εσένα θα σου λείψουν έτσι τα πολλά καλά σου.
Εμείς πάντως να ξέρεις πως δεν ξαναγυρνούμε στις δουλειές μας μήτε και πάμε
αλλού, προτού κι αυτή να παντρευτεί όποιο Αχαιό διαλέξει.»
Σ' αυτόν ο φρόνιμος Τηλέμαχος ευθύς ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω
εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ' ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου,
κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό,
αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα
τη μάνα μου σ' εκείνον μόνος μου·
γιατί κι απ' τον πατέρα της θα βρω κακή ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός
θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι,
τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι
θα μου φορτώσουν βαριά μομφή.
Γι' αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να ξεστομίσω τέτοιον λόγο.
Όμως κι εσείς, αν σας απόμεινε λίγη ντροπή,
αδειάστε μου πια το παλάτι, αλλού γυρέψετε τα φαγοπότια σας,
αλλάζοντας το 'να με τ άλλο σπίτι μεταξύ σας, τρώγοντας τα δικά σας πλούτη.
Αν όμως κρίνετε πως είναι συμφερότερο αυτό και δίκαιο,
ενός ανθρώπου να ξοδεύετε το βιος με δίχως πληρωμή,
εμπρός λοιπόν, ολοκληρώστε την καταστροφή. Αλλά κι εγώ επικαλούμαι
τους αθάνατους θεούς, ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε
να πληρωθούν τα ανόσια έργα σας. Τότε θα βρείτε μέσα εδώ
τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια.»
[28]
Ιθακήσιων έκκλησία
[29]
Ραψωδία β, 185-239
μήτε και τον Τηλέμαχο, πάνω που είναι χολωμένος, θα τον τσινούσες
άσχημα, σίγουρα προσδοκώντας κάποιο δώρο για το σπίτι σου,
ανίσως σου το στείλει.
Αλλά σ' το λέω ξεκάθαρα, κι όπως το λέω θα γίνει*
αν τον νεότερο σου εσύ, που περασμένα ξέρεις και πολλά,
τον παρασύρεις τώρα με τα λόγια σου κι επιβαρύνεις τον θυμό του,
κακό χειρότερο εκείνον θα τον βρει, και μολαταύτα δεν θα πετύχει
τίποτε απ' όσα θέλει.
Αλλά κι εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε τέτοια ποινή,
να βράζεις μέσα σου από θυμό όταν θα την πληρώνεις—
τόσο βαρύς θα πέσει πάνω σου καημός.
Και τώρα στον Τηλέμαχο, σ' όλους μπροστά τού δίνω αυτή τη συμβουλή·
να ξαποστείλει τη μητέρα του, να πάει στο σπίτι του πατέρα της,
αυτοί θα κάνουν και τον γάμο της, αυτοί θα ορίσουν και την προίκα,
πολλή και πλούσια, καταπώς πρέπει στην ακριβή τους θυγατέρα.
Γιατί δεν το νομίζω οι νέοι των Αχαιών να σταματήσουν
μ' αυτόν τον γάμο, που κάποιους ερεθίζει. Κανένα
δεν φοβόμαστε—σίγουρα όχι τον Τηλέμαχο, που πάει η γλώσσα του ροδάνι·
μήτε ο δικός σου, γέρο, μας απασχολεί χρησμός, αυτός που εσύ
ξεστόμισες, μα δεν θα βγει κι αληθινός—μόνο εσένα
θα σε κάνει μισητότερο.
Το λέω· κακήν κακώς και δίχως αντιστάθμισμα θα κατατρώγεται
το βιος του, όσο κι εκείνη τον γάμο θ' αναβάλλει με κάποιον Αχαιό.
Πάντως εμείς την κάθε μέρα εδώ θα μείνουμε, γιατί
παλεύουμε για τις πολλές της χάρες· δεν πρόκειται να κυνηγήσουμε
άλλες γυναίκες, μόλο που δεν μας λείπουν νύφες,
για να διαλέξει την κατάλληλη ο καθένας.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αντιμιλώντας αποκρίθηκε:
«Ευρύμαχε κι οι άλλοι υπόλοιποι λαμπροί μνηστήρες,
δεν θα παρακαλέσω πια σ' αυτά επιμένοντας,
γιατί τα ξέρουν οι θεοί κι οι Ιθακήσιοι όλοι.
Ένα μονάχα σας ζητώ, δώστε μου γρήγορο καράβι κι είκοσι συντρόφους,
που θα μου ανοίξουνε τον δρόμο, να πάω και να γυρίσω*
γιατί θα πορευτώ στη Σπάρτη, στην Πύλο με τις αμμουδιές,
κάτι να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που λείπει τόσα χρόνια,
ανίσως κάποιος μου τον πει, ή και στ' αφτιά μου φτάσει η φήμη
του Διός, που φέρνει στους ανθρώπους τα καλά μηνύματα.
Αν ακουστεί πως ζει ο πατέρας μου και θα γυρίσει,
τότε, μ' όλο το βάρος της καρδιάς μου, θα κάνω υπομονή κι αυτόν τον χρόνο.
Αν όμως μάθω πως είναι πια νεκρός, πως χάθηκε και πάει,
γυρίζω αμέσως στη γλυκιά πατρίδα,
για χάρη του θα υψώσω τύμβο, θα προσφέρω νεκρώσιμες τιμές,
[30]
Ιθακήσιων έκκλησία
[31]
Ραψωδία β, 260-333
[32]
Τηλεμάχου αποδημία
[33]
Ραψωδία β, 333-4ΐο
[34]
Τηλεμάχου αποδημία
[35]
Ραψωδία β, 4ΐο-434
36
γ
ΤάένΠύλω
[37]
Ραψωδία γ, 32-107
[38]
ΤάένΠύλω
[39]
Ραψωδία γ, 107-178
[40]
ΤάένΠύλω
[41]
Ραψωδία γ, 1/7-245
[42]
ΤάένΠύλω
[43]
Ραψωδία γ, 246-321
[44]
Τά έν Πύλω
[45]
Ραψωδία γ, 322-398
[46]
ΤάένΠύλω
[47]
Ραψωδία γ, 397-4^9
[48]
ΤάένΠύλω
[49]
Ραψωδία γ, 470-497
50
δ
Τά εν Λακεδαίμονι
[51]
Ραψωδία δ, 32-107
[52]
Τά έν Αακεδαίμονι
[53]
Ραψωδία δ, 108-185
[54]
Τά έν Αακεδαίμονι
«Το ίδιο σκέφτομαι τώρα κι εγώ, γυναίκα, καθώς εσύ τον εξομοίωσες·
τέτοια τα πόδια εκείνου, τέτοια τα χέρια,
τέτοιο το βλέμμα των ματιών, η κεφαλή, η πλούσια κόμη.
Κι όταν πριν από λίγο εγώ μιλώντας τον Οδυσσέα μνημόνευσα,
τα πάθη που έπαθε και μόχθησε για τη δική μου χάρη εκείνος, ο νέος εδώ
στο δάκρυ πνίγηκε και σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
τα μάτια του να κρύψει.»
Τον λόγο τώρα ανέλαβε μιλώντας ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος:
«Ατρείδη, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού,
αληθινά, κι όπως το λες, αυτός εκείνου είναι ο γιος·
αλλά τον συγκρατεί η πολλή του σύνεση, αισθάνεται ντροπή,
σ' αυτή την πρώτη επίσκεψή του να αποδειχτεί αυθάδης,
απέναντι σ' εσένα μάλιστα, που η θεία φωνή σου μας προσφέρει
τόση τέρψη.
Εμένα ομολογώ πως μ' έστειλε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ,
να γίνω σύντροφος στον δρόμο του· επιθυμούσε τόσο να σε δει,
αν ήθελες να τον συμβούλευες με κάποιον λόγο σου ή πράξη.
Γιατί το ξέρεις, πολλά τα βάσανα ενός γιου στο σπίτι που λείπει
ο πατέρας του μακριά, κι άλλοι δεν βρίσκονται να του παρασταθούν.
Όπως συμβαίνει τώρα στον Τηλέμαχο, που εκείνος χάθηκε στα ξένα,
και δεν υπάρχουν στη χώρα οι άλλοι που θα μπορούσαν
ν' αποτρέψουν το κακό.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο ξανθός Μενέλαος:
«Ω θεέ μου, δες! ποιου ακριβού φίλου πολύτιμου έφτασε ο γιος
στο σπίτι μου· εκείνου που για χάρη μου πάνω του σήκωσε
πολλά βάσανα του πολέμου.
Κι έλεγα, νά 'ρθει, και θα του δείξω τη μεγάλη αγάπη μου,
ξεχωριστή απ' όλους τους Αργείους· μόνο να χάριζε τον νόστο μας
ο ολύμπιος Ζευς, θεός πανόπτης, και πίσω οι δυο μας να γυρίζαμε
με γρήγορα καράβια· τότε λογάριαζα πως θα του έδινα να κατοικήσει
εδώ στο Αργός πόλη και παλάτι· πως θα τον έφερνα από την Ιθάκη,
μ' όλα τα πλούτη του, τον γιο του, τον λαό του· αδειάζοντας
μια πολιτεία κοντινή, όσες είναι τριγύρω μας
κι ανήκουν στο βασίλειό μου.
Κι έτσι κοντά ένας στον άλλο, συχνά θα σμίγαμε· τίποτε πια δεν θα μπορούσε
τους δυο να μας χωρίσει στην αμοιβαία αγάπη μας, στη δίδυμη χαρά μας,
ώσπου να πέσει μαύρο το νέφος του θανάτου, και να μας σκεπάσει.
Αλλά όλα αυτά κάποιος θεός φαίνεται πως τα φθόνησε,
που στέρησε μόνο σ' αυτόν τον νόστο.»
Με τέτοια λόγια σήκωσε σ' όλους τον πόθο για κλάμα γοερό:
θρηνούσε η αργεία Ελένη, θυγατέρα του Διός,
θρηνούσε κι ο Τηλέμαχος, θρηνούσε κι ο Μενέλαος του Ατρέα,
[55]
Ραψωδία δ, 186-260
[56]
Τά έν Αακεδαίμονι
[57]
Ραψωδία δ, 260-334
[58]
Τά έν Αακεδαίμονι
[59]
Ραψωδία <5,333-409
[6ο1
Τά έν Αακεδαίμονι
[6ι]
Ραψωδία δ, 409-481
[62 1
Τά έν Αακεδαίμονι
που ευώδιασε τόσο γλυκά κι εξουδετέρωσε τη βρώμα απ' τη δορά του τέρατος.
Έτσι με υπομονή όλο το πρωινό προσμέναμε, ώσπου
κοπάδι πρόβαλαν βγαίνοντας οι φώκιες απ' τη θάλασσα,
που πλάγιασαν να κοιμηθούν με τη σειρά στο ακροθαλάσσι.
Πάνω στο μεσημέρι φτάνει απ' το πέλαγος κι ο γέροντας,
βρήκε τις φώκιες του καλοθρεμμένες, πηγαινοήλθε σε όλες,
λογάριασε τον αριθμό τους, και πρώτους μέτρησε κι εμάς
με τ' άλλα του θηρία, δίχως να βάλει ο νους του τον στημένο δόλο μας.
Ύστερα πέφτει κι αυτός να κοιμηθεί. Οπότε εμείς κραυγάζοντας
πάνω του ορμήξαμε, τυλίξαμε γερά τα χέρια μας
στο σώμα του. Αλλά κι ο γέροντας καθόλου δεν λησμόνησε
τη δολερή του τέχνη:
έγινε λιοντάρι πρώτα με περήφανο το γένι του, φίδι μετά
και λεοπάρδαλη και μέγας κάπρος· έγινε τέλος και νερό
που τρέχει, δέντρο με φύλλωμα αψηλό—
κι ωστόσο εμείς με υπομονή τον συγκρατούσαμε γερά.
Όταν αργά βαρέθηκε τις δόλιες αλλαγές του,
τότε γυρίζοντας ο γέροντας μου μίλησε ρωτώντας:
"Άραγε ποιος θεός, του Ατρέα γιε, συνταίριαξε μαζί σου
τις βουλές του, με το στανιό να με συλλάβεις, στήνοντας
καρτέρι; Τι τόσο σ' αναγκάζει;"
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
"Το ξέρεις, γέροντα, και μόνος σου· γιατί λοιπόν γυρεύεις
με τα λόγια σου να με παραπλανήσεις;
Σ' ένα νησί εμποδίζομαι τόσον καιρό και δεν μπορώ
να βρω σωτήρια λύση—έτσι η καρδιά μου κάθε μέρα λιγοστεύει.
Αλλά ομολόγησέ μου τώρα εσύ, αφού οι θεοί τα ξέρουν όλα·
σαν ποιος θεός μ' έχει δεμένο, ποιος έφραξε τον δρόμο μου·
πες και τον νόστο μου, πώς θα περάσω το ψαρίσιο πέλαγος."
Στα λόγια μου εκείνος μιλώντας αποκρίθηκε:
"Όφειλες στον Δία πρώτα και στους άλλους αθανάτους
σφάγια ιερά κι ωραία να προσφέρεις, προτού ανεβείς
και το καράβι σου σε ταξιδέψει γρήγορα στην πατρίδα,
το πέλαγος περνώντας με το μπλάβο χρώμα του κρασιού.
Γιατί της μοίρας σου δεν είναι να δεις δικούς, να φτάσεις
στο καλοχτισμένο σπιτικό σου, να πιάσεις χώμα πατρικό,
αν δεν περάσεις πάλι τα νερά του Αιγύπτου, του ποταμού
που κατεβαίνει από τον ουρανό ψηλά· αν δεν προσφέρεις
εκατόμβες, θυσία μεγάλη, στους αθάνατους
όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό.
Τότε οι θεοί θα δώσουν και θ' ανοίξουν τον δρόμο σου που λαχταράς."
Έτσι μιλώντας, μέσα μου κλονίστηκε η καρδιά μου,
[63]
Ραψωδία <5, 482-552
[64]
Τά έν Αακεδαίμονι
όπου παλιά ζούσε ο Θυέστης, και τώρα του Θυέστη ο γιος, ο Αίγισθος.
Μα να που πήρε πια να φαίνεται σωτήριος ο νόστος,
γιατί οι θεοί γύρισαν σε καλόν τον άνεμο, κι έφτασαν έτσι στα δικά τους μέρη.
Όλος χαρά πάτησε τότε της πατρίδας του το χώμα,
στα χέρια του το πήρε, το φιλούσε, κι έχυνε δάκρυα θερμά
ποτάμι, βλέποντας επιτέλους με αγαλλίαση τη γη του.
Αλλά τον είδε επάνω απ' τη σκοπιά του ο φύλακας—
τον έφερε κι εκεί τον έστησε αυτόν ο δόλιος Αίγισθος,
με την υπόσχεση να τον αμείψει, προσφέροντας δυο τάλαντα χρυσού.
Και κατασκόπευε σωστά ένα χρόνο, μήπως και του περάσει
απαρατήρητος εκείνος και θυμηθεί το ορμητικό του θάρρος.
Έτρεξε αμέσως στο παλάτι, την αγγελία να φέρει
στον βασιλιά της χώρας, κι ευθύς ο Αίγισθος σοφίστηκε
μια τέχνη δολερή.
Απ' τον λαό ξεδιάλεξε είκοσι άντρες, τους καλύτερους,
και του έστησε καρτέρι, ενώ μες στο παλάτι, αλλού,
παράγγειλε δείπνο φιλόξενο να στρώσουν.
Μετά κίνησε ο ίδιος, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα να προσκαλέσει,
μ' άμαξες κι άλογα, μέσα του μελετώντας πράξη ανίερη.
Κι έτσι, δίχως να ξέρει ο άλλος τι χαμός τον περιμένει,
τον πήρε μέσα και τον έσφαξε πάνω στο δείπνο,
σαν βόδι που το σφάζουν στο παχνί του.
Κανένας δεν απόμεινε στο τέλος ζωντανός, μήτε απ' τους συνοδούς
του Ατρείδη μήτε του Αιγίσθου—όλοι τους μεταξύ τους
σκοτωθήκαν στο παλάτι."
Σταμάτησε μιλώντας, κι εμένα σπάραξε η καρδιά μου·
σωριάστηκα στην άμμο και θρηνούσα, δεν ήθελε η ψυχή μου
πια να ζει, τα μάτια μου να βλέπουνε το φως του ήλιου.
Κάποτε χόρτασα το κλάμα και το κύλισμά μου,
οπότε αλάθευτος ο ενάλιος γέροντας μου ξαναμίλησε:
"Μην κλαις, του Ατρέα γιε, ασταμάτητα,
γιατί το κλάμα δεν βγάζει πουθενά. Μόνο δοκίμασε
να φτάσεις το ταχύτερο στην πατρική σου γη.
Ή θα πετύχεις ζωντανόν ακόμη τον φονιά, ή σ' έχει προλάβει κιόλας
και τον σκότωσε ο Ορέστης—τότε προφταίνεις
δεν προφταίνεις την ταφή του."
Μ' αυτά τα λόγια κάπως μαλάκωσε η καρδιά μου·
ζεστάθηκε η περήφανη ψυχή μου, μ' όλη την πίκρα της.
Κι όπως βρήκα και πάλι τη φωνή μου, μιλώντας
πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
"Γι' αυτούς, ξέρω το τέλος τους· τον τρίτο τώρα εσύ ονομάτισε,
ποιος είναι ακόμη ο ζωντανός, που πέρα στα ανοιχτά πελάγη
[65]
Ραψωδία δ, 553-628
[ 66 1
Τά έν Αακεδαίμονι
[67]
Ραψωδία δ, 629-703
[68 1
Μνηστήρων έπιβουλή
[69]
Ραψωδία δ, 704-777
[70]
Μνηστήρων έπιβονλή
[ 71 ]
Ραψωδία δ, 778-847
[72]
Μνηστήρων επιβουλή
73
ε
Απόπλους "Οδυσσέως παρά Καλυψοϋς
[ 75 ]
Ραψωδία ε, 69-144
[76]
Καλνψοϋς άντρον
τον δέκατο το κούρσεψαν, και πήραν ύστερα τον δρόμο της επιστροφής,
όμως, καθώς ξεκίναγαν να φύγουν, αμάρτησαν στην Αθηνά,
κι εκείνη καταπάνω τους σηκώνει κακούς ανέμους και μεγάλα κύματα.
Οι άλλοι όλοι, ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν και χάθηκαν μόνος του
αυτός, από τον άνεμο δαρμένος κι απ' το κύμα, άραξε εδώ.
Αυτόν λοιπόν, κι αμέσως, ο Δίας εντέλλεται,
όσο πιο γρήγορα μπορείς, να τον κατευοδώσεις.
Γιατί δεν είναι το γραφτό του ν' αφανιστεί εδώ πέρα, τόσο μακριά
από τους δικούς του- είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα να πατήσει της πατρίδας του.»
Ρίγησε η Καλυψώ, ακούγοντας τον λόγο του.
Ύστερα μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Ασπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ' αυτό είστε πρώτοι!
Ω, δεν ανέχεστε θεές που φανερά πλαγιάζουν με θνητούς,
αν κάποια στο κρεβάτι της τον πάρει ταίρι ν' αγαπηθεί μαζί του.
Όταν η ροδοδάχτυλη Αυγή διάλεξε τον Ωρίωνα,
θεοί εσείς της ευτυχίας, φθονήσατε την τύχη της, ώσπου
στην Ορτυγία η Αρτεμη, άσπιλη και χρυσόθρονη,
τον σκότωσε, ρίχνοντας καταπάνω του τα βέλη της πυκνά.
Παρόμοια κι όταν η καρδιά της Δήμητρας με τους ωραίους πλοκάμους
στον πόθο του Ιάσιου λύγισε, και πλάγιασε ν' αγαπηθεί μαζί του σε χωράφι
που, πριν το σπείρουν, τρεις φορές το οργώνουν,
ούτε και τότε ο Ζευς έμεινε απληροφόρητος·
τον κεραυνώνει φλογερό το αστροπελέκι του.
Έτσι και τώρα πέφτει ο φθόνος σας σ' εμένα που έχω κοντά μου ένα θνητό.
Κι όμως εγώ τον έσωσα, την ώρα που πιασμένος σε καρίνα
πάλευε μόνος με τα κύματα,
αφού το γρήγορο καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον πυρφόρο κεραυνό του
καταμεσής στο μαύρο πέλαγο. Οι άλλοι, ξακουστοί συντρόφοι του,
όλοι τους έσβησαν και πάνε, κι αυτόν μονάχα
κύμα κι άνεμος τον έφεραν εδώ.
Κι εγώ τον υποδέχτηκα μ' αγάπη και τον έθρεψα, λογάριαζα
να γίνει αθάνατος για πάντα και να μείνει αγέραστος.
Όμως, όπως το λες, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Ας πάει λοιπόν
να δέρνεται, όπως εντέλλεται εκείνος και προστάζει,
στο άκαρπο πέλαγος. Δεν είμαι εγώ
που την πομπή του θα ετοιμάσω, δεν έχω καράβια και κουπιά
και ναυτικούς συντρόφους που θα μπορούσαν να τον συντροφέψουν
πάνω στη ράχη την πλατιά της θάλασσας. Είμαι ωστόσο πρόθυμη
στο να τον συμβουλεύσω, δεν θα του κρύψω τίποτε,
πώς να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς μεγάλη βλάβη.»
[77ΐ
Ραψωδία ε, 145-222
[78]
Καλνψοϋς άντρον
[79ΐ
Ραψωδία ε, 222-299
[80]
Όδνσσέως σχεδία
[ 81 ]
Ραψωδία ε, 300-375
ί 82 1
Απόπλους Όδνσσέως παρά Καλνψοϋς
από το κύμα, κάθησε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα 'βαλε;
γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
Κι όμως, παρ' όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ' απλωτές, νόστο να βρεις
στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ' αυτό το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ' απειλήσει,
μήτε και τ' άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,
όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλην άκρη.»
Τελειώνοντας του παραδίνει το μαγνάδι.
Σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια βούλιαξε ξανά
στον κυματώδη πόντο, ώσπου την αποσκέπασε το μαύρο κύμα.
Μόνος του τώρα, ο Οδυσσέας πολύπαθος και θείος,
σε σκέψη δίβουλη μπλεγμένος,
αναστενάζοντας βαριά, γύρισε κι είπε στη γενναία ψυχή του:
«Αλίμονο, και ποιος αθάνατος πάλι μου πλέκει δόλο,
που με παρακινεί να παρατήσω τη σχεδία.
Κι όμως δεν θα τον υπακούσω, όσο ακόμη βλέπουνε τα μάτια μου
μακριά εκείνη τη στεριά, που λέει πως θα 'ναι η σωτηρία μου.
Μάλλον αυτό θα κάνω, μου φαίνεται και το καλύτερο:
όσο βαστάξουν τα μαδέρια στους αρμούς τους,
θα κρατηθώ σ' αυτά, θα υπομείνω κι εγώ το βάσανό μου·
και μόνο όταν το κύμα καταλύσει τη σχεδία, θα πέσω στο νερό.
Δεν βλέπω άλλο συμφερότερο που θα μπορούσα να σκεφτώ.»
Κι ενώ μ' αυτή τη σκέψη πάλευαν νους και ψυχή του,
ο κοσμοσείστης Ποσειδών σηκώνοντας κύμα μεγάλο, άγριο, φοβερό
και κατακόρυφο, το 'ριξε καταπάνω του.
Πώς άνεμος σφοδρός σκορπίζει αλλού κι αλλού
ξερά τα άχυρα της θημωνιάς, έτσι σκορπίστηκαν και τα μακριά μαδέρια.
Κι όμως ο Οδυσσέας κρατήθηκε σ' έναν κορμό,
τον καβαλίκεψε, λες κι ήταν άλογο της κούρσας,
πέταξε από πάνω του τα ρούχα, εκείνα που του φόρεσε
η θεία Καλυψώ, αμέσως το μαγνάδι
ζώστηκε στο στέρνο, με το κεφάλι βούτηξε στη θάλασσα,
τα χέρια του άπλωσε, κι έβαλε δύναμη να κολυμπήσει.
Τον είδε όμως ο παντοδύναμος θεός που σείει τη γη,
[83]
Ραψωδία ε, 376-445
[84]
Απόπλους Όδνσσέως παρά Καλνψοϋς
[85]
Ραψωδία ε, 445-493
[86 1
Απόπλους Όδυσσέως παρά Καλυψοϋς
από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,
που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,
ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.
Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ένιωσε μέσα του χαρά· στη μέση ξάπλωσε ρίχνοντας
από πάνω του σωρό τα φύλλα.
Πώς κάποιος έκρυψε δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη,
σε χτήμα απόμερο, που γείτονες στο πλάι του δεν έχει, σώζοντας έτσι
το σπέρμα της φωτιάς, που να μην είναι ανάγκη απ' αλλού ν' ανάβει·
με ένα δαυλό παρόμοιος ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα.
Τότε κι η Αθηνά χύνει στα μάτια του τον ύπνο,
γρήγορη ανάπαυση από τον μόχθο και τον κάματό του.
Κι ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά του.
87
ζ
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας
88
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας
[89]
Ραψωδία ζ, 60-128
[90]
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας
[91]
Ραψωδία ζ, 128-200
ένα κλαδί με φύλλα, τη γύμνια του να προστατέψει στ* αντρικά του μέλη.
Και κίνησε σαν το περήφανο λιοντάρι που περιφέρεται στα όρη,
το δέρνει ο άνεμος και το μουσκεύει η μπόρα,
εκείνο όμως με τα μάτια φλογισμένα προχωρεί
ψάχνοντας για γελάδια, αρνιά κι ελάφια ανήμερα,
το σπρώχνει η πείνα στα κοπάδια, ακόμη και σε μάντρα φυλαγμένη·
παρόμοιος έμελλε κι ο Οδυσσέας να σμίξει με κόρες καλλιπλόκαμες,
έτσι όπως ήτανε γυμνός, γιατί τον πίεζε η ανάγκη.
Όμως τους φάνηκε φριχτός, απ' την αλμύρα φαγωμένος·
σκόρπισαν τότε πανικόβλητες, εδώ η μια
η άλλη αλλού, γυρεύοντας πού να κρυφτούν στα υψώματα της όχθης.
Μόνο του Αλκινόου η θυγατέρα παραμένει ακίνητη·
η Αθηνά τής έδωσε το θάρρος της καρδιάς,
αυτή της πήρε την τρομάρα από τα μέλη.
Κι όπως απέναντί του στάθηκε αποφασισμένη,
ο Οδυσσέας διχογνώμησε· την κόρη την πεντάμορφη
να την παρακαλέσει στα γόνατά της πέφτοντας,
ή σε απόσταση και με μειλίχια λόγια να της ζητήσει, αν ήθελε,
την πόλη να του δείξει και να του δώσει ρούχα.
Κι όπως το συλλογίστηκε του φάνηκε καλύτερο
κρατώντας την απόσταση και με μειλίχια λόγια να την παρακαλέσει,
μήπως κι αν άγγιζε το γόνα της, η κόρη χολωθεί.
Έτσι μειλίχιος κίνησε τον λόγο του, με σύνεση και πονηριά:
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Είσαι θνητή; θεά; Δεν ξέρω.
Αν στους θεούς ανήκεις, που κατέχουν τον πλατύ ουρανό,
τότε πως μοιάζεις λέω τόσο με την Άρτεμη, την κόρη του μεγάλου Δία,
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ανάριμμα.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που κατοικούν τη γη μας,
τρισμάκαρες ο κύρης σου κι η σεβαστή σου μάνα,
οι αδελφοί σου τρισμακάριστοι· πόσο καμάρι
θα θερμαίνει πάντα την καρδιά τους να σ' έχουν πλάι τους,
κι όταν σε βλέπουν στον χορό να μπαίνεις, τέτοιο βλαστάρι.
Και πάνω_ απ' όλους εκείνος πιο μακαρισμένος
που με τα δώρα του θα σε κερδίσει και θα σε πάρει νύφη σπίτι του.
Τόση ομορφιά ποτέ δεν είδα ως τώρα, γυναίκα ή άντρα,
θάμπωσα και δεν χορταίνω να κοιτώ.
Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα,
μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει—
πήγα κι εκεί, πολύς στρατός μ' ακολουθούσε στον δρόμο
που έμελλε να γίνει οδός της μαύρης συμφοράς μου.
Τότε, όπως τώρα, κοιτούσα το βλαστάρι εκείνο,
κι έμεινε ο νους μου θαμπωμένος ώρα πολλή.
[92]
Όδνσσέως και Ναυσικάς ομιλία
[93]
Ραψωδία ζ, 201-269
[94]
Όδνσσέως και Ναυσικάς ομιλία
τόση ομορφιά χύνει η θεά στην κεφαλή του και στους ώμους.
Επήγε τότε να καθήσει απόμερα μόνος του στο ακρογιάλι,
λάμποντας όλος ομορφιά και χάρη,
ενώ η κόρη τον κοιτούσε και τον θαύμαζε.
Ύστερα γύρισε να πει στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Ακούστε με, ωραίες κοπέλες, γιατί έχω κάτι να σας πω:
λέω πως δεν έσμιξε ένας τέτοιος άντρας με τους ισόθεους Φαίακες,
αν κάποιος δεν το θέλησε θεός απ' όσους κατοικούν τον Όλυμπο.
Μόλις πριν από λίγο φαντάστηκα πως είναι κι άσκημος·
τώρα μου φαίνεται να μοιάζει στους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Μακάρι τέτοιος να βρεθεί γαμπρός κι εμένα να με πάρει—
αν κατοικούσε εδώ, αν ήθελε να μείνει εδώ.
Μα τώρα πρέπει να του δώσετε του ξένου κάτι να φάει, να πιει.»
Τους μίλησε, αυτές την άκουσαν κι υπάκουσαν.
Κι αμέσως έστρωσαν στον Οδυσσέα μπροστά, να φάει, να πιει.
Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό
δεν είχε αγγίξει φαγητό.
Μα τώρα η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, στοχάζεται άλλα·
τα ρούχα της διπλώνει, τα βάζει πάνω στο ωραίο αμάξι,
έζεψε και τις μούλες που δυνατές έχουν οπλές,
μετά κι εκείνη ανέβηκε.
Τότε, τον Οδυσσέα παροτρύνοντας, άρχισε να μιλά
με λόγο καλομοιρασμένο:
«Έφτασε η ώρα τώρα, ξένε· σήκω να προχωρήσουμε στην πόλη,
θα σε προπέμψω στο παλάτι του γενναίου πατέρα μου,
όπου και θα γνωρίσεις όλους,
όσους σπουδαίους έχει η χώρα των Φαιάκων.
Και θα σου πω πώς πρέπει να φερθείς,
βλέπω πως είσαι γνωστικός και θα μ' ακούσεις.
Λοιπόν, όσο εμείς θα προχωρούμε σ' αγρούς κι αμπελοχώραφα,
μαζί κι εσύ με τις κοπέλες μπορείς ν' ακολουθείς βήμα προς βήμα
πίσω απ' τις μούλες και τ' αμάξι· τον δρόμο θα τον δείχνω εγώ.
Όμως όταν ανηφορίσουμε κατά την πόλη—
την περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
κι έχει μπροστά της όμορφο, διπλό λιμάνι στο κάθε γύρισμα του κάστρου·
εκεί και τα καράβια μας ευέλικτα βρίσκουν το καταφύγιό τους,
όλα και το καθένα στη σειρά του.
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα πλάι τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη,
χοντρά σχοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.
[95]
Ραψωδία ζ, 270-331
[96]
Όδυσσέως και Ναυσικάς ομιλία
97
η
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν
Υ ενώ την κόρη προς την πόλη οι μούλες πρόθυμες την οδηγούσαν.
Κι όταν σε λίγο στο λαμπρό παλάτι φτάνει του πατέρα της,
στα πρόθυρά του τις σταμάτησε, κι ευθύς τα αδέλφια της,
ωραίοι στην όψη σαν αθάνατοι, βγήκαν να της παρασταθούν
λύνουν τις μούλες απ* το αμάξι κι έφεραν μέσα τις φορεσιές.
Τότε κι εκείνη βάδιζε στην κάμαρή της, όπου της είχε ανάψει
η Ευρυμέδουσα φαπΊά* γερόντισσα θαλαμηπόλος, φερμένη
με καράβια ευέλικτα από την Απείρη, όταν τη διάλεξαν
για να τιμήσουν τον Αλκίνοο, όλης της χώρας των Φαιάκων
βασιλιά, που ο κόσμος τον υπάκουε, τον είχε σαν θεό.
Αυτή μεγάλοκτε τη Ναυσικά, άσπιλη και λευκή, μες στο παλάτι,
αυτή της άναψε φωτιά, και τώρα της ετοίμαζε το δείπνο.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας κίνησε να πάει στην πόλη* τότε
επεμβαίνει η Αθηνά γύρω του χύνοντας, από φροντίδα φιλική, σύννεφο
ομίχλης, μήπως, περήφανοι όπως είναι οι Φαίακες, κάποιος τον απαντήσει
και τον προσβάλει με τα λόγια του τον Οδυσσέα,
επίμονα ρωτώντας τον ποιος είναι.
Κι όπως πια κόντευε να μπει στην τρισχαριτωμένη πόλη,
βγήκε, τα μάτια λάμποντας, στον δρόμο του η θεά Αθηνά,
την όψη παίρνοντας κόρης παρθενικής μ' ένα σταμνί στο χέρι.
Κι όταν σταμάτησε μπροστά του, ο θείος Οδυσσέας τη ρωτούσε:
«Κόρη μου, αν ήθελες εσύ να γίνεις οδηγός μου, το σπίτι
να μου δείξεις του Αλκινόου που βασιλεύει ανάμεσά σας;
Γιατί, πολύπαθος εγώ και ξένος, φτασμένος από χώρα μακρινή,
εδώ δεν ξέρω άνθρωπο κανένα, από όσους νέμονται την πόλη αυτή
και τα αγαθά της.»
Αμέσως, λάμποντας τα μάτια, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
«Μετά χαράς, πατέρα ξένε, θα σου δείξω το σπίτι εκείνο που γυρεύεις·
είναι γειτονικό στο τιμημένο πατρικό μου.
Μόνο ξοπίσω μου να προχωρείς αμίλητος, εγώ θα προπορεύομαι,
το μάτι σου μην πέσει σε περαστικό, μήτε και να ρωτήσεις πια
άλλον κανένα. Να ξέρεις πως στα μέρη αυτά δεν υποφέρουν
οι άνθρωποι τους ξένους, δεν καταδέχονται να χαιρετήσουν φιλικά,
αν κάποιος φτάσει από αλλού.
[ 98]
Όδυσσέως είσοδος προς Άλκίνουν
[ 99 1
Ραψωδία η, 71-150
[ 100 ]
Όδυσσέως είσοδος προς Άλκίνουν
[ 101 1
Ραψωδία η, 130-223
[102]
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν
[103]
Ραψωδία η, 224-298
[ 104 ]
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν
[105]
Ραψωδία η, 299-347
[ 106 1
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνουν
107
θ
[ιο8]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[ 109 ]
Ραψωδία θ, 64-133
[ιιοί
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[111]
Ραψωδία θ, 133-203
[112]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[113]
Ραψωδία Ο, 205-274
[ 114 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[115]
Ραψωδία θ, 274-349
ι 116 1
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
μόνο των δυο γονιών μου, που καλύτερα να μ' άφηναν αγέννητο.
Ελάτε να τους δείτε πώς ζευγαρώνουν τώρα πλαγιασμένοι,
ανεβασμένοι στη δική μου κλίνη, κι εγώ τους βλέπω
και με πνίγει ο πόνος. Φαντάζομαι όμως
πως το ζευγάρωμά τους δεν θα το συνεχίσουν για πολύ,
όσο κι αν τους κορώνει ο πόθος· δεν θα θελήσουν γρήγορα
να ξανασμίξουν μεταξύ τους. Γιατί ο δόλος και τα δίχτυα μου
θα τους κρατούν δεμένους, ωσότου τα γαμήλια δώρα γυρίσει πίσω
ο πατέρας της, όσα του πρόσφερα γι' αυτή τη σκύλα κόρη·
ωραία η θυγατέρα του, δεν λέω, μα τόσο ξέφρενη.»
Ακούγοντας τον λόγο του, συναθροιστήκαν οι θεοί
στο χάλκινο κατώφλι του θαλάμου·
ήλθε ο Ποσειδών, κύριος της γης· ήλθε ο πολύστροφος Ερμής·
ήλθε λαμπρός ο Απόλλων, τοξότης με τα μακρινά του βέλη—
δεν ήλθαν μόνο οι θεές, στο σπίτι μένοντας από αιδημοσύνη.
Οι άλλοι όμως αγαθοεργοί θεοί ήσαν στο πρόθυρο στημένοι·
και τότε ξέσπασε άσβεστο γέλιο στους μάκαρες θεούς,
βλέποντας τα τεχνάσματα του δολοπλόκου Ηφαίστου.
Ο ένας κοίταζε τον άλλον, λέγοντας μεταξύ τους:
«Όχι, τ' άνομα έργα δεν ευδοκιμούν ο αργός προφθαίνει τον ταχύ.
Όπως και τώρα· αργός ο Ήφαιστος, τον Άρη πρόλαβε
ταχύτερον, όσο κανείς από τους άλλους ολυμπίους θεούς·
αν και χωλός, τον έπιασε στα δίχτυα του· τώρα οφείλονται
και της μοιχείας τα χρέη.»
Έτσι μιλούσαν, συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
και τότε ο Απόλλων, ο περίλαμπρος γιος του Διός, γύρισε στον Ερμή:
«Ερμή διογέννητε, ψυχοπομπέ και δωροδότη,
αλήθεια, πες μου, θα δεχόσουν, παγιδευμένος σε φριχτά δεσμά,
να πλάγιαζες στην ίδια κλίνη με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Ευθύς ανταποκρίθηκε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Αμποτε κάτι τέτοιο να γινόταν, λαμπρέ εκηβόλε Απόλλωνα·
ας ήμουν γύρω μου δεμένος με τρεις φορές τόσα κι αμέτρητα δεσμά,
ας με θωρούσατε όλοι εσείς, θεοί, θεές·
φτάνει να πλάγιαζα με τη χρυσή Αφροδίτη.»
Η απάντηση σήκωσε γέλιο στους αθάνατους θεούς,
όμως ο Ποσειδώνας δεν γελούσε* επίμονα παρακαλούσε
τον έξοχο τεχνίτη Ήφαιστο να λύσει τα δεσμά του Αρη.
Στράφηκε τότε προς το μέρος του μιλώντας, και πέταξαν
τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Αύσε τον κι εγώ το υπόσχομαι να σου πληρώσει αυτός, σύμφωνα
με τις απαιτήσεις σου, όλα τα δίκια σου, με τους αθάνατους θεούς μπροστά.»
Ευθύς ανταποκρίθηκεν ο περιώνυμος χωλός θεός:
[ 117 ]
Ραψωδία θ, 350-413
[ 118 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[119]
Ραψωδία θ, 413-481
[120]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[121]
Ραψωδία θ, 482-552
[ 122 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας
[ 123 ]
Ραψωδία Θ, 553-586
[124]
ι
[ 125 ]
Ραψωδία /, 33-107
[126]
Τά ηερί Κίκονας και Λωτοφάγους
[ 127 ]
Ραψωδία ι, ιο8ί82
[128 1
Τά περι Κύκλωπας
[129]
Ραψωδία /, 183-262
ήταν ψηλή και σκεπασμένη από τις δάφνες. Εδώ τη νύχτα ησύχαζαν
πολλά κοπάδια, πρόβατα και γίδες· τριγύρω επίσης η αυλή
ψηλή, χτισμένη με τις πέτρες της στη γη βαθιά χωμένες·
τα πεύκα σηκωμένα και φουντωμένες οι βαλανιδιές κυμάτιζαν στα ύψη.
Εκεί τις νύχτες του περνούσε ένας πελώριος άντρας· μοναχός
κι απόμακρος ποίμαινε το κοπάδι του, μ' άλλους δεν σύχναζε,
και ζώντας ολομόναχος βρισκόταν έξω από τον κάθε νόμο.
Σ' έπιανε δέος να τον δεις θεόρατο, δεν θύμιζε καθόλου
θνητό που τρέφεται με στάρι· μάλλον με δασωμένο ακρωτήρι
φάνταζε που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά βουνά
από τις άλλες κορυφές.
Τότε προστάζω οι άλλοι τιμημένοι σύντροφοι αυτού να μείνουν,
στο καράβι πλάι, στου καραβιού τη φύλαξη δοσμένοι,
όμως εγώ, διαλέγοντας δώδεκα εταίρους, τους καλύτερους,
ξεκίνησα· μαζί μου κουβαλώντας κι ένα ασκί γιδίσιο,
μαύρο κρασί γλυκό, που ο Μάρων μού το χάρισε,
του Ευανθέα ο γιος, ο λειτουργός του Απόλλωνα,
εκείνου που τον Ίσμαρο σκέπει και προστατεύει·
σαν αντιχάρισμα που εμείς τον σεβαστήκαμε μαζί με το παιδί
και τη γυναίκα του, από τον φόβο του θεού, αφού το άλσος κατοικούσε
το πολύδεντρο του Φοίβου Απόλλωνα.
Αυτός μου χάρισε δώρα λαμπρά: μου δίνει δέκα τάλαντα
χρυσάφι δουλεμένο, μου δίνει και κρατήρα ατόφιο ασήμι,
γεμίζει ακόμη με κρασί δώδεκα αμφορείς, άκρατο και γλυκό,
θείο ποτό· κανείς, μήτε υπηρέτης μήτε δούλα, δεν ήξερε
την ύπαρξή του μες στο σπίτι, εκτός από τον ίδιο, την καλή γυναίκα του
και μόνη μια κελάρισσα πιστή.
Κάθε φορά που ήταν να πιουν αυτό το κόκκινο κρασί, γλυκό σαν μέλι,
αρκούσε, γεμίζοντας μια κούπα, να ρίξεις το κρασί σ' είκοσι μέτρα του νερού,
κι ο τόπος μοσχοβόλαγε, καθώς ανέβαινε απ' τον κρατήρα η μυρωδιά,
θεσπέσιο άρωμα—τότε κανείς δεν είχε τρόπο πια να κρατηθεί.
Με τούτο το κρασί γεμάτο, ένα μεγάλο ασκί κρατούσα, και μέσα
στο ταγάρι κάποιες τροφές· γιατί η γενναία μου γνώση αμέσως
το φαντάστηκε πως θ' ανταμώσω κάποιον με φυσικό του
τη μεγάλη δύναμη, άγριο και βουνίσιο, που λες δεν καλοξέρει
τι είναι το δίκιο μήτε κι οι θεσμοί.
Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα·
αλλού τα πρωτογέννητα και τα μεσαία αλλού, αλλού
[130]
Τά περί Κύκλωπας
[ 131 ]
Ραψωδία ι, 261-334
[ 132 ]
Τά περι Κύκλωπας
[133]
Ραψωδία ι, 334-408
[134]
Τά περι Κύκλωπας
[135]
Ραψωδία ι, 409-485
[136]
Τά περι Κύκλωπας
[137]
Ραψωδία 4^5-560
[ 138 ]
Τά περι Κύκλωπας
"Αμποτε να μπορούσα να κόψω για καλά και τη ζωή και την πνοή σου,
κι έτσι τυφλό στον κάτω κόσμο να σε στείλω·
γιατί το μάτι σου κανείς δεν θα γιατρέψει, καν ο Κοσμοσείστης."
Έτσι του μίλησα, κι αυτός, υψώνοντας τα χέρια στον έναστρο ουρανό,
ευχήθηκε στον μέγα Ποσειδώνα:
"Επάκουσέ με, Ποσειδών με την κατάμαυρή σου κόμη, εσύ κρατάς
τη γη στα χέρια σου· δώσε ποτέ να μη γυρίσει στην πατρίδα του
ο πορθητής της Τροίας Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, που έχει
το σπιτικό του στην Ιθάκη.
Αν όμως είναι το γραφτό του να δει δικούς, να φτάσει
στο καλοχτισμένο σπιτικό του και να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
τότε να επιστρέψει αργά, χάνοντας πρώτα όλους τους συντρόφους,
πάνω σε ξενικό καράβι, και μες στο σπίτι του να βρει
καινούργια πάθη."
Έτσι μιλώντας προσευχήθηκε, και τον συνάκουσε ο θεός
με την κατάμαυρή του χαίτη. Οπότε πάλι ο Κύκλωπας
σήκωσε τώρα βράχο μεγαλύτερο, τον στριφογύρισε με δύναμη ασυγκράτητη,
μετά τον άφησε να φύγει* έπεσε ο βράχος λίγο πιο πίσω
από τη βαθυγάλαζη πλώρη του καραβιού, κόντεψε να συντρίψει
του τιμονιού την άκρη.
Η πέτρα πέφτοντας, φουρτούνιασε τη θάλασσα· το κύμα
μας παρέσυρε μπροστά· μας έσπρωξε προς την αντικρινή στεριά.
Στο τέλος όμως φτάσαμε το νησί όπου και τ' άλλα τα πλεούμενα,
γερές κουβέρτες, όλα μαζί περίμεναν και γύρω οι σύντροφοι,
πάνω τους καθισμένοι, μας θρηνούσαν, τον ερχομό μας
καρτερώντας ώρα την ώρα.
Μόλις αράξαμε, τραβάμε το καράβι μας στην άμμο
και βγήκαμε στο ακροθαλάσσι πρώτοι.
Ύστερα βγάλαμε απ' το βαθύ καράβι γίδια και πρόβατα του Κύκλωπα,
και τα μοιράσαμε σωστά, κανείς μη φύγει αδικημένος από τη μοιρασιά.
Για μένα μόνο ξεχωρίζουν οι καλοί μου εταίροι
ένα κριάρι χάρισμα από τα πρόβατα που μοίρασαν. Αυτό στην αμμουδιά
το σφάζω, θυσία στον Κρονίδη Δία, που τον σκεπάζουν μαύρα νέφη,
κύριο των πάντων, κι έκαψα τα μεριά· όμως δεν δέχτηκε ο θεός
την ιερή μου προσφορά, μόνο μουρμούριζε και συλλογιόταν πώς
να χαθούν όλα τα καλοκούβερτα καράβια, να αφανιστούν
οι τιμημένοι σύντροφοί μου.
Τότε λοιπόν όλη τη μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,
μείναμε εκεί, να τρώμε κρέας άφθονο, να πίνουμε γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έπεσε στη δύση και το σκοτάδι απλώθηκε παντού,
γείραμε πια να κοιμηθούμε στο ακρογιάλι.
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
[139]
Ραψωδία ι, 561-5^6
140
Άλκίνον άπόλογοι: Τά περί Αίολον, Λαιστρνγόνας και Κίρκην
( 141 ]
Ραψωδία κ, 32-107
[142]
Τά περί Αΐολον και Λαιστρνγόνας
[143]
Ραψωδία κ 108-179
[ 144 ]
Τά περί Λαιστρνγόνας και Κίρκην
[145]
Ραψωδία κ, 180-255
[ 146 ]
Τά ηερί Κίρκην
[ΐ47ΐ
Ραψωδία κ, 255-326
[148]
Τά περί Κίρκην
[ 149 ]
Ραψωδία κ, 326-401
[150]
Τά περί Κίρκην
[ 151 ]
Ραψωδίαι,409-485
[152]
Τά περί Κίρκην
[153]
Ραψωδία κ, 475-549
[ 154 ]
Τά περί Κίρκην
[ 155 ]
Ραψωδία κ, 550-574
Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η ψυχή τους.
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ' όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός,
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε, παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ' το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ' τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Στο μεταξύ, μόλις οι σύντροφοι μου συναθροίστηκαν, εγώ τους μίλησα:
"Ίσως και να φαντάζεστε πως ξεκινούμε για το σπίτι,
για τη γλυκιά πατρίδα· η Κίρκη ωστόσο μας συμβούλευσε τον άλλο δρόμο,
προς το παλάτι του Άδη, της φοβερής της Περσεφόνης,
να πάρουμε χρησμό απ' του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή."
Ακούγοντας τον λόγο μου, σπάραξε η φτωχή καρδιά τους·
κάθονται κάτω, στήνουν θρήνο γοερό, τραβούσαν τα μακριά μαλλιά τους,
όμως το τόσο κλάμα τους δεν έφερνε όφελος κανένα.
Κι όσο εμείς κινούσαμε να φτάσουμε στο γρήγορο καράβι,
στο περιγιάλι της θαλάσσης, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ,
πρόλαβε η Κίρκη, έφτασε πρώτη, κι έδεσε
στο μαύρο πλοίο πρόβατο μαύρο θηλυκό—εύκολα, πολύ εύκολα
μας είχε προσπεράσει. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια ένα θεό,
αν δεν το θέλει ο ίδιος, με τα θνητά του μάτια κάποιος να τον δει,
όταν αυτός εδώ κι εκεί κυκλοφορεί αθέατος;
156
λ
[ 157 1
Ραψωδία λ, 34-ΐ07
[158]
Νέκυια
[159]
Ραψωδία Α, 108-183
ίι6ο]
Νέκνια
[ι6ι]
Ραψωδία λ, 184-258
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ' όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
γιατί ακόμη όλοι τον καλούν.
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
δεν κατεβαίνει πια στην πόλη· δεν έχει να πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, με φλοκάτες, σεντόνια αστραφτερά.
Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους,
καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
Όταν καλοκαιριάζει πάλι, έρχεται ο θέρος, μεστώνουν οι καρποί,
τότε παντού, όπου βρεθεί, στους κήπους, σε πλαγιές κι αμπέλια,
μαζεύει τα πεσμένα φύλλα, και κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
ΌχΙί μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ' τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ν|Α)χή του.
Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη—αυτά μου στέρησαν
τη γλύκα της ζωής.**
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν' αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ* τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός και αν αγέρωχη η Περσεφόνη μόνο τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν' αναστενάζω.**
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
"Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,
όχι, δεν σ* απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά—
[162]
Νέκνια
[ 163 ]
Ραψωδία λ, 239-330
[164]
Νέκυια
[ 165 ]
Ραψωδία ι, 334-408
[166]
Νέκνια
[ 167 1
Ραψωδία λ, 405-482
[ 168 ]
Νέκυια
[169]
Ραψωδία λ, 482-559
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα 'ρθουν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να 'σουνα θεός
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμη σου· γι* αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου."
Σ' αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
"Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.
Όμως αυτά ας τα αφήσουμε, και πες μου κάτι για τον ακριβό μου γιο*
μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους; μήπως όχι;
Μίλα μου όμως και για τον ευγενικό Πηλέα, αν κάτι ξέρεις κι έμαθες·
κρατεί ακόμη την τιμή στους τόσους Μυρμιδόνες;
ή μήπως ατιμάζεται στη Φθία και την Ελλάδα,
καθώς τα γηρατειά τον τσάκισαν και του 'κοψαν χέρια και πόδια;
Γιατί δεν είμαι εγώ κοντά να του παρασταθώ, αφού δεν βλέπω
πια το φως του ήλιου* τέτοιος και όπως κάποτε, στης Τροίας τον κάμπο,
σκότωνα σωρηδόν γενναίους πολεμιστές, να σώσω τους Αργείους.
Αν, όπως ήμουν, έστω λίγο ανέβαινα στο πατρικό μου σπίτι,
κάποιοι, έτσι κι αλλιώς, θα νιωθαν φρίκη με το μένος μου,
τα ανίκητά μου χέρια, όσοι εκείνον τώρα τον κρατούν
και βίαια του στερούν τη νόμιμη τιμή.'*
Στο ερώτημά του εγώ αποκρίθηκα μιλώντας:
"Λυπάμαι, που δεν ξέρω να σου πω κάτι για τον πατέρα σου,
τον ανεπίληπτο Πηλέα· αλλά για το παιδί, τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο,
θα ακούσεις απ' το στόμα μου, όπως το ζήτησες, ακέραιη την αλήθεια.
Μόνος μου, σε καράβι ισόρροπο και κοίλο,
τον έφερα απ' τη Σκύρο στους άλλους Αχαιούς, εκεί
που ωραία αρματωμένοι πολεμούσαν.
Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζαμε γύρω απ' της Τροίας το κάστρο,
πάντοτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο πρώτος κι η γνώμη του δεν αστοχούσε—
μόνο ο ισόθεος Νέστωρ κι εγώ, νομίζω, υπερτερούσαμε.
Αλλά και στο πεδίο της μάχης, όταν οι Αχαιοί τους Τρώες πολεμούσαμε,
ποτέ δεν ξέμεινε μέσα στο πλήθος, στον σωρό των άλλων
έτρεχε κι έβγαινε πολύ μπροστά, η ορμή του δεν υποχωρούσε
σε κανένα, και σκότωνε πολλούς στην άγρια μάχη.
Δεν θα μπορούσα ασφαλώς να λογαριάσω εδώ και να τους ονομάσω όλους,
όσους εχθρούς θανάτωσε στον πόλεμο, βοηθώντας τους Αργείους.
Αλλά τι άθλος, όταν τον γιο του Τήλεφου κάτω τον σώριασε,
με το χαλκό κοντάρι του, τον ήρωα Ευρύπυλο. Και γύρω του να πέφτουν
[ 170 ]
Νέκυια
[171]
Ραψωδία λ, 559-631
εξόν ο Δίας, που μίοησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου/*
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ' άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
Κι αλήθεια είδα τον Μίνωα, γιο του Διός περίλαμπρο,
με το χρυσό σκήπτρο στο χέρι, να κρίνει στους νεκρούς
καθήμενος· εκείνοι γύρω του, ορθοί ή καθιστοί, γυρεύοντας
το δίκιο τους απ* τον Κριτή, στο ευρύπυλο παλάτι του Άδη.
Τα μάτια μου μετά αντικρίσαν πελώριο τον Ωρίωνα,
να τρέχει στον λειμώνα εκεί με τ* ασφοδείλια, πίσω
από αγρίμια, που είχε σκοτώσει ο ίδιος άλλοτε σε απάτητα όρη,
στο χέρι του κρατώντας ρόπαλο ολοχάλκινο, ποτέ να μη ραγίζει.
Κι είδα μετά τον Τιτυό, τον τόσο τιμημένο γιο της Γης,
τώρα να κείται καταγής, να πιάνει ως κι εννέα πλέθρα·
αριστερά δεξιά δυο γύπες να του στέκουν,
και να του τρων το σκώτι, βαθιά ως τη ρίζα· κι ασάλευτος εκείνος, ανήμπορος
να πολεμήσει με τα χέρια του. Έτσι, γιατί αποτόλμησε
να βλάψει τη Λητώ, την τιμημένη ομόκλινη του Δία,
καθώς εκείνη, οδεύοντας προς την Πυθώ, κι από τον Πανοπέα πέρασε
με τα καλά του χοροστάσια.
Αντίκρισα μετά τον Τάνταλο, βαριά τυραννισμένο,
ορθό μέσα στη λίμνη, και το νερό να φτάνει ίσαμε το γένι του·
να φαίνεται πόσο διψά, κι όμως να μην μπορεί
να πιει· γιατί, κάθε φορά που ο γέροντας
έσκυβε με λαχτάρα στο νερό, εκείνο υποχωρούσε και χανόταν,
άνοιγε η γη ανάμεσα στα πόδια του και έδειχνε μαύρο τον βυθό,
που κάποιος δαίμονας τον έκανε κατάξερο.
Κι ακόμη υπήρχαν δέντρα, ψηλά και φουντωμένα, με καρπούς
να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του—
οι αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με τα χρυσά τους μήλα,
συκιές ολόγλυκες και καρπισμένα λιόδεντρα·
και μολαταύτα, κάθε φορά που ο γέροντας τα αναζητούσε,
ο αγέρας τα συνέπαιρνε, τα σήκωνε ψηλά προς τα ισκιωμένα νέφη.
Είδα μπροστά μου και τον Σίσυφο, να υποφέρει αφάνταστα·
έναν πελώριο βράχο δοκίμαζε να ανακρατήσει στα δυο χέρια του,
πιανόταν με πόδια και με χέρια, και προσπαθούσε
[ 172 ]
Νέκνια
[173]
Ραψωδία λ, 631-640
174
μ
Άλκίνον άπόλογοι: Τά ηερι Σειρήνας, Σκύλλαν, Χάρνβδιν, βόας Ήλίον
[175]
Ραψωδία μ, 34-105
[ 176 ]
Όδνσσέως προς Κίρκην επάνοδος
[177]
Ραψωδία μ, 105-177
[178]
Τά ηερί Σειρήνας
[ 179 ]
Ραψωδία μ, 178-251
[ι8ο]
Τά περί Σκύλλαν κάί Χάρυβδιν
Λοιπόν, ελάτε τώρα, θάρρος, σ' ό,τι σας πω ας δείξουμε όλοι υπακοή·
εσείς οι άλλοι πιάσετε πάλι τα κουπιά και, καθισμένοι στα ζυγά, χτυπάτε
βαθιά τα κύματα της θάλασσας, ανίσως δώσει ο Δίας
κι αυτόν τον όλεθρο αποφεύγοντας σωθούμε.
Όσο για σένα, κυβερνήτη, έχω εντολή ξεχωριστή, βάλ' την
καλά στον νου σου, αφού είσαι εσύ που κυβερνάς
στο βαθουλό καράβι μας το δοιάκι:
βγάλε το πλοίο απ' τον καπνό κι από το κύμα αυτό·
τράβα γυρεύοντας τον σκόπελο· μην ξεχαστείς κι αλλάξει
το καράβι δρόμο, που θα μας παρασύρεις τότε στον χαμό."
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι υπάκουσαν στα λόγια μου.
Δεν είπα ωστόσο λέξη για τη Σκύλλα, το ακαταμάχητο κακό·
μήπως οι εταίροι μου τρομάξουν και παρατήσουν τα κουπιά,
τρέχοντας να κρυφτούν στο αμπάρι.
Και ξαφνικά λησμόνησα κι εκείνη τη σκληρή εντολή
της Κίρκης, που μ' απαγόρευσε να αρματωθώ· εγώ
τη λαμπερή μου πανοπλία φόρεσα, πήρα τα δύο δόρατα
στα χέρια κι ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα.
Γιατί από εκεί περίμενα πως πρώτα θα φανεί
πάνω στον βράχο η Σκύλλα, έτοιμη να μου κάνει το κακό
με τους συντρόφους.
Αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα· τα μάτια μου πονούσαν,
κοιτάζοντας παντού τον βράχο μες στην καταχνιά.
Έτσι ανεβαίναμε σ' εκείνο το στενό θρηνώντας·
στη μια μεριά η Σκύλλα, στην άλλη η Χάρυβδη θεοτική,
αναρροφώντας το αλμυρό νερό της θάλασσας, θέαμα τρομερό!
Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν' αφρίζει, λες κι ήτανε
λεβέτι σε δυνατή ττυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά,
να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου.
Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας,
έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογγούσε ο βράχος κι έτριζε
φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος—
οι εταίροι πράσινοι απ' τον φόβο τους.
Προσηλωμένοι εμείς στη Χάρυβδη, περίφοβοι για τον χαμό μας,
πρόλαβε τότε η Σκύλλα κι άρπαξε απ' το βαθύ μας πλοίο
έξι συντρόφους, τους πιο καλούς και χεροδύναμους.
Κι εγώ, το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι,
ψάχνοντας τους συντρόφους,
τους είδα επάνω, να κρέμονται πόδια και χέρια,
όπως η Σκύλλα τούς σήκωνε ψηλά· κι εκείνοι απελπισμένοι
φώναζαν το όνομά μου παρακλητικά, για τελευταία φορά.
Πώς ο ψαράς σ' ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του
[ι8ι]
Ραψωδία μ, 232-326
[ 182 ]
ΤάπερΙβόαςΉλίον
[ 183 ]
Ραψωδία ι, 334-408
[184]
ΤάηερΙ βόαςΉλίον
[185]
Ραψωδία μ, 405-453
[ι86]
Τά ηερί βόας Ήλιου
187
Όδνσσέως άπότάούς παρά Φαιάκων και άφιξις εις Ίθάκην
[ 188 1
Όδνσσέως απόπλους παρά Φαιάκων
[189]
Ραψωδία ν, 66-144
[ 190 1
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην
[191]
Ραψωδία ν, 145-218
[ 192 ]
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην
[193]
Ραψωδία ν, 218-291
[ 194 ]
Όδνσσέως άφιξις είς Ίθάκην
με τ' αγαθά μου αυτά. Άφησα κι άλλα τόσα στα παιδιά μου
φεύγοντας, όταν θανάτωσα τον γιο του Ιδομενέα—
μιλώ για τον Ορσίλοχο, στα πόδια γρήγορο, που πάντα του νικούσε,
στο απέραντο νησί της Κρήτης, όσους μαζί του έτρωγαν ψωμί,
στο τρέξιμο άφταστος.
Κι ο λόγος· γύρεψε τα λάφυρα να μου στερήσει,
όλα που μάζεψα στην Τροία, κι ας είχα υποφέρει τόσα πάθη εγώ
για χάρη τους, με τον εχθρό μου πολεμώντας, περνώντας
τα σαράντα κύματα.
Δεν είχα, λέει, σταθεί, δεν είχα χαριστεί στον κύρη του
εκεί στης Τροίας τα μέρη· έγινα μόνος μου αρχηγός
σ* άλλους συντρόφους.
Τον χτύπησα λοιπόν θανάσιμα με δόρυ χάλκινο, την ώρα
που κατέβαινε στην πόλη απ' τους αγρούς· πλάι στον δρόμο
του έστησα καρτέρι μ' ένα μου φίλο.
Έσκεπε η νύχτα κατασκότεινη τον ουρανό, έτσι που δεν μας πήρε είδηση κανείς-
του πή ρα τη ζωή κρυφά.
Κι αφού τον σκότωσα με μυτερό κοντάρι χάλκινο,
έτρεξα σε φοινικικό καράβι, τίμιοι άνθρωποι,
και τους παρακαλούσα μαζί τους να με πάρουν, χαρίζοντας
γενναίο μερίδιο από τα λάφυρά μου.
Τους είπα στην Πύλο να με βγάλουν ή και στη θεία Ήλιδα
να μ' ακουμπήσουν, όπου κρατούν οι Επειοί.
Αλλά τους έσυρε μακριά του ανέμου η δίνη—
σίγουρα δεν το θέλησαν, γιατί δεν σκόπευαν να μ' απατήσουν.
Έτσι λοιπόν περιπλανώμενοι φτάσαμε νύχτα εδώ,
κωπηλατώντας με σπουδή μπήκαμε στο λιμάνι, κανείς μας
δεν θυμήθηκε την ώρα αυτή το φαγητό, μόλο που το 'χαμε τόση ανάγκη·
μόλις που βγήκαμε απ' το καράβι, πέσαμε
όλοι μας ξεροί.
Βυθίστηκα τότε κι εγώ σ' ύπνο γλυκό από την τόση κούρασή μου,
κι εκείνοι βγάζουν απ' το κοίλο πλοίο τ' αγαθά μου,
τα απόθεσαν εκεί πάνω στην άμμο που βαθιά κοιμόμουν.
Μετά ανεβαίνουν στο καράβι τους και τράβηξαν
για την καλοχτισμένη Σιδονία. Όσο για μένα μόνος ξέμεινα,
με την καρδιά βαριά κι ασήκωτη.»
Έτσι της μίλησε, κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
του χαμογέλασε, απλώνοντας χαϊδευτικά το χέρι της,
αλλάζοντας πάλι την όψη της, ίδια με μια ψηλή, ωραία γυναίκα
που ξέρει πώς να υφαίνει τα λαμπρά φαντά της.
Κι όπως μιλώντας τον προσφώνησε, τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Θα πρέπει, αν κάποιος παραβγεί μαζί σου, να παραείναι πονηρός,
[ 195 ]
Ραψωδία ν, 292-366
[ 196 ]
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην
[ 197 ]
Ραψωδία ν, 367-440
[ 198 ]
Όδυσσέως άφιξις είς Ίθάκην
199
ξ
νδυσσέως προς Ενμαιον ομιλία
[ 200 ]
Όδνσσέως προς Εϋμαιον ομιλία
[ 201 ]
Ραψωδία ξ, 67-139
[ 202 ]
Όδνσσέως προς Εϋμαιον ομιλία
[ 203 ]
Ραψωδίαν,145-218
όπου κι αν πάω, ας ήταν να γυρίσω στου πατέρα και της μάνας μου
το σπίτι, όπου γεννήθηκα κι αντίκρισα το φως, πλάι
σ' εκείνους που μ' ανάστησαν.
Ωστόσο δεν οδύρομαι τόσο γι' αυτούς, μόλο που λαχταρούν
τα μάτια να τους δουν, όταν πατήσω της πατρίδας μου το χώμα, ·
όσο με καίει του Οδυσσέα ο πόθος, αφότου έφυγε και πάει.
Εκείνον, ξένε, όσο μου λείπει, ντρέπομαι να προφέρω το όνομά του—
τόσο μ' αγάπησε, τόσο καημό κρατούσε μέσα του για μένα*
γι' αυτό τον λέω αγαπημένο, όσο θα τον φαντάζομαι στα ξένα.»
Αμέσως αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, σε βλέπω πως επίμονα το αρνιέσαι, λες δεν γυρίζει
εκείνος πίσω, και μένει αμετάπειστη η ψυχή σου.
Αλλά κι εγώ δεν σου πουλάω παραμύθι, όρκο θα πάρω·
ο Οδυσσέας θα νοστήσει. Τότε ευαγγέλια χαράς θα περιμένω·
μόλις εκείνος επιστρέψει σπίτι του,
ντύσε με με χιτώνα κι ένα πανωφόρι, με ρούχα ωραία.
Πρωτύτερα όμως, όσο κι αν είμαι στενεμένος στην ανάγκη,
δεν θα δεχόμουν το παραμικρό.
Γιατί το ομολογώ, μου είναι μισητός, όσο και οι πύλες του Αδη,
όποιος υποχωρεί στη φτώχεια του και κατεβάζει ψεύδη.
Πρώτος μου μάρτυς από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, κι εδώ που έφτασα η εστία του αψεγάδιαστου Οδυσσέα—
όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Γέροντα, ευαγγέλια χαράς εγώ δεν θα ανταμείψω,
μήτε του Οδυσσέα τού μέλλεται σπίτι του να γυρίσει·
ησύχασε λοιπόν και πίνε το κρασί σου.
Αλλού ας γυρίσει η θύμησή μας, αυτά παρακαλώ μην τα θυμίζεις·
γιατί βουρκώνει μέσα μου η ψυχή, κάθε φορά που κάποιος,
μιλώντας για τον τίμιο κύρη μου, τη μνήμη μου αφορμίζει.
Αέω ν' αφήσουμε τους όρκους· άμποτε να μας έλθει εδώ
όπως τον θέλησα τον Οδυσσέα εγώ, κι η Πηνελόπη,
ο γέροντας Ααέρτης, ο Τηλέμαχος, ωραίος στην όψη σαν θεός.
Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο,
για τον Τηλέμαχο, που ανάθρεψαν σαν ροδαμό οι θεοί·
κι έλεγα μέσα μου αυτός θα γίνει αντάξιος άντρας του πατέρα του,
στο ανάστημα και στη θαυμάσια ομορφιά.
[ 204 ]
'Οδνσσέως προς Εΰμαιον ομιλία
ι 205 ]
Ραψωδία ξ, 215-287
[ 206 1
'Οδνσσέως προς Εϋμοαον ομιλία
[ 207]
Ραψωδία ξ, 288-366
[ 208 ]
'Οδνσσέως προς Ενμαιον ομιλία
Για κείνον είπε ο βασιλιάς πως είχε πάει προσώρας στη Δωδώνη,
ν' ακούσει του Διός απόφαση από την αψηλή και φουντωμένη δρυ,
πώς θα μπορούσε να νοστησει στα καρπερά χώματα της Ιθάκης,
μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
Κι ο βασιλιάς, την ώρα της σπονδής του στο παλάτι,
ορκίστηκε σ' εμένα πως είχαν κιόλας ρίξει το καράβι στα ρηχά,
πως τον περίμεναν οι ναυτικοί πανέτοιμοι, για να τον συντροφέψουν
στην πατρική του γη.
Εμένα ο Φείδων δέχτηκε να με ξεπροβοδίσει πιο νωρίς:
κάποιο περαστικό καράβι, με ναύτες Θεσπρωτούς, πήγαινε
στο πολύσιτο Δουλίχιο· αυτούς λοιπόν τους πρόοτταξε να με οδηγήσουν
ασφαλώς στον βασιλέα Άκαστο. Εκείνων όμως το μυαλό γλύκάθηκε
μ' άλλην ιδέα, σ' εμένα κάκιστη, για να βρεθώ σε συμφορά πικρότερη.
Όταν το ποντοπόρο πλοίο ξανοίχτηκε πολύ μακριά από τη στεριά,
αμέσως μηχανεύτηκαν τη μέρα της σκλαβιάς μου·
μου πέταξαν τα ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα, ρίχνοντας πάνω μου
κουρέλια, κι ένα πουκάμισο σχισμένο, άθλιο—αυτά που βλέπουν
τώρα και τα δικά σου μάτια.
Σαν ττήρε να βραδιάζει κι έφταναν πια στα ξάγναντα χωράφια της Ιθάκης,
μ' έδεσαν χειροπόδαρα μέσα στο καλοκούβερτο καράβι
μ' ένα χοντρό σχοινί στριμμένο, στα γρήγορα κι αυτοί τιηδούν
στο περιγιάλι της θαλάσσης, να φαν το δείπνο τους.
Αλλά οι θεοί βάζουν το χέρι τους κι εύκολα μ' έλυσαν
απ' τα δεσμά μου· τότε κι εγώ τυλίγω το κεφάλι μου στα ράκη,
πιάνομαι στο καλοξυσμένο δοιάκι και με το στήθος γλίστρησα
στη θάλασσα· ευθύς κάνω κουπιά τα δυο μου χέρια
κολυμπώντας, κι όσο μπορούσα γρηγορότερα βγήκα παρέξω, πολύ μακριά
από κείνους. Ανέβηκα μετά τη λαγκαδιά, σ' ένα λουλουδισμένο σύδεντρο
κούρνιασα ακίνητος· αυτοί τιηγαινοέρχονταν όλο φωνή και σύγχυση,
αλλ' όταν πια τους φάνηκε κουτό να συνεχίσουνε το ψάξιμο,
γύρισαν πάλι στο βαθουλό καράβι, κι έφυγαν. Εμένα μ' έκρυψαν, με δίχως κόπο,
οι θεοί, εκείνοι οδηγώντας μ' έφεραν σε τούτο το μαντρί
ενός ανθρώπου γνοκτηκού—το είχε η μοίρα μου να ζήσω ακόμη^.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, τιήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Φτωχέ μου ξένε, με συγκίνησες κι αναστατώθηκε η ψυχή μου
μ' αυτά που ένα προς ένα ανιστόρησες, όσα σε βρήκαν πάθη,
πόσο περιπλανήθηκες.
Αλλά δεν βλέπω στη σωστή γραμμή κι αυτό, δεν θα με πείσεις,
μιλώντας όπιος μίλησες, και για τον Οδυσσέα. Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος,
τι σ αναγκάζει το λοιπόν να μου αραδιάζεις ψεύδη;
Το ξέρω μόνος μου και το αποφάσισα που κόμπωσε ο νόστος
του κυρίου μου, αφότου τον εμίσησαν τόσο ανελέητα
[ 209 1
Ραψωδίαν,367-440
[ 210 ]
'Οδνσσέως προς Ενμωον ομιλία
[ 211 1
Ραψωδία ξ, 444-525
[ 212 ]
'Οδνσσέως ιφός Εΰμοίον ομιλία
[ 213 ]
Ραψωδία ξ, 525 -533
214
Τηλεμάχου έηάνοδος
Κ μια πολιτεία απλόχω^, τον νόστο να θυμίσει στον λαμπρό του γιο
του μεγαλόψυχου Οδυσσέα, να τον προτρέΐ|ίει να γυρίσει.
Και βρήκε τον Τηλέμαχο πλάι στον Πεισίστρατο, το αγλάισμα του Νέστορα,
οι δυο τους να πλαγιάζουν στον πρόδομο του φημισμένου Μενελάου.
Τον Νεστορίδη βυθισμένον μαλακά στον υπνο του· μόνο που τον Τηλέμαχο
δεν έλεγε γλυκός ο ύπνος να τον πάρει—μέσα στη θεία νύχτα
αγρυιτνουσε ο νους του, ανήσυχος πολύ για τον πατέρα του.
Κοντά του στάθηκε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, και τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε, καλό δεν είναι πια να σέρνεσαι κι άλλο μακριά
απ* το σπίτι, έκθετα αφήνοντας τα πλούτη στο παλάτι,
λεία ΟΓΤους τόσο αλαζονικούς μνηστήρε^ θα τα μοιράσουν
μεταξύ τους, όλα θα σου τα φάνε, οπότε ο δρόμος σου αυτός
θ* αποδειχτεί χαμένος κόπος.
Γι' αυτό, όσο μπορείς πιο γρήγορα, φώναξε τον Μενέλαο με τη βαριά φωνή,
να σε κατευοδώσει- μήπως προλάβεις την καλή σου μάνα στο σπίτι ακόμη.
Γιατί πατέρας κι αδ^φοί τη σπρώχνουν τώρα γαμπρό να πάρει
τον Ευρύμαχο—αυτός ξεπέρασε τους άλλους πια μνηστήρες
με τα πολλά γαμήλια δώρα που προσφέρει.
Κοίτα λοιπόν μην πάρει η μάνα σου κάτι απ* το βιος σου, αφήνοντας
το σπίτι. Ξέρεις τι φρόνημα κρύβει οττα στήθη της κάθε γυναίκα*
θέλει το σπιτικό εκείνου να πλουτίσει, όποιος την παντρευτεί
Όσο για τα παιδιά από τον πρώτο γάμο ή τον δικό της πρώην σύζυγο,
τίποτε δεν θυμάται πια, κι όταν αυτός πεθάνει, μήτε τον βάζει ο νους της.
Αλλά κι εσύ, πίσω γυρίζοντας, το καθετί να εμπιστευτείς
σε μια σου δούλα, όποια σου φαίνεται πως είναι η πιο τικΓτή,
ωσότου κάποτε σου φανερώσουν οι θεοί το αρχοντικό σου ταίρι,
να κοιμηθείς μαζί του.
Και κάτι άλλο έχω να σου πω, βάλ* το καλά στον νου σου:
οι πιο περήφανοι μνηστήρες φρόντισαν να σου στήσουνε καρτέρι,
σ* εκείνο το στενό που αφήνουν μεταξύ τους
η Ιθάκη και τ' απόκρημνα βράχια της Σάμης, γιατί γυρεύουν
πώς θα σε σκοτώσουν, προτού πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.
Δεν το νομίζω όμως πως θα γίνει· κάποιους πρωτύτερα θα φάει η γη,
όσους μνηστήρες τρώνε κι αφανίζουν τα αγαθά σου.
[215]
Ραψωδία α, 33-^09
[216]
Τηλεμάχου έτιάνοδος
Άπρεπο βρίσκω εξίσου, όποιος τον ξένο του, αν δεν το θέλει ο ίδιος,
τον σπρώχνει για να φύγει, αλλά κι εκείνος που τον εμποδίζει,
όταν ο ξένος βιάζεται τον δρόμο του να πάρει.
Πρέπει τον ξένο να τον δέχεσαι φιλόξενα, όσο τον έχεις,
κι όταν επείγεται, να τον ξεπροβοδίζεις.
Κάνε λοιπόν υπομονή, να φέρω πρώτα και ν* αφήσω
τα ωραία δώρα μου στο αμάξι—θα τα χαρούν και τα δικά σου μάτια.
Κι ακόμη στις γυναίκες εντολή θα δώσω να στρώσουνε τραπέζι
στη μεγάλη αίθουσα, με τα πολλά που βρίσκονται σ' αυτό το στιίτΐ-
Έτσι θα γίνουν και τα δυο: για μένα λάμψη και τιμή,
για σας ωφέλεια, αν πρώτα γευματίσουμε, κι ύστερα πάρετε
μακρύ τον δρόμο σας σ' αυτόν τον κόσμο τον απέραντο.
Αν πάλι επιθυμείς να ταξιδέψεις γύρω στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος, εγώ θα ζέψω τα άλογα,
να 'ρθω μαζί σου, θα σε οδηγήσω για να δεις τις πολιτείες και τους ανθρώπους.
Κανείς δεν πρόκειται να μας αφήσει μ' άδεια χέρια
φεύγοντας. Κάτι θα μας χαρίσει να το πάρουμε μαζί μας*
μπορεί και τ^ποδα με το λεβέτι του από καλό χαλκό,
μπορεί κι ένα ζευγάρι μούλες ή και μαλαματένια κούπα.»
Ο συνετός Τηλέμαχος πήρε ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου,
στα μέρη μας επιθυμώ πια να γυρίσω. Γιατί όταν μίσεψα,
δεν άφησα κανένα φύλακα στα χτήματά μου* μήπως λοιπόν
αναζητώντας τον ισόθεο πατέρα μου, βρεθώ εγώ αφανισμένος
ή κι εξαφανιστεί απ* το παλάτι κάποιο πολύτιμο κειμήλιο.»
Ακούγοντας τον λόγο του ο Μενέλαος, με τη βαριά φωνή του παραγγέλλει
να στρώσουν στη μεγάλη αίθουσα αμέσως η γυναίκα του κι οι δούλες
τραπέζι, με τα πολλά που βρίσκονται στο σπίτι.
Κι ευθύς σιμά του βρέθηκε ο Ετεωνέας, του Βοήθου ο γιος,
αφήνοντας άδεια την κλίνη του—δεν ήταν και πολύ μακριά το σπιτικό του.
Τότε ο βαρύφωνος Μενέλαος του δίνει εντολή φωτιά ν* ανάψει
και να ψήσει κρέατα—αυτός τον άκουσε κι υπάκουσε.
Στο μεταξύ ο Μενέλαος κατέβαινε στον μυρωμένο θάλαμο—
δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν ο Μεγαπένθης κι η Ελένη.
Οταν πλησίασαν εκεί όπου ήσαν μαζεμένα τα πολύτιμά τους σκεύη,
ο Ατρείδης έπιασε μια κούπα δίγουβη, κι είπε στον γιο του
Μεγαπένθη να πάρει έναν κρατήρα ασημωμένο. Οσο για την Ελένη,
στάθηκε τιλάι σης κασέλες, που έκρυβαν μέσα τους ρούχα πολύχρωμα
με ξόμπλια—φαντά από τα ίδια της τα χέρια.
Σήκωσε στον αέρα η θεία γυναίκα τον πιο ωραίο στολισμένο πέπλο,
τον πιο μεγάλο, λάμποντας σαν άστρο—ήταν στον πάτο της κασέλας.
Οι τρεις τους τότε διασχίζουν το παλάτι, έφτασαν
1217]
Ραψωδία ο, ηο-ι86
[218]
Τηλεμάχου έπάνοδος
κι ύστερα να κινήσουν.
Στήθηκε στα άλογα μπροστά και τους αποχαιρέτησε μιλώντας:
«Χαίρετε, παλληκάρια μου, τα χαιρετίσματά μου και στον Νέστορα,
ποιμένα του λαού του* ήταν γλυκός μαζί μου σαν πατέρας,
όταν εκεί στην Τροία πολεμούσαμε των Αχαιών οι γιοι.»
£υθύς του ανταποκρίθηκε ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Μετά χαράς θα γίνει, του Διός ανάθρεμμα, το θέλημά σου·
όλα τα λόγια σου, σαν φτάσουμε, στον Νέστορα θα πούμε. £ίθε κι εγώ,
γυρνώντας στην Ιθάκη, να 'ταν να βρω τον Οδυσσέα στο σπίτι μου,
για να του πω που δέχτηκα τόσο φιλόξενη στοργή,
παχ; έρχομαι με τα πολλά, πολύτιμά σου δώρα φορτωμένος.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, και στο δεξί τους χέρι πρόβαλε πετώντας
ένας αετός* κρατώντας στα γαμψώνυχά του
μια άσπρη χήνα, τεράστια κι ήμερη—την είχε αρπάξει απ' την αυλή.
Γύρω του τσίριζαν γυναίκες κι άντρες τρέχοντας, κι αυτός,
ξυστά περνώντας, πέταξε δεξιά, μπροστά από τα άλογα.
Εκείνοι βλέποντας το θέαμα ένιωσαν όλοι τους χαρά
και γλύκανε βαθιά η ψυχή τους.
Τότε ο βλαστός του Νέστορα, επήρε πρώτος ο Πεισίστρατος τον λόγο:
«Μενέλαε, στοχάσου, του Διός ανάθρεμμα και στυλοβάτη του λαού σου,
πως το σημάδι αυτό ένας θεός μάς το φανέρωσε, σ' εμάς τους δυο
συνάμα και σ* εσένα.»
Έτσι του μίλησε, κι ο τολμηρός πολεμιστής Μενέλαος για λίγο ταλαντεύτηκε,
πρώτα να το σκεφτεί πριν δώσει απόκριση σωστή.
Τον πρόλαβε όμως η βαθύκολπη Ελένη με τον δικό της λόγο:
«Ακούστε με· εγώ θα δώσω τώρα την εξήγηση, όπως οι αθάνατοι
την έβαλαν στον νου μου κι όπως νομίζω ότι θα γίνει.
Πώς άρπαξε τη χήνα ο αετός, που μέσα στην αυλή μεγάλωνε,
πώς ήλθε πέρα από τα όρη, όπου η γενιά κι η φύτρα του,
έτσι λοιπόν κι ο Οδυσσέας, μετά τα πάθη τα πολλά που τράβηξε,
μετά την τόση τιεριπλάνησή του, και θα νοστήσει και θα πάρει εκδίκηση—
μπορεί κιόλας να βρίσκεται στο σπίτι του,
να κλώθει το κακό για τους μνηστήρες όλους.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσοκ; αποκρίθηκε:
«Είθε να δώσει τώρα ο Δίας, της Ήρας ταίρι που βαριά βροντά,
αυτά να γίνουν τότε κι εγώ το υπόσχομαι & εσένα να προσεύχομαι,
όταν βρεθώ στο σπίτι μου, σάμπως και να 'σουνα θεά.»
Τέλειωσε, και μαστίγωσε τα δυο τους άλογα· εκείνα
πέταξαν σαν σίφουνας μέσα απ* την πόλη κι ανοίχτηκαν στον κάμπο,
όλη τη μέρα σείοντας γύρω από τον λαιμό τους τον ζυγό.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν οι δυο τους φτάνουν στις Φηρές, στου Διοκλή το αρχοντικό—
[ 219 ]
Ραψωδία ο, 1&7-262
[ 220]
Τηλεμάχου έτίάνοδος
[221]
Ραψωδία ο, 263-341
Δώσε οτο ερώτημα μου αληθινή απόκριση και μη μου κρύψεις τίποτε:
ποιος εκκιι και από πού; ποια είναι η πόλη σου και ποιοι οι γονείς σου;»
£υθυς ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, να ξέρεις, θα σου φανερώσω όλη την αλήθεια*
απ* την Ιθάκη έρχεται η γενιά μου, πατέρας μου ο Οδυσσέας—
αν ήταν κάποτε, γιατί αφανισμένος άθλια επήγε του χαμού.
Γι* αυτό κι εγώ σήκακιατους συντρόφους και με το μελανό καράβι
γυρνώ να μάθω για την τύχη του πατέρα μου που τόσα χρόνια λείπει.»
θεόμορφος ο Θεοκλύμενος μίλησε πάλι κι είτιε:
«Οπως κι εσύ, έτσι κι εγώ άφησα την πατρίδα μου- έχω σκοτώσει
κάποιον της φυλής μου* πολλά τ' αδέλφια του κι οι συγγενείς του
στο ιππότροφο Άργος, μεγάλη η δύναμή τους και στους φαιούς.
Για ν' αποφύγω εγώ τον φόνο τους, τη μαύρη μοίρα μου,
τιήρα τον δρόμο της φυγής—είναι γραφτό μου
να παραδέρνω τηα στα ξένα και με ξένους.
Αλλά παρακαλώ σε, άφησε στο καράβι σου ν' ανέβω, ένας εξόριστος εγώ
ικέτης. Μη με σκοτώσουν, γιατί πιστεύω πως με κυνηγούν.»
Κι ο συνετός Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Αφού το θες, δεν θα σε διώξω απ' το ισόρροπο καράβι μου.
Έλα λοιπόν μαζί· θα φίλευτείς εκεί μ' ό,τι μας βρίσκεται.»
Μιλώντας, του τιήρε το χάλκινο κοντάρι και το τιλαγιάζει
επάνω στο κατάστρα>μα του αμφίκυρτου πλεούμενου.
Μετά ανέβηκε κι αυτός στο ποντοπόρο τιλοίο, στην πρύμη
κάθησε κι έβαλε πλάι του τον θεοκλύμενο.
Έλυσαν τότε τις πρυμάτσες, κι έδωσε εντολή ο Τηλέμαχος
να πιάσουν τ' άρμενα οι σύντροφοί του. Εκείνοι υπάκουσαν,
και με σπουδή σηκώνουν το ελάτινο κατάρτι, το στήνουν
στο τρύπιο μεσοδόκι και το 'δεσαν στην τιλώρη με σχοινιά·
ύψϋχταν, τέλος, τα λευκά πανιά με τα καλοστριμμένα
από βοδίσιο δέρμα καραβόσχοινα.
Οπότε η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, τους έστειλε
τον ούριο άνεμο, που λάβρος εφορμούσε από τα αιθέρια ύψη,
για να μπορεί πετώντας το καράβι ν* ανοίγει δρόμο
στο αλμυρό θαλάσσιο κύμα—
έτσι τιροσπέρασαν και τους Κρουνούς και την καλλίρροη Χαλκίδα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν γοργά κινούμενο το πλοίο από τον ούριο άνεμο του Δία,
έπιασε Φεία, παρακάμπτοντας τη θεία Ήλιδα,
όπου κρατούν οι Επειοί.
Έβαλε τότε πλώρη για τα Αγκαθονήσια βαριά συλλογισμένος
ο Τηλέμαχος, αν απ* τον θάνατο θα γλίτωνε
ή θα τον έπιανε ο θάνατος στα βρόχια του.
[ 222 ]
'Οδυσσέως καί Ευμαίου ομιλία
[ 223 ]
Ραψωδία ο» 342-4Η
[ 224 ]
^Οδυσσέως κοά Εύμαιου ομιλία
[ 225 ]
Ραψωδίαρ,176-230
[ 226 ]
'Οδνσσέως κω Ευμαίου ομιλία
[227 ]
Ραψωδίαρ,176-230
Και μολοντούτο ουλλογίζομαι πως πλάι στο κακό ο Δίας
για σένα ακούμπησε και το καλό- αφού, μετά τα φοβερά σου πάθη,
ό' ενός ανθρώπου έφτασες το σπίτι γεμάτου καλοσύνη,
κι αυτός σου εξασφαλίζει το φαγητό και το πιοτό σου—
ζεις μια ζωή της τιροκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ
περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»
Έτσι εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια μεταξύ τους,
ττήγαν μετά να κοιμηθούν, όχι ύχττόσο για πολύ—
τους πηρε δεν τους πήρε ο ύπνος, και φάνηκε η Αυγή
στον ροδινό της θρόνο.
Την ώρα εκείνη, βλέποντας στεριά, οι σύντροφοι
του Τηλεμάχου λύνουν τα πανιά, γρήγορα κατεβάζουν
το κατάρτι, πιάνοντας τα κουπιά φτάνουν στο αραξοβόλι,
ρίχνουν τις αγκυρόπετρες κι έδεσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κατέβηκαν κι αυτοί στης θάλασσας το περιγιάλι.
Εκεί ετοίμασαν το προπνό και συγκεράστηκαν κρασί που σπίθιζε.
Όταν εκόρεσαν την πείνα και τη δίψα τους, ιιρώτος τον λόγο πήρε
ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Κωπηλατώντας τώρα εσείς, το μελανό καράβι οδηγήσετε στην πόλη·
εγώ θ' ανέβω στους αγρούς και στους βοσκούς.
Κι αφού θα ρίξω μια ματιά στα χτήματά μου, απόβραδο
θα κατεβώ στη χώρα.
Με το ξημέρωμα, σας έχω, ανταμοιβή του δρόμου μας, τραπέζι-
πλούσιο γεύμα, κρέατα και γλυκό κρασί.»
Στο μεταξύ τού μίλησε ο θεοκλύμενος θεόμορφος:
«Κι εγώ πού πάω, καλό παιδί; σε τίνος σπίτι να προσφύγω
απ' όσους κυβερνούν τα βράχια της Ιθάκη<^
Ή μήπως πρέπει κατευθείαν να τρέξω στο δικό σου σπιτικό
και στη δική σου μάνα;»
Ο γνοκτηκός Τηλέμαχος τότε του ανταποκρίθηκε:
«Αλλιώς θα σου 'λεγα κι εγώ να πας στο πατρικό μου,
όπου δεν έλειψε ποτέ στους ξένους τίποτε· αλλά για σένα αυτό
θα ταν χειρότερο, αφού κι εγώ δεν θα 'μαι εκεί,
αλλά κι η μάνα μου δεν θα σε δει. Γιατί δεν φαίνεται με τους μνηστήρες πια
κάτω στην αίθουσα* στο υπερώο, ψηλά κι απόμερα,
κάθεται υφαίνοντας τον αργαλειό της.
Σκέφτομαι όμως κάποιον άλλον που θα μπορούσες να γυρέψεις*
λέω τον Ευρύμαχο, περίλαμπρο βλαστό του εμτιειροπόλεμου Πολύβου,
που σαν θεό τον βλέπουν όλοι στην Ιθάκη.
Σίγουρα είναι ο πρώτος κι ο καλύτερος* το 'βαλε μάλιστα σκοπό
να παντρευτεί τη μάνα μου, να πάρει ο ίδιος του Οδυσσέα το πόστο.
Όμως αυτά τα ξέρει πιο καλά, ένοικος των αιθέρων
[ 228 ]
Τηλεμάχου επάνοδος
ο ολύμπιος Δίας- μήπως, πριν απ* τον γάμο, τους πέσει κατακεφαλα
η μαύρη μέρα τους.»
Δεν πρόφτασε να τιει τον λόγο του, και τιέταζε δεξιά μεριά
ένα πουλί—γεράκι, ο ταχυδρόμος άγγελος του Απόλλαινα.
Στα πόδια του κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε
και τα φτερά σκορπούσε καταγής, στο πλοίο ανάμεσα
και στον Τηλέμαχο.
Οπότε ο θεοκλύμενος παράμερα τον πήρε από τους άλλους,
το χέρι του έσφιξε, και του μιλούσε με σταράτα λόγια:
«Τηλέμαχε, δεν πέταξα δεξιά μεριά ετούτο το πουλί
με δίχως του θεού τη θέληση. Το είδα κι αναγνώρισα πως είναι οιωνός της τύχης*
από το γένος σας λοιπόν βασιλικότερο κανένα άλλο στης Ιθάκης τον λαό,
δική σας και για πάντα η δύναμη.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του ανταποκρίθηκε:
«Μακάρι, ξένε, αληθινός να αποδειχτεί ο λόγος σου*
και θα γνωρίσεις τότε την πραγματική μου αγάπη με τα πολλά μου
δώρα που θα δεις—όσοι σε βλέπουν θα σε μακαρίζουν.»
Είπε, κι αμέσως προσφωνεί τον Πείραιο, πιστό του σύντροφο:
«Πείραιε, του Κλυτίου ανάστημα, εσύ μου στάθηκες πολυτιμότερος
και & όλα τ* άλλα απ' όσους μ' ακολούθησαν στην Πύλο.
Πάρε λοιπόν τον ξένο σπίτι σου, κι ύχιότου
να γυρίσω εγώ, παρακαλώ να τον φροντίζεις μ' αγάττη και τιμή.»
Τότε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός, του λέει:
«Τηλέμαχε, όσον καιρό κι αν έμενες εσύ εκεί,
εγώ τον ξένο θα τον νοιάζομαι, δεν θα του λείψει τίποτα φιλόξενο.»
Μιλώντας έτσι, πάτησε πάνω στο καράβι, και παραγγέλλει
ν' ανεβούν κι οι σύντροφοι, να λύσουν τις πρυμάτσες—
εκείνοι ανέβηκαν και στα ζυγά καθίζουν.
Αμέσως ο Τηλέμαχος δένει στα πόδια του τα ωραία σαντάλια
κι απ' την κουβέρτα του πλεούμενου το άλκιμο δόρυ τράβηξε
με την αιχμή του χάλκινη.
Στο μεταξύ κι οι σύντροφοι έλυσαν τις πρυμάτσες, κι αφήνοντας
πίσω τους τη στεριά, κωπηλατούσαν προς την πόλη, όπως το είχε παραγγείλει
κι ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Εκείνος τότε πήρε βιαστικός τα πόδια του, ώσπου να φτάσει
γρήγορα στη μάντρα, όπου ήσαν μαντρωμένοι οι μυριάδες χοίροι—
εκεί κοιμόταν και ξυπνούσε ο καλός χοιροβοσκός,
με τους δεσπότες του γλυκός και πράος.
[ 229 ]
π
Άνοεγνωρισμός "Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου
ΐ23θ)
Άναγνωρισμός 'Οδνοσέως υπό Τηλεμάχου
[231]
Ραψωδία ττ, 45^-481
[ 232 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου
[ 233 ]
Ραψωδίαττ,45^-481
[ 234 ]
Άναγνωρίσμός 'Οδυοσέύκ; ύπό Τηλεμάχου
[ 235 ]
Ραψίύδία 71,220-301
[ 236 ]
Άναγνωρισμός^Οδυσσέωςυπό Τηλεμάχου
σκέψου αν αρκούν σ' εμάς τους δυο η Αθηνά με τον πατέρα της τον Δία,
ή θα 'πρεπε να σοφιστώ και κάποιον άλλον παραστάτη.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
«Μεγάλοι κι άξιοι οι δύο παραστάτες που ονομάτισες,
κι ας κατοικούν εκεί ψηλά στα νέφη· η δύναμη τους επιβάλλεται
και στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς.»
Πάλι του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Ω ναι, εκείνοι δεν θα μείνουν για πολύ μακριά από την άγρια μάχη,
όταν θα φτάσει η ώρα να κρίνει ο Άρης τον αγώνα μας
με τους μνηστήρες στο παλάτι.
Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες—
εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ' τα πόδια
να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
δεν θα σ' ακούσουν γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα—να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης.
Όσο για τους μνηστήρες, όταν τα αναζητήσουνε και σε ρωτήσουν,
πάλι τους ξεγελάς με λόγια μαλακά: "Τα σήκωσα να τα φυλάξω
από την κάπνα, γιατί δεν μοιάζουν πια όπως ο Οδυσσέας
τ' άφησε τη μέρα εκείνη που έφευγε στην Τροία·
έχουν το χάλι τους, τα θάμπωσε η καπνισμένη ανάσα της φωτιάς.
Κι ένας ακόμη λόγος σοβαρότερος, που ο Δίας τον έβαλε στον νου μου·
μήπως μιαν ώρα μεθυσμένοι, πιάσετε μεταξύ σας τον καβγά
και πληγωθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε γεύμα και προξενιό—
γιατί από μόνο του το σίδερο τραβά τον άντρα.^'
Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση
[ 237 ]
Ραψωδία ρ, 176-230
[ 238 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου
[ 239 ]
Ραψωδία η, 377-45^
ι 240 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου
[ 241 ]
Ραψωδία ττ, 45^-481
[ 242 ]
ρ
Τηλεμάχου και Όδνσσέως επάνοδος εις Ί&άκην
[243 ]
Ραψωδίαττ,45^-481
[ 244 ]
Τηλεμάχου επάνοδος εις Ίθάκην
[ 245 ]
Ραψωδία ρ, 176-230
[ 246 ]
Τηλεμάχου έπάνοδος εις Ίθάκην
[ 247 ]
Ραψωδία ρ, 176-230
[ 248 ]
Όδνσσέως επάνοδος είς Ίθάκην
[ 249 ]
Ραψωδίαο,263-341
[ 250 ]
Όδνσσέως επάνοδος εις Ίθάκην
[251]
Ραψωδία ρ, 324'395
[ 252 ]
Όδνσσέως επάνοδος εις Ίθάκην
[ 253 ]
Ραψωδίαω,469-548
Έπειτα γύρισε μιλώντας στον Αντίνοο, και πέταξαν σαν τα πουλιά τα λόγια του:
«Το βλέπω, Αντίνοε, πως με φροντίζεις, όπως πατέρας γιο·
γι' αυτό με σπρώχνεις έξω τον ξένο να πετάξω
από το σπίτι, με βία κάι φωνές—που να μη δώσει ο θεός να γίνει.
Ωστόσο πιάσε και δώσ' του κάτι· έχεις το λεύτερο από μένα·
εγώ ο ίδιος σ' το ζητώ· και μην ντραπείς τη μάνα μου, μήτε
κανένα δούλο, απ' όσους ζουν σ' αυτό το σπίτι
του θεϊκού Οδυσσέα.
Αλλ' όχι, τέτοια φρόνηση δεν κρύβεις μες στις φρένες σου·
το χεις καλύτερο μόνος σου να χορταίνεις, παρά να δίνεις
και σε κάποιον άλλον.»
Πήρε πάλι τον λόγο κι απάντησε ο Αντίνοος:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα κι ασύδοτε, τι βγήκε από το στόμα σου;
Αν τόσο οι μνηστήρες όλοι είχαν την όρεξη να δώσουν,
τότε σου λέω μακριά απ* το σπίτι σου θα 'μενε αυτός,
τρεις μήνες το λιγότερο.»
Μιλώντας, έπιασε κι έδειξε με το μάτι του κάτω από το τραπέζι
το σκαμνί όπου γλεντοκοπώντας άπλωνε τα κάτασπρά του πόδια.
Οι άλλοι όμως, όλοι, όλο και κάτι πρόσφεραν, γέμισε το δισάκι
κρέατα και ψωμί.
Έτοιμος πια, γυρίζοντας και πάλι στο κατώφλι,
τη δωρεά τους να γευτεί, ο Οδυσσέας σταμάτησε
και στον Αντίνοο μπροστά, κι έτσι του μίλησε:
«Φίλε, δώσε κάτι κι εσύ. Δεν φαίνεσαι ο χειρότερος μέσα στους Αχαιούς,
θα 'λεγα ο καλύτερος, αν κρίνω απ' τη βασιλική θωριά σου.
Πρέπει λοιπόν να δώσεις, δόσιμο μάλιστα ακριβότερο
από των άλλων το ψωμί—τότε κι εγώ στης γης τα πέρατα
τη δόξα σου θα ομολογήσω.
Εγώ, που κάποτε, σε σπίτι ανθρώπινο, άνετος κατοικούσα
και με πλούτη, κι έδινα σε κάθε πλάνητα ζητιάνο, χωρίς φειδώ,
ό,τι είχε ανάγκη, όποιος κι αν ήταν ο φτωχός
την πόρτα μου χτυπώντας.
Είχα, στ' αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά,
όσα οι καλοζωισμένοι έχουν—οι πλούσιοι, που λένε.
Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
που μ* έσπρωξε με πειρατές πολυταξιδεμένους να πάω
στην Αίγυπτο (δρόμος μακρύς) για να χαθώ.
Έστησα εκεί στον Νείλο ποταμό τα αμφίκυρτα καράβια,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
εκεί να μείνουν στα πλεούμενα κοντά, να 'χουν τον νου τους στ' άρμενα—
έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε.
Εκείνοι όμως το πήρανε ψηλά, ενέδωσαν στο θράσος τους,
[ 254 ]
Όδυσσέως έπάνοδος εις Ίθάκην
[ 255]
Ραψωδίαω,469-548
[ 256 ]
Όδυσσέως επάνοδος εις Ίθάκην
[ 257 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 258 ]
Όδνσσέως έπάνοδος εις Ίθάκην
259
σ
νδνσσέως και Ίρου τωγμή
[ 26ο ]
Όδνσσέως και 'Ίρου πυγμή
[261]
Ραψωδίαω,469-548
[ 262 ]
Όδνσσέως κάί Ίρον πυγμή
[ 263 ]
Ραψωδία σ, 141-214
[264]
Όδνσσέως και 'Ίρον πυγμή
[ 265 ]
Ραψωδίατ,3^0-461
«Τηλέμαχε, λέω πως σάλεψαν τα φρένα σου, πήρε αέρα ο νους σου.
Ήσουνα κάποτε παιδί, μα το μυαλό σου έπαιρνε
πολλές στροφές. Τώρα που πια μεγάλωσες κι έγινες
τέτοιο παλληκάρι—ακόμη κι ένας ξένος, την ομορφιά σου
βλέποντας και το παράστημά σου, θα ομολογούσε πως είσαι γόνος
αρχοντικού γονιού. Μα τώρα γνώμη και γνώση σου
δεν περπατούν στον ίσο δρόμο.
Κοίτα τι έγινε μέσα σε τούτο το παλάτι· άφησες
έναν ξένο να του φερθούνε πρόστυχα.
Και τι νομίζεις θα συνέβαινε, αν, φιλοξενούμενος στο σπίτι μας,
πάθαινε κάτι ο ξένος, σε πάλη αισχρή που αυτοί τον έσυραν;
Αίσχος κι ατίμωση για σένα, του κόσμου η καταφρόνεση.»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και προσοχή:
«Μητέρα, δεν αγαναχτώ που θύμωσες μαζί μου.
Όμως κι εγώ το καθετί το μελετώ, ξέρω να ξεχωρίζω
και το καλό και το χειρότερο, δεν είμαι πια
παιδάκι ανέμελο.
Μόνο που δεν μπορώ τα πάντα φρόνιμα να τα ζυγίζω·
τους έχω πλάι μου και με παραζαλίζουν, ένας μετά τον άλλον, όλοι,
αυτοί οι κακόβουλοι, ενώ μου λείπουν κάποιοι που θα με συντρέξουν.
Πάντως η πάλη δεν κατέληξε, ανάμεσα στον ξένο και στον Ίρο,
όπως την είχαν οι μνηστήρες φανταστεί· βγήκε πιο δυνατός ο ξένος.
Πατέρα Δία, Αθηνά κι Απόλλων, μακάρι κι οι μνηστήρες έτσι
να γείρουν δαμασμένοι το κεφάλι τους στο σπιτικό μας—
ποιος έξω στην αυλή, ποιος μέσα εδώ στην αίθουσα,
να τους λυθούν όλων τα γόνατα.
Καθώς αυτός ο Ίρος, που τώρα κρέμασε την κεφαλή του
στον τοίχο της αυλόθυρας, σαν μεθυσμένος· πια δεν μπορεί
στα πόδια να σταθεί, να πάει ξανά στο στέκι που κουρνιάζει—
όλα τα μέλη του παρέλυσαν.»
Έτσι συνομιλούσαν μάνα και γιος, και τότε ο Ευρύμαχος
πήρε τον λόγο και προσφώνησε την Πηνελόπη:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν ήταν να σε δουν
όσοι Αχαιοί μακριά στο ιάσιο Αργός κατοικούν,
πολλοί μνηστήρες θα περίσσευαν σε τούτο το παλάτι,
αύριο κιόλας, τρώγοντας μαζί μας.
Γιατί είσαι η ανώτερη, καμιά γυναίκα δεν σε φτάνει
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στη ζυγισμένη και βαθιά σου στόχαση.»
Του αντιμίλησε με τη στοχαστική της φρόνηση η Πηνελόττη:
«Ευρύμαχε, τη χάρη μου, τα κάλλη μου και την κορμοστασιά μου
όλα οι αθάνατοι θεοί τα χάλασαν τη μέρα εκείνη που ξεκίνησαν οι Αργείοι
για την Τροία—μαζί κι ο άντρας ο δικός μου, ο Οδυσσέας.
[ 266 1
Όδνσσέως και Ίρον πυγμή
[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 268 ]
Όδυσσέως και Ίρον ηνγμή
[269 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 270 ]
Όδυσσέως και "Ιρον πυγμή
271
νδνσσέως και Πηνελόττης ομιλία. ΝΐΊίτρα
[ 26ο ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[ 273 ]
Ραψωδίαω,469-548
«Ακαταλόγιστη κι ανάποδη, γιατί τόσο μου ρίχνεσαι; γιατί ξεσπάς πάνω μου
τον θυμό σου; για τη βρωμιά μου μήπως; για τ' άσχημα κουρέλια
που φορώ; που σέρνομαι εδώ κι εκεί ζητιάνος; Το θέλει ωστόσο
το μεγάλο ζόρι· έτσι είναι πάντα οι φτωχοί που γυροφέρνουν άστεγοι.
Κι όμως είχα κι εγώ πλούσιο σπίτι άλλοτε, ζούσα καλοστεκούμενος
μέσα στον κόσμο, έδινα κάθε τόσο στους ζητιάνους,
όποιος την πόρτα μου χτυπούσε, ό,τι ζητούσε κι είχε ανάγκη.
Είχα και δούλους αναρίθμητους κι άλλα πολλά αγαθά· ήμουνα
ένας απ* αυτούς που ο κόσμος λέει εύπορους και καλοζωισμένους.·
Αλλά ο Κρονίδης Δίας μού τα χάλασε—θα 'ταν δικό του θέλημα.
Γι' αυτό κι εσύ, γυναίκα, πρόσεξε, μήπως και κάνουνε φτερά
όλα τα κάλλη σου κι οι χάρες σου, ας είσαι ανάμεσα στις άλλες δούλες
τώρα παραστολισμένη. Μην αγριέψει και θυμώσει κάποτε η κυρά σου
με τα καμώματά σου· μήπως και φτάσει ο Οδυσσέας εδώ—
υπάρχει κάποια ελπίδα ακόμη.
Αλλά κι αν πεις εκείνος χάθηκε και πως δεν έχει γυρισμό,
σκέψου τον γιο του, τον Τηλέμαχο, που με του Απόλλωνα τη χάρη
έγινε τώρα παλληκάρι. Δούλα καμιά μέσα σε τούτο το παλάτι
δεν πρόκειται να του ξεφύγει που φέρεται άτσαλα—δεν είναι πια μωρό.»
Ακούγοντας τα λόγια του η Πηνελόπη με το ξύπνιο της μυαλό
στην παρακόρη στράφηκε, βαριά της μίλησε, της είπε:
«Α όχι, ξιπασμένη, σκύλα ξεδιάντροπη, το βλέπω το μεγάλο
ανοσιούργημά σου, που σίγουρα μια μέρα θα πέσει στο κεφάλι σου.
Τα 'ξερες όλα, και με το παραπάνω· από το στόμα μου τ' άκουσες όλα,
πως είχα λογαριάσει εγώ, μέσα σε τούτο το παλάτι, τον ξένο να ρωτήσω
για τον άντρα μου, στην τόση αγωνία που με δέρνει.»
Είπε, κι ευθύς στην Ευρυνόμη γύρισε, την οικονόμο της, και την προστάζει:
«Φέρε, Ευρυνόμη, ένα σκαμνί, βάλε από πάνω μια προβιά,
για να καθήσει ο ξένος, τα λόγια μου ν' ακούσει, στα λόγια μου
ν* αποκριθεί· θέλω πολλά να τον ρωτήσω.»
Της μίλησε, κι αυτή ολοπρόθυμη φέρνει και στήνει
σκαμνί μαστορεμένο, ρίχνοντας πάνω του προβιά,
για να καθήσει εκεί βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Οπότε η Πηνελόπη, φρόνιμη και με γνώση, άρχισε να μιλά:
«Ξένε, μια πρώτη ερώτηση για σένα·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;»
Ανταποκρίθηκε πολύγνωμος ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό, σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του,
[ 274 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[ 275 ]
Ραψωδίαω,469-548
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν που του περίσσευαν τα πλούτη.**
Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί περήφανοι στα λόγια μου εμπιστεύτηκαν.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την πάσα μέρα ύφαινα, στημένη
στον ψηλό αργαλειό, τις νύχτες όμως ξήλωνα, έχοντας πλάι μου
τις δάδες αναμμένες. Για τρία χρόνια ολόκληρα
τους ξεγελούσα και τους έπειθα ανύποπτους τους Αχαιούς.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,
διαβαίνοντας οι μήνες, οι μέρες τρέχοντας απανωτές, τότε οι σκύλες δούλες μου
το μαρτυρούν και επ* αυτοφώρω μ* έπιασαν, ξεστόμισαν
λόγια βαριά, κι έτσι αναγκάστηκα να το τελειώσω,
θέλοντας και μη.
Τώρα πια δεν μπορώ τον γάμο ν* αποφύγω, μήτε και βρίσκω
τέχνασμα άλλο πονηρό, ενώ οι γονείς με σπρώχνουν
κάποιον να παντρευτώ, αλλά κι ο γιος μου βλέπει
το βιος του να του τρων και γίνεται έξαλλος.
Γιατί μεγάλωσε, άντρας ολόκληρος, μπορεί να κάνει πια
στο σπίτι του κουμάντο—του δίνει ο Δίας την τιμή αυτή.
Και μολαταύτα, πες μου να μάθω τη γενιά και την πατρίδα σου*
δεν είσαι δα αναβλάστημα της μυθικής βελανιδιάς, μήτε και ξεπετάχτηκες
από κανένα βράχο.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας πάλι ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω σεβαστή γυναίκα, του Οδυσσέα ομόκλινη, που τον εγέννησε
ο Λαέρτης, δεν λες να σταματήσεις κι επίμονα ρωτάς για τη γενιά μου.
Λοιπόν θα σου τη φανερώσω, μόνο που βάζεις έτσι κι άλλα βάσανα
στα βάσανα που με κρατούν.
Είναι ωστόσο η μοίρα αυτή του κάθε ανθρώπου που χρόνια έλειψε πολλά
απ' την πατρίδα του μακριά, όσα κι εγώ, περιπλανώμενος κι αλλάζοντας
τους ξένους τόπους, να τυραννιέται με τα πάθη του.
Και μολαταύτα, σ* ό,τι ρωτάς να μάθεις αποκρίνομαι:
Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου
βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο·
το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα.
Μεικτή η γλώσσα τους κι ανάκατη, ανάλογα με τη φυλή·
άλλοι Αχαιοί, άλλοι οι βέροι Κρητικοί γενναίοι,
εκεί κι οι Δωριείς στα τρία χωρισμένοι, κι ακόμη
οι Κύδωνες κι οι θείοι Πελασγοί.
Ανάμεσά τους η Κνωσός, μεγάλη πόλη, όπου βασίλευε άλλοτε ο Μίνως,
στα εννιά του χρόνια του μεγάλου Δία αγαπημένος,
πατέρας του πατέρα μου, του αντρείου Δευκαλίωνα—
ο Δευκαλίων μ' έσπειρε, μαζί και τον Ιδομενέα βασιλιά.
Εκείνος όμως με κυρτά καράβια ξεκίνησε να πάει στην Τροία
ακολουθώντας τους Ατρείδες. Λίθων το όνομά μου,
[ 276 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[ 277 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 278 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[ 279 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 280 ]
Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[28ι1
Ραψωδία τ, 3^0-461
που τον είδανε τα μάτια μου δεν έμοιαζε, όσο εσύ, του Οδυσσέα,
και στο παράστημα και στη φωνή του και στα πόδια.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Καλή γερόντισσα, το ίδιο λεν κι οι άλλοι που μας είδαν με τα μάτια τους
τους δυο μας· πως μεταξύ μας μοιάζουμε πολύ, καθώς το παρατήρησες
κι εσύ τώρα και το ομολόγησες.»
Τελειώνοντας, πήρε η γερόντισσα στα χέρια της λεβέτι γυαλισμένο—
το ίδιο είχε και για το ποδόλουτρο εκείνου· χύνει μετά άφθονο κρύο νερό
κι έπειτα από πάνω του ζεστό. Ο Οδυσσέας στο μεταξύ
καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το τζάκι, μένοντας έτσι στο σκοτάδι,
γιατί του πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα μήπως και ψαύοντας
αναγνωρίσει την ουλή του, και ξαφνικά φανερωθούν τα πάντα.
Σίμωσε τότε εκείνη, πήρε τον κύρη της να νίβει, έπεσε όμως πάνω
στην ουλή του—και ξαφνικά την αναγνώρισε. Ουλή που κάποτε
ένας κάπρος με το λευκό του δόντι τού στιγμάτισε, κάπου στον Παρνασσό,
πηγαίνοντας να συναντήσει τον Αυτόλυκο και τα παιδιά του,
λαμπρό πατέρα της μητέρας του, που ξεπερνούσε τους ανθρώπους
στην πονηρή κλεψιά, πατώντας και τον όρκο του—χαρίσματα ενός θεού,
του ίδιου του Ερμή· αφού ο Αυτόλυκος για χάρη του έκαιγε
ευπρόσδεκτα μεριά, ερίφια κι αρνιά, σ' αντάλλαγμα ο θεός
έγινε πρόθυμός του παραστάτης.
Λοιπόν, μια μέρα, στην πόλη φτάνοντας ο Αυτόλυκος της εύφορης Ιθάκης,
λεχώνα πέτυχε τη θυγατέρα του με μόλις νεογέννητο παιδί,
οπότε η Ευρύκλεια έβαλε το μωρό στα γόνατά του,
κι όπως είχε τελειώσει πια το δείπνο, εκείνη τον προσφώνησε μιλώντας:
«Αυτόλυκε, να βρεις ο ίδιος τώρα τ' όνομά του, όποιο εσύ θα βάλεις
στο παιδί της θυγατέρας σου, εσύ που ευχόσουν πάντα ν' αποχτήσεις εγγονό.»
Τον λόγο παίρνοντας ο Αυτόλυκος μίλησε τότε δυνατά:
«Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούσετε ποιο όνομα του δίνω·
έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, που πάει να πει από πολλούς θυμώθηκα,
γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας
από τη μια χώρα στην άλλη—
γι' αυτό ονομάζω Οδυσσέα το παιδί, έτσι να το φωνάζουν.
Όσο για μένα, όταν με το καλό θα μεγαλώσει, έφηβος πια
να 'ρθει στον Παρνασσό, στο πατρικό της μάνας του, όπου φυλάω τα πλούτη μου·
θα του χαρίσω τότε μερτικό γενναίο, και πιο χαρούμενο θα τον ξεπροβοδίσω.»
Έτσι, μια μέρα ο Οδυσσέας πήγε να πάρει τα ταξίματα,
θαυμάσια δώρα· οπότε ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του, μόλις τον είδαν,
του έσφιξαν εγκάρδια το χέρι, του μίλησαν γλυκά κι ωραία.
Ενώ της μάνας του η μάνα τον κράτησε στην αγκαλιά της, τον φιλούσε τρυφερά,
μια στο κεφάλι, μια στα ωραία του μάτια.
Οπότε ο Αυτόλυκος πρόσταξε τώρα τους τιμημένους γιους του να ετοιμάσουν
[ 282 1
Νίτηρα
[ 26ο ]
Ραψωδία τ, 461-53^
[ 26ο ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία
[ 285 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 286 ]
Όδυσσέως καΐ Πηνελόπης ομιλία
287
Τά προ της μνηστηροφονίας
[ 288 1
Τά πρό της μνηστηροφονίας
[ 289 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 290 ]
Τά προ της μνηστηροφονίας
[291]
Ραψωδία υ, 147-225
[292 ]
Τά πρό της μνηστηροφονίας
[ 293 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 294 ]
Τά πρό της μνηστηροφονίας
γερός καβγάς.»
Ακούγοντας τον λόγο του, όλοι τους δάγκωσαν τα χείλη τους,
κατάπληκτοι με τον Τηλέμαχο που τόσο θαρρετά μιλούσε.
Οπότε ο Αντίνοος, του Ευπείθη ο γιος, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Βαριά, Αχαιοί, τα λόγια του Τηλέμαχου, ας τα δεχτούμε ωστόσο,
όσο κι αν μας ξεστόμισε άσχημες απειλές.
Ο Δίας όμως, ο Κρονίδης, δεν αφήνει· αλλιώς εμείς, στο σπίτι αυτό,
το στόμα του από καιρό θα το βουλώναμε, που κάνει τώρα
τον σπουδαίο ρήτορα.»
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος, αλλά δεν υπολόγισε τα λόγια του.
Στο μεταξύ μέσα στην πόλη κήρυκες έσερναν, για τους θεούς θυσία,
μιαν εκατόμβη ιερή, ενώ του τόπου οι Αχαιοί, με το μακρύ μαλλί τους,
στο ισκιωμένο δάσος συναθροίζονταν, άλσος του Απόλλωνα,
τοξότη ασυναγώνιστου.
Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν
απ' τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας
το πλούσιο γεύμα. Έβαλε όμως και στον Οδυσσέα μπροστά
ο τραπεζάρχης μερίδα ίση με των άλλων, όση τους έλαχε κι αυτούς,
όπως το πρόσταξε ο Τηλέμαχος, αγαπημένος γιος του ισόθεου πατέρα του.
Ωστόσο η Αθηνά δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσουν οι μνηστήρες
την πικρόχολή τους χλεύη, ώστε να φτάσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Ααέρτης.
Ήταν λοιπόν ανάμεσό τους κάποιος μνηστήρας βάναυσος και ανίερος,
Κτήσιππος τ' όνομά του, μ' αρχοντικό πέρα στη Σάμη, όπου κατοικούσε.
Αυτός, περήφανος για τα μεγάλα πλούτη του, γύρευε γυναίκα του να κάνει
του Οδυσσέα το ταίρι, που εκείνος έλειπε χρόνια στα ξένα.
Πήρε λοιπόν τον λόγο λέγοντας στους αλαζονικούς μνηστήρες:
«Ακούστε με, περήφανοι μνηστήρες, τι θα πω:
ο ξένος από ώρα τώρα πήρε τη μερίδα του, ίση μ' εμάς,
όπως ταιριάζει στην περίσταση· άσχημο θα 'ταν ασφαλώς
κι άδικο να μείνουν του Τηλέμαχου οι ξένοι στερημένοι,
όποιος κι αν φτάσει σπίτι του.
Γι' αυτό κι εγώ θα δώσω τώρα το δικό μου μερτικό,
φιλόξενο κι αυτό, που, αν θέλει, το χαρίζει αυτός στη σκλάβα του λουτρού
ή και σε κάποιον δούλο, απ' τους πολλούς που υπηρετούν
στου Οδυσσέα τα δώματα.»
Μιλώντας, έριξε ένα βοδίσιο πόδι με το χοντρό του χέρι—
το πήρε απ' το πανέρι. Ο Οδυσσέας όμως τη βολή του ξέφυγε,
κουνώντας λίγο το κεφάλι του, σαρκαστικά μισογελώντας,
μέσα στον θυμό του. Κι όπως το κόκαλο χτύπησε πάνω
στον καλοχτισμένο τοίχο, τον Κτήσιππο ο Τηλέμαχος βαριά αποπήρε:
«Κτήσιππε, μάλλον σε καλό σού βγήκε η άστοχη βολή, αφού
[ 295 ]
Ραψωδίασ,141-214
[296]
Τά πρό της μνηστηροφονίας
[ 297 ]
Ραψωδία φ, 419-434
Αυτά οι μνηστήρες μεταξύ τους έλεγαν, όμως εκείνος πια δεν πρόσεχε
τα λόγια τους· αμίλητος κοιτούσε τώρα τον πατέρα του, προσμένοντας
πότε θα βάλει χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες.
Παράμερα κι αντίκρυ, σ' ωραίο δίφρο καθισμένη του Ικαρίου η κόρη,
η Πηνελόπη σκεφτική, πρόσεχε τα λόγια των αντρών, τι έλεγε ο καθένας
στη μεγάλη αίθουσα.
Ωστόσο αυτοί χασκογελώντας στο φαγητό είχαν τον νου τους,
λαχταριστό κι ευχάριστο, σφαχτά από τόσα σφάγια.
Το άλλο όμως δείπνο, εκείνο θα τους έβγαινε άχαρο και ξινό,
αυτό που θα τους έστρωναν σε λίγο η Αθηνά κι ο Οδυσσέας—
δικό τους το άδικο, πρώτοι αυτοί το μηχανεύτηκαν.
298
φ
Τόξου Θέσις
βαλε τότε στο μυαλό της την ιδέα, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 300 ]
Τόξου θέσίς
[301]
Ραψωδίαω,469-548
[ 302 ]
Τόξου θέσις
[ 303 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 304 ]
Τόξου θέσις
[ 305 ]
Ραψωδίαυ,147-225
Σήμερα ωστόσο ο κόσμος ξεφαντώνει με του θεού μας την ιερή γιορτή—
σκασίλα για τα τεντωμένα τόξα. Γι' αυτό σας λέω,
παρατήστε τα. Όσο για τα πελέκια, ας μείνουνε εδώ, όλα στη θέση τους·
δεν το φαντάζομαι πως κάποιος θα βρεθεί, μπαίνοντας στο παλάτι
του Λαερτιάδη, να μας τα σηκώσει.
Ελάτε τώρα* ο κεραστής κούπες να πάρει, ας τις γεμίσει με κρασί,
σπονδή να κάνουμε κι εμείς, αφήνοντας στην άκρη τα καμπύλα τόξα.
Και πείτε, αύριο πρωί ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, να φέρει
στο παλάτι γίδες, όσες μες στο κοπάδι ξεχωρίζουν, μεριά να κάψουμε
του Απόλλωνα, ασυναγώνιστου τοξότη. Έπειτα δοκιμάζουμε
κι εμείς το τόξο, οπότε βλέπουμε πώς θα τελειώσει αυτός ο αγώνας.»
Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι ο λόγος του καλάρεσε.
Τότε τους έφεραν οι κήρυκες νερό, τα χέρια τους να πλύνουν,
έφηβοι ωραίοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες, κι ύστερα
πήραν να μοιράζουν σ' όλους κούπες με κρασί.
Εκείνοι στάλαξαν σπονδή, ήπιαν μετά όσο τραβούσε η ψυχή τους, και τότε
ο Οδυσσέας, πολύγνωμος και δολοπλόκος, μπήκε στη μέση λέγοντας:
«Μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας, ακούστε με ό,τι θα πω,
όσα η ψυχή στα στήθη μου προστάζει·
απ' τον Ευρύμαχο προπάντων και τον θεόμορφο Αντίνοο ζητώ
μια χάρη· πολύ σωστός ο λόγος που είπε,
προσώρας το τόξο να το βάλετε στην άκρη και στους αθάνατους ν' αφήσετε
την τελική απόφαση—αύριο ο θεός θα κρίνει σε ποιον θα δώσει σίγουρα τη νίκη.
Αλλά παρακαλώ, δώσετε και σ' εμένα αυτό το τόξο το γυαλιστερό,
να δοκιμάσω ανάμεσά σας τη δική μου δύναμη, όση μου απόμεινε
στα χέρια ακόμη, αυτήν που ακέραιη κρατούσαν κάποτε
τα λυγερά μου μέλη—στο μεταξύ τη χάλασε η τόση κακοπέραση
της περιπλάνησής μου.»
Αυτά τους είπε, εκείνοι όμως όλοι τους άναψαν και κόρωσαν γιατί
φοβήθηκαν μήπως μπορέσει να τεντώσει το γυαλιστερό δοξάρι.
Γι' αυτό ο Αντίνοος τον αποπήρε, αυτά τα λόγια ξεστομίζοντας:
«Ε, ξένε κακομοίρη, δεν έχεις φαίνεται μυαλό κουκούτσι.
Αλήθεια, δεν σου φτάνει που κάθεσαι μ' εμάς τους άρχοντες,
που με την άνεσή σου χορταίνεις φαγητό,
μερίδα δεν σου λείπει· ακόμη ακούς
τι λέμε μεταξύ μας, την κάθε μας κουβέντα, που άλλος κανείς,
ξένος ζητιάνος δεν άκουσε ποτέ και δεν ακούει.
Αλλά σ' έχει βαρέσει εσένα το γλυκό κρασί, που κι άλλους έβλαψε,
όποιον ξεδιάντροπα σαν καταβόθρα πίνει.
Με το κρασί την έπαθε κι ο Κένταυρος, ο διαβόητος εκείνος
Εύρυτίων, μέσα στο σπίτι του γενναίου Πειρίθου, φτάνοντας τότε
στους Ααπίθες. Με μεθυσμένο το μυαλό, μανιακός
[306 ]
Τόξου θέσίς
[307]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 308 ]
Τόξου θέσις
[ 309 ]
Ραψωδία φ, 419-434
310
χ
Μνηστήρων φόνος
Ο
ΠΟΤΕ Ο
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ' αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει
τέτοια δόξα.»
Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα,
μαλαματένια, λαμπερή· μέσα στα χέρια του την έπαιζε,
έτοιμος πια να πιει κρασί—δεν πήγε ο νους του ούτε στιγμή
στον φονικό του θάνατο. Αλλά και ποιος να φανταστεί, ανάμεσα
σε τόσους ομοτράπεζους, πως ένας με πολλούς, ας είχε και μεγάλη δύναμη,
θα συντελούσε το κακό τους τέλος, τη μαύρη μοίρα τους.
Κι όμως ο Οδυσσέας σημαδεύοντας τον βρήκε με το βέλος
στον λαιμό, πέρασε αντίκρυ ο χαλόςστον μαλακό του σβέρκο,
κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι,
κι ευθύς απ' τα ρουθούνια ανάβλυσε παχύ ρυάκι αίμα ανθρώπινο·
κλότσησε αυτόματα μακριά του το τραπέζι και χύθηκαν όλα τα φαγητά
στο πάτωμα, ψωμιά ανάκατα με κρέατα ψημένα.
Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλληκάρια
της Ιθάκης—-σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
ο Οδυσσέας τον σκότωσε—μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ' όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τους κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλησε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι' αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δεν φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ' τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν ήθελε ο ίδιος να 'ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ' τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ' ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου—ως τότε δικαιούσαι να 'σαι χολωμένος.»
Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
«Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ' αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν' αποφύγει, την κακή του μοίρα—δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
Έτσι τους μίλησε, κι αυτών τους κόπηκαν τα γόνατα, τρεμούλιαξε η καρδιά τους,
οπότε δεύτερη φορά ο Ευρύμαχος πήρε τον λόγο και μιλώντας
είπε στους μνηστήρες:
«Φίλοι, δεν πρόκειται αυτός τ' άπιαστα χέρια του να συγκρατήσει,
τώρα που κράτησε γερά το δουλεμένο τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη·
[ 312 ]
Μνηστήρων φόνος
[313]
Ραψωδία χ, 349-427
[ 314 ]
Μνηστήρων φόνος
[315]
Ραψωδία χ, 349-427
[ 316 ]
Μνηστήρων φόνος
Τώρα λοιπόν γιατί και πώς, φτασμένος πια οττο σπίτι και στα πλούτη σου,
μπρος στους μνηστήρες κλαψουρίζεις, σάμπως να σου έλειψε η αλκή;
Έλα, καλέ μου, τιλάι μου στάσου, κατόρθωμα να δεις,
να μάθεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, ξέρει
να ξεπληρώνει το καλό που του έκαναν, και στους εχθρούς μπροστά.»
Έτσι μιλώντας, δεν του χάριζε ολότελα τη νίκη ακόμη·
μόνο δοκίμαζε πάλι και πάλι το σθένος τους και την αλκή,
του Οδυσσέα και του φημισμένου γιου του.
Στο μεταξύ πετά ψηλά, στο μαυρισμένο απ* τον καπνό δοκάρι
της στέγης του μεγάρου κάθησε, κι έμεινε εκεί,
με χελιδόνι μοιάζοντας, να βλέπει.
Ο Αγέλαος, του Δαμαστόρου ο γιος, έδινε τώρα θάρρος στους μνηστήρες:
ο Ευρύνομος, ο Δημοπτόλεμος κι ο Αμφιμέδων,
ο Πείσανδρος, του Πολυκτόρου γιος, ο Πόλυβος, λάβρος αγωνιστής,
αυτοί ξεχώριζαν με την ανδρεία τους απ' τους μνηστήρες,
γενναίοι στο έπακρο, όσο ακόμη ζούσαν και μάχονταν για τη ζωή τους—
οι άλλοι είχαν κιόλας δαμαστεί από του τόξου τις πυκνές σαΐτες.
Τότε λοιπόν ο Αγέλαος φώναξε δυνατά, ν' ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, τώρα θα παραλύσουν πια τα χέρια του που ακαταμάχητα φαντάζουν,
αφού ο Μέντωρ το 'σκασε κι άφησε πίσω του κούφιες μονάχα καυχησιές,
έτσι που οι τέσσερις έμειναν μόνοι τους πατώντας της πόρτας το κατώφλι.
Αλλά σας λέω, μη ρίξετε όλοι μαζί τα μυτερά σας δόρατα,
πρώτα οι έξι ν' ακοντίσετε, κι ας δώσει ο Δίας στόχος σας
ο Οδυσσέας να γίνει, οπότε η δόξα σάς ανήκει—
τους άλλους μη τους λογαριάζετε, φτάνει νεκρός αυτός να πέσει.»
Τόσα τους είπε, κι όπως πρόσταξε, ρίχνουν οι έξι τα κοντάρια τους
μ' όλη τους την ορμή, όμως η Αθηνά μπήκε στη μέση κι όλα αστόχησαν
άλλος τον παραστάτη βρήκε του ακλόνητου μεγάρου,
άλλος συναρμοσμένα τα θυρόφυλλα, κάποιου το φράξινο χαλκόβαρο κοντάρι
στον τοίχο απέναντι καρφώθηκε.
Κι όπως δεν πείραξαν κανέναν τα κοντάρια των μνηστήρων,
πήρε τον λόγο βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος και στους δικούς του φώναξε:
«Φίλοι, σειρά μας τώρα, λέω να ρίξουμε κι εμείς τ' ακόντιά μας
απάνω στων μνηστήρων τον σωρό, που λύσσαξαν να μας σκοτώσουν,
μετά τις τόσες ανομίες τους.»
Τους μίλησε, κι οι τέσσερις, όλοι μαζί, ακοντίζουν με τα μακρά τους δόρατα,
γυρεύοντας τον στόχο του ο καθένας:
Τον Δημοπτόλεμο ο Οδυσσέας σκοτώνει, τον Ευρυάδη ο Τηλέμαχος,
τον Έλατο ο χοιροβοσκός, τον Πείσανδρο ο βουκόλος.
Κι έφαγαν όλοι χώμα με τα δόντια τους, μπούκωσε γη το στόμα τους.
Κι ενώ οι υπόλοιποι μνηστήρες υποχώρησαν στο βάθος του μεγάρου,
οι τέσσερίς τους όρμησαν και τράβηξαν τα δόρατα απ' τα κουφάρια.
[317]
Ραψωδία χ, 272-349
[318]
Μνηστήρων φόνος
[319]
Ραψωδία χ, 349-427
[ 320 ]
Μνηστήρων φόνος
[321]
Ραψωδίασ,1 4 1 - 2 1 4
[322]
Μνηστήρων φόνος
323
ψ
Όδνσσεως ύηό Πηνελόττης άναγνωμσμός
[ 324 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός
[ 325 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 326 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός
[ 327 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 328 ]
Όδνσσεως ύπό Πηνελόπης άναγνωρισμός
[329]
Ραψωδίαω,469-548
[ 330 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός
[ 331 ]
Ραψωδίαω,469-548
[ 332 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός
[ 333 ]
ω
Σπονδαί
Τ Στα χέρια του κρατούσε χρυσό και ωραίο ραβδί—αυτό που μαγνητίζει
τα μάτια των ανθρώπων, όποιου θελήσει εκείνος,
και τα κλείνει, ή κι απ* τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει.
Με τούτο το ραβδί έσερνε τις ψυχές μπροστά ο θεός,
κι εκείνες πίσω τρίζοντας.
Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας
πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου
όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες,
έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του,
καθώς πανούργος ο θεός £ρμής τις οδηγούσε
σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Πρώτα προσπέρασαν του Ωκεανού το ρέμα και τον Ασπρο Βράχο,
μετά τις πύλες διάβηκαν του Ήλιου, τον δήμο των Ονείρων,
κι έφτασαν τέλος σε λιβάδι ασφοδελό, όπου περιδιαβάζουν
οι ψυχές, είδωλα των νεκρών.
Εκεί απάντησαν του Αχιλλέα Πηλείδη την ψυχή,
με τις ψυχές μαζί του Πάτροκλου, του άψογου Αντιλόχου,
του Αίαντα, που ξεπερνούσε στην όψη και στο ανάστημα
τους άλλους Δαναούς, όλους μετά τον αξεπέραστο γιο του Πηλέα.
Κι όπως τριγύριζαν τον Αχιλλέα οι ψυχές αυτές,
ήλθε κοντά τους η σκιά του Αγαμέμνονα Ατρείδη,
βαριά θλιμένη—γύρω της κι άλλες φιλικές σκιές,
όσων χαλάστηκαν μαζί του στο αρχοντικό του Αιγίσθου,
όπου και βρήκαν τον μοφαίο χαμό.
Πρόλαβε τότε του Πηλείδη η ψυχή, στον Αγαμέμνονα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, πάντα το λέγαμε εμείς πως αγαπούσε εσένα πιο πολύ
από τους άλλους ήρωες ο Δίας τερπικέραυνος·
που εκεί στων Τρώων τη χώρα κυβερνούσες πολλούς κι αντρειωμένους,
όπου βασανιστήκαμε με τόσα πάθη οι Αχαιοί.
Μα να, σου έμελλε κι εσένα να σε χτυπήσει πριν της ώρας σου
η μαύρη μοίρα—αυτή που όποιος γεννηθεί να την ξεφύγει δεν μπορεί.
Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
[ 26ο ]
Νέκυια δευτέρα
[ 335 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 336 ]
Νέκνια δευτέρα
[ 337 ]
Ραψωδία ω, 469-548
τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το 'ξερε καλά,
κι εμείς την πιάσαμε επ' αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό—
οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Κι όταν εκείνη έχοντας υφάνει το μακρύ φαντό,
έπλυνε το πανί και το 'δειξε στο φως (σαν ήλιος έλαμπε και σαν φεγγάρι),
τότε από κάπου ένας δαίμονας κακός τον Οδυσσέα έφερε
στην άλλην άκρη, στους αγρούς, στη μάντρα του χοιροβοσκού.
Έφτασε εκεί κι ο γιος του, που με τον θείο Οδυσσέα έσμιξε,
γυρίζοντας από τις αμμουδιές της Πύλου πάνω στο μελανό καράβι του.
Κι αφού οι δυο τους μηχανεύτηκαν για τους μνηστήρες άγριο χαλασμό,
προχώρησαν στην ξακουσμένη πόλη μας—ο Οδυσσέας
δεύτερος, μπροστά ο Τηλέμαχος ανοίγοντας τον δρόμο.
Αυτόν τον έφερε ο χοιροβοσκός, φτωχό ζητιάνο κουρελή, γέρο
μ' ένα ραβδί στο χέρι, ζωσμένο με πανάθλια ρούχα.
Κανείς μας δεν τον αναγνώρισε, δεν μπόρεσε να καταλάβει
ποιος ήταν, έτσι που φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά,
μήτε κι οι πιο μεγάλοι ανάμεσά μας.
Τον βρίζαμε λοιπόν με λόγια αισχρά, βάναυσα τον χτυπούσαμε,
εκείνος όμως στην αρχή δεν αντιδρούσε· μέσα στο ίδιο του το σπίτι
δεχόταν με υπομονή και τις βρισιές και τα χτυπήματα.
Αλλ' όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας,
τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ* ασφάλισε
στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
Συνάμα, και με πονηριά, παρακινεί την Πηνελόπη να στήσει
στους μνηστήρες το τόξο εκείνο, με τα σκουρόχρωμα μαζί πελέκια,
αγώνισμα για μας τους δύσμοιρους, αρχή του φόνου μας.
Κανείς μας όμως δεν κατόρθωσε σε τούτο το γερό δοξάρι να τεντώσει
τη νευρή του—μας έλειψε μια τέτοια δύναμη.
Όταν ωστόσο πήγε να περάσει στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο,
βάλαμε όλοι τις φωνές, να μη δοθεί σ' αυτόν, όσα κι αν έλεγε
αγορεύοντας. Αλλά ο Τηλέμαχος είπε το ναι και τον παρακινούσε,
οπότε αυτός, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, δέχτηκε το τόξο,
εύκολα τη χορδή του τάνυσε, το βέλος στα πελέκια πέρασε,
και στο κατώφλι πια στημένος πήρε να ρίχνει
απανωτές τις γρήγορες σαΐτες, ψάχνοντας γύρω του μ' αγριεμένο μάτι.
Πρώτον τοξεύει το ρηγάρχη Αντίνοο, ύστερα σημαδεύοντας στρέφει
τα πολυστέναχτά του βέλη και στους άλλους, οπότε εκείνοι
έπεφταν νεκροί σωρός.
Ήτανε πια ολοφάνερο πως τους παράστεκε κάποιος θεός, κι αυτοί
χυμούν μ' άγριο μένος στο παλάτι και πήραν ένα γύρο
να σκοτώνουν βόγγος βαρύς, πανάσχημος σηκώθηκε
από κεφάλια που χτυπούσαν χάμω, το πάτωμα όλο άχνιζε στο αίμα.
[ 338 ]
Τά έν άγρφ
Έτσι, Αγαμέμνονα, εμείς χαθήκαμε, και τώρα ακόμη τα νεκρά μας σώματα
κείτονται αφρόντιστα μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι.
Γιατί οι δικοί μας δεν το πήραν είδηση, καθένας στο δικό του σπιτικό,
να 'ρθουν για να ξεπλύνουν τις πληγές μας από το μαύρο λύθρο,
να μας πλαγιάσουν και να μας θρηνήσουν—άλλη τιμή, το ξέρεις,
δεν απομένει στους νεκρούς.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή αναφωνώντας:
«Καλότυχε γιε του Ααέρτη, Οδυσσέα πολύτε;^ε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν' αποκτήσεις μ' αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόττη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι' αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.»
Έτσι μιλούσαν μεταξύ τους οι ψυχές στον Αδη,
στα έγκατα της γης. Ενώ στον πάνω κόσμο οι άλλοι,
από την πόλη κατεβαίνοντας, γρήγορα προχωρώντας,
φτάνουν στο χτήμα του Ααέρτη—καλοφτιαγμένο χτήμα, που κάποτε
με μόχθο και πολύν ιδρώτα μόνος του το συγύρισε.
Εκεί στεκόταν το δικό του σπιτικό, και γύρω γύρω τα καλύβια,
να τρων, να κάθονται και να κοιμούνται οι αναγκαίοι δούλοι,
που τον εφρόντιζαν πάντα μ' αγάτιη.
Ανάμεσά τους μια γριά, από τη Σικελία φερμένη, τον γέροντα
πιστά γηροκομούσε, εδώ στα χτήματα, μακριά απ' την πόλη.
Τότε στον γιο και στους δικούς του δούλους ο Οδυσσέας μίλησε:
«Εσείς μπείτε σε τούτο το καλοχτισμένο σπίτι,
σφάξετε γρήγορα ένα χοίρο, τον καλύτερο, φροντίζοντας το γεύμα.
Όσο για μένα, πάω να βρω, να δοκιμάσω τον πατέρα μου,
ανίσως με γνωρίσει, όταν με δουν τα μάτια του,
ή μήπως του φανώ αγνώριστος, μετά από τόσα χρόνια
που έλειψα στα ξένα.»
Είπε, κι αμέσως τα όπλα του πολέμου παρέδωσε στους δούλους.
Κι ενώ εκείνοι βιαστικά προχώρησαν στο σπίτι, ο Οδυσσέας
τράβηξε προς το πολύκαρπο χωράφι, να δοκιμάσει τον πατέρα του.
Δεν βρήκε ωστόσο, κατεβαίνοντας στο μέγα περιβόλι,
τον Δολίο μήτε κανέναν άλλον απ' τους δούλους
ή τους γιους του· όλοι τους είχαν πάει να μαζέψουν πέτρες,
[ 339 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 340 ]
Τά έν άγρφ
[341]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 342 ]
Τά έν Λαέρτου
[ 343 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 344 ]
Τά έν Λαέρτου
[ 345 ]
Ραψωδία ω, 469-548
[ 346 ]
Σπονδαί
347