You are on page 1of 7

Νέλλα Συναδινού –Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ

Δέκα γυναίκες διατρέχουν δέκα δεκαετίες του 20ού


Εκδόσεις Φίλντισι, 2021

[…]ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ᾽ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ…
(Περικλέους Επιτάφιος – 2.45.2)
[…] Άμορφες άμα κι άηχες τους θέσπισε να ζούνε
Ρομφαία μέλλει τους που βλάστησαν γυναίκες
Η μάνα τους για τη γέννα της κατάρες σέρνει
Πιάτο ξέχειλο πιότερο κρατεί στους γιους της
Τ` όνομά τους υπογράφεται με άχροη μελάνη
Να αγγελθεί είναι μιαρό μήτε πάνω σε μνήμα […]
(Νέλλα Συναδινού-Ελεγείο για τις Αφγανές γυναίκες στο “Γαλάζιο ενστερνίστηκα”, Φίλντισι 2019)

Από την εποχή που ο Περικλής του 5ου αι. π.Χ. στον Επιτάφιό του για τους
νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου ενταφίασε συμβολικά και τη γυναίκα στον
κλήρο της σιωπής, παραχωρώντας της τη «δόξα» τής όσο το δυνατόν μεγαλύτερης
αφάνειας ως τον 21ο αιώνα, το διερώτημα που εύστοχα διατύπωσε η Βιρτζίνια Γουλφ
του κατά πόσον απέκτησε η γυναίκα «ένα δικό της δωμάτιο» -a room of one`s own,
παραμένει επιτακτικά ενεργό.
Μετά την ποιητική της συλλογή Γαλάζιο ενστερνίστηκα (Φίλντισι, 2019), η
Νέλλα Συναδινού επανέρχεται με μία σπουδή πάνω σ`αυτή τη θεσμοποιημένη σιωπή,
ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεζό, σπονδυλωτό αφήγημα που θα μπορούσε να
τιτλοφορηθεί «Το σάγκα της γυναίκας στον 20ό αιώνα» ή και αντίστροφα «Το σάγκα
του 20ού αιώνα και το αποτύπωμά του στη γυναίκα». Ένα μυθοπλαστικό οδοιπορικό
που όμως ερείδεται στέρεα και εμπεριστατωμένα στην πρόσφατη Ιστορία, μια
διαδρομή που διανύεται άλλοτε με άλματα, άλλοτε με δειλά βήματα, κάποτε με
μποτίνια, ενίοτε με γοβάκια, ή και με σπορτέξ, όπως δηλώνει ο παιγνιώδης, λίγο
πικρός κατά βάθος τίτλος, από δέκα γυναίκες που κινούνται χρονολογικά στις
ισάριθμες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για δέκα αυτοτελείς νουβέλες συναρπαστικής αφηγηματικής έντασης
αλλά και ενδελεχούς ιστορικής τεκμηρίωσης, εκ πρώτης όψεως ανεξάρτητες μεταξύ
τους, πιστές στη νόρμα της νουβέλας που επιτάσσει τη ρεαλιστική εξεικόνιση του
κοινωνικού μικρο- ή και μακρο-ιστορικού πλαισίου καθώς και την γενικά ευθεία, με
μικρές μόνο παρεκκλίσεις, κλιμακούμενη αφηγηματική γραμμή, με τα κρεσέντα και
την αποκλιμάκωσή της.
Όσο ανορθόδοξο κι αν ηχεί, το πρώτο έργο της Δυτικής Γραμματείας που
αναφέρεται αποκλειστικά σε γυναίκες, γράφτηκε από άνδρα: Ο πρωτομάστορας της
νουβέλας Βοκκάκιος, έγραψε το 1361 το De mulieribus claris-Περί διασήμων
γυναικών, στο οποίο φιλοτέχνησε 106 γυναικεία ιστορικά πορτρέτα, ξεκινώντας από
τη βιβλική Εύα και φτάνοντας ως τη σύγχρονή του Ιωάννα την Α΄ της Νάπολης. Τη
σκυτάλη παρέλαβε η Κριστίν ντε Πιζάν, βενετσιάνα που έζησε στη Γαλλία και η
πρώτη γυναίκα επαγγελματίας συγγραφέας που έζησε από την πένα της. Με πρότυπο
τις διάσημες γυναίκες του Βοκκάκιου και με σαφείς πλατωνικές επιρροές, έγραψε το
1405 Το βιβλίο της πόλης των γυναικών-Le livre de la Cite des Dames, όπου
σκιαγραφεί μία ιδανική πολιτεία, θεμελιωμένη σε τρεις θηλυκού γένους δυνάμεις, τη
Λογική, την Αρετή και τη Δικαιοσύνη και κατοικούμενη αποκλειστικά από γυναίκες:
τριάντα έξι εμβληματικές γυναικείες μορφές από την Ιστορία και τη Μυθολογία.
Είναι μακρύς και αξιοπρόσεκτος ο κατάλογος των έργων της παγκόσμιας
γραμματείας που παραχώρησαν τη θεματολογική αποκλειστικότητα σε γυναίκες·
μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά την εγχώρια και σύγχρονή μας συλλογή
διηγημάτων της Αγγέλας Καστρινάκη Εκδοχές της Πηνελόπης, όπως πολλά είναι και
τα «υποσύνολα» έργων του ίδιου συγγραφέα με παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα,
έργα-«φούγκες», για παράδειγμα ο Κύκλος του Πίτσμπουργκ, ή Κύκλος του αιώνα, του
σπουδαίου αφροαμερικανού August Wilson: δέκα θεατρικά έργα τοποθετημένα σε
καθεμιά από τις δεκαετίες του 20ού αιώνα, με επίκεντρο την καθημερινότητα των
μαύρων της Αμερικής. Το Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ συντίθεται από
κείμενα απολύτως συνειδητά τοποθετημένα στην εκάστοτε εποχή, με σταθερό χώρο
την περιοχή του Πειραιά, που συμπλέκονται άρρηκτα με την ιστορική τους συγχρονία
και ισορροπούν στο μάτι του κυκλώνα κάθε δεκαετίας, στο πλέον κομβικό σημείο
της. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν η Καλλιρρόη Παρρέν με την Εφημερίδα
των Κυριών και ο απόηχος στα καθ`ημάς του πρώτου φεμινιστικού κύματος στη
χαραυγή του 20ού αιώνα, οι παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, ο Εμφύλιος, το Πολυτεχνείο.
Οι ηρωίδες της Νέλλας Συναδινού δεν είναι mulieres clarae όπως εκείνες του
Βοκκάκιου, δεν έχουν επώνυμο, έχουν όνομα, είναι μυθοπλάσματα αλλά διαθέτουν
υπόσταση, σάρκα και πνοή, η Ιστορία δεν τις κατέγραψε, γράφτηκε πάνω στο ίδιο
τους το δέρμα, ή μάλλον την έγραψαν εκείνες με το σώμα και το αίμα τους. Ωστόσο,
δεν προβάλλονται ντετερμινιστικά, ως «αντικείμενα της Ιστορίας», αντίθετα, με τα
λόγια της συγγραφέα, παλεύουν την Ιστορία, που τις θέλησε ηττημένες. Είναι ισχυρές
γυναικείες περσόνες, όχι πάντα «δυναμικές», σταθερά όμως δυνατές και ζωτικές,
συχνά στωικές, με ευάλωτες στιγμές αλλά και στιγμές υπέρβασης· κοινή τους
συνιστώσα είναι το ότι στέκονται πάντα ένα -κρίσιμο- βήμα μπροστά από την εποχή
τους ή ίσως πέρα από αυτήν, όχι ως ταγοί, αλλά ως πρόσωπα με ελεύθερη βούληση.
Δεν είναι σουφραζέτες, ούτε καν δεδηλωμένες φεμινίστριες, διεκδικούν απλώς χώρο
και λόγο στη ζωή τους: «…Εγώ τον έδωκα ένα χεράκι τον Μεγαλοδύναμο για το
δίκιο», λέει η Νίνα της δεκαετίας του `30… «Μου στερούν τον αέρα που αναπνέω»,
εξανίσταται η Μέλα του Πολυτεχνείου.
Σε ό,τι αφορά την ανάπλαση της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας, το συγγραφικό
ρεπεράζ είναι εξαντλητικό. Δεν εντοπίζεται ο παραμικρός αναχρονισμός, οι
ελάσσονες πραγματολογικές λεπτομέρειες, αντικείμενα, χώροι και η τοπογραφία
τους, κοινωνιόλεκτοι και ντοπιολαλιές –αναφέρω ενδεικτικά την Πόντια Τσοφούλα
του `20, που αναζητά μια γλωσσική ταυτότητα ανάμεσα στη μητρική ποντιακή
διάλεκτο και την καθαρεύουσα των εφημερίδων- όλα έχουν μελετηθεί και
αξιοποιηθεί με βαθιά γνώση και αληθοφάνεια, μακριά από φολκλορικές υπερβολές.
Κι εδώ αξίζει να επισημανθεί η υποδειγματική εικονογράφηση του Κώστα Σμπώκου,
ο οποίος φιλοτέχνησε τα πορτρέτα των ηρωίδων που εισάγουν κάθε νουβέλα.
Απολύτως μέσα στο πνεύμα και την αισθητική των κειμένων, αποδίδουν τόσο το
στυλ κάθε εποχής όσο και τον ψυχισμό και τη διάθεση των γυναικών, πιστά και στο
«γράμμα» και στο «πνεύμα». Όσον αφορά την ιστορική ακρίβεια και πιστότητα, η
συγγραφέας, με γνώση και επιστημονική αντικειμενικότητα, ζωντανεύει μια-μια τις
δεκαετίες αναπαριστώντας με ενάργεια το κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο.
«Δύσκολες» και αμφιλεγόμενες περιοχές της ελληνικής Ιστορίας, όπως η Αντίσταση,
ο Εμφύλιος, η Χούντα, προσεγγίζονται από ψύχραιμη απόσταση, προβάλλονται οι
αντινομίες, ο ηρωισμός αλλά και ο παραλογισμός τους, χωρίς να αγιοποιείται ούτε να
δαιμονοποιείται καμιά πλευρά.
Ο Καναδός κορυφαίος του ιστορικού μυθιστορήματος Γκυ Βαντερχέγκε είχε
γράψει ότι, όσο η Ιστορία μας μαρτυρά τα πεπραγμένα των ανθρώπων, η ιστορική
μυθοπλασία μάς εισάγει στα αισθήματά τους, ενώ σύμφωνα με τον δικό μας Θανάση
Βαλτινό «…Η Ιστορία, από τη σκοπιά του συγγραφικού ενδιαφέροντος, είναι ένας
εξαιρετικά δραματικός χώρος που, ακόμα και στις πλέον αδρές του διαστάσεις,
αποτελεί συμπίλημα ατομικών πεπρωμένων. Αν ο προσδιορισμός των συντεταγμένων
αυτού του χώρου είναι η γνώση της Ιστορίας, προσωπικά με ενδιαφέρουν τα επί μέρους
πεπρωμένα, που είναι το αντίθετο της γνώσης, είναι η αίσθηση της Ιστορίας. Το
επίτευγμα του βιβλίου, ως ταξινομικά «ιστορική» μυθοπλασία, έγκειται ακριβώς στην
ανάγνωση του «επί μέρους» και στην έμπρακτη ανάδειξη της διαλεκτικής σχέσης
μεταξύ μικρο-ιστορίας και μακρο-ιστορίας· στη μαστοριά με την οποία διαπλέκονται
σε κάθε αφήγημα, οι ζωές των γυναικών με τη δίνη των γεγονότων, και, εντός αυτής
της περιδίνησης, το αίτημα για περισσότερη ελευθερία και αυτοδιάθεση.

1)To 1900, καθώς χαράζει ο 20ός


Η Ανθή του 1900, αστή, μεταφράστρια στην Εφημερίδα των Κυριών και ίσως η
μόνη συνειδητή φεμινίστρια από τις δέκα, ζει στην αρχή του 20ού αιώνα την
αποδιάρθρωση και το επερχόμενο τέλος του γάμου της· την απομυθοποίηση ενός
συζύγου φαινομενικά φιλελεύθερου και πολιτικά προοδευτικού, που ωστόσο η
συζυγική του «πολιτεία» αντιφάσκει κατάφωρα και κυνικά τις νεωτερικές του
αντιλήψεις. Το ανοιχτό φινάλε του κειμένου, σαφής υφολογική τάση της συγγραφέα
σχεδόν σε κάθε νουβέλα, υπονομεύει τη νόρμα του είδους, αφήνοντας χώρο στην
υποδήλωση και προτάσσοντας το διερώτημα έναντι των έτοιμων απαντήσεων μιας
τυπικής έκβασης-«λύσης».

2)Στα 1912, διασχίζοντας τη 2η δεκαετία του 20ού αιώνα


Στον αντίποδα της καλλιεργημένης και, τηρουμένων των αναλογιών,
ανεξάρτητης Ανθής του 1900, κινείται η Μορφούλα του 1912. Χήρα με ένα μικρό
παιδί, υπηρέτρια σε αστικό σπίτι, φέρει το βάρος ενός κακοποιητικού γάμου και ενός
ένοχου μυστικού. Η βία είναι λοιπόν ο κλήρος που αναλογεί σε κάθε παντρεμένη
γυναίκα; Κι αν όχι, θα της επιτρέψει ο πόλεμος να δοκιμάσει για δεύτερη φορά;

3)Δεκαετία του `20, μια 2η αρχή παλιγγενεσίας μετά την Παλιγγενεσία


Η νεαρή Τσοφούλα του 1925, στο πλέον σπαρακτικά υπαρξιακό από τα
αφηγήματα της συλλογής, ξεριζωμένη Πόντια που εναλλάσσει την αιχμαλωσία στην
Κωνσταντινούπολη με την προσφυγιά και στη συνέχεια την εκπόρνευση στον
Πειραιά, βιώνει μετατραυματικό σοκ απώλειας μνήμης και επιλεκτικής αλαλίας.
Μέσα στο ζόφο και τη φρίκη του οίκου ανοχής ζητά να βρει μια πατρίδα· μέσα στη
σιωπή, συναρμόζοντας θραύσματα λέξεων, αναζητά μια μητρική γλώσσα· μέσα από
σπαράγματα αναμνήσεων ψάχνει μια Μητέρα. Μόνη θετική αντρική παρουσία εδώ, η
αχνή, πατρική φιγούρα του κυρ-Μελέτη. Οι υπόλοιποι αναπαράγουν το μοτίβο του
βασανιστή. Ίσως η πιο βαθιά μητριαρχική νουβέλα του δεκάλογου.

4)Μέρες 10ετίας του 1930, σαν μια ανάπαυλα ειρήνης


Η Νίνα του 1936, Λεβαντίνα καλλιτέχνις της Κωνσταντινούπολης, καταπλέει
στον Πειραιά, μέρες μόλις μετά την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας. Σαφώς η
πλέον δυναμική, συνειδητά αντισυμβατική και τολμηρή από τις δέκα γυναίκες,
κοσμοπολίτισσα, στο σταυροδρόμι ποικίλων πατρογονικών καταβολών, ζητά ωστόσο
να στεριώσει τις δικές της ρίζες, διεκδικώντας την περιούσια «συνέχεια» που της
στέρησε ένας αδύναμος και ανεπαρκής σύζυγος.

5)Στην πρώιμη 10ετία του `40, με αφανή ηρωισμό και πάνδημο πόνο
Στη νουβέλα του `40, υπονομεύονται έντεχνα και με τόλμη όλα τα ιστορικά
κλισέ, φέρνοντας την Ιστορία στα ανθρώπινα μέτρα: Ο δικτάτορας ήταν τυραννικός
αλλά όχι προδότης, οι Γερμανοί κατακτητές ήταν στυγνοί και απάνθρωποι, αλλά όχι
όλοι, ένας ιερέας δεν διστάζει να ορκιστεί ψευδώς στα ιερά και στα όσια προκειμένου
να σώσει το χωριό του. Οι περισσότερες αντρικές περσόνες υπερβαίνουν τον εαυτό
τους σε ακεραιότητα και ήθος, και η Πότω, η κεντρική ηρωίδα, γίνεται ισότιμα
αποδεκτή ανάμεσά τους στη μικρή επαρχιακή κοινωνία της Στεμνίτσας, ενώ για
πρώτη φορά στη ζωή της δοκιμάζει το ερωτικό συναίσθημα.

6)1950, πάνω απ`τη χαράδρα που άνοιξε ο αλληλοσπαραγμός


Η γυναίκα του 1950, που φέρει το συμβολικό όνομα Ελπίδα, είναι από τις πιο
ενδιαφέρουσες, ώριμες και ολοκληρωμένες γυναικείες μορφές του βιβλίου. Νέα,
παθιασμένη και στρατευμένη ιδεολόγος στην ευαίσθητη και τραυματική για τη χώρα
περίοδο του Εμφυλίου, δεν εθελοτυφλεί στις αντιφάσεις, την ασυνέπεια, την
ιδεοληψία και τη ρητορική μίσους της «δικής της πλευράς», ούτε φοβάται να τις
επισημάνει και να τις στηλιτεύσει. Τολμά να υψώσει τη φωνή της, να αρθρώσει με
παρρησία άποψη, τολμά να αγαπήσει δύο φορές, τη δεύτερη έναν από «την άλλη
πλευρά» -και το πληρώνει… Η Ελπίδα αίρεται πάνω από τα όρια του φύλου της,
λειτουργώντας ως συνεκδοχή της Ελλάδας: κακοποιημένη εκατέρωθεν,
δολοφονημένη κι όμως κυοφορούσα, που επιβιώνει και ανασταίνεται ως δυνατότητα.

7)Στη νεαρή δεκαετία του `60, μιαν Αποκριά


Η Μαριάννα του `63, εσωτερική μετανάστρια από τα ταμπάκικα της Άμφισσας
σε μια πειραιώτικη Αυλή των θαυμάτων, δημιουργεί με τα χέρια της, δουλεύοντας ως
οικιακή βοηθός σε αστικά σπίτια ή ματίζοντας κουρελάκια για να φτιάξει
αποκριάτικες στολές στα παιδιά της, ένα παρόν αξιοπρεπούς ένδειας, αλλά κυρίως
την επαγγελία μιας καλύτερης ζωής, ενός ευοίωνου μέλλοντος. Το κείμενο «μυρίζει»
εργατικό ιδρώτα και αντιφεγγίζει τη λάμψη της τότε ανερχόμενης αστικής τάξης,
διαπνέεται από τη χαρμονή της ελπίδας, χρόνος του είναι το Καρναβάλι του `63, η
Κατοχή είναι μακρινό παρελθόν και η Μαριάννα τολμά να ονειρεύεται…
8)Το `73 της νεολαίας, που επαναχάραξε Δημοκρατία
Η φοιτήτρια Μέλα του `73, συμμετέχει, ως γνήσιο παιδί της εποχής της στην
κατάληψη της Νομικής. Πολιτικοποιημένη αλλά ανένταχτη, «με έμφυτη άπωση στα
στερεότυπα», όπως επί λέξει αναφέρεται στο κείμενο, και με το πάγιο αίτημα να
λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Η πολιτική την αφορά
περισσότερο ως πρόσωπο, διεκδικεί χώρο και αέρα όχι μόνο στον κοινωνικό της βίο
αλλά και στην εσωτερική, «ιδιωτική» της ζωή, αποποιείται τα έτοιμα σχήματα των
φοιτητικών παρατάξεων που της προτείνει ο Μιχάλης, το αγόρι της, αρνείται και τον
ίδιο τον τάχα προοδευτικό Μιχάλη, που αντιφάσκει τον εαυτό του αντιμετωπίζοντάς
την ως κτήμα του, και ζητά να χαράξει τον δικό της δρόμο.

9)Ηλιαζόμενοι και μετα-πολιτευόμενοι στη δεκαετία του `80


Η νεαρή Χριστίνα του `85 ανήκει στην από πολλούς δαιμονοποιημένη –δίκαια
ή άδικα θα αποφανθεί η Ιστορία- γενιά του «δήθεν»: δήθεν επανάσταση,
πολιτικοποίηση εκ του ασφαλούς, σκιώδης αντίσταση σε σκιώδεις εχθρούς, εύκολες
σπουδές και εύκολες καριέρες, δήθεν σχέσεις που μεταμφιέζουν την ανεπάρκεια και
ανωριμότητά τους σε ερωτική χειραφέτηση, δήθεν ελευθερία που εκπίπτει σε
εγωκεντρική ελευθεριότητα. Η Χριστίνα, σκεπτικίστρια απέναντι στην ευκολία του
έτοιμου, αρνείται την κομματική ένταξη, αμφισβητεί το ιδεολογικό καταφύγιο που
βολικά της προσφέρεται από τους πρώην Λαμπράκηδες γονείς της και, κόντρα στο
συρμό της σεξουαλικής χειραφέτησης, επιζητά την αμφιμονοσήμαντη σχέση.
Στοχοποιείται συνεπώς από την παρέα και τον σύντροφό της ως «συντηρητική». Στην
πραγματικότητα είναι από τις πλέον αντισυμβατικές ηρωίδες του δεκάλογου. Με τα
δικά της λόγια «όσο επαναστατικό ήταν να ενταχθείς σε αριστερή οργάνωση τότε, τόσο
κι άλλο τόσο είναι σήμερα να χειραφετείσαι από τις παρατάξεις» _Οι αντισυμβατικές
άλλων εποχών, ωστόσο, το πλήρωσαν με τη ζωή τους, θα αντιτείνει κάποιος. Ίσως, η
Χριστίνα όμως το πλήρωσε με τον ένα και μοναδικό «οχτρό», όπως θα `λεγε κι ο
Καζαντζάκης, με μοναξιά…
10)Μες στη δεκαετία του `90, ονειρικά και μεταβατικά
Η μοναξιά φαίνεται να είναι –ή να προβάλλεται- ως το τίμημα της ελευθερίας
και της αυτοπραγμάτωσης για τις σύγχρονες γυναίκες, όπως και για τη Ράνια του `98.
Άλλη μια δαιμονοποιημένη δεκαετία το `90, εποχή ανάδυσης ενός απενοχοποιημένου
ατομοκεντρισμού, μετά την καταναγκαστική, επίπλαστη –και «δωρεάν»-
πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης· εποχή τεχνητής ευημερίας, εποχή όπου η
γυναίκα απολαμβάνει την πλήρη θεσμική εξίσωσή της με το άλλο φύλο, εποχή του
τρίτου φεμινιστικού κύματος. Κι όμως, ύπουλα, επίμονα και αμετάλλακτα
εμφιλοχωρεί στη θεσμοθετημένη χειραφέτηση η, αιώνες τώρα, θεσμοποιημένη
δυσανεξία στις ανεξάρτητες γυναίκες, οπότε οι κοπιώδεις κατακτήσεις στρέφονται ως
μπούμερανγκ στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Διαγράφοντας αριστοτεχνικά έναν
κύκλο, η Ράνια του 1998 αποτολμά τον χωρισμό που απεύχεται η Ανθή του 1900,
από έναν εξίσου φιλελεύθερο και πολύφερνο αλλά και εξίσου δήθεν σύντροφο, που
τεχνηέντως επικαλείται την ελεύθερη ιδιοσυγκρασία και την κεκτημένη αυτονομία
της, για να υποβαθμίσει ή και να ακυρώσει κάθε συναισθηματικό της αίτημα.
Είναι λοιπόν η μοναξιά ο μοιραίος κλήρος της αυτάρκειας και της
αυτοδιάθεσης σε μια κοινωνία που, με τα λόγια της Ράνιας «δεν έχει πάψει να σε
βάζει σε καλούπι και να σε θέλει πανομοιότυπη»; Στο ερώτημα επανέρχονται
τελετουργικά για να απαντήσουν και οι δέκα γυναίκες του βιβλίου, σε μία συμβολική
συνάντηση, λίγο πριν από το, ανοιχτό σε ερμηνείες, αναγνώσεις και επιπλέον
ερωτήματα, φινάλε.
Η Mary Wollstonecraft, μαχητική πρωτοφεμινίστρια του 18 ου αιώνα είχε γράψει
το 1792 στο εμβληματικό της έργο Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας (A
Vindication of the Rights of Woman): Εύχομαι οι γυναίκες να έχουν εξουσία όχι πάνω
στους άνδρες αλλά πάνω στον εαυτό τους. Στη χαραυγή του αιώνα μας, η Ράνια της
Συναδινού εύχεται με τη σειρά της με πικρή ειρωνεία: Ευτυχισμένος ο 21ος αιώνας
των μοναχικών γυναικών, που είναι δυνατές, έξυπνες, επιτυχημένες και όμορφες. Η
αποτίμηση της διαδρομής που διανύθηκε ανάμεσα στις δύο ευχές-αφορισμούς
επαφίεται στον αναγνώστη…

You might also like