You are on page 1of 88

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ &


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ &


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΚΤΡΟΦΗΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ

Ιωάννης Νικολακάκης
Καθηγητής

Φλώρινα, 2014

1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τα διατροφικά σκάνδαλα, τα οποία ενέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες


στην ήπειρο μας κλόνισαν την εμπιστοσύνη του ευρωπαίου καταναλωτή για
την ποιότητα των κτηνοτροφικών προϊόντων. Διοξίνες, ορμόνες,
φυτοφάρμακα, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, τρελές αγελάδες κ.α.,
έκαναν την εμφάνιση τους, ως αποτέλεσμα μιας ανεξέλεγκτης και ξέφρενης
πορείας της σύγχρονης κτηνοτροφικής παραγωγής για την αύξηση του
κέρδους.

Με την συμβολή της γενετικής επιστήμης, επινοήθηκαν πρωτοφανείς


συνδυασμοί γονιδίων και δημιουργήθηκαν αγροτικά ζώα με εξαιρετικές
αποδόσεις, αλλά και ανήμπορα να επιτελέσουν ακόμη και τις βασικές
λειτουργίες τους. Στη διάρκεια της πολύ σύντομης ζωής τους τα περισσότερα
από τα ζώα αυτά παραμένουν έγκλειστα σε ανήλιους, στενούς και
ανθυγιεινούς χώρους, υποχρεωμένα από τον άνθρωπο να σέρνονται για την
εξασφάλιση της τροφής τους.
Παράλληλα η καταστροφή των οικοσυστημάτων και η ρύπανση του
περιβάλλοντος, φέρνουν στην επιφάνεια νέες, άγνωστες μέχρι τώρα
ασθένειες για τον άνθρωπο και οδηγούν στην εξαφάνιση χιλιάδων έμβιων
οργανισμών, με αποτέλεσμα να εκφράζονται πλέον σοβαρές επιφυλάξεις για
το μέλλον της ανθρωπότητας και του πλανήτη.
Το 1962, η κυβέρνηση της Βολιβίας επέτρεψε στους αγρότες να
καταστρέψουν τα δάση χρησιμοποιώντας τεράστιες ποσότητες DDT, με
αποτέλεσμα οι γάτες να χάνονται με την ίδια ταχύτητα με τα δέντρα. Οι
ποντικοί χωρίς φυσικούς εχθρούς πολλαπλασιάστηκαν σε τεράστιους
αριθμούς και μετέδωσαν έναν ακίνδυνο για αυτούς ιό, αλλά θανατηφόρο για
τον άνθρωπο, το Machupo.
Το 1996 ο ιός Nipah εξαπλώθηκε κατά τον ίδιο τρόπο στη Μαλαισία,
όταν 300.000 περίπου νυχτερίδες χάνοντας τη δασική τους κατοικία
πλησίασαν τις κατοικίες των ανθρώπων και σκόρπησαν με τα περιττώματα
τους πάνω στα φρούτα πλειάδα άγνωστων ιών, οι οποίοι με τη σειρά τους
πέρασαν στη διατροφική αλυσίδα των ανθρώπων και προκάλεσαν

2
θανατηφόρες εγκεφαλίτιδες, από τις οποίες το 40% περίπου των
προσβεβλημένων αγροτών έχασαν τη ζωή τους. Ευτυχώς, ο ιός δεν
μεταδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ακόμη στο τέλος του προηγούμενου αιώνα η αλλαγή στις διατροφικές
συνήθειες στις αγελάδες, προκάλεσε την εμφάνιση ενός πρωτοφανούς και
ακόμη μυστηριώδους παθογόνου που λέγεται prion και την ασθένεια της
σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας που μεταδίδεται στον άνθρωπο, ενώ
υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένοι ιοί, όπως ο κορονοϊός, που
μεταδίδει την άτυπη πνευμονία, ή οι ιοί Ινφλουένζα του τύπου Α (στελέχη
Η1Ν1, ο Η2Ν2 και ο Η3Ν2), που μεταδίδουν την σημερινή μάστιγα της
ανθρωπότητας, τη γρίπη τω πτηνών, αποτελούν παραδείγματα μετάδοσης
ιού από τα ζώα στον άνθρωπο, σαν αποτέλεσμα της όλο και εντατικότερης
εκτροφής των ζώων.
Η βιολογική γεωργία ανήκει στο «πακέτο» των μέτρων, που παίρνει ο
άνθρωπος προκειμένου να σταματήσει την καταστροφή του περιβάλλοντος
και την ξέφρενη πορεία υποβάθμισης της ζωής στον πλανήτη.
Ωστόσο, η βιολογική γεωργία δεν είναι «πανάκεια», ούτε πρέπει να
θεωρηθεί ότι η διάδοση της έχει σχέση μόνο με την εφαρμογή αυστηρών
κανονισμών και διατάξεων. Η βιολογική γεωργία είναι μάλλον «τρόπος ζωής»
και προϋποθέτει γνώσεις, ευσυνειδησία, αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο
και συλλογική δράση σε όλα τα επίπεδα της γεωργικής δραστηριότητας.

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

1.1 Γενικά.

Ο όρος βιολογική κτηνοτροφία συμπεριλαμβάνεται για όλες σχεδόν τις


χώρες της Ευρώπης στο γενικότερο όρο «βιολογική γεωργία», ο οποίος
περιγράφει τόσο γεωργικές όσο και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Επιπλέον,
απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη κάθε βιολογικής κτηνοτροφικής
δραστηριότητας θεωρείται η παράλληλη ανάπτυξη της γεωργικής βιολογικής
δραστηριότητας για την παραγωγή ζωοτροφών. Ωστόσο, στα πλαίσια του
παρόντος, ο όρος «βιολογική κτηνοτροφία» θα χρησιμοποιηθεί για να
περιγράφει κάθε κτηνοτροφική δραστηριότητα και ο όρος «βιολογική
γεωργία» για να περιγράφει αντίστοιχα κάθε γεωργική δραστηριότητα.

Οι ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν διαφορετική ανάπτυξη όσον αφορά


τις βιολογικές δραστηριότητες. Ορισμένες από αυτές θεωρούνται
πρωτοπόρες, άλλες ακολουθούν κατά πόδα και ορισμένες υστερούν
σημαντικά. Μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας.
Η βιολογική γεωργία με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι
επινοήθηκε για να αντικαταστήσει τη συμβατική γεωργία. Αυτό κυρίως γιατί η
συμβατική γεωργία εμφανίζεται διεθνώς ως ένα τεράστιο «παραγωγικό
οικοδόμημα», πίσω από το οποίο διακυβεύονται τεράστια οικονομικά
συμφέροντα και λειτουργεί με βάση αρχές καθαρά κερδοσκοπικές, αντίθετες
εξολοκλήρου με τις αρχές και το πνεύμα της βιολογικής γεωργίας.
Η βιολογική γεωργία πρέπει να αναπτυχθεί σταδιακά, προσεκτικά,
μεθοδικά και παράλληλα με τη συμβατική γεωργία, έτσι ώστε να ενσωματωθεί
ομαλά στο παραγωγικό σύστημα και να αποφευχθούν οι αντιθέσεις και οι
αντιπαραβολές, που ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους και μπορούν να
δημιουργήσουν ισχυρά προβλήματα στην «οικονομική της επιβίωση», αλλά

4
και να την αποπροσανατολίσουν από τους σημαντικότερους στόχους για τους
οποίους επινοήθηκε.
Ακόμη, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η βιολογική γεωργία ήδη
θεωρείται «πολέμια» των προϊόντων από γενετικά τροποποιημένους
οργανισμούς, των οποίων με κανένα τρόπο δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση,
γεγονός το οποίο δημιουργεί μια δυναμική ισχυρής αμφισβήτησης και
αντιπαράθεσης.
Η επιστημονική κοινότητα συνδράμει στην ανάπτυξη της βιολογικής
κτηνοτροφίας με σειρά επιστημονικών ερευνητικών εργασιών, στις οποίες
γίνεται προσπάθεια διερεύνησης των δυνατοτήτων χρησιμοποίησης
εκχυλισμάτων φυτών και άλλων ομοιοπαθητικών ουσιών για την
καταπολέμηση των ασθενειών των αγροτικών ζώων ή και για τη βελτίωση της
ποιότητας των παραγόμενων κτηνοτροφικών προϊόντων.

1.2 Στόχοι της βιολογικής κτηνοτροφίας.

Η βιολογική κτηνοτροφία και η βιολογική γεωργία είναι η μορφή


κτηνοτροφικής ή γεωργικής δραστηριότητας, που δικαίως θεωρείται ως η
περισσότερο συμβατή με το περιβάλλον και την προστασία του. Με τον όρο
βιολογική δεν εννοούμε ωστόσο μόνο την απαγόρευση ορισμένων ουσιών
στη διατροφή των ζώων ή στην καλλιέργεια των φυτών, αλλά ένα τελείως
διαφορετικό τρόπο εκτροφής ζώων ή καλλιέργειας φυτών για όσους
αισθάνονται τη φύση, κατανοούν τις ανάγκες της και έχουν την ευαισθησία να
παράγουν χωρίς να την εξαντλούν.
Έτσι στους στόχους της βιολογικής κτηνοτροφίας θα μπορούσαν να
συμπεριληφθούν:
 Παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας,
απαλλαγμένων από επικίνδυνες τοξικές ουσίες.
 Χρησιμοποίηση μεθόδων κτηνοτροφικής παραγωγής απόλυτα φιλικών
και συμβατών με το κατά τόπους περιβάλλον.
 Εφαρμογή αποκλειστικά κτηνοτροφικών πρακτικών και μεθόδων
εκτροφής αγροτικών ζώων, που επιτρέπουν τη συνεχή χρήση χωρίς
εξάντληση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων και πηγών ενέργειας, τη

5
διαχείριση των υδάτινων πόρων, τη διατήρηση της ποιότητας του
νερού και της γονιμότητας του εδάφους.
 Την αποφυγή χρήσεων και μεθόδων της γενετικής μηχανικής.
 Τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και παραγωγής των αγροτικών
ζώων.

1.3 Βιολογική εκτροφή.

Ως βιολογική εκτροφή μπορεί να οριστεί η εκτροφή, της οποίας η


λειτουργία στηρίζεται στο φυσικό τρόπο διαβίωσης και παραγωγής των
εκτρεφόμενων ζώων, χρησιμοποιεί ως ζωοτροφές εκείνες που παράγονται
αποκλειστικά με τις μεθόδους της βιολογικής γεωργίας, περιορίζει στο
ελάχιστο και πάντα σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού κανονισμού
(1804/99) τη χρήση αλλοπαθητικών φαρμάκων και άλλων ουσιών των οποίων
η χρήση επιτρέπεται μόνο για κατασταλτικούς και όχι για προληπτικούς
σκοπούς, προάγει τη βιοποικιλότητα, προστατεύει το περιβάλλον, δεν
χρησιμοποιεί προϊόντα από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και
παράγει προϊόντα ελεγχόμενα αυστηρά, τα οποία διακρίνονται για την
ασφάλεια και την ποιοτική υπεροχή που παρέχουν.
Η παραγωγή βιολογικών προϊόντων ξεκίνησε το έτος 2001 για τη χώρα μας
με την εφαρμογή των παρακάτω διυπουργικών αποφάσεων:
 ΚΥΑ 332221/11-1-2001.
 ΚΥΑ 851178/26-3-2001.
 ΚΥΑ 388038/ 6-8-2001.
Με τους κανονισμούς αυτούς επιτρέπεται η παραγωγή βιολογικών μη
μεταποιημένων προϊόντων από την εκτροφή των κάτωθι κατηγοριών
αγροτικών ζώων:

 Βοοειδή, στα οποία συμπεριλαμβάνονται βουβάλια και βίσωνες.


 Χοίροι.
 Αιγοπρόβατα.
 Πουλερικά.
 Ιπποειδή.

6
Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν δεν μπορούν να ενταχθούν στα
προγράμματα της βιολογικής κτηνοτροφίας οι εκτροφές:

 Θηραμάτων.
 Κουνελιών.
 Στρουθοκαμήλων.
 Οι ιχθυοκαλλιέργειες.
 Λοιπά κατοικίδια ζώα.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στον τομέα αυτό είναι ραγδαίες και πρέπει να


θεωρείται ως δεδομένη και η άμεση μελλοντική ένταξη και των
περισσότερων από τις εκτροφές αυτές στα προγράμματα της
βιολογικής κτηνοτροφίας.

1.4 Έλεγχοι βιολογικών προϊόντων.

Η χρησιμοποίηση του όρου βιολογικό, για τη σήμανση και τη διαφήμιση


γενικά γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και ειδών διατροφής, προς
το παρόν περιορίζεται στα προϊόντα αυτά που έχουν παραχθεί σύμφωνα με
τις αρχές παραγωγής και τους κανόνες μεταποίησης, οι οποίοι καθορίζονται
στους σχετικούς κοινοτικούς κανονισμούς για τα γεωργικά (2092/1991) και
κτηνοτροφικά προϊόντα (1804/1999).

Βιολογικό προϊόν μπορεί να είναι ένα μη μεταποιημένο γεωργικό η


κτηνοτροφικό προϊόν φυτικής ή ζωικής προέλευσης, καθώς επίσης και ένα
είδος τροφίμων, που κυρίως αποτελείται από ένα η περισσότερα συστατικά
φυτικής ή ζωικής προέλευσης, π.χ. λάδι, αλεύρι, τυρί φέτα κ.λ.π.
Κανένα προϊόν δεν διατίθεται στο εμπόριο ως βιολογικό, χωρίς να
ελεγχθεί και να πιστοποιηθεί. Για το σκοπό αυτό κάθε χώρα υποδεικνύει μία ή
περισσότερες αρμόδιες αρχές ή εγκρίνει ιδιωτικούς οργανισμούς με σκοπό
τον έλεγχο και την πιστοποίηση των βιολογικών προϊόντων, ενώ ταυτόχρονα
ορίζει μια αρχή υπεύθυνη για την έγκριση και την επίβλεψη τους.
Ο αρμόδιος φορέας για την πιστοποίηση και έλεγχο του βιολογικού
προϊόντος είναι το Γραφείο Βιολογικών Προϊόντων Φυτικής Προέλευσης του
Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο έχει αναγνωρίσει τρεις ιδιωτικούς

7
οργανισμούς που ελέγχουν τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους
εμπόρους και χορηγούν την ένδειξη βιολογικό, μόνο σε αυτά τα προϊόντα που
έχουν παραχθεί ή παρασκευασθεί σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στους
σχετικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τους οργανισμούς (κατά αλφαβητική
σειρά):
 ΔΗΩ, Οργανισμός Πιστοποίησης και Ελέγχου Βιολογικών
Προϊόντων, με έδρα την Αθήνα.
 ΟΠΕΓΕΠ, Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών
Προϊόντων (Δημόσιος), με έδρα την Αθήνα.
 ΣΟΓΕ, Σύλλογο Οικολογικής Γεωργίας Ελλάδας, με έδρα την
Αθήνα.
 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΕ, με έδρα την Αλεξάνδρεια Ημαθίας.
Η ΔΗΩ, αποτελεί το μεγαλύτερο ελληνικό οργανισμό πιστοποίησης, αφού το
1994 έλεγχε το 90%, το 1995 το 84,2% και το 1997 το 65% όλων των
βιοκαλλιεργειών. Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ επεκτείνει τις δραστηριότητες της κυρίως
στο χώρο της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και αναπτύσσει σημαντικό
έργο στην πιστοποίηση των βιολογικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων τα
τελευταία χρόνια.

1.5 Η βιολογική κτηνοτροφία στην Ευρώπη.

Η βιολογική κτηνοτροφία εμφανίζει διεθνώς και ιδιαίτερα στην Ευρώπη


ραγδαία ανάπτυξη, η οποία συνδέεται με την αυξημένη ζήτηση βιολογικών
κτηνοτροφικών προϊόντων. Το βιολογικό γάλα, το βιολογικό κρέας και το
βιολογικό αυγό είναι προϊόντα που ολοένα και περισσότερο ζητούνται από
τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Οι περισσότερες από τις χώρες της Ευρώπης, προτού ακόμη
υπογραφεί το νομοθετικό κοινοτικό καθεστώς για τη βιολογική κτηνοτροφία
(Νόμος 1804/1999 της ΕΕ), είχαν ενσωματώσει στην εθνική τους νομοθεσία,
ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες έδιναν τη δυνατότητα στους
κτηνοτρόφους τους για την παραγωγή βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων.
Έτσι οι κτηνοτρόφοι της Γερμανίας ή της Γαλλίας είχαν την δυνατότητα από

8
πριν να παράγουν βιολογικά ζωικά προϊόντα και να τα εξάγουν, ενώ στην
Ελλάδα δεν υπήρχε η δυνατότητα αυτή.
Γενικά η βιολογική παραγωγή στην Ευρώπη, είναι συγκεντρωμένη
κυρίως σε 4 κράτη. Την Ιταλία (25,5%), τη Γερμανία (18,4%), την Αυστρία
(12,7%) και την Ισπανία (11,9%). Οι χώρες αυτές συγκεντρώνουν το 68,5%
της συνολικής βιολογικής δραστηριότητας της Ευρώπης.
Ειδικότερα, για τη βιολογική κτηνοτροφία στις χώρες της ΕΕ, το έτος
1998 το ποσοστό κυμαίνονταν κατά μέσο όρο μεταξύ 0,5- 2,5% της συνολικής
κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Από τα διευθυντήρια της ΕΕ, τέθηκε ως
στόχος η αύξηση του ποσοστού αυτού μέχρι το έτος 2005 στο επίπεδο του
10-15%.
Παράλληλα, σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, αναπτύσσεται μια
μεγάλη προσπάθεια ενημέρωσης και προβολής των βιολογικών
κτηνοτροφικών προϊόντων και διοργανώνονται με μεγάλη επιμέλεια διεθνείς
εκθέσεις, όπου παρουσιάζεται μια μεγάλη ποικιλία βιολογικών προϊόντων.
Ακόμη, για την αύξηση της αξιοπιστίας των βιολογικών προϊόντων στην
αγορά και την ικανοποίηση σε όσο το δυνατό σε μεγαλύτερο βαθμό των
απαιτήσεων του καταναλωτή στον τομέα αυτό, αναπτύσσονται διαρκώς νέες
τεχνικές με την βοήθεια των οποίων αποκαλύπτονται αμέσως υπολείμματα
φυτοφαρμάκων, ορμονών, λιπασμάτων και άλλων απαγορευμένων ουσιών
στα βιολογικά προϊόντα. Οι ποινές για τους παραβάτες είναι πολύ αυστηρές.
Με την διαρκή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, την ευαισθησία για
τους κινδύνους του περιβάλλοντος, την απαίτηση για κτηνοτροφικά προϊόντα
ποιότητας και το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον τρόπο διαβίωσης
και παραγωγής των αγροτικών ζώων, δεν αποκλείεται στο άμεσο μέλλον η
προσπάθεια συνολικής αντικατάστασης της συμβατικής κτηνοτροφικής
δραστηριότητας σε βιολογική.
Πολλές χώρες (Γαλλία, Αυστρία, Δανία) της ΕΕ έχουν ήδη
προγραμματίσει μεγαλύτερες αυξήσεις του ποσοστού της βιολογικής
κτηνοτροφίας για ορισμένους κλάδους κτηνοτροφικής παραγωγής. Το
ποσοστό αυτό για τους συγκεκριμένους κλάδους μέχρι το έτος 2010 θα έχει
πλησιάσει ή θα ξεπεράσει, εάν όλα γίνουν όπως προγραμματίσθηκαν, ακόμη
και το 50% ή και το 100% της συνολικής κτηνοτροφικής δραστηριότητας για
τους κλάδους αυτούς.

9
Ενδεικτικό, της κατάστασης αυτής είναι το γεγονός ότι σε ορισμένες
αεροπορικές ευρωπαϊκές εταιρείες το προσφερόμενο μενού των επιβατών
αποτελείται εξολοκλήρου από βιολογικά προϊόντα.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή κτηνοτροφική παραγωγή, ιδιαίτερα σε ορισμένες
χώρες της Ευρώπης, αποτελεί ένα πραγματικό βιομηχανικό κολοσσό και η
προσπάθεια για την μετατροπή της συνολικής συμβατικής κτηνοτροφικής
δραστηριότητας σε βιολογική, πιθανά να δημιουργήσει σοβαρούς τριγμούς με
απρόβλεπτες συνέπειες.
Ήδη, σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες το προσφερόμενο στην αγορά
βιολογικό αγελαδινό γάλα για παράδειγμα, ξεπερνά τις ανάγκες της ζήτησης
της εγχώριας αγοράς, με αποτέλεσμα το πλεόνασμα να πωλείται στην τιμή
του συμβατικού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η τιμή του συμβατικού αγελαδινού
γάλακτος να μειώνεται ακόμη περισσότερο και να δημιουργούνται
προβλήματα συνολικού κόστους λειτουργίας στις συμβατικές
αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις και παράλληλη να ασκείται στις
εκμεταλλεύσεις αυτές ισχυρή πίεση μετατροπής από συμβατικές σε
βιολογικές.
Με την συνεχή αύξηση στην παραγωγή βιολογικού γάλακτος, για να
παραμείνουμε στο παράδειγμα αυτό, δεν αποκλείεται τα προβλήματα που
αντιμετωπίζουν οι χώρες αυτές στο άμεσο μέλλον να γίνουν ακόμη
εντονότερα για την τοπική κτηνοτροφία ή να μεταφερθούν και στις υπόλοιπες
χώρες της Ευρώπης και κυρίως σε εκείνες στις οποίες η ανάπτυξη της
βιολογικής κτηνοτροφίας παραμένει σε νηπιακή κατάσταση ή ακόμη χειρότερο
δεν έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί.

1.6 Η βιολογική κτηνοτροφία στην Ελλάδα.

Για πρώτη φορά η βιολογική γεωργική δραστηριότητα εμφανίσθηκε στη


χώρα μας το έτος 1993, όταν και έγινε με 2 χρόνια καθυστέρησης, η
ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την βιολογική γεωργία
(Κανονισμός 2092/1991) στην εθνική μας νομοθεσία.
Έκτοτε, οι χρησιμοποιούμενες εκτάσεις για την παραγωγή βιολογικών
προϊόντων αυξήθηκαν και έφτασαν στο τέλος του 2001, να καλλιεργούνται
συνολικά 311.182 στρέμματα, τα οποία ωστόσο αποτελούν μόλις το 0,7% της

10
συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης στη χώρα. Την ίδια χρονιά (2001), όλοι
όσοι εμπλέκονταν με την παραγωγή και την εμπορία των βιολογικών
προϊόντων ξεπερνούσαν μόλις τα 7.000 άτομα. Κυριότερα βιολογικά προϊόντα
στη χώρα μας είναι το ελαιόλαδο, τα εσπεριδοειδή, τα κηπευτικά και το κρασί
και οι κυριότεροι νομοί παραγωγής τους οι Νομοί Λακωνίας (42.400
στρέμματα), Αιτωλοακαρνανίας (27.394 στρέμματα), Χαλκιδικής (23.066
στρέμματα), Αχαϊας (16.256 στρέμματα) κ.α. Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των
ελληνικών βιολογικών προϊόντων είναι το γεγονός ότι το 90% αυτών εξάγεται
και μόλις το 10% προορίζεται για την εγχώρια αγορά.
Η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την ανάπτυξη της
βιολογικής κτηνοτροφίας (Κανονισμός 1804/1999) στην εθνική μας νομοθεσία,
έγινε όπως και στη περίπτωση του Κανονισμού 2092/91, με καθυστέρηση 2
ετών και ουσιαστικά το πρόγραμμα βιολογικής κτηνοτροφίας στη χώρα μας
ξεκίνησε να λειτουργεί από το Σεπτέμβριο του έτους 2001.
Η καθυστέρηση αυτή εάν συνδυασθεί με το γεγονός ότι και πριν από το
έτος 1999, όταν και υπογράφθηκε ο Κανονισμός 1804 της ΕΕ, δεν υπήρχε
στη εθνική μας νομοθεσία τίποτε σχετικό για την ανάπτυξη της βιολογικής
κτηνοτροφίας, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, είχε ως
αποτέλεσμα να ακολουθούμε με καθυστέρηση την πορεία της υπόλοιπης
Ευρώπης προς την βιολογική κτηνοτροφία.
Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, στο τέλος του έτους
2002, στο πρόγραμμα της βιολογικής κτηνοτροφίας της χώρας μας
εντάχθηκαν 196 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, στις οποίες εκτρέφονταν
συνολικά 7626 Μονάδες Ζωικού Κεφαλαίου (ΜΖΚ) (85,5% αιγοπρόβατα και
14,5% βοοειδή), σε 190.000 περίπου στρέμματα βοσκής, κυρίως στους
Νομούς Γρεβενών, Κεφαλληνίας, Αιτωλοακαρνανίας, Μεσσηνίας και Φωκίδας.
Αναλυτικά η κατάσταση με την βιολογική κτηνοτροφική δραστηριότητα στη
χώρα μας φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.

11
Η βιολογική κτηνοτροφική δραστηριότητα στην Ελλάδα.

Κατηγορίες ζώων
Νομοί Κτηνο- Στρέμματα
ΜΖΚ* (ΜΖΚ)
τρόφοι βοσκής
Βοοειδή Αιγ/τα
Αιτωλοακ/ας 29 19.974 1.097 583 513
Βοιωτίας 1 1.670 94 61 33
Γρεβενών 45 45.920 1863 296 1567
Εύβοιας 16 15.415 724 0 724
Κεφαλληνίας 25 33.261 1126 301 825
Κοζάνης 4 5.405 233 19 214
Κυκλάδες 3 8.920 150 0 150
Λέσβος 4 7.471 281 0 281
Μαγνησία 16 28.410 890 97,8 792
Μεσσηνία 23 10.431 668 105,2 562
Τριφυλία 12 8.852 568 2 462
Φωκίδα 12 7.976 470 103 367
Χανιά 6 2.855 147 0 147
ΣΥΝΟΛΟ 196

*1ΜΖΚ= Μονάδα Ζωικού Κεφαλαίου= 1 αγελάδα ή 1 χοιρομητέρα με τα


παράγωγά της ή 6,66 περίπου αιγοπρόβατα.

Στον παραπάνω πίνακα περιγράφονται οι κτηνοτροφικές


εκμεταλλεύσεις κατά Νομό, οι οποίες εντάχθηκαν στο καθεστώς οικονομικών
ενισχύσεων. Πέραν τούτων, υπάρχουν και άλλες ομοειδείς εκμεταλλεύσεις, οι
οποίες δεν εντάχθηκαν ή ακόμη και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες
δεν έχουν δικαίωμα να ενταχθούν προς το παρόν στο καθεστώς οικονομικών
ενισχύσεων, όπως π.χ. οι χοιροτροφικές ή οι πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος των βιολογικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στη
χώρα μας, αναπτύχθηκε κυρίως σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές με μεγάλη
κτηνοτροφική παράδοση, όπου ο εφαρμοζόμενος τρόπος εκτροφής των
αγροτικών ζώων από πολλές δεκαετίες πριν, κάλυπτε τις προϋποθέσεις
εφαρμογής του σχετικού Κανονισμού (1804/1999).

12
Επίσημα στοιχεία σχετικά με την παραγωγή, την διακίνηση και την
εμπορία βιολογικών ζωοτροφών δεν υπάρχουν διαθέσιμα για τα τελευταία
χρόνια, μετά δηλαδή την ουσιαστική εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας
στη χώρα μας (2001).
Σύμφωνα με δημοσιευθέντα στοιχεία του έτους 1998 οι κυριότερες
καλλιέργειες ζωοτροφών στην χώρα μας ήταν η καλλιέργεια της μηδικής
(2.175 στρέμματα), διαφόρων κτηνοτροφικών φυτών, όπως π.χ οσπρίων
(1.704 στρέμματα), αραβόσιτου (288 στρέμματα), βρώμης (263 στρέμματα),
κριθής (276 στρέμματα) κ.α. Θεωρείται δεδομένο ότι τα στοιχεία αυτά έχουν
αλλάξει σημαντικά και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις για την παραγωγή
ζωοτροφών με βιολογικό τρόπο θα είναι σίγουρα πολλαπλάσιες.
Στην εσωτερική αγορά της χώρας, η εξεύρεση βιολογικά
πιστοποιημένων ζωοτροφών είναι ευκολότερη για ορισμένες από αυτές, όπως
π.χ. για το σιτάρι, τον αραβόσιτο, τη μηδική. Οι τιμές πώλησης των
ζωοτροφών αυτών είναι αυξημένες σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 80-
100% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συμβατικές. Αντίθετα, ορισμένες
ζωοτροφές, όπως για παράδειγμα η σόγια, δεν βρίσκονται καθόλου ή
βρίσκονται πολύ δύσκολα στην εσωτερική αγορά και πωλούνται σε
υπερβολικά υψηλές τιμές (3- 4φορές την τιμή του συμβατικού).
Αναφορικά με τις αποδόσεις των καλλιεργούμενων με βιολογικό τρόπο
εκτάσεων υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες. Γενικά, για την βιολογική
καλλιέργεια αραβόσιτου και των λοιπών δημητριακών πρέπει να αναμένεται
σημαντική μείωση των αποδόσεων, η οποία μπορεί να κυμανθεί μεταξύ 15-
30%. Η μείωση αυτή αγγίζει τις χαμηλότερες τιμές όταν η καλλιέργεια των
ειδών αυτών, εντάσσεται σε ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα αμειψισποράς, ή
ακόμη όταν εφαρμόζεται σωστά η χλωρά λίπανση (τριφύλλι).
Αντίθετα, η καλλιέργεια της μηδικής με βιολογικό τρόπο, δεν φαίνεται
να υστερεί σε σύγκριση με την συμβατική, ενώ εκφράζονται και απόψεις για
ακόμη μεγαλύτερες της συμβατικής αποδόσεις. Η καλλιέργεια της μηδικής θα
μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην γονιμότητα του εδάφους,
εντασσόμενη σε ένα σωστό σύστημα αμειψισποράς.
Ήδη γίνονται προσπάθειες στη χώρα μας για την βιολογική καλλιέργεια
ορισμένων ψυχανθών, όπως π.χ. του κτηνοτροφικού ρεβυθιού, του κουκιού ή
του μπιζελιού κ.α., με σκοπό την παραγωγή ζωοτροφών που θα μπορούσαν

13
να αντικαταστήσουν ολικά η μερικά το σογιάλευρο από το σιτηρέσιο των
βιολογικά εκτρεφόμενων αγροτικών ζώων. Προτού ωστόσο γίνει προσπάθεια
για την συμμετοχή των τροφών αυτών στο σιτηρέσιο των ζώων, θα πρέπει να
ελεγθούν καλά και να καθορισθούν επακριβώς οι προϋποθέσεις με τις οποίες
θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ασφαλέστερα και αποδοτικότερα στη
διατροφή των ζώων.
Οι τιμές πώλησης των παραγόμενων βιολογικών κτηνοτροφικών
προϊόντων στη χώρα μας, θεωρούνται υψηλότερες των συμβατικών σε
ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 20-100% και ανάλογα με το προϊόν. Το
γεγονός αυτό αποτελεί ένα ισχυρό οικονομικό κίνητρο, το οποίο σε
συνδυασμό με το κίνητρο των οικονομικών ενισχύσεων, αναμένεται να δώσει
μια σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Ωστόσο, εάν οι οικονομικές ενισχύσεις δεν χρησιμοποιηθούν
λελογισμένα, μπορούν να μετατραπούν σε πραγματικό «μπούμεραγκ» για την
ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας, όπως έγινε με τις αντίστοιχες
οικονομικές ενισχύσεις στη συμβατική κτηνοτροφία. Οι οικονομικές ενισχύσεις
για να είναι αποτελεσματικές, θα πρέπει να αποτελούν εφαλτήρια ανάπτυξης
και παραγωγικότητας για τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Ενώ τα περισσότερα παραγόμενα βιολογικά κτηνοτροφικά προϊόντα
στη χώρα μας, θεωρούνται δικαίως καλύτερης ποιότητας σε σύγκριση με τα
συμβατικά και προτιμούνται στην αγορά, ορισμένα από αυτά, όπως π.χ. το
κρέας των εγχώριων μόσχων βιολογικής εκτροφής, έχουν ορισμένα
χαρακτηριστικά (τρυφερότητα, γεύση, χρώμα), τα οποία δεν είναι αποδεκτά
από το σύγχρονο καταναλωτή και σε πολλές περιπτώσεις θεωρούνται μη
επιθυμητά.
Εκείνο που χρειάζεται στις περιπτώσεις αυτές είναι η συστηματική
προσπάθεια ενημέρωσης για την πραγματικά υπεροχή των προϊόντων αυτών
σε σύγκριση με τα συμβατικά, άλλως υπάρχει άμεσος κίνδυνος οικονομικής
αποτυχίας της εκτροφής.
Παράλληλα με την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας στη χώρα
μας σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής, απαιτείται και η δημιουργία της
κατάλληλης υποδομής. Η υποδομή αυτή πρέπει περιλαμβάνει την
εγκατάσταση πιστοποιημένων γραμμών σφαγής με βιολογικό τρόπο
εκτρεφόμενων ζώων στα σφαγεία, βιοτεχνίες ή εργαστήρια με κατάλληλη

14
πιστοποίηση στη συσκευασία και την τυποποίηση, καταστήματα με κατάλληλη
υποδομή και πιστοποίηση για την προώθηση και την πώληση τους στην
αγορά κ.α. Ήδη παρατηρείται κάποια κινητοποίηση από τον ιδιωτικό τομέα
προς την κατεύθυνση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

2.1 Γενικά.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύχρονη γεωργική και κτηνοτροφική


παράδοση. Ακόμη και σήμερα (2003) το 16,1% του ενεργού της πληθυσμού
απασχολείται με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες και το ποσοστό
αυτό είναι σχεδόν τετραπλάσιο από το μέσο αντίστοιχο ποσοστό των
υπολοίπων χωρών της Ευρώπης.
Όπως όλες σχεδόν τις Μεσογειακές χώρες και γενικότερα τις χώρες της
νότιας Ευρώπης, το μεγαλύτερο μέρος (70%) του ακαθάριστου γεωργικού
προϊόντος της χώρας μας προέρχεται από τις γεωργικές δραστηριότητες και
μόνο το 30% από τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τις χώρες
της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης, όπου τα ποσοστά αυτά είναι σχεδόν
αντίστροφα.
Ως κυριότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κτηνοτροφίας μπορούμε
να αναφέρουμε τα εξής:
1. Μεγάλος αριθμός εκτρεφόμενων αιγοπροβάτων. Η αιγοπροβατοτροφία
αποτελεί το σημαντικότερο κλάδο της κτηνοτροφίας μας. Συμμετέχει
κατά 49% στην ακαθάριστη αξία της Ζωικής Παραγωγής και κατά 15%
στην ακαθάριστη αξία της συνολικής φυτικής και ζωικής παραγωγής.
2. Ένα μεγάλο μέρος των θρεπτικών αναγκών των ζώων, καλύπτεται με
την παράθεση συμπληρωματικών ζωοτροφών, εξαιτίας της
περιορισμένης διαθέσιμης έκτασης βοσκοτόπων. Μάλιστα, εξαιτίας του

15
πολυτεμαχισμού και του μικρού γενικά κλήρου των εκμεταλλεύσεων, το
ποσοστό των ιδιοπαραγομένων ζωοτροφών είναι εξαιρετικά χαμηλό.
3. Οι κλιματολογικές συνθήκες, με τις παρατεταμένες περιόδους υψηλών
θερμοκρασιών και ξηρασίας τους θερινούς μήνες, δημιουργούν
ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες διαβίωσης των αγροτικών ζώων αλλά και
των κτηνοτρόφων, κυρίως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της
χώρας. Παράλληλα περιορίζουν σημαντικά την παραγωγικότητα των
βοσκοτόπων την περίοδο αυτή.
4. Ένα μεγάλο μέρος της συστηματικής (εντατικής) κτηνοτροφίας της
χώρας, αναπτύχθηκε γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Οι ανάγκες των εκμεταλλεύσεων αυτών σε ζωοτροφές καλύπτονται
κατά κύριο λόγο από την εσωτερική ή και την διεθνή αγορά
ζωοτροφών.
5. Τα παραγόμενα κτηνοτροφικά προϊόντα δεν καλύπτουν τις εσωτερικές
ανάγκες κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να εισάγονται μεγάλες
ποσότητες από διάφορες χώρες και με τον τρόπο αυτό να διαγράφεται
από ετών με τη μορφή του αρνητικού ισοζυγίου μία διαρκής απειλή για
την οικονομία της χώρας. Ενδεικτικό είναι ότι οι παραγόμενες
ποσότητες βοείου, αιγοπρόβειου, χοιρινού και κρέατος πουλερικών
καλύπτουν μόλις το 29%, το 86%, το 60,2% και το 89,2%, αντίστοιχα.
των εσωτερικών αναγκών. Οι τιμές για την αυτάρκεια της χώρας σε
αγελαδινό και αιγοπρόβειο γάλα κυμαίνονται στο 42% και 100%
αντίστοιχα, ενώ η συνολική αξία των εισαγόμενων κτηνοτροφικών
προϊόντων για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς
ξεπερνά κάθε έτος τα 2,3 τρις δραχμές.
6. Ο Έλληνας κτηνοτρόφος έχει κατά μέσο όρο ηλικία μεγαλύτερη των 55
ετών, πολύ χαμηλό μέσο επίπεδο μόρφωσης και υψηλό επίπεδο
αναλφαβητισμού, είναι εξαιρετικά εσωστρεφής, καχύποπτος και ισχυρά
προσκολλημένος στις παραδοσιακές τεχνικές εκτροφής των ζώων και
στερείται συνεταιριστικής συνείδησης. Παρατηρείται μια δυναμική τάση
εγκατάλειψης της υπαίθρου και αύξησης του πληθυσμού των πόλεων
με τη μορφή της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι ενδεικτικό ότι το
42% περίπου του εδάφους της χώρας κατοικείται από το 8% περίπου

16
των κατοίκων της. Ιδιαίτερα προβλήματα διαπιστώνονται στις
παραμεθόριες ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
7. Η οικονομικότητα των περισσότερων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων
της χώρας βρίσκεται σε οριακό επίπεδο. Πιστεύεται ότι κάθε ενέργεια
«κατάργησης» των οικονομικών ενισχύσεων από το διευθυντήριο των
Βρυξελών, θα σημάνει και την απαρχή της οικονομικής κατάρρευσης
στις περισσότερες από αυτές και κυρίως στις αιγοπροβατοτροφικές και
βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της
χώρας.
8. Οι βοσκότοποι της χώρας ιδιαίτερα στις περιαστικές περιοχές,
περιορίζονται σε επικλινείς, αβαθείς, ξηρικές και άγονες εκτάσεις με
εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα. Στις περιοχές αυτές τα βόσκοντα
ζώα ελάχιστα αποκομίζουν με τη βόσκηση και ένα μέρος των
θρεπτικών αναγκών τους το καλύπτουν τους θερινούς μήνες με τη
βόσκηση στις καλαμιές των σιτηρών ή στα φυτικά υπολείμματα των
κηπευτικών. Έργα υποδομής και διαχείρισης των βοσκοτόπων είναι
σχεδόν ανύπαρκτα.

2.2 Ο Ζωικός πληθυσμός και συνθήκες εκτροφής αγροτικών ζώων.

Στη χώρα μας εκτρέφονται περισσότερα από 14 εκατομμύρια


αιγοπρόβατα, 310.000 περίπου βοοειδή, 900.000 περίπου χοιρομητέρες και
παχύνονται περισσότερα από 90 εκατομμύρια ορνίθια κρεοπαραγωγής κάθε
χρόνο.
Ορισμένοι κλάδοι κτηνοτροφικής παραγωγής, όπως π.χ. τα
αιγοπρόβατα λειτουργούν κυρίως με βάση παραδοσιακές τεχνικές και
φιλοξενούνται σε πρόχειρες κατά κανόνα σταβλικές εγκαταστάσεις. Άλλοι
κλάδοι, όπως π.χ. οι εντατικές εκτροφές χοίρων ή ορνίθων, είναι
εγκατεστημένες σε σύγχρονες κτηνοτροφικές κατασκευές με πλήρη ή σχεδόν
πλήρη μηχανικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και άλλοι κλάδοι όπως π.χ. η
γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία, διατηρούνται σε μια ενδιάμεση των δύο
προαναφερόμενων κατάσταση.
Η παραδοχή αυτή δε σημαίνει ότι δεν λειτουργούν και άριστα
οργανωμένες προβατοτροφικές και αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις με

17
σύγχρονο μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, ούτε ασφαλώς και
χοιροτροφικές ή πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με ανύπαρκτο ή ακατάλληλο
εξοπλισμό. Ωστόσο, από την άποψη της οργάνωσης, οι εκμεταλλεύσεις αυτές
αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα.

2.2.1 Αιγοπρόβατα.

Από τα 14 εκατομμύρια αιγοπρόβατα τα 9 περίπου εκατομμύρια που


εκτρέφονται στη χώρα είναι πρόβατα και τα 5 εκατομμύρια είναι αίγες. Η
εκτροφή των αιγών γίνεται κυρίως στις ορεινές και στις ημιορεινές περιοχές,
ενώ των προβάτων στις πεδινές αλλά και στις ημιορεινές περιοχές της χώρας.
Ο πληθυσμός των προβάτων είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία προϊόν
ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων μεταξύ των ελληνικών τύπων και φυλών
προβάτων, όπως του μπούτσικου, του σαρακατσάνικου, του καραγκούνικου,
του χιώτικου κ.α., των οποίων άλλες φορές περισσότερο και άλλες φορές
λιγότερο διακρίνονται ορισμένα χαρακτηριστικά. Ο χρωματισμός των
προβάτων αυτών κυμαίνεται ευρέως, ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό τους
γνώρισμα είναι η μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε συνθήκες διαβίωσης
εξαιρετικά αντίξοες. Οι αποδόσεις των προβάτων αυτών κυμαίνονται γενικά
σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ειδικότερα η ετήσια γαλακτοπαραγωγή κυμαίνεται
μεταξύ 80- 120 kg γάλακτος και η πολυδυμία μεταξύ 1-1,1. Για τη γενετική
βελτίωση του μεγάλου αυτού αριθμού των προβάτων, αν και έχει
επανειλημμένα προταθεί, δεν έχει σχεδιασθεί και εφαρμοσθεί στη χώρα
κανένα πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης.
Πέραν των προβάτων αυτών εκτρέφεται και μικρότερος αριθμός
βελτιωμένων και αρκετά αξιόλογων ελληνικών φυλών προβάτων. Οι
σημαντικότερες από τις φυλές αυτές είναι η φυλή Χίου, η Καραγκούνικη φυλή,
η φυλή Σερρών κ.α. Για τις φυλές αυτές εφαρμόζεται από καιρό γενετική
βελτίωση με αρκετά θετικά αποτελέσματα. Οι αποδόσεις των φυλών αυτών
είναι σημαντικά μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις αποδόσεις του μεγάλου
αβελτίωτου όγκου προβάτων. Ειδικότερα οι προβατίνες της φυλής Χίου
εμφανίζουν ετήσια γαλακτοπαραγωγή που μπορεί να ξεπεράσει τα 300 kg με
αντίστοιχη πολυδυμία μεταξύ 1,7- 1,9. Ανάλογες είναι οι αποδόσεις και των
άλλων βελτιωμένων ελληνικών φυλών.

18
Τέλος στη χώρα εκτρέφεται και μικρός αριθμός ξενικών φυλών
προβάτων, χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις και με μικρή ικανότητα προσαρμογής
στο περιβάλλον της χώρας.
Αντίθετα με τα πρόβατα, ο πληθυσμός των εκτρεφόμενων αιγών είναι
περισσότερο ομοιόμορφος και ανήκει στη μεγάλη του πλειονότητα στον
εγχώριο τύπο ή την εγχώρια φυλή αίγας, η οποία με τη σειρά της
κατατάσσεται στο μεσογειακό τύπο αίγας, που εκτρέφεται στις περισσότερες
χώρες της Μεσογείου. Ο χρωματισμός τους αλλά και τα παραγωγικά
χαρακτηριστικά τους ποικίλουν ευρέως, ενώ ως κύριο χαρακτηριστικό
γνώρισμα τους πρέπει να θεωρείται η ικανότητα προσαρμογής στο ιδιαίτερα
δύσκολο περιβάλλον των πρινολίβαδων.
Οι αποδόσεις των αιγών σε γάλα κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ
των 110-130 kg ετήσια και η αντίστοιχη πολυδυμία μεταξύ 1,1-1,3. Είναι
ενδεικτικό το γεγονός ότι οι αποδόσεις των αιγών βελτιώνονται σημαντικά με
την παράλληλη βελτίωση των συνθηκών εκτροφής. Όπως και για την
περίπτωση των προβάτων, αν και έχει προταθεί δεν έχει σχεδιασθεί και
εφαρμοσθεί προς το παρόν κανένα πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης.
Μικρός αριθμός των εκτρεφομένων αιγών ανήκει σε εισαγόμενες
βελτιωμένες ξενικές φυλές αιγών, όπως στη φυλή Ζάανεν, Αλπίνο, Δαμασκού
κ.α.
Η διάρκεια διατήρησης των αιγών και προβατινών στο κοπάδι
πλησιάζει κατά μέσο όρο τα 7 χρόνια, ενώ των τράγων και των κριών δεν
ξεπερνά τα 3-4 χρόνια. Η αναλογία μεταξύ θηλυκών και αρσενικών στα
κοπάδια αιγοπροβάτων κυμαίνεται μεταξύ 15-20:1 και εξαρτάται από τις
συνθήκες εκτροφής.
Η εκτροφή των αιγοπροβάτων γίνεται κατά κανόνα με τον
παραδοσιακό τρόπο, ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της
χώρας. Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του κλάδου έχουν ως εξής:
1. Οι περισσότερες αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι
εγκατεστημένες για δεκαετίες σε δημόσιες δασικές εκτάσεις και
στεγάζονται σε πρόχειρες σταβλικές εγκαταστάσεις, χωρίς την παροχή
νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Η παραγωγικότητα των βοσκοτόπων
είναι οριακή και γενικά οι βοσκότοποι θεωρούνται υποβαθμισμένοι,

19
λόγω της ανυπαρξίας εφαρμογής έργων υποδομής και κυρίως λόγω
της κακής διαχείρισης.
2. Η βόσκηση των αιγοπροβάτων στο σύνολο σχεδόν των
εκμεταλλεύσεων γίνεται σε όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τις
ημέρες με ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες (π.χ. ημέρες με μεγάλη
χιονόπτωση). Με τη βοσκή θεωρείται ότι τα αιγοπρόβατα
εξασφαλίζουν κατά μέσο όρο το 40% των θρεπτικών τους αναγκών σε
όλη τη διάρκεια του έτους. Ένα σημαντικό μέρος των θρεπτικών
αναγκών των ζώων καλύπτεται με την παράθεση συμπληρωματικής
τροφής (βαμβακόπιτα, καρποί δημητριακών, ενσιρώματα) κυρίως κατά
τη διάρκεια του χειμώνα, όταν και οι ανάγκες των ζώων είναι
μεγαλύτερες λόγω της γαλακτοπαραγωγής, αλλά και η ποσοτική και
ποιοτική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης είναι περιορισμένη.
3. Η βόσκηση των ζώων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, δημιουργεί ένα
σημαντικό κόστος εργασίας, με την απασχόληση ξένου κυρίως
εργατικού προσωπικού (τσοπάνης), το οποίο υπολογίζεται ότι
διαμορφώνει περίπου το 30-35% του συνολικού κόστους λειτουργίας
των εκμεταλλεύσεων.
4. Το σύστημα περιφοράς των ζώων και η βόσκηση σε κοινούς
βοσκότοπους, έχει σαν αποτέλεσμα την μετάδοση μολυσματικών
ασθενειών από κοπάδι σε κοπάδι, αλλά και την διάδοση παρασίτων,
που με τη σειρά τους εξαντλούν τα ζώα και μεταδίδουν ως ενδιάμεσοι
ξενιστές πολλές και σοβαρές ασθένειες.
5. Ως κύρια κατεύθυνση παραγωγής θεωρείται η παραγωγή του
γάλακτος, από την οποία εξασφαλίζεται το 60%-70% των συνολικών
εσόδων μιας εκμετάλλευσης. Η εμπορία του κρέατος των αμνοεριφίων
αποφέρει στην εκμετάλλευση το υπόλοιπο 30%-40% των εσόδων.
Ελάχιστη ή ανύπαρκτη είναι η συμβολή από την πώληση του μαλλιού
και της τρίχας.
6. Η εμπορία αιγοπρόβειου γάλακτος και κρέατος γίνεται σχεδόν
αποκλειστικά από ιδιώτες εμπόρους. Η ποιότητα των παραγόμενων
προϊόντων επιδεινώνεται από την αδυναμία των παραγωγών, λόγω
έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, να φροντίσουν ουσιαστικά
για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων καθαριότητας.

20
7. Το αιγοπρόβειο γάλα χρησιμοποιείται συστηματικά για την παραγωγή
παραδοσιακών κυρίως τυρών και ιδιαίτερα για την παραγωγή του
τυρού φέτας, που αποτελεί ένα προϊόν ΠΟΠ για τη χώρα μας. Η
αναλογία γάλακτος πρόβειου: αίγειου στο τυρί φέτα πρέπει να είναι
τουλάχιστο 70:30. Ειδικότερα η περιεκτικότητα του τυρού φέτα σε
πρόβειο γάλα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι χαμηλότερη
από 70%.
8. Οι οικονομικές ενισχύσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην
οικονομική επιβίωση των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Τυχόν αναθεώρηση του καθεστώτος των οικονομικών ενισχύσεων,
πιθανόν να σημάνει την αρχή της οικονομικής κατάρρευσης του
κλάδου.

2.2.2 Βοοειδή.

Από τα εκτρεφόμενα βοοειδή περίπου 220.000 είναι αγελάδες


γαλακτοπαραγωγής, οι οποίες ανήκουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία
στη ασπρόμαυρη φυλή Holstein και προήλθαν από τη συστηματική εισαγωγή
ζώντων ζώων της φυλής αυτής, συνήθως εγκύων μοσχίδων και ταύρων αλλά
και σπέρματος ταύρων τις τελευταίες δεκαετίες, από τις χώρες της Ευρώπης.
Οι αγελάδες Holstein αντικατέστησαν σταδιακά τον εγχώριο πληθυσμό
γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων, που είχε πολύ μικρότερη σωματική
διάπλαση και σημαντικά χαμηλότερες αποδόσεις, αλλά και μεγαλύτερη
ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον της χώρας. Ήδη ο αμιγής εγχώριος
πληθυσμός των αγελάδων έχει περιορισθεί σε οριακό σημείο και θεωρείται ως
είδος υπό εξαφάνιση. Το ίδιο καθεστώς ισχύει και για ένα παραδοσιακό ακόμη
ζώο της ελληνικής υπαίθρου, τον νεροβούβαλο. Αμφότερα τα είδη,
συνδεδεμένα ισχυρά με την ελληνική κτηνοτροφική παράδοση θεωρούνται τα
τελευταία χρόνια ως προστατευόμενα είδη, σύμφωνα με σχετικό κανονισμό
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το μέσο ζωντανό βάρος (ΖΒ) των αγελάδων Holstein στη χώρα,
κυμαίνεται μεταξύ 550-650 kg και των ταύρων μεταξύ 750-800 kg. Η μέση
γαλακτοπαραγωγή κυμαίνεται ευρέως, ανάλογα των συνθηκών εκτροφής
μεταξύ 5.500- 6.500kg ετήσια.

21
Λόγω της μακροχρόνιας διαβίωσης στο περιβάλλον της χώρας, κυρίως
κάτω από συνθήκες εντατικής διατροφής, η ασπρόμαυρη φυλή των αγελάδων
θεωρείται ότι έχει προσαρμοσθεί, αλλά η αντοχή της και η παραγωγικότητα
της σε συνθήκες ημιεντατικής ή εκτατικής εκτροφής δεν πρέπει να θεωρούνται
ως δεδομένες.
Για την φυλή Holstein λειτουργεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980
πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα περισσότερο
από είκοσι χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος γενετικής
βελτίωσης, δαπανώνται τεράστια ποσά για την εισαγωγή εγκύων μοσχίδων
Holstein από τις χώρες της Ευρώπης, επιβαρύνοντας σημαντικά το κόστος
εκτροφής των εκμεταλλεύσεων.
Ορισμένες μόνο από τις αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις στεγάζονται
σε απλές μεν εγκαταστάσεις αλλά με όλο τον σύγχρονο μηχανολογικό και
τεχνολογικό εξοπλισμό. Οι εκμεταλλεύσεις αυτές κατά κανόνα διευθύνονται
από ικανότατους κτηνοτρόφους, στις προσπάθειες των οποίων οφείλεται ένα
μεγάλο μέρος της προόδου για τη χώρα μας στον κλάδο της
γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Εκτός από τις αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, εκτρέφεται στη χώρα και
αριθμός βοοειδών για την παραγωγή κρέατος. Τα βοοειδή αυτά προέρχονται
είτε από τις αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις παραγωγής γάλακτος της
χώρας, είτε (κυρίως) από εισαγωγή από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Η
πάχυνση των βοοειδών γίνεται κυρίως στους Νομούς της Βόρειας Ελλάδας
και ειδικότερα στους Νομούς Ημαθίας, Θεσσαλονίκης κ.α.
Οι μόσχοι διατηρούνται μέχρι την ηλικία των 15-18 μηνών και
αποδίδουν σφάγιο με βάρος περίπου 230- 330 kg. Η εκτροφή τους γίνεται
κυρίως σε συνθήκες εντατικής εκτροφής. Οι μόσχοι τοποθετούνται κατά
ηλικίες και ομάδες σε ειδικά διαμορφωμένα κελιά πάχυνσης και διατρέφονται
κυρίως με ενσιρωμένες τροφές και καρπούς δημητριακών.
Στη χώρα εκτρέφονται ακόμη 90.000 περίπου αγελάδες, με
αποκλειστική κατεύθυνση τη κρεοπαραγωγή (θηλάζουσες). Οι θηλάζουσες
αγελάδες προέκυψαν ως προϊόντα ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων μεταξύ του
εγχώριου πληθυσμού των αγελάδων και ξένων βελτιωμένων φυλών και
διατηρούνται κυρίως σε ορεινές κατά κανόνα περιοχές της χώρας ή και σε
ορισμένες πεδινές ευαίσθητες περιοχές (Δέλτα ποταμών, παραλίμνιες

22
περιοχές), οι οποίες προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις (συνθήκη
Ramsar, Nature κ.α.) και χαρακτηρίζονται ως υγρότοποι με διεθνές οικολογικό
ενδιαφέρον.
Κοινό γνώρισμα τόσο των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων παραγωγής
γάλακτος, όσο και εκείνων για την παραγωγή κρέατος είναι η ανύπαρκτη ή η
ελάχιστη παραγωγή ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών, γεγονός που αφενός μεν
αυξάνει το κόστος παραγωγής, αφετέρου δημιουργεί ισχυρή εξάρτηση της
λειτουργίας των εκμεταλλεύσεων από το εμπόριο και τις εκάστοτε
επικρατούσες συνθήκες στην αγορά.
Κοινό επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα για τους κτηνοτρόφους που
ασχολούνται με τον κλάδο της βοοτροφίας είναι η απαξίωση της
συνεταιριστικής ή συλλογικής γενικά δράσης, που αποτυπώνεται με την
έλλειψη οργανωμένων συνεταιριστικών βιοτεχνιών ή βιομηχανιών
επεξεργασίας, τυποποίησης ή εμπορίας των κτηνοτροφικών τους προϊόντων
(με ελάχιστες εξαιρέσεις). Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε η
αλλοπρόσαλλη συνεταιριστική πολιτική των συνεταιριστικών στελεχών των
κτηνοτρόφων, αλλά και η ίδια η πολιτεία.

2.2.3 Χοίροι.

Οι χοίροι εκτρέφονται στη χώρα με εντατικό (κυρίως) και εκτατικό


τρόπο εκτροφής. Οι συστηματικές χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις,
αναπτύχθηκαν τα τελευταία κυρίως χρόνια γύρω από τα μεγάλα αστικά
κέντρα. Στις εκμεταλλεύσεις αυτές εκτρέφεται ο συντριπτικά μεγαλύτερος
αριθμός χοίρων, που προέκυψε ως προϊόν ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων
μεταξύ των βελτιωμένων εισαγόμενων φυλών Landrace, Large White, Durok
κ.α.
Ο εγχώριος τύπος χοίρου, θεωρείται ως είδος υπό εξαφάνιση και
εκτρέφεται σε πολύ μικρούς αριθμούς σε ορισμένες απομακρυσμένες και
ορεινές περιοχές της χώρας. Θεωρείται ως ζώο χαμηλών γενικά αποδόσεων,
αλλά με μεγάλη ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον της χώρας μας.

23
Κατά μέσο όρο κάθε χοιρομητέρα, που εκτρέφεται στις καλύτερες
χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις της χώρας απογαλακτίζει περίπου 15 χοιρίδια
και παράγει περίπου 850kg χοιρινού κρέατος το χρόνο. Ο αντίστοιχος μέσος
όρος για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ξεπερνά τα 17 χοιρίδια και τα
1150kg κρέατος. Το βάρος σφαγής τα χοιρίδια το αποκτούν στη χώρα μας σε
ηλικία 6 περίπου μηνών (5 μηνών για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης) και
το κάθε χοιρίδιο αποδίδει περί τα 45-50kg σφαγίου (απόδοση σε σφάγιο 53-
55%).
Οι οργανωμένες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα μας, είναι
μικρού (μέχρι 100 χοιρομητέρων) ή μεσαίου μεγέθους (από 100-500
χοιρομητέρες). Οι μεγάλου μεγέθους χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις
(περισσότερες από 500 χοιρομητέρες) είναι ελάχιστες.
Ο αριθμός των εκτρεφόμενων χοιρομητέρων συνήθως παραμένει
σταθερός ιδιαίτερα στις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους εκμεταλλεύσεις, αλλά
αυξομειώνεται σημαντικά στις μικρού μεγέθους, ανάλογα με τις εποχές του
έτους και τις τιμές πώλησης των προϊόντων στην αγορά.
Σε γενικές γραμμές οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις της χώρας μας
διαθέτουν ένα μεγάλο μέρος του απαραίτητου μηχανολογικού και
τεχνολογικού εξοπλισμού, αλλά ο εξοπλισμός τους εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων, είναι παλαιός και χρειάζεται ανανέωση και εκσυγχρονισμό.
Όπως για τις οργανωμένες βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις και οι
χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις παράγουν ελάχιστες ποσότητες ζωοτροφών και
ως εκ τούτου εμφανίζουν ισχυρή εξάρτηση από τις εκάστοτε συνθήκες στην
αγορά ζωοτροφών.
Τα τελευταία κυρίως χρόνια αναπτύσσονται ραγδαία στους ορεινούς
όγκους της Βόρειας Ελλάδας χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις εκτατικής μορφής.
Η οργάνωση των εκμεταλλεύσεων αυτών από την άποψη της κτιριακής
υποδομής και του μηχανολογικού εξοπλισμού κρίνεται υποτυπώδης. Οι
κτηνοτροφικές κατασκευές είναι σε γενικές γραμμές απλές, φτιαγμένες από
ξύλο ή λαμαρίνες και παρέχουν ελάχιστη προστασία κυρίως στα νεογέννητα
και ευαίσθητα χοιρίδια. Ελάχιστες από αυτές διαθέτουν πόσιμο νερό και
ηλεκτρικό ρεύμα.
Στις εκμεταλλεύσεις αυτές οι εκτρεφόμενοι χοίροι, αποτελούν προϊόντα
ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων μεταξύ του εγχώριου χοίρου, του αγριόχοιρου

24
και βελτιωμένων εισαγόμενων φυλών, όπως π.χ. των φυλών Landrace και
Large White. Οι αποδόσεις των χοίρων υστερούν σημαντικά συγκρινόμενες
με τις αποδόσεις των χοίρων των καλύτερα οργανωμένων χοιροτροφικών
εκμεταλλεύσεων. Ειδικότερα, ο μέσος αριθμός των απογαλακτιζόμενων ανά
χοιρομητέρα και έτος χοιριδίων κυμαίνεται μεταξύ των 4,5-6,5 χοιριδίων, ενώ
το βάρος σφαγής τα χοιρίδια το αποκτούν σε ηλικία τουλάχιστον 1½ έτους,
όταν και αποδίδουν σφάγιο 30-40 kg.
Οι συνθήκες διατροφής των χοίρων είναι κατά κανόνα πλημμελείς,
γεγονός που επηρεάζει σημαντικά την παραγωγικότητα τους ιδιαίτερα στις
κρίσιμες φάσεις της παραγωγικής τους ζωής. Τα ζώα εξαναγκάζονται λόγω
της κακής διατροφής, όταν ιδιαίτερα είναι εγκλωβισμένα σε περιφραγμένους
χώρους, να σκάβουν υπερβολικά με το ρύγχος τους το έδαφος στην
προσπάθεια αναζήτησης σκουλήκων, ριζών ή κονδύλων, με σκοπό την
κάλυψη των ενεργειακών και κυρίως των πρωτεϊνικών τους αναγκών. Στην
κυριολεξία στις περιπτώσεις αυτές, ο χώρος βόσκησης των χοίρων
προσομοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο.

2.2.4 Πτηνά.

Εκτρέφονται για την παραγωγή αυγών και κρέατος. Τα εκτρεφόμενα


πτηνά στη χώρα μας είναι κυρίως κότες ωοτοκίας και παχυνόμενα ορνίθια,
γαλοπούλες, νηκτικά πτηνά, θηράματα κ.α. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται
σημαντικό ενδιαφέρον για την εκτροφή στρουθοκαμήλων.
Η εγχώρια όρνιθα, στενά συνδεδεμένη με την ελληνική παράδοση έχει
σχεδόν εξαφανισθεί ή εκτρέφεται σε ελάχιστους αριθμούς σε απομονωμένες
περιοχές της υπαίθρου μας. Ο εγχώριος τύπος ορνίθων, παρουσιάζει μεγάλη
παραλλακτικότητα στα μορφολογικά χαρακτηριστικά και μικρή
παραγωγικότητα (60-80 αυγά το χρόνο). Ο πληθυσμός αυτός είναι μικτού
παραγωγικού τύπου, δηλαδή εκτρέφεται για την παραγωγή τόσο κρέατος
πουλερικών όσο και αυγών. Τα ενήλικα πτηνά έχουν σωματικό βάρος που
κυμαίνεται μεταξύ 1,5- 2,5 kg. Φαινοτυπικά οι εγχώριες όρνιθες
προσομοιάζουν περισσότερο με τον αυγοπαραγωγικό τύπο των μεσογειακών
φυλών ορνίθων.

25
Ο πληθυσμός της εγχώριας όρνιθας σήμερα έχει σχεδόν
αντικατασταθεί από τα εισαγόμενα υβρίδια αυγοπαραγωγικής ή
κρεοπαραγωγικής κατεύθυνσης, αλλά και από την εισαγωγή ξενικών
βελτιωμένων φυλών ορνίθων (Leghorn, Island Red, New Hampshire) με
σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις.
Η κοινή όρνιθα, έχει μικρό κεφάλι με λεπτό ράμφος, απλό λοφίο
συνήθως όρθιο και οδοντωτό, καμία φορά διπλό, γυρτό προς τη μια πλευρά
του κεφαλιού. Εμφανίζει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής.
Οι πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι στην πλειοψηφία τους πολύ
καλά οργανωμένες είτε πρόκειται για εκμεταλλεύσεις παραγωγής αυγών είτε
για εκμεταλλεύσεις παραγωγής κρέατος. Μεγάλος αριθμός των
πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων είναι συγκεντρωμένος γύρω από τα μεγάλα
αστικά κέντρα (Μέγαρα, Νεοχωρούδα).
Η εκτροφή των ορνίθων για την παραγωγή αυγών γίνεται τόσο στο
δάπεδο όσο και σε κλωβούς. Η εκτροφή πουλερικών για την παραγωγή
κρέατος γίνεται κυρίως στο δάπεδο. Ο εξοπλισμός των εκμεταλλεύσεων είναι
στις περισσότερες εκμεταλλεύσεις πλήρης και σύγχρονος.
Συγκριτικά με τους άλλους κλάδους ζωικής παραγωγής στη χώρα μας,
ο κλάδος της πτηνοτροφίας είναι ο περισσότερο οικονομικά εύρωστος, αν και
ο κλάδος αυτός, όπως άλλωστε και ο κλάδος της χοιροτροφίας δεν τυγχάνει
των οικονομικών ενισχύσεων άλλων κλάδων, όπως π.χ. της βοοτροφίας ή της
αιγοπροβατοτροφίας.
Ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα για τον κλάδο της πτηνοτροφίας,
σε σύγκριση με τους άλλους κλάδους κτηνοτροφικής παραγωγής (με εξαίρεση
τη μελισσοκομία), είναι η ισχυρή συνεταιριστική υποδομή, δια μέσου της
οποίας διακινείται το μεγαλύτερο μέρος των παραγόμενων πτηνοτροφικών
προϊόντων (κυρίως αυγών).
Ως σημαντικό μειονέκτημα του κλάδου είναι η περιορισμένη
ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών και ως εκ τούτου η εξάρτιση σε πολύ μεγάλο
βαθμό από τις εγχώριες και διεθνείς συνθήκες στην αγορά των ζωοτροφών.
Τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσεται στη χώρα μας και η εκτατική
εκτροφή ορνίθων αυγοπαραγωγής ή ορνιθίων πάχυνσης. Στις εκμεταλλεύσεις
αυτές οι όρνιθες ή τα ορνίθια βόσκουν ελεύθερα σε κατάλληλες βοσκές, στα
πρότυπα του παραδοσιακού τρόπου εκτροφής. Τα παραγόμενα προϊόντα

26
έχουν ξεχωριστή γεύση και προτιμούνται από ορισμένες κατηγορίες
καταναλωτών. Τα προϊόντα αυτά μπορούν να πιστοποιηθούν και ως προϊόντα
«ελευθέρας βοσκής».
Για την τελευταία αυτή κατηγορία πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, οι
κτιριακές κατασκευές είναι συνήθως παλαιά κτίσματα, τα οποία έχουν
τροποποιηθεί για το σκοπό αυτό και διαθέτουν όλον τον απαραίτητο
μηχανολογικό και τεχνικό εξοπλισμό.

2.3. Βοσκές.

Οι βοσκές διακρίνονται σε ποολίβαδα, σε φρυγανολίβαδα, σε


θαμνολίβαδα, και σε δασολίβαδα. Οι βοσκές που κυρίως βόσκουν τα ζώα
είναι τα ελάχιστα εναπομείναντα ποολίβαδα, που βρίσκονται στις πεδινές
περιοχές της χώρας και τα θαμνολίβαδα.
Τα ποολίβαδα και τα θαμνολίβαδα στις πεδινές, ημιορεινές και ορεινές
περιοχές της χώρας, αναπτύσσονται σε εκτάσεις κατά κανόνα επικλινείς,
αβαθείς, άγονες και ξηρικές. Είναι οι εκτάσεις που εναπόμειναν μετά την
ανεξέλεγκτη επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων μέσα στα όρια των
περιοχών αυτών.
Ποολίβαδα επίσης υπάρχουν σε ορισμένες πολύ ορεινές και
απομακρυσμένες περιοχές, σε μερικές από τις οποίες μετακινούνται
πληθυσμοί αιγοπροβάτων την περίοδο από τα μέσα της άνοιξης μέχρι το
τέλος περίπου του φθινοπώρου. Τα ποολίβαδα αυτά που θεωρούνται
ιδιαίτερα γόνιμα και παραγωγικά, ανήκουν κατά κανόνα σε γεωγραφικά
διαμερίσματα εγκαταλειμμένων ορεινών κοινοτήτων. Λόγω των
επικρατούντων ακραίων καιρικών φαινομένων κατά τη διάρκεια του χειμώνα,
αλλά και της έλλειψης ουσιαστικών έργων υποδομής, αδυνατούν να
φιλοξενήσουν ζώα για όλη τη διάρκεια του έτους.
Γενικά οι βοσκές θεωρούνται ως βοσκές χαμηλής παραγωγικότητας και
χαρακτηρίζονται ως υποβαθμισμένες. Αυτό οφείλεται κυρίως στην κακή
διαχείριση που εφαρμόσθηκε, αλλά και στην έλλειψη ουσιαστικών έργων
υποδομής, που περιορίσθηκαν στην αποσπασματική υδρομάστευση φυσικών
πηγών νερού και στην κατασκευή ποτιστρών ζώων.

27
Εξάλλου, ακόμη και σήμερα η κτηνοτροφική δραστηριότητα στις
βοσκές, που χαρακτηρίζονται όλες ή σχεδόν όλες ως δασικές εκτάσεις,
θεωρείται ως επιζήμια και ανταγωνιστική δραστηριότητα για την δασική
παραγωγικότητα, η οποία σύμφωνα με ορισμένες αντιλήψεις περιορίζεται
στην παραγωγή και την αξιοποίηση μόνο της ξυλείας.
Η αντίληψη αυτή σύμφωνα με την άποψη επιφανών επιστημόνων,
δημιούργησε και δημιουργεί αδικαιολόγητες εντάσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και
δασικών υπηρεσιών, οι οποίες τελικά έβλαψαν και δυστυχώς εξακολουθούν
να βλάπτουν τόσο την κτηνοτροφία όσο και το δάσος.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για τη χαμηλή παραγωγικότητα
των βοσκών μας είναι η άνιση κατανομή των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια
του έτους, που ευνοεί την παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης τις περιόδους του
φθινοπώρου και της άνοιξης, αλλά όχι την περίοδο του καλοκαιριού, κατά την
διάρκεια του οποίου η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης υστερεί τόσο ποιοτικά όσο
και ποσοτικά.
Βόσκηση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και μάλιστα με πολλές
ωφέλιμες για την παραγωγικότητα των ζώων επιδράσεις, γίνεται από τα
περισσότερα κοπάδια στις καλαμιές των σιτηρών μετά τον αλωνισμό, αλλά και
στα φυτικά υπολείμματα κηπευτικών και άλλων αρδευόμενων καλλιεργειών. Η
βόσκηση αυτή είναι πράγματι επωφελής αλλά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους
απώλειας ζώων από φαινόμενα τυμπανισμού ή κατανάλωσης υπολειμμάτων
φυτοφαρμάκων.
Από τη βόσκηση θεωρείται από πολλούς ότι τα ζώα αποκομίζουν
περίπου το 40% των ενεργειακών και θρεπτικών τους αναγκών για όλη τη
διάρκεια του έτους, αλλά η προσέγγιση αυτή δεν πρέπει να θεωρείται
απόλυτα ακριβής, τόσο γιατί η παραγωγικότητα των διαφόρων βοσκήσιμων
εκτάσεων ποικίλλει, όσο και γιατί οι ανάγκες των ζώων σε ενέργεια και
θρεπτικές ουσίες μεταβάλλονται και μάλιστα σημαντικά κατά τη διάρκεια του
έτους.
Έτσι θα ήταν ακριβέστερο να κάνουμε την εκτίμηση αυτή ξεχωριστά για
κάθε εποχή του έτους, γνωρίζοντας τη βοσκοϊκανότητα μιας συγκεκριμένης
βοσκήσιμης έκτασης τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά και τις ανάγκες
σε ενέργεια και θρεπτικά στοιχεία των βόσκοντων ζώων για την εποχή αυτή.

28
2.4 Ο Έλληνας κτηνοτρόφος.

Γενικά η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, ιδιαίτερα στις ορεινές και


ημιορεινές περιοχές της χώρας, θεωρείται ως μια περιθωριακή και μίζερη
δραστηριότητα και ο κτηνοτρόφος μέλος μιας κοινωνικής ομάδας με πολύ
μικρή κοινωνική αποδοχή. Ορισμένοι από τους κυριότερους λόγους για την
κατάσταση αυτή είναι η εγκατάλειψη, η απομόνωση, η πλήρης έλλειψη
πολιτιστικής δραστηριότητας, η έλλειψη ουσιαστικών έργων υποδομής, κ.α.
Η πολιτική των οικονομικών ενισχύσεων, που απέβλεπε κυρίως στη
δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην αναβάθμιση και στην ανάπτυξη του
κλάδου, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως ένας από τους σημαντικότερους
λόγους.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, οι ίδιοι Έλληνες κτηνοτρόφοι κυρίως
των ορεινών και ημιορεινών περιοχών, αποστρέφονται στις περισσότερες
περιπτώσεις το επάγγελμα τους, προτρέποντας τα παιδιά τους να
εγκαταλείψουν την επαγγελματική αυτή δραστηριότητα και να ασχοληθούν με
οποιαδήποτε άλλη μακριά από τον πατρικό τόπο διαμονής.
Η κατάσταση είναι ηπιότερη στις πεδινές περιοχές της χώρας, κυρίως
γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ο κτηνοτρόφος είναι περισσότερο
επιχειρηματίας, χαίρει κάποιας κοινωνικής εκτίμησης και η επιχείρηση του
πολλές φορές λειτουργεί στα πλαίσια καλά οργανωμένης βιομηχανικής
μονάδας.
Ο κτηνοτρόφος των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας έχει
κατά κανόνα μεγάλο μέσο όρο ηλικίας (> 55 ετών), χαμηλή μόρφωση με
υψηλότατο ποσοστό αναλφαβητισμού, είναι εσωστρεφής μη συνεργάσιμος,
προσκολλημένος σε παραδοσιακές μεθόδους και στις περισσότερες
περιπτώσεις ανεπίδεκτος μαθήσεως. Έχει πλήρη έλλειψη συνεταιριστικής
συνείδησης και αποστρέφεται κάθε συλλογική δράση. Κάθε καινοτομία στο
χώρο αυτό γίνεται πολύ δύσκολα αποδεκτή και η πλήρης αποδοχή της
απαιτεί μεγάλη χρονική περίοδο.
Ενδεικτικό είναι το ακόμη γεγονός ότι και οι ελάχιστοι νέοι, τέκνα
κυρίως εν ενεργεία κτηνοτρόφων, που έχουν ως μελλοντικό στόχο την
ενασχόληση τους με την κτηνοτροφία, εγκαταλείπουν από πολύ νωρίς το

29
πρόγραμμα σπουδών τους και σε ελάχιστες περιπτώσεις εκπληρώνουν το
υποχρεωτικό με νόμο επίπεδο σπουδών (γυμνάσιο).
Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται σε καμία
περίπτωση η πολύπλευρη και ανεκτίμητη προσφορά του κτηνοτρόφου των
ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Προσφορά εθνική, κοινωνική, ιστορική,
πολιτιστική και οικονομική.
Η εργασία του σε ένα τελείως αφιλόξενο για την περισσότερη διάρκεια
του χρόνου περιβάλλον, ουσιαστικά συνεισφέρει στην μετατροπή των
φυσικών πηγών της χώρας σε πολύτιμα κτηνοτροφικά προϊόντα, προϊόντα
που συμβάλλουν πολύ σημαντικά στην εθνική μας οικονομία, περιορίζοντας
σημαντικά το μέγεθος των εισαγόμενων κτηνοτροφικών προϊόντων και την
οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Έτσι, η εργασία του
κτηνοτρόφου στις περιοχές αυτές πρέπει να θεωρείται πραγματικά μοναδική.

2.5 Διακίνηση και εμπορία κτηνοτροφικών προϊόντων.

Με μοναδική εξαίρεση την τυποποίηση, την συσκευασία και την


εμπορία των αυγών στην πτηνοτροφία, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της
γίνεται δια μέσου συνεταιριστικών οργανώσεων και ίσως και την εμπορία
γάλακτος αγελάδων σε ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας (π.χ.
Θράκη), η εμπορία του μεγάλου όγκου των κτηνοτροφικών προϊόντων γίνεται
κυρίως δια μέσου ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ομοίως, δια μέσου ιδιωτικών
επιχειρήσεων γίνεται και η διακίνηση των πρώτων υλών και των μιγμάτων
ζωοτροφών.
Ο παραδοσιακός τρόπος συγκέντρωσης του αιγοπρόβειου γάλακτος
στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας από εμπόρους- τυροκόμους,
δημιούργησε μια σχέση εξάρτησης κτηνοτρόφου- εμπόρου. Ο έμπορος
διαπραγματεύεται συνήθως ξεχωριστά την τιμή αγοράς του γάλακτος και
συγκεντρώνει το γάλα ξεχωριστά από τον κάθε κτηνοτρόφο.
Ο κτηνοτρόφος σε πολλές περιπτώσεις για να αντεπεξέλθει στα
αυξημένα λειτουργικά έξοδα της εκμετάλλευσης του (αγορά ζωοτροφών) στην
αρχή του χειμώνα, «δανειοδοτείται» από τον έμπορο, με αποτέλεσμα να χάνει
ένα σημαντικό μέρος της διαπραγματευτικής του ικανότητας, όσον αφορά την

30
διαμόρφωση της τιμής του γάλακτος που πρόκειται να πωλήσει στην
επερχόμενη γαλακτική περίοδο.
Μεταξύ των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων, παρατηρούνται
ελάχιστες περιπτώσεις κάθετης οργάνωσης όσον αφορά την επεξεργασία του
γάλακτος και την παραγωγή τυρών, κυρίως τυρού φέτας αλλά και τυρού από
αίγιο γάλα. Η τάση αυτή της κάθετης οργάνωσης των αιγο- προβατοτροφικών
εκμεταλλεύσεων στον τομέα διακίνησης του γάλακτος είναι διαρκώς ανοδική
Η διακίνηση των αμνοεριφίων για σφαγή, η οποία παραδοσιακά
λαμβάνει χώρα κυρίως την περίοδο πριν του Πάσχα, γίνεται επίσης με την
διαμεσολάβηση εμπόρων, οι οποίοι συνήθως έρχονται σε προσωπικές
συμφωνίες με το κάθε παραγωγό ξεχωριστά.
Επειδή, την περίοδο αυτή η προσφορά κρέατος αμνοεριφίων στην
αγορά είναι μεγάλη, όπως μεγάλο είναι και το άγχος των παραγωγών να
απαλλαγούν από τα αμνοερίφια, των οποίων η περαιτέρω διατήρηση
εγκυμονεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τις εκμεταλλεύσεις τους και
ακόμη επειδή οι συναλλαγές μεταξύ εμπόρων και παραγωγών όπως ήδη
αναφέρθηκε είναι προσωπικές, η διαπραγματευτική ικανότητα για καλύτερη
τιμή κρέατος μειώνεται.
Η τιμή του κρέατος παραγωγού είναι καλύτερη όταν η προσφορά
αμνοεριφίων στην αγορά γίνει ενωρίτερα και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των
Χριστουγέννων. Για το λόγο αυτό πολλοί αιγοπροβατοτρόφοι, εφαρμόζοντας
επιτυχώς ζωοτεχνικές πρακτικές, μεταφέρουν τους τοκετούς περί τα μέσα του
Φθινοπώρου, επιτυγχάνοντες την προσφορά κρέατος αμνοεριφίων την
περίοδο των Χριστουγέννων.
Η διακίνηση αγελαδινού γάλακτος, γίνεται κυρίως δια μέσου ιδιωτικών
επιχειρήσεων, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε σε ορισμένες περιοχές της χώρας
και δια μέσου συνεταιριστικών οργανώσεων. Επιπλέον, ειδικά για τον τομέα
της εμπορίας του αγελαδινού γάλακτος, αλλά και της επεξεργασίας του για
την παραγωγή αγελαδινών τυροκομικών προϊόντων, τελευταία λειτουργούν σε
μορφή κάθετης οργάνωσης και μεμονωμένες αγελαδοτροφικές
εκμεταλλεύσεις.
Η διακίνηση κρέατος βοοειδών, χοίρων και πουλερικών γίνεται κυρίως
δια μέσου ιδιωτών εμπόρων κρέατος. Οι τιμές παραγωγού σε όλες τις
περιπτώσεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές καταναλωτή.

31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ


ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

3.1 Γενικά

Στα προηγούμενα κεφάλαια περιγράφηκαν οι στόχοι και η


αναγκαιότητα εφαρμογής της βιολογικής κτηνοτροφίας (κεφάλαιο 1), αλλά και
η υφισταμένη κατάσταση κατά κλάδο της κτηνοτροφικής παραγωγής στη
χώρα μας (κεφάλαιο 2). Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε εάν μπορεί να
εφαρμοσθεί και σε ποιους κλάδους κτηνοτροφικής δραστηριότητας η
βιολογική κτηνοτροφία και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει με επιτυχία
η μετατροπή από την συμβατική στη βιολογική μορφή.

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι μεταξύ των


σημαντικότερων στόχων της βιολογικής κτηνοτροφίας είναι η προστασία του
περιβάλλοντος και η διατήρηση της βιοποικιλλότητας, αλλά και η παραγωγή
κτηνοτροφικών προϊόντων ποιότητας για τις αυξημένες ανάγκες του
σύγχρονου καταναλωτή.
Ακόμη, είναι φανερό ότι η επιτυχημένη εφαρμογή της βιολογικής
κτηνοτροφίας, είναι στενά συνδεδεμένη με την δυνατότητα παραγωγής με
βιολογικό τρόπο ζωοτροφών και κυρίως με την χρησιμοποίηση
ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν μπορεί να εφαρμοσθεί η βιολογική
κτηνοτροφία στη χώρα μας, όταν θεωρείται ως δεδομένη η υποβάθμιση όλων
των βοσκών, όταν θεωρείται ως δεδομένη η εξαφάνιση ή στην καλύτερη
περίπτωση ο σημαντικός περιορισμός του πληθυσμού των περισσότερων
εγχώριων τύπων και φυλών ζώων, όταν θεωρείται ως δεδομένη η ανύπαρκτη
υποδομή, ιδιαίτερα των κλάδων κτηνοτροφικής παραγωγής, που με βάση τον
κανονισμό 1804/1999, εμφανίζουν τις περισσότερες προϋποθέσεις
μετατροπής από την συμβατική στη βιολογική μορφή (αιγοπροβατοτροφία), ή
όταν θεωρείται ως δεδομένο το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ιδιοπαραγόμενων
ζωοτροφών. Τέλος το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσο ο
κτηνοτρόφος των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της χώρας, και κυρίως ο

32
αιγοπροβατοτρόφος αλλά και ο βοοτρόφος, είναι σε θέση με τα
χαρακτηριστικά που περιγράψαμε να διευθύνει με επιτυχία την με πολύ
περισσότερες απαιτήσεις βιολογική εκτροφή.
Μελετώντας τον παραπάνω κανονισμό (1804/1999) φαίνεται ότι (και
δικαίως) η εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα
στην επιλογή εγχώριων τύπων ή φυλών ζώων καλά προσαρμοσμένων στο
περιβάλλον εφαρμογής της, διότι πέραν της επιδιωκόμενης διατήρησης της
βιοποικιλότητας, στοχεύει στην ευκολότερη αντιμετώπιση των ασθενειών με
την εκμετάλλευση της φυσικής ανοσίας που αποκτούν τα ζώα, όταν διαβιούν
επί μακρό σε μία περιοχή και η ανοσία αυτή μεταφέρεται δια μέσου των
γενεών.
Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας κατά
την εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας. Ακόμη κι όταν για λόγους
παραγωγικότητας επιλέξουμε «ξενόφερτους», αλλά σχετικά καλά
προσαρμοσμένους πληθυσμούς ζώων για τις ανάγκες της βιολογικής μας
εκτροφής, δεν πρέπει να πάψουμε να ενδιαφερόμαστε για τους πληθυσμούς
και το γενετικό υλικό των εγχώριων φυλών. Σε αντίθετη περίπτωση είναι
σίγουρο ότι καταστρατηγείται το γενικότερο πνεύμα της βιολογικής
κτηνοτροφίας και δεν εξασφαλίζεται η βιοποικιλότητα, που αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία του περιβάλλοντος.
Ακόμη, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην συμμετοχή χονδροειδών
ζωοτροφών στο σιτηρέσιο των φυτοφάγων ζώων σε ποσοστό που να
καλύπτει τουλάχιστον το 60% των θρεπτικών αναγκών τους και σε ορισμένες
μόνο περιπτώσεις το 50%, κάτι που προϋποθέτει την δυνατότητα βόσκησης
σε βοσκήσιμες εκτάσεις με επαρκή κατά περίπτωση βοσκοϊκανότητα και με
ελεγμένη ποιότητα βοσκήσιμης ύλης.
Τέλος, απαγορευτική για την εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας
θεωρείται η χρησιμοποίηση προϊόντων από γενετικά τροποποιημένους
οργανισμούς, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά την τελευταία
απόφαση (Ιούλιος 2003) των Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ να επιτρέπεται
ελεύθερα και μέσα στα όρια της κοινότητας η καλλιέργεια γενετικά
τροποποιημένων φυτών, ακόμη και σε όμορες καλλιεργούμενες εκτάσεις
συμβατικής ή βιολογικής γεωργίας.

33
3.2 Αιγοπροβατοτροφία.

Ο κλάδος εκπληρώνει εξαρχής τις περισσότερες προϋποθέσεις


επιτυχούς μετατροπής από την συμβατική στη βιολογική του μορφή. Αν και η
αιγοτροφία και προβατοτροφία φαίνεται να αποτελούν ένα κλάδο
κτηνοτροφικής δραστηριότητας, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.
Χωρίς να παραβλέπονται οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των
προβάτων και αιγών όσον αφορά την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων,
οι διαφορές αυτές κυρίως αναφέρονται στις διαφορετικές περιοχές ανάπτυξης
τους, στις διαφορετικές βοσκές που χρησιμοποιούν, στο διαφορετικό
υψόμετρο και ακόμη και στον διαφορετικό ρυθμό εκσυγχρονισμού των
εκμεταλλεύσεων ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών.
Ιδιαίτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όσον αφορά κυρίως την ευκολία
μετατροπής από την συμβατική στη βιολογική μορφή, εμφανίζει ο κλάδος τις
αιγοτροφίας, του οποίου τα περισσότερα χαρακτηριστικά παραμένουν
αναλλοίωτα για την ελληνική ύπαιθρο από τα βάθη των αιώνων.
Αίγες εγχώριας προέλευσης, άριστα προσαρμοσμένες στο
σκληροτράχηλο περιβάλλον των πρινολίβαδων, επαρκείς εκτάσεις που
καλύπτουν τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται από τον κανονισμό, σύστημα
εκτροφής φιλικό με το περιβάλλον και την διατήρηση τις βιοποικιλλότητας.
Επιπλέον, ως πλεονέκτημα μπορεί να θεωρηθεί και το γεγονός ότι η
μετατροπή από τη συμβατική στη βιολογική μορφή εκτροφής, δεν αναμένεται
να μειώσει την παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων, μια και αυτές
λειτουργούν ήδη σε οριακό επίπεδο. Αντίθετα, τουλάχιστον με την έναρξη τις
μετατροπής, τα οικονομικά έσοδα της εκμετάλλευσης αναμένονται υψηλότερα,
με δεδομένο ότι οι οικονομικές ενισχύσεις ανά αίγα θεωρούνται σημαντικά
υψηλότερες στην περίπτωση τις βιολογικής κτηνοτροφίας σε σύγκριση με την
αντίστοιχη τις συμβατικής.
Στα μειονεκτήματα τις επιτυχούς μετατροπής των αιγοτροφικών
εκμεταλλεύσεων από την συμβατική στη βιολογική μορφή, πρέπει να
συμπεριλάβουμε την αποδεδειγμένη υποβάθμιση των θαμνολίβαδων, την
χαμηλή παραγωγική ικανότητα των αιγών, τον κίνδυνο μετάδοσης
λοιμογόνων ασθενειών και παρασίτων εξαιτίας τις κοινής βοσκής των

34
κοπαδιών, την αδυναμία σωστής μεταχείρισης του παραγόμενου γάλακτος,
εξαιτίας τις έλλειψης νερού και ηλεκτρικού ρεύματος για τις περισσότερες
εκμεταλλεύσεις, τα χαρακτηριστικά του αιγοτρόφου, τις υφιστάμενες συνθήκες
συγκέντρωσης και εμπορίας των παραγόμενων προϊόντων και την μικρή
δυνατότητα ιδιοπαραγωγής ζωοτροφών.
Λαμβάνοντες υπόψη τόσο τα πλεονεκτήματα όσο κυρίως τα
μειονεκτήματα του κλάδου της αιγοτροφίας, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε
τις κυριότερες προϋποθέσεις επιτυχούς μετατροπής των συμβατικών
αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε βιολογικές.
1. Ουσιαστική και μεθοδικά σχεδιασμένη βελτίωση τις βοσκοϊκανότητας
των θαμνολίβαδων. Ακόμη σημαντική είναι η εφαρμογή ενός σωστού
προγράμματος διαχείρισης της βόσκησης στα πρινολίβαδα.
2. Ουσιαστική και προγραμματισμένη προσπάθεια για την εξυγίανση των
βοσκών δια μέσου του περιορισμού των παρασίτων και της
καταπολέμησης των λοιμογόνων ασθενειών.
3. Θέσπιση κινήτρων και ευκολιών για την αγορά ή την ενοικίαση γης, με
σκοπό την αύξηση των ίδιο-παραγόμενων ζωοτροφών.
4. Σχεδιασμός και εφαρμογή προγράμματος γενετικής βελτίωσης των
αιγών, παράλληλα με την εφαρμογή των προγράμματος βελτίωσης και
εξυγίανσης των βοσκοτόπων. Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, με
δεδομένη την μεγάλη παραλλακτικότητα που παρατηρείται στα
παραγωγικά χαρακτηριστικά μεταξύ των αιγών.
5. Βελτίωση των συνθηκών διατροφής, με την εφαρμογή σωστής και
επιμελημένης διατροφής.
6. Κατασκευή σύγχρονων εγκαταστάσεων με την επίλυση δια μέσου των
υφιστάμενων νόμων του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των
εκμεταλλεύσεων.
7. Εφαρμογή έργων υποδομής, όπως διάνοιξη δρόμων, κατασκευή
γεφυριών, καταφυγίων, ποτιστρών, λουτρών ζώων κ.α. και
εξασφάλιση ηλεκτρικού ρεύματος και νερού για όλες τις αιγοτροφικές
εκμεταλλεύσεις.
8. Παράλληλη εφαρμογή και άλλων αναπτυξιακών προγραμμάτων, όπως
προγραμμάτων αγροτοτουρισμού, που θα διευκολύνουν τη διακίνηση

35
των προϊόντων και θα εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές στους
παραγωγούς.
9. Θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση κτηνοτρόφων με καλή
μόρφωση, συνεταιριστική συνείδηση, διάθεση συνεργασίας και
επιμόρφωσης, ευσυνειδησία αλλά και σχεδιασμός κατάλληλων
προγραμμάτων επιμόρφωσης των ενδιαφερόμενων κτηνοτρόφων.
Η προβατοτροφία, αν και δεν εμφανίζει όλα τα συγκριτικά
πλεονεκτήματα τις αιγοτροφίας, όπως π.χ. επάρκεια βοσκών, είναι δυνατόν
με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις για την περίπτωση τις αιγοτροφίας,
ιδιαίτερα στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές τις χώρας να μετατραπεί
επιτυχώς από την συμβατική στη βιολογική μορφή. Αντίθετα, για ενδεχόμενη
μετατροπή προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων αμιγώς πεδινών περιοχών,
φαίνεται ότι προκύπτουν επιπρόσθετες δυσκολίες μετατροπής, με δεδομένη
την αδυναμία εξεύρεσης των κατάλληλων εκτάσεων για την βόσκηση και την
άσκηση των ζώων.
Ωστόσο, τόσο στην περίπτωση τις αιγοτροφίας, όσο και στην
περίπτωση τις ορεινής αλλά και της πεδινής προβατοτροφίας η μετατροπή
του συνόλου των εκμεταλλεύσεων από την συμβατική στη βιολογική μορφή,
θα πρέπει να αποτελεί ένα καθαρά μέσο-μακροπρόθεσμο στόχο, ο οποίος θα
μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με την παράλληλη και σταδιακή υλοποίηση και
των υπόλοιπων προϋποθέσεων, που αναφέρθηκαν.
Στην παρούσα φάση θα μπορούσαν να δημιουργηθούν «μονάδες
πυρήνες» βιολογικής αιγοτροφίας ή προβατοτροφίας ή αιγοπροβατοτροφίας
σε ιδιωτικές, δημοτικές ή δημόσιες ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις με βάση το
υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, από τις οποίες θα μπορούσαμε να
αποκομίσουμε όλες τις απαραίτητες εμπειρίες για την υλοποίηση των μέσο-
μακροπρόθεσμων σχεδιασμών που αναφέρθηκαν.

3.2.1 «Βιολογικές Μονάδες Πυρήνες» στην αιγοτροφία.

Με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν στους βοσκοτόπους ιδιωτικές εκτάσεις,


προϋπόθεση για την εφαρμογή των μονάδων αυτών είναι η δυνατότητα
παραχώρησης «προς χρήση» της απαραίτητης δημόσιας έκτασης βοσκής.
Για το σκοπό αυτό υπάρχουν ήδη οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Ο

36
αριθμός των ζώων της εκμετάλλευσης, θα εξαρτάται από το μέγεθος της
παραχωρούμενης έκτασης βοσκής και από τη βοσκοϊκανότητα αυτής, όπως
θα καθορίζεται μετά από σχετική επιστημονική μελέτη. Ακόμη, θα λαμβάνεται
υπόψη ο ελάχιστος αριθμός επιτρεπόμενων ζώων ανά εκτάριο (=10 στρ.)
επιφανείας, σύμφωνα με τον κανονισμό 1804/1999. Για παράδειγμα θα
μπορούσε για μια εκμετάλλευση 250 αιγών να παραχωρηθεί «προς χρήση»
έκταση 200 - 250 κατά ελάχιστο στρεμμάτων πρινολίβαδου. Η
παραχωρούμενη έκταση θα βρίσκεται στην κυριότητα του κτηνοτρόφου, μόνο
για όσο χρονικό διάστημα χρησιμοποιείται για τη λειτουργία της
κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Σε οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη θα επανέρχεται
στην κυριότητα του δημοσίου.
Η έκταση θα περιφράσσεται με κατάλληλη περίφραξη και εντός αυτής
σε κατάλληλη τοποθεσία θα κατασκευάζονται, σύμφωνα με σχετική μελέτη οι
κτιριακές κατασκευές με υλικά κατασκευής φιλικά προς το περιβάλλον (π.χ.
ξύλο). Απαραίτητη θεωρείται η υδροδότηση και η ηλεκτροδότηση της
μονάδας. Εν προκειμένω μπορούν να χρησιμοποιηθούν και φορητές μονάδες
ήπιας παραγωγής ενέργειας (π.χ. ανεμογεννήτριες).
Με τη σύνταξη της σχετικής μελέτης μπορούν ακόμη να σχεδιασθούν οι
επεμβάσεις στον πρινώνα, που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις ποιοτικές και
ποσοτικές αποδόσεις σε βοσκήσιμη ύλη μέχρι 2 ή και 3 φορές, σύμφωνα με
τα αποτελέσματα σχετικών επιστημονικών εργασιών.
Η βόσκηση των αιγών θα περιορίζεται αποκλειστικά στις διαθέσιμες
εκτάσεις της εκμετάλλευση, οι οποίες θα πιστοποιηθούν εγκαίρως από έναν
από τους ιδιωτικούς οργανισμούς πιστοποίησης.
Συνοπτικά μεταξύ των πλεονεκτημάτων των μονάδων πυρήνων θα
μπορούσαν να αναφερθούν τα εξής:
1. Ουσιαστικά καμία μεταβολή και ελάχιστες επεμβάσεις στο ευαίσθητο
περιβάλλον των πρινολίβαδων, αλλά και σημαντικές δυνατότητες
αύξησης της παραγωγικότητας σε βοσκήσιμη ύλη.
2. Ικανοποίηση του αισθήματος ιδιοκτησίας του κτηνοτρόφου, ο οποίος
θα γίνει περισσότερο προσεκτικός και σωστός στη διαχείριση των
βοσκών του.
3. Περιορισμός των δαπανών του «τσομπάνη», με δεδομένο ότι οι αίγες
θα βόσκουν μόνες στον ιδιόκτητο περιφραγμένο χώρο.

37
4. Περιορισμός των απωλειών από άγρια ζώα και κυρίως από ασθένειες,
εφόσον ο κίνδυνος μετάδοσης των ασθενειών από το «σμίξιμο» των
κοπαδιών στις βοσκές, θα έχει εξαλειφθεί.
5. Δυνατότητα βελτίωσης του γενετικού υλικού της εκμετάλλευσης,
εφόσον θα είναι πλέον ευχερής ο εντοπισμός των ζώων που
υπερέχουν γενετικά, μέσα σε σαφώς καλύτερες συνθήκες εκτροφής.
6. Δυνατότητες «κάθετης οργάνωσης» και παραγωγής- εμπορίας
προϊόντων καλύτερης ποιότητας.
7. Δυνατότητα εφαρμογής νέων επενδύσεων και σύγχρονης τεχνολογίας,
που χωρίς να μεταβάλλουν τον παραδοσιακό τρόπο εκτροφής των
αιγών, αναμένεται να συμβάλλουν στην ανατροπή του δυσμενούς
κλίματος, που θα οδηγήσει στην προσέλκυση νέων ανθρώπων με
μεγαλύτερη κατάρτιση και ισχυρότερη συνεταιριστική συνείδηση.

3.3 Βοοτροφία.

3.3.1 Γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία

Αν και η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος καλύπτει ένα μικρό μέρος


των εγχώριων αναγκών, η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία θεωρείται από
τις σημαντικότερους και περισσότερο οργανωμένους κλάδους κτηνοτροφικής
δραστηριότητας.
Η εκτροφή των αγελάδων γίνεται κατά κανόνα σε εντατική μορφή,
γεγονός που δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες στη διαδικασία μετατροπής του
κλάδου από την συμβατική στη βιολογική του μορφή. Οι κυριότερες από τις
δυσκολίες αυτές είναι:
1. Στις περισσότερες εκμεταλλεύσεις, που βρίσκονται γύρω από μεγάλα
αστικά κέντρα, εκτρέφεται μεγάλος σχετικά αριθμός υψηλών
αποδόσεων κατά κανόνα αγελάδων, με αποτέλεσμα οι απαιτούμενες
εκτάσεις για την επικείμενη μετατροπή, να είναι εξαιρετικά μεγάλες και
πολύ δύσκολο έως αδύνατο να εξευρεθούν για τις συγκεκριμένες
περιοχές.

38
2. Οι απαιτήσεις σε ζωοτροφές λόγω του μεγάλου αριθμού των
αγελάδων είναι μεγάλες και με δεδομένο τις περιορισμένες
δυνατότητες παραγωγής ίδιο-παραγόμενων ζωοτροφών, τις
δυσκολίες διακίνησης βιολογικών ζωοτροφών στο εμπόριο, του
υψηλού κόστους αγοράς τους, είναι δύσκολο να καλυφθούν και
αναμένεται ότι θα επιβαρύνουν πολύ σημαντικά το κόστος
λειτουργίας των εκμεταλλεύσεων.
3. Αν και οι εκτρεφόμενες αγελάδες τις φυλής Hosltein στη χώρα έχουν
εγκλιματισθεί λόγω τις μακρόχρονης παρουσίας τους, ενδεχόμενα να
εμφανίσουν προβλήματα προσαρμογής πέραν των αναμενόμενων,
εάν αλλάξει ο τρόπος εκτροφής τους από την συμβατική (εντατική)
στη βιολογική (εκτατική) μορφή. Το γεγονός αυτό ενδεχόμενα θα
συμβεί γιατί για όλα τα χρόνια της παρουσίας τους στην Ελλάδα, οι
αγελάδες διατηρούνταν κυρίως σε συνθήκες περιορισμένου
σταβλισμού και ελάχιστη επαφή είχαν με το περιβάλλον βοσκής.
Προβλήματα προσαρμογής των αγελάδων αυτών στις βιολογικές
συνθήκες εκτροφής, ήδη εμφανίσθηκαν τις χώρες της κεντρικής και
της βόρειας Ευρώπης, που αποτελεί και το φυσικό περιβάλλον από
το οποίο προέρχονται τα ζώα αυτά, μετά την μετατροπή των
συμβατικών αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων και συνδυάσθηκαν σε
ορισμένες περιπτώσεις με τη μείωση των αποδόσεων τους. Για τις
ελληνικές συνθήκες, όπου το περιβάλλον διαβίωσης είναι
δυσκολότερο, λόγω των ιδιαίτερων εδαφοκλιματικών συνθηκών,
πιθανά να αναμένουμε περαιτέρω μειώσεις αποδόσεων αλλά και
προσβολές από ασθένειες και παράσιτα, που θα κλονίσουν την υγεία
τους και ακόμη περισσότερο την παραγωγικότητα τους.
4. Υπάρχει αδυναμία χρησιμοποίησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις
του κανονισμού 1804/1999 εγχώριων τύπων ή φυλών αγελάδων,
τόσο γιατί ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά περιορισμένος και ήδη
αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εξαφάνισης, όσο και γιατί οι
αποδόσεις τους θεωρούνται χαμηλές και η διατήρηση τους
ασύμφορη, σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις.
5. Δεν υπάρχει, ούτε είναι εύκολο να δημιουργηθεί προς το παρόν σε
επίπεδο εκμεταλλεύσεων ή σε επίπεδο βιομηχανιών η υποδομή για

39
τη συγκέντρωση, επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία βιολογικού
γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Ενδεχόμενα η βιολογική γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία θα
μπορούσε επιτυχώς να αναπτυχθεί με την μορφή μικρού μεγέθους (5-10
αγελάδων) εκμεταλλεύσεων, τις «μικρές βιολογικές εκτροφές», σε ορισμένες
ορεινές περιοχές τις χώρας, κατά προτίμηση γύρω από τα μεγάλα αστικά
κέντρα, πιθανά και από κοινού και με άλλους κλάδους κτηνοτροφικής αλλά
και φυτικής παραγωγής με παρόμοιο μικρό μέγεθος και σε συνδυασμό
πάντα. με τα προγράμματα αγροτοτουρισμού. Στις εκμεταλλεύσεις αυτές ο
επισκέπτης, θα έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί θαυμάζοντας τις φυσικές
ομορφιές και να δοκιμάσει τις με βιολογικό τρόπο παραγόμενες τροφές.
Οι αγελάδες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες
μιας τέτοιας «μικρής βιολογικής εκτροφής», θα μπορούσαν να είναι της
φυλής Holstein, αλλά ίσως και εγχώριες αγελάδες, εφόσον στις περιπτώσεις
αυτές το μέγεθος της γαλακτοπαραγωγής των αγελάδων δεν αποτελεί
σημαντική προτεραιότητα. Με τον τρόπο αυτό, οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις
θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέσο διατήρησης του πολύτιμου αυτού
εγχώριου γενετικού υλικού, αλλά και να εκπληρώσουν έναν από τις
σημαντικότερους στόχους του σχετικού κανονισμού «περί βιολογικής
κτηνοτροφίας» για τη διατήρηση τις βιοποικιλότητας.

3.3.2 Κρεοπαραγωγική βοοτροφία.

Η βιολογική εκτροφή βοοειδών σε ορεινές βοσκές τις χώρας, θα


μπορούσε να έχει πολύ καλές προοπτικές. Ήδη, σε ορισμένους Νομούς τις
χώρας, όπως π.χ. στο Νομό Μαγνησίας, αναπτύσσονται παρόμοιες
δραστηριότητες, οι οποίες αναμένονται να εντατικοποιηθούν ακόμη
περισσότερο στο προσεχές μέλλον, όταν και θα ξεπερασθούν τα πρώτα
προβλήματα. Προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη
υποδομής και την εξεύρεση άφθονων και με λογικές τιμές βιολογικών
ζωοτροφών από την εσωτερική αγορά.
Παρόμοια βιολογική δραστηριότητα, μικρότερου ασφαλώς
αριθμητικού μεγέθους, μπορεί να αναπτυχθεί και σε ευαίσθητες και

40
προστατευόμενες με διεθνείς συμβάσεις (Ramsar, Nature κ.α.) περιοχές τις
χώρας, όπου ασκείται παραδοσιακά αξιόλογη κτηνοτροφική δραστηριότητα.
Οι προστατευόμενες περιοχές θεωρούνται από τον κανονισμό
(1804/1999) ως κατάλληλες για την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Επιπλέον, η καλή εφαρμογή μιας τόσο φιλικής με το περιβάλλον
δραστηριότητας, αναμένεται ότι θα συμβάλλει στην περαιτέρω προστασία
της οικολογικής ισορροπίας και γενικότερα του πολύ ευαίσθητου
περιβάλλοντος, το οποίο με τα σημερινά δεδομένα αντιμετωπίζει σοβαρά
προβλήματα, λόγω της ανεξέλεγκτης κτηνοτροφικής δράσης.
Για την ανάπτυξη της βιολογικής κρεο-παραγωγικής βοοτροφίας, θα
πρέπει να προτιμηθούν βοοειδή εγχώριων πληθυσμών, που έχουν τη
δυνατότητα καλύτερης προσαρμογής, γεγονός το οποίο θεωρείται
απαραίτητη προϋπόθεση, ιδιαίτερα για το περιβάλλον των
προστατευόμενων περιοχών, το οποίο εμφανίζει ακόμη περισσότερες
δυσκολίες διαβίωσης (υπερβολικό ψύχος, υγρασία, χαμηλή παραγωγικότητα
των βοσκοτόπων).
Ειδικά για την δυνατότητα εφαρμογής της βιολογικής βοοτροφίας σε
προστατευόμενες από διεθνείς συμβάσεις περιοχές τις χώρας, αυστηρή
προϋπόθεση θα αποτελέσει ο περιορισμός του αριθμού των ζώων που
βόσκουν σε αυτές, σύμφωνα με την κατάσταση των βοσκών και τη
διαθέσιμη βοσκοϊκανότητα.
Το γεγονός αυτό, ενδεχόμενα θα δημιουργήσει αρχικά αντιδράσεις
από μέρους των κτηνοτρόφων. Οι αντιδράσεις αυτές θα μπορούσαν να
ξεπερασθούν με την σωστή ενημέρωση των παραγωγών για τα
μεσομακροπρόθεσμα οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν οι ίδιοι,
αλλά και με την ευαισθητοποίηση τους σε θέματα προστασίας του
περιβάλλοντος.
Η βιολογική κρεοπαραγωγική βοοτροφία, θα μπορούσε να
αποτελέσει από κοινού με την βιολογική αιγοτροφία και την βιολογική
προβατοτροφία και με ορισμένες προϋποθέσεις και την βιολογική
χοιροτροφία, την αιχμή του δόρατος της βιολογικής κτηνοτροφίας για τη
χώρα και σε συνδυασμό με τα προγράμματα αγροτοτουρισμού, να
συνδράμει στην αξιοποίηση ορεινών κυρίως και εγκαταλειμμένων
ανεκτίμητης αξίας για την εθνική οικονομία πλούσιων φυσικών πηγών.

41
Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση της αιγοτροφίας, η μετατροπή
του συνόλου των εκμεταλλεύσεων της κρεο- παραγωγικής βοοτροφίας από
την συμβατική στη βιολογική μορφή, θα πρέπει να αποτελέσει ένα μέσο-
μακροπρόθεσμο στόχο, η υλοποίηση του οποίου θα εξαρτηθεί από την
παράλληλη εφαρμογή και των λοιπών προϋποθέσεων. Προς το παρόν για
τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν στην αιγοτροφία, θα μπορούσαν να
λειτουργήσουν και στην περίπτωση αυτή οι «Βιολογικές Μονάδες Πυρήνες»
με βοοειδή, στις οποίες αποκλειστική κατεύθυνση θα είναι η παραγωγή
κρέατος.
Πέραν τούτων, η ανάπτυξη τις βιολογικής κτηνοτροφίας στις ορεινές
παραμεθόριες και μη περιοχές τις χώρας, οι περισσότερες από τις οποίες
ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα εγκατάλειψης, σε συνδυασμό
πάντα με τα προγράμματα αγροτοτουρισμού, αποτελεί ίσως την τελευταία
και μοναδική εθνική ευκαιρία για την αναγέννηση τις υπαίθρου. Εάν η
άποψη αυτή υιοθετηθεί και ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, τα προσδοκώμενα
οφέλη θα είναι πολύ σημαντικά και ασφαλώς όχι μόνο οικονομικά.

3.4 Χοιροτροφία.

Όπως όλες οι μορφές εντατικής κτηνοτροφικής δραστηριότητας, έτσι


και η (υπερ)εντατική χοιροτροφία, δύσκολα θα μπορούσε να μετατραπεί ως
έχει σε βιολογική. Μεγάλος συνωστισμός, ζώα υψηλής γενετικής αξίας,
μεγάλες απαιτήσεις σε ζωοτροφές, ευαισθησία στις συνθήκες καταπόνησης
κ.α. Επιπλέον, περιορισμένες δυνατότητες εξεύρεσης έκτασης, που έχει
συνήθως στις περιοχές αυτές υψηλό κόστος απόκτησης, χαμηλό ποσοστό
κάλυψης των διατροφικών αναγκών των ζώων με ίδιο-παραγόμενες
ζωοτροφές, υψηλός κίνδυνος ρύπανσης του περιβάλλοντος κ.α.
Αντίθετα, η εκτατική χοιροτροφία, η οποία έκανε ως κτηνοτροφική
δραστηριότητα την εμφάνιση της τις τελευταίες δεκαετίες, στις ορεινές
περιοχές της Βόρειας κυρίως Ελλάδας, εμφανίζει αρκετά συγκριτικά
πλεονεκτήματα και θα μπορούσε με σύντομη σχετικά διαδικασία να
μετατραπεί από την συμβατική εκτατική της μορφή στη βιολογική.
Για την μετατροπή αυτή απαραίτητα πρέπει να τηρηθούν οι
προϋποθέσεις:

42
1. Οι εκτρεφόμενοι χοίροι, να ανήκουν στο άμεσο μέλλον στον εγχώριο
πληθυσμό χοίρων, που κινδυνεύει άμεσα με εξαφάνιση. Η μετατροπή
αυτή των ανεξέλεγκτης γενετικής υποδομής χοίρων που εκτρέφονται
σήμερα με τον τρόπο αυτό στον εγχώριο χοίρο, δεν αναμένεται να
επιβαρύνει την παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων, η οποία ούτως ή
άλλως βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, αλλά αντίθετα να
οδηγήσει σε μελλοντική βάση στην πραγματική αύξηση των
αποδόσεων.
2. Να εξασφαλισθεί η κατάλληλη έκταση, η οποία όχι μόνο θα εξασφαλίζει
τις προϋποθέσεις για τον περιορισμό της αζωτούχου και φωσφορικής
ρύπανσης του εδάφους, αλλά θα είναι σε θέση να καλύψει ένα
σημαντικό μέρος των ενεργειακών κυρίως αναγκών των χοιρομητέρων
και των παραγώγων τους. Σε αντίθετη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν η
παράθεση συμπληρωματικής τροφής δεν είναι η ενδεδειγμένη, η
αγωνιώδης προσπάθεια εξεύρεσης τροφής από τους χοίρους θα έχει
πολύ δυσάρεστες συνέπειες για το περιβάλλον. Εξάλλου, για να
αντιμετωπισθούν οι ενδεχόμενες αντιπαραθέσεις μεταξύ κτηνοτρόφων
και γεωργών, που είναι συχνές και έντονες, η έκταση της κάθε μονάδας
είναι απαραίτητο να περιφράσσεται και έτσι να περιορίζεται μέσα στα
όρια της κάθε δραστηριότητα των ζώων της.
3. Ο χώρος τοκετού και πρώτης ανάπτυξης των χοιριδίων κάθε
χοιρομητέρας, πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση από τον παρακείμενο
αντίστοιχο χώρο κάποιας άλλης χοιρομητέρας, τόσο για τον
περιορισμό της ρύπανσης, όσο και για τον περιορισμό του κινδύνου
μετάδοσης ασθενειών και παρασίτων. Στις συνθήκες της βιολογικής
κτηνοτροφίας, καλό είναι ο χώρος αυτός να είναι σε κατάλληλο σημείο,
αποδεκτό από τις χοιρομητέρες, ήσυχο και απομονωμένο, ευήλιο και
χωρίς υγρασία. Μικρές χοιροκαλύβες, κατασκευασμένες από ξύλο,
διάσπαρτες ομοιόμορφα σε ευήλιες και χωρίς υγρασία εκτάσεις, μακριά
από την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα και τους θορύβους,
αποτελούν την ιδανική λύση.
4. Λόγω της εξαιρετικής σημασίας που έχουν οι πρωτεϊνικές τροφές στη
διατροφή των χοίρων και με δεδομένο ότι η κυριότερη πρωτεϊνική
τροφή στους χοίρους είναι το σογιάλευρο, το οποίο αποτελεί στο

43
μεγαλύτερο μέρος του προϊόν γενετικά τροποποιημένων οργανισμών,
θεωρείται επιτακτική η ανάγκη επίσπευσης των ερευνητικών και
επιστημονικών προσπαθειών για την διερεύνηση τις δυνατότητας
αντικατάστασης της ζωοτροφής αυτής, με άλλες πρωτεϊνικές τροφές,
όπως είναι τα κτηνοτροφικά όσπρια (ρεβίθι, μπιζέλι, κουκί), τα οποία
κατά παράδοση καλλιεργούνται και με σχετικά καλές στρεμματικές
αποδόσεις στη χώρα μας.

3.5 Πτηνοτροφία.

Όπως και στην περίπτωση της εντατικής χοιροτροφίας για τους ίδιους
λόγους και η εντατική πτηνοτροφία, θεωρείται αδύνατος να μετατραπεί ως έχει
σε βιολογική. Αντίθετα, υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης βιολογικής
πτηνοτροφίας, από πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μικρού ή και μεσαίου
μεγέθους στις πεδινές κυρίως περιοχές γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα,
αλλά και μεγαλύτερου μεγέθους σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές γύρω από
τα μεγάλα αστικά κέντρα ή και μακριά από αυτά.
Στις περισσότερο συστηματικής οργάνωσης πτηνοτροφικές βιολογικές
εκμεταλλεύσεις, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή
βιολογικών αυγών ή βιολογικού κρέατος, υβρίδια ή βελτιωμένες φυλές
πτηνών, με την εφαρμογή όσο το δυνατόν αυστηρότερων κανόνων υγιεινής
(απομόνωση από επισκέπτες, απολύμανση χώρων κ.α.), αλλά θα πρέπει να
υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το μέγεθος της παραγωγικότητας, με
δεδομένο ότι μεταβάλλονται ουσιαστικά οι συνθήκες της εκτροφής τους.
Για τις λιγότερο συστηματικής οργάνωσης βιολογικές πτηνοτροφικές
εκμεταλλεύσεις, οι «μικρές βιολογικές εκτροφές», με την από κοινού εκτροφή
ποικιλίας αγροτικών ζώων σε μικρούς αριθμούς, που περιγράφηκαν και η
επιτυχής λειτουργία των οποίων εξασφαλίζεται καλύτερα σε συνδυασμό με
την εφαρμογή προγραμμάτων αγροτοτουρισμού, θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν εγχώριας προέλευσης πτηνά, τα οποία άλλωστε
ενδείκνυνται καλύτερα για τις περιπτώσεις αυτές λόγω της ισχυρής τους
κράσης, αλλά και των επιβλητικών μορφολογικών χαρακτηριστικών τους
(πολύχρωμος χρωματισμός πτερών, επιβλητικό λειρί, κ.α.).

44
Η επιλογή εγχώριων τύπων πτηνών θα συμβάλλει και στην
προσπάθεια προστασίας από την εξαφάνιση πολύτιμου γενετικού υλικού και
με τον τρόπο αυτό στην διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην προστασία
του περιβάλλοντος.
Σε όλες τις περιπτώσεις οι στεγαζόμενοι χώροι, που θα φιλοξενούν τα
πτηνά, θα πρέπει να είναι αφενός ευήλιοι και καλά αεριζόμενοι και αφετέρου
να διευκολύνουν την κίνηση των ζώων και τις εργασίες του προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ


ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ

4.1 Γενικά

Με όλα όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια φαίνεται ότι, η


μετατροπή των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων των διάφορων κλάδων
κτηνοτροφικής παραγωγής στη χώρα μας από τη συμβατική στη βιολογική
μορφή, σύμφωνα με τον κανονισμό 1804/1999 της ΕΕ, αντιμετωπίζει
διαφορετικό και ανάλογα με τον κάθε κλάδο κτηνοτροφικής παραγωγής,
βαθμό δυσκολίας.
Έτσι, γενικά άλλοι κλάδοι κτηνοτροφικής παραγωγής, όπως π.χ. η
αιγοτροφία, και η κρεο-παραγωγική βοοτροφία έχουν τη δυνατότητα να
μετατραπούν ευκολότερα από τη συμβατική στη βιολογική μορφή, γιατί ήδη
εκπληρώνουν τις περισσότερες προϋποθέσεις από αυτές που ορίζονται στον
σχετικό κανονισμό, άλλοι κλάδοι, όπως π.χ. η γαλακτοπαραγωγός
αγελαδοτροφία, η χοιροτροφία και η πτηνοτροφία, αντιμετωπίζουν σημαντικές
και αξεπέραστες δυσκολίες ιδιαίτερα με την εντατική μορφή με την οποία
εμφανίζονται και τέλος άλλοι κλάδοι, όπως π.χ. η προβατοτροφία, οι οποίοι
μπορούν να καταταχθούν σε ένα ενδιάμεσο στάδιο δυσκολίας, αφού
εκπληρώνουν πολλές από τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τον
κανονισμό (1804/1999), αλλά και θα πρέπει να ξεπεράσουν ορισμένα σοβαρά
ή λιγότερο σοβαρά ανάλογα με τον κλάδο προβλήματα.

45
Ακόμη, με όλα όσα αναφέρθηκαν φάνηκε ότι η ουσιαστική μετατροπή
των συμβατικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, εκεί που μπορεί να γίνει και
σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. αιγοτροφία, κρεο- παραγωγός βοοτροφία) με
σχετικά σύντομες διαδικασίες σε βιολογική, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να
θεωρηθεί εύκολη υπόθεση, γιατί υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα, που
θέλουν μεγάλη προσπάθεια και πολύ και μεθοδική δουλειά για να
ξεπερασθούν.
Τα προβλήματα αυτά αναφέρονται κυρίως στα χαρακτηριστικά του
σημερινού κτηνοτρόφου, ιδιαίτερα των ορεινών περιοχών της χώρας, τον
περιορισμένο αριθμό εγχώριων βοοειδών που κινδυνεύουν σοβαρά με
εξαφάνιση, την πλήρη έλλειψη προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης σε
πολυάριθμους πληθυσμούς ζώων (π.χ. αίγες), την υποβάθμιση των βοσκών,
που επιπλέον θεωρούνται σε πολλές περιοχές ιδιαίτερα επιβαρημένες με
ασθένειες και παράσιτα, την προσκόλληση σε παραδοσιακές μεθόδους
εκτροφής, την πλημμελή οργάνωση και λειτουργία πολλών κτηνοτροφικών
εκμεταλλεύσεων, την έλλειψη νερού και ηλεκτρικού ρεύματος ή την παντελή
έλλειψη συνεταιριστικής δράσης με αποτέλεσμα οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι
να εμφανίζουν ελάχιστη διαπραγματευτική ικανότητα και σοβαρή απώλεια
εισοδήματος.
Ως εκ τούτου η καθολική μετατροπή της συμβατικής κτηνοτροφίας για
τους κλάδους της αιγοτροφίας και της κρεο-παραγωγικής βοοτροφίας, θα
μπορούσε να αποτελέσει μόνο ένα μέσο- μακροπρόθεσμο στόχο, για την
υλοποίηση του οποίου θα ήταν απαραίτητη η πλήρης εφαρμογή των
προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν. Για το μεταβατικό στάδιο, θα μπορούσαν
να λειτουργήσουν σε σωστή βάση οι «Βιολογικές Μονάδες Πυρήνες», από τις
οποίες πολλά θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε όσον αφορά τη
συγκέντρωση γνώσεων και εμπειριών.
Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε περισσότερο διεξοδικά με τα
σοβαρότερα από τα προβλήματα αυτά και την επίλυση τους, μεταξύ των
οποίων συμπεριλαμβάνονται ο ανθρώπινος παράγοντας, οι κτηνοτροφικές
κατασκευές για την αιγοπροβατοτροφία και την βοοτροφία και οι βοσκότοποι.

4.2 Ανθρώπινος παράγοντας.

46
Η ανάπτυξη της συμβατικής κτηνοτροφίας, στηρίχθηκε σε σημαντικό
βαθμό στις ικανότητες του ανθρώπου. Ο επιτυχημένος κτηνοτρόφος έπρεπε
να κατέχει και να χειρίζεται, περισσότερο από κάθε άλλο επαγγελματία,
πληθώρα θεμάτων. Διατροφή ζώων, φυσιολογία ζωικού οργανισμού,
ορμονικό σύστημα ζώων, κτηνιατρικά θέματα, οικονομικά θέματα κ.α.

Για την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας, ο ανθρώπινος


παράγοντας έχει διπλή σημασία:

 Ως αποδέκτης και καταναλωτής βιολογικών προϊόντων, τα οποία


παρήχθησαν με τεχνικές και μεθόδους αυστηρά ελεγχόμενες και
απόλυτα φιλικές με το περιβάλλον.
 Ως κτηνοτρόφος, ο οποίος πέραν του γεγονότος ότι και ο ίδιος είναι
καταναλωτής, διέπεται από αρχές προστασίας του περιβάλλοντος και
σεβασμού προς το εκτρεφόμενο ζώο.

Είναι γενικά αποδεκτό, ότι η καλή λειτουργία κάθε κτηνοτροφικής


εκμετάλλευσης, εξαρτάται κυρίως από την ικανότητα του ίδιου του κατόχου
της. Οι περισσότερες από τις ελληνικές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις
αντιμετωπίζουν σοβαρά τεχνικοοικονομικά προβλήματα γιατί υστερούν σε
σύγκριση με τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις της υπόλοιπης Ευρώπης, όσον
αφορά τις ικανότητες του κτηνοτρόφου- ιδιοκτήτη, αναφορικά με τη διαχείριση.
Για τη βιολογική κτηνοτροφία, φαίνεται ότι αυτές οι ικανότητες
διαχείρισης έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, με δεδομένο ότι οι καλές
συνθήκες μεταχείρισης και διαχείρισης των ζώων, αλλά και η άριστη ποιότητα
των παραγόμενων προϊόντων, αποτελούν δύο από τους πρωταρχικούς
στόχους.
Ο σωστός διαχειριστής μιας κτηνοτροφικής γενικά εκμετάλλευσης, θα
πρέπει να είναι σε θέση να οργανώσει βήμα- βήμα και με κάθε λεπτομέρεια
την κάθε εργασία μέσα στην εκμετάλλευση, έτσι ώστε να την οδηγήσει στο
καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα για τη βιολογική κτηνοτροφία, το
σύνολο των εργασιών αυτών θα πρέπει επιπλέον να ολοκληρώνεται με την
ακριβή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού 1804/1999.

47
Οι εργασίες μέσα σε μια βιολογική κτηνοτροφική εκμετάλλευση
μπορούν να καταταχθούν:
 Επιλογή προσωπικού βιολογικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
 Ενέργειες για την εξασφάλιση του κατάλληλου ζωικού υλικού.
 Στην εξασφάλιση της απαιτούμενης ποσότητας πρώτων υλών και
ζωοτροφών βιολογικής προέλευσης για την κάλυψη των θρεπτικών
αναγκών των ζώων. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δώσει στις ενέργειες
για την εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας ίδιο-
παραγόμενων βιολογικών ζωοτροφών, σύμφωνα με τις διατάξεις του
Κανονισμού 2092/1991 της ΕΕ.
 Στην κατάρτιση ορθολογιστικών, οικονομικών και ισορροπημένων
σιτηρεσίων, που θα εξασφαλίσουν άριστη κατάσταση υγείας για τα ζώα και
υψηλή παραγωγικότητα κτηνοτροφικών προϊόντων, με το χαμηλότερο
κόστος για την λειτουργία της εκμετάλλευσης.
 Εργασίες που έχουν σχέση με την εφαρμογή των επιτρεπόμενων μέτρων
υγιεινής για την καλύτερη προστασία της υγείας των εργαζομένων και των
ζώων.
 Την οργάνωση όλων των διαδικασιών αναπαραγωγής, εφόσον οι
διαδικασίες αυτές συμπεριλαμβάνονται στις δραστηριότητες της
εκμετάλλευσης.
 Την οργάνωση των εργασιών και την εφαρμογή άριστων συνθηκών για
την παραγωγή, συλλογή και μεταχείριση των παραγόμενων
κτηνοτροφικών προϊόντων.
Την διάθεση των προϊόντων αυτών στην αγορά με τις καλύτερες τιμές
παραγωγού
Την εξασφάλιση διακίνησης των παραγόμενων βιολογικών προϊόντων δια
μέσου κατάλληλα πιστοποιημένων βιοτεχνιών- βιομηχανιών ή και
καταστημάτων τυποποίησης, εμπορίας και πώλησης.

4.2.1 Επιλογή προσωπικού βιολογικών κτηνοτροφικών


εκμεταλλεύσεων.

48
Σημαντικό κριτήριο για την επιλογή του κατάλληλου προσωπικού στη
βιολογική κτηνοτροφία, πέρα από κάθε άλλο, είναι η αγάπη προς τα ζώα. Η
αγάπη αυτή διαπιστώνεται με τη γνώση για το ζώο και τις απαιτήσεις του, με
την υπομονή για την εκάστοτε συμπεριφορά του, με την ικανότητα ανάπτυξης
φιλικών σχέσεων και σχέσεων αποδοχής, με τον προσεκτικό και καλά
προσεγμένο χειρισμό του και με την κατανόηση εάν προκύψουν των
ιδιαιτέρων αναγκών του.
Στις ικανότητες αυτές πρέπει να προστεθούν η εμπειρία, η εκπαίδευση
και η δεξιοτεχνία των εργαζομένων και ακόμη η αγάπη και η αφοσίωση για τη
δουλειά που κάνουν. Είναι σημαντικό ότι σε κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις
στις οποίες η συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα αξιολογήθηκε ως
πολύ καλή, οι αποδόσεις των ζώων ήταν υψηλότερες σε σύγκριση με τις
εκμεταλλεύσεις όπου η συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα δεν ήταν
καλή. Η κακή μεταχείριση προς τα ζώα μπορεί να προκαλέσει σημαντικά
χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στους χοίρους, να δημιουργήσει μια
παρατεταμένη κατάσταση «στρες» και να δημιουργήσει γενικά κακές
συνθήκες διατήρησης, γεγονός που δεν συνάδει με το γενικότερο πνεύμα της
βιολογικής κτηνοτροφίας.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός, που διαπιστώθηκε από διάφορες έρευνες,
ότι η κακή μεταχείριση προς τους χοίρους είναι δυνατό να μειώσει το ρυθμό
ανάπτυξης τους μέχρι 12,6%, το ποσοστό σύλληψης στις χοιρομητέρες μέχρι
37,5% και να επιταχύνει το χρόνο αντίδρασης των χοιριδίων κατά 2,5 φορές.
Όπως αναφέρθηκε ήδη αυτός ο οποίος ασχολείται με τη κτηνοτροφία, ο
εργαζόμενος ή ο κτηνοτρόφος, θα πρέπει να έχει αποκτήσει μια σειρά από
γνώσεις και δεξιότητες, όπως π.χ. γενετική ζώων, φυσιολογία οργανισμού,
υγιεινή κ.α. Η γνώση αυτή από μόνη της δεν επαρκεί και χρειάζεται ο
εργαζόμενος ή ο ίδιος ο κτηνοτρόφος να είναι σε θέση να την εφαρμόσει στην
πράξη. Στη βιολογική κτηνοτροφία εν προκειμένω έχει ιδιαίτερη σημασία η
ποιότητα της προσφερόμενης εργασίας.
Σε ερευνητικές εργασίες με αγελάδες γαλακτοπαραγωγής
διαπιστώθηκε ότι η ποιότητα εργασίας, καλή η κακή, μπορεί να επηρεάσει
σημαντικά την απόδοση των ζώων. Έτσι, σε άλλες εκμεταλλεύσεις, όπου η
επίδραση του σταβλίτη ήταν θετική, η αντικατάσταση του με σταβλίτη με κακή
συμπεριφορά περιόρισε σημαντικά τις αποδόσεις των ζώων, ενώ αντίθετα

49
ήταν τα συμπεράσματα στις εκμεταλλεύσεις που είχαν αρχικά σταβλίτη με
κακή συμπεριφορά και αντικαταστάθηκε από σταβλίτη με καλή συμπεριφορά
προς τις αγελάδες.
Ως τελικό συμπέρασμα μπορούμε να αναφέρουμε ότι τον κυρίαρχο
ρόλο στη λειτουργία μιας εκμετάλλευσης φαίνεται ότι ασκεί ο τρόπος
συμπεριφοράς και η μεταχείριση των ζώων από τους ανθρώπους. Με καλή
συμπεριφορά μπορούμε με υπομονή να εφαρμόσουμε κάθε βελτίωση ή
καινοτομία στην εκμετάλλευση μας, ενώ αντίθετα με κακή συμπεριφορά, είναι
πολύ δύσκολη έως αδύνατη όσες γνώσεις και αν διαθέτουμε η εφαρμογή
αυτή.

4.2.2 Ενέργειες για την εξασφάλιση του κατάλληλου γενετικού υλικού.

Η επιλογή στη βιολογική κτηνοτροφία αγροτικών ζώων με αποκλειστικά


χαρακτηριστικά τις υψηλές αποδόσεις δεν θεωρείται επιθυμητή. Ιδιαίτερη
σημασία αντίθετα δίνεται αρχικά στην επιλογή ζώων με ισχυρή ιδιοσυγκρασία
και ικανότητα προσαρμογής σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον διαβίωσης,
αλλά και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Η προτίμηση αυτή φυσικά δεν αποκλείει τη χρησιμοποίηση και στη
βιολογική κτηνοτροφία αγροτικών ζώων με υψηλές ή πολύ υψηλές
αποδόσεις, που έχουν παράλληλα και την ικανότητα προσαρμογής σε ένα
συγκεκριμένο περιβάλλον διαβίωσης, όπως π.χ. για τη φυλή αγελάδων
Holstein, η μετατροπή του συμβατικού τρόπου εκτροφής της στην Ολλανδία
σε βιολογικό, έγινε χωρίς ουσιαστικές ή με ελάχιστες μεταβολές στις
αποδόσεις της, με δεδομένο ότι το ζώο αυτό είναι άριστα προσαρμοσμένο
στις συγκεκριμένες περιοχές, οι οποίες αποτελούν και την κοιτίδα του.
Ο βελτιωμένος τύπος ενός ζώου που εκτρέφεται σε μια κτηνοτροφική
εκμετάλλευση σε μια περιοχή ή και σε μια χώρα, είτε πρόκειται για πρόβατο,
για αίγα, για αγελάδα ή για χοίρο, προέκυψε είτε από τον εγχώριο πληθυσμό
με την εφαρμογή ενός καλά σχεδιασμένου προγράμματος γενετικής
βελτίωσης (παράδειγμα όλες οι βελτιωμένες φυλές αγροτικών ζώων της
κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, η φυλή προβάτων Χίου για την Ελλάδα κ.α.),
είτε από την συστηματική και μακροχρόνια εισαγωγή γενετικού υλικού από
κάποια άλλη χώρα (παράδειγμα η φυλή Holstein για την Ελλάδα), είτε με την

50
εφαρμογή διασταυρώσεων κάποιας βελτιωμένης φυλής με τον εγχώριο
πληθυσμό (παράδειγμα η φυλή προβάτων Φρισάρτα για την Ελλάδα, που
προέκυψε από την διασταύρωση του εισαγόμενου προβάτου της
Φρισλανδικής φυλής και του προβάτου της εγχώριας φυλής Άρτας).
Για τα Ελληνικά δεδομένα οι εγχώριοι πληθυσμοί των αιγών και το
μεγαλύτερο μέρος των προβάτων θεωρούνται ότι είναι καλά προσαρμοσμένα
στο περιβάλλον της χώρας. Η προσαρμογή ωστόσο αυτή αναφέρεται σε ένα
συγκεκριμένο τρόπο εκτροφής και σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
διαβίωσης.
Έτσι για παράδειγμα η εγχώρια αίγα, προσαρμόσθηκε στο ιδιαίτερα
δύσκολο και αντίξοο περιβάλλον των πρινολίβαδων εδώ και χιλιάδες έτη,
κάτω από τον ίδιο ή σχεδόν ίδιο τρόπο εκτατικής εκτροφής, ενώ αντίθετα το
πρόβατο Χίου, προσαρμόσθηκε στο παραθαλάσσιο περιβάλλον της χώρας
με τις ήπιες θερμοκρασίες και αποκλειστικά κάτω από συνθήκες εντατικής
εκτροφής.
Ακόμη οι παραγωγικές ιδιότητες των αγροτικών ζώων, γενετικά
βελτιωμένων ή αβελτίωτων με τη βοήθεια της γενετικής επιστήμης μπορούν
να βελτιωθούν, ενώ τα ζώα διαβιούν στο ίδιο συγκεκριμένο περιβάλλον
διαβίωσης. Για παράδειγμα το πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης για την
Καραγκούνικη φυλή Ελληνικών προβάτων, είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική
γενετική πρόοδο όσον αφορά τη γαλακτοπαραγωγική ικανότητα των
προβάτων αυτών, το ίδιο και για τα πρόβατα της φυλής Χίου. Ομοίως για τις
αγελάδες ξενικής προέλευσης Holstein κ.α. Αντίθετα, για τον μεγάλο
πληθυσμό των αιγών που εκτρέφεται στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές της
χώρας, για πολλούς και διάφορους λόγους (δυσπρόσιτες περιοχές, νοοτροπία
κτηνοτρόφων κ.α.) δεν σχεδιάσθηκε και δεν εφαρμόσθηκε ποτέ εθνικό
πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης με αποτέλεσμα να παραμείνει αβελτίωτος και
με εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις.
Ουσιαστικά στις περιπτώσεις αυτές είχαμε από την μια πλευρά την
εφαρμογή της τεχνικής επιλογής (Χίου, Καραγκούνικη), προς την οποία δεν
αντιτίθεται το πνεύμα του Κανονισμού (1804/1999), όπου από τον ίδιο τον
άνθρωπο επιλέγονταν ως γονείς τα άτομα που εμφάνιζαν τις υψηλότερες
αποδόσεις και συνεπώς τον καλύτερο συνδυασμό των γονιδίων προς την
κατεύθυνση αυτή της γαλακτοπαραγωγής και από την άλλη την εφαρμογή της

51
φυσικής επιλογής (εγχώριες αίγες), όπου αυτή τη φορά η φύση επέλεγε ως
γονείς τα άτομα που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό την μεγάλη ικανότητα
προσαρμογής στο συγκεκριμένο περιβάλλον διαβίωσης.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που δεν πρέπει να λησμονούμε είναι
ότι, οι υψηλές αποδόσεις των βελτιωμένων αγροτικών ζώων, αναμένονται
όταν και οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων, δηλαδή το περιβάλλον διαβίωσης,
είναι ιδανικό. Έτσι, το χιώτικο πρόβατα αποδίδει υψηλή γαλακτοπαραγωγή σε
περιβάλλον οικόσιτης ή ημιοικόσιτης εκτροφής. Εάν το περιβάλλον διαβίωσης
αλλάξει και μάλιστα προς το χειρότερο, η υπεροχή των βελτιωμένων
αγροτικών ζώων σε σύγκριση με τα αβελτίωτα δεν θεωρείται δεδομένη.
Στη βιολογική κτηνοτροφία συνεπώς, για την επιλογή των αιγών σε
συνθήκες εκτατικής εκτροφής στο περιβάλλον των πρινολίβαδων ως μοναδική
επιλογή έχουμε τον εγχώριο τύπο αίγας. Για τα πρόβατα, ανάλογα τον τύπο
εκτροφής που θα επιλέξουμε (εντατικό, εκτατικό), θα προτιμήσουμε το
αβελτίωτο καλά προσαρμοσμένο πρόβατο ή το βελτιωμένο πρόβατο
εγχώριας Ελληνικής φυλής, αντίστοιχα.
Για τη βιολογική παραγωγή κρέατος μόσχων οι εγχώριες φυλές
βοοειδών θεωρούνται οι καλύτερες, αλλά έχουν χαμηλές αποδόσεις και
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κρέατος που δεν είναι γνωστά και επιθυμητά για τον
καταναλωτή (π.χ. κόκκινο και σκληρό). Ακόμη, ο αριθμός των εκτρεφόμενων
εγχώριων βοοειδών είναι ιδιαίτερα περιορισμένος και υπάρχει αντικειμενική
δυσκολία εξεύρεσης απαιτούμενου αριθμού μόσχων για τις ανάγκες μιας
μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους εκμετάλλευσης.
Ως εναλλακτική λύση είναι η χρησιμοποίηση για πάχυνση μόσχων,
προϊόντων διασταύρωσης μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων βελτιωμένων
φυλών βοοειδών. Τα F1 προϊόντα της διασταύρωσης αυτής έχουν καλή
ικανότητα προσαρμογής και καλές αποδόσεις, αλλά υπάρχει κίνδυνος
σοβαρής αποτυχίας, λόγω αδυναμίας προσαρμογής, εάν η εκτροφή
χρησιμοποιήσει προϊόντα διασταύρωσης F2 ή και άλλων επερχόμενων
γενεών, στις οποίες το γενετικό υλικό της βελτιωμένης εισαγόμενης φυλής
ξεπερνάει το 50%.

4.2.3 Ζωοτροφές.

52
Οι θρεπτικές ανάγκες των αγροτικών ζώων σε μια βιολογική εκτροφή
είναι δυνατόν να καλυφθούν από τρεις πηγές: από τη βοσκή, από τις
ζωοτροφές που παράγονται από την ίδια την εκμετάλλευση, από την αγορά
ζωοτροφών. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των ιδιο- παραγόμενων
ζωοτροφών και όσο μικρότερη είναι αντίστοιχα η εξάρτηση από την αγορά
ζωοτροφών, τόσο καλύτερες είναι οι προϋποθέσεις επιτυχημένης λειτουργίας
της εκμετάλλευσης.
Οι βοσκές της χώρας, δημόσιες ή δημοτικές δασικές εκτάσεις,
χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα. Σύμφωνα με
έγκριτους επιστήμονες οι ελληνικές βοσκές καλύπτουν το 40% κατά μέσο όρο
των θρεπτικών αναγκών των ζώων βοσκής. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η
προσέγγιση αυτή είναι πολύ γενική και χρειάζεται να γίνει ειδικότερη. Σε κάθε
περίπτωση χρειάζεται επακριβής προσδιορισμός της προσφοράς σε
βοσκήσιμη ύλη και το ποσοστό κάλυψης των θρεπτικών αναγκών των ζώων
σε κάθε φάση της παραγωγικής τους ζωής. Οι πρακτικές που ενδείκνυνται για
την βελτίωση της παραγωγικότητας των βοσκών θα αναλυθούν σε άλλο
κεφάλαιο.
Βοσκήσιμη ύλη μπορούν να εξασφαλίσει ο κτηνοτρόφος και από τη
εγκατάσταση, με όλες τις προδιαγραφές της βιολογικής γεωργίας, τεχνικού
λειμώνα. Ο λειμώνας αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για τη βοσκή των
ζώων, όσο και σαν «κοφτολίβαδο», στο οποίο δηλαδή τα ζώα δεν επιτρέπεται
να βοσκήσουν, αλλά η παραγόμενη βοσκήσιμη ύλη κόβεται και χορηγείται στα
ζώα ως έχει, αποξηραμένη ή ενσιρωμένη. Μια τρίτη ενδεχόμενη χρήση του
τεχνικού λειμώνα είναι ο συνδυασμός των παραπάνω χρήσεων. Δηλαδή να
επιτρέπεται η βόσκηση του σε ορισμένες εποχές του έτους, ενώ σε ορισμένες
άλλες να απαγορεύεται.
Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται προσεκτική επιλογή του μίγματος φυτών
που μπορεί να εγκατασταθεί στο λειμώνα. Η σύνθεση αυτή μεταξύ των άλλων
επηρεάζεται από το είδος των ζώων που θα βοσκήσουν και από τον τρόπο
που θα γίνει η εκμετάλλευση του. Η όσο το δυνατό μεγαλύτερη παραγωγή
ζωοτροφών μέσα στα όρια της εκμετάλλευσης, πρέπει να αποτελεί ένα από
τους κύριους στόχους του κτηνοτρόφου. Οι επιλεγόμενες καλλιέργειες πρέπει
να γίνουν με βάση τις πραγματικές ανάγκες της εκμετάλλευσης. Έτσι ο
κτηνοτρόφος πρέπει να καλλιεργήσει εκτάσεις για την παραγωγή ζωοτροφών

53
που θα καλύψουν τις ανάγκες ή ένα μέρος των θρεπτικών αναγκών των ζώων
της εκμετάλλευσης σε ενέργεια (καρποί δημητριακών) και πρωτεΐνη
(κτηνοτροφικό ρεβίθι, κουκί, μπιζέλι κ.α.).
Από την αγορά ζωοτροφών ο κτηνοτρόφος θα πρέπει να εξασφαλίζει
όσο το δυνατό μικρότερο μέρος των αναγκών της εκμετάλλευσης και μόνο
εκείνων που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να παράγει. Ιδιαίτερα από την
εσωτερική αγορά βιολογικών ζωοτροφών, όπου λόγω της μικρής προσφοράς
και της μεγάλης ζήτησης, αλλά και λόγω των ανεξέλεγκτων συνθηκών
εμπορίας ζωοτροφών, που επιτρέπουν υπερβολικά κέρδη, η τιμή των
περισσότερων ζωοτροφών είναι πολύ μεγαλύτερη της συμβατικής.

4.2.4 Σιτηρέσια των ζώων.

Το σωστό σιτηρέσιο αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για την


επιτυχημένη λειτουργία κάθε κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Το κόστος
διατροφής εξάλλου αποτελεί έναν από τους κυρίαρχους παράγοντες για τη
διαμόρφωση του τελικού κόστους λειτουργίας κάθε βιολογικής κτηνοτροφικής
εκμετάλλευσης.
Το σιτηρέσιο των αγροτικών ζώων πρέπει να είναι πλήρες, δηλαδή να
καλύπτει όλες τις ανάγκες των ζώων, να είναι υγιεινό, δηλαδή να μη
δημιουργεί προβλήματα υγείας στα ζώα, να είναι εύληπτο, να έχει δηλαδή
ευχάριστη γεύση και τέλος να είναι οικονομικό, να χρησιμοποιεί δηλαδή τις
φθηνότερες ζωοτροφές, χωρίς να παραβλέπεται κανένα από τα παραπάνω
χαρακτηριστικά του.
Ένα κακό σιτηρέσιο, με ακατάλληλες πρώτες ύλες, ελλειμματικό σε
θρεπτικές ουσίες και ενέργεια, μειώνει σημαντικά τις αποδόσεις, καταπονεί και
εξαντλεί τον οργανισμό του ζώου και αποτελεί ένα πιθανότατο αίτιο για την
εκδήλωση σοβαρών ασθενειών. Το σωστό σιτηρέσιο των αγροτικών ζώων
είναι διαφορετικό για τις διάφορες κατηγορίες αγροτικών ζώων, διαφορετικό
για κάθε ηλικία της ίδιας κατηγορίας αγροτικού ζώου, διαφορετικό για το ίδιο
ζώο μέσα στην ίδια χρονιά ανάλογα με τη παραγωγική του φάση.
Ειδικά για τη βιολογική κτηνοτροφία και τα φυτοφάγα ζώα, η
κατανάλωση της βοσκήσιμης ύλης και γενικά των χονδροειδών ζωοτροφών,
πρέπει να αποτελεί τουλάχιστο το 60% και σε ορισμένες περιπτώσεις το 50%

54
του σιτηρεσίου των ζώων, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει και την
ανάλογη ποιοτική αξία, έτσι ώστε με την κατανάλωση αυτή να καλύπτεται όσο
το δυνατό μεγαλύτερο μέρος και των θρεπτικών αναγκών των ζώων.
Καλύπτοντας σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό τις θρεπτικές
ανάγκες των φυτοφάγων ζώων με τη βοσκήσιμη ύλη, η παραγωγή της οποίας
έχει συγκριτικά πολύ χαμηλό κόστος, παραμένει για κάλυψη ένα μικρότερο
υπόλοιπο των θρεπτικών αναγκών, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με την
παράθεση συμπληρωματικής τροφής. Η ποσότητα και το είδος της
συμπληρωματικής τροφής έχει πολύ μεγάλη σημασία για την παραγωγικότητα
των ζώων. Η σύνθεση της θα πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή και
με βάση τις πραγματικές ανάγκες των ζώων.
Για τις υπόλοιπες κατηγορίες ζώων, η συμμετοχή βοσκήσιμης ύλης
αναλογικά στο σιτηρέσιο είναι χαμηλότερη και η ποιοτική της εκτίμηση με
βάση τη χημική της σύνθεση είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Για παράδειγμα ο
χοίρος στην εκτατική εκτροφή καταναλώνει βολβούς, ρίζες, σκουλήκια,
έντομα, βελανίδια κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές το υπόλοιπο των αναγκών
μπορεί να καλυφθεί με την χορήγηση κατά βούληση ποσότητας
συμπληρωματικής τροφής, αλλά πάντα και με την παρακολούθηση της
εξέλιξης της θρεπτικής κατάστασης του ζώου. Η θρεπτική κατάσταση του
ζώου θα πρέπει να παραμένει κανονική. Αδύνατα ζώα εμφανίζουν χαμηλές
αποδόσεις ενώ τα υπέρβαρα εμφανίζουν προβλήματα δυστοκίας, χαμηλής
γονιμότητας κ.α. και επιπλέον επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος εκτροφής.
Ένα σημαντικό σημείο στη διατροφή των ζώων σύμφωνα με τους
κανόνες της βιολογικής κτηνοτροφίας, είναι η απαγόρευση ζωοτροφών από
γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Τέτοιες ζωοτροφές μεταξύ των
άλλων είναι και το μεγαλύτερο μέρος του σογιαλεύρου που κυκλοφορεί στην
ελληνική αγορά ζωοτροφών ή ακόμη και η βαμβακόπιττα, αφού ένα μέρος
των καλλιεργούμενων ποικιλιών βάμβακος προέρχεται από γενετική
τροποποίηση.
Με την πρόσφατη δε απόφαση των Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ για
την ελεύθερη πλέον καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών στα όρια
της Κοινότητας, ακόμη και δίπλα σε καλλιεργούμενες εκτάσεις με συμβατικό ή
βιολογικό τρόπο, το πρόβλημα αναμένεται να γίνει οξύτερο. Το γεγονός αυτό
σημαίνει ότι κατά τη σύνταξη των σιτηρεσίων θα πρέπει να αντικαταστήσουμε

55
τις ζωοτροφές αυτές, οι οποίες σε ορισμένες κατηγορίες ζώων, όπως π.χ.
τους χοίρους ή τα πτηνά, αποτελούν τις συνήθεις ζωοτροφές, με άλλες
βιολογικής προέλευσης.

4.2.5 Υγιεινή κατάσταση.

Στις συμβατικές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις η υγεία των ζώων


στηρίζεται κυρίως στη χρησιμοποίηση αλλοπαθητικών φαρμάκων, των
οποίων η χρήση απαγορεύεται στη βιολογική κτηνοτροφία. Αντίθετα, στη
βιολογική κτηνοτροφία η καλή υγεία των ζώων πρέπει να στηρίζεται στη
χρησιμοποίηση ομοιοπαθητικών ουσιών και φυτικών εκχυλισμάτων, για τη
σωστή χρησιμοποίηση των οποίων, όπως ήδη αναφέραμε πραγματοποιείται
στις ημέρες μας, ακόμη και μέσα στα όρια της χώρας, μια μεγάλη και
συντονισμένη επιστημονική προσπάθεια.
Ωστόσο, στη βιολογική κτηνοτροφία η καλή υγιεινή κατάσταση των
ζώων φαίνεται ότι στηρίζεται κυρίως σε παράγοντες πρόληψης. Τέτοιοι
παράγοντες είναι η επιλογή ζώων εγχώριων φυλών και τύπων με ισχυρή
ιδιοσυγκρασία, η σωστή διατροφή, η σωστή μεταχείριση, ο άριστος
σταβλισμός κ.α. Ο κάθε ένας από τους παράγοντες αυτούς έχει ιδιαίτερη
σημασία.
Η κατάσταση της υγείας των εργαζόμενων, η απομόνωση της
εκμετάλλευσης, η μεταχείριση των πτωμάτων, η μεταχείριση και η
απομόνωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων, ο σχολαστικός καθαρισμός και
η απολύμανση ιδιαίτερα των ανήλιων και υγρών χώρων, η καταπολέμηση
εντόμων και τρωκτικών, η εξυγίανση των βοσκών από ασθένειες, η
καταπολέμηση των παρασίτων κ.α. είναι ορισμένα επί πλέον μέτρα υγιεινής
που πρέπει να έχουμε υπόψη μας.

4.2.6 Διαδικασίες αναπαραγωγής.

Είναι γνωστό ότι η ηλικία πρώτης χρησιμοποίησης αρσενικών και


θηλυκών ζώων στην αναπαραγωγική διαδικασία, ασκεί σημαντικό ρόλο στη
συνολική τους παραγωγικότητα και κατ’ επέκταση στη συνολική
παραγωγικότητα της εκμετάλλευσης. Έτσι π.χ. είναι γνωστό ότι οι μοσχίδες

56
Holstein πρέπει να οχεύονται για πρώτη φορά σε ηλικία μεταξύ 15-18 μηνών
όταν και έχουν συμπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης τους, για
να γεννήσουν το πρώτο μοσχάρι τους σε ηλικία 25-28 μηνών.
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την επιτυχημένη
λειτουργία των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων παραγωγής γάλακτος,
είναι η έγκαιρη διάγνωση του οίστρου στις αγελάδες. Επιδίωξη σε καλά
οργανωμένες εκμεταλλεύσεις τέτοιας μορφής είναι μια γαλακτική περίοδο και
ένας τοκετός στη διάρκεια 12 –14 μηνών. Για τις νεαρές χοίρους των
βελτιωμένων φυλών (Landrace, Large White) επίσης η ηλικία της πρώτης
οχείας πρέπει να είναι για τον ίδιο λόγο με τις μοσχίδες στην ηλικία περίπου
των 6 μηνών.
Ακόμη είναι γνωστό ότι τα αγροτικά ζώα πρέπει να διατηρούνται στις
κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με σκοπό το καλύτερη δυνατό οικονομικό
όφελος, για ένα ορισμένο αριθμό ετών, εάν φυσικά όλο αυτό το διάστημα δεν
εμφανίσουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα που επιβάλλει την απομάκρυνση
τους. Έτσι για παράδειγμα η διατήρηση των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής
δεν πρέπει να ξεπερνά τα 7 έτη, των προβατινών τα 6, των κριών και των
τράγων τα 4 κ.ο.κ.
Στην αναπαραγωγική λειτουργία κάθε ζώου σημαντικό ρόλο ασκεί,
όπως φαίνεται από αρκετές επιστημονικές εργασίες και ο ανθρώπινος
παράγοντας, δηλαδή η συμπεριφορά του ανθρώπου προς τα ζώα. Μάλιστα οι
επιπτώσεις της κακής συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα σημαντικές κυρίως για τα
νεαρότερα ζώα, ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας ζώα αν και υστερούν επίσης στις
αποδόσεις φαίνεται ότι προσαρμόζονται στην κακή συμπεριφορά,
επιδεικνύοντας με την πρόοδο της ηλικίας κάποιο είδος ανέχειας.
Στους χοίρους π.χ. που έγιναν τέτοιες εργασίες διαπιστώθηκε ότι με
την καλή σε σύγκριση με την κακή συμπεριφορά προς τις νεαρές
χοιρομητέρες μπορούμε να πετύχουμε ένα ποσοστό εγκυμοσύνης 2,6 φορές
μεγαλύτερο (87% έναντι 33%). Το ποσοστό αυτό μειώνεται για τις
μεγαλύτερης ηλικίας χοιρομητέρες στο 1,2 περίπου. Ομοίως, ο αριθμός των
χοιριδίων /χοιρομητέρα /έτος, είναι δυνατό να είναι κατά 5,1 χοιρίδια
μεγαλύτερος με την καλή μεταχείριση προς τις νεαρές χοιρομητέρες και κατά
9,7 χοιρίδια μεγαλύτερος προς τις μεγαλύτερης ηλικίας χοιρομητέρες, σε
σύγκριση με την κακή μεταχείριση προς τις ίδιες χοιρομητέρες.

57
4.2.7 Συλλογή, διακίνηση και εμπορία κτηνοτροφικών προϊόντων.

Ο τρόπος παραλαβής του γάλακτος, κατά την διαδικασία του


αρμέγματος και η μεταχείριση του αμέσως μετά και μέχρι την κατανάλωση
από τον καταναλωτή ως έχει ή μετά την μετατροπή του σε κάποιο
γαλακτοκομικό προϊόν έχει μεγάλη σημασία για την ποιότητα του και την
ποιότητα του παραγόμενου γαλακτοκομικού προϊόντος.
Για την καλή ποιότητα του γάλακτος έχει ιδιαίτερη σημασία η υγεία του
ζώου, η παρουσία ξένων υλών, η καλή υγεία του αρμεκτή, η καλή λειτουργία
της αρμεκτικής μηχανής, το σωστό άρμεγμα, η άμεση ψύξη, η σωστή
μεταφορά και μεταχείριση του προϊόντος και των παραγόμενων
γαλακτοκομικών προϊόντων.
Αλλά και για την παραγωγή κρέατος ποιότητας έχει ιδιαίτερη σημασία η
σωστή και υγιεινή εκτροφή του ζώου, η μεταχείριση του προ της σφαγής, η
μεταφορά του, η σωστή διαδικασία σφαγής, η συντήρηση του κρέατος, η
σωστή διακίνηση, ο τεμαχισμός, κ.α.
Η παραγωγή βιολογικού κρέατος και γάλακτος, γίνεται αποκλειστικά
από πιστοποιημένες από εγκεκριμένους για το σκοπό αυτό οργανισμούς
πιστοποίησης, κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Η σφαγή των ζώων απαιτείται
επίσης να γίνεται σε πιστοποιημένα με τον ίδιο τρόπο σφαγεία. Ομοίως η
παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και κρεατο-σκευασμάτων, η διακίνηση
και η διάθεση στην αγορά για τον καταναλωτή πρέπει να γίνεται από ειδικά
εργαστήρια και καταστήματα και σύμφωνα με τις προδιαγραφές του
κανονισμού 1804/1999 της ΕΕ.

4.3 Κτηνοτροφικές κατασκευές.

Οι σωστές κτηνοτροφικές κατασκευές αποτελούν έναν από τους


σημαντικότερους παράγοντες ευζωίας των αγροτικών ζώων, εύρυθμης
λειτουργίας της εκμετάλλευσης και πρόληψης ασθενειών των ζώων. Έτσι οι
σωστές κτηνοτροφικές κατασκευές έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη βιολογική
κτηνοτροφία, όπου πρωταρχικό μέλημα αποτελούν οι άριστες συνθήκες

58
διαβίωσης των ζώων, ο περιορισμός της οποιαδήποτε μορφής καταπόνησης
και η πρόληψη παρά η θεραπεία των ασθενειών.
Από τον κανονισμό 1804/1999, δίνονται επακριβώς οι ελάχιστοι χώροι
στέγασης, άσκησης και βόσκησης κάθε κατηγορίας ζώου. Οι προδιαγραφές
αυτές ωστόσο αποτελούν την ελάχιστη προϋπόθεση για την σωστή
κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν
εξασφαλίζουμε όλα όσα επιθυμούμε και περιγράψαμε λίγο πιο πάνω από την
άποψη των κτηνοτροφικών κατασκευών με το να τηρήσουμε κατά γράμμα
μόνο τις προδιαγραφές του σχετικού κανονισμού.
Εκείνο που έχει σημασία από ζωοτεχνική άποψη είναι κυρίως η
επιλογή του χώρου για την εγκατάσταση της εκμετάλλευσης, η διάταξη και ο
προσανατολισμός των κτηνοτροφικών κτισμάτων μέσα στο χώρο αυτό και τα
υλικά κατασκευής και ο τρόπος κατασκευής του κάθε κτιρίου. Απώτερος
σκοπός των σωστών επιλογών θα πρέπει να είναι εν προκειμένου η
δημιουργία ενός χώρου παραγωγής που θα εξασφαλίζει όσο το δυνατόν
καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους ανθρώπους και τα ζώα.
Ακόμη ιδιαίτερη σημασία έχει η επιλεγόμενη διάταξη να διευκολύνει τις
κινήσεις των ζώων, το σύνολο των εργασιών από το υπαλληλικό προσωπικό,
την όσο το δυνατό μεγαλύτερη απομόνωση του χώρου στον οποίο κινούνται
τα ζώα από το εξωτερικό περιβάλλον και από τον κίνδυνο προσβολής από
ασθένειες κ.α. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές που κατοχυρώνουν σε μεγάλο
βαθμό τους στόχους που θέσαμε.

4.3.1 Επιλογή έκτασης για την εγκατάσταση κτηνοτροφικής


εκμετάλλευσης.

Για την επιλογή της κατάλληλης έκτασης για το σκοπό αυτό πρέπει να
λάβουμε υπόψη μας τα εξής:

1. Η έκταση να βρίσκεται σε τοποθεσία ευήλια, με ελαφρά κλίση, χωρίς


υγρασία και χωρίς ισχυρούς τοπικούς άνεμους.
2. Η έκταση πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατό μακρύτερα από άλλες
κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, ιδιαίτερα συμβατικής κτηνοτροφίας,
αλλά και όσο το δυνατό μακρύτερα από βιοτεχνίες, βιομηχανίες,

59
εργαστήρια κ.α., για την αποφυγή των ποικίλλων ρύπων και τον
περιορισμό του κινδύνου μετάδοσης ασθενειών.
3. Η έκταση να βρίσκεται όσο το δυνατό κοντύτερα σε κάποιο μεγάλο
αστικό κέντρο, να εξυπηρετείται από εθνικό ή επαρχιακό δίκτυο καλά
διαμορφωμένο και να έχει εύκολη πρόσβαση στο ηλεκτρικό δίκτυο και
στο δίκτυο ύδρευσης.

4.3.2 Εγκατάσταση και κατασκευή κτιρίων.

4.3.2.1 Γενικά

Εάν για τις συμβατικές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις η «απομόνωση»


αποτελεί ανάγκη ζωτικής σημασίας, για τις βιολογικές κτηνοτροφικές
εκμεταλλεύσεις αποτελεί προϋπόθεση ύπαρξης και εύρυθμης λειτουργίας,
κυρίως όσον αφορά την πρόληψη για την μετάδοση των ασθενειών. Γιατί
πέραν όλων, ο σημαντικότερος παράγοντας επιτυχίας στη βιολογική
κτηνοτροφία είναι η διαφύλαξη της υγείας των ζώων, που επιτυγχάνεται με
προληπτικά παρά με θεραπευτικά μέσα.
Σημαντική σημασία αποκτά η διάταξη των κτιρίων στην έκταση που
επιλέξαμε, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την εγκατάσταση της
κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Η διάταξη αυτή θα πρέπει να γίνεται κατά
τέτοιο τρόπο ώστε αφενός μεν να δημιουργεί ένα χώρο όσο το δυνατό
μεγαλύτερης απομόνωσης, στον οποίο θα κινούνται αποκλειστικά και μόνο τα
ζώα και οι εργαζόμενοι, τον «ζωτικό χώρο» και αφετέρου ένα επίσης
απαραίτητο χώρο, τον «χώρο ανταλλαγών», στον οποίο θα επιτρέπεται η
κίνηση των απαραίτητων οχημάτων που προσεγγίζουν την εκμετάλλευση,
των επισκεπτών, των προμηθευτών, εμπόρων, πελατών κ.α.
Πριν προχωρήσουμε για τις λεπτομέρειες στη διάταξη των κτιρίων και
τη σωστή διαμόρφωση των χώρων στο εσωτερικό της εκμετάλλευσης,
μπορούμε να αναφέρουμε τα απαραίτητα κτίρια μιας τυπικής κτηνοτροφικής
εκμετάλλευσης. Τα κτίρια αυτά μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε για
διευκόλυνση της περιγραφής ως βοηθητικά κτίρια και ως κυρίως κτίρια
διαβίωσης των ζώων. Τα βοηθητικά κτίρια είναι το γραφείο, η αποθήκη, το
αρμεκτήριο και η αίθουσα γάλακτος εάν η κτηνοτροφική εκμετάλλευση

60
εκτρέφει ζώα γαλακτοπαραγωγής και τα κυρίως κτίρια διαβίωσης των ζώων,
οι κτιριακές κατασκευές για τη στέγαση τους (στάβλος ή υπόστεγο).
Στα πλαίσια του παρόντος δεν υπάρχει δυνατότητα επέκτασης σε
όλους τους κλάδους κτηνοτροφικής παραγωγής. Για το λόγο αυτό θα
αναφερθούμε αποκλειστικά σε βιολογικές εκμεταλλεύσεις εκτροφής
μηρυκαστικών με γαλακτοπαραγωγική κατεύθυνση, με αναφορές κατά
περίπτωση και στους υπόλοιπους κλάδους ζωικής παραγωγής.

4.3.2.2 Διάταξη και κατασκευή των βοηθητικών κτιρίων.

Η προτεινόμενη διάταξη των βοηθητικών κτιρίων σε μια βιολογική


εκμετάλλευση με κατεύθυνση τη γαλακτοπαραγωγή, θα μπορούσε να είναι σε
γενικές γραμμές αυτή που φαίνεται στο Σχήμα 1.:

Σχήμα 1. Διάταξη βοηθητικών κτιρίων βιολογικής εκμετάλλευσης με


κατεύθυνση τη γαλακτοπαραγωγή.

1
1 Χώρος ανταλλαγών

1
Γραφείο Αίθουσα Αμελκτήριο
Αποθήκη γάλακτος

Ζωτικός χώρος

61
ή

1 Χώρος ανταλλαγών 1

Αποθήκη Αίθουσα
Γραφείο
Γάλακτος

Ζωτικός χώρος Αλμεκτήριο

Όπου 1 η κεντρική και οι παράπλευροι είσοδοι στην εκμετάλλευση.

Κεντρικά σημεία της σωστής διάταξης είναι τα εξής:


1. Το γραφείο διεύθυνσης της εκμετάλλευσης, πρέπει να έχει όσο το
δυνατό μεγαλύτερη οπτική επαφή με όλους τους χώρους της
εκμετάλλευσης. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη
βιολογική κτηνοτροφία.
2. Ο χώρος ανταλλαγών να παραμένει κλειστός όταν επιθυμούμε, να είναι
άνετος, διευκολύνοντας την κίνηση των οχημάτων και να έχει άμεση
επικοινωνία με την οδό προσέγγισης. Στο χώρο αυτό καλό είναι να
υπάρχει δυνατότητα απολύμανσης των τροχών των οχημάτων, αλλά
και των παπουτσιών των επισκεπτών κατά την είσοδο τους, με ειδικές
απλές αβαθείς κατά περίπτωση κατασκευές, μέσα στις οποίες θα
τοποθετείται κατάλληλο για το σκοπό αυτό απολυμαντικό.
3. Η διάταξη των βοηθητικών κτιρίων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε
διαφορετικό τρόπο επιθυμεί ο κτηνοτρόφος και που ταιριάζει καλύτερα
στη επιλεγόμενη έκταση, αρκεί να εξασφαλίζει τους παραπάνω
προληπτικούς σκοπούς διαφύλαξης της υγείας των ζώων.

62
Γενικά τα υλικά κατασκευής των βοηθητικών χώρων μπορεί να είναι τα
συνήθη υλικά (τούβλα, άμμος, τσιμέντο). Το γραφείο πρέπει να είναι
διαμπερές για να έχει τη δυνατότητα ο κτηνοτρόφος να παρακολουθεί όλους
τους χώρους. Γενικά όλοι οι βοηθητικοί χώροι πρέπει να εξασφαλίζουν καλό
αερισμό και να έχουν καλή μόνωση για την αποφυγή της υγρασίας.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην κατασκευή του αρμεκτηρίου,


αλλά και της αίθουσας συλλογής γάλακτος. Οι χώροι αυτοί πρέπει να έχουν
την κατάλληλη εσωτερική κατασκευή και να φέρουν την κατάλληλη εσωτερική
επένδυση από πλακάκια.

4.3.2.3 Προσανατολισμός και κατασκευή του στάβλου.

4.3.2.3.1 Γενικά

Για τις περισσότερες από τις πεδινές, ορεινές και ημιορεινές περιοχές
της χώρας με το τυπικό μεσογειακό κλίμα, η κατασκευή του στάβλου ζώων
γαλακτοπαραγωγής και ιδιαίτερα ζώων καλά προσαρμοσμένων στο
περιβάλλον αυτό, όπως απαιτεί η βιολογική κτηνοτροφία, πρέπει να γίνεται με
απλά υλικά (ξύλο, τούβλο) και με κύριο σκοπό την προστασία των ζώων από
τις υψηλές παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες.
Ο στάβλος επιπλέον πρέπει να είναι άνετος, σύμφωνα με τις οδηγίες
του κανονισμού 1804/1999, να δίνει τη δυνατότητα ευχερούς πρόσβασης
στους χώρους άσκησης και βοσκής, να διευκολύνει τη κίνηση των ζώων, να
διευκολύνει τις εργασίες των εργαζομένων, να εξασφαλίζει άριστο περιβάλλον
διαβίωσης στα ζώα και να έχει τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής
απολύμανσης.
Η εξασφάλιση του άριστου περιβάλλοντος διαβίωσης στο στάβλο,
φαίνεται ότι πρέπει να είναι ο σημαντικότερος από τους στόχους της καλής
κατασκευής στη βιολογική κτηνοτροφία, χωρίς σε καμία περίπτωση να
υποβαθμίζεται και η σημασία των υπολοίπων. Όταν λέμε άριστο περιβάλλον
διαβίωσης των ζώων, εννοούμε ένα περιβάλλον ευήλιο, κατάλληλα
αεριζόμενο, χωρίς υγρασία και δυσάρεστες οσμές, που δεν εγκυμονεί
κινδύνους μετάδοσης ασθενειών στα ζώα.

63
Ένα τέτοιο περιβάλλον εξασφαλίζει η κατασκευή και ο
προσανατολισμός του στάβλου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιοποιεί κυρίως
τις ευεργετικές επιδράσεις της ηλιακής ακτινοβολίας, αλλά και τις ευεργετικές
επιδράσεις του σωστού αερισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα βάθη των
αιώνων οι έμπειροι κτηνοτρόφοι επέλεγαν ευήλιες και στεγνές περιοχές για
την κατασκευή των μαντριών τους. Τέλος έμφαση πρέπει να δοθεί και στη
κατασκευή του δαπέδου, που αποτελεί το μέρος του στάβλου, που έρχεται σε
μεγαλύτερη επαφή με το σώμα του ζώου.
Η ευεργετική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας έχει πολλαπλή
σημασία:
1. Θεωρείται απαραίτητη για τη μετατροπή κάτω από το δέρμα της
προβιταμίνης σε ενεργό βιταμίνη D, που είναι πολύ σημαντική για
την χρησιμοποίηση του ασβεστίου και του φωσφόρου, την
ανάπτυξη των οστών και γενικότερα την ανάπτυξη του σώματος. Η
μετατροπή αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία για όλους τους ζωικούς
οργανισμούς και ιδιαίτερα για τους αναπτυσσόμενους οργανισμούς,
εάν αναλογισθούμε ότι η βιταμίνη αυτή καταναλώνεται κυρίως με τη
μορφή προβιταμίνης.
2. Θεωρείται πολύ σημαντική λόγω της ισχυρής αντιμικροβιοκτόνου
και αντιπαρασιτικής δράσης της. Είναι γνωστή η ευαισθησία πολλών
παθογόνων μικροοργανισμών στην απευθείας έκθεση τους στις
υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου.
3. Θεωρείται αποφασιστικής σημασίας παράγοντας περιορισμού της
υγρασίας από το δάπεδο του στάβλου, γεγονός που έχει ιδιαίτερη
σημασία εάν αναλογισθούμε ότι η υγρασία αυτή είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για την επιβίωση των μικροοργανισμών.
4. Θεωρείται σημαντική και φθηνή φυσική πηγή θερμότητας, που
μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες θέρμανσης, που
αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης του κόστους
παραγωγής για πολλές κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
5. Είναι γνωστή η επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας στη δημιουργία
ενός ευχάριστου, υγιεινού περιβάλλοντος, ακόμη και αρκετή ώρα
μετά την επίδραση της. Άλλωστε, η ηλιακή ακτινοβολία είναι ένα

64
από τα πλεονεκτήματα της χώρας μας και η εκμετάλλευση της
συνάδει άριστα με το πνεύμα της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Παράλληλα με τη σημαντική συμβολή της ηλιακής ακτινοβολίας,
ουσιαστική πρέπει να είναι και η συμβολή του κατάλληλου αερισμού. Ο
κατάλληλος αερισμός στο στάβλο πρέπει να παρέχεται κατά τέτοιο τρόπο,
ώστε να αποφεύγονται τα ισχυρά ρεύματα αέρα, προς τα οποία είναι πολύ
ευαίσθητα τα περισσότερα από τα εκτρεφόμενα αγροτικά ζώα και ιδιαίτερα
τα ζώα γαλακτοπαραγωγής, αλλά να είναι και επαρκής και να εξασφαλίζει
την απομάκρυνση των δυσάρεστων οσμών και της υγρασίας.
Οι δυσάρεστες οσμές, που προέρχονται κυρίως από τα εκκρίματα
των ζώων είναι δυνατό να δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά δυσάρεστο
περιβάλλον διαβίωσης στο στάβλο, ιδιαίτερα σε ορισμένες εποχές του
έτους στις οποίες τα ζώα είναι υποχρεωμένα να παραμένουν έγκλειστα
λόγω αντίξοων καιρικών συνθηκών. Η κατάσταση επιδεινώνεται εξαιρετικά
σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές σχετικής υγρασίας που επίσης
παρατηρούνται συχνά τις περιόδους αυτές.
Οι επιπτώσεις αναφέρονται κυρίως στον ερεθισμό των βλεννογόνων
των ζώων, στον παρατεταμένο εκνευρισμό τους και κυρίως στην «έξαψη»
των ασθενειών που παρατηρούνται τις περιόδους αυτές. Είναι ενδεικτικό
ότι μεγάλο μέρος των μαστίτιδων και των ποδοδερματίτιδων στις αγελάδες
γαλακτοπαραγωγής στην πράξη, εμφανίζονται κατά τις περιόδους αυτές,
που τα ζώα είναι υποχρεωμένα να παραμένουν έγκλειστα στο στάβλο ή
κάτω από το υπόστεγο.
Σημαντική σημασία έχει επίσης για το στάβλο η κατασκευή του
δαπέδου. Του χώρου δηλαδή, που τα ζώα θα κατακλιθούν για την
διανυκτέρευση, την ξεκούραση και τον μηρυκασμό, προκειμένου για
μηρυκαστικά. Το δάπεδο στο καλό στάβλο πρέπει να έχει τη μικρότερη
δυνατή υγρασία, να είναι καθαρό και υγιεινό και να μην δημιουργεί
προβλήματα στην υγιεινή λειτουργία του μαστού.

4.3.2.3.2 Λεπτομέρειες κατασκευής και προσανατολισμός του στάβλου.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα, αντικειμενικός


σκοπός κατά την κατασκευή του στάβλου πρέπει να είναι η αξιοποίηση με τον

65
καλύτερο τρόπο της ηλιακής ακτινοβολίας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του
χειμώνα, όταν οι θερμοκρασίες του περιβάλλοντος είναι χαμηλές και οι τιμές
της σχετικής υγρασίας υψηλές.
Εξάλλου, η περίοδο του χειμώνα είναι η περίοδος που λαμβάνει χώρα
το μεγαλύτερο μέρος των τοκετών των αιγοπροβάτων και της ανάπτυξης των
νεογέννητων αμνοεριφίων, τα οποία σύμφωνα με την κτηνοτροφική
παράδοση της χώρας χωρίς την επίδραση του ήλιου δεν μπορούν να
μεγαλώσουν σωστά.
Έτσι, με βάση τα δεδομένα αυτά ο κεντρικός άξονας του στάβλου θα
πρέπει να έχει προσανατολισμό από Βορρά προς Νότο. Αυτό σημαίνει ότι οι
πλευρικές επιφάνειες του στάβλου θα εκτίθενται στις ακτίνες του ηλίου τόσο
τις πρωινές όσο και τις απογευματινές ώρες (Σχήμα 2).

Σχήμα 2. Προσανατολισμός στάβλου στη βιολογική κτηνοτροφία

- -
- -
- -
Δ Α
- -
- -
- -
¤ ¤

66
Παράλληλα με τη διάταξη αυτή αποφεύγονται στις περισσότερες
περιπτώσεις και οι ισχυροί Βόρειοι άνεμοι, που συνήθως επικρατούν σε
πολλές περιοχές της χώρας.
Για να διευκολύνουμε περαιτέρω την ευχερέστερη είσοδο της ηλιακής
ακτινοβολίας, αλλά και να επιτύχουμε καλύτερο αερισμό στο στάβλο,
μπορούμε να τον σχεδιάσουμε ως εξής:
1. Αφήνουμε την μία από τις δύο μεγάλες πλευρές του στάβλου τελείως
ανοιχτή, ή ανοιχτή με ένα χαμηλό μόνο τοιχίο ύψους περίπου 1 έως 1,5
μέτρου. Σε όλη την περίοδο του έτους η πλευρά αυτή παραμένει ως
έχει, εκτός από ορισμένες πολύ υγρές ή πολύ κρύες ημέρες, στη
διάρκεια των οποίων τα ανοίγματα μπορούν να καλυφθούν για την
προστασία των ζώων από ανεμοκουρτίνες.
2. Επιλέγουμε μικρό πλάτος κατασκευής, δέκα το πολύ μέτρων, ακόμη
και στην περίπτωση των μεγάλων μηρυκαστικών, έτσι ώστε να
διευκολύνεται η είσοδος των ηλιακών ακτίνων σε όλα τα σημεία του
στάβλου. Σημεία μέσα στο στάβλο που δεν δέχονται τις ηλιακές
ακτίνες, παραμένουν κατά κανόνα υγρά και πιθανές εστίες μικροβίων.
3. Επιλέγουμε μονόρυχτη οροφή, το μεγαλύτερο ύψος της οποίας να
συμπίπτει με την ανοιχτή πλευρά του στάβλου. Με τον τρόπο αυτό
διευκολύνουμε ακόμη περισσότερο την είσοδο της ηλιακής
ακτινοβολίας στο χώρο του στάβλου.
Γενικά η προτεινόμενη κατασκευή του στάβλου φαίνεται στο Σχήμα 3.

Σχήμα 3. Λεπτομέρειες στάβλου

(κλίση οροφής 20%)


0,5μ

2,5- 3 μ
1-1,5 μ
(κλίση δαπέδου 1%)

Πλάτος στάβλου 8-10 μ

67
Τα μικρά παράθυρα της άλλης μεγάλης πλευράς του στάβλου, που
βρίσκονται σύμφωνα με το σχήμα 3, στη βάση της οροφής, πρέπει να
παραμένουν ανοιχτά σε όλη εάν είναι δυνατόν την διάρκεια του έτους.
Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις θεομηνιών, ιδιαίτερα για τις βόρειες και
ορεινές περιοχές της χώρας, για όλα τα παράθυρα ή μέρος αυτών θα πρέπει
να υπάρχει η δυνατότητα να κλείνουν.
Εκτός από την διευκόλυνση εισόδου της ηλιακής ακτινοβολίας η
προτεινόμενη κατασκευή, εξασφαλίζει άριστο σύστημα εξαερισμού, αρκετά
υψηλότερα από το ύψος των ζώων έτσι ώστε να αποφεύγονται τα ρεύματα
αέρα. Ακόμη η μονόριχτη οροφή, στις περιόδους που τα ζώα παραμένουν
έγκλειστα, βοηθάει στην απομάκρυνση προς τα έξω της υγροποιούμενης
υγρασίας στην εσωτερική της επιφάνεια, λόγω της κλίσης που παρουσιάζει.

4.4 Βοσκότοποι.

4.4.1 Γενικά.

Οι βοσκότοποι αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παράγοντα για την


επιτυχημένη εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας. Ωστόσο, οι ελληνικοί
βοσκότοποι χαρακτηρίζονται ως υποβαθμισμένοι, κυρίως λόγω της κακής
διαχείρισης, αλλά και της έλλειψης ουσιαστικών έργων υποδομής.
Συνεπώς, για την προώθηση της βιολογικής κτηνοτροφίας χρειάζεται
να μεριμνήσουμε έτσι ώστε παράλληλα με τη βελτίωση των συνθηκών
διαβίωσης των ζώων στο στάβλο και την προσπάθεια βελτίωσης των
παραγωγικών τους ιδιοτήτων, να πετύχουμε και την βελτίωση των
βοσκοτόπων. Για το σκοπό αυτό υπάρχουν πολύτιμα συμπεράσματα και
πολυάριθμες προτάσεις από έγκριτους επιστήμονες και φορείς, περιληπτική
ανασκόπηση των οποίων θα επιδιώξουμε στα πλαίσια του παρόντος
εγχειριδίου.

4.4.2 Βελτίωση στα πρινολίβαδα ή πουρναρολίβαδα.

Τα πουρναρολίβαδα ή πρινολίβαδα, είναι θαμνολίβαδα και οφείλουν το


όνομα τους στο κυρίαρχο σε αυτά είδος θάμνου, που είναι το πουρνάρι.

68
Πουρναρολίβαδα είναι τα περισσότερα ορεινά και ημιορεινά θαμνολίβαδα της
χώρας που αναπτύχθηκαν κυρίως σε επικλινείς, άγονες και αβαθείς εκτάσεις,
όσες δηλαδή απέμειναν ακόμη μετά τη μετατροπή των γόνιμων εκτάσεων σε
καλλιεργούμενες.
Από τα αγροτικά ζώα, εκείνο που προτιμάει την βοσκή σε πρινολίβαδα
είναι η εγχώρια αίγα. Μάλιστα η βόσκηση από την αίγα των εκτάσεων αυτών
επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η βοσκήσιμη ύλη που παράγεται
από τα πρινολίβαδα δεν είναι ομοιόμορφη ποιοτικά και ποσοτικά σε όλη τη
διάρκεια του έτους. Νωρίς την άνοιξη και το φθινόπωρο, ιδιαίτερα μετά από
βροχοπτώσεις η βοσκήσιμη ύλη είναι περισσότερη, τρυφερότερη και με
μεγαλύτερη θρεπτική αξία, λόγω της υψηλότερης περιεκτικότητας σε
πρωτεΐνη και άλλες εύπεπτες θρεπτικές ουσίες.
Αντίθετα, το καλοκαίρι λόγω της συνήθους ανομβρίας και των υψηλών
θερμοκρασιών, η θρεπτική αξία της βοσκήσιμης ύλης είναι μικρότερη για τη
διατροφή της αίγας, λόγω του υψηλού βαθμού λιγνινοποίησης της και της
χαμηλότερης γενικά περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και εύπεπτες θρεπτικές
ουσίες. Οι περίοδοι αναγέννησης της βλάστησης του πουρναριού, δηλαδή η
άνοιξη και το φθινόπωρο, συμπίπτουν με την περίοδο γαλακτοπαραγωγής
των αιγών και το μέσο περίπου της περιόδου αναπαραγωγής ή το μέσο και το
τέλος της περιόδου κυοφορίας, αντίστοιχα. Έτσι ένα μέρος της βλάστησης
αυτής, χρησιμοποιείται επωφελώς σε κρίσιμες παραγωγικές περιόδους της
αίγας, για να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των θρεπτικών και ενεργειακών
αναγκών της.
Οι περίοδοι της περιορισμένης ποιοτικά και ποσοτικά παραγωγής
βοσκήσιμης ύλης, δηλαδή ο χειμώνας και το καλοκαίρι, συμπίπτουν με τις
κρίσιμες περιόδους της έναρξης της γαλακτοπαραγωγής και της έναρξης της
περιόδου των οχειών, αντίστοιχα. Έτσι για την κάλυψη των αυξημένων
αναγκών των αιγών το χειμώνα, μικρό ή ανύπαρκτο μέρος των οποίων
καλύπτει με τη βόσκηση στα πρινολίβαδα η αίγα, ο κτηνοτρόφος κατά κανόνα
χορηγεί συμπληρωματικές ζωοτροφές, τις οποίες συνήθως αγοράζει από το
εμπόριο.
Εάν οι συμπληρωματικές αυτές ποσότητες τροφής δεν επαρκούν για
να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες των αιγών, παρατηρούνται φαινόμενα

69
υπερβόσκησης των πρινολίβαδων, που είναι ιδιαίτερα εμφανή στις
περισσότερες περιοχές εκτροφής των αιγών.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα λόγω έλλειψης έργων υποδομής
(γεφύρια, καταφύγια), πολλές μακρινές ιδιαίτερα περιοχές πρινολίβαδων
απομονώνονται και δεν υπάρχει η δυνατότητα βόσκησης των αιγών σε αυτές.
Η απομόνωση αυτή διατηρείται σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι αργά την
άνοιξη και οδηγεί επίσης σε υποβάθμιση, αυτή τη φορά λόγω υποβόσκησης.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι γενικά η παραγωγικότητα των
ελληνικών πρινολίβαδων θεωρείται πολύ χαμηλή, χαμηλότερη από την
αντίστοιχη των περισσοτέρων μεσογειακών χωρών, φθάνοντας τα 60-70kg
ΞΟ/ στρέμμα. Έτσι μια αίγα με σωματικό βάρος 50 περίπου κιλών, που
χρειάζεται περίπου 1,3-1,5kg ξερής τροφής την ημέρα (3% του σωματικού της
βάρους), εφόσον θεωρήσουμε ότι δεν καταναλώνει άλλη συμπληρωματική
τροφή, να χρειάζεται από μόνη της 8-9 στρέμματα πρινολίβαδου το χρόνο για
να καλύψει όλες τις ανάγκες της, αποδίδοντας τελικά 13kg περίπου γάλα και
λιγότερο από 1kg κρέας εριφίου ανά στρέμμα.
Σύμφωνα με έγκριτους επιστήμονες η παραγωγικότητα των ελληνικών
πρινολίβαδων μπορεί να αυξηθεί, μέχρι και να διπλασιασθεί ή και να
τριπλασιασθεί, με την εφαρμογή των κατάλληλων επεμβάσεων. Στις
επεμβάσεις αυτές μπορούν να συμπεριληφθούν:
1. Εφαρμογή κατάλληλων έργων υποδομής (δρόμοι, γεφύρια,
καταφύγια) έτσι ώστε να υπάρχει δυνατότητα εύκολης πρόσβασης σε
όλες τις εκτάσεις βοσκής, όλες τις εποχές του έτους.
2. Στις υποβαθμισμένες λόγω υποβόσκησης εκτάσεις, όπου έχουν
δημιουργηθεί αξεπέραστες συστάδες θάμνων με μεγάλο ύψος,
διάνοιξη διαδρόμων και αποκορύφωση των πουρναριών, σε ύψος
που μπορεί να φθάνει τα 20 εκατ. από την επιφάνεια του εδάφους.
Έτσι θα υπάρχει η δυνατότητα άνετης κυκλοφορίας των αιγών μέσα
στις εκτάσεις αυτές, αλλά και η παραγόμενη βοσκήσιμη ύλη θα είναι
προσβάσιμη, τρυφερή και περισσότερο θρεπτική.
3. Εντοπισμός και καταστροφή (με χημικά μέσα, με τοπική φωτιά, με
εκρίζωση κ.α.) των ανεπιθύμητων θάμνων, η ανάπτυξη και η
εξάπλωση των οποίων είναι υπερβολική ιδιαίτερα στις υπέρ-
βοσκημένες εκτάσεις, γιατί την βοσκήσιμη ύλη τους δεν την βόσκουν

70
ή τη βόσκουν ελάχιστα οι αίγες. Μεταξύ των θάμνων αυτών
συμπεριλαμβάνονται κυρίως ανεπιθύμητοι τύποι πουρναριού με
υπερβολικά μικρά ελάσματα φύλλων και πολλά και μεγάλα αγκάθια
περιμετρικά του φύλλου. Σύμφωνα με τις απόψεις επιφανούς
δασολόγου τα πουρνάρια δεν ανήκουν όλα στον ίδιο τύπο. Έχουν
εντοπισθεί τουλάχιστον 7 διαφορετικοί τύποι πουρναριών, τα οποία
δεν έχουν την ίδια προτίμηση από τα ζώα. Γενικά οι αίγες προτιμούν
τα πουρνάρια με μεγάλο έλασμα φύλλων και λίγα ή καθόλου αγκάθια
στην περιφέρεια του φύλου.
4. Εμπλουτισμός των πρινολίβαδων και με άλλους επιθυμητούς και με
υψηλή θρεπτική αξία θάμνους ή δέντρα. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη
σημασία έχει η ψευδακακία, γιατί αφενός μεν παράγει άφθονη και
άριστης ποιότητας με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη βοσκήσιμη
ύλη για τις αίγες, αλλά και γιατί η προσφερόμενη αυτή ποσότητα
βοσκήσιμης ύλης παράγεται κατά την εαρινή και θερινή περίοδο του
έτους, όταν η ποιοτική και ποσοτική παραγωγή της βοσκήσιμης ύλης
του πουρναριού είναι περιορισμένη. Το φύλλωμα της ψευδοακακίας
και κυρίως ο πράσινος φλοιός της περιέχει τοξικές ουσίες
(τοξαλβουμίνες) για τον άνθρωπο και για τα περισσότερα αγροτικά
ζώα, αλλά όχι για τις αίγες ανεξαρτήτου ηλικίας, ο οργανισμός των
οποίων διαθέτει τους απαραίτητους βιοχημικούς μηχανισμούς για την
εξουδετέρωση τους.
5. Ορισμένες εκτάσεις (ελάχιστες) πρινολίβαδων, με μικρή κλίση,
μεγάλο βάθος και καλή σχετικά γονιμότητα, που έχουν μικρή
επιφάνεια και εμφανίζονται συνήθως διάσπαρτες, μπορεί να
αναχθούν από πρινολίβαδα σε ποολίβαδα. Η αναγωγή αυτή
προϋποθέτει το ξερίζωμα των πουρναριών από τις εκτάσεις αυτές και
τη σπορά μίγματος επιθυμητών ποωδών συνήθως πολυετών φυτών,
αγρωστωδών και ψυχανθών, μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνονται το λόλιο (lolium perene), το τριφύλλι (trifolium
repens), η μηδική (medicago sativa), η δακτυλίδα (dasctylis
glomerata) κ.α.
6. Τη συστηματική καταπολέμηση φυσικών εχθρών του πουρναριού με
βιολογικό τρόπο, που σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν σχεδόν

71
καθολική καταστροφή της φυτικής κώμης, σε αρκετά μεγάλη αλλά
κατά κανόνα περιορισμένη συνήθως έκταση. Πρόκειται περί εντόμων,
με περιοδική και επαναλαμβανόμενη εμφάνιση (κάθε 3-4 χρόνια), οι
κάμπιες των οποίων σε τεράστιους αριθμούς κατατρώγουν κάθε
πράσινο μέρος του πουρναριού. Φυσικός εχθρός των επιβλαβών
αυτών εντόμων είναι ορισμένα άλλα έντομα αρπακτικά, όπως π.χ. η
χρυσόμιγα, η αντανακλαστική εμφάνιση της οποίας ως αντίδρασης
του τοπικού οικοσυστήματος, γίνεται συνήθως με καθυστέρηση και
όταν το μεγαλύτερο μέρος της καταστροφής έχει επέλθει.

Πέρα από τη σπουδαιότητα των ενεργειών αυτών, η εφαρμογή των


οποίων απαιτείται να γίνεται πάντα μετά από τη σχετική έγκριση των
αρμοδίων δασικών υπηρεσιών της χώρας, τη μεγαλύτερη σημασία έχει η
σωστή διαχείριση, άλλως πολύ σύντομα πρέπει να αναμένεται η επαναφορά
στην ανεπιθύμητη υποβάθμιση.

Κύριος παράγοντας της διαχείρισης είναι ο ίδιος ο κτηνοτρόφος, ο


οποίος πρέπει να αισθάνεται συμμέτοχος για την προστασία του ευαίσθητου
δασικού περιβάλλοντος και όχι εχθρός και αντίπαλος. Σε αντίθετη περίπτωση
οι ενέργειες του, ίσως είναι ανεπιθύμητες και μη προβλέψιμες.

4.4.3 Βελτίωση στα ποολίβαδα.

Τα ποολίβαδα αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών


φυσικών βοσκοτόπων και βρίσκονται κυρίως σε ορεινές κατά κανόνα
απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Πολύ μικρές εκτάσεις από φυσικά
ποολίβαδα υπάρχουν διαθέσιμες γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, γιατί το
μεγαλύτερο μέρος αυτών μετατράπηκε σε καλλιεργούμενες εκτάσεις.

Οι εκτάσεις γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, που χαρακτηρίζονται


από τις δασικές υπηρεσίες ως βοσκές ή βοσκότοποι, βρίσκονται συνήθως
στις παρυφές ή στις πλαγιές λόφων, συνήθως νεροκρατούν για μια μεγάλη

72
περίοδο του έτους και χαρακτηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος, ως
προβληματικές λόγω υψηλής στάθμης υπόγειου ύδατος και αλατούχες.

Φυσικά ποολίβαδα επίσης υπάρχουν σε χαρακτηριζόμενες και


προστατευόμενες από διεθνείς οργανισμούς υγρότοπους, όπως π.χ. στο
Δέλτα των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Λουδία. Μεγάλο μέρος των
ποολίβαδων αυτών μετατράπηκε λόγω της κακής διαχείρισης σε θαμνολίβαδο,
με κυρίαρχο είδος διάφορους ανθεκτικούς στην αλλατότητα του εδάφους
θάμνους.

Τα εδάφη των προστατευόμενων υγροτόπων, ενδείκνυνται άριστα για


την εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας, γιατί μόνο δια μέσου της
εφαρμογής αυτής είναι δυνατόν να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα του ευαίσθητου
στις περιπτώσεις αυτές περιβάλλοντος. Η άποψη αυτή μπορεί να ενισχυθεί,
εάν αναλογισθούμε ότι στις περιοχές αυτές συνήθως εκτρέφονται με
ανεξέλεγκτο τρόπο αγροτικά ζώα (πρόβατα, βοοειδή, άλογα), τα οποία
εμφανίζουν άριστες ικανότητες προσαρμογής και ανήκουν κατά ένα βαθμό σε
εγχώριους πληθυσμούς ζώων (νεροβούβαλος, βραχυκερατικός τύπος
βοοειδών κ.α.).
Γενικά τα ποολίβαδα της χώρας, όπως και τα πουρναρολίβαδα
θεωρούνται υποβαθμισμένα γιατί ορισμένα από αυτά (τα λιγότερα), κυρίως
εκείνα που βρίσκονται γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα υπερβόσκονται,
ενώ τα περισσότερα υποβόσκονται.

Η ανάνηψη των υποβαθμισμένων λόγω υπερβόσκησης ποολίβαδων,


γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, μπορεί να γίνει με την εφαρμογή μέτρων,
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται:
1. Η καταστροφή των ανεπιθύμητων φυτών, η οποία στις περισσότερες
περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολη (π.χ. γερμανός). Για το σκοπό αυτό
μπορούμε να εφαρμόσουμε βαθιά οργώματα, τα οποία μεταξύ άλλων
μπορούν να καταστρέψουν ανεπιθύμητους υπεδάφιους ορίζοντες
αλάτων, που συνήθως σχηματίζονται στις εκτάσεις αυτές.
2. Η εξυγίανση των παθογενών εδαφών, όταν και εφόσον ενδείκνυται.
3. Η σπορά μίγματος ποωδών φυτών, ψυχανθών και αγρωστωδών,
αναλόγως των ζώων που πρόκειται να βοσκήσουν. Τα αγροτικά ζώα

73
εμφανίζουν διαφορετική προτίμηση στα φυτά και ακόμη έχουν
διαφορετικό τρόπο βόσκησης. Έτσι το πρόβατο «ξυρίζει» τη
βλάστηση, κόπτοντας την χαμηλά σχεδόν στη βάση, η αγελάδα
εξασφαλίζει το βλωμό της με τη γλώσσα, ενώ η αίγα είναι
περισσότερο επιλεκτική και προτιμά τις τρυφερές και πράσινες
κορυφές.
4. Σπορά μίγματος φυτών μπορεί να γίνει και σε υποβαθμισμένα
ποολίβαδα, χωρίς προηγούμενη ή με ελάχιστη κατεργασία, εφόσον
θέλουμε την ενίσχυση της παρουσίας ορισμένων επιθυμητών φυτών,
ο πληθυσμός των οποίων περιορίσθηκε σημαντικά ή έχει πλήρως
εκλείψει.
5. Η εφαρμογή λίπανσης μπορεί να συνεισφέρει με ορισμένες
προϋποθέσεις στην παραγωγικότητα των ποολίβαδων. Οι
προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:
 Να μην υπάρχει υποβάθμιση λόγω υπερβόσκησης στο
ποολίβαδο, που σημαίνει την επικράτηση σε αυτό των
ανεπιθύμητων φυτών και τον περιορισμό ή την πλήρη εξαφάνιση
των επιθυμητών. Στην περίπτωση αυτή η λίπανση θα ευνοήσει
ακόμη περισσότερο τα ανεπιθύμητα φυτά και θα συμβάλλει στη
περαιτέρω υποβάθμιση του βοσκότοπου.
 Η εφαρμογή της λίπανσης θα πρέπει να γίνει στον κατάλληλο
χρόνο, στην κατάλληλη ποσότητα και με την κατάλληλη σύνθεση.
Σε αντίθετη περίπτωση η λίπανση μπορεί να αποβεί από εντελώς
ανώφελη έως επιζήμια.
Για την βελτίωση των απομακρυσμένων συνήθως ορεινών
ποολίβαδων, που επίσης θεωρούνται υποβαθμισμένα γιατί βοσκούνται
ελάχιστα ή δεν βοσκούνται καθόλου, τα προτεινόμενα μέτρα πρέπει να
περιλαμβάνουν:

1. Σχεδιασμός και εφαρμογή έργων υποδομής (δρόμοι, γεφύρια,


καταφύγια), που να επιτρέπουν και να διευκολύνουν την
προσέγγιση των κοπαδιών σε όλη τη διάρκεια ή για ορισμένες
εποχές του έτους. Βέβαια τα περισσότερα από τα ποολίβαδα αυτά
βρίσκονται στα όρια δημοτικών διαμερισμάτων που εμφανίζουν

74
σημεία εγκατάλειψης και ελάχιστη ή ανύπαρκτη κτηνοτροφική
δραστηριότητα. Πολλές από τις περιοχές αυτές στο μόλις
πρόσφατο παρελθόν έσφυζαν από ζωή και η κτηνοτροφική
δραστηριότητα αποτελούσε τη κυριότερη επαγγελματική
ενασχόληση.
2. Μέρος αυτών μπορεί να μετατραπεί σε κοφτολίβαδα, με την
προϋπόθεση ότι η ενέργεια αυτή έχει και τα ανάλογα οικονομικά
ερείσματα.
3. Με την εφαρμογή μεθόδων βιολογικής εκτροφής βοοειδών και
αιγοπροβάτων εγχώριων ή και βελτιωμένων αλλά καλά
προσαρμοσμένων φυλών ή τύπων αγροτικών ζώων. Έτσι θα
εξασφαλισθεί καθεστώς μόνιμης βόσκησης και η αξιοποίηση
πολύτιμων φυσικών πηγών της χώρας. Για καλύτερα
αποτελέσματα η εφαρμογή της βιολογικής κτηνοτροφίας θα
πρέπει να συνδυασθεί με τα σχετικά προγράμματα
αγροτοτουρισμού.
Όπως στην περίπτωση των πρινολίβαδων έτσι και για την περίπτωση
των ποολίβαδων, πέραν των εφαρμοζόμενων μέτρων βελτίωσης, τον
κυρίαρχο ρόλο ασκεί περαιτέρω η σωστή διαχείριση. Για τη βιολογική
κτηνοτροφία ο ρόλος του κτηνοτρόφου για την εξασφάλιση της σωστής
διαχείρισης θα πρέπει να είναι κυρίαρχος.

4.4.3 Εξυγίανση των βοσκοτόπων.

Η παρατεταμένη διαβίωση των αγροτικών ζώων στους βοσκοτόπους


και ο εφαρμοζόμενος τρόπος βοσκής όλων των εκτάσεων από όλα τα
κοπάδια, είχε μεταξύ άλλων και ως αποτέλεσμα την μόλυνση τους με
ασθένειες και παράσιτα, η παρουσία των οποίων επιβαρύνει σημαντικά την
υγεία και την παραγωγικότητα των ζώων και σε τελευταία ανάλυση την
οικονομική λειτουργία των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Έτσι, είναι συνηθισμένο φαινόμενο η περιοδική εμφάνιση
μολυσματικών ασθενειών από κοπάδι σε κοπάδι, όπως είναι συνηθισμένο

75
φαινόμενο η παρουσία των παρασίτων (ενδο- και εκτο-παρασίτων) σε όλα τα
ζώα, ιδιαίτερα σε ορισμένες εποχές του έτους (άνοιξη- φθινόπωρο).
Οι μολυσματικές ασθένειες, πολλές από τις οποίες εμφανίζουν υψηλό
ποσοστό θνησιμότητας, καταβάλλουν τα ζώα και μειώνουν ή και εκμηδενίζουν
τις αποδόσεις τους κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Αρκετές δε από αυτές
προσβάλλουν και τον άνθρωπο. Είναι οι γνωστές ζωοανθρωπονόσοι (π.χ.
μελιταίος πυρετός, άνθρακας), από τις οποίες δυστυχώς προσβάλλονται
πολλοί κτηνοτρόφοι και κτηνίατροι.
Είναι ενδεικτικό ότι κάθε κοπάδι, έχει υψηλό ποσοστό πιθανότητας να
προσβληθεί από μια τέτοια ασθένεια τουλάχιστο κάθε 4-6 χρόνια και να
απολέσει, ανάλογα με την ασθένεια, το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της
παραγωγής του. Τα παράσιτα αποτελούν επίσης σοβαρή απειλή και οι
βοσκές, όπως και οι χώροι γύρω από τα μαντριά και μέσα σε αυτά, σύμφωνα
με την άποψη επιφανούς επιστήμονα «βρίθουν» από την παρουσία τους. Τα
παράσιτα εξαντλούν τον οργανισμό του ζώου, μειώνουν την παραγωγικότητα
του και σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν και το θάνατο (π.χ. νεαρά ζώα).
Ακόμη ορισμένα παράσιτα διευκολύνουν τη μετάδοση επικίνδυνων
ασθενειών, ως ενδιάμεσοι ξενιστές. Για παράδειγμα η πυροπλάσμωση,
επικίνδυνη ασθένεια των αιγοπροβάτων μεταδίδεται δια μέσου ειδικής
κατηγορίας «τσιμπουριού».
Η καταπολέμηση ασθενειών κα παρασίτων συνεπώς έχει ιδιαίτερη
σημασία για τη βιολογική κτηνοτροφία, όπου απαγορεύεται ρητώς η
χρησιμοποίηση αλλοπαθητικών φαρμάκων και η πρόληψη έχει ιδιαίτερη
σημασία. Η καταπολέμηση αυτή μπορεί να γίνει μόνο από τις κτηνιατρικές
υπηρεσίες της χώρας, που φαίνεται ότι διαθέτουν τις γνώσεις αλλά υστερούν
σε κατάλληλο προσωπικό και εξοπλισμό, με το σχεδιασμό και την εφαρμογή
προγραμμάτων εξάλειψης εθνικής εμβέλειας, που συνάγουν με το πνεύμα του
κανονισμού της ΕΕ (1804/1999).
Για την καταπολέμηση των εκτοπαρασίτων θα μπορούσε επίσης να
συμβάλλει η κατασκευή αντιπαρασιτικών λουτρών και η εφαρμογή πρακτικών
όπως η επιφανειακή αναστροφή (μέχρι 10 εκατ.) του εδάφους στα εσωτερικά
προαύλια των μαντριών και η ανάμειξη φωσφορικού λιπάσματος, που
φαίνεται ότι έχει καλά αποτελέσματα στην εξόντωση των ενδιάμεσων μορφών
(νύμφες) ζωής των παρασίτων. Σημαντική θεωρείται η συμβολή του

76
κτηνοτρόφου στην μετάδοση των ασθενειών, με την εφαρμογή υγιεινής ταφής
των πτωμάτων, την ταχύτερη δυνατή απομόνωση των ύποπτων και
ασθενούντων ζώων και της εξασφάλισης της άριστης υγείας των ποιμενικών
σκύλων.
Οι δημόσιες δασικές και γεωργικές υπηρεσίες θα μπορούσαν να
συνδράμουν με την απομόνωση των ύποπτων για ασθένειες βοσκοτόπων, ή
με το να επιτρέπουν μόνο τη βόσκηση από κατηγορίες ζώων που δεν
προσβάλλονται από την ασθένεια κ.α.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

5.1 Γενικά

Το σύστημα πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων περιλαμβάνει 3


επίπεδα ενεργειών. Στην κορυφή της πυραμίδας υπάρχει ο φορέας
διαπίστευσης το Εθνικό Συμβούλιο Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ), το οποίο
οργανώνεται σύμφωνα με το πρότυπο της σειράς ΕΝ45000, αρχή του οποίου
είναι «η αποδοχή των πιστοποιητικών συστημάτων διασφάλισης ποιότητας,
κυρίως όταν αυτά αναφέρονται σε προϊόντα όπως τα βιολογικά, αποτελεί η
ποιότητα και η αξιοπιστία του οργανισμού πιστοποίησης, ο οποίος έχει
χορηγήσει τα πιστοποιητικά αυτά».
Το ΕΣΥΔ χορηγεί πιστοποιητικά διαπίστευσης σε φορείς
πιστοποίησης, φορείς ελέγχου, εργαστήρια δοκιμών και εργαστήρια
διακρίβωσης, που έχουν την έδρα τους ή τα υποκαταστήματα τους στην
Ελλάδα. Το ΕΣΥΔ υποστηρίζεται στο έργο του από τους επιθεωρητές
αξιολόγησης, την Τεχνική Επιτροπή Διαπίστευσης Εργαστηρίων Δοκιμών και
Διακρίβωσης καθώς και την Τεχνική Επιτροπή Διαπίστευσης Φορέων
Πιστοποίησης και Ελέγχου.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά τους οργανισμούς ελέγχου και
πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι οργανώνονται σύμφωνα με το

77
πρότυπο της σειράς ΕΝ45000 και ελέγχονται προς τούτο από τους
επιθεωρητές αξιολόγησης του ΕΣΥΔ. Αυτοί χορηγούν πιστοποιητικά, τα οποία
επιβεβαιώνουν ότι ένα προϊόν ή μια διαδικασία πληροί συγκεκριμένο
κανονισμό. Ο κανονισμός στην προκειμένη περίπτωση, του οποίου
ακολουθείται το καθορισμένο ελάχιστο των απαιτήσεων είναι ο Καν.
Ε.Ε.1804/1999 «Περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής κτηνοτροφικών
προϊόντων».
Το τρίτο επίπεδο αφορά τους παραγωγούς, μεταποιητές, εμπόρους οι
οποίοι σε συνεργασία με ένα οργανισμό ελέγχου και πιστοποίησης
εφαρμόζουν τις βασικές προδιαγραφές της βιολογικής κτηνοτροφίας, όπως τις
καθορίζει ο Καν. Ε.Ε. 1804/1999- δηλαδή τις απολύτως απαραίτητες
προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι κτηνοτρόφοι στις διαδικασίες
παραγωγής, στη μεταποίηση και στο εμπόριο, ώστε να παραμένουν πάντα
στο πλαίσιο της βιολογικής κτηνοτροφίας.

5.2 Προβλήματα στην πυραμίδα πιστοποίησης.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χώρα μας είναι η έλλειψη εξειδικευμένων


γεωτεχνικών στα θέματα βιολογικής γεωργίας, κτηνοτροφίας και διοίκησης,
έτσι ώστε όχι μόνο να σχεδιάζουν και να εντάσσουν στο σύστημα
πιστοποίησης τρόπους, μεθόδους, τεχνικές εκτροφής ζώων, μεταποίησης
κτηνοτροφικών προϊόντων, δικτύου εμπορίας, αλλά να είναι σε θέση να
ελέγχουν κατά πόσο τα παραπάνω συμβαδίζουν με τις προδιαγραφές των
προβλεπόμενων προτύπων.
Για το σκοπό αυτό απαιτείται:
 Η άμεση δημιουργία Τμημάτων Βιολογικής Κτηνοτροφίας και
Management στα Ελληνικά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και η άμεση
κατάρτιση γεωτεχνικών σε θέματα βιολογικής κτηνοτροφίας και
διοίκησης βιολογικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
 Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή «Πάρκων βιολογικών εκτροφών» από
τους ίδιους φορείς εκπαίδευσης (Πανεπιστήμια- ΤΕΙ), για την
οργάνωση της συστηματικής συγκέντρωσης πληροφοριών στο

78
επίπεδο της παραγωγής, με δεδομένες τις ιδιαιτερότητες
(κλιματολογικές, σύστημα εκτροφής) της ελληνικής επικράτειας.
 Ο σχεδιασμός μηχανισμών συνεχούς και συστηματικής ροής των
πληροφοριών και εκπαίδευσης όλων των εμπλεκομένων γεωτεχνικών
και παραγωγών, προϋπόθεση απαραίτητη για την διαρκή εξέλιξη του
κλάδου.
Εάν δεν βελτιωθεί η κατάσταση όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή
στο εσωτερικό της χώρας και παραταθεί η έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών,
τότε υπάρχει ορατός κίνδυνος αμφισβήτησης του ελληνικού συστήματος
πιστοποίησης βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Συστήματα παραγωγής Ολοκληρωμένης Διαχείρισης

Πρόλογος

Μόλις στα τέλη του προηγούμενο αιώνα, τα συστήματα εκτροφής των


παραγωγικών ζώων πέραν εκείνων που εφαρμόζονταν στην συμβατική
κτηνοτροφία, εμφανίζονταν ως ουτοπικά και ανεφάρμοστα. Η άποψη ότι
σοβαρές ασθένειες και παράσιτα των αγροτικών ζώων θα μπορούσαν να
αντιμετωπιστούν χωρίς τη χρησιμοποίηση αντιβιοτικών ουσιών και
αλλοπαθητικών φαρμάκων και μόνο με τη βοήθεια φυσικών προϊόντων,
ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εν γένει φιλοσοφία της επιστήμης της
κτηνοτροφικής παραγωγής. Παράλληλα, οι αναφορές στην έννοια του
περιβάλλοντος, της αειφορικής αξιοποίησης των φυσικών πόρων, της
ποιότητας και της ασφάλειας των κτηνοτροφικών προϊόντων και της υγείας

79
του καταναλωτή περιορίζονταν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο. Στις ημέρες
μας η ΟΔ αποτελεί μια πραγματικότητα και πρωτεύοντα στόχο αναπτυξιακών
πολιτικών της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι σύγχρονες αυτές


εναλλακτικές μέθοδοι εκτροφής αγροτικών ζώων, προέκυψαν κυρίως από τις
πιέσεις τις οποίες άσκησαν φιλοπεριβαλλοντικές και φιλοζωικές οργανώσεις,
με τη βοήθεια των οποίων θεσπίστηκαν συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι
κυρίως επικεντρώνονται:

1. Στην απαίτηση εφαρμογής φιλοπεριβαλλοντικής κτηνοτροφίας, με


κύριο στόχο τον περιορισμό ή και την εξάλειψη της κτηνοτροφικής ρύπανσης.
2. Στην απαίτηση εφαρμογής μεθόδων εκτροφής, που εκπληρώνουν τις
απαραίτητες προϋποθέσεις ευζωίας των αγροτικών ζώων.
3. Στην απαίτηση παραγωγής ασφαλών κτηνοτροφικών προϊόντων
ποιότητας, με τη χρησιμοποίηση φυσικών μέσων και χωρίς επιβαρύνσεις από
κατάλοιπα φαρμάκων και άλλων επικίνδυνων ουσιών.

Ολοκληρωμένη Διαχείριση (Ο.Δ)

H Ολοκληρωμένη Διαχείριση σύμφωνα με τον ορισμό


της EISA (European Initiative for Sustainable Development in
Agriculture) «αποτελεί μία λογική προσέγγιση διαχείρισης ολόκληρης της
κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, η οποία συνδυάζει την οικολογική φροντίδα
ενός ποικιλόμορφου και υγιούς περιβάλλοντος με τις οικονομικές απαιτήσεις
της κτηνοτροφίας με στόχο την εξασφάλιση της συνεχούς παραγωγής
υγιεινών και οικονομικά προσιτών κτηνοτροφικών τροφίμων».

Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο κάθε


φορά τρόπο διαχείρισης των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, με τον οποίο
επιδιώκεται η παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Για το
σκοπό αυτό εφαρμόζονται κατάλληλοι μέθοδοι και πρακτικές, με τη βοήθεια
των οποίων εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα στις

80
κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και παράλληλα ασκείται προστασία στο
περιβάλλον και πρόνοια για την υγεία του καταναλωτή. 
Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων δεν
είναι Βιολογική Κτηνοτροφία. Η βιολογική κτηνοτροφία διέπεται από πολύ
αυστηρούς κανόνες και κανονισμούς, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν
εφαρμόζονται στην περίπτωση της ολοκληρωμένης διαχείρισης. Η ΟΔ δεν
αποτελεί ως εκ τούτου ένα αυστηρό πρόγραμμα διαχείρισης της
κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, αλλά και αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε
κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν την απαραίτητη
οργάνωση, εκπαίδευση και τεχνογνωσία.

Με την εφαρμογή προγραμμάτων ΟΔ εξασφαλίζεται:


1. Παραγωγή υψηλής ποιότητας κτηνοτροφικών προϊόντων.
2. Μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους για το κτηνοτρόφο, το οποίο
προκύπτει από την μείωση των εισροών ή/και από την επίτευξη καλύτερων
τιμών πώλησης των προϊόντων που παράγει εξαιτίας της βελτιωμένης
ποιότητάς των.
3. Ορθολογικότερη χρήση των εισροών που δέχεται η εκμετάλλευση. Η
σωστότερη χρήση των εισροών μπορεί να οδηγήσει στην μείωσή τους ή/και
στην μεγιστοποίηση του οφέλους από την χρήση τους.
4. Μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
5. Μείωση της επιβάρυνσης της ανθρώπινης υγείας.

Τι είναι η πιστοποίηση της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης;

Αποτελεί την επίσημη αναγνώριση εφαρμογής των αρχών της ΟΔ στην


κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Η αναγνώριση αυτή είναι έγκυρη και σύννομη
εφόσον γίνεται από συγκεκριμένους και εγκεκριμένους αποκλειστικά φορείς
πιστοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί ένας κτηνοτρόφος να ισχυρίζεται
ότι εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ΟΔ, αλλά παράλληλα θα πρέπει και να το
αποδεικνύει με την επίδειξη της ανάλογης πιστοποίησης. Όπως είδαμε και
παραπάνω, τα οφέλη της Ο.Δ. είναι πολλά για τον παραγωγό. Οι φορείς
πιστοποίησης, αφού ελέγξουν την ορθή εφαρμογή των αρχών της ΟΔ στην
κτηνοτροφική εκμετάλλευση, θα εκδώσουν το απαραίτητο πιστοποιητικό

81
εφαρμογής, το οποίο ο κτηνοτρόφος νομιμοποιείται να επιδεικνύει
εξασφαλίζοντας για τα προϊόντα του πρόσθετη αξία. Στη χώρα μας, ο
επίσημος πιστοποιητικός κρατικός οργανισμός είναι ο ΟΠΕΓΕΠ (Οργανισμός
Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων), ο οποίος συστήθηκε και
λειτουργεί από το 1999.

Οφέλη πιστοποίησης
1. Το κτηνοτροφικό προϊόν καθίσταται επώνυμο και ως εκ τούτου
διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα μη-πιστοποιημένα κτηνοτροφικά προϊόντα
της συμβατικής κτηνοτροφίας.
2. Το προϊόν αποκτά προστιθέμενη αξία.
3. Το προϊόν γίνεται ανταγωνιστικό. Ο σύγχρονος καταναλωτής απαιτεί
πλέον επώνυμα προϊόντα ποιότητας, με αποτέλεσμα οι μεγάλες αλυσίδες
super market να προσανατολίζονται ολοένα και περισσότερο προς την
διάθεση προϊόντων πιστοποιημένων σύμφωνα με τις αρχές της ΟΔ.

Η Ολοκληρωμένη διαχείριση στη χώρα μας

Στη χώρα μας όπως και σε κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης
εφαρμόζονται τρία διαφορετικά συστήματα εκτροφής αγροτικών ζώων. Το
σύστημα συμβατικής εκτροφής, το οποίο αφορά αναμφίβολα το μεγαλύτερο
συντριπτικά μέρος των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, το σύστημα της
βιολογικής κτηνοτροφίας και το σύστημα ή καλύτερα τα συστήματα
Ολοκληρωμένης Διαχείρισης (ΟΔ). Τα συστήματα αυτά διακρίνονται μεταξύ
τους κυρίως όσον αφορά την αυστηρότητα των κανόνων που πρέπει να
εφαρμόζουν. Η συμβατική κτηνοτροφία, μπορεί να θεωρηθεί ως το σύστημα
με την ηπιότερη εφαρμογή κανόνων, ενώ αντίθετα η βιολογική κτηνοτροφία
ως το σύστημα με την αυστηρότερη εφαρμογή κανόνων.  Η ΟΔ σε αυτή την
κατάταξη, μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται μεταξύ της συμβατικής και
βιολογικής γεωργίας, ως «συμβιβασμός» μεταξύ των δύο μεθόδων
παραγωγής, με στόχο τη πλήρη κάλυψη των απαιτήσεων του σύγχρονου
καταναλωτή.

82
            Σε επίπεδο θεμελιωδών αρχών, τα συστήματα Ολοκληρωμένης
Διαχείρισης, βρίσκονται κοντύτερα στις αρχές της βιολογικής κτηνοτροφίας
παρά σε αυτές της συμβατικής κτηνοτροφίας, με την έννοια ότι και τα δύο
συμπεριλαμβάνουν μεθόδους παραγωγής, στις οποίες η μείωση των
αρνητικών περιβαλλοντικών επιδράσεων αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο
τμήμα. Εν τούτοις, παρά τις ομοιότητες μεταξύ βιολογικής γεωργίας και
ολοκληρωμένης διαχείρισης, οι δύο μέθοδοι παρουσιάζουν διαφορές στη
σχέση τους με τη συμβατική γεωργία.

Η βιολογική κτηνοτροφία αποτελεί ουσιαστικά το αντίπαλο δέος ενάντια


στη συμβατική κτηνοτροφία και θεωρείται αναγνωρισμένη μέθοδος
κτηνοτροφικής παραγωγής, η οποία διέπεται από ακριβείς κανόνες της Ε.Ε.
και εφαρμόζεται από μεγάλο αριθμό κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων
περισσότερο ως εργαλείο marketing και προώθησης των κτηνοτροφικών
προϊόντων παρά ως καθαρά ιδεολογική μεθοδολογία. Η λειτουργία των
βιολογικών εκμεταλλεύσεων ως εκ τούτου αποβλέπει στην παραγωγή
κτηνοτροφικών προϊόντων σαφώς διαχωρισμένων των αντίστοιχων της
συμβατικής κτηνοτροφίας, με αποκλειστικό σκοπό την επίτευξη καλύτερου
οικονομικού αποτελέσματος.

Η Ολοκληρωμένη διαχείριση χωρίς να προβάλλει ως μία διαφορετική,


«εναλλακτική», μορφή εκτροφής αγροτικών ζώων, φαίνεται περισσότερο ότι
στοχεύει στον εντοπισμό των προβλημάτων της συμβατικής κτηνοτροφίας και
στη διαχείρισή τους στα πλαίσια της Ορθής Κτηνοτροφικής Πρακτικής. Η ΟΔ
αφορά στο σύνολο της κτηνοτροφικής παραγωγής και αυτό επιβεβαιώνεται
από την ήδη ενεργό συμμετοχή σε αυτή βιομηχανιών και παραγόντων
εμπορίας και διακίνησης κτηνοτροφικών προϊόντων.

Παρά του ότι στη βιολογική κτηνοτροφία οι εισροές χημικών


υποβαθμίζονται και τα συνθετικά προϊόντα απαγορεύονται, η ολοκληρωμένη
διαχείριση τα θεωρεί ως επιζήμια μόνο στην υπερβολή τους, στοχεύοντας
περισσότερο στον περιορισμό παρά στην εξάλειψή τους. Επιπλέον, το
σκεπτικό της μείωσης των εισροών σχετίζεται περισσότερο με την μείωση
κόστους  και/ή την βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας παρά σε καθαρά
περιβαλλοντικά κριτήρια.

83
Στον πίνακα που ακολουθεί περιγράφονται σε γενικές γραμμές τις
διαφορές των τριών μεθόδων κτηνοτροφικής παραγωγής.

84
Βιολογική κτηνοτροφία Σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης Συμβατική γεωργία
Μέθοδοι παραγωγής Μη χρήση ανόργανων εισροών.Συνδυασμός τεχνολογικά εντατικώνΈμφαση στην εφαρμογή τεχνολογίας
Έμφαση στην αειφόρομεθόδων παραγωγής με  εξ ίσου έμφασημε στόχο αύξηση της
χρησιμοποίηση των πηγών καισε περιβάλλον, κτηνοτροφικό εισόδημαπαραγωγικότητας και του κέρδους.
στην ευημερία της πανίδας. και ποιότητα τροφίμων
Διάρθρωση αγοράς Ειδικές αγορές (niche markets) Κυρίως σε αγορές ευρείας κατανάλωσης,Αγορές ευρείας κατανάλωσης
με δυνατότητα ξεχωριστής τοποθέτησηςσυμβατικών προϊόντων
και εμπορίας μέσω συστημάτων
διασφάλισης ποιότητας και σχετικής
σήμανσης
Σχέσεις μέσα στη Στοχεύει στη σύνδεση τουΗ Ο.Δ.Κ. αποτελεί κομμάτι τωνΜη σύνδεση παραγωγού –
διατροφική αλυσίδα παραγωγού με τον καταναλωτή.προβληματισμών του καταναλωτή σε ότικαταναλωτή. Περιθωριοποίηση των
Δυνατότητα στον παραγωγό νααφορά της συμβατικές μεθόδουςπαραγωγών μέσα στην διατροφική
αποκτήσει μεγαλύτερη εξουσίαπαραγωγής. Δυνατότητα σύνδεσηςαλυσίδα.
στην αλυσίδα μέσωπαραγωγών με της καταναλωτές μέσω
«εναλλακτικών» μεθόδωνειδικών σημάνσεων. Βελτίωση της θέσης
διακίνησης, υψηλότερες τιμές των παραγωγών στην αλυσίδα μέσω
συστημάτων διασφάλισης ποιότητας
(πιστοποίηση)

85
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Η Λιβαδοπονία στο κατώφλι του 21 ου αιώνα. Πρακτικά 2ου


Πανελληνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου. Ιωάννινα, Οκτώβριος 2000.
 Υπαίθρια εκτροφή χοίρων. Υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 2002.
 Στρατηγική ορθολογικής διαχείρισης λιβαδικών πόρων.
Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία.
Ιανουάριος 1998.
 Παρόν και μέλλον της Ελληνικής Αιγοπροβατοτροφίας. Πρακτικά
Επιστημονικής ημερίδας. Υπουργείο Γεωργίας, Οκτώβριος 1995.
 Στ. Δεληγιώργης, 2000. Διαδικασίες προσαρμογής Ελληνικών
παραγωγικών συστημάτων στη βιολογική κτηνοτροφία. Επιθεώρηση
Ζωοτεχνικής Επιστήμης. Σπέσιαλ έκδοση Νο 24.
 Χ. Φωτόπουλος και Ν. Μπακανδρίτσος, 2000. Το σύστημα
πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα. Επιθεώρηση
Ζωοτεχνικής Επιστήμης. Σπέσιαλ έκδοση Νο 24.
 Ε. Χριστοφορίδου, 2001. Η βιολογική κτηνοτροφία στην Ελλάδα.
Πτυχιακή διατριβή. Α.Π.Θ.
 Ε. Ζιώγας, 2002. Βιολογική πτηνοτροφία. Μεταπτυχιακό Τμήμα
Γεωπονικής Α.Π.Θ.
 Ένα χωριό υπόδειγμα στη βιολογική κτηνοτροφία, 2003.
Σύγχρονος αγρότης. Χορηγός Α.Τ.Ε.
 Χ. Σκιπιτάρης, 1978. Φυσιολογία θρέψεως και εφηρμοσμένη
διατροφή αγροτικών ζώων.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Σελίδ
α
Πρόλογος 2
Κεφάλαιο 1 Η βιολογική κτηνοτροφία σήμερα. 4
1.1 Γενικά. 4
1.2 Στόχοι της Βιολογικής Κτηνοτροφίας. 5
1.3 Βιολογική εκτροφή. 5
1.4 Έλεγχοι βιολογικών προϊόντων. 6
1.5 Η βιολογική κτηνοτροφία στην Ευρώπη. 7
1.6 Η βιολογική κτηνοτροφία στην Ελλάδα. 9
Κεφάλαιο 2 Η κτηνοτροφική δραστηριότητα στην Ελλάδα. 13
2.1 Γενικά 13
2.2 Ζωικός πληθυσμός και συνθήκες εκτροφής. 15
2.2.1 Αιγοπρόβατα. 15
2.2.2 Βοοειδή. 18
2.2.3 Χοίροι. 20
2.2.4 Πτηνά. 21
2.3 Βοσκές. 23
2.4 Ο Έλληνας κτηνοτρόφος. 24
2.5 Διακίνηση- εμπορία κτηνοτροφικών προϊόντων.
25
Κεφάλαιο 3 Δυνατότητες εφαρμογής βιολογικής
κτηνοτροφίας στην Ελλάδα. 27
3.1 Γενικά. 27
3.2 Αιγοπροβατοτροφία. 28
3.2.1 «Βιολογικές Μονάδες Πυρήνες» 31
3.3 Βοοτροφία. 32
3.3.1 Γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία. 32
3.3.2 Κρεοπαραγωγός βοοτροφία. 34
3.4 Χοιροτροφία. 35
3.5 Πτηνοτροφία. 37
Κεφάλαιο 4 Προϋποθέσεις για την επιτυχημένη εφαρμογή της
βιολογικής κτηνοτροφίας. 38
4.1 Γενικά. 38
4.2 Ανθρώπινος παράγοντας. 39

87
4.2.1 Επιλογή προσωπικού. 41
4.2.2 Γενετικό υλικό. 42
4.2.3 Ζωοτροφές. 44
4.2.4 Σιτηρέσια. 45
4.2.5 Υγιεινή κατάσταση. 47
4.2.6 Αναπαραγωγή ζώων. 47
4.2.7 Συλλογή-διακίνηση-εμπορία
κτηνοτροφικών προϊόντων. 48
4.3 Κτηνοτροφικές κατασκευές. 49
4.3.1 Επιλογή έκτασης. 50
4.3.2 Εγκατάσταση και κατασκευή κτιρίων. 50
4.3.2.1 Γενικά. 50
4.3.2.2 Διάταξη και κατασκευή
βοηθητικών κτιρίων. 51
4.3.2.3 Προσανατολισμός- κατασκευή
στάβλου. 53
4.3.2.3.1 Γενικά. 53
4.3.2.3.2 Λεπτομέρειες. 55
4.4 Βοσκότοποι. 57
4.4.1 Γενικά. 57
4.4.2 Βελτίωση στα πρινολίβαδα. 58
4.4.3 Βελτίωση στα ποολίβαδα. 61
4.4.4 Εξυγίανση βοσκοτόπων. 63
Κεφάλαιο 5 Πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων. 65
5.1 Γενικά. 65
5.2 Προβλήματα στην πυραμίδα πιστοποίησης. 65
Κεφάλαιο 6 Συστήματα παραγωγής Ολοκληρωμένης Διαχείρισης 80
Βιβλιογραφία 86

88

You might also like