You are on page 1of 31

orthodoxoiorizontes.

gr
ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΟΤΙ ΤΑ ΧΟΥΓΙΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ;

Η παροιμία λέγει ότι τα χούγια δεν αλλάζουν μέχρι να πεθάνει ο


άνθρωπος. Αυτή στην ουσία έχει δύο έννοιες.

Πρώτον, εκφράζει ότι εμείς οι άνθρωποι τόσο πολύ αγαπάμε τα χούγια


μας, τις συνήθειές μας, ώστε οι ίδιοι δεν θέλουμε να τις βγάλουμε, όχι
ότι δεν βγαίνουν οι συνήθειες. Τις αγαπάμε τις συνήθειές μας, τις
υποστηρίζουμε, μας αρέσουν και προτιμούμε καλύτερα να μας
σφάξουν παρά να αλλάξουμε μία συνήθειά μας. Παρατηρήστε, όταν
θελήσουν να μας αλλάξουν κάποια συνήθειά μας, κάποια σκέψη μας,
κάποια γνώμη μας, πως αμέσως αντιδρούμε. Αμέσως ταραζόμαστε,
γιατί την αγαπάμε την συνήθειά μας, όχι ότι αυτή δεν αλλάζει. Ίσα ίσα
που η Αγία Γραφή λέγει ότι και ο ηλικιωμένος Νικόδημος η
οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξαναγεννηθεί λαμβάνοντας το
βάπτισμα. Η Αγία Γραφή λέγει ότι καρδίαν καινή δίνει ο Θεός,
κάνοντάς μας ανάπλαση του νου, του βαθυτέρου είναι μας, και έτσι
γινόμεθα καινούργιοι ημέρα τη ημέρα. Επομένως, αλλάζει ο
άνθρωπος.

Δεύτερον, εκείνα που πράγματι δεν αλλάζουν είναι τα σωματικά και


ψυχικά ιδιώματα του ανθρώπου –αμφότερα φυσικά είναι-, στα οποία
χωράει ένα πράγμα, η δική μας κατάφασις: τα δέχομαι και προχωράω.
Εγώ παραδείγματος χάριν, πάω στο μοναστήρι αγράμματος και θέλω
να παρουσιάζομαι ως εγγράμματος. Τότε είναι φυσικό να αποτύχω.
Διότι, εάν δεν έμαθα γράμματα μέχρι της ηλικίας των δεκατεσσάρων,
δεκαπέντε χρόνων, μετά δεν μπορώ να μάθω. Δεν μπορώ να
αποκαταστήσω την άγνοιά μου με μεταγενέστερες σπουδές, διότι θα
γίνω χειρότερος. Να παραδεχτώ λοιπόν την αγραμματωσύνη μου και
να πάω στο μοναστήρι ως αγράμματος. Εάν θελήσω να εξομοιωθώ με
τους μορφωμένους, θα χάσω την ειρήνη μου. Υπάρχουν πολλά φυσικά
ιδιώματα.

Εκ φύσεως είμαι εξωστρεφής ή νωθρός ή έξυπνος ή αφελής ή ζωηρός ή


σοβαρός ή έχω τούτο το κακό ή το καλό. Μεταβολή βέβαια σε αυτά
γίνεται• αύξηση, πρόοδος, μείωσις γίνεται, αλλά όχι τελεία αλλαγή.
Αυτά αποτελούν το περιεχόμενο που μας χάρισε ο Θεός, επί τη βάσει
του οποίου θα προχωρήσουμε, και το οποίο θα χρησιμοποιήσουμε ως
αντάλλαγμα, για να πάρουμε την χάρη του Θεού. Όταν λοιπόν λέμε, τα
ανθρώπινα «χούγια» δεν αλλάζουν, εννοούμε: ή ότι δεν θέλουν οι
άνθρωποι αλλαγή, ή ότι πρόκειται περί φυσικών και ψυχικών
ιδιοτήτων του ανθρώπου. Αυτά δεν μας εμποδίζουν στον δρόμο μας.

Αυτά είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε• δεν


χρειάζεται να αλλάξουν αυτά, μόνον να τα προσφέρουμε στην
υπηρεσία του Θεού. Εγώ θα προσφέρω την χαρά μου, εσύ την
εξυπνάδα σου, ο άλλος την μόρφωσή του. Να τα προσφέρω όμως σαν
σκύβαλα, διότι τίποτε δεν είναι, πεταγμένα πράγματα είναι, αν και
είναι αγαθά, και τότε μπορώ θαυμάσια να προχωρήσω. Τα «χούγια»,
και μάλιστα τα πνευματικά, δεν αλλάζουν, επειδή εμείς δεν θέλομε.
Εμείς τα ράβουμε επάνω στην ψυχή μας με την μεγάλη εκείνη βελόνα
και με την κάμιλο, με το χονδρό δηλαδή σχοινί, με το παλαμάρι του
θελήματος. Και επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει το «χούγι» του
ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’ αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλουμε
να αλλάζουμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζουμε.
Λόγου χάριν, θα δεις ότι ο άλλος είναι τεμπέλης. Μη θέλεις να αλλάξει.
Θα διαπιστώσεις ότι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως
είναι.

Τί μπορείς μόνον να κάνεις; Όταν δεις τα παπούτσια του, κλείσε την


πόρτα σου και μη μιλάς, ώστε να κτυπήσει και να αναγκασθεί να φύγει.
Ή βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής• φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε
πλησιάσει, πες στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι
βροντές, οι αστραπές• θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το
περιμένεις αυτό, και να μη θέλεις να αλλάξει. Να μη λες: Μα,
καλόγερος και να θυμώνει; Διότι από την ώρα εκείνη διακυβεύεται η
δική σου ζωή. Όπως, όταν αμαρτάνει ο άλλος τον δικαιολογούμε και
λέμε ότι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων.
Αλλά, όταν αμαρτάνουμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνει ο
άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιον, διότι η αμαρτία
είναι χωρισμός από τον Θεόν. Άλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και
άλλα για τους άλλους.

Και όντως, είναι αφελέστατος και αποτυχημένος, όποιος συλλάβει


έστω και απλώς την ιδέα να αλλάξει τους άλλους. Αποτυγχάνει
καθημερινά, όταν θελήσει να επιφέρει κάποια αλλαγή στον άλλο και
ιδίως στην γνώμη του άλλου. Θα θυμάστε το περιστατικό από το
Ευαγγέλιο, που πήγαν στον Χριστό δύο αδέλφια και του είπαν: Χώρισέ
μας το χωραφάκι μας, σε παρακαλούμε. Τί τους απάντησε; Δεν είναι
δουλειά μου. (Λουκ.12.3-14) Γιατί; Διότι θα ερχόταν σε σύγκρουση με
την θέληση του ενός εξ αυτών. Ουδέποτε ήρχετο ο Χριστός σε
σύγκρουση. Μία φορά μόνον το έκανε, με τους Φαρισαίους, με τα
«ουαί». Έριχνε απλώς τον λόγο, την διδασκαλία του, τα δίχτυα του, και
μάλιστα πώς; Με παραβολές• γιατί, εάν θα μιλούσε ανοιχτά, θα
συγκρουόταν με τις ιδέες τους, με τις αντιλήψεις τους. Ο άνθρωπος
πάντοτε καταλαβαίνει αυτό που θέλει. Τα έλεγε λοιπόν κεκαλυμμένα,
και τα καταλάβαιναν όσοι ήθελαν• όσοι δεν ήθελαν, έλεγαν μόνον, τί
ωραία που μιλάει! Μέλι και γάλα βγαίνει από το στόμα του. Έτσι τους
κέρδιζε όλους…

Χαρισματική Οδός

Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

εκδ. Ίνδικτος

ΓΙΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΕΛΗΣΟΜΕ

Τους αγίους μας τους έχομε και στην λατρεία και στο κελλί μας,
παντού. Πώς τα έχει κάνει ο Θεός, ώστε να είμαστε ενωμένοι μαζί τους,
αχώριστοι. Αιωνίως μας έχει συνδέσει σε ένα σώμα. Κάτι που δεν
μπορούσε να φανταστεί η ανθρώπινη διάνοια, ο Θεός το έκανε
πραγματικότητα. Γι' αυτό και δεν ήθελε να έχομε καμιά δικαιολογία,
εάν υστερήσουμε. Εμείς βλέπομε τον πλαϊνό μας και δεν βλέπομε το
νέφος των αγίων, που είναι μαζί μας. Πάσχουν τα μάτια μας, δεν
βλέπουν.

Όλοι αυτοί οι άγιοι είναι όπως η γεννήτρια που την ανοίγεις μόλις
σταματήσει το ρεύμα και μεταδίδει αμέσως την ενέργειά της. Το ίδιο
και οι άγιοι, αμέσως μας βοηθούν στις αδυναμίες της φύσεώς μας, στα
θέματά μας, όταν πράγματι είναι αδυναμίες της φύσεώς μας και όχι
του βουλητικού μας. Την βούλησή μας κανείς δεν μπορεί να την
μεταβάλει. Όταν όμως είναι αδυναμίες της φύσεώς μας, έρχονται
αμέσως επίκουροι και μας τονώνουν. Όλα όμως είναι τόσο ωραία
ρυθμισμένα στο σώμα του Χριστού, ώστε, όπως οι άγιοι είναι στον
ουρανό είναι και μαζί μας, έτσι και εμείς, μπορούμε και από την ζωή
αυτή να είμαστε μαζί τους επάνω στον ουρανό.

ΕΓΩ ΤΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνήθως την τάση προς την ερημία την θεωρούν οι άνθρωποι σαν κάτι
το επικίνδυνο, διότι μπορεί να παραπλανηθεί ο άνθρωπος και να
θρέψει μέσα του ιδέες φανταστικές και πράγματα που δεν μπορεί να
τα κάνει.

Τίποτε. Ο άνθρωπος που δεν θα σκεφθεί την φυγή κάποτε, ακόμη και
με την ειδική έννοια του μοναχισμού, σημαίνει ή ότι είναι άρρωστος ή
ότι ουδέποτε ουσιαστικά απησχολήθη με την ψυχή του.

Κάποιος που θα απασχοληθεί έστω και επί πέντε λεπτά με τον Θεόν,
να είσθε βέβαιες ότι το πιο πολύ διάστημα των πέντε λεπτών θα είναι
σκέψεις να πάει στο μοναστήρι. Έτσι είναι.

Είναι η ψυχή που σκέπτεται, είπαμε, τον εαυτόν της, αγαπά την άνεσή
της και εκεί ευρίσκει την άνεσή της να επικοινωνήσει με Αυτόν τον
οποίον ζητεί, που θέλει να τον ανακαλύψει, τον Θεόν δηλαδή.

Τελικώς, μπορεί να αρνηθεί αυτήν την φυγή την τοπική. Δεν θα


αρνηθεί όμως, εφ’ όσον θα συνεχίσει να ζει ζωή ανάγουσα εαυτήν, δεν
θα αποφύγει την φυγή την ουσιαστική , την φυγή την τροπική, την
φυγή την βιοτική.

Μπορεί να ζήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός με μίαν τροπική φυγή;


Μπορώ να ζήσω μέσα στον κόσμο αυτόν, να ζήσω μία ζωή σαν αυτή
που λέμε τώρα;

Οπωσδήποτε μπορώ, μονάχα, όπως λέγει ένας Πατήρ πολύ ωραία,


«δυνατόν μεν ουν αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας». Το λέγει για
κάτι το παρεμφερές. Οπωσδήποτε, «αλλά μετά πλείστης όσης
δυσκολίας».

Επομένως, όπως βλέπετε, η απομόνωσις, η ερημία δεν είναι κάτι που


γίνεται δια τον Θεόν. Δεν έχει αξία το θέμα, αν θα είμαι στο μοναστήρι
ή θα είμαι στον κόσμο. Έχει αξία για μένα. Εξυπηρετεί το εγώ μου, την
τάση της ιδικής μου ευκολίας, της ανέτου δρομής μου, του τρεξίματός
μου προς τον Θεόν.

Εφ’ όσον έχω μίαν κάποιαν οιασδήποτε μορφής ξενιτεία – ουσιαστική


ή μερική –, αποξενούμαι από τους ανθρώπους νοιώθοντας κάπως τον
Θεόν.

Αυτή η ανάγκη της αποξενώσεώς μου, η αρχική αποξένωσις, η αρχική


ξενιτεία, η αρχική απομόνωσις από τους ανθρώπους με κάνει να
νοιώσω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ έτσι. Χρειάζομαι τον Θεόν. Τον
Θεόν δεν τον έχω ακόμη. Οπότε οδηγούμαι στην ανάγκη της ζητήσεως
του Θεού.

Θυμάσθε το προηγούμενο στάδιο: η αίσθησις της γυμνότητος με


οδηγεί στην μετάνοια. Με κάνει να θελήσω την μετάνοια. Ακόμη όμως
ούπω μετάνοια. Προχωρώ στην επιστρεπτική και κυκλική τάση. Αυτή η
τάση με οδηγεί στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Αλλά ακόμη ούπω
ζήτησις Θεού. Ακόμη δεν μετενόησα.

Πώς θα ζητήσω τον Θεόν;

Είναι, βλέπετε, ο αγώνας της ψυχής, είναι το τιτάνιο αυτό πάλαισμα, το


οποίο έχει αρχίσει να κάνει, για να ξαναμπεί πάλι στον παράδεισο. Το
επιποθώ, προχωρώ, νίκησα την δυσκολία εκείνη αν θα ντυθώ με φύλλα
συκής και θα κρυφθώ ή θα πω: «Θεέ μου, γυμνός είμαι. Ήμαρτον σε
σένα. Σε θέλω».

Το ξεπέρασα, προχωρώ. Συλλαμβάνω τώρα πλέον, κυοφορώ την έννοια


πλέον της ζητήσεως του Θεού.

Τι θα κάνω;

Είμαστε τώρα δύο: εγώ και ο Θεός. Εγώ και ο Θεός είμεθα μακριά
ακόμη. Έχω αμαρτήσει, έχω χωρισθεί από τον Θεόν, αλλά εγώ ζητώ τον
Θεόν. Ο Θεός με αγαπά και ζητεί εμένα. Έχομε, λοιπόν, μίαν – από
διαφορετικό πόλο – ροπή του Θεού προς εμένα και εμού προς τον
Θεόν.

Εγώ τι μπορώ να κάνω για τον Θεόν; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ακόμη
ούτε να τον ζητήσω μπορώ, ακόμη ούτε να μετανοήσω μπορώ.

Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αυτό που το λέμε σήμερα εμείς αγώνα.
Αλλά, αν το αγώνας δεν σημαίνει τίποτε, ας το ονομάσουμε πιο σωστά
άσκησις.

Αυτό που μπορώ να κάνω είναι η άσκησις, ανάλογα με τον τόπο μου,
με τον τρόπο της ζωής μου, με την ψυχοσύνθεσή μου, με τις δυνάμεις
μου, με την χωρητικότητά μου, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της
ψυχής μου και τις προδιαθέσεις της.

Ανάλογα με την ιστορία μου, με την κληρονομικότητά μου, ανάλογα με


τις δωρεές τις οποίες έχω. Πάντως οπωσδήποτε η άσκησις.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού,


Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, «Κατηχήσεις και λόγοι 2
– Ζωή εν πνεύματι», εκδόσεις Ορμύλια 2003.

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

ΚΑΙ ΑΝ ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ


Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου
ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν
καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζω μέσα σε
χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία
μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός. Ο Θεός με ακούει, ο
Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.

Ας μη θέλω εγώ να Τον απολαμβάνω. Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με


απολαμβάνει ο Θεός. Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός. Είτε κοιμάμαι
είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια
ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, ο,τιδήποτε και άν
είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιόν του.

Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι


ενώπιον του Θεού... Να μη ζητάω εγώ να δω τον Θεό, αλλά να με
βλέπει ο Θεός.

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Κάθε ημέρα στην εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων. Αυτές οι
πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμις, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από
τους αγίους και από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Αλλά οι άγιοι δεν
μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν τον Χριστόν και να γνωρίζουν
την ζωή του, και με το να δέχωνται εν Πνεύματι Αγίω θείο φωτισμό ο
οποίος θα γίνη πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και
εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν
και εμάς.
Διαφωτίζουν τον νου μας, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου
το ζήτησης, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με
υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Αλλά και αν έχω έναν, σε λυπάμαι
και σου τον δίνω και αυτόν και ζητάω άλλον από τον ηγούμενο. Ο
άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώση
και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθή αυτό;
Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που
μπορούμε να ζητήσωμε από τους αγίους. Ό,τι και αν μας λείπη,
αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσωμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον
φωτισμό, την γνώσι δηλαδή, δεν μπορούμε να ζήσωμε.

Η γνώσις του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας,
μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην
βασιλεία των ουρανών. Η γνώσις ή η άγνοια του Θεού, ή μικρή ή η
μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους
ο άγιος δεν αντέχει να μην εκφράση την αγάπη του με το να μας
πλουτίζη με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζη στο κάθε μας
θέμα.
Επί πλέον, οι άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν
πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον Θεόν, αλλά προσεύχονται
μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε
ημέρα είναι με τον Θεόν, γονατίζει μαζί μου, συν-γονατίζει,
συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράστασι
ενώπιον του Θεού. Μη σας κάνη αυτό εντύπωσι.
Αναγώνιος είναι η αγωνία του αγίου, αλλά είναι μία αγωνία, μία
συμμετοχή στην ζωή μας. Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ»,
και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί
μας, δεν θα αγωνισθή ο άγιος που τον φέραμε και τον βάλαμε στο
κελλί μας; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή
έπιστράτευσι και υποχρεώνεις όλους τους αγίους να γονατίσουν μαζί
σου.
Μα, θα μου πήτε, συναγωνιά ο άγιος; Γιατί; Διότι εμείς είμαστε
άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την
χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε
σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να
γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεόν και μετά να αναρωτιέμαι γιατί
το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ.
Τώρα να υπόσχωμαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο. Τώρα να
ορκίζωμα; στον Θεόν πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην
ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεόν
με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως τον θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο
Θεός τον εαυτό του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και του
εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί του και
τον χάνω μέσα από τα χέρια μου.
Ο άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την
αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να την πιάση και
να μας την δώση, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και
χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι
βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνωμε πιστοί στην υπόσχεσι που
του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσωμε για να συν-γονατίση
μαζί μας. Εχομε την βούλησί μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσωμε,
και τότε θα αναγκασθή να παραστή κενός ενώπιον του Θεού.

Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς


του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν να της λέγη:
Πήγαινε, μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι
αμετανόητοι. Πόσες φορές και οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντησι,
όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία τους εγκαταλείπωμε!
Οι άγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας
φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν
και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Και όλα αυτά τα κάνουν από
μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε,
καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο άγιος αναλαμβάνει το δικό μας
υστέρημα να το αναπλήρωση. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονή και τον
Θεόν να συγκινή.
Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία,
εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και
σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις
τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς
δεν έχομε τίποτε να κάνωμε· εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο άγιος
όμως συνεχίζει να κάνη την δουλειά του. Άραγε συνεχίζει; Βεβαίως
συνεχίζει. Συνεχίζουν οι δαίμονες να μας πειράζουν, και θα σταματήση
ο άγιος την δουλειά του;
Οι άγιοι παραβιάζουν ακόμη και τα άδυτα του Θεού και την γνώμη του.
Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Θεόν μεταμελούμενον!
Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά το γεγονός αυτό
δείχνει το πόσο ακούει τους άγιους του. Ο Θεός αποκαλύπτεται
εμφανώς στους άγιους, και εκείνοι τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας
μεταφέρουν δηλαδή τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του,
σύμφωνα με την θεία οικονομία και πρόγνωσι.

Οι άγιοι είναι δικοί μας.

Αφού προσκαλέσωμε τόσο απλά τους αγίους, με την εικόνα τους, τα


λείψανά τους ή τον νου μας, οι άγιοι γίνονται η ζωντανή συντροφιά
μας. Και επειδή ο άγιος είναι αχώριστος από τον Θεόν, το ξέρω ότι μαζί
του είναι και ο Θεός. Ακόμη και αν εγώ είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα
στην δυσωδία, και δεν μπορή να ενεργήση σε μένα ο Θεός, ακόμη και
αν δεν τον νοιώθω, το ξέρω και το πιστεύω ότι μαζί με τον άγιο είναι
και ο Θεός.
Επίσης, το ξέρω ότι ο άγιος είναι για μένα μία ευφροσύνη. Πόσες
φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το βάρος της μοναξιάς!
Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε
να μας φύγη η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να
σπάσωμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους!
Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία μας,
από την αναπηρία μας, από την μειονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να
κάνωμε! Τότε βγαίνομε έξω να αναπνεύσωμε αέρα ή πάμε στο κελλί
ενός αδελφού μας να του πούμε κάτι. Για την περίπτωσι αυτή οι
Πατέρες λένε, αν έλθη ο αδελφός σου και σου πη πως είναι
στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσχοίνι σου, μη τυχόν το δη
και καταλάβη ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί
έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι άγιοι; Αφού έτσι φερόμεθα εμείς,
που διατρέχομε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον αδελφό μας
στην αμαρτία, δεν θα φερθή ο άγιος, ο οποίος δεν παρασύρεται και
μπορεί να διάλυση τα νέφη μας και να γίνη για μας μία πραγματική
ευφροσύνη;
«Εγχρονίζει η ευφροσύνη τοις δικαίοις». λέγει η Άγια Γραφή. Η
ευφροσύνη γίνεται στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με
τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή το λέγη αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι
οποίοι αύριο μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους αγίους,
οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ
περισσότερο. Ερχόμενος λοιπόν ο άγιος, έρχεται μαζί με την
ευφροσύνη του, με το χαμόγελό του, με τα χαρακτηριστικά του, με τις
εμπειρίες του, με την ζωή του είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζη όπως
όταν ήταν κάτω στην γη. Επομένως, μπορώ πολύ εύκολα να αποκτήσω
την ευφροσύνη, που μου είναι τόσο αναγκαία για να προσεύχωμαι
άνετα.
Ο άγιος όμως δεν είναι μόνον η συντροφιά μας, η ευφροσύνη μας,
είναι και «η πανήγυρίς μας εν τοις πρωτοτόκοις», η συμμετοχή μας
στον χορό όλων των αγίων. Για να νοιώσωμε αυτή την πραγματικότητα,
ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την
επικράτησι του Χριστού, της Εκκλησίας και των αγίων. Ο Προφήτης
παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον
Υιόν του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί
νεφελών και τον Παλαιόν των ημερών καθήμενον επί του θρόνου του
για να δικάση την οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των
ανθρώπων.[...]

[...]«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Πόσο εκφραστική είναι η


Πάλαια Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα
πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιόν, με
την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους αγίους.
Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιόν, την παίρνομε εμείς. Επίσης,
την τιμή του Υιού την δίνει σε μας.
Άρα οι άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, όλων των
δυνάμεων, Όλων των εξουσιών, όλης της οντότητος, θα λέγαμε, του
Χριστού. Εντεύθεν ο Χριστός είναι οι άγιοι και οι άγιοι είναι ο Χριστός,
και έτσι έχομε πλέον την πανηγύρι των πρωτοτόκων, την ίδια την
Εκκλησία, δηλαδή το σύνολο των αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον
Θεόν την δικαίωσι και την νίκη.
Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθη η
ώρα που και εμείς θα τα παραδώσωμε σε εκείνον και εκείνος θα τα
παραδώση στον Πατέρα. Τότε, θα κλείση η ιστορία, για να ανοίξη πια η
αιωνιότης, η διαρκής σχέσις Θεού και ανθρώπου.
«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Οι άγιοι άρπαξαν την βασιλεία,
την κέρδισαν, την κατέκτησαν και την κρατούν γερά· την κατέχουν, δεν
θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Και αν ερμηνεύσουμε
τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη, το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται στην
Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. Αυτή η
κατοχή δηλαδή είναι πληρέστατη και τελεία στους άγιους, οι οποίοι
ήδη θριαμβεύουν στον ουρανό.
Οι άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε στο κελλί μας, έχουν την
νίκη, την κατοχή της βασιλείας των ουρανών. Επομένως, οι άγιοι είναι
για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο
συγχορεύομε και εμείς ενώπιον του πολιού ουρανίου Πατρός και
ενώπιον του Υιού του Θεού, ο οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας
έκανε θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.
Άραγε, πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Βεβαίως η νίκη υπήρξε ο
Χριστός. Αυτός «εξήλθε νικών», αλλά την νίκη την παρέδωσε στους
αγίους. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που
φέρω μέσα μου. Μέσα μου έχω από την μια τον φρικτό κόσμο των
παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω
τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου.
Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου· δεν μπορώ να συγκρατήσω τα
λόγια μου, διαρκώς μου ξεφεύγουν. Είμαι όλος εμπαθής, μαύρος,
δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως είναι μέσα μου και ο
κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το
όνειρό μου να πάω στον ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των αγίων με
αυτούς τους δύο κόσμους. Οι άγιοι είναι «η νίκη η νικήσασα τον
κόσμον».
Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς, είναι όμως
και η Εκκλησία, η ίδια η παρουσία του Χριστού. Ο κόσμος είναι αυτοί οι
δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος
οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην
φθορά. Οι άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Συγκαλώντας
εγώ τους αγίους μου, συμμετέχω στην νίκη του αγίου και επιβάλλω την
νίκη αυτή και στον κόσμο.
Οι άγιοι είναι ακόμη η προσκύνησις του Κυρίου, ο οποίος, αφού
εκενώθη, εδόθη σε αυτούς και υπάρχει εντός τους. Άλλωστε οι
Πατέρες σαφώς λέγουν ότι «επί το πρωτότυπον διαβαίνει η
προσκύνησις». Όπως, όταν προσκυνώ την εικόνα ενός αγίου ή το
λείψανό του -που πολλώ μάλλον έχει τα στίγματα όχι των αιμάτων,
αλλά του Αγίου Πνεύματος διότι αγιάσθηκε-, η προσκύνησις γίνεται
στον άγιο, έτσι και η προσκύνησις ενός αγίου, της ζώσης εικόνος του
Θεού, μεταβαίνει επί το πρωτότυπον, τον Θεόν.
Ποιός μπορεί να αρνηθή τις Οικουμενικές Συνόδους, την πείρα των
Πάτερων; Όσο ανόητος και ψυχρός να είναι, αυτό δεν μπορεί να το
κάνη. Δηλαδή μπορεί να πη, δεν σε νοιώθω, Θεέ μου. Αλλά δεν μπορεί
να πη, δεν υπάρχεις, διότι δεν μπορεί να είπε ψέματα ο Μέγας
Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Χρυσόστομος, ο
Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Διονύσιος. Κάποιος θα είπε τήν αλήθεια.
Ένας μόνον να είπε την αλήθεια, ο Θεός είναι εδώ μπροστά μου.
Οι άγιοι είναι και το μέλλον μου, η βασιλεία των ουρανών. Επειδή, οι
άγιοι «κατέσχον την βασιλείαν», σημαίνει ότι τώρα αυτοί κυριαρχούν,
αυτοί έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξη η θύρα της βασιλείας, αυτοί
έχουν τους θρόνους. Επομένως, έχοντας μαζί μου τον άγιό μου ή τους
άγιους μου, κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην βασιλεία
των ουρανών, που θέλω να πάω. Η εσχατολογία μου δεν είναι κάποια
θεωρία, κάποια φιλοσοφία, είναι μία αλήθεια. Με τους αγίους
εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμούσα μέχρι προ μιας στιγμής
ή, καλύτερα, έχω το μέλλον μου έδώ, διότι το μέλλον μου είναι οι
άγιοι.
Οι άγιοι είναι επίσης η παρρησία μου. Όταν τόσο δικαιωματικά, τόσο
εξουσιαστικά εισέρχωμαι με τον άγιο στην βασιλεία των ουρανών, ο
άγιος είναι για μένα η παρρησία μου. Επειδή αυτός είναι μέσα,
αρπάζει και μένα. Λέμε στην λειτουργία μας, μετά τον καθαγιασμό των
τιμίων δώρων: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν
υπέρ των προπατορων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών». Γιατί; Διότι
αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών.
Εφ’ όσον λοιπόν οι άγιοι είναι το μέλλον μου, και εφ’ όσον εγώ είμαι
μέλος του σώματος του Χριστού, οι άγιοι αυτοί είναι η οικογένειά μου
και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος
του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός άνθρωπος, ένας οικογενής,
γεννημένος σε ένα σπίτι, δούλος ή υιός, γίνομαι ο οικείος, ο σύμφυτος,
ο φίλος, ο υιός του Θεού.
Τί άλλο μπορώ να επιθυμήσω; Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το
παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει
ο άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζωμαι τι θέλω.
Όλα τα τακτοποιεί ο άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος
τακτοποιεί την υπόθεσί μου και μου στέλνει την απόφασι, έτσι ακριβώς
και οι άγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Εγώ, αφού τον επικαλέσθηκα, πάω και
κοιμάμαι· εκείνος όμως, ενώ εγώ κοιμάμαι, συνεχίζει την πορεία του
και μου ετοιμάζει τα πάντα.

Συχνά παρουσιάζουν τους ασκητάς να προσεύχωνται μέσα σε μια


σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα, κατά κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Κάποιος άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε
πάρα πολλούς σαρκικούς πειρασμούς.
Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο
σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήση; Τότε
παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ
φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω
άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι
πιο τίμιος από εμάς. Οι άγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την
αλήθεια. Εμείς, και να μας εξορκίζουν, δεν την λέμε.
Δέχθηκε ο σατανάς να φύγη, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να
προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνησις, το άνοιγμα των χειρών
μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο
σατανάς, σταματήση να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να
τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάση την βασιλεία, την παρρησία, και
θα πέση σε απομόνωσι, θα ξεφύγη από τα χέρια του Θεού και θα
παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω
από το Άγιον Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.

Εχομε λοιπόν μαζί μας τον Θεόν, την Αγία Γραφή, δηλαδή όλη την
ιστορία της Εκκλησίας και όλη την οικονομία του Θεού, έχομε τους
αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Ποιός απομένει να μπη
στο κελλί μας; Αυτός που κατά κανόνα λείπει είναι ο εαυτός μας, και
κυρίως ο νους μας, διότι τριγυρίζει.
Το πρόβλημα τώρα είναι να βάλωμε μέσα εκεί και τον εαυτό μας. Οι
άγιοι έρχονται, ο Θεός έρχεται, όλοι υπακούουν στον «βραχύ τι παρ’
αγγέλους ηλαττωμένον» άνθρωπο, δεν υπακούει μόνον ο ίδιος στον
εαυτό του ούτε και στην προσκλησι του Θεού. Γι’ αυτό, το μεγάλο
πρόβλημα στην αγρυπνία μας είναι η παρουσία του ιδίου του εαυτού
μας. Προφανώς, αυτή επιτυγχάνεται διά της προσευχής.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί


κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 482-494)

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα τρελό μεθύσι, σε μάι


ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και «ανάπαυσι», σε
μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια. Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα
στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην
πραγματικότητα όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι
του με τον εαυτό του.

Διότι, ποιος θα μπορούσε να επιζήσει και στον μεγαλύτερο πόνο, αν


δεν είχε κάποια χαρά; Έχω την χαρά της γυναικός μου, την χαρά της
ελπίδος, της αναγνωρίσεώς μου, του χρήματός μου, ποικίλες χαρές.
Κάθε φορά βρίσκω και κάτι. Μπορεί να διαβάσω ένα περιοδικό και να
με απορροφήση πέντε ώρες. Αυτή η απορρόφησις είναι μία μέθη άνευ
οίνου. Γνωρίζομε όμως ότι δεν είναι δυνατόν ο πιστός να έχει αληθινή
ευφροσύνη χωρίς δάκρυα και αληθινή χαρά χωρίς λύπη. Δεν είναι
δυνατόν επίσης να υπάρχει κατα Θεόν λύπη, δηλαδή μετάνοια
αληθινή, άνευ της χαρμονής, άνευ της χαράς του Χριστού, άνευ της
παρουσίας Του. Η λύπη είναι κατά Θεόν όταν είναι χαρμολύπη, και η
χαρά είναι αληθινή, όταν βγαίνει από τα δάκρυα της μετανοίας.

Είναι λοιπόν δυνατόν ο άνθρωπος να χαίρεται, να έχει χίλιες δύο


ικανοποιήσεις, επιθυμίες ή ενέργειες, να είναι ή να φαίνεται
χαρούμενος, αλλά η χαρά του να είναι ψευδής, αν δεν υπάρχει ο οίνος
των δακρύων. Μόνον τα δάκρυα δίνουν την αληθινή μέθη. Αλλά και
όσα δάκρυα δεν χαρίζουν την μέθη, την χαρά, την ευτυχία, είναι
ψευδή, εγωπαθή, μειονεκτικά, αρρωστημένα, δαιμονιώδη, δεν είναι
πνευματικά. Τα δάκρυα δεν έχουν αυτά καθ’ εαυτά σημασία. Η
σημασία τους έγκειται στην μέθη την οποία προκαλούν, η δε μέθη
ελέγχεται για το γνήσιό της από το αν προέρχεται από τον αληθινό
οίνο. Γι’ αυτό ο αββάς Ησαΐας λέγει, έως πότε θα έχω χαρές χωρίς
δάκρυ μετανοίας; Και έως πότε τα μάτια μου θα βγάζουν δάκρυα,
χωρίς να έχω μεθύσι, χωρίς να είμαι χαρούμενος;

Πόσες φορές εμείς μετανοούμε και δεν έχουμε χαρά! Είναι βέβαιο τότε
ότι θα ξαναπέσουμε. Πόσες φορές εξομολογούμεθα και δεν
πυρπολείται και δεν μεθάει η καρδιά μας! Προφανώς, είναι ψεύτικος
αυτός ο οίνος. Πόσες φορές πιστεύουμε ότι βρήκαμε την αλήθεια ή την
χαρά, αλλά δεν έχουμε τον οίνο, το δάκρυ το πνευματικό! Έως πότε
λοιπόν θα είναι ψεύτικη η χαρά μου, η λύπη μου, ψεύτικες οι
μετάνοιές μου, όλες οι προσφορές μου και οι θυσίες μου για τον Θεό;
Εώς πότε θα αμελώ και θα ζω αυτή την ψευδότητα;

Έχω μεθύσι, αλλά δεν έχω οίνο, δεν έχω δάκρυ, διότι η σκληρότητα της
καρδιάς μου, που επαχύνθη, που ελιπάνθη, εξήρανε τους οφθαλμούς
μου. Από την καρδιά βγαίνουν όλα. Όταν είναι σκληρή η καρδιά, τί να
βγάλουν τα μάτια;

Είναι η περιπέτεια της ζωής μας, λόγω των ποικίλων φροντίδων και
ενδιαφερόντων μας. Κάθε φορά δηλαδή κάτι μας απασχολεί, κάτι
γυαλίζει στα μάτια μας ως επιθυμία. Σήμερα με απασχολεί να πετύχω
αυτό, αύριο να διαμορφώσω το μοναστήρι μου κατά τον καλύτερο
τρόπο. Κάθε φορά κάτι σαν σαράκι τρώει και σκληραίνει την ρίζα της
καρδιάς μου και εν συνεχεία της κεφαλής μου και με αχρηστεύει.

Ο περισπασμός της διανοίας και της καρδιάς είναι η οριστική


αχρήστευσις του ανθρώπου. Η φροντίδα, όπως λέγει και η Αγία Γραφή,
οδηγεί σε αδιέξοδα. Επιθυμώ και δεν έχω. Επιθυμώντας και μη
έχοντας, ή επιδιώκω περισσότερο την πραγματοποίηση τους, ή
αναζητώ άλλους ορίζοντες, για να μπορώ να έχω δικό μου μεθύσι, δική
μου χαρά. Έτσι, περιπίπτω σε έναν περισπασμό της καρδιάς, ζω από
εδώ και από εκεί, ζω παντού, δεν ζω όμως την δική μου ύπαρξη. Το
αποτέλεσμα αυτών των ποικίλων απασχολήσεων και περισπασμών
είναι να ξεχνάω τα πάντα. Ξεχνάω ότι δεν έχω οίνο, ξεχνάω την λήθη
που γεννιέται μέσα μου.

Τί σημαίνει λήθη; Έχω, λόγου χάριν, λήθη του τάδε προσώπου,


σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι ανύπαρκτο για μένα. Επομένως
όταν ο αββάς Ησαΐας λέγει «ο περισπασμός της καρδιάς μου εποίησέ
μοι λήθην» σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της λήθης είναι μέσα μου, εγώ
είμαι ο τόπος της απουσίας του Θεού. Οι φροντίδες μου και οι
επιθυμίες μου με τα οποία ζω, μου απομακρύνουν τον Θεόν· γίνομαι
ως άθεος εν τω κόσμο.

«Έως την ώρα του σκότους». Επειδή έχω μεθύσια, ζω νομίζοντας ότι
έχω Θεόν, μέχρι την ώρα που θα γλιστρήσω μέσα στο σκοτάδι.
Πλησιάζει η τελευταία στιγμή της ζωής μου, κατά την οποία «ουκ έστιν
ο μνημονεύων σου», και ακόμη δεν ανεκάλυψα ότι ζω χωρίς Θεόν.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χαράς χωρίς δάκρυ και των δακρύων
χωρίς χαρά.

από το βιβλίο: ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ

αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

εκδ.: ΙΝΔΙΚΤΟΣ
ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

ΤΑ 4 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ: ΜΙΣΟΣ, ΕΞΟΥΔΕΝΩΣΗ,


ΖΗΛΕΙΑ, ΓΟΓΓΥΣΜΟΣ

Ο άνθρωπος για να έχει πνευματική ζωή, να έχει το φως στη ζωή του,
πρέπει να έχει τελεία επικοινωνία με το περιβάλλον του.

Από τη στιγμή που δεν έχει αυτή την απλή, την φυσική, την άνετη
εγκατάλειψη και παράδοση του εαυτού του στον άλλον, και επομένως
την βίωση του άλλου ως οικείου μέλους, δεν μπορεί να έχει Θεόν. Γι’
αυτό σκοτίζεται η ψυχή, όταν κλονίζεται η σχέση της με τον Θεό.

Μίσος

Πως όμως κλονίζεται; Με το να μισεί τον πλησίον του. Το μισώ τον


πλησίον έχει κατά κύριον λόγο ενεργητική έννοια και σημαίνει, κτυπώ,
αρνούμαι, επιτίθεμαι εναντίον του άλλου. Εκφράζει την επιθετική
διάθεση της ψυχής. Αντί να έχω φυσική σχέση με τον άλλον, να τον
βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου
από την καρδιά μου και από την ζωή μου.
Μίσος λοιπόν είναι να βλέπω ως έτερον τον άλλον, να τον πετάω έξω
από την καρδιά μου, να μην το θεωρώ ως είναι μου. Αντί να δω ότι ο
άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να
είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που
είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο.

Το μίσος είναι εκ των μεγάλων αμαρτημάτων, διότι είναι απόρροια


μεγάλης εμπαθείας και δείχνει ότι ο άνθρωπος δούλεψε πολλά χρόνια
στην αμαρτία και τα πάθη, και έχει σκληρυνθεί τόσο πολύ η καρδιά
του, ώστε κατά κάποιο τρόπο έγινε ανώμαλη και όχι μόνο δεν μπορεί
να αγαπήσει, αλλά και μισεί. Χρειάζεται πολύ δάκρυ για να αποβάλλει
κάποιος το μίσος. Δεν είναι υπόθεση μιας αποφάσεως απλώς ή αγώνος
μιας μέρας. Όταν μισώ κάποιον, δεν μπορώ να πω, αποφασίζω να μην
τον μισώ. Μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον χτυπήσω, να μην τον
βλάψω, αλλά για να μην τον μισώ πλέον, χρειάζεται μια εσωτερική
κάθαρσις. Το μίσος προς τον πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος
πάθους, γι’ αυτό και συσκοτίζει την ψυχή.

Εξουδένωση

Πως αλλιώς κλονίζεται η σχέση με τους άλλους; Με την εξουδένωση.


Με το να ταπεινώνεις τον άλλον. Με το να τον κρίνεις. Όταν όμως
κρίνω τον άλλον, τον βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Είναι
τόσος ο εγωισμός του ανθρώπου, ώστε τίποτε δεν μπορεί να σταθεί
ενώπιον της κρίσεώς του, ούτε ένας Θεός, πόσο μάλλον ένας
άνθρωπος. Το να θεωρώ τον άλλον ως κατώτερο, περισσότερο όμως το
να το εκφράζω, είναι κεφαλαιώδες αμάρτημα.

Ζήλεια

Άλλη μορφή σχέσεώς μας με τους ανθρώπους, η οποία διαταράσσει


την ειρήνη και την ενότητα, είναι η ζήλεια με όλες τις έννοιες. Ζηλεύω
κάποιον από αγάπη, τον θεωρώ δικό μου και ενώνομαι αναπόσπαστα
μαζί του. Η ένωση αυτή δεν είναι εν τω σώματι του Χριστού, είναι μία
υποβίβαση του σώματος του Χριστού σε ανθρώπινη σχέση. Είναι
επίσης μία πλήρης μοιχική εσωτερική ενέργεια.

Αν πάρουμε την ζήλεια με την έννοια ότι ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο
και τον απωθώ, τότε η ζήλεια είναι έκφραση εσωτερικής αδυναμίας
αλλά και ανώμαλης αγάπης. Δηλαδή τον αγαπώ κατά τρόπο εγωιστικό
και αποκλειστικό, πιστεύω ότι έχω δικαιώματα στη ζωή του και ότι
αυτός έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, ότι πρέπει να μου δίνει
λογαριασμό για το που πηγαίνει και τι κάνει.

Η ζήλεια λοιπόν είναι διαταραχή των σχέσεών μας λόγω περισσής


εσωτερικής ψυχικής ενέργειας. Ζήλεια είναι κάθε στροφή προς τον
άλλον, που ξεκινάει από κάτι υπερβολικό, από έναν ζήλο, από μία ζέση,
από μία βράση. Επομένως ζήλος μπορεί να είναι το ενδιαφέρον μου, η
αγάπη μου, η φροντίδα μου να τον σώσω, να τον βοηθήσω να βγει από
την αμαρτία, να γίνει παιδί του Θεού. Αυτή η ζέσις είναι ένας αφύσικος
εσωτερικός οργασμός, μία αφύσικη πνευματική συσσωμάτωση.

Γογγυσμός

Το αντίθετο της ζήλειας είναι ο γογγυσμός, ο οποίος επίσης προέρχεται


από αδυναμία της ψυχής. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι,
αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στενοχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι.
Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά
μου, στην προσευχή μου. Ζητώ λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον, ή
προσδοκώ ή απαιτώ κάτι. Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι
απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του
σκέψη, αμαρτία, χαρά, από τη δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή.
Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψη
του. Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου.
Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το
έκανε ελλιπές.

Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθουμε στη ζωή μας και


προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ. Η ζήλεια προέρχεται από ένα
εγώ υπερτροφικό, ενώ η εξουδένωση από ένα εγώ αυτοτρεφόμενο και
αυτοδυναμούμενο άνευ Θεού, που βλέπει τον άλλον κατώτερο,
μηδαμινό. Το μίσος είναι η διαφοροποίηση, η απώθηση του άλλου από
την ύπαρξη μας.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ»: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΗΣΑΪΑ


ΜΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΛΕΜΕ ΤΟ «ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ» ΣΤΙΣ ΧΑΡΕΣ,

ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ;

Μη διαμαρτύρεσαι λέγοντας: Πού είσαι Θεέ μου; Προσεύχομαι και δεν


μου αποκάλυψες ποτέ τον εαυτό σου, δεν μου έδωσες ούτε μία χαρά,
δεν μου πραγματοποίησες κανένα από τα όνειρά μου. Σου ζητάω
υγεία, μου δίνεις αρρώστια. Σου ζητάω βοήθεια, μου δίνεις θάνατο.
Σου ζητάω αρετή, μου δίνεις πόνο. Τι Θεός είσαι;

Όχι! Μη σκεφθείς ποτέ έτσι. Ο Θεός ξέρει πότε η καρδιά σου θα είναι
χωρητική. Εάν ακόμη δεν πήρες κάτι, σημαίνει ότι δεν χωράει η καρδιά
σου. Η καρδιά σου είναι στουμπωμένη, όπως όταν βάζεις πολλά
πράγματα μαζί και τα πιέζεις, για να μη μείνει καθόλου κενό αέρος.
Ούτε αέρας δεν μπορεί να χωρέσει στην καρδιά σου, και θέλεις να
χωρέσει ο Θεός, τον οποίο δεν χωρούν ολόκληροι οι ουρανοί;
"Μόλις δώ, παιδί μου, την κατάλληλη στιγμή, σε βεβαιώ ότι δεν θα
καθυστερήσω ούτε ένα δευτερόλεπτο να σου πραγματώσω τους
πόθους σου, τις λαχτάρες σου, τα θεϊκά σου όνειρα. Αμέσως θα το
κάνω."
Ο οδοντίατρος σου κάνει ένεση και περιμένει να μουδιάσεις για να σε
εγχειρήσει. Εάν σου κάνει αμέσως την εγχείρηση, θα πεταχτείς από τον
πόνο και μπορεί να σπάσει και το δόντι σου. Έτσι και ο Θεός περιμένει
την κατάλληλη στιγμή, για να έρθει να σου φωτίσει την διάνοια, να
σου χαρίσει όλο τον παράδεισο. Αυτό που νοσταλγούσες ένα, δύο,
τρία, πέντε, είκοσι, πενήντα χρόνια, θα το πάρεις σε μια στιγμή. Η
μετάνοια δεν πάει ποτέ χαμένη, και δεν χάνεις τίποτε όταν την ασκείς.

Κείμενο του Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, ενός μεγάλου


σύγχρονου νηπτικού πατέρα της εκκλησίας μας.

Τα τρία είδη νηστείας


Π. Ανανίας Κουστένης Αρχιμανδρίτης

Κυριακή της Τυρινής. Η εκκλησία την έχει αφιερώσει στην εξορία των
πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Είναι λοιπόν ημέρα πόνου και
ημέρα αναμνήσεως κακής. Οι πρωτόπλαστοι τρώγοντας από το δέντρο
της γνώσεως του καλού και του κακού, τα έχασαν όλα. Όχι μόνο Θεοί
δεν έγιναν, που τους υπέδειξε ο διάβολος, αλλά άδειασαν. Έγιναν μια
πληγή. Και ο Κύριος τους έβγαλε από τον Παράδεισο, και έφερε και τον
θάνατο, που ήταν τώρα ευλογία, για να μη γίνει το κακό αθάνατο. Είναι
λοιπόν η πρώτη μέρα του κόσμου μετά την πτώση, η Κυριακή της
Τυρινής. Ενώ η προηγούμενη η Κυριακή των Απόκρεω, ήταν η
τελευταία ημέρα του κόσμου. Και εδώ μας μιλάει το Ευαγγέλιο, που
είναι από την «Επί του Όρους Ομιλία» του Χριστού, μας μιλάει για τα
τρία είδη νηστείας. Εμείς πιστεύουμε ότι νηστεία είναι μόνο το
φαγητό. Είναι και αυτό, διότι η νηστεία είναι η πρώτη εντολή. Την
έδωσε ο Θεός στους πρωτοπλάστους, για να διαλέξουν οι άνθρωποι το
φαγητό ή Αυτόν; Που είναι το αθάνατο φαγητό. Και οι άνθρωποι
διάλεξαν το πρόσκαιρο φαγητό κατά μια εκδοχή. Υπάρχουν και άλλες
εκδοχές. Η άλλη εκδοχή, η σπουδαιότερη, είναι ότι οι άνθρωποι
θέλησαν να μπουν στο χώρο της Θεότητος. Και θέλησαν –
δημιουργήματα αυτοί – να καταλάβουν τον Δημιουργό. Πράγμα
αδύνατον. Για αυτό ήρθε ο Δημιουργός μετά και ενσαρκώθηκε για να
καταλάβουν τουλάχιστον την Αγάπη Του, τις Θείες Του ενέργειες και τη
μεγάλη Του προσφορά: τη Σταύρωση και την Ανάσταση, την ίδρυση της
Αγίας Εκκλησίας, και το Σώμα και Αίμα, το οποίο μας δίνει για να
Θεοποιηθούμε κατά χάριν. Να δούμε τώρα ποιες είναι οι τρεις
νηστείες που προτείνει ο Ευαγγελικός λόγος:

Η πρώτη νηστεία είναι η νηστεία της κακίας, και όπως μας λέει το
Ευαγγέλιο προβάλει τη συγγνώμη. «Εάν συγχωρήσετε τους
ανθρώπους, θα σας συγχωρήσει και εσάς ο Θεός. Και εάν δεν
συγχωρήσετε τους ανθρώπους, δεν θα σας συγχωρήσει και εσάς ο
Θεός». Εδώ ακριβώς νηστεύουμε την κακία, την παλιανθρωπιά, την
εχθρότητα. Βέβαια το Ευαγγέλιο μας βάζει δύσκολα. Είναι γεγονός.
Αλλά έλα που ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για τα δύσκολα και οι
ευκολίες μας χαλάνε. Το βλέπουμε άλλωστε σήμερα. Άνθρωπος ο
οποίος συγχωρεί είναι του Θεού. Ό,τι και αν του έχουν κάνει, όταν
συγχωρήσει, είναι με τον Χριστό. Και ο Χριστός μετά τι κάνει; Του
συγχωρεί τα δικά του αμαρτήματα. Να ένας εύκολος τρόπος να πάμε
στον Παράδεισο. Δεν είναι καθόλου εύκολος, αλλά είναι και εύκολος,
άμα θέλουμε.

Δεύτερη νηστεία είναι η ανθρωπαρέσκεια. Οι άνθρωποι θέλουμε να


αρέσουμε. Φοβούμαστε το όποιο κόστος. Για αυτό θέλουμε να
αρέσουμε, ακόμα και στους βλάκες και στους οποιουσδήποτε. Και
αυτό είναι κακό. Η φιλοδοξία είναι καλό καταρχάς, γιατί έφτιαξε τον
άνθρωπο ο Θεός για τη δόξα Του. Να πάει στον ουράνιο Παράδεισο.
Να ενδυθεί τη Θεία δόξα. Αλλά χάνοντας τον επίγειο Παράδεισο και
γινόμενος έκπτωτος ο άνθρωπος, πήρε στραβό δρόμο. Και ζητάει τη
δόξα εκεί που δεν υπάρχει. Και για αυτό μας προτείνει ο Χριστός να
νηστεύουμε τη φιλοδοξία, να νηστεύουμε την ανθρωπαρέσκεια. Γιατί
πολλοί, θέλοντας να είναι αρεστοί στους ανθρώπους, παραβαίνουν και
τις εντολές του Θεού και τη συνείδηση τους, και στραπατσάρουν και
την ύπαρξη τους.

Τρίτη νηστεία είναι των υλικών αγαθών. Χάνοντας τον Θεό ο


άνθρωπος, αγκάλιασε τα υλικά αγαθά, αγκάλιασε τα ορατά, αφού
έχασε τον Αόρατο. Και προσπάθησε και προσπαθεί από κει να βγάλει
ότι ωραίο και καλό και υψηλό, για το οποίο τον έφτιαξε ο Θεός, και
ανήκει στον Θεό και παίρνεται από τον Θεό για αυτό και η
ειδωλολατρία είναι η μέγιστη πλάνη του ανθρώπου. Η ύλη είναι Θείο
δώρο. Είναι σκαλοπάτι. Να τη χρησιμοποιούμε, να τη δώσουμε και
στους άλλους, και να την έχουμε ως σκαλοπάτι για να ανεβούμε να
φτάσουμε στον Πλάστη. Γιατί όλοι οι επίγειοι θησαυροί μπροστά στη
ψυχή μας, και μπροστά στον Αθάνατο Πλάστη, είναι ένα μηδενικό. Για
αυτό και λέει και το Ευαγγέλιο: «Όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι
και η καρδιά σας». Τώρα την Αγία Σαρακοστή, ας προσπαθήσουμε να
κάνουμε αυτές τις τρεις νηστείες και να έρθουμε πιο κοντά στον
θησαυρό μας, στην αγάπη μας, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Και τότε θα
είναι καλύτερα.
ΠΗΓΗ.Π. Ανανίας Κουστένης Αρχιμανδρίτης απο το βιβλίο του Το
Κύρυγμα της Κυριακής. Λευκωσία 2009.

You might also like