You are on page 1of 14

ΜΗΝΙΑΙΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚ Ο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΧΡ0ΝΙΚ& ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ


Ο Ρ Γ Α Ν Ο Τ Ω Ν Π Ο Ν Τ Ι Ω Ν

χ ρ ο ν ο ϊ π ρ ώ τ ο ι :
Τ Ε Υ Χ Ο ϊ Λ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο

ΒΚΔΙ Λ ΒΤ Α Ι ΑΠΟ ΤΟ 8ΥΛΛΟΓΟ ΠΟΝΤΙΩΝ " Α Ρ Γ Ο Ν Α Υ Τ Α Ι'Κ Ο Μ Ν Η Ν Ο Ι,,

Α Θ Η Ν Α Ο Κ Τ Ω Β Ρ Ι Ο Ι 1943
ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΑ
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Δ Ι Ε Υ β Υ Ν Τ Η Ε

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ Ε Ε Ν . Κ . α Κ Ο Γ Λ Ο Ύ ϊ ;
(Ξ Η Ν Ο ε 3 Ε Ν I Τ Α Ε>
Μ Η Ν Ι Α Ι Ο Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο " -
ΰ Κ. θεοφ ύλα κτου Χαιρετισμός .......................... σ ίχ 33
Τ Α Μ I. Α Ε .
ΟΡΓΑΝΟ TQN Π-Ο-Μ-Τ I Q Γ1
Α Λ Κ . Κ Ο Γ Κ Α Λ ΙΔ Η Ζ :
ΙΙΤΟ Ρ ΙΑ -ΓΕ Ω ΓΡ ΑΦ ΙΛ ε κ δ ιδ ε τ λ ι ηπο το σύ λ λ ο γο "Α Ρ Γ Ο Ν Η Υ Τ Η Ι - Κ 0 Μ Ν Η ΙΊ0 Ι,,

Α ΙΑ Χ Ε ΙΡ ΙΕ Τ Η Ε
ΧΡΟΝΌΕ Α*. ΤΕΥΧΟϊ 2—ΟΚΤΩΒΡΙΟΕ 1043
Δημ. Γατοπούλου Α Ι ήγεμονικαί οικογένεια τοΰ Ποντιακού ’Ελληνισμού . . » 34 Ν1Κ. ΑΠ Α T 2 U H S
ΓΡΑΦΕΙΑ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ 4 —ΤΗΔ. 29.193

ΛΑ Ο ΓΡ ΑΦ ΙΑ -ΓΛΟ ΣΣΑ ΒΥΝΔΡΟΜΕΕ, ΒΠΙΣΤΟΔΒΕ, ΑΓΓΕΛΙΚΕ* ΑΝΑΚΟΙΝΩΕΕΙΕ Τ ΙΜ Η Τ Ο Υ Τ Ε Υ Χ Ο Υ Σ


&πευβϋνονται ατό Λιευβυντή τβδ περιοδικοδ, Mivavipcu 4, Άβιίνα. Α Υ Τ Ο Υ Δ Ρ Α Χ . 3000
I Γ Π χμιιβύχη Νιώτικος άϊ Γιώρ.γης . . . . . . . . ............................................ » 36
( i . Κ . Π ) Σταυριώιπ Ανέκδοτα Σ ταυρί’ ......................................................' » 40
Π. Β . 'Υφπλάντπ ’Ανέκδοτα Χαλδίας (Ά ρ γ υ ρ ό π ο λ η ς )............. » 42
Ξ έ ν ο υ 3 ί ν ί τ « Λαογραφικά Κοτυώρων καί Π ε ρ ιο χ ή ς ................................ » 44
ΤIΣΜ 0 Σ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τοΰ κ. θ. Κ. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ
Ή λ ία Γβιρκινίδη Ό τσοπάνον . . .· ..................................................................... » 51
Π ολ Χ ά ϊτ α "Υμνος στή λ ύ ρ α .......................................................... > 51 Μέ Ιδ ια Ιχεο η χαρά λάβαμε καί παραχωρούμε xf| στήλη πού μέ χρυσά γράμματα Εγραψαν οί
«ύ χή σχάν παρακάτω χαιρετισμό χού κ. θ . Κ . θβο-
X . Λεμονοπούλοι» καί Ξ 3 ε ν ίτ α 'Ε κά εν καί τό Τ σ ά μ π α σ η ν ............................. » 52 Φ υλά κχου, πού χρημάχισβ άλλοτε ‘ Υπουργός Γβν. νέοι μας ’Ακρίτες στό διάστημα μιάς
©. Κ κ νο ν ίδ π 'Αποσπάσματα άπό τό θεατρικό 6ργο « C I πρόσφυγες» . . . . . » 52 Νιοικηχής Θ ράκης καί είναι χώρα Πρόεδρος τής
■Εύξβίνου Λ έσ χ η ;» σχή Θβσ)ν1κη. Τ ό ν εύχαρισχοΟ- είκοσαετίας. θρύλους άνδρείας καί
ιΐ8 ϋβρμά γιά χά καλά του λόγια καδώ ς καί γιά ευψυχίας, θρύλους κοινωνικής δρά­
τή ν πολύπλευρη ένίσχυση πού εύλογα προσμένουν
ΖΟΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΗ τά « X . τ. Π .» άπό τό διαλεχτό μας συμπαχριώχη. σης καί άλληλεγγύης. θρύλους ξε
νΙας. θρύλους σέ δλα τά πλαίσια.
Τή; Διεύ®υνβη5 Ή δ ικ α ίω σ η ............................. ...................................................... » 54
Σύναυγα βγαίνουν τά «Χρονικά Μακάριοι δσοι άναπαύθηκαν άπά·
’Έ κ τ α κ τ ες συνεισφορές.............. , » 54
Μία φωτιεσμένη έ ν έ ρ γ ε ι α ........................................... ! ! ! ! ! » 54 τοϋ Πόντου». Ά ξ ιο ι νδναι οί πρω­ νω στό μόχθο τους τό βαρύ γιά τή
Σταύρος Τ ε ρ ζ ό π ο υ λ ο ς .................................................. » 54 τεργάτες καί παινεμένο τό δργο τους. δημιουργία μιάς καλύτερης αυριον
Κ. ©εοφυλάχτου Νικόλαος Λεοντίδης ....................................................... ] >55 γιά τόν τόπο. “ Οσοι έπιζήσαμε καί
Τ ή ? Διεύβυνση? Γνώ μες καί κρίσεις γιά τό περιοδικό μας . . . . . . . . . » 56 Πόσα έχουν νά μάς ποϋν άπό πα·
Τυπογραφικές Αβλεψίες στό Ιο τ ε ύ χ ο ς .................................... >56 ραδόσεις. Καί πόσα άνέκδοτα νά μάς θά έπιζήσομε τελικά, θά εΤμαστε ύ-
έξιστορήσουν. Τί θρύλους παλιούς νά περήφανοι γιά τίς άρετές τοΰ λαού
μάς θυμίσουν ! Στόν κύκλο αύτό, τά μας, τών συμπατριωτών μας.
«Χρονικά τοΰ Πόντου», μέ τή συχνή Ξέρω πώς τά « X τ. ΓΙ.» δέν είναι
τους έπαφή μέ τό πολύ Ποντιακό κοι­ έπιχείρηση. Είνα ι ή καλή άρχή γιά
νό, θά μάς χαρίζουν κάθε μήνα τήν μιά γενική Ποντιακή έξόρμηση καί
άφατη τέρψη μέ τή γλυκειά νοσταλ­ πρέπει νά παραμείνουν σά μιά κα
γία τής δμορφης καί άλησμόνητης γε­ ϋ'αρή ηαμηοντιαπή ύηόϋ'εαη, μέ τό
νέτειρας1 καί ταύτόχρονα θά έπιβοη* δίπτυχο τών άντικειμενικών έπιδιώ-
θήσουν, πιστεύω, σοβαρά τό μνημεια­ ξεων πού τόνισα παραπάνω. Γ ι ’ αύτό
Προφορά tw v αυμβατικων τοΰ πονπακοΰ κειμένου
κό εργο τής ’ Επιτροπής Ποντιακών θά έπιθυμούσα νά γίνουνε κτήμα δ·
Μελετών, μαζεύοντας τό σκόραιο λων τών Ποντίων καί τών όργανώ-
α = (πολύ ανοιχτό ε) φθόγγος άνάμεσαστά φωνήεντα ε καί σ. ο=δπως σεών τους
τό γαλλικό eu. ξ=δπως τό γαλλικό j. κ = δ τ α ν είναι μπροστά σέ α, ε καί i, δπως λαογραφικό ύλικό, πού δέ θά Εφτανε
ϊσως ποτέ στίς σελίδες τοϋ « ’Αρχείου “ Ετσι χαιρετίζω όλόκαρδα τό νέο
τό γαλλικό q στις λέξεις quelle ή qui. "Οταν είναι μπροστά άπό α, ο καί ου, μας περιοδικό, μέ τίς καλύτερες έλ
δπως J 0 γαλλικό c στις λέξεις carte, contre, coudre |=δπω ς στό γαλλικό Πόντου».
πίδες καί ευχές γιά λαμπρή καί εύδό-
k c l i . π=δπως τό γαλλικό ρ δ=δπως τό γαλλικό ch. τ=δπω ς τό γαλλικό t Ά λ λ ά καί σέ άλλη κατεύθυνση
κιμη σταδιοδρομία. Ή Βορεινή Ε λ ­
Χ=δπως τό γαλλικό ch. ψ=δπως τό γαλλικό pch. γ — δπως στή συλλαβή — κυρίως θάλεγα— έχει νά άπλωθεΐ
λάδα μέ τήν «Εΰξεινον Λέσχην» θά
γα, Ιοτω καί άν είναι μπροστά άπό ϊ. κ=δπω ς τό γαλλικό g στή λέξη τό ένδιαφέρον τών «X . τ. Π .* .’Εννοώ
καταβάλουν κάθε προσπάθεια γιά τήν
guerre. π=δπως τό γαλλικό Η τ = 8πως τό γαλλικό d. χ-=τραχιά προφορά τή νέα ζωή, πού δημιούργησαν οί
έπιτυχία του.
δπως στό αχ, εστω κι άν είναι μπροστά άπό ϊ. Ή ρηματική κατάληξη ·αύ', συμπατριώτες μας στίς νέες τους έ­
-εύ προ φέρε Tat άβ, έβ καί δχι άφ, έφ Τ ό άτονο, i σέ νεοελληνικό δίφθογγό στίες. ’ Εννοώ τούς νέους θρύλους, θεσ)νίκη, 1-10-43 θ. Κ· ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
προφέρετάι σάν ήμίφωνο ξάι. ναίλοί, έφτάει, κρούει. Τ ό η σέ τούρκικες λέ­
ξεις προφέρετσι βαθύ, άνάμεσα στό φθόγγο ί -καί ου
Ε π μ ϊίω ο π . Τ ά παραπάνω συμβατικά γράμματα γιό τή ν άπόδοαη τής προφοράς, γιά τεχνικούς λό­
γους, »έν μ χόρ ίσ ε νά παρουσιάσουν όμοιομορφ ία. Ή ί λ λ ο ψ η α *τή Ο ή τα κτοπ οιηθεί μάλις τό ίπιτρέψουν
οί περιστάσεις.
Χρονικά τοΟΠόντου 35
34 Χρονικά του Πόντου

‘Ο ίδιος συγγμαφεύς αναφέρει καί δύο σωπικώς καί έκ τοΰ πλησίον τήν δημο­
άκόμη Μουρούζηδες, Ποστελνίκους. Πρέ σίαν ζωήν περί τής όποίας έξεδήλωνεν
πει έδώ νά έξηγηθή δτι «ποστέλνικος» ήτο άμεσον ένδιαφέρον καί εύρίσκετο, έτσι,
Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α —Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α αξίωμα πρώτης τάξεως τών παραδουνα- είς θέσιν νά γνωρίζη, χωρίς διαμέσους
βίων ήγεμονιών. Ό φέρων αύτό άντεστοί- πληροφορίας, ποιον νά ένθαρρύνη, ποιον
χει πρός τόν υπουργόν τών έξωτερικών, νά ψέξη. ποιον νά τιμωρήση καί ποιον ν’
τοΰ όποίου πολλάκις έξετέλει καί τά κα ­ άμείψη ήγεμονικώς.
ΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΚΑ! ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ! ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ θήκοντα, έχων ώς διάσημα ειδικόν παρά- Σημειω τέον δτι δσο πρόθυμος ήτο είς
σημιον καί ράβδον άργυρόν μέ μεγάλην τάς άμοιβάς, τόσο άκαμπτος ήτο είς τάς
κεφαλήν. τιμωρίας καί έπομένως αυστηρός καί ευ­
Ά ') 01 Ε Π ΙΦ Α Ν Ε ΙΣ Α Ν Δ Ρ Ε Σ ΤΗΣ Ο ΙΚ Ο Γ Ε Ν Ε ΙΑ Σ Μ Ο Υ ΡΟ Υ Ζ Η Ό ένας έκ τών δύο «ποστελνίκων* ήτο θύς εις τήν άπονομήν τοΰ δικαίου.
δ Ά ν τ ίο χ ο ς Μουρούζης πού ήκμασε περί Σχετικώ ς μέ τ ’ αύστηρά μέτρα πού
Τοΰ κ. ΔΗΜ. TRTOnOVAOY τό 1764 καί ό άλλος ό Γεώ ργιος Τζαννέτος έφήρμοσε είς τήν χώραν του ό ήγεμών
Μουρούζης πού ήκμασε περί τό 1776. ’ Α ­ Κωνσταντίνος Μουρούζης, κατά τής δω­
Ο γνωστός Ιστοριοδίφ ης κ. Δ η μ . Γατόπ ουλος είχε μετά τοΰ ‘Αλεξίου ΚομνηνοΟ Δούκα είς πόγονος τού δευτέρου ϋπήοξεν ό Κων- ροδοκίας, περιεσώθη τό έξης ώραΐον ά
τή ν καλοσύνη νά μας στείλει τή ν παρακάτω Ιν·
διατρέρουσα Ισ το ρική πραγματεία, πού Φά συνε­ Τραπεζούντα. δπου συνεκροτήθη, ύπό τοΟ σ αντίνος Μουρούζης πού έγεννήθη τό νέκδοτον : Μιά μέρα τοΰ κατήγγειλαν,
χιστεί και στά έπόμενά μας τεύ χη. Μ έ χαρά μας Αύτοκράτορος τούτου, ή Αΰ'οχρατορΙα τή( 1736, έκ μητρός Μαυροκορδάτου. Οΰτος μέ άναμφισβητήτους άποδείξεις, δτι ένας
τοΰ παραχωρούμε τΙς σελίδες μας κα ί τόν εύχα· Τραπιζονντος, ΰπήρξεν είς έκ τών έπιφανεστέρων Μ. άνώτερος δημόσιος ύπάλληλος έδωροδο-
ριστοϋμβ γιά τ ή ν π ολύτιμη συνεργασία του κ α ­
θώς καί γιά τά καλά το υ λόγια. "Ενα ς άπό τούς προγόνους τής Ύψη- Διερμηνέων τής Υψ ηλής Πύλης άπό τοΰ κήθη μέ αύγοτάραχα άπό ένα μεναλο-
λαντικής οίκογενείας, ό Κωνσταντίνος, 1774 μέχρι τοΰ 1779. Ό βιογράφος τών κτηματίαν διά νά τελειώση μίαν ΰπόθε-
Μ έ πολλήν εύχαρίστησι άνταποκρίνο πού έπωνομάσθη καί Ηιφιλΐνος, αύλάρχης Μ. Διερμηνέων ‘Επαμεινώνδας Σταματιά σίν του ή όιιοία καί άνευ δωροδοκίας,
μαι στήν έπιθυμία τοΰ άγαπητοΰ φίλου τών ‘Ανακτόρω ν, ένυμφεύθη τήν θυγατέ­ δης (1855) γράφει δτι ό Κωνσταντίνος έπρεπε συντόμως νά διεκπεραιωθή.
προέδρου τοΰ έν Άθήνα ις Συλλόγο υ των ρα τοΟ Αύτοκράτορος Μανουήλ τοΟ Γ' , Μουρούζης έγνώριζεν άριστα, έκτός τών Ό ήγεμών, τότε, άπεφάσισε νά τιμω-
Ποντίων κ. Ίω άννου Περβανίδου, γιά νά κατά τό 1390. Ά π ό τάς σχετικάς δέ πα­ 'Ελληνικώ ν, Γαλλικά, Λατινικά, Περσικά, ρήση τόν ύπάλληλον αύτόν μέ τόν άκό-
γράψω στό έκλεκτό περιοδικό τής δργα ραδόσεις προκύπτει δτι οί Ύψηλάνται ’Αραβικά καί Τουρκικά. Διετέλεσε Μ. Δι- λουθον περίεργον τρόπον : Τόν έκάλεσεν
νώσεως «ΆργοναΟται — Κομνηνοί», στά καί οί ΜουροΟζαι έγκατεστάθησαν είς ερμηνεύς μέχρι τής δολοφονίας τοΰ ήγε- εις γεΰμα, μαζή μέ άλλους φίλους τής
«Χρονικά τοΟ Πόντου», δσα στό έρευνη· τόν Πόντον καί μετέσχον δλων τών περι­ μόνος 'Αλεξάνδρου Γκίκα, όπότε καί τόν Αύλής. Αντί δέ τών ώραίων φαγητών
τικό έργο μου άπήντησα περί τών έπιψα- πετειών τής αύτοκρατορικής οίκογενείας διεδέχθη είς τόν ήγεμονικόν θρόνον τής ποϋ παρετίθεντο είς τούς άλλους κα λε­
νεστέρων άνδρών τοΟ Πόντου, κατά τούς τών Κοανηνών πού έβασίλευσεν είς τήν Μολδαυίας. σμένους οί ύπηρέται τής τραπεζαρίας έ-
προεπαναστατικούς χρόνους. Τραπεζούντα έπί διακόσια πενήντα έπτά Ώ ς ήγεμών ό Κωνσταντίνος Μ ουρού­ σερβίριζαν τόν δωροδοκηθέντά ΰπάλλη*
Εύρίσκομαι, έτσι, στήν ευχάριστη θέσι έτη, περίπου. ζης είς τήν Μολδαυΐαν, άφήκεν έποχήν. λον... αύγοτάραχα, συνεχώς.
ν’ άνατρέξω στά προϊόντα τής μακρδς Καί ή μέν οίκογένε α Ύψηλάντου κα- Άπ οκατέστησε τήν τάξιν καί τό φιλερ
έρεύνης μου, καϊ νά τά ξεχωρίσω δσον “ Οταν τοΰ άλλαξαν καί τό τρίτο πια
τώκησίν είς τό παρά τήν Τραπεζούντα γατικόν πνεϋμα καί πρώτος αύτός, άπό
το μέ αύγοτάραχα, ό προσβληθείς καλε­
άφορςί δύο μεγάλας ίστορικάς οίκογε· χωρίον Υ ψ η λ ά , είς τό όποιον καί έδωσεν τής Αύλής του, έδιδε τά καλύτερα παρα­
νείας τοΰ Πόντου, των όποίων τά όνόμα- σμένος έκάλεσε τόν άρχιτραπεζιέρην καί
τό βνομα έκ τής ίδίας έπωνυμίας αύτής. δείγματα τής έργασίας καί τής τιμιότη
τα συνεδέθησαν μέ τάς ώραιοτέρας σ ελί­ τόν ήρώτησε μήπως συνέβαινε κανένα
Οΐ δέ ΜουροΟζαι ώσαύτως είς τό Μου· τος. Αί σχετικαί παραδόσεις άναφέρουν
δας τής νεοελληνικής ιστορίας. λάθος.
ρούζ’, χωρίον έπίσης παρά τήν Τραπε- δτι έμίσει τήν άργίαν καί δτι ήτο φανα­
Πρόκειται περί των δύο μεγάλων oi- ζοΰντα. τικός έχθρός τής πολυτελείας. ‘Ο Ή γ ε μ ώ ν ιιού παρηκολούθει μέ ίκα-
κογενειών τής νεωτέρας Ε λ λ ά δ ο ς , τής Διά νά έμπνεύση τά ίδια αισθήματα νοποίησιν τήν έκπληξιν τοΰ τιμωρουμέ-
οίκογενείας Ύψηλάντου καί τής οίκογε- .·* νου, άντελήφθη τήν σκηνήν καί παρενέβη :
είς τούς αύλικούς του καί είς τούς ύπη
νείας Μουρούζη, Ό ‘Αθανάσιος Κομνηνός Ύψηλάντης κόους του, ήρχιζε τήν πρωινήν έργασίαν —Τί συμβαίνει άγαπητέ μ ο υ ; ήρώτησε
"Ο άείμνηστος πρόεδρος 'Αλέξανδρος είς τά «Έκκλησ ια σ π κά καί Πολιτικά» του του άκριβώς άπό τής άνατολής τοΰ ήλιου. μέ τό γαλήνιο ϋφος του.
Ζαίμης, τοΰ όποίου διηύθυνα έπί δώδεκα (Ί-κδοσις Κωνίπόλεακ. 1870) άσχολούμ? 'Αλλοίμονο στόν υπάλληλο ή σιόν αύλικό — Τίποτε, άπολύτως τίποτε, Μεγαλειό-
χρόνια τό Πολιτικόν Γραφεϊον. δταν έξε νος μέ τούς άπογόνους τής αΰτοκρατορι πού δέν θά εΰρισκε παρόντα καί πάντοτε τατε ! άπήντησεν ό έρωτηθείς, σαστι­
λέγη, γιά πρώτη φορά, Πρόεδρος τής ‘Ε λ ­ κής οίκογενείας τών Κομνηνών άναφέρει έτοιμον στό καθήκον του. Μόλις έτελεί- σμένος.
ληνικής Δημοκρατίας καί έζητήθησαν, όπό δύο Μαρίας. Ή μία έξ αότών φαίνεται ωνε τάς συνήθεις κυβερνητικός υποθέσεις — Πώς τίποτε! ξαναείπεν δ Ή γεμ ώ ν.
τών ξένων άνταποκριτώ., βιογραφικά του δτι συνεζεύχθη τόν άρχαΐον ιδρυτήν τής έξήρχετο άπό τό Παλάτι του, χωρίς τήν Νά σάς έξηγήσω έγώ τήν άπορίαν σας
οτοιχεία, μοΰ είπε μέ ΰπεοηφάνειαν : Μουρουζικής οίκογενείας. έλαχίστην πομπήν ή έπίδειξιν καί ήρχιζε "Εμ α θα πώς σάς άρέσουν έξαιρετικά τ'
— Καταγόμεθα, βέβαια, άπό τά Καλά Τό δνομα τής Μαρίας Μουρούζη, κατά τήν έπίσκεψιν σχολείων ή έργοστασίων αυγοτάραχα. Καί γ ι' αύτό διέταξα να
βρυτα, έκ πατρός πάππου καί προπάπ παλαιάν παράδοσιν τής Τραπεζοΰντος. ή μεγάλων έμπορικών καταστημάτων. σας εύχαριστήσουν δσο τό δυνατόν πε­
που. 'Α λ λ ά παρακαλώ νά μή λησμονηθή συνεδέθη καί μέ τήν άρχαίαν μονήν τοϋ Κατ' αύτόν τόν τρόπον ό ήγεμών Κω ν­ ρισσότερον !
δτΐ ή μητέρα μου ijto Ποντιακής Horayao Πόντου (είς άπόστασιν δέκα ώρών πρός σταντίνος Μουρούζης παρηκολούθει προ Δ. Μ ΤΟΠΟΥΛΟΣ
yijs , ώς κόρη τοΟ 'Αλεξάνδρου Μουρούζη. νότ^ν τής ΤραπεζοΟντος) τής Παναγίας
Ά να τρ έχομ εν, λοιπόν, είς τάς έγκυρο· τής Σουμελιώτισσας, διά τήν όποίαν έδα-
τέρας παραδόσεις, πού σχετίζονται μέ πάνησε σημαντικά ποσά έκ τοΟ ταμείου
τήν παλαιάν καταγωγήν τών δύο προα τής Αύτοκροτορικής οίκογενείας.
υσψερομένων μεγάλων οίκογενειών. Ό Προκειμένου περί τής παλαιός κατα
Ιω άννης Φιλήμων πού άνεδίφησεν δλα τά γωγής τής οίκογενείας Μουρούζη, ό ‘Α ­
οίχογενειακά καί τά έπίσημα έγγραφα θανάσιος Κομνηνός Ύψηλάντης ά^αφέρει
τών Ύψηλαντών (διετέλεσε έπί ϊνα διά καί τάν Μ. Διερμηνέα τής ’Οθωμανικής
οτημα διευθυντής τοϋ πολίτικου γραφείου Αύτοκρατορίας Παναγιώτην Νεκούσην κα·
τοΰ Δημητρίου Ύψηλάντου), άποφαίνεται γράφει : « Ό υίός αύτοΰ δύο μόνον θυγα­
δτι καί αί δύο οίκογένειαι. καταγόμεναι τέρας άφήκεν, ών ή μέν τφ πραγματευτώ
έκ τών Βυζαντινών αΰτοκρατόρων, κατέ Τραπεζουντίφ Άδατμάκη Μουρούζη, ή δέ
φυγον έπί τής άλώσεως τής Κωνσταντι­ δευτέρα βαναύοφ τινί σαράτζη άνδράσιν
νουπόλεως 6πό τών Λα*ίν«ον, τό 1204, έξεδόθησαν».
36 Χρονικό τού Πόντου
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ 87

•ί . » · <-
είς τήν 'Ρωμανίαν, ήχμαλώτισε τήν θυ τής δικής μας, μάγκας—μέ τήν πιό καλή
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΓΛΩΣΣΑ γατέρα τοΰ βα σιλέω ς'Α νδρονίκου Ε ιρ ή ­ σημασία τής λέξης- αύχό θέλει νά πει ό
νην μετά τώι> ά><ολούθων της, έξελθού- νιώτικος λαός μέ τή φράση: <ί« Γιώργηιτ
σαν είς περίπατον άνά τά δρη. Μαθόντες εν' ταα>*παννης~6 άϊ Γ ^ώργης είναι μάγ
δέ τούτο ό Κωνσταντίνος καί οί λοιποί κας—μ’ 8λο πού ή τούρκικη Λέξη ^apkin
τέσσαρες άδελφοί αύτής, Μσπευσαν πρός σημαίνει κοιν*: άσωτος, διεφθαρμένος
Π Ι ΏΤΙ ΚΟΣ RI ΓΙΩΡΓΗ Σ άπελευθέρωσίν της. κατενίκησεν έν μονο άχρεϊος(15). Καί τονε θαρρούν €τοι, *Ε λ
ΤοΟ I. Τ. ΠΒΜΠΟΥΚΗ μαχίς* ό Κωνσταντίνος τόν Ά μ ιρ α ν, άνεϋ- ληνες καί Τούρκοι, γιατί μέ τόση άψηφ»
ρον ζώσαν τήν Ειρήνην, καί ϊδωκαν αύ­ σιά καί λεβεντιά δρμησε τότε καί σκό
(Συνέχεια άπό ιό Ι ο ιεϋχος καί ιέλος.) τήν ώς γυναίκα είς τόν ύπό σφοδρού πρός τωσε τό δράκο γιά τήν κοπέλα, τή βασι
«Κάνω τήν εμπα σου κερί, τήν έβγα
αύτήν ίρωτος καταληφθέντα Ά μ ιρ α ν , λοπούλα, χωρίς νά λογαριάσει τόν κίν
IV σου Θυμιάμα γενόμενον χριστιανόν. Καρπός τοΰ γάμου τυνο, χωρίς νά λογαριάσει τό παραμι
Παροιμία (3 . καί μέ τά καραβόβαρκα νά κουβα ­ τούτου ή το ό Βασίλειος Διγενής Ά κρ ιτη ς. κρό, κατά πώς λέει τό άλλο, τό μεγάλο,
λώ σε λάδι.» Οϋτως άφηγεϊται τά κατά τήν γέννησιν του τραγούδι (1β).
« 'Α ΐ Γιώργην, 6σον καί νά ξεπέ­ τοΰ Διγενή τό εθνικόν 6 π:ος. ‘Α λλά κατά Νομίζω πώς δέ θά κάνω άσκημα, άν
Ραΐστηκέ τό μάρμαρο κ ’ έκρύφτεν τό
φτει, πέντ’ £ξι άγιους ά κόμ’ άξίζει.»(7) τά δημοτικά δέμα τα, ή μήτηρ τοΰ Διγε- παραθέσω καί τ ή ν Ακόλουθη δ ιήγησ η:
’Ανάλογη μ’ αύτήν είν’ άλλη νιώτι­ κοράδίο. νή ήτο άνδρειωμένη κόρη, ήτις άνδριχήν « Ή Κερέκσ. τοΰ μαστορο-Πορδά-
κη παροιμία: Εύτύς καί τό τουρκόπουλο σόν ά'ί φορούσα πανοπλίαν έπολ.έυει τούς ία- νη ή νύφε, τοΰ γυιοΰ άτου τοΟ Χ α ­
Γιώργην πάει. ρακηνούς, μέχρις οδ ποτε έν τή σφοδρό-
«Τό χοντροβόλονον, δσον καί νά ρίε- τητι τοΰ άγώνος άπεκαλύφθη τό γένος ράλαμπου ή γυναίκα, τ ’ Ούζούνγιαν-
« "Α ϊ Γιώργη μ’, άσ’ σά ψελά πουδέν
ται, πέντ’ £ξι βολόνια άκόμα φτάει(8)»- αύτής καί διωκομένη ύπό Σαρακηνόΰ νε ή κόρη, έποΐκε δύο κορϊτδία καί
κοράδίον ’κ* είδες;» καιέφυγεν είς έκκλησίαν του άγιου Γεω ρ­
*0 A. Α. Παπαδόπουλος (*) έρ μ η ν εύ ει: παιδίν (άγόρι) κ ’ έφτάΐνε. Καί £ναν
«Τί δεις με καί νά δείκνω σε τό γίου' έκεΐ δ’ δμως ό άγιος παρέδωκεν
Ό σον καί άν πτωχύνη δ πλούσιος, θά αύτήν είς τόν Σαρακηνόν διώκτην, ύπο ημέραν έδίβε σήν έγκλεσία, έατά1...
ύπολείφθρ πάντοτε κάτι άπό τόν πλού­ [’κρύφτεν τό κοράδίο ;»
σχεβένια δτι θά βαπτισθή καί αύτός καί θεν εμπρου σήν εικόναν ά ϊ Γι
τον του. «Κάνω τό πό'ί σου χρυσό, τό βάρος
τό παιδίον, τό όποιον θά γεννηθή έκ τοΰ ωργίου καί έπαρακάλησεν καί είπε
Δέ χρειάζεται νά ειπωθεί πώς οί πα­ [σ’ άσημένιο' γάμου μετά τής άνδρειωμένης. Κ α τ’ ά λ­
ροιμίες έχουνε τήν Ιδια σημασία, ‘ Α ί Γιώργη μου, νά δεις μ’ ένα Γ ι ­
κάνω καί τό στεφάνι σου χυτό μαρ­ λον δέ τύπον τοΰ άσματος ή άνδρειωμένη
βασιλοπούλα, έγκεκλεισμένη είς κάστρον ώργη, σάν έσέν Τελήγιωργη (Τρελό-
V γαριτάρι.»
άμύνεται έπιτυχώς έπί μακρόν χρόνον κ α ­ γιώ ργη)!» (,7).
Ά ϊ Γιώργην, ή ρωμιοποΰλα χαί Ραΐστηκε τό μάρμαρο κ ’ έφάνθεν τό
τά τών πολιορκούντων ι αρακηνών ή 7 ούρ- V II
τό τουρκόπουλο [κοράδίο. κων, μέχρις δτου κυριεύεται τό κάστρον Σ άπόσταση πέντε ώρών άπΛνω κάτω
Εύτύς καί τό τουρκόπουλο άπ’ τά διά δόλου Τούρκου, δστις λαμβάνει αύ­ άπό τήν Οίνόη, στήν ένδοχώρα, βρίσκεται
"Ε ν α ν τουρκό τουρκόπουλο, τοΟ βα· [μαλιά τήν πιάνει. τήν ώς £παθλον καί γεννόί έξ α ύ ιή ς τρεις τό βουνό Ά ϊ Γιώργ·,·); καί τό χωριό Ά ϊ
υίούς, τόν Δού<αν, τόν Κωσιαντήν καί Γ.ώργνς' κι άπό τή θάλασσα πιό πέρ’
[σιλιά παιδάκι, «"Α σ ε με, Τούρκε, άπ’ ιά μαλιά καί άπό τή Φάτσα ή Βατισά (Φαδίσανη), στά
τρίτον τόν Γιαννην (δπερ είναι τό ονομα
μιά ρωμιοπούλαν άγαπά κ ’ έκεΐνε [πιάκε μ ’ άπ' τό χέρι. τοΰ Διγενή παρεφθαρμένον). ‘Ο τύπος οΰ- Αί.rota, άλλος Ά ϊ Γιά>(ΐγης άγνωστο άν
[δέν τόν θέλει. Μ ά είδα κι δ'ίον άπιστο καί άϊ Γιώρ- τος είναι ό τοΰ Κάστρου τής Ώ ριδς.». χωριό ξεχωριστό ή συνοικία, στά Λίταΐα,
Πήρεν τά σκότια τής Ώ ρ ιδ ς (10) καί τά [γην ψεύτα, Μέ τό στίχο 3 λοιπόν κι άπό κείνο πού πήρε τ’ δνομά της άπό καμιά έκκλη
[βουνά στό χέρι πού φανερώνει τό τοπωνύμιο πού βλέ- σία τοΰ άγίου.
πού παραδίνει τό Ρωμιό στά τούρ- Ά π ό τό πλήθος των άρχαίων τοπωνυ­
πουμ’ έκεΐ, κατέχουμε μιάν ουσιαστική
κ' ή τύχη άτες τήν εφερεν εμπρου [κικα τά χέρια !» μαρτυρία τής συγγένειας τών δυό τύπων μίων πού βρίσκοντ" έκεΐ γύρω, δλων άπό
[σόν άϊ Γιώργη. τοΰ τραγουδιού πού καθόρισε ό Πολίτης : τήν Α τ τ ικ ή (ΆΒήνσι. ('"). Πειραιεύς, Ο Ι
Τραγουδιόταν άπό γυναίκες καί κο τής άντρειωμένης λυγερής καί τοδ κά ­ νόη, Μαραθών), θά μπορούσε νά κάνει
«“ Α Ϊ Γιώργη μου, κρύψε με άπέσ’ ρίτσια οό πούνιαμα (τής αΙώρας). στρου τής Ώ ριάς. κανείς τοΰ κόσμου τΙς ύποθέσεις — δσο
[σά μάρμαρά σου.» 'Α π ’ αύτό τό τραγούδι πρό παντός— Τοΰ τραγουδιού πού δημοσιεύω βρί­ γιά χόν Ά ϊ Γιώ ργη τό βουνό πρ_ό πάν
«Τ( δεις με καί νά κρύβω σε άπέσ’ κατά πώς πιστεύουν Έ λ λ η ν ε ς καί Τ ούρ­ σκω άτελή παραλλαγή κι άπό τή Χίο (**}. των -, γιά τό πώς έκυρίεψ’ έκεΐνα τά
σά μάρμαρά μου ;» κοι τής Οίνόης—πηγάζουν οί σχέσεις ά ­ Καί θά μπορούσε κανείς νά ισχυοι μέρη ό άγιος κ’ έγκαταστάθηκ’ έκεΐ καί
γιου Γεωργίου καί Τούρκω ν' καί γι’ αύτές στεΐ πώς τό έπίθετο χη,ταδότης, πού δί­ τί ν’ άντικατάστησε τάχ' άπό τήν άρχαία
γίνεται λόγος παρακάτω. νουν οί Χιώτες στόν άγιο Γεώ ργιο (” ), έποχή,
(7) *0 Ν . Γ . I I ο λ ί t η ς, Ιΐιιρ ο ιμ ίιη , Α ', σ. 830— "Ισως δέν είναι περιττό νά σημειωθεί, έχει άρχή τό τραγούδι αύτό, σάν πού
*31, δημοσιεύει παραλλαγή τοΰ I . Βα λα β ά νη, άπό
χόν Π όντο, χωρίς Α κριβή καθορισμό προέλευσης. CU
πώς μόνο στό ίδίωμα τής Οίνόης παρα- κατάδωσε τό κορίτσι στόν Τοΰρκο' μά (15) P. V . Μ e 1i t ο ρ u ) ο s, Tiirk^eden
Α. Α . Παπαδόπουλος, δπου πρίν, δέν έχει. τηρεϊται, δσο γιά τά τραγούδια, τόση έπί- υπάρχει κι άλλη παράδοση, ξεχωριστή, rutncaya sozlilk, Έ-ν Κ(»νσταγτι.·νοτ)κόλί!ΐ 1934, ΰτή
( 8) Παραλλαγές άπό Τραπβζοΰντα, Χ α λδ ία καί δραση τής νεοελληνικής κοινής, δση σέ χιώτικη, πού λέει γιά συγκεντρωμένους
Σά ντα δημοσιεύει δ A. Α . Π α π α δ ό π ο υ λ ο ς , (16) Β λ . κυρίΐος τ Ις 8υέ> μβλέτ?ς τοΰ Ν Γ.^ Π ο-
δπου πρίν, μέ ά ριθ. 1716. Ό Ν . Γ . Π ο λ ί τ η ς δέν
κανέν’ άλλο ιδίωμα, είτε πρός τ’ άνατο- ουνομώτες στήν έκκλησία, καταδομένους λ ί τ ο υ , τις άναφε^μένας «αραπάν(ο (Λ α ο γ ρ . Χ ύ μ μ ε ν
ίχ ε ι, άν καί ξέρει τή σχέση τών δύο παροιμιών, για τί λικώτερ' άπ' αύτήν παράλια τοΰ Πόντου, καί σφαγμένους ϊναν καιρό άπό τούς «τα , Α ', 19ί0, σ. 80— 85 κα ί Λαογραφία» Λ ', 1912—
τό μέγα έργο του δέν προχώρησε (β γ ή κ ε μόνο μέχρι είτε πρός τά δυτικώ τερα—πολύ περισσό­ Γενοβέζους ('*). 1913, α. 185— 23S.)
τή ν άρχή τοΰ Ε , κατά τόν τρόπο πού αύτός έκανε κα ­ (17) Μ ’ αύτό τό ζήτημα μποροΰμβ νά σχετίοο-ομε
τάταξη τών έλληνικώ ν παροιμιών, ενώ τό άναφερό
τερο πρός τήν ένδοχώρα. V! ΗαΙ τά δα™ γρά υ ει 6 Φ . Κ ο υ κ ο υ λ έ ς ('Α γ ίω ν έπΐ-
μενο πάει στό Ξ : ξεπέφτω). Ό Ν. Γ . Π ο λίτη ς !11) γράφει γ ι’ αύτό « ε τ α , σ. 398) : < Ό αύτός Άγιος Γεώ ρ γ ιο ς ί ν Π ριν-
Γιά τόν ά'ί Γιώργη πιστεύεται πώς εΐ
(9) "Ο π ο υ πρίν. τό τραγούδι: κήπ<ί> Επικαλείται K o u i o u v S i , το ΰ το δ ί δ ιό τ ι 8ιιΙ
ναι, μέ σύγχρονη φρασεολογία τής argot τ ή ; εΐκόνος τ ο ν άπβικονίζονται κώδωνες, ούμβολα
(10) « ’Αξιοσημείω τα τής άρχαιότήτος ένταΰΰα « Ό Ά μ ιρ δ ς τής Συρίας, έπιδραμών -τής παραφροσύνης, Τ]ν κα ί πιστε-όδται 8χ ι ^εραπι-ύκι.
μνημεία έσώ θησαν καί τό μία ν ώραν άπό τής πό·
λεως άπέχον φ ρούριον τής Ώ ρ α ΐδ ς πρός Ν αύτής, (12) Γ . Μ α 6 ι δ* βΟ & νιος Γεώ ργιο ς δν Χ ί ψ ( Μ ε ­ «Α ύτός είνα ι γιά τό ν Κονδο-υνα» σνχνά άκούεται δ-
( 11) Ν Γ . Π ο λ l t ο υ, Έ κ λ ο γ α Ι άπό τά τραγούδια
ΙνΘ α ήδρβυον οί δοΰκες τής Ο Ιν ό η ς .» <Δ. Η . Ο ί κ ο­ σαιωνικά Γρά μ μα τα , Β ', ι934 -1935, σ *89— 29υ.). κ ε ί, άντί τοΰ αύτός είνα ι φ ρενοβλα βής.».
το » έ λ λ η ν ικ ο ΐ λαοΰ, 8x8 . β", ’Α Φ ή να ι 1925, α. 9 1 , (18) Δ έν είνα ι τή ς Λ α ζικής ή ’ Λ Ο ή ν ' α ύτή. είν
ν ο μ ί 5 ο υ , *0 Π ό ντο ς καί τά δίκαια τοΰ έν αύτφ (13) Γ Μ α δ ι α, δπου π ρίν, σ. 287.
μέ τίτλο « 'Η ά ντρεια μένη λυγερή, ή μάνα τοΰ ά λλη— βλ. Γ . Κ . S κ α λ ι 6 0 η , Λαοί κα ϊ φΐιλαΐ της
Ε λ λ η ν ισ μ ο ύ , *ΑΘήναι 1920, σ. 38— 89.) Δ ιγενή*. (14) ♦· Κ ο υ κ ο υ Α , έ , "Α γιω ν έπίθετα ("Η μερο-
λογιον Μ εγάλης 'Κ λ λ ά δ ο ς, I ' , 1931Τ σ. 400.). Μ ικρας “Ασίας, *Α ^ ή να ι 1S22, σ. 180.
3β Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

Ό θησέας άπήγαγε άπό τά μέρη έ- γιώ παθήσεις καί φαίνεται πώς Εξαφανί­
κ ε ΐν α ('') τή βασ(\ισα τών Ά μ α ίΑ ν ω ν (’·) ζουνε καί κάτι γυναικεία καθέκαστα, ά *ό έθνογραφικό μυστήριο τής Μ ικρα σίας; — σχα. όπόταν πέφτει πάντα ή 23 Άπ ριλ(·υ.
καί τήν Εφερε, κάνοντάς τη γυναίκα του, κείνα πού έμποδίζουνε τή σύλληψη, τήν κ* έξ Ι^ ου ένδιαφέροντα. Πιστεύουν γιά τόν άϊ Γ ιώργη δ τι κ ' οί
στήν πόλη τής "Αθήνας. Ή μάνα τοΰ Δι· κυοφορία κλπ.—δέν κάνουνε βέβαια τ ί­ Ά π ό βδομάδες πρίν Ιδίνα ν οί Τοόρ- Έ λ λ η ν ε ς — «άσθενούντων Ιατρός» πρό
γενή, θεία γυναίκα κι αύτή, γενιά βασι­ ποτε καί στίς όλότελα στέρφες. κισες στίς χριστιανοπούλες νά τούς ρά ­ πάντων, μά κι δ τι άλλο, γιά βοήθεια γ ρ ή ­
λική, άντρειωμένη πού πολεμάει σέ κά IX ψουνε ροΰχα γιορτινά γιά τά παιδ ά τους, γορη καί γλυτωμό άπό κακά καί συφορές.
«τρα, στή σχέση πού 'χει μέ τόν άϊ Γι- νά τά φορέσουν έκείνην τήν έπίσημη μέρα. Πηναίνουν κ’ οι Τούρκισ εςστά Λίτσία,
Μέ τό Εμπα τοΰ ’Απ ριλίου, οί Τοΰρκβι
ώργη, δέ μπορεί νά μήν Εχει νά κάνει Τήν παραμονή ή άπό τίς προηγούμε­ άκρ>βώς δπως κ ' οι γυναίκες τών χρ ι­
ρωτοΰν τούς Έ λ λ η ν ε ς : «<ίίτρ*1ιζ » io w
μ* » η ο ώ ta ιά ζ α μ ά ν "! καί t ' ά ρ γ υ ρ ο ί τά
»ί # »*»! ή : Μ’ · » ν * i ζ * μ ά ν ;· . νες ήμέρες Εβαφαν αύγά κόκκινα ι*'), ά· στιανών, γιά νά τόν παρακαλέσου,ε «ά
Xg4v,a {*'). Ρωτούνε γιά τό πότε γιοριάζεται 6 άϊ κριβώς δπως κ" οί χριστιανοί, γιά τήν ή- τούς δώσει παιδιά.
Πώς δμως ν’ άποτολμήσει κανείς, Ιτσι, μέρα τοΰ άγιου4 κι δλο αύτό βέβα.α πρέ· Καί βγαίνουνε μαζί μέ τούς Έ λ λ η ν ε ς
Γιώ ργης, πού τόν άγαποΰνε πολύ’ ·*ΛΛ μ·
χωρίς χεροπιαστά τεκμήρια, μόνο μέ τις οά χββ*α ιο κορίτσ ι* καί γ>
■ *’ ««(»- πει νά *χει σχέση μέ τις γιορτές τοϋ Πά- στίς έξοχές τής πολιτείας, ·αό* T *n i,
λίγες μαρτυρίες πού υπάρχουν κι αύτές σό Φαράσι μ έρο ν, καί περνοΰν τήν ήμέ-
έπροδωσε τό κορίτσι (σ ιό τουρκόπουλ·)
8 χι γερά βασανισμένες άπ' τήν κριτική, ρα έ*είιη μέ χαρά μεγάλη, άκριβώς δ ­
καί γ ι’ αύτό.
νά πεί τέτοιο πράμα, ΰστερ’ άπ' δσα δοξασίας ή έπηρεάζοντ· 6χ ό τ * ν Α ίρ ετικώ ν, πως οί χριστια-οί — ό θ εό ς ξέρόΐ μέ τί
Τό τι σημαίνει Κϊτρελέζ είναι γνωστό <ftv π ολλοί, κα τα δ ι« κό μ ενο ι, έγκα θία τα ντο είς τά
ψοβερά ή νεώτερη Ερευνα Εβγαλε στή κληρονομικότητες καί τί άταβισμούς.
— ό P . V . M elitopulos στό λεξικό του (··) «*ρη, τάς δειράδας καί τούς δρυμούς, ούς έκεΐνοι μ ε­
μέση καί γίνανε πιά κτήμα τής έπιστή- τα κινο ύμ ενο ι διέτρεχον. Ούτως έχόντω ν τών χρα-
έρμηνεύει : 1. « H id ir |καί Η ιζ ιγ (·*)), (λέ-
μης (**); ξις) Α(ραβική), δν(ομα) κ(ύριον) προφήτου
γμάτω ν, προφανές, ο τι Γ ι ο * ρ · ΰ κ β ι άχαντώσι παντα-
χα« τής Μ ικρ ό ς Ά σ ία ς . Ό σ τ ε έχομεν Γϊο υ ρο ύ κου ς
V III έορταζομενου ύπό τών Μ ουσουλμάνον Λυ/.4ουςν Κ ά ρ α ς , "Ιω νία ς, Λ υ κ α ο ν α ς . Κ α ιιπ α δ ^
Κοντά e r ic άλλες μεγάλες χάρες πού τήν Εικοστήν τρίτην ’Απριλίου μετά τοϋ χα ς , Χ ά λ υ β α ς , Π α φ λ α γ β ν α ς , Φ ρ ύ ν α ς κ τ λ . * Ε χ το ύ ­ Πίνακας άραβοτουρχικΰν λέξεαιν.
τω ν, ώς χ α ρ ε ι^ ρ ή θ η ύ χό “Ά γ γ λ ω ν καί Γε ρ μ α ν 6 «
‘χει 6 άϊ Γιώ ργης —κατά τό άπολυτίκιο προφήτου Ή λ ία » . 2. «H id ite lle z , (λέξις) οογν^αφέων, ot Λ ύ κ ιο ι χ ε ί οί Λ υχά ονες έξέτειναν άτλής— ath, τουρκ,= χ α β α Ι ά ρ η ς .
τής γιορτής του (23 ’Απριλίου), είναι «τών Τ(ουρκική), δν(ομα) σύνθ(ετον) H id ir καί χολλάκις χέρ α ν ιών όρίω ν τής Λ υ κία ς καί τής Λυ·
αιχμαλώτων έλευθερωτής καί τών πτω­ ^ιαονίας τάς μετα κινήσεις αυτών* διό ά χα ντΑ μ εν άτδάπα— acaba, άραβ.=δρα/β.
E ly a s , ή 23 ’Απριλίου, καθ’ ήν οί Μ ου­ Λ υ κ ϊο υ ^ Γ.»© υρ·υχ·«ς Ιγκα τεσ τη μένο υ ς έν τφ Ιΐόν-
χών ύπερασπισιής, άσθενούντων ιατρός, σουλμάνοι έορταζουσι τόν προφήτην H i ­ τ<# καί Λ υ κ α β ν α ς Γ |ο υ ρ β ύ κ ο υ ς έγκα τεστημένους έν
γισπτΐρεύω — y ap tirm ak, τ ο υ ρ κ.=
βασιλέων ύπέομαχος», μά κατά τίς πα­ dir, σπεύδοντα είς τήν βοήθειαν τών δεο- τε τ{> Μ α κεδονία καί θρά κ^.> . "Α£ Γ ιώ ρ γ η καί παραγγέλνω.
ραδόσεις τοϋ έλληνικοΰ λαοϋ είν’ άκόμα μένων καί τόν προφήτην Ε ^ 8 5 = Ή λ ία ς . Α » λ * Σα υ λτα ν βρίσκουμε καί σ τή ν περιοχή τής Σ μ ύ ρ ­
νης, « τ ό Β α κ χ ε ίο (πόσα δέ λέει αύτό τό τοπω νύμιο I), ζαμάνι - zaman, άραβ.=χαιρίίς.
καί ς άλλα. πάμπολλα, θαυματουργός—, δστις έλαβε συνέντευξιν τήν ήμέραν 4κεί- ά κριβΛς Λχως σ τή ν χερ ιο χή τής Ο Ιν ό η ς -μ* άπ* δλ*
στήν ΟΙνόη πιστεύεται πώς Ιχ ε ι καί τή νην μετά τοΰ H id ir.». « * « « λείπ ει έκείν* ή σπουδαστηριακή σφραγίδα χο ύ
ίμανσΐ'ζ— imansiz, τουρκ. =
χάρη τή δύναμη νά δίνει παιδιά στίς ’A n ’ δ λ ' αύτά δμως οι Τοΰρκοι δέν θα τ ’ ά χομά κρυνε ά χό τή ν έρασιτεχνία. Β ιβ λ ιο γ ρ α ­ οχος.
φία απέραντη, μά Ιχ ισ τ η μ ο σ ύ ν η πολύ λ ίγ η . eO Σ υ μ -
άτεκνες, στίς άκληρες γυναίκες. Ό χ ι , ξέρουν τίποτε καί κάνουν άλλα κι άλλα. Ρ·«λίδης ήτα ν μ» άν ήτα ν έρασιτέχνης, μά έκείνος κιοζετεύω— gozetmek, τουρκ. =
δηλαδή, νά δίνει σερνικό, άπλδ, καθώς πολύ διαφορετικά άπό κείνα πού κάνουν * 6 · *λ ε«ι πα^έργως* κα ί χ Α λ ι, για ν ί τά γραψίματά προσέχω.
μπορεί νά ύποθέσει κανείς άπό τήν πα· οί Σάννοι cs) -άλήθεια, ποιοί κρύβονται τ· « ήοα ν. δπως εΐεα καί π ρίν, ά χο αύτοψία, τού
ραθεμένη παραπάνω διήγηση (VI)· παρά κάτ’ άπ’ αύτό τ ’ δνομα στό «αμμέγι·το
χ«ω σι·ύμε χιαλλά. (Σ η μ ειώ ν ω Ι^ γ α τιου, τυπωμένα μετδητιές — m ecid ije , άραβ.= ν ό μ ι ­
• τ'ήν 'Κ λ λ ά δ α μετά τό 1922 : α) *Α χό τ ή ν τραγω δίαν
τή χάρη ή τή δύναμη νά δίνει παιδί γ ε­ τής Μ ικρα σία ς, δάκρυα καί π ένθ η , άφιέρωμα είς τούς σμα, 20 γρόσια.
νικά, σερνικό ή θηλυκό, ς δποια δέν είχε, άρχηγοτις τής ϊπαναστάσεως. >Α · ή ν α ι 1923, σελ. 2S. όρκεύω — urkm ek, τουρκ. =τρομάζφ.
ς δποια δέν έκανε παιδιά, φτάνει νά πή­ (Ϊ3 ) *Ο π ο ν π ρίν, σ. 15Τ· 9) Καν-κάδα στόν Κ λ ώ ν τ Φαρρέρ (Claude Farr4-
(24) * Ο χ ο ν π ρίν, σ. Ιο». παρτόαλαεύω - pargalam ak, τουρκ.
γαινε νά τόν παρακαλέσει στήν έκκλη· (29) θ α υ μ ά σ ιο ντο κ ο υ μ έν το , μά έλά χιβνο, ·»» *(»οα>
μ έλος τής Γ α λ λ ικ ή ς ‘Ακα δημία ς. Έ ν Π ειρα ιεΐ
βιά του στά Λίτσία (V II). να φ ερμ ένη (έπισεολιμαία ;) δ ια τριβή τοό X . X . Σ * μ- S. a . [19251, ·*λ. 26 γ ) *Η σταυρω μένη 'Ε λ λ ά δ α , μ ε­ = χοματιάζ» .
Σ αύτό πρέπει νά μπει τό σχόλιο, ^ ο υ λ ί δ ο υ , Δ ιά σ »σ ις ίχνώ ν άρχαιοτάτο^ έλληνι- λέτη γλω σσική, κο ινω νική καί Ισ το ρ ικ ή . Θ εσσαλονίκη περεκέτι —bereket, άραβ.=π1οΰιος.
κοΰ βίου κα ί εξωτερικού παραστήματος Ι ν Ιίά ν τ ^ 1010, σελ. 107 δ) Γ ιο ύ ρ ιο υ ν , σκηνα ί Λπό τ ή ν μικρά-
πώς, έκεΐ, στά Λίτσία —τά πέρα κι άπό τό (Ξενο«ράνης, ί ' , 1909, ο . 125— 128.). Φ «1 νβ τ «ι μάλιστα α ια τικήν τραγω δίαν. ’Β ν ’ Α θ ή ν α ις 1933, σελ. 32 {τ υ ­ οααπής— sahip, ά ρ α β .= νοικοκύρης.
Βατισά (Φαδίσανη) κ* έπομένως δχι νιώτι­ πώς ή συντομία της x u i μόνο έκανε τό ν Π ο λ ίτ η — πω θήκανε μόνο τά δυό χ | Α ι α τυπογραφικά φ ύλλα ).)
σοεύω —soym ak, τουρκ. = χ Ιέ β α > .
Λα ο γρα φ ική επιϋεωρησις τών π εριοδ ικΑ ν δηαοσιευ- (26) Α ύ γά κ ό κ κινα σέ Τ ούρκο υς βρίσκω κα ί στά
κα, μά δπου πηγαίνανε καί γυναίκες νιώ-
τισες— , ύπάρχουνε πηγές Ιαματικές. Κι
μάτων (Λα ογρα φ ία , A*, iy<>9—1910, σ. U ff— 137.)— νά Κ οτύ ω ρ α — βλ. Θ . Ά μ α ρ α ν τ ί δ ο υ , Π ώ ς έωρτά- τακεΰω — takraak, τουρκ. =κρεμάαα.
τ ή ν έπ ικρίνει και νά τή χτυπήσει. *Απάν«» ς «w c6 ζετο ή έορτή τού θ γίο υ Γεω ργίο υ είς τό ν Π ό ντ ο ν (Μ ε
αύτές οί πηγές γιατρεύουνε λογής τώ λο- (:ιο ΰ προέρχεται άπό αύτοψία) βασίζονται κυρί«»ς •αιωνικά Γρά μ μ α τα , Β *, 1934— 1935, σ. 237— 23·), μά θά ταρλάς— tarla, τουρκ.=χωρ<ί(ρι.
Οσοι γράψανε περί Σ ά νν ω ν ή Γιο υ ρ ο ύ κειν (γιά το *ναι βέβαια έθ ιμ ο Τ ού ρκω ν κ ι άλλων τόπων τή ς 'Α ­
νατολής. Σ τ ή μ ελέτη α ύτή βρίσκω καί Τ ο ύ ρ κ ο πού τινοϊζ —dinziz, τουρκ.=ίπ»στος.
Hidirellez)—δλοι έρασιτέχνες, μέ μ όνο έξόχονεοι τό
<19) ’Α β μ ιβ Α ς βέβαια άπό τό Μαζόν τά γ= *Α μ α - Γ . Κ . Σ κ α λ ιέ ρ η (Λ α ο ί καί φυλαί τής Μ ικρά ς *Ασίας.
•ΐχ. στό σπίτι το ν εΙκόνα τού ά γίου. Ε ίκ ό ν α το υ τουζάνι— duzen, τουρκ.=άργαΧιιός.
ίό ν ιο ν ΰοος. βρίσκω άκόμα καί στ’ Ά λ ά τσ α τ α τή ς Ε ρ υ θ ρ α ία ς ,
Ά ^ ή ν α ι 1922, σελ. 499.). Κ ι α υτή ή Ιστορία δέν etv*
(20) ’ A|»r\£evu έμ έ ΐζ ε ν έ , δηλ. <>εία γυνα ίκα (πα- Ασχετη μέ τ* ά να α τε ν α ρ ια τής Θ ρά κης, ύ ν λάβουμε
ς ίν ο μικρά Ήζομί— ?λ . Κ . I- Σ α β ρ ά μ η , *0 άγ. τδακπούνης— capkin, τουρκ ·= μάγ·
ράβαλ* : δ μ ι « στά μί·(>η έκείνα λέγεται άκόμα ή Oeiu, Γεώ ργιας έν Ά λ α τσ ά τ ο ις (Μ εσαιω νικά Γρά μ μ α τα ,
ή άδελφή. το ύ πατέρα ή τής μητέρας, πού είνα ι χρό-
*πό σημείω ση τά δσα γράα>ει ό άναφ·ρόμ·νος Σκα-
Ιδιας τόμος καί χρόνος, σ. 98.). Α ύτά πρέπει νά σχετι* κας.
λιέρης (σ. 181— 382 τοΰ β ιβ λ ίο υ το υ ) : - Ο Ι Γχουροΰ- ι. Τ. ΠΛΜΠΟΥΚΗΣ
amnn π ροσφ ιλή, σεβαστά). OTf-ένε nr τά δσα είπ ώ θηκαν παραπάνω ( I I ) .
κοι συγκροτοΰσι πανταχού τής Μ ικρά ς ’Ασίας τοΰς
(21) Μ : η ύ τ ή ν τή φράση Αρχίζουν τώ παραμύθια κατά τόπους γηγενείς έκείνους π ληθυσμούς, βϊτινβς
τής Ο ί ν ό η ς : · Ε ά πρώτα τά ζ α μ ά ν ια κ α ί σ* άρ- ά νή κονσ ιν βίς τό ν κ ο ινω νικόν σχημα τισμόν (for­
yupor τά χ ρ ό ν ια · , δηλα δή : μιά φορά κ ’ 1!ναν κα ιρό.
(22) Έδέ& πρέπει νά ’χουμε ί»π* όψη κυρίως τήν
m ation SO Ciale) Τόν κα λοΰμενον ύπό τής Κ ο ιν « -
νιολογία ς σ χπ μ α τια μ ώ ν π α τ ρ ια ρ χ ικ ό ν κ β ιν ο β ια -
Ονακοίνπιση τοί> Ν . Γ . Π ο Μ τ η στό Γ ' διβθνές άρ-
ΐα ιο λ ο γ ικ ό συνέδριο τής Ρώ μ ης (1312): Π ε ρ ί της το- κ β ν (formation patriarcale ou comraunau-
χο γρα φ ική ς σημασίας τώ ν έκκλησιώ ν έν Έ λ λ ά δ ι πρός taire) κα ί οΤτινες άγουσι β ίβ ν π β ι μ ε ν ι κ ^ ν 5 β ίβ ν
ά νογν«,( io iv αρχαίων ίερών (Λα ο γρα φ ία , Λ", 1912— π λ α ν ο δ ίο υ τ ε χ ν ί τ ο υ . Τ ο ύ ς π ληθυσμούς τοτ>τους, οβς
1913, ο. 1 2 —2 1 .) ” Λ ν κα ί δέν πρόκειται άηλά γιά it-ρο ^μ·1ς ονομάζομβν σήμερον ήμ ινομ α Λικούς, ώς κινουμέ-
f\ Ακκληοία. Λαρα γιά πολιτεία ο λό κλ η ρ η , γιά έρεί- ν ·υς έντός τ * ν όρ<βν τα ύτης ή έκείνης τής χώρας, τής
■ια άρχαίας πολιτείας, όπου περίπου καί τό χωριό έχα ρχία ς. ο ί Τ ο ΰ ρ κ ο ι ώνόμασαν Γ |β υ ρ ο ΰ κ © υ ς , χινου-
! * '«β χω ριά— παράβαλε τής μελέτης X . X . Σ ν μ β ο υ- μένβυς, έκ τοΰ γ ιο υ ρ β υ μ έ κ , κινείβ Ο α ι, βα δίζειν, με-
Α ί b ο υ, Λίάσωσις Ιχνώ ν άρχαιοταχου ελλ ηνικο ύ βίου ταφράσαντες τόν ύπό τών Βυ ζ α ντίω ν χα ρα κτηρισμόν
s a l έξωτερικού παραστήματος έν Πόντο» (Ξκνο φ ά νης, αντών ώς Ά σ τ ά τ ω ν , ό ν ο μ α σ θ έ ν τ « ν οδ«*υ καί διά
, 1909* ο. 12;»— 128.) ι ή σ. Τ27], ώστόσο ή τοομο- τό μή σταθερόν τών ο ΐκ ή σ ε β ν αύτών, *λλ ά καί διά
χρατία π©ύ άσκοΰν τά συμπεράσματα τοΰ πατέοα τής τό μή σ τα θερόν, τό αιρετικόν τών δοξασιών α ύ τ * ν ,
έλλ ηνικής λαογραφίας είνα ι μεγάλη καί δέν έπιτρέ- δεδομένου, δ τι ώς έκ το ύ κο ινω νικού βίου. δ ν διή-
πεται χωρίς π ερίσκιψ η ή δια ιύπωση καί τής παρα­ γ ον, και ώς έκ τών συχνών μ ε τα κ ινή β ε η ν, είς ®ς
μικρής είκασίας.
^πεβάλλοντο, ή δέν κα τώ ρθονν νά μηρφ^οωσ^γ όρ-
4C Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ
Χρονικά τοΰ Π όντου

— " Ε ι ! ρίζα μ ’ , δκόλλ’ 'κ ' είν’ , κι’ γράφτ’νε όνόματα, τό κάθα έναν δ έ ­
ΗΙΊΕΚΔΟΤΠ ΣΤΗΥΡΓ
ά μ ’ντό είν’ ! κα παράδες.
Τοΰ κ. (Λ Κ Π.) ΣΤηΥΡΙΟΤΗ Ότδαρχζής έρθεν κ ’ έκεΐνος σήνέγ·
Λ ε ξ ιλ ό γ ιο : πρωτιζ'νά παλαιά κλησίαν καί πριν άνοίξ’ναι τήν σερ
Τ ό κ α ϊμ α κ λ ή ν π Χ *β ά νάς χαμαί λέτε— μύλος- ’κ' έταράου Στα υρίτα α — ή Σταυριώτισσα' καταλα- κήν άτ’ έπήεν νά γράφτ' όνόματα καί
τον— δέν ανακατευόταν έκάθουτον— χοΟ — τνχαίως' έι, ρίζα μ"= e, παιδί μου. δφτ’ κερία.
Ό χαμαιλετάρτς ό Σάουλον πολά
χαβότανε' άπέσ’— μέσα" σό τζάγ' κσι- — Γράψον, είπεν τόν ποπάν,« Κανέ-
σ' άνθρώπ’ς ’κ ’ έταράουτον. Έκά - Μο«ραγουμεν« καί μη ομολογού­
κά=στό τζάκι κοντά' έτάρσζεν== ανα τες, Δημήτρης, τδαρτζής, Τρακατρί-
θουτον άπέσ’ σήν χσμαιλέτεν σό με να.
κάτωνε σαχτάρα — στάχτες παζλαμά- κας, Πετεινός, Ά λ έ κ το ρ α ς * καί έδώ
τζάγ’ κσικά κ' έτάραζεν τά σαχτά-
τδοί— καλ.αμποκίσιες πήττες' πουδίντα= Σ ’ έναν χωρίον τή Ματσούκας ετον κεν δέκα παράδες.
pg. Κάποτε έσύγκρυφτεν παζλαμά-
άλευρο άπό φρυγανισμένο κριθάρι' έγα εϊνας ποπάς τδίπ άγράμματος. Ντό . Ό ποπάς, έτέρεσεν άτον καί εϊπεν :
τδα, κάποτε έψενεν πουδιντένεν κοτ·
βούρευεν— καβούρδιζε' d a νία = οί φλού­ έδέβαζεν καί ντό έψάλ’νεν κανείς ’κ ’ — €0ά δίς έξήντα παράδες, έγρα ­
βάν καί επινεν καί κάποτε πα έγα-
δες τοΰ σιταριού (πίτνρα) φουτσάν^— έγροίκανεν άτα. "Ε λ ε γ ε ν άτα μου- ψες έξ όνόματα».
βούρευεν δανία γιά φουτσάνα καί
οί φλούδες κριθαριού' έφουδτάλιζεν— θουγκιστά καί έσυρ’νεν πολά τόν νη- — « Ά τ ά τ’ όνέματα οϋλςι πα τ’ έμά
πάντα έφουδτάλιζεν. Σ ’ όσπίτ’ν άτ’
εκάπνιζε μέ τό τσόβ' έτσαφίουτον = χόν άτ’. Έ ν α ν Κερεκήν έρθαν καί είν'», είπεν ό τδαρχζής.
άπέσ’ μέ τό τσόβ’ έτσαφίουτον, άμα
ζονσε λιτότατα' κυριολεξία : ξυνότανε μέ ξενοχωρέτ’ σήν έγκλησίαν. Σ ’ έκει- — « Ό θεός νά λημονεύ’ άτα» εϊ-
σή χώρας έράευεν άγνά τών άγνίών.
τη φλούδα - τις φλούδες' άμα = λ. τ. δ­ νούς άνάμεσα ετον κ ’ εϊνας ψάλτες. πεν κι ό ποπδς καί έσυρεν άπαγκέσ’
"Ε ν α ν Κερεκήν ήμέραν έπήγεν σό
μως σή χώρας=σιά ξένα' έρά ευεν= Ά ρ * ό ποπάς δλα έδόχρεψεν καί έρ- έναν τδιζήν.
καφενεΐον. Έ κ ά τ σ ε ν σ έναν τραπέζ’ ♦
λ.τ. ζητούσε άγνά τών άγνίων=πε- θεν ή σειρά σό Βα γγέλεν. ‘ Επέρεν σό * *
καικά καί έσουμαρλάεψεν έναν πολά
ρίεργα έσουμαρλάεψεν=Λ. τ παράγ- χέρ’ν άτ’ τό Βα γγέλεν, έστάθεν, ά­
καϊμακλήν καβάν. Ό καβατζής, έξε- Σ ό ν Κανέτεν άποπίσ’ έρθεν κ ’ εϊ-
γειλε' ντό ετον = τί ηταν εγκεν άτο πάν’ σήν Πΰ?α]ν καί έρχίνεσεν ξάν
ρεν άτον ντό έτον, έποΐκεν έναν κα­ νας βαρασμέντσα νυφε νά γράφτ’ ό
τό εφερε. ξάν=πάλιν' εκλωσεν άτο— μακρέα μακρέα καί μουθουγκιστά ·'
λόν καβάν καί εγκεν άτον. Ό Σ ά ο υ ­ νόματα. «Γράψον» είπεν.
τό γύρισε' Μονοβάντων — ένορία τον- — "Εεετοοον έεεναααν πουουουλι-
λον 'κ ' έδέχτεν άτο γιατί καϊμακλήν — «Σαντέτσα νύφε καί σήν κοιλίαν
Σταυρί' έρεθίστε\ι=’ρε')ίοτηκε, θύμωσε'
’ κ’ έτον. Ό καβαιξής έπήγεν έποΐ* ιίν, τ’ έεεναααν τόοο ποοοδααάρ’ν Κωσταντΐνος».
έλά γκ ζ<1ρΐ.ν=πήδηξε' έσ’κώθεν— σηκώ­ εεεθεεε έ σοοόν οΰουουρααανοοόν
κεν άτον άλλο καβάν, άμα έκεΐνος — « 'Ο θεός νά λημονεύει σε», εί­
θηκε έπέρεν κ ’ έστάθεν— μετ. οημ. I
ξάν εκλωσεν άτο όπίσ". καιαιαι τ’ άααλλοοο σήηην ιιιηηηήν. . πεν ό ποπδς καί έθέκεν κά τό κον-
μάλλωπε νέπρε— βρέ καυκίν— φλυιζά-
Ά π έ σ ’ σό καφενεΐον έκάθουτον Ό ξενοχωρέτες ό ψάλτες έμυρίστεν τύλ’ .
νι' τ δαβζά— μπρίκι τοϋ καφέ' έπεδαχλί-
καί ό Κοτσόν ό Μήτον άσ’ σή Μονο- τή δουλείαν καί έρχίνεσεν νά ψάλλ’ .
σ τ ε ν = εβγαλε ροχάλα κ ’ έπεκεΐ = καί Λ εξ ιλ ό γ ιο : τδαρτζής = πλανόδιος
βάντων. “ Ονταν είδεν τόν Σάουλον — «Καιαιαι πώωως ’κ' έεεπεεετζιιιχα-
επειτα' έσέγκεν— ΙβαΑε δέβα — πήγαινε ααλίιιεεεεεεν! μι κροπωλητής' Κ ά ν ’ = ' Αργνρόύπολιζ'
νά κλώθ’ όπίσ’ τά καβάδες έρεθί-
χαμάν = λ τ. αμέσως' έπεκέσ’— άποκεΓ Σταυρία=8ΐ >ορίες τοΰ Στανρί' παναΐρ’
στεν. Έ λ ά γκεψ εν κ ’ έσ’κώθεν, έπή­ Ό ποπάς έρθεν κ’ έπέμ'νεν, άμα
πέρα· μάδαλλαχ \— λ τ μπράβο ! νά μην 2 2 πανηγύρι' πρίν άνοΐξ ναι = προτυτι
γεν άπέσ’ μερέαν καί έπέρεν τόν κα- ξάν τήν τδιφχάν άτ’ *κ’ ελλαξεν καί
άβασκαθής! άρ’ άέτσ’= έτσι λοιπόν' έ- ανοίξει' σερκή=Α.τ. εκθέματα, σέ παγκά­
βατζήν κ ’ έστάθεν. έψαλλεν κι άλλο μακρέα καί δυνατά :
ποΐκες=εκα,«ες· έρχίνεσεν— άρχισε. — Μοιοιρααγούουουουουμεεενααα κια' έχέρεσε,ν— κύταξε'■ ■νά λημονεύω
— «Νέπρε, δκύλλ' άφωρισμένε, έ­
==να μνημονεύω' άπαγκ έ σ '— άποπάνω
ναν καϊμακλήν καβάν πα ’κ' έπορεΐς ί κ ΰ λ λ ' ’κ ’ είν , χι αμ ντο ε ί ν ’ ! καιαιαι μ ήηη ηη άομολοογοΰουουου-
ουουμεεενααααα Χ6ιζή=^ρα/χ^, βαρασμέντσα— ίγκυα
νά ψέντς ; Φέρε με τό καυκίν καί
Σ ά πρωτιζ’νά τά χρόνα, εϊνας Σαντέτσα— Σανταία.
τήν τδαβζάν».
γραία Στσυρέτσα έκάθουτον έναν Λ εξ ιλ ό γ ιο : τδίπ=πολΰ (υ π ερ θ ετικ ό )’
Έπ έρεν τό καυκίν, έπεδαχλίστεν Ό ξερόν ό χά τα κλ υ α μ όν
ήμέραν σ ’ έναν στράταν καικά καί ντό έδέβαζεν— it εδιάβασε μουθουγκι-
κ ’ εφτυσεν άπέσ’ κ' έπεκεΐ έσέγκεν
έκλαιεν. Καταλαχοΰ έδεβαίνεν έπεν στά— άπό τη μ ύ τη νηχός=^χος, μελα>- Σή Μονοβάντων τή Στα υρί’. ή Πε-
καί τήν καβάν.
κέσ’ ό μιχτάρτς τή χωρί’ , ό Πεκίρ ά- δία έδόχρεψεν — πρόκοψε, κατάφερε' λαγία τή Κεδίδογλη, έποαλέφτεν ά σ’
— Ά ρ νά, έπαρ' το καί δέβα τή
γάς. Τούρκος ετον άμα τά ρωμαίικα σήν ι-ήν — στη γη ' έπετζιχαλίεν= σ χί­ σ ' εϊναν πορσούφ’, πού έπέγ νεν καί
γαϊδάρ’ τόν υίέν...
άπ' έμάς καλλίον έξερεν άτα. στηκε σ τήμ έση. έτρωεν τά λάχανα τ’ς. “ Ηνταν έποΐ­
Ό καβατζής μέ τά δυο καρδίας,
— θεία , εΤπεν άτεν, ντ’ έπαθες καί κεν ’κ ’ έπόρεσεν νά κόφτ' άτον ά σ’
έπέρεν άτο καί έπήγεν. Ό Οεος ν « λ π μ ο ν ε ύ ’ άτα.
κλαϊς ; σό κεπίν άτ’ς Κάποιος έμάισεν άτεν
— 'Ορίστε, είπεν καί χαμάν έφυγεν
— *Ει! πουλόπο μ’ , πώς νά μήκλαίω; Ό Δημήτρης ό τόαρτζής άσ* σό Κ ά ν ’ έναν μα ρα φ έτ.
έπεκέσ’.
ό υιέ μ’ έδκΰλλεψεν έρθεν σά Σταυρία κέσ’ νά πουλεΐ τά "Εδεσεν όλίγον νερόν άσ’ σ’ αύλα
— « Ά ! μάδαλλαχ ! άρ’ άέτσ’ , μίαν
— θεία, καί πώς έποΐκεν κ ’ έδκύλ- πασμάδας άτ "Ε τ ο ν τά 14 τή Σταυ- κί' σό κεπίν ά τ’ς, καί σό κρενίν άφκά
πα έποΐκες μέ έναν καβάν τή προκο­
λεψ εν; έθέκεν έναν εύκαιρον ιανακιάν καζί’ .
πής», είπεν ό Σά ουλον καί έρχίνεσεν ρ(τα καί οί Σταυρέτ* είχαν τρανόν
— Ά χ ! παιδόπο μ’, έτοϋρξεν. παναΐρ’ Πολλά κόσμος άσ' σά σου- Τό νερόν σείτα έτρεχεν άπό ψηλά,
νά ρουφίζ’ .
— θεία, καί μαέρ οί ΤοΟρκ’ δκυλλία μοχώρα έρθεν σόν Τιμιόσταυρον. Σ ’ έντοΟνεν άπάν’ σήν τανακιάν καί
Λ εξιλό γιο : Χαμαιλετάρτς =μυλω· είν’ ; έβγάλ’νεν έναν άγνόν καί θαμαστόν
άοΐκα τρανά παναίρα, οί ποπάδες
42 Χρονικά τοΰ Π όντου
Χρονικό τοΟ Π ό ν τ ο υ Ο

βοετόν. Τό χωρίον δλεν Εκ'σεν άτο μερκόν καί έπορεύκουσαν. “ Ενα ν


άτό τήν δουλείαν μ α τής πόλης' έκούΐξα ν— φώ ναξαν ήν-
καί έσέβαν σ ’ Εναν σ ’ άλλο. καιρόν έδούλευσν σ’ Ά π α νω χώ ρ ’ .
Έ ν τ ό κ ε ν τό κωδών’ κ ’ έκούΐξεν τα ν= ό,τΓ έντόκεν— χτυπ^σβκατήβα—
Κάμποσοι γ υ ν α ΐκ ’ έκουμουλάαν Τόν Μ ήτον έδοΰναν ήμερ’κόν έκατόν
τόν Γιώρ’ καί εΐπεν άτον κατέβαινε κιομπρήκ— λ.τ τελωνείο χα-
σ!) Κεδαλάβας τ’ όσπίτ’ καί έρώτα- παράδας καί τόν ’ Αγγελίδην. πού
— Γιώρ’, δέβα κατήβα σήν σκάλαν πέρα= Α τ ειδήσεις' έκ Κ & σ τεν— γύριβε
ναν άτεν: «θεία, ντό εν’ άοϋτ’ ό βοε­ £τον κι ά λλο καματερός, τρία γορό­
σό κιομπρίκ’ καί τέρ’ ντό χαπέρα π ίσ ω 4 πουρνά— αύριο α ’κοΟται~~(η{η)-
τόν ;» δα. *Η μάννα τουν δνταν ίμα θεν ά ­
είναι χοϋται) σηκώνεται (νά φύγει)" έσουμαρ·
Έ κ ε ΐν ε πα έφουκρέθεν ϊνα ν ξάι το, έπήγεν έξέβεν έκεΐ, εδρεν τόν
Έ ξ έ β ε ν ό παιδάς καί σ 2ναν ώραν λάεψαμε=λ τ. πα ρα γγείλα με κάζ<χ—
καί εΐπεν% στάπαδην καί έπαραπονέθεν.
άπέσ’ έκλώστεν, ερθεν έστόθεν σό πετρέλαια χ α μ ά λ π α δ η ς — άρχιχαμάλης'
«Ξερόν κατακλυσμός θά γίνεται, « Γ ο υ ρ π ά ν 'τ σ ’ οτάπαδη, τόν Μή-
γραφεΐον καικά κ ’ εΐπεν άτον : έκούπ’σεν — αναποδογύρισε λεχιμλα-
ν ’ άιλλοί τήν μάνναν έμουν»! τον δίτε έκατόν παράδας καί τόν
— Έ ρ θ α ν δύο παπόρια σό λιμάν’ , εύω=Α τ. κλεινοί τΙς τρύπες μ ε κόλληση'
’ Αγγελίδην ντό τεϊ δίτε τρία γορόδα. τεμπιχλσ.εύω— λ τ. δίνω εντολή, πα­
Λεξιλόγιο: έποαλέφτεν=>ί. τ. βαοέ- τό Π α κέ καί τό Ρούσσικον.
Ποδεδίζω σε, έκεΐνον πα έκατόν « α ­ ραγγελία, οδηγίες κολαεύω— Α τ. προ-
&η*Μ' πορσούφ’ς = ασβός' ήνταν=ό,τι' --"Αλλο τιδέν ; έρώτεσεν ό δ α ­
ράδας δώστε.» Ό στάμπαδης έτέρε- οέχτο, παρακολουθώ μαυράχαρον= ·
μαραφέτ*=λ τ. τρόπος, μέθοδος'σεΙτα= φυντής.
σεν άτεν πώς τδίπ άγλάανος Ι ν ’ καί καψερός' έδέβεν π'Κάν— ϊφ ν γ ι.
tvm' έντοΰνεν= χτυπούσε' άγνόν=πα- — Γιόκ, εΐπεν ό Γιώρτς.
εΐπεν: «Δέβα, μή τυραννίεσαι, έκεΐ-
$Αξενο' β ο ετό ν= βουητό' έκουμουλάαν ‘Υστερνά έκούΐξεν καί τόν Λάμπον
νον πά έκατόν παράδας θά δίγο»
— μαζεύτηκαν ν ’ άιλλοί = άλλοιμονον. κ" εΐπεν άτον. ’Έ χ ω x a t xb ηα γχα ρ^ η ον...
Λ ε ξ ιλ ό γ ιο : ήμερ’κόν — ημερομί­ — Λάμπο, κατήβα σήν σκάλαν σό
κιομπρίκ’ κ ’ έσύ, καί ντράν’ ντό χα Ό Λ α λ ά κ ’ς ό Γιάννες άσ' σήν θέμ-
Τ ό ν Ά γ γ ε λ ( δ η ν πά έ κ κ τ ό ν πχρΑ- σθιο' έπορεύκουσαν=τά πορεύαν»' yo-
πέρ£. πεδαν, (λαφρόν τό χώμαν τό κεΐται)
5ες δώβτεν. ρόδα— γρόσια' &ζέ.βεν=^βγήκα, Ανέβηκε'
Έκλ ώ σ τεν κι' ό Λάμπον ερθεν έ- ξάι ’ κ ’ έΕενητεΰτεν. "Ολ* άσ' 'σό χω-
γουρπάν’ τσ’= λ.τ. νά οε χαρώ[νάγίνυ»
‘Ο Πελάγιον άσ’ Ά φ κα τω χώ ρ ’ εΐ- στάθεν έμπραστά σόν δαφυντήν καί ρίον έπαΐγναν σήν ξενητείαν, σήν
θυσία γιά oevaj 6lT8=<5<Ver*· ντό τεϊ
χεν δύο άγούρα τόν Μήτον καί τόν εΐπεν-άτον. Ρουσίαν έκεϊνος έπέμνεν σό χωρίον.
— γιατί, γιά ποιο λόγο ,- άγλάανος=<ϊ-
Αγγελίδην. Ά φ ο ΰ έπέθανεν ό κύρ'ς "Ε ν α ν άνοιξην ερθεν άσ' σήν Γ ιά λ ­
φελής, χαζός. — «Τό Ρούσσικον ερθεν άσ’ σό Πά
άτουν, έπέγ’ναν άδά κι άκεΐ σό ή- ΙΑ.Κ.Π.) ΖΤΛΤΡΙβΤΗί ταν σό χωρίον ό Κωνσταντίνον τή
τομ ' καί πουρνά ή ώρα 6 θά σ κοΰται
Περπεράντων.
γιά τήν Α λεξά νδρεια ν. Έ ρ θ α ν καί
Εΐδεν άτον σήν Κέτσεναν άπάν',
τ' έ^ουμαρλάεψαμε τα 1000 τενεκέ­
RNEKAOTR ΚΆΛΛΙΕΣ δες τά κάζα. Έξεφορτώθαν, είδα σήν
σήν Ά εσ η μ ίν, καικά νά δουρίζ’ καί
νά λάδκετα(, έσοόμωσεν άτον κ’ έρώ­
(Α Ρ Γ Υ Ρ Ο Π Ο Λ Η Σ ) μαγοΰναν άπέσ’ τήν μάρκαν έμουν,
ΤοΟ κ. Π. Β, Y*HARi1TH τεσεν άτον.
έλίγα τενεκέδες πά ετρεχαν, είπα
Ή προχοπη — Νέπε Γιάννε, έσύ πώς κιατδι-
"Ε ν α ν πουρνόν έσ’κώθεν άσ’ σήν τόν χαμάλπασην κ ’ έκούπ’σεν άτα
νεύ’ς χωρίς νά πάο σήν ξενητείαν ;
Δύο Τραπεζουντέϊκα παιδία,ό Λά μ Δαφούνταν, έπέρεν τό ρσβδίν άτ' καί κ ’ ερθα εστειλα άσ' σό μαγαζίν άτ’
ταΐσα έπήεν έξέβεν σό Σεμερτδιλέρ- τόν Ά ρ ά π ’ τόν τενεκετζήν νά πάη — Έ γ ώ εΐπεν άτον, εχω δναν λα-
πον κι’ ό Γιώρτς, έντάμαν έξέγκαν τό
παδήν σό γραφεΐον. Έ θ έλ ε σ ε ν νά λεχιμλαεύ' άτα Τό Π α κέ ερθεν άσ’ σούμενον, ό λόγος-1 μ' σ έκεΐνο, κ ό ­
Φροντιστήριον. Σταυρίτα έπήγαν έ
έλέπ’ τόν δαφυντήν. Πολά ’ κ ’ έπήεν, σήν Μαρσίλιαν, έπίασεν καί σήν Π ό λ ’. φτω ξύλα έφτάγω καρβόνα καί πάω
στάθαν ύπάλληλοι σ’ ί-ναν Τραπε-
ένοΐγεν ή πόρτα κ ’ έκούΐξαν άτόν Έ π ή γ α ε ΐδ α καί τό δηλωτικόν σό πουλώ σό κά ν’ .
ζουντέ'ίκον τρανόν γραφεΐον Σ ' Εναν
άπέσ’ Κιομπρίκ', εχομε φορτωμένα 8.C00 — Καί μέ τ' άτό ζής; εΐπεν άτον ξάν’
μήναν άπάν' τόν Αάμπον έδώκαν
σακκία άλευρα. Έτεμπιχλιάεψα τόν ό Κωσταντΐνον.
2 1)2 λίρας μηνιάτικον καί τόν Γιώ ρ’ — Ώ ρίστε, κυρ-θωμά, ντό θέλτς,
Ό σ μ ά ν Τόαούδ’ νά κολαεύ' όντά νθ’ — Νέπε ντό θέλτς νά έγροικας,
1 1)2 λίραν. εΐπεν άτον ό δαφυντής.
έβγαίν’νε, νάτερή άν είναι τρυπεμένα λέει άτον άτότες ό Γιάννες. Έ γ &
Ό κύρτς άτ’ έχολάστεν. — Ό θ ε ό ν χρόνα νά χαρίζ’ σε, ε ΐ­
άνάμεσα, νά ράφτ’ άτα», εΐπεν κι’ ό έχω καί τό παγ»αρόπον τ’ έγκλε·
— Νέπε, τό σκόλειον έντάμαν έ- πεν δ θω μάς, £ναν πράμαν κ ’ έπό-
Λάμπον κ' έπήεν κ ’ έκεϊνος σόν τό- σίας. Ά τ ό έθέλνες νά £κουες, άρ*
ξέγκετε, έσύ έπέρες βαθμόν "Αριστα ρεσα ν ' έγροικώ. Ό γυιό μ* ό Γιώρτς
πον-άι’ . ά κ ’σον άτο καί ποΐσον τήν δουλεία σ ’*
κ ’ έκεϊνος Διάν καλώς, είκοσ’ χρο- μέ τόν Λάμπον έντάμαν έσέβαν σήν
σ ’ οδλε μ’ άνσκατουσαι αμον γα-
νών έσύ, εΐκοσ’ κ ’ έκεϊνος, πόϊ έσύ, δουλεία σ’ · ήνταν έξαίρ* εΐνας έξαίρ" Ό μαυράχαρον ό θωμάς έσ'κώ-
κι’ άλλος· πώς γίνεται καί τόν εϊναν ρίτσα.
πόΐ κ' έκεϊνος, έντάμαν πάτε σήν 6εν σό ποδάρ’, χωρίς νά λέει τιδέν
δουλείαν, έντάμαν σκολάζετε, συγ­ έδώκες 2 1)2 λίρας τόν μήναν καί τόν τόν δαφυντήν, έξέβεν κ ’ έδέβεν πλάν... Λ ε ιλ ό γ ίο Ξ ά ι = ό ιό λ ο ν έπέμνεν=ΐ-
γένειαν μετ’ έκεΐνον 'δέν ’κ* ε χ ’ , άλλον 1 1)2 λίραν; θέλω νά μαθάνω μεινε' λάδκεται = γυρίζει άσκοπα . πάει
ντό ένούντσες κ ’ έποΐκες άτο. Λ εξιλ ίγι© : έξέγκ αν— έβγαλαν, ετε- περίπατο κατδινεύ’ς— λ τ. περνάς, ζ ή ς '
άτδαΐπ γιατί έκεΐνον έδώκαν 2 1]2
λείωοαν έχολάστεν=έθύμω σε π ό ΐ= λαοούμενον— γάιδαρος έγροικάς— κ α ­
λίρας κ ’ έσέν 1 1]2 λίραν; άσ’ άοΰτο Ό δαφυντής άτότες έγέλασεν κ ’ εΐ μπόι, ανάστημα’ ροικΰ)=κατ»λαμβά- ταλαβαίνεις' ντό -·τί παγκαρόπον=»-
τήν δουλείαν 'δέν ‘κ ’ έπορώ νά έγροι- ττεν άτον.
νω' άτδαΐπ=Α. ι περίεργο’ ταΐσα— κα- ποκοριοτικη τον π α γκ ό ρ ’= π α γ κ ά ρ ι' γα-
κώ. ’Εγώ θά σ’κοΟμαι ηάγω έρωτώ, — Καλόν, κυρ θω μά, άτώρα θά τ«;#£ΓονΣεμερτσιλέρ-παδή==τθ77ΐ>/>ίσιβ
ντό πράμαν εν’. έγροικάς άτο μονάχος, γιατί έποΐκα ρίτσσ— γνναικονλα.
nri)ν Τραπεζοΐιντα δπον τό εμπορικό τμή­ Π. Β, Y»HAftNTHZ
Χρονικά τοΰ Πόντος
44 Χρονικό του Π ό ν τ ο υ

„ ΈνοΟντσεν κ ’ έπενοΰντσεν ό |3α πειδής και ό καιρός έτον χαλασμέ-


Λ λ Ο ΓΡΡ.Φ ΙΚ Α KO TYQ PQ N KRI Π Ε Ρ ΙΟ Χ Η Σ σιλέοίς κι’ άσ' έναν έβδομάδαν κ ’ α­ νον, έθάρεσαν έβρεξεν γαΐμαν. Έ κ '-
στέρια είπεν τόν γαμπρόν άτ’ : σαν καί τά τοπούζα τό έρρουξαν
ΤοΟ κ. ΞΕΝΟΥ iEMITR σήν ι-γήν κ ’ έθάρεσαν έντονε σει­
— Σ ό τάδε τό χωρίον, έφτά χρό
να έντον ξάι βερκία 'κ ' έδέκανε με σμός Είπ α ν, άβοΰτος ό άνθρωπον
Π Α ΡΛ Μ νθ! έπήγαν, έπήγαν, έρθαν έξέβαν σ' έ-
Τέρεν καί δέβα έπαρ’ φέρε μ άτα. τό δίχως άλλο άσ’ σόν θεόν σταλμέ-
ναν τρανόν κ ιό λ ’ σουμά.
Τ ' ύατβρνβποΰλ’ (') “ Ολ* έξεραν, αν έπαΐνεν έκεΐ τό νοςέν’ .Ή σ ύ χα σ α ν άτότες δλ ’,κ’έσ'κώ-
Έ κ ε ΐ έκατήβαιναν κάθαν ήμέραν
θά έσκότωναν άτον^ Ή κουτδή άμάν θαν έδέκαν τά βερκία τ έχρωστήναν
( Σ υ ν έ χ ε ι α ά·.ϊά t o Ιο τε ύ χο ς ) τά κορίτζα άσ’ σόν παράδεισον κ ' έ-
Ή βασίλισσα ά ρ ΐο υ κ έγνάεψεν τό λούσκουνταν. Ή καθαείνας έφέρνεν έπήεν εΤπεν ά τό πουλάρ . Είπεν ά­ έφτα χρόνα. Έ σ έ γ κ α ν άτα σ' Μναν
χρυσόν παΐτόν άπέσ’ κ’ έπαρεξέγ-
παράπονον τή θαγαχερός άτ’ς. κ' έναν μήλον κ ’ έναν φελίν ψωμίν, την κ' έκεΐνο.
—:Ά τ ό πολά δΰσκολον δουλείαν καν άτην οΰς τό συνόρ τή χωρί ά-
Έ π ή εν είπεν άτα δλα τόν βασιλέ­ κ ’ έτρωγαν άτα ά σ’ σό λούο?ιμον κ ' ύ
στέρια. έν’, άμα άτό πά ά πετζαρεύομ’ ά .Έ σ ύ τουν ^ ^
αν. Είπεν άτην κι' ό βασιλέας: «Σόν “ Οσταν έσούμωσεν τό παΐτόν σά
παιδάν φταίξιμον *κ* εύρίκω. 'Ε κ ε ί ­ Είπεν άτην τό πουλάρ’ νά παίρ τέρεν κ ’ έπαρ’ δφ<όδα οκάδες κρασίν
καί κάν τρακόδα όκάδες τρανά σιδε- παλάτα. έτοπλαΟτεν ό λαός κ ’ έθά
νος έθέλνεν νά έσ’κούντουν έδάν’νεν κρύφτ τά λώμματα εΐνονος κορίτσι'
ρένα τοπούζα, έπαρ’ καί σεράντα ή μαζεν "γιά τό κατόρθωμαν τή γα μ ­
π\άν σ ’ όσπί’ ν άτ’ κ* έμεΐς, μέ τό ζόρ’ , εΐστα έλούσκουνταν οϋλα τά κορίτζα
μερών ά ζούχ" κι’ άς δρομάγομες. πρού τή βασιλέα.
πέ'ί έσύ, έποίκαμ’ άτον γαμπρόν. Έ ­ έντάμαν. Έ κ ε ΐν ε έποΐκεν ήνταν εί-
Έψαλάφεσεν άτα ή κουτδή ά σ’ σόν -- Ά γ ο ΐ κ ο ν παληκάρ', έλεγαν, σόν
μεΐς έχομε τό φταίξιμον. Ά τ ώ ρ α άς πεν άτην τό πουλάρ’ . Τόμου κ' είδαν
βασιλέαν, έχαζουρλάεψεν άτα ουλα κόσμον ’κ ’ εύρίεται Ό θ ε ό ν νά πολύ-
τβροΟμε ντό πρέπ’ νά έφτάμε». τό πουλάρ' καί τήν κουτδήν τή παρα
χρονίζ’ ά το ν.Ά τό ς ά ν 'κ ’ έτον,έλεγαν,
ΈνοΟ ντσα ν κ ’ έπενοϋντσαν πώς δείσ’ τά κορίτζα, άμάν έξέβαν άσ’ σο κ ’ έδέκαν ά στράταν
“ Οσταν έρθανε σό συνόρ’ τή χωρί’ , ποιος έξέρ' πόσοι άσ' έμάς θά έπαΐ-
νά χά ν’ν άτον άσ' σό ’ κιφάλ’ν ά κ ιό λ ’, έπήραν τά λώμματα τουν κ ’ έ­
έτέρεσεν έράζ’ εϊνας άρματωμένος κ ναν έσκοτοΰνταν καί τά βερκία πά
τουν καί σό τέλος είπαν νά στείλ’ν φυγαν. Επέμνεν τ’ έναν τό κορίτσ’,
έρώτεσεν άτην άν έ χ ’ άδειαν νά πε- 'κ ί θά έπόρναμε νά έπαίρναμ άτα.
άτον καί πάει φέρ’ έναν μήλον άσ' έπειδής και ή κουτδή έκρυψεν τά
ράν’ . ’ Αλλέως ' κ ’ έφήν’νεν άτ’ς Ό βασιλέας κ’ ή βασίλισσα πά έθά­
σόν παράδεισον Ά έ τ σ ’ , είπαν, ά πάει λώμματα τ’ς.
Έ π α ρα κά λνεν τό κορίτσ κ' έλεγεν: — Ά.δειαν-μάδειαν ’ κ ’ έξέρομε εΤ- μαξαν άμοντο είδαν άτην, κ £σκά-
χάται κι’ άλλο 'κι* ά έρται όπίσ’. λωσαν νά φογούντανε, γιάμ άν χά ν'ν
Είπ αν άτο κεΐ Ή κουτδή έσκάλω- — Δοσέστε με τά λώμματα μ” καί πεν άτον ή κουτδή. Έ ν τ ό κ ε ν έσκότω-
σεν άτον κ' έπήεν υστέρα έσέβεν άτην ά παθάν’νε κανέναν κακόν άσ'
σεν τό νούνιγμαν. Πώς ά πάει παίρ’ ήνταν θέλετε ά δίγω σας.
σήν πλαιέαν τή χωρί’ . "Ο στα ν είδαν σόν λαόν. ’Ά μ α ή βασίλισσα κ ’ ή θα-
άσ’ σόν παράδεισον τό μήλον καί Ή κουτδή άτότες έψαλάφεσεν ά ­
άτ’ς οί χωρέτ' έθάμαξαν κ' επιρικεύ γατέρα τ ς ξάι ’ κ ήσύχαζαν. Ίλλςι
ψέρ' άτ^ς ! την έναν μήλον. Έ κ ε ΐν ε άμάν έδέ-
ταν δ λ ’ έντάμαν κ ’ έρώτεσαν άτην θά χά ν'ν άτον κ ι’ άτότες μανάχον ά
Τό πουλάρ'ν άτ'ς κάθαν ήμέραν κεν άτ'ς τό μήλον άτ’ς πά καί τό φε­
άπόθεν έρθεν καί ντό δουλείαν είχεν ήσυχάζ’νε. Ό βασιλέας, ό μαΟρον,
μαναχέσσα έπαΐνεν έπότιζεν, μανα­ λίν τό ψωμίν άτ’ς πά.
χέσσα έφάζνεν, μαναχέσσα έποΐνεν Ή κουτδή άτότες έδέκεν άτην τά σό χωρίον άτουν. Είπ εν άτ'ς κ ’ έκεΐ­ πολά έγάαανεν τόν γαμπρόν ά τ .
νε, άέτσ’ κι’ άέτσ', έρθα νά παίρω « Ά ο ΐκ ο ν παληκάρ’ μέρ’ ά ηύρίκω,
ά τιμάρ’ λώμματα τ’ς όπίσ’ κ ’ έπήρεν τό μή­
Έπ ή εν έκείν’ τήν ήμέραν νά φάζ’ά, λον, κι’ άμάν έκάλκεψεν τό πουλάρ’ τά βερκία τ’ έχρω.7τάτε τόν βασι­ έλεγεν». " Α μ α έπήραν τόν νουν άτ
ή γυναίκα τ’ κ ’ ή θαγατέρα τ , κ έ-
είδεν άτην τό πουλάρ’ νουνιγμέντσαν κ ’ έγέντον φτερά καί φύλλα. Τό φε­ λέαν.
Έ κ ε ΐ ν ' άτότες έγούζεψαν κ' έσκά- σ κώθεν είπεν έναν ήμέραν τόν γ α μ ­
κ - έρώτεσεν άτην. Ή κουτδή άτότες λίν τό ψωμίν κ ’ έπήρεν ά
Έ π ή εν ταΐσα σό παλάτ’ κ* έδέ­ λωσαν νά φοβερίζ’ν άτην κ.' έτοιμά πρόν άτ’ :
είπεν τήν αιτίαν. - Σ ό βασίλειον έμουν έχομε έναν
— Ξά ι μή φογάσαι, είπεν άτην τό κεν τό μήλον τόν βασιλέαν. ουνταν νά σκοτών’ν άτην. Έ ξ έ γ κ ε ν
άτότες έκεΐνε τό γουλούτδ’ν άτ ς κ μέρος οϋς δέκα χιλιάδες τονιούμα.
πουλάρ’. " Α πάμε φέρομ’ ά τό μήλον. "Ο βασιλέας τόμου καί εΐδεν ά έ-
έγιρίεψεν άπάν’ άτουν Έοκότω σεν Κά τ' χωράψα, τόν χρόνον δύο φοράς
Έ σ ύ έπαρ’ κάρφωσον τέρσα τά πέ­ θάμαξεν. Τό μήλον είχεν άπάν’ έναν
κάμποσοι νομάτ’ς άμα οί ά λλ' έπή δίνε γέννημαν ! Πολά βερκιλία χώ μα­
ταλα μ', γιά νά μή άγναύ’νε μέρ’ σταυρόν κ ’ έφαίνουντουν τό έτον άσ’
ραν ά σ’ σ' όσπίτα τουν τά σπαθία τα είναι "Α μ α όρίζ’ άτα εϊνας δγρεσ-
πάμε, έπαρ’ καί σεράντα ήμερών δα ­ σόν παράδεισον.
τουν κ έρθαν νά σκοτών’ν άτην Ατό- σα φοράδα Σήν γούλαν άτ ς έχ έ-
πάνα» κι' άς άχπάσκομες. Έ ρ θ ε ν όπίσ’ ή κουτδή, κ ’ ή βασί­
τες τό πουλάρ’ είπεν άτην νά άνοίει ναν )(Of|iO(TX , δλον δια^Αοντικά koci
Έ π ο ΐκε ν ή κουτδή ήνταν είπεν άτην λισσα κ ’ ή θαγατέρα τ ς ά τρώνε ά-
τά κρασία καί νά τδανίζ’ άτα άπάν πιρλάντα. Ά σ ’ σό πολά τό στράψι-
τό πουλάρ’ κ ’ έδέκαν ά στράταν. ποπάν’ άτουν, έπειδής και έσκάλω-
άτουν καί νά σ ’κών καί σύρ' καί τά μον τ ’ έφτάνε, κανείς έκές νά για
Νύχταν ήμέραν έπαϊναν. Έ π ή γα ν, σεν ξά ν’ τά ίδια τών ιδίων . Τό γου-
τοπούζα Ή κουτδή έποΐκεν ήνταν ναδεύ' ’κ ’ έπορεΐ.
λούτδ' σό κρεβάτ !...
είπεν άτην τό πουλάρ’ , κ α ί άμάν^ δλ Έ π ή εν ή κουτδή είπεν ά τό που-
Ό βασιλέας, τήν όρθίαν νά λ έ γ ο ­
( 1 ) Παραλ^Ι-ψαμ. στο xQduo τ«ΰχος νά σημβιώ-
οΐ χωρέτ’έσκάλωσαν κ’ έπαρακάλ ναν λάρ·. Είπεν άτην άτότες κ ’ έκεΐνο
βομβ πώς παραλλαγή τοΰ ,ια ρα μνΛιον α ύτοΰ, τής με, έπόν’νεν τόν γαμπρόν άτ' έπει
συλλογής ’ In ja v. Βαλαβάντι, g l^ a i δημοοιβ-υμέν-η στό — Ά ρ ’ έλα άς κλαίομε. Ά τ ώ ρ α έ-
« Ά ρ χ β ΐο ν Π όντ ο ν » τόμος δβδομος, σβλ. 93, άριΐ>. πα- δής και έτονε άξιος κι’ άξιωμένος κ’ έλεγαν ά τ η ν :
ραιιυϋιοΰ i . ’ Επ ίσης παρουσιάζει όμοιότητα σέ όρι- — Ά σ τ ά , ά δίγομε σε ήνταν ψα- χάθαμε Ά τ έ ή φοράδα άσ' έμέν κι’
“ Αμα ή βασίλισσα κ ’ ή θαγατέρα τ’
σμί:να σημβία μέ τό παραμύθι «*Η βασιλοπούλα γ ί­ άλλο παληκάραινα έν’.
νεται άγώρι» τό δ-ημοσιβυμένο στό « Ά ρ ι β ϊ ο ν ιοΰ έπάτεσαν ποδάρ’ : Ίλ λ α θά χά ν’ν ά λαφάς.
θ ρ α χ ιχ ο ύ λαο γραφικού «α ί γλωασιχοϋ Φησαυ^βΰ* Έ γ κ α λ ά σ τ ε ν άτότες ή κ ο υ τ δ ή τήν
τόμος θ ' , Αν Ά Φ ή ν α ν ς 1948—43, σβλ. 801— 803. τον κ ’ ήσυχάζ’νε. Είδα ν τό κόκκινον τό κρασίν, κ έ-
Χρονικά tc 0 Πόντου *2
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο ν

γούλαν τή πουλαρί* κ ’ έσκάλωσεν σό Άτότες άμάν θά ερται έβγόν’ άσ’ πεκοζαντίων τ’ δψιμον 'κί κάζ’ .^
τό πουλάρ’ , κ' έγέντανε φτερά καί Έ κα τή β εν άμάν ή κουτδή ά σ ° σήν
κλά ^κμον.Έκιουιζσνεΰτεν καί τό που­ φύλλα."Οσταν Ερθαν έξέβαν σ * βασι- σήν θάλασσαν άπέσ’ ή μάνα μ καί θά
λάς’ κ ' έκλώστεν εΐπεν άτην. λέγομ' άτο κεΐ κ ’ έκεΐνε ά δαρμενεύ’ φοράδαν, έσέβεν σ ' όσπίτ’ έοέγκεν
λοσκάμ’ν έτονε νύχτα, καί άσ' σ % δψιμον σό μαντήλ’ν άτ’ς, έφόσιξεν
— Ά σ τ ά , μή κλαΐς. Κάτ δ ’φτάμε χαμαϊλί* τό παργιάλισμαν έφώταξεν μας ντό πρέπ’ νά έφτάμε.
γιά τ* άτό πά Ψαλά φ α άσ’ σόν βα Έ σ ’κώθαν έπήγαν σό γιαλόν καί ή ά σόν κόλφον άτ’ς, κ ’ Ιτρεξεν έκάλ­
άπό μακρά δλον ή πολιτεία καί τώ κεψεν ξά ν’ τήν φοράδαν. ’Εκεΐν Τή
σ»λέαν σεράντα ήιαερών ψωμίν, πε­ παλάτα. "Ο λ ον τό μιλλέτ* ί σ ’κ&θεν κουτδή έποΐκεν ήνταν εΐπεν άτην τό
νήντα δκάδες παλόν κρασίν καί έκα­ πουλάρ*. Τόμου κ ’ εσυρεν σήν θά στιγμήν εΐνας γέρος τεπεκόης έξέβεν
σό ποδάρ’ κ ’ έθάμσζαν. Ό βασιλέας Ιτονε άσ’ Εναν όσπίτ’ , μέ τό λαγηνό-
τόν «ήχεις κατδάν. Ά πα ρτς καί λασσαν τό δουκά λ’ν άθε, Ερθεν έξέ­
τδίπ ερθεν κ’ έχάσεν-τ’ά χουλ’ν άτ’ . πον σό χ ο ρ ’ν ά τ’, νά πάει σό χεσίον,
ράφ’ς καλά-καλά άπάνι-μ’ τά κατδά- Ά σ ’ σ Εναν τή μερέαν ^χάραυντουν βεν άμάν εΤνας γραία φοράδα κ ’ έ­
δες Ιφτά γάτα "Οσταν δάκ’ με ή φο­ πήεν νά ετρωεν όλίγον κι’ άλλο τήν καί τόμου καί είδεν ά τ’ς έγνάεψεν τό
κ ι’ άσ’ σ ’ ά λλ’ τή μερέαν ένοάνι- εκλεψαν τ’ δψιμον κ ’ έπάτεσεν κ ’ I-
ράδα νά άχπάν’ κατδάν. Κ ι’ δσταν ζεν ντ' ά ’φτάει άτώρα, ‘Η βασίλιασα κουτδήν, δμα τό πουλάρ ’Κ’ έφέκεν-
δάκ* άτην έγώ νά άχπάνω κρέας. άτην. Ά τ ό τ ε ς τό πουλάρ’ εΐπεν τήν τζάίξεν κ ’ έγαραλάιξεν. Σομία ν Ιτρε·
κ ή θαγατέρα τ ’ πά έχάρανε δμαντα*· ξαν κ ’ έγομώθαν έκαικά 5λ* οί Τε-
Ά ρ α έ τ σ ’ ΐσως νά νικοΰμ’ άτην Ά τ έ μάναν άθε τήν μεσελέν, κ ’ έπαρακά-
εΤδανε τό χαμσΤλ'. Ά γ ο ΐ κ ο ν πράματν πεκόζ’ κ ’ έσκάλωσαν νά γουβτου-
ή φοράδα τήν έβδομάδαν μίαν, κά· στήν ζώήν άτουν ’κ ’ είδαν ίτονε Ά ­ λεσεν άτην νά πάει μέ τήν κουτδήν
θαν Σάββαν ήμέραν, πάει σ’ Εναν έντάμαν καί παίρ’νε δψιμον ά ο’ σοίν ρεύ’νε τήν κουτδήν
μα Εάν ’ τό βράδον δσταν έπή8.ν' β Τ ρ έ χ ’ ή φοράδα, τρέχ’νε έκεΐν’,
πεγάδ' πίν’ νερόν. Ά ξύντς τό κρα γαμπρόν νά κεΐται κά. έσέγκε» άνά- τεπεκόοις. Εΐπ εν κ’ ή φοράδα τήν
σίν έκεΐ άπέσ’ κ ’ έπέκει δ λέγω σε κ ο υ τδ ή ν: τρέχ’ ή φοράδα , τρέχ’νε έκεΐν*, δρθαν
μεσα σ’ έκεΐνον καί σήν βασιλοπού­ η ’ έσούμωσαν άτην.
ντδ έφϊάμε. — Εγώ άτώρα έγέρασα καί ’κί θά
λαν τό γουλούτδ’ν ά τ’. Έ σ 'κώ θ ε ν έ· Λέει ή φοράδα τήν κοοτδήν :
*Η κουτδή έποΐκεν ήνταν είπεν ά ­ έπορώ νά βοηθώ σε σ’ άτό τήν δο υ­
ρώτεσεν άτον τ ’ ά λ λ ’ τήν ήμέραν ή — Γιά πέϊ με, έσούμωσαν έμβς
την τό πουλάρ’ κ ’ έπέκει έσ ’κώθαν έ- πεθερά τ’ : λείαν. Οί τεπεκόζ’ είναι πολλοί καί
δρομάγαν νά πάν’ ηύρίκ’νε τήν φο τρέχ’νε πολά, κανείς νά έφτάν* ατ ς πολά ;
— Γάμπρε, γιατί έφτάς ά έ τ σ '; «άτε — Σ ά δύο άτλαμάδες έπίασανε
ράδαν. Έ π ή γ α ν σό πεγάδ’ σουμά ’κ έπορεϊ. Κ ι' άτόσον καί ά γρ’ εΐναι,
ά σ ’κώντς τό γουλούτδ’ άπ’ άνάμε»® μας, εΐπεν ή κουτδή.
άπουρπουνοΟ δούρδουμα Σάββαν ήμέ- σουν; ήμποιος πάει σόν τόπον άτουν, άσ
porv, καί τό πουλάρ’ είπεν τήν κου- σά χέρα τουν νά γλυτώ ν’ ’ κ έπορεϊ. — Έ γ ώ έγέραοα καί ’κ ’ έπορώ νά
Εΐπεν άτην κ ’ έκεΐνος τρέχω πολά, ξύσον άμάν τό κρασίν
τδήν : Ά τ ο ί ν άσ’ σόν τόπον άτουν καμίαν
— Τή δύναμη μ’ ’ κι θέλω νά χώνω. όπίσ’ έμουν, εΐπεν άτην ή φοράδα.
Έ σ υ άτώρα |ύσον τό κρασιν σό Κ έπέκει, ’κ ’ έν' άνάγκη ν ’ άγληγο- Εξ* κ ' έβγαίν νε Κ ι’ άσ σ αψιυον
πεγάδ’ άπέσ’ καί δέβα κ ρ ύ φ τ . Εγώ άτουν κανείναν ’κίδίνε. “ Αμα ποΐσον Ή κουτδή εξυνεν τό κρασίν κ ’ οί
ροΰμε Ά ς έφτάγω Εναν δύο κατορθώ­ τεπεκόζ’. έπειόής κι’ άγαποΰν ά πο­
θ άπομένω άδακά κι' α άναμένω τή ματα κ ι’ άλλο κ ’ έπέκει τεροΟμ«. ντό λέγω σε κι’ ά πάμε τεροΰμε ντ’
φοράδαν δ ’ποροΰμε κ ’ έφ τα με: Δέβα ψαλά λά, έστάθαν όλίγον νά πίν’νε κ ' έ-
— Ά τ ό πά ντό λόγος 2ν\ ε?πεν ή πέκει ξάν’ έγομώθαν άπαπίσ'’ άτουν.
Σ ' όλημέρα κές έντόκεν ό ήλον κ ’ φα άσ* σόν βασιλέαν δακόδα οκάδες
βασίλισσα έκεΐνε-έκεΐνεν, κ ' έπήεν εΐ- Πολά ’κ ' έπήεν, έρωτά ξά ν' ή φορά­
έπάτεσεν ή ζέστα' έβρουλίεν έκεΐν’ πεν άτα τόν βασιλέαν. κρασίν, έκατόν όκάδες σαπόν, έκα-
τό κές. Ά λ λ ο μ ο Ο νο ν κές ερθεν ή φο­ τόν όκάδες χτένα καί έκατόν ημερών δα τήν κουτδήν :
Ό βασιλέας άτότες έκοΰξεν τόν — Γιά τέρεν έσούμωσανε μας πολά;
ράδα κ ι’ ά σ’ σό πολά τήν δίψαν άτ’ς, γαμπρόν ά τ’ καί εΐπεν άτον : δαπάναν κ ’ Ελα δς παμε.
άμάν έπήεν έτάλεψεν σό νερόν καί Ή κουτδή έπήεν έπήρεν-άτα δλα — Σ ό δύο άτλαμάδες έπίασανε
- Γάμπρε, πολά εύχαριστεμένος μας, εΐπεν άτην έκεΐνε.
χωρίς νά τερεΐ ντό ετονε, κόρτ-κόρτ άσ’ σόν βασιλέαν, ερθεν υστέρα σό
είμαι άπ’ έσέν' δλα τό είπα σε έποΐ- — Σ ’κώσον καί σύρον άγλήγορα τά
έπεν κι* έγόμωσεν τήν κοιλίαν άτ’ς ; γιαλόν καικά, έκάλκεψεν τήν γραίαν
κες άτα- έπελέστεν έναν κ ι' άλλο τό σαπόνα, λέει άτην ή φοράδα. Ή κου­
Ά μ ο ν τ ο επεν τό κρασιν ερθεν κ" τήν φοράδαν κ ’ έδέκαν ά στράταν.Τό
θά λέγω σε, άτό πά άν έφτας α, δρ- τδή άμάν εσ’κωσεν κ ’ ?συρεν τά σα-
έζαλίεν κ ’ έσκάλωσεν νά τεντελίζ’ . πουλάρ’ έπέμνεν έκαικά ν’ άναμέν’
τουκ άλλο πουδέν ’κ{ θά π&ς. Ά
Ά τ ό τ ες έξέβεν σό μείτάν τό που­ άτ ς οΟς νά κλώσκουνταν όπίσ’ . πόνα.
κάθομες καί ζοϋμε μέ τήν ήσυχίαν έ- Οί τεπεκόζ’ έσκάλωσαν κ ’ έγλύα-
λά ρ’ κ ' έσκάλωσαν σό ντόσιμον. μουν ^ Ατώρα θά πάς φέρτς με άσ’ Σ ά σεράντα ημέρας καί σά σεράν­
_ Εδά κνεν ή φοράδα κ ’ έβγάλνεν τα νύχτας έφτασαν σό συνόρ’ τή τε ζον κ ’ έπελέσταν όπίσ’ σήν άρχήν,
σοίν τεπεκόοις δψιμον άμα ύστερα ξάν έρροΟξαν άποπίσ’
κατδάδες. Έ δ ά κ ν ε ν καί τό πουλάρ πεκοζαντίων. Έ τέρ εσ α ν κανείνας κ
Έ π ή εν ή κουτδή εΐπεν ά τό που­ άτουν. Έπ έρασεν όλίγον κ ’ έρωτά
κ έβγάλνεν κρέας."Ερθεν κ ’ ετρεχεν λάρ Τόμου κ ’ εΐπεν άτο κεΐ τό που­ έράζ’ Ο ί τεπεκόζ είχανε πανογύρ’
τό γαΐμα ν κοτάμ* ά σ’ σή φοράδας τά κι’ δλ" Ιι α ν έκεΐ Έσ ούμω σ α ν σόν τό ξά ν’ ή φοράδα τήν κουτδήν :
λά ρ’ έκλαψεν. — Ν τ ’ εγεν το ν; Καλά τέρεν. Γιά μ
γεράδες Έ νεγκά σ τεν ή φοράδα, Ετον - Ά τό πολά τδα τίν’ δουλείαν ίν \ πον άτουν καί τεροΰν δλα τ ’ όσπίτα
καί ζαλιγμέντσα άσ’ σό κρασιν, κ ’ έ άνοιχτά. Ή φοράδα άτότες έδεΐξεν έσούμωσανε μας πολά. Τά πάτας
εΐπεν άτην. Ά σ ’ σοίν τεπεκόοις κα ­ άτουν άκούω. _
πλώθεν όμάλα νείς νά γλυτώ ν’ ’κ ' έπορεϊ. Καί μέρ" τήν κουτδήν Ιν α ν όσπίτ’ καί εΐπεν
— Ά δ α κ έ ς ΐνσάνογλους μυρίζ’ , εΤ άτην: — ΝαΙ. εΐπεν ή κουτδή Τά χόρα
τόπον πά εΐν’ ’κ ’ έξέρω. τουν ν’ άπλών’νε ά πιάν’νε μας.
πεν, γλυτώστε με καί ήνταν θέλετε — Δέβα Ιμπ’ άπέσ’, βάλεν σό μαν­
Ά μ α ή μάνα μ ’ έξέρ’ ά Ά τώ ρ α — Ά τίέλεκον άμάν τά χτένα εΐπεν
ά δίγω σας. τήλι σ’ άπέσ’ άψιμον, κρΟψον ά σόν
θά πάμε σήν θάλοσσαν, σό γιαλόν,
Ά τό τες έξέβεν σό μείτά ν καί ή κόλφο σ’, κ ’ Ελα άμάν κάλκεψον κ ι’ άτην ή φοράδα.
μερ-καικά εδρες με, κι’ δ παίρτς ‘ Η κουτδή άτότες έπέλεκεν τά χτέ-
κουτδή, έπήρεν τό χα μα ΐλ’, έκάλκεψεν δς φεύομε Ξάι μή φογάσσι. Τή τε-
ούρτς τό δουκάλι μ ’ σήν θάλοσσαν.
Χρονικά τοϋΠόντου _____________________________
48 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

να κ' οί ΐεπ εκόζ’ έδελάγαν, έφοσίγαν Έ κ ε ΐν ε δσταν εΐδεν τά μαλλία τ ’ n o rsriR K H μ ο υ σ ικ ή


•Λιιό νή Σ ν λ λ ο γ ή ΙΟ ® Η ένο υ Β ε ν Ιχ α
σά ποδάρα χουν τά χτένα, κ ’ έπέμναν έδουπελενεϋτεν γιάμ εν* κορίτσ’ . " Α ­ •θεωρημκ'ν'ίΐ άπό **ον Ηο-θηγηχή ·*Πζ
όπίσ’ . Πολά ‘ κ ’ έπήεν ή κουτδή μέ μα δσταν έπήγαν επεσαν κά. τό γου- Βνζα ντινΌ ς Μ οιιοικϋς **■ Κ α ρ α

τήν φοράδαν έπέρασαν τό συνόρ' τή λούτδ’ έξέβεν ά ρ ΐο υ κ άσ* σήν μέσ


τεπεκοζαντίων. Ά τ ό τ ες έκεΐν’ έστά- Τ ’ ά λλ’ τήν ήμέραν έπήεν χαρεμέν- Ή χος Βου ^ Ρυϋμος 4σημος. Χρόνος μέτριος γοργός.
θαν σό συνόρ’ άπάν’ (έπειδής και τσα εΐπεν ά τή μάναν άτ’ς ‘Η βα ­
ά σ’ σό συνόρ' άτουν έξ καμίαν ’κ ’ σίλισσα έπήεν εΐπεν ά τόν βασιλέαν
έ β γ ό ν ν α ν )κ ’ έκαταρέθαν τήν κουτδήν κι’ άσ’ σήν χαράν άτουν τό πολά <

— Ιλ ν ^ * *
καί είπανε ντ' ά έποΐναν ’ κ ’ έξεραν.
— "Ωσποτα έκλεψες τ’ άψιμον έ­ Ά τ ό τ ε ς έδέκεν προσταγήν ό βα­ Φι t λε ορ τοι οι Χρι ι στι α νοι οι εκ τρυφί
μουν, άν εΐσαι άγουρος νά ϊνεσαι σιλέας κ ’ έποϊκαν ξάν’ άλλα σεράν­
κορίτσ', κι’ άν είσαι κορίτσ’ νά ϊνε- τα ήμέρας καί σεράντα νύχτας γ ά ­ 2 , 6 |
σαι άγουρος. μον. '— “ 1 ^ ^ * ι
Ή φοράδα άτότες εΐπεν τήν κου- Έ μ ε ΐς άδά κ ’ έκεϊν’ έκεΐ κ ’ έμεΐς ρας Καρ δι ας
τδήν : κι’ άλλο καλλίον.
— Τή τεπεκοζαντίων ή κατάρα
Παραλλαγή
Λ εξιλ όγιο : άρτουκ=Α.ι:. πια, π λέο ν
πιάν’ Γιά πέϊ με: κορίτσ' είσαι γιόκ- έγνάεψεν=Α. τ. κατάλαβε δάνω πλάν Ή χος ^ cj H a 9 Ρυθμός 4σημος. Χρόνος μέτριος γοργός.
σαμ ά γου ρο ς. — π η γα ίν ω , φ εύγω τ έρσα— λ.τ. ανάπο­
— Κορίτσ’ εΐπεν ή κουτδή. δ α ' άγνα ύ’νε— I τ. καταλαβαίνουν· μ έρ ’
— Ά έ τ σ ’ άν εν’ άτώρα ένουσ’νε = π ο ϋ ' δαπάν α ν — τρόφιμα γιά τό δρόμο,
άγουρος, εΐπεν άτην ή φοράδα Τέ- κουμάντο άχπάσκομαι = ξεκινώ ήν- ^ ^ I ^ > - 1 \ 1- ν "
ρεν κι’ έξέταξον καλά έσύ έσέν κι’ ά τα ν= δ,τΓ Κιόλ’— λ. τ. λίμ νη ' φελίν—
έλέπ’ς άτώρα είσαι άγουρος. φ έτα ' έψαλάφεσεν άτην=τ^ς ζήτησε Κα λην ε σπε ε ρα α αν αρχον τε ες κ/crv είναι
Έ βλά εψ εν ή κουτδή κ ’ έτέρεσεν άμάν= Α τ. αμέσω ς' έπόν’νεν— λυπότα­
σά σωστά έντον άγουρος. Εΐπεν άτον νε ΙΧΚ α— λ.τ. οώνει και καλά, οπω σδή­
άτότες ή φοράδα ποτε βερκία— λ.τ. φόροf πετξαρεύομε=
— Έ γ ώ καμίαν σήν ράχα μ ’ άγου- λ.τ. καταφέρομε τοποόζα=λ.τ. σφαίρες,
ρον ’κ ’ έπήρα, κι άστ’ εντον ά τσ’ ή μττάλες' ά ζ ο ύ χ — τρόφιμα γιά τό δ ρό μ ο ’ ο ρι σμο ο ος σα ας
δουλεία, έγώ ά ρΐο υ κ θ’ άποθάνω. βλ και δαπάναν έχαζουρλάεψεν=λ.
Τέρεν κι' άς πάμε άγλήγορα σήν θά­ τ ετοίμασε' έ ρ ά ζ '= φ υ λ ά ε ι’ έπιρικεύ-
λασσαν καικά. τα ν= λ τ. μ α ζεύτη κα ν’ έγούζεψαν— λ.τ. ι— *ι - ' ' ί ^ ^
Έ π ή γα ν έκεΐ, εϋρανε τό πουλάρ’ ΰ ύ μ ω σ α ν έγιρίεψεν=λ. τ όρμηαε' τδα- Χρι στου την Θει ει ει ει α αν γεν νη σι ιν να α πω
καί πολά ’κ ’ έπήεν ή φοράδα έψό- νίζω = ραντίζω , σκορπώ ' σ ’κώνω καί
φεσεν Έκά λκεψ εν άτότες τό που­ σύρω— πετώ , ρίχνω ψαλαφώ=ί^τώ' ι Γ πΙ
λ ά ρ ’ κ ’ έκλώστεν ερθεν όπίσ’ σήν παΐτόν = ά μ ά ξ ι' έπαρεξέγκαν = ξ ε ­ _ — | λ : — q|
πολιτείαν. προβόδισαν (ενεοτώς : παρεβγάλλω)' έ
Ό βασιλέας, έπειδής κ ’ έργησεν νά τοπλαΰτεν=Α.τ. μ α ζεύτη κ ε ' τονιούμα στ’α ρ χο ο ον τι ι κο ο ο σας
κλώδκεται όπίσ’ ό γαμπρός ά τ’, έθά λ τ. στρέμματα βερκιλία=λ. τ. εύφορα,
ρεσεν έσκότωσαν άτον οί τεπ εκό ζ ': προσοδοφόρα ' γιαναδεύω = σ ιμ ώ ν ω ,
Τόμου καί εΤδεν άτον σό παλάτ’ μέ πλησιάζω ' έκιουτζανεΰτεν=/1 τ. σνγκι-
τή τεπεκοζαντίων τ’ άψιμον. έδάδε νή/ίηκε Κ α τύ ά ν — χοντρό μάλλινο ή τρί­
ψεν κ ’ έπέμνεν. Ν τ' ά έποϊνεν ’κ ’ έ­ χινο υφαντό, τσιμούχα ' έφτά γ ά τ α — =ξμπηξε τις φωνές' σο μίαν=μεμιας
φτερό' μ ΐλ λ έ τ ’ = λτ. ει9νος, λαος
ξερε ν. εφ τάδιπλο' ά χ η ά ν ω — β γά ζω , ξεριζώ νω ' γουδτουρεύω— λ.τ. κυνηγάω άτλαμά-
τελείως' ά χ ο ύ λ ’= λ .τ . μυαλό ντα^- ντό
Ή κουτδή πά (άτώρα εντον άγου- ξύνω — χύνω ’ δούρδουμα = λ. τ. χα ρά­ ξιΕςζ=ζβήματα, πηδήματα' έγλύαζαν—
ά , ν τ ό θ ά = « &ά' έ π ε λ έ σ τ ε ν = εαεινε
ρος-για), έπήεν σ’ όσπίτ’ καί εΐπεν νά μ α τα ' έντόκεν ό ήλον — πήρε ό ήλιος γλυστρονααν (ένεστώς : έγλάζω) γιάμ—
τ δ α τ (ν ’= λ τ. δύσκολο τ επ ε κ ό η - = Α .τ .
έτοιμάζ’ν άτον νερόν νά λούδκεται. (κ υ ρ ιο λ εξ ία : χτύπ η σε...) έβρουλίεν= κύκλωπας ( τ ζ π ε = κ ο ρ υ φ ή Κ ι 6 ζ ,= μ ά τι) μήπως' πάτας=πατήματα άπ έλεκον=
Έ σ έ β ε ν άπέσ’ σό λουτρόν, κ ’ έλοΟ- αναψ ε' έτάλεψεν-— λ.τ. έβούτηξε, £βαλε & ψ ιμ ο ν = φ ω τιά ’ δ ο υ κ ά λ = χαλινάρι άμόλα, άφησε' £.§ε\^αν=πεδικλώ&η
στεν καλά-καλά, κ ’ έπέκει έπήεν σή χέρι κ ό ρ τ-κ ό ρ τ— ή χο μ ιμ η τικ ή έκφραση bqpμεvειJω = σvμβoυλευω ^ μ ε σ ε λ έ = Α τ. καν γιόκσαμ— λ τ. ή' έβλάεψεν==λ.τ.
γυναίκαν άτ', εξεν κά τά μαλλία τ’ τοΰ πιώ μα τος' τεντελίζω=ηαραπαιτώ ύπόϋεση κάζω = κα /ω · έφ όσ ιξεν= ?ζω ·
καί εΐπεν άτην : ντόσιμον=χιυτη;)Μβ, μ ά λλω μ α 4 ίνσάνο- έψαξε' άτσ’=?τσ« (άέτσ’ ) ίδουπελε-
σε' σό % εσ Ιο ν = γιά σω ματική του άναγ·
— Έ ν τ ο ν ε πότε κιαν ’κ ’ έχτενίγα, γλους=Α.τ. άνθρω πος, γιος άν&ρώπου4 κη' έτζά’(ξεν==<ρ<'ό)'αίί' έ γ α ρ σ λ ά ίξ ε ν νεΟτεν=λ.ι. υποψιάστηκε.
έλα χτέντσο με π α ρ ·γ ίά λ \.σ μ α ν = λ ό μ ψ η , γιάλισμα άαχρα-
Χρονικά τοΰ Π όντ ο ν

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Ι Α Τ Ι Κ Ο Α Σ Μ Α ( ' )
j Σ5ΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Φιλέοριοι χριστιανοί, έκ τρυφερός καρδίας
καί έκ χειλέων παιδικών τήν τοΰ ΧριστοΟ dyicxv *0 Τδοπάνον
Γεννήσεως άκούσατε ώ5ήν έκφ ερομένην:
ΤοΟ κ. ΗΛΙΚ ΤΣΙΡΚΙΜΙΑΗ
ή
(Καλήν έσπέραν άρχοντες κ ι'ά ν είναι όρισμός σας Νύχτα, σά ξημερώματα, πουρνά, σή τ^λ’ τήν ϋβγαν,
Χριστού τήν θείαν γέννησιν νά πώ στ’ άρχοντικό σας) σύναυγα σό ήμέρωμαν καί σά πετεινολάλα,
Χριστός γεννάται σήμερον έν Βηθλεέμ τη πόλει σ6ναυγα μέ τά πρόατα μ’ , σύναυγα μέ τ’ άρνόπα μ
ot ούρανοί άγάλλονται, χαίρει κ ' ή κτίσις δλη. έβγαίνω σά ψηλά ραχιά, μακρά σά βοσκοτόπα
Έ ν τω σπηλαίιρ τίκτεται, έν φάτνη τών άλόγων Μακρά δθεν δεντρόκλαδα, πυκνοδεντρολοϊας
6 βασιλεύς τών ούρανών καί ποιητής τών δ λ ω ν τ’ S vav σό άλλο πλέχ*εται κ ’ ίδκιάζ’νε φυλλωμένα,
πλήθος ά νγέλω ν ψάλλουσι τό «δόξςι έν ύψίστοις» μακρά κι* δθεν τρεχούμενα νερά άντιβοοΟνε
καί τοϋτο άξιόν έστιν ή τών ποιμένων πίστις. κι* δθεν χλογιάδα σκουτουλίζ’ σ' όρμανοτόπ’ τήν δκραν
Έ κ τής Περσίας 2ρχονται τρεις μάγοι μέ τά δωρα,
κι’ δθεν τδαΤρ κι* δθεν παΐρ' τδιτδεκοφυτρωμένον
άστρον λαμπρόν τούς όδηγεΐ, χωρίς νά λείψει ώρα.
σή ήλ’ τό φώ ς, ψώς καί χαράν παίρ* καί μσραίν’ τόν κόσμον.
Φθάσαντες είς "Ιερουσαλήμ μέ πόθον έρωτωοι
Έ κ ε ΐ ό κοΰκον κελαϊδεΐ μέ τά ποταμοπούλα
ποϋ έγεννήθη ό Χριστός νά πόν νά τόν εύρώσι.
κι’ άντιλαλεΐ ή πέρδικα άσ’ σά λιθσρρορίζας
κ ’ έγώ τό τδοπανόπουλον τά πρόατα μ*, τ’ άρνόπα μ’
Γονατιατοί τόν προσκυνούν καί δώρα τοΰ χαρίζουν
όράζω καί μέ τήν χσράν φυσώ τό γοβαλόπο μ’
Σμύρναν, χρυσόν καί λίβανον, θ εό ν τόν εύφημίζουν.
καί τραβωδώ τά πρόατα μ* καί τραβωδώ τ* άρνόπα μ"
Τήν σμύρναν μέν ώς άνθρωπον, χρυσόν δ' ώς βασιλία,
καί τραβωδώ Κ α λομηνδ τή γής τήν έμορφότσν
Τόν λ(βανον δέ ώς θ ε ό ν τόν πάντων βασιλέα.
κ ’ δναν πρός 6ναν τραβωδώ τά φύλλα, τά τδιτδέκια,
Διά Χριστόν ώς ήκουσεν ό βασιλεύς ’Ηρώδης
τά ύψηλά δεντρόκλαδα, τ' άπόμακρα ραδόπα,
"Αμέσως έταράχθηκε κ” ίγ ιν ε θηριώδης
κρύα νερά τρεχούμενα κ ’ έρημα ποταμέας,
Κράζει τούς μάγους έρωτα : που ό Χριστός γ ενν δ τ α ι;
τή βελανέας τήν ίδκιάν καί τό χορτάρ’ σ ό ν κάμπον
— Ε Ις Βηθλεέμ ήξεύρομεν, ώς ή γραφή διηγαται.
καί τήν χλογιάδαν σό τδαΐρ’ τό νεοφυτρωμένον
Εις Βηθλεέμ έπρόσταξε παιδί νά μήν άφήσουν
και τραβωδώ κι* όμολογώ καί τραβωδώ καί λέω
8 σα παιδία εΟρωσι δύο χρόνων καί κάτω,
πώς έν' ή άγάπη μ’ έμορφος —ναΐλλοί, πονεΐ τό ψόπο u ! —
νά τά πάρωσιν εύθύς κάτω άπ’ τά σπαθιά των...
κ ’ ή τραβωδία μ’ , ή χαρά, λόγος Ι ν ’ μαεμένος
Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σέ μιάν ήμέρα,
κ ’ έξωπαρμένος σεβταλής καί ψεύτες τραβωδάνος.
θρήνους, κλαθμούς καί όδυρμούς είχε κάθε μητέρα.
Καί έπληρώθη τό ρηθέν προφήτου Ή σαΐου Λ ε ξ ιλ ό γ ιο : ίδκιάζ’νε = χάνουν οχιά' σκουτουλίζ ~ μοοχοβοΐ/iet' ιδαΐρ —
Μ ετά τών άλλων προφητών και τοΰ "Ιερεμ(ου. /..τ. γραοίδί, λειβάδι' παΐρ’= λ τ. ανήφορος" όράζω=<ρυλάο>· τό γαβαλόπο μ’ =
■Φωνή ήκούσθη έν Ρα μ δ , Ρα χήλ τά τέκνα κλαίει φλογέρα μον Καλομχ\νας— Μάης' έμορφότα— ομορφιά' τδιτδέκια=1 τ. Ιον-
Παραμυθήν ούκ ήθελε δτι αύτά ούκ 2χει. λουδία' τό ψόπο μ '— ή ψυχούλα μον' να ΐλλοί — αλλοίμονο' έξωπαρμένος=3ν«ι·
"Ιδού δπως σάς είπαμεν δλην τήν ύμνωδίαν. ροπαρμέΐ’Ος' σεβταλής =έρωτευμένος' τραβωδάνος=τραγουδιοτής.
ΤοΟ ΊησοΟ μας τοΰ Χριστού γέννησιν τήν άγίαν.
Χρόνους πολλούς νά χαίρεσθε πάντα εύτυχισμένοι, Ύ μ ν β ; orn λ ύ ρ α
Σω ματικά καί ψυχικά νά είσθε πλουτισμένοι.
Δότε κ’ έμάς τόν κόπο μας κι' άν είναι όρισμός οας ("Από τό ήθογραφΐκό δράμα: Ή φτώχα έντροπή ’κ ’ Ι ν ’.)
Καί ό Χριστός μας πάντοτε νά είναι βοηθός σας. ΤοΟ κ. ποα. uni τη
Καί σάς καλονυκτίζομεν πέσετε κοιμηθήτε
όλίγον Οπνον πάρετε κ" εύθύς νά σηκωθήτε. Σύρω τό τοξάρι μ' δεξά, άνοίγουνταν γεράδες,
Στή ν έκκλησίαν τρέξατε μέ προθυμίαν μπήτε. Παίρω καί σύρ' άτο ζερβά, κλαινίζω τοί μανάδες.
’Ακούσατε τήν προσευχήν κι" άν είναι όρισμός σας Γιά πέϊ με, λύρα μ ’ εμορφον, πώς έγροικάς άτ’ δλα
Καί ό Χριστός μας πάντοτε νά εΐναι βοηθός σας. Καί τό λαλόπο σ’ τό γλυκόν, πώς παίρ’ λαρών’ τά πόνα ;
Σ ' έτη π ο λ λ ά ! Τά πλούτ’ άς είναι τή ζαγκίν κ ’ έσύ τ ’ έμόν ας είσαι*
----------------------- £. ΪΕ Ν ΙΤ Λ Σ Σ ’ δλα τά τέρτα μ", σή χαρά μ ’ σύ μαναχόν κανεΐσαι.
( I ) Τ ό Χοιοτονγεννιάχι-Λ» αύτό άσμα μέ τούς όνό παβαπάν* οχαχους, νιλνά τα ν»
Ή ψή μ ’ τ’ άπέσ' δσταν πονεΐ, δσταν τζίζ’ τό καρδόπο μ ’ ,
οτα χ ο 0ιά πού ήτα νΕ *.>(,«> στή Ταάμ,χααη χαΐ χού λβγόνταγΒ Γ « ίΧ έ — Γ ιο υ ζ ιο ί (ρ λ ί» Έ σ έ ν α ν παίρω μέ τ ’ έμέν καί τραγωδώ τ’ άρνόπο μ’,
8 . Ά χ ο γ λ ο ν Λ α ο γ ρ α φ ία Κ ο τ ν ώ 0· ν , Σ β λ . Ϊ3 ). Κ . ί μ ι ν β χαΐ μ ιλ ω Μ ο Δχό ί* α ν τ · λ ί« Γεννίγομες κι' οΰλ’ χάρουνταν, έσύ έρχεσ' ηύρίκ’ς μας
* . > , Ίίλ<νΦ«ριά5τ|.
32 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ Χρονικά too H o v t o u 53

Κ ι” οϋς νά γεροΟμ’ καί δάνομε έσύ χαρεντερίεις μας. Άποβπάαματα


Πάππον πρός πάππον μέ τ’ έσέν έρχομες, καί θά πάμε, Ά π ό τό θεατρικό £ργο «ΟΙ Πρόοφυγβί» τοΰ κ. θ· ΚΛΝΟΝΙΔΗ (*
Σουμάδα, γάμον, φαγοπότ', μέ τ' έσέναν έφτάμε.
(Α π α γ γ ελ ία Νίκου Σπαν(δη)
Λές μας 'τ ' έποΐναν τ’ έμετέρ’ σά παλσιά τά χρόνα
Κ ’ έσύ 9ά λές ξάν’ οΰλτς τοί νέοις τ’ έμέτερα τά πόνα.
Λές τή κυροΟ μ’ τά έργατα, τή μάνας-ι μ' τά δάκρα, — Γουρπάν σ’ έσέν νά γίνουμαι, νά φιλώ τά ποδαρόπα σ’,
Έ σ ύ κλαινίεις ξενιτεμέντς, πέραν οά θαλασσάκρα- Γράψτε με κι’ άς πάω χάμαι νά λελεύω τά χερόπα σ'.
Καί σό ταφίν έμουν άπάν' έσυ μοιρολογάς μας, ’Έ χ ω άντραν καί παιδία σή Ε λ λ ά δ α ς τά χωρία
Έ σ ύ έξέρτς τό βάλσαμον, έσύ παρηγοράς μας ! Κ ’ έγώ άδά σή Ρουσίαν σύρω τήν άρωθυμίαν.
Καί λές, καί κλαΐς, καί χάρεσαι ... — Δεκατέσσερα μανάτα δέβα φέρον έσύ, θεία,
Κ ι’ άμε φέρον τά κρεβάτα καί τ' όσπιτί σ ’ τά πουρίία.
Λ ε ξ ιλ ό γ ιο : γεράδες=Α. τ. πληγές' κλαινίζω — χάνω νά κλαϊν λαρώνω— — ’ κ ’ έχω, ρίζα μ’, ντό νά φτάγω, τό κεσσόπο μ’ άς άνοίγω,
θεραπεύω' ζανκίντς — λ τ. πλούσιος· τέρτα— λ. τ. καημοί, παϋήματα' κανεΐσαι= Έ κ α ικ ά μίαν άς πάγω κι' άρ’ άτότες οδλα δίγω.
άρχεις τζίζω=πον«> δάνομε— περνούμε σουμάδσ— αρραβωτιάσματα* έπ οϊνα= — Πολά πά μ ’ άγληγορεϊτε, μή φογούστουν οδλ* θά πάτε,
'χανα. Παπόρ’ τ’ ερθεν μή τερεΐτε, τά Χριστούγεννα θά πάτε.

Έ χ ά ε ν x a i τό Τ δ ά μ « « 6 ι?,ν ( ’ )
Φώς στ’ όμμάτα σ' θεία,— ερθεν τό παπόρ’
— Έ κ ά ε ν καί τό Τσάμπασην κ έπέμ- — Εκά εν καί τό Τδάμπαόην, θ έ · μ ’, Μ έ καλόν καρδίαν— θά πάμε, άγληγόρ’ .
[ναν τά τουβάοα [ντό κακόν έγέντον ! Τρέξτε, πέτε οδλ’ άς έρχουνταν —γιά νά παίρουνε π ι λ έ ^
ΈρροΟξαν σό χουρτάρεμαν τ Όρ- Ά ς έξερα ή τύχη μουν άλλο ντό Ο δ λ ’ άς τρώγ’νε, πίν' καί χαίρουνταν - κι’ άς έφτάνε μουχαπέτα.
(τοϋς τά παληκάρα. [εχ’ γραμμένον !
— Ο δ λ ’ τρέχνε κ ι’ οδλ άγληγοροόν Ο δ λ ’ θά πάμ’ άτώρα— ψέματ’ άλλο ’κ ' είν’
[πράματα νά γλυτώ ν’νε. Κι' άς πάει λέει ή χ ώ ρ α :- Ζ α ν τ ο ί είν’ άβουτοίν !
Βαρκίζ’νε καί παρακαλοϋν οδλα νά Έ τ ε λ έ θ α ν ε τά ψέματα— θά πάμε σήν Ε λ λ ά δ α ν
[εύκαιρων νε. Ετοιμάστε οδλ’ τά πράματα— άδά σήν έβδομάδαν.
— Τρανόν γιαγκοΟν σό Τόάμπαδην
[σπίτα 'κ ί' θά πομέν’νε,
Τό γραφεΐον ένοϊεν,— ή έπιτροπή δουλεύ’ ,
Τρανοί, μικροί, φτωχοί, ζαγκίν’, οδλ'
Ή δουλεία έχτίεν,— μανάτα θά σωρεύ’ ,
[κάθουνταν καί κ λ α ΐν ε ! Ναϊλλοί έκεϊνον πού 'κ ί πάει, — θ’ άπομέν’ σή Ρουσίαν,
— Ρα κά να έκαπνίγανε, τ' όρμία έ- Εμ π ό ρ ια ’κί θά έφτάει, — θά χά ν' καί τή θρησκείαν.
[τσουρώθαν,
Σαχτάρα έστοιβάγανε, ότζάκια έκα-
"Α χ , ’ Απχαζία, άφήνομ’ εϊαν, — Παρχαρί’ τόπα καί νερά κρύα,
[ρακώ θαν!
Κυπαρισσόπα καί τδιτδεκόπα, — Μιμόζας, πάλμας Σοχουμί’ .
— Έ κ ά ε ν καί Τδάμπαδην, γιάβρου μ’,
ΕύχαριστοΟμε άπό καρδίας — Γιά τό τρανόν τήν φιλοξενία σ’ ,
[τιδέν κ ’έπέμνεν,
Έ 'ί , ’ Απχαζία, άφήνομ' εϊα ν,— Μαργαριτάρ’ τή Καυκαζί’ .
Ραχία καί λιβαδόιια άλλο χορτάρ'
[ κί φέρ’νε ! Τμήμα της άγορΰς το υ Τσάμπαση μετά τή ν πυρ-
καϊά τοΰ 1913. (Τοΰ ίδιου γ ι* τέ>ν μπεχρό)
— Τ ’ άρνόπα καί τά πρόγατα, τ όμά
[λα, τά παΐρα. Λ εξιλόγιο : Έ κ ά ε ν — κάηκε έπέ- Οί γιατροί λ έ γ ’νε με πάντα νά πίνω καί νά τρώγω δλα τά καλά,
Τ ' όρμία καί τ ’ όρμόχειλα έγέντανε μ ν α ν= 'έμειναν έρροΰξαν — χύμηξαν Καί ρακίν πουδέν ‘κ ι’ άφήνω κι’ άρχινώ τά παλαλά.
[γιασίρα! πέσανε χουρτ άρεμαν(τό)~λ.τ. γλύτωμα Έ ν α ν βαρέλ’ ποισέστε με κασσέλαν κ ι’ δσταν ποθάνω βάλτε με άπέσ’ ,
— Κλα ϊν τά πουλόπα, τάχαρα! κλαΐν βαρκ {ζ νζ — φωνάζουν δυνατά' εύκαιρώ- 'Ολόγερα βάλτεν άμπέλα καί ποισέστε με καφέα'.
[τά πεγαδομάτα, νω~αδειάζω' γιαγκούν (τό)=λ. τ ηνρ-
Κλαίει τό Τδαμλούκ, τό Καρα-κιόλ", καϊά· ζανκίντς=Α.τ. πλούσιος· ρακάνα
[κλαΐν τ’ έμορφα τ’ ά λ ά τ α ! (τά) = ράχες' έτσουρώθσν = στερέψανε' Λ εξιλόγιο : γουρπάν =λ. τ. ΰυσία' χάμαι — χάνομαι' χερ όπα=χεράκια
σαχτάρα (τά)=ατάχτες' ότξάκιά έκαρα άρωθυμία=άποι9υμιά, νοσταλγία· μα νάτα — χρήμα ρούσικο ίσαμε 2 1)2 χρ. δραχ.
1 ) 'Ο λά κερο ς σκοπός, μελω δικός κα ί όμορφος, γέ-
νη κε καί άν «οποκρινότανε μόνο ο* Βνα δ ίσ τ κ ο , τό κώθαν— εχΛασαν, ρήμαζαν σπίτια, οίκο ίο υ ρ τ (α = λ . τ. Αποσκευές' κεσσόπον = χρηματοοακχούλα· έκαικά=έ«εΓ χοντά
πρώτο, μέ τή ν πυυκαΐά τοΰ Τσάμπαση, τοΰ 1913. βΟ γένειες τιδέν = τίποτε y ta o ip g —-λ. τ. μίαν ~ μ ιά φορά, πρώτα' μουχαπέΤα=Α. τ. διασκεδάσεις, γλέντια ή δουλεία
τραγουδιστής, μόλις το τελείω νε, μοιραία συχέχιζε
μέ ά λλο δίστιχα, πον δέν είχανε καμιά σχέση μέ ορφανά (κυριολεξία αιχμάλωτοι) όρμό- έχτίεν=)5 δουλιά ταχτοποιήθηκε, ταίριασε ' Απχαζία— Δημοκρατία ατόν Καύκασο
τή ν πυρκαΐά. Τ ή ν £λλειφη αύτή πήρε νά τή συμπ λη­
ρώσει πρώτος ό κ. Χαράλ. X . Λειιονόπουλος μέ τά χειλα = οί άκρες άπό ρεματιές’ π α ΐρα = τδιτόεκόπα·=/Ιοι>Λοι>(5άκία.
άλλα τέσσαρα δίστιχα, καί ό ΞένΟς Ξ ε νΙχα ς μέ τά λ. τ. οί ανηφοριές, οί πλαγιάς τών βοννων'
υπόλοιπα. Τ ά νέα δίστιχα τρ α γουδιούντα ι ή 6 η σ τήν
Κ α τερίνη. άλάΤα— έλατα' ντό— τΛ (1) Βλέπε καί «Π ο ντια κά Φ ύλλα », σ. 17.
Χρονικά του Πόντου 55
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

λόγου μας δύο κατά σειράν έτη, τό 1938 πόδουλο Γένος έπλαθε όνειρα, έζοΰσε μέ
ZUH ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΗ καί 1939 καί έργάστηκε μέ ένθουσιασμό
γιά τήν εύόδωση τών ζητημάτων πού ά-
Ιδανικά.
Ή Τραπεζούντα ήτανε πρωτεύουσα
φοροΰσαν τήν Ποντιακή ύπόθεση.Ό πρόω μεγαλόφωτη, μεγαλόμουση, μεγαλόπνοη,
ρος θάνατός του έστέρησε τήν Πόντια μέ ρυθμό, μέ τάξη, μέ κοινωνική ιεραρ­
Ή δικα(»αη τοΰ έργου μας τις άκόλουθες έκτακτες κή κοινωνία άπό ένα ώφέλιμο στοιχείο χία. ‘Ακτινοβολούσε σ τήν δλη ’Ανατολή
συνεισφορές : πού μποροΰσε καί τόσο πολύ ποθοΰσε νά καί πιό πέρα ή λάμψη τής φ λόγα ς_ της
Μ έ αίσθήματα χαρδς καί έκδηλώσεις Ό κ. θ . Κ. θεοφύλακτος άπό έργαστεί καί νά προσφέρει κάθε ήθική τής’Εθνικής μέ τό περιώνυμοΦροντιστήριο.
ένθουσιασμοΰ υποδέχτηκαν τό περιοδικό τή Θεσσαλονίκη Δρχ. 200.000 καί ύλική ένίσχυση γιά τά κοινά. Αίωνία Ε ο ρ τ ή περίλαμπρη καί τρανή ήταν ή
μας δλοι οί συμπατριώτες μας, τόσο τών ‘Ο κ. Παύλος Μυλόπουλος » 100.000 του ή μνήμη ! ήμέρα τής τελετής τών έξετάσεων καί ά-
‘Αθηνών καί τών περιχώρων, δσο καί τής Ό κ. Εύριπ. Τοκατλίδης > 50.0U0 πονομής τών άπολυτηρίων, δπου ot τε­
Θεσσαλονίκης καί τής Μακεδο\ίας γενι­ Ό κ. θ εόδ . Γσιλιγγίρης » 50.000 λειόφοιτοι έκαμναν καί λόγους. ’Κσύ, Νί­
κά, δπου μπόρεσε νά φτάσει. Ό κ. Ίω ά ν. 2ουβλίδης > 50.U00 κο, έλεγες τόν Ε λ λ η ν ικ ό λόγο.
Ο Ι ένθαρρυντικές αυτές έκδηλώσεις Ό κ. Μιλτ. Φιλιππίδης > 50 00U Νικόλαος Λ ε β ν τ ίδ η ς Ο Σ έ βλέπω απάνω στό Βήμα καί κρα ­
γίνονται όλοφάνερες καί άπό τΙς πρώτες Ό κ. Παν. Έλευθεριά δης » 100 000 (1881— 1942) τώ ζωηρή στή φαντασία μου τήν ώραία
δωρεές τών εΟπορων συμπατριωτών μας Ό κ Έ λ . Καλεμκερίδης » 150 000 εκείνη είκόνα
γιά τήν ένίσχυση τοΟ έργου μας, πού δη Τά «X. τ. II.» έκφράζουν στούς καλούς Σ τ Ις 11 Α ΰγούστου 1942 πέΰανβ στή Θ εσσαλονίκη ’Αργότερα σέ έφθασα στήν Ά 3 ή να —ό­
μοσιεύονται παρακάτω, καθώς καί άπό 6 π ολ ιτευιής καί Αλλοτε 'Υ π ο υ ρ γ ό ς Γβ ν . Δ ιο ικ η τή ς νειρο τών Τραπεζουντίων νέων — , φοιτη­
μας συμπατριώτες θερμότατες εύχαρι- Θ ράκης Νικόλαος Λ εο ντ ίδ η ς . Ό πρόωρος -θάνατός
σχετικές έπιστολές πού λάβαμε. στίες. του άποτβλεΐ πραγματική άπώλεια γιά τ ή ν Π ο ν τ ια ­ τή τής Νομικής καί διδάκτορα εύδόκιμο,
"Ε τ σ ι τά «X. τ. Π.» άγκαλιάζουν καί κή μας οίκογένεια . βΗ Αφιέρωση βλης τής πολυκύ­ πάντοτε πρωτοπόρο.
άγκαλιάζονται άπ’ δλους τούς Ποντίους μαντης ζωής του στήν Ιξυπ ηρέτησ η τ Λ ν κοινώ ν καί
Ιδιαιτέρως τ Λ ν συμπατριωτών του, μέ τή χρηστό­
2τό Παρίσι άργότερα. δπου έτελειο-
τής 'Ελλάδας. Τό ίδιο θά γίνει χωρίς άλ- Μ ι ά φ ω τ ισ μ έ ν η έ ν έ ρ γ ε ι α τητα τοΰ ή θ ο υ ς κα ί τό ν άγνό του πατριωτισμό, ύπο- ποιεΐσο στή Μεγάλη Σ χο λ ή τών Πολιτι­
λο, σάν τό έπιτρέψουν οί περιστάσεις, -/ρεώνουν κά θε Π ό ν τ ιο νά δια τηρεί μέ σεβασμό τή κών καί Κοινωνικών Επ ισ τημώ ν, διακε­
καί μέ δλους τούς συμπατριώτες μας Ό κ. Μυρώδης Δημητρακόπουλος ?θε μνήμ η τοΰ λευκοΰ π ολ ιτ*ντή , τοΟ καλού άνφρώπου,
κριμένο μεταξύ τών συναδέλφων σου.
σε στή διάθεση τοΰ περιοδικοΰ μας ένα τοΰ σρμνού Αγω νιστή.
πού δέν έπικοινωνοΰν τώρα μέ τήν 'Α θ ή ­ Ά ν τ ί γιά νεκρ ολογία δημοσ ιεύομε παρακάτω τόν Στήν Πόλη κατόπιν, στόν ’Εθνικό Σ ύ ν ­
να καί τή Θεσσαλονίκη, καθώς καί μέ έκατομμύριο δραχμές, μέ σκοπό νά προ­ Επικήδειο» μέ τόν όποίο τό ν πρόπεμφβ στήν τελ ευ ­ δεσμο καί στή φυλακή, έν δράσει πάν­
κείνους πού μένουν στό έξωτερικό. Έ τ σ ι κηρυχτεί διαγωνισμός γιά συλλογή λαο ταία του κα τοικία 6 πρόεδρος τής «Εΰ ξ είν ο υ Λέσχης»
τοτε μέ τόν "Ιωνά Δραγούμη καί τόν
γραφικοΰ ύλικοΰ τοΰ Πόντου. κ. Θ. Κ . Θ εοφύλακτος.
ό Ποντιακός κόσμος, οί κατά τόπους τότε άρχειοφύλακα τών Πατριαρχείων
Σύλλ ογο ι καί όργανώσεις του, οί Κ οινό­ Τά «X. τ. Π » εύχαριστοΰν θερμά καί καί Οστερα διαπρεπή Μητροπολίτην Τρα-
«Καί τό ψωμίν σόγόνα τον κ ' έσύ ‘σαι
τητες οί Ποντιακές, έχουν συνδέσει τήν συγχαίρουν τόν καλό μας συμπατριώτη, πεζοΰντος Χρύσανθον.
έδώ ζωή τους μέ τή ζωή ποΰ άπότομα γιά τή φωτισμένη του ένέργεια πού θά πεινασμένος
Καί δστερα, στήν Τραπεζούντα μέ τή
διακόψαμε, μέ τή ζωή πού έκαμαν αιώ­ έξυπηρετήσει σοβαρά τήν προσπάθεια γιά καί τό νερόν τρρχούμενον κ' έσύ ’σαι Ρωσική κατοχή, δπου έξέδιδες τήν έφη-
νες όλάκερους στή μακρυνή μας πατρίδα τή συναγωγή τών λαογραφικών μας μνη­ διψασμένος !» μερίδα «Λ όγο;» μέ τόν άποκλειστικό σκο
οί πρόγονοί μας. Καί έχουν άποκτήσει μείων. πό τήν έξυπηρέτηση τών έθνικών συμφε­
Ό διαγωνισμός θά προκηρυχτεί στό ‘Αγαπητέ Νίκο,
άκόμα τό βήμα τους τό πνευματικό, δπου ρόντων.
στήν ειδική του στήλη θά δημοσιεύεται έπόμενο τεΰχος. Είναι τό μοιρολόγι πού Θά σ' έλεγε
Κ ’ έπειτα άπό λίγον καιρό, στήν προσ­
κάθε πρόοδο καί δράση, κάθε συμβολή στ" άληθινά δποιος σέ είδε άπό κοντά τόν
φυγιά στή Ρωσία, στήν κίνηση τών Πο_ν
τοΰ στοιχείου μας γιά τήν προκοπή τοΰ τελευταίο καιρό τής σκληρής κ··*! έπίμο
τιακών όργανώσεων, στούς άγώνες τής
τόπου, κάθε ζήτημα κοντολογής πού πα­ νης καί παρατεταμένης άρρώστειας σου.
Σταύρος Τερζβπ ουλος άνεξαρτησίας τοΰ Πόντου, στην έθνική
ρουσιάζει γενικό ένδιαφέρον καί πού θά Μοιρολόγι πού άναφέρεται στήν άτεγκτη
ύπηρεσία καί στήν ύπηρεσία τών λαϊκών
άποτελέσει τή μελλοντική μας Ιστορία (1889 — 1941) έπιστήμη, πού έχει καί αύτή τα δόγματά
στρωμάτων
"Αλλά καί οι φίλοι τών Ποντίων καί ό της καί δέν συγκρατειται δταν έπιβάλει
Στις 8 Δεκεμβρίου τοΰ 1941 πέθανε Καί δταν ήρθαμε συντετριμμένοι έδω
κόσμος ό έπιστημονικός τής χώρας καί στερήσεις μέ τόν σκοπό νά παρατείνει
στήν ’Αθήνα ό άλλοτε πρόεδρος τοΰ Σ υ λ ­ στήν μεγάλη μάννα πού είχαμε Ιδανικόν
οί άνθρωποι τών γραμμάτων γενικά, Απο­ ίήν «ύταπάτη τής ζωής. κα) τή φανταζόμασταν άγγελική, έξακο-
λόγου Ποντίων «’Αργοναΰται - Κομνηνοί»
δέχτηκαν μέ σοβαρό ένδιαφέρον και μέ Σταύρος Τερζόπουλος. Γεννήθηκε στά ΕΤναι δμως καί μοιρολόγι πού όμιλεί λούθησες τήν παράδοση τής Τραπεζούν
πολλή συμπάθεια τό νέο μας περιοδικό Σούρμενα καί συμπλήρωσε τις Γυ μ ν α ­ τή γλώσσα τή< καρδιάς σου μέ τήν λα ϊ­ τας. πιστός στούς θεσμούς, στά είδωλα
Έ τ σ ι δικαιώνονται άπόλυτα καί οί κή φιλοσοφία του, τήν όποίαν τόσον πολύ τά έθνικά. Ά π ό άγαθή συνείδηση, άπό
σιακές του σπουδές στό Φροντιστήριο τής
σκέψεις πού όδήγησαν στήν έκδοσή του, Τρσπεζούντας. άγαποΰσες καί ένοιωθες. παράδοση κληρονομική τοΰ Τραπεζουν
καθώς καί οί προσδοκίες πού στήριξε ό ξενιτεύτηκε στόν Καύκασο κ ’ έκεΐ, Είναι μοιρολόγι πού δλο σέ άνήκει τιακοΰ πνεύματος τοΰ ρυθμού,τής τάξεως.
Σύλλογός μας στήν ήθική καί ύλική ένί­ στό Βατούμ, στή διάρκεια τοΰ πολέμου καί ώς ποίηση, διότι ποίηση υπήρξε ή ζωή Γ ι ’ αύτό καί στήν πολιτική έδώ άκο·
σχυση τής προσπαθείας του. 1914 -18, έργάστηκε μέ ζήλο σέ φιλανθρω σου δλη καί ποιητικά πρέπει νά σέ άντι- λούθησες τόν άνάντη δρόμο νά άντιτα-
"Ετσ ι γίνεται ή διαπίστωση πώς ήταν πικά και φιλεκπαιδευτικά Σωματεία τής κρύσει κανείς αύτήν τήν τελευταία ώρα· χθεΐς στό μεγάλο ρεΰμα, 'ά άντικρύσεις
ώριμασμένη σέ δλων τών συμπατριωτών έκεΐ Ποντιακής παροικίας. Πώς σέ θυμοΰμαι 1 Έ δ ώ καί σαραπέντε κατάστηθα τή θέληση τών λαϊκών μαζών,
μας τή σκέψη ή έλλειψη καί τό κενό πού χρόνια ! Λίγο άρχύτερα άπό τά ’Αρμένικά. νά θελήσεις νά καθοδηγείς καί νά μή καθ­
ήρθαν ν’ άναπληρώσουν τά «X. τ. Π.» καί Μ ετά τήν άνακωχή τοΰ 1918, έλαβε
Σ έ θυμούμαι : Έ φ η β ο μέ ύψηλό τό οδηγείσαι. Καί είτε όρθά έκαμες είτε δχι
πώς στό κεφάλαιο αύτό άρμονικότατη κα ­ ένεργό μέρος στήν έθνοσυνέλευση τών
μέτωπο, μέ φουντωτά σγουρά μαλλιά, μέ είναι πρός τιμήν σου καί πρός έπαινον.
τανόηση ύπάρχει άνάμεσα στό λαό μας Ποντίων στό Βατούμ. Ξτήν Ε λ λ ά δ α ήρθε
ύψη^ά διπλά κολλάρα καί μεγάλη πεια "Ο,τι σοΰ άνετέθη, τό έξεπλήρωσες
καί στούς έκπροσώπους τών όργανώσε- στά 1921 καί διορίστηκε άρχιλογιστής σέ
λούδα πεταχτή στό λαιμό, μέ σπινθηρο- πάντοτε ευσυνείδητα καί άνυστερόβουλα
ών του. Καί ή διαπίστωση αύτή είναι ή σοβαρή βιομηχανική έπιχείρηση.
βόλο βλέμμα, πλουσιόπαιδο καί Λρχον- Ά π ό τόν Ε θ ν ικ ό Σύνδεσμο στήν Πόλη,
πιό εύχάριοτη καί ή πιό άξιοπρόοεχτη. Έ μ ε ιν ε στή Νάουσα 13 χρόνια καί, ώς
τόπαιδο Στή μεγάλη αίθουσα τών τελε­ έως τήν Γεν. διοίκηση Θράκης, υπούργη­
Πρόεδρος τοϋ Συλλόγου τών έκεΐ συμ
τών τοΰ παλαιού Σχολείου. μα πού σοΰ άνέθεσε ή έλεύόερη Π ατρί­
Έ « * 5 α υν£ΐοφ βρ< ς πατριωτών μας. φρόντισε μέ μεγάλο έν
χτ χτ τ Ηταν έποχή ρωμαντισμοΰ καί χ ύ ύ· δα, ύπήρξε τετιμημέ^η ή έργασία σου
διαφέρον γιά τήν στέγαση καί τήν άπο
Μέ τήν έκδοση τοΰ πρώτου τεύχους καί ύποδειγματικό τό παράδειγμά σου.
κατάστασή τους. Στήν 'Αθήνα ήρθε στά
τών *Χ. τ. Π.» μ δ ; έστειλαν γιά ένίσχυση Γ ι ’ αύτό άπό τήν δλη σου ζωή καί στήν
1933. Έ χ ε ι διατελέσει Πρόεδρος τοΰ Σ υ λ ­ (1) Βιογ*ο<ρΙα τον 3λ· x a i ο ιά «Π οντια κά · 0 λλ α »,
•tog I , ι·βχος 8, *λ η £ ίλ ,ο ς 1936, ο. 9.
πολυκύμαντη αύτή έποχή, άποκομίζομε
56 Χρονικά του Πόντου

τή λυτρωτική έγκαρτέρηση, τήν έμμονή πού διατρέχομεν. πρέπει νά όμολογήσω-


Μ ·α π α ρ χ χ λ η ^ η Π όντιος σπουδαστής στήν Ά ν ω τ ά τ η —χολή Κα λώ ν
στά Ιδανικά, τήν πίστη στά δόγματα τά μεν δτι ή έν Ά θήνα ις κοινωφελής δρδσις Τ εχνώ ν Σ τ ά θ η ς Ζυ μ α ρίδη ς έξακολουθεΐ νά δίνει
έθνικά, τήν προσήλωση στές παραδόσεις τής ’Οργανώσεως τών Ποντίων «Άργο- Ε π ισ τ ή μ ο ν ε ς πού άσχολούνται ·1δικά μέ τή λαο­ άπτά δείγματα τοΰ κα λλ ιτεχνικο ύ του ταλάντου
«Πορεύου λοιπόν έν Ειρήνη». Εϊμεθα γραφία καί μέ τή ν ποντιακή γλώσσα, ζητούν τ>'ι Στου ς διαγωνισμούς τού 1940, στό πρώτο δηλαδή
ναΟται —Κομνηνοΐ», άποτελεΐ πράγματι, σειρά τών 32 τευχών τών «Π ο ντια κώ ν Φ ύλλω ν».®Ό σοι έτος έργαστηρίω ν, αήρε δυό βραβεία, στό Κ εφ ά λ ι
ύπερήφανοι γ ι ά τ ή ν έθνική σταδιοδρομία μίαν άπό τάς άσυνήθεις έξαιρέσεις. Δέν άπό τούς Αναγνώστες μας Ιίχουν ϊστω κα ί λιγότερο καί στή Σ ύ ν θ ε σ η . Στο ύ ς διαγω νισμούς τού 1941 έπί-
σου. ΑΙωνία σου ή μνήμη ! πρόκειται, φυσικά, περί άπλής σωματεια­ ή μεμονωμένα τεύχη καί δέν τά χρειάζονται γιά μ ε­ σης πήρε βραβείο σ ιό Κ εφ ά λ ι. Τ ό 1942 δεν έγιναν
θ. Κ. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ λέτες κα ί σπουδές, παρακαλοΰνται, &ν θ έ λ ο υ ν , \ά διαγω νισμοί.
κής κινήσεως... μας τά φ έρουν κα ί νά τούς έγγράψουμε δωρεάν σ υ ν­ Σύμ φ ω να μέ τ ’ άποτελέσματα τών φετεινώ ν δ ια ­
Τά Δ. Συμβούλιο τοΰ Συ λ. Ποντίων, δρομητές στά « Χ ρ ο ν ικά τού Π όντου » ή καί μέ άλ­ γωνισμών τών έργαστηρίων τής Σ χ ο λ ή ς , έλαβε τρείς
Γνώμες και κρίσεις γιά τό άνέλαβε, ύπό τάς σημερινάς δυσκόλους λους βρους πού τυχόν θά π ροτιμούν. έπ α ίνου; : t) Σ τ ό Διαγω νισμό Γ λ υ π τ ικ ή ς - Π ρ ο το μ ή ,
2) στό Γυ μ ν ό Γ υ π α κ ή ς καί 3) στις Σ υ ν θ έσ ε ις Γ λ υ ­
συνθήκαί, δχι μόνο νά περισώσει τάς εύ-
περιοδικό μας γενεΐς πνευματικός Ποντιακάς παραδό­
Νά τά χιλιάαβι π τ ικ ή ς - κ α ί τά τρία τού έργαστηρίου Κ . Δ ημ ητριά δ η .
Π ρέπει νά σημειω θεί πώς ο ί δυό πρώτοι έπαινοι
Μ. Δημητρκκόιτουλο;. «Μέ άληθινή συγ­ σεις, δηλαδή τήν λαογραφίαν μεγάλου * 0 γνωστός Π όντιος εύ&υμογράφος κ. Δ. Ψ αθά ς, Ισοδυναμούν μέ βραβεία, πού δέ δ ό θ η κα ν φ έτο, και
κίνηση πήρα καί διάβασα τό πρώτο τεύ­ υβτερα άπό τΙς κωμωδίες το υ «Τό Στρα βόξυλο», «*0 δ τι έργαζότανε μέ πόνους άπό Κλκοε στό δωδεκαδά­
τμήματος τοΰ Ελ λ η ν ισ μ ο ύ τοΰ όποιου ή Έ α υ τ ο ύ λ η ς μου» και «f H Μ αντάμ Σ ο υ σ ο ΰ », παρου­ κτυλο, πού τού φ ανερώ θηκε λίγο πριν άπό τούς δ ια ­
χος τών «X. τ. Π.», διότι άντιλαμβάνομαι ιστορία προέρχεται άπό τά βάθη τών αι­ σίασε φέτο καί τή ν τρίπ ρακτη κωμωδία « 0 1 έλαφρό- γωνισμούς.
δτι οί βασικές έπιδιώξεις τοΰ Συλλόγου ώνων. άλλά καί νά συμμετάσχη είς τό μυαλοι», πού παίχτηκε μέ μεγάλη έπιτυχία άπό τό Τ ά « X . τ. II.» συγχαίρουν* τό νέο μας κα λλ ιτέχνη
ίΗασο Μ . Κοτοπ ο ύ λη. «Τά « X . τ Π .» συγχαίρουν και τοΰ εύχονται καί σ* άνώτερα.
τών Ποντίων «Ά ργονα ΰτα ι— Κομνηνοΐ» βαρύ έργον τής άλληλοβοηθείας κ*1 τής θερμά τόν συμπαθή εύθυμογρά φ ο μας καί τού εύ­
παίρνουν £τσι τή συγκεκριμένη καί πρα­ περιθάλψεως τών έν Ά θ ήνα ις συμπατριω­ χονται νά τά χιλιάσει. 'A v y e X io t
κτική μορφή τω ν καί είναι άναμφισβήτη- τών των. Άξιοθαύμαστον συμπλήρωμα
Βράβευση Π όντιου κ α λ λ ιτ έχνη Προσεχώς θά κυκλοφ ορήσει το Ιστορικό μυθι-
το δτι τό περιοδικό αύτό μέ τή λαϊκή τοΰ έργου αύτοΰ υπήρξε καί ή άπό πάσης στόρηιια τοΰ Π ειρα ιώ τη (Π ό ν τ ιο υ ) λο γοτέχνη κ. *Α θ.
καί πολυμερή μορφή του Ιχ ε ι νά προσ άπόψεως ώραία έκδοσις τοΰ λαμπρού *0 γνωστός για τή ν Ιδιοφ υία του στή γλυπ τική Ά σ ια τ ίδ η « Α Γ Α Π Η Π Ο Υ Σ Β Υ Ν Ε Ι » .
Φέρει μεγάλη καί πολύμοροη έξυπηρέτη όργάνου τών Ποντίων «Χρονικά τοΰ Πόν
ση στήν Ποντιακή, άλλά καί στήν καθό του»..., Ικδοση, ή όποία, πράγματι τιμά
λου έλληνική λαογραφία Συγχαίρω δλους τούς πρωτεργάτας καί ϊδεολόγους έμψυ- ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΝΘΗ
σας γιά τό όπέροχο Spyo πού άναλάβατε χωτάς τής έθνικής καί πολυδαπάνου αύ­
c0 κ. Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Γ . Κ Α Λ Τ Σ ΙΔ Η Σ Τ ή ν 22αν Σεπ τεμ βρίου άπεβίωσβν ό Εύ γένιο ς
καί εΰχομαι είλικρινά νά έπιτύχετε στήν τής προσπαθείας». Κ α π α για ννίδης, τής γνωστής οίκογενείας τής Τρα
εόγενικιά καί πατριωτική σας αύτή προσ­ καί ^
Π εριοδικέ « Κ α λ λ ιτ εχ νικ ά Νέα» τής πεζούντος, ή όποία εχει άναπτύξει κοινω φ ελή δρα-
πάθεια». Ή δ. Σ Ο Φ Ι Α Δ. Π Α Π Α Δ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ σιν εϊς τ ή ν γενέτειραν. *0 Σύ λ λογο ς Π οντίω ν <*Αρ
1 6 -1 0 -4 3 : «Για μίμηση. Ό Σύλλογος (κ ό ρ η τού συνεργάτη μας κ. Σ τα υ ρ ίώ τη ) γ ο ν α ΰ τα ι- Κ ο μ νη νο ί» έκφράζει θερμά συλλυπητήρια
(Δ . Κ . Π.) Στχυοιώτης. «Χαιρετίζω μέ τών Ποντίων «Άργοναΰται — Κομνηνοΐ» είς τ ή ν οίκογένειά ν του καί εύχεται τ ή ν έξ ύψους
ένθουσιασμό τήν Εκδοση τοΟ νέου μας άρραβωνιάστηκαν στή Θ εσ)νίκη.
πού δπως άκοΰμε δρδ ποικιλότροπα καί παρηγορίαν.
περιοδικού «X. τ. Π.» καί τοΰ εΰχομαι μέ ωφέλιμα, βγάζει κι’ Ιν α περιοδικό, πού Τά « X τ. Π .» τούς εύχοντα ι γρήγορα στεφανώματα. Τ ά « X . τ. Π .* ένώ νουν τά συλλυπητήριά τους.
δλη μου τήν ψυχή καλή καί εύδόκιμη στα­ άπό τό πρώτο του φυλλάδιο φαίνεται
διοδρομία Σ έ δλους έκείνους πού έργά- καλλιτεχνημένο καί σοβαρό καί μέ ζητή­
στηκαν γιά τήν έπιτυχία τοΰ έθνικοΰ αύ· ματα, πού καταπιάνεται καί μάλιστα τό Α Λ Λ Μ Λ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
τοΰ έργου έκφράζω τά πιό είλικρινά καί λαογραφικό, προσφέρει μεγάλη καί γένι-
έγκάρδια συγχαρητήριά μου». κώτερην έ θ ν ι κ ή ν ύπηρεσία. Τό παράδειγ­ (Τά χειρόγραφα πού μας στέλνονται, είτε δημοσιεύονται είτε δχι, δέν έπιστρέφονται).
'Εφ ημερίδα «Βρα δ υνή» τ η ; U — 10—43: μά του θά έπρεπε νά μιμηθοΰν καί άλ­
Κατά τήν δυσχερή έθνικήν περίστασιν λοι σύλλογοι». ( Λ . Κ· Π ) Ε τ α υ ρ ιώ τ η ν . Θ *σ )ν ίκ η ν. Λάβα με τΙς Τ ό γράμμα σας δ ό θη κε στόν προορισμό του. Π ερ ιμ έ ­
συνεργασίες σας. Σ ά ς εύχαςαστοΐμε, καθώ ς καί γιά νομε συνεργασία σας άπό τή ν πλούσια λαογραφική
τά καλά λόγια καί τό ζωη^ό σας ένδιαφέρον γιά συλλογή πού έχετε. Σάς γράψαμε καί Ιδιαιτέρως.
Τυπογραφικές αβλεψίες ατό Ιο Τεύχος (') τό περιοδικό μας. Ιίερ ιμ έν ο μ ε καί νέα συνιργασία σας. Χ α ρ . Κ α ρ α μ α ν ίύ η ν . Κ α τ ερ ίν η ν . Π εριμ ένομε τή
Ίω ά ν. Π απ α δέπ ουλον. Δραπετσώνα. Λαβα με μελέτη γιά τή ν καλλιέργεια τής φουντουκιάς. Σα ς
Σελ. 15,στήλη 2η,στ(χ. 39ά ν τ ί: πίρ-σιλάχ— π(ρ σιλάχ. τήν έπιστολή σας. Σά ς εύχαριστούμε γιά τά καλά γράψαμε κα ί Ιδιαιτέρω ς.
σας λόγια . Π εριμ ένο με τή νέα συνεργασία σας, πού, Ά λ έ ξ . Μ ω υ σ ίδ η ν . Σά ς εύχαριστούμε γιά τά
* 16. » 1η, » 22 » καπνικάτ' — καπνικά-τ’. πιστεύομε, παρουσιάζει σοβαρό ένδια φ έρον. καλά σας λόγια καί γιά τό πρακτικό ένδιαφέρον πού
» » » » » 38 » ’κιφάλ’ — κιφάλ’. Μ ιλ τ . Ν υ μ φ ό π ο υ λ ο ν . Τ ρ ια ν τ α φ υ λ λ ιά —Ν ιγρίτα ς. δείχνετε γιά τό π εριοδικό μας.

*17, » 2η, » 2 καί 4 » χρόνα— χρόνα.

» 20, στ(χ. 1ος, άντί : Ή χ ο ς " Πα — Ή χ ο ς " Πα


ο Η

» 6ος,
κα τα κα
* 7ος, ί* — ι
νω ω Κα νω ω κα
» 9ος,
η
χαι αι ρε χαι αι ρε
28 στήλη 1, στίχ 29, άντί: 41— 43
30 » 2, » 48, * προσφένουν— προσφέρουν
1) Ση μειώ νομ ε αόνο δσβς Ιπ ηρεάζουν τή ν Ιν ν ο ια , τή ν πρβφορά καί τή μβλωδία. 2 τ6 μουσικό κ·ί*
μβνο ΙΙα κ ρ ιβ ώ θ η κ ε πως t o n a a αν τά κβντήμοτα ( % \ ) διαδοχικά. Γ ι ’ αύτό σέ μερικά τ ε ύ χ η , στά πρώτα *ο ύ
Σ η μ ε Ι ω ο η . Ό Διευθυντής του περιοδικού θα βρίσκεται στά γραφεία μας, Με*
τυπ ώ θηκαν, ύπ4ρχουν βλα καί σέ άλλα λείπουν άπό τ * ν πρώτο, δεύτερο ή τέταρτο ft καί άπό τούς τοείς νάνδρου 4, κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, ώρα 10 —11.
αθτσδς στίχους της παραλλαγές.

You might also like