You are on page 1of 3

Του Γιώργου ΚΑΛΠΑΔΑΚΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΑΚΗΣ, |Η υποδοχή των ιδεών του Einstein στην Ελλάδα|, έκδοση Ένωσης
Ελλήνων Φυσικών, Αθήνα 2005

Ο πρώτος επιστήμονας που εισήγαγε τη θεωρία της σχετικότητας στην Ελλάδα ήταν ο
Αθανάσιος Καραγιαννίδης. Υφηγητής των μαθηματικών, ο Καραγιαννίδης μαθήτευσε με
υποτροφία στη Γερμανία υπό την καθοδήγηση του μεγάλου μαθηματικού Φήλιξ Κλάιν
(1849-1925). Τον Φεβρουάριο του 1910 το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό του
Πολυτεχνικού Συλλόγου, ο |Αρχιμήδης|, δημοσιεύει την εργασία του με τίτλο "Συμβολή εις
την μηχανικήν των μεγάλων ταχυτήτων". Το έδαφος για την εργασία του είχε ήδη
προλειανθεί από τον Οκτώβριο του 1909, όπου σε άλλο άρθρο του ο Καραγιαννίδης είχε
θίξει ορισμένα προβλήματα που ανακύπτουν από τη "θεωρία των συναρτήσεων", ενώ το
Σεπτέμβριο του 1910 δημοσιεύει ακόμα μια εργασία όπου παρουσιάζει θέματα που
σχετίζονται με την θεωρία της σχετικότητας και αναπτύσσει τη θέση ότι "|η θεωρία της νέας
Μηχανικής είναι εγγύτερα προς την αλήθεια|".
Ανήκε άραγε ο Καραγιαννίδης ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι εξέλαβαν τα αποτελέσματα
του Αϊνστάιν σαν πανομοιότυπα της θεωρίας των Χέντρικ Λορέντζ και Ανρί Πουανκαρέ,
όπου ο αιθέρας εξακολουθούσε να αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς το οποίο εξηγεί τη
συστολή του χώρου και τη διαστολή του χρόνου; Ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας των
φυσικών, δεν ήταν καθόλου σαφές μετά τη δημοσίευσή της ότι η θεωρία του Αϊνστάιν
πρότεινε μια θεμελιωδώς καινούργια θεώρηση της φυσικής πραγματικότητας, ενώ ευρύτερη
αποδοχή αρχίζει να αποκτά μετά το 1911.
Στον |Αρχιμήδη| θα εμφανισθεί το 1910 και ένα άρθρο του Δημητρίου Χόνδρου (1882-
1962), με τίτλο "Το αξίωμα της Σχετικότητας και η έννοια του Χώρου και Χρόνου". Ο
Χόνδρος υπήρξε από τους πρώτους επαγγελματίες φυσικούς επιστήμονες στη χώρα,
συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη της Φυσικής μέσα από τη συστηματική
οργάνωση των εργαστηρίων φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (στο οποίο διετέλεσε
καθηγητής από το 1912 μέχρι το 1952), τη συγγραφή πρωτότυπων και εκλαϊκευτικών
εργασιών σε ξένα και ελληνικά περιοδικά, και την τακτική συμμετοχή σε διεθνείς
οργανισμούς και συνέδρια ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Το 1909 είχε αναγορευτεί
διδάκτωρ, έχοντας εκπονήσει τη διατριβή του στο Μόναχο υπό την εποπτεία του μεγάλου
Γερμανού φυσικού και διδασκάλου, Άρνολντ Σόμερφελντ (1868-1951). Μαζί με τον
μελλοντικό νομπελίστα Πήτερ Ντιμπάι, ο Χόνδρος δημοσιεύει το 1910 μια πολύ σημαντική
εργασία πάνω στην τεχνολογία των οπτικών ινών στο |Annalen der Physik|, ένα από τα
κορυφαία επιστημονικά περιοδικά στον κόσμο, και μάλιστα εκείνο στο οποίο ο Αϊνστάιν είχε
δημοσιεύσει το 1905 τις τέσσερις επαναστατικές του εργασίες. Στο άρθρο του ο Χόνδρος
επισημαίνει τα ουκ ολίγα προβλήματα που δημιουργούνταν από την ηλεκτροδυναμική
θεωρία του Μάξγουελ, τονίζοντας ωστόσο ότι "αι νέαι ιδέαι" του Αϊνστάιν και η αποδοχή
τους "|ίσως συναντήση δυσκολίας, ίσως και αποδειχθώσιν εν τω μέλλοντι ουχί ορθαί, αλλ'
οιαδήποτε και αν είναι η έκβασις της κρίσεως, εν κέρδος μέγα θα μείνη πάντοτε. Η επιστήμη
θα προχωρήση κατά εν βήμα προς την αλήθειαν|".
Το 1920-1, ενώ έχουν μεσολαβήσει η δημοσίευση των αρχών της γενικής θεωρίας της
σχετικότητας από τον Αϊνστάιν το 1916, και η εν μέρει πειραματική επαλήθευση των
προβλέψεων της θεωρίας αυτής από την αποστολή του Άρθουρ Έντινγκτον στη Δυτική
Αφρική το 1919, ο Χόνδρος επανέρχεται στη θεωρία της σχετικότητας μέσα από τέσσερις
διαλέξεις που δημοσιεύονται στο Δελτίο της Ελληνικής Εταιρείας Φυσικών Επιστημών, ενώ
η μία από αυτές εμφανίζεται στα γαλλικά στο περίφημο |Revue Scientifique|.
Απευθυνόμενος σε κοινό ειδικών, ο Χόνδρος πραγματοποιεί μια επισκόπηση των ραγδαίων
αλλαγών που επέφερε η προσπάθεια του Αϊνστάιν να εξηγήσει τις φαινομενικές αντιφάσεις
ανάμεσα στη θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού και την κλασική μηχανική. Εκείνο που θα
έπρεπε να διερευνηθεί περισσότερο εδώ είναι εάν ο Χόνδρος ήταν πράγματι ο μοναδικός
επιστήμονας που μιλούσε για τη σχετικότητα κατά αυτή την περίοδο, πράγμα από μόνο του
αξιοσημείωτο. Επιπλέον, θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν και με ποιο τρόπο
προβαλλόταν η θεωρία στα πανεπιστημιακά συγγράμματα: σαν μια νέα θεωρία για τη φύση
του χώρου και του χρόνου ή σαν μια απόπειρα βελτίωσης της θεωρίας του ηλεκτρονίου του
Λορέντζ;
Στον πρώτο τόμο του μηνιαίου μαρξιστικού περιοδικού, |Αναγέννηση| (Σεπτέμβρης 1926 -
Αύγουστος 1927), πλάι σε κείμενα του Καζαντζάκη, του Βάρναλη, του Κορδάτου, του Άλκη
Θρύλου, αλλά και του εκδότη του Δημήτρη Γληνού, βρίσκει κανείς ένα άρθρο για τη θεωρία
της σχετικότητας του Αϊνστάιν, γραμμένο από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Αριστοτέλη
Οικονόμου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1934, ο Οικονόμου εκδίδει ένα βιβλίο μαζί με τον
μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, ο οποίος μάλιστα τύγχανε προσωπικός γνωστός
του Αϊνστάιν, με τίτλο |Χώρος, Χρόνος, Χωρόχρονος|.
Το 1933, σε κείμενο της σύνταξης του συντηρητικού, αντικομουνιστικού αλλά ταυτόχρονα
δημοτικιστικού περιοδικού που εξέδιδαν οι Σπύρος Μελάς, Γιώργος Θεοτοκάς και Γιάννης
Οικονομίδης, |Ιδέα|, διαβάζουμε τις ακόλουθες εκπληκτικές γραμμές για τις εξελίξεις στην
κβαντική μηχανική: "|Εμείς, σύμφωνα με τις βαθιές μας πεποιθήσεις, δεν μπορούμε παρά
να υιοθετήσουμε την ιδεαλιστική και αντιαιτιοκρατική ερμηνεία --και το κάνουμε με τόσο
μεγαλύτερη ικανοποίηση και ενθουσιασμό όσο η ίδια η πρόσφατη εξέλιξη της επιστήμης, με
την ακατάπαυστη αποπνευμάτωση και μαθηματικοποίησή της, με την ανεπάρκεια του
αιτιοκρατισμού στον ενδοατομικό κόσμο, έρχεται να δικαιώσει εκείνους, που υποστήριζαν
ανέκαθεν τη μεταφυσικότητα κάθε γνωστικής απόπειρας, την καταπληκτική αντιστοιχία των
απώτατων επιστημονικών πορισμάτων με τις πεμπτουσιακές κατηγορίες|". Σε ένα κείμενο
της |Ιδέας| με τίτλο "Αϊνστάιν και... διαλεκτικός υλισμός", χλευάζονται οι προσπάθειες
πολιτικοποίησης της θεωρίας της σχετικότητας από τους κομμουνιστές: "|Ένας εμβρόντητος
νεαρός οπαδός του Μαρξ έκανε τώρα τελευταία μια συνταρακτική ανακάλυψη: βρήκε ότι οι
'οι θεωρίες του Αϊνστάιν είναι ένα από τα δυνατότερα θεμέλια που δόθηκαν στη μαρξιστική
διαλεκτική'... είναι για να θαυμάζει κανείς τον πνευματικό φτωχοπροδρομισμό αλλά και το
ανήκουστο θράσος των κομουνιστών 'διανοούμενων' που βλάστησαν στον τόπο μας... Δεν
είναι πολύς καιρός που ο κ. Γληνός μας πληροφορούσε ότι ο διαλεκτικός υλισμός είναι
προορισμένος ν' αναγεννήσει όλες τις επιστήμες!|"
Τη δεκαετία του '30 κι άλλα περιοδικά, όπως ο |Επιστημολόγος| (που κινείτο στο ίδιο
ιδεολογικό μήκος κύματος με την |Ιδέα| και εκδιδόταν τη διετία 1932-1934) και η
|Επιστημονική Ηχώ| (ένα πολύ δημοφιλές περιοδικό για τις εφαρμοσμένες επιστήμες και τη
βιομηχανία) προχώρησαν στη δημοσίευση κειμένων για τη θεωρία της σχετικότητας. Εδώ
θα άξιζε να μελετήσει κανείς σε μεγαλύτερο βάθος το βαθμό στον οποίο οι Έλληνες
εκλαϊκευτές του έργου του Αϊνστάιν επηρεάστηκαν από τα πολιτικά τεκταινόμενα, και
συγκεκριμένα από την άνοδο των ναζί στην εξουσία και τον στιγματισμό της θεωρίας της
σχετικότητας σαν προϊόν της "εβραϊκής επιστήμης".
Βασικό σημείο κριτικής της μελέτης του Γιώργου Βλαχάκη δεν μπορεί να είναι παρά η
επιλογή του όρου "υποδοχή" στον τίτλο για την περιγραφή των πρώτων εγχώριων
αναφορών στη θεωρία της σχετικότητας, ή αλλιώς της κοινοποίησής της, αφού παραβλέπει
τις πιο πρόσφατες προσεγγίσεις στην ιστοριογραφία των επιστημών που στηρίζονται στην
υιοθέτηση καταλληλότερων ερμηνευτικών εργαλείων, όπως ο όρος "πρόσληψη". Για
παράδειγμα, το γεγονός ότι στα συγγράμματα των Ελλήνων φυσικών βρίσκει κανείς
αναφορές στους αρχαίους κατά την παρουσίαση επιστημονικών ιδεών, είναι μεν
αξιοπερίεργο σε ένα πρώτο επίπεδο αλλά στην ουσία αντανακλά την αδήριτη ανάγκη
προσαρμογής των επιστημονικών θεωριών στις τοπικές εκπαιδευτικές και πολιτισμικές
παραδόσεις. Η σκοπιά του βιβλίου εδράζεται στην --κυρίαρχη ανάμεσα στους
περισσότερους επιστήμονες-- αντίληψη περί μονόπλευρης μετάδοσης επιστημονικής
γνώσης από το "κέντρο" (π.χ. τη Γερμανία) στην περιφέρεια (π.χ. στην Ελλάδα), ενώ
οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχικές ιδέες αποτελεί αναπόφευκτα ένα κακέκτυπο, μια
κακοχωνεμένη παραποίηση του "πρωτοτύπου". Αυτή η προσέγγιση είναι μάλλον
παρωχημένη από ιστοριογραφική άποψη, όπως μαρτυρούν και οι πλείστες μελέτες πάνω
στην πρόσληψη της θεωρίας της σχετικότητας στη Γερμανία, την Ισπανία, την Κίνα, τη
Ρωσία, τη Βραζιλία, την Αγγλία.
Ο συγγραφέας δείχνει να έχει σαφή εικόνα των "ιδιότυπων χαρακτηριστικών" της ελληνικής
επιστημονικής κοινότητας, εντούτοις η εικόνα αυτή δεν αποτελεί παρά το κοινό εφαλτήριο
δύο αντικρουόμενων προσεγγίσεων. Η πρώτη, την οποία και υιοθετεί, αποδίδει αυτές τις
ιδιοτυπίες σε σαθρά θεσμικά πλαίσια, αδυναμία κατανόησης, έπαρση, ερασιτεχνισμό,
πολιτική μεροληψία, καιροσκοπισμό, ποιητική διάθεση, τάση προς αμπελοφιλοσοφία. Η
δεύτερη προσέγγιση, χωρίς να παραβλέπει τα παραπάνω, ανάγει ωστόσο τις ιδιοτυπίες της
ελληνικής επιστημονικής κοινότητας σε βαθιά ριζωμένες εκπαιδευτικές νοοτροπίες,
θεσμικές δομές, στρατηγικές εγχώριας νομιμοποίησης, τακτικές προσέλκυσης ενός
συγκεκριμένου κοινού, πολιτικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικές αφετηρίες, θρησκευτικά
υπόβαθρα, εκλαϊκευτικές μεθόδους. Δια της τελευταίας προσέγγισης έχει αποδειχθεί ότι
μπορεί να χυθεί περισσότερο φως στις πολύπλοκες διαδικασίες πρόσληψης επιστημονικών
ιδεών από πλευράς "περιφερειακών" επιστημονικών κοινοτήτων, όπως υπήρξε ιστορικά η
ελληνική, και συνεπώς μια μελλοντική μελέτη σίγουρα θα επωφελείτο από την υιοθέτησή
της.
Εξ αρχής ο Γιώργος Βλαχάκης καθιστά σαφές ότι το βιβλίο του αποτελεί μια "|πρώτη
προσέγγιση|" των τεκμηρίων που αφορούν την "υποδοχή" της θεωρίας της σχετικότητας
στην Ελλάδα και συνεπώς αναμένουμε με ενδιαφέρον μια προσεχή, πιο ολοκληρωμένη
έκδοση.

|Ο Γιώργος Καλπαδάκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής
Αθηνών|

You might also like