You are on page 1of 26

Φεβρουάριος 2020

Μαγεία, δαιμονολογία
και το κυνήγι
μαγισσών στην πρώιμη
Νεωτερική Ευρώπη
Αναστασία Γκόνη – Καραμπότσου
Περιεχόμενα

Εισαγωγή ................................................................................................................................... 2
Ορίζοντας το κυνήγι μαγισσών στον κοινωνικό χωροχρόνο .................................................... 2
Η εκ νέου «ανακάλυψη» της μαγείας τον 20ο αιώνα ............................................................... 4
Η συγκρότηση της μάγισσας ..................................................................................................... 6
Η επιρροή του Νομικού συστήματος στο κυνήγι των μαγισσών ........................................... 12
Η ανάδειξη του ανακριτικού συστήματος .......................................................................... 13
Το επιτρεπτό των βασανιστηρίων....................................................................................... 13
Η δικαιοδοσία των κοσμικών δικαστηρίων ........................................................................ 18
Η συγκρότηση των κεντρικών κυβερνήσεων .......................................................................... 19
Μια προσπάθεια ανίχνευσης των αιτιών του κυνηγιού των μαγισσών ................................ 21
Προσεγγίζοντας τις συνέπειες ................................................................................................ 22
Βιβλιογραφία .......................................................................................................................... 24

1
Εισαγωγή

Κατά την περίοδο της πρώιμης σύγχρονης εποχής της ευρωπαϊκής ιστορίας, από το 1450 έως 1750 περίπου,
χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, υπέστησαν διώξεις και δικάστηκαν στα εκκλησιαστικά
και, έπειτα, στα κοσμικά δικαστήρια της εποχής, με την κατηγορία της μαγείας. Σχεδόν οι μισές διώξεις
οδήγησαν σε εκτέλεση των διωκόμενων, κυρίως με καύση στην πυρά (Levack 2006). Οι αιτίες και οι
παράγοντες που οδήγησαν στις διώξεις των μαγισσών, καθώς και οι συνέπειες στο γυναικείο πληθυσμό, αλλά
και στην ευρύτερη κοινωνία καθιστούν σαφή την ανάγκη διεπιστημονικής διερεύνησης του ζητήματος.

Χωρίς τη συμβολή επιστημονικών προσεγγίσεων, όπως η Ύστερη-Μεσαιωνική ιστορία, η κοινωνιολογία, η


πολιτική και φεμινιστική θεωρία, δε θα μπορούσαν να φωτιστούν επαρκώς κρίσιμες πτυχές. Η στροφή της
ανθρωπολογίας στη μελέτη του φαινομένου, όπως θα αναδειχθεί και στη συνέχεια, συνεισέφερε πολλά στην
πληρέστερη κατανόησή της περιόδου του κυνηγιού των μαγισσών.

Οι τόσες διαφορετικές πτυχές που άπτονται του ζητήματος θα ήταν αδύνατον να παρουσιαστούν με
πληρότητα στην παρούσα εργασία1. Θα προσπαθήσουμε, ωστόσο, να εξετάσουμε την τομή που αποτέλεσε ο
15ος αιώνας ως προς την αντιμετώπιση της μαγείας από τα επίσημα κέντρα εξουσίας, από τις λαϊκές μάζες,
καθώς και τον Λόγο (ή τους Λόγους) που αρθρώθηκαν γύρω από τις μάγισσες.

Θεωρούμε πως η μελέτη και κατανόηση της ιστορίας των διώξεων εις βάρος των μαγισσών στην Ευρώπη
μπορεί να συμβάλει, παρέχοντας ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση του σύγχρονου κυνηγιού χιλιάδων
γυναικών στην Αφρικανική και Ασιατική ήπειρο (Federici 2019).

Ορίζοντας το κυνήγι μαγισσών στον κοινωνικό χωροχρόνο

Παρότι το φαινόμενο παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε τοπικό επίπεδο (για παράδειγμα στην Πολωνία το
κυνήγι ξεκίνησε όταν έφθινε στην υπόλοιπη Ευρώπη), χρονική έκταση-ακόμα και εντός της ίδια περιοχής- αλλά
και σε πτυχές, όπως η τυποποίηση των εγκλημάτων, ο αριθμός των διώξεων, των εκτελέσεων κ.α., μπορούμε
να κάνουμε την παραδοχή αναφερόμενες στο κυνήγι μαγισσών ως την περίοδο γενικευμένης πολιτικής και
κοινωνικής στοχοποίησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την κατηγορία της τέλεσης διαβολικής μαγείας,

1
Παραλείπονται πλήρως πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η σύνδεση με τις αιρέσεις, η συγκρότηση του Λόγου της Επιστήμης
και της ψυχιατρικής την ίδια περίοδο, και η σύνδεσή της υστερίας με τις μάγισσες, ειδικά για το ζήτημα της υστερίας (Jorden 1603).
2
η οποία προκλήθηκε, κυρίως, από τα κέντρα εξουσίας της εποχής και επικράτησε στις χώρες του μεγαλύτερου
μέρους της Ευρώπης και τις αποικιοκρατούμενες περιοχές της Αμερικής, στις αρχές της Μοντέρνας περιόδου.

Καθόλου τυχαία, ο χαρακτηρισμός «κυνήγι μαγισσών» χρησιμοποιείται έκτοτε, μεταφορικά, για να


περιγράψει τη δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας εις βάρος μίας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας προς
εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Επιλέγουμε τον όρο «κυνήγι μαγισσών («witch hunt) από τον διαδεδομένο, έως τις προηγούμενες δεκαετίες,
όρο «witch-craze» (στα ελληνικά θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε υστερία εις βάρος των μαγισσών),
καθώς θεωρούμε πως η ψυχιατρικοποίηση όσων συμμετείχαν στις διώξεις περισσότερο συσκοτίζει παρά
συμβάλει στην κατανόηση των αιτιών του φαινομένου.

Την περίοδο, λοιπόν, του κυνηγιού, χιλιάδες διώξεις οδήγησαν σε ανακρίσεις, βασανιστήρια, καταδίκες και σε
πενήντα έως ογδόντα χιλιάδες εκτελέσεις μαγισσών, χωρίς να υπολογίζονται οι διώξεις που δεν προχώρησαν
σε δίκη ή οι περιπτώσεις που τα θύματα ομολόγησαν το έγκλημα άμεσα και άρα η ανακριτική διαδικασία δεν
ακολουθήθηκε (Behringer 2004). Η έμφυλη σύσταση των θυμάτων, σύμφωνα με τα στοιχεία, αποτελείται από
ποσοστό 80% γυναίκες, που όμως αγγίζει και το 90-95% σε ορισμένες περιπτώσεις. Γνωρίζουμε, επίσης, πως η
συντριπτική πλειοψηφία ήταν άπορες και ηλικιωμένες γυναίκες.

Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη ανδρών μάγων, γεννά, ωστόσο, ερωτηματικά και αναδεικνύει την
καθοριστική σημασία του παράγοντα φύλο αλλά και της τάξης, στο ζήτημα. Χαρακτηριστικά, οι μάγοι
ταυτίστηκαν κυρίως με την λευκή-καλή μαγεία, σε αντίθεση με τις μάγισσες, ιδιαίτερα τις ηλικιωμένες,
κοινωνικά περιθωριοποιημένες που συνδέθηκαν, έκτοτε, με τη λατρεία του Διαβόλου και το Κακό.

Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή της Ευρώπης που υπαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου δεν υπάρχει
καμία καταγεγραμμένη δίωξη μάγισσας ή μάγου ούτε στοιχεία σχετικής νομοθεσίας. Το γεγονός αυτό
συνδέεται με τη σχετική θρησκευτική ανεκτικότητα που χαρακτήριζε την πολυεθνική αυτοκρατορία και με το
γεγονός, πως -παρά την οικονομική και φορολογική υποτέλεια- οι περιοχές αυτές διατήρησαν μια σχετική
αυτονομία, την κοινοτική γεωργική ζωή και δε δέχτηκαν την οικονομική και κοινωνική επίθεση της μετάβασης
στον καπιταλισμό, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη (Federici 2014).

3
Η εκ νέου «ανακάλυψη» της μαγείας τον 20ο αιώνα

Η μαγεία, με τις ποικίλες εκφάνσεις της, -λατρευτική τελετή, μέσο θεραπείας, πρόκληση βλάβης- και ο μάγος
ή η μάγισσα ως το πρόσωπο που την εξασκεί, απαντώνται σε όλες τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς, από την
αρχαιότητα έως σήμερα. Οι έννοιες και οι νοηματοδοτήσεις του φαινομένου διαφέρουν ανάλογα με το
ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και γεωγραφικό συγκείμενο. Η ποικιλομορφία των μορφών και των πρακτικών
καθιστά για πολλούς τον όρο «μαγεία» (witchcraft), όπως κυριαρχεί στην αγγλοσαξονικής επιρροής
βιβλιογραφία, εν πολλοίς προβληματικό, καθώς ομογενοποιεί και υποκρύπτει την ποικιλότητα των εκφάνσεων
του φαινομένου. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά τις προσπάθειες δεν υπάρχει έως σήμερα ένας κοινά
αποδεκτός ορισμός. Ένας από τους δημοφιλέστερους διατυπώθηκε από τον εθνογράφο Edward Evans-
Pritchard, στο έργο του «Witchcraft, Oracles and Magic Among the Azande» (Evans-Pritchard 1937), το οποίο
αποτελεί επιτόπια ανθρωπολογική μελέτη για τη σημασία και τον τρόπο αντιμετώπισης των λατρευτικών
πρακτικών στη φυλή Αζάντε, στο Σουδάν. Ο Pritchard, χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις της έρευνάς του και
με συγκριτική μεθοδολογία, προβαίνει σε διάκριση μεταξύ του όρου «witchcraft», της μαγικής ικανότητας
που ένα άτομο διαθέτει λόγω κληρονομικότητας, έμφυτης δηλαδή τάσης (κατάρες, κακό μάτι κ.α.) και του
όρου «sorcery», που συνδέεται με την γνώση μαγικών πρακτικών, που προκύπτει έπειτα από εκμάθηση
εγχειριδίων, την επίκτητη 2. Η μεν πρώτη αντιμετωπίζεται πάντα με επιφύλαξη, σχεδόν εχθρικά από την
κοινότητα, η δε δεύτερη κρίνεται εκ του αποτελέσματος και επομένως η μη πρόκληση βλάβης την καθιστά
αποδεκτή.

Η θεωρία, εν πολλοίς, ανατράπηκε, καθώς διαπιστώθηκε πως η διάκριση αυτή συναντάται σε λιγότερες
κοινωνίες από όσες πίστευε ο Pritchard, καθιστώντας το ζήτημα της ορολογίας, ειδικά της χρησιμοποιούμενης
από τους χωρικούς του Μεσαίωνα, αρκετά σύνθετο ζήτημα (Marwick 1982), (M. Douglas 2013).

Στην Ευρώπη, ήδη από την ρωμαϊκή περίοδο, βασικό κριτήριο της κοινωνικής και νομικής απαξίας πράξεων
μαγείας ήταν η πρόκληση βλάβης σε άλλον άνθρωπο, σε ζώο ή σε αντικείμενο και ο όρος που χρησιμοποιείται
είναι το «maleficium», ανεξάρτητα από το μέσο που χρησιμοποιείται. Προϋπόθεση αποτελούσε η απόδειξη
της βλάβης, στοιχείο που θα ανατραπεί σταδιακά από τον 15ο αιώνα, τουλάχιστον στην κυρίαρχη προσέγγιση
από τα κέντρα εξουσίας (Levack 2006).

Η επιρροή του έργου του Pritchard παραμένει παρόλα αυτά πολύ σημαντική και σε μεγάλο βαθμό ενέπνευσε
το ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων στη μελέτη της μαγείας στην Αφρικανική ήπειρο αλλά και στην Ασία.
Μέρος των ερευνητών αυτών υποστήριξε πως η μελέτη της μαγείας στον Ευρωπαϊκό χώρο του Ύστερου

2
Στην ελληνική γλώσσα δε μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ των δύο όρων.
4
Μεσαίωνα θα πρέπει να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα των αντίστοιχων ερευνών στον υπόλοιπο πλανήτη
(P. M. Douglas και Douglas 2013). Γεγονός που συνηγορούσε έντονα σε αυτό ήταν και η ανακάλυψη των κοινών
στοιχείων που υπήρχαν ανάμεσα στο κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη του 16ου-17ου αιώνα και στις αντίστοιχες
διώξεις γυναικών στην Αφρικανική και Ασιατική ήπειρο, από τα μέσα του 20ου αιώνα έως και σήμερα.
Απέναντι στην προσέγγιση αυτή έχουν εκφραστεί έντονες ενστάσεις κυρίως Αμερικανών ιστορικών της πρώτης
περίοδο των δικών, υποστηρίζοντας την απουσία χρησιμότητας σε τέτοιου είδους διεπιστημονικά δεδομένα,
καθώς υποστηρίζουν πως «οι πρωτόγονες κοινωνίες της υπο-Σαχάριας Αφρικής έχουν ελάχιστα κοινά με την
πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Ευρώπης» (Hutton 2004)

Το σχετικά περιορισμένο ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με το ζήτημα της μαγείας τις έως τα μέσα του 20ου
αιώνα, ακολουθεί μια εντυπωσιακή έκρηξη του ενδιαφέροντος, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, με
πλήθος σχετικών ερευνών και πονημάτων, περιοδικών, ειδικών τμημάτων μελέτης στα Πανεπιστήμια όλου του
κόσμου. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ανάδειξη νέων αρχείων προς μελέτη και πεδίων έρευνας. Έως τότε,
κύριες πηγές αποτελούσαν τα πιο διάσημα βιβλία δαιμονολογίας της περιόδου, όπως το Malleus Maleficarum,
που είχαν εκδοθεί και μεταφραστεί στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και παρείχαν πλήθος στοιχείων για
την κυρίαρχη αντίληψη των κέντρων εξουσίας, περιορίζοντας όμως την έρευνα σχεδόν αποκλειστικά στο λόγο
που διατύπωναν τα εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας. Τα πρακτικά από τις δίκες, οι πίνακες
ζωγραφικής, τα θεατρικά έργα και άλλες μορφές τέχνης, διάσημων και ανώνυμων καλλιτεχνών της εποχής
αλλά κυρίως οι προσπάθειες ανασύνθεσης των «θραυσμάτων» των λαϊκών αντιλήψεων, φώτισαν και
ανέδειξαν άγνωστες πτυχές, καταρρίπτοντας συγχρόνως σχετικούς μύθους 3 Τι ήταν αυτό όμως που οδήγησε
ξαφνικά στο τόσο έντονο ενδιαφέρον της Ακαδημίας για την μελέτη της Μαγείας; «Γιατί συνέβη αυτό;» Θα
αναρωτιόταν ο Φουκώ, «ποιες διανοητικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις ώθησαν σε αυτόν τον
προβληματισμό;» (Foucault 2011b).

Θεωρούμε πως καθοριστικό ρόλο σε αυτό επιτέλεσε η ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος σε όλο, σχεδόν,
τον πλανήτη τις δεκαετίες 60-70 και, κατ’ επέκταση, η ταχύτατη εξέλιξη των φεμινιστικών σπουδών και
μελετών φύλου4. Οι φεμινίστριες συμβολοποιούν τις μάγισσες και μελετούν με πάθος την ιστορία τους, με
κυρίως μίκρο-ιστορική ή μάκρο-ιστορική ανάλυση. Οι προσεγγίσεις διαφέρουν, εξίσου και τα μεθοδολογικά
εργαλεία, οι μάγισσες όμως, είτε ως προαιώνια θύματα της πατριαρχικής βίας, είτε ως φιγούρες αντίστασης,
παραμένουν σύμβολα. Οι φεμινίστριες ακαδημαϊκοί αναδεικνύουν, επίσης, την προκλητική απουσία
αναφοράς στο λεγόμενο κυνήγι των μαγισσών από φιλοσόφους και άνδρες διανοητές που, παρά την
χωροχρονική έκταση και ένταση του φαινομένου, δεν το συμπεριλαμβάνουν στις αναλύσεις τους, ακόμα κι αν

3
Για την προσφορά της ανθρωπολογίας στην εξέλιξη της ιστορικής μελέτης της περιόδου σε (Natalie Z. Davis 1981).
4
Ενδεικτικά (Ehrenreich και English 2010) , (Natalie Zemon Davis 1975)
5
εξετάζουν την ίδια περίοδο 5. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες που συνεχίζουν να παράγονται,
παρέχουν μια τεράστια δεξαμενή βιβλιογραφίας, με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το ζήτημα κέντρισε το
ενδιαφέρον όλων των κοινωνικών επιστημών.

Η συγκρότηση της μάγισσας

Η συγκρότηση του Λόγου για τις μάγισσες αποτέλεσε μια σύνθετη διεργασία η οποία χρονικά εκτείνεται σε
αρκετούς αιώνες πριν την κορύφωση των διώξεων. Η επίσημη αντίληψη, όπως εκφράστηκε από την
εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία, μετέστρεψε ένα παραδοσιακό, παγανιστικό, στοιχείο -την μαγεία- το
οποίο ενυπήρχε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων για αιώνες, και το συνέδεσε με την λατρεία του Σατανά.

Από τα τέλη του 15ου αιώνα η αντίληψη αυτή συγκροτείται ως διακριτή επιστήμη, τη Δαιμονολογία, η οποία
σύντομα εδραιώθηκε στην πνευματική και πολιτική ελίτ6. Οι δαιμονολόγοι ήταν άνδρες με θρησκευτικό
αξίωμα και συγχρόνως θεολόγοι, φιλόσοφοι, νομικοί και δικαστές, που συμμετείχαν καθοριστικά στις διώξεις.
Ενδεικτικό της έντασης που έλαβε το ενδιαφέρον για το ζήτημα αποτελεί το ότι μέσα σε λιγότερο από μισό
αιώνα, 1453-1487, πάνω από 28 πραγματείες εκδίδονται σχετικά με το πρόβλημα των μαγισσών, σε μία εποχή
όπου η έκδοση βιβλίου ενείχε πολλές αντικειμενικές δυσκολίες.

Το «Malleus Malleficarum» ή αλλιώς, το «Σφυρί της Μάγισσας», αποτελεί ένα από τα διασημότερα έργα
Δαιμονομανίας και συγχρόνως ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα μισογυνισμού διαχρονικά. Εκδίδεται το
1487 από τους δομινικανούς ιεροκήρυκες Krämer και Sprenger και συμπυκνώνει τα συμπεράσματα από την
έρευνα, που τους ανατέθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον 4ο, στις παγανιστικές κοινότητες που ζούσαν
απομονωμένες στις ορεινές περιοχές των συνόρων της Γαλλίας, το 1484. Ήδη από τον τίτλο του γίνεται σαφής
η ιδεολογική τοποθέτηση των συγγραφέων, επιλέγοντας το επίθετο «malleficarum», στο θηλυκό γένος.
Διατυπώνουν ρητά πως οι γυναίκες λόγω της έμφυτης κατωτερότητάς τους -ορίζουν ετυμολογικά τη γυναίκα
ως fe-minus-, δηλαδή ως ένα όν με αδύναμη πίστη, της σαρκικής τους απληστίας θα απαρνηθούν πολύ πιο
εύκολα την πίστη τους, συνάπτοντας συμφωνία με τον Διάβολο, προκειμένου να πετύχουν τους μοχθηρούς
σκοπούς τους. Συμπεραίνουν, επίσης, πως λόγω της διπολικής συγκρότησης του κόσμου (καλό-κακό, Θεός-
Διάβολος, άνδρας-γυναίκα) είναι σχεδόν απίθανο να υπάρξουν άνδρες μάγοι, καθώς το κακό, ο διάβολος και
η γυναίκα συντάσσονται στη ίδια πλευρά. Στο τρίτο μέρος, αναλύονται, με όρους εγχειριδίου χρήσης, οι

5
Χαρακτηριστικά, ο Μισέλ Φουκώ σε πλήθος μελετών παραλείπει πλήρως την εξέταση του κυνηγιού των μαγισσών παρότι
εξετάζει την αυτή περίοδο, ενδεικτικά σε (Foucault 2011b), (Foucault 2011a), (Foucault 2011c).
6
Σπουδαίοι διανοητές της εποχής όπως ο Τόμας Χομπς, ο Μπέικον, ο Πασκάλ ασχολούνται με το ζήτημα αναπαράγοντας
δαιμονολογικές αντιλήψεις, (Federici 2014)
6
τεχνικές βασανισμού που θα οδηγήσουν στην αναγνώριση, ομολογία και τιμωρία των μαγισσών (Institoris
1487).

Στην ίδια κατεύθυνση, περίπου έναν αιώνα αργότερα, το έργο του Γάλλου ουμανιστή φιλοσόφου και
πολιτικού, Jean Bodin, «Δαιμονομανία των μαγισσών» (Bodin 1598) αποτελεί επίσης αντιπροσωπευτικό του
πατριαρχικού λόγου της επιστήμης που κυριαρχούσε την περίοδο, τονίζοντας την τάση των γυναικών στην
αίρεση και τη μαγεία αλλά και υποστηρίζοντας την ανάγκη σκλήρυνσης των βασανιστηρίων και των ποινών.
Το τέταρτο μέρος του συγγράμματος αποτελεί ένα αναλυτικό ανακριτικό εγχειρίδιο της εποχής, με βάση τις
εμπειρίες του από σημαντικές δίκες στη Γαλλία, όπου συμμετείχε ως δικαστής.

Τα χαρακτηριστικά που ο κυρίαρχος λόγος των δαιμονολόγων απέδιδε στις μάγισσες, παρά τις μικρές επί
μέρους διαφορές ανά γεωγραφική περιοχή και χρονική περίοδο, παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία σε όλο
τον Ευρωπαϊκό χώρο.

Απαραίτητο στοιχείο είναι η συμφωνία με τον Διάβολο, η οποία επισφραγίζεται με το αίμα της μάγισσας. Η
μάγισσα παρασύρεται από τον Διάβολο, απαρνιέται την χριστιανική πίστη της και δεσμεύεται να διαδίδει όσο
περισσότερο γίνεται το κακό, πουλώντας κυριολεκτικά της ψυχής της, καθώς μέρος της συμφωνίας είναι η
μετά θάνατον μεταφορά της στην κόλαση. Για τη διάδοση του Κακού ο Διάβολος θα της μεταδώσει όλες τις
αναγκαίες γνώσεις μαγείας ώστε να κατασκευάζει φίλτρα που θα καταστρέφουν τις σοδειές, θα προκαλούν
ανεμοθύελλές, θα σκοτώνουν κοπάδια ζώων, θα κλέβουν τα ανδρικά πέη και θα σκοτώνουν βρέφη, τα οποία
μετά θα τα μεταφέρουν προς τέρψη όλων των μελών της Συναγωγής (Coven). Σε αντάλλαγμα ο Διάβολος θα
ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες της, οι οποίες κατά τους Δαιμονολόγους, σχετίζονται με την ακόρεστη
σεξουαλική επιθυμία της, τα υλικά πλούτη και την αιώνια νεότητα, η οποία αρχίζει να συγκροτείται ως
επιθυμία της ελίτ από τον 16ο αιώνα.

Ο Διάβολος αφήνει επίσης πάντα κάποιο σημάδι στο σώμα της μάγισσας, το οποίο αποτελεί ατράνταχτο
στοιχείο της δαιμονομανίας της. Ως τέτοιο μπορούσε να ερμηνευτεί ένα σημάδι εκ γενετής ή μια τρίτη θηλή,
την οποία θεωρούσαν πως ο Διάβολος χάρισε στη μάγισσα για να ικανοποιεί τις σαρκικές της επιθυμίες με τα
δαιμόνια που, της χάριζε για αυτόν τον σκοπό. Το Σαμπάτ 7(Sabbath), η συνάντηση δηλαδή όλων των μαγισσών
μαζί με τον Διάβολο, με σκοπό να τελέσουν κανιβαλιστικής και σεξουαλικής φύσεως τελετές, είναι ένα στοιχείο
που δεν εμφανίζεται στα πρώτα κείμενα δαιμονολογίας -δεν υπάρχει στο Malleus Maleficarum- αλλά
προστίθεται στην πορεία 8.

7
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση των Εβραϊκών όρων Coven και Sabbath, ενώ την ίδια περίοδο οι διώξεις των Εβραίων
συνδέονται, όπως και των μαγισσών, με τη λατρεία του Διαβόλου.
8
Πιθανόν να συνδέεται με μια προσπάθεια να κατασταλούν και οι λίγες εναπομείναντες συναντήσεις των χωρικών γύρω από τις
φωτιές, στις οποίες συχνά εκφραζόταν και η συσσωρευμένη οργή έναντι στην άρχουσα τάξη με αποτέλεσμα να θεωρούνται, εν
δυνάμει υπεύθυνες για εξεγέρσεις (Federici 2014).
7
Διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής αλλά και η λαογραφική τέχνη ανασυνθέτουν πτυχές των αντιλήψεων για τις
μάγισσες και συχνά παρουσιάζουν νέα στοιχεία, κάποιες φορές σε αντίφαση με τις «επίσημες» πηγές. Ένα από
αυτά είναι το πέταγμα των μαγισσών με τα σκουπόξυλα, το οποίο συναντάται σε πίνακες και ξυλογραφίες
λαϊκών καλλιτεχνών του 16ου αιώνα στην Αγγλία, παρότι δεν συμπεριλαμβανόταν στις καταγεγραμμένες
κατηγορίες που είχαν αποδοθεί στις μάγισσες της περιοχής. Επίσης, ενυπάρχουν αρκετές αναπαραστάσεις των
μαγισσών με τα λεγόμενα «familiars», μικρά πλάσματα με μορφή ζώων που ο Διάβολος χάριζε στις μάγισσες
για να τις βοηθούν 9

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναπαράσταση των μαγισσών στην τέχνη της περιόδου. Η ξυλογραφία
του διάσημου Γερμανού καλλιτέχνη Hans Baldung Grien με τίτλο «The witches» του 1510 μ.Χ., παρότι
τοποθετείται χρονικά στην πρώιμη και περιορισμένη περίοδο του κυνηγιού, αναπαριστά τα περισσότερα
στοιχεία των αντιλήψεων των δαιμονολόγων για τις μάγισσες. Αποτελεί, κατά πολλούς, ένδειξη της διάδοσης
του Λόγου των δαιμονολόγων μόλις τρεις δεκαετίες μετά την έκδοση του Malleus Maleficarum. 10. Παρόμοια
και στο απόσπασμα από το θεατρικό έργο του William Shakespear, Βασιλιάς Ληρ:

«Όλες αυτές είναι

από τη μέση και κάτω Κένταυροι, αν και γυναίκες απ’ τη μέση

και απάνω· μόνο μέχρι τη ζώνη τους ανήκουν στους θεούς·

τα κάτω τους είναι χαρισμένα του Διαβόλου· εκεί είναι κόλαση·

εκεί, σκοτάδι· εκεί το βάραθρο βγάζει θειάφι, τσουρουφλίζει,

ζεματάει· εκεί, σαπίλα· εκεί, μπόχα.» (W. Shakesprear 2006)

Στα χαρακτηριστικά αυτά, που συγκροτήθηκαν από τους δαιμονολόγους διαπιστώνουμε πως απουσιάζει
πλήρως το κριτήριο της βλάβης ανθρώπου ή αντικειμένου, το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, για αιώνες
ήταν αυτό που καθιστούσε κοινωνικά και νομικά μεμπτή την τέλεση πράξεων με στοιχεία μαγείας.

9
Η σύνδεση αυτή των μικρών ζώων με τις μάγισσες γίνεται μια περίοδο που οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τα ζώα
μετασχηματίζονται πλήρως και υποβιβάζονται σε μέσα υποστήριξης των ανθρώπινων εργασιών, σε αντίθεση με τις κυρίαρχες
αντιλήψεις έως τον 16ο αιώνα σύμφωνα με τις οποίες τα ζώα ήταν ευφυή και υπεύθυνα για τις πράξεις τους, « Όπως έχουν δείξει
ο Edward Westermarck και πιο πρόσφατα η Esther Cohen, σε αρκετές χώρες της Ευρώπης τα ζώα περνούσαν από δίκη και κατά
καιρούς υφίσταντο δημόσια εκτέλεση για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Τους όριζαν δικηγόρο και η όλη διαδικασία –δίκη,
απαγγελία ποινής, εκτέλεση– διεξαγόταν με κάθε επισημότητα. Το 1565οι πολίτες της Αρλ, για παράδειγμα, ζήτησαν να εξοριστούν
από την πόλη οι ακρίδες, ενώ σε μια άλλη περίπτωση αφορίστηκαν τα σκουλήκια που είχαν μολύνει την ενορία.» (Federici, 2011,
p. 222).
10
Υποστηρίζεται, ωστόσο, πως δεν αποτελεί επιρροή της δαιμονολογίας αλλά μια σατιρική απεικόνιση του κλασικού κόσμου,
περισσότερα σε (Sullivan 2018.)
8
Τα περιορισμένα αρχεία που διασώζονται από καταθέσεις των ίδιων των χωρικών σε δικαστήρια μαγισσών,
στην Αγγλία, Λωραίνη, Βρέμη και Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν και την Αυστρία, δίνουν την εικόνα μιας εναλλακτικής
κοινωνικής πραγματικότητας. Στις καταθέσεις τους, όπου τυγχάνει να παίρνουν τον λόγο πριν τους
δαιμονολόγους ή τους κυνηγούς μαγισσών, σε ελάχιστες περιπτώσεις αναφέρονται στον Διάβολο ή σε κάποιο
άλλο στοιχείο της επίσημης αντίληψης των δαιμονολόγων. Απεναντίας, οι κατηγορίες τους περιορίζονταν σε
κάποια μορφή «maleficia», δηλαδή επιβλαβούς άσκησης μαγείας και κατηγορίες, όπως η συμφωνία με τον
Διάβολο, ο κανιβαλισμός, το πέταγμα με τη σκούπα κ.α., τίθενται μόνο από τους δαιμονολόγους ή τις ίδιες τις,
φερόμενες ως, μάγισσες, έπειτα από βασανιστήρια (Horsley 1979).

Τα παραπάνω, μας οδηγούν στο συμπέρασμα, πως παρά τη γενικευμένη προσπάθεια των κέντρων εξουσίας
να διαδώσουν τις αντιλήψεις περί δαιμονομανίας στις συνειδήσεις των χωρικών, με την καλλιέργεια κλίματος
τρομοκρατίας και κατήχηση από τους θρησκευτικούς και πολιτικούς άρχοντες, τη συγγραφή συγγραμμάτων
και εκλαϊκευτικών φυλλαδίων αντιστάσεις συνέχισαν να εκδηλώνονται. Ακόμα και κατά τον 16ο-17ο αιώνα,
που ο πόλεμος κατά των μαγισσών βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, οι κατηγορίες των καθημερινών
ανθρώπων της εποχής εις βάρος μάγων και μαγισσών, συνεχίζει να συνδέεται με κάποιον επιβλαβή σκοπό ή
αποτέλεσμα.

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως τα νέα στοιχεία σχετικά με τις πεποιθήσεις των ανθρώπων της εποχής συνηγορούν
υπέρ της απόρριψης της καθολικότητας του Λόγου γύρω από τη μάγισσα. Τα μεθοδολογικά εργαλεία της
κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής ανάλυσης κατέστησαν εφικτή την ανασυγκρότηση των πιθανών
ασυνεχειών και των ρήξεων μεταξύ των αντιλήψεων που έφεραν οι χωρικοί και του επίσημου λόγου των
δαιμονολόγων. Περιορισμένης έκτασης κατηγορίες και δίκες θα συνέχιζαν να υπάρχουν, όπως και πριν τον 15ο
αιώνα, αναμφίβολα, όμως, το μεγάλο κυνήγι μαγισσών δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη
διάδοση της δαιμονολογίας (Horsley 1979).

9
Το Σαμπάτ των μαγισσών. Η εικόνα από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern Europe and The Witchcraft
Sourcebook», του Brian P. Levack (https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

Το πέταγμα των μαγισσών με τις σκούπες και ο Διάβολος. Η εικόνα από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern
Europe and The Witchcraft Sourcebook», του Brian P. Levack
(https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

10
Το «φιλί στην ουρά» επισφραγίζει τη συμφωνία με τον Διάβολο. Εξαγριωμένοι χωρικοί κυνηγούν τη μάγισσα. Η εικόνα
από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern Europe and The Witchcraft Sourcebook», του Brian P. Levack
(https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

Μάγισσα προκαλεί θαλασσοταραχή, πνιγμούς ανθρώπων και αφανισμό κοπαδιού ζώων. Η εικόνα από την ιστοσελίδα
«The Witch-Hunt in Early Modern Europe and The Witchcraft Sourcebook», του Brian P. Levack
(https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

11
Η διάσημη ξυλογραφία του Hans Baldung, 1510, Στρασβούργο. Η εικόνα από την ιστοσελίδα του Μητροπολιτικού
Μουσείου της Νέας Υόρκης (https://www.metmuseum.org/art/collection/search/336235).

Η επιρροή του Νομικού συστήματος στο κυνήγι των μαγισσών

Ανάμεσα στους παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στο κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη συγκαταλέγεται
και το νομικό σύστημα, κυρίως δε η ανακριτική και ποινική διαδικασία της περιόδου, καθώς υπό αυτές τις
διαδικασίες ξεκινούσαν και ολοκληρώνονταν οι διώξεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις κατά τις οποίες εξαγριωμένο
πλήθος τις παράκαμψε πλήρως και προέβη σε αυτοδικία 11.

Μια σειρά μετασχηματισμών στο ποινικό σύστημα, μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα, που επικράτησαν σταδιακά σε
όλη την Ευρώπη, διευκόλυναν την πραγματοποίηση των χιλιάδων διώξεων, σε τέτοιο βαθμό που να
κατατάσσεται στις αιτίες του Μεγάλου Ευρωπαϊκού κυνηγιού μαγισσών. Οι αλλαγές αυτές κωδικοποιούνται
ως εξής:

1. Η εισαγωγή ενός νέου ανακριτικού συστήματος, τόσο στα κοσμικά όσο και στα εκκλησιαστικά
δικαστήρια.

2. Το επιτρεπτό της χρήσης ανακριτικών βασανιστηρίων.

3. Η υπαγωγή των δικών που αφορούσαν μάγισσες στην δικαιοδοσία των κοσμικών δικαστηρίων.

11
Για παράδειγμα το 1453 στο χωριό Marmande της Γαλλίας, χώρα των Βάσκων 1609-1611.
12
Η ανάδειξη του ανακριτικού συστήματος

Έως τον 13ο αιώνα το ποινικό σύστημα χαρακτηριζόταν από την αντιδικία του κατηγόρου και του
κατηγορουμένου για την απόδειξη της αλήθειας (κατηγορικό σύστημα). Σε περίπτωση που οι καταθέσεις ή οι
αποδείξεις δεν οδηγούσαν τον δικαστή σε ασφαλές συμπέρασμα τότε τον τελικό λόγο είχε ο Θεϊκός
παράγοντας και μέσω της θεοδικίας θα αποδεικνυόταν η ενοχή ή η αθωότητα. Η Θεϊκή κρίση αποδείκνυε την
αθωότητα του κατηγορούμενου αν επουλωνόταν ασυνήθιστα γρήγορα το έγκαυμα από πυρωμένο σίδερο, αν
κατάφερνε να καταπιεί αμάσητο χωρίς να πνιγεί κομμάτι από χοιρινό κρέας που δεν είχε αφαιρεθεί το τρίχωμα
κ.α. ενώ συχνά τα δύο μέρη μονομαχούσαν. Χωρίς, λοιπόν, την υποστήριξη της κατηγορίας από έναν κατήγορο
καμία δίωξη δε μπορούσε να ξεκινήσει και να συνεχιστεί, ενώ ο ρόλος των δικαστών περιοριζόταν στην
ρύθμιση της διαδικασίας.

Στο νέο ανακριτικό σύστημα, είναι η δικαστική εξουσία που θα κρίνει τη βασιμότητα της καταγγελίας ή της
πληροφορίας που έλαβε, θα αναζητήσει τις αποδείξεις και θα προχωρήσει σε δίωξη, με βάση πια τους κανόνες
της νομικής επιστήμης. (Εξαίρεση αποτελούν η Αγγλία, Σκωτία, Ελβετία που δεν ακολούθησαν το ανακριτικό
σύστημα.) Το δίκαιο της απόδειξης που επίσης εισάγεται, ακολουθεί το σύστημα του Roman-Canonical που
απαιτεί είτε την κατάθεση από δύο αυτόπτες μάρτυρες είτε την ομολογία του ίδιου του κατηγορουμένου. Οι
καινοτομίες αυτές ήταν απαραίτητες τόσο για την δίωξη των αιρετικών όσο και των μαγισσών, καθώς και στα
δύο οι υποψίες προέρχονταν από φήμες κυρίως παρά από συγκεκριμένους καταγγέλλοντες που θα
μπορούσαν να υποστηρίξουν την βλάβη που υπέστησαν, επομένως το κατηγορικό σύστημα καθιστούσε
σχεδόν αδύνατη την ποινική δίωξη. Η ανάγκη κατάθεσης δύο μαρτύρων, ωστόσο, αποτέλεσε πρόσκομμα που
ξεπεράστηκε με την ανάδειξη της ομολογίας ως το κύριο μέσο απόδειξης, η οποία σε ελάχιστες περιπτώσεις
προέκυπτε εκουσίως (Levack 2006).

Το επιτρεπτό των βασανιστηρίων.

Μέχρι τον 13ο αιώνα η χρήση των βασανιστηρίων, όχι ως μέσω τιμωρίας αλλά ως δικαστηριακή πρακτική ήταν
σχεδόν απαγορευμένη από τα εκκλησιαστικά και κοσμικά δικαστήρια, ως παραβίαση των δικαιωμάτων των
κατηγορουμένων και ως μη αξιόπιστη μέθοδος ανακάλυψης της αλήθειας. Υπό την «απειλή» όμως των
επαχθών εγκλημάτων των αιρετικών ο Πάπας Ιννοκέντιος ο IV επέτρεψε το 1252 τη χρήση βασανιστηρίων,
γεγονός που αποτέλεσε τη βάση για τη χρήση των βασανιστηρίων στις δίκες μαγισσών, οι οποίες θεωρούνταν
αιρετικές έχοντας τελέσει συμφωνία με τον Διάβολο. Τα είδη, η έκταση και η βαναυσότητα των

13
βασανιστηρίων, ποικίλουν, οι μέθοδοι όμως στόχευαν κυρίως στον σωματικό πόνο ή την πνευματική κάμψη
των θυμάτων. Το πιο διαδεδομένο εργαλείο βασανισμού ήταν το strappado, μια μηχανή που τραβούσε προς
τα πάνω τους δεμένους μεταξύ τους καρπούς της μάγισσας ενώ συγχρόνως βάρη (18 έως περίπου 300 κιλών)
τοποθετούνταν στους αστραγάλους για να ασκούν πίεση προς το έδαφος. Άλλα είδη βασανιστηρίων ασκούσαν
έντονη πίεση σε μέρη του σώματος, όπως το τρύπημα με βίδες στις παλάμες, τα γόνατα ή τους αστραγάλους,
σφιγκτήρες του κρανίου και η tourniquet, ένα κάθισμα με πολλά λουριά, τα οποία σταματούσαν την
κυκλοφορία του αίματος σε πολλά σημεία του σώματος συγχρόνως. Οι νέες αυτές τεχνολογίες
θανατοπολιτικής εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στα σώματα των μαγισσών που αποτέλεσαν πειραματόζωα
της ανθρώπινης αντοχής.

Η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των βασανιστηρίων στους νομικούς κύκλους διαφαίνεται από την
θέσπιση κανόνων σε όλη την Ευρώπη. Όριζαν, για παράδειγμα, πως η χρήση τους ήταν επιτρεπτή μόνο όταν
υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος, ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης (λόγω της
κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα), μια σχετική αναλογικότητα των βασανισμών με την εγκληματική πράξη και
τον περιορισμό σε άπαξ χρήση, δηλαδή ο βασανισμός για χρονικό διάστημα μόνο μίας ημέρας. Για να γίνει
δεκτή η ομολογία που επιτεύχθηκε μέσω των βασανιστηρίων, η κατηγορούμενη έπρεπε να ομολογήσει εκ
νέου στην δικαστική αίθουσα, με την «ελεύθερη» βούλησή της, έπειτα από 24 ώρες. Ο θάνατος από
βασανισμό ήταν επίσης απαγορευμένος.

Οι κανόνες αυτοί όμως ελάχιστα ως καθόλου εφαρμόστηκαν στην πράξη στην ανακριτική διαδικασία των
μαγισσών και πολύ σύντομα τροποποιήθηκαν ώστε να διευκολύνεται ο πιο «αποτελεσματικός» βασανισμός,
ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν υπήρχε καμία απολύτως απόδειξη ενοχής, δημιουργώντας έτσι ένα «crimen
exceptum», δηλαδή ένα «ιδιαίτερο» έγκλημα για το οποίο κρίνεται απαραίτητη η περιστολή των κανόνων της
ποινικής διαδικασίας που ισχύουν για όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα. « Το γεγονός ότι οι κατηγορίες βασίζονταν
στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε πράξεις που είχαν συμβεί πολλά χρόνια πριν, η διερεύνησή με ειδικά
μέσα, όπως τα βασανιστήρια και το ότι η απόδειξη βλάβης δεν ήταν απαραίτητο για να προχωρήσει η δίωξη
«υποδηλώνουν ότι ο στόχος της επιχείρησης (όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις πολιτικής
καταστολής σε εποχές έντονων κοινωνικών αλλαγών και συγκρούσεων) δεν ήταν οι πρακτικές που
αναγνωρίζονταν ως εγκληματικές από την κοινωνία, αλλά εκείνες που παλιότερα ήταν αποδεκτές από αυτήν.
Όπως, επίσης, στόχο της επιχείρησης αποτελούσαν εκείνες οι ομάδες ανθρώπων που έπρεπε να εξοβελιστούν
από την κοινότητα μέσω του τρόμου και της ποινικοποίησης. Με αυτήν την έννοια, η κατηγορία της μαγείας
εκπλήρωνε μια λειτουργία παρόμοια με εκείνη της «εσχάτης προδοσίας» (η οποία, σημειώνουμε, εισήχθη
στον αγγλικό νομικό κώδικα την ίδια περίοδο) και με αυτήν της «τρομοκρατίας στις μέρες μας» (Federici 2014,
σελ. 234-235)

14
Ο Brian Levack, αναφέρει τη δήλωση του υπεύθυνου βασανιστηρίων της πόλης Dreissigacker της Γερμανίας το
1631, σε μία διωκόμενη ως μάγισσα που αρνιόταν να ομολογήσει παρά τα βασανιστήρια που είχε υποστεί και
η οποία ήταν έγκυος την περίοδο της δίωξής της: «Δε θα σε βασανίσω για μία, δύο, τρεις ούτε για οκτώ ημέρες,
ούτε καν για μια εβδομάδα, αλλά για μισό χρόνο ή για ένα χρόνο, για όλη σου τη ζωή μέχρι να ομολογήσεις, κι
αν δεν ομολογήσεις θα σε βασανίζω μέχρι τον θάνατό σου και στο τέλος θα σε κάψω» (Levack 2006).

Πλήθος ακραία βάναυσων πρακτικών, όπως στη Γερμανία η περίφημη «καρέκλα της μάγισσας», ένα κάθισμα
πάνω από την φωτιά, στη Σκωτία η «μπότα» που προκαλούσε σύνθλιψη των οστών, στην Ισπανία, Γερμανία
και Γαλλία ο εξαναγκασμός σε κατάποση μεγάλης ποσότητας νερού δημιουργήθηκαν και εφαρμόστηκαν
αποκλειστικά στις μάγισσες λόγω της διαδεδομένης αντίληψης πως μέσω της μαγείας, η ανοχής τους στον
πόνο θα καθιστούσε τα κοινά βασανιστήρια αναποτελεσματικά. Αυτό συνηγορούσε επίσης και στην ανάγκη
εφεύρεσης βασανιστηρίων χωρίς σωματικό πόνο όπως το «tormentum insomniae», η στέρηση δηλαδή του
ύπνου για πάνω από σαράντα ώρες.

Καθίσταται σαφές πως το επιτρεπτό των βασανιστηρίων μπορούσε να οδηγήσει την οποιαδήποτε να
ομολογήσει, αργά ή γρήγορα, το οτιδήποτε επιθυμούσαν οι ανακριτικές αρχές. Και η ομολογία αυτή, κατά το
αποδεικτικό σύστημα της εποχής, ήταν αρκετή για την κρίση της ενοχής από τα δικαστήρια. Στις περιοχές που
η χρήση τέτοιων πρακτικών ήταν διαδεδομένη, οι καταδικαστικές αποφάσεις αγγίζουν το 95%, ενώ σε άλλες,
όπως η Αγγλία, που δεν εφαρμοζόταν το Ρωμαϊκής προέλευσης σύστημα απόδειξης, η χρήση ήταν πιο
περιορισμένη και το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 50%.

15
Η Τουρνικέτ, μέθοδος βασανιστηρίων των μαγισσών, η εικόνα από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern
Europe and The Witchcraft Sourcebook», του Brian P. Levack
(https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

16
Κρέμασμα μαγισσών, πιθανόν στην Αγγλία. Τα «familiars» ακολουθούν τις μάγισσες στον τόπο εκτέλεσής τους. Η εικόνα
από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern Europe and The Witchcraft Sourcebook», του Brian P. Levack
(https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

Θανάτωση μάγισσας στην πυρά. Οι καπνοί οδηγούν στην πόλη όπου διακρίνεται αναστάτωσης και ενδεχομένως
πυρκαγιά, η εικόνα από την ιστοσελίδα «The Witch-Hunt in Early Modern Europe and The Witchcraft Sourcebook», του
Brian P. Levack (https://routledgetextbooks.com/textbooks/9781138808102/).

17
Η δικαιοδοσία των κοσμικών δικαστηρίων

Όπως έχει αναφερθεί, η «φύση» της μαγείας είναι διφυής, ενέχει μια θρησκευτική διάσταση, ως συνέργεια με
τον Διάβολο, την πιο επαχθή μορφή αίρεσης αλλά συγχρόνως και μια πολιτική διάσταση, λόγω της σύνδεσης
με άλλα αδικήματα (όπως η συνωμοσία), που οδήγησε στην τυποποίησή της ως έγκλημα. Η δικαιοδοσία,
λοιπόν, της εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, πέρασε αρχικά σε ένα μεικτό σύστημα και καθώς η ένταση του
κυνηγιού αυξανόταν, σταδιακά στην σχεδόν αποκλειστική, σε κάποιες περιοχές, δικαιοδοσία των κοσμικών
δικαστηρίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Εκκλησία έχασε το ενδιαφέρον της για το ζήτημα.

Σταδιακά, από τον 15ο αιώνα και με τη μεγάλη συμβολή των συγγραμμάτων δαιμονολογίας οι Ευρωπαϊκές
χώρες εντάσσουν στους Ποινικούς τους κώδικες το αδίκημα της μαγείας (witchcraft). Στην Αγία Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, 1532, θεσπίζεται ο κώδικας Καρολίνα, το Αγγλικό Κοινοβούλιο μια σειρά σχετικούς νόμους το
1542, 1563 και 1604, το Σκωτσέζικο Κοινοβούλιο το 1563 και σταδιακά από το τέλος του 16 ου αιώνα οι Σουηδία,
Νορβηγία, Ρωσία και η περιοχές Κομτέ της Γαλλίας (Levack 2006).

Η κυριαρχία των κοσμικών δικαστηρίων επί των δικών μαγείας πραγματοποιείται σε μία περίοδο εξασθένισης
της ισχύς των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, και ενώ αρχίζουν να πληθαίνουν οι σκεπτικιστικές φωνές από
εκκλησιαστικούς δικαστές και δικηγόρους, σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν.

Η σύνδεση της κυριαρχίας των πολιτικών δικαστηρίων στο κυνήγι των μαγισσών αναδεικνύεται από το γεγονός
ότι σε πολλές χώρες, όπως η Σκωτία, όπου μεγάλης κλίμακας διώξεις μαγισσών δεν ξεκινούν πριν την
πρόβλεψη του αδικήματος στον ποινικό κώδικα και κατ’ επέκταση η εκδίκαση από τα πολιτικά δικαστήρια.
Παρόμοια και στην Πολωνία, Τρανσυλβανία.

Η Εκκλησία την περίοδο εκείνη διατήρησε πιο βοηθητικό ρόλο, ασκώντας πιέσεις όμως στα τακτικά
δικαστήρια και τις κυβερνήσεις, ειδικά σε υποθέσεις που αξιολογούσε ως σημαντικές.

Παρά την υπαγωγή της δικαιοδοσίας στα τακτικά δικαστήρια, η ποινή που αποδιδόταν στις μάγισσες δεν
διαφοροποιήθηκε από τα εκκλησιαστικά πρότυπα που επέτασσαν την καύση των αιρετικών, και επομένως και
των μαγισσών, στον πάσσαλο, προκειμένου να εξαγνιστεί το σώμα τους αλλά και να μη μπορέσουν να
επιστρέψουν από τους νεκρούς, όπως φοβόνταν οι δικαστές. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μάγισσες
δολοφονούνταν πριν να οδηγηθούν στην πυρά, είτε δια πνιγμού είτε δια απαγχονισμού ενώ ενδεικτικό
αποτελεί ότι στην κορύφωση των διώξεων, φιλόσοφοι και πολιτικοί, όπως ο Jean Bodin, θεωρεί τον τρόπο
αυτό στοιχείο επιείκειας και υποστήριζε πως θα πρέπει να καίγονται ζωντανές. Εξαίρεση αποτελεί η Αγγλία
και οι χώρες που οι Αγγλικές αποικίες που η συνήθης ποινή ήταν η κρεμάλα και σε αρκετές περιπτώσεις η
θανατική ποινή δεν επιβαλλόταν όταν η κατηγορούμενη δεν ήταν υπότροπος. Αναφορά σε ποινές όπως η

18
φυλάκιση ή η εξορία υπάρχουν σε δικαστήρια της Ουγγαρίας, περιοχή που το θρησκευτικό στοιχείο του
εγκλήματος ήταν πιο περιορισμένο και άρα δεν ενυπήρχε ο Διάβολος στο σώμα της μάγισσας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, περιοχές που βρίσκονταν υπό την
δικαιοδοσία της Ιεράς Εξέτασης και παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων
μαγισσών. Στις περισσότερες από 1,900 δίκες μαγείας που καταγράφονται στην περιοχή, μόλις 11 άτομα
καταδικάστηκαν σε θάνατο στην πυρά. Αυτό εξηγείται κατά τον Levack από την προσπάθεια του
Εκκλησιαστικού δικαστικού συστήματος στην Ισπανία να επιτύχει συμφιλίωση με τις διωκόμενες ως μάγισσες,
ακόμα κι αν ομολογούσαν. Αντίθετα, η Federici υποστηρίζει πως η Ιερά Εξέταση είχε ήδη εκείνη την περίοδο
ταυτίσει την λατρεία του Σατανά με τους Εβραίους και γενικότερα πως είχε εστιάσει περισσότερο στις
υπόλοπες αιρέσεις.

Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιπτώσεις καταδικαστικής απόφασης αποτελεί η δήμευση της περιουσίας της
μάγισσας προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της διαδικασίας, τα οποία δεν ήταν αμελητέα λαμβάνοντας
υπόψη την οικονομία που είχε δημιουργηθεί γύρω από το σύνολο της διαδικασίας, από την σύλληψη και
ανάκριση έως τον βασανισμό, την καταδίκη και τέλος τη θεαματική παράδοση στην πυρά σε δημόσια θέα. Το
μέτρο αυτό αποτελούσε μια πράξη συμβολικού χαρακτήρα, η τελευταία πράξη εξουσίας πάνω στην ήδη νεκρή
μάγισσα και η ολοκληρωτική εξαφάνισή της από την κοινότητα, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η
περιουσία των γυναικών αυτών ήταν σχεδόν μηδαμινή 12.

Η συγκρότηση των κεντρικών κυβερνήσεων

Σταδιακά, από τον 16ο αιώνα συγκροτούνται στην Ευρώπη κεντρικές κυβερνήσεις που συγκεντρώνουν τις
πολιτικές εξουσίες σε οριοθετημένες περιοχές και ασκούν ευθέως τον πολιτικό και νομικό έλεγχο στους
υποτελείς-κατοίκους της δικαιοδοσίας τους.

Η σχέση της εξέλιξης αυτής με το κυνήγι των μαγισσών χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο
συνδέεται με όσα αναλύθηκαν ανωτέρω για την κυριαρχία των τακτικών δικαστηρίων. Σε πολλές περιπτώσεις
επίσης συνδέεται με σκλήρυνση και αυστηροποίηση του ποινικού οπλοστασίου, καθώς και την προσθήκη του
στοιχείου των πολιτικών εγκλημάτων κατά της άρχουσας τάξης, όπως πολιτικές συνωμοσίες. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η Σκωτία, όπου το 1590 ο φόβος του βασιλιά Τζέιμς του VI πως οι μάγισσες έχουν
εμπλακεί σε συνωμοσία για να υποσκάψουν την εξουσία του οδήγησε στο μεγαλύτερο κυνήγι μαγισσών στη
χώρα.

12
Η «εκμετάλλευση» των μαγισσών δεν έχει εκλείψει έως και σήμερα, καθώς σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες μνημεία των
βασανιζόμενων μαγισσών και σουβενίρ διατίθενται για τους τουρίστες.
19
Από τις κυβερνήσεις αυτές προέκυψαν σταδιακά και τα Ανώτατα δικαστήρια, τα οποία αποτελούνταν από τα
ανώτατα στρώματα της νομικής και κοινωνικής ελίτ, από εκφραστές επομένως σε μεγάλο βαθμό των
κυβερνητικών πολιτικών. Χωρίς να αμφισβητείται η ανάμειξη των Ανώτερων δικαστηρίων σε ορισμένες
καταδίκες μαγισσών, όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν πως τα τοπικά δικαστήρια ήταν αυτά που εξάντλησαν την
αυστηρότητα του νόμου απέναντι στις μάγισσες και συχνότατα παραβίασαν ευθέως τον νόμο και όχι τα
Ανώτερα, όπως θα φάνταζε πιο λογικό.

Το γεγονός ότι οι Ανώτατοι δικαστές ανέλυαν τις τυπικές προϋποθέσεις του νόμου και τα αποδεικτικά
στοιχεία, σχετικά ανεπηρέαστοι από τον φόβο της Δαιμονομανίας που είχε κυριαρχήσει στην κοινωνία αλλά
και η επιρροή του ρεύματος του νομικού σκεπτικισμού που σταδιακά διαδίδεται αποτελούν κάποιες από τις
αιτίες του φαινομένου.

Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Parlement, το Ανώτατο δικαστήριο του Παρισίου, στο οποίο από τα μέσα του
17ου αιώνα εκδικάζονταν σε δεύτερο βαθμό οι καταδικαστικές αποφάσεις σε θάνατο των τοπικών
δικαστηρίων. Μόλις το 24% των αποφάσεων έκαναν δεκτή την απόφαση των τοπικών δικαστηρίων. Αυτό,
ενδεχομένως, εξηγεί και τα αναλογικά με την υπόλοιπη Ευρώπη χαμηλά ποσοστά εκτελέσεων στην Αγγλία,
που παραδοσιακά είχε πιο συγκεντρωτικό νομικό σύστημα.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την άλλη, και ιδίως η Γερμανία που χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερα
αποκεντρωποιημένη δομή εξουσίας, με πολιτική και δικαστική αυτοτέλεια ανά περιοχή, δε διέθετε, επίσης,
Ανώτατα δικαστήρια. Παρότι όλη η αυτοκρατορία υπαγόταν στον Κώδικα Carolina, η αυτοτέλεια των τοπικών
δικαστηρίων και η έλλειψη ελέγχου σε ανώτερο βαθμό οδήγησε τα τοπικά δικαστήρια της Γερμανίας στα
μεγαλύτερα ποσοστά διώξεων και εκτελέσεων μαγισσών. Τα ποσοστά αυξάνονται αναλογικά όσο πιο μικρή
ήταν η περιοχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πόλη Τρίερ, όπου δεν επέζησε ούτε μία γυναίκα μετά την
περίοδο του κυνηγιού.

Σταδιακά, Ανώτατα δικαστήρια δημιουργήθηκαν σε όλη την Ευρώπη και άσκησαν έλεγχο στις αποφάσεις των
τοπικών δικαστηρίων που σχετίζονταν με διώξεις μαγισσών. Επίσης, τέθηκαν περιορισμοί στη χρήση των
βασανιστηρίων και το δίκαιο της απόδειξης αυστηροποιήθηκε. Τα παραπάνω συνέβαλαν στη μείωση των
διώξεων των μαγισσών και σταδιακά στην αποποινικοποίηση του εγκλήματος έως τον 19ο αιώνα.

20
Μια προσπάθεια ανίχνευσης των αιτιών του κυνηγιού των μαγισσών

Πολλές διαφορετικές απόψεις υποστηρίζονται σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν στο κυνήγι των μαγισσών.
Τα στοιχεία που διασώζονται αποτελούν κυρίως επίσημα έγγραφα, όπως τα πρακτικά των δικών και τα βιβλία
δαιμονολογίας της περιόδου, καθιστούν έτσι ιδιαίτερα δύσκολο να ανιχνεύσουμε τις αιτίες που οδήγησαν
χιλιάδες ανθρώπους της εποχής να κατηγορήσουν ως μάγισσες γυναίκες που έως τότε συνυπήρχαν αρμονικά
μαζί τους στην κοινωνία, πολύ συχνά δε, που ζούσαν κυριολεκτικά στο διπλανό σπίτι. Οι ίδιες οι κατηγορίες
και τα χαρακτηριστικά που απέδιδαν σε αυτές είναι τόσο απίστευτες και παράλογες, ακόμα και για τα
δεδομένα της εποχής, κατά την οποία η επανάσταση της Κοπερνιακής επιστήμης έχει ήδη κυριαρχήσει,
απαιτείται, επομένως, περεταίρω διερεύνηση των αιτιών.

Η απουσία, σε μεγάλο βαθμό του λόγου των ίδιων των υποκειμένων που προέβησαν στις διώξεις, δυσκολεύει
περισσότερο την κατανόηση του αν οι κυνηγοί μαγισσών πράγματι πίστευαν στις κατηγορίες ή τις
χρησιμοποιούσαν κυνικά ως μέσω κοινωνικής καταστολής.

Ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Levack, αποφεύγουν να παρουσιάσουν οποιαδήποτε ερμηνευτική θεωρία,


περιοριζόμενοι στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων του κυνηγιού, όπως σε μεγάλο βαθμό αναλύθηκαν
ανωτέρω.

Η Federici από την άλλη πλευρά αναλύει το κυνήγι μαγισσών, τις διώξεις, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις
χιλιάδων γυναικών, σε σύνδεση με τον αποικισμό, την εξόντωση των πληθυσμών του Νέου Κόσμου, τις
Αγγλικές «περιφράξεις» και την έναρξη του εμπορίου σκλάβων. Αναγιγνώσκει, λοιπόν, το φαινόμενο ως όψη
της πρωταρχικής συσσώρευσης και της μετάβασης στην καπιταλιστική κοινωνία, παράλληλα με την αναγκαία
κοινωνική αναδιάρθρωση με την επίθεση στη λαϊκή κουλτούρα, τον «Μεγάλο εγκλεισμό» των απόρων και
περιπλανώμενων σε άσυλα υποχρεωτικής εργασίας και αναμορφωτήρια.

Η ενεργή συμμετοχή των γυναικών στα κινήματα κατά της ιδιωτικοποίησης της γης των χωρικών, κατά των
«περιφράξεων» στην Αγγλία 13 στην περίοδο των λιμών στους αγώνες εξασφάλισης τροφής, η κοινωνική
περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων χήρων που με τον εκχρηματισμό της οικονομίας στράφηκαν στην επαιτεία
καθώς και οι παραδοσιακές τεχνικές αντισύλληψης και άμβλωσης που περνούσαν από γενιά σε γενιά
γυναικών, συχνά από ηλικιωμένες θεραπεύτριες (wise women) της κοινότητας συμπυκνώνουν για τη Federici
τους κυριότερους παράγοντες που οδήγησαν στη στοχοποίηση των γυναικών.

13
Η «περίφραξη» αποτελούσε τεχνικό όρο και σήμαινε μια σειρά στρατηγικών που χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι ευγενείς και οι
πλούσιοι αγρότες προκειμένου να αφανίσουν την κοινοτική εδαφική περιουσία και να επεκτείνουν τα κτήματός τους.
21
Όπως λέει η ίδια, «Αν λάβουμε υπόψη μας το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη το κυνήγι μαγισσών,
το φύλο και την τάξη των κατηγορουμένων καθώς επίσης και το αποτέλεσμα των διώξεων, θα πρέπει να
καταλήξουμε στο ότι η όλη επιχείρηση ήταν μία επίθεση τόσο στην αντίσταση των ευρωπαίων γυναικών στην
εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων όσο και στην ισχύ που οι ίδιες είχαν αποκτήσει χάρις στη
σεξουαλικότητά τους, τον έλεγχο τους την αναπαραγωγή και την ικανότητα τους να θεραπεύουν.», «(…)το
κυνήγι μαγισσών ήταν επίσης καθοριστικό για την οικοδόμηση μιας νέας πατριαρχικής τάξης πραγμάτων στην
οποία τα σώματα των γυναικών, η εργασία τους, η σεξουαλική και αναπαραγωγική τους δύναμη τέθηκαν υπό
τον έλεγχο του κράτους και μεταμορφώθηκαν σε οικονομικούς πόρους.» (Federici 2014, σελ. 234)

Η ίδια εντοπίζει, επίσης, κοινά στοιχεία ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό κυνήγι μαγισσών της περιόδου που
αναλύουμε και τις διώξεις και θανατώσεις γυναικών στην Αφρική, κατηγορούμενων ως μαγισσών. Μεταξύ
1991 και 2001 υποστηρίζεται πως τουλάχιστον 23.000 «μάγισσες» δολοφονήθηκαν στην Αφρική (Federici
2019). Οι ομοιότητες, ως προς την έμφυλη και ταξική σύσταση των φερόμενων ως μαγισσών, αλλά και ως προς
τις αποδιδόμενες κατηγορίες συνηγορούν υπέρ της σύνδεση των δύο φαινομένων. Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη
μαγισσών στην Αφρικανική ήπειρο διατρέχει τα βάθη των αιώνων, όπως στις περισσότερες παραδόσεις, και
συχνά, και στην προ-αποικιακή περίοδο, τιμωρούνταν, σπάνια όμως θανατώνονταν έως τότε (Federici 2014).
Το γεγονός, επίσης, πως ο «φόβος των μαγισσών» στην Αφρική εμφανίζεται κατά την κοινωνική κρίση που
προκλήθηκε από την δεκαετία του ’90 κι έπειτα, εξαιτίας της αναδιάρθρωση της αφρικανικής οικονομίας, με
έντονο το στοιχείο της ιδιωτικοποίησης και εκδίωξης των αγροτών από τη γη τους, την υπαγωγή πολλών χωρών
στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κατ’ επέκταση την υιοθέτηση δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας,
επιβεβαιώνει κατά την ίδια, την εγκυρότητα της σύνδεση του κυνηγιού των μαγισσών με τη διαδικασία
«πρωταρχικής συσσώρευσης» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Προσεγγίζοντας τις συνέπειες

Όποια από τις προσεγγίσεις κι αν ακολουθήσει καθένας και καθεμία ως προς τις αιτίες του κυνηγιού,
αναμφισβήτητο αποτελεί το γεγονός είναι ότι αποτέλεσε μία από τις πιο βάναυσες στιγμές στην ιστορία της
Ευρώπης και η μεγαλύτερη δίωξη πληθυσμού σε καιρό ειρήνης. Οι συνέπειες του ήταν καθοριστικές για την
εξέλιξη της Νεωτερικτητας.

Διαίρεσε πλήρως τους ήδη τραυματισμένους κοινοτικούς δεσμούς αλληλεγγύης των ανθρώπων της εποχής. Η
διάδοση των δαιμονολογικών αντιλήψεων «εκπαίδευσε» τους άνδρες να φοβούνται τις γυναίκες, τους δίδαξε
πως η σεξουαλικότητα των γυναικών είναι επικίνδυνη και για αυτό πρέπει να κατασταλεί. Δεν αποτελεί τυχαίο
το γεγονός ότι σε όλη την ιστορία τριών αιώνων οργανωμένου κυνηγιού μαγισσών, παρά τις ατομικές
απόπειρες από γιους, συζύγους ή πατεράδες να σώσουν τις γυναίκες συγγενείς τους από την πυρά, δεν έχουμε,
22
με μία μονάχα εξαίρεση, καμία αναφορά σε οργανωμένες προσπάθειες ανδρών να αντιδράσουν στις διώξεις.
Την «Εξαίρεση αποτελούν οι ψαράδες της Χώρας των Βάσκων, όπου ο Γάλλος ιεροεξεταστής Pierre Lancre
ηγείτο μαζικών δικών που οδήγησαν στο κάψιμο ίσως και έξι χιλιάδων γυναικών» και οι οποίοι μόλις
πληροφορήθηκαν τι συμβαίνει στην χώρα τους έτρεξαν πίσω και έσωσαν όσες μάγισσες δεν είχαν οδηγηθεί
ήδη στην πυρά (Federici 2014).

Διέσπασε επίσης και τη γυναικεία φιλία και αλληλεγγύη καθώς, προκειμένου να σταματήσουν τα
βασανιστήρια που δέχονταν, υπέκυπταν στις πιέσεις των ανακριτών, καταγγέλλοντας η μία την άλλη 14.

H κοινωνική θέση των γυναικών αναδιαρθρώνεται και μεταστρέφεται πλήρως, καθώς ταυτίζεται πια σχεδόν
αποκλειστικά με την μητρότητα και την αναπαραγωγική εργασία, ώστε να προσφέρει το αναγκαίο εργατικό
δυναμικό στην περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Έως τον 15ο αιώνα οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά σε
επαγγέλματα, όπως η ιατρική, η μαιευτικής –σχεδόν σε αποκλειστικότητα-, μεταξουργοί και συμμετείχαν
ενεργά στις συνδικαλιστικές οργανώσεις (Federici 2014). Από την περίοδο του κυνηγιού ο καταμερισμός
εργασία συγκροτείται με πλήρως έμφυλο τρόπο, καθώς ο άνδρας ανέλαβε την εργασία για τον βιοπορισμό της
οικογένειας και η γυναίκα την απλήρωτη οικιακή εργασία, ανατροφή και αναπαραγωγή του συζύγου, των
τέκνων και των ηλικιωμένων. Η γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα και η ανδρική βία φυσικοποιείται. Εν γένει,
η θέση των γυναικών -όσων επέζησαν από το κυνήγι των μαγισσών- έχει εμφανώς υποβαθμιστεί σημαντικά,
σε σύγκριση με την περίοδο έως τον 15ο αιώνα.

Διαπιστώνουμε, συνεπώς, πως την κατοχύρωση κάποιων κοινωνικών και επαγγελματικών ελευθεριών, την
έντονη παρουσία των γυναικών στα κινήματα της περιόδου -έως τον 15ο αιώνα- διαδέχτηκε ο στιγματισμός,
οι διώξεις και εκτελέσεις χιλιάδων γυναικών ως μάγισσες, η πειθάρχηση των σωμάτων και η καταστολή των
δικαιωμάτων τους έκτοτε. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφή την πολυπλοκότητα της εξέλιξης των ανθρώπινων
κοινωνιών, καταρρίπτει τις εξελικτιστικές αντιλήψεις περί συνεχούς προόδου.

Στη σύντομη επισκόπηση ορισμένων πτυχών του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη της πρώιμης
Νεωτερικότητας, επιχειρήσαμε να αναδείξουμε την τομή που αποτέλεσε η περίοδος αυτή, ως προς την
αντιμετώπιση της –μέχρι τότε κοινωνικά αποδεκτής σε μεγάλο βαθμό- μαγείας, τη σύνδεσή της με τη λατρεία
του Διαβόλου, με το γυναικείο φύλο και την αναγωγή των μαγισσών σε κοινωνικό και πολιτικό κίνδυνο που
πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε κόστος.

Οι χιλιάδες διώξεις και εκτελέσεις μαγισσών δε μπορούν να αναλυθούν έξω από την πολιτική και κοινωνική
πραγματικότητα της εποχής που τις παρήγαγε. Το γεγονός, ωστόσο, πως το κυνήγι μαγισσών εμφανίζεται ξανά

14
Εκείνη την περίοδο άλλωστε έχει ήδη μεταστραφεί και η σημασία της λέξης gossip που από γυναικεία σοφία κατέληξε σταδιακά
να σημαίνει ανιαρή συζήτηση και κακεντρεχής σχολιασμός, στιγματίζοντας κοινωνικά στις γυναικείες σχέσεις (Federici, Το κυνήγι
των μαγισσών στο χθες και στο σήμερα).
23
από το τέλος του 20ου αιώνα, σε περιοχές του πλανήτη, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, καθιστά αναγκαία την
ακόμα πιο ενδελεχή και διεπιστημονική ανάλυση του φαινομένου. Η συμβολή της Ανθρωπολογίας σε αυτή
την προσπάθεια κρίνεται επιβεβλημένη, ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια ανασύστασης των ατομικών ιστοριών
των ίδιων των υποκειμένων που στοχοποιήθηκαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν ως μάγισσες. Η προτροπή της
Federici (2019) «να ακούσουμε τις ίδιες τις μάγισσες που κάηκαν στην πυρά», αποτελεί μια ερευνητική
κατεύθυνση που αξίζει να διερευνήσουμε.

Βιβλιογραφία

Behringer, Wolfgang. 2004. Witches and Witch Hunts: A Global History. Cambridge, UK ; Malden, MA: Polity.

Bodin, Jean (1530-1596) Auteur du texte. 1598. La démonomanie des sorciers... (4e éd.) / par J. Bodin,...
https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k83041x.

Davis, Natalie Z. 1981. ‘The Possibilities of the past’. The Journal of Interdisciplinary History 12 (2): 267–75.
https://doi.org/10.2307/203028.

Davis, Natalie Zemon. 1975. Society and Culture in Early Modern France: Eight Essays. Stanford University
Press.

Douglas, Mary. 2013. Witchcraft Confessions and Accusations. Routledge.

Douglas, Professor Mary, και Mary Douglas. 2013. Risk and Blame. Routledge.

Ehrenreich, Barbara, και Deirdre English. 2010. Witches, Midwives, & Nurses (Second Edition): A History of
Women Healers. The Feminist Press at CUNY.

Evans-Pritchard, Edward Evan. 1937. Witchcraft, Oracles and Magic among the Azande. The Clarendon Press.

Federici, Silvia. 2014. Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση. Αθήνα:
Εκδόσεις των Ξένων.

———. 2019. Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις των Ξένων.

Foucault, Michel. 2011a. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον.

———. 2011b. Ιστορία της Σεξουαλικότητας. Η βούληση για γνώση. Αθήνα: Πλέθρον.
24
———. 2011c. Οι μη κανονικοί. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1974-1975. Αθήνα: ΕΣΤΙΑ.

Horsley, Richard. 1979. ‘Who Were the Witches? The Social Roles of the Accused in the European Witch
Trials’. 1979. https://www.jstor.org/stable/203380.

Hutton, Ronald. 2004. ‘anthropological and historical approaches to witchcraft: potential for a new
collaboration?’ The Historical Journal 47 (2): 413–34.

Institoris, Heinrich. 1487. Malleus Maleficarum. Georg Olms Verlag.

Jorden, Edward. 1603. A Briefe Discourse of a Disease Called the Suffocation of the Mother. John Windet.

Levack, Brian P. 2006. The Witch-Hunt in Early Modern Europe. Pearson Education.

Marwick, Max. 1982. Witchcraft and Sorcery: Selected Readings. Penguin Books.

Shakesprear, William. 2006. Ο βασιλιάς Ληρ. Μετάφραση Ερρίκος Μπελιές. Αθήνα: ΚΕΔΡΟΣ.

Sullivan, Margaret. 2018. ‘The Witches of Dürer and Hans Baldung Grien* | Renaissance Quarterly |
Cambridge Core’. 2018.

25

You might also like