You are on page 1of 3

Θέατρο Σταθμός – Η απολογία της Μαρί Κιουρί

Ο επιστήμονας στο εργαστήριό του δεν είναι απλώς ένας τεχνικός·


ουσιαστικά είναι ένα παιδί, που αντικρίζει με δέος τα φυσικά
φαινόμενα όπως ακούει ένα παραμύθι.
(Marie Curie)

Ο παραμυθένιος –αλλά καθόλου «μυθικός»- βίος της Μαρίας Κιουρί


σαρκώνεται σε απτά ίχνη μνήμης, εγχαραγμένα στα σώματα των εκατομμυρίων
ασθενών που ιάθηκαν χάρη στην έρευνά της –μνήμη ανεπίδοτη, μιας και ελάχιστοι
πια συνδέουν την αυτονόητη ρουτίνα μιας ακτινογραφίας με την ασκητική, ταγμένη
επιστημοσύνη της. Ωστόσο η Τέχνη την μνημονεύει και εμπνέεται ακόμα απ` αυτήν.
Η ζωή της έγινε βιβλίο -άπειρη η παγκόσμια βιβλιογραφία, με κορυφαίο έργο
αναφοράς την γραμμένη από την κόρη της Εύα βιογραφία της με τίτλο Madame
Curie, που αποτέλεσε corpus για μεταγενέστερες προσεγγίσεις· ταινίες –αναφέρω
ενδεικτικά τη χολυγουντιανή Madame Curie του 1943 (MGM) καθώς και την
πρόσφατη (2016) διεθνή παραγωγή M.Curie: The Courage of Knowledge της Marie
Noelle· τηλεταινία (Marie Curie: More than meets the Eye-1997), θεατρικό έργο
(Radiance: The Passion of M.Curie γραμμένο από τον ηθοποιό Άλαν Άλντα το 2011),
μιούζικαλ (The Element in the Room από τον Βρετανό John Hinton), animation,
ντοκυμανταίρ… Στην Ελλάδα, η μόνη πρόσφατη θεατρική αναφορά στην Μ. Κιουρί
ήταν στη σπονδυλωτή παράσταση της Βάνας Πεφάνη «Να με θυμάσαι» το 2016 σε
έναν από έξι μονολόγους γυναικών που σημάδεψαν την Ιστορία.

Το κείμενο της Ευσταθίας Η απολογία της Μαρί Κιουρί είναι το πρώτο


ολοκληρωμένο θεατρικό έργο που συστήνει στην ελληνική σκηνή αυτή την
νεομάρτυρα της Επιστήμης. Ο βίος της Μαρίας Σκλοντόφσκα έχει κάτι από τους βίους
των αγίων που διάβαζα παιδί, γράφει η συγγραφέας στο σημείωμά της στο
πρόγραμμα, αποτυπώνοντας συγκλονιστικά –αν μου επιτρέπεται να εκφραστώ
προσωπικά- και την δική μου αίσθηση, όταν από παιδί διάβαζα για αυτή την εξαίσια
γυναίκα και θαύμαζα, στα όρια της λατρείας, το έργο, την τόλμη αλλά κυρίως την
αυταπάρνηση και την αυτοθυσία της. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση Η απολογία δεν
πρέπει να εκληφθεί ως αγιογραφία. Διαρθρώνεται ως μία φανταστική σύμβαση
δικαστηρίου, όπου η Κιουρί ξεδιπλώνει το προσωπικό της μανιφέστο, «απέναντι» σε
όλους και όλα, απέναντι στο ανδροκρατούμενο κονκλάβιο της γαλλικής
επιστημονικής κοινότητας, απέναντι στη σουηδική επιτροπή του Νόμπελ που δίσταζε
να τη βραβεύσει, απέναντι στο μεσαιωνικό σκοταδισμό της πατρίδας της, της
Πολωνίας, που της αρνιόταν πανεπιστημιακές σπουδές, απέναντι στον πρώτο της
έρωτα που την πρόδωσε, απέναντι στην συντηρητική, αστική κοινωνία του Παρισιού,
που καραδοκούσε για να την κατασπαράξει ως μοιχαλίδα, απέναντι στην ίδια της την
εποχή εν τέλει. Μέσα σ`αυτή τη συνθήκη φωτίζεται με εξαιρετική ενάργεια η
ανθρώπινη και πιο ευάλωτη και αντιηρωική πλευρά της, η παραμελημένη γυναίκα
που αναγεννάται μέσα από έναν καινούργιο έρωτα, η έμφοβη μητέρα, που υποφέρει
στη μόνιμη αμφιβολία αν ήταν επαρκής μητρική παρουσία στα παιδιά της, η
οργισμένη Πολίτις ενάντια σε ένα ακαδημαϊκό και κοινωνικό κατεστημένο που
υψώνει διαρκώς εμπόδια στο δρόμο της. Η συγγραφέας εναρμονίζει έξοχα αυτές τις
δύο πτυχές της Κιουρί, την «εξωτερική» σχέση με τον κόσμο, την επιστήμη, τους
«Άλλους» και την «εσωτερική» με τον ίδιο της τον εαυτό. Το κείμενο, στο
μεγαλύτερο μέρος του μονολογικό, κυλάει απρόσκοπτα, συναρπαστικά,
παρακολουθείται με κομμένη ανάσα. Ο λόγος έχει κάτι από την αιχμηρή ευφυΐα που
ανιχνεύει κανείς και στην στιχουργία της Ευσταθίας, αποστασιοποιημένος και
ψύχραιμος όταν πρέπει, αλλά εμποτισμένος από πάθος και συναισθηματική
«υγρασία». Ένα θερμό κείμενο, προϊόν αγάπης αλλά και εμφανούς, συστηματικής
μελέτης και ιστορικής έρευνας. Πάνω απ`όλα ένα κείμενο που εξισορροπεί την
αφηγηματικότητα με τη θεατρικότητα, «αβανταδόρικο», που δίνει χώρο για
αυτοσχεδιασμό και δημιουργική ερμηνεία σε έναν αντίστοιχα ευφυή ηθοποιό.
Το χυμώδες και χειμαρρώδες αυτό κείμενο ευτύχησε σε μία απολύτως
εύρυθμη και ευφάνταστη σκηνοθετική προσέγγιση από την Κίρκη Καραλή, χωρίς
υπερβολές, με μέτρο στις εντάσεις και καλοκουρδισμένα κρεσέντα και ντιμινουέντα.
Η σκηνοθέτις απέφυγε επιδέξια τον κίνδυνο της γραμμικότητας που πάντα ελλοχεύει
στις μονολογικές παραστάσεις, σχολιάζοντας το λόγο με νευρώδη, σχεδόν πυρετώδη,
έξοχα όμως ενορχηστρωμένη κίνηση και εμβόλιμα χορευτικά ιντερλούδια-ανάσες
(κίνηση: Κων/νος Παπανικολάου). Ο τρόπος με τον οποίο η Καραλή «χορογράφησε»
το έργο, απέκλεισε το ενδεχόμενο της όποιας ακαδημαϊκής στατικότητας,
αναμενόμενης ίσως σε μια παράσταση αφιερωμένη στη Μ.Κιουρί. Πίσω και πέρα
από το αυτονόητο επιστημονικό της βάρος, διέκρινε και φώτισε με τρυφερότητα και
ενσυναίσθηση την ελαφράδα του κοριτσιού, την ανθρώπινη πεμπτουσία που κανείς
αληθινά σπουδαίος δεν απεμπολεί. Έπλασε μία περσόνα απολύτως γήινη μέσα στα
πετάγματά της, απολύτως αυθεντική μέσα στις αντιφάσεις της, απολύτως
ισορροπημένη μέσα στην πολυσχιδία της και γι`αυτό απολύτως θεατρική.
Σκηνοθετική δουλειά ουσίας, «βραδυφλεγής», χωρίς αχρείαστα πυροτεχνήματα, που
έδεσε ιδανικά επί σκηνής με μία ώριμη υποκριτικά στιγμή της Πέγκυς Τρικαλιώτη ως
Μ.Κιουρί. Η ηθοποιός δεν ενέδωσε στην ευκολία της αφήγησης, μετέφερε με
ευκρίνεια το φυσικό και ψυχικό άλγος του ρόλου, χωρίς περιττούς
συναισθηματισμούς και μελοδραματικές εξάρσεις. Μπόλιασε την ερμηνεία της με
στοιχεία physical theatre, όπου η «ενσωμάτωση» του λόγου προηγείται της εκφοράς
του. Το κείμενο διηθούνταν μέσα από το εκφραστικό σωματικό της ηχείο, που έδινε
την αίσθηση ότι το «φέρει» προτού το εκφέρουν τα χείλη… Ο H.v.Kleist στο
περίφημο δοκίμιό του Οι Μαριονέτες περιγράφει εύστοχα αυτή την προ-λογική
ερμηνευτική προσέγγιση: «…Κάθε ακκισμός, κάθε ένταση, κάθε προσπάθεια
απουσιάζουν. Το κέντρο βαρύτητας κυβερνά άμεσα το σώμα: τίποτα δεν διακόπτει ή
ταράσσει τη μετάδοση των κινήσεων. Η ψυχή και το κέντρο βαρύτητας συμπίπτουν…»1
Πολύτιμη υπήρξε και η συνεισφορά των άλλων δύο ηθοποιών (Αγγελική
Πασπαλιάρη-Κων/νος Παπανικολάου) στο ρόλο των «άλλων». Η Πασπαλιάρη
επιτέλεσε με άνεση και σκηνική επάρκεια την εναλλαγή των «προσώπων της ζωής»
της Μ.Κιουρί, λειτουργώντας αντιστικτικά στον καταιγιστικό μονόλογο της
Τρικαλιώτη, αποφορτίζοντας και γειώνοντάς τον στα σωστά σημεία. Ο

1
Heinrich von Kleist Οι Μαριονέτες.σ.55 Μετ. Τζένη Μαστοράκη. Εκδ. Άγρα, 2015.
Παπανικολάου που επιμελήθηκε και την –εξαιρετική- κίνηση, πολύ καλός στο βουβό
του ρόλο, σε μια παράσταση όπου σκόπιμα μόνο οι γυναίκες άρθρωναν λόγο.
Το λιτό, αφαιρετικό σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου εξισορρόπησε και
ανέδειξε ιδανικά την υψηλή «θερμοκρασία» της παράστασης. Αντίστοιχα, οι
φωτισμοί του Άλεξ Αλεξάνδρου ακολούθησαν και υπογράμμισαν έγκυρα τόσο τις
εντάσεις όσο και τις υφέσεις. Τέλος, η «ευφυής» μουσική της Ευσταθίας έντυσε
έξοχα το λόγο, άλλοτε υπόκωφα και υπαινικτικά, άλλοτε ανάλαφρα άλλοτε
θριαμβευτικά, πάντα όμως σε αρμονία με τις στιγμές.
Ένα σύνολο υψηλής αισθητικής, μαζί και ένας συγκινητικός φόρος τιμής σε
μία σύγχρονη αγία, που αποκαλύφθηκε στα μάτια μας στην ανθρώπινή της διάσταση
και ουσία: ως μία αληθινά και βαθιά ελεύθερη ύπαρξη, με τα λόγια του τραγουδιού-
μότο της παράστασης, σε πορεία μοναχική…
Κατερίνα Θεοδωράτου - Θεατρολόγος

You might also like