You are on page 1of 20

Ίβο Άντριτς

Η Άσκα και ο λύκος


Τίτλος πρωτοτύπου: Аска и вук

Μετάφραση από τη Σερβική γλώσσα:

Σβέτλανα Πέτσιν

Επιμέλεια:

Αθανάσιος Σαραγούδας-Πέτσιν

Εικονογράφηση:

Μίλιτσα Τόντιτς

Εκδόσεις Χρόες

Βασ. Παύλου 130 - Πλ. Ξενοφώντος

Σπάτα Αττικής 190 04

Τηλ.: 6939657733

http://www.hroes.gr

e-mail: hroes.editions@yahoo.com

ISBN: 978-960-98846-6-2
Ίβο Άντριτς

Η Άσκα και ο λύκος

Αυτό συνέβη κάποτε στον κόσμο των προβάτων στα


«Απότομα Λιβάδια». Όταν η Άϊα ένα μεγαλόσωμο πρόβατο με
δασύ μαλλί και στρογγυλά μάτια, γέννησε το πρώτο της
αρνάκι, φαινόταν όπως όλα τα υπόλοιπα νεογέννητα σαν
παλάμη υγρού μαλλιού που αρχίζει να βελάζει. Ήταν θηλυκό.
Και δεν είχε πατέρα, επειδή η Άϊα ακριβώς εκείνες τις μέρες
έχασε τον άνδρα της που αγαπούσε πολύ. Η μητέρα ονόμασε
το παιδί Άσκα, βρίσκοντας ότι αυτό το όνομα αρμόζει πολύ σε
μια μελλοντική προβατίνα καλλονή.

Τις πρώτες μέρες το αρνάκι ακολουθούσε τη μητέρα


του, όπως κι όλα τα υπόλοιπα αρνάκια, αλλά μόλις άρχισε να
τρέχει με τα ακόμα άκαμπτα και ασυνήθιστα μακριά
ποδαράκια του, και να βόσκει αυτόνομα, άρχισε να δείχνει το
χαρακτήρα του. Δεν κρατιόταν από την ποδιά του φορέματος
της μητέρας, δεν άκουγε το κάλεσμά της, ούτε τους χτύπους
του κουδουνιού από το κεσέμι, αλλά του άρεσε να περιφέρεται
στους δρόμους που έβρισκε μόνο του, να ψάχνει κάποιο
ξεχωριστό βοσκοτόπι στα απομακρυσμένα μέρη.

Η μητέρα προειδοποιούσε - το κατά τ’ άλλα καλό


όμορφο και έξυπνο παιδί της - το νουθετούσε με συμβουλές
και επιπλήξεις, του υποδείκνυε όλους τους κίνδυνους μιας
τέτοιας συμπεριφοράς σε μια περιοχή όπως είναι η δική τους,
όπου υπάρχει πάντα κάποιος πονηρός και αιμοβόρος λύκος,
στον οποίο οι βοσκοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα και
σφάζει τα πρόβατα και τα αρνάκια τους, ειδικά όταν
απομακρύνονται και χάνονται. Ανησυχούσε η Άϊα και συχνά
αναρωτιόταν σε ποιόν έμοιασε αυτό το παιδί και μάλιστα
θηλυκό, ώστε να είναι τόσο  πεισματάρικο κι ανήσυχο. Σ’
όποιον και να έμοιασε, πάντως αυτό το μανάρι – έτσι
αποκαλούν στον κόσμο των προβάτων τις έφηβες και τους
εφήβους - ήταν μεγάλη έγνοια της μητέρας. Στο σχολείο
προόδευε πολύ και διάβαζε αρκετά. Άλλα όποτε η μητέρα
πήγαινε να ρωτήσει για τους βαθμούς και τη συμπεριφορά της,
η δασκάλα απαντούσε ότι το παιδί είναι ταλαντούχο και θα
μπορούσε να γίνει η πρώτη μαθήτρια, αρκεί να μην ήταν τόσο
ζωηρό και αφηρημένο. Μόνο στη γυμναστική είχε πάντα
άριστα.

Μία μέρα, όταν τελείωσε με καλούς βαθμούς την τάξη,


η Άσκα στάθηκε μπροστά στη μητέρα της και δήλωσε ότι
θέλει να πάει στη σχολή μπαλέτου. Η μητέρα πρώτα
αντιστάθηκε αποφασιστικά. Ανέφερε πολλούς λόγους, ο ένας
πίσω από τον άλλο όλο και πιο πειστικός. Αποδείκνυε ότι
κανείς στην οικογένειά τους δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απλά
ένα ήσυχο πρόβατο μια σπιτονοικοκυρά. Η τέχνη, έλεγε η
μητέρα, είναι αβέβαιη εργασία που ούτε ταΐζει, ούτε
προστατεύει εκείνον που της αφιερώνεται. Ο δρόμος της
τέχνης γενικά είναι αμφίβολος, παραπλανητικός και δύσκολος.
Ο χορός είναι η πιο δύσκολη και η πιο παραπλανητική απ’
όλες τις τέχνες, με κακή φήμη, επικίνδυνο πράγμα. Αυτό το
δρόμο δεν ακολούθησε κανένα προβατάκι από καλό σπίτι. Και
όλο τέτοια: «Τί, εν τέλει, θα πει όλος αυτός ο κόσμος των
προβάτων όταν ακούσει ότι η κόρη μου πήρε ακριβώς αυτό το
δρόμο;»

Έτσι προσπαθούσε να αποτρέψει την Άσκα η ανήσυχη


και καλοπροαίρετη μητέρα της. Αλλά γνωρίζοντας το
χαρακτήρα της κόρης της, ήξερε ότι δε θα μπορούσε για πολύ
να αντιστέκεται στην επιθυμία της και υπέκυψε. Έγραψε τη
μικρή στη σχολή μπαλέτου για τα πρόβατα, ελπίζοντας πως
έτσι ίσως μέχρι κάποιο σημείο θα τιθασεύσει την έμφυτη
ανυπομονησία της, αν και, τόσο οι προβατίνες όσο και τα
κριάρια του κοπαδιού στην πλειονότητά τους, αποδοκίμαζαν
αυτή την απόφαση της μητέρας.

Δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Άϊα ήταν αδιάφορη


απέναντι στις επιπλήξεις και τα κουτσομπολιά των προβατίνων
και των κριαριών στο μαντρί και στο βοσκοτόπι, αλλά η
μητέρα αγαπά τόσο το παιδί της, ώστε μαζί του αγαπά κι
εκείνα τα χαρακτηριστικά του που δεν επιδοκιμάζει στην ψυχή
της. Λίγο -λίγο συμβιβαζόταν η προβατίνα μητέρα με την
επιθυμία της κόρης της κι άρχιζε να βλέπει διαφορετικά το
πράγμα. Αναρωτιόταν τί στο κάτω-κάτω μπορεί να είναι
άσχημο στην τέχνη; Κι ο χορός είναι από τις πιο ευγενικές
δεξιότητες η μόνη στην οποία χρησιμοποιούμε αποκλειστικά
το ίδιο μας το σώμα.

Αυτή η συγκατάθεση της ήταν πιο εύκολη επειδή η


μικρή Άσκα πράγματι έδειχνε ότι διαθέτει πολύ ταλέντο και
θέληση για χορό, και ήταν φανερό ότι προόδευε. Και μαζί μ’
αυτό, το κορίτσι ήταν αγνό και αθώο, όπως θα επιθυμούσε
κανείς να είναι. Αλλά από την παράξενη και επικίνδυνη
συνήθειά της να περιπλανείται μακριά από τα βοσκοτόπια και
το σκιερό, δεν μπορούσε να απελευθερωθεί ποτέ. Μια μέρα
έγινε εκείνο το οποίο η Άϊα πάντα φοβόταν.

Η Άσκα τελείωσε με άριστα το πρώτο έτος της σχολής


μπαλέτου και έπρεπε ήδη να ξεκινήσει το δεύτερο. Ήταν η
αρχή του φθινοπώρου, με δυνατό ήλιο ακόμα, που
ανεπαίσθητα αρχίζει να ξεθωριάζει με ζεστές σύντομες βροχές
από τις οποίες δημιουργείται χαρούμενο ουράνιο τόξο επάνω
από τα υγρά και ηλιόλουστα τοπία. Εκείνη την μέρα η Άσκα
ήταν ιδιαιτέρα εύθυμη και ζωηρή αλλά και αφηρημένη.
Ενθουσιασμένη από τη δροσιά της ημέρας και την ομορφιά
του ζουμερού χόρτου, προχώρησε λίγο - λίγο μέχρι την άκρη
του απόμακρου δάσους με τις οξιές και μάλιστα μπήκε μέσα σ’
αυτό. Εκεί το χόρτο ήταν, όπως φάνηκε στην Άσκα, ιδιαιτέρα
ζουμερό και όσο προχωρούσε πιο βαθιά στο δάσος, όλο και
πιο ζουμερό γινόταν το χόρτο.

Στο δάσος υπήρχε ακόμα μια γαλακτώδης ομίχλη που


έμοιαζε κατάλοιπο κάποιου περίεργου νυχτερινού παιχνιδιού
υποχωρώντας μπροστά στον ήλιο. Λευκό, φωτεινό και ήσυχο.
Η ασθενής ορατότητα κι η απόλυτη ησυχία δημιουργούσαν ένα
μαγεμένο τοπίο όπου ο χώρος κι η απόσταση δεν είχαν μέτρο
και στο οποίο ο χρόνος έχανε την σημασία του.

Η Άσκα μύριζε τις γέρικες γερμένες βρυώδεις οξιές που


μεθούν σαν την ιστορία μιας ασυνήθιστης περιπέτειας, έτρεχε
στα φωτεινά πράσινα ξέφωτα και της φαινόταν πως η ιστορία
δεν έχει τέλος, ούτε όμως οι πολλές ασυνήθιστες περιπέτειες.
Και όταν έφτασε σ’ ένα από αυτά τα ξέφωτα – βρέθηκε
ξαφνικά πρόσωπο με πρόσωπο με ένα φοβερό λύκο. Έμπειρος,
γέρικος και θρασύς είχε πλησιάσει κρυφά μέχρι αυτές τις
περιοχές που συνήθως οι λύκοι δεν κατεβαίνουν αυτή την
εποχή του χρόνου. Η μαδημένη γούνα του με το πρασινωπό
καφέ, τον έκρυβε, τον έκανε ένα με φθινοπωρινές οξιές και το
χόρτο που άρχιζε να μαραίνεται.
Το θαυμάσιο τοπίο που μεθούσε και γοήτευε την Άσκα,
σηκώθηκε ξαφνικά σαν λεπτή και απατηλή κουρτίνα και
μπροστά της στεκόταν ο λύκος με πυρωμένα μάτια την ουρά
γυρισμένη προς τα κάτω και σα να γελούσαν λίγο τα γυμνά
δόντια του, πιο φοβερός από όλες τις προειδοποιήσεις της
μητέρας. Πάγωσε το αίμα της Άσκας και τα ποδαράκια της
ξύλιασαν. Θυμόταν ότι πρέπει να φωνάξει τους δικούς της, και
άνοιγε το στόμα, αλλά δεν έβγαινε η φωνή της. Όμως ο
θάνατος ήταν μπροστά της, αόρατος αλλά ο μόνος παρών
παντού, φρικτός, απίστευτος, τερατώδης.

Ο λύκος σχημάτισε ένα ημικύκλιο γύρω από το ακίνητο


θύμα του με αργό βήμα που προαναγγέλλει το άλμα της
επίθεσης. Φαινόταν δύσπιστος, αν οι λύκοι μπορούν να
γνωρίζουν από δυσπιστία! Παρατηρούσε το αρνί με υποψία,
αφού οι λύκοι για την υποψία είναι ικανοί και με το φόβο
κάποιας παγίδας. Αναρωτιόταν πώς ένα νεαρό, άσπρο και
όμορφο πρόβατο μπορούσε να χαθεί εδώ, τόσο μακριά και να
του έρθει σχεδόν κάτω από τα δόντια.

Για το θύμα αυτές ήταν απροσδόκητα περίεργες


στιγμές, κάπου ανάμεσα στο φόβο του θανάτου, που είχε ήδη
βυθιστεί, και του αφάνταστα αιματηρού και έσχατου γεγονότος
που κρύβεται πίσω από τη λέξη – θάνατος. Αυτό στην ήδη
σαστισμένη Άσκα άφηνε λίγο χρόνο εκεί όπου νόμιζε ότι
πλέον δεν υπάρχει και πως δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά τόσο
λίγο που μόλις που έμοιαζε με χρόνο. Αυτό της έδωσε τη
δύναμη για κίνηση, αλλά δεν ήταν κίνηση άμυνας, αφού δεν
ήταν ικανή. Η τελευταία κίνηση μπορούσε να είναι μόνο ο
χορός.
Δύσκολα, όπως σε οδυνηρό όνειρο, το κορίτσι έκανε
την πρώτη κίνηση, μία από εκείνες κινήσεις που εξασκούν
δίπλα στη μπάρα και που ακόμα δε μοιάζουν με χορό. Αμέσως
μετά απ’ αυτό εκτέλεσε τη δεύτερη και μετά την τρίτη. Αυτές
ήταν άτολμες, αργές κινήσεις του καταδικασμένου σε θάνατο
σώματος, αλλά αρκετές για να σταματήσουν κάποιες στιγμές
τον ξαφνιασμένο λύκο. Και όταν άρχισε, η Άσκα τις συνέχισε
σειρά τη μία πίσω από την άλλη, με τρομερό αίσθημα ότι δεν
επιτρέπεται να σταματήσει, αφού αν υπάρξει ανάμεσα στη μία
και την άλλη κίνηση έστω κι ένα δευτερόλεπτο κενό, ο
θάνατος μπορεί να μπει μέσα από αυτό το ρήγμα. Εκτελούσε
τα «βήματα», μ’ εκείνη τη σειρά όπως τα μάθαινε στη σχολή
και σαν ν’ ακούει την κοφτή φωνή της δασκάλας της: «"Ένα
και – δυό! Ένα – και – δυό – και – τρία!»

Έτσι πήγαινε, με τη σειρά. Όλα όσα μπόρεσε να μάθει


στη διάρκεια της πρώτης χρονιάς. Οι κινήσεις είναι σύντομες,
γρήγορες, και δεν μπορούν να γεμίσουν το χρόνο που στέκει
ακίνητος σαν κενό από το οποίο συνεχώς απειλεί ο θάνατος.
Πέρασε και στις φιγούρες που στη σχολή εκτελούνται χωρίς
στήριγμα στη μέση της αίθουσας. Αλλά εκεί η γνώση της και
οι δυνάμεις της ήταν περιορισμένες. Σωστά και ολόκληρες
γνώριζε να εκτελέσει δύο-τρεις φιγούρες. Κι εκείνη τις
εκτελούσε πυρετωδώς. Μία, και άλλη, και τρίτη. Κι εκεί
περίπου ήταν το τέλος της γνώσης της και της επιδεξιότητάς
της. Έπρεπε να επαναλαμβάνει τις κινήσεις, αλλά φοβόταν με
την επανάληψη να μη χάσουν από την δύναμή τους και την
κομψότητά τους. Και μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί ακόμα
κάτι που θα μπορούσε να εκτελέσει και με το οποίο θα έθαβε
την άβυσσο που την περιμένει στο τέλος του χορού. Ο χρόνος
περνά, ο λύκος ακόμα κοιτά και περιμένει, άλλα ήδη αρχίζει να
πλησιάζει, ενώ μπροστά της είναι ανελέητα κλειστά όλες οι
παρακάτω γνώσεις του κλασικού χορού, και η φωνή της
δασκάλας γίνεται όλο και πιο σιγανή, χάνεται κάπου εντελώς.
Καλά χρησίμευσε η γνώση της, αλλά τώρα ήρθε το τέλος και
αυτής. Η γνώση χρεοκόπησε, το σχολείο δε γνωρίζει τίποτα
παραπάνω να της πει, αλλά πρέπει να ζει και για να ζει, να
χορεύει.

Και η Άσκα ξεκίνησε το χορό πέρα από τα σχολεία και


τους γνωστούς κανόνες έξω απ’ όλα όσα είχε μάθει και
γνώριζε.

Ποιος ξέρει εάν αυτός ο κόσμος, από τότε που


υπάρχει, είδε εκείνο που εκείνη την ημέρα είδε στο απλό και
ανώνυμο δάσος πάνω από τα Απότομα Λιβάδια.
Μέσα στα πράσινα ξέφωτα, μέσα στα στενά
περάσματα, ανάμεσα στα γκρι και βαριά δέντρα της οξιάς, στο
λείο και καφετί κιλίμι από φύλλα που χρόνια μαζεύονται το
ένα πάνω στο άλλο, χόρευε η Άσκα, καθαρή, λεπτή, ούτε
πρόβατο ακόμα ούτε πια αρνί, αλλά ελαφριά και ευκίνητη σαν
λευκή νιφάδα που φέρνει ο άνεμος, γκριζωπή σαν έμπαινε στη
δέσμη της λεπτής ομίχλης και λαμπερή σα να ήταν από μέσα
φωτισμένη όποτε βρισκόταν στο ξέφωτο πλημυρισμένο από
τον ήλιο. Και πίσω της, με αθόρυβα βήματα και χωρίς να τη
χάνει από τα μάτια του ακολουθούσε ο γερόλυκος
μακροχρόνιος και αόρατος δήμιος του κοπαδιού της.

Πονηρός, ψυχρός και με παροιμιώδη επιφυλακτικότητα


ο λύκος, που ούτε οι άνθρωποι ούτε τα ζώα δε μπόρεσαν να
του κάνουν τίποτα, ήταν αρχικά έκπληκτος. Αυτή η έκπληξη
μετατρεπόταν όλο και περισσότερο σε απορία και σε
παράξενη, ακαταμάχητη περιέργεια. Στην αρχή θυμόταν ποιός
είναι και τί είναι, πού βρίσκεται και τί πρέπει να κάνει, αλλά
έλεγε στον εαυτό του: "Να δω πρώτα αυτό το ανείδωτο θαύμα.
Έτσι από αυτό το παράξενο αρνί θα έχω όχι μόνο αίμα και
κρέας, αλλά και το δικό του περίεργο, αστείο και τρελά
διασκεδαστικό χορό. Τέτοιο που μάτια λύκου ακόμα δεν έχουν
δει. Όσο για το αίμα και κρέας του, δε θα μου γλιτώσουν ποτέ,
αφού μπορώ να το ρίξω και το σφάξω όποτε θελήσω, και θα το
κάνω, αλλά μόλις τελειώσει ο χορός, όταν δω ολόκληρο το
θαύμα μέχρι τέλους."

Σκεπτόμενος αυτά, ο λύκος ακολουθούσε το


προβατάκι, κοντοστέκονταν όποτε εκείνη σταματούσε και
άπλωνε το βήμα του όποτε εκείνη επιτάχυνε το ρυθμό του
χορού.

Η Άσκα δε σκεφτόταν τίποτα. Μόνο από αυτό το μικρό


σώμα, που ήταν υφασμένο από καθαρούς χυμούς της χαράς
της ζωής και καταδικασμένο σε αναπόφευκτο και άμεσο
θάνατο, έβγαζε απρόσμενη δύναμη και απίστευτη επιδεξιότητα
και πολυμορφία των κινήσεων. Ήξερε μόνο ένα πράγμα: ότι
ζει και ότι θα ζει όσο χορεύει, και όσο καλύτερα χορεύει. Και
χόρευε. Αυτός δεν ήταν χορός πια, αλλά θαύμα.

Έτσι – το νέο θαύμα! – και η έκπληξη του λύκου


μετατρεπόταν όλο και περισσότερο σε θαυμασμό, πράγμα
εντελώς άγνωστο στο γένος των λύκων, αφού αν μπορούσαν οι
λύκοι να θαυμάσουν οτιδήποτε στον κόσμο δε θα ήταν αυτοί
που είναι. Ενώ αυτό το άγνωστο αίσθημα του θαυμασμού
σάστισε το λύκο τόσο που αυτό το χαμένο προβατάκι, νεκρό
από το φόβο του θανάτου, τον τραβούσε πίσω της σα να τον
οδηγεί με αόρατο αλλά σφικτό σκοινί δεμένο από έναν αόρατο
μεταλλικό κρίκο που του είχε περάσει μέσα από τη μουσούδα.

Πηγαίνοντας έτσι σαγηνευμένος δίχως να κοιτάζει πού


βαδίζει και χωρίς να δίνει λογαριασμό για την κατεύθυνση
όπου πάει, ο λύκος συνέχεια επαναλάμβανε μέσα του: "Το
αίμα και το κρέας αυτού του αρνιού ποτέ δε θα μου λείψουν.
Μπορώ να το καθαρίσω ανά πάσα στιγμή, όποτε θελήσω.
Αλλά, να χορτάσω το θέαμα. Να δω ακόμα αυτή την κίνηση, κι
αυτή ακόμα ..."
Και συνέχιζε έτσι, ακόμα αυτή, κι ακόμα αυτή, αλλά η
κάθε μία ήταν πράγματι νέα και συναρπαστική και υποσχόταν
την επόμενη, ακόμα πιο συναρπαστική. Περνούσαν, ένα πίσω
από το άλλο, τα ξέφωτα του δάσους και τα σκοτεινά υγρά
περάσματα κάτω από τις οξιές, στρωμένα με ξερά φύλλα.

Εκατό ζωές αισθανόταν τώρα μέσα της η μικρή Άσκα,


και χρησιμοποίησε όλες τις δυνάμεις τους για να επιμηκύνει τη
μια και μοναδική ζωή, τη δική της, που την είχε ήδη
αποχαιρετήσει.

Εμείς δε γνωρίζουμε πόση δύναμη και τί είδους


δυνατότητες κρύβει μέσα του κάθε ζωντανό πλάσμα. Ούτε καν
υποψιαζόμαστε τί μπορούμε. Υπάρχουμε και περνάμε, αλλά δε
βλέπουμε οτιδήποτε θα μπορούσαμε να είμαστε και να έχουμε
κάνει. Αυτό αποκαλύπτεται μόνο στις μεγάλες και ιδιαιτέρες
στιγμές όπως είναι αυτές στις οποίες η Άσκα χορεύει το χορό
για την ήδη χαμένη της ζωή. Το σώμα της δεν κουραζόταν πια,
κι ο χορός της μόνος του δημιουργούσε νέες δυνάμεις για νέο
χορό. Και η Άσκα χόρευε. Εκτελούσε όλο νέες και πιο νέες
φιγούρες, που δε γνωρίζει κανένας δάσκαλος του μπαλέτου σε
καμιά σχολή.
Όποτε της φαινόταν ότι ο λύκος συνέρχεται και
θυμάται ποιός είναι και τί είναι, τότε ενδυνάμωνε την ταχύτητα
και την τόλμη του χορού της. Εκτελούσε πάνω από πεσμένους
κορμούς δέντρων ασυνήθιστα άλματα που ωθούσαν το λύκο
να γελά και με νέο θαυμασμό, προκαλούσαν μέσα του την
επιθυμία να επαναληφθούν. Πηδούσε στις πεσμένες οξιές και
σ’ εκείνο το μαξιλαράκι από βρύο που τις σκεπάζει,
στηριζόμενη μόνο στα πίσω πόδια, έκανε να μοιάζει με άσπρη
χαρούμενη σβούρα που τυφλώνει τα μάτια των θεατών.
Ύστερα όρθια μόνο στα μπροστινά πόδια, έτρεχε ελαφρά με
μικρά και όλο πιο γρήγορα βήματα σε κάποια επίπεδη και
ακόμα πράσινη επιφάνια ανάμεσα στα δέντρα. Όποτε
βρισκόταν σε μεγάλη κλίση του εδάφους κατέβαινε με το
κεφάλι εμπρός μιμούμενη κάποια τολμηρή σκιέρ
κατηφορίζοντας το μονοπάτι από λεία ξερά φύλλα, αλλά τόσο
γρήγορα όπως όταν κάποιος με τον αντίχειρα περνά πάνω από
τα πλήκτρα του πιάνου: φιουουου-ιτ! Ο λύκος έτρεχε πίσω της
όσο πιο γρήγορα μπορούσε μόνο και μόνο για να μη χάσει από
το βλέμμα του κάτι από το χορό. Ακόμα επαναλάμβανε μέσα
του ότι πριν ή μετά, το αίμα και το κρέας αυτού του αρνιού δε
θα του λείψουν ποτέ, μόνο να δει μέχρι το τέλος και το πώς
τελειώνει ο χορός του, αλλά αυτό τα επαναλάμβανε κάθε φορά
όλο και πιο σύντομα και πιο αδύναμα, αφού μέσα του όλο και
πιο πολύ χώρο καταλάμβανε ο χορός και κατέστειλε όλα τ’
άλλα.

Αλλά ούτε το χρόνο, ούτε το μήκος του δρόμου δε


μετρούσαν, ούτε ο λύκος, ούτε η Άσκα. Εκείνη ζούσε κι αυτός
απολάμβανε.
Όταν άκουσαν το πονεμένο βέλασμα του προβάτου Άϊα
και κατάλαβαν την ανησυχία που κυρίευε το ένα κοπάδι μετά
το άλλο, οι βοσκοί επέλεξαν δύο πιο νέους και τολμηρούς και
τους έστειλαν στο δάσος να αναζητήσουν το χαμένο
ανυπάκουο αρνί. Ο ένας απ’ αυτούς είχε μόνο ένα ρόπαλο,
αλλά καλό, ενώ ο άλλος βαστούσε στο ώμο του όπλο, εάν
μπορεί να ονομαστεί έτσι εκείνο το περασμένο μουτζουρωμένο
καρυοφύλλι. Αυτό ήταν ένδοξη σαβούρα, αφού λέγεται πως ο
πατέρας του σκότωσε μ’ αυτό στο ίδιο το μαντρί του έναν
πεινασμένο λύκο. Κι αυτό όπως και ό,τι λέγεται, ποιος ξέρει
πώς κι αν είχε συμβεί. Οπωσδήποτε αυτό ήταν το μοναδικό
κομμάτι πυροβόλου στα Απότομα Λιβάδια, και εκείνο
χρησίμευε πιο πολύ να ανεβάζει το θάρρος και την
αυτοπεποίθηση των τσοπάνηδων, παρά ήταν επικίνδυνο για
τους λύκους.

Έφθασαν ως την άκρη του δάσους και εκεί λίγο


δίστασαν, αναρωτιόντουσαν σε ποιά κατεύθυνση να
ακολουθήσουν. Αφού στο δάσος υπάρχουν χίλιες είσοδοι, και
ποίος θα δει τα αόρατα ίχνη των οπλών του αρνιού.
Ακολούθησαν τα ίχνη του πράσινου χόρτου και του καλού
βοσκοτόπου ως πιο σίγουρου. Η τύχη τους εξυπηρέτησε.
Μόλις εισχώρησαν λίγο πιο βαθιά στο δάσος και ανέβηκαν σε
ένα μικρό ύψωμα, είδαν στο βάθος μπροστά τους ένα περίεργο
θέαμα. Στάθηκαν και κρύφτηκαν. Μέσα από μια βαθιά τρύπα
στα κλαδιά μπόρεσαν απαρατήρητοι να δουν: πως με τολμηρές
κανονικές πιρουέτες το προβατάκι, περνούσε στο πράσινο
ξέφωτο και πίσω της σε απόσταση μόλις μερικά βήματα, με
βαρύ βηματισμό την ακολουθεί ο μεγαλόσωμος μαδημένος
λύκος με κατεβασμένη τη μουσούδα και καρφωμένο το
βλέμμα πάνω της κουνούσε ικανοποιημένος την ουρά.

Μερικές στιγμές οι βοσκοί στέκονταν σα να πέτρωσαν


από έκπληξη, αλλά συνήλθαν αμέσως. Όταν η Άσκα έφθασε
ως τα πρώτα δέντρα, εκεί άλλαξε απότομα τη μορφή και το
ρυθμό του χορού, ενώ ο λύκος βρισκόταν ακόμα στο ξέφωτο,
γυρισμένος προς στους θεατές με την πλάγια πλευρά του. Ο
μεγαλύτερος βοσκός κατέβασε το όπλο, στόχευσε και
πυροβόλησε. Αντήχησε το δάσος και πετάχτηκαν τα ξερά
φύλλα με τα σπάνια φοβισμένα πουλιά.

Στην άκρη του ξέφωτου έγινε ένα απροσδόκητο


συμβάν. Από τη διακομμένη κίνησή της, έπεσε σαν πουλί
χτυπημένο στην πτήση η Άσκα, ενώ ο λύκος σαν πράσινη σκιά
ξέφυγε στο δάσος.

Οι βοσκοί έτρεξαν και στο επίπεδο μέρος βρήκαν


αναίσθητη την Άσκα. Κανένα τραύμα δεν υπήρχε επάνω της,
αλλά κειτόταν στο χόρτο του δάσους σα νεκρή. Πίσω από το
λύκο υπήρχαν ματωμένα ίχνη.

Ο μεγαλύτερος βοσκός γέμισε το όπλο κι ο νέος πήρε


το ρόπαλό του και με τα δύο χέρια, κι έτσι ξεκίνησαν πίσω από
τα ματωμένα ίχνη. Βάδιζαν αργά και προσεκτικά. Αλλά δεν
χρειαζόταν να πάνε μακριά. Ο τραυματισμένος λύκος είχε
δύναμη μόνο για να τρέξει καμιά εκατοσταριά βήματα, όσο το
τραύμα του ήταν ακόμα ζεστό, αλλά τότε έπεσε σ’ ένα
ρουμάνι. Το πίσω μέρος του σώματός του ήταν παράλυτο,
αλλά έσκαβε το χώμα με τα μπροστινά πόδια. Κουνούσε με το
κεφάλι και έδειχνε τα δόντια του. Εύκολα τον αποτελείωσαν.

Ο ήλιος μόλις είχε περάσει το μισό του ουρανού όταν


οι τσομπάνηδες επέστρεψαν. Κατέβαιναν από τα σκούρα
βοσκοτόπια ανάμεσα στα κοπάδια και τα μαντριά. Ο νεότερος
είχε δέσει το λύκο με ύφασμα από τα πίσω πόδια και τραβούσε
εύκολα από τα πλάγια το ματωμένο και μακρύ σώμα του. Ενώ
ο γεροντότερος βαστούσε το άσπρο αρνί. Το πέταξε κατά τη
συνήθεια των βοσκών επάνω στο σβέρκο του. Το όμορφο
κεφάλι της Άσκα κρεμόταν σα να ήταν νεκρή, κάτω από τον
αριστερό του ώμο.

Μεγάλη χαρά επικράτησε στα Απότομα Λιβάδια.


Υπήρχαν συγχαρητήρια, κραυγές, τραγούδια, επιπλήξεις,
δάκρυα, χαρούμενα στριγκλίσματα και χαρούμενα βελάσματα
χωρίς τέλος και σταματημό.

Η Άσκα συνήλθε. Ανασυντασσόταν αργά ξαπλωμένη


στο χόρτο ακίνητη και εξαντλημένη, περισσότερο μοιάζοντας
με πεταμένη προβιά παρά με ζωντανό προβατάκι. Δεν
αισθανόταν επάνω της ούτε έναν υγιή μυ, ούτε νεύρο που να
μην πονούσε. Γύρω της δακρυσμένη και πανευτυχής,
εσπευσμένα έτρεχε η μητέρα της και μαζεύονταν τα πρόβατα
και τα κριάρια σα σε κάποιο θαύμα.

Η Άσκα ήταν άρρωστη για πολύ καιρό, αλλά ανάρρωνε


αργά από τη φοβερή εμπειρία. Η νιότη της όμως και η θέλησή
της για τη ζωή, η καλή μητρική φροντίδα, και η συμπάθεια
όλων των κατοίκων των Απότομων Λιβαδιών δάμασαν την
αρρώστια. Και η Άσκα θεραπεύθηκε κι έγινε υπάκουη κόρη
και καλή μαθήτρια, με τον καιρό και η πρώτη μπαλαρίνα του
μπαλέτου στα Απότομα Λιβάδια.

Στον κόσμο γραφόταν και λεγόταν και τραγουδιόταν


για το πώς το προβατάκι η Άσκα επεκράτησε και ξεγέλασε το
φοβερό λύκο. Η Άσκα ποτέ δε μιλούσε για τη συνάντησή της
με το θηρίο, ούτε για το χορό της στο δάσος. Επειδή για τα
μεγάλα και πιο δύσκολα πράγματα της ζωής του δεν αρέσει σε
κανένα να μιλά. Όταν πέρασαν μερικά χρόνια κι όταν μέσα της
ξεπέρασε τη δύσκολη εμπειρία της, η Άσκα σχεδίασε και
ανέβασε στη σκηνή το περίφημο μπαλέτο που οι κριτικοί και
οι θεατές ονόμασαν «ο χορός με το θάνατο», και που η Άσκα
πάντα αποκαλούσε «ο χορός για τη ζωή».

Ύστερα έζησε πολλά και ευτυχισμένα χρόνια. Έγινε


χορεύτρια παγκοσμίου φήμης και πέθανε στα βαθιά γεράματα.

Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, χορεύουν στη


σκηνή το δικό της φημισμένο μπαλέτο όπου η τέχνη και η
θέληση για αντίσταση νικούν κάθε κακό, ακόμα και τον ίδιο το
θάνατο.
Λίγα λόγια για τον Ίβο Άντριτς

Ο Ίβο Άντριτς (1892-1975), είναι ένας από τους πιο


σημαντικούς συγγραφείς και διανοούμενους του εικοστού
αιώνα στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Γεννήθηκε στην
Βοσνία, μαθήτευσε και έζησε στο Σαράγιεβο στο Ζάγκρεμπ
και στη Βιέννη, ενώ από το 1919 έγινε κάτοικος Βελιγραδίου.

Από το 1919 έως το 1941, παράλληλα με την περίφημη


συγγραφική του καριέρα εκπλήρωνε και τη διπλωματική του
καριέρα στην υπηρεσία του Βασίλειου των Σέρβων Κροατών
και Σλοβένων, έπειτα του Βασίλειου της Γιουγκοσλαβίας.

Το 1961 έλαβε το βραβείο Νόμπελ για το συγγραφικό


του έργο.

Κηδεύτηκε στο Νέο νεκροταφείο του Βελιγραδίου σε


θέση όπου κηδεύονται εξέχουσες προσωπικότητες.

You might also like