Professional Documents
Culture Documents
Σαφείς είναι οι δεσμοί ανάμεσα στη δημόσια ζωή και την κωμωδία, που αναπαριστά επί
σκηνής, με κωμικό τρόπο, τη λειτουργία του αθηναϊκού κράτους.
Στην Αθήνα, υπήρχαν τρεις τρόποι συνάθροισης των πολιτών, που δήλωναν την ενότητα
της πόλης: -Η εκκλησία του Δήμου, η οποία έδρευε στην Πνύκα, -Η Ηλιαία, στην Αγορά,
όπου γίνονταν οι δικαστικές συνελεύσεις, και -Το θέατρο του Διονύσου, στη νότια πλευρά
της Ακρόπολης, όπου γίνονταν οι θρησκευτικές συναντήσεις.
Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα στο ελληνικό θέατρο του 5ου αιώνα και στο κατοπινό
είναι ότι παιζόταν σε θεατρικό διαγωνισμό, ο οποίος αποτελούσε μέρος δύο
θρησκευτικών εορτών, αφιερωμένων στον θεό Διόνυσο: τα Λήναια (τέλη Ιανουαρίου-
αρχές Φεβρουαρίου) και τα Μεγάλα ή Εν άστει Διονύσια (τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου).
Μεγάλα Διονύσια: Διαγωνίζονται τρεις τραγικοί ποιητές και τρεις κωμικοί (σε κάποιες
εποχές, πέντε κωμικοί). Κάθε τραγικός ποιητής παρουσίαζε μία τετραλογία (3 τραγωδίες
+ 1 σατυρικό δράμα) και κάθε κωμικός ένα έργο.
Λήναια: Μεγαλύτερη σημασία οι κωμικοί αγώνες. Ίδιος αριθμός κωμωδιών, δύο τραγικοί
ποιητές- από δύο έργα καθένας.
ΤΟ ΘEΑΤΡΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧH ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦAΝΗ
Πολιτική κριτική και σάτιρα: Η πολιτική ζωή της Αθήνας έχει πρωταγωνιστικό ρόλο
στην κωμωδία του Αριστοφάνη. Θεσμοί της πόλης ή υποθέσεις της δημόσιας ζωής
αποτελούν το κύριο θέμα (στις Σφήκες γίνεται κριτική στα λαϊκά δικαστήρια).
Φιλειρηνισμός: Ο Αριστοφάνης τάσσεται ανοικτά εναντίον του Πελοποννησιακού
Πολέμου και των διαφθαρμένων πολιτικών που επωφελούνται από αυτόν,
παρασύροντας και τους πολίτες. Σάτιρα εναντίον συγκεκριμένων προσώπων (Κλέων-
Ιππής).
Μύθος-Φαντασία-Ουτοπία: Οι φανταστικές πλοκές είναι από τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της αρχαίας κωμωδίας, σε αντίθεση με τη ρεαλιστική νέα κωμωδία.
Τυπικό σχήμα: κάποιος ήρωας, αγανακτισμένος με την παρούσα κατάσταση,
συλλαμβάνει και θέτει σε εφαρμογή κάποιο εξωπραγματικό σχέδιο· συναντά διάφορα
εμπόδια και διάφορους παρείσακτους· καταφέρνει και τα υπερνικά.
Παρωδία της λογοτεχνίας-Παρατραγωδία.
Καθημερινή ζωή: Ρεαλιστικές καταστάσεις και θέματα της καθημερινής ζωής→ θα
κορυφωθούν στη νέα κωμωδία. Τύποι προσώπων→ θα κορυφωθούν στη νέα κωμωδία
Ο Μπωντλαίρ, στο κείμενό του Περί της ουσίας του γέλιου, διακρίνει το απλό, ενδεικτικό κωμικό
και το απόλυτο, γκροτέσκο κωμικό, διαχωρισμός ουσιώδης για την κατανόηση της τέχνης του
Αριστοφάνη. To ενδεικτικό κωμικό εντοπίζεται στους δεσμούς της αριστοφανικής κωμωδίας με την
καθημερινή πραγματικότητα, στα -ζωντανά- χλευαζόμενα πρόσωπα και σε μεγάλο μέρος του
λεκτικού κωμικού· το γκροτέσκο εντοπίζεται στους κωμικούς ήρωες, στο φανταστικό, στην
παρεκτροπή της φύσης και της γλώσσας- και γενικότερα στη δημιουργία διαφορετικής
«πραγματικότητας», η οποία πλέον προσεγγίζει τον παραλογισμό. Αν το ενδεικτικό κωμικό αφθονεί
στον Αριστοφάνη, σίγουρα τη δύναμη και την πρωτοτυπία στην τέχνη του την έδωσαν τα γκροτέσκο
δημιουργήματά του: το νόθο γκροτέσκο των ηρώων του και των δραματοποιημένων εικόνων του
αποτελεί την ίδια την ουσία του απόλυτου κωμικού, διονυσιακή-καρναβαλική δύναμη, που
μετουσιώνει την πραγματικότητα και δημιουργεί ειρωνικό, ουτοπικό, φανταστικό, αλλά προπάντων
αισιόδοξο κόσμο.
Η τέχνη του Αριστοφάνη ανυψώνεται πάνω από την απλή σάτιρα και το κοινό γέλιο,
καταφέρνοντας να συνδυάσει αναπόσπαστα την ποίηση με το κωμικό στοιχείο.
Οι αριστοφανικοί ήρωες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Πετυχαίνουν, τις περισσότερες φορές, να
υψωθούν σε απόλυτη διάσταση, που τους κάνει σχεδόν αχρονικούς, ενώ χαρακτηρίζονται από
αρετές, που στους υπόλοιπους ανθρώπους είναι ελαττώματα: αναίδεια, απατεωνιά, θρασύτητα,
εξαπάτηση. Η αριστοφανική κωμωδία δημιουργεί κάποιον ανάποδο κόσμο, που ερείδεται στη
συστηματική ανατροπή των τρεχουσών αξιών.
Η αριστοφανική κωμωδία δεν αποτελεί καθρέφτη της πραγματικότητας- ο θεατής καλείται να
κάνει άλμα μέσα από τον καθρέφτη, καθώς η νέα πραγματικότητα που του παρουσιάζεται
ξεφεύγει από τους συνήθεις κανόνες.
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Η μυθοπλασία που με τόση δεξιοτεχνία δημιουργεί ο Αριστοφάνης παίρνει ουσία και από
τους δεσμούς του με την πραγματικότητα της εποχής, από τις αναφορές στην πόλη και την
ύπαιθρο της Αττικής, από τις δυστυχίες των συγχρόνων του, είτε οφείλονται στον πόλεμο είτε
στη φτώχεια, από ό,τι τον δένει με τον λαό, καθώς και από τις πνευματικές και
καλλιτεχνικές του τάσεις. Αυτή η κωμική μυθοπλασία επέτρεπε τη διαφυγή, όσο
διαρκούσαν οι θεατρικοί αγώνες, σε εκείνη την Αθήνα που έβλεπε την παρακμή της να
πλησιάζει.
Έχουν ειπωθεί διάφορες θεωρίες για τις πολιτικές απόψεις και γενικότερα για την
κοσμοθεωρία του Αριστοφάνη, κατά πόσον ήταν συντηρητικός, αρνητής της προόδου,
ολιγαρχικός, εχθρός της δημοκρατίας κλπ. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παίρνουμε
τοις μετρητοις όσα λένε οι ήρωες των κωμωδιών του και να του καταλογίζουμε τις γνώμες
που εκφέρουν. Η αρχαία κωμωδία παρουσιάζει παραδοσιακές θέσεις, συνδεδεμένες με τις
απαιτήσεις του κωμικού είδους: παραδοξολογίες, υπερβολές, ειρωνεία, πνευματώδη αστεία
άσχετα με την υπόθεση, χοντροκομμένα αστεία- στοιχεία που υπάρχουν σε όλα τα σατιρικά
θεάματα, τα οποία κατά κανόνα στοχεύουν στο καθεστώς εξουσίας. Συνεπώς, παίρνοντάς τες
κατά γράμμα, ίσως καταλήγουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Βασική διαφορά ανάμεσα στον τραγικό και τον κωμικό χορό είναι ότι ο δεύτερος έχει
σαφώς αποφασιστικότερη συμμετοχή στη δράση και την εξέλιξη της πλοκής. Η συμμετοχή
του τραγικού χορού στην πλοκή περιορίζεται κατά κανόνα στα λυρικά άσματα (με την
εξαίρεση των Κομμών και των Αμοιβαίων, στοιχεία που περιορίζονται προοδευτικά στην
τραγωδία). Ο τραγικός χορός σπανίως δρα αποφασιστικά· προβαίνει συνήθως σε
γενικεύσεις, που εξάγουν το ηθικό απόσταγμα και υπογραμμίζουν το διακύβευμα της
δράσης. Επιχειρεί, επίσης, αναγωγές του μύθου σε έτι απώτερο μυθολογικό παρελθόν (ο
περίφημος «δραματικός υπερσυντέλικος» της τραγωδίας), προσδίδοντας έτσι προοπτική στα
δρώμενα. Με τον τρόπο αυτόν, ο τραγικός χορός διερμηνεύει τη διδακτική ουσία της
τραγωδίας. Αντιθέτως, η άμεση εμπλοκή του κωμικού χορού στη δράση τον καθιστά
συμπρωταγωνιστή, τουλάχιστον μέχρι την Παράβαση. Ο κωμικός χορός δεν σχολιάζει
απλώς τα δρώμενα: συμμετέχει ενεργά σε αυτά, τα επηρεάζει, τα καθορίζει. Παίρνει
πρωτοβουλίες, δημιουργεί καταστάσεις, τσακώνεται με τον πρωταγωνιστή ή τον
υποστηρίζει, προωθώντας την Κωμική Ιδέα, ειδικά στο πρώτο μέρος του δράματος. Σε
ορισμένες κωμωδίες, μάλιστα, όπως οι Ἀχαρνῆς και σε ένα βαθμό η Λυσιστράτη, ο χορός
και όχι κάποιος άλλος δραματικός χαρακτήρας είναι ο βασικός ανταγωνιστής του κωμικού
ήρωα.
ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΩΜΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε γύρω στο 450 π.Χ. Γιος κάποιου Φιλίππου. Από τον
Αττικό δήμο των Κυδαθηναίων, στους πρόποδες της Ακρόπολης, περίπου στη
σημερινή Πλάκα. Η νιότη του σκιάζεται από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, που θα
αποτελέσει το θέμα πολλών κωμωδιών του. Ο Αριστοφάνης θα ζήσει να δει τη
σταδιακή εξάντληση της Αθήνας από τον καταστροφικό πόλεμο, το τέλος του
Χρυσού Αιώνα, τον θάνατο των μεγάλων πνευματικών φυσιογνωμιών (Σοφοκλή,
Ευριπίδη, Σωκράτη), την ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, την Αθήνα να
ταπεινώνεται από τη Σπάρτη και να απομένει η σκιά του εαυτού της. Ωστόσο,
συνεχίζει τη συγγραφική δραστηριότητά του και στον 4ο αι., μέχρι τον θάνατό του,
γύρω στο 380 π.Χ. Έγραψε συνολικά 44 κωμωδίες, από τις οποίες σώζονται 11
ολόκληρες. Άφησε πίσω του τρεις γιους, που ήσαν επίσης κωμωδιογράφοι: τον
ονόματά τους ήταν Φίλιππος, Νικόστρατος και Αραρώς. Σταδιοδρόμησαν ως
κωμικοί ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία (τον Αραρότα
τον διακωμωδούσαν άλλοι ποιητές ως «ψυχρόν», δηλαδή κρύο και άνοστο
συγγραφέα).
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
1. Αχαρνής
2. Ιππής
3. Νεφέλες
4. Σφήκες
5. Ειρήνη
6. Όρνιθες
7. Λυσιστράτη
8. Θεσμοφοριάζουσες
9. Βάτραχοι
10. Εκκλησιάζουσες
11. Πλούτος
ΑΧΑΡΝHΣ
Ο Τρυγαίος, Αθηναίος που έχει βαρεθεί τον πόλεμο, μεγαλώνει ένα σκαθάρι για
να το καβαλήσει και να ανέβει στον Δία, να τον ρωτήσει γιατί αφήνει τους
Έλληνες να πολεμούν. Εκεί, όμως, μαθαίνει ότι οι θεοί έχουν φύγει, καθώς
θύμωσαν με τους Έλληνες, και έχει μείνει μόνο ο Ερμής, για τις τελευταίες
ετοιμασίες. Του εξηγεί ότι εκεί μένει πλέον ο Πόλεμος, ο οποίος έχει φυλακίσει
την Ειρήνη. Εμφανίζεται ο Πόλεμος με ένα τεράστιο γουδί, για να λιώσει τις
ελληνικές πόλεις. Όμως όταν στέλνει τον γιο του, Τάραχο, να ζητήσει γουδοχέρι
από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, επιστρέφει λέγοντας ότι το έχουν
χάσει, εννοώντας τον Κλέωνα και τον Βρασίδα. Ο Τρυγαίος καλεί τον χορό, που
αποτελείται από Έλληνες, να ελευθερώσουν την Ειρήνη. Χάρη στη βοήθειά του,
κυρίως των γεωργών που έχουν τραβήξει τα περισσότερα, ελευθερώνουν την
Ειρήνη και τις Οπώρα και Θεωρία. Ο Τρυγαίος επιστρέφει στην Αθήνα με την
Οπώρα, για να την παντρευτεί, και τη Θεωρία, για να τη δώσει στη Βουλή.
OΡΝΙΘΕΣ
«Κάθε παράσταση, ακόμα και του πιο “πεζού” έργου, είναι, με τον τρόπο της, “ποίηση”. Πολύ
περισσότερο πρέπει να ’ναι ποίηση η ερμηνεία του αρχαίου κωμικού, ο οποίος
συγκατεμείγνυε Μούσαις τάς Χάριτας». Παράλληλα με την ποιητικότητα του Αριστοφάνη,
υπογραμμίζεται ο «διδακτικός» χαρακτήρα του, καθώς και η διαχρονικότητά του: Ήδη, στην
τρίτη Υπόθεση της Ειρήνης σημειώνεται πως «τους ποιητές διδάσκαλους ωνόμαζον ότι πάντα
τα πρόσφατα δια δραμάτων αυτούς εδίδασκον». Κι ο ίδιος ο δραματουργός αδιάκοπα θυμάται
τη «διδακτική» αποστολή του και τονίζει στους Βατράχους πως «πρέπει να θαυμάζονται οι
ποιητές “δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσιν”».
Επιπλέον, στην παράβαση των Αχαρνέων τονίζεται η πρόθεση του κωμικού ποιητή «να
πολεμάει για το δίκιο με το γέλιο. Να χτυπάει το κακό με το γέλιο. Να διορθώνει με το γέλιο.
Και, τέρπων, να διδάσκει τα βέλτιστα. Πολίτης μιας μεγάλης ώρας του κόσμου, εκπρόσωπος
κι αυτός ενός μέγιστου πολιτισμού, έβλεπε τον ποιητή –ακόμα και τον ποιητή της τέρψης–
σαν πρόσωπο υπεύθυνο για τα κοινά και, ακόμα πιο πολύ, σαν δύναμη που, με το
ακαταμάχητο όπλο του “γελοίου” θα μπορούσε, κωμωδώντας τα δίκαια, να διδάξει αγαθά,
ώστε οι συμπολίτες του “ευδαίμονες είναι”».
Ο Πλωρίτης αντιτίθεται στον τρόπο που «ταλαιπωρεί» το Εθνικό Θέατρο τον κωμικό:
ακολουθεί τη γραμμή φάρσας-επιθεώρησης-οπερέττας, αποσκοπώντας στην τέρψη του
απλοϊκού κοινού. Απορρίπτει την αντιμετώπιση της κωμωδίας από τον Αλέξη Σολομό:
στους Αχαρνής, το ’61, κατέφυγε σε «επίδειξη θεαματικότητας», ενώ η Ειρήνη, το ’64,
χαρακτηρίζεται υποτονική, στερούμενη του κεφιού, του νεύρου και της ζωντάνιας, που
απαιτούνται. Αντίθετα, επικροτεί τη ματιά του Μίνωα Βολανάκη στις Εκκλησιάζουσες, το
’65, που επικεντρώθηκε στον τόνο της λαϊκής κωμωδίας. Όπως τονίζει, «ο Αριστοφάνης
είναι σάτιρα, σαρκασμός, μυκτηρισμός, λαϊκό γλέντι, γιορτή, ξεφάντωμα, δεν είναι
“θέαμα” με την έννοια του ελαφρού “ευρωπαϊκού πασατέμπο”». Στην κατεύθυνση αυτήν
κινήθηκαν οι Όρνιθες του Καρόλου Κουν, το ’62, που αναδείχθηκαν ώριμες, μεστές και
εύρυθμες˙ ο χαρακτήρας της λαϊκής κωμωδίας και του πανηγυριού προέβη έντονος και η
αριστοφανική σάτιρα αναδόθηκε παλμώδης.
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
Αναφορικά με τον τρόπο που πρέπει να μεταφράζεται ο αρχαίος κωμικός, ο Μάριος Πλωρίτης
είναι σαφής: ο λόγος πρέπει να έχει αμεσότητα και ζωντάνια, να προκαλεί ευφορία στους
θεατές, να τους μεταγγίζει τα σατιρικά μηνύματα του έργου. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να
δίνεται στη διατήρηση της μουσικότητας του Αριστοφάνη˙ μερικά από τα χορικά του είναι άρτια
ποιητικά κομμάτια και η μετάφραση οφείλει να διασώσει τη λυρικότητά τους. Σχετικά με την
απόδοση των «τολμηρών» και «αθυρόστομων» λέξεων, ο Πλωρίτης είναι ξεκάθαρος: το πονηρό
υπονοούμενο κάνει πιο «χυδαίο» τον λόγο από την ανοιχτή, ντόμπρα τολμηρότητα. Αντί για τα
διάφορα «υπονοούμενα», η μετάφραση του Αριστοφάνη πρέπει να λέει τα σύκα σύκα˙ να είναι
ευτράπελη, τολμηρή, ειλικρινής, αλλά ποτέ χυδαία.
Ο Αριστοφάνης δεν μεταφράζεται «πιστά». Η προσωπική σάτιρα, η αναφορά σε γεγονότα της
εποχής, άγνωστα στον σημερινό θεατή, υποχρεώνουν τον μεταφραστή να μεταφέρει τη σάτιρα
από τα συγκεκριμένα πρόσωπα σε ανάλογες κατηγορίες πολιτικών και άλλων «πληγών»
(δημαγωγούς, πολεμοκάπηλους). Ακόμη και αναχρονισμοί, που αγγίζουν τη σημερινή
επικαιρότητα, είναι νόμιμοι– φτάνει να μην ξεπερνούν το μέτρο. Οι αναχρονισμοί είναι
διασκεδαστικοί όταν ξεπηδούν εδώ κι εκεί και ξαφνιάζουν τον θεατή με την «εύστοχη
ακαιρότητά» τους. Όταν, όμως, από εξαίρεση γίνονται κανόνας, όταν η σημερινή επικαιρότητα
καταπνίγει το αρχικό κείμενο, τότε το έργο αλλάζει μορφή, γίνεται ένα σύγχρονο κείμενο και οι
αναχρονισμοί χάνουν τη διασκεδαστικότητά τους.
Η ΥΠΟΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ