You are on page 1of 75

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ I SOCIAL SCIENCES

ι· Muh.
STUART HALL
DAVID HELD I
ANTHONY McGREW

Η Ν Ε Q T E P I K O T H TA
ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Φ Σαββάλας
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ SOC IAL SCIENCES

Stuart Hall - David Held - Anthony McGrew

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Β ' έκδοση

Μετάφραση:
Θανάσης Τσακίρης
Βίκτωρας Τσακίρης

φΣαββάλίΐς
^^^ ϋΚΑΟΚΙ
M >ir JUÎ nil :· Mil IllMl ,ι ΚΙΛΙ il NM
Δ ι ι ΰ θ υ ν ο η σ ε ι ρ ά ς : Μ ι χ ά λ η ς ïiiovQAttKéMf|f

Εκδόσεις Σα|1(1αλ<ι
Stuart Hall, David Held, Anthony Miiinw
Η νεωτερικότητα οήμρρα
Οικονομία, κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός
Β' έκδοση

Τίτλος πρωτοτύπου:
Modernity and its Futures

Επιστημονική επιμέλεια: Δημοσθένης Κοΰλουθρος


Τυπογραφικές διορθώσεις: Γιώργος Κασαπίδης
Ηλεκτρονική σελιδοποίηση-φιλμ-μοντάζ: «Σύνθεση» Β. Γραμέλης-Λ. Πεδιώτη
Σχεδίαση εξωφύλλου: Βάσω Αβραμοπούλου

© Copyright Polity Press/Blackwell Publishers Limited, Oxford 1992


© Copyright για την ελληνική έκδοση: Εκδόσεις Σαββάλα, Σεπτέμβριος 2003

Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, κοινωνία, πολιτική,


πολιτισμός / επιμέλεια από Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew
μτφρ.: Θανάσης Τσακίρης, Βίκτωρ Τσακίρης
Αθήνα: Σαββάλας, 2003 - (Κοινωνικές Επιστήμες=Social Sciences).

1. Κοινωνική αλλαγή I. Hall, Stuart II. Held, David III. McGrew, Anthony
IV. Τσακίρης, Θανάσης V. Τσακίρης, Βίκτωρ
303.4-dc21

Σελίδες 576 Σχήμα 17x24


ISBN 960-460-899-1, ΚΑ 21961

Απαγορεύεται κάθε ολική ή μερική αναπαραγωγή του έργου


με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη

Εκδόσεις Σαββάλα
Ζωοδ. Πηγής 18,106 81 Αθήνα
τηλ.: 210-33.06.135-6 Fax: 210-33.06.137
www.savalas.gr
e-mail: info@savalas.gr

Κεντρική διάθεση: Βιβλίο ροή


Τζαβέλλα 14,106 81 Αθήνα
τηλ.: 210-33.02.600 Fax: 210-33.06.943

Εικόνα εξωφύλλου:
Φωτογραφίες της Jenny Holzer (Νέα Υόρκη)
και του I), Hoffman (διαδήλωση οικολόγων)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Τ Ο ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Gregor McLennan
Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Μάσεϊ, Νέα Ζηλανδία

1. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η : Η Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Α ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ εκθέσαμε τις κυριότερες παρεμ-


βάσεις σχετικά με τις μεταβαλλόμενες δομές και τη δυναμική των
σύγχρονων (κυρίως δυτικών) κοινωνιών. Ορισμένες φορές αυτές οι
συζητήσεις αφορούν κοινωνικές διεργασίες, όπως η διαφοροποίηση
της αγοράς, η αναδιάρθρωση των επαγγελμάτων και η οικονομική ή
πολιτική «παγκοσμιοποίηση». Μερικές φορές το επίκεντρο φαινόταν
να είναι περισσότερο πολιτικό, πολιτιστικό και βιωματικό: η μεταβαλ-
λόμενη αντίληψή μας για την προσωπική ταυτότητα και την πολιτική
ένταξη, παραδείγματος χάρη. Βεβαίως, το βασικό ερώτημα ήταν αν
έρχεται το τέλος της «νεωτερικότητας» ή αν έχει κιόλας έρθει, δίνο-
ντας τη θέση της σε μια κατάσταση «μετανεωτερικότητας».
Το παρόν κεφάλαιο αφορά τη μεταβαλλόμενη φύση της σύγχρονης
κοινωνικής σκέψης. Μια εξέταση του θέματος αυτού επιβεβαιώνει,
ίσως ακόμη πιο πολύ από κάθε άλλο θεματικό πεδίο, πόσο ριζική είναι
η πρόκληση της «μετανεωτερικότητας», κι αυτό γιατί η κρίση και η
(υποτιθέμενη) υπέρβαση της νεωτερικότητας δεν είναι απλώς θέμα οι-
κονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών διεργασιών αλλά και η κρίση
ενός ολόκληρου τρόπου κατανόησης του κοινωνικού κόσμου, ένας προ
πολλού καθιερωμένος τρόπος «εξοικείωσης» με την κοινωνία. Οι με-
ταμοντέρνοι θεωρητικοί λένε ότι ένας μεταβαλλόμενος κοινωνικός κό-
σμος απαιτεί μια εντελώς διαφορετική μέθοδο στοχασμού πάνω στη
σημερινή μας ύπαρξη. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι ακριβώς
όπως αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες, έτσι αλλάζουν οι έννοιες και 477
II NIM I UPI KOTHTA III MBH A

οι κατηγορίι ζ που χρηοιμί»ποιούμε yicx να κατανοήσουμε την κοινω-


νία. Συνεπούς, ως κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να «αποδομήσουμε»
εκ θεμελίων τον τρόπο μι ιον οποίο συνήθως βλέπουμε το κοινωνικό
περιβάλλον. Αυτό σημαίνει να εξετάσουμε και ίσως ακόμη να απορρί-
ψουμε ορισμένες από ης βασικές ιδέες και φιλοδοξίες του Διαφωτι-
σμού του 18ου αιώνα. Να γιατί ετούτο το κεφάλαιο μας καλεί να «επι-
σκεφθούμε ξανά» ολόκληρο το πρόταγμα του Διαφωτισμού για την
κοινωνική επιστήμη.
Σημειώστε ότι, μιλώντας για «πρόταγμα του Διαφωτισμού», δεν
υπονοούμε μια συνολικά ενιαία θεωρία ή ένα οργανωμένο πνευματι-
κό κίνημα, αν και, προφανώς, η φράση προτείνει κάτι σκόπιμο και συ-
νεκτικό. Έ ν α ς τέτοιος βαθμός ενότητας και σκοπού δεν υπήρχε ακόμη
και ανάμεσα στους αρχικούς φιλοσόφους· και σήμερα όσοι νιώθουν
την επιθυμία να διατηρήσουν κάτι από την κληρονομιά του Διαφωτι-
σμού δε μοιράζονται αναγκαστικά ένα ιδιαίτερο σύστημα πεποιθή-
σεων ούτε κάποιον «-ισμό» όπως οι μαρξιστές ή οι φεμινίστριες. Υπάρ-
χει, λοιπόν, κάτι ελαφρώς παραπλανητικό στον όρο «πρόταγμα του
Διαφωτισμού».
Και όμως είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι υφίσταται μια δέσμη βα-
σικών υποθέσεων και προσδοκιών σχετικά με τη φύση της σύγχρονης
κοινωνικής θεωρίας, τις οποίες συμμερίζεται ένας σημαντικός αριθμός
κοινωνικών επιστημόνων και πηγάζουν από τις κλασικές επιστημονι-
κές προσδοκίες του 18ου και του 19ου αιώνα. Σήμερα, αυτές οι υποθέ-
σεις μπαίνουν κάτω από το θεωρητικό μικροσκόπιο και, ανεξάρτητα
από το κατά πόσο η τελική απόφαση είναι να διατηρηθούν ή να απορρι-
φθούν, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ότι σχηματίζουν ένα πολύ ισχυρό και
διακριτό σύνολο πεποιθήσεων και προσδοκιών σχετικά με το ρόλο της
γνώσης για τη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Υπό αυτή την έν-
νοια, η ιδέα ενός «προτάγματος» -μιας γενικής προσδοκίας- φαίνεται
ότι είναι η καλύτερη λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε για την κληρονο-
μιά του Διαφωτισμού αντί ενός άνοστου όρου, όπως «πρόβλεψη» ή
«προοπτική».
Με ποια έννοια όμως δέχονται επίθεση οι ιδέες του «προτάγματος
του Διαφωτισμού»; I Ιάρτε, για παράδειγμα, μια προδήλως κεντρική
ιδέα: η επιστημονική μελί" ι η κάποιου πράγματος που αποκαλείται
«κοινωνία». Εξαρχής, αυτή η πρόταση υποδηλώνει ότι ένα αρκετά συ-
478 νεκτικό και ενιαίο σύνολο αλληλοσχι η^όμενων φαινομένων, που
ΙΌ 111*0 Γ ΑΙ ΜΑ ΓϋΥ Al ΑΦΜ I I ? MOV Y I I U Ö I I A N B E i T A S H

υπάρχει «έξιυ από μας», τρόπος του λέγειν, ιύκολα υπόκειται ατον
κοινωνιολογικό στοχασμό «μέσα μας». Επομένως, στην κοινωνιολογι-
κή γνώση, η πραγματική κατάσταση ενός μοναδικού όντος (κοινωνία)
συλλαμβάνεται διανοητικώς μέσα από αφηρημένες κοινωνιολογικές
έννοιες και κατάλληλες ερευνητικές μεθόδους.
Όμως, σ' αυτό το σημείο εμφανίζεται ο μεταμοντέρνος και λέει:
Για σταθείτε, είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι μπορούμε ακόμη να
προβούμε και σ' ετούτη την αρχική διάκριση μεταξύ του τι είναι «έξω
από μας» και τι είναι «μέσα μας»; Επιπλέον, ποιος μας δίνει το δικαίω-
μα, ρωτάει, να θεωρήσουμε την κοινωνία ως ολότητα, ως ενιαία και
συνεκτική οντότητα; Γιατί δεν είναι απλώς μια ετερόκλητη συλλογή
από άσχετα αποσπάσματα; Και πώς μπορούμε να διακρίνουμε εάν οι
έννοιές μας πραγματικά «συλλαμβάνουν» ή «αντανακλούν» αυτή την
οντότητα που αποκαλείται κοινωνία; Πράγματι, ποιος μπορεί να πει
με τι ουσιαστικά ισοδυναμεί η «γνώση της κοινωνίας»;
Μια τέτοια σειρά προκλητικών ερωτήσεων δεν είναι μονοπώλιο
των μεταμοντέρνων - πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες τις έχουν θέσει.
Όμως, ειδικά οι μεταμοντέρνοι είναι πεπεισμένοι ότι σήμερα, περισ-
σότερο από ποτέ, πρέπει να εκφράζουμε ανοιχτά την αβεβαιότητά μας
σχετικά με το καθεστώς όλων των εννοιών και των αποτελεσμάτων της
κοινωνικής επιστήμης. Αυτό το ενδιαφέρον να διαταράξουν τις βασι-
κές έννοιες της κοινωνιολογίας εξηγεί γιατί ένα από τα κείμενα στο τέ-
λος του κεφαλαίου, Η μεταμοντέρνα κατάσταση του Λιοτάρ, έχει τον
υπότιτλο «Αναφορά στη γνώση» αντί «Αναφορά στην κοινωνική αλλα-
γή». Όντως, για ν' αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τη μετανεωτερική
κοινωνία, με άλλα λόγια, δεν αρκεί να καταγράφουμε και να συλλογι-
ζόμαστε τις αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες* η ίδια η μορφή και το
περιεχόμενο του κοινωνιολογικού στοχασμού πρέπει να αναπροσανα-
τολιστούν θεμελιωδώς.
Στο σημείο αυτό, έχει σημασία να αποσαφηνιστεί η σχέση ανάμεσα
στην κοινωνική επιστήμη και στη φιλοσοφία ή επιστημολογία (δηλαδή
τη θεωρία της γνώσης). Θα μπορούσατε να πείτε, για να αρχίσουμε από
κάπου, ότι μόνο οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται πρωταρχικά για επιστημο-
λογικά ερωτήματα, όπως «τι είναι γνώση;» ή «τι είναι αλήθεια;». Οι κοι-
νωνικοί επιστήμονες, αντιθέτως, ενδιαφέρονται πρωταρχικά για τη δια-
τύπωση άποψης σχετικά με την ανθρώπινη κοινωνία και για την ανά-
πτυξη θεωριών όσον αφορά τη δομή και τη δυναμική της. Μολαταύτα, 479
Μ Νίο Ι ι M U NI T Λ ÏI ι Μ Μ Α

οιχοινωνιχοί » πιστημονι »ιμπλι κονται or φιλοσοφικά ζητήματα μόνο


ως «συμπληρωματική >> ι νασχόληση. Κι αυτό γιατί είναι αδύνατο να κα-
τανοήσουν την κοινωνί<ι < υιλοκ, mιρ<εΐηριόντας και βλέποντας τι υπάρ-
χει εκεί. Χρειαζόμαοττ θεωρίες για την κοινωνία για βαθύτερη κατα-
νόηση. Ακόμη, όπως είναι αρκετά γνωστό, συνήθως υπάρχει μια ποικι-
λία θεωριών και ερμηνειών από τις οποίες μπορεί να αντλήσει κανείς
στοιχεία για οποιοδήποτε κοινωνιολογικό πεδίο. Αυτές οι διαφορετικές
θεωρίες συχνά μας παρουσιάζονται με πολύ διαφορετικά «γεγονότα»,
διαφορετικές «εικόνες» και διαφορετικές εκδοχές για το τι είναι τελικά
η κοινωνία. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες, μολονότι ενδιαφέρονται
πρωταρχικά για την κοινωνία, ασχολούνται και με ζητήματα σχετικά με
την αλήθεια, τη γνώση και την εγκυρότητα, επειδή οι θεωρίες πρέπει να
αναμετρώνται και να αιτιολογούνται. Η δε διαδικασία αιτιολόγησης
εγείρει αναπόφευκτα το ερώτημα για το πώς γνωρίζουμε ότι μια θεω-
ρία ή εκδοχή για την κοινωνία είναι πιο καλή ή πιο σωστή από μία άλλη.
Επιπλέον, όταν γίνεται αποδεκτό ότι πολλοί από τους εμφανέστατα
«δύσκολους» όρους της κοινωνιολογίας -όπως «τάξη», «κοινωνική
δράση» ή «διάδραση», ακόμη και «κοινωνία»- είναι οργανωτικές έν-
νοιες όσο και χειροπιαστές οντότητες, τότε για άλλη μια φορά η κοινω-
νική επιστήμη βυθίζεται σε μια συμπληρωματική ενασχόληση με την
επιστημολογία. Θέλουμε να ρωτήσουμε: Γιατί αυτή η έννοια και όχι κά-
ποια άλλη; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στις κοινωνιολογικές έννοιες
και στην κοινωνική πραγματικότητα; - και ούτω καθεξής.

2. Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ι Σ Μ Ο Σ Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Ν Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο Υ

Ο Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στο «ξεκίνημα» της χαρακτηριστικά


σύγχρονης δυτικής κοινωνίας και καθόρισε πολλές από τις ιδέες και
διαδικασίες της σύγχρονης δυτικής κοινωνικής επιστήμης (βλ. Hall και
Gieben, 2003, Κεφ. 1). Η μεταμοντέρνα πρόκληση κατά του μοντέλου
κοινωνικής γνώσης του Διαφωτισμού συνεπάγεται είτε την πλήρη
απόρριψη είτε, τουλάχιστον, τη σοβαρή αμφισβήτηση των ακόλουθων
χαρακτηριστικών δογμάτων του Διαφωτισμού:

• Την άποψη οτι η γνώση μα για ι ην κοινωνία, όπιοςκαιη ίδια η


κοινοονία, έχει χαρακι ηοιοιι κα υλαηικπ, tuHHMQWTixà και σαφώς
προοόεντικά.
T O IHM) I ΛΙ ΜΑ ! 4 1 Α # Ι Ι I I - MU > | HT ) Ι Π Α Ν Ι Ι Ι Τ Α Σ Μ

• Ότι μπορουμι ν<* ι πιιυχουμι ι i|V ηφΗολογίχή γνώση της κοίνο)-


νίας.
• Ότι η γνώση αυτή είναι καθολική και συνεπώς αντικειμενική.
• Ό τ ι η κοινωνιολογική γνώση είναι τόσο διαφορετική όσο και
ανώτερη σε σχέση με «διαστρεβλωμένες» μορφές σκέψης, όπως η ιδεο-
λογία, η θρησκεία, η κοινή λογική, η δεισιδαιμονία και η προκατάληψη.
• Ότι η κοινωνική επιστημονική γνώση, από τη στιγμή που θα τεκ-
μηριωθεί και θα τεθεί σε εφαρμογή, μπορεί να οδηγήσει στην πνευμα-
τική απελευθέρωση και στην κοινωνική βελτίωση της ανθρωπότητας
γενικώς.

Εν περιλήψει, η μεταμοντέρνα θέση είναι ότι όχι μόνο έχουν αρχί-


σει να αλλάζουν δραματικά οι δομές της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά
και ότι τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνικής σκέψης είναι ξεπερασμέ-
να και δογματικά.
Υπάρχουν τρεις κύριες πιθανές απαντήσεις σ' αυτή την κριτική θέ-
ση. Η μία είναι να γίνει αποδεκτή ως έγκυρη και, κατά συνέπεια, να
αποδυθούμε στη σαφή διατύπωση μιας άποψης με όρους πέραν του
Διαφωτισμού για την κοινωνιολογική έρευνα. Η δεύτερη απάντηση εί-
ναι να αρνηθούμε τη μεταμοντέρνα πρόκληση και με διάφορους τρό-
πους να υπερασπίσουμε το πρόταγμα του Διαφωτισμού. Η τρίτη απά-
ντηση είναι να αναζητήσουμε μια συμβιβαστική λύση κατά κάποιον
τρόπο* για παράδειγμα, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι, ως αποτέλε-
σμα της μεταμοντέρνας κριτικής, σήμερα το πρόταγμα του Διαφωτι-
σμού φαίνεται μάλλον εξαντλημένο ή δογματικό ή σε κατάσταση κρί-
σης. Μπορούμε επίσης να αισθανθούμε ενδεχομένως ότι ο ίδιος ο με-
ταμοντερνισμός έχει μερικές εποικοδομητικές απαντήσεις στη σειρά
των δύσκολων ερωτημάτων που εγείρει.
Η δομή του κεφαλαίου ακολουθεί τη λογική της συζήτησης όπως
σκιαγραφήθηκε. Τα δύο επόμενα υποκεφάλαια παραπέμπουν σε σύ-
ντομα αποσπάσματα από τον Λιοτάρ και τον Χάμπερμας αντίστοιχα.
Κατόπιν, εξετάζω τις αντιδράσεις στις θέσεις αυτών των δύο, που είναι
είτε υπέρ του Χάμπερμας είτε υπέρ του Αιοτάρ είτε ουδέτερες. Τέλος,
παραθέτω τη δική μου αξιολογική θεώρηση που περιλαμβάνει μια
ανακεφαλαίωση για ιο πώς η <τυ'0|τη(τη ι /τηρΓάζει δύο από τις πιο ση-
μαίνουσες παρα δοοιι η) κοινωνική·, ι πιστημης, δηλαδή το μαρξισμό
και το φεμινισμό.
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΙ Ι'Λ

3. Λ Ι Ο Τ Α Ρ : Ε Γ Κ Α Τ Α Λ Ε Ι Π Ο Ν Τ Α Ι Τ Ι Σ ΜΕΤΑ-ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ

Α ς αρχίσουμε αναλύοντας ένα σύντομο ανάγνωσμα μιας προσωπικό-


τητας-κλειδί στο στρατόπεδο κατά του Διαφωτισμού, του Ζαν-Φραν-
σουά Λιοτάρ. Το βιβλίο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση πρωτοεκδόθη-
κε στη Γαλλία το 1979 και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1984 (στα ελ-
ληνικά το 1988), προκαλώντας σάλο στην κοινωνική φιλοσοφία.

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 Διαβάστε το Κείμενο Α', «Εγκαταλείποντας τις μετα-


αφηγήσεις για τη νεωτερικότητα» του Ζαν-Φρανσουά
Λιοτάρ, στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου.

Κατά τη γνώμη μου, ο Λιοτάρ τείνει να ορίσει τη «μεταμοντέρνα


εποχή» με όρους τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών, που αναφέ-
ρονται σε προηγούμενα κεφάλαια. Δεν πρόκειται όμως γι' αυτή καθ'
εαυτήν τη «μεταμοντέρνα εποχή». Για τον Λιοτάρ, ο τελευταίος όρος
επιφυλάσσεται για την κατάσταση ή το καθεστώς της γνώσης σχετικά
με την κοινωνία, για τη γνώση του εαυτού μας στη νεωτερική εποχή.
Αφορά, έτσι, το βασικό εννοιολογικό πλαίσιο που υιοθετούμε για να
καταλάβουμε τη σύγχρονη ζωή. Αυτή η εστίαση στη γνώση συνεπάγε-
ται την ανάπτυξη μιας επιστημολογικής παρά μιας ουσιαστικής ροπής
σχετικά με το θέμα κατά πόσο η νεωτερικότητα περνά (έχει περάσει)
στη μετανεωτερικότητα. (Επιστημολογική = αφορά έννοιες της γνώ-
σης* ουσιαστική = αφορά θέματα εμπειρίας.)
Ο Λιοτάρ ισχυρίζεται ότι το κύριο στοιχείο της προσέγγισης του Δια-
φωτισμού στη γνώση αποτελεί η φροντίδα να είναι επιστημονικά αιτιο-
λογημένη. Η επιστήμη με την έννοια αυτή υποθέτει την «αντικειμενική»
και «αμερόληπτη» γνώση του κόσμου και έρχεται σε οξεία αντίθεση με
αυτό που ο Λιοτάρ αποκαλεί «αφηγήσεις», δηλαδή τις μυριάδες ιστο-
ρίες ή «μύθους» που επινοούμε για να δώσουμε νόημα και σημασία στη
ζωή μας. Αυτές οι ιστορίες ή αφηγήσεις μπορεί να είναι προσωπικές,
πολιτικές, ηθικές, μυθικές, θρησκευτικές ή οτιδήποτε. Το θέμα όμως,
όσον αφορά την άποψη του Διαφωτισμού για τη γνώση, είναι ότι οι αφη-
γήσεις δεν παράγουν πραγματική γνώσι; (δηλαδή καθολικά έγκυρες αρ-
χές ή νόμους), ανεξαρτήτων αν είναι νόμοι της φύσης ή της κοινωνίας.
482 Αντιθέτως, οι α<ι ηγήσι ι υπάρχουν για ν α μας προσφέρουν υπαρξιακές
ΓΟ 11FÜ I Al MA JO ν άΙΛΦΜΤΙΧΜΟΥ Y l l ü ΕΠΑΝΕ3ΕΤΑΣΗ

ή ιδεολογικές παραμυθίες καΟ(ός περνάει η ζωή μας και κηλιδώνονται


ανεπανόρθωτα -σε σύγκριση με τις επιστημονικές αλήθειες από τον
ουσιαστικό, τοπικό, κοινωνικό και προσωπικό περίγυρο. Η βασική υπό-
θεση που διέπει τη σκέψη του Διαφωτισμού, κατά τον Λιοτάρ, είναι πο-
λύ πιο φιλόδοξη από αυτή, δηλαδή ότι η κοινωνία «έξω από μας» μπορεί
προοδευτικά να «κατανοηθεί» από την κοινωνική επιστημονική σκέψη,
χωρίς οποιαδήποτε απολύτως προσφυγή στα μιάσματα και στις παραμυ-
θίες των προσωπικών και κοινωνικών αφηγήσεων.
Εντούτοις, ο δραματικός ισχυρισμός που διατυπώνει ο Λιοτάρ είναι
ότι όλη αυτή η εικόνα του Διαφωτισμού για την «καθαρή» γνώση δεν
αποτελεί τίποτε άλλο παρά έναν πανίσχυρο μύθο* στην ουσία, πρόκει-
ται για ένα είδος αφήγησης. Σήμερα, ενώ το επιστημονικό ενδιαφέρον
για την αντικειμενική γνώση μπορεί να μην είναι μια παρηγορητική
ιστορία, μολαταύτα αυτό το ενδιαφέρον αιτιολογείται ή «νομιμοποιεί-
ται» σταθερά με αναφορά σε ένα χρονικό υψηλότερου επιπέδου που ο
Λιοτάρ αποκαλεί «μετα-αφηγήσεις». Ανάμεσα στις σημαίνουσες μετα-
αφηγήσεις των τελευταίων 200 ετών που έχουν χρησιμεύσει στη νομι-
μοποίηση του μύθου για την αντικειμενική επιστήμη, ο Λιοτάρ συγκα-
ταλέγει τους ηρωικούς θρύλους της «δημιουργίας του πλούτου», του
«εργαζόμενου υποκειμένου» και της «διαλεκτικής του πνεύματος».
Εκείνο στο οποίο καταλήγει ο Λιοτάρ είναι ότι οι προσδοκίες για την
επιστημονική γνώση δεν είναι ποτέ τόσο «αγνές» όσο διατείνεται η σκέ-
ψη του Διαφωτισμού. Η επιστημονική πρόοδος, για παράδειγμα, συχνά
θεωρείται αναγκαίος και κρίσιμος παράγοντας της εφόδου προς τη βιο-
μηχανική και εμπορική ανάπτυξη («η δημιουργία του πλούτου»). Και η
οικονομική ανάπτυξη θεωρείται με τη σειρά της προϋπόθεση της αν-
θρώπινης ευημερίας και του πολιτισμού. Οι μαρξιστές θεωρητικοί θα
παρουσίαζαν μια κάπως διαφορετική μετα-αφήγηση, λέγοντας ότι η επι-
στήμη τελικά εξυπηρετεί, ή θα έπρεπε να εξυπηρετεί, την απελευθέρω-
ση της ανθρωπότητας (δηλαδή «το εργαζόμενο υποκείμενο») από την
εκμετάλλευση, την εργασία και το μόχθο. Άλλοι φιλόσοφοι έχουν αντι-
ληφθεί την ανθρώπινη πρόοδο από την άποψη της Προόδου των ιδεών
αυτών καθαυτών, δημιουργώντας ένα δυνητικό σπειροειδές σχήμα
πνευματικής χειραφι ο|<της(«τη διαλεκτική του πνεύματος»).
Έτσι, φαίνι ιαι ι πιι^λους οτι πολλι υποτιθέμενες αντικειμενικές
βλέψεις για την Γ/τιοτήμη πνΗ/ιοφηυπα τείνουν να πλαισιώνονται από
κάποιου είδους μι* γ«« α<|Γ|γΐ|οΐ|, /im» υποδηλώνει σαφώς τις αξιολογι- 483
II NI'U I I IM KO I M I Λ X I I M I l'A

κές έννοιες της κοινοτικής προόδου και της (ανθρώπινης χειραφέτη-


σης. Η χειραφέτηση εδώ είναι, εάν θέλετε, το τέλος του χρονικού και η
επιστήμη μάς καθιστά ικανούς να αντιληφθούμε καθαρά την ουσία του
χρονικού της ανθρώπινης προόδου.
Από μόνη της η επιστήμη όμως δεν μπορεί να καλύψει το σύνολο
της μετα-αφήγησης, γιατί, σύμφωνα με τον Λιοτάρ, είναι το έργο ενός
συγκεκριμένου λόγου που έγινε γνωστός ως φιλοσοφία. Η φιλοσοφία
και όχι η επιστήμη αποφασίζει για το τι θα ταξινομηθεί ως «πραγματι-
κή» επιστήμη και τι θα στιγματισθεί ως «απλή» αφήγηση. Η φιλοσοφία
υπάρχει για να μας ενημερώνει ποια είναι τα πραγματικά θέματα της
ουσίας και του σκοπού της ιστορίας της ανθρώπινης προόδου και γνώ-
σης. Εντέλει, η φιλοσοφία κρίνει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Ο Λιοτάρ προτείνει επίσης ότι αυτή η νεωτερική έννοια της γνώ-
σης, που αναδεικνύει μια αγαστή συνεργασία ανάμεσα στην ενασχό-
ληση, στην επιστήμη και στο νομιμοποιητικό λόγο της φιλοσοφίας,
πρέπει να εγκαταλειφθεί εντελώς. Αντί να επιδιώκουμε την αλήθεια,
πρέπει ανοιχτά να ασπαστούμε τη μετανεωτερική κατάσταση της αβε-
βαιότητας και της «αγωνιστικής» (δηλαδή των ρητορικών διαξιφι-
σμών). Εδώ υπάρχουν δύο αιχμές στην επίθεση του Λιοτάρ.
Η μία είναι πράγματι ένα θέμα λογικής και υπονοείται απ' όσα εί-
παμε μέχρι τώρα. Εάν το αντικειμενικό κύρος της «επιστήμης» στην
πράξη αποδεικνύεται πάντοτε ότι στηρίζεται σε κάποιου είδους μετα-
αφήγηση ή σε κάτι άλλο -που κανένα τους δεν μπορεί «αντικειμενικά»
να αποδειχθεί ή να διαψευστεί, αλλά το καθένα λειτουργεί ως φιλοσο-
φική εκλογίκευση ανθρωπίνων ιδεολογιών-, τότε η ίδια η αξίωση για
αντικειμενικότητα και ουδετερότητα ως προς τις αξίες είναι πλαστή,
απατηλή και αυτοακυρούμενη. Επιπλέον, εάν το έμβλημα της «αντικει-
μενικότητας» είναι απλώς ανύπαρκτο, τότε καμία μετα-αφήγηση δεν
είναι εγγενώς «προνομιούχα» σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη. Αλλά
εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να είμαστε πολύ δύσπιστοι
σχετικά με τις αξιώσεις για την ύστατη αλήθεια όλων των μετα-αφηγή-
σεων. Ο Λιοτάρ ορίζει την κατάσταση της μετανεωτερικότητας ως
«δυσπιστία απέναντι στις μετα-αφηγήσεις», ανεξαρτήτως εάν οι τε-
λευταίες αφορούν την ιστορική πορεία του λόγου, του πολιτισμού, του
πλούτου ή του προλεταριάτου.
Η δεύτερη αιχμή un» επιχειρήματος του Λιοτάρ είναι πιο κοινωνιο-
484 λογική αντί για φιλοσοφική. Αναφι μι ται στις σημαντικές αλλαγές που
Ι Ο IHM) ! AL ΜΛ Ι Ό Υ Λ Ι Α Φ Ϋ Ι Π Μ Ο Υ Υ Π Ο Ε Π Α Ν Ε Ξ Ε Τ Α Σ Η

λαμβάνουν χο>ρα στον συνολικό τρόπο συλλογής και διάδοσης το>ν


κοινωνικοί πληροφορκόν. Και τελικά «γνώση» είναι ακριβώς αυτό: η
αποθήκευση και η περιβάλλουσα «αίγλη» ορισμένων ειδο>ν λόγου και
πληροφοριών. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε υπονοεί ότι απλώς
δεν υφίσταται σήμερα χώρος για μια άποψη σχετικά με τη γνώση που
να τη θεωρεί προνομιούχο ενιαίο σώμα διανοημάτων, το οποίο υπάρ-
χει στο συλλογικό νου και φρουρείται από μια άγρυπνη ελίτ επιστημό-
νων, φιλοσόφων και ακαδημαϊκών. Αντιθέτως, η πραγματικότητα της
γνώσης σήμερα είναι μια τεράστια ποικιλία «κινήσεων» στο πλαίσιο
πραγματιστικών «λόγων» ή «γλωσσικών παιγνίων», που όλα απευθύ-
νονται σε πολύ συγκεκριμένα ακροατήρια, από τα οποία το καθένα
διαθέτει το δικό του κριτήριο πιστοποίησης και το καθένα ολοένα και
περισσότερο αντιμετωπίζεται στην πράξη ως οικονομικό εμπόρευμα
προς αγορά και πώληση, σύμφωνα με την αγοραία ζήτησή του.
Επιπλέον, η προχωρημένη τεχνολογία της μηχανογραφημένης απο-
θήκευσης πληροφοριών μάς ενθαρρύνει να αντιμετωπίζουμε τη γνώση
ως σύνολο πόρων και υπηρεσιών που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
και να μεταβιβάζουμε για ιδιαίτερους κοινωνικούς σκοπούς. Με το να
εκλαμβάνουμε τη γνώση πραγματιστικά και ρεαλιστικά, κατ' αυτό τον
τρόπο, ουσιαστικά καταστρέφουμε την ιερή «αίγλη» των μοντερνιστι-
κών αντιλήψεων για τη γνώση και την επιστήμη. Όμως, σημειώστε επί-
σης ότι το να «αποδομείς» τη γνώση, να αρνείσαι την ιερότητά της, να
την αφαιρείς από την κληρονομική μερίδα των φιλοσόφων, των λογίων
και των επιστημόνων δε σημαίνει, κατά τον Λιοτάρ, ότι αναγκαστικά
την απαξιώνεις εντελώς. Αντιθέτως, υιοθετώντας τη μεταμοντερνιστι-
κή άποψη για τη γνώση ως καλειδοσκόπιο περιορισμένων και εφήμε-
ρων γλωσσικών παιγνίων, μπορούμε να δούμε πόσο βαθιά στην καρ-
διά της μετανεωτερικής κοινωνίας βρίσκονται πραγματικά οι γνώσεις
(στον πληθυντικό και όχι στον ενικό αριθμό). Ο έλεγχος των πληροφο-
ριών, για παράδειγμα, είναι κρίσιμος παράγοντας σήμερα στην οικο-
νομική παραγωγή, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στα πολιτικά,
όπως και στη στρατιωτική ισχύ. ΊΓίποτ' άλλο δεν μπόρεί να είναι πιο
σημαντικό.

485
Il H II I Λ Ml Ml l'A

4. ΧΑΜ Π Ii Ρ Μ ΑΣ Y II I l'A II I / O N I Ai ΓΗ Ν EßTEPIKOTHTA


ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

Σ τ ο έργο του Λιοτάρ, ο Γιοΰργκεν Χάμπερμας αναφέρθηκε ως ένας


που ακόμη ενδιαφέρεται πάρα πολύ να «νομιμοποιήσει» τη γνώση με
την κλασική έννοια του Διαφωτισμού. Ο Χάμπερμας αναπτύσσει εκτε-
νώς εδώ και δεκαετίες την υπεράσπιση του «εγχειρήματος του Διαφω-
τισμού», όπως το αντιλαμβάνεται. Ενώ μεγάλο μέρος αυτού του πνευ-
ματικού έργου προχρονολογείται της «μετωπικής επίθεσης» του Λιο-
τάρ και είναι χρήσιμο για να δούμε τις απόψεις του Χάμπερμας ως ένα
είδος απάντησης σε μεταμοντέρνους όπως Λιοτάρ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 2 Διαβάστε το Κείμενο Β', «Η νεωτερικότητα: ένα ατελές


πρόταγμα», και το Κείμενο ΒΓ, «Ο φιλοσοφικός λόγος
της νεωτερικότητας» του Γιούργκεν Χάμπερμας.

Στις παρεμβάσεις αυτές, ο Χάμπερμας επεξεργάζεται λίγο περισ-


σότερο από τον Λιοτάρ τις απαρχές των φιλοδοξιών του Διαφωτισμού.
Μας υπενθυμίζει ότι μέρος του προτάγματος του Διαφωτισμού ήταν να
διαχωριστούν οι τρεις μορφές της ανθρώπινης σκέψης -επιστήμη, ηθι-
κή και τέχνη-, μορφές που είχαν κατά το παρελθόν ισοπεδωθεί όλες
μαζί σε μια συνολική κοσμοθεωρία, υπό την ηγεμονία θρησκευτικών ή
μεταφυσικών αρχών. Κατ' αυτή την έννοια, το πρόταγμα του Διαφωτι-
σμού ήταν πολύ λιγότερο «ολιστικό» απ' όσο υπονοούν συχνά ο Λιο-
τάρ και οι μεταμοντέρνοι.
Ο Χάμπερμας διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους ορθολογικό-
τητας, που αναπτύσσονται σύμφωνα μ' αυτόν το διαχωρισμό των γνω-
στικών σφαιρών. Οι «ειδικοί» κάθε σφαίρας φτάνουν στο σημείο να
ελέγχουν την πρόσβαση σ' αυτήν, και χρησιμεύουν για να προστατεύ-
ουν τη γνώση των ειδικών από τους εναγκαλισμούς του ευρύτερου κοι-
νού. Κατά μία έννοια, ο Χάμπερμας παραδέχεται ότι το πρόταγμα του
Διαφωτισμού ήταν πάντοτε ένα «ιδανικό» και όχι μια πραγματικότητα,
επειδή από την αρχή διαμορφώθηκε ένα είδος «αποσχιστικής» παρά-
δοσης που απομόνωσε και επαγγελματοποίησε τις διαφορετικές σφαί-
ρες της γνώσης. I Ιράγματι, ο Χάμπερμας φτάνει μέχρι το σημείο να
υποθέσει ότι η αρχική κατάτμηση («διάσπαση») της ορθολογικότητας
486 τείνει να οδηγεί <Tto riftoc ι;ων εΐ;< αομικευμένων πραγματιστικοί μορ-
I Q l i m Π Α 1 ΜΑ U M Α Ι Α Φ ο I I Μ π Ν ΥΠΟ Β Π Α Ν Ι Ι Ι Τ Α Ι Η

φώ ν γ νοητή ς που ι πισημαινονίαι απο μεταμοντέρνουςτύπου Λιοτάρ.


Μέχρι το σημείο αυτό, α Χαμπερμας 6ε διαφωνεί ότι η χρήση της γνο>-
οχ\ς μηχανογραφήθηκε, κα ι ηγοριυποιήθηκε, εμπορευματοποιήθηκε
και κατατμήθηκε. Ούτε είναι αφελής όοον αφορά μια ρεαλιστική προ-
οπτική ενός αγνού Διαφωτισμού. Όπως λέει, η θηριώδης ιστορία του
20ού αιώνα έχει συντρίψει αυτή την αισιοδοξία.
Τότε, ποια είναι η διαφωνία τους; Πρώτον, ο Χάμπερμας θέλει να
τονίσει τη σχετικά στενόμυαλη αντίληψη και οπισθοδρομικότητα της
προνεωτερικής εποχής. Στο πλαίσιο αυτό μας καλεί να θυμηθούμε το
θετικό ρόλο της εποχής του Διαφωτισμού. Δεύτερον, ο Χάμπερμας πι-
στεύει ότι έχουμε συναντήσει παλιότερα τους ομοίους του Λιοτάρ στην
ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας και της σύγχρονης τέχνης. Πράγμα-
τι, η ιστορία της νεωτερικότητας στην ευρύτερή της έννοια πρέπει να γί-
νει κατανοητή ως εμπεριέχουσα «εκείνα τα ακραία προγράμματα που
προσπάθησαν να αρνηθούν τη νεωτερικότητα». Ενώ συμφωνεί να δι-
δαχτεί κάτι από τα αντι-μοντερνιστικά κινήματα (όπως αυτά που προ-
τείνει σήμερα ο Λιοτάρ και εκείνα που πρότεινε ο Γερμανός φιλόσο-
φος Φρίντριχ Νίτσε κατά τον 19ο αιώνα), ο Χάμπερμας πιστεύει ότι τέ-
τοια κινήματα έχουν «αποτύχει» πνευματικά. Ιδιαίτερα στο δεύτερο
απόσπασμα, ο Χάμπερμας βασικά κατηγορεί τη «ριζική κριτική του λο-
γού» ή «νιτσεϊσμό» ότι μαζί με τα παλιόνερα πετάει και το μωρό: τόσο
συνολικά αρνητική είναι αυτή η κριτική, ώστε οι υποστηρικτές της ξε
χνούν τις ιδιαίτερα αμφίσημες όψεις της νεωτερικότητας και, πράγματι,
ξεχνούν τις θετικές συνεκδοχές της, ιδιαίτερα «τη δυνατότητα μιας αυ-
τοσυνείδητης πρακτικής, στην οποία η αλληλεγγύη της αυτοδιάθεσης
όλων έπρεπε να συνδεθεί με την αυτοπραγμάτωση του καθενός».
Τρίτον, μια τέτοια (άστοχη) συνολική κριτική του Διαφωτισμού και
της νεωτερικότητας καταλήγει αναπόφευκτα, πολιτικά μιλώντας, στην
απογοήτευση και στο συντηρητισμό. Αντιθέτως, εάν στηριχτούμε στις αρ-
χικές προθέσεις του Διαφωτισμού, τότε η αναζήτηση για ορισμένο βαθμό
καθολικότητας και αντικειμενικότητας συνδέεται ακόμα με την ελπίδα
ότι η γνώση μπορεί «να προο)0ήσει | | τη δικαιοσύνη των θεσμών, ακό-
μη και την ευτυχί< t τ< ι >ν < tv( ){>< < > π<ι rv ». ( ) Χάμπερμί*ς πκττεύει ότι μπορούμε
να διατηρούμε την ελπίδα χο>μκ, να nι φιουμε θύματα (^λοϊ,κίόν προσδο-
κιών και σε κάθε περυττωση, Kara Π| γν<«>μη του, η εναλλακτική επιλογή
μοιάζει να είναι ουτε λίγο out ι ιιολυ ηα/ιόγνωση. Κατ' αυτή την έννοια
μόνο, το πρόγραμμα του Λιαί|>οΜΐσμοό ι χι ι ακόμη δρόμο να διανύσει. 487
II ΝΕΩΤΗΙΜΚΟ I II l'A i l M I l*A

Όμως, συνεπής στην αποστροφή του για την καθαρά αρνητική κρι-
τική, ο Χάμπερμας δε στηρίζει την υπόθεση του για την υποστήριξη
του εγχειρήματος του Διαφωτισμού αποκλειστικά crax (κατά την άπο-
ψή του) μειονεκτήματα των μεταμοντέρνων επιχειρημάτων. Επιπρο-
σθέτως, και με τρόπο πολύ διεξοδικό, συγκροτεί μια θεωρία γι' αυτό
που αποκαλεί επικοινωνιακή δράση ή επικοινωνιακό Λόγο. Η θεωρία
του (στα βασικά στοιχεία της οποίας θα επιστρέψω) διατυπώθηκε με
τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι από τη μια έγκυρη αναλυτικά ως περι-
γραφή των όρων μιας σημαντικής κοινωνικής διάδρασης και από την
άλλη πολιτικά προοδευτική ως κριτήριο για χειραφετημένες σχέσεις.

Ανακεφαλαίωση
Ο Λιοτάρ έχει ασκήσει κριτική τόσο στη λογική ασυνέπεια όσο και
στην κοινωνιολογική απλοϊκότητα του Διαφωτισμού ή της μοντερνιστι-
κής επιστημολογίας. Αντιθέτως, αρθρώνει μια μεταμοντέρνα επινόη-
ση για τα τοπικά πραγματιστικά γλωσσικά παίγνια και μια δυσπιστία
απέναντι σε όλες τις μετα-αφηγήσεις. Απαντώντας, ο Χάμπερμας πα-
ραδέχεται τις ελλείψεις του αρχικού εγχειρήματος του Διαφωτισμού
και τον σχολαστικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε η πίστη του
Διαφωτισμού στην επιστήμη. Μολαταύτα, θεωρεί ιστορικά προοδευτι-
κό το εγχείρημα του Διαφωτισμού σε σχέση με την προνεωτερικότητα
και τις προθέσεις του ακόμη προοδευτικές σήμερα, με δεδομένη την
προοπτική ενός μεταμοντέρνου συντηρητισμού. Μ' αυτές τις πεποιθή-
σεις, αποπειράθηκε να συγκροτήσει μια θετική θεωρία για τον επικοι-
νωνιακό Λόγο* θεωρία που διατηρεί και προωθεί ένα ιδεώδες ισότι-
μης, ορθολογικής και αδιαστρέβλωτης διάδρασης ανάμεσα στους κοι-
νωνικούς παράγοντες.

5. Σ Χ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Μ Ο Σ : Ε Ν Α Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Γ Ι Α Τ Ο
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ

Θ α μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το κεντρικό θέμα της συζήτη-


σης σχετικά με την προοπτική του εγχειρήματος του Διαφωτισμού στη-
ρίζεται στο ζήτημα του σχετικισμού. Σήμερα, πολλοί θα αποδέχονταν
την ιδέα ότι τα ήθη και οι τρόποι μιας κοινωνίας χαρακτηρίζουν τον
488 συγκεκριμένο τππο κοινωνκκ Μ' αυτή την έννοια, ο πολιτιστικός σχε-
ΓΟ IIP« M M I II» Ι Ι IL !' · . U M I II \ ΝI I ΓΛΙΙΙ

τικισμός ρ.μ^χtvitj «tu»»·, κιχπρή ßcanr| για να αρχίσει η διεξαγωγή κοι-


νωνικών ερευνών. ()μη> καια πόσο η υιοθέτηση του πολιτιστικού
σχετικισμού ως λογική βαοη για κοινωνική παρατήρηση απαιτεί ανα-
γκαστικά την (χποδοχή του γνωστικού σχετικισμού (δηλαδή της άπο-
ψης ότι δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοια πράγματα, όπως καθολικές αρ-
χές εγκυρότητας, αλήθειας ή ορθολογικότητας) είναι θέμα που αμφι-
σβητείται με πάθος. Οι επικριτές του προτάγματος του Διαφωτισμού
είναι πεπεισμένοι ότι η σύνδεση ανάμεσα στους δύο τύπους σχετικι-
σμού δεν μπορεί να σπάσει και ότι ένας πιο αυθεντικός Διαφωτισμός
δημιουργείται απλώς με την καθολική αποδοχή του σχετικισμού. Στην
απέναντι όχθη, οι υπερασπιστές του προτάγματος του Διαφωτισμού
αισθάνονται ότι ο πολιτιστικός σχετικισμός δε συνεπιφέρει αναγκα-
στικά το γνωστικό σχετικισμό, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να καταδικά-
σουμε οποιαδήποτε συμμόρφωση προς τη θεμελιωμένη πνευματική
εργασία. Όπως θα δούμε στο επόμενο κείμενο μας, αυτός είναι ο πρώ-
τος κύριος φόβος που επηρεάζει όσους είναι γενικώς υπέρ του Χά-
μπερμας και κατά του Λιοτάρ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 3 Διαβάστε το Κείμενο Γ', «Χάμπερμας: αυτονομία και


αλληλεγγύη» του Πίτερ Ντιους (Peter Dews).

Ό π ω ς ορισμένα άλλα κείμενα του παρόντος κεφαλαίου, η παρου-


σίαση του Ντιους ενδεχομένως να φανεί αρκετά ισχυρή κατά πρώτον,
κυρίως λόγω της παράθεσης τόσων διασήμων ονομάτων. Δεν είναι μο
νο οι Χάμπερμας και Λιοτάρ αλλά και οι Νίτσε, Βίτγκενσταϊν και Φε
γιεράμπεντ (Feyerabend). Γενικά είναι προς όφελος μας όταν εξετά-
ζουμε διάφορες παρεμβάσεις στην κοινωνική θεωρία να είμαστε εφο-
διασμένοι με μια τακτική προσέγγισήςτους, όπου προσπερνάμε τη
συρροή των παραθεμάτων από τους κύριους πρωταγωνιστές της συζή-
τησης και προσηλωνόμαστε στην κύρια γραμμή της επιχειρηματολο-
γίας που ξεδιπλώνεται (ασχέτως από τη βαρύτητα του ονόματος του
εκάστοτε ομιλητή ο οποίος παρελαύνει μπροστά μας).
Και στην πραγματικότητα, εάν είστε σε θέση να αναλάβετε το ρί-
σκο και να υπερβείτε το αισ()ημ< * ι ης ανεπάρκειάς σας (που σας διαβι
βαιώ ότι κι άλλοι το αισθάνονται για cov εαυτό τους συνήθως αδικαιο-
λόγητα), τότε ίνα κεψινο σαν oui ο ιου Ν πους προσφέρει μια ακριβή
καταγραφή διαμάχη ooovnij'oyrt ι ο σχετικι σμό. 4NC>
H ΝΒΜΤΕΡΙ ΚΟ'ΓΙ ITA MIM! l'A

Ο Ντιους ξεκινάει λέγοντας ότι, για τον Λιοτάρ και τον Νίτσε, ο κό-
σμος γίνεται αντιληπτός ως «πληθυντικός» - ένα τεράστιο σύνολο από
διαφορετικούς ανθρώπους, ιδέες, πεποιθήσεις και κριτήρια κρίσης.
Επιπλέον, υπονοεί ότι αυτός ο πληθυντικός για τον Λιοτάρ δεν επιδέχε-
ται περαιτέρω αναγωγή, δηλαδή κάθε απόπειρα να του προσδοθεί κά-
ποιου είδους ενότητα ή απόλυτο νόημα τον παραβιάζει ουσιαστικά. Η
εκδοχή του Λιοτάρ για το πλήθος-στον-κόσμο, όπως έχουμε ήδη δει,
αφορά την αντιμετώπιση του κοινωνικού κόσμου ως μιας σχεδόν ατέ-
λειωτης σειράς λόγων μικρής κλίμακας ή «γλωσσικών παιγνίων». Τα τε-
λευταία είναι σαφέστατα «ετερογενή» -δηλαδή εγγενώς διαφορετικά
και μη συγκρίσιμα-, ώστε σχεδόν εξ ορισμού δεν μπορούν να υπαχθούν
στην ίδια κατηγορία, σαν να είχαν τον ίδιο ή ακόμη παρόμοιο σκοπό ή
σημασία.
Ο Χάμπερμας όμως, σύμφωνα με τον Λιοτάρ, προσπαθεί να κάνει
ακριβώς αυτό: να «επιβάλει» την υποταγή στα μύρια τοπικά γλωσσικά
παίγνια σε ένα όμοιο καλούπι, μέσω του οποίου όλα εμφανίζουν την
ίδια κρυμμένη σημασία. Αυτό είναι, για τον Λιοτάρ, το θανάσιμο «λά-
θος» του Χάμπερμας.
Η απάντηση του Ντιους εντοπίζει «τρία διακριτά επίπεδα» ανα-
κριτικής, με τα οποία μπορούν να καταρριφθούν τα επιχειρήματα του
Λιοτάρ. Το ένα, τονίζει, είναι φιλοσοφικό. (Όταν οι θεωρητικοί ανα-
φέρονται σ' ένα φιλοσοφικό επιχείρημα, συνήθως εννοούν ότι υπάρχει
ένα θεμελιώδες ζήτημα λογικής ή ότι υφίσταται κάτι που αφορά τους
ίδιους τους ορισμούς των εννοιών που χρησιμοποιούνται από κάποιον
άλλο θεωρητικό, το οποίο καθιστά την υπό εξέταση θεωρία εσφαλμέ-
νη ή, ίσως, και αυτοαναιρούμενη.)
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ντιους ελέγχει τον Λιοτάρ επειδή
δημιούργησε μια «χρόνια σύγχυση» ανάμεσα σε δύο διακριτές ιδέες.
Από το γεγονός ότι υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός διαφορετικών
λόγων ή «γλωσσικών παιγνίων», ο Λιοτάρ συμπεραίνει εσφαλμένα ότι
δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κοινά μέτρα και σταθμά συνέπειας ή
εγκυρότητας που να διατρέχουν όλους τους λόγους, παρά τις αξιοση-
μείωτες μεταξύ τους διαφορές. Όμως, ο Ντιους ισχυρίζεται ότι πρό-
κειται για λαθεμένη συνεπαγωγή - ότι η δεύτερη ιδέα δεν προκύπτει
λογικά από την πρώτη.
Επιπλέον, ο Ντιους υποστηρίζει ότι, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο
49« Λιοτάρ, ο Χάμπερμας αποδέχεται πλήρως ότι υπάρχουν πολλαπλοί
ΙΟ 111*01 At MA ION àl ΑΦΜ I I > ΜΟΥ YIIO lillANHSti Γ Α Ι Ι Ι

λόγοι στις πολύπλοκες σύγχρονες κοινωνίες. Ο ίδιος ο Χάμπερμας,


βεβαίως, τείνει να τονίζει μόνο τρεις κύριους τύπους λόγου (επιστήμη,
τέχνη και ηθική), αλλά μπορούμε κιόλας να διανοηθούμε πολλά ακόμη
γλωσσικά παίγνια στην κοινωνία, το καθένα από τα οποία διέπεται
από κανόνες και όρους που κατά μείζονα λόγο προσιδιάζει σ' αυτό.
Τα εμπόριο, για παράδειγμα, μπορεί να εμπεριέχει ένα διακριτό είδος
γλωσσικού παιγνίου, όπως και ο αθλητισμός, η εργασία, η σχόλη, τα
ψώνια, ο έρωτας και ο πόλεμος. Και καθένα από αυτά τα «παίγνια» πι-
θανόν να διαφέρει, ανάλογα με τα διαφορετικά κοινωνικοπολιτιστικά
πλαίσια (π.χ., «Ανατολή» και «Δύση»), προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη
στρώμα στην πολυπλοκότητα των λόγων στα πλαίσια της κοινωνίας.
Ωστόσο, οι Χάμπερμας και Ντιους θέλουν να διατηρήσουν τη δυνα-
τότητα ώστε όλη αυτή η πολυπλοκότητα να μην εξαφανίσει την ανάγκη
για έννοιες με εγκυρότητα και με μεγάλο βεληνεκές που διέπουν όλους
τους επιμέρους μικρούς λόγους. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι λόγοι επι-
καλούνται ακριβώς το ίδιο κριτήριο εγκυρότητας. Κάθε γλωσσικό παί-
γνιο επιτρέπει ορισμένα είδη έγκυρων «κινήσεων». Κι όμως, στο πλαί-
σιο οποιουδήποτε γλωσσικού παιγνίου, όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει
να είναι εξίσου κατηγορηματικοί σχετικά με τους κανόνες που τα διέ-
πουν και πρέπει, με μία έννοια, να «συμφωνούν» να τους τηρούν, ακόμη
και μόνο για να δηλώνουν πρόσθετες διαφωνίες. Για τον Χάμπερμας
κάθε γλωσσική επικοινωνία συνεπάγεται μια «διαφωνία» αυτού του εί-
δους. Ό τ α ν δύο ομιλητές συναντούν ο ένας τον άλλο, ακόμη και μόνο
για να διαφωνήσουν, θεωρούν δεδομένες ορισμένες παραδοχές σχετι-
κά με την οργάνωση της ομιλίας και αναγκαστικά υποθέτουν ότι μπο-
ρούν να καταλήξουν σε συμφωνία, εάν επρόκειτο να αντιπαρατεθούν
για ορισμένα ζητήματα υπό συνθήκες ελεύθερες από στρεβλωτικούς
παράγοντες (π.χ., ελεύθερες από κυριαρχία). Αυτή η έννοια είναι ο πυ-
ρήνας για ό,τι ο Χάμπερμας αποκαλεί «το ιδεώδες του ορθολογικού λό-
γου», που στηρίζεται στην επικοινωνιακή δράση και βρίσκεται στον πυ-
ρήνα της θετικής θεωρίας του (για πληρέστερη περιγραφή, βλ. Bernstein,
1985).
Ο Ντιους ορίζει τη δεύτερη σειρά επιχειρημάτων του ως «πολιτικά»,
επειδή κατηγορεί τον Λιοτάρ για πολιτικό συμβιβασμό και συντηρητι-
σμό λόγω της ίδιας της χρήσης απ αυτόν του όρου «γλωσσικά παίγνια».
Έ ν α γλωσσικό παίγνιο δεν είναι απλώς Ο ε μα απλού τρόπου ομιλίας ή
ειδικής ορολογία·.. ΑντιΟτm» ία -παίγνια» αποτελούν σφαίρες δρά-
It Ν My lyiMMMIII \ M I M I l'A

σης που αφορούν την ανταλλαγή νοοτροπιών, αξιών, συμπεριφοράς


και στρατηγικής. Ί α παίγνια επισηι δίνουν αφορμή για σύγκρουση. Για
παράδειγμα, αν και τα νεαρα αγόρια παίζουν συχνά «πολεμικά παί-
γνια», ο ίδιος ο πόλεμος είναι ένα είδος «παιγνίου» δηλαδή ένα πρό-
τυπο δομημένης διάδρασης ανάμεσα σε ανθρώπους, με τους δικούς της
κανόνες συνεργασίας και σύγκρουσης (η «πρώτη κρούση», τα «αντί-
ποινα», η «εκεχειρία», η «ανάπαυλα στη μάχη» κτλ.). Κατά συνέπεια, ο
πόλεμος είναι ένα παίγνιο όπως πολλές ακόμη μορφές κοινωνικής διά-
δρασης, αλλά παίγνιο που δεν είναι καθόλου «προσποίηση»· είναι πέ-
ρα για πέρα αληθινός.
Ο Ντιους φαίνεται να πιστεύει ότι κάτι τόσο σοβαρό όσο ο πόλεμος,
ας πούμε, δεν πρέπει καθόλου να ονομάζεται «παίγνιο», ούτε ότι αυτά,
στην κυριολεξία, τα γεμάτα δράση παίγνια να ανάγονται στο γλωσσικό
τους στοιχείο. Έτσι, αντιτίθεται στην ίδια την ιδέα της κοινωνίας ότι συ-
γκροτείται στην ολότητά της από γλωσσικά παίγνια. Προτιμά τον όρο
«κοινωνική πρακτική», που περιλαμβάνει μια σχετική βαρύτητα. Φυσι-
κά, οι κοινωνικές πρακτικές εμπεριέχουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό τη
γλώσσα, αλλά δεν είναι αναγώγιμες στη γλωσσική τους πλευρά. Κατά
τον Ντιους, η συνήθης πρακτική του Λιοτάρ διαθέτει κάτι παραπάνω
από ίχνη φιλελεύθερης αυταρέσκειας, περίπου σαν μια φιλική κουβε-
ντούλα ή μια έριδα «αγωνιστική», δηλαδή ένας λεκτικός διαξιφισμός
γύρω από τη σημασιολογία, σαν να αρκούσε για να αντιμετωπιστούν
τόσο ζωτικής σημασίας κοινωνικά «γλωσσικά παίγνια» που αφορούν
τη ρύπανση, την αποβιομηχάνιση ή τον αλκοολισμό.
Στην πραγματικότητα, το δεύτερο μέρος της «πολιτικής» ένστασης
του Ντιους είναι μια επέκταση της παλιότερης «φιλοσοφικής» άποψής
του, κι εδώ είναι που ο Ντιους θέτει στην πιο πλήρη διάσταση το ζήτη-
μα του σχετικισμού. Ο Ντιους αρχίζει το επιχείρημά του υποστηρίζο-
ντας ότι ουσιαστικά η θέση του Λιοτάρ είναι σχετικιστική· κατόπιν
εξαπολύει την κατηγορία ότι η θέση του Λιοτάρ δεν είναι έγκυρη επει-
δή πέφτει στην παγίδα κάθε σχετικισμού, δηλαδή την αυτοαναίρεση.
Ας διερευνήσουμε πιο προσεκτικά αυτές τις αντιρρήσεις. Το πρώτο
θέμα προκύπτει επειδή ο Λιοτάρ ισχυρίζεται ότι όλα τα γλωσσικά παί-
γνια είναι εκ φύσεως ξεχωριστά το ένα από το άλλο - όλα έχουν δια-
φορετικούς θεμελιακούς κανόνες, λογική και κίνητρα, που με κανέναν
τρόπο δεν μπορούν vet αναχθούν το ένα στο άλλο ούτε μπορούν όλα να
492 υπαχθούν κάτω από κάποια ανώτερη αφηρημένη ιδέα όπως η «αλή-
I ( M U » U Î A 1 MA LUV Α 1 Α Φ Β Τ Ι ? MOV Υ Π Ο Β Π Α Ν Ε Ε Ε Τ Α Σ Η

θεια». Αρα, μοιαζι ι σαν να ιψοκυττπ ιοΓΐουδείςλόγοςή(η^)μιλητής


στο πλαίσιο ion λογού αυτού μπορεί να επικοινωνήσει αληθινά με
οποιονδήποτε άλλο. Οι λόγοι, κατ' αυτή την έννοια, είναι «απροσμέ-
τρητοι» - απλώς δεν μπορούν να συγκριθούν ή να κριθούν ο ένας ένα-
ντι του άλλου. Θα φαινόταν ότι, ως συνομιλητές στο πλαίσιο λόγων,
πρέπει να είμαστε «καθηλωμένοι» στο εσωτερικό τους, για πάντα απο-
κλεισμένοι από το δικαίωμα να αποφαινόμαστε «αντικειμενικά», σχε-
τικά με το κατά πόσο ένα λόγος είναι καλύτερος ή χειρότερος από τον
άλλο* ή κατά πόσο κάτι είναι σωστό ή λάθος, τελεία και παύλα.
Κλασικό παράδειγμα αυτού του σχετικιστικού διλήμματος είναι η
συζήτηση αναφορικά με τους «άλλους πολιτισμούς». Το ερώτημα είναι:
Πώς μπορεί ένας σύγχρονος, δυτικός, επιστημονικός πολιτισμός (λό-
γος) να κρίνει - ή ακόμη και να κατανοήσει επαρκώς- έναν αποκαλού-
μενο «ξένο» ή «πρωτόγονο» πολιτισμό, όταν τα κυρίαρχα στο πλαίσιο
ενός λόγου πρότυπα και νοήματα δεν έχουν κανένα απολύτως αντίστοι-
χο τους στο πλαίσιο του άλλου; Είναι προτιμότερο τότε, λένε οι σχετικι-
στές, να αποδεχτούμε απλώς αυτές τις ενδιαφέρουσες διαφορές ανάμε-
σα σε πολιτισμούς/λόγους και να προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε
όσο το δυνατόν καλύτερα με ευμενή και μη κριτικό τρόπο. Εκείνο που
δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να τα αντιπαραβάλλουμε με ανυπόστα-
τες αφηρημένες έννοιες όπως αλήθεια, ομορφιά κ.ο.κ., μιας και κάθε
πολιτισμός έχει τα δικά του πρότυπα για τα ζητήματα αυτά. Έπεται ότι
κανείς δεν είναι ποτέ σε θέση να διαβεβαιώσει την αλήθεια και την
εγκυρότητα οιασδήποτε σειράς «οικουμενικών» αρχών με τις οποίες να
διατυπώνονται συγκριτικές κρίσεις ανάμεσα στις κοινωνίες. Και από
αυτό συνεπάγεται ότι κανένας πολιτισμός δεν είναι πραγματικά οικου-
μενικός: όλοι είμαστε «εγκλωβισμένοι» στις νόρμες της δικής μας εφή-
μερης και ιδιαίτερης, τοπικά και ιστορικά προσδιορισμένης, «ρωγμής».
Η οποιαδήποτε διαφορετική σκέψη, λένε οι σχετικιστές, είναι απλή
ψευδαίσθηση, μια εντελώς λαθεμένη προσπάθεια του ανθρώπου να
αποκτήσει την αδύνατη «θεϊκή έποψη» για τον κόσμο.
Για τους «αντικειμενιστές» όμως αντό το σχετικιστικό επιχείρημα
είναι απατηλό και το συμπέρασμά του μια καρικατούρα. Πρώτον, η
παραδοχή και μόνο ότι μπορούμε να κατανοήσουμε κάτι από έναν άλ-
λο πολιτισμό/λόγο σημαίνει, παραδοχή , να αποδεχτούμε ότι ορισμέ-
να πράγματα μπορούν va (h ωυη^ουν ι ιοου σημαντικά για πολύ δια-
φορετικούς πολιτισμού* Λιυιιραν raven ιννοιι ς και οι σημασίες κα- 493
Il NI y I I I11 Κ Ο Ι Μ Ι Α I H M 11 l'A

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 Διαβάστε το Κείμενο Λ', «Νομοθέτες και διερμηνείς»


του Ζίγκμουντ Μπάουμαν.

Στο κείμενο αυτό ο τόνος είναι αρκετά ηπιότερος, λιγότερο πολεμι-


κός σε σχέση με προηγούμενα αποσπάσματα. Το «επιχείρημα» δεν
εξελίσσεται με τρόπο διαυγή και διεκδικητικό, αλλά γεννά μια αίσθη-
ση στοχασμού ενόψει μιας σύνθετης πνευματικής κατάστασης, όπου ο
στοχασμός είναι, κατά την άποψή του, πιο κατάλληλος από την επιθετι-
κή διεκδίκηση, επειδή είναι πιθανό να μείνει μαζί μας για «πάρα πολύ
καιρό».
Η θέση του Μπάουμαν στη συζήτηση σχετικά με το πρόταγμα του
Διαφωτισμού δεν είναι άμεσα εμφανής, λόγω της άρνησής του να
υπερθεματίσει ή ακόμη και να ερευνήσει επί μακρόν τα αντίθετα
«άκρα» του ακραιφνούς Διαφωτισμού ή του ακραιφνούς σχετικισμού.
Η αφετηρία του είναι ότι «το δύο αιώνων φιλοσοφικό ταξίδι προς τη
βεβαιότητα και τα οικουμενικά κριτήρια της τελειότητας και του "ευ
ζην" μοιάζει με ανώφελη προσπάθεια». Κατά μία έννοια, αποκλείει
ευθύς εξαρχής εκείνα τα στοιχεία του επιχειρήματος των Ντιους και
Χάμπερμας που επιμένουν να θεωρούν ότι μια «θεϊκή έποψη» του κό-
σμου παραμένει εφικτή. Το κύριο μειονέκτημα σ' ολόκληρη τη φιλοσο-
φία και την κοινωνική θεωρία του μοντερνισμού είναι η ύβρις τους: οι
δυτικές «αξιώσεις για οικουμενικότητα».
Ως κοινωνιολόγος, ο Μπάουμαν δεν μπορεί να πάρει τοις μετρη-
τοίς αυτές τις φιλοσοφικές αξιώσεις. Αφήνει να εννοηθεί ότι πίσω απ'
όλες τις απόπειρες «νομοθεσίας» για το τι είναι αιώνια αληθινό, οι-
κουμενικό και ορθολογικό, βρίσκεται μια ιδεολογική εκστρατεία, ανε-
ξάρτητα από το αν ακολουθείται συνειδητά ή όχι: η ανάγκη για συνεχή
εκλογίκευση και εξύψωση των θεσμών του δικού μας τύπου κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, ενώ οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες, συχνά με καλή
πίστη, πάσχιζαν να απομονώσουν την αλήθεια και την ορθολογικότη-
τα, είναι ο πολιτισμός και η κοινωνία της δυτικής επιστήμης και φιλο-
σοφίας που τελικά περιφρουρούνται και όχι οι αιώνιες πνευματικές
αξίες. Στο βαθμό αυτό, ο Μπάουμαν αποδέχεται τον ισχυρισμό του
Λιοτάρ ότι η επιστήμη και η αλήθεια είναι πάντοτε στενά συνδεδεμέ-
νες με ιδεολογικές μετα αφηγήσεις. Η «ασυγκράτητη προέλαση του
4% Λόγου» είναι έτσι μόνο ένα μέτωπο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού,
Ι Ό IHM Π A! MA tos ΑΙΑΦΟΤΙ? ΜΟΥ ΥΠΟ Ε Ι 1 Α Ν Η Ξ Β Τ Α Ι Ι Ι

και η ύβρις στην ανοςήτηση o| αλήθειας οτη δυτική φιλοσοφία είναι


οργανωμένη έτσι, ώιττε να JICtpctyrι μια «ανακουφιστική» εικόνα της
οικουμενικότητας αντί της πραγματικότητας της. Συνεπώς, ο Λόγος θα
μπορούσε να θεωρηθεί απλώς ως μια μορφή διαχωρισμού της «Δύ-
σης» από τους «Λοιπούς» (με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν νωρί-
τερα, βλ. Hall και Gieben, 2003, Κεφ. 6).
Ο Μπάουμαν καθιστά σαφές ότι αντιλαμβάνεται το θέλγητρο της
αναζήτησης για τον καθαρό Λόγο, αλλά εκτιμά περισσότερο τους ορ-
θολογιστές φιλοσόφους όπως ο Έρνεστ Γκέλνερ, που παρατίθεται και
σχολιάζεται. Ο Γκέλνερ θεωρείται ότι είναι τουλάχιστον ανοιχτός
στην ιδέα ότι όλη αυτή η αναζήτηση γίνεται αναπόφευκτα, ματαίως και
ότι η προσφορότερη κατευθυντήρια γραμμή της δεν είναι τελικά η αλή-
θεια, αλλά μια χλιαρή πεποίθηση ότι η σύγχρονη δυτική κοινωνία
-παρ' όλα τα εγκλήματα και τα λάθη της- εμπεριέχει περισσότερες δυ-
νατότητες για το ύστατο καλό σε σχέση με άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Με άλλα λόγια, οι καλύτεροι θεωρητικοί του αντικειμενισμού, κατά
τον Μπάουμαν, είνααεκείνοι που παραδέχονται ότι η «επιστήμη» βα-
σίζεται πάνω σε μια ηθική μετα-αφήγηση, που δεν μπορεί τελικά να
αποδεικνύεται έγκυρη παντού και πάντοτε.
Επιπλέον, ο Μπάουμαν βλέπει την παραδοσιακή ταυτότητα του δυ-
τικού διανοούμενου να εισέρχεται σήμερα στη φάση της τελικής κρί-
σης. Συνεπώς, πρέπει να εγκαταλειφθεί ο ρόλος του/της ως «νομοθέτη»
της επιστημονικής αλήθειας και του καλού της κοινωνίας, ενόψει της
ολοφάνερης αποτυχίας των διανοουμένων να είναι στην πράξη επιτυ-
χημένοι νομοθέτες: απλώς η Ιστορία δεν ακολουθεί ένα και μοναδικό
πρότυπο ή νοητικά επεξεργαζόμενο προσχέδιο. Αντιθέτως, είμαστε
μάρτυρες ενός αυξανόμενου πληθυντικού του βιόκοσμου (για να χρησι-
μοποιήσουμε έναν όρο του Χάμπερμας 1 ). Σ' αυτό τον «αμετάκλητα
πληθυντικό» κόσμο, ο σωστός ρόλος για τους διανοούμενους, κατά την
κρίση του Χάμπερμας, είναι ο μετριοπαθής ρόλος του διερμηνέα στις
διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις και των μεταξύ τους δεσμών.
Σημειώστε εδώ ότι ο Μπάουμαν, ενστερνιζόμενοςτο σχετικισμό
και στηλιτεύοντας την ύβρη της δυτικής οικουμενιστικής φιλοσοφίας,

I. Η πατρότητα TOD όςιοι» (IHirtmwrlt ) |Ih>h,mï|m» ανήκπ aruv'K Χοΰίτερλ (I lus-


serl) από τη όβκακτία ten! IW0 <% «ι ) 4Μ7
H NI U Ι I N M ) ! Il I Λ I H M I P A

καθιστά σαφή τη δυσαρέσκειά του για οριαμι νες εκφράσεις μιας πα-
ρόμοιας στάσης - δεν αναφέρεται εδώ ο Λιοτάρ αλλά σίγουρα είναι
στο στόχαστρο του Μπάουμαν. Υποδηλώνει ότι τα προβλήματα με τον
ακραιφνή μεταμοντερνισμό έχουν τρεις πτυχές. Είναι τόσο υπερβολι-
κά κραυγαλέα διατυπωμένος, ώστε ασκεί την κατάλληλη επιρροή σε
σοβαρούς αλλά διστακτικούς «νομοθέτες»· αυτοματαιώνεται καθόσον
το όνειρο του μη απολύτου διατυπώνεται με «απόλυτους όρους»· και
οποιοσδήποτε ρόλος για το διανοούμενο μοιάζει μάλλον άσκοπος, εάν
είμαστε αντιμέτωποι με έναν «απελπιστικά πολύμορφο» κόσμο με τον
οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Η μορφή του «διερμηνέα» που προβάλλει ο Μπάουμαν είναι σεμνή
αλλά όχι αυτοαναιρούμενη. Πράγματι, διατηρώντας ένα σημαντικό αλ-
λά ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο για τους διανοούμενους, ο Μπάουμαν
παραδέχεται ότι κι ο ίδιος μπορεί να μην επιδίδεται σε τίποτε περισσό-
τερο από μια ταπεινή υπεράσπιση της δυτικής πνευματικής παράδοσης.
Επιπροσθέτως, η σπουδαιότητα του ρόλου αυτού θεωρείται ότι έγκει-
ται στην προώθηση της κατανόησης ανάμεσα σε διαφορετικούς επιμέ-
ρους πολιτισμούς και παραδόσεις, κατανόηση που θα συμβάλει εγκαί-
ρως σε μια από κοινού καλύτερη ζωή όλων των λαών του κόσμου. Κατ'
αυτή την έννοια, ακόμη και η εικόνα του διερμηνέα είναι προσκολλημέ-
νη σε ορισμένες όψεις του προτάγματος του Διαφωτισμού.
Συμπερασματικά, η αιχμή της θεώρησης του Μπάουμαν στοχεύει
σαφώς στην αποδοχή μιας μετανεωτερικής αντίληψης της κοινωνικής
γνώσης και ταυτόχρονα εναντίον εκείνου του είδους του αντικειμενι-
σμού ο οποίος «αρνείται να παραδεχτεί τις πραγματικότητες» που θε-
μελιώνουν αποφασιστικά το σχετικισμό.

7. Ο Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ι Σ Μ Ο Σ ΩΣ Σ Τ Ο Χ Α Σ Μ Ο Σ

Σ ' αυτό το σημείο της μελέτης θα ήταν καλοδεχούμενη μια περίληψη,


εάν δε θα ήταν ούτε ιδιαίτερα υπέρ του προτάγματος του Διαφωτισμού
ούτε ιδιαίτερα υπέρ του μεταμοντερνισμού. Μια τέτοια θεώρηση μπο-
ρεί να βρεθεί στα έργα του Βρετανού θεωρητικού Άντονι Γκίντενς.
Στο επόμενο απόσπασμα, ο Γκίντενς συμπυκνώνει τη συζήτηση με τρό-
πο σαφή και χρήσιμο και καταφέρνει να συμπεριλάβει ένα ή δύο ση-
498 μεία τα οποία δεν έχουμε σκεφτεί πολύ ως τώρα. Μιας και η γραφιή
K> nPQTAi MA ΙΟΝ Α1ΑΦΙΙ1Λ*ΜΟΥ ΥΠΟ ΒΠΑΝΕΕΕΤΑΣΗ

του Γκίντενι, δεν ι ιν<α βαρια κ<π δύσκολη, σε (ΗΓγκριση τοΐ)λάχΐ(ττον με


ορισμένοι από τα προηγουμι να αναγνώσματα, δε θα χρειαστεί να επε-
ξεργαστώ λεπτομερώς τα επιχειρήματα του. Τώρα πια πρέπει να θεω-
ρείστε αξιόλογοι κριτικοί αναγνώστες - ανεξάρτητα από το αν νιώθε-
τε ότι παραμένουν ακόμη «κενά» στις γνώσεις σας. Γι' αυτό οφείλετε
να σχηματίσετε τη δική σας οπτική γωνία ή προτίμηση στη συζήτηση
για το μεταμοντερνισμό.

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 Διαβάστε το Κείμενο Ε', «Οι συνέπειες της νεωτερικό-


τητας» του Άντονι Γκίντενς.

1. Σημειώστε τα σημεία που ο Γκίντενς θεωρεί αστήρι-


κτα: α) στο μεταμοντερνισμό, β) στη «θεμελίωση» του
Διαφωτισμού.
2. Πώς θεωρεί ο Γκίντενς ότι πρέπει να κατανοήσουμε
την κίνηση από τη νεωτερικότητα προς τη μετανεωτε-
ρικότητα;
3. Γιατί ο Γκίντενς θέτει ζήτημα «παρακμής της Δύσης»;

Η δική μου απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα θα στηριζόταν στις πα-


ρακάτω θέσεις. Πρώτα απ' όλα, ο Γκίντενς έχει τρεις πολύ σύντομες
αλλά αρκετά αποφασιστικά διατυπωμένες επισημάνσεις για το μετα-
μοντερνισμό, σύμφωνα με τον Λιοτάρ. Επιθυμεί να απορρίψει ευθύς
εξαρχής ως «ανάξια σοβαρού προβληματισμού» την ιδέα ότι με την
έλευση του μεταμοντερνισμού πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε αξίω-
ση ολοκληρωμένης γνώσης της κοινωνίας και να αξιώνουμε απλώς και
μόνο επιμέρους απόψεις, διανοήματα ή γλωσσικά παίγνια. Ο Γκίντενς
είναι πεπεισμένος ότι, εάν αυτό αληθεύει, τότε βιβλία όπως Η μεταμο-
ντέρνα κατάσταση δε θα είχαν γραφτεί ποτέ και οι συγγραφείς τους
θα ασχολούνταν μόνο με την υγιεινή ζωή, μακριά από φιλοσοφικές συ-
ζητήσεις.
Επιπροσθέτως, ο Γκίντενς παρατηρεί ότι το να θεωρείς πως η κοινω-
νία και η κοινωνική γν< ίκτη κιν<νιίνται από τη νεοίτερικότητα στη μετανε-
ωτερικότητα είναι, είτε μα : αρέσει είτε όχι, να προσδίδεις ένα αναγνω-
ρίσιμο «σχήμα» ή μια κυρία πληχη στην ιστορία της κοινωνίας-ακόμη
κι αν η τρέχουσα φάση αιττοπ ι οι» γενικού σχήματος θεωρείται αρκετά
άμορφη. Με άλλα λόγια, rvin ο μ η αμόνι ι ονισμός μοιάζει να χαίρεται 499
It NI y I I N M » I II I Α Χ Ι Ι Μ Ι ΓΛ

με τη νοητική και την κοινιυνικη (υτροσίΗορίίπια, ο ίδιος ο αυτοπροσδιο-


ρισμός του αναπόφευκτα εκχωρει ε να ( U )μ( > ενι >r ι \η χς κ(χι συνοχής οτην
κοινωνική εξέλιξη - εντούτοις, η ενότητα, η συνοχή και η εξέλιξη είναι
ακριβώς το είδος των αξιών που ο μεταμοντερνισμός θέλει να εγκατα-
λείψει. Έτσι, η μεταμοντέρνα προοπτική μοιάζει μάλλον αντιφατική.
Τώρα ο Γκίντενς μας λέει ότι αυτή η άποψη για την αυτοαναίρεση είναι
μάλλον «προφανής» και «πασίγνωστη», αλλά, πράγματι, εδώ φαίνεται
πολύ συγκρατημένος. Θα έλεγα ότι η θέση αυτή δεν έχει τεθεί με τόσο
διαυγή τρόπο στο παρελθόν, ούτε (κατά την άποψή μου) με τόσο άμεση
αποτελεσματικότητα. Έτσι, αποδεικνύεται πώς μπορούν να υπάρξουν
σημαντικές συμβολές στην κοινωνική θεωρία τόσο αναδιατυπώνοντας ή
αποσαφηνίζοντας ευρέως αποδεκτές θεωρητικές απόψεις όσο και
«επινοώντας» εντελώς καινοφανείς έννοιες.
Η τρίτη θέση του Γκίντενς εναντίον του μεταμοντερνισμού είναι ότι
δεν υποστηρίζει τίποτα που να μην υπήρχε ήδη στο έργο του Νίτσε, το
οποίο γράφτηκε περίπου πριν από εκατό χρόνια* έτσι, δεν μπορεί να
θεωρούνται σημερινές ιδέες. Όμως, συνεχίζει, στην περίπτωση αυτή
πρέπει να παραδεχτούμε είτε ότι ο μεταμοντερνισμός υπάρχει (παρα-
δόξως) εδώ και πάρα πολύ καιρό, ή (το πιο ευλογοφανές) ότι ο μο-
ντερνισμός καθ' όλη αυτή τη διάρκεια εμπεριείχε μια μεταμοντέρνα
«ροπή» ή όψη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η νεωτερικότητα είναι πιο πολύ-
πλοκη απ' όσο αντιλαμβάνονται οι μεταμοντέρνοι. Η συγκεκριμένη
θέση είναι γνωστή από προηγούμενα αποσπάσματα.
Πρόκειται για κατηγορηματικά επιχειρήματα και έχουν διατυπω-
θεί με διαύγεια. Πάντως, ο Γκίντενς δεν καταλήγει στην ένθερμη υπο-
στήριξη του προτάγματος του Διαφωτισμού. Όπως ο Ζίγκμουντ Μπά-
ουμαν, έτσι και ο Γκίντενς είναι ιδιαίτερα καχύποπτος με τη «θεμελίω-
ση», δηλαδή το φιλοσοφικό εγχείρημα να βρεθούν και να εκτεθούν τα
ουσιώδη θεμέλια της γνώσης μας για τον κόσμο, που έτσι τη θεμελιώ-
νει σε ένα σύνολο από αδιαμφισβήτητες αλήθειες και μεθόδους. Ανα-
φέρει μια σειρά από παρόμοια θεμελιώδη εγχειρήματα στο κείμενο
του* για παράδειγμα, ορισμένοι ορθολογιστές φιλόσοφοι προσπάθη-
σαν να επικαλεστούν τη δύναμη του ίδιου του λόγου, ενώ άλλοι («λογι-
κοί θετικιστές») επικαλέστηκαν τη βεβαιότητα της διά των αισθήσεων
εμπειρικής αντίληψης του εαυτού, σε μια προσπάθεια «σταθεροποίη-
σης» επιστημονικών και κοινωνικο-επιστημονικών κατηγοριών.
500 Όμως, ο Γκίντενς αφήνει να εννοηθεί ότι αυτές οι κατηγορίες, και μά-
ΙΌ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ! UΝ ΑΙΑΦΙΙ H t M O Y ΥΠΟ ΕΠΑΝΙίΞίίΓΑΙΗ

λίστα η ίδια η υπόΟειτη Γη ι mmημονικής έρευνας, μεταβάλλονται συ-


νεχώς, δεν είναι ποτέ σταθερές. Λπλώς και μόνο δεν υπάρχει λόγος να
κυνηγάμε, κατ' αυτό τον τρόπο, την επιστημολογική βεβαιότητα. Δεν
υπάρχουν αδιαμφισβήτητα «θεμέλια» προς ανακάλυψη στην ανθρώπι-
νη αναζήτηση για γνώση.
Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε νομοτελειακή «πρόοδος» είτε στη γνοκτη
είτε στην κοινωνία. Ο Γκίντενς αντιτίθεται στην ιδέα ότι η Ιστορία έχει
ένα κρυμμένο ουσιώδες νόημα και κατεύθυνση (κάτι που αποκαλεί «τε
λεολογία»). Επιμένει ότι πρέπει να αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με το
γεγονός ότι πάντα θα υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για την πρόο-
δο, ότι πάντοτε θα υφίστανται διαφορετικοί τρόποι ερμηνείας όσον
αφορά την ουσία και το σκοπό της Ιστορίας κατά πρώτο λόγο. Εάν ο
Διαφωτισμός στην πραγματικότητα ήταν μόνο η υποκατάσταση της θρη-
σκευτικής βεβαιότητας με κάποιου είδους κοσμικής «πρόνοιας», τότε
δεν μπορεί καθόλου να γίνει αποδεκτός ως «λογικό» πρόταγμα.
Ερχόμαστε έτσι στην εννοιολόγηση του «μεταμοντερνισμού» όπως
την αντιλαμβάνεται ο Γκίντενς. Διακηρύσσει ότι στην πραγματικότητα η
θεώρηση του Διαφωτισμού ως ικανοποίηση της ανάγκης για μια νέα
«προνοιακή άποψη για την Ιστορία» δεν είναι η καλύτερη. Ο Γκίντενς
ισχυρίζεται ότι, ευθύς εξαρχής, κάθε τάση να γίνεται η προσφυγή στο
Λόγο δογματική και θρησκευτική ήταν σίγουρο ότι θα αμφισβητηθεί με
δριμύτητα στο όνομα του Λόγου. Με μια έννοια, ο κριτικός λόγος αφο-
ρά την αμφισβήτηση όλων των πίστεων, όλων των εκ των προτέρων δε-
δομένων «θεμελίων» για τη γνώση και την κοινωνία. Πρόκειται για την
κριτική «φωνή» ή «στιγμή» στο πλαίσιο της ίδιας της σύγχρονης σκέψης,
μια φωνή που είναι δύσπιστη απέναντι στο Λόγο και στην πρόοδο και
που έχει γίνει δυνατότερη και πιο επίμονη κατά τη διάρκεια του 19ον
και του 20ού αιώνα. Ο Γκίντενς με τον όρο αναστοχασμός αποδίδει αυτή
την εγγενή αυτοκριτική πλευρά του προτάγματος του Διαφωτισμού και,
γενικότερα, την εμπειρία της νεωτερικότητας.
Ο Γκίντενς θεωρεί ότι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου της νεωτε-
ρικότητας δεν είναι τόσο να έχει πειστεί για την ορθολογική πρόοδο
όσο το να είναι βασικά ((βέβαιος για ιον τρόπο με τον οποίο ο λόγος
και η πρόοδος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολύ διαφορετικούς
πολιτικούς και κοινωνικού· σ κ ο π ο ύ I ι σι, η εμπειρία της νεωτερικό-
τητας αφορά τόσο την ;ινι υ μ α π κ η αμηχανία και την υπαρξιακή αμφι-
βολία όσο και τη νοι οη πΐιπη σ?η δύναμη του Λόγου. Ο Γκίντενς επι
I i NI M I ttFJKOTM i α S H M l i P A

μένει ότι (χυτή η αυτοαμφισβηιηση ΐ| αναστοχασμός είναι έμφυτη στη


νεωτερικότητα. Όπως, πράγμαπ, μπορεί κάνεις να το αντιληφθεί οτην
ίδια την απεραντοσύνη των συζητήσεων σχετικά με το κατά πόσο η
γνώση έχει θεμέλια ή όχι!
Ας σημειωθεί εδώ ότι, εισάγοντας την έννοια του «αναστοχασμοΰ»,
ο Γκίντενς αποσκοπεί στη διεύρυνση της συζήτησης, βγάζοντάς την από
τα περιορισμένα όρια της ακαδημαϊκής σφαίρας. Αυτό συμβαίνει επει-
δή είναι σίγουρος ότι ο αναστοχασμός (π.χ., η ένταση της αυτοαμφισβή-
τησης, μαζί με τον πολλαπλασιασμό των πηγών της πληροφόρησης) επι-
δρά στη σκέψη και στην καθημερινή ζωή των περισσότερων «νεωτερι-
κών» ανθρώπων. Αφήνει να εννοηθεί ότι τόσο στους δρόμους όσο και
στις αίθουσες σεμιναρίων οι άνθρωποι ολοένα και πιο πολύ έχουν επί-
γνωση του εαυτού τους αντί να παίζουν καθορισμένους ρόλους, είναι
περισσότερο ανήσυχοι παρά σίγουροι, έχουν συνειδητοποιήσει ότι
υπάρχουν πολλές, αντί για λίγες, βεβαιότητες τόσο στο εσωτερικό όσο
και ανάμεσα στους πολιτισμούς. Συγκρίνει την εμπειρία της νεωτερικό-
τητας με αυτή της επιβίβασης σε ένα, μόλις και μετά βίας ελεγχόμενο,
τεράστιο αρθρωτό καμιόνι. Αυτό απέχει πολύ από μια ευχάριστη εκδρο-
μή με το τρένο της Ιστορίας, που εγγυάται την ελεγχόμενη πρόοδο.
Συνολικά, ο Γκίντενς θεωρεί ότι, αν αφήσουμε κατά μέρος τους
εντυπωσιασμούς της πολιτιστικής επικαιρότητας, ο μεταμοντερνισμός
προσεγγίζει κάτι σημαντικό στη σύγχρονη εμπειρία και στον αναστο-
χασμό. Εντούτοις, θεωρεί ότι αυτό το «κάτι» γίνεται κατανοητό ως «ρι-
ζοσπαστική νεωτερικότητα», δηλαδή συμβιβάζεται με το δικό της εγ-
γενή αναστοχασμό αντί να αποτελεί μια νέα φάση της μετανεωτερικό-
τητας.
Τελικά, ο Γκίντενς θίγει ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα της συζήτησής
μας που έθεσε και ο Μπάουμαν. Συνδέει την άνοδο και την πτώση του
Λόγου του Διαφωτισμού με εκείνη του δυτικού πολιτισμού γενικότερα.
Στο κάτω κάτω, όταν μιλάμε για την κοινωνία και τη σκέψη του Δια-
φωτισμού, αναφερόμαστε συνήθως στο προϊόν ενός μικρού αριθμού
σύγχρονων εθνών-κρατών της Βορειοδυτικής Ευρώπης - εθνών που
επίσης ανακάλυψαν τη δύναμη της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης.
Έτσι, παρ' όλη την έμφαση του στις «υψηλόφρονες» επιδιώξεις της φι-
λοσοφίας και του πολιτισμού, το εγχείρημα του Διαφωτισμού μπορεί
να ιδωθεί κοινωνιολογικά ως η συνείδηση του ευρι^τερου δυτικού, βιο-
μηχανικού, καπιταλκτπκού οργανωμένου προτάγματος.
TO MHO 1 Α! ΜΛ I Al ΑΦflI ISMQY ΥΠΟ ΒΠΑΝΒΒ1ΤΑΣΗ

Η προέλαση του Λογού 11 νοι ι π ιοης η προ έλαση αυτού του ιδιαίτε-
ρου τύπου κοινωνίας, του «σναστοχασμού» της. Αυτές οι κοινωνίες
εξαρτώνται απόλτ>τα από την τεχνολογική πρόοδο που, με τη σειρά
της, αναπτύσσεται στην ελεύθερη ανταλλαγή και στον ελεύθερο αντα-
γωνισμό στο πεδίο των επιστημονικών ιδεών και εφευρέσεων. Ευλό-
γως, αυτές οι πολιτιστικές «ανάγκες» ή οι αναστοχασμοί της σύγχρο-
νης βιομηχανικής κοινωνίας, επίσης με τη σειρά τους, τείνουν να δημι -
ουργούν μια βασική φιλοσοφική λογική: απ' όπου προέρχεται το εγ-
χείρημα του Διαφωτισμού που το χαρακτηρίζει ο Λόγος, η πρόοδος
και η ιστορική εξέλιξη. Ετούτα τα πνευματικά «εργαλεία» αποτελούν
φυσικά ένα μεγάλο μέρος εκείνου που διακρίνει τη «Δύση» από τους
«Λοιπούς» και τη θέτει υπεράνω από τους άλλους πολιτισμούς.
Μια τέτοια θεώρηση του Διαφωτισμού δε θα έπρεπε να θεωρηθεί
ανυπόκριτος κυνισμός. Είναι ένας τρόπος για να λεχθεί ότι όλα τα
πνευματικά έργα αποτελούν πολιτιστικά προϊόντα* ότι, αναπόφευκτα,
όλα τα πολιτιστικά προϊόντα αντανακλούν ένα μέρος από τον τύπο της
υλικής κοινωνίας που τα δημιουργεί* καθώς και ότι η δυτική σκέψη και
η κοινωνία δεν αποτελούν εξαίρεση. Σκεφτείτε πόσο ματαιόδοξη είναι
η αξίωση να «αποκαλυφθεί» το μυστικό του οικουμενικού Λόγου, δη-
λαδή μια χούφτα λαών και κρατών μέσα στην απεραντοσύνη των λαών
και των πολιτισμών του κόσμου. Ποια είναι η θέση για την επιστήμη κ< α
τον πολιτισμό της Κίνας; Γιατί δε γίνεται λόγος για τις επιστήμες των
ανατολικών λαών; Ποιο είναι το κύρος της πρακτικής γνώσης των χωρι-
κών; Γιατί πρέπει οι δυτικές «επιστημονικές» ιδέες να αποκτούν αυτο-
μάτως την πολιτιστική κυριαρχία; Μόνο και μόνο επειδή η Δύση επι
διώκει συχνά την επιβολή της πάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα δε ση
(Κλίνει ότι οι βασικές ιδέες της έχουν οικουμενική εγκυρότητα. Αν τη
δούμε μ' αυτό τον τρόπο, η αυξανόμενη αμφισβήτηση των νεωτερικών
ιδεών μέσα από τη «ριζοσπαστική νεωτερικότητα» παραλληλίζεται με
την πιο γενική εξασθένηση του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η πολιτιστική
παρακμή αυτών των «ανεπτυγμένων» εθνών σημαίνει ότι μια αντίστοι-
χα πιο σημαντική θέση πρέπει να καταλαμβάνεται από άλλους λαούς,
άλλους πολιτισμούς και άλλες φιλοσοφικές ιδέες διαφορετικές από τις
«δυτικές» - ανεξάρτητα από το αν αυτές οι άλλες γίνονται αντιληπτές
ως «ανατολικές», «νότιες», «μη λι υκι ,·>, τριτοκοσμικές», «περιφερει-
ακές» ή κάπως αλλιώς.
II Nr U 11 IM KU I II l'A I H M BfA

8. Α Ξ Ι Ο Λ Ο Γ Η Σ Ι Ι

Μ ε τη θέση του Γκίντενς φαίνεται ou επιτυγχάνεται ένας ικανοποιη-


τικός συμβιβασμός ανάμεσα στο Διαφωτισμό και στο μεταμοντερνι-
σμό. Έχουν αμβλυνθεί τα «άκρα» και από τις δύο πρωταγωνιστικές
εναλλακτικές προτάσεις και η προβληματική περιοχή έχει δεξιοτεχνι-
κά αναπροσδιοριστεί, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στοιχεία και από
τις δύο απόψεις. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: Τι περισσότερο χρει-
άζεται να ειπωθεί; Δεν είναι αυτή η κορύφωση της πλοκής; Όμως,
πριν αποδεχτούμε τις απόψεις του Γκίντενς ως την τελευταία λέξη επί
του θέματος, πρέπει να κάνουμε ακόμη μια προσπάθεια να θέσουμε
ορισμένα δυσεπίλυτα ερωτήματα και γι' αυτόν: για παράδειγμα, μή-
πως στο τέλος ο Γκίντενς προσπαθεί να έχει «και την πίτα ολόκληρη
και το σκύλο χορτάτο»;
Παίρνοντας λίγο από δω και λίγο από κει και μην προσφέροντας τί-
ποτα, δεν επιδεικνύει ο Γκίντενς σημάδια μιας αμήχανης αμφισημίας ή
ακόμη και σύγχυσης; Μια τέτοια γραμμή καχύποπτης αμφισβήτησης
μοιάζει δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσίαση του
Γκίντενς για την πνευματική ιστορία της νεωτερικότητας ως μια συνε-
χούς ταλάντευσης ανάμεσα στους πόλους ή «φωνές» του Διαφωτισμού
και του αντι-Διαφωτισμού. Στο τέλος τέλος, πρόκειται για μια δυσάρε-
στη κατάσταση, για την οποία αισθάνεται ότι έχει φτάσει σε μια πρω-
τοφανή κλιμάκωση της έντασης, την οποία, μας βεβαιώνει, μοιράζο-
νται εξίσου οι φιλόσοφοι και οι μη ειδήμονες (σ' αυτούς, προφανώς,
συγκαταλέγει τον εαυτό του). Κατ' αυτή την έννοια, ο αχειραγώγητος
διάλογος για το Διαφωτισμό δεν επιλύεται καθόλου από τον Γκίντενς·
αντιθέτως, φαίνεται ότι προτείνει να αποδεχτούμε το απροσδόκητο ως
μέρος της δομής της ζωής στη «ριζοσπαστική νεωτερικότητα». Έτσι,
ενώ ορισμένοι αναγνώστες θα γοητευτούν από τον τρόπο που ο Γκί-
ντενς χειρίζεται τη συζήτηση μετανεωτερικότητα/Διαφωτισμός, άλλοι
μπορεί να τον βρουν κάπως αναποφάσιστο και ανεπαρκή και θα φα-
νούν πολύ πρόθυμοι να πιέσουν για μια τελεσίδικη τοποθέτηση. «Με
ποια πλευρά είσαι;» ενδέχεται να ρωτήσουμε. Ως εναλλακτική έκβα-
ση, θα μπορούσε ίσως κάποιος να επιστρέψει εδώ στους Ντιους και
Χάμπερμας από τη μια ή στους Λιοτάρ και Μπάουμαν από την άλλη. Η
πρώτη δυάδα συμμερίζεται την καχυποψία του Γκίντενς απέναντι στο
504 μεταμοντερνισμο, καθώς και ιην ανησυχία του για τη διατήρηση (ττοι-
ΤΟ Π Ρ Ο Τ Α Γ Μ Α l u t AI ΑΦΜ I Η MOV ΥΠΟ Ε Π Α Ν 1 8 Β Τ Α Σ Η

χείων της νεοίτερικότητας κοι ι η κλασικής κοινωνιολογικής παράδο-


σης. Γιατί όμως το π , θα ρώταγε ο Ντιους, είναι τόσο επιφυλακτικός ο
Γκίντενς -τόσο εδώ όσο και σε άλλα εργάτου- να θέσει συγκεκριμένα
ορισμένα βασικά «θεμέλια» για την κοινωνική θεωρία; Και γιατί αντι-
τίθεται τόσο σφοδρά (σε αντίθεση με τον Χάμπερμας) στην εξελικτική
άποψη για την κοινωνία;
Φυσικά, οι μεταμοντέρνοι θα ανέστρεφαν απλώς τη στάθμιση αυ-
τών των κρίσιμων ερωτημάτων. Εάν ο Γκίντενς είναι τόσο αντίθετος με
τους αντικειμενιστές και τον εξελικτισμό, πώς μπορεί να αξιώνει ακό-
μη και μια μερική άμυνα της νεωτερικής σκέψης, αφού ο αντικειμενι-
σμός και ο εξελικτισμός είναι ευρέως γνωστό πως βρίσκονται στην
καρδιά της κλασικής κοινωνικής θεωρίας του Διαφωτισμού; Ωστόσο,
ενώ ο Γκίντενς εμφανίζεται να είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στον ανα-
στοχασμό, ποτέ δεν αντιμετωπίζει στην ολοκληρία του το κρίσιμο ζήτη-
μα του σχετικισμού, με το οποίο βρίσκεται σε στενή συνάφεια. Τουλά-
χιστον οι μεταμοντέρνοι αρπάζουν τον ταύρο από τα κέρατα στο συ-
γκεκριμένο ζήτημα.
Από τη σκοπιά αυτή, θα μπορούσατε ευλόγως να υποστηρίξετε ότι
ο Γκίντενς δεν «προχωρεί» τόσο πολύ τη συζήτηση όσο τη θολώνει· οι
δε αρχικές θέσεις, «πέρα» από τις οποίες εμφανίζεται να έχει «μετακι
νηθεί», μπορούν να φαίνονται, αν τις εξετάσουμε καλύτερα, ότι δια-
πνέονται περισσότερο από αρχές και κύρος συγκριτικά. Αυτή η ακο
λουθία επικρίσεων θα αποτελούσε επίσης έκφραση αποδοκιμασίας
της ήπιας «μέσης οδού» του Γκίντενς, επειδή μάλλον αφήνει εξίσου
αδιευκρίνιστες τις πολιτικές επιπτώσεις της συζήτησης. Σίγουρα, οι θε-
ωρητικές απόψεις τείνουν να αντανακλούν γενικά ιδεολογικά ζητήμα-
τα* βέβαια, όμως, υπάρχουν συνάμα για να τα ενισχύουν και να τα αρ-
θρώνουν κατά τρόπο δυναμικό. Με βάση αυτό το κριτήριο, η συλλογι -
στική του Γκίντενς για τη μετανεωτερικότητα δεν είναι ιδιαίτερα πει-
στική.
Με άλλα λόγια, για ορισμένους αναγνώστες η προσέγγιση του Γκί-
ντενς εμφανίζεται σαν μια προσεκτική σύνθεση που συνοδεύεται από
πολιτική θέση, ενώ γιοι άλλους εκφράζει απλώς επαμφοτερισμό και
αμφισημία. Η επίδραση από τις δίκες μα προγενέστερες θεωρητικές
και ιδεολογικές κλίσεις στην εκτίμηση μιας θέσης είναι ολοφάνεροι συ-
ναφής στο σημείο αυτό Οσοι ι yonv ήδη ευθυγραμμιστεί με μια θεω-
ρητική παράδοση η σιαοη ιτναι /ιιΠανσ ν α κλίνουν προς την πλευρά 505
It NIM! I 1*1 HUI M l'A % 11M i I» A

εκείνη της συζήτησης που π ι vi ι προ ι ην ι πι|^βαι<»>σητης πεποίθησης


αυτής, ενώ οι εντελώς «ανοιχτομυαλοι*· αναγνώστες ίσως τείνουν να
είναι κάπως αφελείς και ευεπηρέαστοι.
Προτού, συνεπώς, καταλήξουμε σε κάποιο (τυμπέρασμα, ας δούμε
δύο πιθανές απαντήσεις στη συζήτηση για το Διαφωτισμό με στερεότε-
ρους δεσμούς, με ιδιαίτερες πολιτικές και θεωρητικές παραδόσεις απ'
ό,τι του Γκίντενς, δηλαδή το μαρξισμό και το φεμινισμό. Τα δυνατά και
τα αδύνατα σημεία αυτών των «στρατευμένων» απαντήσεων πρέπει να
μας καταστήσουν πιο ενημερωμένους για το φάσμα των διαθέσιμων
επιλογών στην αξιολόγησή μας.

8.1. Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ

Θεωρητικά, ο μαρξισμός αφορά, κυρίως, την ταξική ανάλυση των σύγ-


χρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ουσιαστικά, κατά τους μαρξιστές,
ο καπιταλισμός υπάρχει και ευδοκιμεί στη βάση της εκμετάλλευσης της
εργασίας από το κεφάλαιο, των εργατών από τους καπιταλιστές. Η δυ-
ναμική της τεχνολογικής ανάπτυξης μπορεί γενικά να εξηγηθεί με ανα-
φορά στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας και στην αδιάκοπη παρόρμηση
για κέρδος που είναι εγγενής στη δομή του οικονομικού συμφέροντος.
Αυτή η οικονομική δομή προσδιορίζει γενικώς τις κοινωνικές προτε-
ραιότητες, τους πολιτικούς σχηματισμούς και το ιδεολογικό περιβάλλον
της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Πιο γενικά, η μαρξιστική θεωρία βλέπει την ανθρώπινη ιστορία ως
μια αλληλουχία κοινωνικών σχηματισμών, που ο καθένας διέπεται από
τον δικό του κυρίαρχο τρόπο οικονομικής παραγωγής. Σε διαδοχικούς
τρόπους παραγωγής, οι κύριοι εκμεταλλεύονταν τους σκλάβους, οι φεου-
δάρχες τους χωρικούς και στις μέρες μας οι καπιταλιστές τους εργάτες.
Επιπλέον, κάθε τρόπος παραγωγής «προσδίδει» τον κοινωνικό, πολιτικό
και πολιτιστικό χαρακτήρα στην εποχή του καθώς και το χαρακτήρα των
κοινωνικών αλλαγών από τον ένα τρόπο παραγωγής στον επόμενο. Ο
Μαρξ θεωρούσε ότι κάθε τρόπος παραγωγής μπορούσε να επεκτείνεται
και να συντηρείται μόνο έως ότου, τεχνολογικά και κοινωνικά μιλώντας,
προκύψουν σοβαρές και εγγενείς «αντιφάσεις». Τέτοιες αντιφάσεις και
οι κοινωνικές κρίσεις που ενθαρρύνουν ωθούν την κοινωνία στην επανα-
στατική αλλαγή προς καποια άλλη, πιο αντίστοιχη ιστορικά, οικονομική
5«6 και κοινωνική δ<>μή.
r o IHM) I Al MA Τ y Ν Α Ι Α Φ ϋ I I ΜΟΥ Y l l O ΕΠ AN BEBT ASH

Νοούμενος έτσι, Ο κλασικός μαρξισμός είναι ένα πρόταγμα του


Διαφωτισμού κατά τρεις βασικές έννοιες: Πρώτον, η ταξική ανάλυση
προσπαθεί να είναι «αντικειμενική» κατά μία έννοια. Ο Μαρξ υπο-
στήριξε ότι, ανεξάρτητα από το ποιες μπορεί να είναι οι κοινωνικές
και οι διανοητικές πεποιθήσεις της εποχής, η ύστατη λογική όσων κά-
νουμε και όσων σκεφτόμαστε απορρέει από τη λογική του τρόπου πα-
ραγωγής και από τις κοινωνικές σχέσεις ή τους ταξικούς αγώνες που
χαρακτηρίζουν αυτό τον τρόπο. Οι εξέχουσες «υποκειμενικές» όψεις
της κοινωνικής ζωής σε κάθε εποχή μπορούν έτσι να συσχετιστούν γε-
νικώς με πιο αντικειμενικούς κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες,
Κατ' αυτή την έννοια, η μαρξιστική ανάλυση επιδιώκει να είναι «επι-
στημονική» και προσηλωμένη στο ορθολογικό έργο της απομάκρυν-
σης του προσωπείου από τις διάφορες ιδεολογικές «διαστρεβλώσεις»
που συσκοτίζουν τις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης
κοινωνίας.
Δεύτερον, όταν διευρύνουμε την εικόνα για να καλύψουμε την αν-
θρώπινη ιστορία στο σύνολο της, είναι σαφές ότι, για τους μαρξιστές, η
Ιστορία φαίνεται να έχει μια εσωτερική λογική και δυναμική που την
ωθεί προς τα εμπρός. Έτσι, η Ιστορία υποτίθεται ότι έχει ένα σημαντι
κό εξελικτικό σχήμα* είναι σχετικά συνεκτικό, ενιαίο, προοδευτικό και
λογικό - όχι με την έννοια ότι είναι εύλογο, με δεδομένη τη φοβερή
ιστορία της καταπίεσης, αλλά σίγουρα από την άποψη ότι έχει ένα εξη-
γήσιμο σκεπτικό.
Τρίτον, στο μαρξισμό, όπως και στην αυθεντική ιδέα του Διαφωτι -
σμού, η επιστημονική γνώση της ανθρώπινης κοινωνίας θεωρείται ικα-
νή να οδηγήσει στην κοινωνική και πνευματική χειραφέτηση, εάν χρη-
σιμοποιηθεί σωστά. Συνεπώς, η αρχική ώθηση στο μαρξισμό, που θέ-
τει σε κίνηση ολόκληρη την πνευματική του προσπάθεια, είναι στην
πραγματικότητα μια βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης σπατάλης και αδι-
κίας από την ταξική εκμετάλλευση. Έτσι, ο μαρξισμός ξεκινάει με μια
έντονη δέσμευση να διορθώσει τις αδικίες των καπιταλιστικών και των
υπόλοιπων ταξικών κοινωνιών, να βοηθήσει τους εργάτες και τις λοι-
πές καταπιεζόμενες ομάδες να απελευθερωθούν, ώστε να υλοποιή-
σουν μια καλύτερη, ειρηνική και συνεργατική κοινωνία που θα κατα-
ξιώνει τα άτομα. Από την ηθική αυτή ώθηση αναπτύσσεται η μαρξιστι-
κή «επιστημονική» ανάλυση, ΐ| οποία, με τη σειρά της, προσδίδει ένα
«αντικειμενικό» κυς>ο< «πη μαο ,ισπκη πολιτική πρακτική. 507
h Ni y 11 Pi KO ι H ι λ XhmüpA

Τώρα φαίνεται, ξεκάθαρα για ι ί ο με ταμοντερνισμός (αναθεματίζε-


ται από τον παραδοσιακό μαρξισμό. Ο μεταμοντερνισμός «αποδομεί»
και κάθε τόσο χλευάζει τις έννοιες της επιστήμης, της αντικειμενικότη-
τας, της προόδου και της χειραφέτησης, που τη μία ή την άλλη εκδοχή
του προϋποθέτει ο μαρξισμός. Ο μεταμοντερνισμός είναι επιφυλακτι-
κός απέναντι στις μετα-αφηγήσεις, ενώ η μαρξιστική «αφήγηση» για
την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την καταπίεση και την
άγνοια μέσα από τους ταξικούς αγώνες προσφέρει ακριβώς έναν τέ-
τοιο πανίσχυρο μύθο. Ο μεταμοντερνισμός διαλύει την ιδέα της κοινω-
νίας ως κατόχου ενός είδους κρυμμένου νοήματος στο «παιχνίδι» των
αναρίθμητων γλωσσικών παιγνίων ενώ, αντιθέτως, η κατηγορία του
«τρόπου παραγωγής» προσφέρει μια σαφή, ουσιώδη έννοια για τη θε-
ώρηση της κοινωνίας ως ολότητας παρά τις πολλές περίπλοκες πλευ-
ρές της. Ο μεταμοντερνισμός (αισθάνονται οι αντίπαλοι του) μπορεί
να οδηγήσει στη φιλελεύθερη αυταρέσκεια ή (ακόμη χειρότερα) στον
υπερσυντηρητικό μηδενισμό, ενώ, αντιθέτως, ο μαρξισμός πρέπει να
διατηρεί μια αταλάντευτη αίσθηση (πίστη) σοσιαλιστικής ελπίδας.
Στην πραγματικότητα, με δεδομένο αυτό τον ανταγωνισμό, δεν εί-
ναι όλοι οι μαρξιστές ικανοποιημένοι που ο Χάμπερμας θεωρείται ο
κύριος υπερασπιστής του Διαφωτισμού. Εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι
ο Χάμπερμας θεωρεί (θεωρούσε) τον εαυτό του ένα είδος μαρξιστή.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως κατέληξε να συμμερίζεται ορισμένες
συνήθεις επιφυλάξεις σχετικά με τον κλασικό μαρξισμό, τις οποίες
έχει διατυπώσει με τον ξεχωριστό του τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Χά-
μπερμας αμφιβάλλει κατά πόσο η μαρξιστική επικέντρωση στην εργα-
σία και στην παραγωγή μπορεί να είναι τόσο ευρεία, ώστε να περιλά-
βει τα ειδικά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής και πολιτικής ζωής. Το
κράτος, για παράδειγμα, έχει τόσο πολύ εμπλακεί στην οικονομική
ζωή, ώστε το να θεωρείται μια «απλή» υπερδομή της οικονομικής βά-
σης είναι επικίνδυνα σχηματικό. Πράγματι, για τον Χάμπερμας, ολό-
κληρη η σφαίρα του ηθικού και πολιτικού λόγου, η σφαίρα που είναι
καίρια για τη νομιμοποίηση των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών
δομών, κατέχει σήμερα μια αυτονομία και ισχύ που ο παραδοσιακός
μαρξισμός δεν μπορεί, πράγματι, να αποδεχθεί. Αυτή η επιχειρηματο-
λογία δίνει όχι μόνο στο κράτος αλλά και στην επιστήμη, στην τεχνολο-
γία και & ολόκληρο ro μηχανισμό του λόγου, της επιχειρηματολογίας
508 και της απόδειξης σημαντικό προβάδισμα στην κοινωνική ανάπτυξη.
Κ) IHM) I Λ! MA r u Ν Α Ι Α Ψ ϋ Ι Ι ΐ Μ Ο Υ V H P ΕΠΑΝΕΒΒΤΑΣΗ

Αυτές οι πολύ ουσιώδεις «αναθεωρήσεις» του μαρξισμού προτρέ-


πουν τον Χάμπερμας να αναδιαμορφώσει τη συνολική τροχιά της κοι-
νωνικής εξέλιξης σαν μια συνεχή κοινωνική μαθησιακή διαδικασία,
παρά μια απλή διαδοχή ταξικών κοινωνιών ή σαν την ιστορική ανά-
πτυξη της παραγωγικής εργασίας. Ό λ ' αυτά βοηθούν στην εξήγηση
γιατί μια θεωρία «επικοινωνιακού Λόγου» έχει καταστεί καίρια στη
σκέψη του Χάμπερμας. Κατά μία έννοια, ο Χάμπερμας διατυπώνει με
διαφορετικό τρόπο τη μαρξιστική αφήγηση της ανθρώπινης ανάπτυ-
ξης (όσον αφορά τη λογική της υποτέλειας και τη χειραφέτηση της ερ-
γασίας), σε μια αφήγηση σχετικά με τη λογική της διαστρέβλωσης και
της (δυνατότητας) πραγμάτωσης του επικοινωνιακού Λόγου.
Υπό τύπον απάντησης σ' αυτή την κριτική, οι ορθόδοξοι μαρξιστές
θα ήθελαν ενδεχομένως πρώτα να κατηγορήσουν τον Χάμπερμας ότι
υπερβάλλει όσον αφορά την αυτονομία του Λόγου, της ηθικής και της
διαδικασίας της επικοινωνιακής διάδρασης. Πράγματι, στα έργα του
αυτές οι όψεις της κοινωνίας χάνουν σχεδόν όλη τους τη στήριξη στις
υλικές δομές και στις ταξικές σχέσεις της σύγχρονης ζωής. Έτσι, ο Χά-
μπερμας μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν εξίσου «ιδεαλιστής» και «υπερ-
δομιστής» όπως οι μεταμοντέρνοι στους οποίους αντιτίθεται.
Δεύτερον, παρά την επιθυμία του Χάμπερμας να διασώσει τις έν-
νοιες του Διαφωτισμού σχετικά με την εγκυρότητα, την ορθολογικότητα
και την αλήθεια, αυτός λειτουργεί με μια «πραγματιστική» έννοια της
αλήθειας. Με άλλα λόγια, θεωρεί την αλήθεια και την εγκυρότητα προϊ
όντα της διαδραστικής επικοινωνίας ανάμεσα στα κοινωνικά δρώντα
υποκείμενα. Δε βλέπει την αλήθεια με απόλυτους όρους, ως κάτι εγγε
νές στον κόσμο που ο ανθρώπινος λόγος αγωνίζεται να κατακτήσει·
αντιθέτως, αλήθεια είναι αυτό στο οποίο τα ανθρώπινα όντα, στη διαδι-
κασία της καθημερινής επικοινωνιακής ανταλλαγής, καταφέρνουν να
συμφωνήσουν. Αλλά εδώ φαίνεται ότι ο Χάμπερμας για άλλη μια φορά
συμμερίζεται πολλές απόψεις (π.χ., σχετικισμός) των μεταμοντέρνων.
Για άλλη μια φορά δε, επειδή ουσιαστικά ο κλασικός μαρξισμός είναι
σταθερά αντισχετικιστικός, φαίνεται ότι είναι ο πιο αφοσιωμένος υπε-
ρασπιστής των αξιών του Διαφωτισμού και όχι ο Χάμπερμας.
Γενικά, ο κλασικός μαρξιστής Οα προσπαθούσε να κρίνει τη δημό-
σια συζήτηση ανάμεσα στον Χαμπι ρμα< και, (ττον Λιοτάρ στη βάση της
διαπίστακτης άτι και οι δύο ι ίπλογι ι ίναι εξίσου κακές-μολονότιστις
συμπάθειες ο Χάμπερμαι jti'o<V.t ι οριστικά <ττα σημεία. Επιπλέον, οι 50<>
Η Ν MU I I ΦΙΚΟ ! II Γ Λ 1ΗΜΕΡΑ

μαρξιστές τείνουν να δουν 11«.; μη μαρ^ι<ττικές προσπάθειες υπέρβασης


αυτής της συζήτησης (όπως εκείνης του Γκίντενς) ως ένα είδος υπεκ-
φυγής ή αποχής από τα σοβαρά θέματα που θέτει καίρια η συζήτηση.
Ό π ω ς είναι αναμενόμενο, το συμπέρασμα θα ήταν ότι ο μαρξισμός
πρέπει να τιμάται ως η πιο εξελιγμένη και καθαρή υπεράσπιση του
«ριζοσπαστικού Διαφωτισμού» (βλ. Callinicos, 1990).
Τι επιπτώσεις έχει όμως το γεγονός -κάτι που αναφέρεται συχνά σε
κείμενα κοινωνικής επιστήμης- ότι υπάρχουν διάφορες παραλλαγές
του μαρξισμού; Μήπως δε βρίσκεται ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση
στη μέση μιας μεγάλης θεωρητικής και πολιτικής κρίσης; Πολιτικά μι-
λώντας, την περίοδο που άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980
υπήρξαμε μάρτυρες της πιο δραματικής κατάρρευσης καθεστώτων που
ισχυρίζονταν ότι είχαν ως βάση τους τις μαρξιστικές ιδέες. Επιπλέον,
πολλοί στην Αριστερά αλλά και στη Δεξιά, εδώ και καιρό, αισθάνονται
ότι τα χαρακτηριστικά και οι πολυπλοκότητες της ίδιας της ανεπτυγμέ-
νης καπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητά
καλύτερα ή αποκλειστικά με τους κλασικούς μαρξιστικούς όρους. Ακό-
μη και η πιο γόνιμη και αναλυτική κατηγορία - ο «τρόπος παραγωγής»-
του μαρξισμού θεωρείται από πολλούς νεομαρξιστές μία μόνο από τις
πολλές έννοιες που είναι αναγκαίες για την κατανόηση της συνεργα-
σίας και της διαπάλης ανάμεσα στους ανθρώπους. (Μεταξύ των άλλων
εννοιών συμπεριλαμβάνονται οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, η εθνικό-
τητα, η γενεά, η παιδεία κ.ά.)
Ο «κλασικός» ή «φονταμενταλιστής» μαρξιστής θα επιδίωκε αναμ-
φίβολα την επιστροφή σ' αυτές τις εμφανείς αδυναμίες του μαρξισμού,
αποσκοπώντας να αποδείξει ότι αυτές οι «αναθεωρήσεις» είναι άστο-
χες ή άσχετες. Όμως, εδώ που τα λέμε, είναι σαφές ότι ο μαρξισμός
επιδέχεται πολλές παραλλαγές, ορισμένες από τις οποίες διατηρούν
ορισμένες αμφιβολίες όχι μόνο σχετικά με το σύνολο και την εγκυρότη-
τα του κλασικού μαρξισμού, αλλά και σχετικά με τη μορφή του Διαφω-
τισμού όπου αναμφίβολα κατατάσσεται ο κλασικός μαρξισμός. Αυτοί
οι οιονεί μαρξιστές θεωρούν ότι ο μαρξισμός πρέπει να γίνει πιο πλου-
ραλιστικός, όσον αφορά την αναλυτική στρατηγική του, επειδή η ίδια η
κοινωνία και η πολιτική είναι πιο πολυεπίπεδες ή πλουραλιστικές απ'
όσο οι μαρξιστές παραδοσιακά αναγνοορίζουν. Αυτοί οι «αναθεωρη-
τές» μαρξιστές θα αποδεχτούν έτσι αρκετά σημεία της μεταμοντέρνας
510 κριτικής του Διαφωτισμού. Θα τους δούμε να ρωτούν: Ποιος πρόκειται
Γ<> IHM) I AI MA I ΗΝ Δ Ι Α Φ Υ Ι Ί Ϊ Μ Ο Υ Υ Π Ο Ε Π Α Ν Ε Ξ Η Τ Α Χ Η

να αποφασίσει τελικά για τη ποια από τις «μεγάλες αφηγήσεις» είναι


«αντικειμενικά» ορθή; Και γιατί συνεχώς πασχίζουμε να παρουσιά-
σουμε τον ίδιο το μαρξισμό ως επιστημονικό και αντικειμενικά αληθι-
νό, ενώ στις άλλες απόψεις αποδίδουμε το ρόλο της «στρεβλής» και
«στρατευμένης» σκέψης; Δεν είναι, πράγματι, αυτό ακριβώς η αντικα-
τάσταση της πραγματικής επιστήμης - π ο υ έπρεπε να είναι ανοιχτή,
σχετικιστική και συγκρατημένη- με την τυφλή πίστη στο (μαρξιστικό)
λόγο; Ο ευπρόσβλητος κόσμος του ύστερου 20ού αιώνα δίνει την εντύ-
πωση πως αποτελεί πολύ σημαντικό γενικό πλαίσιο για να επιμένουν οι
μαρξιστές να αναγορεύουν τους εαυτούς τους σε παντογνώστες «νομο-
θέτες» (με τους όρους του Μπάουμαν).
Σύμφωνα με αυτό τον ειρμό σκέψεων, η αρχική στιβαρότητα της
μαρξιστικής «γραμμής» στη συζήτησή μας μπορεί δίκαια να θεωρηθεί
ότι καταρρέει σε μια σειρά από διλήμματα και προβλήματα για τον
ίδιο το μαρξισμό. Αν μη τι άλλο, αυτό αποδεικνύει τη ζωτικότητα και
τη σημασία των παρεμβάσεων για την «τύχη του Διαφωτισμού». Μόλις
κατασιγάσει, αναζωπυρώνεται ξανά. Έ ν α παρόμοιο μήνυμα μπορεί
να αναδειχθεί από την εξέταση της στάσης μιας άλλης ριζοσπαστικής
παράδοσης, δηλαδή του φεμινισμού.

8.2. ΤΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να περιμένουμε από το φεμινισμό να


προσφέρει την πιο αποφασιστική παρέμβαση στη συζήτηση που παρα-
κολουθούμε. Αν μη τι άλλο, ο φεμινισμός είναι μια θαρραλέα, προση-
λωμένη και ιστορικά ισχυρή προοπτική* συνεπώς, παραμένει ιστορικά
ανεπίληπτος (σε αντίθεση με το μαρξισμό) και πυροδοτείται συνεχώς
(σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό) από την ισχύ της ανδρικής αντί
στάσης στις φεμινιστικές διεκδικήσεις και στοχασμούς.
Από τη σκοπιά του παρόντος κεφαλαίου, η φεμινιστική κριτική του
φιλοσοφικού ύφους είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το θέμα εδώ είναι ότι
επιφανειακά ασχολείται η φιλοσοφία με την πολύ αφηρημένη συζήτη-
ση, με καθαρά λογικές μορφές απόδειξης και απόφανσης, που την ξε-
χωρίζει από τους άλλους επιστημονικούς κλάδους. Οι φιλόσοφοι δεν
ασχολούνται με ανθρώπου ή πράγμα ι α αλλά με ιδέες και αποκομμέ-
να επιχειρήματα. Μι αυτή ι ην έννοια, ιιποτε δε ()α μπορούσε να απο-
στασιοποιηθεί πι ρ ι σ σ ο π ρ ο από ιι πς>οκαταλήψεις όσον αφορά το
i i Ni y I Ι Ι ' Ι Μ Π II I A Ï H M B P A

φύλο, την τάξη ή οτιδηποιι αλλυ. I ; mπλέον, προϋποτίθεται ότι με την


έναρξη της φιλοσοφικής συζητησης, από συνήθεια, οι συμμετέχοντες
εισέρχονται σε υψιπετή πεδία και με προθυμία (απομακρύνονται από
τα εγκόσμια για να εμπλακούν σε μια καθαρή διανοητική συνάντηση.
Οι διανοητές αυτοί μπορεί να είναι στην πλειονότητά τους άνδρες,
όπως και γυναίκες* η ιδιότητά τους ως ανδρών ή γυναικών είναι, πράγ-
ματι, απολύτως συμπτωματική στη διαδικασία της ορθολογικής έρευ-
νας στην οποία αποδίδονται.
Εντούτοις, η φεμινιστική κριτική, πάνω απ' όλα, κατέληξε να αμφι-
σβητεί αυτή την εικόνα του φιλοσοφικού βασιλείου ως αποπροσωποι-
ημένη σφαίρα του λόγου. Αντιθέτως, ρωτούν «Δεν είναι ακριβές χαρα-
κτηριστικό του εγχειρήματος της τυπικά ανδρικής προοπτικής να προ-
σπαθεί απελπισμένα να αποτινάξει τις εγκόσμιες διασυνδέσεις και ευ-
θύνες, έτσι ώστε να αποτολμήσει να μιλήσει στο όνομα του ίδιου του
Λόγου»;
Το ιδεώδες της επιστημονικής ορθολογικότητας (όπως την ενστερ-
νίζονται πολλές εκδοχές του εγχειρήματος του Διαφωτισμού) δεν είναι
παρά μία έκφραση αυτής της ανδρικής προσπάθειας για τον καθαρό
Λόγο. Έ ν α τέτοιο ιδεώδες προέρχεται πρωτίστως από μια οξεία αντί-
θεση ανάμεσα στον ατομικό νου ή στο καθαρό εγώ από τη μια και στον
πεζό ζωντανό κόσμο της φύσης και της κοινωνίας από την άλλη. Μέσα
από μια διαδικασία διερεύνησης (επιστημονική έρευνα) και στοχα-
σμού (φιλοσοφία), το καθαρό εγώ μαθαίνει να κατανοεί και κατόπιν
να ελέγχει τη φύση. Η διαδικασία της διανοητικής και φυσικής κυ-
ριαρχίας είναι τότε πλήρης και ο φιλόσοφος-βασιλιάς μπορεί να συγ-
χαρεί τον εαυτό του για τις απεριόριστες λογικές και τεχνικές ικανότη-
τές του. Κατόρθωσε να γνωρίζει και, πράγματι, ακόμη και να κατέχει
τον μέχρι πρόσφατα μυστηριώδη και απειλητικό «άλλο» - τον απτό και
διαισθητικό κόσμο της φύσης.
Εν ολίγοις, από μια φεμινιστική οπτική, η σοβαρή ασχολία της φιλο-
σοφικής έρευνας θα μπορούσε να κατανοηθεί ως τίποτε περισσότερο ή
λιγότερο από το πιο εξελιγμένο αγορίστικο παιχνίδι. Η φιλοσοφική συ-
ζήτηση δεν είναι διόλου ανιδιοτελής και δε διέπεται από συνεργατικό
πνεύμα* αντιθέτως, συχνά είναι σχολαστική, εγωιστική και ανταγωνιστι-
κή. Η εικόνα καθαρού λόγου που θέλει να παρουσιάζει φανερώνει τον
κόσμο ενός απομονωμένου ανθρώπου που κυνηγά την αλήθεια, που
512 «ερευνά», «ρωτά» και τελικά «κατέχει» τα μυστικά της φύσης (όπου η
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ L O Ï ΑΙΑΦϋ r u MOV ΥΠΟ ΕΠΑΝΒΒ1 ΓΑΙΗ

φύση συνήθως περιγράφω te u μι γυναικείους όρους). Και ο γενικι >ς (ττό-


χος είναι, οε τελευταία ανάλυση, ο έλεγχος, δηλαδή η εξουσία. Μια τέ-
τοια εικόνα ορθολογικότητας είναι κάθε άλλο παρά χωρίς προϋποθέ-
σεις (όπως πάντοτε υπέθεταν οι φιλόσοφοι) και βρίθει καταφανώς από
ανεξέταστες εικασίες που είναι ουσιαστικά «ανδροκρατικές».
Αυτή η ερμηνεία του φιλοσοφικού εγχειρήματος είναι, αναμφίβο-
λα, διορατική και κανονιστική. Εντούτοις, εάν όλες οι αξιώσεις για την
«αλήθεια» και το «Λόγο» αποτελούν μέρη ενός μεγάλου αγορίστικου
παιχνιδιού γνωστού ως φιλοσοφία, τότε τι βαρύτητα μπορούν vex έχουν
τα επιχειρήματα του ίδιου του φεμινισμού: Δεν πρέπει να κρίνονται με
όρους αιτιολόγησης, βασιμότητας, ισχύος, λογικής και αλήθειας, με
όποιο νόημα (έστω ανδρικό) κι αν επενδύονται αυτοί οι όροι;
Στο τελευταίο μας κείμενο αυτό το πιεστικό για τη φεμινιστική φι-
λοσοφία ερώτημα ερευνάται διεξοδικότερα.

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 Διαβάστε το Κείμενο Σ Τ , «Φεμινιστική επιστημολογία:


ένα αδύνατο σχέδιο» της Μαργκαρέτα Χόλμπεργκ (Mar-
gareta Hallberg).

Η Χόλμπεργκ παρέχει μια αξιοθαύμαστα μεστή περιεχομένου σύ-


νοψη των διλημμάτων για τη φεμινιστική φιλοσοφία. Είναι επίσης μια
πολύ έντιμη σύνοψη: η ίδια δηλώνει στο τέλος ότι νιώθει αβέβαιη για
το πώς μπορούν να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα. Πράγματι, αν και δη-
λώνει ότι αδυνατεί να δει οποιονδήποτε εφικτό τρόπο «θεμελίωσης»
της φεμινιστικής επιστημολογίας (συμμεριζόμενη έτσι τη μεταμοντέρ-
να κριτική κατά του Διαφωτισμού), είναι εξίσου διστακτική να εγκα-
ταλείψει εντελώς τον αντικειμενικό στόχο του Διαφωτισμού για την
προοδευτική διεύρυνση της συνολικής κοινής γνώσης μας, την απόδει-
ξη αντί για την απλή διατύπωση των καλύτερων επιχειρημάτων, και τη
θεώρηση ότι τα καλά επιχειρήματα οποιουδήποτε τύπου μάς λένε κάτι
θετικό σχετικά με τον πραγματικό κόσμο, «εκτός» του επιλεγμένου λό-
γου του ομιλούντος.
Έτσι, η συγγραφέας συμπεραίνει ότι τα προβλήματα που θίγει δεν
μπορούν να επιλυθούν στο Οι ωρηιοίό ι πίπεδο: οι τρεις αντιθέσεις που
εντοπίστηκαν (ανηκειμι νισμο ι νπνιιον σχετικισμού, γυναικεία ενα-
ντίον ανδρικής οκι ψη ι ν«»ιηια rvavnov διαφοράς) είναι εγγενείς.
Επιπλέον, η Χόλμπιργκ δε/t un on η πιο προφανής πρακτική «έν- 5U
II Nhu I I PIM) III l'A IHM Ii PA

νοια» που θα μπορούσε να κριθεί o n β ο η θ ά ε ι στην επίλυση του ζητή-


ματος, δηλαδή η κοινή εμπειρία ιων γυναικών, είναι απλώς τόσο ασα-
φής και αμφισβητήσιμη για να αντέξε ι to θεωρητικό βάρος που της
έχει επιβληθεί. Ό π ω ς στην περίπτωση του μαρξισμού - α ν και με δια-
φορετικές θεωρητικές επιπτώσεις-, μια εμφανώς σταθερή και ολιστι-
κή επίλυση της δημόσιας αντιπαράθεσης για το Διαφωτισμό ακόμη μία
φορά περιπλέκεται.

9. Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α

Στο παρόν κεφάλαιο, παρουσίασα μια σειρά από σχόλια για την επα-
νεξέταση του εγχειρήματος του Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση, ο
στόχος δεν ήταν μόνο να σας προσφέρω μια γνώση για τα βασικά θέ-
ματα, αλλά και να σας δείξω τον τρόπο να προσεγγίζετε μια σειρά από
εναλλακτικές δυνατότητες εκτίμησης. Ο σκοπός είναι να αισθανθείτε
τουλάχιστον ότι έχετε εμπλακεί στα σοβαρά σε μια ενδιαφέρουσα αλ-
λά ορισμένες φορές πολύπλοκη θεωρητική συζήτηση. Επιπροσθέτως,
ελπίζω ότι τώρα πια θα αισθάνεστε ότι είστε σε θέση να αποφασίσετε
αν, για παράδειγμα, θα υπερασπιστείτε την κοινωνική επιστήμη, ή εί-
στε σχετικιστές ή όχι, ή κατά πόσο προτιμάτε μια ολιστική κοινωνική
θεωρία (όπως ο μαρξισμός) ή όχι.
Όμως, ένα από τα πράγματα που αναδύονται από συζητήσεις όπως
αυτή είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ζητήματα διατυπώνονται στην
αρχή και τίθενται στη συνέχεια επηρεάζει έντονα τον τρόπο με τον
οποίο τελικά τα κρίνουμε* και, όπως σημείωσα νωρίτερα, κανείς μας
δεν προσέρχεται σε παρόμοιες συζητήσεις εντελώς ελεύθερος από
αξιακές δεσμεύσεις, ύφος και πολιτικές προτιμήσεις και ούτω καθε-
ξής. Με αυτό το δεδομένο, νομίζω ότι είναι πρέπον να τελειώσω με
δυο αναφορές σχετικά με τον τρόπο που διατυπώνω τα συγκεκριμένα
ζητήματα. Κάνοντας αυτές τις αναφορές, επιδιώκω να σας ενθαρρύνω
να προχωρήσετε π α ρ α π έ ρ α και να αναρωτηθείτε: «Τι θα κάνουμε
όμως στην πράξη;». Κι ύστερα, το καίριο ζήτημα είναι να απαντήσετε
εσείς σ' αυτό το ερώτημα.
Το πρώτο σημείο έχει σχέση με το ύφος που γράφτηκε το κεφά-
λαιο, δηλαδή μια «διαλογική συζήτηση». Οπότε, κατά μία έννοια, αυτή
514 η ρητορική στρατηγική μπορεί ήδη να θεωρηθεί ότι ευνοεί μια θεώρη-
TO ΠΡΟΤΑΓΜΑ FÖN ΑΙΑΦΙΙΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ 1ΠΑΝΕ1ΒΤΑ1Η

αη υπέρ του Διαφωτισμού και όχι μια μεταμοντέρνα. Κι, αυτό γιατί οι
μεταμοντέρνοι θα έλεγαν ότι μια μορφή διαλογικής συζήτησης, κάπως
σαν δικαστήριο, ενθαρρύνει το ακροατήριο να γίνει κριτής που θα ζυγί-
ζει κατά τρόπο ορθολογικό τα υπέρ και τα κατά και κατόπιν θα αποφα-
σίζει ποιος κατέχει την αλήθεια στο συγκεκριμένο θέμα. Όμως, οι με-
ταμοντέρνοι θα προτιμούσαν να θέσουν σε εντελώς διαφορετική βάση
ολόκληρο το ζήτημα της «αλήθειας» και της «ορθολογικότητας» και,
αντιθέτως, να ομιλούν για διάφορες ρητορικές ανταλλαγές, σύμβολα
και συζητήσεις. Επιπλέον, θα έλεγαν ότι επιλέγουμε ανάμεσα σ' αυτές
τις διάφορες στρατηγικές τόσο με όρους αισθητικής και συναισθήματος
όσο και με όρους καθαρά διανοητικούς (και ότι οι τελευταίοι, με οποια-
δήποτε θεωρητική έννοια, είναι πράγματι απλώς αποκυήματα της ακα-
δημαϊκής φαντασίας).
Συνεπώς, ένα από τα πρόσφορα συμπεράσματα, το οποίο όμως δε
σας έχω ακόμη παρουσιάσει σοβαρά, είναι ότι όλη η μορφή της «δια-
λογικής συζήτησης» αποτελεί ένα είδος τεχνάσματος, ένα ακαδημαϊκό
ρητορικό στρατήγημα που δεν πρέπει να νιώθετε υποχρεωμένοι να
ακολουθήσετε. Όμως, ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αποδεκτό, παρα-
δόξως, μόνο υπό τον όρο ότι συζητείται επιμελώς από την αρχή μέχρι
το τέλος και δεν επιβάλλεται απλώς. Επίσης, όσο έχουμε επίγνωση ότι
χρησιμοποιούμε μια ιδιαίτερη ρητορική μορφή (στη συγκεκριμένη πε-
ρίπτωση εκείνη της διαλογικής συζήτησης), τότε ευλόγως έχουμε τηρή-
σει τον ελάχιστο όρο για «στοχασμό» στον τομέα αυτό.
Η δεύτερη αναφορά έχει σχέση με τη δική μου προτιμώμενη θέση
σ' ετούτη τη συζήτηση. Κι εδώ ενδέχεται να έχω προσανατολίσει επι-
δέξια και έξυπνα τη συζήτηση προς μία κατεύθυνση που ευνοώ προ-
σωπικά* κι έτσι, για να είμαι ειλικρινής και έντιμος απέναντι στον/στην
αναγνώστη/τρια, πρέπει τουλάχιστον να δηλώσω την κατεύθυνσή μου
- έστω και μόνο για να προσφέρω ένα συμπέρασμα το οποίο θα μπο-
ρείτε να «αντικρούσετε» διατυπώνοντας το δικό σας.
Από τις επιλογές που τέθηκαν, η δική μου άποψη προσεγγίζει πε-
ρισσότερο εκείνη του Ντιους. Με άλλα λόγια, ευνοώ σαφώς μια προο-
πτική υπέρ του Δ ι α φ ω τ ι σ μ ο ύ , κατά κύριο λόγο επειδή, όπως πολλοί
κρυφο-«αντικειμενισπ L είμαι θορυβημένος με την προοπτική του γε-
νικευμένου σχετικισμέ vu. Μ( »υ <| < n vi im ότι χωρίς ορισμένες οικουμενι-
κές έννοιες, χ ω ρ ε κάποια /ιροσπαΟι ια να θεωρήσουμε τον κοινωνικό
κόσμο σαν μια διαμορ<{ ηυμτ vij ο/ »»ημα, χωρίς κάποια προσδοκία να 515
M NI y i i r i K O I II I A Ï H M I I'A

βελτιωθεί η ανθρωπότητα μι σα απο ι ην καλλιέργεια της γνώσης, δε


βλέπω κανένα λόγο να ασχολούμαστε με την κοινωνική επιστήμη. Θεω-
ρώ ότι, όντως, με έμμεσο τρόπο πολλοί δεδηλωμένοι μεταμοντέρνοι,
στην πραγματικότητα αποσκοπούν κι αυτοί να βελτιώσουν τις αυτοκρι-
τικές ικανότητές μας, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ολιστικής
προοπτικής για τη φύση και την κατεύθυνση της κοινωνίας.
Με το να προτιμώ ετούτη τη γενική στάση υπέρ του Διαφωτισμού,
πρέπει να προσθέσω ότι πολλά από τα αρχικά κίνητρα προήλθαν από
μια γενική πίστη στο μαρξισμό ως την, κατά την άποψή μου, καλύτερη
θεωρητική και πολιτική παράδοση. Ό π ω ς πολλοί άλλοι οιονεί μαρξι-
στές, θα ήθελα τώρα να επεξηγήσω τη θέση μου ως εξής:

1. Η υπέρ του Διαφωτισμού στάση μπορεί και πρέπει να τύχει υπε-


ράσπισης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προτίμηση για ιδιαίτερες κοι-
νωνικές θεωρίες (συμπεριλαμβανομένου του μαρξισμού).
2. Η απήχηση του μαρξισμού σήμερα έγκειται τόσο στο γεγονός ότι
είναι ένας τύπος θεωρίας του Διαφωτισμού όσο και στους ιδιαίτερους
υλικούς ή θεωρητικούς ισχυρισμούς του. Με άλλα λόγια, η μορφή του
μαρξισμού ως ολοποιητική, συγκεκριμένη κοινωνική θεωρία μού φαί-
νεται τόσο σημαντική όσο και οι επιμέρους ισχυρισμοί του σχετικά με
την ταξική πάλη ή την επίδραση των τρόπων παραγωγής σε οποιονδή-
ποτε δεδομένο χρόνο.

Εστιάζοντας στον τύπο της θεωρίας στον οποίο ανήκει ο μαρξισμός,


οι σύγχρονοι μαρξιστές επιτρέπουν στους εαυτούς τους έναν «όρο δια-
φυγής», που τους καθιστά ικανούς να αγκαλιάζουν κατ' αρχάς τις συμ-
βολές άλλων παραδόσεων (π.χ., του φεμινισμού), με την ελπίδα ότι μια
νέα «σύνθεση» μπορεί να αναδυθεί για να ικανοποιηθεί ο σφοδρός πό-
θος πολλών κοινωνικών επιστημόνων για τη διαιώνιση του Διαφωτι-
σμού. Επιλέγω σκόπιμα αυτές τις συναισθηματικές λέξεις (αγκαλιάζω,
ελπίδα, ικανοποίηση, πόθος): γιατί το κυριότερο μάθημα που έχουν δε-
χτεί οι οπαδοί του Διαφωτισμού από τους μεταμοντέρνους (και δεν
αποτελώ εξαίρεση) είναι ότι το τελικό κίνητρο για την «ορθολογική»
πρόοδο της γνώσης και της κοινωνίας είναι τόσο συγκινησιακό, γλωσ-
σικό και κοινωνικό όσο και καθαρά νοητικό. Πώς αλλιώς θα μπορούσε
να γίνει, αφού οι άνθρωποι είναι τόσο τα υποκείμενα όσο και τα αντι-
κείμενα της γνώσης; Κατ αυτή την έννοια, η στρατηγική του κεφαλαίου
516 δεν ήταν να σας κατευθύνω μονόπλευρα προς το δρόμο του Διαφωτι-
ΙΟ ΠΡΟ I Al MA ION AI ΑΦϋ Μ Ι Μ Ο Υ ΥΠΟ Ε Π Α Ν Ϊ Ξ Ι Π ' Α Ι 11

σμοΰ, αλλά, αντίθετα, να σας τονίσω τα ανάμεικτα αγαθά από τις διά-
φορες εκδοχές. Η κύρια πρόθεση μου θα έχει εκπληρωθεί, με άλλα λό-
για, εάν θα σας έχω κάνει να νιώσετε κάπως τη διανοητική και ηθική
αμφισημία που αποτελεί κεντρικό στοιχείο από την εμπειρία της (μετα-
νεωτερικότητας).
H NI y I I NM) I II I Λ ÏHMEPA

Ι Ε Ν Ο Α' Ε Γ Κ Α Τ Α Λ Ε Ι Π Ο Ν Τ Α Ι ΤΙΣ Μ! ΓΑ Α Φ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ ΓΙΑ ΤΗ


ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
Jean-François Lyotard

Τ ο αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η κατάσταση της γνώσης


στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη
λέξη μεταμοντέρνα για να την περιγράψω. Η λέξη χρησιμοποιείται σή-
μερα στην αμερικανική ήπειρο από κοινωνιολόγους και κριτικούς και
ορίζει την κατάσταση του πολιτισμού μας μετά τους μετασχηματισμούς
που, από το τέλος του 19ου αιώνα και ύστερα, αλλάξανε τους κανόνες
του παιχνιδιού στην επιστήμη, στη λογοτεχνία και στις τέχνες. Η πα-
ρούσα μελέτη θα θέσει αυτούς τους μετασχηματισμούς στο πλαίσιο της
κρίσης των αφηγήσεων.
Η επιστήμη πάντοτε ερχόταν σε αντίθεση με τις αφηγήσεις. Κρινό-
μενες με τα κριτήρια της επιστήμης, οι περισσότερες απ' αυτές αποδει-
κνύονται μύθοι. Στο βαθμό όμως που η επιστήμη δεν αυτοπεριορίζεται
για να εκθέσει χρήσιμες κανονικότητες και αναζητά την αλήθεια, είναι
υποχρεωμένη να νομιμοποιήσει τους κανόνες του δικού της παιγνίου.
Τότε, όσον αφορά τη δική της υπόσταση, παράγει ένα λόγο νομιμοποί-
ησης που αποκαλείται φιλοσοφία. Θα χρησιμοποιήσω τον όρο σύγ-
χρονη για να περιγράψω κάθε επιστήμη που αυτονομιμοποιείται με
αναφορά σε ένα μετα-λόγο αυτού του τύπου, ο οποίος επικαλείται ρη-
τά ορισμένες μεγάλες αφηγήσεις, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η
διαλεκτική του πνεύματος, η ερμηνευτική του νοήματος, η χειραφέτη-
ση του ορθολογικού ή του εργαζόμενου υποκειμένου, η δημιουργία
πλούτου. Για παράδειγμα, ο κανόνας της συναίνεσης ανάμεσα στον
αποστολέα και στον παραλήπτη μιας δήλωσης με τιμή αλήθειας θα θε-
ωρηθεί αποδεκτός, εάν διατυπωθεί με όρους μιας ενδεχόμενης ομο-
φωνίας ανάμεσα σε ορθολογικά πνεύματα: πρόκειται για την αφήγη-
ση του Διαφωτισμού, όπου ο ήρωας της γνώσης εργάζεται για έναν κα-
λό ηθικο-πολιτικό στόχο - την παγκόσμια ειρήνη. Όπως μπορεί να γί-
νει αντιληπτό από αυτό το παράδειγμα, εάν μια μετα-αφήγηση που συ-
νεπάγεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας χρησιμοποιείται για να νομιμο-

ΓΤηγή: Lyotard J.-F. ( 19Η4The Postmodern Condition: A Report on Knowledge,


518 Manchester; Manchester I huvcrsitv Press, a. xxiii-xxv και 3-11.
T O 11 PEIL AL MA I ΟΥ Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο Υ ΥΠΟ BFL ANBEI I Α Ι 11

ποιήσει τη γνώση, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα


των θεσμών που διέπουν τον κοινωνικό δεσμό: κι αυτές πρέπει επίσης
να μονιμοποιηθούν. Έτσι, η δικαιοσύνη παραδίδεται στη μεγάλη αφή-
γηση κατά τον ίδιο τρόπο με την αλήθεια.
Απλοποιώντας στο έπακρο, ορίζω το μεταμοντέρνο ως δυσπιστία
απέναντι στις μετα-αφηγήσεις. Αναμφίβολα, αυτή η δυσπιστία είναι
προϊόν της προόδου των επιστημών με τη σειρά της όμως αυτή η πρόο-
δος την προϋποθέτει. Στην απαρχαίωση του μετα-αφηγηματικού μηχα-
νισμού της νομιμοποίησης αντιστοιχεί κυρίως η κρίση της μεταφυσικής
φιλοσοφίας και του πανεπιστημιακού θεσμού που στο παρελθόν στη-
ριζόταν σ' αυτήν. Η αφηγηματική λειτουργία χάνει τους λειτουργούς
της, τον μέγα ήρωά της, τους μεγάλους κινδύνους της, τα μεγάλα ταξί-
δια της, το μεγάλο σκοπό της. Διαχέεται σε νεφελώματα από αφηγη-
ματικά γλωσσικά στοιχεία - αφηγηματικά αλλά και υποδηλωτικά, κα-
νονιστικά, περιγραφικά και ούτω καθεξής. Μέσα σε κάθε νεφέλωμα
μεταφέρονται πραγματικές διασυνδέσεις. Ο καθένας μας ζει στα
σταυροδρόμια πολλών απ' αυτά. Ωστόσο, δεν καθιερώνουμε υποχρε-
ωτικά σταθερούς γλωσσικούς συνδυασμούς, οι δε ιδιότητες όσων κα-
θιερώνουμε δεν είναι αναγκαστικά ευμετάδοτες. [...]
...Πού μπορεί να «ενοικεί» η νομιμότητα ύστερα από τις μετα-αφη-
γήσεις; Το κριτήριο της λειτουργικότητας είναι τεχνολογικό* δεν έχει
σχέση με την εκτίμηση για το αληθές ή το δίκαιο. Πρόκειται η νομιμό-
τητα να βρεθεί στη συναίνεση που επιτυγχάνεται μέσα από τη συζήτη-
ση, όπως θεωρεί ο Γιούργκεν Χάμπερμας; Αυτή η συναίνεση παραβιά-
ζει την ετερογένεια των γλωσσικών παιγνίων. Το δε μύθευμα αποτελεί
πάντοτε γέννημα της διχογνωμίας. Η μεταμοντέρνα γνώση δεν είναι
απλώς εργαλείο στα χέρια των αυθεντιών, αλλά εκλεπτύνει την ευαι-
σθησία μας απέναντι στις διαφορές και ενισχύει την ικανότητά μας να
ανεχόμαστε το απροσμέτρητο. [...]

7. Το πεδίο: η γνώση σης μηχανοργανωμένες κοινωνίες


Η υπόθεση εργασίας μας είναι ότι η κατάσταση της γνώσης μεταβάλλε-
ται, καθίος οι κοινωνίες εισέρχονται στην εποχή που είναι γνωστή ως
μεταβιομηχανική, οι δι πολπισμοί εισέρχονται σ' εκείνη που είναι γνω-
στή ως μεταμοντέρνα Αυιιι ι) μι ΐάβαση έχε ι ξεκινήσει τουλάχιστον
από τα τέλη της δι και ιια »ου Ι^Μ), /π>υ για την Ευρώπη σημαίνει την
i l Ν l u 11 i n < > ι Η Τ Α Ι Η Μ Ε Ρ Α

ολοκλήρωση της ανασυγκροιηΐίης. < ) ρυθμός αυξομειώνεται ανάλογα


με τη χώρα, στο δε εσωτερικό ιους ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα
δραστηριότητας: η γενική κατάσταση πραγμακον είναι εκείνη της χρο-
νικής διάσπασης που καθιστά δύσκολη την περιγραφή με αδρές γραμ-
μές μιας σφαιρικής θεώρησης. Έ ν α μέρος της περιγραφής αναγκαστι-
κά θα βασίζεται σε εικασίες. Όπως και να 'χει, γνωρίζουμε ότι δεν εί-
ναι συνετό να δίνουμε τόσο μεγάλη πίστη στη μελλοντολογία.
Αντί να συνθέσω μια εικόνα που αναπόφευκτα θα μείνει ατελής,
θα πάρω ως σημείο αφετηρίας μου ένα απλό χαρακτηριστικό που κα-
θορίζει άμεσα το υπό μελέτη αντικείμενο μας. Η επιστημονική γνώση
αποτελεί ένα είδος λόγου. Και είναι δίκαιο να λέμε ότι κατά την τελευ-
ταία τεσσαρακονταετία οι «κορυφαίες» επιστήμες και τεχνολογίες εί-
χαν να κάνουν με τη γλώσσα: η φωνολογία και οι θεωρίες της γλωσσο-
λογίας, τα προβλήματα της επικοινωνίας και η κυβερνητική, οι σύγ-
χρονες θεωρίες της άλγεβρας και της πληροφορικής, οι ηλεκτρονικοί
υπολογιστές και οι γλώσσες τους, τα προβλήματα της μετάφρασης και
η αναζήτηση πεδίων συμβατότητας ανάμεσα στις γλώσσες των ηλε-
κτρονικών υπολογιστών, τα προβλήματα της αποθήκευσης των πληρο-
φοριών και οι τράπεζες δεδομένων, η τηλεματική και η τελειοποίηση
των έξυπνων τερματικών, η παραδοξολογία. Τα γεγονότα μιλούν μόνα
τους (και ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός).
Αυτοί οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί αναμένεται ότι θα επιδρά-
σουν σε σημαντικό βαθμό στη γνώση. Οι δύο κύριες λειτουργίες της -η
έρευνα και η μετάδοση της αποκτώμενης γνώσης- αισθάνονται ήδη τις
συνέπειες ή θα τις αισθανθούν στο μέλλον. Όσον αφορά την πρώτη, η
γενετική παρέχει ένα παράδειγμα που είναι προσιτό στον μη ειδήμο-
να: οφείλει το θεωρητικό παράδειγμάτης στην κυβερνητική. Θα μπο-
ρούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμη παραδείγματα. Όσον αφορά τη
δεύτερη λειτουργία, είναι γνωστό σε όλους ότι η σμίκρυνση και η
εμπορικοποίηση των μηχανών αλλάζει κιόλας τον τρόπο με τον οποίο
αποκτώνται, ταξινομούνται, καθίστανται προσβάσιμες και αξιόπιστες
οι γνώσεις. Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι ο πολλαπλασιασμός των μη-
χανών επεξεργασίας πληροφοριών έχει, και θα συνεχίσει να έχει, τό-
ση επίδραση στην κυκλοφορία των γνώσεων όση είχαν οι πρόοδοι της
κυκλοφορίας των ανθρώπων (συστήματα συγκοινωνιών) και, αργότε-
ρα, της κυκλοφορίας του ήχου και της οπτικής εικόνας (τα μέσα μαζι-
κής επικοινωνίας).
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ Ι Ό Υ Ά Ι Λ Φ Ϋ Ι Ι Ι Μ Ο Υ ΥΠΟ Ε Π Α Ν Ε Ε Ε Τ Λ Ι Ι Ι

Η φΰση της γνοκτης δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως μεταβολή μέσα


στο πλαίσιο του γενικοί) μετασχηματισμού. Η γνώση μπορεί να προ-
σαρμοστεί στους νέους διαύλους και να γίνει λειτουργική, μόνο εάν
μεταφράζεται σε ποσότητες πληροφοριών. Μπορούμε να προβλέψου-
με πως οτιδήποτε περιέχεται στο συντεταγμένο σώμα της γνώσης και
δεν μπορεί να μεταφραστεί κατ' αυτό τον τρόπο θα εγκαταλείπεται και
ότι η κατεύθυνση της νέας έρευνας θα υπαγορεύεται από τη δυνατότη-
τα να μεταφραστούν τα παρεπόμενα αποτελέσματά της σε γλώσσα
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι «παραγωγοί» και οι χρήστες της γνώσης
πρέπει σήμερα, και πάντοτε στο μέλλον, να κατέχουν τα μέσα μετά-
φρασης στις γλώσσες αυτές, οσωνδήποτε θέλουν να επινοούν ή να μα-
θαίνουν. Η έρευνα για τις μεταφραστικές μηχανές είναι ήδη πολύ προ-
χωρημένη. Μαζί με την ηγεμονία των ηλεκτρονικών υπολογιστών έρ-
χεται μια ορισμένη λογική και, ως εκ τούτου, ένα ορισμένο σύνολο
προδιαγραφών που καθορίζουν ποιες αποφάνσεις θα γίνονται αποδε-
κτές ως «γνώση».
Μπορούμε, έτσι, να αναμένουμε μια πλήρη αποδέσμευση της γνώ-
σης από τον «ειδήμονα», οποιαδήποτε θέση κι αν κατέχει στη διαδικα-
σία της γνώσης. Η παλιά αρχή ότι η απόκτηση της γνώσης είναι αξεδιά-
λυτη από τη μόρφωση ÇBildung) του πνεύματος, ή ακόμη και του ατόμου,
ξεπερνιέται και θα ξεπερνιέται όλο και πιο πολύ. Η σχέση ανάμεσα
στους χορηγούς και στους χρήστες της γνώσης με την ίδια τη γνώση που
παρέχουν και χρησιμοποιούν τείνει σήμερα, και θα συνεχίσει όλο και
πιο πολύ, να προσλάβει τη μορφή που έχει ήδη πάρει η σχέση ανάμεσα
σε παραγωγούς εμπορευμάτων και καταναλωτών ως προς τα εμπορεύ-
ματα που παράγουν και καταναλώνουν - αυτή είναι η μορφή της αξίας.
Η γνώση παράγεται, και θα παράγεται, με στόχο την πώλησή της· κατα-
ναλώνεται, και θα καταναλώνεται, με στόχο την αξιοποίησή της σε νέα
παραγωγή* και στις δύο περιπτώσεις, στόχος είναι η ανταλλαγή της. Η
γνώση παύει να αποτελεί αυτοσκοπό και χάνει την «αξία χρήσης» της.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνώση έχει γίνει η κύρια δύναμη πα-
ραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες. Έ χ ε ι κιόλας επιδράσει σημαντικά
στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού των πιο ανεπτυγμένων χωρών
και αποτελεί τον κύρκ) ανασχε11 κι > π<*ρ<ίγοντα για τις αναπτυσσόμενες
χώρες. Στη μεταβιομηχανική και μετανεωτερική εποχή η επιστήμη θα
διατηρεί και αναμφίβολα Ou ι νισχυι ι τη σημαντική θέση της στο οπλο-
στάσιοτων παςπιιγπιγικών οπινοημων των εθνών-κρατών. Πράγματι,
IL NI y 11 IM KO L H ΓΑ IΠ ΜΕΡΑ

αυτή η κατάσταση πραγμαπην rivai μια από τις κύριες αιτίες που οδη-
γούν στο συμπέρασμα ότι ΓΟ χαομα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και
στις αναπτυσσόμενες χώρες θα διευρύνεται συνεχώς στο μέλλον.
Όμως, δε θα έπρεπε ετούτη η πλευρά του προβλήματος να επικα-
λύψει την άλλη, που είναι συμπληρωματική της. Η γνώση με τη μορφή
ενός πληροφοριακού εμπορεύματος, αναντικατάστατου για την παρα-
γωγική δύναμη, είναι ήδη, και θα συνεχίσει να είναι, ένα κύριο -ίσως
το κύριο- διακύβευμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για ισχύ. Είναι
πιθανό μια μέρα να γίνουν μάχες ανάμεσα στα έθνη-κράτη για τον
έλεγχο των πληροφοριών, ακριβώς όπως μάχονταν στο παρελθόν για
τον έλεγχο περιοχών και μετά για τον έλεγχο στην πρόσβαση και εκμε-
τάλλευση των πρώτων υλών και της φθηνής εργασίας. [...]

2. Το πρόβλημα: η νομιμοποίηση
.. .Ότι η επιστημονική και τεχνική γνώση είναι συσσωρευτική δεν έχει
αμφισβητηθεί ποτέ. Κατ' ανώτατο όριο, εκείνο που συζητείται δημο-
σίως είναι η μορφή που παίρνει αυτή η συσσώρευση. Ορισμένοι την
απεικονίζουν ως κανονική, συνεχή και ομόθυμη, άλλοι ως περιοδική,
ασυνεχή και συγκρουσιακή.
Όμως ετούτες οι αυταπόδεικτες αλήθειες είναι παραπλανητικές. Εν
πρώτοις, η επιστημονική γνώση δεν αναπαριστά το σύνολο της γνώσης*
πάντοτε υπήρχε ξέχωρα από, και σε ανταγωνισμό και σε σύγκρουση με,
ένα άλλο είδος γνώσης, που θα αποκαλώ αφήγηση για λόγους απλού-
στευσης (τα χαρακτηριστικά της θα περιγραφούν αργότερα). Δεν εννοώ
ότι η γνώση της αφήγησης μπορεί να επικρατήσει της επιστήμης, αλλά
ότι το μοντέλο της σχετίζεται με ιδέες για την εσωτερική ισορροπία και
συντροφικότητα, απέναντι στις οποίες η σύγχρονη επιστημονική γνώση
υστερεί αφάνταστα, ιδιαίτερα εάν πρέπει να αποδεσμευτεί σε σχέση με
τον «ειδήμονα» και να αποξενωθεί από το χρήστη της πολύ περισσότερο
απ' όσο πρωτύτερα. Η προκύπτουσα απογοήτευση για το ηθικό των
ερευνητών και διδασκόντων είναι σημαντικότατη και έχει γίνει ευρέως
γνωστό ότι κατά τη δεκαετία του 1960, σε όλες τις ιδιαίτερα ανεπτυγμέ-
νες κοινωνίες, πήρε τόσο εκρηκτικές διαστάσεις ανάμεσα σ' εκείνους
που προετοιμάζονταν να εξασκήσουν αυτά τα επαγγέλματα -φοιτητές-,
ώστε υπήρξε αξιοσημείοχτη μείωση της παραγωγικότητας στα εργαστή-
ρια και τα πανεπιστήμια δεν ήταν σε θέση να ανοσοποιηθούν και προ-
ΤΟ ΠΡΟ! A! MA fOY ΛΙΑΦΗ I Iî:M()Y YIIO Ell ΑΝΕΕΕΤΑΣΗ

σβλήθηκαν απ' αυτήν. Ί ο να αναμένει κανείς, με φόβο ή ελπίδα, ότι


ετούτη η κατάσταση θα οδηγήσει σε επανάσταση (όπως συχνά γινόταν
τότε) είναι εκτός συζήτησης· δε θα αλλάξει μέσα σε μια νύχτα η τάξη το>ν
πραγμάτων στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Αυτή όμως η αμφιβολία από
τη μεριά των επιστημόνων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως ένας κύριος
παράγοντας για την αξιολόγηση της σημερινής και της μελλοντικής κα-
τάστασης της επιστημονικής γνώσης. [...]
.. .Το ζήτημα για τη νομιμότητα της επιστήμης ήταν πάντοτε αδιάρρη-
κτα συνδεδεμένο με τη νομιμοποίηση του νομοθέτη, από την εποχή του
Πλάτωνα. Από την άποψη αυτή, το δικαίωμα της απόφασης για το τι εί-
ναι αληθινό δεν είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα της απόφασης για το
τι είναι δίκαιο, ακόμη κι αν οι αποφάνσεις στην αρμοδιότητα των δύο
πλευρών διαφέρουν ως προς τη φύση. Το θέμα εδώ είναι ότι υπάρχει μια
αυστηρή αλληλοσύνδεση ανάμεσα στο είδος της γλώσσας που αποκα-
λείται επιστήμη και στο είδος της γλώσσας που αποκαλείται ηθική και
πολιτική, μιας και οι δύο προέρχονται από την ίδια λογική θεώρηση, την
ίδια «επιλογή» αν θέλετε, που αποκαλείται Δύση.
"Οταν εξετάζουμε τη σημερινή κατάσταση της επιστημονικής γνώσης
-σε μια εποχή που η επιστήμη φαίνεται να έχει υποταχθεί περισσότερο
από κάθε άλλη φορά στις κυρίαρχες εξουσίες και, μαζί με τις νέες τεχνο
λογίες, κινδυνεύει να γίνει κύριο διακύβευμα στις συγκρούσεις τους- το
ζήτημα της διπλής νομιμοποίησης, αντί να χάνεται στο παρασκήνιο, έρ-
χεται υποχρεωτικά στο προσκήνιο. Γιατί εμφανίζεται στην πιο πλήρη
μορφή του, αυτή της αντιστροφής, αποκαλύπτοντας ότι γνώση και εξου-
σία αποτελούν απλώς τις δύο πλευρές του ίδιου ζητήματος: Ποιος απο
φασίζει τι είναι γνώση και ποιος γνωρίζει τι πρέπει να αποφασίζεται ;
Στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, το ζήτημα της γνώσης είναι
σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ζήτημα εξουσίας.

3. Η μέθοδος: γλωσσικά παίγνια


Ο αναγνώστης θα έχει ήδη παρατηρήσει ότι, αναλύοντας αυτό το πρό-
βλημα μέσα στο πλαίσιο που παρατέθηκε, έχω ευνοήσει μια συγκεκρι-
μένη διαδικασία, δινονιπ έμφαση σι α γεγονότα της γλώσσας, και ιδι-
αίτερα στην πραγματιστική του , διάσταση. |...]
Είναι χρήσιμο ν α κ ά ν ο υ μ ι π « ο<<»λουθες τρεις παρατηρήσεις σχε-
τικά με τα γλωσσικά /ιαι /νια Π /ιρωίη είναι ότι οι κανόνες δε διαθέ-
II NBttTI ΙΊΜΠ II I A XIIMliPA

τουν από μόνοι τους νομιμοποίηση, αλλα αποτελούν, ρητά ή σιωπηρά,


αντικείμενο ενός συμβολαίου ανάμεσα σε παίκτες (δε σημαίνει όμως
ότι οι παίκτες επινοούν τους κανόνες). 11 δεύτερη είναι ότι εάν δεν
υπάρχουν κανόνες δεν υφίσταται παίγνιο, ότι ώστε ακόμη και μια
απειροελάχιστη τροποποίηση ενός κανόνα ενδέχεται να μεταβάλει τη
φύση του παιγνίου, ότι ώστε μια «κίνηση» ή μια φραστική διατύπωση
που δε συμμορφώνεται προς τους κανόνες δεν ανήκει στο παίγνιο που
οι ίδιοι ορίζουν. Η τρίτη παρατήρηση υπονοείται απ' όσα ελέχθησαν
πριν: κάθε φραστική διατύπωση πρέπει να θεωρείται «κίνηση» σε ένα
παίγνιο.
Η τελευταία παρατήρηση μας φέρνει στην αρχή που αποτελείτο
θεμέλιο της μεθόδου μας ως συνόλου: το να μιλάς σημαίνει να αγωνί-
ζεσαι, με την έννοια του παίζειν, οι δε πράξεις ομιλίας εμπίπτουν στο
πεδίο μιας γενικής αγωνιστικής. Αυτό δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι
κάποιος παίζει με στόχο τη νίκη. Μία κίνηση μπορεί να γίνει για τη
σκέτη απόλαυση της επινόησής της: Τι άλλο συμβαίνει με όλα αυτά τα
κατορθώματα της λαϊκής ρητορικής και της λογοτεχνίας που ταλαιπω-
ρούν τη γλώσσα; Μεγάλη είναι η χαρά να επινοείς αδιάκοπα σειρές
από φράσεις, λέξεις και σημασίες, η διαδικασία που βρίσκεται πίσω
από την εξέλιξη της γλώσσας στο επίπεδο του λόγου. Αναμφίβολα,
όμως, ακόμη κι αυτή η ευχαρίστηση εξαρτάται από ένα αίσθημα επιτυ-
χίας που επετεύχθη σε βάρος ενός αντιπάλου - τουλάχιστον ενός αντι-
πάλου, και μάλιστα τρομερού: της καθιερωμένης γλώσσας ή της συν-
δήλωσης.
Η ιδέα μιας αγωνιστικής της γλώσσας δε θα πρέπει να μας κάνει να
χάνουμε από μπροστά μας τη δεύτερη αρχή, που αποτελεί συμπλήρω-
μά της και διέπει την ανάλυσή μας: ότι οι παρατηρήσιμοι κοινωνικοί
δεσμοί αποτελούνται από γλωσσικές «κινήσεις».
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΛI Λ Φ U I I Μ < > Y VIIO ΙΊΙΛΝΙ'Ξΐ: Ί ΑΙΙΙ

Η NEQTEPIKOTHTA: ΕΝΑ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ ΕΡΓΟ ΚΚΙΙ


Jürgen Habermas

Η ιδέα της νεωτερικότητας είναι στενά δεμένη με την ανάπτυξη της


ευρωπαϊκής τέχνης, όμως αυτό που αποκαλώ «πρόγραμμα της νεωτε-
ρικότητας» έρχεται στο επίκεντρο όταν εστιάσουμε το βλέμμα μας πέ-
ρα από το χώρο της τέχνης. Θα ξεκινήσω από μια διαφορετική ανάλυ-
ση, υπενθυμίζοντας μια ιδέα του Μαξ Βέμπερ. Χαρακτήρισε πολιτιστι-
κή νεωτερικότητα τη διάσπαση του αυθύπαρκτου πρωταρχικού λόγου,
που εκφραζόταν με τη θρησκεία και τη μεταφυσική, σε τρεις αυτόνο-
μες σφαίρες: επιστήμη, ηθική, τέχνη. Αυτές οι σφαίρες διαχωρίστηκαν
επειδή οι ενιαίες κοσμοαντιλήψεις της θρησκείας και της μεταφυσικής
κατέρρευσαν. Από τον 18ο αιώνα κι ύστερα, τα προβλήματα που κλη-
ρονομήθηκαν από ετούτες τις παλιότερες κοσμοαντιλήψεις κατέστη
δυνατό να διευθετηθούν, έτσι ώστε να υπαχθούν σε συγκεκριμένες
διαστάσεις εγκυρότητας: αλήθεια, κανονιστική δικαιοσύνη, αυθεντι-
κότητα και ομορφιά. Έτσι, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως ζη-
τήματα γνώσης, δικαιοσύνης, ηθικής ή γούστου. Ο λόγος της επιστή-
μης, οι θεωρίες για την ηθική, τη νομική επιστήμη και για την καλλιτε-
χνική δημιουργία και κριτική μπορούσαν με τη σειρά τους να θεσμοθε-
τηθούν. Κάθε πεδίο του πολιτισμού πιθανόν να ανταποκρίνεται στα
πολιτιστικά επαγγέλματα όπου τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονταν
ως αντικείμενα ασχολίας των εμπειρογνωμόνων. Αυτή η επαγγελματι
κή μεταχείριση της πολιτιστικής παράδοσης φέρνει στην επιφάνεια τις
εγγενείς δομές καθεμιάς από τις τρεις διαστάσεις του πολιτισμού.
Εμφανίζονται οι δομές της γνωστικής-εργαλειακής, της ηθικής-πρα-
κτικής και της αισθητικής-εκφραστικής ορθολογικότητας, καθεμιά
τους υπό τον έλεγχο των ειδημόνων που δίνουν την εντύπωση πως εί-
ναι περισσότερο καταρτισμένοι στα συγκεκριμένα πεδία σε σύγκριση
με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ως συνέπεια, αυξάνεται η απόσταση
ανάμεσα στον πολιτισμό των ειδικών και σ' αυτή του ευρύτερου κοι-
νού. Ό,τι συσσωρεύεται μέσα από την εξειδικευμένη εξέταση και σκέ-
ψη δε γίνεται άμεσα και αναγκαστικά κτήμα της καθημερινής πράξης.

Πηγή: Habermas I (iVMS) Miulemitv an incomplete project», mo Foster Η. (επιμ.)


Postmodern Cult in r. / nrnhxi. Unio iWw, <> s /'> 525
M NI U I I PIM» I II I A ΐ H ΜΕΡΑ

Με αυτού του είδους τον πολι τιοτικό r f ορθολογισμό, αυξάνεται η


απειλή για μια ολοένα και μεγαλύτερη ένδε ια του βιόκοσμου, η παρα-
δοσιακή υπόσταση του οποίου έχει ήδη απαξιωθεί.
Το πρόγραμμα της νεωτερικότητας, που διαμόρφωσαν τον 18ο αιώ-
να οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, συνίσταται στις προσπάθειές τους
να αναπτύξουν αντικειμενική επιστήμη, οικουμενική ηθική και δίκαιο
καθώς κι αυτόνομη τέχνη, σύμφωνα με την εσώτερη λογική τους. Ταυ-
τόχρονα, αυτό το πρόγραμμα σκόπευε να απελευθερώσει τις γνωστι-
κές δυνατότητες καθενός πεδίου από τις απόκρυφες μορφές τους. Οι
φιλόσοφοι του Διαφωτισμού ήθελαν να αξιοποιήσουν ετούτη τη συσ-
σώρευση ειδικευμένης παιδείας για τον εμπλουτισμό της καθημερινής
ζωής, δηλαδή για την ορθολογική οργάνωση της καθημερινής κοινωνι-
κής ζωής.
Οι στοχαστές του Διαφωτισμού, της νοοτροπίας του Κοντορσέ (Con-
dorcet), είχαν ακόμη την υπερβολική προσδοκία ότι οι τέχνες και οι επι-
στήμες δε θα προωθούσαν μόνο τον έλεγχο των φυσικών δυνάμεων αλ-
λά και την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού, την ηθική πρόοδο, τη
δικαιοσύνη των θεσμών, ακόμη και την ευτυχία των ανθρώπων. Ο 20ός
αιώνας διέλυσε αυτή την αισιοδοξία. Η διαφοροποίηση της επιστήμης,
της ηθικής και της τέχνης έφτασε να συνεπάγεται την αυτονομία των
τμημάτων που θεράπευαν οι ειδικοί και το διαχωρισμό τους από την ερ-
μηνευτική της καθημερινής επικοινωνίας. Αυτή η απόσχιση είναι το
πρόβλημα που έδωσε αφορμή στις προσπάθειες άρνησης του «πολιτι-
σμού» της πραγματογνωμοσύνης. Όμως, το πρόβλημα δε θα εξαφανι-
στεί: πρέπει να διατηρήσουμε τις προθέσεις του Διαφωτισμού, όσο ανε-
παρκείς κι αν είναι, ή να διακηρύξουμε ότι ολόκληρο το πρόταγμα της
νεωτερικότητας είναι μια χαμένη υπόθεση; [...]
Θεωρώ ότι, αντί να εγκαταλείψουμε τη νεωτερικότητα και το πρό-
ταγμά της ως χαμένη υπόθεση, πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη εκεί-
νων των υπερβολικών προγραμμάτων που προσπάθησαν να αρνηθούν
τη νεωτερικότητα. [...]
Η απογοήτευση από τις πραγματικές αποτυχίες αυτών των προ-
γραμμάτων, που καλούσαν στην άρνηση της τέχνης και της φιλοσο-
φίας, κατέληξε να χρησιμεύσει ως πρόσχημα για συντηρητικές θέσεις.
Θα ξεχωρίσω, συνοπτικά, τον αντιμοντερνισμό των «νεοσυντηρητι-
κών» από τον προμοντερνισμό των «παλαιοσυντηρητικών» και από το
μεταμοντερνισμό των νεοσυντηρητικών.
TO IHM) I ΑΙ ΜΑ ΓΟΥ Λ t Α Φ U I I ΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΕΕ'ΓΛΣΜ

Αυτή η τυπολογία είναι, όπως και κάθε άλλη φυσικά, μια απλοποίη-
οη, αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί εντελώς άχρηστη για την ανάλυση
των συγχρόνων πνευματικών και πολιτικών συγκρούσεων. Φοβάμαι
ότι οι ιδέες της αντινεωτερικότητας, με μια πρόσθετη πινελιά προνεω-
τερικότητας, γίνονται δημοφιλείς στους κύκλους της εναλλακτικής
κουλτούρας.

Ο Φ Ι Λ Ο Σ Ο Φ Ι Κ Ο Ι Λ Ο Γ Ο Σ ΤΗΣ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Σ
Jürgen Habermas

Η ριζοσπαστική κριτική του Λόγου αποσπά υψηλό τίμημα για την


εγκατάλειψη της νεωτερικότητας. Εν πρώτοις, οι λόγοι αυτοί δεν μπο-
ρούν και δε θέλουν να δώσουν εξηγήσεις για τη δική τους θέση. Η αρ-
νητική διαλεκτική, η γενεαλογία και η αποδόμηση, κατά τον ίδιο τρό-
πο, αποφεύγουν αυτές τις κατηγορίες, σε εναρμόνιση με τις οποίες η
σύγχρονη γνώση έχει διαφοροποιηθεί -καθόλου τυχαία- και με βάση
τις οποίες κατανοούμε τα κείμενα σήμερα. Δεν μπορούν να ενταχθούν
με σαφήνεια ούτε στη φιλοσοφία ούτε στην επιστήμη, ούτε στην ηθική
ούτε στη νομική θεωρία, ούτε στη λογοτεχνία ούτε στην τέχνη. Ταυτό-
χρονα, αντιστέκονται σε κάθε επιστροφή σε μορφές θρησκευτικής
σκέψης, είτε είναι δογματικές είτε αιρετικές. Έτσι, δημιουργείται δυ-
σαρμονία ανάμεσα στις «θεωρίες» που εγείρουν αξιώσεις εγκυρότη-
τας μόνο για να τις αποκηρύξουν και στον τύπο της θεσμοποίησης στον
οποίο υποβάλλονται τα ζητήματα της επιστήμης. [...] Ότι η αυτοανα-
φορική κριτική του Λόγου εντοπίζεται παντού και πουθενά, τρόπος
του λέγειν, σε λόγους χωρίς συγκεκριμένο τόπο, την καθιστά σχεδόν
απρόσβλητη από ανταγωνιστικές ερμηνείες. [...]
Οι παραλλαγές μιας κριτικής του Λόγου που αγνοεί προκλητικά τη
δική της θεμελίωση αλληλοσχετίζονται κι από μια άλλη άποψη. [...]
Δεν καταδικάζονται μόνο οι καταστρεπτικές συνέπειες μιας αντικει-
μενικοποιητικής αυτοαναφορικότητας, παράλληλα με αυτή την αρχή
της νεωτερικότητας, αλλά και οι υπόλοιπες υποδηλώσεις που κάποτε

ΓΙηγή: Habermas J ( '). Hie normative content of modernity», oxo The Philoso-
phical Discourse <>1 Mutlemiis ( amhnih · l'ohtv ftess, ο 1J6-340.
Η Ν hu i r PI M l i Ht Λ IHM ΗΡΑ

σχετίζονταν με την υποκειμενικά ι η ια m ανεκπλήρωτη υπόσχεση: η


προοπτική μιας αυτοσυνείδητης πρακτικής, όπου ο αλληλέγγυος αυτο-
προσδιορισμός όλων θα συνδυαζόταν μι ιην αυτοπραγμάταχτη του κα-
θενός. Εκείνο που απορρίπτεται είναι ακριβώς μια αυτοεπιβεβαιούμε-
νη νεωτερικότητα που οριζόταν κάποτε με τις έννοιες της αυτοσυνεί-
δησης, του αυτοπροσδιορισμοΰ και της αυτοπραγμάτωσης.
Έ ν α επιπρόσθετο μειονέκτημα αυτών των λόγων γίνεται ανάγλυφο
αποκηρύσσοντας ολιστικά τους σύγχρονους τρόπους ζωής: αν και έχουν
ενδιαφέρον όσον αφορά τις θεμελιώδεις αρχές, δε διαφοροποιούνται ως
προς τα αποτελέσματά τους. Τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία ο Χέ-
γκελ και ο Μαρξ, αλλά και οι Μαξ Βέμπερ και Λούκατς (Lukâcs) διέκρι-
ναν ανάμεσα σε χειραφετικές-εναρμονιστικές όψεις του κοινωνικού
εξορθολογισμού και στις καταπιεστικές-αλλοτριωτικές όψεις έχουν αμ-
βλυνθεί. Στο μεταξύ, η κριτική κατέλαβε και κατεδάφισε εκείνες τις έν-
νοιες με τις οποίες θα μπορούσαν να διαχωριστούν οι όψεις αυτές η μία
από την άλλη, έτσι ώστε να γίνει ορατή η παράδοξη σύγχυση τους. Ο Δια-
φωτισμός και η χειραγώγηση, το συνειδητό και το ασυνείδητο, οι δυνά-
μεις της παραγωγής και οι δυνάμεις της καταστροφής, η εκφραστική αυ-
τοπραγμάτωση και η καταδυναστευτική ισοπέδωση που διασφαλίζουν
αλλά και καταργούν την ελευθερία, την αλήθεια και την ιδεολογία - σή-
μερα όλες αυτές οι στιγμές ρέουν η μία μέσα στην άλλη. Δεν αλληλοσυν-
δέονται όμως, ας πούμε, τα συγκρουόμενα στοιχεία σε ένα καταστροφι-
κό λειτουργικό πλαίσιο - ακούσιοι συνένοχοι σε μια αντιφατική διαδικα-
σία που τη διαπερνά η σύγκρουση των αντιθέτων. Σήμερα, οι διαφορές
και οι αντιστάσεις έχουν σε τέτοιο βαθμό υπονομευθεί και, επιπλέον,
έχουν καταρρεύσει, ώστε η κριτική να μη διακρίνει πλέον αντιθέσεις,
διαβαθμίσεις και διφορούμενους τόνους μέσα στο ισοπεδωμένο και χλω-
μό τοπίο ενός κόσμου πλήρως κατευθυνόμενου, υπολογισμένου και ο
οποίος γογγύζει υπό το βάρος της εξουσίας.
Για το νιτσεϊσμό, η διαφοροποίηση της επιστήμης και της ηθικής
εμφανίζεται ως η διαδικασία διάπλασης ενός Λόγου που κάποτε σφε-
τερίζεται και καταπνίγει την ποιητική, αποκαλυπτική για τον κόσμο,
δύναμη της τέχνης. Η πολιτιστική νεωτερικότητα μοιάζει με το κράτος
τρόμου που χαρακτηρίζεται από τα ολοκληρωτικά γνωρίσματα του
υποκειμενο-κεντρικού Λόγου, ο οποίος, από μόνος του, υπερφορτίζει
τις δομές του. Τρία απλά γεγονότα που είναι το απόσταγμα της εικό-
νας: Πρώτον, το γεγονός ότι αυτές οι αισθητικές εμπειρίες, στο φως
TO I ll'O I MM Λ ΙΟΝ ΛΙΑΦΜ ΓΙ1ΜΟΥ ΥΠΟ ΒΠΑΝΒΙΒΤΑΣΗ

των οποίων υποτιΟι χ<α ότι η πραγματική φύση θα αυτοαποκαλυφθεί α'


έναν αποκλειστικό Λόγο, οφείλονται στην ίδια διαδικασία που αντι-
διαστέλλει την επιστήμη από την ηθική. Κατόπιν, το γεγονός ότι σε μια
αύξηση της γνώσης, που δεν αμφισβητείται εύκολα, οφείλει και η πολι-
τιστική νεωτερικότητα τη διαίρεσή της σε ειδικούς λόγους για ζητήμα-
τα γούστου, αλήθειας και δικαιοσύνης. Και ιδιαίτερα το γεγονός ότι
είναι μόνο οι τρόποι της ανταλλαγής ανάμεσα σ' αυτά τα συστήματα
γνώσης και στην καθημερινή πρακτική που προσδιορίζει κατά πόσο το
κέρδος από μια τέτοια απόσταση της επιστήμης από την πεζή πραγμα-
τικότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το βιόκοσμο.

Χ Α Μ Π Ε Ρ Μ Α Σ : Α Υ Τ Ο Ν Ο Μ Ι Α ΚΑΙ Α Λ Λ Η Λ Ε Γ Γ Υ Η Κ ΚI M I:
Peter Dews

Στο έργο των σημαντικών σύγχρονων στοχαστών, όπως ο Λιοτάρ και


ο Φεγιεράμπεντ, πίσω από τους οποίους βρίσκεται, φυσικά, η μορφή
του Νίτσε - οι ίδιες οι έννοιες της «αλήθειας», της «αντικειμενικότη-
τας», της «συναίνεσης» θεωρούνται ότι έχουν μια στιγμή καταναγκα-
σμού, μιας και συνεπάγονται την επιβολή της ενοποίησης της πολλα-
πλότητας. Ο Λιοτάρ, στα πιο πρόσφατα έργα του, επιδίωξε να δραπε
τεύσει από αυτό τον καταναγκασμό, υιοθετώντας από τον Βίτγκεν-
σταϊν την έννοια των γλωσσικών παιγνίων, που είναι εγγενώς πολύ-
πλευρα και μη αναγώγιμα σε οποιοδήποτε καθολικό γλωσσικό μοντε
λο. Το λάθος του Χάμπερμας μπορεί τότε να έγκειται στην πεποίθηση
ότι «η ανθρωπότητα ως συλλογικό (οικουμενικό) υποκείμενο επιδιο»
κει την κοινή χειραφέτησή της διαμέσου της κανονικότητας των "κινή-
σεων" που επιτρέπονται σε όλα τα γλωσσικά παίγνια». Η «αφήγηση
της χειραφέτησης» της κριτικής θεωρίας βασίζεται, δυστυχώς, σ' ένα
τέλος της συλλογικής συμφωνίας που «παραβιάζει την ετερογένεια
των γλωσσικών παιγνίων» (Lyotard, 1984, σ. 66 και xxv).
Υπάρχουν τρία ξεχωριστά επίπεδα στα οποία αυτή η κριτική κατά
του Χάμπερμας πρέπει με τη σειρά της να κριθεί. Πρώτα απ' όλα, στο

Πηγή: Dews Ρ, (Ι(><s'r»>( fntrmtih lion*' aro Ihihcrmas: Autonomy and Solidarity,
London, Verso, o. 22 27, 529
i ι ! I ι Ν M» ιη ιΛ 11 Μ I Ι' Λ

φιλοσοφικό επίπεδο τα επιχι ιρημοια ιου Λιοτάρ στηρίζονται στη χρό-


νια σύγχυση ανάμεσα στα γλωσσικά παίγνια και στις αξιώσεις εγκυ-
ρότητας. Αποτυγχάνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στη διαφοροποίηση του
βιόκοσμου σε τρεις διακριτές σφαίρες αξιών, που σχετίζονται αντί-
στοιχα με γνωστικά, ηθικά και αισθητικά ζητήματα, και σ'αυτό που ο
Χάμπερμας ορίζει ως «πληθυντικό των αποκλινόντων κόσμων του λό-
γου που ανήκει στην αποκλειστικά νεωτερική εμπειρία...». Έτσι, ενώ
αποδέχεται την πολλαπλότητα των γλωσσικών παιγνίων στον σύγχρο-
νο πολιτισμό, επιτρέπει στον εαυτό του να επιχειρηματολογεί ότι οι
αξιώσεις εγκυρότητας (που από μόνες τους δεν αποτελούν ένα συγκε-
κριμένο είδος γλωσσικών παιγνίων, αλλά εμφανίζονται στα πλαίσια
διαφορετικών γλωσσικών δραστηριοτήτων) τέμνουν αυτό τον πληθυ-
ντικό. Με άλλα λόγια, θα υπάρξουν συγκρούσεις απόψεων όσον αφο-
ρά τα γνωστικά, ηθικά και αισθητικά ζητήματα, αλλά δεν μπορούμε να
ισχυριστούμε ότι αυτές οι συγκρούσεις δεν υπόκεινται, κατ' αρχάς, σε
συζήτηση και σε πιθανή επίλυση. Το ίδιο επισημαίνει και ο Χάμπερ-
μας, στο πλαίσιο της κριτικής του στον Μαξ Βέμπερ, ο οποίος, όπως ο
Λιοτάρ, έχει την τάση να εξισώνει αξιακά περιεχόμενα και τις ιδιότη-
τες της εγκυρότητας. Κατά τον Χάμπερμας, «ο Βέμπερ υπερβαίνει τα
όρια [...] όταν συμπεραίνει από την απώλεια της ουσιαστικής ενότητας
του Λόγου μια πληθώρα θεών και δαιμόνων που παλεύουν όλοι ενα-
ντίον όλων, με τη μη αναγωγιμότητά τους ριζωμένη σε μια πολλαπλό-
τητα ασύμβατων αξιώσεων εγκυρότητας. Η ενότητα της ορθολογικό-
τητας, στην πολλαπλότητα των αξιακών μικρόκοσμων, εξορθολογισμέ-
νη σύμφωνα με την επιμέρους εσωτερική λογική τους, που διασφαλίζε-
ται ακριβώς στο τυπικό πεδίο της επιχειρηματολογικής πραγμάτωσης
των αξιώσεων εγκυρότητας» (Habermas, 1984, σ. 249).
Δεύτερον, στο πολιτικό επίπεδο η θέση του Λιοτάρ δεν είναι ικανο-
ποιητική, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της κοινωνικής
σύγκρουσης. Μια από τις κύριες αιτίες γι' αυτό είναι οι επιπόλαιες υπο-
δηλώσεις του όρου «γλωσσικά παίγνια» που χρησιμοποιεί ο Λιοτάρ με
υπερβολική αυθαιρεσία. Αν είχε χρησιμοποιήσει κάποιον εναλλακτικό
όρο, όπως «κοινωνικές πρακτικές», και είχε σκεφθεί ότι αυτή η κατηγο-
ρία θα περιλάμβανε δραστηριότητες όπως η εκπομπή ρυπογόνων απο-
βλήτων, το κλείσιμο εργοστασί(ον σε οικονομικά υποβαθμισμένες πε-
ριοχές και η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, θα το
έβρισκε λιγότερο αληθοφανές να απεικονίζει τη σύγκρουση ο>ς ένα εί-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ l u v ΛΙΑΦΜ 11) ΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

0ος λεκτικών διαξιφισμών στο εσοοτερικό κάθε γλωσσικού παιγνίου.


Έ ν α ς ακόμη σημαντικός λόγος είναι ότι αμέσως μόλις προσπαθήσει ο
Λιοτάρ να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αμοιβαίων σχέσεων των
«γλωσσικών παιγνίων», έρχεται αντιμέτωπος με τη νέμεση κάθε σχετι-
κισμού. Γιατί το να ισχυρίζεται κανείς ότι «η αναγνώριση της ετεροει-
δούς φύσης των γλωσσικών παιγνίων» υποδηλώνει «την καταδίκη του
τρόμου, που υποθέτει ότι είναι ομοειδή και προσπαθεί να τα καταστή-
σει ομοειδή» (Lyotard, 1984, σ. 66) είναι πάλι σαν να βασίζεται σε μια
αμφισημία ανάμεσα στην «αναγνώριση» ως την καταγραφή μιας κατά-
στασης πραγμάτων ή ως μια αναγνώριση της εγκυρότητας. Εκτός εάν
αυτή η αναγνώριση, με τη δεύτερη έννοια, δεν είναι απλώς ένα γλωσσι-
κό παίγνιο μεταξύ άλλων, τότε είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς
μπορεί ο Λιοτάρ να αξιώνει την προτεραιότητα πιστοποίησης της εγκυ-
ρότητας. Εάν ο Λιοτάρ είχε συλλογιστεί λίγο παραπάνω σ' αυτό το θέ-
μα, θα είχε αντιληφθεί ότι η θεωρία για τη συναίνεση του Χάμπερμας
ουδεμία σχέση έχει με την ομογενοποίηση των γλωσσικών παιγνίων ή
με την καθιέρωση της κυριαρχίας ενός γλωσσικού παιγνίου, αλλά, αντι-
θέτως, με τις συνθήκες δυνατότητας της πολλαπλότητας, δηλαδή τη ρύθ-
μιση των συνεπειών της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών πρακτικών,
με δεδομένη την ελευθερία έκφρασης των συμφερόντων όλων των εν-
διαφερομένων.
Όμως, η θέση του Λιοτάρ δεν είναι μόνο φιλοσοφικά και πολιτικά
αμφίβολη αλλά και ιστορικά ανακριβής, στο βαθμό που δεν μπορεί να
αντιληφθεί ότι η οικουμενικότητα των αρχών και η εξατομίκευση των
τρόπων ζωής αποτελούν δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας Ο Χά-
μπερμας υπενθυμίζει ότι στις νεωτερικές κοινωνίες ο συντονισμός της
δράσης εξαρτάται όλο και πιο πολύ από τη ρητή και διά της πειθούς
συμφωνία, παρά από την προϋπάρχουσα συναίνεση του βιόκοσμου.
Στο βαθμό όμως που αυτό αληθεύει, οι συγκεκριμένες μορφές ζωής
και οι γενικές δομές του βιόκοσμου αποκλίνουν ολοένα και περισσό-
τερο οι μεν από τις δε. Είναι πιθανόν να πολλαπλασιαστούν οι επιμέ-
ρους πολιτισμοί, ακριβώς επειδή ικανοποιείται σε ολοένα και υψηλό-
τερα επίπεδα αφαίρεσης η ανάγκη για συμφωνία σε βασικούς κανόνες
κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Επειδή παραλείπει εξ ολοκλήρου αυτό
το γενικό συστατικό \\\ ούγχρονης συνείδησης, ο Λιοτάρ εξισώνειτον
χειραφετικό πλουραλισμό μι μια οπισθοχ<όρηση σε αποσπασματικές
και επιμεριστικές μορφι συνπδηοΐ|ς
Κ NIM I I N M ) Ι Μ ΙΑ IHM EPA

Οι ασυναρτησίες καιοιπαραλι ιψπ ιου Λιοτάρ, θεωρούμενες ως


το παράδειγμα της αυτοανακηρυχΟεΰτας μιταμοντέρνας φιλοσοφίας,
δείχνουν ορισμένα από τα γενικά θεμελιώδη προβλήματα των μεταδο-
μιστικών θεωρήσεων της νεωτερικότητας. [... | Μελετώντας τη στάση
του Λιοτάρ απέναντι στη φιλοσοφία της Ιστορίας, η επιρροή του Νίτσε
στο μεταδομισμό μάς διαβεβαιώνει ότι ο μεταφυσικός χαρακτήρας των
θεωριών εξισώνεται με τη συστηματικότητά τους. Για τον Χάμπερμας
όμως δεν είναι η συστηματικότητα που θέτει το πρόβλημα, αλλά το γε-
γονός ότι τα φιλοσοφικά συστήματα -οι ερμηνείες του κόσμου ως συνό-
λου- βασίζονταν σε μία θεμελιώδη αρχή που ήταν απρόσβλητη από την
κριτική έρευνα, ότι παραδοσιακά η φιλοσοφία αντιλαμβανόταν την
οντότητά της ως λόγο που λειτουργούσε σε ένα επίπεδο εντελώς δια-
κριτό από αυτό της εμπειρικής επιβεβαίωσης ή διάψευσης. Ο Χάμπερ-
μας μοιράζεται με τους μεταδομιστές την αίσθηση της κρίσης της φιλο-
σοφίας μετά τον Χέγκελ και της προσπάθειάς της να μεταβεί προς ένα
άλλο περιβάλλον. Συμμερίζεται όμως το υλιστικό επιχείρημα της αρχι-
κής Σχολής της Φρανκφούρτης, προτείνοντας το περιβάλλον αυτό να
έγκειται σε μια πρακτικά προσανατολισμένη συνεργασία ανάμεσα στη
φιλοσοφία και στην εμπειρική κοινωνική επιστήμη. Μέσα από μια τέ-
τοια συνεργασία, η φιλοσοφία προστατεύει τις κοινωνικές και ανθρω-
πιστικές επιστήμες από την εμπειριστική και μονομερή μυωπία, ενώ οι
επιστήμες δανείζουν στη φιλοσοφία ένα ουσιαστικό, μη δογματικό πε-
ριεχόμενο. Για τον Χάμπερμας, με άλλα λόγια, δεν είναι η οικουμενι-
κότητα των φιλοσοφικών αξιώσεων που πρέπει να εγκαταλειφθεί αλ-
λά, αντίθετα, η αξίωσή τους περί αλάθητου. Όμως, μέσα από την κριτι-
κή του για το οικουμενικό, ο μεταδομισμός οδηγείται σε εγκατάλειψη
των συστηματικών γνωστικών αξιώσεων και συχνά σε μια οιονεί αισθη-
τική άρση των αξιώσεων αλήθειας. Το αποτέλεσμα αυτού του ελιγμού,
ωστόσο, είναι ότι οι γνήσιες απόπειρες για κοινωνική και πολιτιστική
ανάλυση καθίστανται ευάλωτες σε ατεκμηρίωτα και άκριτα στοιχεία,
γεγονός που καταδεικνύει τη θεμελιώδη αοριστία και τη σοβαροφά-
νεια των γενικών θεωρήσεων για τη μετανεωτερικότητα.
Τ Ο Π Ρ Ο I AL MA IU\ ΑΙΑΦϋ I !î ΜΟΥ ΥΙΚ) Ε Π Α Ν Ε Ξ Ε Τ Α Σ Η

Ν Ο Μ Ο Θ Ε Τ Ε Ι ΚΑΙ Λ Ι Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Σ KEIM ICI


Zygmunt Bauman

[...] Πέρα από την αισθητική, σι τομείς που επηρεάζονται περισσότερο


(χπό τη μεταμοντέρνα πρόκληση είναι οι φιλοσοφικοί λόγοι που ενδια-
φέρονται για τα θέματα της αλήθειας, της βεβαιότητας και του σχετικι-
σμού, καθώς κι εκείνοι που ασχολούνται με τις αρχές της κοινωνικής
οργάνωσης. Συχνότατα, αυτοί οι λόγοι δημιουργούσαν νομιμοποιήσεις
για πραγματικότητες ήδη δομημένες από υπάρχουσες ιεραρχίες εξου-
σίας* ωστόσο, οι διαφορές που διακρίνονταν ανάμεσα στη συνάρθρω-
ση της νομιμότητας και στη νομοθεσία ήταν ελάχιστες. Σήμερα, οι ιε-
ραρχίες ούτε ανέπαφες είναι ούτε απειλούνται. Τα καθήκοντα της νο-
μιμοποίησης και της νομοθεσίας φαίνονται ξαφνικά αρκετά μακριά με-
ταξύ τους, μιας και οι λόγοι ανάληψης της νομοθετικής εξουσίας της νο-
μιμοποίησης βαθμιαία διαβρώθηκαν. Πώς μπορεί κανείς να υποστηρί-
ξει τη θέση υπέρ ή κατά μιας μορφής βίου, υπέρ ή κατά μιας εκδοχής
της αλήθειας, όταν αισθάνεται ότι η συλλογιστική κάποιου δεν μπορεί
πλέον να θεσπίσει ότι υπάρχουν δυνάμεις πίσω από τις πολλαπλές μορ-
φές ζωής και τις πολλαπλές εκδοχές της αλήθειας που αποκλείεται να
τις αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της κατωτερότητας; Αιφνιδίως, το φιλο-
σοφικό ταξίδι προς τη βεβαιότητα που διαρκεί εδώ και διακόσια χρό-
νια όπως και τα οικουμενικά κριτήρια τελειότητας και «ευ ζην» μοιά-
ζουν με ματαιοπονία. Αυτό όμως δε σημαίνει αναγκαστικά ότι δε μας
αρέσουν τα μέρη στα οποία μας οδήγησε* αντιθέτως, είναι η άρνηση
των άλλων να τα θαυμάσουν και να μας ακολουθήσουν μέχρι εκεί που
μας στενοχωρεί και μας παρακινεί να αναζητήσουμε ένα νέο και ισχυ-
ρότερο σκοπό για τον ύμνο που θέλουμε να αναπέμψουμε. Εάν επιθυ-
μούμε να υπερασπίσουμε τον προσανατολισμό του ταξιδιού μας, πρέ-
πει να επαναπροσδιορίσουμε, αναδρομικά, το νόημά του.
Ο Έρνεστ Γκέλνερ είναι ευλόγως ο πιο αφοσιωμένος και ο πιο εμ-
βριθής υπερασπιστής της ιδιαίτερης μορφής βίου που γεννήθηκε στη
βορειοδυτική άκρη της Ευρώπης πριν από τέσσερις αιώνες κι έχει
υποτάξει κάθε άλλη μορφή ζωής τα τελευταία διακόσια χρόνια. Δική
του είναι, ίσως, η πιο πειστική έκκληση υπέρ της:

Πηγή: Bauman / (NSS), ι egi .Ininr nul Interpreters, Cambridge, Polity Press, o.
140-144.
il NI U I I IM KO 1 It ΓΑ Ell MI« ΡΑ

Στο σύνολο, μια εκδοχή μια κοινωνία με πνευματική ανάπτυ-


ξη βασισμένη σε μια σχεδόν ατομιστική στρατηγική- μας φαί-
νεται ανώτερη για διάφορους λόγους που συναρθρώνονται
άκομψα* μόνο αυτό το είδος κοινωνίας μπορεί να κρατήσει στη
ζωή τον τεράστιο πληθυσμό της σημερινής ανθρωπότητας, κι
έτσι να αποφευχθεί μια πραγματικά θηριώδης πάλη μεταξύ
μας για την επιβίωση* μόνο αυτό μπορεί να μας κρατήσει στο
επίπεδο που έχουμε συνηθίσει* αυτό το είδος, περισσότερο
από τα προηγούμενα, ενδεχομένως να ευνοεί μια φιλελεύθερη
και ανεκτική κοινωνική οργάνωση... Αυτός ο τύπος κοινωνίας
έχει επίσης πολλά γνωρίσματα που δεν είναι ελκυστικά και τα
προσόντα της είναι πολύ αμφίβολα. Στο σύνολο, και με ενδοια-
σμούς, τασσόμαστε υπέρ της* δεν τίθεται όμως ζήτημα μιας
έντεχνης και σαφούς επιλογής. Είμαστε κάπως πιεσμένοι από
την ανάγκη (το φόβο της πείνας κτλ.), κάπως βέβαιοι από την
υπόσχεση της φιλελεύθερης ευμάρειας (την οποία δεν εμπι-
στευόμαστε εντελώς). Έχουμε καταλήξει ότι, ελλείψει καλύτε-
ρων λόγων, πρέπει να προσαρμοστούμε κάπως μ' αυτούς.
(1984, ο. 258)

Αυτή η απόφανση είναι σεμνή - και, κατά μία έννοια, απολογητική.


Χαρακτηρίζεται από αυτοσυνειδησία όσον αφορά την ανεπάρκειά της,
από την άποψη των υφισταμένων κριτηρίων της κομψοέπειας της φιλο-
σοφικής απόδειξης. Δικαιολογεί το λόγο ύπαρξης της φιλοσοφικής πα-
ράδοσης που αφιέρωσε το βίο και την ενέργειά της στον εξορκισμό του
φαντάσματος του πραγματιστικού σχετικισμού με πραγματιστικούς
όρους - η έσχατη ειρωνεία, τρόπος του λέγειν. Και το επιχείρημα που
χρησιμοποιεί (πάλι αυτοσυνείδητα, είμαι σίγουρος) είναι κυκλικό: αυτό
το σύστημα είναι καλύτερο επειδή ανταποκρίνεται σε όσα μας δίδαξε να
προτιμούμε - όπως «το επίπεδο στο οποίο έχουμε συνηθίσει». Δεν είναι
τίποτε το εγγενώς λανθασμένο σ' αυτό το επιχείρημα. Αντιθέτως, φαίνε-
ται πολύ πιο ανθρώπινο και ρεαλιστικό από τη φιλοσοφική κομψοέπεια
την οποία προτείνει να αντικαταστήσει, εφόσον πρώτα συμφωνήσουμε
να εγκαταλείψουμε τις φιλοσοφικές αξιώσεις για οικουμενικότητα.
Ο συλλογισμός του Γκέλνερ έχει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα σε
σύγκριση με πολλά άλλα επιχειρήματα, παρόμοια ως προς την εκ των
έσω σεμνότητα, τον πραγματισμό και την κυκλικότητά τους. Είναι έντιμη
όσον αφορά το δικά της σκοπό, που είναι η υπεράσπιση του κόσμου τον
TO IHM M A I ΜΛ Π ι γ AIA Φ y I I ï, M Ο Y ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

οποίο εμείς, οι διανοούμενοι της Δύσης, διαμορφώσαμε κατά τους δύο


αιώνες της πρόσφατης δυτικής ιστορίας, στο σχηματισμό της οποίας βοη-
θήσαμε συλλογικά* τον κόσμο αυτό τον βρίσκουμε να προσεγγίζει τα επί-
πεδα που ορίσαμε για μια καλή κοινωνία περισσότερο από κάθε άλλο
κόσμο που γνωρίζουμε. Με άλλα λόγια, το επιχείρημα του Γκέλνερ καθι-
στά σαφή μια υπόθεση για το είδος του κόσμου που μπορεί να προσφέρει
(και έχει προσφέρει διάφορες παραλλαγές για κάμποσο καιρό) ένα κα-
τάλληλο περιβάλλον για τον δυτικό πνευματικό τρόπο ζωής* και μπορεί
επίσης να δημιουργεί μια ζήτηση για τον παραδοσιακό (νομοθετικό) ρό-
λο που οι Δυτικοί διανοούμενοι έχουν μάθει να παίζουν καλύτερα. Αυτό
καθιστά το επιχείρημα του Γκέλνερ ιδιαίτερα ενδιαφέρον δείχνει πόσο
δύσκολο, εάν όχι εντελώς αδύνατο, είναι να υποστηρίζεις την ανωτερό-
τητα του δυτικού τύπου κοινωνίας με αντικειμενικούς, απόλυτους ή οι-
κουμενικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση, το επιχείρημα πρέπει να
είναι συγκρατημένο, πραγματιστικό και κυκλικό, χωρίς ανασχέσεις.
Άλλες αντιδράσεις στη μετανεωτερική κατάσταση τείνουν να είναι
μάλλον πιο αμήχανες. Αυτό που τους σκανδαλίζει ή τους τρομοκρατεί,
και επιθυμούν να διασώσουν παρά τις υπαγορεύσεις της λογικής τους,
είναι συχνότατα κρυμμένο πίσω από τις νέες οικουμενικές φιλοσοφίες
της Ιστορίας ή τις οικουμενικές στρατηγικές για τη φιλοσοφία ή/και
την κοινωνική επιστήμη. Ορισμένοι φιλόσοφοι, ίσως οι λιγότερο εν-
διαφέροντες, αρνούνται να παραδεχτούν τις πραγματικότητες που πα-
ρέχουν στα σχετικιστικά επιχειρήματα κάπως διαφορετικά, ενδεχομέ-
νως ισχυρότερα, ερείσματα απ' ό,τι στο παρελθόν, αντιμετωπίζουν
διαγνώσεις για τη μη αναγωγιμότητα του πλουραλισμού του κόσμου
ως συλλογική εκτροπή και συνεχίζουν να συγγράφουν «υποσημειώ-
σεις στον Πλάτωνα2». Άλλες παρεμβάσεις, ίσως πιο πολυάριθμες, πι-
θανόν πιο συναρπαστικές και σίγουρα πιο ηχηρές, αντιμετωπίζουν τον
πλουραλισμό απερίσπαστα, αποδέχονται τη μη αναστρεψιμότητάτου
και προτείνουν να επανεξεταστεί ο ρόλος του φιλοσόφου ή γενικώς
του διανοουμένου. Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να μάθουν να λει-
τουργούν σε έναν άκρως πλουραλιστικό κόσμο με την ίδια σοβαρότη-

2. «Safest general ehanuieii/aiion ol ihr l-iiropcan tradition is that it consist of a


series of footnotes to Plain-, (< > <IO<J ΠΛΟΜ»Λ>»> γενικός χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής
παιδείας είναι ότι (τυγχοιπΟΜπ u m μια πεψπ ηπο<ϊημπώοε<ον οτον Πλάτωνα) Alfred
North Whitehead, /Vwmund He,ilu\ <» '· I M . h w s , JIM. (ΣχΕ.)
Ii ΝI U Ι I PIh()I IIΊΆ ΣΗΜΕΡΑ

τα και όφελος που επεφϋλαοαε ο ρολος του νομοθέτη κάποτε. Αυτές οι


προτάσεις όμως διατυπώνονται κανονικά, με τρόπο που εμποδίζει αντί
να μας βοηθάει να κατανοήσουμε το σκοπο τους. Αντιθέτως, στην πε-
ρίπτωση του Γκέλνερ, οι προτάσεις να ε γ κ α τ α λ ε ι φ θ ε ί το όνειρο του
απόλυτου συζητώνται με απόλυτους όρους. Παρουσιάζονται ως νέες
και βελτιωμένες εκδοχές των παλαιών γενικών θεωριών για την «αν-
θρώπινη φύση» ή και για τη «φύση της κοινωνικής ζωής».
Ανεξάρτητα από τη δομή του επιχειρήματος, όλες οι αντιδράσεις της
δεύτερης κατηγορίας δείχνουν -ρητά ή υπόρρητα- ένα νέο ρόλο που
μπορούν να παίξουν κατά χρήσιμο τρόπο οι διανοούμενοι, με δεδομένη
την ιστορικά συσσωρευμένη σοφία και ικανότητα: το ρόλο των διερμη-
νέων. Με μη αναστρέψιμο πλουραλισμό, μια απίθανη παγκόσμια κλίμα-
κα πάνω σε κοσμοαντιλήψεις και αξίες, και όλες τις υπάρχουσες κοσμο-
αντιλήψεις σταθερά θεμελιωμένες στις αντίστοιχες πολιτιστικές παρα-
δόσεις (πιο σωστά: τις αντίστοιχες αυτόνομες θεσμοποιήσεις της
ισχύος), η επικοινωνία ανάμεσα στις παραδόσεις καθίσταται το μεγαλύ-
τερο πρόβλημα της εποχής μας. Αυτό το πρόβλημα έχει πάψει πια να εί-
ναι προσωρινό* δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα επιλυθεί «εν παρό-
δω» από κάποιου είδους μαζική πνευματική αφύπνιση που θα εγγυάται
η ασταμάτητη πορεία του Λόγου. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι πιθανόν
να παραμείνει μαζί μας για πάρα πολύ χρόνο (εκτός, βεβαίως, αν η
προσδόκιμη ζωή του περικοπεί δραστικά ελλείψει κατάλληλου τονωτι-
κού). Το πρόβλημα, συνεπώς, απευθύνει επείγουσα έκκληση στους ειδι-
κούς διερμηνείς ανάμεσα στις πολιτιστικές παραδόσεις. [...]
Η πλειονότητα των πιο προσφάτων σημαντικών εξελίξεων στη φιλο-
σοφία και στην κοινωνική επιστήμη δείχνει προς την κατεύθυνση αυτής
της λογικής της ειδίκευσης. Ας κατονομάσουμε μερικές μόνο: το πέρα-
σμα από την «αρνητική» στη «θετική» έννοια της ιδεολογίας, σύμφωνα
με την οποία κάθε γνώση στηρίζεται, σε τελευταία ανάλυση, σε ουσιαστι-
κά ανορθολογικές και αυθαίρετες υποθέσεις, που σχετίζονται είτε νομο-
τελειακά είτε τυχαία με μερικώς οροθετημένες παραδόσεις και ιστορι-
κές εμπειρίες. Το πέρασμα αυτό αντικαθιστά την παλιά διαίρεση ανάμε-
σα στην «ιδεολογική» (ψευδή) γνώση και στη «μη ιδεολογική» (αληθινή)
γνώση, με μία διάκριση μεταξύ ενός συστήματος γνώσης που δεν έχει
επίγνωση του τοπικού χαρακτήρα της και ενός που αποκτά αυτή την επί-
γνωση στη διάρκεια του εξορθολογισμού (δηλαδή καθιστώντας επικοι-
νωνιακά αποτελεσματική) την ανταλλαγή ανάμεσα σε συστήματα γνώ-
ΤΟ ΠΡΟ I Al MA u n Λ| ΑΦυ I I ? ΜΟΥ VIIO ΕΠΑΝΕ3ΕΤΑΣΗ

οης· η εκ νέου ανακάλυψη της ερμηνευτικής και ο ενθουσιασμός με τον


οποίο φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες χαιρέτησαν το Αλήθεια και
μέθοδος χου Γκάνταμερ (Gadamer), ένα μανιφέστο εναντίον της μεθοδι-
κής αλήθειας και της αληθινής μεθόδου, που προσπαθεί να αναπροσδιο-
ρίσει το καθήκον της φιλοσοφίας ή της κοινωνικής επιστήμης όπως αυτό
της διερμηνείας* μια αναζήτηση νοήματος, καθιστώντας καταληπτό «τον
άλλο», καθιστώντας τον εαυτό κατανοητό -και διευκολύνοντας, έτσι, μια
ανταλλαγή ανάμεσα σε μορφές ζωής- και αφήνοντας χώρο για νέους
επικοινωνιακούς λόγους νοήματος, που διαφορετικά θα παρέμεναν κλει -
στοί ο ένας έναντι του άλλου. Ο νεοπραγματισμόςτου Ρόρτι, που υποτιμά
την κυριαρχική επιρροή της παράδοσης του Ντεκάρτ, του Λοκ και του
Καντ (Kant), κατά τη διάρκεια τριών αιώνων, ως αποτέλεσμα από ατυχή
ιστορικά ατυχήματα, λαθεμένες επιλογές και συγχύσεις, που διακηρύσ-
σει μια φιλοσοφική αναζήτηση για οικουμενική και αδιάσειστη θεμελίω-
ση της αλήθειας ως από την αρχή άστοχη, και που προτείνει οι φιλόσο-
φοι, αντίθετα, να εστιάσουν την προσοχή τους στη συνέχιση της πολιτι-
σμένης συζήτησης στη Δύση, χωρίς την ανακουφιστική αλλά αποπροσα-
νατολιστική πεποίθηση για την οικουμενική εγκυρότητα.
Καμία από αυτές τις πρόσφατες εξελίξεις δε σηματοδοτεί την απο-
γοήτευση με το είδος του περιβάλλοντος που πρόσφερε η Δύση για την
πραγμάτωση της πνευματικής της τάσης (τουλάχιστον όχι στις επικρα-
τούσες εκδηλώσεις της). Παρά τα φαινόμενα και τον εντυπωσιασμό,
όλες τους αποτελούν τρόπους υπεράσπισης του δυτικού τρόπου ζωής,
υπό τις συνθήκες της καταπόνησης που προκάλεσε η προοδευτική διά-
λυση της βεβαιότητας που κάποτε θεμελιωνόταν στην «προφανή» ανω-
τερότητα της δυτικής κοινωνίας.

ΟΙ Σ Υ Ν Ε Π Ε Ι Ε Σ Τ Η Σ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Σ
Anthony Giddens

Σ ε τι αναφέρεται συνήθως η μετανεωτερικότητα ; Εκτός από τη γενική


αίσθηση ότι ζούμε εν μέσω μιας περιόδου κατά πολύ διαφορετικής
από το παρελθόν, ο όρος σημαίνει συνήθως ένα ή περισσότερα από τα

ΓΙηγή: Giddens I I lu < un -·-«|ΐι«*ιι«'•« • of Modernity, Cambridge, Polity Press,


a. 46-53.
M NI U i l t ' I M M II Ι Λ ΣΗΜΕΡΑ

εξής: πο>ς ανακαλύιμαμι οτι ι un Μ ι «Si γνωρίζουμε με βεβαιότητα, μιας


και όλα τα προϋπάρχοντα ««θεμέλια» ι ης επιστημολογίας αποδείχτη-
καν αναξιόπιστα* ότι η «Ιστορία» δεν είναι τελεολογική κι επομένως
καμία έννοια «προόδου» δεν μπορεί να τύχει ευλογοφανούς υπερά-
σπισης* και ότι δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική και πολιτική ημερή-
σια διάταξη, στην οποία δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι οικολογικές
ανησυχίες καθώς και τα νέα κοινωνικά κινήματα εν γένει. Στις μέρες
μας σπανίως κάποιος ταυτίζει τη μετανεωτερικότητα με ό,τι άλλοτε
υπήρξε ευρύτερα αποδεκτό ως το νόημά της - με την αντικατάσταση
του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Η απώθηση αυτής της μετάβα-
σης από την κεντρική σκηνή είναι, στην πραγματικότητα, ένας από
τους βασικούς παράγοντες που παρακίνησαν τις σημερινές συζητήσεις
για την ενδεχόμενη αποσύνθεση της νεωτερικότητας, με δεδομένη την
ολιστική άποψη του Μαρξ για την Ιστορία.
Κατ' αρχάς, ας απορρίψουμε ως ανάξια για σοβαρό προβληματισμό
την ιδέα ότι δεν είναι δυνατή η συστηματική γνώση της ανθρώπινης δρά-
σης ή των τάσεων της κοινωνικής ανάπτυξης. Όποιος θα υποστήριζε μια
παρόμοια άποψη (μολονότι βέβαια δεν είναι εντελώς καινοφανής) ούτε
καν θα έγραφε κάποιο βιβλίο πάνω σ' αυτήν. Η μοναδική δυνατότητα
θα ήταν να απορριφθεί στο σύνολο της η διανοητική δραστηριότητα
-ακόμη και η «παιγνιώδης αποδόμηση»- προς όφελος, λόγου χάρη, της
υγιεινής φυσικής άσκησης. Οτιδήποτε κι αν υποδηλώνει η απουσία της
θεμελίωσης στην επιστημολογία, δεν αφορά κάτι τέτοιο. Ως πιο ευλογο-
φανές σημείο εκκίνησης θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το «μηδενισμό»
των Νίτσε και Χάιντεγκερ. Παρά τις διαφορές ανάμεσα στους δύο φιλο-
σόφους, υπάρχει ένας τόπος στον οποίο συγκλίνουν. Συνδέουν, και οι
δυο, τη νεωτερικότητα με την ιδέα ότι η «Ιστορία» μπορεί να αναγνωρι-
στεί ως μια προοδευτική οικειοποίηση των ορθολογικών θεμελίων της
γνώσης. Σύμφωνα μ' αυτούς, κάτι τέτοιο εκφράζεται στην ιδέα της
«υπέρβασης»: η διαμόρφωση νέων αντιλήψεων χρησιμεύει στην ανα-
γνώριση αυτών που έχουν και εκείνων που δεν έχουν αξία στο συσσω-
ρευμένο απόθεμα γνώσης. Και οι δυο τους θεωρούν απαραίτητο να
απομακρυνθούν από τις θεμελιωτικές αξιώσεις του Διαφωτισμού, αν
και αδυνατούν να τις υποβάλουν σε κριτική από την προνομιακή θέση
ανωτέρων ή καλύτερα θεμελιωμένων αξιώσεων. Ως εκ τούτου, εγκατα-
λείπουν την ιδέα της «κριτικής υπέρβασης» που έχει κεντρική σημασία
για την κριτική που άσκησε, ο Διαφωτισμός στο δόγμα.
TO 11 Po I AI Μ Λ \i)S Α1ΑΦΜ I 1ΣΜΟΥ YIIO ΕΠΑΝΕΕΕΤΑΣΗ

Ωστόσο, όποιος θεωρεί αυτό μια θεμελιώδη μετάβαση από τη νεω-


τερικότητα στη μετανεωτερικότητα αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες.
Μία από τις κυριότερες αντιρρήσεις είναι προφανής κι αρκετά γνω-
στή. Μιλώντας για τη μετανεωτερικότητα ως υπέρβαση της νεωτερικό-
τητας, είναι σαν να επικαλούμαστε αυτό ακριβώς που διακηρύσσεται
πως (τώρα πλέον) είναι αδύνατον: να παρουσιαστεί η Ιστορία ως συ-
νεκτική ολότητα και να εντοπιστεί με ακρίβεια η θέση μας σε αυτήν.
Επιπλέον, εάν ο Νίτσε ήταν ο βασικός φιλόσοφος που αποσύνδεσε τη
μετανεωτερικότητα από τη νεωτερικότητα, φαινόμενο το οποίο υποτί-
θεται ότι λαμβάνει χώρα επί των ημερών μας, πώς είναι δυνατόν να
προέβλεψε όλα αυτά σχεδόν έναν αιώνα πριν; Γιατί ο Νίτσε ήταν σε
θέση να κάνει μια τέτοια ανακάλυψη δίχως, διακήρυσσε αφειδώς, να
πράξει τίποτε παραπάνω από το να αποκαλύψει τις κρυμμένες προϋ-
ποθέσεις του ίδιου του Διαφωτισμού;
Είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι η ρήξη
με το θεμελιωτισμό αποτελεί σημαντική τομή στη φιλοσοφική σκέψη,
έχοντας τις καταβολές της στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Ωστό-
σο, ασφαλώς έχει νόημα να θεωρήσουμε πως έτσι «η νεωτερικότητα
φτάνει στην αυτοκατανόησή της» μάλλον παρά ότι ξεπερνιέται η νεω-
τερικότητα. Αυτό ερμηνεύεται με βάση ό,τι θα ονομάσω προνοιακές
θεωρήσεις. Η σκέψη του Διαφωτισμού, και ο δυτικός πολιτισμός εν
γένει, αναδύθηκε από ένα γενικότερο θρησκευτικό πλαίσιο που έδινε
έμφαση στην τελεολογία και στη θεία χάρη. Η θεία πρόνοια ήταν από
μακρού η καθοδηγητική ιδέα της χριστιανικής σκέψης. Πρώτα απ'
όλα, χωρίς αυτούς τους προγενέστερους προσανατολισμούς, ο Δια-
φωτισμός ούτε καν θα μπορούσε να είχε υπάρξει. Δεν εκπλήσσει διό-
λου, λοιπόν, το γεγονός ότι η υιοθέτηση του ελεύθερου Λόγου ανα-
διαμόρφωσε απλώς τις προνοιακές ιδέες μάλλον αντί να τις εκτοπί-
σει. Έ ν α ς τύπος βεβαιότητας (θεϊκός νόμος) αντικαταστάθηκε από
άλλον (τη βεβαιότητα των αισθήσεών μας, την εμπειρική παρατήρη-
ση), και η Θεία Πρόνοια αντικαθίσταται από την προνοιακή πρόοδο.
Εξάλλου, η προνοιακή ιδέα του Λόγου συνέπεσε με την ακμή της ευ-
ρωπαϊκής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αύξηση της ευρωπαϊ-
κής ισχύος, τρόπος του λέγειν, παρείχε την υλική στήριξη στην υπόθε-
ση ότι η νέα θεώρηση του κόσμου θεμελιωνόταν σε στέρεη βάση, που
πρόσφερε συνάμα ασφαλεια και χι ιραφέτηση από το δόγμα της πα-
ράδοσης.
Il NI y I I IM KO 1 II TA I H M EPA

Ωστόσο, τα σπέρματα ton μηδενισμου υπήρχαν στη σκέψη του Δια-


φωτισμού ευθύς εξαρχής. Ιίφόσον η σφαίρα του Λόγου είναι εντελώς
ελεύθερη, καμία γνώση δεν μπορεί να στηριχτεί σε αδιαμφισβήτητα θε-
μέλια, διότι ακόμη και οι πιο ακράδαντα θεμελιωμένες ιδέες θεωρού-
νται έγκυρες «κατ' αρχήν» ή «μέχρι αποδείξεως του ενάντιου». Ειδάλ-
λως θα ξεπέσουν σε δόγμα και θα αποσχιστούν από την ίδια τη σφαίρα
του Λόγου που καθορίζει τι είναι, ούτως ή άλλως, εγκυρότητα. Μολο-
νότι πίστευαν πως η μαρτυρία των αισθήσεών μας είναι η πιο αξιόπιστη
πηγή πληροφόρησης που διαθέτουμε, ακόμη και οι πρώιμοι στοχαστές
του Διαφωτισμού είχαν επίγνωση πως μια παρόμοια «μαρτυρία» είναι
κατ' αρχήν ύποπτη. Τα δεδομένα των αισθήσεων σε καμία περίπτωση
δεν παρέχουν απολύτως ασφαλή βάση για αξιώσεις πάνω στη γνώση.
Δεδομένου ότι σήμερα έχουμε βαθύτερη επίγνωση πως η αισθητηριακή
βρίθει από θεωρητικές κατηγορίες, γενικώς η φιλοσοφική σκέψη απο-
στρέφεται τον εμπειρισμό. Εξάλλου, μετά τον Νίτσε έχουμε σαφώς με-
γαλύτερη επίγνωση για την κυκλικότητα του Λόγου, καθώς και για τις
προβληματικές σχέσεις μεταξύ γνώσης και εξουσίας.
Αυτές οι εξελίξεις, αντί να μας πηγαίνουν «πέρα από τη νεωτερικό-
τητα», μας παρέχουν πληρέστερη κατανόηση του στοχασμού που προ-
σιδιάζει στη νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα δεν είναι προβληματική
μόνο εξαιτίας της κυκλικότητας του Λόγου, αλλά και επειδή η φύση αυ-
τής της κυκλικότητας προκαλεί τελικά αμηχανία. Πώς είναι δυνατόν να
δικαιολογήσουμε την αφοσίωση στο Λόγο εν ονόματι του Λόγου; Πα-
ραδόξως, ήταν οι λογικοί θετικιστές που ενεπλάκησαν άμεσα με αυτό
το ζήτημα, ως αποτέλεσμα των επίμονων προσπαθειών τους για την
αφαίρεση όλων των υπολειμμάτων παράδοσης και δόγματος από την
ορθολογική σκέψη. Η νεωτερικότητα αποδεικνύεται αινιγματική στον
πυρήνα της και δε φαίνεται να υπάρχει τρόπος να «ξεπεραστεί» αυτό
το αίνιγμα. Έχουμε μείνει με ερωτήματα εκεί όπου άλλοτε φαινόταν να
υπάρχουν απαντήσεις... Η γενική επίγνωση του φαινομένου γεννά ανη-
συχίες που πιέζουν τον καθένα.
Η μετανεωτερικότητα δε σχετίζεται μόνο με το τέλος του θεμελιω-
τισμού αλλά και με το «τέλος της Ιστορίας». [...] Η «Ιστορία» δε διαθέ-
τει εγγενή μορφή ούτε βέβαια τελεολογία. Μπορούν να συγγραφούν
πολλές ιστορίες, αλλά δεν μπορούν να αναφερθούν σε κάποιο αρχιμή-
δειο σημείο για να στηριχτούν (όπως η ιδέα ότι η Ιστορία διαθέτει μια
εξελικτική κατεύθυνση). [... ]
Ft) ΠΡΟ I Al M A LUV ΑΐΑΦΜ ΓΠ ΜϋΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Η ρήξη με προνοιακές απόψεις για την Ιστορία, η αποσάθρωση του


θεμελιωτισμού, μαζί με την ανάδυση της ατεκμηρίωτης μελλοντολογι-
κής σκέψης και την «εξάντληση» της προόδου λόγω της συνεχούς αλ-
λαγής διαφέρουν σε τέτοιο σημείο από τις απόψεις που αποτελούν τον
πυρήνα του Διαφωτισμού, ώστε δικαιολογούν την άποψη πως έλαβαν
χώρα σημαντικές μεταβολές. Ωστόσο, το να αναφερόμαστε σ' αυτές
ως μετανεωτερικότητα αποτελεί σφάλμα που δυσχεραίνει τη σωστή
κατανόηση της φύσης τους και των συνεπειών τους. Οι ζεύξεις που
έλαβαν χώρα πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα της αυτο-διασάφησης
της σύγχρονης σκέψης, καθώς παραμερίζονται τα υπολείμματα της πα-
ράδοσης και των προνοιακών αντιλήψεων. Δεν απομακρυνθήκαμε
από τη νεωτερικότητα, αλλά ζούμε σε μια φάση ριζοσπαστικοποίησής
της.
Η βαθμιαία παρακμή της ευρωπαϊκής ή δυτικής παγκόσμιας ηγεμο-
νίας, η άλλη πλευρά της οποίας είναι η αύξουσα επέκταση των σύγχρο-
νων θεσμών σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελεί σαφώς μια από τις κύ-
ριες επιδράσεις της. Η προβαλλόμενη «παρακμή της Δύσης», βέβαια,
αποτέλεσε «μονομανία» ορισμένων συγγραφέων ήδη από τα τέλη του
19ου αιώνα. Σ' αυτά τα συμφραζόμενα, η συγκεκριμένη έκφραση ανα-
φερόταν κατά κανόνα στην κυκλική αντίληψη για την ιστορική αλλαγή,
όπου ο σύγχρονος πολιτισμός θεωρείται απλώς και μόνο ως ένας περι-
φερειακά εντοπισμένος πολιτισμός μεταξύ άλλων που προηγήθηκαν
σε άλλες περιοχές του κόσμου. Οι πολιτισμοί διαθέτουν περιόδους νε-
ότητας, ωριμότητας και γήρατος και, καθώς αντικαθίστανται από άλ-
λους, η τοπική κατανομή της παγκόσμιας ισχύος μεταβάλλεται. Όμιος,
η νεωτερικότητα δεν είναι ένας πολιτισμός μεταξύ άλλων, σύμφωνα με
την ασυνεχή ερμηνεία που πρότεινα παραπάνω. Η παρακμή της δυτι-
κής επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα της φθίνου-
σας επίδρασης όσων θεσμών πρωτοεμφανίστηκαν στη Δύση αλλά,
αντιθέτους, αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσής τους. Η οικονομι-
κή, πολιτική και στρατιωτική ισχύς που έδωσε την πρωτοκαθεδρία στη
Δύση [...] δε διαφοροποιεί πλέον σαφώς τις δυτικές χώρες από άλλες
σε άλλα σημεία της I ης. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη διαδικα-
σία ωςπαγκυσμιοποήμη/, ορος που πρέπει να έχει βασική θέση στο λε-
ξιλόγιο των κοίνωνικων επισιημών, | |
Με τους όρου , uim|< π| αναλυση· είναι εύκολο να κατανοήσουμε
γιατίη ριζθ(τπα(πικοποΐΐ|<π| \\\ vi um ρικοτητας είναι τόσο προβληματι-
H NI y I I JMKOTH ΓΑ ΣΗΜΕΡΑ

κή και τόσο σημαντική. Ί α πιο ι υδιάκρίτα χαρακτηριστικά της-77 απο-


σύνθεσητου εξελικτισμού, η ιξαφαΐΊσι/ njc ισ τορικής τελεολογίας, η ανα-
γνώριση της συνολικής, συστατικής αναοτοχαστικότητας, μαζί με την
ολοσχερή εξασθένηση της προνομιακής θέσης της Δύσης- μας μετακι-
νούν σ' έναν νέο και ανησυχητικό κόσμο εμπειρίας. Εάν σε αυτή την πε-
ρίπτωση το «εμείς» αναφέρεται κατά κύριο λόγο σε όσους ζουν στην
ίδια τη Δύση -ή, για την ακρίβεια, στους εκβιομηχανισμένους τομείς του
κόσμου- είναι κάτι που οι συνέπειές του γίνονται παντού αισθητές.

ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ: ΕΝΑ Α Δ Υ Ν Α Τ Ο ΣΧΕΔΙΟ;


Margareta Hallberg

Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθώ με ορισμένα από τα προβλήμα-


τα που αντιμετωπίζει το φεμινιστικό επιστημολογικό σχέδιο. Μπορεί
να σχηματίζονται με διάφορους τρόπους, όμως υπάρχουν τρεις, τουλά-
χιστον, εντάσεις και αντιθέσεις που εμφανίζονται να είναι οι πιο σημα-
ντικές και σχετικές με την παρούσα συζήτηση* οι εξής:

1. Η ένταση ανάμεσα στον αντικειμενισμό και στο σχετικισμό.


2. Το πρόβλημα της κοινωνικής διάστασης στη σκέψη των ανδρών
και των γυναικών.
3. Η αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας
του όρου «διαφορά». [...]

Αντικειμενισμός και σχετικισμός


Υπάρχουν πολλοί περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένοι ορισμοί αυ-
τών των δύο όρων, όμως θεωρώ πως ο Ρίτσαρντ Μπέρνσταϊν στο βιβλίο
του Beyond Objectivism and Relativism (Πέρα από τον αντικειμενισμό
και το σχετικισμό) (1984, σ. 4-5) δίνει έναν αξιόλογο ορισμό. Γράφει:

Με τον όρο «αντικειμενισμός», εννοώ τη βασική πεποίθηση ότι


υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει κάποια μόνιμη, αν-ιστορική μή-
τρα ή πλαίσιο που μπορούμε τελικά να επικαλεστούμε για να
προσδιορίσουμε τη φύση της ορθολογικότητας, της γνώσης, της
αλήθειας, της πραγματικότητας, του καλού ή της ορθότητας...
Στην καθαρότερη μορφή του, ο σχετικισμός είναι η βασική
πεποίθηση ότι όταν στρεφόμαστε στην εξέταση αυτών των
ΙΟ lipo I Λ1 MA I " · ΜΛΦυΙΙλΜηΝ V IK) lill AN ΙίΞΙί I All I

εννοιών που οι φιλόσοφοι έχουν θεωρήσει πιο θεμελιακές


[...] είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίζουμε ότι στην τελι-
κή ανάλυση όλες αυτές οι έννοιες πρέπει να γίνονται κατα-
νοητές ως σχετικές με ένα συγκεκριμένο εννοιακό σχήμα,
θεωρητικό πλαίσιο, παράδειγμα, μορφή βίου, κοινωνίας ή
πολιτισμού...

Στην κατηγορία των αντικειμενιστών ο Μπέρνσταϊν εννοεί να συ-


μπεριλαμβάνει όχι μόνο τους ορθολογιστές και τους εμπειριστές αλλά
επίσης τους θεμελιωτιστές και τους ουσιοκράτες. Ο σχετικισμός, από
την άλλη μεριά, προσδιορίζεται ως η διαλεκτική αντίθεση του αντικει-
μενισμού. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτός ο ορισμός είναι πολύ πε-
ριεκτικός όσον αφορά τον αντικειμενισμό και ότι παραβλέπει ορισμέ-
νες από τις κεντρικές θέσεις του σχετικισμού. [...] Για τους δικούς μου
σκοπούς όμως αυτή η αντιπαράθεση των δύο αντίθετων τάσεων έχει το
πλεονέκτημα ότι μας προειδοποιεί σχετικά με ορισμένες από τις ασύμ-
βατες τάσεις στις φεμινιστικές επιστημολογίες.
Εν συντομία, το πρόβλημα μπορεί να περιγραφεί ως εξής: εάν η
υπάρχουσα «παραδοσιακή» γνώση θεωρείται ψευδής, και όχι απλτυς
ανεπαρκής λόγω της μεροληπτικότητάς της, πρέπει να υπάρχουν δυνα-
τότητες για μια (πιο) αληθινή γνώση. Επίσης, πρέπει να υφίστανται
αληθοφανείς και βάσιμοι τρόποι εξήγησης του γιατί η παραδοσιακή
γνώση είναι προκατειλημμένη υπέρ του ανδρικού φύλου, ενώ η φεμινι
στική γνώση δεν είναι. Εάν και τα δύο είδη γνώσης, η «ανδρική» και η
«γυναικεία» (ή φεμινιστική), θεωρούνται προκατειλημμένα, είμαστε
αντιμέτωποι με ένα είδος σχετικισμού που συνεπάγεται ότι οι διαφο-
ρετικές απόψεις είναι είτε εξίσου αληθείς είτε εξίσου ψευδείς. Ορι-
σμένες φεμινιστικές θεωρίες έχουν την τάση να προσυπογράφουν αυ-
τή την άποψη, την οποία όμως δε θα την αποκαλούσα αντιπροσωπευτι-
κή, τουλάχιστον μεταξύ των φεμινιστριών φιλοσόφων.
Αν δεν υποθέσει κάποιος ότι οι προκατειλημμένες υπέρ των αν-
δρών θεωρίες παραμορφώνουν την πραγματικότητα και παραποιούν
το πώς έχουν τα πράγματα, είναι δύσκολο να κατανοήσει μεγάλο μέ-
ρος της φεμινιστικής επιστημονικής κριτικής. Αυτή η παραδοχή όμως
τείνει να καταλήγει οι κάποιο 11 Λος αντικειμενισμού. Όμοος, ο αντι-
κειμενισμός (τχετίί ι ται ται>το/υονα μι μια ανδροκρατική επιστημολο-
γία, στην οποία αντιιιθι ιαι ανοι/τά ο φεμινισμός. Προσγειωνόμαστε
Il NI y ! I NM) I II ΓΑ IIIMKHA

έτσι στη δύσκολη κατάσταση να υπερασπιζόμαστε ένα είδος «φεμινι-


στικού αντικειμενισμού-, ινω απσρρι πιούμε όλες τις υπόλοιπες μορ-
φές αντικειμενιστικών αξκηοεων. Κατά συνέπεια, οι φεμινιστικές επι-
στημολογίες χρειάζονται πολύ ισχυρά και πειστικά επιχειρήματα. Θα
πρέπει να απαντήσουν σε ορισμένα πολύπλοκα ερωτήματα σχετικά με
το γιατί οι γυναίκες και/ή η φεμινιστική πρακτική προσφέρουν σωστές
ερμηνείες για το πώς έχουν τα πράγματα και γιατί είναι οι μοναδικές
που απολαμβάνουν αυτή την προνομιακή κατάσταση. [...]
Συνεπώς, μια τέτοια θεωρία γνώσης αναμφίβολα δεν είναι σχετικι-
στική, στο βαθμό που δεν υποστηρίζει την άποψη ότι υπάρχουν πολλές
εξίσου ορθές συλλήψεις της πραγματικότητας. Χρησιμοποιώντας τον
ορισμό του Μπέρνσταϊν, μπορούμε να την αποκαλέσουμε αντικειμενι-
στική άποψη - η οποία διατηρεί μια αρχή που αφορά κάποιου είδους
θεμέλια για τη γνώση. Η φεμινιστική εκδοχή του αντικειμενισμού ανα-
φέρεται ως «φεμινιστική επιστημολογική άποψη». Στηρίζεται στον
ισχυρισμό ότι οι γυναίκες έχουν μία προνομιακή γνωστική θέση στην
κοινωνία, έτσι ώστε η γνώση τους είναι ανώτερη από εκείνη των αν-
δρών. Αυτή η προνομιακή θέση θεωρείται ριζωμένη ή παραγόμενη από
τις εμπειρίες των γυναικών, προσδιορισμένες με μια ευρεία έννοια.
Το περίγραμμα των φεμινιστικών επιστημολογιών μόλις είχε απο-
κτήσει μια διακριτή ταυτότητα, όταν αμφισβητήθηκαν από μεταμο-
ντέρνες ή αντι-θεμελιωτικές απόψεις. Ακόμη και αν αυτή η μεταμο-
ντέρνα τάση δεν είναι καθόλου ενιαία και έχει πολλές διακυμάνσεις
απόψεων όσον αφορά την αντίθεσή της στη νεωτερικότητα, ορισμένες
από τις κριτικές υποθέσεις και τους στοχασμούς της είναι ιδιαίτερα
σημαντικές όταν κρίνονται από μια φεμινιστική προοπτική. Εν συντο-
μία, η κριτική θέση της είναι, πράγματι, ριζοσπαστική, επειδή αμφι-
σβητεί αυτό που βρίσκεται στη ρίζα ολόκληρου του προτάγματος του
Διαφωτισμού, δηλαδή την ίδια την ιδέα της θεμελίωσης της γνώσης.
Ο «αντι-θεμελιωτισμός» απορρίπτει όλες τις διχοτομίες πάνω στις
οποίες στηρίζεται η επιστημολογία του Διαφωτισμού, συμπεριλαμβα-
νομένων των εξής: υποκείμενο/αντικείμενο, ορθολογικό/ανορθολογι-
κό, λογική/συναίσθημα και γλώσσα/πραγματικότητα. Απορρίπτει, επί-
σης, τον συνεκτικό και ενιαίο εαυτό, ένα ορθολογιστικό και ατομικι-
στικό μοντέλο γνώσης και τη δυνατότητα της μεταγλώσσας. Το γνωστι-
κό «υποκείμενο» θεωρείται πάντοτε ετερογενές και κοινωνικά κατα-
σκευασμένο, επομένιυς απορρίπτονται όλα τα είδη ουσιοκρατίας.
I() Il Ι*( ΓΙ ΛI Μ Λ ill) UA'I'U I DMiM NIK) Iii IΛ Ν ΙίΞΙίΤΑΙ 11

Από αυτές τις αντιρρήσεις στις ιδέες του Διαφωτισμού προκύπτει,


μεταξύ άλλων, ότι η «αλήθεια» είναι πάντοτε πολλαπλή και σε ορισμένο
πλαίσιο και ότι η ίδια η επιστημολογία πρέπει να αμφισβητηθεί. Όλη η
σκέψη είναι προκατειλημμένη και δεν υπάρχει θέση στήριξης μιας σω-
στής άποψης με απόλυτη έννοια. Οι μεταμοντέρνες προκλήσεις, όταν
ληφθούν σοβαρά, υπονομεύουν το φεμινιστικό επιστημολογικό έργο,
εκτός εάν η ιδέα μιας νέας προνομιακής γνωστικής θέσης μπορεί να τύ-
χει υπεράσπισης. Στη δική μου ανάγνωση της επιστημολογικής φεμινι-
στικής άποψης, το κρίσιμο θέμα του προσδιορισμού της αληθοφάνειάς
του είναι σε ποιο βαθμό θεωρείται εύλογο να υποστηριχθεί η εμπειρία
των γυναικών ως νομιμοποίηση μιας θεμελίωσης για τη γνώση. Για να
εξετάσουμε αυτό το θέμα, θα στραφώ τώρα στη δεύτερη από τις παρα-
πάνω αναφερθείσες εντάσεις στη φεμινιστική επιστημολογία.

Το πρόβλημα με την κοινωνική διάσταση στη σκέψη ανδρών και


γυναικών
Μεγάλο μέρος από τη φεμινιστική κριτική της παραδοσιακής επιστή-
μης και της φιλοσοφίας της προϋποθέτει ότι τα αποτελέσματα της νεω-
τερικής επιστημολογίας προκύπτουν από έναν ανδρικό τρόπο γνώσης,
που, βεβαίως, με τη σειρά του υποθέτει ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη
ανδρική μορφή σκέψης. Η επιστημονική επανάσταση, για παράδειγ-
μα, έχει αναλυθεί όσον αφορά το αποκαλούμενο «μεταφορικό σχήμα
λόγου του κοινωνικού φύλου», όπου υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη
γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους νέους επιστήμονες και τους φι-
λοσόφους εκφράζει έναν ανδρικό τρόπο σκέψης και αντίδρασης. Ορι-
σμένες φεμινίστριες, όπως η Μαίρη Ντέιλι [...] ή η Ντέιλ Σπέντερ [...]
μαζί με τις Γαλλίδες φεμινίστριες από τη Σχολή της Αποδόμησης, ισχυ-
ρίστηκαν ότι η θεωρία όσο και η γλώσσα είναι προκατειλημμένες υπέρ
των ανδρών και εντελώς διαποτισμένες από την ανδρική οπτική. Ανα-
γνωρίζουν στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού έναν ξεχωριστό ανδρι-
κό τρόπο σκέψης. Στενά συσχετισμένη με αυτή την άποψη είναι η ιδέα
του ουσιαστικού θηλυκού. Η Ντέιλι δεν είναι παρά ένα παράδειγμα
φεμινιστριών που υποστηρίζουν την επιστροφή στο επίκεντρο της θη-
λυκότητας. Φαίνεται on σι 11 ρισσόι ερες φεμινίστριες, που εμπλέκο-
νται στην επιστημολογική στροφή, υποστηρίζουν την άποψη αυτή με
τον ένα ή τον άλλο ιροιιο ι ι ισι πκπι υουν ότι οι θεμελιώδεις διχοτο-
Il NI y II Ν Κ Ο I II Γ Λ Χ HM BP A

μίες στη σκέχμη του Διαφωτισμού είναι ριζωμένες στη διχοτομία αν-
δρών/γυναικών. Κατά την άποψη μου, είναι πάρα πολύ περιεκτική -
δεν αφήνει χώρο να διακριθούν ανδρικές όψεις οτη σκέψη ή στα προϊ-
όντα της σκέψης, από όψεις που δεν έχουν πάρει καθόλου χαρακτήρα
φύλου. Τείνει να βλέπει κάθε ιδέα (για παράδειγμα, στη φιλοσοφία ή
στη μεταθεωρία) για το καθετί ως προκατειλημμένη υπέρ των ανδρών,
ως εάν η ηγεμονία των κυρίαρχων εννοιών ήταν πλήρης. Η πατριαρχία
μοιάζει ελεύθερη συγκρούσεων και αντιφάσεων, συνολικά κυριαρ-
χούμενη από μια ενιαία ανδρική αντίληψη. [...]
Δεύτερον, οι υποθέσεις που παρατέθηκαν στηρίζονται πάρα πολύ
στις δημοφιλείς απόψεις για την τυπικά ανδρική και γυναικεία συμπε-
ριφορά, στερεότυπες εκδοχές για το πώς, υποτίθεται, πρέπει να ενερ-
γούμε και να σκεφτόμαστε αντανακλώνται στις στάσεις αυτές. Οι συ-
γκεκριμένες απόψεις εύκολα πέφτουν σε αμηχανία, σχετικά με την αν-
δρική ορθολογικότητα και στη γυναικεία διαίσθηση, τον σαφή ανδρι-
κό τρόπο σκέψης σε αντίθεση με τον γυναικείο τρόπο συναισθηματι-
κής σκέψης, δίχως να δίνεται προσοχή στη δυνατότητα μιας διαλεκτι-
κής αλληλεπίδρασης των δύο φύλων ανάμεσα στις δύο αρχές: του αν-
δρικού και του γυναικείου.
Συνεπώς, εάν είναι εύλογη η βάση στην οποία στηρίζεται το επιχεί-
ρημα, προϋποθέτει ριζικά διαφορετικές εμπειρίες μεταξύ ανδρών και
γυναικών και ιδιαίτερα όμοιες και σχετικές με το κοινωνικό φύλο
εμπειρίες μέσα στα δύο φύλα. Η δυσκολία έγκειται, πρώτα απ' όλα,
στο ότι είναι προβληματικός ο ορισμός της κοινοτικότητας σε όλες τις
εμπειρίες των γυναικών και των ανδρών. [...]
Οι πολλές δυσκολίες στην εννοιολόγηση του όρου «εμπειρία», κα-
θώς και τα προβλήματα με τον ορισμό τόσο των κατηγοριών του άνδρα
και της γυναίκας, έχουν αναγνωριστεί σε πρόσφατες φεμινιστικές επι-
στημολογικές συζητήσεις. Έ χ ε ι γίνει παραδεκτό, για παράδειγμα, ότι
υπάρχουν πολλές εμπειρίες γυναικών και ότι, ως εκ τούτου, είναι δυνα-
τόν να υποστηριχθεί ότι, επιστημολογικά, όλες οι γυναίκες -λεσβίες,
μαύρες, της εργατικής τάξης ή του Τρίτου Κόσμου- έχουν διαφορετική
γνώση, ανάλογα με την ένταξή τους. Συνεπώς, ένα πρόβλημα για μια
φεμινιστική ιδεολογία βασισμένη στην εμπειρία είναι ότι η αναγνώριση
των διαφορών φαίνεται να προϋποθέτει να προβάλλουμε διαφορετικές
ομάδες συμφερόντων. Ο «πλουραλισμός» ενδέχεται να φαίνεται ότι
επιλύει προβλήματα m o εσωτερικό του φεμινισμού, αλλά δε σημαίνει
ΤΟ ΠΡΟ ΓΑ! ΜΑ l u v ΑΙΛ'1'U I 1? ΜΟΥ ΥΠΟ ΚΠΛΝΚΞΕΤΑΣΜ

αναγκαστικά ότι η θέση του φεμινισμού ενισχύεται επιστημολογικά


έναντι άλλων θεωριών. Το κύριο ερώτημά μου, από την άποψη αυτή, εί-
ναι: Σε ποιο σημείο θα γίνει η οροθέτηση; Γιατί να μην προσθέσουμε
ακόμη περισσότερες κατηγορίες, όπως νέες γυναίκες, ηλικιωμένες, έγ-
γαμες ή άγαμες, γυναίκες με παιδιά ή χωρίς, γυναίκες με πανεπιστη-
μιακή μόρφωση, επαγγελματίες και ούτω καθεξής...; Θεωρώ ότι αυτός
ο πολλαπλασιασμός ομάδων και ειδικών συμφερόντων δείχνει ότι, με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταλήγουμε στον ακραίο υποκειμενισμό.
Από την άλλη, εάν οι γυναίκες δε θεωρείται ότι διαθέτουν κάποια κοι-
νά χαρακτηριστικά από επιστημολογική άποψη, ποιος είναι ο λόγος να
διακρίνουμε τη σκέψη των γυναικών από αυτή των ανδρών, αφού δεν
προσθέτει κάτι επιστημολογικά σημαντικό;
Με δεδομένα όλα αυτά, πώς θεμελιώνουμε τότε μια φεμινιστική
επιστημολογία; Δε νομίζω ότι υπάρχει εφικτός τρόπος να γίνει κάτι τέ-
τοιο. Με το να καθιστούμε, κατά τρόπο ακραίο, προνομιακές τις πολλα-
πλές εμπειρίες, ενδέχεται να οδηγηθούμε σε μια ιδιαίτερα σχετικιστική
αντίληψη για τη γνώση και να καταλήξουμε έτσι σε ένα αντι-επιχείρη-
μα που θα αμβλύνει τη φεμινιστική επιστημολογική άποψη. Αυτό είναι
ακόμη πιο εμφανές στο σημείο έντασης της φεμινιστικής θεωρίας, στο
οποίο θα στραφώ τώρα.

Η αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας


«διαφορά»
Όπως ήδη είπαμε, η εννοιολόγηση της διαφοράς έχει πρόσφατα γίνε ι
πιο πολύπλοκη στο φεμινιστικό λόγο. Μέχρι πρόσφατα η «διαφορά»
σχετιζόταν κυρίως με τις διαφορές ανάμεσα στις δύο βασικές κατηγο-
ρίες - άνδρες και γυναίκες. Αυτές καθαυτές οι κατηγορίες δε θεωρού-
νταν ιδιαίτερα προβληματικές. Η νέα πολιτική όμως, λαμβάνοντας
υπόψη τις διαφορές στο εσωτερικό αυτών των κατηγοριών, αμφισβη-
τεί σήμερα τις συμβατικές φεμινιστικές διεκδικήσεις. Είναι σαφές ότι
πρέπει να γίνουν διάφορες τροποποιήσεις, ώστε η έννοια της «διαφο-
ράς» να χρησιμοποιεί™χ\ με εποικοδομητικό τρόπο στο παρόν πλαίσιο.
Έ χ ω βεβαίοος συνάμα επίγνοκτη των δυσκολιών της ακριβούς μετά-
πλασήςτηςστη φεμινιστική οκι ψη.
Ο όρος «διαφορά» πηγάϋ ι ajio to «μεταδομιστή» φιλόσοφο Ζακ
Ντεριντά και είναι ^ρωιαο/οοι·; σημασίας στη συζήτη<τη πολλίόν θεω- 547
M Mt υ l I NM) i I! ΓΑ ΣΗΜΕΡΑ

ρητικών σήμερα. Στα συμφραΐ,όμι να Γης φεμινιστικής θεωρίας, ο όρος


εμφανίστηκε ταυτόχρονα με π ς αντιθε ακές τάσεις, που έχω ήδη περι-
γράψει σε γενικές γραμμές, ρέοντας από τους μεταμοντέρνους και
από εκείνους που είναι αντίθετοι στη θεμελίωση της γνώσης...
Πιο σημαντικό, όσον αφορά το φεμινιστικό λόγο, είναι ότι η κατα-
νόηση της διαφοράς μεταξύ των γυναικών είναι ένα θέμα που διατρέ-
χει την ιδέα μιας κοινής φεμινιστικής εμπειρίας. Έ ν α από τα κύρια
επιτεύγματα της μεταδομιστικής ανάλυσης για τη διαφορά είναι η
άσκηση κριτικής και η αποδόμηση του «ενιαίου υποκειμένου», δηλαδή
του ανθρώπου του Διαφωτισμού, του/της αυθύπαρκτου/της και ικα-
νού/ής να κατανοεί άλλα πρόσωπα. [...]
Όταν οι φεμινίστριες χρησιμοποιούν τη μεταδομιστική έννοια της
«διαφοράς», στην πραγματικότητα δεν ενσωματώνουν αυτή καθαυτή
την έννοια. Εκείνο που προκύπτει είναι ένας νέος τρόπος ενασχόλησης
με τη φιλοσοφία, μία από τις βασικές θέσεις της οποίας είναι η απόρρι-
ψη της λογικής ταυτότητας. Πολλές φεμινίστριες φαίνεται ότι αναφέρο-
νται στα πολλαπλά υποκείμενα που θα ερμηνεύονται ταυτόσημα σε μια
ιδεώδη κατάσταση. Βρίσκουμε, συνεπώς, ένα χάσμα ανάμεσα στην κα-
τανόηση της «διαφοράς» ως όρου, που υποδηλώνει πολλές διαφορετι-
κές πραγματικότητες, και στη θεώρησή της ως κύριου στηρίγματος για
την αντίθεση στις ενιαίες, προκείμενες και περιορισμένες οντότητες.
Μόνο στην πρώτη περίπτωση είναι χρήσιμη και πολύτιμη για την υπε-
ράσπιση της φεμινιστικής επιστημολογικής άποψης, θεωρώντας την
πολλαπλότητα της φεμινιστικής εμπειρίας και «πραγματικότητας» ως
πιθανό πεδίο θεμελίωσης. Ωστόσο, η «διαφορά» με τη μεταδομιστική
έννοια διαλύει το ενιαίο υποκείμενο οπουδήποτε συγκροτείται* έτσι,
υπονομεύει ριζικά τη δυνατότητα καθορισμού οποιασδήποτε βάσης για
την επιστημολογική στροφή στη φεμινιστική θεωρία.
Το πρόβλημα που αφορά τη φεμινιστική χρήση των μεταμοντέρνων
επιρροών επιδεινώνεται περισσότερο από το γεγονός ότι, ενώ δεν
υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος εννοιολόγησης για τη διαφορά του
φύλου, τουλάχιστον όχι με κάποια σταθερή και σημαντική έννοια,
εντούτοις η καταπίεση των γυναικών δεν είναι καθαρά ιδεολογική ή
στο επίπεδο του λόγου. Η μεταμοντέρνα στροφή σ' αυτή καθαυτή τη
γλώσσα είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας που δεν εκφράζει απλώς
αλλά πλάθει τη συνείδηση, δεν παρέχει μια κατάλληλη και επαρκή
εξήγηση ανάμεσα στις σχέσεις εξουσίας και στις κυρίαρχες δυνάμεις.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΟΥ · ι ι ι ι < > . ν ΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Υπάρχουν βεβαίως ορισμένοι σημαντικοί δεσμοί ανάμεσα στο μετα-


δομισμό και στο φεμινισμό που χρειάζονται περισσότερη επεξεργα-
σία, αλλά δεν τάσσονται υπέρ της επιστημολογίας.

Συμπέρασμα
Έ δ ω σ α έναν κριτικό απολογισμό των προσπαθειών να συγκροτηθεί
μια επιστημονική επιστημολογία, εντοπίζοντας τρία κΰρια σημεία στη
φεμινιστική θεώρηση. Έ χ ε ι υποστηριχθεί ότι κανένα από τα προβλή-
ματα δεν μπορεί να επιλυθεί σε θεωρητικό επίπεδο. Η ένταση ανάμε-
σα στον αντικειμενισμό και στο σχετικισμό είναι εγγενής στη φεμινι-
στική επιστημολογική άποψη και δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Είτε θα
υπάρχει φεμινιστική αντικειμενιστική άποψη θεμελιωμένη στη θέση
των γυναικών στην κοινωνία είτε δε θα υπάρχει. Εάν αναγνωριστεί ότι
υπάρχουν πολλές διαφορετικές, και ορισμένες φορές αναγκαστικά
αντιφατικές, «απόψεις γυναικών», δεν είναι δυνατό να υπάρξει τρό-
πος να αποφασιστεί ποια είναι η αντικειμενική.
Επιπλέον, προσπάθησα να δείξω ότι η «εμπειρία», όταν χρησιμο-
ποιείται ως βάση για γνώση, είναι εξαιρετικά ασαφής όρος. Οι εμπει-
ρίες επηρεάζονται πάντοτε από τα συμφραζόμενα που τις περικλείουν
και, συνεπώς, ποτέ δεν είναι συνεκτικές ή ταυτόσημες για όλες τις γυ-
ναίκες. Ακόμη κι αν όλες οι γυναίκες συμμερίζονταν ορισμένες «καθο-
ριστικές» εμπειρίες, δεν είναι καθόλου σαφές ότι θα απέφερε το ίδιο
είδος γνώσης.
Απορρίπτω την εμπειρία ως θεμελίωση της φεμινιστικής επιστημο-
λογίας και αντιτίθεμαι στις προτάσεις ότι οι άνδρες και οι γυναίκες
προσεγγίζουν με διαφορετικούς τρόπους τη γνώση. Απορρίπτω επίσης
την ιδέα ότι οι φιλοσοφικές και επιστημονικές έννοιες επηρεάζονται
απόλυτα από το φύλο. Οι φεμινιστικές επιστημολογικές αμφισβητή-
σεις της επιστήμης είναι, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερα σημαντικές
και πολύτιμες, στο μέτρο που εντοπίζουν, και συμβάλλουν στην ανα-
γνώριση τους, ομάδες και προβλήματα που αγνοούνταν μέχρι πρόσφα-
τα* συνεπώς, στην πορεία οι φεμινίστριες φωτίζουν νέα και σημαντικά
πεδία που χρε ιάζονται έρευνα. [. .. |
I I

jt ΝΙΒΤ^ΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Bauman Ζ. (1988), Legislators and biteqmters, Cambridge, Polity Press.


Bernstein R. (επιμ.), Habermas and Modernity, Cambridge, Polity Press.
Callinicos A. (1990), «Reactionary postmodernism», στο Boyne R. και Rattansi Α.
(επιμ.), Postmodernism and Society, London, Macmillan.
Dews P. (1986), Habermas: Autonomy and Solidarity, London, Verso.
Giddens A. (1990), The Consequences of Modernity, Cambridge, Polity Press· ελλ. εκδ.:
Γκίντενς Α. (2001), OL συνέπειες της νεωτερικότητας, μτφρ. Γ. Μερτίκας, Αθήνα,
Κριτική.
Habermas J. (1985), «Modernity: an incomplete project», στο The Philosophical
Discourse of Modernity, Cambridge, Polity Press* ελλ. εκδ.: Χάμπερμας Γ. (1993), Ο
φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα, Αλεξάν-
δρεια.
Hallberg Μ. (1989), «Feminist epistemology: an impossible project?», στο Radical
Philosophy, αρ. 53, φθινόπωρο, σ. 3-7.
Hall S. και Gieben Β. (επιμ.) (1992), Formations of Modernity, Cambridge, Polity Press*
ελλ. tub.: Διαμόρφωση της νεωτερικότητας, Αθήνα 2003, Σαββάλας.
Lyotard J.-F. (1984), The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, Manchester,
Manchester University Press* ελλ. εκδ.: Λυοτάρ Ζ.-Φ. (α.χ.), Η μεταμοντέρνα κα-
τάσταση, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Γνώση.

Παραπομπές κειμένου Γ'


Habermas J. (1984), The Theory of Communicative Action, τ. 1, μτφρ. McCarthy T.,
Boston.
Lyotard J.-F. (1984), The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, Manchester
University Press.

Παραπομπές κειμένου Δ '


Gadamer H.-G. (1975), Truth and Method, London, Shed and Ward.
Gellner E. (1984), «Tractatus Sociologico-Philosophicus», στο S.L. Brown (επιμ.),
Objectivity and Cultural Divergence, Royal Institute of Philosophy, Lecture Series,
17.

Παραπομπή Κειμένου ΣΤ '


Bernstein R. (1984), Beyond Objectivism and Relativism, Oxford, Basil Blackwell.

550

You might also like