Professional Documents
Culture Documents
ιστοριογραφία στην Ελλάδα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Με ένα γενικό τρόπο, η κάθε κοινωνία έχει την τάση να θεωρεί ότι οι θεσμοί που την
κυβερνούν είναι προορισμένοι να διαρκέσουν αιώνια. Αυτή τουλάχιστον η αντίληψη
αναπαράγεται συχνά από τους ιδεολόγους κάθε κοινωνίας και το ίδιο συνέβαινε
παντού και πάντα στο παρελθόν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι δοσμένες ιστορικά
κοινωνίες να βρίσκονται ή να έχουν βρεθεί, και τώρα και στο παρελθόν, πολύ πίσω
από τις αντικειμενικές συνθήκες που εμφανίζονται κάθε τόσο. Απέναντι στο νέο, που
απειλεί τις παλιές δομές και τους παλιούς θεσμούς, κάθε κοινωνία έχει την τάση να
αμύνεται, να δημιουργεί μύθους που κατοχυρώνουν μιαν αέναη μακροημέρευσή της
και -όταν η πίεση των νέων αναγκών γίνεται πολύ έντονη- η κοινωνία που απειλείται
καταφεύγει στο παρελθόν, σε καθυστερημένες, παρωχημένες καταστάσεις που τις
αποκαλεί πολλές φορές «μεταρρυθμίσεις», χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό με έναν
τελείως λανθασμένο τρόπο, διαστρεβλώνοντας δηλαδή το ιστορικό παρελθόν, καθώς
«μεταρρυθμίσεις» σήμαιναν πάντα μετατροπές προς την πρόοδο.
Ηταν πολύ φυσικό για την αστική τάξη των μέσων του 19ου αιώνα, την αστική τάξη
που μόλις είχε στερεώσει οριστικά την εξουσία της στην Ευρώπη και απολάμβανε
την καταλήστευση των αποικιών της, για την τότε αστική τάξη της
υπερεκμετάλλευσης των προλεταριοποιημένων ακτημόνων αγροτών, δηλαδή για την
αστική τάξη του ελεύθερου ανταγωνισμού και των μεγάλων κερδών, να εντοπίσει
αμέσως τον εχθρό στη μαρξιστική ερμηνεία της παγκόσμιας Ιστορίας (κοσμοθεωρία)
και να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την άμεση καταπολέμησή της με έναν
αληθινό καταιγισμό από διαφόρων τύπων ιδεολογήματα, για να σταθεί κανείς
αποκλειστικά σε αυτά, χωρίς να μνημονεύσει καθόλου τα δραστικά, αστυνομικού και
καταπιεστικού τύπου μέτρα που πάρθηκαν ενάντια στην προσωπική ελευθερία και τη
σωματική ακεραιότητα των οπαδών της μαρξιστικής θεωρίας, που ονομάστηκαν
κομμουνιστές από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, χάρη στο «Κομμουνιστικό
Μανιφέστο» των Μαρξ και Ενγκελς.
Οπως συμβαίνει συνήθως, μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ελλάδα είναι φυσικό να
προσαρμόζει στο επίπεδό της και στις συνήθειές της τις τακτικές αντιμετώπισης
αυτών των «καινών δαιμονίων», δηλαδή την ικανότητα, όπως έγραψαν οι Μαρξ και
Ενγκελς, του να συλλαμβάνει κανείς την πραγματική διαδικασία παραγωγής,
αρχίζοντας από την απλή υλική παραγωγή της ζωής και να κατανοεί ως βάση κάθε
ιστορίας τη μορφή της αμοιβαίας σχέσης που συνδέεται με αυτήν (την υλική
παραγωγή της ζωής) και δημιουργήθηκε από την κοινωνία στα διάφορα στάδια
εξέλιξής της4. Ενάντια στην επιστημονική αυτή αλήθεια που αποκλήθηκε «υλιστική»
(καθώς οι ρίζες της βρίσκονται στη γήινη πραγματικότητα και όχι στα ουράνια
ιδεολογικά νεφελώματα), ξεχωρίζοντας πια οριστικά από τις προηγούμενες ίδιας
υλιστικής κατεύθυνσης, αλλά γενικής χρήσης θεωρίες5, επιστρατεύθηκαν όλες οι
παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τις πιο ανορθολογικές, θρησκευτικές, πλατωνικές
κλπ., έως τις νεοεγελιανές που -με την αξιόλογη πέννα του Κ. Παπαρρηγόπουλου-
κατέληγαν στον έπαινο του νεοελληνικού αστικού κράτους που έβλεπε στη
διακήρυξη της Α΄Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου την πράξη χειραφέτησής του από
τη φεουδαρχική καθυστέρηση. Οπως ο Εγελος σχετικά με το αυστηρό και αδέκαστο
πρωσικό κράτος, έτσι και ο Παπαρρηγόπουλος (ίσως όχι και τόσο άδικα τότε) έβλεπε
στις νεοελληνικές αστικές δυνάμεις την κορύφωση των προσπαθειών του έθνους. Οχι
τυχαία ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θεωρείται από τους αστούς ιστορικούς ο πιο έγκυρος
ειδικός στην έρευνα της πορείας του ελληνισμού διαμέσου των αιώνων και το
πολύτομο έργο του εκδίδεται ακόμα και σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, ο ορθόδοξος κλήρος που στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε
διευρύνει τόσο τα προνόμιά του, έτσι ώστε τα αντίστοιχα προνόμια που είχε επί
βυζαντινών αυτοκρατόρων να φαίνονται ασήμαντα, σύμφωνα με το Μαρξ6, έσπευσε
να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση στη διδασκαλία της Ιστορίας ήδη από την εποχή
του υπερορθόδοξου Ι. Καποδίστρια, θέση που, mutatis mutandis7, διατηρεί και έως
σήμερα. Στη Βυζαντινή Ιστορία της Μέσης Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο) π.χ.
τα σχετικά με την Εικονομαχία κεφάλαια συνήθως παραλείπονται και διδάσκονται
αντίστοιχα θεολογικού περιεχομένου κεφάλαια από το βιβλίο των Θρησκευτικών.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι τα κεφάλαια σχετικά με την Εικονομαχία στον
Παπαρρηγόπουλο, όπου εξαίρονται οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων
αυτοκρατόρων που χτύπησαν τον κλήρο, θεωρούνται διεθνώς από τα καλύτερα της
Ιστορίας του. Η καθυστέρηση του ελληνορθόδοξου ιδεολογικού εποικοδομήματος
απέναντι στην ελληνική αστική αντίληψη της Ιστορίας δεν έχει χρεία άλλων
μαρτύρων μετά από αυτό.
Για ολόκληρο το μεγάλο χρονικό διάστημα έως το 1974, οπότε η ανοιχτή δικτατορία
μεταλλάχθηκε σε αστικό κοινοβουλευτισμό και το ΚΚΕ βγήκε από την παρανομία,
μαρξιστική ιστοριογραφία στην Ελλάδα περίπου δεν υπήρχε, παρά τις πολύ αξιόλογες
εξαιρέσεις του Γιάννη Κορδάτου και του Γιάννη Ζέβγου, που όμως, πέρα από το ότι
ήταν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, βρίσκονταν κυριολεκτικά καταποντισμένες
ανάμεσα σε ένα πλήθος επίσημων εγχειριδίων, σχολικών βιβλίων, άρθρων σε
εφημερίδες και περιοδικά κάθε είδους, διαλέξεων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών
εκπομπών, εκκλησιαστικών κηρυγμάτων και ειδικών εκδόσεων για την
καταπολέμηση του «μισητού», του «βδελυρού» κλπ., κομμουνισμού. Η γενικότερη
όμως λαϊκή αγανάκτηση τότε προκαλούσε στην αστική τάξη την επείγουσα ανάγκη
να αλλάξει τακτική, εγκαταλείποντας τον υπερβολικά άκαμπτο και μάλιστα βάναυσο
μερικές φορές τρόπο, με τον οποίο προπαγάνδιζε ως τότε τις αντιδραστικές της
απόψεις. Καθώς δεν απολάμβανε πια την απόλυτη ασυδοσία που διέθετε
προηγούμενα, η αστική τάξη υποχρεώθηκε να αφήσει κάποιες διεξόδους,
ελεγχόμενες βέβαια. Ετσι, στην ελληνική «αριστερίζουσα» ιστοριογραφία
εμφανίζονται δυο τάσεις που και οι δυο τους έχουν σαν κύρια πηγή προέλευσης τη
σοσιαλδημοκρατία. Εμφανιζόμενη ως μαζικό κίνημα στην Ελλάδα, με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο που είχε εμφανιστεί και η αστική τάξη, δηλαδή καθυστερημένα
(επειδή οι παλιότερες απόπειρές της να ριζώσει στην Ελλάδα είχαν αποτύχει), η
σοσιαλδημοκρατία έφερνε μαζί της όλα τα παρακμιακά, εκφυλιστικά συμπτώματα
των δυτικοευρωπαίων ομογάλακτών της και, στη φάση συμπαιγνίας με την αστική
τάξη όπου βρισκόταν, ήταν φυσικό να συντελέσει, με τον τρόπο της, στη διατήρηση
της μαρξιστικής θεωρίας σε απόσταση από τις λαϊκές μάζες και κύρια, από τη
νεολαία.
Παραμένει άγνωστο το πόσοι από όσους διάβασαν κάπου τις απόψεις του κ.
Φουκουγιάμα μπόρεσαν να δουν σε αυτό το κήρυγμα υποταγής και εθελοδουλείας
μια μεταφορά στον εικοστό και στον εικοστό πρώτο αιώνα του γνωστού «Urbs
aeterna orbem imperat»17. Το βέβαιο είναι ότι, στην Ελλάδα τουλάχιστον, έσπευσε
να επιδοκιμάσει, να επαινέσει και να συστήσει θερμά προς ανάγνωση τις απόψεις του
κ. Φουκουγιάμα όχι κανένας άλλος αλλά ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου ο νεότερος, με
μακροσκελές άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» και ο κ. Παπανδρέου ο νεότερος
δε συνηθίζει να αρθρογραφεί συχνά. Φυσικά, στη χώρα όπου τόσες δικτατορίες δεν
κατάφεραν να εξοντώσουν το Μαρξισμό, θα ήταν παράδοξο να βρουν κάποια
απήχηση οι απόψεις περί της Ιστορίας των κ.κ. Φουκουγιάμα – Παπανδρέου. Η
έλλειψη απήχησης όμως μιας θεωρίας που δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να
επαληθευτεί, καθώς το λαϊκό κίνημα έδειχνε ήδη κάποιες σποραδικές τάσεις να
σηκώσει δειλά-δειλά το κεφάλι και ο ιμπεριαλισμός βυσσοδομούσε ήδη με νέους
τυχοδιωκτικούς κατακτητικούς πολέμους, δεν ελαχιστοποιεί τη σημασία μιας
φιλότιμης, πραγματικά, προσπάθειας να «ριζώσει» στην Ελλάδα μια θεωρία
αντίστοιχη με εκείνη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, για την ανασφάλιστη εργασία των
νέων μέχρι τα 30 χρόνια, για τα δημιουργικά χρόνια εργασίας μετά τα 70 χρόνια, με
τη διατήρηση χασίς στα μπαλκόνια και τις ταράτσες των πολυκατοικιών, για την
έλλειψη taboo σε ό,τι αφορά την αλλαγή των συνόρων και την απεμπόληση κάποιου
τμήματος της εθνικής κυριαρχίας. Χωρίς αμφιβολία, αν πιστοποιεί κάποιο τέλος η
σημερινή ελληνική σοσιαλδημοκρατία δια του τότε μελλοντικού προέδρου της, αυτό
δεν αποκλείεται καθόλου να είναι της δικής της ιστορίας το τέλος.
Ισως επειδή έμοιαζε πολύ με κάλεσμα «προς κάμψιν του αυχένος» στον αμερικανικό
ιμπεριαλισμό, ίσως πάλι για κάποιους άλλους λόγους, η θεωρία του λεγόμενου
«τέλους της Ιστορίας» ή εγκαταλείφθηκε αμέσως ή έπεσε μόνη της στο κενό ή
αποσύρθηκε για να χρησιμοποιηθεί και πάλι σε μια ευνοϊκότερη συγκυρία, αδιάφορο
το τι της συνέβη πραγματικά. Στο προσκήνιο μετά τις ανατροπές του υπαρκτού
σοσιαλισμού αρχίζει να προβάλλει όλο και περισσότερο η θεωρία της «σύγκρουσης
των πολιτισμών» (clashes of civilizations) του γνωστού και μη εξαιρετέου κ. Samuel
Huntington. Εχοντας ως σημείο εκκίνησης τις παλιότερες απόψεις του Arnold
Toynbee σχετικά με τους λεγόμενους «ανταγωνισμούς ανάμεσα σε πολιτισμούς»
(encounters between civilizations), o Huntington σπεύδει να προβάλει στις σημερινές
συνθήκες την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ που ηγούνται του πιο προηγμένου και
ανεπτυγμένου πολιτισμού, ο οποίος υφίσταται το φθόνο, την υπονόμευση και την
εχθρότητα των υπόλοιπων κατώτερών του πολιτισμών. Επιχειρώντας να
κινητοποιήσει τις «δυτικές κοινωνίες» ενάντια στους κατώτερους πολιτισμούς, ο
συγγραφέας εξοπλίζει τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη απέναντι στην ταξική
πάλη. Οπως προηγούμενα ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσε με πυραύλους και στρατούς
να σώσει την οικουμένη από τον κομμουνισμό, έτσι και τώρα είναι έτοιμος να κάνει
το ίδιο ενάντια στους «κατώτερους πολιτισμούς» που τον απειλούν, τσακίζοντας με
όποιον τρόπο μπορεί -αλλά χωρίς να το ομολογεί σε κάθε περίπτωση- το λαϊκό και
εργατικό κίνημα. Τα συμπεράσματα είναι βεβαίως προφανή και αφορούν την ίδια τη
βάρβαρη φύση του ιμπεριαλισμού που παραμένει πάντα η ίδια.
«Τι είναι κοινωνία, οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή της;», έγραφε ο Μαρξ στον
Πάβελ Βασίλιεβιτς Αννένκοφ στις 28 Δεκέμβρη του 1846. «Είναι το προϊόν των
αμοιβαίων πράξεων των ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να επιλέξουν αυτήν
ή την άλλη μορφή κοινωνίας; Σε καμιά περίπτωση. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο
επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων των ανθρώπων και θα έχεις μια συγκεκριμένη
μορφή εμπορίου και κατανάλωσης. Φαντάσου ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης
της παραγωγής και θα έχεις ένα αντίστοιχο κοινωνικό σύστημα, μια αντίστοιχη
οργάνωση της οικογένειας, των κοινωνικών ομάδων ή τάξεων, με μια λέξη μια
αντίστοιχη κοινωνία πολιτών. Φαντάσου μια τέτοια κοινωνία πολιτών και θα έχεις
ένα αντίστοιχο με αυτήν πολιτικό σύστημα, ένα σύστημα που δεν είναι παρά η
επίσημη απεικόνιση της δοσμένης αυτής κοινωνίας πολιτών».
Το απόσπασμα παρατέθηκε ολόκληρο για να φανεί το πόσο χονδροειδής είναι η
θεωρία του Huntington που αντιπαραθέτει τις υποτιθέμενες κατώτερες πολιτιστικά
κοινωνίες (το ότι είναι κατώτερες δεν λέγεται απερίφραστα, αλλά υπονοείται, καθώς
δεν είναι «ελεύθερες» με τον τρόπο που εννοούν την ελευθερία οι ΗΠΑ, αλλά
προέρχονται από μια ανελεύθερη ιστορική εξέλιξη) στις ανώτερες που -εκ των
πραγμάτων πια- πρέπει να «αμυνθούν» απέναντι στη βίαιη επιθετικότητα αυτών των
«κατώτερων» κοινωνιών και να τους επιβάλουν «εκ των άνω» ελευθερία και
δημοκρατία, κατά το υπόδειγμα του «ελεύθερου κόσμου». Mutatis mutandis,
πρόκειται για την ίδια περίπου επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούνταν και
απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό («κομμουνιστική τυραννία», «σιδηρούν
παραπέτασμα» κλπ.). Ετσι, με τελείως αντιεπιστημονικό τρόπο (ό,τι φαίνεται μερικές
φορές, αυτό είναι) η ιστορική εξέλιξη διαιρείται σε ελεύθερη και ανελεύθερη!!!
Το σάλπισμα για τη νέα αυτή ιδεολογική επίθεση δίνεται και πάλι από το «Βήμα»:
«Πώς είναι δυνατόν στην Ελλάδα η Ιστορία να γράφεται από τους ηττημένους (του
Εμφύλιου Πολέμου) που γράφουν τόσα βιβλία και όχι από τους νικητές;», θα
διερωτηθεί με την ιερή αγανάκτηση που διακρίνει όχι σπάνια τα άρθρα του ο κ. Γ.
Μαρίνος, πρώην διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου». Εδώ η «sancta
simplicitas»19 του αυτοδίδακτου μόλις που καταφέρνει να κρύψει τις προθέσεις του
ιεροεξεταστή. Με το θέμα θα ασχοληθεί δια βραχέων και ο κ. Γ. Πρετεντέρης στο
γνωστό απαράμιλλο στυλ του «οι ηττημένοι που ζητάνε και τα ρέστα», αλλά
αμφότεροι οι ανωτέρω εμβριθείς αναλυτές δεν εκφράζουν παρά μόνο την αρχή μιας
νέας προσπάθειας της Αντίδρασης να επιβάλει έναν τρόπο ιστορικής σκέψης και
έρευνας, αντίστοιχο του επιπέδου που κυριαρχεί σήμερα εκεί όπου βασιλεύει ο
ιμπεριαλισμός.
Εχοντας αποτύχει να προωθήσει τις όποιες αντιδραστικές θεωρίες για την Ιστορία
που ήρθαν απ’ έξω, η επίσημα διδασκόμενη ακαδημαϊκή Ιστορία στην Ελλάδα
αρχίζει να δείχνει κάπως σαν απομονωμένη από τη λαϊκή προσοχή και τα λαϊκά
ενδιαφέροντα, ενώ οι προσπάθειες του «Βήματος» φτάνουν σε μάλλον λίγα «ευήκοα
ώτα». Αναπαράγοντας μόνιμα αλλά και τμηματικά τη θεωρία του
«ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία προκαλεί την
περιφρόνηση της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής νεολαίας που -αν προηγούμενα
δεχόταν παθητικά αυτή την «εκ των άνω» επιστημονικά αστήρικτη και αυταρχική
διδαχή- τώρα αρχίζει και πάλι να διεκδικεί τον παραδοσιακά (καθώς η νεολαία δεν
αποτελεί κοινωνική τάξη) πρωτοποριακό της ρόλο σε μια κοινωνία όπου και το λαϊκό
κίνημα δείχνει ότι αρχίζει να ξεπερνάει, έστω και με πολύ αργούς ρυθμούς, την κρίση
διαρκείας από το 1989-1991. Κάποιοι αρχίζουν να βλέπουν ότι το οποιοδήποτε
αντιδραστικό απόφθεγμα για την Ιστορία ταιριάζει με τις κραυγαλέα αντιδραστικές
κατευθύνσεις της πολιτικής της άρχουσας τάξης και των κομμάτων που τη στηρίζουν.
Παραδείγματα που προέρχονται από πολλές πλευρές συνοψίζουν παραστατικά την
εικόνα. Οταν π.χ. σε μια συλλογική συμβολή διαφόρων πανεπιστημιακών καθηγητών
να γραφτεί η ιστορία του Καρλομάγνου (που δημοσιεύθηκε στις «7 μέρες της
Καθημερινής») διαβάζουμε στην εισαγωγή «για μας, που ανήκουμε στη Δύση», είναι
επόμενο να μπορεί να σκεφθεί ο αναγνώστης ότι αν θεωρεί ότι δεν «ανήκει στη
Δύση», μπορεί να επιληφθούν οι praetores urbani21 του κ. Υπουργού Δημόσιας
Τάξης (κάποτε είχαν χαρακτηριστεί και «αρχάγγελοι»). Αν η Ιστορία αποτελείται από
«τον τονισμό των μειζόνων και την αποσιώπηση των ελασσόνων», όπως έλεγε ένας
συντηρητικός ιστορικός, καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών, τότε στο παράδειγμα
που μόλις παρατέθηκε και αφορά τον Καρλομάγνο, το στοιχείο του ελαφρά γελοίου
που γράφεται στην εισαγωγή προκαλεί το συνειρμό μιας όχι και τόσο μακρινής
αστυνομικής απειλής και δείχνει με σαφήνεια ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της
Ιστορίας που η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία επιδιώκει να προβάλει και να τονίσει. Από
ό,τι προηγήθηκε πιο πάνω, μάλλον οι καιροί δεν είναι τόσο ευνοϊκοί γι’ αυτήν, γι’
αυτό και μια από τις μείζονες πρόσφατες προσπάθειές της ήταν να «τελειώσει» την
Ιστορία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Οπως λέει ο Μαρξ (K. Marx, «A Contribution to the Critique of Political
Economy», Moscow 1977, 215): Η σχέση της υπάρχουσας έως τώρα ιδεαλιστικής
ιστοριογραφίας με τη ρεαλιστική ιστοριογραφία. Ειδικότερα, το τι είναι γνωστό ως
ιστορία του πολιτισμού, η παλιά ιστορία της θρησκείας και των κρατών.
2. G. W. F. Hegel: «Vorlesungen uber die Philosophie der Geschichte». Einfuhrung
von Th. Litt, Stuttgart 1961, 39, 100-101, 105 passim (Διαλέξεις για τη φιλοσοφία της
Ιστορίας. Εισαγωγή του Τ. Λιτ).
3. F. Engels: «Critical Review of Karl Marx», (έργο σημ. 1), Collected Works 16,
Moscow 1980, 474-475.
4. K. Marx – F. Engels: «The German Ideology», (b) History, Collected Works 5,
Moscow 1976, 43-45, 50-62.
5. F. Engels, στον Conrad Schmidt, 5 Αυγούστου 1890.
6. K. Marx, στον F. Engels, 3 Μαΐου 1854, Collected Works 39, Moscow 1983, 447.
7. Σημ. Σύντ. Τηρουμένων των αναλογιών.
8. Για το λεγόμενο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» και τι μπορεί να σημαίνει από
μαρξιστική σκοπιά, πρβλ. Τ. Λουγγής: «Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας (324-
1204)», β΄ έκδοση «Σύγχρονη Εποχή» 1998, σελ. 110.
9. Βλ. π.χ. C. Antoni: «L’ Historisme», Geneve 1963, passim. Ορισμένοι από τους
αναφερόμενους (Burke, Guizot) είναι ιδιαίτερα αντιδραστικοί.
10. Redivivus = Μεταχειρισμένος ή από δεύτερο χέρι (The Oxford Latin Dictionary,
Oxford 1984, s.v.: re-used, second-hand).
11. Σημ. Σύντ. «Οι καιροί δεν έχουν αλλάξει τα ήθη».
12. Σημ. Σύντ. Ο Μαρξ πλαστογραφημένος από τον κύριο Τζερμιά.
13. Σημ. Σύντ. «Να ο κόσμος σου, κι αυτό κόσμος θα πει».
14. Σημ. Σύντ. «Η λογική γίνεται παράλογο».
15. Το Δεκέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές από τη βασιλόφρονα
Δεξιά που είχε σαν βασικό της σύνθημα το περιβόητο «οίκαδε» (να επιστρέψουν οι
στρατιώτες μας από τη Μικρά Ασία). Φυσικά, όταν κέρδισαν τις εκλογές, οι
βασιλικοί συνέχισαν με μεγαλύτερη προσήλωση την τυχοδιωκτική Μικρασιατική
εκστρατεία, ως το μοιραίο τέλος της.
16. Το Μάρτιο του 1935 επιχειρήθηκε κίνημα από βενιζελικούς αξιωματικούς (Σ.
Σαράφης, Ι. Στεφανάκος Χρ. Τσιγάντες κ.ά.) που απέτυχε και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος
στον Γ. Κονδύλη να επαναφέρει ως πολίτευμα τη Βασιλεία με ένα κραυγαλέα νόθο
δημοψήφισμα.
17. Σημ. Σύντ. «Η αιώνια πόλη εξουσιάζει τον κόσμο».
18. F. Engels: «Preface to the “Civil War in France”of Karl Marx», 18.3.1891:
«βρίσκουμε εκεί (στις ΗΠΑ) δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους
που παίρνουν εναλλάξ την κατοχή της κρατικής εξουσίας και την εκμεταλλεύονται με
τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, και το έθνος είναι
ανίσχυρο απέναντι σε αυτά τα δυο μεγάλα καρτέλ πολιτικών, που για το ειδέσθαι
είναι υπηρέτες του, αλλά στην πραγματικότητα κυριαρχούν πάνω του και το
λεηλατούν».
19. Σημ. Σύντ. «Αγία απλοϊκότητα».
20. Σημ. Σύντ. Μέρος αντί όλου.
21. Σημ. Σύντ. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί.