You are on page 1of 347

ΟΜΗΡΟΥ Ο Δ Υ Σ Σ Ε Ι Α

ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥίΙίΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Α' τόμος, ραψωδίες α-λ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


[ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ]
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
(Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης
541 24 θεσσαλονίκη
ins@philauth.gr

© 2006 Δ. Ν. Μαρωνίτης & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Στοιχειοθετήθηκε
στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Η αναπαραγωγή
γτνεχαι ύστερα από άδεια του Δ. Ν. Μαρωνίτη
και του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών

Στο εξώφυλλο
κεφαλή του Οδυσσέα» περίπου 150 π-Χ.
(αντίγραφο των αρχών του πρώτου αι. μ.Χ.,
Sperlonga, Museo Archeologico Nazionale)
ΟΜΗΡΟΥ
οδυς;ς;εια
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Β' τόμος, ραψωδίες μ-ω

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


[ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ]
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
(Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης
541 24 θεσσαλονίκη
ins@philauth.gr

© 2006 Δ. Ν. Μαρωνίτης & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Στοιχειοθετήθηκε
στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Η αναπαραγωγή
γτνεχαι ύστερα από άδεια του Δ. Ν. Μαρωνίτη
και του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών

Στο εξώφυλλο
κεφαλή του Οδυσσέα» περίπου 150 π-Χ.
(αντίγραφο των αρχών του πρώτου αι. μ.Χ.,
Sperlonga, Museo Archeologico Nazionale)
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
ΓΙΏΡΓΟς ΣΕΦΕΡΗς
Πρόλογος

ΛΟΙΠΟΝ τον ξεπεράσαμε τον κάβο. Περνώντας δύο φορές τις συμπληγάδες, η με-
τάφραση της Οδύσσειας άραξε επιτέλους σε ήρεμο ακρογιάλι. Όπου εντοπίστηκε και
η πρώιμη, δειγματοληπτική, δοκιμή της, που την αναζήτησε ο Αίνος Πολίτης για την
«Τέχνη» της Θεσσαλονίκης το ΐ977· Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1988, ο Θάνος Μι-
κρούτσικος προσκάλεσε στο φεστιβάλ της Πάτρας μεταφρασμένη ολόκληρη τώρα
ραψωδία: την πέμπτη, που την είπαμε «Οδυσσέως Σχεδία» και που ακούστηκε ένα
μαγευτικό βράδυ ψηλά στο φρούριο της πόλης. Από τότε άρχισε να φαντάζει η πα-
ράτολμη ιδέα: θα μπορούσε άραγε να μεταφραστεί ολόκληρο το έπος, ραψωδία ρα-
ψωδία, με το πρωτότυπο κείμενο στο πλάι και τα Επιλεγόμενα ως επίμετρο; Αυτό το
ριψοκίνδυνο ταξίδι ξεκίνησε το 1990 και συντελέστηκε, με ενδιάμεσα πάθη, φθινό-
πωρο του 2001. Τόσα, υποθέτω, φτάνουν για όσους θέλγονται από σημαδιακές χρο-
νολογίες.
Άλλοτε και αλλού κατέγραψα «επτά διλήμματα», όσο ακόμη γύρευε η μετάφρα-
ση τον προσανατολισμό της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, θέλοντας να μείνει
απεριόριστη από προκαταβολικές, εκβιαστικές, αποφάσεις. Παραφράζω εδώ το τέ-
ταρτο και το έκτο δίλημμα:
Το σημαντικότερο μεταφραστικό πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να
κάνει με τη μεταρρύθμιση του πρωτότυπου ρυθμού, που είναι συνάμα σταθερός και
εναλλασσόμενος. Η σταθερότητα επιβάλλεται από τη συνέχεια της επικής αφήγη-
σης, μετρημένης σε δαχτυλικό εξάμετρο από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Μοιά-
ζοντας με τεράστιο φίδι που, καθώς εξελίσσεται, ποτέ και πουθενά δεν αλλάζει αρ-
θρωτικό σχήμα. Όμως οι, απρόβλεπτοι πολλές φορές, ελιγμοί του παραλλάσσουν τον
εξωτερικό σε εσωτερικό τώρα ρυθμό, καθώς η κίνηση του αφηγηματικού λόγου αλ-
λού ευθυγραμμίζεται, αλλού καμπυλώνεται, αλλού επιταχύνεται, αλλού επιβραδύ-
νεται, προσώρας αναστέλλεται. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός του έπους αναζητούσε
τη δική του ελευθέρωση, κι έτσι προέκυψε ο απελεύθερος στίχος της μετάφρασης.
Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώ-
ρου και χρόνου από το κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση
ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χα-
μογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνεία. Κι αυτό το πήγαινε έλα
καταλήγει σε μια παράξενη φιλοξενία.
Τέτοια φιλόξενη υποδοχή αναζητούσε η μετάφραση της Οδύσσειας. Τη βρήκε, ευ-
τυχώς, στη στέγη του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τύχη που μπορεί να ονο-
μαστεί και νόστος, αν συνυπολογιστεί πως η νέα έκδοση εντοπίστηκε στη γενέθλια
πόλη, στο Πανεπιστήμιό της, στον κόλπο της Φιλοσοφικής της Σχολής. Έτσι εξηγεί-

[9]
τω και η οφειλή ευγνωμοσύνης προς τους συμβούλους, τον πρόεδρο και τον διευθυ-
ντή του Ιδρύματος, οι οποίοι υποδέχτηκαν πρόθυμα τον απόλογο της μεταφραστικής
αυτής περιπλάνησης.
Όσο για τον αναγνώστη, θα πρέπει να γνωρίζει πως πιάνει στα χέρια του τώρα
μια μετάφραση αυτόνομη- δίχως την υποστήριξη του πρωτότυπου κειμένου και των
Επιλεγομένων, που κι αυτά με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν και κυκλοφορούν σε
χωριστό τόμο. Συνάμα διαβάζει μια μετάφραση επιδιορθωμένη, αλλού στα κρυφά,
αλλού πιο φανερά. Ψάχνοντας, όπως λέμε, την οριστική μορφή της—όνειρο άπιαστο,
παρήγορο όμως και ενθαρρυντικό.

Παγκράτι, Νοέμβριος 2005 Δ. Ν. Μαρωνίτης

10
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
α
Αθηνάς παραίνεσις ηρός Τηλέμαχον

ΟΝ άντρα. Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε

Τ ως τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας


πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκινά την αυτή την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ* εμάς.
Τότε λοιπόν οι άλλοι, όσοι ξέφυγαν τον άθλιον όλεθρο, όλοι τους ήσαν
σπίτι τους, γλιτώνοντας κι απ' του πολέμου κι απ' της θάλασσας τη μάχη.
Μόνο εκείνον, που τον παίδευε πόθος διπλός, του γυρισμού
και της γυναίκας του, τον έκρυβε κοντά της μια νεράιδα,
η Καλυψώ, θεά σεμνή κι αρχοντική, στις θολωτές σπηλιές της,
γιατί τον ήθελε δικό της.
Κι όταν, με του καιρού τ' αλλάγματα, ο χρόνος ήλθε που του ορίσαν οι θεοί
να δει κι αυτός το σπίτι του, να φτάσει στην Ιθάκη,
ούτε κι εκεί δεν έλειψαν οι αγώνες, κι ας ήταν πια με τους δικούς του.
Ωστόσο οι θεοί τώρα τον συμπαθούσαν, όλοι εκτός του Ποσειδώνα*
αυτός σφοδρό κρεμούσε τον θυμό του πάνω στον θεϊκό Οδυσσέα,
προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.
Εκείνον όμως τον καιρό ο Ποσειδώνας είχε ταξιδέψει στους μακρινούς
Αιθίοπες—οι Αιθίοπες στις δύο άκρες του κόσμου μοιρασμένοι·
μισοί όπου ο ήλιος βασιλεύει, μισοί απ' όπου ο ήλιος ανατέλλει.
Πήγε να πάρει μέρος στη θυσία, μιαν εκατόμβη με ταύρους και κριάρια,
και τώρα ευφραίνονταν στις τάβλες καθισμένος.
Τότε συνάχτηκαν οι υπόλοιποι θεοί στου ολύμπιου Δία το παλάτι,
όπου εκείνος πρώτος πήρε τον λόγο, πατέρας ανθρώπων και θεών.
Στον νου του φέρνοντας, θυμήθηκε τον φημισμένο Αίγισθο,
που τον θανάτωσε ο ξακουστός Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα*
αυτόν θυμήθηκε μιλώντας ο θεός στους αθανάτους:

[13]
Ραψωδία α, 32-106

«Αλίμονο, είναι αλήθεια ν' απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν


στους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας—
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ* το γραφτό τους.
Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας,
πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,
κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,
γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει·
αφού εμείς του στείλαμε τον άγρυπνον αργοφονιά Ερμή με μήνυμα,
μήτε εκείνον να σκοτώσει μήτε και τη γυναίκα του να μπλέξει
σε παράνομο κρεβάτι· αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση
του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλληκάρι πια,
θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.
Αυτά, με τόση φρόνηση ο Ερμής μιλώντας, του μηνούσε,
κι όμως τον νου του Αιγίσθου δεν κατόρθωσε ν' αλλάξει.
Τώρα, ακέριο και μεμιάς, το άνομο κρίμα του ξεπλήρωσε.»
Αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Πατέρα μας των αθανάτων, Κρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίστηκε και πάει—
την ίδια μοίρα να χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.
Εμένα όμως για τον Οδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου·
γενναίος αλλά δύσμοιρος, να βασανίζεται με τόσα πάθη,
απ' τους δικούς του χωρισμένος, σ' ένα περίβρεχτο νησί,
στον ομφαλό, όπως λένε, της θαλάσσης.
Νησί κατάφυτο με δέντρα, και μια θεά το κατοικεί στα δώματά της·
η θυγατέρα του Άτλαντα, που η γνώμη του γυρίζει μόνο στο κακό—
ξέρει καλά αυτός των θαλασσών τα βάθη, και πάνω του σηκώνει
ψηλές κολόνες, να κρατούν τον ουρανό χώρια απ' τη γη.
Η θυγατέρα του λοιπόν τον Οδυσσέα κατακρατεί, δύστυχο κι οδυρόμενο·
λόγια γλυκά προφέροντας και μαλακά σαν χάδια,
τον θέλγει ακατάπαυστα, για να ξεχάσει την Ιθάκη. Εκείνος όμως,
βυθισμένος στον καημό του, να δει καπνό της πατρικής του γης ψηλά
να ανηφορίζει, απελπισμένος εύχεται τον θάνατο. Εσένα ωστόσο,
Δία ολύμπιε, ως πότε αλύγιστη θα μείνει η βουλή σου; Ο Οδυσσέας
δεν ήταν που θυσίες σού πρόσφερε στην ευρύχωρη Τροία,
πλάι στ' αργίτικα καράβια;
Πώς και γιατί τόσος θυμός γι' αυτόν, ω Δία;»
Της αντιμίλησε ευθύς ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει:
«Κόρη μου εσύ, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Πώς θα μπορούσα εγώ να λησμονήσω τον θεϊκό Οδυσσέα,
που ξεχωρίζει η γνώση του απ' τους υπόλοιπους θνητούς,
και στις θυσίες όλους τους άλλους τούς ξεπέρασε, όσες προσφέρονται

[14]
Θεών αγορά

στους αθανάτους που κατέχουν τον πλατύ ουρανό;


Όχι εγώ, ο Ποσειδών, της γης κυρίαρχος, αυτός οργίστηκε εναντίον του
και στον θυμό του επιμένει για τον Κύκλωπα, γιατί του τύφλωσε
εκείνος το μοναδικό του μάτι.
Για τον ισόθεο μιλώ Πολύφημο, που η δύναμή του επιβάλλεται μεγάλη
σ* όλους τους Κύκλωπες· τον γέννησε η Θόωσα, του Φόρκη η νεραϊδένια
κόρη, δαίμονα της ατρύγητης θαλάσσης, που την κοιμήθηκε
ο Ποσειδών σε θολωτές σπηλιές.
Γι' αυτόν λοιπόν ο κοσμοσείστης Ποσειδών, τον Οδυσσέα,
αν δεν τον εξαφάνισε, περιπλανώμενο τον θέλει
από την πατρική του γη μακριά.
Τώρα ωστόσο όλοι εμείς είναι καιρός τον νόστο του να στοχαστούμε,
το πώς θα επιστρέψει. Τότε κι ο Ποσειδών θα σταματήσει την οργή του·
δεν γίνεται να αντιταχθεί στους άλλους αθανάτους,
παρά τη θέληση όλων των θεών, μόνος εκείνος να αντιμάχεται.»
Τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
«Πατέρα μας Κρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,
αν, όπως λες, συγκλίνει πράγματι των μακαρίων η γνώμη, να επιστρέψει
στο δικό του σπίτι ο Οδυσσεύς, με τόση γνώση που κατέχει,
ας στείλουμε αμέσως τον Ερμή, ψυχοπομπό κι αργοφονιά,
στης Ωγυγίας το νησί με δίχως καθυστέρηση να βρει την καλλιπλόκαμη
νεράιδα και να της πει την απαράβατη εντολή μας,
τον νόστο του καρτερικού Οδυσσέα, πως πρέπει να επιστρέψει.
Όσο για μένα, κατεβαίνω τώρα στην Ιθάκη, τον γιο του
να ερεθίσω, τόλμη θα βάλω στην καρδιά του, να συγκαλέσει σε συνέλευση
τους Αχαιούς, που τρέφουν πλούσια κόμη·
να απαγορεύσει τους μνηστήρες όλους, όσοι κοπαδιαστά του σφάζουν
πρόβατα και βόδια, με κέρατα στριφτά, πόδια λοξά στο βάδισμα.
Κι ακόμη στη Σπάρτη θα τον στείλω και στις μεγάλες αμμουδιές
της Πύλου, να μάθει, αν κάπου ακούσει, τον νόστο του πατέρα του—
έτσι θα κατακτήσει φήμη στους ανθρώπους, που λαμπρή θα μείνει.»
Είπε κι ευθύς δένει στα πόδια της τα ωραία σαντάλια,
θεσπέσια και χρυσά, εκείνα που την ταξιδεύουν στη θάλασσα
και στην απέραντη στεριά ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου.
Ύστερα στο χέρι κράτησε άλκιμο κοντάρι, ακονισμένο με χαλκό,
βαρύ, θεόρατο και στιβαρό· μ αυτό η κόρη του πανίσχυρου Διός
δαμάζει των γενναίων πολεμιστών τις τάξεις που της ξανάψαν τον θυμό.
Χύθηκε τότε, ακροπατώντας τις κορφές του Ολύμπου,
και βρέθηκε μεμιάς στον δήμο της Ιθάκης, να στέκει
στην εξώθυρα του Οδυσσέα, πατώντας το κατώφλι της αυλής του.
Με το χαλκό κοντάρι της στο χέρι, επήρε τη μορφή ενός ξένου·
κι ολόιδια με τον Μέντη, άρχοντα των Ταφίων, έπεσε πάνω στους αγέρωχους

[15]
Ραψωδία α, 106-184

μνηστήρες· που εκεί, μπροστά στις πύλες του σπιτιού, έβρισκαν


ευχαρίστηση παίζοντας τους πεσσούς, σε τομάρια βοδιών καθισμένοι,
που τα σφάξαν οι ίόιοι.
Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν:
άλλοι να σμίγουν σε κρατήρες με νερό κρασί, άλλοι να πλένουν
τα τραπέζια με σφουγγάρια τρυπητά και να τα στήνουν,
κάποιοι να κομματιάζουν άφθονα τα κρέατα.
Πρώτος απ' όλους ο Τηλέμαχος την είδε, ωραίος σαν θεός·
ήταν με τους μνηστήρες καθισμένος, κι όμως ταξίδευε ο νους του πικραμένος.
Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του τον πατέρα του ένδοξο:
αν ξαφνικά γύριζε πίσω· αν τους μνηστήρες πετούσε έξω απ' το παλάτι·
αν έπαιρνε ο ίδιος πάλι την αρχή στα χέρια του, και μέσα στα αγαθά του
βασίλευε σαν πρώτα...
Το όραμα αυτό ανέβαινε στον νου του, πλάι στους μνηστήρες—
κι είδε την Αθηνά. Ευθύς προς την αυλόθυρα έτρεξε, γιατί
τον έπιασε η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος.
Κοντά της στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ' άλλο
πήρε το χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας
χορτάσεις, τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.»
Είπε και τράβηξε μπροστά· η Αθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια,
ακολουθούσε, κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα.
Το δόρυ της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα,
το 'βαλε μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ' άλλα δόρατα
περίμεναν, άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθήσει, λεπτουργημένο κι όμορφο,
πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της
έσυρε το σκαμνί.
Έφερε πλάι της και το δικό του σκαλισμένο κάθισμα,
παράμερα από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους,
χάσει το κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό·
ήθελε εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του,
που χρόνια τώρα έλειπε στα ξένα.
Τότε μια παρακόρη έφερε νερό, με τ' όμορφο χρυσό λαγήνι,
τα χέρια τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά
σ' ένα αργυρό λεβέτι· μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι,
ενώ η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί
κι άφθονο φαγητό, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
Στα χέρια του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα
κάθε λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές,
και κάθε τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους.

[16]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον

Σε λίγο αγέρωχοι οι μνηστήρες μπήκαν κι αυτοί στην αίθουσα,


πήραν με τη σειρά τους θέση σε θρόνους κι αναπαυτικά καθίσματα.
Τότε τους έχυναν νερό στα χέρια τους οι κήρυκες,
δούλες γεμίζαν με ψωμί πλεχτά πανέρια,
έφηβοι τους κρατήρες με πιοτό ξεχείλιζαν,
κι αυτοί τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Και μόνο όταν κόρεσαν τον πόθο τους με το φαΐ και το πιοτό,
τραβούσε άλλα πια η ψυχή τους: τραγούδι, μουσική, χορό—
συμπλήρωμα απαραίτητο σ' ένα καλό τραπέζι.
Τότε κι ο κήρυκας φέρνει και δίνει την πανέμορφη κιθάρα
στου Φήμιου τα χέρια, που τραγουδούσε στους μνηστήρες από ανάγκη·
έκρουσε ωστόσο τις χορδές, ψάχνοντας τον σκοπό για ωραίο τραγούδι.
Την ίδια ώρα ο Τηλέμαχος γύρισε να μιλήσει στη γλαυκόματη Αθηνά,
γέρνοντας το κεφάλι προς το μέρος της, να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι:
«Καλέ μου ξένε, θα με παρεξηγήσεις αν γυμνή τη σκέψη μου σου πω;
Το μέλημά τους, ξένε, είναι αυτά που βλέπεις: κιθάρα και τραγούδι,
εύκολο μέλημα, αφού ατιμώρητοι ρημάζουν ξένα αγαθά·
ενός που τα λευκά του οστά, κάπου αφημένα στη στεριά,
τα σάπισε η νεροποντή, ή και το κύμα τα παρασύρει του πελάγου.
Αν όμως στην Ιθάκη γύριζε εκείνος, αν μπρος στα μάτια τους τον έβλεπαν
όλοι τους λέω πως θα ύψωναν ευχή, πόδια να είχαν ελαφρότερα,
παρά να τους βαραίνει ο πλούτος με μαλάματα και ρούχα.
Μα τώρα αυτός αφανισμένος, όπως αφανίστηκε, με θάνατο άσχημο,
δεν άφησε σ' εμάς καμιά παρηγοριά κι ελπίδα, αν κάποιος από τους
θνητούς στη γη που κατοικούμε ισχυριστεί πως θα γυρίσει·
του γυρισμού του η μέρα χάθηκε και πάει.
Όμως εσύ αποκρίσου σ' ό,τι κι αν σε ρωτήσω, καθαρά και ξάστερα:
ποιος είσαι κι από πού; πού βρίσκονται ο τόπος κι οι γονείς σου;
με ποιο καράβι εδώ μας ήλθες; γιατί οι θαλασσινοί σ' οδήγησαν
ως την Ιθάκη; ποιες ήταν οι συστάσεις τους; Λέω πως δεν έφτασες
εδώ πεζός. Απάντησε όμως και σ' αυτό το ερώτημα, δίχως περιστροφές
παρακαλώ· θέλω να μάθω αν έρχεσαι πρώτη φορά στα μέρη μας,
ή μήπως είσαι φίλος πατρικός.
Γιατί κι άλλους πολλούς αυτό το σπίτι καλωσόρισε,
αφού κι εκείνος ήταν κοσμογυρισμένος.»
Ανταποκρίθηκε, τα μάτια λάμποντας, αμέσως η θεά Αθηνά:
«Πρόθυμα κι ακριβώς, όσα ζητάς να μάθεις, θα σου πω:
Μέντης το όνομά μου, γιος του εμπειροπόλεμου Αγχιάλου,
ο ίδιος τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνώ*
εδώ μ' ένα καράβι και συντρόφους έφτασα, έτοιμος
να ανοιχτώ στο μπλάβο πέλαγος, πηγαίνοντας σ' αλλόγλωσσους
ανθρώπους, στην Τεμέσα· γυρεύω ν' ανταλλάξω σίδηρο γυαλιστερό

[ΐ7ΐ
Ραψωδία α, 184-258

που φέρνω, με χαλκό· κι όσο για το καράβι μου, με περιμένει


κάπου εκεί στα χτήματα, έξω απ' την πόλη, στο λιμάνι Ρείθρο,
κάτω απ* το δασωμένο Νήιο.
Ναι, καμαρώνουμε πως είμαστε αμοιβαίοι φίλοι, γονικοί κι ανέκαθεν—
πήγαινε, αν θέλεις, να ρωτήσεις τον αντρείο Λαέρτη, γέροντα πια,
που τώρα ακούω δεν κυκλοφορεί σαν άλλοτε στην πόλη·
αποτραβήχτηκε στα χτήματα, βαρύς από τα βάσανα
και μόνος, με μια γερόντισσα που τον υπηρετεί· αυτή στο πλάι του
αφήνει φαγητό και το κρασί, όταν ο κάματος του παραλύει τα μέλη—
όλη τη μέρα, λένε, σέρνεται σ' εκείνην την πλαγιά με τα πολλά τ' αμπέλια.
Και να 'με τώρα· η φήμη μ' έφερε
πως βρίσκεται ο πατέρας σου κιόλας στην πόλη—
φαίνεται όμως οι θεοί τού φράζουνε τον δρόμο ακόμη.
Ωστόσο ο θείος Οδυσσέας δεν πέθανε, και δεν τον σκέπασε
της γης το χώμα· είναι, πιστεύω, ζωντανός, κι ας εμποδίζεται
στη μέση του ανοιχτού πελάγους, όπου και τον κρατούν,
σ' ένα νησί περίβρεχτο, άνθρωποι απολίτιστοι και βάναυσοι·
αυτοί, χωρίς τη θέλησή του, τον δεσμεύουν.
Άκουσε όμως τώρα τη μαντεία μου, όπως μέσα στον νου μου
την ξυπνούν οι αθάνατοι κι όπως νομίζω πως θα γίνει—
δεν ισχυρίζομαι πως είμαι μάντης, μήτε και καλοξέρω να εξηγήσω
τα σημάδια των πουλιών, κι όμως:
πολύν καιρό ακόμη δεν θα μείνει εκείνος μακριά από την πατρίδα του·
έστω κι αν τον κρατούν στα σίδερα,
θα βρει τον τρόπο να γυρίσει, αυτός που είναι πολυμήχανος.
Μα τώρα απάντησε στο ερώτημά μου και μίλησέ μου ειλικρινά:
αν, ένα τέτοιο παλληκάρι, είσαι του Οδυσσέα, ο δικός του γιος·
απίστευτο πώς μοιάζεις στο πρόσωπο και στα όμορφά σου μάτια
εκείνου—βλεπόμαστε συχνά και μεταξύ μας ανταμώναμε,
προτού κινήσει να ανεβεί στην Τροία, όπου κι οι άλλοι
Αργείοι, οι γενναιότεροι, πήγαν με τα βαθιά τους πλοία.
Μετά χαθήκαμε· δεν είδα πια τον Οδυσσέα εγώ, μήτε κι αυτός εμένα.»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και γνώση:
«Δεν θα σου κρύψω, ξένε, τίποτε, τη σκέψη μου θα φανερώσω·
η μάνα μου ισχυρίζεται πως είμαι γέννημα δικό του, όμως
εγώ δεν ξέρω· ποιος τάχα ως τώρα μόνος του αναγνώρισε
εκείνον που τον έσπειρε;
Άμποτε να 'μουν ενός άλλου ο γιος, καλόμοιρου,
που τα γεράματα τον βρίσκουν μέσα στ' αγαθά του·
τώρα φαντάσου, ο πιο δυστυχισμένος που γεννήθηκε σ' αυτόν τον κόσμο,
αυτός μου λένε πως με γέννησε—η ερώτησή σου με προκάλεσε
κι έδωσα την απόκρισή μου.»

[18]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον

Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε:


«Όχι, δεν το νομίζω πως οι θεοί έχουν ορίσει τη γενιά σου
ανώνυμη στο μέλλον, αφού σε γέννησε τέτοιον που είσαι η Πηνελόπη.
Και τώρα κάτι άλλο πες μου, ειλικρινά·
τι γλέντι είναι αυτό; τι σόι συνάθροιση; ποια η δική σου
υποχρέωση; καμιά γιορτή; ή μήπως γάμος; Πάντως δεν πρόκειται για γεύμα
εταιρικό· γιατί πολύ ξεδιάντροποι μου φαίνονται και ξιπασμένοι,
έτσι που τρων αυτοί και πίνουν στο παλάτι· θα αγανακτούσε ασφαλώς,
τα τόσα αίσχη βλέποντας, αν κάποιος κατά τύχη ερχόταν,
φτάνει να ήταν συνετός.»
Της αποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμος πάντα και με γνώση:
«Αφού τέτοια ερωτήματα μου θέτεις, γυρεύοντας εξήγηση—
ήταν ένας καιρός που αυτό το σπίτι είχε την τύχη του στα πλούτη,
στις τιμές, όσο εκείνος κατοικούσε αυτή τη χώρα.
Αλλά βουλήθηκαν αλλιώς κάποιοι θεοί, βάζοντας το κακό στον νου τους,
και τώρα εκείνον άφαντον τον έκαναν, παρά κανέναν άλλον.
Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα 'ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ' άφηνε μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα ανήκουστον τον έχουν αναρπάξει οι Αρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ' εμένα οδυρμούς κι οδύνες.
Αλλά δεν κλαίω, δεν στενάζω εκείνον μόνο,
αφού μου δώσαν οι θεοί πρόσθετα και μεγάλα βάρη:
όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν, οι πρώτοι
στο Δουλίχιο, στη Σάμη και στη δασωμένη Ζάκυνθο,
κι άλλοι, ρηγόπουλα στον βράχο της Ιθάκης,
όλοι τους έγιναν της μάνας μου μνηστήρες και μας μαδούν το σπιτικό·
εκείνη μήτε τον φριχτό τους γάμο αρνείται, μήτε και βρίσκει δύναμη
να δώσει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ οι μνηστήρες
αρπάζουν και ρημάζουν τα αγαθά μου—σε λίγο
θα κατασπαράξουνε κι εμένα.»
Του αντιμίλησε με πάθος η Αθηνά Παλλάδα:
«Αλίμονο κι αλήθεια, μακριά σου χρόνια ατέλειωτα, πόσο
ο Οδυσσέας σού λείπει! Που θα μπορούσε, τιμωρός, το χέρι
να σηκώσει στους αναίσχυντους μνηστήρες.
Γιατί, αν τώρα ερχόταν και στην εξώθυρα του παλατιού στεκόταν,
με περικεφαλαία, την ασπίδα και τα δυο του δόρατα,
ίδιος στην όψη, σαν την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδα εγώ
στο σπίτι μας, να πίνει και να ευφραίνεται.

[19]
Ραψωδία α, 259-334

Μόλις ανέβαινε από την Εφύρη, γυρίζοντας από τον γιο του Μέρμερου,
τον Ίλο—ταξίδεψε κι εκεί με το γοργό καράβι του,
φαρμάκια ο Οδυσσέας ζητώντας φονικά, να τα 'χει χρίσμα
για τα χάλκινά του βέλη· εκείνος όμως του τα αρνήθηκε,
από τον φόβο των αθάνατων θεών, ενώ ο δικός μου ο πατέρας
του τα πρόσφερε, τόσο πολύ τον αγαπούσε.
Αν με την ίδια όψη ο Οδυσσέας έπεφτε στους μνηστήρες,
ο θάνατός τους λέω δεν θ' αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
Όμως αυτά, όπως και να ναι, οι θεοί τ' αποφασίζουν,
αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής, ή μήπως κι όχι,
στο παλάτι του. Εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς,
να βρεις τον τρόπο, και να διώξεις απ' το σπίτι τους μνηστήρες.
Άκου λοιπόν τι θα σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου:
αύριο κιόλας, καλώντας σε συνέλευση τους τίμιους Αχαιούς,
& όλους μπροστά εξηγήσου, κι ας είναι μάρτυρές σου οι θεοί·
δώσε διαταγή για τους μνηστήρες, πως πρέπει
να ξεκουμπιστούν, να παν στα σπίτια τους· ύστερα η μάνα σου,
αν η καρδιά της φλέγεται για νέο γάμο, πίσω ας γυρίσει
στο παλάτι του πατέρα της, αυτός έχει και δύναμη και πλούτη·
εκεί ας της ταιριάξουνε τον γάμο, και να της ετοιμάσουνε
γενναία προικιά, όσα στη θυγατέρα τους αρμόζουν, να τη συνοδεύσουν.
Για σένα πάλι, έχω άλλη συμβουλή, φρόνιμη αν ο' αυτή υπακούσεις:
καράβι σήκωσε, το πιο γερό, μ' είκοσι κωπηλάτες,
και πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου, αν κάποιος
άνθρωπος θνητός κάτι θα έχει να σου πει· μπορεί
και του Διός ν' ακούσεις την προφητική φωνή—μεγάλη δόξα
φέρνει στους ανθρώπους.
Πρώτα να πας στην Πύλο, ρωτώντας τον σεβάσμιο Νέστορα,
ύστερα συνεχίζεις για τη Σπάρτη, να δεις και τον ξανθό Μενέλαο,
που τελευταίος γύρισε από τους άλλους Αχαιούς, όσοι φορούσαν τότε
χάλκινα πουκάμισα.
Εκεί ανίσως τον νόστο ακούσεις του πατέρα σου, πως ζει,
μ' όλη την παιδωμή σου, κάνε υπομονή γι' αυτόν τον χρόνο·
αν μάθεις όμως πως τον βρήκε ο θάνατος κι έσβησε η ζωή του,
τότε γυρίζεις πίσω στη γλυκιά πατρίδα,
υψώνεις επιτάφιο σήμα, τιμώντας τον νεκρό και με κτερίσματα
πολλά, όσα του πρέπουν—ύστερα δώσε και τη μάνα σου
σε κάποιον άλλον άντρα.
Κι όταν τελειώσεις μ' όλα αυτά και γίνουν πράξη,
τότε με νου και σκέψη συλλογίσου, τρόπο να βρεις,
μες στο παλάτι, να σκοτώσεις τους μνηστήρες, με δόλο
ή κι αναφανδόν δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι,

[20]
Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον

αφού δεν είσαι πια κανένα παιδαρέλι.


Ή μήπως και δεν άκουσες πόσο μεγάλη δόξα, πανανθρώπινη,
κατέκτησε ο θείος Ορέστης, αφότου σκότωσε τον πατροκτόνο του,
τον δόλιο Αίγισθο, εκείνον τον φονιά του ξακουστού πατέρα του.
Έτσι, καλέ μου, σε βλέπω ωραίο κι αψηλό·
δείξου κι εσύ πως είσαι παλληκάρι, να σε δοξάσουν οι μελλούμενες γενιές.
Όσο για μένα, αρμόζει να κατηφορίσω στο γοργό καράβι μου
και στους συντρόφους—θα αδημονούν μες στη μεγάλη αναμονή τους.
Δικό σου μέλημα τα υπόλοιπα,
θυμήσου και να σκέφτεσαι τις συμβουλές μου.»
Πάλι της αποκρίθηκεν ο τόσο γνωστικός Τηλέμαχος:
«Ξένε, το ξέρω πως αυτά τα λόγια σου μ' αγάπη τα προφέρεις,
όπως πατέρας στο παιδί του—υπόσχομαι να μην τα λησμονήσω.
Αλλά παρακαλώ σε τώρα, λίγο καθυστέρησε, κι ας είναι βιαστικός
ο δρόμος σου· για να λουστείς, κι ύστερα ευφρόσυνος
με δώρο στο καράβι να κατέβεις, που να το χαίρεται η ψυχή σου,
πάγκαλο και πολύτιμο, για να σου μείνει από μένα θυμητάρι σταθερό,
καθώς οι ξένοι που γνωρίζονται με φίλους ανταλλάσσουν.»
Αμέσως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, του απάντησε:
«Μην προσπαθείς να με κρατήσεις κι άλλο, τώρα που ο δρόμος
με καλεί· το δώρο σου όμως, όποιο η καρδιά σου
επιθυμεί να μου χαρίσεις, μου το προσφέρεις την επόμενη φορά
που θ' ανεβώ στο σπίτι σου—διάλεξε να ναι το καλύτερο,
έτσι κι εσύ θα πάρεις άξιο αντιχάρισμα.»
Μίλησε, κι όπως τέλειωσε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, εχάθη:
σαν το πουλί πετώντας, ξέφυγε από το άνοιγμα της στέγης·
εκείνου όμως την ψυχή την ενδυνάμωσε με θάρρος, ενίσχυσε και στέριωσε
τη μνήμη του πατέρα του, για να τον έχει συνεχώς στον νου του.
Αυτός καταλαβαίνοντας, έλαμψε ο νους του,
τον συνεπή ρε θάμβος, ένιωσε πως θεός ήταν ο ξένος,
κι αυτόματα κινήθηκε προς τους μνηστήρες, ισόθεος άντρας.
Τους τραγουδούσε ο φημισμένος αοιδός, κι εκείνοι
καθισμένοι τον ακούν με τη σιωπή τους· των Αχαιών τον νόστο
τραγουδούσε, πικρόν όπως τον όρισε τον γυρισμό τους απ' την Τροία
η Αθηνά Παλλάδα. Τότε
από το υπερώο ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα·
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν οι δυο της βάγιες.
Κι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατεί στερεή τη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.

[21]
Ραψωδία α, 335-4θ8

Κι ενώ πιστές οι ακόλουθες, δεξιά κι αριστερά, της παραστέκουν,


εκείνη δακρυσμένη μίλησε στον θεϊκό αοιδό:
«Φήμιε, το ξέρεις πως μπορείς να θέλγεις τους θνητούς
και μ άλλα κατορθώματα μεγάλα, ανθρώπων και θεών,
των αοιδών τα γνώριμα τραγούδια·
ένα απ* αυτά παρακαθή μένος τραγούδησε, κι αυτοί ας πίνουν το κρασί τους
σιωπηλοί· ετούτο μόνο το τραγούδι μην το συνεχίσεις,
θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει την καρδιά μου
μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος.»
Της αντιμίλησε όμως ο γνωστικός Τηλέμαχος:
«Μητέρα μου, πώς θέλεις ν' αρνηθείς στον τιμημένο μας αοιδό
χαρά να δίνει μ' ό,τι βάζει ο νους του; Φταίχτες δεν είναι
οι αοιδοί· ο Δίας ίσως είναι ο αίτιος, που δίνει στους φιλόπονους
ανθρώπους ό,τι θελήσει εκείνος στον καθένα.
Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ αυτόν να πέφτει,
που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις,
οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι
που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο.
Θάρρος λοιπόν χρειάζεσαι και σφίξε την καρδιά σου να τ' ακούσεις·
δεν ήταν μόνος ο Οδυσσέας που χωρίστηκε στην Τροία
από του νόστου του τη μέρα· κι άλλοι πολλοί, γενναίοι άντρες,
χάθηκαν και πάνε.
Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου έργα απασχολήσου,
τον αργαλειό, τη ρόκα· δίνε στις παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν
με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός,
και περισσότερο δικό μου· σ' αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης.»
Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
σταλάζοντας ύπνο γλυκό.
Την ίδιαν ώρα οι μνηστήρες, στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
σήκωσαν ταραχή: όλοι τους κι ολοφάνερα κάνουν ευχή, μαζί της θέλουν
να πλαγιάσουν στο κρεβάτι.
Τότε λοιπόν τον λόγο πήρε πρώτος ο συνετός Τηλέμαχος:
«Μνηστήρες της μητέρας μου, που σας κατέχει υπεροψία και μέθη,
προς το παρόν, στου δείπνου την απόλαυση ας δοθούμε, αλλά χωρίς
φωνές· αλήθεια βρίσκω τόσο ωραίο να ακούει κανείς τον αοιδό μας,

[22]
Μνηστήρων ευωχία

τέτοιος που είναι, θα 'λεγες η φωνή του μοιάζει με θεού.


Με το ξημέρωμα όμως καλώ τους πάντες να βρεθούμε
στην αγορά για τη συνέλευση, όπου σκοπεύω να σας πω την απαγόρευση μου
απερίφραστα: έξω από το παλάτι πια· αλλού να ψάξετε
έτοιμα τραπέζια· και στο εξής να σπαταλάτε δικά σας αγαθά,
τα σπίτια μεταξύ σας συναλλάζοντας.
Ανίσως όμως και νομίζετε πως είναι συμφερότερο και πιο γενναίο,
τα πλούτη ενός ανθρώπου να εξανεμίζονται έτσι ατιμώρητα,
φάτε λοιπόν κι αρπάξτε· τότε κι εγώ θα υψώσω στους αθάνατους φωνή,
άμποτε ο Δίας στην παρανομία αυτή να δώσει εκδίκηση·
τότε, ως τώρα ατιμώρητοι, μέσα στο σπίτι, εδώ, θα βρείτε τον χαμό.»
Έτσι ωμά τους μίλησε· κι εκείνοι, τα χείλη τους δαγκώνοντας,
έμειναν ώρα να θαυμάζουν όλοι τους τον Τηλέμαχο, το θάρρος της αγόρευσής του.
Μετά του αντιμίλησε ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη:
«Φαίνεται πως, Τηλέμαχε, καλά σε δασκαλεύουν οι θεοί αυτούσιοι,
κι έγινες επηρμένος, με τόσο θράσος που αγορεύεις.
Μόνο μη δώσει ο Δίας και, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη,
βρεθείς εσύ ο κληρονόμος βασιλιάς μας, από το γένος του πατέρα σου.»
Αμέσως τότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, έστω κι αν με φθονήσεις, τον λόγο μου εγώ θα πω:
θα το δεχόμουν, αν ο Δίας το χάριζε, αξίωμα βασιλικό.
Φαντάζομαι να συμφωνείς ότι η τιμή του στους ανθρώπους δεν είναι
ευκαταφρόνητη· και δεν νομίζεται κακό να βασιλεύεις·
σπίτι γεμάτο πλούτη, κι οι μεγαλύτερες τιμές δικές σου.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αχαιοί να βασιλεύσουν,
νέοι και γέροι, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη·
ένας τους θα μπορούσε να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα,
αφού ο θείος Οδυσσεύς είναι νεκρός.
Όσο για μένα, το αξιώνω, ο ίδιος να 'μαι ο κύριος του σπιτιού μου,
εγώ να κυβερνώ τους υπηρέτες—τη λεία που κέρδισε
ο ξακουστός πατέρας μου.»
Τότε στη μέση μπήκε ο γιος του Πολύβου, ο Ευρύμαχος:
«Τηλέμαχε, αυτά εναπόκεινται στην κρίση των θεών,
ποιος από τους Αχαιούς θα βασιλεύσει στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη.
Τα χτήματά σου είναι βέβαια δικά σου, στο σπίτι σου εσύ 'σαι ο αφέντης.
Και να μη σώσει κάποιος, όποιος, χωρίς την άδειά σου,
το βιος σου με τη βία ν' αρπάξει, όσο η Ιθάκη
κατοικείται από ανθρώπους.
Αλλά, ωραίε και γενναίε εσύ, θέλω να σε ρωτήσω για τον ξένο:
ποιος είναι κι από πού; για ποια, δική του χώρα καμαρώνει;
ποια η γενιά του κι η πατρίδα του; ποιο χώμα τον ανάστησε;
Ή μήπως φέρνει κάποιο νέο για τον πατέρα σου;

[23]
Ραψωδία α, 409-444

Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη.
Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε
να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό.»
Με σύνεση και γνώση του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος:
«Ευρύμαχε, για μένα ο νόστος του πατέρα μου είναι χαμένη υπόθεση·
δεν εμπιστεύομαι λοιπόν κανένα μήνυμα, αν από κάπου φτάσει,
μήτε και λογαριάζω τους χρησμούς, αν κάποιον μάντη η μάνα μου
φωνάξει στο παλάτι και μ' αγωνία τον ρωτά.
Όσο γι' αυτόν τον ξένο, φίλος μας είναι πατρικός» από την Τάφο·
Μέντης το όνομά του και καυχιέται πως είναι ο γιος του εμπειροπόλεμου
Αγχιάλου· ο ίδιος τώρα τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνά.»
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, κι ας είχε αναγνωρίσει την αθάνατη θεά.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες παραδόθηκαν στο γλέντι·
με τον χορό ευφραίνονταν και το παθητικό τραγούδι,
πότε θα πέσει το σκοτάδι περιμένοντας.
Και μέσα στην ξεφάντωση πέφτει το βράδυ σκοτεινό και μαύρο·
τότε σηκώθηκαν να κοιμηθούν, καθένας τράβηξε στο σπίτι του.
Με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος—μια κάμαρη ψηλή,
για χάρη του χτισμένη, έβλεπε στην αυλή, πανέμορφη
κι ολόγυρα προφυλαγμένη.
Πήγε λοιπόν εκεί να κοιμηθεί, αλλά ο νους του γύριζε από τις σκέψεις
τις πολλές. Κοντά του βάδιζε, δαδιά κρατώντας αναμμένα, υπόδειγμα
αφοσίωσης, η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα,
κι αυτός γιος του Πεισήνορα.
Παλιά την εξαγόρασε ο Λαέρτης, κι έγινε από τότε κτήμα του·
ήταν ακόμη κοπελίτσα και την αντάλλαξε μ' είκοσι βόδια,
την τίμησε όμως μέσα στο παλάτι, ισάξια με τη νόμιμη γυναίκα του,
αλλά μαζί της δεν επλάγιασε, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει
την οργή της άλλης.
Αυτή λοιπόν, δαδιά κρατώντας αναμμένα, τον συνόδευε—τόσο πολύ
τον αγαπούσε, όσο καμιά από τις άλλες δούλες, γιατί τον είχε
αναθρέψει από μωρό.
Ανοιξε τότε αυτός τα δυο θυρόφυλλα της κάμαρης, καλοχτισμένης
και γερής, ακούμπησε στην κλίνη του κι έβγαλε από πάνω του
τον μαλακό χιτώνα· αμέσως τον παρέδωσε στα χέρια της στοχαστικής
γερόντισσας, κι εκείνη τον δίπλωσε καλά, να μην τσακίσει,
τέλος τον κρέμασε στον πάσσαλο, στο πλάι της κλίνης
με τις τορνευτές οπές.
Ύστερα βγήκε από την κάμαρη, την πόρτα τράβηξε από την ασημένια της
λαβή και κλείδωσε, σέρνοντας από το λουρί τον σύρτη.
Εκεί εκείνος, όλη τη νύχτα ξάγρυπνος και σκεπασμένος με φλοκάτη,
τον δρόμο μελετούσε μέσα του, όπως τον όρισε η θεά Αθηνά.

[24]
β
Ιθακήσιων εκκλησία και Τηλεμάχου αποδημία

ΟΛΙΣ, χαράζοντας τη μέρα, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,

Μ από την κλίνη του πετάχτηκε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Το ρούχο του φορώντας, κρέμασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια, και
βγήκε προχωρώντας απ' την κάμαρη, ωραίος σαν θεός.
Κάλεσε ευθύς τους κήρυκες και τους παράγγειλε να συγκαλέσουν,
με τη λαγαρή φωνή τους, συνέλευση των Αχαιών,
που τρέφουν πλούσια κόμη.
Εκείνοι εκήρυξαν την εντολή, κι άρχισε να μαζεύεται το πλήθος με σπουδή.
Όταν συναθροιστήκαν όλοι τους, συγκεντρωμένοι εκεί,
τότε προχώρησε κι αυτός στην αγορά, σφιχτά κρατώντας στην παλάμη του
χάλκινο δόρυ—δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν δυο γρήγορα σκυλιά.
Η Αθηνά ράντισε πάνω του θεσπέσια χάρη,
τόση που ο κόσμος όλος τον κοιτούσε να άρχεται γεμάτος θαυμασμό,
κι όπως εκάθησε στον θρόνο του πατέρα του, έκαναν πίσω οι γέροντες.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο σεβαστός Αιγύπτιος,
γέροντας πια σκυφτός, γνωρίζοντας τα μύρια όσα·
απ' τον καημό που εμίσεψε ο ακριβός του γιος,
με τον ισόθεο Οδυσσέα στο Ιλιο, το φημισμένο
για τα όμορφα πουλάρια του, μέσα στα κοίλα πλοία—
Αντιφος τ' όνομά του, ακοντιστής γενναίος. Κι όμως στο μεταξύ
τον εξολόθρευσε στη θολωτή σπηλιά του ο Κύκλωπας,
τον έφαγε στερνό σε απαίσιο δείπνο.
Είχε ο Αιγύπτιος κι άλλους τρεις γιους· ο ένας τους, ο Ευρύνομος,
έμπλεξε με τους μνηστήρες· έμειναν δυο που φρόντιζαν τα πατρικά τους χτήματα.
Τον πρώτον όμως ο πατέρας του δεν τον λησμόνησε ποτέ,
θρηνώντας και στενάζοντας, όπως και τώρα, που τον λόγο πήρε,
βουρκωμένος, να μιλήσει:
«Ακούστε με. Ιθακήσιοι, γιατί έχω κάτι να σας πω:
πάει καιρός που δεν ξανάγινε αγορά· καμιά συνέλευση,
αφότου κίνησε ο Οδυσσέας θείος σε καράβια βαθουλά.
Λοιπόν, ποιος μας συνάθροισε εμάς εδώ; ποιον βρήκε τώρα τόση ανάγκη;
κάποιος νεότερος; ή από εκείνους που τους πήρανε τα χρόνια;
Μήπως κανένα μήνυμα άκουσε, πως ο στρατός μας επιστρέφει,
και θέλησε να μας το φανερώσει, αφού το έμαθε πρώτος εκείνος;

[25]
Ραψωδία β, 32-107

Εκτός κι αν έχει να μας πει αγορεύοντας κάποιο άλλο νέο


που ενδιαφέρει τον λαό. Πάντως μου φαίνεται σπουδαίος,
εύχομαι ευλογημένος. Άμποτε ο Δίας να του βγάλει σε καλό
ό,τι βαθιά στον νου του μελετά.»
Μ' αυτά τα λόγια τέλειωσε, αλλά τον έπαινό του χάρηκε του Οδυσσέα ο γιος.
Δεν έμεινε άλλο καθισμένος, τον πήρε ο πόθος να μιλήσει.
Σηκώθηκε λοιπόν στης αγοράς τη μέση· ο κήρυκας Πεισήνωρ,
που πάντα φρόνιμα στοχάζεται, σκήπτρο τού έβαλε στο χέρι,
και τότε εκείνος, πρώτα στον γέροντα μιλώντας, γύρισε κι είπε:
«Γέροντα, δεν είναι ο άνθρωπος που λες μακριά,
θα τον αναγνωρίσεις τώρα μόνος σου·
εγώ συγκάλεσα το πλήθος, αφού εμένα σφάζει ο πόνος.
Όχι, δεν άκουσα κανένα μήνυμα πως ο στρατός μας επιστρέφει,
και θέλησα να σας το φανερώσω, αφού το έμαθα πρώτος εγώ·
μήτε αγορεύοντας έχω να πω κάποιο άλλο νέο
που ενδιαφέρει τον λαό.
Δική μου ανάγκη με πιέζει, κακό που πλάκωσε
το σπιτικό μου—διπλό κακό· έχασα πρώτα έναν λαμπρό πατέρα,
που ήταν κάποτε ο βασιλιάς ανάμεσά σας, καλός πατέρας και για σας.
Τώρα το δεύτερο κακό, πολύ χειρότερο, που κινδυνεύει να ρημάξει για καλά
το αρχοντικό μου, όλο το βιος μου να αφανίσει·
στη μάνα μου οι μνηστήρες ρίχνονται, κι ας μην το θέλει εκείνη,
γονέων γιοι που εδώ κυκλοφορούν επιφανέστατοι.
Κι όμως τρομάζουν να παν στο σπίτι του πατέρα της,
του Ικαρίου, που θα μπορούσε να προικίσει αυτός τη θυγατέρα του,
και να τη δώσει σ' όποιον θέλει, αν κάποιος του φανεί καλός και ευπρόσδεκτος.
Το αντίθετο, περνούν όλες τις μέρες στο παλάτι μας,
σφάζοντας βόδια, πρόβατα, γίδες παχιές,
γλεντοκοπώντας και μεθώντας με κρασί σπινθηροβόλο αλόγιστα—
μια ασωτεία μεγάλη που τραβάει σε μάκρος. Γιατί δεν βρίσκεται κανείς,
σαν άλλος Οδυσσεύς, να διώξει από το σπίτι την κατάρα αυτή.
Εμείς δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, και θα φανούμε αξιολύπητοι,
αφού μας λείπει η πείρα της αλκής.
Ω ναι, θα αντιστεκόμουν, αν είχα τέτοια δύναμη,
γιατί ό,τι γίνεται μου φαίνεται ανυπόφορο, μ' άθλιο τρόπο
καταρρέει το σπιτικό μου. Γι' αυτό λοιπόν αγανακτήσετε κι εσείς,
ντραπείτε τους γειτόνους, όσους τριγύρω κατοικούν
και φοβηθείτε ακόμη τον θεϊκό θυμό, μήπως αλλάξουν γνώμη,
χολωμένοι με τα ανόσια έργα.
Σας ικετεύω, στο όνομα του ολυμπίου Διός και στο όνομα της Θέμης,
που λέει εκείνη πότε στήνονται οι συνελεύσεις των ανθρώπων,
και πότε πρέπει να λυθούν.

[26]
Ιθακήσιων έκκλησία

Συγκρατηθείτε, φίλοι μου· αφήστε με να τυραννιέμαι μόνος


με το μαύρο πένθος μου. Εκτός κι αν κάποτε
ο πατέρας μου, ο δοξασμένος Οδυσσεύς, κακόγνωμος προξένησε μια βλάβη
στους οπλισμένους Αχαιούς, και τώρα εσείς μ' εκδίκηση τη βλάβη ανταποδίδετε-
εχθροί σ' εμένα, γίνατε σ' αυτούς κακοί τους σύμβουλοι.
Θα 'ταν καλύτερο κατά τη γνώμη μου, αν παίρνατε και εσείς
μέρος στο φαγοπότι, για νά 'ρθει κάποτε κι η πληρωμή.
Γιατί κι εμείς τότε θα αναστατώναμε την πόλη, μιλώντας δεν θα ξεκολλούσαμε
ζητώντας τ' αγαθά μας, προτού όλα πίσω να δοθούν.
Μα τώρα με τη στάση σας φορτώνετε στην έρμη μου ψυχή
πόνους αβάσταχτους.»
Τον λόγο του έκλεισε με οργίλο πάθος, στο χώμα ρίχνοντας
το σκήπτρο, γέμισαν δάκρυα τα μάτια του· όλο το πλήθος τότε
τον συμπόνεσε, οι πάντες έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, κανείς δεν πήρε
θάρρος να μιλήσει στον Τηλέμαχο, να τον πικράνει κι άλλο με τα λόγια του.
Μόνος ο Αντίνοος βγήκε μπροστά και του αντιμίλησε:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες
να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου!
Όχι, δεν είναι από τους Αχαιούς ένοχοι οι μνηστήρες·
φταίει η καλή σου μάνα, ξύπνια πολύ, παμπόνηρη.
Πέρασαν κιόλας χρόνοι τρεις, σε λίγο πάμε για τον τέταρτο,
αφότου εκείνη ξεγελά κι εξάπτει την όρεξη στων Αχαιών τα στήθη.
Ελπίδες δίνει σ' όλους και στον καθένα χωριστά υποσχέσεις,
στέλνοντας τα μηνύματά της, αλλ' άλλα ο νους της μελετά και θέλει.
Και να ποιον άλλο δόλο το μυαλό της έκλωθε:
στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, πήρε να υφαίνει
λεπτό φαντό κι υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν' αναγγείλει:
"Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσεύς·
κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ' τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν
χαμένες οι κλωστές μου.
Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Ααέρτη, στην ώρα που
μαύρη θα πέσει η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη.
Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει,
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του."
Αυτά μας είπε, κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της
με την περήφανη καρδιά μας.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, ύφαινε το μεγάλο της φαντό,
όμως το ξήλωνε τη νύχτα πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες.
Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε
τους Αχαιούς ανύποπτους.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,

[27]
Ραψωδία β, 108-184

τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το 'ξερε καλά·
κι εμείς την πιάσαμε επ' αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό—
οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Τώρα λοιπόν ιδού η απόκριση που δίνουν οι μνηστήρες—
να την κρατείς, Τηλέμαχε, κι εσύ στον νου σου,
αλλ* ας τη μάθουν και οι λοιποί Αχαιοί: διώξε τη μάνα σου,
και να της πεις να βρει γαμπρό,
όποιον συστήσει τελικά ο πατέρας της, να της αρέσει ωστόσο και της ίδιας.
Αν όμως επιμένει να βασανίζει κι άλλο τους γιους των Αχαιών,
αν συνεχίσει έτσι να σκέφτεται, όπως η Αθηνά τη στόλισε χωρίς φειδώ-
ν' ασκεί την τέχνη σε περίκαλλα έργα, το ξύπνιο της μυαλό
σε πανουργίες, κάτι που δεν ακούσαμε να το χει ως τώρα άλλη γυναίκα,
μήτε στα χρόνια τα παλιά που ζούσαν καλλιπλόκαμες οι αχαιίδες
Τυρώ και Αλκμήνη, η καλλιστέφανη Μυκήνη—
καμιά απ' αυτές δεν είχε τα νοήματα της Πηνελόπης,
κι όμως σε τούτο το επινόημά της δεν ευτύχησε.
Αοιπόν, τόσον καιρό θα τρώνε κι οι μνηστήρες τ' αγαθά σου και τα πλούτη,
όσο κι εκείνη συντηρεί τη γνώμη που οι θεοί τής έβαλαν
στα στήθη· σίγουρα κερδίζει η ίδια δόξα κι όνομα,
όμως εσένα θα σου λείψουν έτσι τα πολλά καλά σου.
Εμείς πάντως να ξέρεις πως δεν ξαναγυρνούμε στις δουλειές μας μήτε και πάμε
αλλού, προτού κι αυτή να παντρευτεί όποιο Αχαιό διαλέξει.»
Σ' αυτόν ο φρόνιμος Τηλέμαχος ευθύς ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω
εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ' ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου,
κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό,
αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα
τη μάνα μου σ' εκείνον μόνος μου·
γιατί κι απ' τον πατέρα της θα βρω κακή ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός
θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι,
τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι
θα μου φορτώσουν βαριά μομφή.
Γι' αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να ξεστομίσω τέτοιον λόγο.
Όμως κι εσείς, αν σας απόμεινε λίγη ντροπή,
αδειάστε μου πια το παλάτι, αλλού γυρέψετε τα φαγοπότια σας,
αλλάζοντας το 'να με τ άλλο σπίτι μεταξύ σας, τρώγοντας τα δικά σας πλούτη.
Αν όμως κρίνετε πως είναι συμφερότερο αυτό και δίκαιο,
ενός ανθρώπου να ξοδεύετε το βιος με δίχως πληρωμή,
εμπρός λοιπόν, ολοκληρώστε την καταστροφή. Αλλά κι εγώ επικαλούμαι
τους αθάνατους θεούς, ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε
να πληρωθούν τα ανόσια έργα σας. Τότε θα βρείτε μέσα εδώ
τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια.»

[28]
Ιθακήσιων έκκλησία

Μ' αυτά τα λόγια τούς εμίλησε ο Τηλέμαχος. Και να δυο αετοί


στην κορυφογραμμή ψηλά πετώντας—ο Δίας τούς έστειλε βροντόφωνος.
Φτερούγισαν για λίγο με τις πνοές του ανέμου, ένας στο πλάι
του αλλουνού με τα φτερά τους τεντωμένα.
Αλλ' όταν βρέθηκαν στη μέση της πολύφωνης συνέλευσης,
κάνοντας γύρους πήραν να χτυπούν τις δυνατές φτερούγες,
ώσπου εβούτηξαν πάνω απ' τις κεφαλές τους—προμήνυμα καταστροφής.
Μετά, με τα άγρια νύχια τους έσχιζαν μεταξύ τους λαιμούς
και μάγουλα, κι έφυγαν τέλος δεξιά, ανάμεσα στα σπίτια και στην πόλη.
Τα όρνια βλέποντας εκείνοι με τα μάτια τους, έμειναν έκθαμβοι,
ψυχανεμίστηκαν το τι κακό τούς έμελλε.
Οπότε κι ο σεβάσμιος γέροντας, ο Μαστορίδης Αλιθέρσης, πήρε τον λόγο
και τους είπε—μόνος απ' όλους τους ομήλικους αυτός
είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τα πουλιά και να εξηγεί
τα μέλλοντα της μοίρας.
Αυτός λοιπόν, για το καλό τους, τους εμίλησε αγορεύοντας:
«Ακούστε με, Ιθακήσιοι, τι έχω τώρα να σας πω—
μα πιο πολύ προς τους μνηστήρες στρέφω τα λεγόμενά μου,
αφού σ' αυτούς θα πέσει πάνω τους μέγα το κύμα του κακού.
Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν θα ναι λέω για πολύν καιρό
από τους φίλους του μακριά.
Ίσως να βρίσκεται κιόλας κοντά, σ' όλους αυτούς υφαίνοντας φόνο και χαλασμό.
Ωστόσο κι άλλους, πολλούς, τους περιμένει η συμφορά·
εμάς, όσοι που ζούμε στην περήφανη Ιθάκη. Γι' αυτό, κι όσο ακόμη
είναι καιρός, ας το σκεφτούμε να τους συγκρατήσουμε· αλλά κι αυτοί
μόνοι τους πρέπει πια να σταματήσουν, αφού τους είναι αυτό
τώρα το συμφερότερο.
Δεν είμαι μάντης αδοκίμαστος, ξέρω καλά τι λέω
και βεβαιώνω πως για κείνον όλα τέλειωσαν όπως εγώ
του τα προφήτευσα· τότε που μπήκαν στα καράβια τους οι Αργείοι
τραβώντας στο 'Ιλιο, κι ήταν μαζί τους ο πανούργος Οδυσσέας.
Είπα, λοιπόν τον περιμένουν βάσανα πολλά, θα χάσει κι όλους τους συντρόφους,
σ' όλους αγνώριστος θα φτάσει στην πατρίδα του,
στον εικοστό πια χρόνο—τώρα τα πάντα συντελούνται.»
Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, του αντιμίλησε:
«Γέρο, τράβα στο σπίτι σου, κι εκεί κάνεις τον μάντη
στα παιδιά σου, να μην τα βρει κακό μελλούμενο.
Όσο γι' αυτά, ξέρω κι εγώ καλύτερα από σένα πώς μαντεύονται·
πολλά πουλιά στο φως του ήλιου πάνε κι έρχονται, όμως δεν είναι
κι όλα τους προφητικά. Μάθε το επιτέλους: ο Οδυσσέας
κάπου μακριά αφανίστηκε—άμποτε να 'χες κι εσύ μαζί του
χαλαστεί· τότε και δεν θα αγόρευες τα τόσα σου μαντεύματα,

[29]
Ραψωδία β, 185-239

μήτε και τον Τηλέμαχο, πάνω που είναι χολωμένος, θα τον τσινούσες
άσχημα, σίγουρα προσδοκώντας κάποιο δώρο για το σπίτι σου,
ανίσως σου το στείλει.
Αλλά σ' το λέω ξεκάθαρα, κι όπως το λέω θα γίνει*
αν τον νεότερο σου εσύ, που περασμένα ξέρεις και πολλά,
τον παρασύρεις τώρα με τα λόγια σου κι επιβαρύνεις τον θυμό του,
κακό χειρότερο εκείνον θα τον βρει, και μολαταύτα δεν θα πετύχει
τίποτε απ' όσα θέλει.
Αλλά κι εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε τέτοια ποινή,
να βράζεις μέσα σου από θυμό όταν θα την πληρώνεις—
τόσο βαρύς θα πέσει πάνω σου καημός.
Και τώρα στον Τηλέμαχο, σ' όλους μπροστά τού δίνω αυτή τη συμβουλή·
να ξαποστείλει τη μητέρα του, να πάει στο σπίτι του πατέρα της,
αυτοί θα κάνουν και τον γάμο της, αυτοί θα ορίσουν και την προίκα,
πολλή και πλούσια, καταπώς πρέπει στην ακριβή τους θυγατέρα.
Γιατί δεν το νομίζω οι νέοι των Αχαιών να σταματήσουν
μ' αυτόν τον γάμο, που κάποιους ερεθίζει. Κανένα
δεν φοβόμαστε—σίγουρα όχι τον Τηλέμαχο, που πάει η γλώσσα του ροδάνι·
μήτε ο δικός σου, γέρο, μας απασχολεί χρησμός, αυτός που εσύ
ξεστόμισες, μα δεν θα βγει κι αληθινός—μόνο εσένα
θα σε κάνει μισητότερο.
Το λέω· κακήν κακώς και δίχως αντιστάθμισμα θα κατατρώγεται
το βιος του, όσο κι εκείνη τον γάμο θ' αναβάλλει με κάποιον Αχαιό.
Πάντως εμείς την κάθε μέρα εδώ θα μείνουμε, γιατί
παλεύουμε για τις πολλές της χάρες· δεν πρόκειται να κυνηγήσουμε
άλλες γυναίκες, μόλο που δεν μας λείπουν νύφες,
για να διαλέξει την κατάλληλη ο καθένας.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αντιμιλώντας αποκρίθηκε:
«Ευρύμαχε κι οι άλλοι υπόλοιποι λαμπροί μνηστήρες,
δεν θα παρακαλέσω πια σ' αυτά επιμένοντας,
γιατί τα ξέρουν οι θεοί κι οι Ιθακήσιοι όλοι.
Ένα μονάχα σας ζητώ, δώστε μου γρήγορο καράβι κι είκοσι συντρόφους,
που θα μου ανοίξουνε τον δρόμο, να πάω και να γυρίσω*
γιατί θα πορευτώ στη Σπάρτη, στην Πύλο με τις αμμουδιές,
κάτι να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που λείπει τόσα χρόνια,
ανίσως κάποιος μου τον πει, ή και στ' αφτιά μου φτάσει η φήμη
του Διός, που φέρνει στους ανθρώπους τα καλά μηνύματα.
Αν ακουστεί πως ζει ο πατέρας μου και θα γυρίσει,
τότε, μ' όλο το βάρος της καρδιάς μου, θα κάνω υπομονή κι αυτόν τον χρόνο.
Αν όμως μάθω πως είναι πια νεκρός, πως χάθηκε και πάει,
γυρίζω αμέσως στη γλυκιά πατρίδα,
για χάρη του θα υψώσω τύμβο, θα προσφέρω νεκρώσιμες τιμές,

[30]
Ιθακήσιων έκκλησία

πολλές όσες του πρέπουν—ύστερα υπόσχομαι να δώσω τη μητέρα μου


σε κάποιον άλλο.»
Μ' αυτά τα λόγια κάθησε ο Τηλέμαχος, κι ανασηκώθηκε στη μέση
ο Μέντωρ, του άψογου Οδυσσέα σύντροφος πιστός—
σ' αυτόν εκείνος, με τα καράβια ξεκινώντας, το σπιτικό τού ανέθεσε,
ν' ακούν όλοι τον γέροντα Λαέρτη, κι εκείνος να φροντίζει
το πώς θα μείνουν τα πάντα ανέπαφα.
Τότε λοιπόν καλόγνωμος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Τώρα ακούστε με. Ιθακήσιοι, ό,τι κι αν έχω να σας πω:
στο μέλλον λέω άλλος πια δεν θα βρεθεί καλός κι ευγενικός
σκηπτρούχος βασιλεύς, που μέσα του το δίκιο να πρεσβεύει·
θα ναι για πάντα αλύγιστος, δοσμένος στ' ανίερα έργα·
αφού κανείς δεν τον θυμάται, λησμονήθηκεν εκείνος
που κυβερνούσε τον λαό του σαν πατέρας,
τίμιος και γλυκός, ο θείος Οδυσσεύς.
Όχι, δεν στρέφεται η οργή μου τόσο στους αγέρωχους μνηστήρες,
που βίαια πράττουν, δόλια σκέφτονται—
αυτοί παίζουνε το κεφάλι τους, ρημάζοντας του Οδυσσέα το σπίτι,
λέγοντας δεν γυρίζει πια·
όσο με τον υπόλοιπο λαό αγανακτώ, μ' όλους εσάς
που αμίλητοι μου κάθεστε, που δεν ελέγχετε λίγους μνηστήρες με τα λόγια σας,
που δεν τους αντιστέκεστε, εσείς πολλοί.»
Τότε αποκρίθηκε ο γιος του Ευήνορα Ληόκριτος:
«Μέντορα ελαφρόμυαλε, βλαμμένε· τι λόγος πάλι αυτός που λες,
να μας κρατήσουν! Μα είναι κάπως δύσκολο
για φαγοπότι να τα βάλουνε μαζί μας—δεν είμαστε ένας και δυο.
Ακόμη κι αν αυτοπροσώπως γύριζε ο ιθακήσιος Οδυσσέας,
αν μες στο σπίτι του τους έβρισκε να τρωγοπίνουν οι περήφανοι μνηστήρες,
αν μελετούσε ο νους του να τους πετάξει έξω απ' το παλάτι,
λέω και πάλι η γυναίκα του, μ' όλη της τη λαχτάρα, δεν θα χαιρόταν για πολύ
τον γυρισμό του· εδώ επιτόπου αυτός θα 'βρισκε
τέλος άσχημο, μάχη αν άνοιγε με περισσότερους—
δεν μας τα λες λοιπόν καλά.
Αλλά προτείνω τώρα· σκορπιστείτε, κόσμε, καθένας στη δουλειά του.
Όσο για το ταξίδι του, ας του παρασταθούν ο Μέντωρ, ο Αλιθέρσης,
ήσαν που ήσαν εξαρχής οι φίλοι του πατέρα του.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης· εδώ θα μείνει, στην Ιθάκη,
πολύν καιρό θα κάθεται προσμένοντας μηνύματα—
όχι, δεν πρόκειται να φέρει σε πέρας το ταξίδι του.»
Έτσι τους μίλησε, κι απότομα λύει τη συνέλευση.
Εκείνοι τότε σκορπιστήκαν, πήγε ο καθένας σπίτι του,
αλλά οι μνηστήρες τράβηξαν ίσα προς το παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα.

[31]
Ραψωδία β, 260-333

Μόνος του ο Τηλέμαχος αποχωρίστηκε, και κατεβαίνει στο ακρογιάλι,


τα χέρια του ένιψε με το νερό της αφρισμένης θάλασσας,
κι ύστερα ευχήθηκε στην Αθηνά:
«Επάκουσέ με, εσύ που χθες ήλθες θεά στο σπιτικό μας,
που με παρακινούσες μ* ένα καράβι να ανοιχτώ στο θυμωμένο πέλαγο,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που τόσα χρόνια λείπει,
ανίσως επιστρέφει. Αλλά τα εμποδίζουν όλα τώρα οι Αχαιοί,
και πιο πολύ οι μνηστήρες, οι κακοί αλαζόνες.»
Τέλειωσε την ευχή του, κι αμέσως βρέθηκε στο πλάι του η Αθηνά,
με τη θωριά του Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή·
τον φώναξε, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Τηλέμαχε, δεν θα φανείς μετά αη αυτό κακός κι αστόχαστος,
φτάνει να χει σταλάξει μέσα σου το αντρίκειο θάρρος του πατέρα σου,
όπως εκείνος ήξερε έργα και λόγια να τελειώνει.
Με τέτοιο εφόδιο λέω δεν κόβεται στη μέση ατέλεστος ο δρόμος σου·
εκτός κι αν πια δεν είσαι ο γιος εκείνου και της Πηνελόπης—
τότε δεν βλέπω αλήθεια πώς μπορείς να τα τελειώσεις
όσα στον νου σου μελετάς.
Το ξέρω, λίγοι γεννιούνται γιοι να μοιάζουν του πατέρα τους·
οι πιο πολλοί χειρότεροι, ελάχιστοι οι καλύτεροι.
Αλλά του λόγου σου δεν θα φανείς κακός, αστόχαστος·
κι όσο δεν σου έχει λείψει του Οδυσσέα η πανουργία,
υπάρχει ελπίδα να εκτελέσεις την αποστολή σου αυτή.
Αοιπόν, άλλο μη νοιάζεσαι για τους μνηστήρες,
τι θέλουν και τι σκέφτονται αυτοί οι ανόητοι·
έχει θολώσει ο νους τους, δεν ακούν το δίκιο,
και καν δεν βλέπουν θάνατο, το μαύρο ριζικό μπροστά τους
που σίμωσε πολύ, και θα χαθούν όλοι τους σε μια μέρα.
Τώρα για τον δικό σου δρόμο που τον μελετάς, δεν πρέπει
ν' αργοπορήσει κι άλλο· είμαι δικός σου, φίλος πατρικός,
αναλαμβάνω εγώ καράβι να σου βρω—υπόσχομαι και να σε συντροφέψω.
Προς το παρόν, πήγαινε στο παλάτι εσύ, μίλα με τους μνηστήρες,
αλλά ετοίμασε κιόλας τροφές, ασφάλισε τα πάντα σε δοχεία,
κρασί στους αμφορείς, κριθάλευρο (μεδούλι των ανθρώπων)
σε γερά σακιά. Εγώ στο μεταξύ στην πόλη κατεβαίνω,
θα σου μαζέψω γρήγορα εθελοντές συντρόφους· όσο για το καράβι,
υπάρχουν στη θαλασσοφίλητην Ιθάκη μας πολλά σκαριά,
καινούργια και παλιά· ανάμεσά τους ξεδιαλέγω το καλύτερο,
κι αφού στο άψε σβήσε το αρματώσουμε, μετά ανοιγόμαστε
στο πέλαγο, και πάμε.»
Η Αθηνά τού μίλησε, η θυγατέρα του Διός· κι εκείνος,
ο Τηλέμαχος, δεν καθυστέρησε πολύ, αφότου εισάκουσε

[32]
Τηλεμάχου αποδημία

τη θεϊκή φωνή. Τράβηξε αμέσως στο παλάτι,


με την καρδιά βαριά από λύπη, και βρήκε εκεί, στο σπιτικό του,
τους αλαζονικούς μνηστήρες, να γδέρνουν γίδες,
να ψήνουν τα γουρούνια στον αυλόγυρο.
Γελώντας κι ο Αντίνοος, έπεσε πάνω στον Τηλέμαχο,
πήρε το χέρι του και το 'σφιξε, μιλώντας τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε ασυγκράτητε, μεγαλορρήμονα, σταμάτα πια
να σκέφτεσαι μέσα σου το κακό, με λόγο κι έργο*
έλα μαζί μου, όπως άλλοτε, να φάμε και να πιούμε.
Όλες σου τις φροντίδες θα βρουν οι Αχαιοί να τις τελειώσουν,
καράβι να σου δώσουν, κωπηλάτες διαλεχτούς· το συντομότερο
να φτάσεις και στην άγια Πύλο, τη φήμη κυνηγώντας
για τον ένδοξο πατέρα σου.»
Ο φρόνιμος όμως Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
«Αντίνοε, δεν γίνεται μ' εσάς τους αλαζόνες ξέγνοιαστος
να γλεντοκοπώ και να ξεδίνω σιωπηλός.
Ή μήπως δεν σας έφτασε που ως τώρα τ' αγαθά μου,
πολλά καλά, εσείς τα σπαταλήσατε, μνηστήρες, τότε που ήμουνα
παιδάκι ακόμη.
Τώρα ωστόσο που μεγάλωσα κι έμαθα πια ν' ακούω κι άλλων συμβουλές,
τώρα που μέστωσε κι εμένα μέσα μου το θάρρος,
θα κάνω ό,τι μπορώ, να πέσει πάνω σας
θανατερή η κατάρα, είτε πηγαίνοντας στην Πύλο, ή κι επιτόπου,
εδώ σ' αυτή τη χώρα.
Γιατί θα φύγω, αυτός ο δρόμος που αποφάσισα δεν πρόκειται
να σταματήσει, στην ανάγκη ταξιδεύω μ' άλλους.
Αφού δεν το κατόρθωσα να χω στην κατοχή μου ένα καράβι,
δικούς μου κωπηλάτες—λογαριασμός κι αυτός δικός σας
που φαίνεται πως σας συμφέρει περισσότερο.»
Έτσι μιλώντας, τράβηξε το χέρι του από το χέρι του Αντινόου
απότομα. Οπότε κι οι μνηστήρες, μες στο παλάτι τώρα, κοιτούσαν
το τραπέζι, ενώ συγχρόνως τον περιγελούσαν, του πετούσαν προσβολές.
Κάποιος, πιο νέος μάλιστα και φαντασμένος, έλεγε με τους άλλους:
«Για κοίτα! Τον φόνο μας στ' αλήθεια στοχάζεται ο Τηλέμαχος!
Μπορεί απ' την Πύλο με τις αμμουδιές προστάτες του να φέρει·
μπορεί κι από τη Σπάρτη, αφού το πήρε τόσο στα ζεστά.
Εκτός κι αν φτάσει ακόμη και στην Έφυρα, εύφορη γη,
θανατερά φαρμάκια από εκεί να κουβαλήσει, να μας τα ρίξει
στον κρατήρα, κι έτσι μεμιάς να μας εξολοθρεύσει όλους.»
Κι άλλος, πιο νέος και φαντασμένος, συνέχισε μιλώντας:
«Ποιος ξέρει μήπως κι αυτός, με κοίλο πλοίο ταξιδεύοντας,
αλάργα απ' τους δικούς του αφανιστεί παραδαρμένος,

[33]
Ραψωδία β, 333-4ΐο

σαν άλλος Οδυσσέας;


Έτσι σ' εμάς θα φόρτωνε περίσσο κόπο· θα *πρεπε πρώτα
μεταξύ μας να μοιράσουμε όλα του τ αγαθά—το σπίτι βέβαια
θα το δίναμε στη μάνα του, να το χει
μ όποιον παντρευτεί.»
Αυτοί συνέχιζαν τα λόγια τους* αλλά ο Τηλέμαχος τώρα κατέβηκε
στην ψηλοτάβανη κάμαρη του πατέρα του, ευρύχωρη, όπου πολύ χρυσάφι
και χαλκώματα ήσανε φυλαγμένα, αλλά και ρούχα μέσα σε κασέλες,
κι άφθονο λάδι ευωδιαστό.
Ακόμη εκεί ήσαν στημένα τα πιθάρια με το παλιό γλυκόπιοτο κρασί,
άμεικτο θεϊκό ποτό, βαλμένα στη σειρά, στον τοίχο ακουμπισμένα·
όποτε κι αν γυρνούσε πάλι στην πατρίδα, μετά από τόσα πάθη ο Οδυσσέας.
Ασφαλισμένη η κάμαρη, διπλά θυρόφυλλα καλά αρμοσμένα, κι έμενε εκεί,
νύχτα και μέρα, μια κελάρισσα γυναίκα, φύλακας σε όλα, το μυαλό της
έκοβε πολύ—η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα, του Πεισήνορα εγγονή.
Αυτήν και τότε στο κελάρι εκεί τη φώναξε μιλώντας ο Τηλέμαχος:
«Νένα μου, έλα, γέμισε τις στάμνες με γλυκό κρασί—
ας είναι το καλύτερο, μετά από τ' άλλο που φυλάς με την ελπίδα σου
σ εκείνον, πως από κάπου θα γυρίσει ο δύσμοιρος,
βλαστός του Δία ο Οδυσσέας, αν αποφύγει
τη μοίρα του θανάτου.
Δώδεκα στάμνες γέμισε και σφράγισέ τες όλες με τα πώματά τους·
βάλε μου και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα πυκνά σοφιλιασμένους—
είκοσι ζύγια αλεύρι, καλά αλεσμένο.
Μόνη σου όμως να το ξέρεις, κι όλα στην ώρα τους να στέκουν έτοιμα.
Όταν πια σουρουπώσει, έρχομαι και τα παίρνω εγώ, μόλις η μάνα μου
ανεβεί πάνω στην κάμαρη και θυμηθεί να κοιμηθεί.
Γιατί θα φύγω για τη Σπάρτη, την Πύλο με τις αμμουδιές,
να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου,
ανίσως κάτι ακούσω.»
Όπως της μίλησε, βόγγηξε η καλή τροφός Ευρύκλεια θρηνώντας,
κι ολοφυρόμενη αποκρίθηκε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πώς πέρασε, παιδί μου, από τον νου σου τέτοια σκέψη;
πώς το στοχάστηκες στην άλλη άκρη να βρεθείς,
μοναχογιός εσύ μονάκριβος; Εκείνος πάει, χάθηκε,
σε ξένα μέρη κι άγνωστα, βλαστός του Δία ο Οδυσσέας.
Είναι κι αυτοί που, μόλις φύγεις, πίσω σου το κακό σου θα σκεφτούν
πώς με τον δόλο τους θα χαλαστείς, για να μοιράσουν
μεταξύ τους όλα τ αγαθά σου.
Μείνε λοιπόν εδώ, με τα καλά σου· κανένας λόγος
δεν συντρέχει να κακοπάθεις και να παραδέρνεσαι
πέρα στα ακάρπιστα πελάγη.»

[34]
Τηλεμάχου αποδημία

Αλλά κι ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της ανταπάντησε:


«Νένα μου, θάρρος. Η απόφαση μου είναι θέλημα θεού.
Μόνο ορκίσου, μην της το φανερώσεις της καλής μου μάνας,
προτού περάσουν μέρες έντεκα και φτάσει η δωδεκάτη,
εκτός κι αν μόνη της το μάθει πως της έλειψα και με ποθήσει.
Για να μην κλαίει και χαλνά τ' όμορφο πρόσωπό της.»
Έτσι της μίλησε, κι ορκίστηκε η γερόντισσα τον μέγαν όρκον των θεών.
Είπε και τέλειωσε τον όρκο της, κι ευθύς του γέμισε
τις στάμνες με κρασί, έβαλε και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα
καλά σοφιλιασμένους. Τότε την άφησε ο Τηλέμαχος, τράβηξε
προς την αίθουσα, παρέα με τους μνηστήρες.
Στο μεταξύ κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
με τη μορφή του Τηλεμάχου τριγυρνούσε παντού μέσα στην πόλη,
και τον καθένα χωριστά σίμωνε κι εξηγούσε,
μόλις βραδιάσει με τους άλλους να βρεθεί μαζί στο γρήγορο καράβι.
Από τον γιο του Φρόνιου, τον ξακουστό Νοήμονα, γύρευε
το γοργό καράβι, κι αυτός το υποσχέθηκε με προθυμία μεγάλη.
Έδυσε ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι στους μεγάλους δρόμους·
τότε το γρήγορο σκαρί στη θάλασσα έσυρε, μ' όλα τα ξάρτια
πάνω του, όσα φορούν τα καλοκούβερτα καράβια.
Μετά στην πέρα άκρη το 'δεσε του λιμανιού, όπου
και συγκεντρώθηκαν οι σύντροφοι, όλοι μαζί και διαλεχτοί—
εκείνη τον καθένα τους παρότρυνε.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε:
ξεκίνησε και πήγε στο παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα,
όπου και στάλαξε στα μάτια των μνηστήρων
ύπνο γλυκό· την ώρα που έπιναν τους παραζάλισε,
κι οι κούπες του κρασιού τούς φύγαν απ' τα χέρια.
Αμέσως κίνησαν να κοιμηθούν, σκορπίστηκαν στην πόλη,
άλλο δεν έμειναν εκεί, γιατί τους έκλεινε τα μάτια η νύστα.
Στράφηκε τότε στον Τηλέμαχο, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
έξω τον φώναξε απ' το καλοχτισμένο του παλάτι—
μοιάζοντας τώρα με τον Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή:
«Τηλέμαχε, πανέτοιμοι οι σύντροφοί σου πια,
κάθονται στα κουπιά, την προσταγή σου περιμένουν
πάμε λοιπόν, ας μη βραδύνει κι άλλο ο δρόμος μας.»
Έτσι του μίλησε, και με σπουδή προχώρησε η Αθηνά Παλλάδα—
ακολουθούσε εκείνος της θεάς τα ίχνη.
Κι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα κι έφτασαν στο καράβι,
βρήκαν εκεί στο περιγιάλι τους συντρόφους με τη μακριά τους κόμη.
Τότε ο γενναίος Τηλέμαχος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Φίλοι μου, εμπρός! πάμε να φέρουμε προμήθειες· είναι

[35]
Ραψωδία β, 4ΐο-434

έτοιμα τα πάντα, μαζεμένα στο παλάτι.


Αλλά προσέχετε· δεν ξέρει τίποτα για μένα η μάνα μου,
μήτε κι οι άλλες δούλες—μία μονάχα, που τον λόγο μου άκουσε.»
Μιλώντας, προηγήθηκε, οι άλλοι ακολουθούσαν.
Κι αμέσως όλα τα μετέφεραν, τα βόλεψαν πάνω
στο καλοκούβερτο καράβι, όπως τους έδινε την εντολή
του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Ανέβηκε ο Τηλέμαχος στο πλοίο, μετά την Αθηνά,
που πρώτη πήρε θέση εκεί στην πρύμνη· πλάι της κάθησε
ο γενναίος Τηλέμαχος. Τότε λύνουν οι άλλοι τις πρυμάτσες,
πήδησαν μέσα και καθίζουν στα ζυγά.
Η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, φύσηξε πίσω τους
πρίμο το αγέρι, φρέσκον πουνέντε, που τρικυμίζει με βοή το μπλάβο πέλαγο.
Δίνει το σύνθημα ο Τηλέμαχος, τους παραγγέλλει τα ξάρτια
οι σύντροφοι να πιάσουν—κι εκείνοι υπάκουσαν στην προσταγή του.
Σήκωσαν το ψηλό κατάρτι ελάτινο, το στήλωσαν στο κοίλο μεσοδόκι,
το δένουν με σχοινιά στην πλώρη, ψήλωσαν τα λευκά πανιά,
τραβώντας τα καλοπλεγμένα τους λουριά.
Φούσκωσε ο άνεμος το μεσιανό πανί, και γύρω στην καρίνα
χτυπούσε τώρα δυνατά το κύμα πορφυρό, όπως το πλοίο προχωρούσε—
πετώντας άνοιγε τον δρόμο του ανάμεσα στα κύματα.
Κι αφού είχαν δέσει πια καλά τα ξάρτια στο μελανό, γοργό καράβι,
έστησαν τους κρατήρες, τους ξεχείλισαν ως πάνω με κρασί,
και στάλαξαν σπονδή στους αθανάτους, αιωνίους θεούς,
πρώτα και μάλιστα για τη γλαυκόματη κόρη του Δία.
Όλη τη νύκτα τότε, ώσπου να ξημερώσει, έσχιζε το καράβι
τον θαλάσσιο δρόμο του.

36
γ
ΤάένΠύλω

ήλιος πρόβαλε, αφήνοντας περίκαλλη την ωκεάνεια λίμνη,

Ο ψηλώνοντας στον χάλκινο ουρανό, να φέρει φως στους αθανάτους,


στους θνητούς της γης, στα κάρπιμα χωράφια.
Τότε κι αυτοί στην Πύλο, καλοχτισμένη, τειχισμένη πόλη του Νηλέα,
φτάνουν, όπου στο περιγιάλι της θαλάσσης θυσία τελούσαν
ταύρους κατάμαυρους του Κοσμοσείστη με χαίτη μελανή.
Ήσαν εννιά οι σειρές, κάθε σειρά κάθονταν πεντακόσοι,
κι εκεί μπροστά στην καθεμιά σφαγμένοι
εννέα ταύροι.
Είχαν στο μεταξύ γευτεί τα σπλάχνα, έκαιγαν στον θεό μεριά,
όταν αυτοί τράβηξαν ίσα στο λιμάνι, κατέβασαν μαζεύοντας
στο ισόρροπο καράβι τα πανιά, και βγήκαν στη στεριά.
Κι όσο ο Τηλέμαχος από το πλοίο ξεμάκραινε, με προπομπό την Αθηνά,
πρόλαβε και του μίλησε η θεά, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Τηλέμαχε, καθόλου τώρα δεν σου πρέπει αιθημοσύνη,
αφού γι' αυτόν τον λόγο πέρασες το πέλαγος, να μάθεις
την τύχη του πατέρα σου, ποιο χώμα τον εσκέπασε,
ποιος θάνατος τον βρήκε.
Εμπρός λοιπόν, τράβα γραμμή στον Νέστορα, που ξέρει
το πώς δαμάζουν τ' άλογα, να δούμε τι γνώση και τι γνώμη κρύβει μέσα του·
ικέτευσέ τον μόνος, να σου μιλήσει αληθινά—
δεν πρόκειται ψέματα να σου πει, είναι πολύ στοχαστικός.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της αποκρίθηκε:
«Μέντορα, πώς να προχωρήσω; πώς να στραφώ να του μιλήσω;
δεν έχω ακόμη καν την πείρα σ' έξυπνα λόγια και σωστά.
Κι αισθάνομαι, είναι ντροπή ο νέος να ρωτά τον γεροντότερο του.»
Του αντιμίλησε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Τηλέμαχε, μόνος σου άλλα θα (τκεφτείς με το μυαλό σου, άλλα
ο καλός ο δαίμονας θα σε φωτίσει να τα πεις. Γιατί δεν το φαντάζομαι
πως είσαι γεννημένος, πως μεγάλωσες, δίχως να το χουν οι θεοί αποφασίσει,»
Μ' αυτά τα λόγια η Αθηνά Παλλάδα κίνησε πρώτη
με βήμα γρήγορο· πίσω της πήγαινε ο Τηλέμαχος,
στα ίχνη του θεού.
Έφτασαν στων Πυλίων τη σύναξη, πλησίασαν τους θρόνους
όπου ήταν καθισμένος με τους γιους του ο Νέστορας· γύρω του

[37]
Ραψωδία γ, 32-107

οι εταίροι ετοίμαζαν το γεύμα, έψηναν κρέατα, άλλα τα σούβλιζαν.


Μόλις είδαν τους ξένους, έτρεξαν όλοι προς το μέρος τους,
τους έτειναν το χέρι για το καλωσόρισμα, τους προσκαλούσαν
να καθήσουν.
Πρώτος ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος, που βρέθηκε κοντύτερα,
τους έσφιξε το χέρι, και των δυο, τους πήγε στο τραπέζι,
τους κάθισε στην αμμουδιά της θάλασσας πάνω σε μαλακές προβιές,
ανάμεσα στον αδελφό του Θρασυμήδη
και στον καλό πατέρα του.
Τους πρόσφερε κομμάτι από τα σπλάχνα, τους κέρασε κρασί
με τη μαλαματένια κούπα, και πρώτη δεξιώθηκε τη θυγατέρα
του Διός με την αιγίδα, την Αθηνά Παλλάδα προσφωνώντας:
«Δεήσου τώρα, ξένε, στον μέγα Ποσειδώνα,
αφού σας φέρνει ο δρόμος και βρεθήκατε σε σφάγια ιερά δικά του.
Κι όταν εσύ τελειώσεις την ευχή και τη σπονδή,
όπως ορίζει το έθιμο, δώσε μετά την κούπα και στον άλλο, να σταλάξει
γλυκόπιοτο κρασί. Γιατί, υποθέτω, εύχεται κι αυτός
στους αθανάτους—όλοι οι θνητοί έχουν ανάγκη τους θεούς.
Μόνο που είναι αυτός νεότερός σου, δικός μου μάλλον συνομήλικος,
γι' αυτό προσφέρω σ' εσένα πρώτα το μαλαματένιο κύπελλο.»
Τελειώνοντας, δίνει στο χέρι της την κούπα με γλυκό κρασί,
και χάρηκε η θεά τον φρόνιμο και δίκαιο τρόπο του,
που την προτίμησε προσφέροντας σ' εκείνη πρώτα
το μαλαματένιο κύπελλο.
Ύστερα την ευχή της ύψωσε στον μέγα Ποσειδώνα:
«Επάκουσε, ω Ποσειδώνα, κραταιέ της γης· μην αρνηθείς
να γίνουν έργα οι ευχές που σου αναθέτουμε.
Πρώτα στον Νέστορα, στους γιους του Νέστορα, χάρισε δόξα και τιμή,
μετά στους άλλους δώσε πληρωμή χαριτωμένη,
στους Πύλιους όλους, που προσφέρουν τη λαμπρή εκατόμβη.
Και δέξου ακόμη, ο Τηλέμαχος κι εγώ γυρίζοντας, να χει εκτελέσει
ό,τι μας έφερε στα μέρη αυτά, με το ταχύπλοο μαύρο καράβι.»
Τέτοια η ευχή της στον θεό, αλλά κι η ίδια προνοούσε
να χουν τα πάντα αίσιο τέλος.
Έπειτα δίνει στον Τηλέμαχο δίδυμη κούπα ωραία,
κι ύψωσε αυτός με τη σειρά του, ο ακριβός του Οδυσσέα ο γιος,
δική του ευχή.
Κι όπως είχαν ψηθεί τα πάνω κρέατα, απ' τη φωτιά τραβώντας τα
τα 'κοψαν σε μερίδες, και τρώγοντας μοιράστηκαν θαυμάσιο γεύμα.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τον λόγο πήρε μεταξύ τους πρώτος ο ιππικός Γερή νιος Νέστωρ.
«Είναι νομίζω η καλύτερη στιγμή τώρα να τους ρωτήσουμε,

[38]
ΤάένΠύλω

που χάρηκαν το φαγητό οι ξένοι, να μάθουμε ποιοι τέλος πάντων είναι.


Ω ξένοι, ποιοι είστε; από πού αρμενίζοντας, εδώ
σας έφερε ο θαλάσσιος δρόμος σας;
Εμπόριο ίσως; μήπως την τύχη κυνηγάτε; όπως οι πειρατές
που τριγυρνούν στα πέλαγα, παίζοντας την ψυχή τους,
στον ξένο κόσμο όμως προξενώντας βλάβη.»
Ο φρόνιμος τότε Τηλέμαχος πήρε κουράγιο κι αποκρίθηκε—
η ίδια η θεά Αθηνά μέσα του στάλαξε το θάρρος,
για να ρωτήσει τι απόγινε ο πατέρας του που λείπει τόσα χρόνια,
κι ακόμη να κερδίσει ο νέος κλέος, να μάθει ο κόσμος τ' όνομά του:
«Νέστορα του Νηλέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών,
αφού ρωτάς να μάθεις την καταγωγή μας, θα την πω.
Ερχόμαστε από την Ιθάκη, στη ρίζα του όρους Νήιο.
Δική μου η υπόθεση, όχι δημόσια, που θα τη φανερώσω:
ψάχνω για τη μεγάλη φήμη του πατέρα μου, ίσως και κάτι ακούσω·
του θεϊκού, καρτερικού Οδυσσέα που λένε κάποτε,
στον πόλεμο μαζί σου, το κάστρο πάτησε των Τρώων.
Γιατί όλοι οι άλλοι, όσοι πολέμησαν τότε σκληρά τους Τρώες,
έχουμε μάθει πού ο καθένας χάθηκε, τον όλεθρό του·
μόνο εκείνου τον χαμό ο γιος του Κρόνου
τον κρατεί κρυφό κι αγνώριστο· κανείς δεν έχει να μας πει ακριβώς
πώς αφανίστηκε· αν στη στεριά τον δάμασαν
άνδρες εχθροί· ή αν τον έπνιξαν τα κύματα της Αμφιτρίτης
καταμεσής στο πέλαγος.
Γι' αυτό κι εγώ προσπέφτω τώρα εδώ στα γόνατά σου·
μήπως θελήσεις τον φριχτό χαμό του να μου πεις, ανίσως
τον αντίκρισες με τα δικά σου μάτια, ή αν τον άκουσες
να τον διηγείται κάποιος περιπλανώμενος—
ω ναι, η μάνα του πατέρα μου τον γιο της γέννησε πιο δύστυχο
παρά κανέναν άλλο.
Γι' αυτό μη λυπηθείς και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις·
μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω όσα τα ίδια σου τα μάτια αντίκρισαν.
Σε ικετεύω· αν κάποτε ο πατέρας μου, ο τιμημένος Οδυσσέας,
κάτι σπουδαίο κατόρθωσε με λόγο ή έργο, εκεί στης Τροίας τη χώρα,
όπου εσείς οι Αχαιοί ζήσατε τόσα πάθη,
αυτά θυμήσου τώρα και πες μου την αλήθεια.»
Τότε του ανταποκρίθηκε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Ω φίλε, αφού τη συμφορά μού θύμισες, ό,τι υποφέραμε
στη χώρα εκείνη εμείς οι αλύγιστοι βλαστοί των Αχαιών
αλλά και τ' άλλα πάθη πάνω στα καράβια, μες στην ομίχλη του πελάγου,
όταν, τη λεία γυρεύοντας, πηγαίναμε όπου ο Αχιλλέας μάς έσερνε·
κι ακόμη τους σκληρούς αγώνες μας μπροστά στο μέγα κάστρο

[39]
Ραψωδία γ, 107-178

του βασιλιά Πριάμου, όπου κι οι πιο γενναίοι έπεσαν νεκροί—


εκεί φιλόνικος ο Αίας κείται, ο Αχιλλέας εκεί,
ο Πάτροκλος εκεί, φίλος θεόμορφος και σύμβουλος,
εκεί κι ο ακριβός μου γιος, τίμιο παλληκάρι,
ο Αντίλοχος, ασυναγώνιστος στο τρέξιμο, σπουδαίος μαχητής.
Τόσα και άλλα τόσα πάθη που μας βρήκαν, ποιος θα μπορούσε αλήθεια
συνηθισμένος άνθρωπος θνητός ένα προς ένα να ιστορήσει;
Μήτε κι αν έμενες εδώ πέντε ή κι έξι χρόνους,
κι όλο ρωτούσες το κακό που υπέμειναν οι θεϊκοί Αχαιοί,
δεν θα το άντεχες και τιάλι· πιο πριν, βαρύς και κορεσμένος
θα γυρνούσες πίσω στην πατρίδα.
Γιατί, εννέα χρόνια ολόκληρα μηχανευόμαστε τη συμφορά τους,
με δόλους και με δόλους, ώσπου ο Κρονίδης μετά βίας
δέχτηκε το τέλος.
Εκεί λοιπόν, στην πανουργία του μυαλού άλλος κανείς
δεν μπόρεσε να παραβγεί μαζί του, αφού ο θείος Οδυσσέας
κατά πολύ τους νίκησε όλους με δόλους
που δεν τους βάζει ανθρώπου νους. Για τον πατέρα σου μιλώ, αν πράγματι είσαι
δικός του γιος. Ώρα σε βλέπω τώρα, και μένω εκστατικός·
μοιάζουν πολύ τα λόγια σας· και ποιος θα το 'λεγε
πως ένα τόσο νέο παλληκάρι θα μπορούσε τα πρέποντα
και τα σωστά να ομολογεί.
Εκεί λοιπόν, τόσον καιρό, ο θείος Οδυσσέας κι εγώ
ποτέ δεν βγήκαμε αντιμέτωποι, ούτε στην ανοιχτή συνέλευση
ούτε και στα κλειστά συμβούλια· πάντα στη σκέψη ομόθυμοι
και στη στοχαστική μας συμβουλή, οι δυο μαζί εξηγούσαμε
πώς θα πετύχουν το καλύτερο οι Αργείοι.
Αλλ' όταν κάποτε πατήσαμε το απάτητο φρούριο του Πριάμου,
όταν βρεθήκαμε στα πλοία (ένας θεός μάς σκόρπισε),
ο Δίας διαλογίστηκε στον νου του νόστο βαρύ
για τους Αργείους. Γιατί αποδείχτηκε ότι δεν ήσαν όλοι
μήτε νοήμονες μήτε και δίκαιοι· γι' αυτό τους βρήκε τους πολλούς
άθλιο τέλος, απ* την ολέθρια οργή της θυγατέρας κραταιού πατέρα,
θεάς γλαυκόματης, που σήκωσε διχόνοια στους Ατρείδες.
Όταν οι δυο τους σε συνέλευση όλους τους Αχαιούς συγκάλεσαν,
απρογραμμάτιστα όμως, δίχως τάξη, την ώρα που έγερνε στη δύση ο ήλιος·
κι οι Αχαιοί προσήλθαν ζαλισμένοι, με το κεφάλι τους βαρύ
απ' το κρασί, όπου οι Ατρείδες πήραν να εξηγούν
τον λόγο που το πλήθος συναθροίστηκε.
Κι ενώ ο Μενέλαος, φωνάζοντας, όλους τούς εξωθούσε
πως πρέπει τώρα να σκεφτούν οι Αχαιοί τον γυρισμό τους,
αμέσως ν' ανοιχτούν στης θάλασσας τα πλάτη, στον Αγαμέμνονα

[40]
ΤάένΠύλω

δεν άρεσε καθόλου η γνώμη αυτή· ήθελε να κρατήσει τον στρατό,


να θυσιάσουν ιερή εκατόμβη, να μαλακώσουν
τον σκληρό χόλο της Αθηνάς- μωρός, που δεν στοχάστηκε
πως η θεά δεν έμελλε να τον ακούσει—
όχι, δεν μεταστρέφεται εύκολα των αθανάτων η βουλή.
Όρθιοι λοιπόν εκείνοι κι αντιμέτωποι, αντάλλαξαν
λόγια βαριά, ώσπου πετάχτηκαν κι οι Αχαιοί οπλισμένοι
μ' αλαλητόν ανήκουστο—η γνώμη τους τότε διχάστηκε.
Τη νύχτα εκείνη την περάσαμε στριφογυρίζοντας στον νου μας
άσχημες σκέψεις ο ένας για τον άλλον—ο Δίας μελετούσε ολέθριο κακό.
Μόλις λοιπόν ξημέρωσε, εμείς οι άλλοι σύραμε αμέσως
τα καράβια στο θείο νερό της θάλασσας, βάζοντας μέσα θησαυρούς
και τις βαθύζωνες γυναίκες.
Όμως οι υπόλοιποι μισοί μείναν εκεί προσηλωμένοι
στον Ατρείδη, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα.
Μόνο οι μισοί πηδήσαμε στα πλοία κι ανοιχτήκαμε,
που αρμένιζαν καλά και γρήγορα, γιατί ο θεός
έστρωνε ακύμαντο το άπατο πέλαγος.
Και μόλις προσαράξαμε στην Τένεδο, θυσίες στους θεούς προσφέραμε,
ποθώντας ο καθένας να γυρίσει σπίτι του. Ο Δίας όμως άσπλαχνος
δεν είχε ακόμη αποφασίσει για τον νόστο μας· άναψε τώρα
δεύτερη φιλονικία κακή.
Κάποιοι, τη γνώμη αλλάζοντας, μπήκαν στα αμφίκυρτά τους πλοία
και πήραν να γυρίζουν πίσω· τον Οδυσσέα ακολουθώντας,
έμπειρον αρχηγό και πολυμήχανο, θέλοντας να φανούν ευχάριστοι
στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα.
Όσο για μένα, με τα καράβια μου συγκεντρωμένα, όσα που είχα εξαρχής,
κίνησα κι έφευγα, γιατί το γνώριζα πως ένας δαίμονας κακός
κακό μάς μελετούσε.
Έφευγε αψίκορος και του Τυδέα ο γιος με τους συντρόφους του,
που τους ξεσήκωσε.
Κάπως αργότερα μας ακολούθησε κινώντας ο ξανθός Μενέλαος,
που μας απάντησε στη Λέσβο, την ώρα που μας παίδευε το μακρινό ταξίδι:
ή πάνω από τη Χίο να πλεύσουμε, γεμάτη βράχια, προς το νησί
Ψυρία, ώστε να το χουμε μετά στ' αριστερά μας· ή κάτω απ' τη Χίο
να παραπλεύσουμε, πλάι στον Μίμαντα που οι άνεμοι τον δέρνουν.
Κι όπως παρακαλούσαμε σημάδι να μας δείξει ο θεός, εκείνος
το φανέρωσε· μας οδηγούσε να σχίσουμε το πέλαγο στη μέση,
βάζοντας πλώρη προς την Εύβοια, για ν' αποφύγουμε
χειρότερο κακό.
Κι όπως σηκώθηκε φυσώντας πρίμο αγέρι κι έτρεχαν τα καράβια
γρήγορα τον δρόμο της ψαρίσιας θάλασσας, μέσα στη νύχτα

[41]
Ραψωδία γ, 1/7-245

αράξαμε στη Γεραιστό* όπου και κάψαμε πολλά μεριά ταυρίσια


στον Ποσειδώνα, που περάσαμε μετρώντας το μεγάλο πέλαγος.
Ήτανε πια η τετάρτη ημέρα, όταν οι εταίροι του ιππόδαμου
Τυδείδη, του Διομήδη, στο Άργος έδεσαν τα ισόβαρά τους πλοία.
Όσο για μένα, αρμένιζα γραμμή στην Πύλο,
κι ο ούριος άνεμος δεν έπεσε στιγμή, αφότου ένας θεός τον έστειλε
πίσω μας να φυσά.
Αλλά, καλό παιδί μου, γύρισα τελικώς απληροφόρητος, δεν ξέρω
τίποτε για κείνους, πόσοι Αχαιοί έχουν σωθεί,
πόσοι στο μεταξύ αφανίστηκαν.
Ωστόσο όσα μαθαίνω, καθισμένος στο παλάτι, αυτά,
όπως το θέλει και το δίκιο, τα δικαιούσαι να τα μάθεις—
δεν πρόκειται να τ' αποκρύψω.
Αένε λοιπόν πως έχουν επιστρέψει οι δορυφόροι Μυρμιδόνες,
που τους οδήγησε λαμπρός του γενναιόψυχου Αχιλλέα ο γιος·
πως έφτασε καλά κι ο Φιλοκτήτης, ένδοξος γιος του Ποία αυτός·
πως όλους τους συντρόφους του σώους τους έφερε ο Ιδομενέας
στην Κρήτη, όσοι του γλίτωσαν από τον πόλεμο—
η θάλασσα βαθιά κανένα δεν του πήρε.
Για τον Ατρείδη ακούσατε κι εσείς, ας είναι ο τόπος σας μακριά·
πώς έφτασε και πώς ο Αίγισθος μελέτησε τον άθλιο όλεθρό του—
αλλά κι εκείνος πλήρωσε το κρίμα του βαρύ.
Ω ναι, είναι καλό ν' αφήνει κάποιος γιο πεθαίνοντας·
έτσι κι αυτός το αίμα πήρε πίσω από τον δόλιο, πατροκτόνο
Αίγισθο, που του κατέλυσε πατέρα φημισμένο.
Αλλά κι εσύ, καλέ μου φίλε (σε βλέπω ωραίο και δυνατό),
δείξε την αντρική σου αλκή, να σε δοξάσουνε κι εσένα
οι μέλλουσες γενιές.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τώρα στον Νέστορα αποκρίθηκε:
«Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών,
εκείνος πολύ καλά εκδικήθηκε, γι' αυτό θα διαλαλούν
οι Αχαιοί παντού το κλέος του, και θα το τραγουδούν
οι άνθρωποι στο μέλλον.
Μακάρι και σ' εμένα τόση δύναμη να 'διναν οι θεοί,
που να μπορούσα να τους τιμωρήσω τους μνηστήρες
για τη βαριά παρανομία τους—αυτούς που μηχανεύονται εναντίον μου
ακόλαστα έργα, υβριστικά.
Αλλά οι θεοί δεν όρισαν μια τέτοια τύχη και σ' εμένα—
μήτε σ' εμένα μήτε στον πατέρα μου. Και πρέπει τώρα
να υποφέρω το κακό υπομένοντας.»
Αμέσως ο ιππικός Γερήνιος Νέστορας απάντησε:
«Καλέ μου φίλε, αφού τα αναλογίστηκες μόνος αυτά

[42]
ΤάένΠύλω

και τα προφέρεις· λένε λοιπόν πως εξαιτίας της μάνας σου


κάθονται οι πολλοί μνηστήρες στο παλάτι, δίχως την άδειά σου,
και το κακό σου μηχανεύονται.
Αλήθεια πες μου· υποτάσσεσαι γιατί το θέλεις;
ή ο λαός της χώρας σου σ' εχθρεύεται, ακολουθώντας ίσως
και τη φωνή κάποιου θεού;
Κι όμως ποιος ξέρει, μπορεί να φτάσει εκείνος κάποια μέρα,
εκδικητής της βίας, μόνος του ή και να τον συντρέξουν
κι όλοι οι άλλοι Αχαιοί.
Γιατί είμαι βέβαιος, αν ήθελε η γλαυκόματη Αθηνά
κι εσένα να σου δείξει τόση αγάπη, όση φροντίδα φιλική
έδειχνε τότε εκεί, στη μακρινή χώρα των Τρώων,
για τον αξέχαστο Οδυσσέα, όταν εμείς οι Αχαιοί
τραβούσαμε τα πάνδεινα—
ομολογώ, ποτέ δεν είδα στη ζωή μου θεούς να δείχνουν τόση αγάπη
αναφανδόν, όπως αναφανδόν του παραστάθηκε η Αθηνά Παλλάδα εκείνου.
Αν ήθελε λοιπόν κι εσένα ν' αγαπήσει τόσο, αν μέσα της
είχε την έγνοια σου, ε τότε αυτοί, όλοι τους και χωριστά ο καθένας,
τον γάμο θα ξεχνούσαν μια για πάντα.»
Αλλά στον Νέστορα αντιμίλησε με τη δική του φρόνηση ο Τηλέμαχος:
«Δεν το πιστεύω, γέροντα, αληθινά να βγουν τα λόγια σου·
μεγάλον λόγο πρόφερες, κι έχει θολώσει ο νους μου· όχι, δεν έχω
ελπίδα πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σ' εμένα, έστω
κι αν το θελήσουν οι θεοί.»
Σ' εκείνον όμως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, γύρισε κι είπε:
«Τηλέμαχε, τι λόγος τώρα ξέφυγε απ' το στόμα σου!
Εύκολα ο θεός, αν το θελήσει, σώζει τον άνθρωπο, κι από μακριά.
Εγώ θα προτιμούσα, μετά από βάσανα πολλά,
να φτάσω κάποτε στο σπίτι μου για να χαρώ τον γυρισμό,
παρά γυρίζοντας εφέστιος να αφανιστώ καθώς ο Αγαμέμνων,
που δόλια τον αφάνισαν ο Αίγισθος κι η νόμιμη γυναίκα του.
Μόνο που τον κοινό θάνατο των θνητών, αυτόν δεν τον μπορούν
μήτε οι θεοί, ακόμη και σ' εκείνον που αγαπούν, για πάντα ν' αποτρέψουν,
όταν η ώρα φτάνει να γκρεμίσει κάποιον η ολέθρια μοίρα
με το ανελέητο τέλος του θανάτου.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της αποκρίθηκε:
«Μέντορα, πια δεν ωφελεί μ' αυτά να συνεχίσουμε, κι ας μας βαραίνει
τόσος πόνος· θα μείνει εκείνου ο νόστος μια ψευδαίσθηση, αφού οι αθάνατοι
αποφάσισαν τον θάνατό του, μαύρο το ριζικό του.
Γι' αυτό θέλω ν' αλλάξω τώρα λόγο, άλλο να μάθω από τον Νέστορα
ρωτώντας, που και στη γνώση και στη δίκαιη κρίση του υπερέχει—
λένε πως τρεις ολόκληρες γενιές στην Πύλο βασιλεύει,

[43]
Ραψωδία γ, 246-321

έτσι φαντάζει και σ εμένα που τον βλέπω αθάνατος.


Ω Νέστορα, γιε του Νηλέα, μίλα και πες μου την αλήθεια·
πώς πέθανε ο γιος του Ατρέα, ο Αγαμέμνων με την τόση ισχύ;
πού να ταν ο Μενέλαος; ποιον όλεθρο μελέτησε
ο δολοπλόκος Αίγισθος, που σκότωσε κατά πολύ ανώτερόν του;
μήπως εκείνος έλειπε, μήπως δεν βρέθηκε στων Αχαιών το Αργός;
αλλού παράδερνε περιπλανώμενος σε ξένες χώρες; οπότε αυτός
ξεθάρρεψε κι έκανε φόνο;»
Στον νέο τότε απάντησε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Παιδί μου, εγώ θα σου μιλήσω, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
Καλά το υπέθεσες και μόνος σου τι θα συνέβαινε,
αν ζωντανό τον Αίγισθο μες στο παλάτι τον πετύχαινε,
από την Τροία γυρίζοντας, ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος.
Μήτε νεκρόν δεν θ' άφηνε να τον σκεπάσουν με της γης το χώμα·
έξω απ' την πόλη, απόμακρα, το πεταμένο σώμα του θα σπάραζαν
τα όρνια, τα σκυλιά, κι ούτε καμιά γυναίκα αργίτισσα
θα ταν εκεί για να τον κλάψει—με τέτοιο έγκλημα
που μέσα του μελέτησε μεγάλο.
Όταν εμείς στη μακρινή την Τροία παλεύαμε με τους πολλούς αγώνες
του πολέμου, ήσυχος κι ανενόχλητος αυτός, χωμένος στο ιππόβοτο Αργός,
ξελόγιαζε με τα πολλά του λόγια τη νόμιμη γυναίκα του Αγαμέμνονα.
Εκείνη στην αρχή δεν συναινούσε στο ατιμωτικό του έργο,
η θεία Κλυταιμνήστρα, γιατί είχε ακόμη αγαθό το φρόνημά της.
Ήταν στο πλάι της και κάποιος αοιδός, που, ξεκινώντας ο Ατρείδης
για την Τροία, πολλές φορές παράγγειλε να 'χει τον νου του
και τη γυναίκα του να συγκρατεί.
Αλλ' όταν μοίρα του θεού την έδεσε άσχημα, ώσπου να τη δαμάσει,
τότε κι ο Αίγισθος ρίχνει τον αοιδό σε κάποιο ερημονήσι,
τον άφησε βορά και λεία των πουλιών,
και θέλοντας αυτός την πήγε εκείνη με τη θέλησή της σπίτι του.
Στο μεταξύ έκαιγε στους θεούς, πάνω στους ιερούς βωμούς, μεριά πολλά,
κρέμασε και πολλά αναθήματα, χρυσαφικά και υφάσματα,
για το μεγάλο του έργο, αυτό που ανέλπιστα έφερε σε πέρας.
Εμείς μαζί αρμενίζαμε, από την Τροία γυρίζοντας,
ο γιος του Ατρέα Μενέλαος κι εγώ, δεμένοι με αμοιβαία αγάπη.
Αλλ' όταν πια κοντέψαμε στο Σούνιο, στον ιερό κάβο των Αθηνών,
τότε αναπάντεχα ο Φοίβος τον κυβερνήτη σκότωσε του Μενελάου,
ο Απόλλωνας, ρίχνοντας ανεπαίσθητα τα βέλη του, ενώ κρατούσε
εκείνος στα χέρια το πηδάλιο, κι έτρεχε ακόμη το καράβι—
Φρόντις το όνομά του, γιος του Ονήτορα, που άλλος κανείς στον κόσμο
δεν ήξερε καλύτερά του πώς να κυβερνά το πλοίο,
όταν ξεσπούσε μανιασμένη η θύελλα.

[44]
Τά έν Πύλω

Έτσι, αναγκάστηκε ο Μενέλαος να σταματήσει εκεί, μόλο που βιάζονταν


τον δρόμο του να συνεχίσει· έπρεπε να τον θάψει,
να του προσφέρει του συντρόφου του νεκρώσιμες τιμές.
Αλλά κι αφού κατόπι ανοίχτηκε στο πέλαγο, που έχει το χρώμα του κρασιού,
και βρέθηκε, πλέοντας γοργά με βαθουλά καράβια, στο απόκρημνο όρος
του Μαλέα, ο Δίας τότε, που βροντοφωνεί, αποφασίζει
το ταξίδι του πικρό· έριξε πάνω του ανέμους που σφυρίζουν,
σήκωσε φουσκωμένα κύματα, πελώρια σαν βουνά.
Έτσι, τους έκοψε στα δυο, ρίχνοντας τα μισά καράβια στις ακτές της Κρήτης,
όπου και κατοικούν οι Κύδωνες, στις όχθες του Ιαρδάνου.
Είναι ένας βράχος λείος, που στέκει κατακόρυφος στη θάλασσα,
στα πέρατα της Γόρτυνας, στο θολωμένο πέλαγο·
εκεί στον κάβο αριστερά χτυπά ο νοτιάς κύμα μεγάλο,
στα μέρη της Φαιστού· αλλά, μικρός ο βράχος,
αντιστέκεται στο μέγα κύμα.
Εκεί όταν έφτασαν, μόλις που γλίτωσε το πλήρωμα τον όλεθρο·
τα πλοία όμως έγιναν συντρίμμια πάνω στα βράχια από τα κύματα.
Τ' άλλα τους πέντε, καράβια με την πλώρη μελανή,
τα συμπαρέσυραν ο άνεμος και το νερό στην Αίγυπτο.
Όσο λοιπόν συνάθροιζε ο Μενέλαος μαλάματα πολλά και πλούτη,
με το καράβι του περιπλανώμενος σ' αλλόγλωσσους ανθρώπους,
τόσον καιρό κι ο Αίγισθος παρανομίες έστηνε επιτόπου.
Επτά χρόνια ολόκληρα έμεινε στις πολύχρυσες Μυκήνες βασιλιάς,
μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, με τον λαό υποτακτικό του.
Αλλά πάνω στον όγδοο χρόνο τον βρήκε το κακό- ο θείος Ορέστης
επιστρέφει απ* την Αθήνα και κατέσφαξε τον πατροκτόνο,
δολοπλόκο Αίγισθο, φονιά του τιμημένου του πατέρα.
Μετά τον φόνο, στους Αργείους παραθέτει το επικήδειο δείπνο
της μισητής του μάνας, του θρασύδειλου εραστή της·
και πάνω εκεί, την ίδια μέρα, γύρισε κι ο Μενέλαος,
γενναία φωνή, με θησαυρίσματα πολλά, όσα μπορούσαν
να σηκώσουν τα καράβια του.
Αλλά κι εσύ, καλέ μου φίλε, μην τριγυρίζεις για πολύ
μακριά απ' το σπίτι σου, έκθετα αφήνοντας του παλατιού τα πλούτη
σε υπερφίαλους άντρες, μήπως τα φάνε και τα σπαταλήσουν όλα,
αφού τα μοιραστούνε μεταξύ τους, οπότε θα φανεί
μάταιος ο δικός σου δρόμος.
Ωστόσο, κι εγώ σε συμβουλεύω, λέω να πας
στου Μενελάου· γιατί ήλθε εκείνος τελευταίος απ' αλλού,
απόμακρους λαούς, απ' όπου κανείς δεν θα 'χε ελπίδα να γυρίσει,
αν πρώτα μάλιστα τον είχαν παρασύρει οι θύελλες
στο μέγα πέλαγος, τέτοιο που μήτε τα πουλιά δεν θα μπορούσαν

[45]
Ραψωδία γ, 322-398

μέσα στον ίδιο χρόνο να περάσουν, γιατί είναι


απέραντο και φοβερό.
Λοιπόν, κίνησε τώρα με συντρόφους και καράβι·
αν όμως θες να πας πεζός, υπάρχει εδώ κι άμαξα κι άλογα,
υπάρχουν κι οι δικοί μου γιοι, να γίνουν προπομποί σου
στη θεία Λακεδαίμονα, όπου και μένει ο ξανθός Μενέλαος.
Εκεί τον ικετεύεις μόνος σου να σου μιλήσει την αλήθεια·
ψέματα δεν θα πει, είναι πολύ στοχαστικός.»
Έτσι μιλώντας, έδυσε ο ήλιος κι έπεσε το σκοτάδι·
τότε τον λόγο πήρε μεταξύ τους, τα μάτια λάμποντας, η Λθηνά:
«Γέροντα, τα λεγόμενά σου όλα καλά και στη σειρά!
Αλλά προτείνω οι γλώσσες τώρα να κοπούν, να συγκεράσετε κρασί,
πρώτα να κάνουμε σπονδή στον Ποσειδώνα και στους άλλους αθανάτους,
μετά σκεφτόμαστε τον ύπνο, έφτασε λέω η ώρα του·
κι όπως το φως βυθίστηκε στα σκότη, δεν μας ταιριάζει πια
να μείνουμε άλλο στο τραπέζι των θεών, πρέπει
να πάμε σπίτια μας.»
Λυτά τους είπε η θυγατέρα του Διός, κι εκείνοι υπάκουσαν τον λόγο της:
κήρυκες έφεραν νερό και το 'χυναν πάνω στα χέρια τους·
έφηβοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες· τις κούπες σ' όλους μοίρασαν,
να κάνουν τη σπονδή. Έβαλαν άλλοι στη φωτιά τις γλώσσες, κι έπειτα αυτοί
στάλαζαν όρθιοι το κρασί.
Όταν με τη σπονδή τους τέλειωσαν, κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,
τότε ο Τηλέμαχος θεόμορφος κι η Λθηνά θεά,
οι δυο μαζί, κινούν να παν στο βαθουλό καράβι.
Λλλά τους συγκρατούσε ο Νέστορας και τους απέτρεπε μ' αυτά τα λόγια:
«Λς το εμποδίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
με τη δική μου συγκατάθεση, να κατεβείτε εσείς στο γρήγορο καράβι·
σαν να 'μουν κάποιος δίχως ρούχο, πάμφτωχος,
που μήτε βρίσκονται στο σπίτι του φλοκάτες, μήτε
σκεπάσματα καλά, να κοιμηθεί κι αυτός στα μαλακά
αλλά και ξένους να κοιμίσει.
Υπάρχουν ευτυχώς πολλές φλοκάτες και καλά σκεπάσματα,
γι' αυτό δεν πρόκειται τέτοιου πατέρα, του Οδυσσέα, ο ακριβός του γιος
σε καραβίσια κουβέρτα να πλαγιάσει· όσο ακόμη εγώ θα ζω,
αλλά κι αφού θα μείνουν κληρονόμοι στο παλάτι οι γιοι μου,
τους ξένους πάντα θα φιλοξενούν, όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου.»
Πάλι στον Νέστορα αποκρίθηκε η θεά Λθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Καλέ μου γέροντα, καλός ο λόγος που είπες· και πρέπει
κι ο Τηλέμαχος να τον ακούσει—θα 'ταν αυτό και το καλύτερο.
Λοιπόν, μαζί σου τώρα να συμπορευτεί και στο παλάτι σου
να κοιμηθεί· όσο για μένα, κατεβαίνω προς το μελανό καράβι,

[46]
ΤάένΠύλω

θάρρος να δώσω στους συντρόφους και να τους εξηγήσω τα καθέκαστα.


Γιατί είμαι ο μόνος που λογαριάζομαι πιο γέρος μεταξύ τους·
νεότεροί μου οι άλλοι, όσοι ταξίδεψαν μαζί του από αγάπη,
όλοι τους συνομήλικοι με τον γενναίο Τηλέμαχο.
Εκεί λοιπόν, στο μελανό πλεούμενο, λέω να πλαγιάσω απόψε·
με της αυγής όμως το χάραμα, το χω σκοπό να πάω
στους θαρραλέους Καύκωνες, που κάτι μου χρωστούν—
μήτε καινούργιο χρέος, μήτε λίγο.
Αλλά κι εσύ τον νέο Τηλέμαχο, που βρέθηκε στο αρχοντικό σου,
να τον προπέμψεις μ' ένα αμάξι και τον γιο σου· του δίνεις άλογα,
ανάλαφρα στο τρέξιμο, στη δύναμη όμως τα καλύτερα.»
Κι όπως αντήχησε η φωνή της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
πέταξε κι έφυγε ψηλά, σάμπως γυπαετός· έκθαμβοι
όλοι οι Αχαιοί, κι ο γέροντας, που αντίκρισε το θαύμα με τα μάτια του,
γέμισε θαυμασμό.
Έπιασε τότε του Τηλέμαχου το χέρι, κι έτσι μιλώντας τον προσφώνησε:
«Φίλε ακριβέ μου, φόβο δεν έχω πως θα βγεις μικρός στο μέλλον και δειλός,
αν τώρα, τόσο νέο, θεοί σε συντροφεύουν στο ταξίδι σου.
Όχι, δεν ήταν κάποιος άλλος ο θεός αυτός απ' όσους κατοικούν τον Όλυμπο·
μόνο η θυγατέρα του Διός που κυνηγά τη λεία, η Τριτογένεια,
εκείνη που τιμούσε στους Αργείους τον λαμπρό πατέρα σου.
Ω Δέσποινα, σπλαχνίσου μας, δώσε μου δόξα και τιμή,
σ' εμένα, τα παιδιά μου, τη σεμνή γυναίκα μου.
Κι εγώ χρονιάρικη δαμάλα θα σου σφάξω, με κούτελο φαρδύ
κι αδάμαστη, να μην την έχει βάλει ο άνθρωπος ακόμη στον ζυγό—
τέτοια θα σου προσφέρω εγώ, χρυσώνοντας τα κέρατά της.»
Μ' αυτά τα λόγια ευχήθηκε, κι η Αθηνά Παλλάδα τον επάκουσε.
Τότε τον δρόμο πήρε ο ιππικός Γερή νιος Νέστωρ
και ηγεμονεύοντας τους γιους και τους γαμπρούς του προχώρησε
στο ωραίο παλάτι.
Φτάνοντας έπειτα στο δοξασμένο ανάκτορο του βασιλιά,
κάθησαν όλοι στη σειρά σε θρόνους και καθίσματα.
Και για τους καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε
κρασί γλυκόπιοτο, από πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε
έντεκα χρόνια ολόκληρα, και τώρα το άνοιξε
ξελύνοντας το σφράγισμά του.
Τέτοιο κρασί κέρασε στον κρατήρα ο γέροντας, κι ευχήθηκε πολλά
στην Αθηνά με τη σπονδή του, τη θυγατέρα του Διός
που την αιγίδα του κρατεί.
Κι όταν οι άλλοι στάλαξαν σπονδή κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,
ξεκίνησαν να παν για ύπνο, καθένας σπίτι του.
Εκείνον όμως, τον Τηλέμαχο, παιδί μονάκριβο του θεϊκού Οδυσσέα,

[47]
Ραψωδία γ, 397-4^9

εκεί τον έβαλε να κοιμηθεί ο ιππικός Γερή νιος Νέστωρ,


σε κλίνη τρυπητή, κάτω απ' τη στέγη της πολύβοης στοάς·
πλάι του πλάγιασε ο Πεισίστρατος, ακοντιστής καλός κι αρχηγικός,
Ι^όνος ανύπαντρος απ' τα παιδιά του Νέστορα μες στο παλάτι.
Έγειρε τότε να κοιμηθεί κι αυτός στο βάθος του αψηλού ανακτόρου,
όπου οικοδέσποινα η γυναίκα του του ετοίμαζε συζυγικό κρεβάτι,
μαζί της κάθε νύχτα να πλαγιάζει.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του σηκώθηκε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ
και βγήκε έξω απ' το παλάτι· πήγε και κάθησε σε πέτρες λαξεμένες,
εκεί μπροστά στημένες, στις πόρτες τις ψηλές,
λευκές, λαμποκοπώντας με το λιπαρό τους στίλβωμα.
Πιο πριν σ' αυτές συνήθιζε να κάθεται ο Νηλέας, ζυγίζοντας
τους στοχασμούς του σαν θεός. Αλλ' είχε πια από καιρό
παραδοθεί στον θάνατο και κατεβεί στον Άδη.
Τώρα ο Γερήνιος Νέστορας εκεί καθόταν, των Αχαιών ο στυλοβάτης,
με το βασιλικό σκήπτρο στο χέρι.
Στο μεταξύ γύρω του συναθροίστηκαν κι όλοι οι άλλοι γιοι του,
αφήνοντας την υπνοκάμαρή τους· Εχέφρων, Στράτιος,
Περσέας κι Άρητος, ο ισόθεος Θρασυμήδης.
Έκτος και τελευταίος έφτασε ο γενναίος Πεισίστρατος,
κι έφεραν να καθήσει πλάι του ο Τηλέμαχος, όμορφος σαν θεός.
Τότε πήρε τον λόγο μεταξύ τους μιλώντας πρώτος
ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Αγαπημένα μου παιδιά, ας γίνει αμέσως τώρα η επιθυμία μου πράξη·
απ' όλους τους θεούς πρώτα της Αθηνάς ζητώ την επιείκεια,
που χθες προσήλθε και μου φανερώθηκε στο θείο, λαμπρό μας δείπνο.
Εμπρός λοιπόν, ένας ας πάει στον κάμπο να φέρει τη δαμάλα, πρέπει
να φτάσει εδώ το γρηγορότερο—μαζί της κι ο βουκόλος,
που ξέρει αυτός πώς να την οδηγήσει.
Αλλος ας τρέξει προς το μελανό καράβι του γενναίου Τηλέμαχου,
να προσκαλέσει τους συντρόφους όλους, αφήνοντας μονάχα δυο.
Ο τρίτος να καλέσει τον χρυσικό Ααέρκη, προστάζοντας να 'ρθει
για να περιχρυσώσει του βοδιού τα κέρατα.
Οι άλλοι μείνετε μαζί μου εδώ, και πείτε
οι δούλες στο περίλαμπρο παλάτι το γεύμα να ετοιμάσουν,
να συγυρίσουν τα καθίσματα, να φέρουν ξύλα
και πεντακάθαρο νερό.»
Έτσι τους μίλησε, κι όλοι τους με σπουδή κινήθηκαν. Ήλθε
η δαμάλα από τον κάμπο· ήλθαν απ' το ισόβαρο ταχύ καράβι
οι εταίροι του γενναίου Τηλέμαχου· ήλθε κι ο χρυσικός,
στα χέρια του βαστώντας χάλκινα σύνεργα της τέχνης του,

[48]
ΤάένΠύλω

σφυρί κι αμόνι, πυρολαβίδα καλοκαμωμένη—μ' αυτά τα σύνεργα του


δούλευε το μάλαμα· ήλθε κι Αθηνά να υποδεχτεί την ιερή θυσία.
Οπότε ο ιππικός σεβάσμιος Νέστορας έδωσε το χρυσάφι, κι ο χρυσικός
με τέχνη περιχρύσωνε του δαμαλιού τα κέρατα, για να το δει
η θεά και να χαρεί, ν' αγαλλιάσει.
Κι ενώ απ' τα κέρατα τραβούσαν τη δαμάλα ο Στράτιος κι ο θείος Εχέφρων,
έφτασε ο Άρητος, φέρνοντας απ' την κάμαρη νερό για νίψιμο
σ' ένα ανθοστόλιστο λεβέτι—με τ' άλλο χέρι του κρατούσε
πανέρι με κριθάρια.
Ο Θρασυμήδης, καρτερικός της μάχης, άδραξε κιόλας το πελέκι
και πλάι στημένος έτοιμος ήταν να κόψει τη δαμάλα,
ενώ ο Περσέας βαστούσε κούπα για το χυμένο αίμα.
Πρώτος τα χέρια του ένιψε, πασπάλισε κριθάρια κι άρχισε
με θέρμη να προσεύχεται στην Αθηνά ο ιππικός σεβάσμιος Νέστωρ,
καίγοντας στη φωτιά τρίχες απ' της δαμάλας το κεφάλι.
Κι αφού πια τέλειωσαν με τις ευχές και το πασπάλισμα του κριθαριού,
ο ψυχωμένος Θρασυμήδης, γιος του Νέστορα, σίμωσε κι άλλο
και χτυπά· έκοψε ως μέσα του λαιμού τα νεύρα το πελέκι
και την ορμή του ζώου παρέλυσε.
Κραυγάζοντας ολόλυξαν οι θυγατέρες, ολόλυξαν οι νύφες
και το σεμνό ταίρι του Νέστορα—η Ευρυδίκη, η πιο μεγάλη
κόρη του Κλυμένου.
Οι άλλοι τη δαμάλα σήκωσαν πάνω απ' τη ράχη της μεγάλης γης
και την κρατούσαν, ενώ ο Πεισίστρατος, προστάτης του λαού,
τώρα την έσφαζε—έτρεχε μαύρο το αίμα,
ώσπου το ζώο ξεψύχησε.
Πήραν να το μοιράζουν τότε σε κομμάτια, έκοψαν όλα τα μεριά,
όπως ορίζει η τάξη, τα σκέπασαν καλά με λίπος, στα δύο τα δίπλωσαν
κι έβαλαν πάνω τους κρέας ωμό.
Στις αναμμένες σχίζες ο σεβάσμιος γέρος τ' άφησε να καούν,
σταλάζοντας κρασί σπινθηροβόλο· παλληκαράκια πλάι του έπιασαν
πεντοσούβλια· κι αφού πια τα μεριά αποκάηκαν
και γεύτηκαν τα σπλάχνα, λιάνισαν τ' άλλα κρέατα,
τα πέρασαν στις σούβλες να ψηθούν,
κρατώντας με το χέρι τους τις σουβλερές άκρες των οβελών.
Την ίδια ώρα ωραία η Πολυκάστη έλουζε τον Τηλέμαχο,
κόρη πιο νέα του Νέστορα, γιου του Νηλέα.
Κι αφού τον έλουσε κι έχρισε με λάδι το κορμί του,
του φόρεσε γύρω στους ώμους όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.
Κι όπως εκείνος βγήκε απ' τον λουτρό και προχωρούσε,
φάνταζε στο παράστημα θεός. Με τέτοιαν όψη
κάθησε πλάι στον Νέστορα, ποιμένα του λαού.

[49]
Ραψωδία γ, 470-497

Ψημένα πια τα πάνω κρέατα, τώρα τα τράβηξαν απ' τη φωτιά


και κάθησαν να φάνε· ενώ πετιόνταν κάθε τόσο τα αρχοντόπουλα
για να κεράσουν σε μαλαματένιες κούπες το κρασί.
Κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ τον λόγο αρχίζοντας τους είπε:
«Ελάτε γιοι μου, φέρετε τώρα στον Τηλέμαχο καλότριχα άλογα
που να τα ζέψετε στις άμαξες, ώστε να βρει κι αυτός τον δρόμο του.»
Έτσι τους μίλησε, αυτοί τον άκουσαν, υπάκουσαν
κι έζεψαν στη στιγμή τα γρήγορα άλογα στις άμαξες.
Στην ώρα της η οικονόμος τούς έβαλε μέσα ψωμί, κρασί,
προσφάγι—τέτοια που τρων οι διογέννητοι άρχοντες.
Τότε ο Τηλέμαχος ανέβηκε και πήρε θέση στο πανέμορφο άρμα·
πλάι του βρέθηκε ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, προστάτης του λαού,
που πήδησε στον δίφρο, έσφιξε τα λουριά στα χέρια του,
μαστίγωσε να φύγουν τα άλογα, κι εκείνα πρόθυμα πετώντας
πέρα στον κάμπο, άφηναν τώρα πίσω τους της Πύλου
τον ψηλό καστρόπυργο.
Όλη τη μέρα, από τις δυο μεριές εξαρτημένα τα άλογα, κινούσαν τον ζυγό.
Και πήρε πια να βασιλεύει ο ήλιος, ίσκιωσαν οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν πλησίασαν τις Φηρές και τράβηξαν στου Διοκλή το σπίτι,
που ήταν ο γιος του Ορτίλοχου, κι αυτός παιδί του Αλφειού.
Εκεί λοιπόν τη νύχτα πέρασαν, φιλοξενούμενοί του.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
έζεψαν πάλι τα άλογα, στο στολισμένο αμάξι ανέβηκαν,
και πέρασαν αυλόθυρα και την πολύβοη στοά.
Τότε τα μαστιγώνει τα άλογα να τρέξουν, κι αυτά, χωρίς αντίσταση πετώντας
στον σιτοφόρο κάμπο, έφταναν προς το τέρμα—
τόσο γοργά τους πήγαιναν τα γρήγορα άλογα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι.

50
δ

Τά εν Λακεδαίμονι

κι έφτασαν, από κοιλάδες και φαράγγια, βαθιά στη Λακεδαίμονα,


τράβηξαν ίσα στο παλάτι του τιμημένου Μενελάου·
τον βρήκαν σε γαμήλιο γλέντι με πολλούς δικούς του,
γιορτάζοντας γάμο διπλό, του γιου του και της άψογής του κόρης,
μέσα στο αρχοντικό του.
Εκείνη την ετοίμαζε νύφη στον γιο του ατρόμητου Αχιλλέα,
όπως το είχε υποσχεθεί τότε στην Τροία, συγκατανεύοντας
πως θα τη δώσει—τώρα οι θεοί τον γάμο συντελούσαν.
Την ξεπροβόδιζε λοιπόν μ' άλογα κι άρματα, να ταξιδέψει
στην τειχισμένη περιλάλητη πόλη των Μυρμιδόνων,
όπου βασίλευε ο γαμπρός.
Στον γιο του πάλι έφερε κορίτσι από τη Σπάρτη, του Αλέκτορα την κόρη,
σ' αυτόν που του γεννήθηκε στερνός, ο Μεγαπένθης σφριγηλός,
από μια δούλη· γιατί οι θεοί δεν χάρισαν άλλο βλαστάρι
στην Ελένη, αφότου πρωτογέννησε χαριτωμένη θυγατέρα
την Ερμιόνη, ωραία στην όψη, σαν χρυσή Αφροδίτη.
Έτσι γλεντούσαν στο ψηλόροφο μεγάλο αρχοντικό,
γείτονες και δικοί του τιμημένου Μενελάου,
δοσμένοι ολόψυχα στην τέρψη· ανάμεσά τους τραγουδώντας ο θείος αοιδός
κρατούσε τον σκοπό χτυπώντας την κιθάρα του· και στον χορό
ξεχώριζαν δυο ακροβάτες, στη δίνη τους συνεπαρμένοι,
στη μέση εκεί.
Αυτοί, δυο ξένοι, στο πρόθυρο του παλατιού σταματημένοι με τ' άλογά τους,
γενναίος ο Τηλέμαχος, λαμπρός ο γιος του Νέστορα.
Πρόλαβε όμως και τους είδε ο Ετεωνέας,
ακόλουθος του τιμημένου Μενελάου με κύρος,
που τρέχοντας επέρασε τις κάμαρες του παλατιού για να τους αναγγείλει
στον βασιλέα, ποιμένα του λαού του.
Στάθηκε πλάι του, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Κάποιοι, δυο ξένοι, αρχοντικέ Μενέλαε,
νέοι που μοιάζει η φύτρα τους να κρέμεται από τον μεγάλο Δία.
Και τώρα πες μου, να τους ξεπεζέψουμε τα γρήγορα άλογα,
ή να τους ξαποστείλουμε να παν αλλού, αν άλλος ήθελε να τους φλλέψει.»
Αλλά ο ξανθός Μενέλαος τον αποπήρε με βαριά αγανάκτηση:
«Ετεωνέα, του Βοηθού γιε, δεν ήσουν άλλοτε τόσο μωρός

[51]
Ραψωδία δ, 32-107

στο παρελθόν μα να που τώρα ανόητα μιλάς, σαν άμυαλο παιδί.


Μόλο που ξέρεις πως χορτάσαμε, εγώ κι εσύ, δείπνα πολλά
φιλόξενα σ' άλλους ανθρώπους, προτού γυρίσουμε στα μέρη μας,
ελπίζοντας να μας γλιτώσει ο Δίας κάποτε από τη συμφορά. Λύσε λοιπόν
των ξένων τ* άλογα και πέρασέ τους μέσα να χαρούν
το φαγοπότι μας.»
Όπως του μίλησε, όρμησε εκείνος έξω από την αίθουσα, φωνάζοντας
να τον συντρέξουν πρόθυμα τ' άλλα παλληκαράκια. Κι αυτοί
λύνουν απ' τον ζυγό κάθιδρα τ' άλογα, τα 'δεσαν στο παχνί
μαζί με τ' άλλα συντροφιά, τους έβαλαν να φάνε ζειά
ανάκατη μ' άσπρο κριθάρι, κι ύστερα ακούμπησαν την άμαξα
στην πρόσοψη του τοίχου πάμφωτη.
Όταν τους πέρασαν στο θείο παλάτι, έμειναν έκθαμβοι
βλέποντας γύρω τους το αρχοντικό του δοξασμένου βασιλιά·
μια λάμψη, σαν τον ήλιο ή τη σελήνη, αντανακλούσε
ψηλόροφο το μέγαρο του τιμημένου Μενελάου.
Κι αφού τη χάρηκαν τα μάτια τους την τόσην ομορφιά,
επήγαν στους γυαλιστερούς λουτήρες να λουστούν.
Εκεί τους έλουσαν οι παρακόρες και τους άλειψαν με λάδι,
τους φόρεσαν σγουρές χλαμύδες και χιτώνες,
ύστερα τους οδήγησαν σε θρόνους, να καθήσουν
πλάι στον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα.
Αμέσως μια θεραπαινίδα, κρατώντας πάγκαλο χρυσό κανάτι,
από ψηλά τούς έχυνε νερό σ ένα λεβέτι ασημωμένο,
τα χέρια τους να νίψουν μετά τους έστρωσε καλόξυστο τραπέζι.
Όπου η σεμνή κελάρισσα τους έφερε μπροστά
φαγώσιμα πολλά, θέλοντας να τους ευχαριστήσει.
Και να κι ο τραπεζάρχης, ανεμίζοντας πινάκια με κρέατα κάθε λογής,
τα πρόσφερε, κι έβαλε πλάι τους μαλαματένιες κούπες.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τους δεξιώθηκε μ' αυτά τα λόγια:
«Πιάστε ψωμί για καλωσόρισμα· κι όταν γευτείτε και χορτάσετε
το δείπνο, τότε θα σας ρωτήσουμε τους δυο
να πείτε ποιων ανθρώπων είσαστε οι βλαστοί* γιατί ασφαλώς
δεν έσβησαν τα γονικά σας· σίγουρα κρέμεται η γενιά σας
από μεγάλους βασιλείς επιφανείς, με σκήπτρο—ασήμαντοι δεν θα μπορούσαν
να γεννήσουν τέτοιους γιους.»
Είπε, κι αμέσως πήρε με το χέρι του παχύ κομμάτι από βοδίσια ράχη,
τιμητική μερίδα για τον ίδιο που την έδωσε στους ξένους.
Εκείνοι απλώνουν τα δυο τους χέρια στο έτοιμο φαγητό,
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό,
γύρισε τότε το κεφάλι του στον γιο του Νέστορα ο Τηλέμαχος,
συγκλίνοντας κοντά του, να μην ακούν οι άλλοι:

[52]
Τά έν Αακεδαίμονι

«Δες και στοχάσου, Νεστορίδη, εγκάρδιε φίλε,


πώς στο χαρούμενο παλάτι αστράφτει ο μπρούντζος,
πώς λάμπει το χρυσάφι και το κεχριμπάρι, το ασήμι και το φίλντισι.
Έτσι θα φαίνονται τα δώματα του ολύμπιου Δία μέσα στην αυλή του,
όπως αυτά, με τα πολλά κι αμέτρητα που δείχνουν—
έκθαμβος μένω που τα βλέπω.»
Αλλά άκουσε ο ξανθός Μενέλαος τον θαυμασμό του,
και του αντιμίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Αγαπημένα μου παιδιά, δεν πρέπει ένας θνητός
ν' ανταγωνίζεται τον Δία, γιατί είναι αθάνατα τα κτίσματα,
αθάνατα και τα αποκτήματά του.
Ίσως μπορούσε κάποιος άνθρωπος να παραβγεί μαζί μου, ίσως κι όχι,
στα πλούτη που κατέχω. Όσα μετά από τόσα πάθη
και άλλη τόση περιπλάνηση έφερα εδώ με τα καράβια μου,
γυρίζοντας αργά στον όγδοο χρόνο.
Περιπλανήθηκα στην Κύπρο, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο,
έφτασα στους Αιθίοπες, τους Σιδονίους κι Ερεμβούς,
και πέρα ως τη Αιβύη, όπου τ' αρνιά μόλις γεννιούνται
βγάζουν κέρατα—εκεί γεννούν τα πρόβατα
μέσα στον ίδιο χρόνο τρεις φορές.
Στα μέρη τους, μήτε αρχοντόπουλο μήτε βοσκός δεν μένει
από τυρί και κρέας, δεν του απολείπει γάλα γλυκούτσικο,
αφού καθημερνά κι αδιάκοπα τους δίνουν γάλα
γι' άρμεγμα τ' αρνιά τους.
Κι όμως, όσο καιρόν εγώ παράδερνα, μαζεύοντας τόσα αγαθά,
βρήκε τον χρόνο ο άλλος κι έσφαξε τον αδελφό μου, λαθραία κι ανέλπιστα,
με δόλο της καταραμένης του γυναίκας—
γι' αυτό δεν χαίρομαι που βασιλεύω μες στα πλούτη μου.
Θα το 'χετε, φαντάζομαι, κι εσείς ακούσει απ' τους γονείς σας,
όποιοι και να ναι· υπέφερα πολύ, το σπιτικό μου ρήμαξε
στην πιο μεγάλη ακμή του, τότε που φύλαγε περιουσία πολύτιμη.
Παρ' όλα ταύτα, θα προτιμούσα να ζούσα τώρα με το ένα τρίτο της
σ' αυτό το σπίτι, φτάνει να ήσαν σώοι όσοι αφανίστηκαν τότε
στης Τροίας τον κάμπο μακριά απ' το ιππόβοτο Αργός.
Γι' αυτό θρηνώ κι οδύρομαι, σε τούτο το παλάτι καθισμένος
ώρες ατέλειωτες, όταν τους σκέφτομαι, όλους· άλλοτε ξαλαφρώνω την ψυχή μου
με το κλάμα, άλλοτε πάλι σταματώ, γιατί κι ο κρύος γόος
γρήγορα χορταίνεται.
Αλλά κανέναν άλλον τόσο δεν θρηνώ, παρόλο που με σφάζει ο πόνος,
όσο τον ένα εκείνον εχθρεύομαι τον ύπνο και το φαγητό,
όταν τον φέρνει ο νους μου, αφού κανένας άλλος Αχαιός δεν δοκιμάστηκε
μ' όσα δοκίμασε ο Οδυσσέας και σήκωσε. Του έμελλε όμως

[53]
Ραψωδία δ, 108-185

μοίρα θλιβερή, κι εμένα αλησμόνητος, αβάστακτος καημός


για κείνον που χάθηκε, πάει καιρός, και πια δεν ξέρουμε
αν ζει ή πέθανε. Τον κλαιν, ακούω, ο γέροντας Λαέρτης,
η Πηνελόπη συνετή και βέβαια ο Τηλέμαχος,
που νεογέννητο μωρό τον άφησε στο σπίτι.»
Μιλώντας έτσι, ξύπνησε τον πόθο του πατέρα του στον νέο,
που βούρκωσε· το δάκρυ κύλησε στη γη από τα βλέφαρά του
ακούγοντας τ' όνομα του πατέρα του,
κι αμέσως ανασήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
με τα δυο του χέρια σκεπάζοντας τα μάτια του. Αλλά ο Μενέλαος
τον είδε και κατάλαβε· νους και ψυχή του ταλαντεύθηκαν
αν έπρεπε να τον αφήσει να μνημονεύσει μόνος τον πατέρα του,
ή να τον δοκιμάσει πρώτος, αυτός ρωτώντας τα καθέκαστα.
Κι όσο το δίλημμα αναθίβανε στον νου και στην ψυχή του,
φάνηκε η Ελένη, κατεβαίνοντας από τον μυρισμένο θάλαμό της,
σαν άλλη Αρτεμη με τα χρυσά της βέλη.
Μαζί της η Αδρήστη, που κάθισμα άνετο της έστησε,
η Αλκίππη, που της έφερε μάλλινο μαλακό κιλίμι,
κι ακόμη η Φυλώ, που της κρατούσε το ασημένιο της πανέρι, χάρισμα αυτό
από την Αλκάνδρη, ταίρι του Πόλυβου, που τώρα τη Θήβα κατοικούσε
της Αιγύπτου, όπου και το παλάτι του με τα πολλά του πλούτη.
Ο Πόλυβος, που χάρισε του Μενελάου δυο λουτήρες αργυρούς,
δυο τρίποδες και δέκα τάλαντα χρυσάφι.
Χώρια η γυναίκα του, που πρόσφερε πάγκαλα δώρα στην Ελένη·
ρόκα χρυσή κι εκείνο το ασημένιο κυλιστό πανέρι
μ' ακρόχειλα μαλαματένια.
Αυτό της έφερε η Φυλώ, γεμάτο νήμα δουλεμένο,
και τεντωμένη επάνω του την ηλακάτη
με μαλλί μενεξεδένιο.
Κάθησε εκείνη στον στημένο θρόνο της, ακούμπησε τα πόδια στο σκαμνί,
κι αμέσως πήρε να ρωτά τον άντρα της το καθετί:
«Ξέρουμε αλήθεια, ευγενικέ Μενέλαε, για ποια γενιά καυχώνται
οι νέοι εδώ που βρέθηκαν μες στο δικό μας το παλάτι;
Παραίσθηση, ή θα πετύχω την αλήθεια; Θέλει η ψυχή μου ωστόσο να το πει:
ομολογώ, ποτέ μου ως τώρα δεν είδα άνθρωπο να μοιάζει τόσο
(άντρας, γυναίκα—τον βλέπω και θολώνει ο νους μου)
όπως αυτός στου μεγαλόψυχου Οδυσσέα τον γιο·
για τον Τηλέμαχο μιλώ, που νεογέννητο μωρό τον άφησε
τότε στο σπίτι εκείνος, όταν εσείς οι Αχαιοί,
για χάρη μου, μιας άθλιας σκύλας, φτάσατε κάτω από την Τροία
κι ανοίξατε τον άγριο πόλεμο.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο ξανθός Μενέλαος:

[54]
Τά έν Αακεδαίμονι

«Το ίδιο σκέφτομαι τώρα κι εγώ, γυναίκα, καθώς εσύ τον εξομοίωσες·
τέτοια τα πόδια εκείνου, τέτοια τα χέρια,
τέτοιο το βλέμμα των ματιών, η κεφαλή, η πλούσια κόμη.
Κι όταν πριν από λίγο εγώ μιλώντας τον Οδυσσέα μνημόνευσα,
τα πάθη που έπαθε και μόχθησε για τη δική μου χάρη εκείνος, ο νέος εδώ
στο δάκρυ πνίγηκε και σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
τα μάτια του να κρύψει.»
Τον λόγο τώρα ανέλαβε μιλώντας ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος:
«Ατρείδη, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού,
αληθινά, κι όπως το λες, αυτός εκείνου είναι ο γιος·
αλλά τον συγκρατεί η πολλή του σύνεση, αισθάνεται ντροπή,
σ' αυτή την πρώτη επίσκεψή του να αποδειχτεί αυθάδης,
απέναντι σ' εσένα μάλιστα, που η θεία φωνή σου μας προσφέρει
τόση τέρψη.
Εμένα ομολογώ πως μ' έστειλε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ,
να γίνω σύντροφος στον δρόμο του· επιθυμούσε τόσο να σε δει,
αν ήθελες να τον συμβούλευες με κάποιον λόγο σου ή πράξη.
Γιατί το ξέρεις, πολλά τα βάσανα ενός γιου στο σπίτι που λείπει
ο πατέρας του μακριά, κι άλλοι δεν βρίσκονται να του παρασταθούν.
Όπως συμβαίνει τώρα στον Τηλέμαχο, που εκείνος χάθηκε στα ξένα,
και δεν υπάρχουν στη χώρα οι άλλοι που θα μπορούσαν
ν' αποτρέψουν το κακό.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο ξανθός Μενέλαος:
«Ω θεέ μου, δες! ποιου ακριβού φίλου πολύτιμου έφτασε ο γιος
στο σπίτι μου· εκείνου που για χάρη μου πάνω του σήκωσε
πολλά βάσανα του πολέμου.
Κι έλεγα, νά 'ρθει, και θα του δείξω τη μεγάλη αγάπη μου,
ξεχωριστή απ' όλους τους Αργείους· μόνο να χάριζε τον νόστο μας
ο ολύμπιος Ζευς, θεός πανόπτης, και πίσω οι δυο μας να γυρίζαμε
με γρήγορα καράβια· τότε λογάριαζα πως θα του έδινα να κατοικήσει
εδώ στο Αργός πόλη και παλάτι· πως θα τον έφερνα από την Ιθάκη,
μ' όλα τα πλούτη του, τον γιο του, τον λαό του· αδειάζοντας
μια πολιτεία κοντινή, όσες είναι τριγύρω μας
κι ανήκουν στο βασίλειό μου.
Κι έτσι κοντά ένας στον άλλο, συχνά θα σμίγαμε· τίποτε πια δεν θα μπορούσε
τους δυο να μας χωρίσει στην αμοιβαία αγάπη μας, στη δίδυμη χαρά μας,
ώσπου να πέσει μαύρο το νέφος του θανάτου, και να μας σκεπάσει.
Αλλά όλα αυτά κάποιος θεός φαίνεται πως τα φθόνησε,
που στέρησε μόνο σ' αυτόν τον νόστο.»
Με τέτοια λόγια σήκωσε σ' όλους τον πόθο για κλάμα γοερό:
θρηνούσε η αργεία Ελένη, θυγατέρα του Διός,
θρηνούσε κι ο Τηλέμαχος, θρηνούσε κι ο Μενέλαος του Ατρέα,

[55]
Ραψωδία δ, 186-260

αδάκρυτα δεν έμειναν τα μάτια μήτε του γιου του Νέστορα,


καθώς θυμήθηκε τον αδελφό του Αντίλοχο, το άψογο παλληκάρι,
που τον εσκότωσε λαμπρός ο γιος της φαεινής Ηώς.
Μ' εκείνου την ενθύμηση πήρε τον λόγο, κι όπως μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γιε του Ατρέα, δεν είναι άλλος φρονιμότερος στον κόσμον από σένα·
το 'λεγε ο γερο-Νέστορας συχνά, όταν ο λόγος το φερνε
μες στο παλάτι, και εμείς ρωτούσαμε για σένα.
Ωστόσο τώρα, αν επιτρέπεται, άκου τη γνώμη μου· ομολογώ
πως δεν το βρίσκω διόλου ευχάριστο να παραδίνομαι στο κλάμα
απόδειπνα—θα ξημερώσει κι αύριο πρωί η Αυγή.
Δεν λέω βέβαια πως θα 'πρεπε να ντρέπεται όποιος οδύρεται
γιατί του πέθανε δικός του άνθρωπος, ακολουθώντας
το θνητό του ριζικό.
Όλοι το ξέρουν πως είναι αυτή η στερνή τιμή των δύστυχων νεκρών
οι ζωντανοί να κόβουν τα μαλλιά τους, να μη λυπούνται τα αναφιλητά τους.
Μου πέθανε κι εμένα αδελφός· δεν ήταν άσημος καθόλου
στους Αργείους—εσύ πρέπει να το γνωρίζεις. Εγώ δεν τον αντάμωσα,
ποτέ μου δεν τον είδα· όμως οι άλλοι ομολογούν πόσο
ο Αντίλοχος ξεχώριζε, πιο γρήγορος στο τρέξιμο και πάντοτε
στη μάχη αντρείος.»
Τον λόγο πήρε κι αποκρίθηκε στον νέο ο ξανθός Μενέλαος:
«Είπες, καλέ μου φίλε, όσα που θα 'λεγε και θα 'κανε
φρόνιμος άντρας, μεγαλύτερός σου—τέτοιου πατέρα
είσαι ο γιος, γι' αυτό και τόσο γνωστικά μιλάς.
Αναγνωρίζεται εύκολα το γονικό κλωνάρι εκείνου που
ευλόγησε ο Κρονίδης με μοίρα ευτυχισμένη, στον γάμο και στη γέννησή του.
Όπως τον Νέστορα, που τον εμοίρανε να ζήσει ατέλειωτες τις μέρες του,
πλούσιος να γεράσει ο ίδιος στο παλάτι,
αλλά κι οι γιοι του να 'ναι συνετοί κι άριστοι στο κοντάρι.
Ωστόσο τώρα ας κόψουμε τον θρήνο μας, που πριν μας συνεπήρε,
ας θυμηθούμε πάλι πως δειπνούμε, κι ας έλθουν κάποιοι
να ρίξουν στα χέρια μας νερό. Κι όσα έχουμε να πούμε,
αύριο, μόλις ξημερώσει, τα λέμε μεταξύ μας
ο Τηλέμαχος κι εγώ.»
Είπε, κι αμέσως έχυσε νερό στα χέρια τους, πρόθυμος παραγιός
του τιμημένου Μενελάου, ο Ασφαλίων,
κι εκείνοι απλώνουν χέρια καθαρά στο ετοιμασμένο φαγητό.
Τότε η Ελένη, θυγατέρα του Διός, στόχαστηκε άλλα·
δίχως να περιμένει, ρίχνει στο κρασί τους, μέσα από εκείνο που έπιναν,
ένα βοτάνι που το πένθος σβήνει, τη χολή πραΰνει,
κι είναι της κάθε συμφοράς η λησμοσύνη.

[56]
Τά έν Αακεδαίμονι

Όποιος το καταπιεί, μες στον κρατήρα ανάμεικτο, ολόκληρη τη μέρα


αδάκρυτος θα μείνει· ακόμη κι αν του πέθανε μάνα, πατέρας·
ακόμη κι αν μπροστά του ξέσκιζε τον αδελφό του
ή και τον γιο του ο χαλκός του εχθρού,
κι αυτός τον έβλεπε μ έντρομα μάτια.
Τέτοια τα φάρμακα της θυγατέρας του Διός, θαυματουργά
και σπάνια, που της τα χάρισε η Πολυδάμνη, σύζυγος του Θώνα,
εκεί στην Αίγυπτο, όπου χωράφια εύφορα βότανα βγάζουν
πάμπολλα και ανάμεικτα—πολλά καλά, πολλά φαρμακερά.
Εκεί ο καθένας τους είναι γιατρός, με γνώση κι αξεπέραστος
στον κόσμο ολόκληρο· γιατί η γενιά τους κατεβαίνει απ' τον Παιήονα.
Τότε λοιπόν η Ελένη έριξε το βοτάνι στο κρασί τους, παράγγειλε
να τους κεράσουν, και πήρε πάλι αυτή τον λόγο να τους πει:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, κι εσείς παιδιά
από λαμπρούς πατέρες· δίνει ο θεός άλλοτε σ' άλλον
το καλό και το κακό, ο Δίας παντοδύναμος.
Καλύτερα λοιπόν να συνεχίσετε το δείπνο σε τούτο το παλάτι
καθισμένοι και να χαρείτε ιστορίες παλιές—εγώ θα σας διηγηθώ
κάποια που να ταιριάζει στην περίσταση.
Δεν πρόκειται να εξιστορήσω τώρα, να πω με το όνομά τους,
όλους τους άθλους που κατόρθωσε με την υπομονή του ο Οδυσσέας·
τον ένα μόνο, αυτόν που τόλμησε κι έπραξε ο αντρείος εκείνος
στη χώρα εκεί της Τροίας, όπου τα πάθη του πολέμου
οι Αχαιοί υποφέρατε.
Μόνος του αυτός, πληγώνοντας το σώμα του με τις πιο άσχημες πληγές,
σ' άθλια κουρέλια τύλιξε τους ώμους του, μοιάζοντας δούλος,
και γλίστρησε στην πόλη των εχθρών με τους μεγάλους δρόμους.
Έγινε άλλος άνθρωπος, την όψη παίρνοντας
ενός ζητιάνου (τέτοιον δεν θα 'βρισκες στα αργίτικα καράβια),
κι έτσι παραλλαγμένος χώθηκε στης Τροίας το κάστρο.
Οι άλλοι όλοι σαστισμένοι παραμέρισαν μόνη μου εγώ τον αναγνώρισα,
παρά την παραμόρφωσή του, και πήρα να τον δοκιμάζω
με τις ερωτήσεις μου· εκείνος όμως, πονηρός και ξύπνιος,
όλο μου ξέφευγε.
Και μόνο όταν πια τον έλουσα, τον άλειψα με λάδι,
τον έντυσα με ρούχα καθαρά, ορκίστηκα όρκο βαρύ
να μην τον φανερώσω πως βρίσκεται στους Τρώες ανάμεσα ο Οδυσσέας,
προτού γυρίσει πίσω στα γρήγορα καράβια του και στις σκηνές·
τότε μονάχα μου αποκάλυψε το τι είχαν βάλει οι Αχαιοί στον νου τους.
Κι αφού πετσόκοψε Τρώες πολλούς με το μακρύ του, κοφτερό σπαθί,
γύρισε στους Αργείους πίσω, ξέροντας πια πολύ καλά τον τόπο.
Τσίριξαν τότε οι άλλες Τρωαδίτισσες· όμως εμένα γέμισε χαρά

[57]
Ραψωδία δ, 260-334

η καρδιά μου* γιατί είχα αλλάξει μέσα μου, ήθελα πια


σπίτι μου να γυρίσω μετανιωμένη για την τύφλα μου, που μου τη φόρτωσε
η Αφροδίτη· όταν με πήρε να με φέρει εδώ, μακριά
απ' τη γλυκιά πατρίδα μου και χωρισμένη από τη θυγατέρα μου,
από την κάμαρή μου, τον νόμιμο άντρα μου, που βέβαια δεν υπολείπεται
σε τίποτε κι από κανένα, μήτε στη γνώση του μήτε στην ομορφιά.»
Αμέσως μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, της είπε:
«Όλα σου δίκαια και σωστά, γυναίκα, και καλά τα ιστόρησες.
Αλλά κι εγώ, που γνώρισα πολλών ανθρώπων γνώμη και γνώση,
γιατί τριγύρισα σε τόσα ξένα μέρη, ποτέ μου ως τώρα
τα μάτια μου δεν είδαν κάποιον που να 'χει την καρδιά
του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Παράδειγμα το τι κατόρθωσε και πήρε επάνω του ο αντρείος εκείνος,
μέσα στο ξύλινο άλογο, όπου, δίχως εξαίρεση, καθήσαμε
απ' τους Αργείους οι άριστοι, τον φόνο και τον θάνατο
να φέρουμε στους Τρώες.
Κι ήλθες εκεί κι εσύ* μπορεί και κάποιος δαίμονας να σε παρότρυνε,
που γύρευε τιμή και δόξα στους Τρώες να προσφέρει—
σ' ακολουθούσε από κοντά ο Δηίφοβος θεόμορφος.
Έφερες τότε γύρο τρεις φορές, ψηλάφησαν τα δάχτυλά σου
την κοιλιά του αλόγου, και πήρες να καλείς με το όνομά τους
τους αριστείς των Δαναών,
με μια φωνή ολόιδια της γυναίκας καθενός Αργείου.
Εγώ και του Τυδέα ο γιος κι ο θείος Οδυσσέας,
οι τρεις εκεί στη μέση καθισμένοι, σ' ακούσαμε να μας καλείς.
Κι ενώ οι δυο μας πεταχτήκαμε, μας συνεπήρε ο πόθος ή έξω
από το άλογο να βγούμε ή από μέσα να σου αποκριθούμε,
ο Οδυσσέας μάς κρατούσε και τη λαχτάρα μας εμπόδιζε.
Τότε λοιπόν οι άλλοι, όλοι των Αχαιών οι γιοι μείναν βουβοί·
μόνος ο Αντικλος θέλησε να σου δώσει απόκριση· αλλά του φράζει
ο Οδυσσέας το στόμα με τα δυο του χέρια δυνατά,
έτσι γλιτώνοντας όλους τους Αχαιούς.
Και δεν τον άφησε, παρ' όταν κι εσένα σ' απομάκρυνε
η Αθηνά Παλλάδα.»
Ανταποκρίθηκε κι ο συνετός Τηλέμαχος τώρα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού σου,
ο πόνος έτσι μεγαλώνει· γιατί όλα αυτά τα κατορθώματα
δεν έφτασαν για ν' αποτρέψουν τον θλιβερό χαμό του,
κι ας είχε εκείνος μέσα του καρδιά από ατσάλι.
Αλλά καιρός, με τη δική σας συγκατάθεση, να πέσουμε στο στρώμα,
να βρούμε τέρψη κι ανακούφιση στον ύπνο, γλυκά να κοιμηθούμε.»
Μίλησε, κι αμέσως η αργεία Ελένη δίνει εντολή

[58]
Τά έν Αακεδαίμονι

στις παρακόρες της, εκεί μπροστά στην αίθουσα με τη σκεπή,


τις κλίνες τους να στήσουν, να ρίξουν πάνω τους ωραία στρωσίδια
πορφυρά, ν' απλώσουν τα χαλιά και τις σγουρές φλοκάτες,
γύρω τους να τις τυλιχτούν.
Εκείνες βγήκαν απ' την αίθουσα, στα χέρια τους κρατώντας δάδες,
κι ετοίμασαν τα δυο κρεβάτια· ευθύς ο κήρυκας παρέξω
οδήγησε τους ξένους, κι αυτοί κοιμήθηκαν στου παλατιού τον πρόδομο,
γενναίος ο Τηλέμαχος, λαμπρός ο γιος του Νέστορα.
Κι ο γιος του Ατρέα πήγε στη μέσα μέσα κάμαρη
του ψηλοτάβανου σπιτιού να κοιμηθεί· πλάι του πλάγιασε
η Ελένη πεπλοφόρος, γυναίκα θείας ομορφιάς.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του πετάχτηκε με τη βαριά φωνή ο Μενέλαος,
το ρούχο του φορώντας πέρασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια,
κι από την κάμαρή του βγήκε προχωρώντας σαν θεός·
πήγε μετά και κάθησε πλάι στον Τηλέμαχο, μιλώντας είπε:
«Γενναίε Τηλέμαχε, ποια ανάγκη σ' έφερε στα μέρη μας,
εδώ στη θεία Αακεδαίμονα, περνώντας την πλατιά ράχη
της θάλασσας; δημόσιος λόγος ή προσωπική σου υπόθεση;
Πες μου και μίλα την αλήθεια.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, της χώρας στυλοβάτη,
ήλθα να μάθω αν κάποιαν είδηση ίσως μου πεις για τον πατέρα μου.
Γιατί το σπίτι μου ερημώνεται, ρημάζουν κάρπιμα χωράφια,
γέμισε το παλάτι μ' ένα τσούρμο εχθρούς, που αδιάκοπα
και σωρηδόν σφάζουν τα πρόβατα, βόδια στριφτόποδα κι ελικοκέρατα—
είναι της μάνας μου οι μνηστήρες, βάναυσοι κι αλαζόνες.
Γι' αυτόν τον λόγο τώρα προσπέφτω στα δικά σου γόνατα,
αν ήθελες εκείνου τον φριχτό χαμό να πεις,
αν ίσως και τον είδες με τα μάτια σου
ή κι άλλον άκουσες για κείνον να μιλά
στην περιπλάνησή του—
αφού τον γέννησε τρισάμοιρον αυτόν η μάνα του.
Μη λυπηθείς λοιπόν και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις·
μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω τα όσα αντίκρισαν τα μάτια σου.
Σε ικετεύω· αν κάποτε ο πατέρας μου, ο τιμημένος Οδυσσέας,
κάτι σπουδαίο κατόρθωσε, με λόγο ή έργο, εκεί στης Τροίας τη χώρα,
όπου κι εσείς οι Αχαιοί ζήσατε τόσα πάθη,
αυτά θυμήσου τώρα και πες μου την αλήθεια.»
Του μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, με δυσφορία μεγάλη:
«Πανάθεμά τους! Σε ποιανού την κλίνη θέλησαν να πλαγιάσουν

[59]
Ραψωδία <5,333-409

ενός περήφανου με τίμιο φρόνημα, αυτοί οι δειλοί και τιποτένιοι.


Πώς κάποτε στο δάσος ελαφίνα πάτησε μονιά από λιοντάρι ανήμερο,
που πήγε εκεί και κοίμισε τα βυζανιάρικα νιογέννητά της ελαφάκια
κι ύστερα βγήκε να γυρέψει τη βοσκή της σε φαράγγια,
λαγκάδες χλοερές, αλλά την πρόφτασε γυρνώντας πίσω το λιοντάρι,
και μέσα εκεί θανάτωσε κι αυτήν κι αυτά, άθλια κι άσχημα·
παρόμοιο θάνατο θα δώσει και σ' εκείνους ο Οδυσσέας.
Αμποτε, Δία πατέρα, Αθηνά κι Απόλλωνα,
να *ταν εκείνος τώρα όπως στη Λέσβο τότε την καλοχτισμένη,
όταν λογόφεραν με τον Φιλομηλείδη, οπότε αυτός σηκώθηκε
μαζί του να παλέψει, κι όπως τον έριξε στο χώμα με τη δύναμή του,
έδειξαν τη χαρά τους όλοι οι Αχαιοί.
Αμποτε τέτοιος ο Οδυσσέας να σμίγε με τους μνηστήρες,
τότε πικρός θα 'βγαινε ο γάμος τους, απότομος ο θάνατός τους.
Όσο για κείνα που ρωτάς παρακαλώντας, εγώ δεν πρόκειται
άλλα να σου πω, για να ξεφύγω ή να σε ξεγελάσω·
ό,τι μου εξήγησε ο αλάνθαστος ενάλιος γέροντας, τίποτε
απ' αυτά δεν θα σου κρύψω, μήτε θα τα σκεπάσω.
Στην Αίγυπτο οι θεοί ακόμη με κρατούσαν, μόλο που τόσο
επιθυμούσα να γυρίσω πίσω, γιατί δεν τους επρόσφερα θυσία
λαμπρή τις εκατόμβες—αλλά οι αθάνατοι πάντοτε θέλουν
να θυμόμαστε τις εντολές τους.
Ένα νησί βρίσκεται εκεί, το βρέχει η ταραγμένη θάλασσα,
αντικριστά στην Αίγυπτο, το λένε Φάρος·
απέχει τόσο απ' τη στεριά, που ένα καράβι βαθουλό μες σε μια μέρα
θα μπορούσε να κάνει την απόσταση, φτάνει να το συντρόφευε
με τις πνοές του ούριος άνεμος.
Έχει λιμάνι απάνεμο, όπου τα πλοία ισόρροπα,
προτού ανοιχτούν στο πέλαγος, τραβούν νερό από σκοτεινές πηγές.
Εκεί λοιπόν μ' εμπόδιζαν είκοσι μέρες οι θεοί· κι ούτε στιγμή
δεν έλεγαν τη θάλασσα να κυματίσουν άνεμοι της στεριάς καλοί,
που όταν φυσούν, γίνονται σύντροφοι των καραβιών
στα πλάτη της θαλάσσης.
Στο μεταξύ θα τέλειωναν κι όλες μας οι τροφές, μαζί τους των συντρόφων
το κουράγιο, αν δεν με σπλαχνιζόταν μια θεά να μ' ελεήσει·
του αδάμαστου Πρωτέα η κόρη, του ενάλιου γέροντα,
η Ειδοθέη—εκείνης την καρδιά φαίνεται πως πολύ συγκίνησα.
Κι όπως παράδερνα μονάχος στο νησί, απ' τους συντρόφους χωρισμένος,
φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου· αυτοί περιτριγύριζαν τις όχθες
του νησιού κι όλη τη μέρα ψάρευαν με τα καμπύλα αγκίστρια,
γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
Στάθηκε τότε εκείνη πλάι μου, μιλώντας είπε:

[6ο1
Τά έν Αακεδαίμονι

"Ξένε μου, παραείσαι νήπιος· χαλάρωσε κι ο νους σου; ή μήπως


θεληματικά μου αφήνεσαι, απολαμβάνοντας τον πόνο των παθών σου;
Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, και δεν μπορείς να βρεις
κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή
των φίλων σου."
Στον λόγο της εγώ αποκρίθηκα με τον δικό μου λόγο:
"Θα σου μιλήσω φανερά, όποια θεά κι αν είσαι.
Όχι, δεν αποκλείστηκα από μόνος μου· μάλλον θα πρέπει
να 'χω σφάλει στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Αλλά από σένα τώρα περιμένω να μου πεις, αφού οι αθάνατοι
ξέρουν τα πάντα, το ποιος θεός δεμένο με κρατεί, ποιος έκλεισε
τον δρόμο μου, το πώς θα βρω τον νόστο μου, περνώντας
το ψαρίσιο πέλαγος."
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη, σεβαστή θεά, πήρε τον λόγο κι είπε:
"Ξένε, θα σου μιλήσω ειλικρινά και τίμια:
στα μέρη αυτά κυκλοφορεί ο ενάλιος γέρος που ποτέ δεν σφάλλει,
αθάνατος ο Αιγύπτιος Πρωτέας, που ορίζει με τη γνώση του
όλης της θάλασσας τα βάθη, στον Ποσειδώνα ωστόσο υποτελής—
λένε πως είναι εκείνος που με γέννησε, ο πατέρας μου.
Αυτόν λοιπόν, αν με κάποιον τρόπο εσύ κατόρθωνες να παγιδέψεις,
να τον πιάσεις, θα 'ταν σε θέση να σου πει τον νόστο σου,
να σου μετρήσει το μακρύ ταξίδι,
το πώς θα γύριζες περνώντας το ψαρίσιο πέλαγος.
Ακόμη, ξένε ευγενικέ, ανίσως θέλεις, εκείνος θα μπορούσε να σου μαρτυρήσει
και τι κακό ή καλό έχει συντελεστεί μες στο παλάτι σου,
αφότου εσύ πήρες τον τόσο μακρινό, μαρτυρικό σου δρόμο φεύγοντας."
Στα λόγια της εγώ μ' αυτά τα λόγια ανταποκρίθηκα:
"Εξήγησέ μου τώρα εσύ το πώς να παγιδέψω τον θεϊκό Πρωτέα,
μήπως προλάβει να με δει, με αναγνωρίσει πρώτος και ξεφύγει·
γιατί είναι δύσκολο θεός να δαμαστεί από θνητού το χέρι."
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως μου αποκρίθηκε:
"Ό,τι ρωτάς θα το εξηγήσω εγώ, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
Όταν ο ήλιος ανεβαίνοντας φτάσει στη μέση του ουρανού,
τότε κι ο άσφαλτος, ενάλιος γέροντας βγαίνει απ' τη θάλασσα
με του ζεφύρου τις πνοές, στο μαύρο του νερού ανατρίχιασμα
κρυμμένος, και βγαίνοντας βαθιά κοιμάται σε θολωτές σπηλιές.
Γύρω του αθρόες φώκιες άποδες, κόρες της όμορφης θαλασσινής θεάς,
κι αυτές αφήνουν το ψαρί νερό και δίπλα του πλαγιάζουν,
βαριά αναδίνοντας τη μυρωδιά του απύθμενου πελάγους.
Εκεί λοιπόν, μόλις χαράζοντας φανεί η αυγή, θα σε οδηγήσω
εγώ, να γείρεις πλάι τους· αλλά κι εσύ ξεδιάλεξε
τρεις από τους συντρόφους σου—ας είναι

[6ι]
Ραψωδία δ, 409-481

των καραβιών με τις γερές κουβέρτες οι καλύτεροι.


Και τώρα θα σου πω κι όλες του γέροντα τις πονηριές·
τις φώκιες πρώτα θα μετρήσει, βήμα βήμα,
κι αφού τις δει και λογαριάζοντας στα πέντε δάχτυλα
τις βρει σωστές, θα πέσει εκεί στη μέση να πλαγιάσει,
σαν τον βοσκό με το κοπάδι του ανάμεσα στα πρόβατά του.
Κι όταν τον δείτε πια στον ύπνο βυθισμένο,
δικό σας μέλημα, με βία και δύναμη να τον κρατήσετε
γερά, όσο κι αν δέρνεται παλεύοντας να σας ξεφύγει.
Γιατί θα δοκιμάσει αλλάζοντας την όψη του μ' ό,τι ερπετό
στο χώμα σέρνεται, θα γίνει και νερό, κι ακαταμάχητη φωτιά.
Όμως εσείς μην τον αφήσετε απ' τα χέρια σας,
όλο και δυνατότερο το σφίξιμό σας.
Και μόνο όταν μιλώντας σάς ρωτήσει,
ίδιος στην όψη πάλι, όπως τον είδατε προτού ξαπλώσει,
τότε κι εσύ τη βία χαλάρωσε, λύσε τον γέροντα,
γενναίε, και ρώτησέ τον ποιος θεός σε κατατρέχει,
τον νόστο να σου πει, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγος."
Τον λόγο της τελειώνοντας, βυθίστηκε στο κύμα της θαλάσσης.
Όσο για μένα, τράβηξα στα καράβια, στημένα εκεί στην άμμο,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Αλλ' όταν, στο ακροθαλάσσι κατεβαίνοντας έφτασα το καράβι,
φροντίσαμε το δείπνο μας κι έπεσε το σκοτάδι
νύχτας αθάνατης—εμείς πλαγιάσαμε στο περιγιάλι τότε.
Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωσε ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
προχώρησα στην αμμουδιά μιας θάλασσας απέραντης
κι εκεί γονυπετής παρακαλιόμουν τους θεούς· πήρα μαζί μου
και τους τρεις συντρόφους—σ' αυτούς που είχα την πιο μεγάλη εμπιστοσύνη
στην κάθε κίνησή μου.
Στο μεταξύ κι εκείνη, βυθισμένη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας,
από τα πελαγίσια βάθη φέρνει τέσσερα δέρματα από φώκιες—
ήσανε και τα τέσσερα μόλις γδαρμένα· γιατί το σκέφτηκε καλά
πώς να γελάσει με δόλο τον πατέρα της.
Εκεί λοιπόν στην αλμυρή αμμουδιά άνοιξε με τα χέρια της
λακκούβες να πλαγιάσουμε, και καθισμένη μας περίμενε.
Αλλά κι εμείς προφτάσαμε και πήγαμε πολύ κοντά της,
οπότε εκείνη στη σειρά μάς πλάγιασε κι έβαλε πάνω στον καθένα από ένα δέρμα.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί χειρότερο καρτέρι· φριχτά μας τυραννούσε
η καταραμένη οσμή απ' τις θαλάσσιες φώκιες—
γιατί ποιος θα βαστούσε να κουρνιάσει στο πλάι θτ}ρίου πελαγίσιου;
Αλλά μας έσωσε από μόνη της, σοφίστηκε μεγάλο το όφελος μας·
έφερε κι έβαλε κάτω από τα ρουθούνια μας σ' όλους την αμβροσία,

[62 1
Τά έν Αακεδαίμονι

που ευώδιασε τόσο γλυκά κι εξουδετέρωσε τη βρώμα απ' τη δορά του τέρατος.
Έτσι με υπομονή όλο το πρωινό προσμέναμε, ώσπου
κοπάδι πρόβαλαν βγαίνοντας οι φώκιες απ' τη θάλασσα,
που πλάγιασαν να κοιμηθούν με τη σειρά στο ακροθαλάσσι.
Πάνω στο μεσημέρι φτάνει απ' το πέλαγος κι ο γέροντας,
βρήκε τις φώκιες του καλοθρεμμένες, πηγαινοήλθε σε όλες,
λογάριασε τον αριθμό τους, και πρώτους μέτρησε κι εμάς
με τ' άλλα του θηρία, δίχως να βάλει ο νους του τον στημένο δόλο μας.
Ύστερα πέφτει κι αυτός να κοιμηθεί. Οπότε εμείς κραυγάζοντας
πάνω του ορμήξαμε, τυλίξαμε γερά τα χέρια μας
στο σώμα του. Αλλά κι ο γέροντας καθόλου δεν λησμόνησε
τη δολερή του τέχνη:
έγινε λιοντάρι πρώτα με περήφανο το γένι του, φίδι μετά
και λεοπάρδαλη και μέγας κάπρος· έγινε τέλος και νερό
που τρέχει, δέντρο με φύλλωμα αψηλό—
κι ωστόσο εμείς με υπομονή τον συγκρατούσαμε γερά.
Όταν αργά βαρέθηκε τις δόλιες αλλαγές του,
τότε γυρίζοντας ο γέροντας μου μίλησε ρωτώντας:
"Άραγε ποιος θεός, του Ατρέα γιε, συνταίριαξε μαζί σου
τις βουλές του, με το στανιό να με συλλάβεις, στήνοντας
καρτέρι; Τι τόσο σ' αναγκάζει;"
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
"Το ξέρεις, γέροντα, και μόνος σου· γιατί λοιπόν γυρεύεις
με τα λόγια σου να με παραπλανήσεις;
Σ' ένα νησί εμποδίζομαι τόσον καιρό και δεν μπορώ
να βρω σωτήρια λύση—έτσι η καρδιά μου κάθε μέρα λιγοστεύει.
Αλλά ομολόγησέ μου τώρα εσύ, αφού οι θεοί τα ξέρουν όλα·
σαν ποιος θεός μ' έχει δεμένο, ποιος έφραξε τον δρόμο μου·
πες και τον νόστο μου, πώς θα περάσω το ψαρίσιο πέλαγος."
Στα λόγια μου εκείνος μιλώντας αποκρίθηκε:
"Όφειλες στον Δία πρώτα και στους άλλους αθανάτους
σφάγια ιερά κι ωραία να προσφέρεις, προτού ανεβείς
και το καράβι σου σε ταξιδέψει γρήγορα στην πατρίδα,
το πέλαγος περνώντας με το μπλάβο χρώμα του κρασιού.
Γιατί της μοίρας σου δεν είναι να δεις δικούς, να φτάσεις
στο καλοχτισμένο σπιτικό σου, να πιάσεις χώμα πατρικό,
αν δεν περάσεις πάλι τα νερά του Αιγύπτου, του ποταμού
που κατεβαίνει από τον ουρανό ψηλά· αν δεν προσφέρεις
εκατόμβες, θυσία μεγάλη, στους αθάνατους
όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό.
Τότε οι θεοί θα δώσουν και θ' ανοίξουν τον δρόμο σου που λαχταράς."
Έτσι μιλώντας, μέσα μου κλονίστηκε η καρδιά μου,

[63]
Ραψωδία <5, 482-552

που με παρακινούσε, περνώντας πάλι τις ομίχλες του πελάγους,


στην Αίγυπτο να φτάσω—δρόμος μακρύς και τόσο δύσκολος.
Και μολοντούτο πήρα ξανά τον λόγο και του μίλησα:
"Αυτά θα γίνουν, γέροντα, όπως τα λες και τα προστάζεις.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, ομολογώντας την αλήθεια·
γύρισαν ίσως σώοι κι άβλαβοι με τα καράβια τους οι Αχαιοί, όσοι
στην Τροία ξέμειναν, όταν ο Νέστορας κι εγώ κινούσαμε;
ή μήπως κάποιος χάθηκε μ' ένα χαμό αφρόντιστο πάνω στο πλοίο του
ή και στα χέρια των δικών του, μετά τον πόλεμο
που τον κατόρθωσε;"
Κι όπως του μίλησα, εκείνος γύρισε τον λόγο κι είπε:
"Ω γιε του Ατρέα, τι γυρεύεις και με ρωτάς γι' αυτά, ποια
η ανάγκη σου να μάθεις, ψάχνοντας την κρυφή δική μου γνώση;
Γιατί σ' το λέω, αδάκρυτος δεν πρόκειται να μείνεις για πολύ,
μόλις τ' ακούσεις όλα κι ακριβώς.
Λοιπόν πολλοί χαλάστηκαν, αλλά και σώθηκαν πολλοί.
Από τους αρχηγούς των Αχαιών, που χάλκινο πουκάμισο φορούν,
δύο μονάχα χάθηκαν και πάνε στου γυρισμού τον δρόμο—
στη μάχη ξέρεις, ήσουν κι εσύ παρών
ένας ακόμη, ζωντανός, κάπου εμποδίζεται στα απέραντα πελάγη.
Ο Αίας ο Αοκρός χαλάστηκε, μαζί με τα μακρόκουπα καράβια του.
Τον έριξε ο Ποσειδώνας πρώτα στης Γύρης τους μεγάλους βράχους,
αλλά τον έσωσε προσώρας από την απειλή της θάλασσας.
Και θα μπορούσε μέχρι τέλους ν' αποφύγει το μοιραίο, μόλο
που τον μισούσε η Αθηνά, αν δεν ξεστόμιζε τον υπερφίαλο λόγο,
αν δεν είχε τόσο ψηλώσει ο νους του·
γιατί καυχήθηκε πως μόνος του, και δίχως να το θέλουν οι θεοί,
εγλίτωσε απ' το πελώριο κύμα.
Αλλά τον άκουσε ο Ποσειδώνας που μεγαλαυχήθηκε,
κι ευθύς την τρίαινα πιάνει στα στιβαρά του χέρια,
την κατεβάζει πάνω στον Γυραίο βράχο, τον έσχισε στα δυο.
Το να του μέρος έμεινε επιτόπου· το απόκομμα όμως έπεσε
στο πέλαγος, αυτό που πάνω του πιασμένος ο Αίας
παραλογίστηκε κι ο νους του ψήλωσε.
Κι εκείνο τότε τον παρέσυρε βαθιά, στα απέραντα πελάγη,
όπου και χάθηκε στα κύματα, πνίγηκε στ' αλμυρό νερό.
Ο αδελφός σου κάπως ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου,
γλίτωσε με τα βαθουλά καράβια του, γιατί τον έσωσε η σεβάσμια Ήρα.
Αλλ' όταν κόντευε να παρακάμψει το ψηλό βουνό,
στον κάβο του Μαλέα ξέσπασε θύελλα, τον σήκωσε και τον παρέσυρε
ξανά προς το ψαρίσιο πέλαγος· ώσπου τον έφερε,
βαριά βογγώντας, στο τελευταίο ακραίο σύνορο της χώρας,

[64]
Τά έν Αακεδαίμονι

όπου παλιά ζούσε ο Θυέστης, και τώρα του Θυέστη ο γιος, ο Αίγισθος.
Μα να που πήρε πια να φαίνεται σωτήριος ο νόστος,
γιατί οι θεοί γύρισαν σε καλόν τον άνεμο, κι έφτασαν έτσι στα δικά τους μέρη.
Όλος χαρά πάτησε τότε της πατρίδας του το χώμα,
στα χέρια του το πήρε, το φιλούσε, κι έχυνε δάκρυα θερμά
ποτάμι, βλέποντας επιτέλους με αγαλλίαση τη γη του.
Αλλά τον είδε επάνω απ' τη σκοπιά του ο φύλακας—
τον έφερε κι εκεί τον έστησε αυτόν ο δόλιος Αίγισθος,
με την υπόσχεση να τον αμείψει, προσφέροντας δυο τάλαντα χρυσού.
Και κατασκόπευε σωστά ένα χρόνο, μήπως και του περάσει
απαρατήρητος εκείνος και θυμηθεί το ορμητικό του θάρρος.
Έτρεξε αμέσως στο παλάτι, την αγγελία να φέρει
στον βασιλιά της χώρας, κι ευθύς ο Αίγισθος σοφίστηκε
μια τέχνη δολερή.
Απ' τον λαό ξεδιάλεξε είκοσι άντρες, τους καλύτερους,
και του έστησε καρτέρι, ενώ μες στο παλάτι, αλλού,
παράγγειλε δείπνο φιλόξενο να στρώσουν.
Μετά κίνησε ο ίδιος, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα να προσκαλέσει,
μ' άμαξες κι άλογα, μέσα του μελετώντας πράξη ανίερη.
Κι έτσι, δίχως να ξέρει ο άλλος τι χαμός τον περιμένει,
τον πήρε μέσα και τον έσφαξε πάνω στο δείπνο,
σαν βόδι που το σφάζουν στο παχνί του.
Κανένας δεν απόμεινε στο τέλος ζωντανός, μήτε απ' τους συνοδούς
του Ατρείδη μήτε του Αιγίσθου—όλοι τους μεταξύ τους
σκοτωθήκαν στο παλάτι."
Σταμάτησε μιλώντας, κι εμένα σπάραξε η καρδιά μου·
σωριάστηκα στην άμμο και θρηνούσα, δεν ήθελε η ψυχή μου
πια να ζει, τα μάτια μου να βλέπουνε το φως του ήλιου.
Κάποτε χόρτασα το κλάμα και το κύλισμά μου,
οπότε αλάθευτος ο ενάλιος γέροντας μου ξαναμίλησε:
"Μην κλαις, του Ατρέα γιε, ασταμάτητα,
γιατί το κλάμα δεν βγάζει πουθενά. Μόνο δοκίμασε
να φτάσεις το ταχύτερο στην πατρική σου γη.
Ή θα πετύχεις ζωντανόν ακόμη τον φονιά, ή σ' έχει προλάβει κιόλας
και τον σκότωσε ο Ορέστης—τότε προφταίνεις
δεν προφταίνεις την ταφή του."
Μ' αυτά τα λόγια κάπως μαλάκωσε η καρδιά μου·
ζεστάθηκε η περήφανη ψυχή μου, μ' όλη την πίκρα της.
Κι όπως βρήκα και πάλι τη φωνή μου, μιλώντας
πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
"Γι' αυτούς, ξέρω το τέλος τους· τον τρίτο τώρα εσύ ονομάτισε,
ποιος είναι ακόμη ο ζωντανός, που πέρα στα ανοιχτά πελάγη

[65]
Ραψωδία δ, 553-628

τον κρατούν εμποδισμένο—ή λογαριάζεται νεκρός;


Θέλω ν' ακούσω, κι ας με σφάζει ο πόνος."
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος αποκρίθηκε:
"Γιος του Λαέρτη, τόπος του η Ιθάκη·
τον είδα σ' ένα απόμακρο νησί, να χύνει μαύρο δάκρυ
στο μέγαρο της νύμφης Καλυψώς, που άθελά του τον κρατεί
δικό της· κι εκείνος δεν μπορεί να βρει πατρίδα,
του λείπουν καράβια με κουπιά, του λείπουν σύντροφοι,
για να τον ταξιδέψουν στην πλατιά ράχη της θάλασσας.
Όσο για σένα, ω θεϊκέ Μενέλαε, δεν είναι το γραφτό σου
στο ιππόβοτο Άργος τα μάτια σου να κλείσεις
κι εκεί να βρεις τη μοίρα του θανάτου.
Στα πέρατα της γης, θα σε προπέμψουν στα Ηλύσια πεδία
οι θεοί· όπου ο ξανθός Ραδάμανθης, όπου ζωή μακαρισμένη,
χαρισάμενη μέλλεται των ανθρώπων.
Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές·
αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός
σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους—
έχεις γυναίκα την Ελένη, είσαι του Δία γαμπρός."
Τον λόγο του τελειώνοντας, βυθίστηκε στα πελαγίσια κύματα.
Τότε κι εγώ κίνησα στα καράβια, μαζί με τους ισόθεους συντρόφους,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Ώσπου βρεθήκαμε ξανά στο πλοίο, κάτω στο περιγιάλι·
εκεί φροντίσαμε το δείπνο μας, σε λίγο νύχτα αθάνατη μας τύλιξε,
οπότε εμείς γείραμε στην ακτή, να κοιμηθούμε.
Όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
πρώτα στο θείο κύμα σύραμε τα καράβια,
ορθώσαμε κατάρτια και πανιά στα ισόρροπα πλεούμενα,
μετά ανεβήκαμε κι εμείς· οι σύντροφοι με τη σειρά κάθησαν
στα ζυγά και πήραν να χτυπούν με τα κουπιά
την αφρισμένη θάλασσα.
Γυρίζοντας πίσω στον Αίγυπτο, θείο ποτάμι με πηγές στον ουρανό,
έστησα τα καράβια και θυσία τελούσα τέλειες εκατόμβες.
Κι όταν μαλάκωσα τον χόλο των αθάνατων θεών,
ύψωσα σήμα του Αγαμέμνονα, να μείνει αλησμόνητο το κλέος του.
Τελειώνοντας αυτά, ξεκίνησα· αγέρι πρίμο οι θεοί
μού χάρισαν, και γρήγορα γυρίζοντας έφτασα
στη γλυκιά πατρίδα.
Αλλά κι εσύ, λέω να μείνεις κι άλλο στο παλάτι—
έντεκα μέρες, να συμπληρωθούν οι δώδεκα.
Τότε κι εγώ με το καλό θα σε ξεπροβοδίσω, δώρα λαμπρά
θα σου χαρίσω· άλογα τρία κι άμαξα καλοξυσμένη·

[ 66 1
Τά έν Αακεδαίμονι

ακόμη θα σου δώσω ωραία κούπα, σπονδή να κάνεις


στους αθάνατους θεούς, παντοτινά να με θυμάσαι.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Μην επιμένεις, γιε του Ατρέα, να με κρατήσεις τόσες μέρες
στο παλάτι· μόλο που θα δεχόμουν να μείνω πλάι σου
καθηλωμένος ακόμη κι ένα χρόνο ολόκληρο, και δεν θ' αποζητούσα
γονείς και σπίτι· τόσο τα λόγια σου, οι ιστορίες που λες
με τέρπουν. Αλλά θα δυσφορούν οι σύντροφοι
στην αγιασμένη Πύλο που εσύ με κράτησες, κι αργοπορώ.
Το δώρο πάλι, ό,τι μου δώσεις, θα το 'θελα να στέκεται στο σπίτι.
Δεν παίρνω πάντως στην Ιθάκη τ' άλογα· εδώ τ' αφήνω,
σ' εσένα να τα χαίρεσαι. Που κυβερνάς σε κάμπον ανοιχτό,
όπου φυτρώνει πυκνό τριφύλλι κι άλλη τόση κύπερη,
σιτάρι, ζειά, λευκό κριθάρι σ' έκταση μεγάλη.
Όσο για την Ιθάκη, αυτής της λείπουν δρόμοι ευρύχωροι
ή και λιβάδια· είναι γιδότοπος, απρόσφορος για τις βοσκές αλόγων.
Κανένα απ' τα νησιά, όσα ακουμπούν στη θάλασσα, δεν έχει
ελεύθερους λειμώνες, να καλπάζουν άλογα—η Ιθάκη
απ' όλα το λιγότερο.»
Έτσι του μίλησε, και χαμογέλασε ο Μενέλαος με τη βαριά φωνή·
απλώνοντας το χέρι του τον χάιδεψε, κι είπε λέξη προς λέξη:
«Καλό το γονικό σου αίμα, παιδί μου αγαπημένο, το μαρτυρούν τα λόγια σου.
Λοιπόν, εγώ την προσφορά μου αλλάζω—στο χέρι μου είναι.
Όσα κειμήλια βρίσκονται στο σπίτι μου, θα σου χαρίσω
το ομορφότερο, το πιο πολύτιμο· σου δίνω έναν κρατήρα,
τέλεια καμωμένο, ατόφιο ασήμι και στα ακρόχειλα
με μάλαμα στεφανωμένον—έργο του Ηφαίστου,
δωρισμένο από τον φημισμένο Φαίδιμο, των Σιδονίων βασιλιά,
όταν στο σπίτι του φιλόξενα με στέγασε, περαστικό
στου γυρισμού τον δρόμο. Δικός σου ο κρατήρας τώρα,
με τη θέλησή μου, χάρισμά σου.»
Τέτοια τα λόγια που συνομιλούσαν μεταξύ τους.
Την ίδιαν ώρα προχωρούσαν κι οι συνδαιτυμόνες στο παλάτι
του τιμημένου βασιλιά, μαζί τους φέρνοντας αρνιά και δυνατό κρασί,
όπως το πίνουν οι άντρες. Για το ψωμί φρόντιζαν οι γυναίκες τους,
με τις πανέμορφες μαντίλες στο κεφάλι.
Κι ενώ εκείνοι μέσα στο παλάτι το δείπνο τους συνταίριαζαν,
στο αρχοντικό του Οδυσσέα μπροστά ξέδιναν οι μνηστήρες,
ρίχνοντας δίσκους και λιγνά κοντάρια σε καλοστρωμένο στίβο,
όπου συνήθιζαν και πριν να παίζουν
οι επηρμένοι κι αλαζόνες.
Εκεί ο Αντίνοος μαζί τους καθισμένος, ο Ευρύμαχος θεόμορφος,

[67]
Ραψωδία δ, 629-703

οι πρώτοι των μνηστήρων, κι οι δυο τους με μεγάλη υπόληψη.


Τότε πλησίασε ο Νοήμονας, του Φρόνιου γιος,
που τον Αντίνοο ρώτησε μιλώντας:
«Αντίνοε, ξέρουμε άραγε, ή μήπως όχι, πότε ο Τηλέμαχος
γυρίζει από τις αμμουδιές της Πύλου;
Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα το 'χω ανάγκη.
Ήθελα να περάσω στα πεδινά της Ήλιδας, εκεί που βόσκουν
δώδεκα φοράδες κι αδάμαστα καματερά μουλάρια—
ένα τους έλεγα να το φερνα, για να το βάλω στον ζυγό.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνοι τα χασαν! Δεν το φαντάζονταν
πως πράγματι έφυγε στην Πύλο του Νηλέα· αλλά πως είναι
κάπου γύρω στα χωράφια, στα πρόβατά του ή στου χοιροβοσκού.
Τότε ανυπόμονος του μίλησε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη:
«Πες μου αμέσως την αλήθεια· έφυγε πότε; ποια παλληκάρια
τον συνόδεψαν; έφηβοι της Ιθάκης διαλεχτοί; δικοί του ακτήμονες
ή δούλοι; Θα το μπορούσε ασφαλώς κι αυτό.
Αλλ' ομολόγησε ξεκάθαρα και τούτο: θέλω να ξέρω
αν με τη βία, και παρά τη θέλησή σου, πήρε το μελανό καράβι,
ή θέλησες και το 'δωσες, στα παρακάλια του υποχωρώντας.»
Αντιμιλώντας ο Νοήμονας, ο γιος του Φρόνιου, είπε:
«Το 'δωσα με τη θέλησή μου· ποιος άλλος θα μπορούσε
να κάνει αλλιώς, αν τέτοιος άντρας, πνιγμένος στις φροντίδες,
του το ζητούσε επίμονα—δύσκολο ν' αρνηθεί κανείς παρόμοια χάρη.
Κι οι συνοδοί του έφηβοι διαλεχτοί, μέσα στη χώρα οι πρώτοι.
Είδα ωστόσο και τον Μέντορα μαζί τους να ανεβαίνει στο καράβι
αρχηγός—ή μήπως ήταν κάποιος θεός, στην όψη πάντως ίδιος
κι απαράλλαχτος. Αλλά κάτι με κάνει κι απορώ·
τον θείο Μέντορα τον είδα χθες εδώ τα ξημερώματα,
ώρα που θα 'πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο για την Πύλο.»
Κι αφού αποκρίθηκε, τράβηξε για το σπίτι του πατέρα του.
Οι δυο τους όμως, γέμισε φθόνο η περήφανη ψυχή τους,
είπαν αμέσως στους μνηστήρες να καθήσουν,
τα αθλήματα να σταματήσουν.
Κι όλος θυμό πήρε ο Αντίνοος τον λόγο, ο γιος του Ευπείθη—
μαύρα τα σωθικά του από το πάθος, φουντωμένα, τα μάτια του
έμοιαζαν με φλόγες αναμμένες:
«Πανάθεμα την τόση αποκοτιά, κατάφερε ο Τηλέμαχος
δουλειά μεγάλη με τούτο το ταξίδι—κι ας λέγαμε πως δεν το κατορθώνει.
Και να τος τώρα· ένα παιδί, σε πείσμα τόσων, έφυγε,
αρμάτωσε καράβι, διάλεξε τους καλύτερους μέσα στη χώρα.
Κι είναι ακόμη στην αρχή του το κακό. Αμποτε ο Δίας
το θράσος του να καταλύσει, προτού περάσει

[68 1
Μνηστήρων έπιβουλή

το κατώφλι της γεμάτης νιότης.


Αλλά να μην καθυστερούμε- δώστε μου γρήγορο καράβι,
συντρόφους είκοσι, καρτέρι στον γυρισμό του να του στήσω,
θα τον παραφυλάξω στα στενά, στη Σάμη με τα βράχια
ανάμεσα και στην Ιθάκη—
να δει ο θαλασσοπόρος τ' άθλιο τέλος του, που πήγε
να γυρέψει τον πατέρα του.»
Αυτά τους είπε, και συμφώνησαν, όλοι τους τον παρακινούσαν
πετάχτηκαν επάνω και προχώρησαν στο σπίτι του Οδυσσέα.
Αλλά κι η Πηνελόπη για πολύ δεν έμεινε εντελώς ανίδεη
σ' όσα οι μνηστήρες συνωμότησαν και μέσα τους βυσσοδομούσαν.
Ο κήρυκας, ο Μέδων, αυτός της τα φανέρωσε· έξω γυρίζοντας απ' την αυλή
κρυφάκουσε όλες τις βουλές, που μέσα εκείνοι στην αυλή
έκλωθαν σχέδιο δόλιο.
Τις κάμαρες περνώντας, έτρεξε αμέσως να φέρει το μήνυμα
στην Πηνελόπη. Κι εκείνη, όπως τον είδε στο κατώφλι, τον ρωτά:
«Κήρυκα, ποιος ο λόγος που αγέρωχοι οι μνηστήρες σ' απόστειλαν εδώ;
Ή μήπως για να πεις στις δούλες του θεϊκού Οδυσσέα,
αφήνοντας τις άλλες τους δουλειές, να στρώσουν για χατίρι τους τραπέζι;
Που να μην έσωναν να παίζουν τους μνηστήρες και να τα βρίσκουν μεταξύ τους·
να 'ταν αυτή η τελευταία κι ύστατη φορά που. στρώνονται στο δείπνο!
Γι' αυτούς μιλώ, που κάθε τόσο εδώ μαζεύεστε και τα πολλά αγαθά
αφανίζετε, περιουσία του Τηλεμάχου, κι ας μην του λείπει το μυαλό.
Αλήθεια, δεν ακούσατε ποτέ σας να λένε οι πατεράδες σας,
σαν ήσαστε κι εσείς παιδιά, ποιος ήταν και πώς φέρθηκε
ο Οδυσσέας στους γονείς σας;
Κανένα στον λαό του δεν αδίκησε, λόγο κακό δεν είπε σε κανένα·
όπως το κάνουν άλλοι ισόθεοι βασιλείς, στον ένα δείχνοντας
την έχθρα τους, στον άλλο αγάπη.
Εκείνος όμως ούτε μια φορά δεν παρανόμησε, δεν πείραξε άνθρωπο.
Μα να που τώρα το δικό σας θυμικό, τ άσχημα έργα σας
όλα τους φανερώνονται—μην περιμένει πια κανείς ευχαριστώ
για ό,τι καλό έχει κάνει.»
Της αποκρίθηκε με τη βαθιά του γνώση ο Μέδων:
«Βασίλισσα, να 'ταν αυτό το μεγαλύτερο κακό!
Αλλά οι μνηστήρες έβαλαν στον νου τους το χειρότερο,
κάτι φριχτό, που να μη δώσει ο Δίας να γίνει.
Βράζουν από θυμό και θέλουν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο
με κοφτερό χαλκό, καραδοκώντας την επιστροφή του—
έφυγε εκείνος, πήγε στην αγιασμένη Πύλο,
να μάθει νέα του πατέρα του, μετά στη θεία Αακεδαίμονα.»
Της μίλησε, και της παρέλυσαν καρδιά και γόνατα·

[69]
Ραψωδία δ, 704-777

απόμεινε άλαλη ώρα πολλή, πλημμύρισαν τα μάτια της


στο δάκρυ, πάγωσε κι η θερμή φωνή της.
Τέλος, αργά, μόλις βρήκε ξανά τα λόγια της, τον ρώτησε:
«Κήρυκα, πες, ποιος λόγος έκανε τον γιο μου να μισέψει;
Καμιά δεν είχε ανάγκη ν' ανεβεί σε γοργοτάξιδα καράβια—
εκείνα τ' άλογα της θάλασσας, όπως τα λεν οι άντρες,
όταν περνούν τα υγρά της κύματα.
Εκτός κι αν θέλησε να λείψει στους ανθρώπους
και το όνομά του ακόμη.»
Ο Μέδων τότε της απάντησε με τη στοχαστική του γνώση:
«Δεν ξέρω ποιος θεός τον παρακίνησε ή κι αν τον έσπρωξε
το θάρρος το δικό του να πάει στην Πύλο, ανίσως
μάθει του πατέρα του τον νόστο, μπορεί και τον χαμό του.»
Μ' αυτά τα λόγια ξέφυγε, περνώντας το παλάτι του Οδυσσέα.
Αλλά την Πηνελόπη πόνος βαρύς τη συνεπή ρε, που την ψυχή
μαραίνει· δεν κοίταξε να βρει σκαμνί, απ' τα πολλά μέσα στο σπίτι,
ν' ακουμπήσει· κάθησε στο κατώφλι της καλοχτισμένης κάμαρης,
σπαραχτικά θρηνώντας· κι όλες οι δούλες γύρω της
σιγόκλαιγαν, όσες βρεθήκανε στον θάλαμο,
γερόντισσες και νέες.
Σ' αυτές με κλάμα γοερό μίλησε κι είπε η Πηνελόπη:
«Ακούστε, φίλες, πόσες πίκρες έδωσε σ' εμένα ο θεός του Ολύμπου,
πώς με ξεχώρισε σ' όσες μαζί μου γεννηθήκαν και μεγάλωσαν!
Έχασα πρώτα περίλαμπρο άντρα, λιονταριού καρδιά,
μ' όλες τις αρετές του κόσμου στολισμένο, στους Δαναούς
περίφημο, με τη μεγάλη δόξα του απλωμένη
και μέσα στο Άργος και πέρα στην Ελλάδα.
Και τώρα πάλι τον μονάκριβό μου γιο τον άρπαξαν Ανεμικές
άφαντο μέσα απ' το παλάτι, κι εγώ δεν άκουσα τον μισεμό του.
Αλλά κι εσείς, ανέσπλαχνες, πώς δεν επέρασε από καμιάς τον νου
να με σηκώσει απ' το κρεβάτι, κι ας το γνωρίζατε καλά
το πώς και πότε εκείνος έφυγε σε βαθουλό καράβι μελανό.
Γιατί αν εγώ τον μάθαινα τον δρόμο που αποφάσισε,
το δίχως άλλο δεν θα ξεκινούσε, όση σπουδή κι αν είχε
να μισέψει· αλλιώς θα μ' άφηνε νεκρή κι εμένα στο παλάτι.
Μα τώρα κάποια πρόθυμα τον γέροντα Δολίο να καλέσει,
δικό μου δούλο—μου τον χάρισε ο πατέρας μου τότε που ξεκινούσα
νά 'ρθω εδώ, κι αυτός φροντίζει το πολύδεντρό μου περιβόλι.
Όσο μπορεί πιο γρήγορα να τρέξει στον Λαέρτη,
και.καθισμένος πλάι του ας του εξηγήσει τα καθέκαστα.
Μήπως ο νους του σοφιστεί κάποια σωστή βουλή,
και βγει οδυρόμενος να πει στον κόσμο πως εκείνοι

[70]
Μνηστήρων έπιβονλή

θέλουν τον εγγονό του ν' αφανίσουν, τον γόνο


του ισόθεου Οδυσσέα.»
Τότε η Ευρύκλεια της μίλησε, πιστή τροφός:
«Σφάξε με, θυγατέρα, αν θες, μ' άσπλαχνο χάλκινο μαχαίρι,
ή άσε με να ζω στο σπίτι—πάντως τον λόγο μου δεν θα σου κρύψω.
Τα πάντα γνώριζα, εγώ του ετοίμασα όσα μου γύρεψε,
ψωμί, γλυκό κρασί· πρόλαβε όμως να με δέσει
μ' όρκο βαρύ, λέξη να μη σου πω προτού
φτάσει η δωδεκάτη μέρα, εκτός κι αν μόνη σου θα τον ζητούσες
μαθαίνοντας πως μίσεψε· γιατί δεν ήθελε θρηνώντας
το ωραίο σου δέρμα να φυραίνεις.
Μα ρίξε τώρα νερό στο πρόσωπό σου, άλλαξε ρούχα καθαρά,
στο ανώγι ανέβα και δεήσου με τις άλλες παρακόρες
στην Αθηνά, τη θυγατέρα του αιγίοχου Δία—
μπορεί εκείνη να τον σώσει ακόμη κι απ' τον θάνατο.
Αλλά τον γέροντα, βασανισμένο, μην τον βασανίζεις·
γιατί δεν το φαντάζομαι τόσο να μίσησαν οι μάκαρες θεοί
τους απογόνους του Αρκεισίου· κάποιος ακόμη θ' απομείνει
να 'χει δικό του το ψηλόροφο παλάτι και πέρα
τα παχιά χωράφια.»
Μ' αυτά τα λόγια της της κοίμισε τον θρήνο· σταμάτησαν
τα μάτια της να τρέχουν, έριξε πάνω της νερό, άλλαξε
ρούχα καθαρά, ανέβηκε στο ανώγι με τις άλλες παρακόρες,
έβαλε το κριθάρι στο πανέρι για την προσφορά,
κι ευχήθηκε στην Αθηνά:
«Επάκουσέ με, Ατρυτώνη, κόρη του αιγίοχου Δία·
αν κάποτε σε τούτο το παλάτι ο πολυμήχανός μου Οδυσσεύς
για χάρη σου έκαψε παχιά μεριά, βοδίσια ή κι αρνίσια,
τώρα θυμήσου τα, και γλίτωσέ μου τον μονάκριβό μου γιο,
κράτα μακριά του τους παράνομους, τους αλαζονικούς μνηστήρες.»
Τέλειωσε την ευχή της ολολύζοντας, και την επάκουσε η θεά.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες θορυβούσαν στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
και κάποιος νιούτσικος ανάμεσα στους ξιπασμένους
πετάχτηκε να πει:
«Μάλλον μας ετοιμάζει γάμο η πολυπόθητη βασίλισσα,
αλλά δεν ξέρει τον στημένο φόνο που απειλεί τον γιο της.»
Έτσι μιλούσαν κάποιοι μεταξύ τους, γιατί δεν ήξεραν τι μεσολάβησε.
Τότε ο Αντίνοος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Αμυαλοι, παρατήστε πια τα φουσκωμένα λόγια, φτάνει!
Μήπως τα μαρτυρήσει κάποιος παραμέσα.
Τώρα καιρός να σηκωθούμε κι αμίλητοι να κάνουμε τον λόγο
πράξη, όπως τον συμφωνήσαμε και ταίριαξε στον νου μας.»

[ 71 ]
Ραψωδία δ, 778-847

Είπε, κι αμέσως είκοσι άντρες ξεχωρίζει, τους καλύτερους,


κι όλοι τους για το γρήγορο καράβι ξεκινούσαν, κατέβαιναν
στο περιγιάλι της θαλάσσης.
Εκεί τραβήξαν πρώτα στα άβαθα νερά το πλοίο,
στήσαν στο μελανό καράβι ξάρτια και κατάρτι,
πέρασαν στους δερμάτινους σκαρμούς όλα τους τα κουπιά
με τάξη, κι άνοιξαν τα λευκά πανιά—
απόκοτοι κι οι παραγιοί τούς έφεραν τον οπλισμό τους.
Αγκυροβόλησαν τότε ψηλότερα μες στο λιμάνι, πήδηξαν έξω,
πήραν το βραδινό τους φαγητό, και πια περίμεναν
να πέσει το σκοτάδι.
Την ώρα εκείνη στο υπερώο η Πηνελόπη η φρόνιμη
πλάγιαζε νηστική—μπουκιά ψωμί, νερό σταγόνα,
με μια μονάχα σκέψη· αν απ' τον θάνατο θα γλίτωνε
ο ακριβός της γιος ή θύμα θα 'πεφτε στα χέρια
των αλαζονικών μνηστήρων.
Πόσο απορεί ένα λιοντάρι παγιδευμένο σε παγάνα,
φοβισμένο που γύρω του στενεύει ο κύκλος των αντρών,
τόσο κι εκείνη την τυραννούσε η σκέψη της.
Ωσότου ύπνος γλυκός τη συνεπή ρε, κι έγειρε πια
να κοιμηθεί, λύθηκαν όλα της τα μέλη.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, στοχάστηκε άλλα·
έπλασε ίσκιο, να μοιάζει με είδωλο γυναίκας,
της Ιφθίμης, κόρης του μεγαλόψυχου Ικαρίου—
την είχε ταίρι του ο Εύμηλος και ζούσαν στις Φερές.
Αυτόν τον ίσκιο στο παλάτι στέλνει του θεϊκού Οδυσσέα,
τον θρήνο να μερώσει της Πηνελόπης, που οδυρόταν
και βογγούσε, να σταματήσει το γοερό δάκρυ της.
Και γλίστρησε μέσα στην κάμαρη απ' το λουρί της κλειδωνιάς,
στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι της και της μιλούσε:
«Κοιμάσαι, Πηνελόπη λυπημένη, με βαριά καρδιά,
αλλά οι θεοί, που ζούνε πάντα ευτυχισμένοι, δεν θα σ' αφήσουν
να πονάς και να θρηνείς· ο γιος σου θα γυρίσει σώος,
αφού σε τίποτε δεν έφταιξε με τους θεούς.»
Τότε κι η Πηνελόπη η φρόνιμη της αποκρίνεται
μέσα απ' τον ύπνο της γλυκά, στις πύλες των ονείρων:
«Ποιος λόγος, αδελφή μου, σε φέρνει εδώ; Πρωτύτερα
δεν σύχναζες στα μέρη μας, γιατί είναι απόμακρο πολύ
το σπιτικό σου. Και τώρα με καλείς να σταματήσω
την οδύνη μου και τη βαριά μου πίκρα,
που την καρδιά μου και τον νου κακοφορμίζουν.
Εμένα, που έχασα πολύτιμο άντρα, λιονταριού καρδιά,

[72]
Μνηστήρων επιβουλή

μ' όλες τις αρετές του κόσμου στολισμένον, στους Δαναούς


περίφημο, με τη μεγάλη δόξα του απλωμένη
και μέσα στο Άργος και πέρα στην Ελλάδα.
Και τώρα πάλι ο ακριβός μου γιος σε βαθουλό καράβι ανέβηκε—
αστόχαστο παιδί, στους κόπους και στους λόγους άπειρο.
Γι' αυτόν θρηνώ κι οδύρομαι, κι από τον άλλο περισσότερο*
τρέμει το φυλλοκάρδι μου, φοβάμαι μη μου πάθει κάτι
ή πέρα εκεί στον ξένο τόπο που ταξίδεψε ή στα πελάγη.
Είναι πολλοί οι εχθροί που το κακό του μηχανεύονται,
θέλουν να τον σκοτώσουν, προτού πατήσει
της πατρίδας του το χώμα.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας πάλι ο ανάερος ίσκιος:
«Θάρρος, και μην τρομάζεις μέσα σου πολύ·
γιατί έχει εκείνος συνοδό στο πλάι του, τέτοια θεά
που κι άλλοι θα 'καναν ευχή να τους παρασταθεί·
την Αθηνά Παλλάδα, με την τόση δύναμή της,
που σε σπλαχνίστηκε κι εσένα κι έστειλε εμένα
να σου πω λόγια παρήγορα.»
Ανταποκρίθηκε κι η Πηνελόπη με τη φρόνησή της:
«Θεός αν είσαι ή κι αν άκουσες φωνή θεού,
έλα λοιπόν και μίλα και για κείνον τον τρισάμοιρο,
αν κάπου ακόμη ζει, αν το φως του ήλιου βλέπει,
ή βρίσκεται κιόλας νεκρός στον δόμο του Αδη.»
Της αποκρίθηκε πάλι μιλώντας ο ανάερος ίσκιος:
«Οχι, για κείνον δεν θα πω πολλά, αν ζει
ή πέθανε—είναι κακό να λες λόγια του ανέμου.»
Έτσι μιλώντας, γλίστρησε στο πλάι της πόρτας απ' τον σύρτη,
κι άφαντος έγινε με τις πνοές του ανέμου· ξύπνησε τότε
η Πηνελόπη από τον ύπνο της, του Ικαρίου η κόρη, κι ένιωσε
γλύκα στην καρδιά της με τούτο το όνειρο, που καθαρό
της φανερώθηκε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες στο καράβι ανέβηκαν, έπλεαν
τώρα στους υγρούς δρόμους της θάλασσας, μέσα τους
μελετώντας τον άθλιο φόνο του Τηλέμαχου.
Είναι ένα βραχονήσι εκεί καταμεσής της θάλασσας
(η Ιθάκη από τη μια μεριά, η Σάμη απόκρημνη απ' την άλλη),
η Αστερίδα, όχι μεγάλη, μ αντικριστά λιμάνια δίδυμα,
για τα καράβια ασφαλισμένα—εκεί στήσαν καρτέρι
και περίμεναν οι Αχαιοί.

73
ε
Απόπλους "Οδυσσέως παρά Καλυψοϋς

ΟΛΙΣσηκώθηκε η Αυγή από την κλίνη του ευγενικού της Τιθωνού,

Μ το φως να φέρει σε θνητούς κι αθάνατους,

αμέσως κι οι θεοί συνάχτηκαν στους θρόνους τους, στη μέση ο Δίας


που ψηλά βροντά κι έχει τη δύναμη του ακαταμάχητη.
Τότε κι η Αθηνά άρχισε να μιλά, τα πάθη τα πολλά
του Οδυσσέα μνημονεύοντας· είχε την έγνοια του εκεί που ξέμεινε
στα δώματα της Καλυψώς:
«Δία πατέρα κι άλλοι θεοί μακαρισμένοι με της αθανασίας το χάρισμα,
κανένας πια που το βασιλικό ραβδί κρατά δεν θα ναι πρόθυμος,
ήπιος και νηφάλιος,
μήτε βαθιά στα φρένα του το δίκιο θα γνωρίζει,
μόνο από δω και πέρα θα μπορεί να δείχνεται άσπλαχνος,
να ξεστρατίζει σε παράνομα έργα, αφού μες στον λαό του,
όπου ο θείος Οδυσσέας βασίλευε, κανείς δεν τον αναθυμάται,
κι ας ήτανε γλυκός μαζί τους σαν πατέρας.
Κι όμως εκείνος βρίσκεται σ' ένα νησί αφημένος, με πόνο ασήκωτο,
στα δώματα της νύμφης Καλυψώς, που τον κρατά άθελά του,
και δεν μπορεί να ξαναδεί την πατρική του γη,
γιατί του λείπουν και καράβια και κουπιά και σύντροφοι
που θα μπορούσαν να τον φέρουν πίσω, περνώντας
την πλατιά ράχη της θάλασσας.
Τώρα και τον μονάκριβό του γιο γυρεύουν να σκοτώσουν,
όταν γυρίσει σπίτι του—πήγε ν' ακούσει νέα του πατέρα του,
πρώτα στην Πύλο την ιερή, στη Λακεδαίμονα τη θεία μετά.»
Όμως κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, στην Αθηνά αποκρίθηκε:
«Κόρη, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Εσύ δεν ήσουν που αποφάσισες εκείνη τη βουλή,
πίσω ο Οδυσσέας γυρίζοντας να πάρει εκδίκηση απ' τους μνηστήρες;
Όσο για τον Τηλέμαχο, στο χέρι σου είναι, εσύ τον οδηγείς,
καταπώς ξέρεις και μπορείς,
ώστε με δίχως βλάβη να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
ενώ οι μνηστήρες άπρακτοι να φέρουν στο λιμάνι το καράβι τους.»
Κι ευθύς στον γιο του Ερμή στράφηκε να του πει:
«Ερμή, μαντατοφόρε εσύ σ' όλα μας τα μηνύματα,
σου παραγγέλλεται να πεις στην καλλίκομη νύμφη την άψογη εντολή μας:
[ 7 4 ΐ
Καλυψοϋς αντρον

τον νόστο του καρτερικού Οδυσσέα, πως πρέπει να γυρίσει πίσω,


χωρίς τη συνοδεία θεών ή και θνητών ανθρώπων.
Πάνω σε μια ξυλόδετη σχεδία, είκοσι μέρες και φριχτά βασανισμένος,
στην εύφορη Σχερία ας φτάσει, τη χώρα των Φαιάκων,
που είναι η φύτρα τους συγγενική με των θεών.
Κι αυτοί από καρδιάς θα τον τιμήσουν σαν θεό,
και με καράβι θα τον στείλουν στη γλυκιά πατρίδα,
απλόχερα θα του χαρίσουν χαλκό, χρυσό και ρούχα,
όσα ποτέ ο Οδυσσέας δεν θα 'φερνε μαζί του από την Τροία,
αν δίχως βλάβη είχε γυρίσει,
μ' όλα τα λάφυρα που του 'πεσαν στη μοιρασιά.
Είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα
να πατήσει της πατρίδας του.»
Μίλησε ο Δίας και δεν απείθησε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς.
Αμέσως έδεσε στα πόδια του τα ωραία σαντάλια,
εκείνα τα θεσπέσια και χρυσά που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
τον ταξιδεύουν στην απέραντη στεριά και στα πελάγη.
Πήρε και το ραβδί του, αυτό που μαγνητίζει τα μάτια των ανθρώπων,
όποιου θελήσει εκείνος, και τα κλείνει
ή κι απ' τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει.
Με τούτο το ραβδί στα χέρια του, άρχισε να πετά ο κρατερός Αργοφονιάς,
κι ολοταχώς, απ' τον αιθέρα του ουρανού, πάνω απ' την Πιερία,
χύθηκε στο πέλαγος, το κύμα ακροπατώντας σαν τον γλάρο,
που ψάρια αρπάζει από τους άγριους κόλπους της ατρύγητης θαλάσσης,
βρέχοντας τα πυκνά φτερά του στο αλμυρό νερό.
Όμοιος με γλάρο κι ο θεός Ερμής, φάνταζε
καβαλάρης των αμέτρητων κυμάτων.
Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, από τον πόντο τότε βγήκε
τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Τη βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά

[ 75 ]
Ραψωδία ε, 69-144

μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.


Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ' άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
Έμεινε εκεί ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς, το θαύμα να κοιτάζει.
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού, μπήκε κατόπι
στη φαρδιά σπηλιά.
Μόλις τον είδε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ευθύς
τον αναγνώρισε—γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι,
ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ' τον άλλο.
Μόνο τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα δεν βρήκε στη σπηλιά·
όπως και πριν, έτσι και τώρα, στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος.
Η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ρώτησε αμέσως τον Ερμή,
αφού πρώτα τον κάθισε σε κάθισμα γυαλιστερό κι ωραίο:
«Ποιος λόγος πες μου, Ερμή με το χρυσό ραβδί, σε φέρνει εδώ;
Κι αν είσαι φίλος ακριβός, δεν το συνήθιζες ως τώρα.
Μίλα λοιπόν κι άνοιξε την ψυχή σου, πρόθυμη είμαι
να το κάνω ό,τι ζητάς, φτάνει να το μπορώ
και να μπορεί να γίνει.
Μα πρώτα έλα μαζί μου, θέλω να σε φιλέψω.»
Τον λόγο της συμπλήρωσε η θεά και του έστρωσε τραπέζι:
άφθονη αμβροσία, νέκταρ κόκκινο.
Κι έπινε εκείνος κι έτρωγε, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς,
ώσπου δειπνώντας χόρτασε κι ευφράνθη.
Τότε κι αυτός με τη σειρά του πήρε τον λόγο κι είπε:
«Θεά εσύ, ένα θεό ρωτάς πώς έφτασα εδώ πέρα.
Ξεκάθαρα θα σου μιλήσω, όπως το θέλησες και μόνη σου·
ο Δίας μ' έστειλε, αυτός με πρόσταξε να 'ρθω, δίχως εγώ να το θελήσω—
ποιος με τη θέλησή του θα 'παιρνε τόσο δρόμο,
σχίζοντας το απέραντο νερό της αλμυρής θαλάσσης;
Πόλη δεν βλέπω εδώ κοντά καμιά μ' ανθρώπους που προσφέρουν
στους θεούς θυσίες, εκατόμβες διαλεχτές.
Αλλά το ξέρεις, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Εκείνος λέει
πως κοντά σου ζει ο πιο συφοριασμένος των ανθρώπων
απ' όσους άντρες επολέμησαν χρόνους εννιά γύρω απ' το κάστρο του Πριάμου,

[76]
Καλνψοϋς άντρον

τον δέκατο το κούρσεψαν, και πήραν ύστερα τον δρόμο της επιστροφής,
όμως, καθώς ξεκίναγαν να φύγουν, αμάρτησαν στην Αθηνά,
κι εκείνη καταπάνω τους σηκώνει κακούς ανέμους και μεγάλα κύματα.
Οι άλλοι όλοι, ένδοξοι σύντροφοι, σβήσαν και χάθηκαν μόνος του
αυτός, από τον άνεμο δαρμένος κι απ' το κύμα, άραξε εδώ.
Αυτόν λοιπόν, κι αμέσως, ο Δίας εντέλλεται,
όσο πιο γρήγορα μπορείς, να τον κατευοδώσεις.
Γιατί δεν είναι το γραφτό του ν' αφανιστεί εδώ πέρα, τόσο μακριά
από τους δικούς του- είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα να πατήσει της πατρίδας του.»
Ρίγησε η Καλυψώ, ακούγοντας τον λόγο του.
Ύστερα μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Ασπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ' αυτό είστε πρώτοι!
Ω, δεν ανέχεστε θεές που φανερά πλαγιάζουν με θνητούς,
αν κάποια στο κρεβάτι της τον πάρει ταίρι ν' αγαπηθεί μαζί του.
Όταν η ροδοδάχτυλη Αυγή διάλεξε τον Ωρίωνα,
θεοί εσείς της ευτυχίας, φθονήσατε την τύχη της, ώσπου
στην Ορτυγία η Αρτεμη, άσπιλη και χρυσόθρονη,
τον σκότωσε, ρίχνοντας καταπάνω του τα βέλη της πυκνά.
Παρόμοια κι όταν η καρδιά της Δήμητρας με τους ωραίους πλοκάμους
στον πόθο του Ιάσιου λύγισε, και πλάγιασε ν' αγαπηθεί μαζί του σε χωράφι
που, πριν το σπείρουν, τρεις φορές το οργώνουν,
ούτε και τότε ο Ζευς έμεινε απληροφόρητος·
τον κεραυνώνει φλογερό το αστροπελέκι του.
Έτσι και τώρα πέφτει ο φθόνος σας σ' εμένα που έχω κοντά μου ένα θνητό.
Κι όμως εγώ τον έσωσα, την ώρα που πιασμένος σε καρίνα
πάλευε μόνος με τα κύματα,
αφού το γρήγορο καράβι του ο Δίας το τσάκισε με τον πυρφόρο κεραυνό του
καταμεσής στο μαύρο πέλαγο. Οι άλλοι, ξακουστοί συντρόφοι του,
όλοι τους έσβησαν και πάνε, κι αυτόν μονάχα
κύμα κι άνεμος τον έφεραν εδώ.
Κι εγώ τον υποδέχτηκα μ' αγάπη και τον έθρεψα, λογάριαζα
να γίνει αθάνατος για πάντα και να μείνει αγέραστος.
Όμως, όπως το λες, την εντολή του Δία, που έχει σκουτάρι τη βροντή του,
άλλος θεός δεν τόλμησε να παραβεί ποτέ και να χαλάσει. Ας πάει λοιπόν
να δέρνεται, όπως εντέλλεται εκείνος και προστάζει,
στο άκαρπο πέλαγος. Δεν είμαι εγώ
που την πομπή του θα ετοιμάσω, δεν έχω καράβια και κουπιά
και ναυτικούς συντρόφους που θα μπορούσαν να τον συντροφέψουν
πάνω στη ράχη την πλατιά της θάλασσας. Είμαι ωστόσο πρόθυμη
στο να τον συμβουλεύσω, δεν θα του κρύψω τίποτε,
πώς να γυρίσει στην πατρίδα του χωρίς μεγάλη βλάβη.»

[77ΐ
Ραψωδία ε, 145-222

Της αποκρίνεται ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:


«Άσ' τον να φύγει, όπως το λες. Φυλάξου από την οργή του Δία,
μήπως μια μέρα πέσει πάνω σου το βάρος του θυμού του.»
Μίλησε κι αναχώρησε ο κρατερός Αργοφονιάς. Κι εκείνη, σεβαστή νεράιδα,
πήγε να βρει τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, στην προσταγή του Δία υπάκουη.
Τον βρήκε εκεί να κάθεται στο περιγιάλι, ούτε στιγμή δεν στέγνωναν
τα μάτια του απ' το κλάμα, έλιωνε η γλυκιά ζωή του
απ' τον καημό του γυρισμού, κι οδύρονταν,
αφού καμιά χαρά δεν του έδινε τώρα η νεράιδα.
Τις νύχτες αν κοιμότανε μαζί της στο βάθος της σπηλιάς,
το 'κανε απ' ανάγκη· το 'θελε εκείνη, εκείνος όχι.
Τις μέρες όμως τις περνούσε κρεμασμένος σε βράχια κι ακρωτήρια,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
με μάτια βουρκωμένα, στυλωμένα πάντα στο άκαρπο πέλαγος.
Κοντά του στάθηκε αρχοντική η θεά και τον προσφώνησε:
«Δύσμοιρε, δεν έχεις λόγο πια να οδύρεσαι, να χαραμίζεις
τη ζωή σου με το κλάμα. Το πήρα απόφαση, θα σε κατευοδώσω.
Εμπρός λοιπόν, πελέκησε μακριά μαδέρια, συνάρμοσέ τα
με καρφιά και φτιάξε μια σχεδία πλατιά· στήριξε πάνω της
\|/ηλά δοκάρια, να σε ταξιδέψει στο γαλάζιο πέλαγος.
Εγώ σου δίνω ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί, να 'χεις να ζεις,
να μην πεθάνεις απ' την πείνα.
Κι ακόμη ρούχα θα σε ντύσω και πίσω σου θα στείλω ούριο άνεμο,
ώστε να φτάσεις στην πατρίδα σου χωρίς μεγάλη βλάβη,
αν βέβαια το θελήσουν και οι ουράνιοι θεοί,
όσοι με ξεπερνούν στη γνώση και στην πράξη.»
Ρίγησε που την άκουσε πολύπαθος και θείος,
ύστερα μίλησε ο Οδυσσεύς, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Το βλέπω· άλλο, θεά, έχεις στον νου σου, όχι τον γυρισμό μου·
που με παρακινείς με μια σχεδία να περάσω
το μέγα κύμα της θαλάσσης, τόσο αποτρόπαιο και φοβερό, που μήτε
ισόρροπα και γρήγορα καράβια να το περάσουν δεν μπορούν,
κι ας έχουν πίσω τους πρίμο το αγέρι του Διός.
Σ' το λέω, εγώ δεν πρόκειται ν' ανέβω σε σχεδία,
αν πράγματι εσύ δεν το 'χεις αποφασισμένο.
Εκτός κι αν δέχεσαι τον μέγα όρκο να προφέρεις,
πως άλλο πια κακό δεν σκέφτεσαι για μένα.»
Όπως τον άκουσε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, του χαμογέλασε,
το χέρι της απλώνει και τον χάιδεψε, μετά μιλώντας είπε:
«Ω, παραείσαι πονηρός κι όχι μονάχα ξύπνιος,
που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο λόγο. Λοιπόν, ορκίζομαι
σ' αυτή τη γη και στον απέραντο ουρανό που μας σκεπάζει,

[78]
Καλνψοϋς άντρον

στο κατακόρυφο νερό της Στύγας—


όρκος πιο φοβερός και πιο μεγάλος δεν έγινε
για τους μακάριους θεούς:
αληθινά δεν σκέφτομαι κακό γιά σένα· όσα στον νου μου έχω και στοχάζομαι,
θα τα σκεφτόμουν και για μένα, αν τύχαινε την ίδια να με βρει
παρόμοια ανάγκη. Σ' το βεβαιώνω:
είναι καλόγνωμος ο νους μου, δεν κρύβω μες στα στήθη
καρδιά από σίδερο, σπλαχνίζομαι κι εγώ.»
Έτσι του μίλησε η αρχοντική θεά, και πήρε
να βαδίζει με γοργό ρυθμό. Εκείνος πήγαινε στα χνάρια της,
ωσότου σίμωσαν στο βάθος της σπηλιάς—ένας θνητός και μια θεά.
Κάθησε αυτός στο ίδιο κάθισμα από όπου λίγο πριν ανασηκώθηκε ο Ερμής,
και τότε η νεράιδα τού παρέθεσε τραπέζι·
να φάει, να πιει, καθώς που τρων και πίνουν οι βροτοί. Αντίκρυ του,
στον θείο Οδυσσέα πήρε τη θέση της κι η ίδια,
οι δούλες τής προσφέρουν νέκταρ κι αμβροσία,
κι οι δυο τους άπλωσαν τα χέρια τους στο έτοιμο δείπνο.
Κι όταν ευφράνθηκαν με το φαΐ, με το πιοτό,
τον λόγο πήρε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, του είπε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, πολύτροπε Οδυσσέα,
τόσο πολύ πεθύμησες το σπίτι σου;
τώρα αμέσως θέλεις να γυρίσεις στην πατρίδα;
Πήγαινε στο καλό λοιπόν.
Κι όμως αν ήξερες ποια πάθη γράφει η μοίρα σου να κακοπάθεις,
προτού πατήσεις χώμα πατρικό,
εδώ μαζί μου θα 'μενες, φύλακας νοικοκύρης της σπηλιάς.
Θα 'σουν κι αθάνατος, μόλο που σε φλογίζει ο πόθος της γυναίκας σου,
σε τυραννά ο καημός για να την ξαναδείς, μέρα και νύχτα.
Κι όμως δεν θα 'λεγα πως είμαι κατώτερή της,
μήτε στην όψη μήτε και στο ανάστημα.
Έτσι κι αλλιώς, καθόλου δεν τους πρέπει, θνητές
να ανταγωνίζονται θεές στης ομορφιάς τη χάρη.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω σεβαστή θεά, παρακαλώ σε μην πικραίνεσαι μαζί μου·
το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη
αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση,
σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα.
Είναι θνητή, κι εσύ σαι αθάνατη, στον χρόνο αγέραστη.
Κι όμως εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ το πρωί ως το βράδυ,
σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής.
Κι αν, όπως λες, κάποιος θεός θελήσει
να με χτυπήσει καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, θα το υπομείνω·

[79ΐ
Ραψωδία ε, 222-299

ξέρει η καρδιά μου μες στα στήθη μου να υπομένει, γιατί


έχω πάθει πολλά πάθη και δοκιμάστηκα πολύ στο κύμα και στη μάχη.
Λοιπόν, μαζί με τ' άλλα, ας πάει κι αυτό.»
Σώπασε να μιλά. Και τότε άρχισε να δύει ο ήλιος,
έπεσε το σκοτάδι. Προχώρησαν οι δυο στο κοίλο βάθος της σπηλιάς,
κοιμήθηκαν μαζί, και χάρηκαν μαζί φιλί κι αγκάλη.
Μόλις επήρε να χαράζει, φάνηκε ροδοδάχτυλη η Αυγή.
Εκείνος φόρεσε αμέσως χλαμύδα και χιτώνα, ο Οδυσσέας·
εκείνη, η νεράιδα, ντύθηκε ρούχο κάτασπρο, μακρύ, χαριτωμένο,
αραχνοΰφαντο, και ζώστηκε στη μέση της ζώνη χρυσή
κι ωραία, ρίχνοντας στο κεφάλι της μαντίλα.
Κι ευθύς πήρε να σκέφτεται τον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Του δίνει ένα διπλό πελέκι κοφτερό, χάλκινο και μεγάλο,
καλάρμοστο στο χέρι, οπλισμένο μ' όμορφο στειλιάρι,
τέλεια στεριωμένο, από ξύλο ελιάς.
Του 'δωσε και σκερπάνι ακονισμένο, και πρώτη
βγήκε στον δρόμο που τραβά στην άκρη του νησιού,
όπου και τα μεγάλα δέντρα υψώνονταν:
σκλήθρες και λεύκες, ουρανομήκη έλατα—στεγνά, κατάξερα,
για να μπορούν ανάλαφρα να πλέουν.
Τα δέντρα τα ψηλά τού δείχνει, και ξαναγύρισε
προς τη σπηλιά η Καλυψώ θεόμορφη.
Εκείνος άρχισε να κόβει τους κορμούς (γρήγορα πήγαινε η δουλειά),
συμπλήρωσε τους είκοσι κομμένους
και τους πελέκησε με τον χαλκό τους κλώνους,
τους έξυσε μετά και τους εστάθμισε, για να 'ναι ίσοι.
Στην ώρα της, θεόμορφη κι η Καλυψώ φέρνει τα τρύπανα.
Κι αυτός τα ξύλα τρύπησε και τα σοφίλιασε,
ταιριάζοντάς τα με ξύλινα καρφιά κι αρμούς.
Όσο φαρδύ τορνεύει μάστορης που κατέχει την τέχνη του άριστα
τον πάτο καραβιού για φόρτωμα,
τόσο φαρδιά κι ο Οδυσσέας την έφτιαξε την πλάβα,
στεριώνοντας τα ίκρια με πολλά στραβόξυλα,
ώσπου απλώνοντας μακριές σανίδες τέλειωσε την κουβέρτα.
Τότε και το κατάρτι το έμπηξε στη μέση μ' αντένα ταιριασμένη,
και το τιμόνι το μαστόρεψε, να 'ναι ο κυβερνήτης του.
Ύστερα τη σχεδία περίφραξε, στο κύμα για ν' αντέχει,
με κλωνάρια ιτιάς, ρίχνοντας από πάνω φύλλα.
Και ξαναφτάνει η Καλυψώ θεόμορφη με το λινό για τα πανιά·
καλά κι αυτά τα μαστορεύει.
Τα ξάρτια και τα κάτω καραβόσχοινα της έδεσε,
και με φαλάγγια τη σχεδία τη σέρνει και τη ρίχνει

[80]
Όδνσσέως σχεδία

στο θείο κύμα της θαλάσσης.


Είχε πια συμπληρώσει μέρες τέσσερις, ώσπου τα τέλειωσε όλα.
Στην πέμπτη μέρα η Καλυψώ θεόμορφη τον ξεπροβόδισε
απ' το νησί της, αφού τον έλουσε η ίδια και του φόρεσε
ρούχα που μοσχομύριζαν.
Του έβαλε μέσα κι ένα ασκί, μαύρο κρασί γιομάτο·
και δεύτερο, ακόμη πιο μεγάλο, με νερό· κι ένα δισάκι
με τα τρόφιμα και τα προσφάγια, νόστιμα όλα και πολλά.
Του στέλνει και τον ούριο άνεμο, άβλαβο και γλυκό.
Όλος χαρά ο θείος Οδυσσέας κι αγαλλίαση,
με πρίμο αγέρι σήκωσε τα πανιά, κάθησε στο τιμόνι
και το κυβέρνησε με τέχνη.
Ύπνος δεν έπεσε στα βλέφαρά του, αλλά κοιτούσε συνεχώς την Πούλια,
τον Βουκόλο που δύει αργά, την Άρκτο που τη λεν κι Αμάξι·
δεν φεύγει από τη θέση της γυρίζοντας, μόνο παραμονεύει
τον Ωρίωνα, και μόνη αυτή δεν λέει να πέσει στα λουτρά του Ωκεανού.
Η Καλυψώ η θεόμορφη τον είχε ορμηνέψει,
αυτό το αστέρι πάντοτε να το 'χει ποντοπορώντας
στο ζερβό του χέρι.
Και ποντοπόρησε μέρες δεκαεφτά· στη δέκατη όγδοη
πήραν να φαίνονται, στο μέρος του νησιού που πρόβλεψε,
βαθύσκιωτα της Φαιακίδας τα βουνά·
έμοιαζαν σαν ασπίδα, στο πέλαγο το αχνό αφημένη.
Όμως τον είδε ανεβαίνοντας απ' τους Αιθίοπες
ο μέγας Ποσειδών που σείει τη γη· από μακριά το μάτι του τον πήρε,
από τα όρη των Σολύμων, ν' αρμενίζει στο ανοιχτό το πέλαγος·
χολώθηκε βαριά, και το κεφάλι του κουνώντας είπε μόνος του:
«Αλίμονο. Έτσι λοιπόν και τόσο οι θεοί άλλαξαν γνώμη,
όσο εγώ βρισκόμουν στους Αιθίοπες;
Και να τος τώρα ο Οδυσσέας, τόσο κοντά
στη χώρα των Φαιάκων, όπου του μέλλεται πως θα ξεφύγει
από το δίχτυ της μεγάλης που τον βρήκε συμφοράς.
Όμως κι εγώ το λέω, θα χορτάσει για καλά τη μαύρη μοίρα του.»
Μιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του,
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ' τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Αυθήκαν τότε του Οδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Αμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Τι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;

[ 81 ]
Ραψωδία ε, 300-375

Τρέμω μήπως όλα τα είπε αλάθευτα η θεά,


που μου προφήτεψε πως θα χορτάσω πάθη του πελάγου,
προτού πατήσω χώμα της πατρίδας.
Και να που τώρα όλα επαληθεύονται, αφού ο Ζευς
με τέτοια νέφη απ' άκρη σ' άκρη σκέπασε τον μέγα ουρανό,
τον πόντο τάραξε, η θύελλα λυσσομανά, σφυρίζουνε από παντού ανέμοι.
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να 'χα τελειώσει,
εκεί να μ* έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.»
Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του
σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ' το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμη
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει.
Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
(σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ' το κεφάλι),
όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.
Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ' τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ,
την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια,
κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα,
έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν
τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,
την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.
Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέη, που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα
οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.
Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·
σκούρο πουλί με την ουρά σχιστής παρόμοια πέταξε και βγήκε

ί 82 1
Απόπλους Όδνσσέως παρά Καλνψοϋς

από το κύμα, κάθησε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα 'βαλε;
γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
Κι όμως, παρ' όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ' απλωτές, νόστο να βρεις
στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ' αυτό το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ' απειλήσει,
μήτε και τ' άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,
όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλην άκρη.»
Τελειώνοντας του παραδίνει το μαγνάδι.
Σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια βούλιαξε ξανά
στον κυματώδη πόντο, ώσπου την αποσκέπασε το μαύρο κύμα.
Μόνος του τώρα, ο Οδυσσέας πολύπαθος και θείος,
σε σκέψη δίβουλη μπλεγμένος,
αναστενάζοντας βαριά, γύρισε κι είπε στη γενναία ψυχή του:
«Αλίμονο, και ποιος αθάνατος πάλι μου πλέκει δόλο,
που με παρακινεί να παρατήσω τη σχεδία.
Κι όμως δεν θα τον υπακούσω, όσο ακόμη βλέπουνε τα μάτια μου
μακριά εκείνη τη στεριά, που λέει πως θα 'ναι η σωτηρία μου.
Μάλλον αυτό θα κάνω, μου φαίνεται και το καλύτερο:
όσο βαστάξουν τα μαδέρια στους αρμούς τους,
θα κρατηθώ σ' αυτά, θα υπομείνω κι εγώ το βάσανό μου·
και μόνο όταν το κύμα καταλύσει τη σχεδία, θα πέσω στο νερό.
Δεν βλέπω άλλο συμφερότερο που θα μπορούσα να σκεφτώ.»
Κι ενώ μ' αυτή τη σκέψη πάλευαν νους και ψυχή του,
ο κοσμοσείστης Ποσειδών σηκώνοντας κύμα μεγάλο, άγριο, φοβερό
και κατακόρυφο, το 'ριξε καταπάνω του.
Πώς άνεμος σφοδρός σκορπίζει αλλού κι αλλού
ξερά τα άχυρα της θημωνιάς, έτσι σκορπίστηκαν και τα μακριά μαδέρια.
Κι όμως ο Οδυσσέας κρατήθηκε σ' έναν κορμό,
τον καβαλίκεψε, λες κι ήταν άλογο της κούρσας,
πέταξε από πάνω του τα ρούχα, εκείνα που του φόρεσε
η θεία Καλυψώ, αμέσως το μαγνάδι
ζώστηκε στο στέρνο, με το κεφάλι βούτηξε στη θάλασσα,
τα χέρια του άπλωσε, κι έβαλε δύναμη να κολυμπήσει.
Τον είδε όμως ο παντοδύναμος θεός που σείει τη γη,

[83]
Ραψωδία ε, 376-445

την κεφαλή του κούνησε και μόνος του μιλούσε:


«Τώρα λοιπόν, με μύρια πάθη περιπλανήσου στα πελάγη,
μήπως και σμίξεις κάποτε μ' ανθρώπους διογέννητους.
Όμως και τούτο αν γίνει, δεν θα μπορείς να πεις
πως ήταν λίγη η συμφορά σου.»
Τελειώνοντας μαστίγωσε τ' άλογα με την πλούσια χαίτη
και σίμωσε προς τις Αιγές, όπου βρισκόταν και το ξακουστό παλάτι του.
Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ άλλες σκέψεις:
δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα,
όλους τούς κατευνάζει.
Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,
για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,
να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ' εκείνους που έχουν
χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους—
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε, .
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
αγάλλεται· τόση αγαλλίαση δίνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης. Όλος σπουδή κολύμπησε
να φτάσει, για να πατήσει χώμα το ποδάρι του.
Αλλά όταν πια τον χώριζε τόση μονάχα απόσταση, όσο
που ν' ακουστεί φωνάζοντας, τον πήρε ο γδούπος
που τα ύφαλα της θάλασσας χτυπούσε.
Το μέγα κύμα, σπάζοντας φοβερό πάνω στις ξέρες,
βόγγαε και ξερνούσε, σκεπάζοντας τα πάντα μ' αλισάχνη.
Αιμάνια ανύπαρκτα, των καραβιών οι κόλποι ανύπαρκτοι·
υπήρχαν μόνο κάβοι απόκρημνοι, γκρεμοί και βράχοι.
Τότε του λύθηκαν τα γόνατα, λύγισε κι η καρδιά του,
βαρυγκομώντας ο Οδυσσέας μόνος του μιλούσε
λέγοντας στην περήφανη ψυχή του:
«Τώρα τι γίνεται. Αφού ο Δίας ανέλπιστα μου δίνει
να δω στεριά, και μπόρεσα να φτάσω εδώ, μέσα από τόσα κύματα,
δεν βλέπω μέρος πουθενά να καταφύγω, που να με βγάλει

[84]
Απόπλους Όδνσσέως παρά Καλνψοϋς

από την αφρισμένη θάλασσα.


Έξω μονάχα βράχοι μυτεροί και γύρω τους
βρυχάται το κύμα πολυτάραχο· λείος
και κατακόρυφος αναδρομίζει τοίχος πέτρινος,
κι είναι από κάτω το νερό βαθύ, δεν γίνεται να στηριχτείς
στα πόδια και να σταθείς για να ξεφύγεις το κακό.
Αν πάω να βγω, φοβάμαι μήπως και μ' αναρπάξει το μεγάλο κύμα
και με συντρίψει πάνω σε γρανιτένιο βράχο—
τότε κι η ορμή μου πάει χαμένη.
Αν πάλι πω πως κολυμπώ ένα γύρο, μήπως και βρω κάπως
απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας, τρέμω
μην και με παρασύρει η αντάρα πάλι στο ψαροτρόφο πέλαγο,
που ξέρει πώς να βαριαναστενάζει.
Ή κι ένας δαίμονας από τα βάθη της θαλάσσης στείλει
να με σπαράξει κάποιο κήτος, απ' τα μεγάλα και πολλά
που τρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
Καλά τον ξέρω τον θυμό του Κοσμοσείστη, το μένος του εναντίον μου,
του περιβόητου θεού.»
Κι όπως ακόμη μες στα φρένα και τον νου του ανακινούσε τέτοιες σκέψεις,
μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής.
Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλά του θα συντρίβονταν,
αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
μαζεύοντας τη δύναμή του, και με τα δυο του χέρια
πιάστηκε απ' τον βράχο, κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας
ώσπου το κύμα πέρασε.
Κι αν γλίτωσε έτσι, όμως το κύμα, πίσω γυρίζοντας ορμητικό,
τον έπληξε και τον επέταξε μακριά, ξανά τον πήγε στα βαθιά.
Πώς όταν ξεκολλούν χταπόδι απ' το θαλάμι του,
κολλούν απάνω στις θηλές του τα πυκνά χαλίκια,
παρόμοια μείναν κολλημένες κι οι σάρκες από τα θρασιά του χέρια
πάνω στα βράχια. Κι εκείνον τον εσκέπασε το μέγα κύμα.
Θα 'ταν κι αυτό απρόβλεπτος χαμός του δύστυχου Οδυσσέα,
αν πάλι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτισή της·
κατόρθωσε ν' αναδυθεί απ' το κύμα που έσπαζε στη στεριά,
έστριψε προς τα έξω και λοξά κολύμπησε, κοιτάζοντας
μη χάσει τη στεριά απ' τα μάτια του, μήπως και βρει
κάπως απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας.
Και τότε κολυμπώντας φτάνει στο στόμα ποταμού καλλίρροου—
αυτός ο χώρος έκρινε πως ήταν ο καλύτερος,
αφού του έλειπαν οι βράχοι, κι ο άνεμος δεν τον χτυπούσε. Βλέποντας
μπρος του τα νερά του ποταμού να ρέουν, έκανε ολόψυχην ευχή:
«Επάκουσε, όποιος κι αν είάαι, ποταμέ βασιλικέ μου.

[85]
Ραψωδία ε, 445-493

Προσπέφτω, χίλιες φορές παρακαλώ σε, γλίτωσέ με


από την απειλή του ποσειδώνιου πελάγου.
Πρέπει, πιστεύω, κι οι αθάνατοι θεοί να τον σπλαχνίζονται
όποιον παραδαρμένος τούς ζητά το έλεός τους.
Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ, τώρα στα γόνατά σου πέφτω,
ποταμέ μου, ζητώ να μ' ελεήσεις, βασιλιά μου.
Ικέτης σου είμαι, και το ομολογώ.»
Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα,
σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε,
τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.
Μα είχαν πια λυγίσει και τα δυο του γόνατα, τα στιβαρά του χέρια
λύθηκαν, ένιωθε τσακισμένος απ' το κύμα*
σώμα πρησμένο, στόμα, ρουθούνια να ξερνούν τη θάλασσα,
κι αυτός πεσμένος κάτω, δίχως πνοή, δίχως φωνή,
σαν λιγοθυμισμένος, τυραννισμένος από κούραση φριχτή.
Κι ωστόσο μόλις πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή ξανά στον τόπο της,
το μαγικό μαγνάδι λύνοντας το παραδίνει
στου ποταμού το ρέμα που έσμιγε με τη θάλασσα·
γοργά το πήρε μες στη δίνη του ένα μεγάλο κύμα,
κι αμέσως το υποδέχτηκαν τα χέρια της Ινώς.
Τότε απ' το ποτάμι βγαίνει, έγειρε σ' ένα σχοίνο πλάι,
σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης.
Βαρύθυμος ακόμη, μιλώντας είπε στη γενναία ψυχή του:
«Τώρα στο τέλος τι μου μέλλεται να πάθω, αλίμονο.
Αν μείνω στο ποτάμι και περάσω εδώ τη μαύρη νύχτα,
πώς να μη συμμαχήσουν άσχημα πάχνη και παγωνιά,
εξαντλημένον να μου πάρουν την ψυχή,
έτσι που την αυγή τόσο ψυχρό το αγιάζι κατεβαίνει απ' το ποτάμι.
Αν πάλι ανέβω την πλαγιά στο δάσος το βαθύσκιωτο,
αν σε φυλλωσιές πυκνές πέσω να κοιμηθώ, πες πως το κρύο
κι ο κάματος μ' αφήνουν, κι επέρχεται ύπνος γλυκός·
τα άγρια θηρία τρέμω μήπως με βρουν και με σπαράξουν.»
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι το καλύτερο:
ξεκίνησε να βρει το δάσος, το βρήκε πλάι στον ποταμό,
ψηλά σε ξάγναντο.
Τρύπωσε εκεί, κάτω από θάμνα δίδυμα, ελιά κι αγρίλι που ξεφύτρωναν μαζί.
Δεν έφτανε ως εδώ το μένος των υγρών ανέμων, '
δεν τα χτυπούσε αυτά τα θάμνα ήλιος με τις αχτίνες του,
όταν σηκώνεται λαμπρός, μήτε η βροχή τα διαπερνούσε·
τόσο πυκνά συμπλέκονταν το 'να μαζί με τ' άλλο.
Γλίστρησε ο Οδυσσέας στον κόρφο τους, και με τα χέρια του
φτιάχνει το στρώμα του παχύ κι ευρύχωρο,

[86 1
Απόπλους Όδυσσέως παρά Καλυψοϋς

από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,
που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,
ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.
Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ένιωσε μέσα του χαρά· στη μέση ξάπλωσε ρίχνοντας
από πάνω του σωρό τα φύλλα.
Πώς κάποιος έκρυψε δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη,
σε χτήμα απόμερο, που γείτονες στο πλάι του δεν έχει, σώζοντας έτσι
το σπέρμα της φωτιάς, που να μην είναι ανάγκη απ' αλλού ν' ανάβει·
με ένα δαυλό παρόμοιος ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα.
Τότε κι η Αθηνά χύνει στα μάτια του τον ύπνο,
γρήγορη ανάπαυση από τον μόχθο και τον κάματό του.
Κι ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρά του.

87
ζ
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας

ΑΘΙΑ κοιμότανε εκεί εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,

Β στον ύπνο και στον κάματο δοσμένος.


Ωστόσο η Αθηνά τον δρόμο πήρε για τους Φαίακες,
να πάει στη χώρα και στην πόλη τους.
Που άλλοτε κατοικούσαν στην ευρύχωρη Υπερεία,
κοντά στους αλαζόνες Κύκλωπες.
Όμως αυτοί, ασυναγώνιστοι όπως ήταν στη βία και στη δύναμη,
συχνά τους έβλαπταν.
Ώσπου ο ωραίος σαν θεός Ναυσίθοος
τους ξεσηκώνει, και τους πήγε να μείνουν στη Σχερία,
από τους σιτοφάγους γείτονες μακριά.
Εκεί, γύρω στην πόλη τείχος ύψωσε,
έχτισε κατοικίες, για τους θεούς ανάστησε ναούς,
μοίρασε και τη γη.
Στο μεταξύ πάει καιρός που είχε στον κάτω κόσμο κατεβεί,
από τη μοίρα του θανάτου χτυπημένος.
Τώρα κρατούσε την αρχή ο Αλκίνοος,
νους προικισμένος με τη γνώση των θεών.
Για το δικό του το παλάτι πήρε τον δρόμο η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, και με τη σκέψη της στραμμένη
στον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Φτάνει πηγαίνοντας στον στολισμένο θάλαμο,
όπου κοιμότανε μια κόρη, σαν τις αθάνατες στην όψη και στο ανάστημα:
η Ναυσικά, του μεγαλόκαρδου Αλκινόου η θυγατέρα.
Κοντά της, πλάι στον κάθε παραστάτη, ησύχαζαν ακόλουθες,
κοπέλες δύο σαν τις Χάριτες ωραίες.
Και τα κλειστά θυρόφυλλα να λάμπουν.
Σαν την πνοή του ανέμου η θεά περνώντας,
ρίγησε το κλινοσκέπασμα της κόρης.
Στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι της κι όπως ξεκίνησε να της μιλήσει,
την όψη πήρε της θυγατέρας κάποιου Δύμαντα,
θαλασσινού με φήμη—της ήταν συνομήλικη, φίλη επιστήθια κι αγαπημένη.
Με το δικό της πρόσωπο, τα μάτια λάμποντας, της είπε η Αθηνά:
«Π Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάνα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα.

88
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας

κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει·


πρέπει κι εσύ τα ωραία σου να τα φορέσεις,
να τα χαρίσεις όμως και στους άλλους που θα σε πάνε στου γαμπρού.
Έτσι στοχάζομαι πως ανεβαίνει ένδοξη η φήμη στους ανθρώπους,
και καμαρώνουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα.
Εμπρός λοιπόν, μόλις χαράξει,
ας πάμε να τα πλύνουμε μαζί. Σκοπεύω να σ' ακολουθήσω,
να ετοιμαστείς το γρηγορότερο, θα σου παρασταθώ κι εγώ,
αφού δεν θα σαι για καιρό παρθένα.
Κιόλας σε ορέγονται πολλοί για νύφη,
οι ευγενέστεροι άντρες σ' όλο τον δήμο των Φαιάκων,
απ' όπου έχει αναβλαστήσει κι η δική σου φύτρα.
Γι' αυτό σου λέω, παρότρυνε τον ξακουστό πατέρα σου,
πριν καλοξημερώσει, να σου ετοιμάσει άμαξα και μούλες,
για να φορτώσουν τους ζωστούς χιτώνες,
πέπλους λυτούς κι ενδύματα χρωματιστά που λάμπουν.
Καλύτερα κι εσύ στην άμαξα ν' ανέβεις, μην πας πεζοπορώντας,
οι γούρνες βρίσκονται τόσο μακριά απ' την πόλη.»
Είπε τον λόγο της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
και για τον Όλυμπο κινούσε, όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδρα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη·
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει·
μόνο αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιωνία ζωή·
εκεί κατέφυγε, τα μάτια λάμποντας, κι η Αθηνά
που φανερώθηκε στην κόρη.
Και πρόβαλε στην ώρα της καλλίθρονη η Αυγή
τη Ναυσικά ξυπνώντας, που τη στόλιζαν εξαίσιοι πέπλοι.
Από το θαυμαστό της όνειρο συνεπαρμένη,
έτρεξε από κάμαρη σε κάμαρη,
το μήνυμα να φέρει στους γονείς, στον κύρη και στη μάνα της.
Τους βρήκε μέσα· ήταν εκείνη στην εστία καθισμένη με τις ακόλουθές της,
κλώθοντας νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης·
εκείνον τον απάντησε στην πόρτα,
έτοιμο να προσέλθει στη βουλή με τους βασιλικούς συμβούλους,
όπου και τον καλούσαν φημισμένοι οι Φαίακες.
Πήγε και στάθηκε πολύ κοντά του, και τον πατέρα της προσφώνησε:
«Ω κύρη μου ακριβέ, δεν θ' αρνηθείς στην κόρη σου ένα αμάξι,
ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο,
ρούχα πολύτιμα στον ποταμό να φέρει, να τα πλύνω,
που βρίσκονται στο σπίτι λερωμένα.

[89]
Ραψωδία ζ, 60-128

Πρώτος εσύ μέσα στους πρώτους της βουλής που αποφασίζει,


το σώμα σου δεν πρέπει να ντύνεις με ρούχα καθαρά;
Έχεις και πέντε γιους. Οι δυο τους είναι κιόλας παντρεμένοι,
οι τρεις ακόμη παλληκάρια θαλερά κι ανύπαντρα.
Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν,
φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
Κι είναι δικό μου χρέος όλα να τα σκέφτομαι.»
Έτσι του μίλησε, σεμνά, διστάζοντας να ομολογήσει
στον πατέρα της για τον δικό της γάμο, που τη συγκινούσε.
Εκείνος όμως πιάνοντας καλά το νόημα, της αποκρίθηκε αναλόγως:
«Όχι, παιδί μου, μήτε οι μούλες θα σου λείψουν
μήτε και τ' άλλα, τ' απαραίτητα.
Πήγαινε όπου λες. Το αμάξι σου οι δούλοι θα ετοιμάσουν,
ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο, με την καρότσα του γερά δεμένη.»
Είπε και πρόσταξε τους δούλους, εκείνοι υπάκουσαν,
κι ευθύς την άμαξα με τους ωραίους τροχούς,
πρόσφορη για τις μούλες, τη σέρνουν έξω, κι έζεψαν στην άμαξα τις μούλες.
Τότε κι η κόρη φέρνει από τον θάλαμο τον πλούσιο ρουχισμό
και τον απόθεσε στο λείο αμάξι.
Στο μεταξύ κι η μάνα της διαλέγει
και της έβαλε σ' ένα καλάθι άφθονα τρόφιμα κάθε λογής,
πρόσθεσε και τις λιχουδιές, και το γιδίσιο ασκί το γέμισε κρασί.
Κι όταν στην άμαξα η κόρη ανέβηκε,
της παραδίνει και μια λήκυθο χρυσή με λάδι λιπαρό,
για ν' αλειφτεί κι η ίδια κι όσες κοπέλες τη συνόδευαν.
Τότε κι εκείνη το μαστίγιο πιάνει και τα ηνία λαμπρά,
τα ζώα μαστιγώνοντας να τρέξουν.
Κι αντήχησεν ο θόρυβος από τις μούλες,
που ακαταπόνητες τεντώθηκαν, σέρνοντας φορτίο και κόρη—
δεν ήταν μόνη, κίνησαν μαζί της κι άλλες
κοπέλες που της παραστέκουν.
Κι όταν πλησίασαν το ρέμα του καλλίρροου ποταμού,
όπου κι οι γούρνες ήσαν στη σειρά—έτρεχε το νερό ασταμάτητο
μπροστά τους, καλόδεχτο, να καθαρίζει κάθε ρύπο.
Εκεί λύνουν τις μούλες απ' τ αμάξι και τις αμόλησαν
πλάι στο ποτάμι με τις πολλές του δίνες,
για να βοσκήσουν χλόη μαλακή σαν μέλι.
Από το αμάξι σήκωσαν στα χέρια τους τα ρούχα
και τα βαφτίζουν στο νερό, βαθύ σαν μαύρο.
Με γρηγοράδα απίστευτη τα στύβουν στις χαβούζες,
κοιτώντας πώς θα ξεπεράσουνε η μια την άλλη.
Κι όταν απόσωσαν το πλύσιμο κι άστραψαν πεντακάθαρα τα ρούχα,

[90]
Όδνσσέως άφιξις εις Φαίακας

τα πήραν να τ' απλώσουν στ' ακρογιάλι με τη σειρά,


εκεί που η θάλασσα, χτυπώντας την ακτή, τα βότσαλα λευκαίνει.
Ύστερα κάνουν το λουτρό τους, με λάδι αλείφτηκαν
και στρώθηκαν να φάνε στην ποταμίσιαν όχθη,
τα ρούχα περιμένοντας να τα στεγνώσουν οι αχτίνες του ήλιου.
Κι όταν ευφράνθηκαν με το φαΐ η κόρη κι οι κοπέλες,
πήραν να παίζουν την πετόσφαιρα, τον κεφαλόδεσμο πετώντας πέρα.
Ανάμεσά τους, χέρια υψώνοντας λευκά, η Ναυσικά
κρατούσε τον ρυθμό με το τραγούδι της.
Πώς η τοξεύτρα η Άρτεμη στα όρη κατεβαίνει,
ή στον πανύψηλο Ταΰγετο ή στον Ερύμανθο,
για να χαρεί με κάπρους και μ' ελάφια ωκύποδα,
οι Νύμφες αγροδίαιτες, κόρες του Δία που κρατάει αιγίδα,
τη συντροφεύουν παίζοντας μαζί της·
βλέπει και χαίρεται βαθιά η Λητώ πως υπερέχουν
μέτωπο και κεφαλή της κόρης της· αναγνωρίζεται εύκολα
σ' όλες ανάμεσα, κι ας είναι ωραίες όλες τους·
παρόμοια κι η αδάμαστη παρθένα Ναυσικά
από τις άλλες κοπέλες ξεχωρίζει που παράστεκαν.
Πέρασε ωστόσο η ώρα κι έπρεπε
τον δρόμο πάλι να πάρει της επιστροφής προς το παλάτι,
να ξαναζέψει τα μουλάρια και να διπλώσει τα ωραία της ρούχα.
Τότε ακριβώς άλλα στοχάστηκε, τα μάτια λάμποντας, η θεά Αθηνά·
πώς θα ξυπνήσει ο Οδυσσέας, να δει την κόρη την πεντάμορφη,
που θα τον οδηγούσε προς την πόλη όπου και κατοικούν οι Φαίακες.
Καθώς λοιπόν τη σφαίρα ρίχνει η Ναυσικά σε μια από τις κοπέλες,
η κοπελιά ξαστόχησε,
κι έπεσε η μπάλα στα βαθιά νερά του ποταμού. Ύψωσαν τότε μια φωνή
μεγάλη, κι ο θείος Οδυσσέας ξυπνά. Ανασηκώθηκε και ταραγμένος
συλλογίστηκε στα φρένα και στον νου του:
«Αλίμονό μου! Σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα;
είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Στ' αφτιά μου ωστόσο χτύπησε μια κοριτσίστικη φωνή,
λες κι ήταν από κόρες Νύμφες
που, μένοντας ψηλά στα όρη, κατεβαίνουν
στις πηγές των ποταμών ή σε λιβάδια χλοερά.
Εκτός κι αν βρίσκομαι σε κάποιον τόπο
όπου μιλούν και μένουν άνθρωποι θνητοί.
Άλλο δεν έχω, μόνος μου πρέπει να δοκιμάσω, να δω τι τρέχει.»
Είπε κι από τα θάμνα του αναδύθηκε θείος ο Οδυσσεύς, χώνει
το στιβαρό του χέρι σε σύδεντρο πυκνό και σπάζει

[91]
Ραψωδία ζ, 128-200

ένα κλαδί με φύλλα, τη γύμνια του να προστατέψει στ* αντρικά του μέλη.
Και κίνησε σαν το περήφανο λιοντάρι που περιφέρεται στα όρη,
το δέρνει ο άνεμος και το μουσκεύει η μπόρα,
εκείνο όμως με τα μάτια φλογισμένα προχωρεί
ψάχνοντας για γελάδια, αρνιά κι ελάφια ανήμερα,
το σπρώχνει η πείνα στα κοπάδια, ακόμη και σε μάντρα φυλαγμένη·
παρόμοιος έμελλε κι ο Οδυσσέας να σμίξει με κόρες καλλιπλόκαμες,
έτσι όπως ήτανε γυμνός, γιατί τον πίεζε η ανάγκη.
Όμως τους φάνηκε φριχτός, απ' την αλμύρα φαγωμένος·
σκόρπισαν τότε πανικόβλητες, εδώ η μια
η άλλη αλλού, γυρεύοντας πού να κρυφτούν στα υψώματα της όχθης.
Μόνο του Αλκινόου η θυγατέρα παραμένει ακίνητη·
η Αθηνά τής έδωσε το θάρρος της καρδιάς,
αυτή της πήρε την τρομάρα από τα μέλη.
Κι όπως απέναντί του στάθηκε αποφασισμένη,
ο Οδυσσέας διχογνώμησε· την κόρη την πεντάμορφη
να την παρακαλέσει στα γόνατά της πέφτοντας,
ή σε απόσταση και με μειλίχια λόγια να της ζητήσει, αν ήθελε,
την πόλη να του δείξει και να του δώσει ρούχα.
Κι όπως το συλλογίστηκε του φάνηκε καλύτερο
κρατώντας την απόσταση και με μειλίχια λόγια να την παρακαλέσει,
μήπως κι αν άγγιζε το γόνα της, η κόρη χολωθεί.
Έτσι μειλίχιος κίνησε τον λόγο του, με σύνεση και πονηριά:
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Είσαι θνητή; θεά; Δεν ξέρω.
Αν στους θεούς ανήκεις, που κατέχουν τον πλατύ ουρανό,
τότε πως μοιάζεις λέω τόσο με την Άρτεμη, την κόρη του μεγάλου Δία,
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ανάριμμα.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που κατοικούν τη γη μας,
τρισμάκαρες ο κύρης σου κι η σεβαστή σου μάνα,
οι αδελφοί σου τρισμακάριστοι· πόσο καμάρι
θα θερμαίνει πάντα την καρδιά τους να σ' έχουν πλάι τους,
κι όταν σε βλέπουν στον χορό να μπαίνεις, τέτοιο βλαστάρι.
Και πάνω_ απ' όλους εκείνος πιο μακαρισμένος
που με τα δώρα του θα σε κερδίσει και θα σε πάρει νύφη σπίτι του.
Τόση ομορφιά ποτέ δεν είδα ως τώρα, γυναίκα ή άντρα,
θάμπωσα και δεν χορταίνω να κοιτώ.
Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα,
μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει—
πήγα κι εκεί, πολύς στρατός μ' ακολουθούσε στον δρόμο
που έμελλε να γίνει οδός της μαύρης συμφοράς μου.
Τότε, όπως τώρα, κοιτούσα το βλαστάρι εκείνο,
κι έμεινε ο νους μου θαμπωμένος ώρα πολλή.

[92]
Όδνσσέως και Ναυσικάς ομιλία

Γιατί ποτέ δεν αναβλάστησε στη γη τέτοιος ωραίος βλαστός.


Έτσι κι εσένα τώρα σε θαυμάζω, δέσποινά μου.
Έκθαμβος μένω, μέγα δέος με κατέχει τα γόνατα σου ν' ακουμπήσω.
Είμαι που είμαι σε βαρύ πένθος χαντακωμένος.
Μόλις εχθές, είκοσι μέρες πάνε τώρα, γλίτωσα απ' το μπλάβο πέλαγος.
Ως τότε το κύμα αέναο, θύελλες πυκνές μακριά
απ' το νησί της Ωγυγίας μ έσερναν.
Και τώρα εδώ με ξέβρασε ενός θεού η εκδίκηση, όπου
κάποιο κακό καινούργιο, σκέφτομαι, με περιμένει.
Γιατί δεν έκλεισεν ακόμη ο κύκλος των παθών μου·
κι άλλα πολλά στοχάζομαι όρισαν οι θεοί πιο πριν να πάθω.
Έλεος όμως σου ζητώ. Εσύ είσαι η πρώτη που απαντώ,
έτσι φριχτά βασανισμένος· άλλον δεν ξέρω στους ανθρώπους
που κατοικούν αυτή τη γη κι αυτή την πόλη.
Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις,
κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου
κάποιο πανί, να με τυλίξει.
Εύχομαι οι θεοί να σου χαρίσουν ό,τι βαθιά η ψυχή σου λαχταρά·
σύζυγο, σπιτικό κι ομόνοια να σου δώσουν εύφημη.
Γιατί δεν είναι άλλο στήριγμα καλύτερο και πιο ισχυρό,
όταν ομοφρονούν κι ομονοούν στο σπίτι ο άντρας κι η γυναίκα·
όποιοι διχογνωμούν, τους πρέπουν βάσανα,
χαρές σ' εκείνους που η φιλία τούς δένει,
κι οι δυο κερδίζουν το καλό τους όνομα.»
Τότε κι η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, του ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, ασήμαντος δεν φαίνεσαι μήτε κι η φρόνηση σου λείπει.
Κι όπως το ξέρεις, ο ολύμπιος Δίας,
μόνος αυτός την ευτυχία μοιράζει στους ανθρώπους,
καταπώς θέλει στον καθένα, άσημους ή και επιφανείς.
Πες πως δικά του είναι τα πάθη που σε βρήκαν και πρέπει εσύ
καρτερικά να τα υπομείνεις.
Ωστόσο τώρα, που σ' αυτή την πόλη και τη χώρα καλωσόρισες,
ρούχο δεν θα σου λείψει να ντυθείς μήτε και τίποτε άλλο,
όλα όσα πρέπουν σε πολύπαθον ικέτη που προσπέφτει.
Κι όπως ζητάς, την πόλη θα σου δείξω
και θα σου πω πώς ονομάζεται ο λαός μας: αυτή τη χώρα και την πόλη
την κατοικούν οι Φαίακες· εγώ η θυγατέρα είμαι του γενναίου Αλκίνοου·
αυτός στους Φαίακες κρατεί δύναμη κι εξουσία.»
Είπε και δίνει προσταγή στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Κοπέλες μου, σταθείτε. Για πού το βάλατε στα πόδια,
που αντικρίσατε έναν τέτοιον άντρα;
Μήπως σας πέρασε απ' τον νου πως είναι εχθρός μας;

[93]
Ραψωδία ζ, 201-269

Δεν έγινε, το λέω, ως τώρα, μήτε θα γίνει, στων Φαιάκων τη χώρα


να φτάσει κάποιος άνθρωπος φοβερός φέρνοντας αναστάτωση.
Το ξέρετε, μας αγαπούν οι αθάνατοι όσο λίγους,
μένουμε και παράμερα,
στα έσχατα όρια του πολυκύμαντου πελάγου,
που δύσκολα, ή και ποτέ, άλλος θνητός δεν θα μπορούσε να σμίγε μαζί μας.
Όμως αυτός, περιπλανώμενος και δύστυχος,
βρέθηκε κατά τύχη εδώ, και περιποίηση του πρέπει.
Όλοι οι φτωχοί κι οι ξένοι είναι του Δία αποσταλμένοι·
ακόμη κι αν τους δώσεις κάτι λίγο,
νομίζεται καλόδεχτο.
Γι' αυτό, κοπέλες μου, κι εσείς προστάζω να του δώσετε
κάτι να φάει, να πιει,
και στο ποτάμι να τον λούσετε, διαλέγοντας μέρος απάνεμο.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνες στάθηκαν, δίνοντας μεταξύ τους εντολές·
τον Οδυσσέα οδήγησαν σε μέρος σκεπαστό,
όπως παράγγειλε κι η Ναυσικά, η θυγατέρα του γρναίου Αλκίνοου.
Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα,
και σε μια λήκυθο χρυσή τού δίνουν λάδι λιπαρό. Ύστερα τον παρακινούσαν
να κατέβει στις ροές του ποταμού για να τον λούσουν.
Τότε ο θείος Οδυσσεύς τούς αντιμίλησε με τρόπο:
«Κοπέλες, μείνετε εσείς παράμερα· μόνος μου εγώ
θα βγάλω λούζοντας από τους ώμους μου την άλμη,
και θ' αλειφτώ παντού με λάδι.
Πάει καιρός που τέτοιο βάλσαμο δεν μάλαξε το δέρμα μου.
Όμως δεν πρόκειται μπροστά σας να λουστώ· νιώθω ντροπή
να με κοιτάζουνε γυμνόν κοπέλες καλλιπλόκαμες.»
Κι όπως τους μίλησε, αποτραβήχτηκαν εκείνες,
λέγοντας και στη Ναυσικά όσα τους είπε.
Κι αυτός με το νερό του ποταμού,
ο θείος Οδυσσεύς, την άλμη απόνιψε που είχε καθήσει
στους φαρδείς του ώμους και στην πλάτη, κι έτριβε το κεφάλι του καλά,
ώσπου το αλάτι να του φύγει της ατρύγητης θαλάσσης.
Κι όταν όλα τα μέλη του τ' απόλουσε,
με λάδι αλείφτηκε και φόρεσε τα ρούχα,
εκείνα που του πρόσφερε η ανύπαντρη παρθένα.
Τότε κι η Αθηνά, του Δία το γέννημα, τον έκανε να φαίνεται
σαν πιο ψηλός και στιβαρός· κι απ' το κεφάλι του να πέφτουν
τα μαλλιά σγουρά, σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς στο ασήμι πάνω μάλαμα χύνει ο επιδέξιος τεχνίτης—
τον δίδαξαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει ωραία·

[94]
Όδνσσέως και Ναυσικάς ομιλία

τόση ομορφιά χύνει η θεά στην κεφαλή του και στους ώμους.
Επήγε τότε να καθήσει απόμερα μόνος του στο ακρογιάλι,
λάμποντας όλος ομορφιά και χάρη,
ενώ η κόρη τον κοιτούσε και τον θαύμαζε.
Ύστερα γύρισε να πει στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Ακούστε με, ωραίες κοπέλες, γιατί έχω κάτι να σας πω:
λέω πως δεν έσμιξε ένας τέτοιος άντρας με τους ισόθεους Φαίακες,
αν κάποιος δεν το θέλησε θεός απ' όσους κατοικούν τον Όλυμπο.
Μόλις πριν από λίγο φαντάστηκα πως είναι κι άσκημος·
τώρα μου φαίνεται να μοιάζει στους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Μακάρι τέτοιος να βρεθεί γαμπρός κι εμένα να με πάρει—
αν κατοικούσε εδώ, αν ήθελε να μείνει εδώ.
Μα τώρα πρέπει να του δώσετε του ξένου κάτι να φάει, να πιει.»
Τους μίλησε, αυτές την άκουσαν κι υπάκουσαν.
Κι αμέσως έστρωσαν στον Οδυσσέα μπροστά, να φάει, να πιει.
Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό
δεν είχε αγγίξει φαγητό.
Μα τώρα η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, στοχάζεται άλλα·
τα ρούχα της διπλώνει, τα βάζει πάνω στο ωραίο αμάξι,
έζεψε και τις μούλες που δυνατές έχουν οπλές,
μετά κι εκείνη ανέβηκε.
Τότε, τον Οδυσσέα παροτρύνοντας, άρχισε να μιλά
με λόγο καλομοιρασμένο:
«Έφτασε η ώρα τώρα, ξένε· σήκω να προχωρήσουμε στην πόλη,
θα σε προπέμψω στο παλάτι του γενναίου πατέρα μου,
όπου και θα γνωρίσεις όλους,
όσους σπουδαίους έχει η χώρα των Φαιάκων.
Και θα σου πω πώς πρέπει να φερθείς,
βλέπω πως είσαι γνωστικός και θα μ' ακούσεις.
Λοιπόν, όσο εμείς θα προχωρούμε σ' αγρούς κι αμπελοχώραφα,
μαζί κι εσύ με τις κοπέλες μπορείς ν' ακολουθείς βήμα προς βήμα
πίσω απ' τις μούλες και τ' αμάξι· τον δρόμο θα τον δείχνω εγώ.
Όμως όταν ανηφορίσουμε κατά την πόλη—
την περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
κι έχει μπροστά της όμορφο, διπλό λιμάνι στο κάθε γύρισμα του κάστρου·
εκεί και τα καράβια μας ευέλικτα βρίσκουν το καταφύγιό τους,
όλα και το καθένα στη σειρά του.
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα πλάι τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη,
χοντρά σχοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.

[95]
Ραψωδία ζ, 270-331

Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο κι η φαρέτρα,


μόνο κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
μ' αυτά περνούν και χαίρονται την αφρισμένη θάλασσα.
Την άσχημη τους όμως φήμη τη φοβάμαι,
μήπως ξοπίσω μας κάποιος κακολογήσει, ο κόσμος είναι εδώ περίεργος.
Ένας που θα μας έβλεπε μαζί, αν ήταν παρακατιανός, θα φώναζε ίσως:
"Η Ναυσικά, ποιος είναι αυτός που σέρνει πίσω της,
ψηλός κι ωραίος, μα ξένος;
Πού να τον βρήκε; Σίγουρα τον θέλει για γαμπρό δικό της.
Κοίτα, μας φέρνει κάποιον άγνωστο από μια χώρα μακρινή,
που εδώ μας έφτασε δαρμένος με το σκάφος του·
εμείς δεν έχουμε γειτόνους κοντινούς.
Εκτός κι ανίσως στην προσευχή της συγκατένευσε κάποιος θεός
και, παρακαλεστός, από τον ουρανό κατέβηκε,
δική του να την κάνει για το μέλλον.
Όμως καλύτερα έτσι, που γυρνώντας μόνη κι απ' αλλού,
βρήκε τον σύζυγο, αφού περιφρονεί τους ντόπιους Φαίακες,
κι ας τη ζητούν για νύφη τόσοι ξακουστοί μας."
Αν κάτι τέτοιο πουν, θα 'ταν για μένα όνειδος·
θα αγανακτούσα κι αν σε τέτοια ξέπεφτε καμώματα μια άλλη
που, δίχως να το εγκρίνουν κύρης και μητέρα της,
πήγαινε μ' άλλους άντρες, πριν από γάμο επίσημο.
Γι' αυτό σου λέω, ξένε,
τη συμβουλή μου πάραυτα σεβάσου, για να πετύχεις
από τον πατέρα μου γρήγορα συνοδούς και νόστο.
Θα δεις λοιπόν, στον δρόμο μας κοντά, της Αθηνάς
το τιμημένο άλσος με τις λεύκες, όπου μια κρήνη
με τα νάματά της δροσίζει ολόγυρα ένα λιβάδι.
Εκεί και του πατέρα μου το τέμενος, με περιβόλι καταπράσινο.
Πολύ από την πόλη δεν απέχει, αν φώναζες, θα σ' άκουαν.
Εκεί να ξαποστάσεις και να περιμένεις, ώσπου
να μπούμε εμείς στην πόλη και στο βασιλικό παλάτι να προφτάσουμε.
Τον χρόνο υπολογίζοντας πως έχουμε πια φτάσει,
ξεκίνησε τότε κι εσύ, κι όταν στην πολιτεία των Φαιάκων μπεις,
ρώτησε να σου πουν ποιο το παλάτι του πατέρα μου,
του μεγαλόπρεπου Αλκινόου—
αναγνωρίζεται εύκολα, κι ένα μωρό παιδί μπορεί να σ' οδηγήσει. Γιατί
από τ' άλλα αρχοντικά, όσα έχουν χτίσει οι Φαίακες,
κανένα τους δεν μοιάζει στη λάμψη με το χτίσμα του λαμπρού Αλκινόου.
Κι όταν αυλή και τοίχοι θα σε κρύψουν,
τότε στην αίθουσα προχώρα με σπουδή μεγάλη, ψάχνοντας
τη μητέρα μου. Και θα τη βρεις να κάθεται πλάι στην εστία,

[96]
Όδυσσέως και Ναυσικάς ομιλία

απ' της φωτιάς τη λάμψη φωτισμένη,


να κλώθει νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης,
γερμένη στην κολόνα—θα 'λεγες θαύμα που το βλέπεις·
της παραστέκουν πίσω της κι οι δούλες.
Εκεί κι ο θρόνος του πατέρα μου, στον ίδιο στύλο ακουμπισμένος*
πάνω του κάθεται και πίνει το κρασί του—θα 'λεγες είναι αθάνατος.
Σε συμβουλεύω να τον προσπεράσεις, τα χέρια σου να περιβάλουν
της μάνας μου τα γόνατα, αν θέλεις μέρα επιστροφής να δεις
γρήγορη και χαρούμενη, όσο μακριά κι αν είναι ο τόπος σου.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε κοιτάξει,
υπάρχει ελπίδα ν' απαντήσεις τους δικούς σου,
στο σπίτι σου να φτάσεις το καλόχτιστο και να πατήσεις
χώμα της πατρίδας.»
Κι όπως απόσωσε τον λόγο της, τις μούλες βίτσισε κι έφεξε
το μαστίγιο. Εκείνες γρήγορα του ποταμού τα ρείθρα αφήνουν.
Ωραία που τρέχουν, ωραία που αργοπορούσαν,
καθώς η Ναυσικά κρατούσε τα λουριά,
για να μπορούν ν' ακολουθούν πεζοπορώντας οι κοπελιές κι ο Οδυσσεύς-
με νου και γνώση τα μαστίγωνε, όσο πρέπει.
Κι έδυε πια ο ήλιος, φτάνοντας στο τιμημένο κι ιερό
άλσος της Αθηνάς, όπου και ξέμεινε ο θείος Οδυσσέας.
Τότε στην κόρη του μεγάλου Δία προσεύχεται:
«Επάκουσέ με, ω Ατρυτώνη,
γέννημα του Διός εσύ, που έχει ασπίδα τη βροντή.
Τώρα παρακαλώ σε να μ' ακούσεις. Πιο πριν δεν μ' άκουσες
στη συντριβή μου, όταν με σύντριβε ο Κοσμοσείστης.
Αγάπη δώσε κι έλεος οι Φαίακες να μου δείξουν.»
Τέλειωσε, και την ευχή του η Αθηνά Παλλάδα εισάκουσε,
όμως μπροστά του να φανερωθεί δεν το αποφάσιζε. Γιατί σεβόταν
του πατέρα της τον αδελφό, που ακόμη τον θυμό του κρεμούσε φοβερό
στον ήρωα Οδυσσέα, προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.

97
η
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν

ΨΗΝΕ εκείνος την ευχή του, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,

Υ ενώ την κόρη προς την πόλη οι μούλες πρόθυμες την οδηγούσαν.
Κι όταν σε λίγο στο λαμπρό παλάτι φτάνει του πατέρα της,
στα πρόθυρά του τις σταμάτησε, κι ευθύς τα αδέλφια της,
ωραίοι στην όψη σαν αθάνατοι, βγήκαν να της παρασταθούν
λύνουν τις μούλες απ* το αμάξι κι έφεραν μέσα τις φορεσιές.
Τότε κι εκείνη βάδιζε στην κάμαρή της, όπου της είχε ανάψει
η Ευρυμέδουσα φαπΊά* γερόντισσα θαλαμηπόλος, φερμένη
με καράβια ευέλικτα από την Απείρη, όταν τη διάλεξαν
για να τιμήσουν τον Αλκίνοο, όλης της χώρας των Φαιάκων
βασιλιά, που ο κόσμος τον υπάκουε, τον είχε σαν θεό.
Αυτή μεγάλοκτε τη Ναυσικά, άσπιλη και λευκή, μες στο παλάτι,
αυτή της άναψε φωτιά, και τώρα της ετοίμαζε το δείπνο.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας κίνησε να πάει στην πόλη* τότε
επεμβαίνει η Αθηνά γύρω του χύνοντας, από φροντίδα φιλική, σύννεφο
ομίχλης, μήπως, περήφανοι όπως είναι οι Φαίακες, κάποιος τον απαντήσει
και τον προσβάλει με τα λόγια του τον Οδυσσέα,
επίμονα ρωτώντας τον ποιος είναι.
Κι όπως πια κόντευε να μπει στην τρισχαριτωμένη πόλη,
βγήκε, τα μάτια λάμποντας, στον δρόμο του η θεά Αθηνά,
την όψη παίρνοντας κόρης παρθενικής μ' ένα σταμνί στο χέρι.
Κι όταν σταμάτησε μπροστά του, ο θείος Οδυσσέας τη ρωτούσε:
«Κόρη μου, αν ήθελες εσύ να γίνεις οδηγός μου, το σπίτι
να μου δείξεις του Αλκινόου που βασιλεύει ανάμεσά σας;
Γιατί, πολύπαθος εγώ και ξένος, φτασμένος από χώρα μακρινή,
εδώ δεν ξέρω άνθρωπο κανένα, από όσους νέμονται την πόλη αυτή
και τα αγαθά της.»
Αμέσως, λάμποντας τα μάτια, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
«Μετά χαράς, πατέρα ξένε, θα σου δείξω το σπίτι εκείνο που γυρεύεις·
είναι γειτονικό στο τιμημένο πατρικό μου.
Μόνο ξοπίσω μου να προχωρείς αμίλητος, εγώ θα προπορεύομαι,
το μάτι σου μην πέσει σε περαστικό, μήτε και να ρωτήσεις πια
άλλον κανένα. Να ξέρεις πως στα μέρη αυτά δεν υποφέρουν
οι άνθρωποι τους ξένους, δεν καταδέχονται να χαιρετήσουν φιλικά,
αν κάποιος φτάσει από αλλού.

[ 98]
Όδυσσέως είσοδος προς Άλκίνουν

Καμάρι τους τα γρήγορα καράβια* ταχύπλοα, μ αυτά περνούν


το μέγα κύμα· έχουν του Κοσμοσείστη χάρισμα να τρέχουν
με τα πλεούμενά τους σαν πουλιά κι όπως πετά του ανθρώπου η σκέψη.»
Έτσι μιλώντας η Αθηνά Παλλάδα, κίνησε πρώτη με σπουδή
κι ακολουθούσε εκείνος της θεάς τα χνάρια.
Δεν πήραν είδηση τον ερχομό του οι Φαίακες, θαλασσινοί με φήμη,
που βάδιζε στην πόλη ανάμεσά τους, γιατί δεν άφησε η καλλιπλόκαμη
Αθηνά να τον γνωρίσουν δαιμονική θεά, τον τύλιγε
μ' αχλύ θεσπέσια, δείχνοντας την αγάπη της καρδιάς της.
Κι ο Οδυσσέας θαύμαζε: λιμάνια και καράβια καλοζυγισμένα,
τις αγορές που συναθροίζονται οι σπουδαίοι, τείχη μακρά,
ψηλά, προσαρμοσμένα με πασσάλους ορθωμένους—
θαύμα και χάρμα των ματιών.
Κι όταν πολύ κοντά στο τιμημένο βρέθηκαν βασιλικό παλάτι,
πήρε τον λόγο πάλι, λάμποντας τα μάτια, η θεά Αθηνά:
«Να το, πατέρα ξένε, το αρχοντικό που γύρευες να μάθεις·
εδώ θα βρεις τους βασιλείς, θεών βλαστάρια,
στο βραδινό τραπέζι καθισμένους· μέσα προχώρησε κι εσύ,
δίχως να σ' εμποδίζει ο φόβος· το ξέρεις, κερδισμένος βγαίνει
παντού και πάντα ο θαρραλέος σ' ό,τι ανέλαβε, ακόμη κι όταν
ξένος φτάνει κι από ξένα μέρη.
Ωστόσο μέσα στο παλάτι, φρόνιμο είναι ν' απαντήσεις
πρώτη τη βασίλισσα.
Αρήτη το όνομά της και την προσφωνούν Αρήτη, από το ίδιο γένος
με τη γενιά που ανάστησε τον βασιλιά Αλκίνοο.
Αρχή αρχή, γέννησε τον Ναυσίθοο ο κοσμοσείστης Ποσειδών
με την Περίβοια, γυναίκα ασυναγώνιστη στην ομορφιά,
κόρη στερνή του τολμηρού Ευρυμέδοντα, που υπήρξε ο βασιλιάς
των υπερήφανων Γιγάντων, ωσότου αφάνισε τον αλαζονικό λαό του,
κι εξαφανίστηκε τότε κι αυτός.
Με την Περίβοια σμίγοντας ο Ποσειδών, γέννησε τον Ναυσίθοο,
γενναίο γιο, που έγινε ο πρώτος των Φαιάκων βασιλιάς.
Γέννησε κι ο Ναυσίθοος δυο γιους, Ρηξήνορα κι Αλκίνοο·
τον πρώτο, προτού προλάβει να χαρεί κι αυτός αγόρια,
νιόγαμπρο μέσα στο παλάτι,
με το αργυρό δοξάρι του τον τόξευσε ο Απόλλων,
κι έμεινε μόνη της η Αρήτη, μονάκριβή του θυγατέρα.
Αυτήν ο Αλκίνοος την πήρε νόμιμη γυναίκα του και την ετίμησε,
όπως καμιά στον κόσμο άλλη δεν τιμήθηκε, όσες γυναίκες κυβερνούν
το σπιτικό τους, κυβερνημένες απ' τους άντρες τους.
Τόσο μεγάλη της Αρήτης η τιμή, που την τιμούν εγκάρδια
τα παιδιά της, ο βασιλιάς Αλκίνοος αλλά και σύμπας ο λαός.

[ 99 1
Ραψωδία η, 71-150

Όταν στην τειχισμένη πόλη περπατεί, όλοι τη χαιρετούν μ' αγάπη,


τη βλέπουν και την έχουν σαν θεά.
Γιατί σε νου και γνώση κανενός δεν υπολείπεται,
σ* όποιους την αγαθή της γνώμη φανερώνει· και των αντρών ακόμη
λύνει τις διαφορές.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε δεχτεί, υπάρχει ελπίδα
ν* απαντήσεις τους δικούς σου, να φτάσεις στο αψηλό σου σπίτι,
και να πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.»
Μιλώντας όπως μίλησε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά εχάθη
στο πέλαγος το ατρύγητο, αφήνοντας την όμορφη Σχερία·
στον Μαραθώνα φτάνοντας και στην πλατύδρομη μεγάλη Αθήνα,
όπου κατέφυγε στο ασφαλισμένο Ερεχθείο. Τότε κι ο Οδυσσέας
προχώρησε να μπει στου Αλκινόου το σπίτι, όμως σταμάτησε
μπροστά στο χάλκινο κατώφλι, θάμπωσε ο νους του αναλογίζοντας:
λες κι ήταν ήλιος ή σελήνη το φως κι η λάμψη
που ανακλούσε το ψηλόστεγο παλάτι του μεγαλόψυχου Αλκινόου.
Χάλκινοι οι τοίχοι πέρα ως πέρα, αριστερά δεξιά,
από την είσοδο ως πίσω στον μυχό, και το διάζωμα ολόγυρα από σμάλτο·
χρυσές οι θύρες του σπιτιού, να το ασφαλίζουν οι παραστάτες από ασήμι,
που πατούσαν πάνω στο χάλκινο κατώφλι·
το υπέρθυρο κι αυτό ασημένιο, της πόρτας η λαβή μάλαμα καθαρό·
στο κάθε πλάι δίδυμοι δυο σκύλοι, μαλαματένιοι κι αργυροί,
έργα του Ηφαίστου, κατόρθωμα μεγάλο της σοφής του τέχνης,
να στέκουν φύλακες μπροστά στο αρχοντικό του μεγαλόψυχου Αλκινόου,
αγέραστοι κι αθάνατοι εις τον αιώνα.
Στην αίθουσα υποδοχής τριγύρω οι θρόνοι, στις δυο μεριές του τοίχου
ακουμπισμένοι, ένας κατόπιν του αλλουνού, από την είσοδο ως το βάθος·
και πάνω τους καλύμματα λεπτά κι ωραία, από το χέρι υφασμένα
γυναικών που ξέρουν. Εκεί οι πρώτοι των Φαιάκων πίνουν, τρων,
και δεν τους λείπει τίποτε μέσα στον χρόνο.
Κούροι χρυσοί, σε στέρεους στυλοβάτες, ορθοί κρατούσαν
αναμμένες δάδες, να φέγγουνε τη νύχτα, να φωτίζουν
συνδαιτυμόνες και παλάτι.
Μέσα στο αρχοντικό πενήντα δούλες, στη διάθεσή του·
άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι, κάποιες υφαίνουν
μπρος στον αργαλειό ή και τη ρόκα στρέφουν, καθισμένες στη σειρά,
ττυκνές σαν φύλλα άγριας λεύκας—
απ' τα λινά τους υφαντά περνά το λάδι κι αποστάζει.
Όπως οι άντρες Φαίακες καλύτερα απ' τους άλλους ξέρουν την τέχνη
πώς να κυβερνούν στο πέλαγος καράβια γρήγορα,
παρόμοια κι οι γυναίκες τους
γνωρίζουν την τέχνη του αργαλειού· η Αθηνά τις δίδαξε

[ 100 ]
Όδυσσέως είσοδος προς Άλκίνουν

να φτιάχνουν υφαντά πανέμορφα, κι ο νους τους να προκόβει.


Έξω από την αυλή, πλάι στην εξώθυρα, ένα μεγάλο περιβόλι
τέσσερα στρέμματα, κι ο φράχτης γύρω να το προστατεύει.
Εκεί ήσαν φυτεμένα δέντρα \|/ηλά και φουντωμένα·
ροδιές κι οι απιδιές, μηλιές με μήλα χρυσοκόκκινα,
συκιές με σύκα μέλι, κι οι καρπερές ελιές.
Ποτέ τους ο καρπός δεν τους απόλειψε μήτε και πάει χαμένος·
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, με τις ττυκνές πνοές του ο ζέφυρος
άλλα τα κάνει να καρπίζουν, άλλα να ωριμάζουν
το απίδι γίνεται πάνω στο γινομένο απίδι, μήλο στο μήλο,
σταφύλι στο σταφύλι και στο σύκο σύκο.
Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι:
σ' ένα του ίσιωμα το αλώνι, όπου στεγνώνει ο ήλιος τα σταφύλια·
όσα στην ώρα τους είναι για τρύγο, τα τρυγούν άλλα στο πατητήρι
τα πατούν πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, αλλού μόλις
που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
Κι όπου τα κλήματα τελειώνουν, οι βραγιές αρχίζουν
κάθε λογής, πράσινες και με τάξη, όλον τον χρόνο λάμποντας.
Υπάρχουν και δυο κρήνες: ποτίζει η μια απ' άκρη σ' άκρη
το μεγάλο περιβόλι· κάτω από το κατώφλι της αυλής η άλλη,
φέρνει νερό στο αρχοντικό, δροσίζει τους πολίτες που περνούν.
Τέτοιος παράδεισος τα δώρα των θεών στον βασιλιά Αλκίνοο·
εκεί, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, θαύμαζε.
Κι όταν όλο το θαύμα αυτό κατέβηκε στα βάθη της ψυχής του,
απότομα κινήθηκε πατώντας το κατώφλι και μπήκε στο παλάτι.
Βρήκε τους Φαίακες, άρχοντες και συμβούλους, που με τα κύπελλά τους
έκαναν σπονδή στον άγρυπνον Αργοφονιά,
θεό που τον θυμούνται στις σπονδές τους τελευταίον,
προτού τους συνεπάρει η ιδέα του ύπνου.
Τότε προχώρησε στο σπίτι, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
αόρατος μες στην πυκνή νεφέλη, περιβολή της Αθηνάς.
Και μόνο όταν βρέθηκε αντίκρυ στην Αρήτη και στον Αλκίνοο μπροστά,
τυλίγοντας τα χέρια του στα γόνατά της,
έπεσε τότε το θεσπέσιο σύννεφο από πάνω του, και τον φανέρωσε.
Έμειναν άφωνοι εκείνοι να κοιτούν μπροστά τους ξένον άνθρωπο,
απορημένοι, ο Οδυσσέας όμως τώρα ικέτευε:
«Αρήτη, κόρη του λαμπρού Ρηξήνορα, στον άντρα σου προσβλέπω,
προσπέφτω στα δικά σου γόνατα, εξαντλημένος απ' τον μόχθο και τα βάσανα,
επικαλούμαι και τους ομοτράπεζούς σας·
άμποτε οι θεοί να δίνουν και στο μέλλον ευτυχία και πλούτη,
όσο θα ζείτε να τα χαίρεστε, κι ύστερα καθένας στα παιδιά του
να τα κληροδοτεί, όσα αγαθά το σπίτι σας τιμούν και την τιμή

[ 101 1
Ραψωδία η, 130-223

που ο λαός σάς δείχνει.


Μόνο και το δικό μου κατευόδιο σκεφτείτε, να φτάσω στην πατρίδα
δίχως καθυστέρηση, αφού, απ' τους δικούς μου χωρισμένος τόσα χρόνια,
πάσχω και βασανίζομαι.»
Τελειώνοντας κάθησε καταγής, μπρος στην εστία,
στις στάχτες πάνω, στη φωτιά κοντά που κόρωνε.
Άφωνοι αυτοί κι αμίλητοι, όλοι τους επιμένουν στη σιωπή,
ώσπου επιτέλους άνοιξε το στόμα του σεβάσμιος γέροντας
ο Εχένηος· ήταν ο γεροντότερος στους Φαίακες, είχε το χάρισμα
του λόγου, ήξερε να διηγηθεί πολλά και παλαιά.
Καλόγνωμος, τον λόγο πήρε τότε και τους είπε:
«Αλκίνοε, τούτο το φέρσιμο δεν είναι βέβαια ωραίο και πρέπον
ο ξένος καθισμένος καταγής, πάνω στις στάχτες της εστίας,
κι αυτοί προσμένουν τον δικό σου λόγο, κι εμποδίζονται.
Εμπρός λοιπόν τον ξένο ανόρθωσε, οδήγησέ τον να καθήσει
σε θρόνο στολισμένο μ' αργυρά καρφιά,
δώσε την εντολή σου και στους κήρυκες να συγκεράσουν το κρασί,
σπονδή να κάνουμε για τον κεραύνιο Δία που παραστέκει
σ' ευσεβείς ικέτες—
ας φέρει και η κελάρισσα στον ξένο φαγητό απ* τα αποθέματά της.»
Ακούγοντας τον λόγο του, γενναία ψυχή ο Αλκίνοος,
αμέσως κράτησε του Οδυσσέα το χέρι,
ανδρείο στη μάχη κι επιτήδειο στης γνώσης τον λαβύρινθο·
απ' την εστία τον ανόρθωσε και τον εκάθισε σε θρόνο λαμπερό,
ανασηκώνοντας τον γιο του Λαοδάμαντα—
ήταν αυτός ευγενικός πολύ, γι' αυτό τον είχε καθισμένο δίπλα του,
τον υπεραγαπούσε.
Στην ώρα της μια παρακόρη φέρνει νερό, τα χέρια του να πλύνει,
με το πανέμορφο χρυσό λαγήνι· κι έριχνε το νερό
σ' ένα αργυρό λεβέτι από ψηλά.
Ύστερα μπροστά του σέρνει γυαλιστερό τραπέζι,
κι η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να του φέρει ψωμί
κι άφθονο φαγητό, ό,τι της βρέθηκε, να τον ευχαριστήσει.
Έπινε κι έτρωγε, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
οπότε ο Αλκίνοος γυρίζοντας προσφώνησε τον κήρυκα:
«Ποντόνοε, στον κρατήρα το κρασί συγκέρασε και μοίρασε ποτό
σ' όλους που παρευρίσκονται στην αίθουσα, σπονδή να κάνουμε
για τον κεραύνιο Δία, που παραστέκει σ' ευσεβείς ικέτες.»
Μίλησε, κι ο Ποντόνοος ευθύς γλυκόπιοτο κρασί συγκέρασε,
το μοίρασε με τη σειρά στις κούπες, έγινε πρώτα η σπονδή,
ήπιαν μετά όσο τραβούσε η όρεξή τους,
και τότε ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο και τους είπε:

[102]
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν

«Ακούστε, των Φαιάκων άρχοντες και σύμβουλοι σοφοί,


θα πω εκείνα που η καρδιά στα στήθη με προστάζει*
τώρα που αποδειπνήσατε, πηγαίνετε να κοιμηθείτε σπίτι σας·
όμως με την αυγή σάς συγκαλώ, εσάς κι άλλους πολλούς
γερόντους, επίσημα τον ξένο να δεχτούμε στο παλάτι·
καλές θυσίες στους θεούς προσφέροντας, έπειτα να σκεφτούμε
και το δικό του κατευόδιο,
πώς θα γυρίσει ο ξένος, δίχως ταλαιπωρία και κόπο,
με τη δική μας συνοδεία πίσω στην πατρίδα του,
χαρούμενος κι αμέσως.
Δεν πρέπει πια στο μεταξύ κι άλλο να κακοπάθει
(ας είναι απόμακρος ο τόπος του),
προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα· εκεί
τον περιμένει το γραφτό του, πάθη που του έκλωσαν βαριές
οι Μοίρες με το νήμα τους, τη μέρα που γεννήθηκε
κι η μάνα του τον έφερε στον κόσμο.
Αν πάλι ένας θεός από τον ουρανό κατέβηκε κοντά μας,
τότε θα μελετούν στον νου τους άλλο οι θεοί.
Γιατί το συνηθίζουν και φανερώνονται συχνά αυτοπρόσωποι,
όταν λαμπρές τις εκατόμβες τούς προσφέρουμε·
δειπνούν μαζί μας, γίνονται παρακαθήμενοί μας.
Αλλά και μόνος όποιος διαβάτης τούς απάντησε,
δεν κρύβουνε το πρόσωπό τους· είμαστε συγγενείς τους,
καθώς οι Κύκλωπες και τα άγρια φύλα των Γιγάντων.»
Τον λόγο πήρε τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Αλκίνοε, διώξε μια τέτοια σκέψη από τον νου σου· εγώ
δεν έχω τα γνωρίσματα των αθανάτων, όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό,
μήτε στην όψη μήτε και στο ανάστημα· γιατί ανήκω στους θνητούς,
αυτούς που ξέρετε κι εσείς, ανθρώπους που τους έπεσε η δυστυχία
βαριά, μ' αυτούς συναγωνίζομαι στα βάσανα.
Και θα μπορούσα εδώ και πιο μεγάλα πάθη να σας ιστορήσω,
όλα και όσα υπέφερα με των θεών τη θέληση.
Αλλά ζητώ την άδειά σας τώρα να δειπνήσω, παρά τη μαύρη
πίκρα που με τρώει· πράγμα δεν ξέρω αναιδέστερο στον κόσμο
απ' την καταραμένη αυτήν κοιλιά—
αυτή προστάζει στον καθένα να θυμηθεί το φαγητό,
κι αν είναι ακόμη συντριμμένος, ας έχει πένθος στην ψυχή του.
Έτσι κι εγώ με τέτοιο βάρος στην ψυχή, κι όμως αυτή με κάνει
να λησμονώ τα πάθη μου, γυρεύοντας επίμονα
να φάει, να πιει, ζητώντας μόνο να γεμίσει.
Ωστόσο εσείς, με της αυγής το χάραμα, συγκινηθείτε
να μ' αποθέσετε στην πατρική μου γη, δύσμοιρο και βαρύ

[103]
Ραψωδία η, 224-298

μετά τα τόσα πάθη μου· μόνο να δω


τις δούλες και τα χτήματά μου, το σπίτι μου μεγάλο και ψηλόστεγο,
τότε ας τελειώσει κι η ζωή μου.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνοι συγκατένευσαν, όλοι τους συμφωνούν
να στείλουν τον ξένο στην πατρίδα του, γιατί ο λόγος του αποδείχτηκε
καταπώς πρέπει μετρη μένος.
Ετέλεσαν σπονδή, ήπιαν όσο τραβούσε η όρεξή τους,
κι ύστερα πήγαν ο καθένας στο δικό του σπίτι, να κοιμηθούν.
Ξέμεινε τότε στη μεγάλην αίθουσα ο θείος Οδυσσέας,
πλάι στην Αρήτη καθισμένος και στον θεόμορφο Αλκίνοο,
ενώ οι γυναίκες μάζευαν τα σκεύη απ* το τραπέζι.
Στο μεταξύ η Αρήτη, όμορφη και λευκή, θέλησε πρώτη να μιλήσει
γιατί αναγνώρισε τη χλαίνη, τον χιτώνα· βλέποντας τα ωραία εκείνα
ρούχα που φορούσε, από την ίδια υφασμένα και τις παρακόρες της.
Κι όπως μιλώντας τον προσφώνησε, τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Ξένε, μια πρώτη έχω ερώτηση που απόκριση γυρεύει:
ποιος είσαι κι από πού; τα ρούχα που φορείς ποιος σου τα χάρισε;
δεν είπες πως, περιπλανώμενος στη θάλασσα, έφτασες στο νησί μας;»
Τον λόγο πήρε τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Είναι οδυνηρό, βασίλισσα, τα τόσα πάθη μου να εξιστορήσω
ένα προς ένα, μ' όσα πολλά με βάρυναν οι επουράνιοι θεοί.
Ωστόσο θα απαντήσω στην ερώτηση, ό,τι ζητάς να μάθεις θα το πω.
Υπάρχει ένα νησί απόμακρο, η Ωγυγία, καταμεσής στο πέλαγος·
το κατοικεί η Καλυψώ, η θυγατέρα του Άτλαντα,
θεά καλλίκομη και φοβερή, που κρύβει τόσους δόλους·
θεός ή άνθρωπος δεν έσμιξε μαζί της, κι όμως εμένα
κάποιος δαίμονας μ* οδήγησε συφοριασμένο στη ζεστή φωλιά της·
όταν, με τον πυρφόρο κεραυνό του, βρήκε ο Δίας και τσάκισε
το γρήγορο καράβι μου στο ταραγμένο, μπλάβο πέλαγος.
Εκεί αφανίστηκαν οι άλλοι, όλοι τους τίμιοι σύντροφοι·
μόνο εγώ, σφιχτά πιασμένος στην καρίνα, απομεινάρι απ' το ευέλικτο
καράβι, μέρες εννιά πάλεψα με τη θάλασσα· ώσπου τη δέκατη,
μια νύχτα μαύρη, μ' έριξαν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· η Καλυψώ
το κατοικεί, δαιμονική θεά, καλλίκομη· αυτή με πήρε,
με φρόντισε μ' αγάπη, με φιλοξένησε και μ' έτρεφε· έλεγε
θα με κάνει αθάνατο κι αγέραστον εις τον αιώνα.
Αλλά δεν μπόρεσε ως το τέλος μες στα στήθη μου
τη γνώμη μου να αλλάξει.
Έμεινα ωστόσο στο νησί της καθηλωμένος επτά χρόνους,
μουσκεύοντας τα χαρισμένα ρούχα της τ' αθάνατα στο δάκρυ.
Και μόνο όταν, με του καιρού τα αλλάγματα, μπήκε ο όγδοος χρόνος,
μου παραγγέλλει πως μπορώ να φύγω, πως είναι πρόθυμη

[ 104 ]
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνονν

να με κατευοδώσει—ίσως να πήρε μήνυμα απ' τον Δία,


μπορεί όμως να γύρισε κι ο νους της.
Μ' έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί,
μ' έντυσε και με ρούχα αθάνατα,
έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.
Εποντοπόρησα μέρες δεκαεπτά· στη δέκατη όγδοη φάνηκαν
βουνά βαθύσκιωτα της χώρας σας, κι ο δύσμοιρος αισθάνθηκα
χαρά μες στην ψυχή μου· κι όμως μου μέλλονταν μιαν άλλη συμφορά
να ζήσω μεγαλύτερη, που πάνω μου την έριξε
ο κοσμοσείστης Ποσειδών.
Σήκωσε δυνατούς ανέμους τον δρόμο μου εμποδίζοντας,
συντάραξε της θάλασσας τα βάθη, και πια το κύμα δεν μ' αφήνει
να μείνω πάνω στη σχεδία, αναστενάζοντας βαριά·
η ανεμοθύελλα την έκανε κομμάτια, και βρέθηκα
να πολεμώ με κύματα θεόρατα, ωσότου ο αγέρας που φυσούσε
και τα ρεύματα στη γη σας μ' έφεραν κοντά.
Κι όπως δοκίμασα να βγω, το κύμα θα με ξέσχιζε σ' εκείνα επάνω
τα πελώρια βράχια—άγριος τόπος κι αφιλόξενος.
Έκανα πίσω τότε, πήρα ξανά να κολυμπώ, οπότε βρέθηκα μπροστά
σ' ένα ποτάμι· αυτό το μέρος είδα πως είναι το καλύτερο,
ήμερο, δίχως βράχους, προστατευμένο απ' τους ανέμους.
Ξέπνοος μπόρεσα και μετά βίας έξω σύρθηκα· στο μεταξύ πέφτει
κι η νύχτα θεϊκή, από το ιερό ποτάμι ξεμακραίνοντας,
κάτω από θάμνους έγειρα να κοιμηθώ, μάζεψα γύρω μου
κλαδιά και φύλλα,
κι ένας θεός τα μάτια μου έκλεισε σε ατέλειωτο ύπνο.
Εκεί, στα φύλλα ανάμεσα, με την καρδιά βαριά, κοιμήθηκα
όλη τη νύχτα· κοιμόμουν κι όταν είχε ξημερώσει,
μέχρι και το άλλο μεσημέρι.
Κι έπεφτε πια στη δύση ο ήλιος, τότε γλυκύς ο ύπνος μ' άφησε.
Τα μάτια ανοίγοντας, βλέπω κορίτσια στο ακρογιάλι,
να παίζουν γύρω από την κόρη σου, κι εκείνη ανάμεσά τους
ωραία σαν αθάνατη.
Την ικετεύω, κι εκείνη καθόλου δεν ξαστόχησε σε φρόνηση
και θάρρος, δείχνοντας αρετές που λες πως δεν τις έχει
ο κάθε νέος που μπροστά σου βγαίνει—
γιατί οι νεότεροι συχνά συμπεριφέρονται αστόχαστα.
Μου πρόσφερε λοιπόν πολύ ψωμί και κόκκινο κρασί,
μ' έβαλε στο ποτάμι να λουστώ, μ' έντυσε και μ' αυτά τα ρούχα.
Όσο κι αν είμαι βαρυμένος από λύπη, σου εξιστόρησα,
βασίλισσα, την πάσα αλήθεια.»
Τον λόγο παίρνοντας του αντιμίλησε ο Αλκίνοος:

[105]
Ραψωδία η, 299-347

«Ξένε, δεν συμφωνώ πως ήταν αξιέπαινη αυτή η απόφαση


της κόρης μου, που δεν σε οδήγησε με τις ακόλουθές της
στο παλάτι, μόλο που πρόλαβες εσύ να την παρακαλέσεις.»
Αμέσως τότε του ανταπάντησε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Ευγενικέ μου άρχοντα, δεν πρέπει να κατηγορείς γι' αυτό
την άψογή σου κόρη· εκείνη με παρότρυνε ν' ακολουθήσω
τις ακόλουθες, όμως εγώ το αρνήθηκα διστάζοντας κι από ντροπή,
μήπως εξοργιζόσουν, αν μαζί τους μ' έβλεπες, κι εσύ·
φιλύποπτοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι σ' αυτή τη γη.»
Τώρα τον λόγο ξαναπήρε ο Αλκίνοος, να του μιλήσει:
«Ξένε, στα στήθη αυτά δεν κρύβεται καρδιά που να θυμώνει
δίχως λόγο· καλύτερο το μέτρο, πάντοτε και παντού.
Άμποτε να 'ταν, Δία, Αθηνά κι Απόλλων,
όμοιος μ' εσένα, ίδιος στο φρόνημα μ* εμένα, εκείνος
που την κόρη μου θα πάρει ταίρι· θα τον ονόμαζα γαμπρό
σε τούτο το παλάτι—έχω και σπίτι κι αγαθά να παραδώσω,
αν ήθελες εδώ να μείνεις. Αλλά δεν πρόκειται άθελά σου
κανείς να σε κρατήσει από τους Φαίακες—μη δώσει ο Δίας
τ' άδικο αυτό να γίνει.
Και για να δεις, την αναχώρησή σου ορίζω: θα σε ξεπροβοδίσουμε
αύριο· και θα βρεθείς εσύ στον ύπνο βυθισμένος, ενώ μες
στη γαλήνη του πελάγου εκείνοι τα κουπιά τους θα χτυπούν,
ωσότου φτάσεις στην πατρίδα και στο σπίτι σου,
όπου ποθεί η ψυχή σου· έστω κι αν είναι κι'απ' την Εύβοια
μακρύτερα, που λεν πως βρίσκεται τόσο μακριά όσοι
την είδαν από μας. Τότε που τον ξανθό Ραδάμανθη
ταξίδεψαν, να επισκεφθεί τον Τιτυό, της Γης τον γιο·
δίχως να κουραστούν καθόλου, φτάνουν εκεί
και, πετυχαίνοντας τον στόχο τους, αυθημερόν γύρισαν πίσω.
Θα δεις και μόνος σου, θα το παραδεχτείς πως είναι τα πλεούμενα μου
τα καλύτερα, κι οι νέοι ναυτικοί μας άριστοι, καθώς ψηλά
πετούν με τα κουπιά το κύμα.»
Τον άκουσε με φανερή χαρά, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
κι ύψωσε ευθύς ευχή, ονόματα και λέξεις ξεχωρίζοντας:
«Πατέρα Δία, όλες ας γίνουν οι υποσχέσεις του Αλκινόου
πράξη· στην καρπερή του χώρα άσβηστη δόξα ν' απλωθεί,
κι εγώ ας γυρίσω πίσω στην πατρίδα.»
Κι όπως αυτοί μιλούσαν, τα λόγια μεταξύ τους συναλλάσσοντας,
όμορφη και λευκή η Αρήτη δίνει εντολή στις παρακόρες·
να στρώσουν για τον ξένο σε μέρος σκεπαστό,
απλώνοντας στρωσίδια πορφυρά κι ωραία, πάνω τους
μαλακές ζεστές κουβέρτες κι ακόμη τις σγουρές φλοκάτες,

[ 106 1
Όδνσσέως είσοδος προς Άλκίνουν

να τις έχει κλινοσκέπασμα.


Βγήκαν εκείνες από τη μεγάλη σάλα με δαδιά στα χέρια,
κι όταν με πρόθυμη φροντίδα ετοίμασαν τη σταθερή· του κλίνη,
τον Οδυσσέα πλησίασαν και τον παρακινούσαν:
«Έλα να πέσεις, ξένε· το στρώμα σου σε περιμένει.»
Κι όπως του μίλησαν, ένιωσε μέσα του αγαλλίαση
που τον καλούσαν να κοιμηθεί.
Εκεί λοιπόν κοιμήθηκε, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
σε κλίνη τρυπητή, σε μέρος σκεπαστό που αντιλαλεί τη μέρα.
Έγειρε τότε κι ο Αλκίνοος στο βάθος του ψηλόστεγου μεγάρου,
με τη γυναίκα του στο πλάι, σε κλίνη και σε στρώμα που τα φρόντιζε
η δέσποινα του παλατιού.

107
θ

Όδνσσέως σύστασις ηρός Φαίακας

ΑΡΑΖΕ ροδοδάχτυλη τη νέα μέρα η Χαραυγή,

Χ όταν από την κλίνη του σηκώθηκε ο Αλκίνοος μεγαλόπνοος·


ορθός πετάχτηκε κι ο θείος Οδυσσέας, αυτός που πάτησε
της Τροίας το κάστρο.
Μαζί ξεκίνησαν, πήγαινε πρώτος ο γενναίος Αλκίνοος,
στην αγορά βαδίζοντας, χτισμένη από τους Φαίακες προς το λιμάνι,
πλάι στα καράβια.
Φτάνοντας κάθησαν στα πέτρινα, καλοξυσμένα σκαλοπάτια
παραπλήσιοι, ενώ η Αθηνά Παλλάδα κατεβαίνει
στην τειχισμένη πόλη, την όψη παίρνοντας του κήρυκα,
που υπηρετούσε τον γενναίο Αλκίνοο. Δεν είχε άλλο στον νου της
πάρεξ τον νόστο του μεγαλόψυχου Οδυσσέα,
γι' αυτό κι έναν προς έναν τους πλησίαζε και τους μιλούσε:
«Ελάτε, σύμβουλοι των Φαιάκων κι αρχηγοί, στην αγορά,
να δείτε και να μάθετε για κάποιον ξένο
που μόλις έφτασε στο αρχοντικό του βασιλιά Αλκινόου,
παραδαρμένος στα πελάγη, κι όμως στην όψη σαν θεός.»
Μιλώντας κι ερεθίζοντας την όρεξη του καθενός, τους συγκινούσε
κι ευθύς της αγοράς τα σκαλοπάτια γέμισαν από το πλήθος
που συνέρρεε· έκθαμβοι οι πολλοί παρατηρούσαν τον πολύπειρο γιο
του Λαέρτη, που η Αθηνά τον περιέβαλε, ώμους και κεφαλή,
με τη θεσπέσια χάρη της, τον έκανε να φαίνεται
σαν πιο ψηλός και πιο μεστός.
Ήθελε όλοι τους να τον δεχτούν σαν φίλο,
δέος και σέβας να αισθανθούν μπροστά του, κι αυτός να φέρει
άθλους πολλούς σε πέρας, μ' όσους οι Φαίακες,
μαζί του παραβγαίνοντας, θα τον δοκίμαζαν τον Οδυσσέα.
Κι όταν πια συναθροίστηκαν και βρέθηκαν συγκεντρωμένοι,
πήρε αγορεύοντας τον λόγο ο Αλκίνοος, να πει:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι,
όσα μου παραγγέλλει η ψυχή στα στήθη· αυτός ο ξένος
(ποιος είναι δεν τον ξέρω) έφτασε στο παλάτι μου περιπλανώμενος,
μπορεί απ' της ανατολής τα μέρη, ίσως κι από της δύσης.
Επιθυμεί να τον ξεπροβοδίσουμε, παρακαλεί για την ασφάλειά του·
εμείς (δεν είναι η πρώτη μας φορά) προτείνω να επισπεύσουμε

[ιο8]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

την προπομπή του. Γιατί ποιος άλλος, δυστυχής και μόνος,


έφτασε σπίτι μου κι έμεινε περιμένοντας καιρό
με τον καημό της προπομπής του;
Ας ρίξουμε λοιπόν στην άγια θάλασσα μαύρο καράβι
πρωτοτάξιδο· να ξεχωρίσουν και πενήντα δύο αγόρια
διαλεχτά στην πόλη, άριστοι και δοκιμασμένοι ναυτικοί.
Δέσετε πρώτα τα κουπιά σας στους σκαρμούς με τάξη,
ύστερα βγείτε στη στεριά κι ελάτε κατευθείαν σπίτι μου,
σας περιμένει γεύμα· αναλαμβάνω εγώ το χρέος να προσφέρω
πλούσιο δείπνο σ' όλους—
αυτή είναι η εντολή μου για τα νέα παιδιά.
Οι άλλοι, που το χέρι σας κρατεί ραβδί βασιλικό,
είστε προσκαλεσμένοι τώρα αμέσως στο παλάτι,
να υποδεχτούμε στη μεγάλη αίθουσα τον ξένο επίσημα—
παρακαλώ μην αρνηθεί κανείς.
Καλέσετε και τον Δημόδοκο, τον θείο αοιδό, που ένας θεός
του χάρισε του τραγουδιού τη χάρη, να μας τέρπει
όπου και όπως τον παρακινεί ο πόθος του να τραγουδήσει.»
Μιλώντας, πρώτος κίνησε κι ακολουθούσαν όσοι
κρατούν ραβδί βασιλικό· στο μεταξύ τρέχοντας έφυγε κι ο κήρυκας
να βρει τον θείο τραγουδιστή.
Τότε ξεχώρισαν πενήντα δύο έφηβοι και, καταπώς τους είχε
παραγγείλει ο Αλκίνοος, προχώρησαν στο ακροθαλάσσι
του ατρύγητου πελάγου. Κι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα,
όπου και βρήκαν το καράβι,
το μαύρο πλοίο σέρνουν στα άπατα νερά,
στο μαύρο πλοίο στήνουν κατάρτι κι άρμενα, πέρασαν
στις δερμάτινες θηλιές κουπιά, όλα τους στη σειρά, σήκωσαν
τα λευκά πανιά, κι εκεί που το νερό βαθαίνει
αραξοβόλησαν.
Ύστερα κίνησαν για το λαμπρό παλάτι του σοφού Αλκινόου·
είχε γεμίσει ο μαζεμένος κόσμος κλειστές αυλές,
αίθουσες σκεπαστές, μεγάλες κάμαρες·
κι ήσαν πολλοί οι γεροντότεροι κι οι νέοι που έσμιξαν.
Για χάρη τους ο Αλκίνοος παράγγειλε να σφάξουν
δώδεκα αρνιά, δυο βόδια με τα πόδια τους στριφτά,
κι οχτώ θρεμμένους χοίρους με δόντια κάτασπρα.
Κι όπως τα γδάραν και τα φρόντισαν, στρώθηκε πλούσιο
τραπέζι για το γεύμα.
Πάνω στην ώρα φάνηκε κι ο κήρυκας, τον τιμημένο οδηγώντας
αοιδό, που τον εσφράγισε η Μούσα με την εύνοιά της,
αντιχαρίζοντας ωστόσο με το καλό μαζί και το κακό·

[ 109 ]
Ραψωδία θ, 64-133

του στέρησε το φως των ομματίων, για να του δώσει


το γλυκό τραγούδι.
Τότε τον έβαλε ο Ποντόνοος σ' άνετο κάθισμα, συναρμοσμένο
μ' αργυρά καρφιά, στο μέσο των συνδαιτυμόνων,
αφού το στήριξε σε μια ψηλή κολόνα.
Ύστερα τη μελωδική κιθάρα κρέμασε ο κήρυκας σε ξύλινο καρφί,
πάνω από το κεφάλι του αοιδού, και του εξήγησε πώς να τη φτάσει,
έπειτα έσυρε μπροστά του τραπέζι όμορφο μ' ένα πανέρι,
του πρόσφερε μια κούπα με κρασί,
να πιει όσο τραβούσε η όρεξή του.
Άπλωσαν τότε όλοι τους τα χέρια στο έτοιμο φαγητό·
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό,
η Μούσα παρακίνησε τον αοιδό να ψάλει κατορθώματα
γενναίων ανδρών, απ' το τραγούδι εκείνο που ανέβηκεν η δόξα του
στα ύψη του ουρανού:
Πώς φιλονίκησαν ο Οδυσσέας κι ο Πηλείδης Αχιλλέας,
το πώς αντάλλαξαν σε γιορτινό τραπέζι με θυσίες θεών
λόγια βαριά· και πώς εντούτοις ο Αγαμέμνων, πρώτος στρατηγός,
χάρηκε μέσα του, που οι άριστοι των Αχαιών τώρα φιλονικούσαν
τέτοιο χρησμό τού είχε δώσει ο Φοίβος, έτσι του μίλησε
στην ιερή Πυθώ ο Απόλλων, τότε που πάτησε το πέτρινο κατώφλι
χρησμό γυρεύοντας· ήταν ακόμη στην αρχή του το κακό
που κύλησε σε Δαναούς και Τρώες, όπως ο μέγας Δίας
το όρισε με τη βουλή του.
Καθώς τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός, ο Οδυσσέας με τα δυο του χέρια
πιάνει το πορφυρό του πανωφόρι, το 'φερε πάνω απ' το κεφάλι του
καλύπτοντας το ωραίο του πρόσωπο·
από ντροπή μπροστά στους Φαίακες, που βούρκωσαν τα μάτια του
κι έτρεχε ασταμάτητο το δάκρυ.
Μόλις ο θείος αοιδός τέλειωνε το τραγούδι του, εκείνος
σφούγγιζε το κλάμα του, κατέβαζε το ρούχο απ' το κεφάλι του
και με μια κούπα δίδυμη στάλαζε στους θεούς σπονδή.
Όταν ωστόσο ο αοιδός ξανάπιανε να τραγουδήσει,
γιατί του το ζητούσαν οι καλύτεροι των καλεσμένων
που απολάμβαναν τα έπη του, ο Οδυσσέας σκέπαζε πάλι
το κεφάλι του θρηνώντας.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στο δάκρυ ο ξένος,
μόνο ο Αλκίνοος το αισθάνθηκε· όπως καθόταν πλάι του,
άκουσε και κατάλαβε βαρύ τον στεναγμό του.
Μπήκε στη μέση τότε και στους Φαίακες μίλησε,
που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·

[ιιοί
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

φτάνει νομίζω τόσο φαγητό, όσο του πρέπει καθενός,


και της κιθάρας ο σκοπός, συμπλήρωμα απαραίτητο
σε κάθε πλούσιο γεύμα.
Τώρα καιρός να βγούμε, να δοκιμαστούμε στα πολλά αγωνίσματα·
να χει κι ο ξένος, στην πατρίδα του όταν φτάσει, να διηγάται
στους δικούς του πόσο υπερβάλλουμε τους άλλους
στην ττυγμαχία, την πάλη, στο άλμα και τον δρόμο.»
Μίλησε και προχώρησε, οι άλλοι πήγαιναν στα βήματά του.
Τότε κι ο κήρυκας κρέμασε πάλι τη μελωδική κιθάρα
στο ίδιο ξύλινο καρφί, πήρε απ' το χέρι τον Δημόδοκο
και τον οδήγησε έξω από το παλάτι στον δρόμο που πορεύονταν
οι πρώτοι των Φαιάκων, να δουν και να θαυμάσουν τα αγωνίσματα.
Και φτάνοντας στην αγορά, κόσμος πολύς μαζεύτηκε,
μυριάδες. Εκεί σηκώθηκαν να πιάσουν τα αγωνίσματα
άξιοι νέοι και πολλοί.
Πετάχτηκε ο Ακρόνεος, ο Ωκύαλος κι ο Ελατρεύς,
Ναυτέας και Πρυμνέας, Αγχίαλος και Ερετμεύς,
Ποντέας και Πρωρεύς, Θόων και Αναβησίνεος,
μαζί τους κι ο Αμφίαλος, του Τεκτονίδη Πολυνήου ο γιος·
πετάχτηκε ο Ευρύαλος σαν βροτοκτόνος Αρης,
γιος του Ναυβόλου, ο ωραιότερος στην όψη και στο σώμα
ανάμεσα σ' όλους τους Φαίακες, δεύτερος όμως στη σειρά
μετά τον Ααοδάμαντα, που πάνω του δεν έβρισκες ψεγάδι.
Πάνω πετάχτηκαν τρεις γιοι του άψογου Αλκινόου·
ο Ααοδάμας, ο Αλιος, ισόθεος ο Κλυτόνηος.
Τότε ξεκίνησαν να παραβγούν στο τρέξιμο·
ξάνοιγε μπρος στο σήμα της αρχής ο δρόμος, κι όρμησαν όλοι τους,
πετώντας και σηκώνοντας σύννεφα σκόνης.
Στο τρέξιμο ξεχώρισε κατά πολύ ο Κλυτόνηος·
πόσο δυο μούλες, το χωράφι οργώνοντας, φτάνουν στο τέρμα
μονομιάς, τόσο κι εκείνος προπορεύτηκε, και πάλι πίσω
γύρισε στον κόσμο, που τους άλλους έβλεπε
να μένουν πίσω.
Μετά δοκίμασαν την ανελέητη πάλη· σ' αυτήν ο Ευρύαλος
νίκησε τους καλύτερους.
Ανώτερος στο άλμα από τους άλλους ο Αμφίαλος φάνηκε,
στον δίσκο τούς ξεπέρασε όλους βγαίνοντας πρώτος ο Ελατρεύς,
στην πυγμαχία ο Ααοδάμας, του Αλκινόου ο γενναίος γιος.
Κι όταν οι πάντες ένιωσαν βαθιά την τέρψη
των αγώνων, πήρε τον λόγο να μιλήσει ο Ααοδάμας,
του Αλκινόου ο γιος:
«Φίλοι, θαρρώ πως πρέπει να ρωτήσουμε κι αυτόν τον ξένο

[111]
Ραψωδία θ, 133-203

αν ξέρει κάποιο αγώνισμα και το κατέχει· κακός δεν φαίνεται,


αν κρίνουμε απ' το παράστημά του. Μηροί και κνήμες,
τα δυο χέρια του ψηλά, ο αυχένας, όλα του δείχνουν
δύναμη και σθένος, και δεν νομίζω να τον εγκατέλειψε
κι η νιότη· μόνο οι πολλές του συμφορές τον τσάκισαν.
Εγώ δεν ξέρω άλλο κακό χειρότερο απ' τη θάλασσα,
μπορεί να καταλύσει τον καθένα, ακόμη κι όταν
περισσεύει η αντοχή του.»
Του ανταπάντησε όμως μιλώντας ο Ευρύαλος:
«Σωστός ο λόγος σου και μετρημένος, Λαοδάμα
πήγαινε ο ίδιος τώρα να τον προκαλέσεις,
εξήγησε την πρότασή σου.»
Τον άκουσε ευγενικός ο γιος του Αλκινόου, πήγε
και στάθηκε στη μέση, κι εκεί τον Οδυσσέα προσφώνησε:
«Έλα κι εσύ, πατέρα ξένε, να παραβγείς σε κάποιο αγώνισμα,
όποιο νομίζεις πως κατέχεις, γιατί δεν φαίνεσαι άπειρος
στα αθλήματα. Λέω, στον κόσμο δεν υπάρχει δόξα μεγαλύτερη,
αν κάποιος κάτι κατορθώσει είτε στα πόδια είτε με τα χέρια του.
Έλα λοιπόν κι εσύ, δοκίμασε, διώξε τη θλίψη απ' την ψυχή σου·
πολύ πια δεν απέχει η ώρα της επιστροφής σου· έτοιμο
το καράβι στα βαθιά νερά, έτοιμοι κι όσοι θα σε συντροφέψουν.»
Ευθύς του αντιμίλησε με την πολλή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Λαοδάμα, μη με σπρώχνετε σε πράγματα που με πληγώνουν,
γιατί σ' εμένα πιο πολύ βαραίνουν τα πάθη απ' ό,τι οι άθλοι,
τόσα που τράβηξα στο παρελθόν, τόσα που υπέφερα·
και τώρα κάθομαι στην αγορά μπροστά σας,
με τον καημό του νόστου μου,
τον βασιλιά ικετεύοντας και τον λαό σας.»
Τότε πετάχτηκε ο Ευρύαλος, προκλητικός κι εριστικός:
«Όχι, δεν είσαι, ξένε, ένας που ξέρει από αγώνες,
όποιους και όσους συνηθίζει ο άλλος κόσμος.
Μάλλον μου φαίνεσαι κάποιος που τριγυρίζει
με το πολύκωπο καράβι του, σε ναυτεμπόρους αρχηγός,
κι άλλο δεν σκέφτεται απ' το φορτιό και την πραμάτεια,
ό,τι κερδίσει αρπάζοντας—πάντως αθλητικός δεν μοιάζεις.»
Λοξά τον κάρφωσε και μίλησε με τη δική του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ξένε, δεν μας τα λες καλά· φαίνεσαι με το παραπάνω ξιπασμένος.
Το δείχνεις πως δεν δίνουν οι θεοί χάρες αμοίραστες
στον κάθε άνθρωπο: παράστημα συνάμα και μυαλό και λέγειν.
Λν κάποιος υπολείπεται στην ομορφιά, του αντιχάρισε ο θεός
όμορφο τότε λόγο, κι οι άλλοι χαίρονται να τον κοιτούν
όταν εκείνος αγορεύει απρόσκοπτα με μια γλυκιά σεμνότητα

[112]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

στη συντροφιά του, αμέσως ξεχωρίζει,


κι όταν στην πόλη κατεβαίνει να μιλήσει,
τον αντικρίζουν όλοι σαν θεό.
Κάποιος αντίθετα έχει την ομορφιά των αθανάτων, όμως
δεν τον στολίζει και το χάρισμα του ωραίου λόγου.
Έτσι κι εσύ την ομορφιά σου ούτε θεός δεν θα μπορούσε
να την κάνει ανώτερη, ο νους σου ωστόσο είναι λίγος και λειψός.
Κι αν έτσι σου μιλώ, εσύ με ερέθισες με τ' άκοσμά σου λόγια,
βαθιά κεντώντας την ψυχή μου. Σε βεβαιώνω πως εγώ
δεν είμαι άμοιρος, όπως το είπες και το πίστεψες,
σ' αγώνες και αγωνίσματα·
άλλοτε ήμουνα, νομίζω, από τους πρώτους, όσο με στήριζαν
νιάτα κι αυτά τα χέρια. Τώρα βαρύνομαι με συμφορές και πάθη,
τόσα που σήκωσα στον πόλεμο με τους ανθρώπους,
στο πέλαγος με κύματα θεοτικά.
Και μολοντούτο, με τα τόσα πάθη, θα δοκιμάσω τα αγωνίσματά σας,
γιατί ο λόγος σου δάγκωσε την ψυχή μου, ξάναψες το φιλότιμό μου.»
Είπε κι ευθύς, έτσι ντυμένος με τη χλαίνη του, πήδηξε πάνω
κι έπιασε πέτρινο δίσκο—τον πιο μεγάλο και παχύ,
κατά πολύ βαρύτερο από κείνον που οι Φαίακες συνήθιζαν
να ρίχνουν μεταξύ τους.
Πρώτα τον στριφογύρισε, κι όταν τον εξαπέλυσε το στιβαρό του χέρι,
βούιξε η πέτρα· σκύβουν στο χώμα οι Φαίακες,
αυτοί που το μακρύ κουπί αγαπούν και καμαρώνουν για τα πλοία τους,
μήπως τους πάρει η ριπή του δίσκου, που φεύγοντας
από το χέρι του, πετούσε τώρα μ' απίστευτη ταχύτητα,
πέρα απ' τα σήματα των άλλων.
Τότε κι η Αθηνά, μ' όψη θνητού, το τέρμα σημαδεύοντας,
από μακριά τού φώναξε, να την ακούσουν:
«Κι ένας τυφλός ακόμη, ξένε, θα ξεχώριζε το σήμα σου
ψάχνοντας με τα χέρια του· γιατί δεν είναι το δικό σου τέρμα
μες στα πολλά των άλλων, εβγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά.
Θάρρος λοιπόν, που πέτυχες καλά σ' αυτό το αγώνισμα·
άλλος από τους Φαίακες δεν θα σε φτάσει, μήτε
και θα σε ξεπεράσει.»
Έτσι του μίλησε, κι ευφράνθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
όλος χαρά που βρήκε σύντροφο στον αγώνα του καλό.
Τότε με θάρρος κι ανακούφιση στράφηκε προς τους Φαίακες:
«Κοπιάστε παλληκάρια μου, να φτάσετε τον δίσκο μου·
σε λίγο ρίχνω κι άλλον, τόσο μακριά ή και μακρύτερα.
Αν κάποιος θαρραλέος θέλει, που να το λέει κι η καρδιά του,
ας παραβγεί μαζί μου σε οτιδήποτε—αλήθεια μ' έχετε χολώσει

[113]
Ραψωδία Ο, 205-274

αφάνταστα· στην ττυγμαχία, στην πάλη, ακόμη και στο τρέξιμο.


Δεν θ' αρνηθώ, και προκαλώ τους Φαίακες όλους, μόνο
τον Λαοδάμαντα εξαιρώ, τον ξένο που με φιλοξένησε·
γιατί ποιος μ ένα φίλο που του δείχνει αγάπη
θ' άνοιγε μάχη· σίγουρα θα 'ταν τιποτένιος κι άμυαλος
ένας που ανταγωνίζεται εκείνον που τον ξένισε
σε ξένο τόπο· όποιος το κάνει, όλο το δίκιο του το χάνει.
Από τους άλλους όμως κανένα δεν αρνούμαι, κανένα
δεν περιφρονώ· θέλω να δω ο καθένας πόσο αξίζει,
αν παραβγεί μαζί μου. Πάντως δεν είμαι ανάξιος
ο' όσους αγώνες οι άντρες αγωνίζονται.
Ξέρω καλά πώς το καλοξυσμένο τόξο να χειρίζομαι,
και πρώτος θα μπορούσα να πετύχω με το βέλος τον αντίπαλό μου
ανάμεσα & άλλους εχθρούς, ακόμη κι αν στο πλάι μου στέκουν
οι σύντροφοι πολλοί, τοξεύοντας κι αυτοί.
Ο Φιλοκτήτης μόνος με ξεπερνούσε τότε στο δοξάρι,
εκεί στων Τρώων τη χώρα, κάθε φορά που οι Αχαιοί τοξεύαμε.
Από τους άλλους όμως περηφανεύομαι πως υπερέχω, και μάλιστα
πολύ, όσοι θνητοί ζούνε στη γη και τρων ψωμί.
Δεν συνερίζομαι, και δεν το θέλω, τους παλιούς μου ήρωες,
μήτε τον Ηρακλή μήτε τον Εύρυτο από την Οιχαλία·
εκείνοι ακόμη και με τους θεούς συναγωνίστηκαν στο τόξο.
Γι* αυτό κι ο μέγας Εύρυτος χάθηκε πριν της ώρας του, δεν γέρασε
στο αρχοντικό του· ο Απόλλων χολωμένος τον θανάτωσε,
όταν εκείνος τον προκάλεσε να παραβγούν στο τόξο.
Ρίχνω και δόρυ, πιο μακριά από όσο οι άλλοι τη σαΐτα τους·
φοβάμαι μόνο για τα πόδια μου, και κάποιος από σας τους Φαίακες
ίσως μπορούσε να μ* αφήσει πίσω. Γιατί με τσάκισε, με δάμασε
άσχημα το κύμα, μέρες δεν είχα να πιαστώ καν ο' ένα ξύλο
καραβιού· έτσι μου λύθηκαν τα γόνατα.»
Τελειώνοντας, έμειναν όλοι τους αμίλητοι και βυθισμένοι στη σιωπή,
ώσπου ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο να μιλήσει:
«Ξένε, όσα αγορεύεις και μας είπες δεν είναι αχάριστα ασφαλώς.
Θέλησες ν' αποδείξεις και τη δική σου αρετή που συντροφεύει
τη ζωή σου· από θυμό, που αυτός ο νιος
μπροστά στους άλλους βγήκε να σε προσβάλει αστόχαστα,
δείχνοντας περιφρόνηση στην αρετή σου,
όση κανείς δεν θα τολμούσε να προφέρει, αν είχε φρόνηση
και λόγια μετρημένα.
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ' ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,

[ 114 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας


μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ' αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
Τώρα λοιπόν εμπρός, οι άριστοι μας χορευτές στήσετε, Φαίακες,
χορό, για να μπορεί κι ο ξένος να διηγάται,
όταν γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, πόσο τους άλλους υπερβάλλουμε
στο αρμένισμα, τον δρόμο, στον χορό και το τραγούδι.
Κάποιος ας πάει να φέρει και τη γλυκόφωνη κιθάρα
στον Δημόδοκο· κάπου θα βρίσκεται μες στο παλάτι.»
Έτσι τους μίλησε ο Αλκίνοος θεόμορφος, κι ο κήρυκας πετάχτηκε
να φέρει τη βαθουλή κιθάρα απ' το βασιλικό παλάτι.
Στο μεταξύ σηκώθηκαν επίσημοι οι εννέα κριτές,
όλοι τους διαλεχτοί του δήμου, αυτοί που ορίζουν
στους αγώνες τους κανόνες όπως πρέπει,
και τα ρυθμίζουν όλα· ίσωσαν τότε τον τόπο του χορού
κι άνοιξαν όμορφα τον κύκλο.
Στην ώρα του κατέφθασε κι ο κήρυκας με τη μελωδική κιθάρα,
τη δίνει στον Δημόδοκο, κι αυτός πήγε και στάθηκε στη μέση.
Γύρω του στήθηκαν ωραία αγόρια, που μόλις άνθιζε το χνούδι τους,
δεινοί ωστόσο χορευτές, κι αμέσως άρχισαν, τα πόδια τους
χτυπώντας, τον θείο χορό. Ο Οδυσσέας έκθαμβος
κοιτούσε να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους,
τον συνεπή ρε αυτό το θαύμα.
Και να ο Δημόδοκος έκρουσε την κιθάρα, ένα ωραίο τραγούδι
ξεκινώντας για την αγάπη του Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Το πώς κρυφά, πρώτη φορά, μέσα στο ίδιο το παλάτι του Ηφαίστου,
έσμιξαν μεταξύ τους· το πώς εκείνος, με τα πολλά του δώρα,
άσχημα ντρόπιαζε την κλίνη και το στρώμα του θεού Ηφαίστου.
Δεν άργησε όμως, κι αγγελιαφόρος φτάνει ο Ήλιος,
που του φανέρωσε το πώς τους είδε αγκαλιασμένους
στον παράνομο έρωτα.
Τότε λοιπόν το νέο ακούγοντας
που την ψυχή του δάγκωσε, ο Ήφαιστος τραβήχτηκε
στο εργαστήρι, όπου τα μέταλλα δουλεύει,
κι ο νους του μελετούσε την εκδίκησή του.
Στήνει στο ξύλο του άκμονα μεγάλο αμόνι και πήρε να χτυπά

[115]
Ραψωδία θ, 274-349

άρρηκτα κι άλυτα δεσμά, που να τους παγιδέ\)/ουν.


Κι όταν ετοίμασε το δόλιο έργο του, γλίστρησε,
χολωμένος με τον Άρη, στον θάλαμό του, όπου
βρισκόταν κι η συζυγική του κλίνη.
Και περιπλέκει με τα δίχτυα το κρεβάτι, από τα πόδια ολόγυρα·
κρέμασε κι άλλα από ψηλά στο μεσιανό δοκάρι, πολλά,
λεπτότατα, να πέφτουν σαν αράχνες, κανείς να μην μπορεί,
μήτε θεός, να τα ξεκρίνει—τόσο καλά τον δόλο του είχε στήσει.
Κι αφού τα δίχτυα του παγίδευσαν από παντού την κλίνη,
άφησε να φανεί πως πάει στη Λήμνο, οχυρωμένη
και καλοχτισμένη πόλη—της έτρεφε την πιο μεγάλη αγάπη,
την προτιμούσε από τις άλλες χώρες.
Στο μεταξύ ο Άρης χρυσοχάλινος, που δεν τον παραμόνεψε άδικα,
βλέποντας ότι ξεμακραίνει ο καλλιτέχνης Ήφαιστος,
στον έρωτα δοσμένος της καλλιστέφανης Κυθέρειας,
έσπευσε αμέσως στο παλάτι του ξακουστού Ηφαίστου.
Κι εκείνη, γυρίζοντας απ' του πατέρα της, του παντοδύναμου Κρονίδη,
εκεί καθόταν περιμένοντας· ο Άρης τότε ορμητικός
της έπιασε σφιχτά το χέρι και την προσφώνησε μιλώντας:
«Έλα, αγαπημένη, να πλαγιάσουμε, τον έρωτά μας να χαρούμε·
δεν είναι εδώ ο Ήφαιστος, το ξέρω πως ξεκίνησε,
πηγαίνοντας μάλλον στη Λήμνο, στους Σίντιες
με τη βαριά κι άγρια φωνή.»
Ακούγοντας η Αφροδίτη δέχτηκε με χαρά της να πλαγιάσουν,
οι δυο τους προχωρούν και πέφτουν στο κρεβάτι,
και ξαφνικά τους τύλιξαν περίτεχνα τα δίχτυα του δολοπλόκου
Ηφαίστου· μήτε τα μέλη τους μπορούσαν να κινήσουν, μήτε
να σηκωθούν ξανά· τότε κατάλαβαν ότι τους βρήκε
το αναπόφευκτο.
Στην ώρα φθάνει ο περιώνυμος χωλός θεός, πίσω γυρίζοντας,
προτού πατήσει το νησί της Λήμνου· γιατί ο Ήλιος,
κατασκοπεύοντας για χάρη του, τους είδε και του φανερώνει
το μαντάτο. Βαρύθυμος ο Ήφαιστος και πληγωμένος,
προχώρησε στον θάλαμό του, έμεινε ακίνητος στο πρόθυρο,
κι όπως τον έπνιγε ο θυμός, σέρνει μια φοβερή, άγρια κραυγή,
να τον ακούσουν όλοι οι θεοί του Ολύμπου:
«Δία πατέρα, και μακάριοι εσείς θεοί αθάνατοι,
ελάτε, δείτε έργα καταγέλαστα κι αβάσταχτα·
το πώς εμένα, τον χωλό θεό, η Αφροδίτη, η κόρη του Διός,
με ατιμάζει συνεχώς· πώς στον ολέθριο Άρη χαρίζει
την αγάπη της, γιατί αυτός είναι ο ωραίος, ο αρτιμελής,
ενώ εγώ γεννήθηκα σακάτης· όχι από φταίξιμο άλλου κανενός,

ι 116 1
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

μόνο των δυο γονιών μου, που καλύτερα να μ' άφηναν αγέννητο.
Ελάτε να τους δείτε πώς ζευγαρώνουν τώρα πλαγιασμένοι,
ανεβασμένοι στη δική μου κλίνη, κι εγώ τους βλέπω
και με πνίγει ο πόνος. Φαντάζομαι όμως
πως το ζευγάρωμά τους δεν θα το συνεχίσουν για πολύ,
όσο κι αν τους κορώνει ο πόθος· δεν θα θελήσουν γρήγορα
να ξανασμίξουν μεταξύ τους. Γιατί ο δόλος και τα δίχτυα μου
θα τους κρατούν δεμένους, ωσότου τα γαμήλια δώρα γυρίσει πίσω
ο πατέρας της, όσα του πρόσφερα γι' αυτή τη σκύλα κόρη·
ωραία η θυγατέρα του, δεν λέω, μα τόσο ξέφρενη.»
Ακούγοντας τον λόγο του, συναθροιστήκαν οι θεοί
στο χάλκινο κατώφλι του θαλάμου·
ήλθε ο Ποσειδών, κύριος της γης· ήλθε ο πολύστροφος Ερμής·
ήλθε λαμπρός ο Απόλλων, τοξότης με τα μακρινά του βέλη—
δεν ήλθαν μόνο οι θεές, στο σπίτι μένοντας από αιδημοσύνη.
Οι άλλοι όμως αγαθοεργοί θεοί ήσαν στο πρόθυρο στημένοι·
και τότε ξέσπασε άσβεστο γέλιο στους μάκαρες θεούς,
βλέποντας τα τεχνάσματα του δολοπλόκου Ηφαίστου.
Ο ένας κοίταζε τον άλλον, λέγοντας μεταξύ τους:
«Όχι, τ' άνομα έργα δεν ευδοκιμούν ο αργός προφθαίνει τον ταχύ.
Όπως και τώρα· αργός ο Ήφαιστος, τον Άρη πρόλαβε
ταχύτερον, όσο κανείς από τους άλλους ολυμπίους θεούς·
αν και χωλός, τον έπιασε στα δίχτυα του· τώρα οφείλονται
και της μοιχείας τα χρέη.»
Έτσι μιλούσαν, συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
και τότε ο Απόλλων, ο περίλαμπρος γιος του Διός, γύρισε στον Ερμή:
«Ερμή διογέννητε, ψυχοπομπέ και δωροδότη,
αλήθεια, πες μου, θα δεχόσουν, παγιδευμένος σε φριχτά δεσμά,
να πλάγιαζες στην ίδια κλίνη με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Ευθύς ανταποκρίθηκε ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς:
«Αμποτε κάτι τέτοιο να γινόταν, λαμπρέ εκηβόλε Απόλλωνα·
ας ήμουν γύρω μου δεμένος με τρεις φορές τόσα κι αμέτρητα δεσμά,
ας με θωρούσατε όλοι εσείς, θεοί, θεές·
φτάνει να πλάγιαζα με τη χρυσή Αφροδίτη.»
Η απάντηση σήκωσε γέλιο στους αθάνατους θεούς,
όμως ο Ποσειδώνας δεν γελούσε* επίμονα παρακαλούσε
τον έξοχο τεχνίτη Ήφαιστο να λύσει τα δεσμά του Αρη.
Στράφηκε τότε προς το μέρος του μιλώντας, και πέταξαν
τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Αύσε τον κι εγώ το υπόσχομαι να σου πληρώσει αυτός, σύμφωνα
με τις απαιτήσεις σου, όλα τα δίκια σου, με τους αθάνατους θεούς μπροστά.»
Ευθύς ανταποκρίθηκεν ο περιώνυμος χωλός θεός:

[ 117 ]
Ραψωδία θ, 350-413

«Μη Ποσειδώνα, που τη γη κρατείς, μην επιμένεις στο αίτημά σου*


των τιποτένιων οι εγγυήσεις βγαίνουν κι αυτές στο τέλος τιποτένιες.
Πώς θα μπορούσα αλήθεια εγώ να σε δεσμεύσω,
μπρος στους αθάνατους θεούς, αν παρά ταύτα ο Αρης,
λευτερωμένος από τα δεσμά, φύγει αφήνοντας
απλήρωτο το χρέος του;»
Κι ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας ανταπάντησε:
«Ήφαιστε, ανίσως ο Άρης, με το χρέος απλήρωτο
φεύγοντας εξαφανιστεί, εγώ θα το πληρώσω, μόνος μου.»
Τότε τον λόγο ξαναπήρε ο περιώνυμος χωλός θεός:
«Δεν γίνεται, μήτε και πρέπει, ν' απορρίψω την υπόσχεσή σου.»
Μ' αυτά τα λόγια, λύνει ο Ήφαιστος τα δίχτυα.
Κι όταν οι δυο τους βρέθηκαν λυμένοι απ' τα ακατάλυτα δεσμά τους,
πάνω πετάχτηκαν εκείνος πήρε τον δρόμο για τη Θράκη·
στην Κύπρο φτάνει η Αφροδίτη, με το απαράμιλλο μειδίαμα,
στην Πάφο καταφεύγοντας, όπου το τέμενος
κι ο μυριστός βωμός της. Εκεί την έλουσαν οι Χάριτες,
την άλειψαν με λάδι αθάνατο, αυτό που βάζουν οι θεοί
κι αιώνια λάμπουν την ντύνουν και με ρούχα εξαίσια,
πάγκαλο θέαμα και θαύμα.
Κι όπως τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός τούτο το ποίημα,
ο Οδυσσέας ακούγοντας γέμιζε αγαλλίαση· όπως
κι οι άλλοι Φαίακες, θαλασσινοί περίφημοι
με τα μακριά κουπιά τους.
Τότε ο Αλκίνοος παράγγειλε, ο Αλιος κι ο Ααοδάμας
μόνοι τους να χορέψουν,
αφού οι δυο τους στον χορό ήσαν ασυναγώνιστοι.
Πήραν λοιπόν στα χέρια τους μια σφαίρα ωραία, πορφυρή,
έργο της επιδέξιας τέχνης του Πολύβου·
όσο την έριχνε ψηλά στα σκούρα νέφη ο ένας,
λυγίζοντας συγχρόνως το κορμί του προς τα πίσω, ο άλλος,
υψωμένος στον αέρα, την έπιανε με μαεστρία και χάρη,
προτού τα πόδια του πατήσουνε το χώμα.
Κι όταν δοκίμασαν την τέχνη τους στη σφαίρα,
πετώντας την ψηλά και κατακόρυφα, άρχισαν τότε
οι δυο τους τον χορό,
τη γη πατώντας που μας τρέφει τους ανθρώπους,
αντικριστά και συναλλάσσοντας απανωτά λυγίσματα·
ενώ στο πλάι οι άλλοι, παλληκαράκια ακόμη,
μέσα στον ίδιο κυκλικό χορό στημένα, φώναζαν
και χτυπούσαν παλαμάκια. Κι αντιλαλούσε ο τόπος
απ' το μεγάλο βουητό.

[ 118 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

Γύρισε τότε στον Αλκίνοο ο θείος Οδυσσέας μιλώντας:


«Αλκίνοε κραταιέ, περίβλεπτε σ' όλη τη χώρα,
καυχήθηκες πως είναι οι χορευτές σας άριστοι,
κι έχουμε τώρα την απόδειξη· τους βλέπω μπρος μου
και με πιάνει θάμβος.»
Τον άκουσε κι ευφράνθηκε του Αλκινόου η γενναία ψυχή,
κι αμέσως στράφηκε στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
νομίζω ο ξένος αποδείχτηκε έξυπνος και στοχαστικός,
γι' αυτό προτείνω να προσφέρουμε δώρα φιλόξενα, καθώς
το θέλει κι η περίσταση.
Δώδεκα βασιλείς λαμπροί την εξουσία μοιράζονται
σ' αυτή τη χώρα, δέκατος τρίτος βρίσκομαι εγώ στην κορυφή.
Λοιπόν, καθένας σας ας φέρει πανωφόρι καθαρό,
χιτώνα, κι από ένα τάλαντο πολύτιμου χρυσού.
Και λέω όλα να συγκεντρωθούν αμέσως, ώστε κι ο ξένος
με τα δώρα του στο χέρι, εύθυμος και χαρούμενος
στο δείπνο να προσέλθει.
Όσο για τον Ευρύαλο, μόνος ας βρει λόγο και δώρο
που θα φέρουν συμφιλίωση· γιατί τα λόγια που ξεστόμισε
δεν είχαν ασφαλώς κανένα μέτρο.»
Τον άκουσαν, κι οι πάντες συμφωνώντας συγκατένευσαν
τότε ο καθένας δίνει εντολή στον κήρυκά του
να πάει να φέρει τα φιλόξενά του δώρα.
Στο μεταξύ τον λόγο ζήτησε ο Ευρύαλος κι απολογήθηκε:
«Αλκίνοε κραταιέ, περίβλεπτε σ' όλη τη χώρα,
εγώ είμαι πρόθυμος, όπως το παραγγέλλεις, να δείξω
τη συγγνώμη μου στον ξένο·
θα του προσφέρω το σπαθί μου αυτό—χαλκός ατόφιος,
με λαβή ασημένια, η θήκη που το σφίγγει από καινούργιο
γυαλισμένο φίλντισι· μεγάλη η αξία του για κείνον που θα το κρατήσει.»
Τελειώνοντας, παρέδωσε στα χέρια του Οδυσσέα ξίφος
δεμένο με αργυρά καρφιά· ύστερα τον προσφώνησε,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε· κι αν απ' το στόμα τούτο βγήκε λόγος βαρύς,
ανεμοθύελλες ας τον αρπάξουν τώρα, να τον ρίξουν
κάπου αλλού, μακριά. Κι εύχομαι οι θεοί
να δώσουν κι εσύ να δεις γυναίκα και πατρίδα
φτάνοντας στο νησί σου, που τόσα χρόνια βασανίζεσαι
και πάσχεις.»
Ανταποκρίθηκε με την πολύστροφή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Διπλό το χαίρε, φίλε μου, για σένα· κι αντεύχομαι οι θεοί

[119]
Ραψωδία θ, 413-481

πάντοτε να σου δίνουν πλούτη, για να μη φτάσει η ώρα


να ποθήσεις αυτό το ξίφος που μου χάρισες, σφραγίζοντας
τον λόγο της συμπάθειάς σου.»
Μιλώντας, πέρασε στους ώμους του το ξίφος, δεμένο
μ' αργυρά καρφιά. Κι έγερνε ο ήλιος προς τη δύση,
όταν κατέφθασαν και τ άλλα τιμημένα δώρα,
που τα μετέφεραν οι ξακουσμένοι κήρυκες στο σπίτι
του Αλκινόου, όπου τα υποδέχτηκαν οι γιοι του άψογου
Αλκινόου· τότε τα απίθωσαν, δώρα περίκαλλα,
στα πόδια της σεμνής τους μάνας.
Κι όπως πήγαινε πρώτος, με τους άλλους Φαίακες,
γενναία ψυχή ο Αλκίνοος, έφτασαν στο παλάτι κι έσπευσαν
να καθήσουν σε υψωμένους θρόνους.
Κι ευθύς γύρισε στην Αρήτη ο μεγαλόψυχος Αλκίνοος, της είπε:
«Γυναίκα, φέρε εδώ πολύτιμη κασέλα, την ωραιότερη που έχεις,
και βάλε μέσα πανωφόρι καθαρό κι ένα χιτώνα.
Ύστερα στήστε στη φωτιά λεβέτι χάλκινο, να ζεσταθεί νερό,
για να λουστεί ο ξένος· έτσι λουσμένος, βλέποντας
σε τάξη όλα τα δώρα που του πρόσφεραν οι τίμιοι Φαίακες,
το δείπνο θα χαρεί καλύτερα, ακούγοντας
και το υμνητικό τραγούδι.
Όσο για μένα, του χαρίζω αυτή την κούπα,
δική μου, ολόχρυση και πάγκαλη, να με θυμάται στην υπόλοιπη
ζωή του, όταν πια στο παλάτι του σπονδές στον Δία θα κάνει
ή και στους άλλους αθανάτους.»
Ακούγοντας τον λόγο του, δίνει η Αρήτη εντολή στις δούλες της
να στήσουν, δίχως καθυστέρηση, μεγάλο τρίποδα επάνω στη φωτιά.
Κι αυτές στήνουν στη λάμπουσα φωτιά τρίποδο λέβητα, τον γέμισαν
νερό για το λουτρό, βάζοντας από κάτω ξύλα να καούν.
Κι ευθύς η φλόγα τύλιξε την κοιλιά ολόγυρα στο τρίποδο λεβέτι,
και το νερό ζεστάθηκε.
Στο μεταξύ η Αρήτη μεταφέρει από την κάμαρή της μια πανέμορφη
κασέλα για τον ξένο, έβαλε μέσα τα λαμπρά του δώρα,
χρυσό και ρούχα, που του χάρισαν οι Φαίακες,
πρόσθεσε δικό της πανωφόρι κι όμορφο χιτώνα.
Ύστερα στράφηκε στον ξένο, κι όπως επήγε να μιλήσει,
τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Μόνός σου τώρα φρόντισε το σκέπασμα και κοίταξε
καλά πώς θα το δέσεις
μήπως και κάποιος στο ταξίδι το πειράξει, αν βυθιστείς εσύ
σ' ύπνο γλυκό, καθώς θα ταξιδεύεις
με το μαύρο τους καράβι.»

[120]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,


ευθύς συνάρμοσε το σκέπασμα, το σύνδεσε σφιχτά μ' άλυτο
κόμπο, όπως τον δίδαξε η Κίρκη κάποτε,
με την πανέξυπνη της γνώμη.
Κι αμέσως η κελάρισσα τον κάλεσε ν' ανέβει στον λουτρό,
για να λουστεί· εκείνος βλέποντας θερμά λουτρά,
γέμισε αγαλλίαση—δεν είχε βρει τέτοια φροντίδα,
αφότου άφησε για πάντα τα δώματα της Καλυψώς
της καλλιπλόκαμης· εκεί τον φρόντιζαν πολύ
και συνεχώς, σάμπως να ήτανε κι αυτός θεός.
Κι αφού τον έλουσαν οι δούλες και τον άλειψαν με λάδι,
του φόρεσαν ωραία χλαμύδα και χιτώνα. Κι έτσι λαμπρός
βγήκε από τον λουτρό και προχωρούσε προς τους άλλους
που έπιναν κρασί. Τότε κι η Ναυσικά, με τα θεόσταλτά της κάλλη,
στάθηκε πλάι στον παραστάτη της καλοδεμένης στέγης
κι έμεινε εκεί να τον θαυμάζει, το βλέμμα προσηλώνοντας
στον Οδυσσέα. Ύστερα μίλησε, κι όπως τον προσφωνούσε,
τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω ξένε. Όταν μια μέρα φτάσεις στην πατρίδα σου,
να με θυμάσαι* γιατί σ' εμένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου.»
Ευθύς της αποκρίθηκε με την πολύτροπή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Ναυσικά, κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκινόου!
Αμποτε ο Δίας να ενδώσει, κεραυνοβόλος σύζυγος της Ήρας,
κι εγώ να φτάσω στην πατρίδα, να δω του νόστου μου τη μέρα·
τότε, το υπόσχομαι, σ' εσένα, σαν θεά, εκεί τις προσευχές μου
θα αναπέμπω, μέχρι το τέλος της ζωής μου,
γιατί σ' εσένα, κόρη μου, χρωστώ που ακόμη ζω.»
Μιλώντας, κάθησε σε θρόνο, στο πλάι του βασιλιά Αλκινόου,
κι ήταν η ώρα που το κρέας μοίραζαν και συγκερνούσαν το κρασί.
Τότε φτάνει κι ο κήρυκας φέρνοντας μέσα τον Δημόδοκο,
τον αοιδό που ο κόσμος αγαπούσε και τιμούσε·
τον κάθισε στο μέσο των συνδαιτυμόνων, κοντά σε μια ψηλή
κολόνα, να στηρίζεται.
Κι αμέσως τον κήρυκα προσφώνησε πολύγνωμος ο Οδυσσεύς,
κόβοντας απ' την πλάτη ένα κομμάτι (το πιο πολύ τ' άφησε ανέπαφο)
από ένα χοίρο μ' άσπρα δόντια, γυάλιζε το λίπος πάνω του:
«Ορίστε, κήρυκα, πρόσφερε τούτο το κρέας στον Δημόδοκο,
να το γευτεί· θέλω να δείξω την εκτίμησή μου,
κι ας με βαραίνει η τόση θλίψη.
Γιατί πάνω στη γη όλοι οι θνητοί οφείλουν σέβας και τιμή
στους αοιδούς, που η Μούσα τούς εδίδαξε τον δρόμο
στα τραγούδια τους κι αγάπησε πολύ των αοιδών το γένος.»

[121]
Ραψωδία θ, 482-552

Μίλησε, κι ευθύς ο κήρυκας πήρε και δίνει στου μυθικού Δημόδοκου


τα χέρια το κομμάτι· αυτός το δέχτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του.
Τότε κι οι άλλοι απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε με το φαΐ, με το πιοτό,
γύρισε στον Δημόδοκο με την πολύτροπή του γνώση
ο Οδυσσεύς και τον προσφώνησε:
«Δημόδοκε, εσένα ξεχωρίζω από όλους τους θνητούς στον έπαινό μου·
σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, ή κι ο Απόλλων,
έτσι που τραγουδάς με τάξη εξαίρετη των Αχαιών τη μοίρα,
τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει·
σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε.
Μα τώρα λέω άλλαξε σκοπό, ιστόρησέ μας για τον δούρειο ίππο,
το πώς τον έφτιαξε με τέχνη ο Επειός, και η Αθηνά μαζί του·
το πώς τον δόλο αυτόν τον έφερε επάνω στην ακρόπολη
ο θείος Οδυσσεύς, κλείνοντας μέσα του πλήθος ανδρών—
αυτούς που ερήμωσαν το Ίλιο.
Ανίσως κατορθώσεις με τη σωστή σειρά κι αυτά ν' ανιστορήσεις,
τότε κι εγώ θα ομολογήσω σ' όλους τους ανθρώπους ότι
ένας θεός καλόγνωμος σου χάρισε το θείο τραγούδι.»
Έτσι του μίλησε, κι αυτός θεόπνευστος φανέρωσε
του τραγουδιού του την αρχή. Απ' το σημείο κινώντας, όταν
οι άλλοι, ανεβαίνοντας στα πλοία με τη γερή κουβέρτα,
πήραν να φεύγουν, βάζοντας στις σκηνές φωτιά.
Ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στον περιβόητο Οδυσσέα,
στην αγορά των Τρώων βρέθηκαν, κρυμμένοι στην κοιλιά του αλόγου,
που μόνοι τους οι Τρώες το φεραν στην ακρόπολή τους.
Ο δούρειος ίππος ήταν εκεί στημένος, κι εκείνοι, τριγύρω
καθισμένοι, αγόρευαν πολλά κι ανόητα. Τότε μοιράστηκε
στα τρία η γνώμη τους:
ή να κεντήσουν το κούφιο ξύλο με τον άσπλαχνο χαλκό τους·
ή να τον σύρουν στην κορφή, να γκρεμιστεί πάνω στους βράχους·
ή άθικτο να τον αφήσουν, για τους θεούς εξιλαστήριο
αφιέρωμα. Κι έμελλε να συντελεστεί η τρίτη γνώμη·
γιατί ήταν το γραφτό της μοίρας τους να αφανιστούν, αν τον προστάτευε
η πόλη αυτόν τον μέγα δούρειο ίππο, όπου
ήσαν κρυμμένοι οι άριστοι των Αχαιών, στους Τρώες απειλώντας
θάνατο και φόνο.
Και τραγουδούσε πώς των Αχαιών τα παλληκάρια πάτησαν
το κάστρο, όταν ξεχύθηκαν από τον δούρειο ίππο, αφήνοντας
την κούφια δολερή κοιλιά του.
Και τραγουδούσε πώς σκορπίστηκαν, ένας εδώ άλλος αλλού,
ρημάζοντας την πάνω πόλη· ο Οδυσσέας όμως, σαν τον Αρη,

[ 122 ]
Όδνσσέως σύστασις προς Φαίακας

με τον ισόθεο μαζί Μενέλαο, πώς τράβηξαν ορμώντας


στο παλάτι του Διηφόβου· κι εκεί, διηγήθηκε, το πώς εκείνος
τόλμησε πόλεμο ανελέητο, και τέλος νίκησε
με τη βοήθεια της αντρειωμένης Αθηνάς.
Αυτά τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός· ωστόσο ο Οδυσσέας
έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του.
Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του,
που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει
για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει
από τη μαύρη μέρα·
κι εκείνη, όπως τον βλέπει τώρα να σπαρταρά και να τελειώνει,
γύρω του σωριασμένη, σπαράζει από το κλάμα· ενώ οι εχθροί
με τα κοντάρια τους πισωχτυπούν αλύπητα στην πλάτη και στους ώμους,
τη σέρνουν να την πάρουν σκλάβα τους, για να βουλιάξει
στης δυστυχίας τον πόνο.
Πώς το πικρότατό της πάθος μαραίνει πρόσωπο και παρειές,
έτσι κι ο Οδυσσέας θρηνώντας έχυνε τότε το πικρό του δάκρυ.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στο δάκρυ ο ξένος,
μόνο ο Αλκίνοος το αισθάνθηκε, όπως καθόταν πλάι του,
άκουσε εκείνος και κατάλαβε βαρύ τον στεναγμό του.
Μπήκε τότε στη μέση και στους Φαίακες μίλησε,
που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
ας σταματήσει τη γλυκόφωνη κιθάρα του ο Δημόδοκος,
γιατί θαρρώ δεν προξενεί σ' όλους χαρά με τα τραγούδια του.
Αφότου ο θείος τραγουδιστής σ' αυτό το δείπνο ανασηκώθηκε
να τραγουδήσει, ούτε στιγμή δεν έπαψε τον δύστυχό του θρήνο
ο ξένος· ίσως τον βασανίζει κάποιος κρυφός καημός.
Αέω λοιπόν να σταματήσει, κι εμείς να βρούμε τρόπο
να χαρούμε όλοι μαζί, ο ξένος κι οι φιλόξενοι·
αυτό νομίζω είναι το καλύτερο.
Αφού προς χάριν του όλα γίνονται του τιμημένου ξένου·
το κατευόδιο και τα φιλόξενά μας δώρα, όσα
μ αγάπη του προσφέρουμε.
Ο κάθε ξένος που ικετεύει αξίζει όσο κι ο αδελφός,
αν έχει κι ο φιλόξενος λιγάκι στέρεο νου.
Αλλά κι εσύ μην κρύβεσαι σε σκέψεις υστερόβουλες,
απάντησε σ' ό,τι κι αν σε ρωτήσω—ομολογώντας, κάνεις το καλύτερο.
Πες πρώτα το όνομά σου, μ' όποιο κι αν σε καλούν στα μέρη σου
η μάνα κι ο πατέρας σου κι οι άλλοι,
όσοι σε γειτονεύουν μες στην πόλη. Γιατί το ξέρουμε,
σ' αυτόν τον κόσμο κανείς δεν μένει ανώνυμος,

[ 123 ]
Ραψωδία Θ, 553-586

το ίδιο ο άσημος όπως κι ο ευγενής,


από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε· δίνουνε στον καθένα που γεννούν
όνομα οι γονείς του.
Κι ακόμη, φανέρωσε τη χώρα σου, λαό και πόλη,
για να σε ταξιδέψουν προς τα εκεί τα πλοία, με τους δικούς τους
λογισμούς. Γιατί σ' εμάς τους Φαίακες οι καπετάνιοι περισσεύουν,
δεν μας χρειάζονται καν τα πηδάλια, όπως συμβαίνει με των άλλων
τα καράβια. Μόνα τους τα πλεούμενά μας ξέρουν τι λογαριάζουν
και τι σκέφτονται οι άνθρωποι που ταξιδεύουν γνωρίζουν
πόλεις και χωράφια καρπερά· κι έτσι, ταχύτατα περνούν
το άγριο κύμα της θαλάσσης μες στην ομίχλη,
σκεπασμένα με νεφέλη.
Κι ούτε ποτέ κινδύνεψαν να πάθουν κάποια βλάβη ή να βουλιάξουν.
Μόνο που μια φορά άκουσα τον πατέρα μου Ναυσίθοο να λέει—
αυτός μας είπε πως ο Ποσειδών μπορεί και να εξοργιστεί,
που εμείς όλους τούς ταξιδεύουμε με δίχως βλάβη·
πρόσθεσε μάλιστα πως κάποια μέρα το καλοτάξιδο καράβι, καθώς
εκείνο θα γυρνά από ταξίδι γυρισμού, θα το συντρίψει ο θεός
καταμεσής στο μαύρο πέλαγο, και πως την πόλη
θα σκεπάσει μέγα βουνό.
Τέτοια μιλούσε ο γέροντας· όμως αυτά είναι στο χέρι του θεού
να τα εκτελέσει ή να τ* αφήσει ατέλεστα, όπως
το κρίνει εκείνος και το προτιμήσει.
Εμπρός λοιπόν, πες μου κι αυτό, μην αποφεύγεις την αλήθεια·
σαν πού περιπλανήθηκες; ποιες χώρες έφτασες
και ποιους ανθρώπους; αυτούς που είδες
και τις μεγάλες πολιτείες τους·
ποιοι ήσαν βάναυσοι, άδικοι κι απολίτιστοι;
και ποιοι φιλόξενοι, με νου και σέβας στους θεούς;
Κι ακόμη εξήγησε, γιατί θρηνείς κι οδύρεται η ψυχή σου,
όταν ακούς τα πάθη των Αργείων,
των Δαναών τη μοίρα και της Τροίας;
Ό,τι κι αν έγινε, έργο θεού· τον όλεθρο τόσων ανθρώπων
έκλωσαν οι θεοί, να γίνει στους μελλούμενους τραγούδι.
Ή μήπως σου σκοτώθηκε κάποιος δικός, εκεί στο Ίλιο,
μπροστά στα τείχη; κι ήταν γενναίος, γαμπρός ή
πεθερός; Είναι κι αυτοί πιο κοντινοί μας, μετά από κείνους
που μαζί τους μας ενώνει αίμα και γένος.
Ή μη σου χάθηκε κάποιος εταίρος, επιστήθιος φίλος,
ένας ανδρείος; Καλύτερος κι από αδελφός ο φίλος,
φτάνει μονάχα να σε νιώθει.»

[124]
ι

Άλκίνον άπόλογοι: Τά ηερι Κίκονας, Λωτοφάγους και Κύκλωπας

ΓΥΡΝΏΝΤΑς τότε του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:


«Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν' ακούς έναν καλό αοιδό,
όπως αυτός εδώ, με θεία θα 'λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ' όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ' ευφροσύνη: στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας* ο οινοχόος να τραβά απ' τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει.
Εσένα όμως η ψυχή σου ορμήθηκε να μάθεις τις βαριές μου
συμφορές, για να με κάνεις πιο πολύ να οδύρομαι και να στενάζω.
Τι πρώτο αλήθεια να σου πω, τι τελευταίο ν' αφήσω,
εμένα που με βάρυναν με τόσα βάσανα οι επουράνιοι θεοί;
Τώρα θα ομολογήσω πρώτο το όνομά μου, να το κατέχετε
κι εσείς, κι εγώ στο μέλλον, όταν και αν τη μοίρα μου
ξεφύγω, να μείνω φίλος σας, κι ας κατοικώ
τόσο μακριά στο αρχοντικό μου.
Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν
για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό.
Πατρίδα μου η Ιθάκη, που τη γνωρίζεις εύκολα· στη μέση της
υψώνεται βουνό, το Νήριτο περήφανο, ο άνεμος κλονίζει
τα φυλλώματά του. Τριγύρω κατοικούνται κι άλλα
πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο,
Δουλίχιο και Σάμη, η δασωμένη Ζάκυνθος.
Αν είναι χαμηλή η Ιθάκη, βρίσκεται όμως πιο ψηλά
στην αλμυρή τη θάλασσα και προς τη δύση* τα άλλα νησιά,
μακραίνοντας, κοιτούν τον ήλιο στο ξημέρωμα.
Τραχιά, κι όμως καλή, τρέφει τα παλληκάρια της λαμπρά—
εγώ δεν ξέρω να 'χω δει κάτι γλυκύτερο απ' τη γη της.
Αλλά με κράτησε μακριά η Καλυψώ στις θολωτές σπηλιές της,
θεά δαιμονική, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει·
όπως μ' εμπόδισε κι η Κίρκη, μες στο δικό της το παλάτι
δολερή, εκεί στην Αία, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει.

[ 125 ]
Ραψωδία /, 33-107

Κι όμως δεν μπόρεσε το φρόνημά μου να λυγίσει μες στα στήθη·


τίποτε άλλο πιο γλυκό από πατρίδα και γονιούς,
έστω κι αν κάποιος κατοικεί σε τόσο πλούσιο σπίτι
αλλά σε τόπο ξένο, απόμακρο, απ' τους δικούς του χωρισμένος.
Ήλθε ο καιρός ωστόσο τον πολυδάκρυτό μου νόστο να ιστορήσω,
όπως ο Ζευς τον όρισε, όταν ξεκίνησα να φύγω από την Τροία.
Από το Ίλιο μας συνεπή ρε ο άνεμος, μας έφερε στους Κίκονες,
εκεί στον Ίσμαρο. Όπου την πόλη τους εγώ την πόρθησα,
τους ίδιους τους αφάνισα. Κι από την πόλη αρπάξαμε γυναίκες
και πολλά αγαθά, δίκαια τα μοιράσαμε, που φεύγοντας κανείς
να μην αδικηθεί στη μοιρασιά.
Κι αμέσως βήμα γρήγορο να ξεκινήσουμε εγώ προστάζω,
εκείνοι όμως οι μωροί δεν άκουσαν την προσταγή μου.
Ξέμειναν και το ρίχνουν στο πολύ πιοτό, σφάζουν
τα πρόβατα κοπαδιαστά και βόδια στο ακρογιάλι,
με τα στριφτά τους κέρατα και τα λοξά τους βήματα.
Τότε σκορπούν οι Κίκονες, φωνάζοντας τους άλλους Κίκονες,
που τους γειτόνευαν, τη μέσα χώρα κατοικώντας, κι ήσαν
και περισσότεροι και πιο αντρειωμένοι· ήξεραν πώς να ττολεμούν
πάνω απ' τις άμαξες τους αντιπάλους, κι αν η ανάγκη
το φερνε, και με πεζούς.
Έφτασαν αναρίθμητοι, όσα την άνοιξη τα φύλλα και τα λούλουδα,
μόλις που χάραζε. Κι έπεσε τότε πάνω μας στους άμοιρους
κακιά η μοίρα του Διός, να ζήσουμε πόνους και πάθη.
Πήραν αυτοί τη θέση τους και στήνουν μάχη πλάι στα γρήγορα
καράβια μας, ρίχνοντας αλλεπάλληλα τα χάλκινα κοντάρια τους.
Κι όσο βαστούσε ακόμη το πρωί, όσο μεγάλωνε η άγια μέρα,
τόσο κι εμείς αντιστεκόμαστε, κρατώντας τους εχθρούς μας
σε κάποια απόσταση, μόλο που ήσαν περισσότεροί μας.
Όταν ωστόσο πήρε ο ήλιος πια να γέρνει, την ώρα που οι γεωργοί
τα βόδια λύνουν, τότε μας κλόνισαν οι Κίκονες
και νίκησαν τους Αχαιούς.
Έτσι αφανίστηκαν στο κάθε μας καράβι έξι δικοί μας
οπλισμένοι· οι άλλοι μόλις που ξεφύγαμε τη μοίρα του θανάτου.
Πήραμε τότε ν' ανοιχτούμε, με την ψυχή περίλυπη,
αν και χαρούμενοι που δεν μας βρήκε ο χάρος, χάνοντας όμως
τους καλούς συντρόφους. Γι' αυτό δεν κίνησαν τα ευέλικτα
καράβια, προτού φωνάξουμε με το όνομά του τον καθένα
τρεις φορές, κείνους που χτυπημένοι από τους Κίκονες
έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Αλλά κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, σήκωσε τότε πίσω
απ' τα καράβια μας κακό βοριά, ανεμοθύελλα φοβερή·

[126]
Τά ηερί Κίκονας και Λωτοφάγους

με νέφη σκέπασε αξεχώριστα στεριά και πέλαγος,


από τον ουρανό κατέβηκε σκοτάδι η νύχτα.
Πλεούμενα ακυβέρνητα, οι πλώρες να βουλιάζουν,
του ανέμου η δίνη σχίζοντας τα πανιά στα τρία, στα τέσσερα,
κι εμείς, από τον φόβο μην αφανιστούμε, να τα μαζεύουμε
μέσα στα πλοία. Ώσπου κωπηλατώντας με σπουδή
βγήκαμε τέλος στη στεριά.
Μείναμε εκεί δυο μέρες και δυο νύχτες συνεχώς
πεσμένοι, από τον κάματο κι από τον πόνο τσακισμένοι.
Όταν τρίτη ημέρα η ωραία Χαραυγή ξημέρωσε,
τα ξάρτια στήσαμε, σηκώσαμε λευκά πανιά, πήραμε θέση,
και τα καράβια τα οδηγούσαν τώρα ο άνεμος κι οι κυβερνήτες.
Και θα μπορούσα τότε να φτάσω ίσως αβλαβής και σώος
στην πατρική μου γη, αλλά καθώς δοκίμαζα να παρακάμψω
τον Μαλέα, κύμα, το ρεύμα κι ο βοριάς με απώθησαν,
με πέταξαν πέρα απ' τα Κύθηρα.
Εννιά μερόνυχτα παιδεύτηκα να με χτυπούν ολέθριοι άνεμοι
επάνω στο ψαρίσιο πέλαγο· δέκατη μέρα, και τότε μόνο
πιάσαμε στη γη των Λωτοφάγων που τρέφονται με τ' άνθη τους.
Εκεί πατώντας στην ακτή, γυρέψαμε πρώτα νερό, ύστερα
το γεύμα οι σύντροφοί μου ετοίμασαν πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν, τρώγοντας πίνοντας, νιώσαμε χορτασμένοι,
τότε αποφάσισα κι εγώ κάποιοι να προχωρήσουν, για να μάθουν
τι σόι ανθρώποι κατοικούν σ' αυτή τη γη και τρων ψωμί,
δυο άνδρες ξεχωρίζοντας και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Πήραν αυτοί τον δρόμο γρήγορα κι έσμιξαν με τους Λωτοφάγους.
Κι αν δεν μελέτησαν οι Λωτοφάγοι ν* αφανίσουν τους συντρόφους,
τους δίνουν όμως να γευτούν λωτό·
όποιος κι αν έφαγε λωτό, τον μελιστάλαχτο καρπό,
ξεχνούσε την αποστολή του, δεν ήθελε τον γυρισμό·
κι αυτοί βουλήθηκαν εκεί να μείνουν με τους Λωτοφάγους,
μασώντας τον λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Τότε κι εγώ με το στανιό τούς φέρνω κλαίγοντας πίσω στα πλοία,
μέσα τούς τράβηξα στα βαθουλά καράβια, στα ζυγά τούς έδεσα.
Συγχρόνως παραγγέλλω στους άλλους τιμημένους μου συντρόφους
ν' ανέβουν πάραυτα κι αυτοί στα γρήγορα πλεούμενα,
από τον φόβο μήπως κάποιος τους γευτεί λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Κι ανέβηκαν με δίχως καθυστέρηση, με τη σειρά στους πάγκους κάθησαν,
και τα κουπιά χτυπούσαν τώρα την αφρισμένη θάλασσα.
Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,

[ 127 ]
Ραψωδία ι, ιο8ί82

μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.


Όλα τους βγαίνουν από μόνα τους, δίχως σπορά κι αλέτρι·
σιτάρι και κριθάρι, κι ακόμη αμπέλια φορτωμένα
με σταφύλια για κρασί—βρέχει ο Δίας για χάρη τους
κι εκείνα μεγαλώνουν.
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους· ζούνε σ' απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές,
ορίζοντας καθένας μόνος του παιδιά, γυναίκες—καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό,
μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ' των Κυκλώπων
την ακτή, πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν
τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα· αφού εκεί πόδι ανθρώπου
δεν πατά να τα σκορπίσει, μήτε και βρίσκουν
το νησί οι κυνηγοί που συνηθίζουν μες στα δάση,
με χίλιους κόπους και με βάσανα, να σκαρφαλώνουν τις βουνοκορφές.
Εδώ δεν βλέπεις ποίμνες μήτε χωράφια που τα πέρασε
το αλέτρι· άσπαρτη μένει πάντα η γη, ποτέ κανείς δεν την οργώνει,
λείπουν οι άνθρωποι, μόνο κατσίκια ανήμερα
κυκλοφορούν βελάζοντας.
Αφού οι Κύκλωπες δεν έχουν καν πλεούμενα, βαμμένα κόκκινα
στην πλώρη και στα μάγουλά τους· μήτε τεχνίτες καραβιών υπάρχουν,
να στήνουν τα σκαριά με τις γερές κουβέρτες, για να μπορούν
να φτάσουν ταξιδεύοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη,
όπως το συνηθίζουν άλλοι άνθρωποι να σμίγουν μεταξύ τους,
τη θάλασσα σχίζοντας με τα πλοία.
Αν είχαν, θα κατόρθωναν να χτίσουν όμορφο νησί.
Κακό δεν είναι—θα μπορούσε να παράγει το κάθε πράγμα
στον καιρό του. Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες,
αφράτα με πολλά νερά—θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
Έχει χωράφια μαλακά—βαθιά σπαρτά θα ψήλωναν που να θερίζονται
στην ώρα τους, αφού το χώμα είναι παχύ.
Έχει λιμάνι φυσικό, φιλόξενο—καμιά ανάγκη να δένεις
παλαμάρια, να κατεβάζεις αγκυρόπετρες, να ρίχνεις τις πρυμάτσες·
μπορείς ν' αράξεις και να μείνεις για καιρό, ωσότου
οι ναυτικοί θελήσουν πάλι το ταξίδι, φυσώντας και το πρίμο αγέρι.
Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει
το νερό, πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς,
κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
Εκεί μας έφεραν τα πλοία. Ένας θεός έγινε οδηγός μας
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι, όπου δεν έβλεπες μπροστά σου τίποτε·

[128 1
Τά περι Κύκλωπας

ττυκνή ομίχλη είχε τυλίξει τα καράβια, άφαντη κι η σελήνη


στον ουρανό, την έκρυβαν τα νέφη.
Έτσι, κανείς δεν είδε με τα μάτια του μπροστά μας το νησί,
δεν βλέπαμε μήτε τα κύματα που μεγαλώνοντας κυλούσαν στο ακρογιάλι·
ωσότου αράξαμε με τα καλά, γερά καράβια μας.
Τα πλοία αράζοντας, τραβάμε τότε κάτω τα πανιά κι ευθύς εμείς
πατήσαμε στην άμμο της θαλάσσης.
Εκεί αποκοιμηθήκαμε, προσμένοντας να φέξει η θεία Αυγή.
Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
θαυμάζαμε το ωραίο νησί και το γυρίζαμε.
Οι Νύμφες τότε, θυγατέρες του Διός με την αιγίδα του, σήκωσαν
στα βουνά τις άγριες γίδες, να χουν οι σύντροφοι το γεύμα τους.
Αμέσως, τόξα καμττύλα, κοντάρια μυτερά, οπλισμένα,
τα πήραμε όλα απ' τα πλεούμενά μας· στα τρία μοιρασμένοι,
ρίχνουμε—ένας θεός μάς έδωσε γρήγορο, πλούσιο και λιμπιστό κυνήγι.
Καθώς λοιπόν μ' ακολουθούσαν πλοία δώδεκα, έπεσαν στο καθένα
αγριοκάτσικα εννιά—για μένα μόνο ξεχωρίζουν δέκα.
Τότε, μια μέρα ολόκληρη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος για καλά,
εκεί καθήσαμε κρέατα τρώγοντας που τελειωμό δεν είχαν,
πίνοντας το γλυκό πιοτό.
Γιατί δεν έλειψε το κόκκινο κρασί μες στα καράβια·
υπήρχε ακόμη, αφού ο καθένας γέμισε με πολύ πιοτό
τις στάμνες, όταν οχυρωμένη την πατήσαμε την άγια πόλη των Κικόνων.
Από τη θέση αυτή το βλέμμα προσηλώναμε στη χώρα των Κυκλώπων,
που βρίσκονταν τόσο κοντά: καπνοί, φωνές, βελάσματα
από τις γίδες και τα πρόβατα.
Ώσπου, ο ήλιος βασιλεύοντας, έπεσε το βαθύ σκοτάδι·
και τότε στο ακρογιάλι γέρνοντας μας συνεπή ρε ο ύπνος.
Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
κάλεσα εγώ σε σύναξη, κι εκεί σ' όλους μπροστά μιλώντας είπα:
'Όι άλλοι τώρα εδώ να μείνετε, καλοί μου σύντροφοι και τιμημένοι·
μόνος εγώ, με το δικό μου το καράβι, το δικό μου πλήρωμα,
θα πάω να τους δοκιμάσω, να δω ποιοι να 'ναι αυτοί·
ανίσως αλαζόνες κι απολίτιστοι με δίχως δικαιοσύνη,
ανίσως και φιλόξενοι, που ξέρει ο νους τους τους θεούς να σέβεται."
Τελειώνοντας πετιέμαι πάνω στο καράβι, παρακινώντας τους συντρόφους
κι αυτοί να ανέβουν, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Ευθύς κι εκείνοι ανέβηκαν, κάθησαν στα ζυγά κι έτσι με τάξη,
καθισμένοι στη σειρά, πήραν με τα κουπιά τους να χτυπούν
την αφρισμένη θάλασσα.
Φτάναμε πια στην κοντινή εκείνη ακτή, όταν το μάτι μας
σταμάτησε σε μια σπηλιά, ολότελα στην άκρη, προς τη θάλασσα·

[129]
Ραψωδία /, 183-262

ήταν ψηλή και σκεπασμένη από τις δάφνες. Εδώ τη νύχτα ησύχαζαν
πολλά κοπάδια, πρόβατα και γίδες· τριγύρω επίσης η αυλή
ψηλή, χτισμένη με τις πέτρες της στη γη βαθιά χωμένες·
τα πεύκα σηκωμένα και φουντωμένες οι βαλανιδιές κυμάτιζαν στα ύψη.
Εκεί τις νύχτες του περνούσε ένας πελώριος άντρας· μοναχός
κι απόμακρος ποίμαινε το κοπάδι του, μ' άλλους δεν σύχναζε,
και ζώντας ολομόναχος βρισκόταν έξω από τον κάθε νόμο.
Σ' έπιανε δέος να τον δεις θεόρατο, δεν θύμιζε καθόλου
θνητό που τρέφεται με στάρι· μάλλον με δασωμένο ακρωτήρι
φάνταζε που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά βουνά
από τις άλλες κορυφές.
Τότε προστάζω οι άλλοι τιμημένοι σύντροφοι αυτού να μείνουν,
στο καράβι πλάι, στου καραβιού τη φύλαξη δοσμένοι,
όμως εγώ, διαλέγοντας δώδεκα εταίρους, τους καλύτερους,
ξεκίνησα· μαζί μου κουβαλώντας κι ένα ασκί γιδίσιο,
μαύρο κρασί γλυκό, που ο Μάρων μού το χάρισε,
του Ευανθέα ο γιος, ο λειτουργός του Απόλλωνα,
εκείνου που τον Ίσμαρο σκέπει και προστατεύει·
σαν αντιχάρισμα που εμείς τον σεβαστήκαμε μαζί με το παιδί
και τη γυναίκα του, από τον φόβο του θεού, αφού το άλσος κατοικούσε
το πολύδεντρο του Φοίβου Απόλλωνα.
Αυτός μου χάρισε δώρα λαμπρά: μου δίνει δέκα τάλαντα
χρυσάφι δουλεμένο, μου δίνει και κρατήρα ατόφιο ασήμι,
γεμίζει ακόμη με κρασί δώδεκα αμφορείς, άκρατο και γλυκό,
θείο ποτό· κανείς, μήτε υπηρέτης μήτε δούλα, δεν ήξερε
την ύπαρξή του μες στο σπίτι, εκτός από τον ίδιο, την καλή γυναίκα του
και μόνη μια κελάρισσα πιστή.
Κάθε φορά που ήταν να πιουν αυτό το κόκκινο κρασί, γλυκό σαν μέλι,
αρκούσε, γεμίζοντας μια κούπα, να ρίξεις το κρασί σ' είκοσι μέτρα του νερού,
κι ο τόπος μοσχοβόλαγε, καθώς ανέβαινε απ' τον κρατήρα η μυρωδιά,
θεσπέσιο άρωμα—τότε κανείς δεν είχε τρόπο πια να κρατηθεί.
Με τούτο το κρασί γεμάτο, ένα μεγάλο ασκί κρατούσα, και μέσα
στο ταγάρι κάποιες τροφές· γιατί η γενναία μου γνώση αμέσως
το φαντάστηκε πως θ' ανταμώσω κάποιον με φυσικό του
τη μεγάλη δύναμη, άγριο και βουνίσιο, που λες δεν καλοξέρει
τι είναι το δίκιο μήτε κι οι θεσμοί.
Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα·
αλλού τα πρωτογέννητα και τα μεσαία αλλού, αλλού

[130]
Τά περί Κύκλωπας

τα νεογνά τους· οι κάδοι ξέχειλοι με το τυρόγαλο,


καρδάρες και σκαφίδια, έτοιμα όλα καμωμένα, μέσα τους να τ' αρμέγει.
Τότε λοιπόν οι σύντροφοι με προλαβαίνουν, παρακαλιούνται
με τα λόγια τους να πάρουμε όσα τυριά, και πίσω να γυρίσουμε*
με βιάση να φορτώσουμε στο γρήγορο καράβι
ερίφια κι αρνιά, από τις μάντρες ξεσηκώνοντάς τα,
κι αμέσως να ανοιχτούμε στην αλμυρή τη θάλασσα.
Όμως εγώ δεν άκουσα, πράγμα που θα 'ταν συμφερότερο·
ήθελα να τον δω, μήπως και μου φανεί φιλόξενος.
Αλλά δεν έμελλε, μόλις τον είδαμε, να δείξει καλοσύνη στους συντρόφους.
Τότε ανάβοντας φωτιά, πρώτα θυσία τελούμε, ύστερα μόνοι μας,
κόβοντας τα τυριά, δειπνήσαμε, και περιμένοντας μείναμε εκεί,
στην άκρη της σπηλιάς, ωσότου φάνηκε κι αυτός με το κοπάδι του.
Στη ράχη κουβαλούσε ασήκωτο φορτιό με ξεραμένα ξύλα,
χρήσιμο για το δείπνο του· κι όπως το ξεφορτώθηκε
στη μέση της σπηλιάς, ξεσήκωσε ορυμαγδό.
Τρομάζοντας τότε κι εμείς, βρεθήκαμε στο βάθος της σπηλιάς·
εκείνος μπάζει τα παχιά του ζώα στο μεγάλο σπήλαιο,
όλα που θ' άρμεγε, αφήνοντας απέξω μόνο τα σερνικά,
κριάρια και τραγιά, στην άπλα της βαθιάς αυλής.
Έπειτα φράζει το άνοιγμα, ψηλά σηκώνοντας τεράστιο λίθο
και βαρύ—αμάξια είκοσι δύο γερά, τετράτροχα δεν θα μπορούσαν
καν να τον κουνήσουν απ' τον τόπο του· τόσος ο βράχος ο τραχύς
που σφράγισε τη θύρα της σπηλιάς.
Ύστερα γονατίζοντας πήρε να αρμέγει πρόβατα και γίδια που βελάζουν,
όλα με τη σειρά, βάζοντας κάτω από τη μάνα τους
και τα μικρά, για να βυζάξουν.
Μετά μαζεύοντας πυκνώνει το μισό λευκό τους γάλα γρήγορα,
και το αποθέτει σε πλεχτά πανέρια· το άλλο μισό το κένωσε
σε κάδους, να 'χει να πίνει παίρνοντας, σαν θα δειπνούσε.
Κι όταν με τάξη και σπουδή αυτά τα έργα του αποτέλειωσε,
άναψε την πυρά, ρίχνει το μάτι του σ' εμάς, και μας ρωτά:
"Ξένοι, ποιοι να 'στε; κι από πού σας φέρνουν καταδώ οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;''
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας θωριάς του.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ' αυτά τα λόγια:
"Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας
της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι μας, πέσαμε σ' άλλη οδό

[ 131 ]
Ραψωδία ι, 261-334

και σ' άλλους δρόμους—έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.


Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμαστε, στο μέγα στράτευμα
του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του
κάτω από κάθε ουρανό· αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη
κι αφάνισε τόσους και τόσους.
Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου, κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους,
ο ξένιος Δίας, που τιμώντας τους ξένους συντροφεύει."*
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ' άσπλαχνο φυσικό:
"Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν, οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι μακάριοι θεοί·
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί.
Γι* αυτό κι εγώ μην περιμένεις, από φόβο του Διός
και της οργής του, να λυπηθώ κανένα, εσένα μήτε τους συντρόφους,
αν η δική μου βούληση δεν το θελήσει.
Μα τώρα πες μου· καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς;
κάπου στην άλλη άκρη; μήπως κοντά; θέλω να ξέρω."
Μιλώντας έτσι γύρευε να με ψαρέψει·
εμένα όμως, που πολλά ο νους μου κόβει,
ο δόλος δεν μου ξέφυγε, γι' αυτό κι αμέσως αποκρίθηκα με δόλια λόγια:
"Α, το καράβι μου το σύντριψε ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
στα βράχια το 'ριξε, πέρα στην άλλην άκρη της δικής σου χώρας·
το τσάκισε πάνω σε κάβο, όπου και το παρέσυρε ο πελαγίσιος άνεμος,
μόνος εγώ, μ' αυτούς εδώ, γλίτωσα τον φριχτό χαμό."
Έτσι του μίλησα, όμως αυτός καμιάν απόκριση δεν δίνει, άσπλαχνη καρδιά·
μόνο πετάχτηκε κι απλώνει τα δυο του χέρια στους συντρόφους,
αρπάζει δυο μαζί, και καταγής, σάμπως κουτάβια, τους χτυπά.
Ο εγκέφαλός τους λύθηκε, χύθηκε κάτω, μούσκεψε το χώμα,
μετά τους διαμελίζει και με τα μέλη τους στρώνει το δείπνο του·
σάμπως λιοντάρι ορεσίβιο, τους καταβρόχθιζε, τίποτε να μη μείνει
υπόλοιπο· σπλάχνα και σάρκες, κόκαλα και μεδούλι.
Εμείς, θρηνώντας, τα χέρια μας υψώναμε στον Δία,
βλέποντας μπρος στα μάτια μας έργα φριχτά, ανήμποροι
και σαν παραλυμένοι.
Ώσπου ξεχείλισε ο Κύκλωπας τη φουσκωμένη του κοιλιά,
μασώντας κρέας ανθρώπινο και καταπίνοντας άμεικτο γάλα.
Τέλος, ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στη μέση της σπηλιάς,

[ 132 ]
Τά περι Κύκλωπας

ανάμεσα στα πρόβατά του.


Τότε κι εγώ μελέτησα μες στη γενναία ψυχή μου
να τον σιμώσω και, τραβώντας κοφτερό σπαθί αττ' τον μηρό,
να του το μπήξω εκεί στο στήθος, όπου οι φρένες συγκρατούν το σκώτι,
το μέρος ψάχνοντας και με το χέρι· δεύτερη όμως σκέψη με συγκράτησε.
Γιατί κι εμάς φριχτός χαμός θα μας περίμενε επιτόπου·
αφού πώς θα μπορούσαμε από τις θύρες τις ψηλές, και μόνο με τα χέρια μας,
τον λίθο εκείνο τον βαρύ να τον μετακυλίσουμε,
που αυτός είχε προλάβει να τον βάλει;
Γι' αυτό και περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
τότε κι εκείνος άναψε πυρά κι άρμεξε τα καλά του γιδοπρόβατα
όλα με τη σειρά, βάζοντας κάτω από την κάθε μάνα το μικρό της.
Αποτελειώνοντας, μ' όση σπουδή μπορούσε, το έργο της ημέρας,
άρπαξε πάλι δυο συντρόφους, τους έφαγε για πρόγευμα.
Κι όταν απόφαγε, έβγαλε το παχύ κοπάδι του απ' τη σπηλιά,
εύκολα αφαιρώντας τον βράχο της μπασιάς· ύστερα
εύκολα πάλι τον έβαλε στη θέση του, σάμπως και να 'βαζε
το πώμα στη φαρέτρα.
Μετά σφυρίζοντας ξέγνοιαστος ανεβάζει στο βουνό
παχιά τα γιδοπρόβατά του ο Κύκλωπας· όμως κι εγώ απομονωμένος
βυσσοδομούσα το κακό, πώς θα μπορούσα εκδίκηση να πάρω,
αν ήθελε κι η Αθηνά να με δοξάσει.
Κι όπως σκεφτόμουν μόνος μου, αυτή μου φάνηκε η πιο καλή βουλή:
ήταν εκεί του Κύκλωπα κορμός μεγάλος, αφημένος στη μέσα μάντρα,
χλωρός ακόμη, από ξύλο ελιάς· τον είχε κόψει, να τον κάνει ρόπαλο,
όταν στεγνώσει για καλά. Εμείς τον βλέπαμε μπροστά μας,
και φανταστήκαμε κατάρτι σε καράβι μαύρο μ* είκοσι κουπιά,
πες φορτηγό ευρύχωρο, όπως αυτά που σκίζουν το μεγάλο κύμα—
τόσο το μάκρος, τόσο το πάχος του μας φάνηκε πως ήταν.
Τότε πήγα κι εγώ κοντά, κόβω, καμιάν οργιά, ένα κομμάτι,
το παραδίνω στους συντρόφους, τους είπα να το ξεφλουδίσουν
κι αυτοί το 'φτιαξαν λείο· μετά στα χέρια μου το παίρνω εγώ,
το 'ξυσα για να γίνει μυτερό και, πιάνοντάς το από την άκρη,
το βάζω αμέσως στης φωτιάς τη φλόγα, για να σφίξει·
ύστερα το τακτοποιώ καλά, το κρυψα κάτω αη την κοπριά—
ήταν μες στη σπηλιά παντού χυμένη ή μαζεμένη
σε σωρούς μεγάλους και πολλούς.
Συγχρόνως παραγγέλλω κλήρωση στους άλλους μου συντρόφους,
να δείξει ποιος θα το τολμούσε, τον πάσσαλο σηκώνοντας μαζί μου,
να τον σφηνώσουμε στο μάτι του, όταν γλυκός ο ύττνος τον ναρκώσει.
Κι ο κλήρος πέφτει ακριβώς σ' εκείνους που θα τους ήθελα διαλέγοντας

[133]
Ραψωδία ι, 334-408

και μόνος· τέσσερις βγήκαν, μαζί τους λογαριάστηκα πέμπτος εγώ.


Σουρούπωσε, και φτάνει εκείνος οδηγώντας
τα μαλλιαρά βοσκήματά του· τα φέρνει γρήγορα στο μέγα σπήλαιο
παχιά τα γιδοπρόβατά του, ένα προς ένα, όλα, απέξω
ετούτη τη φορά δεν άφησε κανένα· ποιος ξέρει αν κάτι μόνος του
φαντάστηκε ή μήπως ένας θεός τον παρακίνησε για να το κάνει.
Μετά, ψηλά σηκώνοντας τον μέγα βράχο, την είσοδο σφραγίζει
κι ύστερα κάθησε, αρνιά και γίδια αρμέγοντας (εκείνα να βελάζουν)
όλα με τη σειρά, κι έσπρωχνε στην κάθε μάνα το μικρό της.
Τελειώνοντας με τάξη και σπουδή αυτό του το έργο,
αρπάζει πάλι δυο, κι έπιασε να τους τρώει.
Τότε κι εγώ, από πολύ κοντά, προσφώνησα τον Κύκλωπα,
στο χέρι μου κρατώντας μια γαβάθα μαύρο κρασί:
"Κύκλωπα, να, πιες το κρασί, τώρα που χόρτασες κρέας ανθρώπινο·
να δεις και μόνος σου τι θείο ποτό έχει κρυμμένο
το δικό μας το καράβι. Σου το 'φερνα, να κάνουμε σπονδή,
αν μ' ελεούσες κι ήθελες να με στείλεις πίσω στην πατρίδα·
όμως εσένα σε κρατεί μανία ανήκουστη.
Σκληρέ κι απάνθρωπε! Πώς θα τολμούσε και στο μέλλον να 'ρθει
κοντά σου άνθρωπος απ' τους πολλούς που πέρα ζουν;
Όχι, αυτά που κάνεις ξεπερνούν το κάθε μέτρο."
Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς, ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
"Αν είσαι εντάξει, δώσ' μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο,
να το 'χεις να το χαίρεσαι.
Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί
από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία·
όμως αυτό είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ."
Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις,
δεν άφησε σταγόνα, ο άμυαλος.
Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί,
γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
"Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ' όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι."
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
"Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο."

[134]
Τά περι Κύκλωπας

Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό


στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους.
Στο μεταξύ, κρασί και βούκες από κρέας ανθρώπινο
ξερνούσε το λαρύγγι του, ρευόταν άσχημα,
με το κεφάλι του βαρύ απ' το μεθύσι.
Τότε κι εγώ παράχωσα τον πάσσαλο στην πλούσια χόβολη,
ώσπου να πυρωθεί· συγχρόνως στους συντρόφους όλους τούς δίνω
θάρρος με τα λόγια μου, μήπως κανείς τους φοβηθεί και κάνει πίσω.
Κόντευε το παλούκι ελιάς στην πυρωμένη χόβολη
ν' ανάψει—όσο χλωρό κι αν ήταν, έλαμπε τώρα και κοκκίνισε.
Στην ώρα του κι εγώ το τράβηξα απ' την πυρά, το 'φερα πιο κοντά,
κι οι σύντροφοι τριγύρω μου στημένοι—
μεγάλο θάρρος ένας δαίμονας μας είχε εμπνεύσει.
Εκείνοι τότε αδράχνοντας το ελίτικο παλούκι, στην άκρη κιόλας μυτερό,
το χώνουν μες στο μάτι του· κι εγώ, πιασμένος πάνω του,
το στριφογύριζα. Πώς ο τεχνίτης τρυπά με το τρυπάνι του
μαδέρι καραβίσιο· πιάνουν οι άλλοι από κάτω, τραβώντας
τον ιμάντα κι απ' τις δυο μεριές, και το τρυπάνι ασταμάτητο
γυρίζει σαν τρελό· όμοια κι εμείς τον πυρωμένο πάσσαλο γερά κρατώντας
μέσα στο μάτι περιστρέφαμε,
και τον πλημμύριζε τον πάσσαλο καυτό το αίμα.
Όλα του, βλέφαρα, γύρω τα φρύδια, ψήνονταν από τη φλόγα του βολβού
που καίγονταν τρίζαν και τσίριζαν οι ρίζες του ματιού απ' τη φωτιά.
Πώς ο χαλκιάς, για να το φτιάξει, ένα πελέκι ή και σκεπάρνι
το βάφει μες στο κρύο νερό, κι αυτό τσιρίζει ξεκουφαίνοντας,
γιατί έτσι μόνο παίρνει το σίδερο τη δύναμή του· παρόμοια
τσίριζε γύρω απ' το ελίτικο παλούκι και το μάτι του.
Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε
γύρω στην πέτρινη σπηλιά· εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο
παγωμένοι· τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας, όσοι τριγύρω
κατοικούσαν, κι αυτοί μες σε σπηλιές, στις ανεμόδαρτες κορφές.
Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ' αλλού,
κι έμειναν γύρω απ' τη σπηλιά να τον ρωτούν
ποιο πάθος να τον βρήκε:
"Ποιο τέλος πάντων το κακό. Πολύφημε, που σε βαραίνει και βοάς
μέσα στη θεία νύχτα, κι άγρυπνους μας κρατάς;
Μήπως κάποιος θνητός, παρά τη θέλησή σου, άρπαξε το κοπάδι σου;
μήπως και κάποιος θέλησε να σε σκοτώσει με δόλο ή βία;"
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
"Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία."

[135]
Ραψωδία ι, 409-485

Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:


"Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία·
έυχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα."
Μιλώντας, έφυγαν εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευσή μου.
Στο μεταξύ ο Κύκλωπας, πονώντας και στενάζοντας απ' την οδύνη,
ψηλάφησε και με τα χέρια του τη βρήκε, τράβηξε απ' την είσοδο την πέτρα·
ύστερα κάθησε στο πέρασμα μπροστά, τα δυο του χέρια απλώνοντας,
ανίσως και συλλάβει κάποιον, καθώς θα πήγαινε να βγει με το κοπάδι—
περίμενε με το κουτό του το μυαλό πως θα με βρει ανόητο.
Όμως κι εγώ το μελετούσα κιόλας,
το πώς θα πήγαινε το πράγμα στο καλύτερο,
γυρεύοντας τη λύση, από τον θάνατο να σώσω τους συντρόφους μου
κι εμένα. Όλους τους δόλους έκλωθα στον νου μου, την κάθε ιδέα,
βλέποντας πιρ πως είναι ζήτημα ζωής, αφού έπεφτε κακό μεγάλο πάνω μας.
Και ξαφνικά φαντάστηκα, τη βρήκα την καλύτερη βουλή.
Ήταν εκεί κριάρια, καλοθρεμμένα και δασύμαλλα,
ωραία, μεγάλα, με μαλλί σκουρόχρωμο προς το μενεξελί.
Δίχως λοιπόν να κάνω θόρυβο, τα σύνδεσα με λυγαριές καλοστριμμένες
(πάνω τους ξάπλωνε ο τερατώδης Κύκλωπας, άνομος απ' τη φύση του),
συντρία τα 'δεσα. Το μεσιανό φορτώθηκε έναν άντρα·
τα δυο, πηγαίνοντας καθένα τους στο πλάι, έκρυβαν
τους συντρόφους· τρία κριάρια κουβαλούσαν τον καθένα. Όσο για μένα,
υπήρχε ένας κριός μπροστάρης, απ' όλο το κοπάδι ο πιο καλός·
απ' τη δική του ράχη πιάστηκα, τυλίχτηκα στη μαλλιαρή κοιλιά του
κι έμεινα εκεί. Γερά τα χέρια μου κρατώντας στο πυκνό μαλλί του,
ανάστροφος κρεμιόμουν, κάνοντας μεγάλη υπομονή.
Σ' αυτή τη στάση περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, φάνηκε ρόδινη στον ουρανό η Αυγή,
εκείνος τα έβγαλε, για να βοσκήσουν, τα σερνικά του κοπαδιού·
τα θηλυκά, βελάζοντας που δεν τ' αρμέξαν, μείναν στις μάντρες
με τους μαστούς τους σπαργωμένους. Ο αφέντης, τυραννισμένος
από τους φριχτούς του πόνους, όλα τα ψηλαφούσε τα κριάρια του στη ράχη,
κι αυτά ορθωμένα στέκονταν μπροστά του·
δεν συλλογίστηκε ο μωρός ποιοι στα μαλλιαρά τους στήθη ήσαν δεμένοι.
Απ' το κοπάδι τελευταίος πήγαινε ο κριός μπροστάρης
προς το πέρασμα, βαρύς απ' το μαλλί του κι από μένα,
που 'χε συλλάβει ο νους μου τέτοια τέχνη.
Σ' αυτόν τα χέρια του ακουμπώντας, έτσι του μίλησε ο δυνατός Πολύφημος:
"Κριάρι μου καλό, πώς και γιατί απ' όλο το κοπάδι τελευταίο
βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν

[136]
Τά περι Κύκλωπας

ν' ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω· το πρώτο πρώτο ήσουν


από τα γιδοπρόβατά μου που πηλαλώντας έτρεχες να βοσκήσεις
τη λουλουδισμένη χλόη· το πρώτο που έφτανες στου ποταμού το ρέμα·
και πάλι πρώτο γύρευες να γυρίσεις στο μαντρί,
σαν έπεφτε το βράδυ. Κι έγινες τώρα το στερνό και τελευταίο!
Μάλλον θ' αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε
ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε
τον νου με το κρασί, αυτός ο Ούτις—
όχι, μα την αλήθεια, δεν ξέφυγε τον όλεθρό του ακόμη.
Αν να σκεφτείς μπορούσες σαν κι εμένα, μιλιά αν είχες και μιλούσες,
να ομολογήσεις το πού κρύβεται, για να ξεφύγει εκείνος
την οργή μου· τότε, σ' το λέω, θα ράντιζα με τα μυαλά του ολούθε
τη σπηλιά, στο χώμα πάνω θα τον τσάκιζα· λίγο ν' αλάφρωνε η ψυχή μου
απ' το κακό, αυτό που μου 'κανε ο τιποτένιος Ούτις.'^
Έτσι μιλώντας στο κριάρι του, τ' άφησε να τον προσπεράσει.
Τότε κι εμείς, μόλις λιγάκι πιο μακριά βρεθήκαμε
απ' τη σπηλιά και την αυλή, λύθηκα πρώτος από τον κριό,
λύνω μετά και τους συντρόφους.
Όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, τρέχαμε πίσω απ' τα λιγνόποδα βοσκήματα,
θρεμμένα ωστόσο από το πάχος, στρέφοντας συνεχώς το μάτι μας
τριγύρω, ώσπου επιτέλους φτάσαμε στο πλοίο.
Εκεί μας είδαν οι καλοί συντρόφοι με αγαλλίαση,
εμάς που τον ξεφύγαμε τον θάνατο· στέναζαν όμως και θρηνούσαν
για τους άλλους. Κι όμως εγώ, κάνοντας νεύμα στον καθένα,
έδειξα πως δεν πρέπει να θρηνούν προστάζοντας,
μόλις φορτώσουν τα πολλά καλόμαλλα βοσκήματα στο πλοίο,
να ξανοιχτούμε ευθύς στην αλμυρή τη θάλασσα.
Εκείνοι ανέβηκαν αμέσως, κάθησαν στα ζυγά και, καθισμένοι στη σειρά,
με τα κουπιά χτυπούσαν την αφρισμένη θάλασσα.
Πήραμε κάποια απόσταση, τόση ωστόσο που ν' ακούγεται η φωνή,
κι εγώ φώναξα τότε προς τον Κύκλωπα χλευάζοντας:
"Κύκλωπα, δεν σου έμελλε να πέσεις σε δειλό αρχηγό,
που πήγες κι έφαγες στη θολωτή σπηλιά σου τους συντρόφους του
μ' άγρια βία· έπρεπε να πληρώσεις με το παραπάνω τα τόσα
ανόσια έργα σου. Άσπλαχνε εσύ, που δεν φοβήθηκες, μέσα στο σπίτι σου,
τους ξένους να καταβροχθίσεις· γι' αυτό και σε τιμώρησαν
ο Δίας κι οι θεοί."
Έτσι του μίλησα, κι αυτός χολώθηκε μέσα του πιο πολύ.
Κόβει λοιπόν μια κορυφή ψηλού βουνού και πάνω μας τη ρίχνει·
ο βράχος έπεσε μπροστά απ' το καράβι με τη γαλάζια πλώρη,
ακόμη λίγο και θα σύντριβε του τιμονιού την άκρη.
Φουρτούνιασε στο πέσιμο του βράχου η θάλασσα, το κύμα

[137]
Ραψωδία 4^5-560

αγρίεψε και πίσω γύρισε απ' τ' ανοιχτά, το πλοίο παρασύροντας


προς τη στεριά—πήγαμε να καθήσουμε στην άμμο.
Όμως εγώ, στα χέρια πιάνοντας μακρύ κοντάρι,
έσπρωξα πάλι το καράβι προς τα μέσα· συγχρόνως φώναξα στους συντρόφους,
τους παραγγέλλω στα κουπιά να πέσουν, για να γλιτώσουμε απ' το κακό—
κουνώντας το κεφάλι μου τους έδινα ρυθμό
κι αυτοί σκυμμένοι στα κουπιά κωπηλατούσαν.
Όταν πια σχίζοντας το κύμα βρεθήκαμε σ' απόσταση από την ακτή,
πες δυο φορές μακρύτερα απ' ό,τι πριν, θέλησα πάλι
να στραφώ στον Κύκλωπα, μόλο που γύρω μου οι σύντροφοι μου γύρευαν
πώς θα με συγκρατήσουν με λόγια μαλακά, καθένας από μέρους του:
"Σκληρέ κι αλύγιστε, τι σ' έπιασε και προκαλείς ένα θεριό,
που τώρα μόλις, ρίχνοντας βράχο στ' ανοιχτά,
έφερε πίσω το καράβι στη στεριά, κι είπαμε έφτασε το τέλος!
Αν κάποιος πάλι του μιλούσε δυνατά, αν άκουγε εκείνος τη φωνή του,
σίγουρα θα μας τσάκιζε όλων τις κεφαλές, θα σύντριβε τα καραβίσια ξύλα,
ρίχνοντας πάνω μας βράχο τραχύ και μυτερό,
αφού μπορεί ακόμη να μας φτάσει."
Έτσι μου μίλησαν όμως δεν μπόρεσαν ν' αλλάξουν το περήφανό μου θάρρος.
Γυρνώντας τότε προς το μέρος του, φώναξα εγώ πνιγμένος στον θυμό:
"Κύκλωπα, αν κάποιος κάποτε απ' τους θνητούς ανθρώπους
ρωτήσει ποιος σου χάλασε το μάτι, ποιος σε τύφλωσε,
να πεις: «Ο Οδυσσεύς μού το 'βγαλε, ο πορθητής,
γιος του Λαέρτη, που έχει το σπιτικό του στην Ιθάκη.»"
Ακούγοντας τον λόγο μου, βαριά αναστέναξε μιλώντας:
."Αλίμονό μου, να λοιπόν που τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν
ήτανε κάποτε στα μέρη μας ένας σπουδαίος και μεγάλος μάντης,
ο Ευρυμίδης Τήλεμος, με μαντοσύνη προικισμένος,
ως τα βαθιά του τα γεράματα μαντεύοντας στους Κύκλωπες.
Αυτός τα πάντα μού προφήτευε όσα στο μέλλον θα συμβούν,
πως θα χαθεί το φως μου από το χέρι κάποιου Οδυσσέα.
Χρόνια περίμενα έναν άντρα μέγα κι όμορφο
να φτάσει εδώ, που να 'χει πάνω του αντρεία μεγάλη·
μα τώρα κάποιος αχαμνός, ασήμαντος και λίγος,
μου χάλασε το μάτι, αφού πρώτα με νάρκωσε με το κρασί του.
Αλλά, Οδυσσέα, έλα, κόπιασε εδώ, να πάρεις
το δώρο σου φιλόξενο· από τον ξακουσμένο Κοσμοσείστη θα γυρέψω
την επιστροφή σου. Είμαι δικός του γιος, κι αυτός το δέχεται
πως είναι ο πατέρας μου. Ο ίδιος μόνο, αν το θελήσει, μπορεί
να με γιατρέψει· άλλος κανείς απ' τους μακάριους θεούς
μήτε κι απ' τους θνητούς ανθρώπους."
Τελειώνοντας αυτός τον λόγο του, εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:

[ 138 ]
Τά περι Κύκλωπας

"Αμποτε να μπορούσα να κόψω για καλά και τη ζωή και την πνοή σου,
κι έτσι τυφλό στον κάτω κόσμο να σε στείλω·
γιατί το μάτι σου κανείς δεν θα γιατρέψει, καν ο Κοσμοσείστης."
Έτσι του μίλησα, κι αυτός, υψώνοντας τα χέρια στον έναστρο ουρανό,
ευχήθηκε στον μέγα Ποσειδώνα:
"Επάκουσέ με, Ποσειδών με την κατάμαυρή σου κόμη, εσύ κρατάς
τη γη στα χέρια σου· δώσε ποτέ να μη γυρίσει στην πατρίδα του
ο πορθητής της Τροίας Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, που έχει
το σπιτικό του στην Ιθάκη.
Αν όμως είναι το γραφτό του να δει δικούς, να φτάσει
στο καλοχτισμένο σπιτικό του και να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
τότε να επιστρέψει αργά, χάνοντας πρώτα όλους τους συντρόφους,
πάνω σε ξενικό καράβι, και μες στο σπίτι του να βρει
καινούργια πάθη."
Έτσι μιλώντας προσευχήθηκε, και τον συνάκουσε ο θεός
με την κατάμαυρή του χαίτη. Οπότε πάλι ο Κύκλωπας
σήκωσε τώρα βράχο μεγαλύτερο, τον στριφογύρισε με δύναμη ασυγκράτητη,
μετά τον άφησε να φύγει* έπεσε ο βράχος λίγο πιο πίσω
από τη βαθυγάλαζη πλώρη του καραβιού, κόντεψε να συντρίψει
του τιμονιού την άκρη.
Η πέτρα πέφτοντας, φουρτούνιασε τη θάλασσα· το κύμα
μας παρέσυρε μπροστά· μας έσπρωξε προς την αντικρινή στεριά.
Στο τέλος όμως φτάσαμε το νησί όπου και τ' άλλα τα πλεούμενα,
γερές κουβέρτες, όλα μαζί περίμεναν και γύρω οι σύντροφοι,
πάνω τους καθισμένοι, μας θρηνούσαν, τον ερχομό μας
καρτερώντας ώρα την ώρα.
Μόλις αράξαμε, τραβάμε το καράβι μας στην άμμο
και βγήκαμε στο ακροθαλάσσι πρώτοι.
Ύστερα βγάλαμε απ' το βαθύ καράβι γίδια και πρόβατα του Κύκλωπα,
και τα μοιράσαμε σωστά, κανείς μη φύγει αδικημένος από τη μοιρασιά.
Για μένα μόνο ξεχωρίζουν οι καλοί μου εταίροι
ένα κριάρι χάρισμα από τα πρόβατα που μοίρασαν. Αυτό στην αμμουδιά
το σφάζω, θυσία στον Κρονίδη Δία, που τον σκεπάζουν μαύρα νέφη,
κύριο των πάντων, κι έκαψα τα μεριά· όμως δεν δέχτηκε ο θεός
την ιερή μου προσφορά, μόνο μουρμούριζε και συλλογιόταν πώς
να χαθούν όλα τα καλοκούβερτα καράβια, να αφανιστούν
οι τιμημένοι σύντροφοί μου.
Τότε λοιπόν όλη τη μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,
μείναμε εκεί, να τρώμε κρέας άφθονο, να πίνουμε γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έπεσε στη δύση και το σκοτάδι απλώθηκε παντού,
γείραμε πια να κοιμηθούμε στο ακρογιάλι.
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,

[139]
Ραψωδία ι, 561-5^6

παρακινώ και παραγγέλλω οι σύντροφοι στα πλοία


ν' ανέβουν και να λύσουν τις πρυμάτσες.
Εκείνοι υπάκουσαν κι ανέβηκαν, κάθησαν στα ζυγά και, καθισμένοι
στη σειρά, με τα κουπιά χτυπούσαν την αφρισμένη θάλασσα.
Πήραμε τότε να ανοιχτούμε, με την ψυχή περίλυπη,
χαρούμενοι που δεν μας βρήκε ο χάρος, χάνοντας όμως
τους καλούς συντρόφους.

140
Άλκίνον άπόλογοι: Τά περί Αίολον, Λαιστρνγόνας και Κίρκην

ΤΗς Αιολίαςτο νησί βρεθήκαμε- το κατοικούσε

Σ ο Αίολος, ο Ιπποτίδης, ευνοημένος των αθάνατων θεών.


Πλωτό νησί, όλο το τείχος γύρω χάλκινο, ακατάλυτο,
κι ανηφορίζει ο βράχος κατακόρυφος.
Από τον Αίολο γεννήθηκαν στο σπιτικό του δώδεκα παιδιά,
έξι οι θυγατέρες, έξι οι γιοι· φτάνοντας στην ακμή της νιότης,
τις έδωσε τις θυγατέρες του ο Αίολος στους γιους του.
Ζούνε μαζί, πλάι στον καλό πατέρα, στη σεμνή τους μάνα,
τρώγοντας πίνοντας, κι έχουν μπροστά τους τις τροφές αμέτρητες.
Το αρχοντικό μυρίζει κνίσα, όλη τη μέρα αντιλαλεί η μουσική
του αυλού· τις νύχτες πάλι πέφτουν να κοιμηθούν
καθένας με τη νόμιμη γυναίκα του, σε στρώμα μαλακό,
σε κλίνες τρυπητές.
Σ' αυτή λοιπόν την τειχισμένη πόλη φτάσαμε και στο ωραίο
παλάτι· όπου με φιλοξένησε ένα φεγγάρι ολόκληρο, και με ρωτούσε ο Αίολος,
να μάθει τι έγινε στο Ίλιο, με των Αργείων τα πλοία,
τον γυρισμό των Αχαιών κι εγώ του διηγήθηκα τα πάντα,
όλα με τη σειρά.
Όμως κι αυτός, όταν του ζήτησα τον δρόμο να μου δείξει,
να με ξεπροβοδίσει, δεν πρόβαλε καμιάν αντίρρηση·
ετοίμασε την αναχώρησή μου.
Μου δίνει έναν ασκό, γδέρνοντας δέρμα από βόδι εννιάχρονο,
κι έδεσε εκεί τους δρόμους των ανέμων που λυσσομανούν
γιατί τον είχε ορίσει ταμία των ανέμων ο Κρονίδης,
να τους κοιμίζει ή και να τους ξυτινά, όποιον εκείνος ήθελε.
Μέσα στο βαθουλό καράβι τον ασκό κομπόδεσε με σπάγγο
λαμπερό, ασημένιο* να μην μπορεί, έστω και λίγο, από κάπου
να φυσήξει- άφησε μόνο του ζεφύρου την πνοή πίσω μου
να φυσά, για να μας ταξιδεύει, τα πλεούμενα κι εμάς. Όμως δεν έμελλε
το έργο του να συντελέσει· πήγαμε μόνοι στον χαμό,
από δική μας αφροσύνη.
Μέρες εννιά αρμενίζαμε, δίχως ανάπαυλα, νύχτα και μέρα,
ώσπου τη δέκατη ττήρε να φαίνεται η πατρική μας γη,
βλέπαμε τις πυρές ν' ανάβουν μπρος στα μάτια μας. Αλλά με συνεπήρε
ύπνος γλυκύς εμένα· από τον κάματο,

( 141 ]
Ραψωδία κ, 32-107

γιατί στιγμή δεν άφησα του καραβιού τη σκότα από το χέρι,


δεν την παρέδωσα σε κάποιον άλλο εταίρο· από λαχτάρα,
μιαν ώρα αρχύτερα να φτάσουμε στην πατρική μας γη.
Τότε κι οι σύντροφοι αρχίζουν ν' αγορεύουν, να ανταλλάσσουν
λόγια· είπαν πως κουβαλούσα εγώ χρυσό κι ασήμι για το σπίτι,
δώρα που μου τα χάρισε ο Ιπποτίδης Αίολος, με τη μεγάλη του καρδιά.
Και κάπως έτσι, με λοξές ματιές, μιλούσαν μεταξύ τους:
"Πάει πολύ· κοίτα που γίνεται αυτός αμέσως φίλος, τον τιμούν
οι πάντες, σ' όποιου την πόλη και τη χώρα φτάσει.
Φέρνει κιόλας πολλά κι ωραία κειμήλια από της Τροίας
τη λεία· κι όμως εμείς, έχοντας πίσω μας τον ίδιο δρόμο,
πάμε στο σπίτι μας μ' άδεια τα χέρια.
Τώρα ξανά, να της φιλίας τα δώρα, τα χαρισμένα από τον Αίολο·
όμως δεν γίνεται άλλο, πρέπει να δούμε εδώ τι κρύβεται,
πόσο χρυσάφι, πόσο ασήμι μέσα του έχει ο ασκός αυτός."
Με τέτοια λόγια μεταξύ τους, νίκησε των συντρόφων η κακή βουλή,
κι έλυσαν τον ασκό· αμέσως έξω σκορπιστήκαν όλοι οι αγέρηδες,
κι αυτούς, θρηνώντας, τους αρπάζει η θύελλα, τους έφερε βαθιά στο πέλαγο,
τόσο μακριά από την πατρική μας γη. Απότομα ξυπνώντας
τότε εγώ, παρ' όλο μου το θάρρος, για λίγο ταλαντεύθηκα:
ν' αφήσω το καράβι πέφτοντας στο πέλαγος για να πνιγώ;
να κάνω αμίλητος υπομονή για να απομείνω ζωντανός;
Διάλεξα την υπομονή, κι έμεινα εκεί· ως το κεφάλι καλυμμένος,
κούρνιασα στο πλοίο· και τα πλεούμενα στο μεταξύ, στο έλεος
μιας θύελλας φριχτής, βρέθηκαν κάποτε ξανά στης Αιολίας
το νησί, με τους συντρόφους να στενάζουνε βαριά.
Ευθύς βγήκαμε στη στεριά, τραβήξαμε νερό, κι οι σύντροφοί μου
ετοίμασαν το δείπνο, πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν χορτάσαμε από φαΐ κι από πιοτό,
τότε κι εγώ, μ' ένα μου σύντροφο και συνοδό τον κήρυκα,
κίνησα για το φημισμένο σπιτικό του Αιόλου· τον πέτυχα
πάνω στο δείπνο, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Στο σπίτι φτάνοντας, μείναμε καθισμένοι στο κατώφλι,
στις παραστάδες πλάι· κι αυτοί κατάπληκτοι πήραν να μας ρωτούν:
"Πώς και γιατί ξανά, Οδυσσέα, στα μέρη μας; ποιος δαίμονας
κακός σε κυνηγά; μόλο που εμείς φροντίσαμε καλά την αναχώρησή σου,
για να μπορείς να φτάσεις στην πατρίδα σου, στο σπίτι
που ήθελε η \|/υχή σου.^'
Έτσι μου μίλησαν κι εγώ αποκρίθηκα με την καρδιά βαριά:
"Μ' έβλαψαν οι κακοί μου εταίροι, ακόμη ο ύπνος
ο φριχτός· αλλά, καλοί μου, το κακό γιατρέψτε, είναι στο χέρι σας."
Τους μίλησα με λόγια μαλακά, για να τους συγκινήσω,

[142]
Τά περί Αΐολον και Λαιστρνγόνας

εκείνοι όμως δεν έβγαζαν μιλιά,


ώσπου ο πατέρας τους πήρε τον λόγο κι είπε:
"Έξω από το νησί μου γρήγορα, όνειδος της ζωής εσύ!
Το δίκιο δεν μ' αφήνει εμένα μήτε να δέχομαι μήτε να προβοδώ
άνθρωπο που τον μίσησαν οι αθάνατοι θεοί.
Τσακίσου τώρα από δω, που πάτησες το σπίτι μου, εσύ το μίσος των θεών/'
Έτσι μιλώντας, μ' έδιωξε απ' το σπίτι του, κι εγώ στενάζοντας βαριά.
Φεύγοντας από κει, στο πέλαγο ανοιχτήκαμε,
με την ψυχή μας βουρκωμένη·
οι άντρες αποθαρρυμένοι κωπηλατούσαν και πονούσαν—
δικό μας κρίμα, που κανένας δεν φαινόταν στον ορίζοντα
δρόμος επιστροφής.
Έξι μερόνυχτα αρμενίσαμε, δίχως ανάπαυλα, νύχτα και μέρα·
την έβδομη βρεθήκαμε στο απόκρημνο κάστρο του Λάμου,
μπρος στο Τηλέπυλο της Λαιστρυγόνας· όπου βοσκός
φωνάζει τον βοσκό επιστρέφοντας, και του αποκρίνεται άλλος
βοσκός που τώρα μόλις βγαίνει.
Γιατί σ' αυτό το μέρος κάποιος θα μπορούσε,
μένοντας ξάγρυπνος, να παίρνει δυο μισθούς· τον ένα
σαν βουκόλος, τον άλλο βόσκοντας τα γιδοπρόβατα λευκά—
εδώ δρόμοι της νύχτας και της μέρας συνορεύουν.
Μπήκαμε τότε σε λιμάνι εξαίσιο, που το κυκλώνουν κι απ' τις δυο μεριές
οι βράχοι, από τη μια ως την άλλην άκρη· προβάλλουν κι αντικρίζονται
δυο κάβοι στου λιμανιού το στόμα, αφήνοντας στενή μπασιά.
Οι άλλοι όλοι τότε αγκυροβόλησαν εκεί, δένοντας
τα κυρτά καράβια τους στο κοίλο και βαθύ λιμάνι, το ένα
με τ' άλλο κολλητά· όπου δεν έβλεπες να κυματίζει κύμα μεγάλο
ή και μικρό—ολόγυρα βασίλευε λευκή γαλήνη.
Μόνος εγώ το κράτησα το μαύρο μου καράβι απέξω,
στην άκρην άκρη το 'δεσα με παλαμάρια σ' ένα βράχο.
Ύστερα ανέβηκα σ' απόκρημνη σκοπιά να δω:
τίποτε γύρω μου δεν φαίνονταν, έργα από βόδια κι από ανθρώπους·
είδαμε όμως ν' ανεβαίνει ψηλά από τη γη καπνός.
Τότε κι εγώ αποφάσισα να στείλω κάποιους από τους συντρόφους, αν ίσως
μάθουν τι σόι ανθρώποι κατοικούν αυτή τη γη και τρων ψωμί.
Ξεχώρισα λοιπόν από τους άντρες δυο
και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Οι τρεις τους βρέθηκαν να περπατούν στον ίσιο δρόμο,
όπου τα αμάξια στην πόλη κατεβάζουν ξύλα χλωρά από τα ψηλά βουνά.
Μπροστά στην πόλη συναπάντησαν μια κόρη που έβγαζε νερό·
ήταν η άξια θυγατέρα του Λαιστρυγόνιου Αντιφάτη.
Είχε κατέβει στην πηγή που τρέχει γάργαρη,

[143]
Ραψωδία κ 108-179

την Αρτακία, απ* όπου αντλούσαν κι έφερναν νερό στην πόλη.


Στάθηκαν δίπλα της και την προσφώνησαν, ρωτώντας
ποιος είναι εδώ ο βασιλιάς, ποιους κυβερνά.
Πρόθυμα εκείνη τους εξήγησε,
δείχνοντας ψηλόστεγο το σπίτι του πατέρα της.
Αυτοί, όταν στο φημισμένο εκείνο μπήκαν σπιτικό,
βρήκαν μπροστά τους μια γυναίκα τέρας, ψηλή σαν την κορφή βουνού,
κι ένιωσαν φρίκη,
Μόλις τους είδε, φώναζε, καλώντας τον από την αγορά, τον άντρα της,
τον Αντιφάτη, αυτόν που ευθύς μελέτησε τον μαύρο χαλασμό τους·
άρπαξε κι έφαγε μεμιάς τον ένα απ' τους συντρόφους,
ενώ οι άλλοι δυο τού ξέφυγαν κι έτρεξαν στα καράβια.
Τότε κι εκείνος σέρνει φωνή μεγάλη, να τον ακούσει η πόλη όλη·
αυτοί τον άκουσαν και καταφθάνουν, καθένας κι απ' αλλού,
οι Λαιστρυγόνες ακατάλυτοι, μυριάδες, δεν έμοιαζαν μ' ανθρώπους,
φάνταζαν μάλλον Γίγαντες.
Τότε, ξηλώνοντας από τους βράχους πέτρες ασήκωτες για τους θνητούς,
τις ρίχνουν καταπάνω τους, κι έγινε σάλος, πάταγος στα πλοία·
οι άντρες να αφανίζονται, καράβια να τσακίζονται,
κι εκείνοι σαν ψάρια τούς καμάκωναν, για το απαίσιο γεύμα.
Όσο μες στο βαθύ λιμάνι τούς αφάνιζαν, εγώ τραβώ το κοφτερό σπαθί
απ' τον μηρό μου κι έκοψα τα σχοινιά του καραβιού μου με τη μαύρη πλώρη.
Συγχρόνως παρακινώ και παραγγέλλω στους συντρόφους μου
αμέσως να πέσουν στα κουπιά, για να γλιτώσουμε τον όλεθρο.
Υπάκουσαν, και σήκωσαν με τα κουπιά τους τον αφρό της θάλασσας
ψηλά, από τον φόβο του χαμού.
Έτσι, ευτύχησε κι ανοίχτηκε στο πέλαγο, ανάμεσα από βράχια
κρεμασμένα, μόνο του το δικό μου το καράβι· όλα τα υπόλοιπα
εκεί αφανίστηκαν και πάνε.
Πήραμε τότε να ανοιχτούμε με ψυχή περίλυπη,
χαρούμενοι που δεν μας βρήκε ο χάρος,
χάνοντας όμως τους καλούς συντρόφους.
Κάποτε φτάσαμε σ' ένα νησί, την Αία, το κατοικούσε η Κίρκη,
δαιμονική θεά, ωραίες πλεξούδες, ανθρώπινη μιλιά,
αυταδελφή του Αιήτη, που ο νους του πάντα στο κακό.
Ήταν κι οι δυο τους γεννημένοι από τον Ήλιο, οπού χαρίζει
στους θνητούς το φως· μάνα τους είχανε την Πέρση,
του Ωκεανού τη θυγατέρα.
Εκεί με το καράβι στο ακρογιάλι αράξαμε, ψάχνοντας σιωπηλοί
λιμάνι σίγουρο· ένας θεός μάς ηγεμόνευε.
. Βγαίνοντας στη στεριά, δυο μέρες και δυο νύχτες πέσαμε εξοντωμένοι,
από τον κάματο κι από τον πόνο που έτρωγε τα σπλάχνα μας.

[ 144 ]
Τά περί Λαιστρνγόνας και Κίρκην

Ώσπου η Αυγή καλλίκομη ξημέρωσε την τρίτη μέρα· τότε κι εγώ


πιάνω με το 'να χέρι μου το δόρυ, με τ' άλλο κοφτερό σπαθί,
κι αφήνοντας το πλοίο πίσω μου, γύρεψα ξάγναντο,
μήπως και δω χωράφι δουλεμένο, ακούσω ανθρώπινη φωνή.
Εκεί ανεβασμένος, στήθηκα σε βίγλα απόκρημνη, όπου
μου φάνηκε πως είδα να ψηλώνει από την απλωμένη γη καπνός·
ήταν της Κίρκης το παλάτι, σε δάση ανάμεσα και σε πυκνούς δρυμούς.
Για λίγο τότε ταλαντεύθηκα στον νου και στην ψυχή μου,
αν έπρεπε να προχωρήσω, να εντοπίσω τον καπνό της φλόγας που έβλεπα.
Κι όπως το σκέφτηκα, αυτό μου φάνηκε καλύτερο:
γυρίζοντας και πάλι πίσω στον γιαλό, στο γρήγορο καράβι,
πρώτα να δώσω στους συντρόφους μου να φάνε,
μετά να στείλω κάποιους, να μάθουν περισσότερα.
Και προχωρώντας, κόντευα πια να φτάσω το αμφίκυρτό μας πλοίο, όταν
ένας θεός λυπήθηκε την τόση μοναξιά μου, κι έφερε
στον δρόμο μου ένα μεγάλο ελάφι· με τα ψηλά του κέρατα κατέβαινε
στον ποταμό, αφήνοντας τον τόπο της βοσκής του μες στα δάση,
να πιει νερό, γιατί το τυραννούσε ο πυρωμένος ήλιος.
Κι όπως το είδα εκεί μπροστά μου, το χτύπησα πισώπλατα, καταμεσής
στο ραχοκόκαλο· το χάλκινό μου δόρυ πέρασε το σώμα και βγήκε
αντίκρυ· το ελάφι βόγγηξε, σωριάστηκε στη σκόνη
κι αυτοστιγμεί ξεψύχησε.
Τότε κι εγώ, πατώντας πάνω του, το χάλκινο κοντάρι τράβηξα
απ' την πληγή και το άφησα γερτό στο χώμα· ύστερα σπάζω
κλωνάρια λυγαριάς, τα 'πλεξα μεταξύ τους,
σχοινί καλοστριμμένο κι απ' τις δυο μεριές, κοντά μια οργιά,
και δένοντας σφιχτά τα δυο του πόδια φορτώθηκα
στον σβέρκο μου το αγρίμι φοβερό.
Και φορτωμένος έτσι, τον δρόμο πήρα κατεβαίνοντας
στο μαύρο μας καράβι, έχοντας στήριγμα το δόρυ μου,
γιατί δεν ήταν τρόπος, μόνο με το 'να χέρι, στον ώμο μου να συγκρατώ
τόσο μεγάλο θήραμα.
Τέλος, το απόθεσα εκεί μπροστά στο πλοίο κι αμέσως
τους συντρόφους σίμωσα, μιλώντας στον καθένα χωριστά
με λόγια μαλακά, να αναθαρρήσουν:
"Όχι, καλοί μου φίλοι, κι αν μας βαραίνει τόση λύπη, δεν πρέπει ακόμη
να βουλιάξουμε στα βάθη του Άδη, προτού μας βρει
της μοίρας μας η μαύρη μέρα.
Εμπρός λοιπόν, όσο υπάρχει σ' αυτό το γρήγορο καράβι βρώση και πόση,
ας θυμηθούμε το φαΐ, να μη μας βασανίζει κι άλλο η πείνα."
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι πρόθυμα υπάκουσαν στα λόγια μου·
ξέσκεποι τώρα, στο περιγιάλι της ατρύγητης θαλάσσης,

[145]
Ραψωδία κ, 180-255

το ελάφι θαύμαζαν, τόσο μεγάλο αγρίμι που ήταν.


Κι όταν με τη θωριά του ευφράνθηκαν τα μάτια τους,
απόνιψαν τα χέρια τους κι ετοίμασαν το έξοχο γεύμα.
Όλη τη μέρα, ωσότου δύσει ο ήλιος για καλά,
μείναμε εκεί τρώγοντας πίνοντας άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Και μόνο όταν, βασιλεύοντας ο ήλιος, έπεσε γύρω μας σκοτάδι,
να κοιμηθούμε πήγαμε στης θάλασσας το περιγιάλι.
Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
τότε κι εγώ συγκάλεσα τη σύναξη, κι ανάμεσό τους σ' όλους μίλησα:
"Ακούστε, σύντροφοι, τα λόγια μου, κι ας σας βαραίνουν τόσα πάθη·
καλοί μου φίλοι, εδώ δεν ξέρουμε πού σκοτεινιάζει και πού φέγγει,
το πού ο φωτοδότης ήλιος δύει κάτω από τη γη, το πού ανατέλλει·
πρέπει λοιπόν, και γρήγορα, να το σκεφτούμε.
Μπορεί και να μας έλθει τώρα η έμπνευση·
εμένα ο νους μου πάντως σταματά.
Γιατί, ανεβαίνοντας σε βίγλα απόκρημνη, είδα τριγύρω
ένα νησί, στεφανωμένο από πελάγη ατέρμονα·
έτσι απλωμένο, μοιάζει χαμηλό· κάπου στη μέση πήραν
τα μάτια μου καπνό, σε δάση ανάμεσα και σε πυκνούς δρυμούς.**
Ακούγοντας τα λόγια μου, ραγίστηκε η καρδιά τους·
θυμήθηκαν τα πάθη τους στη Λαιστρυγόνα από τον Αντιφάτη,
του Κύκλωπα τη βία, βάναυση δύναμη ενός ανθρωποφάγου,
και ξέσπασαν σε θρήνο οξύ, έτρεχε ποταμός το δάκρυ·
αλλά δεν έβγαινε κανένα κέρδος με το τόσο κλάμα.
Τότε κι εγώ, μοιράζοντας στα δυο τους οπλισμένους μου συντρόφους,
τους μέτρησα, κι έβαλα και στις δύο ομάδες αρχηγό·
στην πρώτη ήμουν αρχηγός εγώ, στην άλλη ο Ευρύλοχος, ωραίος σαν θεός.
Αμέσως κλήρους ρίξαμε σε κράνος χάλκινο, κι όπως το ανακινήσαμε,
έξω πετάχτηκε ο λαχνός του μεγαλόκαρδου Ευρυλόχου.
Ο Ευρύλοχος βγήκε μπροστά, κι ακολουθούσαν είκοσι δύο εταίροι
κλαίγοντας· κι εμάς όμως μας άφησαν πίσω τους να θρηνούμε.
Βρέθηκαν τότε, μέσα από τις κοιλάδες, στης Κίρκης το παλάτι,
χτισμένο με πελεκητά λιθάρια, σε μέρος φυλαγμένο
που να βλέπει ολόγυρα.
Τους συναπάντησαν εκεί λύκοι ορεσίβιοι, λιοντάρια,
που ήσαν γητεμένα από την ίδια, με τα φαρμακερά βοτάνια που τους έδινε.
Γι' αυτό δεν όρμησαν πάνω στους άντρες· μόνο σηκώθηκαν
και πήραν να κουνούν τις μακριές ουρές τους.
Πώς γύρω από τον κύρη τους που φτάνει από τραπέζι
μαζεύονται οι σκύλοι του κουνώντας την ουρά τους,
γιατί κάθε φορά κάτι καλό τούς φέρνει να το μασουλήσουν
έτσι κι αυτούς λύκοι με νύχια κοφτερά και τα λιοντάρια

[ 146 ]
Τά ηερί Κίρκην

τους τριγύρισαν με την ουρά σεινάμενη· εκείνοι ωστόσο


τρόμαξαν από τα τρομερά θεριά που είδαν μπροστά τους.
Έντρομοι στάθηκαν στα πρόθυρα της καλλιπλόκαμης θεάς,
της Κίρκης, που την ακούν μέσα να τραγουδά
με την ωραία φωνή της· πήγαινε κι έρχονταν υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, αθάνατο, όπως εκείνα τα έργα που οι θεές υφαίνουν
αραχνοΰφαντα και λαμπερά, χαριτωμένα.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο Πολίτης, τους μίλησε σαν αρχηγός—
ήταν ο αγαπημένος σύντροφός μου, έμπιστος κι έντιμος πολύ:
"Καλοί μου φίλοι, κάποια εκεί μέσα πάει κι έρχεται, υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, κι όπως ωραία τραγουδά, ο αντίλαλος σηκώνεται
παντού στο σπίτι· ίσως θεά, ίσως θνητή, είναι καιρός κι εμείς
να τη φωνάξουμε."
Μιλώντας έτσι, τους έπεισε φωνάζοντας να την καλέσουν,
και τότε η Κίρκη, ανοίγοντας θυρόφυλλα λαμπρά, πρόβαλε
και τους προσκαλούσε· ανυποψίαστοι όλοι την ακολούθησαν,
μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε πίσω, γιατί φαντάστηκε τι δόλος κρύβεται.
Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά·
αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου,
τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό, και μέσα εκεί ανακάτεψε
φαρμακερά βοτάνια, να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα.
Κι όπως τους έδωσε να πιουν, το ήπιαν όλο· τότε τους χτύπησε
με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι.
Αλλάζοντας, είχαν κεφάλι τώρα γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα
και τρίχες· ο νους τους μόνο έμεινε όπως και πρώτα στέρεος.
Αποκλεισμένοι εκεί θρηνούσαν πάνω στην ώρα η Κίρκη
τους ρίχνει πρίνους, βαλανίδια και καρπούς κρανιάς, να φαν
όπως τα χαμοκύλιστα γουρούνια.
Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος γύρισε πίσω με σπουδή στο μαύρο
γρήγορο καράβι, να πει την είδηση για τους συντρόφους, τι τρομερό
κακό τούς βρήκε. Όμως δεν μπόρεσε να ξεστομίσει λέξη,
μόλο που προσπαθούσε· ένιωθε την ψυχή του λαβωμένη
απ' τον μεγάλο πόνο, τα μάτια του πλημμυρισμένα από τα δάκρυα,
ήθελε να ξεσπάσει σε θρήνο γοερό.
Κι όταν εμείς όλοι μαζί, κατάπληκτοι, επίμονα ρωτούσαμε
το τι συμβαίνει, τότε επιτέλους ανιστόρησε
τον όλεθρο των άλλων μας συντρόφων:
"Κινήσαμε, όπως πρόσταξες, μέσα στα δάση, Οδυσσέα λαμπρέ,
και στις κοιλάδες βρήκαμε το αρχοντικό ωραίο, χτισμένο
με πελεκημένες πέτρες, σε μέρος φυλαγμένο, να βλέπει ολόγυρα.
Εκεί πηγαινοέρχονταν κάποια γυναίκα υφαίνοντας φαντό μεγάλο,
που τραγουδούσε με τη δυνατή φωνή της—ίσως θεά, ίσως θνητή.

[ΐ47ΐ
Ραψωδία κ, 255-326

Αυτοί πήραν να τη φωνάζουν, κι όπως την κάλεσαν, εκείνη


αμέσως έξω πρόβαλε, ανοίγοντας θυρόφυλλα που λάμπουν,
και τους προσκάλεσε. Τότε λοιπόν, όλοι μαζί κι ανυποψίαστοι,
την ακολούθησαν μόνος μου έμεινα πιο πίσω εγώ, γιατί φαντάστηκα
τι δόλος κρύβεται. Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν οι πάντες, κανείς
δεν έλεγε να εμφανιστεί, παρότι εγώ ώρα πολλή κάθησα εκεί,
προσμένοντας μήπως φανούν."
Μόλις τον λόγο του αποτέλειωσε, ευθύς κι εγώ πέρασα το σπαθί μου,
με τ' ασημένια του καρφιά, γύρω στους ώμους, μέγα, χάλκινο,
φόρεσα και το τόξο μου, κι έδωσα αμέσως εντολή να μπει ο Ευρύλοχος
μπροστά, στον δρόμο μου οδηγός.
Εκείνος όμως, πιασμένος με τα δύο του χέρια από τα γόνατά μου,
ολοφυρόμενος παρακαλούσε, κι έτσι μου μίλησε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Μην επιμένεις, άθελά μου, να με πας εκεί, θεών βλαστάρι· μόνο άφησέ με
εδώ να μείνω. Γιατί το ξέρω, μήτε του λόγου σου θα ξαναρθείς, μήτε
κανέναν άλλο σύντροφο θα φέρεις πίσω· γι' αυτό καλύτερα, όσοι απομείναμε,
το γρηγορότερο να φύγουμε· καιρός ακόμη, κι ίσως έτσι
ξεφύγουμε τη μαύρη μέρα."
Είπε όσα είπε, αλλά κι εγώ του ανταποκρίθηκα μιλώντας:
"Ευρύλοχε, αφού το θέλεις, μείνε εδώ σ' αυτόν τον χώρο,
με το φαΐ και το πιοτό σου, πλάι στο καράβι, μελανό και κοίλο·
όμως εγώ θα πάω εκεί—η ανάγκη με προστάζει αδήριτη."
Μ' αυτά τα λόγια, πήρα να ξεμακραίνω από το πλοίο
κι από το περιγιάλι. Αλλά όταν πια, περνώντας μέσα από ιερές κοιλάδες,
πλησίαζα το μέγα αρχοντικό της Κίρκης, με τα πολλά φαρμάκια της,
τότε, την ώρα που είχα φτάσει πια στο σπίτι, με συναπάντησε
ο Ερμής με το χρυσό ραβδί του· πήρε την όψη εφήβου
που μόλις χνούδισε το γένι του, κι η πρώτη νιότη λάμπει
πάνω του με πάσα χάρη.
Σφίγγει λοιπόν το χέρι μου, σχημάτισε τα λόγια του, και μίλησε:
"Πού πας και πάλι, δύστυχε, μόνος σ' απόμερες κορφές
χώρας που δεν την ξέρεις; ενώ οι μισοί σου σύντροφοι στης Κίρκης
παγιδεύτηκαν, μαζί με τα γουρούνια, κλεισμένοι
σε περίφρακτους κρυψώνες. Ή μήπως ήλθες να τους λευτερώσεις;
Αοιπόν σ' το λέω, μήτε ο ίδιος θα γυρίσεις πίσω·
εδώ θα μείνεις, όπου βρίσκονται κι οι άλλοι.
Δώσε ωστόσο προσοχή, υπόσχομαι να σε γλιτώσω, να σε σώσω·
να, πάρε αυτό, καλό βοτάνι, να το κρατάς, όταν θα μπεις
στο αρχοντικό της Κίρκης· μπορεί και να γλιτώσεις το κεφάλι σου
από την ώρα την κακιά.
Και θα σου πω όλα της Κίρκης τα πανούργα σχέδια:

[148]
Τά περί Κίρκην

θα φτιάξει να σου δώσει πηχτό σιρόπι· μέσα στην ψίχα του


θα ρίξει τα φαρμάκια της κι όμως μ αυτό δεν θα μπορέσει
να σε γητέψει εσένα· γιατί δεν θα το αφήσει να δράσει το άλλο,
το καλό βοτάνι, όποιο σου δίνω εγώ—το πώς σου το εξηγώ καταλεπτώς.
Μόλις η Κίρκη πάει να σε χτυπήσει μ' εκείνο το πολύ μακρύ ραβδί της,
τότε κι εσύ σύρε το κοφτερό σπαθί απ' τον μηρό σου,
χύμηξε καταπάνω της, της Κίρκης, σάμπως και να 'θελες να τη σκοτώσεις.
Εκείνη τότε, από τον τρόμο της, θα σε καλέσει να την κοιμηθείς·
εσύ μην αρνηθείς να πέσεις στο κρεβάτι μιας θεάς,
αν πράγματι το θες να λευτερώσει τους συντρόφους, αλλά
να δείξει και σ' εσένα τη φροντίδα της.
Πιο πριν ωστόσο να τη βάλεις να ορκιστεί τον μέγαν όρκο των μακάρων,
πως άλλο πια δεν θα σκεφτεί βαρύ κακό εναντίον σου,
μήπως, την ώρα που θα γυμνωθείς, σε κάνει ανήμπορο κι ανίκανο."
Τελειώνοντας, μου δίνει το καλό βοτάνι του ο Αργοφονιάς,
που το ανέσπασε απ' τη γη και μου εξήγησε τη φύση του·
στη ρίζα του ήταν μελανό, αλλά το άνθος του άσπρο σαν το γάλα·
μώλυ το ονομάζουν οι θεοί, δύσκολο όμως να το ξεριζώσουν με τα χέρια
άνθρωποι θνητοί—για τους αθάνατους είναι τα πάντα δυνατά.
Στο μεταξύ ο Ερμής ανέβαινε ψηλά στον Όλυμπο, περνώντας
μέσα απ' τα δάση του νησιού· τότε κι εγώ
τράβηξα για της Κίρκης το παλάτι, κι όπως εβάδιζα,
ανήσυχη πολύ τρικύμιζε η ψυχή μου.
Σταμάτησα μπροστά στο πρόθυρο της καλλιπλόκαμης θεάς,
κι εκεί στημένος φώναξα δυνατά· ακούγοντας τη δυνατή φωνή μου,
πρόβαλε έξω η θεά, με προσκαλούσε, ανοίγοντας θυρόφυλλα που λάμπουν.
Την ακολούθησα, κι ας ήμουν με βαριά καρδιά· μ' επήρε εκείνη μέσα
και με κάθισε σε θρόνο (καρφιά ασημένια,
όμορφα στολισμένος) μ' ένα σκαμνί κάτω απ' τα πόδια μου.
Κι αμέσως φτιάχνει το δικό της μείγμα σε κούπα ολόχρυση,
για να το πιω, ρίχνοντας μέσα το φαρμάκι της—
έκλωθε ακόμη ο νους της το κακό.
Μου το 'δωκε, το ρούφηξα, όμως δεν μπόρεσε να με γητέψει·
οπότε με χτυπά με το ραβδί της, κι είπε την προσταγή της:
"Σύρε κι εσύ τώρα στο χοιροστάσι, να κυλιστείς με τους συντρόφους σου.'
Το ξόρκι της τελειώνοντας, τραβώ κι εγώ απ' τον μηρό μου
κοφτερό σπαθί και χύμηξα πάνω στην Κίρκη, σάμπως
και να 'θελα να τη σκοτώσω.
Εκείνη τότε ανέκραξε φωνή μεγάλη και, στα γόνατά μου πέφτοντας,
πήρε να λέει ολοφυρόμενη τα λόγια της, που πέταξαν σαν τα πουλιά:
"Ποιος είσαι τέλος πάντων; έρχεσαι από πού; ποια η πατρίδα σου;
ποιοι οι γονείς σου; Γιατί θαυμάζω κι απορώ

[ 149 ]
Ραψωδία κ, 326-401

ττου δεν μαγεύτηκες, μόλο που ήπιες το φαρμάκι μου—


τούτο το βότανο, που άλλος κανείς δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
μόλις το πιει ή κι αν περάσει μόνο τον φράκτη των δοντιών του.
Όμως τον νου σου εσένα δεν τον πιάνουν μάγια.
Λέω λοιπόν πως είσαι ο Οδυσσέας, εκείνος ο πολύτροπος· πάντα
μου το 'λεγε πως θά 'ρθεις ο χρυσόραβδος θεός που σκότωσε τον Άργο,
γυρίζοντας από την Τροία, σ' ένα καράβι μαύρο.
Αλλά κρατήσου τώρα, βάλε στη θήκη το σπαθί σου, ν' ανέβουμε
κι οι δύο στην κλίνη μου, τα σώματά μας να σμίξουν στο κρεβάτι,
με την αγάπη να δεθούμε μεταξύ μας."
Έτσι μου μίλησε, αλλά κι εγώ της αποκρίθηκα μ' αυτά τα λόγια:
"Κίρκη, πώς με καλείς μαζί σου να φανώ καλός;
όταν, μέσα στο σπίτι σου, έκανες τους εταίρους μου γουρούνια.
Τώρα κι εμένα με κρατείς γυρεύοντας, με δόλιο σχέδιο,
στην κάμαρή σου να με παρασύρεις, να με ανεβάσεις στο κρεβάτι σου,
ώστε, γυμνόν, να μ' έχεις ανήμπορο κι ανίκανο.
Όχι, δεν θα δεχόμουν ν' ανεβώ στην κλίνη σου, αν πρώτα
δεν συγκατανεύσεις, μια θεά, τον μέγαν όρκο να ορκιστείς,
πως πια δεν θα σκεφτείς άλλο κακό εις βάρος μου."
Αυτά της είπα, κι έδωσε τον όρκο που της ζήτησα.
Και μόνο όταν πρόφερε και τέλειωσε τον όρκο της,
ανέβηκα κι εγώ σ' εκείνην την περίκαλλη κλίνη της Κίρκης.
Στο μεταξύ κυκλοφορούσαν, συγυρίζοντας το σπίτι, θεραπαινίδες
τέσσερις, τις είχε η Κίρκη στο αρχοντικό να την υπηρετούν
όλες τους γεννημένες σε πηγές, άλση κι αγνά ποτάμια,
που χύνονται στη θάλασσα.
Έβαλε τότε η μία στους θρόνους πάνω όμορφα στρωσίδια,
πορφυρά, απλώνοντας λινό πανί από κάτω.
Η άλλη στήνει, μπροστά στους θρόνους, αργυρά τραπέζια,
και πάνω τοποθέτησε μαλαματένια κάνιστρα.
Η τρίτη το κρασί κερνούσε, γλυκόπιοτο σαν μέλι, σ' έναν κρατήρα
ασημωμένο, και μοίραζε κούπες χρυσές.
Η τέταρτη κουβάλησε νερό κι άναψε δυνατή φωτιά κάτω
από τον μεγάλο τρίποδα, για να ζεστάνει το νερό.
Κι όταν, στο χάλκωμα που γυάλιζε, κόχλασε το νερό,
με κατεβάζει στον λουτρό για να με λούσει· γλύκανε το καυτό νερό
απ' τον μεγάλο τρίποδα με δροσερό, κι ύστερα το 'χυνε
στους ώμους και στην κεφαλή μου, τα μέλη μου ν' ανακουφίσει
από τον κάματο, που βάραινε και την ψυχή μου.
Τελειώνοντας με το λουτρό, ύστερα μ' άλειψε καλότατα με λάδι,
μου πέρασε ωραία χλαμύδα και χιτώνα,
και με οδηγούσε μέσα, σε θρόνο να καθήσω μ' αργυρά καρφιά,

[150]
Τά περί Κίρκην

όμορφα στολισμένον, σέρνοντας και σκαμνί,


για ν' ακουμπώ τα πόδια μου.
Τότε κι η παρακόρη φέρνει σ' ολόχρυσο ωραίο κανάτι
νερό που το'ρίχνε πάνω στην αργυρή λεκάνη, τα χέρια μου
να νίψω, κι έσυρε αμέσως πλάι μου τραπέζι αστραφτερό.
Οπότε σίμωσε κι η σεβαστή οικονόμος, προσφέροντας ψωμί
κι άλλα πολλά εδέσματα, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να μας φιλέψει.
Και με καλεί να φάω, όμως εγώ μ' ανόρεχτη ψυχή καθόμουν
έτρεχε ο νους μου αλλού, φοβόμουν πως θα γυρίσουν όλα στο κακό.
Η Κίρκη ωστόσο, που με πρόσεξε να κάθομαι άπραγος,
να μην απλώνω καν τα χέρια μου στο φαγητό και να με πνίγει
θλίψη πένθιμη, ήλθε κοντά μου και μου μίλησε,
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Πώς κάθεσαι, Οδυσσέα, άναυδος, σάμπως και να 'σουνα μουγγός;
Τρώγεσαι μέσα σου, και δεν αγγίζεις φαγητό μήτε πιοτό.
Ίσως φαντάζεσαι πως πλέκεται κανένας άλλος δόλος· όμως δεν πρέπει
να φοβάσαι πια, αφού σου ορκίστηκα, και μάλιστα
μεγάλον όρκο κι απαράβατο."
Στον λόγο της αμέσως αποκρίθηκα με τα δικά μου λόγια:
"Ω Κίρκη, πες ποιος άνθρωπος, αν είναι τίμιος,
θα το άντεχε στο στόμα του να βάλει φαΐ ή πιοτό,
πριν δει λευτερωμένους τους συντρόφους του, προτού
τους αντικρίσει πάλι με τα μάτια του.
Αν όμως μίλησες ειλικρινά και θέλεις πράγματι να φάω, να πιω,
τότε λευτέρωσέ τους, να τους δουν τα μάτια μου
τους τιμημένους μου συντρόφους.*"
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως βγαίνει από την αίθουσα,
στο χέρι της κρατώντας το ραβδί της· άνοιξε τα πορτόφυλλα
στο χοιροστάσι και τους έφερε έξω—αυτοί να μοιάζουν
σιτευτά γουρούνια εννιάχρονα.
Απέναντί της, ένας ένας στάθηκαν, κι εκείνη
περνούσε ανάμεσά τους κι άλειφε στον καθένα το αντιφάρμακο.
Και να, τους πέφτουν απ' τα μέλη τους οι τρίχες—αυτές που φύτρωσαν
με το καταραμένο βότανο, που τους το έδωσε η δεσποσύνη Κίρκη.
Έγιναν άνθρωποι ξανά, τώρα πιο νέοι παρ' ό,τι πριν,
πολύ πιο ωραίοι, πιο μεγαλόσωμοι, που να τους βλέπεις και να χαίρεσαι.
Αμέσως με αναγνώρισαν, κι έπλεξε ο καθένας τους το χέρι του
στο χέρι μου. Όλους μάς συνεπή ρε τότε θρήνος νοσταλγικός,
ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε δυνατό το κλάμα μας,
τόσο που μας συμπόνεσε συγκινημένη κι η θεά.
Στάθηκε πλάι μου, πολύ κοντά, και με προσφώνησε η μεγαλόπρεπη θεά:
"Βλαστάρι του Διός εσύ, γιε του Ααέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,

[ 151 ]
Ραψωδίαι,409-485

πήγαινε τώρα αμέσως στο γρήγορο καράβι, εκεί στο περιγιάλι


της θαλάσσης, και πρώτα πρώτα τραβήξετε το πλοίο στη στεριά· μετά,
όσα αγαθά κατέχετε κι όλα τα σύνεργά σας, τα φέρνετε μες στις σπηλιές·
έπειτα, ξαναγυρίζοντας εδώ, πάρε μαζί σου
και τους άλλους καλούς συντρόφους."
Έτσι μου μίλησε, κι εμένα ησύχασε η γενναία καρδιά μου·
κίνησα αμέσως να προφτάσω το ταχύ καράβι, στο περιγιάλι
της θαλάσσης, όπου τους βρήκα εκεί στο γρήγορο πλεούμενο,
τους τιμημένους μου συντρόφους, οικτρά να ολοφύρονται,
χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες,
όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ' τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω
στον στάβλο, κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν δεν τα χωρούν
οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν
τις μανάδες τους· έτσι κι εκείνοι εμένα, όταν μ' αντίκρισαν,
έπεσαν πάνω μου χύνοντας δάκρυα χαράς.
Φαντάστηκαν, με της ψυχής τα μάτια,
πως ήταν σαν να γύρισαν στην ίδια την πατρίδα τους,
στην πόλη τη δική τους της τραχιάς Ιθάκης,
όπου γεννήθηκαν κι όπου ανατράφηκαν.
Ολοφυρόμενοι τότε μου μίλησαν με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά: '
"Με τον δικό σου νόστο, του Διός βλαστάρι, τόση η χαρά που νιώσαμε,
σάμπως οι ίδιοι στην Ιθάκη να γυρίσαμε, πίσω στην πατρική μας γη.
Ωστόσο μην αργείς, ιστόρησέ μας τον χαμό των άλλων μας συντρόφων."
Στον λόγο τους εγώ αποκρίθηκα, με λόγια τώρα μαλακά:
"Πρώτο και κύριο, να τραβήξουμε το πλοίο στη στεριά· ύστερα,
όσα αγαθά μάς έμειναν, όλα τα σύνεργά μας, να τα ασφαλίσουμε
σε κοντινές σπηλιές.
Εσάς τους ίδιους συμβουλεύω να βιαστείτε, ελάτε πίσω μου,
κανείς μη λείψει, για να αντικρίσετε τους άλλους μας συντρόφους,
πώς τρων και πίνουν στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης,
αφού τους περισσεύουν τα αγαθά κι ως ένα χρόνο."
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι αμέσως με τα λόγια μου συμφώνησαν
μόνο ο Ευρύλοχος ήθελε να τους συγκρατήσει τους συντρόφους όλους,
γι' αυτό τους μίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Ταλαίπωροι, πού πάμε; ποιο το κακό που σας τραβά,
και θέλετε να μπείτε μέσα στις κάμαρες της Κίρκης;
όπου, σας λέω, θα μας κάνει όλους γουρούνια ή λύκους ή λιοντάρια,
θα γίνουμε με το στανιό οι φύλακες του αρχοντικού της.
Όπως το έπραξε κι ο Κύκλωπας, τότε που οι σύντροφοι μας
μπήκανε στο μαντρί του, και πίσω τους απόκοτος ο Οδυσσεύς·
γιατί δικό του λάθος ήταν, που αφανίστηκαν εκείνοι."

[152]
Τά περί Κίρκην

Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα


αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου,
και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα,
κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός· οι σύντροφοί μου όμως
με συγκρατούσαν με μειλίχια λόγια, καθένας από μόνος του κι όλοι μαζί:
"Διογέννητε, ας τον αφήσουμε λοιπόν, αν συμφωνεί κι η θέλησή σου,
εδώ να μείνει στο καράβι, να 'χει του καραβιού τη φύλαξη·
όσο για μας, εσύ μπροστά, κι εμείς πηγαίνουμε
στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης."
Μιλώντας, πήραν κιόλας να ανεβαίνουν, πίσω αφήνοντας
πλοίο και θάλασσα· αλλά κι ο Ευρύλοχος δεν ξέμεινε
μόνος του στην κοιλιά του καραβιού· μας ακολούθησε, γιατί
τον φόβισε η τρομερή απειλή μου.
Την ίδια ώρα στο παλάτι της η Κίρκη καλά τους έλουζε
τους άλλους μου συντρόφους, τους άλειψε με πλούσιο λάδι,
τους φόρεσε χλαίνες σγουρές, τους έβαλε χιτώνες,
κι έτσι καλά τους βρήκαμε όλους στο τραπέζι, μέσα στην αίθουσα.
Μόλις μας είδαν, ανταμώθηκαν και μεταξύ τους αντικρίστηκαν,
ξεσπούν σε θρήνο κι οδυρμό, κι όλο το σπίτι στέναζε.
Εκείνη τότε πλάι μου στάθηκε, πολύ κοντά, κι έτσι μου μίλησε
η μεγαλόπρεπη θεά:
"Διογέννητε, γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτροπε,
το θαλερό σας κλάμα άλλο πια μην παροξύνετε· ω ναι, ξέρω καλά
και μόνη μου τα πάθη και τα άλγη σας στο απέραντο ψαρίσιο πέλαγο,
και στη στεριά το πόσο σας τυράννησαν οι εχθροί σας.
Και μολοντούτο, λέω τώρα να χαρείτε* φάτε ψωμί, πιείτε κρασί,
ώσπου να στυλωθείτε πάλι και το θάρρος σας να βρείτε.
Όπως και τότε που θα αφήνατε πρώτη φορά το πατρικό σας χώμα
της τραχιάς Ιθάκης· όχι όπως τώρα, που βαρύθυμοι, στον πόνο σας
δοσμένοι, θυμάστε μόνο τους παραδαρμούς της θάλασσας·
καν δεν αφήνετε να ευφρανθεί η ψυχή σας, με τόσα αλήθεια
βάσανα που σας βαραίνουν."
Έτσι μας μίλησε, κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί λοιπόν μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ' άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ' όταν κύλησε η χρονιά, αλλάζοντας κι οι εποχές,
λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν, γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
"Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη."

[153]
Ραψωδία κ, 475-549

Μ' αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.


Έτσι, τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ* άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοι μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν* ακούει τη φωνή μου,
τη φώναξα με τ' όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
"Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα· μέσα μου πια η \|/υχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου, που μου σπαράζουν
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου για λίγο απομακρύνεσαι."
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
"Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ' αυτό το σπίτι.
Όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να τη φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,
εκεί που ανήμερη η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ' του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη τού άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να 'ναι στα σύγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές."
Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·
θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου
άλλο να ζω, και πώς να δω το φως του ήλιου!
Και μόνο όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,
πήρα τον λόγο και τη ρώτησα:
"Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;
Γιατί θαρρώ στον Άδη, ως τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε
με μελανό καράβι."
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
"Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·
να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,
και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του βοριά το φύσημα.
Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ως πέρα τον Ωκεανό,
όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,
με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν,
εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,

[ 154 ]
Τά περί Κίρκην

με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε


για το άραχλο παλάτι του Άδη.
Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,
Πυριφλεγέθων και Κωκυτός—τρέχει κι αυτός απ' το νερό της Στύγας·
είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,
σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό.
Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,
καθώς σου παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ως έναν πήχη, απ' όλες τις μεριές,
και γύρω γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ' όλους τους πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί
πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά
πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο τραγί πως θα προσφέρεις,
μόνο σ' αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος· ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.
Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.
Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους,
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από τον άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Αδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε εκεί
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.
Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου, αρχηγέ,
να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,
τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο."
Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.
Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη ντύθηκε φόρεμα μακρύ, αστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ' όμορφη ζώνη
ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,
μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
"Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·
ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη."

[ 155 ]
Ραψωδία κ, 550-574

Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η ψυχή τους.
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ' όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός,
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε, παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ' το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ' τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
στον Άδη η ψυχή του.
Στο μεταξύ, μόλις οι σύντροφοι μου συναθροίστηκαν, εγώ τους μίλησα:
"Ίσως και να φαντάζεστε πως ξεκινούμε για το σπίτι,
για τη γλυκιά πατρίδα· η Κίρκη ωστόσο μας συμβούλευσε τον άλλο δρόμο,
προς το παλάτι του Άδη, της φοβερής της Περσεφόνης,
να πάρουμε χρησμό απ' του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή."
Ακούγοντας τον λόγο μου, σπάραξε η φτωχή καρδιά τους·
κάθονται κάτω, στήνουν θρήνο γοερό, τραβούσαν τα μακριά μαλλιά τους,
όμως το τόσο κλάμα τους δεν έφερνε όφελος κανένα.
Κι όσο εμείς κινούσαμε να φτάσουμε στο γρήγορο καράβι,
στο περιγιάλι της θαλάσσης, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ,
πρόλαβε η Κίρκη, έφτασε πρώτη, κι έδεσε
στο μαύρο πλοίο πρόβατο μαύρο θηλυκό—εύκολα, πολύ εύκολα
μας είχε προσπεράσει. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια ένα θεό,
αν δεν το θέλει ο ίδιος, με τα θνητά του μάτια κάποιος να τον δει,
όταν αυτός εδώ κι εκεί κυκλοφορεί αθέατος;

156
λ

Άλκίνον άηόλογοι: Νέκνια

α ΤΑΝ σε λίγο κατεβήκαμε στη θάλασσα, στο πλοίο,


πρώτη μας μέριμνα να σύρουμε το πλοίο στο αλμυρό, θείο νερό·
όπου και στήσαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας καράβι,
μετά τα πρόβατά μας φέραμε, τέλος κι εμείς βρεθήκαμε επάνω
στο πλεούμενο, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Για χάρη μας ωστόσο, πίσω στο κυανόπρωρο καράβι,
στέλνει τον ούριο άνεμο, που τα πανιά φουσκώνει, καλό μας σύντροφο,
η Κίρκη καλλιπλόκαμη, θεά που δέος φέρνει, με την ανθρώπινη μιλιά της.
Κι αφού πάνω στο πλοίο τ άρμενα, ένα προς ένα, τα φροντίσαμε,
μείναμε καθιστοί—εκείνο γύρευε τον δρόμο μόνο του,
κυβερνημένο από τον άνεμο.
Όλη τη μέρα, μ' ανοιχτά πανιά, ποντοπορούσε,
ωσότου ο ήλιος έδυσε κι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι βούλιαξαν στο σκοτάδι.
Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού με τις βαθιές ροές,
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη—
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό,
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη-
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ' αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.
Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω· ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν κι εγώ, τραβώντας μυτερό σπαθί απ' τον μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τους νεκρούς-
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθάλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα·
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ' αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.

[ 157 1
Ραψωδία λ, 34-ΐ07

Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών


λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
τον λαιμό τους—έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος του κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος·
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματοβαμμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στον λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ' αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή· κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τους συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τους θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου·
δεν είχε ακόμη ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,
το σώμα του· εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο— μας πίεζε τ' άλλο βαρύ καθήκον.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου,
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
"Ελπήνορα, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
Με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι,'*
Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:
"Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί·
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα,
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ' άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη· έτσι, συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν σ' ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο, που μόνο του, μοναχογιό τον άφησες στο σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αφήσεις τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις
πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντά μου, να με θυμηθείς·

[158]
Νέκυια

μη φύγεις και μ' εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,


κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου
οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί και τ' άρματά μου,
τα δικά μου· ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης—ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
Κι όταν μ αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους."
Μου μίλησε, κι εγώ στον λόγο του αποκρίθηκα:
"Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε.'*
Οι δυο μας τότε, συναλλάσσοντας λόγια λυπητερά,
μέναμε αντίκρυ ένας στον άλλο: στη μια μεριά εγώ, με το σπαθί στο χέρι,
φυλάγοντας το αίμα· στην άλλη η σκιά του εταίρου
μιλούσε κι έλεγε πολλά.
Κι ήλθε η ψυχή της μάνας μου—είχε στο μεταξύ πεθάνει,
η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη η ψυχή μου·
ωστόσο την εμπόδισα στο αίμα να σιμώσει,
μόλο που μ' έτρωγε ο καημός, προτού τον Τειρεσία
ρωτήσω για να μάθω.
Κι ήλθε και του Θηβαίου Τειρεσία η ψυχή· κρατούσε
το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ' αναγνώρισε και με προσφώνησε:
"Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
πώς και γιατί, ω δύστυχε, το φως του ήλιου εγκαταλείποντας,
ήλθες εδώ να βρεις νεκρούς σ' αυτόν τον έρμο τόπο;
Ωστόσο τώρα από τον λάκκο παραμέρισε και πέρα κάνε
με το κοφτερό σπαθί σου· αίμα να πιω, για να σου πω
την πάσα αλήθεια."
Υπάκουσα στα λόγια του κι αμέσως υποχώρησα, το ξίφος μου
με τ* αργυρά καρφιά μπήκε ξανά στη θήκη του· εκείνος ήπιε
από το μαύρο αίμα, και τότε γύρισε στο μέρος μου
κι έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
"Τον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Οδυσσέα περίφημε.
Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί
δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Κοσμοσείστης εκείνη την οργή
που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες
τον ίδιο του τον γιο.
Παρ' όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,
φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,
όταν θ' αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.

[159]
Ραψωδία Α, 108-183

Θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά—


στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.
Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος,
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώσεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρόφους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
τάζοντας δώρα για τη νύφη—
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ' ανθρώπους που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα μάγουλά τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο—μην το ξεχάσεις·
όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα—
κριάρι, ταύρο, κάπρο που καβαλάει γουρούνια.
Ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε
μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
σ' όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ' τη θάλασσα,
ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα 'ρθει για να σε σβήσει
σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,
αλάνθαστος κι αληθινός."
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ του ανταποκρίθηκα:
"Το ξέρω τώρα, Τειρεσία· τη μοίρα μου την έκλωσαν μόνοι τους οι θεοί.
Αλλά και κάτι άλλο να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
βλέπω μπροστά μου την ψυχή της πεθαμένης μάνας μου,
αμίλητη κοντά στο αίμα, να μην μπορεί τον ίδιο της τον γιο
στα μάτια να αντικρίσει, καν να τον προσφωνήσει.
Ω μάντη, πες μου πώς θα γίνει ν' αναγνωρίσει το ποιος είμαι,
πως είμαι ζωντανός;"
Έτσι του μίλησα, κι αυτός πήρε τον λόγο αμέσως, είπε:

ίι6ο]
Νέκνια

"Εύκολη συμβουλή θα πω, για να τη στοχαστείς·


όποιος απ' τους νεκρούς, που ο θάνατος τους βρήκε,
σιμώσει στο αίμα, αυτός θα σου μιλήσει την αλήθεια*
σ' όποιον όμως το αίμα το αρνηθείς, θα υποχωρήσει και θα φύγει."
Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
"Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ' αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;"
Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
"Μάνα, το χρέος μ' έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ' του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω, αφότου
τότε, στην αρχή, κινούσα, τον θεϊκό Αγαμέμνονα ακολουθώντας,
και βρέθηκα στο Ίλιο με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμώ.
Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;"
Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
"Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες,
πνίγεται στο κλάμα.

[ι6ι]
Ραψωδία λ, 184-258

Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ' όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
γιατί ακόμη όλοι τον καλούν.
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
δεν κατεβαίνει πια στην πόλη· δεν έχει να πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, με φλοκάτες, σεντόνια αστραφτερά.
Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους,
καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
Όταν καλοκαιριάζει πάλι, έρχεται ο θέρος, μεστώνουν οι καρποί,
τότε παντού, όπου βρεθεί, στους κήπους, σε πλαγιές κι αμπέλια,
μαζεύει τα πεσμένα φύλλα, και κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
ΌχΙί μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ' τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ν|Α)χή του.
Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη—αυτά μου στέρησαν
τη γλύκα της ζωής.**
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν' αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ* τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός και αν αγέρωχη η Περσεφόνη μόνο τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν' αναστενάζω.**
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
"Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,
όχι, δεν σ* απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά—

[162]
Νέκνια

μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.


Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου."
Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά
πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα—η φημισμένη Περσεφόνη
τις παρότρυνε· όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες
διάσημων ηρώων.
Εκείνες γύρω από το μαύρο αίμα σμάρι συναθροίστηκαν,
κι αναρωτήθηκα εγώ πώς να τις ξεχωρίσω και καθεμιά να τη ρωτήσω.
Κι όπως το συλλογίστηκα, αυτή η απόφαση μου φάνηκε η καλύτερη·
το κοφτερό σπαθί τραβώντας από το σφιχτό μερί μου,
δεν άφησα να πιουν το μαύρο αίμα όλες μαζί.
Έτσι, με τη σειρά, η μια πίσω απ' την άλλη πίνοντας αίμα,
το γένος της εξιστορούσε, κι εγώ τις ρώτησα όλες.
Πρώτη αντικρίζω την Τυρώ, από πατέρα ευγενικό*
είπε πως είναι του Σαλμωνέα η θυγατέρα, που κανένα ψεγάδι
δεν του βρίσκεις· καυχήθηκε πως έγινε γυναίκα του Κρηθέα,
που υπήρξε γιος του Αιόλου.
Αυτή λοιπόν κάποτε ερωτεύτηκε τον ποταμό Ενιπέα
(θείο ποτάμι, το ωραιότερο απ' όσα τρέχουνε στη γη),
γι' αυτό κατέβαινε συχνά στα πάγκαλα νερά του.
Εκεί μια μέρα, με την όψη του Ενιπέα, ο Ποσειδώνας,
που τη γη σαλεύει, μαζί της πλάγιασε στις εκβολές του ποταμού
που στροβιλίζονται· όπου ένα κύμα πορφυρό, λες κι ήταν όρος,
κυρτώθηκε και τους περίζωσε, κρύβοντας τον θεό
και τη θνητή γυναίκα.
Έτσι, της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη, αφού πρώτα τη βύθισε
στον ύπνο· κι όταν τα έργα της αγάπης ο θεός συντέλεσε,
της πιάνει τρυφερά το χέρι και την προσφώνησε μιλώντας:
"Χαρά, γυναίκα, ο έρωτάς μου* κι όπως ο χρόνος θα κυλά,
σου μέλλεται να ξεγεννήσεις τέκνα λαμπρά, γιατί δεν μένουν άκαρπα
των αθανάτων τ' αγκαλιάσματα· δική σου από κει και πέρα
η φροντίδα της ανατροφής τους.
Και τώρα πήγαινε στο σπίτι, αλλά να μην προδώσεις τ' όνομά μου·
είμαι εγώ, ο κοσμοσείστης Ποσειδών, που πλάγιασα μαζί σου."
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς βυθίστηκε κάτω απ' το κύμα
της θαλάσσης. Εκείνη γκαστρωμένη γέννησε στην ώρα της·
φέρνει στον κόσμο τον Πελία και τον Νηλέα—δυο γιους γενναίους,
που υπηρέτησαν κι οι δυο τον Δία. Ο ένας, ο Πελίας, κατοικούσε απλόχωρα
στην Ιωλκό με τα πολλά βοσκή ματα· στην Πύλο την αμμουδερή ο Νηλέας.
Οι άλλοι γιοι της, της βασιλικής γυναίκας, ήσαν απ' τον Κρηθέα·

[ 163 ]
Ραψωδία λ, 239-330

Αίσων και Φέρης, ο Αμυθάων, μαχητής περίλαμπρος με το άλογό του.


Είδα μετά την Αντιόπη, κόρη του Ασωπού·
καυχιόταν πως κοιμήθηκε στου Δία την αγκάλη
και γέννησε μαζί του τους δυο γιους, Ζήθο κι Αμφίονα,
που πρώτοι θεμελίωσαν τη Θήβα την επτάπυλη και την επύργωσαν
με τείχη, γιατί δεν ήταν φρόνιμο να κατοικούν
πόλη ατείχιστη, τη Θήβα απλόχωρη, όση κι αν είχαν δύναμη.
Είδα και την Αλκμήνη, γυναίκα του Αμφιτρύωνα,
μάνα του Ηρακλή, θρασύ κι ατρόμητου σαν το λιοντάρι,
όταν ο μέγας Ζευς την πήρε στην αγκάλη του.
Είδα και τη Μεγάρη, του κραταιού Κρέοντα θυγατέρα—
αυτήν την πήρε ταίρι του ο γιος του Αμφιτρύωνα, ακάματος κι αδάμαστος.
Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της τον γιο· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, κι ο κόσμος βούιξε.
Παρ' όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φριχτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Αδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε,
δένοντας το μακρύ σχοινί απ' την ψηλή οροφή της κάμαρής της—
η απελπισία την έπνιξε.
Αφησε ωστόσο και σ' εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς,
όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω του οι Ερινύες της μητέρας.
Είδα μετά πεντάμορφη τη Χλώρη, που κάποτε ο Νηλέας
την έκανε δική του, δίνοντας δώρα αμέτρητα στη νύφη.
Ήταν η πιο μικρή του κόρη, του Αμφίονα, γιου του Ιάσου,
που άλλοτε βασίλευε στους Μίνυες του Ορχομενού.
Η Χλώρη όμως έγινε βασίλισσα στην Πύλο
και στον Νηλέα χάρισε τρία παλληκάρια,
τον Νέστορα, τον Χρόμιο, αγέρωχο τον Περικλύμενο.
Του γέννησε και την Πηρώ, κοπέλα ασυναγώνιστη,
που ο κόσμος θαύμαζε την τόση ομορφιά της
κι όλοι από γύρω δήλωναν μνηστήρες.
Μόνο που ο Νηλεύς αρνιόταν να τη δώσει σ' άλλον,
παρά & εκείνον που θα πήγαινε να αρπάξει,
να φέρει απ' τη Φυλάκη τα αδάμαστα γελάδια
του Ιφικλή—με τα στριφτά τους κέρατα, το μέτωπό τους το φαρδύ.
Ένας μονάχα μάντης άψογος του υποσχέθηκε πως θα τα φέρει,
όμως κι αυτόν τον έδεσε μοίρα θεού· δεσμοί ακατάλυτοι
κι άγριοι βουκόλοι στους αγρούς.

[164]
Νέκυια

Αλλ' όταν πια μήνες και μέρες συμπληρώθηκαν,


ο χρόνος γύρισε και έφερε πάνω τον ξανθόν Απρίλη,
τότε επιτέλους τον λευτέρωσε ο βίαιος Ιφικλής τον μάντη,
που του φανέρωσε της μοίρας τα καθέκαστα—
και συντελέστηκε η βουλή του Δία.
Είδα τη Λήδα, που πλάγιαζε στην κλίνη του Τυνδάρεου
και γέννησε μαζί του δυο παλληκάρια,
τον καβαλάρη Κάστορα, τον έξοχο πυγμάχο Πολυδεύκη·
δίδυμους, που τους έχει ζωντανούς η γη με τα πολλά γεννήματα
στα βάθη της, αφού ο Ζευς τούς κάνει την τιμή
να αλλάζουν μοίρα μέρα παρά μέρα, τη μια να ζουν, την άλλη
να πεθαίνουν και τους δοξάζει ο κόσμος, σαν θεούς.
Είδα την Ιφιμέδεια, του Αλωέα ομόκλινη,
που μου καυχήθηκε πως αγαπήθηκε από τον Ποσειδώνα,
και γέννησε δυο γιους, όμως δεν έζησαν πολύ,
τον Ώτο ισόθεο, τον Εφιάλτη διαβόητο:
πανύψηλους—άλλους ψηλότερους δεν έθρεψε η γη με τα γεννήματά της·
πανέμορφους—μόνο ο ωραίος Ωρίων τούς ξεπέρασε.
Στα εννιά τους μόλις χρόνια είχανε φάρδος εννιά πήχες,
έριξαν μπόι εννιά οργιές.
Ήσαν αυτοί που απείλησαν στον Όλυμπο τους αθανάτους,
να ανοίξουν μάχη κι άγριο πόλεμο· ψήλωσε ο νους τους
και πεθύμησαν να βάλουν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα,
πάνω στην Όσσα το ανεμοδαρμένο Πήλιο,
θέλοντας να ανεβούν στον ουρανό.
Και θα το είχαν ίσως κατορθώσει, αν έφταναν
ως την ακμή της νιότης τους, αλλά τους πρόλαβε
ο γιος του Δία, γέννημα της καλλίκομης Λητώς,
που τους αφάνισε τους δυο μεμιάς, προτού το χνούδι ανθίσει
κάτω από τους κροτάφους, προτού σκεπάσουν με σγουρά τα μάγουλά τους.
Είδα μετά τη Φαίδρα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,
κόρη του Μίνωα με τις κακές βουλές, που κάποτε ο Θησέας
την άρπαξε απ' την Κρήτη και θέλησε στον λόφο να τη φέρει
της ιερής Αθήνας· μα δεν το χάρηκε, γιατί τον πρόλαβε
και τη σκοτώνει η Αρτεμη, στη Δία τη θαλασσοφίλητη,
με συνεργό τον Διόνυσο που τη μαρτύρησε.
Τη Μαίρα είδα, την Κλυμένη, τη διαβόητη Εριφύλη,
που πρόδωσε τον άντρα της για το πολύτιμο χρυσάφι.
Όμως θα σταματήσω, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα
όλες τους να τις πω και να τις ονομάσω, όσες και πόσες
είδα γυναίκες ή θυγατέρες διάσημων ηρώων—
πιο πριν θα τέλειωνε αυτή η θεσπέσια νύχτα.

[ 165 ]
Ραψωδία ι, 334-408

Ώρα λοιπόν να κοιμηθούμε* ή κατεβαίνω


στο γρήγορο καράβι πλάι στους συντρόφους, εκτός κι αν
με κοιμίσετε εδώ* όσο για το ταξίδι μου, είναι στο χέρι
των θεών, και στο δικό σας, πώς θα το φροντίσετε.»
Έπαψε εκείνος να μιλά, κι οι άλλοι όλοι έμειναν βουβοί
κι αμίλητοι, σαν μαγεμένοι κάτω απ' τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου η Αρήτη, λευκή κι ωραία, έσπασε τη σιωπή μιλώντας:
«Φαίακες, πώς σας φαίνεται ο ξένος άντρας,
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ισόρροπο μυαλό;
Είναι δικός μου ξένος, όμως κι εσείς, έχει ο καθένας μέρος
στην τιμή της πόλης· γι' αυτό προτείνω, μη βιαστείτε,
μην τον αφήσετε να φύγει, μη λυπηθείτε τα μεγάλα δώρα,
τώρα στην ώρα της ανάγκης του· έτσι κι αλλιώς κρύβουν τα σπίτια σας
πολλά αγαθά, με των θεών τη χάρη.»
Τότε στη μέση μπήκε να μιλήσει ο τίμιος γέροντας Εχένηος—
ήταν ο γεροντότερος ανάμεσα στους άλλους Φαίακες:
«Φίλοι, λέω πως δεν πέφτουν έξω απ' τους δικούς μας τους σκοπούς,
απ' τη δική μας γνώμη, όσα η βασίλισσα μας είπε· πρέπει να συμφωνήσετε.
Ωστόσο είναι ο Αλκίνοος εδώ, κι αυτός κρατεί τον λόγο και την πράξη.»
Αμέσως πήρε ο Αλκίνοος τον λόγο λέγοντας:
«Ό,τι ακούσατε θα γίνει- όσο τουλάχιστον θα 'μαι ζωντανός
και βασιλιάς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί.
Ας κάνει όμως λίγη υπομονή ο ξένος, μόλο που τόσο επιθυμεί
τον νόστο του· ας μείνει ως αύριο, ώστε κι εγώ
να αποτελειώσω την υπόθεση των δώρων ο γυρισμός του εξάλλου
είναι η φροντίδα σας, και πιο πολύ δική μου,
αφού εγώ κρατώ τη δύναμη αυτής της χώρας.»
Του ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πανέξυπνος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ' όλον τον λαό σου,
ακόμη κι αν θα λέγατε να μείνω εδώ ώσπου να κλείσει χρόνος,
να μου ετοιμάσετε τον'γυρισμό, να μου χαρίσετε δώρα λαμπρά,
μετά χαράς θα το δεχόμουν το κέρδος θα 'ταν μεγαλύτερο,
να φτάσω στη γλυκιά πατρίδα με γεμάτα χέρια·
θα με τιμούσαν τότε περισσότερο, θα μ' αγαπούσαν πιο πολύ,
όλοι που θα με δουν να επιστρέφω στην Ιθάκη.»
Πήρε ο Αλκίνοος ξανά τον λόγο, με φώναξε με το όνομά μου:
«Ω Οδυσσέα, μ' όλα όσα βλέπουμε μπροστά μας,
κανείς δεν θα μπορούσε να σε πάρει για απατεώνα ή ψεύτη,
όπως πολλοί που βόσκουν πάνω σ' αυτή τη μαύρη γη,
άνθρωποι σκορπισμένοι που ψέματα σκαρώνουν
όσα δεν βάζει ο νους του ανθρώπου.
Εσένα ωστόσο και τα λόγια σου έχουν μορφή και το μυαλό σου λάμπει·

[166]
Νέκνια

ξέρεις την τέχνη να ιστορείς, σαν αοιδός με άρτια γνώση,


και των Αργείων τα βάσανα και τα δικά σου
πάθη τα λυπητερά.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, εξήγησε με κάθε ακρίβεια,
ανίσως είδες εκεί κάτω κάποιους απ' τους ισόθεους εταίρους,
όσοι στην Τροία βρέθηκαν μαζί σου κι όσους τους βρήκε ο θάνατος.
Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. Πες μου
λοιπόν τα θαυμαστά σου έργα· κι εγώ θα 'μενα ξάγρυπνος,
ώσπου να ξημερώσει η θεία Αυγή, αν δέχεσαι κι εσύ, μέσα στο σπίτι μου
να μου ιστορήσεις τα δικά σου πάθη.»
Του ανταπάντησε μιλώντας ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ' όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν' ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν μπορώ κι άλλες πικρότερες
να σου ομολογήσω ιστορίες, τα πένθη των εταίρων μου που χάθηκαν
μετά· ενώ στην Τροία ξέφυγαν την ταραχή της μάχης και τους στεναγμούς,
επήγαν του χαμού στον δρόμο της επιστροφής—
κι όλα για χάρη μιας ολέθριας γυναίκας.
Αφού λοιπόν τις σκόρπισε η Περσεφόνη αγνή,
κάθε ψυχή κι αλλού, τις τρυφερές γυναίκες,
ήλθε του Αγαμέμνονα η ψυχή, γιου του Ατρέα,
λυπημένη· γύρω της συναθροίστηκαν κι άλλες ψυχές, όσοι
στο αρχοντικό του Αιγίσθου έπεσαν μαζί του
κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος.
Μόλις εκείνος ήπιε από το μαύρο αίμα, αμέσως με αναγνώρισε,
πήρε να κλαίει σπαραχτικά, το δάκρυ του έτρεχε ποτάμι,
απλώνοντας τα χέρια του, ποθούσε να μ' αγγίξει·
όμως δεν μπόρεσε, γιατί του είχε λείψει η δύναμη,
εκείνη η ρώμη που άλλοτε στήριζε τα ευλύγιστά του μέλη.
Κι όπως τον είδα, δάκρυσα, πλημμύρισε η ψυχή μου έλεος,
τον φώναξα με το όνομα και πέταξαν
τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
"Ατρείδη τιμημένε, ω Αγαμέμνονα, με τον λαό και τον στρατό σου,
ποια μοίρα να σε δάμασε, ποιος ανελέητος θάνατος;
Μήπως σε τσάκισε ο Ποσειδώνας στα καράβια σου,
σ' άρπαξε θύελλα φριχτή, μ' ανέμους φοβερούς;
μήπως σε χάλασαν εχθροί επάνω στη στεριά,
που γύρεψες να κόψεις βόδια, ή όμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ή πολεμώντας για μια πόλη τειχισμένη; ή για γυναίκες;"
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μου αποκρίθηκε με το όνομά μου:

[ 167 1
Ραψωδία λ, 405-482

"Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,


όχι, μήτε ο Ποσειδώνας στα καράβια μου με τσάκισε,
με θύελλα φριχτή, μ' ανέμους φοβερούς,
μήτε κι εχθροί με χάλασαν κάπου σε μια στεριά·
ο Αίγισθος συντέλεσε τη μοίρα του θανάτου μου,
αυτός με σκότωσε, μαζί κι η δολερή γυναίκα μου* ενώ με κάλεσε
στο σπίτι να δειπνήσω, μ' έσφαξε σαν το βόδι στο παχνί.
Εκεί με βρήκε ο θάνατος, οικτρότατος* και γύρω οι σύντροφοι μου
σκοτωμένοι, ένας πάνω στον άλλο, σάμπως γουρούνια μ' άσπρα δόντια
που σφάζονται στο αρχοντικό κάποιου με δύναμη και πλούτη,
σε γάμο, γλέντι συντροφικό, γιορτή μεγάλη.
Είδες εσύ και ξέρεις από φονικό, όπου οι νεκροί σωριάζονται,
μονομαχώντας ένας με τον άλλο ή πολεμώντας σ' άγρια μάχη.
Αν όμως τα 'βλεπες εκείνα, τότε θα σπάραζε η καρδιά σου πιο πολύ·
που γύρω στον κρατήρα, σε κατάφορτα τραπέζια, βρεθήκαμε
νεκροί μες στο παλάτι, κι άχνιζε στο πάτωμα παντού το αίμα μας ζεστό.
Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου,
της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα
πλάι και πάνω μου· κι εγώ, τα χέρια υψώνοντας, κάτω στο δάπεδο
σφάδαζα και χτυπιόμουν, ώσπου ξεψύχησα με το σπαθί στο στήθος.
Κι όμως εκείνη η σκύλα με παράτησε· δεν θέλησε, καν τη στιγμή
που πήγαινα στον Αδη, τα μάτια να μου τα σφαλίσει με τα χέρια της,
το στόμα να μου κλείσει.
Ω ναι, στον κόσμο τίποτε δεν είναι πιο σκληρό κι απάνθρωπο
απ' τη γυναίκα που έβαλε μες στο μυαλό της τέτοιες πράξεις,
όπως αυτή, που το μελέτησε το ανόσιο έργο,
σφάζοντας άντρα που τη στεφανώθηκε. Κι ας έλεγα ο ταλαίπωρος,
θα με απαντήσουν παιδιά και δούλες με αγαλλίαση,
όταν γυρίσω στην πατρίδα μου· εκείνη υφαίνοντας στον νου της
ό,τι μπορούσε πιο φριχτό, βούτηξε η ίδια στην ντροπή, ντρόπιασε
όμως μια για πάντα κι όλο το θηλυκό το γένος, τις μελλούμενες γυναίκες,
έστω κι αν κάποια αποδειχτεί κάποτε φρόνιμη."
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ πήρα τον λόγο λέγοντας:
"Αλίμονο, πόσο το γένος του Ατρέα ο Δίας, που το μάτι του
βλέπει μακριά, το μίσησε εξαρχής θανάσιμα με τις βουλές των γυναικών
ενώ εμείς αφανιζόμασταν τόσοι για μιαν Ελένη,
εσένα η Κλυταιμνήστρα σ' έπλεκε στον δόλο της, κι ας ήσουνα μακριά."
Στα λόγια μου αποκρίθηκε μ' αυτά τα λόγια:
"Γι' αυτό λοιπόν κι εσύ μην έχεις στη γυναίκα σου μεγάλη εμπιστοσύνη,
να μην της φανερώνεις όλη σου τη σκέψη, ό,τι καλό γεννήσει ο νους σου·
λίγα να ομολογείς, τα πιο πολλά καλύτερα να τα κρατείς κρυφά.
Κι όμως εσένα δεν σ' απειλεί, Οδυσσέα, φόνος απ' τη γυναίκα σου·

[ 168 ]
Νέκυια

είναι, και με το παραπάνω, φρόνιμη, και γνωστικά στοχάζεται


του Ικάριου η κόρη, η συνετή κι έξυπνη Πηνελόπη.
Θυμάμαι, την αφήσαμε νέα και νιόνυμφη, όταν εμείς
κινούσαμε στον πόλεμο· είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου,
νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους—
καλότυχος, γιατί μπροστά του θα τον βρει ο πατέρας του γυρίζοντας,
αλλά κι εκείνος θα πέσει στην αγκάλη του πατέρα του,
όπως το θέλει η καλή περίσταση. Μόνο εμένα
η γυναίκα μου δεν μ' άφησε να τον χαρούν τα μάτια μου
τον γιο μου· πρόλαβε και με σκότωσε.
Έχω όμως κι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά·
κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πια.
Και τώρα απάντησέ μου, λέγοντας όλη την αλήθεια·
ανίσως κάπου ζωντανός ακόμη ακούγεται κι ο γιος μου,
ή στον Ορχομενό ή και στην Πύλο την αμμουδερή,
μπορεί στη Σπάρτη την ευρύχωρη, στο πλάι του Μενελάου—
λέω πως δεν πέθανε ο Ορέστης μου πάνω στη γη."
Στο ερώτημά του εγώ ανταπάντησα μ' αυτά τα λόγια:
"Ατρείδη, τέτοια μη ρωτάς· δεν ξέρω αλήθεια τίποτε,
αν ζει εκείνος ή αν πέθανε· κακό όποιος βγάζει από το στόμα του
λόγια του ανέμου."
Οι δυο μας, συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε του Αχιλλέα η ψυχή, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.
Αμέσως με αναγνώρισε του Αιακίδη η ψυχή, ασυναγώνιστου στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου, κι όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
"Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
Που τόλμησες να κατεβείς στον Αδη, όπου νεκροί μονάχα
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει."
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
"Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,

[169]
Ραψωδία λ, 482-559

Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα 'ρθουν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να 'σουνα θεός
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμη σου· γι* αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου."
Σ' αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
"Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.
Όμως αυτά ας τα αφήσουμε, και πες μου κάτι για τον ακριβό μου γιο*
μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους; μήπως όχι;
Μίλα μου όμως και για τον ευγενικό Πηλέα, αν κάτι ξέρεις κι έμαθες·
κρατεί ακόμη την τιμή στους τόσους Μυρμιδόνες;
ή μήπως ατιμάζεται στη Φθία και την Ελλάδα,
καθώς τα γηρατειά τον τσάκισαν και του 'κοψαν χέρια και πόδια;
Γιατί δεν είμαι εγώ κοντά να του παρασταθώ, αφού δεν βλέπω
πια το φως του ήλιου* τέτοιος και όπως κάποτε, στης Τροίας τον κάμπο,
σκότωνα σωρηδόν γενναίους πολεμιστές, να σώσω τους Αργείους.
Αν, όπως ήμουν, έστω λίγο ανέβαινα στο πατρικό μου σπίτι,
κάποιοι, έτσι κι αλλιώς, θα νιωθαν φρίκη με το μένος μου,
τα ανίκητά μου χέρια, όσοι εκείνον τώρα τον κρατούν
και βίαια του στερούν τη νόμιμη τιμή.'*
Στο ερώτημά του εγώ αποκρίθηκα μιλώντας:
"Λυπάμαι, που δεν ξέρω να σου πω κάτι για τον πατέρα σου,
τον ανεπίληπτο Πηλέα· αλλά για το παιδί, τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο,
θα ακούσεις απ' το στόμα μου, όπως το ζήτησες, ακέραιη την αλήθεια.
Μόνος μου, σε καράβι ισόρροπο και κοίλο,
τον έφερα απ' τη Σκύρο στους άλλους Αχαιούς, εκεί
που ωραία αρματωμένοι πολεμούσαν.
Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζαμε γύρω απ' της Τροίας το κάστρο,
πάντοτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο πρώτος κι η γνώμη του δεν αστοχούσε—
μόνο ο ισόθεος Νέστωρ κι εγώ, νομίζω, υπερτερούσαμε.
Αλλά και στο πεδίο της μάχης, όταν οι Αχαιοί τους Τρώες πολεμούσαμε,
ποτέ δεν ξέμεινε μέσα στο πλήθος, στον σωρό των άλλων
έτρεχε κι έβγαινε πολύ μπροστά, η ορμή του δεν υποχωρούσε
σε κανένα, και σκότωνε πολλούς στην άγρια μάχη.
Δεν θα μπορούσα ασφαλώς να λογαριάσω εδώ και να τους ονομάσω όλους,
όσους εχθρούς θανάτωσε στον πόλεμο, βοηθώντας τους Αργείους.
Αλλά τι άθλος, όταν τον γιο του Τήλεφου κάτω τον σώριασε,
με το χαλκό κοντάρι του, τον ήρωα Ευρύπυλο. Και γύρω του να πέφτουν

[ 170 ]
Νέκυια

πλήθος οι σύντροφοι, οι Κήτειοι, νεκροί, για δώρα μιας γυναίκας—


αλήθεια, δεν είδα άλλον ομορφότερο από κείνον, εξόν τον θείο Μέμνονα.
Αλλά κι όταν αργότερα χωθήκαμε σ' εκείνο το άλογο,
που το 'χτισε ο Επειός, οι πιο γενναίοι Αργείοι, κι έπεσε πάνω μου
όλη η ευθύνη, πότε θα ανοίξει η κλειστή παγίδα μας, πότε θα κλείσει,
τότε λοιπόν οι άλλοι, των Δαναών οι αρχηγοί κι οι σύμβουλοι,
δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ και τον τρόμο, που τους παρέλυε τα γόνατα.
Εξόν εκείνος, που ούτε μια φορά, ποτέ, τα μάτια μου δεν είδαν
να χλωμιάζει η ωραία του όψη ή να σκουπίζει κάποιο δάκρυ
στα μάγουλά του· αμέτρητες φορές παρακαλούσε
έξω να πεταχτεί επιτέλους από το άλογο, να πιάσει τη λαβή
του ξίφους του, το χάλκινο βαρύ του δόρυ, γιατί άναβε τον νου του ο πόθος,
το πώς τους Τρώες θα βλάψει.
Αλλά και τότε πια που πήραμε την πόλη του Πριάμου, το ψηλό της κάστρο,
αυτός, αφού μοιράστηκε λεία και έπαθλο λαμπρό, αμέσως
στο καράβι ανέβηκε, απείραχτος· μήτε ποτέ τον βρήκε
χάλκινη αιχμή, μήτε κι από κοντά λαβώθηκε—πράγματα
που συχνά συμβαίνουν την ώρα του πολέμου, όταν, δίχως καμιά διάκριση,
μαίνεται ο Αρης."
Ακούγοντας τον λόγο μου, πήρε να απομακρύνεται του Αιακίδη η ψυχή,
που δεν τον έφτανε άλλοτε κανείς στο τρέξιμο,
ανοίγοντας μεγάλο βήμα, προς το ασφοδελό λιβάδι—
με μια χαρά περήφανη, μ' όσα του ιστόρησα για το λαμπρό του παλληκάρι.
Τότε και άλλες ψυχές νεκρών αφανισμένων
είχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που εγώ τη νίκησα, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα—την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μολαταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
"Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος δεν βρίσκεται κανείς

[171]
Ραψωδία λ, 559-631

εξόν ο Δίας, που μίοησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου/*
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ' άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
Κι αλήθεια είδα τον Μίνωα, γιο του Διός περίλαμπρο,
με το χρυσό σκήπτρο στο χέρι, να κρίνει στους νεκρούς
καθήμενος· εκείνοι γύρω του, ορθοί ή καθιστοί, γυρεύοντας
το δίκιο τους απ* τον Κριτή, στο ευρύπυλο παλάτι του Άδη.
Τα μάτια μου μετά αντικρίσαν πελώριο τον Ωρίωνα,
να τρέχει στον λειμώνα εκεί με τ* ασφοδείλια, πίσω
από αγρίμια, που είχε σκοτώσει ο ίδιος άλλοτε σε απάτητα όρη,
στο χέρι του κρατώντας ρόπαλο ολοχάλκινο, ποτέ να μη ραγίζει.
Κι είδα μετά τον Τιτυό, τον τόσο τιμημένο γιο της Γης,
τώρα να κείται καταγής, να πιάνει ως κι εννέα πλέθρα·
αριστερά δεξιά δυο γύπες να του στέκουν,
και να του τρων το σκώτι, βαθιά ως τη ρίζα· κι ασάλευτος εκείνος, ανήμπορος
να πολεμήσει με τα χέρια του. Έτσι, γιατί αποτόλμησε
να βλάψει τη Λητώ, την τιμημένη ομόκλινη του Δία,
καθώς εκείνη, οδεύοντας προς την Πυθώ, κι από τον Πανοπέα πέρασε
με τα καλά του χοροστάσια.
Αντίκρισα μετά τον Τάνταλο, βαριά τυραννισμένο,
ορθό μέσα στη λίμνη, και το νερό να φτάνει ίσαμε το γένι του·
να φαίνεται πόσο διψά, κι όμως να μην μπορεί
να πιει· γιατί, κάθε φορά που ο γέροντας
έσκυβε με λαχτάρα στο νερό, εκείνο υποχωρούσε και χανόταν,
άνοιγε η γη ανάμεσα στα πόδια του και έδειχνε μαύρο τον βυθό,
που κάποιος δαίμονας τον έκανε κατάξερο.
Κι ακόμη υπήρχαν δέντρα, ψηλά και φουντωμένα, με καρπούς
να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του—
οι αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με τα χρυσά τους μήλα,
συκιές ολόγλυκες και καρπισμένα λιόδεντρα·
και μολαταύτα, κάθε φορά που ο γέροντας τα αναζητούσε,
ο αγέρας τα συνέπαιρνε, τα σήκωνε ψηλά προς τα ισκιωμένα νέφη.
Είδα μπροστά μου και τον Σίσυφο, να υποφέρει αφάνταστα·
έναν πελώριο βράχο δοκίμαζε να ανακρατήσει στα δυο χέρια του,
πιανόταν με πόδια και με χέρια, και προσπαθούσε

[ 172 ]
Νέκνια

να ανεβάσει τον βράχο στην ανηφοριά· μόλις ωστόσο έμελλε


να ξεπεράσει την κορφή, κάθε φορά τον έπαιρνε το βάρος από κάτω—
ξεδιάντροπος ο βράχος πάλι κατρακυλούσε στο ίσωμα.
Εκείνος όμως, με το κορμί του τεντωμένο, ξανά
τον έσπρωχνε ψηλά—κι έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας απ' τα μέλη του,
τον τύλιγε ως το κεφάλι η σκόνη.
Ύστερα πρόβαλε κι είδαν τα μάτια μου τον ακατάβλητο Ηρακλή—
μόνο τον ίσκιο του· αφού ο ίδιος ζούσε με τους αθάνατους θεούς,
χαιρόταν τα συμπόσιά τους, έχοντας πλάι του καλλίσφυρη την Ήβη,
κόρη που την εγέννησαν ο μέγας Δίας κι η Ήρα χρυσοπέδιλη.
Τριγύρω του νεκροί με την κλαγγή τους, μοιάζοντας με πουλιά
που φοβισμένα εδώ κι εκεί φτεροκοπούν εκείνος όμως, σαν τη μαύρη νύχτα,
κρατώντας το δοξάρι του γυμνό, το βέλος στη χορδή,
έστρεφε ολόγυρα το βλέμμα του άγριο, σαν έτοιμος
κάθε στιγμή να βρει τον στόχο.
Γύρω στα στήθη φοβερός ο αορτήρας περασμένος,
χρυσός ο τελαμώνας του, οπού τον στόλιζαν εξαίσια έργα:
αρκούδες κι αγριογούρουνα, λιοντάρια με ολάνοιχτα τα μάτια,
κι ακόμη σφαγές και μάχες, φόνοι και σκοτωμοί.
Όχι, όποιος τεχνίτης φιλοτέχνησε τον τελαμώνα αυτόν
κι έβαλε εκεί την τόση τέχνη του, δεν θα μπορούσε και κάποιον άλλον
να στολίσει.
Μόλις μ' αντίκρισαν τα μάτια του, αμέσως με αναγνώρισε,
κι όπως ολοφυρόμενος μου μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
"Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
ω δύσμοιρε, σέρνεις κι εσύ μοίρα κακή επάνω σου,
όπως κι εγώ την έζησα βαριά, όσο με φώτιζε ακόμη ο ήλιος.
Κι αν ήμουν γιος του Δία κι εγγονός του Κρόνου, όμως τη συμφορά μου
τη φορτώθηκα άπειρη· γιατί σ' αφέντη δούλεψα
πολύ χειρότερό μου, που μου παράγγειλε άθλους ασήκωτους.
Αυτός είναι που μ' έστειλε στον κάτω κόσμο κάποτε,
να φέρω τον σκύλο Κέρβερο· γιατί λογάριασε καλά
πως άλλος άθλος πιο βαρύς δεν γίνεται απ' αυτόν για μένα.
Και μολαταύτα εγώ τον έφερα, από τον Άδη τον ανέβασα—
είχα οδηγό μου τον Ερμή, την Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
για παραστάτη."
Τελειώνοντας, κίνησε προχωρώντας πάλι στα άδυτα του Αδη.
Όσο για μένα, έμεινα ακόμη εκεί ασάλευτος, με την ελπίδα,
να 'ρθει και κάποιος άλλος από τους μεγάλους ήρωες,
που χάθηκαν τα χρόνια εκείνα τα παλιά.
Κι ίσως μπορούσα να προλάβω να δω κι εκείνους που ήθελα,
και τον Θησέα και τον Πειρίθοο, τέκνα θεών

[173]
Ραψωδία λ, 631-640

που η δόξα τα στεφάνωσε.


Αλλά πιο πριν μαζεύτηκαν μύρια τα σμήνη των νεκρών,
μ' έναν ανήκουστον αχό, κι εμένα μ' έλουσε τρόμος χλωρός·
μήπως μου στείλει το κεφάλι της Γοργώς, τέρας φριχτό,
από τον Άδη η Περσεφόνη αγέρωχη.
Γι' αυτό και πάραυτα προχώρησα προς το καράβι, δίνοντας
στους συντρόφους εντολή ν' ανέβουν στο πλεούμενο κι αυτοί,
να λύσουν τις πρυμάτσες. Κι εκείνοι ανέβηκαν
και κάθησαν όλοι τους στα ζυγά.
Έτσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,
πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.

174
μ
Άλκίνον άπόλογοι: Τά ηερι Σειρήνας, Σκύλλαν, Χάρνβδιν, βόας Ήλίον

ΦΗΣΕ τότε το καράβι τις ροές του ωκεάνειου ποταμού,

Α έσχιζε πια το πελαγίσιο κύμα στ' ανοιχτά περάσματα,


κι έφτασε πάλι στο νησί της Αίας, όπου τα σπίτια κι οι χοροί
της Χαραυγής, οι ανατολές του Ηλίου.
Εκεί αράξαμε και σύραμε στην αμμουδιά το πλοίο,
ύστερα βγήκαμε κι εμείς στο περιγιάλι-
εκεί μας πήρε ο ύπνος, προσμένοντας το θείο ξημέρωμα.
Κι όταν, χαράζοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
τότε κι εγώ παράγγειλα να παν οι σύντροφοι
στα δώματα της Κίρκης, να φέρουν τον νεκρό Ελπήνορα.
Κόψαμε αμέσως κούτσουρα, κι εκεί στην πιο περίβλεπτη άκρη της ακτής
τελούμε την ταφή περίλυποι, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Όταν το σώμα του νεκρού κι ο οπλισμός του κάηκαν στην πυρά,
τύμβο υψώσαμε, στήσαμε πάνω του μια στήλη λίθινη
και στην κορφή του μπήξαμε εκείνο το αρμοστό κουπί του.
Εμείς φροντίζαμε καταπώς πρέπει όλα να γίνουν, αλλά κι η Κίρκη
δεν αγνόησε τον γυρισμό μας απ' τον Αδη- έφτασε
με σπουδή μεγάλη στολισμένη, μαζί της και θεραπαινίδες,
φέρνοντας ψωμί και κρέας, κόκκινο κρασί σαν φλόγα.
Στάθηκε τότε μεταξύ μας κι έτσι μας μίλησε η ωραία θεά:
"Παράτολμοι, εσείς που ζώντες κατεβήκατε στον Αδη·
οι πεθαμένοι δυο φορές, όταν οι άλλοι μια φορά πεθαίνουν.
Αλλά χαρείτε τώρα το φαΐ, πιείτε κρασί,
όσο κρατεί η μέρα αυτή* αύριο πάλι, με της αυγής το χάραμα,
ανοίγεστε στο πέλαγο. Τον δρόμο σας εγώ θα δείξω,
ένα προς ένα τα σημάδια φανερώνοντας, να μην πονέσετε
παραδομένοι σε παγίδες θλιβερές της θάλασσας ή της στεριάς,
και ζήσετε μια νέα συμφορά."
Έτσι μας μίλησε, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή μας.
Όσο λοιπόν κρατούσε η μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,
στρωθήκαμε χορταίνοντας άφθονο κρέας, πίνοντας γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έγειρε στη δύση κι έπεσε γύρω μας ττυκνό σκοτάδι,
οι άλλοι εκεί στο πλοίο κοιμήθηκαν, πλάι στις πρυμάτσες.
Εμένα όμως με πήρε η Κίρκη από το χέρι, με τράβηξε
παράμερα απ' τους καλούς συντρόφους, μ' έβαλε κάπου ν' ακουμπήσω,

[175]
Ραψωδία μ, 34-105

πλάγιασε δίπλα μου κι αυτή, κι άρχισε να ρωτά το καθετί.


Εγώ της εξιστόρησα τα πάντα, με σειρά και τάξη,
οπότε ξαναμίλησε η δεσποσύνη Κίρκη:
"Τα περασμένα πέρασαν και πάνε, άκουσε όμως τώρα
κι εγώ τι έχω να σου πω—μπορεί κι ένας θεός
αργότερα να σ' το θυμίσει.
Θα φτάσεις πρώτα στις Σειρήνες, αυτές που καταθέλγουν
όλους τους θνητούς, όποιος βρεθεί στα μέρη τους.
Αν κάποιος πλησιάσει ανύποπτος κι ακούσει των Σειρήνων
τη φωνή, δεν γίνεται να τον χαρούν ξανά στον γυρισμό του
γυναίκες και μικρά παιδιά· τον θέλγουν οι Σειρήνες
με το οξύφωνο τραγούδι τους,
σ' ένα λιβάδι καθισμένες, γύρω σωρός τα κόκαλα,
σάρκες ανθρώπων σαπισμένες, φαγωμένα δέρματα.
Σε συμβουλεύω να τις προσπεράσεις· όσο για τους συντρόφους σου,
γλυκό κερί σαν μέλι μάλαξε και βούλωσε μ' αυτό τ' αφτιά τους,
ώστε κανείς από τους άλλους να μην το ακούσει το τραγούδι τους.
Μόνος εσύ μπορείς να τις ακούσεις, αν το θελήσεις·
θα πρέπει ωστόσο, εκεί στο πλοίο που θα φεύγει γρήγορα,
χέρια και πόδια να σε δέσουν, όρθιο πάνω στο κατάρτι,
με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του· κι έτσι να ακούσεις, να απολαύσεις
των Σειρήνων τη φωνή.
Κι αν τους συντρόφους σου παρακαλείς, αν τους φωνάζεις να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμη πιο σφιχτά, με περισσότερα σχοινιά θα πρέπει να σε δέσουν.
Έπειτα, όταν οι σύντροφοι θα προσπεράσουν τις Σειρήνες,
τα υπόλοιπα δεν πρόκειται να σου τα πω καταλεπτώς,
ποιος δρόμος απ' τους δυο σού μέλλεται· θα πρέπει μόνος σου
να το σκεφτείς καλά. Θα σου μιλήσω ωστόσο αμφίβολα,
και για τη μια και για την άλλη οδό.
Στην από δω μεριά δυο βράχοι κατακόρυφοι αντικρίζονται,
όπου μουγκρίζει αφρίζοντας της Αμφιτρίτης, με τα σκοτεινά της μάτια,
το μεγάλο κύμα.
Πλαγκτές τις ονομάζουν οι μακάριοι θεοί τις Πέτρες·
καθώς σαλεύουν ασταμάτητα, δεν γίνεται να τις διαβεί
πουλί πετάμενο, μήτε τα φοβισμένα αγριοπερίστερα, αυτά που φέρνουν
αμβροσία στον πατέρα Δία· κάποιο κάθε φορά το κόβει
ο βράχος σαν μαχαίρι, αμέσως όμως το αναπληρώνει μ άλλο περιστέρι
ο Ζευς, να μη χαλάσει ο αριθμός.
Όποιο κι αν βρέθηκε πλεούμενο, δεν ξέφυγε ποτέ από κει·
μαδέρια καραβιών, σώματα ανδρών, όλα τα παρασύρει
το θαλάσσιο κύμα, τα καταπίνει ολέθρια η φλογισμένη δίνη.
Ένα μονάχα καράβι πελαγίσιο πέρασε και γλίτωσε·

[ 176 ]
Όδνσσέως προς Κίρκην επάνοδος

η Αργώ, που όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν,


γυρίζοντας από τη γη του Αιήτη. Όμως κι αυτή θα τη συνέθλιβαν
οι βράχοι, αν δεν μεσολαβούσε η Ήρα για να προσπεράσει—
ο Ιάσων ήταν η μεγάλη αγάπη της.
Στην από κει μεριά δυο σκόπελοι αντικρίζονται· του ενός
η σουβλερή κορφή του χάνεται ψηλά στον ουρανό, την περιβάλλει
μαύρο σύννεφο που δεν υποχωρεί ποτέ· ποτέ δεν ξαστερώνει
σ' εκείνου του σκοπέλου την κορφή, μήτε το καλοκαίρι
μήτε το φθινόπωρο. Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς
να τον πατήσει, ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια
κι άλλα τόσα χέρια· τόσο απότομος και λείος,
λες και τον έχουν πελεκήσει.
Σ' αυτόν τον σκόπελο, κάπου στη μέση, υπάρχει σκοτεινή σπηλιά,
στραμμένη προς τη δύση, στο Έρεβος. Προβλέπω πως κι εσείς
εκεί κοντά θα οδηγηθείτε με το κοίλο πλοίο, Οδυσσέα περήφανε.
Λοιπόν να ξέρεις, αν κάποιος τόξευε μέσα απ' το βαθουλό καράβι,
κι ας τον στολίζει η δύναμη της νιότης, δεν θα έφτανε το βέλος του
στο βάθος της σπηλιάς.
Σε τούτη τη σπηλιά παραμονεύει η Σκύλλα, φριχτά αλυχτώντας·
αν η φωνή της μοιάζει γάβγισμα από μικρό νιογέννητο κουτάβι,
η ίδια είναι τέρας τρομερό, όποιος το δει
δεν πρόκειται πια να χαρεί, ας ήταν και θεός αυτός που θα την απαντούσε.
Έχει δώδεκα πόδια, κι όλα της μισερά·
έξι οι ψηλοί λαιμοί της, κι επάνω στον καθένα φυτρώνει
από ένα αποτρόπαιο κεφάλι· τα δόντια της σε τρεις σειρές,
πυκνά, αξεχώριστα, στάζουν τον μαύρο θάνατο.
Αν ως τη μέση κρύβεται σ' εκείνη τη βαθιά σπηλιά,
προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ' αυτό το βάραθρο,
κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει
κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη
άγρια στενάζοντας.
Όχι, ποτέ δεν το καυχήθηκαν οι ναυτικοί πως ξέφυγαν
με το καράβι από τη λύσσα της· πάντα προφταίνει
κι αναρπάζει κάθε της κεφάλι,
από το πλοίο με τη μαύρη πλώρη, κι ένα ναύτη.
Ο άλλος τώρα σκόπελος, θα δεις, είναι, Οδυσσέα, πιο χαμηλός,
όμως κοντά στον πρώτο· τόση απόσταση, που θα μπορούσες
να τη φτάσεις και τοξεύοντας.
Σ' αυτόν φουντώνει μια μεγάλη κι άγρια συκιά, με φύλλα καταπράσινα,
κι εκεί στη ρίζα της θεοτική η Χάρυβδη αναρροφά το μαύρο κύμα.
Μέσα στην ίδια μέρα τρεις φορές ξερνά θαλάσσιο νερό, και τρεις φορές

[177]
Ραψωδία μ, 105-177

το απορροφά με πάταγο. Να μη σου τύχει να σαι εκεί,


όταν εκείνη καταπίνει το νερό· δεν θα μπορούσε να σε σώσει
μήτε ο Κοσμοσείστης.
Γι* αυτό σου λέω, πιο καλά κοντύτερα στον σκόπελο της Σκύλλας,
κι όσο μπορείς πιο γρήγορα, με το καράβι σου να παραπλεύσεις.
Γιατί συμφέρει περισσότερο να χάσεις έξι, παρά να μείνεις μόνος
στο καράβι, ποθώντας όλους τους συντρόφους.**
Όταν απόσωσε τον λόγο της, εγώ τη ρώτησα μιλώντας:
"Τώρα, θεά, πες μου κι αυτό και μη μου κρύψεις την αλήθεια·
πώς θα μπορούσα, αν τη φριχτή αποφύγω Χάρυβδη,
να φυλαχτώ κι από την άλλη πολεμώντας, την ώρα
που θα αρπάζει τους συντρόφους μου;"
Έτσι της μίλησα, κι ευθύς μου ανταποκρίθηκε η ωραία θεά:
"Πολύ παράτολμος μου φαίνεσαι, που πάλι σκέφτεσαι
έργα και κατορθώματα πολέμου· αλήθεια, δεν θα σκύψεις το κεφάλι
μήτε και στους αθάνατους θεούς; Πρέπει να ξέρεις,
δεν είναι αυτή θνητή· τέρας αθάνατο και φοβερό,
φριχτό κι ανήμερο, ακαταμάχητο.
Δεν ωφελεί λοιπόν εδώ η όποια αλκή·
η γρήγορη φυγή, αυτό είναι το καλύτερο.
Γιατί αν βραδύνεις πλάι στον βράχο, για να ντυθείς τον οπλισμό σου,
φοβάμαι πως θα σε προλάβει και θα χυμήξει πάλι επάνω σου,
κι όσα κεφάλια έχει, τόσους συντρόφους θα σου αρπάξει.
Γι* αυτό σου λέω, πέρασε γρήγορα όσο μπορείς, αναφωνώντας «Κράταιη!»
Είναι αυτή μάνα της Σκύλλας, που τη γέννησε κατάρα των θνητών
ίσως εκείνη την μποδίσει, να μην ξαναχυμήξει.
Μετά θα φτάσεις στο νησί της Θρινακίας, όπου και βόσκουν
τα πολλά βόδια του Ήλιου, τα παχιά γελάδια του·
επτά οι αγέλες των βοδιών, επτά και τα καλά κοπάδια των προβάτων
η κάθε αγέλη με πενήντα ζωντανά, που δεν γεννοβολούν ποτέ,
αλλά ποτέ τους και δεν φθείρονται. Τα βγάζουν στη βοσκή θεές,
δυο Νύμφες καλλιπλόκαμες, Φαέθουσα και Λαμπετώ,
κόρες της θείας Νέαιρας, που τις εγέννησε ο Υπερίων Ήλιος.
Αφού ξεγέννησε και τις ανάστησε η αρχοντική τους μάνα,
μετά τις έστειλε μακριά, να κατοικήσουν το νησί της Θρινακίας,
για να φυλάν τα πατρικά κοπάδια, τα ελικοκέρατα γελάδια.
Αυτά λοιπόν απείραχτα αν τ* αφήσεις, άλλο αν δεν σκέφτεται πάρεξ τον νόστο
ο νους σου, υπάρχει τότε ελπίδα, έστω με βάσανα και πάθη,
να φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη.
Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο,
για το καράβι σου και τους εταίρους· ο ίδιος, αν τυχόν γλιτώσεις,
αργά θα φτάσεις στην πατρίδα κι άσχημα, θα χάσεις πρώτα

[178]
Τά ηερί Σειρήνας

τους συντρόφους όλους."


Τελειώνοντας τον λόγο της, φάνηκε πια στον ουρανό η Αυγή χρυσόθρονη.
Τότε μ' αφήνει κι ανεβαίνει το νησί η ωραία θεά.
Όσο για μένα, γύρισα στο πλοίο ευθύς, παρακινώντας τους συντρόφους
να πάρουν θέση στο καράβι, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Εκείνοι ανέβηκαν και κάθησαν όλοι τους στα ζυγά,
και καθισμένοι στη σειρά έπιασαν τα κουπιά, χτυπώντας
αφρισμένο το γκρίζο κύμα της θαλάσσης.
Κι αμέσως, πίσω στο καράβι μας με τη γαλάζια πλώρη,
για χάρη μας αμόλησε
πρίμο αγεράκι, που φουσκώνει τα πανιά, καλό μας σύντροφο,
η Κίρκη καλλιπλόκαμη, δαιμονική θεά, μ' ανθρώπινη μιλιά.
Κι όπως με κόπο όλα του πλοίου τ' άρμενα είχαμε φροντίσει,
καθήσαμε χαλαρωμένοι, γιατί το κυβερνούσε τώρα το καράβι
ο ούριος άνεμος κι ο τιμονιέρης.
Τότε κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
"Καλοί μου φίλοι, ένας δεν φτάνει μήτε δυο να ξέρουν
όσα η Κίρκη λέγοντας μου προφήτεψε, σεμνή θεά.
Γι' αυτό κι εγώ θα σας μιλήσω, ώστε γνωρίζοντας ή να πεθάνουμε
ή να γλιτώσουμε τον θάνατο και να ξεφύγουμε τη μαύρη μοίρα.
Λοιπόν η πρώτη συμβουλή της ήταν πώς θα αποφύγουμε
το θείο τραγούδι των Σειρήνων και το ανθισμένο τους λιβάδι.
Μόνο σ' εμένα επέτρεψε ν' ακούσω τη φωνή τους· αλλά θα πρέπει
να με δέσετε σφιχτά, τόσο που να πονέσω, να μην μπορώ να κουνηθώ,
όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του.
Κι αν σας παρακαλώ, αν σας φωνάζω να με λύσετε,
εσείς θα πρέπει πιο σφιχτά να με τυλίξετε,
μ' ακόμη περισσότερα δεσμά."
Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα,
πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων
το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
Τότε μεμιάς έπεσε ο άνεμος, η νηνεμία άπλωσε
γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα.
Ευθύς πετάχτηκαν επάνω οι σύντροφοι και μαϊνάρουν τα πανιά,
τα μάζεψαν στο κοίλωμα του πλοίου κι έσκυψαν στα κουπιά·
ξύλα καλοξυσμένα ελάτινα λευκαίνουν τώρα το νερό.
Την ίδια ώρα εγώ, με κοφτερό χαλκό, χωρίζω φέτα από κερί,
μεγάλη, στρόγγυλη, και στα γερά μου χέρια μάλαξα
τα κομμάτια της· γρήγορα το κερί ζεστάθηκε
απ' τη δική μου τη μεγάλη δύναμη, αλλά κι από το πύρωμα του ήλιου,
οπού περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό.
Με τούτο το κερί, όλους μου τους συντρόφους, τους βούλωσα τ' αφτιά.

[ 179 ]
Ραψωδία μ, 178-251

Αλλά κι εκείνοι μ' έδεσαν στο πλοίο χέρια πόδια,


όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά σφιγμένα γύρω του.
Ύστερα καθισμένοι στα ζυγά, με τα κουπιά στο χέρι
χτυπούσαν το νερό της γκρίζας θάλασσας.
Κι όπως, κωπηλατώντας γρήγορα, σίμωσε τόσο το καράβι
στο νησί, που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου,
μας ττήραν οι Σειρήνες είδηση, πως προσπερνούσε το σκαρί μας γοργοτάξιδο,
κι άρχισαν το ψηλόλιγνο τραγούδι τους:
"Έλα, Οδυσσέα περίφημε, δόξα των Αχαιών, πλησίασε,
άραξε εδώ το πλοίο, ν* ακούσεις τη φωνή μας.
Αφού κανείς ποτέ δεν μας προσπέρασε στο μελανό καράβι του,
προτού να ακούσει από το στόμα μας τη μελιστάλακτη φωνή μας·
πρώτα ευφραίνεται κι ύστερα συνεχίζει το ταξίδι του,
κερδίζοντας καινούργια γνώση.
Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Τροίας
τον κάμπο Αργείοι και Τρώες—θέλημα των θεών.
Κι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ' ολόκληρη τη γη
με τα πολλά γεννήματα."
Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα
μέσα μου η καρδιά μου λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα
τους συντρόφους να με λύσουν, έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι
εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, κωπηλατούσαν.
Κι αυτοστιγμεί πετάχτηκαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης,
μ* έδεσαν μ' άλλα, πρόσθετα σχοινιά, μ* έσφιγγαν πιο γερά.
Τέλος, όταν τις ξεπεράσαμε, και δεν ακούγαμε
μήτε φωνή μήτε και το τραγούδι των Σειρήνων,
τότε οι καλοί μου εταίροι έβγαλαν το κερί, αυτό που εγώ
τους άλειψα στ' αφτιά τους, με λύνουν κι εμένα απ' τα δεσμά μου.
Είχαμε αφήσει πίσω το νησί, όταν μπροστά μου βλέπω
καπνό, κύμα μεγάλο κι άκουσα τον σάλο.
Εκείνοι τότε τρόμαξαν, τους φεύγουν τα κουπιά απ' τα χέρια·
όλα τους, κρεμασμένα στο νερό, πλατάγιζαν, και το καράβι
έμενε εκεί σταματημένο, αφού δεν το οδηγούσαν πια
στα χέρια τους τα σπαθωτά κουπιά.
Οπότε εγώ φέρνω ένα γύρο το καράβι και τους συντρόφους αναθάρρυνα,
με λόγια όμως μαλακά, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
"Ω φίλοι, άμαθοι δεν είμαστε θαρρώ στις τόσες συμφορές·
και σίγουρα δεν είναι αυτό το μεγαλύτερο κακό, όπως εκείνο
όταν ο Κύκλωπας, άγρια και βίαια, μας έκλεισε
μες στη βαθιά σπηλιά του.
Κι όμως, το ξέρετε, με τη δική μου αρετή, τη γνώση, το μυαλό,
γλιτώσαμε από κει—θα τα θυμόσαστε φαντάζομαι κι αυτά μια μέρα!

[ι8ο]
Τά περί Σκύλλαν κάί Χάρυβδιν

Λοιπόν, ελάτε τώρα, θάρρος, σ' ό,τι σας πω ας δείξουμε όλοι υπακοή·
εσείς οι άλλοι πιάσετε πάλι τα κουπιά και, καθισμένοι στα ζυγά, χτυπάτε
βαθιά τα κύματα της θάλασσας, ανίσως δώσει ο Δίας
κι αυτόν τον όλεθρο αποφεύγοντας σωθούμε.
Όσο για σένα, κυβερνήτη, έχω εντολή ξεχωριστή, βάλ' την
καλά στον νου σου, αφού είσαι εσύ που κυβερνάς
στο βαθουλό καράβι μας το δοιάκι:
βγάλε το πλοίο απ' τον καπνό κι από το κύμα αυτό·
τράβα γυρεύοντας τον σκόπελο· μην ξεχαστείς κι αλλάξει
το καράβι δρόμο, που θα μας παρασύρεις τότε στον χαμό."
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι υπάκουσαν στα λόγια μου.
Δεν είπα ωστόσο λέξη για τη Σκύλλα, το ακαταμάχητο κακό·
μήπως οι εταίροι μου τρομάξουν και παρατήσουν τα κουπιά,
τρέχοντας να κρυφτούν στο αμπάρι.
Και ξαφνικά λησμόνησα κι εκείνη τη σκληρή εντολή
της Κίρκης, που μ' απαγόρευσε να αρματωθώ· εγώ
τη λαμπερή μου πανοπλία φόρεσα, πήρα τα δύο δόρατα
στα χέρια κι ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα.
Γιατί από εκεί περίμενα πως πρώτα θα φανεί
πάνω στον βράχο η Σκύλλα, έτοιμη να μου κάνει το κακό
με τους συντρόφους.
Αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα· τα μάτια μου πονούσαν,
κοιτάζοντας παντού τον βράχο μες στην καταχνιά.
Έτσι ανεβαίναμε σ' εκείνο το στενό θρηνώντας·
στη μια μεριά η Σκύλλα, στην άλλη η Χάρυβδη θεοτική,
αναρροφώντας το αλμυρό νερό της θάλασσας, θέαμα τρομερό!
Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν' αφρίζει, λες κι ήτανε
λεβέτι σε δυνατή ττυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά,
να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου.
Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας,
έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογγούσε ο βράχος κι έτριζε
φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος—
οι εταίροι πράσινοι απ' τον φόβο τους.
Προσηλωμένοι εμείς στη Χάρυβδη, περίφοβοι για τον χαμό μας,
πρόλαβε τότε η Σκύλλα κι άρπαξε απ' το βαθύ μας πλοίο
έξι συντρόφους, τους πιο καλούς και χεροδύναμους.
Κι εγώ, το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι,
ψάχνοντας τους συντρόφους,
τους είδα επάνω, να κρέμονται πόδια και χέρια,
όπως η Σκύλλα τούς σήκωνε ψηλά· κι εκείνοι απελπισμένοι
φώναζαν το όνομά μου παρακλητικά, για τελευταία φορά.
Πώς ο ψαράς σ' ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του

[ι8ι]
Ραψωδία μ, 232-326

δόλωμα ρίχνει σε ψάρια πιο μικρά, πετώντας στα βαθιά


το αγκίστρι του, που το χει περασμένο σε κέρατο άγραυλου βοδιού,
κι όταν πιάσει κανένα, σπαρταριστό το αφήνει καταγής·
έτσι κι εκείνοι σπαρταρούσαν, καθώς τους σήκωνε ψηλά στα βράχια,
όπου τους έτρωγε εκεί μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς·
κραύγαζαν τότε και τα χέρια τους σ' εμένα απλώνοντας
με το φριχτό τους τέλος πάλευαν.
Όχι, τα μάτια μου δεν είδαν θέαμα πιο ελεεινό,
στα τόσα βάσανα που τράβηξα αναζητώντας τα περάσματα της θάλασσας.
Όταν πια προσπεράσαμε τις Πέτρες, την τρομερή τη Χάρυβδη,
τη Σκύλλα, έπειτα γρήγορα αντικρίσαμε το θείο
κι άψογο νησί· όπου κυκλοφορούσαν, όμορφα κι ευρυμέτωπα,
τα βόδια, και τα πολλά θρεμμένα αρνιά του Υπερίονα Ήλιου.
Τότε, κι ενόσω εγώ έπλεα ακόμη στα ανοιχτά, μέσα στο μελανό καράβι,
άκουσα το μουκανητό από τα μαντρισμένα βόδια
και των προβάτων τα βελάσματα· οπότε ανέβηκε στον νου μου ο λόγος
του μάντη Τειρεσία, του τυφλού Θηβαίου,
κι εκεί στην Αία της Κίρκης, που μου παράγγειλαν επίμονα
πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου
που τέρπει με το φως του τους βροτούς.
Γι* αυτό κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
"Σύντροφοι, ακούσετε τα λόγια μου, όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη,
για να σας πω τι μου παράγγειλαν επίμονα ο Τειρεσίας
και στην Αία η Κίρκη, πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου,
που τέρπει με το φως του τους βροτούς·
γιατί, το τόνισαν, εδώ μας περιμένει το μεγαλύτερο κακό.
Για τούτο σας προστάζω, το μελανό καράβι μας να προσπεράσει το νησί."
Έτσι τους μίλησα, εκείνων όμως ράγισε η καρδιά τους,
κι ευθύς ο Ευρύλοχος μου απάντησε μ' άσχημο τρόπο:
"Είσαι, Οδυσσέα, σκληρός, η αντοχή σου ξεπερνά το μέτρο,
τα μέλη σου δεν ξέρουν από κούραση, όλα σ' εσένα καμωμένα
αλύγιστα από σίδερο.
Και τώρα τους συντρόφους, από τον κάματο ξεθεωμένους,
την αγρύπνια, δεν τους αφήνεις να πατήσουνε στεριά·
σε τούτο το περίβρεχτο νησί να βάλουμε στο στόμα μας
γλυκό ψωμί, κάτι να φάμε.
Αλλά μέσα στη νύχτα αυτήν που τρέχει, προστάζεις από το νησί
να ξεμακρύνουμε, να περιπλανηθούμε στο σκοτεινιασμένο πέλαγο,
γνωρίζοντας πως οι αγέρηδες της νύχτας είναι φοβεροί—
βέβαιη καταστροφή των πλοίων.
Αλήθεια, πες μου, ποιος και πώς θα το μπορούσε να ξεφύγει
την απειλή του ολέθρου, αν ξαφνικά ξεσπούσε θύελλα,

[ 182 ]
ΤάπερΙβόαςΉλίον

απ' τον νοτιά ή τον σφοδρό πουνέντε (άνεμοι που καταλύουν


τα πλοία), κι ας μην το θέλησαν οι κραταιοί θεοί;
Γι' αυτό και τώρα, ας υπακούσουμε στο πρόσταγμα της μαύρης νύχτας,
στο περιγιάλι να φροντίσουμε το δείττνο μας, πλάι
στο ταχύπλοο καράβι, περιμένοντας* κι όταν πια ξημερώσει,
τότε ανεβαίνουμε στο πλοίο, να ανοιχτούμε πάλι
στην απεραντοσύνη του πελάγου."
Έτσι ο Ευρύλοχος μιλούσε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του·
όσο για μένα γύριζε ο νους μου στο κακό που κάποιος δαίμονας μας έκλωθε.
Τότε τον φώναξα απαντώντας, και πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
"Ευρύλοχε, το βλέπω, μ' εκβιάζεις, κι έμεινα μόνος.
Αλλά σας προκαλώ, όλοι σας ορκιστείτε τον απαράβατο όρκο·
ανίσως απαντήσουμε βοδιών αγέλη ή και κοπάδι πρόβατα μεγάλο,
κανείς να μην ενδώσει στο κακό, και τυφλωμένος
σφάξει ή βόδι ή πρόβατο· φρόνιμοι κι ήσυχοι,
να τρώτε μόνο τις τροφές που μας προμήθευσε η Κίρκη αθάνατη."
Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί δίνουν τον όρκο που παράγγειλα.
Μόλις ορκίστηκαν και σφράγισαν τον όρκο τους,
στήσαμε το καλόχτιστο καράβι σε βαθύ λιμάνι,
πλάι σε γλυκό νερό· έπειτα βγαίνουν από το καράβι οι σύντροφοι,
κι εκεί το δείπνο ετοίμαζαν με γνώση και φροντίδα.
Κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τότε θυμήθηκαν τους ακριβούς συντρόφους και θρηνούσαν
όσους η Σκύλλα κατασπάραξε απ' το βαθύ μας πλοίο αρπάζοντας.
Κι έτσι θρηνώντας, έπεσε και τους συνεπή ρε νήδυμος ύττνος.
Είχε στο μεταξύ κι η νύχτα προχωρήσει στην τρίτη μοίρα της,
έγειραν τ' άστρα· κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει,
άνεμο σήκωσε σφοδρό, με νέφη σκέπασε παντού
στεριά και πέλαγος, μαύρισε πάνω μας ο ουρανός.
Ώσπου ξημέρωσε και φάνηκε ροδίζοντας η Αυγή·
τότε τραβήξαμε πιο μέσα το καράβι, το δέσαμε σε μια βαθιά σπηλιά,
εκεί που οι Νύμφες είχαν όμορφο χορό και θρόνους.
Αμέσως κάλεσα συνέλευση, μπήκα στη μέση και τους μίλησα:
"Φίλοι, υπάρχει ακόμη στο γοργό καράβι φαγητό, πιοτό·
μακριά λοιπόν τα χέρια από τα βόδια,
να μη μας βρει κι άλλο κακό μεγάλο· γιατί τα βόδια αυτά
και τα θρεμμένα πρόβατα ανήκουν στον αμείλικτο θεό, τον Ήλιο,
που βλέπει από ψηλά τα πάντα και τα πάντα ακούει."
Έτσι τους μίλησα, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή τους.
Γέμισε όμως κι έλιωσε ένα φεγγάρι ολόκληρο,
κι όλο φυσούσε ασίγαστος νοτιάς
κανένας άλλος άνεμος, μόνο νοτιάς σιρόκος.

[ 183 ]
Ραψωδία ι, 334-408

Οι σύντροφοι, όσο ακόμη τους περίσσευαν ψωμί και κόκκινο κρασί,


τόσο δεν άγγιζαν τα βόδια· λογάριαζαν και τη ζωή τους.
Αλλ' όταν πια μες στο καράβι σώθηκαν όλες μας οι τροφές,
τότε τριγύριζαν παντού, αναγκασμένοι, κάτι να πιάσουν και να βρουν,
ψάρι, πουλί, ό,τι τους έπεφτε στο χέρι, με τα καμπύλα αγκίστρια τους·
τους θέριζε, μ' άδειο στομάχι, η πείνα.
Οπότε εγώ ξεμάκρυνα και πήρα να ανεβαίνω το νησί,
ευχή να κάνω στους θεούς, άμποτε κάποιος να μου δείξει δρόμο γυρισμού.
Κι όταν, ανηφορίζοντας στο βάθος του νησιού, βρέθηκα απόμακρα
απ' τους συντρόφους, τα χέρια μου ένιψα κι εκεί, σε κάποια απάνεμη μεριά,
ύψωνα δέηση προς όλους τους θεούς του Ολύμπου.
Εκείνοι όμως χύνουν στα βλέφαρά μου ύπνο γλυκό.
Τότε ο Ευρύλοχος, μιλώντας στους συντρόφους,
ξεκίνησε μια συμβουλή κακή:
"Ακούστε με κι εμένα τώρα, μ' όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη·
οι θάνατοι όλοι αν είναι μισητοί στους άμοιρους θνητούς,
ο πιο πικρός είναι ο θάνατος της πείνας, μοιραίο τέλος.
Λοιπόν ελάτε, ας φέρουμε τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα,
ας τα προσφέρουμε θυσία στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Κι αν μιαν ημέρα στην Ιθάκη φτάσουμε, στην πατρική μας γη,
ευθύς να υψώσουμε πλούσιο ναό στον Υπερίονα Ήλιο,
μ' αφιερώματα να τον στολίσουμε πολλά, λαμπρά.
Αν όμως χολωθεί βαριά για τα ορθοκέρατά του βόδια,
αν το καράβι μας θελήσει ν' αφανίσει,
και συμφωνήσουν οι λοιποί θεοί, τότε το προτιμώ
το κύμα να με πνίξει, χάνοντας τη ζωή μου,
παρά να μαραζώνω ατέλειωτα σε τούτο το έρημο νησί.'*
Έτσι ο Ευρύλοχος τους μίλησε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του.
Αμέσως πήραν κι έφεραν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα,
κάπου από κει κοντά· γιατί δεν έβοσκαν τόσο μακριά
από το μελανόπρωρο καράβι τα βόδια ωραία,
ελικοκέρατα, ευρυμέτωπα.
Κι αφού τα περικύκλωσαν, δέονταν στους θεούς
κόβοντας φύλλα τρυφερά βαλανιδιάς υψίκομης,
γιατί δεν τους απόμεινε λευκό κριθάρι στο καλόχτιστο καράβι.
Ύστερα προσευχήθηκαν, τα 'σφαξαν και τα γδέρνουν,
χώρισαν τα μεριά, κι ολόγυρα τα σκέπασαν με λίπος
διπλωμένα, κι έβαλαν αποπάνω κομμάτια κρέας ωμό.
Κι όπως κρασί δεν είχαν να σταλάξουν στα σφάγια που φλέγονταν,
έκαναν με νερό σπονδή, ψήνοντας ύστερα τα σπλάχνα.
Κι αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
τα υπόλοιπα τα λιάνισαν και τα περνούν στις σούβλες.

[184]
ΤάηερΙ βόαςΉλίον

Κι αυτοστιγμεί μου φεύγει ο ύπνος ο γλυκός, ανοίγοντας τα βλέφαρά μου,


ευθύς πήγα να βρω το γρήγορο σκαρί στης θάλασσας το περιγιάλι.
Κι όπως κατέβαινα γοργά κι ήμουνα πια κοντά στο αμφίκυρτο καράβι,
γλυκά με πήρε η μυρωδιά της κνίσας.
Βόγγηξα τότε κι ύψωσα φωνή μεγάλη στους αθάνατους θεούς:
"Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι·
στη βλάβη εμένα με βουλιάξατε του ανελέητου ύπνου,
κι οι σύντροφοί μου βρήκαν τον καιρό να μελετήσουν
το ανόσιο έργο."
Στην ώρα τότε φέρνει μήνυμα στον Υπερίονα Ήλιο
η Λαμπετώ με τον μακρύ της πέπλο, πως σφάξαμε, εμείς, τα βόδια του.
Εκείνος, χολωμένος και βαρύς, μίλησε κι έλεγε στους αθανάτους:
"Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι,
εκδίκηση! Να το πληρώσουν του Λαερτιάδη οι σύντροφοι,
που πήγαν κι έσφαξαν, δίχως ντροπή και μέτρο, τα δικά μου βόδια·
μ' αυτά που εγώ ευφραινόμουν, όποτε ανέβαινα τον έναστρο ουρανό,
κι όποτε πάλι, τον ουρανό κατηφορίζοντας, στη γη ακουμπούσα.
Αν όμως δεν πληρώσουν για τα βόδια μου τη δίκαιη τιμωρία,
θα κατεβώ στον Άδη, θα φέγγω μόνο στους νεκρούς.*"
Κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει, είπε κι ανταποκρίθηκε:
"Ήλιε, μη σταματάς να φέγγεις στους αθάνατους
και στους θνητούς βροτούς πάνω στη γη,
που μας χαρίζει τα γεννήματά της·
κι εγώ, το υπόσχομαι, θα ρίξω στο γοργό καράβι τους πυρφόρο κεραυνό,
θα το συντρίψω σε κομμάτια, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος."
(Τ' άκουσα αυτά από την Καλυψώ με την εξαίσια κόμη·
είπε πως τα άκουσε κι αυτή από τον προπομπό Ερμή.)
Όταν κατέβηκα φτάνοντας στο καράβι και στο περιγιάλι,
έβαλα τις φωνές ελέγχοντας τον έναν και τον άλλο· μάταια όμως,
δεν χωρούσε πια καμιά γιατρειά, ήσαν τα βόδια σκοτωμένα.
Τότε τους φανερώνουν κι οι θεοί σημεία και τέρατα:
σάλευαν τα τομάρια καταγής· στις σούβλες μούγκριζαν τα κρέατα,
τα ωμά και τα ψημένα· κι ανέβαινε φωνή σαν από βόδια ζωντανά.
Για έξι μέρες στη σειρά οι ακριβοί μου εταίροι
έσερναν κι έτρωγαν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα.
Την έβδομη όμως μέρα, που έδωσε κι έφεξε ο Κρονίδης Δίας,
μεμιάς ο άνεμος σταμάτησε, που πριν λυσσομανούσε.
Τότε ανεβήκαμε κι εμείς γρήγορα στο καράβι, κι αμέσως ανοιχτήκαμε
στα απέραντα πελάγη, στήνοντας το κατάρτι ορθό, με τεντωμένα
τα λευκά πανιά.
Είχαμε αφήσει πίσω το νησί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα
άλλη στεριά, μόνο ουρανός και θάλασσα.

[185]
Ραψωδία μ, 405-453

Ξάφνου νεφέλη μαύρη κρέμασε στο κοίλο μας καράβι ο Δίας,


που βύθισε το πέλαγος στο σκότος.
Και δεν αρμένισε το πλοίο μας πολύ· πουνέντες ξέσπασε
μουγκρίζοντας και μανιασμένη λαίλαπα μεγάλη·
σύντριψε η θύελλα τα μπροστινά μας ξάρτια,
και τα δυο, έπεσε πίσω το κατάρτι, κι όλα μας τ' άρμενα
βρέθηκαν στο αμπάρι κάτω, μέσα στα απόνερα·
κι όπως γκρεμίστηκε ο ιστός στου καραβιού την πρύμη,
χτύπησε κατακέφαλα τον κυβερνήτη, λιώνοντας τα οστά της κεφαλής του,
κι αυτός σαν δύτης βούτηξε πάνω από το κατάστρωμα,
το σώμα του έμεινε άψυχο.
Τότε κι ο Δίας βροντά, ρίχνει στο πλοίο αστροπελέκι·
γύρισε αυτό σαν σβούρα σύγκορμο, μόλις το χτύπησε ο κεραυνός του Δία,
γέμισε θειάφι ο τόπος, κι οι σύντροφοί μου βρέθηκαν στη θάλασσα·
σαν τις κουρούνες, γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο,
στο κύμα παραδόθηκαν—έτσι ο θεός τούς στέρησε τον νόστο.
Εγώ γυρόφερνα στο πλοίο ακόμη, ώσπου η καταιγίδα έλυσε
τα πλευρά του—έμεινε μόνη πια η καρίνα, έρμαιο στο κύμα.
Για μια στιγμή πέφτει και το κατάρτι πάνω της· κι όπως η σκότα,
καμωμένη από βοδίσιο δέρμα, κρεμόταν στον ιστό,
πιάνω τα δυο μαζί και τα 'δεσα, καρίνα και κατάρτι·
κάθησα τότε πάνω τους κι αφέθηκα στη δίνη
των δεινών ανέμων.
Κάποια στιγμή σταμάτησε ο πουνέντες κι η λυσσασμένη λαίλαπα·
βίαιος τώρα ξέσπασε νοτιάς—καινούργιο βάσανο για μένα,
που μ' έφερνε να μετρηθώ με την καταραμένη Χάρυβδη.
Όλη τη νύχτα με παρέσυρε το κύμα, κι όταν επήρε ο ήλιος να ανατέλλει,
βρέθηκα πάλι στον σκόπελο της Σκύλλας, στον σκόπελο της Χάρυβδης.
Πάνω στην ώρα που αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας·
οπότε εγώ, πρώτα μετέωρος, μετά κρεμάστηκα στην αγριοσυκιά, όπου
και πιάστηκα γερά, σαν νυχτερίδα· αλλά δεν είχα πού
να στηριχτούν τα πόδια μου, μήτε μπορούσα ν' ανεβώ ψηλότερα
για να καθήσω· ήταν μακριά οι ρίζες της και τα κλαδιά
απλησίαστα, μεγάλα κι απλωμένα, ρίχνοντας
τη βαριά σκιά στη Χάρυβδη.
Δεν έμενε άλλο, παρά να περιμένω κρεμασμένος, ώσπου ξανά
καράβι και καρίνα να ξεράσει, κάτι που τόσο επιθυμούσα,
όμως εκείνο αργούσε.
Ποιαν ώρα από την αγορά σηκώνεται ο κριτής για δείπνο,
αφού στο μεταξύ το δίκιο μοίραζε σε τσούρμο νέους
που φιλονικούσαν, τόσο αργά αναφάνηκαν τα ξύλα
από της Χάρυβδης το στόμα.

[ι86]
Τά ηερί βόας Ήλιου

Αμέσως τότε χέρια και πόδια αμόλησα, πηδώντας


βρόντηξα στη μέση, κοντά σ' εκείνα τα μακριά μαδέρια,
κάθησα πάνω τους, κι έκανα τα χέρια μου κουπιά.
Τη Σκύλλα, ευτύχημά μου, ο Δίας δεν άφησε, πατέρας θεών κι ανθρώπων,
μπροστά μου πάλι να τη δω· αλλιώς δεν γλίτωνα
από τον βέβαιο όλεθρο.
Μέρες εννιά το κύμα με παρέσυρε· τη δέκατη, μέσα στη νύχτα ακόμη,
με πλησιάζουν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· το κατοικούσε
η Καλυψώ, καλλίκομη, δαιμονική θεά, ανθρώπινη μιλιά—
αυτή μ' αγάπησε, αυτή με φρόντισε. Όμως τι κάθομαι κι ανιστορώ;
Εχτές ακόμη τα διηγήθηκα σε τούτο το παλάτι,
για σένα και την έξοχη γυναίκα σου. Το βρίσκω αλήθεια
αταίριαστο και πληκτικό, λόγια ειπωμένα και ξεκάθαρα,
να τα διηγούμαι δεύτερη φορά.»

187
Όδνσσέως άπότάούς παρά Φαιάκων και άφιξις εις Ίθάκην

ΚΕΊΝΟς τη διήγησή του τέλειωσε, κι αυτοί σαν μαγεμένοι,

Ε βουβοί κι αμίλητοι, κάτω απ* τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.


Ώσπου ο Αλκίνοος μιλώντας έκοψε τη σιωπή:
«Ω Οδυσσέα, αφότου βρέθηκες σε τούτο το ψηλόροφο παλάτι
και πάτησες το χάλκινο κατώφλι, αληθινά πιστεύω πως
δεν σε περιμένει κι άλλη περιπλάνηση, πως
θα νοστησεις στο νησί σου, μετά από τόσα πάθη.
Τώρα α* εσάς, όσοι στο αρχοντικό μου κάθε μέρα
κρασί βασιλικό, σπινθηροβόλο πίνετε μαζί μου
κι ακούτε απολαμβάνοντας τον αοιδό,
έ ; ^ για τον καθένα σας να πω τον ορισμό μου.
Βρίσκονται κιόλας σε κασέλα σκαλιστή ασφαλισμένα
για τον φιλοξενούμενό μας ρούχα, περίτεχνα μαλάματα, αλλά
και τ' άλλα δώρα, όσα μας έφεραν οι βουληφόροι Φαίακες.
Κι όμως προτείνω να του δώσουμε επιπλέον μεγάλο τρίποδα
με το λεβέτι του, καθένας κι έναν. Μετά μαζεύουμε
κι απ' τον λαό το μερτικό του· αλλιώς βαρύ θα αποδειχτεί το χάρισμα,
αν όλο πέσει μόνο στη μια μεριά.»
Έτσι ο Αλκίνοος τους μίλησε, κι εκείνοι δέχτηκαν ευχάριστα
τον λόγο του· ύστερα τράβηξε καθένας σπίτι του, να κοιμηθούν.
Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κατέβηκαν γοργά στο πλοίο, φορτωμένοι τον αντρίκειο τους χαλκό.
Κι εκεί καλά τον βόλεψε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή·
ήλθε ο ίδιος και τον έστησε κάτω από τα ζυγά του καραβιού,
για να μη γίνει εμπόδισμα σε κάποιον κωπηλάτη,
όταν με τα κουπιά τους θ' άνοιγαν θαλάσσιο δρόμο.
Κι ευθύς πήγαν εκείνοι στου Αλκινόου το παλάτι, φροντίζοντας το γεύμα τους.
Τότε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή, τους σφάζει βόδι,
θυσία στον Κρονίδη Δία, παντοδύναμο, που τον σκεπάζει η μελανή νεφέλη.
Έκαψαν πρώτα τα μεριά, μοιράστηκαν μετά με απόλαυση το πλούσιο γεύμα,
κι ανάμεσά τους τραγουδούσε, τιμημένος του λαού,
ο θείος αοιδός Δημόδοκος.
Ο Οδυσσέας μόνος είχε το βλέμμα του στραμμένο συνεχώς στον πάμφωτο ήλιο,
προσμένοντας με αγωνία να δύσει, γιατί τον έτρωγε ο καημός του νόστου.
Πόσο και πώς πεθύμησε το δείττνο ο γεωργός—

[ 188 1
Όδνσσέως απόπλους παρά Φαιάκων

όλη τη μέρα τα δυο βόδια, στο χρώμα του κρασιού,


το αλέτρι του έσυραν σε χώμα σβωλιασμένο, κι εκείνος
βλέπει με αγαλλίαση να δύει ο ήλιος χαμηλώνοντας το φως,
να φτάνει η ώρα για το βραδινό του, οπότε ξεκινώντας
νιώθει μια κούραση γλυκιά στα γόνατά του που λυγίζουν
τόση αγαλλίαση το φως του ήλιου χαμηλώνοντας
χάρισε και στον Οδυσσέα.
Κι ευθύς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί,
θέλησε να ακουστεί, αλλά τον λόγο του φανέρωσε μιλώντας στον Αλκίνοο:
«Αλκίνοε βασιλιά, που τόσο ξεχωρίζεις στον λαό σου,
σταλάξετε τώρα σπονδή, να με ξεπροβοδίσετε μετά κι εμένα δίχως βλάβη.
Σας αποχαιρετώ. Γιατί έχουν πια συντελεστεί
όσα πεθύμησε η ψυχή μου· οι συνοδοί μου και τα φιλικά σας δώρα.
Είθε οι ουράνιοι θεοί να ευλογούνε τα αγαθά σας, κι εγώ γυρίζοντας
στο σπίτι μου, να βρω γερούς την άψογη γυναίκα μου και τους δικούς μου.
Αλλά κι εσείς που θα απομείνετε, καθένας ας ευφραίνει
το ακριβό του ταίρι και τα τέκνα του. Εύχομαι
κάθε ενάρετο καλό να σας χαρίζουν οι θεοί,
κακό κανένα να μην πέσει στον λαό σας.»
Τόσα τους είπε, κι εκείνοι ολόψυχα τον επαινούσαν,
συμφώνησαν τον ξένο να προπέμψουν, που τους εμίλησε καλά.
Τότε ο γενναίος Αλκίνοος φώναξε προς τον κήρυκα:
«Ποντόνοε, συγκέρασε κρασί μες στον κρατήρα,
κέρασε όλους στο παλάτι· να υψώσουμε στον Δία πατέρα
την ευχή μας, να στείλουμε τον ξένο στην πατρική του γη.»
Έτσι τους μίλησε, και το γλυκόπιοτο κρασί συγκέρασε ο Ποντόνοος,
μετά, ζυγώνοντας έναν προς έναν, τους το μοίρασε,
κι αυτοί στάλαξαν τη σπονδή στους μάκαρες θεούς
που κυβερνούν στους ουρανούς ενθρονισμένοι.
Όρθιος τότε ο θείος Οδυσσέας πήρε μια κούπα δίγουβη,
την έβαλε στο χέρι της Αρήτης, κι όπως την προσφωνούσε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, βασίλισσα, αδιάκοπη η χαρά σου, ως τα γεράματα
και ως τον θάνατο—κλήρος αυτός διπλός του ανθρώπου.
Εγώ γυρίζω τώρα στην πατρίδα μου, αλλά κι εσύ
ευφρόσυνα να ζεις σ' αυτό το σπίτι, με τα παιδιά σου, τον λαό σου,
τον βασιλέα Αλκίνοο.»
Μ' αυτά τα λόγια πέρασε ο θείος Οδυσσέας το κατώφλι,
ενώ ο γενναίος Αλκίνοος παράγγειλε να πάει ο κήρυκας
μπροστά, να γίνει ο οδηγός του στο γρήγορο καράβι,
κάτω στο περιγιάλι.
Στην ώρα της η Αρήτη έκανε νόημα να ακολουθήσουν

[189]
Ραψωδία ν, 66-144

τρεις από τις σκλάβες της· η μια κρατώντας πανωφόρι


και χιτώνα πεντακάθαρο, η άλλη κουβαλώντας μια γερή κασέλα, η τρίτη
έφερε ψωμί και κόκκινο κρασί.
Κι όταν κατέβηκαν στο πλοίο και στη θάλασσα, όλα τα πήραν
και τα βόλεψαν οι τιμημένοι συνοδοί στο βαθουλό καράβι,
βρώση και πόση.
Μετά στρώνουν του Οδυσσέα σκέπασμα και σεντόνι
στο κοίλο πλοίο, πάνω στης πρύμνης την κουβέρτα,
να κοιμηθεί ύπνο βαθύ, σάμπως αξύττνητο.
Ανέβηκε τότε κι εκείνος και πλαγιάζει αμίλητος.
Οπότε οι άλλοι κάθονται στα κουπιά, καθένας τους με τάξη,
έλυσαν την πρυμάτσα απ' το τρυττητό λιθάρι,
και το κορμί τους αναγέρνοντας χτυπούσαν το κουπί στο κύμα.
Αμέσως στου Οδυσσέα τα βλέφαρα έπεσε ο ύπνος—
ηδονικός, γλυκύτατος, αξύττνητος, λες κι ήταν θάνατος.
Πώς, στον κάμπο πέρα, άλογα τέσσερα, ζεμένα στον έναν τους ζυγό,
όλα μαζί κινούν, στον χτύπο υπάκουα της μάστιγας,
κι ορθώνουν τα πόδια τους ψηλά, για να τελειώσουν
γρήγορα τον δρόμο τους·
παρόμοια ορθώνονταν κι η καραβίσια πρύμνη, ενώ το κύμα,
πορφυρό και μέγα, φούσκωνε πίσω της την αφρισμένη θάλασσα
Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι,
το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
Σαν το γεράκι και το πλοίο πετώντας έσχιζε το θαλάσσιο κύμα,
τον άντρα ταξιδεύοντας που η στόχασή του έμοιαζε θεού·
ένας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του,
που πέρασε ανδρείους πολέμους, άγρια κύματα της θάλασσας,
τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ* αμέτρητα παθήματά του.
Κι όταν το πιο περίλαμπρο άστρο πρόβαλε ψηλά,
που πρώτο αγγέλλει της εωθινής Αυγής το φως,
ποντοπορώντας το καράβι στο νησί ακουμπούσε.
Βρίσκεται εκεί, στη χώρα της Ιθάκης, του Φόρκυνα, ενάλιου γέροντα,
λιμάνι· δυο κάβοι απόκρημνοι το ορίζουν,
που προς τα μέσα χαμηλώνουν και το κλείνουν,
κρατώντας το μεγάλο κύμα απέξω, όταν οι άνεμοι λυσσομανούν.
Στον κόρφο του τα καλοκούβερτα καράβια άδετα αράζουν
κι ησυχάζουν, μόλις φτάσουν στον όρμο.
Στου λιμανιού την κεφαλή ελιά μακρόφυλλη,
κι εκεί στο πλάι της θαμπή σπηλιά χαριτωμένη, τόπος
ταμένος των νυμφών που λέγονται ναϊάδες.
Μες στη σπηλιά στημένοι λίθινοι κρατήρες κι ακόμη αμφορείς
διπλόχεροι—εκεί χτίζουν κι οι μέλισσες κερί για την τροφή τους.

[ 190 1
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην

Στο βάθος της σπηλιάς ψηλοί οι πέτρινοι αργαλειοί·


εδώ υφαίνουν αλιπόρφυρα φαντά οι νεράιδες—
θέαμα θαύμα.
Τρέχουν εκεί νερά αστείρευτα κι υπάρχουν δυο μπασιές:
μόνο τη βορινή την κατεβαίνουν οι θνητοί· την άλλη, προς τον νότο,
θεϊκότερη, άνθρωπος δεν μπορεί να τη διαβεί—είναι το πέρασμα των αθανάτων.
Σ' αυτό το μέρος τράβηξαν που δεν τους ήταν κι άγνωστο.
Κι όπως με φόρα μπήκε το πλεούμενο, πάτησε η μισή καρίνα του
στην άμμο—τόσο γοργά τα χέρια δούλεψαν κωπηλατώντας.
Άφησαν τότε τα ζυγά του καραβιού και πριν πατήσουνε στεριά,
στα χέρια σήκωσαν, από το βαθουλό τους πλοίο,
τον Οδυσσέα—με το σεντόνι του μαζί και το πολύτιμό του σκέπασμα.
Μετά στην άμμο τον απίθωσαν, στον ύπνο βυθισμένο,
κι ευθύς μετέφεραν τα δώρα που οι τιμημένοι Φαίακες του χάρισαν
στον δρόμο της επιστροφής, όπως το είχε προνοήσει
η μεγάθνμη Αθηνά.
Τ' ακούμπησαν όλα μαζί στον λάκκο της ελιάς, παράμερα όμως,
μήπως κανείς περαστικός τα βρει μπροστά του και τ' αρπάξει,
προτού ο Οδυσσέας ξυπνήσει.
Τέλος, με δίχως καθυστέρηση πήραν ξανά τον δρόμο της επιστροφής.
Αλλά κι ο Κοσμοσείστης δεν λησμόνησε τις απειλές του,
μ' όσες απείλησε εξαρχής τον θεϊκό Οδυσσέα. Αμέσως ρώτησε
να μάθει τη βουλή του Δία:
«Δία πατέρα, δεν περιμένω πια να με τιμήσουν οι αθάνατοι θεοί,
όταν δεν με τιμούν θνητοί, οι Φαίακες, κι ας είναι η ρίζα τους
δική μου φύτρα.
Κι έλεγα τότε, πάθη πολλά ο Οδυσσέας να πάθει,
προτού γυρίσει στο νησί του—όχι, ποτέ δεν είπα
τον νόστο του πως θα στερούσα, αφότου εσύ τον υποσχέθηκες
και συγκατένευσες. Κι όμως αυτοί, ποντοπορώντας
με το γρήγορο καράβι τους, τώρα τον έφεραν στον ύπνο βυθισμένο
και στην Ιθάκη τον απόθεσαν με δώρα αμέτρητα· χαλκό, πολλά
μαλάματα, ρούχα φαντά—όσα ποτέ του δεν θα μάζευε
ο Οδυσσέας στην Τροία, ας έφτανε κι απείραχτος,
μ' ό,τι του έλαχε στη μοιρασιά της λείας.»
Στον Ποσειδώνα απάντησε ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει:
«Βεβαίως όχι, Κοσμοσείστη πολυδύναμε—τι λόγος που ξεστόμισες!
Καθόλου οι θεοί δεν σ' ατιμάζουν που θα 'ταν και βαρύ τους σφάλμα
τον άριστο και τον πρεσβύτερό τους να προσβάλλουν
με την ατίμωσή του.
Αν όμως άνθρωπος θνητός, από το θράσος και τη δύναμή του,
σου στέρησε κάποια τιμή, έχεις εσύ το δίκιο να τον εκδικηθείς.

[191]
Ραψωδία ν, 145-218

Πράξε λοιπόν καταπώς θες, όπως ορέγεται η ψυχή σου.»


Στον λόγο του αποκρίθηκε ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει:
«Θα το είχα πράξει, όπως το λες εσύ που σε σκεπάζουν
νέφη μελανά, αλλά διστάζω, γιατί σέβομαι και τη δική σου αντίδραση.
Τώρα λοιπόν, επιθυμώ εκείνο το περίκαλλό τους πλοίο των Φαιάκων
να συντρίψω, την ώρα της επιστροφής του, καταμεσής
στο θολωμένο πέλαγος, ώστε να πάψουν πια, να σταματήσουν
να ξεπροβοδούν ανθρώπους ξένους· κι έχω στον νου μου
να καλύψω γύρω τους την πόλη με ψηλό βουνό.»
Πήρε τον λόγο πάλι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει:
«Φίλε, άλλη βουλή, καλύτερη, μέσα μου τρέφω*
όταν ψηλά από την πόλη σύμπας ο λαός το δει να μπαίνει
στο λιμάνι, τότε μαρμάρωσε το γρήγορό τους πλοίο,
να γίνει βράχος στην ακρογιαλιά μπροστά, να μείνουν όλοι
μ ανοιχτό το στόμα· μετά μπορείς γύρω την πόλη τους
να την καλύψεις με ψηλό βουνό.»
Μόλις τον άκουσε τον λόγο του Διός ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
προς τη Σχερία ορμήθηκε, όπου και ζουν οι Φαίακες—
εκεί περίμενε. Στην ώρα του πλησίαζε, όλο και πιο κοντά,
το ποντοπόρο πλοίο, λες και το κυνηγούσαν τότε ο θεός
ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει, στάθηκε πλάι του,
κατέβασε το χέρι πάνω του κι ευθύς το πέτρωσε,
το ρίζωσε να γίνει βράχος—αργά μετά απομακρύνθηκε.
Εκείνοι, οι Φαίακες με τα μακριά κουπιά, θαλασσινοί με φήμη,
το θαύμα βλέποντας επήραν μεταξύ τους να αγορεύουν λόγια του ανέμου,
μιλώντας ένας στον άλλον, καθένας με τον διπλανό του:
«Ω θε μου! Ποιος το γρήγορο καράβι μας το ρίζωσε στη θάλασσα,
την ώρα που γυρνούσε στην πατρίδα, όταν φαινόταν πια
ακέραιο το σκαρί.»
Έτσι ο καθένας τους μιλούσε, δίχως να ξέρει πώς και τι συμβαίνει.
Οπότε ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο μεταξύ τους και τους είπε:
«Αλίμονο, πώς τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν! Εκείνα
του πατέρα μου, που έλεγε και ξανάλεγε πως θα θυμώσει κάποτε
ο Ποσειδών μαζί μας, αφού γινόμαστε, με δίχως βλάβη,
του καθενός οι συνοδοί. Προφήτεψε λοιπόν πως το περίκαλλό καράβι
των Φαιάκων, την ώρα της επιστροφής από την προπομπή,
θα το ρημάξει ο θεός στο θολωμένο πέλαγος· πως όρος μέγα
θα καλύψει την πόλη γύρω.
Αυτά ο γέροντας αγόρευε και να που τώρα όλα συντελούνται.
Αλλά τον νου σας τι θα πω, ας υπακούσουμε όλοι:
να σταματήσει πια του καθενός η προπομπή, όποιος μας τύχει
φτάνοντας στην πόλη· στον Ποσειδώνα ταύρους δώδεκα

[ 192 ]
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην

ξεχωριστούς να σφάξουμε, μήπως μας ελεήσει, μήπως και δεν καλύψει


την πόλη γύρω μας μ' ένα βουνό μεγάλο κι αψηλό.»
Τόσα τους είπε, τα σεβάστηκαν κι ετοίμασαν τους ταύρους.
Τώρα προσεύχονταν στον άνακτα θεό, στον Ποσειδώνα οι Φαίακες,
του δήμου οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί του,
στημένοι γύρω στον βωμό.
Τότε κι ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν
στα χώματά του· κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη,
τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. Την είχε η θεά,
η Αθηνά Παλλάδα, περιβάλει με θολή νεφέλη, του Δία η κόρη,
θέλοντας να τον κάνει και τον ίδιο αγνώριστο,
να του εξηγήσει τα καθέκαστα· ότι δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν
γυναίκα και δικοί μήτε κι οι άνθρωποι της πόλης,
προτού με την εκδίκησή του τιμωρήσει τους μνηστήρες
για την ασύστολη ανομία τους.
Γι' αυτό του φάνταξαν του βασιλιά όλα τριγύρω αλλόκοτα*
τα μακρινά φιδίσια μονοπάτια, φιλόξενα λιμάνια, βράχια
απόκρημνα και δέντρα θαλερά.
Πάνω πετάχτηκε και, προσηλώνοντας το βλέμμα του
στην ίδια την πατρίδα του, έβγαλε στεναγμό βαρύ,
μετά χτυπούσε τα μεριά του με χέρια σαν σπαθιά,
τέλος ολοφυρόμενος μίλησε κι είπε:
«Αλίμονο, σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα!
Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Δεν ξέρω καν πού να τα πάω τα τόσα δώρα μου, ο ίδιος
πού να πλανηθώ. Καλύτερα στη χώρα εκείνη να χα μείνει
των Φαιάκων μια μέρα θα φτανα σε κάποιον άλλο βασιλιά,
θα 'ταν πονόψυχος, φιλόξενα θα με δεχόταν, να με στείλει πίσω στην πατρίδα.
Τώρα δεν έχω πού να τ' ακουμπήσω αυτά· μήτε και πρέπει
να τ' αφήσω εδώ, γιατί μπορεί να μου τ' αρπάξουν άλλοι,
να κάνουνε φτερά.
Α, βέβαια όχι· δεν ήσαν όλοι οι Φαίακες και λογικοί και δίκαιοι,
οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί τους, που μ' έφεραν αλλού,
σε ξένη χώρα* κι ας έλεγαν θα με οδηγήσουν
στην περίβλεπτη Ιθάκη—όμως δεν τήρησαν τον λόγο τους.
Ο ικέσιος Δίας ας τους τιμωρήσει, εκείνος που εφορά
τους πάντες, που τιμωρεί όποιον κι αν σφάλλει.
Αλλά τον νου μου τώρα, να μετρήσω τ' αγαθά μου, να δω
μήπως και πήραν δρόμο αυτοί κρατώντας κάτι για λογαριασμό τους
στο κοίλο τους καράβι.»
Έτσι μιλώντας, άρχισε να μετρά λεβέτια, τρίποδες πανέμορφους,

[193]
Ραψωδία ν, 218-291

χρυσαφικά κι ωραία φαντά φορέματα.


Δεν βρήκε κάτι να του λείπει· ποθώντας όμως
κι οδυρόμενος για χώμα πατρικό, σύρθηκε
εκεί στο περιγιάλι της ασίγαστης θαλάσσης,
στον θρήνο του δοσμένος. Κι ήλθε κοντά του η Αθηνά,
στάθηκε πλάι του, ίδια στην όψη με παλληκάρι νιούτσικο,
βοσκόπουλο με σάρκα ακόμη τρυφερή, πες
βασιλόπουλο· είχε στους ώμους περασμένη κάπα διπλωτή,
στ* άσπρα του πόδια πέδιλα, στα χέρια του κοντάρι.
Μόλις την είδε ο Οδυσσέας χάρηκε, στάθηκε αντίκρυ της,
κι όπως μιλώντας την προσφώνησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω φίλε, αφού εσένα πρώτα απάντησα
σ' αυτόν τον τόπο. Αλλά μη βάλει τώρα ο νους σου τίποτε κακό
σε βάρος μου· σώσε κι αυτά, σώσε κι εμένα, ικέτης σου είμαι,
πέφτω στα γόνατά σου, σάμπως και να 'σουνα θεός.
Μόνο μολόγησέ μου τώρα την αλήθεια, να σιγουρευτώ·
ποια η χώρα, ποιος ο τόπος, ποια η φύτρα των ανθρώπων;
Είναι νησί αυτό περίβλεπτο; μήπως ακτή μιας εύφορης στεριάς
που γέρνει στο ακρογιάλι;»
Τότε αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Μου φαίνεσαι, ξένε, κουτούτσικος. Εκτός κι αν έφτασες
από πολύ μακριά, για να ρωτάς τη σύσταση της χώρας.
Δεν είναι δα κι ανώνυμη! Πολλοί, πάρα πολλοί την ξέρουν
όσοι τα μέρη κατοικούν που ανατέλλει ο ήλιος την αυγή,
αλλά κι οι άλλοι πάλι προς τη δύση, στο θολό σκοτάδι.
Κάπως τραχιά η γη αυτή, για τα άλογα ακατάλληλη,
όχι και τόσο ευρύχωρη, όμως δεν είναι και φτενό το χώμα της·
βγάζει σιτάρι αμέτρητο, έχει κι αμπέλια για κρασί,
βρέχει συχνά και στην πολλή δροσιά νοτίζουν τα χωράφια.
Καλά τα βοσκοτόπια της για γίδες και για βόδια,
μεγάλα δάση, δέντρα λογής λογής, τρέχουν πηγές
για να ποτίζονται τα ζώα.
Γι' αυτά λοιπόν ακούστηκε το όνομα της Ιθάκης ακόμη
και στην Τροία, τόσο απόμακρη από των Αχαιών τη χώρα.»
Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
αλάφρωσε η ψυχή του, χάρηκε την πατρική του γη, όπως την είπε
η Αθηνά Παλλάδα, θυγατέρα του αιγίοχου Δία.
Πήρε λοιπόν να της μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά,
μόνο που την αλήθεια δεν φανέρωσε, συγκράτησε και πάλι
τα λεγόμενά του—ο νους του πάντα γύρευε το κέρδος:
«Την έχω την Ιθάκη ακουστά στην Κρήτη την απλόχωρη,
πέρα μακριά στην άλλη θάλασσα. Και να που τώρα φτάνω ο ίδιος

[ 194 ]
Όδνσσέως άφιξις είς Ίθάκην

με τ' αγαθά μου αυτά. Άφησα κι άλλα τόσα στα παιδιά μου
φεύγοντας, όταν θανάτωσα τον γιο του Ιδομενέα—
μιλώ για τον Ορσίλοχο, στα πόδια γρήγορο, που πάντα του νικούσε,
στο απέραντο νησί της Κρήτης, όσους μαζί του έτρωγαν ψωμί,
στο τρέξιμο άφταστος.
Κι ο λόγος· γύρεψε τα λάφυρα να μου στερήσει,
όλα που μάζεψα στην Τροία, κι ας είχα υποφέρει τόσα πάθη εγώ
για χάρη τους, με τον εχθρό μου πολεμώντας, περνώντας
τα σαράντα κύματα.
Δεν είχα, λέει, σταθεί, δεν είχα χαριστεί στον κύρη του
εκεί στης Τροίας τα μέρη· έγινα μόνος μου αρχηγός
σ* άλλους συντρόφους.
Τον χτύπησα λοιπόν θανάσιμα με δόρυ χάλκινο, την ώρα
που κατέβαινε στην πόλη απ' τους αγρούς· πλάι στον δρόμο
του έστησα καρτέρι μ' ένα μου φίλο.
Έσκεπε η νύχτα κατασκότεινη τον ουρανό, έτσι που δεν μας πήρε είδηση κανείς-
του πή ρα τη ζωή κρυφά.
Κι αφού τον σκότωσα με μυτερό κοντάρι χάλκινο,
έτρεξα σε φοινικικό καράβι, τίμιοι άνθρωποι,
και τους παρακαλούσα μαζί τους να με πάρουν, χαρίζοντας
γενναίο μερίδιο από τα λάφυρά μου.
Τους είπα στην Πύλο να με βγάλουν ή και στη θεία Ήλιδα
να μ' ακουμπήσουν, όπου κρατούν οι Επειοί.
Αλλά τους έσυρε μακριά του ανέμου η δίνη—
σίγουρα δεν το θέλησαν, γιατί δεν σκόπευαν να μ' απατήσουν.
Έτσι λοιπόν περιπλανώμενοι φτάσαμε νύχτα εδώ,
κωπηλατώντας με σπουδή μπήκαμε στο λιμάνι, κανείς μας
δεν θυμήθηκε την ώρα αυτή το φαγητό, μόλο που το 'χαμε τόση ανάγκη·
μόλις που βγήκαμε απ' το καράβι, πέσαμε
όλοι μας ξεροί.
Βυθίστηκα τότε κι εγώ σ' ύπνο γλυκό από την τόση κούρασή μου,
κι εκείνοι βγάζουν απ' το κοίλο πλοίο τ' αγαθά μου,
τα απόθεσαν εκεί πάνω στην άμμο που βαθιά κοιμόμουν.
Μετά ανεβαίνουν στο καράβι τους και τράβηξαν
για την καλοχτισμένη Σιδονία. Όσο για μένα μόνος ξέμεινα,
με την καρδιά βαριά κι ασήκωτη.»
Έτσι της μίλησε, κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
του χαμογέλασε, απλώνοντας χαϊδευτικά το χέρι της,
αλλάζοντας πάλι την όψη της, ίδια με μια ψηλή, ωραία γυναίκα
που ξέρει πώς να υφαίνει τα λαμπρά φαντά της.
Κι όπως μιλώντας τον προσφώνησε, τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Θα πρέπει, αν κάποιος παραβγεί μαζί σου, να παραείναι πονηρός,

[ 195 ]
Ραψωδία ν, 292-366

να ξέρει πώς να ξεγελά τους άλλους στον κάθε δόλο,


ακόμη κι αν θεός βρεθεί μπροστά σου.
Είσαι αλήθεια φοβερός, πολύστροφε κι αχόρταγε στους δόλους,
που μήτε εδώ, στην πατρική σου γη, δεν λες να σταματήσεις
σκέψεις απατηλές και ιστορίες πλαστές—
είναι το ριζικό σου αυτό.
Αλλά καιρός να σταματήσουμε τα τέτοια μεταξύ μας,
αφού κι οι δυο μας ξέρουμε καλά την ίδια τέχνη·
αν είσαι εσύ μες στους θνητούς πρώτος στις αποφάσεις και στα πλάνα λόγια,
εγώ φημίζομαι πως ξεχωρίζω σ' όλους τους θεούς
και για το ξύττνιο μου μυαλό και για την πανουργία.
Γιατί μην πεις δεν αναγνώρισες την Αθηνά Παλλάδα,
τη θυγατέρα του Διός, που παραστέκομαι στον κάθε μόχθο σου,
παντού και πάντα έγινα ο φύλακάς σου.
Σ' έκανα τότε φίλο εγώ στους Φαίακες όλους
και τώρα πάλι να 'μαι εδώ, μαζί σου υφαίνω
το πανούργο πλάνο. Θα κρύψω πρώτα αυτά τα δώρα,
όσα οι τίμιοι Φαίακες σου χάρισαν, όταν ξεκίνησες
για την πατρίδα, με σκέψη όμως κι απόφαση δική μου.
Και θα σου πω μετά ποια βάσανα σου προορίζει η μοίρα
να βαστάξεις στο στέρεο σπίτι σου—πρέπει να τα υπομείνεις,
γιατί η ανάγκη το καλεί.
Και προσοχή, μη φανερώσεις σε κανένα, άντρα ή γυναίκα,
τον λόγο που επιστρέφεις μετά την τόση περιπλάνηση·
αμίλητος τον κάθε πόνο σου να υποφέρεις,
όποια βρισιά και βία σού μέλλεται, να τη δεχτείς.»
Πήρε τον λόγο και της μίλησε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Δύσκολο, ω θεά, σ' όποιον βρεθείς μπροστά να σε γνωρίσει,
ακόμη κι αν του περισσεύει η γνώση—κάθε φορά αλλάζει η όψη σου.
Όσο για μένα, αυτό το αναγνωρίζω· ήσουνα πράγματι καλή μαζί μου
στο παρελθόν, όταν στην Τροία πολεμούσαμε των Αχαιών οι γιοι.
Όμως μετά, σαν πήραμε ψηλό κι απόκρημνο το κάστρο του Πριάμου,
μπήκαμε στα καράβια μας κι ένας θεός μάς σκόρπισε τους Αχαιούς,
δεν είδα πια μπροστά μου τη μορφή σου, κόρη του Δία, δεν σε αναλογίστηκα
στο πλοίο μου επιβάτη, τον πόνο μου να ξαλαφρώσεις.
Μόνος, με την καρδιά στα στήθη σπαραγμένη,
εδώ κι εκεί περιπλανήθηκα, ώσπου να λύσουν οι θεοί τη συμφορά μου.
Στο τέλος μόνο, στην πλούσια χώρα των Φαιάκων,
μ' ενθάρρυναν τα λόγια σου κι εσύ μ' οδήγησες στην πόλη.
Τώρα, στ' όνομα του πατέρα σου, πέφτω στα γόνατά σου—
όχι, δεν το φαντάζομαι πως έχω φτάσει στην περίβλεπτη Ιθάκη,
μάλλον σε κάποιον άλλον τόπο περιφέρομαι· κι εσύ, νομίζω,

[ 196 ]
Όδνσσέως άφιξις εις Ίθάκην

κοροϊδεύεις μ' όσα λες, τον νου μου θες να παγιδέψεις.


Πες μου λοιπόν αν είναι αλήθεια πως πατώ
το χώμα της γλυκιάς πατρίδας.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Τέτοιος ο νους σου πάντα εσένα και το φρόνημά σου,
που εγώ δεν το βαστώ στη^ συμφορά σου μόνο να σ' αφήσω—
είσαι και γνωστικός και ξύττνιος κι εύστροφος.
Ποιος άλλος λέω, περιπλανώμενος, φτάνοντας επιτέλους σπίτι του,
δεν θα 'τρεχε όλος χαρά να δει το ταίρι, τα παιδιά του.
Σ' εσένα όμως δεν συμφέρει να το σκέφτεσαι μήτε να το ρωτάς,
πριν δοκιμάσεις πρώτα τη γυναίκα σου—έρημη
μένει στο παλάτι, βλέπει μέρες και νύχτες δύστυχες να φθίνουν,
πνίγεται στο κλάμα.
Εγώ δεν είχα αμφιβολία καμιά, καλά το γνώριζα
πως θα νοστήσεις, χάνοντας όμως όλους τους συντρόφους.
Μόνο που δεν το θέλησα με του πατέρα μου τον αδελφό,
τον Ποσειδώνα, να τα βάλω—κρατούσε την οργή του αυτός,
από θυμό που εσύ του τύφλωσες τον γιο.
Έλα, σκοπεύω τώρα να σου δείξω σήματα της Ιθάκης, να πειστείς:
αυτό είναι το λιμάνι του ενάλιου γέροντα, του Φόρκυνα·
και να η μακρόφυλλη ελιά στου λιμανιού την κορυφή·
εκεί στο πλάι της θα δεις χαριτωμένη τη θαμπή σπηλιά,
τόπο ταμένο των νυμφών που λέγονται ναϊάδες—
τη θολωτή κι ευρύχωρη σπηλιά, όπου κι εσύ τόσες θυσίες τελούσες,
τέλειες εκατόμβες.
Κι αυτό το καταπράσινο βουνό είναι το δασωμένο Νήριτο.»
Έτσι μιλώντας η θεά, σήκωσε τη νεφέλη κι ο τόπος φανερώθηκε.
Πλημμύρισε τότε χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
χαρούμενος σκύβει στη γη, το κάρπιμό της χώμα φίλησε,
αμέσως σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ευχήθηκε στις Νύμφες:
«Νύμφες ναϊάδες, θυγατέρες του Διός, έλεγα πως ποτέ μου πια
δεν θα σας ξαναδώ· μα να που τώρα ευφρόσυνα υποδέχεστε
τις φιλικές μου ευχές. Θα σας προσφέρουμε, όπως και πρώτα,
δώρα, φτάνει να δώσει πρόθυμη του Δία η κόρη, που της αρμόζει
η λεία του πολέμου, εγώ να ζω κι ο γιος μου να προκόψει.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Θάρρος, και μην αφήνεις να βασανίζουν τέτοιες έγνοιες
την ψυχή σου. Πρώτα τα δώρα ας κρύψουμε
στα βάθη της θεσπέσιας σπηλιάς—εκεί να στέκουν σώα κι ασφαλή.
Μετά να στοχαστούμε οι δυο μας πώς η υπόθεση αυτή
θα βρει την πιο καλή της άκρη.»
Είπε η θεά, και στη θολή σπηλιά βυθίζεται

[ 197 ]
Ραψωδία ν, 367-440

ψάχνοντας γύρω της κρυψώνες. Ο Οδυσσέας από κοντά


όλα με τη σειρά τα κουβαλούσε* χρυσάφι, ακατάλυτο χαλκό,
εξαίσια ρούχα—όσα του χάρισαν οι Φαίακες.
Εκεί τα τοποθέτησε καλά κι ασφάλισε με πέτρα το άνοιγμα της σπηλιάς
η ίδια η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του αιγίοχου Δία.
Ύστερα κάθησαν οι δυο στης ιερής ελιάς τον λάκκο,
όπου και πήραν να στοχάζονται τον όλεθρο των αλαζονικών μνηστήρων.
Πρώτη η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μιλώντας είπε:
«Ω διογέννητε Ααερτιάδη, Οδυσσέα πολύστροφε,
καιρός σου να σκεφτείς το πώς θα βάλεις χέρι
στους αλαζονικούς μνηστήρες, που τρία τώρα χρόνια
καταπατούν το αρχοντικό σου· ορέγονται το ισόθεο ταίρι σου,
τάζουνε και γαμήλια δώρα.
Όμως εκείνη αν μέσα της οδύρεται τον γυρισμό σου,
έξω σκορπά ελπίδες και υποσχέσεις στον καθένα
με τα μηνύματα που στέλνει—ωστόσο ο νους της
άλλα μελετά.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Απελπισία με πιάνει που το σκέφτομαι· μέλλονταν και σ' εμένα
η μοίρα του Αγαμέμνονα, του Ατρείδη ο όλεθρος μες στο παλάτι,
εάν εσύ, θεά, δεν εξηγούσες τα καθέκαστα με τη σωστή σειρά τους.
Να πλέξεις όμως τώρα τη βουλή σου, το πώς αυτούς θα εκδικηθώ·
μόνο να μείνεις στο πλευρό μου, θάρρος παράτολμο μέσα μου
να σταλάξεις, μ εκείνο ανάλογο της Τροίας,
όταν τις απαστράπτουσες επάλξεις καταλύσαμε.
Αν με την ίδια ορμή και τώρα μου παρασταθείς, γλαυκόματη,
και με τρακόσους άντρες θα μπορούσα να τα βάλω,
φτάνει να έχω εσένα πλάι μου, δέσποινα και θεά μου,
να μου προσφέρεις πάντα πρόθυμη τη βοήθειά σου.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Υπόσχομαι να είμαι στο πλευρό σου, δεν θα σε λησμονήσω,
όταν θα φτάσει η ώρα για το δύσκολο έργο. Κάποιου, φαντάζομαι,
αίμα κι εγκέφαλος το δάπεδο απ' άκρη σ' άκρη θα μολέψουν—
μιλώ για τους μνηστήρες που κατατρώγουν της ζωής σου τ' αγαθά.
Έλα τώρα κοντά μου, θα σε κάνω αγνώριστο σ' όλον τον κόσμο:
στο λυγερό κορμί σου θα σουρώσω το ωραίο σου δέρμα,
θα εξαφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου· θα ρίξω πάνω σου
κουρέλια, να σε σιχαθεί όποιος σε δει ρακένδυτο·
με τσίμπλες θα θολώσω τα περίκαλλά σου μάτια,
να δείχνεις στους μνηστήρες άσημος κι άσχημος,
αλλά και στη γυναίκα και στον γιο σου που πίσω σου τον άφησες.
Πρόσεξε όμως, πρώτα στον χοιροβοσκό να φτάσεις,

[ 198 ]
Όδυσσέως άφιξις είς Ίθάκην

που νοιάζεται τους χοίρους αλλά και θέλει το καλό σου,


τον γιο σου αγαπά, τη φρόνιμή σου Πηνελόπη σέβεται.
Πλάι στα γουρούνια θα τον δεις να κάθεται· βόσκουν αυτά
κοντά στον Κόρακα, εκεί στην κρήνη της Αρέθουσας,
μασούνε βαλανίδια που τους πρέπουν, πίνουν μαύρο νερό—
αυτά τους τρέφουν πλούσιο ξίγκι.
Εκεί λοιπόν να μείνεις, παρακαθήμενος να τον ρωτήσεις
όλα τα καθέκαστα· εγώ στο μεταξύ στη Σπάρτη κατεβαίνω,
με τις πανέμορφες γυναίκες, να φέρω πίσω τον Τηλέμαχο,
τον φιλητό σου γιο, Οδυσσέα· που εκεί ταξίδεψε,
στην απλωμένη Λακεδαίμονα, όπου και πήγε τον Μενέλαο να ρωτήσει,
να μάθει νέα σου, ανίσως ζεις ακόμη, κάπου.»
Πήρε τον λόγο τότε και της είπε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γιατί δεν το ομολόγησες αυτό σ* εκείνον, εσύ που τα γνωρίζεις όλα·
ή μήπως θέλησες περιπλανώμενος κι αυτός να υποφέρει
δικά του πάθη στον πόντο τον ατρύγητο, ενώ οι άλλοι τρων το βιος του.)
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Ας μη σε βασανίζει τώρα η δική του σκέψη·
εγώ τον ξεπροβόδισα, έγινα οδηγός του να φτάσει εκεί,
για να ακουστεί η φήμη του. Μη νοιάζεσαι λοιπόν,
διόλου δεν υποφέρει, ήσυχος κάθεται στου Ατρείδη το παλάτι
μ' όλα του κόσμου τ' αγαθά.
Μόνο που να, νέοι τού έστησαν καρτέρι με καράβι μελανό
και φλέγονται να τον σκοτώσουν, προτού πατήσει χώμα πατρικό.
Αλλά δεν το πιστεύω πως θα γίνει, πιο πριν θα φάνε χώμα
οι μνηστήρες—αυτοί που τρώνε το δικό του βιος.»
Έτσι μιλώντας η Αθηνά, τον άγγιξε με το ραβδί της.
Αμέσως σούρωσε στο λυγερό κορμί το ωραίο του δέρμα
και τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής του χάλασε· σ' όλα τα μέλη του
φάνηκε το πετσί ενός γέροντα που τον βαραίνουνε τα χρόνια·
με τσίμπλες θόλωσε εκείνα τα περίκαλλά του μάτια·
έριξε πάνω του κουρέλια, χιτώνα βρώμικο, σχισμένο—
όλα στη μαύρη κάττνα βουτηγμένα. Τέλος τον τύλιξε
με το γυμνό τομάρι γρήγορης λαφίνας· στο χέρι του έβαλε
ραβδί· του πέρασε σακούλι τρύπιο, λερωμένο,
να κρέμεται από φτενό σχοινί.
Κι αφού τα βρήκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν,
πήρε τον δρόμο του ο καθένας. Εκείνη ορμήθηκε στη θεία Αακεδαίμονα,
να βρει του Οδυσσέα τον γιο.

199
ξ
νδυσσέως προς Ενμαιον ομιλία

κι αυτός, αφήνοντας πίσω του το λιμάνι, πήρε ν' ανηφορίζει


σε μονοπάτι απότομο, βαθιά στο δάσος προχωρώντας, γυρεύοντας
την άκρη, όπως εξήγησε η Αθηνά, να βρει
τον θείο χοιροβοσκό, εκείνον που το βιος του φρόντιζε
από τους άλλους δούλους πιο πολύ, όσους στη δούλεψή του είχε
ο Οδυσσέας ισόθεος.
Και τον εβρήκε καθισμένο στο υποστατικό μπροστά,
όπου χτισμένος ψήλωνε ο αυλόγυρος, σε χώρο ξάγναντο—
ωραίος περίβολος, μεγάλος.
Τον είχε χτίσει μόνος του ο χοιροβοσκός, για χοίρους,
σαν έφυγε ο κύρης του στα ξένα, απόμακρα κι απ' τη βασίλισσα
κι από τον γέροντα Λαέρτη.
Έκοψε τα λιθάρια και πάνω τους στεφάνωσε χλωρά κλωνάρια
αγριαπιδιάς, απέξω μπήγοντας πολλά παλούκια στη σειρά, πυκνά,
αφού πρώτα ξεφλούδισε το μαύρο της βαλανιδιάς.
Έφτιαξε μέσα στην αυλή δώδεκα χοιροστάσια,
το να με τ' άλλο κολλητά, για να κοιμούνται οι χοίροι.
Κι ήσαν στο κάθε χοιροστάσι μαντρισμένες
πενήντα χαμοκύλιστες γουρούνες που γεννούσαν οι αρσενικοί,
πολύ λιγότεροι, πλάγιαζαν έξω. Γιατί τους έτρωγαν θεόμορφοι οι μνηστήρες,
και δεν περίσσευαν πολλοί· έστελνε εκεί ο χοιροβοσκός, διαλέγοντας
απ' τα θρεφτάρια, μέρα τη μέρα κι ένα χοίρο, τον καλύτερο.
Ξέμειναν έτσι τρακόσοι εξήντα.
Σιμά τους τέσσερα σκυλιά, θηρία σωστά, μέρα και νύχτα φύλακες,
ησύχαζαν τα είχε θρέψει ο καλός χοιροβοσκός, ο πρώτος υττηρέτης.
Την ώρα εκείνη ταίριαζε στα πόδια του σαντάλια,
κόβοντας σε λουρίδες δέρμα καλόχρωμο βοδιού.
Οι άλλοι έλειπαν, καθένας τους κι αλλού, βόσκοντας
τα γουρούνια—οι τρεις· τον τέταρτο τον έστειλε κάτω στην πόλη
να τους φέρει χοίρο, για να τον σφάξουν άθελά του οι αλαζονικοί μνηστήρες,
κρέας να χορτάσει η καρδιά τους.
Και ξαφνικά αλυχτώντας είδαν τον Οδυσσέα οι σκύλοι,
έπεσαν πάνω του γαβγίζοντας, εκείνος όμως πονηρός
έσκυψε κάτω κι άφησε απ' το χέρι το ραβδί.
Και μολοντούτο, εκεί στο χτήμα το δικό του, θα ζούσε τότε

[ 200 ]
Όδνσσέως προς Εϋμαιον ομιλία

ένα κακό ντροπής, αν ο χοιροβοσκός δεν πέταγε το δέρμα


που κρατούσε, αν δεν ορμούσε τρέχοντας να βγει προς την αυλόθυρα·
όπου, με δύναμη φωνάζοντας, απόδιωξε τους σκύλους
πετώντας πέτρες. Φύγαν οι σκύλοι εδώ κι εκεί,
και τότε εκείνος μίλησε στον κύρη του:
«Γέρο μου, λίγο ακόμη και θα σ' έκαναν κομμάτια τα σκυλιά,
οπότε στα καλά καθούμενα το κρίμα θα 'ριχνες σ' εμένα.
Μου φτάνουν όμως στεναγμοί και βάσανα όσα μου δώσαν οι θεοί,
που μένω εδώ οδυρόμενος, θρηνώντας βασιλιά ισόθεο.
Να τρέφω εγώ παχιά γουρούνια γι' άλλους, να τρώνε αυτοί, να τα χορταίνουν,
κι εκείνου να του λείπει το ψωμί, να βωλοδέρνει
σε πολιτείες και χώρες αλλόγλωσσων ανθρώπων—
αν βέβαια ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Μόνο έλα τώρα στα βήματά μου, γέροντα, να μπούμε οι δυο μας στο καλύβι,
κι αφού το μέσα σου χορτάσει ψωμάκι και κρασί,
μου λες, αν θες, ποιος είναι ο τόπος σου και πόσα βάσανα
υπόμεινε η ψυχή σου.»
Μιλώντας του προχώρησε, και φτάνει στο καλύβι ο θείος χοιροβοσκός.
Τον έμπασε κι αυτόν και του είπε να καθήσει, αφού έστρωσε
στο χώμα χλωρά κλαδιά κι έριξε πάνω τους το δέρμα
μαλλιαρής, άγριας γίδας—ήτανε το δικό του στρώμα,
φαρδύ και μαλακό.
Η τόση υποδοχή δίνει στον Οδυσσέα χαρά,
που τώρα μίλησε κι ευχήθηκε:
«Ο Δίας, ξένε, ας σου χαρίσει, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι ποθεί η ψυχή σου πιο πολύ, που με υποδέχτηκες τόσο φιλόξενα.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Το δίκιο, ξένε, δεν μ' αφήνει του ξένου την τιμή
να αποστερήσω· όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου,
ας είναι ταπεινότερός σου.
Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
έτσι που το δικό μας χάρισμα, έστω και λίγο, γίνεται με αγάπη.
Τόσο και το δικαίωμα των δούλων, αφού από φόβο
σκύβουν πάντα το κεφάλι, σαν τύχει να 'χουν πάνω τους
καινούργια αφεντικά.
Μόνο τον νόστο εκείνου τον έχουν δέσει οι θεοί!
Που θα με φρόντιζε κι εμένα, θα μ' αγάπαγε, θα μου έστηνε νοικοκυριό—
σπίτι, χωράφι και περήφανη γυναίκα· όσα χαρίζει
ο καλόθυμος αφέντης στον δούλο του οίκου του,
φτάνει να δούλεψε πολύ, κι ένας θεός να ευλόγησε τον μόχθο του.
Έχει προκόψει κι ο δικός μου μόχθος, μ' αυτά που κάνω
κι επιμένω, γι' αυτό κι ο κύρης θα μου φύλαγε αμοιβή γενναία,

[ 201 ]
Ραψωδία ξ, 67-139

αν έμενε για να γεράσει εδώ.


Έφυγε όμως, χάθηκε! Ας ήταν σύρριζα η φύτρα της Ελένης
από προσώπου γης ν' αφανιστεί, αυτή που έλυσε
τα γόνατα τόσων αντρών.
Γιατί κι εκείνος μπήκε στο καράβι για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα,
στο Ίλιο πήγε, με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμήσει.»
Είπε, κι αμέσως με τη ζώνη του μάζεψε τον χιτώνα,
έτρεξε στα μαντριά, όπου ασφαλίζονται κοπάδια οι χοίροι,
επήρε δυο, έφερε δυο, τους σφάζει, τους καψάλισε,
τους λιάνισε, τους πέρασε στις σούβλες.
Κι όταν το κρέας ψήθηκε καλά, το φέρνει και το απίθωσε
στον Οδυσσέα μπροστά, έτσι ζεστό, στους οβελούς του περασμένο.
Το πασπαλίζει με κριθάλευρο, ύστερα κέρασε κρασί, γλυκό σαν μέλι,
σε μια γαβάθα ξύλινη, κάθησε αντίκρυ του,
και τον προσκάλεσε μ' αυτά τα λόγια:
«Έλα να φας, καλέ μου ξένε, ό,τι μπορούν οι δούλοι να σου δώσουν,
ετούτο εδώ το χοιρινό. Γιατί τους άλλους χοίρους με το πλούσιο λίπος,
μ' αυτούς χορταίνουν οι μνηστήρες, χωρίς να σκέφτονται
μήπως τους βρει οργή θεού, χωρίς να νιώθουν λύπηση καμιά.
Κι όμως οι μάκαρες θεοί δεν συναινούν σ' άδικα έργα·
τιμούν το δίκιο, κι ανταμείβουν μόνο τις καλές μας πράξεις.
Ακόμη κι οι άφιλοι, οι κακόβουλοι, όσοι πατούν
την ξένη γη και τους αφήνει ο Δίας να μαζεύουν λεία,
όταν γεμίσουνε τα πλοία και πάρουν πια τον δρόμο της επιστροφής,
τότε τους πιάνει μέγα δέος κι η ψυχή τους τρέμει
μπροστά στη θεία τιμωρία.
Μόνο αυτοί εδώ, μπορεί και ν' άκουσαν φωνή θεού, φαίνεται ξέρουν
εκείνου τον φριχτό χαμό, γι' αυτό δεν θέλουν γάμο νόμιμο
μήτε γυρίζουν στο δικό τους σπιτικό· αναίσθητοι καταβροχθίζουν
τα αγαθά του, τα σπαταλούν ασύστολα, χωρίς φειδώ.
Όσες ημέρες κι όσες νύχτες στέλνει ο Δίας,
αυτοί δεν σφάζουνε ποτέ ένα σφαχτό ή δυο·
και το κρασί, κι εκείνο το ξαφρίζουν, με δίχως μέτρο ασωτεύουν.
Ήσαν αλήθεια τα αγαθά του ατέλειωτα· κανείς απ' τους μεγάλους άρχοντες
δεν είχε τόσα· μήτε στα απέναντι, στα σκούρα χώματα,
μήτε και πάνω στην Ιθάκη. Το βιος του ξεπερνούσε,
ακόμη κι αν μαζί λογάριαζες πλούτη από άλλους είκοσι.
Είμαι σε θέση να σου τα μετρήσω:
αντίκρυ στη στεριά είκοσι ποίμνες βόδια· τόσα κοπάδια
και με πρόβατα, τόσα με χοίρους, τόσα με σκορπισμένες γίδες—
τα βόσκουν πέρα οι ξένοι ή και βοσκοί δικοί μας, ντόπιοι.
Αλλά κι εδώ θα βρεις κοπάδια γίδες έντεκα,

[ 202 ]
Όδνσσέως προς Εϋμαιον ομιλία

που βόσκουν σκόρπιες στην άλλην άκρη του νησιού,


και τις ποιμαίνουν έμπειροι γιδοβοσκοί—
όλοι τους, κι ο καθένας, την κάθε μέρα, φέρνει σ' αυτούς
κι ένα κομμάτι, διαλέγοντας την πιο καλοθρεμμένη γίδα.
Αλλά κι εγώ, που εδώ φροντίζω και φυλάω τους χοίρους,
στέλνω καθημερνά ξεχωρισμένο τον καλύτερο.»
Είπε, και προσηλώθηκε τρώγοντας κρέας, πίνοντας μονορούφι
το κρασί του, αμίλητος· ο νους του γύριζε στο πώς
θα βλάψει τους μνηστήρες.
Όταν απόφαγε και πια στυλώθηκε με το φαΐ η ψυχή του,
γέμισε και του πρόσφερε την κούπα, την ίδια που έπινε κι αυτός,
ξέχειλη στο κρασί· την υποδέχτηκε εκείνος με χαρά,
κι όπως επήγε να μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου φίλε, ποιος άραγε σ' αγόρασε με τα πολλά αγαθά του,
τόσο τρανός και πλούσιος, όπως εσύ το ομολογείς
και λες πως αφανίστηκε για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα;
Φανέρωσέ μου το όνομα, γιατί μπορεί και να τον γνώρισα,
έτσι σπουδαίος που ήταν.
Ο Δίας θα ξέρει, όπως κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
αν κάπου τον συνάντησα, και θα μπορούσα να τον αναγγείλω,
αφού κι εγώ περιπλανήθηκα σε τόσα ξένα μέρη.»
Αμέσως του αποκρίθηκε ο θείος χοιροβοσκός, ο πρώτος υπηρέτης:
«Γέροντα, κανείς περαστικός περιπλανώμενος
εκείνον αναγγέλλοντας δεν θα μπορούσε πια να πείσει
τη γυναίκα του μήτε τον γιο του.
Παρ' όλα ταύτα, κάποιοι τιλάνητες, γυρεύοντας την πόρεψή τους,
αδίκως αραδιάζουν ψέματα, κι αρνούνται να πούνε την αλήθεια.
Όποιος κι αν φτάσει εδώ, στα μέρη της Ιθάκης, γυρίζοντας τον κόσμο,
τρέχει στη δέσποινά μου και τη γεμίζει με ψευτιές.
Εκείνη πάλι τον φιλεύει πρόθυμα και τον ρωτά τα πάντα
θρηνώντας, με τα βλέφαρα στο δάκρυ μουσκεμένα—
όπως το συνηθίζει μια γυναίκα, αν έχασε τον άντρα της στα ξένα.
Έτσι κι εσύ, μου φαίνεσαι, στο πι και φι θα σκάρωνες, γέρο, το παραμύθι,
αν ήταν κάποιος να σου δώσει χιτώνα κι ένα πανωφόρι, να ντυθείς.
Τα κόκαλα όμως εκείνου κιόλας τα απογύμνωσαν οι σκύλοι,
τις σάρκες του τις έφαγαν τα γρήγορα όρνια—
τον άφησε η ψυχή του άπνοο.
Μπορεί στη θάλασσα τα ψάρια να τον έχουνε λιανίσει,
τα οστά του πια να βρίσκονται σ' ένα γιαλό, χωμένα σε βαθιά αμμουδιά.
Έτσι κι αλλιώς, εκείνος πήγε του χαμού κι άφησε πίσω στους δικούς του
πένθιμη λύπη—σ' όλους, σ' εμένα μεγαλύτερη.
Γιατί το ξέρω, δεν θα βρω κύρη γλυκύτερο, όσο ζω,

[ 203 ]
Ραψωδίαν,145-218

όπου κι αν πάω, ας ήταν να γυρίσω στου πατέρα και της μάνας μου
το σπίτι, όπου γεννήθηκα κι αντίκρισα το φως, πλάι
σ' εκείνους που μ' ανάστησαν.
Ωστόσο δεν οδύρομαι τόσο γι' αυτούς, μόλο που λαχταρούν
τα μάτια να τους δουν, όταν πατήσω της πατρίδας μου το χώμα, ·
όσο με καίει του Οδυσσέα ο πόθος, αφότου έφυγε και πάει.
Εκείνον, ξένε, όσο μου λείπει, ντρέπομαι να προφέρω το όνομά του—
τόσο μ' αγάπησε, τόσο καημό κρατούσε μέσα του για μένα*
γι' αυτό τον λέω αγαπημένο, όσο θα τον φαντάζομαι στα ξένα.»
Αμέσως αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, σε βλέπω πως επίμονα το αρνιέσαι, λες δεν γυρίζει
εκείνος πίσω, και μένει αμετάπειστη η ψυχή σου.
Αλλά κι εγώ δεν σου πουλάω παραμύθι, όρκο θα πάρω·
ο Οδυσσέας θα νοστήσει. Τότε ευαγγέλια χαράς θα περιμένω·
μόλις εκείνος επιστρέψει σπίτι του,
ντύσε με με χιτώνα κι ένα πανωφόρι, με ρούχα ωραία.
Πρωτύτερα όμως, όσο κι αν είμαι στενεμένος στην ανάγκη,
δεν θα δεχόμουν το παραμικρό.
Γιατί το ομολογώ, μου είναι μισητός, όσο και οι πύλες του Αδη,
όποιος υποχωρεί στη φτώχεια του και κατεβάζει ψεύδη.
Πρώτος μου μάρτυς από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, κι εδώ που έφτασα η εστία του αψεγάδιαστου Οδυσσέα—
όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Γέροντα, ευαγγέλια χαράς εγώ δεν θα ανταμείψω,
μήτε του Οδυσσέα τού μέλλεται σπίτι του να γυρίσει·
ησύχασε λοιπόν και πίνε το κρασί σου.
Αλλού ας γυρίσει η θύμησή μας, αυτά παρακαλώ μην τα θυμίζεις·
γιατί βουρκώνει μέσα μου η ψυχή, κάθε φορά που κάποιος,
μιλώντας για τον τίμιο κύρη μου, τη μνήμη μου αφορμίζει.
Αέω ν' αφήσουμε τους όρκους· άμποτε να μας έλθει εδώ
όπως τον θέλησα τον Οδυσσέα εγώ, κι η Πηνελόπη,
ο γέροντας Ααέρτης, ο Τηλέμαχος, ωραίος στην όψη σαν θεός.
Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο,
για τον Τηλέμαχο, που ανάθρεψαν σαν ροδαμό οι θεοί·
κι έλεγα μέσα μου αυτός θα γίνει αντάξιος άντρας του πατέρα του,
στο ανάστημα και στη θαυμάσια ομορφιά.

[ 204 ]
'Οδνσσέως προς Εΰμαιον ομιλία

Αλλά θαρρώ κάποΐίχ; αθάνατος, μπορεί και άνθρωπος θνητός,


σάλεψε ξαφνικά τα ζυγισμένα φρένα του, και τιήρε δρόμο,
να μάθει νέα του πατέρα του, ττήγε στην άγια Πύλο· στο μεταξύ
περήφανοι οι μνηστήρες τού έστησαν καρτέρι,
παραφυλάγοντας τον γυρισμό του· θέλουν να λείψει η φύτρα
του ισόθεου Αρκεισίου, να σβήσει το όνομά του απ* την Ιθάκη.
Ας τον αφήσουμε όμως κι αυτόν στην τύχη του· ίσοκ; πιαστεί,
ίσοχ; γλιτώσει, ανίσοχ; τείνει ο γιος του Κρόνου
χέρι προστάτη πάνω του.
Έλα λοιπόν, καλέ μου γέρο, πες μου ν' ακούσω τα δικά σου βάσανα,
ό,τι ρϋπησω, θέλω την πάσα αλήθεια, να 'μαι σίγουρος·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου και ποιοι οι γονείς σου;
με τι λογής καράβι άραξες στο νησί; πώς κι έτσι στην Ιθάκη
σ έφεραν οι ναυτικοί; για τη γενιά τους τάχα καμαρώνουν;
Γιατί δεν το νομίζω να 'φτασες στα μέρη μας πεζός.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Να 'σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι* αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσ<ιμε· πάλι
δεν θα ταν εύκολο, ακόμη κι αν τιερνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν' ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα.
Λοιπόν από την Κρήτη την ευρύχωρη καυχιέμω πως κρατεί η γενιά μου,
πως είμαι γιος πατέρα τιλούσιου. Πολλά και τ άλλα αγόρια
που αναστήθηκαν στο αρχοντικό—γνήσια, γεννημένα
από τη νόμιμη γυναίκα του· εμένα μόνο η μάνα που με γέννησε
ήταν αγοραστή, μια παλλακίδα. Και μολοντούτο με τιμούσε
όμοια κι ίσα με τους γνήσιους γιους του ο Υλακίδης Κάστορας—
καμάρι μου που μ' έσπειρε.
Γιατί €Γτην Κρήτη ο κόσμος τον τιμούσε σαν θεό,
όλοι τους τον μακάριζαν για τα αγαθά, τα πλούτη του,
τα δοξασμένα του παιδιά.
Αλλά μια μέρα οι μαύρες μοίρες του θανάτου ήλθαν και τον κατέβασαν
στους δόμους του Άδη. Έβαλαν τότε κλήρο οι γιοι του,
και περήφανοι μοιράστηκαν το βιος του μεταξύ τους· σ" εμένα μόνο
πρόσφεραν ελάχιστα και μόλις ένα σπιτικό.
Και μολαταύτα πήρα γυναίκα από σόι πολύκληρο
(το άξιζα-δεν ήμουν παρακατιανός μήτε δειλός στη μάχη)·
τώρα μονάχα χάθηκαν τα πάντα.
Κι όμοκ; φαντάζομαι πως, βλέποντας γυμνό καλάμι, μπορείς
να αναγνωρίσεις τον καρπό του, παρά τα τόσα πάθη

ι 205 ]
Ραψωδία ξ, 215-287

που μ* έχουν πια τσακίσει.


θάρρος μού χάρισαν η Αθηνά κι ο Άρης, στη μάχη
να χαλνώ την τάξη των εχθρών κι όποτε διάλεγα
τους πιο γενναίους συντρόφους, καρτέρι για να στήσω,
στον νου μου κλώθοντας τον όλεθρο των αντιπάλίον,
η θαρραλέα ψυχή μου ποτέ της δεν φοβήθηκε τον θάνατο*
πρώτος ορμούσα απ* τους πρώτους, με δόρυ
αφάνιζα τον κάθε αντίμαχο, που το 'βαζε στα πόδια—
τέτοιος πολεμιστής υπήρξα.
Δεν αγαπούσα εγώ τη γη και τα χωράφια, τα οφέλη του σπιτιού
δεν με τραβούσαν, όπου προκόβουν τα καλά παιδιά.
Με συγκινούσαν πάντα τα καράβια, το κουπί κι ο πόλεμος,
καλοξυσμένα δόρατα και βέλη—άγρια πράγματα
που άλλοι τα τρέμουν και φοβούνται.
£μένα η αγάπη μου σ' αυτά προσηλωμένη, θαρρείς κι ένας θεός
τα είχε βάλει στην καρδιά μου· γιατί ο καθένας
βρίσκει απόλαυση σ* άλλα κι αλλού.
Πριν καν πατήσουν πόδι των Αχαιών οι γιοι στην Τροία,
εννιά φορές εγώ κυβέρνησα οττρατό· με πλοία γρήγορα, λες και πετούσαν,
σ' αλλοδαπούς ανθρώπους φτάσαμε, όπου και μάζευα κάθε φορά
άφθονα λάφυρα—ξεχώριζα όσα η ψυ}^ μου επιθυμούσε,
αλλά μετά μου π;έφτανε κι άλλα πολλά στον κλήρο.
Έτσι, ωφελήθηκε πολύ το σπίτι μου, κι οι Κρήτες δέχτηκαν
να με φοβούνται, να με σέβονται.
Αλλά όταν ο πανόπτης Δίας φαντάστηκε τη μισητή εκείνη οδό
που τόσα γόνατα γενναίων κατέλυσε, τότε κι εμένα
με εξωθούσαν, μαζί με τον διάσημο Ιδομενέα,
να κυβερνήσουμε καράβια, τραβώντας για την Τροία. Δεν σήκωνε
άρνηση, γιατί βαριά μας έπεφτε του κόσμου η δυσφήμηση.
Έτσι λοιπόν, εννέα χρόνια ολόκληρα δοθήκαμε στον πόλεμο
των ^αιών οι γιοι. Κι όταν, πάνω στη δέκατη χρονιά, πατήσαμε
το κάστρο του Πριάμου και με τα ττλοία πήραμε
τον δρόμο της ετηστροφής, ένας θεός στους πέντε ανέμους
σκόρπισε τους Αργείους.
Στον άμοιρον εμένα ο Δίας πολύγνωμος γνωμάτευσε
άλλο βαρύ κακό· ένα μονάχα μήνα χάρηκα παιδιά, ομόκλινη γυναίκα
κι αγαθά. Μετά η ψυχή μου ξεσηκώθηκε, θέλησα
να αρμενίσω για την Αίγυπτο· αρμάτωσα καράβια,
ξεχώρισα λαμπρούς συντρόφους—ήσαν εννιά τα αρματωμένα πλοία
κι οι ναύτες μαζευτήκαν γρήγορα.
Έξι μερόνυχτα οι τιμημένοι εταίροι μου έτρωγαν κι έπιναν—
εγώ τους έστελνα σφάγια πολλά, θυσία να κάνουν στους θεούς,

[ 206 1
'Οδνσσέως προς Εϋμοαον ομιλία

να χουν όμως κι αυτοί γεμάτο το τραπέζι τους.


Έφεξε η μέρα η έβδομη, κι αφήνοντας ατιλόχωρη την Κρήτη,
τίήραμε να αρμενίζουμε, με πρίμο αγέρι που φυσούσε αδιάκοπα—
ωραία κι εύκολα μας ττήγωνε το βοριαδάκι, λες μας κατέβαζε
το ρεύμα μόνο του.
Ζημιά δεν έπαθε κανένα μου καράβι, όλοι γεροί,
με δίχϋχ; βλάβη, ήμαστε καθισμένοι* μας κυβερνούσε ο άνεμος
κι ο κάθε καπετάνιος στο τιμόνι.
Σε πέντε μόλις μέρες φτάσαμε στης Αιγύπτου τα ωραία νερά,
κι εκεί στον Νείλο ποταμό είπα να αράξουνε τα αμφίκυρτά μας τιλοία,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
αυτού να μείνουν, τιλάι στα τιλοία, να χουνε στ' άρμενα
τον νου τους* ακόμη τους παράγγειλα σκοπούς να βάλουν
ένα γύρο στις σκοπιές.
Εκείνοι ωστόσο έχασαν τον νου τους, ενέδωσαν στο θράσος τους
και τιήραν να πατούν τοιν Αιγυτττίων τους περίκαλλους αγρούς,
να σέρνουν γυναίκες και παιδιά, τους άντρες να σκοτώνουν.
Ανέβηκε όμως γρήγορα στην πόλη η ταραχή* οπότε εκείνοι
τη φωνή ακούγοντας, μόλις ξημέρωσε η αυγή,
κατέφθασαν. Άξαφνα γέμισε ο κάμπος όλος με πεζούς, ιττπείς,
κι άστραψε ο τόπος από χάλκινα ότιλα. Τότε κι ο Δίας κεραύνιος
φύτεψε στους συντρόφους μου φόβο δειλό, που πια κανείς δεν τόλμησε
να κρατηθεί αντιμέτωπος—από παντού τους κύκλωσε όλους
ο τρόμος του κακού.
Τότε πολλούς ανάμεσά μας έσφαξαν τα χάλκινά τους ξίφη,
άλλους τους τιήραν ζϋτντανούς, να τους δουλεύουν σκλάβοι.
Όσο για μένα, μέσα μου έβαλε μιαν άλλη σκέψη ο Δίας
(όμως καλύτερα να 'μουνα σκοτωμένος, ο θάνατος να μ* έβρισκε,
κάτω στην Αίγυτττο, γιατί καραδοκούσε το μελλούμενο κακό)-
γύμνωσα αμέσως το κεφάλι μου απ' το καλοδεμένο κράνος,
έριξα το σκουτάρι από τους ώμους, το δόρυ μου άφησα να τιέσει
από το χέρι, άοπλος στάθηκα στ' άλογα εμπρός του βασιλιά,
έσκυψα και του φίλησα τα γόνατα, κι εκείνος με λυπήθηκε,
αποφασίζει να με σώσει, με τράβηξε πάνω στο αμάξι του,
στο δάκρυ μουσκεμένον.
Στο μεταξύ εφορμούσαν πάμπολλοι με φράξινα κοντάρια
πάνω μου, άγρια χολωμένοι, θέλησαν να με σκοτώσουν εκείνος όμως
με προστάτεψε, σεβάστηκε τον ξένιο Δία, που θυμωμένος
αποστρέφεται τα αφιλόξενα έργα.
Επτά χρόνους παρέμεινα στη χώρα, μάζεψα πλούτη ένα σωρό
γυρίζοντας την Αίγυπτο, σε σπίτια αρχόντων—όλοι μου 'δωσαν κάτι.
Αλλά ο καιρός γυρίζοντας, σαν μπήκε ο όγδοος χρόνος,

[ 207]
Ραψωδία ξ, 288-366

φτάνει στα μέρη εκείνα κάποιος Φοίνικας, δόλιος απατεώνας,


ένας πανούργος, που ήξερε μόνο το κακό να κάνει στους ανθρώπους.
Αυτός και με παρέσυρε, με λόγια δολερά με πλάνεψε, να πάμε
στη Φοινίκη, όπου είχε σπίτια και περιουσία μεγάλη.
Ετϊήγα κι έμεινα κοντά του ένα γεμάτο χρόνο.
Αλλ* όπως κύλησαν οι μήνες, οι μέρες συντελέστηκαν,
γύρισε πάλι ο καιρός και ττήρε να φουντώνει η άνοιξη,
μ* ανέβασε σε ποντοπόρο φορτηγό, τώρα για τη Λιβύη,
αφού με γέμισε με ψέματα, πως δήθεν το φορτίο
μαζί του θα τιερνούσα, ενώ στ' αλήθεια γύρευε να με πουλήσει,
για να κερδίσει αντίτιμο που το λογάριαζε μεγάλο.
Εγώ ακολούθησα αναγκαστικά, κι ας έβλεπα το πράγμα ύποπτο.
Αρμένιζε λοιπόν το πλοίο με καλό βοριά, φυσούσε πρίμο αγέρι,
κι έτσι βρεθήκαμε στη μέση του πελάγους, ψηλότερα η Κρήτη φάνταζε δεξιά,
όταν ο Δίας σοφίστηκε τον όλεθρό τους.
Γιατί, μόλις αφήσαμε την Κρήτη και δεν φαινόταν πουθενά στεριά,
μόνο ουρανός και θάλασσα, κρέμασε ξαφνικά του Κρόνου ο γιος
μια μελανή νεφέλη πάνω στο βαθουλό μας πλοίο,
κι ο πόντος μούχρωσε.
Ευθύς ο Δίας βρόντηξε, έριξε στο καράβι κεραυνό,
κι αυτό κεραυνωμένο συγκλονίστηκε από του Δία τ' αστροπελέκι,
μπούκϋχτε θειάφι, κι έπεσαν όλοι ναυαγοί στη θάλασσα* σαν τις κουρούνες,
γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο, στο κύμα παραδόθηκαν—
έτσι ο θεός τούς έκοψε τον νόστο.
Μόνο σ' εμέν<ι, όσο κι αν έσφαζε τα σωθικά μου ο πόνος,
ο Δίας ο ίδιος έβαλε στο χέρι μου το στιβαρό κατάρτι,
απομεινάρι απ* το καράβι με τη γαλάζια πλώρη,
για να γλιτώσω πάλι τον χαμό.
Σ* αυτό περιτυλίχτηκα, και να λυσσομανούν οι ολέθριοι άνεμοι!
Εννιά μερόνυχτα παράδερνα* δέκατη μέρα, μέσα στη μαύρη νύχτα,
με σήκωσε ένα μεγάλο κύμα και με ρίχνει στων θεσπρωτών τη χώρα.
Εκεί ο Φείδων, βασιλιάς των θεσπρωτών, ηρωική ψυχή, με δέχτηκε σαν φίλος,
λύτρα δεν γύρεψε* ο γιος του ήλθε κάι με βρήκε δαμασμένο
από τον κάματο κι από την παγωνιά, αυτός με πήρε από το χέρι
να με φέρει σπίτι του, με πήγε ο ίδιος στο παλάτι του πατέρα του,
όπου μου φόρεσε και ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα
Εκεί λοιπόν και για τον Οδυσσέα άκουοκχ να μιλούν* τον είχε, λέει,
με την αγάπη του φιλοξενήσει ο βασιλιάς, καθώς γυρνούσε πίσω στην πατρίδα.
Ο Φείδων μού έδειξε κι όλα τα μαζεμένα πλούτη του Οδυσσέα,
χαλκό, μαλάματα και σίδηρο σφυρήλατο,
τόσα αγαθά που θα έφταναν να θρέψουνε δέκα γενιές—
σκεύη πολύτιμα έβλεπες να στέκουν στο βασιλικό παλάτι.

[ 208 ]
'Οδνσσέως προς Ενμαιον ομιλία

Για κείνον είπε ο βασιλιάς πως είχε πάει προσώρας στη Δωδώνη,
ν' ακούσει του Διός απόφαση από την αψηλή και φουντωμένη δρυ,
πώς θα μπορούσε να νοστησει στα καρπερά χώματα της Ιθάκης,
μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
Κι ο βασιλιάς, την ώρα της σπονδής του στο παλάτι,
ορκίστηκε σ' εμένα πως είχαν κιόλας ρίξει το καράβι στα ρηχά,
πως τον περίμεναν οι ναυτικοί πανέτοιμοι, για να τον συντροφέψουν
στην πατρική του γη.
Εμένα ο Φείδων δέχτηκε να με ξεπροβοδίσει πιο νωρίς:
κάποιο περαστικό καράβι, με ναύτες Θεσπρωτούς, πήγαινε
στο πολύσιτο Δουλίχιο· αυτούς λοιπόν τους πρόοτταξε να με οδηγήσουν
ασφαλώς στον βασιλέα Άκαστο. Εκείνων όμως το μυαλό γλύκάθηκε
μ' άλλην ιδέα, σ' εμένα κάκιστη, για να βρεθώ σε συμφορά πικρότερη.
Όταν το ποντοπόρο πλοίο ξανοίχτηκε πολύ μακριά από τη στεριά,
αμέσως μηχανεύτηκαν τη μέρα της σκλαβιάς μου·
μου πέταξαν τα ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα, ρίχνοντας πάνω μου
κουρέλια, κι ένα πουκάμισο σχισμένο, άθλιο—αυτά που βλέπουν
τώρα και τα δικά σου μάτια.
Σαν ττήρε να βραδιάζει κι έφταναν πια στα ξάγναντα χωράφια της Ιθάκης,
μ' έδεσαν χειροπόδαρα μέσα στο καλοκούβερτο καράβι
μ' ένα χοντρό σχοινί στριμμένο, στα γρήγορα κι αυτοί τιηδούν
στο περιγιάλι της θαλάσσης, να φαν το δείπνο τους.
Αλλά οι θεοί βάζουν το χέρι τους κι εύκολα μ' έλυσαν
απ' τα δεσμά μου· τότε κι εγώ τυλίγω το κεφάλι μου στα ράκη,
πιάνομαι στο καλοξυσμένο δοιάκι και με το στήθος γλίστρησα
στη θάλασσα· ευθύς κάνω κουπιά τα δυο μου χέρια
κολυμπώντας, κι όσο μπορούσα γρηγορότερα βγήκα παρέξω, πολύ μακριά
από κείνους. Ανέβηκα μετά τη λαγκαδιά, σ' ένα λουλουδισμένο σύδεντρο
κούρνιασα ακίνητος· αυτοί τιηγαινοέρχονταν όλο φωνή και σύγχυση,
αλλ' όταν πια τους φάνηκε κουτό να συνεχίσουνε το ψάξιμο,
γύρισαν πάλι στο βαθουλό καράβι, κι έφυγαν. Εμένα μ' έκρυψαν, με δίχως κόπο,
οι θεοί, εκείνοι οδηγώντας μ' έφεραν σε τούτο το μαντρί
ενός ανθρώπου γνοκτηκού—το είχε η μοίρα μου να ζήσω ακόμη^.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, τιήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Φτωχέ μου ξένε, με συγκίνησες κι αναστατώθηκε η ψυχή μου
μ' αυτά που ένα προς ένα ανιστόρησες, όσα σε βρήκαν πάθη,
πόσο περιπλανήθηκες.
Αλλά δεν βλέπω στη σωστή γραμμή κι αυτό, δεν θα με πείσεις,
μιλώντας όπιος μίλησες, και για τον Οδυσσέα. Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος,
τι σ αναγκάζει το λοιπόν να μου αραδιάζεις ψεύδη;
Το ξέρω μόνος μου και το αποφάσισα που κόμπωσε ο νόστος
του κυρίου μου, αφότου τον εμίσησαν τόσο ανελέητα

[ 209 1
Ραψωδίαν,367-440

όλοι οι θεοί* που δεν τον άφησαν νεκρός να πέσα εκεί


στους Τρώες ανάμεσα, μήτε ξει|ίυχησε στα χέρια ταιν δικών του
τελειώνοντας τον πόλεμο.
Τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν υψώνοντας το σήμα του,
και θ' άφηνε κληρονομιά στον γιο του μια μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα άφαντον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες.
Κι εγώ αποχωρισμένος ζω με τα γουρούνια μου. Δεν κατεβαίνω
τηα στην πόλη, εκτός κι αν φρόνιμη γυρέψει να με δει η Πηνελόπη,
ανίσως από κάπου φτάσει στο παλάτι η είδηση,
οπότε οι πάντες κάθονται κι αρχίζουν να ρύΐτούν τα πάντα·
άλλοι από θλίψη για τον βασιλιά, που χρόνια τώρα στα ξένα μαραζώνει,
άλλοι με φανερή χαρά, όσοι ατιμώρητοι μαδούν το βιος του.
Οσο για μένα, δεν έχω αλήθεια πια διάθεση για ερωτήσεις κι απαντήσεις,
αφότου ένας Αιτωλός με ενέπαιξε με μια ιστορία ψεύτικη—
είχε σκοτώσει κάποιον, κι αφού κοσμογυρίστηκε, έφτασε
και σ* εμένα, στο μαντρί μου· κι εγώ τον δέχτηκα μ* αγάπη και στοργή.
Έλεγε αυτός ότι τον Οδυσσέα τον είδε, κάτω στην Κρήτη,
στου Ιδομενέα το σπίτι,
πως καλαφάτιζε τα πλοία του, γιατί τα ρήμαξαν οι θύελλες.
£πέμενε πως όπου να 'ναι φτάνει, μέσα στο καλοκαίρι, το αργότερο
φθινόπωρο· πως φέρνει πίσω του πολλά αγαθά
και τους ισόθεους συντρόφους.
Γι* αυτό, γέρο πολύπαθε, που ένας θεός & έφερε στο μαντρί μου,
μη θες κι εσύ να με καλοκαρδίσεις, να με μαγέψεις με τα ψέματά σου*
με τέτοιο φέρσιμο, εγώ δεν πρόκειται να σ* αγαπήσω και να σε σεβαστώ.
Τον ξένιο Δία σέβομαι και φοβάμαι, κι εσένα σε λυπάμαι.»
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας εύστροφος:
«Ω, τι αμετάπειστη καρδιά κρύβεις στο στήθος σου, που μήτε με τον όρκο μου
δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν* αλλάξω και να σε μετατιείσω.
Μα τώρα ταα σε προκαλώ να κλείσουμε μια συμφωνία μεταξύ μας,
με μάρτυρες και για τους δυο τους ολυμτιίους θεούς:
αν θα νοστήσει ο κύρης σου και μπει σ' αυτό το σπίτι,
με ντύνεις με καινούργια ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα,
κι ακόμη αναλαμβάνεις να με ξεπροβοδίσεις στο Δουλίχιο
που το έχω μέσα στην ψυχή μου·
αν παρά ταύτα δεν γυρίσει ο κύριός σου, κι ας το ισχυρίζομαι εγώ,
βάλε τότε τους δούλους σου να με γκρεμοτσακίσουν από μεγάλο βράχο,
για να φοβάται του λοιπού κάθε ζητιάνος να ψευδολογεί.»
Αντιμιλώντας του όμως είπε ο θείος χοιροβοσκός:
«Ξένε, μα την αλήθεια, θα κέρδιζα όνομα καλό και φήμη ενάρετη
στον γύρω κόσμο, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον!
Αν, αφού σε δέχτηκα φιλόξενα σε τούτο το μαντρί,

[ 210 ]
'Οδνσσέως προς Ενμωον ομιλία

την άλλην ώρα θα σε σκότωνα, κόβοντας τη γλυκιά ζωή σου—


με τι καρδιά θα προσευχόμουνα μετά στον Κρόνιο Δία.
Αλλά καιρός τώρα για δείπνο· λέω όπου να ναι θα φανούν
μέσα κι οι σύντροφοι μου, να ετοιμαστούμε στο καλύβι
για πλούσιο βραδινό.»
Όσο εκείνοι συναλλάσσονταν με τέτοια λόγια, έφτασαν οι χοιροβοσκοί
τους χοίρους οδηγώντας, που τους μάντρωσαν να κοιμηθούνε,
κι όπως οι χοίροι συναυλίζονταν, σηκώθηκαν ατέλειωτα γρυλίσματα.
Τότε ο θείος χοιροβοσκός δίνει εντολή φωνάζοντας στους παραγιούς του:
«Φέρετε μέσα τον καλύτερό σας χοίρο, σκοπεύω να τον σφάξω
προς τιμή του ξένου που εδώ μας ήλθε από μακριά* μαζί του
θα χουμε όφελος κι εμείς, που τόσα βάσανα σηκώνουμε
μ' αυτά τα ζωντανά τα ασπρόδοντα, αλλά τον μόχθο μας
τον κατατρώγουν άλλοι, και μάλιστα ατιμώρητοι.»
Είπε, κι ευθύς με το χαλκό, ανελέητο τσεκούρι του έσχισε ξύλα
κι οι παραγιοί του φέρνουν μέσα πεντάχρονο, τετράπαχο γουρούνι,
που το 'στησαν στη σχάρα. Εκείνος όμως δεν λησμόνησε
το χρέος του στους αθανάτους—ήταν η φύση του αγαθή.
Το πρώτο που έκανε, έκοψε τρίχες απ* την κεφαλή
του ασπροδόντη χοίρου, τις έριξε στη φλόγα και σ' όλους τους θεούς ευχήθηκε
του συνετού Οδυσσέα τον νόστο, σπίτι του να γυρίσει.
Μετά κατέβασε με ορμή τη δρύινη σχίζα
(την είχε ξεχωρίσει απ* τα κομμένα ξύλα),
και με το χτύπημα παρέλυσε ο χοίρος και ξεψύχησε.
Τότε τιήραν οι άλλοι να τον σφάζουν, ξεχώριζαν τα μέλη του, για να τον ψήσουν.
Στο μεταξύ ο χοιροβοσκός κομμάτια ωμά από κάθε μέλος τα τύλιξε
σε τιλούσιο ξίγκι, τα πασπαλίζει με ψιλό κριθάλευρο
και τα αποθέτει στη φωτιά.
Τα υπόλοιπα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες, τ* άφησαν να ψηθούν καλά,
μετά τα τράβηξαν, κι όλα μαζί τ' ακούμπησαν στα κρεατόξυλα.
Όρθιος τότε ανέλαβε ο χοιροβοσκός τη μοιρασιά—
αυτός τα πρέποντα τα γνώριζε καλά.
Χώρισε όλο το ψημένο κρέας σ* ετττά μερίδες* την πρώτη την ξεχώρισε
και προσευχήθηκε στις Νύμφες και στον γιο της Μαίας,
τον Ερμή, ενώ τις άλλες τις εμοίρασε στους άλλους. Αλλά τον Οδυσσέα
τον τίμησε με σπάλα απ* τη σπονδυλωτή ράχη του ασπροδόντη χοίρου,
κι ευφράνθηκε η ψυχή του κύρη του.
Αμέσως τον προσφώνησε ο Οδυσσέας μιλώντας, εύστροφος κι έξυπνος:
«Εύμαιε, είθε ο Δίας πατέρας να σου δείξει τόση αγάτιη,
όση κι εσύ σ' εμένα, αφού στο χάλι αυτό με τ' αγαθά σου με τιμάς.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, ττήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Τρώγε, ξένε παράξενε, απολαμβάνοντας το φαγητό που έχεις μπροστά σου.

[ 211 1
Ραψωδία ξ, 444-525

Κι όσο για τον θεό, το ένα δίνει, το άλλο αφήνει,


κατά τη θέλησή του, αφού μπορεί τα πάντα.»
Τέλειωσε, και τις απαρχές του ζώου θυσίαζε στους ακανίους θεούς,
σταλάζοντας κόκκινο σαν τη φλόγα το κρασί, ύστερα την κούπα δίνει
στα χέρια του πολιορκητή Οδυσσέα, τέλος ττήρε κι αυτός τη θέση του.
Ψωμί τούς μοίραζε ο Μεσαύλιος—τον είχε μόνος του αποκτήσει
ο χοιροβοσκός, όταν ο κύρης του έφυγε στα ξένα·
χώρια απ* τη δέσποινά του κι από τον γέροντα Λαέρτη,
με χρήματα δικά του τον αγόρασε απ* τους Ταφίους.
Κι ευθύς τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τρατιέζι*
όταν εκόρεσαν την όρεξή τους με το φαί και το ιηοτό,
σήκωσε ο Μεσαύλιος αμέσως τ' αποφάγια, κι εκείνοι κίνησαν
να κοιμηθούν, χορτάτοι από ψωμί και κρέας.
^ Αλλά τους βρήκε άσχημη νύχτα, αφέγγαρη και μαύρη,
ο Δίας έβρεχε ολονύχτιος, φυσούσε δυνατά ο υγρός πουνέντες.
Τότε ο Οδυσσέας τούς μίλησε, θέλοντας τον χοιροβοσκό να δοκιμάσει,
ανίσοκ;, βγάζοντας την κάπα του, θα του τη δώσει, μετά από τόση περιποίηση,
ή θα συστήσει να το κάνει κάποιος παραγιός:
«Εύμαιε, άκου, αλλά κι οι άλλοι σύντροφοί σου.
θα πω μεγάλο λόγο- φαίνεται φταίει το ξέφρενο κρασί,
που ακόμη και τον φρονιμότερο τον παρασύρει σε αχαλίνωτο τραγούδι,
τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, να σέρνει τον χορό,
ή και να ξεστομίζει λόγια που θα *ταν πιο καλό να τα κατάτηνε.
Αλλά μια κι άνοιξα το στόμα μου, λέω να μην το κλείσω.
Ας ήμουν νιος μ* αξόδευτη στα μέλη μου τη δύναμη,
όπως κάτω απ* της Τροίας το κάστρο, όταν καρτέρι τιήγαμε
να στήσουμε, με αρχηγούς τον Οδυσσέα, τον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα,
κι εμένα τρίτον μεταξύ τους οδηγό—ήμουν επιλογή δική τους.
Φτάναμε ταα κοντά στην πόλη με το ψηλό της κάστρο, κι όπως
βρεθήκαμε πλάι σε πυκνά χαμόδεντρα, σε βάλτο με καλάμια,
ζαρώσαμε συνάρματοι να κοιμηθούμε.
Αλλά, μέσα στη μαύρη, παγωμένη νύχτα σηκώνεται βοριάς* κρύο
το χιόνι, σαν την πάχνη, πέφτει πάνω μας, γινόταν κρύσταλλο
γύρω από τις ασπίδες μας.
Τότε λοιπόν οι άλλοι είχαν μαζί τους όλοι κάπες και χιτώνες,
κι ατάραχοι κοιμόντουσαν—η πλάτη σκεπασμένη με το σάκος.
Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους,
χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα ποκ; παρά ταύτα
δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου,
ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
Αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε, κι όπως είχαν περάσει ώρα τα μεσάνυχτα,
τρεμόσβηναν τ* αστέρια, τον Οδυσσέα εγώ, που ιιλάγιαζε στο πλάι μου,

[ 212 ]
'Οδνσσέως ιφός Εΰμοίον ομιλία

τον έσπρωξα με τον αγκώνα, κι αυτός πετάχτηκε κι αμέσως μ* άκουσε:


*Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
δεν το πιστεύω πως θα μείνω με τους ζωντανούς, η παγωνιά
θα μ' εξοντώσει. Γιατί δεν έχω κάπα, κάποιος δαίμονας με γέλασε
να μείνω μόνο με το πουκάμισο μου· δεν βλέπω τρόπο σωτηρίας πια."
Έτσι του μίλησα, κι ο νους του δούλεψε, έπιασε αμέσως την ιδέα
(όπως συνήθιζε πάντοτε να βουλεύεται και ν' αγωνίζεται),
οπότε χαμηλόφωνα μιλώντας είπε:
"'Τώρα σιωπή, να μη σ' ακούσει άλλος κανείς από τους φαιούς."
Μετά ακουμπώντας στον αγκώνα το κεφάλι του φωνάζει:
"Ακούστε, φίλοι* ήλθε στον ύπνο μου όνειρο θεϊκό:
σάμπως πολύ μακριά βρεθήκαμε απ' τα πλοία- κάποιος
να τρέξει να το πει στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα, τον στρατηλάτη-
να ξεσηκώσει κι άλλους από τα καράβια, για να μας συντρέξουν."
Δεν πρόφτασε να τιει τον λόγο του, κι ευθύς ο θόας πετάχτηκε,
ο γιος του Ανδραίμονα, που, ρίχνοντας την πορφυρή του κάπα, κινήθηκε
σαν αστραπή, τρέχοντας στα καράβια. Οπότε εγώ, στο ρούχο του ντυμένος,
κοιμόμουν ευχαριστημένος, ώσπου να φέξει η Αυγή χρυσόθρονη.
Αν ήμουν τώρα νιος, αν είχα αξόδευτη τη δύναμή μου ακόμη,
ίσως και κάποιος στο μαντρί χοιροβοσκός να μου 'δινε την κάπα του,
από αγάπη αλλά και σέβας, συνάμα και τα δυο, σε κάποιον άνθρωπο
που τφάγματι το αξίζει.
Όμως με τα κουρέλια αυτά, τώρα δεν λογαριάζομαι.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Αψογη η παραβολή σου, γέροντα, και στη διήγηση σου
τίποτε επιλήψιμο κι ανώφελο δεν είπες.
Γι' αυτό δεν θα σου λείψει τίποτε, ρούχο ή κι οτιδήποτε,
όσα ταιριάζει να δεχτεί ταλαίπωρος ικέτης μας.
Αυτά προς το παρόν. Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει
πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
εδώ πάντως δεν έχουμε παραπανίσιες κάπες και χιτώνες, για να τ* αλλάζουμε
ο ένας με τον άλλο—μια χλαίνη μόνο πέφτει στον καθένα μας.
Αλλ* όταν φτάσει κάποτε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος, αυτός και κάπα
θα σου δώσει να φορέσεις και χιτώνα, κι ακόμη
θα σε στείλει όπου τραβάει η ψυχή κι η όρεξή σου.»
Μιλώντας όπως μίλησε, πάνω πετάχτηκε, έστρωσε στη φωτιά κοντά
προβιές απανωτές, γιδίσιες, προβατίσιες* κι εκεί τον Οδυσσέα
ιιλαγιάζοντας, τον σκέπασε με κάπα μεγάλη και χοντρή—την είχε
διαθέσιμη, να τη φορεί, όποτε πλάκωνε ασήκωτη η βαρυχειμωνιά.
Έτσι λοιπόν κι εκεί ο Οδυσσέας κοιμήθηκε—στο πλάι του
κοιμόντουσαν οι άλλοι νιούτσικοι βοσκοί.
Μόνο ο χοιροβοσκός δεν θέλησε κοντά τους να πλαγιάσει, να κοιμηθεί

[ 213 ]
Ραψωδία ξ, 525 -533

χώρια απ' τους χοίρους του· γι' αυτό ετοιμάστηκε να βγει


ηαρέξω. Ένιωσε μέσα του ο Οδυσσέας χαρά, που έδειξε εκείνος
τόση φροντίδα για το βιος του, κι ας τον λογάριαζε μακριά.
Πέρασε τότε ο Εύμαιος το κοψτερό σπαθί στους στιβαρούς του ώμους,
τυλίχτηκε την κάπα του χοντρή για ανεμοφύλαξη,
πήρε και μια προβιά καλοθρεμμένης και μεγάλης γίδας,
στο χέρι του έπιασε το μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά και κλέφτες, και προχωρώντας πήγε να τιλαγιάσει
όπου ησύχαζαν κι οι χοίροι του με τ' άσπρα δόντια, κάτω
από βράχο θολωτό, απ'τον βοριά απάνεμα.

214
Τηλεμάχου έηάνοδος

Ι εκείνη, η Αθηνά Παλλάδα, ξεκίνησε να πάει στη Λακεδαίμονα,

Κ μια πολιτεία απλόχω^, τον νόστο να θυμίσει στον λαμπρό του γιο
του μεγαλόψυχου Οδυσσέα, να τον προτρέΐ|ίει να γυρίσει.
Και βρήκε τον Τηλέμαχο πλάι στον Πεισίστρατο, το αγλάισμα του Νέστορα,
οι δυο τους να πλαγιάζουν στον πρόδομο του φημισμένου Μενελάου.
Τον Νεστορίδη βυθισμένον μαλακά στον υπνο του· μόνο που τον Τηλέμαχο
δεν έλεγε γλυκός ο ύπνος να τον πάρει—μέσα στη θεία νύχτα
αγρυιτνουσε ο νους του, ανήσυχος πολύ για τον πατέρα του.
Κοντά του στάθηκε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, και τον προσφώνησε:
«Τηλέμαχε, καλό δεν είναι πια να σέρνεσαι κι άλλο μακριά
απ* το σπίτι, έκθετα αφήνοντας τα πλούτη στο παλάτι,
λεία ΟΓΤους τόσο αλαζονικούς μνηστήρε^ θα τα μοιράσουν
μεταξύ τους, όλα θα σου τα φάνε, οπότε ο δρόμος σου αυτός
θ* αποδειχτεί χαμένος κόπος.
Γι' αυτό, όσο μπορείς πιο γρήγορα, φώναξε τον Μενέλαο με τη βαριά φωνή,
να σε κατευοδώσει- μήπως προλάβεις την καλή σου μάνα στο σπίτι ακόμη.
Γιατί πατέρας κι αδ^φοί τη σπρώχνουν τώρα γαμπρό να πάρει
τον Ευρύμαχο—αυτός ξεπέρασε τους άλλους πια μνηστήρες
με τα πολλά γαμήλια δώρα που προσφέρει.
Κοίτα λοιπόν μην πάρει η μάνα σου κάτι απ* το βιος σου, αφήνοντας
το σπίτι. Ξέρεις τι φρόνημα κρύβει οττα στήθη της κάθε γυναίκα*
θέλει το σπιτικό εκείνου να πλουτίσει, όποιος την παντρευτεί
Όσο για τα παιδιά από τον πρώτο γάμο ή τον δικό της πρώην σύζυγο,
τίποτε δεν θυμάται πια, κι όταν αυτός πεθάνει, μήτε τον βάζει ο νους της.
Αλλά κι εσύ, πίσω γυρίζοντας, το καθετί να εμπιστευτείς
σε μια σου δούλα, όποια σου φαίνεται πως είναι η πιο τικΓτή,
ωσότου κάποτε σου φανερώσουν οι θεοί το αρχοντικό σου ταίρι,
να κοιμηθείς μαζί του.
Και κάτι άλλο έχω να σου πω, βάλ* το καλά στον νου σου:
οι πιο περήφανοι μνηστήρες φρόντισαν να σου στήσουνε καρτέρι,
σ* εκείνο το στενό που αφήνουν μεταξύ τους
η Ιθάκη και τ' απόκρημνα βράχια της Σάμης, γιατί γυρεύουν
πώς θα σε σκοτώσουν, προτού πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.
Δεν το νομίζω όμως πως θα γίνει· κάποιους πρωτύτερα θα φάει η γη,
όσους μνηστήρες τρώνε κι αφανίζουν τα αγαθά σου.

[215]
Ραψωδία α, 33-^09

Ωστόσο κοίταξε να το κρατήσεις από τα νησιά μακριά


το καλοκαμωμενο σου καράβι, αρμένιζε ακόμη και τη νύχτα—
ένας θεός αγέρι πρίμο τιίσω σου θα στείλει, φύλακας και σωτήρας σου.
Αλλά όταν πια θα αράξεις στο πρώτο της Ιθάκης ακρογιάλι,
τότε παράγγειλε πλοίο και σύντροφοι, όλοι να μπουν στην πόλη,
μόνο εσύ τράβα και ττήγαινε αμέσως στου χοιροβοσκού,
σ* αυτόν που νοιάζεται τους χοίρους σου και θέλει το καλό σου.
Εκεί τη νύχτα σου να την περάσεις, κι εκείνου να του πεις
να κατεβεί στην πόλη, να φέρει μήνυμά σου στη συλλογισμένη Πηνελόπη,
σώος πως είσαι κι έφτασες καλά από την Πύλο.»
Τόσο του μίλησε η θεά, και μίσεψε ψηλά στον Όλυμπο.
Τότε ο Τηλέμαχος, του Νεστορίδη κόβοντας τον νήδυμο ύπνο,
τον κλότσησε με το ποδάρι, λέγοντας:
«Ξύπνα σου λέω, γιε του Νέστορα, ζέψε, Πεισίστρατε, στο αμάξι
τα μονόνυχα άλογα, να πάρουμε τώρα τον δρόμο μας.»
Αλλά κι ο γιος του Νέστορα, αντιμιλώντας ο Πεισίστρατος του λέει:
«Τηλέμαχε, δεν βλέπω πώς, όσο κι αν είναι βιασηκός
ο δρόμος μας, θα ταξιδέψουμε μέσα στη μαύρη νύχτα—
ακόμη λίγο και θα φέξει.
Κάνε λοιπόν υπομονή, ώσπου να φέρει και τα δώρα του, στην άμαξα
να τα φορτώσει ο ήρωας Ατρείδης, ο ξακουοττός ακοντιστής Μενέλαος,
με λόγια φιλικά να μας μιλήσει, να μας κατευοδώσει.
Γιατί ο κάθε ξένος πάντα θυμάται και ποτέ του δεν ξεχνά
τον ξενιστή που τον εφίλεψε με τόση αγάτιη.»
Έτσι μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο χρυσόθρονη στον ουρανό η Αυγή.
Οπότε κίνησε να 'ρθει σιμά τους ο βαρύφωνος Μενέλαος,
αφήνοντας την κλίνη όπου κοιμόταν τιλάι στην καλλίκομη Ελένη.
Τον πήρε αμέσως είδηση του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος,
που με σπουδή φορούσε κιόλας τον λαμπρό χιτώνα
γύρω στο κορμί του, κι έριξε το φαρδύ του ρούχο
πάνω στους στιβαρούς του ώμους.
Έτσι ο γενναίος Τηλέμαχος προχώρησε στην πόρτα, βγαίνοντας στάθηκε
κοντά του, ο αγατιημένος γιος του θεϊκού Οδυσσέα, κι αμέσαχ; τον προσφώνησε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου*
είναι καιρός να με ξεπροβοδίσεις, να πατήσω
τα πατρικά μου χώματα, γιατί το θέλει κι η ψυχή μου να γυρίσω σπίτι μου.»
Ευθύς, με τη φωνή βαριά, ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος:
«Τηλέμαχε, κι εγώ δεν θα 'θελα να σε κρατήσω κι άλλο εδώ,
τόσο που λαχταράς τον νόστο σου· θυμώνω εξάλλου
με όποιον δείχνει υπερβολή και στη φιλόξενή του αγάπη,
υπερβολή και με την έχθρα του.
Παντού και πάντα πιο καλά τα πρέποντα.

[216]
Τηλεμάχου έτιάνοδος

Άπρεπο βρίσκω εξίσου, όποιος τον ξένο του, αν δεν το θέλει ο ίδιος,
τον σπρώχνει για να φύγει, αλλά κι εκείνος που τον εμποδίζει,
όταν ο ξένος βιάζεται τον δρόμο του να πάρει.
Πρέπει τον ξένο να τον δέχεσαι φιλόξενα, όσο τον έχεις,
κι όταν επείγεται, να τον ξεπροβοδίζεις.
Κάνε λοιπόν υπομονή, να φέρω πρώτα και ν* αφήσω
τα ωραία δώρα μου στο αμάξι—θα τα χαρούν και τα δικά σου μάτια.
Κι ακόμη στις γυναίκες εντολή θα δώσω να στρώσουνε τραπέζι
στη μεγάλη αίθουσα, με τα πολλά που βρίσκονται σ' αυτό το στιίτΐ-
Έτσι θα γίνουν και τα δυο: για μένα λάμψη και τιμή,
για σας ωφέλεια, αν πρώτα γευματίσουμε, κι ύστερα πάρετε
μακρύ τον δρόμο σας σ' αυτόν τον κόσμο τον απέραντο.
Αν πάλι επιθυμείς να ταξιδέψεις γύρω στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος, εγώ θα ζέψω τα άλογα,
να 'ρθω μαζί σου, θα σε οδηγήσω για να δεις τις πολιτείες και τους ανθρώπους.
Κανείς δεν πρόκειται να μας αφήσει μ' άδεια χέρια
φεύγοντας. Κάτι θα μας χαρίσει να το πάρουμε μαζί μας*
μπορεί και τ^ποδα με το λεβέτι του από καλό χαλκό,
μπορεί κι ένα ζευγάρι μούλες ή και μαλαματένια κούπα.»
Ο συνετός Τηλέμαχος πήρε ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Ατρείδη, του Διός ανάθρεμμα, Μενέλαε, στυλοβάτη του λαού σου,
στα μέρη μας επιθυμώ πια να γυρίσω. Γιατί όταν μίσεψα,
δεν άφησα κανένα φύλακα στα χτήματά μου* μήπως λοιπόν
αναζητώντας τον ισόθεο πατέρα μου, βρεθώ εγώ αφανισμένος
ή κι εξαφανιστεί απ* το παλάτι κάποιο πολύτιμο κειμήλιο.»
Ακούγοντας τον λόγο του ο Μενέλαος, με τη βαριά φωνή του παραγγέλλει
να στρώσουν στη μεγάλη αίθουσα αμέσως η γυναίκα του κι οι δούλες
τραπέζι, με τα πολλά που βρίσκονται στο σπίτι.
Κι ευθύς σιμά του βρέθηκε ο Ετεωνέας, του Βοήθου ο γιος,
αφήνοντας άδεια την κλίνη του—δεν ήταν και πολύ μακριά το σπιτικό του.
Τότε ο βαρύφωνος Μενέλαος του δίνει εντολή φωτιά ν* ανάψει
και να ψήσει κρέατα—αυτός τον άκουσε κι υπάκουσε.
Στο μεταξύ ο Μενέλαος κατέβαινε στον μυρωμένο θάλαμο—
δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν ο Μεγαπένθης κι η Ελένη.
Οταν πλησίασαν εκεί όπου ήσαν μαζεμένα τα πολύτιμά τους σκεύη,
ο Ατρείδης έπιασε μια κούπα δίγουβη, κι είπε στον γιο του
Μεγαπένθη να πάρει έναν κρατήρα ασημωμένο. Οσο για την Ελένη,
στάθηκε τιλάι σης κασέλες, που έκρυβαν μέσα τους ρούχα πολύχρωμα
με ξόμπλια—φαντά από τα ίδια της τα χέρια.
Σήκωσε στον αέρα η θεία γυναίκα τον πιο ωραίο στολισμένο πέπλο,
τον πιο μεγάλο, λάμποντας σαν άστρο—ήταν στον πάτο της κασέλας.
Οι τρεις τους τότε διασχίζουν το παλάτι, έφτασαν

1217]
Ραψωδία ο, ηο-ι86

στον Τηλέμαχο, οπότε κι ο ξανθός Μενέλαος τον προοφάννησε:


«Τηλέμαχε, όσο βαθιά τον νόστο σου ποθεί η ψυχή σου,
τόσο κι ο Δίας, της Ήρας σύζυγος που αστράφτει και βροντά»
τον γυρισμό σου ας ευοδώσει.
Κι από τα δώρα που κειμήλια στέκουν στο παλάτι,
θα σου χαρίσω το ομορφότερο, το ταο πολύτιμο σου δίνω-
έναν κρατήρα τέλεια καμωμένο, ατόφιο ασήμι, στα ακρόχειλα
στεφανωμένο με μαλάματα- έργο του Ηφαίστου, δωρισμένο
από τον φημισμένο Φαίδιμο, των Σιδονίων βασιλιά, όταν
στο σπίτι του φιλόξ^ με στέγασε στον δρόμο της επιστροφής μου.
Δικός σου ο κρατήρας με τη θέλησή μου, χάρισμά σου.»
Έτσι του μίλησε, κι απίθωσε στο χέρι του δίγουβη κούπα
ο ηρωικός Ατρείδης, ενώ στα πόδια του ο Μεγαπένθης
έστησε όλος δύναμη τον λαμπερό κρατήρα από ασήμι.
Πλησίασε και η ωραία £λένη, στα χέρια της κρατώντας
το φαντό, προφέροντας τα λόγια της λέξη με λέξη:
«Δώρο κι εγώ, καλό μου αγόρι, σου χαρίζω τούτο,
ενθύμημα από τα χέρια της Ελένης, για την ευλογημένη ώρα του γάμου,
να το φορέσει κάποτε το τίμιο ταίρι σου—ως τότε ας μείνει
στο παλάτι, να το φυλάει η καλή σου μάνα.
Εύχομαι από καρδιάς χαρούμενος να φτάσεις στο στέρεο σπίτι σου,
τιίσω στα πατρικά σου χώματα.»
Μιλώντας, άφησε στα χέρια του τον πέπλο, κι αυτός τον δέχτηκε
δείχνοντας τη χαρά του. Στο μεταξύ ο Πεισίστρατος, γνήσιο παλληκάρι,
πήρε τα δώρα και τα βάζει στο κοφίνι, έκθαμβος με την τόση ομορφιά τους.
Τότε ο ξανθόμαλλος Μενέλαος τους οδηγούσε στο παλάτι,
όπου και κάθησαν σε θρόνους και σκαμνιά.
Αμέσως έφερε νερό μια παρακόρη σε χρυσό, πανέμορφο λαγήνι,
τα χέρια τους να πλύνουν, και το κρεμούσε το νερό
σ' ένα αργυρό λεβέτι- μετά μπροστά τους έσυρε τραπέζι γυαλισμένο.
Η σεβαστή οικονόμος κουβαλούσε το φαιμί, προσφέροντας
και λιχουδιές πολλές—ό,τι της βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.
Από κοντά ο Ετεωνέας λιάνιζε το κρέας, μοίραζε τις μερίδες,
κι ο γιος του τιμημένου Μενελάου το κρασί κερνούσε.
Αυτοί τα χέρια τους €σιλώνουν μπροστά στο έτοιμο τραπέζι,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τότε ο Τηλέμαχος κι ο παινεμένος γιος του Νέστορα
πήγαν να ζέφουν τα άλογα, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
ιιέρασαν την αυλόθυρα κι άφησαν την πολύβοη στοά.
Μαζί τους πήγαινε κι ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος,
στο χέρι το δεξί κρατώντας μαλαμβττένια κσσηα,
γεμάτη με γλυκό κρασί σαν μέλι· να κάνουν πρώτα τη σπονδή

[218]
Τηλεμάχου έπάνοδος

κι ύστερα να κινήσουν.
Στήθηκε στα άλογα μπροστά και τους αποχαιρέτησε μιλώντας:
«Χαίρετε, παλληκάρια μου, τα χαιρετίσματά μου και στον Νέστορα,
ποιμένα του λαού του* ήταν γλυκός μαζί μου σαν πατέρας,
όταν εκεί στην Τροία πολεμούσαμε των Αχαιών οι γιοι.»
£υθύς του ανταποκρίθηκε ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Μετά χαράς θα γίνει, του Διός ανάθρεμμα, το θέλημά σου·
όλα τα λόγια σου, σαν φτάσουμε, στον Νέστορα θα πούμε. £ίθε κι εγώ,
γυρνώντας στην Ιθάκη, να 'ταν να βρω τον Οδυσσέα στο σπίτι μου,
για να του πω που δέχτηκα τόσο φιλόξενη στοργή,
παχ; έρχομαι με τα πολλά, πολύτιμά σου δώρα φορτωμένος.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, και στο δεξί τους χέρι πρόβαλε πετώντας
ένας αετός* κρατώντας στα γαμψώνυχά του
μια άσπρη χήνα, τεράστια κι ήμερη—την είχε αρπάξει απ' την αυλή.
Γύρω του τσίριζαν γυναίκες κι άντρες τρέχοντας, κι αυτός,
ξυστά περνώντας, πέταξε δεξιά, μπροστά από τα άλογα.
Εκείνοι βλέποντας το θέαμα ένιωσαν όλοι τους χαρά
και γλύκανε βαθιά η ψυχή τους.
Τότε ο βλαστός του Νέστορα, επήρε πρώτος ο Πεισίστρατος τον λόγο:
«Μενέλαε, στοχάσου, του Διός ανάθρεμμα και στυλοβάτη του λαού σου,
πως το σημάδι αυτό ένας θεός μάς το φανέρωσε, σ' εμάς τους δυο
συνάμα και σ* εσένα.»
Έτσι του μίλησε, κι ο τολμηρός πολεμιστής Μενέλαος για λίγο ταλαντεύτηκε,
πρώτα να το σκεφτεί πριν δώσει απόκριση σωστή.
Τον πρόλαβε όμως η βαθύκολπη Ελένη με τον δικό της λόγο:
«Ακούστε με· εγώ θα δώσω τώρα την εξήγηση, όπως οι αθάνατοι
την έβαλαν στον νου μου κι όπως νομίζω ότι θα γίνει.
Πώς άρπαξε τη χήνα ο αετός, που μέσα στην αυλή μεγάλωνε,
πώς ήλθε πέρα από τα όρη, όπου η γενιά κι η φύτρα του,
έτσι λοιπόν κι ο Οδυσσέας, μετά τα πάθη τα πολλά που τράβηξε,
μετά την τόση τιεριπλάνησή του, και θα νοστήσει και θα πάρει εκδίκηση—
μπορεί κιόλας να βρίσκεται στο σπίτι του,
να κλώθει το κακό για τους μνηστήρες όλους.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσοκ; αποκρίθηκε:
«Είθε να δώσει τώρα ο Δίας, της Ήρας ταίρι που βαριά βροντά,
αυτά να γίνουν τότε κι εγώ το υπόσχομαι & εσένα να προσεύχομαι,
όταν βρεθώ στο σπίτι μου, σάμπως και να 'σουνα θεά.»
Τέλειωσε, και μαστίγωσε τα δυο τους άλογα· εκείνα
πέταξαν σαν σίφουνας μέσα απ* την πόλη κι ανοίχτηκαν στον κάμπο,
όλη τη μέρα σείοντας γύρω από τον λαιμό τους τον ζυγό.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν οι δυο τους φτάνουν στις Φηρές, στου Διοκλή το αρχοντικό—

[ 219 ]
Ραψωδία ο, 1&7-262

ήταν ο γιος του Ορτίλοχου, κι αιττός παιδί του Αλφειού.


£κεί επέρασαν τη νύχτα τους, όπου τους υποδέχτηκε ο Διοκλής φιλόξενα.
Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κι έζει|ίαν πάλι τ άλογά τους, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
πέρασαν την αυλόθυρα κι άψησαν τάσω την πολύβοη στοά.
Τότε μαστίγακιε ο Τηλέμαχος, να τρέξουν τ άλογα, κι αυτά πετούσαν
ολοπρόθυμα, ώσπου να φτάσουν πια στην Πύλο, στο φηλό της κάστρο.
Αλλά την ώρα εκείνη μίλησε ο Τηλέμαχος στον γιο του Νέστορα:
«Πεισίστρατε, αν θα μπορούσες να μου δώσεις μιαν υπόσχεση,
να κάνεις ό,τι σου (>)τήσω. Καυχιόμαστε πως είμαστε
δυο φίλοι από παλιά, μας δένει κι η φιλία τατν πατέριαν μας,
αφήνω που βρεθήκαμε και συνομήλικοι* κι αυτός ο δρόμος ο κοινός
σίγουρα θα στεριώσει κι άλλο την ομοφροσύνη μας.
Γι' αυτό, ευγενικέ μου, μην προσπεράσεις τώρα το καράβι,
παράτησε με εμένα εδώ- μήπως ο γέροντας πατέρας σου
θελήσει, παρά τη θέλησή μου, να με κρατήσει στο παλάτι,
για να μου δείξει τη φιλόξενη στοργή του. Ανάγκη ωστόσο εγώ,
όσο πιο γρήγορα μπορώ, στον τόπο μου να φτάσω.»
Έτσι του μίλησε, κι ο Νεστορίδης πήρε να το σκέφτεται,
μια τέτοια υπόσχεση καταπώς πρέπει να την εκτελέσει.
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι ωφελιμότερο*
έοΓτρεφε τφώτα τ' άλογα στο γρήγορο καράβι κατά το τιεριγιάλι*
ακούμπησε μετά στης πρύμνης την κουβέρτα τα ωραία δώρα,
χρυσαφικά και ρούχα, όσα του χάρισε ο Μενέλαος*
τέλος τον παρακίνησε να φύγει με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εμπρός λοιπόν, ανέβα τώρα αμέσιος* τιες ν' ανεβούν στο πλοίο
κι οι σύντροφοι όλοι, προτού γυρίσω εγώ στο σπίτι μου
κ€ΐι πω στον γέροντά μου τα καθέκαστα.
Γιατί καλά το ξέρω, φρένα και νους το αισθάνονται,
πόσο παράφορη είναι η ψυχή του—όχι, δεν θα & αφήσει.
£δώ θα κατεβεί από μόνος του να σε καλέσει, και δεν τον βλέπω
άπρακτος να φεύγει* θα βράζ^ ο θυμός του με το φέρσιμό σου.»
Μίλησε, και μαστίγωσε να τρέξουν τα καλότριχα άλογα,
τρ€φώντας για την πόλη των Πυλίαιν, όπου και φτάνει στο παλάτι γρήγορα.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έδινε εντολές προς τους συντρόφους:
«Τα σύνεργα στη θέση τους, πιστοί μου σύντροφοι, μέσα στο μελανό καράβι,
κι εμείς απάνω, έτοιμοι τπα να ανοίξουμε τον δρόμο μας.»
Έτσι τους μίλησε, αυτοί τον άκουσαν κι υπάκουσαν,
κι αμέσως μτιήκαν στο καράβι και καθίζουν στα ζυγά.
Οσο ο Τηλέμαχος εφρόνηζε να γίνουν τα απαραίτητα και προσευχόταν
στην Αθηνά με προσφορές, στημένος στο κατάστρωμα της πρύμνης,
ήλθε κοντά του κάποιος ξένος, εξόριστος από το Αργός,

[ 220]
Τηλεμάχου έτίάνοδος

έχοντας διαπράξει φόνο—ήτανε μάντης


και το γένος του κρατούσε απ* τον Μελάμποδα και τη γενιά του.
Παλιά ο Μελάμπους ζούσε καλά στην Πύλο, την προβατομάνα,
τιλούσιος πολύ, ξεχώριζε ανάμεσά τους με το λαμπρό του αρχοντικό.
Αλλά μια μέρα ξενιτεύτηκε, άφησε πίσω του πατρίδα
και τον περήφανο Νηλέα, από τους ζώντες τον επιφανέστερο.
Αυτός για ένα χρόνο ολόκληρο του κατακράτησε με το στανιό
τα τόσα πλούτη του, όσο εκείνος βρέθηκε στο σπίτι του Φυλάκου
φυλακισμένος, καδενοψένος μ' αλυσίδες φοβερές, να βασανίζεται
φριχτά. Κι ο λόγος ήταν η κόρη του Νηλέα, η εροηική του τύφλα
που η Ερινύα σάλεψε τα φρένα του, θεά που κατακέφαλα χτυπά.
Και μολοντούτο ξέφυγε τη μαύρη μοίρα κι απ' τη Φυλάκη
πίσω οδήγησε στην Πύλο βόδια που μουκανίζουν επήρε έτσι
εκδίκηση για το άπρεπο έργο απ' τον ισόθεο Νηλέα, κι έφερε ακόμη
σπίτι του την κόρη, την έδωσε ταίρι του αδελφού του.
Ο ίδιος όμως πάλι μίσεψε φτάνοντας τώρα στο ιττπότροφο Αργός—
ήταν γραφτό του εκεί να μείνει εξουσιάζοντας πολλούς Αργείους.
Εκεί παντρεύτηκε και στήνοντας ψηλόροφο παλάτι
γεννά τον Ανηφάτη και τον Μάντιο, δυο ρωμαλέους γιους.
Ο Αντιφάτης γέννησε τον μεγαλόκαρδο Οΐκλή, ο Οΐκλής
τον Αμφιάραο, που σήκωνε ξωπίσω του στρατό.
Αυτόν ο αιγίοχος Δίας τον είχε στην καρδιά του, τον αγάττησε-
τον αγαπούσε κι ο Απόλλωνας—κάθε λογής αγάτιη.
Δεν πρόλαβε όμως να διαβεί των γηρατειών του το κατώφλι*
τιήγε και χάθηκε στη Θήβα, από τα γυναικεία εκείνα δώρα—
στο μεταξύ γεννήθηκαν δικοί του γιοι ο Αμφίλοχος κι ο Αλκμάων.
Ο Μάνηος πάλι γέννησε τον Πολυφείδη και τον Κλείτο.
Αλλά τον Κλείτο, για τα κάλλη του, τον άρπαξε η χρυσόθρονη Αυγή,
για να τον κάνει σύνοικο τοιν αθανάτων. Όσο για τον γεννωο Πολυφείδη,
ο Απόλλων τον ανέδειξε άριστο μάντη των βροτών,
μετά τον θάνατο του Αμφιαράου.
Ωστόσο ο Πολυφείδης χολώθηκε με τον πατέρα του, άλλαξε
τόπο κι έφτασε στην Υπερήσια, όπου κι εγκαταστάθηκε,
μαντεύοντας & όσους του γύρευαν μαντεύματα.
Δικός του γιος λοιπόν, λεγόταν θεοκλύμενος,
αυτός που φάνηκε και οττάθηκε στο τιλάι του Τηλεμάχου—
τον πέτυχε την ώρα της σπονδής, της προσευχής, πολύ κοντά
στο μελανό και γρήγορο καράβι.
Τότε τον φώναξε, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Φίλε, αφού σε πέτυχα στην ώρα και στον τόπο της θυσίας,
σ' αυτή την προσφορά σου πρώτα σ* εξορκίζω και στη θεότητα που δέεσαι,
μετά στη σωτηρία σου και τ(ι>ν συντρόφοιν που έρχονται μαζί σου.

[221]
Ραψωδία ο, 263-341

Δώσε οτο ερώτημα μου αληθινή απόκριση και μη μου κρύψεις τίποτε:
ποιος εκκιι και από πού; ποια είναι η πόλη σου και ποιοι οι γονείς σου;»
£υθυς ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, να ξέρεις, θα σου φανερώσω όλη την αλήθεια*
απ* την Ιθάκη έρχεται η γενιά μου, πατέρας μου ο Οδυσσέας—
αν ήταν κάποτε, γιατί αφανισμένος άθλια επήγε του χαμού.
Γι* αυτό κι εγώ σήκακιατους συντρόφους και με το μελανό καράβι
γυρνώ να μάθω για την τύχη του πατέρα μου που τόσα χρόνια λείπει.»
θεόμορφος ο Θεοκλύμενος μίλησε πάλι κι είτιε:
«Οπως κι εσύ, έτσι κι εγώ άφησα την πατρίδα μου- έχω σκοτώσει
κάποιον της φυλής μου* πολλά τ' αδέλφια του κι οι συγγενείς του
στο ιππότροφο Άργος, μεγάλη η δύναμή τους και στους φαιούς.
Για ν' αποφύγω εγώ τον φόνο τους, τη μαύρη μοίρα μου,
τιήρα τον δρόμο της φυγής—είναι γραφτό μου
να παραδέρνω τηα στα ξένα και με ξένους.
Αλλά παρακαλώ σε, άφησε στο καράβι σου ν' ανέβω, ένας εξόριστος εγώ
ικέτης. Μη με σκοτώσουν, γιατί πιστεύω πως με κυνηγούν.»
Κι ο συνετός Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Αφού το θες, δεν θα σε διώξω απ' το ισόρροπο καράβι μου.
Έλα λοιπόν μαζί· θα φίλευτείς εκεί μ' ό,τι μας βρίσκεται.»
Μιλώντας, του τιήρε το χάλκινο κοντάρι και το τιλαγιάζει
επάνω στο κατάστρα>μα του αμφίκυρτου πλεούμενου.
Μετά ανέβηκε κι αυτός στο ποντοπόρο τιλοίο, στην πρύμη
κάθησε κι έβαλε πλάι του τον θεοκλύμενο.
Έλυσαν τότε τις πρυμάτσες, κι έδωσε εντολή ο Τηλέμαχος
να πιάσουν τ' άρμενα οι σύντροφοί του. Εκείνοι υπάκουσαν,
και με σπουδή σηκώνουν το ελάτινο κατάρτι, το στήνουν
στο τρύπιο μεσοδόκι και το 'δεσαν στην τιλώρη με σχοινιά·
ύψϋχταν, τέλος, τα λευκά πανιά με τα καλοστριμμένα
από βοδίσιο δέρμα καραβόσχοινα.
Οπότε η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, τους έστειλε
τον ούριο άνεμο, που λάβρος εφορμούσε από τα αιθέρια ύψη,
για να μπορεί πετώντας το καράβι ν* ανοίγει δρόμο
στο αλμυρό θαλάσσιο κύμα—
έτσι τιροσπέρασαν και τους Κρουνούς και την καλλίρροη Χαλκίδα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν γοργά κινούμενο το πλοίο από τον ούριο άνεμο του Δία,
έπιασε Φεία, παρακάμπτοντας τη θεία Ήλιδα,
όπου κρατούν οι Επειοί.
Έβαλε τότε πλώρη για τα Αγκαθονήσια βαριά συλλογισμένος
ο Τηλέμαχος, αν απ* τον θάνατο θα γλίτωνε
ή θα τον έπιανε ο θάνατος στα βρόχια του.

[ 222 ]
'Οδυσσέως καί Ευμαίου ομιλία

Την ίδια ώρα δειττνούσαν στο καλύβι ο Οδυσ€ΐέας


κι ο θείος χοιροβοσκός—μαζί τους έτρατγαν κι οι άλλοι παραγιοί
Οταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαί, για το τηοτό,
ο Οδυσσέας γύρισε τα λόγια του, να δοκιμάσει θέλοντας τον αγαθό χοιροβοσκό,
αν θα τον φίλευε ακόμη πρόθυμα, αν θα τον πίεζε να μείνει κι άλλο
μέσα στη μάντρα, ή θα τον έσπριαχνε να πάει στην πόλη:
«Ακούστε τώρα, Εύμαιε κι όλοι οι άλλοι σύντροφοι*
θέλω και λέω αύριο, μόλις θα ξημερώσει, να φύγω και να κατεβώ στην πόλη,
θα ζητιανέψω- να μη γίνομαι βάρος σ' εσένα και στη συντροφιά σου.
Μόνο ζητώ μια συμβουλή καλή, και δώσε μου ένα συνοδό
που θα μπορούσε εκεί να με οδηγήσει. Οσο για μένα, που είμαι ζορισμένος,
θα περιτιλανηθώ μετά κάτω στην πόλη, μήπως και κάποιος
μου προσφέρει, μ* ένα καυκί κρασί, λίγο ψωμί.
θα ττήγαινα και στο παλάτι ακόμη του θεϊκού Οδυσσέα,
μήνυμα για να φέρω στη συλλογισμένη Πηνελόπη·
μπορεί να τρύπωνα ανάμεσα και στους περήφανους μνηστήρες,
μήπϋκ; μου δώσουν μια μερίδα φαγητό
από τα πάμπολλά τους γεύματα που γεύονται—
βέβαια θα τους δούλευα καλά, κάνοντας όλα τα θελήματά τους.
Έχω και κάτι άλλο να σου πω, άκουσε τώρα και στοχάσου.
Υπό την εύνοια του περατάρη Ερμή, θεού
που σ' όλων των ανθρώπων τις δουλειές χαρά χαρίζει και τιμή,
άλλος κανείς θνητός δεν θα μπορούσε στη δούλεψη να παραβγεί μαζί μου*
ξέρω φϋτηά να στήσω, ξύλα ξερά να σχίσω,
να κόψω και να ψήίΚΰ κρέας, να τους κεράσω το κρασί—
όλα όσα κάνουν οι κατώτεροι υπηρετώντας ανωτέρους.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, άσχημα πειραγμένος, του αποκρίθηκες:
«Ξένε, μ' άφησες άναυδο! Τι σκέψη πάλι αυτή που έβαλε ο νους σου!
Τόσο λοιπόν πεθύμησες να βρεις εκεί τον όλεθρό σου,
αν, όπως λες, σκέφτεσαι να τρυπώσεις στη φάρα των μνηστήρϋΐν,
που η ξιπασιά κι η βία τους φτάνουν τον χάλκινο ουρανό;
Δεν μοιάζουν δα μ' εσένα οι υπηρέτες τους*
τους παραστέκουν νεαροί καλοντυμένοι με χλαίνη και χιτώνα,
με μυρωμένες πάντα κεφαλές και τα ωραία τους πρόσωπα—
βρ^υν μ' αυτούς τα γυαλισμένα τους τραπέζια από ψωμιά, κρασί και κρέατα.
Μείνε λοιπόν- η παρούσα σου εδώ δεν ενοχλεί κανένα,
σίγουρα όχι εμένα, μήτε όποιον άλλον έχω συντροφιά μου εδώ.
Κι όταν με το καλό γυρίσει του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος,
εκείνος θα σου δώσει ρούχα, και χλαίνη και χιτώνα,
θα σε ξεπροβοδίσει εκείνος, όπου τραβάει η καρδιά κι η όρεξή σου.»
Βασανκ^ιένος ο Οδυσσέας και θείος πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Είθε ο Δίας, Εύμαιε, τόσο να σ' αγιιπήσει, όσο

[ 223 ]
Ραψωδία ο» 342-4Η

κι εσύ μ* αγάττησες, που τώρα μ* ανακούφισες


κι από την περιπλάνηση μου κι από τη μαύρη συμφορά.
Λέω δεν υπάρχει στους ανθρώπους τίποτε χειρότερο
απ* το να σέρνονται εδώ κι εκεί. Φταίει ωστόσο αυτή
η άτιμη κοιλιά που βασανίζει τους βροτούς, όποιος βρεθεί
να τιαραδέρνει μέσα στον πόνο και στην τιίκρα.
Μα τώρα, αφού επιμένεις εδώ να με κρατήσεις και λες να περιμένω εκείνον,
έλα και μίλα μου για τη μητέρα του θεϊκού Οδυσσέα,
πες και για τον πατέρα του, που φεύγοντας τον άφησε
στων γηρατειών του το κατώφλι- άραγε ζουν ακόμη,
βλέπουν το φως του ήλιου ή μήπως κείτονται νεκροί
στους δόμους του Αδη;»
Στα λόγια του αποκρίθηκε πρόθυμος ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς ο επιστάτης:
«Και βέβαια, ξένε, από το στόμα μου θ* ακούσεις όλη την αλήθεια.
Ακόμη ζει και ζένεται ο Λαέρτης· μέρα και νύχτα παρακαλεί τον Δία,
πότε η ψυχή θ' αφήσει άΐ|ίυχα τα μέλη του στο σπίτι.
Οδύρεται παράφορα, και για τον γιο του που έφυγε και πάει,
αλλά και για την τόσο φρόνιμη γυναίκα του—τον τσάκισε ο χαμός της
και πριν της ώρας του τον γέρασε.
Μαράθηκε η καημένη κι έσβησε απ' τον ιάιημό της για τον φημισμένο γιο της—
άθλιος θάνατος, που δεν τον εύχομαι σ* άλλον κανένα
απ* όσους μένουν γύρω μας, αν είναι φίλος βέβαια και φιλικά μού φέρεται.
Οσο ακόμη ζούσε εκείνη, έστω στον πόνο της πνιγμένη, εγώ το είχα για καλό
να τη ρωτώ, για να μου τιει τη γνώμη της.
Αυτή μ* ανάθρεψε στο πλάι της μακρόπετιλης Κτιμένης,
όμορφης θυγατέρας που τη γέννησε στερνή από τα άλλα της κορίτσια.
Ομοια κι ίσα μας μεγάλωσε, μοίραζε δίκαια την αγάτιη της,
μήτε και τόσο δα λιγότερη σ' εμένα.
Αλλ* όταν άνθισε των δυο η ευλογημένη νιότη μας, νύφη
την έδωσαν στη Σάμη εκείνη και πήραν δώρα γάμου αμέτρητα.
Οσο για μένα, ρούχα πανέμορφα μου φόρεσε η κυρά μου, χιτώνα, χλαίνη,
στα πόδια μου έδεσε σαντάλια, και μ' έστειλε να μείνω
στους αγρούς—τότε η αγάττη της περίσσεψε.
Τώρα μπορεί αυτά να τα στερήθηκα, κι όμως οι μάκαρες θεοί
αντάμειψαν τον μόχθο μου, τον καθημερινό-
είχα να φάω, να πιω, είχα να δώσω και σ' εκείνους
που τους πρέπει ο σκασμός.
Μόνο από τη δέσποινά μου, δεν γίνεται να φτάσει πια
λόγος γλυκός, πράξη παρήγορη· αφότου πλάκωσε στο σπίτι το κακό—
αυτοί οι ξιπασμένοι. Κι όμως οι δούλοι το 'χουν τόση ανάγκη,
να μιλήσουν με τη δέσποινά τους, για ν' ανταλλάξουν
τα καθέκαστα· να φαν, να πιουν, κι ύστερα κουβαλώντας κάτι

[ 224 ]
^Οδυσσέως κοά Εύμαιου ομιλία

στο χωράφι να γυρίσουν—αυτά θερμαίνουν κι ενθαρρύνουν


την ψυχή των δούλιαν^
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας εύστροφος:
«Ατήστευτο, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πόσο μικρό παιδί σε βρήκαν
οι πολλές περιτϊλανήσεις, σε χώρισαν από πατρίδα και γονείς.
Έλα όμως τώρα, μίλησε και πες μου την αλήθεια*
πάτησαν άραγε εχθροί την πόλη σας με τους μεγάλους δρόμους,
όπου και ζούσαν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα;
ή κάπου σε βρήκαν μόνον, να βόσκεις πρόβατα και βόδια,
κακόβουλοι άνθρωποι, κι αυτοί σε σκλάβωσαν και σ' έφεραν
με τα καράβια τους εδώ, σε τούτο το παλάτι, όπου
ο κύρης σου σ αγόρίχσε, τιληρώνοντας αντάξιο τίμημα;»
Αμέσως αποκρίθηκε στα λόγια του ο χοιροβοσκός, της συντροφιάς ο επιστάτης:
«Ξένε, αφού με ρώτησες γι' αυτά κι επιθυμείς να μάθεις,
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς—βάρος κι ο ύττνος ο πολύς.
Αν όμως κάποιου άλλου η καρδιά κι η όρεξη αποζητούν
τον ύπνο, ας πάει να πέσει· αύριο με το χάραμα,
παίρνει το πρωινό του κι ύστερα βγάζει του αφεντικού τους χοίρους.
Οι δυο μας όμϋκ; τώρα μέσα στο καλύβι, πίνοντας τρώγοντας,
ας ευφρανθούμε μεταξύ μας με τις βαριές μας λύπες και τα βάσανα,
όπως θα τα θυμόμαστε.
Γιατί ευφραίνεται διηγώντας ακόμη και την πιο μεγάλη πίκρα του,
όποιος περιτιλανώμενος έχει τραβήξει στη ζωή πολλά.
Και τώρα, ό,τι με ρώτησες και θες να μάθεις θα σου πω.
Κάπου υπάρχει ένα νησί, το λεν Συρία, ανίσως το χεις ακουστά,
πάνω απ' την Ορτυγία, εκεί ψηλά που σημαδεύει ο ήλιος τις τροπές του.
Δεν είναι ο κόσμος του πάρα πολύς, η χώρα του όμως εύφορη·
καλά τα βοσκοτόπια για τα βόδια, καλά και για τα πρόβατα,
τ' αμπέλια αμέτρητα κι άφθονο το σιτάρι.
Εκεί δεν γνώρισαν οι άνθρωποι ποτέ τους φτώχεια, αρρώσπα μισητή
δεν μαραζώνει τους άμοιρους θνητούς.
Κι όταν τους πάρουν τα γεράματα στην πολιτεία αυτή,
και φθίνουν τα φύλα των ανθρώπων, έρχεται τότε η Άρτεμη, έρχεται
κι ο Απόλλων αργυρότοξος, που ρίχνοντας τα βέλη του ανεπαίσθητα
μεμιάς τους θανατώνει.
Δυο πόλεις έχει το νησί, σ' όλα τους μοιρασμένες μεταξύ τους,
που τις ορίζει όμως ένας βασιλιάς—είναι ο πατέρας μου·
Κτήσιος τ* όνομά του, γιος του Ορμένου, όμορφος σαν θεός.

[ 225 ]
Ραψωδίαρ,176-230

Αλλά μια μέρα μπήκαν στο λιμάνι θαλασσοπόροι Φοίνικες,


άνθροητοι κερδοσκόποι που κουβαλούσαν με το μαύρο τους καράβι
κάθε λογής πραμάτεια.
Είχε ο πατέρας μου λοιπόν στο σπίτι μια γυναίκα Φοίνισσα,
ψηλή, ωραία, μέ, θαυμαστά χαρίσματα στο χέρι.
Αυτήν την τιλάνεψαν οι Φοίνικες παμπόνηροι*
κάποιος, την ώρα που ε^ε βγει να πλύνει, την παρασύρει
και της έκανε έραττα πλάι στο βαθουλό καράβι—της πούλησε
γλυκόλογα που ξεσηκώνουν το θηλυκό μυαλό των γυναικών,
ακόμη και της πιο καλότροτιης.
Έιιειτα τη ροττούσε να του τιει ποια είναι κι από πού,
κι εκείνη αμέσως του φανέρωσε το πατρικό, ψηλόροφό της σπίτι:
^'Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ* την πολύχαλκη Σιδώνα,
η θυγατέρα είμαι εγώ του Αρύβαντα—βρύση τα πλούτη του.
Μ' άρπαξαν όμως και με τΐήραν ληστές από την Τάφο, την ώρα που γυρνούσα
απ' τα χωράφια μας* αυτοί μ' οδήγησαν στο σπιτικό του αφεντικού μου εδώ,
με πούλησαν, κι εκείνος τους επλήρωσε αντάξιο τίμημα."
Αυτός που την κοιμήθηκε κρυφά, αμέσως της απάντησε:
"Υπάρχει λύση, έλα μαζί μας τώρα, γύρνα πίσω στον τόπο σου,
να ξαναδείς ψηλόροφο το σπίτι του πατέρα και της μάνας σου
και ν* αντικρίσεις τους γονείς σου. Γιατί ακόμη ζουν
κι ακούγονται τα πλούτη τους."
Πήρε τον λόγο τότε και του μίλησε η γυναίκα:
'^Μπορεί κι αυτό να γίνει· φτάνει μονάχα να θελήσετε κι εσείς οι ναύτες
να δεσμευτείτε μ' όρκο πως άβλαβη θα με γυρίσετε
τιίσω στον τόπο μου."
Αυτά τους είπε, κι αμέσως όλοι τους της έδωσαν τον όρκο που ζητούσε.
Όταν ορκίστηκαν επισφραγίζοντας τον όρκο τους,
πήρε ξανά τον λόγο η γυναίκα να τους πει:
"Τώρα μιλιά! Απ' την παρέα σας κανείς να μην ανοίξει κουβεντολόι
μαζί μου, μήτε στον δρόμο τον ιιλατύ,
μήτε στην κρήνη* μήπως και κάποιος τρέξει στον γέρο,
του το μαρτυρήσει, κι αυτός το τιράμα μυριστεί, με δέσει,
με ρίξα σε φριχτά δεσμά, κι ύστερα μελετήσει
τον δικό σας θάνατο.
Κρατήσετε λοιπόν κρυφό το μυσηκό, και γρήγορα τελειώνετε
με τις συναλλαγές σας. Όταν γεμίσει το καράβι πια
με τ' αγαθά που θέλετε, τότε για μένα μήνυμά σας γρήγορα
στο αρχοντικό να φτάσει* κι εγώ υπόσχομαι χρυσαφικά να φέρω,
όσα μπορούν τα χέρια μου να πιάσουν.
Αλλά κι αλλιώς θα ήταν δυνατό, αν το θελήσω, τα ναύλα μου να ξεπληρώσω.
Μέσα στο σπίτι μεγαλώνω τον γιο του αφεντικού μου—

[ 226 ]
'Οδνσσέως κω Ευμαίου ομιλία

ξυπνό παιδί που τρέχει πίσω μου, όταν βγαίνω.


Λέω θα μπορούσα να το φέρω στο καράβι σας, οπότε εσείς
θα βγάζατε λεφτά με ουρά, μοσχοπουλώντας το
σ* αλλόγλωσσους ανθρώπους."
£ίπε και τράβηξε να πάει στο ωραίο παλάτι.
Μείναν αυτοί στα μέρη μας έναν ακέραιο χρόνο, πουλώντας
κι αγοράζοντας του κόσμου τ* αγαθά.
Κι όταν ξεχείλισε το κοίλο τους καράβι, έτοιμοι ν' αρμενίσουν πια,
έστειλαν τον μαντατοφόρο τους, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα.
Φτάνει λοιπόν στο σπίτι του πατέρα μου κάποιος ανάμεσά τους
τετραπέρατος, στο χέρι του κρατώντας μαλαματένιο τιεριδέραιο,
με περασμένες χάντρες από κεχριμπάρι.
Οι δούλες μέσα στο παλάτι κι η σεβάσμια μάνα μου
το ψηλαφούσαν, το 'τρωγαν με τα μάτια τους, και παζαρεύοντας
ρωτούσαν την τιμή του—οπότε εκείνος στα κρυφά
της κάνει νόημα. Κι αφού της έγνεψε, γύρισε πίσω
στο βαθουλό τιλεούμενο.
Αυτή με πιάνει τότε από το χέρι και με ξεπορτίζει·
περνώντας όμως απ' την αίθουσα βρήκε τραπέζια, βρήκε κούπες—
των καλεσμένων, που τριγυρίζουν κάθε μέρα τον πατέρα μου
και λεν τη γνώμη τους.
Κι όπως την ώρα εκείνη είχανε πάει στη βουλή του δήμου
για τη συνέλευσή τους, κρύβει στον κόρφο της αυτή τρεις κούπες,
και τις έβγαλε έξω—εγώ απερίσκεπτος την ακολούθησα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκκιχιαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν εμείς τρέχολττας κατεβήκαμε στο ξακουστό λιμάνι,
όπου είχε αράξει το ταχύπλοο καράβι των Φοινίκων.
Ευθύς στο ττλοίο ανέβηκαν, ανέβασαν κι εμάς τους δυο, κι άνοιξαν
τον θαλάσσιο δρόμο τους—ο Δίας τούς έστειλε πρίμο αγεράκι.
Καλά κρατούσε το ταξίδι ημέρες έξι, νυχθημερόν
αλλ' όταν ο Κρονίδης Ζευς ξημέρωσε την έβδομη,
έριξε στη γυναίκα η τοξοφόρος Άρτεμη τα βέλη της,
κι αυτή γκρεμίζεται στ' απόνερα του αμπ€φιού,
λες κι ήταν θαλάσσιος γλάρος.
Την πέταξαν τότε στη θάλασσοι, λεία στις φώκιες και στα ψάρια—
κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά.
Άνεμος και νερό τούς προσαράζουν τέλος στην Ιθάκη, όπου ο Λαέρτης
με ξαγόρασε με τα δικά του πλούτη.
Έτσι λοιπόν αντίκρισαν τα μάτια μου τη χώρα αυτή.»
Τον λόγο ττήρε τότε και του μίλησε, του Δία ανάθρεμμα, ο Οδυσσέας:
«Εύμαιε, αλήθεια αφόρμισες πολύ μέσα μου την ψυχή
μ* όσα ανιστόρησες, τα τόσα βάσανα που σε τυράννησαν.

[227 ]
Ραψωδίαρ,176-230
Και μολοντούτο ουλλογίζομαι πως πλάι στο κακό ο Δίας
για σένα ακούμπησε και το καλό- αφού, μετά τα φοβερά σου πάθη,
ό' ενός ανθρώπου έφτασες το σπίτι γεμάτου καλοσύνη,
κι αυτός σου εξασφαλίζει το φαγητό και το πιοτό σου—
ζεις μια ζωή της τιροκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ
περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»
Έτσι εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια μεταξύ τους,
ττήγαν μετά να κοιμηθούν, όχι ύχττόσο για πολύ—
τους πηρε δεν τους πήρε ο ύπνος, και φάνηκε η Αυγή
στον ροδινό της θρόνο.
Την ώρα εκείνη, βλέποντας στεριά, οι σύντροφοι
του Τηλεμάχου λύνουν τα πανιά, γρήγορα κατεβάζουν
το κατάρτι, πιάνοντας τα κουπιά φτάνουν στο αραξοβόλι,
ρίχνουν τις αγκυρόπετρες κι έδεσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κατέβηκαν κι αυτοί στης θάλασσας το περιγιάλι.
Εκεί ετοίμασαν το προπνό και συγκεράστηκαν κρασί που σπίθιζε.
Όταν εκόρεσαν την πείνα και τη δίψα τους, ιιρώτος τον λόγο πήρε
ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Κωπηλατώντας τώρα εσείς, το μελανό καράβι οδηγήσετε στην πόλη·
εγώ θ' ανέβω στους αγρούς και στους βοσκούς.
Κι αφού θα ρίξω μια ματιά στα χτήματά μου, απόβραδο
θα κατεβώ στη χώρα.
Με το ξημέρωμα, σας έχω, ανταμοιβή του δρόμου μας, τραπέζι-
πλούσιο γεύμα, κρέατα και γλυκό κρασί.»
Στο μεταξύ τού μίλησε ο θεοκλύμενος θεόμορφος:
«Κι εγώ πού πάω, καλό παιδί; σε τίνος σπίτι να προσφύγω
απ' όσους κυβερνούν τα βράχια της Ιθάκη<^
Ή μήπως πρέπει κατευθείαν να τρέξω στο δικό σου σπιτικό
και στη δική σου μάνα;»
Ο γνοκτηκός Τηλέμαχος τότε του ανταποκρίθηκε:
«Αλλιώς θα σου 'λεγα κι εγώ να πας στο πατρικό μου,
όπου δεν έλειψε ποτέ στους ξένους τίποτε· αλλά για σένα αυτό
θα ταν χειρότερο, αφού κι εγώ δεν θα 'μαι εκεί,
αλλά κι η μάνα μου δεν θα σε δει. Γιατί δεν φαίνεται με τους μνηστήρες πια
κάτω στην αίθουσα* στο υπερώο, ψηλά κι απόμερα,
κάθεται υφαίνοντας τον αργαλειό της.
Σκέφτομαι όμως κάποιον άλλον που θα μπορούσες να γυρέψεις*
λέω τον Ευρύμαχο, περίλαμπρο βλαστό του εμτιειροπόλεμου Πολύβου,
που σαν θεό τον βλέπουν όλοι στην Ιθάκη.
Σίγουρα είναι ο πρώτος κι ο καλύτερος* το 'βαλε μάλιστα σκοπό
να παντρευτεί τη μάνα μου, να πάρει ο ίδιος του Οδυσσέα το πόστο.
Όμως αυτά τα ξέρει πιο καλά, ένοικος των αιθέρων

[ 228 ]
Τηλεμάχου επάνοδος

ο ολύμπιος Δίας- μήπως, πριν απ* τον γάμο, τους πέσει κατακεφαλα
η μαύρη μέρα τους.»
Δεν πρόφτασε να τιει τον λόγο του, και τιέταζε δεξιά μεριά
ένα πουλί—γεράκι, ο ταχυδρόμος άγγελος του Απόλλαινα.
Στα πόδια του κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε
και τα φτερά σκορπούσε καταγής, στο πλοίο ανάμεσα
και στον Τηλέμαχο.
Οπότε ο θεοκλύμενος παράμερα τον πήρε από τους άλλους,
το χέρι του έσφιξε, και του μιλούσε με σταράτα λόγια:
«Τηλέμαχε, δεν πέταξα δεξιά μεριά ετούτο το πουλί
με δίχως του θεού τη θέληση. Το είδα κι αναγνώρισα πως είναι οιωνός της τύχης*
από το γένος σας λοιπόν βασιλικότερο κανένα άλλο στης Ιθάκης τον λαό,
δική σας και για πάντα η δύναμη.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του ανταποκρίθηκε:
«Μακάρι, ξένε, αληθινός να αποδειχτεί ο λόγος σου*
και θα γνωρίσεις τότε την πραγματική μου αγάπη με τα πολλά μου
δώρα που θα δεις—όσοι σε βλέπουν θα σε μακαρίζουν.»
Είπε, κι αμέσως προσφωνεί τον Πείραιο, πιστό του σύντροφο:
«Πείραιε, του Κλυτίου ανάστημα, εσύ μου στάθηκες πολυτιμότερος
και & όλα τ* άλλα απ' όσους μ' ακολούθησαν στην Πύλο.
Πάρε λοιπόν τον ξένο σπίτι σου, κι ύχιότου
να γυρίσω εγώ, παρακαλώ να τον φροντίζεις μ' αγάττη και τιμή.»
Τότε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός, του λέει:
«Τηλέμαχε, όσον καιρό κι αν έμενες εσύ εκεί,
εγώ τον ξένο θα τον νοιάζομαι, δεν θα του λείψει τίποτα φιλόξενο.»
Μιλώντας έτσι, πάτησε πάνω στο καράβι, και παραγγέλλει
ν' ανεβούν κι οι σύντροφοι, να λύσουν τις πρυμάτσες—
εκείνοι ανέβηκαν και στα ζυγά καθίζουν.
Αμέσως ο Τηλέμαχος δένει στα πόδια του τα ωραία σαντάλια
κι απ' την κουβέρτα του πλεούμενου το άλκιμο δόρυ τράβηξε
με την αιχμή του χάλκινη.
Στο μεταξύ κι οι σύντροφοι έλυσαν τις πρυμάτσες, κι αφήνοντας
πίσω τους τη στεριά, κωπηλατούσαν προς την πόλη, όπως το είχε παραγγείλει
κι ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Εκείνος τότε πήρε βιαστικός τα πόδια του, ώσπου να φτάσει
γρήγορα στη μάντρα, όπου ήσαν μαντρωμένοι οι μυριάδες χοίροι—
εκεί κοιμόταν και ξυπνούσε ο καλός χοιροβοσκός,
με τους δεσπότες του γλυκός και πράος.

[ 229 ]
π
Άνοεγνωρισμός "Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου

1 δυο τους πάλι, ο Οδυσσέας και πλάι ο θείος χοιροβοσκός,

0 ανάβοντας χαράματα φαττιά, ετοίμαζαν το πρωινά τους—


στο μεταξύ, με τη δική τους προτροπή, βγήκαν οι άλλοι
στη βοσκή με τους συναθροισμένους χοίρους.
Ωστόσο οι σκύλοι, που γαβγίζουνε τους ξένους, μόλις τον είδαν
τον Τηλέμαχο να πλησιάζει, έτρεξαν γύρω του κουνώντας την ουρά τους—
δεν τον εγάβγισαν. Το πήρε ο θείος Οδυσσέας είδηση
που τα σκυλιά τον χάιδευαν με την ουρά τους, κι ήλθε στα αφτιά του
χτύπος από βήματ(^ Αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας,
και τιέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Εύμαιε, κάποιος σύντροφος μέλλεται σε λίγο να φανεί,
μπορεί και γνώριμο^ γιατί δεν αλυχτούν οι σκύλοι,
μονάχα παίζουν την ουρά τους γύρω του, κι ακόμη ακούω
βήματα, τον χτύπο τους.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, κι ο αγαπημένος γιος του
πρόβαλε στη θύρα. Τα 'χασε ο χοιροβοσκός,
κι όπως πετάχτηκε όρθιος, του πέφτουν οι κούπες απ* το χέρι,
που τις ετοίμαζε να συγκεράσει κρασί σπινθηροβόλο.
Τρέχοντας, με τον κύρη του αντικρίστηκε και βουρκιομένος τον ασπάστηκε
στην κεφαλή, στα δυο ωραία του μάτια, στα δυο του χέρια.
Με πόση αγάτιη ένας πατέρας υποδέχεται τον γιο του,
που γύρισε ετητέλους από χώρα μακρινή πάνω στα δέκα χρόνια,
μοναχογιός μονάκριβος, μεγαλωμένος με βάσανα και κόπο*
έτσι και τον θεόμορφο Τηλέμαχο τον έσφιξε στην αγκαλιά του
ο θείος χοιροβοσκός και τον εγέμισε φιλήματα,
σάμπως να γλίτωσε από θάνατο.
Ολοφυρόμενος τον προσφωνούσε και σαν πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν τα μάτια μου,
αφότου εμίσεψες με το καράβι σου στην Πύλο.
Μα τώρα εμπρός, κόπιασε μέσα, παιδί μου αγαπημένο,
να σε χαρεί η ψυχή μου βλέποντας πως είσαι πάλι εδώ,
φτασμένος απ τα ξένα.
Έτσι κι αλλιώς δεν συνηθίζεις να 'ρχεσαι στα χτήματα
και στους βοσκούς σου· μένεις στην πόλη πιο πολύ. Μπορεί
να νκϋθεις μέσα σου και κάποια απόλαυση βλέποντας με τα μάτια σου

ΐ23θ)
Άναγνωρισμός 'Οδνοσέως υπό Τηλεμάχου

το καταστροφικό σινάφι των μνηστήρύιν.»


Κι ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Μεγάλη μου χαρά, καλέ μου γέροντα- για τη δική σου εξάλλου χάρη
βρίσκομαι εδώ, για να σε δουν τα μάτια μου, τον λόγο σου
ν* ακούσω, ανίσως είναι ακόμη στο τιαλάτι η μάνα μου,
ή μήπως κιόλας κάποιος άλλος άντρας την κοιμήθηκε,
κι απόμεινε του Οδυσσέα η κλίνη αδειανή, γυμνή,
γεμάτη αράχνες που την ασχημίζουν.»
Πήρε ξανά τον λόγο ο Εύμαιος, της συντροφιάς του ο πρώτος:
«Μένει και παραμένα στο παλάτι, καρτερικά υπομένοντα^
φεύγουν οι μέρες της κι οι νύχτες όλες,
χάνονται μες στη συμφορά, κι αυτή μουσκεύει με τα δάκρυά της.»
Είπε, και πήρε από το χέ{ρι του το χάλκινό του δόρυ.
Εκείνος μέσα τιέρασε πατώντας το λίθινο κατώφλι,
προχώρησε κι ο Οδυσσέας υποχώρησε, τιήγε ο πατέρας του να σηκωθεί,
αλλά από μέρους του ο Τηλέμαχος τον εμποδίζει λέγοντας:
«Κάθησε, ξένε μου· θα βρούμε εμείς αλλού τη θέση μας
σ' αυτή τη στάνη* δική μας είναι, υπάρχει ο άνθρωπος
που θα με βάλει να καθήσω.»
Έτσι του μίλησε, κι αυτός μετακινήθηκε και ξανακάθησε-
τότε ο χοιροβοσκός έστρωσε κάτω χλοερά κλαδιά κι απάνω τους
τιροβιά, όπου κι ακούμπησε ο αγαπημένος γιος του Οδυσσέα.
Ευθύς τους έφερε μπροστά τους πινάκια
με κρέατα ψημένα, όσα περίσσεψαν από το χθεσινό τους δείπνο.
Κι ακόμη με σπουδή γέμισε τα πανέρια τους ψωμί και συγκερνούσε
στη γαβάθα το γλυκόπιοτο κρασί—
ττήγε μετά κι αντίκρυ κάθησε στον θείο Οδυσσέα.
Εκείνοι τότε απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαί και το πιοτό,
γύρισε ο Τηλέμαχος στον θ ^ ό χοιροβοσκό και τον προσφώνησε:
«Πες μου, παππούλη, από πού μας ήλθε ο ξένος; πώς έτσι και τον έφεραν
προς την Ιθάκη οι ναυτικοί; για ποια γενιά τους καμαρώνουν;
Γιατί φαντάζομαι δεν έφτασε πεζός αυτός στα μέρη μας.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Και βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
Για τη γενιά του από τη μεγάλη Κρήτη καμαρώνει-
λέει πως ιιεριπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας
πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή*
πως τώρα ξέφυγε από καράβι θεσπραττών—έτσι πως έφτασε
στη στάνη μου. Εγώ σ' τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις—
ομολογεί πως είναι ικέτης σου.»
Ο συνετός Τηλέμαχος αντιμιλώντας είτιε:

[231]
Ραψωδία ττ, 45^-481

«£ύμ(χΐ£, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου*


γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;
Είμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμτηοΓτεύομαι τα χέρια μου,
για ν' αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει.
Κι η μάνα μου, μοίραζεται στα δύο ο νους της:
να μείνει αμετακίνητη, φροντίζοντας το σπίτι, και να σταθεί
στο πλάι μου, σεβόμενη και το συζυγικό κρεβάτι της και τη φωνή του κόσμου;
ή να πάρει το κατόπι όποιο Αχαιό φαντάζει σπουδαιότερος
και μέσα στο παλάτι τής γυρεύει γάμο, προσφέροντας τα τηο πολλά;
Τον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα,
πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του—
μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
Αν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου
κι εσύ να τον φροντίζεις* εγώ θα στείλω ρούχα εδώ
και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος,
εσένα και της συντροφιάς σου.
Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώ
να 'ρθει. Είναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο,
μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη.
Δύσκολα κάποιος να τα βγάλει πέρα, ένας με τους πολλούς,
έστω γενναίος, αφού είναι αυτοί τηο δυνατοί.»
Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.
Σ' ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια,
με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήροϊν, όσα μες στο παλάτι
μηχανεύονται και δεν σε λογ(χριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
Πες μου, θέλεις και σ' έχουν από κάτω; μήπως από φ<ανή θεού
σ' εχθρεύεται ο λαός; ή τηκραμένος κατηγορείς
τ' αδέλφια σου; Κι όμως σ' αυτά στηρίζεται
όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη,
ϊ^ος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το ΐ£ουράγιο σου,
να 'μουνα ο γιος του άψογου Οδυσσέα* ή, και μετά την τόση τιεριπλάνησή του,
να 'φτανε εδώ ο Οδυσσέας ο ίδιος—υπάρχει ακόμη ελπίδα*
τότε ετητόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος,
αν δεν γινόμουνα σ' όλους αυτούς η συμφορά τους,
φτάνει να μπω στου Οδυσσέα το σπίτι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Αν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους*
ξένους να τους προπηλακίζουν, δούλες γυναίκες να τις σέρνουν άσχημα
σ' ωραία δώματα, κρασί να το οττραγγίζουν ως τον πάτο,

[ 232 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου

ψωμί που με το έτσι θέλω να το τρων, άκοπα κι άσκοπα—


υπόθεση που τελειωμό δεν έχει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω.
Μήτε ο λαός μ* εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου,
μήτε τ' αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους,
βρίσκει σ' αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Γιατί ο Κρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε*
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Οδυσσέα·
κι ο Οδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ* άφησε
σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει.
Και να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν
όσοι ξεχωριστοί αφεντεύουν τα νησιά τριγύρω,
τη Σάμη, το Δουλίχιο, τη δασωμένη Ζάκυνθο—
αλλά κι αυτοί που κάνουνε κουμάντο στη βραχώδη Ιθάκη,
τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
Κι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί
να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν
οι μνηστήρες τ* αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο—
όμακ; αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
Και τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, τιήγαινε
στη συλλογισμένη Πηνελόττη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
πως έφτασα καλά από την Πύλο. Εγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.
Εσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ' εκείνην
αναγγείλεις το μήνυμά μου-
από τους φαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,
αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, τιήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Κατάλαβα, το βλέπω, συλλογίζομαι την εντολή σου.
Λλλά τιες μου παρακαλώ κι αυτό, μίλησε καθαρά*
πρέπει στον δρόμο μου κι απ* τον Λαέρτη να περάσω;
το μήνυμά σου και σ' αυτόν τον δύστυχο να φέρω; Που πρώτα,
μ' όλον τον βαρύ καημό του για τον γιο του, φρόντιζε ακόμη
τα χωράφια, έπινε κι έτρωγε μέσα στο σπίτι με τους δούλους,
όταν η όρεξή του το ζητούσε.
Μα τώρα, αφότου εσύ με το καράβι σου εμίσεψες στην Πύλο,
λένε δεν τρώει, δεν πίνει πια, όπως παλιά,
δεν θέλει καν να δει τα χτήματα· μόνος του σέρνεται,
στενάζοντας βογγά, οδύρεται και λιώνει η σάρκα του
γύρω στα κόκαλά του.»
Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο συνετός Τηλέμαχος:

[ 233 ]
Ραψωδίαττ,45^-481

«Κι αν τιερισσεύει ο πόνος του, λέω να τον αφήσουμε—κι εμείς πονάμε.


Γιατί αν μπορούσαν οι θνητοί να κάνουν πάντα τη δική τους εκλογή,
θα προτιμούσαμε τον νόστο του πατέρα μου—αυτός πραχτευει.
Γι' αυτό κι εσύ τιες το μαντάτο, και γύρνα τιίσω*
μην τρέχεις πέρα στους αγρούς, για να τον βρεις.
Αλλά παράγγειλε στη μάνα μου, αυτή κρυφά και γρήγορα
την οικονόμο μας να στείλει, κι εκείνη ας φέρει
στον γέροντα τα νέα μας.»
Μιλώντας έτσι, τον ξεσήκωσε* έπιασε αμέσως τα σαντάλια του στο χέρι
και τα 'δεσε ο χοιροβοσκός στα πόδια του—
ύστερα κίνησε να πάει οττην πόλη.
Δεν ξέφυγε όμως την προσοχή της Αθηνάς πως έφυγε ο χοιροβοσκός,
ο Εύμαιος, απ* το μαντρί του, κι αμέσως πλησιάζει.
Πήρε την όψη όμορφης, ψηλής γυναίκας, στα ωραία εργόχειρα επιδέξιας*
στάθηκε αντίκρυ στην εξώθυρα της μάντρας, μόνο στον Οδυσσέα φανερή,
αόρατη για τον Τηλέμαχο, που δεν την έβλεπε*
γιατί οι θεοί δεν φανερώνονται όπως όπως στον καθένα.
Την είδαν όμως ο Οδυσσέας κι οι σκύλοι, που δεν τη γάβγισαν
σκόρπισαν κλαψουρίζοντας, φεύγοντας στην απένανη μεριά της στάνης.
Έκανε τότε νεύμα η θεά παίζοντας τα ματόκλαδά της,
κι ο Οδυσσέας κατάλαβε.
Βγήκε από το καλύβι, προσπέρασε τον υψωμένο τοίχο της αυλής
και στήθηκε μτιροστά της. Η Αθηνά αμέσως τον προσφώνησε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
έφτασε η ώρα, ομολογήσου τώρα στο παιδί σου, μην του κρύβεσαι*
οι δυο να συνταιριάξ^ε τον φόνο των μνηστήρων και τον χαλασμό τους,
κι ύστερα κατεβαίνετε στη δοξασμένη πόλη. Αλλά κι εγώ
δεν τιρόκειται να σας αφήσω για πολύ—φλέγομαι αλήθεια
να μπω σ' αυτή τη μάχη.»
Είτιε, και τον ακούμτιησε τον Οδυσσέα η Αθηνά με το χρυσό ραβδί της.
Του φόρεσε γύρω στο στήθος πουκαμίσα καθαρή
και πανωφόρι. Και ξαφνικά ξανάνιωσε, έδειξε πιο ψηλός*
το δέρμα του έγινε τιάλι μελαχρινό, τα μάγουλά του τσίτωσαν,
και μαύρισε το γένι γύρω στο ιαγούνι.
Το έργο της τελειώνοντας, απομακρύνθηκε η θεά* ο Οδυσσέας όμως
προχωρούσε τώρα στην καλύβα. Τον είδε ο γιος του κι έμεινε
έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος,
μήπως του φανερώθηκε κάποιος θεός.
Κι όπως του μίλησε, πέταξαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Αλλιώτικος φαντάζεις τώρα, ξ^νε, παρ' ό,τι πριν*
άλλα τα ρούχα σου, άλλαξε και το δέρμα σου.
Ανίσως είσαι ένας θεός απ* όσους τον απέραντο ουρανό κρατούν,

[ 234 ]
Άναγνωρίσμός 'Οδυοσέύκ; ύπό Τηλεμάχου

σπλαχνίσου μας, κι εμείς θα σου 7ΐροσφέ(κ>υμε


θυσία ευχάριστη, δώρα από δουλεμένο μάλαμα.
Μόνο ελέησε μας.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Οχι, θεός δεν είμαι, πώς με φαντάστηκες αθάνατο;
Είμαι ο πατέρας ο δικός σου· που εσύ για χάρη του στενάζεις
και πολλά υποφέρεις, σηκώνοντας τα βάρη από βίαιες πράξεις
άλλων ανδρών.»
Μιλώντας, φίλησε τον γιο του κι άφησε να κυλήσουνε από τις παρειές
στο χώμα δάκρυα, που πριν με τόση επιμονή τα συγκρατούσε.
Αλλά ο Τηλέμαχος δεν ήθελε να το πιστέψει παχ; έβλεπε μπροστά του
τον πατέρα του, γι* αυτό ττήρε ξανά τον λόγο και του μίλησε:
«Οχι, δεν είσαι ο Οδυσσέας εσύ, δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου*
ένας θεός θα με μαγεύει, για να στενάζω και να οδύρομαι
ακόμη πιο πολύ.
Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς θνητός, με το δικό του το μυαλό,
να φανταστεί το έργο αυτό· εκτός κι αν τον συνέτρεχε
κάποιος θεός που εύκολα, αν θέλει, κάνει τον γέρο νέο
και τον νέο γέρο.
£σύ πρωτύτερα ήσουν γέρος, ντυμένος με άσχημα κουρέλια,
και τώρα μοιάζεις στους θεούς που τον ατιέραντο ουρανό κρατούν.»
Του αντιμίλησε έπειτα ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Τηλέμαχε, όχι, δεν σου πρέπει με τον πατέρα σου στο πλάι,
να αποθαυμάζεσαι τόσο πολύ και να αμφιβάλλεις.
Δεν πρόκειτ<ιι άλλος Οδυσσέας να φτάσει εδώ*
είναι μπροστά σου κι είμαι εγώ· που πάτησα τα πατρικά μου χώματα
μετά από πάθη φοβερά κι από μεγάλη τιεριτιλάνηση—
είκοσι χρόνια πάνε τώρα.
Το έργο αυτό που βλέπας και θαυμάζεις, είναι της Αθηνάς που της αρμόζει
του πολέμου η λεία· εκείνη μ* έκανε όπως θέλει και μπορεί,
τη μια να μοιάζω με φτωχό ζητιάνο,
την άλλη νέος που φορεί στο σώμα του ωραία ρούχα.
Εύκολο το έχουν οι θεοί που τον ατιέραντο ουρανό κρατούν,
έναν θνητό άλλοτε να τον κάνουν λαμπερό,
άλλοτε να τον ασχημίζουν.»
Μιλώντας, υποχώρησε και κάθησε, αλλά ο Τηλέμαχος
χύθηκε πάνω του οδυρόμενος, και βουρκωμένος τώρα τον αγκάλιασε.
Τότε τους συνεπήρε και τους δυο του θρήνου ο ίμερος·
σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά,
σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους
κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν
τόσο πικρό και το δικό τους δάκρυ από τα βλέφαρά τους κύλησε.

[ 235 ]
Ραψίύδία 71,220-301

Και θα μπορούσε ο οδιιρμός τους να κρατήσει ώσπου να δύσει ο ήλιος,


αν ο Τηλέμαχος δεν προσφωνούσε τον πατέρα του:
«Με ποιο καράβι, αγαπημένε μου πατέρα, ποιοι ναυτικοί
& έφεραν στην Ιθάκη; για ποια γενιά καμάρωναν;
Φαντάζομαι δεν έφτασες στα μέρη μας πεζός.»
Αμέσως του αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Παιδί μου, την αλήθεια θέλω να σου πω-
οι Φαίακες, θαλασσινοί διάσημοι, μ' οδήγησαν—ξεπροβοδούν αυτοί
κι άλλους πολλούς, όποιον πατήσει στο νησί τους.
Στον ύπνο βυθισμένο, από το πέλαγος με πέρασαν σε γρήγορο καράβι,
και στην Ιθάκη μ' άφησαν. Μου χάρισαν δώρα λ£ψπρά,
χαλκό, μαλάματα πολλά, φαντά φορέματα,
που από τη φώτιση θεού βρίσκονται τώρα ασφαλισμένα στη σπηλιά.
Κι έφτασα εδώ με σύσταση της Αθηνάς,
να αποφασίσουμε μαζί τον φόνο των εχθρών μας.
Έλα λοιπόν, λογάριασε και μέτρησέ μου τους μνηστήρες,
να μάθω τον αριθμό τους πρώτα και το σόι τους*
μετά, ζυγίζοντας το τιράγμα στο καθαρό μυαλό μου,
αποφασίζω οτν οι δυο μπορούμε να τα βάλουμε μαζί τους,
μόνοι μας, δίχως άλλους, ή μήπως πρέπει να γυρέψουμε
βοήθεια απ'αλλού.»
£υθύς του ανταποκρίθηκε ο συνετός Τηλέμαχος:
«Πατέρα, είχα από πάντα ακουστά το μεγαλείο της φήμης σου,
πως είσαι ακοντιστής δεινός, πως παίρνεις ζυγισμένες αποφάσεις.
Όμως αυτό που λες πάει πολύ (με τηάνει αλήθεια δέος),
πως είναι δυνατόν οι δυο να αγωνιστούμε με πολλούς γενναίους.
Γιατί δεν είναι οι μνηστήρες μόνο δέκα ή δυο φορές το δέκα-
είναι πολλοί και πολλαπλάσιοι—άκου να δεις τώρα τον αριθμό τους:
απ' το Δουλίχιο πενήντα δύο νέοι διαλεχτοί
που τους ακολουθούνε κι έζι παραγιοί-
από τη Σάμη είκοσι τέσσερις, είκοσι απ' τη Ζάκυνθο
των Αχαιών βλαστοί- μέσα από την Ιθάκη δώδεκα, οι καλύτεροι—
μαζί τους ο κήρυκας ο Μέδοιν, ο θείος αοιδός
και δυο θεράποντες που ξέρουν να λιανίζουν κρέατα.
Ανίσως τους πετύχουμε όλους αυτούς μέσα στο σπίτι,
μήπως, τιηγαίνοντας εκεί, σου βγει πικρή κι ανάποδη
η εκδίκηση για τα παράνομά τους έργα.
Γι* αυτό, αν μπορούσες να σκεφτείς κάποιον να μας παρασταθεί,
στοχάσου ποιος θα 'ταν σε θέση να σταθεί στο πλάι μας
με προθυμία και θάρρος.»
Γύρισε τότε και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Και βέβαια θα σου πω* άκουσε εσύ, κι ας το δουλέψει ο νους σου*

[ 236 ]
Άναγνωρισμός^Οδυσσέωςυπό Τηλεμάχου

σκέψου αν αρκούν σ' εμάς τους δυο η Αθηνά με τον πατέρα της τον Δία,
ή θα 'πρεπε να σοφιστώ και κάποιον άλλον παραστάτη.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε:
«Μεγάλοι κι άξιοι οι δύο παραστάτες που ονομάτισες,
κι ας κατοικούν εκεί ψηλά στα νέφη· η δύναμη τους επιβάλλεται
και στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς.»
Πάλι του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Ω ναι, εκείνοι δεν θα μείνουν για πολύ μακριά από την άγρια μάχη,
όταν θα φτάσει η ώρα να κρίνει ο Άρης τον αγώνα μας
με τους μνηστήρες στο παλάτι.
Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες—
εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ' τα πόδια
να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
δεν θα σ' ακούσουν γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα—να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης.
Όσο για τους μνηστήρες, όταν τα αναζητήσουνε και σε ρωτήσουν,
πάλι τους ξεγελάς με λόγια μαλακά: "Τα σήκωσα να τα φυλάξω
από την κάπνα, γιατί δεν μοιάζουν πια όπως ο Οδυσσέας
τ' άφησε τη μέρα εκείνη που έφευγε στην Τροία·
έχουν το χάλι τους, τα θάμπωσε η καπνισμένη ανάσα της φωτιάς.
Κι ένας ακόμη λόγος σοβαρότερος, που ο Δίας τον έβαλε στον νου μου·
μήπως μιαν ώρα μεθυσμένοι, πιάσετε μεταξύ σας τον καβγά
και πληγωθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε γεύμα και προξενιό—
γιατί από μόνο του το σίδερο τραβά τον άντρα.^'
Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση

[ 237 ]
Ραψωδία ρ, 176-230

πως ο Οδυσσέας βρίσκεται στο σπίτι. Μήτε ο Λαέρτης να το μάθει


μήτε ο χοιροβοσκός μήτε άλλος άνθρωπος δικός μας—
ούτε κι η ίδια η Πηνελόπη.
Μόνο εσύ κι εγώ, μαζί να δούμε των γυναικών το φρόνημα
και λέω να δοκιμάσουμε τους άλλους δούλους· αν κάποιος μας τιμά
και μας φοβάται, και ποιος καθόλου δεν μας λογαριάζει
κι εσένα σε ατιμάζει, κι ας είσαι αυτός που είσαι.»
Ανταποκρίθηκε ο λαμπρός του γιος και τον προσφώνησε:
«Πατέρα, το φρόνημά μου σύντομα θα, το γνωρίσεις—
δεν είμαι πάντως αχαλίνωτος.
Αλλά δεν βλέπω αυτό που είπες να συμφέρει τόσο
και τους δυο μας· γι' αυτό προτείνω να το ξανασκεφτείς.
Πολύν καιρό νομίζω πως θα χάσεις τους δούλους δοκιμάζοντας έναν προς έναν,
γυρίζοντας και στους αγρούς· στο μεταξύ οι μνηστήρες
ανενόχλητοι κι ασύστολοι ξαφρίζουν στο παλάτι τ' αγαθά σου—
δεν έχουν στάλα δισταγμό.
Είμαι λοιπόν της γνώμης, των γυναικών την πίστη
να τη δοκιμάσεις· ποιες κριματίζονται σε βάρος σου
και ποιες σου μένουν ακριμάτιστες.
Δεν θα συμβούλευα όμως, πηγαίνοντας στους στάβλους, στον έλεγχο να βάλουμε
ακόμη και τους δούλους—αυτή η δουλειά ας μείνει αργότερα,
αν πράγματι κρατείς στο χέρι σημάδι από τον αιγίοχο Δία.»
Κι ενώ εκείνοι μεταξύ τους έτσι συνομιλούσαν,
έμπαινε κιόλας στην Ιθάκη το καλοχτισμένο πλοίο,
αυτό που τον Τηλέμαχο έφερε απ' την Πύλο
και τους συντρόφους του όλους.
Κι όταν προσάραξε μες στο βαθύ λιμάνι,
τράβηξαν στην ακτή το μελανό καράβι, κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι
τους πήραν τ' άρματα. Με δίχως καθυστέρηση μετέφεραν μετά
τα εξαίσια δώρα στου Κλυτίου το σπίτι,
κι αμέσως έστειλαν τον κήρυκα στου Οδυσσέα τα δώματα, την αγγελία να φέρει
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, πως ο Τηλέμαχος είχε ξεμείνει
στους αγρούς, έδωσε όμως εντολή να καταπλεύσει το πλεούμενο
ίσα στην πόλη, για να μην έχει μέσα της τον φόβο η φρόνιμη βασίλισσα
και τρέχει από τα μάτια της το δάκρυ της ποτάμι.
Συνέπεσαν ωστόσο κήρυκας και θείος χοιροβοσκός,
με το ίδιο μήνυμα κι οι δυο, για να το πουν στην Πηνελόπη.
Κι όταν μέσα στο σπίτι βρέθηκαν του θεϊκού Οδυσσέα,
φώναξε ο κήρυκας ανάμεσα στις άλλες δούλες:
«Βασίλισσα, γύρισε πίσω το αγαπημένο σου παιδί.»
Συγχρόνως ο χοιροβοσκός στάθηκε πλάι στην Πηνελόπη,
της εξηγούσε τα όσα του είχε παραγγείλει ο αγαπημένος γιος της,

[ 238 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου

κι όταν απόσωσε την εντολή του ολόκληρη, άφησε πίσω του


παλάτι και περίβολο, και τράβηξε τον δρόμο του,
να βρει τους χοίρους του.
Όσο για τους μνηστήρες, κατσουφιασμένοι και στυφοί απ' το κακό τους,
βγήκαν απ' τη μεγάλη αίθουσα, προσπέρασαν τον υψωμένο τοίχο
της αυλής, κι απέξω εκεί, μπρος στην αυλόθυρα, μαζεύτηκαν.
Πρώτος ανάμεσά τους πήρε τον λόγο του Πολύβου ο γιος, ο Ευρύμαχος:
«Φίλοι μου, τι θρασυ κατόρθωμα κι αυτό που συντελέστηκε
με το ταξίδι του Τηλέμαχου—κι εμείς φωνάζαμε πως όχι,
ατέλεστο θα μείνει.
Μα τώρα εμπρός, καράβι μελανό να ρίξουμε
στη θάλασσα κι ας μαζευτούν οι κωπηλάτες ναύτες το ταχύτερο,
να φέρουν μήνυμα σ' αυτούς, αμέσως να γυρίσουν πίσω.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του και βλέπει ο Αμφίνομος,
στριφογυρίζοντας στη θέση του, το πλοίο κιόλας στο βαθύ λιμάνι·
να κατεβάζουν τα πανιά και να σηκώνουν τα κουπιά στα χέρια.
Ξέσπασε τότε σε γέλωτα ιλαρό, φωνάζοντας προς τους συντρόφους;
«Κάθε μας μήνυμα πια περισσεύει· να τοι μες στο λιμάνι!
Ή τους φανέρωσε το πράγμα ένας θεός, ή με τα μάτια τους
είδαν το πλοίο του Τηλεμάχου να τους προσπερνά,
αλλά δεν μπόρεσαν να το προλάβουν.»
Ακούγοντας τα λόγια του σηκώθηκαν μεμιάς και τράβηξαν να πάνε
στο ακρογιάλι. Γρήγορα εκείνοι σέρνουν στη στεριά το μελανό καράβι,
κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι τους πήραν τ' άρματα.
Όλοι μαζί μετά σπεύδουν για σύναξη στην αγορά, αλλά δεν άφησαν
πλάι τους να καθήσει κανένας άλλος, νέος ή γέρος.
Τότε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη, μπήκε στη μέση και τους είπε:
«Ουαί κι αλίμονο· πώς οι θεοί τον γλίτωσαν αυτόν από τον όλεθρο!
Όλη τη μέρα, στημένοι σε βίγλες ανεμόδαρτες,
άλλαζαν οι σκοποί μας βάρδια. Κι όταν ο ήλιος έγερνε στη δύση,
μήτε μια νύχτα δεν μας βρήκε ξαπλωμένους στη στεριά·
μέσα στο πέλαγος, πάνω στο γρήγορο καράβι, πλέοντας συνεχώς,
καραδοκούσαμε να φέξει το θείο φως της μέρας,
προσηλωμένοι στου Τηλεμάχου το καρτέρι, πώς θα τον πιάσουμε,
για να τον θανατώσουμε—κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι
σίγουρα κάποιος δαίμονας.
Καιρός όμως εδώ τον άθλιο χαλασμό να σοφιστούμε
του Τηλεμάχου· μη μας ξεφύγει πάλι μέσα από τα χέρια.
Γιατί, όσο εκείνος ζει, δεν βλέπω τη δουλειά μας να τελειώνει·
ξέρει καλά από μόνος του πώς να σκεφτεί και τι να αποφασίσει,
αλλά κι ο κόσμος πια δεν μας χαρίζεται κι εμάς σαν άλλοτε.
Αοιπόν βιαστείτε, προτού καλέσει εκείνος τους Αχαιούς

[ 239 ]
Ραψωδία η, 377-45^

στην αγορά. Δεν το νομίζω πως θα μείνει με χέρια σταυρωμένα.


Διπλά οργισμένος, θα σηκωθεί σ' όλους μπροστά, να φανερώσει
τον άγριο φόνο που μηχανευτήκαμε, αλλά δεν τον προλάβαμε·
κι αυτοί ασφαλώς δεν πρόκειται να μας παινέσουν, ακούγοντας
τη βρώμικη μας πράξη.
Μήπως μας βλάψουν άσχημα, μας εξορίσουν απ' την ίδια μας
τη γη, και φτάσουμε σε ξένη χώρα.
Ας τον προλάβουμε λοιπόν, στα χέρια μας να πέσει· μακριά
απ' την πόλη, στους αγρούς ή και στον δρόμο
να τον θανατώσουμε. Ύστερα μοιραζόμαστε τα πλούτη και τους θησαυρούς του-
ίσο μερίδιο όλοι. Το σπίτι θα το αφήσουμε ασφαλώς
στη μάνα του, να το 'χει αυτή κι όποιος την παντρευτεί.
Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου, αν προτιμάτε να μείνει
ζωντανός αυτός και στο ακέραιο να κρατεί τα πατρικά αγαθά του, τότε
λέω να πάψουμε κι εμείς εδώ να μαζευόμαστε, να τρώμε
το δικό του βιος με σπάταλη ευχαρίστηση· καλύτερα
ο καθένας χωριστά, από το σπίτι του να στέλνει προξενιό
και να της τάζει τα γαμήλια δώρα, κι εκείνη ας πάρει ταίρι της
όποιον τα πιο πολλά της δώσει κι όποιον της γράφει η μοίρα της.»
Έτσι τους μίλησε, κι έπεσαν όλοι σε βαριά σιωπή.
Μόνο ο Αμφίνομος μπήκε στη μέση να αγορεύσει—
του Νίσου ο τιμημένος γιος, ο εγγονός του αρχοντικού Αρήτου,
ο πρώτος των μνηστήρων από το σιτοφόρο, καταπράσινο
Δουλίχιο· ακόμη και της Πηνελόπης τής πήγαινε ο Αμφίνομος
όταν μιλούσε, γιατί είχε γνωστικό μυαλό.
Μπήκε λοιπόν αυτός στη μέση και τους είπε:
«Φίλοι μου, εγώ δεν αποδέχομαι εύκολα τον θάνατο
του Τηλεμάχου· έτσι κι αλλιώς βρίσκω αποτρόπαιο να θανατώνεις
βασιλικό βλαστάρι. Καλύτερα πρώτα να μάθουμε τι συμβουλεύουν
οι θεοί. Αν συναινέσουν του μεγάλου Δία οι χρησμοί, τότε κι ο ίδιος
θα σκοτώσω κι άλλους στο φονικό θα σπρώξω· αν όμως οι θεοί
το απαγορεύσουν, προτείνω αυτό να σταματήσει.»
Έτσι τους μίλησε ο Αμφίνομος, κι ο λόγος του άρεσε.
Σηκώθηκαν αυτοί κι αμέσως τράβηξαν στου Οδυσσέα τα δώματα,
φτάνοντας καλοκάθησαν σε γυαλισμένους θρόνους.
Στο μεταξύ κι η Πηνελόπη με τη δική της φρόνηση στοχάστηκε
άλλα· να κάνει την εμφάνισή της στους μνηστήρες,
που ξεπερνούσαν κάθε μέτρο με το θράσος τους.
Τον είχε μάθει τον χαλασμό του γιου της μέσα στο παλάτι·
ο κήρυκας της τον φανέρωσε, ο Μέδων, ακούγοντας
το δόλιο σχέδιο των μνηστήρων.
Κατέβηκε τότε η βασίλισσα και προχωρούσε στη μεγάλη αίθουσα

ι 240 ]
Άναγνωρισμός ^Οδυσσέως υπό Τηλεμάχου

με συνοδεία δυο θεραπαινίδες.


Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες,
πλάι στην κολόνα ακούμπησε της καλοκαμωμένης στέγης,
καλύπτοντας τα μάγουλά της με φωτεινή μαντίλα.
Στράφηκε αμέσως στον Αντίνοο, μιλώντας του σκληρά:
«Αντίνοε ξιπασμένε, κακομήχανε! Κι ας λέει ο κόσμος στην Ιθάκη
πως είσαι ο άριστος στη σκέψη και στα λόγια, ανάμεσα
σ' όλους της ηλικίας σου. Ποτέ δεν ήσουν τέτοιος,
ξεμυαλισμένε! Τι κάθεσαι και κλώθεις τον φόνο και τον θάνατο
του Τηλεμάχου; Εσύ δεν σέβεσαι καν τους ανυπεράσπιστους
που έχουν τον Δία μάρτυρά τους—
ανόσιοι όσοι μηχανεύονται ένας του άλλου το κακό.
Ή μήπως ξέχασες πότε και πώς, κυνηγημένος ο πατέρας σου
από τον φόβο του λαού του, έφτασε εδώ ικέτης; Είχαν μαζί του
εξοργιστεί πολύ, που πήγε τους Θεσπρωτούς να βλάψει
με πειρατές από την Τάφο. Ήσαν αυτοί δικοί μας φίλοι, θέλησαν
τότε να τον αφανίσουν, να τον κατασπαράξουν, να φάνε
τα πολλά και πολυπόθητά του πλούτη.
Κι όμως ο Οδυσσέας τούς έκοψε τη φόρα πάνω στη βράση.
Και τώρα εσύ του τρως ανέξοδα στο σπίτι, παντρολογιέσαι τη γυναίκα του,
σκοτώνεις το παιδί του, κι εμένα φαρμακώνεις.
Σ' το λέω, σύνελθε· σταμάτα πια και πες να σταματήσουνε κι οι άλλοι.»
Πετάχτηκε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, να της απαντήσει:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, θάρρος·
μη βασανίζεις το μυαλό σου εσύ με τέτοια. Ακόμη δεν γεννήθηκε
αυτός ο άντρας, μήτε θα γεννηθεί, δεν γίνεται, που θα τολμήσει
ν' απλώσει χέρι στον Τηλέμαχο, τον γιο σου—όσο ακόμη
εγώ θα ζω, όσο θα βλέπουν φως τα μάτια μου σ' αυτή τη γη.
Ό,τι θα πω, πες το συντελεσμένο· αυτοστιγμεί
θα τρέξει μαύρο το αίμα του, να βάψει ολόγυρα το δόρυ μου.
Γιατί κι ο φημισμένος πορθητής πολλές φορές στα γόνατά του
με κανάκεψε—ο Οδυσσέας· στα χέρια μου έβαλε
κρέας ψημένο, στα χείλη μου έφερε να πιω το κόκκινο κρασί.
Γι' αυτό και τον Τηλέμαχο τον έχω από όλους πιο πολύ
μες στην καρδιά μου· λέω πως δεν έχει λόγο τον θάνατό του να φοβάται—
σίγουρα όχι απ' τους μνηστήρες· αν όμως έλθει από θεού,
δεν γίνεται να τον ξεφύγει.»
Με τέτοια λόγια προσπαθούσε να της δώσει θάρρος· μέσα του όμως
ακόμη στριφογύριζε τον όλεθρο.
Κι εκείνη ανέβηκε ψηλά στη φωτεινή της κάμαρη,
όπου τον Οδυσσέα θρηνούσε, ταίρι αγαπημένο,
ώσπου στα βλέφαρά της στάλαξε ύπνο γλυκύ,

[ 241 ]
Ραψωδία ττ, 45^-481

τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά.


Κόντευε να βραδιάσει πια, όταν ο θείος χοιροβοσκός έφτασε πάλι
στον Οδυσσέα και στον γιο του. Στον τόπο αυτοί
το δείπνο ετοίμαζαν, ένα χρονιάρη χοίρο σφάζοντας. Αλλά κι η Αθηνά
πλάι στον Οδυσσέα στάθηκε, γιο του Λαέρτη,
τον κτύπησε με το ραβδί της και γέρο τον ξανάκαμε,
στο σώμα του φορώντας πάλι κουρελιασμένα ρούχα· μήπως ο Εύμαιος
τον δει και τον αναγνωρίσει, τρέξει να πει το νέο
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, και δεν κρατήσει κρυφό το μυστικό.
Τον πρόλαβε ο Τηλέμαχος, που πρώτος είπε στον χοιροβοσκό:
«Εύμαιε θείε, καλωσόρισες. Ποια φήμη τάχα κυκλοφορεί τώρα στην πόλη;
βρίσκονται κιόλας οι περήφανοι μνηστήρες στο παλάτι;
έχουν εγκαταλείψει το καρτέρι; ακόμη περιμένουν να γυρίσω πίσω;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Όχι, δεν μ' έμελε, στην πόλη κατεβαίνοντας, ρωτώντας
τον έναν και τον άλλο, να μάθω κάτι· βιαζόμουν το ταχύτερο
να πω το μήνυμά σου και να γυρίσω εδώ.
Σ' αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος,
δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
Γνωρίζω ωστόσο κάτι, το είδα με τα μάτια μου·
καθώς στον ερχομό μου βάδιζα πάνω απ' την πόλη, εκεί στον λόφο του Ερμή,
πήρε το μάτι μου το γρήγορο καράβι να μπαίνει στο λιμάνι μας.
Φαινόταν πάνω του το πλήρωμα, άντρες πολλοί, και μέσα
ασπίδες, δόρατα με τις αιχμές στριφτές—
φαντάστηκα πως είναι αυτοί, όμως δεν είμαι σίγουρος.»
Έτσι του μίλησε, και χαμογέλασε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γυρίζοντας το βλέμμα στον πατέρα του, να μην τον δει ο Εύμαιος.
Τότε τελειώνοντας τις άλλες τους δουλειές, το δείπνο ετοίμασαν,
κάθησαν στο τραπέζι, και δεν τους έλειψε το δίκαιο μερτικό.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,
θυμήθηκαν το στρώμα τους, όπου τους συνεπήρε ο ύπνος με τα δώρα του.

[ 242 ]
ρ
Τηλεμάχου και Όδνσσέως επάνοδος εις Ί&άκην

ΤΑΝ, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,

Ο δένει ο Τηλέμαχος, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,


στα πόδια του ωραία σανδάλια, άλκιμο δόρυ πιάνει
στο χέρι του αρμοσμένο, κι έτοιμος πια να ξεκινήσει
για την πόλη, γύρισε κι είπε στον χοιροβοσκό του:
«Καλέ μου γέροντα, εγώ θα κατεβώ στη χώρα, τα μάτια να με δουν
της μάνας μου· γιατί δεν το φαντάζομαι να σταματήσει
το πικρό της κλάμα, τον πολυδάκρυτο οδυρμό της, αν πρώτα
ο ίδιος δεν φανερωθώ μπροστά της.
Αλλά κι εσένα έχω κάτι να σου παραγγείλω*
τον άμοιρο τον ξένο οδήγησε στην πόλη, εκεί
να ζητιανέψει το φαΐ του, όποιος θελήσει να του δώσει
\|/ωμί σταρένιο, κούπα με κρασί.
Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται να παίρνω πάνω μου
όλων τα βάρη· έχω δικά μου βάσανα που με βαραίνουν.
Κι αν πρόκειται γΓ αυτό ο ξένος να φουντώσει από θυμό,
κακό δικό του· για μένα είναι πάντα προτιμότερο
να ακούγεται η αλήθεια.»
Αμέσως αποκρίθηκε έξυπνος κι εύστροφος ο Οδυσσέας:
«Καλό μου παλληκάρι, μήτε κι ο ίδιος θέλω να κουρνιάσω εδώ*
ο ζήτουλας καλύτερα να ζητιανεύει το ψωμί του
μέσα στην πόλη, παρά να τρέχει στα χωράφια—
κι όποιος καταδεχτεί, όλο και κάτι θα του δώσει.
Στο κάτω κάτω δεν με σηκώνουν πια τα χρόνια μου
να τριγυρνώ στις μάντρες, να κάνω όλα τα θελήματα,
ό,τι μου πει το αφεντικό.
Τράβα λοιπόν τον δρόμο σου· εμένα αυτός θα μ' οδηγήσει,
όπως εσύ το ορίζεις. Μόνο να πυρωθώ λιγάκι
και να γλυκάνει πρώτα ο ήλιος.
Γιατί τα βλέπεις τα άθλια ρούχα που φορώ, και κινδυνεύω
να με ξεπαγιάσει η πάχνη της αυγής.
Αφήνω που, όπως λέτε, απέχει η πόλη κάμποσο.»
Έτσι του μίλησε, και κίνησε ο Τηλέμαχος με βήμα γρήγορο,
εγκαταλείποντας τη μάντρα, κλώθοντας μέσα στο μυαλό του
για τους μνηστήρες το κακό.

[243 ]
Ραψωδίαττ,45^-481

Κι όταν πλησίασε το αρχοντικό παλάτι, στήριξε πρώτα


το κοντάρι που κρατούσε σε ψηλή κολόνα,
ύστερα πάτησε το λίθινο κατώφλι, και μπήκε μέσα.
Πρώτη τον είδε η παραμάνα Ευρύκλεια, καθώς την ώρα εκείνη
έστρωνε τις προβιές σε σκαλισμένους θρόνους.
Έτρεξε βουρκωμένη προς το μέρος του, και γύρω της
μαζεύτηκαν οι άλλες δούλες του καρτερικού Οδυσσέα—
αγάπη και φιλήματα στην κεφαλή του και στους ώμους.
Πρόφτασε όμως κατεβαίνοντας από την κάμαρή της
στοχαστική κι η Πηνελόπη, ίδια στην όψη
με την Άρτεμη ή τη χρυσή Αφροδίτη.
Απλώνοντας τα χέρια της εναγκαλίστηκε τον γιο της
δακρυσμένη, τον φίλησε στο πρόσωπο, στα δυο ω ^ ί α του μάτια,
κι όπως ολοφυρόμενη του μίλησε, τα λόγια της
πετούσαν σαν πουλιά:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν
τα μάτια μου, αφότου εμίσεψες μακριά, παρά τη θέλησή μου,
με το καράβι σου στην Πύλο, να μάθεις νέα
του ακριβού πατέρα σου.
Έλα λοιπόν και πες μου τι αντικρίσανε τα μάτια σου.»
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε φρόνιμος ο Τηλέμαχος:
«Το κλάμα μου μην αφορμίζεις πάλι, μάνα μου,
μην ξεσηκώνεις την ψυχή μου—μόλις που ξέφυγα τον άγριο όλεθρο.
Ρίξε καλύτερα νερό στο σώμα σου, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ανέβα με τις παρακόρες σου στο ανώγι, ευχήσου εκεί
σ' όλους τους αθανάτους, τάξε τις τέλειες εκατόμβες,
να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Εγώ θα πάω στην αγορά, να φέρω εδώ τον ξένο
που με συνόδεψε από τα μέρη εκείνα στον δρόμο
της επιστροφής μου. Τον έστειλα πρωτύτερα
με τους θεόμορφους συντρόφους, είπα στον Πείραιο
μαζί του να τον πάρει, σπίτι του, να τον φιλέψει με φιλόξενη
φροντίδα και τιμή, ωσότου εγώ επιστρέψω.»
Τα λόγια που της είπε δεν εξανεμίστηκαν εκείνη
αμέσως έριξε στο σώμα της νερό, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ευχήθηκε σ' όλους τους αθανάτους, έταξε τέλειες εκατόμβες,
να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος διάβηκε το παλάτι και προχώρησε έξω,
με το κοντάρι του στο χέρι—και πίσω του δυο γρήγορα σκυλιά.
Ράντισε τότε πάνω του θεσπέσια χάρη η Αθηνά,
τόση που ο κόσμος τον κοιτούσε και τον θαύμαζε στον ερχομό του.
Γύρω του συναθροίστηκαν περήφανοι οι μνηστήρες,

[ 244 ]
Τηλεμάχου επάνοδος εις Ίθάκην

λόγια καλά αγορεύοντας, μες στο μυαλό τους όμως


βυσσοδομούσαν το κακό.
Θέλησε εκείνος ν' αποφύγει την ττυκνή τους συντροφιά, κι όπου
ήσαν καθισμένοι ο Μέντωρ, ο Άντιφος, ο Αλιθέρσης
(οι τρεις τους εξαρχής σύντροφοι πατρικοί και φίλοι)
κοντά τους κάθησε, κι αυτοί πήραν να τον ρωτούν
για τα καθέκαστα.
Στην ώρα φάνηκε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός,
στην αγορά τον ξένο οδηγώντας μέσα απ' την πόλη.
Δεν βράδυνε πολύ ο Τηλέμαχος μακριά τους· βρέθηκε
πλάι τους, κι ο Πείραιος πρόλαβε να του μιλήσει πρώτος:
«Τηλέμαχε, πες στις γυναίκες σου να 'ρθουν στο σπίτι,
τα δώρα να επιστρέψω που σου χάρισε ο Μενέλαος.»
Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος με φρόνηση μιλώντας:
«Πείραιε, κανένας μας δεν ξέρει ακόμη το τέλος της υπόθεσης·
αν οι παράτολμοι μνηστήρες εμένα θα σκοτώσουν στο παλάτι
κρυφά και δόλια, αν μοιραστούνε μεταξύ τους
όλα τα πατρικά αγαθά.
Γι' αυτό και προτιμώ τα δώρα να βρεθούν στα χέρια σου,
εσύ να τα χαρείς, παρά όποιος άλλος από το σινάφι τους.
Αν πάλι εγώ τον φόνο τους και το κακό τους ριζικό φυτέψω,
τα επιστρέφεις τότε με χαρά στο σπιτικό μου, κι εγώ
χαρούμενος τα δέχομαι.»
Είπε, και πήρε να οδηγεί τον ταλαιπωρημένο ξένο στο παλάτι.
Όταν σε λίγο φτάνουν στο καλοχτισμένο μέγαρο,
απόθεσαν τις χλαίνες σε πολυθρόνες και καθίσματα,
κι αμέσως πήγαν να λουστούν στους απαστράπτοντες λουτήρες.
Εκεί τους έλουσαν οι παρακόρες και τους άλειψαν με λάδι,
έπειτα φόρεσαν σγουρές χλαμύδες και χιτώνες,
και βγαίνοντας απ' τους λουτήρες πήραν τη θέση τους σε θρόνους.
Στην ώρα η παρακόρη τούς έφερε νερό σ' ωραίο, χρυσό λαγήνι,
τα χέρια τους να πλύνουν και το κρεμούσε το νερό
σ' ένα αργυρό λεβέτι.
Μπροστά τους έσυρε μετά γυαλιστερό τραπέζι,
κι η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να προσφέρει
ψωμί κι εδέσματα κάθε λογής—ό,τι καλό τής βρέθηκε,
να τους ευχαριστήσει.
Αντίκρυ τους, σε θρόνο βολεμένη η Πηνελόπη, ανάγερνε
στην παραστάδα του μεγάρου—ψιλόγνεθε
στριφογυρίζοντας τη ρόκα της.
Εκείνοι τότε απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για τ^ πιοτό,

[ 245 ]
Ραψωδία ρ, 176-230

ττήρε τον λόγο πρώτη, συλλογισμένη η Πηνελόπη, λέγοντας:


«Τηλέμαχε, κοντεύει η ώρα ν' αποσυρθώ στην κάμαρη μου εγώ,
στην κλίνη μου να πέσω, που βογγά μαζί μου
και πνίγεται στα δάκρυα, αφότου ο Οδυσσέας,
μαζί με τους Ατρείδες, κίνησε για την Τροία· κι όμως εσύ
αρνήθηκες κάτι να πεις πιο καθαρά, προτού γυρίσουν
οι περήφανοι μνηστήρες πάλι στο παλάτι, για του πατέρα σου
τον νόστο, ό,τι κι αν άκουσες.»
Της αποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, με φρόνηση και γνώση:
«Λοιπόν, μητέρα, θα μάθεις τώρα τχ\ν αλήθεια από το στόμα μου.
Στην Πύλο ταξιδέψαμε, εττήγαμε στον Νέστορα, ποιμένα του λαού του·
μας δέχτηκε φιλόξενα σε δώματα ψηλά, κι έδειξε
την αγάπη ενός πατέρα για τον γιο του που,
ξενιτεμένος χρόνια, μόλις επιστρέφει.
Τόσο γλυκά με φρόντισε, το ίδιο κι οι περίλαμπροί του γιοι.
Αλλά για τον καρτερικό Οδυσσέα, όχι, δεν είχε να μου πει
αν ζει ή αν πέθανε· από θνητό δεν άκουσε κανένα νέο.
Μ' έστειλε ωστόσο στον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα,
ακοντιστή περίφημο· με ξεπροβόδισε με τ* άλογά του
κι ένα καλοδεμένο αμάξι.
Είδαν εκεί τα μάτια μου και την αργεία Ελένη—
υπαίτια για τα δεινά που υπέφεραν Τρώες κι Αχαιοί,
με των θεών τη θέληση.
Όπου ο Μενέλαος, με τη βαριά φωνή, ρωτούσε
για την ανάγκη που με φέρνει στη θεία Αακεδαίμονα·
κι εγώ εξιστόρησα τα πάντα, ομολογώντας την αλήθεια.
Τότε κι αυτός ανταποκρίθηκε στον λόγο μου με τα δικά του λόγια:
"Ανάθεμά τους! Σε ποιανού την κλίνη θέλησαν να πλαγιάσουν—
ενός περήφανου με τίμιο φρόνημα, αυτοί οι δειλοί και τιποτένιοι.
Πώς κάποτε στο δάσος ελαφίνα πάτησε μονιά από λιοντάρι ανήμερο,
που πήγε εκεί και κοίμισε τα βυζανιάρικα νιογέννητα ελαφάκια,
κι ύστερα βγήκε να γυρέψει τη βοσκή της σε φαράγγια,
λαγκάδες χλοερές, αλλά την πρόφτασε γυρνώντας πίσω το λιοντάρι,
και μέσα εκεί θανάτωσε κι αυτήν κι αυτά, άθλια κι άσχημα·
παρόμοιο θάνατο θα δώσει ο Οδυσσέας σ' εκείνους.
Αμποτε, Δία πατέρα, Αθηνά κι Απόλλωνα, να ταν αυτός
όπως στη Λέσβο τότε την καλοχτισμένη, όταν
λογόφεραν με τον Φιλομηλείδη, οπότε εκείνος σηκώθηκε
μαζί του να παλέψει, κι όπως τον έριξε στο χώμα με τη δύναμή του,
όλοι αλάλαξαν από χαρά οι Αχαιοί.
Αμποτε τέτοιος ο Οδυσσέας να σμίγε με τους μνηστήρες·
τότε πικρός θα 'βγαινε ο γάμος τους, απότομος ο θάνατός τους.

[ 246 ]
Τηλεμάχου έπάνοδος εις Ίθάκην

Κι όσο γι* αυτά που με ρωτάς παρακαλώντας, εγώ δεν πρόκειται


άλλα να σου πω, για να ξεφύγω, να σε ξεγελάσω*
ό,τι μου εξήγησε ο αλάθητος, ενάλιος γέροντας, τίποτε
απ' αυτά δεν θα σου κρύψω, μήτε θα τα σκεπάσω.
Είπε λοιπόν ότι τον είδε σε κάποιο απόμακρο νησί
να χύνει μαύρο δάκρυ· στο μέγαρο της νύμφης Καλυψώς,
που άθελά του τον κρατεί δικό της, κι εκείνος δεν μπορεί
να βρει πατρίδα· του λείπουν καράβια και κουπιά,
του λείπουν σύντροφοι, για να τον ταξιδέψουν
επάνω στην πλατιά ράχη της θάλασσας.""
Αυτά φανέρωσε ο Μενέλαος, γιος του Ατρέα και λαμπρός ακοντιστής.
Εγώ, όταν τέλειωσε η αποστολή μου, πήρα τον δρόμο της επιστροφής,
κι έστειλαν πίσω μου οι αθάνατοι πρίμο αγεράκι—έτσι γοργά
με γύρισαν στα αγαπημένα πατρικά μας χώματα.»
Μ' αυτά τα λόγια τής ξεσήκωσε στα στήθη την ψυχή,
αλλά στη μέση μπήκε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος μιλώντας:
«Του Οδυσσέα σεμνή γυναίκα, που τον εγέννησε ο Λαέρτης·
εκείνου η γνώση ήταν λειψή, όμως εσύ συνάκουσε
και τον δικό μου λόγο.
Αλάνθαστη η μαντεία που θα πω, δεν θα σου κρύψω τίποτε.
Μάρτυς μου πρώτος από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, η εστία του άψογου Οδυσσέα, όπου και παραβρίσκομαι·
είναι αναμφίβολα ο Οδυσσέας εδώ στα πατρικά του χώματα·
κουρνιάζει ή σέρνεται, να μάθει όσα παράνομα
συμβαίνουν κλώθει μες στο μυαλό του των μνηστήρων τον χαμό.
Τέτοιος ο αετός, ο οιωνός που εγώ αντίκρισα,
όπως καθόμουν στην κουπαστή του καλοζυγισμένου καραβιού,
που τον εξήγησα και στον Τηλέμαχο.»
Πήρε τον λόγο η Πηνελόπη φρόνιμη και τον προσφώνησε:
«Αμποτε, ξένε, να 'βγαινε αληθινός ο λόγος σου·
τότε θα γνώριζες και την αγάπη και τα πολλά μου δώρα,
τόσα που να σε μακαρίζει όποιος σ' αντικρίσει.»
Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν μεταξύ τους,
μπροστά στου Οδυσσέα τα δώματα ξέδιναν οι μνηστήρες,
ακόντια ρίχνοντας και δίσκους στο πατημένο χώμα της αυλής,
δίχως καμιά ντροπή—το είχαν πάρει πια συνήθεια.
Αλλ' όταν σήμανε του φαγητού η ώρα, τα σφάγια έφτασαν
από τους γύρω αγρούς (τα κουβαλούσαν πάντα οι ίδιοι),
τότε τους φώναξε ο Μέδων, ο κήρυκας που τους ευχαριστούσε
περισσότερο—ήταν αυτός που τους παράστεκε στα γεύματα:
«Παλληκαράκια μου, αφού ευφράνθηκε όλων σας η ψυχή
με τ' αγωνίσματά σας, κοπιάστε μέσα, να στρωθούμε στο τραπέζι.

[ 247 ]
Ραψωδία ρ, 176-230

Γιατί δεν είναι κι άσχημα κάποιος να τρώει στην ώρα του.»


Έτσι τους μίλησε, κι αυτοί συμφώνησαν, σηκώθηκαν να 'ρθουν.
Και μόλις έφτασαν μέσα στο αρχοντικό παλάτι, απόθεσαν
τις χλαίνες τους σε πολυθρόνες και καθίσματα.
Έττειτα πήραν να σφάζουν πρόβατα μεγάλα, γίδες θρεμμένες,
χοίρους σιτευτούς, κι απ' το κοπάδι μια δαμάλα,
το γεύμα τους να συνταιριάζουν.
Στο μεταξύ ξεκίνησαν να κατεβούν στην πόλη
ο Οδυσσέας κι ο θείος χοιροβοσκός—πρόλαβε όμως ο χοιροβοσκός
να του μιλήσει, της συντροφιάς του ο πρώτος:
«Ξένε, αφού το αποφασίζεις σήμερα να πας στην πόλη—
θα 'θελα εδώ να σε κρατήσω εγώ, στη μάντρα φύλακα,
αλλά εκείνον σέβομαι και τον φοβάμαι, μήπως θυμώσει
και με ταπεινώσει—είναι βαριές, το ξέρεις, των κυρίων οι φωνές.
Πάμε λοιπόν η μέρα γέρνει, σε λίγο θα βραδιάσει, και τότε
πέφτει το κρύο τσουχτερό.»
Εύστροφος κι έξυπνος ο Οδυσσέας απάντησε:
«Το ξέρω, και το βλέπω τι σκέφτεσαι και θέλεις.
Αλλά καιρός να ξεκινήσουμε, εσύ μπροστά, άνοιγε δρόμο·
δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο ρόπαλο,
να στηριχτώ· κι εσείς το λέτε, ο δρόμος είναι ανώμαλος.»
Μιλώντας, πέρασε στον ώμο βρώμικο δισάκι,
τρύπιο παντού και κρεμασμένο από σχοινί.
Κι όταν ο Εύμαιος στο χέρι τού έβαλε καλάρμοστο ραβδί,
πήραν οι δυο τους να βαδίζουν, αφήνοντας για φύλαξη στη μάντρα
άλλους βοσκούς και τα σκυλιά.
Τον βασιλιά του οδηγούσε ο χοιροβοσκός στην πόλη,
παραλλαγμένο σ' άθλιο ζήτουλα, γερόντιο ακουμπισμένο
σε ραβδί, να κρέμονται γύρω στο σώμα του κουρέλια.
Κι όταν τον δρόμο περπατώντας, όλο κοτρόνες και στροφές,
κόντεψαν πια στην πόλη, βρέθηκαν σε μια κρήνη,
καλοχτισμένη και καλλίρροη, από όπου οι άνθρωποι της πόλης
έπαιρναν νερό.
Την είχαν χτίσει ο Ίθακος, Νήριτος και Πολύκτορας,
καταμεσής του άλσους με τις σκούρες λεύκες, τις υδρόχαρες—
την κύκλωναν από παντού· έπεφτε γάργαρο νερό
ψηλά από βράχο, όπου έστεκε βωμός στις Νύμφες χαρισμένος,
κι όλοι οι διαβάτες προσπερνώντας έκαναν προσφορές.
Εκεί τους πέτυχε ο Μελάνθιος, ο γιος του Δολίου,
τις γίδες σελαγώντας που ξεχώριζαν μέσα στα αμέτρητα κοπάδια,
να τρων και να χορταίνουν οι μνηστήρες—πίσω του πήγαιναν
οι άλλοι δυο γιδοβοσκοί.

[ 248 ]
Όδνσσέως επάνοδος είς Ίθάκην

Μόλις τους είδε, πήρε να τους βρίζει, ξεστομίζοντας λόγια βαριά,


ξεδιάντροπα, που την καρδιά του Οδυσσέα συντάραξαν:
«Να τοι λοιπόν! Ένας αγύρτης σέρνει πίσω του άλλον αγύρτη,
όμοιος τον όμοιο—τους ζευγαρώνει πάντοτε ο θεός.
Για πες, χοιροβοσκέ ξεφτιλισμένε, πού τον πηγαίνεις
αυτόν τον βρωμοζήτουλα, αυτή τη λαίμαργη σαπιοκοιλιά,
που ξέρει μόνο τραπέζια να ξαφρίζει;
Σίγουρα, ξύνοντας τη ράχη του σε κάΒε πόρτα, θα κοντοστέκει
ξεροκόμματα ζητώντας—όχι ασφαλώς λεβέτια και σπαθιά.
Αν μου τον έδινες εμένα, να τον βάλω στις στάνες φύλακα,
να τις σαρώνει και να κουβαλά στα κατσικάκια μου βλαστάρια,
πίνοντας τότε το τυρόγαλο, θα χόντραινε κι ο πισινός του.
Αλλά όπως έχει κακομάθει, δεν θα θελήσει
τη στρωτή δουλειά· το χει καλύτερο σκυφτός να σέρνεται
ανάμεσα στον κόσμο, κι έτσι να βόσκει την αχόρταγη κοιλιά του.
Έχω και κάτι ακόμη να σου πω, κι εσύ πες το συντελεσμένο:
ας το τολμήσει μόνο να τρυπώσει στο αρχοντικό του θεϊκού Οδυσσέα*
από παλάμες αντρικές θα πέσουν στο κεφάλι του
πολλά σκαμνιά, θα σπάσουν τα πλευρά του οι βολές
που θα τον βρούνε μέσα στο παλάτι.»
Είπε, και προσπερνώντας σαν βλαμμένος σήκωσε πόδι
και τον κλότσησε στην κλείδωση, απάνω στον γοφό· όμως δεν το κατάφερε
να τον πετάξει από το μονοπάτι έξω, έμεινε εκεί
ο Οδυσσέας ασάλευτος.
Η σκέψη του μοιράστηκε τότε στα δυο:
να ορμήσει πάνω του με το ραβδί να τον τσακίσει· ή να τον σήκωνε
ψηλά και να τον άφηνε να σκάσει κάτω το κεφάλι του.
Αλλά κρατήθηκε, έσφιξε τα δόντια· μόνο ο χοιροβοσκός
με βλέμμα βλοσυρό, πρώτα τον κατηγόρησε, μετά τα χέρια υψώνοντας,
ευχήθηκε με δυνατή φωνή:
«Νύμφες της κρήνης, κόρες του Διός, αν κάποτε για χάρη σας
ο Οδυσσέας έκαψε μεριά, αρνίσια ή και γιδίσια, στο λίπος τυλιγμένα,
κάνετε τώρα την ευχή μου πράξη·
ας ήταν να γυρίσει εκείνος, οδηγημένος από δαίμονα καλό,
τότε θα κάνανε φτερά όλα σου τα κορδώματα—αυτά
που ξιπασμένος περιφέρεις, γυρίζοντας στην πόλη,
αφήνοντας ανίκανοι βοσκοί να φθείρουν τα κοπάδια.»
Του αντιμίλησε ο Μελάνθιος ξανά, ο γιδολάτης:
«Για κοίτα τι μας λέει ο σκύλος με το στριμμένο του μυαλό!
Μα κάποτε θα τον αρπάξω εγώ, μ' ένα καράβι μαύρο, καλοζυγισμένο
θα τον φέρω πέρα απ' την Ιθάκη, θα τον πουλήσω, για να πάρω
αντάλλαγμα μεγάλο.

[ 249 ]
Ραψωδίαο,263-341

Αλλά και τον Τηλέμαχο ο αργυρότοξος Απόλλων, σήμερα κιόλας,


να τον αφάνιζε μέσα στο μέγαρο, ή κι οι μνηστήρες να τον δάμαζαν.
Σαν τον πατέρα του, που εκεί μακριά στα ξένα
ξόφλησε με τον νόστο του, ο Οδυσσέας, και πάει.»
Μιλώντας, τους παράτησε αυτούς να αργοπορούν,
ο ίδιος όμως άνοιξε το βήμα του, φτάνοντας
στο παλάτι γρήγορα.
Πέρασε αμέσως μέσα και πήγε να καθήσει παρέα με τους μνηστήρες,
αντίκρυ στον Ευρύμαχο—του είχε αδυναμία μεγάλη.
Του τραπεζιού οι παραγιοί τού πρόσφεραν ένα καλό κομμάτι κρέας,
ψωμί η σεμνή κελάρισσα—να φάει και να χορτάσει.
Στο μεταξύ πλησίαζαν ο Οδυσσέας κι ο θείος χοιροβοσκός,
αλλά σταμάτησαν κάπου κοντά, γιατί τους πήρε ο ήχος
βαθουλής κιθάρας· ο Φήμιος μέσα ξεκινούσε χτυπώντας
στην κιθάρα το τραγούδι του.
Έσφιξε τότε του χοιροβοσκού το χέρι και του μίλησε:
«Εύμαιε, αυτά τα ωραία δώματα είναι, φαντάζομαι, του Οδυσσέα,
εύκολα αναγνωρίζονται κι ανάμεσα σ' άλλα πολλά.
Καλοδεμένα το ένα πλάι στο άλλο, και γύρω αυλή υψωμένη
με στεφανωμένο τοίχο* πόρτες ασφαλισμένες, δίφυλλες,
ποιος θα μπορούσε τάχα να τις παραβιάσει.
Το νιώθω πως πολλοί μες στο παλάτι τρων και πίνουν
η κνίσα απλώνεται παντού, ακούγεται κιθάρα,
που οι θεοί τη θέλουν σύντροφο στο γλέντι.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Το βρήκες εύκολα, αφού και στ' άλλα κόβει το μυαλό σου.
Αλλά το έργο να σκεφτούμε τώρα που μας περιμένει.
Πρώτος εσύ να μπεις στο αρχοντικό παλάτι, τρύπωσε
εκεί με τους μνηστήρες—εγώ θα μείνω πίσω·
αν όμως θες, στάσου για λίγο εδώ, να προχωρήσω εγώ,
αλλά να μην αργοπορήσεις. Μήπως απέξω κάποιος σε προσέξει,
και ρίξει κάτι καταπάνω σου ή σε κλοτσήσει.
Σκέψου τι λέω κι αποφάσισε.»
Του μίλησε έπειτα βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Το ξέρω και το βλέπω τι σκέφτεσαι και θέλεις·
πήγαινε πρώτος—θα παραμείνω εδώ.
Αμάθητος δεν είμαι από πληγές κι από βολές, το λέει ακόμη
η καρδιά μου. Κι αφού τα πάνδεινα υπέφερα
στη μάχη και στη θάλασσα, ας πάει κι αυτό μαζί μ' εκείνα.
Μόνο την άτιμη κοιλιά, την πάντα πεινασμένη,
πώς να την κρύψεις· αυτή δίνει στον άνθρωπο μεγάλα βάσανα,
για χάρη της ναυλώνονται καλόζυγα καράβια κι ανοίγονται

[ 250 ]
Όδνσσέως επάνοδος εις Ίθάκην

στ' ακάρπιστα πελάγη, να φέρουν στον εχθρό τους συμφορά.»


Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ* αφτιά και το κεφάλι του—
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ* όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ* αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ' αφτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ—από τον Εύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
«Εύμαιε, τι παράξενο* τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι' αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των ανδρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκ€ς:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ' αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ—
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ' τη στιγμή που θα τον βρει
η μέρα της σκλαβιάς.»

[251]
Ραψωδία ρ, 324'395

Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,


και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια
περασμένα, τον Οδυσσέα.
Πρώτος τον είδε ο Τηλέμαχος, να προχωρεί στην αίθουσα
ο χοιροβοσκός, κι αμέσως μ' ένα νεύμα του τον κάλεσε
κοντά του· εκείνος, με το μάτι ψάχνοντας, βρήκε και πιάνει
άδειο σκαμνί, όπου συνήθιζε να κάθεται ο μοιραστής,
λιανίζοντας για τους μνηστήρες τα πολλά τους κρέατα
κάθε φορά που στρώνονταν αυτοί να φάνε.
Το πήρε το σκαμνί και το 'στησε στου Τηλεμάχου το τραπέζι,
αντίκρυ του· κι όταν εκεί βολεύτηκε, ο κήρυκας ξεχώρισε
μπροστά του μια μερίδα κρέας, τραβώντας από το καλάθι και ψωμί.
Σε λίγο, πίσω από τον Εύμαιο, χώθηκε τώρα στο παλάτι
ο Οδυσσέας, με τη μορφή άθλιου ζητιάνου, γέρου·—
σκυφτός επάνω στο ραβδί του, κουρέλια ρούχα
γύρω στο κορμί του.
Κάθησε πάνω στο φράξινο κατώφλι, στο μέσα μέρος της μεγάλης πόρτας,
κι έγειρε στον κυπαρισσένιο παραστάτη—τον είχε ξύσει από παλιά,
με την καλή του τέχνη, ο ξυλουργός, κι ορθόν τον στάθμισε.
Αμέσως ο Τηλέμαχος, καλώντας τον χοιροβοσκό κοντά του,
παραγγέλλει—πρώτα καρβέλι ολόκληρο απ* το πανέμορφο πανέρι
πήρε, κι αμέσως έπιασε στα χέρια του κομμάτια κρέας,
όσα χωρούσαν οι παλάμες του:
«Πάρ' τα και δώσ' τα αυτά στον ξένο, συμβούλεψέ τον όμως,
απ' όλους τους μνηστήρες, στη σειρά, να ζητιανέψει·
γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα δεν πολυταιριάζει.»
Υπάκουσε στον λόγο του ο χοιροβοσκός, κι αμέσως πήγε,
στάθηκε στο πλάι του ξένου, κι όπως του μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Ξένε, ο Τηλέμαχος τα δίνει αυτά, κι ωστόσο παραγγέλλει,
παίρνοντας βόλτα τους μνηστήρες όλους στη σειρά, κι εσύ
να ζητιανέψεις· γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα,
λέει πως περισσεύει.»
Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας έξυπνος κι εύστροφος:
«Δία, εσύ μας κυβερνάς! Δώσε παρακαλώ
να γίνει ευτυχισμένος ο Τηλέμαχος
μέσα στον κόσμο, κι όσα ποθεί η ψυχή του,
όλα να βρουν το τέλος τους.»
Είπε, και δέχτηκε στις χούφτες του το φαγητό, το ακούμπησε
μπροστά στα πόδια του, πάνω στο θλιβερό σακούλι,

[ 252 ]
Όδνσσέως επάνοδος εις Ίθάκην

κι άρχισε να μασά, όσο τραβούσε το τραγούδι ο αοιδός.


Όταν απόφαγε, κι ο αοιδός σταμάτησε,
την ώρα που οι μνηστήρες θορυβούσαν, ήλθε και στάθηκε η Αθηνά
στον Οδυσσέα πλάι, γιο του Λαέρτη, και τον ξεσήκωσε
για να μαζέψει τ' αποφάγια των μνηστήρων, να μάθει ποιοι
το μέτρο σέβονται και ποιοι το δίκιο καταργούν—
έτσι κι αλλιώς δεν έμελλε κανένα να γλιτώσει
από τον όλεθρό του.
Αυτός πήρε τα πόδια του, κι αρχίζοντας από δεξιά,
με τη σειρά εκλιπαρούσε τον καθένα, απλώνοντας τα χέρια του,
λες κι ήταν σ' όλη τη ζωή του ζήτουλας.
Εκείνοι συμπονώντας κάτι του έδιναν, απορημένοι όμως
και ρωτώντας μεταξύ τους ποιος είναι αυτός και από πού ξεφύτρωσε.
Τότε ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, πήρε τον λόγο να τους εξηγήσει:
«Ακούσετε από μένα, μνηστήρες της περίλαμπρης βασίλισσας,
κάτι γι' αυτόν τον ξένο, γιατί τον είδα και πρωτύτερα·
εδώ τον έσερνε ο χοιροβοσκός, δείχνοντας και τον δρόμο,
αλλά δεν έχω περισσότερα να πω για τη γενιά του και τη σκούφια του.»
Πιάστηκε απ' τα λόγια του και μίλησε βαριά ο Αντίνοος στον Εύμαιο:
«Ε συ, χοιροβοσκέ, καλά σε ξέρουμε! Για πες λοιπόν γιατί
μας τον κουβάλησες αυτόν εδώ στην πόλη; λες δεν μας φτάνουν
άλλοι αλήτες, φορτικοί ζητιάνοι, του φαγητού μας λυμεώνες;
Αγανακτείς από τη μια μ όσους εδώ μαζεύονται,
και τρώνε τ' αγαθά του αφεντικού σου, κι από την άλλη προσκαλείς
αυτόν εδώ παραπανίσιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Αντίνοε, κι αν έχεις φύτρα ευγενική, άσχημα τώρα μίλησες.
Αλήθεια, πες ποιος πάει γυρεύοντας αλλού να φέρει κάποιον ξένο,
εκτός κι αν είναι απ' αυτούς που ξέρουν κάποια τέχνη·
μάντης, γιατρός για τις κακές αρρώστιες, για τα δοκάρια μαραγκός,
και βέβαια θείος αοιδός, που ευφραίνει το τραγούδι του.
Αυτούς και μόνο προσκαλούν οι άνθρωποι στη γη μας την απέραντη·
ποιος σκέφτηκε ποτέ να φέρει σπίτι του ζητιάνο,
που σίγουρα θα τον απομυζήσει;
Όμως εσύ, απ' όλους τους μνηστήρες, δείχνεσαι ο πιο σκληρός
στου Οδυσσέα τους δούλους—σ' εμένα με το παραπάνω. Αλλά κι εγώ
αδιαφορώ, όσο θα ζουν ακόμα στο παλάτι η Πηνελόπη,
γνωστική και φρόνιμη, και θεϊκός στην όψη του ο Τηλέμαχος.»
Μπήκε ο Τηλέμαχος στη μέση τότε, με τη δική του φρόνηση:
«Σώπασε λέω, μη σπαταλάς λόγια πολλά μαζί του.
Το 'χει ο Αντίνοος συνήθεια άσχημα να πειράζει
με βαριές βρισιές, κι ύστερα παρασύρει και τους άλλους.»

[ 253 ]
Ραψωδίαω,469-548

Έπειτα γύρισε μιλώντας στον Αντίνοο, και πέταξαν σαν τα πουλιά τα λόγια του:
«Το βλέπω, Αντίνοε, πως με φροντίζεις, όπως πατέρας γιο·
γι' αυτό με σπρώχνεις έξω τον ξένο να πετάξω
από το σπίτι, με βία κάι φωνές—που να μη δώσει ο θεός να γίνει.
Ωστόσο πιάσε και δώσ' του κάτι· έχεις το λεύτερο από μένα·
εγώ ο ίδιος σ' το ζητώ· και μην ντραπείς τη μάνα μου, μήτε
κανένα δούλο, απ' όσους ζουν σ' αυτό το σπίτι
του θεϊκού Οδυσσέα.
Αλλ' όχι, τέτοια φρόνηση δεν κρύβεις μες στις φρένες σου·
το χεις καλύτερο μόνος σου να χορταίνεις, παρά να δίνεις
και σε κάποιον άλλον.»
Πήρε πάλι τον λόγο κι απάντησε ο Αντίνοος:
«Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα κι ασύδοτε, τι βγήκε από το στόμα σου;
Αν τόσο οι μνηστήρες όλοι είχαν την όρεξη να δώσουν,
τότε σου λέω μακριά απ* το σπίτι σου θα 'μενε αυτός,
τρεις μήνες το λιγότερο.»
Μιλώντας, έπιασε κι έδειξε με το μάτι του κάτω από το τραπέζι
το σκαμνί όπου γλεντοκοπώντας άπλωνε τα κάτασπρά του πόδια.
Οι άλλοι όμως, όλοι, όλο και κάτι πρόσφεραν, γέμισε το δισάκι
κρέατα και ψωμί.
Έτοιμος πια, γυρίζοντας και πάλι στο κατώφλι,
τη δωρεά τους να γευτεί, ο Οδυσσέας σταμάτησε
και στον Αντίνοο μπροστά, κι έτσι του μίλησε:
«Φίλε, δώσε κάτι κι εσύ. Δεν φαίνεσαι ο χειρότερος μέσα στους Αχαιούς,
θα 'λεγα ο καλύτερος, αν κρίνω απ' τη βασιλική θωριά σου.
Πρέπει λοιπόν να δώσεις, δόσιμο μάλιστα ακριβότερο
από των άλλων το ψωμί—τότε κι εγώ στης γης τα πέρατα
τη δόξα σου θα ομολογήσω.
Εγώ, που κάποτε, σε σπίτι ανθρώπινο, άνετος κατοικούσα
και με πλούτη, κι έδινα σε κάθε πλάνητα ζητιάνο, χωρίς φειδώ,
ό,τι είχε ανάγκη, όποιος κι αν ήταν ο φτωχός
την πόρτα μου χτυπώντας.
Είχα, στ' αλήθεια, τότε δούλους αμέτρητους και πολλά αγαθά,
όσα οι καλοζωισμένοι έχουν—οι πλούσιοι, που λένε.
Αλλά τα σκόρπισε ο Κρονίδης Δίας (ήταν αυτό το θέλημά του),
που μ* έσπρωξε με πειρατές πολυταξιδεμένους να πάω
στην Αίγυπτο (δρόμος μακρύς) για να χαθώ.
Έστησα εκεί στον Νείλο ποταμό τα αμφίκυρτα καράβια,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
εκεί να μείνουν στα πλεούμενα κοντά, να 'χουν τον νου τους στ' άρμενα—
έστειλα ακόμη και σκοπούς στις γύρω βίγλες να φυλάνε.
Εκείνοι όμως το πήρανε ψηλά, ενέδωσαν στο θράσος τους,

[ 254 ]
Όδυσσέως έπάνοδος εις Ίθάκην

κι αμέσως καταπάτησαν των Αιγυπτίων τα πανέμορφα χωράφια,


άρπαξαν τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά, κι έσφαξαν τους άντρες.
Γρήγορα ωστόσο ανέβηκε το βουητό στην πόλη, κι αυτοί ακούγοντας
φωνές που τους καλούσαν, μόλις ξημέρωσε, κατέφθασαν.
Όλος ο κάμπος γέμισε πεζούς και καβαλάρηδες,
άστραψαν όπλα χάλκινα. Τότε κι ο Δίας κεραυνοβόλος
φύτεψε στους συντρόφους μου τον άγριο πανικό, και πια κανείς
δεν βρήκε δύναμη ν' αντισταθεί—ο χαλασμός από παντού τους κύκλωσε.
Εκεί πολλούς δικούς μας τους θανάτωσε ο ανελέητος χαλκός,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς, να τους δουλεύουνε σαν σκλάβοι.
Μόνο εμένα με παρέδωσαν σ' ένα φιλόξενο (βρέθηκε κατά τύχη εκεί),
για να με πάει στην Κύπρο, στον Ιασίδη Δμήτορα,
που αφέντευε στην Κύπρο.
Από όπου κι έφτασα τώρα στα μέρη σας, στα πάθη μου πνιγμένος.»
Απάντησε ο Αντίνοος με φωνή υψωμένη:
«Ποιος δαίμονας μας έφερε ετούτο το συφοριασμένο πράμα,
την αηδία αυτή, για να χαλάσει το φαΐ μας;
Στη μέση παραμέρισε, μακριά από το τραπέζι μου.
Μήπως και βρεις μιαν άλλη Αίγυπτο και Κύπρο πιο πικρή,
που ζήτουλας θρασύς μας βγήκες κι αναιδής.
Τους πήρες όλους στη σειρά, κι αυτοί αψήφιστα σου δίνουν
τίποτε δεν τους σταματά, αλύπητα χαρίζοντας
ξένα αγαθά—έχει ο καθένας τους πολλά μπροστά του.»
Υποχωρώντας του αντιμίλησε πολύστροφος ο Οδυσσέας:
«Ουαί κι αλίμονο, δεν φαίνεται στα κάλλη σου να ταίριαξε
και το μυαλό σου. Απ' τα δικά σου εσύ δεν θα 'δινες σε κάποιον άλλο
μήτε σπυρί αλάτι· που τώρα καθισμένος
σε τραπέζι ξενικό, δεν δέχτηκες να μου προσφέρεις καν
λίγο ψωμί, κι ας έχεις τόσα φαγητά μπροστά σου.»
Είπε, και φρένιασε ακόμα πιο πολύ ο Αντίνοος,
τον λοξοκοίταξε άγρια, προφέροντας τα λόγια του,
που σαν πουλιά πετούσαν:
«Ε, τώρα πια δεν το νομίζω σώος ν' αφήσεις τούτο το παλάτι,
που τόλμησες να ξεστομίσεις και βρισιές.»
Μιλώντας, πιάνει το σκαμνί και ρίχνοντας τον βρήκε
στον ώμο τον δεξή, ψηλά στην πλάτη. Έμεινε εκείνος
ασάλευτος σαν βράχος, κι ενώ τον πέτυχε του Αντινόου
η βολή, μιλιά δεν έβγαλε, μόνο κουνώντας το κεφάλι
βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
Γύρισε πίσω στο κατώφλι, κάθησε κάτω, κι ακουμπώντας
το σακούλι του γιομάτο, μίλησε κι είπε στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, Ι^ινηστήρες της περήφανης βασίλισσας,

[ 255]
Ραψωδίαω,469-548

τι μέσα μου η ψυχή με σπρώχνει να σας πω:


βάρος δεν νιώθει στην καρδιά μήτε κι ασήκωτο καημό
όποιος χτυπήθηκε την ώρα που διαφέντευε το βιος του—
τα βόδια του, τ' άσπρα του πρόβατα.
Εμένα όμως ο Αντίνοος μου ρίχτηκε για την κοιλιά,
αναθεματισμένη κι έρμη, που τόσες συμφορές φέρνει στον άνθρωπο.
Αν όμως κάπου υπάρχουν και για τους φτωχούς θεοί και ερινύες,
να τον πετύχει τον Αντίνοο, πριν απ' τον γάμο του,
το τέλος του θανάτου.»
Πήρε ξανά τον λόγο ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη κι αποκρίθηκε:
«Σκάσε και τρώγε, ξένε, στη γωνιά σου· ή τράβα αλλού.
Αλλιώς οι νέοι εδώ μπορεί και να σε σύρουν χειροπόδαρα
στο πάτωμα, και τότε ολόκληρος γδαρμένος έξω θα βγεις,
μ' αυτά που αγορεύει η γλώσσα σου.»
Οι άλλοι, όλοι, με τα λόγια του βαριά αγανάχτησαν,
και κάποιος νιούτσικος, ανάμεσα στους φαντασμένους, είπε:
«Αντίνοε, καλά δεν έκανες που βάρεσες έναν ταλαίπωρο ζητιάνο·
μπορεί, κακό\|α)χε, να 'ναι επουράνιος θεός.
Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας ολότελα,
μοιάζοντας με θνητούς αλλόξενους, γυρνούν αγνώριστοι από τη μια
στην άλλη πόλη, αναγνωρίζοντας όσους το δίκιο αλαζονικά πατούν
κι εκείνους που το σέβονται.»
Έτσι του μίλησαν οι υπόλοιποι μνηστήρες, εκείνος όμως
δεν ψήφησε τα λόγια τους. Όσο για τον Τηλέμαχο, ένιωσε μέσα του
την πίκρα να φουσκώνει, αλλά δεν άφησε από τα βλέφαρά του να κυλήσει
δάκρυ· κουνώντας μόνο το κεφάλι, βυσσοδομούσε την εκδίκηση.
Κι η Πηνελόπη, γνωστική και φρόνιμη, ακούγοντας
πως χτύπησαν στο σπίτι της τον ξένο, γύρισε κι είπε στις θεραπαινίδες της:
«Αμποτε ο Απόλλων, ένδοξος τοξότης, έτσι να ρίξει και σ' αυτόν το βέλος του.»
Στη μέση μπήκε η οικονόμος Ευρυνόμη, λέγοντας:
«Αν πιάσουν οι κατάρες μας και βρουν το τέλος τους,
κανένας απ* αυτούς δεν θα ξημερωθεί, να δει μιαν άλλη Αυγή κοιλλίθρονη.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη και πρόσθεσε συλλογισμένη:
«Μανούλα μου, όλοι τους μου είναι μισητοί, που μηχανεύονται
μονάχα το κακό· ο Αντίνοος όμως περισσότερο, μου μοιάζει σαν τον μαύρο χάρο.
Μέσα στο σπίτι κάποιος ξένος τριγυρίζει δύσμοιρος
ψωμοζητώντας—η φτώχεια τον στριμώχνει· κι ενώ οι άλλοι, όλοι,
τον γέμισαν δοσίματα, αυτός του ρίχνει ένα σκαμνί στον ώμο τον δεξή,
ψηλά στην πλάτη.»
Όσο μιλούσε εκείνη με τις παρακόρες της, στην κάμαρή της
καθισμένη, ο θείος Οδυσσέας έτρωγε.
Τότε κοντά της φώναξε τον θεϊκό χοιροβοσκό για να του πει:

[ 256 ]
Όδυσσέως επάνοδος εις Ίθάκην

«Πήγαινε, τίμιε Εύμαιε, και κάλεσε τον ξένο νά 'ρθει·


να τον καλωσορίσω ττρώτα και μετά να τον ρωτήσω
ανίσως κάτι κι άκουσε για τον καρτερικό Οδυσσέα,
μήπως τον είδε με τα μάτια του—φαίνεται
να 'ναι κοσμογυρισμένος.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ας ήτανε, βασίλισσά μου, να 'μεναν λίγο σιωπηλοί
οι Αχαιοί· με όσα ιστορεί εκείνος, σίγουρα θα γοήτευε
και τη δική σου την ψυχή.
Εγώ τον κράτησα τρεις νύχτες στο καλύβι μου, τον φύλαξα
τρεις μέρες· γιατί σ' εμένα πρώτα κούρνιασε, ξεφεύγοντας
απ' το καράβι. Κι όμως δεν πρόλαβε διηγώντας
ν' αποτελειώσει τη βασανισμένη μοίρα του.
Πώς κάποιος προσηλώνεται σ' έναν αοιδό, που από θεού γνωρίζει
να τραγουδά για τους ανθρώπους συναρπαστικά τραγούδια,
και λαχταρούν ακούγοντας οι άλλοι ποτέ να μην τελειώσει
το τραγούδι που άρχισε· έτσι κι αυτός εμένα, καθισμένος
στο μαντρί, με μάγεψε.
Είπε πως είναι του Οδυσσέα φίλος γονικός,
πως κατοικεί στην Κρήτη (όπου οι βλαστοί του Μίνωα),
πως από κει παραδαρμένος έφτασε εδώ βασανισμένος·
και επιμένει, τ' άκουσε, λέει, με τ' αφτιά του, πως είναι ο Οδυσσέας
κοντά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα· πως ζει
και φέρνει πίσω στο παλάτι δώρα πολύτιμα κι αμέτρητα.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη, με φρόνηση και γνώση:
«Πήγαινε, τώρα, φώναξε τον ξένο, αντικριστά να μου μιλήσει.
Όσο γι' αυτούς, ας ξεφαντώνουν στις αυλόθυρες ή καθισμένοι εδώ
στην αίθουσα, αφού τους κάνει κέφι.
Έτσι κι αλλιώς απείραχτα στο σπιτικό τους μένουν τα δικά τους,
το στάρι τους και το γλυκό πιοτό τους τα γεύονται οι σύνοικοι.
Κι αυτοί στο σπίτι το δικό μου μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα,
σφάζοντας βόδια, πρόβατα, θρεμμένες γίδες,
αμέριμνοι γλεντοκοπώντας με το κρασί μας που σπιθίζει—
η ασωτεία τους δεν έχει τελειωμό.
Γιατί μας λείπει ο άντρας, ωσάν τον Οδυσσέα, που θα μπορούσε
την κατάρα αυτή να διώξει από το σπίτι.
Αν όμως έφτανε μια μέρα εκείνος, αν το χώμα της πατρίδας του πατούσε,
γρήγορα τότε, με τον γιο του παραστάτη, θα πάρει εκδίκηση
για την παράνομή τους βία.»
Πάνω στον τελευταίο λόγο της φταρνίστηκε ο Τηλέμαχος με δύναμη
και βούιξε το σπίτι ολόκληρο από το βροντερό του φτάρνισμα.
Γέλασε τότε η Πηνελόπη, κι αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας,

[ 257 ]
Ραψωδίαω,469-548

με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:


«Εμπρός λοιπόν, τρέξε να τον φωνάξεις, εδώ να μου τον φέρεις·
δεν βλέπεις πως φταρνίστηκε στον λόγο μου κι ο γιος μου;
Δεν πρόκειται, όπως φαίνεται, ατέλεστος να μείνει
ο θάνατος για τους μνηστήρες—όλοι, κανένας τους
δεν θα γλιτώσει τη θανατική του μοίρα.
Αλλά και κάτι ακόμη θα σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
αν δω πως μόνο την αλήθεια αυτός ομολογεί,
μ ωραία ρούχα, χλαίνη και χιτώνα, θα τον ντύσω.»
Υπάκουος στον λόγο που άκουσε, τρέχει ο χοιροβοσκός, στάθηκε
πλάι του, κι όπως του μίλησε τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου γέρο, σε προσκαλεί η συνετή μας Πηνελόπη,
του Τηλεμάχου η μάνα· ποθεί η καρδιά της να ρωτήσει,
κάτι να μάθει για τον άντρα της, κι ας είναι βουτηγμένη
στη μαύρη πίκρα της.
Κι αν δει πως την αλήθεια μόνο εσύ ομολογείς,
με χλαίνη και χιτώνα θα σε ντύσει—ό,τι σου λείπει
πιο πολύ· γιατί ψωμί μπορείς να ζητιανέψεις,
για να βοσκήσεις την κοιλιά σου, και στη χώρα—όλο και κάτι
κάποιος θα καταδεχτεί και θα σου δώσει.»
Του αντιμίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Εύμαιε, πρόθυμος είμαι την κάθε αλήθεια να της πω κι εγώ
της συνετής της Πηνελόπης, της θυγατέρας του Ικαρίου·
ξέρω καλά την τύχη εκείνου, παρόμοια συμφορά σηκώσαμε.
Όμως με το σινάφι των κακόψυχων μνηστήρων τρέμω,
που φτάνει η ξιπασιά κι η βία τους τον χάλκινο ουρανό.
Να, τώρα μόλις, αυτός εμένα, γυρίζοντας εγώ ο* αυτό το σπιτικό
δίχως να τον πειράξω, με βρήκε και χτυπώντας μέ πόνεσε πολύ—
μήτε ο Τηλέμαχος μήτε κανένας άλλος τόλμησε τότε να σταθεί στο πλάι μου.
Γι' αυτό παράγγειλε στην Πηνελόπη να μη βιαστεί·
ας περιμένει, ωσότου δύσει ο ήλιος, στην κάμαρή της,
και τότε με ρωτά να μάθει για τον άντρα της,
το πότε θα νοστήσει. Πλάι στη φωτιά καλύτερα
μαζί μου να καθήσει, γιατί φορώ κουρέλια ξεφτισμένα—
ξέρεις εσύ, αφού εσένα πρώτο ικέτεψα.»
Έτσι του μίλησε, κι υπάκουος στα λόγια του ο χοιροβοσκός,
γύρισε μόνος πίσω. Μόλις τον είδε στο κατώφλι της η Πηνελόπη, τον ρωτά:
«Εύμαιε, δεν μου τον έφερες; Πώς να το σκέφτεται το πράγμα ο ξένος;
φοβάται μήπως και κάποιος τον τρομάξει; ή μάλλον ντρέπεται
στο σπίτι να κυκλοφορεί; Αλλά ζητιάνος και ντροπή
άσχημα πάνε μεταξύ τους.»

[ 258 ]
Όδνσσέως έπάνοδος εις Ίθάκην

Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:


«Μίλησε μετρημένα, όπως και κάθε άλλος γνωστικός·
την ξιπασιά των αλαζονικών μνηστήρων γυρεύει ν* αποφύγει,
και παραγγέλλει εσύ να περιμένεις ωσότου δύσει ο ήλιος.
Αλλά, βασίλισσά μου, αυτό συμφέρει και σ' εσένα περισσότερο,
μόνη στον ξένο να μιλήσεις, και μόνη σου τον λόγο του ν' ακούσεις.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη φρόνιμη:
«Κουτός δεν είναι ο ξένος, καλά το σκέφτηκε τι θα μπορούσε
να συμβεί· γιατί στον κόσμο των θνητών ανθρώπων άλλοι χειρότεροι
δεν βρέθηκαν ακόμη, όπως αυτοί οι υβριστές που μηχανεύονται
ανόσια έργα.»
Μετά τα λόγια της κι αφού τα πάντα τής εξήγησε,
την άφησε ο θείος χοιροβοσκός και βρέθηκε με την παρέα των μνηστήρων.
Όπου και μίλησε προς τον Τηλέμαχο, σκύβοντας όμως το κεφάλι,
να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου, εγώ θα φύγω, τους χοίρους κι εκείνα εκεί να τα φυλάξω—δικά σου
και δικά μου· όμως εδώ τα πάντα μέλημα δικό σου.
Κοίταξε πρώτα να σωθείς εσύ* σκέψου καλά
μην πάθεις τίποτε· γιατί γυρεύουν το κακό σου
πλήθος αυτοί οι Αχαιοί, που να τους αφανίσει ο Δίας,
προτού προφτάσουνε να γίνουν η δική μας συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος με τη δική του φρόνηση:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντά μου, όπως τα λες· ττήγαινε τώρα εσύ
το δειλινό σου να φροντίσεις, κι αύριο, μόλις ξημερώσει,
έρχεσαι πάλι φέρνοντας καλά σφαχτά.
Όλα τα υπόλοιπα δικό μου μέλημα και των θεών.»
Έτσι του μίλησε, κι εκείνος κάθησε πάλι
σ' ένα γυαλιστερό σκαμνί. Αφού η ψυχή του χόρτασε
με το φαΐ και το πιοτό, ξεκίνησε να πάει στο χοιροστάσι,
πίσω του αφήνοντας και την αυλή και το παλάτι, γεμάτο ακόμη
γλεντοκόπους, που ευφραίνονταν με τον χορό και το τραγούδι.
Στο μεταξύ πέφτει το σούρουπο, και πήρε να βραδιάζει.

259
σ
νδνσσέως και Ίρου τωγμή

ΡΑΔΙΑΖΟΝΤΑς, εισβάλλει στο παλάτι άλλος ζητιάνος,

Β πασίγνωστος σε όλη την πόλη της Ιθάκης ψωμοζήτης,


αχόρταγη κοιλιά, ο νους του πάντα στο φαΐ και στο πιοτό,
αδύναμος και μάλλον μαλακός στο σώμα, παρότι μεγαλόσωμος,
μ* ένα σκαρί που χτύπαγε στο μάτι.
Αρναίος τ' όνομά του—έτσι τον είπε η καλή του μάνα,
τη μέρα που τον γέννησε. Οι άλλοι, ωστόσο, νέοι αυτοί και ωραίοι,
όλοι τού κόλλησαν το παρατσούκλι Ίρος (Ίρις αρσενική),
έτσι που πάνω κάτω τρέχοντας μετέφερε μηνύματα,
κάθε φορά που κάποιος κάτι του ζητούσε.
Αυτός λοιπόν, με το που μπήκε, γύρευε με το ζόρι τον Οδυσσέα να διώξει
μέσα απ' το ίδιο του το σπίτι, με λόγια βάναυσα
κι απανωτά, που σαν πουλιά πετούσαν:
«Μακριά, γεράκο, από τούτο το κατώφλι, αλλιώς σερνόμενος θα βγεις
από το πόδι- τάχα δεν άκουσες πως όλοι εδώ
μου κλείνουνε το μάτι, με σπρώχνουν να σε κάνω καροτσάκι;
Κι όμως εγώ κομμάτι ντρέπομαι, γι' αυτό σήκω και πάρε δρόμο
μόνος σου· αλλιώς το βλέπω μεταξύ μας να μαλώνουμε,
στα χέρια θα πιαστούμε.»
Λοξά τον κοίταξε κι έτσι αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αλλόκοτε, εγώ μήτε κακό σου κάνω μήτε και λόγον άσχημο
ξεστόμισα. Κανένα δεν ζηλεύω που του δίνουν κι άλλα
στα πολλά που πήρε· όσο για το κατώφλι αυτό,
χωράει νομίζω και τους δυο. Αλλά κι ελόγου σου δεν πρέπει να φθονείς
τα ξένα πράγματα· είσαι ένας ψωμοζήτης, όπως κι εγώ,
ττλούτη οι θεοί θ' αργήσουν να μας δώσουν.
Και μη με προκαλείς εμένα, μην κορδώνεσαι για πάλη,
μήπως φουντώσω από θυμό, και τότε, μ' όλα τα γεράματά μου,
στήθος και χείλια θα σου τα ζυμώσω με αίμα.
Έτσι, ίσως βρω την ησυχία μου αύριο* γιατί δεν βλέπω
να γυρίζεις δεύτερη φορά στου Οδυσσέα το σπιτικό,
που τον εγέννησε ο Λαέρτης.»
Ο Ίρος όμως φουρκισμένος, μιλώντας είπε ο αλιτήριος:
«Κοίτα ο λιμάρης, πάει ροδάνι η γλώσσα του, στόμα γριάς
στην κάπνα βουτηγμένης. Αν όμως το αποφάσιζα

[ 26ο ]
Όδνσσέως και 'Ίρου πυγμή

να τον ξυλοφορτώσω με τα δυο μου χέρια, ξεδοντιασμένος πια


θα μάζευε απ' το χώμα όλα τα δόντια του, τέτοιο γουρούνι που ναι
ρημάζοντας το ξένο καλαμπόκι.
Εμπρός λοιπόν, ανασκουμπώσου, να δουν που θα παλέψουμε
όλοι τους ένα γύρο. Όμως το σκέφτηκες καλά πώς θα τα βγάλεις πέρα
με κάποιον που έχει τα μισά σου χρόνια;»
Έτσι, μπροστά στις θύρες τις ψηλές, πατώντας το γυαλιστερό κατώφλι,
οι δυο τους, ξαναμμένοι κιόλας, έδειχναν τον θυμό τους.
Τότε ο Αντίνοος, αγέρωχη ψυχή, τους πήρε είδηση κι αμέσως,
ξεκαρδισμένος με το θέαμα, γύρισε στους υπόλοιπους μνηστήρες:
«Φίλοι, μοναδική ευκαιρία, άλλη δεν έγινε ποτέ ως τώρα.
Ένας θεός μάς έφερε σ' αυτό το σπίτι τέτοιο γλέντι*
Ίρος και ξένος συνερίζονται, έτοιμοι πια να 'ρθουν
στα χέρια· εμπρός λοιπόν, κι εμείς γρήγορα να τους σπρώξουμε.»
Τόσα τους είπε, κι όλοι τους πάνω πετάχτηκαν γελώντας,
μαζεύτηκαν γύρω απ' τους κουρελήδες ψωμοζήτες,
οπότε ο Αντίνοος πήρε ξανά τον λόγο, του Ευπείθη ο γιος:
«Αγέρωχοι μνηστήρες, ακούσετε τι σκέφτηκα και θα το πω:
ψήνονται κιόλας στην πυρά κοιλιές γιδίσιες—εμείς τις βάλαμε
για το δικό μας δείπνο, ξίγκι γεμάτες κι αίμα.
Λοιπόν, όποιος νικήσει από τους δυο κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
όποια κοιλιά θελήσει, να σηκωθεί και να την πάρει μερτικό του.
Κι ακόμη, αυτός και μόνο θα συμμερίζεται εφεξής τα γεύματά μας·
κανέναν άλλο δεν θα αφήσουμε ζητιάνο να ανακατεύεται στα πόδια μας,
για να γυρέψει φαγητό.»
Όπως τους μίλησε ο Αντίνοος, άρεσε ο λόγος του πολύ.
Πανούργος τότε ο Οδυσσεύς, μπήκε στη μέση ο πολυμήχανος:
«Αλήθεια, φίλοι, δεν είναι λογικό, άνθρωπος γέρος και συφοριασμένος,
να μάχεται νεότερό του· εμένα ωστόσο η άτιμη κοιλιά,
αυτή με σπρώχνει να χτυπηθώ μαζί του, κι ας τις φάω.
Αλλά, παρακαλώ σας, ορκιστείτε τώρα τον μεγάλο όρκο·
κανείς, το μέρος παίρνοντας του Ίρου, να μη σηκώσει το βαρύ του χέρι
πάνω μου, κι έτσι, με δύναμη παράνομη, να με συντρίψει.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι δίνουν τον όρκο που τους ζήτησε.
Όταν ορκίστηκαν κι έμειναν ορκισμένοι,
πήρε τον λόγο ο γενναίος Τηλέμαχος, στον Οδυσσέα μιλώντας:
«Ξένε, αν πράγματι το λέει η καρδιά σου, αν η περήφανη ψυχή σου το ποθεί,
να μετρηθείς μ' αυτόν, μη φοβηθείς κανέναν παρόντα Αχαιό·
γιατί, ένας αυτός, θα 'χει να κάνει με πολλούς, όποιος τολμήσει
ν' απλώσει χέρι πάνω σου.
Είμαι ο φιλόξενος εγώ οικοδεσπότης κι εσύ φιλοξενούμενος,
θα σεβαστούν λοιπόν τη γνώμη μου οι ευγενείς,

[261]
Ραψωδίαω,469-548

Ευρύμαχος κι Αντίνοος, γιατί έχουν φρόνιμο μυαλό.»


Τελειώνοντας, όλοι συμφώνησαν μαζί του. Στο μεταξύ
τα ράκη του ο Οδυσσέας έζωσε τριγύρω στ' αχαμνά του, κι αμέσως φάνηκαν
ωραίοι μηροί και στιβαροί, φάνηκαν οι φαρδιές του πλάτες,
το στέρνο, τα γερά του μπράτσα—η Αθηνά
βρέθηκε πλάι του κι αυτή του στέριωσε τα μέλη του,
ν' αναδειχτεί η ηγεμονική ομορφιά του.
Βλέποντας τότε οι μνηστήρες, όλοι αποσβολώθηκαν, ένας στον άλλο έλεγε:
«Γρήγορα ο Ίρος Άιρος θα γίνει, αλλά την πάτησε γυρεύοντας·
δες τι μεριά φανέρωσε μέσα απ' τα ράκη ο γέρος.»
Μ' αυτά τα λόγια τους, έπαθε ταραχή μεγάλη ο Ίρος,
και μολαταύτα τον έζωσαν οι δούλοι και σηκωτό τον έφεραν
τρακαρισμένο—έτρεμαν σ' όλο του το σώμα οι σάρκες του.
Τότε ο Αντίνοος του πέταξε μιλώντας λόγια φαρμακερά:
«Βοϊδάλογο, καλύτερα να πέθαινες ή να μην είχες γεννηθεί,
που τρέμεις τώρα και κακάρωσες μπροστά σ* αυτόν τον γέρο,
τον τσακισμένο από μαύρη συμφορά.
Ακουσε όμως τι θα πω και πες πως έγινε:
αν σε νικήσει αυτός κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
σε ξαποστέλνω αντίκρυ στη στεριά, μ* ένα καράβι μαύρο,
να βρεις τον Έχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς·
αυτός θα σου τα κόψει αφτιά και μύτη μ' άσπλαχνο χαλκό,
τ' αρχίδια θα σου ξεριζώσει, ωμά να σου τα φάνε τα σκυλιά.»
Ακούγοντας τα λόγια του, παρέλυσαν κι άλλο τα μέλη του.
Όμως τον είχαν φέρει πια στη μέση, κι οι δυο τους σήκωναν
τα χέρια τώρα να παλέψουν.
Προσώρας ταλαντεύτηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος·
αν έπρεπε μεμιάς νεκρό να τον σωριάσει με χτύπημα θανάσιμο ή,
κάπως μαλακά βαρώντας, να τον ξαπλώσει καταγής.
Κι όπως το σκέφτηκε καλά, αυτό του φάνηκε το πιο συμφέρον
να ναι το χτύπημα λαφρύτερο, μήπως αλλιώς οι Αχαιοί
τον πάρουν είδηση ποιος είναι.
Ένας στον άλλο πια αντιμέτωποι, βαράει ο Ίρος πρώτος στον ώμο τον δεξή·
οπότε εκείνος του δίνει μια στον σβέρκο, πιο κάτω από το αφτί,
σπάζοντας τ' απομέσα κόκαλα, κι αμέσως μπούκωσε το στόμα του
με κόκκινο αίμα.
Πέφτει στη σκόνη ο Ίρος μουκανίζοντας, και σφίγγοντας τα δόντια
κλοτσούσε με τα πόδια του τη γη. Γύρω οι αγέρωχοι μνηστήρες,
σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, πέθαναν στο γέλιο. Ο Οδυσσέας
στο μεταξύ τον έσερνε απ' τα πόδια, πατώντας το κατώφλι πέρασε
τη δίφυλλη εξώπορτα, ώσπου να φτάσει στην αυλή, κι εκεί
πάνω στον φράκτη της αυλής τον έγειρε, του βάζει και ραβδί στο χέρι,

[ 262 ]
Όδνσσέως κάί Ίρον πυγμή

ύστερα τον προσφώνησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:


«Εδώ τώρα ξαπόστασε, σκιάχτρο για τα σκυλιά και τα γουρούνια,
κι άλλη φορά, κακόμοιρε, το αφεντικό μην παίξεις σε ξένους και φτωχούς,
μήπως σε βρει άλλο κακό χειρότερο.»
Τελειώνοντας, στον ώμο πέρασε το τρύπιο του σακούλι, το κρεμασμένο
από στριφτό σχοινί, και στο κατώφλι κάθησε ξανά· γελώντας γύρισαν
μέσα οι μνηστήρες, που με γλυκόλογα τον υποδέχτηκαν:
«Να δώσει ο Δίας, ξένε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι καλύτερο ποθείς, όσα βαθιά πεθύμησε η καρδιά σου,
αφού τον ακαμάτη αυτόν κι αχόρταγο τον έκανες να μην μπορεί
άλλο να ζητιανεύει στο νησί μας* εμείς το γρηγορότερο
τώρα θα τον περάσουμε αντίκρυ στη στεριά,
να πάει να βρει τον Έχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς.»
Με τα καλοσυνάτα τούτα λόγια ένιωσε μέσα του χαρά ο θείος Οδυσσέας.
Κι ευθύς ο Αντίνοος απίθωσε μπροστά του μια κοιλιά μεγάλη,
ξίγκι γεμάτη κι αίμα· ενώ ο Αμφίνομος πήρε από το καλάθι
δυο ψωμιά και με το ίδιο του το χέρι τα προσφέρει· μετά
με κύπελλο χρυσό τον χαιρετά και τον προσφώνησε:
«Χαίρε, πατέρα ξένε, μακάρι οι μέρες που θα 'ρθουν
να φέρουν και σ' εσένα αγαθά και πλούτη· τώρα σε δέρνει ακόμη
η πολλή σου συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αμφίνομε, φαίνεσαι αλήθεια μυαλωμένος άνθρωπος,
μοιάζεις με τον πατέρα σου, που την καλή του φήμη
την έχω ακουστά—τον Νίσο λέω απ' το Δουλίχιο,
άρχοντα με μεγάλη δύναμη και πλούτη. Καταπώς λεν
αυτός σε γέννησε, γι' αυτό κι εσύ βγήκες καλόγνωμος.
Τώρα λοιπόν άκουσε και στοχάσου τι θα πω:
από τον άνθρωπο δεν τρέφει η γη τίποτε πιο ασθενικό,
ό,τι σαλεύει και αναπνέει πάνω της.
Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή κι αισθάνεται να τον κρατούν
τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ' αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του
ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.
Εμένα θέλησε η μοίρα κάποτε να ζήσω ευτυχισμένος·
έπραξα όμως αδικίες μεγάλες, στη δύναμή μου
ενδίδοντας, υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου
ή και των αδελφών μου. Γι' αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει

[ 263 ]
Ραψωδία σ, 141-214

να πατεί το δίκιο· παρά, με δίχως κομπασμό, να δέχεται


τα δώρα των θεών, όσα κάθε φορά του δίνουν.
Όχι, όπως βλέπω εδώ, να μηχανεύονται ανόσια έργα οι μνηστήρες,
ρημάζοντας ξένα αγαθά, προσβάλλοντας γυναίκα ομόκλινη
κάποιου που, ξέρω, δεν θα μείνει πια πολύν καιρό
μακριά από πατρίδα και δικούς—μπορεί να βρίσκεται
κιόλας κοντά.
Θα 'ταν λοιπόν καλύτερο για σένα να & εξαιρούσε ένας θεός,
και να γυρνούσες σπίτι σου· να μη βρεθείς μπροστά του,
όποτε εκείνος επιστρέψει στο πατρικό νησί.
Γιατί δεν το φαντάζομαι αναίμακτα να χωριστούν αυτός
κι οι άνομοι μνηστήρες, όταν κρυφά μια μέρα γλιστρήσει στο παλάτι.»
Τελειώνοντας, στάλαξε πρώτα στους θεούς σπονδή, ήπιε μετά κρασί κι ο ίδιος,
γλυκό σαν μέλι, κι ύστερα γύρισε την άδεια κούπα και την έβαλε
στα χέρια του ευγενικού Αμφινόμου. Εκείνος πήρε να βαδίζει
μελαγχολικός στην αίθουσα, με το κεφάλι του σκυμμένο—
έβλεπε κιόλας μέσα του το τι κακό τον περιμένει.
Παρ' όλα ταύτα από τη μοίρα του δεν γλίτωσε, τον έμπλεξε κι αυτόν
η Αθηνά, στα δίχτυα της· τον δάμασε ο Τηλέμαχος με το κοντάρι
και τα δυνατά του χέρια—προσώρας πήγε πάλι και θρονιάστηκε εκεί
απ όπου λίγο πριν ανασηκώθηκε.
Στο μεταξύ η θεά, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
έβαλε μιαν ιδέα στον νου της Πηνελόπης, φρόνιμης θυγατέρας
του Ικαρίου· να κάνει την εμφάνισή της στους μνηστήρες,
τον πόθο τους ν' ανάψει, συνάμα ν' αναδείξει
την τιμή της, πιο φανερά παρ' ό,τι πριν, στο ταίρι και στον γιο της.
Μ' ένα χαμόγελο λοιπόν λειψό, στην οικονόμο μίλησε:
«Με πήρε ο πόθος, Ευρυνόμη, πρώτη φορά στα τόσα χρόνια,
να κάνω την εμφάνισή μου στους μνηστήρες, κι ας τους σιχαίνεται
η ψυχή μου. Έχω και κάτι στον γιο μου να συστήσω, κέρδος του
αν μ' ακούσει· όλη την ώρα να μη σέρνεται με τους μνηστήρες.
Μπορεί μπροστά του οι αλαζόνες κάποτε να μιλούν καλά,
πίσω του όμως μελετούν μονάχα το κακό.»
Ανταποκρίθηκε η οικονόμος Ευρυνόμη λέγοντας:
«Κόρη μου, τα λόγια σου ακούγονται όλα σωστά, με μέτρο·
εμπρός λοιπόν ελεύθερα στον γιο σου μίλησε και μην κρατείς
κρυφή τη σκέψη σου. Πρωτύτερα όμως ρίξε στο σώμα σου λίγο νερό,
καλλώπισε τα μάγουλά σου, μη βγαίνεις συνεχώς δακρύβρεχτη
και μαραμένη—άσχημο και το πένθος που σταματημό δεν έχει.
Το βλέπεις πως μεγάλωσε κι ο γιος σου, χνούδισε πια το γένι του,
όπως το ευχόσουνα κι εσύ στους αθανάτους.»
Φρόνιμη πάλι η Πηνελόπη τής απάντησε:

[264]
Όδνσσέως και 'Ίρον πυγμή

«Όχι, Ευρυνόμη, άσε τα λόγια τα γλυκά, κι ας με φροντίζεις τόσο·


μου λες να λούσω το κορμί μου, να καλλωπιστώ,
μα τη δική μου ομορφιά οι ολύμπιοι θεοί τη χάλασαν,
αφότου εκείνος σε καράβι κοίλο ανέβηκε και πάει.
Μιαν άλλη χάρη όμως σου ζητώ· την Αυτονόη, την Ιπποδάμεια
φώναξε, πλάι μου να σταθούν, κάτω στην αίθουσα.
Μόνη δεν γίνεται να βγω μπροστά σε τόσους άνδρες·
νιώθω ντροπή.»
Έτσι της μίλησε, κι αμέσως η γερόντισσα κατέβηκε
απ' την κάμαρη, επήγε να φωνάξει τις γυναίκες, για να τους πει να 'ρθουν.
Στο μεταξύ άλλα στοχάστηκε η θεά, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά·
ύπνο γλυκό χύνει στα μάτια της θυγατέρας του Ικαρίου,
κι έγειρε εκείνη, αποκοιμήθηκε, εκεί στο ανάκλιντρο
όλα τα μέλη της χαλάρωσαν.
Τότε η αθάνατη θεά πήρε να τη στολίζει με θεσπέσια δώρα,
για να τη δουν οι Αχαιοί και να απομείνουν έκθαμβοι.
Πρώτα εξωράισε το ωραίο πρόσωπο, με θείο μύρο
το καθάρισε, ίδιο μ' αυτό που η καλλιστέφανη Κυθέρεια
μυρώνεται, κάθε φορά που με τις Χάριτες θέλει να πάρει μέρος
στον ερωτιάρικο χορό·
τέλος, την έκανε να φαίνεται ψηλότερη και πιο στητή,
λευκότερη από γυαλισμένο φίλντισι.
Το έργο της τελειώνοντας, πήρε ξανά η αθάνατη θεά
τον δρόμο της· οπότε πρόφτασαν οι δυο λευκώλενες γυναίκες,
κι απ' τις φωνές τους φεύγει ο ύπνος ο γλυκός,
η Πηνελόπη ξύπνησε, έτριβε με τα χέρια της μάτια και μάγουλα,
κι έπειτα μίλησε:
«Τι λήθαργος κι αυτός και πόσο μαλακός, με κάλυψε τη δύστυχη!
Μακάρι τέτοιο θάνατο, τόσο απαλό, εδώ και τώρα, να μου χάριζε
αγνή θεά η Αρτεμη.
Να πάψω πια να μαραζώνω μια ζωή, θρηνώντας τον αγαπημένο μου,
τις τόσες αρετές που τον ξεχώριζαν από τους άλλους Αχαιούς.»
Μίλησε, κι ύστερα πήρε να κατεβαίνει από το φωτεινό υπερώο—
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν οι δυο θεραπαινίδες.
Όταν πλησίασε προς τους μνηστήρες η θεία γυναίκα,
πήγε κι ακούμπησε στη μεσιανή κολόνα της στέρεης στέγης,
με το λαμπρό μαγνάδι της μπροστά στις παρειές της—
δεξιά κι αριστερά πάντα οι πιστές θεραπαινίδες.
Μόλις την είδαν οι μνηστήρες, τους κόπηκαν τα γόνατα,
τους συνεπήρε ο έρωτας, καθένας τους ευχήθηκε
μαζί της να πέσει στο κρεβάτι.
Όμως εκείνη στράφηκε στον γιο της, μίλησε στον Τηλέμαχο:

[ 265 ]
Ραψωδίατ,3^0-461

«Τηλέμαχε, λέω πως σάλεψαν τα φρένα σου, πήρε αέρα ο νους σου.
Ήσουνα κάποτε παιδί, μα το μυαλό σου έπαιρνε
πολλές στροφές. Τώρα που πια μεγάλωσες κι έγινες
τέτοιο παλληκάρι—ακόμη κι ένας ξένος, την ομορφιά σου
βλέποντας και το παράστημά σου, θα ομολογούσε πως είσαι γόνος
αρχοντικού γονιού. Μα τώρα γνώμη και γνώση σου
δεν περπατούν στον ίσο δρόμο.
Κοίτα τι έγινε μέσα σε τούτο το παλάτι· άφησες
έναν ξένο να του φερθούνε πρόστυχα.
Και τι νομίζεις θα συνέβαινε, αν, φιλοξενούμενος στο σπίτι μας,
πάθαινε κάτι ο ξένος, σε πάλη αισχρή που αυτοί τον έσυραν;
Αίσχος κι ατίμωση για σένα, του κόσμου η καταφρόνεση.»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και προσοχή:
«Μητέρα, δεν αγαναχτώ που θύμωσες μαζί μου.
Όμως κι εγώ το καθετί το μελετώ, ξέρω να ξεχωρίζω
και το καλό και το χειρότερο, δεν είμαι πια
παιδάκι ανέμελο.
Μόνο που δεν μπορώ τα πάντα φρόνιμα να τα ζυγίζω·
τους έχω πλάι μου και με παραζαλίζουν, ένας μετά τον άλλον, όλοι,
αυτοί οι κακόβουλοι, ενώ μου λείπουν κάποιοι που θα με συντρέξουν.
Πάντως η πάλη δεν κατέληξε, ανάμεσα στον ξένο και στον Ίρο,
όπως την είχαν οι μνηστήρες φανταστεί· βγήκε πιο δυνατός ο ξένος.
Πατέρα Δία, Αθηνά κι Απόλλων, μακάρι κι οι μνηστήρες έτσι
να γείρουν δαμασμένοι το κεφάλι τους στο σπιτικό μας—
ποιος έξω στην αυλή, ποιος μέσα εδώ στην αίθουσα,
να τους λυθούν όλων τα γόνατα.
Καθώς αυτός ο Ίρος, που τώρα κρέμασε την κεφαλή του
στον τοίχο της αυλόθυρας, σαν μεθυσμένος· πια δεν μπορεί
στα πόδια να σταθεί, να πάει ξανά στο στέκι που κουρνιάζει—
όλα τα μέλη του παρέλυσαν.»
Έτσι συνομιλούσαν μάνα και γιος, και τότε ο Ευρύμαχος
πήρε τον λόγο και προσφώνησε την Πηνελόπη:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν ήταν να σε δουν
όσοι Αχαιοί μακριά στο ιάσιο Αργός κατοικούν,
πολλοί μνηστήρες θα περίσσευαν σε τούτο το παλάτι,
αύριο κιόλας, τρώγοντας μαζί μας.
Γιατί είσαι η ανώτερη, καμιά γυναίκα δεν σε φτάνει
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στη ζυγισμένη και βαθιά σου στόχαση.»
Του αντιμίλησε με τη στοχαστική της φρόνηση η Πηνελόττη:
«Ευρύμαχε, τη χάρη μου, τα κάλλη μου και την κορμοστασιά μου
όλα οι αθάνατοι θεοί τα χάλασαν τη μέρα εκείνη που ξεκίνησαν οι Αργείοι
για την Τροία—μαζί κι ο άντρας ο δικός μου, ο Οδυσσέας.

[ 266 1
Όδνσσέως και Ίρον πυγμή

Αν πίσω γύριζε κι έπαιρνε πάλι τη ζωή μου


στα δικά του χέρια, τότε κι η δόξα μου θ' άπλωνε κι άλλο τα φτερά της,
και το καλό θα 'φερνε το καλύτερο.
Μα τώρα πνίγομαι στον πόνο, με βούλιαξε ένας θεός στη συμφορά.
Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή του χωρισμού, όταν εκείνος άφηνε
τα πατρικά του χώματα· έσφιξε τότε το δεξί μου χέρι στον καρπό
και πρόφερε τα λόγια αυτά:
"Γυναίκα δεν φαντάζομαι οι Αχαιοί, ωραία τώρα οπλισμένοι,
πως όλοι θα γυρίσουν από την Τροία άβλαβοι.
Είναι οι Τρώες φημισμένοι μαχητές κι ανδρείοι,
στο δόρυ επιδέξιοι, εύστοχοι στο δοξάρι, καλοί αναβάτες
σ' άρματα με ωκύποδα άλογα—αυτά που κρίνουν,
από τη μια στιγμή στην άλλη, την τύχη του φριχτού πολέμου.
Όσο για μένα, πού να ξέρω αν θα με φέρει πίσω του θεού το θέλημα
ή αν νεκρός θα πέσω πέρα στην Τροία.
Σ' εσένα πέφτει τώρα η φροντίδα όλη· έχε τον νου σου
στον πατέρα και στη μάνα μου μέσα σε τούτο το παλάτι,
όπως και τώρα, και πιο πολύ, αφού θα βρίσκομαι στα ξένα.
Όταν ωστόσο δεις στα μάγουλα του γιου σου να φυτρώνει
γένι, τότε μπορείς να παντρευτείς ξανά, μ' όποιον εσύ θελήσεις,
αλλάζοντας όμως και σπίτι."
Έτσι μου μίλησε σταράτα, και να που τώρα όλα συντελούνται·
βλέπω τη νύχτα να άρχεται, να πέφτει πάνω μου δεύτερος γάμος, μισητός,
σ' εμένα την επάρατη, που της αφαίρεσε κάθε χαρά ο Δίας.
Αλλά μια θλίψη άλλη πλακώνει τώρα την ψυχή και την καρδιά μου·
το άδικο τούτο φέρσιμο των μνηστήρων, κάτι που δεν υπήρχε πριν.
Όσοι γυρεύουν γυναίκα ενάρετη να πάρουν, πλούσια θυγατέρα,
και μεταξύ τους συνερίζονται, φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια,
δικά τους πρόβατα παχιά, προσφέρουν γεύμα
στους δικούς της νύφης, δίνουν στην κόρη δώρα ωραία.
Όχι, εκείνοι δεν ρημάζουν, και μάλιστα ατιμώρητοι,
ξένα αγαθά και πλούτη.»
Έτσι του μίλησε, κι ένιωσε μέσα του χαρά
βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, βλέποντας πώς
τους ψάρευε τα δώρα, πώς με μειλίχια λόγια τους επλάνευε,
κι ας μελετούσε άλλα ο νους της.
Ευθύς ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη, πήρε τον λόγο και της είπε:
«Του Ικαρίου κόρη, ω Πηνελόπη φρόνιμη, αν κάποιος Αχαιός
επιθυμεί το δώρο του να φέρει, να το δεχτείς εσύ—
δεν είναι ωραίο ν' αρνηθείς το χάρισμα.
Αλλά κι εμείς δεν πάμε για δουλειές, δεν φεύγουμε
από δω, προτού κάποιον ανάμεσά μας διαλέξεις για γαμπρό,

[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548

όποιος θα σου φανεί καλύτερος.»


Έτσι ο Αντίνοος μιλώντας, ο λόγος του άρεσε στους άλλους.
Αμέσως ο καθένας τους στέλνει τον κήρυκα,
το δώρο του να φέρει.
Της φέρνει τότε του Αντινόου ο κήρυκας φαντό πανέμορφο
για πανωφόρι, καταστόλιστο, με πόρπες δώδεκα χρυσές,
θηλυκωμένες σ' άγκιστρα ευλύγιστα.
Του Ευρυμάχου ο κήρυκας της έφερε μαλαματένιο περιδέραιο,
με χάντρες ένθετες κεχριμπαρένιες—έλαμπε σαν ήλιος.
Οι δούλοι του Ευρυδάμαντα της φέρνουν σκουλαρίκια,
σε σχήμα μούρου, τρίπετρα—αντανακλούσε γύρω η λάμψη τους.
Και το παιδόπουλο του αρχοντικού Πεισάνδρου, του Πολυκτόρου εγγονός,
της έφερε μια τραχηλιά, κόσμημα εκθαμβωτικό.
Ένας μετά τον άλλον, όλοι οι μνηστήρες Αχαιοί κάτι ωραίο
της χάρισαν. Και τότε εκείνη, θεία γυναίκα, κίνησε πάλι ν' ανεβεί
στην κάμαρή της—πίσω της οι θεραπαινίδες κουβαλούσαν
τα εξαίσια δώρα.
Κάτω οι μνηστήρες το ρίχνουν τότε στον χορό, ευφραίνονταν
με το παθητικό τραγούδι, προσμένοντας να πέσει το σκοτάδι*
και πάνω στην ξεφάντωση πέφτει το μαύρο βράδυ.
Οπότε στήθηκαν, χωρίς χρονοτριβή, τρεις πυροστάτες
στη μεγάλη αίθουσα, να δώσουν φως.
Πάνω τους έβαλαν ξύλα ξερά, από καιρό πια τραβηγμένα,
σχισμένα μόλις με το χάλκινο πελέκι, κι ανάμεσα στα ξύλα
μπήκαν δαδιά, που κάθε λίγο τα συνδαύλιζαν, η μια μετά την άλλη,
του καρτερόψυχου Οδυσσέα οι δούλες.
Εκείνος τότε, διογέννητος, ο Οδυσσέας πολύγνωμος, τους είπε:
«Δούλες του Οδυσσέα εσείς, του βασιλιά που χρόνια τώρα
βρίσκεται στα ξένα, πηγαίνετε καλύτερα στο δώμα επάνω,
εκεί που κάθεται κι η σεβαστή βασίλισσά σας.
Κοντά της, στριφογυρίζετε κι εσείς τη ρόκα ή πιάσετε στα χέρια σας
μαλλί να το χτενίσετε, για να ξεδώσει και ο δικός της νους
μέσα στην κάμαρή της.
Όσο για φως, εγώ είμαι εδώ, μπορώ και μόνος να το συντηρώ,
για τη δική τους χάρη. Γιατί ακόμη κι αν το αποφασίσουν
εδώ να μείνουν περιμένοντας, ώσπου η Αυγή καλλίθρονη να φέξει,
δεν θα με δουν εμένα νικημένο· έχω μεγάλη υπομονή
μετά από τόσα πάθη.»
Αυτά τους είπε, εκείνες όμως, η μια κοιτάζοντας την άλλη,
γέλασαν ειρωνικά. Οπότε η Μελανθώ,
ωραία στην όψη, προκαλούσε με λόγια πρόστυχα τον Οδυσσέα—
ήταν η κόρη του Δολίου, η ίδια η Πηνελόπη την ανάθρεψε,

[ 268 ]
Όδυσσέως και Ίρον ηνγμή

λες κι ήτανε παιδί δικό της, της χάριζε παιχνίδια


να τα χαίρεται· εκείνη όμως αποδείχτηκε αναίσθητη
στον πόνο και στα βάσανα της Πηνελόπης, έγινε ερωμένη
του Ευρυμάχου, έσμιγε μαζί του στο κρεβάτι.
Αυτή λοιπόν έβγαλε τότε γλώσσα αισχρή στον Οδυσσέα:
«Ταλαίπωρε ξενόφερτε, φαίνεται πως ο νους σου σάλεψε,
κι αντί να πας να κοιμηθείς στο στέκι ενός χαλκωματά
ή και σε κάποιο χάνι, κάθεσαι εδώ και παριστάνεις τον μεγάλο ρήτορα·
θρασύς μπροστά σε τόσους άντρες, χωρίς να νιώθεις μέσα σου
κανένα δισταγμό. Αν δεν παραζαλίστηκες απ' το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι' αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες.
Το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν του δρόμου
ψωμοζήτη. Κοίτα μονάχα μήπως και κάποιος άλλος σηκωθεί
πιο μπρατσωμένος, και με τα στιβαρά του χέρια βαρώντας
το κεφάλι σου το κάνει σβούρα—αιμόφυρτο θα σε πετάξει
έξω από το σπίτι.»
Άγρια και λοξά κοιτώντας της είπε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Σκύλα, τ' άθλια λόγια σου αν τρέξω να τα πω αμέσως
στον Τηλέμαχο, θα σε λιανίσει αυτός, θα γίνεις κομματάκια.»
Την απειλή του ακούγοντας οι δούλες, τρέχοντας από κάμαρη σε κάμαρη
σκόρπισαν τρομαγμένες, η καθεμιά με γόνατα τρεμάμενα,
γιατί το πίστεψαν πως σοβαρά μιλούσε.
Την ίδια ώρα εκείνος, κοντά στους αναμμένους ττυροστάτες,
τους πρόσεχε να φέγγουν, ενώ το μάτι του κοιτούσε
ολόγυρα—μέσα του όμως η καρδιά του άλλα μελετούσε,
που ατέλεστα δεν έμειναν.
Αλλά τους αλαζονικούς μνηστήρες δεν άφηνε η Αθηνά να σταματήσουν
τη φαρμακερή τους βλάβη, για να σουρώσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, πήρε τον λόγο πρώτος
εμπαίζοντας τον Οδυσσέα, κι έκανε τους άλλους να γελάσουν:
«Μνηστήρες της περίλαμπρης βασίλισσας, ακούστε με
το τι θα πω, γιατί με σπρώχνει η ψυχή μου να το βγάλω απέξω·
λέω πως δεν έφτασε αυτός εδώ στου Οδυσσέα το σπιτικό άθελα των θεών
όσο κι αν φαίνεται παράλογο, είναι δική του η λάμψη των δαδιών,
την κατεβάζει η κούτρα του, όπου μήτε για δείγμα δεν υπάρχει
κάποια τρίχα.» Κι αμέσως στράφηκε στον Οδυσσέα,
σ' αυτόν που πάτησε της Τροίας το κάστρο:
«Ξενοφερμένε, δέχεσαι αλήθεια, αν σε καπάρωνα, να μου δουλεύεις
πέρα στους μακρινούς αγρούς, μ' ένα μισθό καλούτσικο; να κουβαλάς
πέτρες και χώμα για τους φράχτες, να μου φυτεύεις δέντρα που ψηλώνουν;
Εγώ θα σου εξασφάλιζα όλον τον χρόνο το ψωμί,

[269 ]
Ραψωδία ω, 469-548

ρούχο να βάλεις πάνω σου, στα πόδια σου ποδήματα.


Αλλά σε βλέπω κακομαθημένο κι ακαμάτη, δεν θα 'θελες να ζοριστείς
δουλεύοντας· το 'χεις καλύτερο στην πόλη εδώ να σκύβεις
το κεφάλι ζητιανεύοντας, κι έτσι να βόσκεις την ακόρεστη κοιλιά σου.»
Στην πρόκλησή του αυτή απάντησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευρύμαχε, αν ήτανε οι δυο να παραβγούμε μεταξύ μας
(άνοιξη να 'ναι, όταν οι μέρες έχουν μεγαλώσει πια) σ* όποια δουλειά,
ας πούμε κόβοντας χορτάρι, εγώ με το καλόγυρτο
δρεπάνι μου στο χέρι, όμοια κι εσύ, και να ριχτούμε στη δουλειά
ολονήστικοι, ώσπου να πέσει το σκοτάδι—χόρτο να μη μας λείψει·
αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα,
μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη,
στον μόχθο ακούραστα, μπροστά μας τέσσερα στρέμματα χωράφι,
χώμα που να υποχωρεί στο αλέτρι, τότε θα μ* έβλεπες μεμιάς
τις αυλακιές ν* ανοίγω απ' άκρη σ* άκρη.
Ή πόλεμο αν σήκωνε για κάποιο λόγο ο γιος του Κρόνου,
σήμερα, σκουτάρι μόνο να φορούσα και δυο δόρατα,
πάγχαλκο κράνος ταιριασμένο στους κροτάφους·
πάλι θα μ' έβλεπες να πολεμώ με τους προμάχους πρώτος.
Δεν θα μιλούσες τότε, όπως μιλάς, περιγελώντας την κοιλιά μου.
Μα τώρα επαίρεσαι, σκληρή και αλύγιστη καρδιά, γιατί φαντάζεσαι
πως είσαι μέγας και τρανός, καθώς σε τριγυρίζουν τιποτένιοι κι άνανδροι.
Αν όμως ο Οδυσσέας γύριζε, αν πάλι το χώμα της πατρίδας του πατούσε,
αυτές οι πόρτες, δίφυλλες και διάπλατες, πολύ στενές
θα σου φαινόνταν ξαφνικά, καθώς θα το έβαζες στα πόδια πατώντας
το κατώφλι, για να βρεθείς στον δρόμο.»
Τόσα του είπε, και χολώθηκε τώρα βαριά ο Ευρύμαχος,
λοξά τον κοίταξε, κι όπως του μίλησε, έφυγαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Άτιμε, θα μου το πληρώσεις τούτο το κακό, όσα ξεστόμισες
με θράσος μπροστά σε τόσους άντρες, και δεν φοβήθηκες
τίποτε και κανένα. Αν δεν παραζαλίστηκες απ* το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι' αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες·
το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν αλιτήριο ζήτουλα.»
Τελειώνοντας, χουφτώνει ένα σκαμνί· ο Οδυσσέας όμως,
από τον φόβο μήπως τον βρει ο Ευρύμαχος, τραβήχτηκε
στα γόνατα του Αμφινόμου. Χτύπησε το σκαμνί
το χέρι το δεξί του κεραστή, βρόντηξε το λαγήνι πέφτοντας
στο δάπεδο, κι αυτός, βογγώντας απ' τον πόνο,
ανάσκελα σωριάστηκε στη σκόνη.
Σήκωσαν οι μνηστήρες θόρυβο, αντήχησε η φωνή τους
στη μισοφωτισμένη αίθουσα· οπότε, ο ένας βλέποντας τον άλλον,
καθένας έλεγε στον διπλανό του:

[ 270 ]
Όδυσσέως και "Ιρον πυγμή

«Άμποτε ο ξένος, που περιφέρεται εδώ κι εκεί, να 'χε ξοφλήσει


αλλού, πριν φτάσει εδώ* έτσι, δεν θα 'φερνε σ' εμάς την τόση ταραχή του,
που τώρα συγχυζόμαστε με κουρελήδες—χάλασε κι η απόλαυση
από το πλούσιο δείπνο μας, αφού μας βρήκαν τα χειρότερα.»
Μπήκε στη μέση όμως ο γενναίος Τηλέμαχος, για να τους πει:
«Ακαταλόγιστοι, θαρρώ πως χάσατε τα λογικά σας, φαίνεται
δεν σηκώνετε το τόσο φαγητό και το πιοτό, εκτός κι αν
σας επείραξε κάποιος θεός.
Ώρα ωστόσο, χορτάτοι για καλά, να πάτε τώρα να κουρνιάσετε
στο σπίτι σας, αν βέβαια κι εσείς το επιθυμείτε—
εγώ πάντως κανένα σας δεν διώχνω.»
Ακούγοντας τα λόγια του, όλοι οι μνηστήρες τα χασαν
δαγκώνοντας τα χείλη τους, που μίλησε ο Τηλέμαχος με τόσο θάρρος.
Τότε ο Αμφίνομος, του Νήσου φημισμένος γιος, ο εγγονός του Αρήτου,
μεσολαβώντας ομολόγησε:
«Φίλοι, δεν πρέπει κάποιος, στον δίκαιο λόγο που άκουσε,
να αντιμιλά με εμπάθεια κι άσχημα να θυμώνει.
Λοιπόν, μη βασανίζετε κι άλλο τον ξένο, μήτε και δούλους
που κυκλοφορούν εδώ στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα.
Καιρός ο κεραστής τις κούπες να γεμίσει,
πρώτα να κάνουμε σπονδή, κι ύστερα πάμε να ξαπλώσουμε,
καθένας στο δικό του σπίτι.
Τον ξένο ας τον αφήσουμε στου Οδυσσέα τα δώματα,
κι ας τον νοιαστεί ο Τηλέμαχος, αφού στο σπίτι το δικό του
έφτασε ικέτης.»
Όλοι τους με τα λόγια του συμφώνησαν, κι ευθύς ο Μούλιος,
κήρυκας του Αμφινόμου και παιδόπουλό του, απ* το Δουλίχιο κι αυτός,
συγκέρασε μες στον κρατήρα το κρασί και μοίρασε τις κούπες.
Πρώτα σταλάζουν στους μάκαρες θεούς, ήπιαν μετά
γλυκόπιοτο κρασί, κι ύστερα κίνησαν να φύγουν, πήγε ο καθένας
να πέσει στο κρεβάτι του.

271
νδνσσέως και Πηνελόττης ομιλία. ΝΐΊίτρα

Ρ ^ ΕΜΕΙΝΕστη μεγάλη αίθουσα ο θείος Οδυσσέας,


^ κι όπως ο νους του (η Αθηνά μαζί του) στον φόνο των μνηστήρων γύριζε,
στράφηκε στον Τηλέμαχο μιλώντας με λόγια ττου πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, καιρός όλα τα σύνεργα να πάνε μέσα του πολέμου·
κοίτα μονάχα με γλυκόλογα να ξεγελάσεις τους μνηστήρες,
όταν τ' αναζητήσουν και ρωτήσουν. Πες:
"Τα σήκίοσα, να μην τα τρώει κι άλλο η κάπνα· από καιρό πια
δεν θυμίζουν τον παλιό εαυτό τους, όπως ο Οδυσσέας
τ' άφησε, όταν ξεκίνησε να πάει στην Τροία—στο μεταξύ θαμπώθηκαν
απ* την ανάσα της φωτιάς.
Αλλά και κάτι σοβαρότερο έχω στον νου μου, έμπνευση θεού:
φοβάμαι μήπως μεθυσμένοι στήσετε μεταξύ σας
κάποτε καβγά κι άσχημα χτυπηθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε
και προξενιές και φαγοπότια—τραβά το σίδερο τους άντρες σαν μαγνήτης."»
Αυτά ο Οδυσσέας παράγγειλε, κι άκουσε ο Τηλέμαχος τα λόγια
του πατέρα του. Αμέσως φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια
κοντά του και της μίλησε:
«Γερόντισσα, πρέπει να κλείσεις τώρα τις άλλες δούλες στον γυναικωνίτη·
εγώ στο μεταξύ θα μεταφέρω ν* ακουμπήσω στη μέσα κάμαρη
τα ωραία όπλα του πατέρα μου, που αφρόντιστα έμειναν στο σπίτι
και θόλωσε ο καπνός τη λάμψη τους,
αφότου μίσεψε μακριά ο πατέρας μου, όταν εγώ ήμουν παιδάκι ακόμη.
Τώρα λοιπόν θέλω να τα αποθέσω σε μέρος που να μην τα πιάνει
η κάπνα της φωτιάς.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του καλή τροφός η Ευρύκλεια:
«Μακάρι γιε μου, και στο μέλλον να πάρεις την ευθύνη πάνω σου,
φροντίζοντας το σπίτι αυτό, φυλάγοντας να μη σκορπίσουν τ* αγαθά σου.
Μονάχα τώρα πες μου ποια θα *ρθει να φέξει στο κατόπι σου,
αφού δεν άφησες τις δούλες να κυκλοφορούν, κάποια που θα μπορούσε να φωτίσει;»
Της αντιμίλησέ ο Τηλέμαχος με τη δική του φρόνηση:
«Ο ξένος, βέβαια, αυτός εδώ· γιατί δεν θ* ανεχθώ να τεμπελιάζει,
τρώγοντας το ψωμί μου, κι ας έφτασε από μέρη μακρινά.»
Έτσι της μίλησε, κι έπιασε τόπο ο λόγος του·
έκλεισε εκείνη τα θυρόφυλλα της στέρεης κάμαρης, και τότε οι δυο,
ο Οδυσσέας και ο λαμπρός του γιος, πετάχθηκαν και κουβαλούσαν

[ 26ο ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

αφαλωτές ασπίδες, περικεφαλαίες, κοντάρια μυτερά, ενώ μπροστά τους


η Αθηνά Παλλάδα με το λυχνάρι που κρατούσε φώτιζε ωραία και καλά.
Έκθαμβος τότε ο Τηλέμαχος γύρισε κι είπε στον πατέρα του:
«Πατέρα, θαύμα αληθινό και μέγα βλέπουν τώρα τα μάτια μου:
τοίχοι του παλατιού, ωραίοι μεσότοιχοι, δοκάρια ελάτινα,
στητές ψηλές κολόνες, όλα, σάμπως να φλέγονται, φεγγοβολούν μπροστά μου—
ένας θεός ανάμεσά μας βρίσκεται, κάποιος απ' τους αθάνατους που ζουν
στα πλάτη του ουρανού.»
Ανταποκρίθηκε στον γιο του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Σώπα και μη ρωτάς, κράτα κρυφή τη σκέψη σου·
είναι κι αυτή δίκαιη χάρη των θεών που κατοικούν στον Όλυμπο.
Αλλά καιρός να πέσεις στο κρεβάτι· κι όσο για μένα,
θα παραμείνω εδώ, να δοκιμάσω κι άλλο τις δούλες θέλω
και τη μάνα σου, που οδύρεται για μένα και τα πάντα θα ρωτήσει.»
Έτσι του μίλησε, κι ευθύς προχώρησε ο Τηλέμαχος, βγήκε
από τη μεγάλη αίθουσα και, με το φως που ανάδιναν
δαδιά αναμμένα, τράβηξε για τον θάλαμό του, να κοιμηθεί,
όπου και το συνήθιζε κάθε φορά που βάραινε τα μάτια του
ύπνος γλυκός. Εκεί και τώρα πλάγιασε, προσμένοντας
να ξημερώσει η θεία Αυγή.
Ξέμεινε όμως στη μεγάλη αίθουσα ο Οδυσσέας ισόθεος, κι ο νους του
γύριζε στον φόνο των μνηστήρων—τον λογισμό του υποκινούσε η Αθηνά.
Οπότε, αφήνοντας την κάμαρή της, στοχαστική η Πηνελόπη φάνηκε,
στην όψη σαν την Αρτεμη, σαν τη χρυσή Αφροδίτη.
Πλάι στη φωτιά τής έβαλαν ανάκλιντρο για να καθήσει,
με φίλντισι κι ασήμι δουλεμένο· που κάποτε ο Ικμάλιος
το είχε μαστορέψει, προσδένοντας με τέχνη κι ένα σκαμνί υποπόδιο,
στρωμένο με παχιά προβιά.
Εκεί πήγε και κάθησε η Πηνελόπη συνετή.
Στο μεταξύ μπήκαν στην αίθουσα του παλατιού οι παρακόρες—
κατάλευκα τα χέρια τους· άλλες επήραν να μαζεύουν
τα πολλά αποφάγια, τις τάβλες και τις κούπες σήκωσαν απ' όπου
οι αλαζόνες έπιναν μνηστήρες. Αλλες καθάρισαν τους πυροστάτες,
ρίχνοντας χάμω την καμένη θράκα, σωριάζοντας άφθονα ξύλα
πάνω τους, για φως και ζέστη.
Τότε ξανά η Μελανθώ τον Οδυσσέα βάναυσα αποπήρε:
«Ξένε, για πόσο ακόμη εδώ θα μας φορτώνεσαι; θα τριγυρνάς
όλη τη νύχτα και θα χαζεύεις τις γυναίκες μες στο σπίτι;
Έξω από δω, αλιτήριε, σου φτάνει που ντερλίκωσες·
αλλιώς θα πάρω ένα δαυλί, και τότε θα βρεθείς ξυλοδαρμένος
πια στον δρόμο.»
Αοξοκοιτάζοντας της αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:

[ 273 ]
Ραψωδίαω,469-548

«Ακαταλόγιστη κι ανάποδη, γιατί τόσο μου ρίχνεσαι; γιατί ξεσπάς πάνω μου
τον θυμό σου; για τη βρωμιά μου μήπως; για τ' άσχημα κουρέλια
που φορώ; που σέρνομαι εδώ κι εκεί ζητιάνος; Το θέλει ωστόσο
το μεγάλο ζόρι· έτσι είναι πάντα οι φτωχοί που γυροφέρνουν άστεγοι.
Κι όμως είχα κι εγώ πλούσιο σπίτι άλλοτε, ζούσα καλοστεκούμενος
μέσα στον κόσμο, έδινα κάθε τόσο στους ζητιάνους,
όποιος την πόρτα μου χτυπούσε, ό,τι ζητούσε κι είχε ανάγκη.
Είχα και δούλους αναρίθμητους κι άλλα πολλά αγαθά· ήμουνα
ένας απ* αυτούς που ο κόσμος λέει εύπορους και καλοζωισμένους.·
Αλλά ο Κρονίδης Δίας μού τα χάλασε—θα 'ταν δικό του θέλημα.
Γι' αυτό κι εσύ, γυναίκα, πρόσεξε, μήπως και κάνουνε φτερά
όλα τα κάλλη σου κι οι χάρες σου, ας είσαι ανάμεσα στις άλλες δούλες
τώρα παραστολισμένη. Μην αγριέψει και θυμώσει κάποτε η κυρά σου
με τα καμώματά σου· μήπως και φτάσει ο Οδυσσέας εδώ—
υπάρχει κάποια ελπίδα ακόμη.
Αλλά κι αν πεις εκείνος χάθηκε και πως δεν έχει γυρισμό,
σκέψου τον γιο του, τον Τηλέμαχο, που με του Απόλλωνα τη χάρη
έγινε τώρα παλληκάρι. Δούλα καμιά μέσα σε τούτο το παλάτι
δεν πρόκειται να του ξεφύγει που φέρεται άτσαλα—δεν είναι πια μωρό.»
Ακούγοντας τα λόγια του η Πηνελόπη με το ξύπνιο της μυαλό
στην παρακόρη στράφηκε, βαριά της μίλησε, της είπε:
«Α όχι, ξιπασμένη, σκύλα ξεδιάντροπη, το βλέπω το μεγάλο
ανοσιούργημά σου, που σίγουρα μια μέρα θα πέσει στο κεφάλι σου.
Τα 'ξερες όλα, και με το παραπάνω· από το στόμα μου τ' άκουσες όλα,
πως είχα λογαριάσει εγώ, μέσα σε τούτο το παλάτι, τον ξένο να ρωτήσω
για τον άντρα μου, στην τόση αγωνία που με δέρνει.»
Είπε, κι ευθύς στην Ευρυνόμη γύρισε, την οικονόμο της, και την προστάζει:
«Φέρε, Ευρυνόμη, ένα σκαμνί, βάλε από πάνω μια προβιά,
για να καθήσει ο ξένος, τα λόγια μου ν' ακούσει, στα λόγια μου
ν* αποκριθεί· θέλω πολλά να τον ρωτήσω.»
Της μίλησε, κι αυτή ολοπρόθυμη φέρνει και στήνει
σκαμνί μαστορεμένο, ρίχνοντας πάνω του προβιά,
για να καθήσει εκεί βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Οπότε η Πηνελόπη, φρόνιμη και με γνώση, άρχισε να μιλά:
«Ξένε, μια πρώτη ερώτηση για σένα·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;»
Ανταποκρίθηκε πολύγνωμος ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό, σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του,

[ 274 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

κι εκεί το μαύρο χώμα βγάζει σιτάρι και κριθάρι,


απ* τους καρπούς λυγίζουνε τα δέντρα, γεννοβολούν τα πρόβατα,
καλοκυβερνημένη η θάλασσα προσφέρει ψάρια,
κι ο κόσμος όλος, καλός κι ενάρετος, στον ίσκιο ζει του βασιλιά.
Γι' αυτό ό,τι άλλο θες (έτσι κι αλλιώς, είσαι στο σπίτι σου)
μπορείς να το ρωτήσεις· μόνο μη με ρωτάς
ποια η πατρίδα μου, ποια η γενιά μου. Γιατί θα φούσκωνε
κι άλλο η καρδιά μου απ' την οδύνη, αν κάνω
πως θυμάμαι, αφού βάρος ασήκωτο στενάζει μέσα μου.
Όμως δεν πρέπει, σε ξένο σπίτι, να βογγάω και να θρηνώ,
άσχημο πράγμα και το πένθος άμετρο-
μήπως και κάποια δούλη σου, ίσως κι η ίδια εσύ,
μαζί μου αγανακτήσει και πει πως το πολύ κρασί βάρεσε
το κεφάλι μου, γι' αυτό και πνίγομαι στο κλάμα.»
Τον λόγο πήρε πάλι η Πηνελόπη, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, σ' εμένα τα χαρίσματα, την ομορφιά, το ανάστημα,
όλα τα χάλασαν οι αθάνατοι, τη μέρα εκείνη που αποφάσισαν
το Ίλιο οι Αργείοι να πατήσουν—μαζί τους ο Οδυσσέας έφυγε,
το ταίρι το δικό μου.
Αν ήταν να γυρίσει, αν κυβερνούσε πάλι τη ζωή μου,
τότε κι η δόξα μου θ* ανέβαινε ψηλότερα, όλα θα πήγαιναν
καλύτερα. Μα τώρα εγώ μαραίνομαι, με τόσα βάσανα
που δαίμονας κακός μου φόρτωσε.
Όσοι αφεντεύουν, οι καλύτεροι, τα γύρω μας νησιά,
Δουλίχιο και Σάμη, τη δασωμένη Ζάκυνθο,
κι αυτοί που την περίβλετττη Ιθάκη νέμονται, όλοι με θέλουν,
παρά τη θέλησή μου, στο κρεβάτι τους και σπαταλούν το βιος μου.
Γι' αυτό κι εγώ δεν λογαριάζω πια τους ξένους, τους ικέτες,
ακόμη και τους κήρυκες, όσοι δουλεύουν για τον δήμο.
Του Οδυσσέα ο πόθος εμένα με μαράζωσε, κι όσο για γάμο
βιάζονται αυτοί, τόσο κι εγώ σκαρώνω δόλους.
Ένας θεός πρώτα με φώτισε για κείνο το πανί,
να στήσω μες στην κάμαρή μου τον ψηλό αργαλειό,
αρχίζοντας να υφαίνω φαντό μακρύ κι αραχνοΰφαντο, ενώ τους έλεγα
τα λόγια αυτά, για να τους ξεγελάσω:
"Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού ο θείος Οδυσσέας πέθανε,
κάνετε λίγη υπομονή, μην τρέχετε πίσω απ* τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν χαμένες
οι κλωστές μου. Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Ααέρτη,
την ώρα εκείνη που θα πέσει πάνω του θανατερή η μαύρη μοίρα,
για να τον καταλύσει η άσπλαχνη· μήπως βρεθεί
στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει

[ 275 ]
Ραψωδίαω,469-548

που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν που του περίσσευαν τα πλούτη.**
Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί περήφανοι στα λόγια μου εμπιστεύτηκαν.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την πάσα μέρα ύφαινα, στημένη
στον ψηλό αργαλειό, τις νύχτες όμως ξήλωνα, έχοντας πλάι μου
τις δάδες αναμμένες. Για τρία χρόνια ολόκληρα
τους ξεγελούσα και τους έπειθα ανύποπτους τους Αχαιούς.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,
διαβαίνοντας οι μήνες, οι μέρες τρέχοντας απανωτές, τότε οι σκύλες δούλες μου
το μαρτυρούν και επ* αυτοφώρω μ* έπιασαν, ξεστόμισαν
λόγια βαριά, κι έτσι αναγκάστηκα να το τελειώσω,
θέλοντας και μη.
Τώρα πια δεν μπορώ τον γάμο ν* αποφύγω, μήτε και βρίσκω
τέχνασμα άλλο πονηρό, ενώ οι γονείς με σπρώχνουν
κάποιον να παντρευτώ, αλλά κι ο γιος μου βλέπει
το βιος του να του τρων και γίνεται έξαλλος.
Γιατί μεγάλωσε, άντρας ολόκληρος, μπορεί να κάνει πια
στο σπίτι του κουμάντο—του δίνει ο Δίας την τιμή αυτή.
Και μολαταύτα, πες μου να μάθω τη γενιά και την πατρίδα σου*
δεν είσαι δα αναβλάστημα της μυθικής βελανιδιάς, μήτε και ξεπετάχτηκες
από κανένα βράχο.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας πάλι ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω σεβαστή γυναίκα, του Οδυσσέα ομόκλινη, που τον εγέννησε
ο Λαέρτης, δεν λες να σταματήσεις κι επίμονα ρωτάς για τη γενιά μου.
Λοιπόν θα σου τη φανερώσω, μόνο που βάζεις έτσι κι άλλα βάσανα
στα βάσανα που με κρατούν.
Είναι ωστόσο η μοίρα αυτή του κάθε ανθρώπου που χρόνια έλειψε πολλά
απ' την πατρίδα του μακριά, όσα κι εγώ, περιπλανώμενος κι αλλάζοντας
τους ξένους τόπους, να τυραννιέται με τα πάθη του.
Και μολαταύτα, σ* ό,τι ρωτάς να μάθεις αποκρίνομαι:
Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου
βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο·
το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα.
Μεικτή η γλώσσα τους κι ανάκατη, ανάλογα με τη φυλή·
άλλοι Αχαιοί, άλλοι οι βέροι Κρητικοί γενναίοι,
εκεί κι οι Δωριείς στα τρία χωρισμένοι, κι ακόμη
οι Κύδωνες κι οι θείοι Πελασγοί.
Ανάμεσά τους η Κνωσός, μεγάλη πόλη, όπου βασίλευε άλλοτε ο Μίνως,
στα εννιά του χρόνια του μεγάλου Δία αγαπημένος,
πατέρας του πατέρα μου, του αντρείου Δευκαλίωνα—
ο Δευκαλίων μ' έσπειρε, μαζί και τον Ιδομενέα βασιλιά.
Εκείνος όμως με κυρτά καράβια ξεκίνησε να πάει στην Τροία
ακολουθώντας τους Ατρείδες. Λίθων το όνομά μου,

[ 276 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

είμαι ο μικρότερος, ο άλλος μεγαλύτερος και παλληκάρι.


Εκεί λοιπόν είδαν τον Οδυσσέα τα μάτια μου, εκεί τον φιλοξένησα*
όταν του ανέμου η δίνη τον έριξε στην Κρήτη,
καθώς γυρεύοντας τον δρόμο για την Τροία,
στον κάβο του Μαλέα στρίβοντας, έπειτα πόδισε στην Αμνισό,
λιμάνι κακολίμενο, με μια σττηλιά θεάς που τις λεχώνες
προστατεύει—μόλις που γλίτωσε την άγρια θύελλα.
Κι ευθύς ανέβηκε τον δρόμο προς την πόλη, για τον Ιδομενέα ρωτώντας—
τον είχε λέει φίλο ξενικό και τιμημένο.
Αλλά στο μεταξύ εκείνος είχε φύγει κιόλας για την Τροία
με τα κυρτά καράβια του, ημέρες δέκα περασμένες πια,
μπορεί και έντεκα.
Έτσι, τον έφερα εγώ στο αρχοντικό, τον υποδέχτηκα καταπώς πρέπει,
τον φίλεψα μ' αγάπη, μ' όσα πολλά αγαθά είχε το σπίτι μας.
Αλλά και τους συντρόφους του, που πήγαιναν μαζί του,
απ' τον λαό μαζεύοντας, τους έδωσα κριθάρι και κρασί φλογάτο,
κι έσφαξα βόδια, να τρων και να χορτάσουν. Εκεί
ξέμειναν μέρες δώδεκα οι ωραίοι Αχαιοί, γιατί σηκώθηκε
άγριος βοριάς που τους εμπόδιζε και δεν τους άφηνε
μήτε και στη στεριά να κρατηθούν στα πόδια τους—ένας θεός, ο φοβερός,
τον άνεμο ξεσήκωσε. Πέρασαν έτσι μέρες δεκατρείς,
και τότε μόνο, σαν έπεσε ο αγέρας, εκείνοι σήκωσαν πανιά.»
Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά—
το στοίβαξε ο πουνέντες, μετά το λιώνει φυσώντας ο σιρόκος
και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας—ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.
Ο Οδυσσέας όμως, κι ας ελεούσε τη γυναίκα του
για το σπαραχτικό της κλάμα, αδάκρυτα τα μάτια του δεν σάλευαν,
καν δεν τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά του, λες κι ήταν κέρατο ή ατσάλι—
ο δόλος του μυαλού τον έκανε να κρύβει τη συγκίνησή του.
Όταν εκείνη χόρτασε τον πολυδάκρυτό της γόο,
συνήλθε και ξαναμιλώντας είπε:
«Ξένε, τώρα φαντάζομαι πως ήλθε η ώρα να σε δοκιμάσω,
αν λες αλήθεια πως τον φιλοξένησες τον άντρα μου
μαζί με τους συντρόφους στο παλάτι, όπως το λεν τα λόγια σου.
Πες μου λοιπόν πώς έμοιαζε στην όψη και τι λογής ρούχα
φορούσε το κορμί του, ποιοι σύντροφοι τον είχαν συντροφέψει;»

[ 277 ]
Ραψωδίαω,469-548

Ανταποκρίθηκε από μέρους του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:


«Ω δέσποινα, με τόσα χρόνια που μεσολαβούν, δύσκολο αλήθεια να μιλήσω*
πέρασαν κιόλας είκοσι, αφότου εκείνος φεύγοντας άφησε
πίσω την πατρίδα μου.
Κι όμως θα σου τον περιγράψω, όπως τον φέρνευ] φαντασία μου.
Χλαίνη φορούσε πορφυρή, σγουρή, διπλόφαρδη ο θείος Οδυσσέας,
διπλά θηλυκωμένη με χρυσή περόνη, και πάνω της στολίδι σκαλισμένο:
σκύλος στα μπροστινά του πόδια κράταγε κατάστικτο ελαφάκι,
το δάγκωνε, κι αυτό να σπαρταρά· όλοι κοιτούσαν κι αποθαύμαζαν
το χρυσαφένιο σύμπλεγμα· έβλεπες το σκυλί το νεογνό να πνίγει
κι αυτό να θέλει να ξεφύγει σπαρταρώντας απ* τη δαγκάνη των ποδιών.
Όσο για τον χιτώνα που κατάσαρκα φορούσε, τον είδα φωτεινό,
λεπτό σαν φλούδα κρεμμυδιού γυαλίζοντας, τόσο που ήταν
μαλακός, λάμποντας σαν τον ήλιο—
πολλές γυναίκες βλέποντας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους.
Και κάτι ακόμη θα σου πω, για να μου το θυμάσαι·
δεν ξέρω αν τα ρούχα αυτά ο Οδυσσέας τα φόραγε στο σπίτι
ή μήπως του τα χάρισε κάποιος του σύντροφος, ενώ ταξίδευε
πάνω στο γρήγορο πλεούμενο, μπορεί και φίλος που τον φιλοξένησε,
γιατί πολλοί τον Οδυσσέα αγάπησαν—λίγοι Αχαιοί
του έμοιαξαν σ' αυτό.
Κι εγώ του χάρισα χάλκινο ξίφος, πανωφόρι ωραίο,
διπλόφαρδο και πορφυρό, χιτώνα με δέρμα ξακρισμένο.
Τέλος τον ξεπροβόδισα με σέβας και τιμή ως το γεροδεμένο του καράβι.
Και κάτι ακόμη· είχε, στα χρόνια κάπως μεγαλύτερο, τον κήρυκά του συνοδό-
γι* αυτόν μπορώ να πω πώς έδειχνε στην όψη:
ώμοι λιγάκι στρογγυλοί, το δέρμα μελαψό, σγουρά μαλλιά,
τον λέγαν Ευρυβάτη· αυτόν από όλους τους συντρόφους
ο Οδυσσέας τιμούσε πιο πολύ, γιατί είχε γνώμη
ταιριαστή με τη δική του.»
Έτσι μιλώντας, κι άλλο της άναψε τον πόθο για θρήνο γοερό,
αναγνωρίζοντας σημάδια απαραγνώριστα στα λόγια του Οδυσσέα.
Όταν συνήλθε, πήρε ξανά τον λόγο λέγοντας:
«Ξένε μου, σε συμπάθησα απ' την αρχή, μα τώρα θα μου γίνεις
φίλος πολύτιμος σε τούτο το παλάτι.
Να ξέρεις, τα ρούχα αυτά που λες εγώ του τα 'δωσα, αφού τα δίπλωσα
στην κάμαρή μου κι έβαλα πάνω τους περόνη λαμπερή,
να καμαρώνει όταν τα φορεί.
Κι όμως εγώ δεν θα τον ξαναδώ στο σπίτι να γυρίζει,
να δει κι αυτός μια μέρα την πατρίδα του.
Μοίρα κακή τον στρίμωξε να φύγει, σε βαθουλό ανεβαίνοντας καράβι,
το Κακοΐλιο να πάει να δει, το ακατονόμαστο.»

[ 278 ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πάλι, μυαλό εφευρετικό:


«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
μην το χαλάς το ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις κι άλλο την καρδιά σου
θρηνώντας για τον άντρα σου.
Δεν λέω πως το βρίσκω αταίριαστο· κάθε γυναίκα οδύρεται, αν χάσει
τον πιστό της σύντροφο, που σμίγοντας μαζί του σ έρωτα
του γέννησε παιδιά, και πόσο μάλλον αν τον Οδυσσέα έχει ταίρι της,
που η φήμη του τον φέρνει ωραίο σαν θεό.
Όμως σταμάτησε το κλάμα, πρόσεξε τώρα τι θα πω,
θα σου μιλήσω αληθινά, τίποτα δεν θα κρύψω.
Άκουσα με τ' αφτιά μου εγώ του Οδυσσέα τον νόστο,
όχι μακριά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα. Είπαν πως ζει,
και φέρνει μάλιστα μαζί του πολλά κειμήλια πολύτιμα,
όσα γυρίζοντας τον κόσμο μάζεψε· έχασε όμως τους εταίρους
και το βαθύ καράβι του, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, μόλις που άφησε
της Θρινακίας το νησί, γιατί ο Ήλιος εξοργίστηκε κι ο Δίας μαζί του—
του Ήλιου τα γελάδια έσφαξαν οι σύντροφοί του.
Έτσι, αυτοί αφανίστηκαν και πάνε, όλους τούς έπνιξε ο πόντος πολυκύμαντος.
Μόνο εκείνον το κύμα της θαλάσσης, καβάλα στην καρίνα, τον έβγαλε
σε μιαν ακτή, στη χώρα των Φαιάκων, που η φύτρα τους από θεούς κρατεί,
κι αυτοί εγκάρδια τον τίμησαν, λες κι ήτανε θεός,
του πρόσφεραν δώρα πολλά κι έδωσαν λόγο πίσω να τον γυρίσουν
στην πατρίδα του, δίχως να πάθει τίποτε.
Θα είχε κιόλας φτάσει ο Οδυσσέας εδώ, αλλά φαντάστηκε
πιο κερδοφόρο να κάνει γύρα στα περίχωρα, μαζεύοντας κι άλλα αγαθά.
Γιατί απ' όλους τους θνητούς της γης εκείνος ξέρει πιο καλά
πώς να κερδίζει περισσότερα—σ' αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να τον παραβγεί.
Όσα σου λέω ο Φείδων, ο βασιλιάς των Θεσπρωτών, σ' εμένα τα ομολόγησε,
και πήρε όρκο, κάνοντας στο παλάτι του σπονδή, πως είχαν ρίξει πια
στο κύμα το καράβι, πως τον περίμεναν τον Οδυσσέα οι ναύτες,
για να τον ταξιδέψουν στην πατρίδα του.
Εμένα ωστόσο ο Φείδων μ' έστειλε εδώ πρωτύτερα*
έτυχε να 'ρχεται θεσπρωτικό καράβι σ' αυτά τα μέρη,
πήγαινε στο Δουλίχιο, που βγάζει άφθονο σιτάρι. Αλλά και τα αποκτήματα,
όσα ο Οδυσσέας μάζεψε, τα 'δειξε ο Φείδων και σ' εμένα—
δέκα γενιές μ' αυτά μπορούν να ζήσουν και να περισσέψουν,
τόσα του Οδυσσέα τα πλούτη στο βασιλικό παλάτι στέκουν.
Όσο για κείνον, είπε πως πήγε στη Δωδώνη, να μάθει
τη βουλή του Δία, όπως τη φανερώνει η δρυς με τ' αψηλό της φύλλωμα·
το πώς, μετά τα τόσα χρόνια που έλειψε, θα 'πρεπε να νοστήσει
στην πατρίδα του, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
Γι' αυτό σου λέω, σώος εκείνος είναι και όπου να 'ναι φτάνει,

[ 279 ]
Ραψωδίαω,469-548

βρίσκεται πια κοντά σου, δεν πρόκειται να μείνει για πολύ


μακριά από δικούς κι από πατρίδα. Όρκο θα πάρω τώρα να πειστείς:
μάρτυς μου πρώτα ο Δίας, ύπατος, παντοδύναμος θεός,
μάρτυς μου ακόμη αυτή η εστία στο σπιτικό του Οδυσσέα, που βρίσκομαι,
όλα θα γίνουν ακριβώς όπως τα είπα κι όπως τ* άκουσες·
προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ,
μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει
η νέα σελήνη.»
Ανταποκρίθηκε η Πηνελόπη, φρόνιμο μυαλό:
«Μακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει αληθινός.
Τότε θα γνώριζες καλά και τη δική μου αγάπη και τη δική σου
ανταμοιβή, δώρα πολλά—θα σε μακάριζε γι* αυτά
όποιος θα τύχαινε κοντά σου να βρεθεί.
Μα η δική μου η ψυχή αλλιώς φαντάζεται το μέλλον
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, ούτε κι εσύ
κάποιον θα βρεις να σε ξεπροβοδίσει.
Γιατί σε τούτο το παλάτι πια οικοδεσπότες τέτοιοι δεν κυκλοφορούν,
ωσάν τον Οδυσσέα, που ανάμεσά μας, αν έζησε ποτέ κι αυτός,
φιλόξενος τους τίμιους ξένους τούς δεχόταν και τους προβοδούσε.
. Όμως ελάτε τώρα, παρακόρες, ώρα να πλύνετε τον ξένο και να του στήσετε
μια κλίνη, με στρώμα, με προβιές και με λευκά σεντόνια που να λάμπουν,
να μην τον βρει η Αυγή χρυσόθρονη ξεπαγιασμένο.
Και το πρωί, μόλις θα ξημερώσει, τον οδηγείτε στον λουτρό και τον μυρώνετε·
μετά, στο πλάι του Τηλεμάχου καθισμένος, το φαγητό του
ας γευτεί, κανονικά μες στο παλάτι. Πικρά θα μετανιώσει
όποιος κακό\)η)χος τολμήσει κι άλλο να τον πειράξει· δεν θα προλάβει
να συντελέσει το έργο του, όσο κι αν βράζει από θυμό.
Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ
η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη,
αν σ' άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ' αυτό το σπιτικό
να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
Του ανθρώπου η ζωή, το ξέρεις, είναι λειψή και λίγη,
κι όποιος από τη φύση του άσπλαχνος, άσπλαχνα φέρεται,
όσο που ζει, όλοι τον καταριούνται, να πέσουν πάνω του
πόνοι και βάσανα· αλλά κι όταν πεθάνει, οι πάντες πάλι τον χλευάζουν.
Όποιος αντίθετα άψογος στη ζωή του μένει, όποιος στοχάζεται άψογα,
τη φήμη του κυκλοφορούν οι ξένοι σ' όλον τον κόσμο
και το καλό του όνομα πολλοί το μελετούν.»
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
βαριές μου πέφτουν εμένα οι προβιές, βαριά και τα κατάλευκα σεντόνια,
αφότου ξενιτεύτηκα μ' ένα μακρόκουπο καράβι, αφήνοντας

[ 280 ]
Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

την Κρήτη με τα χιονισμένα της βουνά.


Γι* αυτό σαν τότε θέλω να πλαγιάσω, που ξάγρυπνες οι νύχτες μου περνούσαν,
νύχτες πολλές που στριφογύριζα σ' άβολο στρώμα, προσμένοντας
πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Αλλά και το ποδόλουτρο που λες, ας μείνει τώρα, δεν το θέλω·
καμιά γυναίκα δεν θ' αγγίξει τα δικά μου πόδια, όσες στο σπιτικό
κυκλοφορούν δουλεύοντας. Εκτός κι αν είναι μια γερόντισσα
δοκιμασμένη από τα χρόνια, με φρόνημα σωστό,
να 'χει υποφέρει η \)η)χούλα της όσα υπέφερα κι εγώ*
αυτή δεν θα το αρνιόμουν να πιάσει με τα χέρια της τα πόδια μου.»
Ανταποκρίθηκε με τη δική της φρόνηση η Πηνελόπη:
«Καλέ μου ξένε, κανείς ως τώρα, απ' όσους φιλοξένησα, δεν έφτασε
σ* αυτό το αρχοντικό με το δικό σου το μυαλό,
που όλα τα λόγια σου βγαίνουν στοχαστικά και ταιριασμένα.
Έχω λοιπόν κοντά μου μια γερόντισσα που κόβει το μυαλό της,
αυτή εκείνον και τον βύζαξε και τον ανάθρεψε τον δύστυχο,
αυτή τον πήρε στην αγκάλη της, μόλις που βγήκε απ* την κοιλιά της μάνας του·
αυτή τα πόδια σου θα πλύνει, κι ας της απόμειναν λίγες δυνάμεις.
Έλα, καλή μου Ευρύκλεια, σήκω και σίμωσε, να νίψεις κάποιον συνομήλικο
του κύρη σου· ανίσως κάπου ο Οδυσσέας βρίσκεται, τέτοια θα είναι
τα ποδάρια και τα χέρια του, γιατί πριν απ* την ώρα τους γερνούν
όσοι τούς χτύπησε η συμφορά.»
Έτσι της μίλησε, κι έκρυψε η γερόντισσα το πρόσωπο στα χέρια της·
χύνοντας δάκρυα θερμά, μέσα στο κλάμα της ξεστόμισε αυτά τα λόγια:
«Γιε μου ακριβέ, εγώ μαζί σου άλλη εξήγηση δεν βρίσκω· θα πρέπει
ο Δίας να σε μίσησε απ* όλους τους ανθρώπους περισσότερο, εσένα τον θεοσεβή.
Κι όμως κανείς βροτός στον Δία, που τον τέρπει ο κεραυνός,
δεν έκαψε τόσα παχιά μεριά, δεν πρόσφερε
εκατόμβες διαλεχτές, όσες του πρόσφερες εσύ, καθώς ευχόσουν
να φτάσεις κάποτε σε γηρατειά μακαρισμένα και ν* αναθρέψεις
ένα γιο λαμπρό· μα να που τώρα είσαι ο μόνος στερημένος
από του νόστου σου τη μέρα.
Μπορεί και κείνον κάποιες δούλες, εκεί μακριά στα ξένα,
να τον βρίζουν, κάθε φορά που φτάνει σε ξακουσμένο αρχοντικό,
όπως αυτές οι σκύλες που όλες μαζί βρίζουν εσένα, ξένε.
Φαντάζομαι πως θέλοντας το όνειδός τους ν' αποφύγεις, την ξεδιαντροπιά τους,
δεν δέχεσαι καμιά τους να σε πλύνει. Εμένα ωστόσο, με τη θέλησή μου,
την εντολή μού έδωσε του Ικαρίου η κόρη, η μυαλωμένη Πηνελόπη,
γι* αυτό και πρόθυμα τα πόδια σου θα πλύνω, για τη δική σου χάρη
και της Πηνελόπης, καθώς αφόρμισαν και πάλι μέσα μου οι καημοί.
Άκουσε τώρα και τον λόγο που θα πω: πολλοί οι ξένοι
και βασανισμένοι που πάτησαν σ' αυτό το σπίτι, κανένας όμως

[28ι1
Ραψωδία τ, 3^0-461

που τον είδανε τα μάτια μου δεν έμοιαζε, όσο εσύ, του Οδυσσέα,
και στο παράστημα και στη φωνή του και στα πόδια.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Καλή γερόντισσα, το ίδιο λεν κι οι άλλοι που μας είδαν με τα μάτια τους
τους δυο μας· πως μεταξύ μας μοιάζουμε πολύ, καθώς το παρατήρησες
κι εσύ τώρα και το ομολόγησες.»
Τελειώνοντας, πήρε η γερόντισσα στα χέρια της λεβέτι γυαλισμένο—
το ίδιο είχε και για το ποδόλουτρο εκείνου· χύνει μετά άφθονο κρύο νερό
κι έπειτα από πάνω του ζεστό. Ο Οδυσσέας στο μεταξύ
καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το τζάκι, μένοντας έτσι στο σκοτάδι,
γιατί του πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα μήπως και ψαύοντας
αναγνωρίσει την ουλή του, και ξαφνικά φανερωθούν τα πάντα.
Σίμωσε τότε εκείνη, πήρε τον κύρη της να νίβει, έπεσε όμως πάνω
στην ουλή του—και ξαφνικά την αναγνώρισε. Ουλή που κάποτε
ένας κάπρος με το λευκό του δόντι τού στιγμάτισε, κάπου στον Παρνασσό,
πηγαίνοντας να συναντήσει τον Αυτόλυκο και τα παιδιά του,
λαμπρό πατέρα της μητέρας του, που ξεπερνούσε τους ανθρώπους
στην πονηρή κλεψιά, πατώντας και τον όρκο του—χαρίσματα ενός θεού,
του ίδιου του Ερμή· αφού ο Αυτόλυκος για χάρη του έκαιγε
ευπρόσδεκτα μεριά, ερίφια κι αρνιά, σ' αντάλλαγμα ο θεός
έγινε πρόθυμός του παραστάτης.
Λοιπόν, μια μέρα, στην πόλη φτάνοντας ο Αυτόλυκος της εύφορης Ιθάκης,
λεχώνα πέτυχε τη θυγατέρα του με μόλις νεογέννητο παιδί,
οπότε η Ευρύκλεια έβαλε το μωρό στα γόνατά του,
κι όπως είχε τελειώσει πια το δείπνο, εκείνη τον προσφώνησε μιλώντας:
«Αυτόλυκε, να βρεις ο ίδιος τώρα τ' όνομά του, όποιο εσύ θα βάλεις
στο παιδί της θυγατέρας σου, εσύ που ευχόσουν πάντα ν' αποχτήσεις εγγονό.»
Τον λόγο παίρνοντας ο Αυτόλυκος μίλησε τότε δυνατά:
«Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούσετε ποιο όνομα του δίνω·
έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, που πάει να πει από πολλούς θυμώθηκα,
γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας
από τη μια χώρα στην άλλη—
γι' αυτό ονομάζω Οδυσσέα το παιδί, έτσι να το φωνάζουν.
Όσο για μένα, όταν με το καλό θα μεγαλώσει, έφηβος πια
να 'ρθει στον Παρνασσό, στο πατρικό της μάνας του, όπου φυλάω τα πλούτη μου·
θα του χαρίσω τότε μερτικό γενναίο, και πιο χαρούμενο θα τον ξεπροβοδίσω.»
Έτσι, μια μέρα ο Οδυσσέας πήγε να πάρει τα ταξίματα,
θαυμάσια δώρα· οπότε ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του, μόλις τον είδαν,
του έσφιξαν εγκάρδια το χέρι, του μίλησαν γλυκά κι ωραία.
Ενώ της μάνας του η μάνα τον κράτησε στην αγκαλιά της, τον φιλούσε τρυφερά,
μια στο κεφάλι, μια στα ωραία του μάτια.
Οπότε ο Αυτόλυκος πρόσταξε τώρα τους τιμημένους γιους του να ετοιμάσουν

[ 282 1
Νίτηρα

δείττνο· κι αυτοί υπακούοντας στην εντολή του έφεραν μέσα


ένα βόδι αρσενικό, πεντάχρονο, το έγδαραν και το φρόντισαν, όλο το κόβουν
σε κομμάτια, μετά το λιάνισαν, το πέρασαν στις σούβλες επιδέξια,
το *ψησαν στη φωτιά με τέχνη, τέλος το μοίρασαν.
Έτσι, όλη μέρα, ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, έτρωγαν κι έπιναν,
και κανενός δεν έλειψε το δίκαιο μερτικό.
Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, επήγαν τότε
να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύττνου.
Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κι αμέσως κίνησαν να πάνε για κυνήγι τα κυνηγόσκυλα κι οι γιοι του Αυτολύκου—
μαζί τους πήγαινε κι ο Οδυσσέας.
Επήραν ν' ανεβαίνουν το απόκρημνο βουνό του Παρνασσού,
με δάση σκεπασμένο, κι έφτασαν γρήγορα στους ανεμοδαρμένους λόγγους.
Την ώρα εκείνη ο ήλιος ανατέλλοντας έριχνε τις ακτίνες του
στη γη, απ' τον βαθύρροο Ωκεανό ανεβαίνοντας, με τα νερά του ασάλευτα.
Και τότε βρέθηκαν οι κυνηγοί βαθιά στη λαγκαδιά·
μπροστά τους έτρεχαν τα κυνηγόσκυλα, ψάχνοντας ίχνη αγριμιών,
κι ακολουθούσαν πίσω τους οι γιοι του Αυτολύκου—
ανάμεσά τους ο Οδυσσέας θείος, πλάι στα σκυλιά, κραδαίνοντας
στο χέρι μακρόσκιο δόρυ.
Μέσα σε λόχμη απέραστη χωμένος ο τεράστιος κάπρος—
λόχμη που μήτε των υγρών ανέμων οι ριπές περνούσαν,
μήτε κι ο ήλιος με τις πάμφωτες ακτίνες του την έφτανε,
μήτε η βροχή δεν νότιζε το χώμα της, τόσο πυκνή που ήταν—
και γύρω εκεί πεσμένα φύλλα αμέτρητα.
Ακούγοντας ο κάπρος των κυνηγών και των σκυλιών το ποδοβολητό,
καθώς εκείνοι προχωρούσαν για να τον κεντρίσουν,
τους βγήκε αντίκρυ από τον λόγγο, με την κορφή ανατριχιασμένη,
με μάτια που πετούσαν φλόγες, κι αυτοί όλο και πιο κοντά του ζύγωναν.
Πρώτος απ' όλους ο Οδυσσέας όρμησε, ψηλά σηκώνοντας στο στιβαρό του χέρι
το μακρύ κοντάρι, έτοιμος να χτυπήσει· τον πρόλαβε όμως,
λοξά πετάχτηκε ο κάπρος κι έσκισε με το δόντι του,
πάνω απ' το γόνατο, τη σάρκα, αλλά δεν έφτασε η πληγή στο κόκαλο.
Συγχρόνως ο Οδυσσέας έριξε το δόρυ, τον πέτυχε στον ώμο τον δεξή,
πέρασε η αιχμή από το φωτεινό του δόρυ βγαίνοντας στην άλλην άκρη,
κι αυτός μουγκρίζοντας πέφτει στο σκονισμένο χώμα, και ξεψύχησε.
Τον κάπρο οι γιοι του Αυτόλυκου έτρεξαν να φροντίσουν,
μετά με τέχνη δένουν την πληγή του άψογου, ισόθεου Οδυσσέα,
το μαύρο αίμα με ξόρκι σταματώντας—ύστερα γύρισαν
στα πατρικά τους δώματα.
. Εκεί ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του γιάτρεψαν τον Οδυσσέα καλά,
του χάρισαν ωραία δώρα και, δίχως καθυστέρηση, γερό πια και χαρούμενο,

[ 26ο ]
Ραψωδία τ, 461-53^

τον έστειλαν στην πατρική του Ιθάκη.


Όπου ο πατέρας του κι η σεβαστή του μάνα, ολόχαροι με την επιστροφή του,
πήραν τα πάντα να ρωτούν, βλέποντας το σημάδι της ουλής του.
Οπότε εκείνος εξιστόρησε καταλεπτώς το τι και πώς
επάνω στο κυνήγι ο κάπρος τον στιγμάτισε με το λευκό του δόντι,
όταν στον Παρνασσό ανέβηκε να κυνηγήσει, παρέα
με τους γιους του Αυτολύκου.
Λοιπόν, εκείνη την ουλή η γερόντισσα μόλις, τα χέρια κατεβάζοντας,
την άγγιξε και ψηλαφώντας πια την αναγνώρισε, αμόλησε
το πόδι στον αέρα· έπεσε τότε του Οδυσσέα το πόδι μέσα στο λεβέτι,
βρόντηξε ο χαλκός, έγειρε η λεκάνη πλάι, χύθηκε
όλο το νερό στο χωματένιο δάπεδο.
Και πάνω εκεί η Ευρύκλεια ένιωσε μέσα της χαρά και. πόνο,
τα μάτια της πλημμύρισαν στο δάκρυ, πιάστηκε η σωστή φωνή της,
ώσπου ακούμπησε το χέρι της στου Οδυσσέα το γένι
και μετά βίας μίλησε:
«Γιε μου, αλήθεια ο Οδυσσέας είσαι! Κι εγώ πιο πριν
δεν σ' αναγνώρισα, προτού τον κύρη μου παντού να ψηλαφήσω.»
Μιλώντας, έριξε το μάτι της στην Πηνελόπη, θέλοντας να της κάνει
νόημα πως είναι εδώ ο αγαπημένος της, μέσα στο σπίτι.
Εκείνη όμως δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καν να σκεφτεί,
γιατί ξεστράτισε η Αθηνά τον νου της.
Στο μεταξύ με το δεξί του χέρι ο Οδυσσέας έπιασε τη γριά απ' τον λαιμό,
ενώ με το άλλο του την τράβηξε κοντά του και μυστικά της είπε:
«Μανούλα, θες αλήθεια να με καταστρέψεις; Εσύ μ* ανάθρεψες
με γάλα πάνω στο βυζί σου. Και να που τώρα, μετά τα τόσα
βάσανα και πάθη, γύρισα επιτέλους στην πατρίδα—κοντεύουν πια
να κλείσουν είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αφού όμως με γνώρισες, μ ενός θεού τη φώτιση,
τώρα μιλιά, ψυχή να μην το μάθει μέσα στο παλάτι.
Κάτι θα πω, και πες το σίγουρα πως έγινε:
αν με το χέρι μου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,
κι ας ήσουν παραμάνα μου, δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις,
όταν τις άλλες δούλες, σε τούτο, το δικό μου το παλάτι,
όλες θα σφάξω με το χέρι μου.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η γνωστική Ευρύκλεια:
«Παιδί μου, τι λόγος πάλι αυτός που βγήκε από το στόμα σου!
Ξέρεις πως έχω μέσα μου μεγάλη δύναμη που δεν λυγίζει,
δεν υποχωρεί· θα κρατηθώ λοιπόν, σαν τη σκληρή την πέτρα,
σαν το σίδερο.
Και τώρα κάτι άλλο θα σου πω, κι εσύ βάλ' το καλά στον νου σου:
αν με το χέρι σου κάποιος θεός δαμάσει τους περήφανους μνηστήρες,

[ 26ο ]
Νίπτρα. Όδνσσέως και Πηνελόπης ομιλία

εγώ θα σου τις φανερώσω μία προς μία τις γυναίκες,


ποιες σ' ατιμάζουν στο παλάτι και ποιες αθώες έμειναν.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γερόντισσα, δεν θα μου πεις εσύ το τι συμβαίνει, δεν είναι αυτή δουλειά δική σου·
μπορώ και μόνος μου να κρίνω, θα μάθω καθεμιάς τη στάση και το φρόνημα.
Εσύ κράτα το στόμα σου κλειστό, άφησε στους θεούς τα υπόλοιπα.»
Έτσι της μίλησε, κι αμέσως η γερόντισσα βγήκε απ' την κάμαρη,
νερό να φέρει πάλι για τα πόδια του, αφού το πρώτο
είχε ολότελα χυθεί. Μετά του απόνιψε τα πόδια, με λάδι τ' άλειψε,
και τότε εκείνος τράβηξε το σκαμνί κοντύτερα στο τζάκι,
να ζεσταθεί, σκεπάζοντας με τα δικά του ράκη την πληγή.
Και τότε, μεταξύ τους τον λόγο πήρε η Πηνελόπη, έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, θέλω κι εγώ κάτι μικρό να σε ρωτήσω—
σε λίγο φτάνει της γλυκιάς ανάπαψης η ώρα, όποιον τον πιάνει
η γλύκα του ύπνου, κοιμίζοντας και τις ακοίμητες φροντίδες του.
Εμένα μόνο ένας θεός μού φόρτωσε πένθος αμέτρητο·
οι μέρες μου περνούν με βογγητό και κλάμα, κι αυτό
μ' ανακουφίζει, ενώ προσέχω τις δουλειές μόυ και τις δούλες,
πόσο φροντίζουνε το σπιτικό.
Τις νύχτες όμως, σαν πέσει το σκοτάδι, όταν οι άλλοι όλοι
πέφτουν να ξαποστάσουν, εγώ στο στρώμα μου αγρυπνώ και τη βαριά καρδιά μου
τη σφάζει ο πόνος της αβάσταχτης λαχτάρας μου.
Πώς του Πανδάρου η κόρη, η χλωροπράσινη Αηδόνα,
σέρνει το ωραίο τραγούδι της στα δέντρα καθισμένη, κρυμμένη
στο ττυκνό τους φύλλωμα, κι αλλάζει κάθε τόσο τη φωνή της
μ ανήκουστο κελαηδισμό, τον Ίτυλο θρηνώντας, το παιδί της,
του βασιλιά Ζήθου τον γιο, που κάποτε μέσα στην παραζάλη της
τον έσφαξε· έτσι κι εγώ, στα δυο μοιράζεται
η καρδιά μου κι αμφιβάλλω: να μείνω πλάι στον γιο μου, για να φυλάξω
όλα τα αγαθά μου, βιος, δούλες, το ψηλόροφο μεγάλο μας παλάτι,
να σεβαστώ του αντρός μου το κρεβάτι, τη φήμη μου στον κόσμο·
ή μήπως έφτασε ο καιρός κάποιο Αχαιό να ακολουθήσω,
τον καλύτερο, όποιον γυναίκα του γυρεύει να με πάρει, προσφέροντας
και πανωπροίκι ασυναγώνιστο.
Γιατί κι ο γιος μου, πριν να πήξει το μυαλό του, παιδάκι ακόμα,
δεν μ' άφηνε να ξαναπαντρευτώ, το σπίτι εγκαταλείποντας·
μα τώρα που μεγάλωσε κι έγινε πια παλληκαράκι, φωνάζει
κι εύχεται να φύγω από το σπίτι, έξαλλος που ρημάζουν
οι μνηστήρες τ' αγαθά του.
Αλλά άκου, εξήγησε κι αυτό μου τ' όνειρο:
Είκοσι χήνες στην αυλή μου τρώνε το μουλιασμένο στάρι,
κι εγώ τις βλέπω και τις χαίρομαι· μα ξαφνικά, από το βουνό χυμώντας,

[ 285 ]
Ραψωδίαω,469-548

πάνω τους πέφτει αετός αγκυλομύτης και τους τσακίζει


τον λαιμό· όλες νεκρές σωριάζονται επιτόπου, κι ο αετός
υψώνεται στον θείο αιθέρα.
Εγώ, στο όνειρο μέσα, κλαίω και σφαδάζω, τριγύρω μου
μαζεύονται ντόπιες γυναίκες καλοπλέξουδες, συμπάσχοντας
για τον πικρό οδυρμό μου, που ένας αετός θανάτωσε τις χήνες μου.
Εκείνος όμως ξαναγύρισε, κάθησε τώρα στο ψηλότερο μπρέκι της στέγης,
ανθρώπινη πήρε μιλιά και με παρηγορούσε:
"Θάρρεψε, του κοσμοξακουσμένου Ικαρίου κόρη, όχι,
δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια καλοσήμαδη που γρήγορα θα γίνει πράξη·
οι χήνες οι μνηστήρες είναι, ο αετός εγώ,
πουλί πετούμενο, είμαι ο δικός σου· γύρισα πίσω τώρα
θανατικό να φέρω & όλους τους μνηστήρες."
Έτσι μου μίλησε, κι εμένα λύθηκε ο γλυκός μου ύτϊνος,
τα μάτια ανοίγοντας κοίταξα γύρω μου και βλέπω στον αυλόγυρο
τις χήνες να τσιμπολογούν το στάρι πλάι στη σκάφη,
όπως και πριν.»
Ανταποκρίθηκε τότε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω δέσποινά μου, δεν υπάρχει τρόπος άλλη το όνειρό σου
εξήγηση να βρει- αφού το εξήγησε ο Οδυσσέας ο ίδιος, είπε
το πώς θα βγει. Όλεθρος κιόλας φανερώνεται για τους μνηστήρες όλους,
κανείς δεν θα γλιτώσει τον φονικό του θάνατο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόττη, με φρόνηση και γνώση:
«Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, όμως
δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
Δυο πύλες έχουν τα όνειρα, σκιές ανήμπορες,
τη μια από κέρατο, την άλλη από φίλντισι φτιαγμένη:
όποια απ' τη φιλντισένια πύλη βγαίνουν που γυαλίζει,
μας ξεγελούν και ψεύτικα μηνύματα μας φέρνουν
εκείνα όμως που περνούν θυρόφυλλα από γυαλισμένο κέρατο, αυτά
εκπληρώνονται, όποιος τα ονειρευτεί στον ύττνο του.
Όσο για το δικό μου, όνειρο τρομερό, φοβάμαι πως δεν πέρασε
από την ττύλη αυτή—κάτι που θα 'φερνε αγαλλίαση
σ' εμένα και στον γιο μου.
Μα τώρα θέλω κάτι άλλο να σου πω, κι εσύ βάλ' το στον νου σου:
αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, αυτή θα με χωρίσει
από του Οδυσσέα το σπίτι. Το έχω αποφασίσει, θα στήσω
αγώνισμα με τα πελέκια—αυτά που εκείνος έστηνε
μέσα σε τούτο το παλάτι, δώδεκα στη σειρά, διχαλωτά
σαν καραβίσια ξύλα, κι από μακριά τοξεύοντας, το βέλος του
πέρα για πέρα όλα τα περνούσε.
Τώρα λοιπόν θα βάλω στους μνηστήρες το άθλημα,

[ 286 ]
Όδυσσέως καΐ Πηνελόπης ομιλία

κι όποιος με δίχως ζόρι τεντώσει στις παλάμες του το τόξο


και κατορθώσει να περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια,
μ' αυτόν θα πάω, πίσω θ' αφήσω το γαμήλιο σπίτι,
πανέμορφο στ' αλήθεια και με τόσα πλούτη—
θα το θυμάμαι κάποτε, θα το φαντάζομαι μόνο στα όνειρά μου.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γυναίκα σεβαστή, του Οδυσσέα ταίρι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης,
μην αναβάλλεις άλλο σ* αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
γιατί θα τους προλάβει ο Οδυσσέας πανούργος και θα βρεθεί
εδώ, προτού πιάσουν αυτοί στα χέρια τους το τορνεμένο τόξο,
προτού τεντώσουν τη χορδή, προτού το βέλος τους περάσει
τ' ατσάλινα πελέκια.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, αν θες, μπορείς μέσα σ αυτή την κάμαρη, κοντά μου
καθισμένος, ν' ανακουφίζεις την ψυχή μου με τα λόγια σου—δεν θα 'κλεινε
τα βλέφαρά μου ο ύπνος. Αλλά δεν γίνεται να ξαγρυπνούν
για πάντα οι άνθρωποι· έτσι το όρισαν για τους θνητούς οι αθάνατοι,
μοίρα του καθενός πάνω στη γη, που μας χαρίζει τα γεννήματά της.
Εγώ τώρα θ' ανέβω στο υπερώο, θα πέσω στο κρεβάτι μου,
ευνή των στεναγμών μου, στα δάκρυα μουσκεμένη,
αφότου ο Οδυσσέας έφυγε να πάει στο ακατονόμαστο εκείνο Κακοΐλιο.
Εκεί πηγαίνω να πλαγιάσω εγώ, εσύ πλάγιασε εδώ,
μέσα στο σπίτι μου· στρώσε, αν θες, κατάχαμα, αλλιώς θα πω
να σου ετοιμάσουνε κρεβάτι.»
Έτσι μιλώντας, πήρε στο φωτεινό υπερώο ν' ανεβαίνει—
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν κι οι άλλες παρακόρες.
Κι όταν ανέβηκε στην κάμαρή της με τις βάγιες,
στο κλάμα πάλι παραδόθηκε, τον Οδυσσέα θρηνώντας, τον αγαπημένο της,
ωσότου η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, στα βλέφαρά της
στάλαξε νήδυμο ύπνο.

287
Τά προ της μνηστηροφονίας

ΟΤΕ στον πρόδομο εττήγε να ττλαγιάσει ο θείος Οδυσσέας.

Τ Έστρωσε κάτω αδούλευτο βοδίσιο δέρμα, πάνω του έριξε


πολλές προβιές—-από τα πρόβατα που σφάζουν οι Αχαιοί στο γλέντι τους·
σαν έγειρε να κοιμηθεί, τον σκέπασε η Ευρυνόμη με μια κάπα.
Αλλά εκείνος πλαγιασμένος αγρυπνούσε, ο νους του μελετούσε
πώς θα χαλάσει τους μνηστήρες* οπότε βλέπει και τις δούλες να βγαίνουν
έξω απ* το παλάτι, όσες συνήθιζαν και πριν με τους μνηστήρες
να κοιμούνται, όλο γελάκια και χαρούλες μεταξύ τους.
Πήγε να σπάσει στα στήθη η καρδιά του, μην ξέροντας τι να διαλέξει ο νους του:
να πεταχτεί ξοπίσω τους, μια μια να τις σκοτώσει;
να τις αφήσει να κυλιστούν στον έρωτα με τους ξετσίπωτους μνηστήρες,
για τελευταία κι ύστατη φορά; Σκύλιαζε μέσα του η καρδιά.
Πώς, γύρω στ' άπλερά της κουταβάκια, γαβγίζει η σκύλα
τον ξένο που δεν ξέρει, έτοιμη να χυμήξει πάνω του,
όμοια κι εκείνος γάβγιζε, έβραζε ο θυμός με την ξεδιαντροπιά τους.
Μιλώντας τότε τα *βαλε με την καρδιά του, τα στήθη του χτυπώντας:
«Καρδιά μου, κράτα! Κράτησες άλλοτε και πιο σκυλίσιο πόνο,
όταν ο Κύκλωπας, άγριος κι ασυγκράτητος, σου έφαγε
γενναίους συντρόφους· κι όμως εσύ δεν δείλιασες, ώσπου
το κοφτερό μυαλό σου σ' έβγαλε έξω απ' τη σττηλιά, κι ας βρέθηκες
στο χείλος του χαμού.»
Έτσι μιλώντας, μάλωνε με την καρδιά του, κι αυτή τον άκουσε
και συγκρατήθηκε, να μην ξεσπάσει η τόση οργή της.
Ο ίδιος όμως τώρα στριφογύριζε στο στρώμα του σαν σβούρα.
Πώς κάποιος, σε φωτιά αναμμένη που φουντώνει, βάζει
σπληνάντερο, ξίγκι γεμάτο κι αίμα, και σβέλτα το γυρίζει,
μια από δω μια από κει, καθώς ορέγεται το γρηγορότερο
ψημένο να το δει· έτσι κι αυτός, γυρίζοντας συνέχεια τιλευρό, στριφογυρνούσε,
γιατί τον τυραννούσε η σκέψη πώς θα μπορέσει χέρι
να βάλει στους ξεδιάντροπους μνηστήρες, μόνος αυτός με τους πολλούς.
Φάνηκε τότε πλάι του η Αθηνά· τον ουρανό αφήνοντας,
την όψη παίρνοντας θνητής γυναίκας, στάθηκε
πάνω απ' το κεφάλι του κι έτσι του μίλησε:
«Μου μένεις πάλι ξάγρυπνος, του κόσμου εσύ ο πιο δυστυχισμένος;
Μα να το σπίτι σου, να τη η γυναίκα σου μέσα στο σπίτι,

[ 288 1
Τά πρό της μνηστηροφονίας

να τος κι ο γιος σου, τέτοιος που θα τον ζήλευε κάθε πατέρας.»


Της αποκρίθηκε με το πανέξυπνο μυαλό του ο Οδυσσέας:
«Το παραδέχομαι, θεά, όλα τα λόγια σου σωστά και μετρημένα.
Όμως εμένα ο νους μου ταλαντεύεται, η σκέψη μου απορεί
πώς θα μπορέσω να βάλω χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες,
μόνος εγώ, κι αυτοί πολλοί και μαζωμένοι εδώ.
Αλλά και κάτι ακόμη, μεγάλο και βαρύ, τον νου μου βασανίζει·
αν κατορθώσω να σκοτώσω τους μνηστήρες, με του Διός
και τη δική σου θέληση, πού θα μπορούσα καταφύγιο να βρω;
Θέλω ν* ακούσω τη δική σου σκέψη.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Κεφάλι αγύριστο, κάποιος στη θέση σου θα είχε εμπιστοσύνη
ακόμη και σε φίλο του κατώτερο, άντρα θνητό που το μυαλό του
δεν δουλεύει τόσο· όμως εγώ είμαι θεά, νύχτα και μέρα Παραμένω
φύλακάς σου σε κάθε αγώνα κι αγωνία σου. Τώρα ωστόσο καθαρά
θα σου μιλήσω: πες πως μας ζώνουν, εμάς τους δύο, πενήντα φάρες
βροτών που φλέγονται να μας σκοτώσουν πολεμώντας,
λοιπόν θα το κατόρθωνες εσύ μαζί μου ν* αρπάξεις και τα βόδια τους
και τα θρεμμένα αρνιά τους!
Αλλά καιρός ο ύπνος να σε πάρει· είναι ανυπόφορο να ξαγρυπνά
κάποιος όλη τη νύχτα· λέω πως σύντομα θα αναδυθείς
απ' τον βυθό της συμφοράς σου.»
Μιλώντας, έχυσε τον ύπνο πάνω στα βλέφαρά του—μετά πάλι
στον Όλυμπο γυρίζει, θεία θεά μες στις θεές.
Κι ενώ εκείνον ύπνος λυσιμελής τον πήρε, λύνοντας τα βάρη
της ψυχής του, την ίδια ώρα η στοχαστική γυναίκα του απότομα
ξυπνά και, καθισμένη στη μαλακή της κλίνη, άρχισε να θρηνεί.
Όταν τον θρήνο χόρτασε η ψυχή της, πρώτα στην Αρτεμη ευχήθηκε,
των γυναικών το θάμβος:
«Αρτεμη εσύ, θεά και δέσποινα, του Δία θυγατέρα, χάρη
θα μου προσφέρεις, αν ένα από τα βέλη σου τα στήθη μου
χτυπούσε κι έπαιρνες τη ζωή μου—τώρα. Ή άγρια θύελλα
να μ* άρπαζε ψηλά, κι από κατήφορους μετά που τους σκεπάζει ομίχλη
να μ' έριχνε στου Ωκεανού το στόμα, με τα νερά του που σε κύκλο κλείνουν.
Σαν τότε που τις άρπαξε τις κόρες του Πανδάρεου της θύελλας η δίνη.
Όταν αφάνισαν οι αθάνατοι τους δυο γονείς τους, εκείνες ξέμειναν
μες στο παλάτι ορφανές· οπότε η θεία Αφροδίτη τις μεγάλωσε
μ' ανθότυρο, μέλι γλυκό, ηδύποτο κρασί· η Ήρα πάλι,
τέτοια ομορφιά τούς χάρισε και γνώση, που δεν εγνώρισε στον κόσμο
άλλη γυναίκα· παρθένα η Αρτεμη, σαν κυπαρίσσι το κορμί τους ψήλωσε,
κι η Αθηνά τούς έμαθε να υφαίνουν εξαίσια φαντά.
Ώσπου η θεά Αφροδίτη, ψηλά στον Όλυμπο περιδιαβάζοντας,

[ 289 ]
Ραψωδίαω,469-548

επήγε για τις κόρες να γυρέψει γάμο θαλερό, να πάρει


ο Δίας απόφαση, θεός που ο κεραυνός τον τέρπει—
μόνος εκείνος είναι ο παντογνώστης, ξέρει τη μοίρα των θνητών ανθρώπων,
καλή ή κακή. Μα τότε οι Αρττυιες ανάρπαξαν τις κόρες,
στις στυγερές τις παραδίνουν Ερινύες, να τις φυλάν αυτές.
Άφαντη άμποτε κι εμένα να με κάνουν οι θεοί του Ολύμπου,
ή μ' ένα βέλος καλλιπλόκαμη να με χτυπούσε η Άρτεμη,
να δουν τον Οδυσσέα τα μάτια μου, σαν κατεβώ κάτω απ* το χώμα τούτο
που μισώ, να μην ευφράνω εγώ την όρεξη κάποιου που δεν το αξίζει.
Αλλά κι αυτό το ασήκωτο κακό, μπορεί κανείς να το σηκώσει,
φτάνει μόνο τις μέρες να θρηνεί, με τόση πίκρα που βαραίνει
την καρδιά του· τις νύχτες όμως αν βυθίζεται στον ύπνο που, κλείνοντας
βλέφαρα, κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί τα πάντα, και τα καλά και τα κακά.
Εμένα ωστόσο ο δαίμονας όνειρα αλλόκοτα μου στέλνει.
Τη νύχτα απόψε πλάγιαζε πλάι μου πάλι το είδωλό του,
ίδιος στην όψη όπως τη μέρα που έφυγε με τον στρατό του*
από χαρά πλημμύρισε η καρδιά μου, είπα δεν είναι όνειρο κι αυτό απατηλό,
πως ήταν η αλήθεια.»
Μονολογούσε ακόμη εκείνη, όταν επρόβαλε η Αυγή χρυσόθρονη.
Κι όπως συνέχιζε τον θρήνο της, άκουσε ο θείος Οδυσσέας τη φωνή της.
Μέσα στον λήθαργο, δούλευε ο νους του· φαντάστηκε πως πια
τον είχε αναγνωρίσει η Πηνελόπη, κι έστεκε τώρα,
πάνω απ' το κεφάλι του.
Μαζεύει αμέσως κάπα και προβιές που σκέπαζαν τον ύπνο του,
τ' απίθωσε σε κάποιο κάθισμα μέσα στην αίθουσα, ενώ
το δέρμα του βοδιού το 'φερε έξω από την πόρτα.
Μετά, τα χέρια υψώνοντας, στον Δία ευχήθηκε:
«Δία πατέρα, αν με το θέλημά σας οι θεοί, από πελάγη και στεριές,
εδώ με φέρατε στην πατρική μου γη πολυβασανισμένο,
τώρα για μένα ας ακουστεί σημαδιακή φωνή μέσα απ' αυτό το σπίτι
κάποιου που ξύπνησε, αλλά κι απέξω να φανερωθεί Διός σημάδι.»
Ευχήθηκε, κι ο Δίας βαθυστόχαστος άκουσε την ευχή του.
Από τον Όλυμπο που λάμπει, ψηλά απ' τα νέφη στέλνει
τη βροντή του, κι ένιωσε μέσα του χαρά ο θείος Οδυσσέας.
Συνάμα μια φωνή μέσα απ' το σπίτι ακούστηκε,
κάποιας γυναίκας που άλεθε εκεί κοντά, όπου οι χερόμυλοι
του βασιλιά ήσαν στημένοι—γυναίκες δώδεκα,
όλες μαζί, συνήθιζαν να αλέθουν σιτάρι και κριθάρι, αυτό που γίνεται
μεδούλι στα οστά του ανθρώπου.
Οι άλλες τότε το 'ριξαν ξανά στον ύπνο, μόλις το άλεσμά τους
αποτέλειωσαν. Και μόνο μια δεν έλεγε να σταματήσει ακόμη,
μικρή αυτή κι αδύναμη. Που ξαφνικά αφήνει τη μυλόπετρά της

[ 290 ]
Τά προ της μνηστηροφονίας

και ττήρε να μιλά—καλό σημάδι για τον βασιλιά της:


«Δία πατέρα, που θεούς κι ανθρώπους κυβερνάς,
βροντή μεγάλη βρόντηξες από τον ουρανό ψηλά, που τον στολίζουν
τ' άστρα, αλλά δεν βλέπω εδώ να φαίνεται κανένα συννεφάκι—
σε κάποιον σίγουρα φανέρωσες ετούτο το παράδοξο σημάδι.
Μα τώρα δώσε τέλος και στον δικό μου λόγο,
εμένα της ασήμαντης, ό,τι κι αν πω· ας βγει αυτή η τελευταία μέρα τους,
στερνή φορά που οι μνηστήρες κάθονται στου Οδυσσέα το σπίτι
και χαίρονται το φαγοπότι τους—κι εμένα αυτοί μου λύγισαν τα γόνατα,
που πρέπει με σφιγμένη την καρδιά να τους αλέθω
αλεύρι. Ας γίνει απόψε να δειπνήσουν πια στερνή φορά.»
Με την ευχή και την κατάρα της ένιωσε μέσα του χαρά
ο θείος Οδυσσέας, όπως και με του Δία τη βροντή—είπε,
θα τιμωρήσει έτσι τους κακούργους.
Στο μεταξύ κι οι άλλες δούλες στου Οδυσσέα μαζεύτηκαν τα ωραία δώματα
κι ακάματη άναβαν φωτιά στη σχάρα της εστίας.
Την ίδια ώρα, ισόθεος ο νεαρός Τηλέμαχος,
από το στρώμα του πετάχτηκε· φόρεσε ρούχα, στον ώμο πέρασε
το κοφτερό σπαθί, στ' άσπρα του πόδια ωραία σαντάλια,
κι έπιασε με το χέρι του άλκιμο δόρυ, καλοξυσμένο
ως τη χάλκινή του αιχμή.
Μετά, στημένος στο κατώφλι, φώναξε στην Ευρύκλεια:
«Καλή κυρά μου, στο σπίτι αυτό τον ξένο τον φροντίσατε
στον ύπνο και στο φαγητό του; ή τον αφήσατε έτσι αφρόντιστο;
Τα κάνει αυτά η μάνα μου, παρά τη φρόνησή της·
οττην τύχη κάποτε, τον ένα ξένο τον τιμά,
κι ας είναι κι ο χειρότερος, ενώ συχνά καταφρονώντας
τον καλύτερο τον διώχνει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του η μυαλωμένη Ευρύκλεια:
«Μη θες, παιδί μου, να ρίξεις τώρα φταίξιμο σε μιαν αθώα.
Έπινε ο ξένος το κρασί του καθισμένος, όσο τραβούσε η όρεξή του,
και νηστικός δεν έμεινε, όταν πεινούσε—εκείνη τον ρωτούσε.
Αλλά, σαν ήλθε η ώρα να θυμηθεί τον ύπνο και να πέσει,
έδωσε η Πηνελόπη εντολή στις δούλες να του στρώσουν κλίνη.
Όμως αυτός, νιώθοντας άμοιρος και τρισδυστυχισμένος,
δεν θέλησε κρεβάτι με σωστά σκεπάσματα·
στον πρόδομο έξω κούρνιασε πάνω σε βοϊδοτόμαρο και με προβιές
σκεπάστηκε—εμείς του ρίξαμε μετά μια κάπα πάνω του.»
Τόσα του είπε, κι ο Τηλέμαχος, κρατώντας το κοντάρι, άφησε
πίσω του τ* αρχοντικό, με δυο στο πλάι του γοργά σκυλιά
που τον ακολουθούσαν. Έτσι προχώρησε να πάει στην αγορά,
όπου μαζεύονται οι Αχαιοί του τόπου στολισμένοι.

[291]
Ραψωδία υ, 147-225

Τις άλλες τότε δούλες καλεί η Ευρύκλεια, γυναίκα αξιοθαύμαστη,


του Ώπου θυγατέρα και του Πεισίνορα εγγονή.
«Εμπρός λοιπόν, κουνήστε πια τα χέρια σας: εσείς,
την κάμαρη σαρώστε και ραντίστε, βάλτε απάνω στα περίτεχνα καθίσματα
κιλίμια πορφυρά· εσείς, με τα σφουγγάρια παστρέψετε τις τάβλες όλες,
πλύνετε τους κρατήρες, τις όμορφες δίδυμες κούπες·
εσείς, τραβάτε για την κρήνη να φέρετε νερό, και γρήγορα γυρίστε πίσω.
Δεν θα βραδύνουν λέω να κοπιάσουν οι μνηστήρες
στο παλάτι, τους βλέπω να 'ρχονται πρωί πρωί, σήμερα είναι
πάνδημη γιορτή.»
Έτσι τους μίλησε, και πρόθυμα την άκουσαν αυτές κι υπάκουσαν:
είκοσι τράβηξαν στην κρήνη τη μελάνυδρη· οι υπόλοιπες
μείναν εκεί και με την τέχνη τους συγύριζαν το σπίτι.
Στην ώρα φτάνουν ζωηρά παιδόπουλα, έσχιζαν ξύλα
με τη μεγάλη μαστοριά τους—στο μεταξύ γύρισαν πίσω κι οι γυναίκες
απ' τη βρύση. Ήλθε κατόπι ο Εύμαιος με τρεις καλοθρεμμένους χοίρους,
τους πιο καλούς στο χοιροστάσι· τους άφησε να βόσκουν
στον ωραίο αυλόγυρο, κι ο ίδιος σίμωσε τον Οδυσσέα,
μιλώντας του με καλοσύνη:
«Για πες μου, ξένε, κάπως καλύτερα οι Αχαιοί τώρα σου φέρονται;
ή συνεχίζουν μέσα στο παλάτι να σε καταφρονούν, όπως και πριν;»
Ανταποκρίθηκε με το πολύστροφο μυαλό του ο Οδυσσέας:
«Αμποτε, Εύμαιε, να εκδικηθούνε οι θεοί την ατιμία!
Που αυτοί οι ξετσίπωτοι μέσα σε ξένο σπίτι μηχανεύονται
τ' άνομα έργα τους, δίχως καμιά ντροπή και τσίπα.»
Έτσι μιλώντας μεταξύ τους συναλλάσσονταν, όταν σε λίγο
ο Μελάνθιος φτάνει, γιδοβοσκός αυτός, ερίφια φέρνοντας
από τη μάντρα, τα καλύτερα, να φαν και να χορτάσουν
οι μνηστήρες—μαζί του κι άλλοι δυο βοσκοί.
Κι αφού τις γίδες έδεσε στο υπόστεγο που αντιλαλούσε,
στον Οδυσσέα γύρισε, μιλώντας με βρισιές:
«Ε ξένε, ακόμη εδώ ψωμοζητώντας θα τη βγάζεις, φόρτωμα
στο παλάτι; αλήθεια, πότε θα ξεκουμπιστείς;
Πάντως εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε, προτού
ανταλλάξουμε γροθιές, γιατί του λόγου σου μας ζητιανεύεις άτσαλα—
κι αλλού υπάρχει φαγητό, να λιγουρεύεσαι.»
Έτσι του μίλησε, αλλά δεν αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύστροφος·
κούνησε μόνο το κεφάλι του, το στόμα του κλειστό κρατώντας,
μέσα του μελετώντας το κακό.
Τρίτος μετά φτάνει ο Φοιλίτιος, από τους δουλευτές ο πρώτος.
Μαζί του έσερνε για τους μνηστήρες γελάδι θηλυκό και στείρο,
αλλά και γίδες καλοθρεμμένες και παχιές.

[292 ]
Τά πρό της μνηστηροφονίας

Αυτούς τους είχαν φέρει απ' την αντικρινή στεριά περαματάρηδες,


που κι άλλους μεταφέρουν, όποιος συμπέσει στο πέραμά τους.
Τα ζώα έδεσε ο βουκόλος έξω στο βουερό υπόστεγο,
μετά προς τον χοιροβοσκό προχώρησε κι από κοντά τού μίλησε:
«Ποιος είναι αυτός, χοιροβοσκέ, νιόφερτος ξένος που μας ήλθε
στο παλάτι; για ποια φύτρα παινεύεται; ποια η γενιά του;
ποια τα πατρικά του χώματα;
Παρότι δύσμοιρος μ' άρχοντα μοιάζει η βασιλική θωριά του.
Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, ακόμη κι ένα βασιλιά
στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
Μιλώντας έτσι στον χοιροβοσκό, πήγε μετά κοντά οπτον ξένο,
του δίνει το δεξί του χέρι, κι όπως τον προσφωνούσε, τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε! Αμποτε πάλι να σου φέξει η τύχη,
μα τώρα βάσανα πολλά σ' έχουν δεμένο.
Δία πατέρα, πιο τρομερός θεός άλλος δεν είναι από σένα!
Που δεν σπλαχνίζεσαι καθόλου τους ανθρώπους, κι ας είναι
αναστήματά σου. Μόνο στης συμφοράς το δίχτυ τούς μπερδεύεις,
με πάθη τούς παιδεύεις αλγεινά.
Μ' έκοψε που τον είδα ιδρώτας, έχουν τα μάτια μου βουρκώσει, γιατί
τον Οδυσσέα μού θύμισε· έτσι, φαντάζομαι, κι εκείνος,
ντυμένος στα κουρέλια, θα παραδέρνει εδώ κι εκεί, αν βέβαια
ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Αν όμως πεθαμένος κατέβηκε στον Αδη, ω,
τι πόνος για τον άψογο Οδυσσέα· αυτός απ' τα μικράτα μου
μ' έβαλε στα γελάδια του επιστάτη, στη γη των Κεφαλλήνων.
Στο μεταξύ αμέτρητα σαν στάχυα βόσκουνε πια τα βόδια του,
κανείς και πουθενά δεν βρίσκεται με τόσα φαρδοκούτελα γελάδια.
Κι όμως άνθρωποι ξένοι μ' αναγκάζουν να τα φέρνω εδώ,
για να τα τρων κυκλοφορούνε στο παλάτι δίχως καθόλου να τους μέλει
ο γιος εκείνου, καν δεν τρομάζουν την οργή των αθανάτων.
Το 'βαλαν πείσμα να μοιράσουν μεταξύ τους τ' αγαθά του βασιλιά μου,
που τόσα χρόνια λείπει άφαντος στα ξένα.
Αλλά κι εμένα μέσα στο μυαλό μου στριφογυρίζει πάντα
η ίδια σκέψη· αν, μαζί με τα γελάδια, σηκωθώ να φύγω,
αλλού πηγαίνοντας, σ' αλλοδαπούς ανθρώπους, μάλλον μου φαίνεται κακό,
όσο ο γιος του μένει εδώ· χειρότερο όμως άπρακτος που παραμένω,
αφού με τρώει εμένα ο πόνος, που άλλοι τρων τα βόδια.
Θα είχα φύγει από καιρό, γυρεύοντας την τύχη μου σε κάποιον
βασιλιά περήφανο—το πράγμα αυτό δεν υποφέρεται·
αλλά φαντάζομαι τον δύστυχο Οδυσσέα, αν από κάπου φτάσει
ξαφνικά, και τους μνηστήρες τούς σκορπίσει απ' το παλάτι έξω.»

[ 293 ]
Ραψωδία ω, 469-548

Ανταποκρίθηκε με τον πολύστροφό του νου ο Οδυσσέας:


«Βουκόλε, δεν μοιάζεις άνθρωπος ασήμαντος κι ανόητος·
αναγνωρίζω μόνος μου τη φρόνησή σου και το φρόνημα.
Γι' αυτό πιο καθαρά θα σου μιλήσω, θα πάρω και μεγάλο όρκο:
ας είναι μάρτυς μου ο πρώτος των θεών, ο Δίας, και το φιλόξενο τούτο
τραπέζι, του Οδυσσέα η πατρική εστία, όπου έχω φτάσει·
θα βρίσκεσαι λέω εδώ, που θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, κι αν θες,
θα δεις και με τα μάτια σου πώς θα σκοτώνονται οι μνηστήρες,
αυτοί που παριστάνουν τώρα τους αφέντες.»
Επάνω εκεί είπε ο βουκόλος, επιστάτης των βοδιών:
«Μακάρι, ξένε, ο γιος του Κρόνου τον λόγο σου να συντελέσει·
τότε θα μάθεις και τη δική μου δύναμη, πόσο κρατούν τα χέρια μου.»
Μαζί του ευχήθηκε κι ο Εύμαιος & όλους τους αθανάτους
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα, σπίτι του να γυρίσει.
Αυτοί μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους, ενώ οι μνηστήρες
έκλωθαν τον φόνο και τον θάνατο του Τηλεμάχου. Και ξαφνικά,
στ' αριστερά τους, φάνηκε σημαδιακό πουλί· ένας αετός,
ψηλά πετώντας, στα νύχια του κρατώντας τρομαγμένη περιστέρα.
Οπότε ο Αμφίνομος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Φίλοι, δεν βγαίνει βλέπω σε καλό αυτή μας η επιβουλή,
του Τηλεμάχου ο φόνος· καλύτερα στο φαγοπότι να το ρίξουμε.»
Έτσι τους μίλησε, κι ο λόγος του καλάρεσε. Όλοι τους τότε
πέρασαν στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα· πρώτα τις χλαίνες τους
ακούμπησαν σε θρόνους και καθίσματα, πήραν μετά να σφάζουν
κριάρια μεγαλόσωμα, ερίφια παχιά, γουρούνια σιτεμένα,
κι ένα γελάδι, φερμένο απ* το κοπάδι.
Κι αφού έψησαν τα σπλάχνα στη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους
και συγκερνούσαν στους κρατήρες το κρασί. Κούπες τούς έδωσε
ο χοιροβοσκός, ψωμί ο Φιλοίτιος, των δούλων επιστάτης,
σ' ωραία πανέρια, κρασί τούς κέρασε ο Μελάνθιος, κι αυτοί
τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.
Τότε ο Τηλέμαχος, που πονηρά το σκέφτηκε, τον Οδυσσέα βάζει
να καθήσει στη στέρεη αίθουσα, πλάι στο πέτρινο κατώφλι·
έσυρε μπρος του ένα σκαμνί ασχημούτσικο, ένα τραπέζι μίζερο,
αλλά του πρόσφερε καλή μερίδα από τα σπλάχνα, γεμίζοντας
και τη μαλαματένια κούπα του κρασί. Μετά γύρισε και του μίλησε:
«Κάθησε εδώ, μ* όλους μαζί, ανέμελος να πίνεις το κρασί σου.
Απ' όλων των μνηστήρων τ* άσχημα πειράγματα κι από τα χέρια τους
θα σε φυλάξω εγώ· το σπίτι αυτό δεν είναι πανδοχείο, στον Οδυσσέα
ανήκει, θα γίνει κάποτε δικό μου.
Αλλά κι εσείς, μνηστήρες, να λείπουν απειλές με λόγια
και με χέρια, μήπως προκύψουν τίποτε μαλώματα κι έπειτα ανάψει

[ 294 ]
Τά πρό της μνηστηροφονίας

γερός καβγάς.»
Ακούγοντας τον λόγο του, όλοι τους δάγκωσαν τα χείλη τους,
κατάπληκτοι με τον Τηλέμαχο που τόσο θαρρετά μιλούσε.
Οπότε ο Αντίνοος, του Ευπείθη ο γιος, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Βαριά, Αχαιοί, τα λόγια του Τηλέμαχου, ας τα δεχτούμε ωστόσο,
όσο κι αν μας ξεστόμισε άσχημες απειλές.
Ο Δίας όμως, ο Κρονίδης, δεν αφήνει· αλλιώς εμείς, στο σπίτι αυτό,
το στόμα του από καιρό θα το βουλώναμε, που κάνει τώρα
τον σπουδαίο ρήτορα.»
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος, αλλά δεν υπολόγισε τα λόγια του.
Στο μεταξύ μέσα στην πόλη κήρυκες έσερναν, για τους θεούς θυσία,
μιαν εκατόμβη ιερή, ενώ του τόπου οι Αχαιοί, με το μακρύ μαλλί τους,
στο ισκιωμένο δάσος συναθροίζονταν, άλσος του Απόλλωνα,
τοξότη ασυναγώνιστου.
Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν
απ' τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας
το πλούσιο γεύμα. Έβαλε όμως και στον Οδυσσέα μπροστά
ο τραπεζάρχης μερίδα ίση με των άλλων, όση τους έλαχε κι αυτούς,
όπως το πρόσταξε ο Τηλέμαχος, αγαπημένος γιος του ισόθεου πατέρα του.
Ωστόσο η Αθηνά δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσουν οι μνηστήρες
την πικρόχολή τους χλεύη, ώστε να φτάσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Ααέρτης.
Ήταν λοιπόν ανάμεσό τους κάποιος μνηστήρας βάναυσος και ανίερος,
Κτήσιππος τ' όνομά του, μ' αρχοντικό πέρα στη Σάμη, όπου κατοικούσε.
Αυτός, περήφανος για τα μεγάλα πλούτη του, γύρευε γυναίκα του να κάνει
του Οδυσσέα το ταίρι, που εκείνος έλειπε χρόνια στα ξένα.
Πήρε λοιπόν τον λόγο λέγοντας στους αλαζονικούς μνηστήρες:
«Ακούστε με, περήφανοι μνηστήρες, τι θα πω:
ο ξένος από ώρα τώρα πήρε τη μερίδα του, ίση μ' εμάς,
όπως ταιριάζει στην περίσταση· άσχημο θα 'ταν ασφαλώς
κι άδικο να μείνουν του Τηλέμαχου οι ξένοι στερημένοι,
όποιος κι αν φτάσει σπίτι του.
Γι' αυτό κι εγώ θα δώσω τώρα το δικό μου μερτικό,
φιλόξενο κι αυτό, που, αν θέλει, το χαρίζει αυτός στη σκλάβα του λουτρού
ή και σε κάποιον δούλο, απ' τους πολλούς που υπηρετούν
στου Οδυσσέα τα δώματα.»
Μιλώντας, έριξε ένα βοδίσιο πόδι με το χοντρό του χέρι—
το πήρε απ' το πανέρι. Ο Οδυσσέας όμως τη βολή του ξέφυγε,
κουνώντας λίγο το κεφάλι του, σαρκαστικά μισογελώντας,
μέσα στον θυμό του. Κι όπως το κόκαλο χτύπησε πάνω
στον καλοχτισμένο τοίχο, τον Κτήσιππο ο Τηλέμαχος βαριά αποπήρε:
«Κτήσιππε, μάλλον σε καλό σού βγήκε η άστοχη βολή, αφού

[ 295 ]
Ραψωδίασ,141-214

τον ξένο δεν τον βρήκε, μόνος του την απέφυγε·


αλλιώς εγώ με το αιχμηρό μου δόρυ θα σ* έβρισκα κατάστηθα,
και τότε, αντί τον γάμο σου, θα φρόντιζε ο πατέρας σου το θάψιμό σου.
Γι' αυτό σας λέω, τέρμα, κανείς το σπίτι αυτό να μην ντροπιάζει.
Ξέρω και κρίνω ο ίδιος πια το καλό και τ* άσχημο—σαν άλλοτε δεν είμαι
παιδάκι ανέμελο.
Και μολαταύτα αντέχουμε, κι ας βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας
να σφάζονται τα πρόβατά μας, να τρώγεται ψωμί δικό μας
και το κρασί μας να ξαφρίζεται· πώς να το κάνουμε, πέφτει βαρύ
στον ένα να φρενάρει τους πολλούς.
Αλλά επιτέλους σταματήσετε τα μισητά καμώματά σας.
Κι αν πόθος σας και στόχος σας είμαι εγώ, αν εμένα θέλετε με τον χαλκό
να θανατώσετε, μπορεί και να το προτιμούσα· γιατί πολύ καλύτερος
ο θάνατος, παρά να βλέπω αδιάκοπα, μέσα στο ωραίο σπίτι μου
φιλοξενούμενοι να γίνονται σκουπίδια, δούλες γυναίκες άσεμνα
να σέρνονται εδώ κι εκεί.»
Έτσι τους μίλησε, κι έμειναν άφωνοι κάμποση ώρα αυτοί.
Αργά ο Αγέλαος τον λόγο πήρε, του Δαμάστορα ο γιος:
«Φίλοι, τον δίκαιο λόγο κανείς δεν πρέπει να τον κρίνει,
αντιμιλώντας με λόγια αντίθετα και θυμωμένα.
Γι* αυτό λοιπόν μην τον παιδεύετε άλλο τον ξένο, ή κάποιον δούλο
απ* όσους βρίσκονται στο σπιτικό του Οδυσσέα.
Όσο για τον Τηλέμαχο, έχω να κάνω σ* αυτόν και στη μητέρα του
ήπια πρόταση—ίσως οι δυο τους την ακούσουν και την ασπαστούν.
Όσον καιρό ελπίδες έτρεφε η ψυχή σας πως θα νοστήσει
ο Οδυσσέας κάποτε, πως θα γυρίσει σπίτι του ο συνετός,
κανείς δεν έδειχνε αγανάκτηση· εσείς τον περιμένατε,
κι αφήνατε να μένουν οι μνηστήρες στον παλάτι—
αυτό κιόλας συνέφερε, αν ήταν να νοστήσει, αν θα γυρνούσε
ο Οδυσσέας σπίτι του.
Μα τώρα είναι φανερό, δεν πρόκειται εκείνος πια να δει τον γυρισμό του.
Γι' αυτό, Τηλέμαχε, κάθησε πλάι στη μάνα σου και πες της καθαρά
πως πρέπει κάποιον άλλο να διαλέξει για γαμπρό,
σίγουρα τον καλύτερο, όποιος της δώσει περισσότερα.
Έτσι κι εσύ θα χαίρεσαι δικά σου πια τα πατρικά αγαθά,
θα πίνεις και θα τρως μ' ήσυχο το κεφάλι σου, ενώ η μητέρα σου
άλλου γαμπρού το σπίτι θα φροντίζει.»
Ανταποκρίθηκε με τη δική του φρόνηση ο Τηλέμαχος:
«Όχι, Αγέλαε, στον Δία ορκίζομαι, στα πάθη του πατέρα μου,
ανίσως έχει αφανιστεί ή παραδέρνει ακόμη μακριά από την Ιθάκη.
Όχι, δεν στέκομαι εμπόδιο εγώ στης μάνας μου τον γάμο* τη σπρώχνω
αντίθετα να παντρευτεί, όποιον θελήσει εκείνη, της δίνω κι από πάνω

[296]
Τά πρό της μνηστηροφονίας

δώρα αμέτρητα. Όμως παρά τη θέλησή της να τη διώξω, νιώθω ντροπή,


αν φύγει αναγκασμένη—μη δώσει ο θεός να γίνει αυτό.»
Ενώ ο Τηλέμαχος μιλούσε, η Αθηνά Παλλάδα σήκωσε τώρα
στους μνηστήρες γέλιο ξέφρενο, σαλεύοντας τον νου τους·
γελούσαν ασυγκράτητα, λες και δεν ήταν πια δικά τους τα σαγόνια,
αιμόφυρτα τα κρέατα μασούσαν, τα μάτια τους πλημμύρισαν στο δάκρυ,
έλεγες όπου να ναι θα ξεσπάσουν σε κλάμα γοερό.
Τότε τον λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος, θεόττνευστος τους μίλησε:
«Άθλιοι, άθλιο πάθος υποφέρετε! Νύχτα σας τύλιξε,
κεφάλια, πρόσωπα, τα γόνατά σας.
Η οιμωγή σας φλέγεται, τα μάγουλά σας μούσκεψαν στο δάκρυ,
αίμα οι τοίχοι στάζουν, αίμα της στέγης τα καλά δοκάρια,
είδωλα γέμισε το πρόθυρο, είδωλα η αυλή,
που βιάζονται να κατεβούν στο Έρεβος, να βυθιστούν στο σκότος·
στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή
απλώνεται τώρα παντού.»
Τόσα τους είπε, εκείνοι όμως όλοι αυτάρεσκα τον περιγέλασαν.
Οπότε ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, πήρε αγορεύοντας τον λόγο:
' «Ο ξένος μας μωράθηκε, αυτός που χτες μας ήλθε απ' αλλού.
Λοιπόν, παλληκαράκια μου, στα γρήγορα σύρτε τον έξω από την πόρτα,
κι ας πάει στην αγορά, αφού φαντάστηκε παντού τη νύχτα.»
Ανταποκρίθηκε, μάντης θεού, ο Θεοκλύμενος:
«Ευρύμαχε, δεν ζήτησα κανένα συνοδό· έχω τα μάτια μου,
τ' αφτιά μου, τα δυο μου πόδια, κι απαρασάλευτος, σωστός,
ο νους μου παραμένει.
Γι' αυτό θα φύγω μόνος μου· αλλά τη συμφορά τη βλέπω κιόλας πάνω σας
να πέφτει, κανείς δεν θα γλιτώσει, μνηστήρες, τον χαμό,
που τους ανθρώπους καθυβρίζετε, που μηχανεύεστε ανόσιες πράξεις.»
Έτσι μιλώντας, βγήκε μόνος του απ' το καλόχτιστο παλάτι,
και τράβηξε να πάει στον Πείραιο, που αυτός τον υποδέχτηκε φιλόξενα.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες, ένας τον άλλον βλέποντας, χλεύαζαν
τον Τηλέμαχο, τους ξένους του περιγελώντας.
Κι ανάμεσό τους κάποιος νιος, πιο φαντασμένος, πέταξε την πετριά του:
«Τηλέμαχε, άλλος δεν είναι πιο κακόξενος από την αφεντιά σου!
Που περιμάζεψες εδώ ένα ρεμάλι βρώμικο, έναν αχόρταγο,
που ξέρει μόνο να τρώει και να πίνει, άχρηστο για δουλειά,
στη δύναμη ψοφίμι, βάρος της γης· αλλά κι αυτός,
ο δεύτερος, που μας σηκώθηκε τον μάντη παριστάνοντας.
Λοιπόν, αν θες τα λόγια μου ν' ακούσεις, θα βγεις πιο κερδισμένος·
λέω τους ξένους να φορτώσουμε σ' ένα πολύκωπο καράβι
και να τους ξαποστείλουμε για πούλημα στους Σικελούς—
έτσι θα είχες κι αμοιβή γενναία.»

[ 297 ]
Ραψωδία φ, 419-434

Αυτά οι μνηστήρες μεταξύ τους έλεγαν, όμως εκείνος πια δεν πρόσεχε
τα λόγια τους· αμίλητος κοιτούσε τώρα τον πατέρα του, προσμένοντας
πότε θα βάλει χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες.
Παράμερα κι αντίκρυ, σ' ωραίο δίφρο καθισμένη του Ικαρίου η κόρη,
η Πηνελόπη σκεφτική, πρόσεχε τα λόγια των αντρών, τι έλεγε ο καθένας
στη μεγάλη αίθουσα.
Ωστόσο αυτοί χασκογελώντας στο φαγητό είχαν τον νου τους,
λαχταριστό κι ευχάριστο, σφαχτά από τόσα σφάγια.
Το άλλο όμως δείπνο, εκείνο θα τους έβγαινε άχαρο και ξινό,
αυτό που θα τους έστρωναν σε λίγο η Αθηνά κι ο Οδυσσέας—
δικό τους το άδικο, πρώτοι αυτοί το μηχανεύτηκαν.

298
φ
Τόξου Θέσις

βαλε τότε στο μυαλό της την ιδέα, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά

Ε (της ξύπνιας Πηνελόπης, κόρης του Ικαρίου)


να δοκιμάσει τους μνηστήρες με το τόξο
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο—μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι,
άθλημα και μαζί του φόνου αρχή.
Ανέβαινε λοιπόν ψηλά του παλατιού τη σκάλα,
σφιχτά στο χέρι της κρατώντας καλόστροφο, ωραίο, χάλκινο κλειδί
με φιλντισένια τη χερολαβή του.
Τράβηξε με τις παρακόρες της ίσα στην κάμαρη, την τελευταία
στο βάθος, όπου ασφαλίζονται πολύτιμα κειμήλια
του βασιλιά· χρυσός, χαλκός και σφυρηλατημένος σίδηρος.
Εκεί και το παλίντονο τόξο ακουμπούσε, πλάι η φαρέτρα
με τα βέλη, μέσα της οι σαΐτες, πολλές και πολυστέναχτες.
Φιλοξενίας δώρα από τον Ίφιτο, του Ευρύτου γιο θεόμορφο,
κάπου στη Λακεδαίμονα, όπου από τύχη αντάμωσαν.
Οι δυο τους βρέθηκαν κάποτε στη Μεσσήνη κι έσμιξαν μεταξύ τρυς
στο αρχοντικό του εμπειροπόλεμου Ορτιλόχου.
Είχε προφτάσει ο Οδυσσέας εκεί, να πάρει πίσω κάποιο χρέος,
όλου του δήμου οφειλή- αφού οι Μεσσήνιοι ξεσήκωσαν
τρακόσα πρόβατα απ' την Ιθάκη, μαζί και τους βοσκούς,
φορτώνοντας τη λεία σε καλόσκαρμα καράβια.
Έτσι, είχε πάρει ο Οδυσσέας δρόμο μακρύ,
ασυνήθιστο, (ϊικρός στην ηλικία ακόμη—τον έστειλαν
οι γέροντες του τόπου κι ο πατέρας του.
Από δικό του λόγο πάλι βρέθηκε εκεί κι ο Ίφιτος,
γυρεύοντας τις δώδεκα χαμένες του φοράδες, που θηλυκές
του βύζαιναν ισάριθμα καματερά μουλάρια.
Σε λίγο αυτές θα γίνονταν αιτία του μοιραίου χαμού του,
όταν μια μέρα βρέθηκε στο σπίτι του άγριου Ηρακλή, γιου του Διός,
που ήξερε να κατορθώνει έργα μεγάλα κι άσχημα.
Αυτός φιλοξενούμενο τον ξένο σκότωσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι—
άθλιος, δεν φοβήθηκε μήτε τη θεία νέμεση μήτε και το φιλόξενο τραπέζι·
κι όμως τον σκότωσε,
και τις φοράδες με τις δυνατές οπλές τις κράτησε για πάρτη του.
Τότε λοιπόν ο Ίφιτος, γυρεύοντας τις δώδεκα φοράδες, τον Οδυσσέα αντάμωσε

[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548

κι εκεί του χάρισε το τόξο, που πρώτα το φορούσε


ο μεγάλος Εύρυτος, αλλά πεθαίνοντας στο αρχοντικό παλάτι του
στον γιο του το παρέδωσε.
Ο Οδυσσέας πάλι οξύτομο σπαθί και άλκιμο δόρυ
του αντιχάρισε, αρχή της αμοιβαίας φιλίας τους.
Μόνο που δεν τη σφράγισαν με αμοιβαίο τραπέζι*
πρόλαβε του Διός ο γιος κι αφάνισε τον Ευρυτίδη Ίφιτο,
ωραίο σαν θεό, τον δωρητή του τόξου.
Αυτό το τόξο ο θείος Οδυσσεύς ποτέ δεν το 'σερνε μαζί του
πηγαίνοντας στον πόλεμο με μελανά καράβια·
το φύλαγε στο σπίτι του (του φίλου ενθύμιο και της φιλίας)
και το φορούσε μόνο εκεί, στον τόπο του.
Όταν μπροστά & αυτή την κάμαρη η θεία γυναίκα βρέθηκε,
το δρύινο πάτησε κατώφλι, που κάποιος μαραγκός
με τέχνη το μαστόρεψε· το 'ξυσε και το στάθμισε σωστά,
ύστερα σήκωσε τους παραστάτες κι έστησε ανάμεσα
θυρόφυλλα γυαλιστερά να λάμπουν.
Λάσκαρε εκείνη αμέσως της κορώνης το λουρί,
έχωσε σημαδεύοντας στην τρύπα το κλειδί, τους σύρτες
τράβηξε κι απελευθέρωσε τις πόρτες. Τότε ακούστηκε μουκανητό,
λες κι ήταν ταύρος που βοσκούσε στο λιβάδι·
τέτοιο τριγμό τα ωραία πορτόφυλλα έβγαλαν με του κλειδιού
το βίαιο γύρισμα, κι άνοιξαν στη στιγμή.
Εκείνη τότε στο πατάρι ανέβηκε—ήσαν εκεί στημένες
κασέλες με ρούχα μέσα μοσχομυρισμένα. Σηκώνοντας
το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξο απ' το παλούκι, μαζί και τη γυαλιστερή του θήκη,
που γύρω γύρω το προστάτευε.
Κάθησε προς στιγμή, τ' ακούμπησε στα γόνατά της
και πήρε να θρηνεί πικρά και γοερά, απογυμνώνοντας
το τόξο από τη θήκη, κειμήλιο του βασιλιά.
Όταν απόλαυσε το πολυδάκρυτό της κλάμα,
κίνησε προς την αίθουσα, να βρει τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
στο χέρι της κρατώντας το παλίντονο δοξάρι
και τη φαρέτρα με τα βέλη—μέσα της οι σαΐτες
πολλές και πολυστέναχτες.
Μαζί της πήγαιναν κι οι παρακόρες, ένα σεντούκι κουβαλώντας,
μ* άφθονο μέσα-του χαλκό και σίδερο—βασιλικά πελέκια, αεθλοφόρα.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες, ήλθε
και στάθηκε πλάι στην κολόνα που συγκρατούσε τη στέγη στέρεη—
τα μάγουλά της σκεπασμένα με λαμπρό μαγνάδι.
Δεξιά κι αριστερά της έστεκαν πιστές οι παρακόρες,
όταν τον λόγο πήρε μιλώντας στους μνηστήρες:

[ 300 ]
Τόξου θέσίς

«Ακούστε με, μνηστήρες αλαζόνες, όσοι, το σπίτι αυτό


καταπατώντας, τρώτε και πίνετε χωρίς σταματημό,
γιατί από χρόνια τώρα λείπει ο αφέντης του·
άλλη καμιά δεν έχετε να πείτε πρόφαση εκτός εμένα,
που με θέλετε σε γάμο, κάποιος να μ* έχει στο κρεβάτι του.
Αλλά, μνηστήρες, βλέπουν το άθλημα τώρα τα μάτια σας:
θα στήσω, εδώ μπροστά, του ένθεου Οδυσσέα το τόξο·
όποιος απ' όλους ευκολότερα θα το τανύσει στις παλάμες του,
όποιος περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια στη σειρά,
αυτόν θ' ακολουθήσω, εγκαταλείποντας το σπίτι μου,
το νυφικό ωραίο παλάτι μου, γεμάτο πλούτη,
που κάποτε θα το θυμάμαι, φάντασμα ονείρου.»
Αυτά τους είπε, κι ευθύς δίνει στον Εύμαιο, θείο χοιροβοσκό,
την εντολή μπροστά τους ν' αποθέσει το δοξάρι, εκεί
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο.
Το πήρε ο Εύμαιος και δακρυσμένος το 'βαλε στη μέση·
το τόξο βλέποντας του βασιλιά, θρηνούσε πλάι του
δεύτερος τώρα κι ο βουκόλος, οπότε ο Αντίνοος τους αποπήρε και τους δυο,
ξεστόμισε λόγια βαριά μιλώντας:
«Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
Γιατί, βρε μίζεροι, το ρίξατε στα κλαψουρίσματα, γιατί ταράζετε
στα στήθη την καρδιά μιας δύστυχης γυναίκας;
Έτσι κι αλλιώς της τρώει ο πόνος την ψυχή, αφότου έχασε
ομόκλινο το αγαπημένο ταίρι της.
Βγάλετε λέω τον σκασμό και τρώτε αμίλητοι· αλλιώς έξω από δω,
κι εκεί το κλάμα συνεχίζετε. Όσο για τούτο το δοξάρι,
τ' αφήνετε επιτόπου, άθλημα στους μνηστήρες ριψοκίνδυνο.
Δεν το φαντάζομαι πως τούτο το καλοξυσμένο τόξο
εύκολα κάποιος θα τανύσει, αφού σ' όλους εδώ άντρας δεν βρίσκεται
του Οδυσσέα αντάξιος.
Εγώ τον είδα με τα μάτια μου και δεν μου βγαίνει απ' το μυαλό—
ήμουνα τότε ανέμελο παιδάκι ακόμη.»
Έτσι τους μίλησε, μέσα του όμως έκρυβε κρυφή ελπίδα
πως θα τεντώσει τη χορδή, πως θα περάσει τη σαΐτα στα πελέκια.
Πράγματι, αυτός έμελλε πρώτος να γευτεί το βέλος,
αμολημένο από το χέρι του άψογου Οδυσσέα· που τώρα,
αραγμένος στο παλάτι, τον καταφρονούσε, γυρεύοντας
να ξεσηκώσει τους συντρόφους.
Στο μεταξύ μπήκε στη μέση ο γενναίος Τηλέμαχος μιλώντας:
«Αλίμονό μου, σίγουρα μου πήρε τα μυαλά ο γιος του Κρόνου, ο Δίας!
Ενώ η καλή μου μάνα, που είναι γνωστική, το λέει πια, μ' άλλον θα πάει,
θ' αφήσει τούτο το παλάτι, εγώ ο μωρός γελώ και το γλεντώ.

[301]
Ραψωδίαω,469-548

Όμως κοπιάστε τώρα, σας περιμένει το έπαθλο, μνηστήρες.


Τέτοια γυναίκα άλλη δεν υπάρχει στων Αχαιών τη χώρα·
μήτε στην Πύλο, στο Άργος, στις Μυκήνες, μήτε και μέσα
στην Ιθάκη ή στην αντικρινή σκουρόχρωμη στεριά.
Αυτό το ξέρετε καλά κι εσείς· ποιος λόγος να παινεύω εγώ τη μάνα μου;
Εμπρός λοιπόν, αφήστε τις προφάσεις, μην το χασομεράτε,
το τόξο αυτό δεν πρέπει κι άλλο να μείνει ατάνυστο,
ας δούμε τέλος τ' αποτέλεσμα.
Αλήθεια, θα 'θελα να δοκιμαστώ κι ο ίδιος με τούτο το δοξάρι.
Αν το κατόρθωνα να το τεντώσω και να περάσω τη σαΐτα
στα πελέκια, τότε δεν θα μου πλάκωνε τόσο το βάρος την καρδιά,
που η σεμνή μου μάνα θ' άφηνε το παλάτι, μ' άλλον .
πηγαίνοντας να ζήσει· θα 'μενα εδώ μόνος εγώ, άξιος όμως
να σηκώνω πια άρματα κι άθλα του πατέρα μου.»
Είπε, κι ορθός τινάχτηκε, πέταξε από πάνω του την πορφυρή του χλαίνη,
από τους ώμους τράβηξε το κοφτερό σπαθί.
Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι,
έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να 'ναι ίσα,
και πάτησε το χώμα γύρω τους.
Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, με πόση τάξη
τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
Τέλος, στητός επάνω στο κατώφλι, πήρε να δοκιμάζει το δοξάρι.
Δοκίμασε να το τραβήξει τρεις φορές μ' όλη τη δύναμή του,
και τρεις φορές κόπηκε η φόρα του· ωστόσο μέσα του
κρατούσε ακόμη την ελπίδα πως θα μπορέσει να τανύσει τη νευρή
και να περάσει πέρα ως πέρα τα πελέκια.
Αν το τραβούσε τέταρτη φορά, βάζοντας κι άλλη δύναμη,
σίγουρα θα κατόρθωνε να το τεντώσει· αλλά στο μεταξύ τού κάνει
ο Οδυσσέας νεύμα, που τον συγκράτησε επάνω στη μεγάλη ορμή του.
Οπότε γύρισε προς τους μνηστήρες, μιλώντας ο γενναίος Τηλέμαχος:
«Αίσχος, για πάντα αδύναμος κι ανίκανος θα μείνω!
Εκτός κι αν φταίει που είμαι νιούτσικος, μου λείπει εμπιστοσύνη
πως με τα χέρια μου μπορώ κι εγώ να τον στριμώξω
κάποιον που πρώτος κάνει τον καμπόσο.
Όμως τώρα σειρά σας, είσαστε εσείς πιο δυνατοί από μένα, μπρατσωμένοι*
πιάστε λοιπόν και δοκιμάσετε το τόξο, να δούμε ποιος θα πάρει το έπαθλο.»
Τέλειωσε με τα λόγια αυτά κι άφησε κάτω το δοξάρι, το 'γειρε
στα πορτόφυλλα με τις καλάρμοστες γυαλιστερές σανίδες
και πάνω στην ωραία κορώνη στήριξε και τη γρήγορη σαΐτα.
Μετά πήγε και κάθησε ξανά στον δίφρο απ' όπου ανασηκώθηκε.
Τον λόγο πήρε τότε ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος:
«Σύντροφοι, σηκωθείτε, όλοι με τη σειρά, από δεξιά αρχίζοντας,

[ 302 ]
Τόξου θέσις

όπως κι ο οινοχόος μάς κερνά κρασί.»


Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι άρεσε ο λόγος του.
Πρώτος λοιπόν σηκώθηκε ο Ληώδης, ο γιος του Οίνοπα·
αυτός στα σφάγια τους μάντευε, πάντοτε καθισμένος
πέρα στο βάθος, στον όμορφο κρατήρα πλάι—ήταν ο μόνος που μισούσε
τ' ατάσθαλα έργα κι αγανακτούσε μ' όλους τους μνηστήρες.
Αυτός πήρε στα χέρια του πρώτος το τόξο και τη γρήγορη σαΐτα,
στήθηκε πάνω στο κατώφλι, με το δοξάρι πάλευε·
όμως δεν μπόρεσε να το τανύσει, γιατί, τραβώντας τη νευρή,
του κόπηκαν τα χέρια—χέρια απαλά κι αδούλευτα.
Οπότε στους μνηστήρες γύρισε μιλώντας:
«Φίλοι, δεν το τεντώνω εγώ, άλλος ας έλθει να το πιάσει.
Κι όμως προβλέπω το τόξο τούτο θα στερήσει σ ανδρείους πολλούς
και την ορμή και τη ζωή τους.
Και μολαταύτα, ο θάνατος καλύτερος, παρά να ζούμε
στερημένοι συνεχώς απ' ό,τι κάθε μέρα μάς μαζεύει εδώ,
και περιμένουμε πάντα να γίνει.
Προς το παρόν κάποιος ακόμη μέσα του μελετά κι ελπίζει
την Πηνελόπη να κερδίσει, γυναίκα του Οδυσσέα ομόκλινη.
Κι όμως, όταν δοκιμαστεί με το δοξάρι και δει τι γίνεται,
τότε ας γυρέψει λέω αλλού, δίνοντας και γαμήλια δώρα,
άλλη γυναίκα ταίρι του να κάνει από των Αχαιών τις πεπλοφόρες κόρες—
εκείνη θα διαλέξει όποιον της δώσει περισσότερα κι είναι της μοίρας της αυτός.»
Τέλειωσε με τα λόγια κι άφησε κάτω το δοξάρι,
να γέρνει στα πορτόφυλλα με τις καλάρμοστες γυαλιστερές σανίδες,
και πάνω στην ωραία κορώνη τη γρήγορη σαΐτα στήριξε.
Μετά πήγε και κάθησε στον δίφρο απ' όπου ανασηκώθηκε.
Ο Αντίνοος όμως αντιμίλησε, βαριά τον αποπήρε:
«Τι λόγος πάλι αυτός, Αηώδη, που ξεστόμισες,
βαρύς κι αβάσταχτος; Φουντώνω από θυμό ακούγοντας,
αν, όπως λες, το τόξο τούτο θα στερήσει σ' ανδρείους πολλούς
και την ορμή και τη ζωή τους, μόνο και μόνο επειδή εσύ
δεν μπόρεσες να το τανύσεις. Μα είναι ηλίου φαεινότερο·
η σεβαστή σου μάνα εσένα δεν σε γέννησε τέτοιον που να μπορείς
και το δοξάρι να τραβάς και τις σαΐτες να πετάς.
Υπάρχουν όμως άλλοι μνηστήρες που το λέει η καρδιά τους,
αυτοί θα το τανύσουν δίχως χασομέρι.»
Έτσι μιλώντας, τον Μελάνθιο φώναξε τον γιδολάτη:
«Βιάσου, Μελάνθιε, άναψε τη φωτιά στην αίθουσα, βάλε κοντά της
κάθισμα φαρδύ και πάνω του προβιά, φέρε από μέσα
χοντρό κομμάτι ξίγκι, ζεστό να το μαλάξουνε οι νέοι αυτοί,
ν' αλείφουν το δοξάρι—κι έτσι

[ 303 ]
Ραψωδίαω,469-548

το τόξο δοκιμάζοντας, να πάρει ο αγώνας τέλος.»


Ακούγοντας την προσταγή ο Μελάνθιος, ανάβει αμέσως την ακάματη φωτιά,
έβαλε πλάι κάθισμα φαρδύ και πάνω του προβιά, έφερε κι από μέσα
ένα χοντρό κομμάτι ξίγκι.
Μαλάζοντάς το τότε οι νέοι δοκίμασαν το τόξο,
αλλά δεν μπόρεσαν να το τανύσουν—τους έλειψε πολύ η τόση δύναμη.
Περίμενε στο μεταξύ ο Αντίνοος, το ίδιο κι ο Ευρύμαχος,
ωραίος σαν θεός, οι πρώτοι των μνηστήρων—
ήσαν οι δυο τους οι καλύτεροι, ξεχώριζαν πολύ με τα χαρίσματά τους.
Την ώρα εκείνη γλίστρησαν μαζί και βγήκαν έξω
βουκόλος και χοιροβοσκός του ένθεου Οδυσσέα. Πήγε κατόπιν τους,
το σπίτι αφήνοντας, κι ο θείος Οδυσσέας.
Κι όταν οι τρεις τις πόρτες πέρασαν κι έξω από την αυλή
βρεθήκαν, ο Οδυσσέας τούς φώναξε κι έτσι γλυκά τους είπε:
«Ε σεις, βουκόλε και χοιροβοσκέ, αυτό που έχω να το πω
ή να το κρύψω μέσα μου; κι όμως το μέσα μου με σπρώχνει να το ομολογήσω.
Πώς τάχα θ' αντιδρούσατε, αν κάπου, ξαφνικά,
έφτανε ο Οδυσσέας εδώ, αν κάποιος θεός τον έφερνε;
το μέρος άραγε θα παίρνατε του Οδυσσέα ή μήπως των μνηστήρων;
Ξεκάθαρα μιλήστε, όπως το λέει και το θέλει ο νους σας.»
Αμέσως αποκρίθηκε ο βουκόλος, άνθρωπος ίσος:
«Δία πατέρα, μακάρι τη λαχτάρα μας αυτή να την ξεπλήρωνες,
μακάρι εκείνος να γυρίσει, κάποιος θεός πίσω να μας τον φέρει·
θα 'βλεπες τότε ποια και πόση η δύναμή μου, ως πού φτάνουν τα χέρια μου.»
Όμοια κι ο Εύμαιος ευχόταν σ' όλους τους θεούς
τον νόστο του πολύφρονα Οδυσσέα στο σπίτι του.
Κι όταν εκείνος αναγνώρισε το τίμιο φρόνημά τους,
πήρε ξανά τον λόγο και τους είπε:
«Να 'μαι, εγώ στο σπίτι μου, ο ίδιος! Αφού με πάθη πάλεψα πολλά,
έφτασα τώρα στην πατρίδα μου, κι έχουν περάσει,
συμπληρώνονται είκοσι χρόνια.
Το βλέπω και το αναγνωρίζω* μόνο εσείς οι δυο τον γυρισμό μου
λαχταρούσατε στο σπίτι αυτό· από τους άλλους δούλους
δεν άκουσα κανέναν τον νόστο μου να θέλει, κάποιος να κάνει ευχή
για να γυρίσω πάλι στην πατρίδα μου.
Σ' εσάς λοιπόν κι ^γώ τώρα θα πω την πάσα αλήθεια, τι μέλλεται να γίνει:
αν ο θεός δαμάσει με το χέρι μου τους υπερήφανους μνηστήρες,
τότε γυναίκα θα σας βρω, θα σας χαρίσω πλούσιο βιος, σπίτια χτισμένα
πλάι στο παλάτι μου. Και πια από δω και πέρα θα 'στε για μένα
αδέλφια του Τηλέμαχου, παντοτινοί του εταίροι.
Αλλά σκοπεύω τώρα να σας δείξω σημάδι απαραγνώριστο,
να με καλωσορίσετε κι ο νους σας να πιστέψει·

[ 304 ]
Τόξου θέσις

να η ουλή που κάποτε στιγμάτισε με το λευκό του δόντι ο κάπρος,


τότε που βρέθηκα ψηλά στον Παρνασσό, με του Αυτόλυκου τους γιους μαζί.»
Έτσι μιλώντας, τράβηξε τα ράκη και φάνηκε η μεγάλη ουλή.
Οι δυο μόλις την είδαν με τα μάτια τους και την ψηλάφησαν καλά,
σε θρήνο ξέσπασαν, απλώνοντας τα χέρια εναγκαλίζονται
τον αντρειωμένο Οδυσσέα και τρυφερά πήραν να τον φιλούν
στην κεφαλή του και στους ώμους.
Το ίδιο εκείνος, τους ασπάστηκε στα χέρια και στο πρόσωπο.
Και θα κρατούσε ο θρήνος τους ώσπου να δύσει ο ήλιος, αν
δεν τους συγκρατούσε ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Το γοερό σας κλάμα σταματήστε, μήπως και κάποιος βγαίνοντας
σας δει κι ευθύς το μαρτυρήσει και στους μέσα.
Και προσοχή, ένας μετά τον άλλο μπείτε στο παλάτι, όχι κι οι δυο μαζί·
πρώτος εγώ, κι εσείς μετά με τη σειρά.
Αλλά ακούστε μου και τούτο το σημάδι: οι άλλοι, όλοι,
οι περήφανοι μνηστήρες, δεν θα θελήσουν το τόξο να μου δώσουν
και τη φαρέτρα εμένα.
Όμως εσύ, καλέ μου Εύμαιε, πάρε το τόξο και διαβαίνοντας
την αίθουσα βάλ' το στα χέρια μου· ύστερα πες και στις γυναίκες
καλά να κλείσουν του μεγάρου τα καλάρμοστα πορτόφυλλα.
Κι αν κάποια ακούσει βόγγο ή βρόντο,
από τους άντρες που μέσα θα 'μ^ιστε κλεισμένοι, κεφάλι να μη βγάλει
από την πόρτα, μόνο να μείνει αμίλητη κοιτώντας τη δουλειά της.
Και συ, καλέ Φιλοίτιε, άκου την εντολή μου· τράβα
γερά τον σύρτη της αυλόθυρας κι όσο μπορείς πιο γρήγορα
δέσε από πάνω τον ιμάντα.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε και μπήκε στο αρχοντικό παλάτι,
και προχωρώντας κάθησε στον δίφρο απ' όπου ανασηκώθηκε*
έπειτα ένας ένας προχωρούσαν κι οι δύο δούλοι του θεϊκού Οδυσσέα.
Στο μεταξύ ο Ευρύμαχος δοκίμαζε στα χέρια του το τόξο,
θερμαίνοντας τους πήχες στη φλόγα της φωτιάς· και μολαταύτα
δεν κατάφερε να το τεντώσει. Στενάζοντας βαριά η περήφανη καρδιά του,
βαρυγκομώντας φώναξε τα λόγια του:
«Αλίμονο, με σφάζει ο πόνος, για μένα και για σας, για όλους.
Όχι, δεν κλαίω τον χαμένο γάμο, κι ας νιώθω πληγωμένος·
υπάρχουν κι άλλες στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη, πολλές γυναίκες της φυλής μας,
και σ' άλλα, πολιτισμένα μέρη.
Αν όμως δείξουμε πως είμαστε κατώτεροι στη δύναμη
από τον θείο Οδυσσέα, αν δεν μπορούμε να τανύσουμε το τόξο του,
τότε η ντροπή μας θα ακουστεί και θα τη μάθουν οι μελλούμενοι.»
Αμέσως του αποκρίθηκε του Ευπείθη ο γιος, ο Αντίνοος:
«Ευρύμαχε, αυτό ποτέ δεν πρόκειται να γίνει, το ξέρεις κι από μόνος σου.

[ 305 ]
Ραψωδίαυ,147-225

Σήμερα ωστόσο ο κόσμος ξεφαντώνει με του θεού μας την ιερή γιορτή—
σκασίλα για τα τεντωμένα τόξα. Γι' αυτό σας λέω,
παρατήστε τα. Όσο για τα πελέκια, ας μείνουνε εδώ, όλα στη θέση τους·
δεν το φαντάζομαι πως κάποιος θα βρεθεί, μπαίνοντας στο παλάτι
του Λαερτιάδη, να μας τα σηκώσει.
Ελάτε τώρα* ο κεραστής κούπες να πάρει, ας τις γεμίσει με κρασί,
σπονδή να κάνουμε κι εμείς, αφήνοντας στην άκρη τα καμπύλα τόξα.
Και πείτε, αύριο πρωί ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, να φέρει
στο παλάτι γίδες, όσες μες στο κοπάδι ξεχωρίζουν, μεριά να κάψουμε
του Απόλλωνα, ασυναγώνιστου τοξότη. Έπειτα δοκιμάζουμε
κι εμείς το τόξο, οπότε βλέπουμε πώς θα τελειώσει αυτός ο αγώνας.»
Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι ο λόγος του καλάρεσε.
Τότε τους έφεραν οι κήρυκες νερό, τα χέρια τους να πλύνουν,
έφηβοι ωραίοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες, κι ύστερα
πήραν να μοιράζουν σ' όλους κούπες με κρασί.
Εκείνοι στάλαξαν σπονδή, ήπιαν μετά όσο τραβούσε η ψυχή τους, και τότε
ο Οδυσσέας, πολύγνωμος και δολοπλόκος, μπήκε στη μέση λέγοντας:
«Μνηστήρες της περήφανης βασίλισσας, ακούστε με ό,τι θα πω,
όσα η ψυχή στα στήθη μου προστάζει·
απ' τον Ευρύμαχο προπάντων και τον θεόμορφο Αντίνοο ζητώ
μια χάρη· πολύ σωστός ο λόγος που είπε,
προσώρας το τόξο να το βάλετε στην άκρη και στους αθάνατους ν' αφήσετε
την τελική απόφαση—αύριο ο θεός θα κρίνει σε ποιον θα δώσει σίγουρα τη νίκη.
Αλλά παρακαλώ, δώσετε και σ' εμένα αυτό το τόξο το γυαλιστερό,
να δοκιμάσω ανάμεσά σας τη δική μου δύναμη, όση μου απόμεινε
στα χέρια ακόμη, αυτήν που ακέραιη κρατούσαν κάποτε
τα λυγερά μου μέλη—στο μεταξύ τη χάλασε η τόση κακοπέραση
της περιπλάνησής μου.»
Αυτά τους είπε, εκείνοι όμως όλοι τους άναψαν και κόρωσαν γιατί
φοβήθηκαν μήπως μπορέσει να τεντώσει το γυαλιστερό δοξάρι.
Γι' αυτό ο Αντίνοος τον αποπήρε, αυτά τα λόγια ξεστομίζοντας:
«Ε, ξένε κακομοίρη, δεν έχεις φαίνεται μυαλό κουκούτσι.
Αλήθεια, δεν σου φτάνει που κάθεσαι μ' εμάς τους άρχοντες,
που με την άνεσή σου χορταίνεις φαγητό,
μερίδα δεν σου λείπει· ακόμη ακούς
τι λέμε μεταξύ μας, την κάθε μας κουβέντα, που άλλος κανείς,
ξένος ζητιάνος δεν άκουσε ποτέ και δεν ακούει.
Αλλά σ' έχει βαρέσει εσένα το γλυκό κρασί, που κι άλλους έβλαψε,
όποιον ξεδιάντροπα σαν καταβόθρα πίνει.
Με το κρασί την έπαθε κι ο Κένταυρος, ο διαβόητος εκείνος
Εύρυτίων, μέσα στο σπίτι του γενναίου Πειρίθου, φτάνοντας τότε
στους Ααπίθες. Με μεθυσμένο το μυαλό, μανιακός

[306 ]
Τόξου θέσίς

κακούργησε σε βάρος του Πειρίθου, αλλά τα παλληκάρια εκείνου


αγρίεψαν κι αυτά, τον έσυραν από την πόρτα έξω στην αυλόθυρα
κι εκεί μ' άσπλαχνο χάλκινο μαχαίρι τα αφτιά του κόβουν
και τη μύτη, οπότε αυτός τρεκλίζοντας πήρε τον δρόμο του,
ο μωρός, στην τύφλα του βαθιά χωμένος.
Έτσι ξεκίνησε ο καβγάς ανάμεσα σ' ανθρώπους και Κενταύρους,
αλλά κι ο μέθυσος ξεπλήρωσε πιο πριν το κρίμα του.
Πάθος ανάλογο προβλέπω και για σένα, ανίσως και τανύσεις
το δοξάρι αυτό. Μην περιμένεις στον δικό μας τόπο λόγο καλό ν' ακούσεις·
στον Έχετο, με μελανό καράβι, πιο βάρβαρο απ' όποιον άλλο βασιλιά
του κόσμου, στο πι και φι εμείς θα σ' αποστείλουμε, όπου ελπίδα δεν υπάρχει
να γλιτώσεις πια. Γι' αυτό κάτσε στ' αβγά σου πίνοντας,
και μην τα βάζεις μ' άλλους που έχουν τα μισά σου χρόνια.»
Πήρε τον λόγο αμέσως, με τη δική της γνώση, η Πηνελόπη:
«Αντίνοε, μήτε σωστό μήτε και δίκαιο είναι με τέτοιον τρόπο
να καταφρονείς ξένους του Τηλεμάχου, όποιος κι αν βρέθηκε,
φιλοξενούμενος στο σπίτι του.
Μήπως σου πέρασε η ιδέα πως, αν ο ξένος κατορθώσει
το μέγα τόξο να τεντώσει, γιατί εμπιστεύεται τα χέρια και τη δύναμή του,
πως θα με πάρει και γυναίκα του στο σπίτι, πως θα με ρίξει στο κρεβάτι του;
Μα κάτι τέτοιο, σίγουρα, μήτε κι ο ίδιος το φαντάστηκε· γι' αυτό
μη χολοσκάτε, το φαγοπότι μη χαλάσεις—
έτσι κι αλλιώς το πράγμα μοιάζει αταίριαστο.»
Στη μέση μπήκε του Πολύβου γιος ο Ευρύμαχος, ανταπαντώντας:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, καθόλου δεν το φανταστήκαμε
πως θα σε πάρει αυτός στον τόπο του γυναίκα, πράγμα εντελώς
αταίριαστο. Ντρεπόμαστε όμως την καταλαλιά από γυναίκες κι άντρες,
μήπως και κάποιος ταπεινότερος κουτσομπολέ\|/ει λέγοντας:
"Κοίτα λοιπόν, άντρες κατώτεροι γυρεύουν ταίρι τους τη γυναίκα
ενός ανώτερου, αλλά δεν έχουν δύναμη το τορνεμένο τούτο τόξο
να τανύσουν κι όμως ένας ζητιάνος, που έφτασε εδώ περιπλανώμενος,
το τάνυσε εύκολα και τη σαΐτα στα πελέκια πέρασε."
Αυτά θα πούν, κι εμείς θα φορτωθούμε την ντροπή.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, με γνώση και με φρόνηση:
«Ευρύμαχε, για τον θεό, δεν τίθεται νομίζω ζήτημα μνείας εύφημης
στον κόσμο μας, όσο ατιμάζουν κάποιοι το σπίτι και το βιος
ενός ενάρετου κι αντρείου. Αοιπόν ποιος λόγος τώρα να νιώθετε ντροπή;
Όσο γι' αυτόν τον ξένο, δείχνει και μεγαλόσωμος και μπρατσωμένος,
καυχιέται εξάλλου και για τη γενιά του, πως είναι γόνος πατέρα ευγενικού.
Αέω λοιπόν να του παραχωρήσετε το τορνεμένο τόξο,
κι ύστερα βλέπουμε. Και κάτι ακόμη έχω να πω, και πείτε το συντελεσμένο:
ανίσως το τανύσει αυτός, αν ο Απόλλων τού χαρίσει νίκη,

[307]
Ραψωδία ω, 469-548

υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με ρούχα ωραία, χλαίνη,


χιτώνα, πως θα του δώσω μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά κι ανθρώπους, πως θα του δώσω δίκοπο σπαθί, σαντάλια
για τα πόδια του, κι έτσι θα τον προπέμψω όπου η ψυχή του
και η καρδιά του επιθυμεί.»
Στην ώρα του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση:
«Μάνα, το τόξο αυτό μου ανήκει, κανείς σ' αυτό δεν είναι ανώτερός μου·
το δίνω σ' όποιον θέλω εγώ ή και τ' αρνούμαι.
Μήτε όσοι κατοικούν τα βράχια της Ιθάκης ή διαφεντεύουν τα νησιά
που βλέπουν προς την Ήλιδα, για τ' άλογά της φημισμένη,
κανένας δεν μπορεί, παρά τη θέλησή μου, να βγάλει απαγόρευση δική του,
αν ήθελα εγώ το τόξο στον ξένο να το δώσω,
και μάλιστα για πάντα, να καμαρώνει με το δώρο μου.
Αλλά του λόγου σου τράβα στην κάμαρή σου και κοίτα τις δουλειές σου,
τον αργαλειό, τη ρόκα· πρόσταζε και τις δούλες τα έργα τους να εκτελούν—
το τόξο όμως είναι των ανδρών υπόθεση, όλων
και προπαντός δική μου, αφού σ' εμένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού.»
Τα 'χασε εκείνη και πήρε ν' ανεβαίνει στην κάμαρή της, αναθιβάνοντας
στον νου της τα λόγια του παιδιού της. Κι όταν ανέβηκε στο ανώγι
με τις δυο της βάγιες, έστησε για τον Οδυσσέα θρήνο, το ακριβό της ταίρι,
ωσότου η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μ' ύπνο γλυκό
της σφάλισε τα βλέφαρα.
Κι ενώ ο χοιροβοσκός το γυαλισμένο τόξο κουβαλούσε, έβαλαν οι μνηστήρες
όλοι τις φωνές μες στο παλάτι, και κάποιος ξιπασμένος νιος ανάμεσά τους έλεγε:
«Για πού το πας, χοιροβοσκέ ρεμάλι, που εδώ συνέχεια τριγυρνάς,
αυτό το κυρτωμένο τόξο; Αύριο κιόλας τα σκυλιά στην ερημιά θα σε ξεσχίσουν,
μπρος στα γουρούνια σου που τρέφεις, α^ο Απόλλωνας μας ευνοήσει
κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί.»
Έτσι του φώναξαν, κι αυτός παράτησε στη μέση εκεί της αίθουσας
το τόξο που κρατούσε, απ' τις φωνές τους φοβισμένος.
Απ' τη δική του όμως ο Τηλέμαχος μεριά, φωνάζοντας κι αυτός, τον απειλούσε:
«Γέρο, για φέρε κατά δω το τόξο· αν στον καθένα πείθεσαι,
κακό του κεφαλιού σου. Κι ας είμαι εγώ μικρότερος,
με πέτρες θα σε κυνηγήσω, ώσπου να φτάσεις στα χωράφια—
υπερτερώ σε δύναμη από σένα.
Μακάρι να 'μουνα πιο δυνατός, πιο χεροδύναμος κι απ' τους μνηστήρες,
όσοι κυκλοφορούν εδώ· γρήγορα τότε, και με μίσος, κάποιον απ' όλους,
θα τον έδιωχνα έξω απ' το σπίτι, να πάει στα κομμάτια—
οι πάντες μηχανεύονται μονάχα το κακό.»
Αυτά τους είπε, κι όλοι οι μνηστήρες γλυκοχαμογέλασαν,
σαν να τους έπεσε ο βαρύς θυμός για τον Τηλέμαχο.
Επάνω εκεί ο χοιροβοσκός σήκωσε πάλι το δοξάρι, προχώρησε

[ 308 ]
Τόξου θέσις

στην αίθουσα και φτάνοντας στο πλάι του έμπειρου Οδυσσέα


έβαλε στα χέρια του το τόξο.
Κι αμέσως νόημα κάνει εκείνος στην παραμάνα Ευρύκλεια, για να της πει:
«Φρόνιμη Ευρύκλεια, είναι αυτή του Τηλεμάχου η εντολή για σένα*
κλείσε καλά τα δυο θυρόφυλλα της αίθουσας, κι αν κάποια σας
ακούσει βογγητό αντρικό και βρόντο, όσο θα είμαστε
εμείς μέσα κλεισμένοι, κεφάλι στην πόρτα καμιά σας να μη βγάλει,
αλλά να μείνει ακίνητη, κάνοντας τη δουλειά της.»
Προτού τελειώσει ο λόγος του έφτασε στον σκοπό του:
κλείνει η Ευρύκλεια τα δυο θυρόφυλλα της όμορφης μεγάλης
αίθουσας, ενώ ο Φιλοίτιος, χωρίς κανένας να τον πάρει είδηση,
γλίστρησε έξω και σφραγίζει τα φύλλα της περίφρακτης αυλόθυρας
μ' ένα καννάβινο σκοινί—το βρήκε στο χαγιάτι, σύνεργο
καραβιού κυρτού στις άκρες του· μ' αυτό ο Φιλοίτιος ασφάλισε
την έξω πόρτα, ύστερα μπήκε πάλι μέσα, πιάνοντας το σκαμνί
απ' όπου ανασηκώθηκε, και κάρφωσε στον Οδυσσέα το μάτι του.
Αυτός εξέταζε κιόλας το τόξο σ' όλες του τις μεριές, το στριφογύρισε,
το 'φερε πάνω κάτω, προσέχοντας μήπως ο σκόρος έφαγε
τα δυο του κέρατα, όσο το αφεντικό του τόξου έλειπε στα ξένα.
Οπότε κάποιος, κόβοντας κίνηση, γύρισε κι έλεγε στον διπλανό του:
«Κοίτα πώς ψάχνει ο παμπόνηρος το τόξο, ίσως και να χει ο ίδιος
τέτοιο πράγμα στο δικό του σπίτι, εκτός κι αν σκέφτεται
να φτιάξει ένα παρόμοιο—γι' αυτό το πασπατεύει εδώ κι εκεί,
ένας κακόζηλος αυτός αλήτης.»
Αλλά και κάποιος άλλος, ξιπασμένος νεαρός, πρόσθεσε λέγοντας:
«Μακάρι τόσο το όφελος να μείνει και μετά, αν βρει ποτέ
τη δύναμη το τόξο να τανύσει.»
Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούργιο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
Τότε οι μνηστήρες ένιωσαν πανικό, πρασίνισε το μούτρο τους·
και πάνω εκεί ο Δίας βρόντηξε βροντή μεγάλη και σημαδιακή.
Ένιωσε μέσα του χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
που ο γιος του δολοπλόκου Κρόνου έστειλε το σημάδι του.
Αρπαξε ευθύς μια γρήγορη σαΐτα—ήταν εκεί γυμνή
στο πλαϊνό τραπέζι· περίμεναν οι άλλες στη βαθιά φαρέτρα,
που θα τις ένιωθαν σε λίγο οι μνηστήρες στο κορμί τους.

[ 309 ]
Ραψωδία φ, 419-434

Το τόξο μεσοπιάνοντας στον πήχη, τέντωσε τη χορδή


με τη διχαλωτή σαΐτα, και καθισμένος στο σκαμνί ρίχνει
το βέλος σημαδεύοντας· πελέκι δεν απόμεινε ασημάδευτο·
η χάλκινη σαΐτα βρίσκοντας την πρώτη τρύπα, τις πέρασε όλες
φτάνοντας στην άκρη.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε λέγοντας στον Τηλέμαχο:
«Τηλέμαχε, δεν σε ντροπιάζει ο ξένος που φιλοξένησες εσύ
στο σπίτι σου. Άστοχος στον στόχο μου δεν φάνηκα μήτε και κόπιασα
το τόξο να τανύσω. Μου μένει ακόμη ακλόνητο
το μένος της ψυχής· να μη νομίσουν οι μνηστήρες πως αξίζω
την άτιμή τους καταφρόνεση.
Μα τώρα είναι η ώρα να ετοιμαστεί το δείπνο,
όσο ακόμη φέγγει· μετά θ' αρχίσει το ξεφάντωμα με μουσική και με τραγούδι-
συμπλήρωμα απαραίτητο σ' ένα καλό τραπέζι.»
Είπε κι έκανε με το φρύδι νεύμα στον Τηλέμαχο· κι αυτός
ζώστηκε αμέσως κοφτερό σπαθί, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
πιάνει στο χέρι του το δόρυ, κι έτσι λαμπρά οπλισμένος με χαλκό,
στήθηκε πλάι στο σκαμνί, έτοιμος παραστάτης του πατέρα του.

310
χ

Μνηστήρων φόνος

Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,

Ο
ΠΟΤΕ Ο
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ' αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει
τέτοια δόξα.»
Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα,
μαλαματένια, λαμπερή· μέσα στα χέρια του την έπαιζε,
έτοιμος πια να πιει κρασί—δεν πήγε ο νους του ούτε στιγμή
στον φονικό του θάνατο. Αλλά και ποιος να φανταστεί, ανάμεσα
σε τόσους ομοτράπεζους, πως ένας με πολλούς, ας είχε και μεγάλη δύναμη,
θα συντελούσε το κακό τους τέλος, τη μαύρη μοίρα τους.
Κι όμως ο Οδυσσέας σημαδεύοντας τον βρήκε με το βέλος
στον λαιμό, πέρασε αντίκρυ ο χαλόςστον μαλακό του σβέρκο,
κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι,
κι ευθύς απ' τα ρουθούνια ανάβλυσε παχύ ρυάκι αίμα ανθρώπινο·
κλότσησε αυτόματα μακριά του το τραπέζι και χύθηκαν όλα τα φαγητά
στο πάτωμα, ψωμιά ανάκατα με κρέατα ψημένα.
Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλληκάρια
της Ιθάκης—-σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
ο Οδυσσέας τον σκότωσε—μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω

[ 26ο ]
Ραψωδίαω,469-548

στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ' όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τους κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλησε:
«Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι' αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δεν φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ' τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν ήθελε ο ίδιος να 'ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ' τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ' ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου—ως τότε δικαιούσαι να 'σαι χολωμένος.»
Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
«Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ' αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν' αποφύγει, την κακή του μοίρα—δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»
Έτσι τους μίλησε, κι αυτών τους κόπηκαν τα γόνατα, τρεμούλιαξε η καρδιά τους,
οπότε δεύτερη φορά ο Ευρύμαχος πήρε τον λόγο και μιλώντας
είπε στους μνηστήρες:
«Φίλοι, δεν πρόκειται αυτός τ' άπιαστα χέρια του να συγκρατήσει,
τώρα που κράτησε γερά το δουλεμένο τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη·

[ 312 ]
Μνηστήρων φόνος

στημένος κιόλας στ' όμορφο κατώφλι, απανωτές θα ρίχνει


τις σαΐτες, ώσπου να μας ξεκάνει όλους.
Αλλά κι εμείς το θάρρος μας ας θυμηθούμε για τη μάχη· τραβήξτε όλοι τα σπαθιά,
ορθώστε τα τραπέζια, βέλη θανατηφόρα ν' αποκρούσουμε·
όλοι μαζί μετά απάνω του, απ' το κατώφλι και την πόρτα
να τον σπρώξουμε· τότε θα βγούμε τρέχοντας στην πόλη,
κι ο κόσμος θα βουίξει. Έτσι, μπορεί να μείνει αυτή η βολή του
πρώτη και τελευταία.»
Είπε κι ευθύς το κοφτερό σπαθί του τράβηξε (χάλκινο,
αμφίστομο) κι όρμησε πάνω του άγρια κραυγάζοντας. Πρόλαβε όμως
ο Οδυσσέας θείος, έριξε, και τον βρήκε κατάστηθα η σαΐτα
στο βυζί, σφυρίζοντας το βέλος χώθηκε στο σκώτι.
Του φεύγει από το χέρι τότε το σπαθί, τρεκλίζοντας διπλώθηκε
στην τάβλα, σκορπίζοντας δίδυμη κούπα και φαγιά στο πάτωμα·
μετά ψυχομαχώντας χτύπησε με το κούτελο το χώμα,
κλότσησε πέρα με τα δυο του πόδια το σκαμνί, και πάνω εκεί
στα μάτια του έπεσε σκοτάδι.
Τώρα αντιμέτωπος στον ένδοξο Οδυσσέα βγήκε μπροστά ο Αμφίνομος,
τραβώντας ξίφος κοφτερό, μήπως και κάνει πίσω εκείνος,
αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
Πρόλαβε όμως ο Τηλέμαχος, έτρεξε πίσω του και με το χάλκινό του δόρυ
τον χτύπησε μεσοπλατίς· το δόρυ πέρασε στο στήθος και ξεμύτισε,
οπότε αυτός κάτω σωριάστηκε με βρόντο, έφαγαν χώμα
μέτωπο και στόμα.
Γύρισε πίσω απότομα ο Τηλέμαχος, εκεί αφήνοντας, στο σώμα του Αμφινόμου,
το μακρόσκιο δόρυ· φοβήθηκε μήπως και κάποιος Αχαιός,
την ώρα που σκυφτός αυτός το δόρυ θα τραβούσε, πισώπλατα εκείνος
τον βρει με το σπαθί και στο κορμί το μπήξει.
Γι' αυτό και πίσω γύρισε, σίμωσε τον πατέρα του, στάθηκε πλάι του,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Πατέρα, θα σου φέρω ασπίδα και δυο δόρατα, χάλκινη
περικεφαλαία, καλά να δένει στους κροτάφους. Αλλά κι εγώ
πάω ν' αρματωθώ, όπλα θα δώσω στον χοιροβοσκό και στον βουκόλο—
είναι πιο φρόνιμο όλοι ν' αρματωθούμε.»
Ανταποκρίθηκε στον λόγο του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Τρέξε, όσο μπορείς πιο γρήγορα, προτού μου λείψουν οι σαΐτες,
και τότε αυτοί με ξεκουνήσουν απ' την πόρτα, όταν θα μείνω μόνος.»
Υπάκουσε στα λόγια του πατέρα του ο Τηλέμαχος, κι έτρεξε
γρήγορα στον θάλαμο όπου ήσαν φυλαγμένα τα τίμια όπλα,
σήκωσε τέσσερις ασπίδες, διπλάσια δόρατα, τέσσερις
περικεφαλαίες μ' αλογίσια φούντα.
Κι έτσι όπως ήταν φορτωμένος, έφτασε πάλι πλάι

[313]
Ραψωδία χ, 349-427

στον πατέρα του. Πρώτος ο γιος τη χάλκινη αρματωσιά φορεί,


συνάμα έβαλαν κι οι δυο πιστοί του δούλοι τα δικά τους όπλα,
καλά κι ωραία—ένοπλοι πια οι τρεις, στον Οδυσσέα πλάι
στέκονται, πανούργο και γενναίο πολεμιστή.
Εκείνος, όσο του περίσσευαν τα βέλη στον αγώνα του,
σημάδευε και σκότωνε έναν προς έναν τους μνηστήρες
μέσα στο παλάτι, κι αυτοί να πέφτουν σκοτωμένοι σωρηδόν.
Όταν όμως τοξεύοντας του τέλειωσαν τα βέλη, ακούμπησε
το τόξο του στον παραστάτη—έγειρε αυτό στον τοίχο αντίκρυ,
μέσα στο ακλόνητο παλάτι λάμποντας στο φως.
Μετά στους ώμους πέρασε σάκος τετράδιπλο, φόρεσε
στο περήφανο κεφάλι περικεφαλαία με αλογίσια ουρά,
που η φούντα της στην κορυφή ανεμίζοντας φοβέριζε,
τέλος, στα δυο του χέρια πιάνει δόρατα άλκιμα, με μύτη από χαλκό.
Ψηλά, προς τον καλοχτισμένο τοίχο, πάνω από το κατώφλι
του απαρασάλευτου μεγάρου, έστεκε κάποιο παραπόρτι,
με σανιδόφυλλα συναρμοσμένα, που έβγαζε σε διάδρομο μακρύ.
Σ' αυτή την πόρτα ο Οδυσσέας πρόσταξε να χει τον νου του
ο πιστός χοιροβοσκός, στημένος πλάι της—ήταν το μόνο πέρασμα.
Την ίδια ώρα ωστόσο ο Αγέλαος φώναξε γύρω του, να τον ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, κάποιος λοιπόν δεν θα μπορούσε ν' ανεβεί στο παραπόρτι,
φωνή να βγάλει στον λαό, για να βουίξει αυτοστιγμεί ο τόπος;
Τότε κι αυτός στερνή φορά θα μας ετόξευε.»
Μίλησε όμως ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, του είπε:
«Άρχοντα Αγέλαε, όχι αυτό δεν γίνεται! Στέκουν οι πόρτες,
αυτές που βγάζουν στην αυλή, τόσο κοντά, και κάνουν δύσκολο
το πέρασμά μας απ' τον μακρύ διάδρομο· ένας μονάχα,
φτάνει η καρδιά του να το λέει, μόνος του θα μπορούσε
όλους εμάς να μας κρατήσει πίσω.
Αλλά τον νου σας, θα φέρω εγώ όπλα ν' αρματωθείτε
από τη μέσα κάμαρη· εκεί φαντάζομαι (και πού αλλού;)
θα χουν μαζέψει κι έκρυψαν τ' άρματα του πολέμου
ο Οδυσσέας κι ο καμαρωτός του γιος.»
Είπε ο γιδοβοσκός Μελάνθιος, κι ευθύς ανέβαινε, περνώντας απ' ανάμεσα,
στου Οδυσσέα τις κάμαρες, απ' όπου τράβηξε σκουτάρια δώδεκα,
δώδεκα δόρατα, δώδεκα κράνη, δεμένα με χαλκό και φούντες αλογίσιες.
Γύρισε πίσω φορτωμένος και γρήγορα τα παραδίνει στους μνηστήρες.
Τότε του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα, λύγισε η περήφανη καρδιά του,
όπως τους είδε ν' αρματώνονται, στα χέρια να κραδαίνουν
δόρατα μακρά—ένιωσε πως τον περιμένει μεγάλο έργο και βαρύ.
Στράφηκε αμέσως στον Τηλέμαχο, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, σίγουρα κάποια δούλα παλατιανή σηκώνει τώρα

[ 314 ]
Μνηστήρων φόνος

πόλεμο άσχημο μ' εμάς, μπορεί και ο Μελάνθιος.»


Φρόνιμος ο Τηλέμαχος μιλώντας τού είπε:
«Εγώ, πατέρα, έσφαλα σ' αυτό, εγώ—άλλος κανείς δεν έφταιξε· που ανοιχτή
την άφησα στην κάμαρη την αρμοσμένη πόρτα,
και κάποιος απ' αυτούς το πρόσεξε και φάνηκε καλύτερος.
Αλλά, γενναίε Εύμαιε, τρέξε και σφάλισε της κάμαρης την πόρτα,
και κοίταξε αν κάποια δούλα μας είναι σ' αυτό μπλεγμένη
ή μήπως του Δολίου ο γιος, εκείνος ο Μελάνθιος—
αυτόν εγώ υποψιάζομαι.»
Έτσι μιλούσαν συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
μα ο Μελάνθιος ξανά στην κάμαρη τραβούσε,
να φέρει κι άλλες όμορφες αρματωσιές. Τον πήρε όμως είδηση
ο τίμιος χοιροβοσκός, κι ευθύς στον Οδυσσέα γύρισε,
που πλάι του στεκόταν, κι είπε:
«Ω πολυμήχανε Οδυσσέα, ευγενικέ γιε του Λαέρτη,
να τος ο τρισκατάρατος, αυτός που φανταστήκαμε κι εμείς, τραβά
ξανά στον θάλαμο. Αλλ' από σένα τώρα γυρεύω
γνώμη αλάνθαστη: ή μόνος μου να τον σκοτώσω,
αν περισσέψει η δύναμή μου, ή να τον φέρω εδώ μπροστά σου,
για να πληρώσει τόσα εγκλήματα, όσα βυσσοδομούσε μέσα στο παλάτι σου.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Εγώ και ο Τηλέμαχος μπορούμε σίγουρα να τους κρατήσουμε εδώ
τους αλαζονικούς μνηστήρες, μόλο που τόσο θέλουν να ξεφύγουν.
Οι δυο σας όμως, πέφτοντας πάνω σ' αυτόν τον άθλιο, στρίψτε
τα πόδια και τα χέρια του, πετάξτε τον στην κάμαρη,
με μια σανίδα δέστε τον πιστάγκωνα, με μια πλεχτή τριχιά
τον περιζώνετε μετά, τραβάτε από την άκρη το σχοινί,
και τον κρεμάτε στην ψηλή κολόνα, να φτάσει ως τα δοκάρια.
Εκεί μετέωρος και ζωντανός, αργά αργά να δοκιμάσει το μαρτύριό του.»
Αυτά τους είπε, τον άκουσαν αυτοί κι υπάκουσαν.
Όρμησαν προς την κάμαρη, μέσα τον πετυχαίνουν, δίχως ο ίδιος να το πάρει
είδηση. Έψαχνε ακόμη εκεί στο βάθος κι άλλες αρματωσιές,
οπότε εκείνοι τον περίμεναν, στημένοι κι από τις δυο μεριές του παραστάτη.
Και μόλις ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, πάτησε το κατώφλι,
κρατώντας στο ένα χέρι του φανταχτερή κι ωραία περικεφαλαία,
και στο άλλο ένα σκουτάρι, γέρικο και φαρδύ, στη σκόνη μπουκωμένο—
κάποτε το φορούσε νιος ο αντρείος Λαέρτης, μα τώρα
είχαν ξηλώσει στα λουριά οι ραφές.
Οπότε ορμούν οι δυο τους και τον πιάνουν, απ' τα μαλλιά τον τράβηξαν,
κατάχαμα τον έριξαν, κι αυτός να βράζει απ' το κακό του.
Μετά σφιχτά του δένουν, δέσιμο που πονούσε, χέρια και πόδια,
και του τα στρίβουν πίσω για καλά, καθώς το πρόσταξε

[315]
Ραψωδία χ, 349-427

βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, γιος του Λαέρτη.


Τέλος, με μια πλεχτή τριχιά τον περιζώνουν και,
την άλλην άκρη του σχοινιού τραβώντας, τον ανεβάζουν στην ψηλή κολόνα,
να φτάσει ως τα δοκάρια.
Και πάνω εκεί, καλέ μου Εύμαιε χοιροβοσκέ, χλευάζοντας του φώναξες:
«Τώρα, Μελάνθιε, περίφημα θα την περάσεις όλη σου τη νύχτα,
σε στρώμα πλαγιασμένος μαλακό και καταπώς σου πρέπει·
κι όταν με το ξημέρωμα απ' τις ροές του Ωκεανού φτάσει χρυσόθρονη η Αυγή,
δεν πρόκειται να σε ξεχάσει, την ώρα που πηγαίνεις κάθε μέρα
τις γίδες στους μνηστήρες, να τρων και να χορταίνουν στο παλάτι.»
Έμεινε αυτός εκεί, φριχτά δεμένος, κρεμασμένος,
ενώ οι δυο τους οπλισμένοι έκλεισαν τα γυαλιστερά θυρόφυλλα
και προχωρούν στον Οδυσσέα, δολοπλόκο αγωνιστή.
Στημένοι αντίκρυ απάνω στο κατώφλι οι τέσσερις,
από το μένος του πολέμου φλογισμένοι, κι απέναντί τους οι πολλοί μνηστήρες,
μέσα στην αίθουσα αυτοί κι αντρειωμένοι.
Τότε φτάνει κοντά τους η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
με τη μορφή και τη φωνή του Μέντορα.
Την είδε κι ένιωσε χαρά ο Οδυσσέας μέσα του, μετά της μίλησε:
«Μέντωρ, σ' αυτόν τον κίνδυνο πάρε το μέρος μου, τον ακριβό θυμήσου φίλο σου,
που τόσα έκαμα καλά για σένα—είμαστε εξάλλου συνομήλικοι.»
Μιλώντας τό φαντάστηκε πως ήταν μπρος του η Αθηνά, της μάχης σύμμαχος.
Αλλά απ' αντίκρυ φώναζαν μέσα στην αίθουσα όλοι οι μνηστήρες·
πρώτος ο Αγέλαος, του Δαμαστόρου ο γιος, τον αποπήρε φοβερίζοντας:
«Μέντωρ, τον νου σου μη σε παρασύρει ο Οδυσσέας με τα λόγια του
να συνταχθείς μαζί του, τους μνηστήρες πολεμώντας.
Γιατί να ξέρεις την απόφασή μας, που δεν θα μείνει ατέλεστη:
μόλις τους δυο, γιο και πατέρα, τους σκοτώσουμε, θα 'ρθει η σειρά σου
να πεθάνεις, κι αυτά που σκέφτεσαι να κάνεις μέσα εδώ
με το κεφάλι σου θα τα πληρώσεις.
Κι όταν χαλάσουμε με τον χαλκό τη δύναμή σας,
όλο το βιος σου, ό,τι μέσα στο σπίτι σου κατέχεις κι απέξω στους αγρούς,
με του Οδυσσέα τα αγαθά θα παν μαζί· και βέβαια δεν πρόκειται ν' αφήσουμε
τους γιους σου ζωντανούς στο σπιτικό σου, μήτε τις κόρες
και την τιμημένη σου γυναίκα να σεργιανούν στους δρόμους της Ιθάκης.»
Έτσι της μίλησε, κι η Αθηνά χολώθηκε μέσα της κι άλλο·
στον Οδυσσέα όμως τον θυμό της γύρισε και τον τσινούσε:
«Στάλα, Οδυσσέα, πια δεν σου 'μεινε απ' την παλιά σου ορμή και την αλκή σου;
Σαν τότε που για χάρη της λευκώλενης Ελένης, φύτρας ευγενικής,
χρόνους εννιά, δίχως αναπαμό, τους Τρώες πολεμώντας σ' άγρια μάχη
σκότωνες πολλούς πολεμιστές, ώσπου με τη δική σου έξυπνη βουλή
αλώθηκε το κάστρο του Πριάμου, έπεσε η πόλη τους με τους μεγάλους δρόμους.

[ 316 ]
Μνηστήρων φόνος

Τώρα λοιπόν γιατί και πώς, φτασμένος πια οττο σπίτι και στα πλούτη σου,
μπρος στους μνηστήρες κλαψουρίζεις, σάμπως να σου έλειψε η αλκή;
Έλα, καλέ μου, τιλάι μου στάσου, κατόρθωμα να δεις,
να μάθεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, ξέρει
να ξεπληρώνει το καλό που του έκαναν, και στους εχθρούς μπροστά.»
Έτσι μιλώντας, δεν του χάριζε ολότελα τη νίκη ακόμη·
μόνο δοκίμαζε πάλι και πάλι το σθένος τους και την αλκή,
του Οδυσσέα και του φημισμένου γιου του.
Στο μεταξύ πετά ψηλά, στο μαυρισμένο απ* τον καπνό δοκάρι
της στέγης του μεγάρου κάθησε, κι έμεινε εκεί,
με χελιδόνι μοιάζοντας, να βλέπει.
Ο Αγέλαος, του Δαμαστόρου ο γιος, έδινε τώρα θάρρος στους μνηστήρες:
ο Ευρύνομος, ο Δημοπτόλεμος κι ο Αμφιμέδων,
ο Πείσανδρος, του Πολυκτόρου γιος, ο Πόλυβος, λάβρος αγωνιστής,
αυτοί ξεχώριζαν με την ανδρεία τους απ' τους μνηστήρες,
γενναίοι στο έπακρο, όσο ακόμη ζούσαν και μάχονταν για τη ζωή τους—
οι άλλοι είχαν κιόλας δαμαστεί από του τόξου τις πυκνές σαΐτες.
Τότε λοιπόν ο Αγέλαος φώναξε δυνατά, ν' ακούσουν όλοι:
«Φίλοι, τώρα θα παραλύσουν πια τα χέρια του που ακαταμάχητα φαντάζουν,
αφού ο Μέντωρ το 'σκασε κι άφησε πίσω του κούφιες μονάχα καυχησιές,
έτσι που οι τέσσερις έμειναν μόνοι τους πατώντας της πόρτας το κατώφλι.
Αλλά σας λέω, μη ρίξετε όλοι μαζί τα μυτερά σας δόρατα,
πρώτα οι έξι ν' ακοντίσετε, κι ας δώσει ο Δίας στόχος σας
ο Οδυσσέας να γίνει, οπότε η δόξα σάς ανήκει—
τους άλλους μη τους λογαριάζετε, φτάνει νεκρός αυτός να πέσει.»
Τόσα τους είπε, κι όπως πρόσταξε, ρίχνουν οι έξι τα κοντάρια τους
μ' όλη τους την ορμή, όμως η Αθηνά μπήκε στη μέση κι όλα αστόχησαν
άλλος τον παραστάτη βρήκε του ακλόνητου μεγάρου,
άλλος συναρμοσμένα τα θυρόφυλλα, κάποιου το φράξινο χαλκόβαρο κοντάρι
στον τοίχο απέναντι καρφώθηκε.
Κι όπως δεν πείραξαν κανέναν τα κοντάρια των μνηστήρων,
πήρε τον λόγο βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος και στους δικούς του φώναξε:
«Φίλοι, σειρά μας τώρα, λέω να ρίξουμε κι εμείς τ' ακόντιά μας
απάνω στων μνηστήρων τον σωρό, που λύσσαξαν να μας σκοτώσουν,
μετά τις τόσες ανομίες τους.»
Τους μίλησε, κι οι τέσσερις, όλοι μαζί, ακοντίζουν με τα μακρά τους δόρατα,
γυρεύοντας τον στόχο του ο καθένας:
Τον Δημοπτόλεμο ο Οδυσσέας σκοτώνει, τον Ευρυάδη ο Τηλέμαχος,
τον Έλατο ο χοιροβοσκός, τον Πείσανδρο ο βουκόλος.
Κι έφαγαν όλοι χώμα με τα δόντια τους, μπούκωσε γη το στόμα τους.
Κι ενώ οι υπόλοιποι μνηστήρες υποχώρησαν στο βάθος του μεγάρου,
οι τέσσερίς τους όρμησαν και τράβηξαν τα δόρατα απ' τα κουφάρια.

[317]
Ραψωδία χ, 272-349

Κι όμως, για δεύτερη τώρα <|)ορά, ττήραν να ρίχνουν οι μνηστήρες


τα μυτερά τους δόρατα με λύσσα. Πάλι η Αθηνά μττήκε στη μέση,
κι αστόχησαν τα πιο πολλά· άλλος τον παραστάτη
βρήκε του ακλόνητου μεγάρου, άλλος συναρμοσμένα τα θυρόφυλλα,
κάποιου το φράζινο χαλκόβαρο κοντάρι απέναντι καρφώθηκε στον τοίχο.
Μόλις που άγγιξε ο Αμφιμέδων τον Τηλέμαχο, ξώπετσα
(ΓΓου χεριού του τον καρπό, κι έγδαρε λίγο ο χαλκός το δέρμα.
Τον Εύμαιο ο Κτήσιττπος τον χάραξε κι αυτός με το μακρύ του δόρυ
ψηλά στον ώμο, πάνω από το σκουτάρι, προτού, πετώντας, το κοντάρι
στο χώμα σφηνωθεί.
Και πάλι αυτοί, πλάι στον δολοτιλόκο μαχητή Οδυσσέα, ρίχνουν
τα μυτερά τους δόρατα επάνω στων μνηστήρων τον σωρό:
τον Ευρυμέδοντα ο Οδυσσέας σκοτώνει, ο πορθητής της Τροίας,
τον Αμφιμέδοντα ο Τηλέμαχος, τον Πόλυβο ο χοιροβοσκός,
τον Κτήσιππο έπειτα ο βουκόλος κατάστηθα τον βρήκε,
και πάνω εκεί καυχήθηκε φωνάζοντας:
«Ε ξιπασμένε γιε του Πολυθέρση, ποτέ ξανά να μη μεγαλαυχήσεις
στην αφροσύνη που σε δέρνει· μάθε ν' αφήνεις στους θεούς
τον τελευταίο λόγο, αφού αυτοί κρατούν δύναμη περισσή.
Και να το αντίδωρο για το ποδάρι του βοδιού που πέταξες
στον θείο Οδυσσέα, όσο ακόμη ζητιανεύοντας γυρνούσε μέσα στο παλάτι του.»
Αυτά ξεστόμισε ο βουκόλος ελικοκέρατων βοδιών. Μετά
σχεδόν εξ επαφής ο Οδυσσέας σημάδεψε με το μακρύ του δόρυ
τον γόνο του Δαμάστορα, ενώ ο Τηλέμαχος ακόντισε
τον γιο του Ευήνορα Αηόκριτο και στα λαγόνια του τον πέτυχε·
πέρασε ο χαλκός τα σπλάχνα, κι αυτός
γκρεμίστηκε πέφτοντας μπρούμυτα, το κούτελό του βρόντηξε
πάνω στο χώμα.
Την ίδια ώρα η Αθηνά τη φονική για τους βροτούς ασπίδα της σηκώνει,
ψηλά απ* τη στέγη· σάλεψαν τότε οι φρένες των μνηστήρων,
στην αίθουσα σκορπίστηκαν. Ένα κοπάδι βόδια λες, που τα τρελαίνει
μύγα ακούραστη πετώντας γύρω τους την εποχή της άνοιξης,
όταν οι μέρες μεγαλώνουν. Οι άλλοι απέναντι, γυπαετοί
γαμψώνυχοι, γαμψόραμφοι, που από τα όρη κατεβαίνουν
πέφτοντας πάνω σε πουλιά, κι εκείνα, αφήνοντας
τα νέφη φοβισμένα, ορμούν στον κάμπο να γλιτώσουν οι γύπες όμως
χυμούν και τ' αφανίζουν, γιατί τους απολείπει η δύναμη να φύγουν—
κυνήγι αυτό που οι κυνηγοί το χαίρονται. Έτσι κι οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγγος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
Τότε ο Αηώδης τρέχοντας προσπέφτει στου Οδυσσέα τα γόνατα

[318]
Μνηστήρων φόνος

και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:


«Πέφτω στα γόνατα σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες,
όποιος ανόσια έπραττε. Εκείνοι όμως, στο κακό ασυγκράτητοι,
δεν ήθελαν ν' ακούσουν τίποτε. Τώρα το πλήρωσαν και χάθηκαν
φριχτά για τις ανόσιες πράξεις τους.
Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δέν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
Λοιπόν, δεν θ' αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.»
Αυτά φωνάζοντας, σηκώνει με το στιβαρό του χέρι το σπαθί
του Αγελάου—καθώς εκείνος έπεφτε νεκρός, του ξέφυγε το ξίφος
απ' το χέρι. Μ* αυτό τον χτύπησε καταμεσής στον σβέρκο,
όσο ακόμη εκείνος μίλαγε, κι αμέσως το κεφάλι του κυλίστηκε στη σκόνη.
Και πάνω εκεί ο Φήμιος, του Τέρπιου γιος, ο αοιδός, πέτυχε
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο—αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες.
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία, χτισμένο στον αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν' αγγίξει, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Οπότε αφήνει κάτω τη βαθουλή κιθάρα, ανάμεσα
σε κάποιο κάθισμα, δεμένο με καρφιά ασημένια,
και στον κρατήρα για κρασί· ύστερα τρέχει και προσπέφτει
στου Οδυσσέα τα γόνατα, θερμά παρακαλώντας
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με.
Βάρος θα το 'χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό—
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω.
Κι αν είμαι αυτοδίδακτος, κάποιος θεός εμπνέει μέσα μου
όσα τραγούδια τραγουδώ. Αν θες, κι εδώ για χάρη σου
μπορώ να τραγουδήσω, σε βλέπω σαν θεό.

[319]
Ραψωδία χ, 349-427

Γι' αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος


να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ* έσερναν με τη βία μέσα,
αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ ήμουν
παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. Εκτός κι αν πρόλαβε ο Φιλοίτιος
ή ο χοιροβοσκός και τον θανάτωσαν μπορεί κι εσύ,
κάποια στιγμή που βρέθηκε μπροστά σου, όταν ορμούσες κι έσφαζες
μέσα σ* αυτό το σπίτι.»
Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το^άλκινο σπαθί
στην ακατάσχετή του ορμή, με τους μνηστήρες
χολωμένος, που ρήμαξαν το σπιτικό του κι εσένα οι μωροί
τόσο & αψήφησαν.»
Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Θάρρος, σ' έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ' αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός·
εμένα αφήστε με το χρέος μου να κάνω μέσα στο σπίτι μου.»
Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
πήγαν και κάθησαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από τον θάνατο.
Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ' την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,

[ 320 ]
Μνηστήρων φόνος

από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,


ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι.
Τότε πολύγνωμος στράφηκε στον Τηλέμαχο ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Τηλέμαχε, άμε και φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια,
έχω ένα λόγο να της πω που μέσα μου τον συλλογίζομαι.»
Του μίλησε, κι αυτός, υπάκουος στον πατέρα του, τρέχοντας
πήρε να χτυπά την πόρτα, φωνάζοντας στην παραμάνα Ευρύκλεια:
«Έλα και μέσα πέρασε, γερόντισσα πολύχρονη, εσύ που επιστατείς
τις άλλες δούλες, γυναίκες που κυκλοφορούν στο σπιτικό μας·
βιάσου, ο πατέρας μου σε θέλει, που κάτι έχει να σου πει.»
Αυτά φωνάζοντας της μίλησε, κι ο λόγος του δεν πέταξε στα κούφια·
ανοίγει αμέσως τα θυρόφυλλα προς την καλοχτισμένη αίθουσα,
και προχωρούσε τώρα, με τον Τηλέμαχο οδηγό μπροστά της.
Εκεί τον Οδυσσέα βλέπει, ανάμεσα στα σκοτωμένα τους κουφάρια,
στο λύθρο βουτηγμένο και στο αίμα. Σαν το λιοντάρι
που σπαράζει ένα γελάδι σε κοπάδι που βοσκούσε,
κι ύστερα φεύγει αιμόφυρτο στα στήθη και στα δυο του μάγουλα—
θέαμα αποτρόπαιο, φριχτό·
παρόμοια ο Οδυσσέας έσταζε όλος αίμα από τα πόδια του και πάνω από τα χέρια.
Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας
το μεγάλο αυτό κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει,
κι όπως της μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι' αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:
«Γιε μου, σ' εκείνο που ρωτάς θ* ακούσεις όλη την αλήθεια·
πενήντα είναι μέσα στο παλάτι οι σκλάβες μας γυναίκες,
που τις εμάθαμε στο μεταξύ να κάνουν του σπιτιού δουλειές,
να ξένουν το μαλλί, υπομονή να δείχνουν στη σκλαβιά τους.
Δώδεκα απ' αυτές φάνηκαν ολωσδιόλου αναίσχυντες, που εμένα
δεν λογάριαζαν, δεν σέβονταν την Πηνελόπη.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έγινε άντρας πια, κι η μάνα του δεν άφηνε
να χει με δούλες πάρε δώσε, κάνοντας το κουμάντο.

[321]
Ραψωδίασ,1 4 1 - 2 1 4

Αλλά καιρός να ανέβω τώρα εγώ στο φωτεινό υπερώο,


το μήνυμα να φέρω στην ομόκλινη γυναίκα σου,
που ένας θεός τη βύθισε στον ύπνο.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Όχι, μην την ξυπνάς ακόμη· καλύτερα πες πρώτα
να κοπιάσουν όσες γυναίκες δούλες ύπουλα φέρθηκαν και πονηρά.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη, την αίθουσα διαβαίνοντας, πήγε
την εντολή του Οδυσσέα να φέρει στις γυναίκες και να τις σπρώξει
να φανούν μπροστά του.
Συνάμα τον Τηλέμαχο κόντά του φώναξε μαζί με τον βουκόλο
και τον χοιροβοσκό, κι όπως τους μίλησε, σαν τα πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Εμπρός λοιπόν, σύρετε έξω τα κουφάρια, πείτε
να δώσουν ένα χέρι κι οι παραδουλεύτρες, μετά θρόνους και τάβλες
με τα πολύτρυπα σφουγγάρια και νερό παστρέψετε.
Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη,
βγάλτε τις δούλες έξω απ' το καλοχτισμένο μέγαρο
και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη,
τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους
να μη μείνει ζωντανή· για να ξεχάσουν
μια για πάντα τις χαρές της Αφροδίτης, εκείνα τα κρυφά αγκαλιάσματα,
πλαγιάζοντας με τους μνηστήρες.»
Αυτά τους παραγγέλλει, κι αμέσως έφτασαν οι δούλες όλες,
ολοφυρόμενες πικρά, ποτάμι χύνοντας το δάκρυ.
Πρώτα λοιπόν πήραν να σέρνουν τα κουφάρια των νεκρών,
κι εκεί τα σώριαζαν, κάτω απ* το σκεπαστό του αυλόγυρου,
το'^να με τ' άλλο κολλητά· ο Οδυσσέας φώναζε
να κάνουν γρήγορα, οπότε αυτές έβγαζαν έξω τα κουφάρια,
θέλοντας και μη.
Μετά θρόνους πανέμορφους και τάβλες πήραν να παστρεύουν
με μουσκεμένα στο νερό πολύτρυπα σφουγγάρια.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, μαζί του ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα του ακλόνητου μεγάρου,
ενώ οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν έξω.
Κι όταν τα πάντα στην καλοστημένη αίθουσα μπήκαν σε τάξη,
τις δούλες σέρνουν, τις πήγαν στην αυλή κι εκεί,
στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο φράχτη, τις στρίμωξαν
στο στένωμα, να μην μπορεί καμιά τους να ξεφύγει.
Οπότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, πρώτος μίλησε:
«Όχι, δεν θα 'θελα μ' έντιμο θάνατο να πάρω την ψυχή τους,
αυτών που μοναχά όνειδος και ντροπή φόρτωσαν στο κεφάλι μας,
εμένα και της μάνας μου, έρωτα κάνοντας με τους μνηστήρες.»
Είπε, κι ευθύς πιάνει χοντρό σχοινί από καράβι κυανόπρωρο,

[322]
Μνηστήρων φόνος

σε μια ψηλή κολόνα του θόλου το προσδένει, ολόγυρα


το τύλιξε και το τεντώνει όσο μπορούσε πιο ψηλά,
για να μη φτάνουν τα ποδάρια τους στο χώμα.
Πώς τσίχλες μ ανοιχτές φτερούγες ή άγρια περιστέρια
σε βρόχια μπλέκονται, στημένα μες σε θάμνα, ενώ γυρεύουν
στη φωλιά τους να χωθούν, και ξαφνικά φριχτό το κούρνιασμα
τους βγαίνει· έτσι κι εκείνες στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
με τη θηλιά γύρω από τον λαιμό τους περασμένη, να βρούνε
άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν—
για λίγο όμως, όχι για πολύ.
Συνάμα τον Μελάνθιο τον έσυραν κι αυτόν μπροστά στο πρόθυρο,
και μέσα στην αυλή, με ανελέητο χαλκό, του κόβουν
μύτη κι αφτιά, του ξεριζώνουν τ* αχαμνά, για να τα φάνε ωμά
οι σκύλοι, κι ακόμη απόκοψαν τα χέρια και τα πόδια του μ* άγριο θυμό.
Μετά κι οι ίδιοι τϊλένουν χέρια και πόδια, κι ύστερα προχωρούν
τον Οδυσσέα να βρουν, έχοντας συντελέσει πια το έργο τους.
Εκείνος όμως γύρισε και παραγγέλλει στην πιστή τροφό του Ευρύκλεια:
«Φέρε μου θειάφι, που ξορκίζει το κακό, γερόντισσα, φέρε μου
και φωτιά για να θειαφίσω το παλάτι· μετά στην Πηνελόπη τράβα,
πες της εδώ να 'ρθει, μαζί κι οι παρακόρες της,
φώναξε όμως και τις άλλες φρόνιμες δούλες μέσα να κοπιάσουν.»
Ανταποκρίθηκε η καλή τροφός Ευρύκλεια:
«Όλα τα παραγγέλματά σου, γιε μου, πρέποντα τα βρίσκω·
αλλά περίμενε, πρώτα χλαμύδα και χιτώνα να σου φέρω, να μη γυρνάς
ρακένδυτος, με τα κουρέλια να σκεπάζουν τους φαρδείς σου ώμους—
θα 'ταν κι αυτό ανεπίτρεπτο.»
Όμως ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε ξανά τον λόγο να της πει:
«Φωτιά, πρώτα φωτιά θέλω να δω μες στο παλάτι.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη υπάκουσε στον λόγο του·
του φέρνει αμέσως φωτιά και θειάφι, κι ο Οδυσσέας ευθύς
θειαφίζει πρώτα μέσα όλο το παλάτι, έξω μετά και την αυλή.
Στο μεταξύ η γερόντισσα περνώντας βγήκε από την αίθουσα, να φέρει
τα καλά μηνύματα του αφέντη της στις δούλες και να τους πει να 'ρθουν.
Οπότε αυτές, αφήνοντας την κάμαρή τους, στα χέρια τους κρατώντας
αναμμένες δάδες, ολόγυρα στον Οδυσσέα προστρέχουν και τη χαρά τους δείχνουν
για το καλωσόρισμα. Κι όπως μ' αγάπη τον φιλούν
στην κεφαλή του και στους ώμους, σφίγγοντας τρυφερά τα χέρια του,
τον συνεπή ρε αυτόν ο πόθος για στεναγμό και κλάμα—
όλες τις αναγνώρισε η ψυχή του.

323
ψ
Όδνσσεως ύηό Πηνελόττης άναγνωμσμός

α ΛΟΧΑΡΗ η γερόντισσα στο υπερώο ανέβαινε,


το μήνυμα να πει στη δέσποινά της,
πως ο καλός της είναι σπίτι του.
Αναστηλώθηκαν τα γόνατα, παραπατούσαν τρέχοντας
τα πόδια της, ακτότου στήθηκε πάνω απ* την κεφαλή της
και της μίλησε:
«Ξύπνα σου λέω, Πηνελόττη, κόρη της καρδιάς μου, τα μάτια σου
να δουν όσα χρόνια και χρόνια λαχταρούσες.
Ο Οδυσσέας γύρισε, βρίσκεται μέσα στο παλάτι, κι ας ήλθε αργά·
τους σκότωσε τους άνομους μνηστήρες που ρήμαξαν τον οίκο του,
κατέφαγαν το βιος του, παίδεψαν τον γιο του.»
Της αντιμίλησε όμοκ; λογική και φρόνιμη η Πηνελόττη:
«Μανούλα μου, παλάβωσες, κάποιοι θεοί σ* έχουν τρελάνει,
όσοι μπορούν να παλαβώνουν τον πιο φρόνιμο,
και πάλι φρόνιμο να κάνουνε τον σαλεμένο.
Αυτοί κι εσένα σ' αποτρέλαναν, μόλο που είσαι τόσο μυαλωμένη.
Τι σ* έπιασε αλήθεια, κι εμένα, μια \(α>χή στο πένθος βουτηγμένη,
με εμπαίζεις άσχημα με τα παράλογά σου λόγια; γιατί κόβεις
στη μέση τον γλυκό μου ύπνο, που σκέπασε τα βλέφαρά μου
και δάμασε τον πόνο μου;
Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο γλυκά, αφότου ο Οδυσσέας
μίσεψε να πάει εκεί στο Κακοίλιο—ας μείνει ακατονόμαστο.
Αλλά, πάρε τώρα τα πόδια σου, και τράβα πάλι κάτω·
αν κάποια άλλη απ' τις γυναίκες που παραδουλεύουν σπίτι μου
ερχόταν να μου πει τέτοιο μαντάτο, κόβοντας τον ύπνο μου,
κακήν κακώς θα την ξαπόστελνα, να πάει στην κάμαρή της—
εσένα μόνο τα γεράματα θα σε γλιτώσουν.»
Πήρε τον λόγο η καλή της παραμάνα, μίλησε η Ευρύκλεια πάλι:
«Δεν σε εμπαίζω, φυλλοκάρδι μου, σου λέω την αλήθεια μόνο·
ο Οδυσσέας ήλθε, βρίσκεται πια στο σπίτι του, ήταν ο ξένος
που τον αψηφούσαν όλοι στο παλάτι.
Το γνώριζε από μέρες ο Τηλέμαχος ότι κουρνιάζει εδώ,
αλλά τον συγκρατούσε η σωφροσύνη, κρύβοντας του πατέρα του
το φρόνημα· ωσότου εκείνος εκδικήθηκε των μνηστήρων
την παράνομη βία.»

[ 324 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός

Έτσι της μίλησε, και τότε η Πηνελόπη χαρούμενη πετιέται


από την κλίνη της, με τη γερόντισσα αγκαλιάστηκε, το δάκρυ στάζοντας
στα βλέφαρά της, κι αμέσως την προσφώνησε με λόγια
που πετούσαν σαν πουλιά:
«Έλα, μανούλα μου, και πες μου τώρα την αλήθεια· αν, όπως λες,
στο σπίτι ξαναγύρισε, πώς έβαλε στο χέρι
τόσους ξεδιάντροπους μνηστήρες—ένας αυτός κι οι άλλοι
τσούρμο μέσα στο παλάτι.»
Τον λόγο πήρε η καλή της παραμάνα, ξαναμιλώντας η Ευρύκλεια:
«Δεν είδα και δεν ήξερα, άκουσα όμως το βαρύ τους
βογγητό την ώρα του θανατικού. Εμείς οι σκλάβες, φοβισμένες,
στο παραγώνι τραβηχτήκαμε, διπλομανταλωθήκαμε στην κάμαρή μας
την καλοχτισμένη· ώσπου ο Τηλέμαχος, ο γιος σου, βγαίνοντας
με φωνάζει—τον έστειλε ο πατέρας του να με καλέσει.
Και βρήκα τότε τον Οδυσσέα ορθό, να στέκει ανάμεσα
σε σώματα σφαγμένα, κι αυτοί στο πατημένο χώμα σωριασμένοι,
ένας πάνω στον άλλον. Αν έβλεπες κι εσύ, θα 'νιωθες
το αίμα σου ν' ανάβει· έσταζε το κορμί λύθρο και αίμα—σωστό λιοντάρι.
Μα τώρα αυτοί, όλοι τους στοιβαγμένοι στις αυλόθυρες,
κι ο Οδυσσέας άναψε φωτιά μεγάλη, θειαφίζει
το πάγκαλο παλάτι. Εκείνος μ' έστειλε να σε φωνάξω.
Έλα λοιπόν ξωπίσω μου, οι δυο να σμίξετε σε αμοιβαία χαρά,
μετά από τόσα πάθη.
Τώρα επιτέλους συντελέστηκε η ατέρμονή σας προσμονή·
εφέστιος γύρισε εκείνος ζωντανός και ξαναβρήκε στο παλάτι
εσένα και τον γιο του· όσο για τους μνηστήρες
με τ' ανόσια έργα, όλους τούς εκδικήθηκε
μέσα στο ίδιο του το σπίτι.»
Της αντιμίλησε η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Μη μου ξιπάζεσαι, μανούλα, με λόγια μεγαλόστομα στην τόση σου χαρά.
Το ξέρεις πόσο ποθητός θα ταν εκείνος στον καθένα,
φανερωμένος στο παλάτι—σ' εμένα περισσότερο
και στο βλαστάρι μας, τον γιο μας.
Αλλά δεν είναι αληθινός ο λόγος που ομολόγησες·
κάποιος θεός τούς σκότωσε τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
με την απάνθρωπή τους ύβρη οργισμένος, την άτιμή τους πράξη·
που δεν τιμούσαν άνθρωπο στη γη ασήμαντο ή και λαμπρό,
αν κάποιος έφτανε στην πόρτα τους. Αυτό το ανόμημα
το πλήρωσαν με τον χαμό τους. Ο Οδυσσέας όμως
έχασε τον νόστο του, μακριά από τα δικά μας μέρη—
ο ίδιος χάθηκε και πάει.»
Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:

[ 325 ]
Ραψωδίαω,469-548

«Καλή μου κόρη, τι λόγος βγήκε από το ξέφραγό σου οττόμα!


Που τόλμησες να πεις ότι ποτέ του πια δεν θα γυρίσει
στην πατρίδα το δικό σου ταίρι, που βρίσκεται κιόλας στο σπίτι
πλάι στην πυροστιά—άπιστη όμως πάντα
κι αμετάπειστη η \|Α)χή σου.
Πρόσεξε τώροι, θα σου πω κι άλλο αδιάψευστο σημάδι*
για την ουλή μιλώ, που κάποτε με το άσπρο δόντι του τον σφράγισε ο κάπρος·
την αναγνώρισα την ώρα που την έπλενα, θέλησα φανερά
να σου μιλήσω, εκείνος όμως με τα δυο του χέρια
βούλωσε το στόμα μου, μ' εμπόδισε να μαρτυρήσω—
άλλα λογάριαζε με το πανούργο του μυαλό.
Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
την ίδια τη ζωή μου, αν & απατώ* αφάνισέ με τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύττητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες στο πέρασμα του χρόνου.
Παρ' όλα ταύτα, ας πάμε ν* ανταμώσουμε τον γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε.»
Μ' αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ερωτήματα
ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλήματα.
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κατώφλι,
ύστερα κάθησε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλλον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φωτιάς.
Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια κοιτούσαν
καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώριζαν,
με τ' άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν σιμώνεις τον πατέρα μου,
δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο αλύγιστη ψυχή·
απόμακρη να στέκει από τον άντρα της, που υπέφερε
τα πάνδεινα και τώρα ξαναγύρισε στα χώματά του—
στο μεταξύ έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.

[ 326 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός

Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα πιο σκληρή.»


Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελόπη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπληξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσσέας
είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωριστούμε·
κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε οι δυο μας μόνο—
άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βασανισμένος
ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το παλάτι
να με δοκιμάσει—θα καταλάβει γρήγορα, και τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρώμικο, με τ' άθλια ρούχα που φορώ,
γι' αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί ποιος είμαι.
Εμείς ωστόσο έχουμε χρέος να συλλογιστούμε
πώς η υπόθεση αυτή θα βρει το αίσιο τέλος της.
Αφού, αν κάποιος σκότωνε στην πόλη κι ένα μονάχα άντρα,
που να μην έχει αφήσει πίσω του πολλούς εκδικητές,
φεύγει ο φονιάς κι εγκαταλείπει πατρίδα και δικούς.
Εμείς όμως σκοτώσαμε της πόλης το αντιστύλι, επιφανέστατα
παλληκαράκια της Ιθάκης, γι' αυτό προτείνω
να σκεφτείς κι εσύ καλύτερα το πράγμα.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Εσύ, πατέρα αγαπημένε, δες μόνος κι αποφάσισε—το λέει ο κόσμος,
η γνώμη σου παντού και πάντοτε αριστεύει,
άλλος κανείς απ* τους θνητούς ανθρώπους δεν αποτόλμησε
να μετρηθεί μαζί σου.
Εμείς ορμητικοί σ' ακολουθούμε, και δεν νομίζω πως θα λείψει
η τόλμη, όσο κι η δύναμη που σφύζει μέσα μας.»
Πήρε τον λόγο πάλι μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Εγώ θα πω ό,τι μου φαίνεται το πιο σωστό·
λουστείτε πρώτα και φορέστε καθαρούς χιτώνες,
πείτε στου παλατιού τις δούλες να βάλουν τα καλά τους,
κι ο θείος αοιδός, με την ψιλόφωνη κιθάρα του στο χέρι,
ας παίξει τον σκοπό στον παιχνιδιάρικο χορό σας.
Έτσι που κάποιος ακούγοντας απέξω να πει:
"Γίνεται γάμος'*—περαστικός στον δρόμο
αλλά κι οι γύρω γείτονες.
Να μην κυκλοφορήσει κι απλωθεί στην πόλη η φήμη
του μεγάλου φονικού με τους μνηστήρες, προτού βρεθούμε εμείς

[ 327 ]
Ραψωδίαω,469-548

πέρα στο χτήμα το ττολύδεντρο—εκεί θα στοχαστούμε


ό,τι καλύτερο ο Ολύμπιος μας χαρίσει.»
Ακούγοντας τα λόγια του, πρόθυμα εκείνοι τον υπάκουσαν
λούστηκαν πρώτα και φορούνε καθαρούς χιτώνες, στολίστηκαν
οι δούλες, μετά ο θείος αοιδός τη βαθουλή κιθάρα κράτησε
στο χέρι και τους ανάβει πόθο για γλυκό τραγούδι
κι άψογο χορό.
Τότε ένα γύρο αντηχούσε το μεγάλο δώμα, καθώς χορεύοντας
τα πόδια τους χτυπούσαν οι άντρες και καλλίζωνες γυναίκες.
Απέξω ακούγοντας, έλεγαν μεταξύ τους οι περαστικοί:
«Α, ναι, κάποιος παντρεύτηκε την περιζήτητη βασίλισσα—
η άπονη δεν άντεξε το μέγα αρχοντικό του αντρός της
να το φυλάξει τελικώς, ωσότου εκείνος επιστρέψει.»
Τέτοια λογάκια αντάλλαξαν, αλλά δεν ήξεραν τι συντελέστηκε.
Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφοιλή ως τα πόδια*
τον έκανε να φαίνεται σαν πιο ψηλός και στιβαρός, κι απ' το κεφάλι του
να πέφτουν τα μαλλιά σγουρά σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς πάνω στο ασήμι χύνει μάλαμα ο επιδέξιος τεχνίτης—
του έμαθαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει τώρα ωραία·
τόση ομορφιά χύνει στην κεφαλή του και στους ώμους.
Ύστερα βγήκε απ' τον λουτρό, πανέμορφος στην όψη σαν θεός,
και κάθησε στον ίδιο θρόνο από όπου είχε σηκωθεί,
αντίκρυ στη γυναίκα του. Μετά της μίλησε:
«Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ* εσένα
έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Αλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω—αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόττη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
αλλά και δεν θαμπώνομαι—ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ' εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·

[ 328 ]
Όδνσσεως ύπό Πηνελόπης άναγνωρισμός

τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,


προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»
Μ* αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιοττή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ' αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο—το *καμα εγώ, άλλος κανείς.
Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ' τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνησα
και πάνω άττλωσα του κρεβατιού την τάβλα· τελειώνοντας,
μ' ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα, και τάνυσα
λουριά βοδιού, απ* την πορφύρα φωτεινά.
Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. Μόνο που δεν γνωρίζω,
φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η κλίνη μας ή μήποκ;
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιόδεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Οδυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο της χέρια
πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώνιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θεοί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθόνησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη χαρούμε
και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδειξα νωρίτερα
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέμει,
μήπως μ' εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
περαστικός—είναι πολλοί που σκέφτονται το πονηρό συμφέρον τους.

[329]
Ραψωδίαω,469-548

Ακόμη κι η αργεία Ελένη, η θυγατέρα του Διός,


δεν θα πεφτε με ξένον άντρα στο κρεβάτι για τον έρωτά του,
αν ήξερε από πριν πως οι γενναίοι γιοι των Αχαιών
θα πολεμούσαν να τη φέρουν πίσω στην πατρίδα της.
Ένας θεός την έσπρωξε στην άσεμνη της πράξη·
η άτη που τυφλώνει δεν ήταν στην ψυχή της εξαρχής,
η ολέθρια άτη που πρώτη αιτία στάθηκε και στα δικά μας πάθη.
Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαραγνώριστα της κλίνης μας—
άλλος κανείς ποτέ του δεν την είδε, εξόν
εσύ κι εγώ, και μια μονάχα παρακόρη, η Ακτορίδα,
που μου τη χάρισε ο πατέρας μου, όταν ξεκίνησα για νύφη εδώ,
κι αυτή μας φύλαγε μετά τις πόρτες της καλοχτισμένης κάμαρης.
Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμετάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ* εκείνον ίμερο ασυγκράτητο για θρήνο,
κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ' αγάπη στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγος,
το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το
μ[ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό, λίγοι μονάχα
γλίτωσαν την αφρισμένη θάλασσα, παλεύοντας να φτάσουν κολυμπώντας
στη στεριά, κι έπηξε η αρμύρα πάνω στο κορμί τους,
τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. Και πια δεν έλεγε να λύσει
αη' τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
Και θα μπορούσε να τους βρει πάνω στον θρήνο τους
η ροδοδάχτυλη Αυγή, αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
δεν έβαζε στον νου της άλλα·
τη νύχτα καθυστέρησε μακρότερη στα πέρατα της δύσης,
και τη χρυσόθρονη Αυγή σταμάτησε στου Ωκεανού τα ρείθρα,
να ζέψει δεν την άφησε τα ωκύποδα άλογά της,
που φέρνουν στους ανθρώπους φως, Φαέθοντα και Αάμπο,
τα δυο πουλάρια που την οδηγούν.
Τότε ο Οδυσσέας πολύγνωμος είπε μιλώντας στη γυναίκα του:
«Δεν φτάσαμε, γυναίκα, ακόμη στο τέρμα όλων των αγώνων μας·
άλλος μάς μέλλεται μόχθος αμέτρητος, βαρύς κι ασήκωτος,
πρέπει κι αυτόν να τον τελειώσω εγώ. Έτσι προφήτεψε του Τειρεσία η ψυχή,
τη μέρα εκείνη που κατέβηκα στα έγκατα του Αδη, γυρεύοντας
τον νόστο των εταίρων μου και τον δικό μου γυρισμό.
Καιρός όμως να πέσουμε στην κλίνη μας, γυναίκα,
γλυκό τον ύπνο να χαρούμε, μαζί να κοιμηθούμε.»
Στοχαστική η Πηνελόπη αμέσως αποκρίθηκε:

[ 330 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός

«Το στρώμα μας σε περιμένει, μόλις το θελήσεις,


αφού οι θεοί έδωσαν κι έφτασες σ' αυτό το σπίτι το καλόχτιστο
και πάτησες το χώμα της πατρίδας.
Αλλά, μια και το σκέφτηκες, κι ένας θεός στο θύμισε,
πες μου από τώρα τον αγώνα σου· έτσι κι αλλιώς νομίζω
θα τον μάθω αργότερα—δεν φαίνεται χειρότερο,
αν τον γνωρίσω αμέσως.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε τον λόγο πάλι κι είπε:
«Παράξενη, τι θες και με παρακινείς ρωτώντας
να μιλήσω; Εγώ διηγώντας δεν θα κρύψω τίποτε,
αλλά κι εσύ, να ξέρεις, δεν πρόκειται να νιώσεις μέσα σου χαρά—
μήτε κι ο ίδιος θα χαρώ μιλώντας.
Λοιπόν, εκείνος μου παράγγειλε να περιπλανηθώ ξανά
σε πολιτείες πολλές θνητών ανθρώπων, μ* ένα καλάρμοστο κουπί
στο χέρι· ωσότου φτάσω κάποτε σε μέρος όπου οι κάτοικοι δεν ξέρουν
θάλασσα τι θα πει, καν δεν αρτίζουν μ' αλάτι το φαγί τους,
ιδέα δεν έχουν από πορφυρομάγουλα σκαριά,
από κουπιά που να ταιριάζουνε στο χέρι—κουπιά που γίνονται
στα πλοία φτερά.
Μου 'πε κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο, δεν θα το κρύψω·
όταν στον δρόμο μου βρεθεί οδοιπόρος να πει ποκ; λιχνιστήρι
κουβαλώ επάνω στον λαμπρό μου ώμο, τότε κι εγώ να μπήξω
στο χώμα το κουπί, και να προσφέρω στον μεγάλο Ποσειδώνα
θυσίες καλές—κριάρι, ταύρο, κάπρο, που καβαλάει γουρούνες.
Ύστερα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα, να θυσιάσω εκεί
στους αθανάτους που τον ουρανό κρατούν μιαν εκατόμβη—
& όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός μου, είπε, απόμακρα απ' τη θάλασσα θα 'ρθει,
ήσυχος και γλυκός, για να με σβήσει σε βαθιά,
μεστά γεράματα, και γύρω μου οι λαοί θα ζουν ευτυχισμένοι.
Μου είπε αυτά, και πως θα γίνουν όλα»
Ανταποκρίθηκε πάλι η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Αν οι θεοί σού τάζουν καλύτερα γεράματα,
υπάρχει ελπίδα δίχως άλλες συμφορές να αποδειχτεί το μέλλον.»
Όσο μιλούσαν μεταξύ τους συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
η Ευρυνόμη κι η τροφός ετοίμαζαν την κλίνη τους
με μαλακά στρωσίδια, στο φως που οι αναμμένες δάδες έδιναν.
Κι αφού ολοπρόθυμα τους έστρωσαν το σταθερό κρεβάτι,
η μια γερόντισσα στην κάμαρή της γύρισε να κοιμηθεί.
Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη,
στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί,
τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.

[ 331 ]
Ραψωδίαω,469-548

Όταν τους ττήγε στον κοιτώνα τους, αποτραβήχτηκε, κι εκείνοι


ευτυχισμένοι γέρνουν μαζί στο νόμιμο παλιό κρεβάτι.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, συνάμα ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
σταμάτησαν το ποδοκρότημα, λέγοντας στις γυναίκες να πάψουν τον χορό—
μετά πήγαν κι αυτοί για ύττνο στις βαθύσκιωτες κάμαρες του σπιτιού.
Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι
των μνηστήρων από δική της αφορμή, να σφάζουν
αράδα βόδια, πρόβατα παχιά, και να ξαφρίζουν το κρασί
απ* τα πολλά πιθάρια.
Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ* άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε—
τα πάντα εξιστορούσε. Εκείνη ακούγοντας τον απολάμβανε,
ύπνος δεν έλεγε να πέσει στα βλέφαρά της, προτού
τελειώσει τη διήγησή του.
Αρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χώματα των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα—τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή νμαρίσια θάλασσα·
μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ' αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους—
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι τού-
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ' ένα γερό σκαρί στ' αραχνιασμένα δώματα του Αδη, χρησμό να πάρει
απ' του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό—ο ίδιος μόνο ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου·
πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,

[ 332 ]
Όδνσσέως υπό Πηνελόπης άναγνωρισμός

σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση


πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν' αλλάξει
της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έοττειλαν
μ' ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα—χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα λογάριασε·
όταν φαντάστηκε πως χάρηκε ο Οδυσσέας και χόρτασε
ύπνο και έρωτα με τη γυναίκα του,
σήκωσε αμέσως τη χρυσόθρονη εωθινή Αυγή απ' τα νερά του Ωκεανού,
το φως να φέρει στους ανθρώπους. Κι ευθύς ανασηκώθηκε
από τη μαλακή του κλίνη ο Οδυσσέας και μίλησε στην Πηνελόπη:
«Γυναίκα, κορεστήκαμε κι οι δυο συνομιλώντας για πολλούς
αγώνες· εσύ εδώ, θρηνώντας τον πολύπαθό μου νόστο, κι εγώ
το πώς ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί, με πόνο και με βάσανα,
μακριά με κράτησαν από το χώμα της πατρίδας μου
που τόσο επιθυμούσα.
Τώρα που πια στην πολυπόθητή μας κλίνη σμίξαμε,
φρόντισε εσύ το βιος που απόμεινε μες στο παλάτι.
Κι όσα κοπάδια ρήμαξαν οι αλαζονικοί μνηστήρες,
τα πιο πολλά μόνος εγώ και με τη βία τ' αρπάζω, τα υπόλοιπα
οι Αχαιοί θα τ* αποδώσουν, ώσπου ξανά όλες οι μάντρες να γεμίσουν.
Στο μεταξύ πρέπει να βγω πηγαίνοντας στο χτήμα το πολύδεντρο,
να δω τον τιμημένο μου πατέρα, που τόσο τον εμάρανε
ο πόνος του για μένα.
Σ' εσένα τούτο ακόμη παραγγέλλω, γυναίκα λογική και φρόνιμη·
μόλις ο ήλιος ανατείλει και τότε η φήμη θα απλωθεί για τους μνηστήρες,
που τους θανάτωσα εγώ σ' αυτά τα δώματα,
ανέβα αμέσως στον γυναικωνίτη, μόνη με τις γυναίκες που σε παραστέκουν,
και μείνε εκεί—μη δεις κανέναν και κανένα μη ρωτήσεις.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε στους ώμους τη λαμπρή του αρματωσιά,
ξεσήκωσε και τον Τηλέμαχο, με τον χοιροβοσκό μαζί και τον βουκόλο,
δίνοντας εντολή στα χέρια τους να πιάσουν σύνεργα της μάχης—
εκείνοι υπάκουσαν κι οπλίστηκαν με τον χαλκό.
Μετά τις πόρτες άνοιξαν και βγήκαν—ο Οδυσσέας πρώτος.
Άπλωνε πια το φως του ο ήλιος πάνω στη γη, όταν η Αθηνά
τους έκρυψε στο τελευταίο σκοτάδι, κι έτσι γοργά τους πέρασε
από την πόλη έξω.

[ 333 ]
ω
Σπονδαί

ΩΡΑ ο κυλλήνιος Ερμής έξω καλούσε των μνηστήρων τις ψυχές.

Τ Στα χέρια του κρατούσε χρυσό και ωραίο ραβδί—αυτό που μαγνητίζει
τα μάτια των ανθρώπων, όποιου θελήσει εκείνος,
και τα κλείνει, ή κι απ* τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει.
Με τούτο το ραβδί έσερνε τις ψυχές μπροστά ο θεός,
κι εκείνες πίσω τρίζοντας.
Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας
πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου
όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες,
έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του,
καθώς πανούργος ο θεός £ρμής τις οδηγούσε
σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Πρώτα προσπέρασαν του Ωκεανού το ρέμα και τον Ασπρο Βράχο,
μετά τις πύλες διάβηκαν του Ήλιου, τον δήμο των Ονείρων,
κι έφτασαν τέλος σε λιβάδι ασφοδελό, όπου περιδιαβάζουν
οι ψυχές, είδωλα των νεκρών.
Εκεί απάντησαν του Αχιλλέα Πηλείδη την ψυχή,
με τις ψυχές μαζί του Πάτροκλου, του άψογου Αντιλόχου,
του Αίαντα, που ξεπερνούσε στην όψη και στο ανάστημα
τους άλλους Δαναούς, όλους μετά τον αξεπέραστο γιο του Πηλέα.
Κι όπως τριγύριζαν τον Αχιλλέα οι ψυχές αυτές,
ήλθε κοντά τους η σκιά του Αγαμέμνονα Ατρείδη,
βαριά θλιμένη—γύρω της κι άλλες φιλικές σκιές,
όσων χαλάστηκαν μαζί του στο αρχοντικό του Αιγίσθου,
όπου και βρήκαν τον μοφαίο χαμό.
Πρόλαβε τότε του Πηλείδη η ψυχή, στον Αγαμέμνονα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, πάντα το λέγαμε εμείς πως αγαπούσε εσένα πιο πολύ
από τους άλλους ήρωες ο Δίας τερπικέραυνος·
που εκεί στων Τρώων τη χώρα κυβερνούσες πολλούς κι αντρειωμένους,
όπου βασανιστήκαμε με τόσα πάθη οι Αχαιοί.
Μα να, σου έμελλε κι εσένα να σε χτυπήσει πριν της ώρας σου
η μαύρη μοίρα—αυτή που όποιος γεννηθεί να την ξεφύγει δεν μπορεί.
Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,

[ 26ο ]
Νέκυια δευτέρα

κι ακόμη θ' άφηνες μεγάλο κλέος κληρονομιά στον γιο σου.


Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή, στον Αχιλλέα μιλώντας:
«Καλότυχος εσύ, γιε του Πηλέα, θεόμορφε Αχιλλέα,
που θανατώθηκες πέρα στην Τροία, μακριά από το Άργος.
Έπεσαν τότε γύρω σου πολλοί, των Τρώων και των Αχαιών οι άριστοι,
για χάρη σου· κι εσύ να κείτεσαι, μέσα στη σκόνη που στροβίλιζε,
φαρδύς πλατύς, έχοντας πια ξεχάσει την ιππική σου τέχνη.
Μια μέρα ολόκληρη εμείς αγωνιζόμασταν για σένα,
κι ο πόλεμός μας δεν θα σταματούσε, αν μ' ανεμοζάλη ο Δίας
δεν όριζε το τέλος του.
Και τότε πια από τη μάχη σε σηκώσαμε, σε πήγαμε στα πλοία
κι εκεί σε κλίνη σ' ακουμπήσαμε, αφού πρώτα το ωραίο κορμί σου
το πλύναμε με χλιαρό νερό κι έπειτα το μυρώσαμε.
Γύρω σου όλοι οι Δαναοί έχυναν δάκρυα θερμά, κόβοντας
τα μακριά μαλλιά τους.
Τότε κι η μάνα σου, ακούγοντας το μήνυμα, από τη θάλασσα
ανεβαίνει, με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα.
Απέραντος ο κοπετός απλώθηκε στο πέλαγος, κι απ' τη βοή τους Αχαιούς
τους συνεπή ρε ο τρόμος.
Θ' ανέβαιναν να φύγουν στα βαθουλά τους πλοία, αν κάποιος
δεν τους συγκρατούσε που γνώριζε πολλά και περασμένα·
ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του άριστη, δοκιμασμένη.
Αυτός για το καλό τους πήρε τον λόγο και τους είπε:
"Αργείοι, κρατηθείτε, μη φεύγετε των Αχαιών βλαστοί.
Είναι η μάνα του αυτή που φτάνει, από τη θάλασσα ανεβαίνει
με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα, για να θρηνήσει
τον νεκρό της γιο."
Τόσα τους είπε κι αμέσως αναθάρρησαν, απ' τη φυγή κρατήθηκαν οι Αργείοι.
Στο μεταξύ γύρω σου στήθηκαν οι κόρες του θαλάσσιου γέροντα,
λυπητερά μοιρολογώντας, και ρούχα αθάνατα σου φόρεσαν.
Εννέα οι Μούσες, με φωνή μελωδική, θρηνούσαν συναλλάσσοντας
τη μουσική τους. Κανείς δεν έμεινε τότε αδάκρυτος—
τόσο ο σκοπός τους όλους τούς συγκίνησε.
Μέρες δεκαεφτά, μερόνυχτα δεκαεφτά, το μοιρολόγι κράτησε
θνητών ανθρώπων και θεών αθάνατων.
Και πάνω στις δεκαοχτώ στη φλόγα της πυράς σε παραδώσαμε,
σφάζοντας γύρω πρόβατα πολλά, αρνιά παχιά και βόδια ελικοκέρατα.
Κι όσο το σώμα σου λαμπάδιαζε μέσα στα θεϊκά του ρούχα, με λίπος αλειμμένο
και μέλι άφθονο, γλυκό, πολλοί, ήρωες Αχαιοί,
γύρω από τη φωτιά που σ' έκαιγε, φορώντας όπλα, πεζοί και καβαλάρηδες,

[ 335 ]
Ραψωδία ω, 469-548

σάλευαν σαν το κύμα—στα ύψη έφτανε βοή μεγάλη.


Κι όταν του Ηφαίστου η φλόγα έκανε το κατόρθωμά της,
με της αυγής το χάραμα μαζέψαμε, Αχιλλέα, λευκά τα οστά σου,
μέσα σε άκρατο κρασί και αλοιφές.
Τότε κι η μάνα σου προσφέρει χρυσό αμφορέα, δώρο, όπως έλεγε,
του Διονύσου, έργο του έξοχου τεχνίτη Ηφαίστου.
Εκεί λευκά τα οστά σου μένουν, λαμπρέ Αχιλλέα, με του Μενοιτιάδη,
του νεκρού Πατρόκλου, τα οστά αξεχώριστα.
Χώρια ωστόσο του Αντιλόχου, που τον τιμούσες πιο πολύ
από τους άλλους σου συντρόφους, μετά τον θάνατο
του αγαπημένου σου Πατρόκλου.
Ύστερα ολόγυρα τύμβο μεγάλο κι άψογο εμείς σου υψώσαμε,
ο ατρόμητος στρατός των δορυφόρων Δαναών
αντίκρυ στον ττλατύν Ελλήσποντο, στον κάβο που προβάλλει,
να φαίνεται από μακριά σ' αυτούς που ταξιδεύουν
στα πελάγη, όσοι στις μέρες μας γεννήθηκαν, κι αυτοί που θα *ρθουν
κάποτε στο μέλλον.
Η μάνα σου μετά απ' τους θεούς γυρεύοντας περίκαλλα έπαθλα,
στη μέση τα έβαλε, ν' αγωνιστούν γι' αυτά οι αριστείς των Αχαιών.
Ο ίδιος πέτυχες, όσο ακόμη ζούσες, αγώνες επιτάφιους
ανδρών γενναίων, κάθε φορά που έσβηνε ένας βασιλιάς
κι οι νέοι ζώνονταν ν' αγωνιστούν, ποιος τα βραβεία θα πάρει.
Αν όμως έβλεπες εκείνα, με θαυμασμό θα γέμιζε η θέα τους τον νου σου,
όσα περίκαλλα έπαθλα στη μέση έβαλε η θεά, η Θέτιδα
με τους χιονάτους αστραγάλους—γιατί ήσουν πάντα φίλος των θεών.
Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ' όνομά σου,
αφού για πάντα, σ' όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει.
Εμένα όμως, όταν τον πόλεμο αποτέλειωσα, ποια χάρη,
ποια χαρά μού απόμεινε;
Ο Δίας στοχάστηκε στον γυρισμό μου άγριο χαλασμό,
να πέσω από τα χέρια του Αίγισθου και της καταραμένης μου γυναίκας.»
Εκείνοι μεταξύ τους αυτά μιλούσαν κι έλεγαν, όταν κοντά τους
φτάνει ο αργοφονιάς θεός, ψυχοπομπός, που των μνηστήρων τις ψυχές
κατέβαζε στον Αδη—αυτούς που δάμασε του Οδυσσέα το χέρι.
Οι δυο τους τότε βλέποντας, έκθαμβοι έμειναν, πήγαν
στο πλάι τους, κι αμέσως η ψυχή του Ατρείδη τον ξακουστό Αμφιμέδοντα
αναγνώρισε, του Μελανέα τον γιο, που φίλο τον λογάριαζε,
όσο εκείνος ζούσε στην Ιθάκη.
Πρόλαβε η ψυχή του Ατρείδη, που αμέσοκ; τον προσφώνησε:
«Γιατί, Αμφιμέδοντα, τι πάθατε κι εδώ βουλιάξατε στα μαύρα έγκατα
της γης, όλοι σας διαλεχτοί και συνομήλικοι;
Δύσκολα κάποιος θα ξεχώριζε άλλους καλύτερους στη χώρα σας.

[ 336 ]
Νέκνια δευτέρα

Μήπως σας ρήμαξε ο Ποσειδώνας ττνίγοντας τα καράβια σας,


σηκώνοντας φριχτήν ανεμοζάλη, κύμα θεόρατο;
ή κάπου στη στεριά άφιλοι άντρες σάς εχάλασαν,
όσο τα βόδια τους ξεκόβατε και κοπαδιαστά σφάζατε
τα πρόβατά τους τα καλά;
Τάχα σας βρήκε το κακό, όταν εσείς, κάνοντας πόλεμο,
το ξένο κάστρο διαφεντεύατε κι ωραίες γυναίκες;
Δώσε απόκριση στο ερώτημά μου—εγώ περηφανεύομαι
για τη φιλόξενη φιλία μας.
Ή μήπως δεν θυμάσαι, τότε που πάτησα στο σπίτι σου,
όταν, με τον ισόθεο Μενέλαο μαζί, τον Οδυσσέα έσπρωχνα,
στο Ίλιο να 'ρθει κι αυτός, πάνω σε καλοκούβερτα καράβια;
Χρειάστηκε μήνας ολόκληρος, για να περάσουμε το μέγα πέλαγος,
αφού στο μεταξύ και μετά βίας τον Οδυσσέα μεταπείσαμε,
αυτόν που εκπόρθησε μετά της Τροίας το κάστρο.»
Ανταποκρίθηκε του Αμφιμέδοντα η ψυχή μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα τιμημένε, μεγάλε βασιλιά Αγαμέμνονα,
όλα που είπες τα θυμάμαι, θεών κλωνάρι,
γι' αυτό κι εγώ τα πάντα θα σου πω, θα ιστορήσω απαράλλαχτο
το άθλιο τέλος του θανάτου μας.
Εμείς λοιπόν γυρεύαμε γυναίκα μας να πάρουμε το ταίρι του Οδυσσέα,
που χρόνια έλειπε αυτός στα ξένα· εκείνη όμως μήτε αρνιόταν
τον γάμο που μισούσε μήτε και ήθελε να τον τελειώσει·
μέσα της μελετούσε τον θάνατό μας, το μαύρο τέλος μας.
Και να ποιον δόλο έκλωθε στον νου της:
στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, τιήρε να υφαίνει
λεπτό φαντό και υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν* αναγγείλει:
"Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσέας,
κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ* τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν
χαμένες οι κλωστές μου.
Το υφαίνω σάβανο του ξακουστού Λαέρτη, την ώρα που θα πέσει μαύρη
η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη.
Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει,
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του.'*
Αυτά μας είπε κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της
με την περήφανη καρδιά μας.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, υφαίνοντας το υπέρμετρο φαντό,
το ξήλωνε τη νύχτα, πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες.
Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε
τους Αχαιούς ανύποπτους.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,

[ 337 ]
Ραψωδία ω, 469-548

τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το 'ξερε καλά,
κι εμείς την πιάσαμε επ' αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό—
οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Κι όταν εκείνη έχοντας υφάνει το μακρύ φαντό,
έπλυνε το πανί και το 'δειξε στο φως (σαν ήλιος έλαμπε και σαν φεγγάρι),
τότε από κάπου ένας δαίμονας κακός τον Οδυσσέα έφερε
στην άλλην άκρη, στους αγρούς, στη μάντρα του χοιροβοσκού.
Έφτασε εκεί κι ο γιος του, που με τον θείο Οδυσσέα έσμιξε,
γυρίζοντας από τις αμμουδιές της Πύλου πάνω στο μελανό καράβι του.
Κι αφού οι δυο τους μηχανεύτηκαν για τους μνηστήρες άγριο χαλασμό,
προχώρησαν στην ξακουσμένη πόλη μας—ο Οδυσσέας
δεύτερος, μπροστά ο Τηλέμαχος ανοίγοντας τον δρόμο.
Αυτόν τον έφερε ο χοιροβοσκός, φτωχό ζητιάνο κουρελή, γέρο
μ' ένα ραβδί στο χέρι, ζωσμένο με πανάθλια ρούχα.
Κανείς μας δεν τον αναγνώρισε, δεν μπόρεσε να καταλάβει
ποιος ήταν, έτσι που φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά,
μήτε κι οι πιο μεγάλοι ανάμεσά μας.
Τον βρίζαμε λοιπόν με λόγια αισχρά, βάναυσα τον χτυπούσαμε,
εκείνος όμως στην αρχή δεν αντιδρούσε· μέσα στο ίδιο του το σπίτι
δεχόταν με υπομονή και τις βρισιές και τα χτυπήματα.
Αλλ' όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας,
τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ* ασφάλισε
στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
Συνάμα, και με πονηριά, παρακινεί την Πηνελόπη να στήσει
στους μνηστήρες το τόξο εκείνο, με τα σκουρόχρωμα μαζί πελέκια,
αγώνισμα για μας τους δύσμοιρους, αρχή του φόνου μας.
Κανείς μας όμως δεν κατόρθωσε σε τούτο το γερό δοξάρι να τεντώσει
τη νευρή του—μας έλειψε μια τέτοια δύναμη.
Όταν ωστόσο πήγε να περάσει στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο,
βάλαμε όλοι τις φωνές, να μη δοθεί σ' αυτόν, όσα κι αν έλεγε
αγορεύοντας. Αλλά ο Τηλέμαχος είπε το ναι και τον παρακινούσε,
οπότε αυτός, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, δέχτηκε το τόξο,
εύκολα τη χορδή του τάνυσε, το βέλος στα πελέκια πέρασε,
και στο κατώφλι πια στημένος πήρε να ρίχνει
απανωτές τις γρήγορες σαΐτες, ψάχνοντας γύρω του μ' αγριεμένο μάτι.
Πρώτον τοξεύει το ρηγάρχη Αντίνοο, ύστερα σημαδεύοντας στρέφει
τα πολυστέναχτά του βέλη και στους άλλους, οπότε εκείνοι
έπεφταν νεκροί σωρός.
Ήτανε πια ολοφάνερο πως τους παράστεκε κάποιος θεός, κι αυτοί
χυμούν μ' άγριο μένος στο παλάτι και πήραν ένα γύρο
να σκοτώνουν βόγγος βαρύς, πανάσχημος σηκώθηκε
από κεφάλια που χτυπούσαν χάμω, το πάτωμα όλο άχνιζε στο αίμα.

[ 338 ]
Τά έν άγρφ

Έτσι, Αγαμέμνονα, εμείς χαθήκαμε, και τώρα ακόμη τα νεκρά μας σώματα
κείτονται αφρόντιστα μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι.
Γιατί οι δικοί μας δεν το πήραν είδηση, καθένας στο δικό του σπιτικό,
να 'ρθουν για να ξεπλύνουν τις πληγές μας από το μαύρο λύθρο,
να μας πλαγιάσουν και να μας θρηνήσουν—άλλη τιμή, το ξέρεις,
δεν απομένει στους νεκρούς.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή αναφωνώντας:
«Καλότυχε γιε του Ααέρτη, Οδυσσέα πολύτε;^ε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν' αποκτήσεις μ' αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόττη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι' αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.»
Έτσι μιλούσαν μεταξύ τους οι ψυχές στον Αδη,
στα έγκατα της γης. Ενώ στον πάνω κόσμο οι άλλοι,
από την πόλη κατεβαίνοντας, γρήγορα προχωρώντας,
φτάνουν στο χτήμα του Ααέρτη—καλοφτιαγμένο χτήμα, που κάποτε
με μόχθο και πολύν ιδρώτα μόνος του το συγύρισε.
Εκεί στεκόταν το δικό του σπιτικό, και γύρω γύρω τα καλύβια,
να τρων, να κάθονται και να κοιμούνται οι αναγκαίοι δούλοι,
που τον εφρόντιζαν πάντα μ' αγάτιη.
Ανάμεσά τους μια γριά, από τη Σικελία φερμένη, τον γέροντα
πιστά γηροκομούσε, εδώ στα χτήματα, μακριά απ' την πόλη.
Τότε στον γιο και στους δικούς του δούλους ο Οδυσσέας μίλησε:
«Εσείς μπείτε σε τούτο το καλοχτισμένο σπίτι,
σφάξετε γρήγορα ένα χοίρο, τον καλύτερο, φροντίζοντας το γεύμα.
Όσο για μένα, πάω να βρω, να δοκιμάσω τον πατέρα μου,
ανίσως με γνωρίσει, όταν με δουν τα μάτια του,
ή μήπως του φανώ αγνώριστος, μετά από τόσα χρόνια
που έλειψα στα ξένα.»
Είπε, κι αμέσως τα όπλα του πολέμου παρέδωσε στους δούλους.
Κι ενώ εκείνοι βιαστικά προχώρησαν στο σπίτι, ο Οδυσσέας
τράβηξε προς το πολύκαρπο χωράφι, να δοκιμάσει τον πατέρα του.
Δεν βρήκε ωστόσο, κατεβαίνοντας στο μέγα περιβόλι,
τον Δολίο μήτε κανέναν άλλον απ' τους δούλους
ή τους γιους του· όλοι τους είχαν πάει να μαζέψουν πέτρες,

[ 339 ]
Ραψωδία ω, 469-548

να φτιάξουν τον περίβολο στο χτήμα—μαζί τους, πρώτος ο γερο-Δολίος.


Πέτυχε έτσι μόνον τον πατέρα του μέσα στο φροντισμένο περιβόλι,
κάποιο δεντράκι να σκαλίζει: βρώμικος ο χιτώνας που φορούσε,
κακοραμμένος κι άσχημος· πετσιά βοδίσια συραμμένα στ' αντικνημια του,
τ* αγκάθια ν' αποφεύγει· στα χέρια γάντια πέτσινα, προφύλαξη
απ' τα βάτα· και πάνω στο κεφάλι του γιδίσιος σκούφος,
να μην τον καίει ο ήλιος.
Μόλις ο θείος Οδυσσέας τον αντίκρισε, από τα γηρατειά βασανισμένο,
τυραννισμένο απ' τον καημό που έκρυβε μέσα του, στάθηκε κάτω
από το φούντωμα μιας αχλαδιάς και δάκρυα τα μάτια του πλημμύρισαν.
Μετά νους και καρδιά του διχογνώμησαν:
να πέσει στην αγκάλη του πατέρα του, να τον φιλήσει, να φανερώσει
αμέσως τα καθέκαστα, πως ήλθε κι έφτασε στην πατρική του γη;
ή ρωτώντας να τον δοκιμάσει, να μάθει πρώτα τα δικά του;
Κι όπως το συλλογίστηκε, το δεύτερο του φάνηκε καλύτερο.
Με τέτοια απόφαση προχώρησε στο μέρος του πατέρα του
ο θείος Οδυσσέας· εκείνος, με σκυμμένο ακόμη το κεφάλι,
σκάλιζε το δεντράκι του, και τότε αυτός, ο ξακουσμένος γιος, πλάι του
στάθηκε κι έτσι του μίλησε:
«Γέροντα αμάθητος δεν φαίνεσαι, στο πώς φροντίζουν ένα περιβόλι.
Όλα η φροντίδα σου τα νοιάζεται, και με το παραπάνω.
Αφρόντιστα από σένα δεν περιμένουνε στο περιβόλι μήτε τα φύτρα
κι οι βραγιές, μήτε η συκιά, το κλήμα, η ελιά» η αχλαδιά.
Αλλά θα κάνω τώρα άλλη ερώτηση, και μη θυμώσεις σε παρακαλώ.
Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· πέφτουν βαριά
τα γηρατειά στους ώμους σου· άπλυτος έμεινες και στέγνωσες, άσχημα είναι
και τα ρούχα που φορείς.
Δεν φαίνεσαι ανεπρόκοπος, ώστε το αφεντικό να σε κρατεί
σ' αυτό το χάλι. Αλλά και δούλος δεν μου μοιάζεις, με τη μορφή σου αυτή
και το παράστημά σου—έχεις την όψη άρχοντα.
Τέτοιος φαντάζει, αν κάποιος, λουσμένος πρώτα και χορτάτος, πέφτει
σε στρώμα μαλακό να κοιμηθεί—στους γέροντες αυτά ταιριάζουν.
Παρ' όλα ταύτα και τούτο πες μου, μη μου κρύψεις την αλήθεια:
ποιος ο αφέντης που υπηρετείς και που το χτήμα του δουλεύεις;
Αλλά και κάτι ακόμη σου ζητώ, θέλω ακριβώς να μάθω·
αν πράγματι είναι αυτή η Ιθάκη εδώ που φτάσαμε, όπως, πριν από λίγο
μου το 'πε κάποιος που τον αντάμωσα στον δρόμο μου,
μόνο που δεν φαινόταν να ναι στα πολύ καλά του, αφού
δεν είχε την υπομονή να μου μιλήσει, ν* αποκριθεί στον λόγο μου,
όταν τον ρώτησα για κάποιον φίλο, αν ζει ακόμη, αν στέκεται
στα πόδια του, ή μήπως πέθανε και βρίσκεται κάτω στον Αδη.
Έχω και τούτο να σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου·

[ 340 ]
Τά έν άγρφ

κάποτε κάποιον φιλοξένησα στην πατρική μου γη, τον φίλεψα


στο σπιτικό μου—κανένας άλλος ξένος σπίτι μου δεν πάτησε,
που να του δείξω εγώ τόση φιλία.
Αυτός λοιπόν περηφανεύονταν ότι κρατεί η γενιά του απ' την Ιθάκη,
έλεγε μάλιστα πως είχε πατέρα τον Λαέρτη, τον γιο του Αρκείσιου.
Κι εγώ τον πήρα και τον έφερα στο σπιτικό μου, καλά τον φιλοξένησα,
τον φίλεψα μ' αγάπη, μ' όσα πολλά αγαθά είχε το αρχοντικό μου.
Του χάρισα δώρα φιλόξενα, όπως ταιριάζει στην περίσταση:
τάλαντα επτά του δίνω μάλαμα καλουδουλεμένο· κι ακόμη του πρόσφερα
κρατήρα ατόφιο ασήμι, στολισμένο μ' άνθη· μονές δώδεκα χλαίνες, σκεπάσματα
άλλα τόσα, τόσα ωραία φαντά, ισάριθμους χιτώνες.
Χώρια οι γυναίκες σκλάβες, που ξέρουν άψογα την τέχνη τους*
τέσσερις κι όμορφες αυτές, να τις διαλέξει μόνος του, καταπώς ήθελε.»
Στον Οδυσσέα απάντησε ο πατέρας του με βουρκωμένα μάτια:
«Πράγματι, ξένε μου, φτάνεις στη χώρα που ρωτάς και που
αναζητούσες, μόνο που τώρα την κατέχουν άντρες παράνομοι, αλαζόνες,
έτσι που τα δικά σου δώρα εξανεμίστηκαν, όσα τότε του χάρισες πολλά.
Αν ζωντανό τον έβρισκες εκείνον εδώ στον δήμο της Ιθάκης,
στα δώρα σου ανταμοιβή καλή θα σου έδινε, και πριν
να σε ξεπροβοδίσει, φιλόξενος κι αυτός θα σε κρατούσε
σπίτι του—όπως προστάζει το έθιμο, γι* αυτόν που κάνει την αρχή.
Μα τώρα κάτι άλλο θέλω να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
πόσα τα χρόνια που προσπέρασαν, αφότου εσύ τον έρμο εκείνον
φιλοξένησες, τον δύσμοιρό μου γιο, αν είχα κάποτε
κι εγώ ένα γιο; Αυτόν στο μεταξύ αλλού, από πατρίδα και δικούς μακριά,
μπορεί καταμεσής στο πέλαγος τα ψάρια να τον έφαγαν,
ή στη στεριά τα όρνια να τον σπάραξαν και τ' άγρια θηρία.
Μήτε κι η μάνα του τον νεκροστόλισε θρηνώντας, μήτε ο πατέρας του,
οι δυο μας που τον φέραμε στον κόσμο· ακόμη η Πηνελόπη,
γυναίκα του ακριβή και φρόνιμη, δεν μπόρεσε, όπως ταίριαζε,
το ταίρι της μοιρολογώντας πάνω στο στρώμα, τα μάτια να του κλείσει—
η μόνη χάρη που απομένει για τους πεθαμένους.
Και κάτι ακόμη, πες το μου τώρα αληθινά για να το μάθω·
ποιος είσαι και από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;
και κατά πού το γρήγορο καράβι αγκυροβόλησε, αυτό που & έφερε στα μέρη μας
μαζί με τους ισόθεους συντρόφους; Εκτός κι αν έφτασες
με ξένο φορτηγό ταξιδεμένος, κι αυτοί σε ξεφορτώσαν κι έφυγαν.»
Στα λόγια του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Όλα που ρώτησες θα σου τα πω, τίποτα δεν θα κρύψω.
Πατρίδα μου ο Αλύβαντας, όπου το φημισμένο σπιτικό που κατοικώ·
είμαι ο γιος του βασιλιά Αφείδα, του Πολυποίμονα εγγονός·
το όνομά μου Επήριτος· όμως κάποιος θεός, άγνωστο ποιος,

[341]
Ραψωδία ω, 469-548

από τη Σικανία άθελά μου με παρέσυρε, κι έφτασα τώρα εδώ.


Στέκει αραγμένο το καράβι μου μακριά απ' την πόλη, σ' απόμερο
γιαλό* πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια, αφότου ο δύσμοιρος εκείνος
φεύγοντας άφησε τα μέρη μας· στον μισεμό του όμως τον συνόδεψαν
δεξιά πουλιά και καλοσήμαδα· έτσι, χαρούμενος εγώ τον ξεπροβόδισα,
χαρούμενος ξεκίνησε κι εκείνος. Με την ελπίδα στην \)Λ)χή κοινή,
ξανά οι δυο φιλόξενα να σμίξουμε, ωραία δώρα πάλι ν' ανταλλάξουμε.»
Έτσι του μίλησε, και τον πατέρα του τον κάλυψε μαύρη νεφέλη πόνου·
στα δυο του χέρια φούχτωσε καμένη οττάχτη, την έριξε
στο γκρίζο του κεφάλι, σπαραχτικά θρηνώντας.
Του Οδυσσέα τότε η καρδιά σπαρτάρησε, έτοιμος να ξεσπάσει, έτρεμαν
τα ρουθούνια του, βλέποντας τον πατέρα του τόσο βαριά
να κλαίει και να βογγά.
Ρίχτηκε πάνω του, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί κι ομολογεί:
«Είμαι εγώ, πατέρα μου, αυτός που αναζητούσες, μπροστά σου εδώ·
κι αν πέρασαν στο μεταξύ είκοσι χρόνια, έφτασα τέλος στην πατρίδα.
Αλλά συγκράτησε τώρα τον θρήνο σου, σταμάτησε το δακρυσμένο βογγητό σου.
Κι αμέσως θα το πω—ο χρόνος τρέχει, πρέπει να βιαστούμε·
σκότωσα τους μνηστήρες μέσα στο παλάτι, την άπονή τους βλάβη εκδικήθηκα,
τα ανόσια έργα τους.»
Πήρε τον λόγο ο Λαέρτης πάλι, φώναξε:
«Αν πράγματι ο Οδυσσέας είσαι, αν έφτασες εδώ εσύ ο γιος μου,
σημάδι πες μου αληθινό, τότε θα σε πιστέψω.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Ας δουν τα μάτια σου ετούτη πρώτα την ουλή, που τη σπγμάτισε
με τ' άσπρο δόντι του ο κάπρος, ψηλά όταν βρέθηκα
στον Παρνασσό· εκεί με στείλατε εσύ κι η σεβαστή μου μάνα, να πάω
στον Αυτόλυκο, δώρο να πάρω τα ταξίματά του, όσα υποσχέθηκε
τη μέρα εκείνη φτάνοντας στην Ιθάκη. Θα πω ακόμη και τα δέντρα
στο νοικοκυρεμένο χτήμα σου, όσα εσύ, σαν ήμουν κάποτε παιδί, μου χάρισες,
καθώς στο περιβόλι εγώ σ' ακολουθούσα και σου ζητούσα αυτό κι εκείνο.
Κι όπως περνούσαμε ανάμεσά τους, εσύ τα ονόμασες ένα προς ένα:
δέκα μηλιές μού χάρισες, συκιές σαράντα και δεκατρείς μού μέτρησες
ωραίες αχλαδιές· είπες δικά μου και πενήντα αράδες κλήματα,
να μη συμπίπτει ο τρύγος τους, γιατί στο αμπέλι σου είχες
λογής λογής σταφύλια, που ανάλογα την εποχή ωρίμαζαν,
καθώς ο Δίας τη σοδειά από ψηλά ευλογούσε.»
Τόσα του είπε, λύθηκαν τότε του Λαέρτη γόνατα και καρδιά, αναγνωρίζοντας
σημάδια απαραγνώριστα, όσα ομολόγησε ο Οδυσσέας.
Οπότε, απλώνοντας τα δυο του χέρια, κρεμάστηκε από τον λαιμό του,
ενώ λιπόθυμο τον συγκρατούσε πάνω του βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Μόλις ωστόσο πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή στον τόπο της,

[ 342 ]
Τά έν Λαέρτου

βρίσκοντας πάλι τη μιλιά του, είπε:


«Ω Δία πατέρα, αλήθεια υπάρχετε οι θεοί στον Όλυμπο ψηλά,
αν πράγματι οι μνηστήρες πλήρωσαν την αλαζονική τους ύβρη.
Μόνο που τώρα με τρώει ο φόβος, μήπως και καταφθάσουν
εδώ Ιθακήσιοι, κι ακόμη στείλουν μήνυμα παντού να ξεσηκώσουν
απ' τα πολίσματά τους τους Κεφαλλονίτες.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Πατέρα, ησύχασε, τέτοιες φροντίδες μη σε βασανίζουν.
Ας προχωρήσουμε τώρα στο σπιτικό, που 'ναι κοντά στο χτήμα·
φρόντισα κιόλας, έστειλα μέσα τον Τηλέμαχο,
μαζί με τον βουκόλο και τον χοιροβοσκό, στα πεταχτά
να ετοιμάσουν γεύμα.»
Έτσι συνομιλώντας, πήραν τον δρόμο για το ωραίο τους σπίτι.
Κι όταν πια φτάνοντας μπήκανε μέσα, πέτυχαν τον Τηλέμαχο,
με τον βουκόλο και τον χοιροβοσκό, να κόβουν κρέατα πολλά,
να συγκερνούν φλογάτο κόκκινο κρασί.
Τότε τον μεγαλόψυχο Ααέρτη, μέσα στο ίδιο του το σπίτι,
η σικελιώτισσα γυναίκα επήρε να τον λούζει, τον άλειψε μετά με λάδι,
του φόρεσε ωραία χλαίνη· οπότε η Αθηνά βρέθηκε
πλάι του, ξανάθρεψε τα μέλη του γέροντα γενάρχη,
τον έκαμε να δείχνει πιο μεγάλος, πιο γεμάτος.
Κι έτσι που βγήκε απ' τον λουτρό, ο γιος του τώρα τον καμάρωνε,
βλέποντας πια να μοιάζει με τους αθάνατους θεούς.
Με θαυμασμό τού μίλησε, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πατέρα, αλήθεια, κάποιος απ' τους αθάνατους θεούς έβαλε φαίνεται
το χέρι του, κι έγινες ομορφότερος στην όψη και στο ανάστημα.»
Ανταποκρίθηκε ο Ααέρτης, με τη δική του γνώση:
«Είθε, πατέρα Δία, Αθηνά κι Απόλλωνα,
να ήμουν όπως τότε που εκπόρθησα στο Νήρικο ένα καλοχτισμένο κάστρο,
στην άκρη της παράλιας στεριάς, Κεφοιλλονίτες κυβερνώντας.
Αν ήμουν τέτοιος στο παλάτι χθες, φορώντας άρματα στους ώμους,
αν άνοιγα, στημένος πλάι σου κι εγώ, με τους μνηστήρες πόλεμο,
τότε πολλών τα γόνατα θα είχα παραλύσει, κι εσένα η καρδιά σου
θα σκιρτούσε από χαρά.»
Αυτά συνομιλούσαν κι έλεγαν μεταξύ τους.
Κι όταν οι άλλοι τη δουλειά τους τέλειωσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,
κάθησαν όλοι στη σειρά, σε θρόνους και σκαμνιά, έτοιμοι πια να φάνε.
Οπότε καταφθάνουν ο Δολίος κι οι γιοι του γέροντα,
απ' τη δουλειά κατάκοποι. Η μάνα τους τους φώναξε, η σικελή γερόντισσα,
που πάντα αυτή τους φρόντιζε, κι ας είχε πιο πολύ του γέρου της την έγνοια,
που πια τον βάραιναν τα γηρατειά.
Μόλις αυτοί είδαν τον Οδυσσέα μπροστά τους και κατάλαβαν,

[ 343 ]
Ραψωδία ω, 469-548

έμειναν σύξυλοι στης κάμαρας τη μέση· ο Οδυσσέας όμως,


με λόγια μαλακά μιλώντας, πήρε να τους πειράζει:
«Γέροντα, κάθησε να φας, μη στέκεστε άλλο αποσβολωμένοι,
γιατί από ώρα εμείς, μόλο που λαχταρούσαμε να βάλουμε
ψωμί στο στόμα μας, άφαγοι μέναμε και περιμέναμε εσάς πότε θα 'ρθείτε.»
Έτσι του μίλησε, και τότε ο Δολίος μπροστά του χύθηκε, τα δυο του χέρια
απλώνοντας, πιάνοντας στον καρπό του Οδυσσέα τα χέρια,
τα καταφίλησε, ύστερα μίλησε και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Ω ακριβέ μου, γύρισες, εσύ που τόσο αναζητούσαμε
χωρίς καμιάν ελπίδα πια· μα να οι θεοί που σ* έφεραν τώρα εδώ.
Γερός να είσαι και χαρούμενος, μόνο ευτυχία οι αθάνατοι
να σου χαρίζουν από δω και πέρα.
Αλλά παρακαλώ, δώσε μου απόκριση σ' αυτό, πρέπει να ξέρω το σωστό:
η Πηνελόπη, με το φρόνιμο μυαλό της, το "μαβε άραγε
πως είσαι εδώ, πως νόστησες, ή μήπως πρέπει να της στείλουμε
κάποιον με το καλό μαντάτο;»
Έδωσε αμέσως την απάντηση ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γέροντα, ναι, το 'μ^θε και το ξέρει· λοιπόν δεν έχεις λόγο,
ν* ανησυχείς εσύ γι* αυτό.»
Έτσι του μίλησε, κι εκείνος πάλι κάθησε σ' ένα σκαμνί καλοξυσμένο,
κατόπιν του κι οι γιοι· στον Οδυσσέα γύρω,
αφού τον καλωσόρισαν, τα δυο του χέρια σφίγγοντας, τότε κι αυτοί
ττήραν τη θέση τους με τη σειρά, πλάι στον Δολίο, τον πατέρα τους.
Στο μεταξύ, όσο εκείνοι έτρωγαν κι έπιναν μέσα στο σπίτι,
η Φήμη σαν αστραττή κυκλοφορούσε σ* όλη την πόλη,
τον φόνο των μνηστήρων αναγγέλλοντας και τον φριχτό τους χαλασμό.
Το νέο ακούγοντας, όλοι μαζί, καθένας κι απ* αλλού,
άρχισαν να μαζεύονται μπροστά στου Οδυσσέα τα δώματα,
βαριά στενάζοντας, θρηνώντας.
Αμέσως σέρνουν έξω τα κουφάρια και πήραν να τους θάβουν,
καθένας τον δικό του· τους άλλους, που τους ήξεραν πως είναι
από άλλη πόλη, τους παραδώσαν σε ψαράδες, για να τους πάνε
γρήγορα με τ' άρμενά τους στον τόπο και στο σπίτι καθενός.
Μετά στην αγορά όλοι τους συναθροίστηκαν, με βάρος στην καρδιά.
Κι όταν εκεί αθρόοι βρέθηκαν και μαζεμένοι,
όρθιος ο Ευπείθης πήρε τον λόγο ανάμεσά τους—
έβραζε μέσα του ασίγαστο το πένθος του παιδιού του, του Αντινόου,
που ο θείος Οδυσσέας πρώτον τον σκότωσε.
Χύνοντας δάκρυα πικρά, στους άλλους μίλησε αγορεύοντας:
«Φίλοι, δείτε τι έργο φοβερό μελέτησε αυτός ο άνθρωπος
σε βάρος των Αργείων: όσους με τα καράβια σήκωσε μαζί του,
άξιους και πολλούς, και τα καράβια αφάνισε κι εκείνους

[ 344 ]
Τά έν Λαέρτου

εξολόθρευσε· τώρα, πίσω γυρίζοντας, τους πιο γενναίους θανάτωσε,


και της Ιθάκης και της Κεφαλλονιάς.
Αλλά σας λέω, κουνηθείτε, προτού αυτός ξεφύγει γρήγορα
και πάει στην Πύλο ή και στη θεία Ήλιδα, όπου κρατούν οι Επειοί.
Πάμε λοιπόν να του ριχτούμε· αλλιώς για πάντα θα μας πνίξει
η καταφρόνια. Βαρύ το όνειδος, αν οι μελλούμενοι το μάθουν
που τους φονιάδες δεν εκδικηθήκαμε, το αίμα των παιδιών μας
και των αδελφών μας· τότε η γλυκιά ζωή θα γίνει πια
πικρό φαρμάκι· καλύτερα αμέσως να πεθάνω, νεκρός με τους νεκρούς.
Γι* αυτό λοιπόν σας λέω, πάμε, προτού αυτοί αντίπερα περάσουν.»
Τόσα τους είπε χύνοντας μαύρο δάκρυ, κι οι Αχαιοί μαζί του
συμπονούσαν όλοι. Φάνηκε όμως ξαφνικά να φτάνουν ο Μέδων
και ο θείος αοιδός· ήλθαν εκεί απ' το παλάτι του Οδυσσέα,
μόλις σηκώθηκαν από τον ύττνο, και στήθηκαν στη μέση.
Οι άλλοι βλέποντας τους δυο, δεν έκρυψαν την έκπληξή τους,
οπότε φρόνιμα ο Μέδων πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Τώρα πρέπει ν* ακούσετε κι εμένα. Ιθακήσιοι· γιατί το έργο αυτό
μήτε το σκέφτηκε μήτε και το 'πραξε ο Οδυσσέας μόνος του,
δίχως να το θελήσουν οι θεοί· σας λέω εγώ πως είδα με τα μάτια μου
κάποιον θεό να στέκεται στο πλάι του, ίδιος στην 6ψ\ με τον Μέντορα.
Ένας αθάνατος λοιπόν θεός στημένος μπρος του,
στον Οδυσσέα θάρρος έδινε, αλλά και τους μνηστήρες αναστάτωνε
μες στο παλάτι—κι έπεσαν όλοι τους νεκροί σωρός.»
Ακούγοντας τα λόγια του, χλώμιασαν από τρόμο.
Τότε σηκώθηκε να τους μιλήσει ο Αλιθέρσης, του Μαστόρου ο γιος,
γέροντας σεβαστός, που περασμένα και μελλούμενα έβλεπε.
Έτσι καλόγνωμα και τώρα ττήρε τον λόγο και τους είπε:
«Ακούσετέ με. Ιθακήσιοι, αυτό που έχω να σας πω.
Φίλοι, τα έργα αυτά έγιναν, όπως έγιναν, από κακότητα δική σας·
που μήτε εμένα εμπιστευτήκατε μήτε τον Μέντορα, σύμβουλο του λαού,
ώστε να βάλετε στην αφροσύνη των παιδιών σας φρένο.
Παράνομα έπραξαν, άθλια φέρθηκαν, ρημάζοντας το βιος,
ντροπιάζοντας τη νόμιμη γυναίκα ενός γενναίου και πρώτου,
λέγοντας πως πίσω πια δεν θα γυρίσει.
Μα τώρα ας γίνει ό,τι σας λέω, τη συμβουλή μου ακούσετε:
μην του ριχτούμε· αλλιώς κάποιος θα πάει γυρεύοντας να πάθει το χειρότερο κακό.»
Μίλησε ο Αλιθέρσης, κι αυτοί, μισοί και πάνω, τινάχτηκαν
μ' αλαλητό μεγάλο· οι άλλοι όμως ξέμειναν εκεί, όλοι τους μαζεμένοι,
γιατί του μάντη ο λόγος δεν τους άρεσε, έδωσαν πίστη στον Ευπείθη.
Έτρεξαν τότε με σπουδή να πιάσουν τ' άρματα, φορώντας
στο κορμί τους τον λαμπρό χαλκό, κι έτσι συνάχτηκαν στο πλάτωμα,
μπροστά στην πόλη. Ανάμεσά τους αρχηγός ο Ευπείθης,

[ 345 ]
Ραψωδία ω, 469-548

μωρός με τους μωρούς, λέγοντας πως θα πάρει εκδίκηση


του σκοτωμένου γιου του· αλλά δεν έμελλε σπίτι του να γυρίσει,
τον πρόλαβε επιτόπου ο θάνατος.
Στο μεταξύ κι η Αθηνά στον Δία, γιο του Κρόνου, στράφηκε μιλώντας:
«Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θεών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι να κρύβει πάλι ο νους σου;
θ' ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμεσό τους; ή μήπως
σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφιλίωση;»
Ανταποκρίθηκε στον λόγο της ο Δίας, θεός που συμμαζεύει τις νεφέλες:
«Καλή μου κόρη, τι ρωτάς και τι λογής απάντηση γυρεύεις;
Εσύ δεν είσαι που αποφάσισες με το μυαλό σου αυτή τη λύση,
να πάρει ο Οδυσσέας εκδίκηση, γυρίζοντας πίσω στον τόπο του;
Κάνε λοιπόν καταπώς θες, κι εγώ θα πω το τι ταιριάζει·
αφού ο θείος Οδυσσέας τιμώρησε τους άνομους μνηστήρες,
τώρα να δώσουν όρκους μεταξύ τους, να μείνει αυτός για πάντα βασιλιάς.
Εμείς για τα παιδιά τους και τα σκοτωμένα αδέλφια τους
προτείνουμε τη λήθη· όπως και πριν, έτσι και πάλι
να φιλιώσουν μεταξύ τους, ας γίνει ειρήνη, με περίσσια πλούτη.»
Έτσι ο θεός παρότρυνε την Αθηνά σ' αυτό που εκείνη επιθυμούσε·
χύθηκε τότε κατεβαίνοντας από του Ολύμπου τις κορφές.
Είχαν οι άλλοι πια χορτάσει τον πόθο τους με το γλυκό \}/ωμί,
οπότε πρόσταξε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Κάποιος έξω να βγει· να δει αν έρχονται, μήπως και φτάνουν.»
Την προσταγή του ακούγοντας, τρέχοντας βγήκε του Δολίου ο γιος,
στάθηκε στο κατώφλι, τους είδε να σιμώνουν, κι αμέσως γύρισε
στον Οδυσσέα μιλώντας με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Είναι κοντά μας, φτάνουν. Στα γρήγορα κι εμείς ν' αρματωθούμε.»
Ακούγοντας τα λόγια του, πάνω πετάχτηκαν και φόρεσαν καθένας
την αρματωσιά του, τριγύρισαν τον Οδυσσέα τέσσερις, έξι συμπαραστάθηκαν,
γιοι του Δολίου. Φόρεσαν όμως όπλα κι άλλοι δυο,
κι ας είχαν πια ψαρά μαλλιά, Δολίος και Ααέρτης,
πολεμιστές κι αυτοί σε ώρα ανάγκης.
Ντυμένοι όλοι στον λαμπρό χαλκό, οι πόρτες άνοιξαν, προχώρησαν,
ο Οδυσσέας πρώτος.
Την ίδια ώρα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα, βρέθηκε πλάι τους,
με τη μορφή του Μέντορα, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
Την πήρε είδηση βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
και γύρισε μιλώντας στον Τηλέμαχο, τον ακριβό του γιο:
«Τηλέμαχε, έφτασε τώρα η ώρα ορμητικά να μπεις κι εσύ στη μάχη
αντρών που πολεμούν, όπου και ξεχωρίζουν οι γενναίοι. Κοίταξε όμως
μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από καιρό είμαστε φημισμένοι
σ' όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρρος μας.»

[ 346 ]
Σπονδαί

Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμο κι έξυττνο μυαλό:


«Πατέρα μου, θα δεις και μόνος σου, φτάνει να το θελήσεις, πως πάνω
στην ορμή μου δεν θα ντροπιάσω τη γενιά σου εγώ,
όπως το λες και το παινεύεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσε μέσα του χαρά ο Λαέρτης κι ομολόγησε:
«Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χαρά με ττλημμυρίζει*
γιος κι εγγονός για την παλληκαριά τους συνερίζονται.»
Τότε στο πλάι του, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, στάθηκε λέγοντας:
«Του Αρκεισίου γιε, ο πιο αγαπητός απ* όλους τους συντρόφους μου,
ευχήσου πρώτα στη γλαυκόματη κόρη του Δία, μετά κραδαίνοντας ρίξε
με φόρα το μακρόσκιο δόρυ σου.»
Μ' αυτά τα λόγια η Παλλάδα Αθηνά μέσα του φύσηξε
μεγάλη δύναμη, κι αυτός πρώτα στη θυγατέρα του μεγαλοδύναμου θεού
ευχήθηκε, μετά στο χέρι πάλλοντας μακρόσκιο δόρυ το ρίχνει πάνω
στον Ευπείθη· βρήκε το κράνος του, με τα χαλκά του μάγουλα,
στο χτύπημα δεν άντεξε και πέρασε ο χαλκός μέσα για μέσα.
Με πάταγο σωριάστηκε ο Ευπείθης, βρόντηξαν από πάνω του και τ' άρματα.
Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας κι ο λαμπρός του γιος ορμούν με τους προμάχους,
χτυπούν σπαθιά, πέφτουν αμφίκυρτα στη μύτη τους κοντάρια.
Όλους θα τους αφάνιζαν, θα γύριζαν τον νόστο ανόστιμο,
αν τη στιγμή εκείνη η Αθηνά, η θυγατέρα του αιγίοχου Δία, δεν έβγαζε
φωνή μεγάλη, που άφησε σύξυλους τους δυο στρατούς:
«Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.»
Αυτά φωνάζει η Αθηνά, κι εκείνοι, πράσινοι από τρόμο,
μες στον μεγάλο φόβο τους τους φεύγουν τα όπλα από το χέρι,
όλα στο χώμα πέφτουν, ενώ η φωνή της Αθηνάς αντιφωνούσε.
Σκορπίστηκαν τότε μεμιάς, τρέχοντας προς την πόλη γύρευαν να σωθούν.
Ο Οδυσσέας όμως, πολύπαθος και θείος, χύμηξε πίσω τους
με φοβερή κραυγή, σαν αετός από ψηλά πετώντας.
Μα τώρα αφήνει ο γιος του Κρόνου κεραυνό πυρφόρο, κι έπεσε αυτός
μπροστά στης Αθηνάς τα πόδια, γλαυκόματης θεάς πανίσχυρου πατέρα.
Τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά στον Οδυσσέα γύρισε μιλώντας:
«Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.»
Έτσι του μίλησε η θεά, κι εκείνος άκουσε τον λόγο της κι αλάφρωσε
από χαρά η καρδιά του. Τότε η Παλλάδα Αθηνά, η θυγατέρα
του αιγίοχου Δία, βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης, και για το μέλλον—
με τη μορφή του Μέντορα κυκλοφορούσε, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.

347

You might also like