Professional Documents
Culture Documents
Ναπολέων Λαπαθιώτης. Διηγήματα. Και Άλλα Πεζά. Φιλολογική Επιμέλεια - Τραϊανός Μάνος
Ναπολέων Λαπαθιώτης. Διηγήματα. Και Άλλα Πεζά. Φιλολογική Επιμέλεια - Τραϊανός Μάνος
Διηγήματα
και άλλα πεζά
Φιλολογική επιμέλεια:
Τραϊανός Μάνος
Θεσσαλονίκη 2012
Πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία.
Κατατέθηκε στον τομέα Μ.Ν.Ε.Σ.
της Φιλοσοφικής Σχολής του Α..Π.Θ.
το 2012.
Επιβλέπων καθηγητής:
Χ. Λ. Καράογλου.
Βαθμολογητές:
Λάμπρος Βαρελάς,
Άντεια Φραντζή.
Ευχαριστίες
Χρωστάω την ιδέα για την ανά χείρας έκδοση στον κ. Καράογλου, που φρόντι-
ζε συχνά να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Οι προτάσεις του αλλά και
οι κάποτε διαφορετικές απόψεις του δεν πήραν ποτέ τη μορφή υποδείξεων. Τον
ευχαριστώ.
Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ εδώ και τους παλιούς καθηγητές μου στο Δ.Π.Θ.,
που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην πραγμάτωση τούτης της ερ-
γασίας: την κ. Σοφία Βούλγαρη που με παρότρυνε να συνεχίσω τις σπουδές
μου˙ τον κ. Νίκο Μαυρέλο που υπήρξε πάντα πρόθυμος συνομιλητής˙ τον κ.
Κωνσταντίνο Τσουρή που στάθηκε υπόδειγμα δασκάλου˙ την κ. Χρυσάνθη
Τσίτσιου, με τις ζηλευτές αρετές.
Στη Μάγδα,
1 Υπό τον τίτλο Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, ο Αναγνωστάκης ανθο-
λόγησε ποιητές της λεγόμενης «γενιάς του 1920». Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή. Τα
λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Νεφέλη,
Αθήνα 1990.
2 Ως προς τα παράγωγα του βιογραφισμού βλ., π.χ., τα δύο σπαρταριστά «ψυχογραφήματά» του Λαπαθιώτη
από τον Παπαντωνίου, λιβελογραφικό το πρώτο επαινετικό το δεύτερο (στην πραγματικότητα το δεύτερο
προηγούνταν αφού είχε ήδη δημοσιευτεί στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου. Όταν, πριν δημοσιευτεί, ο Λαπαθιώ-
της επενέβη αφαιρώντας κάποια μέρη του, ο Παπαντωνίου δημοσίευσε το πρώτο): Χαρίλαος Παπαντωνίου, «Ο
Ναπολέων Λαπαθιώτης», Μπουκέτο, 29 Δεκ. 1927, σσ. 1337-1338 & του ίδιου, «Ναπολέων ο Λαπαθιώτης»,
Ημερολόγιον του Μπουκέτου, 1928, σσ. 23-25˙ την κακόβουλη, αλλά με πολλές χρήσιμες εργοβιογραφικές πλη-
ροφορίες, «Εισαγωγή» του Δικταίου στα ποιήματά του: Άρης Δικταίος, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Η ζωή του-Το
έργο του, Αθήνα, Γνώση 1984˙ το, εν είδει μυθιστορηματικής βιογραφίας, αφήγημα του Γιάννη Καιροφύλλα,
«Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο λογοτέχνης με το πικρό χαμόγελο» στο Γιάννης Καιροφύλας, Αυτοί οι ωραίοι τρε-
λοί, Φιλιππότης, Αθήνα 1986, σσ. 183-220˙ το άνευρο τομίδιο με ψευδοαποκαταστατικές στοχεύσεις του Λεω-
νίδα Χρηστάκη, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η ιστορία, Χάος και κουλτούρα,
Αθήνα 1992˙ το έμπλεο συναισθηματισμού επίμετρο «Χαίρε Ναπολέων» του Τάκη Σπετσιώτη στο βιβλίο του
Χαίρε Ναπολέων. Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. 63 πεζά ποιήματά του και εικόνες του Άγγελου
Παπαδημητρίου, Άγρα, Αθήνα 1999˙ κ.ά.π.
Όσον αφορά τη στρεβλή εικόνα του έργου, η οποία στην παρακάτω περίπτωση αφορμάται από τις δύο νου-
βέλες του Λαπαθιώτη αλλά εντέλει αποδίδεται σε όλη την πεζογραφική παραγωγή του, αρκούμαι να παραθέσω
εδώ την πολύ πρόσφατη περιγραφή του από τον Παπακώστα, η οποία βασίζεται στην (παρούσα σε μέρος του
έργου αλλά επουδενί κυρίαρχη στο σύνολό του) περιθωριακή θεματική του Λαπαθιώτη: «την προσοχή μας
σήμερα δεν προκαλούν μόνο η μυθοπλασία, ο αισθητισμός και ο αισθησιασμός, καθώς συμπλέκονται με έντο-
να ρεαλιστικά, νατουραλιστικά, θα λέγαμε, στοιχεία –στοιχεία περιθωρίου, όπως είναι η σωματεμπορία, ο τζόγος, τα
ναρκωτικά και οι τεκέδες–, αλλά και η ποιητική τους αύρα και ο επιμελημένος λόγος, συνδυασμένος με μια ρο-
μαντική διάθεση και φόντο πάντοτε τη νύχτα και τις αρρωστημένες αναθυμιάσεις, σωματικές και ψυχικές» (παρατίθεται
από τη Λαμπρινή Κουζέλη, «Ντελικάτες παρθένες και αρρενωπά αγόρια», εφ. Το Βήμα, 10 Ιουλ. 2011, η υπο-
γράμμιση δική μου).
[vii]
Μάνος Τραϊανός
ως ποιητή, και μάλιστα ελάσσονος. Μια τέτοια βεβιασμένη απόφανση, ωστόσο, παραβλέπει
αυθωρεί το υπόλοιπο μέρος του πολυσχιδούς έργου του.
Έτσι, αν εξαιρέσει κανείς τα ποιήματα, ένα μεγάλο μέρος των πεζοτράγουδων, τις νουβέ-
λες Το τάμα της Ανθούλας και Κάπου περνούσε μια φωνή και την αυτοβιογραφία του, το υπό-
λοιπο έργο του Λαπαθιώτη παραμένει ανέκδοτο. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν καθοριστικά
αφενός ο έντονος δισταγμός του να εκδώσει οτιδήποτε3, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέ-
ρος της παραγωγής του είτε να λαθροβιεί στον τύπο της εποχής ή να παραμένει στο αρχείο
του4, και αφετέρου, όσον αφορά τους μελετητές του, η πληθώρα των δυσεύρετων πλέον ε-
ντύπων με τα οποία συνεργάστηκε.
Στην ανά χείρας έκδοση συγκεντρώνονται –για πρώτη φορά– τα περισσότερα από τα
πολυάριθμα (λογοτεχνικά) πεζά του˙ εκατόν έξι τον αριθμό. Και λέω τα περισσότερα, με
επίγνωση της βαρύτητας ενός τέτοιου ισχυρισμού, γιατί παρά τους αρκετούς τίτλους περιο-
δικών και εφημερίδων που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί, τα σημαντικότερα από αυτά, από
πλευράς αριθμού δημοσιεύσεων, με τα οποία συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης (όπως προκύ-
πτουν από δικές του μαρτυρίες στην αυτοβιογραφία του και στις συνεντεύξεις του καθώς και
από τις βιβλιογραφικές πηγές) έχουν αποδελτιωθεί πλήρως.5
Διόλου ευκαταφρόνητη, συνεπώς, η πεζογραφική παραγωγή του Λαπαθιώτη, αν αναλο-
γιστεί κανείς τον αριθμό των πεζών του που εκδίδονται εδώ συγκρινόμενο προς τα εκδομένα
ποιήματά του (περίπου 320 με έναν πρόχειρο υπολογισμό).6 Ως εκ τούτου, κι αν για τη
γραμματολογική κατάταξη ενός συγγραφέα το –άκρως θετικιστικό– κριτήριο της ποσότητας
παίζει κάποιο ρόλο, δεν θα δίσταζα να υποστηρίξω ότι η κρατούσα περί ποιητή άποψη πρέ-
πει να αναδιατυπωθεί: από τούδε και στο εξής αναφερόμενοι στον Λαπαθιώτη δεν μπορούμε
παρά να επιμένουμε και στην άλλη αναφαινόμενη ιδιότητά του, αυτήν του πεζογράφου.
***
3 «Είμαι μάλιστα ευτυχής που δεν έχω τυπώσει ακόμη βιβλίο. Σκεφθείτε αν όσα τραγούδια ή ό,τι άλλο έγραψα
από τα είκοσί μου χρόνια είχε στεγασθεί μέσα σε βιβλία και ήταν τόσο πρόχειρο να με διαπομπεύει…» θα
ομολογήσει ο ίδιος σε συνέντευξη του στον Κωστή Μπαστιά. Βλ. Ναπολέων Λαπαθώτης, [συνέντευξη στον Κ.
Μπαστιά], Εβδομάς, 4 Απρ. 1933, σ. 983.
4 Ένα σημαντικό μέρος του αρχείου Λαπαθιώτη, απόκειται στο Ε.Λ.Ι.Α. και έχει παρουσιαστεί στο σύνολό
του, με εξαίρεση, ίσως, ένα λογοτεχνίζον ημερολογιακό (;) κείμενο έξι μικρών δελταρίων. Το υπόλοιπο και
μεγαλύτερο, κατά τα πιθανολογούμενα, σώμα του αρχείου ανήκει σε ιδιώτες.
5 Βλ. «Επίμετρο ΙΙ», όπου καταλογογραφώ αναλυτικά όλα τα περιοδικά που αποδελτίωσα.
6 240 περίπου ποιήματα περιλαμβάνει η, πληρέστερη μέχρι σήμερα αλλά με αρκετές αδυναμίες, έκδοση της
Μαρίας Φωτίου (Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Ποιήματα. Άπαντα τα ευρεθέντα, επιμ. Μαρία Φωτίου, Ανέκδοτη
μεταπτυχιακή εργασία, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μ.Ν.Ε.Σ., Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη
2006) και 80 του Λευτέρη Παπαλεοντίου (Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Σατιρικοί («Φαιδροί» και «μυλλωμένοι») στί-
χοι, επιμ. Λευτέρης Παπαλεοντίου, Μικροφιλολογικά Τετράδια 7, Λευκωσία 2009).
[viii]
Εισαγωγή
Σύντομο εργοβιογραφικό7
Ο
Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα. 8
Μοναχογιός του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (στρατιωτικός καριέρας με έντονη ανά-
μειξη στα σύγχρονά του πολιτικοστρατιωτικά τεκταινόμενα) και της Βασιλικής
Παπαδοπούλου (απόγονος ήρωα της Εξόδου του Μεσολογγίου και ανιψιά του Τρικούπη)
έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης και ευρωπαϊκής παιδείας.9
Από μικρό παιδί ανακαλύπτει και καλλιεργεί την καλλιτεχνική του φύση: συντάσσει δικές
του εφημερίδες, συγγράφει πάσης φύσης κείμενα (μυθιστορήματα, διηγήματα, οδοιπορικά,
κ.ά.), ασχολείται με την ποίηση και παράλληλα γράφει και ανεβάζει (σε οικογενειακό ή φιλι-
κό κύκλο) θεατρικά έργα. Ένα από αυτά, με τίτλο Νέρων ο τύραννος, τυπώνεται από τον πα-
τέρα του ως δώρο γενεθλίων στα 1901 και αποτελεί μαζί με τον τόμο των Ποιημάτων του
(1939) τα μόνα έργα του που είδε εκδομένα.
Ως έφηβος συμμετείχε ενεργά στην πνευματική ζωή της Αθήνας, εντάχθηκε στους κύ-
κλους της και γνωρίστηκε με πολλούς από τους πρωταγωνιστές της. Παράλληλα, συνδέθηκε
φιλικά με ομηλίκους του με ανάλογα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Η πιανίστρια και μουσικο-
λόγος Αθηνά Σερεμέτη, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, οι Φώτος και Γιώργος Πολίτης, ο
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Βάρναλης ήταν μερικοί μόνο από
όσους γνώρισε σε νεαρή ηλικία και μνημονεύει στην αυτοβιογραφία του.
Στα νεοελληνικά γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905 από τον Νουμά (τχ. 137, 27
Φεβρ., σ. 11) με το ποίημα «Έκσταση» (νεανικά πρωτόλειά του είχαν ήδη δημοσιευτεί σε
διάφορες εφημερίδες ενώ τακτικές ήταν και οι συμμετοχές του, ως «Αιθήρ», στους διαγω-
7 Για τη σύνταξή του βασίστηκα στην αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη (βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου.
Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Κέδρος, Αθήνα 2009 (¹Στιγμή, Αθήνα 1986),
η οποία καλύπτει το χρονικό άνυσμα από τη γέννησή του μέχρι και το 1917, σε συνδυασμό με τα σχετικά
εργοβιογραφικά σημειώματα των: Κόρφη, Ντουνιά, Παληοδήμου, Παναγιώτου και Σαραντάκου. Βλ. αντί-
στοιχα: Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Πρόσπερος, Α-
θήνα 1985, σσ. 23-44˙ Χριστίνα Ντουνιά (επιμ.), Ημερολόγιο 2009. Ναπολέων Λαπαθιώτης: … του έρωτα πάλι το
στενό, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008˙ Αλίκη Παληοδήμου, «Ναπολέων Λαπαθιώτης: Χρονοβιογραφία», Διαβάζω, τχ.
95, 30 Μαΐου 1984, σσ. 12-17˙ Γιώργος Παναγιώτου, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του. Χρονολο-
γικός πίνακας», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ. 238-247˙ Νίκος Σαραντάκος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης»
στο Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, Ερατώ, Αθήνα 2011, σσ. 151-
187. Προτιμητέο, ως πληρέστερο και πιο αξιόπιστο, είναι αυτό του Σαραντάκου.
8 Πολλά από τα παλιότερα, κυρίως, βιογραφικά σημειώματα του Λαπαθιώτη αναφέρουν ως ημερομηνία γέννη-
σής του το 1895, χρονιά που αφενός δήλωνε ο ίδιος, που αρέσκονταν να θεωρείται νεότερος από όσο πραγμα-
τικά ήταν και αφετέρου δηλώθηκε, ίσως, από τους δικούς του, ώστε να αναβληθεί η στρατιωτική του θητεία και
να αποφύγει τη συμμετοχή του σε πολεμικές επιχειρήσεις/επιστρατεύσεις, σύμφωνα με την ελέγξιμη μαρτυρία
του Τάσου Μουμτζή. Βλ. Τάσος Μουμτζής, «Τα στρατιωτικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η Λέξη,
τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ. 217-221. Στην αυτοβιογραφία του, ωστόσο, όπως και σε μεταγενέστερη «σατυ-
ρική [sic] αυτοβιογραφία» του, που δημοσιεύτηκε με τίτλο «Ο κ. Ναπολέων Λαπαθιώτης» στο Μπουκέτο (τχ.
61, 29 Οκτ. 1942, σ. 4.), δηλώνει την πραγματική ημερομηνία γέννησής του.
9 Για τα γενεαλογικά των Λαπαθιώτιδων βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, «Συμπληρωματικά για την οικογένεια
Λαπαθιώτη», Μικροφιλολογικά, τχ. 29, άνοιξη 2011, σσ. 48-50, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[ix]
Μάνος Τραϊανός
νισμούς της Διαπλάσεως των Παίδων, στην οποία ήταν συνδρομητής από το 189710). Έκτοτε
και ως τον θάνατό του (1944) συνεργάστηκε με τα περισσότερα μεσοπολεμικά λογοτεχνικά
περιοδικά και με πάμπολλες εφημερίδες. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια από τα σημαντικότε-
ρα: Εβδομάς, Ελλάς, Μπουκέτο, Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Νουμάς, Ηγησώ, Παναθή-
ναια, Πνευματική ζωή, κ.ά.π. και εφ. Ακρόπολις, εφ. Δημοκρατία, εφ. Έθνος, εφ. Ελεύθερον Βή-
μα, εφ. Εσπερινή, εφ. Πρωία, κ.ά.π
Συμμετέσχε στην ίδρυση της Ηγησώς το 1907 και της Ανεμώνης το 1910. Στην τελευταία
δημοσιεύθηκε το ποίημα του «Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλη σου» (τχ. 3-4, Μάιος-Ιούν.) που
προκάλεσε σκάνδαλο, λόγω της ερωτικής θεματικής του. Σκάνδαλο θα προκαλούσε τέσσερα
χρόνια αργότερα (1914) και η δημοσίευση του περίφημου «Μανιφέστου» του στον Νουμά
(τχ. 524, 19 Απρ., σ. 103), μέσω του οποίου εγκαλούσε τη «γενιά του 1880» για την πνευμα-
τική αποτελμάτωσή της και καλούσε τους νέους «να συντρίψου[νε] τα είδωλα και να μπού[νε]
[αυτοί] μπροστά […] Να ρίξου[νε] ό,τι ξέρου[νε] για ψεύτικο και για πλαστό […]».11 Την
ίδια μοίρα θα είχε και το ποίημά του «Επεισόδιο», που φωτογραφία του χφ. του δημοσιεύ-
θηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα (τχ. 71, 9 Απρ. 1938, σσ. 12-13), ως δείγμα γραφής, παράλ-
ληλα με τη συνέντευξη που τους παραχώρησε και προκάλεσε την επέμβαση της λογοκρισί-
ας, αφού περιείχε άμεσες αναφορές σε ομοφυλοφιλικό έρωτα.12
10 Ο Ξενόπουλος καταγράφει τις σχετικές αναμνήσεις του στο άρθρο του «Αναμνήσεις γύρω στο Λαπαθιώτη»,
Ορίζοντες, τχ. 2, Φεβρ. 1944, σσ. 33-34.
11 Βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Μανιφέστο», Ο Νουμάς, τχ. 524, 19 Απρ. 1914, σ. 103. Το μανιφέστο προκά-
λεσε θυελλώδεις αντιδράσεις αλλά και τη σύσταση της βραχύβιας «Οργάνωσης των νέων», που είχε ως στόχο
τη συσπείρωση των νέων καλλιτεχνών εναντίον των «παλιών». Ο ίδιος ο Λαπαθιώτης, ωστόσο, στέρησε από το
«Μανιφέστο» του την όποια επίφαση επαναστατικότητας αφενός με τη «Δευτερολογία» του στην εφ. Ακρόπολη
(29 Μαΐου 1914, σ. 2 – όλες οι σχετικές αναφορές στα εργοβιογραφικά σημειώματα για τον Λαπαθιώτη είτε
δεν αναφέρουν καθόλου την ημερομηνία δημοσίευσης ή την αναφέρουν λάθος. Παραθέτω το κείμενο στο
«Παράρτημα») και αφετέρου με την ομολογία του 26 χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του ότι το «Μανι-
φέστο» δεν ήταν άλλο παρά ένα παιχνίδι για να περάσει την ώρα του: «Ένα πρωί που δεν είχα τι να κάνω, σκά-
ρωσα αυτό το μανιφέστο και το ’στειλα να μπει στον Νουμά […]»˙βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, ό.π.,
σσ. 200-201. Για μια περιγραφή των ένθεν και ένθεν αντιδράσεων βλ. Αδαμάντιος Παπαδήμας, Λογοτεχνικά
χρονικά. Η πορεία μιας γενιάς, Ωρίων, Αθήνα 1944, σσ. 8-15˙ τα σχετικά σχόλια του Παπακώστα στο Ναπολέων
Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, ό.π., σσ. 200-207, υποσ. 82˙ καθώς και το μελέτημα του Χ. Λ. Καράογλου, «Συλλο-
γικές κινήσεις και εκδηλώσεις νέων λογοτεχνών (1914-1924). Ελάσσονα θέματα ιστορίας της λογοτεχνίας μας»
στον τιμητικό τόμο Μνήμη Λίνου Πολίτη. Φιλολογικό μνημόσυνο και επιστημονική συνάντηση, Α.Π.Θ., Θεσσαλονί-
κη 1988, σσ. 209-228.
12 Μετά την επέμβαση της λογοκρισίας το μεν περιοδικό ανασκουμπώθηκε δημοσιεύοντας «κατηγορηματική
αποδοκιμασία» των λαπαθιωτικών απόψεων/προτιμήσεων ο δε Λαπαθιώτης έστειλε ένα μπιλιέτο στον Τάκη
Μπαρλά, μέλος της Επιτροπής λογοκρισίας, όπου υποτίθεται ότι δηλώνει τη μεταμέλειά του˙ βλ. Τάσος Κόρ-
φης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σσ. 41-42). Η γραπτή συγγνώμη του, βέβαια, μετατρέπεται σε σατιρική επί-
θεση (με πολλαπλούς αποδέκτες: τη δικτατορία, τους λογοκριτές, τη συντηρητική κοινωνία) στον τελευταίο
στίχο του ποιήματος, που άλλαξε για να ικανοποιεί, υποτίθεται, τη λογοκρισία. Έτσι το «Ψηλό, λιγνό, τρελό
για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./Το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ/και κοιμηθήκαμε μαζί» γίνεται «Ψηλό, λιγνό,
τρελό για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./Το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ/μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!...»˙ αλλαγή
που, συν τοις άλλοις, μαρτυρεί την εφευρετικότητα αλλά και τη σκωπτική/ειρωνική/σατιρική διάθεση που ο
Λαπαθιώτης επεδείκνυε κάθε τόσο με πλείστες αφορμές.
[x]
Εισαγωγή
Παρότι πτυχιούχος της Νομικής από το 1909, αφιερώθηκε αποκλειστικά στην τέχνη και
δεν εξάσκησε κανένα επάγγελμα, επιλογή που του επιτράπηκε από την εύρωστη οικογενεια-
κή οικονομική κατάσταση και τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του.
Προσχώρησε στο κίνημα Βενιζέλου (1916) μαζί με τον πατέρα του, τον οποίο ακολού-
θησε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αίγυπτο, όπου στάλθηκε να στρατολογή-
σει εθελοντές. Εκεί γνωρίστηκε με τον Καβάφη (1917), τον οποίο έκτοτε θαύμαζε και υπο-
στήριζε σε κάθε ευκαιρία.13
Εξέφρασε ρητά τη συμπάθειά του προς το κομμουνιστικό κίνημα με επιστολή στην εφ.
Ριζοσπάστης ήδη από το 192114 ενώ έξι χρόνια αργότερα (1927) με επιστολή του στον αρχιε-
πίσκοπο Αθηνών (που θα δημοσιευτεί αργότερα κι αυτή στον Ριζοσπάστη, 6 Αυγ. 1927, σ. 3)
θα αιτούνταν «να παύσ[ει] και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχει παύσ[ει] προ πολλού– να
λογίζ[εται] μέλος του θρησκευτικού [του] ποιμνίου» (Λαπαθιώτης 1927).
Στα 1939 εξέδωσε την πρώτη –και μοναδική– συλλογή (πενήντα) ποιημάτων του, υπό
τον τίτλο Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή. Προηγήθηκαν το θεατρικό του πρωτόλειο Νέρων ο
τύραννος (1901) και η μετάφραση της Μηχανής που τρέχει μες στο χρόνο του Ουέλς (1921).15
Ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα (1940) η δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του, που κα-
λύπτει το διάστημα από τη γέννησή του μέχρι το 1917, στο Μπουκέτο (με το οποίο συνερ-
γάζεται από την ίδρυσή του το 1924).16 Μετά τον θάνατό του (1944) θα κυκλοφορήσει και η
μετάφραση του βιβλίου Όσκαρ Ουάιλντ του Ζιντ.17
Η περίοδος της Κατοχής τον εξαθλιώνει: είναι πλέον εθισμένος στα ναρκωτικά, ξεπουλά
την οικογενειακή περιουσία αλλά και εκποιεί μέρος της βιβλιοθήκης του, χάνει τον πατέρα
του (1942) –έχει προηγηθεί ο θάνατος της μητέρας του (1937) που τον σημαδεύει–, αναζη-
τά, χωρίς αποτέλεσμα, κάποιον για να κληροδοτήσει το αρχείο του18. Παραδόξως η ίδια
13 Τον υπερασπίζεται με άρθρα και συνεντεύξεις του σε περιοδικά και εφημερίδες (Έθνος, 10 & 18 Απρ. 1924,
Ελεύθερον Βήμα, 6 Μαΐου 1924, Δημοκρατία, 18 Ιουν. 1924, Ελεύθερον Βήμα, 17 Μαρτ. 1925, Σύχγρονη Σκέψη
(Σικάγου), Φεβρ. 1929, περ. Πειθαρχία, 27 Απρ. 1930, κ.α.)˙ συμβάλλει στην έκδοση του αφιερώματος στον
Καβάφη του περ. Νέα Τέχνη (τχ. 7-10, Ιούλ.-Οκτ. 1924)˙ ανταποδίδει τον χαρακτηρισμό «καραγκιόζης» στον
Ψυχάρη, ο οποίος τον είχε χρησιμοποιήσει σε άρθρο του εναντίον του Καβάφη.
Ο Καβάφης από την πλευρά του, από τη γνωριμία τους και μετά, τον συμπεριλαμβάνει στους αποδέκτες των
συλλογών του.
14 Για τις σχέσεις του Λαπαθιώτη με το κομμουνιστικό κίνημα βλ. το μελέτημα του Νίκου Σαραντάκου, «Τρία
λίγο πολύ άγνωστα στιγμιότυπα από την προσέγγιση του Λαπαθιώτη με το κομμουνιστικό κίνημα, τον Ριζο-
σπάστη και το ΣΕΚΕ», Μικροφιλολογικά, τχ. 27, άνοιξη 2010, σσ. 24-26.
15 Πρόκειται για το έργο του Herbert G. Wells, The time machine, William Heinemann, United Kingdom
1895, που θεωρείται ένα από τα κλασικά, και «ιδρυτικά», πλέον κείμενα επιστημονικής φαντασίας.
16 Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας δημοσιεύτηκε σε είκοσι εννιά συνέχειες στο Μπουκέτο από τις
28 Απρ. ως τις 31 Οκτ. 1940. Εκδόθηκε αυτοτελώς το 1986 με φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα˙
βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου., ό.π.
17 André Gide, Oscar Wilde : In Memoriam (souvenirs). Le "De Profundis", Mercure de France, Paris 1910.
18 Η Νέα Εστία στο τχ.-αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη, που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τον θάνατό του, δημοσιεύ-
ει επιστολή του προς τον Πέτρο Χάρη, στην οποία ο Λαπαθιώτης τού ζητούσε να φροντίσει τα κατάλοιπά του.
Παρόμοιο γράμμα αναφέρει πως είχε λάβει αρκετά νωρίτερα, «δεν θυμούμαι καλά αν ήταν το 1936 ή το 1937»
[xi]
Μάνος Τραϊανός
περίοδος είναι από τις πιο παραγωγικές του: συνεργάζεται με πολλά έντυπα, στα οποία δη-
μοσιεύει κάθε είδους κείμενα, ετοιμάζει δεύτερη συλλογή ποιημάτων (που δεν κυκλοφόρησε
ποτέ), εμπλέκεται σε διαμάχη με τον Καραγάτση19.
Αυτοκτόνησε τα ξημερώματα της 8ης Ιανουάριου του 1944 στα 56 του χρόνια.20 Κηδεύ-
θηκε τέσσερις ημέρες αργότερα, κατά ρητή εντολή του λόγω του φόβου της νεκροφάνειας,
κατόπιν εράνου της Νέας Εστίας.21
Το έργο του, πέραν των ποιημάτων ή πεζοτράγουδών του, συναπαρτίζεται από: (α) πολ-
λούς (αρκετά οξυδερκείς συχνάκις αλλά και αντιφατικούς κάποτε) στοχασμούς22, (β) επιλεγ-
μένες μεταφράσεις που «χαρακτηρίζονται από στοργή, βαθύτατη ακρίβεια και ακούραστη
καλλιτεχνική ευσυνειδησία» (Κόρφης) 23, (γ) ποικίλες (και πολύ εύστοχες ενίοτε) βιβλιοκριτι-
κές, που τις χαρακτηρίζει «η απόλυτη λεπτότητα και το πάθος του [του Λαπαθιώτη] για την
τελειότητα της τέχνης που αγάπησε»,24 (δ) χρονογραφήματα/επιφυλλίδες ή κείμενα δοκιμι-
και ο Άγρας. Αμφότεροι αρνήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη. Τελικά, ο Λαπαθιώτης όρισε γενικό κληρονόμο
του τον Κώστα Χριστοδούλου. Βλ. Πέτρος Χάρης, «Ένα χρέος», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν. 1944, σσ. 100-101
και Τέλλος Άγρας, «Έργον τέχνης», Νέα Εστία, ό.π., σ. 97
19 Για το ιστορικό του φιλολογικού καβγά τους βλ. το μελέτημα της Άντειας Φραντζή, «Λαπαθιώτης-
Καραγάτσης. Μια ιδιότυπη συνάντηση», Αντί, τχ. 919, 11 Απρ. 2008, σσ. 78-81, το οποίο συμπληρώνει με
περισσότερες λεπτομέρειες το άρθρο του Νίκου Σαραντάκου, «Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του
1939 και μια συνάντηση που δεν πραγματοποιήθηκε», www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/lapa-
karagatsis.html (ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρ. 2011).
20 Η αυτοκτονία του Λαπαθιώτη αποτελεί θεμέλιο λίθο για την «εντεχνοποίηση» της ζωής του από τους μελε-
τητές-θαυμαστές του, αφού υποτίθεται ότι σε αυτήν (την αυτοκτονία) πραγματώνονται όλα τα διδάγματα του
αισθητισμού περί της ζωής ως τέχνης κτλ.. Ως εκ τούτου, ουδείς αναφέρει την, μάλλον απίθανη αλλά όχι και
άξια απόκρυψης, εκδοχή του Μάριου Βαϊάνου, σύμφωνα με την οποία ο Λαπαθιώτης στόχευε με την (δεύτερη,
αφού είχε προηγηθεί κι άλλη) «απόπειρα» αυτοκτονίας του να επανέλθει στην επικαιρότητα, ικανοποιώντας τον
ναρκισσισμό του. Έτσι, «α π ο π ε ι ρ ά θ η ν’ αυτοκτονήσει, μισομεθυσμένος από ναρκωτικά και άλλα, που
δόσεις των ποικίλες επήρε, ευθύς μόλις γύρισε σπίτι του τη νύχτα εκείνη της 8 Ιανουαρίου 194[4] και σε κατά-
σταση μισοαναισθησίας από τις ενέσεις που κάρφωνε στα μπράτσα του, με τη β ε β α ι ό τ η τ α πως θ’ απα-
σχολούσε [την επικαιρότητα] η απόπειρά του αυτή»˙ βλ. Μάριος Βαϊάνος, «Ένας θάνατος. Μια πικρή και θλι-
βερή ιστορία», Νέα Σύνορα, τχ. 7, Ιούλ.-Σεπτ. 1970, σ. 92, η υπογράμμιση δική του.
21 βλ. [ανώνυμο], «Ένας θάνατος κι ένας έρανος», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν. 1944, σ. 119.
22 Αρκετοί έχουν δημοσιευτεί υπό τους τίτλους «Μονόλογοι» και «Μονόλογοι κι Ερωτηματικά» κυρίως στη
Νέα Εστία, στα Νεοελληνικά Γράμματα, κ.α. Επίσης, αρκετούς παραθέτει ο Δικταίος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π.
καθώς και ο Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σσ. 67-92 ιδίως.
23 Από μια πρόχειρη έρευνα προέκυψαν οι εξής: Herbert G. Wells, Η μηχανή που τρέχει μες το χρόνο, Γ. Βασι-
λείου, μτφ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αθήνα 1921˙ Αντρέ Ζιντ, Ο Όσκαρ Ουάιλντ και εγώ: In memoriam-De pro-
fundis, μτφ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Φλόγα, Αθήνα 1944 [Στοχαστής, Αθήνα 1997 & Ίνδικτος, Αθήνα 2005].
Επίσης μετέφρασε μεμονωμένα: Κιστεμακέρ [Henry Kistemaeckers], Κλοντέλ [Paul Claudel], Μέτερλινκ
[Maurice Maeterlinc], Μολιέρο [Molière], Ουάιλντ [Oscar Wilde], Ουίτμαν [Walt Whitman], Πο(ε) [Edgar
Allan Poe], Σαμέν [Albert Samain], Σβομπ [Marcel Schwob], Τένισον [Alfred Tennyson], Φοντενέιγ
[Bernard le Bovier de Fontenelle], ντε Ρενιέ [Henri de Regnier]. Θα μπορούσε να αναφερθεί εδώ και η από-
δοση στη δημοτική μιας, γραμμένης σε καθαρεύουσα, μελέτης του πατέρα του που φέρει τον τίτλο «Το ‘πρό-
βλημα του Μαραθώνος’ λυμένο», δημοσιευμένη σε συνέχειες στη Νέα Εστία από το τχ. 229 (1 Ιουλ. 1936) ως
το τχ. 232 (15 Αυγ. 1936).
24 Βλ. Τάκης Παπατζώνης [sic], «Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν. 1944, σσ. 93-
94. Οι περισσότερες βιβλιοκριτικές του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκαν στο περ. Πειθαρχία, όπου ήταν συντάκτης
της σχετικής στήλης από το 1930. Αρκετές δημοσιεύονται και στη Νέα Εστία, της οποίας την αντίστοιχη στή-
λη ανέλαβε το 1939. Εκτός όσων αναφέρονται στις σχετικές βιβλιογραφίες Λαπαθιώτη, οπωσδήποτε λανθά-
νουν κι άλλες αλλού.
[xii]
Εισαγωγή
***
Η
γέννηση του Λαπαθιώτη στα 1888 και η έναρξη της καθαυτό λογοτεχνικής
παραγωγής του από το 1905, με τη δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του
στον Νουμά,30 τον εντάσσουν, αναμφισβήτητα, στη λογοτεχνία του Μεσοπολέ-
μου (1914-1939)31.
Ειδικότερα, κι αν εξαιρέσει κανείς ξεπερασμένες ή μη επιμέρους γραμματολογικές προ-
τάσεις (περί «γενιάς του 1907» (Αργυρίου), «γενιάς του 1914» (Παπαδήμας), «γενιάς του
1920», κ.ά), η σύγχρονη κριτική τείνει να κατατάσσει τον Λαπαθιώτη στη «γενιά του Μεσο-
πολέμου»˙ όρος υβριδικός και εξαιρετικά ασαφής που θεωρήθηκε ως ο πλέον περιεκτικός
25 Χρονογραφήματα και επιφυλλίδες δημοσίευσε, κυρίως, στις εφ. Ακρόπολις, Δημοκρατία, Έθνος, Εσπερινή,
Νέον Άστυ, Πρωία, κ.α. Εγκυκλοπαιδικά λήμματα, σχετικά με ξένους συγγραφείς, συνέταξε για τη Μεγάλη Ελ-
ληνική Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη. Κείμενα, τέλος, δοκιμιακού χαρακτήρα, σχετικά κυρίως με ζητήματα
τέχνης, δημοσίευσε στην Εικονογραφημένη της Ελλάδος, στην Ελλάδα, στα Νεοελληνικά Γράμματα, στην Πειθαρ-
χία, στην Πνευματική Ζωή, κ.α.
26 Και οι δύο δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες. Η πρώτη στο περ. Μπουκέτο (από τις 24 Δεκ. 1931 μέχρι τις 14
Φεβρ. 1932)˙ η δεύτερη στη Νέα Εστία (από την 1η Σεπτ. 1940 μέχρι την 1η Νοεμβρ. 1940). Βλ. τις πρόσφα-
τες αντίστοιχες εκδόσεις: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Λιβάνη,
Αθήνα 2007 και Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, Ερατώ, Αθήνα
2011. Αμφότερες ασυνεπείς στις εκδοτικές τους αρχές και με πολλά παροράματα.
27 Εκτός από τον Νέρωνα, ο Λαπαθιώτης αναφέρεται ονομαστικά σε τρία ακόμα, λανθάνοντα σήμερα, νεανικά
«δράματά» του: Άγνωστοι καημοί, Η τιμή της συζύγου και Απ’ τα μεσάνυχτα ως τα γλυκοχαράματα˙ βλ. Ναπολέων
Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, ό.π., σσ. 70-72, 97 και 142 αντίστοιχα.
28 Πολλά πρωτοδημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη των Νέων Συνόρων (τχ. 6 & 7, Απρ.-Ιούν. &
Ιούλ.-Σεπτ. 1970 αντίστοιχα) κι έκτοτε αναπαράγονται, ή προστίθενται κι άλλα, στα σχετικά αφιερώματα.
29 Βλ. σχετικά το άρθρο της Σοφίας Σπανούδη, «Ο Λαπαθιώτης συνθέτης», Καλλιτεχνική Ελλάδα, τχ. 1-3, Ιαν.-
Μάρτ. 1945, σσ. 72-73, η οποία, αφού κρίνει αρνητικά τις λαπαθιωτικές συνθέσεις, αποφαίνεται: «Σ’ όλες αυτές
τις συνθέσεις, η ψυχή του ποιητή φανερώνεται ανώτερη και ψηλότερη από τις ψυχές άλλων μουσικών, τέλεια
μυημένων στα μυστήρια κάθε τεχνικής επιστημοσύνης, τόσο μάταιης –αλίμονο– όταν λείπει το ένστιχτο και το
πάθος. […] Κι όμως, από τις άτεχνες αυτές συνθέσεις αναδίνεται ένα μεγαλείο – το μεγαλείο της οδύνης της
ανεπιτήδευτης» (73).
30 Οι συνεργασίες του στη Διάπλασην των Παίδων και λανθάνοντα (παιδικά/νεανικά) πρωτόλειά του δημοσιευ-
μένα σε εφημερίδες καθώς και το νεανικό θεατρικό του έργο Νέρων ο τύραννος προφανώς δεν θεωρούνται επί-
σημες «πρώτες εμφανίσεις». Βλ. και παρακάτω, σσ. xxiii-xvi, όπου ασχολούμαι με την εκδοτική πορεία του
λαπαθιωτικού έργου.
31 Υιοθετώ εδώ την άποψη της συντακτικής επιτροπής της ανθολογίας Η Μεσοπολεμική πεζογραφία, που πρε-
σβεύει ότι η μεσοπολεμική λογοτεχνία ξεκινά ουσιαστικά το 1914 με την αρχή του Α΄ Παγκόσμιου και όχι το
1918, που είναι η καθαυτό ιστορική τομή, με το τέλος του. Βλ. Παναγιώτης Μουλλάς (επιμ.), Η Μεσοπολεμική
πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Α΄, Σοκόλης, Αθήνα 1998, σ. 14.
[xiii]
Μάνος Τραϊανός
των (ανα)ζητήσεων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (ή ακριβέστερα ενός μεγάλου μέρους της
που αποποιήθηκε τις ρομαντικές και παλαμικές καταβολές της και συγχρόνως δεν ενέδωσε
στα σειρηνικά κελεύσματα του μοντερνισμού) της περιόδου 1920-1940.
Προφανώς, πρόθεσή μου εδώ δεν είναι να εμπλακώ σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Αρ-
κούμαι στην επισήμανση της συγγνωστής αδυναμίας των μελετητών ως προς την κατάταξη
του Λαπαθιώτη και της αοριστίας των δύο βασικών όρων με τους οποίους χαρακτήρισαν το
έργο του: «νεο/μετα-συμβολιστικό» και «νεορομαντικό».32
Σε κάθε περίπτωση, είτε αρκεστούμε στις ανωτέρω ταξινομικές απόπειρες είτε όχι, δεν
μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι η παραγωγικότερη περίοδος του Λαπαθιώτη ταυτί-
ζεται, σχεδόν απολύτως, με την περίοδο του Μεσοπολέμου, η οποία υπήρξε από τις πιο γό-
νιμες στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων – αλλά και της νεοελληνικής καλλιτεχνικής
δημιουργίας εν γένει.
Αν, λοιπόν, αναλογιστεί κανείς (α) τις ιστορικές συγκυρίες που επέδρασαν καταλυτικά
στην τέχνη (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Καταστροφή) είτε τροφο-
δοτώντας την είτε προκαλώντας την αποστροφή της σε μια ανιστορική θεματική (στην πε-
ρίπτωσή μας, σε θέματα, ως επί το πλείστον, α(ντι)πολεμικά)˙ (β) την προγενέστερη παρά-
δοση (του παρνασσισμού, της ηθογραφίας, του (αστικού) ρεαλισμού) και τις αναβιώσεις της˙
(γ) την οσμωτική συνύπαρξη διαφορετικών λογοτεχνικών γενεών/σχολών και (δ) τη δεξίωση
των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων στα καθ’ ημάς (αισθητισμός, (νεο/μετα)συμβο-
λισμός, νεορομαντισμός, υπερρεαλισμός, μοντερνισμός, κ.ά.), εύκολα αντιλαμβάνεται το
κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το λαπαθιωτικό έργο – καθώς και το πλαίσιο μέσα
στο οποίο, αφού ενταχθεί, πρέπει να αξιολογηθεί.
Γενικεύοντας και σχηματοποιώντας θα έλεγε κανείς ότι το έργο του Λαπαθιώτη βρίσκε-
ται ανάμεσα στη σαρωτική εγκαθίδρυση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, με προεξάρχοντα τον
Παλαμά και τη βαριά σκιά του, που επισκιάζει τους «χαμηλόφωνους» δημιουργούς, και στις
παντοειδείς νεοτεριστικές απόπειρες της γενιάς του ’30 (συμπεριλαμβανομένων, προφανώς,
32 Στην προβληματική χρονολογική κατάταξη προστίθεται και η αοριστία/πολυσημία των όρων «νεοσυμβο-
λισμός» και «νεορομαντισμός», οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν το έργο –συγκεκριμένων–
λογοτεχνών του Μεσοπολέμου. Ο εισηγητής τους, Κ. Στεργιόπουλος (οι όροι βέβαια είχαν χρησιμοποιηθεί
ήδη από το 1921 από τον Τ. Άγρα), ο οποίος έκανε λόγο και για «νεορομαντική και νεοσυμβολιστική σχολή»,
όσο και μεταγενέστεροι μελετητές που τους υιοθέτησαν ή τους τροποποίησαν, όπως η Φιλοκύπρου η οποία
προτείνει τον όρο «μετασυμβολισμός», αρκούμενοι στην ταύτιση της «γενιάς του Μεσοπολέμου» με τα ανωτέ-
ρω λογοτεχνικά ρεύματα κατάφεραν να προσδιορίσουν εν μέρει τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής παραγω-
γής της αλλά ταυτόχρονα περιόρισαν τη δυναμική της, αδιαφορώντας για τις πολυποίκιλες λογοτεχνικές τάσεις
και παραβλέποντας τις κάθε άλλο παρά αμελητέες διαφορές ανάμεσα στους ουκ ολίγους εκπροσώπους της. Για
να αρκεστώ σε ένα μόνο παράδειγμα: ποια γραμματολογική επιταγή και ταξινομική εμμονή νομιμοποιεί τον
χαρακτηρισμό «μετασυμβολιστής και νεορομαντικός» τόσο για τον Λαπαθιώτη όσο και για τον Καρυωτάκη;
Βλ. σχετικά την ενδιαφέρουσα αλλά μάλλον άκαρπη συζήτηση μεταξύ των Γ. Αράγη, Κ. Στεργιόπουλου και Λ.
Παπαλεοντίου, που ανακινήθηκε πρόσφατα στις σελίδες των Μικροφιλολογικών, τχ. 26 (φθιν. 2009) και τχ. 27
(άνοιξη 2010), σσ. 30-39 και 21-24 αντίστοιχα.
[xiv]
Εισαγωγή
του ημέτερου υπερρεαλισμού και της λογοτεχνικής παραγωγής της Θεσσαλονίκης), που ει-
σάγουν τον μοντερνισμό στα καθ’ ημάς.
Τις συμπληγάδες αυτές δεν μπόρεσε να τις αποφύγει ούτε ο Λαπαθιώτης ούτε η γενιά
του, που υποχώρησαν υπό το βάρος τη παλαμικής σκιάς και αναχαιτίστηκαν από την ανανε-
ωτική ορμή της γενιάς του ’30, αφού ο λόγος τους δεν συνάδει με τις σύγχρονες παλαμικές
κατευθυντήριες και παράλληλα αδυνατεί να συστρατευτεί, ή έστω να συμπορευτεί, με το α-
νερχόμενο «ελεύθερο πνεύμα». Οι χαμηλοί τους τόνοι, η απαισιόδοξη οπτική τους, η αδια-
φορία για την εξωτερική πραγματικότητα, η λυρική χροιά τους, η αδιέξοδη –και εκ προοι-
μίου χαμένη– αναμέτρηση με τον λόγο και τη μάστιγά του (κατά τη Φιλοκύπρου) δεν μπο-
ρούσαν παρά να προκαλέσουν τη μάστιγα αφενός όσων ένιωθαν να απειλούνται τα κεκτημέ-
να τους –τουτέστιν της γενιάς του 1880– και αφετέρου όσων επιδίωκαν την «άνευ ορίων άνευ
όρων» χειραφέτησή τους – ήτοι της γενιάς του ’30.33 Όπως συμπεραίνει η Φιλοκύπρου:
Η ριζική, λοιπόν, διαφοροποίηση των Μετασυμβολιστών από την κυρίαρχη ποιητική της γενιάς του
1880 [ως προς τη θεματική, τη γλώσσα και την ιδεολογία] εξηγεί την εχθρική τους υποδοχή ή, συ-
χνότερα, τη μη υποδοχή τους.
Η σχέση μεταξύ των Μετασυμβολιστών και της Γενιάς του ’30 παρουσιάζει, λοιπόν, δυο όψεις: αφε-
νός ποιητικές συγγένειες, συχνά υποδόριες και παρασιωπημένες˙ αφετέρου αντιπαραθέσεις σε θεμε-
λιώδη ζητήματα ποιητικής. […] Η στάση της Γενιάς του ’30 απέναντι στους Μετασυμβολιστές κα-
33 Όσον αφορά τον Λαπαθιώτη η παράδοση δεν έγινε αμαχητί. Στα 1914 θα αναστατώσει την αθηναϊκή φιλο-
λογική ζωή με το περιλάλητο «Μανιφέστο» του που άμα τη δημοσιεύσει του στον Νουμά (τχ. 524, 19 Απρ.
1914, σ. 103) πυροδότησε θύελλα αντιδράσεων, αφού θεωρήθηκε ότι καταφερόταν απροκάλυπτα κατά της
Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Βλ. εδώ σ. x.
Ως προς τη «γενιά του ’30» και του υπερρεαλισμό ο Λαπαθιώτης αντιστάθηκε πεισματικά στις σειρήνες του
ποικίλλως εκφρασμένου μοντερνισμού τους. Αρνήθηκε να συμμετάσχει στις αναζητήσεις τους (κυρίως στην
ελευθέρωση των μορφών και στη, φαινομενική σε τελική ανάλυση, αποκόλληση από την παράδοση), παρότι
διαβεβαίωνε ρητά ότι είναι «πάντα υπέρ κάθε ‘‘νέου’’ – οσονδήποτε κι αν είναι ακαλαίσθητο: κάθε νέο είναι μια
αντίδραση προς κάτι παλαιό επομένως κίνηση, ζωή» (στοχασμός της 22ας Απρ. 1928˙ παρατίθεται από τον
Δικταίο, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σ. 79) ενώ παράλληλα εξέφρασε ποικιλοτρόπως την αποστροφή του: α-
ντιμάχηκε τον Ελύτη χαρακτηρίζοντάς τον «ανόητο, ηλίθιο και θρασύ αριβίστα» (παρατίθεται από τον Σπε-
τσιώτη, Χαίρε Ναπολέων, ό.π., σ. 193)˙ έκρινε δυσμενώς τη Στροφή του Σεφέρη, ο οποίος «φαίνεται να είναι
σοβαρά επηρεασμένος από ορισμένους γάλλους ποιητές», για τις αφομοιωμένες και μη επιδράσεις της˙ αντι-
παρατέθηκε στον υπερρεαλισμό και παρώδησε τους εκπροσώπους του.
Για τις σχέσεις του Λαπαθιώτη με τον υπερρεαλισμό βλ. το σχετικό μελέτημα της Μαρίας Παληοδήμου, «Οι
απόψεις του Λαπαθιώτη για τον υπερρεαλισμό», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου 1984, σσ. 32-34 και για τις παρω-
δίες του την πρόσφατη μελέτη της Αθηνάς Βογιατζόγλου, την οποία ευχαριστώ και από εδώ γιατί μου την
έστειλε πολύ πριν δημοσιευθεί, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η τέχνη της παρωδίας», Νέα Εστία, τχ. 1841,
Φεβρ. 2011, σσ. 240-266 σε συνδυασμό με αυτήν του Σωτήρη Τριβιζά, «Δέκα συν ένα άγνωστα στιχουργικά
γυμνάσματα του Λαπαθιώτη» στο Σωτήρης Τριβιζάς, Το πνεύμα του λόγου, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σσ. 61-
80.
[xv]
Μάνος Τραϊανός
θορίζεται ιδεολογικά: ο Μετασυμβολισμός κατακρίνεται και παραμερίζεται, κυρίως επειδή δεν χω-
ράει στο σχήμα μιας ελληνοκεντρικής ποίησης αισιοδοξίας και ακμής.34
Όσο άστοχο όμως θα ήταν, συμφωνώντας με όσα συχνά υπαινίσσεται μέρος της κριτικής,
να αποδώσουμε την αποσιώπηση του λαπαθιωτικού έργου αποκλειστικά στη χειραγωγική
μορφή του Παλαμά και στις επιβουλές της γενιάς του ’30 άλλο τόσο αφελές αποδεικνύεται
το να επιδιώκουμε τη, με το στανιό, αποκατάστασή του, εντάσσοντάς μάλιστα τον Λαπαθιώ-
τη στη χορεία των αδικημένων αλλά επανακαλυφθέντων αριστοτεχνών νεοελλήνων δημιουρ-
γών.35
Αυτό που προέχει, αντίθετα, είναι μια, κατά το δυνατόν, πληρέστερη έκδοση του έργου
του, ώστε η κάθε απόπειρα αξιολόγησής του να μη στερείται το βασικό εχέγγυο μιας ευσυ-
νείδητης και αντικειμενικής κριτικής: ότι δεν αρκείται στο (ανεπαρκές και παραπλανητικό)
μέρος ώστε να αποφανθεί για το όλον.
***
Το
πρώτο πεζογράφημα του Λαπαθιώτη που εντόπισα, χωρίς φυσικά να α-
ποκλείω την ύπαρξη προγενέστερων, είναι το «Πώς πεθαίνει ο ποιητής!...»
δημοσιευμένο στην Ελλάδα (του Ποταμιάνου) το 1908 (22 Ιουν.). Το τε-
λευταίο του –από όσα εκδίδονται εδώ– φέρει τον τίτλο «Τα δεκατρία ντόμινα», αποτελεί
παραλλαγή προγενέστερου ομότιτλου διηγήματος, και δημοσιεύτηκε στην Καλλιτεχνική Ελ-
λάδα μετά τον θάνατό του, στα 1945 (Ιαν.-Μάρτ). Σε αυτό το χρονικό άνυσμα των τριάντα
πέντε περίπου χρόνων η πεζογραφική παραγωγή του Λαπαθιώτη αποτελείται από ένα σύνο-
λο εκατόν έξι πεζογραφημάτων δημοσιευμένων σε είκοσι δύο διαφορετικά λαϊκά και λογο-
τεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και δύο ανθολογίες (βλ. Επίμετρο Ι.β). Συγκεκριμένα,
πρόκειται για εβδομήντα διηγήματα, είκοσι έξι λογοτεχνικά πεζά και δέκα παραλλαγές τους.
Στη συντριπτική πλειονότητα τους, εξήντα ένα τον αριθμό, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό
Μπουκέτο (και στο ετήσιο Ημερολόγιό του), του οποίου ο Λαπαθιώτης υπήρξε συνεργάτης
34 Έλλη Φιλοκύπρου, Η γενιά του Καρυωτάκη, Φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη, Αθήνα 2009, σσ. 230 και
266 αντίστοιχα.
35 Όπως για παράδειγμα επιχειρεί, ανάμεσα σε αρκετούς άλλους και, ο Σπετσιώτης: «Η αποσιώπηση του ποιη-
τικού έργου του Λαπαθιώτη και η εξουδετέρωση της φωνής του ως στοχαστή, έγιναν, συνειδητά, απ’ τη λεγό-
μενη γενιά του ’30, σαν αντίτιμο για τις άμεσα διατυπωμένες αμφιβολίες του για τη «νέα ποίηση». Εξ ού και η
εξορία του για σαράντα σχεδόν χρόνια στο ποιητικό αλλά και εκδοτικό περιθώριο, σαν «παραδοσιακού πλη-
βείου» από τη «νέα αστική τάξη» της μοντέρνας ποίησης […] και η υποτίμηση της δουλειάς του ως σαχλής
αισθηματολογίας του μεσοπολέμου για τα παλιατζίδικα […]»˙ βλ. Τάκης Σπετσιώτης, Χαίρε Ναπολέων, ό.π., σ.
194.
[xvi]
Εισαγωγή
από τον πρώτο χρόνο έκδοσής του (1924) μέχρι και τον θάνατό του στα 1944. 36 Μια ομάδα
δεκαεννιά πεζογραφημάτων δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα του Ποταμιάνου και μια τρίτη ο-
μάδα εννιά κειμένων στα Παναθήναια.37 Τα υπόλοιπα αποτελούν είτε τη μοναδική είτε σπο-
ραδικές συνεργασίες του Λαπαθιώτη με βραχύβια, ως επί το πλείστον, περιοδικά όπως η
Αλκή, η Δάφνη, η Εθνική Χαρά, Ο Λογοτέχνης, ο Όρθρος, η Ορμή, ο Πολιτισμός, κ.ά.
Σύμφωνα με τον Κόρφη, έναν από τους πιο αξιόλογους μελετητές του λαπαθιωτικού έρ-
γου, τα πεζογραφήματα του Λαπαθιώτη
παρουσιάζουν υπέρμετρο συναισθηματισμό. Ξεκινώντας από μια ρομαντική κι αρκετές φορές ισχνή
ιστορία που άγγιζε την ευαισθησία του, προσπαθεί –με χαλαρό λόγο που κυριαρχούν τα επίθετα και
οι επαναλήψεις– να μας εξομολογηθεί άμεσα τους ερωτικούς καημούς του ή τους φόβους του του
θανάτου. Έτσι τα πεζογραφήματα του είτε χρησιμοποιούν ρεαλιστικό είτε συμβολικό τρόπο γραφής
σπάνια μας πείθουν μια και η αισθητική πλήρωση δεν αναβλύζει άμεσα από τα συμβάντα αλλά από
μια κατευθυνόμενη μυθοπλασία τους, που φτάνει στα όρια μιας εντελώς προσωπικής κατασκευής
[…].38
Θα πρόσθετε κανείς ότι πρόκειται για ολιγοσέλιδα κυρίως κείμενα που σπάνια ξεπερνούν
σε έκταση τις 5-6 σελίδες. Τα δεσπόζοντα θέματά τους αφορούν τον θάνατο και την αγάπη/
τον έρωτα, πλαισιωμένα, σχεδόν πάντα, από τη ματαιότητα της ζωής. Έτσι, από τη μια
πλευρά, η πολύτροπη εξέταση των ποικίλλων εκφάνσεων και των πολυειδών τρόπων πραγμά-
τωσής του θανάτου καταλήγει, εντέλει, σε μια φιλοσοφική θεώρησή του ή ευστοχότερα σε
μια «ποιητική του θανάτου» (παρούσα άλλωστε, σε διαφορετικό κατά περίπτωση βαθμό, σε
όλη σχεδόν τη γενιά του). Η αγάπη και ο έρωτας, από την άλλη, όπως είναι αναμενόμενο
36 Το Μπουκέτο υπήρξε ένα από τα μακροβιότερα ελληνικά λαϊκά περιοδικά. Η έκδοσή του διήρκεσε πάνω
από δύο δεκαετίες, από το 1924 έως το 1946 (τχ. 1127) (το 1958 ο Γ. Λαδιάς επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να το
αναστήσει). Εκδότης του ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος. Παρά τον λαϊκό χαρακτήρα του, η ύλη του
ήταν συνήθως πολύ αξιόλογη. Για μια, κάθε άλλο παρά εξαντλητική, αλλά άκρως ενδεικτική των πολυάριθμων
και συχνά εξαιρετικών συνεργατών του, αποδελτίωσή του βλ. Δημήτρης Χάνος, Τα λαϊκά περιοδικά, τ. 3, Ι. Γ.
Βασιλείου, Αθήνα 1989, σσ. 71-194 καθώς και το άρθρο του Κώστα Κοβάνη, «Μπουκέτο (1924-1941). Ανθο-
δέσμη εκλεκτών δημοσιευμάτων», Πολιτικά Θέματα, τχ. 495, 30 Μαρτ.-5 Απρ. 1984, σ. 47.
37 Για τα Παναθήναια βλ. το αντίστοιχο λήμμα στο Χ. Λ. Καράογλου (εποπτ.), Περιοδικά λόγου και τέχνης
(1901-1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση, τ. Α΄, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 58-
67. Η Ελλάς του Σπύρου Ποταμιάνου πρωτοκυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1907. Περιοδικό ημιλογοτεχνι-
κό μοίραζε τις υπόλοιπες στήλες του σε θέματα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά. Χαρακτηρίζεται από πλού-
σια εικονογράφηση, σπάνια για τα δεδομένα της εποχής. Η λογοτεχνική του ύλη ήταν κατά κανόνα μέτρια δεν
έλειπαν όμως και αξιόλογες συνεργασίες.
38 Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σ. 17.
[xvii]
Μάνος Τραϊανός
δεν ευοδώνονται ή δεν ανταποδίδονται και είτε μένουν ανεπίδοτοι είτε καταλήγουν ματαιω-
μένοι από την ίδια την ορμή τους.39
Παράλληλα, η πεζογραφία του Λαπαθιώτη ενίοτε προβάλλει φιλοσοφικά/(ανα)στοχα-
στικά ερωτήματα σχετικά με την τέχνη, την κοινωνία, τον άνθρωπο, τη ζωή («Το τελευταίο
μου κυνήγι», «Το κρανίο», «Ο βρικόλακας», «Η προσδοκία», «Ο πατέρας», «Τα δυο αδέρ-
φια», «Ο Γιαννάκης ο Βρανάς κι η γκάφα του», κ.ά) ενώ δεν λείπουν κείμενα με αντιπολεμι-
κή θεματική («Ερινύες», «Ο ταγματάρχης»).
Δεν εκπλήσσει το γεγονός, δεδομένης και της αδιάλειπτης επανεπεξεργασίας των έργων
του με σκοπό την αισθητική τους τελείωση, ότι κάποια από τα πεζογραφήματά του αποτε-
λούν μεταγενέστερες επεξεργασίες θεματικών ή πραγματολογικών στοιχείων των ποιημάτων
ή των πεζοτράγουδών του και το αντίστροφο. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει, π.χ., με το διή-
γημα «Ο διαλαλητής» (1911) και το πεζοτράγουδο «Ο διαλαλητής της καλοσύνης» (1942).
Η «ισχνή ιστορία», τώρα, όπως θέλει την υπόθεση ο Κόρφης, πολλές φορές φαντάζει α-
πλώς προσχηματική. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δε θα ήταν απαραίτητα μειονέκτημα αν και η εκ-
μετάλλευση της υπόθεσης, η πλοκή, δεν ήταν, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, ανεπιτυ-
χής. Κι ενώ οι κορυφώσεις του Λαπαθιώτη ελέγχονται συχνότατα ως πολύ ικανοποιητικές,
αφού διεγείρουν την περιέργεια και εντείνουν την αγωνία του αναγνώστη, η συντριπτική
πλειοψηφία των λύσεών του κρίνεται απογοητευτική ως μη αντάξια της πορείας προς αυτές
(τις λύσεις).
Οι χαρακτήρες του είναι τις περισσότερες φορές επιφανειακά αποδομένοι κυριαρχούμε-
νοι από τη ματαιότητα της ζωής και το δράμα του θανάτου. Αρκετές φορές, εντούτοις, κα-
ταφέρνει να τους αποδεσμεύσει από τις λυρικές εξάρσεις, τους διαλόγους που αρκούνται σε
επουσιώδεις τυπικότητες ή εξελίσσονται σε (ενοχλητικά ενδοσκοπικούς και απαισιόδοξους,
συνήθως) μονολόγους και το επίπλαστο κλίμα μαρασμού και παρακμής μέσα στο οποίο
δρουν, καθιστώντας τους αληθοφανείς, ολοκληρωμένους αλλά και πολύ ενδιαφέροντες.
Στις αφηγηματικές τεχνικές, που ποικίλλουν, κυρίαρχη είναι η τριτοπρόσωπη αφήγηση
καμωμένη από έναν ετεροδιηγητικό αφηγητή που, κατά κανόνα, αποφεύγει οποιοδήποτε
σχόλιο ή ηθικοδιδακτικό/επιτιμητικό επιμύθιο. Έτσι, ο Λαπαθιώτης αποστασιοποιείται από
39Έτσι, από τον θάνατο εκκινούν ή σε αυτόν καταλήγουν διηγήματα όπως τα: «Παραφροσύνη», «Marche fu-
nebre», «Το τριζόνι», «Πιστολιές στο δρόμο», «Ο Δημοφών κι ο θάνατος», «Ο μυστηριώδης φίλος», «Ο καπε-
τάν Φουρτούνας ο Λαμπής», «Το διαμάντι», «Της τύχης τα γραμμένα», «Ο πεθαμένος», κ.ά.π
Διηγήματα με κύριο θέμα τον έρωτα είναι τα: «Χινοπωρινό κουβεντολόι», «Το συναπάντημα», «Δυο καρδιές-
η μια πιο λυπημένη», «Ένα παλιό κιτρινισμένο γράμμα», «Ένας ιππότης», κ.ά.π. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι
ο έρωτας εδώ είναι πάντα ετεροφυλόφιλος, σε αντίθεση με τις δύο νουβέλες του (Το τάμα της Ανθούλας και Κά-
που περνούσε μια φωνή), όπου το «ομοφυλόφιλο πάθος» των πρωταγωνιστών παρότι άρρητο σκιαγραφείται πα-
ντοιοτρόπως.
Συχνά τα δύο θέματα διαπλέκονται, όπως στις εξής περιπτώσεις: «Κόκκινη αγάπη», «La ballade des roses»,
«Η καρδούλα της Τριανταφυλλιάς», «Ο Τομ κι ο Μπομπ», «‘‘Χαίρε Μαρία κεχαριτωμένη’’…», «Πριν έρθει το
σκοτάδι-και για πάντα», «Οι λεμονιές», κ.ά.
[xviii]
Εισαγωγή
τα ιστορούμενα ενώ παράλληλα οι χαρακτήρες του μοιάζουν να έχουν παραδοθεί στον πα-
ντογνώστη αφηγητή όπως και στη μοίρα τους. Δεν λείπουν, βέβαια, και κείμενα σε πρωτο-
πρόσωπη αφήγηση, ιδίως όταν πρόκειται για όσα από τα πεζά ισορροπούν ανάμεσα στο δι-
ήγημα και το πεζοτράγουδο.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών συντείνει ώστε τα περισσότερα δι-
ηγήματά του να παραπέμπουν σε σχεδιάσματα παρά σε ολοκληρωμένα έργα. Με άλλα λό-
για, μένει κανείς με την εντύπωση μιας (εσκεμμένα;) ανολοκλήρωτης προσπάθειας κι ενός
μέτριου αποτελέσματος που μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν για το αν οφείλονται σε συγ-
γραφική αδυναμία ή σε συνειδητή επιλογή.40
Όπως και να ’χει, διηγήματα όπως «Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής» (παρωδία του
παπαδιαμαντικού ύφους), «Δυο καρδιές-η μια πιο λυπημένη», «Το γυαλένιο μάτι», «Τα δε-
κατρία ντόμινα» και αρκετά ακόμα ποιοτικά ισάξια προς αυτά, αποδεικνύουν ότι ο Λαπα-
θιώτης κατείχε την τέχνη του ιστορείν˙ το γιατί αρκέστηκε σε άνευρες συνθέσεις με χαλαρή
δομή, κάτισχνη υπόθεση και αφελή χαρακτηρολογία δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με
εικασίες, που επιβάλλεται, όμως, να λάβουν υπόψη τα λογοτεχνικά δεδομένα της εποχής, τις
επιδράσεις που δέχτηκε αλλά και τις προσδοκίες του σύγχρονού του αναγνωστικού κοινού.
***
40Μία από τις υποθέσεις αυτές θα μπορούσε να βασίζεται, φέρ’ ειπείν, στον πολύ ενδιαφέροντα αφορισμό του
R.V. Johnson, περί των οικτρών αποτελεσμάτων μιας κατά γράμμα εφαρμογής των προ(σ)ταγμάτων του αι-
σθητισμού: «Πάντως, μου φαίνεται ότι ο αισθητισμός, αν ακολουθηθεί σαν μια συνεπής θέση απέναντι στη ζωή
και την τέχνη, θα πρέπει να καταλήγει στη μεν ζωή σε αλαζονεία στη δε τέχνη –ίσως ιδιαίτερα στη λογοτεχνί-
α– σε ασημαντότητες»˙ βλ. R. V. Johnson, Αισθητισμός, Ερμής Αθήνα 1973, σ. 16.
[xix]
Μάνος Τραϊανός
41 Εκτός όσων αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του θα ομολογήσει ότι του
αρέσει «υπερβολικά ο Παπαδιαμάντης», ότι «φυσικά ο Ουάιλδ έχει επιδράσει επάνω μου», ότι από την πνευμα-
τική και καλλιτεχνική μας ζωή ξεχωρίζουν οι «Κάλβος, Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Μαρκοράς, Μαβίλης,
Χρηστομάνος, Χατζόπουλος, Καβάφης, Καρυωτάκης» κι ότι «έρωτές μου, κατά περιόδους, ήταν ο Πόε, ο
Άντερσεν, ο Αντρέγιεφ, ο Λαφόργκ, ο Ουάιλντ, ο Μέτερλινγκ, ο Ταγκόρ, ο Σαμέν – κι απ’ τους δικούς μας ο
Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης κι ο Καβάφης»˙ βλ. αντίστοιχα: Ναπολέων Λαπαθιώτης, [συνέντευξη
στον Κ. Μπαστιά], ό.π., σ. 966˙ Ναπολέων Λαπαθιώτης, [συνέντευξη στον Λουκά Δαράκη], 27 Μαΐου 1935˙
Ναπολέων Λαπαθιώτης, [συνέντευξη στον Γ. Περαστικό], Νεοελληνικά Γράμματα, 9 Απρ. 1938, σ. 14.
42 Από τα πάμπολλα σχετικά παραδείγματα αρκούμαι σε δύο μόνο αντιπροσωπευτικά της κάθε στάσης˙ το
πρώτο είναι ενδεικτικό όχι τόσο της κριτικής αποτίμησης του λαπαθιωτικού έργου όσο της γοητείας που α-
σκούσε ο ίδιος (και ως εστέτ) και φυσικά το έργο του ενώ το δεύτερο καταδεικνύει την εκ διαμέτρου αντίθετη
αντιμετώπισή του: Έτσι, ο Τσουκαλάς γοητευμένος από τον Λαπαθιώτη θα εμπνευστεί ολόκληρο βιβλίο, στο
[xx]
Εισαγωγή
ενδεικτικό ότι σε μια περίοδο εβδομήντα σχεδόν χρόνων (από το πρώτο αφιέρωμα της Νέ-
ας Εστίας το 1944 μέχρι σήμερα) ένα μόνον άρθρο έχει γραφεί αποκλειστικά (ή τουλάχιστον
αυτό υποδηλώνει ο τίτλος του) για την πεζογραφία του Λαπαθιώτη 43 ενώ η πιο ουσιαστική –
και αντικειμενική– αποτίμησή της, αυτή του Κόρφη, αποτελείται από μόλις μία παράγρα-
φο.44
Βασική αιτία της αμήχανης αυτής σιωπής, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του ’30,
οπότε το ενδιαφέρον στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στα έργα της αντίστοιχης γενιάς και η
σιωπή φαντάζει αιτιολογημένη, δεν μπορεί παρά να είναι και η απουσία μιας συγκεντρωτικής
έκδοσης των διηγημάτων του ή έστω ενός αντιπροσωπευτικού αριθμού τους, η οποία σε
συνδυασμό με την εκτενή διασπορά τους σε αναρίθμητα έντυπα κάθε χαρακτήρα καθιστού-
σαν δυσχερέστατη μια κριτική αποτίμηση, ή έστω επισκόπηση, της λαπαθιωτικής πεζο-
γραφίας.
Παράλληλα, από τη δεκαετία του ’30 κι έπειτα αλλάζουν άρδην ο προσανατολισμός της
εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής και αντιστοίχως (αλλά με πολύ βραδύτερους ρυθμούς) οι
προτιμήσεις/προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού. Όπως είναι αναμενόμενο η κριτική
στρέφεται κι αυτή προς τους νέους (και τόσο φερέλπιδες) λογοτέχνες της νέας γενιάς. Η
«κλάψα» της «γενιάς του ’20» καταντάει, πλέον, ενοχλητική πόσω δε μάλλον όταν συνεχίζει
να προβάλλει αξιώσεις λογοτεχνικότητας, αντιπαρατιθέμενη μάλιστα προς τις επιλογές της
νέας γενιάς. Σε τούτη την περίπτωση θα αναλάβουν οι, ομογάλακτοι της νέας γενιάς, κριτι-
κοί που «προπαντός θεωρού[ν] κακόγουστη και απαράδεκτη την οργή του [του Λαπαθιώτη]
στα αλλεπάλληλα άρθρα του που σκόρπαγε στα διάφορα περιοδικά»˙ ίσως σε αυτή την ορ-
γισμένη αρθρογραφία του να οφείλεται, εν μέρει ή εν συνόλω, η αποτίμηση του έργου του
όσο μερικές θρούμπες μετά ρετσινάτου.45
οποίο θα τον βάλει και να πρωταγωνιστεί (ανώνυμα, φυσικά)˙ βλ. Γεώργιος Τσουκαλάς, Κουρασμένος απ’ τον
έρωτα. Ρομάντσο, Γ. Τσουκαλάς & Σια, Αθήνα 1927 (οι τρεις εκδόσεις του μέχρι και το 1984 περισσότερο
μαρτυρούν τη φιλοπεριέργεια και τη σκανδαλοθηρική διάθεση του αναγνωστικού κοινού κι όχι τη λογοτεχνική
αξία του βιβλίου). Από την άλλη, ο Άντης Περνάρης σε ένα σύντομο σχόλιο για τη μοναδική ποιητική συλλο-
γή του Λαπαθιώτη θα υποστηρίξει ότι: «Είναι μερικά βιβλία που, όσο κι αν σκεφτείς, δεν είναι δυνατό να βρεις
γιατί τυπωθήκανε […] Τον κ. Λαπαθιώτη όμως, που, αδιάφορο πώς, κατόρθωσε να πάρει μια θέση στα νεοελ-
ληνικά γράμματα, ποιος λόγος τον έσπρωξε να σκορπίσει τους άτεχνους κλαυθμυρισμούς του στα τέσσερα
άκρα των ελληνικών οριζόντων υπό τύπο αηδών σάλιων ή μελανών δακρύων τυπογραφικής μελάνης, χυμένων
σε πολυτελές κρεμ χαρτί; Αδυνατούμε να μαντεύσουμε»˙ βλ. Άντης Περνάρης, «Ναπ. Λαπαθιώτη: ‘‘Τα ποιή-
ματα’’», Πάφος, τχ. 6, Ιούν. 1940, σ.234.
43 Πρόκειται για το άρθρο του Σπύρου Παναγιωτόπουλου, «Η πεζογραφία του Λαπαθιώτη», Φιλολογική Πρω-
τοχρονιά, 1957, σσ. 47-48, το οποίο, παρά τον τίτλο του, αναφέρεται όχι μόνο στα καθαυτό πεζογραφήματα
του Λαπαθιώτη αλλά και στα πεζοτράγουδα και στους στοχασμούς του. Ουσιαστικά, αποτελεί μια σύντομη κι
επιφανειακή παρουσίαση της πρόζας του χωρίς αξιώσεις κριτικής εμβρίθειας.
44 βλ. Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σσ. 17-18.
45 Όπως μνημονεύει ο Αλ. Αργυρίου: «Συχνά […] όλη αυτή η παρέα κατέληγε […] σε μπακάλικα που που-
λούσαν ρετσίνα και έμεναν ανοιχτά ως αργά τα βράδια. Εκεί πίναμε κρασί με μεζέ ελιές και χαλβά με πιπέρι
[…] Κάποτε βρέθηκα να χρωστάω το μερδικό μου στο λογαριασμό, κι επειδή δε μου πήγαινε, έβαλα τα μεγά-
λα μέσα. Πήρα από την […] βιβλιοθήκη μου […] τρία βιβλία και τα πούλησα σ’ ένα παλαιοβιβλιοπώλη […]
[xxi]
Μάνος Τραϊανός
Ισχύουν εντέλει, κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση της πεζογραφίας του Λαπαθιώτη όσα
οξυδερκώς επισήμανε ο Μήτσος Παπανικολάου στην κριτική του για την έκδοση των Ποιη-
μάτων του στα 193946: η αρχική άρνησή του να εκδώσει αυτοτελώς το έργο του αλλά και η
αργοπορημένη απόφασή του περί του αντιθέτου για μέρος αυτού (εννοείται βέβαια του ποι-
ητικού αφού για το πεζογραφικό του ποτέ δεν πήρε ανάλογη απόφαση) σε συνάρτηση με τον
μανιερισμό του, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και τη δηκτική στάση του απέναντι στα και-
νοφανή νεοτεριστικά ρεύματα δεν επέτρεψαν μια ευρύτερη, και ευνοϊκότερη ίσως, υποδοχή
του ενώ ταυτόχρονα τον απόσχισαν από την επόμενη γενιά. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παπα-
νικολάου:
[…] ήταν εποχή, όχι και πολύ μακρινή, που ο κ. Λαπαθιώτης ήταν, όχι μόνο ένας από τους πιο
αντιπροσωπευτικούς της νέους (η νεότητα αυτή βάσταξε ένα τέταρτο του αιώνα περίπου), αλλά και
βρισκόταν επικεφαλής στην ποιητική της πρωτοπορία […] αντίμαχος στην παράδοση, ευαίσθητος
δέχτης όλων των νέων ρευμάτων της τέχνης, είχε αποχτήσει ένα «prestige» που ελάχιστοι άνθρωποι
των γραμμάτων το γνώρισαν ποτέ στον τόπο μας κι είχε ενθουσιάσει τους νέους, ενώ οι παλαιότεροι,
παρ’ όλες τις επιθέσεις του, εναντίον τους, τον ξεχώριζαν σαν την πιο λαμπρή ελπίδα για την ποίησή
μας […].
Μα τα πράγματα άλλαξαν από τότε. Οι αντιλήψεις για την ποίηση δεν είναι πια οι ίδιες, και από
το χάος που επακολούθησε ύστερ’ από τον προηγούμενο πόλεμο, νέα ρεύματα σχηματίστηκαν, νέοι
δρόμοι άνοιξαν. Ο πρωτοπόρος όμως Λαπαθιώτης, όχι μόνο έμεινε στους δρόμους που είχε πάρει
απ’ την αρχή, αλλά κι εκδηλώνει τελευταία με κάθε τρόπο την αντιπάθεια που φτάνει συχνά ως το
μίσος. Ήταν φυσικό, έπειτ’ απ’ αυτό, να μη μπορέσει η δικιά του ποίηση να προσανατολιστεί προς
την εποχή μας.
Το ένα από τα τρία που πήρα, με ήσυχη συνείδηση, ήταν τα «Ποιήματα» του Λαπαθιώτη. Μου φάνηκε σαν
πράξη συμβολική. Δε μου χρειάζονταν».
Στο ίδιο άρθρο ο Αργυρίου θα χαρακτηρίσει τον Λαπαθιώτη «έναν μεγάλο που έθρεψε την παραλογοτεχνία»
(199) και την ποίησή του: κακόγουστη, θεματικά και ρυθμικά μονότροπη, με στιχουργία που δεν είναι άλλο
από απλή δεξιοτεχνία. Βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ένας Λαπαθιώτης κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα
μιας νέας νοοτροπίας», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σ. 186-199.
Την υπεράσπιση του λαπαθιωτικού έργου θα αναλάβει ο Κόρφης, επιχειρώντας την αναίρεση των θέσεων του
Αργυρίου˙ Τάσος Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σσ. 103-117.
46 Βλ. Μήτσος Παπανικολάου, «Ναπολέοντος Λαπαθιώτη: ‘‘Τα ποιήματα’’», Νέα Εστία, τχ. 327, 1 Αυγ. 1940,
σσ. 968-970. Η κριτική αυτή, παρότι αρκούντως εγκωμιαστική, του στοίχισε, μάλλον όχι για πάντα κατά πώς
φαίνεται, τη φιλία του με τον Λαπαθιώτη, ο οποίος κακοκαρδίστηκε ιδιαίτερα.
[xxii]
Εισαγωγή
την πραγμάτωση των διδαγμάτων του αισθητισμού σε συνδυασμό με τις συχνές (και κάποτε
κουραστικές) επαναλήψεις, τις πολλές περιγραφές και τη μουσικότητα που υποβάλλει47, άλ-
λοτε καταλήγει σε αρκούντως γοητευτικά αποτελέσματα ενώ συχνότερα δίνει την εντύπωση
ενός ανεξέλικτου έργου, ανεπηρέαστου από τις καλλιτεχνικές εξελίξεις.
Ό
σο ζούσε ο Λαπαθιώτης δύο μόνο έργα του εκδόθηκαν: το νεανικό του «δρά-
μα» με τίτλο Νέρων ο Τύραννος το 1901 (Ναπολέοντος Λ. Λαπαθιώτου, Νέρων
ο τύραννος. Δράμα εις δύο πράξεις, Αθήνα 1901), ως δώρο γενεθλίων από τον
πατέρα του, ο οποίος έπαιξε και ρόλο επιμελητή, και μια επιλογή πενήντα ποιημάτων του το
1939: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή, Πυρσός, Αθήνα 1939. 48
Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, στα 1928 σκόπευε να εκδώσει ένα εκτενές «αφηγηματικό
ποίημα» 180 περίπου στίχων με τον τίτλο Μια νύχτα με φεγγάρι49 ενώ το 1943 είχε δρομολο-
γηθεί η έκδοση μίας ακόμα συλλογής εβδομήντα, αυτή τη φορά, ποιημάτων του. Πέραν
αυτών, ίσως σχεδίαζε την έκδοση κι άλλης συλλογής, αγνώστου περιεχομένου, ήδη από το
1923, οπότε το περ. Έσπερος της Σύρου (τχ. 12, Μάιος 1923, σ. 113) δημοσιεύει τρία πε-
ζοτράγουδά του («Παιχνίδια των νερών…», «Φαντάσματα» και «Διάλογος», υπό τον γενικό
47 Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί τη «μουσικότητα» της λαπαθιωτικής γραφίδας, ιδιαίτατα όσον α-
φορά την ποίηση και τα πεζοτράγουδά του. Αντίστοιχη «μουσικότητα» χαρακτηρίζει και πολλά από τα διηγή-
ματά του. Η αόριστη, εντούτοις, χρήση του όρου οδήγησε συχνά σε υπερβολικές και αβάσιμες διατυπώσεις ως
προς την ρυθμικότητα κάθε πεζής του φράσης. Ουσιαστικά, επισημαίνοντας τη «μουσικότητα» των γραπτών
του Λαπαθιώτη αναφερόμαστε στην αίσθηση του ρυθμού που τα χαρακτηρίζει, στην αψεγάδιαστη χρήση τονι-
κών μέτρων ακόμα και σε πεζά του και στην ηχητική αρμονικότητα τους.
48 Για την εκδοτική ιστορία του Νέρωνα βλ. τα όσα σχετικά αναφέρει ο Λαπαθιώτης στην αυτοβιογραφία του:
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, ό.π., σσ. 70-71). Για τα Ποιήματα έγραψαν κριτική: ο Α. Ιντιάνος (Κυπρια-
κά Γράμματα, τ. Δ΄, 1940, σ. 583), ο Γ. Μ. Μυλωνογιάννης (Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 200, 28 Σεπτ. 1940, σ.
10), ο Μ. Παπανικολάου (Νέα Εστία, τχ. 327, 1 Αυγ. 1940, σσ. 968-970), ο Α. Περνάρης (Πάφος, τχ. 6, Ιούν.
1940, σ. 234), ο Γ. Χατζίνης (Πνευματική Ζωή, 25 Μαΐου 1940), ο Αιμ. Χουρμούζιος (εφ. Καθημερινή, 15 Ιαν.
1940) κ.ά.
49 Ιδού η απάντησή του σε σχετική ερώτηση του Κ. Μπαστιά: «Ως αυτή τη στιγμή που μιλούμε, έχω στο νου
μου να βγάλω όλα όλα τρία βιβλία. Το ένα θα ’πρεπε να είχε βγει εδώ και πέντε χρόνια […] Είναι ένα μόνον
ποίημα, που με τις εικόνες θα πιάσει δύο τυπογραφικά. Είναι για την ακρίβεια 30 περίπου εξάστιχα και είναι
ένα ποίημα αφηγηματικό. Αφηγούμαι μια προσωπική μου ιστορία […] Το τραγούδι μου αυτό το τιτλοφορώ
‘Μια νύχτα με φεγγάρι’»˙ βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, [συνέντευξη στον Κ. Μπαστιά], ό.π., σ. 966. Το γεγονός
επιβεβαιώνεται και από μαρτυρία του Τσουκαλά, ο οποίος ωστόσο αναφέρει ως τίτλο το «Μπαλάντα στο φεγ-
γάρι» και μεταθέτει τον χρόνο έκδοσης στο 1926: «Όταν, στα 1926, άνοιξα το δεύτερο εκδοτικό γραφείο μου,
ο Λαπαθιώτης μού υποσχέθηκε φιλικά πως θα μου ’δινε να του εκδώσω τη «Μπαλάντα στο φεγγάρι» με σχέδια
του Κλ. Κλώνη […] Μου έδωσε, πραγματικά, το χειρόγραφο, αλλ’ ώσπου να το παραδώσω στο τυπογραφείο
μου το ξαναπήρε ‘για να διορθώσει κάτι’. Αυτό βάσταξε μήνες ολόκληρους […] δεν έβγαλα ούτε τη «Μπαλά-
ντα στο φεγγάρι» γιατί ο Λαπαθιώτης όλο ‘κάτι είχε να διορθώσει’»˙ βλ. Γιώργος Τσουκαλάς, «Η πολυφίλητη
σκιά», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρτ. 1964, σ. 359.
[xxiii]
Μάνος Τραϊανός
ματοποίησε την παραμικρή έρευνα» (Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, ό.π. σ. 136) μου φαίνεται άδικη. Ίσως
ο Δικταίος να μην αναδίφησε όσο απαιτούνταν στα έντυπα αλλά δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε ότι σε
αυτόν οφείλουμε τη συγκέντρωση μεγάλου μέρους των χφφ. του Λαπαθιώτη, που σε άλλη περίπτωση θα είχαν
καταλήξει αυτό που ο ίδιος απεύχονταν: «Να μην τελειώσουν, όλ’ αυτά, σε μπακάλικα και σε μανάβικα, σαν
απλό χαρτί περιτυλίγματος!» (Πέτρος Χάρης, Ένα χρέος, ό.π., σ. 101).
53 Ναπολέων Λαπαθιώτης, Σατιρικοί, ό.π., σ. 34.
[xxiv]
Εισαγωγή
Τέλος, στα πεζά κείμενά του που έχουν εκδοθεί περιλαμβάνονται: η αυτοβιογραφία του,
η οποία καλύπτει το χρονικό άνυσμα από τη γέννησή του μέχρι και το 1917, και δύο νουβέ-
λες του. Πρόκειται αντίστοιχα για τα εξής: Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου. Απόπειρα
συνοπτικής αυτοβιογραφίας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Κέδρος, Αθήνα 2009 (¹Στιγμή, Αθή-
να 1986)˙ Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας, επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Λιβά-
νης, Αθήνα 2007˙ Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, επιμ. Νίκος Σαραντά-
κος, Ερατώ, Αθήνα 2011.
Όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, τα περισσότερα πεζά του κείμενα, και ιδιαίτερα
τα διηγήματά του, δεν έτυχαν καμίας εκδοτικής φροντίδας μέχρι σήμερα. Αποδίδω το γεγο-
νός στην πρώιμη γραμματολογική του κατάταξη ως ποιητή, στον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό
εντύπων με τα οποία συνεργάστηκε καθώς και στη δική του επίμονη άρνηση να φροντίσει
για τις εκδοτικές τύχες του έργου του, κι ας προγραμμάτιζε στα 1933 την έκδοση τριών τό-
μων με αντιπροσωπευτικά γραπτά του.54
Ως προς το πρώτο, η προβαλλόμενη ποιητική του ιδιότητα υπερκέρασε κάθε άλλη (του
πεζογράφου, του μεταφραστή, του κριτικού, του δοκιμιογράφου) με αποτέλεσμα όσο ζούσε
το ενδιαφέρον να εστιάζεται κυρίως στα ποιήματά του ενώ μετά τον θάνατό του η ιδιότητα
του ποιητή προσδιορίστηκε από τον (ποιοτικό) χαρακτηρισμό «ελάσσων», γεγονός που συ-
νέβαλε στην αγνόησή του για καιρό. Αναφορικά προς τα δύο τελευταία, οι εκατοντάδες συ-
νεργασίες του, εκ των οποίων πάμπολλες ακόμα αβιβλιογράφητες, αποθάρρυναν κάθε πιθα-
νό εκδότη/επιμελητή, ο οποίος, ακόμα και ζώντος του Λαπαθιώτη, θα ρίσκαρε για μια έκ-
δοση, πόσω μάλλον μετέπειτα όταν κάθε βιβλιογραφικό του ίχνος απαιτούσε κοπιώδεις έ-
ρευνες.
Είμαι πεπεισμένος, εντούτοις, ότι μια έκδοση των (λογοτεχνικών) πεζογραφημά-
των/διηγημάτων του (παρότι ενάντια στη βούλησή του που προέκρινε την ανθολόγησή του,
απορρίπτοντας μια έκδοση απάντων), ακόμα κι αν δεν ανασκευάζει τις μέχρι τούδε σχετικές
αξιολογικές μας κρίσεις (οι οποίες, ωστόσο, βασίζονται κατεξοχήν στην ποίησή του άρα ε-
πιδέχονται, αν όχι απαιτούν, αναθεώρηση), αποτελεί πλέον ζητούμενο για δύο κυρίως λό-
54Στη συνέντευξή του στον Κ. Μπαστιά αποκαλύπτει πως το πρώτο βιβλίο του (η έκδοση του οποίου τελικά
ματαιώθηκε) θα αποτελούνταν από ένα «ποίημα αφηγηματικό» με τίτλο «Μια νύχτα με φεγγάρι», το δεύτερο
από μια επιλογή στοχασμών του και το τρίτο θα ήταν μια ανθολογία των καλύτερων ποιημάτων και διηγημά-
των του. «Ως αυτή τη στιγμή που μιλούμε [Απρ. 1933], έχω στο νου μου να βγάλω όλα όλα τρία βιβλία. Το
ένα θα έπρεπε να είχε βγει εδώ και πέντε χρόνια […] Είναι ένα μόνον ποίημα που με τις εικόνες θα πιάσει δύο
τυπογραφικά […] Το δεύτερο βιβλίο που πρέπει να βγει, είναι μια σειρά στοχασμών […] Το τρίτο βιβλίο πρέ-
πει να είναι ένα μικρό απάνθισμα των καλυτέρων τραγουδιών μου και των πιο καλών διηγημάτων μου. Ως την
ώρα η εικοσιπεντάχρονη φιλολογική μου δουλειά αυτά τα τρία βιβλία νομίζω ότι μπορεί να γεμίσει. Κάθε τι
περισσότερο θα ήταν φλυαρία και δεν θα είχε κανένα λόγο υπάρξεως»˙ βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης, [συνέντευ-
ξη στον Κ. Μπαστιά], ό.π., σ. 966.
[xxv]
Μάνος Τραϊανός
γους: αφενός γιατί συμβάλλει στην πληρέστερη εικόνα της λαπαθιωτικής παραγωγής (συνε-
πώς και στην αντικειμενικότερη αξιολόγησή της) και παράλληλα αποκαθιστά μια πτυχή της
νεοελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας˙55 αφετέρου επιτρέπει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες
συσχετίσεις, ιδίως σε συνδυασμό με τη (διαδεδομένη, όπως αποδεικνύεται από μαρτυρίες
συγχρόνων του) άποψη που τον ήθελε εκφραστή του πνεύματος μιας εποχής, όπως οι εξής
παραδειγματικές:
πώς εντάσσεται η πεζογραφία του στην προγενέστερη ελληνική σχετική παράδοση (ιδιαί-
τερα την διηγηματική) και κατά πόσον επηρεάζει την εξέλιξη της συγκαιρινής του αλλά και
της μετέπειτα λογοτεχνικής παραγωγής˙
τι αρύεται και με ποιο τρόπο το εκμεταλλεύεται τόσο από την εγχώρια όσο και από την
αντίστοιχη ευρωπαϊκή και αμερικανική παράδοση, δεδομένων και των ομολογημένων οφει-
λών του σε επιφανείς αντιπροσώπους τους˙56
ποια η σχέση των διηγημάτων/πεζών του με το υπόλοιπο έργο του και ιδιαίτερα το ποι-
ητικό αλλά και το κριτικό˙
ποια ήταν τα διαβάσματα που ικανοποιούσαν ή έθελγαν όχι μόνο τον μέσο έλληνα ανα-
γνώστη του Μεσοπολέμου (που θα αγόραζε, π.χ., το «λαϊκό» Μπουκέτο) αλλά και τον απαι-
τητικό και, περισσότερο ή λιγότερο, μορφωμένο (που, εκτός ίσως από το Μπουκέτο, θα
προμηθευόταν, π.χ., τα Παναθήναια ή τη Νέα Εστία).
***
Η παρούσα έκδοση
Σ
την ανά χείρας έκδοση περιλαμβάνονται εκατόν έξι πεζογραφήματα του Λαπα-
θιώτη δημοσιευμένα σε πολυάριθμα περιοδικά, κατά την περίοδο 1908-1945. Με
την εξαίρεση δύο διηγημάτων, του «Τυχερού» και του «Παραμυθιού», για κανένα
από τα υπόλοιπα δε στάθηκε δυνατό να εντοπίσω και το αντίστοιχο χειρόγραφο αφού το
«αρχείο Λαπαθιώτη» στο ΕΛΙΑ δεν περιέχει κανένα πεζογράφημα/διήγημά του.57 Συνεπώς,
55 Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Κόρφη, που ο λόγος του περί Λαπαθιώτη υπήρξε πάντοτε καλοζυγιασμένος:
«από τους ελάσσονες κι όχι από τους μείζονες –που σκοπεύουν ψηλά, πέρα από την εποχή τους– δημιουργεί-
ται η παράδοση. Γιατί μέσα από το έργο τους μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε το μετασχηματισμό των διαφόρων
αισθητικών θεωριών στον τόπο μας κάτω από τα γενικά χαρακτηριστικά της φυλής μας και την ιδιαιτερότητα
των ποιητικών φωνών. Να μελετήσουμε, δηλαδή, την ιστορία της λογοτεχνίας μας, τις ρίζες μας»˙ βλ. Τάσος
Κόρφης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, ό.π., σ. 104.
56 Ανάμεσα στους πεζογράφους τους οποίους, συνεντευξιαζόμενος ή αυτοβιογραφούμενος, ομολογεί ότι θαυ-
μάζει συγκαταλέγονται οι: Άντερσεν, Γκονκούρ, Γκοτιέ, Ζολά, Λαφόργκ, Λοτί, Μέτερλινκ, Μοπασάν, Ου-
άιλντ, Παπαδιαμάντης, Πο(ε), Ταγκόρ, Χατζόπουλος, Χρηστομάνος και Φλομπέρ.
[xxvi]
Εισαγωγή
δεδομένης της αδυναμίας αντιπαραβολής των χφφ. προς τα τελικά δημοσιευμένα κείμενα, η
παρούσα έκδοση βασίζεται αποκλειστικά στα τελευταία.
Η έρευνά μου περιορίστηκε στην αποδελτίωση λαϊκών και λογοτεχνικών περιοδικών, α-
ποκλείοντας –προσώρας– τον ημερήσιο τύπο, όπου, σύμφωνα με τις διαθέσιμες βιβλιογρα-
φικές πληροφορίες, ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε μεν σε τακτική βάση ως επιφυλλιδογρά-
φος/χρονικογράφος ή μεταφραστής αλλά παραμένει άγνωστο αν δημοσίευσε πρωτότυπα
διηγήματα. Σε κάθε περίπτωση, εκμεταλλεύομαι τυχόν βιβλιογραφικές πληροφορίες για α-
ναδημοσιεύσεις διηγημάτων σε εφημερίδες, τις οποίες (πληροφορίες) εντάσσω στα σχετικά
«Σχόλια».
Αρχικά στηρίχτηκα στις υπάρχουσες βιβλιογραφίες58, επαναποδελτιώνοντας τις περισσό-
τερες φορές τίτλους που αυτές περιείχαν. Κατόπιν επεκτάθηκα σε περιοδικά για τα οποία
άλλοτε υπάρχει μαρτυρία συνεργασίας του Λαπαθιώτη, είτε άμεση (του ίδιου) είτε έμμεση
(μελετητών του) κι άλλοτε κι όχι (ιδίως στα Ημερολόγια). Συνολικά αποδελτιώθηκαν, πλή-
ρως ή μερικώς αναλόγως της διαθεσιμότητας και πληρότητας των αντίστοιχων σωμάτων,
εξήντα επτά τίτλοι.59
Δεν εντόπισα κανένα διήγημα του Λαπαθιώτη δημοσιευμένο με κάποιο από τα γνωστά
του ψευδώνυμα: «Αιθήρ» και «Όψιμος κρίνος», τα οποία χρησιμοποιούσε ως, νεαρός και
ενήλικας αντίστοιχα, συνδρομητής της Διαπλάσεως των Παίδων και «Πλάτων Χαρμίδης», με
το οποίο υπέγραφε κυρίως τις παρωδίες του και κάποιες απαντητικές επιστολές του στα πε-
ριοδικά. Πιθανότατα, χρησιμοποίησε κι άλλα ψευδώνυμα σποραδικά ή άπαξ, δύσκολο πλέ-
ον να ταυτιστούν, όπως το «Baron Letruc de Monfaunom».60
Κατέληξα στον τίτλο «Διηγήματα και άλλα πεζά» όχι χωρίς κάποιους ενδοιασμούς ως
προς το κατά πόσον χαρακτηρίζει ειδολογικά όλα τα κείμενα που περιλαμβάνονται στην
ανά χείρας έκδοση, δεδομένου ότι κάποια από αυτά δεν πληρούν στον απόλυτο βαθμό τις
57 Ευχαριστώ και από εδώ την κ. Λουκία Στέφου, η οποία έθεσε στη διάθεσή μου την ανακοίνωσή της σχετικά
με τα χφφ. των δύο διηγημάτων του Λαπαθιώτη πολύ πριν τη δημοσίευσή της στα πρακτικά του συνεδρίου˙
βλ. τώρα Λουκία Στέφου, «Ναπολέων Λαπαθιώτης, ποιητής και πεζογράφος», http://www.eens.org/
EENS_congresses/2010/Stefou_Loukia.pdf (ανακτήθηκε στις 18 Φεβρ. 2012).
58 Η πιο πρόσφατη είναι αυτή του Λάμπρου Βαρελά, «Συμβολή στη συγκρότηση της εργογραφίας του Ναπο-
λέοντα Λαπαθιώτη», Μικροφιλολογικά, τχ. 6, φθιν. 1999, σσ. 23-27, όπου και συγκεντρωτική μνεία όλων των
προηγούμενων σχετικών βιβλιογραφιών. Χωρίς να υποτιμάται η αναμφισβήτητη σημασία τους θα πρέπει να
αναφερθεί ότι, σχεδόν όλες, περιέχουν λάθη και αβλεψίες.
59 Για τον αναλυτικό κατάλογο των τίτλων που ερευνήθηκαν βλ. εδώ Επίμετρο ΙΙ.
60 Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Κλ. Παράσχου «Κάποτε, στην εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευε [ο
Λαπαθιώτης] μεταφράσεις ξένων διηγημάτων. Ο συγγραφέας ενός από τα διηγήματα αυτά ήταν ο… πασίγνω-
στος «Baron Letruc de Monfaunom», δηλαδή ο «Βαρώνος Τοκόλπο του Ψευδονόματός μου». Το διήγημα
ήταν του Λαπαθιώτη και είχε επινοήσει ένα συγγραφέα, βαρόνο κιόλα, για να το περάσει για ξένο»˙ Κλέων
Παράσχος, «Μνήμη Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρτ. 1964, σσ. 353-354.
Το ψευδώνυμο Ναπολέων Παπαγεωργίου που αποδίδει στον Λαπαθιώτη ο Σπετσιώτης, συμπεριλαμβάνο-
ντας μάλιστα και κείμενα του πρώτου στα πεζοτράγουδα του Λαπαθιώτη, είναι βέβαια λάθος. Το Ναπολέων
Παπαγεωργίου αποτελεί όντως ψευδώνυμο, όχι όμως του Λαπαθιώτη αλλά του Γεώργιου Παπαγεωργίου.
[xxvii]
Μάνος Τραϊανός
προϋποθέσεις του είδους. Έτσι, κείμενα όπως τα «Κόκκινη αγάπη» και «Les ballades des
roses» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως πεζοτράγουδα ενώ αντίστοιχα τα «As you
like it...» και «Winter’s tale» ως στοχασμοί σε διαλογική μορφή, αναλόγως της εκάστοτε α-
νάγνωσης.
Παρά ταύτα, ανάμεσα στο να μη συμπεριλάβω κάποια κείμενα, που εξεταζόμενα από άλ-
λη οπτική δε συνιστούν «καθαρά» πεζογραφήματα/διηγήματα, και στο να παρεκκλίνω ελα-
φρώς από τα χαρακτηριστικά του είδους, προτίμησα, ανερυθρίαστα, το δεύτερο. Απόφαση
που αφενός υπαγορεύθηκε από τη ρευστή ειδολογική ταυτότητα των κειμένων και αφετέρου
από τη θέλησή μου να παρουσιάσω μια κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της πεζογραφι-
κής παραγωγής του Λαπαθιώτη.
Παράλληλα, απέφυγα να κάνω λόγο περί «απάντων» για δύο, κυρίως, λόγους: αφενός, μό-
νον κατ’ επίφαση θα μπορούσε να αιτιολογηθεί μια τέτοια επιλογή, αφού το να μιλήσει κα-
νείς για πληρότητα μιας έκδοσης απάντων είναι μάλλον αφελές, ιδιαίτατα για τον Λαπαθιώ-
τη, που η μοίρα των καταλοίπων του (τα οποία φαίνεται να κληρονόμησαν πολλοί και να
«οικειοποιήθηκαν» ακόμα περισσότεροι) μας επιφυλάσσει ακόμη και σήμερα ευχάριστες
εκπλήξεις.61 Αφετέρου, αν και μπορώ με βεβαιότητα να υποστηρίξω, βάσει των (αυτο)βιο-
γραφικών και βιβλιογραφικών στοιχείων, ότι τα εκατό και πλέον κείμενα που περιλαμβάνο-
νται εδώ αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφικής παραγωγής του Λαπαθιώτη,
θεωρώ σίγουρη την επισήμανση κι άλλων λανθανόντων διηγημάτων και πεζών του. Επιφυ-
λάσσομαι, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω το «Άπαντα», έστω και καταχρηστικά, σε μια μελλο-
ντική πληρέστερη έκδοση αρκούμενος προσώρας στον ειδολογικό μόνον προσδιορισμό των
κειμένων κι όχι στον ποσοτικό τους.
Προτάσσω τα διηγήματα, κατόπιν τα λογοτεχνικά πεζά και στο τέλος τις παραλλαγές
τους. Παραλλαγή θεώρησα κάθε επανεπεξεργασία κάποιου προγενέστερου πρωτότυπου διη-
γήματος ή πεζού αλλά προφανώς όχι τις απλές αναδημοσιεύσεις τους, όπου ίσως προσθα-
φαιρείται κάποια λέξη ή διορθώνεται κάποια προηγούμενη αβλεψία. Η ακολουθία των κει-
μένων προκύπτει, για κάθε κατηγορία, βάσει της ημερομηνίας της πρώτης δημοσίευσής
τους.
Αφού μετέγραψα όλα τα κείμενα σε μονοτονικό και διόρθωσα σιωπηρά τυχόν τυπογρα-
φικά λάθη, τα εκσυγχρόνισα ορθογραφικά βάσει της Γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη
υιοθετώντας παράλληλα (κι όπου διαφοροποιούνται προκρίνοντας) όλες τις απλοποιήσεις
61Αναφέρομαι στην, προ τριετίας, παρουσίαση των σατιρικών ποιημάτων του από τον Λευτέρη Παπαλεοντίου
αλλά και στην πρόσφατη ανάδειξη δύο λανθάνοντων χειρογράφων του από τη Λουκία Στέφου, ό.π.
[xxviii]
Εισαγωγή
62 Βλ. αντίστοιχα: Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική γραμματική της δημοτικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριαντα-
φυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1996 [ΟΕΣΒ, Αθήνα 1941] και Γιώργος Παπαναστασίου, Νεοελληνική ορθογραφία.
Ιστορία, θεωρία, εφαρμογή, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2008.
63 Η δημοσιευμένη μορφή των διηγημάτων δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη, συχνά χαμένη, χειρόγραφη, γε-
γονός που παραβλέπουν πολλοί σύγχρονοι εκδότες, θιασώτες μιας μη επεμβατικής αλλά «φωτοαναστατικής»
σχεδόν εκδοτικής πρακτικής που σέβεται, υποτίθεται, τη βούληση του συγγραφέα. Αυτή η τελευταία, εντού-
τοις, όχι σπανίως αγνοείται, αφού πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι εκδοτικές αρχές του εκάστοτε εντύπου ή εκδο-
τικού οίκου, οι οποίες είθισται να επιβάλλονται στα προς δημοσίευση κείμενα. Έτσι εξηγούνται, και στην πε-
ρίπτωση του Λαπαθιώτη, οι διαφορετικές γραφές ανάμεσα σε αναδημοσιεύσεις διηγημάτων ή ακόμα και σε
ίδια αποσπάσματα των διάφορων παραλλαγών.
64 Υιοθετώ τους όρους «επικοινωνιακή λειτουργία» και «αντιγραμματική» χρήση της στίξης, όπως τους έχει
προτείνει η Ελένη Παναρέτου, «Κειμενικές λειτουργίες της στίξης στα λογοτεχνικά κείμενα» στο Εκδοτικά
προβλήματα και απορίες, Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθή-
να 2002, σσ. 130-139.
[xxix]
Μάνος Τραϊανός
[30]
Διηγήματα
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο αδέρφια, ο ένας κουτός και ο άλλος έξυπνος…
Ο κουτός ήτανε ψηλός, ξανθός, καλοκαμωμένος, ο άλλος ήτανε μικρούλης, αδύ-
νατος και άσχημος.
Ξεκινήσανε λοιπόν τα δυο αδέρφια να πάνε να ζήσουνε στην πολιτεία, καθένα με
την τέχνη του και με τη δύναμή του.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, απαντήσανε μια κοπέλα˙ τα μαλλιά της ήτανε χρυσά
σαν τον ήλιο και φέγγανε, σαν αναμμένα κάρβουνα, τα μάτια της…
Και η κοπέλα μίλησε του όμορφου και του κουτού:
«Πού πας, καλό μου παλικάρι;»
Μα εκείνος δεν αποκρίθηκε, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κου-
τός!
Και η κοπέλα τράβηξε πέρα, αναστενάζοντας από μέσα της:
«Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος που είναι! Περπατάει σα να ονειρεύεται και
τα μάτια του είναι χαμένα σε άλλους κόσμους… Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος
που είναι!...»
Και ούτε κοίταξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό λόγο…
Παρακάτω ανταμωθήκανε μ’ έναν πραματευτή.
Και ο πραματευτής χαμογέλασε του όμορφου και του κουτού:
«Έχω ωραίες βελουδένιες φορεσιές, κόκκινες σαν τα λουλούδια της βυσσινιάς και
σαν τους αφρούς της θάλασσας, άσπρες φορεσιές… Θέλεις ν’ αγοράσεις τίποτε, άρ-
χοντά μου;»
Μα εκείνος δεν είπε λέξη, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κου-
τός!
Και ο πραματευτής τράβηξε πέρα, μουρμουρίζοντας από μέσα του:
«Τι λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι! Περπατάει σαν τα βασιλόπουλα, και τα
μάτια του λάμπουνε από μεγαλείο… Τι λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι!...»
Και ούτε πρόσεξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό λόγο…
Πιο πέρα, σε μια καμπή του μονοπατιού, συναπαντηθήκανε μ’ ένα σοφό˙ προχω-
ρούσε σιγά σιγά, και το κεφάλι του έγερνε από τους σκοτεινούς του λογισμούς, σαν
παραφορτωμένο…
Και ο σοφός μέτρησε απ’ την κορφή ως τα πόδια τον όμορφο και τον κουτό, και
του είπε:
«Για πες μου εσύ, ωραίε μου διαβάτη, που γυρίζεις τόσους τόπους, μην ξέρεις πού
αρχίζει ο κόσμος και πού τελειώνει; Εγώ χρόνια τώρα αγωνίζομαι να το μάθω, και τα
μαλλιά μου ασπρίσανε από τον ανώφελό μου πόθο… Μην το ξέρεις τάχα εσύ, ωραίε
μου διαβάτη;»
Μα εκείνος δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα του, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους
του, γιατί ήτανε κουτός!
Και ο γέρος σοφός τράβηξε το δρόμο του, με το κεφάλι σκυμμένο, και όλο αναλο-
γιζότανε:
[3]
Διηγήματα
«Αυτός πρέπει να είναι πολύ σοφός, πολύ σοφότερος από μένα! Με πόση περι-
φρόνηση άκουσε την ταπεινή μου απορία, και πώς με καλοκοίταξε, σα να μου χτυ-
πούσε καταπρόσωπο την αμάθειά μου και την απειρία μου˙ φαίνεται από τα μάτια
του και από την περπατησιά του… Αυτός πρέπει να είναι πολύ σοφότερος από μέ-
να!...»
Και κανένας δεν είπε μισό λόγο στον άσχημο…
Και τη νύχτα, από στόμα σε στόμα, απλώθηκε το νέο, πως περνούσε από την πολι-
τεία ένας μεγάλος άνθρωπος!
Και όλοι ξεκινήσανε, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να ιδούνε τον μεγάλον άνθρωπο
που περνούσε από την πολιτεία.
Και μόλις αντίκρισε το άπειρο πλήθος που ερχότανε ο έξυπνος, πικράθηκε η καρ-
διά του και από τα μάτια του επρόβαλε ένα δάκρυ…
Επήρε τα μάτια του κι έφυγε μακριά, σε μια σπηλιά, και δεν έβγαινε πια, ούτε στο
φως του ήλιου, ούτε στο φως του φεγγαριού!
Και ο κόσμος έπεσε στα πόδια και προσκύνησε τον όμορφο και τον κουτό, και
προσευχήθηκε στ’ όνομά του˙ έκοψε τα ρούχα του και τα μοίρασε εδώ κι εκεί, για να
τα κάνουνε φυλαχτό…
Σ’ ένα χρυσό παλάτι τον επήγανε και τον εντύσανε με βύσσους και με πορφύρες,
και τα μαλλιά του στολίσανε με δάφνες και με μυρσίνες, και στο λαιμό του κρεμάσα-
νε κοράλλια και μαργαριτάρια…
Το τραπέζι του ξεχείλιζε από σύκα και από σταφύλια, και το κρεβάτι του είχε α-
σημένιους στυλοβάτες, και, κάθε πρωί, λουζότανε μέσα σε κρόκους και σε ροδόστα-
μα…
Και ο έξυπνος, μέσα στη σπηλιά του, εσύναζε όλα τα φίδια, και όλες τις αράχνες,
και όλους τους σκορπιούς, κι έκαμε ένα δικό του βασίλειο…
Και με όλη τη πικρία και την απελπισία της ψυχής του πότισε τα φίδια, και τις α-
ράχνες, και τους σκορπιούς…
Και σκορπιστήκανε στους τέσσερες ανέμους και δαγκάσανε τους ανθρώπους και
τους φαρμακώσανε, με την πικρία και την απελπισία της ψυχής του…
Κι έμεινε ολομόναχος στο χρυσό παλάτι ο κουτός με τους βύσσους και με τις πορ-
φύρες του και πεινούσε, και κατέβηκε στους έρημους τους δρόμους να γυρέψει αν-
θρώπους, κι έφτασε ως τη σπηλιά του αδελφού του…
Και τον εβρήκε γυμνό και τον τύλιξε με την κόκκινη πορφύρα του˙ κι εκείνος τον
εβρήκε πεινασμένο και του ’δωκε το ψωμί του…
Και στον κόσμο, γύρω του, δεν ήτανε πια κανένας, ούτε άνθρωποι, ούτε φίδια, ού-
τε αράχνες, ούτε σκορπιοί…
Κι οι καρδιές τους αναλυθήκανε για πρώτη πρώτη φορά από μίαν άπειρη Αγάπη,
από μιαν άπειρη Αγάπη…
Και το φεγγάρι τούς χαμογελούσε από μίαν άπειρη Αγάπη, και δεν ήτανε πια γύρω
τους ούτε φίδια, ούτε αράχνες, ούτε σκορπιοί…
Και…
Δε σας άρεσε το παραμύθι μου;
Τόσο το χειρότερο και για σας, και γι’ αυτό, και για μένα!...
[4]
Διηγήματα
Τριανταφυλλιά ήτανε μια καλή γλυκιά παιδούλα, μια καλή γλυκιά παιδούλα τα
μάτια της ήτανε ίδια λουλούδια και σαν άλιωτα χιόνια τα χεράκια της άμα μιλούσε,
ήτανε τόσο γλυκομίλητη, που λες και στάλαζε απ’ τα χείλια της ροδόσταμο...
Μοίρα που το δάχτυλό της τ’ άσπρο ακούμπησεν απάνω της, την ώρα που γεν-
νήθηκε, η Μοίρα που μικρούλα τη νανούρισε μέσα στην αχυρένια την καλύβα και, σα
μπριλιάντι σε τεχνίτη χέρι, με γοητείες και ομορφιές τη στόλισε, με τ’ άλλα, της έδω-
σε και μια μικρή χρυσή καρδούλα.
Και χτυπούσε τικ και τακ, τικ και τακ!
Και ήτανε από καθαρό χρυσάφι, και το καρδιοχτύπι της ίδια μουσική...
Μεγάλωσε η Τριανταφυλλιά και τα μάτια της αρχίσανε από του πόθου να μελώ-
νουνε το λίγωμα και να ονειρεύονται ανοιχτά, ερωτικές λιγοθυμιές.
Μα η μανούλα της ήτανε φτωχούλα και ζούσε με το μεροκάματο, κι απ’ την καρ-
δούλα του παιδιού της άλλο θησαυρό δεν κάτεχε.
Μια νύχτα τη φώναξε σιμά και με τ’ αχνά της χέρια τα ξέπλεκα μαλλιά της χάιδε-
ψε όλο και τρυφεράδα:
«Απόψε τίποτε δεν έχουμε να φάμε το ψωμί μας σώθηκε... ύγε, αγάπη μου, και
στην ξενιτιά να ζητιανέψεις άμε φύγε, αγάπη μου, κι άσε με εμένα τη γριούλα μονα-
χή πούλησε την καρδούλα σου και φέρε μου να φάω μια στάλα, αγάπη μου...»
Έτσι της είπε, κι η Τριανταφυλλιά χαμήλωσε τα μάτια και τράβηξε ίσια, κατά την
πολιτεία, να πουλήσει τη μικρή χρυσή καρδούλα της.
Και διαλαλούσε μοναχή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα... Ποιος θέλει τη χρυσή καρδούλα μου;»
Ένα βασιλόπουλο που πήγαινε να κυνηγήσει αγριόχοιρους κι ελάφια, θαμπωμένο
από την ομορφιά της στάθηκε αντικρύ, και της γλυκομίλησε:
«Έλα μαζί μου το παλάτι του πατέρα μου είναι χτισμένο από γρανάτη κι από
κρύσταλλο μια λάμια το φυλάει μ’ εφτά γλώσσες και σε κάθε γλώσσα της και μια
φωτιά που καίει... Είμαι του βασιλιά μοναχοπαίδι κι από τον ήλιο πιο ωραίο έλα μαζί
μου, όμορφη παιδούλα! Τι να την κάνω την χρυσή καρδούλα σου; Το κορμί σου εγώ
θέλω.» Μα η Τριανταφυλλιά το καλοκοίταξε, και δεν του χαμογέλασε...
«Εγώ πουλώ μονάχα την καρδούλα μου!»
Πικρό ένα δάκρυ κύλησε από τα γαλανά τα μάτια του βασιλόπουλου και σπερού-
νισε γρήγορα τ’ άλογό του.
Και η Τριανταφυλλιά τράβηξε πάλι ίσια κατά την πολιτεία, και διαλαλούσε μονα-
χή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα... Ποιος θέλει μια χρυσή καρδούλα;»
Στο δρόμο απήντησε ένα λιοντάρι με πλούσια χαίτη και μεγάλα δόντια χίμηξε ναν
τη φάει, μα σαν την είδε έτσι όμορφη κι από τον τρόμο κερωμένη, καρφώθηκε στη
θέση του, και της γλυκομίλησε:
[5]
Διηγήματα
«Έλα με μένα έχω μια σπηλιά μέσα στο βουνό και δώδεκα δράκοι τη φυλάνε ί-
σαμε της γης τα σπλάχνα η σπηλιά μου πάει εκεί έχω μπριλάντια, ίδια δάκρυα, και
κατακίτρινα τοπάζια! Έχω από κάλυκες τριανταφύλλων έναν πέπλον υφασμένο και
νυμφαίες και πεταλούδες άσπρες μαδημένες ίδια φεγγάρια είναι χλωμά τ’ ασήμια
μου και τα χρυσάφια τρεμολάμπουνε, ίδιος αυγερινός κι αποσπερίτης... λα για σένα
τα ’χω όλα δικά σου θα ’ναι, φτάνει να ’ρθεις με ’μένα, όμορφη παιδούλα... Τι να
την κάνω τη χρυσή καρδούλα σου; Το κορμί σου εγώ θέλω.» Μα η Τριανταφυλλιά το
καλοκοίταξε, και δεν του χαμογέλασε:
«Εγώ πουλώ μονάχα την καρδούλα μου!»
Και το λιοντάρι χάθηκε μουγκρίζοντας πίσω από τα δέντρα.
Και η Τριανταφυλλιά τράβηξε πάλι ίσια, κατά την πολιτεία, και διαλαλούσε μονα-
χή:
«Έχω μια χρυσή καρδούλα... Ποιος θέλει τη χρυσή καρδούλα μου;»
Σ’ ένα στενοσόκακο, βαρύ και ανήλιο, άκουσε ένα σφυρί που όλο και χτυπούσε...
Στη θύρα σίμωσε και ανάμεσα απ’ τις σπίθες, είδε όρθιο ένα γύφτο, είκοσι χρο-
νών, που πελεκούσε ένα κομμάτι σίδερο.
Ήτανε γυμνό ως τη μέση και τα μάτια του είχανε την πυράδα της φωτιάς και σα-
γηνεύανε σα φίδια...
Το κορμί του ήτανε λευκό, λευκό σα γάλα και σαν κρίνα κι απ’ τη ζέστα ξαναμμέ-
νο...
Και τα μπράτσα του – ω! τ’ άσπρα, τ’ άσπρα μπράτσα του!...
Κι έπλεε μέσα στο κοραλλένιο φως, σαν όχεντρα και σαν ελπίδα και σαν γλυκιά
λαχτάρα...
Τριανταφυλλιά κοντοστάθηκε το αίμα της θρόιζε στα μάγουλά της, και η ψυ-
χούλα της σα λαβωμένο πουλάκι ανασπαρτάρισε.
Ένα βελουδένιο χεράκι μέσα της τώρα σάλευε με φαρμακωμένα δάχτυλα, ένα χε-
ράκι φαρμακωμένο με δάχτυλα βελουδένια.
Τα ματόφυλλά της τρέμανε σα να ’χανε δακρύσει...
Κι έλιωνε σα λαμπάδα η ψυχούλα της...
Και τώρα πια δεν ξέρει πού να πάει και τι να κάνει τη μανούλα της – ούτε τη συλ-
λογίζεται.
Της Τριανταφυλλιάς η ψυχούλα τώρα είναι πικραμένη και τα μάτια της θολά, σαν
από κακό όνειρο...
Παραμονεύει έξω από το στενοσόκακο κι όσο νυχτώνει, όσο πέφτει το σκοτάδι,
τόσο σφίγγεται η καρδιά της και μια πνοή και μια τρεμούλα ως τα χείλη της ανεβαί-
νει...
Για τον κόσμο δεν τη νοιάζει κι ούτε ξέρει πια τι γίνεται όξω απ’ τον πόθο της.
Τ’ αστέρια φανήκανε ψηλά στον ουρανό, μα δε θέλει να φύγει απ’ το στενοσόκα-
κο.
Καρτερεί την ώρα που θα σκολάσει ο γύφτος καρτερεί το γύφτο και τα μάτια της
μεγαλώνουνε!...
Έρχουνται τα μεσάνυχτα κι όλοι πια πλαγιάσανε...
πόρτα τρίζει, η φωτιά σβήνει.
Ο γύφτος βγήκε αργά και πάει.
[6]
Διηγήματα
Κι η Τριανταφυλλιά από πίσω του σέρνεται και τον καλεί με τ’ όνομά του.
Με τ’ όνομά του τον καλεί και του χαμογελάει.
Και κείνος την περπατησιά του κάνει πιο σιγανή και τραβάει αργά να φύγει...
Μα εκείνη τρέχει από πίσω του και το δρόμο του κόβει....
Κοιτάζονται στα σκοτεινά και κλείνουνε τη συμφωνία την ιερή!
... Στου γύφτου το φτωχόσπιτο, στην αγκαλιά του η Τριανταφυλλιά περνάει τη
νύχτα της.
Στο μαξιλάρι το κεντημένο του φτωχικού του κρεβατιού λυμένα τα μαλλιά της, ί-
δια σα μαύρη θάλασσα...
Και μες στο πιο μεγάλο σφιχταγκάλιασμα, ακούστηκε ένα κρακ!... Έξω φυσούσε,
φυσομανούσε ο άνεμος...
Σαν τα ραγίσματα των κρυστάλλων ήτανε το τρίξιμο, που λιώνουνε στο πρωινό
λιοπύρι.
Τινάζεται απ’ τη μέθη η Τριανταφυλλιά και ολόγυμνη στυλώνεται και κοιτάει τα
κομματάκια της χρυσής καρδούλας της μες στην ποδιά της τα μαζεύει και κλαίει, και
κλαίει...
Έξω απ’ την πόρτα φεύγει, δίχως να πει ένα καληνύχτα, και σαν τρελή χιμάει μες
στις ρούγες και διαλαλεί στον κόσμο που περνάει:
«Έχω χρυσάφι μπόλικο πουλάω χρυσάφι και κορμί... λα φτηνά τα δίνω...»
Και σκορπάει την τσακισμένη την καρδούλα και την πουλάει, δίχως να μετράει,
και πουλάει τα μάτια της στον πρώτο που απαντάει, και τα χείλια της και το κορμάκι
της πουλάει...
Και δίνεται και σ’ ένα φουρναρόπαιδο για να του πάρει ένα καρβέλι – ένα ζεστό
καρβέλι ψωμί για τη μανούλα της!
Κι ύστερα παίρνει το δρόμο της καλύβας και όλη τη νύχτα τρέχει, ίσαμε την αυ-
γούλα, να φτάσει ως το απόμακρο σπιτάκι της...
Και την αυγούλα, φτάνει.
Σπρώχνει τη σκουριασμένη την οξώπορτα...
μανούλα της όλη τη νύχτα την περίμενε του κάκου και προς το γλυκοχάραμα –
πίσω έγειρε το γέρικο κεφάλι της και πέθανε...
[7]
Διηγήματα
Ο Τομ κι ο Μπομπ
[8]
Διηγήματα
τον άφησε πέντε χρονών στα χέρια μιας σκοινοβάτισσας που την περιποιήθηκε στην
αρρώστια της κι εκείνη τον ανάθρεψε και του ’μαθε την τέχνη της˙ του μαλάκωσε το
κορμί του με τούμπες και γυμναστικές, κι έτσι μια μέρα τον έβγαλε απάνου στη σκη-
νή.
μως ο Μπομπ ήτανε πολύ δυστυχισμένος˙ ολομόναχος, τριγυρίζοντας ανάμεσα
από βαμμένα μούτρα και βάναυσα υποκείμενα, περνούσε μια πολύ άσκημη ζωή˙ το
φαΐ του ήτανε λίγο και κακομαγειρεμένο˙ μια φέτα ψωμί με λίγο τυράκι και καμπόσα
βερίκοκα, ήτανε το πιο συχνό του δείπνο.
Τις νύχτες –ύστερ’ απ’ την παράσταση– που ’βγαινε ν’ ανασάνει λίγον καθαρόν
αέρα, κοίταζε το φεγγάρι, και τότες η ψυχή του σφιγγότανε και παραμιλούσε μες τη
μοναξιά˙ ξαπλωνότανε χάμου και μύριζε το βρεμένο το χώμα, καρτερώντας μίαν α-
πολύτρωσιν˙ ώρες ώρες καθότανε σιωπηλός, ανοίγοντας τα μεγάλα του χρυσαφένια
μάτια, κι ακούγοντας καμιά τρομερή ιστορία που ένας μεθυσμένος κλάουν διηγότανε
στην παρέα του˙ και τα λόγια του παλιάτσου είχανε μιαν ακατανόητη σημασία για
την ψυχή του, σαν λόγια προφητικά που ανοίγανε σε κάποιο όνειρο˙ αυτό ήτανε όλη
του η διασκέδαση˙ κι ύστερα –έμενε σιωπηλός και αμίλητος για μέρες.
Περάσανε από τότες χρόνια και χρόνια.
Μια βραδιά που κόντευε να τελειώσει η παράσταση, εκεί που κρυφοκοίταγε πίσω
από τις σανίδες τον πρόστυχο κόσμο που κακάνιζε και χασκογελούσε στους πάγκους
της πλατείας, είδε και δυο ματάκια που γυρίζανε θαμπωμένα κι εκστατικά, με παιδια-
κίσα περιέργεια, στα φώτα και στις γιρλάντες… Κι ήτανε ένα παιδάκι τα δυο λυπημέ-
να ματάκια˙ ένα μικρό παιδάκι κοίταζε το Μπομπ που ανεβασμένος σε μια καρέκλα
λυγούσε το κορμί του σαν μαλακό προζύμι.
Μια στιγμούλα τα μάτια τους συναπαντηθήκανε…
Αυτό ήτανε.
Το μικρό δεν είχε μανούλα ούτε πατέρα˙ μια κακή τύχη βάραινε και στους δυο˙
μιλήσανε ώρες ακουμπώντας σ’ ένα βαρέλι –ω! πόσο το θυμάται– και χαμογελώντας
ο ένας στον άλλον.
– Και πώς σε λένε;
– Τομ˙ κι εσένα;
– Μπομπ…
Κι έτσι ο Τομ γνωρίστηκε με τον Μπομπ, κι ο Μπομπ γνωρίστηκε με τον Τομ…
Περάσανε από τότες χρόνια και χρόνια. ζωή έτρεχε, χωρίς να περιμένει.
Μεγαλώσανε πλάι πλάι και γινήκανε κι οι δυο κοτζάμ παλικαράκια…
Κι αρχινήσανε να κάνουνε θαυμαστά πράματα απάνου στο σκοινί˙ κι ένας θεα-
τρώνης απ’ τους πιο περιζήτητους κι ονομαστούς, τα πήρε στην κομπανία του που θα
’κανε ένα μεγάλο γύρο στις πολιτείες.
Έτσι μπήκανε σε δρόμο κι άνοιξε ξαφνικά κι ανέλπιστα το στάδιό τους.
Σ’ έξι μήνες τ’ όνομά τους μαθεύτηκε σ’ όλο τον καλό τον κόσμο˙ οι κυρίες της
αριστοκρατίας και των σαλονιών δείχνανε ξεχωριστή συμπάθεια στα δυο αδερφάκια
–γιατί ο κόσμος τα θαρρούσε γι’ αδερφάκια.
Ο Τομ κι ο Μπομπ ήτανε πια μεγάλοι˙ ο Τομ κι ο Μπομπ ήτανε το καμάρι του
τσίρκου…
[9]
Διηγήματα
Τη βραδιά που θα δίνανε την ευεργετική τους, σωστό πανηγύρι γινότανε ολόγυρά
τους˙ οι άλλοι σκοινοβάτες, μαζωμένοι στην κάμαρή τους, αγωνιζόντανε ποιος ναν
τους πρωτοντύσει και ποιος να τους στολίσει.
Βάλανε τα ροζ μαγιό με τις ασημένιες πούλιες και χτενιστήκανε προσεχτικά, ρί-
χνοντας μια μπούκλα λοξά απάνου στο μέτωπο˙ πασαλείψανε με πούδρες τα μάγουλά
τους κι ήτανε όμορφα, όμορφα σαν αγγελούδια –σαν τ’ αγγελούδια όμορφα.
Αμίλητα και κερωμένα, καρτερούσανε την ώρα που θα παρουσιαζόντουσαν˙ οι
μουσικές αρχίζανε, ο κόσμος χειροκροτούσε, μα εκείνα στεκόντουσαν αμίλητα κάτου
από τις σημαίες κι οι καρδούλες τους ήτανε πικραμένες.
[10]
Διηγήματα
[11]
Διηγήματα
[12]
Διηγήματα
[13]
Διηγήματα
[14]
Διηγήματα
Ρηνούλα μάζωξε γρήγορα τα ρούχα της, πατώντας απάνου στις μύτες των πο-
διών, μη λάχει κι ακουσθεί.
Ύστερα κόλλησε τ’ αυτί στη διπλανή την κάμαρα, βαστώντας την αναπνοή: ο γέ-
ρος ο πατέρας της κοιμότανε βαθιά, τυλιγμένος μες στην κάπα του, κι η ανάσα του
ανεβοκατέβαινε ρυθμικιά, σα μονότονο τραγούδι.
Ρηνούλα έτρεξε στο παραθύρι κι έγνεψε μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Μιαν άσπρη
σκιά αναδεύτηκε κι ήρθε πιο σιμά –με μαλακές πατημασιές…
Έξω φύσαγε κρυερός άνεμος κι η νύχτα ήτανε κατάμαυρη. Το μοιρολόι της θά-
λασσας ακουγότανε βαρύ κι ατέλειωτο και γιόμιζε με βουή τον αγέρα.
Ρηνούλα έσκυψε απ’ το παραθύρι και μουρμούρισε:
«Εσύ ’σαι, Βάγγο; Τώρα, κι έφτασα…»
Έκλεισε τα τζάμια σιγά σιγά, πήρε τα ρούχα της, αφουγκράστηκε πάλι στην κάμα-
ρα του γέρου, κι ύστερα γλίστρησε αθόρυβα –σα γάτα– στα σκαλοπάτια, μισοπεθα-
μένη από λαχτάρα.
Έτσι έφτασε ως την αυλόπορτα, λαχανιασμένη και χωρίς πνοή˙ τράβηξε το σύρτη
κι άνοιξε.
Ένα ξαφνικό και παγωμένο φύσημα τη χτύπησε στα μούτρα και της πήρε τα μαλ-
λιά και τ’ ανακάτωσε…
άσπρη σκιά ήτανε κολλημένη αμίλητη στον τοίχο και καρτερούσε˙ η Ρηνούλα
έκανε να κλείσει την πόρτα κι η πόρτα έτριξε.
Έτσι έμεινε αγαλματωμένη κι άλαλη, με τα μάτια ορθάνοιχτα, μ’ έναν τρελό φόβο
στην ψυχή˙ ένα δείλιασμα ακούσιο για τα όσα έκανε και μιαν ακατανίκητη αποθυμιά
να γυρίσει πίσω πέρασε για μια στιγμούλα απ’ το μυαλό της…
Μα ήτανε αργά κι η οξώπορτα ήτανε πια καλά κλεισμένη.
σκιά προχώρησε και της έπιασε γερά τη μέση.
– Βάγγο μου…
– Ρηνούλα μου…
Εκείνος άπλωσε το μανδύα του και την τύλιξε αποκάτου˙ κι έτσι, σφιγμένοι ο ένας
απά στον άλλον, και με τον κρυερό τον άνεμο, τραβήξανε μες στο σκοτάδι κατά το
γιαλό…
Οι δρόμοι ήτανε έρημοι˙ τα φανάρια, δαρμένα απ’ το βοριά, ρίχνανε κοκκινωπά
φεγγοβολήματα, από δω κι από κει, σαν μεθυσμένα.
Ήτανε τώρα τρία χρόνια που αγαπιόνταν, ο Βάγγος κι η Ρηνούλα –τρία χρόνια σω-
στά˙ είχανε πρωτοϊδωθεί στο πανηγύρι του προφήτη λία, μέσα στο χαμηλό εκκλη-
σιδάκι, πίσω απ’ το βουνό˙ η Ρηνούλα ήτανε τότες δεκάξι χρονώ, σ’ όλη την άνθιση
της εμορφιάς της και του άσπρου κορμιού της˙ η μάνα της –μια γριούλα μεσόκοπη–
τη γύριζε στις γιορτές και στα πανηγύρια, δείχνοντας σ’ όλους το καμάρι της, το στο-
λίδι του σπιτιού της και τ’ αποκούμπι πόλπιζε να ’χει κάποτε στα γεράματά της…
Κι η Ρηνούλα ήτανε αληθινά όμορφη κοπέλα.
Δυο μάτια μαύρα και μεγάλα, που βγάνανε φλόγες, κάτου από φρύδια φιδωτά˙ το
μέτωπό της, σκοταδιασμένο από δύο τούφες ολοσκότεινα χυτά μαλλιά, είχε μιαν α-
[15]
Διηγήματα
Και σαν πέρασε κι ο δεύτερος ο χρόνος –την ίδια μέραν– ακουμπώντας στο χο-
ντρό ραβδί του, πήρε το ίδιο μονοπάτι και βγήκε σε μιαν άγνωστη γη.
Καρποί πρωτογνώριστοι κρεμόντουσαν απ’ τα κλαριά κι ο χυμός τους ήτανε γλυ-
κός και δροσερός˙ μια μουσική ανέβαινε απ’ το δάσος κι από μπροστά του συχνοδιά-
βαιναν σκιές.
Και μια γυναίκα βγήκε ναν τονε δεχτεί˙ λουλούδια πορφυρά περασμένα στα μαλ-
λιά της –και τα μαλλιά της ήτανε σαν τις οχιές.
Άσεμνο γέλιο έσκιζε στα δυο τ’ άλικο χείλι της, και τα στήθια της ήτανε ξεγυμνω-
μένα.
Κρασί μύριζεν η ανάσα της –κρασί και λαγνεία.
Κι απ’ το χέρι τον επήρε, κι ένας ίμερος βαθύς πέρναγε απ’ τα μάτια της, ωσάν
τρεμούλιασμα νερού σε πουλιού φτερούγα.
«Έλα με μένα» του λέει.
Και μπήκανε σε μια σπηλιά μέσα˙ και το τ’ είδανε τα μάτια του, και το τι άκουσαν
τ’ αυτιά του, και το κορμί του το τι άγγιξε –μυστήριο και σιωπή.
Πέντε χρόνια μες στη σπηλιάν επέρασε, κι ύστερα, ξάφνω, μια βραδιά, βγήκεν
όξω και τράβηξε κατά την Πολιτεία.
λιοβασίλεμα ήτανε –κι ο κόσμος μαζωμένος στην αγορά. Κι όθε διάβαινε, ο κό-
σμος τη δουλειά του παράταγε κι ερχότανε από πίσω του…
Και βγήκανε όλοι ναν τον ιδούνε: άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι βγήκανε ναν
τον ιδούνε.
Μια κορόνα φόραγεν από χρυσάφι καθαρό κι έναν κόκκινο μανδύα μ’ ασημένιες
πούλιες. Σα Βασιλιάς περπάταγε κι έσερνε πίσω του τ’ ασκέρι.
Και σαν έφτασε στην αγορά, σε μια κολόνα απάνου ανέβη, κι έτσι μίλησε –με τα
λόγια ετούτα:
« έρνω σας το Χρυσάφι και την Απόλαψη και τη Σάρκα και το Κρασί. Την Ατι-
μία και την Ανομία και τις Εφτά Αμαρτίες, κι ό,τι γλυκό και πρωτογνώριστο –κι ό,τι
γλυκό˙ στο κορμί μου απάνου το φέρνω κι άλλο τίποτα δεν είναι απάνου στο κορμί
μου…»
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
«Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε…»
Και Κείνος έλεγε:
«Την Ατιμία και την Ανομία και τις Εφτά Αμαρτίες, κι ό,τι γλυκό και πρωτογνώρι-
στο˙ στο κορμί μου όλα τα φέρνω κι άλλα ακόμα οπού δε λέγουνται, κι άλλα ακόμα
οπού δε γίνουνται˙ και το κορμί μου είναι χρυσάφι –το κορμί μου από χρυσάφι…»
Κι όλοι φωνάξανε με μια φωνή:
«Ναν το ιδούμε, δείξε μάς το, ναν το ιδούμε…»
Και σαν είδε πως ο πόθος για του κορμιού του το χρυσάφι ήτανε φουντωμένος σ’
όλες μέσα τις ψυχές, έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας και γυμνώθηκεν ομπρός στα
πλήθη.
Και το κορμί του ήτανε μαύρο πίσσα˙ κι ένα θάμπωμα, και μια γοητεία βαθιά έ-
βγαιναν από μέσα του.
Κι όλοι μπήξανε τις φωνές:
[25]
Διηγήματα
«Ο Μεσσίας, αυτός είν’ ο Μεσσίας˙ ήρθε σε μας για να μας φωτίσει και τον ίσο
δρόμο να μας δείξει˙ απ’ τον Θεό είναι σταλμένος…»
Και τονε προσκυνήσανε.
Και καθώς ήτανε όλοι πεσμένοι και σκυφτοί μπροστά του, εκείνος κατέβηκε από
την κολόνα, και πήρε τα σοκάκια, και βγήκεν όξω, στους αγρούς –κι ένα δάκρυο πι-
κρό κύλησεν απ’ τα μάτια του.
Κι έσκισε τον κόκκινο μανδύα και την κορόνα σύντριψε στα βράχια, κι έπεσε χά-
μου κι έτσι προσευχήθηκε:
«Με τις αχτίδες σου ήμουνα ντυμένος, ω Ήλιε, και με πετροβολήσανε˙ και με την
Αγάπη σου, ω εγγάρι, και με πετροβολήσανε˙ και τώρα που ήρθα βουτημένος στην
Αμαρτία, με τη σάρκα σημαδεμένη από το Πονηρό, ω! γιατί, ω! γιατί με προσκυνά-
νε;»
Μα ο Ήλιος αργά βασίλευε –κι ούτε τ’ αποκρίθηκε.
Και το εγγάρι τράβηξε το δρόμο του…
[26]
Διηγήματα
Μια φορά κι έναν καιρό ένα Διαολάκι πήδησεν όξω από τη μάντρα που περιτείχιζε
το πλατύ περβόλι του Λουτσίφερου.
Διαολάκι ήτανε βέβαια –όμως κακό δεν ήτανε, και μια φλέβα του είχε βαστάξει
ίσα, απ’ τον καιρό που ο Λουτσίφερος ήτανε Χερουβείμ˙ όμως η Λάμια κι η χεντρα
που το βυζάξανε –το ποτίσανε φαρμάκι και πονηράδα, κι η ψυχούλα του ήτανε γιο-
μάτη διαολιές.
«Εσύ ’σουνα το Βασιλόπουλο» του λέγαν «κι εσύ το Αρχοντόπουλο και δικά σου
ήτανε τα Εδέμ, μα ο Θεός ο …» (κι εδώ βλαστημούσανε) «φθόνησε τον πατέρα σου
και του σφετερίστηκε το βασίλειό του˙ και σα δε μπόραγε ναν του παραβγεί σε τίπο-
τα, βουλήθηκε ναν τονε ξολοθρέψει… Μα δεν τα κατάφερε˙ και θά ’ρθει ένα κάπο-
τε…» και τα παρόμοια.
Έτσι, βέβαια, τι άλλο μπορούσε να ’τανε το Διαολάκι παρά ένα πλασματάκι όλο
χολή και μπερμπαντιά. Και βγαίνοντας πρώτη φορά στον κόσμο, σα λυκόπουλο πει-
νασμένο, γούρλωσε τα ματάκια του και κοίταε το φεγγάρι. Ύστερα έκανε δύο τού-
μπες στον αέρα και σαν πουλάκι ’λευθερωμένο απ’ το κλουβί του, κυλίστηκε μες στα
χορτάρια και γιόμισε τα ρουθούνια του με τη μυρουδιά της νυχτερινής δροσιάς.
Ένα κρυερό αγεράκι ανάδευε τα φύλλα κι ο γκιόνης τραγουδούσε τον κλαψάρικον
ήχο του.
Το Διαολάκι μαθημένο απ’ τη ζεστασιά του σπιτιού του πατέρα του, κρύωνε, και
τα σουβλερά δοντάκια του χτυπούσανε…
Βρόντηξε τα μαύρα χεράκια του, το ’ν’ απάνου στ’ άλλο, και κούνησε την ουρίτσα
του σα σκυλάκι –από δω κι από κει.
Ύστερα πήρε τον άσπρο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του και τράβηξεν ίσα, πό-
τε πηδώντας αψηλά και πότε σημαδεύοντας τ’ άστρα με τα πετραδάκια.
Τέλος πάντων, σε μια καμπή, ένα μακρινό φως χάραξε πίσω από μια τούφα δέ-
ντρα˙ ήταν ένα σπιτάκι φτωχικό και παράμερο˙ μια γριούλα καθόταν μοναχή εκεί
μέσα και μάζωνε χόρτα και τα πουλούσε στη χώρα.
«Άγρια ραδίκια, άγρια ραδίκια» έτσι φώναζε στο δρόμο με στρίγγλικη φωνή, κι οι
μάγκες τηνε κοροϊδεύανε.
Το Διαολάκι δεν έχασε στιγμή, μόνο πάει ίσα και χτυπάει τη θύρα˙ είχε τόσ’ ακου-
στά για τους ανθρώπους που –μια και του τύχαινε η ευκαιρία– σωστό δεν ήτανε να
την παραμερίσει.
Τοκ, τοκ…
γριούλα, κουτσαίνοντας, βγήκε μ’ ένα κερί στο χέρι και ρώτησε ποιος είναι.
Το Διαολάκι φύσηξε τότες απάνου στο κερί και το ’σβησε, και τα ματάκια του α-
στράψανε κοκκινωπά σαν κάρβουνα αναμμένα.
γριούλα έμπηξε μια φωνή κι έπεσε χάμου σύξυλο.
«Χα, χα, χα» –το διαολάκι– τον τόπο γιόμισε με τα χάχανά του κι έπεσε κάτου κι
έπιανε την κοιλιά του από τα γέλια˙ ύστερα –αφού ξεθύμανε– κάθισε σκεφτικό και
χάζευε.
[27]
Διηγήματα
Το φεγγάρι κρεμότανε τώρα στον ουρανό, φαγωμένο, σα φέτα ψωμιού με μια με-
γάλη δαγκωματιά στην κώχη, κι οι βατράχοι χαλούσανε τον κόσμο.
Συλλοϊσμένο το Διαολάκι πήρε τα βρεμένα του και τράβηξε˙ όμως σιγά σιγά η χα-
ρά του κόσμου πάλε κέρδισε την ψυχή του.
Μιαν ησυχία στη ύσην απλωμένη, κι απ’ τα βουνά ερχόντανε οι αιώνιες μουσι-
κές –οι γρύλλοι και τα τριζόνια κι οι φωνές από τα νυχτοπούλια με τα πλατιά μάτια.
Πήγαινε κουτσαίνοντας και βγάνοντας τη γλώσσα στο κόκκινο φεγγάρι.
Τα ματάκια του γυαλίζανε –κι αν δεν είχε δυο μικρά κερατάκια φυτρωμένα– θα
’λεες πως ήταν μαθητούδι που το ’σκασεν απ’ το σκολειό του και πάει για πεταλού-
δες.
Έτσι, χοροπηδώντας, έφτασε σ’ έναν τόπο κατοικούμενο˙ καμπαναριά και σπίτια
ψηλά ολούθε ήτανε στημένα.
Τριγύρισε μες στους δρόμους, είδε τις πλατείες με τα ψηλά δέντρα και μπήκε στην
πρώτη ανοιχτή πόρτα που συναπάντησε.
Εκεί καθόντανε δυο ψυχές –μια μάνα με το παιδάκι της˙ χήρα ήταν η μάνα και τί-
ποτ’ άλλο στον κόσμο δεν είχε απ’ το παιδάκι της˙ και κείνο ήταν μικράκι –μόλις
ένδεκα χρόνων– κοντό, παχουλό με κόκκινα μάγουλα σαν τα ροδάκινα.
Το ’χε κλείσει στο σκολειό της γειτονιάς και κάθε μεσημέρι σ’ ένα πανεράκι του
πάγαινε φαΐ σπιτικό˙ γιατί μες στο σκολειό το ίδιο φαΐ δίνουν σ’ όλα τα παιδάκια,
όμως η χήρα δεν το ’θελε να τρώει σαν όλα και το δικό της το παιδάκι.
Και τη νύχτα δίπλα στους άγιους έβανε κοντά και την εικόνα του, κι έτσι κοιμότα-
νε, ήσυχη πως τίποτα κακό δε θα το βρει και θαν το φυλάνε οι άγιοι.
Και το πρωί –το σκολειό ήταν αντικρύ– ένα φιλάκι της έστελνε το παιδάκι.
Και καμιάν Κυριακήν –είτε το σαββατόβραδο, με τη σκόλη– το ’παιρνε με την ά-
δεια του δάσκαλου και κοιμότανε σπίτι.
Τέτοια βραδιά –Κυριακή θαρρώ– ήτανε και κείνη, που το Διαολάκι τρύπωσε μες
στην κάμαρη του παιδιού˙ της χήρας το κρεβάτι ήτανε προς τον τοίχο –και κοιμόταν
για καλά.
Καθώς ήταν έτσι μικρούλι μες στ’ άσπρα σεντόνια και συμμαζωμένο, κουκλάκι
αποκοιμημένο, μια κακία για την ομορφάδα του ένιωσε το Διαολάκι.
Κι έτσι –σα να ’κοβε λουλούδι από κρεμάμενο κλαρί– τέντωσε τα μαύρα του χε-
ράκια και το ’πνιξε…
Κι ύστερα πήγε και κρύφτηκε πίσω απ’ το ντουλάπι και κοίταε.
Ένα θαμπό φως ζωγραφιζότανε στις κουρτίνες του παραθυριού και τα πουλιά γλυ-
κοκελάηδιζαν τον ερχομό της αυγούλας.
μάνα σηκώθη κι ίσα πήγε στο κουκλάκι της, και το χάιδεψε για να ξυπνήσει˙ ε-
κείνο, τίποτα… Τότες σοβάρεψε κι η φωνή της πήρε μιαν αχνάδα κρυερή:
«Σήκω, ματάκια μου, κι είναι ώρα για να πας σκολειό!»
Ναι! Αυτό ήτανε.
Το παιδάκι πεθαμένο –κι η μάνα το καλούσε.
Κι ύστερα η σιωπή, και ξάφνου τα ξεφωνητά –γοερά και μέσ’ απ’ το λαιμό, σαν
από λαβωμένο θεριό –κι ο ερχομός των γειτόνων, τα μαλλιά τα ξεμάλλιωτα κι η συ-
φορά, κι η μάνα –ω! η μάνα!
Το Διαολάκι συμμαζώχτηκε και τα ματάκια του ανοίξανε σα βαθιές σπηλιές.
[28]
Διηγήματα
Κι ήρθανε οι παπάδες, και σε μιαν άσπρη τόση δα κασίτσα, όλο το κορμάκι χώρε-
σε, κι η κασίτσα περίσσεψε, κι ανάψανε κεριά γύρα γύρα –σα να ’τανε γιορτή.
Γυναίκες μπήκαν με τα μαύρα και το περιτριγυρίσανε˙ τα ματάκια τού κλείσανε
και τα χεράκια του σταυρώσανε και με καλά ρουχάκια το ντύσανε –που ήτανε φυλα-
μένα στο ντουλάπι μέσα για τις μέρες τις καλές.
Κι ύστερα ήρθανε οι παπάδες, και το πήρανε τέσσερις ανθρώποι, σαν ένα πραμα-
τάκι –και φύγανε.
Κι η μάνα –πεσμένη χάμου σαν ένας σωρός– τινάχθη και χιούμηξε στο παράθυρο
κι έμπηξε κάτι φωνές οπού ποτές δεν είχανε ματακουστεί στο γαλανόν αέρα, κι ό-
ποιος τις άκουσε ποτέ του πλια δε μπόριε να χαμογελάσει…
Και φύγαν όλοι –κι η μάν’ από πίσω– και τίποτα δεν έμεινε στην κάμαρη, ούτε τί-
ποτα πλια ματαφάνηκε.
Κρυμμένο πίσω απ’ το ντουλάπι το Διαολάκι αγροικούσε˙ όλη την ημέρα έμειν’ ε-
κεί, ώσπου έπεσε το σκοτάδι.
Και σαν έπεσε το σκοτάδι, κάτι έσπασε μέσα του, και μια πικράδα χύθη στην ψυ-
χούλα του, και κατεβήκανε απ’ τα μάτια του –ω! θαύμα!– δυο λαμπερά μαργαριτά-
ρια.
Κι ένιωσε μονομιάς να πέφτουνε τα δυο του κερατάκια, και σαν κάποια πούπουλα
οπού φυτρώνανε, άσπρα κι αλαφριά, από πίσω του –που όσο πάγαιναν και μάκραι-
ναν.
Κι έτσι το Διαολάκι εγίνηκε Αγγελάκι.
[29]
Διηγήματα
Το τριζόνι
Ουφ! να βρισκόταν έν’ αντιφάρμακο για το βαρεμό της ζωής! Αλλά πού; Να ξυ-
πνάς κάθε πρωί μες στο ίδιο το κρεβάτι, κι οι τοίχοι να ’χουν το ίδιο χρώμα, κι η πόρ-
τα καρφωμένη στην ίδια θέση, κι ο ίδιος ο ουρανός μέσ’ απ’ τα παραθυρόφυλλα, ρί-
χνοντας μέσα τις ίδιες σκιές –ω! το μεγαλότατο μαρτύριο για κείνον που είναι γεννη-
μένος με μιαν άσβηστην αποθυμιάν ομορφάδας.
Αυτά συλλογιότανε ο καλός μας φίλος Κ…, βουλιαγμένος στη βαθιά πολτρόνα
του εργαστηρίου του και βγάνοντας άσπρες τούφες καπνού απ’ το στόμα –σα να
χασμουριόταν.
Και τι δεν έκανε να καλοπιάσει τη δύστροπη κι άμετρην πλήξη του: κρασί, χαρτιά,
γυναίκες, άλογα και ταξίδια, όλα μπήκανε σ’ ενέργεια και τα μπούχτισε –σαν πεινα-
σμένος. Ύστερα ένα πρωί τα ’στειλε όλα στο διάβολο, κι έμεινε πάλι κούφιος κι ολο-
μόναχος, μες στην κάμαρή του. μως, μια νύχτα, οι σκέψες του αναποδογυρίστηκαν.
Και τώρα ξαναπερνάει μες στο μυαλό του όλα τα πράματα που μπορούσε να τα
χαρεί, κι όμως δεν το ’κανε από μια κουτήν ιδέα ντροπής, είτε από έναν δισταγμόν
ακατανόητον, που του φαρμάκωνε ακατάπαυτα τη ζωή κι όμως δε μπορούσε να τονε
δρασκελίσει. Θυμάται τα περασμένα, σα νά ητανε χθες, και μιαν αηδία για τον ίδιον
εαυτό του γεννιέται μέσα του.
Είναι καμπόσα πράματα στη ζωή ολονών, που περάσανε γοργά κι απαρατήρητα, κι
ύστερ’ από πολλά χρόνια, ξάφνου, εκεί που καθόμαστε, βγαίνουν απ’ την αλησμονιά,
ντυμένα μιαν εξαιρετική σημασία και γιομίζουν την ψυχή μας νοσταλγίες, και δά-
κρυα τα μάτια μας.
Έτσι κι αυτός, μιαν ημέρα, χωρίς καμιάν ιδέα για τίποτα, καθώς αράδιαζε και τα-
χτοποιούσεν όλες τις μικροθύμησες, σαν ξεθυμασμένα μπουκαλάκια με χαμένες μυ-
ρουδιές απάνου στον κομμό, ανακάλυψε πως η ζωή του δεν ήταν δα και τόσο τιποτέ-
νια όσο μπορούσε ναν το πιστέψει, πως σχεδόν θα ήταν ωραία, και μάλιστα πως θα
ήτανε πέρα ως πέρα ωραία, αν έφερνε κανένας σύγκριση της τωρινής και της παλιάς.
Μισότριβος, ανύπανδρος, παραριγμένος στο κατώφλι της ανδρικής ηλικίας, όντας
σιμότερα στα γεράματα, παρά στα νιάτα, και –το φρικτότερο– πλούσιος και μπου-
χτισμένος από γλέντια, κυμαίνεται σε μια λυπητερή πνοή που τονε ξαναφέρνει στα
πίσω και θέλει να μπορούσε να ήταν πάλι εκείνος και να ξαναζούσε άλλη μια φορά,
ξαναβρίσκοντας τους ίδιους σταθμούς και τις ίδιες περιπέτειες, σα σε ταξίδι μετακα-
νωμένο, και να πιει όλα τα ποτήρια οπού δεν τ’ άδειασε ως τον πάτο, και να πλατύνει
τη ζωή μες στα όρια της και τα δυο του χέρια να βουτήξει μες στον ακένωτο θησαυ-
ρό.
Κι απ’ όλες τις θύμησες –ω! μια, η πιο βαθιά και μακρινή, κι όμως πόσο ωραία!
Ήταν παιδάκι και πήγαινε σχολειό˙ θυμάται ακόμα πόσα σκαλοπάτια και πόσα
παραθύρια είχε η τάξη και κατά πού ήταν γυρισμένο το κάθε παραθύρι.
Αντίκρυ απ’ το σχολειό, σ’ ένα δρομάκι ανήλιο και σκιερό, που λες πως ο ήλιος
δεν το καταδεχότανε, και το φώτιζεν, έτσι, από ελεημοσύνη, ήταν ένα μοδιστράδικο
«γυναικείων καπέλων», παραχωσμένο.
[30]
Διηγήματα
Τα παραθύρια του ήτανε στραμμένα κατά το σχολειό και τα παιδιά στα διαλείμμα-
τα δεν κατεβαίναν απ’ την τάξη, μόνο καθόντουσαν και παρακολουθούσαν τα μοδι-
στράκια, σκυμμένα στη δουλειά τους, κ απορροφημένα απ’ τη συλλογή, πότε θα νυ-
χτώσει, να πάρουνε το μεροδούλι, και να παν να ζεσταθούνε στα φτωχόσπιτά τους.
Εκείνο το χρόνο η βαρυχειμωνιά είχε κάνει θραύση˙ ένας αχνός σα βέλο σκέπαζε
τα τζάμια και καπνοί βγαίναν απ’ τα ρουθούνια των αλόγων˙ οι αμαξάδες, διπλοτυ-
λιγμένοι σε μανδύες, τουρτούριζαν και χτυπούσανε τα πόδια στο πεζοδρόμιο.
Το χιόνι έπεφτε μπαμπάκι κι έστρωνε το δρόμο. Ο ουρανός, γκρινιάρης, σα γέρος
αρθριτικός, έκρυφτε πίσω από πηχτά σύννεφα, έναν ήλιον αρρωστιάρικο και κοκα-
λιάρη. Χτικιασμένον ήλιο, που βαριόταν να ξυπνήσει, κι είχε όλο και χαμηλωμένα τα
ματόφυλλα.
Οι δασκάλοι –για χαρά των παιδιών– βρίσκανε πρόφαση καθημερινή και δεν ερχό-
ντανε˙ έτσι, τα παιδιά αλώνιζαν μες στην τάξη απ’ το πρωί ως το βράδυ και παίζανε
χιονιές απ’ τα μπαλκόνια με τις μοδιστρούλες και με τα δουλάκια των γειτονικών
σπιτιών.
Γενάρης ήτανε –μέσα Γενάρη καν αρχή του λεβάρη… Ζωηρό παιδί, όπως πάντα,
κι όμως δειλό στο βάθος για τα τιποτένια πράματα, όσο θαρραλέο στα μεγάλα και
στα σοβαρά, ήταν ο πιο άταχτος κι ο πιο συνεσταλμένος, δίνοντας απορία πώς τόση
παλαβομάρα μπορούσε και κρυβότανε πίσω από τόσην ατολμία.
Απ’ τους μεγάλους μάλιστα τραβούσε το διάβολό του –γιατί τον έβαναν στα αίμα-
τα για το κάθε τι, κι ύστερα τον άφηναν ολομόναχον, εκτεθειμένο κι ανυπεράσπιστο,
μ’ όλη την ευθύνη στη ράχη του, σαν τον τρελό που βγάνει το φίδι της παροιμίας.
Μια μέρα –το χιόνι είχε ανεβεί μισό μέτρο– το σχολειό πανηγύριζε˙ ο χιονοπόλε-
μος έφτανε σε ύψη λυρισμού˙ λαχανιασμένα τα παιδόπουλα χούφτωναν τ’ άσπρο
χιόνι, το ’πλαθαν μες στα χέρια και το σφενδόνιζαν σε μούτρα και σε πλάτες, και χα-
χάνιζαν, κι όλος ο τόπος ανάδινε μια βουή πολέμου.
Οι μοδιστρούλες οι καημένες δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουνε˙ δυο μπάλες σπάσα-
νε τα τζάμια του μοδιστράδικου και το χιόνι έμπαινε μέσα.
διευθύντρια τις φώναξε και τις μάλωσε. «Δε ντρεπόσαστε να κάνετ’ έτσι και να
δίνετε το θάρρος σ’ αυτά τα βρωμόπαιδα; Έχομε τόσες παραγγελίες, δε μπορούμε
εμείς να χάνουμε καιρό˙ εμπρός, τη δουλειά σας, κι όσο γι’ αυτούς τους μάγκες, θαν
τους διορθώσω εγώ… Σοφούλα!»
– Ορίστε, κυρία.
– Εσύ να πας το καπέλο της κυρίας Λ. Οδός Π., αριθμός 39, το ξέρεις, εκεί που
πήγες και προχθές.
– Μα, κυρία…
– Τι; Έχουμε και τέτοια; Να κάνεις αυτό που σου λέω εγώ.
Σοφούλα με τη μπλε-σιελ ποδίτσα της, γύρισε δυο απελπισμένα μάτια στις συ-
ντρόφισσές της: εκείνες όμως ήτανε τόσο χαρούμενες που γλιτώσαν την αγγαρεία,
που δε γυρίσαν ούτε να την κοιτάξουνε.
Σοφούλα χαμήλωσε τα μάτια, πήρε τα βρεμένα της και τράβηξε˙ ο πόλεμος ή-
τανε τώρα στη βράση του˙ ένα δυο φορές έκανε να γυρίσει πίσω, μα η φιλοτιμία την
κράτησε.
[31]
Διηγήματα
Ήτανε μικρούλα, χλωμή, με δυο μεγάλα μάτια σκούρα, σαν πηγάδια: στο μαγαζί
τη φωνάζανε «το Τριζόνι».
Καθώς πρόβαλε στην πόρτα, δειλά, και ρίχνοντας ματιές σκιαγμένου πουλιού εδώ
κι εκεί, όλα τα μάτια τεντωθήκαν κι αλλάξανε κρυφοματιές.
– Ρε παιδιά, το Τριζόνι.
Πώς τη θυμάται, τώρα, στη δύση της ζωής του, τη μικρούλα, να βγαίνει απ’ την
πόρτα με την άσπρη καπελιέρα στο χέρι, και να περνάει δισταχτικά απ’ το μέρος του
σχολειού, με μάτια πιο μεγάλα και άλαλα, σα να φοβόντανε ακόμα και τη σιωπή.
Κι αληθινά μια σιωπή βασίλεψε στην αρχή. Το Τριζόνι θάρρεψε κι έκανε καμπόσα
βήματα.
Άξαφνα, πατατράκ! πρώτη χιονιά… Την πέτυχε στα πόδια˙ το Τριζόνι γλίστρη-
σε, πήγε να πέσει, αρπάχτηκε από ’να δέντρο, κοκκίνισε ως τ’ αυτιά.
– Ω! Τριζόνι, ωωωωω!...
Δεύτερη, τρίτη, τώρα πέφτανε βροχή. Θε μου! Τ’ ήταν εκείνο; Σκοτισμένο, μη ξέ-
ροντας κατά πού να στραφεί, σκεπάζοντας με μάταια χέρια την άσπρη καπελιέρα, και
ρίχνοντας κατά πάνου ματιές γιομάτες ικεσία, το ’βανε στα πόδια, κυνηγημένο απ’ τις
άσπρες χιονιές που πέταγαν σαν περιστέρια και πέφταν σα γροθιές˙ έτσι έφτασε ως τη
γωνιά˙ εκεί παραπάτησε κι έπεσε χάμου.
Χτύπησε το κεφάλι σ’ ένα σιδερένιο κάγκελο, κι έμεινε ξερή μες στα χιόνια.
Ύστερα –θυμάται τον κόσμο που μαζώχτηκε γύρω, και τον τρόμον ολονών…
Την πήγαν σ’ ένα φαρμακείο να της δέσουν το κεφάλι. Και καθώς την πάγαιναν έ-
τσι, κουβαλώντας, με σουρωμένα κι άψυχα ματάκια έμοιαζε σαν αγγελάκι του Σά-
ντρο Μποτιτσέλι πεθαμένο. Το θυμάται –γιατί έτρεξε από πίσω μαζί με τ’ άλλα τα
παιδιά, σκυφτός, σα ναν του αναλογούσε κι αυτουνού ένα μερτικό απ’ το κρίμα.
Ο γιατρός που ’τυχεν εκείνη την ώρα, ζάρωσε τα μούτρα του σαν το είδε έτσι
φτωχοκόριτσο και κακοντυμένο. Δε μπορέσαν με κανέναν τρόπο ναν το ξελιγοθυμή-
σουνε, και να σταματήσουν την αιμορραγία…
Την ίδια νύχτα το Τριζόνι πέθανε.
Κι όμως θα μπορούσε ναν την αγαπήσει την Παιδούλα –ω! ναι, θα το μπορούσε–
και τώρ’ ακόμα, ύστερ’ από μια ζωή τρανταχτή και πολυκύμαντη, το ξέρει πως θα το
μπορούσε.
Είχε μια τρυφεράδα μέσα του, οπού δεν την έβγανε ποτές και για κανέναν –οπού
έμεινε παρθένα κι άγγιχτη μέσα του, σα χιόνι σ’ απάτητες βουνοκορφές˙ κι ήταν αυτή
ο παιδεμός του, γιατί του σφαλνούσε το δρόμο στην καθεμιάν απόλειψη, και του θύ-
μιζε το τι θα εδυνότουν να χαρεί, κρυφαλλάζοντάς την μ’ άλλην όμοια τρυφεράδα,
ερχόμενη από κάπου, από ’να πλάσμα πιότερο αρμονισμένο μαζί του, και με τις ίδιες
αποθυμιές, οπού νά ητανε κουρντισμένο στο ίδιο δικό του «διαπασών».
Κι η Παιδούλα τώρα αναδίνοντας από τα περασμένα και σκιαγραφούμενα στο νο-
σταλγικό φόντο των μερών οπού δε θα ματαφανούνε πια, δανειζόταν μιαν ομορφάδα
ασύγκριτη, σαν το προνομιούχο και ξέχωρα εκλεκτό πλάσμα, που θαν τονε καταλά-
βαινε ως τα μύχια της ψυχής του και τα λόγια του όλα θαν τα ’ξερε πριν να ειπωθού-
νε από τα χείλια του.
[32]
Διηγήματα
Ω! ναι, θα μπορούσε ναν την αγαπήσει την Παιδούλα, έτσι φτωχιά και κακοντυμέ-
νη, με τη μπλε-σιελ ποδίτσα της, και με τα χειλάκια της τα λαξεμένα, σα σε αρχαίον
άγαλμα εφηβικό.
Και το «Γιατί;» –το αιώνιο γιατί που αποτείνουμε στη Μοίρα, σάμπως να είχε αυ-
τιά ν’ ακούσει και στόμα για ν’ αποκριθεί η Μοίρα –θέριευε μέσα του και γινόταν
κατάρα. Του φαινόταν πως αν μπορούσε να ματαβρεί την Παιδούλα, δε θαν του μα-
τάφευγε απ’ τα χέρια πια, κι η ζωή θα ’παιρνε χρώμα και ουσία, και θα ’λυνε το γόρ-
διο κόμπο της ευτυχίας με τη σπαθιά της αγάπης.
Γυναίκες, κρασί, χαρτιά –ε! όλ’ αυτά ήταν τίποτα, μπροστά στη θρησκεία της
Παιδούλας.
Ο Πλούτος –κολοκύθια: γίνεται ζητιάνος άμα φτάσει η Πλήξη! Μπορούσε να ’χει
την καθεμιά κοπέλα, με την ίδιαν ευκολία που μπορούσε να ’χει και το κάθε μπιφτέκι
από το κάθε ξενοδοχείο˙ όμως δεν ήταν αυτό που γύρευε –ω! δεν ήταν αυτό!
Παιδούλα.
Εκείνη μοναχή, εκείνη˙ τι λογάκια θαν της έλεγε –λογάκια αδικοξοδεμένα σε σπί-
τια, σε σπίτια που μπαίνεις χωρίς όνομα και βγαίνεις χωρίς αγάπη…
Στην αρχή είπε να σκορπίσει τον παρά του, κι ύστερα, φτωχός κι ασήμαντος να
γυρέψει παρηγοριά μες στη δουλειά. Να σκάψει, να βγάνει το ψωμί με τον ιδρώτα
του προσώπου του να δουλέψει σα σκυλί μέσα σ’ ένα χωράφι, για ν’ αγαπήσει το
ψωμί και τον ύπνο.
[33]
Διηγήματα
Και πέφτει απάνου στον καναπέ και κλαίει, και λέει πως είν’ η ψυχούλα της Παι-
δούλας, κι η αυγή τονε βρίσκει βουτημένο στα κλάματα, σα μωρό παιδί, ανήμπορο να
σκοτωθεί κι υποταγμένο στη Μοίρα…
Περιττό βέβαια είναι να ειπούμε, πως ο φίλος μας δεν πέθανε: καμιά φορά ανοίγει
το συρτάρι και καθαρίζει το πιστόλι του που πάει να σκουριάσει –αυτό είν’ όλο.
Και καμιά φορά πάλε –κακόμοιρο Τριζόνι– εκεί που είν’ όλοι συναγμένοι και γλε-
ντάνε στη σάλα του σπιτιού, εκείνος βγαίνει κρυφά και πάει στο μπαλκόνι, κι ακούει
με προσοχή μες στη γαλήνη του χινόπωρου, και κάθε που γυρίζει πίσω στη σάλα
–είναι σκυφτός, σα να γέρασε κατά δέκα χρόνια.
[34]
Διηγήματα
Χινοπωρινό κουβεντολόι
Μες στο σαλόνι, σαν πέφτει ο ήλιος, οι Δυο τους –Αυτός και Κείνη.
Αυτός –ψηλός, λιγνός, πενηνταδυό χρονών, μ’ αριά σταχτιά μαλλιά, κι αποσταμέ-
να μάτια˙ κάθε που αλλάζει τη θέση των ματιών, και τα ματόφυλλα πέφτουν βαριά,
σαν να κοιτάει τη ζωή με μακρινά διαλείμματα.
Εκείνη –μαραμένη, με σοβαρή τουαλέτα, και βαθιά λείψανα ομορφιάς παλιάς, λι-
γόλογη, σαν φοβισμένη. Ένα φέρσιμο, σαν γερασμένο. αίνεται μάνα –μπορεί και
κάν’ αγγόνι.
Το ρολόι χτυπάει, και βαραίνουν οι σκιές. Το χλωμό τετράγωνο του παραθυριού
μοναχά φέγγει˙ παχιά σύγνεφα κρύφτουν τον ήλιο.
Έλεγε Αυτός:
– Βαρύς καιρός. Ο χειμώνας θά ’ρθει γλήγορα. Χτες τη νύχτα οι πάγκοι του πάρ-
κου ήτανε μουσκεμένοι από την υγρασία. Βγήκα να κάνω ένα γύρο, και γύρισα νω-
ρίς. Δε μπορούσα να σταθώ. Οι γιατροί μού λεν να φυλάγουμαι. Κι εγώ, που ήταν η
χαρά μου το ύπαιθρο κι ο ανοιχτός αέρας, να κλείνουμαι στο σπίτι! Γεράματα! Κι οι
πόνοι, οι πόνοι μες στα κόκαλα, κάθε που φτάνει το χινόπωρο! Συλλογιούμαι το χει-
μώνα και με πιάνει λαχτάρα. Κακός ο χειμώνας –και δε λυπάται.
– Αλήθεια…
– Μοναχά το καλοκαίρι κι οι ζέστες. Μετράω τις μέρες, σα φυλακισμένος. Εσείς
όμως αγαπάτε το χειμώνα και τα χειμωνιάτικα ανταμώματα γύρω απ’ τη σόμπα.
– χι. Με πιάνει η πλήξη…
– Ω! ναι, πλήξη, η πλήξη – αυτό είναι… Πώς να περάσουν οι ώρες; Οι νύχτες
μακριές –σαν ουρές σουρνάμενες. Κι ύστερα οι σκοτούρες της ζωής, γύρω απ’ το
κρεβάτι, σα να φθονούν τον ύπνο.
– Αλήθεια…
– Κάθε νύχτα, τη στιγμή που όλο το είναι γυρεύει ένα λιμάνι, να ξαστοχήσει τον
εαυτό του, οι σκοτούρες της ζωής και το ταχτικό μαρτύριο… Γιατί κείνο και γιατί
τούτο. Τριβέλια. σα περάσαμε, όλα γραμμή: γιατί να χάσουμε το τρένο, τότες, και
πώς να μας ξεφύγει το δείνα, και γιατί να μην προλάβουμε το τάδε, κι αν πηγαίναμεν
εκεί τάχα δεν θα ήμαστε και πιο ευτυχισμένοι… Κι ύστερα οι πίκρες για τα όσα δε
μπορούμε ναν τα βρούμε πια –και για τα όσα αφήσαμε να φύγουνε απ’ τα χέρια μας,
σαν πουλιά απ’ τις ανοιχτές παλάμες… Ε! το καλοκαίρι είν’ άλλο πράμα: γελιέσαι
πως είν’ ακόμα ζωή. αναράκια ενετικά στα δέντρα. Οι μουσικές. Θυμάσαι τα παλιά
–μα γλυκά, ήσυχα. Μπορείς να κλάψεις.
– Πόσο καλά μιλάτε…
– Καλά μιλάω, ναι – γιατί τα νιώθω, με ’γγίζουν. Εγώ, τι έκανα τόσα χρόνια; Πέ-
στε μου, τι έκανα; Μια τρύπα στο νερό. Μήτε παιδιά ν’ αναθρέψω, μηδέ τίποτα. Ε-
λεύθερος – μα κούφιος. Τίποτα μέσα μου. Άδειο καρύδι. Τα μαλλιά μου ασπρίσανε
και τότες μοναχά κατάλαβα πως ήταν μαύρα, λέει, τα μαλλιά μου. Έμαθα πως ήμουν
νέος
[35]
Διηγήματα
–γιατί γέρασα… Κι ύστερα, τι; Και τι βγήκε απ’ το διάβασμα, κι απ’ τη σπουδή, κι
απ’ το βάρεμα του κεφαλιού –τι βγήκε; Αέρας κοπανιστός. Μαθαίνουμε να μη λέμε˙
μαθαίνουμε να λέμε˙ μαθαίνουμε τη θλίψη.
– Νύχτωσε πολύ˙ δε σας βλέπω.
– Κι ούτε με είδατε ποτέ σας. Δε με ξέρατε ποτέ σας. Κανένας δε μ’ έμαθε. Είχα
κλεισθεί μες στον εαυτό μου. Διπλώθηκα στα τέσσερα, να μη με ιδεί κανένας. Έτσι
το ήθελα. Στη σκιά. Να μου μιλάν και να μη με ξέρουν. Κι εσείς, εσείς, περάσατε απ’
το πλάι μου, είπαμε και καλημέρα. Δε με είδατε. Ήμουνα κάποιος –όχι εγώ. Δεν ή-
μουνα εγώ. Δεν υπήρξα, δεν έζησα. ΕΓΩ –δεν έχω ζήσει! Είμαι παραμύθι, καπνός.
ζωή μου – την αρνιέμαι˙ ξένη είναι – όχι εμένα. Τη διάβασα σ’ ένα βιβλίο: κουτή,
κακογραμμένη… Τη γράψαν βιαστικά, χωρίς να ξέρουνε τ’ αλφάβητο. Ανορθογραφί-
ες, ασυνταξίες. Κι όμως ήτανε αριστούργημα η ζωή μου! Με ρυθμό και με νόημα.
Μελωδία. Μα όσοι θα μπορούσαν να την ακούσουν, είχαν τ’ αυτιά κλειστά.
– Για ποιον τα λέτε αυτά;…
– Δεν ξέρω, μιλάω. Απόψε πρωτομιλάω. Δεν έχω μιλήσει ποτέ μου, ως τα τώρα,
δεν ξέρω τον ήχο της φωνής μου. Πρώτη φορά τον ακούω – και με γιομίζει τρόμο.
Πού ήμουνα; Πού με είχαν βουλιαγμένο; Μου είχαν δεμένη τη λαλιά μες στα στήθια.
Μου είχαν βουλώσει το στόμα – οι άτιμοι.
μως, αλήθεια – τι σκοτάδι! Μου φαίνεστε σα μακριά. Μόνος είμαι;
– Κι άλλος ένας…
– Α! εδώ ήσαστε! Κι έλεγα πως φύγατε… Θέλω να μιλήσω, δε σας κάνω κόπο; Θα
βαρεθήκατε ίσως να μ’ ακούτε. Τόσην ώρα…
–Μιλήστε…
– Αφού το θέλετε. Τι έλεγα; Κάπου είχα σταματήσει… Α! ναι, η ζωή μου… Σας
έλεγα για τη ζωή μου. Κρυφή ήταν, σαν παραχωσμένη. Θησαυρός. Περνούσαν από
πάνου και δεν ήξεραν. Κι όμως θα μπορούσαν. Καρτερούσα. Θα βρεθεί ένα Κάποιος.
Τίποτα. Και κάθε νύχτα πάλι έλεγα: «θα βρεθεί ένας Κάποιος». Και περνούσαν τα
χρόνια. Το ’να απάνου στ’ άλλο. Κι όλο προσδοκία, κι όλο παλμός. Λαχταρούσα.
Σήμερα, όχι˙ αύριο –κι όλο αύριο. Κι έτσι με τ’ αύριο και με τ’ αύριο, περνούσε ο
καιρός. Το ρολόι τη δουλειά του. Κι εγώ τυφλός απ’ τις ελπίδες. Ως την τελευταία
νύχτα. Έλεγα: «Δε γίνεται. Θα βρεθεί ένας Κάποιος, θα βρεθεί ένας Κάποιος».
Το πρωί –γέρασα…
– Ανδρέα…
– Ναι, γέρασα, ήμουνα γέρος. Μου το ’κραξε ο κατρέφτης. Με τι κακία, με τι
φθόνο… Έμπηξε τη φωνή και μου φώναξε πως είμαι γέρος. Γιόμισε το σπίτι απ’ τις
φωνές. Κι εμένα τότες με πρωτόπιασε παράπονο. Λυγίσαν τα γόνατά μου κι αναλύ-
θηκα στα κλάματα. Σας το λέω –με σύντριψεν η απελπισία. Έκλαια σαν τι. Κι είπα
πως τέλειωσαν όλα –και πια δεν είναι τίποτα. Και πυργώθηκαν τα Περασμένα και με
κοίταζαν στα μάτια. Κι έλεγαν: «Είμαστε τα Νιάτα, η Δύναμη, η Χαρά˙ μπορούμε το
κάθε τι. Μήτε χρυσάφι, μήτε ασήμι. Ντροπή στον που δε μας απόλαψε…». Κι η ω-
νή με κυνηγούσε, κι όλο πίστευα θα τρελαθώ. Δεν ήξερα πού να στραφώ. Γκρεμοί
τρογύρω.
Κι ήρθες Εσύ –Εσείς…– κι είπα: «ΕΔΩ. Ρίχτω άγκυρα. Δε μπορώ πια. Μ’ αλάλια-
σε η φουρτούνα. Θα φανερωθώ εγώ, μια και κανένας δε με είδε. Θ’ ανοιχτώ εγώ, και
[36]
Διηγήματα
θ’ απλώσω εγώ τον εαυτό μου –σαν πραματευτής που ανοί χρυσαφικά. Θαν τη θα-
μπώσω και θαν τη γητέψω. Θα ’ρθει σε μένα, σαν πουλί στο φίδι. Και τι ωραία –πόση
χρυσή ζωή! Ποιος είπε πως τελειώσαν όλα; Μια και καλή! Θα πιω το ποτήρι…».
Κι Εσύ ’σουνα, Μαρία, το ποτήρι –το ποτήρι με το κρασί. Σε πρόσμενα σα λυ-
τρωμό. Ήσουν παιδί μπροστά σε μένα.
Μα σ’ αγάπησα, Μαρία, σ’ αγάπησα φριχτά και τελειωτικά. Έκλεισα τα μάτια –
και σ’ αγάπησα. Κι έπεσα μες στην Αγάπη σου σα βουτηχτής σε θάλασσα…
Τι να στα λέω, και τι σε νοιάζουν, μια κι είναι παραμύθι; Μα ξαλαφρώνω απ’ τον
καημό.
Ω! πώς σ’ αγάπησα! Δεν είχα μεταγαπήσει… Ανοίχτηκε μονομιάς η ψυχή μου –
ποτάμι που δεν το βαστά η όχθη. Και τι γλυκάδες ονειρεύτηκα, σιμά στο παραθύρι,
κοιτώντας να πέφτουν ένα ένα τα φύλλα του χινόπωρου! στέρνα ήταν γιομάτη νε-
ρό, κι ο κήπος ανάδινε μοσκοβολιές˙ το σούρουπο έγερνε σα λαβωμένο απάνου στα
δέντρα –κι εγώ σ’ ονειρευόμουνα, Μαρία. Την αγάπη σου ποθούσα, μα θλιμμένη,
χλωμή, σα φυλλορρόημα…
Κι απολάβαινα το κρυφό μαρτύριο του να μη μπορώ να σου το ειπώ, σαν μιαν ά-
φραστη ηδονή. Κι έλεγα: «Αν ήξερε»˙ και πάλι έλεγα: «Δε θαν το μάθει» –και τυραν-
νιόμουνα, κι έπλεα σε μιαν αμφιβολία γλυκιά κι ασύγκριτη.
Κι ύστερα το κύμα ερχότανε ως τα χείλη κι έτρεχα ίσα σπίτι σου, αποφασισμένος
ναν τα μάθεις –και κάθε που περνούσα το κατώφλι του σαλονιού σου, μια ταφόπετρα
έκλεινε μέσα μου και δε μπορούσα ναν τη σείσω.
Έτσι περάσανε χρόνια πολλά –πόσα δε θυμάμαι.
Μιαν αυγή –τ’ αποφάσισα˙ είπα: «Έχει παιδιά, είναι πανδρεμένη, θ’ αφήσει και
παιδιά κι άνδρα και θα ’ρθει με μένα. Τιτανικιά είν’ η Αγάπη μου, θαν τα νικήσει
όλα».
Ντύθηκα όσο μπορούσα πιο καλά, κι έδεσα τη γραβάτα μου με πόση τέχνη˙ μια
παιδιακίσα κοκεταρία μού γεννήθη και με κυβερνούσε. Κι η φωνή του κατρέφτη –δεν
την άκουσα.
Κι ήρθα σπίτι σου –υπνοβάτης. Με μεθούσεν ο αέρας. Ήταν η ώρα, που ο άνδρας
σου ήταν όξω –το ήξερα θετικά.
Χτυπάω την πόρτα.
« κυρία;»
«Λείπει. Πάει στα μαγαζιά».
Κεραυνός. Μια φορά κι εγώ πήρα τη Μεγάλη Απόφαση, ο Ουρανός γελούσε, ο
Ήλιος, ήμουνα γιομάτος Καρδιά –κι η κυρία λείπει.
Πότε πια θα ματατύχει η ίδια ευκαιρία, ο ίδιος ουρανός, ο ίδιος ήλιος; Γύρισα πί-
σω. Θα με λυπόσουν, να μ’ έβλεπες.
Και δε στο είπα. Δε στο είπα ποτές. Δε στο είπα.
Το κλείδωσα μέσα μου –το κατάπια και δεν το ’βγανα απ’ το στόμα μου.
Και τώρα που όλα είναι στάχτη, κι όλα είναι συντρίμμια, κι είναι σκοτάδι, στο λέ-
ω, Μαρία, πριν να πεθάνω…
Σ’ Αγάπησα Βαθιά, Πικρά, Μοναδικά. Σε στόλισα μ’ ό,τι δεν είχες –συχώρα μου
το λόγο τον κακό– και σε είχα θεό μου. Έλεγα: «Θα μαντέψει. Τέτοια λαχτάρα μέσα
μου και τίποτα η όψη να μη δείχτει; Από ’να κούνημα του χεριού μου, από ’να λύγι-
[37]
Διηγήματα
σμα του κορμιού μου, από ’να τι, από μια σκιά μες στο μάτι μου, θαν το μαντέψει».
Μα εσύ –τίποτα. Μήτε υποψία. Σαν Καθεμιά για τον Καθένα…
Κι ο καιρός περνούσε˙ το ρολόι –τη δουλειά του. Κι είμαστε πάντα οι ίδιοι, καλή
εσύ κι ανίδεη, βασανισμένος εγώ. Και κάθε μέρα τώρα μας σημάδευε, κι ένα κεντρί
περνούσε την ψυχή μου.
… Και σαν περάσαν πολλά χρόνια, κατέβηκε μέσα μου μιαν ησυχία: είχα συνηθι-
σμένη τη θλίψη μου˙ ήτανε σαν παλιά συντρόφισσα. γαλήνη με ματακέρδιζε. Κι
ήρθε η μέρα που είπα: «την αγαπάω;». Κι ήτανε τώρα μια τρυφεράδα μέσα μου, σάμ-
πως ανάρρωση από μεγάλη αρρώστια. λα γαλήνεψαν –σα να πέρασεν η μπόρα. Έ-
γινα πάλι ο ήμερος κι ο καρτερικός. Καμιάν απαίτηση, μήτε προσδοκία…
Κι ο κατρέφτης σα να βράχνιασε και κείνος, χαμήλωσε τη φωνή, και μου είπε σι-
γανά το πως είμαι γέρος.
Τα είπα όλα. Αυτά είναι. Τίποτα δε μένει.
Παραμύθι…
[38]
Διηγήματα
Ο Εσταυρωμένος ανασηκώθη από το κόνισμά Του και κατέβη ολόρθος. Του λέει:
«Ακολούθησέ με…».
Κι ο άλλος, πεσμένος χάμου, σαν κάτου από το βάρος φριχτής συντριβής, σύρθηκε
στα γόνατα κι ακολούθησε τον Εσταυρωμένον, ως το ιερόν, ώσαμε τα πόδια της Αγί-
ας Τράπεζας.
Ένα σκοτάδι πηχτό κρεμότουν απ’ τον ψηλό σκοταδιασμένο θόλο –σαν φοβέρα.
Οι κολόνες φωτίζανε χλωμές μες στα θάμπη, κι οι κορφές τους χανόντανε μες στην
απάνου σκοτεινιά. Και μοναχά οι χρωματιστές καντήλες φέγγανε σαν πολλά άστρα,
σκόρπιες μες στο χάος του ναού. Και τα πρόσωπα των Αγίων, πράα ή τρομερά, μέσ’
απ’ τον ασημένιο φωτοστέφανο, χαμογελούσανε ή σούρωναν τα φρύδια στο ανόσιο
πέρασμά του… Μα εκείνος τίποτα δεν είδε, μοναχά ένα δέος ήτανε μέσα του, και τα
δόντια του χτυπούσανε σαν σε μεγάλον πυρετό.
Και σαν εφτάσανε στην Αγία Τράπεζα, ο Εσταυρωμένος τού ’γνεψε να σηκωθεί,
και τα μάτια Του ήτανε γιομάτα δάκρυα…
«Έτσι λοιπόν; Ήρθες να με κλέψεις. Εμένα, που πέθανα για να σου πλύνω το κρί-
μα και να λυτρώσω το κορμί σου απ’ τη βαριά κατάρα; Εμένα, που γιομάτος καλοσύ-
νη κι Αγάπη, πέθανα για την Αγάπη τη δικιά σου; Κι απ’ την Αγάπη τη δικιά μου;…
Εμένα, που κατάπια τα δάκρυά Μου για να μην ξέρουνε τον πόνο μου, κι ήπια το
ξίδι, περασμένος με τα πέντε τα καρφιά; Γιατί ναν το κάνεις αυτό, εσύ, που ήσουνα η
μοναχή χαρά κι η περηφάνια Μου; Γιατί ναν το κάνεις – και να με πικράνεις…»
Κι ο άλλος, όσο πήγαινε και γινόταν πιο μικρός, κάτου απ’ τα Θεία Λόγια, σαν
σκουλήκι που μαζώνεται… Και τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι από τα μάτια του Εσταυ-
ρωμένου.
«Γιατί ναν το κάνεις αυτό; Τι κακό σού είχα κανωμένο Εγώ;…»
Και σίμωσε κοντύτερά του, και τα μαλλιά τού χάιδεψε, μα ο άλλος φοβήθη πως θα
τονε χτυπήσει και σωριάσθη χάμου, με τα χείλια στο μάρμαρο, κι όλο βαθιοί λυγμοί
ταράζουν το κορμί του.
«Σήκω απάνου και μη φοβάσαι! Είμ’ ο Θεός σου και σου μιλάω… Θέλω να σε ιδώ
στα μάτια, να μάθω την καρδιά σου. Σήκω απάνου. Μη φοβάσαι…»
[39]
Διηγήματα
Και μειλίχιος, πράος, μητρικά πέρασε το χέρι Του μέσ’ απ’ τα μαλλιά του σωρια-
σμένου χάμω, και το κεφάλι του ανασήκωσε και κάρφωσε την ημεράδα των ματιών
Του στην τρεμούλα των ματιών του.
Και θέλησε να τονε καλοπιάσει, και τη φωνή Του έκανε σα μουσική και σα να-
νούρισμα μικρού παιδιού στην κούνια:
«Έλα, σκούπισε τα δάκρυά σου – και μίλησέ μου. Πες μου τι σ’ έσπρωξε ώστε να
δειχτείς τέτοιος, ποια οδύνη ή ποια ανάγκη… Θέλω να κοιτάξω μες στην ψυχή σου
σαν μες σε καθαρό κρυστάλλι.»
Κι ο άλλος πήρε θάρρος απ’ την ημεράδα των ματιών Του, και σκύφτοντας το
χλωμό κεφάλι, μίλησε˙ κι η φωνή του ήτανε μακρινή σαν ερχόμενη από τα βύθη των
αιώνων απ’ όλα τα κρίματα κι απ’ όλες τις αμαρτίες που εγίνηκαν μες στα βύθη των
αιώνων…
Και τα κλάματα κυλούσανε βροχή στα μαραμένα μάγουλα:
«Αποκρίνουμαι στο Θεό μου και του λέω την αλήθεια, και τη ψυχή μου γυμνή Του
δείχνω να με κρίνει…
»Αγάπησα!
»Έλεγα πως ήταν ο άγγελός μου, η ανέλπιστή μου σωτηρία, το φως το αληθινό
μου. Της έδωσα όλα που είχεν η καρδιά μου, το αίμα μου και την αθωότη μου, και τη
λευκότη του ονείρου μου. Και τηνε προσκύνησα μες στο χώμα εγώ, και Θεά τηνε
λάτρεψα, και το φιλί της ύψωσα μες στ’ άγια των αγίων.
»Έδειρα τη μάνα μου, ερήμωσα το σπιτικό μου, τον αδερφό μου αποστράφηκα για
δαύτη˙ και το μικρούλι τ’ αδερφάκι μου, που τ’ αγαπούσα τόσο, τ’ αποπήρα έτσι, που
θολώσαν τα ματάκια του απ’ τα δάκρυα… Πούλησα τα κτήματά μου για ένα κομμάτι
ψωμί˙ την περιουσία των αδελφών μου στα χαρτιά την έπαιξα όλη, και την έχασα, και
τους άφησα στους πέντε δρόμους, να ζητιανέψουν τη ζωή τους…
»Κι ύστερα μ’ έσυρε από πίσω της, σαν απ’ το σκοινί, αφέντρα, κυρά μου, αυτο-
κρατόρισσα! Μου ποδοκύλησε τα σπλάχνα ωσότου να μου ειπεί ένα «σ’ αγαπώ», και
σαν το είπε – ο ουρανός μπόρειε να με φθονήσει…
»Σίδερα στα χέρια μου είχε βάνει – και φιμώσει είχε τα χείλη μου. Ήτανε κυρά της
πνοής μου – και μ’ έσερνε μες στα σοκάκια.
»Μου λέει:
‘‘Θέλω να σφάξεις τ’ αρνί του γείτονα.’’
»Κι εγώ πήγα κρυφά κι έσφαξα το μοναχό τ’ αρνί του φτωχού του γείτονα…
»Μου λέει:
‘‘Θέλω να μου φέρνεις κάθε πρωί ένα μάτσο τριαντάφυλλα.’’
»Κι εγώ πήγα κι έκλεψα ένα μάτσο τριαντάφυλλα απ’ το πανέρι του φτωχού του
κοριτσού…
»Κι έτσι από κρίμα σε κρίμα μ’ έκανε να περάσω ένα ένα, και να κατεβώ τα σκα-
λοπάτια του Κακού: το μυαλό μου ήτανε στα χέρια της μια μηχανή ολέθρου.
»Κι ήρθεν η μέρα η φριχτή όπου μου λέει:
‘‘Θέλω ένα βραχιόλι, με τα εφτά μαργαριτάρια του Χριστού…’’
»Κι εγώ σαν την άκουσα να λέει τέτοια λόγια, έκλεισα τ’ αυτιά μου με τα δυο μου
χέρια κι άλλο δεν ήθελα ν’ ακούσω˙ κι εσηκώθηκα, κι έπεσα στα πόδια της, και την
όρκισα στην αγάπη μας τέτοιο πράμα να μη μου ζητάει εμένα. Τα πόδια της φιλούσα.
[40]
Διηγήματα
»Μα εκεινής της είχε καρφωθεί στο νου το πονηρό. Κι αφού είδε πως με τη βία
δεν κάνει τίποτα, μ’ έπιασε με το καλό!
»Μες στα χάδια της με τύλιξε, σαν όχεντρα, και μου φαρμάκωσε τα σωτικά.
»Μου ήπιε τα δάκρυα μες τα χείλια – και η ψυχή μου λύγισε στα δυο, σαν καλάμι.
»Και σαν με υπόταξε στο θέλημά της, μου υπόβαλε το πώς και το πότε.
‘‘ εκκλησία κλείνει σαν βασιλέψει ο ήλιος. Εσύ θα μπεις από νωρίς, μ’ ένα ψα-
λίδι, και θα κρυφτείς πίσω απ’ το τελευταίο στασίδι, κοντά στην Ωραία Πύλη. Ο κα-
ντηλανάφτης θα περάσει πλάι σου, μα δε θα σε ιδεί. Εσύ να βαστάς την πνοή σου.
Και σαν πέσει η νύχτα η βαθιά, και δεν ακούς όξω τίποτα, μήτε ανθρώπινη περπατη-
σά, μήτε αμάξι να διαβαίνει, θα πας ίσα στου Χριστού το κόνισμα – και με το ψαλίδι
(ακούς;) θα βγάλεις τα εφτά χοντρά μαργαριτάρια από τα μάτια του Χριστού. Κι ύ-
στερα θα φύγεις απ’ την πίσω πόρτα που η κλειδωνιά της μόλις βαστιέται στο σπρώ-
ξιμο, κι ευτύς θα πέσει, και θα 'ρθεις, κι εγώ θα σε περιμένω, άυπνη ώσαμε τη χαραυ-
γή.’’
»Αυτά μου είπε η Στρίγγλα. Αυτά μου είπε, η Σκύλα, και με πήρε στο λαιμό της…
»Και σαν βασίλεψεν ο ήλιος, κρύφτηκα μ’ ένα ψαλίδι πίσω απ’ το τελευταίο στα-
σίδι, σιμά στην Ωραία Πύλη. Κι ο καντηλανάφτης πέρασε πλάι μου και δε με είδε –
καθώς εκείνη το ’πε. Και σαν έπεσε η νύχτα η βαθιά…»
Εδώ – ένας ολολυγμός τονε σώριασε πάλε ασάλευτο στο μάρμαρο.
Μα ο Εσταυρωμένος του ’γνεψε φιλικά και τα μάτια Του γιομίσανε λαμπράδες.
Και με το χέρι το ζερβί έβγανε απ’ τα μάτια Του τα εφτά μαργαριτάρια – και με το
χέρι το δεξί τα βάσταξε στην απαλάμη.
Κι ύστερα –Αυτός μπροστά κι ο άλλος πίσω– τραβήξανε κι οι δυο μες στην εκκλη-
σιά.
Πήρε το χρυσό το δισκοπότηρο, και τ’ άμφια τα κεντημένα, και τ’ ασημένια κου-
ταλάκια της Μετάληψης.
Τον Άγιο Δίσκο, και τη Λόγχη, και το Μυροδοχείο, και το Θυμιατήρι.
Πήρε το μεγάλο ρουμπίνι απ’ τα στήθη της Παναγιάς, και τα ζαφειρένια μάτια
Της.
Πήρε τη Μίτρα, την Ποιμαντική Ράβδο και το Μανδύα.
Πήρε τα μανουάλια τα χρυσοσκαλισμένα, και τα δικηροτρίκηρα και τα εγκόλπια,
και τα χίλια τάματα που κρεμόντουσαν γύρα στους Άγιους, και γύμνωσεν όλους τους
Άγιους – κι οι Άγιοι δεν είπαν τίποτα.
Κι ό,τι χρυσαφικό, κι ό,τι πετράδι, ό,τι ασημικό, τίποτα μες στο ναό δεν άφησε. Τα
χέρια Του φέγγανε απ’ το θησαυρό.
Και πήγαιναν έτσι –Αυτός μπροστά κι ο άλλος πίσω– οι δύο σαν σκιές, και σαν έ-
φτασαν στην πίσω πόρτα, του λέει ο Εσταυρωμένος:
«Να…»
Κι επειδής ο άλλος δεν καταλάβαινε, ο Εσταυρωμένος του τα ’βανε στα χέρια, και
του λέει:
«Δικά σου…»
Κι επειδή εκείνος τον εκοίταε σαν να μην πίστευε τα μάτια του, πάλε του λέει:
«Δικά σου˙ στα δίνει ο Χριστός».
[41]
Διηγήματα
Και κείνος τα πήρε – και τότες, δίχως ναν το καταλάβει, βρέθηκε έξω απ’ το ναό,
μπροστά σ’ ένα έρμο σταυροδρόμι.
Και κάθισε χάμου σαν ονειροπαρμένος.
Κι ύστερα το ’βανε στα πόδια, σαν κλέφτης, μέσ’ απ’ τα θαμπά σοκάκια.
ΙΙ
Και το πρωί που μπήκανε στην εκκλησιά και βρήκαν το ιερό ρημαγμένο, τα κεριά
σκόρπια και συντριμμένες τις καντήλες, μαζώχτηκε ο κόσμος όλος, και σταυροκοπιό-
τουν, κι έγινε θρήνος πέρα ως πέρα, στην πολιτεία. Και σταλθήκανε παντού μηνύμα-
τα.
μως κανείς δεν εδυνότουν να ειπεί, γιατί τα μάτια του Χριστού φέγγανε τώρα,
χυμένα, πιότερο, παρά οπού ήταν μέσα τους και τα εφτά μαργαριτάρια.
[42]
Διηγήματα
Τα μαραμένα μάτια
[43]
Διηγήματα
ΙΙ
Τότε… τα είδα!
ΤΑ ΕΙΔΑ!...
Ω! ναι, ναι. Δυο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ’ απ’ τον τρίτο θάλαμο
και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς τη σκάλα…
ΤΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ…
(Κοιτάζανε μακριά, μακριά, σα ζητημένα από το πέρα συλλοϊσμένα αφαιρεμένα
και στυλωτά, καθώς όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτι-
κήν ακινησία – σαν τραβημένα από μαγνήτες! Τάχα τα σύννεφα της σκόνης –ή μην
κάποιο σπιτάκι αγαπημένο κι έρμο, σ’ ένα χωριουδάκι μακρινό, μες σε πεύκα– ή μην
ένα χεράκι κοπελιάς όπου κεντάει;…)
Βαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαριά κομμάτια, πλακώναν τη στρα-
τώνα. Τη λάμπα ανάψανε μες στο γραφείο και κουβεντιάζουνε. Ο δεκανέας της ε-
βδομάδας ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Ρωσία, η Αυστρία κι η Ιτα-
λία… (και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχα-
σμό τους κι είναι λυπημένα, λυπημένα…). Τότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως βέβαια
κι έχει δίκιο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις αφορμές και τα αίτια που κ.τ.λ.,
αναγκαστικά πρέπει να παραδεχθούμε πως τα αίτια που κ.τ.λ. Ο δεκανέας όμως τον
αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει κάποια άλλα επιχειρήματα
πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον
κατώτερό του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέι στη συνέντευξή που έδωσε
στους Τάιμς ετόνισε προπαντός ότι, πρέπει η Βουλγαρία κ.τ.λ. Στο τελευταίο αυτό
συμφωνεί και ο επιλοχίας, κουνώντας το κεφάλι του.
(Και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, ακουμπιστά στον τοίχο, και παραπονεμένα,
σα ναν τους πέθανε η ζωή, σα να φυλλοροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χινόπωρο, και
φυλλορροούνε… Λένε:
«Είμαστ’ εμείς τα Μαραμένα Μάτια˙ κι είμαστε λυπημένα λυπημένα! Νοσταλ-
γούμε: το πλιό θαμπό σπιτάκι που η μάνα μύρεται κι η αδερφούλα είναι κλαημένη, κι
ο πατέρας πού είναι τος; Κι είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σαν παιδάκια λυπημένα.
»Και φοβόμαστε, ω φοβόμαστε…».
Αυτά λέγανε τα Μάτια – τα μάτια ενός σαλπιχτή, παλικάρι μελαψό και μελαγχολι-
κό, ακουμπισμένο στην πόρτα…)
………………………………………………………………………………………
Κι η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:
«Μάρς!... Άνδρεεες… Κλίνατ’ επί δεεεξιά!... Εμπροοός!».
[44]
Διηγήματα
Το λουστράκι 1573
Μοιάζει με ποντικάκι, τολμηρά βγαλμένο ανάμεσα από λογής λογής γάτους, γά-
τους κορδωμένους και φουσκωμένους με μονόκλ από εξυπνάδα, γατίτσες του φασα-
μέν, λιγωμένες κι ανόητες, που κορτάρουν σαν λυσσασμένες ή διανοούνται κακά για
τις πλαγινές τους, γατάκια λιχούδικα και σαχλότατα που σπρώχνουν ταις καρέκλες
και κάνουν φασαρίες.
«Ο Λουστράκος, εδώ… Βερνίκι καλό…»
Ο κόσμος βουίζει σαν μελίσσι˙ εγώ καθισμένος μ’ ένα φίλο μου απολαμβάνομεν
την χαιρέκακη ευχαρίστηση του να είμαστε εμείς και όχι άλλοι.
Ο Αντρέας (Αντρέα τονε λένε, νούμερο 1573) νά σου περνάει, ρίχνει έν’ αστείο
και κοιτάει το γαλλικό βιβλίο που ξεφυλλίζουμε… Ύστερα διπλώνεται στα δυο κι
αρχινάει το λουστράρισμα των παπουτσιών, σιγανά κι αβίαστα, σιωπηλά, σαν βαριε-
στημένος, με τα χέρια αφαιρημένα. Και πάλιν κοιτάει τις ζουγραφιές του βιβλίου: το
μωρό παιδάκι είναι μέσα του και ξεχνάει το λουστράκο…
– Λοιπόν, Αντρέα, τι νέα;
Μια ταπεινή γλήγορη απόκριση, ένα σούρωμα χειλιών, έν’ ανασήκωμα των ώμων
– και δρόμο.
Και χαμογελάει στη δυστυχία του σαν να την αγαπάει στοργικά.
Τον είχαμε αλησμονήσει, βυθισμένοι από το ξεφύλλισμα του βιβλίου, –κάποιο
ρομάντσο του Μιρμπό δυνατό κι ωμό, σα γυμνό κρέας, με χτυπητές μοντέρνες εικό-
νες, ή μια σειρά ιστορίες του Γουέλς υπερφυσικές, αλλόκοτες, έξυπνες– κι η ώρα
ήταν περασμένη.
Ένα ένα γκρουπ αποχωρούσε με αναπαμένη τη συνείδηση πως ότι κατηνάλωσε ως
το τέλος όλο το μερδικό της κακογλωσσιάς και της κουταμάρας που αναλογούσε
στην σημερινή ημέρα. λοι σκορπούσαν, κι οι γαντοφορεμένοι χειραψίες ’δίναν και
’πέρναν, κι οι λουσάτες κυρίες αποτραβιόντουσαν αφήνοντας μια γραμμή μυρωδάτη
από πίσω τους, καθώς τα καράβια που κι αφού τραβήξουν πέρα σημειώνουν μ’ ένα
βαθύ αυλάκι το πέρασμά τους απάνου στα νερά.
– Γκαγσόν, ω! παγακαλώ, παγακαλώ… Θα μου επιτγέψετε! Έλα δω, γκαγσόν, τι
κάνουν αυτά; Κγάτησε, παγακαλώ… ένα μους μαγγόν, μια νουγκατίνα, μια σαγτγένζ,
ένα ούζο γκγοζέιγ…
– χι δα, πώς γίνεται αυτό;
– Ω! παγακαλώ, παγακαλώ…
(Κι από μέσα κλαίνε το δίφραγκο που πάει αμόντε, κι οι άλλοι λένε: «Δε βγήκαμε
δα και ζημιωμένοι!»)
Κι οι κοπελίτσες φεύγουν αφού ρίξουνε μια κουτή ή αυθάδικη ματιά γύρω σ’ ό-
λους, όσοι τες κορτάρουν, και μια φτονερή κακιά ματιά στην τουαλέτα της φιλενάδας
τους, που πώς δε λιώνει απ’ τα ενωμένα ζηλιάρικα πυρά ένας θεός το ξέρει! Και τα
παιδιά που ’ναι κι αυτά, παρέες παρέες να προγκήξουνε λιγάκι μες στα σοκάκια και
να χυδαιολογήσουν, ελεύτερα, αναγκασμένα καθώς ήταν τόσην ώρα να κάνουνε ψευ-
τευγένειες και ρεβερέντζες, και να φάνε το γλυκό με το κουτάλι!
[45]
Διηγήματα
λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και ’δώσαν προστα-
γή να τον κρεμάσουν και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν...
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μες στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του
και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και
κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω – κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, πα-
ρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια
εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας και
δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο – τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη, τίποτ’ άλλο, παρά
καλοσύνη!». Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως του
μαρτυρίου...
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χρι-
στού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μες στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μες στις
φωνές και μες στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην
πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον
ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας, τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί...
……………………………………………………………………………………….
Και κατόπι απ’ την Ταφή και την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι
οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύ-
ρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μι-
λούσε μ’ έναν Άγγελο.
«Γιατί το έκανες αυτό;» του λέει τότε κείνος αυστηρά.
«Δεν ξέρω» αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
«Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέ-
σεις των ανθρώπων» του ξαναείπε πάλι ο Θεός. «Αυτές οι καλοσύνες να σου λεί-
πουν...»
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
[67]
Διηγήματα
Ο μυστηριώδης φίλος
Ήταν ένα βράδυ φθινοπώρου, σχεδόν τα πρώτα βράδια του χειμώνα τα φύλλα εί-
χαν στρωθεί μες στην αυλή, τα πρώτα κρύα κόντευαν ν’ αρχίσουν. Λίγο μετά το πέ-
σιμο του ήλιου, είχε απλωθεί στο δείλι ξαφνικά, μια λεπτοτάτη τέφρα κυανή ένα
μεγάλο σύννεφο πυκνό είχε σταθεί βορειοδυτικά, προάγγελος μιας μακρινής ακόμη
καταιγίδος – ένα μεγάλο σύννεφο αμαυρό, με μια ξεχωριστή μελαγχολία κι ήτανε
σαν προαίσθημα βαρύ, και θύμιζε κάτι πολύ επίσημο, κάτι πολύ βαθύ και ανεπανόρ-
θωτο είχε σταθεί βορειοδυτικά, και είχε καλύψει ακριβώς τη δύση, σαν τα πέπλα που
ρίχνουν στους νεκρούς – σα να ’θελε να κρύψει μια αγωνία, μια τρομερή κι αλλόκοτη
αγωνία, απ’ τα θλιμμένα μάτια των ανθρώπων.
Από νωρίς ήταν κλεισμένος στο γραφείο του, και σκόπευε να εργασθεί με πάθος
βιαζόταν τώρα να τελειώσει κατιτί, ενόσω θα βαστούσε ακόμα ο οίστρος, ο έξαφνος
οίστρος που τον είχε πάρει και που αντί να λιγοστεύει τώρα, δυνάμωνε όσο έπεφτε το
βράδυ.
ησυχία ήταν απόλυτη στο σπίτι είχε δοσμένη αυστηρή διαταγή, κάθε φορά που
εργαζόταν έτσι μόνος, να βασιλεύει απόλυτη ησυχία. Κι εξάλλου, ποιος να τον ανη-
συχήσει, εφόσον ήταν πάντα σχεδόν μόνος, και δεν υπήρχε γύρω του ψυχή, εξόν απ’
την παλιά του καμαριέρα, και τον υπηρετάκο του σπιτιού.
Μια λάμπα δίπλα ήταν αναμμένη, μ’ ένα μεγάλο πράσινο αμπαζούρ, κι ας έφεγγεν
ακόμη αρκετά έριχνε το χλωμό μεγάλο κύκλο της, απάνω στ’ ανοιγμένα τα χειρό-
γραφα. Στην αρχή δεν έφεγγε καθόλου. Σε λίγο όμως, καθώς ήρθε στο σκοτάδι, το
φως της διεγράφη καθαρότερα, ο κύκλος έγινε σιγά σιγά λαμπρότερος, και μόνο γύ-
ρω γύρω στο δωμάτιο, πύκνωσεν η νύχτα σιωπηλά.
Οι συνηθισμένες οι σκιές, ήρθαν και πήραν ήσυχα τις ταχτικές τους θέσεις.
Μια στιγμή σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο˙ έριξε τα μάτια προς τον κήπο.
Ο ουρανός ήταν ακόμα καθαρός, τ’ άστρα όμως πρόβαλλαν δειλά ένα πλήθος φω-
τεινά συμπλέγματα, πολύ θαμπά, θαμπά κι αινιγματώδη: αν κοίταζε κανείς με προσο-
χή, θα ’βλεπε γύρω ένα πλήθος άστρα, εκτός προς τη μεριά του δειλινού, που είχεν
επίμονα απλωθεί το μαύρο πυκνό σύννεφο.
Τότε και κείνος γύρισε και πάλι στο γραφείο του, κι άρχισε να γράφει νευρικά.
Εργάσθηκε έτσι, συνεχώς, ως τις οχτώ το βράδυ.
Και μόλις ήρθαν οι οχτώ το βράδυ, το μεγάλο δρύινο ρολόι, χτύπησε βαριά στα
σκοτεινά και σχεδόν αμέσως, αναπάντεχα, προς τη μεριά της μακρινής οξώπορτας,
ακούστηκε ένα σιγανό κουδούνισμα ένα κουδούνισμα έτσι σιγανό – που θα μπορού-
σε να μην ακουστεί διόλου, αν δεν έδινε κανένας προσοχή...
Δε σήκωσε τα μάτια του ολότελα. Είχε δοσμένη εντολή επίσης να μη δεχθούν α-
ποβραδίς κανένα. Κι εξάλλου, δεν περίμενε κανένα.
Σε λίγο κάποιος χτύπησε την πόρτα. Έκαμ’: «Εμπρός!» χωρίς να διακόψει.
Τότε η πόρτα άνοιξε δειλά, και μπήκε μέσα, σα σκιά, η καμαριέρα.
«Τ’ είναι, Μαρία;» έκαμεν εκείνος, δίχως να σηκώσει το κεφάλι.
Εκείνη όμως δεν του απαντούσε.
«Τ’ είναι;» της λέει πάλι δυνατότερα, και μόνο τότε σήκωσε τα μάτια.
[68]
Διηγήματα
[69]
Διηγήματα
Άκουσε πάλι κίνηση στη σκάλα. Και τότε διαμιάς, χωρίς να θέλει, θυμήθηκε τον
άγνωστο επισκέπτη.
Προτού προφθάσει να σκεφθεί καλά καλά, η καμαριέρα χτύπησε την πόρτα. Τώρα
ήταν χλωμή σαν το κερί, και περπατούσε σαν υπνωτισμένη.
Σήκωσε τα μάτια του ανήσυχα.
–Τι συμβαίνει πάλι; Τι με θέλεις;
φωνή της ήταν δίχως χρώμα:
– Γ ΡΙΣΕ ΠΑΛΙ, ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ...
– Μα ποιος είναι, τελοσπάντων;! Πώς τον λένε; Πήγαινε να ρωτήσεις πώς τον λέ-
νε...
Βγήκε μια στιγμή. Σε λίγο γύρισε. Τώρα περπατούσε σαν αυτόματο, τα βήματά
της ήταν σαν αλύγιστα, είχαν την ακαμψία του μαρμάρου. φωνή της είχε πάρει
κάτι αλλόκοτο – κάτι θλιμμένα μακρινό, κι επίσημο:
«Αν έχετε δουλειά αυτή την ώρα, μου είπε πως ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ. ΘΑ
ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑΝ ΧΤΑ».
Αυτό ειπώθηκε με τόνο τόσο επίσημο, έτσι συλλαβιστά και καθαρά, που γύρισε με
τρόμο και την κοίταξε.
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος.
Και τότε, ξαφνικά, ΜΠ ΚΕ ΣΤΟ ΝΟ ΜΑ. Ένα μεγάλο φως έγινε μέσα του και
με τα μάτια καρφωμένα στα δικά της, μ’ έναν μεγάλο πόνο στη φωνή, της είπε σοβα-
ρά και κουρασμένα:
«ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΛ ΜΑ ΤΟ ».
Και κείνη βγήκε, κι έκλεισε την πόρτα.
Έμεινε τότε μόνος, σκεπτικός.
Και ξαφνικά, για μια στιγμή, του φάνηκε, πως όλα τώρα γύρω του τα πράματα, εί-
χαν αλλάξει όψη διαμιάς το δρύινο, παμπάλαιο ρολόι, άρχισε μια δική του μουσική,
σα να ήτανε χαρμόσυνες καμπάνες, το φως της λάμπας έφεξε θεσπέσια και μέσα
στην απέραντη σιωπή, υψώθηκαν ανέλπιστα κάποιοι ήχοι, κάποια τραγούδια εξαίσια
και γνώριμα, σαν ένα πλήθος όργανα κι αρμονία, κρυμμένα γύρω, πίσω από τους
τοίχους...
Τα ’διωξε όλ’ αυτά,, περνώντας την παλάμη του στο μέτωπο.
Και τότε κάθισε και πάλι στο γραφείο του, κι άρχισε παράφορα να γράφει ετούτην
όμως τη φορά, δεν έκαμε διάλειμμα καθόλου εργάσθηκε, χωρίς να σταματήσει, ίσα-
με τις έντεκα και τέταρτο. Κυλούσανε τα γράμματα απ’ την πένα του, με γρηγοράδα
τώρα ιλιγγιώδη...
Πράγμα πολύ παράξενο επίσης: η Μαριγώ, δε φάνηκε καθόλου να τον ρωτήσει
μήπως θέλει τίποτε, καθώς συνήθως, πριν να κοιμηθεί όσο για το μικρόν υπηρετάκο,
αυτός είχε πλαγιάσει από νωρίς.
Τότε και κείνος άνοιξε ένα ένα τα συρτάρια του, έσκισε κάποια γράμματα παλιά,
και τα ’ριξε μηχανικά στο τζάκι οι κινήσεις του ήταν τώρα πολύ ήσυχες όποιος τον
έβλεπε, μπορούσε να πιστέψει πως δεν υπήρχε τίποτε το έκτακτο, πως ήταν μια βρα-
διά συνηθισμένη...
Αφού τελείωσεν αυτή η προετοιμασία, άναψ’ ένα τσιγάρο και περίμενε.
[70]
Διηγήματα
Και τότε πάλι στο μυαλό του διεγράφησαν, όλα τα περασμένα της ζωής του. Πέ-
ρασαν απ’ τα μάτια της ψυχής του, ένα σωρό χαμένες λεπτομέρειες, πλήθος λησμο-
νημένες ιστορίες...
Έκαμε μια γοργήν επιθεώρηση σ’ όλες αυτές τις φευγαλέες αναμνήσεις, και τις τα-
χτοποίησε και κείνες, καθώς είχε κάμει στα χαρτιά του. Δεν κράτησε παρά δυο τρεις
μονάχα, τις άλλες όλες πάλι τις ξανάριξε μες στη βαθιά σκιά του Παρελθόντος.
Έπειτα πήγε ίσια και κοιτάχτηκε, στο διπλανό, τον τρίφυλλο καθρέφτη διόρθωσε
προσεχτικά το φιόγκο της γραβάτας του, έστρωσε μ’ αγάπη τα μαλλιά του.
Κι έπειτα πάλι, ξαφνικά, τον πήρε αδημονία...
Έτρεχε πέρα δώθε, σαν τρελός θα ’θελε να σπρώξει το ρολόι, να βιάσει τις στιγ-
μές και τα λεπτά. Σε λίγο όμως κόπασε κι ο πυρετός εκείνος.
Τότε κάθισε και πάλι στο γραφείο του, κι εξηκολούθησε να γράφει μ’ ησυχία. Σε
λίγην ώρα, στο αποκάτω της σελίδας, χάραξε πλατιά τη λέξη: ΤΕΛΟΣ. ταν ξανασή-
κωσε τα μάτια, το ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα. Σχεδόν αμέσως άκουσε και το γνωστό
κουδούνισμα.
Δεν άκουσε να κατεβεί κανένας για ν’ ανοίξει. Κι όμως σε λίγο άνοιξεν η πόρτα
του γραφείου, και μπήκε τότε μέσα ΚΑΠΟΙΟΣ άνθρωπος, και στάθηκε στην πόρτα
σιωπηλά.
ΕΚΕΙΝΟΣ δεν ξαφνιάστηκε διόλου, και μάλιστα προχώρησε να τον προϋπαντήσει.
Ο Άγνωστος του λέει τότε: «ΠΑΜΕ;…»
Και κείνος, σαν ηχώ, του λέει: «ΠΑΜΕ».
Πήρε το καπέλο, το παλτό του, του ’κανε θέση να περάσει πρώτος. Προχώρησαν
στη σκάλα, δίχως κρότο, άνοιξαν την οξώπορτα, και βγήκαν...
.....................................................................................................................................
Και τότε μια θανάσιμη κραυγή, σαν ένα φοβερό ξεφωνητό, έσκισε το σπίτι, απάνω
ως κάτω. Μαριγώ τινάχτηκε απ’ τον ύπνο, με ξέπλεκα μαλλιά, σαν παλαβή, κι άρ-
χισε να χτυπιέται και να σκούζει. Κι ο Τάσος, ο μικρός υπηρετάκος, ξύπνησε και κεί-
νος τρομαγμένος, κι έπεσε, με τα γόνατα, μπροστά στα εικονίσματα. Ένας σκύλος
ούρλιαζε στο δρόμο.
Και τώρα, μέσα στ’ αδειανό γραφείο, η λάμπα άρχισε κι αυτή να χαμηλώνει, άρχι-
σε σιγά να κατεβαίνει, απάνω στη μεγάλη λέξη «ΤΕΛΟΣ», σα να ήταν τώρα κάτι
περιττό, κάτι χαμένο και χωρίς ελπίδα, κάτι έρημο κι ανώφελο επίσης – και καταδι-
κασμένο, άλλο τόσο, να ζήσει μια βραδιά, και να πεθάνει...
[71]
Διηγήματα
Οι λεμονιές
Στην αρχή, δεν το πρόσεξε και τόσο. Ύστερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου,
άρχισε βαθμηδόν να το προσέχει. Το γυναικείο και λεπτό της ένστικτο, την ειδοποι-
ούσε μυστικά, της έλεγε κρυφά για κάποιον κίνδυνο, που δε μπορούσε να τον καθο-
ρίσει. Από τα πρώτα πρώτα γράμματά του, είχε αρχίσει με λεπτούς λεπτούς υπαινιγ-
μούς, με άτολμες και μακρινές εκφράσεις, με πολύ δειλές περιστροφές όσο περνούσε
όμως ο καιρός, ο τόνος έγινε χαρακτηριστικότερος – αυτό το πράμα πήρε διαστάσεις,
έγινε τολμηρό, συγκεκριμένο... Μιλούσε πάντα για τις λεμονιές, τις ανθισμένες λεμο-
νιές του κήπου, και μιλούσε με τόση συμπάθεια, με τόση νοσταλγία και λαχτάρα –
που, κατά βάθος, δίχως να το θέλει, δίχως κι αυτή να ξέρει το γιατί, αυτό το πράμα τη
μελαγχολούσε.
Αρχή αρχή, δε θέλησε να δώσει σημασία. Ήθελε να το πάρει οπωσδήποτε, σαν μί-
αν επίσης ένδειξη και τούτο –και ασφαλώς, την πιο ποιητική– της φλογερής κι απέ-
ραντης αγάπης του, της υστερικά χιμαιρικής, που λάτρευε με πάθος κάθε τι, το κάθε
τι που την περιτριγύριζε – που την αναπολούσε πιο γλυκά, ίσως με πιο βαθύ συναρ-
πασμό, στο μεθυστικό εκείνο πλαίσιο της εποχής που ζούσανε μαζί. Ήθελε να πι-
στεύει για καιρό, πως η λεπτή αυτή μονομανία, είχε γεννηθεί μες στην ψυχή του, απ’
τη δική της ειδωλολατρία, που ξεπερνούσε τώρα πια τα σύνορα της καθημερινής απ-
λής αγάπης, κι αναζητούσε διαρκώς, απεγνωσμένα, με νέους μυστικούς ερεθισμούς,
με νέες τρυφερές αναπολήσεις, την πλήρωσή της και τη λύτρωσή της...
μως, με καιρό, σιγά σιγά, αυτή η λυρική επιμονή του, της γέννησε, στα βάθη της
ψυχής της, κάποιες υποψίες αμυδρές.
Του παραπονέθηκε γλυκά, σε τόνο χαμηλό και πληγωμένο δεν του το είπε καθα-
ρά, αμέσως, αλλ’ αν κανένας πρόσεχε καλύτερα, θα ’βλεπε δίχως άλλο το παράπονο,
τον πληγωμένον ελαφρά εγωισμό της: «Θυμάσαι πάντα τις ωραίες λεμονιές, τις αν-
θισμένες λεμονιές του κήπου, που μας μεθούσαν και μας τυραννούσαν, τότε που περ-
πατούσαμε μαζί...». Έπειτα πάλι του ’γραφε αργότερα: «Τις αγαπάς και τις θυμάσαι
πάντα, τις αγαπάς και τις θυμάσαι τόσο, που –πρέπει να σ’ το πω κι αυτό το πράμα–
άρχισα, τελευταία, να ζηλεύω...».
Και κείνος τότε την παρηγορούσε, με λόγια τρυφερά φλογισμένα – αλλά λησμο-
νιόταν παρακάτω, και γύριζε στ’ αγαπημένο θέμα του εδώ και κει του ξέφευγαν εκ-
φράσεις, που δε μπορούσε να τις υποφέρει, που την πλήγωναν βαθιά σαν απιστίες:
«Δεν αγαπώ παρά τις λεμονιές, τις ανθισμένες λεμονιές του κήπου δε ζω παρά για
ΚΕΙΝΕΣ – και για σένα...».
Δεν ήθελε σχεδόν να το πιστέψει: της φαινόταν εντελώς ανήκουστο. ταν όμως,
μετά ένα χρόνο, έβαλε κάτω, στη σειρά, τα γράμματά του, και τα ξαναδιάβασε, και
πάλι, ένα ένα και πολύ προσεκτικά, είδε πως δεν υπήρχε μια γραμμούλα, ούτε μια
φράση μικροσκοπική, που να μην κάνει λόγο, διαρκώς, για τη μοσκοβολιά της λεμο-
νιάς – πως ήταν όλα ένας ύμνος τερατώδης, απογνωσμένος, για τις λεμονιές!
Και τότε άρχισε, μεμιάς, μες στο μυαλό της, να διαγράφεται πολύ συγκεκριμένα, η
φοβερή εκείνη υποψία: ότι η φλόγα της αλλόκοτης αγάπης του, δεν απέβλεπε σε κεί-
νην ακριβώς –αλλά, με μια πολύ λεπτή διαστροφή, πήγαινε μάλλον προς τις λεμονιές
[72]
Διηγήματα
–, και πως αυτή, δεν ήταν, κατά βάθος, παρά το πρόσχημα εκείνης της αγάπης, της
προφανούς αυτής ανωμαλίας! Το γυναικείο και λεπτό της ένστικτο, τώρα της φανέ-
ρωνε βαθύτερα, τα πραγματικά τα ελατήρια – και της αποκάλυπτε συγχρόνως, επίμο-
να και μυστηριωδώς, ότι αυτή, ως ερωμένη, ως γυναίκα –κι όσο το πράμα να φαινό-
ταν σαν απίστευτο– δ ε ν έ π α ι ζ ε κ α ν έ ν α ρ ό λ ο π λ έ ο ν, πως είχε μπει σε
δεύτερο επίπεδο, πως είχε μείνει μοναχά μια πρόφαση, μια μακρινή σκιά στο περιθώ-
ριο... Οι λεμονιές , οι λεμονιές του κήπου, της είχαν πάρει μυστικά τη θέση, της είχαν
υποκλέψει τα πρωτεία –και δε θ’ αργούσε ίσως εποχή, που θα την εξετόπιζαν τελεί-
ως– ή μάλλον, πως αυτό ε ί χ ε σ υ μ β ε ί, και κατά τρόπον εντελώς, ανεπανόρθω-
το...
Ίσως ακόμα, και ποτέ, α υ τ ή τ η ν ί δ ι α, να μη την είχεν αγαπήσει πράγματι, να
μην υπήρχεν εξαρχής για κείνον – παρά μονάχα συμπτωματικά, χάρις στην ευωδιά
της λεμονιάς...
Άρχισε τότε να μισεί τις λεμονιές, να τις μισεί απέραντα, με πάθος, όπως ξέρουν οι
γυναίκες να μισούν – με πείσμα, αδιάλλακτα, θανάσιμα! Ένιωθε τώρα στο λεπτό τους
άρωμα, στην υποβλητική τους γοητεία, έναν ασυναγώνιστον αντίπαλο, που αργά ή
γρήγορα, μια μέρα, ήταν μοιραίο πλέον να νικήσει...
Άρχισε μυστικά να υποφέρει, να τήκεται, να φθίνει, να μαραίνεται. Ήταν μια φύ-
σις εντελώς σιωπηλή, ευαίσθητη, σχεδόν μαρτυρική. Δεν του το φανέρωσε αμέσως
– αλλά ο τόνος, μες στα γράμματά της, έγινε πιο βαθύς, και πιο ανήσυχος, πιο εναγώ-
νια ερωτηματικός...
Πλησίαζε να ’ρθει και πάλι άνοιξη. Ένας λεπτός και χλιαρός αέρας, ανάδευε τα
φύλλα μες στον κήπο. Τα χελιδόνια είχαν έρθει πάλι, κι έφερναν γύρους μες στον
ουρανό. Οι λεμονιές κοντεύανε ν’ ανθίσουν...
Έκαμε τότε, ξαφνικά, μια τρέλα – ένα διάβημα απονενοημένο: του ’γραψε μια σε-
λίδα τραγική, μια καταπληκτική εξομολόγηση – κάτι σπαραχτικό και γοερό, ικετευτι-
κό και ασυγκράτητο, σαν την κραυγή του πληγωμένου ζώου:
«Τώρα που πλησιάζει πάλι άνοιξη, και τα λουλούδια πρόκειται ν’ ανοίξουν, σου
γράφω πάλι, με τα δάκρυα στα μάτια, από τα βάθη μιας απελπισίας... Θέλω να κατα-
λάβεις τι συμβαίνει! Μ ΜΟ ΤΙΣ ΑΝΑ ΕΡΕΙΣ ΟΛΟΕΝΑ!... Είμαι γυναίκα, είμαι
μόνη, ξέρεις – μη μου πληγώνεις έτσι τ’ όνειρό μου...»
Εκείνος όμως, εντελώς απρόοπτα, είτε διότι, μες στα βάθη της ψυχής του, δεν έ-
δωσε και τόση σημασία, και δεν το πήρε τόσο σοβαρά, είτε διότι θέλησε να παίξει –
είτε, ακόμα, επειδή ήταν αλήθεια, και δε ζητούσε πια να της το κρύψει– της έγραψε
πικρά, ειρωνικά – σχεδόν με κάποια δόση μοχθηρίας:
«Μη μου αφαιρείς το μόνον τρόπο, να σε θυμάμαι και να σ’ αγαπώ... Δε σ’ ανα-
πολώ παρά ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ, δε σε λαχταρώ παρά ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ και δε νοσταλγώ παρά
ΜΕ ΚΕΙΝΕΣ!
»Κι έτσι και συ ζητώ να μ’ αγαπάς...».
.....................................................................................................................................
[73]
Διηγήματα
Τα γράμματά τους είχαν σταματήσει. Κάποιος κόμπος μυστικός είχε λυθεί, κάποια
χορδή κρυμμένη του οργάνου, είχε ραγίσει τώρα μυστικά – και δε μπορούσε πια να
τραγουδήσει...
Ήταν ο τρίτος χρόνος που περνούσε, κι έμεναν αιωνίως χωρισμένοι – και τ’ όνειρό
τους είχε μαραθεί.
Δεν έμενε, στο κομοδίνο, πλάι, παρά μονάχα μια μικρούλα εικονίτσα, και μια άλ-
λη, μεγαλύτερη, στον τοίχο. Ήταν αυτός, και την κοιτούσε πάντα, με τα μεγάλα μα-
κριά του μάτια, μάτια θλιβερά κι αφαιρεμένα. Ήταν γυρισμένα στο παράθυρο – και
πολλές φορές που τα κοιτούσε, δεν ήξερε στ’ αλήθεια τι κοιτούσαν... Ήξερε πάντα
πως κοιτάνε κάπου – αλλά το π ο ύ αυτό της ήταν πάντα άγνωστο, πάντα κάτι σκο-
τεινό κι αινιγματώδες...
Είχε τρεις μήνες τώρα στο κρεβάτι. Την είχε βρει μια φοβερή αρρώστια, μια μυ-
στική θανάσιμη αρρώστια, που κι αυτός, ο ίδιος, ο γιατρός, δεν ήταν ικανός να κατα-
λάβει.
Έβλεπε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει, να χαμηλώνει πάλι στα βουνά. Άκουγε, πέρα, τα
τραγούδια των πουλιών, τις πρωινές γιορτάσιμες καμπάνες και το μεγάλο μακρινό
ρολόι, που σήμαινε τις ώρες που περνούσαν.
Κι όσο περνούσε ο καιρός μονότονα, τόσο γιγάντωνε, στα βάθη της καρδιάς της, η
παλιά εκείνη υποψία...
Π ο ύ κοίταζαν λοιπόν αυτά τα μάτια, τα χιμαιρικά κι αινιγματώδη. Ήταν εστραμ-
μένα προς εκείνη – ή μήπως ήταν καρφωμένα κάπου πέρα, στις απομακρυσμένες
φυλλωσιές; ταν τα κοίταζε καλά καλά, στα βάθη, έλεγε πως περνούσε κάποια λάμ-
ψη, κάποια μυστηριώδης αστραπή – κάτι μακρινό και φευγαλέο, που παρ’ όλα ταύτα,
επιμόνως, πήγαινε πάντα προς τις λεμονιές…
Ένα βραδάκι, καθώς ήταν μόνη, κι είχε γυρισμένη τη ματιά της, άτονα και χαμένα,
προς τον κήπο, κι άκουγε τα πουλάκια να πιπίζουν, να χαιρετίζουν πάλι μεθυσμένα το
γυρισμό της αιωνίας άνοιξης – της ήρθε ξάφνου μια λεπτή μοσκοβολιά: οι λεμονιές
είχαν ανθίσει πάλι, και πολύ δειλά, τα λεμονάνθια, δοκίμαζαν την πρώτη τους ανάσα.
μυστική αυτή μοσκοβολιά, πέρασε την καρδιά της σα βελόνι: της θύμισε ξανά τις
απορίες τις τραγικές παλιές αμφιβολίες... Πλήθος αγαπημένες αναμνήσεις, πέρασαν
τότε μες στην αγωνία της, ζωντανεμένες πάλι μια στιγμή.
Κοίταξε την εικόνα του στα μάτια, δε μπόρεσε να βρει το μυστικό τους –και γέρ-
νοντας αγάλια το κεφάλι, μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, έκλεισε τα μάτια κου-
ρασμένα– κι έσβησε σιγά, σιγά, σιγά...
[74]
Διηγήματα
Εκεί, παρά τον απορρώγα βράχον, τον σιγηλόν, τον έρημον, οπόθεν, ολίγον προ
της δείλης, πριν νυκτώσει, σμήνη ορνέων εξαπελύοντο, και περιίπταντο αιθεροβάμο-
να, κι επλήρουν το διάστημα με τους ατέρμονας κρωγμούς των, τους στριγκούς, υ-
ψούτο ποτέ λευκός ναΐσκος, χαρίεις, αν και αφελής –χάρμα και τέρψις οφθαλμών–
καταντικρύ του πέραν ανοικτού πελάγους. Εις τους πρόποδας του βράχου, του σιγη-
λού, του ερήμου, το κύμα έψαλλε μελωδικά το άσμα του το αιώνιον, ιδίως περί τας
μελιχράς, τας δειλινάς τας ώρας, ύμνον βαθύν και ζοφερόν, την ακοήν κατακηλούντα
του ύπερθεν αντιπαρερχομένου οδοιπόρου. Ομοίαζε το άσμα εκείνο προς θρηνώδη
επίκλησην, προς βαθύ παράπονον, πλήρες ικεσίας, ενίοτε όμως, οσάκις έπνεεν από
βορρά σφοδρότερος τις άνεμος, προσελάμβανεν, αγνοώ τίνα μεγαλοπρέπειαν ασυνή-
θη, ως αν αόρατοι χοροί καλλιπλοκάμων ναϊάδων και τριτώνων, καταβιούντων εις τα
βάθη τ’ ανερεύνητα του πολυταράχου ωκεανού, να συνηνούντο αίφνης εις έξαλλον
ουρανομήκη συμφωνίαν, πλήρη οργής και διαμαρτυρίας τότε, αφροί και βρύα, φυτά
θαλάσσια, παντοειδή κογχύλια, και άλλα του πελάγους απορρίμματα, ήρχοντο και
περιέστεφον τον χθαμαλόν αιγιαλόν.
Επάνω, εγγύς του αφελούς, ερημικού ναΐσκου, υπήρχε μικρά καλύβη πεπαλαιωμέ-
νη, είδος παραπήγματος σαθρού, προχείρως κατασκευασμένου, και οσημέραι επί
μάλλον καταρρέοντος η καλύβη αύτη εχρησίμευεν ως θερινή διαμονή του καπετάν
ουρτούνα του Λαμπή. Ο γέρων ουρτούνας ήτο ποτέ ναυτικός –εξού και το ιδιόρ-
ρυθμον προσωνύμιόν του–, αρχαίος γερολύκος, ον η θάλασσα είχεν εκβράσει, και
απορρίψει, θα έλεγε τις, μαζί με όλα τα παντοειδή αυτής απορρίμματα, εις την από-
κρημνον εκείνην ακτήν, ίνα εφησυχάσει από του περιπετειώδους, του τρικυμιώδους
βίου, ον διήλθε πλέων εις την ξένην.
Μονήρης και καχύποπτος, ο γέρων ουρτούνας, θύμα γάμου ατυχούς, κατά την
νεότητά του, έζη τώρα εκεί, πλησίον του ναΐσκου, μόλις υπερκειμένου της πενιχράς
καλύβης. Περί τας αρχάς του χειμώνος, τέλη του φθινοπώρου, κατήρχετο εις την χώ-
ραν, και η καλύβη έμενε τότε έρμαιον των πετεινών και των ορνέων, των πληρού-
ντων τας ρωγμάς του αποκρήμνου βράχου, του τιτανικού. ψαύχην και αγέρωχος,
σύμβολον της μονώσεως και της υπεροψίας, εδέσποζεν ούτος των πέριξ άλλων βρά-
χων, και διέγραφε την μέλαιναν, την απειλητικήν αυτού σκιάν, μέχρι των απωτάτων
χαραδρών. Από του ύψους εκείνου, ο ορίζων ηπλούτο αναπεπταμένος, και το βλέμμα
εξετείνετο και εκυριάρχει της υγράς εκτάσεως, κυκλοτερώς, από βορρά μέχρι νότου.
ταν ο γέρων επέστρεφε την άνοιξην, η καλύβη εχρειάζετο νέας επισκευάς. Αύται
εγίγνοντο εκ των ενόντων, χάρις εις την έκπαλαι φημιζομένην ειδικότητα αυτού, περί
τα τοιαύτα, ήτον, ως γνωστόν, «μάστορας με τα όλα του» – σύμφωνα προς αυτήν την
φήμην, φήμην έχουσαν ποιαν τινά βάσην, αν ήθελε τις κρίνει εκ των διαφόρων προ-
χείρων οικίσκων, τους οποίους είχεν ανεγείρει ούτος, κατά καιρούς, υπείκων εις πα-
ρακλήσεις άλλων συγχωριανών, προς χρήσην εκείνων, εννοείται. Ήτο «πολυτεχνίτης
και ερημοσπίτης».
[75]
Διηγήματα
Είχα οδοιπορήσει καθόλην εκείνην την πρωίαν, υπό καύσωνα πνιγηρόν –ήσαν αρ-
χαί του Ιουλίου– σκοπεύων ν’ αναρριχθώ μέχρι του μικρού ναΐσκου, προτού με προ-
λάβει η μεσημβρία αλλά και εν περιπτώσει πιθανής βραδυπορίας και υπερβολικού
καμάτου, ηδυνάμην να βασίζομαι πάντοτε επί της φιλοξενίας του καπετάν ουρτού-
να του Λαμπή, με τον οποίον είμεθα από μακρού συνδεδεμένοι. Οσάκις ούτος κατήρ-
χετο εις την χώραν, διά τροφάς και άλλας προμηθείας, ήτο αδύνατον να μη μ’ επι-
σκεφθεί κατ’ οίκον, να μου αποτείνει το φιλικόν του «χαίρε» τρις ή τετράκις του
έτους ήμην βέβαιος ότι θα τον συνήντον –ιδίως περί τας αρχάς του έαρος (τον χειμώ-
να έμενεν ως εγκάθειρκτος εις άλλο πλησιέστερον ερημητήριον), οπότε η επανερχο-
μένη καλοκαιρία επέτρεπε τας τοιούτου είδους πεζοπορίας.
Τελευταίαν φοράν τον είχα ιδεί, μεταβαίνων προς εκτέλεσην θρησκευτικού τινός
καθήκοντος, εις την Μεταμόρφωσην του Σωτήρος. Ήτο πάντοτε ακμαίος και ευστα-
λής, αν και προκεχωρηκείας ηλικίας, και έφερε πάντοτε το ιδιότροπον εκείνο κάλυμ-
μα, τον ιδιότροπον εκείνον «κούκον», με τον οποίον ήτο γνωστός εις όλην την περιο-
χήν. τε με συνήντα, η πρώτη του λέξις ήτο: «Τι χαμπάρια, κουμπάρε; Πώς τα βο-
λεύει τώρα ο κόσμος, με την ακρίβεια που μας πλάκωσε;…» (αν και «πολλών άστεα
ίδε και νόον έγνω», είχε μείνει αγροίκος και αφελής την έκφρασην). Επειδή, διά τον
ουρτούναν τον Λαμπήν, η ακρίβεια του βίου έβαινε, κατ’ αντίστροφον λόγον της
ελαττώσεως του γλεντιού και των διασκεδάσεων – έστω και αν ο ίδιος δεν εξόδευε
πεντάραν περιπλέον, ή διά τα απολύτως απαραίτητα.
Ήμην βέβαιος ότι θα ετύγχανον εξαιρετικής περιποιήσεως παρά του αγαθού εκεί-
νου ανθρώπου, παρά τας διαρκείς μεμψιμοιρίας του, και παρά την αρκετά διαδεδομέ-
νην περί αυτού φήμην –την άδικον, κατ’ εμέ– ότι ήτο «σφικτοχέρης».
Δυστυχώς αι προβλέψεις μου δεν επηλήθευσαν: κατά κακήν σύμπτωσην, την ημέ-
ραν ακριβώς της ανόδου μου εκείνης ο καπετάν ουρτούνας, εις τον οποίον δεν είχα
προφθάσει να γνωστοποιήσω τα της πρωινής εκείνης εκδρομής μου, είχε κατέλθει
αφ’ εσπέρας, και δεν επρόκειτο να επιστρέψει παρά την επομένην πρωίαν.
απροσδόκητος αύτη πληροφορία, ανέκοψε πως τα τολμηρά σχέδιά μου διά την
συνέχισην της εκδρομής, και με ηνάγκασεν, εκόντα άκοντα, να εξακολουθήσω την
πορείαν μου νοτιότερα, εις αναζήτησην ετέρας καλύβης άλλου γνωστού μου επίσης,
αιγοβοσκού, τον οποίον συνήντησα ευτυχώς εις το ποιμνιοστάσιόν του, απέχον περί
την ημίσειαν ώραν του εκκλησιδίου, όπερ απετέλει τον σκοπόν της πολλά πρωινής
εκείνης ανόδου.
Είχεν αρχίσει ήδη να δύει, ο ήλιος κατήρχετο αιγλήεις και απαστράπτων, εν μέσω
πορφυρών νεφών, ότε ο καπετάν ουρτούνας επέστρεψε, παρ’ ελπίδα, από την χώ-
ραν, συγκομίζων τα οψώνιά του, χάρην των οποίων ηναγκάζετο να «ξεμουδιάζει»,
καθώς έλεγε, και να εγκαταλείπει δι’ ολίγον το σιωπηλόν του ορεινόν ερημητήριον.
Μ’ επρόλαβε, πληροφορηθείς εντωμεταξύ, εις την χώραν, τα της ανόδου μου. Ήρχισε
και πάλιν, με την γνωστήν προσφώνησην, την καθιερωμένην:
[76]
Διηγήματα
«Τι χαμπάρια, κουμπάρε; Πώς τα βολεύει ο κόσμος, τώρα, με την ακρίβεια που
μας πλάκωσε;…»
Μετά του ουρτούνα είχεν έλθει και ο Σταμάτης, νεαρός αιπόλος, δασύμαλλος
και άξεστος, όστις συνόδευεν αυτόν συνήθως, εις τας ανά τα όρη εκδρομάς του. Κατά
τας ώρας της σχόλης, έμελπεν επί του αυλού τερπνά ποιμενικά ασμάτια, και ετραγώ-
δει συνάμα χαριέστατα. Εκόντα άκοντα, ο ουρτούνας με απέσπασεν από του ποι-
μνιοστασίου, και με οδήγησε εις το ερημητήριόν του. Εκεί εδειπνήσαμεν, μετά δε,
ενώ η αργυρά πανσέληνος έριπτε την μελιχράν ανταύγειάν της και κατηύγαζε τα πά-
ντα, απεφάσισα την κάθοδον, ομού με τον Σταμάτην, κατ’ ουδένα λόγον εννοούντα
να με αφήκει να κατέλθω μόνος.
Εδέχθην την συμπαθή εκείνην προσφοράν, και εκινήσαμεν, αφού προηγουμένως
έταξα εις τον ουρτούναν ότι θα επαναλάβω λίαν προσεχώς την φιλική εκείνην επί-
σκεψην.
Καθ’ οδόν, ο Σταμάτης με ηρώτα αφελώς:
«Δε με λες, κουμπάρε,» (δι’ όλους τότε, φυσικά, ήμην ο κουμπάρος) «δε με λες,
είναι αλήθεια πως εις την πολιτείαν είναι ντυμένοι όλοι φράγκικα, και γυρίζουν εις
τους δρόμους με καπέλα; Και ότι οι γυναίκες φορούν κι αυτές επίσης καπέλα;» –και
τα παρόμοια.
Είχε παρέλθει εβδομάς από της εκδρομής εκείνης, ότε εδέχθην αιφνιδίως την επί-
σκεψην του γέροντος, κατ’ οίκον.
«Μην τα ρωτάς, κουμπάρε,» μοι ανήγγειλε, κινών την κεφαλήν (και παραλείπων
την γνωστήν εκείνην τακτικήν προσφώνησην, περί της ακρίβειας της ζωής) «μεγάλη
συμφορά μ’ ευρήκε».
«Τι σου συνέβει, καπετάν Λαμπή;» ηρώτησα, φοβηθείς τι το απευκταίον.
«Έχω τρεις μέρες που έχω έναν πόνο, εδώ, κουμπάρε,» μου απήντησε, δεικνύων
μοι το στήθος. «Ήλθα να ρωτήσω το γιατρό. Ξεύρεις εσύ ένα καλό γιατρό να μου
συστήσεις;»
Τω υπέδειξα τον μάλλον χαίροντα υπολήψεως τότε εν τη χώρα ιατρόν, και κατόπιν
τον ηρώτησα:
«Και πώς σου πρωτοπαρουσιάσθηκε αυτό, καπετάν Λαμπή;»
«Να, εκεί που καθόμουν και κουβέντιαζα, κουμπάρε, μ’ έπιασε ένας πόνος δυνα-
τός, κι εξαπλώθηκα χάμω. Δε μπορούσα να πάρω την αναπνοή μου. Μ’ εσήκωσαν,
και μ’ έβαλαν εις το κρεβάτι. Αυτό μου ξαναήλθε πάλι δυο φορές από τότε. Δεν έβα-
λα μπουκιά στο στόμα μου. Λίγα είναι, μου φαίνεται, τα ψωμιά μου, κουμπάρε».
Προσεπάθησα να τον καθυσηχάσω, αφηγούμενος εις αυτόν διάφορα παρόμοια πε-
ριστατικά, αλλ’ εκίνει την κεφαλήν με δυσπιστίαν.. Τέλος μετέβη παρά τω υποδει-
χθέντι παρ’ εμού ιατρώ.
Δεν παρήλθεν όμως μην, και ο καπετάν ουρτούνας, εις τον οποίον, κατά την ο-
μολογίαν του ιατρού, παρά την φαινομένην ανθηρότητα, είχεν εκδηλωθεί καρδιακόν
τι νόσημα ανίατον, εξεμέτρα το ζην, εκεί, εις το λευκόν ερημητήριόν του. Εθεώρησα
καθήκον να παραστώ κατά την εκφοράν αυτού, και να τον συνοδεύσω μέχρι της τε-
λευταίας κατοικίας του.
[77]
Διηγήματα
[78]
Διηγήματα
Το διαμάντι
Είχε ξεπέσει ελεεινά, και γύριζε ζητιάνος. Τα γένια του τον είχαν περιζώσει, είχαν
ενωθεί με τα μαλλιά του, του είχαν φάει το μισό του πρόσωπο, είχαν πυκνώσει γύρω
του σα δάσος – και μες στο θλιβερό εκείνο πλαίσιο, φάνταζαν τα μεγάλα του τα μά-
τια, ακίνητα, στεγνά και μαραμένα, απ’ την αγρύπνια κι απ’ τον πυρετό. Γύριζε στην
τύχη, μες στους δρόμους, ρακένδυτος και μοναχός, σα σκύλος...
Πώς είχε φτάσει ως εκείνο το κατάντημα, δε μπορούσε κανείς να καταλάβει.
Γύριζε μέρα νύχτα μες στους δρόμους, μ’ ένα ταγάρι ξεροκόμματα στη ράχη – κι
όταν έπεφτε και πάλι το σκοτάδι, έψαχνε να βρει καμιά γωνίτσα, διάλεγε μια παρά-
μερην ακρούλα, έστρωνε τα κουρέλια του, και πλάγιαζε πλάγιαζε σχεδόν ως τα χα-
ράματα, αν δεν τον κουβαλούσανε στο τμήμα και τις φορές που τον πηγαίνανε στο
τμήμα, πραγματικά, κοιμότανε πιο ήσυχος…
Δεν είχε σπίτι, μήτε συγγενείς: είτε μπορεί και να τους είχε ξεχασμένους, καθώς
και κείνοι, να τον είχανε διωγμένο. Κανείς ποτέ δεν ξέρει τι συμβαίνει.
Δεν είχε καν τη δύναμη για να ελπίσει κάπου: όλες οι πόρτες ήτανε κλειστές – ό-
λες οι πόρτες, κι όλες οι καρδιές. Είχε ξεχάσει τι θα πει χαμόγελο, και τι θα πει κου-
βέντα και συμπόνια...
Γύριζε μέρα νύχτα μες στους δρόμους. Αν ήταν νέος, θα δοκίμαζε να ζήσει, θα
’ψαχνε να βρει καμιά δουλειά, είτε που θα γινόταν λωποδύτης. Τώρα όμως, σε μια
τέτοια ηλικία, ήταν πολύ αργά για τέτοια πράματα.
Ζούσε στην τύχη, ζούσε και δε ζούσε –ζούσε νεκρός μαζί και ζωντανός– κι αυτό,
γιατί δεν είχε πια τη δύναμη, μήτε να ζήσει, μήτε να πεθάνει...
Απ’ τον καιρό τον πριν του ξεπεσμού του (είχε κάνει κάποτε και δάσκαλος, δά-
σκαλος σε κάποιο χωριουδάκι), βαστούσε πάντα μια κρυφή μανία. υλλομετρώντας
μιαν εφημερίδα, του είχε πέσει κάποτε στα μάτια, μιαν ειδοποίηση με μαύρα παχιά
γράμματα: «Χθες, περί ώραν ενδεκάτην της νυκτός, μεταξύ αλήρου-Καλλιθέας,
απωλέσθη τιμαλφής αδάμας. Λόγω του ότι ο ρηθείς αδάμας είναι κειμήλιον οικογε-
νειακόν, παρακαλείται ο ευρών να τον κομίσει και θέλει λάβει ΑΚΕΡΑΙΑΝ Τ Ν
ΑΞΙΑΝ ΤΟ . Αρκεί ν’ αποταθεί αυτοπροσώπως...» – δρόμος, αριθμός, και τα λοιπά.
Αυτό του είχε καρφωθεί μες στο μυαλό, τον είχε σοβαρά απασχολήσει είχε πάρει
τότε τη συνήθεια, να περπατεί σκυμμένα και παράμερα, με τα μάτια στυλωμένα χά-
μου, προσέχοντας το κάθε τι στο δρόμο, και ρίχνοντας λοξές ματιές τριγύρω.
σο περνούσανε τα χρόνια και γερνούσε, η αρχική αυτή αθώα του μανία, έπαιρνε
τώρα διαστάσεις τρέλας. Ψαχούλευε το χώμα με τα μάτια, άγγιζε με λαχτάρα, ό,τι
γυάλιζε˙ μες στην κατάντια και τον ξεπεσμό του, του είχε μείνει η κρυφή αυτή ελπί-
δα, πως ίσως, κάποια μέρα, θα μπορούσε, με το κουράγιο την υπομονής του, να γίνει
κάτοχος αυτού του θησαυρού. Πήγαινε στο άληρο και γύριζε, και σκάλιζε, και κοί-
ταζε, και κοίταζε.
Στο τέλος όμως, όταν πια τρελάθηκε, έψαχνε παντού, σ’ όλους τους δρόμους.
Είχε χάσει τη συναίσθηση των γύρω του.
[79]
Διηγήματα
Άγγιζε με λαχτάρα ό,τι γυάλιζε και πότε ήταν ένα τρίψαλο τζαμιού, πότε το
θρύμμα κάποιου ποτηριού, και πότε μια φτυσιά στο πεζοδρόμιο, που, περνώντας,
έλαμπε για μια στιγμή στα φώτα.
ταν, ιδίως, ήτανε φεγγάρι, όλα τότε του φαινόσανε διαμάντια: έτρεχε σαν τρελός
απάνω κάτω, κι έσκυβε κι ανακάτωνε τις πέτρες.
Κι αυτό το πράμα διαρκούσε χρόνια...
όρασή του άρχισε κι αυτή ν’ αδυνατίζει, τα πόδια δεν τον βαστούσαν άλλο, και
το μυαλό του άρχιζε σιγά σιγά να σβήνει, έτσι καθώς το φως χαμηλώνει, από την πεί-
να κι απ’ τα γερατειά...
[80]
Διηγήματα
Το κοίταξε απ’ όλες τις μεριές ήταν κομμένο εντελώς κανονικά, κι έλαμπε στο
αμφίβολο το φως, σπιθοβολούσεν εξαιρετικά, με σύντομες μικρούλες αστραπές, σύ-
χαρες, παιχνιδιάρες και πολύχρωμες.
Τότε χαμογέλασε πικρά, και σκέφθηκε και πάλι το διαμάντι. Πόσες φορές δεν είχε
γελαστεί, πόσες φορές δεν είχε ’γγίξει τέτοια τρύψαλα, πόσες φορές δεν είχε σκύψει
άδικα, γιομίζοντας τις τσέπες του σκουπίδια...
Σηκώθηκε με κόπο στα ποδάρια του, και παίρνοντας με το ’να χέρι φόρα, δίχως να
σκεφθεί καλά καλά, με δύναμη, το πέταξε στη θάλασσα...
Κι εξακολουθούσε το δρόμο προς το άληρο.
Κόντευε σχεδόν να ξημερώσει.
Έφτασε στην εξέδρα, και σταμάτησε. Ο ουρανός άρχιζε τώρα να φωτίζει. Κάποιο
βαπόρι, μακριά, περνούσε – μια λαμπερή γραμμή μες στον ορίζοντα. Προς την Κα-
στέλα, γάβγιζ’ ένας σκύλος.
Κοίταξε τ’ ακίνητα νερά.
Άκουσε τότε, πέρα, κάποιο σφύριγμα: ήταν το πρώτο τρένο, μακριά, που ξεκινού-
σε τώρα στον Πειραία.
Τότε κι αυτός, σκαρφάλωσε στο κάθισμα, γαντζώθηκε στο τελευταίο σίδερο, έριξε
το κορμί του προς τα έξω – και, μονομιάς, παράτησε τα χέρια...
Μια γυναίκα μόνο που περνούσε, άκουσε τον κρότο του νερού. Στάθηκε, και στύ-
λωσε τ’ αυτί της. Επειδή όμως δεν άκουσε πια τίποτε, είπε στο νου της πως μπορεί
και να παράκουσε, και βιαστικά, εξακολούθησε το δρόμο της.
Κι εξάλλου, είχε φέξει αρκετά, κι έπρεπε ν’ ανέβει, με το πρώτο: βαστούσε κάποιο
μαγαζάκι στην Καστέλα, κι έπρεπε να ’ναι στην Αθήνα το πρωί, για να προλάβει το
λαχανοπάζαρο.
[81]
Διηγήματα
Το συναπάντημα
Ήταν ένα βράδυ νοτισμένο, ένα βράδυ υγρό και σκοτεινό –αρχές του Νοεμβρίου,
κάπως έτσι– μέσα στα δεντράκια του Ζαππείου. μεγάλη κίνησις είχε πάψει, εδώ και
δέκα μέρες, η δροσιά άρχιζε να δυναμώνει – και ήταν μόνος, καθισμένος σ’ ένα μπά-
γκο, κοντά σε μια μεγάλη φοινικιά. Είχε γερμένο το κεφάλι στην παλάμη, κι άκουγε
τη μεγάλη σιωπή, το μυστικό κι απέραντο παλμό της φθινοπωρινής εκείνης νύχτας˙
και, μόνος καθώς ήταν, σήκωνε πού και πού τα μάτια, και κοίταζε, ψηλά, τα λαμπερά
συμπλέγματα των άστρων˙ ένα βαθύ κι απροσδιόριστο συναίσθημα τρόμου, αγωνίας
κι ερημιάς, έσφιγγε τότε την καρδιά του, δίχως λόγο... Κι όμως ο αέρας που περνού-
σε, είχε ακόμα, πού και πού, κάποια ζεστά και σύντομα λιγώματα, κάποιες χλιαρές
αναπνοές, κάτι μακρινό και μουχλιασμένο, σαν αναθυμιάσεις υπογείων...
Τα δέντρα φυλλορροούσαν σιωπηλά, στα σκοτεινά – και τα φύλλα καθώς ήταν
μουσκεμένα, κι έπεφταν ξαφνικά στο πρόσωπό του, τον έκαναν κάθε στιγμή ν’ ανα-
τριχιάζει και του ’διναν την αίσθηση, σα να ’σταζαν απάνω του μεγάλες στάλες αί-
μα...
Θυμόταν το καλοκαίρι που πέρασε –τις εξοχές, τα θέατρα– κι ακόμα, ένα χλωμό
κοριτσάκι, που είχε αγαπήσει κάποιο βράδυ, στο Παλιό το άληρο: ένα κοριτσάκι
λιγνό, με σταχτιά ρούχα και κόκκινο καπέλο. Τον είχε κοιτάξει βαθιά – κι απ’ την
βραδιάν εκείνη, δεν το ξαναείδε, αν και πήγε πέντ’ έξι φορές στη σειρά, εξεπίτηδες
για δαύτο... Έπειτα ο νους του πήγε στον πατέρα του, που είχε να λάβει δυο βδομάδες
γράμμα του, και μυριζόταν κάποια δυσαρέσκεια.
Ήταν φοιτητής, και καθόταν μόνος σ’ ένα ισόγειο δωματιάκι, προς την Πλάκα, σε
μια οικογένεια γνωστή του είχε κατασταλάξει εκεί, αφού γύρισε όλες τις συνοικίες
της Αθήνας, και δε μπόρεσε να βρει ησυχία, να μελετήσει για τις εξετάσεις γιατί είχε
απόφαση να πάρει το δίπλωμά του, κι ύστερα να δώσει εξετάσεις, ακολουθώντας
κάποιον κλάδο ιδιαίτερο. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με δυο μεγάλα μάτια φωτεινά, και
με τα χείλη ελαφρά στριμμένα, με κάποιον τρόπο παιδιακίσια πεισματάρικο.
Είχε γνωρίσει τις γυναίκες, εδώ και τρία χρόνια˙ ένα διάστημα, μάλιστα, είχε και
ερωμένη ταχτική, μια Πολωνέζα με ξανθά σγουρά μαλλιά, ένα ξανθό που γύριζε στο
κόκκινο, και που τον άφησε στα κρύα του λουτρού, αφού ζήσανε μαζί, δεν ξέρω πό-
σους μήνες. Ο πατέρας του, στην αρχή του ’στελνε αρκετά, και ζούσε σαν αφέντης
ύστερα όμως, όταν έμαθε τα γλέντια του –κι ένας πατέρας πάντα τα μαθαίνει– έγινε
και κείνος πιο σφιχτός, και τώρα του ’στελνε ίσια ίσια, όσα του χρειαζόταν για να
ζήσει.
Τα βράδια όμως είχε πάρει το συνήθειο να βγαίνει ταχτικά, μ’ ένα φίλο του από
την Καλαμάτα, που σπούδαζε μηχανικός, και που τώρα υπηρετούσε στρατιώτης.
Απόψε όμως ήταν ολομόναχος είχε δειπνήσει από νωρίς, κι επειδή δε νύσταζε κα-
θόλου, έφτασε στο Ζάππειο, δίχως και κείνος να το καταλάβει κι έκατσε να ρεμβάσει
σ’ ένα μπάγκο.
Μακριά, περνούσαν τ’ αυτοκίνητα, κι ακουγόσαν οι φωνές και τα τραγούδια.
[82]
Διηγήματα
Ένας χωροφύλακας σκοπός, του ζήτησε ν’ ανάψει το τσιγάρο του αλλάξανε δυο
τρεις κουβέντες όμως σε λίγο πέρασε η έφοδος, και σφύριξε, κι ο σκοπός τον άφησε
τρεχάτος.
Ο Νίκος άλλαξε τότε θέση, κι έκλεισε τα μάτια ήταν ακριβώς στην ηλικία που οι
μεγάλοι πόθοι ωριμάζουν, και παίρνουν ένα πλήθος γλυκά χρώματα.
Άκουσε τότε κάποιο τρίξιμο στα δέντρα, κι άνοιξε τα μάτια του, και κοίταξε μοι-
άζανε σα βήματα κομμένα, πολύ αλαφριά, και φοβισμένα προχωρούσαν, και πάλι
σταματούσαν μια στιγμή φανήκανε σα να ’θελαν να πάνε προς τα πέρα – έπειτα ό-
μως γύρισαν, και πλησίασαν.
Είδε τότε να προβάλλει μια σκιά πέρασε μπροστά του, και σταμάτησε ύστερα
ήρθε κι έκατσε στο πλάι του.
Ήταν μια γυναίκα. Δε μιλούσε.
Δοκίμασε λοξά να την κοιτάξει φορούσε μαύρα ρούχα φτωχικά, κι είχε ριγμένο ά-
τσαλα κι απλά, ένα μικρό σαλάκι στα μαλλιά της.
Γύρισε τότε και τον κοίταξε και κείνη. Έδειχνε πως θέλει να μιλήσει.
Εκείνος τότε έλυσε μεμιάς τη σιωπή.
«Πώς έτσι μόνη τέτοιαν ώρα, εδώ χάμου;…»
Εκείνη ήρθε πιο κοντά, στριμώχτηκεν απάνω του, κι άπλωσε το χέρι στο δικό του.
«Ήρθα να σε βρω» του είπε μόνο.
«Και πού με ξέρεις;» ξαναείπ’ εκείνος!
Εκείνη όμως δεν του αποκρίθηκε.
Κατάλαβε πως ήτανε τρελή.
Σηκώθηκαν και τράβηξαν μαζί προς τις Κολώνες. Ύστερα όμως ξαφνικά, μετά-
νιωσε.
Τον πήρε κάποια ξαφνική συναίσθηση των γύρω του, ο σαρκικός ερεθισμός του
κόπασε μεμιάς και θέλησε να φύγει.
μως αυτή γαντζώθηκε στο χέρι του, κι αισθάνθηκε, στο περασμένο μπράτσο της,
τον ήχο της καρδιάς της που χτυπούσε. φωνή της άρχισε να τρέμει.
«Πού θες να πας; Πού θα μ’ αφήσεις ολομόναχη; Εγώ ήρθα για ’σένα, Λεωνίδα.
Ξέχασες τι μου ’ταξες; Το ξέχασες;…»
Έσκυψε και του φίλησε το χέρι, κι άρχισε να κλαίει με παράπονο. Ένιωθε τα δά-
κρυά της, να του μουσκεύουνε τα δάχτυλα.
Αυτό λιγάκι του ’δωσε στα νεύρα. Τίναξε το χέρι του απότομα, και στάθηκε προ-
κλητικά μπροστά της.
«Ποια είσαι και τι θέλεις από μένα; Εμένα δε με λένε Λεωνίδα…»
Στο μακρινό το φως του φαναριού, είδε δυο μάτια έξαλλα, πελώρια. Αυτά τα μάτια
είχαν μεγαλώσει, είχανε γίνει καταπληκτικά, και τον κοιτούσαν έντρομα, με φρίκη.
Τότε, σα να κατάλαβε την πλάνη της, τραβήχτηκε δειλά από κοντά του, έφυγε μο-
νοκόμματα, ξερά – και χάθηκε στη σιωπή της νύχτας...
[83]
Διηγήματα
ορούσε τώρα μιαν ωραία φορεσιά, με μεγάλες κρεμαστές κορδέλες˙ ήτανε τώρα
σ’ ένα περιβόλι, μ’ εξωτικά παράξενα λουλούδια, με μεγάλα δέντρα γύρω γύρω, που
τραγουδούσαν μαγικά πουλιά.
Στεκόταν δίπλα σ’ ένα σιντριβάνι, σα να τον περίμενε, δεν ξέρω πόσα χρόνια.
Την κοιτούσε σαν εκστατικός.
Ένιωθε τα μεγάλα της τα μάτια, τα ίδια μάτια τα σπαραχτικά, τα τρυφερά, τα πα-
ραπονεμένα, καρφωμένα τώρα στην ψυχή του. Δεν του μιλούσε, μόνο τον κοιτούσε.
Κι αυτά τα μάτια, καθώς τον κοιτούσαν, του φαινόσαν γνώριμα κι αξέχαστα, και σα
να τον κοιτούσαν από πάντα...
Τότε τα μάτια της μεγάλωσαν, μεγάλωσαν, ξεπέρασαν τον κύκλο του προσώπου,
μετακινήθηκαν αργά μες στο σκοτάδι, κι ήρθαν και στάθηκαν ακίνητα μπροστά του.
Και μέσα του γεννήθηκε μια τύψη, ένα βαθύ παράπονο μουγγό, που δε μπορούσε
να το πει με λόγια άνοιγαν μέσα του μια φοβερή πληγή, μυστηριώδη και χωρίς ελπί-
δα.
Ένιωθε τώρα πως αυτά τα μάτια ήταν δεμένα με την ύπαρξή του, ήταν ένα κομμά-
τι της ψυχής του, για πάντα πλέον αποχωρισμένο – πως είχαν κλείσει κάποτε, γι’ αυ-
τόν, κάποιο μεγάλο μυστικό χαράς, που του διέφυγε, δεν ξέρω με ποιον τρόπο – κά-
ποιας χαράς αγύριστα χαμένης...
Ένιωθε μέσα μια φωνή σπαραχτική, που τον επιτιμούσε μυστικά και του ’λεγε πι-
κρά και πονεμένα:
«Είμαστε τα μάτια της Αγάπης, τα μάτια της αγύριστης Αγάπης, που πέρασαν μια
νύχτα μες στο δρόμο σου, δίχως να το πάρεις μυρουδιά! Περάσαμε στο δρόμο της
ζωής σου – κι όμως εσύ δε θέλησες να μάθεις τον καημό μας, δε θέλησες ποτέ να μας
γνωρίσεις... Γι’ αυτό και ’μείς χαθήκαμε για πάντα, χαθήκαμε για πάντα, ναι! για
πάντα...»
Μια νοσταλγία τού περνούσε την ψυχή, ένας λυγμός βαθύς κι απεγνωσμένος – μια
τρυφερή κι απέραντη λαχτάρα, για κάτι μακρινό χιμαιρικό, κάτι πολύ γλυκό κι ανε-
πανόρθωτο.
Ξύπνησε βουτηγμένος μες στο κλάμα.
Μόλις βράδιασε, παράτησε τους φίλους του, κι έτρεξε στο Ζάππειο μονάχος, έτρε-
ξε σαν τρελός, με καρδιοχτύπι, να ξαναβρεί την άγνωστη γυναίκα.
Κάθισε κοντά στη φοινικιά, άναψ’ ένα τσιγάρο και περίμενε.
Κοίταξε μ’ αγωνία το ρολόι του. Πλησίαζαν να ’ρθουνε τα μεσάνυχτα. Ως τη μία
δε φάνηκε κανένας. υγρασία τον διαπερνούσε.
Άρχισε τότε να γυρίζει μες στον κήπο.
Κρατούσε το καπέλο του στο χέρι, και κάπνιζε χωρίς διακοπή.
… ταν κοίταξε και πάλι το ρολόι, ήτανε τώρα πέντε περασμένες.
Πήγε και πάλι προς τη φοινικιά. Έκατσε στο μπάγκο, και περίμενε.
Τα φύλλα έπεφταν σωρός από τα δέντρα έμοιαζαν τώρα σαν κομμένα χέρια, σα
χέρια μαραμένα και κομμένα, που κυλούσαν γύρω με λαχτάρα, κι έψαχναν μες στα
σκοτεινά, και στριφογύριζαν σα να ’θελαν να πιάσουν κάτι ασύλληπτο, κάτι που δεν
υπάρχει στον αέρα...
Σε λίγο άρχισε να βρέχει σιγανά...
[84]
Διηγήματα
Τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε φοβερά, με πάθος, μ’ όλη τη δύναμη της δόλιας της
καρδιάς, μ’ όλη την πρωτογνώριστη λαχτάρα της ψυχής της, μ’ όλη την πρώτη θέρμα
και το ρίγος της ψυχής και του κορμιού κτλ. Τον αγαπούσε τρυφερά, τρελά, με μια
τυφλή σχεδόν εμπιστοσύνη, με το βαθύ φανατισμό της πρώτης ευτυχίας.
Και κείνος τώρα γύρευε να φύγει, να την παρατήσει και να φύγει –να την απορρί-
ψει μες στη νύχτα, δίχως καμιά συγκεκριμένην αφορμή, με τερατώδη κάπως ευκολί-
α– καθώς πετούν τη στάχτη του τσιγάρου…
Κι όπως άπλωσε τα χέρια της επάνω του, και με τ’ απελπισμένα δάκτυλά της, γα-
τζώθηκε με δύναμη στο μπράτσο του, τρέμοντας όλη και σε κρίση νευρική – μέσ’
από τα μαραμένα της τα χείλη, ξέσπασ’ ένας θρήνος πληγωμένου ζώου.
«Πες μου, γ ι α τ ί θέλεις να μ’ αφήσεις; Τι σου ’χω κάνει, για να μ’ αρνηθείς; Τι
σου ’χω κάνει, Θε μου! Πες μου… πες μου…»
Ήταν η φωνή της απογνώσεως, το βαθύ ξεχείλισμα του πόνου, που της πλημμυ-
ρούσε την καρδιά˙ τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμι˙ άρχιζαν να κυλούν στα μάγουλά
της, τα μαραμένα και χλωμά της μάγουλα, δίχως να μπορεί να τα κρατήσει.
Εκείνος τότε στράβωσε τα χείλη –έκανε μάλλον πως χαμογελούσε– και τίναξε τη
στάχτη του τσιγάρου του. Το μέτωπό του ξαφνικά συννέφιασε. Δεν ήταν από λύπη,
φυσικά.
Ήταν ψηλός, λεπτός, συγκρατημένος – και μες στο γκρίζο το ατσάλι των ματιών
του, πέρασε μια σκιά κι ένα παράπονο…
Ήθελε πολύ, με κάθε τρόπο, να κρατήσει μιαν ανάμνηση ωραία της εκλεκτής αυ-
τής περιπετείας.
Είχαν, εξαρχής και αδιάκοπα, ζήσει τόσο μες στην ομορφιά, που θα ’πρεπε, στα
τελευταία, τώρα –έτσι πίστευε τουλάχιστον εκείνος– το μοναδικό εκείνο ποίημα της
αμοιβαίας και λεπτής στοργής τους, να τέλειωνε με κάποιο φωτοστέφανο, να ’σβηνε
μέσα σε μιαν αποθέωση, σαν ένα δράμα σκηνικό, θεσπέσιο!
Εκείνη όμως, με τα δάκρυά της, τώρα του κατέστρεφε τα σχέδια, το γοητευτικό ε-
κείνο τέλος, που με λαχτάρα ονειροπολούσε…
γυναίκα έμεινε γυναίκα. Ξυπνούσε δυνατά το ένστικτό της, με κάποιον τρόπο
θλιβερά ζωώδη… Έμοιαζε σαν κάποιος ποιητής, που την καλύτερη σκηνή του έργου
του, με μιαν αδέξια πολύ χειρονομία, του τη χαλούσεν η πρωταγωνίστρια…
Τα δάκρυά της δεν τον συγκινούσαν! Εκείνος ήταν ένας καλλιτέχνης και κείνη μια
καημένη γυναικούλα που δε μπορούσε φυσικά, να καταλάβει το δράμα της δικής του
φαντασίας, με τη μεγάλη δίψα του Ωραίου, την αιωνίως ανικανοποίητη… Δοκίμασε,
με κάποια συγκατάβαση, αλλά συγχρόνως και με κάποια περιφρόνηση, να της κεντή-
σει την αξιοπρέπεια:
«Αυτά δε λέγονται με λόγια, Μαριάννα! λ’ αυτά μια μέρα θα τελείωναν. Αυτό το
πράμα δε μπορούσε να βαστάξει˙ αργά η γρήγορα, θα φθάναμε σ’ αυτό! Έπρεπε, Θε
μου, να το περιμένεις˙ είναι μοιραία όλα – τι να γίνει…
Εκείνη όμως έπεσε στο πάτωμα, κι άρχισε να σπαράζει με λυγμούς.
Σκέφτηκε τότε: «Να και το μελόδραμα!...».
[85]
Διηγήματα
Αλλά, κοντά σ’ αυτή τη σκέψη που του ήρθε, του πέρασε συγχρόνως άλλη μια. Έ-
σκυψε και της χάιδεψε το χέρι:
«Προτού να φύγω, δε μου παίζεις λίγο πιάνο…»
Εκείνη άρχισε να κλαίει δυνατότερα.
Άρχισε τότε σοβαρά να επιμένει:
«Έλα, έλα, στο ζητώ για χάρη! Για τελευταία χάρη, Μαριάννα! Θα ’θελα ν’ ακού-
σω λίγο πιάνο…».
Κι επειδή δεν έπαιρνε απόκριση, πήγε και κάθισε μονάχος του στο πιάνο.
Άνοιξε δίχως θόρυβο το σκέπασμα, κι άρχισε να παίζει σιγαλά, ένα κομμάτι παρα-
πονεμένο.
Έπαιζε κάποιο θλιβερό πρελούντιο – το έκτο, υποθέτω, του Σοπέν. Έμοιαζε σα
δάκρυα που τρέχουν, ήσυχα όμως και πολύ γλυκά, σαν ένας πόνος μυστικός κι ανο-
μολόγητος – δάκρυα ψυχής αφανισμένης, που σταλάζουν πίσω από τα βλέφαρα, χω-
ρίς να φανερώνονται στα μάτια, και τα ξαναπίνει η ψυχή.
Ένιωσε τότε μια μεγάλην ανακούφιση, σα να του σήκωσαν ένα μεγάλο βάρος.
Γύρισε και κοίταξε με τρόπο τη γυναίκα, τώρα και κείνη είχε ησυχάσει˙ ήταν ξα-
πλωμένη πάντα χάμου, αλλά χωρίς να ακούγεται διόλου˙ πού και πού, ένας λυγμός
ξεθυμασμένος, μονάχα της ανάδευε τους ώμους.
Είπε τότε πως το πράμα θα τελείωνε, και σηκώθηκε να πάρει το καπέλο του.
Έσκυψε μόνο και τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη σα νεκρή, με τα
μάτια πάντοτε κλεισμένα.
Βγήκε τότε στις μύτες των ποδιών, και ξανάκλεισε την πόρτα δίχως κρότο.
Μια στιγμή, στη σκάλα, πριν να βγει, θυμήθηκε μονάχα, ξαφνικά, πως είχε ξεχα-
σμένο το μπαστούνι του. Γύρισε το πήρε, και ξανάφυγε, δίχως να στρέψει πίσω το
κεφάλι.
[86]
Διηγήματα
χως άλλο απ’ αυτόν, μες στην απαρηγόρητη καρδιά της… Έβλεπε πια, με μάτια κα-
θαρά, όλο το βάθος της παρεξηγήσεως – πόσο αυτός υπήρξεν η αιτία μιας φοβερής
ανθρώπινης οδύνης…
Άρχισε τότε να διασκεδάζει, με την ελπίδα να τη λησμονήσει.
[87]
Διηγήματα
« ίλε μου, σας είχα αγαπήσει, όσο μπορεί γυναίκα ν’ αγαπήσει. Σας είχα δώσει
ό,τι είχα – το θυμάστε… Σεις όμως με θελήσατε παιχνίδι, παίξατε σκληρά με την α-
γάπη μου… Ε, λοιπόν, θαυμάσετε το έργο σας. Έγινα το παιχνίδι που ζητούσατε!...
Απ’ την εποχή που χωριστήκαμε, ζύγισα τα πράγματα καλύτερα. Έγινα και ’γώ μα-
θήτριά σας… Δίδω πόζες πλαστικές στους άλλους – πόζες όμως που καλοπληρώνο-
νται… Δεν το λέω, φυσικά, για σας. Εσάς, σ α ς ε ί χ α α γ α π ή σ ε ι, δε μπορώ…
Αλλ’ ούτε και που είμαι πια για σας!... Εσείς, το ξέρω, είστε ποιητής. Γράψετε λοιπόν
ένα ρομάντζο: ‘‘Ο μαθητής που πέρασε το δάσκαλο’’…»
Γύρισε πάλι και τον κοίταξε κατάματα, τον κοίταξε βαθιά, σαρκαστικά, μ’ ένα μι-
κρό χαμόγελο λεπτής κοκεταρίας.
Την κοίταζε στα μάτια σαν τρελός – την κοίταζε, και δεν την αναγνώριζε…
Είπαν ακόμα μερικές κουβέντες.
Μια στιγμή, σηκώθηκε να φύγει. Τον κράτησε με μια χειρονομία:
«Α, ναι, αλήθεια, πριν να φύγετε, σταθείτε… Τ ώ ρ α ε ί μ α ι π ι α σ ε θ έ σ η,
καθώς βλέπετε, να σας παίξω το κομμάτι που ζητούσατε…»
Κάθισε προκλητικά στο πιάνο, κι άρχισε να παίζει το πρελούντιο.
Εκείνος όρθιος κοντά της, με το καπέλο πάντοτε στο χέρι.
Ήταν το ίδιο θλιβερό κομμάτι, αλλά παιγμένο λίγο πιο σκληρά – με κάμποσα φάλ-
τσα, πού και πού.
Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.
Κατέβηκε τη σκάλα, σαν τρελός. Ένας κόμπος ήταν τώρα στο λαιμό του.
ταν και πάλι βρέθηκε στο δρόμο, καθώς έστριβε στην ίδια τη γωνιά, χωρίς να
θέλει, ξέσπασε σε δάκρυα.
Τα σκούπισε με το μαντίλι, μα πάλι του γέμιζαν τα μάτια.
Ήξερε τώρα πως αυτό που έκανε, δεν ήταν και πολύ πολύ ωραίο – πως ήταν μάλι-
στα και κάπως ακαλαίσθητο, κάπως πολύ γελοίο και ανάρμοστο – μα δε μπορούσε να
το συγκρατήσει.
[88]
Διηγήματα
… Ένα βραδάκι πνιγηρό του Νοεμβρίου (κατά τις πέντε, λίγο πριν νυχτώσει, ήταν
πεσμένη μια ψιλή ψιλή βροχούλα, μα ύστερα δε βάσταξε πολύ), μες στην ταβέρνα
του μπαρμπα-Θανάση, είχαν ανταμώσει τρεις νομάτοι: ο Βάθρακας, δεινός μανιταρ-
τζής, ο επικαλούμενος και Σταύρακας, ο Νίκος ο Ζαμπόχος –η Αλάνα– κι η αλεπού, ο
Γιάννης τ’ Αξιωτάκι. Καθόσανε στο ίδιο το τραπέζι, και κρυφομιλούσαν επί ώρες, με
ζωηρές και χαμηλές φωνές, μ’ εκφραστικά παιχνίδια του προσώπου, με μισοκλεισί-
ματα ματιών, με μυστηριώδεις, ξαναμμένες και κάπως νευρικές χειρονομίες.
Καθόσανε κι οι τρεις κοντά κοντά, παράμερα, στην άκρη, προς τον τοίχο, πίσω
από το ξύλινον το χώρισμα – κι εξέταζαν με προσοχή τους άλλους, και γύριζαν ανή-
συχα τα μάτια, σε κάθε μισοτρίξιμο της πόρτας˙ ήταν κι οι τρεις τους αρκετά στα
κέφια –είχαν πιει από νωρίς έναν περίδρομο– αν και φαινόσαν αρκετά συγκρατημέ-
νοι.
Στο εικονοστάσι της ταβέρνας, δίπλα στην ασημένια Παναγίτσα, ένα μικρούλι ά-
σπρο καντηλάκι –και που ποτέ δεν έσβηνε πιστεύω– έριχνε πού και πού, στα σκοτει-
νά, μικρές αναλαμπές παρηγοριάς.
Ο μπαρμπα-Θανάσης, ο χοντρός, παρόλα τα φτωχά, τα μαραζάρικα, τα κακομοι-
ριασμένα γερατιά του, με τ’ ανασκουμπωμένα του μανίκια, με τη μεγάλη λεκιασμένη
του ποδιά, πήγαινε κι ερχόταν, αεικίνητος˙ πετούσε τα λογάκια και τ’ αστεία του, και
πάλι ξαναγύριζε στο μπάγκο, κι έδινε τα ρέστα στους πελάτες, κι έπειτα πήγαινε πάλι
και καθότανε, μαζί με τη δική του την παρέα – μ’ ένα φαντάρο, μακρινό του ανιψίδι,
μ’ ένα λεβέντη μοίραρχο απόστρατο, και τρεις ακόμα θλιβερούς συνταξιούχους –τρία
ανεκδιήγητα σαράβαλα– που κουτσοπίναν μες στα ποτηράκια τους, και διηγόσαν ι-
στορίες του εξήντα.
Ήταν τώρα δέκα περασμένες˙ έξω, έβρεχε και πάλι σιγανά, έβρεχε και πάλι στα-
ματούσε – και σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, έφερνε μια δροσούλα παγερή, και μια
βαριά και μελαγχολική, σαν άρρωστη και σάπια, μυρουδιά από βρεμένο, νοτισμένο
χώμα.
Στη μακρινή εκείνη συνοικία, η ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, μονάχ’ αυτή κα-
τόρθωνε να έχει αποκλειστικά κι από καιρό, το μέγα κι αναφαίρετο προνόμιο, να μέ-
νει παραπάνω απ’ τις έντεκα˙ θα πεις ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος που της γινόταν η
εξαίρεση εκείνη: η ταβέρνα ήταν τόσο μακριά, τόσο έξω κι από τόπο κι από χρόνο,
που οι αστυνομικές οι διατάξεις έχαναν καθ’ οδόν τη δύναμή τους, και είτε έφταναν
αδυνατισμένες, είτε δε φτάνανε ποτέ ίσαμε κει… Κι εξάλλου, μες στους ταχτικούς
πελάτες ήταν κι ο νωματάρχης του σταθμού –τρώγοντας πάντα, εννοείται, βερεσέ–
και την είχε πάρει, σα να λέμε, υπό την άμεσή του προστασία. Κι αυτό γινόταν, ως εκ
παραδόσεως, μ’ όλους τους περασμένους, τους παρόντας, τους διαδοχικούς νωμα-
ταρχέους – και ήταν τώρα ένας νόμος άγραφος, δεν ξέρω τι το καθιερωμένο, που δε
χωρούσε φυσικά συζήτηση.
Κι οι τρεις εκείνοι μικρολωποδύτες, την είχαν κάνει ένα είδος άσυλό τους – κι ας
ήταν, έτσι, σ’ επαφή διηνεκή, μέρα και νύχτα, με την εξουσία˙ η λωποδύτική τους
ιδιότητα δεν ήταν βλαβερή στη συνοικία, και φρόντιζαν να κάνουνε τα κόλπα τους,
[89]
Διηγήματα
Ο Περιττός
Μαρία,
Δεν είχα σκοπό να σου γράψω. Είχα σκοπό να πάρω το μυστικό μαζί μου. Αλλά
καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να το κατορθώσω. Είναι μερικά πράματα, που δεν
εξαρτώνται ούτε από τη θέλησή μας, ούτε από την απόφασή μας, και που δε μπορού-
με να τ’ αποφύγουμε, οσοδήποτε κι αν πρόκειται να παραβούμε εκείνα που έχομε
μυστικά υποσχεθεί στον εαυτό μας – οσοδήποτε και αν ο εαυτός μας θέλει να μείνει
συνεπής σ’ αυτό που έταξε. Αυτό το ανακαλύπτω πρώτη φορά τώρα – κάπως αργά,
είν’ αλήθεια. Ξέρεις, πολύ καλά, με πόση προσοχή απέφυγα στη ζωή μου τις περιττές
χειρονομίες, και πόσο, αυτές οι χειρονομίες, δεν έχουν καμιά σχέση με το χαρακτήρα
μου. Αλλά είναι μοιραίο, φαίνεται, να μας συμβαίνει πάντοτε, εκείνο που μισούμε πιο
πολύ. Βρίσκομαι και ’γώ, υποχρεωμένος, σήμερα, να συνθηκολογήσω με τις περι-
στάσεις, και να παίξω το μελόδραμά μου. Ας με συχωρέσουν όλοι εκείνοι, που διατη-
ρούσαν κάποιαν υπόληψη, ως σήμερα, για το θετικό μου χαρακτήρα, και τη στοχα-
στική μου τη ζωή.
Δεν αισθάνομαι, άλλωστε, κανένα είδος ντροπής, γι’ αυτό που πρόκειται να κά-
νω. ταν φθάσει κανένας εκεί που έχω φθάσει –δηλαδή, στην ωμή και σταθερή από-
φαση– όλοι αυτοί οι μικροϋπολογισμοί, τα τιποτένια κι ευτελή ανθρώπινα προσχήμα-
τα, παίρνουν τέλος μονομιάς, επειδή βρίσκονται ξαφνικά, πολύ παρακάτω απ’ την
επίσημη κατάσταση που μπαίνουμε – και που θυμίζει την απάθεια, την υπέρτατη αδι-
αφορία του φιλοσόφου – ή καλύτερα, του κτήνους...
Το να φεύγει, βέβαια, κανένας έτσι, απ’ τη ζωή, αν, αυτό καθεαυτό, είναι μια
πράξη εντελώς ατομική, που δεν πρέπει να ενδιαφέρει κανέναν άλλον απολύτως, έξω
από μας τους ίδιους – απέναντι, όμως, των άλλων, μοιάζει σαν ένα είδος προδοσίας
σαν οι άνθρωποι να είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία – κι ένας απ’ αυτούς, πιο βια-
στικός, να παρέβαινε αυτή τη συμφωνία, ν’ αθετούσε, ξαφνικά, το λόγο του, και να
λιποτακτούσε στον εχθρό! Ας ελπίσω πως, στη δική μου την περίπτωση, εκείνοι που
θα το πάρουν έτσι, θα είναι πολύ λίγοι...
σο για σένα, θα το πάρεις σα μια νέα μου ενόχληση (μην κάνεις πως αγανακτείς
μ’ αυτό που γράφω: Ξέρω π ο λ ύ κ α λ ά πώς θα το πάρεις!)˙ είναι η τελευταία ενό-
χληση που λογαριάζω να σου δώσω στη ζωή μου.
Ένας άλλος στη θέση μου, θα φερόταν ίσως διαφορετικά: θα προτιμούσε, την κα-
ταστροφή που ήταν προορισμένη για τον εαυτό του, να την έριχνε, καλύτερα, σε κά-
ποιους άλλους... Εγώ δε σκέφθηκα καθόλου τέτοιο πράμα. Καθένας έρχεται στον
κόσμο με τη μοίρα του. Κι η δική μου είναι να πεθάνω...
Κι αυτά, ακόμα, που σου γράφω τώρα, δε σ’ τα γράφω με σκοπό να σε πικράνω.
Δεν είμαι, εξάλλου, ικανός να σε πικράνω – ακόμα και να το ’θελα πολύ αυτό το
πράμα. Μ’ έχεις λογαριάσει τόσο λίγο, που δε μου μένει μήτε καν αυτή η μυστική
παρηγοριά, πως θα μπορούσα, μια φορά, να σε πικράνω. Εγώ μόνο θα φύγω πικραμέ-
[101]
Διηγήματα
[102]
Διηγήματα
[103]
Διηγήματα
Εύχομαι μόνο (και το θέλω, πώς το θέλω! αν ήξερες, Μαρία, πως το θέλω! Αυτή
η σκέψη με γεμίζει ευτυχία – τη μόνη ευτυχία που μου μένει!), εύχομαι όταν θα τρώ-
τε κάποτε μαζί, ευτυχισμένοι και ξένοιαστοι για πάντα, –μες στ’ αγαπημένα σας τα
ψάρια, που τα ψαρεύει ταχτικά ο άνης, και τα μαγειρεύεις τόσο νόστιμα– αμέριμνοι
και δίχως υποψία, εύχομαι να φάτε κάποτε, μαζί, και την καρδιά μου!...
[104]
Διηγήματα
Αναμνήσεις κυνηγού
ταν ήμουν νέος, είχα και ’γώ τη μανία του κυνηγιού – που μοιάζει κάπως τη μα-
νία του χαρτιού. Μου άρεζε να ξεκινώ, πρωί πρωί, με το ντουφέκι στον ώμο, μόλις η
μέρα χάραζε στα μακρινά βουνά, με την πρώτη δροσούλα της αυγής – και να τραβώ
στα δάση, να κατηφορίζω ρεματιές, να σκαρφαλώνω στις πλαγιές, και να παραμο-
νεύω τα πουλάκια, που κελαηδούσαν και πετούσαν με χαρά, μες στα κλωνάρια, ή στο
γαλάζιο βάθος τ’ ουρανού... Αυτή ήταν, μπορώ να πω, η μοναδική μανία μου, την
εποχή εκείνη.
ταν ερχόταν ο καιρός του κυνηγιού, ήμουν κυριολεκτικά ευτυχισμένος! Τον
περίμενα με μια λαχτάρα ιδιαίτερη – καθώς ο παίχτης τ’ άνοιγμα της λέσχης... Κοι-
μόμουνα νωρίς, ξυπνούσα νύχτα, με το ξυπνητήρι, έβανα την κυνηγετική στολή μου,
την κιλότα μου, τις μπότες μου, έπαιρνα το ντουφέκι μου, και δρόμο!
Ήταν η εποχή που δεν είχα ξυπνήσει ακόμα στη ζωή, που η ψυχή μου ήταν όλη
ένστικτο και πρωτογενείς ορμές. Και είχα, συγχρόνως, τη φιλοδοξία –επειδή το μάτι
μου ήταν γερό, και το χέρι στερεό, και είχα πάρει και βραβεία, για τη σκοπευτική μου
ικανότητα– να διατηρήσω με κάθε τρόπο, αυτή τη φήμη, απέναντι των άλλων κυνη-
γών της συντροφιάς μου – αν και, τις περισσότερες φορές, προτιμούσα να πηγαίνω
μόνος, και να ικανοποιώ το πάθος μου, μ’ όλη τη δυνατή μου άνεση και ησυχία.
Δεν ξέρω, τώρα, να σας πω ακριβώς, ποια είναι η ιδιαίτερη απόλαυση του κυνη-
γιού: γι’ άλλους, το κυνήγι είν’ ένα πρόσχημα εκδρομής, με όλες τις ωραίες συγκινή-
σεις και με τ’ απρόοπτά της, όλες, δηλαδή, τις περιπέτειες της εξοχικής περιπλανή-
σεως. Γι’ άλλους, δεν είναι παρά το μεθύσι του σκοτωμού, τ’ ωραίο ρίγος της εκπυρ-
σοκροτήσεως – και η ευκαιρία του ν’ αναπτύσσει κανένας τη σκοπευτική του τη δει-
νότητα, εκ του ασφαλούς, αδιαφορώντας για την καταστροφή που φέρνει, και για το
θάνατο των ήμερων πουλιών. Για μένα, ήσαν και τα δυο μαζί, συνδυασμένα μ’ ένα
τρίτο αίσθημα, που θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω: κάθε φορά που ξεκινούσα για
κυνήγι, ένιωθα μιαν ανεξήγητη συγκίνηση – σα να ξεκινούσα για μια ηρωική και με-
γαλειώδη κατάκτηση του κόσμου! Μου φαινόταν πως, η εκστρατεία μου εκείνη, απο-
τελούσε μια πολύ σπουδαία υπόθεση, στο ενεργητικό μου, και ότι, σκοτώνοντας ένα
μικρό πουλάκι, γύριζα με το μέτωπο λευκό, σα να είχα κερδισμένη κάποια μάχη, μ’
ένα μεγάλο κι επικίνδυνον εχθρό. Πολύ αργά κατάλαβα πόση ανανδρεία, και πόση
ταπεινή θρασυδειλία, κρύβεται μες στο αίσθημα αυτό – και πόσο τεραστία απόσταση
με χώριζε απ’ την πραγματικά γενναία πράξη, και τον αληθινόν ηρωισμό.
Άργησα πολύ να καταλάβω το αίσχος και την ποταπότητα που εγκλείει, αυτή η
θηριώδης, η ανάλγητη δολοφονία εκ του ασφαλούς...
Και τώρα θα σας διηγηθώ πώς μου πέρασε η νοσηρή αυτή μανία, στο διάστημα
ενός δευτερολέπτου – σα να την είχαν κόψει με μαχαίρι...
Ξημέρωνε της Ζωοδόχου Πηγής –πέντε μέρες έπειτ’ απ’ το Πάσχα– και είχαμε
συμφωνήσει, μια παρέα, να βρεθούμε, κατά το μεσημέρι, στην πανήγυρη που γίνεται,
[105]
Διηγήματα
κάθε τέτοια μέρα, στο Μενίδι. συνάντησή μας επρόκειτο να γίνει στη Χελιδονού,
δυο βήματα έξω από την Κηφισιά. Οι άλλοι δεν ήταν κυνηγοί: ήσαν, απλώς, εκδρο-
μείς – ή, καλύτερα, γλεντζέδες. σον αφορά αυτή την ιδιότητα τους –εννοώ τον έρω-
τα των εκδρομών– εγώ, σαν κυνηγός, τους περιφρονούσα κάπως τότε... Διασκέδαση,
δίχως να σκοτώνεις τα πουλιά –πλατωνική κι αναίμακτη αγάπη προς τη φύση– όλ’
αυτά, εγώ, ο κυριευμένος απ’ το πάθος του γενναίου εκείνου σκοτωμού, δε μπορούσα
να τα υποφέρω...
Επειδή, όμως, επρόκειτο να επακολουθήσει δεινή κρασοποσία (ξέρετε το περί-
φημο κρασί του Μενιδιού), κι επειδή, αυτό το τελευταίο, δεν έρχεται καθόλου σε
αντίθεση με τις συνήθειες των κυνηγών, προσπάθησα να συνδυάσω και τα δυο, ξεκι-
νώντας το πρωί για το κυνήγι, και καταλήγοντας το μεσημέρι στη Χελιδονού, ν’ α-
νταμώσω την παρέα μου. Έτσι, δε θα ήμουν υποχρεωμένος να θυσιάσω την απόλαυ-
σή μου, πράγμα που δεν εννοούσα να κάνω, ούτε αν μου έταζαν το πολυτιμότερο
νέκταρ, γι’ ανταμοιβή...
Ξεκίνησα, θυμάμαι, κατά τας τρεις τη νύχτα, και την ώρα ακριβώς που χάραζε,
βρισκόμουν έξω από την Κηφισιά, με το ντουφέκι στον ώμο, ζωηρός και γιομάτος
κέφι. Ο αέρας ήταν δροσερός, ο ουρανός γαλανός, κι έδειχνε πως επρόκειτο να κάνει
μέρα έξοχη. Οι πρασινάδες μοσκοβολούσαν, νοτισμένες απ’ την πρωινή δροσιά. Εδώ
εκεί άκουγα τους πυροβολισμούς των άλλων κυνηγών, που ήταν σκόρπιοι σε διάφο-
ρες αποστάσεις.
Μες στο δισάκι μου είχα πάρει τ’ απαραίτητα, μερικά πρόχειρα πραματάκια για
να τσιμπήσω, αν τυχόν πεινούσα, και δεν τύχαινα, εκείνη τη στιγμή, σε μέρος βολικό.
Το παγούρι μου το είχα γεμίσει φρέσκο, καθαρό νερό, στην Κηφισιά.
Τραβούσα μόνος, με το σκύλο μου, σφυρίζοντας, σ’ ένα μονοπάτι, με την από-
φαση να μην απομακρυνθώ και πολύ από το σημείο που είχα τελικό σκοπό να φθά-
σω, κατά το μεσημέρι. Είχα χτυπήσει, ως την ώρα, μερικά τρυγόνια. Το λαγωνικό
μου χοροπηδούσε, και μου ’φερνε λαχανιασμένο τα πρώτα σκοτωμένα μου πουλιά.
Τα ’ριχνα μες στο δισάκι, το χάιδευα, και ξαναξεκινούσαμε, κι οι δυο, μεθυσμένοι
απ’ την πρωινή μοσκοβολιά, και γεμίζοντας εξοχικόν αέρα τα πλεμόνια μας. Είχαμε
φτάσει σε μια ρεματιά –την ίδια ρεματιά που κατηφορίζει στη Χελιδονού– και είχαμε
κάνει μια μικρή στάση, να φάμε κατιτί στο πόδι (ο Ποσειδών πεινούσε τρομερά) –
όταν διέκρινα το γνωστό ανάλαφρο τρεμούλιασμα στα φύλλα ενός δέντρου.
Δεν έχασα καιρό, έτσι, όπως ήμουν καθιστός, και τράβηξα. Το πουλί έπεσε. Ο
Ποσειδών τινάχτηκε σα βέλος, τ’ άρπαξε, μου το ’φερε – και το ’ριξα κι αυτό μες στο
δισάκι.
Κι έπειτα εξακολουθήσαμε να τρώμε. ζέστα, όσο πήγαινε, δυνάμωνε. Έπειτα
από την πρωινή δροσιά, η θερμοκρασία άρχισε ν’ ανεβαίνει, κάπως αισθητά. Διάλεξα
μια σκιά, και τότε δοκίμασα ένα ελαφρό αίσθημα νύστας. Το πολέμησα, καπνίζοντας
μερικά τσιγάρα – αποφασισμένος να ξαπλωθώ λιγάκι, μετά το μεσημέρι, στο χωριό,
στο φιλικό το σπίτι που θα διασκεδάζαμε.
Παραλείπω ένα σωρό λεπτομέρειες, που δε σας ενδιαφέρουν –ή καλύτερα που
ενδιαφέρουν, αποκλειστικά, όσους έχουν τη μανία του κυνηγιού– και φθάνω στο κυ-
ριότερο σημείο της ιστορίας μου.
[106]
Διηγήματα
[107]
Διηγήματα
λις πέσει η λαύρα, τ’ απόγιομα να πάρουμε το δρόμο του χωριού, ξεκούραστοι και
φρέσκοι, με καινούριες δυνάμεις για το βράδυ.
Κι έτσι έγινε ακριβώς. Καθένας μας διάλεξε το μέρος που του ταίριαζε καλύτερα,
και ξαπλωθήκαμε. Τον πήραμε τρεις τέσσερες ώρες, αρκετά βαριά – και όταν ξυπνή-
σαμε, άρχιζε να βραδιάζει...
Πλυθήκαμε, και πήραμε το δρόμο. Κρέμασα πάλι το δισάκι μου στην πλάτη,
κρέμασα και το ντουφέκι, και ξεκινήσαμε. Δεν μου είχε μείνει ακόμα καιρός να κάνω
τον απολογισμό της ημέρας εκείνης, και να μετρήσω τα θύματα που είχα μες στο σά-
κο. συγκομιδή μου δεν ήταν και πολύ σπουδαία – κι ένας κυνηγός αποφεύγει πάντα
να δείξει ό,τι έχει μες στο σάκο του, όταν η συγκομιδή του δεν είναι και πολύ σπου-
δαία. Κι εξάλλου, η παρέα μου, ανίδεη από τα τέτοια, θα περίμενε να δει τουλάχιστον
μια στρουθοκάμηλο, ή ένα παραδείσιο πτηνό, για να μου δώσει το βραβείο της αξίας
μου! Και τα μικρά πουλιά, που είχα χτυπημένα, ένα ολόκληρο πρωί, δεν ήσαν ικανά
να της γιομίσουνε το μάτι, ασφαλώς...
Γι’ αυτό απέφυγα επιμελώς ν’ ανοίξω το δισάκι, αλλά και κανείς δεν το θυμήθη-
κε.
Οι μακρινοί ήχοι απ’ τα νταούλια του πανηγυριού, άρχισαν να φθάνουν ως τ’ αυ-
τιά μας.
Εγώ έκανα μια μικρή λοξοδρομία, για να κόψω μερικά λουλούδια. Οι άλλοι προ-
χωρούσαν τραγουδώντας, πιασμένοι απ’ το χέρι, και περπατώντας ρυθμικά, με βήμα
στρατιωτικό.
Ενώ τάχυνα το βήμα να τους φθάσω, αισθάνθηκα μια κίνηση απότομη, μες στο
δισάκι, σαν τίναγμα φτερού. Σταμάτησα, το ’βγαλ’ απ’ την πλάτη, κι έχωσα το χέρι
στον σωρό.
Ένιωσα τότε κατιτί που σπάραζε. Το τράβηξα έξω, και είδα ένα πουλάκι που α-
κόμα ήταν ζωντανό. αίνεται να το είχα χτυπήσει ελαφρά – κι επειδή ήταν το τελευ-
ταίο, και το είχα βάλει απάνω από τ’ άλλα, είχε κατορθώσει να ζήσει, ως τη στιγμή
εκείνη – δηλαδή, πέντ’ έξι ώρες αγωνίας...
Το κράτησα στο χέρι – και το κοίταξα.
Ήταν όλο καταματωμένο και ζούσε μόλις. Άνοιγε μόλις τις αδύνατες φτερούγες
του, όχι τόσο για να μου ξεφύγει, αλλ’ επειδή, την ώρ’ αυτή, ψυχομαχούσε.
Και τότε συνέβη κάτι, που δε θα το λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου: ενώ ετοιμαζό-
μουν να το ρίξω πάλι μες στο σάκο, άνοιξε τεράστια τα μάτια και τα κάρφωσε μέσα
στα δικά μου.
Δεν είμαι άνθρωπος ευκολοσυγκίνητος, αλλά η ματιά εκείνη, που με κοιτούσε, μ’
έν’ αλλόκοτο: «ΓΙΑΤΙ;» –μ’ ένα παράπονο και μια πικρή μομφή, που δεν μπορώ να
τα ξεχάσω μέχρι τώρα– μου ’δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, που θα με τυραννεί ενόσω
ζω.
Κι ενώ με κοίταζε, στο φως του δειλινού, προτού προφτάσω να καλοσκεφθώ τι
τρέχει, οι κόρες μεγαλώσανε, μαυρίσανε – κι έπειτα βασίλεψαν για πάντα...
Το πουλάκι ήταν πεθαμένο – κι ακόμη με κοιτούσε μες στα μάτια. Κι έλεγε πά-
ντα με το βλέμμα του: «ΓΙΑΤΙ;!...».
[108]
Διηγήματα
Οι φίλοι μου με βρήκαν σε μια πέτρα, με το κεφάλι μες στα χέρια και να κλαίω.
Με πήραν, φυσικά, για μεθυσμένο.
Δεν θυμάμαι πώς πήγα στο χωριό.
Τα νταούλια κι οι πίπιζες χτυπούσαν, οι χωριάτισσες με τα καλά τους ρούχα, χό-
ρευαν, ο κόσμος τραγουδούσε και γλεντούσε. πλατεία ήταν όλο φώτα.
Δεν ήξερα τι γίνεται τριγύρω.
Ήπιαμε κρασί σε μια ταβέρνα, κι έπειτα, πάλι, σ’ ένα σπίτι χωριανό.
Εγώ ήπια μέχρι κτηνωδίας. Ήπια κτηνωδώς, ως το πρωί.
Μ’ έφεραν αναίσθητο στο σπίτι.
Επά μια βδομάδα ήμουν άρρωστος, και βογκούσα, και παραμιλούσα...
Και δεν ξανακυνήγησα ποτέ μου. Πιστέψετέ με, ή μη με πιστεύετε – αλλά προπά-
ντων, μη χαμογελάτε...
[109]
Διηγήματα
Το κρανίο
Ο άνης απ’ την ημέρα που είχε βάλει το διαβολεμένο εκείνο κρανίο στην κάμα-
ρά του, δε μπορούσε να ησυχάσει. Θέλεις οι αόριστοι εκείνοι τρόμοι, οι υποσυνείδη-
τοι, που μένουν πάντα, απ’ την παιδική μας ηλικία, μες στο κατακάθι της ψυχής μας,
θέλεις, ακόμα, η ένστικτη αποστροφή μας προς καθετί που μας θυμίζει θάνατο – το
βέβαιο είναι ότι η παρουσία του κρανίου, μες στη μικρή φοιτητική τους καμαρούλα,
του ήταν εντελώς ανεπιθύμητη.
Αν και συνηθισμένος, τρία χρόνια τώρα, ν’ αντικρίζει πτώματα, λόγω των σπου-
δών του, στο ανατομείο, δεν είχε αποκτήσει ακόμα, εντούτοις, την απαιτούμενη εκεί-
νη ψυχραιμία, που χρειάζεται σ’ όλες αυτές τις εργασίες. ψυχή του ήταν πάντα
φοβερά ευαίσθητη στην επαφή του μυστηρίου.
Ο άνης, αυτό, δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει ούτε στον ίδιο τον εαυτό του.
Και όμως έτσι ήταν.
Το κρανίο εκείνο, καθώς τον κοίταζε με τ’ αδειανά του μάτια, την ώρα της μελέ-
της, τον ενοχλούσε τώρα, σα μια παρουσία ζωντανή. Ίσως να είχε συντελέσει σ’ αυ-
τό, κι ο τρόπος που το είχε αποκτήσει. Δεν το είχε αγορασμένο, καθώς άλλοι, από
κανέναν ειδικό προμηθευτή –και υπάρχουν πλήθος τέτοιοι στο πανεπιστήμιο– αλλά
το είχε βρει, ο ίδιος, στο νεκροταφείο, μια βραδιά που είχαν πηδήσει, μισομεθυσμέ-
νοι, μαζί με πέντ’ έξι άλλους φίλους, από ’ναν τοίχο χαμηλό. Το είχε βρει, στο πίσω
μέρος, εκεί που βρίσκονται θαμμένοι οι ταπεινοί κι ανώνυμοι νεκροί, όσοι δεν αξιώ-
νονται μαρμάρινους σταυρούς και μαυσωλεία. Ξεχωμένο από τις βροχές, ή λησμονη-
μένο –ποιος το ξέρει;– το είχε βρει μες στα χορτάρια, δίπλα σ’ έναν ξύλινο σταυρό,
ανάμεσα σε δυο μεγάλα κυπαρίσσια. Κι επειδή από καιρό λογάριαζε να βρει ένα κρα-
νίο, για να στολίσει τη βιβλιοθήκη του – το πήρε.
Το είχε τοποθετημένο τώρα, απάνω στη βιβλιοθήκη, αντίκρυ στο κρεβάτι του,
δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια. Τις πρώτες μέρες που το κοίταζε –που κοίταζε τα
δυο μεγάλα μάτια, και την πικρή μασέλα που γελούσε– ένιωθε μια λεπτή κρυάδα
στην πλάτη. Έλεγε, όμως, πως θα το συνηθίσει.
Ήταν τώρα μια βδομάδα που το κοίταζε, κι ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Πάντα
ένιωθε το κρύο μες στην πλάτη.
Κι όμως αυτός ο ελαφρός ο τρόμος τον γοήτευε. Κι έπειτα, αισθανόταν την α-
νάγκη να φανεί ανώτερος αυτής της παιδικής αδυναμίας.
Κι έτσι το κρανίο έμεινε στη θέση του, απάνω στη βιβλιοθήκη. Το ξεσκόνιζε κά-
θε πρωί με το φτερό – και φρόντιζε ώστε το βάζο που υπήρχε δίπλα, να έχει πάντοτε
λουλούδια. Αυτό το θεωρούσε, τώρα, σα μιαν υποχρέωση, σαν ένα μυστικό καθήκον
– χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί...
Ένα βράδυ, καθώς γύριζε απ’ το θέατρο, του φάνηκε πως το κρανίο είχε μετακι-
νηθεί. Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ’ ένα χο-
ντρό δεμένο λεξικό. Το βάζο ήταν δεξιά του. Τώρα του φαινόταν κάπως μετατοπι-
σμένο αριστερότερα... Ο άνης έμεινε λιγάκι σαστισμένος. Να υποθέσει ότι κανένας
[110]
Διηγήματα
άλλος είχε μπει στην κάμαρά του, την ώρα που έλειπε δεν ήταν δυνατόν. πόρτα
ήταν κλειδωμένη. Μια άλλη πόρτα, που συγκοινωνούσε με το μέσα του σπιτιού, ή-
ταν, κι αυτή επίσης, καρφωμένη. Κι εξάλλου, όλα τ’ άλλα πράματα βρισκόντουσαν
στη θέση τους – ακόμα κι ένα μικρό μαντηλάκι, μεταξωτό, της τσέπης, που το ’χε
ξεχασμένο δίπλα στο κρεβάτι.
Ένα ελαφρό ρίγος πέρασε στην πλάτη του.
Και τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κλείσει μάτι.
Και μόνον η ιδέα ότι το κρανίο είχε αλλάξει θέση, χωρίς τη μεσολάβηση ξένου
χεριού, ήταν ικανή να του καταστρέψει εντελώς την ησυχία.
Μες στην ταραχή του –αν και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του, ότι είχε πέ-
σει θύμα παραισθήσεως– σκέφθηκε ότι έπρεπε ν’ απαλλαγεί από εκείνη τη νεκροκε-
φαλή, με κάθε τρόπο.
Και σκέφθηκε ακόμα – ότι, το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να την πάει πάλι
εκεί πού την είχε βρει.
Αλλ’ αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ούτε θυμόταν πού την είχε βρει.
Μόλις τα χαράματα, κατόρθωσε να κοιμηθεί..
Και τότε είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο.
Του φάνηκε πως ήταν μέσα σ’ έναν κήπο. Στην αρχήν περπατούσε με δυσκολία.
Σιγά σιγά, όμως ένιωθε περισσότερη ελευθερία στα πόδια. Και μες στο πυκνό σκοτά-
δι που βασίλευε, άρχιζε τώρα να γλυκοχαράζει.
Έφτασε τότε σε μια στοά, με ψηλές κολόνες γύρω γύρω. Δεξιά και αριστερά, οι
κολόνες αυτές τελείωναν σ’ ένα είδος μεγαλοπρεπούς κτιρίου, με κάτι το βαρύ κι
αρχαϊκό. Στη μέση ακριβώς, ήταν μια μεγάλη πόρτα. Ένα φως κοκκινωπό φαινόταν
μέσ’ απ’ τις χαραμάδες, σαν κάποιος ν’ αγρυπνούσε εκεί μέσα. Απ’ όξω ήταν πάντα
ένα φως χλωμό, συννεφιασμένο – ένα φως θλιμμένου δειλινού.
μεγάλη πόρτα άνοιξε τότε, δίχως κρότο, και μες στο φωτεινό της το τετράγω-
νο, είδε μια σκηνή που τον σταμάτησε: ένας νέος ήταν καθισμένος, μπροστά σ’ ένα
τραπέζι, και διάβαζε. Ένα κερί ήταν αναμμένο δίπλα του, με μεγάλη φλόγα κόκκινη,
που πετούσε δυνατές αναλαμπές.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν μιαν έκφραση πολύ
επίσημη και μελαγχολική. Έδειχνε κάπως, σα να τον περίμενε. Τα χείλη του ήταν
λεπτά, χλωμά και κουρασμένα. Δυο μελανές σκιές στεφάνωναν τα μάτια του, και τα
μάγουλά του ήταν σκαμμένα, σα να ήτανε σημαδεμένα από κάποια μυστική κι ανίατη
αρρώστια.
Σηκώθηκε από το κάθισμά του, και βάδισε ίσια, καταπάνω του.
Έν’ άρρωστο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, και μια λάμψη συμπαθητι-
κή έφεξε στα σκοτεινά του μάτια.
Ξαφνικά, η σκηνογραφία άλλαξε.–
Τώρα ο άνης βρισκόταν σε μια κάμαρη δίχως φως. Το μόνο φως που έπεφτ’ ε-
κεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του φεγγαριού – αλλά ενός φεγγαριού
κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. Μες στο σκοτάδι, άκουσε λυγμούς.
Γύρισε το κεφάλι, και είδε το νέο γονατισμένο μπροστά σε μιαν εικόνα. ορούσε
ρούχα φτωχικά, κουρελιασμένα. Είχε το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες, και το
κορμί του σπάραζε, σαν από μεγάλην αγωνία...
[111]
Διηγήματα
Ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα πικρό μες στην καρδιά, σαν από πραγματική κηδεία.
Έμεινε πολλή ώρα έτσι, ωσότου να συνέλθει.
ταν συνήλθε, το πρώτο πράμα που αντίκρισαν τα μάτια του, ήταν το κρανίο.
Του φάνηκε πως έβλεπε και πάλι το νεκρό, καθώς είχε περάσει στ’ όνειρό του.
Έβλεπε τα χείλη τ’ ανοιγμένα, τ’ άσπρα τα δόντια, που λαμποκοπούσαν, αν και
κιτρινισμένα απ’ το χώμα.
Έβλεπε, ακόμα, όλη τη νοσταλγία της ζωής, όλη τη λαχτάρα της ζωής, μες στο
αδειανό εκείνο καύκαλο, που τον παρατηρούσε μες στα μάτια.
Πέρασε τα χέρια πίσω στο κεφάλι του, κι άρχισε να συλλογίζεται.
[112]
Διηγήματα
Είδε τη ματαιότητα των πόθων, την ειρωνεία των ονείρων της ζωής, την τερατώ-
δη ματαιοπονία. Διάβασε όλη τη χρεωκοπία των ανθρωπίνων «αιωνίων» αισθημάτων,
όλη τη φοβερή μελαγχολία της αιωνίας ανθρωπίνης προσπαθείας, την ιστορία της
ζωής και του θανάτου, καθώς συμβαίνει στην πραγματικότητα, στυγνή, σπαραχτική
και τιποτένια.
Απ’ όξω, άκουγε τον κόσμο που περνούσε, τις φωνές των μικροπωλητών, που δι-
αλαλούσαν το εμπόρευμά τους – και του ήλθε να γελάσει ξαφνικά...
Δεν είχε πια τον τρόμο, του κρανίου – αλλά μια λύπη τεραστία στην καρδιά, μια
λύπη ζοφερή και δίχως λόγο, για τους άλλους και για τον εαυτό του – μια λύπη που
δε θα ’βρισκε ποτέ παρηγοριά, και που θα τον απέλπιζε για πάντα...
Ένιωθε πως, μ’ αυτή τη λύπη στην καρδιά, δε θα μπορούσε πια να μελετήσει, ού-
τε να ενδιαφερθεί για τίποτε...
Τότε κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. Το είχε ρίξει απ’ τη
χαραμάδα.
Το πήρε, και τ’ άνοιξε μηχανικά. Ήταν ένα γράμμα τού πατέρα του. Ανησυχούσε
για τη σιωπή του, και του ’γραφε πως του ’στελνε τα χρήματα που γύρευε.
είδηση αυτή, που δεν περίμενε, τον ξαναγύρισε και πάλι στη ζωή.
Ντύθηκε γρήγορα, χτενίστηκε κομψά, έδεσε τη γραβάτα του με κέφι, κι ετοιμά-
στηκε να κατεβεί τη σκάλα, για να προλάβει το πανεπιστήμιο.
Και τη στιγμή που γύριζε το πόμολο της πόρτας, τα μάτια του ξανάπεσαν απάνω
στο κρανίο.
Έκαμε τότε βιαστικά μεταβολή, ανέβηκε σε μια καρέκλα, και για καλό και για
κακό –ποιος ξέρει;– χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να πει γιατί, του βούλωσε τις αδειανές
του κόγχες, με δυο μεγάλα άσπρα τριαντάφυλλα...
[113]
Διηγήματα
Ο Πεθαμένος
Κάθε πρωί, ταχτικά, την ίδια ώρα, δροσερή και καθαρή –πιο δροσερή κι απ’ τα
φρούτα που πουλούσε– ακουγόταν η φωνή του Νότη, του μανάβη, καθώς περνούσε
στο στενό, και διαλαλούσε τραγουδιστά:
Στο χωριό του Νότη –δυο βήματα έξω απ’ την Αθήνα– ένα βράδυ, ύστερ’ από
ένα χρόνο, μια παρέα ήταν καθισμένη σ’ ένα μαγαζί, και κουτσόπινε. Ήταν όλοι παι-
διά, πλανόδιοι μανάβηδες κι εκείνοι, και συζητούσαν για τις δουλειές τους. Κάποιος
τότε θυμήθηκε το Νότη, και το παθητικό του το τραγούδι:
«Ωραία βερίκοκα!... Καϊσά και γινωμένα βερίκοκα!...».
[114]
Διηγήματα
Τον καιρό που δούλευε ο Νότης, όλοι αυτοί ήταν πολύ μικροί, αλλά όλοι τον θυ-
μόντουσαν ακόμα, με το λυγερό κελάηδισμά του, και το φαρδύ του κάτασπρο ζουνά-
ρι. Κι όλοι προσπαθούσαν να τον μιμηθούν, όταν πήγαιναν στο μαχαλά, με τις σού-
στες, είτε με τα ζώα.
Στην ίδια την παρέα, ήταν και τ’ αδερφάκι του Νότη, που τώρα είχε μεγαλώσει, ο
Σωτήρης, ένα τετραπέρατο παιδί, που έμοιαζε στο πρόσωπο του Νότη, αλλά δεν είχε
τη γερή περπατησιά του, ούτε τη γλυκάδα της φωνής του.
Αυτός δεν έβγαζε μιλιά, και τα μάτια του κοίταζαν το χώμα.
«Τι έχεις, ρε Σωτήρη;» τον ρώτησε κάποιος απ’ την παρέα Στενοχωριέσαι που
μιλάμε για το Νότη; Ε, όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα!...
Και του είπε κι έν’ αστείο, αρβανίτικα.
Ο Σωτήρης σήκωσε τα μάτια, και τον κοίταξε.
« χι, Μήτσο, δε στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Αλλ’ απόψε είδα ένα όνειρο, και δεν
ξέρω πώς να το ξηγήσω».
Και τους διηγήθηκε τ’ όνειρό του.
Του φάνηκε πως ήταν μέσα σε μια ρεματιά, βαθιά σαν πηγάδι. Δεξιά κι αριστερά,
τα βράχια ήταν τόσο απότομα, που δε μπορούσε να βγει, με κανέναν τρόπο. Είχε την
αίσθηση πως ήταν καταδικασμένος εκεί μέσα, για όλη τη ζωή του. Συλλογιζόταν το
σπίτι του, τη μάνα του, την αδερφή του, το πιο μικρό του τ’ αδερφάκι, και τον είχε
πάρει το παράπονο.
Ξαφνικά, πίσω από ’να βράχο, πρόβαλε ένας άνθρωπος. Ήταν κουκουλωμένος
ως τα μάτια, και δε μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Τον πήρε απ’ το χέρι, και του
λέει:
«Σε γυρεύει ο αδερφός σου».
Και τον τράβηξε μαζί του. Έφτασαν τότε μπροστά σε μια σκοτεινή σπηλιά, α-
νοιγμένη μες στο βράχο. Εκεί σταμάτησαν.
Και τότε είδε πως δεν ήταν δυο, αλλά τρεις. Κοίταξε τον τρίτο, που είχ’ έρθει,
χωρίς να καταλάβει πώς, και γνώρισε το Νότη. Το πρόσωπό του ήταν κίτρινο και
φαγωμένο, σα να είχε μόλις βγει από το χώμα. Τα μάτια του ήταν θολά, σαν κλαμένα.
Δεν είχε μαλλιά, και μια πληγή, που δεν είχε κλείσει, φαινόταν στο γυμνό του στήθος,
δεξιά. Τον κοίταζε με τόσο παράπονο, που του ήρθε να γονατίσει μπροστά του.
«Σε θέλω» του λέει.
Κι η φωνή του φαινόταν σα να βγαίνει, όχι απ’ τα στήθη του, αλλά μέσ’ από τα
βάθη της αβύσσου.
Ο άλλος είχε χαθεί.
Και τότε τράβηξαν, και βρέθηκαν σε μια μεγάλη έρημο. Δεν υπήρχαν ούτε δέ-
ντρα, ούτε τίποτα.
«Θέλεις να ’ρθεις μαζί μου;» του ξαναλέει.
Κι ο Σωτήρης άρχισε να τρέμει, χωρίς κι αυτός να ξέρει το γιατί, να τρέμει σαν
καλάμι.
Και τότε πάλι, ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να μιλήσει, παρουσιάστηκε στα μάτια
του ένας μεγάλος δρόμος. Ο δρόμος αυτός ήταν σκονισμένος, και γεμάτος ήλιο.
Κι ο Νότης πέρασε ξανά μπροστά του, έτσι καθώς τον ήξερε, σ’ όλη την ομορφιά
του, πέρασε με το γάιδαρό του, και τραγουδούσε:
[115]
Διηγήματα
Εκείνη τη βδομάδα, ο Σωτήρης δούλεψε δίχως όρεξη. Την Κυριακή, έπεσε στο
κρεβάτι. μάνα του πήγε να τρελαθεί.
ώναξαν το γιατρό του χωριού. Εκείνος τους ησύχασε. Τους είπε τι πρέπει να
κάνουν, κι έφυγε.
Κατά τα μεσάνυχτα, την ώρα που όλοι είχαν κοιμηθεί, κάποιος χτύπησε την πόρ-
τα.
αδερφή του, που κοιμόταν στην αυλή, σηκώθηκε ν’ ανοίξει.
«Ποιος είναι;» φώναξε, προτού ν’ ανοίξει.
Κανένας δεν της αποκρίθηκε.
«Ποιος είναι;» ξαναφώναξε.
Μιλιά.
Τότε τράβηξε την αμπάρα, κι άνοιξε.
Δεν είδε κανένα. Το φεγγάρι μόνο φώτιζε τα σπίτια και το δρόμο. Στο δρόμο, κα-
νένας δεν περνούσε. Το χωριό ήταν ακόμα κοιμισμένο.
Έν’ αεράκι ελαφρό της χάιδεψε το μάγουλο.
Έκλεισε τότε την πόρτα, έβαλε πάλι την αμπάρα, και γύρισε στο σπίτι. Ήταν βέ-
βαιη πως είχε παρακούσει. Ίσως ακόμα, κάποιος μεθυσμένος γείτονας να χτύπησε
περνώντας, και να ’φυγε, αμέσως μόλις ένιωσε το λάθος του.
Έπειτα όμως από λίγη ώρα, ξανάκουσε το χτύπο.
καρδιά της τώρα άρχισε να χτυπάει δυνατά.
Σηκώθηκε, και πήγε πάλι ως την πόρτα.
Έβαλε τ’ αυτί της, κι άκουσε.
Της φάνηκε πως άκουσε κάτι να σαλεύει. Άνοιξε την πόρτα τότε, ρίχνοντας την
αμπάρα ξαφνικά.
Δεν είδε πάλι τίποτε.
Μπήκε μες στο σπίτι, και ξύπνησε τη μάνα της.
Τότε, κι οι δυο μαζί, πήγαν ως την αυλή. Κοίταξαν απ’ όλες τις μεριές. Βγήκαν
απ’ όξω, και κοίταξαν στο δρόμο.
Κανένας δεν περνούσε.
Έτρεξαν τότε μέσα, στο Σωτήρη.
αναπνοή του ανεβοκατέβαινε βαριά. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Παραμιλούσε.
Ξαφνικά το πάτωμα έτριξε σε μια μεριά, σα να πατούσε κάποιος ελαφρά. Και το
καντήλι πέταξε μια φλόγα, κι έσβησε. Το φεγγάρι φώτιζε μονάχα.
μάνα τότε έπεσε στα γόνατα. Κάποιον παρακαλούσε στο σκοτάδι. Κι η κόρη
της γονάτισε μαζί της.
[116]
Διηγήματα
Σε λίγο χάραξε.
Μάνα και κόρη δεν είχαν κλείσει μάτι.
Ήταν πεσμένες χάμου, αποκανωμένες απ’ τον τρόμο. Πού και πού, ένας λυγμός
τίναζε το κορμί τους.
Ένας γείτονας, πρωί πρωί, βρήκε την πόρτα ανοιχτή, και μπήκε μέσα.
Έτρεξε, τις σήκωσε, τους έφερε νερό.
Κι οι δυο τους, δε μπορούσαν να μιλήσουν.
Ήρθε κι ο Παναγής, ο μικρός που ξυπνούσε το Σωτήρη, για να κατηφορίσουν στο
παζάρι. Περνούσε με το γάιδαρό του, και μπήκε μέσα, καθώς άκουσε κουβέντες.
Κι ο Σωτήρης ξύπνησε καλύτερα.
Ο πυρετός είχε πέσει.
Τα μάτια του ήταν ακόμα θολά και κουρασμένα. αναπνοή του, όμως, ήταν πιο
κανονική, το χρώμα το καλύτερο. Χαμογελούσε. Με το ’να χέρι χάιδεψε τα μαλλιά
της μάνας του.
ταν ήρθε ο γιατρός, τους είπε πως η κρίση είχε περάσει.
ταν, προς το βράδυ, γύρισαν και τ’ άλλα παιδιά απ’ το παζάρι, ο Σωτήρης ήταν
μισοκαθισμένος στο κρεβάτι.
Σε μια εβδομάδα, ήταν εντελώς καλά.
μάνα, όμως έμεινε για πάντα σαν τρελή.
Ήξερε τώρα, μες στα βάθη της καρδιάς της, πως αν ο ένας γιος είχε γλιτώσει –
απ’ τα θερμά της παρακάλια, ποιος το ξέρει;– όμως ο Άλλος, το κρυφό της το καμάρι,
που τον περίμενε μια μέρα να γυρίσει – ο Άλλος ήταν τώρα πεθαμένος!... Είχε μπει
τη νύχτα στο σπίτι να πάρει τον αδερφό του, μα τα λόγια της τον συγκράτησαν κι
έφυγε πάλι, έφυγε σαν ίσκιος, ίσκιος βαρύς κι ανάλαφρος μαζί, ίσκιος του κάτω κό-
σμου...
[117]
Διηγήματα
Ο βρικόλακας
Καθώς βγήκε απ’ το σταθμό, κρατώντας τη βαλίτζα του στο χέρι, το χέρι του έ-
τρεμε τόσο πολύ, που, κάθε λίγο, έσφιγγε τα δάχτυλά του, μην του πέσει.
Στη θέση της παλιάς Αθήνας, ήταν τώρα μια καινούρια πόλη, με αυτοκίνητα, με
μαγαζιά, με μέγαρα, μ’ ένα πλήθος φυσιογνωμίες άγνωστες.
Τράβηξε μες στον κόσμο, σα χαμένο πρόβατο. καρδιά του χτυπούσε δυνατά,
καθώς περνούσε μες στους ίδιους δρόμους, κι έστριβε στις ίδιες τις γωνίες, που είχε
τόσα χρόνια να τις δει, και που τον έδεναν χιλιάδες αναμνήσεις!
Πόσα χρόνια; Δε θυμάται πια...
Πήρε το δρόμο της παλιάς του γειτονιάς.
Τώρα η καρδιά του έτρεμε απ’ τη συγκίνηση. Σε κάθε βήμα σταματούσε, κι επι-
θεωρούσε γύρω του, και τα παραμικρότερα πράματα. Του φαινόταν πως βλέπει όνει-
ρο, πως όλ’ αυτά δεν ήταν φυσικά, πως είχε βγει απ’ την πραγματικότητα, σα μεθυ-
σμένος, ή σαν υπνοβάτης…
Πώς έφτασε στη γειτονιά του, μήτε ξέρει.
Κι όμως, να, ήταν αυτή η γειτονιά του. Τίποτα δεν ήταν αλλαγμένο. Κι ωστόσο
όλα ήταν αλλαγμένα: τα δέντρα, η μικρή πλατεία, πέρα, το τραμ που προχωρούσε
προς τα βάθη. Τα σπίτια είχαν μεγαλώσει, τα μαγαζιά είχαν πληθύνει, ένας καινού-
ριος κατοικούσε...
Σταμάτησε και πάλι. Γύρισε να κατατοπισθεί. Έψαχνε με τα μάτια, να βρει το
σπίτι του.
Τον γνώρισε αμέσως.
Είδε την αυλή, το σκουριασμένο πόμολο της πόρτας, τη μικρή τη σκάλα. Το
μπαλκόνι βρισκόταν πάντα στην παλιά του θέση. Δίπλα στο σπίτι του, είχε γίνει τώρα
ένα μέγαρο, μ’ ένα μεγάλο καφενείο από κάτω.
Κατάλαβε πως δε μπορούσε να βαδίσει. Τον πήρε μια τρεμούλα ξαφνική. Πήγε
και κάθισε σ’ ένα τραπέζι, κι έριξε τη βαλίτζα του, δίπλα, σε μια καρέκλα.
Το γκαρσόνι ήρθε. Παράγγειλε μια λεμονάδα
Ήθελε πρώτα να προσανατολισθεί, να έρθει σ’ επαφή με τους ανθρώπους, να συ-
νέλθει, να μάθει, να ρωτήσει...
Ήπιε τη λεμονάδα του, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι κάνει. Ένιωθε πως δε θα είχε
ποτέ τη δύναμη, ν’ ανεβεί τη μικρή εκείνη σκάλα.
Κι έπειτα, ένας τρόμος ξαφνικός τον πήρε. Οι δικοί του, τάχα, να καθόντουσαν
εκεί, ακόμα; Είχαν φύγει, είχαν μείνει; Ζούσαν;...
Γύρισε τα μάτια του τριγύρω, ζητώντας από κάπου μια βοήθεια.
μικρή πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα πλήθος νέα πρόσωπα περνούσαν.
Θέλησε τότε, μες στη σαστιμάρα του, να φωνάξει, να ρωτήσει το γκαρσόνι. Δι-
ψούσε να ρωτήσει, και να μάθει...
Το φώναξε με τρόπο. Το ρώτησε ποιανού είναι το σπίτι.
Εκείνο είπε: «Του κυρίου τάδε». νομα ξένο, κι άγνωστο τελείως.
«Θα ’χουν πεθάνει!» είπε με το νου του.
[118]
Διηγήματα
ταν θέλησε να μάθει περισσότερα, το γκαρσόνι τού είπε πως δεν ξέρει. Εργαζό-
ταν δέκα μέρες σ’ εκείνο το κατάστημα, και δεν ήξερε διόλου τους γειτόνους. Είχε
μόνον ακουστά για το όνομά τους. Αλλά θα ήξερε ο καταστηματάρχης, που είχε χρό-
νια σ’ αυτή τη γειτονιά. Και φώναξε τον καταστηματάρχη.
Εκείνος ήρθε. Ήταν ένας άνθρωπος κοντόχοντρος, με γυαλιά, περιποιητικός και
σοβαρός.
Τον είδε χλωμό και ταραγμένο. Μιλούσε με τόση δυσκολία –μ’ όλη την προσπά-
θεια που έκανε, να μοιάζει αδιάφορος– που μπέρδευε τα λόγια του, και δε μπορούσε
να του πει τι θέλει. αινόταν ξένος, απ’ τη φορεσιά του, ακόμα κι απ’ την προφορά
του, που έδειχνε πως είχε λείψει χρόνια.
Ο καταστηματάρχης κάθισε στο τραπέζι του. Έπιασαν κουβέντα.
Από κουβέντα σε κουβέντα, έμαθε εκείνο που ζητούσε. Οι δικοί του ζούσαν. Κα-
θόντουσαν ακόμα στο ίδιο σπίτι – το πατρικό το σπίτι της γυναίκας του. Πήρε ανα-
πνοή. καρδιά του ήρθε στον τόπο της.
Μια στιγμή τού ήρθε να φανερωθεί, αλλά κρατήθηκε. Του είπε μόνο πως είναι κά-
ποιος μακρινός τους συγγενής, που είχε λείψει στην Αμερική, και είχε χρόνια πολλά
να λάβει γράμμα.
Ο καταστηματάρχης, με πολλήν ευγένεια, του ’δωσε τις πληροφορίες που ζητού-
σε.
κυρία είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε μείνει χήρα, απ’ τον πρώτον άντρα της. Ο
πρώτος άντρας της είχε χαθεί στα ξένα. Δεν είχε πολλά χρόνια ξαναπαντρεμένη. Είχε
πάρει έναν ξάδερφό της, που της στάθηκε προστάτης, την εποχή που έχασε τον άντρα
της. Ο μεγάλος γιος της είχε ακολουθήσει το δικαστικό κλάδο, και είχε τώρα μια κα-
λή θέση, σε κάποια επαρχία. κόρη είχε παντρευτεί, και κείνη, μ’ ένα μηχανικό,
αλλά είχε χάσει, προ οκτώ μηνών, έν’ αγοράκι, και ήταν απαρηγόρητη.
Ο μικρότερος ο γιος –αυτός, απ’ το δεύτερο το γάμο– πήγαινε ακόμα στο σχολεί-
ο. πήρχε κι άλλο ένα κοριτσάκι, αλλ’ αυτό είχε πεθάνει πολύ μικρό. πεθερά του,
κι αυτή είχε πεθάνει.
Τ’ άκουγε όλ’ αυτά, σα μια ξένη ιστορία, απορώντας κι ο ίδιος για το θάρρος του.
Εκείνη τη στιγμή, ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ο παλιός είχε πραγματικά πεθάνει. Κι
όμως ο πεθαμένος εκείνος γύριζε, πού και πού, μέσα του, κι ένιωθε όλ’ αυτά τα λό-
για, πότε μ’ ανακούφιση, πότε κατάστηθα, σα μαχαιριές.
Ο καταστηματάρχης σηκώθηκε, τον χαιρέτησε, και πήγε μέσα.
Έμεινε μόνος. Ο ήλιος πλησίαζε να δύσει.
Ήπιε τότε τρία τέσσερα κονιάκ, το ’ν’ απάνω στ’ άλλο. Κοίταξε το σπίτι. Τα πα-
ράθυρα ήταν κλειστά. Μόνο, στο απάνω πάτωμα, ήταν ανοιχτό κάποιο παράθυρο. Έ-
βλεπε την κουρτίνα του που έπαιζε, κι από πίσω, μια γλάστρα με χρυσάνθεμα. Του
φαινόταν σα να βλέπει όνειρο.
Σιγά σιγά, με το πιοτό, άρχισε να παίρνει λίγο θάρρος.
Έμεν’ εκεί, καρφωμένος στο κάθισμά του, χωρίς να ξέρει τι πρόκειται να κάνει.
Ήπιε πάλι. Ήταν ελεεινός απ’ το ταξίδι, αλλά τώρα δεν ένιωθε την κούραση. Κι ε-
ξάλλου, ήταν αρκετά συνηθισμένος σ’ αυτού του είδους τις ταλαιπωρίες.
Κοίταξε το σπίτι. Ένιωθε τώρα καθαρά πως δε θα τολμούσε, με κανέναν τρόπο,
ν’ ανεβεί τη σκάλα.
[119]
Διηγήματα
Στο μπαλκόνι, βγήκε τότε μια κοπέλα. αινόταν υπηρέτρια. Έπειτα, κάποιος
χτύπησε στην πόρτα.
Έκανε χίλιες υποθέσεις με το νου του. Να, ήταν τάχα ο άντρας της γυναίκας του;
Τα μάτια του είχαν θολώσει. Δεν έβλεπε μπροστά του. Μα ο άνθρωπος εκείνος βγήκε
πάλι. αινόταν βιαστικός.
ώρα περνούσε.
Έπινε, έπινε διαρκώς, σαν ένας άνθρωπος που θέλει να ξεχάσει. Ένιωθε πως ήταν
πεθαμένος, πεθαμένος στη συνείδησή του, πεθαμένος απέναντι στους άλλους. Ένιωθε
πως ήταν ο «βρικόλακας», που ξαναγυρίζει στη ζωή. Κατά βάθος, ίσως, ένας ένοχος
– ένας μεγάλος, τραγικός εγκληματίας...
Ξαφνικά, είδε μια γυναίκα να βγαίνει απ’ την πόρτα του σπιτιού. Ήταν μαζί με
κάποιαν άλλη, πιο ηλικιωμένη. Μιλούσαν ζωηρά, κι οι δυο. Τις γνώρισε αμέσως.
Ήταν η γυναίκα του κι η κόρη του.
Τινάχτηκε ολόρθος. Θέλησε να τρέξει, να μιλήσει. Κρατήθηκε, ωστόσο. Πιάστη-
κε στην καρέκλα, να μην πέσει.
Πέρασαν δίπλα του. κόρη του, μάλιστα, τον κοίταξε. Θέλησε πάλι να τρέξει
από πίσω τους, να τους μιλήσει, να φανερωθεί. Αλλά δε μπορούσε να βαδίσει. Έμεινε
καρφωμένος εκεί πέρα, με τα μάτια χαμένα και τρελά, με τα χείλη σφραγισμένα, σαν
παράλυτος. Ένιωθε, μες στο χάος του μυαλού του, το φοβερά «μοναδικό» της θέσεώς
του – το τραγικό και, συγχρόνως, το γελοίο!
Αισθάνθηκε τα γόνατά του να λυγίζουν. Ξανάπεσε τότε στην καρέκλα του, να
συγκεντρώσει τις χαμένες του τις σκέψεις.
Οι δυο γυναίκες είχαν στρίψει στη γωνιά.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει τώρα. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Το καφενείο ήταν γεμάτο
κόσμο. Τότε ένιωσε, άλλη μια φορά, πως ήταν πεθαμένος.
Πλήρωσε, πήρε τη βαλίτζα του, σηκώθηκε, και τράβηξε, τρεκλίζοντας, στην τύ-
χη. Χωρίς να καταλάβει, βρέθηκε από πίσω στην Ακαδημία.
Εξακολούθησε να περπατεί στην τύχη. Μια στιγμή, ένιωσε πως έπεφτε απάνω
στους ανθρώπους. Δεν είχε πια συνείδηση των γύρω του. Δεν ήξερε πού πάει.
Σε λίγο βρέθηκε και πάλι στην Ομόνοια. Δεν είχε ψάξει για ξενοδοχείο. Κρατού-
σε τη βαλίτζα του στο χέρι.
Στάθηκε πάλι σ’ ένα πεζοδρόμιο. Είδε τον κόσμο ν’ ανεβαίνει σ’ ένα τραμ. Ανέ-
βηκε και κείνος. Έφτασε σε μια πλατεία, που δεν ήξερε. Δε μπορούσε πια να θυμηθεί.
Μια μικρή ορχήστρα έπαιζε, στη μέση της πλατείας. Γύρω γύρω ήταν ένα σωρό τρα-
πέζια. Κόσμος πολύς ήταν καθισμένος στα τραπέζια.
ώναξε μια μικρούλα που περνούσε, και της έδωσε μια λίρα. Αυτή την πήρε, λί-
γο φοβισμένη, την κοίταξε που γυάλιζε, και το ’βανε στα πόδια.
Δεν ήξερε τι έκανε.
Ξαναπήρε το μεγάλο δρόμο, κι αφού περπάτησε, δεν ξέρω πόση ώρα, ξαναβγήκε
πάλι στην Ομόνοια. Ανέβηκε την οδόν Σταδίου, κι έφτασε πάλι στην Ακαδημία.
Μπήκε τότε, πάλι, σ’ ένα τραμ. Αυτό το τραμ τραβούσε για το άληρο.
Έφτασε στο Παλιό το άληρο, χωρίς να ξέρει πώς. Το βρήκε αλλαγμένο. Τρόμα-
ξε να το γνωρίσει. Ένιωθε πως πεινούσε. Μόλις όμως κάθισε σε μια μικρή εξέδρα,
[120]
Διηγήματα
[121]
Διηγήματα
Η προσδοκία
Ένα βράδυ, που ο Αλέκος ήταν μελαγχολικός, πήρε το τρένο και κατέβηκε στο
άληρο.
Ήταν Σεπτέμβριος, ένας μήνας εξαιρετικά γλυκός, που διατηρούσε ακόμα όλη τη
ζέστα του καλοκαιριού, αλλά με κάποιους τόνους μαλακότερους, με κάποιες ελαφρό-
τατες δροσούλες, σαν ένα προμήνυμα δειλό του φθινοπώρου.
Είχε προχωρήσει μακριά, και κάθισε μονάχος σ’ ένα βράχο.
θάλασσα ήταν ήσυχη, και μες στην ησυχία της νύχτας, ερχόταν, ως τ’ αυτιά του
ο μακρινός ήχος κάποιας μουσικής. Το νερό την έφερνε κοντά του.
Ένα φεγγάρι στρογγυλό και καθαρό, ανέβαινε στον ουρανό, και φώτιζε λαμπρά
την ησυχία.
[122]
Διηγήματα
Ήταν καθισμένος πολλή ώρα, με τα μάτια βυθισμένα στο διάστημα, και κοίταζε τα
σχήματα των άστρων, αναπολώντας πράματα παλιά κι απροσδιόριστα – πράματα που
δεν έτυχε ποτέ να του συμβούν, και που τα ζούσε με τη φαντασία.
Μια βάρκα έσκιζε σιωπηλά τη θάλασσα.
λα είχαν το χρώμα του ονείρου – του ονείρου και της νοσταλγίας. λα έδειχναν
πως κάτι έμελλε να γίνει, πολύ αλλιώτικο απ’ τα συνηθισμένα, κάποια μεγάλη και
ωραία περιπέτεια, που δεν την είχε δοκιμάσει στη ζωή του.
Και η περιπέτεια ήρθε πράγματι όπως όλα τα πράγματα που μας προαναγγέλλο-
νται με τόσο σοβαρήν επισημότητα. Δεν ήρθε αμέσως, όπως το περίμενε, αλλά σε
λίγην ώρα.
Ήρθε ήσυχα κι απλά, ίσως πάρα πολύ ρομαντικά, αλλά τελοσπάντων, έφτασε στην
ώρα της.
Είχε καθίσει αρκετά εκεί. Τίποτα, καμιά φωνή, καμιά ανησυχία δεν ήρθε να ταρά-
ξει το μοναχικό του ρεμβασμό, εκτός από τη μακρινή τη μουσική, που εξακολουθού-
σε να συνοδεύει με το λικνιστικό ρυθμό της, τον απαλό, το βελουδένιο φλίφλισμα του
γαλανού νερού, καθώς ερχόταν κι έγλυφε το βράχο. Και πιο πολύ, ξεχώριζε ο ήχος
του βιολιού, με τις λυπημένες του τις νότες, τις γεμάτες πόνο κι ηδυπάθεια.
Στα τελευταία, μεθυσμένος από μια αλλόκοτη στοργή, σηκώθηκε να φύγει. Δί-
πλωσε το μαντίλι, που είχε απλώσει στο βράχο, για να μη λερωθεί, κι έριξε μια στερ-
νή ματιά τριγύρω, σα να ήθελε να πάρει μαζί του, όλη εκείνη τη φαντασμαγορία.
Και τράβηξε κατά τη στάση του τραμ, με βήματα αργά, μη θέλοντας ακόμα να γυ-
ρίσει, με την καρδιά γεμάτη νοσταλγία. Είχε, άλλωστε, ακόμα αρκετό περιθώριο ώ-
ρας για ν’ ανέβει στην Αθήνα.
Έκαμε μια βόλτα, μπροστά στα κέντρα, αγόρασε τσιγάρα, κι όπως ήταν εκείνη τη
στιγμή αναποφάσιστος, πήγε και κάθισε σ’ ένα μαγαζί, να πιει ένα ποτήρι μπίρα.
Δίπλα του καθόταν μια παρέα, που δεν την πρόσεξε αμέσως. Σε λίγο, όμως, μια
δροσερή και καθαρή φωνή τράβηξε την προσοχή του. Γύρισε και κοίταξε.
Είδε μια παχιά κυρία ηλικιωμένη, που θα υπέφερε από τα μάτια της, επειδή φο-
ρούσε μαύρα γυαλιά. Δίπλα της ήταν μια κοπέλα, με ροζ φόρεμα, δίχως καπέλο. Δυο
τρεις κύριοι ακόμα, άλλη μια κυρία, κι ένας μικρούλης δόκιμος του ναυτικού, με την
κομψή του κάτασπρη στολή. κυρία κάτι έλεγε, κι οι άλλοι γελούσαν. κοπέλα
μόνο με τα ροζ, δε γελούσε. Αυτή ήταν γυρισμένη, με τα μάτια προς τη θάλασσα, κι
έδειχνε σαν κάτι να περίμενε.
Έπειτα σηκώθηκε, και πήγε προς την είσοδο ενός ξενοδοχείου. Καθώς περνούσε
δίπλα του, τα μάτια τους απαντηθήκανε τυχαία.
Είχε μάτια μαύρα, συμπαθητικά, και το πρόσωπό της ήταν εξαιρετικά αδύνατο.
Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να είναι εξαιρετικά χαριτωμένη.
Είχε στην περπατησιά της κάτι το αθόρυβο, κάτι το μελαγχολικά σεμνό και ντρο-
παλό.
Του φάνηκε σα να του χαμογελούσε – αλλά είπε πως μπορεί και ν’ απατήθηκε.
Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα που είχε μπει.
Σ’ αυτό το αναμεταξύ, οι άλλο εξακολουθούσαν να γελούν. Κάποιος άλλος κύριος,
με φωνή αστεία μπάσου, έλεγε τώρα τα δικά του. αινόταν σα να πείραζε την κυρία
[123]
Διηγήματα
που είχε πει τ’ αστεία, κι εκείνη έκανε πως τάχα θύμωνε. παχιά κυρία δε μιλούσε,
ή, κι αν μιλούσε, ήταν έτσι καθισμένος, που δεν την άκουγε.
Σε λίγο εκείνη βγήκε πάλι απ’ το ξενοδοχείο. αίνεται να ήταν κόρη της κυρίας με
τα μαύρα γυαλιά, και να παραθέριζαν εκεί. Ο μικρός ο δόκιμος έμοιαζε γι’ αδερφός
της.
Τους είπε κάτι, και κάθισε και πάλι στην καρέκλα της.
Τότε τον ξανακοίταξε.
Ο Αλέκος ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση. Δε μπορούσε να τραβήξει τα μάτια
από πάνω της.
Γύρω, γινόταν θόρυβος μεγάλος. Τ’ αυτοκίνητα και τα λεωφορεία περνούσαν και
χαλούσαν τον κόσμο. μουσική είχε ξαναρχίσει, πολύ κοντά αυτή τη φορά, στο δι-
πλανό το μαγαζί.
Ήπιε μια δεύτερη μπίρα.
Σε λίγο, το πιοτό τού έδωσε ένα σιγανό κέφι, μαζί με την ανάγκη κάποιας συντρο-
φιάς.
Ξαφνικά, κάποιος ήρθε από πίσω, και του ’κλεισε τα μάτια με τα χέρια.
Ήταν ένας φίλος του, που είχε κάμποσον καιρό να δει.
«Τι θέλεις εδώ πέρα; Πώς έγινε αυτό το θαύμα, να κατεβείς στο άληρο; Έλα Θε
μου!...»
Ο φίλος του ήξερε τις συνήθειες του. Του εξήγησε το λόγο της μικρής εκείνης «α-
ταξίας». Και κάθισαν μαζί.
Αφού είπαν αρκετά, ο φίλος πρόσεξε τις ματιές που έριχνε στη διπλανή παρέα.
Του λέει τότε σιγανά στ’ αυτί:
«Κάτι πολύ κοιτάς από κει. Τ’ είν’ αυτά; Δε σε αναγνωρίζω!...»
Ο Αλέκος αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί.
«Μ’ αρέσει» του λέει.
Ο άλλος έσκασε στα γέλια.
« ρόνιμα, Αλέκο. Ρίξε τα δίχτυα σου αλλού, και δεν κολλάς…»
Ο Αλέκος θέλησε να διαμαρτυρηθεί.
Ο άλλος εξακολούθησε:
«Βρε κουτέ, άκου τι σου λέω. Αυτή έχει πολλούς παράδες. Είναι από την Αίγυπτο.
Κι επιπλέον αγαπάει κάποιον άλλον…».
Και του διηγήθηκε την ιστορία της.
Αυτή η κοπέλα, που ήταν ανιψιά, και όχι κόρη, της κυρίας με τα μαύρα τα γυαλιά,
είχε αγαπήσει κάποιο νεαρό, στην Αλεξάνδρεια. Αυτός ο νέος την αγαπούσε, και κεί-
νος, στην αρχή, έπειτα, όμως, την παραμονή του γάμου, την παράτησε. Κι η κόρη
είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει. Τότε η θεία της –επειδή δεν είχε γονείς– την πήρε
και την έφερε εδώ, για ν’ αλλάξει λίγο τον αέρα, και να ξεχάσει. Ο δόκιμος δεν ήταν
αδερφός της.
Αυτά όλα τα ήξερε, επειδή έμενε και κείνος στο ίδιο ξενοδοχείο, απ’ τον καμαριέ-
ρη τους – ένα μικρόν αράπη, με τον οποίον είχε πιάσει γνωριμία. Και του είπε ακόμα
μερικές λεπτομέρειες, αρκετά συγκινητικές.
Ενώ μιλούσε, η διπλανή παρέα σηκώθηκε. Είπαν καληνύχτα στους ξένους, και
τράβηξαν για το ξενοδοχείο. κοπέλα, περνώντας, του ’ριξε μια μελαγχολική παρα-
[124]
Διηγήματα
[125]
Διηγήματα
Ξαφνικά, αισθάνθηκε την επιθυμία να φύγει. Είχε ζήσει πολύ ευτυχισμένα, κι άρ-
χισε να φοβάται, σα να είχε κάμει κάποια κακή πράξη.
Πέρασε πάλι μπροστά απ’ το ξενοδοχείο, κι έριξε μια κρυφή ματιά. Τα περισσότε-
ρα παράθυρα ήταν ανοιχτά και σκοτεινά. Δεν τόλμησε να κοιτάξει πιο πολύ.
Πήρε το τελευταίο λεωφορείο, κι ανέβηκε.
ταν έφτασε στο σπίτι του, προσπάθησε να θυμηθεί αυτά που του συνέβησαν.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, ξαναπέρασε όλες
τις λεπτομέρειες.
Είχε ζήσει μια βραδιά ευτυχισμένη – πιο καλά, έναν αιώνα ευτυχίας. Άρχισε τώρα
να φοβάται, να φοβάται…
Είχε πάρει, δίχως να το θέλει, μια προκαταβολή απ’ τη μελλοντική του ευτυχία,
την είχε σπαταλήσει πριν της ώρας – κι όταν, αύριο, θα ερχόταν η στιγμή της πληρω-
μής, η ζωή, που αυτή είναι φιλάργυρη, θα του κρατούσε τη διαφορά, και ίσως να του
χάριζε λιγότερα!...
Και γι’ αυτό το λόγο, η αυγή, που πρόβαλε σε λίγο απ’ τις γρίλιες, αμείλικτη και
καταθλιπτική, σα μια φωτεινή πραγματικότητα, τον βρήκε με τα δάκρυα στα μάτια…
[126]
Διηγήματα
Τα δυο αδέρφια
πάρχουν άνθρωποι που ευχαριστούνται τόσο πολύ, να κάνουν το καλό, όσο άλ-
λοι, να κάνουν το κακό. Και η ευχαρίστηση και των δυο, είναι τόσο το ίδιο έντονη,
στο βάθος, που, αν χώριζε κανένας τα ελατήρια και τ’ αποτελέσματα των δυο αυτών
διαθέσεων – δε θα μπορούσε να καθορίσει ποια απ’ τις δυο είναι η δυνατότερη.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δυο αδέρφια. Ο ένας, ο μεγαλύτερος, λεγόταν
Πέτρος, κι από μικρός έδειχνε τάσεις τόσο μοχθηρές, ώστε οι συμμαθητές του, στο
σκολειό, τον είχαν βαφτίσει «το θηρίο». Το πρόσωπό του ήταν αιωνίως στριμμένο
και βαρύ, τα μάτια του έδιναν πάντα την εντύπωση ότι βυσσοδομούν κάτι σκληρό, οι
κινήσεις του ήταν αργές και υπολογισμένες – και δεν περνούσε ευκαιρία που να μη
βλάψει κάποιον άλλον άνθρωπο ή να μην καταστρέψει κάποιο πράμα. Σκότωνε τα
πουλάκια με το λάστιχο, βασάνιζε τα ζώα.
Ο άλλος, ο Γιάννης, απεναντίας, είχε μια καρδιά αθώα κι απονήρευτη. Τα μάτια
του, γαλανά και πάντα ήμερα, έδειχναν μια καλοσύνη τόσο πονεμένη, που προκαλού-
σαν τη στοργή και τη συμπάθεια, και κατακτούσαν όλες τις καρδιές.
Αγαπούσε τα ζώα, τα περιποιόταν, όταν ήταν άρρωστα, κι ελεούσε, μέρα νύχτα,
τους φτωχούς. Είχε το διακριτικό εκείνο γνώρισμα των ανθρώπων, που πονούν σε
δυστυχία, και που η μεγαλυτέρα τους ικανοποίηση είναι να την ανακουφίζουν.
Κι επειδή έτυχε να είναι στην ίδια τάξη –ο μεγάλος διαρκώς καθυστερούσε– απο-
τελούσαν, με τη φυσική αντίθεσή τους, ένα χαρακτηριστικό υπόδειγμα –για όποιον
ήθελε να τους ψυχολογήσει και να φιλοσοφήσει– της αιωνίας ιστορίας των ανθρώ-
πων, των αρετών και των ελαττωμάτων τους, των αλληλοσυγκρουομένων αισθημά-
των τους, και των διαφορών που τους χωρίζουν.
Κι επειδή, όπως είναι φυσικό, η αγάπη των άλλων πήγαινε πάντα προς το μέρος
του μικρότερου, η κακία του μεγαλυτέρου είχε στραφεί κυρίως προς τον αδερφό του.
Ο κακός μισούσε τον καλό, και τον μισούσε τόσο δυνατότερα, όσο ο άλλος, ακριβώς,
τον αγαπούσε…
Αυτό το πράμα μεγάλωνε με την ηλικία, κι έπειτ’ από λίγα χρόνια, έφτασε σε ση-
μείο απροχώρητο.
Τα δυο αδέρφια έπρεπε να χωρίσουν. Οι γονείς τους είχαν πεθάνει αρκετά νωρίς,
ώστε να μην προφτάσουν να ιδούν το θλιβερό θέαμα του εμφυλίου εκείνου σπαραγ-
μού. Μια γριά θεια, που τα είχε περιμαζέψει, κι έπειτα υιοθετήσει, φρόντισε και κείνη
να πεθάνει, την εποχή που ο μεγάλος πατούσε στα δεκαοχτώ του χρόνια – δηλαδή,
λίγο πριν από τα μεγάλα γεγονότα, που πρόκειται να σας διηγηθούμε.
Αυτά όλα τα πράματα, συνέβαιναν σ’ ένα μικρό χωριό, δίπλα σε μια μεγάλη πολι-
τεία.
Ο μικρότερος είχε πάει στην πολιτεία, και είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Είχε σκοπό,
μόλις κανονιστούν μερικές υποθέσεις, σχετικές με την κτηματική περιουσία, στο χω-
ριό, να γραφτεί στο πανεπιστήμιο, και ν’ ακολουθήσει τα μαθήματα, δε θυμάμαι α-
κριβώς σε ποια σχολή. Ο άλλος, επειδή είχε μείνει πολύ πίσω, είχε διακόψει το σκο-
λειό, και είχ’ επιδοθεί, μ’ όλο το ζήλο που του ενέπνεε η κακή του κλίση, σε διάφορες
[127]
Διηγήματα
Ο Γιάννης επρόκειτο να πάρει μια κοπέλα, που είχε αρκετή περιουσία, και την ο-
ποίαν είχε συμπαθήσει. Ο Πέτρος άφησε τα πράματα να προχωρήσουν – κι έπειτα
άρχισε να στέλνει ανώνυμα γράμματα στον πεθερό. Επειδή έτυχε να ξέρει μερικές
αθώες, και πολύ φυσικές σ’ αυτή την ηλικία, παρεκτροπές του αδερφού του, τα περι-
εχόμενα των ανωνύμων αυτών επιστολών, είχαν κάποια βάση – τουλάχιστον για κεί-
νους που δεν ήξεραν τα πράματα, ή που τα ήξεραν τελείως επιπόλαια.
Αυτή η ιστορία βάσταξε κάμποσους μήνες. Ο μέλλων πεθερός, στην αρχή, δεν έ-
δωσε και τόση σημασία – έπειτα, όμως, βλέποντας την επιμονή και τη συχνότητά
τους, άρχισε να το συλλογίζεται. εμπιστοσύνη στο γαμπρό του είχε κλονιστεί. Κι
επειδή βρέθηκαν κι άλλοι καλοθελητές, της ίδιας πάστας με τον Πέτρο, που ενίσχυαν,
με τις φθονερές των εισηγήσεις, τις ανώνυμες αυτές κατηγορίες, διέλυσε τον αρρα-
βώνα, προφασιζόμενος δεν ξέρω ποια αιτία, και, φιλικά, απάλλαξε το Γιάννη, απ’ το
λόγο που τον είχε δέσει.
Ο Γιάννης υποψιαζόταν την αιτία αυτής της διαλύσεως, αλλά τη δεχόταν στωικά,
όπως σ’ όλα συνήθιζε να κάνει.
Ένα βράδυ που πήγε στο χωριό, βρήκε τυχαία τον Πέτρο στο δρόμο, και του λέει:
«Πέτρο, δε θα διορθωθείς; Δε θα γίνεις άνθρωπος, μια μέρα;»
Ο άλλος τον κοίταξε λοξά, και του αποκρίθηκε:
«Δεν πιστεύω να σου μοιάζω…»
Και πραγματικά, στα βάθη στης ψυχής του, το θεωρούσε καμάρι του, ότι δεν έ-
μοιαζε του Γιάννη. Είχε την φυσική υπερηφάνεια όλων των κακών ανθρώπων, που
περιφρονούν τους αγαθούς, και τους νομίζουν πάντα κατωτέρους, και θύματα απλά,
για εκμετάλλευση.
Ο Γιάννης χαμογέλασε – αλλά όταν έμεινε μόνος, άρχισε να συλλογίζεται. Πρώτη
φορά στη ζωή του, άρχισε να βλέπει με διαφορετικό μάτι τον κόσμο. καλοσύνη
[128]
Διηγήματα
του, ως εκείνη τη στιγμή, είχε νικήσει – αλλ’ από κείνη τη στιγμή, καταλάβαινε πως
δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα – πως θα ’ρχόταν ασφαλώς μια μέρα, που η κακία
θα γινόταν η νικήτρια. Και θέλησε να κάνει τον κακό –αδέξια, όπως όλοι οι καλοί–
με την ελπίδα πως, μ’ αυτό τον τρόπο, θα πολεμούσε την κακία πιο καλά. Άρχισε να
κατατρέχει τον Πέτρο, με την ελπίδα να τον σωφρονίσει επιτέλους…
Μια μέρα που ο Πέτρος βρισκότανε στη φυλακή, και του είχε στείλει κάποιο
γράμμα απειλητικό, για να του ξεκολλήσει χρήματα, δεν του ’στειλε, καθώς συνήθιζε
να κάνει, κάθε φορά που τύχαινε παρόμοια περίπτωση. Δεν του απάντησε, μάλιστα
διόλου.
Αυτό το ’κανε με μεγάλο πόνο στην ψυχή – αλλά το θεωρούσε απαραίτητο, για να
τον φέρει σε ίσιο δρόμο.
Ο Πέτρος του ’στειλε ένα δεύτερο γράμμα, πιο απειλητικό από το πρώτο. Τον ει-
δοποιούσε ότι, αν δεν συνεμορφώνετο με τα καθήκοντά του, σαν αδερφού που ευπο-
ρούσε κάπως, θα τον έκανε ρεζίλι, και θα του κατέστρεφε το μέλλον.
Καμιά απάντηση και πάλι.
Ο Πέτρος φρύαξε. Κι επειδή ήταν σύντομος στης αποφάσεις του, κατέστρωσε το
σχέδιο να του κάμει τη ζωή μαρτυρική.
Μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, άρχισε την εφαρμογή του εκδικητικού αυτού σχε-
δίου.
Δεν υπήρξε σκευωρία, δεν υπήρξε παλιανθρωπιά, που να μην τη βάλει σ’ ενέργεια,
για να μπορέσει να καταστρέψει και να εξουθενώσει τον αδερφό του. Αυτό του ικα-
νοποιούσε απόλυτα, όλα τα θηριώδη ένστικτά του, που έτειναν προς την καταστροφή
– αδιάφορο αν αυτή η καταστροφή, ήταν, συγχρόνως, και καταστροφή δική του…
Έγινε αλήτης, λωποδύτης, φωτογραφημένος στη διεύθυνση, έπεσε σ’ όλες τις
βρομοδουλειές, μόνο και μόνο για ν’ αμαυρώσει τ’ όνομά του. Ήξερε πως, απ’ όλα
αυτά, κάτι θ’ αντανακλούσε και στην υπόληψη του αδερφού του, που εννοούσε να
την κηλιδώσει.
Κι ο καημένος ο Γιάννης, άρχισε να παίρνει τον κατήφορο. Με διάφορες προφά-
σεις, οι άνθρωποι άρχισαν να του αποσύρουν την εκτίμησή τους: η κοινωνίας μας,
βλέπεις, είναι φκιασμένη μ’ έναν τέτοιον τρόπο, που ο καλός πληρώνει πάντα, σαν
κορόιδο, τις αταξίες και τα λάθη του κακού.
Τον έπαψαν από τη θέση, που είχε διοριστεί, του ’κλεισαν, κατάμουτρα, όλες τις
πόρτες των σπιτιών που σύχναζε, οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν. Το εισόδημά του,
απ’ τα κτήματα, που δεν ήταν κι εξαιρετικό, άρχισε να μην του επαρκεί να ζήσει. Ο
Γιάννης γνώρισε μέρες φτώχιας και δυστυχίας, ανίκανος ν’ αντεπεξέλθει στην κατα-
δρομή, χρεωμένος και καραβοτσακισμένος.
Κι επειδή ο ένας κατήφορος φέρνει τον άλλο, το ηθικό του κλονίστηκε βαθύτατα,
κι άρχισε να σκύβει το κεφάλι, χωρίς να δοκιμάσει ν’ αντιδράσει.
Ξαναγύρισε τότε στο χωριό του, όπου είχε αποτραβηχτεί κι ο αδερφός του, και δο-
κίμασε να ζήσει ταπεινά. Παράτησε όλες τις φιλοδοξίες του, όλα τα φλογερά του
πρώτα όνειρα, να δημιουργήσει ένα μέλλον – και κλειδώθηκε μες στην απόγνωσή
του, εξοφλημένος για πάντα με τον κόσμο, ερειπωμένος ηθικώς και υλικώς…
[129]
Διηγήματα
Σε λίγον καιρό, μια μέρα, ο αδερφός του έφυγε πάλι απ’ το χωριό. Τον είδε ν’ α-
πομακρύνεται μέσα στον κάμπο, με σφιγμένη την καρδιά, παρόλα τα κακά που του
’χε κάνει, σαν να τον έβλεπε για στερνή φορά…
[130]
Διηγήματα
Ζούσε σε μια κάμαρα –ο Θεός να την κάνει κάμαρα, ένα είδος αποθήκης μάλλον–
σ’ ένα περιβόλι μακρινό, που κανένας δεν μπορούσε να καθίσει – μια ξύλινη παρά-
γκα ακατοίκητη.
Και τότε ήρθε, ξαφνικά, ένας βαρύς πρωτοφανής χειμώνας. Το χιόνι είχε σηκωθεί,
δεν ξέρω πόσα μέτρα, στο χωριό. Κι έπειτα γύρισε, ξανά, καλοκαιρία.
Πώς πέρασε εκείνο το χειμώνα, είναι θαύμα. Κι όμως ο Γιάννης έζησε, ψόφιος απ’
την πείνα, τρέμοντας απ’ το κρύο, κουρελιάρης, με το μυαλό του αδυνατισμένο –
έζησε, μολαταύτα, ως την άνοιξη.
Ένα βράδυ, καθώς ήταν πλαγιασμένος στην παράγκα του, θυμήθηκε ξανά τα πε-
ρασμένα.
Του φάνηκε σαν ένας αόρατος πέπλος να είχε ανασηκωθεί – κι έβλεπε το δράμα
της ζωής του, από πίσω, να παίζεται αργά, όπως στο θέατρο.
Είδε τον εαυτό του νέο, παλικάρι, την εποχή που λογάριαζε να δώσει εξετάσεις
στο πανεπιστήμιο. Είδε την αρραβωνιαστικιά του, με τα καστανόχρυσα μαλλιά και το
πράσινο το ρούχο που φορούσε την ημέρα που την πρωτοείδε.
Τα πέρασε όλα με το νου του – και στο τέλος, τον πήρε το παράπονο.
Τι είχε κάνει, για να καταντήσει έτσι; Ποιο ήτανε το λάθος της ζωής του, που το
πλήρωνε τόσο ακριβά;…
Θυμήθηκε, μετά, τον αδερφό του.
Εκείνη την ώρα κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
Ο Γιάννης τινάχτηκε ξαφνιασμένος και πήγε ν’ ανοίξει.
Ένας άνθρωπος μπήκε μέσα, που, από πρώτης, δεν τον γνώρισε διόλου.
Μπήκε αργά, και στάθηκε μπροστά του.
Στο φως του καντηλιού, που ήταν αναμμένο μπροστά σ’ ένα εικόνισμά, είδε τότε
πιο καλά το πρόσωπό του. Ήταν χλωμό, σαν κέρινο – και μια μικρή πληγή, γεμάτη
αίματα, ήταν ανοιχτή στο μέτωπό του.
ώναξε: «Πέτρο! Πέτρο!» κι έπεσε στα γόνατα…
Ο άλλος τον κοίταζε στα μάτια, τον κοίταζε βαθιά και λυπημένα. Στεκόταν εκεί,
μπροστά στην πόρτα, και τα χείλη του δε σάλευαν διόλου.
«Πέτρο» ξαναφώναξε ο Γιάννης «Πέτρο, δεν είσαι πεθαμένος;!...»
Ο άλλος τότε κούνησε ήσυχα το κεφάλι.
Και τότε άκουσε μια μακρινή φωνή, μια φωνή που μόλις έμοιαζε του Πέτρου, μια
φωνή παράξενα θλιμμένη, σαν ακουσμένη πέρ’ απ’ τη ζωή, να του λέει με καημό
αυτά τα λόγια:
«Είμαι πεθαμένος, τώρα, Γιάννη. Αλλά το ξέρω πως δεν έζησα καλά. Συχώρεσέ με
για ό,τι σου ’χω κάνει. Απέναντί σου, έχω πάντα ένα χρέος. Απόψε ήρθα να σ’ το
ξεπληρώσω.»
Ο Γιάννης τινάχτηκε ολόρθος. Μόλις μπορούσε να μιλήσει τώρα.
« χι, αδερφέ μου, αδερφούλη μου! Ποτέ σου δεν με πείραξες εσύ. καρδιά μου
έφταιγε μονάχα, που ήτανε γεμάτη καλοσύνη… χι, αδερφέ μου, αδερφούλη μου! Σ’
έχω παντοτινά συχωρεμένο!»
Ο άλλος, όμως, εξακολουθούσε, πάντα με την ίδια τη φωνή:
[131]
Διηγήματα
«Σ’ έχω πικράνει, σ’ έχω καταστρέψει. Έχω μαζί σου ένα χρέος αξεπλήρωτο. Έρ-
χομαι τώρα να σ’ το ξεπληρώσω. Το κακό σου δεν παίρνει θεραπεία. Έρχομαι να σου
φέρω τη γαλήνη. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου δώσω. Έρχομαι μονάχα να σε πάρω…»
Ο Γιάννης τότε σήκωσε τα χέρια, και φώναξε με πάθος, δυνατά:
«Μετά χαράς να ’ρθω μαζί σου, αδερφούλη μου! Μ’ όλη μου την καρδιά, να ’ρθω
μαζί σου…»
Κι άπλωσε τα χέρια στο κενό, σα να ζητούσε κάπου να πιαστεί.
Και το πρωί, βρήκαν το Γιάννη πεθαμένο. Βρήκαν την πόρτα της παράγκας ανοι-
χτή, και μπήκαν μέσα από περιέργεια. Ο Γιάννης ήτανε πεσμένος χάμου, με τα δυο
του χέρια ανοιχτά.
Τον έθαψαν αμέσως, σ’ ένα λάκκο, μες στο μικρό νεκροταφείο του χωριού.
Το τέλος του δε λύπησε κανένα. Δεν είχε, άλλωστε, κανένα συγγενή, κι οι λίγοι
άνθρωποι που του ’διναν φαΐ, τον θεωρούσαν από χρόνια πεθαμένο. Ξημέρωνε, ε-
ξάλλου, Κυριακή – κι όλος ο κόσμος πήγαινε σε περίπατο, να πιει κρασί, και να δι-
ασκεδάσει.
[132]
Διηγήματα
Ο θάνατος
Ενόσω η συνοδεία έστριβε ακόμα, μες στα στενοσόκακα της Γούβας, ο Νίκος
πρόσεχε τόσο πολύ στην κατηφοριά, και στις ανωμαλίες του δρόμου, που δεν μπο-
ρούσε να κοιτάξει τίποτ’ άλλο.
Το περασμένο βράδυ είχε βρέξει, και είχαν μαζευτεί, εδώ εκεί, στο δρόμο, ένα
σωρό νερά. νεκροφόρα, καθώς προχωρούσε αργά, βούλιαζε κάθε τόσο μέσα, και
πιτσίλιζε με λάσπες όσους βρισκόντουσαν δίπλα. Κι επειδή φορούσε τα καλά του
μαύρα ρούχα, πρόσεχε, με τρόπο, να φυλάγεται.
ταν, όμως, έφτασαν και μπήκαν στην οδόν Αναπαύσεως, κι ο δρόμος έγινε υπο-
φερτός, σήκωσε τα μάτια του, κι άρχισε να κοιτάζει γύρω του, τους δρόμους. Δεν
ήταν, παρά λίγοι άνθρωποι, οι περισσότεροι γειτόνοι, και μερικοί φίλοι, όλοι παιδιά
εργατικά ή φοιτητές. μόνη γυναίκα που υπήρχε εκεί μέσα ήταν η σπιτονοικοκυρά
του, εκείνη που τον είχε περιποιηθεί στην αρρώστια του – μια ψηλή και κοκαλιάρα
ζωντοχήρα, που έκλαιγε περισσότερο, τα δυο τελευταία νοίκια που είχε χάσει. Οι
άλλοι όλοι περπατούσαν αδιάφορα, ή μιλούσαν ζωηρά αναμεταξύ τους, με την προ-
σποιητή ζωηράδα, που δίνει πολλές φορές η αμηχανία. Άλλοι, πάλι, είχαν σαν ένα
είδος κεφιού, ένα είδος ευθυμίας, και χαμογελούσαν, τάχα για να δώσουν κουράγιο,
αλλά, πραγματικά, επειδή η διάθεσή τους ήταν τέτοια.
Ο Νίκος ένιωσε, τότε, κάτι να του σφίγγει την καρδιά. Δεν ήταν, βέβαια, πρώτη
φορά που έβλεπε κηδεία – αλλά το θέαμα εκείνης της παγερής αδιαφορίας τον πλή-
γωνε κατάκαρδα. Το ’παιρνε σχεδόν προσωπικά. Έβλεπε τον εαυτό του, μες στο φέ-
ρετρο, κι όλους εκείνους, που τον ακολουθούσαν, τόσο μακρινούς και τόσο ξένους,
που θα προτιμούσε να ήταν ολομόναχος, να μην ερχόταν από πίσω του κανένας…
Ήταν εκεί και μερικοί, που είχαν κολλήσει από περιέργεια, τη νοσηρή εκείνη περι-
έργεια, που έχουν καμπόσοι άνθρωποι, να δούνε το νεκρό. Αυτοί ήταν οι εντελώς
ξένοι και τυχαίοι – και ήταν κάπως δικαιολογημένοι. Αλλά οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος
πολύ, είχαν κάνει παρέα μαζί του, ήταν η ταχτική του, να πούμε, συντροφιά – κι ό-
μως, όχι μόνο δεν ήταν λυπημένοι, αλλά έδειχναν πως ήταν κάπως και χαρούμενοι,
πιο πολύ χαρούμενοι, από ό,τι ήταν τις άλλες ημέρες…
πήρχαν κι άλλοι που, αν και ο θάνατος δεν τους συγκινούσε καθόλου, ένιωθαν,
τελοσπάντων, κάποια υποχρέωση, για λίγη ώρα, να δείχνονται κόσμιοι και σοβαροί.
Κι ο ίδιος, είν’ αλήθεια, δεν πολυσυμπαθούσε το μακαρίτη, όταν ζούσε. Του είχε
μάλιστα και μια μικρή αντιπάθεια. Είχε μερικά προτερήματα, πολύ αμφίβολα και
κείνα, αλλά ήταν, ιδίως, κακόγλωσσος και πονηρός. Μπροστά στο θάνατο, όμως, τα
πράματα άλλαζαν. Τώρα βρισκόταν σ’ ένα νεκρό, δηλαδή σ’ ένα θλιβερό σύμβολο
της τεραστίας ανθρωπίνης ματαιότητος, ένα ον, που, λίγο πριν, το ήξερε ορθό και
ζωντανό, και τώρα το ’βλεπε μπροστά του ξαπλωμένο, χωρίς μιλιά. Είχε ακόμα στ’
αυτιά του τον ήχο της φωνής του, το μικρό σπασμωδικό του γέλιο. Έβλεπε τα μάτια
του, τις δυο ρυτίδες που αυλάκωναν το κούτελό του, το στόμα του με το χρυσό το
δόντι δεξιά, τη μύτη του, με το μικρό εξόγκωμα στην άκρη.
[133]
Διηγήματα
ιδέα πως όλ’ αυτά τα πράματα –άσχετα με τη συμπάθεια, ή όχι, που τους είχε–
δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια, του έδιν’ ένα σπαραγμό μες στην ψυχή, που δεν τον
είχε ξαναδοκιμάσει. Πολλές φορές ο νους του πήγαινε στο θάνατο – αλλ’ από το ση-
μείο αυτό, μέχρι του να τον βλέπει καθαρά μπροστά του, η απόσταση ήταν κολοσσι-
αία. Τώρα το καταλάβαινε βαθιά.
Είχαν φτάσει, τώρα, στην είσοδο του νεκροταφείου. Δε θέλησε να προχωρήσει
άλλο.
Ξεκόλλησε με τρόπο απ’ τη συνοδεία, και πήγε κι έκατσε μονάχος, σε μια ταβέρ-
να, δίπλα σ’ ένα μαρμαράδικο. Έλεγε πως είχε κάμει το καθήκον του, σα γνώριμος.
Αλλ’ αυτό ήταν ένα πρόσχημα απέναντι του εαυτού του. Ήθελε ν’ απομακρυνθεί με
κάθε τρόπο, να μην παρευρεθεί στη σκηνή του ενταφιασμού, που του ήταν απο-
κρουστική, και πάντα του ’διν’ ένα κρύο στην καρδιά, όσο και να μη το ’δειχνε στους
άλλους.
Κάθισε, λοιπόν, σε μια γωνιά, και περίμενε να τελειώσει η διαδικασία. μέρα ή-
ταν κάπως σκοτεινή, και του χτυπούσε τα ρουθούνια η μυρουδιά της υγρασίας.
Σε κάμποση ώρα, είδε τους ανθρώπους να βγαίνουν, ένας ένας, απ’ την πόρτα του
κοιμητηρίου. Μερικοί ήρθαν και κάθισαν στην ίδια την ταβέρνα, και παράγγειλαν
μεζέδες και κρασί. Σε λίγο βγήκε κι η ζωντοχήρα με το μικρό το γιο της, και ξαναπή-
ρε το δρόμο για το σπίτι της. Αυτή φαινόταν κάπως λυπημένη, αλλά κι αυτηνής η
λύπη, του φαινόταν αμφίβολη πολύ, και διφορούμενη.
λα ήταν τώρα τελειωμένα. Ο νεκρός ήταν θαμμένος μες στο χώμα, και δε θα ξα-
νάβγαινε ποτέ. Δε θα τον έβλεπε ποτέ, καθώς τον ήξερε, και δε θα ξανάκουγε τ’ α-
στεία του, που τα πετούσε, πού και πού, με τρόπο, κακολογώντας πάντα κάποιον άν-
θρωπο, καθώς μιλούσε λίγο με τη μύτη…
Του ήρθε τότε η διάθεση να κλάψει. Ενόσω ζούσε, δε φανταζόταν ποτέ πως αυτός
ο άνθρωπος ήταν ικανός να τον κάνει να λυπηθεί. Πολλές φορές, μάλιστα, είχ’ επιθυ-
μήσει το κακό του.
Αλλά τώρα, όλ’ αυτά ήταν διαφορετικά.
Κοίταξε γύρω του, μήπως τον έβλεπε κανένας απ’ τους άλλους, και σκούπισε με
τρόπο ένα δάκρυ, καθώς κατηφόριζε αργά στο μάγουλό του. Κι επειδή φοβόταν πά-
ντα, μήπως τον πήρε κανένας μυρουδιά, έβγαλε το μαντίλι του κι έκανε πως βήχει.
Δίπλα, το γλέντι είχε ανάψει. Ποτήρι στο ποτήρι, οι άνθρωποι είχαν μισοζαλιστεί.
Σε λίγο άρχισαν τ’ αστεία, κι οι χοντρές κουβέντες. Οι περισσότερες είχαν θέμα το
νεκρό.
Μια στιγμή, του Νίκου, του φάνηκε πως ήταν η εκδίκηση, κι η πληρωμή, για όσα
έλεγε και κείνος, όταν ζούσε.
Και τότε η μορφή του, του παρουσιάστηκε άλλη μια φορά. Τον είδε, καθώς ήταν
ένα βράδυ, σκυμμένος σ’ ένα διπλανό τραπέζι με τα πονηρά του μαύρα μάτια, και το
χρυσό του δόντι, μες στο στόμα, που γυάλιζε στο φως του καπηλειού, σαν άστρο
βουλιαγμένο σε μιαν άβυσσο… Τον είδε, με τις κουρασμένες του κινήσεις, με το δυ-
σάρεστο και νευρικό εκείνο τίναγμα, που έκαναν οι ώμοι του, όταν ήθελε να κοροϊ-
δέψει κάποιον – με τη συρτή και έρρινη φωνή του. Τους διηγόταν ίσα ίσα, μιαν ιστο-
ρία μοχθηρή εις βάρος του φίλου τους αυτού, που τώρα δα γελούσε πλάι.
[134]
Διηγήματα
ούλα έμεινε για λίγο σαστισμένη. Δεν ήταν, όμως, τρεις μέρες που είχε λάβει
γράμμα… Καταλάβαινε πως θα είχε γίνει κάποιο λάθος – λάθος συνωνυμίας ασφα-
λώς…
Ευχαρίστησε, ωστόσο, τον άνθρωπο που της είχε φέρει την είδηση, και τον παρέ-
πεμψε στον αδερφό της, που ήταν υπάλληλος στο ταχυδρομείο, για τα παραπέρα…
Ο άνθρωπος έφυγε, κουνώντας το κεφάλι του, δίχως άλλο για την απάθειά της!
Και το ίδιο βράδυ, γράφοντας του Κώστα, του ξενιτεμένου της αντρός, του ανέφε-
ρε, για να γελάσει, και το νόστιμο αυτό που της συνέβη…
Αλλά δεν πρόσεξε ότι το ίδιο βράδυ, που το είπε και στον αδερφό της, καθώς έ-
τρωγαν, εκείνος μια στιγμή, άλλαξε χρώμα…
Κι η αλληλογραφία εξακολουθούσε.
Έδινε ταχτικά τα γράμματά της στον αδερφό της, που ήταν υπάλληλος στο ταχυ-
δρομείο, και τη λάτρευε – του τα ’δινε, για πιο ασφάλεια, και για να τα στέλνει γρη-
γορότερα…
Και ταχτικά, ο ταχυδρόμος της έφερνε τα γράμματά του, γιομάτα σχέδια, φιλιά και
υποσχέσεις!
Το καλοκαίρι πέρασε. Ξανάρθε το φθινόπωρο.
Τα φύλλα έπεφταν σωρός μες στην αυλή, κι έστρωναν τις πλάκες, μ’ ένα παχύ και
κίτρινο χαλί.
Κι έπειτα ήρθαν οι βροχές κι η παγωνιά, κι η φωτιά ξανάναψε στο τζάκι.
Κι η αλληλογραφία εξακολουθούσε.
Τα βράδια, τις μεγάλες χειμωνιάτικες βραδιές, καθισμένη δίπλα στη φωτιά, κοντά
στο αδερφό της, που τη λάτρευε, ξαναδιάβαζε αργά τα γράμματά του.
Τα ξαναδιάβαζε με πάθος, δυνατά, τονίζοντας τις πιο σπουδαίες φράσεις, απολα-
βαίνοντας τα τρυφερά σημεία – κι έπειτα κοίταζε θλιμμένα τη φωτιά, κοίταζε τη φω-
τιά με νοσταλγία, και τα μάτια της γιομίζαν αργά δάκρυα…
Δεν πρόσεξε, όμως, ποτέ της, πως οι σφραγίδες των γραμματοσήμων δεν ήταν και
πολύ κανονικές, και πως ο αδερφός της δεν μιλούσε, δεν έλεγε, ποτέ, καμιά κουβέντα
– μόνο γύριζε τα μάτια του αλλού, ακούγοντάς την να του τα διαβάζει, σα να ’κρυβε,
δεν ξέρω ποια λαχτάρα, ποια τύψη μυστική κι ανησυχία, ποιό σκοτεινόν αδερφικό
καημό…
Κι έτσι το ψέμα εξακολουθούσε – ψέμα ένοχο μαζί και ιερό, ψέμα στοργικό, ηρω-
ικό, που δε μπορεί για πάντα να βαστάξει, αλλά και δε μπορεί να σταματήσει – γιατί
αν μια μέρα σταματήσει, αν κάποτε τυχόν φανερωθεί –ο αδερφός της είναι βέβαιος
γι’ αυτό– η ούλα πρέπει τότε να πεθάνει…
[156]
Διηγήματα
Αφού είχε σκορπίσει και μοιράσει τη αγάπη της, σ’ όλα τα ανίψια και τα παρανί-
ψια –η ίδια δεν είχε αποχτήσει ποτέ παιδιά, και ίσως γι’ αυτό η στοργή της να ήταν
τόσο ανεξάντλητη– την είχε συγκεντρώσει, τώρα στα γεράματα της, σε μια μικρούλα,
τρίτη ανιψιά – μια μικρούλα παραχαϊδεμένη, κακομαθημένη και ναζιάρα – τόσο που
τ’ άλλα τ’ ανιψίδια, που είχαν μεγαλώσει μες στα χέρια της, είχαν αρχίσει λίγο να
ζηλεύουν... Με τι χαρά και τι καημό έπαιζε μαζί της, με τι γλυκά τραγούδια τη να-
νούριζε, μες στο κουκλίστικό της κρεβατάκι! Θα ’λεγε κανένας πως η καρδιά της
θείτσας –γιατί «θείτσα» τη φώναζαν όλοι– μόλις τώρα έφτανε στον κόσμο και τώρα
πρωτομάθαινε το βάθος της αγάπης!
Κι επειδή έτυχε να κάθονται μαζί, της δινόσαν όλες οι ευκαιρίες να της χαρίζει την
απέραντη στοργή της. Χήρα από πολύ νέα ακόμα –ήταν παντρεμένη, κάποτε, μ’ έναν
ανώτερο δημόσιο υπάλληλο– σβέλτα, κοντούλα, δουλευτάρα, αεικίνητη, εξακολου-
θούσε, στα ογδόντα τόσα χρόνια της (πλησίαζε, θαρρώ, τα ενενήντα), τώρα, που δεν
καλόβλεπε, και δεν ήταν σαν και τότε κοτσονάτη, να θέλει σ’ όλα και παντού ν’ ανα-
κατεύεται, να περιφρονεί τα γερατιά της, να μπαίνει και να βγαίνει στην κουζίνα, σαν
κοριτσάκι δώδεκα χρονών. Κι η κράση της ήταν γερή και δυνατή, κι η καρδιά της
χτυπούσε σαν και πρώτα, χτυπούσε κι αγαπούσε, σαν και πρώτα...
Είχε δει κόσμο και κόσμο να πεθαίνει γύρω της – κι αυτό ήταν το μόνο της παρά-
πονο.
«Να κλείσω, εγώ, τα μάτια του Νίκου» έλεγε κάποτε, όταν πέθανε κάποιος ανιψιός
της «εγώ, που τον πρωτάρπαξα, την ώρα που γεννήθηκε!...»
Αυτό ήταν το μόνο της παράπονο!
Καημένη θειτσούλα!
Τη θυμάμαι καθώς έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού, μόλις άκουγε κανένα και χτυ-
πούσε, στα μαρμαρένια σκαλοπάτια, μπροστά στο περιβόλι, να ρωτάει, με τη μεσο-
λογγίτικη γουστόζα προφορά της, ποιος είναι και τι θέλει! Και ύστερα άπλωνε το
κοκκαλιάρικο χέρι της, ή, άμα γνώριζε κανέναν που πονούσε, τον αγκάλιαζε και τον
καταφιλούσε, και του ’κανε ατέλειωτες χαρές...
μικρούλα, όμως, που αγαπούσε, δεν την αγαπούσε όσο πρέπει. Σ’ αυτή την ηλι-
κία, τα παιδιά, όσο και ν’ αγαπούνε, ποτέ δεν αγαπούνε όσο πρέπει. Έχουν, κι αυτά,
τους υπολογισμούς τους, κι άμα τύχει να είναι χαϊδεμένα, όπως ήταν εκείνη η μι-
κρούλα, δείχνονται πάντα άπονα, στριμμένα και σκληρά...
Πολλές φορές πλήγωνε τη θειτσούλα με τα λόγια της, με τα νάζια της και με τα
πείσματά της. μως η θειτσούλα ήταν τόσο αγαθή κι η ψυχή της ήταν τόσο ανεξίκα-
κη, που δεν παραπονιότανε στους άλλους, και κατάπινε αμίλητα τον πόνο της! Πού
και πού, μονάχα, σκούπιζ’ ένα δάκρυ...
μητέρα της μικρούλας ήταν χωρισμένη απ’ τον άντρα της. Εκείνη, όμως, τη βα-
στούσεν η μητέρα της, που ζούσε με την οικογένειά της. Ζούσαν όλοι μαζί, κοντά στο
Πολύγωνο, αντίκρυ απ’ τα Ιππικά.
[157]
Διηγήματα
[158]
Διηγήματα
«Γιατί δεν ήρθε κι η Βασιλική; Έχει να ’ρθει πιο πολύ κι από ’να μήνα! Γιατί δεν
έρχεται, όπως ερχόταν πρώτα; Την ’πεθύμησα, ακούς; Να της το πεις... Θα πεθάνω,
δίχως να τη δω!...».
Γιάννης, Βασιλική και Λεωνίδας, ήταν τ’ αγαπημένα της ανίψια, που τα ’χε δει να
μεγαλώνουν μες στα χέρια της.
Κι όταν έφυγε ο Λεωνίδας, άρχισε πάλι να γυρίζει μες στο σπίτι της.
μικρούλα έπαιζε στη διπλανή την κάμαρα. Κάθε φορά που πήγαινε κοντά της,
γύριζε τα μούτρα της αλλού.
«Γιατί, κοκόνα μου, δε μου μιλάς; Τι σου ’κανα;!...»
Κι έπνιγε πάλι το παράπονό της, και προσπαθούσε να ξεχάσει τον καημό της, φέρ-
νοντας βόλτες και ταχτοποιώντας.
μέρα μόλις είχε σκοτεινιάσει.
Κι ενώ τριγύριζε, χωρίς να ησυχάζει, απ’ τη μια την κάμαρα στην άλλη, τα θαμπά
και κουρασμένα μάτια της έτυχε να πέσουν στο τραπέζι. Ένα φλιτζάνι είχε μείνει
άπλυτο.
Θέλησε μοναχή της να το πλύνει.
Το πήρε τότε, με μεγάλες προφυλάξεις, και κοντούλα και μικρούλα, καθώς ήταν,
κατέβηκε, σα μια σκιά, τη σκοτεινή σκαλίτσα της κουζίνας.
Το ’πλυνε με προσοχή, χωρίς κανένας να την πάρει μυρουδιά, κι αφού το σκούπισε
με μια πετσέτα, άρχισε πάλι ν’ ανεβαίνει τη σκαλίτσα, για να το ξαναβάλει στο
μπουφέ.
Κι εκείνη τη στιγμή, το μοιραίο χώθηκε στη μέση, κι έβανε τη σκληρή τρικλοποδιά
του.
μητέρα της μικρούλας, μες στην κάμαρά της, δοκίμαζε κάποιο καινούριο φόρε-
μα, που μόλις το ’χαν φέρει. Λέει της μικρούλας:
«Τζούλια, που είσαι; ώναξε της γιαγιάς σου, παιδί μου, να δει, μια στιγμή, το
φόρεμά μου...».
Κι η Τζούλια έτρεξε στο διάδρομο, με το σκοπό να φωνάξει της γιαγιάς της, που
είχε πάει προς το περιβόλι.
Έτρεξε προς τη μικρή σκαλίτσα.
θειτσούλα, σ’ αυτό το μεταξύ, είχε ανεβεί τα σκαλοπάτια, και είχε φτάσει σχε-
δόν το τελευταίο.
Βλέποντας τη μικρή, στο μισοσκόταδο, να τρέχει καταπάνω της με τόση προθυμία,
είπε με το νου της πως ξεκάκιωσε, κι έρχεται ίσως να την αγκαλιάσει.
«Κοκόνα μου» της φώναξε.
Κι άφησε το πρεβάζι που κρατούσε, και, βαστώντας στ’ άλλο χέρι το φλιτζάνι, ά-
πλωσε τα δυο χέρια της απάνω της.
μικρούλα, με τη φόρα που ερχόταν, τη βρήκε σαν εμπόδιο μπροστά της. Ίσως
από κακία μυστική, ίσως απ’ τη φόρα της τρεχάλας –ποιος μπορεί να το ξέρει, Θε
μου, τι κρύβουν οι καρδούλες των παιδιών;– τη χτύπησε κατάστηθα.
θειτσούλα έπεσε τ’ ανάσκελα.
Έπεσε δίχως να κατρακυλήσει, έπεσε μονοκόμματα στο μάρμαρο, με το κεφάλι
και το χέρι προς τα κάτω. Το κεφάλι της έσπασε στο μάρμαρο και το χέρι της τσακί-
στηκε και κείνο...
[159]
Διηγήματα
Την έφεραν μ’ ένα φορείο πίσω, που το κρατούσαν δυο άντρες, νοσοκόμοι. Ήταν
μικρούλα, μαζεμένη, τοσηδούλα –σκεπασμένη μ’ ένα κάτασπρο σεντόνι– ένα τιποτέ-
νιο πραματάκι, σαν το μικρό νεκρό ενός παιδιού...
Την ακούμπησαν απάνω στο κρεβάτι, την έντυσαν, τη στόλισαν καλά, της έβαλαν
ένα μικρό μαύρο σκουφάκι –για να κρύψουν μοναχά τους επιδέσμους– κι έπειτα την
έβαναν στην κάσα. λα τ’ ανίψια και τα παρανίψια ήρθαν και στάθηκαν γύρω στο
λείψανό της.
Την άλλη μέρα, τη γιόμισαν άνθη.
Στην κηδεία της, πήγε πολύς κόσμος.
Την αγαπούσαν όλοι τη «θειτσούλα», γιατί και κείνη τους αγάπαγε πολύ...
Λίγο μετά που έφυγε το λείψανο, η μικρούλα έμπηξε τα κλάματα: είχε σπάσει μια
μικρή κουκλίτσα –η κουκλίτσα που ’κλεινε τα μάτια, κι έβγαζε μια κλαψιάρικη φω-
νή, άμα της πατούσες την κοιλιά– και δε μπορούσε να παρηγορηθεί...
[160]
Διηγήματα
Το μυστικό
Τα μάτια του αρρώστου άνοιξαν μια στιγμή. Μες στα βάθη τους, φάνηκαν οι κό-
ρες, μεγαλωμένες απ’ την αγωνία, σκοτεινιασμένες απ’ τον πυρετό, και γύρισαν προς
όλες τις μεριές. Το πρόσωπο δε σάλευε καθόλου. Τα χέρια έπεφταν απάνω στα σε-
ντόνια, άσαρκα, μελανά, σκελετωμένα, και μοναχά μια κίνηση σπασμωδική στα δά-
χτυλα, έδειχνε πως ακόμα ζούσαν, πως ακόμα ζούσαν και πονούσαν…
Τα χείλη, όμως, ήταν σφραγισμένα – δυο πικρές κι αμίλητες σκιές, που άφηναν
μόλις την αναπνοή να μπαινοβγαίνει, ένα ίχνος αμυδρό αναπνοής, αδύνατης και πα-
ρατεταμένης, σαν κουρασμένος αναστεναγμός. Τα μάγουλα ήταν βαθιά σκαμμένα,
και τα μήλα γυάλιζαν στο φως της λάμπας, κι έμοιαζαν, γύρω στις βαθουλωμένες
κόγχες, σα δυο μεγάλα πελιδνά πρηξίματα, που υπογράμμιζαν αλλόκοτα τα μάτια.
Το μυαλό, ωστόσο, φαινόταν να ’χει πάντα αρκετή διαύγεια, με κάποιες μόνο δια-
λείψεις, πού και πού, όταν δυνάμωνε πολύ ο πυρετός, στα πρόθυρα του σκοτεινού
ληθάργου, στη μεγάλη κρίση της αρρώστιας.
Εκείνο το βράδυ, έτυχε να είναι όξω πανσέληνος. Μεγάλα κομμάτια φεγγαριού
έπεφταν μες στην κάμαρα, στο πάτωμα, άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα, αναλόγως με το
γεωμετρικό περίγραμμά τους – κι έφταναν λοξά, στον τοίχο, και, σιγά σιγά, σκαρφά-
λωναν εκεί, ανεβαίνοντας απάνω στο τραπέζι, και περπατώντας γύρω στις καρέκλες,
με τις χλωμές, τις νεκρικές ανταύγειες τους, σαν ένας ύστατος αποχαιρετισμός…
Τα μάτια του αρρώστου άνοιξαν μεγάλα, και φάνηκε σαν κάτι να ζητούσε.
Γύρω του, στα σκοτεινά της κάμαρας, ήταν συναγμένοι οι δικοί του –η γυναίκα
του και τα τέσσερα παιδιά του– κι η νοσοκόμα που τον περιποιόταν εδώ και τρεις
βδομάδες, σχεδόν από τα πρώτα της αρρώστιας, μόλις ο γιατρός, που ήταν φίλος του
σπιτιού, διέγνωσε της σοβαρότητά της.
νοσοκόμα ήταν καθισμένη δίπλα του, και, πού και πού, του σκούπιζε τα χείλη.
Ξαφνικά, μες στην απόλυτη εκείνη ησυχία, που δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, παρά
ο ήχος του μεγάλου ρολογιού, τα βλέφαρα του ετοιμοθανάτου έπαιξαν, τα δάχτυλά
του έκαμαν σιγά, κάποιες χαμένες, ανεπαίσθητες κινήσεις, κι ένας βόγγος βγήκε απ’
τα χείλη του, σα να δοκίμαζε ν’ αρθρώσει κάποιες λέξεις…
Αμέσως όλοι έτρεξαν κοντά τους, και τον περικύκλωσαν με μάτια στοργικά, με
μάτια που θα διάβαζε κανένας τη λαχτάρα και το σπαραγμό τους – και στάθηκαν τρι-
γύρω στο κρεβάτι, καραδοκώντας την κάθε κίνησή του, προσπαθώντας να μαντέψουν
τι ζητούσε, απ’ την έκφραση μονάχα των ματιών του, που δε θ’ αργούσαν να σβη-
στούν για πάντα, που είχαν πάρει κάπως, από τώρα, το μαύρο χρώμα της ανυπαρξίας!
Σε τέτοιες ώρες, οι ρητές απαγορεύσεις του γιατρού, να μη μπαίνει κανένας μες
στην κάμαρα, έμπαιναν, κατ’ ανάγκην, κατά μέρος. Απ’ τη στιγμή που ο θάνατος
προβάλλει, κι η μεγάλη νύχτα πλησίαζε, όλες αυτές οι αυστηρές απαγορεύσεις, που
αφορούν μονάχα τη ζωή, πέφτουν ευθύς, υποχωρούν και χάνονται – κι η στοργή, που
καιροφυλακτούσε, παίρνει απότομα τα δικαιώματά της, και παραμερίζει, μονομιάς,
τις περιττές εκείνες προφυλάξεις…
λοι βρέθηκαν τριγύρω στο κρεβάτι, παραμονεύοντας το κάθε κίνημά του, γονα-
τισμένοι σε στάσεις ικεσίας, προσέχοντας το πιο μικρό του σάλεμα, το πιο μικρό τέ-
[161]
Διηγήματα
ντωμα των χεριών του, κρατώντας όλοι τις αναπνοές τους, μήπως τυχόν και του ξε-
φύγει κάτι, ένα χαμόγελο, μια κίνηση, μια λέξη – κάτι που να τους δίνει μιαν ελπίδα,
κι ας είν’ αυτή στερνή κι απατηλή!
Και τότε, μέσ’ απ’ τα βάθη της μεγάλης σιωπής, μέσ’ απ’ τα βάθη της μεγάλης
αγωνίας, τα χείλη σάλεψαν ξανά με δυσκολία, βγάζοντας, όμως, ήχους δίχως λέξεις –
κάποια νοήματα χαμένα κι ασυνάρτητα, σαν κουρασμένα παραμιλητά…
Κι όμως, πίσω απ’ αυτό το ψέλλισμα, πίσω απ’ τ’ άναρθρο εκείνο παραλήρημα,
φαινόταν η απεγνωσμένη πρόθεση, η τεραστία και συνειδητή προσπάθεια μιας υπέρ-
τατης επικοινωνίας, μιας τελευταίας και ηρωικής κουβέντας, που έπρεπε να βγει με
κάθε τρόπο, κι αγωνιούσε και παράδερνε στα χείλη, ζητώντας κάπως να φανερωθεί!
Το φεγγάρι, τώρα, είχε προσπεράσει το παράθυρο, κι είχε μπει μες στη σκιά των
μακρινών σπιτιών, πίσω από μια τούφα δέντρα. Μια τελευταία του κατάχλωμη αχτί-
δα, γλιστρώντας ήσυχα στον τοίχο, είχε σκαρφαλώσει στο ταβάνι, κι άρχιζε σιγά σιγά
να χάνεται, φωτίζοντας μιαν άκρη του τζαμιού, με πολύ χλωμές αντανακλάσεις…
Και το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα.
Ξαφνικά ενάντια σε κάθε προσδοκία, τα χέρια του αρρώστου άρχισαν να σαλεύ-
ουν, διαγράφοντας κινήσεις σταθερότερες. ζωή έδειχνε να ξαναγυρίζει – αλλά σιγά
σιγά, τόσο σιγά, που, όλοι όσοι τον περιτριγύριζαν, ένιωθαν έναν κόμπο στο λαιμό,
μια τρεμούλα χαράς κι αδημονίας – κάτι βαθύ και συγκλονιστικό, σαν ένα νέο ξύ-
πνημα ελπίδων!...
Ο άρρωστος ανασηκώθηκε και τα μάτια του καρφώθηκαν απάνω στη γυναίκα του,
πήραν την ζωντανή τους πάλι έκφραση, κι έδειξαν πως αρχίζουν να γνωρίζουν. Και
τα λόγια που πρόφεραν τα χείλη του, άρχισαν πάλι να ρυθμίζονται σε φράσεις, κι
έπαυαν να είναι ακατάληπτα, λόγια χαώδη και τρελά του πυρετού…
Θα ’λεγε κανένας πως η δύναμη, που είχε καταβάλει τόσην ώρα, είχε κατορθώσει
να νικήσει – πως η επίμονη κι εντατική προσπάθεια της ναυαγισμένης του θελήσεως,
είχ’ επιβληθεί, στα τελευταία, στην παγερή την ακαμψία του κορμιού του, και πως,
ακόμα, του μυαλού του η διαύγεια έβρισκε, στα χείλη του θανάτου, έστω και για μια
στιγμή μονάχα, κάποιον τρόπο να φανερωθεί…
Οι άλλοι είχαν σταθεί γύρω του βουβοί, κρατώντας τους παλμούς τους. γυναίκα
του ήταν γονατισμένη δίπλα του, και του κρατούσε με συγκίνηση τα χέρια.
στιγμή ήταν πολύ επίσημη.
Ένιωθαν όλοι πως, αυτή την ώρα, έμελλε να συμβεί κάτι μεγάλο, κάτι που δεν είχε
προηγούμενο –κάτι τελεσίδικο ή κάτι φοβερό κι ανεπανόρθωτο–, ένα μεγάλο κάτι,
τελοσπάντων, από εκείνα τα μεγάλα κάτι, που μεταμορφώνουν τους ανθρώπους, και
τους υψώνουν ως τον ουρανό, ή τους γκρεμίζουν μες στα βάθη της αβύσσου, και τους
κάνουν στάχτη και συντρίμμια! Κι αυτό το κάτι διαρκώς πλησίαζε. Ένιωθαν όλοι τη
θερμή του παρουσία, γύρω στα έπιπλα, δίπλα στο κρεβάτι, στο φως της λάμπας, στη
μορφή του, στον αέρα…
λες οι αναπνοές, είχαν γίνει μιαν αναπνοή. λ’ οι παλμοί είχαν σμίξει τώρα σ’
έναν ήχο.
Και τότε, ο άρρωστος, γύρισε τριγύρω του τα μάτια, τους κοίταξε όλους στη σει-
ρά, κι έπειτα κάρφωσε το βλέμμα του στην ξένη, στην ασπροφορεμένη νοσοκόμα.
Έδειχνε πως θέλει να μιλήσει.
[162]
Διηγήματα
Έδειχνε πως θέλει να μιλήσει, αλλά πως πριν αποφασίσει να μιλήσει, έπρεπε πρώ-
τα ν’ απομακρυνθεί η ξένη. Ήθελε ν’ ανοίξει την καρδιά του, αλλά να την ανοίξει
στους δικούς του. Αυτή η ξένη κι άγνωστη γυναίκα, έδειχνε, με το επίμονό του βλέμ-
μα, πως του στεκόταν τώρα σαν εμπόδιο, και δεν ήθελε, μπροστά της να μιλήσει…
λοι κατάλαβαν αμέσως, απ’ την έκφραση, την έννοια του βλέμματος εκείνου –
όλοι, ως κι αυτή η νοσοκόμα.
Εκείνη τότε, δίχως να προφέρει λέξη, τραβήχτηκε στη διπλανή την κάμαρα, κι έ-
κλεισε δίχως θόρυβο την πόρτα.
Κι έμειναν οι πέντε τους μονάχα, στο κρεβάτι του ετοιμοθανάτου.
Το φεγγάρι, βασιλεύοντας αργά, είχε φύγει κι αυτό απ’ το παράθυρο.
Έμειναν οι πέντε τους μονάχα, σκυμμένοι μ’ αγωνία στο κρεβάτι, περιμένοντας ν’
ακούσουν τη μιλιά του –ίσως την τελευταία θέλησή του– κρεμασμένοι όλοι απ’ τα
χείλη του, κρατώντας όλοι την αναπνοή τους.
Ο ρυθμικός κρότος του ρολογιού, ήταν το μόνο, τώρα, που ηχούσε.
Ο άρρωστος ανάδεψε τα χείλη, και ψιθύρισε μ’ αλλόκοτη φωνή, μια φωνή βραχνή
κι αλλοιωμένη, που μόλις ακουγόταν μες στην κάμαρα:
«Ελάτε, ελάτε πιο κοντά. Θέλω να σας πω, πριν να πεθάνω…»
Έσκυψαν τότε όλοι πιο κοντά, με κρατημένη την αναπνοή.
Έξω, περνούσαν κάποιοι και κουβέντιαζαν. μως η κάμαρα ήταν στο πρώτο πά-
τωμα, κι οι φωνές τους έφταναν πνιγμένες. Ήταν, ίσως, μια παρέα μεθυσμένη. Κά-
ποιος, στην παρέα, τραγουδούσε.
Περίμεναν να πάψει το τραγούδι.
Και το τραγούδι έπαψε σε λίγο. παρέα είχε στρίψει στη γωνιά.
Κι η φωνή του ετοιμοθανάτου, άρχισε πάλι να υψώνεται δειλά. Ήταν άτονη, σπα-
σμένη, δίχως χρώμα, σαν ένας βόγγος, ίδιος και μονότονος, βγαλμένος με μεγάλη
δυσκολία. Πίσω όμως, απ’ αυτό το ψέλλισμα, φαινόταν όλη η θανάσιμη προσπάθεια,
όλος ο όγκος της αδημονίας, της απεγνωσμένης, υπεράνθρωπης και τυραννικής επι-
θυμίας, να προφτάσει να πει το μυστικό του, προτού η νύχτα κατεβεί, για πάντα, και
του σφραγίσει ξαφνικά τα χείλη. Σχεδόν μόλις ξεχώριζαν οι λέξεις:
«Θέλω να σας πω…»
Κι έπειτα, σταμάτησε και πάλι. Δε μπορούσε ν’ αρθρώσει τις κουβέντες. Μες στο
τραγικό του χαροπάλεμα, το φανέρωμα του μυστικού εκείνου, ήταν σαν κάτι φοβερά
ηρωικό –κάτι απείρως τραγικό και δύσκολο, κάτι που το τρόμαζε κι ο ίδιος– ίσως
κανέν’ απόρρητο παλιό, που δεν τολμούσε να το φανερώσει, ίσως μια τύψη μακρινή
και φλογερή, που δε μπορούσε, με κανένα τρόπο, να την πάρει μαζί του μες στον τά-
φο – κάτι, όμως, που ήταν απαραίτητο, κάτι που ένιωθε πως δεν είχε δικαίωμα, αυτή
την ώρα, τη μεγάλη, την επίσημη, να πεθάνει, δίχως να το πει…
Δεν ήταν τώρα, μες στην αγωνία του, η δυσκολία μόνο να μιλήσει: μαζί μ’ αυτή τη
δυσκολία, ήταν κι ένας μεγάλος δισταγμός, ένας τρόμος βαθύς της συνειδήσεως, μια
φρικτή πάλη εσωτερική, ένα δίλημμα βαθύ κι ανυπολόγιστο, που του ’δενε τα λόγια
μες στα χείλη.
Είχε καρφώσει τα μάτια στο ταβάνι – κι η έκφρασή του έδειχνε τον άνθρωπο που
κάνει, μέσα του, τεράστιον αγώνα, για να υπερνικήσει το εμπόδιο, που του στήνει ο
ίδιος εαυτός του…
[163]
Διηγήματα
Και ξαφνικά, σαν να πήρε μιαν απόφαση, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, άρ-
χισε να λέει σιγανά:
«Ακούστε με! Δε θέλω να πεθάνω, πριν το πω… Θέλω, όμως να με συχωρέσετε!...
Θέλω πρώτα να μου το υποσχεθείτε… Τότε μόνο θα πεθάνω ήσυχος!...».
Και πάλι μάσησε τα λόγια του. Το στόμα του, συνεσπασμένο απ’ την αγωνία, πήρε
μιαν έκφραση πικρή κι οδυνηρή.
«Πάνε τώρα δεκαπέντε χρόνια… Ο Νίκος ήταν δώδεκα χρονών… Μαρία μόλις
ήταν γεννημένη… Ήμουν, τότε, υπάλληλος στην Τράπεζα… Ήμουν ακόμα νέος,
ζωηρός… Δεν ήξερα τί έκανα… Ήμουν τυφλωμένος και τρελός!... Κ ι έ κ α ν α τ ό-
τ ε τ ο μ ε γ ά λ ο έ γ κ λ η μ ά μ ο υ…»
Κι άπλωσε το χέρι στη γυναίκα του.
Κι άξαφνα, οι κόρες των ματιών του μεγαλώσανε. Ανέβασε το χέρι του γρήγορα
στο λαιμό του. Το κεφάλι του ξανάπεσε βαρύ. Λίγος αφρός στεφάνωσε τα χείλη του.
Κι έπειτα όλα, μονομιάς, ησύχασαν…
Γύρω, κανένας δεν τολμούσε να σαλέψει. Έμειναν, όλοι τους, σκυμμένοι, καρφω-
μένοι, παγωμένοι απ’ την αμηχανία – μην ξέροντας πώς πρέπει να φερθούν, σαστι-
σμένοι μες στην ταραχή τους, μ’ ένα μεγάλο κρύο στην καρδιά – πελαγωμένοι κι εκ-
μηδενισμένοι…
Ένιωθαν, μες στα βάθη της ψυχής τους, πως είχαν φτάσει δίπλα σε μιαν άβυσσο,
δίπλα σε μια μεγάλην αποκάλυψη, δίπλα σε κάτι φοβερό και φρικαλέο – και πως αυ-
τή την τερατώδη αποκάλυψη, το φοβερό εκείνο μυστικό –που, ίσως, απ’ αυτό το
μυστικό, να κρεμόταν όλη η ζωή τους, το μέλλον, η χαρά τους– ο θάνατος το σκέπαζε
για πάντα, για πάντα…
[164]
Διηγήματα
Σκιές
[165]
Διηγήματα
– Γιατί το λες αυτό; Έχεις κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλεις; Δεν πρέπει να προεξοφλείς
το μέλλον…
Εκείνη έσκυψε τα μάτια με παράπονο.
– Θα ’θελα τόσο να μπορούσα να το κάνω! Δε μου φτάνει να χαίρομαι το τώρα…
Θα ’θελα να ’ξερα αν θα βαστάξει πάντα!
Της πήρε τα χέρια στα δικά του, και μαλακά της φίλησε τα δάχτυλα.
– Κουταμάρες!
Είπε και κείνη τότε: – Κουταμάρες… Κι έσμιξαν παράφορα τα χείλη.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει τώρα. Στην παραλία, όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ένα
πλήθος κόσμου περπατούσε, κι από μακριά, από την άκρη μιας ολόφωτης εξέδρας,
έφτανε κάποιος ήχος μουσικής.
– Άνοιξες τα πράματα; της είπε τότε ξαφνικά εκείνος.
– χι απόψε. Είμαι κουρασμένη. Κι εξάλλου είμαι τρομερά ευτυχισμένη. Δε θέλω
ν’ απασχοληθώ με τίποτ’ άλλο…
Του το ξανάπε άλλη μια φορά, όταν ήταν καθισμένοι στο τραπέζι.
– Είμαι τόσο φοβερά ευτυχισμένη…
Του το ξανάπε σιγανά, με τόσο πάθος, που εκείνος άρχισε ν’ ανησυχεί. Την έβλεπε
στο πλάι του, τόσο καλή και συμπαθητική, εκείνη τη στιγμή, καθώς ήταν καθισμένοι
δίπλα, κι έτρωγαν, που του μετέδωσε κι εκείνου, δεν ξέρω ποιο συναίσθημα, το ρίγος
μιας κρυφής ανησυχίας, πως αυτό δεν θα μπορούσε να κρατήσει πολύ…
Δυο τρεις φορές, του ήρθε ξαφνικά να τη φιλήσει.
Κι η βραδιά εκείνη περνούσε αλλόκοτα σιωπηλή, βουβή, νοσταλγική, μοναδική.
Ώρες ώρες έλεγε μέσα στο μυαλό του, πως ποτέ, απ’ τον καιρό που ζούσανε μαζί, δεν
την είχε βρει τόσο αμίλητη.
Ήταν καθισμένοι πολύ κοντά στη θάλασσα, δίπλα σχεδόν στο πάφλασμα του κύ-
ματος, στην πιο απόμερη γωνιά της αμμουδιάς.
ταν έφτασαν τα φρούτα, θέλησε κάτι να της πει, αλλά μετάνιωσε. Είχε τα μάτια
καρφωμένα μακριά, στο λευκό πανί κάποιας βαρκούλας, που γλιστρούσε γραφικά κι
αθόρυβα, σαν ένας κύκνος μακρινός, σαν ένα φάντασμα, στη σκοτεινή γαλήνη των
νερών… Αλλά η βάρκα πέρασε, και τα μάτια, δίχως να σπαράζουν, εξακολουθούσαν
να κοιτάνε, να κοιτάνε βυθισμένα στο κενό…
Κι όταν της είπε πια να φύγουν από κει, γύρισε και τον κοίταξε με τόσην απορία,
με τόσο ήσυχο και μυστικό παράπονο, ώστε μετάνιωσε που πρόφερε το λόγο.
– Αν θέλεις, μένουμε. Σου το ’πα μόνον επειδή σε βλέπω κουρασμένη…
– Είμαι κουρασμένη αρκετά. Αλλά θα ’θελα να μείνουμε λιγάκι.
φωνή της είχε πάρει, τώρα, κάποιον τόνο ασυνήθιστα βαθύ.
Απ’ την απόμερην εκείνη αμμουδιά, που συνήθιζαν να τρώνε κάθε βράδυ, μπο-
ρούσαν κι έβλεπαν την κίνηση τριγύρω, χωρίς αυτοί να φαίνονται στους άλλους. Την
είχαν βρει σαν ένα είδος άσυλο. Συζητούσαν εκεί πέρα πιο ελεύθερα, κι έλεγαν τα
δικά τους, χωρίς η κίνηση να τους ανησυχεί.
Εκείνη, όμως, τη βραδιά, δεν άνοιγαν το στόμα.
Ήταν κι οι δυο τους απορροφημένοι από μια σκέψη μακρινή κι απροσδιόριστη.
Κι έπειτα εκείνη σηκώθηκε μεμιάς, σα να ξυπνούσε ξαφνικά από ’να όνειρο, κι έ-
δειξε πως θέλει να γυρίσει σπίτι.
[166]
Διηγήματα
Ανέβηκαν στους βράχους, πολύ αργά, πιασμένοι απ’ το χέρι, και πάτησαν την ά-
σφαλτο μαζί.
Περίμεναν εκεί, ώσπου να περάσουν τ’ αυτοκίνητα.
Και πήραν ήσυχα το δρόμο του σπιτιού.
Κι η νύχτα πέρασε γλυκιά και δίχως όνειρα – μια νύχτα μαγική κι ευλογημένη, που
λες κι οι ώρες δεν πατάνε πια στη γη, αλλά περνάνε, μουσικές κι ασύλληπτες, σαν
κάποια δάχτυλα νωθρά που παίζουν άρπα…
Κι όταν ήρθε το πρωί, ξύπνησαν κι οι δυο, μ’ ένα καινούριο κέφι.
Εκείνος είχε πρόγραμμα ν’ ανέβει στην Αθήνα. Είχε χίλια πράματα να κάνει, να
συναντήσει κάποιο δικηγόρο, να ξεμπερδέψει κάποιες υποθέσεις. Έπρεπε, ως το με-
σημέρι, όλ’ αυτά να βρίσκονται σε τάξη.
μέρα ήταν αρκετά προχωρημένη.
Ο ήλιος φώτιζε τα τζάμια. θάλασσα φαινόταν, από το παράθυρο, γιομάτη πρωι-
νές ομίχλες, σαν έν’ ατλάζι γαλανό και διάφανο, με τις ανάλαφρες ρυτίδες των κυμά-
των, συρμένες απαλά, εδώ εκεί, σαν πινελιές που μόλις ξεχωρίζουν. Το πρωινό ευτυ-
χισμένο αγεράκι την κόλπωνε σε μαλακές πτυχές, όλο ραθυμία και νωχέλεια, σαν μια
μεγάλην απλωτή σημαία…
ώρα ήταν περασμένη, κι αυτός ακόμα χτενιζόταν στον καθρέφτη.
– Μη φεύγεις, του λέει άξαφνα εκείνη.
Την κοίταξε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, κι εξακολούθησε αργά το χτένισμά του.
Αφού τελείωσε, γύρισε και της είπε:
– Γιατί το λες αυτό;
Εκείνη δεν του αποκρίθηκε αμέσως. Του ’δειξε μόνο με το χέρι, μακριά, ένα μεγά-
λο σύννεφο, σαν πούπουλο, που διάβαινε λευκό στον ουρανό. Έπειτα το χέρι της ξα-
νάπεσε.
– μέρα είναι τόσο γαλανή… Δε θα ’θελα να μείνω μόνη σήμερα…
– Μα δε σου το ’πα; Θα γυρίσω γρήγορα.
Εκείνη σούρωσε τα χείλη με παράπονο.
– Θα προτιμούσα να μη φύγεις, ξαναείπε.
Την αγκάλιασε τότε, τη φίλησε και της απάντησε:
– Από χτες, είσαι πολύ ρομαντική. Ας κοιτάξουμε και λίγο τις δουλειές μας…
Δεν είπαν τίποτ’ άλλο.
Εκείνος είχε πια ντυθεί, κι όμως στεκόταν τώρα στο παράθυρο, σα να καταλάβαι-
νε, στο βάθος της καρδιάς του, πως ίσως να μην έπρεπε πραγματικά να φύγει…
Είχε βγάλει το μικρό του πιστόλι, και το ’χε βάλει δίπλα, στο τραπέζι.
Έπειτα πήγε στο γραφείο του, ξεκλείδωσε, έβγαλε διάφορα χαρτιά, κι έπειτα ξα-
ναγύρισε στην κάμαρα.
Κοίταξε τα χαρτιά του, ένα ένα, για να διαλέξει τι έπρεπε να πάρει. Τα κοίταξε με
προσοχή, έβαλε μερικά στη μπάντα, πήρε δυο τρεις φακέλους, κι άρχισε να τους τα-
χτοποιεί, πολύ αργά, με κινήσεις ελαφρά συλλογισμένες.
Εκείνη έριξε τα μάτια στο πιστόλι.
Κι ενώ εκείνος ήταν γυρισμένος, άπλωσε το χέρι και το πήρε.
Το κοίταξε απ’ όλες τις μεριές, έκανε σα να ’θελε να ρίξει, σημαδεύοντας το μεγά-
λο άσπρο σύννεφο, που είχε μείνει στον ορίζοντα, μετέωρο, σα χιονισμένη κορυφή
[167]
Διηγήματα
βουνού, τόσο λαμπρού, που θάμπωνε τα μάτια – κι έπειτα το γύρισε παντού, καρφώ-
νοντας την κάνη του προς όλα τα σημεία, πότε στα πόδια μιας καρέκλας ψαθωτής,
πότε σ’ ένα μικρό μαξιλαράκι, πότε σε μια κορνίζα κρεμασμένη…
Το γύρισε προς όλες τις μεριές, και πότε το ’φερνε πολύ κοντά στο μάτι, πότε το
τέντωνε στην άκρη του χεριού, παίζοντας αμέριμνα μαζί του. Κι έπειτα, παίζοντας, το
κάρφωσε στο στήθος.
– Και να φανταστεί κανείς, πως εδώ μέσα κρύβεται ο θάνατος! ψιθύρισε.
Το είπε τόσο μελαγχολικά, που εκείνος, παραξενεμένος, γύρισε το κεφάλι και την
είδε.
– Μη! της φώναξε με τρελή φωνή.
Αλλά δεν πρόφτασε ν’ αρθρώσει τίποτ’ άλλο. Ξαφνιασμένη απ’ τον ήχο της φωνής
του, καθώς κρατούσε το πιστόλι με το χέρι, χωρίς να το θέλει, πάτησε το δάχτυλο.
Κι ώσπου εκείνος να χιμήξει, να προλάβει –μες στο γαλάζιο και χαρούμενο πρωί,
και μες στον ήλιο, που πλημμύριζε την κάμαρα– το νεκρό βόλι, ζωντανεύοντας με-
μιάς, μ’ έναν κρότο κούφιο και ξερό, της είχε περασμένη την καρδιά!...
[168]
Διηγήματα
Ο ξένος
σο το βαπόρι πλησίαζε, τόσο η μεγάλη πολιτεία, που είχε προβάλει μες στην
πρώτη άχνα της αυγής, μεγάλωνε στα μάτια του. Έβλεπε τις καμινάδες, τα σπίτια, το
λιμάνι –τις πλατείες με την κίνησή τους, τις αποβάθρες, τα καμπαναριά– κι όλα αυτά,
μες στην αχλή την πρωινή, έπαιρναν σημασίες ονειρώδεις, και τα χρώματα, τους τό-
νους, και τις ανταύγειες μιας εξαίσιας φαντασμαγορίας. καινούρια πολιτεία τού
άνοιγε σιγά σιγά την αγκαλιά της, γιομάτη γοητεία κι υποσχέσεις, του άναβε τις πιο
κρυφές ελπίδες, τον καλούσε να πάει κοντά της, ντυμένη πρώτα με τα γαλανά της
ρούχα, και λίγο υστερότερα με τα μενεξεδένια –κι έπειτα, με το βγάλσιμο του ήλιου,
ντυμένη όλη, ξαφνικά, με τα χρυσά της– σαν ένας τόπος αιωνίας ευτυχίας, σαν ένας
κόσμος μαγικός παραμυθιού, που σβήνει κάθε θλίψη και φροντίδα, που δεν υπάρχει
το μαράζι της καρδιάς, αλλά μια πυρετώδης ευφροσύνη, ένα μεθύσι του κορμιού και
του μυαλού, χωρίς ποτέ, ποτέ να σταματήσει…
λες οι στιγμές της περασμένης αγωνίας, έσβησαν μπροστά σ’ αυτή την εικόνα.
Έβλεπε τον εαυτό του ξαναγεννημένο, μεγαλωμένον υπερφυσικά, σ’ ένα νέον κό-
σμο λησμονιάς, που τον δεχόταν με θριαμβικά τραγούδια, με χίλιες ακαθόριστες και
μαγικές φωνές, σα μιαν εκπλήρωση των μακρινών του πόθων, σα μια γλυκιά κι ονει-
ρεμένη επιβράβευση των όσων είχε υποφέρει μέχρι τώρα, για να φτάσει κάποια μέρα
ως εκεί – στο χιμαιρικό αυτό λιμάνι, τη συναρπαστικήν ικανοποίηση των πιο μεθυ-
στικών προσδοκιών του…
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, έπειτ’ από πολλές αργοπορίες, το βαπόρι αγκυρο-
βολούσε, μες στο πλήθος των άλλων βαποριών, με κρότους, με φωνές και με σφυρίγ-
ματα. Κι όλο το σάστισμα εκείνο, όλο το πανδαιμόνιο της βιαστικής και χαρωπής
αποβιβάσεως, τα βλαστήμια κι οι θυμοί και τα σπρωξίματα, του φλόγιζαν το αίμα,
τον έκαναν να καίει σα λαμπάδα, μες στον κρυφό του ενθουσιασμό, και να σφίγγει τις
γροθιές του ανυπόμονα, πότε να πατήσει τη στεριά, ν’ ανακατωθεί με τους ανθρώ-
πους, να γίνει ένα με το αεικίνητο το πλήθος, να χαθεί μες στην καινούρια πολιτεία,
σα μια σταγόνα στο ωκεανό…
Και μόλις πάτησε στην αποβάθρα, κρατώντας τη βαλίτζα του, στάθηκε και κοίταξε
τριγύρω, τα σπίτια, τα βαπόρια, τ’ αυτοκίνητα, κι ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν
απ’ το συναίσθημα της άγνωστης χαράς, της καινούριας, που τον πλημμυρούσε…
Προσπάθησε να κρατηθεί, και να βάλει κάποιο ρυθμό στις σκέψεις του. Ένας ξέ-
νος, που φτάνει για πρώτη φορά σ’ έναν καινούριο τόπο, πρέπει να ξέρει, πρώτ’ απ’
όλα, τι ζητάει. Κι εκείνος τώρα, δε ζητούσε τίποτε. Είχε ξεχάσει το σκοπό του εντε-
λώς. Ήθελε μόνο να κοιτάζει και να χαίρεται…
Σε λίγο, όμως, πείνασε. Κι αυτό τον έφερε σε κάποιες σκέψεις θετικότερες.
Είδ’ ένα ξενοδοχείο, μια σειρά τραπεζομάντηλα στρωμένα, κάτω από μια τέντα,
στη γωνία.
Πήγε και κάθισε σ’ ένα τραπέζι, άκρη άκρη.
Έφαγε στην τύχη, ό,τι του ’φεραν.
Είχε τα μάτια καρφωμένα στους ανθρώπους, στα νέα πρόσωπα που τον περιτριγύ-
ριζαν, στις καινούριες τις κουβέντες των ανθρώπων. Έβλεπε τις πιο μικρές κινήσεις
[169]
Διηγήματα
τους, την έκφρασή τους, το περπάτημά τους, τα περαστικά τους τα χαμόγελα, τον
τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους – κι όλ’ αυτά, μες στο ευέξαπτο μυαλό του, έπαιρ-
ναν διαστάσεις απερίγραπτες, έπαιρναν το βαθύ ενδιαφέρον κάποιων πολύ σπουδαί-
ων γεγονότων.
Είχε μια διεύθυνση στην τσέπη˙ την έβγαλε μηχανικά, και διάβασε τα γράμματα.
Έπειτα την ξανάβαλε στην τσέπη, αφού προσπάθησε να την τυπώσει στο μυαλό του.
Πλήρωσε, και ξεκίνησε. Τράβηξε για την άγνωστη διεύθυνση. Σκέφτηκε το πρό-
σωπο που πήγαινε να βρει. Ήταν ένας θειος του μακρινός, που ζούσε μες στην πολι-
τεία χρόνια, και που ποτέ του δεν τον είχεν ιδωμένο. Τον φανταζόταν πολύ γέρο, ζα-
ρωμένο, ξεμωραμένο και με ματογυάλια. Έτσι τον φανταζόταν πάντα, από μικρό παι-
δί. Κι επειδή ήξερε το γραφικό του χαρακτήρα, κι ο χαρακτήρας ήταν κάπως δυσα-
νάγνωστος, τον φανταζόταν φοβερά στριμμένο, ένα σκληρό και μοχθηρό γερογκρι-
νιάρη… Μ’ όλο που του τον είχαν παραστήσει ψηλό, γιομάτο, κορδωμένο κι ανοι-
χτόκαρδο, δε μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς, παρά καθώς τον είχε πλάσει στο
μυαλό του.
Ως τις δυο τ’ απόγιομα, γύριζε στους δρόμους, χαζεύοντας μπροστά στα μαγαζιά,
περιπλανώμενος μες στην κοσμοπλημμύρα, χάσκοντας στις διάφορες ρεκλάμες, μην
ξέροντας ποιο πεζοδρόμιο να πάρει. Στις τρεις, όμως, βαρέθηκε να βλέπει, κι άρχισε
να ψάχνει για το θειο του.
Μετά πολλές περιπλανήσεις, τελοσπάντων, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, βρήκε το
δρόμο και τον αριθμό. Ήταν ένα σπίτι πολυώροφο, με πράσινα παράθυρα, τριγυρι-
σμένο από μαγαζιά.
Χτύπησε την πόρτα.
Σε λίγο πρόβαλε μια καμαριέρα με ποδιά. Είπε τ’ όνομά του, και περίμενε. Ωσό-
του να γυρίσ’ η υπηρέτρια, έριξε τα μάτια του στους τοίχους και στα έπιπλα, προσέ-
χοντας την κάθε λεπτομέρεια, θαμπωμένος απ’ την πολυτέλεια, με μια δειλία φοβερή
μες στην καρδιά… βαλίτζα έτρεμε στα χέρια του.
Δεν ήξερε το πώς θα τον δεχόντουσαν. Ένας καινούριος φόβος τον κυρίευε, πως
δε θα ήταν ικανός να μείνει ψύχραιμος, πως πιθανόν να τραύλιζε τα λόγια του, πως θ’
αγνοούσε με τι τρόπο να σταθεί, πως θα ’δινε βλακώδεις απαντήσεις…
Κι επειδή η υπηρέτρια αργούσε να γυρίσει, του φάνηκε πως έφταιγαν τα ρούχα
του, πως ίσως να μην έκανε τόσο καλή εντύπωση, και πως μπορεί να του ’κλειναν
κατάμουτρα την πόρτα…
Ξαφνικά, μετάνιωσε που χτύπησε. Θα προτιμούσε να γυρίζει μες στους δρόμους,
άγνωστος μες στον άγνωστο τον κόσμο, να περιπλανηθεί, έτσι, στην τύχη, δίχως να
πηγαίνει πουθενά – χαμένος στις καινούριες εντυπώσεις, δίχως σκοπό και δίχως συ-
ντροφιά.
Μια στιγμή ένιωσε τον πόθο να το σκάσει – αλλά τα πόδια του δεν είχαν το κου-
ράγιο. Έμεινε καρφωμένος στο κατώφλι, σαν ένας κατηγορούμενος, που περιμένει
την καταδικαστική απόφαση…
υπηρέτρια αργούσε να φανεί.
Τελοσπάντων φάνηκε. Μ’ ευγενική κουβέντα, του είπε τότε να περάσει μέσα.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δίχως κρότο, κι έφτασε σε μια μεγάλη σάλα.
Και βρέθηκε πρώτη φορά μπροστά στο θειο του.
[170]
Διηγήματα
[171]
Διηγήματα
Μάντευε πως αυτά τα μάτια, τώρα, είχαν ένα μυστικό δικό του – πως είχαν έρθει,
μες στη μοναξιά του, να του δείξουν το δρόμο της ζωής του, να του τονώσουν, κάπως
ακαθόριστα, μ’ έναν τρόπο εντελώς δικό τους, την εμπιστοσύνη του στο μέλλον, που
για μια στιγμή, αυτός, ο ξένος, ο ξεριζωμένος, είχε καταλάβει να λυγίζει… Κι όμως
δεν τόλμησε να τρέξει από πίσω τους, δεν τόλμησε ούτε να το σκεφτεί.
Έμεινε κοιτώντας προς τα δέντρα, με κρατημένη την αναπνοή, παραμονεύοντας
τις άγνωστες σκιές, που πηγαινοερχόντουσαν αθόρυβα, στη μεριά που χάθηκαν εκεί-
να – δίχως να σαλέψει απ’ τη θέση του, βυθισμένος, απολιθωμένος, ξεχνώντας πού
βρισκόταν και τι έκανε, τη νύχτα, τους ανθρώπους, το φεγγάρι… Έμειν’ εκεί, με την
καρδιά πελαγωμένη, βέβαιος πως μια μέρα θα γυρίσουν, πως δε μπορεί παρά μια μέ-
ρα να γυρίσουν, πως δεν υπήρχε τρόπος να χαθούν – και πως, αυτός, θα τα περίμεν’
εκεί πέρα, θα τα περίμενε, όσο και ν’ αργούσαν, θα τα περίμενε ωσότου να πεθάνει,
με την καρδιά γιομάτη προσδοκία…
Κι άξαφνα, κάποιος πέρασε κοντά του, κάποιος τον πάτησε σιγά, χωρίς να θέλει –
και μ’ εκείνο το τυχαίο άγγιγμα, συνήλθε, ξαναβρήκε το μυαλό του, θυμήθηκε το θειο
του, το ταξίδι, την περασμένη ώρα, το τραπέζι…
Πετάχτηκε αμέσως απ’ το μπάγκο – και, μες στο πράσινο το φως του φεγγαριού,
που τον κοιτούσε με κάποιαν ειρωνεία, έτρεξε και χάθηκε στο πλήθος…
[172]
Διηγήματα
Χριστός ανέστη
… Και τότε, ξαφνικά, μες στη σιωπή, χτύπησαν οι καμπάνες. Αλλού βαριές και
δυνατές, με μιαν επίσημη χαρά συγκρατημένη – αλλού με χαρωπά ξεφωνητά, σαν
ασημένια κουδουνάκια μακρινά, που ξέσπαζαν μεμιάς το θρίαμβό τους, και γύρευαν,
μες στη μαύρη νύχτα, να σκαρφαλώσουν ως τον ουρανό, να τον γιομίσουν με την
άξαφνη χαρά τους…
Εδώ εκεί, ένα σωρό ρουκέτες, κόκκινες και γαλάζιες, διέγραψαν την τροχιά τους,
κι έσκασαν, για μια στιγμή, μες στο μαύρο φόντο τ’ ουρανού, ανακατεύοντας τα ψεύ-
τικά τους άστρα, τα παροδικά και φευγαλέα, με την αιώνια κι ατάραχη γαλήνη και το
χρυσάφι των αληθινών…
Κι έπειτα όλα πάλι σώπασαν. Πού και πού έπεφτε μόνο κανένα βαρελότο, πότε
κοντά και πότε μακριά, άλλοτε μοναχικό, κι άλλοτε τρία τέσσερα μαζί.
Κι απ’ τους μακρινούς τους δρόμους, φάνηκε το πλήθος να γυρίζει, με τις αναμμέ-
νες του λαμπάδες, σα μια μεγάλη θάλασσα κεριών που ξεχειλίζει. Κι όλ’ αυτά τα φώ-
τα είχαν κάτι απ’ τον ήχο της καμπάνας: ήταν σα να ’σπασαν οι βουερές καμπάνες, κι
οι ήχοι τους να είχαν γίνει φώτα και να σκορπούσαν μες στην πολιτεία, φέρνοντας το
μεγάλο μήνυμα παντού, σ’ όλα τα μέγαρα και σ’ όλα τα φτωχόσπιτα – πως ο Χριστός
ήταν αναστημένος…
Ο Γιώργος έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και πήγε στο παράθυρο. Είδε τις ρουκέ-
τες, που χάραζαν το σκοτεινό διάστημα με τις βουβές τους, παρδαλές εκρήξεις. Είδε,
ακόμα, τις λαμπάδες των ανθρώπων, που χωρισμένοι σε μικρές παρέες, έπαιρναν το
δρόμο του σπιτιού τους. Μια σειρά μπαλκόνια, μακριά, φωτίστηκε για μια στιγμή,
απ’ τις βαθιές, αιματηρές ανταύγειες ενός κόκκινου, λοξού βεγγαλικού.
Κι έπειτα έγινε και πάλι ησυχία.
Και τότε, στην αντικρινήν αυλή, τρομαγμένο ίσως απ’ τους κρότους, ακούστηκ’
ένα παρατεταμένο «μπεεεε…». Κι αυτό το «μπεεε» δεν είχε τίποτε απ’ τη χαρά της
ευφρόσυνης εκείνης νύχτας. Δεν ήταν παρά ένα κλάμα φοβερά ανθρώπινο, ένας βό-
γκος παραπονεμένος, ένα μονότονο τραγούδι απογνώσεως – αλλά με κάτι το βαθιά
υποταγμένο, σα μιαν απόφαση που έχει πια παρθεί, και μήτε περιμένει σωτηρία…
Έμοιαζε τόσο μ’ ανθρώπινη φωνή, που ο Γιώργος, δίχως να το θέλει, ένιωσε κάτι
μέσα του να σφίγγεται, και στάθηκε πίσω απ’ το τζάμι, ανήσυχος μήπως το ξανακού-
σει.
Και το ξανάκουσε σε λίγο, όχι μια και δυο φορές, αλλά πολλές φορές, με διαλλεί-
ματα – και καθεμιά φορά που τ’ άκουγε, έλπιζε πως θα είν’ η τελευταία. Ήταν ο ίδιος
βόγγος ο βαρύς, στην ίδια τη μονότονη χορδή, που θύμιζε, με τον υπόκωφο καημό
της, μια νότα χαμηλή του βιολοντσέλου…
Κι όλ’ η χαρά της νύχτας, εξαφανίστηκε μεμιάς απ’ το μυαλό του. Το αιώνιο σα-
ράκι, που τον τυραννούσε, πρόβαλε πάλι μες στην έρημη καρδιά του. νύχτα όλη
θόλωσε στα μάτια του.
Τίναξε τους ώμους, κι άρχισε να κάνει βόλτες, κυνηγημένος απ’ τον εφιάλτη της
λυπητερής φωνής εκείνης, που του διηγόταν, μες στη νύχτα, το σπαραχτικό μαρτύριό
της…
[173]
Διηγήματα
Και κάθε φορά έκοβε το βήμα, με την ελπίδα πως το βογγητό θα σταματήσει, πως
η φωνή θα κουραστεί στα τελευταία, θα κουραστεί να κλαίει, και θα πάψει… Κι ό-
μως, εκείνη εξακολουθούσε, αμείλικτη και καταθλιπτική, σα μια ασώπαστη, επίμονη,
ακούραστη, σπαραχτική κραυγή του θανάτου!
Κι έπειτα, ξαφνικά, σαν κάποιος ν’ άκουσε τη μυστικήν ευχή του –μόλις ξανάγινε
στο δρόμο ησυχία– το θλιβερό το βέλασμα σταμάτησε.
Ο Γιώργος δε θέλησε να βγει αυτό το βράδυ. Προτίμησε να μείνει, να διαβάσει.
λες αυτές οι φασαρίες, που τον συγκινούσαν τόσο άλλοτε, τώρα τον άφηναν τελεί-
ως αδιάφορο. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να περάσουν οι μελαγχολικές εκείνες μέρες
των επιδειχτικών Επιταφίων. Άλλοτε, οι μέρες αυτές ήταν η χαρά του. Τις περίμενε
με μυστική λαχτάρα, τις αγαπούσε ταπεινά, με συντριβή, τις παρακολουθούσε με
κατάνυξη. Από τότε, όμως, που μπήκε στη ζωή, και διάβασε βιβλία, όλ’ αυτά τού
είχαν γίνει μακρινά. Είχαν πάψει ν’ αγγίζουν την καρδία του.
Κι όμως, εκείνο το μεγάλο σπαραγμό, που δεν μπορούσαν να του δώσουν πια οι
άνθρωποι, του τον ξανάδινεν απόψε, αναπάντεχα, το βογγητό του καταδικασμένου
ζώου. Αυτός ο θρήνος μες στα σκοτεινά, αυτός ο πόνος ο βαθύς κι απαρηγόρητος,
αυτό τ’ ανεξιχνίαστο παράπονο της ταπεινής ζωής που θυσιάζεται, του ξαναζωντά-
νευε στα μάτια του όλες τις περασμένες αγωνίες, τις αγωνίες όλων των ανθρώπων, τις
αγωνίες όλων των υπάρξεων, που ήταν πεπρωμένο να χαθούν, απ’ τον καιρό που
πρωτοφάνηκε ζωή – χωρίς ποτέ να μάθουν το γιατί, χωρίς να βρουν ποτέ το μυστικό
της μαύρης μοίρας που τα βασανίζει…
Κι ενώ ζητούσε πριν, μ’ αδημονία, να σταματήσει το παράπονο εκείνο, τώρα που
είχε σταματήσει ίσα ίσα, το ’νιωθε πιο πικρό μες στην ψυχή του. Τώρα που είχε πά-
ψει μια στιγμή, γέμιζε πιο πολύ τη σιωπή – σα να ’βγαινε απ’ όλες τις μεριές, σα να
’χε γίνει η κραυγή όλου του κόσμου, μες στη γη και μες στον ουρανό, μέσ’ απ’ το
φως και μέσ’ απ’ το σκοτάδι!
Ο Γιώργος πήγε και πάλι στο παράθυρο, και προσπάθησε να διακρίνει όξω.
Οι εκκλησίες έφεγγαν ακόμα.
Πού και πού, στους μακρινούς τους δρόμους, πρόβαλε μια στιγμούλα, και περνού-
σε, καμιά λαμπάδα αργοπορημένη.
Κάποιοι κρότοι αμυδροί, εδώ εκεί, κάποιοι σκόρπιοι κρότοι βαρελότων, έδειχναν
πως ο κόσμος αγρυπνούσε. Σ’ όλα τα σπίτια, τώρα, ήταν στρωμένο το πασχαλινό
τραπέζι, κι ο κόσμος τσούγκριζε τα κόκκινα τ’ αυγά.
Εκείνος ήταν μόνος στην Αθήνα. Οι δικοί του, κι αυτοί, στην επαρχία, θα ήταν
τώρα συναγμένοι στο τραπέζι, και θα ’τρωγαν, και θα τον μελετούσαν. Κι αυτή η
γνώριμη και τρυφερή ανάμνηση, τα μακρινά κι αγαπημένα πρόσωπα, που τον πονού-
σαν και τον αγαπούσαν, οι γνώριμες και μακρινές φωνές, που θα τον ανάφερναν μ’
αγάπη, πέρασε μ’ ένα ρίγος καλοσύνης, σα μια γλυκιά κι ονειρεμένη όαση, μες στην
ερημιά της καρδιάς του.
Δοκίμασε και πάλι να διαβάσει.
Μα το μυαλό του ήταν τόσο ταραγμένο, που, καθώς έριξε τα μάτια του στα γράμ-
ματα, αυτά, αντί να σχηματίζουν φράσεις, άρχισαν να χορεύουν μεταξύ τους, και να
πλάθουν διάφορες εικόνες – εικόνες απ’ τα παιδικά του χρόνια, όλο συγκινημένες
αναμνήσεις, ήχους, μορφές, στιγμές λησμονημένες, πράματα για πάντα ξεχασμένα,
[174]
Διηγήματα
που δεν περίμενε ποτέ να τα θυμάται, και που του ξαναγέμιζαν τη σκέψη νοσταλγία,
αλλά και του φανέρωναν, συγχρόνως, όλο το άδειο κι όλη την απόγνωση της τωρινής
απόμερης ζωής του… Είχε ζήσει τόσο μόνος, τόσο μόνος, τόσο πολύ σκυφτός μες
στα βιβλία, που μέσα του είχαν στεγνώσει όλα, όλες οι πίστεις κι όλες οι ελπίδες, και
δεν απόμενε παρά μια αγωνία, ένα τεράστιο ερωτηματικό –ένα πελώριο «γιατί;» χω-
ρίς απόκριση– και μαζί μ’ αυτή την αγωνία, μια συμπόνια για το καθετί, ένας οίκτος
δακρυσμένος κι αδυσώπητος, τόσο για τους άλλους που υπόφερναν, όσο και για τον
ίδιον εαυτό του…
Κάποιο αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο, κι η φωνή ξανάρχισε.
Ξανάρχισε δειλά, στον ίδιο τόνο, δίχως ελπίδα, δίχως ικεσία, σπαραχτική, μονότο-
νη και πένθιμη, σα να μη ζητούσε πια βοήθεια, ούτε και ν’ ακουστεί από κανένα –
σαν ένας έρημος κι ανώφελος μονόλογος, σαν κάτι θλιβερό κι απαρηγόρητο, που
χαράζει αιωνίους κύκλους, γύρω στο ίδιο κέντρο, δίχως τέλος…
Ο Γιώργος δε μπορούσε να βαστάξει. Άρπαξε το καπέλο του, και βρέθηκε στο
δρόμο.
Πήγε ίσα στην αντικρινή αυλή, κι έριξε με τρόπο τη ματιά του. Στην αρχή δε μπό-
ρεσε να ξεχωρίσει τίποτε. Έπειτα όμως, τα μάτια του συνήθισαν, κι άρχισε να βλέπει
καθαρότερα. Είδε το πρόβατο ακίνητο, δεμένο.
καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Μες στην ταραχή του, ξαφνικά, ένα μεγάλο σχέ-
διο γεννήθηκε. Ήξερε πως, παντού, σ’ όλα τα σπίτια, αγωνιούσε απόψε κάποιο θύμα,
κι έκλαιγε με την ίδια τη φωνή. Εκείνα, όμως, δεν τα είχα δει, δεν είχε καν ακούσει τη
φωνή τους. Αυτό τουλάχιστον, αυτό που το ’χε δει, αυτό που τύχαινε τόσο κοντά στο
χέρι του –σα να το ’βαλεν επίτηδες η μοίρα– έπρεπε, σώνει και καλά, να το γλιτώσει!
Σκέφτηκε να πηδήσει απ’ τα κάγκελα, να λύσει σαν κλέφτης το σκοινί, ν’ ανοίξει
από μέσα την αυλόπορτα, να το φορτωθεί στην αγκαλιά του, να το φέρει μια φορά
στο δρόμο, κι έπειτα… «Έπειτα;». Σταμάτησε.
Πού να το πάει; Σε ποιο μέρος να το κρύψει;
Ένα σωρό συγκεχυμένα ερωτήματα πολιόρκησαν αμέσως το μυαλό του. Να το
κρατήσει μες στο σπίτι, δεν μπορούσε. Έπρεπε να το πάει μακριά. Κι αν το πήγαινε
στον κάμπο, τι θα το ’κανε;… Να το χαρίσει σ’ ένα φιλικό του σπίτι, με την παρά-
κληση να μην του το πειράξουν; Σπίτι τόσο φιλικό, δεν είχε.
Να το φέρει στο βουνό, και να τ’ αφήσει; ίδια μοίρα το περίμενε κι εκεί: ποιος
ξέρει σε ποιανού τα χέρια θα ’πεφτε, και τι μαρτύρια ακόμα θα τραβούσε, ώσπου να
τελειώσει πάλι έτσι.
Ήταν πεπρωμένο να σφαχτεί! Ήταν εκείνο, το σημαδεμένο, που δε μπορούσε, να
γλιτώσει μες στον κόσμο! λος ο κόσμος μπορούσε να γλιτώσει, εκείνο, όμως, δε
μπορούσε να γλιτώσει…
Γύρισε τα μάτια του παντού, κοίταξε τα σπίτια, τα παράθυρα, ζητώντας από κάπου
μια βοήθεια.
Ένιωθε πόσο γελοίος ήταν, πόσο οι άλλοι θα γελούσαν αν τον έβλεπαν, τι κοροϊδί-
ες που θα του πατούσαν οι φίλοι του, η γη , ο κόσμος όλος!
Εκείνος, όμως, αδιαφορούσε.
[175]
Διηγήματα
Ετοιμαζόταν ν’ ανεβεί στα κάγκελα, είχε σχεδόν ανεβασμένο το ’να πόδι, όταν του
φάνηκε πως άκουσε να πλησιάζουν βήματα.
Κατέβασε το πόδι του, και κοίταξε.
Κάποιος ερχόταν από πέρα μες στη νύχτα, κρατώντας έν’ αρνί στην αγκαλιά του.
Πέρασε πολύ κοντά του. Του φάνηκε σα να του χαμογέλασε. Έπειτα έστριψε σε
μια γωνιά, πιο πέρα. Θα ήταν κάποιος αργοπορημένος νοικοκύρης, κάποιος φτωχός
εργατικός, ποιος ξέρει, πού πήγαινε το ψώνιο του στο σπίτι. Το δύστυχο τ’ αρνάκι δε
μιλούσε…
Τότε κατάλαβε τη ματαιοπονία του.
Κατάλαβε πως όλ’ η πολιτεία ήταν γεμάτη όλο τέτοια θύματα, πως δεν υπήρχε
σπίτι στην Αθήνα, που να μην ετοιμαζόταν μια θυσία…
Στύλωσε τα μάτια μ’ αγανάκτηση, και τότε, μακριά, μες στο σκοτάδι, του φάνηκε
πως άκουσε, χιλιάδες αγωνίες – το μυστικό κλάμα των αρνιών, που καρτερούσαν,
ώρα με την ώρα, το φοβερό μαχαίρι στο λαιμό…
Κι έφυγε μες στη νύχτα σαν τρελός…
λη τη νύχτα γύριζε στους δρόμους, κυνηγημένος απ’ το μαύρον εφιάλτη – κι ό-
ταν πια ξημέρωσε ολότελα, ενώ χτυπούσαν οι γιορτάσιμες καμπάνες, είδε τον ήλιο να
προβάλει στο βουνό – κι αυτός ο ήλιος ήταν τόσο κόκκινος, τόσο πλημμυρισμένος
από αίμα, που, χωρίς να θέλει, ντροπιασμένος, σήκωσε το χέρι του με λύσσα, και με
τις σφιγμένες του γροθιές, σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια του…
[176]
Διηγήματα
Το γιασεμί
Το βρήκε πατημένο μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου, κιτρινισμένο και σβη-
σμένο απ’ τα χρόνια, σαν μια μικρούλα πεταλούδα ξεραμένη και καρφιτσωμένη σε
μια συλλογή.
Το είχε ξεχασμένο, έτσι καθώς το πήρε τότε, και το ’κλεισε μες στο βιβλίο – στη
σελίδα, ακριβώς, που διάβαζε, και που ποτέ δεν πήγε παρακάτω.
Κι όπως το κοίταζε με παραξενεμένα μάτια, σε μια στιγμή τού ήρθε να γελάσει.
Αλλά το γέλιο πάγωσε στα χείλη του. Θυμήθηκε πως ήταν πεθαμένη. Αν δεν ήταν
εκείνη πεθαμένη, θα μπορούσε να ξεκαρδιστεί στα γέλια – να ξαναγελάσει καθώς
τότε, όταν πήγε στον κήπο, και του το πέταξε απάνω στο βιβλίο…
Καθόταν σ’ ένα μάρμαρο και διάβαζε. Μες στον κήπο ήταν όλο μάρμαρα. Έχτιζαν
κάποιο μέγαρο, δυο βήματα παρέκει – κι ο κήπος ήταν όλο σκόρπια μάρμαρα…
Πόσο, τώρα, ήσαν όλα μακριά!
Σταμάτησε συλλογισμένος.
Και με τα μάτια του μνημονικού του, την ξανάδε να προβάλει μες στα δέντρα,
προσεχτικά, λαχανιασμένη απ’ το δρόμο, ξαναμμένη από μυστική ντροπή, να του
ρίχνει το λουλούδι ξαφνικά – κι έπειτα, πάλι ξαφνικά, να φεύγει σαν τον κλέφτη,
σκοντάβοντας στις πέτρες και στα μάρμαρα, μ’ ένα γέλιο που ’μοιαζε με κλάμα…
Θυμήθηκε το ζαρωμένο πρόσωπό της, τα μεγάλα μάτια της τ’ αλλήθωρα, τα βλογιο-
κομμένα μάγουλά της, το πόδι της που κούτσαινε λιγάκι. Την ξανάδε ζωντανή και
πάλι, κι ήρθε στ’ αυτιά του η τρεμουλιαστή φωνή της, με τους ψηλούς απεγνωσμέ-
νους τόνους, που κόμπιαζε κάθε φορά που του μιλούσε, προσπαθώντας να την κάνει
πιο γλυκιά…
Κι έπειτα θυμήθηκε τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν, σαν έβενος, στον ήλιο. Κι
ήταν άξιο μεγάλης απορίας, πώς, εκείνα τα εξαίσια μαλλιά, είχαν φυτρώσει σ’ ένα
τέτοιο ασκημόμουτρο – κι ανέμιζαν με τόσην ομορφιά, σαν τ’ αχτένιστα μαλλιά μιας
αμαζόνας…
Ήταν το τελευταίο γιασεμί εκείνης της χρονιάς. Δεν υπήρχαν πια καθόλου γιασε-
μιά. Πού να το ’χε ξετρυπώσει τάχα, σε ποια γωνιά του μαραμένου κήπου –τώρα που
κοντοζύγωνε φθινόπωρο– λησμονημένο απ’ τα χέρια των ανθρώπων, για να του το
φέρει τόσο άξαφνα, με τόση συγκινητική λαχτάρα, και να του το ρίξει καταπρόσωπο,
καθώς ήταν σκυμμένος στο βιβλίο;…
Ή μήπως το ’χε μεγαλώσει σε μια γλάστρα, μες στην υγρή την αποθήκη που κοι-
μόταν, δίπλα σχεδόν στο στάβλο – μόνο και μόνο για να του το δώσει, την ημέρα του
μεγάλου χωρισμού;…
Την ίδια μέρα, σκόπευε να φύγει. Αποβραδίς είχε ετοιμάσει τη βαλίτζα του, κι ε-
τοιμαζόταν να γυρίσει στην πρωτεύουσα. Είχε περάσει όλο του το καλοκαίρι στην
πατρίδα, κάνοντας θερινές διακοπές, και τώρα που πλησίαζε φθινόπωρο, και το πανε-
πιστήμιο επρόκειτο ν’ ανοίξει, έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα. Οι καλές μέρες είχαν
πια περάσει, είχαν αρχίσει δυνατές βροχές, κι ο κήπος όλος ήταν νοτισμένος.
Περίμενε το μεσημεριανό το τρένο, κι είχε καθίσει σ’ ένα μάρμαρο και διάβαζε.
Ήταν ένα ρομάντζο αισθηματικό –το ίδιο που κρατούσε τώρα, μετά χρόνια– ένα ρο-
[177]
Διηγήματα
[178]
Διηγήματα
Κι ο ίδιος ήταν τώρα γερασμένος. Είχε μια θέση αξιοπρεπή, αλλά τον είχε τσακι-
σμένον η δουλειά. Είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει.
Κι ένα βράδυ που στενοχωριόταν μόνος, έτυχε ν’ ανοίξει την κασέλα του, και να
βρει μέσα το παλιό βιβλίο.
Το φυλλομετρούσε σιγανά, αναπολώντας τα νεανικά του χρόνια, όταν έφτασε σ’
εκείνη τη σελίδα, που είχε τότε σταματήσει, μες στον κήπο, ρίχνοντας μέσα για ση-
μάδι, το λουλούδι… Κι ένιωσε τότε μέσα του, ύστερ’ απ’ το πρώτο χαμόγελό του,
μια θλίψη δίχως λόγο.
Νοσταλγούσε τα χαμένα του τα χρόνια, τις τρελές ώρες της εμπιστοσύνης του στο
μέλλον… Κι όταν το πρόσωπο της ρόσως διεγράφη στον ορίζοντα της μνήμης του,
δεν ένιωσε τη φυσική την αηδία, που του προξενούσ’ έναν καιρό. Το στόλισε, δεν
ξέρω με ποια χρώματα –τα χρώματα του μακρινού θανάτου, της λησμονημένης απο-
στάσεως– το εξωράισε με κάποιους νέους τόνους, αντλημένους μέσ’ απ’ την ψυχή
του – κι αντί της θλιβερής μορφής εκείνης, της αποκρουστικά σημαδεμένης, της αλ-
λήθωρης και της βλογιοκομμένης, δεν είδε παρά μια γλυκιά κοπέλα, μια κοπέλα που
τον αγαπούσε.
Τώρα τα μάτια της δεν ήταν πια αλλήθωρα, το μούτρο της ήταν διορθωμένο, το
πόδι της δεν κούτσαινε διόλου.
Άκουσε την τρεμουλιαστή φωνή της, σαν ένα μακρινό, δειλό παράπονο, βγαλμένο
μέσ’ από ’ναν τάφο… Τα μαλλιά της ανέμισαν στον ήλιο, σαν οι φτερούγες ενός τρα-
γικού πουλιού – πουλιού της νύχτας, με κομμένη γλώσσα, καταδικασμένου να σω-
παίνει! Κι όλ’ αυτά, ήταν μιαν επιτίμηση, ένας έλεγχος κρυφός της συνειδήσεως, ένα
μεγάλο φοβερό ερώτημα, που είχε μείνει κρεμασμένο στον αέρα, χωρίς να περιμένει
μιαν απόκριση, χωρίς καν να ελπίζει μιαν απόκριση, αν και θα λαχταρούσε να την
πάρει…
Έφερε το χέρι στο κεφάλι του και δοκίμασε να διώξει την εικόνα.
Τον μεθούσε, και τον πλήγωνε μαζί, χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να πει γιατί.
Δεν κατάφερνε, ωστόσο, να τη διώξει.
Κι επειδή, μες στην κρυφήν απόγνωσή του, ένιωθε την απόλυτην ανάγκη κάποιου
λεπτού αντιπερισπασμού –τώρα, στα πενήντα πέντε χρόνια του, έπειτ’ από διάλειμμα
δεν ξέρω πόσων χρόνων– άρχισε πάλι να διαβάζει το βιβλίο, το παλιό ρομαντικό βι-
βλίο, απ’ τη σελίδα ακριβώς που το ’χε παρατήσει – και χωρίς να καταλάβει πώς,
παρασυρμένος απ’ τα θλιβερά του επεισόδια, συνεπαρμένος απ’ τη γνώριμη πλοκή
του, ώσπου να φέξει, έφτασε στο τέλος.
[179]
Διηγήματα
Ο πατέρας
Θα ήταν ως μισή ώρα, που έκοβε βόλτες μοναχός, απάνω κάτω, στις πλάκες του
σταθμού, περιμένοντας το τρένο. Εκείνη τη στιγμή, ο σταθμός ήταν ακόμα έρημος.
Κι οι γλόμποι των ηλεκτρικών, καθώς ήταν αναμμένοι στη σειρά, κιτρινωποί κι ακί-
νητοι, είχαν κάτι το βαθύ και πένθιμο, σα ν’ αγρυπνούσαν γύρω σε νεκρό – ένα νεκρό
που δεν υπήρχε πουθενά, αλλά που τον περίμεναν να ’ρθει, σε λίγη ώρα…
Κάπνιζε νευρικά, μασώντας την άκρη του τσιγάρου του. Έκανε ψυχραδίτσα. Είχε
ανασηκωμένο το γιακά του σακακιού του, κι έπαιζε, για να ζεσταθεί, τα δάχτυλά του
στις τσέπες.
Σε κάθε γύρισμα της βόλτας, τα μάτια του έπεφταν απάνω στις γραμμές του τρέ-
νου, που γυάλιζαν στα φώτα, κανονικές και κρύες, δίνοντας την αίσθηση μιας πυρε-
τώδους και θλιμμένης αγωνίας, για μια συνάντηση που δεν θα λάβει χώρα, για κάποιο
χωρισμό ανεπανόρθωτο – για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει κι ας κρέμεται όλ’ η
ζωή μας απ’ αυτό!
Σε λίγο, ο σταθμός άρχισε να γιομίζει κόσμο. Τα καροτσάκια άρχισαν να κυλούν
απάνω στο πλακόστρωτο, και ν’ αντηχούν βαριά και βροντερά. Κι αυτό του ήταν σαν
μιαν ανακούφιση, ένα ξαλάφρωμα στο βάρος που του πλάκωνε την άδεια και σφιγμέ-
νη του καρδιά. Το θέαμα των ανθρώπων, που μαζευόντουσαν, παρέες παρέες, κάτω
στο υπόστεγο, του απασχολούσε το μυαλό, τον έκανε να λησμονεί την πίκρα του, του
ξανάδινε το θάρρος της ζωής…
Στάθηκε σε μιαν άκρη και κοιτούσε.
Και κάθε φορά που άκουγε κάποιον κρότο μακρινό, γύριζε το κεφάλι, μονομιάς,
νομίζοντας πως έφτανε το τρένο. Μα πάντα ήταν κάποιο αυτοκίνητο, κάποιο λεωφο-
ρείο που περνούσε, κι έτσι τον ξαναπήρε, άθελά του, μια φοβερή ανυπομονησία.
Άρχισε πάλι να βαδίζει μες στον κόσμο, κάνοντας λόξες, να μην πέσει στους αν-
θρώπους, ανάβοντας το ’ν’ απάνω στ’ άλλο, τα τσιγάρα, παραμερίζοντας μπροστά
στα καροτσάκια, τα φορτωμένα βαλίτζες και μπαούλα, ρίχνοντας τα μάτια στο ρολόι
– το μεγάλο ρολόι του σταθμού, που ο δείχτης του σχεδόν ακινητούσε, και προχω-
ρούσε, θαρρείς, με δυσκολία.
Άκουσε ξαφνικά τη λέξη: «καθυστέρηση». Την είπε κάποιος που περνούσε βια-
στικός, σε κάποιον άλλον, που, απ’ τη στολή του, κι απ’ τα σιρίτια στο πηλίκιό του,
έδειχνε πως ήταν ο σταθμάρχης.
Θέλησε να ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά μετάνιωσε αμέσως, και τέντωσε τ’ αυτί του
στις κουβέντες, προσπαθώντας απ’ τις σκόρπιες φράσεις, να βγάλει κάποιο νόημα, να
κατατοπισθεί.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, στο συναγμένο πλήθος. Μονάχα, μια μαυροφορεμένη
γυναικούλα, καθισμένη απάνω σ’ ένα μπόγο, τον ρώτησε, καθώς περνούσε δίπλα της,
για την ξαφνική αργοπορία.
Σήκωσε τους ώμους, χωρίς να πει κουβέντα. Κι όμως ήθελε τώρα κι αυτός να μά-
θει, και δεν τολμούσε να πάει να ρωτήσει, επειδή φοβόταν μιαν απόκριση. οβόταν
[180]
Διηγήματα
μην του πουν, άμα ρωτούσε, πως αυτό το τρένο που περίμενε, δε θα ’φτανε ποτέ. Πως
είχε γίνει κάποια σύγκρουση στο δρόμο, και το τρένο δε θα ’ρχότανε ποτέ! Ποτέ…
Κι η καρδιά του άρχισε να τρέμει. μως, όλος εκείνος ο κόσμος που περίμενε –
αυτό το μοίρασμα της αγωνίας μ’ άλλους– τον παρηγορούσε μυστικά.
Κι επιτέλους φάνηκε το τρένο.
άνηκε αργό, γιομάτο φώτα. άνηκε προς τα πέρα του σταθμού, γλιστρώντας ύ-
πουλα απάνω στις γραμμές, προχωρώντας με μια κίνηση μοιραία, και, μαζί, με κά-
ποιαν απορία, που το καρτερούσε τόσος κόσμος.
Κι ο κόσμος όλος άρχισε αμέσως να σαλεύει, να συγκεντρώνεται απ’ όλες τις με-
ριές, να πλημμυρίζει τη μεγάλην αποβάθρα.
Και το τρένο σταμάτησε μπροστά του.
Έκαμε να τρέξει καταπάνω, αλλά κρατήθηκε, και στάθηκε στην άκρη. καρδιά
του χτυπούσε δυνατά. Έβλεπε το πλήθος να στριμώχνεται, να μπαινοβγαίνει, να ξε-
χύνεται παντού – κι ένιωθε πως δεν πρέπει να βιαστεί, πως έπρεπε να περιμένει κά-
που, αν ήθελε να βρει ό,τι ζητούσε.
Κι εκείνο που ζητούσε δε φαινόταν.
Κρατούσε με το χέρι του που ’τρεμε τα γυαλιά του και τα μάτια του κοιτούσαν
τους ανθρώπους, έψαχναν τ’ άγνωστα και ξένα πρόσωπά τους, ψηλαφούσαν τα χα-
ρακτηριστικά τους, ερευνούσαν την περπατησιά τους.
Τίποτε…
Τότε, η αγωνία του, πήρε σχεδόν τις διαστάσεις τρέλας. Άρχισε να τρέχει προς την
έξοδο, παρατηρώντας έναν έναν όσους έβγαιναν, σκουντώντας αδιάκριτα το πλήθος,
σπρώχνοντας τους διπλανούς με τους αγκώνες, με μιαν ερώτηση πνιγμένη μες στα
χείλη, πελαγωμένος μες στην άξαφνη την κίνηση, χαμένος μες στο θόρυβο και μες
στη φασαρία…
Εκείνος που ζητούσε δε φαινόταν.
Ξαναδοκίμασε να τρέξει προς το τρένο, που σφύριζε, κι ετοιμαζότανε να φύγει.
λος ο κόσμος ήταν τώρα μέσα, η αποβάθρα ήταν αδειασμένη, λίγοι άνθρωποι είχαν
απομείνει.
Κι έπειτα, το τρένο ξανασφύριξε, κι άρχισε να φεύγει, να φεύγει προς την άλλη
μεριά, έτσι ύπουλα καθώς είχε φανεί – στην αρχή αργά και δίχως κρότο, έπειτα δυνα-
μώνοντας το δρόμο, σαν ένα φάντασμα που σβήνει, μέσα στη νύχτα, σαν μιαν οπτα-
σία που σκορπάει…
Κι ο σταθμός έμεινε πάλι έρημος. Ο σταθμάρχης ξαναμπήκε μες στη σάλα, τα κα-
ροτσάκια πήγαν πάλι στις γωνιές, και τα φώτα άρχισαν να σβήνουν.
Έμεινε μόνος –μια σκιά χωρίς μιλιά– μόνος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, χωρίς να
ξέρει τι να βάνει με το νου του – μονάχος, με το χτύπο της καρδιάς του, με το αίμ’
ανεβασμένο στο κεφάλι. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν για να σπάσουν.
Κάποιος του φώναξε στην έξοδο, να βγει. Θα ’κλειναν οι πόρτες του σταθμού.
Βγήκε τρεκλίζοντας, σαν άνθρωπος πιωμένος.
Και μόλις βγήκε, στάθηκε στα φώτα της πλατείας.
Έβγαλε ξανά το τηλεγράφημα, και το ξαναδιάβασε με πάθος, το ξαναδιάβασε αρ-
γά, λέξη προς λέξη.
Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία: το παιδί του θα πέθανε στο δρόμο!...
[181]
Διηγήματα
Ήθελαν ίσως να του κρύψουν την αλήθεια, γι’ αυτό του τηλεγράφησαν με λόγια
μασημένα: «Ασθενήσας, επιστρέφω…».
Το παιδί του θα πέθανε στο δρόμο. Αυτή η σκέψη τον κατατυραννούσε. Είχε χάσει
τη συνείδηση των γύρω.
Έβλεπε το παιδί του ξαπλωμένο, ολομόναχο στα χέρια των αγνώστων, να κουβα-
λιέται σ’ ένα πρόστυχο φορείο, να μη ξέρουν τι να το κάνουν, να το γυρίζουν στις
αστυνομίες, ψάχνοντας για την ταυτότητά του, ή να τ’ αφήνουν σε μιαν άκρη, στο
σταθμό… Και το μυαλό του τότε σταματούσε.
Κι ωστόσο δε μπορούσε να πιστέψει πως ήταν άξιος μιας τέτοιας συμφοράς!
Κι άξαφνα ένιωσε και πάλι την ελπίδα. Του ξαναγύρισε δειλά, δισταχτικά, σαν μια
χλωμή και μακρινή ανταύγεια, σαν ένα γλυκοχάραμα μες στα βαθιά της νύχτας…
Μπορεί και να μην πρόφτασε το τρένο, μπορεί και ν’ αργοπόρησε στο δρόμο,
μπορεί και να ’γινε ανέλπιστα καλά, και προτίμησε να ’ρθει μ’ ένα άλλο μέσο… Κι
όλ’ αυτά τ’ απίθανα «μπορεί» έφεγγαν αμυδρά μες στο σκοτάδι, και σάλευε να γα-
ντζωθεί σ’ αυτά, σαν από σανίδα σωτηρίας… Μπορεί να βγήκε με τους πρώτους απ’
το τρένο, και να προσπέρασε, χωρίς να τον γνωρίσει…
Έτρεξε τότε με λαχτάρα σπίτι. Πέρασε μέσ’ από τα πλήθη των ανθρώπων, απ’ τις
τρεχάλες των αυτοκινήτων, τους πολυθόρυβους και φωτισμένους δρόμους, έκοψε
μέσ’ από παράμερα στενά, σκόνταψε, απ’ τη βιάση του, σε κάτι σκαλωσιές, γλίστρη-
σε σε κάποιο πεζοδρόμιο, κι έφτασε στο σπίτι του μπροστά, λαχανιασμένος, καρα-
βοτσακισμένος, όλος έξαλλην ελπίδα κι αγωνία, βουτηγμένος όλος στον ιδρώτα,
σκονισμένος όλος, σαν τρελός…
Τα παραθύρια ήταν σκοτεινά, δεν υπήρχε πουθενά κανένα φως.
Αν είχ’ έρθει, θα ’ταν όλα αναμμένα, θ’ άκουγε κάποια κίνηση στη σκάλα… Μα
μια σιωπή βασίλευε παντού, πιο βαριά και πιο μεγάλη απ’ τις άλλες – απ’ τις συνη-
θισμένες σιωπές, που βασιλεύουν στ’ άδεια σπίτια των ανθρώπων, όταν εκείνοι λεί-
πουν από μέσα. Το σπίτι κούρνιαζε, παράξενο κι αμίλητο, κι έμοιαζε χωρίς ζωή, σαν
τάφος…
Έσπρωξε την πόρτα της αυλής, κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια τρέχοντας, με κομμένη
την αναπνοή…
Ρωτάει δεξιά κι αριστερά – τη γριά νοικάρισσα στο βάθος της αυλής, την καπελού,
το γέρο τον τσαγκάρη… Κανένας δεν είχε φανεί στο σπίτι.
Και το μυαλό του πάλι σκοτεινιάζει.
Ξαναβγαίνει, και γυρίζει μες στους δρόμους. Ο κόσμος τώρα έχει λιγοστέψει. Δεν
ξέρει πού να τρέξει, τι να κάνει. Θέλει να τρέξει στην αστυνομία, να ρωτήσει στα
νοσοκομεία. Πρέπει να μάθει επιτέλους κάτι – να μάθει κάτι, κι ας είναι και κακό.
Έχει ανάγκη μιας πληροφορίας, μιας κουβέντας, μιας παρηγοριάς. Κανένας δεν
μπορεί να του τη δώσει, όλες οι πόρτες τού φαίνονται κλειστές…
Κι όμως να, κάποιος έρχεται κοντά του. Έρχεται, θαρρείς να του μιλήσει. τάνει
κοντά του, κι έπειτα περνάει. Μπορεί να παραγνώρισε κι εκείνος – ποιος το ξέρει;…
Ξαναπαίρνει το δρόμο του σταθμού.
καρδιά του του μοιάζει σα μολύβι. Κι όμως τα πόδια του μπορούν να περπατά-
νε, κάνουν ακόμα τις μηχανικής κινήσεις, που του χρειάζονται, ώστε να προχωρεί.
[182]
Διηγήματα
τάνει στο σταθμό, προς τα μεσάνυχτα. Είν’ αργά, οι πόρτες έχουν κλείσει. Ρωτά-
ει κάποιον άνθρωπο που στέκεται στην άκρη. χι, δεν περιμένουν άλλο τρένο. σα
τρένα ήταν νά ’ρθουν, είχαν έρθει. Το πρωί στις οχτώ θα φτάσει νέο τρένο.
Πώς θα περάσει τη νυχτιά του, Θεέ μου;…
Κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι, στην πόρτα καποιανού σπιτιού, και περιμένει.
Πιάνει κουβέντα, στην τύχη, με το φύλακα που στέκει εκεί. Εργάζεται, λέει, στις
μηχανές, αλλά το βράδυ κάνει και το φύλακα. Του ξεμολογιέται τον καημό του. Εκεί-
νος τον παρηγορεί. Του λέει πως δεν πρέπει ν’ απελπίζεται. Αν δεν ήρθ’ απόψε, θα
’ρθει αύριο. πομονή – ο Θεός είναι μεγάλος…
Καθένας λέει τα δικά του βάσανα. Είχε κι αυτός μια κόρη, την έχασε. Έχει κι αυ-
τός παιδί στην ξενιτιά.
Περνούν οι ώρες, αργεί να ξημερώσει…
Αποκοιμιέται, καθιστός στο σκαλοπάτι. Ο άλλος, τότε, τον αφήνει, και φέρνει
βόλτες, γύρω στο σταθμό.
Επιτέλους, αρχίζει να χαράζει. μέρα βάφει γαλανό τον ουρανό.
Οι πόρτες του σταθμού ανοίγουν. μεγάλη κίνηση αρχίζει.
Κι ο πατέρας περιμένει, περιμένει…
Κι ο γιος του, που δεν πρόκειται να ’ρθει, και που του έπαιξε το συνηθισμένο αυτό
παιχνίδι, για να του ξεκολλήσει λίγα χρήματα και θα του στείλει κι άλλο τηλεγράφη-
μα, πως η κατάστασή του χειροτέρεψε, και γι’ αυτό αναβάλει το ταξίδι, ο γιος του
γυρίζει μόλις, τη στιγμή αυτή, από ’να γλέντι εξωφρενικό, με το πούρο στο στόμα,
χοντρός και γεμάτος υγεία, και βλέποντας τη μέρα να προβάλλει, ξαναθυμάται ξα-
φνικά το γέρο του, και μες στο ζαλισμένο του κεφάλι, ξενυχτισμένος, πιωμένος και
τρεκλίζοντας, ενώ βιάζεται να πάει να πλαγιάσει – συλλογιέται πόσα να του ζητή-
σει…
[183]
Διηγήματα
Η κρίσιμη στιγμή
Μόλις έκλεισε τους τρεις φακέλους, έβαλε τις διευθύνσεις, κι έπειτα έμεινε συλ-
λογισμένος, κρατώντας το κεφάλι του μες στις παλάμες, με τα μάτια καρφωμένα στο
κενό.
Είχε από τις εννιά το βράδυ, που έγραφε συνεχώς, και τώρα πλησίαζαν μεσάνυχτα.
ταν άρχισε να γράφει, το χέρι του έτρεμε, το μυαλό του ήταν σαστισμένο, ένιωθε
την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά. Έπειτα όμως, σιγά σιγά, με το γράψιμο, η καρ-
διά του άρχισε να ξαναβρίσκει τον κανονικό παλμό της, το χέρι του έγινε σταθερότε-
ρο, και το μυαλό του άρχισε να ηρεμεί.
Ενώ έγραφε, του φαινόταν, ότι η βραδιά εκείνη δε διέφερε καθόλου απ’ τις άλλες
– πως ήταν μια απ’ τις συνηθισμένες βραδιές της ζωής του, τις βραδιές που δεν έ-
βγαινε απ’ την κάμαρά του, κι εργαζόταν μόνος, με το φως της λάμπας, σχεδόν ως τα
χαράματα.
Είχε πάψει να έχει τη σκέψη του προσηλωμένη στη μεγάλη πράξη, που έμελλε να
κάνει. Αυτό είχ’ έρθει σιγά σιγά, με το γράψιμο, και δεν ήταν καθόλου μετανιωμένος
που τα πράματα ερχόντουσαν έτσι. Δε θα συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του, μια και
είχε αποκρυσταλλώσει όλες τις επιθυμίες του σε μια συγκεκριμένη και ρητή απόφα-
ση, να έχει τις αδυναμίες των ανθρώπων που κορόιδευε, και να παλεύει με τον ίδιον
εαυτό του, διστάζοντας ή αντιφάσκοντας – ως τη σκληρή κι επίσημη στιγμή!...
Έγραψε τα γράμματά του, σαν ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά, τι πρόκειται
να κάνει. Δεν είχε καν τις αμφιταλαντεύσεις εκείνες, που είναι μοιραίες ίσως στους
ανθρώπους, για τον τρόπο, με τον οποίον θα διετύπωνε τις τελευταίες του θελήσεις…
Το πρώτο γράμμα ήταν για τον αδερφό του, που σπούδαζε στη Γερμανία. Απ’ όλα
τ’ αδέρφια του, ήταν ο μόνος που αγαπούσε – κι ο μόνος με τον οποίον είχαν κάποτε
συζητήσει για όλ’ αυτά, και είχαν συμφωνήσει στο ότι ο άνθρωπος, όταν δεν έχει πια
κανένα δεσμό με τη ζωή, όταν δεν βρίσκει στήριγμα, και δεν του μένει η παραμικρή
ελπίδα, έχει την υποχρέωση, τόσο απέναντι της αξιοπρεπείας του, όσο και απέναντι
των άλλων, να συντομεύει, μιαν ώρ’ αρχύτερα, το δράμα της ανώφελης ζωής του, με
μια γενναία και σαφή χειρονομία! Αν και η συζήτηση αυτή ήταν εντελώς ακαδημαϊ-
κή, εντούτοις είχε βγάλει, από τότε, το συμπέρασμα, ότι κι ο αδερφός του ήταν, επί-
σης, ένας άνθρωπος απηλλαγμένος από ταπεινές μικροπρολήψεις – ένα γερό κι ελεύ-
θερο μυαλό, με πλατιές, πολιτισμένες αντιλήψεις… Και γι’ αυτό τον αγαπούσε, πε-
ρισσότερο απ’ τ’ άλλα του τ’ αδέρφια.
Μέσα στο γράμμα, του εξηγούσε φιλοσοφικά τη απόφασή του, και του ζητούσε να
τον συχωρέσει – αλλά, συγχρόνως, και να τον δικαιολογήσει, παρ’ όλη την αδερφική
αγάπη, που ασφαλώς, θα βρισκόταν πληγωμένη…
Το δεύτερο γράμμα απευθύνετο σ’ ένα φίλο του, τον οποίο αγαπούσε πιο πολύ κι
από τον αδερφό του. Μ’ αυτόν είχε περάσει τα καλύτερα χρόνια της φοιτητικής ζωής
του, είχαν δοκιμάσει όλες τις χαρές και τις πικρίες της πρώτης βιοπάλης, είχαν δεθεί
με το χρυσό δεσμό της πρώτης κι αναλλοίωτης στοργής. Και μάλιστα, το περασμένο
βράδυ, τη στιγμή που χώριζαν στη σκάλα, του ήρθε, ξαφνικά, να του φανερώσει την
απόφασή του – αλλά μετάνιωσε… Ήξερε ότι ο φίλος του θα προσπαθούσε να τον ε-
[184]
Διηγήματα
μποδίσει, θα ήταν, ίσως, ικανός να του τη ματαιώσει! Και ήταν τόσο αποφασισμένος
να κάνει αυτό που είχε σκοπό να κάνει, ώστε αυτό θα το θεωρούσε σα μιαν αθέτηση
ενός όρκου ιερού, που είχε δώσει προς τον εαυτό του – σα μια κατάπτυστη και ταπει-
νή οπισθοχώρηση, που ο τίμιός του χαρακτήρας δε θα μπορούσε ποτέ του ν’ ανε-
χθεί… Έπρεπε να τελειώσει, οπωσδήποτε!
Γι’ αυτό, προτιμούσε, όλ’ αυτά, να του γράψει – κι εκείνος να τα μάθει, όταν το
γεγονός θα ήταν πια τετελεσμένο. Ζητούσε κι απ’ αυτόν συγχώρηση, για τη λύπη που
θα του προξενούσε, και τον παρακαλούσε να φροντίσει για μερικά καθέκαστα, που
μόνον εκείνος ήταν σε θέση να φροντίσει.
Το τρίτο γράμμα απευθύνετο προς την αστυνομία.
ταν έκλεισε τα γράμματα, τα τοποθέτησε απάνω στο γραφείο του, κι άρχισε να
βυθίζεται σε σκέψεις.
Ένιωθε την ανακούφιση του ανθρώπου, που έχει εκπληρώσει όλα τα καθήκοντά
του, σ’ αυτό τον κόσμο, και τώρα είν’ ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Ένιωθε την ικα-
νοποίηση ότι η ζωή του είναι πολύ κανονικά τελειωμένη, ότι δεν έχει αφήσει κανένα
λογαριασμό εκκρεμή, καμιά υποχρέωση ανεξόφλητη! Έπαιρνε τώρα τα δικαιώματά
του στη ζωή – και, όσον αφορά αυτά τα δικαιώματά του, δεν είχε να δώσει λόγο σε
κανένα… Ήταν ο μόνος υπόλογος για τις πράξεις του, και κανένας δεν θα μπορούσε
να τον κατηγορήσει ότι προέβαινε σε μιαν αυθαιρεσία!
Αυτό το αίσθημα της ελευθερίας, το ένιωθε τόσο βαθιά, ώστε δεν είχε τη διάθεση
ούτε να το συζητήσει… Ήξερε τι κάνει, και γιατί το κάνει! Αυτό το κεφάλαιο το θε-
ωρούσε κλεισμένο.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο, κι ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι. Ένιωσε το
κρύο του γυαλιού, να του παγώνει ελαφρά το κούτελο.
Ήσαν οι πρώτες βραδιές του φθινοπώρου. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. λα έμοιαζαν
υγρά και σκοτεινά. Στο βάθος διεγράφοντο οι μαύρες σιλουέτες των σπιτιών. Κανέ-
νας δεν περνούσε. Ψηλά, στο σκοτεινό διάστημα τ’ άστρα έλαμπαν, σαν αναρίθμητες
καρδιές, σα μικρές καρδούλες που χτυπούσαν… Συλλογίστηκε τότε τη δική του την
καρδιά, που θα ’παυε σε λίγο να χτυπάει! λος αυτός ο άνθρωπος που ήταν, σε λίγο
θα γινόταν ένα τίποτε!
Κι αυτό το τίποτε, το είχ’ επιθυμήσει ο ίδιος τόσο πολύ, ώστε και τώρα ακόμα,
που πλησίαζε η φοβερή στιγμή, και που η σάρκα άρχιζε να τρέμει – το ηθικό του ή-
ταν τόσο χαλυβδωμένο, η απόφασή του ήταν τόσο θεμελιωμένη, ώστε ένιωθε ότι δε
θα μπορούσε ν’ αποφύγει την εκτέλεσή της, έστω κι αν το χέρι του δε θα ’ταν ικανό,
από τον τρόμο, να πατήσει και να σύρει τη σκανδάλη…
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να ζήσει, έστω κι αν ο κόσμος όλος του συσσώρευε όλους
τους δυνατούς φραγμούς, μπροστά στα πόδια του…
Τότε τα περασμένα άρχισαν να περνούν μες στο μυαλό του, σα μια κορδέλα κινη-
ματογράφου. Έβλεπε τον εαυτό του, απ’ τα παιδικά του χρόνια, μ’ όλα τα περιστατι-
κά, να διαγράφεται, σαν ένα τρίτο πρόσωπο, και σιγά σιγά να μεγαλώνει. Θυμήθηκε
το θάνατο του πατέρα του και της μητέρας του, και των δυο μεγάλων αδερφών του.
Είδε τα σπίτια που είχε καθίσει, μ’ όλες τους τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο πα-
ραμικρές. Είδε ολόκληρη τη ζωή του, βήμα προς βήμα. Επιθεώρησε μια μια όλες τις
πράξεις του, μέτρησε όλες τις αποστάσεις, που είχε διανύσει, όλα όσα είχε χαρεί, όλα
[185]
Διηγήματα
όσα είχε υποφέρει. Είδε τον εαυτό του, έπειτ’ απ’ όλ’ αυτά, χαμένον πάλι μέσα στο
σκοτάδι… Κι όλ’ αυτά, με μια γρηγοράδα κινηματογραφική, απ’ τη στιγμή που πήγε
στο παράθυρο, ως τη στιγμή που γύρισε και πάλι στο τραπέζι του. Αυτά όλα πέρα-
σαν, με μια μεγάλη νοσταλγία, αλλά, συγχρόνως, και με μια βαθιά πικρία, σαν πρά-
ματα από καιρό τελειωμένα, που δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσουν… Κι ίσως αυτό να
ήταν το καλύτερο.
Ένιωσε, άλλη μια φορά, το άδειο και το κούφιο, τη φοβερή ορφάνια της ζωής του.
Είχε κάνει τόσα απεγνωσμένα διαβήματα να πιαστεί από κάπου, ν’ αρπαχτεί σε μια
σανίδα σωτηρίας, να κρατηθεί με κάθε τρόπο στη ζωή, και είχε μείνει τόσο άπρακτος,
κάθε φορά που το είχε δοκιμάσει – ώστε επεκρότησε, άλλη μια φορά, την απόφασή
του… Δεν υπήρχε σωτηρία πουθενά! λα έπρεπε να τελειώσουν απόψε…
Γύρισε τα μάτια, και κοίταξε τριγύρω. Το ρολόι χτυπούσε κανονικά. Ο λεπτοδεί-
κτης προχωρούσε με αμείλικτες κινήσεις, προς τη μοιραία ώρα – αυτή που είχε τάξει,
για τελευταία ώρα της ζωής του, όπως σ’ όλα, θα ήθελε να είναι ακριβής, συνεπής
στον εαυτό του, μέχρι τέλους… Παρακολουθούσε τις κινήσεις του, μια μια, σαν άν-
θρωπος υπνωτισμένος!
Κι επειδή ένιωθε το χέρι του να τρέμει, άνοιξε μια μποτίλια, κι έριξε κρασί σ’ ένα
ποτήρι. Άρχισε να πίνει, σαν τρελός, το ’να ποτήρι απάνω στ’ άλλο. Καταλάβαινε
πως είχε να παλέψει, ακόμα, ένα θανάσιμον αγώνα με τις ανθρώπινες αδυναμίες του.
Ήξερε όμως, ότι, στο τέλος, θα ’βγαινε νικητής…
Σε πέντε λεπτά, είχε κερδίσει πάλι όλη την ψυχραιμία του.
Τότε ξαναπήγε στο παράθυρο. Άνοιξε το τζάμι. Γύρισε τα μάτια προς όλα τα ση-
μεία, σα να ’θελε να τ’ αγκαλιάσει όλα, μια φορά ακόμα, πριν πεθάνει. Κοίταξε την
ερημιά του δρόμου, τα δέντρα, τον κήπο του αντικρινού σπιτιού. Προσπαθούσε να
προσηλωθεί στις λεπτομέρειες, να διασκεδάσει το μυαλό του, ν’ απομακρύνει τη χα-
μένη σκέψη του, απ’ το μοιραίο γεγονός, αυτό που θα συνέβαινε σε λίγο…
Είχε ανάγκη απ’ όλα του τα ψυχικά εφόδια˙ ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, η
μοναδική φορά, που όλ’ αυτά έπρεπε να φτάσουν το διαπασών τους, και να το ξεπε-
ράσουν! Κάθε δισταγμός, κάθε επιβράδυνση, μπορούσε να τον κλονίσει, και να τον
κάνει, ίσως, ν’ αναβάλει…
Και δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, ν’ αναβάλει…
Το ρολόι προχωρούσε προς τις δώδεκα. Πέντε λεπτά τον χώριζαν απ’ τη στιγμή ε-
κείνη.
Άξαφνα, κάτι άγγιξε την πόρτα. Γύρισε τρομαγμένος το κεφάλι. Στην αρχή δεν
κατάλαβε τι ήταν. Είδε την πόρτα ελαφρά μισανοιγμένη.
Του φάνηκε πως κάποιος προσπαθούσε να μπει, αλλά δεν μπορούσε.
Σταμάτησε και κοίταξε, κρατώντας την αναπνοή του.
Κάτι τριβόταν ελαφρά, στο κάτω μέρος της πόρτας, και πολεμούσε να χωρέσει
μέσ’ απ’ το άνοιγμα.
Σε λίγο, είδ’ ένα ποδαράκι να προβάλει. Και, συγχρόνως, άκουσ’ ένα σιγανό νια-
ούρισμα.
Τότε κατάλαβε: ήταν το γατάκι του, που πολεμούσε να μπει μέσα – το γατάκι του
που το ’χε λησμονήσει!
Του φάνηκε σα να ’πεφτε από πολύ ψηλά, σα να κατρακυλούσε απ’ τα σύννεφα!
[186]
Διηγήματα
[187]
Διηγήματα
Μόλις γύρισε απ’ την αιχμαλωσία – ύστερ’ απ’ τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες
της τραγικής εκείνης περιόδου – ο Στέλιος, αποφάσισε ν’ αλλάξει εντελώς ζωή. Το
σκληρό εκείνο μάθημα, δεν είχε μείνει, γι’ αυτόν, χωρίς καρπούς. Συνηθισμένος στην
αμεριμνησία, τριγυρισμένος απ’ την άγρυπνη στοργή και τις περιποιήσεις των δικών
του – είχε, ξαφνικά, βρεθεί σ’ ένα τελείως άλλο περιβάλλον, που του είχε ανατρέψει
όλες τις ιδέες, όλους τους ψεύτικους θεούς που πίστευε ως τώρα… Είχε αντικρίσει,
τόσο ωμά, τον θάνατο και την πραγματικότητα, που η περασμένη του ζωή, στα πε-
πειραμένα τώρα μάτια του, του φαινόταν σαν ένα παιχνιδάκι, στα χέρια ενός μικρού
παιδιού. Ένα σωρό νέες επιτακτικές ανάγκες τού είχαν δημιουργηθεί, και η συναί-
σθηση κάποιων καινούριων καθηκόντων, απέναντι του εαυτού του και των άλλων.
Μια παλιά του φιλενάδα ήταν τώρα παντρεμένη. Ο πιο αγαπημένος απ’ τους φί-
λους του, είχε σκοτωθεί στην υποχώρηση. Βρήκε τους γονείς του αλλαγμένους – γε-
ρασμένους, υλικώς και ηθικώς, αδυνατισμένους στο μυαλό, απ’ την πολύμηνη εκείνη
αγωνία, να μη μαθαίνουν τίποτε γι’ αυτόν, και να τον θαρρούν για πεθαμένο. Τ’ α-
δερφάκι του, που πήγαινε σχολείο, είχε παρατήσει τα μαθήματα, και το είχε ρίξει
κάπως έξω.
αδερφή του μόνον είχε μείνει, μοναδικό σημείο φωτεινό, στη γενική κατάπτωση
εκείνη˙ είχε ψηλώσει, είχε γίνει ομορφότερη, είχε βγει στον κόσμο, τελοσπάντων –
αλλά σεμνά και διακριτικά, χωρίς να μοιάσει στ’ άλλα τα κορίτσια, της περιόδου της
μεταπολεμικής, που είχαν πάρει, σχεδόν όλα, τον κατήφορο, και το ’χαν ρίξει στις
διασκεδάσεις, μ’ έναν τρόπο αρκετά ελεύθερο, και κάπως όχι αξιοπρεπή.
Απ’ όλο εκείνο το οικοδόμημα της οικογενειακής του ευτυχίας (τώρα το έβλεπε
πως ήταν ευτυχία), δεν είχε περισωθεί, παρά εκείνη η λεπτή κοπέλα, με τα μεγάλα
βελούδινα μάτια, και το χαριτωμένο το ανάστημα, που δε ζητούσε το γαμπρό με το
φανάρι, αλλά ζούσε διαρκώς σιωπηλά, δίχως απαιτήσεις απ’ τους άλλους, φροντίζο-
ντας μονάχη για το σπίτι, σαν ένας λευκός άγγελος αγάπης – μιαν όαση σ’ εκείνη την
ερήμωση, μια παπαρούνα μες στον άχαρο τον κάμπο…
Κι επειδή η καρδιά του είχε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ανάγκη στοργής
και αναπαύσεως – ζήτησε ν’ αναπαυθεί κοντά της, και ν’ αναλάβει ηθικές δυνάμεις,
για τη νέα ζωή που προετοίμαζε, και που τώρα λογάριαζε να κάμει.
Ο ανέλπιστος και ξαφνικός του γυρισμός, είν’ αλήθεια, ξύπνησε κάτι από την πα-
λιά ζωή στο σπίτι του, αλλά κι αυτό βάσταξε πολύ λίγο. Ήταν σαν μια παροδική ένε-
ση, μ’ έντονα, στην αρχή, αποτελέσματα – αλλά χωρίς διάρκεια κι αυτά. Το χτίριο
είχε ραγίσει πια, και δεν υπήρχε τρόπος να σταθεί.
Άρχισε τότε μια περίοδος πολύ οδυνηρή, της ματαίας ηθικής αναστυλώσεως. Προ-
σπάθησε να συγκρατήσει ό,τι έμενε. Πήρε την οικογένειά του, και κάθισαν αλλού, σ’
ένα μικρό προάστιο των Αθηνών, περιορίζοντας, όσο μπορούσε, τις βιοτικές εκείνες
μέριμνες, που φθείρουν και μαραίνουν τους ανθρώπους.
Κι έπειτα από τριών μηνών ανάρρωση –ήταν τόσο εξασθενημένος– άρχισε πάλι να
εργάζεται με πάθος, για να πληρώσει τα μεγάλα χάσματα, που η θλιβερή του απουσία
είχε, σ’ αυτό το μεταξύ, δημιουργήσει.
[188]
Διηγήματα
Τα νέα του καθήκοντα του επέβαλαν, τώρα, ένα νέο προσανατολισμό, μια καινού-
ρια κι επιτακτική προσαρμογή στις νέες περιστάσεις – κι αυτό το πράμα τού ανέπτυξε
το ζήλο να γίνει ένας εξαρχής δημιουργός της χαλασμένης εκείνης αρμονίας, που δε
μπορούσε να την υποφέρει.
Ένα βράδυ, όμως, που γύριζε στο σπίτι κουρασμένος, βρήκε το σπίτι αναστατωμέ-
νο, από μιαν ασήμαντη, πράγματι, αφορμή – αλλά που, γι’ αυτόν και τους δικούς του,
είχε πολύ μεγάλη σημασία.
Το μικρό του τ’ αδερφάκι είχε τσακωθεί με μια παρέα, και το είχαν πάει στη διεύ-
θυνση. μητέρα του το δικαιολογούσε, ο πατέρας του όμως έγινε θηρίο. Ο πατέρας
φαίνεται να είχε δίκιο, επειδή αυτό το πράμα είχε επαναληφθεί πολλές φορές, και του
είχε στοιχίσει αρκετές σκοτούρες. Κι έπειτα, η υπόθεση για την οποίαν είχε τσακωθεί,
ήταν κάπως σκοτεινή και μπερδεμένη: είχε γίνει σε σπίτια πολύ ύποπτα, και γι’ α-
φορμές, όχι και τόσο παστρικιές. Ο αδερφός του είχε πάρει κακό δρόμο.
Και το καινούριο μεν εκείνο επεισόδιο –που, καθώς είπαμε, δεν ήτανε το πρώτο–
έληξε, με την επέμβαση ενός υπομοιράρχου, φίλου του σπιτιού, χωρίς συνέπειες, η
καρδιά, όμως, του Στέλιου, υπέστη, τώρα, έναν νέον κλονισμό. Έχανε την εμπιστο-
σύνη στους δικούς του. Είχε γίνει, τώρα, τόσο ευαίσθητος, που και το παραμικρό τον
έθιγε. Έβλεπε το μεγάλο τ’ όνειρό του, να ξαναπλάσει τον παλιό του κόσμο, να κα-
ταρρέει αργά, και λίγο λίγο, χωρίς ελπίδα, και χωρίς τη δύναμη να σταματήσει την
καταστροφή!
λη του η προσοχή ήταν εστραμμένη, τώρα, στην Ελένη. Αυτή ήταν το τελευταίο
του ατού. Αν εκείνη εξετροχιάζετο, είχε πάρει την απόφασή του. Θα ’παιρνε τα μάτια
του και θα ’φευγε, παρατώντας και σπίτι και γονείς – και θα πήγαινε να ζήσει κάπου
μόνος. Απ’ όλα τ’ άλλα, ήταν βαθιά απογοητευμένος. Κάτι περίμενε ακόμα να συμ-
βεί, για να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Κι αυτό το κάτι, φυσικά, δεν άργησε να γίνει.
Του ήρθε πρώτα, στο γραφείο, έν’ ανώνυμο γράμμα. Το γράψιμό του έδειχνε πως
προήρχετο από άνθρωπο που ξέρει να γράφει, αλλά που προσπαθούσε να φανεί α-
γράμματος. Μ’ όλη την αποστροφή που είχε –και που έχει κάθε άνθρωπος πολιτισμέ-
νος– στ’ ανώνυμα τα γράμματα, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να εξακρι-
βώσει την αλήθεια.
Το γράμμα τον ειδοποιούσε να παρακολουθήσει την αδερφή του, και να δει, με τα
ίδια του τα μάτια, τη συνάντησή της μ’ ένα νέο –μ’ έναν του δρόμου, καθώς έγραφε
το γράμμα– την ώρα που συνήθιζε να βγαίνει, πηγαίνοντας στο σπίτι κάποιας φίλης.
Ο πειρασμός ήταν τόσο δυνατός, ώστε το βράδυ την παρακολούθησε. Επίτηδες
δεν πήγε στο γραφείο, για να μπορέσει να την παρακολουθήσει.
Πράγματι, ένας νέος την πλησίασε, και μίλησε μαζί της πολλή ώρα.
Έπειτα χώρισαν ξανά, σε μια γωνιά, κι η Ελένη τράβηξε στης φίλης της.
Κι άρχισε τότε μια φρικτή κατασκοπεία. Δεν της είπε τίποτε, αλλά την έπαιρνε το
βράδυ το κατόπι. Παραμελούσε τη δουλειά του, για να μπορεί να την κατασκοπεύει.
Κατά βάθος, τη δικαιολογούσε: η Ελένη ήταν σε ηλικία, που δε μπορούσε παρά να
’χει μια συμπάθεια. Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν άλλος. Ήθελε, όμως, να εξακριβώσει,
ως που το πράμα είχε προχωρήσει. Δεν μπορούσε να μάθει περισσότερα.
[189]
Διηγήματα
του, που το συγύριζε, κάποια γριά χωριάτισσα, που το παιδί της, στρατιώτης τώρα,
ήταν αναδεξιμιός της μάνας του. Και δε ζητούσε τίποτ’ άλλο, τίποτ’ άλλο.
Κάθε βράδυ, όμως, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, στον ήχο της καμπάνας, γινό-
ταν άλλος άνθρωπος. Τότε ξυπνούσαν οι παλιές του νοσταλγίες, οι χαμένοι μακρινοί
του πόθοι. Στα μάτια του ζωντάνευαν όλα τα περασμένα, κι η καρδιά του χτυπούσε
σαν τρελή. Ο σβησμένος ήχος της καμπάνας τού άγγιζε δεν ξέρω ποια χορδή, που τις
άλλες ώρες φαινόταν κοιμισμένη. Ένας κόσμος γνώριμος, κόσμος χιμαιρικός, άνοιγε
τότε τη λαμπρή του γοητεία, στα μάτια της καρδιά του – ένας άνεμος ονείρου και
χαράς, υπερφυσικός, μυστηριώδης, τίναζε τη νάρκη του μυαλού του, και τον έκανε να
παίρνει το βιολί του, και να ξεθυμαίνει τη λαχτάρα του, σε νότες γοερές και τρυφε-
ρές, απεγνωσμένες και σπαραχτικές, ή σιγανές και παραπονεμένες, καθώς οι νότες
που βγαίνουν απ’ τα χέρια των πολύ μεγάλων μουσικών, που τους δοξάζουν οι τόποι
κι οι καιροί τους.
Είχε ζήσει τόσο ταπεινά, τόσο μονάχος κι αποξενωμένος –ίσως από δειλία φυσική,
ή από κάποια φυσική αδεξιότητα– τόσο αγνοημένος απ’ τους άλλους! Είχε μείνει
αφανής και παραγνωρισμένος –από δικό του σφάλμα, πιθανόν– αλλά ποιος ξέρει, μες
στα βάθη της ψυχής του, μες στα σκοτάδια της υπάρξεώς του, πόσα παράξενα και
πόσες αντιφάσεις, δεν είναι, τάχα, ικανός να κρύβει ένας άνθρωπος… Είχε στερηθεί
τόσα πολλά, και τόσο, ίσως, αδικαιολόγητα – που δεν είχε, τώρα, το δικαίωμα να
ρίξει την ευθύνη σε κανένα, παρά στην ίδια του επιφυλακτικότητα, την ατολμία ν’ α-
ντικρίσει τη ζωή, και να σταθεί πιο δυνατός μαζί της. Με τα κάποια μέσα που διέθετε
–την έλλειψη της άμεσης ανάγκης, της φοβερής σκλαβιάς της βιοπάλης– θα μπορού-
σε ίσως, όταν έπρεπε, να σταθεί πιο δυνατός μαζί της – κι ίσως, ακόμα, να την κατά-
κτούσε… Αλλά κάποιες ηθικές αδυναμίες, κάποιες αβουλίες μυστικές, κάποιοι ενδοι-
ασμοί, αν όχι τρόμοι της πραγματικότητας, τον είχαν, μέχρι τώρα, κρατημένο σε μια
παθητική αποφυγή των θαρραλέων χειρονομιών, που θα του εξασφάλιζαν κάποια
ωραία νίκη – τη φήμη και τη δόξα, ποιος το ξέρει;…
Κι ίσως, κι ο ίδιος, να μην φανταζόταν τις λαμπρές εκείνες πιθανότητες – αλλά,
κλεισμένος μες στον εαυτό του, να μη ζούσε, παρά για τ’ όνειρό του. Κι ίσως, ακόμα,
να το ξέχναγε κι αυτό, αν δεν ερχόταν, πού και πού, ο ήχος της καμπάνας, να του
ξυπνήσει τις μελαγχολίες και τους κρυμμένους θησαυρούς του μουσικού του οίστρου.
Τότε, μοιραία και κάπως ασυνείδητα, υπακούοντας στην άγνωστη φωνή, που του
μεθούσε όλο του το είναι, και το ’κανε να τρέμει σαν καλάμι, έπαιρνε το βιολί του –
ένα βιολί παλιό, πολύ παλιό, παλιά κληρονομία του παππού του, ένα βιολί μαυρισμέ-
νο απ’ τα χρόνια, που πάλευε μ’ αυτό από παιδί και με τα μάτια καρφωμένα στο κενό,
χάνοντας την αίσθηση των γύρω, χάνοντας κάθε επαφή με τόπο και με χρόνο, άφηνε
να ξεχύνεται το κλάμα της ψυχής του, πότε σοβαρά, συγκρατημένα, και πότε σ’ ένα
ξέσπασμα από ραγδαίες νότες, σαν κάποιες μπόρες φθινοπωρινές, που πλημμυρίζουν
ξαφνικά το διψασμένο κάμπο, φουσκώνοντας τις ξεροποταμιές, συντρίβοντας τ’ αδύ-
νατα λουλούδια, και κάνοντας το μουσκεμένο χώμα να μυρίζει γλυκά σαν το λιβάνι.
Σ’ αυτό το ασυγκράτητο τραγούδι, ξαναζούσε όλη τη ζωή του. Τότε ζούσαν ακόμα
οι δικοί του, ο κόσμος όλος του χαμογελούσε, μιαν άνοιξη βασίλευε παντού. Ο παπ-
πούς, απ’ τα μικρά μικρά του χρόνια, τον κάθιζε στα γόνατα, του ’βανε στα χέρια το
βιολί, του ’δινε το δοξάρι, και του ’δειχνε τον τρόπο και τη στάση – κι έπειτα, κρα-
[200]
Διηγήματα
τώντας τον πάντα στην αγκαλιά του, τραβούσε δοξαριές ο ίδιος, σέρνοντας τα δάχτυ-
λα στις κόρδες, μ’ έναν παλμό τρεμουλιαστό και μ’ ένα ρίγος, που και τώρα, μετά
τόσα χρόνια, το ’χε ακόμα ολοζώντανο μπροστά του. Κι όταν έσερνε ο παππούς αυ-
τές τις δοξαριές, το ρυτιδωμένο πρόσωπό του έπαιρνε μια τέτοια σοβαρότητα, τα μά-
τια του ξαναπετούσαν σπίθες, έτσι που το παιδί, καθώς βρισκόταν κουβαριασμένο
μες στην αγκαλιά του, ένιωθε μιαν αλλόκοτη κατάνυξη, κάτι σαν ένα δέος απερί-
γραπτο, και μια λαχτάρα να του σφίγγει την καρδιά…
Κι έπειτα, ο πατέρας του που πέθανε στα ξένα. Κι έπειτα, το μικρό του τ’ αδερ-
φάκι, που το βρήκε μια σφαίρα κυνηγού… Κι έπειτα, μιαν αγάπη μακρινή, χαμένη
μες στα βάθη του καιρού – ένα χαμόγελο γλυκό και λυπημένο, από το παραθύρι κά-
ποιου τρένου, που ξεκινούσε να χαθεί για πάντα. Ένας παλιός ερημικός σταθμός,
κάποιο χέρι που σάλευε αργά, λίγος καπνός στη μηχανή – και τίποτ’ άλλο…
Κι έπειτα, ένα πλήθος περιπέτειες, ένα πλήθος χαμένες ιστορίες. Ο θάνατος της
μάνας του, μια νύχτα χειμωνιάτικη, σ’ ένα παγερό νοσοκομείο. Κι ο ξενιτεμός στην
πολιτεία, τα χρόνια μες στην κίνηση και την ανησυχία – κι ο γυρισμός, και πάλι, στο
χωριό, με την απόφαση να μην τ’ αφήσει πια, και να ζήσει μόνος, μόνος, μόνος…
Κι όλ’ αυτά στον ήχο του βιολιού, στον ήχο του βιολιού και της καμπάνας…
Κι ένα βράδυ, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, ενώ ακόμα χτυπούσε η καμπάνα,
πήρε το βιολί του, και τράβηξε στο δάσος. Βάδιζε προς τον ήχο της καμπάνας. Ο ου-
ρανός ήταν γιομάτος δόξα. Ένα φως μεγάλο, κοκκινόχρυσο, πυρπολούσε το μεγάλο
δάσος. Κάποια πουλιά πετούσαν μακριά – ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό. Έβλεπε τα
μαύρα τους σημάδια ν’ αργοσαλεύουν, και να γράφουν κύκλους, κι έπειτα να χά-
νουνται μες στη φωτιά της δύσης. Μια λεπτή και δροσερή μοσκοβολιά, από ρετσίνι
και νωπό γρασίδι, γιόμιζε τα ρουθούνια του γλυκά.
Κρατούσε πάντα το βιολί στο χέρι, και βάδιζε προς το μεγάλο δάσος, χωρίς κι αυ-
τός να ξέρει πού πηγαίνει. Σε λίγο πια δεν έβλεπε καλά. Το σκοτάδι άρχισε ν’ απλώ-
νεται, οι σκιές μεγάλωναν απ’ όλες τις μεριές. Το φως των άστρων έφεγγε θαμπά και
μακρινά. Προχωρούσε στο μεγάλο δάσος, με τα μάτια καρφωμένα στο διάστημα,
κρατώντας το βιολί και το δοξάρι, σαν να τον καλούσε μια φωνή… Τα βραδινά ζωύ-
φια κι οι γρύλλοι, ένα πλήθος –φλογερές φυσαρμόνικες, σφυρίχτρες– τόνιζαν, απ’
όλες τις μεριές, μια σιγανή κι ονειρεμένη μουσική. Προχωρούσε πάντα μες στο δά-
σος, με μια χαρά καινούρια στην καρδιά, μ’ ένα ρίγος σ’ όλο του το είναι, σαν ένας
άνθρωπος, καιρό ξενιτεμένος, που ξαναγυρίζει, τελοσπάντων, στη μυστική μεγάλη
του πατρίδα…
Δεν φάνηκε ποτέ και πουθενά. λα τα ψαξίματα στο δάσος, στο βουνό, στον κά-
μπο και στις γύρω ρεματιές, για πολύν καιρό, πήγαν χαμένα. Κι έτσι βγήκε κι ο θρύ-
λος στο χωριό, πως είχε γίνει ένα με τη νύχτα, πως είχε σκορπίσει στο σκοτάδι, σαν
κάποιο αμελέτητο διαβολικό στοιχειό – ή σαν ένα πλάσμα θεϊκό, που, μόλις έφτασε
το πλήρωμα του χρόνου, κι έκλεισε ο κύκλος της ζωής του, οι άγγελοι το κάλεσαν
μαζί τους…
[201]
Διηγήματα
Η παγίδα
Ενώ κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού του, είχε ξαφνικά, εκείνο το πρωί –χωρίς κι ο
ίδιος να μπορεί να πει γιατί– το πολύ παράξενο συναίσθημα, πως ήταν η στερνή φο-
ρά, αυτή, που την πατούσε. Την είχε κατεβεί τόσες φορές, χωρίς ποτέ να δοκιμάσει
τέτοιο πράμα. Κι όταν έφτασε στην πόρτα, το πίστεψε τόσο βαθιά αυτό, που ’νιωσε
μιαν αόριστη, μεγάλη νοσταλγία. Με το πρόσχημα πως κάτι ξέχασε, ξανανέβηκε τα
σκαλοπάτια, κι έπειτα πάλι τα κατέβηκε αργά, προσπαθώντας, τη στιγμή που τα κα-
τέβαινε, να διώξει την παράξενη πικρή αυτή ιδέα. Έλεγε τάχα, πως, μ’ αυτό που έκα-
νε, άλλαζε της τύχης τα γραμμένα;… Αλλά και τη δεύτερη φορά, η υποψία τού καρ-
φώθηκε βαθύτερη. Ντράπηκε τότε να ξανανεβεί, άνοιξε με βρόντο την οξώπορτα και
την ξανάκλεισε με βρόντο, καθώς βγήκε –για να ξεχαστεί μ’ αυτό τον κρότο– αλλά
το χέρι του, με μια μικρή τρεμούλα, αργοπόρησε στο μπρούτζινο το πόμολο, μη θέ-
λοντας ακόμα να τ’ αφήσει, νιώθοντας, στην κρύαν επαφή του, μια ξαφνική κι αλλό-
κοτη στοργή, σάμπως, εκείνη τη στιγμή, να τ’ αποχαιρετούσε… Κι έπειτα πάλι τ’
άγγιξε σιγά, πολύ σιγά, με τα τεντωμένα δάχτυλά του, μ’ ένα χάδι και με μια λαχτά-
ρα, που δεν την είχε ποτέ του ξανανιώσει – μ’ ένα σφίξιμο καρδιάς και μια συγκίνη-
ση, που μέχρι τώρα, στα σαράντα τόσα χρόνια του, δεν την είχε ξαναδοκιμάσει…
Κι έφυγε, δίχως να κοιτάξει πίσω, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, μ’ ένα βήμα γρή-
γορο κι αποφασιστικό – ζητώντας με τη λογική του να πολεμήσει τις κουτές του φα-
ντασίες, και προσπαθώντας να χαμογελάσει. Μα δε μπορούσε να τα καταφέρει.
Τ’ αυτοκίνητα περνούσαν μπροστά του, ήλιος –ένας ήλιος ανοιξιάτικος– του
στράβωνε τα μάτια – κι εκείνος βάδιζε μηχανικά, στην τύχη, με το νου του καρφωμέ-
νο στην ιδέα, που δεν κατόρθωνε να την απομακρύνει – απορώντας πώς του είχε γεν-
νηθεί, και μη βρίσκοντας, για δικαιολογία της, παρά τη νευρική του την κατάσταση,
που, κι αυτή, είχε την αφορμή της, σε κάποιες ελαφρές ανωμαλίες της πρωτύτερα
κανονικής ζωής του, κάποιες ορισμένες καταχρήσεις, των τελευταίων ημερών αυτών,
απ’ τις οποίες, ο οργανισμός του, πρέπει να ήταν σοβαρά εξαντλημένος.
ιδέα του αυτή, σκόρπισε λιγάκι, μόλις έφτασε στη μικρή πλατεία. Εκείνη τη
στιγμή, τα μαγαζιά άνοιγαν τις πόρτες τους, κάποιοι εργάτες σφύριζαν χαρούμενα,
καθώς τραβούσαν βιαστικά στην πρωινή δουλειά τους, ο σκουπιδιάρης έφτανε, χτυ-
πώντας το κουδούνι του, τα λεωφορεία ξεκινούσαν – ο κόσμος είχε τη χαρμόσυνη
βιασύνη, τη μεθυστική και πυρετώδη, της φλογερής ζωής που ξαναβρίσκεται, και της
ελπίδας που ξαναγεννιέται…
Το συναρπαστικό εκείνο θέαμα, του αλάφρωσε το βάρος της καρδιάς. Ανακατώ-
θηκε στο πλήθος που περνούσε, ανέβηκε σ’ ένα λεωφορείο, πλήρωσε το εισιτήριό
του, κι άρχισε να χαζεύει με την κίνηση.
Ο ήλιος χρύσωνε τις όψες των σπιτιών, και τα ’κανε να λάμπουν σαν καινούρια.
Τα κάρα περνούσαν φορτωμένα, ένας αέρας δυνατός και ζωογόνος, γιόμιζε τα δι-
ψασμένα στήθη του – κι η γρηγοράδα του λεωφορείου, του ’διν’ ένα κέφι στην ψυχή,
σαν ένα διεγερτικό πιοτό, που μαστιγώνει ξαφνικά τα νεύρα, τους ξαναδίνει την ι-
σορροπία, και τα ξαναφέρνει στο ρυθμό τους…
[202]
Διηγήματα
[203]
Διηγήματα
σπαθούσε να συγκρατηθεί, να μη δείχνει την αδημονία του. Είχε την αίσθηση πως
όλοι, τώρα, γύρω του, ή ξ ε ρ α ν το σαράκι της ψυχής του.
Το τραμ γέμισε κόσμο, αλλά πολύ αργά. Τίποτα δε βάδιζε κατά τη θέλησή του, και
με το δικό του το ρυθμό. Κανένας τώρα δε βιαζόταν γύρω του. Ο εισπράκτορας άνα-
βε το τσιγάρο του, κι ο οδηγός κατέβηκε γα να πει νερό, στο γειτονικό το καφενείο.
Τελοσπάντων, γύρισε στη θέση του, και το τραμ ξεκίνησε. Πήγαινε σιγά, με τρα-
νταγμούς, σπαράζοντας τ’ αυτιά, σε κάθε στρίψιμο, καθώς τριβόταν απάνω στις
γραμμές. Και σε κάθε στάση σταματούσε, γιατί κάποιος, διαρκώς, σε κάθε στάση,
εννοούσε και να κατεβεί. Κι όλοι τους κατέβαιναν αργά, και δίχως βία – τόσο, που
του φάνηκε πως το ’καναν επίτηδες, επειδή είχανε μπει στο μυστικό του, κι έπαιζαν,
τώρα, με την αγωνία του, με μιαν απόλαυση σχεδόν σατανική… Ως κι η χοντρή αυτή
γυναίκα, εκεί κάτω, με το καλάθι, και τα τέσσερα παιδιά, το ’κανε επίτηδες, κι εκείνη,
δίχως άλλο, και κατέβαινε μ’ όλη την ησυχία της, τόσο που κι ο εισπράκτορας, στο
τέλος, αγανάχτησε, και της έκανε, κι εκείνος, παρατήρηση…
Κι έπειτα, στάσεις στις διασταυρώσεις, ακινησίες ώσπου να ’ρθει τ’ άλλο τραμ,
δύσκολα ξεκινήματα, σαν προμελετημένα…
Κι όσο πλησίαζε κατά τη γειτονιά του, όσο οι γνώριμες γωνιές πρόβαλαν στα μά-
τια του, τόσο κι η αγωνία του άρχισε να κοπάζει. τρεμούλα της καρδιάς του έπαυε,
ξανάβρισκε σχεδόν τον εαυτό του. Καταλάβαινε πως όλ’ αυτά περνούσαν, πως όλες
οι γελοίες υποψίες του, δεν ήταν, ίσως, παρά φυσική συνέπεια κάποιων ορισμένων
καταχρήσεων –κάποιων καταχρήσεων κρασιού κι αγρυπνιών– απ’ τις οποίες, ο λε-
πτός οργανισμός του, πρέπει να ήταν επηρεασμένος…
Κι επιτέλους, φάνηκε το σπίτι του. Τ ώ ρ α ήταν εντελώς ησυχασμένος – τόσο ε-
ντελώς ησυχασμένος, που ’νιωσε μιαν άξαφνη ντροπή, και είπε να μην κατεβεί διό-
λου – αλλά να γυρίσει στο γραφείο του, να ξαναπάει κατευθείαν στη δουλειά του…
Γι’ αυτό και δεν κατέβηκε στη στάση του σπιτιού του. Έπειτα, όμως, ξαφνικά, με-
τάνιωσε, και θέλησε να κατεβεί πιο κάτω. Αφού ήταν φτασμένος στο σπίτι του
μπροστά, έπειτ’ από τόσην αγωνία – τι θα ’χανε ν’ ανέβει μια στιγμή;…
Κι επειδή η άλλη στάση βρισκόταν, τώρα, κάπως μακριά, θέλησε να πηδήσει. Πή-
δησε, με την πλάτη προς τα πίσω. Έν’ αυτοκίνητο ερχόταν από πίσω. Πριν καταλάβει
τι συμβαίνει ακριβώς, ένιωσε κάτι που τον χτύπησε στη μέση, και τον έριξε μπρούμυ-
τα στο δρόμο. Το φτερό τον τίναξε μπροστά – κι η ρόδα τού πήρε το κεφάλι!...
[204]
Διηγήματα
Ο τυχερός
« χι, όχι, τίποτε απ’ όλ’ αυτά» ξαναείπε ο άνθρωπος με τα χρωματιστά γυαλιά,
εξακολουθώντας τη συζήτηση. «Καλό και κακό δεν υπάρχει. Το καλό και το κακό
προσδιορίζονται απ’ τις συνθήκες που τα περιβάλλουν. Το ίδιο πράμα που μας φαίνε-
ται καλό, λίγο ν’ αλλάξουν οι προϋποθέσεις του –αν συμπέσει, δηλαδή, με γεγονότα,
που ν’ αλλάζουν την προοπτική του– μπορεί να μας φανεί καταστροφή. Και θα σας
πω μια μικρούλα ιστορία –δυστυχώς όχι φανταστική– που ελπίζω να σας πείσει εντε-
λώς.
»Είχα γνωρίσει κάποτε ένα πολύ φτωχό παιδί. Σπάνια μου ’τυχε να συναντήσω,
στη ζωή μου, ένα παιδί τόσο φτωχό κι αξιολύπητο. Ήταν από κάποια επαρχία. Είχε
τελειώσει το γυμνάσιο, κι επειδή είχε μανία με τα γράμματα, κι ο πατέρας του, που
ήταν εργολάβος στα δημόσια έργα, ήθελε να τον κάνει και ’γώ δεν ξέρω τι, και το
παιδί δεν ήθελε, για να γλιτώσει απ’ τη γκρίνια και τους τσακωμούς με τον πατέρα
του, το ’σκασε απ’ το σπίτι του μια μέρα, με το πρώτο βαπόρι που περνούσε, κι ήρθε
στην πρωτεύουσα, επειδή πίστευε, μες στην τρελή καρδιά του, πως πήγαινε σε γην
επαγγελίας. Έτσι συμβαίνει με πολλά παιδιά, που εξαιτίας της βλακείας των δικών
τους, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους, και ξενιτεύουνται και χάνουνται στα ξένα…
» τάνοντας στην πρωτεύουσα –χωρίς ψιλή στην τσέπη, εννοείται– έπεσε σε με-
γάλη δυστυχία. Στην αρχή δοκίμασε να βρει δουλειά. Πέρασε από πολλές, δίχως να
ριζώσει σε καμιά. Άμαθο, καθώς ήταν, από κόσμο, κύλησε, το ’να κατόπι στ’ άλλο,
σ’ όλα τα σκαλοπάτια των στερήσεων. Το σπίτι του τον είχε ξεγραμμένο. Κι εις επί-
μετρο της ατυχίας, στον ίδιο χρόνο μέσα, πέθανε κι ο πατέρας του. μητέρα του, που
ίσως να τον συμπονούσε, ήταν, και κείνη, χρόνια πεθαμένη. Έμεινε μονάχος κι α-
προστάτευτος, δίχως να ’χει που να γύρει το κεφάλι, αποδιωγμένος και σχεδόν κα-
τατρεγμένος κι απ’ τις δυο παντρεμένες αδερφάδες του –παντρεμένες, κι αυτές, στην
επαρχία– που δεν είχαν μάτια να τον δουν, γιατί και κείνος, όταν ήταν στο χωριό, τις
κορόιδευε και δεν τις αγαπούσε.
»Το παιδί αυτό δεν ήταν άξιο, πραγματικά, για μια τόσο φοβερή καταδρομή της
τύχης. Σοβαρό, εργατικό και μορφωμένο –όσο του το επέτρεπαν τα μέσα του, τουλά-
χιστον– θα ήταν ικανό να προοδεύσει, και να γίνει ένας άνθρωπος καλός, καλύτερος
από πολλούς που ξέρω, αν η καταδρομή αυτή της τύχης, δεν ήταν τόσο συστηματική.
Ένας άλλος θα κατόρθωνε ν’ ανθέξει. Αυτός, όμως, πήρε τον κατήφορο. Το γνώρισα
σε κάποιο καφενείο, κουρελιασμένο, νηστικό, αξιοδάκρυτο. Είχε καταντήσει σαν
αλήτης. Το περιμάζεψα, κι έψαξα και του βρήκα και δουλειά. Το πήρε κάποιος συμ-
βολαιογράφος φίλος μου. Για δυο τρεις μήνες είχε βρει την ησυχία του. Αλλά πάλι, η
καταδρομή της τύχης, ήρθε και του χάλασε τα σχέδια. Το συμβολαιογραφείο πουλή-
θηκε σε κάποιον άλλο. Το παιδί βρέθηκε ξανά χωρίς δουλειά. Δεν είναι τώρα η στιγ-
μή να σας διηγηθώ με λεπτομέρειες τα βάσανά του και τις περιπέτειές του. θάνει να
σας πω, πως έγινε γκαρσόνι σε μια παλιοταβέρνα, μ’ όλα τα γράμματά του – για να
εξασφαλίσει το ψωμί του. Αφού πέρασε το στρατιωτικό –που μπορεί να πει κανένας,
πως ήταν μια προσωρινή του ανακούφιση– βρέθηκε πάλι μες στους πέντε δρόμους.
[205]
Διηγήματα
Άρχισε πάλι ν’ αλητεύει, δώθε κείθε, και να ψευτοζεί, μέρα με την ημέρα, πουλώντας
σπίρτα, και γυαλίζοντας παπούτσια. ατυχία τον συνόδευε παντού.
»Μια φορά του χαμογέλασε η τύχη – αλλά θα δείτε, και κείνη τη φορά, με τι τρόπο
φοβερό του χαμογέλασε…
»Ένα βράδυ, που γυρνούσε νηστικός, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας άνθρω-
πος. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Έκανε κρύο, κι έπεφτε χιονόνερο. Είχε σταθεί
μπροστά σε μια βιτρίνα, και κοίταζε, δαγκώνοντας τα χείλη απ’ το κρύο, τ’ αγιοβασι-
λιάτικα παιχνίδια. Τότε παρουσιάστηκε ο άνθρωπος μπροστά του. Το πρόσωπό του
δε φαινότανε σχεδόν, κουκουλωμένος, καθώς ήταν, ως τη μύτη, με δυο μάτια πονη-
ρά, σατανικά – μάτια διαβόλου που γυρεύει λεία, ή πλουσίου που ζητεί μια διασκέ-
δαση… Τον σκούντησε με τρόπο στον αγκώνα. Μια στιγμή, μετρήθηκαν με τα μάτια
– ο ένας θλιβερός, κακοντυμένος, ο άλλος ζωηρός, καλοθρεμμένος, με το παλτό του
και τα πέτσινα τα γάντια του.
»‘‘Πεινάς;’’ του λέει, σφυριχτά, στ’ αυτί. ‘‘Βάνω στοίχημα πως είσαι νηστικός!
Έλα μαζί μου, και θα δούμε τι θα γίνει…’’
»Τραβήξανε μαζί πιο πέρα, στο σκοτάδι. Ο ένας βάδιζε με βήμα σταθερό – ο άλ-
λος πήγαινε κοντά του σαστισμένος, μην ξέροντας με ποιον έχει να κάνει, αλλά και
περίεργος συνάμα, με τα χέρια παγωμένα, και χωμένα μες στις τσέπες του πανταλο-
νιού του.
»Αφού προχώρησαν ως τη γωνιά, ο ξένος ξαφνικά σταμάτησε, ξεκούμπωσε το πα-
νωφόρι του, έβγανε το πορτοφόλι του και τραβώντας ένα κατοστάρικο, το κούνησε
στα μάτια του παιδιού, και του είπε με φωνή μυστηριώδη:
»‘‘Απόψε, ξέρεις, όλος ο κόσμος παίζει. Πήγαινε να το παίξεις˙ θα κερδίσεις. Έ-
μπα στην πρώτη λέσχη που θα βρεις, και παίξε το χωρίς να λογαριάσεις… Μ’ αυτό,
θα γίνεις πλούσιος απόψε, να το ξέρεις!...’’.
»Το ’χωσε βιαστικά στα δάχτυλά του, και προτού προφτάσει να συνέλθει, τράβηξε
και χάθηκε στη νύχτα, σα σκιά…
»Έμεινε στη θέση του, σαν απολιθωμένος. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το μαγικό
εκείνο κατοστάρικο, και σχεδόν δεν πίστευε στα μάτια του! Έκανε πολλήν ώρα να
συνέλθει… Αφού συνήλθε, το ’βαλε στα πόδια. Έτρεξε, γραμμή, στο καφενείο, που
σύχναζαν οι φίλοι του. Δε βρήκε παρά κάποιον πατριώτη του – το μόνο πρόσωπο που
του ’τυχε μπροστά του, που από κείνον έμαθα και ’γώ, όλες τις λεπτομέρειες αυτής
της ιστορίας. Με φωνή τρεμουλιαστή, λαχανιασμένη, του διηγήθηκε την περιπέτειά
του. Τον συμβουλεύθηκε τι έπρεπε να κάνει. Εκείνος του ’δωσε κουράγιο: ‘‘Δοκίμα-
σε την τύχη σου’’ του λέει. ‘‘Στο κάτω κάτω της γραφής, τι χάνεις; Μπορεί και να
’ναι εκ Θεού, ποιος ξέρει;… Μην κάθεσαι, και τρέχα! Θα ’ρθω και ’γώ μαζί σου…’’
»Ανέβηκαν μαζί σε κάποια λέσχη. καλή τύχη φάνηκε αμέσως. Μέσα σε λίγες
βόλτες παιχνιδιού, το κατοστάρικο έγινε χιλιάρικο. Αυτό του ’δωσε θάρρος να παίξει
μες στα όλα. καλή τύχη εξακολούθησε. Οι χίλιες έγιναν πεντέμισι χιλιάδες. Ο πα-
γκέρης κατέβασε τα μούτρα του. Οι άλλοι παίχτες άρχιζαν να τον λοξοκοιτάνε. Κα-
τάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν. Κατέβηκαν κι οι δυο, σα μεθυσμένοι. Πήραν έν’
αυτοκίνητο, στις δώδεκα τη νύχτα, και τράβηξαν, γραμμή, για το καζίνο.
[206]
Διηγήματα
»Μες στο αυτοκίνητο, που τρέχει σαν τρελό, δε βγάνει κανένας τους μιλιά. Είναι
σα νευρόσπαστα της μοίρας, που υπακούουν στις διαταγές της. Δεν τους μένει καιρός
για συζητήσεις.
»Έπειτ’ απ’ ολόκληρο ταξίδι, φθάνουν, επιτέλους, στο καζίνο. Λόγω της ημέρας,
ένα πλήθος αυτοκίνητα –ιδιωτικά τα περισσότερα– βρίσκονται σε παράταξη στην
πόρτα του καζίνου. Καθώς μπαίνουν μες στη σάλα της ρουλέτας, πλημμυρισμένη από
φώτα κι από κόσμο, κακοντυμένοι και χωρίς κολάρο, όλα τα μάτια καρφώνουνται
απάνω τους. Ένα λεπτό, ειρωνικό χαμόγελο, τους υποδέχεται απ’ όλες τις μεριές.
Εκείνοι όμως, δεν τα βλέπουν όλ’ αυτά. Πάει και κάνει τα χιλιάρικά του μάρκες, και
παίρνει θέση στο τραπέζι της ρουλέτας.
» ρουλέτα βρίσκεται στο φόρτε της. Ρίχνει όλα τα λεφτά του σ’ ένα νούμερο. Το
νούμερο κερδίζει. Ξαναβάζει, και ξανακερδίζει. Βάζει στο δεκαπέντε, και κερδίζει.
Βάζει στο τριάντα, και κερδίζει. Ξαναβάζει στο τριάντα, και κερδίζει. Δεν προφταίνει
να μαζεύει μάρκες. Βάζει στην τύχη, χωρίς να λογαριάζει. λα τα μάτια τον κοιτάνε
μ’ απορία. Και το πιο παράξενο, μόνος αυτός κερδίζει. Οι άλλοι όλοι βρίσκουνται
χαμένοι. Οι μάρκες, τώρα, κάνουνε μπροστά του πυραμίδες…
»Για να μη σας τα πολυλογώ, σε λίγη ώρα μάζεψε και ’γώ δεν ξέρω πόσα. Έχει
χάσει το λογαριασμό. σα παίρνει, τα ξαναποντάρει. Οι άλλοι παίχτες, γύρω του, τα
χάνουν. Μερικοί απ’ αυτούς, οι τολμηρότεροι, δοκιμάζουν να τον παρακολουθήσουν,
και ποντάρουν στα δικά του νούμερα, βάζοντας τεράστια ποσά. Εκείνος, όμως, φεύ-
γει διαρκώς – κι η τύχη τρέχει διαρκώς μαζί του. Σα να τον έχει πάρει το κατόπι, και
λαχανιάζει για να τον προφτάσει. Έχει χάσει τη συναίσθηση των γύρω. Μες στην
αγωνία του, ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι απ’ το μέτωπό του. Αλλά δε σαλεύει απ’ τη θέ-
ση του. Ο σύντροφός του στέκει από πίσω του. Ένα πλήθος είναι μαζεμένο, και πα-
ρακολουθεί, εκστατικό, τον αφηνιασμένο καλπασμό του. Ένας γέρος, που κάθεται
κοντά του, τον κοιτάζει, και κάνει το σταυρό του. λο το προσωπικό της λέσχης τον
παρακολουθεί μ’ ανησυχία. Οι διευθυντές έχουν χλωμιάσει. Ένας ίλιγγος τους έχει
πάρει όλους. Ένας ένας, οι παίχτες αποσύρονται. Κι όλοι αυτοί οι παίχτες που τρα-
βιούνται, είναι τραπεζίτες, μεγαλέμποροι, εφοπλιστές, χρηματιστές, κεφαλαιούχοι…
»Κι η ρουλέτα γυρίζει διαρκώς. Και το μεθύσι εξακολουθεί. Θα πλησιάζει το εκα-
τομμύριο. Ίσως και να ’χει φτάσει παραπάνω. Χωρίς να καλοσκέπτεται τι κάνει, πο-
ντάρει ό λ ο τ ο ε κ α τ ο μ μ ύ ρ ι ο. Και σ’ ένα δευτερόλεπτο, τ ο χ ά ν ε ι!...
………………………………………………………………………………………
»Θέλετε, τώρα, να σας τελειώσω την ιστορία του φτωχού αυτού παιδιού, που γυρ-
νούσε γυμνό και νηστικό, δίχως να ’χει πού να γύρει το κεφάλι – του μοιραίου και
παράξενου παιδιού, που για μια στιγμή έγινε πλούσιος, κι έμεινε πάλι, ξαφνικά, χωρίς
δεκάρα;…»
«Ναι, ναι» φώναξαν απ’ όλες τις μεριές.
«Μόλις σηκώθηκε απ’ το τραπέζι της ρουλέτας, έριξε μια ξερή ματιά στον κόσμο,
και τράβηξε αμίλητος στην έξοδο. Τα μάτια του δεν είχαν καμιάν έκφραση. Ο σύ-
ντροφός του θέλησε να τον ακολουθήσει, αλλά τον έχασε μες στο συνωστισμό. Έλε-
γε, μες στην αμηχανία του, πως θα τον περίμενε απ’ όξω. Κοίταξε στην αυλή, και δεν
τον βρήκε. Αυτό τον έβανε σε κάποιες υποψίες. Είπε τους φόβους του σε κάποιο νο-
ματάρχη. Ο νωματάρχης στις αρχές, δεν έδωσε και τόση σημασία. Αλλά, στο τέλος,
[207]
Διηγήματα
ανησύχησε και κείνος. Είπε στους πέντ’ έξι χωροφύλακες, να πάρουν σβάρνα όλα τα
τριγύρω. λη τη νύχτα έψαξαν παντού. Επιτέλους, τα χαράματα, τον βρήκαν…»
«Α, τον βρήκαν» φώναξαν με μια φωνή οι άλλοι.
«Ναι, τον βρήκαν, τον βρήκαν φυσικά! Πώς ήταν δυνατόν να μην τον βρουν!» ξα-
ναείπε μελαγχολικά ο άνθρωπος με τα χρωματιστά γυαλιά. «Αλλά πώς τον βρήκαν,
δε ρωτάτε; Τον βρήκαν κρεμασμένο σ’ ένα δέντρο…»
[208]
Διηγήματα
Ο δέκατος έκτος
[209]
Διηγήματα
[210]
Διηγήματα
σκούρος και βρεμένος, σαν ένας απλωμένος μουσαμάς. Ήταν, εδώ και κει, κάποιες
λακκούβες, γιομάτες μαύρα, στάσιμα νερά, σαν τέλματα μικρά, και σα λιμνούλες.
λα τ’ άλλα, γύρω και ψηλά, ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Κι ο μικρός, σε λίγο, ξα-
ναγύρισε και το λεωφορείο πήρε δρόμο…
Για μια στιγμή φαντάστηκε πως ο «άλλος» μπορεί να ’μεινε κι απ’ όξω. Αλλά, σε
λίγο, τον κατάλαβε και πάλι, να τριγυρίζει στο λεωφορείο. Άκουσε πάλι τη βραχνή
του την ανάσα, το κούφιο και μουγγό περπάτημά του. Τώρα τον ένιωθε στο πλάι του
σοφέρ. Πώς ο σοφέρ δεν αισθανόταν τ’ άγγιγμά του, και βαστούσε το τιμόνι τόσο
ήσυχα; Τόσο τυφλοί ήταν όλοι, εκεί μέσα, τόσο τυφλοί και τόσο νυσταγμένοι, ώστε
ν’ αγνοούν την παρουσία του, και να κυκλοφορεί απαρατήρητος, και να σκύβει να
κοιτάζει μες στα τζάμια, σχεδόν ακουμπώντας στα καθίσματα, στο μικρό χώρο του
λεωφορείου;…
ταν πέρασαν και τη μικρούλα γέφυρα, από σιγά, που περπατούσε μέχρι τώρα, το
λεωφορείο, ξαφνικά, αύξησε πάλι την ταχύτητά του. Είχαν κάνει πιο πολύ απ’ τα
μισά του δρόμου, κι είχαν μπει στο τελευταίο χιλιόμετρο. Τώρα οι περισσότεροι κοι-
μόντουσαν στ’ αλήθεια. Είχαν αποκάνει στα τραντάγματα, και τα’ ομαλό το τρέξιμο
τους είχε νανουρίσει. Ως κι ο χοντρός, που, τόσην ώρα, δίπλα του, πάλευε, κουτου-
λώντας, με τη νύστα, είχε ξεχάσει την αξιοπρέπειά του, κι είχε γύρει ολότελα στον
ώμο του, κι ανάσαινε βαριά, σα να ροχάλιζε. Μόνον εκείνος, μ’ όλη του την κούρα-
ση, είχε μείνει με τα μάτια διάπλατα, και παρακολουθούσε την τρεχάλα, μ’ ένα χτυ-
ποκάρδι ασυνήθιστο. Είχε στημένη τη ματιά του στο σκοτάδι, και ξεροκατάπινε, κι
ένιωθε στην πλάτη του, παράξενα, σαν την κρυάδα της καταστροφής! Πολλές φορές,
ως τώρα, στις τρεχάλες, είχε νιώσει ένα τέτοιο αίσθημα, αλλά ποτέ τόσο βαθύ και
δυνατό… Του φαινόταν, κάθε δευτερόλεπτο, πως βάδιζαν, γραμμή, σε κάποιαν ά-
βυσσο, και δεν υπήρχε τρόπος πια να σταματήσουν…
Κοίταξε πάλι γύρω του, με τρόμο. Ήθελε να φωνάξει στο σοφέρ, αλλά δε μπορού-
σε να μιλήσει. Ένας κόμπος ήταν μέσα στο λαιμό του, και μια ντροπή, μαζί, γι’ αυτό
που ένιωθε. Συλλογίστηκε, για μια στιγμή, το σπίτι του, τη γριά του μάνα, τα παιδιά
του. Τα είδε, με τα μάτια της ψυχής του, να κοιμούνται μες στα κρεβατάκια τους,
ξένοιαστα κι ανίδεα της τύχης του, κι ένας απερίγραπτος καημός και σπαραγμός,
λόγχισε το νου και την καρδιά του… Ένιωθε πως πλησίαζε σε κάτι φοβερό, σε κάτι
τρομερό κι ανεπανόρθωτο –σε κάτι το μοιραίο κι αναπόφευκτο, που τον περίμενε,
κρυμμένο στο σκοτάδι– και πως ό,τι να ’κανε, μ’ όποια φωνή κι αν φώναζε, δε θα
μπορούσε πια να το γλιτώσει… Και μια στιγμή που κοίταζε μπροστά του, με βαστη-
μένη την αναπνοή, μες στην παραζάλη του μυαλού του, ένα φως του χτύπησε στα
μάτια, ένα φως σκληρό και δυνατό, σαν από κάποιο άλλο αυτοκίνητο, που προχω-
ρούσε μέσ’ απ’ το σκοτάδι, κι ερχόταν τώρα, ίσα, καταπάνω… Και μες στη λάμψη
του φωτός εκείνου, που μεγάλωνε και στράβωνε τα μάτια, ΕΙΔΕ, ΣΤ ΘΕΣ ΤΟ
ΣΟ ΕΡ, ΤΟΝ «ΆΛΛΟ», ΠΟ ΚΡΑΤΟ ΣΕ, ΤΩΡΑ, ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ! Θέλησε να φω-
νάξει, να ρωτήσει – αλλά κατάλαβε πως ήταν πια αργά, και πως όλα ήταν τελειωμέ-
να… Αισθάνθηκ’ ένα τράνταγμα φριχτό, ένα μεγάλο σπάσιμο τζαμιών, κάτι σαν κα-
τρακύλισμα στο χάος, και τσακισμένος, εκμηδενισμένος, μες στην αποθέωση του
τελευταίου τρόμου, θέλησε να μπήξει μια φωνή, κι έμεινε μόνο μ’ ανοιχτό το στό-
μα…
[211]
Διηγήματα
Παραμύθι
Θέλεις, μικρούλη μου, εδώ που κουβεντιάζουμε, να ταξιδέψουμε στη χώρα της
Χιμαίρας; Άσε τα παιχνιδάκια σου σε μια γωνιά, κι έλα, και κάθισε στα γόνατά μου.
Αλλά να κάτσεις φρόνιμα –τ’ ακούς;– και να μην κουνάς τα ποδαράκια σου, όπως
έχεις τη μανία, γιατί φοράω το καλό μου παντελόνι, και θα μου το γιομίσεις χώμα-
τα… Δεν είν’ ανάγκη να πάρουμε μαζί μας, ούτε βαλίτζες, ούτε τα παλτά μας˙ εκεί,
στον τόπο που θα πάμε, ούτε βρέχει κι ούτε κάνει κρύο… Αλλά κι αν βρέχει, κι αν
χιονίζει, βρέχει γιατί εμείς το θέλουμε, και το χιόνι που θα κάνουμε να πέσει, θα πέ-
σει μόνο για την ευχαρίστησή μας. Αν θέλουμε, το κάνουμε να πέσει μυρωμένο, και
να ’ναι όλο πέταλα μεγάλων άσπρων ρόδων, κι όλο ξεφυλλισμένα γιασεμιά.
Ετοιμάσου, λοιπόν, να ξεκινήσουμε. βάρκα, που θά ’ρθει να μας πάρει, δε θα
’ναι τίποτ’ άλλο παρά ένα θαυμάσιο κι αστραφτερό κοχύλι, που θα λάμπει σα μαργα-
ριτάρι. Κι αντί κουπιά, κατάρτια και πανιά, θα μας σέρνουν δυο μεγάλοι κύκνοι, δυο
μεγάλοι κύκνοι πουπουλένιοι…
Κοίταξε γύρω: η θάλασσα είναι στρωτή, γαλάζια και στιλπνή, σαν ένας πεντακά-
θαρος καθρέφτης. Στο διάφανο κι ακίνητο διάστημα, δεν υπάρχει σύννεφο να μας
ανησυχήσει. Δεν είναι παρά κάποια συννεφάκια, σα μεγάλες άσπρες πινελιές, που
ταξιδεύουν, σαν κι εμάς, στον ουρανό. Δε θα μας βλάψουν να μας συνοδεύουν, και
να κάνουν πλουμιστό τον ουρανό, σα μια παλιά νταντέλα της γιαγιάς. Θα μας δίνουν,
έτσι, τη χαρά, κάποιων ανοιξιάτικων απόβροχων, λουσμένων μες στο φως και τη γα-
λήνη…
Πάτα, τώρα, στο μικρό σανίδι –δώσε μου το χεράκι σου, μην πέσεις– κι έμπα στη
μαγεμένη μας βαρκούλα. Σου ’χω στρωμένο να πλαγιάσεις, ενώ θα ταξιδεύουμε, ένα
μαξιλάρι βελουδένιο, με χρυσά κρόσα και χρυσά στολίδια, σαν εκείνα που βαστάν τα
βασιλόπουλα… Μήπως, αλήθεια, θέλεις να ’ναι μαζί μας κι ένα βασιλόπουλο –ένα
ξανθό κι ονειρεμένο βασιλόπουλο, μ’ ένα λοφίο άσπρο στο κεφάλι– για να μας συ-
ντροφεύει στο ταξίδι; Θα το φωνάξουμε να ’ρθει κι αυτό μαζί μας. Θα μας πει το
δρόμο που θα πάρουμε, για να μην πέσουμε στων δράκων το νησί, και μας τρομάξουν
με τα μουγκρητά τους, μόλις ανοιχτούμε στα βαθιά… Αυτούς, θα τους αφήσουμε πιο
ύστερα, όταν θα σιγουρέψουμε στο μαρμαρένιο κάστρο, να ξαπολυθούν μες στο δι-
άστημα, και να γιομίσουν το γαλάζιον ουρανό, με τις φοβέρες τους και το λαχάνια-
σμά τους, καθώς θα ψάχνουν για να βρουν το βασιλόπουλο, που θα βρίσκεται μαζί
μας, στο ταξίδι… Θα θέλουν να το πάρουν από μας, και να το κλείσουν μες στη μαύ-
ρη τους σπηλιά. Εμείς, όμως, δε θαν τους αφήσουμε, ώσπου να χαθούν απ’ το κακό
τους… Στα μισά του δρόμου, θα βρούμε και τον πύργο της Πεντάμορφης, που θα την
φυλάν οι αραπάδες, γιατί, κι αυτή, την κυνηγάν οι δράκοι, και θέλουν να την πάρουν
στη σπηλιά τους, επειδή ο ρήγας, ο πατέρας της, τους έχει στήσει πόλεμο, και δεν
τους αφήνει, τόσα χρόνια, να κάτσουν σε χλωρό κλαρί. Γι’ αυτό, και κείνοι, περιμέ-
νουν τη στιγμή, που θα τα καταφέρουν να την κλέψουν… Εμείς, όμως, δε φοβόμαστε
τους δράκους –δεν είν’ έτσι;– και θα τη βοηθήσουμε, και κείνη, να γλιτώσει. Αν θέ-
λεις, πάλι, θα την αφήσουμε στα νύχια τους για λίγο, για να χαρούμε πιο πολύ, όταν
[212]
Διηγήματα
θα τη γλιτώσουμε… Κι αν θέλεις, πάλι, θα μπούμε και στον πόλεμο του ρήγα με τους
δράκους –με τη μεριά του ρήγα, φυσικά– και θα κάνουμε, κι εμείς, τα παλικάρια…
Αλλά μπορεί να μην τα θέλεις όλ’ αυτά. Μπορεί να θέλεις και να ναυαγήσουμε, να
χαθούμε, να βασανιστούμε –να πέσουμε στα χέρια των αγρίων– και να ξαναβρούμε
τη στεριά μας, έπειτ’ από πολλές περιπλανήσεις… Αν το προτιμάς αυτό, δε θα μπού-
με στη βάρκα με τους κύκνους, αλλά σ’ ένα ταξιδιωτικό καΐκι, και θ’ αρμενίσουμε
για τόπους μακρινούς. Κι έπειτα στη μέση του πελάγου, θα μας πιάσει μια μεγάλη
τρικυμία – κι έτσι θα ναυαγήσουμε πιο εύκολα… Θα πιαστούμε, κι οι δυο, σ’ ένα
σανίδι, κι εκείνο θα μας φέρει, κολυμπώντας, ως τα βράχια των ανθρωποφάγων. Κι
αυτοί θα μας τσακώσουν, θα μας δέσουν, κι έτσι δεμένους και βασανισμένους, θα μας
πάνε, γραμμή στο βασιλιά τους… Κι ο βασιλιάς θα ’ν’ ένας άσκημος αράπης, με
χαλκάδες στα ρουθούνια και στ’ αυτιά, φτερά χρωματιστά στο κούτελο, κι όταν θα
γελάει, τη νύχτα, με τα φώτα, τα δόντια του θ’ αστράφτουν σουβλερά, και το στόμα
του θα μοιάζει σαν πηγάδι! Θα μας μιλήσει σε μια γλώσσα φοβερή, χειρονομώντας
και γουρλώνοντας τα μάτια – τόσο στρυφνή και τόσο φοβερή, που δε θα ξέρουμε κι
εμείς τι να του πούμε… Θα κάνουμε νοήματα, για να μας λυπηθεί – κι εκείνος θα
μουγκρίζει και θα σκούζει…
Τώρα, τι θέλεις; Θέλεις ν’ ανάψουν γύρω μας φωτιές, και να βαράνε κρόταλα και
τούμπανα, για να μας φάνε, στο τέλος της γιορτής, και να γλιτώσουμε με χίλιες πονη-
ριές – ή θέλεις να μας κάνουν βασιλιάδες;… Τότε, θα μας φέρουν δυο κλαριά –δυο
σκουπόξυλα, καλύτερα, μεγάλα– και θα μας τα βάλουν με το στανιό στο χέρι, θα μας
κρεμάσουν χάντρες στο λαιμό, και θα μας πάνε, ίσια, στο θεό τους –ένα μεγάλο ξόα-
νο, στη μέση της πλατείας– θα μας περικυκλώσουνε χορεύοντας και κάνοντας διάφο-
ρες γκριμάτσες και θα φωνάζουν, θα φωνάζουν, σαν τρελοί… Και μια νύχτα, ύστερ’
από καιρό, καθώς θα σεργιανάμε στο γιαλό, θα δούμε, μακριά, κάποιον καπνό – και
θα ’ν’ ένα καράβι της πατρίδας μας… Θα πέσουμε στη θάλασσα, μ’ όλα μας τα στο-
λίδια, και θα πάμε κολυμπώντας, στο καράβι. Κι εκείνο θα μας πάρει και θα φύγου-
με…
Ή μήπως προτιμάς, όταν θα ναυαγήσουμε, να βρεθούμε στον πάτο της θαλάσσης,
και να μας πάρουν οι γοργόνες κι οι σειρήνες, να μας πάνε στο λαμπρό τους το παλά-
τι, το σκαλισμένο μέσα στα κοράλλια – κι εκεί να βρούμε τη βασίλισσά τους, ξαπλω-
μένη σ’ ένα πράσινο ντιβάνι, μ’ ένα μεγάλο στέμμα στο κεφάλι, όλο μαργαριτάρια
και περλάντια, μια βασίλισσα ξανθή και γαλανή, μισή ψάρι και μισή γυναίκα; Κι οι
νεράιδες θα μας τραγουδήσουν τότε τα πιο γλυκά και πιο παράξενα τραγούδια τους –
οι σβέλτες και κατάξανθες νεράιδες, με τις χρυσές, κυματιστές πλεξούδες, και τις
λυγερές κορμοστασιές;… Κι οι νεράιδες, τις βραδιές της καλοσύνης, θα βγαίνουν,
πατώντας στους αφρούς, και θα χορεύουν ξωτικούς χορούς, μόνο και μόνο για να μας
ευχαριστήσουν, και να μας κάνουν να τις αγαπήσουμε, και να μείνουμε παντοτινά
μαζί τους…
Και θα τις αγαπήσουμε, και ’μείς, τις καλές, πεντάμορφες νεράιδες, και θα μεί-
νουμε για κάμποσο μαζί τους – ώσπου θα φύγουμε μια μέρα κι από κει! Ή μήπως θες
να μην τις αγαπήσουμε, και να φύγουμε αμέσως από κει, κι αυτές να κλαίνε και να
μας παρακαλάνε, τραβώντας τις χρυσές τους τις πλεξούδες, και κάνοντας, με τ’ ανα-
φιλητά τους, να ραΐζουν οι πέτρες και τα βράχια;… Αν θέλεις, πάλι, να τις αγαπή-
[213]
Διηγήματα
σουμε, θα μείνουμε κοντά τους πέντε χρόνια. Θα μείνουμε στο νεραϊδοπαλάτι, που θα
’ναι πράσινο, γαλάζιο και χρυσό – ή χρυσό και κόκκινο, αν το προτιμάς, αφού θα ’ναι
σκαλισμένο στα κοράλλια. Κι όταν θα γιομίζει το φεγγάρι, θα βγαίνουμε, κι εμείς, με
τις νεράιδες, καβαλώντας απάνω στους αφρούς, και θ’ ανακατευόμαστε, κι εμείς, με
τους χορούς τους, ντυμένοι με του φεγγαριού τ’ ασήμι. Σιγά σιγά θα μάθουμε και το
γλυκό τραγούδι τους –ένα τραγούδι που θα στάζει μέλι, γιομάτο πάθος, καημό και
νοσταλγία– και θα το λέμε, κι εμείς, με τη σειρά μας, κοιτώντας προς τ’ απόμακρα
βουνά, της μακρινής πατρίδας μας, που θα φαντάζουν γαλάζια μες στη νύχτα…
Κι έπειτα, πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε στο νησί των γερο-μάγων, που
βρίσκεται στη μέση της θαλάσσης; Είναι κάτι γέροι τετραπέρατοι, με σκούφιες μυτε-
ρές και μ’ άσπρα γένια, που μέρα νύχτα βρίσκουνται σκυμμένοι στα βιβλία, κι όλο
μελετάνε, μελετάνε –ποιος ξέρει, τάχα, τι να μελετάνε;– και ξέρουν όλα όσα γίνου-
νται στον κόσμο, τα μυστικά της γης και τ’ ουρανού! Θα μας δεχτούνε, δίχως να μι-
λάνε. Θα μπούμε μες στη σκοτεινή σπηλιά τους, που θα στριφογυρίζουν νυχτερίδες,
και θα μας κοιτάνε κουκουβάγιες, με τα μεγάλα, στρογγυλά τους μάτια. Και τα βιβλία
που θα μελετάνε, θα ’ναι γιομάτα σχήματα παράξενα, σχήματα μαγικά και μπερδεμέ-
να… Αλλά, και κει, θα βαρεθούμε γρήγορα, και θα φύγουμε μια νύχτα κι από κει…
Και τώρα πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε και να βάνουμε στην πλάτη μας
φτερά, και πετώντας μες στο φως των άστρων, να φτάσουμε στη χώρα των ανθρώ-
πων, των λυπημένων και φτωχών ανθρώπων, που σκύβουν μέρα νύχτα στη δουλειά
τους, και δε βλέπουν του θεού το πρόσωπο, και ποτέ δε χαίρονται τον ήλιο, παρά τυ-
ραννιούνται στο σκοτάδι, χωρίς ελπίδα και παρηγοριά;… Να δούμε τ’ άρρωστα και
τα χλωμά παιδάκια, που πεινάνε και τρέμουν και κρυώνουν, και δεν πού να γείρουν
το κεφάλι, κι οι μανούλες τους δεν έχουν να τα θρέψουν, και ζητιανεύουν στις γωνιές
των δρόμων, μες στη βροχή και μες στην παγωνιά… Αλλ’ αυτά, πιο καλά να μην τα
δούμε, γιατί θα μας πικράνουν την ψυχή, κι εμείς ζητάμε να ’μαστε χαρούμενοι, α-
πόψε, και να ταξιδέψουμε στους κόσμους των ονείρων… Ζητάμε να ξεχάσουμε τη
λύπη της ζωής μας, και να πλανηθούμε μες στην άβυσσο, κυνηγώντας ό,τι δεν υπάρ-
χει…
Στους κόσμους που γυρεύουμε να πάμε, δεν υπάρχει πόνος και φροντίδα! Τ’ ά-
στρα λάμπουν πάντα καθαρά, μιαν άνοιξη αιώνια βασιλεύει. Τα λουλούδια γλυκά
μοσκοβολάνε, και τα πουλάκια γλυκοκελαηδούνε – κι εμείς απολαβαίνουμε το φως
και τη χαρά! Κανένας ίσκιος δε θολώνει την ψυχή μας, παρά μόνο μια μικρήν ανησυ-
χία, μην αυτά που βλέπουμε κι ακούμε, δε μπορέσουν να βαστάξουν πιο πολύ!... Αν
έλειπε, στην περιπλάνησή μας, η μικρή αυτή ανησυχία, πόσο πιο καλά δε θα ’ταν
όλα, όσα χαιρόμαστε, και βλέπουμε, κι ακούμε…
Κι υπάρχει κι άλλη μια ανησυχία: μήπως κι όλα όσα λέμε τώρα, δεν υπάρχουν πα-
ρά μόνο στο μυαλό μας, και δε ζούνε, γύρω, πουθενά! Αν βγάλουμε αυτές τις τιποτέ-
νιες, τις δυο πολύ μικρές ανησυχίες, όλα τ’ άλλα πάνε μια χαρά… Κι αφού γυρίσου-
με, και δούμε, και χαρούμε – θα ’ρθει μιαν ώρα που θα ’ρθούμε πάλι πίσω. Τα φτερά
θα πέσουν από τις πλάτες μας – και θα βρεθούμε πάλι στο σπιτάκι μας, καθιστοί, εγώ
στην πολυθρόνα, και συ καβάλα, εκεί δα, στα γόνατά μου, που μούδιασαν να σε κρα-
τάνε τόσην ώρα… Σύρε, τώρα, να βρεις τα παιχνιδάκια σου, που σε κοιτάνε παραπο-
νεμένα, γιατί δεν τα πήρες, κι εκείνα, στο ταξίδι, το ταξίδι που κάναμε μαζί στη χώρα
[214]
Διηγήματα
της Μεγάλης Ουτοπίας – τη μεγάλη χώρα της Χιμαίρας, που καθένας πασκίζει να τη
βρει, αλλά κανένας άλλος δεν τη φτάνει, μόνο το Παιδί κι ο Ποιητής…
[215]
Διηγήματα
Εκείνο το βράδυ, είχε πιει πολύ κρασί. Καθώς πήγε να βγει απ’ την πόρτα του κα-
πηλειού, αφού καληνύχτισε την παρέα του, τρέκλιζε τόσο δυνατά, που παρά τρίχα να
ρίξει δυο τραπέζια. Έτρεξαν τα γκαρσόνια, και τον βάσταξαν. Κι αφού βγήκε στο
δρόμο, στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε μπροστά του. Του φαινόταν πως ο δρόμος
άλλαξε, πως τα φανάρια δεν ήτανε στη θέση τους, και πως οι διαβάτες που περνού-
σαν, ερχόσαν εξεπίτηδες απάνω του. Στάθηκε λίγο να συνέλθει, και ν’ αποφασίσει τι
θα κάνει. Έπειτα γνώρισε το δρόμο του σπιτιού του. Ήταν ο τελευταίος δεξιά, ανάμε-
σα στα δυο καπνοπωλεία. Τράβηξε κατά κει, μ’ αβέβαιο περπάτημα. Ένιωθε πως έ-
γραφε καμπύλες, κι έπρεπε, κάθε τόσο, να προσέχει, να μη σκοντάψει στους ανθρώ-
πους που περνούσαν. Του φαινόταν, τώρα, πως δεν ήταν παρά μια μηχανή, που τα
φρένα της ήταν παραλυμένα, και πως ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει δυνατές
προσπάθειες, για να μπορέσει να τη διευθύνει. Τα πόδια του δεν τον ακολουθούσαν.
Έκαν’ ένα γύρο στην πλατεία, στην τύχη, για να ξεσκοτίσει.
Δοκίμασε να κάτσει σ’ ένα μπάγκο. Ένιωσε, όμως, πως αν αφηνόταν, υπήρχε φό-
βος ν’ αποκοιμηθεί και πως δεν ήτανε σωστό αυτό το πράμα. Ξαναπήρε το δρόμο του
σπιτιού του. Και καθώς έπαιρνε το δρόμο του σπιτιού του, άκουσε τρεις φωνές μες
στην καρδιά του. Οι τρεις ξεχωριστές αυτές φωνές, κουβέντιαζαν σαν άνθρωποι που
περπατούν μαζί, κι όμως καθένας λέει τα δικά του. Ώρες ώρες, σα να συζητούσαν –
κι άλλοτε σα να μονολογούσαν. Σιγά σιγά ξεχώρισε τον ήχο καθεμιάς.
Κι η πρώτη φωνή έλεγε:
«Θέλω να σκοτώσω!».
άλλη έλεγε:
«Θέλω ν’ αγαπήσω!».
Κι η τρίτη έλεγε:
«Θέλω να κάνω κάτι που να μείνει! Θέλω να κάνω ένα έργο τέχνης…».
Τέντωσε τ’ αυτί του πιο καλά, κι άκουσε την πρώτη που μιλούσε:
«Δε μπορεί να ζει κανένας, ύστερ’ από μια τέτοια προσβολή! Αυτός που μου ’κανε
μια τέτοια προσβολή, δε μπορεί να μένει ατιμώρητος. Ο Νίκος δε μου φέρθηκε κα-
λά… Μου πέταξε κατάμουτρα μια λέξη φοβερή! Έπρεπε να του σπάσω το κεφάλι!
Δεν ξέρω τι με κράτησε, τη στιγμή εκείνη, έπρεπε, όμως, να του σπάσω το κεφάλι…
Δε φέρθηκα σαν άντρας! Ένας άλλος, στη θέση μου, θα το ’κανε, θα το ’κανε, χωρίς
να λογαριάσει… Δεν είναι λόγος, επειδή τα είχε τσούξει, να μου πετάξει μια παρό-
μοια κουβέντα! Αυτό δεν είναι δικαιολογία… Κι εξάλλου όλοι ήμαστε πιωμένοι. Εγώ
μήτε τον πρόσβαλα, μήτε και τον προκάλεσα. Πίναμε ήσυχα, καθένας στο ποτήρι
του, και δεν υπήρχε λόγος να βιαστούμε. Κι αν εκείνος ήταν μεθυσμένος, ας πήγαινε
αλλού να ξεθυμάνει… Ή με πέρασε για φοβητσιάρη, τάχα, που θα το κατάπινε, δίχως
να μιλήσει; Έπρεπε να το συλλογιστεί, και να μη μου πει μια τέτοια λέξη… Δεν εί-
μαστε παιδιά, είμαστε άντρες! Αλλά πού θα μου πάει, και θα μου το πληρώσει…».
Κι άκουγε, ύστερα, τη δεύτερη φωνή:
«Εκείνα τα δυο γλυκά γυναικεία μάτια, στη διπλανή παρέα, τι συμπαθητικά με
κοιτούσαν όλην ώρα! Πόσο θα τ’ αγαπούσα, τα δυο εκείνα μάτια, αν τύχαινε ποτέ να
[216]
Διηγήματα
[217]
Διηγήματα
χρόνια, και πολεμούσα, και καρδιοχτυπούσα… Τα ’βλεπα ταχτικά μες στ’ όνειρό
μου, κι άπλωνα τα χέρια να τα πιάσω! Κι όμως εκείνα μου γλιστρούσαν πάντα, μέσ’
απ’ τ’ ανοιγμένα δάχτυλά μου, σαν ίσκιοι κάποιων άστρων στα νερά… Μπροστά σ’
αυτά τ’ αγαπημένα μάτια, τίποτα πια δεν έχει σημασία: όλα σβήνουν και χάνουνται
μπροστά τους, σαν τα σύννεφα την ώρα της αυγής! ζωή κι ο θάνατος ενώνουνται,
σ’ ένα αγκάλιασμα τρελό και δίχως τέλος… Είναι τα μάτια που σκοτώνουν τους κα-
ημούς, γιατρεύουν όλες τις φιλοδοξίες, εξαφανίζουν όλες τις πληγές… Είναι τα μάτια
που δε ζω παρά γι’ αυτά – και που γι’ αυτά, μια μέρα, θα πεθάνω…».
Κι η τρίτη φωνή σκέπαζε τις άλλες:
«Θέλω να κάνω κάτι που να μείνει! Να κλείσω, μέσα σε πέντ’ έξι στίχους, όλες τις
αγωνίες των ανθρώπων, όλες τις ευτυχίες των ανθρώπων – όλα τ’ ανέκφραστα και τ’
απραγματοποίητα, που τους βαραίνουν, τόσα χρόνια, την ψυχή… Να κάνω κάτι τόσο
δυνατό, που τέτοιο πράμα, τόσο δυνατό, να μην έχει ποτέ ξανακουστεί – κάτι που να
ζει παντοτινά, κι όταν ακόμα θα ’χω ξεχαστεί, χαμένος πάλι στο Μεγάλο Τίποτα – το
τίποτα που μ’ έπλασε μια μέρα…».
Κι οι τρεις φωνές, καθεμιά με τη σειρά της, ξανάρχιζαν τον ίδιο σκοπό.
Το φεγγάρι, στρογγυλό και καθαρό, λαμποκοπούσε, μες στην ησυχία, σαν ένα σώ-
μα μεθυσμένο και γυμνό, που νοσταλγεί κάποια χαμένην ευτυχία. Δίχως να το κατα-
λάβει, είχε περάσει τη δεντροστοιχία, κι είχε φτάσει μπροστά στην προκυμαία. Τα
νερά καθρέφτιζαν το φως του φεγγαριού, σε μια χιμαιρικήν ακινησία. Ένα σωρό
βαρκούλες αραγμένες, έμοιαζαν, κι αυτές, στο φως του φεγγαριού, σαν αρνάκια ξα-
πλωτά που λιάζουνται, μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι…
Στάθηκε στην άκρη του γιαλού, και κάρφωσε τα μάτια του στη θάλασσα. Μεγάλη
νέκρα, γύρω και παντού. Κάποιο σκυλί γάβγιζε μονάχα στο λιμάνι, δεμένο σ’ ένα
μακρινό καΐκι. Κι η ηχώ ξανάφερνε τον ήχο της φωνής του, πιο αδυνατισμένον, από
πέρα…
Ξαναπήρε το δρόμο του σπιτιού του. Πέρασε πάλι τη δεντροστοιχία, και μπήκε
μες στα σκοτεινά σοκάκια. Περπατούσε με βήμα κουρασμένο. Οι καπνοί του κρασιού
είχαν σκορπίσει, κ ένιωθε το μυαλό του καθαρό. Έμενε μόνο κάποιο βάρος στο κορμί
του, τα γόνατά του ήταν μουδιασμένα, σα να πάλευε πρωτύτερα με κάποιον…
«Πρέπει να τον σκοτώσω, δεν είναι προκοπή!» ξαναείπε μέσα του και πάλι μια
φωνή. Αλλά το είπε, τώρα, τόσο κουρασμένα, σα να μην είχαν έννοια τα λόγια της.
Ξαφνικά, μες στη μεγάλην ησυχία, καθώς έστριβε στον τελευταίο δρόμο, άκουσ’
έναν ήχο μαντολίνου. Θυμήθηκε πως ήταν σαββατόβραδο. Μια παρέα περνούσε. Ο
γλυκός κι ολότρεμος ήχος του μαντολίνου, κέντησε σα βελόνα, την καρδιά του…
Ξέχασε και τη δεύτερη φωνή. Δεν είχε μείνει, μες στα βάθη της καρδιάς του, παρά
η τρίτη, κι η βαθύτερη φωνή. Έλεγε, τώρα, επιτακτικά:
«Πρέπει να κάνω κάτι που να μείνει…».
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια γρήγορα, και στο φως το κίτρινο της λάμπας, χάραξε με
μολύβι κάποιους στίχους, που τους είχε ταιριαγμένους απ’ το δρόμο. Κι αυτοί οι στί-
χοι, είτε πρόκειται να ζήσουν, είτε πρόκειται, μια μέρα, να χαθούν, του ’δωσαν για
μια στιγμή την αίσθηση πως είχε ξαλαφρώσει την ψυχή του – κι έπεσε και πλάγιασε
χαρούμενος, όπως πλαγιάζει, μυστικά χαμογελώντας, ένας ευτυχισμένος εραστής…
[218]
Διηγήματα
Καθώς ήταν σκυμμένη, σκαλίζοντας μες στην παλιά κασέλα, για να βγάλει τη ροζ
τουαλέτα της, με τις μεγάλες φουντωτές νταντέλες, το φανταχτερό εκείνο φόρεμα,
που το ’χε βάλει, για στερνή φορά –πάνε τριάντα τόσα χρόνια τώρα– μια τελευταία
Κυριακή Αποκριάς, ένα χρόνο πριν να παντρευτεί, έβαλε το χέρι της κατά τύχην στο
μικρό τσεπάκι, δεξιά, και βρήκε ένα χαρτάκι διπλωμένο, ένα κίτρινο χαρτάκι τόσο δα,
ξεχασμένο και παραχωμένο σε μια δίπλα της φόδρας από μέσα. Τι να ’ταν, τάχα, ε-
κείνο το χαρτάκι, το κιτρινισμένο απ’ τα χρόνια, που μύριζε, και κείνο, ναφθαλίνη
– και τι να γύρευε, κρυμμένο στο τσεπάκι, και κλειδωμένο στην παλιά κασέλα, που
είχε τόσα χρόνια ν’ ανοιχτεί;… Το ξεδίπλωσε σιγά, με περιέργεια, πήγε στο παράθυ-
ρο, και διάβασε:
«Είναι τώρα τόσοι μήνες, δεσποινίς, που δε μπορώ να βρω την ευκαιρία να σας πω
το μεγάλο μυστικό μου! Τόσους μήνες το κρατώ κρυμμένο, και, μέρα νύχτα, μου
μαραίνει την καρδιά!... Ίσως να φταίει κι η δειλία μου σ’ αυτό, να μην τολμήσω να
σας το φανερώσω – ίσως να φταίει κι η δική σας η ψυχρότης, κι η απόσταση κι ο τυ-
πικός ο πάγος, που θέλετε να μπαίνει μεταξύ μας! Κι, όμως, εγώ, δεν παύω να σας
σκέπτομαι και να ζω με την ανάμνησή σας… Περιμένω την απάντησή σας…
Ένα φτωχό παιδί που σας λατρεύει!».
Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γραφικόν εκείνο χαρακτήρα, που της φαινόταν
άγνωστος και ξένος. Στάθηκε σκεπτική κι απορημένη, μπροστά στο μικρόν εκείνο
γρίφο, που πρόβαλλε μπροστά της, ξαφνικά, τόσο ανέλπιστα και τόσο απροσδόκητα
– τόσο πειραχτικά, σαν ένα σκάνδαλο, τώρα, στα σαράντα της τα χρόνια… Το διάβα-
σε, ξανά, με προσοχή, με μια μικρή τρεμούλα στην καρδιά, κι έριξε γύρω της τα μά-
τια της φοβισμένα, μήπως και την έβλεπε κανένας – σα να ’ταν είκοσι χρονών παι-
δούλα, κι έκανε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει, και φυλαγόταν απ’ τα ξένα μάτια, αυτή
που τώρα κόντευε να κάνει και δισέγγονα… Έκλεισε με προφύλαξη την πόρτα και
κάθισε στο χαμηλό ντιβάνι, για ν’ αφήσει τη σκέψη της ελεύθερη να καλοθυμηθεί τα
περασμένα…
Και, θυμάται πάλι, τώρα, μες στη συλλογή της, την τρέλα της Αποκριάς εκείνης,
το μεγάλο φιλικό σαλόνι, που περνούσαν ένα πλήθος μασκαράδες, μες στα φώτα και
μες στις σερπαντίνες, που μπλεκόντουσαν απ’ όλες τις μεριές. Ήταν απάνω στα δε-
καοχτώ της χρόνια, λάμποντας όλη, μες στην πρώτην ομορφιά της, με τη ροζ εκείνη
τουαλέτα, που δεν την ξαναφόρεσε ποτέ της από τότε… Θυμάται τις ματιές των κα-
βαλιέρων, τις κουραστικές φιλοφρονήσεις τους, κάποια δειλά σφιξίματα χεριών, κά-
ποια λόγια, θερμά και φευγαλέα –αλλά και τόσο διακριτικά– στις ξαναμμένες αλυσί-
δες της καντρίλιας, ή στα στριφογυρίσματα ενός ωραίου βαλς… Θυμάται τον πατέρα
της, στην άκρη, με τη μεγάλη στρατιωτική στολή του, τριγυρισμένον από άλλους
βαθμοφόρους, όλους με τη μεγάλη τους στολή, που την κοιτούσε κάθε τόσο με κα-
μάρι. Θυμάται τη μητέρα της, με το μαβί της φόρεμα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα,
τον αδερφό της –έναν πράσινο πιερότο, με μεγάλα κεντητά κουμπιά– και τη μικρότε-
[219]
Διηγήματα
[220]
Διηγήματα
[221]
Διηγήματα
Το γυαλένιο μάτι
Δεν είμαι παρά ένα μάτι γυάλινο, ένα φτωχό γυαλένιο μάτι – κι όμως, έχω κι εγώ
την ιστορία μου. ιστορία μου αυτή δεν έχει δράση –τι δράση μπορεί να ’χει ένα
φτωχό γυαλί χρωματισμένο;– αλλά τα περιστατικά της είναι τέτοια, που θα ’ξιζε τον
κόπο να τα πω.
Δε θυμάμαι, ωστόσο, τη ζωή μου, παρά απ’ την ημέρα που βρέθηκα σε μια βιτρί-
να, σε μια μικρή λακκούβα χαρτονιού, στρωμένου με βαμπάκι, με δεκατέσσερα άλλα
γυαλάκια, σαν και μένα, βαλμένα στη σειρά, προσεχτικά, και σύμφωνα με το χρωμα-
τισμό τους, γιατί καθένα απ’ τα δεκατέσσερα γυαλάκια, είχε και το χρώμα το δικό
του. Το τελευταίο, δεξιά, ήταν ένα μαύρο, ζωηρό – ένα μάτι με κόρη κατασκότεινη,
ένα μάτι «αφρικανικό», με λαμπρές, στιλπνές αντανακλάσεις. Το διπλανό του ήταν
ανοιχτότερο. Τα παρακάτω ήταν καστανά, απ’ το κρασάτο καστανό ως το μελένιο.
Ακολουθούσαν τα βαθιά σταχτιά, μέχρι το γκρίζο-γαλανό, το θαλασσί. Τα τελευταία
ήταν όλα γαλανά. Εγώ βρισκόμουν τοποθετημένο ανάμεσα μελένια και σταχτιά. Ή-
μουν ένα μάτι σκούρο, πράσινο – ένα μάτι εξαιρετικό, μοναδικό στο είδος του, μπο-
ρεί να πει κανένας…
Δεν ξέρω ποια διαβολεμένη τύχη έκανε τον τεχνίτη μου, να με χρωματίσει τόσο
πράσινο! Τέτοια μάτια δεν υπάρχουν στους ανθρώπους – ή, κι αν υπάρχουν, είναι
τόσο σπάνια, που πρέπει χρόνια να ψάξεις να τα βρεις… Κι όμως βρήκα κι εγώ τον
άνθρωπό μου! Αλλ’ αυτά, θα τα δούμε παρακάτω…
Ήμαστε στη μέση της βιτρίνας. Γύρω μας ήταν άλλα ξένα πράματα – θερμόμετρα,
βαρόμετρα, κιάλια και ματογυάλια. Ήταν κι ένα τηλεσκόπιο, στημένο σ’ ένα στρίπο-
δα, και μηχανές λογής λογής, και πλήθος εργαλεία. Κουβεντιάζαμε τη νύχτα μεταξύ
μας, κι έλεγε το καθένα τα δικά του.
Πίσω απ’ το τζάμι της βιτρίνας –ιδίως όταν άναβαν τα φώτα– βλέπαμε τους αν-
θρώπους να χαζεύουν. Εκείνοι χάζευαν μ’ εμάς, μα πιο πολύ, μου φαίνεται, πως εμείς
χαζεύαμε μ’ αυτούς… Περνούσαν και μας κοίταζαν, ένα πλήθος άνθρωποι περίεργοι,
άλλοι κοντοί και φαλακροί, με φουσκωμένα μάγουλα, άλλοι ψηλοί, ξερακιανοί, σα
στέκες, ένα σωρό γυναίκες και παιδιά. Οι πιο πολλοί που μας κοιτούσαν, ανατρίχια-
ζαν. Τους τρόμαζε το παγωμένο ύφος μας, η φοβερή μας νεκρική ακινησία. Κι όμως,
δεν είχαν δίκιο. Γιατί κι ένα γυαλί χρωματιστό, μπορεί να ’χει τη δική του ζωή. Ίσως,
όμως, και να τρόμαζαν, στο βάθος, επειδή ερχόταν άθελα στο νου τους, η κάπως συ-
νταραχτική ιδέα, πως θα μπορούσαν να μας χρειαστούν, μια μέρα… Δεν ξέρω πώς
σκέπτουνται οι άνθρωποι, και δεν μπορώ να μπω μες στο μυαλό τους…
Ξαφνικά, μια μέρα λιγοστέψαμε. Απ’ τα δεκαπέντε που βρισκόμαστε, δεν έμειναν
παρά μονάχα δέκα. Εκείνο τον καιρό, ακούγαμε συχνά τη λέξη «πόλεμος». αίνεται
πως οι άνθρωποι, όταν γιομίσουν υπερβολικά τη γη, και δεν υπάρχει τρόπος να χωρέ-
σουν, αρχίζουν να σκοτώνουνται με λύσσα μεταξύ τους, και κόβουν τα χέρια και τα
πόδια τους, για να μικρύνουν, και να λιγοστέψουν… Μέσα σ’ αυτή την τεραστία φα-
σαρία, μερικοί τυχαίνει να βγάλουν και τα μάτια τους! Αλλά, κι αυτά, δεν τα καταλα-
βαίνω…
[222]
Διηγήματα
Κι έπειτα λιγοστέψαμε ακόμα πιο πολύ. Τότε, βλέποντας τ’ αδέρφια μου να φεύ-
γουνε στα ξένα, ένιωσα κάτι σαν παράπονο. Είχα βαρεθεί μες στη βιτρίνα, κι ήθελα
να ξανοιχτώ στον κόσμο, ν’ ανακατωθώ με τη ζωή, να δοκιμάσω νέες συγκινήσεις…
Αφορμή σ’ εκείνη την αδράνεια, ένιωθα πως ήτανε το σπάνιό μου χρώμα. Πού θα
μπορούσε να βρεθεί ο άνθρωπος μου, που να ’χει μάτια τόσο βαθιά πράσινα, και να
του τύχει, κι αυτουνού, να στραβωθεί, ώστε να καταφύγει στο γυαλί μου;… Αλλά κι
αυτό το πράμα έγινε μια μέρα – κι είχα άδικο, χωρίς αμφιβολία, να τα βάζω τόσο με
την τύχη μου, και να καταριέμαι τον τεχνίτη μου, που μ’ είχε καταδικασμένο έτσι,
εξαιτίας του χρωματισμού μου, να μένω άχρηστο, στα βάθη του κουτιού μου, και να
μην προσφέρω τίποτα, κι εγώ, καμιά παρηγοριά, σ’ αυτό τον κόσμο!
Ήταν ένα παιδί μελαχρινό, ξαπλωμένο στο νοσοκομείο – ένας λεβέντης, ίσαμ’ εκεί
πάνω, μ’ έναν επίδεσμο στ’ αριστερό του μάτι, μ’ ένα πανί, μαύρο και μεγάλο, πε-
ρασμένο λοξά στο μέτωπό του. Είχε χάσει το μάτι του στον πόλεμο, κι αυτός, απ’ το
θραύσμα μιας χειροβομβίδας. Τον είχαν φέρει στο νοσοκομείο, χτυπημένο και παρα-
τημένο. Είχε μείνει πέντε μήνες στο κρεβάτι, χαροπαλεύοντας τις πρώτες δέκα μέρες.
Αλλά, στο τέλος, τα κατάφερε και γλίτωσε. λ’ αυτά, τα ’μαθα αργότερα. Ήταν λο-
χίας στα πυροβολικά. Δεν είχα δει, απ’ τον καιρό που ζούσα, παιδί τόσο λεβέντικο κι
ωραίο, με τόσο λυγερή κορμοστασιά… Περπατούσε με τα δεκανίκια, αλλά μετά, τα
πέταξε κι αυτά. Ένα μικρό κούτσαμα, που του ’μεινε στο πόδι, του ’δινε μια καινού-
ριαν ομορφιά. Τ’ αγάπησα αμέσως μόλις το ’δα!
ταν πρωτοβγήκαμε στο δρόμο –ήμουν, αλήθεια, τόσο ταιριασμένο με τ’ άλλο
του, το ζωντανό το μάτι– γύριζαν όλοι τα κεφάλι, να μας δούνε… Ήμουν περήφανο
για την καλή του τύχη…
Γνώρισα τον τόπο του, το σπίτι του, τη γριά του μάνα, και τ’ αδέρφια του. ζωή
μας θα περνούσε μια χαρά και φαινόταν πως περνούσε ήσυχα. Άρχισα κι εγώ να ξε-
θαρρεύω…
Αλλά, σ’ αυτό το αναμεταξύ, είχα καταλάβει κάτι άλλο: πως τ’ άλλο του, το ζω-
ντανό του μάτι, με κοίταζε λοξά, και με μισούσε! αίνεται πως θυμότανε το ταίρι
του, και δε μπορούσε να το λησμονήσει… Έβλεπε σε μένα την εικόνα του, την τρα-
γική του την πλαστογραφία – και δε μπορούσε να με συνηθίσει…
Και τι δεν έκανα για να το καλοπιάσω, να παρηγορήσω τον καημό του! Το μάτι με
κοιτούσε λυπημένο… Έπαιρνα του κάκου τη γυαλάδα, και τα ζωντανά σπιθοβολήμα-
τα του χαμένου ζωντανού ματιού… σο στεκόμουν πιο καλά στο ρόλο μου, τόσο τ’
άλλο το μάτι με μισούσε!
Αυτό το πράμα δε μπορούσε να βαστάξει. Ένιωθα τον εαυτό μου ξένο, χωρίς ελπί-
δα να φιλιώσουμε ποτέ… Ήμουν σαν ένας σύντροφος πικρός κι ανεπιθύμητος! Ο
γάμος μας, μ’ όλη την ομοιότητα του χρώματος και της αναλογίας, ήταν ένας γάμος
ατυχής…
Ξαναθυμήθηκα το χάρτινο κουτί μου, το στρωμένο με βαμπάκι, στη βιτρίνα. Νο-
στάλγησα την ήσυχη και ξένοιαστη ζωή μου, στην απόμερη γωνιά του μαγαζιού, τότε
που, ανάμεσα σ’ εμένα και τους άλλους, ήταν βαλμένο –για καλό μας, φαίνεται– και
μας χώριζ’ ένα κρύσταλλο παχύ…
Κι αυτό το μάτι με κοιτούσε στον καθρέφτη, κι έλιωνε, κάθε μέρα, πιο πολύ. Το
’βλεπα να φθίνει κάθε μέρα, να χάνει τη λαμπράδα και τη θέρμη του – να μαραίνεται
[223]
Διηγήματα
σιγά σαν το λουλούδι… Και τ’ ωραίο, το μελαχρινό παιδί, το παιδί «με το γυαλένιο
μάτι», πέθανε μια νύχτα, ξαφνικά…
Παρακολούθησα κι εγώ το θάνατό του. Οι δυο μας τύχες ήταν ενωμένες, ενωμένες
πέρ’ από το θάνατο! Παρακολούθησα όλη την αγωνία του, μέχρι την τελευταία του
πνοή… Ένιωσα την κρυάδα του θανάτου, την παγωμένην ακαμψία του κορμιού του.
Άκουσα τα κλάματα της μάνας του. Παρακολούθησα τη θλιβερή κηδεία του, ως την
ώρα που μας έθαψαν μαζί…
Κι έπειτα, μια βαθύτατη σιγή απλώθηκε τριγύρω μας για χρόνια… Θαρρούσα πως
κι εγώ είχα πεθάνει…
Μες στο χώμα, που μας είχαν θάψει, δεν ακουγόταν τίποτα, για χρόνια, σα να μας
είχαν όλοι λησμονήσει…
Κι ένα βράδυ, κύλησα στα βάθη του κρανίου, κι έμεινα, για χρόνια, μέσα κει.
Έμεινα, δεν ξέρω πόσα χρόνια, μες στο βαθύ κι ατέλειωτο σκοτάδι… Συλλογιζό-
μουν, μες στη μοναξιά μου, τον καιρό που χάζευα, στη μακρινή βιτρίνα, με τους χο-
ντρούς και φαλακρούς ανθρώπους, και με τους άλλους, τους ψηλούς και τους ξερα-
κιανούς, μαζί με τ’ άλλα, τα γυαλένια μου τ’ αδέρφια, μες στα βαρόμετρα και μες στα
τηλεσκόπια… Τα ’βλεπα σαν όνειρο, στο σκοτεινό τον ύπνο μου, που μου φαινόταν
πως δε θα πάρει τέλος, πως δε θα πάρει τέλος, ποτέ πια…
Κι έπειτα πάλι, για καιρό, έμεινα δίχως όνειρα. Είχα συνηθίσει στο σκοτάδι. Δεν
είχα πια κανέναν πόθο της ζωής, κι ούτε καμιάν ελπίδα, πουθενά…
Και ξαφνικά, μετά δεν ξέρω πόσα χρόνια –χρόνια θανάτου, σκοταδιού και βουβα-
μού– ένα πρωί, ξαναβρέθηκα στο φως!
Άκουσα, πρώτα, κάποιους ήχους μακρινούς, κάποιους βρόντους κούφιους και
πνιγμένους, που δε μπορούσα να τους εξηγήσω. Έπειτα οι κρότοι έγιναν δυνατότεροι,
σα να πλησίαζαν στη θέση που βρισκόμουν. Κι έπειτα, ξαφνικά, είδα τον ήλιο! Έμει-
να θαμπωμένος στην αρχή, και χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει… Αλλά γρήγορα κατάλα-
βα τι έτρεχε: είδα τ’ αδέρφια του παιδιού –αλλά πόσο γερασμένα κι αλλαγμένα– να
σκύβουν μες στον ανοιγμένο λάκκο˙ έφεραν τη μητέρα του παιδιού, για να τη θάψουν
μες στον ίδιο λάκκο…
Με βρήκαν μες στα βάθη του κρανίου, και μ’ έβγαλαν, με μάτια δακρυσμένα…
Τότε θυμήθηκα τ’ ωραίο παλικάρι˙ το θυμήθηκα σ’ όλη την ομορφιά του, με το
μελαχρινό το πρόσωπό του, και τη λυγερή κορμοστασιά του. Θυμήθηκα το αλαφρό
του κούτσαμα – κι έπειτα το μάτι που με μισούσε… Απ’ όλα εκείνα δεν υπήρχε, τώ-
ρα, τίποτα – παρά μονάχα μια σακούλα κόκκαλα, στοιβαγμένα και κιτρινισμένα…
Και το μάτι που μισούσε, δεν υπήρχε. Δεν υπήρχα παρά μόνο ’γώ – μοναδική ανά-
μνηση των πράσινων ματιών, και του χαμένου, κι εκείνου που μισούσε…
Δεν υπήρχα παρά ’γώ, σ’ αυτό τον κόσμο, με το βαθύ, πρασινωπό μου χρώμα –
εγώ, τ’ άψυχο το μάτι, το νεκρό, που ζούσα τη δική μου τη ζωή, την υποθετική μου
τη ζωή, που τ’ άλλο μάτι, το γερό, το ζωντανό, μες στην αληθινή τυφλότητά του, δε
μπορούσε, τον καιρό που ζούσε, ν’ αγαπήσει, και να συγχωρήσει…
[224]
Διηγήματα
Δεν είμαι παρά ένας τιποτένιος – ένας χαμένος άνθρωπος, το ξέρω! Δεν είμαι τί-
ποτ’ άλλο, παρά ένα κομμάτι κρέας, με δυο «μάτια», όπως με είπε, μια φορά, κι ο
αδερφός μου... Αλλά τι να γίνει; Δε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είμαι πλασμένος
έτσι, να πιάνουμαι κορόιδο διαρκώς...
Αλλά θα σας πω, καλύτερα, όλη την ιστορία μου, να βγάλετε τα συμπεράσματά
σας. Είναι η τιποτένια ιστορία ενός ανθρώπου καταντίπ γελοίου... Δεν έχω κάνει κα-
μιά πράξη, στη ζωή μου, που να μη μου γύρισε στραβά. πως και να ’κανα, όπως και
να φερνόμουν, πάντα εγώ βρισκόμουν το «κορόιδο». Αλλά θα σας πω την ιστορία
μου...
Απ’ τον καιρό, ακόμα, που πήγαινα σκολιό, ήμουν ο τελευταίος μες στην τάξη. Κι
αυτό, όχι πως ήμουν ο κουτότερος απ’ όλους – αλλ’ απ’ την πολλή μου καλοσύνη...
λη μου η προσοχή, ήταν πώς να βοηθώ τους άλλους. Τον εαυτό μου, δεν τον κοίτα-
ζα καθόλου. Την εποχή των διαγωνισμών, πολλές φορές έδινα το χαρτί μου άγραφο,
όχι γιατί δεν είχα τι να γράψω, αλλ’ απ’ το να μοιράζω, δεξιά κι αριστερά, στους άλ-
λους, τη λύση του προβλήματος, ή την ερμηνεία του κειμένου, που μας έβαζε ο δά-
σκαλος, και που οι άλλοι δε μπορούσαν να τα βρούνε. Από τότε, δηλαδή, φαινόμουν
τι κορόιδο θα γινόμουν! Κι άλλοι όλοι με είχαν μυριστεί, και κολλούσαν γύρω μου,
σα βδέλλες, και δε μ’ αφήνανε να γράψω μια γραμμή... Κι όταν έπαιρνα τους πιο κα-
κούς βαθμούς, χαμογελούσα, όλος ευχαρίστηση˙ είχα, μέσα μου, το πνεύμα της θυσί-
ας, κι η συνείδησή μου ήταν ήσυχη, πως είχα κάνει το καλό στους άλλους – αν και,
πολλές φορές, αυτοί οι άλλοι, ήταν ανάξιοι αυτής της καλοσύνης, και με κορόιδευαν,
κρυφά και φανερά, και μου ’βγαζαν τη γλώσσα, κάθε φορά που μ’ απαντούσαν όξω...
Αλλά, κι εγώ, ήμουν πλασμένος έτσι, και κατάπινα βουβά τα δάκρυά μου... Τέτοιο
κορόιδο είχα γεννηθεί!... Ώσπου, στα τελευταία, κι ο πατέρας μου, βλέποντας πόσο
ήμουν «ανεπίδεκτος μαθήσεως» –με το στανιό προβιβαζόμουν κάθε χρόνο– με τρά-
βηξε, μια μέρα, και μ’ έστειλε να μάθω κάποια τέχνη. Αλλά, και κει, τα ίδια και χει-
ρότερα... Ο κόσμος μού φαινόταν σα μια κακή παγίδα, που, μολαταύτα, βρισκόμουν
γαντζωμένος, και δεν υπήρχε τρόπος να γλιτώσω... Κι όμως αγαπούσα τους ανθρώ-
πους, κι αυτή μου η συμπόνια για τους άλλους, ήταν, νομίζω, η καταστροφή μου...
Στο μηχανουργείο, που δούλευα μαθητευόμενος, ήταν ένα παιδί, δυο τρία χρόνια
μεγαλύτερό μου – γιος ενός χοντρού μεγαλεμπόρου, που εξαιτίας της μεγάλης τεμπε-
λιάς του –της πραγματικής του τεμπελιάς– ήταν, κι εκείνος, «ανεπίδεκτος μαθήσεως»
– ο πατέρας του, για να τον τιμωρήσει, τον είχε βάνει να γίνει θερμαστής. Ήταν ένας
μάγκας και μισός. Μέρα νύχτα έπαιζε χαρτιά, έπινε, μεθούσε, ξενυχτούσε... Κι όμως
είχε και στιγμές καλές. Γι’ αυτές τις λίγες τις καλές του τις στιγμές, είχ’ αποφασίσει
να τον σώσω. Του έκανα παρέα ταχτικά, με την ελπίδα να τον συγκρατήσω. Κι έτσι
παραμελούσα τη δουλειά μου. Γύριζα, κι εγώ, στα καφενεία, τον παρακολουθούσα
στα ξενύχτια του, προσπαθούσα να τον κρύβω μεθυσμένο... Κι αυτό το πράμα βά-
σταξε, δεν ξέρω πόσους μήνες. Στο τέλος βρέθηκε να γίνω σαν κι αυτόν – ή, τουλά-
χιστον, να δείχνω σαν κι αυτόν: ένας τεμπέλης κι ένας τιποτένιος! Με πέταξαν απ’ το
[225]
Διηγήματα
μηχανουργείο – και με κατηγορούσαν, ακόμα, πως εγώ τον είχα ξεμυαλίσει... Αυτά
παθαίνουν τ’ αδιόρθωτα κορόιδα!...
Τ’ αδέρφια μου, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, κι είχαν βολευτεί
στην κοινωνία. Άλλος είχε γίνει δικηγόρος, κι ένας άλλος σπούδαζε γιατρός. Ο τελευ-
ταίος ήθελε να γίνει ναυτικός. Από μικρός είχε μανία με τη θάλασσα, και περνούσε,
τα μικρά του χρόνια, να ρίχνει καραβάκια μες στη στέρνα... Τα κατάφερε να γίνει
καπετάνιος. Με πήρε, τότε, και μένα στο καράβι του, με την ελπίδα να με στρώσει
στη δουλειά. Εκείνο τον καιρό, γύριζα στους δρόμους σαν αλήτης, κάνοντας ό,τι
δουλειά μου τύχαινε στο χέρι. Αλλ’ εξαιτίας της συμπόνιας μου στους άλλους, τα
λίγα παραδάκια μου μού τα ’τρωγαν οι ξένοι – κι έτσι, διαρκώς, ήμουν αδέκαρος...
Τα δυο τα μεγαλύτερα τ’ αδέρφια μου –ιδίως ο γιατρός, που μ’ έλεγε «ένα κομμάτι
κρέας, με δυο μάτια»– δε γυρίζανε καθόλου να με δούνε. Μόνον ο μικρότερος, ο κα-
πετάνιος σ’ ένα φορτηγό, φάνηκε πιο πονετικός μαζί μου –ίσως και να ντρεπόταν για
το χάλι μου– και με πήρε να με στρώσει στη δουλειά... Αλλά, δε βαριέσαι! Το κορόι-
δο διορθώνεται ποτέ;…
Ο μικρότερος εκείνος αδερφός μου, είχε χαρακτήρα δεσποτικό κι αυθαίρετο: ήθε-
λε να κάνει τα δικά του. Δεν ένιωθε τη λύπη των ανθρώπων, η δυστυχία τους και το
μαρτύριό τους, δεν έβρισκαν ηχώ μες στην καρδιά του... Τον καιρό της μεγάλης α-
περγίας, φέρθηκε σκληρά και ταπεινά. Δε μπορούσα ν’ ανεχτώ αυτό το πράμα. Απ’
την πρώτη στιγμή της απεργίας, πήγα με τη μεριά των απεργών. ρένιασε μαζί μου –
μπορεί και με το δίκιο του– και με ξαναπέταξε στο δρόμο...
Από τότε, δεν είδα προκοπή. Γνώρισα τη μεγάλη δυστυχία. Γνώρισα τη μεγάλη ε-
γκατάλειψη. Ο πατέρας μου ήτανε πεθαμένος. Δεν είχε μείνει παρά η μητριά μου –τη
μητέρα μου σχεδόν δεν τη θυμάμαι– κι αυτή δεν είχε μάτια να με δει. Κι όμως τα
κατάφερα να ζήσω, και με τον ιδρώτα μου και την υπομονή μου, αφού τέλειωσα το
στρατιωτικό, ν’ ανοίξω και μια μικρή παράγκα. Ήταν ένα φτωχικό καφενεδάκι, για
τους τιποτένιους, σαν και μένα.
Και μια νύχτα –μια νύχτα του χειμώνα– γνώρισα τη μεγάλη περιπέτεια. Ήταν, θυ-
μάμαι, μια νύχτα βροχερή, κι ετοιμαζόμουν να κλείσω την παράγκα μου – όταν είδα
μια παράξενη σκιά, ξαπλωμένη στα σκαλιά της αποβάθρας. Πήρα το φανάρι μου, και
πήγα να κοιτάξω. Ήταν μια γυναίκα ξυλιασμένη, με μπαλωμένα ρούχα και ξυπόλητη.
Την άρπαξα στην αγκαλιά μου, και την πήγα μες στο μαγαζί. Την πήρα, στην αρχή,
για πεθαμένη. Ήταν ξεπαγιασμένη και βρεμένη. Τρόμαξα ώσπου να τη συνεφέρω.
Ήταν μια κοπέλα ξεπεσμένη, ορφανή κι από πατέρα κι από μάνα, που την είχαν ψυ-
χοκόρη σ’ ένα σπίτι, αλλά την είχαν τόσο τυραννήσει, την είχαν φέρει σε μια τέτοια
θέση, που το ’χε σκάσει, εδώ και μια βδομάδα, και γύριζε γυμνή και νηστική.
Είχε πάει κοντά στην αποβάθρα, με το σκοπό να πέσει μες στη θάλασσα – αλλά
την τελευταία τη στιγμή, τόσο απ’ το κρύο κι απ’ την πείνα, όσο κι απ’ την κατάντια
της και την απόγνωσή της, είχε μείνει σαν ξερή στα σκαλοπάτια...
Την πήρα μέσα, την περιποιήθηκα, της έφερα γιατρό να την κοιτάξει. Με τις λιγο-
στές οικονομίες μου, την πόδεσα, την έντυσα, την έκανα κυρά. Την είχα συντροφιά
μου κι αποκούμπι, στις βαριεστισμένες μου τις ώρες. Κι επειδή τύχαμε, κι οι δυο,
απόκληροι της μοίρας, έρημοι κι απομόναχοι στον κόσμο, αποφάσισα να τη στεφα-
νωθώ.
[226]
Διηγήματα
Έγινε κι αυτό, σε δυο τρεις μήνες. Στήσαμε, τότε, το νοικοκυριό μας, κι αρχίσαμε
να ζούμε φτωχικά. πελατεία της παράγκας, καθώς είπαμε, ήταν όλη τιποτένια, σαν
και μένα. Πού και πού, όμως, στη χάση και στη φέξη, ξέπεφτε και κανένας πιο καλός.
Είχα προσέξει πως, απ’ τον καιρό της παντρειάς μου, σύχναζε και κάποιο παλικάρι
–ένας καμαρότος βαποριού– που δεν τον είχα ιδωμένο πιο μπροστά. Είχε γίνει ταχτι-
κός πελάτης, στο φτωχικό μου το καφενεδάκι, και κάθε βράδυ, μέχρι που να κλείσω,
συνήθιζε να παίρνει τον καφέ του, και να ρομαντζάρει μοναχός του. Είχε πιάσει γνω-
ριμία με τη γυναίκα μου – και πολλές φορές καθόσανε μαζί, και ψιλοκουβεντιάζανε,
και ’κάναν χωρατά. Ήταν ένα νόστιμο, μελαχρινό παιδί, μ’ ένα χρυσό δόντι στη μα-
σέλα. Επειδή, εκείνο τον καιρό, έτυχε κι αυτός να μη δουλεύει, κι ήταν, εξάλλου,
ταχτικός πελάτης – τον ευκόλυνα σε μερικές δουλειές, και του δάνεισα κι ένα μικρό
ποσό, να περάσει ως το τέλος του μηνός, που θα ξανάφευγε με το βαπόρι, καθώς έλε-
γε.
λον εκείνο τον καιρό, που σύχναζε στη φτωχική παράγκα, τον κοιτούσα πιο καλά
κι απ’ αδερφό μου. Το κορόιδο ξαναζούσε μέσα μου – πιο κορόιδο, απ’ όλες τις φο-
ρές!...
γυναίκα μου καθότανε μαζί του, και κουβεντιάζανε, με γέλια και μ’ αστεία...
Στην αρχή, δεν είχα δώσει σημασία. ταν, όμως, πέρασε κι ο μήνας, κι εκείνος ήταν
πάλι στην παράγκα –αντίς για να μπαρκάρει, καθώς έλεγε– άρχισαν να με τρώνε υ-
ποψίες. Κι ούτε γι’ αυτές τις υποψίες, θα ήμουν τόσο ικανός ο ίδιος, αν δεν ήταν το
παιδί του μαγαζιού –ένα παιδί που το ’χα πάρει, κι εκείνο, από λύπη, επειδή ζητιά-
νευε στους δρόμους, και που, μια μέρα, μ’ άφησε κι εκείνο– αν δεν ήταν, λέω, το
μικρό παιδί του μαγαζιού, να μ’ ανοίξει, κάποτε, τα μάτια...
Κι ένα βράδυ, ξαφνικά, την έχασα! Έτρεξα σ’ όλες τις αστυνομίες, για να μπορέ-
σω να την ξαναβρώ! Κόντευα να χάσω το μυαλό μου... Μου ξαναγύρισε, σε δεκαπέ-
ντε μέρες, κι έπεσε στα πόδια μου, και με παρακαλούσε, να λυπηθώ τα νιάτα της, και
να τη συχωρέσω... Τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι. Έκλαιγα, κι εγώ, σαν το μωρό
παιδί...
Κι έπειτα την έχασα για δεύτερη φορά... Πάνε δέκα μήνες, κι ακόμα να γυρίσει! Κι
ο καμαρότος, απ’ την πρώτη της φευγάλα., είχε γίνει άφαντος, κι εκείνος...
Και το ξέρω θετικά –το νιώθω μες στα βάθη της ψυχής μου– πως ετούτη τη φορά,
δε θα γυρίσει! Έχω πάψει να την περιμένω...
Αλλά κι αν τύχαινε και γύριζε μια μέρα, κι έπεφτε στα πόδια μου, και με παρακα-
λούσε – το ξέρω άλλο πόσο θετικά, πως το κορόιδο που δεν ψόφησε στα σπλάχνα
μου, θα τη λυπόταν, άλλη μια φορά, και θα ’βρισκε, και πάλι, κάποιον τρόπο, να τη
δεχτεί, και να τη συχωρέσει...
Είμαι , λοιπόν, ή δεν είμαι τιποτένιος; Βγάλετε τα συμπεράσματά σας... Είμαι ή
δεν είμ’ ένας γελοίος, ένα κορόιδο φοβερό της κοινωνίας, «ένα κομμάτι κρέας, με
δυο μάτια» – που και μια σφαίρα πιστολιού, μες στο κεφάλι, για ένα πλάσμα τόσο
τιποτένιο –ένα πλάσμα που ντροπιάζει τους ανθρώπους, και μαζί τους, κι εκείνον που
τους έκανε– νομίζω πως θα πήγαινε χαμένη...
[227]
Διηγήματα
Η οπτασία
Είχε τριγυρίσει, δεν ξέρω πόσες ώρες, στη φαληρικήν ακρογιαλιά, μεθυσμένος από
σιωπή, από μοναξιά κι από φεγγάρι. θάλασσα, λιώνοντας ήσυχα τον ασημένιο δί-
σκο, σ’ ένα βαθύ και δροσερό τρεμούλιασμα σπασμένων και λαμπρών αντανακλά-
σεων, καθώς κυλούσε μαλακά τα κύματά της, ξεδιπλώνοντάς τα, ένα ένα, μες στη
μεγάλη φεγγαροβραδιά, είχε τους ελαφρούς, πνιγμένους ήχους κάποιων φιλιών δο-
σμένων με λαχτάρα, μ’ αληθινή ερωτική λαχτάρα, αλλά και με φόβο και προφύλαξη,
που τρέμουν και δε θέλουν ν’ ακουστούν... Ήταν μια απ’ τις βραδιές εκείνες, που
καλούν την ψυχή σε ρεμβασμούς, σε τρυφερά κι απόκοσμα σκιρτήματα του νου, σε
μακρινές και μυστικές λατρείες, σε χιμαιρικές αναπολήσεις...
Είχε κάμει το γύρο της πλατείας, κι έπειτα πήρε το δρόμο της εξέδρας. Το ξυλένιο
πάτωμα της γέρικης εξέδρας, έτριζε σιγανά κάτω στα πόδια του, κι ήταν αυτό το κου-
ρασμένο τρίξιμό της, σαν ένας μικρός βόγκος πονεμένος, σαν ένας βόγκος διαμαρτυ-
ρίας, που την ξυπνούσε με τα βήματά του. Πέρα, στα βάθη του Σαρωνικού, σπαρμένα
σε λαμπρούς αστερισμούς, τα φώτα απ’ τις μακρινές ψαρόβαρκες, ακινητούσαν μες
στην ησυχία. Ο μαύρος όγκος της Καστέλας, δεξιά, έριχνε τον ίσκιο του στ’ ακίνητα
νερά, μεγαλωμένο κι επιβλητικόν...
Έκανε το γύρω της εξέδρας, κι έπειτα κάθισε για να ξεκουραστεί. Έγειρε στο χέρι
το κεφάλι, κι άφησε τα μάτια του να πλανηθούν τριγύρω. Τα φώτα του Παλιού αλή-
ρου, άγρυπνα κι ακίνητα κι εκείνα, έκλειναν την ανατολική μεριά, σ’ όλο το μάκρος
της μεγάλης παραλίας, που φάνταζε κατάστικτη, σαν ένα περιδέραιο...
Ίσως και να τον πήρε, για μια στιγμή, ο ύπνος, μπορεί, όμως, και να ’μεινε, απλώς
συλλογισμένος. Μια φορά, δε σάλευε καθόλου. Διατηρούσε την αίσθηση του τόπου,
είχε χάσει, όμως, την αίσθηση του χρόνου...
Σε λίγο, όμως, καθώς ήταν βυθισμένος, έχασε και την αίσθηση του τόπου: του
φαινόταν πως βρισκόταν σε μια χώρα, σ’ έναν τόπο άγνωστο κι ανώνυμο, που δεν
υπήρχαν άνθρωποι και ήχοι, που δεν υπήρχε παρά μόνο το φεγγάρι... Αυτό το πράμα
βάσταξε δεν ξέρω πόσην ώρα.
Μια στιγμή, μες στη βαθιά του νάρκη, θέλησε ν’ αντιδράσει, να συνέλθει. Είδε τό-
τε μια σκιά που προχωρούσε. Προχωρούσε κατά δω, με βήματα μεγάλα, αλλά σιγά κι
αθόρυβα, σαν κλέφτης. Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, καχεκτικός, χωρίς καπέλο και
χωρίς σακάκι. Προχωρούσε με βήματα μεγάλα, αλλά κούφια και δισταχτικά. Κρα-
τούσε κάτι στο δεξί του χέρι, που φαινόταν αρκετά βαρύ – κι αυτό το πράμα που κρα-
τούσε με προφύλαξη, έκανε τον ώμο του να γέρνει. Έφτασε στην άκρη της εξέδρας,
κι ακούμπησε το φόρτωμα του χάμω. Ο φίλος μας τον παρακολουθούσε. Είναι μια
μεγάλη ηδονή, να παρακολουθείς, χωρίς να φαίνεσαι, τις ιδιαίτερες κινήσεις των αν-
θρώπων, την ώρα που θαρρούν πως είναι μόνοι... Κι εντούτοις ήταν δυνατό φεγγάρι,
κι ο ξένος έπρεπε, μέσα σε τόσο φως, να ’χει αντιληφθεί την παρουσία του. Κι όμως
εκείνος έδειχνε πως δεν τον είχε δει. Στάθηκε και κοίταξε τη θάλασσα, κι έπειτα πάλι
γύρισε τα μάτια στη στεριά, σα να τον φοβόταν πως τον παρακολουθούσαν Κι έπειτα
πάλι κοίταξε μ’ επιμονή τη θάλασσα...
[228]
Διηγήματα
Τα φώτα απ’ τις μακρινές ψαρόβαρκες, είχαν αλλάξει θέση, σ’ αυτό το μεταξύ. Εί-
χαν πυκνώσει προς το μέρος της Καστέλας. Δυο τρία μόνον έλαμπαν ακόμα στ’ α-
νοιχτά. Και το φεγγάρι είχε προχωρήσει, έτοιμο κι εκείνο να κρυφτεί. Ένα φύσημα,
λεπτό και δροσερό, είχε πάρει απ’ το μέρος του πελάγου.
Ο φίλος μας δεν έπαυε να παρακολουθεί. Δεν ήθελε να κάνει καμιά κίνηση, κανέ-
ναν κρότο, που να τον φανερώσει. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος, με τις προφυ-
λαγμένες κατοπτεύσεις του, του κινούσε μια μεγάλη περιέργεια. Κάτι του ’λεγε, στα
βάθη της ψυχής του, πως θα γινόταν μάρτυς κάποιου πράγματος σημαντικού, κι όχι
συνηθισμένου...
Ο άνθρωπος στεκόταν βουβός κι αγαλματώδης, κι επισκοπούσε τα βαθιά νερά. Έ-
βλεπε τη στεγνή κατατομή του, τ’ αχαμνό και κοκαλιάρικο κορμί του, να προβάλλουν
υποβλητικά, στο γαλάζιο φόντο τ’ ουρανού. Είχε τα χέρια ενωμένα πίσω, και δεν
έπαυε να βλέπει προς τη θάλασσα. Προς τη μεριά, που βρισκόταν καθισμένος, δε
γύρισε τα μάτια του καθόλου. Μια στιγμή που γύρισε τα μάτια του, φαινόταν να κοι-
τάζει μακριά. Τη στιγμή που γύρισε, ωστόσο, πρόφτασε κι είδε τη λάμψη των ματιών
του, που πέρασε μιαν αστραπή, στο φως του φεγγαριού... Κι έπειτα βαρέθηκε να πα-
ρακολουθεί. Τα βλέφαρά του βάρυναν μεμιάς, κι ένιωσε μιαν αλλόκοτη σκοτούρα
στο κεφάλι, σαν προειδοποίηση του ύπνου που σιμώνει...
Έμειν’ έτσι, δεν ξέρω πόσην ώρα. Ξαφνικά, τον ξύπνησ’ ένας κρότος. Άνοιξε τα
μάτια του, και κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχε κανένας στην εξέδρα. Ο κρότος έμοιαζε
με πάφλασμα νερών. Ο άνθρωπος είχ’ εξαφανιστεί. Πρόφτασε μόνο, καθώς κοίταζε
στη θάλασσα, κάτι σαν ανακάτωμα νερών που ξανακλείνουν... Ένας τρόμος του πα-
ράλυσε τα γόνατα! Έτρεξε προς το μέρος, που, λίγην ώρα πριν, είχε σταθεί, ακίνητος,
ο ξένος... Δεν υπήρχε ίχνος, πουθενά!
Μες στην αμηχανία του, και την πεποίθησή του πως εκεί, κοντά του, δυο βήματα
πιο πέρα, είχε γίνει κάποιο πράμα φοβερό, γύρισε τα μάτια του προς όλες τις μεριές,
έτοιμος να μπήξει τις φωνές, και να ζητήσει από κάπου μια βοήθεια... Το φεγγάρι είχε
πια χαθεί, η εξέδρα ήταν κατασκότεινη, τα φώτα της πλατείας είχαν σβήσει. Δεν υ-
πήρχε ζωντανή ψυχή. θάλασσα, βουβή και σκοτεινή, σα μιαν ανεξιχνίαστη μεγάλη
μαύρη πλάκα, έζωνε την εξέδρα και τα γύρω, βυθισμένη κι απολιθωμένη σε μια βα-
θιά και νεκρικήν ακινησία...
Μια στιγμή, του πέρασε στο νου, σαν αστραπή, πως είχε πέσει θύμα παραισθήσε-
ως, πως όλ’ αυτά που νόμισε πως είδε, δεν ήταν παρά πλάσμα του μυαλού του, πως
δεν υπήρξε τέτοιος άνθρωπος ποτέ, και πως τον είχε δει μες στ’ όνειρό του... Σκύβο-
ντας, όμως, να κοιτάξει πιο καλά, βρήκε στο κάθισμα μια πέτρα στρογγυλή, κι ανα-
σηκώνοντας τη στρογγυλή την πέτρα, βρήκ’ ένα χαρτάκι διπλωμένο. Με δάχτυλα
τρεμουλιαστά, το πήρε, το ξεδίπλωσε, και στο φως ενός σπίρτου αναμμένου, πρό-
φτασε και διάβασε μια λέξη, με μεγάλα γράμματα χοντρά: «Α ΤΟΚΤΟΝΩ Μ. Ρ.» –
και τίποτ’ άλλο...
Έτρεξε τότε στην εξέδρα, σαν τρελός, κουτρουβαλώντας στα ξυλένια σκαλοπάτια,
με την ελπίδα, μες στην ταραχή του, πως κάτι θα μπορούσε να προλάβει... Το γεγονός
ότι πνίγηκ’ ένας άνθρωπος, τόσο πολύ κοντά του, σχεδόν δίπλα του, κι αυτός δεν
άπλωσε το χέρι να τον σώσει, του ’δινε κάτι, σαν αλλοφροσύνη...
[229]
Διηγήματα
Καθώς έτρεχε στην έρημη πλατεία, του φαινόταν πως ο κόσμος είχε σβήσει, πως
όσο να ’τρεχε, κι όσο να προσπαθούσε, δε θα ’βρισκε ποτέ του τους ανθρώπους –
πως ήταν μπερδεμένος μες στα βρόχια κάποιου φριχτού και τραγικού βραχνά, που
δεν υπήρχε τρόπος να ξυπνήσει! Δεν ήξευρε πού βρίσκεται το τμήμα, δεν έβρισκε
κανένα να ρωτήσει... Έτρεξε προς το μέρος του «Ακταίου». Εκεί κάτω, μετά χίλια
βάσανα, έπεσε σε κάποιον αστυφύλακα. Με φωνή βραχνή και κομπιασμένη, λαχα-
νιασμένος από την τρεχάλα, του διηγήθηκε περίπου τι συνέβη. Έτρεξαν μαζί, ως την
εξέδρα. Του ’δειξε το μέρος και τη θέση. Ο αστυφύλακας κατέβηκε τις σκάλες, κι
έψαξε μες στις βάρκες, να βρει κάνα βαρκάρη. Βαρκάρης δεν υπήρχε μες στις βάρ-
κες. Οι βάρκες ήταν έρημες κι εγκαταλελειμμένες, δεμένες γύρω γύρω, στην εξέδρα.
Εκείνος, σ’ αυτό το μεταξύ, έψαξε να ξαναβρεί την πέτρα και το γράμμα. πέτρα
δεν υπήρχε πουθενά. Και το γράμμα είχε γίνει άφατο... Με τον αστυφύλακα μαζί, στο
δυνατό και φευγαλέο φως του μικρού φαναριού της τσέπης, γύρισαν όλο το πλατύ
τετράγωνο του απάνω μέρους της εξέδρας, σανίδι, προς σανίδι, κι όλα τα καθίσματα
τριγύρω. Πήραν γραμμή, όλες τις χαραμάδες – αλλά το γράμμα δεν υπήρχε πουθενά...
Ο αστυφύλακας τον κοίταζε παράξενα. Μπορεί και να τον πήρε για τρελό. Έβανε
πάλι το φανάρι μες στην τσέπη, και κατηφόρισαν κι οι δυο τους για το τμήμα. Έκανε
μια πρόχειρη κατάθεση, σ’ έναν αρχιφύλακα που βρήκαν. Τώρα, όμως, τα μπέρδευε
κι ο ίδιος. φωνή του δεν ήταν σταθερή. Είχε χάσει την πεποίθησή του. Ένιωθε να
πέφτει σ’ αντιφάσεις, και να προκαλεί τη δυσπιστία... Στο πιο σπουδαίο γεγονός της
ιστορίας –στο μοναδικό πειστήριό της, που θα ήταν η πέτρα και το γράμμα, χαμένα
τόσο μυστηριωδώς– δεν μπορούσε να δώσει εξηγήσεις... Άρχισε κι ο ίδιος ν’ αμφι-
βάλλει. Με μασημένα λόγια τους χαιρέτησε, και τράβηξε για τα σταθμό, ν’ ανέβει
στην Αθήνα. Σε λίγο πέρασε το τρένο, και τον πήρε. Ήταν το πρώτο πρωινό, κι άρχι-
ζε να χαράζει.
Μετά τη περιπέτεια εκείνη, δεν ξανακατέβηκε στο άληρο. Έψαχνε μόνο στις ε-
φημερίδες, με μια μικρή τρεμούλα στην ψυχή, απ’ τους τίτλους ως τις αγγελίες, μή-
πως ανακαλύψει κάποια λέξη που να του λύσει την αμφιβολία... Έβλεπε πολλές αυ-
τοκτονίες, αλλά καμιά, σαν εκείνη που ζητούσε. Κι έπειτ’ από δυο μήνες, σταμάτησε
να ψάχνει.
Και την ημέρα που σταμάτησε να ψάχνει, βάνοντας το χέρι του τυχαία, στο δεξί
τσεπάκι του γελέκου, ξαναβρήκε το χαμένο γράμμα!
Έγραφε με κεφαλαία γράμματα – με μεγάλα γράμματα παχιά: «Α ΤΟΚΤΟΝΩ Μ.
Ρ.» – και τίποτ’ άλλο. Έμεινε σαν αποσβολωμένος! Αλλ’ απ’ την άλλη μεριά, στα
βάθη της ψυχής του, ένιωσε μια παράξενη χαρά: αυτό το γράμμα, που κρατούσε μες
στα χέρια, πρόβαλλε, τώρα, σα διπλό πειστήριο, και του απόδειχνε, με τρόπο φανερό,
πως το μυαλό του βρισκότανε στη θέση του, και πως δεν είχε ούτε μια στιγμή σαλέ-
ψει, καθώς άρχιζε κι ο ίδιος να πιστεύει... Το ζήτημα της πέτρας μόνο έμεινε – αλλά
κι εκείνη μπορεί να ’πεσε στη θάλασσα...
Δεν έδειξε το γράμμα σε κανένα. Τώρα πια, τι ωφελούσε να το δείξει; Το κράτησε
κλεισμένο στο συρτάρι του, και το κοιτάζει, πού και πού, κρυφά, τις στιγμές που
βρίσκεται μονάχος.
[230]
Διηγήματα
Αλλ’ από τότε –τόσα χρόνια, τώρα– δεν ξανακατέβηκε στο άληρο. Κι όταν του
λεν οι φίλοι του γιατί δεν κατεβαίνει –αυτός που τόσο τ’ αγαπούσε, μια φορά– το
πρόσωπό του σκοτεινιάζει μονομιάς, και προσπαθεί ν’ αλλάξει την κουβέντα...
[231]
Διηγήματα
Ο Πέτρος ο υτάς, ο γείτονάς μου, άνθρωπος λογικός και μορφωμένος, ήταν ενα-
ντίον των προλήψεων. Είχε την ιδέα ότι οι δεισιδαιμονίες είν’ ένα βάρβαρο απομει-
νάρι της σκοτεινής εκείνης εποχής, που ο άνθρωπος, τυφλός κι ακατατόπιστος, λά-
τρευε τις πέτρες και τα ξύλα. Και δεν είχε άδικο. Το μίσος του αυτό για τις προλή-
ψεις, του είχε γίνει μονομανία. Προπαγάνδιζε παντού τις θεωρίες του, κι έδινε πρώτος
το παράδειγμα της οριστικής απαλλαγής απ’ το βάρος και τη διαρκή ενόχληση όλων
αυτών των ηλιθιοτήτων, που στέκονται σαν ένας εφιάλτης, μες στην πολιτισμένη μας
ζωή. Είχε προσηλυτίσει μερικούς, και με βοήθεια των λίγων αυτών φίλων, είχε συμ-
πήξει κι ένα είδος συντροφιάς, ένα είδος φιλικού συλλόγου – « Συλλόγου εναντίον
των προλήψεων»...
Πολλές φορές είχαμε συζητήσει, γύρω σ’ αυτό το θέμα, κι επειδή ο Πέτρος ήταν
τύπος φοβερά φανατικός, μ’ όλη τη συμφωνία μου μαζί του, ένιωθα, τη στιγμή που
μου μιλούσε, πως δεν ήμουν αρκετά ετοιμασμένος, ώστε να γίνω, κι εγώ, μέλος του
«συλλόγου»! Είχα ακόμη μερικές επιφυλάξεις, που αυτός ο, μες στην ακρότητά του,
τις θεωρούσε σοβαρό εμπόδιο, για την επίσημη, να πούμε, πρόσληψή μου... Κι έτσι
έμεναν τα πράματα, ως τη στιγμή που αρχίζει η ιστορία.
Για να διαδώσει τις ιδέες του, ο Πέτρος δεν παρέλειπε καμιά απ’ τις λαμπρές εκεί-
νες ευκαιρίες, που παρουσιάζονται σχεδόν σε κάθε βήμα, στις καθημερινές μας επα-
φές, και τις σχέσεις με τους άλλους τους ανθρώπους: Άναβε πάντα τρίτος το τσιγάρο
του, ταξίδευε κατά κανόνα, Τρίτη, και τα είχε καταφέρει έτσι, ώστε κι ο περίφημος
εκείνος «Σύλλογός» του, ν’ αποτελείται από δεκατρία μέλη, με το σκοπό, αν τύχαινε
να γίνουν περισσότερα, να τον διαιρέσει σε ομάδες, ώστε τα μέλη της καθεμιάς ομά-
δας, να είναι, πάλι, δεκατρία, ακριβώς! Ως εκεί τον έσπρωχνε, σε τέτοιες νοσηρότη-
τες, ο υπερβολικός φανατισμός του...
Παρ’ όλα αυτά, ο φιλικός εκείνος σύλλογος είχε τόσο πολύ ευδοκιμήσει, ώστε ν’
αποκτήσει παραρτήματα κι ανταποκριτές στις επαρχίες. Είχε τυπωθεί και κάποιο έ-
ντυπο, με σκοπό προπαγανδιστικό. Με φράσεις απροκάλυπτες και με στομφώδες ύ-
φος, σαν ένα κήρυγμα επαναστατικό, κεραυνοβολούσε την αμάθεια εκείνων που πι-
στεύουν στις προλήψεις, και τόνιζε μελοδραματικά την ανάγκη μιας χειραφετήσεως
απ’ τον βαρύν, οπισθοδρομικό κι αναχρονισμένο τους ζυγό! Το μανιφέστο εκείνο είχε
πιάσει, κι ένας καινούριος άνεμος «αντιπροληπτικός» φυσούσε, τώρα, απ’ όλες τις
μεριές...
Ο Πέτρος ήταν κατενθουσιασμένος! Είχε πάρει το ύφος ενός ήρωος, ενός σωτήρος
της «πασχούσης ανθρωπότητος»! Είχε παραμελήσει τις δουλειές του, και δε ζούσε
παρά μ’ αυτή τη σκέψη: πώς να κάνει τους όλους τους ανθρώπους να συμμερισθούν
τις πεποιθήσεις του! Αγωνιζόταν, αλληλογραφούσε, έδωσε και κάποιες διαλέξεις, κι
είχε αποφασίσει, σε πρώτην ευκαιρία, να κάνει και «τουρνέ» στις επαρχίες –εκεί που
είχε τους καλύτερους πυρήνες του– για να φανατίσει τους πιστούς του... Οι υπερβο-
λές του μ’ ενοχλούσαν, αλλά δεν τόλμησα ποτέ να του το πω: θα με χαρακτήριζε ως
«αντιδραστικό», ενώ δεν ήμουν αντιδραστικός, αλλά ένας άνθρωπος απλός και λογι-
κός, που περιφρονούσε τις προλήψεις, αλλά που έβρισκε πως ένας τέτοιος ζήλος, θα
[232]
Διηγήματα
ήταν απείρως προτιμότερο, αν εξαντλείτο για κάποιο άλλο ζήτημα, πιο ουσιαστικό
και πιο επείγον – πάντα προς το καλό της ανθρωπότητος... Είχα βαρεθεί να συζητώ
μαζί του, αν και σιωπηρά καταταγμένος στη χορεία των «αμέσως συμπαθούντων»!
Έλειπε μόνο το επίσημο το χρίσμα – κι αυτό, καθώς είπα παραπάνω, επειδή δεν ή-
μουν ώριμος ακόμα να τηρώ όλες τις εντολές της καινοφανούς αυτής θρησκείας...
Αλλά και να μην ήμουν «συμπαθών», είχα πολλούς λόγους, να πιστεύω, πως ο Πέ-
τρος, άσχετα μ’ αυτό, θα μ’ αγαπούσε και θα μ’ εκτιμούσε. Θα μ’ εκτιμούσε, πιθα-
νόν, λιγότερο – αλλά, μια φορά, θα μ’ εκτιμούσε. Κι επιμένω σ’ αυτή την άποψή μου.
Είχαμε κάνει τόσα χρόνια συντροφιά, κι είχαμε τόσο γνωρίσει τις ιδέες μας, που θα
ήταν αδικαιολόγητο, για μια τόσο τιποτένιαν αφορμή, να μετριάσει την αγάπη του σε
μένα... Κι εξαιτίας της αγάπης του αυτής, είχα όλο τον καιρό, κι όλη την άνεση, να
παρακολουθήσω τις προόδους του.
Τον πρώτο χρόνο όλα, πιστεύω, βάδιζαν καλά. Ο σύλλογος είχε ριζώσει –τα μέλη
του ήταν πενηνταδυό (πολλαπλάσιο, κι αυτό, του δεκατρία)– είχε γίνει και το κατα-
στατικό, κι εκείνος ήταν ο ισόβιός του πρόεδρος. Τι άλλο ήθελε, μες στις επιτυχίες
του, για να μη μένει ευχαριστημένος; Κι όμως, αλήθεια, ο Πέτρος, τελευταία, είχε
γίνει μελαγχολικός! Στην αρχή, κανένα μάτι δεν το πρόσεξε – εκτός από το μάτι το
δικό μου˙ ο Πέτρος, το σύχαρο παιδί, με τα παχιά, τα φουσκωμένα λόγια – είχε γίνει
μελαγχολικός…
Σε λίγο, το πρόσεξαν κι οι άλλοι. Ο ενθουσιασμός του είχε πέσει. Μιλούσε λίγα
λόγια, κι εκείνα μετρημένα – αυτός που δε μας άφηνε μιαν ώρα σ’ ησυχία, και που
χαλούσε, άλλοτε, τον κόσμο με τα γέλια του… Τώρα δε μιλούσε σε κανένα, περπα-
τούσε με βήματα αργά, και διαρκώς είχε σκυμμένο το κεφάλι. Προσπάθησα να μάθω
την αιτία. μακροχρόνια και δυνατή φιλία μας, μου ’δινε το δικαίωμα να κάνω α-
νακρίσεις…
Δε θέλησε να πει τι του συμβαίνει. Κι όμως, εγώ, ένιωθα πως κάτι του συμβαίνει.
Κι εκείνη η απότομή του άρνηση να μου εξηγήσει τι συμβαίνει, μ’ έκανε πολλά να
υποθέσω…
Εξακολούθησα τις βολιδοσκοπήσεις μου, χωρίς να χάσω την υπομονή μου. Ανα-
γκάστηκα, παρά τη θέλησή μου, να γίνω μέλος του περίφημου συλλόγου του, για να
μπορέσω να τον παρακολουθήσω. Μ’ ενδιέφερε κι ως φίλος του, κι ως τύπος. Λάβαι-
να μέρος στις συνεδριάσεις, άναβα τρίτος, επιδεικτικά, το πούρο μου, έκανα τις εκ-
δρομές μου Τρίτη – φερόμουν, τελοσπάντων, καθ’ όλη τη γραμμή, σαν άξιος από-
στολος της ιδεολογίας, και τηρητής πιστός των εντολών της…
Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν έπαυα να παρακολουθώ. Κι άξαφνα, ένα
βράδυ, σε κάποιο μας περίπατο, βρήκα το κλειδί του μυστηρίου: ο Πέτρος είχε γίνει
δεισιδαίμων! Με το να πολεμάει τις προλήψεις, δυο χρόνια τώρα, συστηματικά – και
να μην κάνει τίποτ’ άλλο, νύχτα μέρα, παρά ν’ ανάβει τρίτος το τσιγάρο του, να κάνει
όλες τις δουλειές του Τρίτη, και να κάνει συντροφιά με δεκατρείς – είχε πέσει στις
αντίθετες προλήψεις! Είχε πιστέψει πως το δεκατρία ήταν ο τυχερός του αριθμός, κι η
Τρίτη η καλύτερή του μέρα. Κι έτσι, χτυπώντας τις κοινές προλήψεις, και προσπα-
θώντας να πηγαίνει κόντρα, είχε ξαναπέσει στην παγίδα τους, αλλ’ απ’ την ανάποδη
μεριά! Οι προλήψεις τον εξεδικούντο – και μ’ ένα τρόπο εντελώς σατανικό…
[233]
Διηγήματα
Αυτό το πράμα δεν έγινε αμέσως, αλλά σιγά σιγά και βαθμηδόν, χωρίς κι ο ίδιος
να το καταλάβει. Έβλεπα κάθε μέρα τα συμπτώματα της νέας του αυτής μονομανίας
– αλλά, σα φίλος που τον αγαπούσα, δεν τολμούσα να του τα φανερώσω. αίνεται,
όμως, τώρα τελευταία, ότι κι ο ίδιος το είχε καταλάβει, και πως αυτή η μυστική του
διαπίστωση, ήταν ο λόγος της μελαγχολίας του. ταν βγαίναμε περίπατο οι δυο μας,
και δεν υπήρχε κι άλλος ένας, στην παρέα, για ν’ ανάψει τρίτος το τσιγάρο του, αδη-
μονούσε κι έχανε το χρώμα του. Έψαχνε, τότε, με τα μάτια, να βρει κάποιο διαβάτη,
που να ’θελε, κι εκείνος, ν’ ανάψει το τσιγάρο του, για να μπορέσει να ξαναπετύχει το
ποθητό μοιραίο αριθμό! Το πρόσωπό του ανακουφιζόταν τότε, η μορφή του ακτινο-
βολούσε, έκανε κέφι, μιλούσε, φλυαρούσε… Ο Πέτρος είχε γίνει δεισιδαίμων «προ-
ληπτικός» και νευρασθενικός!
Σε κάθε βήμα, και σε κάθε μας κουβέντα, εξακρίβωνα τη νοσηρότητά του. Είχε
χάσει τη γαλήνη της ψυχής του, και το πλατύ και ζωηρό εκείνο γέλιο, το τρανταχτό
και μεταδοτικό, που νομίζω πως αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό του. Είχε γίνει
νευρικός και φοβισμένος, ταραγμένος και δισταχτικός… Κι όμως εξακολουθούσε
πάντα –ειρωνεία φοβερή της τύχης– να είναι πρόεδρος, και μάλιστα ισόβιος του
«Συλλόγου εναντίον των προλήψεων»!...
κατάσταση αυτή, βάσταξε ακόμα τρία χρόνια. Σ’ αυτό το αναμεταξύ, ο σύλλο-
γός του είχε πάρει δρόμο! ύπαρξή του ήταν πια πασίγνωστη, τ’ όνομα του «τολμη-
ρού» προέδρου του αναφερόταν στις εφημερίδες, η ιδέα είχε θριαμβεύσει! Δεν περ-
νούσε μέρα, που να μην υπάρχουν προσχωρήσεις… Οι ομάδες των δεκατριών, είχαν
υπερβεί τις δεκαπέντε!
Κι ο Πέτρος έφθινε, μέρα με την ημέρα. Το πρόσωπό του, το άλλοτε γιομάτο, είχε
γίνει χλωμό και μαραμένο. Τα μάτια του κοιτούσαν φοβισμένα. Οι φίλοι, που δεν
ήξεραν τι έτρεχε, έκαναν το σταυρό τους, μ’ αυτή την ξαφνική μεταβολή. Κι εγώ χα-
μογελούσα μυστικά – αν επιτρέπεται εδώ αυτή η λέξη…
Τότε συνέβη και το τραγικό δυστύχημα, που ’δωσε τέλος στη ζωή του Πέτρου. Εί-
χε συμπληρωθεί πενταετία, απ’ τον καιρό που ιδρύθηκε ο σύλλογος – κι επρόκειτο να
γίνει κάποιο γλέντι, για να εορτασθεί το γεγονός. Θα πηγαίναμε μαζί στην εξοχή,
διαιρεμένοι σε δεκαοχτώ ομάδες, και θα καθόμαστε σ’ ένα κοινό τραπέζι, να φάμε
και να πιούμε, ως το βράδυ. Θα διαβάζαμε τον απολογισμό του Συλλόγου και θα γι-
νόσανε διάφορες προπόσεις. Ήμαστε μαζεμένοι στο σταθμό, και περιμέναμε τον ερ-
χομό του τρένου. Ήμαστε κάπως μακριά, στο κέντρο του σταθμού, και δεν είδαμε τι
ακριβώς συνέβη. λ’ αυτά, τα μάθαμε κατόπι. Ο Πέτρος είχε βγάλει το πακέτο του,
και πρόσφερε στο φίλο του τσιγάρο. αίνεται πως εκείνη τη στιγμή, πλησίαζε η αμα-
ξοστοιχία. Ο Πέτρος έδωσε στο φίλο του ν’ ανάψει, κι απ’ τη μανία του ν’ ανάβει
πάντα τρίτος, έψαξε με τα μάτια, μια στιγμή, ν’ ανακαλύψει κάποιον άλλο γνώριμο,
για να μπορέσει ν’ ανάψει τελευταίος. Είδε κάποιον απ’ τη συντροφιά μας, που μόλις
είχε βγάλει τα τσιγάρα του – αλλ’ απ’ την άλλη τη μεριά του τρένου. Έτρεξε τότε,
περνώντας τις γραμμές, για να δώσει και σ’ εκείνον τη φωτιά του. Και πριν προφτά-
σει ο μηχανικός να τον αρπάξει και να τον κρατήσει, η μηχανή της αμαξοστοιχίας
πρόλαβε, και τον έκανε κομμάτια…
[234]
Διηγήματα
Ο Παναγής, συνάδελφός μου στο γραφείο –και που θα ήταν ο καλύτερός μου φί-
λος, αν δεν είχε το φριχτό αυτό ελάττωμα– είχε την αθεράπευτη μανία των απεραντο-
λόγων συζητήσεων. Το συγκινητικό, σ’ αυτή την ιστορία, ήταν ότι ο Παναγής, κάνο-
ντας αυτές τις συζητήσεις, δεν προσπαθούσε, και δε φιλοδοξούσε, ν’ αλλάξει τις ιδέες
κανενός, ούτε, κι ο ίδιος, να μεταπεισθεί. Τις έκανε, απλώς, για τη συζήτηση. πο-
στήριζε ότι, αφού ο άνθρωπος είχε το θείο χάρισμα του λόγου, έπρεπε να το χαίρεται,
χωρίς διακοπή! Αν και δε συμφωνώ μ’ αυτή την άποψη –κι ούτε κανένας άλλος συμ-
φωνούσε– ήμαστε όλοι υποχρεωμένοι, στο γραφείο, στο δρόμο ή στο τραμ, όταν ο
διάβολος μας έριχνε κοντά του, να υποτασσόμεθα, γογγύζοντας ή όχι, στην εγωιστική
αυτή μανία του...
Ο Παναγής, δε μας χρωστούσε χάρη, γι’ αυτή την ανεκτίμητη θυσία: όπως όλοι οι
μεγάλοι φλύαροι, που καλλιεργούν αυτό το πάθος, δεν έβλεπε, στη ρύμη της κουβέ-
ντας του, την καταδίκη μας και την απόγνωσή μας! Εξακολουθούσε να πιστεύει πως
εκείνο το μαρτυρικό χαμόγελο, που ακινητούσε στη μορφή μας, όταν τύχαινε και
πέφταμε στα νύχια του, ήταν χαμόγελο χαράς κι ευδαιμονίας, για την τύχη που μας
έφερνε κοντά του! αυταπάρνησή μας δεν τον έθιγε, κι ούτε μπορούσε να τη φα-
νταστεί...
«Ν’ αγαπάς τους φίλους σου, με τις αδυναμίες τους» – έτσι λέει κάποια παροιμία.
Και σύμφωνα μ’ αυτή την παροιμία, αγαπούσαμε κι εμείς τον Παναγή. Αλλά πιο πο-
λύ αγαπούσαμε την ώρα που μας έδινε το χέρι...
Ήμαστε δέκα, στο ίδιο γραφείο, κι η δουλεία μας ήταν πληχτική. Μες στη μεγάλη
σάλα που δουλεύαμε, δεν ακουγόταν, μέρα νύχτα, τίποτ’ άλλο, παρά ο κρότος της
γραφομηχανής. Κι αυτός ο κρότος, που δε σταματούσε, έμοιαζε, κάπως, σε πολλά
σημεία, με τη λίμα του καλού μας φίλου! Ήταν η ίδια απηνής σκοτούρα, ο ίδιος φο-
βερός εκνευρισμός... λοι διψούσαμε για λίγη σιωπή!
Και τη χαιρόμαστε αυτή τη σιωπή, κάθε Κυριακή, και κάθε σκόλη. Μας φαινόταν
πως μας χάριζαν τον κόσμο. Πηγαίναμε στους κινηματογράφους (ήταν βουβοί, την
εποχή εκείνη – από τότε μίλησαν κι αυτοί!), κάναμε ταξιδάκια κι εκδρομές –πάντα σε
μέρη ήσυχα, και δίχως φασαρίες– περνούσαμε σχεδόν χαριτωμένα. Τον Παναγή, αν
και τον αγαπούσαμε, γιατί ως άνθρωπος είχε χρυσή καρδιά – δεν τον παίρναμε ποτέ
στις εκδρομές μας˙ τον αποφεύγαμε σχεδόν, και τον φοβόμαστε, όπως ο διάβολος
φοβάται το λιβάνι. Κάποτε, στις αρχές της γνωριμίας μας –μόλις είχε προσληφθεί
στην εταιρία– είχαμε γελαστεί, δυο τρεις φορές, και τον είχαμε καλέσει στην παρέα˙
αλλά μόλις καταλάβαμε το πάθος του, δεν τον ξανακάλεσε κανένας. Το φέρσιμό μας
αυτό δεν τον σωφρόνισε. Εξακολουθούσε το χαβά του – ωσότου μας ανάγκασε κι
εμάς, να συσσωματωθούμε εναντίον του, σ’ ένα είδος «συμμαχίας ιεράς», για την
άμυνα και για την περιφρούρηση της κινδυνευούσης ησυχίας μας... ταν μας έβρισκε
μαζί, συγκεντρωμένους, γλιτώναμε προσωρινά τον κίνδυνο˙ όταν, όμως, μας πετύχαι-
νε μονάχους –θύματα φτωχά κι ανυπεράσπιστα– επωφελείτο, και μας άλλαζε την
πίστη! Ήταν σα μιαν υποσυνείδητη εκδίκηση, για τη μικρή μας τη συνομωσία...
[235]
Διηγήματα
Κι όμως, σ’ αυτή τη φοβερή του φλυαρία, σ’ αυτή την ακατάσχετή του λίμα, χρω-
στάω –πρέπει να τ’ ομολογήσω– το ότι είμαι ζωντανός, ετούτη τη στιγμή!
Είχαμε πάρει άδεια, εγώ κι ο Παναγής, το προπερασμένο καλοκαίρι –άδεια για δε-
καπέντε μέρες– με το σκοπό να πάμε, κι εμείς, κάπου, σ’ ένα νησάκι ή σε μιαν ακρο-
γιαλιά, για να ξεσκάσουμε και να ξεκουραστούμε, σαν ταλαιπωρημένοι χριστιανοί. Ο
Παναγής θα τραβούσε για την Τήνο. Δεν εννοούσα, με κανένα τρόπο, να τον ακο-
λουθήσω στο ταξίδι, και να βρεθώ, μαζί του, στο ίδιο το νησί! Μου ’φτανε η σκοτού-
ρα του γραφείου, ο θόρυβος της γραφομηχανής, για να μην υποστώ και τη συντροφιά
του... Τις λίγες αυτές μέρες της αδείας, ήθελα να πάρω τον αέρα μου, και να χορτάσω
την ελευθερία μου. Αν ήταν να ’παιρνα αυτή την άδεια, για να ξαναπέσω στην παγί-
δα, καλύτερα να μην την είχα πάρει! Θα προτιμούσα να ’μενα κλεισμένος στο γρα-
φείο, στη δροσιά των μικρών ανεμιστήρων, σκυμμένος μες στους αριθμούς και τα
κατάστιχά μου, να κατεβαίνω ταχτικά στο άληρο, να παίρνω την ανάσα μου, κοντά
στην αμμουδιά – παρά να κάνω τη μεγάλη φασαρία και τα έξοδα του παραθερισμού,
μόνο και μόνο για να πέσω, σαν το μπούφο, στον ξεθεωμό του Παναγή! Α! όχι, όχι!
Πιο καλά μες στο γραφείο...
Είχα την απόφαση να μη βρεθώ μαζί του, ούτε στο τρένο, ούτε στο βαπόρι! Εγώ
θα τραβούσα για την Πάρο – κι αν εκείνος μου ’λεγε πως θα πήγαινε στην Πάρο, θα
τραβούσα κι εγώ δεν ξέρω πού – θα πήγαινα στη Σύρα ή στην Νάξο... Δόξα να ’χει ο
μεγαλοδύναμος, τα νησιά δεν απολείπουν στο Αιγαίο...
Είχα φροντίσει να τον αποφύγω, ως τη στιγμή που, φορτωμένος τη βαλίτζα μου,
πήγα να πάρω τον ηλεκτρικό. Ήμαστε δυο, μονάχα, αδειούχοι –κανένας άλλος δεν
τον έκανε παρέα– κι έψαχνε, σα λαγωνικό, για να με βρει. Είχε πάρει σβάρνα όλα τα
καφενεία, όλα τα μέρη τα γνωστά, που νόμιζε πως σύχναζα, κι όλα τα κέντρα, για να
με πετύχει. Δεν είχε μάθει το καινούριο μου το σπίτι –ήξερε, μόνο, το παλιό που κα-
τοικούσα– αλλιώς δε θα μπορούσα να ξεφύγω...
Πήρα, λοιπόν, το τρένο, μια Κυριακή απόγεμα, και κατέβηκα, γραμμή, στον Πει-
ραιά. Έβγαλα το εισιτήριό μου – κι επειδή είχα καιρό ακόμα, έκανα μια βόλτα στο
λιμάνι. Χάζευα με το συνωστισμό, με τις σφυριξιές των βαποριών, με τις φωνές, με
τον κόσμο που περνούσε. Ένιωθα, ως το πιο βαθύ μου είναι, τον πυρετό και τη χαρά
του ταξιδιού! Αδημονούσα, και κοιτούσα το ρολόι, πότε θα ’φτανε η ώρα της φευγά-
λας...
Καθώς περιδιάβαζα στο πλήθος, ένιωσα κάποιο χέρι στο μπράτσο μου απάνω: ή-
ταν ο μοιραίος Παναγής, πιο ζωηρός και φλύαρος απ’ όλες τις φορές! Μ’ αγκάλιασε,
με φίλησε, με γιόμισε φιλιά! Το πρόσωπό του έλαμπε, γελούσε, τραγουδούσε! Ήταν
γιομάτος κέφι που με βρήκε... Κατάλαβα πως θα λιποθυμούσα! Τα γόνατά μου κόπη-
καν μεμιάς, δεν είχα το κουράγιο να μιλήσω... Μ’ άρπαξε και μ’ έσερνε στο πλήθος,
σα μια λεία που την κυνηγούσε χρόνια! Με πεσμένον ενθουσιασμό, σκυφτός, αξιο-
λύπητος, μασώντας τις κουβέντες, άφησα να με πάει όπου θέλει...
Καθίσαμε σ’ ένα καφενεδάκι. Μου είχε σβήσει η χαρά του ταξιδιού, με δυσκολία
άρθρωνα τις λέξεις. Δεν είχα καν τη δύναμη, σαν άλλοτε, να δοκιμάσω να του ξε-
γλιστρήσω... Έφευγε, κι αυτός, το ίδιο βράδυ, αλλά με το επόμενο βαπόρι. Είχε μια
ώρα στη διάθεσή του. Κι άρχισε να μου λέει, να μου λέει – να μου παίρνει το μυαλό
[236]
Διηγήματα
[237]
Διηγήματα
ταν, ένας φίλος μου γιατρός, πρωτοφανέρωσε στον Παντελή, το σοβαρό της κα-
ταστάσεώς του – ο Παντελής κατέβασε τα μούτρα... Άνθρωπος καλοζωισμένος, σαν
κι αυτόν, δεν ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί –μάλιστα έτσι, στα καλά καθούμενα–
τα ξαφνικά χτυπήματα της μοίρας! Δεν εννοούσε, με κανέναν τρόπο, να υποκύψει και
να υποφέρει. Δεν ήταν ούτε στωικός φιλόσοφος, ούτε οπαδός της εγκρατείας και των
ηρωικών εγκαρτερήσεων. Ήταν ένας καθαρός γλεντζές, ένας εραστής των καταχρή-
σεων – κι η ιδέα των νοσοκομείων, των συνοφρυωμένων προφεσόρων, των φαρμά-
κων και των εγχειρήσεων και της αποχής από κάθε διασκέδαση, ήταν αρκετή να τον
τρελάνει!
λοι εμείς, οι φίλοι του, βλέποντας τη βαθιάν απόγνωσή του, προσπαθήσαμε να
τον παρηγορήσουμε. Στα φιλικά και τυπικά μας λόγια, μας κοιτούσε μ’ ένα ύφος
δύσπι- στο, με τα σκοτεινιασμένα του τα μάτια, σα να θαρρούσε πως τον κοροϊδεύα-
με, ή πως τον περνούσαμε για κάνα μωρουδέλι... Ώρες ώρες, πάλι, όταν επείθετο για
τις καλές προθέσεις μας, και τη φιλική μας ειλικρίνεια, μας κοιτούσε βουβά και τρυ-
φερά, μ’ ένα είδος μυστικής ευγνωμοσύνης. Ήθελε κι ο ίδιος να πιστέψει, πως τα
πράματα δεν ήταν σοβαρά, και πως αυτοί οι θεομπαίχτες οι γιατροί, συνηθισμένοι να
τα βλέπουν όλα μαύρα, του ’φερναν, τώρα, όλοι τους, επίτηδες, την καταδίκη και τον
κατακλυσμό... Κι όμως εμείς, οι φίλοι του, το ξέραμε, πως αυτός ο κακοήθης όγκος,
που δεν τον άφηνε μια νύχτα σε ησυχία, ήταν κάτι το πολύ λεπτό, το σοβαρό, κι ε-
κτάκτως επικίνδυνο...
Ακολουθώντας τις συστάσεις των γιατρών, όσο και τις δικές μας συμβουλές, απο-
φάσισε, λοιπόν, με χίλια βάσανα, να υποβληθεί σε θεραπεία. Περιόρισε τα γλέντια, το
τσιγάρο, τις ερωτοδουλειές και το πιοτό. Αλλά, κι αυτό, δε βάσταξε πολύ. Σε λιγάκι,
ξανάρχισε τα ίδια. Σ’ έξι μήνες, έγινε χειρότερα. Ο όγκος ξαναφάνηκε, ακόμα πιο
επίμονος. Του παρουσιάστηκε στο σβέρκο, και δε μπορούσε να γυρίσει τι κεφάλι...
Βλέποντας αυτό το αδιέξοδο, πήρε, τελοσπάντων, την απόφαση, να λάβει κάποια
μέτρα ριζικότερα, και να κάνει σχετικές υποχωρήσεις, στις χίλιες τόσες απαιτήσεις
της αρρώστιας του. Παραδόθηκε στα χέρια των χειρούργων, με την ελπίδα πως, μ’
αυτό τον τρόπο θ’ απαλλασσόταν τελειωτικά.
Αλλά, δυο μήνες μετά την εγχείρηση, ο όγκος, πάλι, ξαναπαρουσιάστηκε! Ήταν
ανάγκη πια να σκεφθεί σοβαρά. Αναβολές, υπεκφυγές κι αστεία, δε χωρούσαν, στην
περίπτωση αυτή... Με κλονισμένη την εμπιστοσύνη στην επιστήμη και την πείρα των
γιατρών του, αποφάσισε να φύγει στην Ευρώπη. Τον είχε πάρει μια βαθιά μελαγχολί-
α, μια φοβερή ανησυχία για την τύχη του... Έβλεπε το μέλλον σκοτεινό, τη ζωή του
περιορισμένη! Είχε πάθει το μεγάλο πανικό, την αγωνία και τον τρόμο της αρρώστιας
του! Ο Παντελής, το σύχαρο παιδί, το ξένοιαστο και καλομαθημένο, είχε χάσει τη
χαρά του και το κέφι του... Ένιωθε πως, εκείνο το ταξίδι, του ήταν, τώρα, επιβεβλη-
μένο, αν ήθελε, στ’ αλήθεια, να γλιτώσει...
[238]
Διηγήματα
Την παραμονή του ταξιδιού του, μας έδωσε στο σπίτι του, το βράδυ, ένα γεύμα
αποχαιρετιστήριο. Μας έβλεπε να τρώμε και να πίνουμε, κι εκείνος ήταν καθισμένος
σε μιαν άκρη, και μας κοιτούσε μ’ ένα μάτι θολωμένο, σα να βρισκότανε στην ίδια
του κηδεία! Δεν ήταν δύσκολο κανένας να μαντέψει την κρυφή σκέψη που τον τυ-
ραννούσε – τη σκέψη πως, εκείνο το τραπέζι, μαζί με τη γλεντζέδικη παρέα του, μπο-
ρεί να ’ταν και το τελευταίο... Του κάκου όλοι κάναμε τον εύθυμο, και προπίναμε με
κέφι, στην υγεία του. Το πρόσωπό του έμενε περίλυπο κι αγέλαστο, και στις προπό-
σεις μας για την ανάρρωσή του, περιοριζόταν, πού και πού, να κουνάει, μονάχα, το
κεφάλι...
Την άλλη μέρα, έφευγε, μαζί με τον γιατρό που τον κουράριζε –το μόνο φίλο του
γιατρό, που κάπως εκτιμούσε, αυτόν που του πρωτόπε την αρρώστια του– κατευθείαν
για την κλασική Βιένη, τη φημισμένη πόλη των «θαυμάτων»! Αυτό του το ταξίδι στη
Βιένη, ήταν το τελευταίο του ατού. Αν δε γιατρευόταν ούτ’ εκεί, στα χέρια τόσων
ειδικών, με παγκόσμια φήμη, έπρεπε να το πάρει πια απόφαση, πως δεν υπήρχε σω-
τηρία πουθενά, κι ήταν γραμμένο του να μας αφήσει χρόνους...
Είχαμε, όλοι, ταχτικά, ειδήσεις του. Είχε κάμει και δεύτερη εγχείρηση –του την εί-
χε κάνει, όπως έγραφε, μια «κορυφή επιστημονική»– και ίσως ίσως να ’κανε και τρί-
τη, αν ο όγκος ξαναπαρουσιαζόταν, όπως είχε φόβους ο γιατρός του. Τα γράμματά
του ήταν, πάντα, θλιβερά, απαισιόδοξα και παραπονεμένα. αινότανε, σ’ αυτά, ο
φοβισμένος άνθρωπος, ο υποχοντριακός, ο γιομάτος τρόμο για το μέλλον –που έχει
χάσει εντελώς το ηθικό του, και θεωρεί τον εαυτό του για χαμένο– κι ό, τι κάνει, το
κάνει δίχως όρεξη, για ν’ αναπάψει τη συνείδησή του, πως δεν έχει παραλείψει τίπο-
τα, κανένα μέσο, που να μην το εξαντλήσει...
Κι ο φίλος μας γιατρός, που τον συνόδευε, μας έγραφε, κι εκείνος, ταχτικά, και
μας πληροφορούσε, πως η κατάστασή του, αν δεν ήταν κρίσιμη ακόμα, ήταν, όμως,
πάντα σοβαρή. Λυπόμαστε κατάκαρδα για το φτωχό μας φίλο, που με το μπρίο του
και με τη ζωηράδα του, μας είχε, άλλοτε, καταδιασκεδάσει, και μας είχε γίνει τόσο
απαραίτητος, ώστε να μη μπορεί να νοηθεί γλέντι και χαρά, χωρίς εκείνον! στενο-
χώρια μας ήταν ειλικρινής, και τα θερμά τα λόγια, που του γράφαμε, έβγαιναν απ’ τα
βάθη της ψυχής μας...
Κι έπειτα πάλι, ξαφνικά, μάθαμε και την τρίτη του εγχείρηση. Το γράμμα του για-
τρού, που την ανήγγειλε, δεν ήταν πια δειλό, δισταχτικό, όπως τις προηγούμενες φο-
ρές. Ήταν αισιόδοξο, θερμό κι ελπιδοφόρο! Αλλά και το γράμμα του Παντελή του
ίδιου, που ήρθε δυο τρεις μέρες υστερότερα, ήταν, κι αυτό, χαρούμενο κι ενθουσια-
στικό! αίνεται πως η τρίτη του εγχείρηση, ήταν τελείως ικανοποιητική, κι ότι, παρ’
όλες τις αντίθετες προβλέψεις, είχε ξεριζώσει το κακό! αίνεται πως τα πράματα
βάδιζαν κατ’ ευχήν – κι η παραμονή του στη Βιένη, ήταν πλέον ζήτημα, όχι μαχαι-
ρωμάτων, αλλ’ αποθεραπείας κι αναρρώσεως... Αντιγράφω ολόκληρο το γράμμα του,
για να δείξω την αβάσταχτη χαρά, και τη διάθεση, που το χαρακτηρίζει:
«Αγαπητοί μου και καλοί μου φίλοι!
Να μην το πείτε ούτε του παπά – αλλά νομίζω πως τη γλίτωσα, παιδιά μου! λους
αυτούς τους τελευταίους μήνες, είχα το ’να πόδι μες στο λάκκο, γι’ αυτό και δε μπο-
ρούσε να χορέψω... Αν δεν είχα την καλή την τύχη να πέσω στα ευλογημένα χέρια
του θαυματουργού αυτού του κυρίου –ενός χασάπη, δηλαδή, από τους πρώτους!– θ’
[239]
Διηγήματα
άφηνα σίγουρα, εδώ, τα κοκαλάκια μου, συντροφιά με τον Αετιδέα.. μως ο διάβο-
λος, θαρρώ πως με λυπήθηκε! Το τρίτο μου πετσόκομμα, φαίνεται πως με γλίτωσε...
καρδιά μου γύρισε στον τόπο της! Και δε βλέπω, κι εγώ, την ώρα, τώρα, να γυρίσω
στον τόπο το δικό μου... Το τι γλέντι θα γίνει, βρε παιδιά, άμα με δείτε ζωντανό
μπροστά σας, ούτε λέγεται, ούτε και περιγράφεται! Θα σας κάνω ένα δεύτερο τραπέ-
ζι, ένα τραπέζι που θ’ αφήσει εποχή! Αν γυρίσω γερός, όπως ελπίζω –κι όπως με βε-
βαιώνει κι ο γιατρός μου, ή μάλλον ο περίφημος χασάπης μου!– έχω σκοπό, μα την
αγία μου την πίστη, να μην αφήσω τίποτα γερό! Τότε είναι πια που θα το κάψουμε...
Μ’ όλη μου την αγάπη,
ΠΑΝΤΕΛ Σ».
Ένα τέτοιο γράμμα –γραμμένο μ’ όλο το παλιό του κέφι– ήταν επόμενο να μας
χαροποιήσει... Ο Παντελής ξανάβρισκε, σ’ αυτό, όλο το ύφος του κι όλο τον εαυτό
του! Ήταν αρκετό, αυτό το γράμμα, για να πεισθούμε πως την είχε σκαπουλάρει...
Οι κατοπινές επιστολές τους, επιβεβαίωναν αυτό το γεγονός. Ο Παντελής είχε σω-
θεί οριστικά! χαρά μας ήταν δίχως όρια... Μας μιλούσε για τις επισκέψεις του στα
διάφορα μουσεία της Βιένης, για τις χίλιες δυο διασκεδάσεις της, για τα πάρκα της,
και για τη μουσική της! Γύριζε μαζί με το γιατρό του, σ’ όλα τα κέντρα της και σ’
όλα τα μνημεία της, νιώθοντας όλη την παιδιάστικη χαρά του ξαναγυρισμού του στη
ζωή, κι επωφελούμενος αυτής της ευκαιρίας, για να μετατρέψει το ταξίδι του, από
ταξίδι αναγκαστικό, σε ταξίδι γλεντιού κι αναψυχής...
Επί δυο μήνες, χωρίς διακοπή, δε μας έγραφε, παρά γι’ αυτά τα πράματα. Κι ο για-
τρός, απ’ την άλλη τη μεριά, ήταν, κι εκείνος, παραζαλισμένος από θεάματα κι από
διασκεδάσεις! Έδιναν, κι οι δυο τους, την εντύπωση τρελών παιδιών, που τα ’χουν
όλα ξεχασμένα, και δεν ξέρουν με τι τρόπο να ξεσκάσουν...
Και στο τελευταίο του το γράμμα –ένα γράμμα γιομάτο καλαμπούρια, όπως συνή-
θιζε να γράφει ταχτικά– έκανε κάποια νύξη, τελοσπάντων, και για τον προσεχή του
ερχομό...
Ποια ήταν, λοιπόν, η σαστισμάρα μας, η οδύνη κι η κατάπληξή μας, όταν, αντί του
γυρισμού αυτού, που τον περιμέναμε μ’ αληθινή λαχτάρα, λάβαμ’ ένα τερατώδες
τηλεγράφημα, που μας ανάγγελνε, ξερά, το θάνατο του Παντελή! Στο τηλεγράφημα
αυτό, υπογραφόταν ο γιατρός...
Μείναμε, όλοι, μ’ ανοιχτό το στόμα! Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε! Ο νους μας
πήγε σε κακή διάγνωση, σε δηλητηρίαση του αίματος, σ’ επιπλοκή του κακοήθους
όγκου, σε τέταρτη εγχείρηση, μοιραία...
Π ο τ έ δε βάζαμε στο νου μας την αλήθεια! Λέγαμε, μάλλον, πως ο Παντελής,
νομίζοντας πως έγινε καλά, το ’ριξε πάλι στις διασκεδάσεις, κι ο όγκος τού ξαναπα-
ρουσιάστηκε, πιο σοβαρός, ετούτη τη φορά...
Κι εκεί που τυραννούσαμε το νου μας, πελαγωμένοι μες στις υποθέσεις –αλλά και
βέβαιοι γι’ αυτή την εκδοχή– έφτασ’ ένα γράμμα του γιατρού. Αυτό το γράμμα μάς
τα εξηγούσε όλα – και μας ανέτρεπε όλες τις υποθέσεις. Ο Παντελής ήταν τελείως
γιατρεμένος, είχε ξαναβρεί όλο το κέφι του, κι ήταν, να μη βασκαθεί, πιο ζωηρός απ’
όλες τις φορές – όταν ένα τυχαίο γεγονός –έν’ από κείνα τα τυχαία γεγονότα, που
συμβαίνουν σ’ όλους τους ανθρώπους– ήρθε, και κατέστρεψε τα πάντα. Ήταν η μέρα
που επρόκειτο να φύγουν. Είχαν βγαλμένα τα εισιτήρια τους, και περιμένοντας τον
[240]
Πεζά
[267]
Πεζά
Οπτασία
Ποιον να κλαίει τάχα; Ένα χρυσάνθεμο, ξεφυλλισμένο στη ρίζα της ροδοδάφνης,
μου εξήγησε το παράπονό του˙ το αηδόνι έλεγε… «διατί να είναι γαλάζια τα νερά,
ασημένιο το φεγγάρι, μενεξεδένιο το ηλιοβασίλεμα και κατάμαυρη η καρδιά; Δεν
φτάνουν τόσοι ωκεανοί να ποτίσουν τις στεγνές ερημιές του κόσμου και τόσες μυρω-
μένες πνοές να βαλσαμώσουν τους τρελούς ανέμους της ακροθαλασσιάς;… Διατί να
κλαίνε τα μάτια και γιατί ν’ αναστενάζουν οι ψυχές;… Τα κλάματα είναι ιερά και ο
κόσμος ταπεινός!... Τα δάκρυα επλάστηκαν για να σταλάζουν μέσα στα κρυσταλλέ-
νια ουράνια… Το χώμα είναι πολύ ταπεινό για να πίνει τα δάκρυα˙ τα δάκρυα έπρεπε
να εξαερώνονται προς τα γαλανά ύψη, πριν στάξουνε χάμω!... Διατί να είναι γαλάζια
τα νερά, ασημένιο το φεγγάρι, μενεξεδένιο το ηλιοβασίλεμα και κατάμαυρη η καρ-
διά;…»
[268]
Πεζά
που εχανόνταν μέσα στα φύλλα και πάλι αντηχούσε ατέλειωτο παραπονεμένο, σαν να
είχε σπάσει η καρδιά του αηδονιού και όλος ο πόνος του έγινεν ένας χείμαρρος και
όλο το αίμα του μια μελωδία!... Εγώ είχα γύρει φοβισμένος στο δέντρο και η καρδιά
μου ήθελε να σπάσει, να σπάσει και αυτή, και να πνίξω τον πόνο του αηδονιού, να
πνίξω τον ατέλειωτο πόνο του, με το δικό μου ατέλειωτον πόνο!...
……………………………………………………………………………………….
Καμιά φωνή, κανένα τραγούδι!... Γαλήνη, σιωπή… όλα είναι βουβά, μαρμαρένια.
Σπρώχνω τα κλωνάρια της ροδοδάφνης με τρελόν τρόμο… Μια μαύρη, ανάλαφρη
σκιά πέφτει απότομα, παγωμένη, μ’ ένα τρίξιμο των φύλλων, από τα κλωνάρια κάτω,
στη χλόη… Το φεγγάρι την κοιτάζει χλωμά, θλιμμένα… ακούω γύρω τους άφωνους
ολολυγμούς των χρυσανθέμων… Σκύβω με αγωνία, με φρίκη προς την ακίνητη σκιά
είναι το αηδόνι, το ερείπιο ενός αηδονιού, πεθαμένο…
12.3.1908
[269]
Πεζά
Παραφροσύνη!
………………………………………………………………………………………
«Βλέπετε ένα μαύρον ίσκιο που πλανιέται ολόγυρά μας με δυο κόκκινα μάτια, κα-
τακόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, που νομίζεις πως επλάσθηκε από καπνό και από
φρίκη; Είναι ο Θάνατος… Έρχεται μ’ ένα παγωμένο, πικρό χαμόγελο και μου απλώ-
νει τα σκελετωμένα του χέρια να παίξομε… ύγε, κακέ Θάνατε! Είμαι κουρασμένος
απόψε, και τα δάχτυλά μου τρέμουν˙ έχω πυρετό, και συ θέλεις παιχνίδια… Θυμάμαι
έναν καιρό που οι μενεξέδες ήταν ανθισμένοι ολόγυρα στην πράσινη λίμνη και μια
τρελή πεταλούδα εφιλούσε όσα φυλλαράκια εσάλευαν στη δροσιά… Καημένοι και-
ροί!
»Καμιά φορά, τυλιγμένος σιμά στο τζάκι, την ώρα που έξω χιονίζει, χιονίζει, ξα-
ναθυμούμαι τα παλιά και μου φαίνεται πως θα τρελαθώ! Να τρελαθώ… τι να σας πω!
Είναι στιγμές που κάτι αρχίζει να με βασανίζει στο μυαλό μου σαν μια επίμονη, καρ-
φωμένη ιδέα, και τότε νιώθω μια λαχτάρα μην ετρελάθηκα! μως, Θεός φυλάξοι!...
Προχθές –μα μην το πείτε σε κανένα!– που είχα ξαπλωθεί στην πρασινάδα, εγλί-
στρησε στο πλάι μου ένα χελιδονάκι τόσο απαλό, τόσο χαριτωμένο, και ήρθε σιμά
μου, σαν το φύσημα της δροσιάς, και μου είπε πως να μη φοβάμαι, γιατί δεν είμαι
τρελός… Άπονε Θάνατε! Τι γυρίζεις ολόγυρά μου με το λευκό σου κρανίο και με τα
κατακόκκινα μάτια σου; Δεν θέλω ακόμα να πεθάνω γιατί οι μενεξέδες δεν ανθίσανε
και θέλω μενεξέδες, όμορφους, γλυκούς μενεξέδες εγώ στον τάφο μου!
»Τι αστείο, να συλλογίζεται κανένας πως το φεγγάρι είναι χλωμό σαν το κιτρινια-
σμένο μάγουλο ενός ετοιμοθάνατου φθισικού, και πως μέσα στο Άπειρο είναι χίλιοι
κόσμοι και χίλια όντα σαν κι εμάς, και περπατούν, και γελούν, και γράφουν, ποιος ξέ-
ρει; Καμιά φορά πιστεύω πως σε κάποιο άστρο είναι ένας άνθρωπος, ίδιος μ’ εμένα,
με τα ίδια γαλανά μάτια τα δικά μου, και πως γράφει τα ίδια πράματα που γράφω κι
εγώ… Τι αστείο, αλήθεια, δεν είναι αστείο; Είναι να ξεψυχήσει κανείς από τα γέ-
λια… Και θά ’ρθει ένα φύσημα, ένα τρομαχτικό φύσημα, να σαρώσει όλους τους
κόσμους, σα λευκά, λαμπερά χαρτάκια, και θα τα καταποντίσει!... Είναι ωραία επι-
στήμη η Αστρονομία, και όποιος έχει αχόρταγη δίψα για το Άγνωστο, πρέπει να γίνε-
ται αστρονόμος˙ καληνύχτα σας λοιπόν, κυρίες και κύριοι… Θα πάω έξω, στο φεγ-
γάρι, και θα γράψω ένα ποίημα που ν’ αρχίζει με κλάματα και να τελειώνει σε λυγ-
μούς˙ ένα ποίημα που να τρέμουν όσοι το διαβάσουν και να μη γίνονται πια πόλεμοι,
και να μη χύνονται πια αίματα στον κόσμο… Αχ! το αίμα!... Το αίμα που τρέχει σαν
ποτάμι και πλημμυρίζει τη θάλασσα και τη φλογίζει… Ήθελα να ήμουν μέσα στη
λεπίδα ενός μαχαιριού την ώρα που ξεσχίζει μια λευκή σάρκα! Τι να νιώθει το καη-
μένο το μαχαίρι;…
[270]
Πεζά
»Τι δυστυχισμένος που είμαι! Ένας άγριος πόθος με πνίγει, σαν να μου είχαν δε-
μένο το στόμα και να ψυχομαχούσα˙ τι άτιμη που είναι η ζωή! Πονούμε μόνο και
μόνο για να ζούμε, να ξαναπονούμε…
»Χθες το βράδυ, ήταν σκοτάδι στο δρόμο… Ένα παιδί γελαστό, με ωραία γαλάζια
μάτια, ήρθε πηδώντας σιμά μου, και μου ήρθε μια φοβερή επιθυμία, μια αχόρταγη
δίψα να το σκοτώσω… μως εκρατήθηκα˙ ενώ, αν ήμουν τρελός!... Έχω μονάχα
μερικές στιγμές που είμαι σαν πουλί και νιώθω κάτι θεόρατα φτερά ν’ απλώνονται
μέσα στην ψυχή μου και χυμώ να πετάξω! Μα δε μπορώ να πετάξω, ενώ, αν ήμουν
τρελός, θα ενόμιζα πως επέταξα!... Έτσι δεν είναι;
»Ποιος είν’ αυτός που μου άνοιξε το λαιμό μου;… Τι κρύο χέρι! οβάμαι να γυ-
ρίσω το κεφάλι μην ιδώ τίποτε τρομερό˙ ας είναι, το εγύρισα… Κι έπειτα;… Τίπο-
τε!... Τριαντάφυλλα χίλιων λογιών, αν θέλετε, έχω στο περιβόλι μου˙ άλλα είναι κόκ-
κινα σαν καρδιές κι έχουν μια ευωδία σα να πονούνε˙ άλλα είναι άσπρα, κατάσπρα
σαν το γάλα, και ντρέπονται άμα τα κοιτάξει κανένας και κοκκινίζουν… Πώς τ’ αγα-
πώ τα τριαντάφυλλα! Αν ήμουν τριανταφυλλιά θα τ’ αγκάλιαζα όλα και θα τα έλιωνα
από την πολλή την αγάπη˙ πώς;… Και η θάλασσα δεν πνίγει τους ναύτες; Παιδιά της
δεν είναι; Τους πνίγει γιατί τους αγαπάει πάρα πολύ!... Τους πνίγει!... Αχ! αλήθεια, ο
θάνατος…
»Και ξέρετε τι ’ναι ο θάνατος; Ένας κακός, άσπρος σκελετός, μ’ ένα σκουριασμέ-
νο πελώριο δρέπανο, σκουριασμένο από το θέρισμα των ψυχών, που τρέχει να μας
αποκοιμίσει και να μας νανουρίσει! Έρχεται στο σκοτάδι και μου χαμογελάει… τα
δόντια του χτυπούν σα να κρυώνει και τρίζουν τα κόκαλά του σαν σάπια ξύλα! Αλί-
μονο σ’ όποιον πιάσει: τον αγκαλιάζει και τον πάει, μου είπαν, σ’ ένα φοβερόν, άγριο
τόπο, σκοτεινό, θεοσκότεινο, χωρίς φεγγάρι… Αυτός ο τόπος, αντί ν’ ανθίζει τρια-
ντάφυλλα όπως στο περιβόλι μου, ανθίζει όλο μάρμαρα, άσπρα, κάτασπρα μάρμαρα
σαν το χιόνι… Εκεί ονειρεύονται οι πεθαμένοι, και οι απελπισίες τους που είχαν στην
καρδιά τους γίνονται κυπαρίσσια ολόγυρα, και οι καρδούλες τους γίνονται αηδονά-
κια, μικρούλια, παραπονετικά αηδονάκια και πετάνε από κλώνο σε κλώνο και κλαίνε
λυπητερά, όλη τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, έως το γλυκοχάραμα! Αυτά μου είπαν εκείνοι
κρυφά κρυφά, μα δεν το πιστεύω, και δεν ετρελάθηκα ακόμα να τα πιστέψω… ο-
βούμαι να πιστέψω μερικά αλλόκοτα πράματα, και όμως αν τα επίστευα, θαρρώ πως
θα ήμουν ένας μεγάλος, πολύ μεγάλος άνθρωπος… Έχω μια σκέψη που μου δαγκάνει
την ψυχή αυτές τις μέρες˙ θα σας την πω, μα να μη γελάσετε˙ πρώτα πρώτα δεν την
ξέρω καλά καλά, μα φαντάζομαι πώς θα είναι απάνω κάτω… Το φίδι που ξεγέλασε
την Εύα είναι κάτω στο περιβόλι μου! Είναι κρυμμένο μέσα στα φύλλα ενός κισσού
και όταν δύσει ο ήλιος, όλος ο κισσός ανατριχιάζει, σαν κάτι να εσάλευε από κάτω!
Επήγα σήμερα το πρωί να το σκοτώσω, μα δεν το εβρήκα… Ποιος ξέρει πού να εχώ-
θηκε το άτιμο και δεν το εβρήκα… Είναι καταραμένο φίδι, ένα πράσινο και τρομα-
χτικό φίδι, και σιγοτρώει τις καρδιές των ανθρώπων! Θα στείλω να το διώξουν από το
περιβόλι μου γιατί φοβούμαι να κατέβω εγώ, πώς φοβούμαι… Το αίμα μού ανέβηκε
όλο στο πρόσωπό μου και όλο φεύγει, λιγοστεύει από την καρδιά μου… καρδιά
μου, η φτωχή μου καρδιά, είναι σαν μια κόκκινη, ολοπόρφυρη παπαρούνα που κάθε
αναστεναγμός του ανέμου τής επήρε κι ένα ματωμένο πέταλο… Τώρα ο κόσμος γυ-
[271]
Πεζά
ρίζει εμπρός στα μάτια μου σαν ένα μεγάλο χρυσοδεμένο βιβλίο που ξεφυλλίζω στα
γόνατά μου και κοιτάζω τις χρωματιστές του, παράξενες εικόνες! Κάτω, στην αυλή
μου, έχω μια λίμνη και τα μεσάνυχτα κάτι βουίζει βαθιά, σα μια ψυχή πεθαμένη που
τ’ αμαρτήματά της τη στέλνουν, ίσκιο, πίσω στη γη και κλαίει από τον καημό της…
Το φεγγάρι έπεφτε προχθές καθαρό, κατακάθαρο στα σκιερά νερά της με τους θολούς
ίσκιους! Τ’ αστέρια ήταν σαν ένα θαμπό περιδέραιο από μαργαριτάρια στο μαύρο
λαιμό της νύχτας και τα κυπαρίσσια έκαναν ανάλαφρα την παγερή προσευχή τους!
Εκεί που επήγαινα… Τι έλεγα; … Α! ναι, το ηύρα –εκεί που επήγαινα, μέσα στα νερά
ετράνταξε ένα κίτρινο, κίτρινο χέρι, κίτρινο σαν το αγιοκέρι της εκκλησιάς, σαν θολό
χέρι πεθαμένου, και τα δάχτυλά του έψαχναν στο χάος κάτι αόρατο… καρδιά μου
είχε τιναγμούς φρίκης μέσα μου, σαν ανυπόταχτο, τρελό παιδί που δε θέλει ν’ απο-
κοιμηθεί!...
» σο για τη λίμνη, την ξέρετε αυτή την ιστορία˙ είναι παλιά, πολύ παλιά και ο
παππούς μου την είχε μάθει από ένα γέρο θαλασσινό με κατάμαυρα μάτια… ταν
ήμουν παιδάκι, μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και μου έλεγε όλα τα παραμυθάκια των
βουνών, με τα χιονόλευκα μαλλιά του και με το αγαθό του χαμόγελο! Επέθανε όμως
μια νύχτα και τον εθάψαμε μακριά, πολύ μακριά, είναι καιρός…
» ταν πηγαίνω στον τάφο του, βρίσκω πάντα μια κρύα κουκουβάγια που με κοι-
τάζει κατάματα με τα στρογγυλά της, απαίσια μάτια… Έπρεπε να σκοτώσουν όλες
τις κουκουβάγιες που πάνε στους τάφους και μας κοιτάζουν κατάματα…
»Εμάθατε το μυστικό μου; Κάποιος επήγε κάποτε κάπου κι έκανε κάτι! Ποιος και
πού και τι και πότε, δε θα σας το πω˙ αν θέλετε, βασανίσετε λίγο το μυαλό σας και θα
το βρείτε… Εγώ το βασανίζω χίλια χρόνια και δεν έχω καταλάβει ακόμα τίποτε!...
Ενώ, αν ήμουν τρελός, όπως θέλουν να με παραστήσουν εκείνοι, όλα θα τα είχα νιώ-
σει!...
»Πώς φέγγει απόψε το φεγγάρι σαν ένα λευκό λευκό σάβανο, με τα σβησμένα του
μάτια! Μια αχτίδα του πέφτει κουρασμένη μέσα στα χέρια μου και τα χέρια μου είναι
άσπρα σαν ασήμι και σαν αλάβαστρο… Αν μπορούσα να τη σφίξω, να την πιάσω, θα
την επήγαινα να την χαρίσω σε κάποιον που αγαπώ!... Είναι τόσο απαλή, τόσο γλυ-
κιά, σα μια καθάρια σταγόνα μέλι που εξεχείλισε από τον ουρανό κι έσταξε άτονα
απάνω στο λευκό μου χέρι… Απόψε πώς ήθελα να φιλήσω το φεγγάρι… ή να το
σκοτώσω! Καμιά φορά που πονώ και είμαι ξαπλωμένος στη χλόη, έρχεται σιγά σιγά
με τα βελουδένια χεράκια του και με χαϊδεύει, σα μανούλα που χαϊδεύει το πονεμένο
παιδάκι της με τα ξανθά σγουρά μαλλάκια και το στοματάκι το τριανταφυλλένιο!
Εκεί, αποκοιμούμαι ώρες, ώρες, και δεν έρχεται κανένας να με ξυπνήσει… Και χθες
ακόμα…
»Αχ! ποιος μ’ άρπαξε απ’ το λαιμό; Κάτι κρύο και φρικιασμένο με πνίγει…
»Σωπάτε μην κάνετε θόρυβο!
»Ακούω κρότους στο διπλανό δωμάτιο, σαν πατήματα ίσκιου… Ποιος είναι; Κα-
νένας δε μου απαντάει, κανένας!... Ποιος είναι;… Κάποιος έρχεται, η πόρτα τρίζει, η
[272]
Πεζά
πόρτα ανοίγει… Πώς τρέμω, πώς τρέμω!... Θέλω να φωνάξω και μου σταμάτησε η
πνοή!
»Ξέρω ποιος είναι, το ξέρω πολύ καλά! Έρχεται κάθε βράδυ με τα κόκκινα μάτια
του!
»Έρχεται κάθε βράδυ με τα κόκκινα, κατακόκκινα μάτια του, που φεγγοβολούν
σαν αναμμένα κάρβουνα και θέλει να με πάρει!... Ποιος είναι;
»Αν ήμουν τρελός, ω εσείς που θέλετε να με παραστήσετε για τρελόν, θα έβλεπα
τόσο καθαρά αυτόν τον άσπρο σκελετό με το πελώριο, σκουριασμένο δρέπανο, που
χορεύει μπροστά μου και με τρελαίνει από τη φρίκη;… Τα δόντια του χτυπούν σαν
να κρυώνει, και τα κόκαλά του τρίζουν σαν καμένα ξύλα…
»Να τος, να τος, είναι ολόσωμος, θεόρατος, σκελετωμένος μπροστά μου! Χαμογε-
λάει… Κλείνω τα μάτια να μην τον βλέπω και γελώ, γελώ, πεθαίνω από τα γέλια μην
τύχει και νομίσει πως τον εφοβήθηκα… Είναι ο θάνατος, είναι ο θάνατος… Θέλει να
με σύρει, να με…»
………………………………………………………………………………………
Και όλη τη νύχτα εκείνη, όλοι στη γειτονιά, άγρυπνοι, φοβισμένοι έκαναν το
σταυρό τους, γιατί άκουγαν τα μεσάνυχτα μακριά, στην κοιμισμένην ηχώ, ένα γέλιο,
ένα φοβερό σπαρακτικό γέλιο που εξέσχιζε το σκοτάδι της νύχτας κι εξεψύχησε μ’
ένα λυγμό κατά τη χαραυγή…
[273]
Πεζά
Carmen amoroso!...
Dolcezza...
Το σιωπηλό και σκιερό μονοπάτι, ανάμεσα στους μυρωμένους ίσκιους των κισ-
σών, πλημμυρισμένους από σκοτάδι και αρώματα, είχε την όψη ενός λευκού, θλιμμέ-
νου ονείρου, που χάνεται στην αγκαλιά της νύχτας και της ερημίας˙ ένα ρόδινο, ετοι-
μοθάνατο φως του δειλινού, μια απόμακρη πνοή ξεψυχισμένου ήλιου, εστάλαζε ήρε-
μα, γλυκά, μέσα από τους θόλους των κισσών, και οι πονεμένες καρδούλες των ρό-
δων εξεχείλιζαν τη θλίψη τους σε βελουδένιες, μεθυστικές ευωδιές… Αγκαλιασμένοι,
με τα χέρια πλεγμένα τρεμουλιαστά στον ολόθερμο, φρικιαστικό κύκλο του κορμιού,
επηγαίναμε μονάχοι, βυθισμένοι στο σιωπηλό και σκιερό μονοπάτι, που είχε την όψη
ενός λευκού, θλιμμένου ονείρου!... Τα πουλιά, τρομαγμένα από το θάνατο του ήλιου,
επετούσαν με άφωνη λαχτάρα στη γαλανή λίμνη των ουρανών, και κάποια πένθιμη
νυχτερίδα εγλίστρησε βουβή και χάθηκε ίσα στο γαλανό χάος!... Τα πεθαμένα φύλλα
έτριζαν παραπονετικά, πνιγμένα από το βάρος της ηδονής μας… Τα βαθιά του μάτια,
πλημμυρισμένα από νυχτερινή φωταύγεια και από νυχτερινό σκοτάδι, έλαμπαν ανή-
συχα, λυπημένα, και μ’ εκοίταζαν ακίνητα μέσα από τους παθητικούς μενεξεδένιους
κύκλους που είχαν ολόγυρά τους. Ήταν η γλυκιά ώρα που μέσα στην ψυχή σταλάζο-
υν κάποια απελπισμένα και αόρατα δάκρυα, χωρίς να τα βλέπει κανένα μάτι, και αυ-
λακώνουν σταλαγματιά σταλαγματιά την ολότρεμη καρδιά! Μ’ εκοίταζε με τα θλιβε-
ρά σκοτάδια των ματιών του, και βαθιά μου ένιωθα πως οι βελουδένιες ευωδιές των
λουλουδιών ήσαν τόσο γλυκές, γιατί η ψυχή μου έπλεε στα γλυκά κύματα των ματιών
του, και όλος ο κόσμος ήταν τόσο όμορφος, γιατί τον έβλεπα, βυθισμένος στα όμορ-
φα σκοτάδια των ματιών του… Ενύχτωνε ήρεμα, σιγαλά, σα να ετρόμαζε να νυχτώ-
σει, και το τελευταίο κυπαρίσσι έγινε χλωμό, περίλυπο και απόμεινε σκοτεινό, μαρ-
μαρωμένο από ψυχορράγημα του δειλινού, σαν ένας απελπισμένος, πεθαμένος ί-
σκιος!... Τα γλυκόλογα των αηδονιών ξυπνούσαν μέσα στην άτονη σιωπή, μονότονο
νανούρισμα των κόσμων που γέρνουν ν’ αποκοιμηθούνε!... Μ’ εκοίταζε ακίνητα,
νοσταλγικά και το στεναγμό της λυπημένης ψυχούλας του, που μου έκρυβαν τα χείλη
του, τον έβλεπα να χύνεται μέσα στα μενεξεδένια του μάτια, όπως βλέπουν στο
κρύσταλλο του ασάλευτου νερού τα θολά μυστήρια των βυθών… Επηγαίναμε αγκα-
λιασμένοι στο λευκό μονοπάτι και τα πεθαμένα φύλλα χάμω, έτριζαν παραπονετικά
από το βάρος της ηδονής μας! Έσφιγγα τα χεράκια του και αυτά, σαν ηχώ, μου απα-
ντούσαν μ’ ένα δεύτερο, φλογερό σφίξιμο, πως μ’ ένιωθε, πως μ’ αγαπούσε, και πως
όλος ο κόσμος, από τα τριαντάφυλλα ως τα σύννεφα, είναι αγκαλιά, μέθη και αγάπη!
Τα θυμάρια εμοσχοβολούσαν την άγρια πνοή τους και το φως επέθαινε… Και τον
εφίλησα˙ και τη στιγμή που τον φιλούσα, ένιωσα πως η καρδιά μου όλη άνθισε χρυσά
τριαντάφυλλα, και πως η ψυχούλα του ήρθε σαν πεταλούδα, εβυθίσθηκε διψασμένη
στα πέταλά τους, που εσπαρταρούσαν, και μου επήρε κάτι ολόγλυκο και σκοτεινό και
λιποθυμισμένο.
[274]
Πεζά
Fremito...
Ξεφυλλισμένα επερίμεναν το θάνατο σε μια γωνιά λίγα ροδόφυλλα˙ και του λέω:
«Σου αρέσουν τα τριαντάφυλλα;…» Επήρα τα ροδοπέταλα και του εστεφάνωσα τα
μαλλάκια, και η γλυκιά τους ευωδιά μ’ έλουζε απαλά σα μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη
που τα έβαλα να ξεψυχήσουν απάνω στα μαλλάκια του… Και κάτι μου έλεγε βαθιά
πως ποτέ πια στη ζωή, ποτέ πια, δε θα ξαναζούσα αυτή τη στιγμή, μέσα στο τρεμό-
σβησμα του δειλινού να του στεφανώνω τα μαλλάκια του με ξεφυλλισμένα τριαντά-
φυλλα˙ και κάποιος αόρατος λυγμός ανάβρυσε στο πιο κρυφό μέρος της ψυχής μου
και μου εθόλωσε τη χαρά μου˙ οι νυχτερίδες, τρελές στο σκοτάδι, εχόρευαν στο βα-
θυκύανο χάος και όλος ο κόσμος έτρεμε, ανατρίχιαζεν ακόμη κατατρομαγμένος από
το εξωτερικό μυστήριο της αγωνίας του ήλιου! Και όταν εγύρισα να ιδώ τα μάτια
του, είχε νυχτώσει… Ήταν χαμένα στο απέραντο σκοτάδι˙ και τον άρπαξα στην α-
γκαλιά μου και τον έσυρα στα σκοτεινά, κι εγελούσε, μεθυσμένος από το δρόμο, και
δεν έβλεπε την πλημμύρα των δακρύων που μου έβρεχε τα βλέφαρα, σαν ένας κρυ-
στάλλινος φωτοστέφανος του Πόνου˙ και όταν μου εψιθύρισε με την τρελή του φω-
νούλα: «Τι έσταξε στο χέρι μου; Μην είναι η δροσιά της νύχτας;…», επήρα εκείνο το
ζεστό ζεστό χεράκι και μ’ ένα διψασμένο φιλάκι ήπια τα δάκρυά μου απάνω στο κρι-
νόλευκο κύπελλο του τρεμουλιαστού χεριού του… Και ήταν τόσο φλογερά, τόσο
πικρά τα κλάματά μου, και ήταν τόσο δροσερά, τόσο γλυκά επάνω στο χεράκι του!...
Balsamo...
… Επήγαμε στο ερημικό ακρογιάλι και η θάλασσα έβρεχε με τη φρικίαση των α-
φρών τα πόδια μας˙ ένα πολυτάραχο άπειρο νερών απελπισμένων ήταν απλωμένο στα
φοβισμένα μάτια μας˙ η θάλασσα έφερνε το αιώνιο παράπονο των πνιγμένων στην
αμμουδιά και κάθε αφρός αναστέναζε σα μια λευκή ψυχή χαμένη μέσα στον απέρα-
ντο σάλο του πόντου! Εβλέπαμε βουβοί προς την άβυσσο των κυμάτων, και ο κρύος,
ο παγωμένος αέρας επλημμυρούσε με την αλμυρή αναπνοή της θάλασσας τη διψα-
σμένη ψυχή μας… Και κάτι μ’ έσερνε στο βυθό ανίκητο, γιγάντιο, θλιβερό, καθώς το
σαγηνεμένο πουλί σέρνεται στο ολέθριο στόμα του φιδιού! Ήθελα να τον τραβήξω
μέσα στα κύματα και να πιω στο ίδιο υστερνό ποτήρι την δονή και το Θάνατο…
Μα έμενα καρφωμένος, μαρμαρωμένος στην άμμο, και εχάιδευα ήσυχα με τα δάχτυ-
λα τον απαλό του λαιμό˙ έπλεα στη θάλασσα, στον ουρανό και στα μάτια του… Και
τα μάτια του είχαν ένα θαλασσινό φωσφορισμό μυστηρίου, κάποια λάμψη σα γλυκο-
χάραμα, και ενόμιζα πως αν τα εφιλούσα εκείνη τη στιγμή θα έπινα όλο τον ουρανό
και όλη τη θάλασσα… Μια ματωμένη αχτίδα ήλιου εγλίστρησε και στα μάτια του,
βαθιά, άναψε, αντιφεγγίσθηκε η πυρκαϊά της ροδοδύσης… Και το ηλιοβασίλεμα και
τον ουρανό και τη θάλασσα και τη γαλήνη εχίμησα στο χάος των ματιών του και τα
έσβησα μεμιάς με τα χείλη μου, κι ένιωσα στα χείλη μου τη γαλήνη, το ηλιοβασίλε-
μα, τον ουρανό και τη θάλασσα…
Dolore...
Ένα χελιδόνι επετούσε βιαστικό κι έφερνε το ανοιξιάτικο ρίγος στη φύση˙ το φεγ-
γάρι, σαν ένα χλωμό όνειρο πόνου, ασημένιο στο κοιμισμένο άπειρο, χαυνωμένο από
τον ακοίμητο καημό του, εχαμογελούσε στις πρασινάδες το πικρό του και πονεμένο
[275]
Πεζά
χαμόγελο… και στο φως της πανσελήνου εχύθηκαν τα όνειρα στον κόσμο, μέσα στις
δροσολουσμένες αγκάλες της αύρας˙ έρημος, μονάχος, μακριά του… Τα κλάματά
μου ξεκινούν σιγά σιγά από τα βάθη της ψυχής μου, που τα είχα θάψει, και σταλά-
ζουν αργά από τα μάτια μου, σαν να ήταν γλυκά εκεί που ήταν θαμμένα και δε θέ-
λουν να στάξουν… Μακριά μου, πικρό φεγγάρι, μυρωμένη βραδιά, μακριά μου γλυ-
κά δάκρυα! Δεν είναι σιμά μου, κι επόθησα το θάνατο… ψυχή μου είναι πονεμένη,
πονεμένη και σε λίγο θα ξεσπάσει από τη θλίψη, θα ξεχειλίσει, θα γίνει ένα λυπητερό
φως, και θα πάει να γκρεμίσει το χλωμό φεγγάρι από τον ουρανό και θα φέξει σ’ όλο
το στερέωμα τον Πόνο της!...
Angoscia...
Απόψε, άμα σκοτεινιάσει και ο ήλιος ξεψυχήσει σαν ολόχρυσος κύκνος στην ακύ-
μαντη λίμνη του δειλινού, θα έρθω κρυμμένος στο τρεμόσβησμα του σκοταδιού και
θα σε κλέψω από τον κόσμο της ατιμίας… Το φεγγάρι θα στρώσει όλα τα χλωμά κρί-
να του στο διάβα μας και όλα τα φιλιά μας θα τα πάρει η δροσιά και θα τα κάμει πνο-
ές από τριαντάφυλλα. Έλα, γλυκέ μου, να σε θάψω για πάντα μέσα στην ολοσκότεινη
και φλογισμένη αγκαλιά μου˙ έλα να πετάξομε μαζί με τα φτερά της δονής προς το
φεγγάρι… Το σκοτάδι θα μας απλώσει το βελουδένιο του πέπλο και θα στρώσω όλη
την ψυχή μου κάτω από τα πόδια σου για να πατήσεις μαλακά μαλακά, σαν ένα χάδι,
και θα φύγομε μακριά μακριά!... Εκεί που θα πάμε ο πόνος είναι πεθαμένος, το κύμα
γαλανό! Έλα… το άτι μάς περιμένει κάτω, χτυπάει ανυπόμονο τα πέταλά του στο
πλακόστρωτο και δαγκάνει τον αφρισμένο του χαλινό… Πρόσεξε μην ξυπνήσει κα-
νένας, γλίστρησε σαν ίσκιος απαλός στα βουβά σκαλοπάτια, και πέσε, λευκός σαν
όνειρο και αλαφρός σαν αναστεναγμός, στα δυστυχισμένα μου ανοιχτά χέρια, που σε
περιμένουν μαρμαρωμένα στο τρεμόσβησμα του σκοταδιού… Και το άλογο θα χιμή-
σει σαν ένα κατάμαυρο κύμα μέσα στην ασημένια θάλασσα του φεγγαριού και θα
μας σύρει προς τη νύχτα μακριά μακριά!... Μη φοβάσαι… σφίξε τα χεράκια σου γύ-
ρω από το λαιμό μου κι έτσι, αγκαλιασμένοι στο τρεμόσβησμα του σκοταδιού, δε θα
πεθάνομε ποτέ… Εκεί που θα πάμε το ακρογιάλι είναι σπαρμένο από όνειρα και από
διαμάντια, ή λευκές πεταλούδες πλημυρίζουν τις ροδωνιές σα μαδημένες λεμονιές και
σα χιόνι! Αιώνιο, γλυκοθλιμμένο φεγγάρι λούζεται στο μενεξεδένιο σκοτάδι, και το
ηλιοβασίλεμα φορεί στη ρόδινη αγωνία του ένα ολόλαμπρο περιδέραιο από χλωμά
μαργαριτάρια˙ οι κύκνοι είναι άσπροι σαν τα λουλούδια της αμυγδαλιάς και οι αφροί
στην αμμουδιά φλοισβίζουν τα σβησμένα γέλια των γαλανών νερών… Ο θάνατος
σέρνεται σιγά σιγά σα φθινοπωρινός αχνός στην ακροθαλασσιά, και πέφτει λιποθυ-
μισμένος στα κύματα από την ηδυπάθεια του φεγγαριού, και σβήνει!... Εκεί, δεν έχει
φως, ούτε σκοτάδια, δεν έχει ζωή, ούτε θάνατο: έχει αγάπη… Εκεί, μέσα στην κίτρι-
νη ηδυπάθεια του δειλινού, το διψασμένο φιλί μας θα κρατήσει όσο και η ζωή μας˙ το
σάβανό μας θα είναι οι αγκαλιές μας και οι ίσκιοι των πόθων μας τ’ ασάλευτα κυπα-
ρίσσια… Και θα ζω μέσα στα μάτια σου, όπως τώρα ζω μέσα στο στερέωμα, μέσα
στον κόσμο, και θα ξεχάσω τη χλωμάδα του φεγγαριού και το τρεμούλιασμα του γα-
λαξία και το λαμπύρισμα των παραπονεμένων νερών, γιατί ώσπου να πεθάνω θα εί-
μαι βυθισμένος στα μάτια σου και δε θα βλέπω παρά ό,τι αντιφεγγίζεται στο σκιερό
τους καθρέφτη… Θα κλαίω από ευτυχία, και άμα στερέψουν όλα τα δάκρυά μου, θα
[276]
Πεζά
πάρω τους χυμούς των ανθών και θα πλημμυρίσω την καρδιά μου με τις ολόδροσες,
μυρωμένες στάλες, για να έχουν κάτι να χύσουν τα μάτια μου όταν ποθήσω να κλά-
ψω… Εκεί είναι όλο λουλούδια και μύρα, όλο δέντρα και αρώματα, έλατα, μυρσίνες,
μενεξέδες, αμυγδαλιές, νάρκισσοι, ορτενσίες, υάκινθοι, ηλιοτρόπια, λεμονιές και κρί-
να, οινάνθη, ροδοδάφνες, τριανταφυλλιές, ευκάλυπτοι, συκαμινιές, ηράνθεμα, σμυρ-
τιές…
Delirio...
Απόψε, γλυκέ μου, θα σου γράψω το πιο ματωμένο τραγούδι μου! Το νιώθω να
τρέχει σα φλογισμένο ρυάκι μέσα στις σκιερές σπηλιές της ψυχής μου και να στάζει
αιμολουσμένο από τα χείλη μου… Είναι νύχτα και το παράπονό μου χύνεται σαν
βρύση στα πόδια σου, αγαπημένε μου! Είναι νύχτα και δε θα το ιδείς πώς είναι κόκ-
κινο, βουτηγμένο στο αίμα, σα μια πορφύρα… Μην αγγίζεις με τα λευκά σου χεράκια
το τραγούδι μου: θα ματωθείς!... Το εστόλιζα χρόνια τώρα μέσα μου με όλα τα χλωμά
στεφάνια των πόθων μου και των ονείρων μου και τα φλογισμένα τριαντάφυλλα της
αγάπης μου, πριν το ρίξω να το πατήσεις στο χαρωπό σου διάβα!... Τα ροδοπέταλα
της καρδιάς μου σου στρώνω για να περάσεις, και σου μαδώ αλύπητα τα μυρωμένα
μου κρίνα, να σε λούσουν με τις ευωδιές των και να μου χαμογελάσεις… Το τραγού-
δι μου ξεχειλίζει, ορμητικό ποτάμι, και απλώνει ολόγυρά σου μια τρομαχτική λίμνη
από αίμα, αίμα καρδιάς ανοιγμένης… Κρατήσου από το χέρι μου καλά μην πέσεις
μέσα και πνιγείς!... Είναι σκοτάδι, σκοτάδι! Για να μην το ιδείς, το γλυκοχάραμα, ά-
γριο και ματωμένο, όλη τη νύχτα απόψε θα την περάσω άγρυπνος, να ξεπλύνω το
αιμολουσμένο τραγούδι μου στα δάκρυά μου, και αύριο το πρωί θα είναι ολόλευκο,
ολόλαμπρο σαν χιόνι και σαν την ψυχούλα σου, και θα σου φανεί γλυκύτατο, αγαπη-
μένε μου!...
[277]
Πεζά
Ανδρέα μου,
πόσο η καρδιά μου είναι πικραμένη. Χίλιες φορές ως τώρα, αγαπημένε μου, επό-
θησα να σου γράψω, να σου γράψω όλη την ψυχή μου, να ιδείς πόσο είμαι τρελός,
αλλά… Μόλις το διαβάσεις αυτό, θα μου κάμεις μεγάλη χάρη να το ρίξεις μέσα στις
κόκκινες φλόγες που τρίζουν στο αναμμένο τζάκι! Τζάκι;… Έχασα το νου μου!...
Μήπως είναι χειμώνας τώρα; Σου είχα γράψει προχθές ένα γράμμα μελαγχολικό, θλι-
βερότατο, πλημμυρισμένο από πικρά προαισθήματα, ένα γράμμα σκοτεινό σαν τους
πόθους μου και σαν τη ζωή μου… σου είχα γράψει πως κάποια νέα πνοή αγάπης,
γλυκυτάτη πνοή, όλο όνειρα και ηδυπάθεια εφύσηξε μέσα στην απέραντο έρημο που
εκοιμόμουν και μου βαλσάμωσε την ύπαρξη˙ εξύπνησα μεμιάς στο φως, στο ουράνιο
φως του έρωτος!
Αχ! να την ιδείς μονάχα, να ιδείς τα μαύρα, κατασκότεινα μάτια της να σε μεθούν
με τη γλύκα τους και να μεθάς σαν να πίνεις αφρούς ωραίων κρασιών μυρωμένων!
Κάτι έχει σαλέψει μέσα στο μυαλό μου, αλίμονο!, και του κάκου θέλω να γράψω
ήρεμα!... Το ιδανικό, που είχα πλάσει στο σκοτεινότερο μέρος της ψυχής μου, δεν
ήταν τόσο όμορφο ούτε τόσο τέλειο! Ήθελα να ήσουν στη θέση μου, να την ιδείς με
τα δικά μου τα μάτια όταν βγαίνει στο μαρμάρινο μπαλκόνι της και στέκεται, βυθισ-
μένη σε απόμακρους λογισμούς, τη νύχτα, σαν ένα λευκό όραμα, σα μια εκθαμβωτι-
κή οπτασία… Άραγε με συλλογίζεται;
Σου ανοίγω την καρδιά μου, αγαπημένε μου, γιατί είσαι ο μόνος φίλος μου που
μπορώ να ξανοιχτώ! Δεν έχω πού αλλού να ξεσπάσω τον πόνο μου, και ο πόνος της
αγάπης είναι ένα κύμα που μας πνίγει ώσπου, αχαλίνωτο, να ξεχειλίσει κάπου…
Από χθες μου χαμογελάει! Κάθε νύχτα κλείνομαι στο γραφείο μου, με το μέτωπο
ριγμένο στα δυο μου χέρια και κλαίω, κλαίω από χαρά, σαν παιδάκι, με αναφιλητά!
ζωή μου είναι ένα απερίγραπτο όνειρο πόνου και ηδονής από τον καιρό που την
εγνώρισα˙ μ’ έχει νιώσει –μπορούσε να μη με νιώσει;– και μου χαμογελάει, και νομί-
ζεις πως μέσα από τα ρόδινα χειλάκια της θα χυθούν τριαντάφυλλα σε κάθε χαμόγε-
λο! Εκείνο όμως που με σέρνει, σαν υπνωτισμένο, σιμά της, είναι η γοητεία των μα-
τιών της…
Την πρώτη βραδιά που μου χαμογέλασε, εφορούσε ένα ωραίο κατακόκκινο φόρε-
μα με άσπρες δαντέλες γύρω γύρω! Είναι μια λεμονιά ανθισμένη ανάμεσα από τα δυο
μπαλκόνια μας, κι έσκυψε, σα νεράιδα, να με ιδεί, επειδή μ’ έκρυβαν τα φύλλα…
ζωή μου όλη είναι στα χέρια της, καθώς και τα πράσινα δαχτυλίδια που φορεί
στα κρινόλευκα δάχτυλά της. Κάθομαι ώρες, ώρες ατέλειωτες, αντίκρυ της και την
κοιτάζω˙ δε ζητώ τίποτε άλλο, καμία άλλη ηδονή, καμία άλλη ευτυχία στον κόσμο,
παρά να την κοιτάζω έτσι, στα μάτια, στα μαύρα, κατασκότεινα μάτια της, με τα χέ-
ρια σταυρωμένα, την ώρα που βγαίνει με το φεγγάρι να δροσισθεί στο νυχτερινό αε-
ράκι!...
[278]
Πεζά
Τώρα πια είμαι χαμένος άνθρωπος˙ θα γίνει δική μου, το αποφάσισα… αλλιώς θα
σκοτωθώ! Ναι, θα σκοτωθώ… Αυτή μου η αγάπη είναι η πρώτη και η τελευταία της
ζωής μου και μου απορρόφησε και την υστερνή σταγόνα του αίματός μου!
Την λατρεύω!... λος ο κόσμος είναι τίποτε για μένα χωρίς αυτήν˙ μια σκέψις με
τυραννεί: άραγε να με συλλογίζεται; Ποιος το ξέρει; Ίσως…
Ήθελα να γίνω ωραίος, ωραίος σαν Άδωνης, να τη θαμπώσω με την ομορφιά μου
και να με αγαπήσει όσο εγώ την λατρεύω –δε φαντάζεσαι τι θα ειπεί να λατρεύεις ένα
πλάσμα καθώς αυτή–, να με αγαπήσει!... Κάνω όνειρα, τρελά όνειρα για το μέλλον…
Χτίζω πύργους ονείρων, ένα πελώριο πύργο της Βαβέλ που αγωνίζεται να φθάσει
τον ουρανό της ευτυχίας!...
Αχ! αν ήξερες μονάχα τι είναι αυτή για μένα! Εφύλαξα απάνω στην καρδιά μου
ένα μενεξέ που έτυχε να πέσει κάποια μέρα από το χεράκι της και τα μεσάνυχτα, την
ώρα που ξυπνώ με μάτια θολωμένα, τον φιλώ και μου φαίνεται πως φιλώ τα λευκά
της χεράκια με τα πράσινα δαχτυλίδια… Κλάψε με, φίλε μου, κλάψε με˙ αλήθεια,
είμαι αξιολύπητος…
Ξέρεις πώς τη λένε; Τη λένε Άννα! Τι γλυκό, τι αρμονικό όνομα! Είμαι ξετρελα-
μένος μαζί της… Αγαπώ κάθε τι που την πλησιάζει, και όλα τα ζηλεύω, και… Στα-
ματώ, γιατί είναι η ώρα που βγαίνει συνήθως στο μπαλκόνι της και το κερί μου τρε-
μοσβήνει, κοντεύει να σωθεί, να λιώσει σαν την καρδιά μου!
Σου άνοιξα την ψυχή μου γιατί είσαι ο μόνος άξιος να ιδείς τα ολόλαμπρα μαργα-
ριτάρια που κλείνει…
Σε φιλώ, αγαπημένε μου, και σου εύχομαι να μην αγαπήσεις ποτέ, ποτέ με τόση
φλόγα και με τόσον πόθο, γιατί δεν υπάρχει γλυκύτερο μαρτύριο…
Ma chère Marguerite,
δεν επρόφθασα, καημένη, να σου γράψω τόσον καιρό, γιατί είχα δουλειές και δου-
λειές! Πρώτα πρώτα, αυτές τις ημέρες εκεντούσα κάτι μεταξωτά μαντιλάκια και δεν
είχα καιρό ούτε να φάω, ούτε να κοιμηθώ!... Θα πας εφέτος στην εξοχή;… A
propos... Επήρες εκείνη τη συνταγή για τα παξιμαδάκια της βανίλιας; Δεν ξέρεις με τι
ανυπομονησία την περιμένω! Αν την επήρες, θα με υποχρεώσεις να μου τη στείλεις
αμέσως, γιατί ετοιμάζομε… αν το μαντέψεις τι ετοιμάζομε!... Μια surprise για όλες
σας… Θα σου το έκρυβα, αλλά μου φαίνεται πως θα σκάσω αν δεν σου το ειπώ, τόσο
είμαι χαρούμενη˙ ετοιμάζομε ένα επίσημο après-midi!!... Το επερίμενες αυτό, Μαρ-
γαρίτα μου; Ο μπαμπάς, ο άγριος και αμετάπειστος μπαμπάς, υπέκυψε τελοσπάντων
στας παρακλήσεις μας… Πού να σου τα λέω! Έχω μια χαρά! Θα προσκαλέσομε όλο-
υς τους νέους που είναι υπάλληλοι στην τράπεζα του μπαμπά, και είναι κάποιος…
Chut! μας ακούει κανένας; Τι έχει να γίνει! Αυτά όμως θα σου τα πω την πρώτη φορά
που θα σε γλυκοφιλήσω!... Τι κάνει ο εξάδελφός σου με τα ωραία μάτια; Πες του
χαιρετίσματα από μέρους μου και να τον βλέπομε πιο συχνότερα!... Από πότε έγινε
ερημίτης;
[279]
Πεζά
Ετοίμασες τίποτε νέο; Εγώ –μα πού να σου τα λέω– έκαμα μια κάτασπρη charlotte
με rose κορδέλες˙ είναι μαγεία και όλοι μου λένε πως μου πηγαίνει τρέλα! Τι αστείο
να επαινώ τον εαυτό μου!... Συγχώρησέ με, Μαργαρίτα μου. Δε φαντάζεσαι… Είμαι
τόσο χαρούμενη… Κοντεύω να πετάξω…
Au revoir, ma chérie. Toute a toi,
Anna
[280]
Πεζά
Σηλώναμ ο Γόης
Αυτά ετραγουδούσε ο Σηλώναμ ο Γόης μια νύχτα αφέγγαρη, κάτω από τις βουβές
φοινικιές με τα πλατιά πράσινα φύλλα˙ το μέτωπό του ήταν στεφανωμένο με ασφό-
δελους και οι λωτοί, οι ωραίοι λωτοί του ποταμιού εφιλούσαν τα γυμνά, αλαβάστρινα
πόδια του˙ και μια νεράιδα, που επλανιόταν εκεί σιμά, τον αγάπησε:
«Γόη, γλυκέ μου Γόη, ρίξε τα μάτια Σου σε μένα˙ τα μαλλάκια μου είναι ολόχρυσα
σαν αχτίδες ήλιου και όταν χαμογελώ, το στόμα μου ξεχειλίζει κρινόφυλλα και μαρ-
γαριτάρια… Γόη, γλυκέ μου Γόη, ρίξε τα μάτια Σου σε μένα!...»
[281]
Πεζά
Μα ο Γόης κοιτάζει τους θολούς ίσκιους των νεφών με τα σκοτεινά του μάτια, και
τραγουδεί…
« ταν πεθάνω, θέλω γύρω από το μνήμα μου ρόδα… Είναι κόκκινα, τόσο κατα-
κόκκινα, σα φλογισμένες στάλες από αίμα και χύνουν ένα άρωμα τόσο μεθυστικό,
που βαλσαμώνει την αποκαμωμένη πνοή της δροσούλας… Θέλω τριαντάφυλλα, ρό-
δινα τριαντάφυλλα, ολοπόρφυρα, σαν το φεγγάρι που πάει ετοιμοθάνατο να κοιμηθεί
και σαν τον ήλιο που βασιλεύει στη ροδογάλανη θάλασσα του δειλινού… Και όταν
ξυπνώ μέσα στους τρόμους των σκοταδιών, κατά τα μεσάνυχτα, την ώρα που οι άλ-
λοι πεθαμένοι χορεύουν στο παραλήρημα της ρίκης, εγώ θα ρίχνω τα βαθουλωμένα
μάτια μου στα γλυκά μου ρόδα, στα ωραία μου ρόδα, και θα θυμάμαι κάποια γλυκά,
γλυκύτατα χειλάκια…»
Και τα μάτια της νεράιδας έφεγγαν σαν τους βυθούς των κυμάτων.
«Γόη, γλυκέ μου Γόη… Τα μαλλάκια μου είναι ολόχρυσα σαν την άλω που αγάλια
στεφανώνει στο ηλιόγερμα, το εκθαμβωτικό άστρο της ημέρας, σαν πνίγεται μέσα
στον ωκεανό… Είναι ολόχρυσα τα μαλάκια μου… Γόη, γλυκέ μου, Γόη, ρίξε τα μά-
τια σου σε μένα!»
Μα ο Γόης βυθίζει τις σκοτεινές ματιές του στο βαθυκύανο χάος, προς των Ωρίω-
να, τον ωραίον Ωρίωνα, και τραγουδεί…
« ταν πεθάνω, θέλω γύρω από το μνήμα μου μενεξέδες… Οι μενεξέδες είναι ό-
μορφοι, τόσο όμορφοι, σαν γλυκοχάραμα και σαν αμέθυστοι, και ανθούνε τόσο τα-
πεινά, μέσα στα καταπράσινα, στα γαλήνια χορταράκια… Θέλω μενεξέδες, δειλούς
μενεξέδες, ολότρεμους σαν τη λίμνη που αντιφεγγίζει το υστερνό λαμπύρισμα της
ημέρας, ακύμαντη και σιωπηλή, ανάμεσα από τα νερολούλουδα!... Και όταν ξυπνώ
μέσα στα τρίσβαθα των σκοταδιών, κατά τα μεσάνυχτα, την ώρα που οι άλλοι πεθα-
μένοι γλιστρούν από τα κοιμισμένα μάρμαρα του κοιμητηρίου, εγώ θα ρίχνω τα
σβησμένα μου μάτια στους γλυκούς μου μενεξέδες, στους ωραίους μου μενεξέδες,
και θα θυμάμαι κάποια ωραία, μενεξεδένια ματάκια…»
Και η νεράιδα σέρνεται στη χλόη του ποταμιού και στάζουν κρυσταλλένια μαργα-
ριτάρια τα μάτια της…
« ταν πεθάνω θέλω κισσούς γύρω από το μνήμα μου… Οι κισσοί πλέκονται τόσο
ερωτικά, τόσο ερωτικά στα κυπαρίσσια και φιλούν με τόσον πόθο τα φυλλαράκια…
Θέλω κισσούς, τρελούς κισσούς που σφίγγουν σα λιγωμένοι πλόκαμοι τα κυπαρίσ-
σια, σα λουλουδένιοι χρυσοπράσινοι πέπλοι που ύφανε με τα σκιερά χεράκια της η
απέραντη νύχτα… Και όταν ξυπνώ μέσα στη λαχτάρα των σκοταδιών, κατά τα μεσά-
νυχτα, την ώρα που οι άλλοι πεθαμένοι ξεσπούν σε τρομαχτικά γέλια, σε πνιγμένα
γέλια θανάτου, εγώ θα σέρνομαι μέσα στους γλυκούς μου κισσούς, στους ωραίους
μου κισσούς, και θα θυμάμαι τη γλυκιά φρικίαση μιας γλυκυτάτης, ολόγλυκης αγκα-
λιάς…»
[282]
Πεζά
Και τη νεράιδα την επήρε το πιο πικρό παράπονο που εχύθηκε σε καρδούλα νερά-
ιδας.
«Γόη, γλυκέ μου Γόη, ρίξε τα μάτια σου σε μένα… Είμαι ξανθοπλόκαμη νεράιδα
του ποταμιού με τα κερασένια χειλάκια, και όταν χαμογελώ θολώνει ο ίσκιος του
παγωμένου φεγγαριού που αντιφεγγίζουν τα κοιμισμένα νερά… Γόη, γλυκέ μου Γόη,
ρίξε τα μάτια σου σε μένα…»
(Εκείνη τη στιγμή ήρθε μια ορμητική πνοή ανέμου και μου άρπαξε από τα δάχτυ-
λα ό,τι έγραφα και το δυστυχισμένο αραβικό μου τραγούδι εκολύμπησε σαν την α-
πελπισμένη νεράιδα κι εχάθηκε μέσα στην απέραντη θάλασσα…)
[283]
Πεζά
7 nocturne de Chopin
Ut dièse mineur
Larghetto
... Ψυχομαχάει η χλωμή βασιλοπούλα μέσα στα κρυσταλλένια της παλάτια και ο
ήλιος πεθαίνει κατακόκκινος, σα ματωμένη καρδιά, πίσω από τα μενεξεδένια κύματα
των βουνών… Τα πονεμένα της μάτια, διάπλατα και θολά από την αγωνία του πυρε-
τού, σέρνονται με νοσταλγία προς το φως και από τα τρεμουλιαστά της χεράκια χύ-
νονται κρίνα, κρίνα λευκά σαν αφρός και σαν αλάβαστρα! Τα μαλλάκια της είναι
απλωμένα απάνω στο αραχνοΰφαντο προσκέφαλο σα μια γαλήνια λίμνη από χρυσάφι
και το νεκρικό της πρόσωπο πλέει, πλέει πνιγμένο μέσα στην ολόφωτη εκείνη θά-
λασσα… Λευκή σα μάρμαρο στα κρυσταλλένια της παλάτια ψυχομαχάει η χλωμή
βασιλοπούλα και ο ήλιος βουλιάζει, βουλιάζει μέσα στους σιωπηλούς ίσκιους των
βουνών, ολοπόρφυρος, σαν καρδιά, πικρή καρδούλα σπαραγμένη…
Ένα δάκρυ βουβό και άφωνο σαν αχτίδα φεγγαριού σταλάζει από τα μεσάνυχτα
των ματιών της και τα χειλάκια της ανοίγουν σαν ετοιμοθάνατα νυχτολούλουδα…
Και το δάκρυ πέφτει στο γυμνό της χέρι και σβήνει, σαν αχτίδα φεγγαριού απάνω σ’
ένα μάρμαρο του κοιμητηρίου. Είναι ολομόναχη στα κρυσταλλένια της παλάτια και
χαμογελάει στον ήλιο που αργοπεθαίνει… Κάπου μακριά κάποιο τριαντάφυλλο εξε-
ψύχησε, γιατί, από το ανοιχτό παράθυρο, η πνοή του ανέμου έφερε μέσα ένα από-
μακρο μύρο, απαλό, σαν υστερνό αναστέναγμα λουλουδιών που εξεψύχησαν από μια
μεγάλη, μεγάλη θλίψη… Μια πεταλούδα λευκή εφάνηκε στο άνοιγμα σαν ξεφυλλισ-
μένο λουλουδάκι λεμονιάς, η πεθαμένη ψυχούλα των ρόδων – ποιος το ξέρει;… Τα
χεράκια της ήθελαν να την πιάσουν, να τη χαϊδέψουν γλυκά, τόσο γλυκά και τόσο
σιγαλά…
Piu mosso
Σωπάτε, σωπάτε, ω! εσείς ερωτικά τριξίματα των φύλλων και των νερών, γιατί ξε-
ψυχάει η πονεμένη βασιλοπούλα μέσα σε κρίνα, κρίνα λευκά σαν τον αφρό και σαν
τ’ αλάβαστρα! Θυμάται, θυμάται και ονειρεύεται μια γλυκυτάτη νύχτα που επαρά-
δερνε σε μια διψασμένη αγκαλιά, κάτω από τα φύλλα της αγριελιάς, με τα μάτια δι-
άπλατα και θολά από το παραλήρημα της ηδονής… Τα μαλλάκια της ήταν ξεχυμένα
απάνω τους σαν ένα ανεμοταραγμένο κύμα από χρυσάφι και το λευκό της πρόσωπο
κολυμπούσε, κολυμπούσε σβησμένο μέσα στην ολόχρυση εκείνη τρικυμία των ξαν-
θών πλοκάμων! Ένα κόκκινο, πυρωμένο στόμα, σα φλογισμένη πηγή, της έκαιγε τα
χείλη, της άναβε τα μάγουλα κι έπειτα ανέβαινε σιγά σιγά και της σφαλούσε τα μάτια
με άγρια φιλάκια μέθης, και τα βλέφαρά της με τα γελαστά ματόφυλλα έσβηναν κάτω
από το στόμα εκείνο σαν αχνός… Ένα δάκρυ βουβό και άφωνο σαν άστρο γοργό,
κατρακυλάει από τα μεσάνυχτα των ματιών της και τα χειλάκια της χαμογελούνε σαν
ετοιμοθάνατα νυχτολούλουδα.
[284]
Πεζά
Appassionato
… Και τινάζεται σαν τρελή από το κρεβάτι και η καρδιά της λούζεται μέσα σε
σκοτεινούς λυγμούς, σε λυγμούς πικρούς! Τα οπάλινα χεράκια της απλώνονται με νο-
σταλγία προς το νυχτερινό σκοτάδι και οι στερνές αχτίδες του μελλοθάνατου ήλιου
τα ροδίζουν με την απαλή πορφύρα τους, σα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα παγωμένα
από τη λαχτάρα του χειμώνα… Μια καμπάνα ερημοκκλησιού ξυπνάει την εναρμόνια
σιγή του δειλινού και οι φθόγγοι της σταλάζουν ανάλαφρα στην ψυχή, αργά αργά, σα
γλυκύτατες σταγόνες βαλσάμου που εξεχείλισαν και στάζουν από τη μυρωμένη λή-
κυθο! Τα μάτια της θολώνουν και ίσκιοι φοβισμένοι γλιστρούν και χύνονται από το
περιβόλι μέσα στο ανοιχτό παράθυρο, γύρω από τα επιθανάτια λευκά σάβανα του
κρεβατιού, ίσκιοι πένθιμοι και πνιγηροί πεύκων και κυπαρισσιών… Και οι πικροί
λυγμοί, οι λυγμοί οι σκοτεινοί χαράζουν ματωμένες γραμμές απάνω στην ψυχή της
και δεν ξεσπούνε από τα χειλάκια της γιατί είναι τόσο χλωμά, τόσο τρυφερά, τόσο
μικρά, και δε χωρούνε να ξετρέξουν…
Adagio
... Σωπάτε, σωπάτε, ω! εσείς ερωτικά τριξίματα των φύλλων και των νερών, γιατί
η λευκή βασιλοπούλα αποκοιμιέται, αποκοιμιέται με μάτια γυαλένια σαν το κρύσ-
ταλλο και με χειλάκια μισανοιγμένα… Το φεγγάρι τώρα κλαίει κατακίτρινο στα γα-
λανά βύθη του χάους και όλα είναι γλυκά, είναι γλυκά και ηδονικά… καρδούλα
της δε χτυπάει πια, γιατί η χλωμή βασιλοπούλα αποκοιμήθηκε με το νανούρισμα του
ασημένιου φεγγαριού… Μην την ξυπνάτε, μην την ξυπνάτε, ολόλευκα κρίνα με τους
λυγμούς σας, γιατί αποκοιμήθηκε και βλέπει όνειρα, ωραία όνειρα, λευκά όνειρα, σαν
τον αφρό και σαν τ’ αλάβαστρα…
[285]
Πεζά
Ενύχτωσε…
Ποιος είναι αυτός ο ρόδινος ίσκιος που αναδεύεται σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι, σε
κάθε ανατριχίλα της λίμνης; Ποιος είναι αυτός ο ρόδινος ίσκιος που σε κάθε αναστέ-
ναγμα της δροσούλας σαλεύει, σαν άσπρη βαρκούλα, απάνω στο γαλήνιο καθρέφτη
της λίμνης;
Είναι το λευκό απριλιάτικο τριαντάφυλλο που επνίγηκε μέσα στα πράσινα νερά˙
τα φυλλαράκια του εβράχηκαν, ω! πώς εβράχηκαν τα πνιγμένα του φυλλαράκια, και
σε κάθε σκιερό χαμόγελο της λίμνης σιγοαράζει στα βελουδένια φύκια ή γλιστράει
σιγά σιγά αποκαμωμένο και το χαϊδεύουν τα ολόλευκα φτερά των κύκνων που πλέ-
νε… Τώρα είναι ανάλαφρο σαν πούπουλο, τόσο αλαφρό και τόσο λευκό… Τα πέτα-
λά του είναι ανοιγμένα, ολάνοιχτα στο κρύο το νερό, σαν αγκαλιά πνιγμένου που
παράλυσε και αφέθηκε να πλέει μέσα στα κύματα τ’ αστείρευτα των ωκεανών. Και
αν μπορούσε να κλάψει, αν μπορούσε μια στιγμούλα να κλάψει θα έκανε άλλη μια
τέτοια λίμνη, τόσο βαθιά και τόσο σκοτεινή και τόσο κρύα, με τα δάκρυά του… Μα
τα πνιγμένα τριαντάφυλλα ποτέ δεν κλαίνε…
[286]
Πεζά
λουλουδάκια ήτανε λιγωμένα από γέλια και από χαρές, και οι πεταλούδες τούς έκλε-
βαν λευκά φιλάκια, τρελά φιλάκια χαρωπά˙ έπειτα ο ήλιος εβούλιαξε μέσα στα βαθο-
υλώματα των βουνών και φάνηκε κίτρινο το φεγγάρι, κατακίτρινο σα μαραμένο χρυ-
σάνθεμο. Και ήρθε το λευκό χεράκι, το χεράκι της παιδούλας και το έσυρε με τα κρι-
νόλευκα δαχτυλάκια του και τώρα πλέει ετοιμοθάνατο, πλέει ετοιμοθάνατο μέσα στα
πράσινα, στα καταπράσινα νερά…
λη η λίμνη άξαφνα εβούιξε από τους κοασμούς των βατράχων και τα νερά εφρι-
κίασαν και αναταράχτηκαν σε ανήσυχους κύκλους… Οι βάτραχοι εξύπνησαν, οι
κρυμμένοι βάτραχοι ετινάχτηκαν από τις σκοτεινές σπηλιές των βυθών και ανάδυσαν,
ανάδυσαν οι ξαφνιασμένοι βάτραχοι, γύρω από το λευκό τριαντάφυλλο που κολυ-
μπούσε…
«Βρεκεκέξ… Σαν τι να ’ναι αυτό; Από τον καιρό που γεννηθήκαμε απάνω στα
πράσινα νερολούλουδα της λίμνης, βρεκεκέξ…, δεν είδαμε τίποτε τόσο λευκό και
τόσο μυρωμένο… κοάξ! κοάξ! Σαν τι να ’να αυτό;… Μην είναι τάχα κανένας κύκ-
νος, κύκνος πεθαμένος που ξεψύχησε κατά τα μεσάνυχτα, δίχως να το νιώσουμε;
»Μην είναι ένα λευκό πούπουλο, ένα λευκό πούπουλο από τα φτερά των κύκνων,
των άσπρων κύκνων που πλένε καμαρωμένοι και ανάλαφροι, σαν ανάλαφρες νιφάδες
από χιόνι, μέσα στην πράσινη λίμνη μας;
»Μην είναι ο ίσκιος του φεγγαριού, του χλωμού του φεγγαριού που τρέμει σα
νυμφαία, σαν απαλότατη νυμφαία στη γαλανή θάλασσα των ουρανών;
»Ή μην είναι ο αφρός του νερού, ο λευκός αφρός του νερού, που εκρυσταλλώθηκε
από την παγωμένη δροσούλα του δειλινού;
»Δεν είδαμε τίποτε τόσο λευκό, τίποτε τόσο λευκό και μυρωμένο στη ζωή μας…
»Τι να ’ναι, τι να ’ναι… αυτό το παράξενο;… Βρεκεκέξ, κοάξ, κοάξ…»
Και η λίμνη εβούιζε από τα ψιθυρίσματα των βατράχων, των ξαφνιασμένων βατ-
ράχων, και τα νερά ανασάλευαν, τα καταπράσινα νερά, σε φοβισμένους, ολότρεμους
κύκλους…
Τότε ακούστηκε μέσα στη νυχτερινή τη σιωπή μια θυμωμένη φωνή βατράχου, όλο
τρόμο και οργή:
«Μη φοβάστε, ω!, μη φοβάστε, κόσμοι της πράσινης λίμνης˙ από πότε η καρδιά
σας εδείλιασε και η αντρειωμένη σας ψυχή τρέμει σα φύλλο κισσού στο βραδινό αγε-
ράκι;
»Μας ήρθε ένα ξαφνικό, ένα τρομερό ξαφνικό, κάτι λευκό και μυρωμένο, σαν πο-
ύπουλο και σαν αφρός, που αναδεύεται τρεμουλιαστά σε κάθε αναστεναγμό της λίμ-
νης και ρίχνει το λευκό του ίσκιο τρομαχτικά στον καθρέφτη των νερών… Τώρα,
περισσότερο απ’ όλες τις φορές, η καρδιά σας πρέπει να μαρμαρώσει και η ψυχή σας
να γίνει σαν τα κρύσταλλα που πλένε το χειμώνα στη γαλήνια λίμνη και σπάζουν
κάθε άνοιξη από τα πυρωμένα και ολόξανθα χάδια του ήλιου…
»Εμπρός, εμπρός, κόσμοι της πράσινης λίμνης˙ ελάτε να πέσομε όλοι μαζί απάνω
στο λευκό αυτό θηρίο που ήρθε να ταράξει τον ύπνο των ήρεμων νερών μας…
»Κάποια συμφορά, κάποια φοβερή συμφορά θα μας εύρει, αν αφήσομε αυτό το
λευκό εξωτικό να κολυμπάει ανάλαφρα μέσα στα ωραία μας φύκια και ν’ αντιφεγγί-
[287]
Πεζά
ζει το θολό του ίσκιο στον καθρέφτη των νερών! Ελάτε, ω! ελάτε, αντρειωμένοι κόσ-
μοι της πράσινης λίμνης, να σπαράξομε το λευκό θηρίο –και βέβαια πρέπει να είναι
θηρίο αφού δεν είναι ούτε κύκνος, ούτε πούπουλο, ούτε φεγγάρι, ούτε βάτραχος–
ελάτε να το σκορπίσομε στους τέσσερες ανέμους γιατί μας μέλλεται κάτι τρομερό,
κάτι τρομερό!»
Και οι βάτραχοι, οι κακοί βάτραχοι εχίμησαν και κατασπάραξαν το πνιγμένο λου-
λουδάκι, του κατασπάραξαν τα πονεμένα του φυλλαράκια και τα πράσινα, τα καταπ-
ράσινα νερά αναταράχτηκαν για υστερνή φορά σε φρικιαστικούς, επιθανάτιους κύκ-
λους…
Και η δακρυσμένη του ψυχούλα επέταξε προς το άπειρο και πήγε σ’ ένα αγγελού-
δι, λευκό αγγελούδι με ζαφειρένια ματάκια, και το ρώτησε πικρά πικρά:
«Τι είμαι, χρυσό μου αγγελούδι, τι είμαι; Οι βάτραχοι με σπάραξαν, οι βάτραχοι
της πράσινης λίμνης και μου πνίξανε τα φυλλαράκια μου. λα στον κόσμο με κατάτ-
ρεξαν γιατί δεν τους έμοιαζα˙ τι τους έκαμα εγώ, τι έκαμα εγώ το ταπεινό και αθώο,
να με τυραννούνε και να με σκοτώνουν;
»Ήμουν τάχα θηρίο, χρυσό μου αγγελούδι, λευκό θηρίο και εξωτικό;»
Το αγγελούδι εσφάλισε τα ζαφειρένια του ματάκια, το χάιδεψε και του είπε:
«Ήσουν τριαντάφυλλο…»
ΕΠΙΜ ΘΙΟΝ
Οι βάτραχοι της πράσινης λίμνης σκοτώνουν πάντα τα λευκά απριλιάτικα τρια-
ντάφυλλα…
[288]
Πεζά
Γαλήνη…
– νειρο πυρετού–
Γαλήνη…
Απόψε το φεγγάρι τυλίχτηκε με σύννεφα, μ’ ένα λευκό πέπλο από σύννεφα, σα να
‘θελε να κλάψει, να λουστεί σε κλάματα, δίχως να το ιδούνε μάτια, ξένα μάτια… Το
φεγγάρι είναι βουρκωμένο και κίτρινο σαν απελπισμένη ψυχή, έρημη ψυχή που σέρ-
νεται πίσω από τα μάρμαρα, τα λευκά μάρμαρα του κοιμητηρίου, σπρωγμένη από
κάποιον αξέχαστο και ακοίμητο καημό που της εσκότωσε κάποτε τη γαλανή χαρά
της…
Και άμα θέλει να κλάψει, σωρεύει σύννεφα ολόγυρά της, ένα λευκό πέπλο από
χειμωνιάτικα σύννεφα, μην τύχει και ιδούνε το πικρό της παράπονο οι απελπισμένοι
της γης˙ και τα σύννεφα ανεμοδέρνονται σε λευκά κύματα και ξεχειλίζουν από το
χάος να σκεπάσουν τα βουρκωμένα μάτια του φεγγαριού, για να μην ιδούνε οι άν-
θρωποι πως είναι πόνος και στον ουρανό…
Θολώνει, θολώνει η νύχτα από τους λυγμούς του φεγγαριού και από τα σύννεφα
σταλάζουν αργά αργά, σε ήρεμες και ασημένιες σταλαγματιές, τα δάκρυά του…
Και φέγγει μέσα στα σύννεφα νοσταλγικό, μελιχρό και πικραμένο, σαν νεκροκέρι
πεθαμένου, που εθάψανε τον πεθαμένο του και το ξεχάσανε αναμμένο να καίει απά-
νω από το νεκρικό κρεβάτι… Γαλήνη…
Ήρθα στο σκοτάδι, στο βουβό σκοτάδι του μεσονυχτιού, τυλιγμένος σ’ έναν κα-
τάμαυρο μανδύα και, με την καρδιά μου σβησμένη από λαχτάρα και τρεμούλα, γλί-
στρησα πίσω από τους ίσκιους των φυλλωμάτων˙ τώρα το φεγγάρι εστάλαζε μέλι
στον κοιμάμενο κήπο και η καρδιά μου χτυπούσε, χτυπούσε σαν τα νεκρώσιμα σή-
μαντρα του κοιμητηρίου που σέρνουν τα σκελετωμένα δάχτυλα των πεθαμένων…
Και σε κάθε βήμα σταματούσα λαχανιασμένος και κατατρομαγμένος από τα παραμι-
λητά της καρδιάς μου…
Στο παραθύρι σου έφεγγαν οι ασημένιες ανταύγειες του φεγγαριού και βασίλευε η
εναρμόνια σιωπή της ακύμαντης νύχτας…
Άνοιξες αθόρυβα, σιγαλά, σαν πνοή λουλουδένια και φάνηκες στο θαμπό σεληνό-
φωτο, λευκό όραμα από φως και γοητεία, κι έσκυψες σε μένα:
«Έφτασα, έφτασα, αγαπημένε μου… Σε πρόσμενα όλη τη νύχτα, με την ψυχή
σφιγμένη από αγωνία και πόθο. Πώς άργησες, αγαπημένε μου; Σε κάθε τρίξιμο φύλ-
λων, σε κάθε ίσκιων ανασάλεμα, η καρδιά μου σπαρταρούσε από πόθο και αγωνία…
Πάμε να φύγομε, ακριβέ μου, πάμε να φύγομε μακριά, μέσα στην ολογάλανη και
απέραντη θάλασσα, αγκαλιασμένοι, αγκαλιασμένοι απάνω από τον αιώνιο παφλασμό
των κυμάτων…»
Κι έπεσες στ’ ανοιχτά μου χέρια και σ’ έσυρα, σ’ έσυρα με τα γιγαντωμένα σιδε-
ρένια μου δάχτυλα προς το φεγγάρι, προς το πικραμένο φεγγάρι, και περάσαμε κό-
σμους, κόσμους απέραντους και ολογάλανους με τα φτερά των ονείρων…
Βυθίστηκες μέσα στη λιγωμένη μου αγκαλιά και το φεγγάρι εστάλαζε όλο μέλι
στο κοιμάμενο πέλαγο, με τους ασημένιους, σπιθόβολους φωσφορισμούς˙ εγώ α-
[289]
Πεζά
κουμπούσα το μάγουλό μου απάνω στο ζεστό σου μάγουλο και τα χείλη μας ήτανε
σβησμένα σ’ ένα φιλί, τρεμάμενο φιλί, που ποτέ δεν άρχισε και ποτέ δεν τελείωνε…
Είναι φιλιά που θαρρείς πως θα κρατήσουν όσο και η ζωή μας, και πιο πέρα ακόμα,
τόσο είναι γλυκά, γλυκά και ατέλειωτα…
Γαλήνη…
Και την ώρα που σ’ έσφιγγα και σε σφιχτόδενα με τα χέρια μου σαν τρελός και τα
μάτια μας άρχιζαν κι εθόλωναν, εθόλωναν από τα θάμπη των πόθων, ακούσαμε ένα
κλάμα, παραπονετικό και απελπισμένο κλάμα, και τιναχτήκαμε τρομαγμένοι, αμίλη-
τοι…
Μια κρύα ανατριχίλα επάγωσε την ψυχή μας, την τρεμάμενη και λιγωμένη μας
ψυχή…
Κοιτάξαμε κάτω από τα φύλλα, τα σιωπηλά φύλλα, πίσω από τις τριανταφυλλιές
και τις λεμονιές, και οι καρδιές μας χτυπούσαν, χτυπούσαν σαν τις καρδούλες των
παιδιών που πλανιόνται ολομόναχα και χάνονται, άμα βραδιάσει, μέσα σε κοιμητήρι-
ο…
Σαν τις καρδούλες των πουλιών χτυπούσαν, που τα προφτάνει το σκοτάδι να πετά-
νε απάνω από την αχανή και ολοσκότεινη θάλασσα…
Το φεγγάρι μέσα από τα σύννεφα, το λευκό πέπλο από σύννεφα, ολόλυζε, ολόλυζε
το φεγγάρι και η νύχτα αντιλαλούσε από τους ασημένιους ολοφυρμούς του…
Και σε άρπαξα –θυμάσαι;– σε άρπαξα από τη μέση και τρέξαμε προς τη θάλασσα,
την ολογάλανη και απέραντη θάλασσα…
Και γλιστρήσαμε από τους βράχους προς το κύμα και τα νερά αναπάφλασαν, ανα-
πάφλασαν και μας αποκοίμισαν…
Γαλήνη…
[290]
Πεζά
Κόκκινη αγάπη
Την εσκότωσε…
κόψη του μαχαιριού βυθίστηκε όλη κατάσαρκα –το θυμάται– κι ένα ποτάμι,
κόκκινο αχνό ποτάμι ανάβρυσε από τα βύθη του σπαραγμένου λευκού κορμιού…
Και τώρα τρέχει, τρέχει με τα χείλη αφρισμένα και από τα κατασκότεινα έξαλλα
μάτια του περνάει το μελανό μυστήριο της φρίκης!
Είναι μεσάνυχτα˙ ο κάμπος κοιμάται μπροστά του, ολογάλανος από τη φωτοχυσία
του φεγγαριού, και τα κόκκινα χέρια του φαντάζουν σαν τ’ άγρια νύχια του γύπα που
εσπάραξε ένα λευκό και πάναγνο περιστεράκι…
Πού να βρίσκεται μια βρύση, μια κρύα βρύση με αστείρευτα νερά, να ξεπλυθεί
από τα ποτάμια που τον έλουσαν με την παγωμένη πορφύρα τους; Τόσο αίμα λοιπόν
έβραζε μέσα στην καρδιά εκείνη που τον έκανε να λαχταράει και να λιγώνεται με την
αγάπη της;
… Το είχε αγαπήσει, το λευκό εκείνο κορμί, και το είχε σφιχταγκαλιάσει μέσα στα
λάγνα του χέρια, και είχε πιει ό,τι γλυκό και παρθενικό ήτανε φωλιασμένο στα ολο-
πόρφυρα εκείνα χείλη! Θυμάται τις νύχτες, τις άφωνες εκείνες νύχτες των οργίων,
που το φεγγάρι ετρόμαζε και να κρυφοκοιτάζει από τα θολά τζάμια το παραλήρημά
τους˙ τόσο ήτανε τρομαχτικό, τόσο ήτανε τρομαχτικό…
Τη θυμάται παιδούλα, με τα μεγάλα της καστανά ματάκια, που έφεγγαν σα λαμπά-
δες, σαν αναμμένες λαμπάδες, άμα σκοτείνιαζε και μεγάλωναν, μεγάλωναν, βαθού-
λωναν σα μαύρες νύχτες, νύχτες ολόμαυρες, στο τρεμόφωτο του φεγγαριού˙ η περπα-
τησιά της ήτανε σα χάδι, και άμα σταύρωνε τα λευκά χεράκια, έμοιαζε σα μαρμαρέ-
νιο ανάγλυφο…
Την είδε μια πρωτομαγιά και κρατούσε στα κρινόλευκα δάχτυλά της ένα πανεράκι
όλο παπαρούνες και άνθη ροδιάς και ροδοδάφνες – και ήτανε κόκκινες οι παπαρού-
νες, πόσο ήτανε κόκκινες!...
Και την αγάπησε καθώς αγαπούν τον ήλιο και το φεγγάρι, τον χρυσόν ήλιο και το
ασημένιο φεγγάρι…
Και διψούσε τις ματιές της, τις μελιχρές αχτίδες των ματιών της που εστάλαζαν
αργά αργά μέσα από τ’ αποσταμένα της ματόφυλλα, σαν αχτίδες φεγγαριού˙ η φω-
νούλα της ερχόταν από μακριά, σαν ηχώ αποκοιμημένη που εξύπνησε από κάποιους
βυθούς και την αντιλάλησε, φυσώντας, το βραδινό αγεράκι…
Πώς θυμάται την πρώτη νύχτα που την έσυρε στην αγκαλιά του˙ είχε πέσει το
σκοτάδι και τ’ αστέρια ετρεμόλαμπαν σα χλωμές σταλαγματιές χυμένες απάνω στο
γλαυκό γλαυκό στερέωμα, και κάποια πελώρια μαυρίλα αγκάλιαζε την έρημη λαγκα-
διά˙ επέρασε πλάι του, πονετικιά και γλυκομίλητη, και του είπε σιγαλά «Καλησπέ-
ρα…». Ένας πόθος ανατρίχιασε μέσα του, ένας πόθος γιγάντιος και σκοτεινός που
εχύθηκε από την ψυχή του, σα να ξεσπούσε σε αόρατα κύματα, κύματα βουβά και
αχαλίνωτα… Την άρπαξε από τη μέση, την ετράβηξε πίσω από τα κλωνάρια, και της
σφιχτόδεσε τα κρινόλευκα χεράκια με το άγριο χέρι του και τη φίλησε στο στόμα…
[291]
Πεζά
Και στο απαλότατο σύθαμπο, που όσο πήγαινε και θόλωνε και λιποθυμούσε κι εχα-
νόταν, είδε τα χείλη της. Και ήταν κόκκινα τα χείλη της, πόσο ήτανε κόκκινα!...
Αχ! η αυγούλα όλο λουσμένον σε δάκρυα τον πρόφτανε, και οι νύχτες επερνούσαν
πικρές τότε… Έπειτα;…
Τα ολόμαυρα μαλλιά της ήτανε υφασμένα από σκοτάδι και κατρακυλούσαν από
τους ώμους της σαν άγριες και αφέγγαρες χειμωνιάτικες νύχτες… Τα έδενε με μια
κορδέλα, κόκκινη σαν τη φωτιά – και ήτανε κόκκινη η κορδέλα των μαύρων μαλλιών
της, πόσο ήτανε κόκκινη!...
Έτσι λοιπόν –έφταιγε αυτός;– μέσα του ανθοβόλησε σιγά σιγά μια κόκκινη αγάπη,
αγάπη κατακόκκινη… Τα τριαντάφυλλα, τα μαγιάτικα εκατόφυλλα ρόδα με τα φλο-
γισμένα πέταλα, και οι κρίνοι, οι κόκκινοι κρίνοι των κάμπων, και οι καμέλιες, οι
ολοπόρφυρες μεταξωτές καμέλιες, και οι παπαρούνες, και τα κόκκινα, βελουδένια
σύννεφα που παραστέκουν στο ματωμένο ηλιόγερμα, και το κόκκινο φεγγάρι που
απαλογέρνει, τις ανεμοταραγμένες νύχτες, απάνω στη θάλασσα, και τα ρουμπίνια
άναβαν κάτι άφραστο και ηδονικό μέσα στην ψυχή του, κάτι άφραστο και γλυκύτα-
το… Κι έπινε το κρασί που εστάλαζε από το αφρισμένο κύπελλο των συμποσίων,
γιατί ήταν κατακόκκινο σαν την αγάπη του…
Και θυμάται –πώς τα θυμάται όλα ξάστερα απόψε– θυμάται μια νύχτα… Μια νύ-
χτα εγιόρταζαν και το τραπέζι τους ήτανε στεφανωμένο με πράσινα μύρτα˙ τα ποτή-
ρια, διάφανα ποτήρια από κρύσταλλο, αστραποβολούσαν κάτω από τα θάμπη των
πολυελαίων˙ εκείνη ήτανε ντυμένη στα ολόλευκα κι ένας μακρύς λευκός πέπλος ε-
σερνόταν απάνω στις μαρμαρένιες πλάκες… Το μέτωπό της έλαμπε κρινόλευκο κάτω
από πυκνά λουλουδάκια της λεμονιάς που της εχάιδευαν τα ολόμαυρα μαλλάκια της˙
ήτανε νυφούλα, λευκή νυφούλα και ανθοστεφανωμένη…
χούσαν βιολιά, όλο βιολιά…
Ύστερα – αλήθεια, πώς τα θυμάται απόψε…
Έμειναν ολομόναχοι…
Σε μια κάμαρα λευκό το κρεβάτι του μεναίου… Επερπατούσε μέσα στην πάνα-
γνη λευκότητα ενός ονείρου, κι έσερνε στην αγκαλιά του τη λευκή νυφούλα με το
κέρινο προσωπάκι…
καρδιά της έτρεμε λαχανιασμένη και τα μάτια της μεγάλωναν, βαθούλωναν σα
μαύρες νύχτες, νύχτες ολόμαυρες, στο τρεμόφωτο του φεγγαριού…
Το μεγάλο ρολόι χτυπούσε μεσάνυχτα κι ένας γκιόνης ολόλυζε κάπου μακριά…
Το φεγγάρι έριχνε ασημένιους κύκλους απάνω στο λευκό κρεβάτι και, από το α-
νοιχτό παράθυρο, ερχόταν μια κρυερή χειμωνιάτικη πνοή…
Κάτι κρύο γλίστρησε μέσα στην ψυχή του!
Της έπλεκε τα χέρια στη λυγερή της μέση και τα χείλη του κρυφοζητούσαν το κα-
τάχλωμο στόμα της. Είχε πέσει μέσα στα χέρια του αποκαμωμένη και ανίσχυρη, σαν
ένα λευκό κουρελάκι, και τα μαλλιά της, τα ολόμαυρα μαλλιά της, τα υφασμένα από
σκοτάδι, εστάλαζαν από τους ώμους της σαν αφέγγαρες και σκιερές νύχτες…
[292]
Πεζά
Πόσο την αγαπούσε, πόσο την αγαπούσε!... Την έσφιγγε μέσα στην απέραντη α-
γκαλιά του… Έξω το φεγγάρι έφεγγε σαν ταφόπετρα και όλα ήσαν γαλανά και λευ-
κά, λευκά και γαλανά.
Άξαφνα… κάτι πελώριο και σκοτεινό εξύπνησε μέσα του˙ το ένιωθε ν’ ανεβαίνει,
ν’ ανεβαίνει από τα βάθη της ψυχής του σαν ένα κύμα σκιερό, σαν ένα βουβό κατα-
κόκκινο κύμα που εξυπνούσε κι εχυνόταν από μέσα του˙ κάποια κρύα δάχτυλα του
έπνιγαν το λαιμό και το μέτωπό του έκαιγε σα να το ’σφιγγεν ερυθροπυρωμένο στε-
φάνι...
Διψούσε τριαντάφυλλα, μαγιάτικα εκατόφυλλα ρόδα, με φλογισμένα πέταλα, και
κρίνους, κόκκινους κρίνους των κάμπων, και καμέλιες, ολοπόρφυρες μεταξωτές κα-
μέλιες, και παπαρούνες˙ και διψούσε κόκκινα βελουδένια σύννεφα, που παραστέκουν
στο ματωμένο ηλιόγερμα, και το φεγγάρι το πύρινο που απαλογέρνει, τις ανεμοτα-
ραγμένες νύχτες, απάνω στη θάλασσα… Και κρασί, άλικο κρασί αφρισμένο που ξε-
χειλάει από το κύπελλο των συμποσίων!...
Και ρουμπίνια, ένα ποτάμι από ρουμπίνια, κόκκινα ρουμπίνια...
«Αχ! πονώ… μη με σφίγγεις… πόσο πονώ, πόσο πονώ!...»
Έσερνε ένα ασθενικό πλασματάκι μέσα στα χέρια του, σαν ένα λευκό κουκλάκι,
και τα ματάκια του έτρεμαν και βαθούλωναν από την αγωνία…
«Άφησε με… πονώ… θα με πνίξεις, θα με πνίξεις… άφησέ με…»
… Και το λευκό κουκλάκι χαροπάλευε μέσα στην αγκαλιά του, και τα κλάματά
του έτρεχαν ποτάμι στα χέρια του και τα ’βρεχαν, κλάματα ζεστά, ζεστά και κρυ-
σταλλένια…
Ήθελε κάτι κόκκινο, κάτι κόκκινο και σκοτεινό, σαν κρασί και σαν πορφύρα και
σαν αίμα…
Τα μάτια του έψαχναν στο σεληνόφωτο να βρουν κάτι κόκκινο…
νυφούλα ήταν λευκή και τα χειλάκια της χλωμά και τα χεράκια της σαν αλαβά-
στρινα…
λα ήτανε γαλανά, λευκά και γαλανά…
Και άρπαξε το μαχαίρι, και το βύθισε μια φορά, δυο φορές –αμέτρητες φορές– μέ-
σα στο λευκό κουκλάκι που εσπαρταρούσε απάνω στο κρεβάτι του υμεναίου…
κόψη του μαχαιριού βυθίστηκε όλη κατάσαρκα –το θυμάται– κι ένα ποτάμι, ένα
κόκκινο αχνό ποτάμι ανάβρυσε από τα βύθη του σπαραγμένου λευκού κορμιού!
Κι έπειτα εχύμησε έξω, με τα χείλη αφρισμένα, με τα χέρια καταματωμένα, και
κόκκινες, παγωμένες στάλες έσταζαν από τα σφιγμένα δάχτυλά του…
… Και, το γλυκοχάραμα, εβρήκαν έναν τρελόν, σ’ ένα κάμπο από παπαρούνες, να
κοιτάζει με τα πελώρια, έξαλλα μάτια του το πορφυρό γλυκοχάραμα…
[293]
Πεζά
Σαρκασμοί
Α΄.–Songes d’ antan
[294]
Πεζά
απάνω σ’ όλες τις μουσικές αρμονίες… Τι μου λες! ζωή είναι τόσο ωραία, τόσο
ωραία και τόσο γλυκιά!...
προσωπίδα εκόπηκε λαχανιασμένη…
Και τα χαώδη, τα ονειρώδη μάτια του κρανίου είχανε μεγαλώσει, κι εγίνηκαν πε-
λώρια μέσα στο σκοτάδι, και αόρατα, πικρά δάκρυα, νοσταλγικά, εστάλαζαν, αριά
αριά, από τα κατασκότεινα βαθουλώματα…
Και η μαύρη προσωπίδα τρόμαξε κι έφυγε μακριά.
Και μέσα στα πεθαμένα μάτια του κρανίου, που ονειρευόταν, περνούσαν ντόμινα,
κίτρινα και πράσινα ντόμινα, με χρυσές πούλιες, με κόκκινες μεταξωτές κορδέλες και
βελουδένιους φιόγκους, και πιερότοι και αρλεκίνοι, σ’ έναν ιλιγγιώδη, τρομαχτικόν
ανεμοστρόβιλο…
[295]
Πεζά
Σαρκασμοί
( ιλιά˙ τρελά, ανάλαφρα, γλυκά φιλάκια, σαν το μέλι, απάνω στ’ άλικα χείλη τα
μισανοιγμένα, τα εκστατικά…)
Ύστερα από λίγο:
Εκείνη: Αχ! πόσο όμορφος είσαι απόψε!
Εκείνος: Και συ, αγάπη μου… και συ, αγάπη μου…
Εκείνη: Μου δίνεις το χεράκι σου να το φιλήσω;…
Εκείνος: Αφού το θέλεις…
Εκείνη: Τι λευκό που είναι το χεράκι σου! Τι λευκό και τι μαλακό! Σαν πούπου-
λο…
( ιλιά˙ τρελά ανάλαφρα, γλυκά φιλάκια, σαν τον αφρό, απάνω στα χείλη, τα ξα-
ναμμένα χείλη από τον πόθο…)
Ύστερα από λίγο:
Εκείνη: Πόσο σ’ αγαπώ, χρυσέ μου, απόψε… Μου δίνεις πάλι το χεράκι σου;
Εκείνος: Να το, γλυκιά μου…
Εκείνη: Αλήθεια, τι λευκό και τι απαλό που είναι, και τι γλυκά που χαϊδεύει! Κι ε-
κείνο το δαχτυλίδι που φορείς πώς σου πάει… Διαμαντένιο είναι;
Εκείνος: χι… είναι μπριλιάντι, αγάπη μου.
Εκείνη: Για φαντάσου… Μπριλιάντι… Τι ωραίο που είναι! Τι χρώματα που κάνει
στο φως. Και πόσο λάμπει απάνω στο αγαπημένο μου το χεράκι σου!
(Άλλα φιλιά, σαν το μέλι και σαν τον αφρό…)
Ύστερα από λίγο:
Εκείνη: Πόσο είπες, αγάπη μου, σου στοίχισε αυτό τα δαχτυλίδι;
Εκείνος: Ούτε θυμάμαι πια˙ είναι πολύ ακριβό.
Εκείνη: Μα είναι και τόσο ωραίο, τόσο ωραίο… Εγώ θα ήμουνα ξετρελαμένη να
είχα ένα τέτοιο δαχτυλίδι… Θα μου πήγαινε τόσο ωραία… Τι λες; Θα μου πήγαινε
όσο πάει στο δικό σου το χεράκι, χρυσέ μου;
Εκείνος: Δεν ξέρω, αγάπη μου…
(Τα φιλιά πέφτουν τώρα χαλάζι, πυρωμένο χαλάζι…)
Ύστερα από λίγο:
Εκείνη: Χρυσούλη μου…
Εκείνος: Τι θέλεις, φως μου;…
Εκείνη: Θα μου κάνεις μια χάρη;
Εκείνος: Για λέγε μου…
Εκείνη: Μα δε θα μου το αρνηθείς, αγάπη μου, δεν είν’ έτσι; Εγώ σ’ αγαπώ τόσο
πολύ, μα τόσο πολύ… Μου χαρίζεις το δαχτυλιδάκι σου;… Είναι τόσο ωραίο και
τόσο λαμπερό, θα μου πηγαίνει τρέλα! Είναι δεμένο με χρυσάφι˙ είναι χρυσό γύρω
γύρω, σαν την καρδούλα σου… Δώσε μου το να το βάλω εγώ και να σε θυμάμαι…
Θα το κρύβω τη νύχτα, κάτω από το προσκέφαλό μου, και θα κοιμάμαι και θα σ’ ο-
νειρεύομαι…
[296]
Πεζά
[297]
Πεζά
Η ζωή
[Τ’ ανήλια βάθη της γης… Μισόγυμνοι εργάτες σφυροκοπάνε, μέρα και νύχτα, τα
βαριά τα χώματα. Τα σκεπάρνια σκάβουνε τα βαριά τα χώματα και ανοίγουνε δρό-
[298]
Πεζά
μους και σπηλιές μέσα στα σπλάχνα των βουνών… Μισόγυμνοι πελεκάνε από το
πρωί ως το βράδυ και γκρεμίζουνε τις πέτρες και τους βράχους, μέρα και νύχτα…
γη τούς έχει καταπιεί μέσα στους κρυψώνες της που είναι όλο φρίκη, όλο φρίκη και
όλο τρόμους… Και ο Εργάτης, λαχανιασμένος, με την ψυχή στο στόμα, ψάχνει μέσα
στ’ ανήλια βάθη της γης. Μια δίψα τού στεγνώνει το στόμα, μια κίτρινη, λαμπερή
δίψα…]
– ………………………… Χρυσάφι …
[Ένα κερί τρεμοσβήνει απάνω στο γυμνό τραπέζι… Κάποιος είναι μισογερμένος,
με τα χέρια ακουμπισμένα στο χλωμό του πρόσωπο, και κλαίει… Κλαίει βουβά,
κλαίει πικρά, και τα μάτια του κολυμπάνε σε κλάματα… Και το κορμί του όλο σειέ-
ται από τ’ αναφιλητά… Είναι χειμώνας, κακός χειμώνας, και ο βοριάς τραντάζει τα
παγωμένα τζάμια… Κάποιος κλαίει, έρημος, έρημος και απελπισμένος…]
– …………………………………… Πόνος, αχ!
[Το Κοιμητήριο… Βουίζει ολομόναχη και αντιβουίζει όλη την ημέρα η έρημη
καμπάνα… Τη νύχτα σιωπή… Πώς φέγγουνε τα μάρμαρα και οι σταυροί, στο άπλετο
σεληνόφωτο!... Τα κυπαρίσσια είναι μαύρα, πόσο είναι μαύρα τα κυπαρίσσια… Σιω-
πή… Ο Νεκροθάφτης ποτίζει τα έρημα τριαντάφυλλα, και τους αραχνιασμένους κισ-
σούς… Ένας μυστικός τρόμος πνίγει την ψυχή του, ένας μυστικός τρόμος…]
– ………………………………………………………………… Τάφοι…
[299]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
γιατί! Γιατί να χάσουμε το τρένο τότε, και γιατί μας ξέφυγε το δείνα, και πώς να μην
προλάβουμε το τάδε... Κι έπειτα οι πίκρες, οι βαθιές οι πίκρες, για κείνα που είναι πια
ανεπανόρθωτα, που αφήσαμε να φύγουν απ’ τα χέρια μας, έτσι, σαν πεταλούδες α-
νοιξιάτικες... Ε! το καλοκαίρι είν’ άλλο πράμα: λέει κανείς πως είν’ ακόμα νέος, τρα-
γούδια, κόσμος, φώτα, μουσικές... Θυμάται τα παλιά, μα πιο γλυκά, πιο μαλακά, σα
να ’σανε βελούδα... μπορεί κανείς επιτέλους, να κλάψει λίγο, και ν’ αλαφρωθεί – κι
ας τον πληγών’ η αιωνία νοσταλγία...
– Πόσο καλά κι αληθινά τα λέτε!
– Πώς είπατε; Τα λέω αληθινά;… Έτσι τα λέει κανείς, όταν τα νιώθει.– Εγώ, για
πείτε, τι έχω κάνει τόσα χρόνια; Μια τρύπα στο νερό και τίποτ’ άλλο, μια μεγάλη
τρύπα στο νερό! Τίποτα, τίποτα, τίποτα, σας λέω... Εξάλλου δα το ξέρετε και σεις, τι
ανάγκη τώρα να τα ξαναλέμε: έρημος ανέκαθεν, και κούφιος, κούφιος, σαν τα κούφια
τα καρύδια... Μονάχα όταν αρχίσανε ν’ ασπρίζουν, είδα που τα μαλλιά μου ήταν ξαν-
θά! Τόσο πολύ, τόσο πολύ, σας λέω... Έτσι έμαθα πως είχα και ’γώ νιάτα, και πως δε
βρέθηκε κανείς να μου το πει... Κι έπειτα, τι κέρδισα απ’ το διάβασμα, κι απ’ την
πολλή σπουδή, κι απ’ τη μελέτη; Για πείτε μου, τι βγήκε απ’ όλ’ αυτά; Ένα φαρδύ
φαρδύ μηδενικό...
– Νύχτωσε, ν’ ανάψουμε τη λάμπα... Αρχίζω πια να μη σας ξεχωρίζω...
– Κι ούτε ποτέ με ξεχωρίσατε, Μαρία! Αλήθεια, δε με είδατε ποτέ σας... Ίσως να
μη με πρόσεξε κανένας. Μα πιο πολύ απ’ όλους, είστε σεις! Είχα διπλωθεί στον εαυ-
τό μου, τόσο βαθιά κλειστεί στον εαυτό μου, ώστε να μη μπορέσει να με δει κανέ-
νας... Και σεις περάσατε όπως τόσοι άλλοι, χωρίς ποτέ να βάλετε υποψία... υσικά,
δε φταίγατε, το ξέρω: εγώ υπήρξα ο μεγάλος πταίστης! μως τιμωρήθηκα... Τέτοια
όμως ήταν η φιλοδοξία μου – να ζω αιωνίως μες στα σκοτεινά! Και σεις, εσείς περά-
σατε από δίπλα μου, περάσατε μια μέρα, σαν τους άλλους... Έτσι περνάμε πάντα,
ανυποψίαστα, δίπλα στις πιο μεγάλες τραγωδίες! Μαρία, σας το λέω μόνο τώρα: πε-
ράσατε απ’ τα χείλη ενός βαράθρου, χωρίς ποτέ να βάλετε υποψία! ζωή μου τέτοια
ήταν απ’ ανέκαθεν παιχνίδι απ’ όξω, άβυσσος, στο βάθος υπήρξα πάντα κάποιος,
ένας κάποιος. Ούτε μιαν ώρα δεν υπήρξα ε γ ώ. Ε γ ώ ποτέ δεν έζησα, Μαρία...
Αποκηρύσσω ολόκληρη τη ζωή μου κι εξάλλου αυτή δεν ήτανε δική μου – αυτή ή-
ταν η ζωή ενός τιποτένιου, ενός δειλού, κι ενός παραριγμένου... Με τι πικρία σας τα
λέω αυτά! Κι όμως στο βάθος, ήταν αριστούργημα... Μα εκείνοι που μπορούσαν να
τη δούνε, είχαν τα μάτια πάντοτε κλεισμένα!
– Αντρέα, Αντρέα, τ’ είν’ αυτά που λέτε;
– Ω ναι, Μαρία, δε θελήσανε ποτέ... Απόψε σας μιλώ πρώτη φορά ως σήμερα, ως
την ώρα τούτη, δεν ήξερα τον ήχο της φωνής μου: τώρα, που την ακούω, με τρομά-
ζει... μως αλήθεια, Θε μου, τι σκοτάδι! Μου φαίνεστε μακριά, πολύ μακριά... Δεν
ξέρω: μήπως είμαι πάλι μόνος;…
– Είμαι και ’γώ εδώ, και σας ακούω...
– Α, είστ’ εδώ; Μου φάνηκε πως φύγατε μου φάνηκε σα ν’ άκουσα την πόρτα...
Αλήθεια, θέλετε λοιπόν να σας τα πω; Μήπως σας ενοχλώ με την κουβέντα; Θα βα-
ρεθήκατε ίσως να μ’ ακούτε...
– Τι λέτε; Ίσα ίσα, μου κάνετ’ ευχαρίστηση, Αντρέα...
[345]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
– Τι έλεγα; Πού είχα σταματήσει;… Α, ναι, η ζωή μου: σας έλεγα για τη φτωχή
ζωή μου... Ήταν κρυμμένος θησαυρός που λέτε. Περνούσαν από πάνω, και δεν ήξε-
ραν... Κι όμως εγώ περίμενα, περίμενα... Και κάθε βράδυ έλεγ’ από μέσα μου: δε
γίνεται, κάποιος θα βρεθεί! Κι έτσι, μ’ αυτό το «κάποιος θα βρεθεί», πέρασαν τα κα-
λύτερα τα χρόνια μου... Ως το στερνό, το τελευταίο βράδυ, βαστούσα πάντα μια κρυ-
φήν ελπίδα: κάποιος, κάποιος, κ ά π ο ι ο ς θα βρεθεί! Και το πρωί που ξύπνησα,
ήμουν γέρος...
– Αντρέα, Αντρέα, τ’ είν’ αυτά που λέτε!
– Ναι, γέρασα, Μαρία, ήμουν γέρος... Ένα πρωί που ξύπνησα και πήγα στον κα-
θρέφτη, έμεινα κατάπληκτος, δεν πίστευα! Έπειτα όμως είδα την αλήθεια... μου το
’πε καθαρά, σαν παλιός φίλος κι είπα πως όλα τέλειωσαν μεμιάς... Και υψώθηκαν τα
περασμένα τότε, κι ήρθαν και με κοίταξαν στα μάτια. Και ήταν τόσο, τόσο λυπημένα,
και είχαν τόσες, τόσες επιπλήξεις, που ξαφνικά με πήρε το παράπονο... Δεν είχα πού
να στηριχθώ – ήμουν μόνος...
Και τότε να που πρόβαλες, Μαρία! Ήταν την εποχή που γνωριστήκαμε. Ήρθες
απάνω στη ζωή μου τότε, ανέτειλες απάνω στη ζωή μου, σαν άγγελος μέσα στην τρι-
κυμία... Είχ’ αποκάμει, να παλεύω με σκιές... Είπα: «Εδώ, εδώ, θα ρίξω άγκυρα! Εδώ
θ’ ανοίξω μαγικά το θησαυρό μου θα ’ρθει σε μένα, και θα δει, θα δει!... Συχώρησέ
με που σ’ τα λέω αυτά, μα το ’φερε η βραδιά, χωρίς να θέλω κι έπειτα πιο καλά να
μη σ’ τα κρύψω.
Ναι, μάθε το, σ’ αγάπησα, Μαρία, σ’ αγάπησα τρελά –τ’ ακούς;– τρελά! Έπεσα
όλος μέσα στην αγάπη σου, τυφλά, τρελά, σα να ’πεφτα στη θάλασσα... Τι να σ’ τα
λέω, τι σε νοιάζουν τώρα, μα κι είναι τώρα τόσο περασμένα... μως, άφησέ με να σ’
τα πω.
Τόσο πολύ, ποτέ μου δεν αγάπησα! Ανοίχτηκε η ψυχή μου μονομιάς, σαν ένας πο-
ταμός που ξεχειλίζει. Και τι, και τι δεν είχα ονειρευθεί!... Θυμούμαι, η στέρνα ήταν
καταπράσινη, ο κήπος όλος μύριζε φθινόπωρο, τα δειλινά περνούσαν πληγωμένα,
βαθιά, σαν την καρδιά μου... Ήταν τέτοια βράδια, σαν και τώρα...
Κι όμως δε μπορούσα να σ’ το πω όσο γι’ αυτό δε στάθηκα ικανός. Κι έλεγα πά-
λι: «π ρ έ π ε ι να το πω» κι έλεγα πάλι: «ό χ ι, ας μην ξέρει» – και τυραννιόμουν
έτσι, μέρα νύχτα.
Αυτό το πράμα βάσταξε καιρό. Κι ίσως εκείν’ η μυστική μου πάλη, εκείνος ο γλυ-
κός μου δισταγμός, να υπήρξεν η μοναδική χαρά, που αισθάνθηκα ποτέ σ’ αυτό τον
κόσμο...
Και κάποτε μου ερχόταν ως τα χείλη, κι έτρεχα σαν τρελός για να σε βρω κι άμα
περνούσα το κατώφλι του σπιτιού σου, μια πλάκα πάλι βάραινε τα στήθη μου, και
πάλι δε μπορούσα, δεν τολμούσα...
Κι έτσι περάσαν ένα πλήθος χρόνια.
Ένα πρωί, θυμούμαι μετά χρόνια (το θυμούμαι τώρα, και γελώ), πήρα τη μεγάλη
την απόφαση. Είχα ιδεί το Στέφανο στη λέσχη, κι ήρθα ίσια σπίτι σου, τρεχάτος, με
την ελπίδα πως θα σ’ έβρω μόνη δεν ξέρω τ’ είχα πάθει ακριβώς, μα ήταν σαν αρχές
παραφροσύνης. Έτρεχα στο δρόμο σαν τρελός... Χτυπώ την πόρτα:
« Κυρία;»
«Λείπει λείπει στην εξοχή, για δέκα μέρες...»
[346]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Έμεινα χαμένος και βουβός κρατήθηκα στον τοίχο, να μην πέσω... Μια φορά και
’γώ, μες στη ζωή μου, είχα παρμένη τη Μεγάλη Απόφαση, ο ουρανός γελούσε, όλα
έλαμπαν – κι η Κυρία έτυχε να λείπει, για να γυρίσει μετά δέκα μέρες!
Γύρισα πάλι πίσω, σα νεκρός. Αν μ’ έβλεπες, σ’ το λέω, θα με λυπόσουν...
Και δε σ’ το είπα, δε σ’ το είπα πια – δε μπόρεσα ποτέ μου να σ’ το πω! Το κλεί-
δωσα βαθιά, μες στην καρδιά μου, το κλείδωσα του κάκου, και για πάντα...
Έλεγα: «θά ’ρθει μια στιγμή, και θα μαντέψει»˙ όμως εσύ, δε μάντεψες ποτέ! Κι
ήσουν μαζί μου πάλι όπως πάντα. Κι ο καιρός περνούσε, όπως πάντα. Και κάθε μέρα
που περνούσε μας σημάδευε – κι η τύψη μού τρυπούσε την ψυχή μου...
... Κι αφού περάσαν, τελοσπάντων, πολλά χρόνια, ένιωσα τότε μέσα μου ν ‘ απλώ-
νεται, σα μια βαθιά, βαθύτατη ησυχία: είχα συνηθισμένη πια τη θλίψη μου ήτανε
τώρα σαν παλιά συντρόφισσα με ξανακέρδιζε η παλιά γαλήνη. Κι ήρθε στιγμή που
ρώτησα δειλά: Τ Ν αγαπώ;… Κι ήτανε, τώρα, σα μια τρυφεράδα μέσα μου, σα μιαν
ανάρρωση από μια μεγάλη αρρώστια. Κι όλα πάλι γύρω μου ησύχασαν, σα να μην
είχε γίνει τίποτε ποτέ. Κι έγινα πάλι, εκείνος που ήμουν πρώτα...
Ε, να λοιπόν που τα ’μαθες, Μαρία. μως δε φταίω εγώ, σ’ το ξαναλέω. Το ’φερε
η βραδιά, για να σ’ τα πω – να σ’ τα διηγηθώ, προτού πεθάνω...
Κι απάνω κει, σταμάτησε η κουβέντα. Μες στη σιωπή, δεν ακουγόταν τίποτε, έξω
απ’ τον ήχο τον αργό του ρολογιού.
Εκείνη ήταν πεσμένη στο ντιβάνι, κι είχε τα δυο της μάτια σκεπασμένα.
Κι η φωνή του είχε πάρει πάλι, το σοβαρό και κουρασμένον τόνο της τυπικής, της
φιλικής κουβέντας...
.....................................................................................................................................
Και καθώς έδυνεν αργά ο ήλιος –ήταν σχεδόν αρχές του φθινοπώρου– τα σύννεφα
ανοίχτηκαν, εκεί, προς το βασίλεμα, και μιαν αχτίδα ήλιου –η στερνή– γλίστρησε
τώρα μέσ’ απ’ το παράθυρο, και πήγε αργά και μάτωσε μια πολυθρόνα, πέρα...
[347]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Το μόνο δυσάρεστο σ’ όλην αυτή την ιστορία, ήταν ότι εκείνη τον αγαπούσε. Τον
αγαπούσε μ’ όλο το πάθος και την εμπιστοσύνη μιας άπειρης καρδιάς, που δεν έτυχε
ποτέ της ν’ αγαπήσει, και που, αγαπώντας επιτέλους κάποτε, δίνεται όλη, σαν τρελή,
και φαντάζεται μες στον τυφλό φανατισμό της πρώτης ευτυχίας, ότι αυτό το πράμα
θα βαστάξει έτσι, αιωνίως…
Κι έζησε μες στ’ όνειρο αυτό, ένα χρόνο και κάτι παραπάνω.
Γι’ αυτό το λόγο, όταν εκείνος δοκίμασε να της κάμει μερικούς αόριστους υπαι-
νιγμούς, και να της υποδείξει –ω πόσο, πόσο ελαφρά– την ανάγκη ενός έστω και
προσωρινού χωρισμού (έτσι, τουλάχιστον, προσπαθούσε να την πείσει ότι τον εννο-
ούσε), εκείνη χαμογέλασε, καθώς χαμογελούν τα δύσπιστα παιδιά, και του πέταξε μια
φούχτα μαργαρίτες, που βαστούσε, κατά πρόσωπο. Νόμισε πως θέλει να παίξει μαζί
της, όπως πάντα.
ταν όμως τον είδε να επιμένει, και να θέλει να την κάμει να καταλάβει ότι δεν
ήταν καθόλου διατεθειμένος να διαιωνίσει ένα δεσμό, που όλη του η γοητεία, ακρι-
βώς, συνίσταται στο να είναι εφήμερος –και ότι, εξάλλου, είχε ορισμένες υποχρεώ-
σεις απέναντι του εαυτού του και της κοινωνίας, που δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο,
να τις θυσιάσει, για μια ιδιοτροπία της στιγμής– έμεινε σαν αποσβολωμένη!
Τον κοίταξε καλά καλά στα μάτια, σα να μην πίστευε ακόμα, ότι αυτά τα πράγμα-
τα είναι ποτέ δυνατόν να συμβαίνουν. Δεν ήταν διόλου προετοιμασμένη για ένα τέ-
τοιο απρόοπτο, και το πήρε αμέσως τόσο τραγικά, ώστε βρέθηκε αναγκασμένος, για
ένα διάστημα, να μεταχειρισθεί όλη τη δυνατή διπλωματία για να τη φέρει σε λογα-
ριασμό.
Ήξερε, βέβαια, ότι δεν ήταν ικανή να του δημιουργήσει φασαρίες, αλλά ήξερε ε-
πίσης, πολύ καλά, το βαθμό της αγάπης της σ’ αυτόν – και όσο δύσκολο θα ήταν στα
καλά καθούμενα και δίχως αφορμή, να δεχθεί αυτή την εγκατάλειψη… Άρχισε, λοι-
πόν, σιγά σιγά, με υπολογισμένους ελιγμούς, να προετοιμάζει το έδαφος, και να την
αποκοιμίζει μ’ όλες τις τρυφερές εκείνες υποσχέσεις, που ένας άντρας –είτε είναι
μορφωμένος, είτε όχι– μεταχειρίζεται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Της είπε ότι ήταν α-
πόλυτη, μα πολύ απόλυτη ανάγκη να λείψει, για ένα διάστημα, στην επαρχία του,
όπου τον καλούσαν επείγοντες οικογενειακοί λόγοι, και ότι μόλις γύριζε, και τα λοι-
πά. ταν όμως είδε ότι ούτε αυτό το κόλπο πετύχαινε, αποφάσισε να της το δηλώσει,
καθαρά και ξάστερα, και ν’ αντιμετωπίσει ηρωικά όλα τα ενδεχόμενα.
Κι εξάλλου –για να πούμε και του στραβού το δίκιο– αυτός ήταν ένας καλλιτέ-
χνης. Παρ’ όλο το εξαιρετικό θέλγητρο εκείνου του δεσμού, είχε κουραστεί, στα τε-
λευταία, να ζει με μια κοπελίτσα, με τόσο πρωτογενή αισθήματα αφοσιώσεως! Είχε
τη γνώμη ότι η ζωή έχει πολύ ψηλότερους προορισμούς. Και δεν εννοούσε ν’ αποκο-
μίσει απ’ αυτή την περιπέτεια, παρά ό,τι της άξιζε πραγματικά – δηλαδή, τον αφρό:
εκείνο, ίσα ίσα, που θα έφθανε για να του δώσει μερικές καινούριες συγκινήσεις, και
να του κεντρίσει το ζήλο και την έμπνευση, ώστε να δώσει τους καρπούς που ήθελε.
Τα παραπέρα δεν τον ενδιέφεραν. Είχε την ιδέα ότι, όλες αυτές οι υποθέσεις, έξω από
την εξυπηρέτηση ορισμένων καλλιτεχνικών σκοπιμοτήτων, δεν έχουν άλλο λόγο υ-
[348]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
πάρξεως, και ότι, οφείλουν να μπαίνουν κατά μέρος, όταν δεν είναι σε θέση πια να το
κάμουν. Και από της απόψεώς του αυτής – ίσως να μην είχε και τελείως άδικο.
Και όπως τ’ αποφάσισε, έτσι κι έκαμε.
Ένα καλό πρωί, χωρίς να πει κουβέντα, ετοίμασε τα πράματά του, και την ειδο-
ποίησε ότι το βράδυ, στις οχτώ, θα έφευγε με το ατμόπλοιο, για την πατρίδα του.
Εκείνη τον κοίταξε πάλι στα μάτια, χλωμή σαν το κερί. Έπειτα του γύρισε τη πλάτη,
και πήγε ίσια, και κλείστηκε στην κάμαρά της.
ταν όμως έφθασε η μοιραία ώρα του χωρισμού, και μπήκε μέσα να την αποχαι-
ρετήσει, έπεσε στην αγκαλιά του με λυγμούς:
– Τι σου ’κανα, που θέλεις να μ’ αφήσεις; Τι σου ’κανα;
Εκείνος τη φίλησε, την έβαλε σε μια καρέκλα, και της είπε:
– Δεν πρέπει να τα παίρνεις έτσι, Μαριάννα. Πρέπει να είσαι λογική. Μην είσαι
παιδί. Και ιδίως, μην ξεχνάς ότι είμαι υποχρεωμένος να το κάμω, αλλιώς δε θα το
’κανα ποτέ μου ένα τέτοιο πράμα. Ξέρεις καλά, ότι δεν έχω κανένα παράπονο μαζί
σου…
αίνεται όμως ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικά για την κοπέλα,
γιατί εκείνη εξακολουθούσε να κλαίει με λυγμούς, πεσμένη με το μέτωπο απάνω στο
τραπέζι.
Έκαμε τότε ένα κίνημα ανυπομονησίας, και τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του.
Αισθητικός και καλλιτέχνης, καθώς ήταν, θα ήθελε να τελείωναν όλα ωραία! Κι η
αλήθεια, επί τόσο διάστημα, είχαν κι οι δυο τους ζήσει τόσο μες στην ομορφιά, που
θα ’πρεπε τώρα, στα τελευταία –έτσι το πίστευε τουλάχιστον εκείνος– η εκλεκτή ε-
κείνη περιπέτεια –το «ποίημα του πάθους» καθώς το ’λεγε– να τελείωνε με κάποιο
φωτοστέφανο… Δε μπορούσε ν’ ανεχθεί τις κοινές σκηνές – και, κυρίως, δε μπορού-
σε ν’ ανεχθεί τα τετριμμένα γυναικεία δάκρυα, και τους θεατρικούς υστερισμούς!
Εννοούσε, σώνει και καλά, να τελειώνουν όλα «en beauté» σύμφωνα με την προστα-
γή της Έντα Γκάμπλερ˙ εννοούσε, η τελευταία πράξη του έργου, που αυτός ήταν ο
ποιητής και σκηνοθέτης, κι εκείνη μια φτωχή πρωταγωνίστρια, να πάρει όλη την αί-
γλη και τη μεγαλοπρέπεια, ή, τουλάχιστον όλη τη σιωπή και τη σεμνότητα, ενός αλη-
θινού έργου δραματικού! Εκείνη όμως εξακολουθούσε να μη σκαμπάζει τίποτε απ’
όλ’ αυτά, και του χαλούσε την καλύτερη σκηνή! Και του κατέστρεφε, συγχρόνως και
όλες τις ωραίες αναμνήσεις, που ήλπιζε ν’ αποκομίσει απ’ τη μοναδική εκείνη περι-
πέτεια! Κι επιπλέον, τα κλάματα εκείνα, της ασχήμιζαν τόσο πολύ τα μάτια και το
πρόσωπο, ώστε, με το λεπτό του γούστο, αισθανόταν πως, από τώρα και στο εξής, δε
θα μπορούσε να την ανεχθεί, ούτε να μείνει μια στιγμή μαζί της! Του είχε κατα-
στρέψει τα πάντα! Α, αυτό, δε θα της το συγχωρούσε ποτέ, ποτέ πια!...
Δοκίμασε, με κάποια συγκατάβαση, αλλά συγχρόνως και με κάποια περιφρόνηση,
να της κεντήσει τη φιλοτιμία. Της μίλησε κάπως σκληρά:
«Γι’ άκου, να σου πω, Μαριάννα! Αυτά δεν είναι πράματα σωστά! λ’ αυτά μια
μέρα, θα τελείωναν, το ξέρεις πολύ καλά! Δε μπορούσε να βαστάξει αιωνίως αυτή η
ιστορία… Αργά ή γρήγορα, θα φθάναμε σ’ αυτό. Πρέπει να το πάρεις απόφαση, τι
διάολο!...»
Εκείνη όμως, γλίστρησε απ’ το κάθισμά της, κι έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα.
Βογκούσε τώρα δυνατά σαν πληγωμένο ζώο!
[349]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Σκέφθηκε τότε: «Τώρα είμαστε καλά! Εκείνο, ίσα ίσα, που φοβόμουν: το μελό-
δραμα…»
Αλλά, συγχρόνως, του ήρθε μια ιδέα. Θέλησε –αρπάζοντας τις τελευταίες σανίδες
σωτηρίας– να δώσει μια διέξοδο, σ’ όλην αυτήν την ανυπόφορη σκηνή. Έσκυψε και
της χάιδεψε το χέρι:
«Πριν να φύγω, δε μου παίζεις λίγο πιάνο;…»
Τότε όμως έγινε εκείνο που φοβόταν περισσότερο απ’ όλα. Τα λόγια του ήταν σα
να είχε χύσει λάδι στη φωτιά: εκείνη έμπηξε τις φωνές, και σωριάστηκε χάμου, τινά-
ζοντας τα πόδια και σπαράζοντας.
Τότε και κείνος, έχασε την υπομονή του. Σηκώθηκε και πήρε το καπέλο του και τη
βαλίτζα του. Άνοιξε την πόρτα, και βγήκε. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, θυμήθηκε,
άξαφνα, πως είχε ξεχασμένο το μπαστούνι του. Ανέβηκε πάλι, το πήρε, και ξανακα-
τέβηκε – δίχως να γυρίσει το κεφάλι.
Είχε σκοπό να μείνει, το πολύ, ένα μήνα στην επαρχία. Ο μήνας αυτός έγινε χρό-
νος. Σ’ αυτό το διάστημα δεν έμαθε καθόλου τι απόγινε. Είχε σκοπό ν’ αφήσει να
κρυώσουν λίγο τα πράματα, και κατόπι, μετά κάμποσον καιρό, αφού θα είχε χορτάσει
αρκετά την ελευθερία του, και θα είχ’ εργασθεί ήσυχος και απερίσπαστος, όταν θα
είχ’ επιθυμήσει πάλι την πρωτεύουσα – να της γράψει, και να ξαναφκιάσει ίσως μαζί
της – ποιος ξέρει;
Στα κάτω κάτω της γραφής, δεν του είχε κάμει κανένα κακό˙ μάλλον αυτός της εί-
χε κάνει αρκετό κακό, και δίχως λόγο.
Τώρα που αναπολούσε το επεισόδιο εκείνο της ζωής του, και ταχτοποιούσε τις δι-
άφορες ευθύνες, έβλεπε ότι είχε φερθεί πολύ άσχημα, αλλ’ ακόμα δεν του είχαν γεν-
νηθεί και τύψεις.
Λογάριαζε, στο χρόνο μέσα, να γυρίσει˙ αλλά, σ’ αυτό το μεταξύ, συνέβησαν τόσα
πολλά, που, αν και είχε πεταχθεί δυο τρεις φορές ως την πρωτεύουσα, ήταν υποχρεω-
μένος να ξαναγυρίζει στην πατρίδα, και δε θεώρησε σκόπιμο, σ’ αυτές τις σύντομες
διαμονές του, να ξαναπιάσει σχέσεις, που έπρεπε πάλι σε λίγο να διακοπούν.
Και το ανέβαλλε έτσι, διαρκώς, από ταξίδι σε ταξίδι.
Σε λίγο όμως, σιγά σιγά, μες στη μοναξιά της επαρχίας –θέλεις, το αισθηματικό
άδειο που, παρ’ όλες τις περιποιήσεις των δικών του, είχε απλωθεί γύρω του, θέλεις η
ξαφνική έλλειψη της περιπετείας και του κόσμου– άρχισε να τον παίρνει η νοσταλγία
των ωρών εκείνων, και σαν έν’ απροσδιόριστο συναίσθημα, που έμοιαζε με τύψη, για
το τιποτένιο φέρσιμό του.
ταν οι πρώτες εντυπώσεις καταστάλαξαν, και πήραν πιο συγκεκριμένη μορφή, η
τύψη αυτή, που δεν την είχεν αρχικά υπολογίσει, πήρε διαστάσεις, και διεγράφη στο
μυαλό του εντονότερα: μια κοπέλα τού είχε δοθεί, μ’ όλο το πάθος των δεκαοχτώ
χρονών της˙ αντάλλαγμα σ’ αυτή την αφοσίωση, δε ζητούσε παρά μόνο τη στοργή
του – απλή, ειλικρινή, κανονική. Αυτός όμως, τυφλός στο αίσθημά της, παρεξηγώ-
ντας εντελώς τη θέση του, της ζητούσε εκείνο που δε μπορούσε να του δώσει: της
ζητούσε όχι χρώμα – αποχρώσεις! Την τοποθετούσε διαρκώς, σα μιαν άψυχην εικό-
να, μέσα σε πλαίσια λεπτά κι αισθητικά, δεν υπάρχει αμφιβολία – αλλά που εκείνη
[350]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
δεν ήταν σε θέση, μες στην ορμή του πάθους της, να τα κάμει δικά της, κι επομένως,
να συμμορφωθεί στις εξεζητημένες απαιτήσεις του.
Αυτή του πρόσφερε Λατρεία και Θρησκεία – κι αυτός ζητούσε να την κάμει Τέ-
χνη. Επομένως, δεν την αγαπούσε.
Κι έτσι, με τη βοήθεια της μοναξιάς και της περισυλλογής, έφθασε να αισθανθεί
ακόμα εντονότερα τι είχε χάσει, τόσο ασυλλόγιστα, και πόσο εγκληματικά και απάν-
θρωπα είχε φερθεί σ’ ένα πλάσμα που τον λάτρευε σαν είδωλο! Έβλεπε τώρα, με μά-
τια καθαρά, όλο το βάθος της παρεξηγήσεως – αλά και την ανανδρία του. Δε μπο-
ρούσε να συγχωρήσει στον εαυτό του, εκείνο, που το θεωρούσε τώρα έγκλημά του…
Και γι’ αυτό, στο τελευταίο του ταξίδι στην Αθήνα, έτρεξε ίσια σπίτι της, χωρίς να
χάσει τον καιρό του να της γράψει. Δε βρήκε κανένα. Ρωτώντας στη γειτονιά, έμαθε
ότι η Μαριάνα, μαζί με τη μητέρα της, είχε μετακομίσει από κει, το περασμένο καλο-
καίρι, και κανείς δεν ήξερε πού πήγε.
Είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της.
Άρχισε τότε να διασκεδάζει, με την ελπίδα να τη λησμονήσει.
Εκείνο τον καιρό, έφυγε για το Παρίσι. Έμειν’ εκεί, άλλα τρία χρόνια. Γυρίζοντας
στην Αθήνα, βρέθηκε πάλι στα γνώριμά του μέρη. ανάμνηση της Μαριάννας είχε
σβήσει τώρα στο μυαλό του. Κάποιες ώρες, όμως, εκείνη η μακρινή και αόριστη νο-
σταλγία των περασμένων, δυνάμωνε πάλι μέσα του ξαφνικά, και τότε ξανάφερνε
μπροστά στη θύμησή του τη σβέλτα σιλουέτα της, με τα μεγάλα φλογερά κι αθώα
μάτια, και το παιδιάστικο παράπονο στα χείλη…
Ένα βράδυ, εκεί που ήταν καθισμένος σ’ ένα κέντρο κοσμικό, κουβεντιάζοντας με
κάποιον άλλο, του φάνηκε πως είδε ξαφνικά τη Μαριάννα – ή καλύτερα, μια νεαρή
γυναίκα, με την περπατησιά της Μαριάννας. Περνούσε μόνη, με μια πράσινη τσάντα
στο χέρι, και χάθηκε στο πλήθος.
Άφησε το φίλο του, κι έτρεξε αμέσως από πίσω.
Για μια στιγμή, νόμισε πως την έχασε. Την ξαναβρήκε, όμως, να κοιτάζει στη βι-
τρίνα κάποιου μαγαζιού.
Πήγε στη γωνιά και παραμόνεψε. Έτρεμε πάλι, σαν παιδί, απ’ τη συγκίνηση.
Και τη στιγμή που ήταν αποφασισμένος να της μιλήσει, είδε κάποιον κύριο καλο-
ντυμένο, που την πλησίασε και της έβγαλε με θάρρος το καπέλο.
Τότε σταμάτησε, και περίμενε να δει τι θα γίνει. Τώρα που την έβλεπε καλύτερα
στο φως, ήταν πια εντελώς βέβαιος πως ήταν εκείνη. Αλλά ήταν, πράγματι, εκείνη;
τουαλέτα της του ’καμε εντύπωση: φορούσε ένα φόρεμα από σταχτί βελούδο, γαρνι-
ρισμένο, στη μέση, με ασημένιο μεταξωτό ύφασμα. Το κόψιμό του θα το ζήλευαν οι
πιο κοκέτες παριζιάνες˙ δεν πίστευε στα μάτια του. Θυμόταν πάντα τη σεμνή μικρού-
λα, τη μαυροφορεμένη, εδώ και πέντε χρόνια… Τόσο μεγάλη διαφορά, τόσο μικρό
διάστημα!
Τότε τους είδε να προχωρούν στην άκρη του πεζοδρομίου, να φωνάζουν ένα ταξί,
και να μπαίνουν μέσα.
Πρόφτασε και πήρε έν’ άλλο ταξί, και είπε στον οδηγό να παρακολουθήσει το
πρώτο, χωρίς να φαίνεται.
[351]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τράβηξαν ίσια, προς την οδόν Πατησίων. Έπειτα έστρεψαν σε μια πάροδο, δεξιά,
και σταμάτησαν στη γωνιά.
Εκείνη βγήκε με το συνοδό της και προχώρησε σε μια μεγάλη πόρτα. Έβγαλε απ’
την τσάντα το κλειδί της, κι άνοιξε. Το ηλεκτρικό της εισόδου άναψε αμέσως. Και η
πόρτα ξανάκλεισε.
Σε λίγο, στο δεύτερο πάτωμα, άναψαν πάλι μερικά ηλεκτρικά.
Κοίταξε το σπίτι. Ήταν ένα κομψό καινούριο σπίτι, χτισμένο με πολύ μεγάλο
γούστο και λουσάτο. βεράντα του έβλεπε προς τον κήπον, και ήταν όλο κρύσταλ-
λα. Έδινε την εντύπωση μικρού, χαριτωμένου παλατιού.
Κοίταξε το δρόμο, τον αριθμό, κι έφυγε, αρκετά σαστισμένος – με την απόφαση
να ξαναπάει, ασφαλώς, την άλλη μέρα.
Το άλλο βράδυ, στις έξι ακριβώς, χτυπούσε την πόρτα. καμαριέρα που παρου-
σιάστηκε, τον ρώτησε τι θέλει.
Έδωσε την κάρτα του, και περίμενε.
Σε λίγο, η καμαριέρα γύρισε, και τον έμπασε σ’ ένα χαριτωμένο σαλονάκι. Άναψε
το ηλεκτρικό, και τον παρεκάλεσε να περιμένει.
Περίμενε ως ένα τέταρτο. Κάπνιζε το ’να τσιγάρο απάνω στ’ άλλο. Πρόφθασε μό-
νο να ρωτήσει, προτού βγει η καμαριέρα:
– Ο κύριος είν’ εδώ;
– Ποιος κύριος; Μήπως λέτε τον κύριο Νικία; Δεν έρχεται συχνά. Χθες το βράδυ
ήταν εδώ, σήμερα, όμως, δε φάνηκε καθόλου…
Ένας στεναγμός ανακουφίσεως βγήκε απ’ τα στήθη του: η Μαριάννα δεν ήταν
παντρεμένη!
Σε λίγη ώρα, η πόρτα άνοιξε, και πρόβαλε Ε κ ε ί ν η.
ορούσε τώρα ένα peignoir θαυμάσιο, γκρι περλ. Έτρεξε πρόθυμα να τον προϋ-
παντήσει.
«Πώς ήταν κι αυτό και με θυμηθήκατε; Τι γίνατε τόσον καιρό; Εγώ όμως δεν σας
ξέχασα καθόλου! Μάθαινα τους θριάμβους σας απ’ τις εφημερίδες…»
Εκείνος ήταν ορθός στη μέση του σαλονιού, κι ψέλλιζε μερικές συγκεχυμένες
φράσεις τυπικές.
Τον έβαλε να καθίσει δίπλα της, στο μεγάλο ντιβάνι, και ξαπλώθηκε κοντά του, με
πόζα εντελώς θεατρική. Απ’ την αρχή το είχε προσέξει, ότι και η κουβέντα της είχε,
τώρα, κάτι το θεατρικά προσποιημένο.
Την κοίταζε και δεν την αναγνώριζε! Του φαινόταν τελείως αλλαγμένη. Πού τα
μεγάλα, φλογερά κι αθώα μάτια, το μικρό κι αδέξιο εκείνο κοριτσάκι, που τον είχε
αγαπήσει σα θεό!
Μιλούσαν τώρα σε πληθυντικό.
«Είχατε λείψει στο Παρίσι, δεν είν’ έτσι; Έμαθα ότι είχατε πολλές επιτυχίες, και
ότι έγραψαν για σας ενθουσιαστικά. Εγώ ήμουν πάντα βεβαία για το τάλαντό σας. Το
ήξερα ότι μια μέρα θα πηγαίνατε μπροστά…»
Εκείνος μασούσε τα λόγια του.
Έπειτα από πολλές περιστροφές, δοκίμασε δειλά να φέρει την κουβέντα, και να
μιλήσει για τα περασμένα. Εκείνη όμως έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
[352]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[353]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[354]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[355]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Κι ο άλλος τότε πήρε θάρρος, απ’ την ημεράδα των ματιών Του, και σκύβοντας τα
μάτια κάτω, μίλησε˙ κι η φωνή του έμοιαζε μακρινή, σαν να ’ρχόταν απ’ τα βάθη των
αιώνων, λες κι ήταν κανωμένη απ’ τα κρίματα, κι απ’ όλες τις μεγάλες αμαρτίες, που
είχαν γίνει μες στα βάθη των αιώνων... Και τα δάκρυα κυλούσανε ποτάμι, στα χλωμά
και σκεβρωμένα μάγουλά του.
«Αποκρίνομαι, τώρα, στο Θεό μου, και του λέω όλη την αλήθεια… Έτυχε στη ζωή
μου ν’ αγαπήσω. Έλεγα πως το πλάσμα που αγάπησα, έμελλε να μου γίνει άγγελός
μου! Του χάρισα ό,τι είχεν η καρδιά μου, το αίμα, τη χαρά μου, και το φως μου! Το
προσκύνησα, πεσμένος μες στο χώμα – έτσι όπως προσκυνούν μόνον Εσένα…
»Έδειρα τη μάνα μου για κείνο, κι ερήμωσα το σπιτικό μου όλο, και τον αδερφό
μου αποστράφηκα. Και το πιο μικρό μου τ’ αδερφάκι, που τ’ αγαπούσα πρώτα σαν
τρελός, τ’ αποπήρα δίχως αφορμή…
»… Πούλησα τα χτήματά μας όλα, και την περιουσία μας την έπαιξα, με την ελπί-
δα να κερδίσω πιο πολλά… Κι ύστερα, τους άφησα, μέσα στους πέντε δρόμους, να
παν να ζητιανέψουν το ψωμί τους. Κι όμως δε μου είπε ‘‘Σ’ αγαπώ!’’…
»… Μ’ έσερνε, σαν τυφλόν, εδώ κι εκεί!
»… Ένα πρωί μου λέει:
‘‘Θέλω να σφάξεις ένα πρόβατο στην πόρτα!’’
»Κι έσφαξα το πρόβατο στην πόρτα…
»… Μου λέει, έπειτ’ από λίγες μέρες:
‘‘Θέλω ένα μάτσο τριαντάφυλλα, απ’ το πανέρι του τυφλού μικρού παιδιού!’’
»Κι έκλεψα ένα μάτσο τριαντάφυλλα, απ’ το πανέρι του τυφλού μικρού παιδιού…
»… Κι έτσι, από κρίμα και σε κρίμα, μ’ έκανε να κατέβω, ένα ένα όλα τα σκαλο-
πάτια του Κακού. Κυβερνούσε το μυαλό και την καρδιά μου, καθώς Εσύ τον Κόσμο
κυβερνάς…
»… Μ’ έκανε κουρέλι και σκουπίδι! Κι όμως δε μου είπε: ‘‘Σ’ αγαπώ’’!...
»Κι ήρθε η μέρα, τότε, που μου λέει:
‘‘Θέλω να μου φέρεις, ως το βράδυ, τα γαλανά τα μάτια του Χριστού!’’…
»… Και ’γώ, σαν άκουσα να λέει τέτοια λόγια, έκλεισα τ’ αυτιά μου με τα χέρια,
και δεν ήθελα ν’ ακούσω άλλο λόγο. Έπεσα στα πόδια της αγάπης μου, και τα φιλού-
σα όλος ικεσία, να μη μου ξαναπεί τέτοια κουβέντα…
»… Και τότε μου ’πε για παρηγοριά: ‘‘Αν το κάνεις αυτό, θα σ’ αγαπήσω’’…
»… Κι η ψυχή μου λύγισε μεμιάς, λύγισεν ευθύς, σαν το καλάμι.
»‘‘ εκκλησία,’’ μου λέει ‘‘καθώς ξέρεις, κλείνει με το βασίλεμα του ήλιου. Εσύ
θα μπεις λιγάκι πιο μπροστά, μ’ ένα λεπτό καρφί που θα σου δώσω και θα κρυφτείς
στο τελευταίο το στασίδι, που είναι δίπλα στην Ωραία Πύλη. Ο καντηλανάφτης θα
περάσει˙ κοίταξε καλά, να μη σε δει… Και μόλις πέσει το βαθύ σκοτάδι, και δεν α-
κούς κανένα να περνάει, θα τραβήξεις ίσια στο Χριστό, και με το καρφί που θα σου
δώσω θα του ξεριζώσεις τα δυο μάτια… Κι ύστερα θα φύγεις, και θα ’ρθεις. Θα σε
περιμένω πώς και τι! Αν το κάνεις αυτό, θα σ’ αγαπήσω!’’…
»… Αυτά μου είπε, μυστικά, στ’ αυτί. Και μου ’δωσε, μαζί, και το καρφί…
» Κι όταν πια χαμήλωσε ο ήλιος, πήγα και κρύφτηκα, καθώς μου είχε πει, δίπλα
στο τελευταίο το στασίδι, που είναι δίπλα στην Ωραία Πύλη. Και μόλις άρχισε να
πέφτει το σκοτάδι…»
[356]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Εδώ, δε μπόρεσε ν’ αρθρώσει άλλη λέξη. Ένας λυγμός τον έριξε στο μάρμαρο.
Ο Εσταυρωμένος χαμογέλασε, και τα μάτια Του, μεμιάς γέμισαν φως. Με το ’να
χέρι έβγαλε τα μάτια Του, και τα ’βαλε στην ανοιχτή παλάμη.
Κι έπειτα –Αυτός μπροστά, ο άλλος από πίσω– έφεραν βόλτα μες στην εκκλησία.
Πήρε το χρυσό το δισκοπότηρο, και τ’ άμφια τα χρυσοκεντημένα, και τ’ ασημένια
κουταλάκια της Μετάληψης.
Πήρε τη Λόγχη και το Θυμιατήρι, και το Μυροδοχείο, και το Δίσκο.
Πήρε το μεγάλο το ρουμπίνι, που στόλιζε τα στήθη της Παρθένου.
Πήρε τη Μίτρα, το Μανδύα και τη Ράβδο.
Πήρε τα χρυσά τα μανουάλια, και τα εγκόλπια και τα δικηροτρίκηρα και τα σκαλι-
στά τ’ αφιερώματα, που κρεμούσαν γύρω στους Αγίους.
Τα δυο Του χέρια λάμπανε από το θησαυρό.
Και τράβηξαν έτσι –Αυτός μπροστά, κι ο άλλος από πίσω– κι έφτασαν ως την
πόρτα του ναού.
Τότε του λέει:
«Πάρ’ τα…»
Κι επειδή ο άλλος δεν πολυκαταλάβαινε, του ξαναλέει:
«Πάρ’ τα…»
Κι επειδή ο άλλος εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει, και κοίταζε, σαν αποσβο-
λωμένος, του ξαναλέει πάλι:
«Σ’ τα χαρίζω…»
Τότε κι αυτός τα πήρε βιαστικά, και χωρίς να καταλάβει πάλι, βρέθηκε έξω απ’
την εκκλησία, μέσα σ’ ένα έρμο σταυροδρόμι.
Κι έπειτα το ’βαλε στα πόδια, σαν τρελός – και χάθηκε, για πάντα μες στη νύχτα…
……………………………………………………………………………………….
Και το πρωί που ξύπνησαν οι άλλοι, και μπήκαν πάλι μες στην εκκλησία, και τα
βρήκαν όλα ρημαγμένα, έμπηξαν με τρόμο τις φωνές!
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, κι έκανε το σταυρό του. Το νέο μαθεύτηκε παντού, κι
έγινε θρήνος μες στην πολιτεία. Στάλθηκαν μηνύματα παντού.
Αλλά κανείς δε μπόρεσε να πει γιατί, τώρα, τα μάτια του Χριστού φέγγανε ακόμα
πιο πολύ –τώρα, που ήταν άδεια και ξεριζωμένα– παρά πριν, που τα στύλωνε στα
πλήθη, άγγιχτα, λαμπρά και γαλανά…
[357]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Εκείνη τη βραδιά, το ιπποδρόμιο ήταν ασφυκτικά γιομάτο. Δεν είχε μείνει θέση
αδειανή. Το μεγάλο αμφιθέατρο, κατάμαυρο απ’ τον πολύ κόσμο, ήταν στολισμένο,
γύρω γύρω, με φαναράκια ενετικά και λαμπιόνια, σαν τα παλάτια των παραμυθιών.
Πολλοί που έτυχε ν’ αργοπορήσουν, και δεν είχαν εύρει θέση στους εξώστες, ήταν
στριμωγμένοι, όπως όπως, στις σκάλες και στους αναμεταξύ διαδρόμους, και δεν
εννοούσαν να το κουνήσουν από κει. Μόλις και μετά βίας μπορούσαν και περνούσαν
τα γκαρσόνια, κι έσπρωχναν απεγνωσμένα μες στον κόσμο, κι έφερναν αδιάκοπα,
στους δίσκους, γλυκίσματα και παγωτά.
Ένα πλήθος στόματα μιλούσαν και γελούσαν δυνατά. λη εκείνη η ανθρωπο-
πλημμύρα κουβέντιαζε ζωηρά και φλυαρούσε – και μια μεγάλη άναρθρη βοή, ανέ-
βαινε χαρούμενα, απ’ όλες τις μεριές, στον ουρανό.
λα είχαν απόψε κατιτί το έκτακτο, κάτι το πυρετώδες και το ασυνήθιστο, κάτι το
πανηγυρικά φαιδρό. Και μόνο ο ουρανός είχε κρυμμένα τ’ άστρα του, αν και δεν είχε
σύννεφα διόλου – ίσως εξαιτίας της ανταυγείας των ηλεκτρικών. Κι ήταν αυτό το
μόνο σκοτεινό, μες στη φανταχτερή φωτοχυσία…
Πρωί πρωί, σχεδόν πριν ξημερώσει, πελώρια κόκκινα και πράσινα προγράμματα,
τοιχοκολλημένα, ειδοποιούσανε το «σεβαστό κοινόν», ότι το βράδυ εκείνο, ο Τομ και
ο Μπομπ, τα χαϊδεμένα τα παιδιά της κομπανίας, είχαν την ευεργετική τους –την τε-
λευταία της χρονιάς εκείνης– και το καλούσανε να ’ρθει να τα τιμήσει.
Ήταν φθινόπωρο αρκετά προχωρημένο, όμως βαστούσε ακόμα η καλοκαιρία. Οι
πρώτες οι δροσιές δεν είχαν πάρει ακόμα.
Και λίγο πριν να δύσει ο ήλιος, στις πεντέμισι ακριβώς, την ώρα που ήταν η μεγά-
λη κίνηση, ο θίασος ολόκληρος είχε κάμει μια επίδειξη, στους κεντρικούς δρόμους,
με σάλπιγγες, ταμπούρλα και ρεκλάμες, και με τα τριάντα άλογά του, για να διαφημί-
σει πιο καλά, το έκτακτο εκείνο γεγονός…
«ΓΕΛΙΑ-ΓΕΛΙΑ-ΓΕΛΙΑ!» – έτσι έγραφε το πρόγραμμα, με κεφαλαία, πολύ μεγά-
λα γράμματα…
Κι όλη την ημέρα εκείνη, απ’ το πρωί, μια πυρετώδης προετοιμασία βαστούσε α-
ναστατωμένο ολόκληρο το ιπποδρόμιο: σχοινοβάτες, εργάτες, ιπποκόμοι, με σκοινιά,
κορδέλες, άνθη και χρυσόχαρτα,, με γιρλάντες και χρωματιστές μικρές σημαίες, πη-
γαίνανε κι ερχόντουσαν, πρόβαλλαν απ’ όλες τις μεριές, και κάρφωναν και μπάλωναν
και στόλιζαν, και σκέπαζαν κασόνια και σανίδες, με κόκκινα πανιά και με φεστόνια.
Και μες στο κάθε χάρτινο τριαντάφυλλο που κρέμαγαν, έβαζαν κι ένα ηλεκτρικό
γλομπάκι. Κι έτσι, το βράδυ, έμελλε να είναι μια φαντασμαγορία αληθινή – μια ονει-
ρώδης άνθιση από φώτα, μια πυρκαϊά από κόκκινα τριαντάφυλλα!...
Μια συνοδεία κάρα φορτωμένα, ήταν σταματημένα εμπρός στην είσοδο του ιππο-
δρομίου. Έπρεπε, ο άμμος, τη βραδιά εκείνη, να είναι φρέσκος και νωπός. Τον έρι-
χναν, και τον έβρεχαν – τον πατούσαν με τα πόδια, να στρώσει και να γίνει στερεός
κι έπειτα τον περνούσαν με τα φτυαριά.
Κι ο διευθυντής του ιπποδρομίου –ένας ιταλός, ίσαμ’ εκεί πάνω– μεσόκοπος, χο-
ντρός και φουσκωμένος, με τα σιδερωμένα του μουστάκια, και τις ωραίες μαύρες
[358]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
φαβορίτες του – αφού έκανε μια γενική επιθεώρηση, και είδε πως όλα βάδιζαν καλά,
κλεισμένος τώρα μες στο καμαρίνι του, σιδέρωνε το φράκο μοναχός του, κι έπλενε με
μπενζίνα τ’ άσπρα γάντια του.
Κι όλ’ αυτά, για τον Τομ και για το Μπομπ!...
Ο Τομ και ο Μπομπ ήταν οι πιο μικροί ακροβάτες του θιάσου – ο ένας δεκάξι χρό-
νων κι ο άλλος δεκαοχτώ.
Ο Τομ ήταν μελαχρινός, με δυο μεγάλα μάτια γαλανά, που φέγγανε παράξενα, κά-
τω απ’ τα δυο πολύ λεπτά του φρύδια, σβέλτος, πεταχτός, κάπως αδύνατος, αν και
καλοδεμένος και γερός, με λυγερή κι ωραία κορμοστασιά, που θύμιζε κάποια λιγνά,
θλιμμένα κυπαρίσσια. Ήταν το χαϊδεμένο παιδί του ιπποδρομίου. Οι κυρίες, ιδίως,
ήταν ξετρελαμένες με τα σταχτιά κι αλλόκοτά του μάτια. Του ’στελναν, όλην ώρα,
διαλεχτά μπουκέτα, κι άλλα δώρα, είτε μπισκότα και ζαχαρωτά.
Κι αυτός χαμογελούσε πάντα, με το λυπημένο του χαμόγελο, που σούρωνε, κάπως
πικρά, τα χείλη του στις κώχες.
Ο Μπομπ, ο μεγαλύτερος, δεν έμοιαζε του Τομ. Αυτός ήταν χλωμός, και το κορμί
του ήταν πιο αδύνατο. Καθώς έβγαινε μισόγυμνος, με το μαγιό και τις ασημένιες
πούλιες, έλεγες κι ήταν όλος από λάστιχο, τόσο γλυκά λυγούσαν οι γραμμές του. Τα
μάτια του είχαν ένα χρώμα σαν το μέλι –μέλι ξανθό, που το κοιτάς στον ήλιο– μια
απόχρωση βαθιά και μυστηριώδη.
Αυτόν τον αγαπούσαν πάλι οι κύριοι, για το σεμνό και σοβαρό του φέρσιμο.
Μα και τους δυο – τους αγαπούσαν όλοι…
Από παιδάκια παίζανε μαζί, σε μια παράγκα, σε κάποιο χωριουδάκι – και ήταν δε-
μένοι με βαθύτατη φιλία. Κι εξάλλου, αυτό απαιτούσε και το επάγγελμά τους.
Οι δυο ζωές τους, είχαν γίνει μια ζωή!
Κανείς δεν ήξερε από πού βαστούσε η σκούφια τους. Το Μπομπ τον είχε βρει μια
γυναικούλα, μωρουδάκι, πεταμένο στο πεζούλι της αυλής της. Ποιος τον είχε ρίξει
εκεί δε μαθεύτηκε ποτέ. Έτυχε να είναι μια πολύ πονετική γυναίκα, που ζούσε ολο-
μόναχη στον κόσμο, και τον αγάπησε σαν παιδί της. Έπειτα, όμως, πέθανε, και τον
άφησε, τριών χρονών παιδάκι, στα χέρια μιας εβραίας θεατρίνας, που την περιποιόταν
στην αρρώστια της. Και κείνη τον ανάθρεψε, του ’μαθε την τέχνη της, του γύμνασε
το μαλακό κορμάκι του, με τούμπες κι άλλα τέτοια μαραφέτια, ώσπου τον έβγαλε κι
αυτόν μια μέρα στη σκηνή.
μως ο Μπομπ ήταν δυστυχισμένος. Μονάχος, μες στα βαμμένα πρόσωπα, τα βά-
ναυσα και τιποτένια υποκείμενα, που αποτελούσαν τον πλανόδιο θίασο, περνούσε
άσκημη και άχαρη ζωή. Ο φτωχός, δεν έτρωγε καλά˙ λίγο ψωμί, λίγο τυρί –κι ένα
τσαμπί σταφύλι, το πολύ– ήταν συχνά το μόνο του το δείπνο, έπειτα, αφού τελείωνε η
παράσταση. Μ’ αυτά ψευτοπερνούσε για καιρό.
Κι όμως, αυτό, δεν ήταν η αιτία της πικρίας του. Αν ο Μπομπ ήταν δυστυχισμένος
– ήταν δυστυχισμένος γι’ άλλο λόγο…
Τις νύχτες το ’σκαζε, και γύριζε, στην τύχη, στα σοκάκια. Σήκωνε τα μάτια του
ψηλά, προς το χλωμό κι αλλόκοτο φεγγάρι – και το φεγγάρι του φαινόταν, σα να κα-
τέβαινε βαθιά μες στην ψυχή του, και του μιλούσε πράματα παράξενα, πράματα τρυ-
φερά κι ονειρεμένα. Άλλοτε πάλι ξαπλωνόταν χάμου, και μύριζε το μουσκεμένο χώ-
μα –ιδίως σαν ερχόταν το φθινόπωρο– κι ένιωθε μέσα του μια τέτοια νοσταλγία, που
[359]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[360]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Πέπο, τον παλιάτσο, που και κείνος, μάλλον τα φθονούσε, αν και δεν το ’δειχνε ποτέ
του φανερά.
όρεσαν τα ροζ μαγιό, με τις ασημένιες πούλιες, και χτενίστηκαν, μπρος στο με-
γάλο, το διπλό καθρέφτη, όμοια κι οι δυο σχεδόν, όπως συνήθως˙ και στο τέλος έβα-
ψαν τα χείλη με καρμίνι – σα δυο μικρούλες κόκκινες καρδιές…
Κι έπειτα περίμεναν την ώρα που θα ’ρχόταν η σειρά τους. Εκείνη τη βραδιά, τα
είχαν αφήσει, επίτηδες, να κάμουν τα νούμερά τους τελευταία.
Οι μουσικές είχαν αρχίσει, ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια, όμως εκείνα είχαν στη-
θεί, τώρα, στο διάδρομο, κάτω από μια κόκκινη σημαία, αμίλητα και μελαγχολικά –
κι οι καρδιές τους, ήταν πικραμένες…
[361]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τομ. Μόνο εσύ, κανένας άλλος, Τομ! Κανένας άλλος δεν πρέπει να το ξέρει… Μα
σώπα, σώπα ντε – τι κάνεις έτσι;… Θέλεις να ντροπιαστούμε μπρος στον κόσμο;!...
Έλα, Θε μου, το πίστεψες, αλήθεια;… Γίνονται τέτοια πράματα ποτέ;!... Έλα σώπα,
μην είσαι μωρό! Δε μπορώ να σου πω ούτ’ έν’ αστείο;… Μπορεί να γίνει ένα τέτοιο
πράμα; Έτσι σου το ’πα, να σε δοκιμάσω… Άκου, να, χτυπάει το κουδούνι… Τομ,
χρυσέ μου Τομ, γλυκέ μου Τομ!...
Και τα δυο παιδιά αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με δύναμη στο στόμα.
Έκλαιγαν τώρα, και τα δυο, σιωπηλά. Το ’ξεραν και τα δυο, πως ε ί ν’ α λ ή θ ε ι-
α!
Κι απ’ όξω, ο κόσμος χτυπούσε τα μπαστούνια, η μουσική έπαιζε δυνατά, κι οι
παλιάτσοι έκαναν τούμπες και ξεφώνιζαν – κι οι κυρίες είχαν λυθεί στα γέλια.
[362]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Έκαναν, κι οι δυο, τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, και ταλαντεύοντας, ομοιόμορφα και
ρυθμικά, το σύρμα με τα πόδια, έφθασαν γρήγορα στη μέση, αντιμέτωποι.
Έπρεπε, τότε, ν’ αλλάξουν τα μπουκέτα, χωρίς ν’ αργοπορήσουν, και να γυρίσουν
πίσω, στις αρχικές τους θέσεις: ο Τομ να πάρει τα λευκά τριαντάφυλλα του Μπομπ,
κι ο άλλος, πάλι, τα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Έτσι κι έγινε. Άλλαξαν τα μπουκέτα, και γύρισαν στη θέση τους.
Μια ομοβροντία επιδοκιμασίες δόνησε τότε, απ’ άκρη σ’ άκρη, το αμφιθέατρο:
«Μπράβο! μπράβο! μπράβο!...».
Έπειτα έκαναν διάφορα άλλα παιχνίδια.
Ο Μπομπ, ιδίως, έδειχνε μεγάλο κέφι. Το πρόσωπό του ήταν όλο φως, τα μάτια
του, θαρρείς, πετούσαν σπίθες…
Έκαναν τούμπες σε στενόμακρα χαλιά, με χέρια και με πόδια μπερδεμένα – κι έ-
πειτα, μπλεγμένοι σαν κουβάρι, κατέβηκαν σαν αστραπή, μια σκάλα.
Κι η μουσική έπαιζε, τώρα, ένα θλιμμένο σιγανό κομμάτι, που αντήχησε θανατερά
μες στην ψυχή του Μπομπ.
Έπειτα μπήκαν μέσα.
Κι ήρθε η σειρά του τελευταίου γυμνάσματος.
Ένα παιδάκι, ντυμένο μωβ, σα τζόκεϊ, βγήκε κρατώντας μια μεγάλη πινακίδα, με
χτυπητά μεγάλα μαύρα γράμματα: SALTO MORTALE.
Κι από πίσω: ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤ ΜΑ ΤΟ Γ ΜΝΑΣΜΑΤΟΣ Α ΤΟ , ΠΑΡΑ-
ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΤΟ ΣΕΒΑΣΤΟΝ ΚΟΙΝΟΝ ΝΑ Μ Ν ΟΜΙΛΕΙ.
Αφού τη γύρισε απ’ όλες τις μεριές, ξαναμπήκε μέσα.
κόκκινη κουρτίνα ανασηκώθηκε, τα φώτα μισοσβήσαν.
Πέρασ’ έτσι, κάμποση ώρα σιωπηλής μεγάλης προσδοκίας.
Το «Πήδημα του Θανάτου» ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν της σεζόν, για το πολύ,
το αχόρταγο κοινόν, που κυνηγούσε τις σφοδρές τις συγκινήσεις. Πολλές κυρίες λι-
ποθυμούσαν ταχτικά – αλλ’ αυτό, δεν τις εμπόδιζε διόλου, να ’ρχονται, κάθε μέρα, να
το βλέπουν.
Κι οι εφημερίδες είχαν γράψει πολλά, πως έπρεπε να το εμποδίσει, επιτέλους, η α-
στυνομία! Έγραφαν όμως, επίσης, πολλά και για το θάρρος των παιδιών που αντίκρι-
ζαν, κάθε στιγμή, το θάνατο, με τόση ψυχραιμία – κι έτσι άναβαν ακόμα περισσότε-
ρο, τη νοσηρή περιέργεια του κοινού…
μουσική άρχιζε να παίζει, τώρα, τη «Danse Macabre», του Saint-Saëns.
Τώρα το ιπποδρόμιο ήταν κατασκότεινο και σιωπηλό.
Τα δυο παιδιά πρόβαλαν ντυμένα στα κατάμαυρα. Ο ένας ώμος ήταν λοξά κομμέ-
νος, κι η ασπράδα τους φάνταζε σα χιόνι, στο σκοτάδι. Κανένας τώρα δε χειροκρο-
τούσε.
Ένα ρίγος χύθηκε σ’ όλο το αμφιθέατρο, και τα μάτια όλων, έμειναν ακίνητα και
καρφωμένα.
Προχώρησαν αργά κι αθόρυβα, σαν ίσκιοι.
Ο Μπομπ έμοιαζε, τώρα, άγαλμα. Είχε τα μάτια ανοιχτά, ορθάνοιχτα. Μια ακαμ-
ψία μαρμάρου ήταν χυμένη σ’ όλο το κορμί του.
μουσική έπαιζε πάντα το «Νεκρικό Χορό». Και μια πνοή κοιμητηρίου είχε α-
πλωθεί, τώρα, σ’ όλο το ιπποδρόμιο – μια φοβερή πνοή κοιμητηρίου…
[363]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Ο Μπομπ σκαρφάλωσε αργά, απάνω στο σκοινί, ως την ψηλή την κούνια, και πιά-
στηκε στο σίδερο.
Κι ο Τομ, αντίκρυ, έκανε κι αυτός τα ίδια.
Κι άρχισαν ευθύς να ταλαντεύονται, στην αρχή πολύ αργά. Έπειτα όμως, το κού-
νημα δυνάμωνε. Κι όταν δυνάμωσε αρκετά, ο Τομ, δίνοντας φόρα με τα πόδια, παρά-
τησε το σίδερο της κούνιας, τινάχτηκε κι αρπάχτηκε στα γόνατα του Μπομπ.
Κι έτσι έκαναν μιαν αλυσίδα, κρεμασμένοι ο ένας απ’ τον άλλο, σα μακρύς και
μαύρος σταλαχτίτης…
Κι η καρδιά του Μπομπ, εκείνη τη στιγμή, ήταν θλιμμένη, και, μαζί, ευτυχισμένη.
Του ήρθε στο μυαλό η εποχή που ήτανε παιδάκι, κι άκουγε τις κουβέντες του πα-
λιάτσου. Κι έπειτα θυμήθηκε δυο γαλανά ματάκια – δυο γαλανά ματάκια λυπημένα,
που κοίταζαν, εκστατικά, τα φώτα της σκηνής…
Κι έπειτα ξαφνικά, είδε μπροστά τα μάτια της Γιολάντας – τα μεγάλα μάτια της
Γιολάντας… Κι έκλεισε γρήγορα κι αμέσως τα δικά του.
Καθώς ο Τομ ήταν πιασμένος απ’ τα πόδια του, τώρα του Μπομπ τού φάνηκε πως
έκλαιγε. Κι αυτό το κλάμα το φανταστικό, τον γιόμισε λαχτάρα κι ευτυχία…
Έπειτα, ο Τομ, γύρισε πάλι ξαφνικά στην κούνια του. Κι ετοιμάστηκαν για το με-
γάλο τελευταίο πήδημα.
Στους εξώστες, σ’ όλο το αμφιθέατρο, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους.
μουσική διαμιάς σταμάτησε.
Αντίκρυ, τώρα, τα παιδιά, καθένας στη δική του κούνια, είχαν καρφώσει ακίνητα
τα μάτια.
«Ένα!»
Έπρεπε, κάνοντας μια τούμπα στο κενόν, ν’ αρπαχτεί καθένας στην κούνια του
αλλουνού.
«Δύο!»
Ο Μπομπ έσφιξε τα δόντια και περίμενε. Κοίταζε κατάματα τον Τομ. Τα μάτια του
δεν έπαιζαν διόλου.
«Τρία!...»
Έκλεισε τα μάτια, και τινάχτηκε, μ’ απλωμένα χέρια. Έκανε πρώτα τη μεγάλη
τούμπα, κι έπειτα, αντί να φτάσει να πιαστεί στην άλλη κούνια, λάθεψε κι ήρθε λίγο
παρακάτω – και σφεντονίστηκε σα βέλος, στο κενό…
Ο κόσμος έμπηξ’ ένα μουγκρητό.
Και το κορμάκι το λεπτό του Μπομπ, πήγε και χτύπησε με δύναμη στα ξύλα – κι
έπειτα μικρούλι, τσακισμένο, σα μικρό πουλάκι πεθαμένο, λοξεύοντας λιγάκι δεξιά,
έπεσε μ’ όλο του το βάρος χάμω…
Έτσι πέθανε ο καημένος ο Μπομπ.
Κι ο Τομ, στην άλλη κούνια, δίχως να σαλέψει απ’ τη θέση του, με τα νύχια μπηγ-
μένα μες στο σίδερο, και με τα δυο του βλέφαρα κλεισμένα –μες στα γοερά ξεφωνη-
τά, τον πανικό και τα τρεχάματα του κόσμου– είχε σταθεί σαν απολιθωμένος – κι είχε
στα μάτια του μπροστά τα μάτια της Γιολάντας, τα μεγάλα μάτια της Γιολάντας…
[364]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τα περασμένα
Ω να υπήρχε κάποιο αντιφάρμακο για τη μονοτονία της ζωής, για τη φοβερή, εκεί-
νη πλήξη, που μας μαραίνει και μας σακατεύει! Να ξυπνάς, κάθε πρωί, στο ίδιο το
κρεβάτι, να βλέπεις διαρκώς τους ίδιους τοίχους, με τα ίδια κάδρα κρεμασμένα και με
την ίδια πόρτα καρφωμένη, καρφωμένη διαρκώς στην ίδια θέση – κι ο ίδιος ουρανός,
ο ίδιος ήλιος, να ρίχνει, μέσ’ απ’ τα παραθυρόφυλλα, παντοτινά, τις ίδιες τις σκιές!
πάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο;...
Έτσι συλλογιζόταν, ένα βράδυ, βουλιαγμένος μες στην πολυθρόνα του, και βγάζο-
ντας άσπρους καπνούς από το στόμα, μ’ ένα πούρο αναμμένο μες στα δάχτυλα.
Και τι δεν είχε κάνει, και τι δεν είχε κάνει, Θε μου, για να πολεμήσει, την ανία
του! Χαρτιά, γυναίκες, άλογα, ταξίδια – όλα τα είχε βάνει, διαδοχικά, σ’ ενέργεια, κι
απ’ όλα έμεινε, στο τέλος, μπουχτισμένος... Τα ’στειλε, τότε όλα, ένα καλό πρωί, στο
διάβολο – κι έμεινε μόνος, πάλι, μες στο σπίτι του, αναπολώντας διαρκώς τα περα-
σμένα, αναμασώντας ειπωμένες φράσεις, κάνοντας, πάλι, την επιθεώρηση των ευκαι-
ριών που του διέφυγαν – και πόσες τύψεις, πόσες μεταμέλειες, πόσες καρδιοβόρες
νοσταλγίες, δεν ήταν μέσα στο παιχνίδι του εκείνο!...
πάρχουν ένα πλήθος γεγονότα, μέσα στη ζωή του καθενός, που διαρκώς περνούν
απαρατήρητα –κι όμως, έπειτ’ από λίγα χρόνια, παίρνουν τη σωστή τους σημασία, κι
έρχονται πάλι, και μας τυραννούν, που τ’ αφήσαμε να φύγουν απ’ τα χέρια μας, ενώ
μπορούσε να τα ζήσουμε καλύτερα– που μπορεί εκείνα, κι όχι άλλα, να κρατούσαν το
κλειδί της ευτυχίας μας, εκείνης που ποτέ δεν αποκτήσαμε, και τώρα είν’ αργά για να
τη βρούμε...
Με τέτοιες σκέψεις άρρωστες –άρρωστες για όσους δεν τις έχουν– βασάνιζε την
άδεια του καρδιά. Κι η γλύκα, όλων εκείνων των ερωτηματικών, όλων εκείνων των
ενδεχομένων, όλων εκείνων των πιθανοτήτων, όλων εκείνων των ευκαιριών που χά-
θηκαν, και που δεν είναι παρά τέφρα και σκιά – ήταν σχεδόν όση κι η πικρία τους...
Αυτό το γύρισμα σε πράματα παλιά, του είχε καταντήσει η πιο αγαπημένη ασχολία
του. Ώρες ολόκληρες καθότανε στο κάθισμά του, κάνοντας, μόνος κι απορροφημέ-
νος, τις νοερές αυτές περιπλανήσεις, τις απίθανες εκείνες εκστρατείες, για κατακτή-
σεις πραγμάτων που δε ζούσαν – κι απ’ αυτές τις ονειρώδεις εκστρατείες, τις χιμαιρι-
κές περιπλανήσεις, γύριζε πάντα νικημένος, κουρασμένος –κάποτε με τα δάκρυα στα
μάτια– κι όμως με τα μάτια θαμπωμένα, σα να είχε αντικρίσει θησαυρούς!
Κι έτσι, ένα βράδυ, καθώς έτρεχε, λεπτολογώντας διαρκώς τα περασμένα, σταμά-
τησε σε μια πολύ παλιά ανάμνηση –ίσως την πρώτη του ερωτική ανάμνηση– χαμένη
στο μυαλό του από χρόνια.
Ήταν παιδί, και πήγαινε σκολειό. Πήγαινε στη δευτέρα γυμνασίου. Θυμάται ακό-
μα, πόσα παράθυρα είχε η τάξη, και κατά πού ήταν γυρισμένο το καθένα.
Αντίκρυ απ’ το σκολειό, σε μια πάροδο στενή, που δεν τη φώτιζε σχεδόν ποτέ ο
ήλιος, ήταν ένα μικρό κατάστημα «γυναικείων πίλων», ανάμεσα σε δυο μεγάλα σπί-
τια.
[365]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τα παράθυρά του ήταν γυρισμένα προς την τάξη, και τα παιδιά, στα διαλλείματα,
αντί να κατεβαίνουν στην αυλή, προτιμούσαν να κοιτούν τις μοδιστρούλες, σκυμμέ-
νες μέρα νύχτα στη δουλειά τους, να τους πετούνε λόγια και πειράγματα, και, κάποτε,
και να τις κοροϊδεύουν...
Εκείνη τη χρονιά, ο χειμώνας έτυχε πολύ βαρύς. Είχε χιονίσει κάμποσες φορές. Ο
ουρανός δεν εννοούσε να ξαναγίνει γαλανός. Σύννεφα πυκνά ήταν απλωμένα, και τον
σκέπαζαν – το κρύο ήταν τόσο δυνατό, που δυο φορές, ή τρεις, είχαν διακόψει τα
μαθήματα. Αλλά και τις μέρες που πηγαίναν τα παιδιά, οι δασκάλοι, με διάφορες
προφάσεις, απουσίαζαν – κι έτσι η τάξη ήταν έρμαιο των μικρών εκείνων σατανάδων,
που αλώνιζαν και χάλαγαν τον κόσμο, κι έπαιζαν χιονιές απ’ τα μπαλκόνια, με τις
αντικρινές τις μοδιστρούλες, και τα δουλάκια των γύρω σπιτιών.
Ζωηρό παιδί κι ο ίδιος, κι όμως δειλός σε τιποτένια πράματα, όσο θαρραλέος στα
μεγάλα, ήταν ο πιο άταχτος, και, συγχρόνως, ο πιο συνεσταλμένος, παρουσιάζοντας
μεγάλες αντιφάσεις, στον άπληστον ακόμα χαρακτήρα του, που έβαζαν σ’ αμηχανία
τους δασκάλους, και, πρώτ’ απ’ όλους, το γυμνασιάρχη – έναν άνθρωπο βαρύ και
σοβαρό, που τον αγαπούσε, φυσικά, αλλά πιο πολύ τον τιμωρούσε.
Μια μέρα, το χιόνι είχε στρώσει για καλά. Εκείνη την ημέρα, η τάξη πανηγύριζε.
Ο χιονοπόλεμος έπαιρνε διαστάσεις μάχης. Τα παιδιά, λαχανιασμένα, χούφτωναν το
χιόνι, το ’πλαθαν μπάλες, και το ’ριχναν, αδιακρίτως, σε μούτρα και σε πλάτες. λος
ο δρόμος βούιζε απ’ τα ξεφωνητά και την αντάρα!
Οι μοδιστρούλες οι καημένες, πού να τολμήσουν πια να ξεμυτίσουν! Μια μπάλα
είχε σπάσει ένα τζάμι.
διευθύντρια τις φώναξε, τις μάλωσε.
– Δεν ντρεπόσαστε να δίνετε το θάρρος σ’ αυτά τα βρωμόπαιδα να κάνουν έτσι;
Δεν κοιτάτε τη δουλειά σας, που έχουμε τόσες παραγγελίες να κάνουμε; Θέλετε να
μου κλείσετε το μαγαζί;... σο γι’ αυτούς τους παλιομάγκες, θα τρέξω τώρα στο γυμ-
νασιάρχη, και θα τους διορθώσω!... Έλα δω, Σοφούλα!
– Ορίστε, κυρία.
– Εσύ να πεταχτείς, μια στιγμή, στο σπίτι της κυρίας Δ., οδός Π., αριθμός τριάντα
εννιά, ξέρεις... Εκεί πού πήγες και προχτές για την κορδέλα...
Σοφούλα χαμήλωσε τα μάτια. καημενούλα, πώς να ξεμυτίσει. Οι μπάλες έπε-
φταν βροχή στο δρόμο, και δεν κοτούσε ρουθούνι να περάσει...
διευθύντρια την κοίταξε αγριεμένη:
– Τι έχουμε και τέτοια τώρα; Να πας εκεί που σου λέω, τ’ ακούς; Κι αυτά τα βρω-
μόπαιδα, θα τα διορθώσω ’γώ!...
Σοφούλα ψιθύρισε δειλά:
– Μα, κυρία...
– Μα και ξεμά, δεν έχει! Δεν ακούω τίποτα. Αν κοτούν, ας πετάξουν πάλι μπά-
λες...
Σοφούλα δεν είπε τότε τίποτα. Έσφιξε τα χειλάκια της μονάχα, για να μην την
πάρει το παράπονο, πήγε και πήρε την καπελιέρα και, κατέβηκε τη σκάλα, και στα-
μάτησε.
Έπειτα άνοιξε την πόρτα ξαφνικά, και το ’βαλε στα πόδια, να προφτάσει, τρέχο-
ντας, να βγει απ’ το σοκάκι, και να ξεφύγει μέσ’ απ’ την παγίδα.
[366]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Ω, πώς θυμάται τώρα την παιδούλα, με το χλωμό και λυπημένο της μουτράκι, με
τα μεγάλα γαλανά της μάτια, με τη ριγωτή της την ποδίτσα, και τα μικρά της μαύρα
σκαρπινάκια – καθώς την έβλεπε συχνά, μέσ’ απ’ την τάξη, να πηγαινογυρίζει σε
θελήματα, με τα μάτια πάντα χαμηλά, τα λυπημένα γαλανά της μάτια, που δεν μπορεί
ποτέ να τα ξεχάσει...
Θυμάται τώρα όλα τα καθέκαστα, ως και τις πιο ασήμαντες εκείνες λεπτομέρειες,
που δε μπορεί να συγκρατήσει το μυαλό – αν και πάνε τώρα τόσα χρόνια!
Θυμάται το μικρό μαύρο λεκέ, που ’μεινε, ως τ’ απόγιομα στο χιόνι, το χυμένο αί-
μα της παιδούλας, τη στιγμή που χτύπησε στο σίδερο! Θυμάται το κρινένιο της χερά-
κι, καθώς κρεμόταν μες στο φαρμακείο, σαν άψυχο κι ολόλευκο πουλάκι – κι η καρ-
διά του γεμίζει νοσταλγία...
Θυμάται και μια μέρα, που τον κοίταξε –τόσο δειλά, τόσο συνεσταλμένα!– κι έπε-
ιτα μια βραδιά που την απάντησε, μαζί με τη μεγάλη αδελφή της, να κάθεται στο ζα-
χαροπλαστείο. Τον κοίταξε και πάλι μες στα μάτια, κι αμέσως πάλι τα χαμήλωσε στο
δίσκο... Θυμάται όλα, όλα τα καθέκαστα – ως και τη μικρήν αλυσιδίτσα, που φορού-
σε πάντα στο λαιμό, με το μικρό σταυρό, στη μέση, που κρεμόταν, για στολίδι, ή για
φυλαχτό!
Ω, τη μικρή, την άμωμη παιδούλα, πώς θα μπορούσε να την αγαπήσει, έτσι καθώς
τώρα τη ζωντάνευε, μες στην απελπισμένη φαντασία του! Τι τρυφερά λογάκια θα της
έλεγε, πώς θα την έσφιγγε γλυκά στην αγκαλιά του – με τι καημό θα χάιδευε τ’ ανέγ-
γιχτα μαλλάκια της, αν μπορούσε να την αναστήσει, ας ήταν μόνο και για μια στιγ-
μή!...
Πώς θα φιλούσε τα μικρά της ποδαράκια, με τι λατρεία και φανατισμό, της πεθα-
μένης τόσο πρώιμα μικρούλας – πώς θα γονάτιζε μπροστά της, με τι πάθος, για να
[367]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
φιλήσει τα μικρά της ποδαράκια, και να τα βρέξει με τα δάκρυά του... Θα την είχε σα
μια Παναγίτσα, σαν ένα είδωλο μικρό, παρθενικό, τη μικρούλα, που σωριάστηκε στο
χιόνι –το χιόνι το λευκό, σαν την ψυχούλα της–, κι έσβησε, μετά, σαν αγγελούδι...
Κι η Παιδούλα, τώρα, καθώς ανάδινε μέσ’ απ’ τα Περασμένα, στεφανωμένη με
την αίγλη του θανάτου, σαν κατιτί γλυκό κι ανεπανόρθωτο, κάτι νοσταλγικό κι ακα-
τανίκητο – στα κουρασμένα μάτια της ψυχής της, έπαιρνε μια καινούρια σημασία,
του δημιουργούσε μια θρησκεία, τρελή, φανατική κι απελπισμένη! Την καλούσε,
τώρα, με λυγμούς, σαν ερωμένη και σαν αδερφούλα, να γύρει στοργικά, πονετικά,
στην άχαρη και θλιβερή ζωή του και να του ξαναδώσει τη χαρά, που δε μπορούσε ν’
απαντήσει πουθενά...
[368]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τη νύχτα όμως, που οι άλλοι τον αφήνουν, βγαίνει και κάθεται μονάχος, στο
μπαλκόνι. Τεντώνει τ’ αυτί στην ησυχία, και περιμένει ν’ ακούσει τη φωνή του τριζο-
νιού.
Ξέρει πως, αν δεν την ακούσει σήμερα, θα την ακούσει αύριο το βράδυ. Δεν ανη-
συχεί, και περιμένει. Έχει πεποίθηση πως θα ξαναγυρίσει.
Ξέρει ακόμα –και το πήρε πια απόφαση– πως τον ερχόμενο χειμώνα θα τη χάσει.
Αλλά κι αν τη χάσει το φθινόπωρο, κι αν του λείψει όλο το χειμώνα – θα του ξαναγυ-
ρίσει με την άνοιξη, μαζί με τ’ άνθη και με τα πουλιά…
[369]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Ρηνούλα
Ρηνούλα μάζεψε γρήγορα γρήγορα τα ρούχα της, πατώντας στις μύτες των πο-
διών, μην τύχει κι ακουστεί. Ύστερα κόλλησε τ’ αυτί στη διπλανή την κάμαρα, κρα-
τώντας την αναπνοή της. Ο γέρος κοιμότανε βαριά, τυλιγμένος μες στην κάπα του, κι
η ανάσα του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά, σα μονότονο τραγούδι.
Ρηνούλα έτρεξε αμέσως στο παράθυρο, κι έκαμε νόημα στα σκοτεινά. Μια σκιά
τότε σάλεψε , και ήρθε πιο κοντά.
Έξω φυσούσε δυνατός αέρας, κι η νύχτα ήταν κατάμαυρη. Ο θρήνος της θαλάσσης
ακουγότανε βαθύς κι ατέλειωτος, και γέμιζε βοή όλο τον τόπο.
Ρηνούλα έσκυψε απ’ το παράθυρο, και μουρμούρισε:
«Εσύ ’σαι, Βάγγο; Τώρα έφτασα...»
Έκλεισε το τζάμι σιγά σιγά, πήρε το μπόγο, κόλλησε άλλη μια φορά τ’ αυτί στην
κάμαρα του γέρου – κι έπειτα γλίστρησε δίχως κρότο, σα γάτα, στα σκαλοπάτια.
καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Έφτασε στην αυλόπορτα, χωρίς αναπνοή, τράβηξε
αθόρυβα το σύρτη, κι άνοιξε.
Ένα ξαφνικό και παγωμένο φύσημα τη χτύπησε στο πρόσωπο, και της πήρε τα
μαλλιά, και τ’ ανακάτωσε.
σκιά ήτανε κολλημένη, χωρίς μιλιά, στον τοίχο, και περίμενε...
Καθώς, όμως, ξανάκλεισε την πόρτα, η πόρτα έτριξε. Έμεινε τότε, μαρμαρωμένη
κι άλαλη, με τα μάτια ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, τρέμοντας όλη. Ένας τρελός φό-
βος την πήρε, και μια ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσει πίσω...
Μα ήταν αργά τώρα – η πόρτα είχε κλείσει για καλά.
σκιά προχώρησε και της άγγιξε το χέρι.
– Βάγγο!...
– Ρηνούλα!...
Εκείνος άπλωσε το πανωφόρι του, και την τύλιξε. Κι έτσι, σφιγμένοι μες στο δυ-
νατόν αέρα, τράβηξαν μες στα σκοτεινά, κατά τη θάλασσα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Τα φανάρια, δαρμέν’ από τον άνεμο, έριχναν κοκκινωπά
φεγγοβολήματα, εδώ κι εκεί, σα μεθυσμένα...
Ήτανε τώρα τρία χρόνια που αγαπιόντουσαν, ο Βάγγος κι η Ρηνούλα – τρία χρόνια
σωστά. Είχανε πρωτοϊδωθεί στο πανηγύρι του προφήτ’- λία, στο μικρό εκκλησιδάκι,
απάνω στο βουνό. Ρηνούλα ήταν τότε μόλις δεκαέξι χρονών, σ’ όλη την άνθιση της
ομορφιάς της. μάνα της τη γύριζε στις γιορτές και στα πανηγύρια, δείχνοντας σ’
όλους το καμάρι, τ’ ατίμητο στολίδι του σπιτιού της, και τ’ αποκούμπι που ’λπιζε για
τα γεράματά της.
Κι η Ρηνούλα ήταν αληθινά όμορφη κοπέλα.
Μάτια μεγάλα, μαύρα, γεμάτα φλόγες, κάτω από φρύδια εξαίσια, σμιχτά. Το μέ-
τωπο της, πλαισιωμένο από σκοτεινά, χυτά μαλλιά, είχε μιαν ασπράδα αγγελική. Τα
χέρια της – σα δυο μικρά και κάτασπρα λουλούδια. κορμοστασιά της, όταν περπα-
τούσε, κινούσε το φθόνο σ’ όλες τις κοπέλες του χωριού.
[370]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[371]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Οι γειτόνοι κάτι μυριστήκανε – και μπήκαν ψύλλοι και στου γέρου της τ’ αυτιά.
Δεν το ’δειχνε, μα για κείνον που τον ήξερε, ήτανε φως φανερό.
Κάθε βράδυ έβγαινε και παραφύλαγε μ’ ένα ντουφέκι, λέγοντας πως παραμονεύει
κάποιον κλέφτη. Κι έλεγε ακόμα πως, ένα βράδυ, είχε δει κάποιον ίσκιο, να σκαρφα-
λώνει στη μάντρα του περβολιού, έναν ίσκιο που όταν τον αντίκρισε, το ’σκασε...
Ρηνούλα έλιωνε απ’ το κακό της.
σο πήγαινε, τα πράματα γινόντουσαν ακόμα πιο στενόχωρα. Πολύ σπάνιες ήταν
οι φορές που μπορούσε κι άλλαζε καμιά γρήγορη κουβέντα, μαζί με το Βάγγο, πίσω
από ’να δέντρο, είτε στη ρεματιά.
Κι η μάνα της, τώρα, δεν την παρατούσε βήμα.
Σ’ όλο το χωριό μαθεύτηκε, σιγά σιγά, πως ο Βάγγος ο ψαράς «τα ’χε ψήσει» με τη
Ρηνούλα, την κόρη του γερο-Θύμιου...
Και στο τέλος, το πράμα φανερώθηκε ολότελα.
Μια γριά στρίγγλα, που καθότανε σ’ ένα χαμόσπιτο, πίσω από το σπίτι της Ρηνού-
λας, πήγε κι είπε του γερο-Θύμιου πως είχε ιδωμένα έναν άντρα, να μπαίνει μες στο
σπίτι του, τη νύχτα.
Αυτό έφτασε.
Ο γερο-Θύμιος έγινε θηρίο. Πήγε σπίτι, άρπαξε τη Ρηνούλα απ’ τα μαλλιά, και την
ποδοκύλησε στο πάτωμα!
Του κάκου εκείνη φώναζε πως ήταν ψέματα. γλώσσα της γριάς είχε για καλά
χύσει το φαρμάκι της... Κι έτσι άρχισαν, για τη Ρηνούλα, μέρες γιομάτες κλάμα κι
αγωνία.
Ο Βάγγος, σ’ αυτό το μεταξύ, πήρε μιαν απόφαση γενναία. Ήξερε πως ο μπαρμπα-
Θύμιος, με κανένα τρόπο δε θ’ αποφάσιζε να του δώσει το κορίτσι του. τωχός και
παραπεταμένος, ένα σωστό «παιδί του Σατανά», τι μπορούσε τάχα να ελπίζει απ’ τη
στενοκεφαλιά του γέρου; Εντούτοις, για ν’ αναπάψει τη συνείδησή του, έστειλε, κά-
ποιο χωριανό, να του μιλήσει.
Ο γέρος, μόνο που δεν τον γκρέμισε απ’ τη σκάλα...
Έλεγε:
«Ακούς εκεί;! Την κόρη μου να γυρέψει αυτός ο ζητιάνος, ο ατσίγγανος, ο ψωμο-
ζήτης! Ακούς εκεί;!...»
Ρηνούλα κατάπιε τα δάκρυά της, στη γωνιά. Και τι μπορούσε να κάνει; Κλει-
σμένη μες στους τέσσερους τους τοίχους, σκιαγμένη από μάνα και πατέρα, είχε απο-
φασίσει να πεθάνει...
Τότε, όμως, βρέθηκε ένας άγγελος βοηθός –ένας άγγελος σταλμένος απ’ τον ουρα-
νό – τ’ αδερφάκι της, ένα παιδάκι δεκατέσσερων χρονών, πονετικό κι απονήρευτο –
και της λέει:
«Ρηνούλα μου, κάνε κουράγιο! Χτες το βράδυ με βρήκε ο Βάγγος. Ήρθε και με
φίλησε, κι έτρεμαν τα χέρια του, κι αρχίσαμε και κλαίγαμε μαζί... Ρηνούλα μου, δε
θέλω να ’σαι πικραμένη – και το Βάγγο, εγώ, τον αγαπώ! Μου ’φκιανε τις πετονιές
μου και δε μου χάλασε ποτέ χατίρι, σ’ ό, τι και να του ’λεγα! Εγώ δε θέλω να ’σαι
πικραμένη...
Ρηνούλα το ’σφιξε στην αγκαλιά της, και το καταφίλησε.
Κι από κείνη την ημέρα, η Ρηνούλα ξανάρθε στη ζωή!
[372]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Κάθε μέρα είχε νέα απ’ το Βάγγο. λη μέρα καρτερούσε τ’ αδερφάκι της με τα
καλά μηνύματα. Και κείνο ερχόταν από το σκολειό, κι έφερνε λόγια τρυφερά, όλο
φωτιά κι ελπίδα, μες στα μικρά κι αθώα του χειλάκια...
Κι ήταν ευτυχισμένο γιατί έκανε την αδερφούλα του χαρούμενη...
Αλλά κι αυτό δεν βάσταξε πολύ.
[373]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[374]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Εκείνος, όμως, μήτε την ακούει. Χαροπαλεύει σαν λιοντάρι με τα κύματα. Παλεύει
σαν «παιδί του Σατανά»!...
Ω, τι κρυάδα χύνεται στις φλέβες της Ρηνούλας! Τον βλέπει, τώρα, «γιο του Σατα-
νά» σωστό!...
Κι ένα μίσος μέσα της ξεσπάζει, μια φρίκη, κι ένας τρόμος... Μια φρίκη, γι’ αυτόν
που ήρθε να ταράξει τη γαλήνη της, και να την παρασύρει μέσα στ’ άγνωστο – και να
την πνίξει μες στην τρικυμία...
«Πάμε πίσω! Πάμε πίσω! Πάμε πίσω!» σκούζει η Ρηνούλα.
Κι ο Βάγγος παρατάει τα κουπιά, κι έρχεται και σωριάζεται στο πλάι της, και χτυ-
πάει τα στήθια του με μανία, σαν κολασμένος που θα πάρει την ψυχή της...
Κι έπειτα ένα τράνταγμα φριχτό ακούεται. βάρκα πέφτει σ’ ένα βράχο απάνω!...
Κολυμπούν στα κρύα τα νερά για να σωθούν, και φωνές, φωνές, φωνές γεμίζουν τον
σκοτεινιασμένον αγέρα:
«Ρηνούλα μου!... Ρηνούλα μου!... Ρηνούλα μου!...»
Το πρώτο γλυκοχάραγμα φέγγει μόλις την ανατολή, μέσ’ από κίτρινα και βουρκω-
μένα σύννεφα.
θάλασσα, γαληνεμένη έπειτ’ απ’ τη θύελλα της νύχτας, γλείφει τώρα ήμερα τους
βράχους, σα να γυρεύει να τους καλοπιάσει.
Κι ένα μαύρο, μουσκεμένο πράμα, ξαναπαίρνει το δρόμο του σπιτιού.
Τα παράθυρα είναι κλειστά ακόμα – το χωριό κοιμάται κουρασμένο απ’ τη νυχτε-
ρινή την καταιγίδα.
Το μαύρο πράμα περπατάει και σκοντάβει σε κάθε βήμα.
τάνει ως την αυλή του μπαρμπα-Θύμιου, σπρώχνει την πόρτα, και μπαίνει σιγα-
λά.
Ανεβαίνει σιγαλά τα σκαλοπάτια. Κανένας τους δεν ξύπνησε ακόμα...
Βάνει τ’ αυτί στη διπλανή την κάμαρα, κι ακούει την αναπνοή του γέρου, ν’ ανε-
βοκατεβαίνει ρυθμικά, σαν ήσυχο, μονότονο τραγούδι...
Πέφτει, καθώς είναι, στο κρεβάτι.
Τίποτε δεν ξέρει, δε θυμάται – και τίποτε δε θέλει να θυμάται!
Και το πρωί –στο πρώτο φως του ήλιου– καθώς η μάνα μπαίνει σιγανά, κι έρχεται
σιγά να την ξυπνήσει, βρίσκει τη Ρηνούλα μες στο πάπλωμα, ξεκαρδισμένη απ’ τα
γέλια και γυμνή, με τα μαλλιά της άσπρα σαν το χιόνι, και με τα δυο της μάτια απλα-
νή, θεόρατα, μεγάλα κι ανοιχτά – σαν ανοιχτά λουλούδια νυχτολούλουδα...
τωχή Ρηνούλα!... Έτσι τρελή απόμεινε σ’ όλη της τη ζωή. Πάντα νομίζει πως χα-
ροπαλεύει μες τα κύματα και πάντα φωνάζει λαχταρισμένα κι άγρια:
«Πάμε πίσω!... Πάμε πίσω!...»
[375]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Ήταν δεν ήταν ακόμα γλυκοχάραμα, όταν ο Λύκαμβος, ακουμπώντας στο χοντρό
ραβδί του, πήρε το δρόμο της βουνοπλαγιάς, κι ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή. Δε
φορούσε παρά μια λεπτή χλαμύδα, και τα χοντρά, ασκητικά του πέδιλα.
Κι όταν έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, κι είδε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασ-
σα, σαν ένα όραμα παραδεισιακό, η ψυχή του γιόμισε λαχτάρα κι ευφροσύνη. Έλυσε
τις πόρπες της χλαμύδας του, και υψώνοντας τα χέρια, σα σε δέηση, στάθηκεν ολό-
γυμνος μπροστά του.
Κι ο ήλιος χάιδεψε τα μπράτσα και τα στήθη του, αγκάλιασε το λυγερό κορμί του,
έλουσε τους γοφούς του και τις φτέρνες του με το ζεστό του, το λαμπρό του φως –
και πότισε το πιο βαθύ του «είναι», όλο καλοσύνη κι αρμονία...
Και το μυαλό του, ξαφνικά, φωτίστηκε και κείνο, κι έμαθε, μονομιάς, όλα τα πρά-
ματα, όσα δε φαίνονται στα μάτια των θνητών, τα μυστικά της ζωής και του θανάτου,
και των αιωνίων μισεμών, και των αιώνιων γυρισμών...
Έμειν’ έτσι, όλη την ημέρα, ασάλευτος και μόνος, σα θεός. Κι όταν έφτασε το
βράδυ, κι ο ήλιος ξαναμπήκε στο βουνό, πήρε πάλι το ίδιο μονοπάτι, και κατέβηκε ως
την πολιτεία. Τα φώτα μόλις ήταν αναμμένα, κι ο κόσμος όλος πλημμύριζε τους δρό-
μους, και τις μεγάλες κεντρικές πλατείες.
Στάθηκε, τότε, στη μέση μιας πλατείας, και φώναξε στα συναγμένα πλήθη:
« έρνω τη Χαρά και τη Σοφία! έρνω το φως του Ήλιου στην ψυχή μου! Ανοί-
χτε τα μάτια να το δείτε...».
Κι ένα σωρό περίεργοι μαζεύτηκαν τριγύρω του.
Κι εκείνος εξακολουθούσε πάντα:
« έρνω τη Γνώση των μεγάλων απορρήτων, όσα δεν φαίνονται στα μάτια των αν-
θρώπων! έρνω τη Γνώση των μεγάλων μυστηρίων, τη Γνώση της ζωής και του θα-
νάτου, και των αιωνίων μισεμών, και των αιωνίων γυρισμών...».
Άρχισαν τότε να τον κοροϊδεύουν:
«Πού την έχεις, και δε μας τη μοιράζεις; Πού βρίσκεται, να πάμε να τη βρού-
με;...».
Κι εκείνος έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και φάνηκε γυμνός μπροστά στα
πλήθη. Και το κορμί του έλαμπε σαν ήλιος – σαν αναμμένη πάλλευκη λαμπάδα...
Κι οι άνθρωποι έμειναν θαμπωμένοι, κι έμπηξαν όλοι τις φωνές, απ’ όλες τις με-
ριές:
«Είναι δαιμονισμένος, είναι μάγος! Ήρθε σε μας, για να μας ξεπλανέσει! Είναι
σταλμένος απ’ το πονηρό...».
Κι άρχισαν να τον πετροβολούνε, και να του λένε τις χειρότερες βρισιές...
Κι εκείνος έφυγε σαν καταδιωγμένος, πήρε τα πιο παράμερα σοκάκια, και βγήκε
ματωμένος στους αγρούς. Έπλυνε στο ποτάμι τις πληγές του – όμως, μήτ’ ένα δάκρυ
δεν πρόβαλε στα μάτια του...
[376]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Και τον άλλο χρόνο, ίδια μέρα, μόλις ο ήλιος είχε βασιλέψει, ακουμπώντας στο
χοντρό ραβδί του, πήρε πάλι τη βουνοπλαγιά, κι ανέβηκε στην ίδια την κορφή. ο-
ρούσε πάλι τη λεπτή λευκή χλαμύδα του, και τα χοντρά, ασκητικά του πέδιλα.
Κι όταν έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, κι είδε το φεγγάρι να γέρνει προς τη θά-
λασσα – ένα φεγγάρι λαμπερό και στρογγυλό, σαν ασημένιο τρυφερό λουλούδι, η
ψυχή του γιόμισε χαρά και τρυφεράδα. Έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και υψώ-
νοντας τα χέρια του με πάθος, στάθηκεν ολόγυμνος μπροστά του.
Και το φεγγάρι χάιδεψε τα μπράτσα και τα στήθη του, αγκάλιασε το λυγερό κορμί
του, έλουσε τους γοφούς του και τις φτέρνες του με το χλωμό, νοσταλγικό του φως
– και πότισε το πιο βαθύ του «είναι», όλο καλοσύνη και στοργή...
Κι η καρδιά του, ξαφνικά, φωτίστηκε και κείνη, κι αγάπησε μεμιάς όλα τα πράμα-
τα, κι έλιωνε γλυκά σαν το κερί.
Έμειν’ έτσι, μέχρι να χαράξει, ασάλευτος και σαν υπνωτισμένος. Κι όταν πήρε μέ-
ρα, και το φεγγάρι χάθηκε στ’ αντικρινό βουνό, πήρε ξανά το ίδιο μονοπάτι, και κα-
τέβηκε ως την πολιτεία. Ο κόσμος, πάλι, πλημμύριζε τους δρόμους, και τις μεγάλες
κεντρικές πλατείες.
Στάθηκε, πάλι, στη μέση της πλατείας, και φώναξε στα συναγμένα πλήθη:
« έρνω τη Στοργή και την Ελπίδα, την Τρυφεράδα και την Καλοσύνη! έρνω το
φως του φεγγαριού μες στην ψυχή μου! Ανοίχτε τα μάτια να το δείτε…».
Κι άρχισαν πάλι να μαζεύονται τριγύρω του, και να τον κοιτάνε μ’ απορία.
Κι εκείνος εξακολουθούσε πάντα:
« έρνω τη Συμπόνια των ανθρώπων, το μεγάλον Οίκτο των ανθρώπων, και το
γιατρικό για τον καημό τους! έρνω την Αγάπη των αρρώστων, και την παρηγοριά
των λυπημένων! έρνω το μυστικό της Ευτυχίας, της Αρμονίας και της Ομορφιάς...».
Κι άρχισαν πάλι να τον κοροϊδεύουν:
«Πού την έχεις, και δε μας τη μοιράζεις; Πού βρίσκεται, να πάμε να τη βρού-
με;...».
Κι εκείνος έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και φάνηκε γυμνός μπροστά στα
πλήθη. Και το κορμί του φάνταζε, γλυκό και τρυφερό, και μοσκοβολούσε σαν τα ρό-
δα...
Κι έμειναν, και πάλι, θαμπωμένοι, κι έμπηξαν, πάλι, τις φωνές, απ’ όλες τις με-
ριές:
«Είναι δαιμονισμένος, είναι μάγος! Ήρθε σε μας, για να μας ξεπλανέσει! Είναι
σταλμένος απ’ το πονηρό...».
Κι άρχισαν να τον πετροβολάνε, και να του λένε τις χειρότερες βρισιές...
Κι εκείνος έφυγε σαν καταδιωγμένος, πήρε, πάλι, τα παράμερα σοκάκια, και βγήκε
ματωμένος στους αγρούς. Έπλυνε, πάλι, στο ποτάμι τις πληγές του – όμως, μήτ’ ένα
δάκρυ δεν πρόβαλε στα μάτια του...
Και τον τρίτο χρόνο, πάλι την ίδια μέρα, πήρε ξανά το δρόμο του βουνού. Αλλά
δεν έφτασε μέχρι την κορφή. Στα μισά του δρόμου που τραβούσε, βρήκε ν’ ανοίγεται
μπροστά μια σκοτεινή σπηλιά – κι ένας καινούριος πειρασμός ακατανίκητος, τον έ-
κανε να θέλει να μπει μέσα. Ένας τέτοιος πειρασμός ακατανίκητος, πρώτη φορά του
φλόγιζε την άδολη καρδιά του...
[377]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Και καθώς μπήκε μέσα στη σπηλιά, άκουσε μια μεγάλη μουσική – μια μουσική
μυστηριώδη και πρωτάκουστη, να φτάνει ως τ’ αυτιά του, από μέσα. Καρποί χρυσοί
κρεμόντουσαν απ’ όλες τις μεριές, και κόβοντας τον πρώτο τον καρπό, ένιωσε ξαφνι-
κά μια τέτοια γλύκα, που παράτησε μεμιάς το σχέδιό του, να σκαρφαλώσει μέχρι την
κορφή, κι αποφάσισε να μπει και παραμέσα. Μια γυναίκα, τότε, φάνηκε μπροστά
του, με μάτια τόσα τρυφερά και φλογερά, που στάθηκε για λίγο σαστισμένος. Τα
μαλλιά της ήτανε σα φίδια, και τα χείλη της βαμμένα πορφυρά. Άπλωσε το μπράτσο
της απάνω του, και τον τράβηξε πιο μέσα στη σπηλιά.
Τότε, στα θαμπωμένα του τα μάτια, πρόβαλε μια γη ονειρεμένη – ένας τόπος ά-
γνωστος, γιομάτος γοητεία, που δεν τον είχε φανταστεί ποτέ του πιο μπροστά! Ένα
φως, με το χρώμα της φωτιάς, αγκάλιαζε τα δέντρα και τους βράχους, κι έβαφε τα
λουλούδια κατακόκκινα, κόκκινα σα μεγάλες στάλες αίμα. Και μια βαριά μοσκοβο-
λιά πλημμύριζε τα πάντα, μεθώντας και γιομίζοντας με πόθους την καρδιά...
Πέντε χρόνια κλείστηκε στη μαγική σπηλιά. Κι έπειτα, κάποιο βράδυ, ξαφνικά,
βγήκε κρυφά, και τράβηξε κατά την πολιτεία.
Έφτασε στο βασίλεμα του ήλιου, και προχώρησε στη μέση της πλατείας. ορού-
σε, τώρα, μια χρυσή κορώνα, κι ένα χιτώνα πορφυρό, με πούλιες ασημένιες. Και τα
πλήθη τον ακολουθούσαν – κι όπως περπατούσε μες τα πλήθη, που τον κοίταζαν γιο-
μάτα θαυμασμό, έμοιαζε σαν ένας βασιλιάς, που σέρνει από πίσω το λαό του...
Κι όταν έφτασε στη μέση της πλατείας, ανέβηκε σε μια ψηλήν εξέδρα, κι άρχισε,
πάλι, να μιλεί στα συναγμένα πλήθη:
«Σας φέρνω τη Χαρά και το Χρυσάφι, και τις Εφτά μεγάλες Αμαρτίες! Σας φέρνω
την Απόλαψη του Πλούτου, και την δονή μες στην Κραιπάλη και την Αγάπη μες
στην δονή...».
Κι όλοι, τότε, φώναξαν μ’ αληθινή λαχτάρα:
«Πού την έχεις και δε μας τη μοιράζεις; Πού βρίσκεται, να πάμε να τη βρούμε;...».
Κι εκείνος ύψωσε και πάλι τη φωνή του:
«Είναι χρυσάφι το κορμί μου όλο, και δεν υπάρχει τίποτε απάνω μου, που να μην
είναι καθαρό χρυσάφι!...».
Κι εκείνοι ξαναφώναξαν με πάθος:
«Δείχ’ το μας! Να το δούμε! να το δούμε!...».
Και σαν είδε τ’ ανοιγμένα τους τα μάτια, και τα ξαναμμένα πρόσωπά τους, κι έ-
νιωσε πως ο πόθος της καρδιάς τους, είχε φουντώσει σα μια πυρκαγιά – έλυσε τις
πόρπες της χλαμύδας του, και φάνηκε γυμνός μπροστά στα πλήθη.
Και το κορμί του πρόβαλε κατάμαυρο σαν πίσσα. μως αυτοί το βλέπανε χρυσό
και φωτεινό...
Κι έμπηξαν όλοι, τότε, τις φωνές:
«Αυτός είν’ ο Μεσσίας, ο Μεσσίας! Ήρθε σε μας, για να μας εμποδίσει να πάρου-
με το δρόμο το στραβό! Είναι σταλμένος από το Θεό...».
Κι έπεσαν όλοι, και τον προσκυνήσανε, και φίλησαν το χώμα που πατούσε...
Και καθώς ήταν πεσμένοι γύρω του, και φιλούσανε το χώμα που πατούσε, η συ-
νείδηση ξύπνησε πάλι μέσα του: πέταξε χάμου τη χρυσή κορώνα, κομμάτιασε τον
πορφυρό χιτώνα, και κατεβαίνοντας ευθύς απ’ την εξέδρα, πήρε τα παράμερα σοκά-
κια, και βγήκε στους έρημους αγρούς. Κι ένα δάκρυ στάλαξε πικρά στα μάγουλά του.
[378]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Γύρισε τα μάτια του στον ήλιο που βυθούσε – όμως εκείνος τράβηξε το δρόμο του
και χάθηκε.
Γύρισε, τότε, να κοιτάξει το φεγγάρι – αλλά, κι αυτό, δεν ήταν πουθενά.
[379]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Το γυαλένιο μάτι
Δεν είμαι παρά έν’ απλό γυαλί, ένα μικρό κι ασήμαντο χρωματιστό γυαλί –ένα
ψέμα πιο πολύ, μες στο μεγάλον κόσμο– ένα γυαλί που το ’φκιασαν –με τέχνη, είν’
αλήθεια– να παρασταίνει ένα μάτι ζωντανό, ως τις πιο μικρές του λεπτομέρειες, για
να μπορεί, όταν εκείνο λείπει, να ξεγελάει τους ανθρώπους πως υπάρχει – κι όμως,
ερχόμενο σ’ αυτή τη γη, χάρη στην καλοσύνη του τεχνίτη μου, απόχτησα κι εγώ την
ιστορία μου, και μπορώ τώρα να την πω, όμοια κι απαράλλαχτα σαν άνθρωπος – και
μάλιστα, με κάποια περηφάνια! Γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, όλα τα χρωματι-
στά γυαλιά δεν έχουν τέτοιες ιστορίες στη ζωή τους, που ν’ αξίζει τον κόπο να τις
πούνε... δική μου ιστορία είν’ απλή – μα τόσο σπάνια, και τόσο θλιβερή, που θα
’πρεπε να δάκρυζα, αν ήμουν ζωντανό, κάθε φορά που την ξαναθυμάμαι˙ γι’ αυτό δεν
πρέπει να χαμογελάτε, σεις, τα μάτια τα γερά και ζωντανά, που βλέπετε, και τώρα με
διαβάζετε...
Δε θυμάμαι, ωστόσο, τη ζωή μου, παρ’ απ’ την ημέρα που βρεθήκαμε μαζί σε μια
βιτρίνα μαγαζιού μ’ άλλα δεκατέσσερα γυαλάκια, σαν και μένα, σ’ ένα μικρό κουτάκι
ανοιχτό, στρωμένο με βαμπάκι, βαλμένα στη σειρά, με προσοχή, και σύμφωνα με το
χρωματισμό τους γιατί καθένα απ’ αυτά είχε και το χρώμα το δικό του: το τελευταίο
δεξιά ήταν ένα μαύρο ζωηρό, ένα μάτι με κόρη κατασκότεινη και με λαμπρές στιλ-
πνές αντανακλάσεις. Το διπλανό του ήταν ανοιχτότερο. Τα παρακάτω ήταν καστανά,
απ’ το κρασάτο καστανό ως το μελένιο. Ύστερα ήταν τα βαθιά σταχτιά, μέχρι το
σταχτογάλανο, τ’ ωχρό το θαλασσί. Τα τελευταία ήταν όλα γαλανά. Εγώ βρισκόμουν
ανάμεσα μελένια και σταχτιά. Ήμουν ένα μάτι σκούρο πράσινο – ένα μάτι εξαιρετι-
κό, μοναδικό στο είδος του, πιστεύω.
Δεν ξέρω ποια διαβολεμένη όρεξη έκανε τον τεχνίτη μου να με χρωματίσει τόσο
πράσινο! Τέτοια μάτια δεν υπάρχουν στους ανθρώπους – ή, κι αν υπάρχουν, είναι
τόσο σπάνια, που πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσεις ν’ απαντήσεις
όμοια! Και όμως βρήκα, κι εγώ, τον «άνθρωπό» μου, καθώς θα δείτε...
Είμαστε στη μέση της βιτρίνας, κοντά κοντά στο τζάμι. Γύρω μας ήταν άλλα, ξένα
πράματα – θερμόμετρα, βαρόμετρα, κιάλια και ματογυάλια. Ήταν κι ένα μεγάλο τη-
λεσκόπιο, στημένο σ’ ένα στρίποδο, και μηχανές λογής λογής και πλήθος εργαλεία.
Μιλούσαμε τη νύχτα, όταν γινόταν σιωπή κι οι άνθρωποι κοιμόντουσαν – κι έλεγε το
καθένα τα δικά του. Ήταν και μερικά ταξιδεμένα, που διηγότανε ωραίες ιστορίες...
Εγώ δεν είχα τίποτα να πω – γιατί δεν είχα τίποτα γνωρίσει. Άκουγα και σπούδαζα,
μονάχα.
Πίσω απ’ το τζάμι της βιτρίνας, ένα μεγάλο κρύσταλλο παχύ –ιδίως όταν άναβαν
τα φώτα, προς το βράδυ– βλέπαμε τους ανθρώπους να χαζεύουν. Εκείνοι χάζευαν μ’
εμάς – κι εμείς μ’ αυτούς. Περνούσαν, και μας κοίταζαν, ένα πλήθος άνθρωποι παρά-
ξενοι, άλλοι κοντοί και παχουλοί, με φουσκωμένα μάγουλα, κι άλλοι ψηλοί, ξερακια-
νοί, σα στέκες, ένα σωρό γυναίκες και παιδιά. Οι πιο πολλοί που μας κοιτούσαν, ανα-
τρίχιαζαν! Το γιατί, το μάθαμε αργότερα. Τους τρόμαζε το παγωμένο ύφος μας, η
φοβερή μας νεκρική ακινησία! Κι όμως δεν είχαν δίκιο: γιατί και το πιο μικρούλι
πράμα μπορεί να ’χει τη δική του τη ζωή... Το περισσότερο, νομίζω, που τους τρόμα-
[380]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
ζε –όπως καταλάβαμε αργότερα– ήταν η πολύ σωστή ιδέα, πως για να τύχει να μας
χρειαστούνε, θα ’πρεπε πρώτα να τους βρει μια συφορά, να χάσουν το πραγματικό
τους μάτι. Και σ’ αυτό μπορεί και να ’χαν δίκιο. Δεν ξέρω πώς σκέπτονται οι άνθρω-
ποι –ποτέ δε μπόρεσα να μπω μες στο μυαλό τους– αλλά θαρρώ να πλησιάζω στη
αλήθεια.
Ξαφνικά, μια μέρα, λιγοστέψαμε: από τα δεκαπέντε που βρισκόμαστε, δε μείναμε
παρά μονάχα δέκα. Τα πέντε φύγαν, κιόλας, σε μια μέρα! λοι, τότε, πρόφεραν συ-
χνά τη λέξη «πόλεμος»... αίνεται πως οι άνθρωποι, άμα παραγιομίσουνε τη γη, και
δε χωράνε, αρχίζουν και σκοτώνονται με λύσσα μεταξύ τους, κόβουνε τα χέρια και τα
πόδια τους, κάνουν καθετί το δυνατό για να λιγοστέψουν, να μικρύνουν, να κοντύ-
νουν – κι έτσι, να χωρέσουν! Άλλην εξήγηση δε μπόρεσα να βρω...
Και τι εξήγηση μπορεί ποτέ να βρει ένα φτωχό γυαλάκι σαν και μένα; Αλλά γιατί
να βγάζουν και τα μάτια τους; Κατά λάθος; Δεν καταλαβαίνω...
Κι έπειτα λιγοστέψαμε ακόμα πιο πολύ. Βλέποντας τ’ αδέρφια μου να φεύγουν,
ένα ένα, ένιωσα κάτι σαν παράπονο κι εγώ! Είχα βαρεθεί μες στη βιτρίνα, να κοιτώ
τα ίδια και τα ίδια, ήθελα να μπω μες στη ζωή, να καταλάβω κίνηση και δράση, ν’
ανακατωθώ με τους ανθρώπους, να ταξιδέψω, να χαρώ, να μάθω... Τ’ άλλα τ’ αδέρ-
φια μου, θαρρώ, με ειρωνεύονταν, με λέγανε πολύ «ρομαντικό»! Κι αληθινά, ζητού-
σα νέες συγκινήσεις και περιπέτειες! Αφορμή σ’ εκείνη την αδράνεια, σ’ εκείνη τη
φριχτήν ακινησία, ένιωθα πως ήτανε το σπάνιό μου χρώμα. Ποιος θα μπορούσε να με
χρειαστεί, με τέτοιο χρώμα σπάνιο, δυσεύρετο, ώστε να ’ρθει και να μ’ ελευθερώ-
σει;...
Και όμως και σ’ αυτό δεν είχα δίκιο! Δεν είχα δίκιο να τα βάζω με την τύχη μου,
ούτε να καταριέμαι τον τεχνίτη μου, που μ’ είχε καταδικασμένο, εξαιτίας του χρωμα-
τισμού μου, να μένω άχρηστο στα βάθη του κουτιού μου, να μη μπορώ να χρησιμέψω
κάπου, να δώσω, κάπου, μια παρηγοριά, να φύγω απ’ τη θέση μου, να ζήσω! Βρέθηκε
κάποιος, κάποια μέρα, και για μένα!
Ήταν ένα παιδί μελαχρινό, ξαπλωμένο στο νοσοκομείο – ένα λεβέντης ίσαμε κει
πάνω, μ’ έναν επίδεσμο στ’ αριστερό του μάτι, μ’ ένα πανί μαύρο και μεγάλο, πε-
ρασμένο λοξά στο μέτωπό του! Είχε χάσει το μάτι του στον «πόλεμο» κι εκείνο, από
το θραύσμα μιας χειροβομβίδας – γιατί οι άνθρωποι, καθώς πληροφορηθήκαμε, είχαν
και μηχανές για να σκοτώνονται, κι αυτό για πιο μεγάλην ευκολία...
Τον είχαν φέρει στο νοσοκομείο, χτυπημένο και σακατεμένο. Είχε μείνει πέντε μή-
νες στο κρεβάτι, χαροπαλεύοντας τις δέκα πρώτες μέρες. Αλλά, στο τέλος, τα κατά-
φερε και γλίτωσε. λ’ αυτά μού τα ’μαθαν αργότερα οι κουβέντες των δικών του, και
του ίδιου... Δεν είχα δει, απ’ τον καιρό που ζούσα, παιδί τόσο γλυκό και καλοΐσκιωτο,
με τόσο λυγερή κορμοστασιά! Περπατούσε με τα δεκανίκια, αλλά, κατόπι, τα παρά-
τησε κι αυτά. Του ’μεινε μόνο ένα μικρό κούτσαμα, που του ’δινε θαρρείς κι αυτό
κάποια καινούργια χάρη. Τ’ αγάπησα αμέσως μόλις το ’δα!
ταν πρωτοβγήκαμε στο δρόμο, γύριζαν όλοι το κεφάλι και μας κοίταζαν! Ήμουν,
αλήθεια, τόσο ταιριασμένο με τ’ άλλο του, το ζωντανό του μάτι! Ήμουν περήφανο
για την καλή μου τύχη...
[381]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Γνώρισα την πατρίδα του, το σπίτι του, τη γριά του μάνα και τ’ αδέρφια του.
ζωή μας θα περνούσε μια χαρά, και φαινόταν πως περνούσε ήσυχα. Άρχισα κι εγώ να
ξεθαρρεύω...
Αλλά, σ’ αυτό το αναμεταξύ, άρχισα να νιώθω κάτι άλλο: το ταίρι μου –το ζωντα-
νό του μάτι– με κοίταζε συχνά μες στον καθρέφτη, με κοίταζε λοξά, και με μισούσε!
Αντί, κι εκείνο, να περηφανεύεται που βρήκε την καλή μου συντροφιά, που πέτυχε
τόσο καλά το ταίρι του – με κοίταζε λοξά και με μισούσε! αίνεται πως θυμότανε το
ζωντανό του ταίρι, το καλό του ταίρι, το χαμένο, και δε μπορούσε να το λησμονήσει!
Έβλεπε σε μένα την εικόνα του σα μια θλιβερή πλαστογραφία – και δε μπορούσε να
με συνηθίσει...
Και τι, και τι δεν έκανα, να το παρηγορήσω, να γλυκάνω το βαθύ καημό του! Με
κοιτούσε πάντα πικραμένο, μ’ έβλεπε σαν παρείσακτο και σαν απατεώνα, σα μια πα-
ρωδία τραγική του άλλου του συντρόφου, του φευγάτου, και δάκρυζε κρυφά, και με
μισούσε! Του κάκου έπαιρνα τη λάμψη και την έκφραση, κι έκανα, τάχα, τα σπιθο-
βολήματα του ζωντανού χαμένου του ματιού! σο στεκόμουν πιο καλά στο ρόλο
μου, τόσο το μάτι τ’ άλλο με μισούσε.
Αυτό το πράμα δε μπορούσε να βαστάξει. Ένιωθα τον εαυτό μου ξένο, χωρίς ελπί-
δα να φιλιώσουμε ποτέ. Ήμουν σαν ένας σύντροφος μοιραίος, αλλά πολύ πικρός κι
ανεπιθύμητος. Ο «γάμος» μας, παρά την ομοιότητά του χρώματος και της αναλογίας,
ήταν ένας γάμος «ατυχής»... Και μ’ έπαιρνε και μένα το παράπονο – αν κι εγώ, ακόμα
πιο δυστυχισμένο, δε μπορούσα μήτε να δακρύσω!
Τότε ξαναθυμήθηκα το χάρτινο κουτί μου, το στρωμένο με βαμπάκι στη βιτρίνα.
Νοστάλγησα την ήσυχη, την ξένοιαστη ζωή μου, στη μακρινή γωνιά του μαγαζιού,
τότε που δε με γύρευε κανένας, τότε που, ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο, ήταν βαλ-
μένο –για καλό μας, φαίνεται– και μας χώριζ’ ένα κρύσταλλο χοντρό...
Και το μάτι με κοιτούσε στον καθρέφτη, κι έλιωνε, κάθε μέρα, πιο πολύ. Το ’βλε-
πα να φθίνει, κάθε μέρα, να χάνει τη λαμπράδα και τη θέρμη του, να μαραίνεται σιγά,
σαν άρρωστο λουλούδι... Και τ’ όμορφο μελαχρινό παιδί, με τα σπάνια, τα πράσινα
τα μάτια, έπειτ’ από μια κρίση πυρετού, μια σύντομη κι αγιάτρευτην αρρώστια, πέθα-
νε ένα βράδυ, ξαφνικά...
Παρακολούθησα το δράμα του θανάτου του. Οι δυο μας τύχες ήταν ενωμένες, ε-
νωμένες πέρ’ από το θάνατο! Παρακολούθησα όλη την αγωνία του, μέχρι την τελευ-
ταία του πνοή. Ένιωσα την κρυάδα του θανάτου του, την παγερή την ακαμψία του
κορμιού του. Άκουσα τα κλάματα της μάνας του, τους λυγμούς και τα ξεφωνητά.
Παρακολούθησα την τραγική κηδεία του – ως την ώρα που μας έθαψαν μαζί...
Κι έπειτα μια βαθύτατη σιγή απλώθηκε τριγύρω μου, για χρόνια. Μες στο χώμα,
που μας είχαν βάλει, δεν ακουγόταν τίποτα, μα τίποτα! λοι πια μας είχαν λησμονή-
σει…
Κι ένα βράδυ, κύλησα στα βάθη του κρανίου – κι έμεινα, για χρόνια, μέσα κει.
Θαρρούσα πως κι εγώ είχα πεθάνει...
Έμεινα, δεν ξέρω πόσα χρόνια, μες στο βαθύ κι ατέλειωτο σκοτάδι – πολλά ή λίγα
δε μπορώ να πω, και μήτε που μπορούσα να το μάθω... Συλλογιζόμουν, μες στη μο-
ναξιά μου, τον καιρό που χάζευα στη μακρινή βιτρίνα, με τους κοντούς και τους χο-
ντρούς ανθρώπους, και με τους άλλους, τους ψηλούς και τους ξερακιανούς, μαζί με τ’
[382]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
άλλα τα γυαλένια μου τ’ αδέρφια, μες στα θερμόμετρα και μες στα μικροσκόπια! Τα
’βλεπα, όλ’ αυτά, σα μέσα σ’ όνειρο, στο βαρύ και σκοτεινό μου ύπνο, που μου φαι-
νόταν άσωστος κι ατέλειωτος – και πως θα βαστούσε πια για πάντα...
Κι έπειτα πάλι, για καιρό, έμεινα δίχως όνειρα. Είχα συνηθίσει στο σκοτάδι. Δεν
είχα μήτε πόθο της ζωής, μήτε την ελπίδα να ξυπνήσω...
Και ξαφνικά, εκεί που δεν περίμενα –ύστερ’ από δεν ξέρω πόσα χρόνια βουβαμού,
μαυρίλας και θανάτου– μια μέρα, ξαναβρέθηκα στο φως!
Άκουσα, πρώτα, κάποιους ήχους μακρινούς, κάποιους βρόντους, κούφιους και
πνιγμένους, που δε μπορούσα να τους εξηγήσω. Αυτοί οι βρόντοι όλο και πλησίαζαν,
ώσπου έφτασαν στη θέση που βρισκόμουν... Κι έπειτα, ξαφνικά, είδα τον ήλιο! Έμει-
να θαμπωμένο, στην αρχή, σα να ’μουν ένα μάτι ζωντανό – και χωρίς να ξέρω τι
συμβαίνει...
Γιατί μας ξέθαβαν, δεν έμαθα ποτέ. Είδα τ’ αδέρφια του παιδιού, τριγύρω μαζωμέ-
να. γριά μάνα δεν υπήρχε πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τι απόγινε.
Με βρήκαν μες στα βάθη του κρανίου, και μ’ έβγαλαν με μάτια δακρυσμένα...
Τότε ξαναθυμήθηκα τ’ ωραίο παλικάρι, σ’ όλη τη ζωντανή την ομορφιά του! Θυ-
μήθηκα το μελαψό του πρόσωπο, το πολύ χλωμό, κι όμως σταράτο, και τη λυγερή
κορμοστασιά του! Θυμήθηκα τα μαύρα του μαλλιά και το χαριτωμένο κούτσαμά του!
Κι έπειτα θυμήθηκα το ταίρι μου, το μάτι το γερό, που με μισούσε... Απ’ όλα αυτά
δεν είχε μείνει τίποτα – τίποτ’ άλλο, παρά μια σακούλα κόκκαλα, στοιβαγμένα και
κιτρινισμένα...
Και το μάτι το γερό, που με μισούσε, δεν υπήρχε, τώρα, μήτ’ εκείνο! Δεν υπήρχα
παρά μόνο ’γώ – απομεινάρι, πια, μ ο ν α δ ι κ ό τόσης ζωής και τόσης λεβεντιάς!
Δεν υπήρχα παρά μόνο ’γώ – το τιποτένιο κι άψυχο γυαλάκι, το φτωχό γυαλάκι,
τ ο ν ε κ ρ ό – ν α ζ ω, κ α ι ν α θ υ μ ί ζ ω σ τ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς τ’ όμορφο
παλικάρι, που δε ζούσε, και τα μεγάλα πράσινά του μάτια – τόσο το φευγάτο, το χα-
μένο, εκείνο, που δε γνώρισα ποτέ μου, όσο κ α ι τ’ ά λ λ ο, το γερό, το ζωντανό,
το μάτι τ’ ασυλλόγιστο κι αχάριστο, που μες στη θ λ ι β ε ρ ή τ υ φ λ ό τ η τ ά του
δε θέλησε ποτέ να καταλάβει τ η ν π ρ α γ μ α τ ι κ ή μ ο υ τ η ν α ξ ί α, και μήτε
μπόρεσε ποτέ του, όσο ζούσε, να μ’ αγαπήσει – και να με συγχωρήσει...
[383]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
Τα δεκατρία ντόμινα
Ήταν περασμένα πια μεσάνυχτα –μπορεί και τρεις η ώρα, το πρωί– κι η τρέλα του
χορού είχε φτάσει πια στο κατακόρυφο, όταν τα δεκατρία μαύρα ντόμινα παρουσιασ-
τήκανε στη σάλα, και στάθηκαν μαζί, κάπως παράμερα, δίπλα στην τετράφυλλη τη
θύρα που χώριζε την κεντρική, πλημμυρισμένη σάλα απ’ το μακρύν τεράστιο διάδ-
ρομο.
ορούσαν εντελώς όμοιο κοστούμι –μαύρο, με πυκνές νταντέλες γύρω και με με-
γάλη φουντωτή κουκούλα–, εξόν απ’ το μεσαίο, το ψηλότερο, που είχε, σα για διακ-
ριτικό του, στο πλευρό, στα χέρια και στα πόδια, πέντε μεγάλους φιόγκους ανοιχτούς,
μ’ ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα.
Πώς μπήκαν, δεν κατάλαβε κανένας. Καθένας όμως απ’ τους καλεσμένους σχημά-
τισεν αμέσως την πεποίθηση, πως δεν μπορούσε παρά να ήταν, βέβαια, κάποιοι πολύ
οικείοι του σπιτιού –πάρα πολύ οικείοι του σπιτιού– για να ’ρθουν με τόσο θάρρος,
τέτοιαν ώρα.
Κι εξάλλου στο λαμπρόν αυτό χορό οι καλεσμένοι ήταν όλοι ένας κι ένας. Ο αμ-
φιτρύων της βραδιάς εκείνης – ένας γέρος απ’ την Αίγυπτο, βαθύπλουτος αλλά και
ξακουστός γλεντζές στα νιάτα του πασίγνωστος και κοσμογυρισμένος, είχε την πρό-
νοια, σ’ εκείνη τη συγκέντρωση –και είχε καταβάλει πολλή μέριμνα και προσοχή για
να το κατορθώσει– να μη λείψει τη βραδιάν εκείνην απ’ το σπίτι του κανέν’ απ’ τα
επίσημα ονόματα που φιγουράρουν στις εφημερίδες. Και τα είχε καταφέρει τόσο τέ-
λεια, ώστε να μαζευτεί μες στα σαλόνια του όλο σχεδόν το άνθος κι η αφρόκρεμα της
«ανωτάτης αριστοκρατίας»… Γι’ αυτό, καθένας είχε λόγους να πιστεύει ότι κι αυτά
τα δεκατρία ντόμινα, δεν ήταν δυνατό παρά ν’ ανήκουν, άλλο τόσο βέβαια κι εκείνα,
σ’ αυτή την περιζήτητην αφρόκρεμα – αν κανένας έκρινε, ιδίως, απ’ τις πολύ κομψές,
λουσάτες κι ομοιόμορφες, τις υπερπολυτελείς περιβολές, με τις οποίες ήταν όλα τους
ντυμένα.
Ο οικοδεσπότης, αρχοντάνθρωπος, φιλομειδής και φρακοφορεμένος, με μια μεγά-
λη και βαρύτιμη καμέλια στην ανθισμένη πάντα μπουτονιέρα του, έτυχεν εκείνη τη
στιγμή να είναι κάπως απασχολημένος με το μαέστρο και τους μουσικούς, και δεν
τους είδε όταν έμπαιναν στη σάλα, να τους προϋπαντήσει καθώς έπρεπε. ταν ξανα-
γύρισε στη σάλα, το μαύρο ντόμινο που ήταν αρχηγός, προχώρησε με θάρρος προς το
μέρος του κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη. Κι εκείνος χαμογέλασε συγκαταβατικά,
κάνοντας ένα μορφασμό πολύ πολύ αστείο, σα να τον είχε τάχατες γνωρίσει – αν και
δεν είχε καταλάβει τίποτε, ούτε κι έβαλε με το νου του ποιοι να ήταν.
Απόψε ήταν άλλωστε βραδιά του μυστηρίου. Δε θέλησε να μάθει πιο πολλά. Κι
εξάλλου, ήταν βέβαιος κι ο ίδιος, πως η παρέα με τα μαύρα ντόμινα θα είχε δώσει
δίχως άλλο τ’ όνομά της στον άνθρωπο με τη λευκή κορδέλα, που ήταν εξεπίτηδες
βαλμένος να παίρνει τα ονόματα, στη σκάλα.
Κι όμως η σάλα, μ’ όλη της την κίνηση, απ’ τη στιγμή που είχαν μπει, κάπως περί-
εργα, τα σιωπηλά εκείνα ντόμινα, είχε πάρει μια καινούριαν όψη, χωρίς κανένας να
μπορεί να πει γιατί: τα φώτα έλαμπαν πολύ πιο ζωηρά, η ατμοσφαίρα γιόμισεν αρώ-
ματα. Τα γέλια κι οι κουβέντες των ανθρώπων, είχαν πάρει κάποιον τόνο χαμηλότε-
[384]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[385]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
[386]
Παραλλαγές διηγημάτων και πεζών
γκος ατελεύτητος, σα μουγκρητό, μαζί και σα φοβέρα που ξεπερνούσε πέρα το διάσ-
τημα κι έφτανε ως τα βάθη τ’ ουρανού!...
Κι ένα κρύο, ένα κρύο σουβλερό –ένας αέρας βουερός και μολυσμένος– μια μεγά-
λη μπόρα δυνατή, φύσηξε και πάγωσε τη σάλα, κι ήρθε παντού, και ράντισε, πιτσίλι-
σε με λύσσα, τα στήθη τα γυμνά των κυριών!...
Τ’ όραμα δε βάσταξε πολύ.
Τα φώτα άναψαν και πάλι ξαφνικά – κι η σάλα του χορού παρουσιάστηκε καλο-
βαλμένη καθώς ήταν πριν, σα να μην είχε τίποτε συμβεί! Κι η περίφημη εικόνα του
ντα Βίντσι, μες στη χρυσή βαρύτιμη κορνίζα της, βρισκόταν πάλι απαράλλαχτα στη
θέση της…
Μες στη φασαρία και τον τρόμο, μες στη γενικήν αλλοφροσύνη, όλοι γύρω βάλαν
τις φωνές:
«Τι τρέχει;!... Τι συμβαίνει;! Τι συμβαίνει!;…».
Πολλές κυρίες με τα «ντεκολτέ» τους έπεφταν χάμω λιποθυμισμένες, άλλες έμ-
πηχταν βαθιά ξεφωνητά.
Τώρα, όλοι τους, ποιος λίγο ποιος πολύ, ένιωθαν μες στην πρώτη τους χαμάρα,
αλλά με τρόπον εντελώς συγκεχυμένο, πως το τραγικό εκείνο θαύμα, η τραγική εκεί-
νη οπτασία, δεν είχε γίνει φυσικά κι ανθρώπινα – από κάποιον κατεργάρη ίσως, από
κανέναν ίσως λωποδύτη, που θέλησε να φέρει αναστάτωση, να δημιουργήσει πανικό,
για να κάμει τη δουλειά του πιο καλά (αν και, κι αυτό, πώς ήταν δυνατόν!;)… Ένιω-
θαν πως αυτό που τους συνέβη, δεν ήταν φάρσα του οικοδεσπότη, ούτε κι είχε όνομα
στη γλώσσα των ανθρώπων – αλλά πως ήταν κάτι τερατώδες, ασύλληπτο και υπερ-
φυσικό!...
παρέα με τα μαύρα ντόμινα ήρθε στο μυαλό του καθενός η παρέα με τα μαύρα
ντόμινα κι εκείνη τώρα είχε γίνει άφαντη!
λοι τώρα τρέξανε παντού, ρίχνοντας κάτω βάζα, πολυθρόνες, αναποδογυρίζον-
τας καρέκλες, ψάχνοντας πίσω από έπιπλα και ρούχα, πίσω από μπουφέδες και καθ-
ρέφτες, να βρουν χωμένους σε καμιά γωνιά τους υπερφυσικούς αυτούς αγνώστους…
Ο οικοδεσπότης ήταν έξαλλος κι έτρεχε δώθε κείθε σαν τρελός… Έκαμαν το σπίτι
άνω κάτω. Κατέβηκαν ως κάτω στις κουζίνες κι ως στις σκάλες της υπηρεσίας.
λες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Έφεραν γύρο σ’ όλα τα πατώματα, άνοιξαν κάσες, έσπασαν λουκέτα. Δε βρήκαν
ίχνος ξένου, πουθενά.
Έτρεξαν τότε στις κρεβατοκάμαρες – και πρώτα πρώτα στου οικοδεσπότη.
λα τα πράματα βρισκόντουσαν στη θέση τους – οι καναπέδες, τα ντουλάπια, το
κρεβάτι. Και μοναχά στον τοίχο, στη γωνιά, σκεπασμένος απ’ την κουνουπιέρα, στα
σίδερα του πρώτου κρεβατιού –έργο παλιό, δεν ξέρω ποιου τεχνίτη– απόμερος, επί-
σημος και μόνος, φέγγοντας με μια λάμψην ασυνήθιστη, γαλήνιος και υπερφυσικός
– ήταν ένας μικρός Εσταυρωμένος…
[387]
[388]
Σχόλια
Σχόλια
[389]
Σχόλια
[390]
Επίμετρα
[Συμπεριλαμβάνονται και οι αναδημοσιεύσεις των κειμένων. Η εσωτερική τους κατάταξη είναι αλφαβητική.]
Αλκή
1. Μπιμπίκος της Μπέμπην [1912]
Δάφνη
1. Η καρδούλα της τριανταφυλλιάς [1910]
εφ. Δημοκρατία
1. Τ’ αγγελάκι με τα ολόχρυσα φτερά [1924, αναδημ. από τη Διάπλασην των Παίδων]
Εθνική χαρά
1. Το λουστράκι 1573 [1914]
εφ. Ελευθερία
1. Ο Δημοφών κι ο θάνατος [1953, αναδημ. από τον Αδ. Παπαδήμα]
2. Το γράμμα [1954, αναδημ. από το Μπουκέτο]
3. Το γυαλένιο μάτι [1954, αναδημ. από τη Νέα Εστία]
Ελλάς
1. Αμφιλύκη… [1909]
2. Ανοιχτό αποχαιρετιστήριο γράμμα [1909]
3. As you like it… [1909]
4. Γαλήνη [1908]
5. Carmen amoroso!... [1908]
6. Δυο ωραία μυρωμένα ρόδινα γραμματάκια [1908]
7. 7 nocturne de Chopin [1908]
8. Η ζωή [1909]
9. Ιστορία για να δακρύζετε… από τα γέλια! [1909]
10. Κόκκινη αγάπη [1908]
11. La ballade des roses [1909]
12. Marche funebre [1909]
13. Οι βάτραχοι και το τριαντάφυλλο [1908]
14. Πώς πεθαίνει ο ποιητής!... [1908]
15. Σαρκασμοί Α΄. Sognes d’ antan [1909]
16. Σαρκασμοί Β΄. Σ’ ένα ερημικό μονοπάτι [1909]
17. Σηλώναμ ο Γόης [1908]
[420]
Επίμετρα
Ελληνικός κόσμος
1. Ο αξιολάτρευτος και αξιοζήλευτος κύριος εαυτός μας [1915]
εφ. Θεσσαλία
1. Οι τρεις φωνές, στα σκοτεινά… [1937, αναδημ. από το Μπουκέτο]
Καλλιτεχνική Ελλάδα
1. Τα δεκατρία ντόμινα [1945, παραλλαγή από την Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος]
Λογοτέχνης
1. Η γάτα [1917]
Μούσα
1. Φεγγάρι… [1922]
Μπουκέτο
1. Για τα μάτια της Γιολάντας [1929, παραλλαγή από τα Παναθήναια]
2. Ένας ιππότης [1933]
3. Ένα παλιό, κιτρινισμένο γράμμα… [1932]
4. Ένας χαμένος άνθρωπος [1932]
5. Η αγωνία [1931]
6. Η γάτα [1925, παραλλαγή από τον Λογοτέχνη]
7. Η επίσκεψή μου σ’ ένα φάντασμα [1933]
8. Η θυσία [1925]
9. Η καρδιά της Δώρας [1925]
10. Η κρίσιμη στιγμή [1930]
11. Η οπτασία [1932]
12. Η παγίδα [1931]
13. Η προσδοκία [1929]
14. Μια πολύ παράδοξη περίπτωση [1933]
15. Μια φιλική κουβέντα το φθινόπωρο [1925, παραλλαγή από τα Παναθήναια]
16. Ο άλλος [1943]
17. Ο βρικόλακας [1929]
18. Ο Γιαννάκης ο Βρανάς, κι η γκάφα του… [1936]
19. Ο δέκατος έκτος [1932]
20. Ο θάνατος [1929]
21. Ο καλλιτέχνης [1929]
[421]
Επίμετρα
Νέα Εστία
1. Το γυαλένιο μάτι [1939, παραλλαγή από το Μπουκέτο]
[422]
Επίμετρα
Όρθρος
1. Πιστολιές στο δρόμο… [1923]
Ορίζοντες
1. Η αγωνία [1944, αναδημ. από το Μπουκέτο]
2. Το γράμμα [1944, αναδημ. από το Μπουκέτο]
Ορμή
1. Τα μαραμένα μάτια [1913]
Παναθήναια
1. Ερινύες [1915]
2. Ο διαλαλητής [1911]
3. Ο θρύλος για τα εφτά μαργαριτάρια [1912]
4. Ο Τομ κι ο Μπομπ [1910]
5. Παραφροσύνη! [1908]
6. Το διαολάκι που εγίνηκε αγγελάκι [1911]
7. Το τριζόνι [1912]
8. «Χαίρε Μαρία κεχαριτωμένη»… [1911]
9. Χινοπωρινό κουβεντολόι [1912]
Πνευματική Ζωή
1. Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής [1939, αναδημ. από το Μπουκέτο]
Πολιτισμός
1. Το λουστράκι 1573 [1922, αναδημ. από την Εθνική Χαρά]
[423]
Επίμετρα
[424]
Επίμετρα
[425]
Επίμετρα
[Καταγράφω αναλυτικά τα περιοδικά που αποδελτίωσα, τη βιβλιοθήκη όπου αυτά απόκεινται αλλά και τα τχ.
ή τις σσ. που, πιθανώς, λείπουν. Η χρησιμότητα μιας τέτοιου είδους καταγραφής για την εργογραφία του Λα-
παθιώτη είναι νομίζω προφανής αφού παρέχει στον μελλοντικό ερευνητή πληροφορίες όχι μόνο για τα περιο-
δικά με τα οποία συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης αλλά, κυρίως, και για αυτά τα οποία δεν περιέχουν ούτε μία
συνεργασία του με διηγήματα ή (λογοτεχνικά) πεζά. Συνεπώς, η όποια υπόθεση μπορεί να επιβεβαιωθεί ή μη
από τον ακόλουθο κατάλογο χωρίς να χρειάζεται η εκ νέου αποδελτίωση των περιοδικών.
Σε όποια από τα περιοδικά περιλαμβάνεται συνεργασία του, σημειώνω δίπλα στον τίτλο τους την ένδειξη
(βλ. Ι.β), παραπέμποντας στο αντίστοιχο «Επίμετρο».]
2. Ακτίνες
1940-1945: τχ. 13, Ιαν.-Φεβρ. – τχ. 52, Νοέμβρ.-Δεκ. [ΔΒΘ]
4. Αττική Ίρις
1898: τχ. 8, 13 Μαΐου-τχ. 19, 1 Νοεμβρ.: λείπουν τα τχ. 9-11/τχ. (;): σσ. 91-94. [ΔΒΘ]
1899: τχ. 22-23, 1 Ιαν.-τχ. 21-22, 15 Δεκ. [ΔΒΘ]
1900: τχ. 1, 1 Ιαν.-τχ. 24, 25 Δεκ. τχ. 15-16, 15 Αυγ.: λείπουν οι σσ. 165-166/τα τχ. 22-
23/τχ. 24, 25 Δεκ.: λείπουν οι σσ. 229-230. [ΔΒΘ]
1901: τχ. 1, 1 Ιαν.-τχ. 24, Χριστούγεννα (15 Δεκ.): τχ. 1, 1 Ιαν.: λείπουν οι σσ. 11-12, τχ. 4,
15 Φεβρ.: λείπουν οι σσ. 37-38, τχ. 6, 15 Μαρτ.: λείπουν οι σσ. 61-62, τχ. 7, 1 Απρ.:
λείπουν οι σσ. 77-80, τχ. 8, 15 Απρ.: λείπουν οι σσ. 89-92, τχ. 9, 1 Μαΐου: λείπουν οι
σσ. 101-104, τχ. 12, 15 Ιουν.: λείπουν σσ., λείπουν τα τχ. 13, 1 Ιουλ., τχ. 20, 15 Οκτ.,
τχ. 22, 15 Νοεμβρ.: λείπουν οι σσ. 253-254, τχ. 24, Χριστούγεννα (15 Δεκ.): λείπουν
σσ. [ΔΒΘ]
1902: τχ. 1, 1 Ιαν.-τχ 22, 15 Νοεμβρ.: τχ. 2, 15 Ιαν.: λείπουν οι σσ. 21 κ. εξ., τχ. 8, 15 Απρ.:
λείπουν οι σσ. 91-92, τχ. 19, 1 Οκτ.: λείπουν οι σσ. 223-224, τχ. 22, 15 Νοεμβρ.: λεί-
πουν οι σσ. 253-254, λείπουν τα τχ. 23, 24. [ΔΒΘ]
1903: τχ. 1, 1 Ιαν.-τχ. 24, 15 Δεκ.: λείπουν τα τχ. 12-13. [ΔΒΘ]
1904: τχ. 1, 1 Ιαν.-τχ. 12, 15 Ιουν. [ΔΒΘ]
5. Γράμματα (Αλεξάνδρειας)
1911: τχ. 1, Φεβρ.-τχ. 11, Δεκ.: λείπει το τχ. 3, Απρ. [ΔΒΘ]
1913: τχ. 13-14. [ΔΒΘ]
1913 - 1914: Απρ. (1913)-Ιουν. (1914). [ΔΒΘ]
1915-1916: τχ. 25-27-τχ. 28-30. [ΔΒΘ]
1917: τχ. 37, Ιαν.-Μάιος: λείπουν οι σσ. ζ΄-12. [ΔΒΘ]
1920: τχ. 1, Ιούλ.-Αύγ.-τχ. 3, Νοέμβρ.-Δεκ.. [ΔΒΘ]
1921: τχ. 4, Ιαν.-Απρ. [ΔΒΘ]
[426]
Επίμετρα
[427]
Επίμετρα
18.Ημερολόγιον (Σκέντου)
1903: [ΔΒΘ]
24. Κριτική
τχ. 1, Ιαν. 1903 – τχ. 12, Ιούν. 1903: [ΜΝΕΣ]
[428]
Επίμετρα
31. Μούσα
τχ. 1, Αύγ. 1920 – τχ. 39, Νοέμβρ. 1923: λείπει το τχ. 38, Οκτ. 1923. [ΜΝΕΣ]
[429]
Επίμετρα
37. Ο Καλλιτέχνης
1910: τχ. 1, Απρ. – τχ. 9, Δεκ. [ΔΒΘ]
1911: τχ. 10, Ιαν. – τχ. 21, Δεκ. [ΔΒΘ]
1912: τχ. 22, Ιαν. – τχ. 31, Οκτ. τχ. 24, Μάρτ.: λείπουν οι σσ. 439-440. [ΔΒΘ]
[430]
Επίμετρα
1910 [ΔΒΘ]
53. Πειθαρχία
20 Οκτ. 1929 – 5 Ιουλ. 1931: λείπουν οι εβδ. 7, 10, 11, οι μήνες Ιαν.-Σεπτ. & από
28/9/1930-12/10/1930, 19/4/1931-5/7/1931
[ΜΝΕΣ]
[431]
Επίμετρα
61. Πυρσός
τχ. 1, Ιούν. 1917 – τχ. 20, Μάρτ.- Απρ. 1919: από το 1918 λείπουν οι σσ.: 25-57 και 89-91.
[ΜΝΕΣ]
65. Φραγκέλιο
1926: τχ. 1, 25 Δεκ. [ΔΒΘ]
1927: τχ. 2, 1 Ιαν. – τχ. 51, (;) Δεκ.: λείπει το τχ. 4 (;). [ΔΒΘ]
1928: τχ. 1, Ιαν. – τχ. Σεπτ.-Δεκ. [ΔΒΘ]
1929: τχ. 1, Ιαν.-Φεβρ. – τχ. Μαρτ. [ΔΒΘ]
+ 3 Φύλλα τέχνης Φραγκέλιου. [ΔΒΘ]
66. Φυλλίς
1901: τχ. 1, 15 Δεκ. [ΔΒΘ]
1902: τχ. 2, 1 Ιαν. – τχ. 25, 15 Δεκ. [ΔΒΘ]
1903: τχ. 26, 1 Ιαν. – τχ. 47, 1 Δεκ.. [ΔΒΘ]
[432]
Επίμετρα
[Στη βιβλιογραφία δεν περιλαμβάνονται τα βασικά έργα αναφοράς (εγκυκλοπαίδειες, λεξικά προσώπων, Ιστο-
ρίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας κ.λπ.). Χωρίζεται σε τρία επιμέρους τμήματα: α. Εργογραφία (αυτοτελών
εκδόσεων), β. Βιβλιογραφία βιβλιογραφικών σημειωμάτων, γ. κυρίως Βιβλιογραφία.
ανώνυμο, «Τα ‘‘Ευρισκόμενα’’ του Ναπ. Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρ. 1964, σ.
611.
Βαρελάς Λάμπρος, «Συμβολή στη συγκρότηση της εργογραφίας του Ναπολέοντα Λαπα-
θιώτη», Μικροφιλολογικά, τχ. 6, Φθιν. 1999, σσ. 23-27.
Δημούλης Στέργιος, «Ο Ν. Λαπαθιώτης στην επικαιρότητα (Συμπλήρωμα βιβλιογραφίας)»,
Νέα Εστία, τχ. 1422, 1 Οκτ. 1986, σσ. 1305-1306.
Δικταίος Άρης, «Τα ευρισκόμενα», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρτ. 1964, σ. 383-389.
Καράκαλος Ξενοφών, [επιστολή σχετική με βιβλιογραφικά ζητήματα], Νέα Εστία, τχ. 891,
15 Αυγ. 1964, σ.1206.
Κόρφης Τάσος, «Βιβλιογραφικά στον Λαπαθιώτη», Διαγώνιος, περ. Β΄, τ. Ε΄, 1969, σ. 78-
79.
____________, «Δημοσιεύματα Ν. Λαπαθιώτη στο Μπουκέτο (1924-1932)», Διαγώνιος,
περ. Γ΄, τ. Γ΄, σ. 238-241.
Παναγιώτου Γιώργος, «Βιβλιογραφικά στον Λαπαθιώτη», Διαγώνιος, περ. Β΄, τ. Ε΄, 1969,
σσ. 72-78.
Φαρμάκης Φραγκίσκος, «Τα βιβλιογραφικά Ναπ. Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 881, 15
Μαρτ. 1964, σ. 694-695.
Χριστιανόπουλος Ντίνος, «Η βιβλιογραφία Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρτ.
1964, σ. 611-614.
___________________, «Βιβλιογραφικά στον Λαπαθιώτη», Διαγώνιος, περ. Β΄, τ. Ε΄,
1969, σ. 79-81.
[433]
Επίμετρα
γ. Βιβλιογραφία
Άγρας Τέλλος, «Έργον τέχνης», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν. 1944, σσ. 96-99.
Αλασάκης Τίμος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης» εφ. Βραδυνή, 15 & 22 Φεβρ. 1965.
ανώνυμο, «Δήλωση», Νεοελληνικά γράμματα, 23 Απρ. 1938, σ. 3.
_______, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Γράμματα, τχ. 1, Ιαν. 1944, σ. 37.
_______, «Ένας θάνατος κι ένας έρανος», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν. 1944, σ. 119.
Αργυρίου Αλέξανδρος, «Ένας Λαπαθιώτης, κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα μιας νέας
νοοτροπίας», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ. 186-199.
Βαλέτας Γιώργος, «Ναπολ. Λαπαθιώτης», εφ. Πρωϊα, 12 Ιαν. 1944.
Βαϊάνος Μάριος, «Ένας θάνατος μια πικρή και θλιβερή ιστορία», Νέα Σύνορα, τχ. 7, Ιούλ.-
Σεπτ. 1970, σσ. 88-92.
____________, «Κ. Π. Καβάφης» [συνέντευξη Λαπαθιώτη], Σύγχρονη Σκέψη (Σικάγου),
Φεβρ. 1929, σσ. 337-338.
Βαρίκας Βάσος, «Ένας νεορομαντικός. Ναπολέων Λαπαθιώτης: Ποιήματα», εφ. Το Βήμα, 17
Ιουν. 1965.
Βάρναλης Κώστας, «Ο Λαπαθιώτης», Αισθητικά-Κριτικά, τ. Β΄, Κέδρος, Αθήνα 1958, σσ.
271-272.
Βασιλειάδη Μάρθα, «Η μυθολογία του προλεταριακού έρωτα: Λαπαθιώτης και Καβάφης»,
Πόρφυρας, τχ. 132, Ιούλ.-Σεπτ. 2009, σσ. 213-224.
Βατόπουλος Νίκος, «Ο… άλλος θάνατος του ποιητή», εφ. Η Καθημερινή, 30 Ιαν. 1994, σ.
26.
Βερίτης Γ., «Ένας κόσμος που φεύγει. Από τη ζωή και το έργο του Λαπαθιώτη», Ακτίνες,
τχ. 44, Σεπτ. 1944, σσ. 207-213.
Βογιατζόγλου Αθηνά, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η τέχνη της παρωδίας», Νέα Εστία,
τχ. 1841, Φεβρ.. 2011, σσ. 240-266.
Βουρνάς Τάσος, «Η περίπτωση Λαπαθιώτη», εφ. Αυγή, 18 Ιουν. 1965.
____________, «Ο Λαπαθιώτης και πάλι», εφ. Αυγή, 1 Δεκ. 1985.
Γεραλής Γιώργος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Καλλιτεχνικά Νέα, τχ. 32, 15 Ιαν. 1944, σσ. 1-
2.
Γιάκος Δημήτρης, «Η πρόζα του Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 883, 15 Απρ. 1964, σσ. 556-
557.
Γλέζος Πέτρος, «Μια ανάμνηση», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρ. 1964, σσ. 407-408.
Δαράκης Λουκάς, «Το παρόν μια φορά δεν είναι ανεκτόν» [συνέντευξη] στο Για την τέχνη και
τη ζωή. Απαντούν 34 προσωπικότητες, Φιλιππότη, Αθήνα 1987, σσ. 91-93.
Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Η ζωή μου. Ένα λανθάνον αυτοβιογραφικό κείμενο του Λαπα-
θιώτη», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου 1984, σσ. 25-31.
Δημάκης Μηνάς, Οι τελευταίοι της παράδοσης, Ηράκλειο 1939.
Δικταίος Άρης, «Πώς γνωρίστηκα με τον Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρ. 1964,
σσ. 361-366.
___________, Ναπολέων Λαπαθιώτης. (Η ζωή του – το έργο του), Γνώση, Αθήνα 1984.
[434]
Επίμετρα
Ζήρας Αλέξης, «Ο Ν. Λαπαθιώτης αισθητικός και αισθησιακός», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου
1984, σσ. 18-19.
Ιωάννου Γιώργος, «Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ.
204-216.
Καζάζης Κώστας, «Η φιλία Λαπαθιώτη-Παπανικολάου», Νέα Εστία, τχ. 1397, 15 Σεπτ.
1985, σ. 1241.
Καιροφύλλας Γιάννης, «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ο λογοτέχνης με το πικρό χαμόγελο» στο
Αυτοί οι ωραίοι τρελοί, Φιλιππότης, Αθήνα 1986, σσ. 181-220.
Κάλφας Αντώνης, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και τρία παραδείγματα κριτικής», Διαβάζω,
τχ. 95, 30 Μαΐου 1984, σσ. 39-42.
Κόρσος Δημήτρης, «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Εκ βαθέων αβρή και ηδυπαθής φωνή», Των
λυρών τα προοίμια. Κριτικά κείμενα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα
1995, σσ. 147-150.
Κόρφης Τάσος, «Δώδεκα στιγμές από τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η Λέξη, τχ.
33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ.231-235.
____________, «Η αισθητική του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μέσα από το ανέκδοτο ημερο-
λόγιό του», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου 1984, σσ. 20-24.
____________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης και Μήτσος Παπανικολάου. Μικρό ιστορικό μιας
φιλίας», Νέα Εστία, τχ. 1394, 1 Αυγ. 1985, σσ. 1003-1007.
____________, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του,
Πρόσπερος, Αθήνα 1985.
____________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Ματιές στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, Πρόσ-
περος, Αθήνα 1991, σσ. 37-44.
Λαπαθιώτης Ναπολέων, «Ο κ. Ναπολέων Λαπαθιώτης», Μπουκέτο, τχ. 61, 29 Οκτ. 1942, σ.
4.
Λυπουρλή Μαρίνα, «Ναπολέοντας Λαπαθιώτης. Η ζωή και το έργο του» στο Ναπολέων
Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 6-22.
Μ., «Η τέχνη, η διανόηση και η εποχή μας» [συνέντευξη], Νεοελληνικά Γράμματα, 27 Ιουλ.
1940, σ. 7-8.
Μαλακάσης-Τσέκος Δημήτρης, «Μνήμη Ναπ. Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 1617, 15 Νο-
εμβρ. 1994, σ. 1517.
Μερακλής Μ. Γ., «Η ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου
1984, σσ. 36-38.
Μίχας Αθ., «Εις την παλαίστραν», εφ. Ακρόπολις, 25 Μαΐου 1914, σ. 1.
Μόσχος Ευάγγελος, «Τάσου Κόρφη: Ναπολέων Λαπαθιώτης», Νέα Εστία, τχ. 1416, 1 Ιουλ.
1986, σ. 895-896.
Μουμτζής Τάσος, «Τα στρατιωτικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η Λέξη, τχ. 33,
Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ. 217-221.
Μπαλούρδος Γιώργος, «Ο Χρόνος και ο Θάνατος», Οδός Πανός, τχ. 79-80, Μάιος-Αύγ.
1995, σσ. 58-68.
Μπαρλάς Φαίδρος, «Προλεγόμενα», Νέα Σύνορα, τχ. 6, Απρ.-Ιούν. 1970, σσ. 41-42.
Μπαστιάς Κωστής, «Με τον κ. Ναπ. Λαπαθιώτη» [συνέντευξη], Εβδομάς, 4 Απρ. 1933, σσ.
966/984.
Μυλωνογιάννης Γ. Μ., «Ναπ. Λαπαθιώτη, Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή, Αθήνα, 1939», Νεο-
ελληνικά Γράμματα, τχ. 200, 28 Σεπτ. 1940, σ. 10.
[435]
Επίμετρα
Νικολαΐδης Μελής, «Οι μιμήσεις του Λαπαθιώτη», Νέα Εστία, τχ. 886, 1 Ιουν. 1964, σ. 824.
_______________, «Αναμνήσεις από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Νέα Σύνορα, τχ. 7,
Ιούλ.-Σεπτ. 1970, σσ. 74-75.
Νιρβάνας Παύλος, «Οι νέοι», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρ. 1964, σσ. 405-406 [αναδημοσί-
ευση από τη Νέα Ελλάδα, 23 Μαΐου 1914].
Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Αναμνήσεις γύρω στο Λαπαθιώτη», Ορίζοντες, τχ. 2, Φεβρ. 1944,
σσ. 33-34.
__________________, «Το μανιφέστον», Νέα Εστία, τχ. 881, 15 Μαρ. 1964, σσ. 404-405
[αναδημοσίευση από την Ελλάδα, 22 Μαΐου 1914].
Π. Μ., «Ο Λαπαθιώτης και η εποχή του. Μια γοητευτική αυτοβιογραφία», εφ. Τα Νέα, 23
Αυγ. 1986.
Παλαμιώτης Γιάννης, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Μία φανταστική συνέντευξή του και δύο ανέκδοτα
ποιήματά του, Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, αρ. 10, Ιούλ.-Σεπτ. 1996.
Παληοδήμου Αλίκη, «Μικρό συμπλήρωμα στην έκδοση των Ποιημάτων του Λαπαθιώτη»,
Δωδώνη, τ. ΙΒ΄, 1983, σσ. 405-420.
_______________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης: χρονοβιογραφία», Διαβάζω, τχ. 95, 30 Μαΐου
1984, σσ. 12-17.
_______________, «Οι απόψεις του Λαπαθιώτη για τον υπερρεαλισμό», Διαβάζω, τχ. 95,
30 Μαΐου 1984, σσ. 32-34.
Παναγιωτόπουλος Σπύρος, «Η πεζογραφία του Λαπαθιώτη», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1957,
σσ. 47-48.
Παναγιώτου Γιώργος, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του. Χρονολογικός πίνακας»,
Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ. 1984, σσ. 238-247.
Παναγιωτούνης Πάνος, «Μνήμη Ναπ. Λαπαθιώτη. Ένας λεπταίσθητος ποιητής και μια τυμ-
βωρυχία στ’ Άπαντά του», Νέα Σύνορα, τχ. 6, Απρ.-Ιούν. 1970, σσ.
71-72.
Πανσέληνος Αλέξης, «Ο Λαπαθιώτης και οι Νέοι Πρωτοπόροι», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτ.-Απρ.
1984, σσ. 200-203.
Παπαϊωάννου Μ. «Ναπολέων Λαπαθιώτης. 40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή», εφ. Ριζοσ-
πάστης, 21 Οκτ. 1984, σσ. 14-15.
Παπακώστας Γιάννης, «Επιλεγόμενα» στο Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας,
Λιβάνη, Αθήνα 2007, σσ. 99-132.
Παπανικολάου Μήτσος, «Ναπολέοντος Λαπαθιώτη: Τα ποιήματα», Νέα Εστία, τχ. 327, 1
Αυγ. 1940, σσ. 968-970.
Παπαντωνίου Χαρίλαος, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης», Μπουκέτο, 29 Δεκ. 1927, σσ. 1337-
1338.
___________________, «Ναπολέων ο Λαπαθιώτης», Ημερολόγιον του Μπουκέτου, 1928,
σσ. 23-25.
Παπαπολυβίου Πέτρος, «Συμπληρωματικά για την οικογένεια Λαπαθιώτη», Μικροφιλολογικά,
τχ. 29, Άνοιξη 2011, σσ. 48-50.
Παπατζώνης (sic) Τάκης, «Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης», Γράμματα, τχ. 1, Ιαν. 1944,
σσ. 21-22
___________________, «Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά», Νέα Εστία, τχ. 398, 1 Ιαν.
1944, σσ. 86-95.
[436]
Επίμετρα
[437]
Επίμετρα
[438]
Επίμετρα
Χατζίνης Γιάννης, «Το δράμα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Ταχυδρόμος, 31 Μαΐου 1959, σ.
3-4.
Χελιώτης Μιχάλης, «Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο εραστής του θανάτου», εφ. Βραδυνή, 8 Ιαν.
1940.
Χρηστάκης Λεωνίδας, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η
ιστορία, Χάος και κουλτούρα, Αθήνα 1992.
Χριστιανόπουλος Ντίνος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Διαγώνιος, έτ. Β΄, τχ. 1, Πρωτοχρονιά
1959, σσ. 16-18.
___________________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Δοκίμια, Μπιλιέτο, Παιανία 1999, σσ.
151-154.
___________________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι
ανθίζει, Αιγαίον, Λευκωσία 2010, σ. 17.
Ψαραδάκης Βαγγέλης, «Ο θάνατος, η κηδεία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (31-10-
1888/8-1-1944) και άλλα τινά», www.poiein.gr/archives/732/ in-
dex.html, 8 Ιαν. 2008 (ανακτήθηκε τη 1 Μαρτ. 2011).
_________________, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (31-10-1888/8-1-1944) και οι Τέχνες
(1927-2008) – 120 χρόνια από τη γέννησή του», www.poiein.gr/
archives/3234/index.html, 31 Οκτ. 2008 [ανακτήθηκε στη 1 Μαρτ.
2011].
_________________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης (31-10-1888/8-1-1944), 2 ανέκδοτοι στί-
χοι … 65 χρόνια από το θάνατό του», www.poiein.gr/archives/
4033/index.html, 8 Ιαν. 2009 [ανακτήθηκε στη 1 Μαρτ. 2011].
_________________, «Ναπολέων Λαπαθιώτης (31-10-1888/8-1-1944), Η διαρκής παρο-
υσία ενός λογοτέχνη, λίγο πριν συμπληρωθούν 70 χρόνια από τον
θάνατό του», Α΄ και Β΄ μέρος, http://www.eyelands.gr/site/index
.php?option=com_content&view=article&id=559:2011-06-05-23-
20-29&catid=42:afieromata&Itemid=87 και http://www.eyelands
. gr/ site/index.php?option=com_content&view=article&id=700:
2011-10-30-22-22-48&catid=42:afieromata&Itemid=87 αντίστοι-
χα [ανακτήθηκε στις 15 Φεβρ. 2012].
[439]