Professional Documents
Culture Documents
64913872
64913872
Εισαγωγή
Ο γαλλικός κλασικισµός
Η κλασική γαλλική τραγωδία αποτελεί τον θρίαµβο µιας καθαρά τραγικής
συγκίνησης. Ο Κορνέιγ (Pierre Corneille, 1606-1684), αφήνοντας βαθµιαία πίσω του
το πνεύµα του µπαρόκ, καλλιεργεί στις δραµατικές του συγκρούσεις το µεγαλειώδες
και το υψηλό, και ο Ρακίνας (Jean Racine, 1639-1699), βαθύς µελετητής και
θαυµαστής των αρχαίων ελλήνων τραγικών, ιδίως του Ευριπίδη, επιχειρεί να
ενσαρκώσει το ιδεώδες του καθαρού, του απόλυτου τραγικού, διαφοροποιούνται
δηλαδή από το προγενέστερο παθητικό και δραµατικό στοιχείο.
Η τραγικότητα εµπεριέχει ασφαλώς κι αυτή στοιχεία συγκίνησης, συµπάθειας,
καθώς συχνά προκαλεί, σύµφωνα µε την αριστοτελική ποιητική, τον έλεο, όπως και
δραµατικές εντάσεις και κορυφώσεις. Επικεντρώνεται στην αρχέγονη πάλη του
ανθρώπου εναντίον του αναπόφευκτου και ανελέητου πεπρωµένου. Η τραγωδία
στηρίζει τη σχεδόν ιερατική µεγαλοπρέπειά της στο µυστήριο της ανθρώπινης
ύπαρξης, όπως αυτό µας αποκαλύπτεται µέσα από την κορύφωση, τον παροξυσµό
µιας κρίσης στην οποία εµπλέκονται ανθρώπινα όντα, τα οποία, αν και ξεφεύγουν από
το µέτρο του καθηµερινού, παραµένουν εντούτοις πανανθρώπινα σύµβολα.
µεσαιωνικό χρονικό.
O θρίαµβος των κλασικών κανόνων θεµελιώνει µια αποφασιστική στροφή
εισάγοντας µια ριζικά ανανεωµένη µορφή της τραγωδίας.
Ο Κορνέιγ ρέπει προς την ηρωική και πολιτική τραγωδία, προς τα ευγενή και
ρωµαλέα πάθη. Ο έρωτας δεν κατέχει στο σύνολο του έργου του την ίδια θέση µε
αυτήν που διεκδικεί στον Ρακίνα. «Οφείλει να περιορίζεται σ’έναν δευτερεύοντα
ρόλο», παραχωρώντας την πρώτη θέση στο «καθήκον του γένους, της καταγωγής», ή
στην «προάσπιση της τιµής».
Η γέννηση του έρωτα δεν είναι ενσυνείδητη ή εξορθολογισµένη επιλογή, ούτε
όµως και απλή φυσική έλξη. Πρόκειται για µια µυστηριώδη κλίση που σαγηνεύει και
κυριεύει ανεξήγητα τους ήρωες. Καθώς όµως οι δραµατικοί ήρωες του Corneille είναι
εξαιρετικά υψηλόφρονες δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν η κλίση τους να τους στρέψει σε
ένα ανάξιό τους πρόσωπο. Ο ήρωας προαισθάνεται την αξία του αγαπηµένου
προσώπου ενίοτε πριν ακόµη αυτή η αξία αποκαλυφθεί πλήρως. Σε αντίθεση µε τον
Ρακίνα, ο Κορνέιγ σκιαγραφεί στα έργα του τον αµοιβαίο έρωτα. Οδηγηµένος από το
αλάθητο ένστικτό του, ο ήρωας ερωτεύεται την τελειότερη γυναίκα που γνωρίζει, κι
αυτή γοητεύεται µε τη σειρά της από την ορµή προς την τελειότητα που διακρίνει σ’
αυτόν.
a
Ζαν Ρασίν
O Pακίνας γεννήθηκε στο Λα Φερτέ-Μιλόν (La Ferté-Milon) τον Δεκέµβριο του
1639. Έµεινε ορφανός από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Aνατράφηκε κοντά στη
γιαγιά του. Aπό το 1649 ώς το 1653 υπήρξε µαθητής των Petites Écoles στο Πορ-
Ρουαγιάλ (Port-Royal). Έπειτα γράφεται στο Kολλέγιο του Μπωβέ (Beauvais), όπου
κάνει εξαιρετικές σπουδές λατινικών και αρχαίων ελληνικών. Φαίνεται πως
ευαισθητοποιήθηκε στους αγώνες της Σφενδόνης (La Fronde), συγκρίνοντας µάλιστα
τον Kοντέ (Condé) και τους φιλόδοξους ήρωες της εποχής του µε τους «Eπιφανείς
άνδρες» του ︎Πλουτάρχου. Στα 1655, σε ηλικία 16 ετών, έρχεται κοντά στη γιαγιά του
Μαρί ντε Μουλέν (Marie des Moulins), που έχει αποτραβηχτεί στο Port-Royal-des-
Champs, κοντά σε µια από τις κόρες της, την ηγουµένη Ανιές ντε Σεντ-Τεκλ (Agnès
de Sainte-Thècle).
Aπό το 1655 έως το 1658 παρακολουθεί τα µαθήµατα του ελληνιστή Λανσελό
(Lancelot), του Νικόλ (Nicole), του Αντουάν λε Μέτρ (Antoine Le Maître) και
ενθουσιάζεται µε τον γιατρό Μ. Αµόν (M. Hamon). Aυτά τα τρία χρόνια
διαµόρφωσαν καθοριστικά την πνευµατική του προσωπικότητα.
Mεγαλωµένος µέσα σε ένα περιβάλλον ιανσενιστών, ο Pακίνας βρέθηκε στο
Πορ-Ρουαγιάλ την εποχή του πνευµατικού αναβρασµού των Επαρχιακών
(Provinciales) του Πασκάλ (Pascal).2 Oι Iανσενιστές (Jansénistes) διακατέχονται από
βαθύτατο πεσιµισµό. O άνθρωπος είναι δέσµιος της φιλαυτίας του και των παθών
του. Tα πάθη είναι καταστροφικά εξ ορισµού. O ορθός λόγος, η λογική (raison) και η
2
Πρόκειται για 18 «µικρές επιστολές» που κυκλοφόρησαν µυστικά, χωρίς άδεια, µε το ψευδώνυµο
«Λουί ντε Μοντάλτ» (Louis de Montalte), άτοµο το οποίο αναζήτησε εις µάτην η αστυνοµία. Kείµενα
µεγαλοφυή, δείγµατα υψηλής πολεµικής, προσεγγίζουν τα πιο περίπλοκα θεολογικά ζητήµατα µε την
ορµή του νεοφώτιστου, την άνεση ενός ανθρώπου του κόσµου (που ήταν µέχρι πρότινος ακόµη ο
Πασκάλ) και τη µαθηµατική ακρίβεια του σοφού.
3
3
Vicaire général: auxiliaire de l’évêque· Γενικός βικάριος: εκκλησιαστικό αξίωµα, επιτετραµµένος
του επισκόπου, γενικός τοποτηρητής.
4
µελαγχολία και, καθώς δεν αντέχει πλέον, όπως λέει, να υποκρίνεται, αποφασίζει να
ξεφύγει από την επίδραση του Πορ-Ρουαγιάλ. Eπιστρέφει στο Παρίσι στα τέλη του
1662 µε αρχές του 1663.
Mε τον ερχοµό του στο Παρίσι συνθέτει δυο Ωδές που αρέσουν στους
λογοτεχνικούς κύκλους. O προστάτης του κόµης του Σαιντ-Ενιάν (Saint-Aignan), τον
παρουσιάζει στον Λουδοβίκο IΔ΄ (1663) και τον γνωρίζει µε τον Mολιέρο.
O Mολιέρος δέχεται να παίξει στα 1663-1664 τη Θηβαΐδα ή τους εχθρευόµενους
Aδελφούς (La Thébaïde ou les Frères ennemis), που πραγµατεύεται την εχθρότητα
ανάµεσα στους δυο γιους του Oιδίποδα, τον Eτεοκλή και τον Πολυνίκη, µετά δέχεται
να ανεβάσει τον Aλέξανδρο (Δεκέµβριος 1665), δυο τραγωδίες που είναι σαφέστατα
επηρεασµένες από τον Kορνέιγ, από την έµφαση που δίνει στη γενναιοψυχία και στο
µυθιστορηµατικό στοιχείο. Ήδη όµως ο έρωτας κατέχει εδώ περίοπτη θέση. Λίγες
µέρες µετά την πρώτη παράσταση του Aλέξανδρου, εντελώς ξαφνικά ο Pακίνας,
θεωρώντας πως δεν αποδίδεται το έργο του καλά και επιθυµώντας ίσως να
προσεγγίσει τον θίασο του Οτέλ ντε Μπουργκόν, εµπιστεύεται το έργο του σ’ αυτούς
– τους αποκαλούµενους «µεγάλους ηθοποιούς» («grands comédiens») –, χωρίς να
προειδοποιήσει καν τον Mολιέρο. Aυτή η πράξη αχαριστίας συµπυκνώνει και την
αιτία ρήξης µεταξύ των δύο συγγραφέων.
Tον επόµενο χρόνο, µε την Aνδροµάχη (παίχτηκε στις 17 Nοεµβρίου 1667),
παρουσίασε στο κοινό το πρώτο του αριστούργηµα, του οποίου ο θρίαµβος ήταν
παρόµοιος µε την αίγλη που γνώρισε στον καιρό του ο Σιντ. Aπό δω και πέρα, για τα
επόµενα 10 χρόνια, η προσωπική του ιστορία συµπλέκεται µε τη δραµατουργική του
παραγωγή.
Ωστόσο, σ’ αυτήν την τόσο δηµιουργική του περίοδο η ζωή του Pακίνα δεν
είναι τόσο ειρηνική όσο στάθηκε αυτή του Kορνέιγ ανάµεσα στον Σίντ και στον
Πολυεύκτη. Στην επίδραση που άσκησε στην ψυχοσύνθεσή του ο ιανσενισµός και η
κλασική παιδεία οφείλουµε να προσθέσουµε, προκειµένου να κατανοήσουµε τα έργα
του, και την προσωπική εµπειρία περί πάθους. Aγάπησε µε ορµή την ηθοποιό Du
Parc, την οποία απέσπασε από τον θίασο του Mολιέρου στα 1666, και βίωσε την
οδυνηρή εµπειρία του χωρισµού τους στα 1668, όταν µεσουρανούσε η Aνδροµάχη.
Είναι γνωστή επίσης η τρυφερότητά του για την άστατη ηθοποιό Σαµελέ
(Champmeslé), την αγαπηµένη του ερµηνεύτρια, που υποδύθηκε διαδοχικά τη
Bερενίκη, την Aταλίδα (Atalide) – ηρωίδα της ανατολίτικης τραγωδίας Bαγιαζήτ
(Bajazet) –, τη Mονίµη (Monime), – στην τραγωδία Mιθριδάτης, ο κεντρικός ήρωας
είναι ερωτευµένος µε την ως άνω Ελληνίδα πριγκίπισσα –, την Iφιγένεια και τη
Φαίδρα.
Από δω και µπρός, η εχθρότητα των οπαδών του Kορνέιγ θα υψώνεται
αδιάκοπα στον δρόµο του. Mετά από κάθε καινούργια τραγωδία του, ο εριστικός
Pακίνας ανταποδίδει τα χτυπήµατα των εχθρών του µε σατιρικά κείµενα και
µαχητικούς προλόγους.
H επιτυχία της Aνδροµάχης ήταν λαµπρή, κυρίως στην Aυλή, όπου το έργο
αφιερωµένο στην «Kυρία» [Madame], δούκισσα της Oρλέανης, σύζυγο του αδελφού
του Βασιλέα, αξιώθηκε και της εύνοιας του Λουδοβίκου. Aµέσως, όµως, µετά
ξέσπασε αχαλίνωτος πόλεµος, ενορχηστρωµένος από ζηλόφθονους συγγραφείς και
οπαδούς του Kορνέιγ που υποστήριζε από την Aγγλία ο στοχαστής Σαιντ-Εβρεµόν
(Saint-Évremond).
5
a
Ο Ρακίνας, εµβληµατικός συγγραφέας του κλασικισµού, οδηγεί τον θεατή, µέσα από
ένα πολύπλοκο σύστηµα ποιητικής λιτότητας και «αρχαϊκής» συµµετρίας σε έναν
λαβύρινθο παθών και εσωτερικών συγκρούσεων, σε ένα είδος «ψυχολογικής
τραγωδίας», ενώ το ύφος του προοιωνίζεται τη νεωτερικότητα. Ένας βαθύς
πεσιµισµός εκφράζεται στο έργο του. O άνθρωπος είναι δέσµιος της φιλαυτίας του
4
Άννα Ταµπάκη – Μαρία Σπυριδοπούλου – Αλεξία Αλτουβά, Ιστορία και δραµατολογία του
ευρωπαϊκού θεάτρου από την Αναγέννηση στον 18ο αιώνα, Ελληνικά Ακαδηµαϊκά Συγγράµµατα και
Βοηθήµατα, ΚΑΛΛΙΠΟΣ, Αθήνα 2015, κεφ. 5, «Ο γαλλικός κλασικισµός και η τραγωδία».
7
και των παθών του. Tα πάθη είναι αρνητικά εξαρχής, άρα η ορθοφροσύνη και η
βούληση αδυνατούν να κυριαρχήσουν επάνω τους.
Τι σηµαίνει όµως για µας σήµερα ο Ρακίνας. Έγραφε ο Roland Barthes, το
1963, ότι το έργο του ενέχει πλούσιες αποχρώσεις επικαιρότητας, καθώς εµπλέκεται
σε όλα τα ερµηνευτικά εγχειρήµατα των τελευταίων ετών στη Γαλλία: της
κοινωνιολογικής κριτικής µε τον Lucien Goldmann, της ψυχαναλυτικής προσέγγισης
µε τον Charles Mauron, της βιογραφικής µε τους Jean Pommier και Raymond Picard,
της ψυχολογικής ερµηνείας µε τους Georges Poulet και Jean Starobinski.
Γεννάται µάλιστα κι ένα αξιοσηµείωτο παράδοξο, οξύµωρο σχήµα: ο γάλλος
συγγραφέας που είναι αναµφίβολα συνδεδεµένος µε την ιδέα της κλασικής διαφάνειας
(transparence), είναι ο µόνος που κατόρθωσε να συγκλίνουν στο έργο του όλα τα νέα
ερµηνευτικά εργαλεία του 20ού αιώνα.5 Η ίδια όµως η έννοια της «διαφάνειας» είναι
αρκετά διφορούµενη στο έργο του Ρακίνα,6 σε συνάρτηση µε τη λιτότητα της
γλώσσας και µε τις λέξεις-κλειδιά που επαναλαµβάνονται, µε σηµασιολογικές
αποχρώσεις.7 Έχει µια εσωτερική δυναµική για την οποία µπορεί ενδεχοµένως να
ειπωθούν λίγα, ή και να ειπωθούν τα πάντα.
O Pακίνας διακηρύσσει την πιστότητά του στις ιστορικές πηγές και στη
µυθολογία. Oι Πρόλογοί του βρίθουν αναφορών στις πηγές. Eπισηµαίνει πως δεν
εφηύρε το ένα ή το άλλο πρόσωπο, λ.χ. της Eριφύλης (Ériphile) στην Ιφιγένεια ή της
Aρικίας (Aricie) στη Φαίδρα, κ.λπ. Ωστόσο, ο Pακίνας δε γίνεται σκλάβος των
κειµένων και των πηγών που συµβουλεύεται µε τόση ευσυνειδησία. Eξάλλου, τα
θέµατα που χειρίζεται, όλως ιδιαιτέρως οι ελληνικοί τραγικοί µύθοι, έχουν τόσες
πολλές φορές χρησιµοποιηθεί, ώστε καταλήγει κανείς σε αντικρουόµενες εκδοχές. O
δραµατικός συγγραφέας έχει το δικαίωµα της επιλογής και µπορεί να κρατήσει εκείνα
ακριβώς τα στοιχεία που αρµόζουν καλύτερα στο έργο του.
Το δραµατουργικό του ιδεώδες είναι η απλότητα και η λιτότητα της πλοκής:
«Mια απλή πλοκή, που περιέχει ελάχιστη δραµατουργική ύλη, έτσι καθώς πρέπει να
είναι η δράση που ξετυλίγεται σε µία µονάχα ηµέρα, η οποία, καθώς εξελίσσεται
κλιµακούµενη προς την ολοκλήρωσή της, δεν υποστηρίζεται κατ’ ουσίαν παρά από τα
συµφέροντα, τα συναισθήµατα και τα πάθη των δραµατικών ηρώων» (Πρώτος
Πρόλογος στον Bρεταννικό).
Tο θέατρο του Pακίνα οφείλει την έντονη ψυχολογική του διάσταση στην
απεικόνιση του έρωτα-πάθους, του οποίου η ίδια η σύλληψη και η διατύπωση
κυριαρχούν στην τραγική σύγκρουση. Αναµφίβολα, ο δραµατουργός απεικόνισε
ενίοτε και άλλα πάθη: τη φιλοδοξία στις µορφές της Aγριππίνας και της Aθαλίας, τη
µητρική αγάπη στις µορφές της Aνδροµάχης και της Kλυταιµνήστρας. Παραµένει
εντούτοις εντυπωσιακό πως στην υπερβολική αγάπη που τρέφει η Aνδροµάχη για τον
Aστυάνακτα εµφιλοχωρεί σε µεγάλο βαθµό η µνήµη του λατρεµένου συζύγου της,
του Έκτορα. H Aνδροµάχη παραµένει σε υψηλό βαθµό, ίσως σε υψηλότερο, ερώσα
5
Roland Barthes, Sur Racine, Seuil, Paris, 1963.
6
Roland Barthes, ό.π.
7
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν λέξεις κοινόχρηστες στους κλασικιστές συγγραφείς, όπως: objet
(personne aimée), courage (cœur), étonné, confus, affreux, aimable, transports, chagrin, affligé, triste,
généreux και gloire (digne d’un noble sang). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν λέξεις που απαντούν µε
συχνότητα και υποδηλώνουν το ποιητικό σύµπαν του Ρακίνα, όπως: honneur, vertu, amour, haine,
destin, dieu/Dieux, charme (charmant), fatal, funeste, horreur (horrible), inhumain,e (συνήθως µε την
έννοια του σκληρού, άκαρδου), rougir (rougeur), sang (sanglant) – sang fatal, superbe, κ.ά.
8
παρά µητέρα. Για τον Pακίνα, ο έρωτας είναι το κατεξοχήν τραγικό πάθος.
O έρωτας είναι ακατανίκητος, η λογική και η βούληση αδυνατούν να
αντιταχθούν σ’ αυτόν. Ξεσπά ακαταµάχητος σαν ένας κεραυνός και ερµηνεύεται µε
συµπτώµατα ψυχολογικής διαταραχής. O Pακίνας αναπτύσσει ένα είδος παθολογίας
του έρωτα. Eίναι πασίγνωστοι οι στίχοι της Φαίδρας, στους οποίους η ερωτευµένη
ηρωίδα περιγράφει στην Οινώνη την πρώτη συνάντηση της µε τον Iππόλυτο (Α, ΙΙΙ,
στ. 269-278, στην παρούσα µετάφραση του Στρατή Πασχάλη):
Μέσα µου πάσχω από παλιά. Μόλις του Αιγέα ο γιος
Μ’ έφερε και του υµέναιου µας ένωσε ο δεσµός,
Για πάντα ήρεµη, ευτυχής – νόµισα – θα’ µαι εγώ.
Η Αθήνα τον αγέρωχο µου φανερώνει εχθρό.
Τον βλέπω, κοκκινίζω, χλοµιάζω, η ταραχή
Στην έκθαµβή µου µονοµιάς σηκώνεται ψυχή,
Είµαι τυφλή, κι είµαι βουβή, και το κορµί µου πια
Το αισθάνοµαι ολόκληρο και πάγο και φωτιά.
Την Αφροδίτη, πυρκαγιά τη νιώθω, να ξεσπάει,
Μαρτύρια άφευκτα γενιάς που εκείνη κυνηγάει.
Yποκύπτει στο µοιραίο που ενυπάρχει µέσα της. Eπικαλείται την Aφροδίτη
και την ικετεύει να την απαλλάξει από το άνοµο πάθος της. Tο πεπρωµένο ενεργεί µε
τη σειρά του εναντίον της. Aποµακρύνει τον Iππόλυτο, µα τον ξαναβρίσκει στην
Tροιζήνα, όπου την οδηγεί ο Θησέας. Επιθυµεί να δώσει τέλος στη ζωή της,
παίρνοντας µαζί της το φοβερό µυστικό. H τροφός και έµπιστή της Oινώνη τής
αποσπά την οµολογία του έρωτά της. Φθάνει τότε η λανθασµένη είδηση του θανάτου
του Θησέα· αυτό δίνει ελπίδες στη Φαίδρα πως µπορεί να αγαπά δίχως τύψεις τον
Iππόλυτο και την οδηγεί ώς την εξοµολόγηση. H µοίρα όµως αποδεικνύεται
ανελέητη. H Φαίδρα προσκρούει συνεχώς στην εχθρική µοίρα και στις ανατροπές της
τύχης.
Η παθολογία του έρωτα σκιαγραφείται στο έργο, εκτός από την άνοµη
παραφορά της Φαίδρας, στα κρυφά και απαγορευµένα αισθήµατα που τρέφει για την
Αρικία ο άγουρος, ατίθασος «σαν άγριο άτι» γιος της Αµαζόνας, ο Ιππόλυτος (Α, Ι,
στ. 134-137):
ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ
[...]
Κρυφή φωτιά τα µάτια σου βαραίνει όταν κοιτάζουν,
Μα είναι ολοφάνερο: φλέγεσαι, αγαπάς,
Σε λιώνει αρρώστια µυστική που µέσα σου κρατάς.
Σου’ χει η Αρικία την ψυχή εν τέλει µαγεµένη;
Την ήπια, ευγενική µορφή του, που συνδέεται µε την εκτίµηση και τον
θαυµασµό, εκφράζει η ερωτευµένη Αρικία (Β, 1, στ. 436-444):
ΑΡΙΚΙΑ
[...]
Τα µάτια µου, τα µάτια µου δεν είχαν δει τον γιο του.
Όχι µόνο απ’ το κάλλος του πως έχω θαµπωθεί
Και µου αρέσει - η χάρη του, που τόσο έχει υµνηθεί,
Δώρα που η φύση του’ δωσε, κάνοντάς του τιµή,
Και που ο ίδιος τα περιφρονεί µάλλον και τ' αγνοεί.
Μου αρέσει και τον εκτιµώ που έχει βαθιές αξίες,
Απ’ τον πατέρα του, αρετές, κι όχι αδυναµίες.
Μου αρέσει, ναι, ο ευγενής ο υπεροπτικός
9
αντίζηλό και τον αγαπηµένο του, όσο και για τον ίδιο τον εαυτό του. Eπιδιώκει να
τους κάνει να υποφέρουν όπως υποφέρει και ο ίδιος (Δ, VI, στ. 1237-1250):
ΦΑΙΔΡΑ
Αλίµονο! έσµιγαν οι δυο µε πλήρη ελευθερία.
Οι στεναγµοί τους τ’ ουρανού είχαν την ευλογία,
Ποθούσανε, µη νιώθοντας τύψεις, ούτε ενοχές,
Γι’ αυτούς µέρες ξηµέρωναν γαλήνιες, φωτεινές,
Ενώ εγώ, το θλιβερό απόβλητο του κόσµου,
Από τη µέρα είχα κρυφτεί, µισώντας και το φως µου.
Μόνον τον θάνατο ως Θεό να εκλιπαρώ τολµούσα,
Και τη στιγµή περίµενα που θα ψυχορραγούσα,
Τροφή µου ήταν η χολή, το δάκρυ µου νερό,
Πονούσα, µα είχα πάντοτε στο πλάι µου φρουρό,
Γι’ αυτό κι η όψη µου άτολµη στους θρήνους να πνιγεί,
Με τρόµο την ολέθρια δοκίµαζε ηδονή,
Και κρύβοντας την ταραχή στο ήρεµο πρόσωπό µου,
Στερούσα κι απ’ τα δάκρυα συχνά τον εαυτό µου.
Παρακινηµένος από τη ζήλια, ο ήρωας όταν είναι πλέον σίγουρος πως
προδόθηκε, έχει ως πρώτη, άµεση αντίδραση την έκρηξη του µίσους και τη φλογερή
επιθυµία της εκδίκησης. Kάτω από το στρώµα του µίσους, το ερωτικό πάθος
επιβιώνει, ή µάλλον το µίσος δεν είναι παρά µια άλλη µορφή, εξίσου παθιασµένη, του
έρωτα. Aυτό είναι και το πραγµατικό φόντο της ρακίνειας σύγκρουσης: µια καρδιά
που φλέγεται από ζήλια βαθύτατα διχασµένη ανάµεσα στον έρωτα και το µίσος,
ανίκανη να δει καθαρά εντός της.
Συνήθως η σύγκρουση αποβαίνει µοιραία για το αγαπηµένο ον και για την
ερώσα καρδιά που δεν µπορεί να επιβιώσει µετά από τον χαµό του. Δεν υπάρχει κατ’
ουσίαν διέξοδος στο πρόβληµα: το µίσος θριαµβεύει µε τον θάνατο, ο έρωτας µε την
αυτοκτονία. Tο ερωτικό πάθος δε βρίσκει διέξοδο παρά στο θάνατο: η αιµατηρή λύση
αποτελεί µια ψυχολογική αναγκαιότητα. Στην περίπτωση της Φαίδρας,
παρεκλίνοντας από τους κανόνες, η ηρωίδα πεθαίνει επί σκηνής.
H ψυχολογία της ρακίνειας τραγωδίας διακρίνεται από στοιχεία έντονα
επεξεργασµένα, µα αληθινά. Oι τραγικοί ήρωες που φθάνουν στα άκρα, στη
δολοφονία και την αυτοκτονία, σκιαγραφούν αληθινές τάσεις που ενυπάρχουν στα
ανθρώπινα όντα. Eξάλλου, κοντά στους παράφορους εγκληµατίες, αναδύονται και
άλλα πρόσωπα που συγκινούν µε την αγνότητα και την ενστικτώδη ευγένειά τους
(Iούνια, Iππόλυτος, Αρικία, Eσθήρ, κ.λπ.). Ωστόσο, αυτά τα δραµατουργικά πρόσωπα
που ζουν τον αµοιβαίο έρωτα δεν αποτελούν το δυνατό σηµείο του Pακίνα.
Θυσιάζονται λοιπόν τόσο µέσα στη δίνη του τραγικού πεπρωµένου που τα
συµπαρασύρει, όσο και από τη πένα του δραµατουργού.
Eνώ οι ήρωες του Kορνέιγ διακρίνονται, µε την ορθή ιεράρχηση των ευγενών
τους παθών, από αρµονία, οι ήρωες του Ρακίνα δίνουν την εσωτερική τους µάχη µέσα
σε έναν κυκεώνα σύνθετων αντιφάσεων. Σ’ αυτήν ακριβώς τη σύνθετη πολυµορφία
χτίζει ο Pακίνας τη δική τους πραγµατικότητα και την αλήθεια τους.
Oι ήρωες του είναι συνήθως δυστυχείς υπάρξεις που δεν είναι σε θέση να
αποφύγουν το µοιραίο. H ουσία του τραγικού έγκειται ακριβώς εδώ: στην ανώφελη
µάχη του ατόµου µε το πεπρωµένο του. Tρεις είναι οι αδιαίρετες µορφές αυτής της
ιδέας: το εχθρικό πεπρωµένο, η κληρονοµική κατάρα και η ακατανίκητη έλξη του
πάθους.
11
O Pακίνας σµίγει εδώ µε την αρχαιότητα. O ήρωάς του είτε είναι θύµα της
µοίρας, είτε σφραγίζεται από την κληρονοµικότητα, είτε, τέλος, είναι θύµα του
µίσους των θεών. Iδιαίτερα, η βεβαρηµένη κληρονοµικότητα (η κατάρα δηλαδή που
βαραίνει σε µια οικογένεια), ισοδυναµεί στον στοχασµού του παλαιού ιανσενιστή µε
µια µορφή µετάδοσης του προπατορικού αµαρτήµατος. Άρα, ο ήρωας δεν είναι (παρά
φαινοµενικά) ελεύθερος. Eντούτοις, µάχεται σαν να ήταν ελεύθερος και υπεύθυνος
για τις πράξεις του.
Kαθώς επεξεργάζεται την έννοια του πεπρωµένου, ο Pακίνας την
εσωτερικεύει πολύ περισσότερο από τους αρχαίους Έλληνες, καταλήγοντας σε µια
σκιαγράφηση του εσωτερικού µοιραίου που διέπει το πάθος.
O Pακίνας δεν πιστεύει στον άνθρωπο. Aπό τη στιγµή που το πάθος
καταλαµβάνει το άτοµο, αυτό είναι χαµένο. Δεν υπάρχουν «ευγενή» πάθη. O έρωτας
που σαγηνεύει τις καρδιές είναι στην πραγµατικότητα µια καταστροφική µάστιγα.
Δεν αφήνει στα θύµατά του καµιά ελευθερία επιλογής, κανένα καταφύγιο ή διαφυγή,
εάν δεν καταλήξει στον θάνατο.
H απαισιοδοξία του ενδύεται τη βαθύτερη ουσία της µέσα από την
ιανσενιστική προοπτική (Φαίδρα, Aθαλία). Kαταλαβαίνουµε µάλιστα καλύτερα γιατί
ο Pακίνας έγραψε «βιβλικές τραγωδίες» και όχι «θρησκευτικές», όπως ο Kορνέιγ τον
Πολυεύκτη. O Θεός του είναι πολύ περισσότερο ένας Θεός-τιµωρός παρά µια αγαθή
θεότητα που παρέχει άφεση αµαρτιών. ︎οι κοσµικοί (παγανιστές) ήρωές του είναι όντα
που δεν αξιώνονται της θείας χάριτος, δεν αξιώνονται τη χριστιανική αναγέννηση του
ατόµου.
Tο σύνολο της δράσης υποκινείται από το πρόσωπο της Φαίδρας, της κόρης του
φωτός και του σκότους («Αυτή[ς] που γέννησαν ο Μίνωας κι η Πασιφάη» - La fille de
Minos et de Pasiphaé, στ. 36).8 Oι στίχοι 241-242 αποκαλύπτουν πολύ καθαρά τον
κεντρικό άξονα πάνω στον οποίο έχει κατασκευασθεί η τραγωδία. Προβλέποντας τη
µοίρα της η Φαίδρα λέει στην τροφό της, που την παρακινεί να αποκαλύψει το
µυστικό της (A, III):
Αν δεις ποια µοίρα κι έγκληµα έχω στους ώµους πάνω,
Πιο ένοχη, πεθαίνοντας, θα νιώθω όταν πεθάνω.
Το ίδιο δραµατουργικό βάρος έχει και η ενδοκειµενική αναφορά στη
σοφόκλεια Αντιγόνη (A, III, στ. 257):
Να σβήσω εγώ, η έσχατη κι η πιο δυστυχισµένη…
H Φαίδρα στηρίζεται δραµατουργικά σ’ ένα θάνατο που διαρκώς µετατίθεται,
αναβάλλεται. H ηρωίδα είναι ήδη, µε την πρώτη της είσοδό στη σκηνή
καταπονηµένη, αποφασισµένη να δώσει τέλος στη ζωή της («Γυναίκα ετοιµοθάνατη,
που θέλει να χαθεί;», στ. 44). Ένα εξωτερικό γεγονός αναβάλλει την ειληµµένη
απόφαση, και κάθε φορά η αναβολή τής προκαλεί βαθύτερο πόνο και µεγαλώνει την
ενοχή της. Aυτά τα ανασκιρτήµατα ελπίδας, οι παρατάσεις ζωής την κάνουν
περισσότερο ένοχη.
8
Σύµφωνα µε τη µυθολογία, ο Μίνωας ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης ̇ λόγω της σοφίας των
νόµων του, ορίστηκε µε τον Αιακό και τον Ραδάµανθυ, κριτής στον Άδη. Η Πασιφάη ήταν κόρη του
Ήλιου και της νύµφης Περσηΐδος
12
∗
Εννοεί τον αλεξανδρινό στίχο (alexandrin).
13
τα ανθρώπινα πάθη. Έτσι οι τραγωδίες του παίρνουν σιγά σιγά κάτι από τη σιωπή
των αγαλµάτων που µιλούν µε ακίνητα βλέµµατα και χειρονοµίες, καθώς η κίνηση
της δράσης πετρώνει, καθώς σβήνουν οι γραµµές που χωρίζουν τους λογής
χαρακτήρες, και το έργο πάει θα᾽ λεγες να γίνει ένας ενιαίος ασφυκτικός µονόλογος,
µια «εύηχη, µάταιη και µονότονη γραµµή» (Μαλλαρµέ).9
Η Φαίδρα αποτελεί, όπως είπαµε, την τελευταία τραγωδία του Ρακίνα πριν
από τη µεταστροφή του στον ιανσενισµό. Ο Στρατής Πασχάλης ενστερνίζεται τις
διατυπωµένες απόψεις για τον χριστιανικό πεσιµισµό που κυριαρχεί στο έργο, «ὀπου
οι µόνες ενδείξεις για τον µη χριστιανικό κόσµο στον οποίο η ηρωίδα ανήκει, είναι
τόσο η τελική αυτοκτονία της, που ανακαλεί τη φιλοσοφία των στωικών όσο και η
απουσία της δυνατότητας να σωθεί από τη θεία χάρη.»10
[...] Το έργο δεν έχει όµοιό του σε λιτότητα εκφραστική. Στην ποιητική παλέτα του
Ρακίνα, θα᾽ λεγες πώς δεν υπάρχουν παρά τρία χρώµατα: η ώχρα, το κόκκινο και το
µαύρο‧ που άλλοτε αναµειγνύονται δίνοντας ποικίλα χρωµατικά παράγωγα κι άλλοτε
απλώνονται πηχτά ή διαφανή επάνω στη σκληρότητα του άσπρου: ήλιος, φως, µέρα –
αίµα, φωτιά, µανία – νύχτα, κάπνα, θεριό‧ σε άπειρες παραλλαγές. Με αποκορύφωµα
τον περίφηµο στίχο La fille de Minos et de Pasiphaé (Της Πασιφάης και του Μίνωα η
θυγατέρα), µια απλούστερη περίφραση που πέρα από τη ρυθµική της κοµψότητα
γίνεται µια ανάγλυφη µετώπη δίνοντας, µέσα από το πλησίασµα των δυο συµβολικών
ονοµάτων, υπαινικτικές προεκτάσεις στο πρόσωπο της ηρωίδας, αυτής της κόρης του
Φωτός και του Σκότους.11