You are on page 1of 71

Ὅταν τὸ 1978, δύο ἔτη πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ μεταφραστῆ, ἐξεδίδετο ἢ ἀπόδοση

στὴν νεοελληνικὴ τῆς «Ἑρμηνείας τῆς θείας λειτουργίας» τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, ὁ ἅγιος
συγγραφεὺς δὲν εἶχε ἀκόμη περιληφθεῖ στὸ ἁγιολόγιο τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στὶς συνειδήσεις
τῶν πιστῶν ὅμως, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες βρίσκουν τροφὴ καὶ τρυφὴ στὶς συγγραφές του, ὁ μακάριος
Καβάσιλας ἦταν πάντοτε ἕνας μεγάλος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτὸ ἡ ἀναγνώρισή του ὡς Ἁγίου
δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀναγνώριση τῆς κοινῆς πεποιθήσεως καὶ ἡ ἔκφραση τῆς κοινῆς συνειδήσεως τῆς
Ἐκκλησίας περὶ τῆς ἁγιότητός του.
'Ἀφοῦ ἀπὸ χρόνια ἐξαντλήθηκε ἡ πρώτη ἔκδοση, προβαίνομε ἤδη στὴ δεύτερη ὕστερα ἀπὸ
ἀπαίτηση πολλῶν. Ἔχομε τὴν βεβαιότητα, ὅτι ὁ καὶ ἐπίσημα πλέον ἀναγνωρισμένος ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία "Ἅγιος ἔχει πολλὰ νὰ πεῖ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, στὸ κατῶφλι τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου
αἰῶνα, ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ ἄγχη, τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ τὸ ἀνικανοποίητο, στρέφεται, συνειδητὰ ἢ
ἀσυνείδητα, στὸ Πνεῦμα καὶ στὶς μυστικὲς ἐμπειρίες ποὺ Ἐκεῖνο παρέχει καὶ ποὺ κοινωνεῖται στὴ
θεία λειτουργία. Μία ἑρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ πιστὸς
νὰ συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημά της, νὰ οἰκειωθεῖ τὸν θεολογικό της πλοῦτο καὶ νὰ κατανοήσει
τοὺς συμβολισμούς της, νὰ μεθέξει δηλαδὴ μὲ ἐπίγνωση στὴ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ παροῦσα ἔκδοση εἶναι κατὰ βάσιν ὅμοια μὲ τὴν πρώτη, μὲ ὁρισμένες βελτιώσεις.
Τὸ κείμενο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ μεταφραστὴς εἶναι κατὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῆς σειρᾶς Sources
Chretiennes (τ. 4bis). Στὴν Πατρολογία τοῦ Migne τὸ κείμενο περιέχεται στὸν τ. 150, στ. 368-492.
Γ.Α. ΓΑΛΙΤΗΣ
Πάντοτε, ἰδιαίτερα ὅμως σήμερα, ἡ Ἐκκλησία ἀναζητεῖ τὶς ρίζες τῆς ὑπάρξεως καὶ συγκροτήσεώς
της στοὺς λειτουργικούς της θεσμοὺς καὶ μάλιστα στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σ' αὐτὸ
τελεσιουργεῖται τὸ ἴδιο το ἔργο τῆς σωτηρίας μας: ὁ κερασμός, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς θείας φύσεως μὲ τὴν ἀνθρώπινη: ἡ μυστηριακὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἵου καὶ ἡ κοινωνία τῆς
δικῆς μας φθαρτῆς φύσεως μὲ τὴ θεωθεῖσα σάρκα Του, ἡ θέωση καὶ ἡ σωτηρία μας. Γιὰ τὸ ἄνοιγμα
τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς μας στὸν μυστηριακὸ αὐτὸν κόσμο καλύτερο κολλύριο ἀπὸ τὴν «Ἑρμηνεία
τῆς θείας λειτουργίας» τοῦ μακαρίου Νικολάου Καβάσιλα δὲν ἔχει, ἴσως, ποτὲ γραφεῖ. Τὸ
ὁμολογοῦν πολλοὶ θὰ τὸ ὁμολογήσουν, εὐχόμαστε, καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ
διαβάζοντας τὴν θὰ καθήσουν μὲ ταπείνωση καὶ προσμονὴ μαθητὴ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ ἱεροῦ
διδασκάλου καὶ θὰ ἐνωτισθοῦν τὴ «θεωρία» του.
Σήμερα ἔχουμε πιὸ πολὺ ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλοτε ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία, γιατί σ' αὐτήν, μέσα σ' ἕνα
παράλογο καὶ πεινασμένο κόσμο, βρίσκει ὁ πιστὸς τὸν λόγο καὶ τὸν ἄρτο μέσα στὴ μόνωση καὶ
στὴν ἀποξένωση συναντᾷ ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό. Ἔχει ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία της, γιατί
τὰ σύμβολα τῆς λειτουργίας καὶ ἡ θεολογική της πραγματικότητα εἶναι κάτι τὸ ἀλλότριο πρὸς τὴν
κοσμικὴ σκέψη καὶ αἴσθηση τοῦ σημερινοῦ κόσμου.
Τὸ παρὸν βιβλίο ἔρχεται νὰ συμπληρώσει μιὰ αἰσθητὴ ἔλλειψη στὸ χῶρο τῆς ἑλληνικῆς
λειτουργικῆς βιβλιογραφίας. Δίνει στὰ χέρια τοῦ Ἕλληνα ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ τὴν «Ἑρμηνεία τῆς
θείας λειτουργίας» τοῦ Καβάσιλα, ἕνα κλασσικὸ στὸ εἶδος τοῦ πατερικὸ κείμενο, ὄχι πιὰ μόνο στὸ
πρωτότυπο ἀρχαῖο κείμενο, ἀλλὰ σὲ μιὰ καλὴ ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ εἶναι σ'
ὅλους προσιτὸ καὶ εὔκολα κατανοητό. Ἔτσι γεφυρώνεται ἡ ἀπόσταση τῶν ἕξι ὁλοκλήρων αἰώνων
ποὺ χωρίζουν τὴ γενιά μας ἀπὸ τὸν ἱερὸ συγγραφέα τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Καὶ μιὰ καὶ λείπει τὸ φράγμα
τῆς γλώσσας, νομίζεις πὼς ἔχεις δίπλα σου τὸν σοφὸ διδάσκαλο τῆς μυστικῆς λειτουργικῆς
θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ σοῦ ἀναλύει τοὺς τύπους καὶ τὰ σύμβολα τῆς λειτουργίας μας καὶ
νὰ σὲ χειραγωγεῖ στὸ πνευματικό της βάθος. Ἔχει τόση φρεσκάδα καὶ ἐπικαιρότητα τὸ κείμενο
αὐτό, ὅση καὶ τὸ ἴδιο το ἱερὸ κείμενο τῆς λειτουργίας μας, γιατί ἀποτελεῖ ἕνα γνήσιο καὶ αὐθεντικό
του ὑπόμνημα. Εἶναι γραμμένα καὶ τὰ δύο κάτω ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ ὁδήγησε τὴν Ἐκκλησία στὴν καταγραφή, στὸν ὑπομνηματισμὸ καὶ στὴν κατανόηση
τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως.
Κλείνοντας, ἃς σημειώσουμε καὶ μιὰ εὐτυχῆ σύμπτωση: ἡ μετάφραση τῆς ἑρμηνείας τοῦ
Καβάσιλα βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν πατρίδα του. Εἶναι χαρὰ καὶ γιὰ
τὴν πόλη καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα, ἴσως, τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα.
Ι.Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη μεταξὺ 1320-1323. Τὸ πατρώνυμό του ἦταν
Χαμαετὸς προτίμησε ὅμως τὸ ἐπώνυμό της μητέρας του, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ γνωστὴ καὶ
μεγάλη οἰκογένεια ποὺ πρόσφερε πολλὲς προσωπικότητες στὴν πολιτεία καὶ στὴν Ἐκκλησία,
μεταξύ των ὁποίων εἶναι καὶ ὁ ἀδελφός της μητέρας τοῦ Νεῖλος Καβάσιλας, ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης (1361-1363). Ὑπογράφεται καὶ μὲ τὰ δύο ἐπώνυμά του, εἶναι ὅμως γνωστότερος ὡς
Καβάσιλας. Στὴ Θεσσαλονίκη ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα, ὕστερα δὲ στὸ Βυζάντιο ἔμαθητευσέ σε
ἀνώτερα μαθήματα, Ρητορική, Γραμματική, Νομική, Ἀστρονομία καί, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν
συγχρόνων του, Θεολογία, μέσα σὲ μιὰ ἐποχὴ γεμάτη μυστικὴ πεῖρα.
Ο 14ος αἰῶνας, στὸν ὁποῖο ἔζησε, εἶναι γεμάτος ἀπὸ φοβερὲς πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς
ἔριδες. Τὸ κράτος σπαραζόταν ἀπὸ ἐμφύλιο πόλεμο μεταξύ του νομίμου αὐτοκράτορος Ἰωάννου
Ἐ' Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴ Βασιλεύουσα, καὶ Ἰωάννου ΣΤ' Καντακουζηνοῦ, διεκδικητῆ
τοῦ θρόνου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἐπαρχίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ τμήματός του κράτους καὶ εἶχε
ἀνακηρυχθεῖ αὐτοκράτορας στὸ Διδυμότειχο τὸ 1341.
Τὸ 1345 οἱ Θεσσαλονικεῖς ἔκριναν ὅτι ἔπρεπε νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καὶ
ἔστειλαν πρεσβεία στὴ Βέροια τὸν Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος ἀνεμιγνύετο στὰ κοινά, μαζὶ μ' ἕναν ἄλλο
Θεσσαλονικέα, Φαρμάκη ὀνομαζόμενο, πρὸς τὸν γιὸ τοῦ Καντακουζηνοῦ καὶ ἀντιπρόσωπό του
Μανουήλ, νὰ διαπραγματευθοῦν συμβιβασμό. Ὕστερα ἀπὸ δυσκολίες πέτυχε ὁ συμβιβασμὸς καὶ
ὁ Καντακουζηνὸς ᾖρθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 1347 ὁ Καντακουζηνὸς κάλεσε μέσῳ τοῦ
Δημητρίου Κυδώνη, γνωστοῦ ἱστορικοῦ της ἐποχῆς, τὸν Νικόλαο Καβάσιλα ὡς σύμβουλο, λόγω τῆς
φήμης του ὡς σοφοῦ καὶ ἐναρέτου ἀνδρός. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ Καβάσιλας συνόδευσε
στὴ Θεσσαλονίκη τὸν Γρηγόριο Παλαμὰ ποὺ εἶχε ἐκλεγεῖ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ οἱ
Θεσσαλονικεῖς δὲν τὸν δέχθηκαν τότε, ὁ δὲ Παλαμᾶς μὲ τὴ συνοδεία του καὶ τὸν Καβάσιλα
ἀναχώρησαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἔμειναν ἕνα ἔτος.
Τὸ 1353, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίστου, ὁ Καβάσιλας
συμπεριελήφθη στὸ τριπρόσωπο γιὰ τὴν ἐκλογὴ νέου Πατριάρχη, ἂν καὶ πολὺ νέος. Καὶ ναὶ μὲν δὲν
ἐξελέγη, ἴσως καὶ λόγω τῆς φιλίας του μὲ τοὺς Καντακουζηνούς, ἀλλὰ καὶ μόνο το γεγονὸς τῆς
ὑποψηφιότητάς του μαρτυρεῖ τὴν ἀξία καὶ τὴ μόρφωση τοῦ Καβάσιλα. Λίγους μῆνες ἀργότερα ὁ
Καντακουζηνὸς γίνεται μοναχὸς καὶ παύει πλέον καὶ ἡ ἀνάμιξη τοῦ Καβάσιλα στὰ κοινά.
Ἀποσύρεται στὸν ἑαυτό του, στὴν περισυλλογή, στὴ μελέτη, καὶ δὲ δέχεται τὴ θέση στὸ δικαστικὸ
κλάδο ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ αὐτοκράτωρ Μανουὴλ Β'. "Ἔγραψε πολλὰ ἔργα, λόγους κ.α.,
σπουδαιότερά των ὁποίων εἶναι τὰ «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» καὶ «Ἑρμηνεία τῆς θείας
λειτουργίας». Ἑρμηνεῖες τῆς θείας λειτουργίας ἔγραψαν καὶ ἄλλοι προγενέστεροί του, ὅπως ὁ
Κύριλλος Ἱεροσολύμων (ἐπὶ τῆς λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ 'Ἀδελφοθέου), Διονύσιος ὁ
Ἀρεοπαγίτης (περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας), Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (Μυσταγωγία),
Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης (περὶ τῆς ἱερᾶς συνάξεως) κ.α., ἀλλὰ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Καβάσιλα εἶναι
ἀνώτερη ἀπ' ὅλες τὶς προηγούμενες. Μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῶν βιβλίων τοῦ αὐτῶν διακρίνεται ἡ
ἐσωτερική του εἰρήνη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ τὴ συγκατάθεσή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ὅτι ὑπῆρξε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἐπιστεύετο ἄλλοτε, ἀλλὰ νεώτερες ἔρευνες τῶν
εἰδικῶν ἀπέδειξαν ὅτι δὲν ὑπῆρξε καὶ ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ σύγχυση μὲ τὸ θεῖο τοῦ Νεῖλο
Καβάσιλα, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τὸ ὅτι ὑπῆρξε μοναχὸς ἢ ἱερεὺς δὲν εἶναι ἀπολύτως
ἐξακριβωμένο, ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ἔγινε μοναχὸς ἢ καὶ ἱερεύς, πρᾶγμα ποὺ ἐνισχύεται
ἐκτός των ἄλλων καὶ ἀπὸ τὴ βαθειὰ γνώση τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεων τοῦ ἱερέως κατὰ τὴν τέλεση
τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ κέντρο τῆς θείας λατρείας. Ἡ ερμηνεία τῆς θείας
λειτουργίας εἶναι ἕνα θεολογικὸ καὶ ἠθικὸ δοκίμιο ἐξόχου τελειότητος καὶ γλαφυρότητος περὶ τῆς
θυσίας τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ο Καβάσιλας εἶναι χριστοκεντρικός. Ἔζησε σὲ αἰῶνα ὀνομαστὸ ὄχι μόνο γιὰ τὶς πολιτικὲς
ἀνωμαλίες ποὺ ἀναφέραμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς φοβερὲς ἐκκλησιαστικὲς διαμάχες. Ο Καβάσιλας
κατόρθωσε νὰ βρεῖ τὸ κλειδὶ τῆς ἀληθινῆς θείας σοφίας, τὸ χριστοκεντρισμό. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ
μέτρο ἐπάνω στὸ ὁποῖο μετριέται ὄχι μόνον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὅλα τα ἐν τῷ κόσμῳ. Ὁ
ἄνθρωπος πλάστηκε κατ' εἰκόνα Θεοῦ, ἐξέπεσε ἀπὸ αὐτὴ μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ 'Ἀδὰμ καὶ ὁ Θεός,
μέσα στὴν ἀγαθότητά Του, ὑπέδειξε στὸν ἄνθρωπο πάλι τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε χάσει ὁ
ἄθρωπος. Τὸ ἀρχέτυπό της εἰκόνας ἐκείνης εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Ἄρα ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ
γίνει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ συμπεριληφθεῖ στὸν Χριστό. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ βάπτισμα,
τὸ χρῖσμα καὶ τὴ θεία κοινωνία, μὲ τὴν ὁποία τρέφεται, διατηρεῖται καὶ αὐξάνει ἢ ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐν Χριστῷ ζωὴ ὅλοκληρωνεται μὲ τὴν τέλεια ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θέληση
τοῦ Θεοῦ. Ταύτιση θελήσεως ἀνθρώπου μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἁγιότητα, ἀγάπη.
Αὐτὸ εἶναι μὲ λίγα λόγια τὸ συνολικὸ δίδαγμα τοῦ ἐξόχου αὐτοῦ ἀνδρὸς Νικολάου Καβάσιλα, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἀπὸ τοὺς τελευταίους μυστικοὺς θεολόγους τοῦ Βυζαντίου, τὸ ἰδεῶδες δὲ αὐτὸ τῆς
τελείας ὑποταγῆς τῆς θελήσεώς του στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ τὸ πραγμάτωσε ὁ ἴδιος, ἂν κρίνει κανεὶς
ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ «περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», ἀπὸ τὴν παροῦσα μελέτη περὶ τῆς θείας λειτουργίας
καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔργα του, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος.
Εἰδικότερα τώρα στὴν παροῦσα μελέτη περὶ τῆς θείας λειτουργίας ἀναπτύσσεται ὡς κεντρικὸ
θέμα αὐτῆς ἢ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ προξένησε τὴ σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων (κεφ. ζ' 5): τὰ πρὸ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων εἰκονίζουν τὴν ἱστορία τοῦ
Χριστοῦ, τὴ γέννηση, τὴ ζωή του, τοὺς λόγους Του, ποὺ ὁδηγοῦν τελικὰ στὸ κατακόρυφο, στὴ
σωτηριώδη γιὰ τὸν ἄνθρωπο σταυρικὴ θυσία (κεφ. ἃ' καὶ ἴς'). Μὲ τὴ θεία κοινωνία καὶ πιστὸς
ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, σύμφωνα μέ το: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα
μὲ Αὐτὸν» (Ἃ' Κορ. 6, 17): ὄχι ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κοινωνεῖ τὸν πιστὸ (κεφ.
μγ'): ὁ Θεὸς συμφιλιώνεται μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ φέρει τὴ μορφὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Τοῦ (κεφ.
μδ' 4). Ἡ θεία κοινωνία δὲ μεταβάλλεται σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως οἱ συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ
τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σ' ἐκείνη, ὅπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά,
γίνεται καὶ αὐτὸς φωτιὰ καὶ ὄχι ἡ φωτιὰ σίδηρος. Καὶ ὅπως οἱ ἰδιότητες τοῦ σιδήρου ποὺ μπῆκε
στὴ φωτιὰ ἐξαφανίζονται ἀπὸ αὐτήν, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἂν μποροῦσε νὰ τὴ δεῖ κανεὶς ἑνωμένη
μὲ τὸν Χριστὸ σὰν κεφαλὴ μὲ τὸ σῶμα (Ἃ' Κορ. 12, 27), δὲ θὰ ἔβλεπε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ σῶμα
τοῦ Κυρίου (κεφ. λὴ' 2).
Τέλος, γιὰ νὰ μὴ μακραίνουμε τὸ λόγο, ἀφοῦ θὰ τὰ δεῖ ὁ ἀναγνώστης μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ
μελέτη τῆς ἐξαιρετικῆς ὄντως αὐτῆς πραγματείας τοῦ σοφοῦ καὶ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός,
παραθέτουμε αὐτολεξεὶ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου ἀπὸ τὸ πρωτότυπο περὶ τῆς τελετῆς καὶ τοῦ σκοποῦ τοῦ
ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας:
«Τῆς ἁγίας τελετῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων ἔργον μὲν ἢ τῶν δώρων εἰς τὸ θεῖον σῶμα καὶ αἷμα
μεταβολὴ τέλος δέ, τὸ τοὺς πιστοὺς ἁγιασθῆναι, δὶ' αὐτῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσιν καὶ βασιλείας
οὐρανῶν κληρονομίαν καὶ τὰ τοιαῦτα λαβόντας» (κεφ. α' 1).
Ὁ μεταφραστὴς
Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

1. Ἔργο τῆς ἱερουργίας τῶν θείων μυστηρίων εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν προσφερομένων δώρων σὲ
σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ὁ δὲ σκοπὸς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ λήψη τῶν
μυστηρίων αὐτῶν παίρνουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν καὶ τὰ παρόμοια ἀγαθά.
2. Προπαρασκευαστικὰ καὶ συντελεστικὰ γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ αὐτὸ εἶναι, προσευχές,
ψαλμῳδίες, ἀναγνώσεις τῶν ἁγίων Γραφῶν, καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἱερὰ γίνονται καὶ λέγονται πρὶν καὶ
μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Διότι ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τα ἅγια πράγματα
καὶ δὲ συνεισφέρουμε προηγουμένως ἐμεῖς τίποτε σ' Αὐτόν, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ἀπολύτως δικά Του
δωρήματα, ἐντούτοις ἀπαιτεῖ ἀναγκαστικὰ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ γίνουμε ἱκανοὶ νὰ τὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ τὰ
φυλάξουμε, καὶ δὲν μᾶς κάνει μετόχους του ἁγιασμοῦ ἂν δὲν ἔχουμε τέτοια διάθεση. Ἔτσι μᾶς
δέχεται στὸ βάπτισμα, ἔτσι μᾶς δέχεται στὸ χρῖσμα, ἔτσι μᾶς δέχεται στὴ θεία κοινωνία καὶ μᾶς
μεταδίδει ἀπὸ τὴ φοβερὴ θεία τράπεζα.
3. Αὐτὸ τὸ φανέρωσε ὁ Θεὸς στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως. Διότι λέγει: «Βγῆκε ὁ Σπoρεύς», ὄχι
γιὰ νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, ἀλλὰ «γιὰ νὰ σπείρει» (Ματθ. 13, 3), δείχνοντας ὅτι τὸ ὄργωμα καὶ ὅλη ἡ
προετοιμασία πρέπει νὰ ἔχουν γίνει ἀπὸ ἐμᾶς.
4. Ἐφόσον λοιπὸν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν μυστηρίων ἦταν τόσο ἀναγκαῖο νὰ εἴμαστε καλὰ
διατεθειμένοι καὶ ἑτοιμασμένοι, ἔπρεπε καὶ αὐτὴ ἡ προπαρασκευὴ νὰ ὑπάρχει μέσα στὴ
διευθέτηση τῆς ἱερῆς τελετῆς, ὅπως καὶ ὑπάρχει. Καὶ αὐτὸ πράγματι μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν σ' ἐμᾶς
οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες καὶ ὅλα ὅσα ἱερὰ γίνονται καὶ λέγονται σ' αὐτήν. Διότι αὐτὰ μας
ἁγιάζουν καὶ μᾶς διαθέτουν, ἀφενὸς μὲν νὰ δεχθοῦμε ὅπως πρέπει τὸν ἁγιασμό, ἀφετέρου δὲ νὰ
διατηρήσουμε τὸν ἁγιασμὸ καὶ νὰ μείνουμε κάτοχοί του.
5. Μᾶς ἁγιάζουν δὲ μὲ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι ὠφελούμαστε ἀπὸ αὐτὲς τὶς προσευχές,
τὶς ψαλμῳδίες καὶ τὶς ἀναγνώσεις. Οἱ προσευχὲς μᾶς στρέφουν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μᾶς προξενοῦν
τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ οἱ ψαλμῳδίες ὁμοίως κάνουν τὸν Θεὸ εὐμενῆ ἀπέναντί μας καὶ
ἕλκουν σ' ἐμᾶς τὴ βοήθεια ἀπὸ Αὐτόν. Διότι λέγει: «Πρόσφερε στὸν Θεὸ θυσία δοξολογίας: θὰ σὲ
λυτρώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις» (Ψάλμ. 49, 14-15). Οἱ δὲ ἀναγνώσεις τῶν ἁγίων Γραφῶν, οἱ ὁποῖες
διακηρύσσουν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴ
δικαιοσύνη καὶ τὴν κρίση Του, ἐμπνέουν στὶς ψυχὲς μᾶς τὸν φόβο Του καὶ ἀνάβουν τὴν ἀγάπη πρὸς
Αὐτὸν καὶ ἔτσι βάζουν μέσα μας πολλὴ προθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του. Όλα αὐτά, μὲ τὸ νὰ
κάνουν πιὸ καλὴ καὶ πιὸ ἁγία τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ λαοῦ, τοὺς κάνουν ἱκανοὺς νὰ
δεχθοῦν καὶ νὰ διατηρήσουν τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας
ἰδιαιτέρως δέ, κάνουν τὸν ἱερέα ἄξιο νὰ τελέσει τὴ θυσία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας,
ὅπως ἔχει λεχθεῖ. Αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ περιέχεται σὲ πολλὰ μέρη τῶν εὐχῶν, καὶ παρακαλεῖ ὁ ἱερεὺς
νὰ μὴ βρεθεῖ ἀνάξιος της λειτουργίας, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ ὑπηρετήσει
τὸ Μυστήριο. Καὶ ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο το νόημα τῶν λόγων, ὅσων λέγονται καὶ ὅσων ψάλλονται,
ὠφελούμαστε κατὰ τὴν ἱερουργία.
6. Ὁ ἄλλος τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, ὅπως καὶ ἀπ' ὅλα ὅσα γίνονται στὴν
ἱερουργία, εἶναι το ὅτι, μέσα σ' αὐτὰ βλέπουμε τὴν ἀναπαράσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἔργων ποὺ
ἔκανε γιὰ μᾶς καὶ τῶν παθῶν Του. Διότι μέσα στὶς ψαλμῳδίες καὶ στὰ ἀναγνώσματα καὶ σὲ ὅλα
ὅσα πράττει ὁ ἱερεὺς σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας φανερώνεται ἡ Οἰκονομία1 τοῦ
Σωτῆρα. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς θείας λειτουργίας φανερώνει τὶς ἀρχὲς αὐτῆς τῆς Οἰκονομίας, τὸ
δεύτερο φανερώνει τὴ συνέχεια, καὶ τὸ τελευταῖο ἐκεῖνα ποὺ ἐπακολούθησαν στὸ τέλος. Καὶ ἔτσι
μποροῦν οἱ θεατὲς νὰ ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα ἐμπρὸς στὰ μάτια τους. Διότι ὁ ἁγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ
ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύττει τὸν θάνατό του καὶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, διότι
μεταβάλλει τὰ τίμια αὐτὰ δῶρα σὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ὅλα αὐτά,
τὸ ὁποῖο σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. "Ὅσα προηγοῦνται τῆς θυσίας,
φανερώνουν τὰ γεγονότα ποὺ προηγήθηκαν τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν
κόσμο, τὴν πρώτη του ἐμφάνιση καὶ κατόπιν τὴν τέλεια φανέρωσή Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μετὰ
τὴ θυσία φανερώνουν τὴν «ἐπαγγελία τοῦ Πατρός», ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Λουκ. 24, 49),
δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς 'Ἀποστόλους καὶ τὴν μέσῳ αὐτῶν ἐπιστροφὴ τῶν
ἐθνῶν στὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μὲ Αὐτόν..
7. Καὶ ὅλη ἡ μυσταγωγία εἶναι σὰν κάποια ἑνιαία ἀπεικόνιση ἑνὸς σώματος, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ
ζωὴ τοῦ Σωτῆρα. Αὐτὴ θέτει κάτω ἀπὸ τὰ μάτια μᾶς τὰ διάφορα μέρη αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
μέχρι τὸ τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν τάξη καὶ ἁρμονία ποὺ ἔχουν μεταξύ τους.
8. Γι' αὐτὸ οἱ ψαλμοὶ ποὺ ψάλλονται στὴν ἀρχή, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ὅσα γίνονται καὶ λέγονται
στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, συμβολίζουν τὴν πρώτη περίοδο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνῷ ὅσα ἐπακολουθοῦν μετὰ τὶς ψαλμῳδίες, ἀναγνώσματα δηλαδὴ τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ λοιπά,
συμβολίζουν τὴν περίοδο ποὺ ἀκολουθεῖ.
9. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη χρησιμότητα τῶν ἀναγνώσεων καὶ τῶν
ψαλμῳδιῶν – διότι εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὰ ἔχουν παραδοθεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὴν ἀρετὴ καὶ
γιὰ νὰ ἐξιλεώσουν τὸν Θεό, τίποτε ὡστόσο δὲν ἐμποδίζει νὰ κάνουν καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, καὶ
τοὺς πιστοὺς δηλαδὴ νὰ κατευθύνουν στὴν ἀρετὴ καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Οἰκονομία νὰ συμβολίζουν.
Όπως καὶ τὰ ἐνδύματα, χρησιμεύουν μὲν γιὰ ἔνδυση καὶ κάλυψη τοῦ σώματος, καμιὰ φορᾷ δέ,
ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι τέτοια ἢ τέτοια, φανερώνουν καὶ τὸ ἐπάγγελμα, τὴν κατάσταση ἢ τὸ
ἀξίωμα ἐκείνων ποὺ τὰ φοροῦν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει κι ἐδῶ. Διότι μὲ τὸ νὰ εἶναι θεῖες Γραφὲς καὶ νὰ
περιέχουν λόγια θεόπνευστα καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προτρέπουν στὴν ἀρετή, ἁγιάζουν
ἐκείνους ποὺ τὰ διαβάζουν ἢ τὰ ψάλλουν. Μὲ τὸ νὰ ἐπιλεγοῦν δὲ αὐτὰ ποὺ ἐπελέγησαν καὶ νὰ
λάβουν τέτοια διάταξη ποὺ ἔλαβαν, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη ἰδιότητα καὶ μποροῦν νὰ συμβολίζουν τὴν
ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ ζωή Του. Διότι ὄχι μόνο οἱ ψαλμῳδίες καὶ τὰ ἀναγνώσματα, ἀλλὰ καὶ οἱ
ἴδιες οἱ πράξεις τῆς ἱερουργίας ἔχουν αὐτὸ τὸ ἰδίωμα. Τὸ καθένα γίνεται γιὰ τὴν παροῦσα
περίπτωση, ἀλλὰ συγχρόνως συμβολίζει καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα ἢ τὶς πράξεις ἢ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Όπως γιὰ παράδειγμα ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο, κατόπιν ἡ εἰσαγωγὴ τῶν
τιμίων δώρων. Αὐτὰ γίνονται γιὰ τὴν ἀνάγκη, τὸ μὲν Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ ἀναγνωσθεῖ, τὰ δὲ τίμια
δῶρα γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ θυσία. Συμβολίζουν ὅμως καὶ τὰ δύο τὴν ἀνάδειξη καὶ φανέρωση τοῦ

1
Θεία Οἰκονομία ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τὸ σύνολο τῶν πράξεων, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐνήργησε τὴν
ἀπολύτρωση καὶ τὴ σωτηρία μας: ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ζωή, ἡ διδασκαλία, τὰ πάθη, ἡ σταύρωση, ἡ
ἀνάσταση, ἡ ἀνάληψή Του, ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας Του.
Σωτῆρα. Τὸ πρῶτο τὴ φανέρωση, ἀμυδρὴ ἀκόμη καὶ ἀτελῆ, στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του: τὸ δεύτερο,
τὴν τελειότατη καὶ τελευταία φανέρωσή Του. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ τελούμενα ἐδῶ,
τὰ ὁποῖα δὲν ἀνταποκρίνονται σὲ καμιὰ πρακτικὴ ἀνάγκη, παρὰ μόνο εἶναι συμβολικὰ ὅπως εἶναι
ἡ κέντηση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ σχεδίαση ἐπάνω σ' αὐτὸν τοῦ σχήματος τοῦ σταυροῦ, τὸ μαχαῖρι τῆς
κεντήσεως καμωμένο σὰν λόγχη, καὶ τέλος τὸ χύσιμο θερμοῦ νεροῦ μέσα στὰ ἁγιασμένα δῶρα.
10. Καὶ στὰ ἄλλα μυστήρια πολλὰ τέτοια μπορεῖς νὰ βρεῖς, ὅπως στὸ βάπτισμα οἱ ὑποψήφιοι νὰ
λύνουν τὰ παπούτσια τους καὶ νὰ γδύνονται, νὰ βλέπουν πρὸς δυσμᾶς, νὰ ἁπλώνουν τὰ χέρια τους
καὶ νὰ φυσοῦν. Αὐτὰ ἐκεῖ μας διδάσκουν πόσο μεγάλο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας κατὰ τοῦ
διαβόλου καὶ πόσο πρέπει νὰ τὸν ἀποστρέφεται ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανός.
Καὶ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο ὑπάρχει στὰ μυστήρια, ἔχει κάποια ἄλλη σημασία.
11. Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ γίνονται στὴν τελετὴ τῶν τιμίων δώρων, ἀναφέρονται ὅλα στὴν Οἰκονομία
τοῦ Σωτῆρα. Ὁ σκοπὸς τοὺς εἶναι νὰ βάλουν μπροστὰ στὰ μάτια μᾶς τὴ θεωρία2 τῆς θείας
Οἰκονομίας γιὰ νὰ ἁγιάζει τὶς ψυχές μας καὶ ἔτσι νὰ γινόμαστε κατάλληλοι νὰ δεχθοῦμε τὰ ἱερὰ
δῶρα. Οπως δηλαδὴ τότε στὸν καιρὸ τῆς πραγματοποιήσεώς της ἡ θεία Οἰκονομία ἀνέστησε τὸν
κόσμο, ἔτσι θεωρουμένη πάντοτε κάνει τὴν ψυχὴ τῶν θεατῶν τῆς καλύτερη καὶ ἁγιότερη μᾶλλον
δέ, οὔτε τότε θὰ ὠφελοῦσε καθόλου, ἂν δὲ γινόταν ἀντικείμενο θεωρίας καὶ πίστεως. Καὶ γι' αὐτὸ
κηρύχθηκε, καὶ γιὰ νὰ πιστευθεῖ χρησιμοποίησε χίλια δυὸ μέσα ὁ Θεός. Διότι ἡ Οἰκονομία αὐτὴ
δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει ἀποτέλεσμα καὶ νὰ σῴζει τοὺς ἀνθρώπους, ἄν, ἐνῷ γινόταν, ἔμενε ἄγνωστη
σ' ἐκείνους ποὺ ἔμελλε νὰ σωθοῦν ἀπὸ αὐτήν. Ἀλλὰ τότε, καθὼς κηρυσσόταν, δημιουργοῦσε μέσα
στὶς ψυχὲς τῶν ἀγνοούντων τὴν εὐλάβεια, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, οἱ ὁποῖες δὲν
ὑπῆρχαν πρίν. Ἐνῷ τώρα, ποὺ τὴν θεωροῦν μὲ ζῆλο ἐκεῖνοι ποὺ ἤδη πίστεψαν, δὲ βάζει μέσα τους
αὐτὰ τὰ μακάρια πάθη, ἀλλά, ἀφοῦ ὑπάρχουν, τὰ συντηρεῖ, τὰ ἀνανεώνει καὶ τὰ αὐξάνει καὶ τοὺς
κάνει πιὸ σταθεροὺς στὴν πίστη καὶ πιὸ θερμοὺς στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη. Διότι αὐτὲς τὶς
διαθέσεις, τὶς ὁποῖες δημιούργησε ἐνῷ δὲν ὑπῆρχαν, πολὺ εὐκολότερα βέβαια μπορεῖ τώρα νὰ τὶς
διαφυλάξει, νὰ τὶς κρατήσει καὶ νὰ τὶς ἀνανεώσει. Λοιπόν, αὐτὲς εἶναι οἱ διαθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες
εἶναι ἀνάγκη νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια μυστήρια καὶ χωρὶς τὶς ὁποῖες καὶ τὸ νὰ βλέπει μόνο κανεὶς
πρὸς αὐτά, εἶναι τελείως ἀνόσιο: εὐλάβεια, πίστη καὶ πολὺ θερμὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
12. Νὰ λοιπὸν γιατί μιὰ τέτοια θεωρία, ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐντυπώσει μέσα μας αὐτά, ἔπρεπε
νὰ ἀποτυπωθεῖ στὴ διάταξη τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ μὴ συλλογιζόμαστε μόνο μὲ τὸν νοῦ,
ἀλλά, κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μᾶς τὴ μεγάλη πτωχεία τοῦ Πλουσίου (Β'
Κορ. 8, 9), τὴν ἔλευση στὸν κόσμο Ἐκείνου ποὺ κατέχει κάθε τόπο, τοὺς ὀνειδισμοὺς τοῦ
Εὐλογημένου, τὰ πάθη τοῦ 'Ἀπαθοῦς πόσο μισήθηκε καὶ πόσο μᾶς ἀγάπησε ποιὸς ἦταν καὶ πόσο
ταπείνωσε τὸν ἑαυτό Του· τί ἔπαθε καὶ τί ἔκανε γιὰ νὰ ἑτοιμάσει μπροστὰ μας αὐτὴ τὴν τράπεζα.
Καὶ ἀφοῦ ἔτσι θαυμάσουμε τὴν παράδοξη σωτηρία καὶ μείνουμε ἔκπληκτοι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν
οἰκτιρμῶν, νὰ σεβαστοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ ἔτσι μᾶς ἐλέησε καὶ ἔτσι μᾶς ἔσωσε, νὰ Τοῦ ἐμπιστευθοῦμε
τὶς ψυχές μας, νὰ Τοῦ παραδώσουμε τὴ ζωή μας καὶ νὰ ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς
ἀγάπης Του. Καὶ ἀφοῦ γίνουμε τέτοιοι, τότε μὲ ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ
τῶν μυστηρίων.
13. Διότι, γιὰ νὰ ἔχουμε τότε τέτοιες διαθέσεις, δὲν εἶναι ἀρκετό το ὅτι μάθαμε μιὰ φορὰ τὰ περὶ
Χριστοῦ καὶ κατέχουμε αὐτὴ τὴ γνώση, ἀλλὰ πρέπει ἐπίσης κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸ σ' αὐτὰ νὰ

2
Πατερικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τὸν Καβάσιλα καὶ σημαίνει το νὰ μὴ μένει κανεὶς στὴν ἁπλὴ θέα
τῶν τελουμένων, ἀλλὰ νὰ μεταβαίνει στὸ πνευματικό τους νόημα ἐμβαθύνοντας σ' αὐτὰ βιωματικὰ μὲ τὴ νοερὰ
μελέτη.
προσηλώσουμε τὰ μάτια τοῦ νοῦ καὶ αὐτὰ νὰ θεωροῦμε, ἀφοῦ ἐξορίσουμε βιαίως κάθε ἄλλο
λογισμό, ἂν πραγματικὰ θέλουμε νὰ κάνουμε τὴν ψυχὴ μᾶς κατάλληλη γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἐκεῖνο,
ὅπως εἶπα. Διότι, ἂν κατέχουμε τὸ λόγο τῆς εὐσεβείας ἔτσι ποὺ ὅταν μᾶς ἐρωτήσουν νὰ μποροῦμε
νὰ ἀπαντήσουμε σωστά, στὸν καιρὸ ὅμως τῆς μυσταγωγίας δὲ θεωροῦμε ὅπως πρέπει ὅλα τα
σχετικὰ μὲ αὐτήν, ἀλλὰ προσηλώνουμε τὸν νοῦ μας σὲ ἄλλα πράγματα, καμιὰ ὠφέλεια δὲν ἔχουμε
ἀπὸ τὴν ἁπλὴ γνώση τῆς εὐσεβείας, διότι αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ βάλει μέσα μας καμία ἀπὸ τὶς
διαθέσεις ποὺ προείπαμε. Διότι τότε οἱ διαθέσεις μᾶς ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς
κατέχουν, καὶ τὰ πάθη ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνοι παράγουν.
14. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἐπινοήθηκε αὐτὸς ὁ συμβολισμός, ὁ ὁποῖος, ἀφενὸς δὲν περιορίζεται νὰ
φανερώσει τὰ τῆς θείας Οἰκονομίας μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ θέτει τὰ πάντα μπροστὰ στὰ μάτια
μας, ἀφετέρου εἶναι ὁρατὸς σὲ ὅλα τα στάδια τῆς ἱερουργίας. Ἔτσι, μὲ τὸ πρῶτο ἐπιδρᾷ
εὐκολότερα ἐπάνω στὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ μὴ μᾶς γίνει μόνο ἁπλὸ θέαμα, ἀλλὰ νὰ δημιουργήσει
μέσα μας καὶ πάθος (πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη: βλ. παρ. 11), διότι μιὰ ὁρατὴ ἀναπαράσταση μπορεῖ νὰ
παραγάγει μέσα μας μιὰ ἐντύπωση πιὸ δυνατή. Καὶ μὲ τὸ δεύτερο, δὲν ἐπιτρέπει διόλου νὰ μᾶς
καταλάβει ἡ λησμοσύνη, οὔτε ἀφήνει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμός μας σὲ τίποτε ἄλλο, μέχρι τὴ στιγμὴ
ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει σ' αὐτὴ τὴ θεία τράπεζα. Καὶ τότε, γεμάτοι ἀπὸ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ ἔχοντας
ἄγρυπνη τὴ μνήμη, θὰ κοινωνήσουμε τὰ ἅγια μυστήρια, βάζοντας μέσα μας ἁγιασμὸ ἐπάνω στὸν
ἁγιασμό, τὸν ἁγιασμὸ δηλαδὴ τῆς τελετῆς ἐπάνω στὸν ἁγιασμὸ τῶν θεωριῶν καὶ
«μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β' Κορ. 3, 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη δηλαδὴ στὴν πιὸ
μεγάλη ἀπ' ὅλες τὶς δόξες.
15. Καὶ αὐτὸ μὲν εἶναι συνοπτικά το νόημα τοῦ συνόλου τῆς θείας λειτουργίας. Τώρα δέ, πρέπει
νὰ τὴν ἐξετάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅσο εἶναι δυνατόν, στὶς λεπτομέρειές της. Πρῶτα τὶς
προπαρασκευαστικὲς εὐχές, τὶς ἱερολογίες, τὶς ἱερὲς ψαλμῳδίες καὶ τὶς ἀναγνώσεις: ἔπειτα, αὐτὸ
τοῦτο τὸ ἱερὸ ἔργο, τὴν ἴδια τὴ θυσία μετὰ ἀπὸ αὐτό, τὸν ἁγιασμό, μὲ τὸν ὁποῖο μέσῳ τῆς θυσίας
ἁγιάζονται οἱ ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, ζώντων καὶ νεκρῶν: ἐπίσης καὶ τὶς ἀκολουθοῦσες ψαλμῳδίες
καὶ προσευχὲς ποὺ ἀπευθύνονται στὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ τὸν ἱερέα, ἂν κάτι ἀπὸ αὐτὰ ἀπαιτεῖ
κάποια ἐξέταση καὶ θεωρία. Καὶ πρὶν ἀπ' ὅλα καὶ μέσα σὲ ὅλα, τὴν Οἰκονομία τοῦ Σωτῆρα, δηλαδὴ
τί ἀπὸ τὴν Οἰκονομία καὶ μὲ ποιὸ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία συμβολίζεται.

1. Ἃς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴ θεωρία ἐκείνων ποὺ γίνονται καὶ λέγονται στὴν Πρόθεση, καὶ πρῶτα της
προσαγωγῆς καὶ τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων.
2. Γιατί δὲν φέρονται εὐθὺς στὸ θυσιαστήριο τὰ στοιχεῖα τῆς θυσίας καὶ δὲν θυσιάζονται, ἀλλὰ
πρῶτα ἀφιερώνονται σὰν δῶρα στὸν Θεό;
3. Αὐτὸ γίνεται διότι στὸν παλαιὸ Νόμο προσφέρονταν στὸν Θεὸ θυσίες, σφαγὲς καὶ αἵματα
ἀλόγων ζῴων, προσφέρονταν καὶ δῶρα, π.χ. σκεύη χρυσὰ ἢ ἀσημένια.
4. Τὸ σῶμα ὅμως τοῦ Χριστοῦ φαίνεται νὰ περιλαμβάνει καὶ τὰ δύο. Διότι καὶ θυσία ἔγινε ὅταν
ἀργότερα θυσιάστηκε γιὰ χάρη τῆς δόξας τοῦ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀφιερωμένο
στὸν Θεὸ ὡς πολύτιμο δῶρο, διότι εἶχε παρθεῖ σὰν ἀπαρχὴ3 τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλὰ καὶ διότι
ἦταν πρωτότοκος καὶ συνεπῶς ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ κατὰ τὸν Νόμο (Ἐξ. 13, 2).
5. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο τὰ προσφερόμενα, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, μὲ τὰ ὁποῖα συμβολίζεται τὸ σῶμα
τοῦ Κυρίου, δὲ φέρνονται εὐθὺς στὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ θυσιαστοῦν. Ἀλλὰ ἡ θυσία γίνεται ἔπειτα,
ἐνῷ πρωτύτερα ἀφιερώνονται στὸν Θεὸ σὰν δῶρα πολύτιμα, καὶ τέτοια εἶναι καὶ ὀνομάζονται.
6. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Όταν πῆρε στὰ χέρια Τοῦ ἄρτο καὶ οἶνο καὶ τὰ παρουσίασε στὸν Θεὸ
καὶ Πατέρα του, τὰ παρουσίασε προσφέροντας καὶ ἀφιερώνοντάς τα σ' Αὐτὸν ὡς δῶρα. Καὶ ἀπὸ
ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάνει τὸ ἴδιο καὶ τὰ ὀνομάζει δῶρα. Δὲ θὰ τὸ ἔκανε δέ,
ἂν δὲ γνώριζε ὅτι τὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Διότι ἄκουσε τὸν ἴδιο νὰ παραγγέλλει: «Τοῦτο ποιεῖτε» (Λουκ.
22, 19), καὶ δὲν θὰ τὸν ἐμιμεῖτο μὲ ἀνομοιότητα.

1. Ἀλλὰ τί σημαίνει ἡ μορφὴ τῶν δώρων;


2. Οἱ παλιοὶ πρόσφεραν στὸν Θεὸ τὶς ἀπαρχὲς τῶν καρπῶν τῶν κτημάτων τους ἢ τῶν ποιμνίων
προβάτων καὶ βοδιῶν ἢ ἄλλων ἀγαθῶν (Δεύτ. 18, 4).
Ἐμεῖς ἀφιερώνουμε στὸν Θεὸ αὐτὰ τὰ δῶρα (ἄρτο καὶ οἶνο) ὡς ἀπαρχὲς τῆς ζωῆς μας, διότι εἶναι
τροφὴ ἀνθρώπινη, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται ἡ σωματικὴ ζωή. Καὶ ὄχι μόνο συντηρεῖται ἡ ζωὴ μὲ
τὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ δηλώνεται μὲ αὐτή. Διότι, μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἔλεγαν γιὰ τὸν Χριστὸ οἱ
Ἀπόστολοι: «Φάγαμε καὶ ἤπιαμε μαζί Του» (Πράξ. 10, 41), γιὰ νὰ δείξουν ὅτι τὸν εἶδαν ζωντανό.
Καὶ ὁ Κύριος, στὸν νεκρὸ ποὺ ἀνέστησε, διέταξε νὰ δώσουν νὰ φάγει, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ ζωὴ μὲ
τὴν τροφὴ (πρβλ. Λουκ. 8, 55). Εἶναι λοιπὸν εὔλογο νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει
ἀπαρχὲς τροφῆς, προσφέρει ἀπαρχὲς τῆς ἴδιας της ζωῆς.
3. Ἀλλὰ ἴσως νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὅλα σχεδὸν ἐκεῖνα ποὺ πρόσφεραν στὸν Θεὸ οἱ παλιοὶ μποροῦν
νὰ θρέψουν τὸν ἄνθρωπο, διότι ἦταν καρποὶ γιὰ τοὺς ὁποίους κοπιάζουν οἱ γεωργοί, καὶ ζῷα
φαγώσιμα. Τί λοιπόν; Όλα ἐκεῖνα ἦταν ἀπαρχὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς;
4. Καθόλου. Διότι κανένα ἀπὸ ἐκεῖνα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη τροφῆς ἦταν κοινὴ
τροφὴ καὶ τῶν ἄλλων ζῴων: τὰ μὲν τῶν πτηνῶν καὶ τῶν φυτοφάγων ζῴων, τὰ δὲ τῶν σαρκοφάγων.
'Ἀνθρώπινο λέμε ἐκεῖνο ποὺ ἁρμόζει μόνο στὸν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τὸ νὰ χρειάζεται κατασκευὴ
ἄρτου γιὰ νὰ φάγει καὶ ἐπινόηση οἴνου γιὰ νὰ πιεῖ, αὐτὸ εἶναι ἰδίωμα μόνο του ἀνθρώπου.
5. Τέτοια εἶναι ἡ μορφὴ αὐτῆς τῆς προσφορᾶς δώρων.

3
Ἔτσι ὀνομάζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ προσφορὰ στὸν Θεὸ τῶν πρώτων καὶ καλύτερων καρπῶν τῆς συγκομιδῆς
σὲ ἔνδειξη εὐχαριστίας (Ἐξ. 23, 19: Δεύτ. 18, 4).
1. Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία καὶ ποιὸς ὁ λόγος ποῦ ἔπρεπε νὰ προσφέρουμε σὰν ἀπαρχὲς τῆς ζωῆς μᾶς
αὐτὰ τὰ δῶρα;
2. Εἶναι το ὅτι, ὡς ἀνταπόδοση αὐτῶν τῶν δώρων, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει ζωή. Καὶ ἦταν εὔλογο νὰ μὴν
εἶναι τελείως ἀταίριαστη ἡ ἀνταπόδοση μὲ τὸ δῶρο, ἀλλὰ νὰ ἔχουν κάποια συγγένεια. Καὶ ἀφοῦ ἡ
ἀνταπόδοση εἶναι ζωή, ζωὴ πρέπει, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ εἶναι καὶ τὸ δῶρο, καὶ μάλιστα ἀφοῦ ὁ
ἴδιος εἶναι καὶ τοῦ δώρου νομοθέτης καὶ τῆς ἀνταποδόσεως χορηγός, Αὐτὸς ποὺ κρίνει δίκαια καὶ
θέτει τὰ πάντα σὲ ζυγαριὰ καὶ μέτρο (Σ. Σόλ. 11, 20). Αὐτὸς διέταξε νὰ τοῦ προσφέρουμε ἄρτο καὶ
οἶνο, Αὐτὸς μας ἀνταποδίδει γι' αὐτὰ ἄρτο ζῶντα καὶ ποτήριo αἰώνιας ζωῆς. Όπως στοὺς
Ἀποστόλους ἔδωσε ἁλιεία στὴ θέση τῆς ἁλιείας, καὶ ἀπὸ ἁλιεῖς ψαριῶν τοὺς ἔκανε ἁλιεῖς
ἀνθρώπων (Ματθ. 4, 18-19), καὶ στὸν πλούσιο ποὺ ἐρώτησε γιὰ τὴ βασιλεία ὑποσχέθηκε ἀντὶ τοῦ
ἐπίγειου πλούτου τὸν οὐράνιο (Μάρκ. 10, 21), τὸ ἴδιο πάλι ἐδῶ, σ' ἐκείνους ποὺ ἔμελλε νὰ δώσει
ζωὴ αἰώνια, ἐννοῶ τὸ ζωοποιό Του σῶμα καὶ αἷμα, αὐτοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν προηγουμένως
ἐφόδια τῆς φθαρτῆς ζωῆς, ἔτσι ὥστε νὰ πάρουμε ζωὴ ἀντὶ ζωῆς, ἀντὶ τῆς πρόσκαιρης τὴν αἰώνια,
καὶ νὰ φανεῖ ἡ χάρη σὰν ἀμοιβὴ καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος νὰ ἔχει κάποιο στοιχεῖο δικαιοσύνης καὶ νὰ
ἐκπληρωθεῖ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε: «Θὰ βάλω τὸ ἔλεός μου σὲ ζυγαριὰ» (Ἡσ. 28, 17).
3. Αὐτὸ γίνεται ὄχι μόνο σὲ τοῦτο τὸ μυστήριο, ἀλλὰ καὶ στὸ βάπτισμα. Ἀνταλλάσσουμε ζωὴ μὲ
ζωή. Δίνουμε τὴ μιὰ καὶ παίρνουμε στὴ θέση τῆς τὴν ἄλλη. Ἀλλὰ ἡ παράδοση τῆς ζωῆς μας στὸ
βάπτισμα εἶναι θάνατος μὲ κάποια εἰκόνα καὶ περιγραφή, ἐνῷ ἡ ἀναγέννησή μας εἶναι ἀληθινὴ
ζωή. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Σωτῆρας, ἀφοῦ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, θέλησε νὰ κάνει κι ἐμᾶς μετόχους
της νέας ζωῆς Του, διέταξε νὰ τοῦ προσφέρουμε προηγουμένως κι ἐμεῖς κάτι ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ
δῶρο. Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό; Ἡ μίμηση τοῦ θανάτου Του. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο; Ἀφοῦ κρύψουμε τὸ
σῶμα μᾶς μέσα στὸ νερό, σὰν σὲ τάφο, καὶ τὸ ξαναφανερώσουμε τρεῖς φορές, μᾶς δέχεται ὡς ἤδη
μετόχους στὸ θάνατο καὶ στὴν ταφή Του καὶ μᾶς ἀξιώνει καὶ τῆς καινούργιας Του ζωῆς.
4. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔτσι εἶναι.

1. Ἀκόμη ὅμως πρέπει νὰ ἐξηγήσουμε καὶ αὐτό: γιατί ὄχι ὅλους τους προσφερθέντες ἄρτους,
ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνον ποὺ κόβει ὁ ἱερεύς, προσφέρει ὡς δῶρο καὶ ἀφιερώνει στὸν Θεὸ καὶ τὸν φέρνει
στὸ θυσιαστήριο γιὰ τὴν ἱερουργία;
2. Καὶ τοῦτο εἶναι ἰδίωμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διότι τὰ ἄλλα δῶρα, οἱ κάτοχοί τους τὰ
ξεχώριζαν ἀπὸ τὰ ἄλλα πράγματα τῆς ἴδιας φύσεως καὶ τὰ ἔφερναν στὸ ναὸ καὶ τὰ παρέδιδαν στὰ
χέρια τῶν ἱερέων, οἱ δὲ ἱερεῖς τὰ δέχονταν, τὰ πρόσφεραν ἢ τὰ θυσίαζαν, ἢ ἔκαναν γιὰ τὸ καθένα
ἀπὸ τὰ δῶρα ὅ,τι ταίριαζε σ' αὐτό..
3. Τὸ σῶμα ὅμως τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὡς Ἱερέα χωρίστηκε ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα
καὶ προσφέρθηκε καὶ ἀνυψώθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τελικὰ θυσιάστηκε. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ πῆρε τὸ σῶμα Του γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀφαιρώντας αὐτὸ ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς
ἀνθρωπότητας: Αὐτὸς ὁ ἴδιος το ἔδωσε ὡς δῶρο στὸν Θεό, θέτοντας αὐτὸ στοὺς κόλπους τοῦ
Πατέρα, Αὐτὸς ποὺ δὲν χωρίστηκε ποτὲ ἀπὸ τοὺς κόλπους ἐκείνους, ἀλλὰ ἐκεῖ το ἔκτισε καὶ τὸ
φόρεσε, ὥστε συγχρόνως μὲ τὴν πλάση του νὰ εἶναι καὶ δοσμένο στὸν Θεό. Καὶ τελευταία το
ὁδήγησε καὶ στὸ σταυρὸ καὶ τὸ θυσίασε.
4. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, τὸν ἄρτο ποῦ μέλλει νὰ μεταβάλει σ' ἐκεῖνο τὸ σῶμα, ὁ ἴδιος ὁ ἱερεὺς τὸν
ἀποκόπτει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄρτους καὶ τὸν ἀφιερώνει στὸν Θεό, τοποθετώντας τὸν μέσα στὸ ἱερὸ
δισκάριο, καὶ κατόπιν τὸν φέρνει στὸ θυσιαστήριο καὶ τὸν θυσιάζει.

1. Ο ἄρτος λοιπὸν ποὺ ἀποκόπηκε, ἐφόσον μένει στὴν πρόθεση, εἶναι ἁπλὸς ἄρτος. Μόνο αὐτὴ
τὴν ἰδιότητα ἔχει, ὅτι ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἔγινε δῶρο, ὁπότε συμβολίζει τὸν Χριστὸ σ' ἐκείνη
τὴν ἡλικία ποὺ εἶχε γίνει δῶρο στὸν Θεό. Ἔγινε δὲ δῶρο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ γέννησή Του, ὅπως
προείπαμε, διότι καὶ κατὰ τὴ γέννησή Του ἦταν δῶρο, ἀφοῦ ἦταν πρωτότοκος.
2. Ἐπειδὴ ὅμως τὰ πάθη ποὺ ὑπέμεινε ὕστερα ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ σωτηρία μας στὸ σῶμα τοῦ
ἐκεῖνο, ἢ σταύρωση καὶ ὁ θάνατος, εἶχαν περιγραφεῖ πρωτύτερα προφητικῶς ἀπὸ τοὺς παλιούς,
γι' αὐτὸ ὁ ἱερεὺς ἐδῶ, πρὶν φέρει στὸ θυσιαστήριο τὸν ἄρτο γιὰ νὰ τὸν θυσιάσει, φροντίζει νὰ δείξει
πρωτύτερα ἐπάνω σ' αὐτὸν τὰ διάφορα ἐκεῖνα σύμβολα. Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Τὴ στιγμὴ ποὺ
ξεχωρίζει τὸν ἄρτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄρτους καὶ τὸν κάνει δῶρο, γράφει ἐπάνω σ' αὐτὸν σὰν ἐπάνω
σε ζωγραφικὸ πίνακα τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα ὅσα τελεῖ, ἄλλα ἀπὸ
ἀναγκαιότητα πρακτικὴ καὶ ἄλλα ἐπίτηδες, τὰ ὑποτάσσει σ' αὐτὸ τὸ συμβολισμό. Ἔτσι, ὅσα
γίνονται τότε, εἶναι μιὰ διήγηση, στὴν πράξη, τῶν σωτηρίων παθῶν καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου.
3. Αὐτὸ ἦταν παλιὰ συνήθεια, μὲ τὴν πράξη νὰ διηγοῦνται καμιὰ φορᾷ καὶ νὰ παρακινοῦν καὶ
νὰ προφητεύουν. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Προφήτης, ποὺ θέλοντας νὰ ὑποδηλώσει τὴν αἰχμαλωσία τῶν
Ἑβραίων, ἔδεσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ (Ἰεζ. 3, 25). Καὶ ὁ "Ἀγαβος ὕστερα ἔκανε τὸ ἴδιο γιὰ νὰ ὑποδηλώσει
τὰ δεσμὰ τοῦ Παύλου (Πράξ. 21, 11). Καὶ κάποιος, λένε, ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ποὺ
ἐρωτήθηκε τί εἶναι μοναχός, δὲν ἀποκρίθηκε τίποτε, ἀλλὰ ἔβγαλε τὸ ἔνδυμά του καὶ τὸ
καταπάτησε.
4. Ἔτσι καὶ τὸν ἴδιο το θάνατο καὶ τὴν ὅλη Οἴκονομιά του Κυρίου οἱ παλιοί, ὄχι μόνο μὲ λόγια,
ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα προανήγγελλαν καὶ μάθαιναν ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως ἦταν ἡ ράβδος τοῦ Μωυσῆ ποὺ
ἔσχιζὲ στὰ δύο τὴ θάλασσα (Ἐξ. 14, 16 καὶ 21), καὶ ἡ βάτος ποὺ ἔβαλλε μέσα στὶς φλόγες (Ἐξ. 3, 2),
καὶ ὁ 'Ἰσαὰκ ποὺ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του γιὰ σφαγὴ (Γέν. 22, 1-13), καὶ ὅλα τα ἄλλα, μὲ τὰ
ὁποῖα συμβολιζόταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ μυστήριο.
5. Αὐτὰ φαίνεται νὰ τελεῖ ὁ ἱερεύς. Ἐκφράζει μὲ λόγια ἢ ἀναπαριστᾷ μὲ πράξεις ἐκεῖνα ποὺ
γνωρίζει γιὰ τὴ θυσία ἐκείνη, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ δείξει αὐτά σε τέτοιο ὑλικό, σχεδὸν σὰν νὰ
λέγει: «Ἔτσι ᾖρθε πρὸς τὸ πάθος ὁ Κύριος, ἔτσι πέθανε, ἔτσι κεντήθηκε μὲ τὴ λόγχη στὴν πλευρά,
ἔτσι ἀπὸ τὴν πληγωμένη πλευρὰ χύθηκε τότε τὸ νερὸ καὶ τὸ αἷμα ἐκεῖνο».
6. Ὁ σκοπὸς ποὺ κάνει αὐτὰ ὁ ἱερεὺς εἶναι γιὰ νὰ δείξει, ὅπως εἶπα, ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὲς τὶς
ἀλήθειες καὶ πραγματικότητες ὑπῆρξαν προηγουμένως προτυπώσεις καὶ περιγραφές, ποὺ τὶς
φανέρωναν ἐκ τῶν προτέρων στοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος, πρὶν φέρει τὸν ἄρτο στὸ
θυσιαστήριο καὶ τὸν θυσιάσει, χαράζει ἐπάνω σ' αὐτὸν τὰ σύμβολα τῆς θυσίας, φανερώνοντας ὅτι
ὁ ἄρτος αὐτὸς βιάζεται νὰ μεταβληθεῖ σ' ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸ 'Ἄρτο, τὸν ἐσταυρωμένο, τὸν
θυσιασμένο. Κοντὰ δὲ σὲ ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ πρέπει νὰ διακηρύττουμε τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου (Ἃ'
Κορ. 11, 26) -, γιὰ νὰ μὴν παραλείψει κανένα τρόπο ἀγγελίας καὶ διηγήσεως αὐτοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ
χρειαζόμασταν μυριάδες στόματα, ὁ ἱερεὺς τὸν διηγεῖται καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις.

1. Καὶ πρῶτα πρῶτα, ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια τοῦ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄρτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ κόψει τὸ
ἱερὸ τμῆμα, λέγει: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»,
σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία Του. Διότι Ἐκεῖνος λέγει: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»
(Λουκ. 22, 19).
2. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ λέγει ὁ ἱερεὺς μόνο γιὰ τὸν ἄρτο ἐκεῖνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῆς τελετῆς,
σὰν νὰ ἀρχίζει τὴν ἱερουργία μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὴν τελειώσει. Διότι καὶ ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐτέλεσε
ὅλο το μυστήριο, πρόσθεσε αὐτὸ τὸ λόγο: «Αὐτὸ νὰ κάνετε σὲ ἀνάμνησή μου».
3. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση; Πῶς μέσα στὴν τελετὴ θὰ θυμηθοῦμε τὸν Κύριο; Σὲ ποιὲς
πράξεις καὶ σὲ ποιὰ κατάστασή Του θὰ τὸν θυμηθοῦμε; Μὲ ἄλλα λόγια, τί θὰ θυμηθοῦμε ἢ τί θὰ
διηγηθοῦμε γι' Αὐτόν; Μήπως ὅτι ἀνέστησε νεκροὺς καὶ ἔδωσε τὴν ὅραση σὲ τυφλοὺς καὶ διέταξε
τοὺς ἀνέμους νὰ ἡσυχάσουν καὶ μὲ λίγα ψωμιὰ χόρτασε χιλιάδες ἄνθρωπους, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ
τὸν ἀπέδειξαν Θεὸ καὶ παντοδύναμο; Καθόλου. Ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ φανερώνουν ἀδυναμία,
τὴ σταύρωση, τὸ πάθος, τὸν θάνατο, ἐπάνω σ' αὐτὰ μας διέταξε νὰ τὸν θυμόμαστε. Ἔτσι τὸ ἐννόησε
ὁ Παῦλος, ποὺ γνώριζε καλά τα τοῦ Χριστοῦ.
4. Γράφοντας δηλαδὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους γιὰ τὸ μυστήριο αὐτὸ καὶ ἀφοῦ διηγήθηκε ὅτι ὁ
Κύριος εἶπε: «Αὐτὸ νὰ κάνετε σὲ ἀνάμνησή μου», πρόσθεσε: «Διότι ὅσες φορὲς τρώγετε τὸν ἄρτο
τοῦτο καὶ πίνετε τοῦτο τὸ ποτήριο, διακηρύσσετε τὸν θάνατό Του» (Ἃ' Κορ. 11, 26). Αὐτὸ φανέρωσε
καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου. Διότι ὅταν εἶπε: «Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου,
αὐτὸ τὸ αἷμα μου», δὲν πρόσθεσε θαύματα, ὥστε νὰ πεῖ ὅτι, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀνέστησε νεκρούς,
ποὺ καθάρισε λεπρούς. 'Ἀλλὰ τί εἶπε; Τὸ πάθος μόνο καὶ τὸν θάνατο: «Αὐτὸ ποὺ προσφέρεται
θυσία γιὰ χάρη σας, αὐτὸ ποὺ χύνεται γιὰ χάρη σᾶς» (Λουκ. 22, 19-20).
5. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ δὲ μνημονεύει τὰ θαύματα, ἀλλὰ τὰ πάθη; Διότι τὰ πάθη ἦταν
πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θαύματα. Καὶ μάλιστα ἦταν τόσο πολὺ ἀναγκαία γιὰ μᾶς τὰ πάθη Του, διότι
αὐτὰ εἶναι προξένα της σωτηρίας μας καὶ χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἄνθρωπος,
ἐνῷ τὰ θαύματα Τοῦ ἦταν ἀποδεικτικὰ μόνο, ἔγιναν δηλαδὴ γιὰ νὰ πιστευθεῖ ὁ Κύριος ὅτι Αὐτὸς
εἶναι ἀληθινὰ καὶ Σωτῆρας.

1. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἀνάμνηση, γι' αὐτὸ ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ πεῖ:
«Εἷς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου», προσθέτει αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο.
Κόβοντας τὸν ἄρτο, λέγει τὴν προφητεία τῶν παλιῶν περὶ τοῦ σωτηρίου πάθους: «Ὁδηγήθηκε σὰν
πρόβατο στὴ σφαγὴ κλπ.» (Ἡσ. 53, 7), τὴν ὁποία ἐκφράζει ὅσο μπορεῖ καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴν
πράξη. Διότι κόβοντας κατ' ἀνάγκην τὸν ἄρτο γιὰ νὰ ἀφαιρέσει τὸ δῶρο, καθιστᾷ τὴν πράξη αὐτὴ
καὶ σύμβολο τῆς ἀποχωρήσεως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τῆς πορείας του πρὸς τὸν Πατέρα
διὰ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: «Ἀφήνω τὸν κόσμο καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα» (Ἰω. 16,
28).
2. Καὶ τότε, ἐνῷ βυθίζει τὸ μαχαῖρι πολλὲς φορὲς καὶ ἀποκόπτει τὸν ἄρτο, διαιρεῖ σὲ ἀντίστοιχα
μέρη τὸν προφητικὸ λόγο, ἐφαρμόζοντας κάθε μέρος τοῦ λόγου σὲ κάθε μέρος τῆς τομῆς, γιὰ νὰ
δείξει ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς τομῆς εἶναι ἐξήγηση τοῦ λόγου. Διότι ὅπως ὁ ἄρτος αὐτὸς χωρίστηκε
ἀπὸ τὴ μᾶζα τοῦ ὁμογενοῦς ἄρτου γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἱερουργηθεῖ, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος
χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, στὴ φύση τῶν ὁποίων ἔγινε μέτοχος ἀπὸ φιλανθρωπία, καὶ
ὁδηγήθηκε σὰν πρόβατο στὴ σφαγή, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «πάρθηκε ἀπὸ τὴ γῆ ἡ ζωὴ Τοῦ» (Ἡσ.
53, 8). Καὶ προσθέτει ὁ ἱερεὺς τὰ ὑπόλοιπά της προφητείας.
3. Καὶ ἀφοῦ τοποθετήσει τὸν ἄρτο στὸ ἅγιο δισκάριο, τελεῖ καὶ λέγει ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα
διακηρύσσεται ἡ ἴδια ἡ θυσία καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου: διότι λέγει: «Θύεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ
αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Λέγει καὶ πράττει αὐτὰ ποὺ δηλώνουν τὸν τρόπο τοῦ θανάτου.
Διότι ἐπάνω στὸν ἄρτο χαράζει σταυρὸ καὶ ἔτσι δείχνει πῶς ἔγινε ἡ θυσία: διὰ σταυροῦ. Κατόπιν
κεντᾷ τὸν ἄρτο στὸ δεξὶ μέρος, διηγούμενος μὲ τὴν πληγὴ αὐτὴ τοῦ ἄρτου τὴν πληγὴ τῆς πλευρᾶς
τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ μαχαῖρι ποὺ κεντᾷ τὸν ἄρτο τὸ ὀνομάζει λόγχη καὶ τὸ ἔχει καμωμένο σὲ
σχῆμα λόγχης, γιὰ νὰ θυμίζει ἐκείνη τὴ λόγχη. Καὶ καθὼς διηγεῖται ἔτσι μὲ πράξεις αὐτά, διαβάζει
καὶ τὰ λόγια τοῦ Εὔαγγελιου: «Καὶ εἷς των στρατιωτῶν λόγχη τὴν πλευρὰν αὐτοῦ ἔνυξε» (Ἰω. 19,
34). Ὁμοίως καὶ τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἔτρεξαν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ λόγο τὰ
διηγεῖται καὶ μὲ ἔργο τὰ δείχνει, χύνοντας μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο οἶνο καὶ νερὸ καὶ προσθέτοντας
τὰ λόγια: «Καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ». Αὐτὰ εἶναι ἡ ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου καὶ ἡ διήγηση
τοῦ θανάτου Του.

1. Ἀλλὰ γιὰ ποιὰ αἰτία διέταξε αὐτὰ ὁ Κύριος καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἀπαίτησε ἀπὸ μᾶς αὐτὴ τὴν
ἀνάμνηση; Γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἀγνώμονες. Διότι εἶναι κάποια ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸ μέρος τῶν
εὐεργετηθέντων πρὸς τοὺς εὐεργέτες το νὰ θυμοῦνται αὐτοὺς καὶ τὰ ἔργα τους μὲ τὰ ὁποῖα
εὐεργετήθηκαν. Γιὰ τὴν ἀνάμνηση αὐτὴ τῶν εὐεργετῶν τοὺς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐπινοήσει πολλοὺς
τρόπους: μνημεῖα, ἀγάλματα, στῆλες, ἑορτές, πανηγύρια, ἀγῶνες. Όλα αὐτά σε ἕνα ἀποβλέπουν
στὸ νὰ μὴν παραδοθοῦν στὸ βυθὸ τῆς λησμοσύνης οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι.
2. Κάτι τέτοιο ἔκανε καὶ ὁ Σωτῆρας: οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ λέγει, ζητοῦν ἄλλα φάρμακα ἐναντίον
τῆς λησμοσύνης, γιὰ νὰ θυμοῦνται τοὺς εὐεργέτες τοὺς ἐσεῖς ὅμως σὲ ἀνάμνησή μου νὰ κάνετε
τοῦτο. Καὶ ὅπως οἱ πόλεις ἀναγράφουν ἐπάνω στὶς στῆλες τῶν ἡρώων τὶς νῖκες μὲ τὶς ὁποῖες
σώθηκαν ἢ εὐημέρησαν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἐπάνω στὰ δῶρα αὐτὰ γράφουμε τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, μὲ
τὸν ὁποῖο ἔγινε ὅλη ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καὶ οἱ πόλεις ἔχουν μὲ τὰ ἀγάλματα τὴ μορφὴ
μόνο του σώματος τῶν εὐεργετῶν, ἐνῷ ἐμεῖς μὲ τὴν προσφορὰ τῶν τιμίων δώρων δὲν ἔχουμε τὴ
μορφὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὸ ἴδιο το σῶμα τοῦ Εὐεργέτη.
3. Αὐτὸ νομοθέτησε ὁ Κύριος καὶ στοὺς παλιοὺς νὰ κάνουν μὲ τὶς προτυπώσεις, τὸ ἴδιο ποὺ
διέταξε νὰ γίνεται τώρα στὴν ἀλήθεια καὶ στὰ πράγματα. Αὐτὸ ἦταν τὸ πάσχα καὶ ἡ σφαγὴ τοῦ
ἀμνοῦ: ἀνάμνηση τῆς σφαγῆς τοῦ προβάτου καὶ τοῦ αἵματος ἐκείνου ποὺ ἔσωσε στὴν Αἴγυπτο τὰ
πρωτότοκά των Ἑβραίων (Ἐξ. 12).
4. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς ἀναμνήσεως.
1. Ὁ ἱερεὺς συνεχίζει τὴν προσφορά. Καὶ ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς προσφερθέντες
ἄρτους ἕνα κομμάτι, τὸ κάνει ἱερὸ δῶρο. Δὲ λέγει ὅμως οὔτε κάνει τὰ ἴδια ὅπως στὴν ἀρχή, αὐτὰ
μὲ τὰ ὁποῖα συμβολιζόταν ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Αὐτά, ἀφοῦ εἰπώθηκαν μιὰ φορά, θεωροῦνται
ὅτι εἰπώθηκαν γιὰ ὅλη τὴν τελετή. Διότι ὅλη ἡ προσφορὰ τῶν δώρων γίνεται σὲ ἀνάμνηση τοῦ
Κυρίου καὶ μέσῳ ὅλης αὐτῆς διακηρύσσεται ὁ θάνατός Του.
2. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν αὐτὰ ποῦ λέγονται στὴ συνέχεια;
3. «Εἷς δόξαν τῆς παναγίας του Θεοῦ Μητρός», «εἷς πρεσβείαν τοῦ τάδε ἢ τοῦ τάδε Ἁγίου», «εἷς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ζώντων ἢ τεθνεώτων».
4. Τί σημαίνουν αὐτά; Εὐχαριστία στὸν Θεὸ καὶ ἱκεσία, ποὺ εἶναι οἱ ἀφορμές, τὰ αἴτια τῆς
προσφορᾶς τῶν δώρων.
5. Τὸ πρᾶγμα ἔχει ὡς ἑξῆς. Κανένα δῶρο δὲ δίνεται χωρὶς λόγο, εἴτε πρόκειται γιὰ λατρεία τοῦ
Θεοῦ, εἴτε γιὰ δωρεὰ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ δίνεται γιὰ χάρη κάποιου καλοῦ, ποὺ εἴτε ἔγινε, εἴτε
ἐλπίζεται νὰ γίνει. Διότι πράγματι, μὲ τὰ δῶρα μας, εἴτε ἀνταποδίδουμε στὸν εὐεργέτη τὴν
εὐεργεσία ποὺ μᾶς ἔκανε, εἴτε καλοπιάνουμε ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς εὐεργετήσει, γιὰ νὰ
λάβουμε εὐεργεσίες ποὺ ἀκόμη δὲν ἔγιναν.
6. Αὐτὰ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουμε στὸν Θεό, εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ προσφέρουμε καὶ γιὰ τοὺς
δύο αὐτοὺς σκοπούς, καὶ διότι ἔχουμε πάρει, καὶ γιὰ νὰ πάρουμε, δηλαδὴ καὶ εὐχαριστώντας τὸν
Θεό, καὶ ἰκετεύοντας Τὸν. Εὐχαριστώντας Τὸν γιὰ ὅσα εὐεργετηθήκαμε, καὶ ἰκετεύοντας, γιὰ νὰ
εὐεργετηθοῦμε ὥστε τὰ δῶρα αὐτὰ εἶναι καὶ εὐχαριστήρια καὶ ἰκετήρια.
7. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, καὶ ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα ποῦ ζητοῦμε;
Αὐτὰ ὁπωσδήποτε εἶναι τὰ ἴδια: ἄφεση ἁμαρτιῶν, κληρονομία τῆς βασιλείας. Αὐτὰ εἶναι ποὺ
διέταξε ὁ ἴδιος πρὶν ἀπ' ὅλα νὰ ζητοῦμε (Ματθ. 6, 33), αὐτὰ εἶναι ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη λάβει,
αὐτὰ εἶναι κι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἱκετεύει. Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο ἔλαβε αὐτὰ τὰ ἀγαθά; Καὶ μὲ ποιὸν
τρόπο δὲν ἐπέτυχε ἀκόμη αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ δέεται στὸν Θεὸ νὰ τὰ ἐπιτύχει;
8. Τὰ ἔλαβε πρῶτα, διότι ἔλαβε τὴ δύναμη νὰ τὰ δεχθεῖ. Διότι «ἔλαβαν ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα
Θεοῦ» (Ἰω. 1, 12), καὶ αὐτὸ εἶναι δωρεὰ κοινὴ σὲ ὅλους τους Χριστιανούς, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ
θάνατο τοῦ Σωτῆρα. Εἶναι τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα υἱοθετούμεθα ἀπὸ
τὸν Θεὸ καὶ γινόμαστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
9. Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη κληρονομήσει ἐνεργῶς καὶ τὴν ἴδια τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν,
μὲ τὰ ἀναρίθμητα μέλη της ποὺ ἀπέστειλε ἀποικία της στὸν οὐρανό, τὰ ὁποῖα ὁ μακάριος Παῦλος
ὀνομάζει «ἐκκλησία πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς» (Ἑβρ. 12, 23). Ἔτσι ἔλαβε λοιπὸν
ἡ Ἐκκλησία αὐτὰ τὰ μεγάλα ἀγαθά.
10. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνα τὰ παιδιά της ποὺ τρέχουν ἀκόμη γιὰ νὰ κατακτήσουν τὸ βραβεῖο, καὶ γενικὰ
γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σ' αὐτὴ τὴ ζωή, τῶν ὁποίων τὸ τέλος εἶναι ἀβέβαιο, καθὼς καὶ γιὰ ἐκείνους
ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδες ὄχι τόσο καλὲς καὶ βέβαιες, γι' αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπέτυχε
ἀκόμη τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο μνημονεύει τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, μνημονεύει
καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔχουν φτάσει στὴν τελειότητα, μνημονεύει κι ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν φτάσει
ἀκόμη στὴν τελειότητα. Καὶ γιὰ τοὺς πρώτους εὐχαριστεῖ, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἱκετεύει.
11. Ώστε τὸ πρῶτο μέρος τῆς προσφορᾶς εἶναι εὐχαριστία, ὁμοίως καὶ τὸ δεύτερο, ἐνῷ τὰ
ὑπόλοιπα εἶναι ἱκεσία σὲ ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου, γιὰ τὴ δόξα τῆς μακαρίας Μητέρας του καὶ γιὰ
πρεσβεία τῶν Ἁγίων.
12. Σὲ εὐχαριστοῦμε, λέγει ἡ Ἐκκλησία, διότι μὲ τὸν θάνατό Σου μᾶς ἄνοιξες τὶς πύλες τῆς ζωῆς,
διότι πῆρες ἀπὸ ἐμᾶς Μητέρα, διότι τόσο πολὺ δοξάστηκε ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμᾶς, διότι ἔχουμε
πρεσβευτὲς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ σὲ ἀνθρώπους σὰν ἐμᾶς ἔδωσες τόση παρρησία.
13. Διότι οἱ ἐκφράσεις “εἷς δόξαν” καὶ “εἰς πρεσβείαν” θέλουν νὰ ποῦν γιὰ τὴ δόξα” καὶ “γιὰ τὴν
πρεσβεία”, ὅπως καὶ τὸ “εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν'' εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιών”.
Τοῦτο ἔχει διπλὴ σημασία: ἢ γιὰ κάτι παρόν, ἢ γιὰ κάτι ποὺ ἐλπίζουμε. Ἡ δὲ δόξα τῆς μακαρίας
Παρθένου καὶ ἡ πρεσβεία καὶ παρρησία τῶν Ἁγίων, ποιὸς δὲν ξέρει ὅτι εἶναι παρόντα ἀγαθά; Ἡ
προσφορὰ δὲ δώρων γιὰ χάρη παρόντων ἀγαθῶν δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ σαφὴς εὐχαριστία.
Ἀκόμη καὶ τὸ “εἷς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου”, ἀπ' ὅσα εἴπαμε παραπάνω, γίνεται φανερὸ ὅτι σημαίνει
κάποια ἀνταπόδοση σ' Αὐτὸν γιὰ τὸν θάνατό του καὶ συγχρόνως εὐχαριστία. Γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπ'
ὅλα στὴν προσφορὰ τῶν δώρων λέγονται αὐτὰ τὰ λόγια, διότι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἔγινε σ' ἐμᾶς
αἴτιος ὅλων των ἀγαθῶν.
14. Ὕστερα ἀπὸ ὅλα ὁ ἱερεὺς κάνει τὴν ἱκεσία, μὲ τὴν ὁποία ζητεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀνάπαυση
τῶν ψυχῶν καὶ τὰ παρόμοια. Διότι ἡ εὐγνωμοσύνη ἀπαιτεῖ, ὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεό, νὰ μὴν
ἐκθέτουμε ἀμέσως τὶς ἀνάγκες μας, οὔτε νὰ ζητοῦμε ἐκεῖνα ποὺ μᾶς λείπουν, ἀλλὰ μᾶλλον, ἀφοῦ
θυμηθοῦμε πρῶτα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ τὸν
δοξολογοῦμε, καὶ ἔτσι νὰ βάζουμε τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη.

1. Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ ἔγιναν ἐπάνω στὸν ἄρτο γιὰ νὰ συμβολίσουν τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου,
εἶχαν ἰσχὺ περιγραφῆς μόνο καὶ συμβόλου, ἐνῷ ὁ ἄρτος ἔμεινε ἄρτος. Τὸ μόνο ποὺ ἔλαβε ἦταν νὰ
γίνει δῶρο στὸν Θεό. Γι' αὐτὸ καὶ συμβολίζει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν πρώτη του ἡλικία, διότι
κι ἐκεῖνο τὸ σῶμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δῶρο, ὅπως ἔχει λεχθεῖ προηγουμένως. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο καὶ
ὁ ἱερεὺς λέγει καὶ ἀναπαριστᾷ ἐπάνω στὸν ἄρτο τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν τότε στὸν Κύριο,
νεογέννητο στὴ φάτνης διότι βάζει ἐπάνω στὸν ἄρτο τὸν λεγόμενο ἀστερίσκο καὶ λέγει: «Καὶ ἰδοὺ
ὁ ἀστὴρ ἐλθῶν ἔστη ἐπάνω οὗ ἣν τὸ παιδίον» (Ματθ. 2, 9). Κατόπιν, γιὰ νὰ μὴ σκεφθοῦν οἱ
ἄνθρωποι μικρὰ γι' Αὐτὸν καὶ ἀνάξια της θεότητάς του μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπουν ἄνθρωπο, προσθέτει
αὐτὰ ποὺ ἀπὸ παλιὰ εἶπαν οἱ Προφῆτες γι' Αὐτόν, ὅσον ἀφορᾷ στὴ θεότητά Του: «Τῷ λόγῳ Κυρίου
οἱ οὐρανοὶ ἔστερεωθησαν» (Ψάλμ. 32, 6), καί: «Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο»
(Ψάλμ. 92, 1), καί: «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἢ ἀρετὴ Αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως Αὐτοῦ πλήρης ἢ γῆ»
(Ἀββακ. 3, 3).
2. Ἐνῷ λέγει αὐτὰ ὁ ἱερεὺς σκεπάζει τὸν ἄρτο καὶ τὸ ποτήριο μὲ πολυτελῆ καλύμματα καὶ
θυμιάζει ἀπ' ὅλες τὶς πλευρές. Διότι πρωτύτερα ἦταν συγκαλυμμένη ἡ δύναμη τοῦ σαρκωθέντος
Θεοῦ μέχρι τὸν καιρὸ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατέρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖνοι ὅμως
ποὺ ἤξεραν νὰ λέγουν γι' Αὐτὸν «Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» καὶ ὅλα τα
ἀναφερθέντα θεοπρεπῇ λόγια, τὸν ἀναγνώριζαν, τὸν λάτρευαν ὡς Θεὸ καὶ ζητοῦσαν καταφύγιο
κοντά Του. Αὐτὸ ὑπαινίσσεται ὁ ἱερεὺς ὅταν λέγει ἐπάνω στὰ σκεπασμένα δῶρα: «Σκέπασον ἠμᾶς
ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων Σου» καὶ θυμιάζει ἀπ' ὅλες τὶς πλευρές.
3. Ἀφοῦ πεῖ καὶ τελέσει αὐτὰ καὶ εὐχηθεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ καλὰ ἢ λειτουργία σύμφωνα μὲ τὸν
ἱερὸ σκοπό του, ἔρχεται στὸ θυσιαστήριο, στέκεται ἔμπρος στὴν ἁγία τράπεζα καὶ ἀρχίζει τὴ
λειτουργία.

1. Ὁ ἱερεὺς ἀρχίζει τὴ λειτουργία μὲ δοξολογία: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
2. Ἡ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι εὐχαριστία, δοξολογία, ἐξομολόγηση, αἴτηση.
3. Πρώτη ἀπ' ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ δοξολογία, μάλιστα δὲ διότι αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς
εὐγνώμονες δούλους ὅταν πλησιάζουν τὸν κύριό τους εἶναι ὅτι δὲν παρουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τὶς δικές τους ὑποθέσεις, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μόνο του κυρίου. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ δοξολογία.
4. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ζητᾷ, τὸ κάνει αὐτὸ διότι θέλει νὰ βελτιώσει τὴν κατάστασή του. Ἐκεῖνος
ποὺ ἐξομολογεῖται, κατηγορεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διότι θέλει νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἴδιος ἀπὸ κακά. Ἐκεῖνος
ποὺ εὐχαριστεῖ, εἶναι φανερό, ὅτι χαίρεται γιὰ τὰ ἀγαθά του καὶ γι' αὐτὸ εὐχαριστεῖ ἐκεῖνον ποὺ
τοῦ τὰ ἔδωσε. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δοξολογεῖ, ἀφοῦ ἀφήσει κατὰ μέρος τὸν ἑαυτό του καὶ ὅλα τα
δικά του, δοξολογεῖ τὸν Κύριο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὴ δύναμή Του καὶ τὴ δόξα Του.
5. Ἔπειτα, καὶ αὐτὴ ἡ φύση καὶ ἡ λογική του πράγματος ἀπαιτεῖ τὴν πρώτη θέση νὰ ἔχει ἡ
δοξολογία. Πράγματι, μόλις πλησιάσουμε τὸν Θεό, εὐθὺς ἀντιλαμβανόμαστε τὸ ἀπλησίαστό της
δόξας Του καὶ τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο Του. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ προκαλεῖται θαυμασμὸς καὶ ἔκπληξη
καὶ τὰ παρόμοια, μὲ ἀναγκαῖα συνέπεια τὴ δοξολογία.
6. Προχωρώντας, μαθαίνουμε τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ σ' αὐτὸ
ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαριστία.
7. Κατόπιν ἀναλογιζόμαστε τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγαθότητάς του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς φιλανθρωπίας
Του, καὶ βρίσκουμε πειστικὸ σημάδι αὐτῆς τῆς ὑπερβολῆς καὶ αὐτοῦ του πλούτου τὴν ἴδια μᾶς τὴν
κακία. Διότι, ἐνῷ εἴμαστε τέτοιοι ποὺ εἴμαστε, Ἐκεῖνος δὲν παύει νὰ μᾶς εὐεργετεῖ. Πράγματι, αὐτὸ
τὸ σημάδι προπάντων μᾶς διδάσκει πόσο φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεός, διότι εἶναι κοντά μας, διότι
εἶναι μέσα μας, διότι εἶναι ἐμπρὸς στὰ μάτια μας. Λοιπὸν τὸ νὰ θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μᾶς
ἐνώπιόν του Θεοῦ, αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζεται ἐξομολόγηση.
8. Τέταρτο εἶναι ἡ αἴτηση. Εἶναι πράγματι εὔλογο νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, ὅτι θὰ ἐπιτύχουμε
ὅ,τι ζητήσουμε στὴν προσευχή μας, μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους κατανοοῦμε
τὴν πρὸς ἐμᾶς ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀγαθὸς ἀπέναντί
μας, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε ἀκόμη πονηροί, πῶς θὰ εἶναι ἀπέναντί μας ἂν μεταβληθοῦμε καί, λέγοντας
πρῶτοι τὶς ἁμαρτίες μας, δικαιωθοῦμε, σύμφωνα μ' ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Προφήτης: «Λέγε σὺ πρῶτος
τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ δικαιωθεῖς» (Ἡσ. 43, 26);
9. Ἔτσι λοιπὸν ἡ δοξολογία κατέχει τὴν πρώτη θέση στὶς συνομιλίες μας μὲ τὸν Θεό. Γι' αὐτὸ ὁ
ἱερεὺς πρὶν ἀπὸ κάθε προσευχὴ καὶ ἱερουργία δοξολογεῖ τὸν Θεό.
10. Ἀλλὰ γιατί ὁ ἱερεὺς δοξολογεῖ τὸ τριαδικὸ καὶ ὄχι τὸ ἑνιαῖο του Θεοῦ; Διότι δὲ λέγει
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς» ἢ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἀλλὰ ἀναφέρει ξεχωριστά τα τρία
Πρόσωπα, λέγοντας «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Λέγει λοιπὸν ἔτσι, διότι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἔμαθαν πρώτη φορὰ οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ
Θεὸς εἶναι τρία Πρόσωπα. Καὶ αὐτῆς τῆς ἐνανθρωπήσεως μυσταγωγία ἀποτελοῦν τὰ τελούμενα.
Γι' αὐτὸ εὐθὺς μὲ τὴν ἔναρξη ἔπρεπε πρώτη νὰ λάμπει καὶ νὰ κηρύττεται ἡ Ἁγία Τριάς.

1. Μετὰ τὴ δοξολογία ὁ ἱερεὺς εἰσάγει τὴν αἴτηση καὶ λέγει: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
2. Οἱ φράσεις τῆς Γραφῆς: «Τί νὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως πρέπει, δὲ γνωρίζουμε» (Ρωμ. 8, 26),
καί: «Νὰ μὴ βαττολογοῦμε» (Ματθ. 6, 7), νὰ μὴ φλυαροῦμε δηλαδὴ στὴν προσευχή, μᾶς διδάσκουν
αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν προσευχή. Καὶ πρῶτα μας διδάσκουν τὸν τρόπο, ὅτι δηλαδὴ
πρέπει νὰ προσευχόμαστε ἐν εἰρήνῃ.
3. Γιατί λοιπὸν εὐθὺς μετὰ τὴ δοξολογία μᾶς καλεῖ νὰ ὑποβάλλουμε στὸν Θεὸ αἰτήσεις χωρὶς νὰ
προηγηθεῖ οὔτε ἐξομολόγηση, οὔτε εὐχαριστία στὸν Θεό; Διότι λέγοντας εἰρήνη περιέλαβε μέσα
της καὶ αὐτὰ τὰ δύο, ἂν θέλει κανεὶς νὰ προσέξει μὲ ἀκρίβεια. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη μέσα
του ἐκεῖνος ποὺ εἶναι δυσαρεστημένος ἀπ' ὅσα τοῦ συμβαίνουν στὴ ζωή, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ
εἶναι εὐγνώμων καὶ σὲ ὅλα εὐχαριστεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ μακαρίου Παύλου (Ἃ' Θεσ. 5, 18):
οὔτε ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει καθαρὴ συνείδηση, καὶ συνείδηση καθαρὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς
ἐξομολόγηση. Ὥστε ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται μὲ εἰρήνη, εἶχε προηγουμένως τὴν ψυχή του σὲ
κατάσταση εὐχαριστίας καὶ ἐξομολογήσεως.
4. Ἐκτὸς τούτου καὶ ἡ αἴτηση ποὺ ἀπευθύνουν στὸν Θεὸ τοὺς παρουσιάζει καὶ νὰ εὐχαριστοῦν
καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται. Διότι τί ζητοῦν; Νὰ ἐλεηθοῦν. Καὶ τοῦτο εἶναι αἴτημα καταδίκων, οἱ ὁποῖοι,
ὅταν δὲν ἔχουν νὰ ἀπολογηθοῦν καὶ νὰ ποῦν κάποια δικαιολογία, ἀφήνουν τελευταία αὐτὴ τὴν
κραυγὴ πρὸς τὸν δικαστή, προσδοκώντας νὰ ἐπιτύχουν ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦν, ὄχι ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη,
ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ δικαστῆ. Μὲ αὐτὸ ἀναγνωρίζουν πολλὴ φιλανθρωπία στὸν δικαστή,
καὶ στὸν ἑαυτὸ τοὺς κακία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ δεύτερο εἶναι ἐξομολόγηση, ἐνῷ τὸ ἄλλο εὐχαριστία.
5. Παρακινεῖ δὲ εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ ἱερεὺς τὸ λαὸ στὴν προσευχή, ἂν καὶ εἶναι ὁ ἴδιος
ὁρισμένος γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γι' αὐτὸ ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ ὡς πρεσβευτὴς καὶ μεσίτης τους.
Αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἡ δική του δέηση καὶ ἔτσι νὰ εἶναι πολὺ ἀποτελεσματική, ὅπως
εἶπε ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (Ἰακ. 5, 16). Καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ δέηση τοῦ δικαίου, ὅταν ὅλοι ἐκεῖνοι
γιὰ τοὺς ὁποίους γίνεται ἡ δέηση προσφέρουν ὅλα ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτούς: καλοσύνη,
προσευχές, ἐπιείκεια καὶ ὅ,τι ἄλλο γνωρίζουν ὅτι εὐχαριστεῖ τὸν Θεό.
6. Καὶ ποιὰ εἶναι εὐθὺς ἡ πρώτη αἴτηση; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν
ἠμῶν».
7. 'Ἀφοῦ πρωτύτερά μας δίδαξε μὲ ποιὰ διάθεση πρέπει νὰ προσευχόμαστε, τώρα διδάσκει καὶ
τί πρέπει πρῶτα νὰ ζητοῦμε, δηλαδὴ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Διότι
καὶ ὁ Χριστὸς ἔτσι παρήγγειλε, νὰ ζητοῦμε πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη Τοῦ
(Ματθ. 6, 33). Καὶ ἡ μὲν “σωτηρία τῶν ψυχών” ὑποδηλώνει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ “ἄνωθεν
εἰρήνη” τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Παῦλος: «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀσύλληπτη σὲ
κάθε νοῦ» (Φιλιπ. 4, 7): αὐτὴν ἄφησε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἀνέβαινε πρὸς τὸν Πατέρα,
λέγοντας: «Σᾶς ἀφήνω εἰρήνη, σᾶς δίνω τὴ δική μου εἰρήνη» (Ἰω. 14, 27). Διότι ὅπως ἐκεῖ ἡ λέξη
δικαιοσύνη δὲ σημαίνει μόνο τὴ διανομὴ τοῦ ἴσου, ἀλλὰ δηλώνει γενικὰ κάθε εἶδος ἀρετῆς, ἔτσι κι
ἐδῶ ἡ λέξη εἰρήνη ἔχει κάποιο νόημα καθολικό· διότι ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ
ὅλης της πνευματικῆς σοφίας. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τέλεια εἰρήνη, ἂν τοῦ λείπει καὶ μιὰ
μόνο ἀρετή, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνει κάτοχός της εἰρήνης, νὰ φτάσει σ' αὐτὴ
διὰ μέσου ὅλων των ἀρετῶν.
8. Πρέπει λοιπὸν πρῶτα νὰ ἀσκοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν εἰρήνη, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὴ στοὺς
ἀνθρώπους, καὶ ἔπειτα νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ δική Του εἰρήνη, αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἀρετή.
Διότι ὑπάρχει σωφροσύνη ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἄσκηση, καὶ ὑπάρχει καὶ ἄλλη σωφροσύνη ποὺ
δίνεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν Θεό· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή, τὴ σοφία καὶ
τὶς ἄλλες ἀρετές. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἱερεὺς μᾶς λέγει πρῶτα γιὰ ἐκείνη τὴν εἰρήνη ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ
ἐμᾶς καὶ πραγματοποιεῖται ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη μᾶς καλεῖ νὰ ἀπευθύνουμε τὶς
δεήσεις μας στὸν Θεό. Κατόπιν κάνει λόγο γιὰ τὴν εἰρήνη ποὺ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς
παρακινεῖ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ γι' αὐτήν, λέγοντάς μας νὰ δεηθοῦμε «ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν
εἰρήνης». Λέγοντας εἰρήνη δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξὺ μας εἰρήνη, ὅταν δὲ μνησικακοῦμε ἐναντίον
κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς εἰρήνη, ὅταν ἡ καρδιά μας δὲ μᾶς κατηγορεῖ γιὰ
τίποτε. Εἶναι μεγάλη ἡ ὠφέλεια τῆς εἰρήνης, ἢ μᾶλλον τὴν ἀρετὴ αὐτὴ τὴν ἔχουμε ἀνάγκη παντοῦ.
Διότι ὁ νοῦς ποῦ θορυβεῖται εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἔρθει σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό, καταρχὴν ἀπὸ
αὐτὴ τὴ φύση τοῦ θορύβου. Διότι ὅπως ἡ εἰρήνη ἑνώνει τοὺς πολλοὺς καὶ τοὺς κάνει ἕνα, ἔτσι καὶ
ὁ θόρυβος τὸν ἕνα τὸν κάνει πολλά. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς θὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἕνα καὶ ἁπλὸ
Θεό; Ἐκτὸς τούτου, ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται χωρὶς εἰρήνη, οὔτε νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ μπορεῖ,
οὔτε νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του. Διότι ἂν ἡ ὀργὴ ταράζει τὸν ἄνθρωπο καὶ
ἡ μνησικακία ἐξόρισε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη, οὔτε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του θὰ βρεῖ ἀπὸ
τὴν προσευχή του, πολὺ δὲ περισσότερο, οὔτε ἄλλη χάρη θὰ λάβει. Ἂν πάλι τὸν κεντᾷ ἡ συνείδησή
του γιὰ ἄλλα ἁμαρτήματα καὶ τὸν κατηγορεῖ ἡ καρδιά του καὶ θορυβεῖται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο,
στερεῖται τελείως κάθε παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὸ ρητὸ (πρβλ. Ἃ' Ἰω. 3, 21). Καὶ ὅταν
προσεύχεται, προσεύχεται χωρὶς παρρησία, ποὺ σημαίνει χωρὶς πίστη. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ
προσεύχεται χωρὶς πίστη, μάταια προσεύχεται καὶ χωρὶς κανένα ὄφελος.
9. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο μᾶς καλεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μὲ εἰρήνη καὶ πρὶν ἀπ' ὅλα
νὰ ζητοῦμε τὴν ἄνωθεν εἰρήνη.
10. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, καλούμεθα νὰ κάνουμε μὲ ἀγαθότητα δεήσεις καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι
μόνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἀντίστοιχους ἐπικεφαλῆς, ἢ γιὰ ἐκείνους ποὺ
βρίσκονται σὲ κινδύνους, δυσκολίες καὶ συμφορές, ἀλλὰ γενικὰ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ὅλης
της οἰκουμένης.
11. Διότι λέγει: «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Κυρίως μὲν διότι οἱ Χριστιανοὶ
γνωρὶζουν ὅτι ὁ Κύριός τους εἶναι Κύριος ὅλων καὶ ὅτι ὡς Δημιουργὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους ὡς
δημιουργήματά Του. Καὶ ἂν κανεὶς φροντίζει γι' αὐτούς, αὐτὸς τιμᾷ περισσότερο τὸν Θεὸ μὲ αὐτὸ
τὸ ἐνδιαφέρον του, παρὰ ἂν θυσιάζει σ' Αὐτὸν ('Ὡσ. 6, 6).
12. Ἔπειτα, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, καθὼς αὐτοὶ θὰ ἔχουν γαλήνη, θὰ ζοῦμε κι ἐμεῖς
εἴρηνικα καὶ ἥσυχα μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ σεμνότητα (Α' Τιμ. 2, 2).
13. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ
ἀγαθά: «εὔκρασια ἀέρων, εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς» γιὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι
αἴτιος καὶ χορηγός των πάντων καὶ γιὰ νὰ ἔχουμε μόνο πρὸς Αὐτὸν στραμμένα τὰ βλέμματά μας,
ἀφοῦ, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, καὶ τὸ καθημερινό μας ψωμὶ ἀπὸ Αὐτὸν νὰ ζητοῦμε διέταξε ὁ Χριστὸς
(Ματθ. 6, 11).

1. Πρέπει νὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸ ἑξῆς. Γιατί, ὁ μὲν ἱερεὺς καλεῖ νὰ προσευχηθοῦν γιὰ πολλὰ καὶ
διάφορα, οἱ δὲ παρευρισκόμενοι πιστοὶ προσεύχονται μόνο νὰ ἐλεηθοῦν, καὶ σ' ὅλες τὶς
περιπτώσεις μόνο αὐτὴ τὴ μία φράση (τὸ «Κύριε ἐλέησον») λέγουν πρὸς τὸν Θεό;
2. Πρῶτα πρῶτα, διότι αὐτὴ ἡ φράση περιέχει ἐξομολόγηση καὶ εὐχαριστία, ὅπως προείπαμε.
Ἔπειτα, τὸ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητοῦμε τὴ βασιλεία Του, τὴν
ὁποία ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ δώσει σὲ ὅσους τὴ ζητοῦν, καὶ ὄχι μόνο αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅλα τα
ἄλλα ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη (Ματθ. 6, 33): καὶ γι' αὐτὸ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ' αὐτὴ τὴ δέηση, ἡ ὁποία
ἔχει δύναμη γιὰ ὅλα μαζί.
3. Καὶ ἀπὸ ποῦ μποροῦμε νὰ μάθουμε ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴ βασιλεία Του;
4. Ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ κατόρθωμα τῶν ἐλεημόνων καὶ γιὰ τὴν ἀνταμοιβὴ τῆς
καλοσύνης τους ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ Αὐτόν: ἀλλοῦ λέγει ὅτι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν, ἐνῷ ἀλλοῦ, ὅτι θὰ
κερδίσουν τὴ βασιλεία, σὰν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο, νὰ ἐπιτύχεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λάβεις τὴ
βασιλεία Του. Διότι λέγει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ. 5, 7).
5. 'Ἀλλοῦ πάλι ὁ Χριστός, σὰν νὰ ἑρμηνεύει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἐξηγεῖ τί εἶναι νὰ ἐλεηθεῖ
κανείς, λέγει: «Θὰ πεῖ ὁ Βασιλεὺς στοὺς ἀπὸ τὰ δεξιά Του», ἐννοώντας τοὺς ἐλεήμονες: «Ἐλᾶτε οἱ
εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς βασιλεία» (Ματθ. 25,
34).
6. Καὶ διαφορετικά: ἂν μέσῳ τῶν πράξεων ποὺ κάνουν οἱ ἐλεήμονες ἄνθρωποι, θελήσει κανεὶς
νὰ σκεφθεῖ τὸ ἔργο τοῦ θείου ἐλέους, θὰ βρεῖ ὅτι τὸ θεῖο ἔλεος ἰσοδυναμεῖ ἀκριβῶς μὲ τὴ βασιλεία.
Πράγματι, τί κάνουν οἱ ἐλεήμονες; «Πείνασα, λέγει, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάγω, δίψασα καὶ μοῦ
δώσατε νὰ πιῶ» (Ματθ. 25, 35). Ἑπομένως καὶ ὁ Χριστός, ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐλεεῖ, θὰ τοὺς
δεχθεῖ νὰ λάβουν μέρος στὴν τράπεζά Του. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτή; «Νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε στὴ
δική μου τράπεζα στὴ βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30). Καὶ γιὰ νὰ δεῖς πόση λαμπρότητα ἔχει ἐκείνη
ἡ τράπεζα καὶ ὅτι δὲν εἶναι τράπεζα δούλων ἀλλὰ βασιλέων, μάθε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ὑπηρετεῖ
σὲ αὐτὴ τὴν τράπεζα εἶναι ὁ Κύριος των πάντων. Διότι λέγει: «Θὰ ζωστεῖ, θὰ τοὺς βάλει νὰ
καθήσουν καὶ θὰ περάσει νὰ τοὺς ὑπηρετήσει» (Λουκ. 12, 37).
7. Ἐπίσης ὁ Κύριος θὰ ντύσει τὴ γυμνότητα τοῦ ἐλεημένου. Δὲ θὰ τοῦ δώσει λοιπὸν βασιλικὴ
στολή; Πράγματι, θὰ τὸν ντύσει ἀπὸ τὰ οἰκεῖα καὶ δικά Του. Καὶ δὲν ὑπάρχει στὸν Χριστὸ τίποτε τὸ
δουλικό, ἀφοῦ εἶναι Βασιλεύς, ὅπως καὶ σ' ἐμᾶς δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ βασιλικό, ἀφοῦ εἴμαστε
δοῦλοι. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου” (Ματθ. 22, 12) ποὺ ὅσοι τὸ φοροῦν πρέπει νὰ βρίσκονται
μέσα στὴ βασιλεία, διότι ὁ Βασιλεὺς δὲ θὰ ἔχει τίποτε νὰ τοὺς μεμφθεῖ καὶ νὰ τοὺς βγάλει ἔξω ἀπὸ
τὸν νυμφῶνα.
8. Τί ἄλλο ἀκόμη; Θὰ ἀνοίξει τὸ σπίτι Του, θὰ τοὺς βάλει μέσα καὶ θὰ τοὺς ἀναπαύσει. «Διότι,
λέγει, ἤμουν ξένος καὶ μὲ περιμαζέψατε» (Ματθ. 25, 35). 'Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ κρίθηκαν ἄξιοι γιὰ μιὰ
τέτοια χάρη, δὲν εἶναι πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ υἱοί. Διότι λέγει: «Ὁ δοῦλος δὲν μένει στὴν οἰκία αἰώνια:
ὁ υἱὸς μένει αἰώνια» (Ἰω. 8, 35). Οἱ δὲ υἱοὶ εἶναι ἐπίσης καὶ κληρονόμοι, ὄχι μόνο της βασιλείας,
ἀλλὰ καὶ Αὐτοῦ ποὺ κατέχει τὴ βασιλεία διότι λέγει: «Κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ
Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 17).
9. Ἔτσι, τὸ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ ζητοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴ
βασιλεία Του.

1. Ἀφοῦ προσευχηθοῦν γιὰ ὅλα, ὁ ἱερεὺς τοὺς καλεῖ νὰ παραθέσουν τοὺς ἑαυτούς των στὸν
Θεό, λέγοντας: «Τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου
καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, μετὰ πάντων των Ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ
πᾶσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
2. Ἀλλὰ δὲν ἀνήκει σὲ ὅλους νὰ παραθέτουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεό. Διότι δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ
τὸ πεῖ κανείς, πρέπει νὰ συμφωνήσει καὶ ὁ Θεός. Αὐτὸ ὁπωσδήποτε ἀπαιτεῖ παρρησία πρὸς τὸν
Θεό, καὶ τὴν παρρησία τὴν προξενεῖ ἡ καθαρὴ συνείδηση, ὅταν ἡ καρδιά μας δὲ μᾶς κατηγορεῖ (Ἃ'
'Ἰω. 3, 21), ὅταν φροντίζουμε τὰ τοῦ Θεοῦ, ὅταν γιὰ χάρη τῆς φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὰ τοῦ Θεοῦ
καταφρονοῦμε τὰ δικά μας. Διότι τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι παραιτούμαστε ἀπὸ τὴ φροντίδα γιὰ τὸν ἑαυτό
μας καὶ τὴν παραθέτουμε μὲ ἀσφάλεια στὸν Θεό, μὲ βέβαιη πίστη ὅτι θὰ δεχθεῖ τὴν παρακαταθήκη
τοῦ ἐαυτοῦ μας καὶ θὰ τὴ φυλάξει. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἀπαιτεῖ τόση σοφία καὶ
ἐπιμέλεια, γι' αὐτό, ἄλλοτε μὲν καλοῦμε σὲ βοήθεια τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη τὴ
χορεία τῶν Ἁγίων καὶ ἔτσι κάνουμε τὴν παράθεσή μας στὸν Θεὸ (διότι τὸ ρῆμα «μνημονεύσαντες»
ἔχει τὴ σημασία του νὰ καλέσουμε, νὰ δεηθοῦμε): ἄλλοτε δέ, ἀφοῦ ζητήσουμε πρωτύτερα «τὴν
ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ “Ἁγίου Πνεύματος», κατόπιν παραθέτουμε στὸν Θεὸ
«ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν».
3. Τί εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως; «Ὁ δίψυχος ἄνθρωπος, λέγει, εἶναι ἀκατάστατος σὲ ὅλες του
τὶς ἐνέργειες» (Ἰακ. 1, 8): δίψυχο ἐννοεῖ τὸν ἀμφίβολο καὶ σὲ ὅλα ἀβέβαιο. Ὁ τέτοιος ἄνθρωπος
κλίνει καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς καὶ πρὸς καμιὰ δὲ βαδίζει σταθερά. Τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ δηλώνει
ἡ ἑνότητα: τὸ μόνιμο, τὸ βέβαιο, τὸ σταθερό. Πράγματι, αὐτὸς ποὺ πιστεύει μὲ βεβαιότητα κάτι,
ἕνα γνωρίζει γι' αὐτό, ἢ ὅτι εἶναι, ἢ ὅτι δὲν εἶναι. Ὁ ἀμφίβολος ὅμως γίνεται φανερὸς καὶ ἀπὸ τὴν
ὀνομασία του ὅτι κλίνει καὶ πρὸς τὰ δύο.
4. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως: κάτι τὸ ἀκλόνητο, τὸ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε
ἀμφιβολία.
5. Ἡ δὲ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σημαίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ λέγεται
κοινωνία διότι, ἀφοῦ ὁ Κύριος γκρέμισε διὰ τοῦ σταυροῦ τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ (Ἔφ. 2, 14)
ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ σ' ἐμᾶς, ἔπρεπε πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν πρωτύτερα χωρισμένοι
καὶ δὲν εἶχαν τίποτε κοινὸ μεταξύ τους, νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ καὶ κοινωνία. Αὐτὸ τὸ
πραγματοποίησε ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στοὺς Ἀποστόλους. "Ἔκτοτε τὸ ἅγιο
βάπτισμα καὶ ὅλη ἡ πηγὴ τῶν θείων χαρίτων ἀνοίχθηκε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καί, κατὰ τὸν μακάριο
Πέτρο, γίναμε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. 1, 4).
6. Χρειάζονται λοιπὸν καὶ ἡ βέβαιη πίστη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ' ἐκεῖνον ποὺ
θέλει νὰ παραθέσει καλῶς τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό.
7. Καὶ ὄχι μόνο τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ καθένας, ἀλλὰ καὶ “ἀλλήλους” νὰ παραθέτουμε στὸν Θεό. Διότι
πρέπει ὄχι μόνο το δικό του καλὸ νὰ ζητεῖ ὁ καθένας, ἀλλὰ καὶ τὸ καλό των ἄλλων, σύμφωνα μὲ τὸ
νόμο τῆς ἀγάπης (Ἃ' Κορ. 10, 24).

1. Ὅσο ὁ διάκονος ἀπευθύνει τὶς αἰτήσεις καὶ ὁ ἱερὸς λαὸς προσεύχεται, ὁ ἱερεὺς στὸ ἅγιο βῆμα
λέγει μὲ χαμηλὴ φωνὴ καὶ μόνος του εὐχὴ γιὰ τοὺς παρισταμένους καὶ γιὰ τὸν ἅγιο ναό, νὰ χυθοῦν
ἐπάνω τους πλούσια τα ἐλέη καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ. Τέλος, προσθέτει καὶ τὴν αἰτία, γιὰ τὴν
ὁποία αὐτὸς ζητεῖ καὶ ὁ Θεὸς θὰ χορηγήσει ὅ,τι εἶναι δίκαιο: ὄχι διότι εἶναι ἄξιοι αὐτοὶ ποὺ
πρόκειται νὰ λάβουν, ὄχι διότι εἶναι δίκαιο νὰ λάβουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ διότι «Σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα,
τιμὴ καὶ προσκύνησις». Γιὰ τὴ δική Σου δόξα, λέγει, σὲ παρακαλῶ γι' αὐτά. Διότι τὸ νὰ δείξεις σ'
ἐμᾶς τοὺς ἀνάξιους τέτοια φιλανθρωπία πρὸς δική Σου δόξα ἀποβαίνει. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος νὰ
δοξάζεσαί σου ἁρμόζει, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ μακαρίου Δαβίδ: «Μὴ σ' ἐμᾶς, Κύριε, μὴ σ' ἐμᾶς,
ἀλλὰ στὸ ὄνομά Σου δῶσε δόξα» (Ψάλμ. 113, 9).
2. Γι' αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς τελειώσει τὴν εὐχή, διαβάζει μεγαλόφωνα αὐτὴ τὴν αἰτιολογία,
διότι εἶναι καὶ κατάληξη τῆς εὐχῆς καὶ δοξολογία, ὥστε νὰ τὴν ἀκούσουν ὅλοι, γιὰ νὰ μετάσχουν
ὅλοι στὸν ὕμνο καὶ νὰ ὑμνηθεῖ ἀπ' ὅλη τὴν Ἐκκλησία ὁ Θεός. Καὶ πράγματι, αὐτοὶ ἀκούγοντας
συμμετέχουν στὸν ὕμνο. Διότι ὅταν προφέρει ὁ ἱερεὺς αὐτὴ τὴ δοξολογία, οἱ πιστοὶ ὅλοι
προσθέτουν τὸ «Ἀμήν», καὶ μὲ τὴ λέξη αὐτὴ οἰκειοποιοῦνται ὅλα ὅσα εἶπε ἐκεῖνος.
3. Κατόπιν ἀρχίζει ὁ ἱερεὺς τὶς ἱερὲς ψαλμῳδίες καὶ ὁλοκληρώνουν οἱ παριστάμενοι ψάλλοντας
τὰ θεόπνευστα λόγια τῶν ἱερῶν Προφητῶν: «'Ἀγαθόν το ἐξομολογείσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ
ὀνόματί Σου, "Ὕψιστε» (Ψάλμ. 91, 2). Τὸ ρητὸ αὐτὸ ἁρμόζει στὴν ἀρχή, διότι λέγει γιὰ τὸν ὕμνο ὅτι
εἶναι κάτι ἀγαθό, πρᾶγμα ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὁπωσδήποτε γιὰ κάθε ὕμνο: λέγοντας δὲ
“ἐξομολογείσθαι” ἐννοεῖ τὴν εὐχαριστία, τὴν ὕμνηση.
4. “Όταν ψαλοῦν αὐτοὶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι στίχοι τοῦ ὕμνου, ὁ διάκονος προτρέπει τοὺς πιστοὺς
σὲ προσευχή, παραγγέλλοντας νὰ δεηθοῦν ὅπως καὶ πρωτύτερα.
5. Ὅσο τελεῖται ἡ ψαλμῳδία καὶ προσεύχονται οἱ πιστοί, ὁ ἱερεὺς μέσα στὸ ἅγιο βῆμα
προσεύχεται στὸν Θεὸ γενικὰ γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ ἐκείνους ποὺ
στολίζουν τὸν ἅγιο οἶκο Του καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸν ἀναδείξουν σὲ ὅλα λαμπρό, γιὰ νὰ δοξαστοῦν
καὶ αὐτοὶ ἀπὸ Αὐτόν: καὶ προσθέτει τὴν οὐσιωδέστατη αἰτία: «Ὅτι σὸν τὸ κράτος καὶ σοῦ ἔστιν ἡ
βασιλεία». Σὰν νὰ λέγει: οἱ βασιλεῖς ἔχουν τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη νὰ κάνουν λαμπροὺς ὅσους
θέλουν. Σὺ ὅμως εἶσαι Βασιλεὺς αἰώνιος, καὶ δική Σου εἶναι ἡ ἐξουσία καὶ δική Σου ἡ βασιλεία.
6. Καὶ αὐτὴ τὴν αἰτιολογία, ποὺ εἶναι δοξολογία, ὁ ἱερεὺς τὴν ἐκφωνεῖ μὲ δυνατὴ φωνὴ ὥστε νὰ
τὴν ἀκούσουν ὅλοι οἱ πιστοί. Καὶ ὕστερα, παίρνοντάς τους συμμετόχους τοῦ ὕμνου πρὸς τὸν Θεό,
ὅπως καὶ προηγουμένως, ἀρχίζει πάλι τὴν ψαλμῳδία καὶ συμπληρώνουν οἱ πιστοί. Ἔπειτα ζητοῦν
ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ αἰτήματα ποὺ ἀπευθύνει ὁ διάκονος, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε καὶ
προηγουμένως.
7. Ὁ δὲ ἱερεύς, ἀφοῦ κάνει πάλι εὐχὴ γιὰ τοὺς συμπροσευχόμενους πιστούς, ὥστε νὰ ἐπιτύχει
καὶ καθένας ἰδιαιτέρως ὅ,τι ζητεῖ πρὸς τὸ συμφέρον του ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀκόμη ζωὴ αἰώνια στὸ
μέλλον, προσθέτει ὡς αἰτία τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰτία αὐτὴ
εἶναι ἡ κατάληξη τῆς εὐχῆς, τὴ λέγει δυνατὰ ὥστε νὰ τὴν ἀκούσουν ὅλοι.
8. Κατόπιν ἀρχίζει τὴν τρίτη ψαλμῳδία.
9. Ὅταν ψάλλεται αὐτή, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ συνοδεία λαμπάδων καὶ
θυμιαμάτων καὶ πομπὴ ὅλων ὅσοι ὑπηρετοῦν μέσα στὸ ἅγιο βῆμα: κρατεῖ δὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
διάκονος ἤ, σὲ ἀπουσία του, ὁ ἱερεύς.
10. Ὁ δὲ ἱερεύς, ἐνῷ μέλλει νὰ εἰσέλθει στὸ θυσιαστήριο, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση πρὸ τῆς
Ὡραίας Πύλης, μέχρις ὅτου συμπληρωθεῖ ἡ ψαλμῳδία, καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ εἰσέλθουν μαζί
του στὸ θυσιαστήριο ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία.
Καὶ προσθέτει τὴν αἰτία, ὅτι πρέπει καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ δοξάζεται
καὶ νὰ προσκυνεῖται. Διότι αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ ἡ ἔκφραση «πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις»:
ἀναφέρεται σὲ ὅλους ὅσοι γνωρίζουν νὰ δοξάζουν, νὰ τιμοῦν καὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεό.
11. Καὶ ἀφοῦ εὐχηθεῖ αὐτὰ ὁ ἱερεύς, εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ ἀποθέτει τὸ Εὐαγγέλιο
στὴν ἁγία τράπεζα.

1. Πρέπει τώρα νὰ ξαναδοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὶς λεπτομέρειες τὰ λόγια τῶν ψαλμῳδιῶν.
2. Ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ ποῦμε ὅτι τὸ μυστήριο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται μὲ
τὴν ἴδια τὴ θυσία, φανερώνεται ὅμως καὶ μὲ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται πρὸ τῆς θυσίας καὶ μετὰ τὴ
θυσία.
3. Διότι ἡ θυσία διακηρύττει τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν
μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο το σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ποὺ ἀναστήθηκε, αὐτὸ ποὺ
ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό.
4. Ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται πρὸ τῆς θυσίας, διακηρύττουν τὰ πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τὴν
ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ζωή Του, τὴν τέλεια φανέρωσή Του. Ἐκεῖνα τέλος ποὺ
τελοῦνται μετὰ τὴ θυσία διακηρύττουν τὴν «ἐπαγγελία τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. 24,
49), τὴν κάθοδο δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν μέσῳ ἐκείνων ἐπιστροφὴ
τῶν ἐθνῶν στὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μὲ Αὐτόν.
5. Καὶ ὅλη ἡ μυσταγωγία εἶναι σὰν κάποιο ἑνιαῖο σῶμα ἐξιστορήσεως ποὺ διατηρεῖ ἀπὸ τὴν
ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀκεραιότητά του, ὥστε τὸ καθένα ἀπ' ὅσα τελοῦνται ἢ
λέγονται νὰ συνεισφέρει τὸ δικό του συμπλήρωμα στὴν ὁλότητα. Ἔτσι, οἱ ψαλμῳδίες ποὺ
ψάλλονται στὴν ἀρχὴ τῆς μυσταγωγίας σημαίνουν τὴν πρώτη περίοδο τῆς Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ,
τὰ δὲ ἔπειτα, τὰ ἀναγνώσματα δηλαδὴ τῶν ἱερῶν Γραφῶν καὶ τὰ λοιπά, σημαίνουν τὴν ἑπόμενη
περίοδο.
6. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχουν πεῖ καὶ ἄλλη αἰτία τῆς ἀναγνώσεως τῶν Γραφῶν καὶ τῶν ψαλμῳδιῶν.
Εἶναι ἡ προκάθαρση καὶ προπαρασκευὴ γιὰ τὸ μυστήριο. Ἀλλὰ τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ ἰσχύει καὶ
αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο: τὰ ἴδια δηλαδὴ καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ἁγιάζουν καὶ τὴν Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ
φανερώνουν. Όπως τὰ ἐνδύματα, χρησιμεύουν μὲν γιὰ ἔνδυση καὶ κάλυψη τοῦ σώματος,
φανερώνουν δέ, ἀνάλογα μὲ τὴ μορφή τους, καὶ τὸ ἐπάγγελμα, τὴν κατάσταση ἢ τὸ ἀξίωμα ἐκείνων
ποὺ τὰ φοροῦν. 'Ἔτσι κι ἐδῶ. Διότι μὲ τὸ νὰ εἶναι θεῖες Γραφὲς καὶ θεόπνευστα λόγια ὅσα
ψάλλονται καὶ διαβάζονται, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ διαβάζουν καὶ τὰ ψάλλουν. Μὲ τὸ νὰ
ἐπιλεγοῦν δὲ αὐτὰ ποὺ ἐπελέγησαν καὶ νὰ λάβουν τέτοια διάταξη ποὺ ἔλαβαν, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη
ἰδιότητα καὶ μποροῦν νὰ συμβολίζουν τὴν ἔλευση καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Διότι ὄχι
μόνο ὅσα ψάλλονται καὶ λέγονται, ἀλλὰ καὶ ὅσα τελοῦνται ἔχουν αὐτὸ τὸ ἰδίωμα, καὶ τὸ καθένα
γίνεται γιὰ κάποια ὁρισμένη ἀνάγκη, ἀλλὰ συγχρόνως συμβολίζει καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα ἢ τὶς πράξεις
ἢ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Όπως γιὰ παράδειγμα ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν τιμίων δώρων,
7. καὶ ὅλα τα ἄλλα ποὺ εἴπαμε λεπτομερῶς στὴν ἀρχὴ (κεφ. α'), τὰ ὁποῖα παραλείπουμε τώρα
γιὰ νὰ μὴ μακρύνουμε τὸ λόγο λέγοντάς τα πάλι.
8. Ἐφόσον λοιπὸν αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, ἃς ἐξετάσουμε τώρα ὅλη τὴ θεία λειτουργία στὶς
λεπτομέρειές της ὡς εἰκόνα τῆς Οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρα.
Καὶ πρῶτα τὶς ψαλμῳδίες.

1. Ἡ πρώτη ψαλμῳδία εἶναι μιὰ παρακίνηση γιὰ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, τέτοια ποὺ ἁρμόζει νὰ
ψάλλεται στὴν ἀρχή, διότι εἶναι καλό, λέγει, νὰ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο. Ὁ ὕμνος ἀπευθύνεται πρὸς
τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἀναφέρεται στὸν μονογενῆ Υἱό: «'Ἀγαθόν το ἐξομολογείσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ
ψάλλειν τῷ ὀνόματί Σου, Ὕψιστε» (Ψάλμ. 91, 2). Ὕψιστο ἐννοεῖ τὸν Πατέρα, Κύριο τὸν μονογενῆ
Υἱό. Εἶναι καλό, λέγει, νὰ ὑμνοῦμε τὸν Υἱὸ καί σε, τὸν Πατέρα. Τί σημαίνουν αὐτά; Εἶναι προοίμιο
αὐτῶν ποὺ θὰ πεῖ στὴ συνέχεια. Διότι μέλλει νὰ ἀπευθύνει κοινὸ ὕμνο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν
Υἱό. Μὲ ποιὸν τρόπο; Θὰ διακηρύξει τὰ ἔργα τοῦ Υἱοῦ μὲ τὰ ὁποῖα δοξάστηκε καὶ ὁ Πατέρας.
2. Ποιὰ εἶναι πράγματι ἡ ἀφορμὴ τῆς ὑμνήσεως; Ἡ “κένωσις” (Φιλιπ. 2, 7) καὶ ἡ πτωχεία” (Β'
Κορ. 8, 9) τοῦ Υἱοῦ, τὰ ἔργα καὶ τὰ πάθη Του ὡς ἀνθρώπου. Αὐτὰ τὰ ὀνομάζει ἔλεος καὶ ἀλήθεια
(Ψάλμ. 91, 3). Ἔλεος μέν, διότι ἐνῷ βρισκόμασταν πρωτύτερα μέσα σὲ μιὰ ἀθλιότατη κατάσταση
καὶ ἤμασταν ἐχθροὶ καὶ πολέμιοί Του, Αὐτὸς ἀπὸ τὴν πολλὴ καλοσύνη καὶ φιλανθρωπία Του δὲν
ἀδιαφόρησε γιὰ μᾶς καὶ δὲν ἀρκέσθηκε νὰ μᾶς συμπονέσει μόνο γιὰ τὴ συμφορά μας, ἀλλὰ ἔγινε
συμμέτοχος καὶ τῶν κακῶν μας, δηλαδὴ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
3. Καὶ ὄχι μόνο μας σήκωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ φοβερὴ πτώση μας, ἀλλὰ μᾶς ἀξίωσε καὶ τῆς
βασιλείας Του καὶ τῶν πλέον μεγαλυτέρων ἀγαθῶν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Ὅταν
φανερώθηκε ἡ καλοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρα μᾶς Θεοῦ» (Τίτ. 3, 4), σὰν νὰ φανερώθηκε
τότε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση. Καὶ ὁ Κύριος λέγει: «Τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο»
(Ἰω. 3, 16), ἐκφράζοντας μὲ τὸ λόγο αὐτὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης Του.
4. Γι' αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς λόγους τὴ θεία Οἰκονομία τὴν ὀνομάζει ἔλεος.
5. Ἐπίσης τὴν ὀνομάζει καὶ ἀλήθεια, διότι ὅλα τα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σὰν σκιὲς καὶ
προτυπώσεις τῆς θείας Οἰκονομίας, ἦταν προσανατολισμένα πρὸς αὐτήν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης
λέγει περὶ αὐτῆς: «Ὁρκίστηκε ὁ Θεὸς στὸν Δαβὶδ τὴν ἀλήθεια» (Ψάλμ. 131, 11). Καὶ ποιὰ ἦταν αὐτὰ
ποῦ ὁρκίστηκε; Ἡ σωματικὴ ἔλευση καὶ ζωὴ τοῦ Κυρίου. Διότι λέγει στὴ συνέχεια: «Ἀπὸ τὸν καρπὸ
τῆς κοιλίας σου θὰ βάλω στὸ θρόνο σου», θέλοντας μὲ αὐτὰ νὰ δηλώσει τὸν Σωτῆρα. Καὶ ἀπὸ ποῦ
γίνεται αὐτὸ φανερό; Τὸ ἔδειξε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ὅταν, ἀναγγέλλοντας στὴν Παρθένο τὸν
ἄρρητο τοκετὸ καὶ πόσο μεγάλος θὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ θὰ γεννηθεϊ, εἶπε πρὸς αὐτήν: «Καὶ θὰ δώσει
σ' Αὐτὸν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸ θρόνο τοῦ προπάτορά Του Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύσει στοὺς ἀπογόνους
του Ἰακὼβ αἰώνια καὶ ἡ βασιλεία Του δὲ θὰ ἔχει τέλος» (Λουκ. 1, 32-33).
6. Ἀλλά, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ὀνομάζεται καὶ κρίση καὶ δικαιοσύνη. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι μὲ αὐτὴν καὶ
Σωτῆρας ἔδιωξε τὴν ἁμαρτία καὶ θανάτωσε τὸν διάβολο, ὄχι μὲ τὴν ὑπερβολὴ τῆς θεϊκῆς Του
ἰσχῦος, οὔτε μὲ τὴ νικηφόρο δύναμή Του, ἀλλὰ μὲ κρίση καὶ δικαιοσύνη, σύμφωνα μ' ἐκεῖνο ποὺ
λέγει ἡ Γραφή: «Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ κρίση εἶναι τὸ θεμέλιό του θρόνου Σου» (Ψάλμ. 88, 15), ὅπως
κι ἐμεῖς στὰ δικαστήρια νικοῦμε τοὺς ἀντιδίκους μας μὲ τὴν ψῆφο τῶν δικαστῶν. Γι' αὐτὸ εἶπε ὁ
Κύριος πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του: «Τώρα εἶναι κρίση τοῦ κόσμου τούτου: τώρα ὁ ἄρχοντας τοῦ
κόσμου τούτου θὰ πεταχθεῖ ἔξω» (Ἰω. 12, 31).
7. Αὐτὰ γνωρίζοντας καὶ ὁ μακάριος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης λέγει: «Ἡ ὑπέρτατη ἀγάπη τῆς
ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ κατέλυσε τὴν ἐναντίον μᾶς ἐξουσία τοῦ πλήθους τῶν ἀποστατῶν, δηλαδὴ
τῶν δαιμόνων, ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ποὺ εἶναι ἀπείρως ἰσχυρότερη, ἀλλὰ μὲ κρίση καὶ δικαιοσύνη,
σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία ποὺ μᾶς ἔχει μυστικῶς παραδοθεῖ»4.
8. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἢ ὑμνούμενη Οἰκονομία δὲν εἶναι μόνο ἔλεος καὶ ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ
δικαιοσύνη καὶ κρίση, γι' αὐτὸ ὁ Ψαλμῳδὸς προσθέτει: «Διότι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι εὐθύς, καὶ
σ' Αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἀδικία» (Ψάλμ. 91, 16).
9. «' Ἀγαθόν, λέγει, τὸ ἀναγγέλλειν τὸ πρωϊ τὸ ἔλεός Σου καὶ τὴν ἀλήθειάν Σου κατὰ νύκτα»
(Ψάλμ. 91, 3). “Ημέρα καὶ νύχτα, λέγει, πρέπει νὰ ὕμνουμε τὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ πρωὶ καί το
“κατὰ νύκτα”. Αὐτὸ τὸ ἴδιο σὲ ἄλλο μέρος τὸ λέγει: «ἐν παντὶ καιρῶ» (Ψάλμ. 33, 2).
10. Αὐτὰ γιὰ τὴν ψαλμῳδία τοῦ πρώτου ἀντιφώνου.

1. Ἡ δεύτερη ψαλμῳδία ὑμνεῖ τὴ βασιλεία καὶ τὴ δόξα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν
ὁποία προσέλαβε ἀπὸ τὴν κένωση καὶ τὴν πτωχεία Του.
2. Ἀλλὰ τί χρειάζονται ἐδῶ τα προφητικὰ αὐτὰ λόγια; Καὶ τί ἀπὸ τὴν Οἰκονομία τοῦ Σωτῆρα
συμβολίζουν αὐτά;
3. Συμβολίζουν τὶς ἀρχὲς τῆς παρουσίας Του στὸν κόσμο, ὅταν ἦταν μὲν παρών, ἀλλὰ δὲ
φαινόταν ἀκόμη στοὺς πολλούς, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος δὲν τὸν γνώριζε, τὸν καιρὸ
δηλαδὴ πρὶν τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, πρὶν ἀναφθεῖ ὁ λύχνος (Ἰω. 5, 35). Τότε ὁ Χριστὸς χρειαζόταν
ἀκόμη τὰ προφητικὰ λόγια. Ἀλλὰ ἀργότερα φάνηκε ὁ ἴδιος ὁ προφητευόμενος καὶ δὲν ὑπῆρχε
πλέον ἀνάγκη τῶν Προφητῶν, ἀλλὰ τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Ἰωάννης (Ἰω. 1, 29), καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν
Ἰωάννη τὸν ἔδειχνε ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας (Ματθ. 3, 17). Γι' αὐτὸ λέγει: «Ὅλοι οἱ Προφῆτες
προφήτευσαν ὡς τὸν Ἰωάννη» (Ματθ. 11, 13). Αὐτὴ τὴν ἐποχή, τὴν πρὸ τοῦ Ἰωάννη, σημαίνουν τὰ
ψαλλόμενα προφητικὰ λόγια, διότι καὶ τὰ τίμια δῶρα, διὰ τῶν ὁποίων σημαίνεται ὁ Χριστός, δὲ
φέρνονται ἀκόμη ἐμπρός σε ὅλους, ἀλλὰ μένουν κατὰ μέρος σκεπασμένα.
Ἔτσι ἔχουν αὐτά. Ἃς ἐξετάσουμε τώρα τὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ.
4. «Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» (Ψάλμ. 92, 1). Τὴν ἐπίγνωση ποὺ δέχθηκαν
οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν Κύριο καὶ ὑποτάχθηκαν σ' Αὐτόν, τὴν ὀνομάζει βασιλεία, διότι τὸν ἐγνώρισαν
ἔνδοξο καὶ ὡραῖο καὶ δυνατό, ὅπως καὶ ἔπρεπε νὰ τὸν γνωρίσουν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ

4
Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 3, 11. PG 3, 441AB.
Κύριος: «Μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ» (Ματθ. 28, 18), διότι μαζὶ μὲ τοὺς
ἐπουρανίους καὶ οἱ εὑρισκόμενοι στὴ γῆ γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Κύριό τους. Καὶ τὰ ὑπόλοιπά του
ψαλμοῦ αὐτοῦ ἂν δεῖ κανείς, θὰ βρεῖ τὸ ἴδιο νόημα.
5. Ἐξηγώντας λοιπὸν τὸν τρόπο αὐτῆς τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἐξουσίας, ὁ Προφήτης λέγει: «Καὶ
γὰρ ἔστερεωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται» (Ψάλμ. 92, 1): μὲ τὴ λέξη στερέωμα ἐννοεῖ
τὴν πίστη. Ο Κύριος δηλαδὴ σταθεροποίησε ἐκείνους ποὺ κλονίζονταν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τοὺς
πρόσδεσε στὸν ἑαυτό Του· διότι ὅποιος πλανᾶται, δὲν μπορεῖ πουθενὰ νὰ σταθεῖ. Καὶ ὁ μὲν
Προφήτης εἶπε τὰ παραπάνω· ὁ δὲ Κύριος εἶπε: «Πορευθεῖτε καὶ μαθητεύσετε ὅλα τα ἔθνη,
βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19),
πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως.
6. Ἀλλὰ γιὰ τὴ βασιλεία δὲν ἀρκεῖ ἡ πίστη, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲ θὰ ὑποτάσσονταν τελείως
τὰ ἔθνη. Γι' αὐτό, ἐπειδὴ χρειαζόταν νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, ὁ μὲν Προφήτης
λέγει: «Τὰ μαρτύριά Σου ἐπιστώθησαν σφόδρα» (Ψάλμ. 92, 5), ὁ δὲ Κύριος, στὸ λόγο πρὸς τοὺς
Ἀποστόλους γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν ἐθνῶν, προσθέτει τὸ λόγο γιὰ τὶς ἐντολές: «Διδάσκοντας αὐτοὺς
νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ σᾶς ἔδωσα» (Ματθ. 28, 20). Διότι ἐκεῖνα ποὺ ὁ Σωτῆρας ὀνομάζει
ἐντολές, ὁ Προφήτης ὄνομαζει μαρτύρια. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ βρεῖς σὲ ὅλη τὴ Γραφή, νὰ ὀνομάζει
μαρτύρια τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ.
7. Κατόπιν λέγει: «Τῷ οἴκῳ Σου πρέπει ἁγίασμα, Κύριε» (Ψάλμ. 92, 5). Αγίασμα ἐννοεῖ τὶς θυσίες,
τὰ δῶρα, κάθε λατρεία ποὺ ὀφείλεται στὸν Θεό. Αὐτὰ λέγοντας ὁ Προφήτης ὅτι ἁρμόζουν στὸν
οἶκο τοῦ Θεοῦ, φανερώνει ὅτι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἄδειος καὶ ἔρημος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅτι
ἔχει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Οἰκοδεσπότη. Διότι ἂν ὁ οἶκος ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ ταίριαζαν
σ' αὐτὸν ἐκεῖνα ποὺ ταιριάζουν μονάχα στὸν Θεό. Τὸ ἴδιο πρόσθεσε καὶ ὁ Κύριος στὰ παραπάνω,
καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία Του: «Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι μαζί σας» (Ματθ.
28, 20). Τὴν δὲ Ἐκκλησία ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει οἶκο τοῦ ζῶντος Θεοῦ· διότι λέγει: «Γιὰ νὰ ξέρεις
πὼς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἐκκλησία τοῦ ζῶντος Θεοῦ»
(Ἃ' Τιμ. 3, 15). Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Προφήτης «εἰς μακρότητα ἥμερων» (Ψάλμ. 92, 5), ὁ Κύριος το
εἶπε «Ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).
8. Αὐτὴ ἡ ψαλμῳδία λοιπόν, εἶναι μία ἀκριβὴς προφητεία ἐκείνων ποὺ πραγματοποίησε ὁ
Σωτῆρας μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατό Του.

1. Τὸ ἑπόμενο ἀντίφωνο μοιάζει μὲ κάποια προυπάντηση, σὰν ὁ Κύριος νὰ ἔχει ἤδη ἔρθει καὶ
νὰ φαίνεται. Γι' αὐτὸ τοποθετεῖται καὶ ψάλλεται κοντὰ στὴν εἴσοδο καὶ ἀνάδειξη τοῦ Εὐαγγελίου,
τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὸν Χριστό. Ότι δὲ καὶ ὁ Προφήτης ἔψαλλε αὐτὸ τὸν ὕμνο ἔχοντας ἐμπρὸς στὰ
μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ τὴ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεικνύεται κυρίως ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ
εὐφροσύνη, ἀπὸ τὴν ὁποία, γεμάτος αὐτός, προσκαλεῖ καὶ τοὺς ἄλλους σὲ συμμετοχή, λέγοντας:
«Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ» (Ψάλμ. 94, 1). Δὲ θὰ ὑπῆρχε χαρὰ στὸν ἄνθρωπο ἂν δὲν
ἐρχόταν ὁ Κύριος, διότι μόνο καὶ Χριστὸς ἔφερε σ' ἐμᾶς τὴ χαρά, καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλλος χαιρόταν
πρὶν ἔρθει Ἐκεῖνος, χαιρόταν διότι εἶχε μυηθεῖ στὸ μυστήριό Του, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ὁ
Ἀβραὰμ ἔνοιωθε ἀγαλλίαση ἐλπίζοντας νὰ δεῖ τὶς δικές μου ἡμέρες, καὶ τὶς εἶδε καὶ χάρηκε» (Ἰω.
8, 56). Καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: «Δῶσε μου τὴν ἀγαλλίαση τῆς σωτηρίας Σου» (Ψάλμ. 50, 14). Ἐκείνη τὴν
ἐν Χριστῷ ἀγαλλίαση ποὺ εἶχε πρὶν ἁμαρτήσει καὶ τὴν ἔχασε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἱκέτευε τὸν
Θεὸ νὰ τὴν ξαναλάβει.
2. Όπως λοιπὸν ἂν ἔλεγε ὁ Προφήτης «δεῦτε φωτισθῶμεν» θὰ δήλωνε παρουσία φωτός, ἔτσι
μὲ τὸ νὰ πεῖ «δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ» δείχνει ὅτι φάνηκε Ἐκεῖνος ποὺ φέρνει τὴ χαρά.
3. Ἀκολούθως ὀνομάζει καὶ Σωτῆρα τὸν Κύριο. 'Ὀνομάζει δὲ ἡ Γραφὴ τὸν Χριστὸ Σωτῆρα καὶ
σωτηρία καὶ σωτήριο διότι ἀπὸ τὶς τρεῖς θεαρχικὲς Ὑποστάσεις μόνο ὁ Υἱὸς ἔγινε ὁ αὐτουργὸς τῆς
σωτηρίας μας, καὶ ἔκανε τὸ πᾶν διὰ μέσου του ἐαυτοῦ Του, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος: «Διὰ μέσου
του ἐαυτοῦ Τοῦ ἔκανε τὸν καθαρισμὸ τῶν ἁμαρτιῶν μᾶς» (Ἑβρ. 1, 3). Αὐτὸ τὸ φανέρωσε καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ ποιμένα, ποὺ δὲν ἔστειλε ἄλλους νὰ ἀναζητήσουν τὸ χαμένο
πρόβατο, ἀλλὰ τὸ ἀναζήτησε ὁ ἴδιος καὶ τὸ βρῆκε καὶ τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφερε ἐπάνω στοὺς ὤμους
τοῦ (Λουκ. 15, 4-5). Γι' αὐτὸ καὶ ἔλαβε ἕνα ὄνομα ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴ σημασία ὀνομάστηκε Ἰησοῦς
(Ματθ. 1, 21), ποὺ σημαίνει Σωτῆρας.
4. «Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει» (Ψάλμ. 94, 2). Πρόσωπο ἐννοεῖ τὴν
ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο. Νὰ μὴ περιμένουμε στὸ σπίτι, λέγει, νὰ τὸν δοῦμε νὰ ἔρχεται σ'
ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουμε «ἐν ἐξομολογήσει», δηλαδὴ μὲ δοξολογία, «καὶ ἐν ψαλμοῖς
ἀλαλάξωμεν Αὐτῶ», ἃς ἀποδώσουμε δηλαδὴ σ' Αὐτὸν τὴν τιμὴ ποὺ ἁρμόζει σὲ Θεό. Καὶ Ἐκεῖνος
βέβαια καταδέχθηκε νὰ φανερωθεῖ μὲ μορφὴ δούλου (Φιλιπ. 2, 7), ἐμεῖς ὅμως ἃς μὴν
παραγνωρίσουμε τὸν Κύριο, ἃς μὴ σκανδαλιστοῦμε διότι φορεῖ σάρκα, ἃς μὴν παρασυρθοῦμε ἀπὸ
τὸ ἐξωτερικὸ φαινόμενο καὶ κάνουμε χαμηλὲς σκέψεις γιὰ τὸν Ὑψηλό. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ
καλύπτεται μὲ αὐτὴ τὴ σάρκα εἶναι «Θεὸς μέγας Κύριος καὶ βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν»
(Ψάλμ. 94, 3). Καὶ προσθέτει ὁ ψαλμὸς ὅλα τα παρακάτω ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεό.
5. Τέτοια εἶναι τὰ προφητικὰ λόγια, καὶ ἔτσι ἐπίκαιρα ψάλλονται.

1. Ἀφοῦ ψαλοῦν αὐτά, ὁ ἱερεὺς ὄρθιος στὸ μέσο ἐμπρὸς στὸ θυσιαστήριο, σηκώνει ψηλά το
Εὐαγγέλιο καὶ τὸ δείχνει, συμβολίζοντας τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου, ὅταν ἄρχισε νὰ φαίνεται στὰ
πλήθη. Διότι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ Χριστός, ὅπως τὰ προφητικὰ βιβλία λέγονται
“Προφήται”, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιο: «Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς
Προφῆτες» (Λουκ. 16, 29), ποὺ ἐννοοῦσε τὰ βιβλία.
2. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Προφητευόμενος καὶ φαίνεται προσωπικά, κανεὶς δὲν
ἀξιώνει νὰ προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν. Γι' αὐτὸ μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Εὐαγγελίου παύουν τὰ
προφητικὰ καὶ ψάλλουμε ὅσα εἶναι τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ή δηλαδὴ ἐγκωμιάζουμε τὴν Παναγία
Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἢ ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ποὺ ᾖρθε σ' ἐμᾶς στὴ γῆ, γιὰ
ὅσα ἔκανε καὶ ἔπαθε γιὰ χάρη μας. Αὐτὰ εἶναι γιὰ τὰ ὁποῖα κάθε φορᾷ πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία.
3. Κατόπιν ἀνυμνοῦμε καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ὡς Τριάδα, ὅπως μᾶς δίδαξε ἡ φανέρωση τοῦ
Σωτῆρα. Ο τρισάγιος αὐτὸς ὕμνος ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ἱερῶν
ψαλμῶν τοῦ Δαβίδ. Τὸν συνέλεξε δὲ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὴν Ἁγία Τριάδα.
Τὸ «Ἅγιος», λεγόμενο τρεῖς φορές, εἶναι τῶν Ἀγγέλων (Ἡσ. 6, 3: 'Ἀποκ. 4, 8), τὰ «Θεός», «ἰσχυρὸς»
καὶ «ἀθάνατος» εἶναι τοῦ μακαρίου Δαβὶδ ποὺ λέγει: «Δίψασε ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ τὸν ἰσχυρό, τὸν
ζῶντα» (Ψάλμ. 41, 3).
Ἡ δὲ παραλαβὴ καὶ σύνθεση τῶν δύο αὐτῶν μεταξύ τους καὶ ἡ προσθήκη τῆς ἱκεσίας, δηλαδὴ
τοῦ «ἐλέησον ἠμᾶς», ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν καὶ κηρύττουν τὸν ἕνα Θεὸ
ὡς Τριάδα καὶ αὐτὸ φανερώνει ἀφενὸς μὲν τὴ συμφωνία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὴν Καινή,
ἀφετέρου δὲ ὅτι 'Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἔγιναν μία Ἐκκλησία καὶ μία χορεία λόγω τῆς φανερώσεως
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπερουρανίου καὶ ἐπιγείου. Γι' αὐτὸ μετὰ τὴν ἀνάδειξη καὶ εἴσοδο τοῦ
Εὐαγγελίου ψάλλουμε τὸν ὕμνο τοῦτο, σὰν νὰ διακηρύττουμε ὅτι Αὐτὸς ποὺ ᾖρθε σ' ἐμᾶς, μᾶς
τοποθέτησε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ μᾶς κατέταξε σ' ἐκείνη τὴ χορεία.
Αὐτὰ ἔτσι εἶναι.

1. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸν ὕμνο, ὁ ἱερεὺς ἱκετεύει τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὸν ὕμνο καὶ νὰ ἀνταποδώσει
χάρη στοὺς ὑμνητές Του. Καὶ ποιὰ χάρη; Μιὰ ἀνάλογη μὲ τὸν τρισάγιο ὕμνο: νὰ ἁγιάσει τὶς ψυχές
τους καὶ τὰ σώματα, νὰ προσφέρει σ' αὐτοὺς συγγνώμη γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους ὥστε νὰ τὸν
λατρεύουν μὲ ὁσιότητα ὅλες τὶς ἡμέρες. Καὶ προσθέτει τὴν αἰτία: «Ὅτι ἅγιος εἰ καὶ ἐν ἁγίοις
ἐπαναπαύῃ». Διότι ἰδίωμα τοῦ κατ' ἐξοχὴν Ἁγίου εἶναι νὰ χαίρεται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ νὰ τοὺς
ἁγιάζει. Ἀφοῦ προφέρει δυνατὰ αὐτὴ τὴν ἐκφώνηση ὁ ἱερεὺς καὶ προσθέσει καὶ δοξολογία, κάνει
τοῦτο σύνθημα πρὸς τὸν ἱερὸ λαὸ τῆς ὑμνήσεως τοῦ τρισαγίου καὶ ὁ λαός, ἀφοῦ ἀπαντήσει στὴ
δοξολογία μὲ τὸ «Ἀμήν», ὅπως συνηθίζεται, ἀρχίζει νὰ ψάλλει τὸν ὕμνο.
2. Μετὰ τὸν τρισάγιο ὕμνο, ὁ ἱερεὺς καλεῖ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία καὶ ἀμέλεια, ἀλλὰ
νὰ προσέχουν μὲ τὸ νοῦ τοὺς σ' ἐκεῖνα ποὺ γίνονται καὶ ψάλλονται. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ
«Προσχωμεν». Κατόπιν εὔχεται εἰρήνη σὲ ὅλους καὶ ὑπενθυμίζει τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ
προσέχουν στὰ μυστήρια. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ σοφία; Οἱ λογισμοὶ ποὺ ἁρμόζουν στὴν τελετή, μὲ
τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ βλέπουν τὰ τελούμενα καὶ νὰ ἀκοῦνε τὰ λεγόμενα ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι
γεμάτοι ἀπὸ πίστη καὶ δὲν ἔχουν τίποτε ἀνθρώπινο. Αὐτὸ εἶναι ἡ σοφία τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτὸ
σημαίνει τὸ «Σοφία» ποὺ ἐκφωνεῖται πρὸς τοὺς πιστοὺς σὲ πολλὰ μέρη τῆς θείας λειτουργίας ἀπὸ
τὸν ἱερέα, ἡ ἐνθύμηση αὐτῶν τῶν λογισμῶν. Διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπενθυμίζουμε συχνὰ ὁ
ἕνας στὸν ἄλλο: μὲ μιὰ λέξη ἀνανεώνουμε ὁλόκληρη ἔννοια στὴ μνήμη τῶν ἀκροατῶν.
3. Ποιὰ εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπενθυμίσεως; Εἶναι μεγάλη ἡ τυραννία τῆς λησμοσύνης καὶ κανένα
ἄλλο ἀνθρώπινο πάθος δὲν ἐκτρέπει τὸν ἄνθρωπο τόσο συχνὰ καὶ εὔκολα, ὅσο αὐτὸ τὸ πάθος. Καὶ
εἶναι ἀνάγκη νὰ στεκόμαστε καὶ νὰ μετέχουμε μὲ τοὺς πρέποντες λογισμοὺς στὴν τελετὴ τῆς θείας
λειτουργίας καὶ στὰ ἱερὰ ἀκούσματα καὶ θεάματά της, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴ μετέχουμε μάταια
σ' αὐτὰ καὶ νὰ χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι εὔκολο. Γι' αὐτὸ πρέπει ἐμεῖς
ἀπὸ τὸ μέρος μας νὰ εἴμαστε σὲ ἐγρήγορση καὶ πολλὴ προσοχή, ἀλλὰ χρειαζόμαστε καὶ τὴν
ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸν νοῦ μας ποὺ συνεχῶς
κλέβεται ἀπὸ τὴ λησμοσύνη καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.
4. Τὸ ἴδιο νόημα ἐκφράζει καὶ ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται ὅταν μεταφέρονται τὰ τίμια δῶρα στὸ
θυσιαστήριο: λέγει: «Πᾶσαν βιωτικὴς ἀποθώμεθα μέριμναν».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «Σοφία».
5. Ἐπίσης καὶ ἡ ἀναφώνηση «'Ὀρθοὶ» περιέχει παραίνεση. Ποιὰ εἶναι αὐτή; Θέλει νὰ εἴμαστε
γεμάτοι προθυμία ὅταν παραστεκόμαστε στὸν Θεὸ καὶ στὰ ἅγια μυστήρια καὶ νὰ μὴν κάνουμε αὐτὴ
τὴ συνομιλία μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ μὲ ζῆλο καὶ κάθε συστολή, εἴτε χρειαστεῖ νὰ βλέπουμε, εἴτε νὰ
ποῦμε, εἴτε νὰ ἀκοῦμε κάτι ἀπὸ τὰ ἱερά. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ του ζήλου καὶ τῆς εὐλαβείας
εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματος, νὰ μὴν εἴμαστε δηλαδὴ καθιστοί, ἀλλὰ ὄρθιοι. Διότι αὐτὴ εἶναι
ἡ στάση ἐκείνων ποὺ ἱκετεύουν, αὐτὴ εἶναι ἡ στάση τῶν δούλων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσηλωμένο
ὅλο το νοῦ τους στὸ νεῦμα τῶν κυρίων τους, ὥστε μόλις ἁρπάξουν τὴ διαταγή, νὰ τρέξουν ἀμέσως
νὰ ἐκτελέσουν τὴν ὑπηρεσία. Ἐμεῖς καὶ ἱκέτες εἴμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ γιὰ τὰ πιὸ μεγάλα
συμφέροντά μας, καὶ δοῦλοι γιὰ κάθε εἴδους δουλεία.
6. Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία αὐτῶν τῶν λόγων.

1. Μετὰ τὸν τρισάγιο ὕμνο διαβάζεται τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, καὶ κατόπιν τὸ ἴδιο το
Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ προηγουμένως ψαλεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὕμνος στὸν Θεὸ (τὸ «'Ἀλληλούια»).
2. Γιατί πρὸ τῶν ἀναγνώσεων τῶν ἱερῶν Γραφῶν ὑμνοῦμε τὸν Θεό; Διότι ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε
γιὰ ὅλα τα ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χαρίζει κάθε φορᾷ, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς τόσο μεγάλου
ἀγαθοῦ ὅπως εἶναι ἡ ἀκρόαση τῶν θείων λόγων. Ἀλλὰ γιὰ μὲν τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστόλου ὁ
ὕμνος ἀναμιγνύεται μὲ ἱκεσία, διότι προστίθεται τὸ «ἐλέησον ἠμᾶς», ὅσον ἀφορᾷ δὲ στὸ
Εὐαγγέλιο, ἢ ὕμνῳδία εἶναι καθαρὴ ἀπὸ ἱκεσία, γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο παριστάνεται
ὁ Χριστός, κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν βρίσκουν ἔχουν στὰ χέρια τοὺς ὅ,τι ζητοῦσαν. Διότι ὁ Νυμφίος εἶναι
μέσα, καὶ δὲν εἶναι πλέον ἀνάγκη νὰ παρακαλοῦν γιὰ τίποτε ἄλλο, διότι τὰ ἔχουν ὅλα. Ὅπως ἐπίσης
δὲν εἶναι εὔλογο νὰ νηστεύουν οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφώνος ὅσο εἶναι μαζί τους ὁ Νυμφίος (Ματθ. 9, 15),
ἀλλὰ μόνο νὰ τὸν λατρεύουν καὶ νὰ τὸν ὑμνοῦν. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ὁ ὕμνος τῶν Ἀγγέλων, ὅπως
τὸν διδάσκουν οἱ Προφῆται (τὸ «'Ἀλληλούια») εἶναι μόνο ὕμνος, χωρὶς διόλου ἱκεσία.
3. Ἀλλὰ τί σημαίνει ἐδῶ ἡ ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν Γραφῶν;
4. Ἂν θέλεις νὰ μάθεις τὴν αἰτία, τὴν εἴπαμε: μᾶς προετοιμάζουν καὶ μᾶς προκαθαίρουν πρὶν
ἀπὸ τὸν μεγάλο ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων. Ἂν ζητᾷς καὶ τὴ σημασία, δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ
Κυρίου, ὅπως γινόταν λίγο λίγο μετὰ τὴν ἀνάδειξή του στὸν κόσμο. Διότι πρῶτα το Εὐαγγέλιο
δείχνεται κλειστό, καὶ σημαίνει τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου ὅταν τὸν ἀναδείκνυε ὁ Πατέρας, ἐνῷ ὁ
ἴδιος σιωποῦσε (Ματθ. 3, 17): ὅταν Ἐκεῖνος δὲ μιλοῦσε καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ ἄλλη φωνὴ νὰ τὸν
κηρύξει. Ἐδῶ ὅμως ἐκεῖνο ποὺ συμβολίζεται εἶναι ἡ πληρέστερη φανέρωσή Του, ὅταν μιλοῦσε σὲ
ὅλους δημοσία καὶ φανέρωνε τὸ ποιὸς ἦταν, ὄχι μόνο μὲ ὅσα ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα
δίδασκε τοὺς Ἀποστόλους νὰ λέγουν, ἀποστέλλοντάς τους στὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραὴλ (Ματθ.
10, 6). Γι' αὐτὸ τὸ λόγο διαβάζονται ἀποστολικὲς περικοπές, διαβάζεται καὶ τὸ ἴδιο το Εὐαγγέλιο.
5. Γιατί ὅμως δὲ διαβάζεται πρῶτα το Εὐαγγέλιο; Γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ
Κύριος ἀποτελοῦν τελειότερη φανέρωση, παρὰ τὰ λεγόμενα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἐπειδὴ δὲ ὁ
Κύριος δὲν φάνηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀμέσως μὲ ὅλη του τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἀγαθότητα
– αὐτὸ θὰ γίνει στὴ δευτέρα παρουσία Τοῦ – ἀλλὰ σιγὰ σιγὰ προχωροῦσε ἀπὸ τὴν ἀφάνεια πρὸς
τὴ φανέρωση, γι' αὐτὸ θέλοντας νὰ δείξουμε ὅτι ἡ φανέρωσή Του ἔγινε λίγο λίγο, ἁρμόζει νὰ
διαβάζουμε τὶς ἀποστολικὲς περικοπὲς πρὶν ἀπὸ τὶς εὐαγγελικές. Γι' αὐτὸ κι ἐκεῖνα ποὺ σημαίνουν
τὴν τέλεια φανέρωσή Του μένουν τελευταία, ὅπως θὰ δειχθεῖ στὴ συνέχεια.

1. Ἀφοῦ ἀναγνωσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ μὲν διάκονος παραγγέλλει στὸ πλῆθος νὰ προσευχηθεῖ, ὁ


δὲ ἵερευς προσεύχεται μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα χαμηλόφωνα ἐκ μέρους του, παρακαλώντας τὸν Θεὸ
νὰ δεχθεῖ τὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν. Κατόπιν, ἀφοῦ δοξολογήσει μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, παίρνει
καὶ τοὺς πιστοὺς συμμετόχους στὴ δοξολογία.
2. Ποιὰ εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπ' ὅλους καὶ ποῦ ταιριάζει πολὺ μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο; Εἶναι
προσευχὴ γιὰ ἐκείνους τοὺς πιστοὺς ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔγιναν μιμητὲς
τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συμβολίζεται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Οἱ
προϊστάμενοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ποιμένες τῶν λαῶν, οἱ ἄρχοντες τῆς πολιτείας. Διότι αὐτοί, ἂν εἶναι
συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις τους, τηροῦν καὶ διδάσκουν καλῶς τὰ γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ
ἀναπληρώνουν τὸ ὑστέρημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Κόλ. 1, 24), καθὼς ποιμαίνουν
τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ μετὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα Του. Εἶναι ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ
κτίζουν καὶ ἐπιμελοῦνται ἱεροὺς οἴκους, οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀρετῆς, καὶ ὅσοι γενικὰ μὲ ὁποιοδήποτε
τρόπο γίνονται ὠφέλιμοι στὸ κοινό της Ἐκκλησίας καὶ στοὺς ναούς. Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν μέρος στὴν
παραπάνω χορεία καὶ ἀξίζουν νὰ εἶναι ἀντικείμενο τῶν κοινῶν προσευχῶν.
3. Ἐπειδὴ στὴ συνέχεια ὁ ἱερεὺς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, στὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ παρίστανται οἱ ἀμύητοι, τοὺς ὁποίους ὀνομάζουμε ἀκόμη κατηχουμένους, διότι ἔχουν δεχθεῖ
τὸν Χριστιανισμὸ μόνο μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ ὅσο ἐπιτρέπει ἡ διδασκαλία, βγάζει τούτους ἔξω ἀπὸ τὴ
χορεία τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἀναγνώσει προηγουμένως εὐχὴ γι' αὐτούς. Ἡ εὐχὴ εἶναι γιὰ νὰ
τελειωθοῦν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸ νὰ ἀξιωθοῦν στὸν κατάλληλο καιρὸ τὸ βάπτισμα ἡ δὲ αἰτία τῆς εὐχῆς
εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ:
«Ἶνα καὶ αὐτοί, λέγει, σὺν ἠμὶν δοξάζωσι τὸ παντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά Σου».
4. Τὴν αἰτία αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔκφωνησει δυνατὰ ὡς δοξολογία καὶ λάβει μετόχους της δοξολογίας
ὅλους τους πιστούς, προφέρει ἄλλη προσευχή, μὲ τὴν ὁποία πρῶτα εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ διότι
καταρχὴν ἀξιώθηκε νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν Του καὶ νὰ ὑψώνει τὰ χέρια του πρὸς Αὐτὸν δεόμενος γιὰ
τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἔπειτα ἱκετεύει νὰ ἀξιωθεῖ νὰ κάνει τοῦτο πάντοτε μὲ καθαρὴ
συνείδηση. Ἡ δὲ αἰτία καὶ αὐτῆς τῆς εὐχῆς εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ: «Ὅτι σοὶ πρέπει, λέγει, πᾶσα
δόξα». Κατόπιν, ἀφοῦ κατὰ τὴ συνήθεια ὁ ἱερεὺς δοξολογήσει μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος, προσεύχεται
πάλι ἐκ μέρους του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λαό, ὥστε αὐτὸς μὲν νὰ παρασταθεῖ στὴν ἁγία τράπεζα
ἀκατηγόρητος, καθαρὸς ἀπὸ μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος, οἱ δὲ συμπροσευχόμενοι πιστοὶ νὰ
ἀξιωθοῦν νὰ μετάσχουν στὰ μυστήρια χωρὶς ἐνοχὴ καὶ καταδίκη καὶ ἐπιπλέον νὰ κληρονομήσουν
τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἡ αἰτία τῆς εὐχῆς εἶναι πάλι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας
ὁ Παῦλος διέταξε νὰ κάνουμε ὅλα τα ἔργα μας, λέγοντας: «Ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ»
(Ἃ' Κορ. 10, 31). Αὐτός, λέγει, νὰ εἶναι ὁ σκοπός σας σὲ ὅλα, νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Οἱ γεωργοὶ βάζουν
σὰν σκοπὸ τῶν κόπων τοὺς τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, καὶ γι' αὐτὸ κοπιάζουν, καὶ οἱ ἔμποροι τὸ
κέρδος, καὶ ἄλλος ἄλλο σκοπό. Σεῖς ὅμως, σὲ ὅλα ὅσα κάνετε, νὰ ζητεῖτε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ· διότι
εἰμαστε δοῦλοι καὶ χρωστοῦμε στὸν Θεὸ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε στὴν ἀρχὴ
καὶ ὕστερά μας ἐξαγόρασε. Γι' αὐτὸ θὰ βρεῖς παντοῦ τὴν Ἐκκλησία νὰ φροντίζει γιὰ τὴ δόξα τοῦ
Θεοῦ καὶ αὐτὸ νὰ φωνάζει πρὸς ὅλα τα μέρη, καὶ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ νὰ ὑμνεῖ μὲ ὅλα τα μέσα
καὶ αὐτὴ νὰ θεωρεῖ τὸ πᾶν καὶ ὅλα γι' αὐτὴ νὰ τὰ πράττει: προσευχές, δεήσεις, μυήσεις,
παραινέσεις καὶ κάθε ἱερὴ πράξη.
Αὐτὰ λοιπὸν ἔτσι εἶναι.

1. Τότε ὁ ἱερεὺς ἀφοῦ δοξολογήσει μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔρχεται στὴν πρόθεση, παίρνει τὰ
δῶρα, τὰ κρατεῖ στὸ ὕψος τῆς κεφαλῆς καὶ βγαίνει μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ κρατώντας τα μὲ αὐτὸ
τὸν τρόπο τὰ πηγαίνει πρὸς τὸ θυσιαστήριο, περιφέροντάς τα γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ στὸ ναὸ διὰ μέσου
του λαοῦ μὲ ἀργὸ βῆμα. Οἱ δὲ πιστοὶ ψάλλουν καὶ πέφτουν κάτω ἐμπρὸς στὸν ἱερέα μὲ μεγάλο
σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια, καὶ παρακαλοῦν νὰ τοὺς μνημονεύσει στὴν προσφορὰ τῶν τιμίων δώρων.
Καὶ ὁ ἱερεὺς προχωρεῖ μέσα σὲ πομπὴ μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα καὶ ἔτσι εἰσέρχεται στὸ
θυσιαστήριο.
2. Αὐτὰ γίνονται γιὰ μιὰ πρακτικὴ χρησιμότητα. Διότι ἔπρεπε τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ
θυσιαστοῦν νὰ φερθοῦν καὶ νὰ τεθοῦν ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο, καὶ αὐτὸ μὲ κάθε δυνατὴ
σεμνότητα καὶ κοσμιότητα. Διότι ἔτσι προσφέρονταν τὰ δῶρα στὸν Θεό. Καὶ οἱ βασιλεῖς ὅταν
ἔπρεπε νὰ φέρουν δῶρα στὸν Θεό, δὲν ἀνέθεταν τοῦτο σὲ ἄλλους, ἀλλὰ τὰ ἔφερναν οἱ ἴδιοι
προσωπικὰ μὲ τὸ στέμμα στὸ κεφάλι.
3. Ἀκόμη, αὐτὰ συμβολίζουν καὶ τὴν τελευταία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἄναψε σὲ
μέγιστο βαθμὸ τὸ φθόνο τῶν Ἑβραίων ὅταν ἀνέλαβε τὴν πορεία ἀπὸ τὴν πατρίδα του πρὸς τὴν
Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ τότε ποὺ εἰσῆλθε στὴν πόλη ἐπάνω σε ζῷο συνοδευόμενος
καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὸ πλῆθος (Ματθ. 21, 7-11).
4. Πρέπει δὲ τότε νὰ πέφτουμε ἐμπρὸς στὸν ἱερέα καὶ νὰ ζητοῦμε νὰ μᾶς θυμηθεῖ στὶς
προσευχὲς ποὺ θὰ ἐπακολουθήσουν. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος δυνατότερος τρόπος ἱκεσίας ποὺ νὰ
δίνει βέβαιες ἐλπίδες, ἀπὸ τὴ φρικτὴ αὐτὴ θυσία, ἡ ὁποία καθάρισε δωρεὰν τὶς ἀσέβειες καὶ τὶς
ἀνομίες τοῦ κόσμου.
5. Ἂν ὅμως μερικοί, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσπίπτουν στὸν ἱερέα κατὰ τὴν εἴσοδο τῶν τιμίων
δώρων, τὰ προσκυνοῦν καὶ τὰ νομίζουν σὰν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀπατήθηκαν ἀπὸ τὴ
μεγάλη εἴσοδο τῆς λειτουργίας τῶν προηγιασμένων, διότι δὲ γνωρίζουν τὴ διαφορὰ ἐκείνης τῆς
λειτουργίας καὶ αὐτῆς. Διότι αὐτὴ ἡ λειτουργία κατὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο ἔχει τὰ δῶρα ἀκόμη
ἀθυσίαστα καὶ ἀτέλεστα, ἐνῷ ἐκείνη τέλεια καὶ ἁγιασμένα καὶ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ.
Καὶ αὐτὰ λοιπὸν ἔτσι εἶναι.

1. Ὁ ἱερεὺς ἀποθέτει τὰ δῶρα ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα, ἐνῷ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ πλησίασε στὴν
τελετὴ καὶ πρόκειται νὰ τελέσει τὴ φρικτὴ θυσία, ἐντείνει τὴν προετοιμασία του καὶ καθαρίζει τὸν
ἑαυτό του μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὴν ἱερουργία. Καὶ ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ
καὶ τὸ πλῆθος ποὺ παρίσταται τὸ καταρτίζει καὶ τὸ διαθέτει γιὰ τὴ θεία χάρη μὲ τὴν προσευχή, τὴν
ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Σ' αὐτὰ τὰ τρία συνίσταται ὅλη ἡ ἑτοιμασία ποὺ
εἶπε ὁ Κύριος: «Γίνεσθε ἕτοιμοι» (Ματθ. 24, 44). Διότι ἐδῶ ἔχουμε τὴν πίστη καὶ τὰ ἔργα: ἡ πίστη
φανερώνεται μὲ τὴν ὁμολογία (τὸ «Πιστεύω»), ἐνῷ τὰ ἔργα μὲ τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι τὸ τέρμα
κάθε καλοῦ ἔργου καὶ ἀνακεφαλαίωση ὅλης της ἀρετῆς.
2. Αὐτὰ βέβαια θὰ γίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο. Πρωτύτερα ὁ ἱερεὺς καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ
προσευχηθοῦν γιὰ ἐκεῖνα ποὺ πρέπει τότε νὰ προσευχηθοῦν. «Ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων
δώρων, λέγει, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἃς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ γι' αὐτὰ ποὺ εἶναι ἐμπρός μας,
γιὰ νὰ ἁγιασθοῦν τὰ τίμια δῶρα καὶ νὰ φτάσει ὁ ἀρχικός μας σκοπὸς στὸ τέλος του. Κατόπιν
προσθέτει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεό, καὶ τέλος παρακινεῖ
νὰ παραθέσουμε στὸν Θεὸ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ ὅλη μας τὴ ζωή. Καὶ ἀπευθύνει
σιωπηλὰ μιὰ εὐχὴ στὸν Θεό, τὴν κατάληξη τῆς ὁποίας ἐκφωνεῖ δυνατά, κατὰ τὴ συνήθεια, γιὰ νὰ
τὴν ἀκούσουν ὅλοι, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ δοξολογήσει, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ κάνει μετόχους της
δοξολογίας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εὔχεται καὶ παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν εἰρήνη μεταξύ τους. Διότι ἀφοῦ
πεῖ «Εἰρήνη πάσι», προσθέτει: «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους». Καὶ ἐπειδὴ τὸ νὰ προσευχόμαστε ὁ ἕνας
γιὰ τὸν ἄλλο εἶναι ἀποστολικὴ ἐντολὴ (Ἰακ. 5, 16), γι' αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς εὔχεται στὸν ἱερέα τὴν ἴδια
εἰρήνη, λέγοντας: «Καὶ τὸ πνεύματί σου». Ἐπειδὴ δὲ τὴν ἀγάπη μεταξὺ μας τὴν ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη
στὸν Θεό, ἐνῷ τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ ἀκολουθεῖ ἡ τέλεια καὶ ζωντανὴ πίστη σ' Αὐτόν, γι' αὐτό, ἀφοῦ
ὁ ἱερεὺς ἀναφέρει τὴν ἀγάπη καὶ παρακινήσει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, εὐθὺς
ἀμέσως συνάπτει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, λέγοντας: «Ἶνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν». Καὶ οἱ
πιστοὶ διακηρύττουν τὸν Θεὸ ποὺ πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε, τὴν “Ἁγία Τριάδα.

1. Κατόπιν ὁ ἱερεὺς καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ ποῦν ὅλα ὅσα ἔμαθαν καὶ πιστεύουν γιὰ τὸν Θεό, τὴν
ἀληθινὴ δηλαδὴ σοφία, γιὰ τὴν ὁποία λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Μιλοῦμε γιὰ σοφία στοὺς τελείους,
σοφία ποὺ δὲ γνώρισε ὁ κόσμος» (Ἃ' Κορ. 2, 6-8), οἱ σοφοὶ δηλαδὴ τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι τίποτε
μεγαλύτερο καὶ ὑψηλότερο ἀπὸ τὴ γνώση τῶν αἰσθητῶν δὲ γνωρίζουν, οὔτε πιστεύουν καν ὅτι
ὑπάρχει. Σ' αὐτὴ τὴ σοφία μᾶς καλεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ ἀνοίξουμε διάπλατα ὅλες τὶς θύρες, δηλαδὴ τὰ
στόματα καὶ τὰ αὐτιά μας.
2. Σ' αὐτή, λέγει, τὴ σοφία ἀνοῖξτε, αὐτὰ συνεχῶς καὶ νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ
κάνετε ὄχι μὲ ἀμέλεια, ἀλλὰ μὲ ζῆλο καὶ μὲ μεγάλη προσοχή. Καὶ τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν
δυνατὰ ὅλη τὴν ὁμολογία, τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἔπειτα λέγει ὁ ἱερεύς: «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν
μετὰ φόβου». Ἐπάνω δηλαδὴ σ' αὐτὴ τὴν ὁμολογία ἃς σταθοῦμε γερὰ χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ
ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα αἱρετικῶν: ἃς σταθοῦμε μὲ φόβο, διότι εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος σ'
ἐκείνους ποὺ δέχονται στὴν ψυχὴ τοὺς κάποια ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη. Όταν ἔτσι
ἀκλόνητα στεκόμαστε στὴν πίστη, λέγει, τότε καὶ ἡ προσφορὰ τῶν δώρων μας στὸν Θεὸ ἃς γίνεται
ὅπως πρέπει. Τί σημαίνει αὐτό; Μὲ εἰρήνη. «Προσχωμεν, λέγει ὁ ἱερεύς, τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν
εἰρήνῃ προσφέρειν». Θυμηθεῖτε καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ
θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος ἔχει κάτι ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα, ἔπειτα ἔλα καὶ
πρόσφερε τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5, 23-24). Καὶ οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται: «Προσφέρουμε ὄχι μόνο μὲ
εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν εἰρήνη ἀντὶ γιὰ ἄλλο δῶρο καὶ θυσία. Διότι προσφέρουμε ἔλεος σ'
Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: Ἔλεος θέλω καὶ ὄχι θυσία” (Ὡσ. 6, 6)». Τὸ δὲ ἔλεος εἶναι καρπὸς τῆς σταθερῆς
καὶ καθαρῆς εἰρήνης. Διότι ὅταν δὲν ἐνοχλεῖ τὴν ψυχὴ κανένα πάθος, δὲν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο
νὰ εἶναι αὐτὴ γεμάτη ἀπὸ ἔλεος. Ἀκόμη προσφέρουμε καὶ «θυσία αἰνέσεως» (Ψάλμ. 49, 14).
3. Ἀφοῦ ποῦν αὐτὰ οἱ πιστοί, ὁ ἱερεὺς εὔχεται γι' αὐτοὺς τὰ ἁγιότερα καὶ μεγαλύτερα ἀπ' ὅλα:
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν». Καὶ οἱ πιστοί, εὐχόμενοι τὰ ἴδια στὸν ἱερέα, τοῦ
ἀποκρίνονται: «Καὶ μετὰ τοῦ πνεύματός σου», σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ προστάζει νὰ
προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο (Ἰακ. 5, 16).
4. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ μακαρίου Παύλου (Β' Κορ. 13, 13) καὶ προξενεῖ
σ' ἐμᾶς τὰ ἀγαθά της Ἁγίας Τριάδος, κάθε τέλειο δώρημα. Τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ τὰ κατονομάζει μὲ
ἰδιαίτερο ὄνομα γιὰ καθεμία ἀπὸ τὶς μακάριες Ὑποστάσεις. Ἀπὸ τὸν Υἱὸ τὴ χάρη, ἀπὸ τὸν Πατέρα
τὴν ἀγάπη καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν κοινωνία. Ὁ Υἱός, χωρὶς ἐμεῖς νὰ συνεισφέρουμε τίποτε,
ἀλλὰ ἐνῷ εἴμασταν ἀκόμη ἔνοχοι ἀπέναντί Του, ἔδωσε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ σωτῆρα γιὰ μᾶς διότι πέθανε
γιὰ χάρη μᾶς ἐνῷ εἴμασταν ἀκόμη ἀσεβεῖς (Ρωμ. 5, 6). Ἡ πρόνοιά Του λοιπὸν γιὰ μᾶς εἶναι χάρη.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πατέρας διὰ μέσου των παθημάτων τοῦ Υἱοῦ συμφιλιώθηκε μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος
καὶ ἀγάπησε τοὺς ἐχθρούς Του, γι' αὐτὸ ὅσα ἔκανε πρὸς ἐμᾶς λέγονται ἀγάπη. Καὶ ἐπειδὴ ἔπρεπε
ὁ “Πλούσιος ἐν ἐλέει” (Ἔφ. 2, 4) νὰ μεταδώσει τὰ ἀγαθά Του στοὺς ἐχθρούς, μὲ τοὺς ὁποίους
συμφιλιώθηκε, αὐτὸ τὸ ἔκανε τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν ἐπιφοίτησή του στοὺς 'Ἀποστόλους. Γι' αὐτὸ
ἡ καλοσύνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους λέγεται κοινωνία.
5. Ἀλλὰ θὰ πεῖ ἴσως κανεὶς ὅτι αὐτὰ τὰ ἀγαθά, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Σωτῆρα στὸν κόσμο, δόθηκαν
ὅλα στοὺς ἀνθρώπους. Ποιὰ λοιπὸν ἀνάγκη εὐχῆς γι' αὐτὰ ποῦ ἤδη μᾶς δόθηκαν; Εἶναι φανερὸ ὅτι
εὐχόμαστε γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσουμε, ἀφοῦ τὰ λάβαμε, ἀλλὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μέχρι τὸ τέλος. Γι' αὐτὸ
καὶ ἱερεὺς δὲ λέγει «Εἴθε νὰ σᾶς δοθοῦν», ἀλλὰ λέγει «Εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν». Εἴθε, λέγει, νὰ μὴν
ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ σᾶς ἢ χάρη ποὺ σᾶς δόθηκε.
6. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς ἀξιώσει τοὺς πιστοὺς τέτοιας εὐχῆς καὶ ἀφοῦ ἔτσι ὑψώσει τὶς ψυχὲς
ἀπὸ τὴ γῆ, ὑψώνει καὶ τὰ φρονήματα, λέγοντας: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Τὰ ἄνω φρονεῖτε, ὄχι
τὰ ἐπίγεια (Κόλ. 3, 2). Καὶ αὐτοὶ συγκατατίθενται καὶ λέγουν ὅτι ἔχουν τὶς καρδιὲς ἐκεῖ ὅπου εἶναι
ὁ θησαυρὸς μᾶς (Ματθ. 6, 21), ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός, καθισμένος στὰ δεξιά του Πατέρα
(Κόλ. 3, 1): «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον».

Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ πιστοὶ ἀποκτήσουν τέτοιες ὑψηλότατες καὶ ἱερότατες διαθέσεις, τί μένει νὰ
κάνει ὁ ἱερεὺς παρὰ νὰ στραφεῖ στὴν εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, τοῦ χορηγοῦ ὅλων των ἀγαθῶν;
Ἄλλωστε μιμεῖται τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα προτοῦ
παραδώσει τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας (Λουκ. 22, 17). Ἔτσι καὶ ὁ ἱερεύς, πρὶν ἀπὸ τὴν τελεστικὴ
εὐχὴ μὲ τὴν ὁποία καθαγιάζει τὰ τίμια δῶρα, κάνει τὴν ἑξῆς εὐχαριστία στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα τοῦ
Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Καὶ ἀφοῦ ὅλοι συγκατατεθοῦν καὶ
ἀναφωνήσουν «Ἄξιον καὶ δίκαιον», ὁ ἱερεὺς προσφέρει ὁ ἴδιος τὴν εὐχαριστία στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ
τὸν δοξολογήσει καὶ τὸν ὑμνήσει μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τὸν εὐγνωμονήσει γιὰ ὅλες τὶς
εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, καὶ τελευταία ἀφοῦ κάνει λόγο καὶ γιὰ
τὴν ἄρρητη καὶ ὑπερλογη Οἰκονομία τοῦ Σωτῆρα γιὰ χάρη μας, κατόπιν ἱερουργεῖ τὰ τίμια δῶρα
καὶ τελεῖται ὅλη ἡ θυσία. Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο; Διηγεῖται τὸ φρικτὸ ἐκεῖνο δεῖπνο, καὶ πὼς ὁ Χριστὸς
παρέδωσε αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος στοὺς ἁγίους Του μαθητές, καὶ πῶς πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὸ
ποτήριο καὶ πῶς πῆρε ἄρτο καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὰ ἁγίασε, καὶ τὰ λόγια εἶπε γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ
μυστήριο. Λέγοντας ὁ ἱερεὺς τὰ λόγια αὐτά, γονατίζει καὶ προσεύχεται καὶ ἱκετεύει, τὰ θεία ἐκεῖνα
λόγια τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του καὶ Σωτῆρα μας νὰ τὰ ἐφαρμόσει ὁ Θεὸς καὶ στὰ δῶρα αὐτὰ ποὺ
εἶναι ἐμπρός, ὥστε, ἀφοῦ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του, νὰ μεταβληθοῦν, ὁ
μὲν ἄρτος σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο το τίμιο καὶ ἅγιο σῶμα Του, ὁ δὲ οἶνος σ' αὐτὸ τὸ ἄχραντο καὶ ἅγιο αἷμα
Του.
Ὅταν αὐτὲς οἱ εὐχὲς καὶ τὰ λόγια εἰπωθοῦν, ὅλη ἡ θεία ἱερουργία «ἤνυσται καὶ τετέλεσται»,
ἔγινε καὶ ὁλοκληρώθηκε. Τὰ δῶρα ἔχουν ἁγιασθεῖ, ἡ θυσία ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καὶ τὸ μεγάλο θῦμα
καὶ σφάγιο ποὺ ἐσφάγη γιὰ χάρη τοῦ κόσμου βρίσκεται ἐμπρὸς στὰ μάτια μᾶς ἐπάνω στὴν ἁγία
τράπεζα. Διότι ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, οὔτε δῶρο ποὺ συμβολίζει
τὸ ἀληθινὸ Δῶρο, οὔτε ἀναπαράσταση τῶν σωτηρίων παθῶν σὰν σὲ πίνακα, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ τὸ
ἴδιο το ἀληθινὸ Δῶρο. Εἶναι τὸ ἴδιο το πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀληθινὰ ὅλες
ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὶς ὕβρεις καὶ τὶς πληγές, τὸ ὁποῖο σταυρώθηκε καὶ ἐσφάγη καὶ ἔδωσε
ἐνώπιόν του Ποντίου Πιλάτου τὴ μαρτυρία τῆς καλῆς ὁμολογίας (Α΄ Τιμ. 6, 13), τὸ ὁποῖο ραπίσθηκε,
μαστιγώθηκε, καταδέχθηκε φτυσίματα, γεύθηκε χολή. Ὁμοίως καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο το αἷμα ποὺ
ξεπήδησε ὅταν ἐσφάζετο τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα, ποὺ ἔλαβε τὴ σύσταση
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν μακαρία Παρθένο, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη
ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.

1. Σὲ τί συνίσταται ἡ πίστη μᾶς σ' αὐτὸ τὸ μυστήριο;


2. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Τοῦτο εἶναι τὸ σῶμα μου, τοῦτο τὸ αἷμα μου». Ὁ ἴδιος παρήγγειλε
στοὺς 'Ἀποστόλους καὶ μέσῳ αὐτῶν σε ὅλη τὴν Ἐκκλησία νὰ κάνουν αὐτό. «Αὐτὸ νὰ κάνετε, εἶπε,
σὲ ἀνάμνησή μου» (Λουκ. 22, 19). Δὲν θὰ παρήγγελλε ὁ Κύριος νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ἂν δὲν εἶχε
σκοπὸ νὰ δώσει σ' αὐτοὺς τὴ δύναμη νὰ μποροῦν νὰ τὸ κάνουν. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη; Τὸ
"Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ δύναμη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ ὁποία ὅπλισε τοὺς Ἀποστόλους, ὅπως τοὺς εἶπε ὁ
Κύριος: «Ἐσεῖς καθῖστε στὴν πόλη Ἱερουσαλήμ, ἕως ὅτου νὰ ἐνδυθεῖτε δύναμη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ»
(Λουκ. 24, 49). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο ἐκείνης τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι Αὐτὸ δὲν
κατέβηκε μία φορὰ μόνο τότε καὶ μετὰ μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ εἶναι καὶ θὰ εἶναι μαζί μας γιὰ
πάντα. Γι' αὐτὸ τὸ ἔστειλε ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ μένει μαζί μας αἰωνίως. «Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ
ὁποῖο ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ λάβει, διότι δὲν τὸ βλέπει, οὔτε τὸ γνωρίζει ἐσεῖς ὅμως τὸ γνωρίζετε,
διότι μένει κοντά σας καὶ θὰ εἶναι μέσα σας» (Ἰω. 14, 17). Αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ
γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια.
3. Καὶ ὄχι μόνο το "Ἅγιο Πνεῦμα ἔστειλε σ' ἐμᾶς ὁ Κύριος γιὰ νὰ μένει μαζί μας, ἀλλὰ καὶ Αὐτὸς
ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε νὰ μένει μαζί μας μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος (Ματθ. 28, 20). Ἀλλὰ ὁ μὲν
Παράκλητος εἶναι παρὼν ἀοράτως, διότι δὲ φόρεσε σῶμα ὁ δὲ Κύριος καὶ βλέπεται καὶ ἀνέχεται
νὰ ἀγγίζεται διὰ μέσου των φρικτῶν καὶ ἱερῶν μυστηρίων, διότι δέχθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ
τὴν φορεῖ αἰωνίως.
4. Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἱερωσύνης, Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἱερεύς. Διότι δὲν πρόσφερε καὶ δὲ θυσίασε
μιὰ φορὰ τὸν ἑαυτό του κι ἔπειτα ἔπαυσε τὴν ἱερωσύνη, ἀλλὰ ἐξασκεῖ πάντοτε γιὰ χάρη μᾶς αὐτὴ
τὴ λειτουργία, καὶ εἶναι ἔτσι Παράκλητος (συνήγορος) γιὰ μᾶς μπροστὰ στὸν Θεὸ αἰωνίως. Γι' αὐτὸ
καὶ τοῦ ἔχει εἰπωθεῖ: «Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψάλμ. 109, 4).
5. Γι' αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία στοὺς πιστοὺς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν δώρων, οὔτε γιὰ
τὶς ἄλλες τελετές, ὅτι ὁλοκληρώνονται σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεση καὶ τὶς προσευχὲς τῶν ἱερέων.
Ἀρκετὰ εἶναι αὐτὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτό.

1. Μερικοὶ Λατῖνοι σ' αὐτὸ τὸ ζήτημα καταπιάνονται μὲ τὰ δικά μας. Λέγουν δηλαδὴ ὅτι μετὰ τὸ
λόγο τοῦ Κυρίου «Λάβετε, φάγετε κλπ.», δὲ χρειάζεται πλέον καμιὰ πρόσθετη εὐχὴ γιὰ νὰ
ἁγιασθοῦν τὰ τίμια δῶρα, διότι ἔχουν τελειωθεῖ μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτό, λέγουν, ἐκεῖνοι
ποὺ ἐνῷ εἶπαν αὐτὰ τὰ λόγια, θεωροῦν τὰ δῶρα ἄρτο καὶ οἶνο καὶ προσεύχονται νὰ ἁγιασθοῦν σὰν
νὰ μὴν ἔχουν ἁγιασθεῖ ἀκόμη, δείχνουν ἀπιστία καὶ κάνουν κάτι ποὺ εἶναι μάταιο καὶ περιττό. Καὶ
γιὰ τὸ ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ προξενοῦν τὸν ἁγιασμὸ τῶν δώρων, φέρνουν μάρτυρα τὸν
μακάριο Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὅπως ὁ δημιουργικὸς λόγος, τὸ «αὔξανεσθε καὶ
πληθύνεσθε» (Γέν. 1, 28), εἰπώθηκε μὲν μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνεργεῖ δὲ πάντοτε, ἔτσι καὶ ὁ λόγος
αὐτὸς εἰπώθηκε μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Σωτῆρα καὶ ἐνεργεῖ πάντοτε 5. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ ἐμπιστεύονται
μᾶλλον στὴ δική τους εὐχή, παρὰ στὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἐν πρώτοις, λέγουν, ἀποδίδουν ἀδυναμία
σ' Αὐτόν, ἔπειτα φαίνονται ὅτι ἐμπιστεύονται μᾶλλον στὸν ἑαυτό τους, καὶ τρίτον, ἐξαρτοῦν ἀπὸ
ἀμφίβολο πρᾶγμα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη εὐχή, τὸ μυστήριο, πρᾶγμα τόσο μεγάλο, καὶ
παρουσιάζουν πολὺ ἀμφίβολο αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ πιστεύουν μὲ βεβαιότητα. Διότι δὲν εἶναι
ἀναγκαῖο ὁ προσευχόμενος νὰ εἰσακούεται, ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει τὴν ἀρετὴ τοῦ Παύλου.
2. Αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὰ ἀναιρέσουμε.
3. Καὶ πρῶτα μὲ τὰ λόγια τοῦ θείου Χρυσοστόμου, ἐπάνω στὰ ὁποῖα στηρίζονται. Ἃς ἐξετάσουμε
ἂν τὸ «λάβετε, φάγετε» ἐνεργεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως ὁ δημιουργικὸς λόγος «αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε».
4. Εἶπε ὁ Θεός: «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε». Λοιπόν; Ὕστερα ἀπὸ τὸ λόγο ἐκεῖνο δὲν ἔχουμε
ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε πλέον καὶ δὲ μᾶς χρειάζεται κανένα ἄλλο μέσο γιὰ αὔξηση; Δὲ χρειάζεται καὶ
γάμος καὶ ἕνωση ἄνδρα καὶ γυναίκας καὶ ἡ λοιπὴ φροντίδα, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
συσταθεῖ καὶ νὰ πολλαπλασιάζεται τὸ ἀνθρώπινο γένος; Ἑπομένως, ἐκεῖ θεωροῦμε ἀναγκαῖο το
γάμο, καὶ μετὰ τὸ γάμο εὐχόμαστε πάλι γι' αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ δὲ νομίζουμε ὅτι ἀτιμάζουμε τὸ
δημιουργικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· διότι ξέρουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι αἴτιος τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ τρόπος
εἶναι ὁ γάμος, ἡ τροφὴ καὶ τὰ ἄλλα. Ἔτσι κι ἐδῶ, πιστεύουμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι αὐτὸς
ποὺ ἐνεργεῖ τὸ μυστήριο, ἀλλὰ διὰ μέσου του ἱερέως, διὰ μέσου της αἰτήσεως καὶ τῆς εὐχῆς του.
Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν ἐνεργεῖ γενικὰ καὶ ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ ἀπαιτοῦνται πολλά, χωρὶς τὰ

5
Εἰς τὴν προδοσίας τοῦ Ἰούδα 1, 6. PG 39, 380.
ὁποῖα δὲν ἐπέρχεται τὸ ἀποτέλεσμά του. Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ
μόνος ποῦ ἔφερε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν κόσμο; Ἀλλὰ γνωρίζουμε καὶ τοῦτο: ὅτι μετὰ τὸ
θάνατο ἐκεῖνο χρειάζεται καὶ ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ εὐχὴ τῶν ἱερέων, καὶ δὲν μπορεῖ
νὰ λυθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἂν δὲν προηγηθοῦν αὐτά. Τί λοιπόν; 'Ἀτιμάζουμε τὸ
θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποδίδουμε ἀδυναμία, διότι νομίζουμε ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἐκεῖνος ἂν δὲν
κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐπιβάλλεται σ' ἐμᾶς; Καθόλου.
5. Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι εὔλογο νὰ διατυπώσει κανεὶς τέτοιες κατηγορίες γιὰ ἐκείνους ποὺ
εὔχονται νὰ ἁγιασθοῦν τὰ δῶρα διότι ὅταν ἐμπιστεύονται στὴν προσευχή, δὲν ἔχουν ἐμπιστοσύνη
στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποσχεθεῖ νὰ δώσει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦν. Μάλιστα
ἡ προσευχὴ ἀπαιτεῖ τὸ ἀντίθετο: διότι αὐτὸ ποὺ κάνει τοὺς προσευχομένους νὰ προσεύχονται εἶναι
το ὅτι δὲν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτὸ τοὺς γι' αὐτὰ ποὺ ζητοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο
πιστεύουν νὰ τὰ βροῦν. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς κραυγάζει καὶ προσευχόμενος, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό
του καὶ καταφεύγοντας στὸν Θεό: ὅτι ἀναγνώρισε τὴν προσωπική του ἀδυναμία καὶ γι' αὐτὸ
ἀφήνει τὸ πᾶν στὸν Θεό. Αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μου, λέγει, οὔτε τῆς δικῆς μου ἰσχῦος, ἀλλὰ χρειάζεται
Ἐσένα, Κύριε, καὶ σ' Ἐσένα ἀναθέτω τὸ πᾶν.
6. Τοῦτο προπάντων ἰσχύει ὅταν προσευχόμαστε γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ καὶ πάνω ἀπὸ κάθε
κατανόηση, ὅπως εἶναι τὰ σχετικὰ μὲ τὰ μυστήρια. Διότι τότε εἶναι τελείως ἀπαραίτητο οἱ
προσευχόμενοι νὰ ἔχουν πεποίθηση μόνο στὸν Θεό. Διότι αὐτὰ οὔτε νὰ τὰ διανοηθεῖ μποροῦσε ὁ
ἄνθρωπος, ἂν δὲν τὰ εἶχε διδάξει ὁ Θεός, οὔτε νὰ τὰ ἐπιθυμήσει, ἂν δὲν τὸν εἶχε συμβουλεύσει
Ἐκεῖνος, οὔτε νὰ προσδοκήσει νὰ τὰ λάβει, ἂν δὲν εἶχε ἐλπίσει ὅτι θὰ τὰ λάβει ἀπὸ 'Ἐκεῖνον ποὺ
ποτὲ δὲν ψεύδεται. Ώστε λοιπὸν οὔτε νὰ παρακαλέσει δὲ θὰ τολμοῦσε κανένας γι' αὐτά, ἂν Ἐκεῖνος
δὲν εἶχε ὑποδείξει μὲ βεβαιότητα ὅτι θέλει νὰ τοῦ τὰ ζητοῦμε καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ τὰ χορηγεῖ
σὲ ὅσους τὰ ζητοῦν. Γι' αὐτὸ οὔτε ἀμφίβολη εἶναι ἐδῶ ἡ εὐχή, οὔτε ἀβέβαιό το ἀποτέλεσμά της,
ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ποὺ δίνει ἔδειξε μὲ κάθε τρόπο ὅτι θέλει νὰ δώσει.
7. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἐμπιστευόμαστε τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων στὴν προσευχὴ τοῦ ἱερέως,
ὑπολογίζοντας ὄχι σὲ κάποια ἀνθρώπινη δύναμη, ἀλλὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι αὐτὸ γίνεται
ὄχι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ ἀκούει ὄχι διότι παρακάλεσε
ἐκεῖνος, ἀλλὰ διότι ἡ 'Ἀλήθεια, ὁ Θεός, ἔχει ὑποσχεθεῖ νὰ δώσει.
8. Ότι δὲ ὁ Χριστὸς ἔχει δείξει ὅτι θέλει νὰ μᾶς δίνει πάντοτε αὐτὴ τὴ χάρη, οὔτε χρειάζεται
ἀπόδειξη. Διότι, γι' αὐτὸ ᾖρθε στὴ γῆ καὶ θυσιάστηκε καὶ πέθανε. Γι' αὐτὸ ὑπάρχουν θυσιαστήρια
καὶ ἱερεῖς καὶ ὅλα τα μέσα καθάρσεως καὶ ὅλες οἱ ἐντολὲς καὶ διδασκαλίες καὶ συμβουλὲς γιὰ νὰ
στρώσει σ' ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τραπέζι. Γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ἐπεθύμησε νὰ φάγει τὸ πάσχα ἐκεῖνο ὁ
Κύριος (Λουκ. 22, 15)· διότι ἔμελλε τότε νὰ παραδώσει τοῦτο τὸ ἀληθινὸ πάσχα στοὺς μαθητές Του.
Γι' αὐτὸ παρήγγειλε: «Τοῦτο νὰ κάνετε σὲ ἀνάμνησή μου» (Λουκ. 22, 19), διότι θέλει νὰ
ἱερουργεῖται τοῦτο πάντοτε ἀπό μας.
9. Ποιὰ λοιπὸν ἀμφιβολία μποροῦσε πλέον νὰ ὑπάρχει ἐκ μέρους τῶν προσευχομένων ἂν θὰ
λάβουν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο, αὐτοὶ μὲν παρακαλοῦν νὰ λάβουν, Ἐκεῖνος δὲ ποῦ μπορεῖ νὰ τὸ δώσει,
ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ δώσει;
10. Ἔτσι λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ ἐμπιστεύονται τὸν ἁγιασμὸ τῶν δώρων στὴν εὐχὴ τοῦ ἱερέως, οὔτε
τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρα περιφρονοῦν, οὔτε ἐξαρτοῦν τὸ μυστήριο ἀπὸ ἀμφίβολο πρᾶγμα, δηλαδὴ
ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη εὐχή, ὅπως μάταιά μας κατηγοροῦν οἱ Λατῖνοι.
11. Ἐξάλλου καὶ τὸ πανάγιο μύρο, τὸ ὁποῖο ὁ μακάριος Διονύσιος 'Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι εἶναι
ὁμοταγὲς (= τῆς αὐτῆς τάξεως) μὲ τὴ θεία κοινωνία 6, καὶ αὐτὸ τελεῖται καὶ ἁγιάζεται μὲ προσευχῆς
καὶ ὅτι τὸ ἴδιο το μύρο εἶναι τελεστικὸ καὶ ἁγιαστικό, δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία στοὺς εὐσεβεῖς.
12. Ἐπίσης καὶ ἡ χειροτονία τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ παρόμοιο τρόπο μὲ τὴν εὐχὴ
ἱερουργεῖται. «Εὔξωμεθα ὑπὲρ αὐτοῦ, ἶνα ἔλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος», λέγει
δυνατὰ πρὸς τὸν κλῆρο καὶ χειροτονῶν, ἀφοῦ βάλει τὰ χέρια τοῦ ἐπάνω στὸ κεφάλι τοῦ
χειροτονουμένου. Ἀλλὰ καὶ στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία, στὴ χειροτονία τοῦ ἀρχιερέως, ἀφοῦ ὁ
χειροτονῶν χύσει τὸ μύρο ἐπάνω στὸ κεφάλι τοῦ χειροτονουμένου, εὔχεται νὰ κατεβεῖ ἐπάνω σ'
αὐτὸν πλούσια ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
13. Καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στοὺς μετανοοῦντες μὲ τὴν εὐχὴ τῶν ἱερέων δίνεται.
14. Καὶ τὸ μυστήριο τέλος τοῦ εὐχελαίου, ἐπίσης ἡ εὐχὴ τῶν ἱερέων τὸ τελεσιουργεῖ, τὸ ὁποῖο
ἔχει τὴ δύναμη νὰ παρέχει θεραπεία σωματικῆς ἀσθένειας καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν σ' ἐκείνους ποῦ
τὸ δέχονται, ὅπως λέγει ἡ ἀποστολικὴ παράδοση: «Εἶναι κάποιος ἀπὸ σᾶς ἄρρωστος; Ἃς
προσκαλέσει τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ προσευχηθοῦν γι' αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἀλείψουν
μὲ λάδι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου: καὶ ἡ εὐχὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη θὰ σώσει τὸν ἄρρωστο καὶ ὁ Κύριος
θὰ τὸν γιατρέψει καὶ ἂν ἔχει κάνει ἁμαρτίες, θὰ τοῦ συγχωρηθοῦν» (Ἰακ. 5, 14-15).
15. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποῦ ἀποδοκιμάζουν τὴν εὐχὴ στὰ μυστήρια, τί ἀποκρίνονται σ' αὐτὰ τὰ
ἐπιχειρήματα;
16. Διότι ἂν εἶναι ἀβέβαιό το ἀποτέλεσμα τῶν προσευχῶν, ὅπως λένε αὐτοί, θὰ εἶναι ἀβέβαιο
καὶ ὁ ἱερεὺς ἂν εἶναι ἱερεύς, ἀβέβαιο καὶ τὸ μύρο ἂν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἁγιάζει καὶ ἔτσι οὔτε τὸ
μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας μπορεῖ νὰ συσταθεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πραγματικὰ οὔτε ἱερεύς,
οὔτε θυσιαστήριο. Διότι οὔτε καὶ οἱ Λατῖνοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου
τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια ἂν λεχθεῖ ἀπὸ ἰδιώτη καὶ ὄχι ἀπὸ ἱερέα, ἢ χωρὶς θυσιαστήριο.
17. Διότι καὶ τὸ θυσιαστήριο, ἐπάνω στὸ ὁποῖο τοποθετεῖται ὁ ἄρτος, ἁγιάζεται μὲ τὸ ἅγιο μύρο,
τὸ ὁποῖο πάλι τελεσιουργεῖται διὰ μέσου των εὐχῶν.
18. Ἐπιπλέον, ποιὸς θὰ μᾶς δώσει μὲ βεβαιότητα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὅταν ἀμφιβάλλουμε
γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ γιὰ τὴ δέησή τους;
19. Καὶ δὲ μένει λοιπὸν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ καταργήσουμε ὅλο τὸν Χριστιανισμό,
ἀκολουθώντας τὶς καινοτομίες τους. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι σ' ἐκείνους μᾶλλον, ὅταν ὑποστηρίζουν
αὐτά, εἶναι ἀμφίβολη ἡ ἀρετή, καὶ τὸ πρᾶγμα εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ἐφόσον ἐπινοοῦν πράγματα
ξένα πρὸς τὶς παραδόσεις τῶν Πατέρων καὶ τὴν ἀσφάλεια ποὺ αὐτὲς ἔχουν.
20. Ὅτι ὁ Θεὸς συγκατανεύει στοὺς προσευχομένους καὶ δίνει Πνεῦμα Ἅγιο σ' ἐκείνους ποὺ τοῦ
τὸ ζητοῦν, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο σ' ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦν μὲ πίστη, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
τὸ ἔχει πεῖ καὶ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ μὴν εἶναι ἀλήθεια. Ότι ὅμως τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σ'
ἐκείνους ποὺ ἁπλῶς ἀπαγγέλλουν ὁτιδήποτε ἀπὸ τὰ ἱερὰ λόγια, αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενά.
21. Τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων διὰ προσευχῆς - ἐννοῶ ὅλων των ἄλλων, ὅπως εἶπα, καὶ εἰδικά
της Θείας Εὐχαριστίας – τὴν παρέδωσαν οἱ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς
Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους. Μαζὶ δὲ μὲ πολλοὺς ἄλλους καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ

6
Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 4, 1. PG 3, 472D.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ὅσους ἀντιλέγουν σ' αὐτούς, δὲν
πρέπει οὔτε καν λόγο νὰ ἀπευθύνουν ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς.
22. Ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου περὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων, λεγόμενος ὡς ἀφήγηση, ἀρκεῖ γιὰ τὸν
ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, δὲ φαίνεται νὰ τὸ εἶπε κανείς, οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, οὔτε ἀπό
τους διδασκάλους. Ότι βέβαια ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ εἰπώθηκε μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, μὲ τὸ νὰ
εἰπώθηκε ἀπὸ Αὐτὸν ἐνεργεῖ πάντοτε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ δημιουργικὸς λόγος, τὸ λέγει καὶ ὁ
μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ότι ὅμως, λεγόμενος τώρα ἀπὸ τὸν ἱερέα, ἔχει τὴν ἴδια δύναμη
ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι λέγεται, αὐτὸ δὲ διδάσκεται πουθενά. Διότι καὶ ὁ δημιουργικὸς λόγος
δὲν ἐνεργεῖ ἐξαιτίας τοῦ ὅτι λέγεται ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο γιὰ καθετὶ ποὺ γίνεται, ἀλλὰ ἐξαιτίας
τοῦ ὅτι εἰπώθηκε μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

1. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τοὺς ἀποστομώνει τελείως, εἶναι ὅτι καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Λατίνων, στὴν
ὁποία θέλουν νὰ ἀναφέρονται, δὲν παραλείπουν, μετὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, νὰ εὔχονται γιὰ τὰ
δῶρα. Αὐτὸ ὅμως τοὺς διαφεύγει, διότι δὲν εὔχονται εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ
διότι δὲ ζητοῦν σαφῶς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ μεταβολὴ τῶν δώρων σὲ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ
μεταχειρίζονται ἄλλες ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες στὸ ἴδιο ὁδηγοῦν καὶ τὴν ἴδια σημασία ἔχουν.
2. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή; «Διάταξε νὰ ἀνυψωθοῦν τὰ δῶρα αὐτὰ μὲ χέρι 'Ἀγγέλου στὸ
ὑπερουράνιό Σου θυσιαστήριο».
3. Ἃς ποῦν λοιπὸν τί θέλει νὰ πεῖ ἡ ἔκφραση: «νὰ ἀνυψωθοῦν τὰ δῶρα»;
4. "Ἡ γιὰ τοπικὴ μεταβίβασή τους ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὰ κάτω πρὸς τὸν οὐρανὸ παρακαλοῦν, ἢ γιὰ
μιὰ μεταβολὴ ἀξίας, ἀπὸ τὴν ταπεινή τους μορφὴ σὲ μιὰ ὑψηλὴ κατάσταση.
5. Ἀλλὰ ἂν σημαίνει τὸ πρῶτο, τί μᾶς ὠφελεῖ νὰ παρθοῦν ἀπὸ ἐμᾶς τὰ ἅγια, τὰ ὁποῖα εὐχόμαστε
καὶ πιστεύουμε νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένουν σ' ἐμᾶς, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μαζί
μας ὡς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος (Ματθ. 28, 20); Καὶ πῶς δὲν πιστεύουν, ἂν θεωροῦν ὅτι αὐτὸ εἶναι
σῶμα Χριστοῦ, ὅτι εἶναι συγχρόνως καὶ σ' ἐμᾶς, καὶ ὑπερουράνιο, καὶ κάθεται στὰ δεξιά του
Πατέρα, μὲ τρόπο ποῦ Αὐτὸς γνωρίζει; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ ὑπερουράνιο σῶμα τοῦ
Χριστοῦ κάτι ποῦ δὲν ἔγινε ἀκόμη ὑπερουράνιο; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνυψωθεῖ μὲ χέρι
'Ἀγγέλου αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη καὶ κάθε ὄνομα (Ἔφ. 1, 21);
6. Ἂν πάλι εὔχονται γιὰ κάποια μεταβολὴ ἀξίας πρὸς κάτι καλύτερο, δὲν ξέρω πῶς δὲ θὰ
ὑπερβοῦν κάθε ἀσέβεια, ἂν βέβαια γνωρίζουν ὅτι αὐτὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐντούτοις
πιστεύουν ὅτι θὰ φτάσουν σὲ κάτι καλύτερο καὶ ἁγιότερο.
7. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ πὼς οἱ Λατῖνοι γνωρίζουν ὅτι αὐτὰ εἶναι ἄρτος καὶ οἶνος ποὺ δὲν ἔλαβαν
ἀκόμη τὸν ἁγιασμό. Καὶ γι' αὐτὸ προσεύχονται γι' αὐτά, διότι ἔχουν ἀκόμη ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή,
καὶ προσεύχονται νὰ ἀνυψωθοῦν αὐτά, διότι βρίσκονται ἀκόμη κάτω, καὶ ἀναφέρουν
θυσιαστήριο, διότι εἶναι μὴ θυσιασμένα, ὥστε νὰ τεθοῦν ἐκεῖ καὶ νὰ θυσιαστοῦν. Καὶ χρειάζονται
χέρι 'Ἀγγέλου, διότι ἡ δεύτερη ἱεραρχία, τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος 7, βοηθεῖται
ἀπὸ τὴν πρώτη ἱεραρχία, τῶν 'Ἀγγέλων,
8. Αὐτὴ ἡ εὐχὴ δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει τίποτε ἄλλο γιὰ τὰ δῶρα, παρὰ τὴ μεταβολή τους στὸ
σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ νομίσουμε ὅτι τὸ θυσιαστήριο ἐκεῖνο ὅπου
πρέπει νὰ θυσιάζουμε εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Θεὸ κάπου ἐπάνω στὸν οὐρανό. Διότι τότε δὲ θὰ
διαφέρουμε πολὺ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λέγουν ὅτι μόνο στὰ Ἱεροσόλυμα ἢ μόνο στὸ ὅρος τῆς
Σαμάρειας πρέπει νὰ προσκυνεῖται ὁ Θεὸς (Ἰω. 4, 20). Ἀλλὰ ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο
Παῦλο, ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἕνας καὶ ὁ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς (Α΄ Τιμ. 2, 5),
ὅλα ὅσα ἐπιτελοῦν τὴ μεσιτεία, ὅλα ὅσα μᾶς προσφέρουν τὸν ἁγιασμό, ὅλα αὐτὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Σωτῆρας καὶ μόνο. Λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπιτελοῦν τὴ μεσιτεία καὶ ἁγιάζουν; Ὁ ἱερεύς,
τὸ θῦμα, τὸ θυσιαστήριο – διότι καὶ τὸ θυσιαστήριο ἁγιάζει τὴ θυσία, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ
Κυρίου: «Τὸ θυσιαστήριο ποὺ ἁγιάζει τὸ δῶρο» (Ματθ. 23, 19).
9. Ἐπειδὴ λοιπὸν μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἁγιάζει, μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἱερεὺς
καὶ τὸ θῦμα καὶ τὸ θυσιαστήριο.
10. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὁ ἱερεὺς καὶ τὸ θῦμα, ὁ ἴδιος εἶπε: «Καὶ γιὰ χάρη τοὺς ἐγὼ ἁγιάζω (=
θυσιάζω) τὸν ἑαυτό μου» (Ἰω. 17, 19).
11. Γιὰ τὸ ὅτι εἶναι καὶ θυσιαστήριο, μαρτυρεῖ ὁ ἱερότατος Διονύσιος στὸ λόγο τοῦ περὶ τοῦ
ἁγίου μύρου: «Ὁ Ἰησοῦς, ἡ θεαρχικὴ ἀφιέρωση τῶν οὐρανίων πνευμάτων, εἶναι τὸ ἁγιότατο
θυσιαστήριό μας, στὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὸ ρητὸ (πρβλ. Ἔφ. 3, 12), προσαγόμεθα καὶ
ἀφιερωνόμαστε καὶ προσφερόμαστε μυστικῶς ὡς ὁλοκαύτωμα. Ἃς θεωρήσουμε λοιπὸν μὲ
ὑπερκόσμια μάτια αὐτὸ τὸ ἁγιότατο θυσιαστήριο» 8.
12. Σ' αὐτὸ τὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο παρακαλεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ ἀνυψωθοῦν τὰ δῶρα, ποὺ
σημαίνει νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ μεταβληθοῦν σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο το ὑπερουράνιο σῶμα τοῦ Κυρίου, χωρὶς
νὰ ἀλλάξουν θέση μεταβαίνοντας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀφοῦ τὰ βλέπουμε ὅτι εἶναι ἀκόμη μαζί
μας καὶ μετὰ τὴν εὐχὴ ὅπως καὶ πρίν.
14. Ποιὸς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τὸν ὁποῖο προσφέρει τὸ θυσιαστήριο στὰ δῶρα ποῦ ἐτέθησαν ἐπάνω
σ' αὐτό; Εἶναι ὁ ἁγιασμὸς ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Ἱερεὺς (ὁ Κύριος) ἁγίασε τὸν ἑαυτό
του, μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι προσφέρθηκε στὸν Θεὸ καὶ θυσιάστηκε.
15. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ἱερεὺς καὶ θυσιαστήριο καὶ θῦμα, εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα νὰ
ἱερουργηθοῦν ἀπὸ τὸν Ἱερέα ἐκεῖνον τὰ δῶρα καὶ νὰ μεταβληθοῦν σ' ἐκεῖνο τὸ ἅγιο Θῦμα καὶ νὰ
τεθοῦν σ' ἐκεῖνο τὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Γι' αὐτό, ἂν ἱκετεύσεις γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία αὐτά,
ἱκέτευσες γιὰ ὅλα, ἔλαβες ἐκεῖνο ποὺ ζήτησες, ἐτέλεσες τὴ θυσία.
16. Οἱ μὲν ἱερεῖς σας, Λατῖνοι, βλέποντας τὸν Χριστὸ ὡς θῦμα, ζητοῦν γιὰ τὰ δῶρα νὰ τεθοῦν σ'
ἐκεῖνο (τὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο), εὐχόμενοι μὲ διαφορετικὰ λόγια ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα 9.
Ἐνῷ, γιὰ τὸ λόγο αὐτό, οἱ δικοί μας ἱερεῖς, ἀφοῦ προσευχηθοῦν νὰ μεταβληθοῦν τὰ δῶρα σὲ σῶμα
καὶ αἷμα Χριστοῦ, μνημονεύουν τὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο χωρὶς νὰ εὔχονται νὰ ἀνυψωθοῦν
ἐκεῖ τα δῶρα ἀλλὰ καθὼς αὐτὰ ἔχουν ἤδη ἀνυψωθεῖ κι ἔχουν γίνει δεκτὰ ἐκεῖ, εὔχονται στὸν Θεὸ
νὰ στείλει ὡς ἀνταπόδοση τὴ χάρη καὶ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἃς προσευχηθοῦμε, λέγει

7
Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 5, 2. PG 3, 501-504.
8
Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 4, 12. PG 3, 484.
9
Δηλαδὴ τὴ μεταβολὴ τοὺς σ' ἐκεῖνο τὸ ἅγιο Θῦμα, σύμφωνα μὲ τὴν προηγούμενη παράγραφο.
ὁ ἱερεύς, «ὑπὲρ τῶν ἁγιασθέντων δώρων». Γιὰ νὰ ἁγιασθοῦν; Καθόλου. Διότι ἔχουν ἁγιασθεῖ. Ἀλλὰ
νὰ γίνουν σ' ἐμᾶς ἁγιαστικά, ὥστε ὁ Θεὸς ποὺ τὰ ἁγίασε, νὰ ἁγιάσει κι ἐμᾶς μὲ αὐτά.
17. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι ἡ καταφρόνηση τῆς εὐχῆς γιὰ τὰ δῶρα μετὰ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου,
δὲν εἶναι γενικά της Ἐκκλησίας τῶν Λατίνων, ἀλλὰ ὁρισμένων, λίγων καὶ νεωτεριστῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ
σ' ἄλλα σημεῖα τῆς ἔχουν προξενήσει βλάβη, καὶ δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ λένε καὶ
νὰ ἀκοῦνε κάτι νεώτερο.
18. Αὐτὰ λοιπὸν γι' αὐτὴ τὴν εὐχή.

1. Ἀλλὰ γιατί ὁ ἱερεὺς δὲν καλεῖ τὸν Υἱὸ νὰ ἁγιάσει τὰ δῶρα, ποὺ εἶναι καὶ ἱερεὺς καὶ ἁγιαστῆς,
ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ καλεῖ τὸν Πατέρα;
2. Γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι τὴ δύναμη τοῦ ἁγιασμοῦ ὁ Σωτῆρας τὴν κατέχει ὄχι ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ
ὡς Θεὸς καὶ λόγω τῆς θείας δυνάμεως τὴν ὁποία ἔχει κοινὴ μὲ τὸν Πατέρα.
3. Αὐτὸ θέλοντας νὰ δείξει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν τελοῦσε τὸ μυστήριο ἔβλεπε στὸν οὐρανὸ
καὶ παρουσίαζε τὸν ἄρτο στὸν Πατέρα. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο τὸν βλέπουμε καὶ μερικὰ θαύματα νὰ τὰ
κάνει μὲ τὸ ἴδιο σχῆμα τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸ (Ἰω. 11, 41), γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἦταν ἔργα τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως, κατὰ τὴν ὁποία εἶχε Μητέρα ἐπάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ ἔργα τῆς θεότητάς του, κατὰ
τὴν ὁποία εἶχε Πατέρα τὸν Θεό. Καὶ ὅταν ἔμελλε νὰ ἀνεβεῖ στὸ σταυρό, θέλοντας νὰ δείξει τὶς δύο
θελήσεις Του, τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη, τὴ μὲν θέληση τῆς θεότητάς του τὴν ἀπέδιδε στὸν
Πατέρα, τὴ δὲ θέληση τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του τὴν ἔλεγε δική Του. «Ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, εἶπε,
ἀλλὰ ὅπως θέλεις Ἐσὺ» (Ματθ. 26, 39), καί: «Ἃς μὴ γίνει τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ δικό Σου» (Λουκ.
22, 42). Ότι ὁ Κύριος εἶχε τὴν ἴδια αὐτὴ θέληση ποὺ ἀπέδιδε στὸν Πατέρα, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ
λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα μοιάζει νὰ ξεχωρίζει τὴ θέλησή του ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Πατέρα. Διότι τὸ «Ἃς μὴ
γίνει τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ δικό Σου» δείχνει ὅτι συγκατατίθεται καὶ θέλει τὸ ἴδιο. Φαίνεται
ἐπίσης ἀπὸ τὸ ὅτι ἐπέπληττε τὸν Πέτρο ποὺ τοῦ εὐχόταν νὰ ἀποφύγει τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο
(Ματθ. 16, 22-23), καὶ ἀκόμη ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγε: «Πάρα πολὺ ἐπεθύμησα νὰ φάγω μαζί σας
αὐτὸ τὸ πάσχα πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος μου» (Λουκ. 22, 15). Ἐπεθύμησα, ἔλεγε, τὸ πάσχα τὸ πρὶν ἀπὸ
τὸ πάθος σὰν νὰ ἔλεγε: Ἐπεθύμησα πολὺ νὰ φτάσω στὰ ἴδια τὰ πρόθυρα τοῦ πάθους.
Ἀρκετὰ κι ἐπάνω σ' αὐτὸ τὸ θέμα.

1. Γιὰ τὴν ἴδια τὴ θυσία τώρα πρέπει νὰ ἐξεταστεῖ τὸ ἑξῆς.


2. Ἐπειδὴ δὲν πρόκειται γιὰ τύπο θυσίας, οὔτε γιὰ εἰκόνα αἵματος, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὴ σφαγὴ
καὶ θυσία, ἃς ἐξετάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ θυσιαζόμενο, ὁ ἄρτος ἢ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου; Δηλαδὴ πότε
θυσιάζονται τὰ δῶρα, πρὶν ἁγιασθοῦν ἢ μετὰ ποῦ θὰ ἁγιασθοῦν;
3. Καὶ ἂν μὲν ἐκεῖνο ποῦ θυσιάζεται εἶναι ὁ ἄρτος, τί μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θυσία ἄρτου; "Ἔπειτα, τὸ
μυστήριο δὲν εἶναι νὰ δοῦμε νὰ σφάζεται ἄρτος, ἀλλὰ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σφαγὴ
Τοῦ σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 29).
4. Ἂν πάλι θυσιάζεται αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι καν δυνατόν, διότι δὲν
μπορεῖ πλέον νὰ σφαγεῖ ἢ νὰ πληγωθεῖ, ἀφοῦ εἶναι ἤδη ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο. Ἀλλὰ καὶ νὰ ἦταν
δυνατὸν νὰ ὑποστεῖ κάτι τέτοιο, θὰ ἔπρεπε νὰ προσέλθουν καὶ οἱ σταυρωτές Του καὶ ὅλα ὅσα
ἔλαβαν μέρος σ' ἐκείνη τὴ θυσία, ἂν βέβαια πρόκειται ὄχι γιὰ τύπο σφαγῆς, ἀλλὰ γιὰ ἀληθινὴ
σφαγή.
5. Τότε ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς πέθανε μόνο μιὰ φορὰ καὶ ἀφοῦ ἀναστήθηκε δὲν πεθαίνει ποτὲ πιὰ
(Ρωμ. 6, 9), καὶ ἔπαθε μία φορὰ γιὰ πάντα ὡς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, καὶ μία φορὰ προσφέρθηκε
θυσία γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἁμαρτίες ὅλων (Ἑβρ. 9, 26-28);
6. Διότι, ἂν θυσιάζεται ὁ ἴδιος σὲ κάθε λειτουργία, πεθαίνει κάθε μέρα.
7. Τί λοιπὸν θὰ ἀπαντήσουμε σ' αὐτά;
8. Ἡ θυσία, οὔτε πρὶν ἁγιασθεῖ ὁ ἄρτος τελεῖται, οὔτε μετὰ ποὺ θὰ ἁγιασθεῖ, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ
στιγμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἔτσι ἰσχύουν ἀναγκαστικὰ ὅλα ὅσα πιστεύουμε γι' αὐτὴν καὶ κανένα ἀπὸ
αὐτὰ δὲν ἀκυρώνεται.
9. Ποιὰ ἔννοω;
10. Τὸ ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ δὲν εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος θυσίας, ἀλλὰ θυσία ἀληθινή, τὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ
θυσιάστηκε δὲν εἶναι ἄρτος, ἀλλὰ τὸ ἴδιο το σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐπιπλέον το ὅτι μία εἶναι ἡ
θυσία τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε μιὰ μόνο φορά.
11. Καὶ πρῶτα ἃς δοῦμε ἂν ἡ τελετὴ εἶναι πραγματικὴ θυσία καὶ ὄχι τύπος.
12. Τί εἶναι ἡ θυσία τοῦ προβάτου; Εἶναι βέβαια ἡ μεταβολή του μὴ σφαγμένου προβάτου σὲ
σφαγμένο. Τὸ ἴδιο γίνεται κι ἐδῶ. Ο ἄρτος, ἀπὸ ἀθυσίαστος, μεταβάλλεται σὲ θυσιασμένο.
Μεταβάλλεται ἀπὸ μὴ σφαγμένο ἄρτο στὸ ἴδιο το σῶμα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐσφάγη πραγματικά.
Όπως λοιπὸν γιὰ τὸ πρόβατο ἢ μεταβολὴ πραγματοποιεῖ τὴ θυσία, ἔτσι κι ἐδῶ μὲ τὴ μεταβολὴ αὐτὴ
τὸ τελούμενο εἶναι ἀληθινὴ θυσία. Διότι μεταβάλλεται ὄχι σὲ τύπο, ἀλλὰ σὲ πραγματικὸ σφάγιο,
σ' αὐτὸ τὸ θυσιασμένο σῶμα τοῦ Κυρίου.
13. Ἂν ὅμως ὁ ἄρτος θυσιαζόταν παραμένοντας ἄρτος, τότε ὁ ἄρτος θὰ ἦταν ἐκεῖνος ποὺ
δέχθηκε τὴ σφαγή, καὶ τότε ἡ σφαγὴ θὰ ἦταν θυσία ἄρτου.
14. Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὰ δύο μεταβλήθηκαν, καὶ τὸ ἀθυσίαστο καὶ ὁ ἄρτος, καὶ ἀπὸ ἀθυσίαστος
ἔγινε θυσιασμένος, ἀντὶ δὲ ἄρτος ἔγινε σῶμα Χριστοῦ, γι' αὐτὸ ἡ σφαγὴ ἐκείνη ἔγινε ὄχι στὸν ἄρτο,
ἀλλὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τὴ θέση κατεῖχε ὁ ἄρτος θυσία λοιπὸν ὄχι τοῦ ἄρτου, ἀλλὰ
τοῦ 'Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι καὶ λέγεται.
15. Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τέτοιες προϋποθέσεις τίποτε δὲν ἀναγκάζει νὰ γίνονται πολλὲς οἱ
προσφορὲς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου. Ἐφόσον ἡ θυσία αὐτὴ γίνεται χωρὶς νὰ σφάζεται τότε ὁ
Ἀμνός, ἀλλὰ μὲ τὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου στὸ σφαγμένο 'Ἀμνό, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ μὲν μεταβολὴ
γίνεται, ἡ δὲ σφαγὴ δὲν γίνεται τότε, γι' αὐτὸ ἐκεῖνα ποὺ μεταβάλλονται (ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος) εἶναι
πολλὰ καὶ ἡ μεταβολὴ πραγματοποιεῖται πολλὲς φορές, ἐκεῖνο ὅμως στὸ ὁποῖο μεταβάλλονται,
τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, καὶ ὅπως τὸ σῶμα εἶναι ἕνα, ἔτσι καὶ ἡ σφαγὴ εἶναι
μία.
Αὐτὰ καὶ γι' αὐτὸ τὸ θέμα.

1. Ἀφοῦ συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερεύς, βλέποντας ἐμπρὸς στὰ μάτια τοῦ τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας
φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀφοῦ πλέον ἔλαβε τὸν Μεσίτη καὶ ἔχει μαζί του τὸν
Παράκλητο, κάνει γνωστά τα αἰτήματά του στὸν Θεὸ καὶ ξεχύνει τὴ δέησή του μὲ καλὴ πλέον καὶ
βέβαιη ἐλπίδα. Κι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔκανε τὶς δεήσεις στὴν Πρόθεση, κι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔκανε
τὶς προπαρασκευαστικὲς εὐχὲς καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα καὶ παρακαλοῦσε νὰ γίνουν αὐτὰ δεκτά,
τώρα ποὺ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὰ δῶρα, παρακαλεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ πραγματοποιηθοῦν.
2. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
3. Εἶναι κοινὰ καὶ σὲ ζῶντες καὶ νεκρούς: νὰ στείλει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του ἀντὶ τῶν δώρων ποὺ τοῦ
πρόσφεραν. Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα στοὺς μὲν νεκροὺς ἡ ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τους καὶ ἡ κληρονομία
τῆς βασιλείας Τοῦ μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔφθασαν στὴν τελείωση, στοὺς δὲ ζῶντες ἡ μετοχὴ στὴν
ἱερὴ τράπεζα καὶ ὁ ἁγιασμός, τὸ νὰ μὴν κοινωνήσει κανεὶς «εἷς κρῖμα ἢ εἰς κατακρῖμα», ἡ ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ εἰρήνη, ἡ εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς, ἡ χορήγηση τῶν ἀναγκαίων καὶ τέλος το
νὰ φανοῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ ἄξιοί της βασιλείας Του.
4. Αὐτὴ ὅμως ἡ προσφορὰ τῆς θυσίας δὲν ἐκφράζει μόνο ἱκεσία, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστία γι' αὐτό,
ὅπως στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας, ὅταν ὁ ἱερεὺς παραθέτει ὡς δῶρα στὸν Θεὸ τὰ προσφερόμενα,
φανερώνει καὶ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν ἱκεσία, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ θυσιάστηκαν καὶ ἐτελειώθησαν τὰ
δῶρα: καὶ εὐχαριστεῖ διὰ μέσου αὐτῶν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἱκετεύει, καὶ ἐκθέτει τὶς ἀφορμὲς τῆς
εὐχαριστίας καὶ διατυπώνει τὰ θέματα τῆς ἱκεσίας.
5. Ποιὲς εἶναι οἱ ἀφορμὲς τῆς εὐχαριστίας; Οἱ Ἅγιοι, ὅπως εἴπαμε καὶ πρωτύτερα. Διότι στὸ
πρόσωπο τῶν Ἁγίων ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖ καὶ ἐπέτυχε αὐτὸ ποὺ εὔχεται, τὴ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν.
6. Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ θέματα τῆς ἱκεσίας; Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔφθασαν στὴν τελειότητα
καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.
7. Καὶ γιὰ μὲν τοὺς Ἁγίους λέγει: «Ἔτι προσάγομεν Σοὶ τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν ἐν
πίστει ἀναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, προφητῶν,
εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος ἐν πίστει
τετελειωμένου, ἑξαιρέτως τῆς παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἠμῶν
Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας», καὶ συνεχίζει νὰ ἀπαριθμεῖ τὸ σύλλογο ὅλων των Ἁγίων.
Αὐτοὶ εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία οἱ ἀφορμὲς τῆς εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό. Γι' αὐτοὺς προσφέρει τὴ
λογικὴ αὐτὴ λατρεία ὡς εὐχαριστία στὸν Θεό. Καὶ παραπάνω ἀπ' ὅλους, γιὰ τὴν μακαρία Μητέρα
τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Γι' αὐτὸ ὁ ἱερεὺς δὲ ζητεῖ τίποτε γι' αὐτούς, ἀλλὰ
μᾶλλον αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη τὴ βοήθειά τους στὶς προσευχές. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, κάνει γι'
αὐτοὺς τὴν προσφορὰ τῶν δώρων ὄχι ὡς ἱκεσία, ἀλλὰ ὡς εὐχαριστία.
8. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἐκφράζει καὶ τὴν ἱκεσία καὶ ἀναφέρει ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἱκετεύει,
καὶ εὔχεται γιὰ ὅλους σωτηρία καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀγαθὸ εἶναι ταιριαστὸ καὶ κατάλληλο στὸν καθένα
μεταξὺ αὐτῶν λέγει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἔτι προσάγομέν Σου τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς
οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τῶν ἐν σεμνῇ πολιτεία
διαγόντων, ὑπὲρ τῶν πιστοτάτων καὶ φιλοχρίστων βασιλέων ἠμῶν». Τέτοιες εἶναι οἱ προσευχὲς
τοῦ ἱερέως.
9. Ἔτσι ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δείχνοντας ὅτι εἶναι διπλὸς ὁ χαρακτῆρας τῆς ἱερῆς
αὐτῆς λατρείας, εὐχαριστήριος δηλαδὴ καὶ ἱκετευτικός, τοποθετεῖ χωριστὰ ἐκείνους γιὰ τοὺς
ὁποίους εὐχαριστεῖ καὶ χωριστὰ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἱκετεύει. Ὁ θεῖος ὅμως Βασίλειος
ἀναμιγνύει τὴν ἱκεσία μὲ τὴν εὐχαριστία. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει σὲ ὅλα τα μέρη τῆς λειτουργίας, καὶ
ὅλες σχεδὸν οἱ εὐχὲς τοῦ ἔχουν αὐτὸ τὸ διπλὸ περιεχόμενο. Μνημονεύει δὲ καὶ τοὺς Ἁγίους ὅπως
καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, καὶ μάλιστα στὸ ἴδιο σημεῖο, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Διότι ἀφοῦ εὐχηθεῖ
νὰ ἀξιωθοῦν ὅλοι νὰ κοινωνήσουν τὰ μυστήρια «μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατακρῖμα», προσθέτει: «ἂλλ'
ἶνα εὔρωμεν χάριν μετὰ πάντων των Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Σοὶ εὐαρεστησάντων, προπατόρων,
πατέρων, πατριαρχῶν κλπ.», καὶ κατόπιν, «ἑξαιρέτως τῆς Παναγίας...». Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ λόγια
περιέχουν ἱκεσία, φανερώνουν ὅμως καὶ εὐχαριστία, διότι κηρύττουν τὸν Θεὸ εὐεργέτη τοῦ γένους
τῶν ἀνθρώπων, καθὼς μνημονεύουν ἐκείνους στοὺς ὁποίους Αὐτὸς ἔδωσε τὴν τελείωση καὶ τὴν
ἁγιότητα. Εἶναι σὰν νὰ λέγει: «Γιὰ νὰ μᾶς δώσεις τὴ χάρη ποὺ ἔδωσες πρωτύτερα στοὺς “Ἁγίους,
γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσεις, ὅπως ἁγίασες ἤδη ἄλλους ἀνθρώπους σὰν ἐμᾶς».
10. Αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ ἐπάνω σ' αὐτὸ τὸ θέμα.

1. Ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς εὐχηθεῖ γιὰ ὅλους τα πρέποντα, εὔχεται καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἁγιασθεῖ καὶ
ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ τίμια δῶρα.
2. Πῶς νὰ ἁγιασθεῖ; Νὰ λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν. Διότι αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ ἔργο τούτων τῶν
δώρων. Καὶ ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπ' ὅσα ὁ Κύριος εἶπε στοὺς Ἀποστόλους, δείχνοντας σ' αὐτοὺς
τὸν ἄρτο: «Τοῦτο ἐστι τὸ σῶμα μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Ἃ' Κορ. 11, 24):
τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ ποτήριο.
3. «Μνήσθητι, Κύριε, λέγει, καὶ τῆς ἔμης ἀναξιότητος καὶ συγχώρησον μοὶ πᾶν πλημμέλημα
ἑκούσιον τὲ καὶ ἀκούσιον, καὶ μὴ διὰ τὰς ἐμᾶς ἁμαρτίας κωλύσης τὴν χάριν τοῦ παναγίου Σου
Πνεύματος ἀπὸ τῶν προκειμένων δώρων».
4. Ἄφεση ἁμαρτιῶν δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ' ἐκείνους ποὺ κοινωνοῦν αὐτὰ τὰ δῶρα. Αὐτὴ ἡ χάρη,
λέγει ὁ ἱερεύς, ἃς μὴν ἐμποδιστεῖ σ' ἐμένα ἀπὸ τὰ δῶρα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Διότι κατὰ δύο
τρόπους ἐννοεῖται ἡ χάρη στὰ τίμια δῶρα καὶ ἕνας τρόπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἁγιάζονται τὰ ἴδια, ὁ
ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἡ χάρη ἁγιάζει ἐμᾶς μὲ αὐτά.
5. Κατὰ τὸν πρῶτο λοιπὸν τρόπο κανένα ἀνθρώπινο κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴν χάρη νὰ
ἐνεργήσει στὰ τίμια δῶρα, ἀλλά, ὅπως ὁ ἁγιασμὸς τοὺς δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἔτσι
δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἐμποδιστεῖ ἀπὸ κακία ἀνθρώπων.
6. Ὁ δεύτερος ὅμως τρόπος χρειάζεται τὴ δική μας ἐπιμέλεια. Γι' αὐτὸ καὶ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν
ἀμέλειά μας. Μᾶς ἁγιάζει δηλαδὴ ἡ χάρη διὰ τῶν δώρων ὅταν μᾶς βρεῖ κατάλληλα διατεθειμένους
γιὰ τὸν ἁγιασμό. Ἂν ὅμως μᾶς βρεῖ ἀπροετοίμαστους, δὲ μᾶς προξενεῖ καμιὰ ὠφέλεια, ἀλλὰ μᾶς
ἐπιβαρύνει μὲ πολὺ μεγάλη βλάβη. Αὐτὴ ἡ χάρη, εἴτε ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι μόνο, εἴτε μαζὶ μὲ
αὐτὴν καὶ ἄλλη δωρεὰ ποὺ δίνεται σὲ ὅσους μὲ καθαρὴ συνείδηση συμμετέχουν σ' αὐτὸ τὸ δεῖπνο,
παρακαλεῖ ὁ ἱερεὺς νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ ἀπὸ τὰ δῶρα. Διότι μπορεῖ νὰ ἐμποδιστεῖ ἀπὸ τὴν
ἀνθρώπινη κακία.
7. Τὴν ἴδια αὐτὴ εὐχὴ εὔχεται ὁ ἱερεὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο μαζὶ μὲ ὅλο το ἐκκλησίασμα. Ἀφοῦ
δηλαδὴ εὐχηθεῖ σὲ ὅλους νὰ ἔχουν ὁμόνοια ὥστε μ' ἕνα στόμα καὶ μὲ μία καρδιὰ νὰ δοξάζουν τὸν
Θεό, καὶ ἀφοῦ σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση τοὺς ὑποσχεθεῖ «τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος
ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», κατόπιν παραγγέλλει νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ ἐκείνη τὴν εὐχὴ ποὺ καὶ ὁ ἴδιος
προσευχήθηκε καὶ νὰ καλέσουν σὲ βοήθεια ὅλους τους Ἁγίους. Διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ «πάντων
των Ἁγίων μνημονεύσαντες»: νὰ τοὺς καλέσουμε, νὰ δεηθοῦμε σ' αὐτούς.
8. Καὶ τί λέγει ὁ ἱερεύς; «Ὑπὲρ τῶν ἁγιασθέντων δώρων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ὄχι γιὰ νὰ
δεχθοῦν τὰ τίμια δῶρα τὸν ἁγιασμὸ (γι' αὐτὸ ἐξάλλου τὰ εἶπε ἁγιασθέντα, γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ἐσὺ
κάτι τέτοιο), ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μεταδώσουν σ' ἐμᾶς τὸν ἁγιασμό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ὅπως
ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ προσδεξάμενος αὐτά, ἀντικαταπέμψη ἠμὶν τὴν χάριν». Ἃς
παρακαλέσουμε, λέγει, γιὰ τὰ τίμια δῶρα, νὰ γίνουν σ' ἐμᾶς ἐνεργά, νὰ μὴ γίνουν ἀνίσχυρα γι'
αὐτὴ τὴ χάρη, ὅπως τότε ποὺ τὸ παντοδύναμο αὐτὸ σῶμα τοῦ Κυρίου φαινόταν μεταξύ των
ἀνθρώπων καὶ σὲ μερικὲς πόλεις δὲν μποροῦσε νὰ κάνει θαύματα ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τοὺς
(Ματθ. 13, 58: Μάρκ. 6, 5-6).
9. Ἀφοῦ πεῖ αὐτὰ ὁ ἱερεὺς μὲ δυνατὴ φωνή, κατόπιν εὔχεται καὶ ὁ ἴδιος χαμηλόφωνα, καὶ
ἱκετεύει τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ὥστε ὅλοι νὰ μεταλάβουν τῶν φρικτῶν μυστηρίων μὲ καθαρὴ
συνείδηση καὶ νὰ λάβουν ἀπὸ τὴν ἱερὴ αὐτὴ τράπεζα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μὴν κοινωνήσουν εἰς κρῖμα
ἢ εἰς κατακριμα”.
10. Κατόπιν, ἀφοῦ εὐχηθεῖ σὲ ὅλους τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, τοὺς καλεῖ νὰ
προσευχηθοῦν νὰ περάσουν ὅλη τὴν ἡμέρα «τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ἀναμάρτητον», ἔχοντας
φρουρὸ «Ἄγγελον εἰρήνης πιστόν»: λέγει πιστόν” ἐξαιτίας τοῦ ἀγγέλου τοῦ ψεύδους, στὸν ὁποῖο
δὲν εἶναι ἀσφαλὲς νὰ ἐμπιστεύονται τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς. Παρακαλοῦμε δὲ γιὰ τὸν 'Ἄγγελο
φύλακα, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς δοθεῖ τότε, διότι ἐξ ἀρχῆς ἔχει δοθεῖ Ἀγγελὸς σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς πιστούς,
ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἐνεργὸς καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὴν ἀποστολή του καὶ νὰ μᾶς φρουρεῖ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ
στὸν ἴσιο δρόμο καὶ νὰ μὴν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μᾶς θυμωμένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
11. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ὁ ἱερεὺς μᾶς καλεῖ νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ
ὅλα τα καλὰ καὶ συμφέροντα στὶς ψυχές μας, γιὰ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν
ἀσφάλεια στὸ μέλλον, γιὰ νὰ περάσουμε μὲ εἰρήνη καὶ μετάνοια τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας,
ὥστε τὰ τέλη τοῦ βίου μας νὰ εἶναι ὅπως ἁρμόζει σὲ Χριστιανοὺς κατόπιν νὰ ἀναθέσουμε στὸν Θεὸ
τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀλλήλους καὶ ὅλη μας τὴ ζωή, ἀφοῦ ζητήσουμε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ
τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
12. Τί σημαίνει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γιὰ ποιὸ λόγο
παρακαλοῦμε τώρα ἐδῶ γι' αὐτά, τὸ εἴπαμε ἀναλυτικὰ πρωτύτερα (κεφ. ἴδ).

1. Ἔχοντας μὲ αὐτὰ ὁ ἱερεὺς οἰκοδομήσει καὶ συγκροτήσει τοὺς πιστοὺς στὸ ἀγαθὸ ἀπὸ κάθε
πλευρά, καθὼς αὐτοὶ πλέον ἔγιναν τέλειοι καὶ ἄξιοί της θείας υἱοθεσίας, ἱκετεύει τὸν Θεὸ νὰ τοὺς
ἀξιώσει νὰ προφέρουν μαζί του μὲ παρρησία ἐκείνη τὴν προσευχή, στὴν ὁποία τολμοῦμε νὰ
ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα. Καὶ ὅταν ὅλοι προσευχηθοῦν μαζί του, ὁ ἱερεὺς κατακλείει τὴν
προσευχὴ ἔκφωνωντας τὴν κατάληξη πρὸς δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ.
2. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εὔχεται ὁ ἱερεὺς «εἰρήνη πάσι». Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ μὲ τὴν προσευχὴ ἐκείνη
ὑπενθύμισε τὴν εὐγενῆ καταγωγή μας καὶ ὀνόμασε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, στὴ συνέχεια καλεῖ τοὺς
πιστοὺς νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ ὡς Κύριό τους καὶ νὰ δείξουν πρὸς Αὐτὸν αἰσθήματα δούλου καὶ
κλίνοντας ἐνώπιόν Του τὸ κεφάλι νὰ ὁμολογήσουν μὲ τὴ στάση αὐτὴ ὅτι εἶναι δοῦλοι Του. Τότε οἱ
πιστοὶ κλίνουν τὸ κεφάλι, ὄχι μόνο διότι εἶναι φύσει Κύριος καὶ Δημιουργὸς καὶ Θεός, ἀλλὰ καὶ ὡς
δοῦλοι ἀγορασμένοι ἀπὸ Αὐτὸν μὲ τὸ αἷμα τοῦ μονογενοῦς Yiου Τοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπέκτησε
διπλοὺς δούλους Του καὶ συγχρόνως μᾶς ἔκανε καὶ υἱούς. Διότι τὸ ἴδιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴ
δουλεία μᾶς αὔξησε καὶ μεγάλωσε, καὶ τὴν υἱοθεσία μᾶς προξένησε.
3. Καὶ ἐνῷ ὅλοι κλίνουν τὸ κεφάλι, ὁ ἱερεὺς σιωπηλὰ ἐκφράζει εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴ
δημιουργία τῶν ὄντων καὶ εὔχεται τὰ συμφέροντα σὲ ὅλους. Μνημονεύει στὸν Θεὸ καὶ τοῦ
ὀνόματος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του καὶ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας Του, γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἔτσι τὴν
ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων του, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου του Σωτῆρα: «Ὅλα ὅσα ζητήσετε
ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσει» (Ἰω. 16, 23). Ἔπειτὰ προσθέτει δοξολογία εἰς
ἐπήκοον τοῦ παρισταμένου πλήθους, καὶ παίρνοντάς τους μετόχους στὴ δοξολογία ὑμνεῖ τὴν
Παναγία Τριάδα.
4. Κατόπιν ἐπιστρέφει ὁ ἱερεὺς στὸν ἑαυτό του καὶ προσεύχεται σιωπηλὰ καὶ παρακαλεῖ τὸν
Χριστό, τὸ Σφάγιο, τὸν Ἱερέα, τὸν Ἄρτο, νὰ μεταδώσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ Τοῦ διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του
στοὺς δούλους Του.

1. Τώρα ὁ ἱερεὺς πρόκειται νὰ πλησιάσει τὴν ἁγία τράπεζα καὶ νὰ κοινωνήσει καὶ νὰ
προσκαλέσει καὶ ἄλλους νὰ κοινωνήσουν. Ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους γενικὰ ἡ κοινωνία τῶν
μυστηρίων, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἱερεὺς δὲν καλεῖ ὅλους ἀλλά, παίρνοντας στὰ χέρια τοῦ τὸν ζωοποιὸ
ἄρτο, τὸν σηκώνει ψηλὰ καὶ τὸν δείχνει, προσκαλώντας στὴ μετάληψη τοὺς ἄξιους νὰ
κοινωνήσουν. Λέγοντας «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις» εἶναι σὰν νὰ λέγει: «Ἰδοὺ ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, τὸν
βλέπετε. Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Διότι τὰ ἅγια
ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους». Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ἐκείνους ποὺ εἶναι τέλειοι στὴν ἀρετή, ἀλλὰ
κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ' αὐτὴ τὴν τελειότητα, ἀλλὰ ἀκόμη ὑστεροῦν. Διότι καὶ
αὐτοὺς τίποτε δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ ἁγιάζονται καθὼς μετέχουν τῶν μυστηρίων, καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ
αὐτὴ τὴν ἄποψη ἅγιοι. Ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅλη λέγεται ἁγία καὶ ὅπως καὶ μακάριος Ἀπόστολος
γράφοντας πρὸς ὁλόκληρη Χριστιανικὴ κοινότητα λέγει: «'Ἀδελφοὶ ἅγιοι, μέτοχοί της ἐπουράνιας
κλήσεως» (Ἑβρ. 3, 1). Διότι ὀνομάζονται ἅγιοι ἀπὸ τὸν Ἅγιό του ὁποίου εἶναι μέτοχοι, καὶ ἀπὸ τὸ
σῶμα καὶ τὸ αἷμα τὸ ὁποῖο κοινωνοῦν. Διότι εἴμαστε μέλη ἐκείνου τοῦ σώματος, σάρκα ἀπὸ τὴ
σάρκα Του, ὀστᾶ ἀπὸ τὰ ὀστᾶ Του, καὶ ὅσο εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του καὶ διατηροῦμε αὐτὴ τὴ
συνάρθρωση, ζοῦμε ἀντλώντας διὰ τῶν μυστηρίων τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἁγιασμὸ ἀπὸ ἐκείνη τὴν Κεφαλὴ
καὶ τὴν Καρδιά. Όταν ὅμως ἀποσπασθοῦμε καὶ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὴν ὁλότητα τοῦ παναγίου
Σώματος, μάταια μετέχουμε στὰ ἱερὰ μυστήρια, διότι ἡ ζωὴ δὲ φτάνει στὰ νεκρὰ καὶ ἀποκομμένα
μέλῃ.
2. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ ἀποκόβει αὐτὰ τὰ μέλη ἀπὸ τὸ ἅγιο ἐκεῖνο Σῶμα; «Τὰ ἁμαρτήματά σας,
λέγει, στέκονται ἐμπόδιο ἀνάμεσα σ' ἐμένα καὶ σᾶς» (Ἡσ. 59, 2).
3. Τί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τὸν ἄνθρωπο;
4. Καθόλου, ἀλλὰ μόνο ἡ θανάσιμη ἁμαρτία. Γι' αὐτὸ καὶ λέγεται “πρὸς θάνατον. Διότι ὑπάρχει
καὶ ἁμαρτία “οὐ πρὸς θάνατον”, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Ἰωάννη (Ἃ' Ἰω. 5, 17). Γι' αὐτὸ οἱ
βαπτισμένοι, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ
ἐπιφέρουν θάνατο, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν καὶ νὰ μετέχουν τὸν ἁγιασμοῦ· διότι
καὶ στὴν πραγματικότητα καὶ στὴν ὀνομασία ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ζωντανὰ μέλη, ἑνωμένα μὲ
τὴν Κεφαλή.
5. Γι' αὐτὸ στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά:
«Εἷς ἅγιος, εἰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Διότι κανένας δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα
ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, οὔτε αὐτὴ εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλὰ ὅλοι παίρνουν τὴν ἁγιότητα
ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ Ἐκεῖνον. Ἂν βάλεις πολλοὺς καθρέφτες κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὅλοι λάμπουν καὶ
ἀκτινοβολοῦν: νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἡλίους, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος
ποὺ ἀστράφτει μέσα σὲ ὅλους. Ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, χεόμενος (μὲ τὴ μετάληψη) μέσα
στοὺς πιστούς, φαίνεται μὲν σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ πολλοὺς δείχνει ἁγίους, ἐντούτοις Αὐτὸς εἶναι ὁ
ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος. Καὶ τοῦτο μάλιστα «εἷς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Διότι τὸν Θεὸ κανένας δὲν
τὸν δόξασε ὅπως ἔπρεπε – γι' αὐτὸ καὶ ὀνειδίζοντας τοὺς Ἰουδαίους ἔλεγε: «Ἂν εἶμαι Θεός, ποῦ
εἶναι ἡ δόξα ποῦ ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀποδίδετε;» (Μάλ. 1, 6) -, ἀλλὰ μόνο ὁ μονογενὴς Υἱὸς ἀπέδωσε
σ' Αὐτὸν τὴν ὀφειλόμενη δόξα. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν ἔφτασε στὸ πάθος, ἔλεγε στὸν Πατέρα: «Ἐγὼ σὲ
δόξασα ἐπάνω στὴ γῆ» (Ἰω. 17, 4). Μὲ ποιὸν τρόπο τὸν δόξασε; Ὄχι μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ
φανερώνοντας στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἁγιότητα τοῦ Πατέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ τὸ νὰ φανεῖ ὁ
ἴδιος ἅγιος, ὅπως εἶναι ἅγιος καὶ ὁ Πατέρας. Διότι, ἂν δοῦμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα Αὐτοῦ του “Ἁγίου,
ἡ λαμπρότητα τοῦ Υἱοῦ εἶναι δόξα τοῦ Πατέρα. Ἂν πάλι σκεφτοῦμε τὸν Υἱὸ μέσα στὴν ἀνθρώπινη
φύση Του ὡς Θεό, εἶναι ὁπωσδήποτε δόξα τοῦ Δημιουργοῦ ἢ ἀξία ἢ ἡ ἀρετὴ τοῦ δημιουργήματος.
1. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς συγκαλέσει τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτος αὐτὸς
καὶ κατόπιν ὅσοι εἶναι ἱερεῖς καὶ ὅσοι εἶναι γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Προηγουμένως ὅμως χύνει
θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν
Ἐκκλησία. Διότι κατῆλθε τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν τελείωσε ὁλόκληρη ἡ Οἰκονομία τοῦ Σωτῆρα,
κατέρχεται δὲ καὶ τώρα, σ' ἐκείνους βέβαια ποὺ κοινωνοῦν ἀξίως, ὅταν ἡ θυσία ἔχει προσφερθεῖ
καὶ τὰ τίμια δῶρα ἔλαβαν τὴν τελείωσή τους.
2. Κατὰ τὴν ἱερὴ τελετὴ τῆς Εὐχαριστίας ὅλη ἡ Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ ἀναπαρίσταται στὸν ἄρτο
σὰν σὲ πίνακα. Διότι καὶ ὡς βρέφος τὸν βλέπουμε συμβολικά, καὶ νὰ ὁδηγεῖται στὸν θάνατο, καὶ
νὰ σταυρώνεται, καὶ νὰ κεντᾶται στὴν πλευρά. Κατόπιν βλέπουμε καὶ αὐτὸν τὸν ἄρτο νὰ
μεταβάλλεται σ' ἐκεῖνο τὸ πανάγιο σῶμα ποὺ ἀληθινὰ ὑπέφερε αὐτὰ καὶ ἀναστήθηκε καὶ
ἀναλήφθηκε καὶ κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα. Ἔπρεπε λοιπὸν μετὰ ἀπ' ὅλα αὐτὰ νὰ συμβολίζεται
καὶ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη ἡ μύηση τοῦ μυστηρίου μὲ τὴν προσθήκη
τοῦ ἀποτελέσματος στὸ σύνολο τῆς τελετῆς καὶ τῆς Οἰκονομίας.
3. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ ἔργο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν παθῶν καὶ ἔργων καὶ λόγων τοῦ Χριστοῦ;
Ἂν κανεὶς τὰ βλέπει αὐτά σε σχέση μ' ἐμᾶς, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως, ὕστερα ἀπὸ ἐκεῖνα ἔπρεπε καὶ αὐτὴ ἡ κάθοδος νὰ
συμβολισθεῖ. Καὶ συμβολίζεται μὲ τὴ χύση τοῦ θερμοῦ νεροῦ μέσα στὰ μυστήρια.
4. Αὐτὸ τὸ νερό, μὲ τὸ νὰ εἶναι συγχρόνως νερὸ καὶ νὰ μετέχει καὶ τῆς φωτιᾶς, συμβολίζει τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο καὶ ὕδωρ” λέγεται (Ἰω. 7, 38-39) καὶ ὡς πῦρ φάνηκε τότε ποὺ ἔπεσε ἐπάνω
στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 2, 3-4).
5. Καὶ ἡ παροῦσα στιγμὴ τῆς θείας λειτουργίας συμβολίζει ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Διότι τότε κατέβηκε τὸ "Ἅγιο Πνεῦμα ὅταν ὁλοκληρώθηκαν ὅλα τα ἔργα τοῦ Χριστοῦ, τώρα δὲ τὸ
νερὸ αὐτὸ προστίθεται μετὰ τὴν τελείωση τῶν δώρων.
6. Μὲ τὰ μυστήρια σημαίνεται καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐπιμέρους μέλῃ
Τοῦ (Ἃ' Κορ. 12, 27). Αὐτὴ καὶ τότε δέχθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ στοὺς
οὐρανούς, καὶ τώρα δέχεται τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ἔγιναν δεκτά τα δῶρα στὸ
ὑπερουράνιο θυσιαστήριο τὴ δωρεὰ αὐτὴ στέλνει σ' ἐμᾶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
δέχθηκε τὰ δῶρα, ὅπως προείπαμε. Διότι καὶ τότε καὶ τώρα Μεσίτης εἶναι ὁ ἴδιος, ὁ Χριστός, καὶ
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο.

1. Τὰ ἅγια μυστήρια σημαίνουν τὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως σὰν κάποια σύμβολά της εἶναι γι' αὐτὴν
ὅ,τι ἡ καρδιὰ γιὰ τὰ μέλη καὶ ὅ,τι ἡ ρίζα τοῦ φυτοῦ γιὰ τὰ κλαδιὰ καὶ ὅ,τι ἡ κληματαριὰ γιὰ τὰ
κλήματα, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. 15, 5). Διότι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει μόνο κοινὸ ὄνομα ἢ ὁμοιότητα
ἀναλογίας, ἀλλὰ πραγματικὴ ταυτότητα.
2. Διότι τὰ ἅγια μυστήρια εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ αὐτὰ
εἶναι ἀληθινὴ “βρῶσις καὶ πόσις” (Ἰω. 6, 55). Καὶ ὅταν μεταλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτά, δὲν τὰ
μεταβάλλει σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ ἡ ἴδια μεταβάλλεται σ'
ἐκεῖνα μὲ τὸ νὰ ὑπερισχύουν τὰ ἀνώτερα. Τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται καὶ
αὐτὸ φωτιά, δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο. Καὶ ὅπως τὸ πυρακτωμένο σίδερο δὲν τὸ βλέπουμε ὡς
σίδερο, ἀλλὰ ὡς φωτιὰ μόνο, καθὼς τὰ χαρακτηριστικά του ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴ φωτιά, ἔτσι καὶ
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ: ἂν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴ δεῖ καθὼς εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Χριστὸ καὶ
κοινωνεῖ τὸ σῶμα Του, τίποτε ἄλλο δὲ θὰ ἔβλεπε, παρὰ μόνο το σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο
γράφει ὁ Παῦλος: «Ἐσεῖς εἶστε σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐπιμέρους μέλῃ Τοῦ» (Ἃ' Κορ. 12, 27).
Ὀνομάζοντας τὸν Χριστὸ κεφαλὴ κι ἐμᾶς σῶμα, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ φανερώσει τὴ σχετικὴ μ' ἐμᾶς
πρόνοια καὶ παιδαγωγία καὶ νουθεσία Του, ἢ τὴ δική μας ὑποταγὴ σ' Αὐτόν. Δὲν τὸ λέγει, δηλαδή,
ὅπως ἐμεῖς λέμε, ὑπερβολικὰ βέβαια, τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς μέλῃ τῶν συγγενῶν ἢ τῶν φίλων μας. Ἀλλὰ
τὸ λέγει ἐννοώντας αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔλεγε, ὅτι δηλαδὴ οἱ πιστοὶ ἤδη ζοῦν χάρις στὸ Αἷμα τοῦτο
τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἐξαρτῶνται ἀληθινὰ ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ ἐκείνη καὶ φοροῦν τοῦτο τὸ Σῶμα.
3. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο δὲν εἶναι καθόλου ἀταίριαστό το ὅτι ἐδῶ μὲ τὰ μυστήρια σημαίνεται ἡ
Ἐκκλησία.

1. Ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ κοινωνήσει τὰ ἅγια μυστήρια, στρέφεται πρὸς τὸ πλῆθος καί, δείχνοντας τὰ
ἅγια, προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ κοινωνήσουν καὶ τοὺς παραγγέλλει νὰ προσέλθουν «μετὰ
φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονοῦν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση τῶν μυστηρίων,
οὔτε νὰ διστάζουν ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ πιστεύουν γι' αὐτὰ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὴ λογική, ἀλλὰ νὰ
προσέλθουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν
αἰώνια ζωὴ σ' ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.
2. Οἱ δὲ πιστοί, γιὰ νὰ δείξουν τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν πίστη τους, προσκυνοῦν καὶ εὐλογοῦν καὶ
θεολογοῦν τὸν Ἰησοῦ ποὺ νοεῖται μέσα στὰ μυστήρια καὶ γιὰ νὰ δώσουν λαμπρότητα στὴ
δοξολογία τους, χρησιμοποιοῦν τὰ λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι Κυρίου: Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἠμὶν» (Ψάλμ. 117, 26-27). Ἐγὼ ᾖρθα, λέγει ὁ Κύριος,
στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καὶ δὲ μὲ δέχεσθε· ἂν ἔρθει κάποιος στὸ δικό του ὄνομα, ἐκεῖνον θὰ
τὸν δεχθεῖτε» (Ἰω. 5, 43). Ἰδίωμα τοῦ νόμιμου Κυρίου, ἰδίωμα τοῦ Μονογενοῦς, εἶναι νὰ ἐπαινεῖ
τὸν Πατέρα. Ἀντίθετα, ἰδίωμα τοῦ δραπέτη δούλου εἶναι ἡ αὐθάδεια καὶ ἡ ἀνταρσία. Αὐτὰ
γνωρίζοντας ὁ Προφήτης, καὶ ἔχοντας μάθει τί ξεχωρίζει τὸν καλὸ Ποιμένα ἀπὸ τὸ λύκο, εὐλογεῖ
ἀπὸ μακριὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κύριο ἐννοεῖ τὸν Πατέρα καὶ λέγει ὅτι
ἐκεῖνος ποὺ φανερώθηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ οἱ πιστοὶ εὔλογουν τὸν Χριστὸ
ποὺ ἔρχεται καὶ φανερώνεται τώρα σ' αὐτούς.
1. Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, ὁ ἱερεὺς εὔχεται σ' αὐτοὺς τὴ σωτηρία καὶ τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν
Θεό. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ εὐχή; «Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου».
2. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι προφητικὸς (Ψάλμ. 27, 9). Κάτι παρόμοιο λέγει ὁ ἴδιος Προφήτης καὶ
ἀλλοῦ: «Θὰ σοῦ δώσω νὰ κληρονομήσεις ἔθνη καὶ νὰ ἀποκτήσεις τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Ψάλμ. 2, 8).
Αὐτὸ λέγεται ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸς τὸν Υἱό. Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ εἶχε ὁ Υἱὸς ἐξαρχῆς ὡς Θεός, τὸ
κληρονόμησε κατόπιν ὡς ἄνθρωπος.
3. Ἀλλὰ ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς εἶναι καὶ Δημιουργός μας, γιατί ὁ ἱερεὺς δὲ λέγει «Εὐλόγησον τὰ
ἔργα Σου», τῶν ὁποίων εἶσαι δημιουργός, ἀλλὰ λέγει «τὴν κληρονομίαν Σου»; Γιὰ νὰ τὸν
ἐξευμενίσει περισσότερο, μὲ τὸ νὰ τοῦ θυμίσει τὴν πτωχεία ποὺ δέχθηκε γιὰ χάρη μας. Γι' αὐτούς
σε ἱκετεύω, λέγει ὁ ἱερεύς, γιὰ τοὺς ὁποίους καταδέχθηκες νὰ ἔρθεις ἀνάμεσα στοὺς δούλους καὶ
νὰ δεχθεῖς ἐντολὴ καὶ νὰ σταθεῖς μεταξὺ ἐκείνων ποὺ παίρνουν, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὰ πάντα, καὶ νὰ
ἀποκληθεῖς κληρονόμος, ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις τίποτε ἐπίκτητο.
4. Ἄλλωστε ἡ ὑπενθύμιση τῆς στενότερης οἰκειότητάς μας μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἕλκει περισσότερο
στὴν εὐσπλαχνία. Καὶ ἡ κληρονομία εἶναι στενότερη οἰκειότητα ἀπὸ τὴ δημιουργία. Πολὺ
περισσότερο καὶ πολὺ καλύτερά μας ἀπέκτησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κληρονομία, παρὰ μὲ τὴ
δημιουργία. Διότι μὲ τὴ δημιουργία εἶχε τὴν κυριαρχία ἁπλῶς ἐπάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση, μὲ
τὴν κληρονομία ὅμως ἔγινε κύριος του λογικοῦ καὶ τῆς προαιρέσεως, πρᾶγμα ποὺ ἀληθινὰ εἶναι
ἐξουσία ἐπάνω σε ἀνθρώπους. Διότι τὸ πρῶτο εἶναι κοινὸ καὶ γιὰ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ τὰ ἄψυχα, διότι
ὅλα ὑποτάσσονται ἐκ φύσεως στὸν Θεό, ὡς δημιουργήματα στὸν Δημιουργό.
5. Ἀλλὰ πῶς μὲ τὴν κληρονομία ὁ Χριστὸς ἔγινε κύριος του λογικοῦ καὶ τῆς προαιρέσεως; Διότι
ὑποτάξαμε τὸ λογικὸ καὶ τὴ θέλησή μας σ' Αὐτὸν ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ καὶ σταυρώθηκε καὶ
ἀναστήθηκε. Τὸ λογικὸ μέν, διότι τὸν γνωρίσαμε Θεὸ ἀληθινὸ καὶ Κύριο ὅλης της κτίσεως. Τὴ
θέληση δέ, διότι τὸν ἀγαπήσαμε καὶ σηκώσαμε μὲ χαρὰ ἐπάνω στὸν τράχηλό μας τὴν κυριαρχία
Του καὶ τὸ ζυγό Του.
6. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔλαβε τελείως τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι τοὺς ἀπέκτησε ἀληθινά. Αὐτὴ τὴν ἀπόκτηση
ἐπιθυμοῦσε ἀπὸ παλιὰ ὁ προφήτης Ἠσαΐας καὶ ἔλεγε: «Κύριε, Θεέ μας, ἀπόκτησέ μας» (Ἡσ. 26,
13).
7. Αὐτὴ εἶναι ἡ κληρονομία πού, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἔλαβε ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὴ
εἶναι ἡ εὐχή.

1. Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται ἡ ἱερουργία καὶ παίρνει τέλος ἡ τελετὴ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διότι καὶ
τὰ δῶρα ἁγιάσθηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ τοὺς ἄλλους κληρικούς, καὶ μέσῳ αὐτῶν
τελειοποίησαν καὶ ἁγίασαν καὶ τὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
2. Γι' αὐτὸ ὁ ἱερεὺς μαζὶ μὲ τοὺς παρόντες πιστοὺς καταλήγει σὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία τοῦ
Θεοῦ. Καὶ ὁ μὲν ἱερεὺς λέγει: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων».
3. Τὸ δὲ πλῆθος ψάλλει παίρνοντας τὸ προοίμιο τῆς ᾠδῆς ἀπὸ τὰ προφητικὰ λόγια:
«Πληρωθήτω τὸ στόμα ἠμῶν αἰνέσεως, Κύριε, ὅπως ἂν ὑμνήσωμεν τὴν δόξαν Σου» (Ψάλμ. 70, 8).
Δὲν εἴμαστε ἱκανοί, Κύριε, λέγουν, οὔτε ὕμνο νὰ σοῦ προσφέρουμε γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἀξίωσες,
ἀλλὰ ἐσὺ δῶσε μας καὶ αὐτό. Μὲ ποιὸν τρόπο; Γεμίζοντας τὸ στόμα μας μὲ ὕμνηση. Καὶ ὅπως ἐσὺ
δίνεις προσευχὴ στοὺς προσευχομένους (Ἃ' Βασ. 2, 9), γιὰ νὰ μάθουμε ποιὰ καὶ πῶς πρέπει νὰ
ζητοῦμε, ἔτσι δῶσε καὶ δύναμη στὸ στόμα μας νὰ σὲ ὑμνοῦμε.
4. Κατόπιν εὔχονται, ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, νὰ μείνει μαζί τους καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ
χάρη, οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά, μὲ τὴ βοήθεια 'Ἐκείνου: «Τήρησον ἠμᾶς ἐν τῷ σῷ ἁγιασμῶ».
Κάνοντας τί; Διότι χρειάζεται νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. «Ὅλην τὴν ἡμέραν
μελετώντας τὴν δικαιοσύνην σου». Δικαιοσύνη ἐννοοῦμε τὴ σοφία καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ποὺ
θεωρεῖται μέσα στὰ μυστήρια, ὅπως τὸ ἐννόησε καὶ ὁ Παῦλος: «Δὲν ντρέπομαι γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Χριστοῦ· διότι σ' αὐτὸ φανερώνεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ σὲ καθένα καὶ γιὰ καθένα ποὺ
πιστεύει» (Ρωμ. 1, 16-17). Η μελέτη αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης μπορεῖ νὰ διατηρήσει μέσα μας τὸν
ἁγιασμό. Διότι καὶ τὴν πίστη στὸν Θεὸ αὐξάνει καὶ τὴν ἀγάπη φουντώνει καὶ δὲν ἀφήνει νὰ μπεῖ
στὴν ψυχὴ τίποτε κακό. Σωστὰ λοιπὸν λέγαμε στὰ προηγούμενα ὅτι χωρὶς τοὺς πρέποντες στὸ
μυστήριο λογισμοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ παραμείνει σ' ἐμᾶς ὁ ἁγιασμός.

1. Κοντὰ σ' αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸ ἑξῆς.


2. Ἡ θεία καὶ ἱερὴ αὐτὴ τελετὴ ἐμφανίζεται νὰ ἁγιάζει μὲ δύο τρόπους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ
μεσιτεία. Τὰ προσφερόμενα δῶρα, καὶ μόνο μὲ τὸ γεγονὸς τῆς προσφορᾶς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ
τὰ προσφέρουν κι ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ προσφέρουν, καὶ ἐξευμενίζουν ἀπέναντί τους τὸν
Θεό. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι ἡ μετάληψη, διότι γίνεται σ' ἐμᾶς ἀληθινὴ “βρῶσις καὶ πόσις”,
σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (Ἰω. 6, 55).
3. Ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους ὁ πρῶτος εἶναι κοινὸς καὶ στοὺς ζῶντες καὶ στοὺς νεκρούς,
διότι ἡ θυσία προσφέρεται καὶ γιὰ τὶς δύο κατηγορίες. Ὁ δεύτερος ὅμως εἶναι δυνατὸς μόνο στοὺς
ζῶντες, διότι πλέον οἱ νεκροὶ οὔτε νὰ φάγουν οὔτε νὰ πιοὺν μποροῦν. Τί λοιπόν; Οἱ νεκροὶ δὲν
ἁγιάζονται ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἁγιασμὸ μέσῳ τῆς μεταλήψεως καὶ εἶναι λιγότερο ὠφελημένοι ἀπὸ τοὺς
ζῶντες; Καθόλου. Διότι καὶ σ' αὐτοὺς ὁ Χριστὸς μεταδίδει τὸν ἑαυτό Του μὲ τρόπο ποῦ Αὐτὸς
γνωρίζει.
4. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξουμε αὐτό, ἃς ἐξετάσουμε τὰ αἴτια τοῦ ἁγιασμοῦ, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν οἱ
ψυχὲς τῶν νεκρῶν τα ἔχουν ὅπως καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ζώντων.
5. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν τὰ αἴτια τοῦ ἁγιασμοῦ; 'Ἄραγε τὸ νὰ ἔχει κανεὶς σῶμα, τὸ νὰ τρέξει στὴν
τράπεζα, τὸ νὰ πάρει στὰ χέρια τὰ ἅγια, τὸ νὰ τὰ δεχθεῖ στὸ στόμα, τὸ νὰ φάγει, τὸ νὰ πιεῖ;
Καθόλου. Διότι πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔκαναν ὅλα αὐτὰ καὶ ἔτσι προσῆλθαν στὰ μυστήρια, δὲν
ὠφελήθηκαν καθόλου καὶ ἔφυγαν γεμάτοι ἀμέτρητες ἁμαρτίες.
6. 'Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι τὰ αἴτια τοῦ ἁγιασμοῦ στοὺς ἁγιαζομένους; Καὶ ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα ποῦ
ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός; Κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἀγάπη στὸν Θεό, πίστη, ἐπιθυμία τοῦ μυστηρίου,
προθυμία γιὰ τὴν μετάληψη, ὁλοθερμὴ ὁρμή, τὸ νὰ τρέξουμε διψασμένοι. Αὐτὰ εἶναι ποὺ ἕλκουν
αὐτὸν τὸν ἁγιασμό, καὶ μὲ αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ μετέχουν τοῦ Χριστοῦ ὅσοι προσέρχονται, καὶ
χωρὶς αὐτὰ τοῦτο εἶναι ἀδύνατο.
7. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι σωματικά, ἀλλὰ ἐξαρτῶνται μονάχα ἀπὸ τὴν ψυχή. Ἑπομένως τίποτε
δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν τὰ παραπάνω καὶ οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν ὅπως καὶ τῶν ζώντων.
8. Ἂν λοιπὸν οἱ μὲν ψυχὲς εἶναι ἕτοιμες καὶ προπαρασκευασμένες γιὰ τὸ μυστήριο, ὁ δὲ Κύριος
ποὺ ἁγίασε καὶ ἐτέλεσε τὰ μυστήρια θέλει πάντοτε νὰ ἁγιάζει καὶ νὰ μεταδίδει κάθε φορᾷ τὸν
ἑαυτό Του, ποιὸ ἐμπόδιο ὑπάρχει γιὰ τὴν κοινωνία; Κανένα ἀπολύτως.
9. Λοιπόν, θὰ ἐρωτήσει κανείς: ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ζῶντες ἔχει στὴν ψυχὴ τοῦ ὅλα τα καλὰ ποῦ
εἴπαμε, δὲν προσέλθει ὅμως στὰ μυστήρια, θὰ λάβει ἐξίσου τὸν ἁγιασμὸ ποῦ προέρχεται ἀπὸ
αὐτά;
10. Ὄχι ὁ καθένας, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προσέλθει σωματικῶς, ὅπως οἱ ψυχὲς τῶν
νεκρῶν: τέτοιοι ὑπῆρξαν ὅσοι ἔζησαν περιπλανώμενοι σὲ ἐρημιὲς καὶ ὅρη καὶ σπηλιὲς καὶ ὀπὲς τῆς
γῆς (Ἑβρ. 11, 38), γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν ἀδύνατον νὰ δοῦν θυσιαστήριο καὶ ἱερέα. Αὐτοὺς ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς τοὺς ἁγίαζε ἀφανῶς μὲ αὐτὸν τὸν ἁγιασμό. Πῶς τὸ ξέρουμε αὐτό; Ἀπὸ τὸ ὅτι εἶχαν μέσα
τους ζωή, τὴν ὁποία δὲ θὰ εἶχαν, ἂν δὲ μετεῖχαν στὸ μυστήριο αὐτό. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε:
«Ἂν δὲ φάγετε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα Του, δὲν ἔχετε ζωὴ μέσα
σας» (Ἰω. 6, 53). Καὶ γιὰ νὰ φανερώσει αὐτό, σὲ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους ἔστειλε 'Ἀγγέλους
γιὰ νὰ τοὺς φέρουν τὰ τίμια δῶρα.
11. Ἂν ὅμως κανείς, ἐνῷ ἔχει τὴ δυνατότητα, δὲν προσέλθει στὴν ἁγία τράπεζα, αὐτὸς εἶναι
τελείως ἀδύνατο νὰ λάβει τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων. Ὄχι διότι δὲν προσῆλθε ἁπλῶς, ἀλλὰ διότι
ἐνῷ μποροῦσε, δὲν προσῆλθε καὶ φανερώνει μὲ αὐτὸ ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὶς ἀγαθὲς
διαθέσεις ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὸ μυστήριο.
12. Πράγματι, ποιὰ ὁρμὴ καὶ προθυμία γιὰ τὴν ἱερὴ τράπεζα ὑπάρχει σ' ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ
εὔκολα νὰ τρέξει σ' αὐτὴν καὶ δὲ θέλει; Ποιὰ πίστη στὸν Θεὸ ὑπάρχει σ' ἐκεῖνον ποὺ δὲ φοβᾶται
τὴν ἀπειλὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίον ἐκείνων ποὺ κατεφρόνησαν τὴν πρόσκληση στὸ δεῖπνο αὐτὸ
(Ματθ. 22, 7); Πῶς θὰ πιστευθεῖ κανεὶς ὅτι ἀγαπᾷ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, ἐνῷ μπορεῖ νὰ λάβει, δὲν τὸ
λαμβάνει;
13. Γι' αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξο ποὺ ὁ Χριστός, σὲ ψυχὲς χωρισμένες ἀπὸ τὸ σῶμα, οἱ
ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ τίποτε ἀπὸ τὰ παραπάνω, μεταδίδει ἀπὸ τὴν τράπεζά
Του. Τὸ παράδοξο καὶ ὑπερφυσικὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα στὴ φθορὰ νὰ φάγει ἄφθαρτο
σῶμα. Ἐνῷ τὸ νὰ μεταλάβει τὸ ἀθάνατο μιὰ οὐσία ἀθάνατη, ἡ ψυχή, μὲ τρόπο κατάλληλο σ' αὐτή,
τί τὸ παράδοξο ἔχει; Ἂν τώρα ὁ Χριστός, ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία καὶ ἄρρητη σοφία, βρῆκε
τρόπο νὰ πραγματοποιήσει ἐκεῖνο τὸ παράδοξο καὶ ὑπερφυσικὸ (νὰ φάγει ὁ φθαρτὸς ἄνθρωπος
ἄφθαρτη τροφή), πῶς δὲ θὰ πιστευθεῖ ὅτι κάνει καὶ τὸ ἄλλο, ποὺ εἶναι εὔλογο καὶ ἑπόμενο;

1. Ἐξάλλου καὶ σ' ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἀκόμη μὲ σῶμα, ἡ θεία κοινωνία δίνεται βέβαια διὰ μέσου
του σώματος, ἀλλὰ πρῶτα πηγαίνει στὴν οὐσία τῆς ψυχῆς καὶ ὕστερα μέσῳ τῆς ψυχῆς διαβαίνει
στὸ σῶμα. Αὐτὸ θέλοντας νὰ φανερώσει καὶ μακάριος 'Ἀπόστολος, λέγει: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται
μὲ τὸν Κύριο γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του» (Ἃ' Κορ. 6, 17), διότι ἡ ἕνωση καὶ ἡ συνάφεια αὐτὴ
πραγματοποιεῖται πρῶτα μέσα στὴν ψυχή.
2. Διότι ἐκεῖ, στὴν ψυχή, εἶναι κυρίως ὁ ἄνθρωπος, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ ἁγιασμός, ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶται
μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιμέλεια. Ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ κέντρο ποὺ ἁμαρτάνει καὶ ποὺ ἔχει
ἀνάγκη νὰ θεραπευθεῖ μὲ τὰ τίμια δῶρα. Στὸ σῶμα, ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν ψυχή. Καὶ ὅπως αὐτὸ
μολύνεται ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιά, ἔτσι καὶ ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ
ἐκεῖ προξενεῖται σ' αὐτό, τόσο ἀπὸ τὴν ἀρετή, ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ μυστήρια. Σὲ μερικοὺς δὲ ἔρχονται
καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ποὺ ἔχουν τὴν αἰτία τους στὴν ἠθικὴ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ ἤθελε
νὰ δείξει ὁ Σωτῆρας καί, μὲ τὸ νὰ θεραπεύσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀρρώστου, δηλαδὴ νὰ ἐλευθερώσει
αὐτὴν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, σήκωσε τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια (Ματθ. 9, 2-7).
3. Ἀφοῦ λοιπὸν γιὰ νὰ λάβει τὸν ἁγιασμὸ η ψυχὴ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ
σῶμα ἔχει ἀνάγκη τῆς ψυχῆς,
4. τί παραπάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν παίρνουν ἀπὸ τὴν τελετὴ οἱ ψυχὲς ποὺ εἶναι ἑνωμένες
μὲ σῶμα, βλέποντας τὸν ἱερέα καὶ δεχόμενες ἀπὸ αὐτὸν τὰ δῶρα; Ἀφοῦ κι ἐκεῖνες ἔχουν τὸν αἰώνιο
Ἱερέα, ποὺ γίνεται γι' αὐτὲς τὰ πάντα καὶ ποὺ μεταδίδει τὰ δῶρα καὶ σὲ ὅσους ἀπὸ τοὺς ζῶντες
μεταλαμβάνουν ἀληθινά. Διότι δὲ μεταλαμβάνουν ἀληθινὰ ὅλοι αὐτοὶ στοὺς ὁποίους μεταδίδει ὁ
ἱερεύς, ἀλλὰ ἐκεῖνοι μόνο, στοὺς ὁποίους μεταδίδει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Διότι ὁ ἱερεὺς μεταδίδει σὲ
ὅλους γενικά τους προσερχομένους, ὁ Χριστὸς ὅμως μόνο στοὺς ἄξιους. Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ
ὅτι μόνο ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας εἶναι ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ ἁγιάζει ζῶντες καὶ νεκρούς.
5. Ἀπ' ὅλα ὅσα εἴπαμε γίνεται φανερὸ ὅτι ὅλα τα στοιχεῖα τῆς ἱερῆς αὐτῆς τελετῆς εἶναι κοινὰ
καὶ στοὺς ζῶντες καὶ στοὺς νεκρούς. Διότι καὶ τὰ αἴτια τοῦ ἁγιασμοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ψυχικὰ ἀγαθά,
ὑπάρχουν καὶ στὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες, καὶ αὐτὸ ποὺ δέχεται πρῶτο τὸν ἁγιασμὸ καὶ εἶναι οἰκεῖο
μὲ αὐτὸν εἶναι τὸ ἴδιο (ἢ ψυχή), καὶ ὁ Ἱερεὺς ποὺ ἁγιάζει εἶναι ὁ ἴδιος (ὁ Χριστός). Τοῦτο μόνο
ὑπάρχει στοὺς ζῶντες, ποὺ δὲν ὑπάρχει στοὺς νεκρούς: τὸ ὅτι δηλαδὴ καὶ οἱ ἀνάξιοι νομίζουν ὅτι
ἁγιάζονται μὲ τὰ μυστήρια, διότι δέχονται στὸ στόμα τὰ δῶρα. Ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ὅμως οὔτε καν
νὰ πλησιάσει κανεὶς εἶναι δυνατόν, ἂν εἶναι ἀπροετοίμαστος, ἀλλὰ μόνο στοὺς ἄξιους ἐπιτρέπεται
ἡ κοινωνία. Στοὺς ζῶντες αὐτὸ εἶναι δυνατόν, ὅμως ὄχι μόνο δὲν προσθέτει ἁγιασμὸ σ' αὐτούς,
ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιφέρει τὴ χειρότερη κόλαση. Συνεπῶς τοῦτο ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι
πλεονέκτημα γιὰ τοὺς ζῶντες.
6. Καὶ γιὰ ἕναν ἐπιπλέον λόγο εἶναι φανερὸ ὅτι, ὄχι μόνον ἐπιτρέπεται καὶ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ
τίποτε, ἀλλὰ καὶ συμβαίνει ἀπαραιτήτως ἡ μετάληψη τῶν τιμίων δώρων ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν.
Διότι ἂν ὑπῆρχε κάτι ἄλλο νὰ εὐφραίνει καὶ νὰ ἀναπαύει ἐκεῖ τὶς ψυχές, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε τὸ
βραβεῖο τῆς καθαρότητας τῶν ἀξίων ψυχῶν, καὶ δὲ θὰ ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη αὐτῆς τῆς τράπεζας τῶν
μυστηρίων. Τώρα ὅμως ἐκεῖνο ποὺ δίνει στὶς ψυχὲς κάθε ἀπόλαυση καὶ μακαριότητα, εἴτε
παράδεισο τὸ πεῖς, εἴτε κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, εἴτε τόπους ἀπαλλαγμένους ἀπὸ κάθε λύπη καὶ
ὀδύνη, φωτεινούς, χλοερούς, ἀναπαυτικούς, εἴτε τὴν ἴδια τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὸ τὸ ποτήριο καὶ αὐτὸς ὁ ἄρτος.
7. Διότι αὐτὰ εἶναι ὁ Μεσίτης (Α' Τιμ. 2, 5: Ἑβρ. 9, 15), ἐκεῖνος ποὺ μπῆκε γιὰ χάρη μας ὡς
πρόδρομος στὰ οὐράνια ἅγια των ἁγίων (Ἑβρ. 6, 20), ὁ μόνος ὁδηγὸς πρὸς τὸν Πατέρα (Ἰω. 14, 6),
ὁ μόνος ἥλιος τῶν ψυχῶν: ὁ ὁποῖος τώρα φαίνεται καὶ μετέχεται ἔτσι, ὅπως ὁ ἴδιος θέλησε (μέσῳ
τῶν τιμίων δώρων), ἀπὸ τοὺς δεμένους στὸ σῶμα, ἐνῷ τότε θὰ φανεῖ καὶ θὰ μεταληφθεῖ χωρὶς
καταπετάσματα, ὅταν θὰ τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι (Α' Ἰω. 3, 2), ὅταν σὰν πτῶμα θὰ συγκεντρώσει τοὺς
ἀετοὺς (τοὺς σεσωσμένους Ματθ. 24, 28), ὅταν θὰ ζωσθεῖ καὶ θὰ τοὺς βάλει στὸ τραπέζι καὶ θὰ
περάσει νὰ τοὺς ὑπηρετήσει (Λουκ. 12, 37), ὅταν θὰ ἀστράψει ἐπάνω στὰ σύννεφα (Ματθ. 24, 30)
καὶ δὶ' Αὐτοῦ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος (Ματθ. 13, 43). Ἐκεῖνοι ποὺ δὲ θὰ εἶναι ἑνωμένοι
μαζί Του, ὅπως γνωρίζει νὰ ἑνώνει ἡ ἁγία τράπεζα, εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ βροῦν ἀνάπαυση
ἐκεῖ ἢ νὰ λάβουν κάποιο ἀγαθό, μικρὸ ἢ μεγάλο.

1. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσίτης, μέσῳ τοῦ ὁποίου ᾖρθαν σ' ἐμᾶς ὅλα τα ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δόθηκαν
ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ μᾶλλον, ποὺ μᾶς δίνονται ἀκατάπαυστα. Διότι ὁ Χριστὸς δὲ μεσίτευσε μόνο μιὰ
φορά, ὥστε παραδίνοντας σ' ἐμᾶς ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα μεσίτευσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν
ἀποστολή Του, ἀλλὰ μεσιτεύει πάντοτε, ὄχι μὲ λόγια καὶ δεήσεις ὅπως κάνουν οἱ πρεσβευτές, ἀλλὰ
μὲ τὸ ἔργο. Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ἔργο; Τὸ νὰ ἑνώνει μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του νὰ
μεταδίδει τὶς χάριτές Του, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία καὶ τὸ βαθμὸ τῆς καθάρσεως τοῦ καθενός.
2. Καὶ ὅπως τὸ φῶς δίνει τὸ ἴδιο τὴν ἱκανότητα τῆς ὁράσεως σὲ ὅσους βλέπουν, καὶ σὲ ὅσους
αὐτὸ λείψει, λείπει καὶ ἡ ἱκανότητα τῆς ὁράσεως, ἔτσι καὶ ἡ ἕνωση μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀνάγκη
νὰ εἶναι συνεχὴς στὶς ψυχές, ἂν βέβαια αὐτὲς θέλουν νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀναπαύονται. “Όπως χωρὶς τὸ
φῶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ μάτι, ἔτσι καὶ χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἀληθινὴ
ζωὴ καὶ εἴρηνη στὶς ψυχὲς διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν Θεὸ καὶ δίνει αὐτὴ
τὴν εἰρήνη, χωρὶς τὴν ὁποία εἴμαστε ἐχθροί του Θεοῦ καὶ δὲν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα νὰ γίνουμε
μέτοχοί των ἀγαθῶν Του.
3. Όποιος λοιπὸν δὲν ἑνώθηκε ἐξαρχῆς μὲ τὸν Χριστό, εἴτε ἑνώθηκε, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἑνωμένος,
αὐτὸς εἶναι ἀκόμη ἐχθρὸς καὶ ξένος των θείων ἀγαθῶν.
4. Διότι, τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ συμφιλίωσε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση; Ἀσφαλῶς τὸ ὅτι εἶδε
ἄνθρωπο τὸν ἀγαπητό Του Υἱό. Ἔτσι ὁ Θεὸς συμφιλιώνεται καὶ μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ φέρει τὴ
μορφὴ τοῦ Μονογενοῦς καὶ φορεῖ τὸ σῶμα του καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα πνεῦμα μαζί Του. Χωρὶς
αὐτὰ κάθε ἄνθρωπος, ἀφ' ἐαυτοῦ του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ μισητὸς στὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος
ποὺ δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὸν Θεό.
5. Ἂν λοιπὸν πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῶν ἱερέων καὶ τὴν προσφορὰ τῶν ἱερῶν
δώρων γίνεται ἀνάπαυση στὶς ψυχές, πρέπει νὰ πιστεύουμε πρῶτα ὅτι αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν τρόπο,
μὲ τὸν ὁποῖο μόνο εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος, τὸ
προείπαμε νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε ἐχθροί Του. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό;
Μὲ τὸ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνουμε ἕνα πνεῦμα μὲ τὸν ἀγαπημένο Υἱό, μὲ τὸν ὁποῖο
μόνο εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς ἱερᾶς τραπέζης, τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ καὶ
στοὺς ζῶντες καὶ στοὺς νεκρούς, ὅπως ἔχουμε ἀποδείξει μὲ ὅσα εἴπαμε.

1. Οἱ ψυχὲς οἱ ἀπαλλαγμένες ἀπὸ τὸ σῶμα ἔχουν ἕνα πλεονέκτημα σχετικὰ μὲ τὸν ἁγιασμό,
ἀπέναντι σ' ἐκεῖνες ποὺ ζοῦν μὲ σῶμα. Διότι καθαρίζονται καὶ παίρνουν ἄφεση ἁμαρτιῶν μὲ τὶς
εὐχὲς τῶν ἱερέων καὶ τὴ μεσιτεία τῶν τιμίων δώρων ὄχι λιγότερο ἀπὸ τοὺς ζῶντες αὐτὲς ὅμως δὲν
ἁμαρτάνουν πλέον, οὔτε προσθέτουν νέες ἁμαρτίες στὶς παλιές, ὅπως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς
ζῶντες, ἀλλά, ἢ τοὺς συγχωρεῖται κάθε ἔνοχη, ἢ τουλάχιστον λιγοστεύουν συνεχῶς οἱ ἁμαρτίες
τους. Καὶ ἔτσι βρίσκονται πιὸ ἕτοιμες καὶ σὲ καλύτερη κατάσταση γιὰ τὴν κοινωνία τοῦ Σωτῆρα, ὄχι
μόνο ἀπὸ πολλοὺς ζωντανούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους ἑαυτούς των, ἂν θὰ ἦταν μὲ τὸ σῶμα.
Καὶ μόνο το γεγονὸς ὅτι ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὶς κάνει πολὺ πιὸ κατάλληλες γιὰ τὴν
κοινωνία τῶν μυστηρίων ἀπὸ ὅ,τι θὰ τοὺς ἦταν δυνατὸν ἂν εἶχαν τὸ σῶμα.
2. Διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλὲς καὶ διάφορες “μονές” (διαμονές, κατοικίες: Ἰω. 14, 2), ὥστε νὰ
τιμηθοῦν ὅλοι οἱ βαθμοὶ τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ μὴ μείνει τίποτε χωρὶς ἀνταμοιβὴ ἐκ μέρους τοῦ δικαίου
καὶ φιλανθρώπου Κριτῆ. Όπως λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἄξιοί των μέγιστων βραβείων καὶ τέλειοι
καὶ κληρονόμοι τῆς τέλειας μακαριότητας, ὅπως ὁ Παῦλος καὶ οἱ ὅμοιοι μὲ αὐτόν, τὴν
ἀπολαμβάνουν καθαρότερα μετὰ τὸ θάνατο παρὰ τότε ποὺ ἦταν στὴ ζωή, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ
κατατάχθηκαν σὲ μιὰ μετριότερη ἀνάπαυση εἶναι εὔλογο νὰ τὴν ἀπολαμβάνουν καλύτερα
φεύγοντας ἀπὸ ἐδῶ, παρὰ ζωντας μὲ τὸ σῶμα.
3. Ἀποδείξαμε δὲ ὅτι κάθε ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν καὶ κάθε βραβεῖο ἀρετῆς, καὶ μικρὸ καὶ
μεγάλο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ αὐτὸ τὸ ποτήριο ποὺ μεταλαμβάνεται μὲ
τὸν κατάλληλο τρόπο ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες, ἐννοῶ τοὺς ζῶντες καὶ τοὺς νεκρούς. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ
Κύριος τὴν ἀπόλαυση τῶν δικαίων στὸν μέλλοντα αἰῶνα τὴν ὀνόμασε δεῖπνο (Λουκ. 14, 16), γιὰ νὰ
δείξει ὅτι ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὴ τὴν τράπεζα.
4. Ἔτσι ἡ θεία ἱερουργία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι καὶ γιὰ τοὺς νεκροὺς ὅπως εἶναι καὶ γιὰ τοὺς
ζῶντες. Καὶ ὅπως οἱ ζῶντες ἁγιάζονται κατὰ δύο τρόπους, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, κατὰ δύο τρόπους
ἁγιάζονται, καὶ οἱ νεκροί, καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι κατώτεροι ἀπὸ τοὺς ζῶντες, ἀλλ'
ἀπεναντίας - ἔχουν καὶ ἕνα πλεονέκτημα.

1. Τώρα ἃς ἐξετάσουμε ἕνα ἄλλο ζήτημα. Ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε προκύπτει ὅτι μὲ τὴν ἱερὴ
τελετὴ ἁγιάζονται ὅλοι οἱ πιστοί. Πρέπει ὅμως νὰ ἐξετάσουμε ἂν ἁγιάζονται πάντοτε.
2. Ἡ ἱερουργία αὐτὴ εἶναι προσφορὰ δώρων, τὰ δὲ δῶρα δὲν εἶναι πάντοτε δεκτὰ ἀπὸ τὸν Θεό,
ἀλλὰ ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἐξαιτίας τῆς κακίας τῶν προσφερόντων μισοῦνται καὶ γίνονται
ἀπαράδεκτα. Τὰ παραδείγματα εἶναι πολυάριθμα, τόσο στοὺς ἀρχαίους (της Π. Διαθήκης), ὅσο καὶ
στοὺς ζῶντες στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος (τοῦ Εὐαγγελίου). Ἃς ἔρευνησουμε λοιπὸν μήπως καὶ αὐτὰ
τὰ δῶρα καμιὰ φορᾷ ματαίως ἱερουργοῦνται καὶ ὡς ἀπαράδεκτα δὲν ἁγιάζονται ὅπως ὑπόσχεται
ἡ τελετή, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν προσφέρονται πάντοτε ἀπὸ ἐνάρετους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καμιὰ
φορᾷ καὶ ἀπὸ κακούς.
3. Ότι ὁ Θεὸς καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα τὰ ἀποστρέφεται ὅταν καὶ προσφέρων εἶναι βέβηλος, εἶναι
φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ κάνει. Διότι ὅσους γνωρίζει ὅτι ἁμαρτάνουν θανάσιμα δὲν
τοὺς ἐπιτρέπει νὰ προσφέρουν τέτοια δῶρα. Καὶ ἂν τολμήσουν, δὲν τοὺς δέχεται, ἀλλὰ τοὺς
διώχνει μαζὶ μὲ τὰ δῶρα. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δὲ γνωρίζει καλὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ οἱ περισσότεροι μένουν ἄγνωστοι καὶ δέχεται ἡ θεία τράπεζα τὰ δῶρα τους, τί πρέπει νὰ
νομίζουμε γιὰ τὰ δῶρα αὐτά; 'Ἄραγε εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στεροῦνται ἀπὸ κάθε
ἁγιασμό; Καὶ ἂν εἶναι ἔτσι τὸ πρᾶγμα, τότε δὲν μποροῦμε πλέον νὰ γνωρίζουμε πότε ἔχουν
ἁγιασθεῖ, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἢ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὸ ποιὸν τῶν προσφερόντων ἢ δὲν τὸ
γνωρίζουμε καθόλου. Καὶ ἔτσι οἱ πιστοὶ θὰ προσέρχονται μὲ ἀβεβαιότητα καὶ χωρὶς πίστη στὰ
μυστήρια καὶ συνεπῶς δὲ θὰ ὠφελοῦνται καθόλου ἀπὸ αὐτά.
4. Τί λοιπὸν θὰ ἀπαντήσουμε σ' αὐτά;
5. Ἡ προσφορὰ τῶν δώρων γίνεται σὲ δύο στάδια. Πρώτη εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ πιστοῦ ποὺ
φέρνει τὰ δῶρα καὶ τὰ παραδίδει στὰ χέρια τῶν ἱερέων, καὶ δεύτερη ἡ προσφορά τους ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία στὸν Θεό.
6. Ἡ πρώτη προσφορά, ὅταν ὁ προσφέρων εἶναι ἁμαρτωλός, εἶναι μάταιη καὶ δὲν προξενεῖ
καμιὰ ὠφέλεια σ' ἐκεῖνον ποὺ προσφέρει τὰ δῶρα, γιὰ τὸ λόγο ὅτι αὐτὸς εἶναι ἔνοχος διότι τὰ
προσφερόμενα αὐτὰ καθ' ἑαυτὰ δὲν εἶναι βδελυκτὰ στὸν Θεό, ἐπειδὴ κάθε κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι
καλὸ (Α΄ Τιμ. 4, 4).
7. Τὴ δεύτερη ὅμως προσφορὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ ἐνάρετους ἀνθρώπους γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ
τῶν Ἁγίων, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς οἰκουμένης καὶ γενικὰ γιὰ κάθε δίκαιο αἴτημα, τίποτε δὲν τὴν
ἐμποδίζει νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη. Διότι κανένας μολυσμὸς δὲν ἀφέθηκε ἐπάνω στὰ δῶρα ἀπὸ τὰ
χέρια ἐκείνου ποὺ τὰ πρόσφερε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ μένουν καθαρὰ καί, προσφερόμενα ἀπὸ
καθαρούς, ἁγιάζονται καὶ ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ κοινωνοῦν. Διότι δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ τεθεῖ
ἀκαθαρσία ἁμαρτίας σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἄλογα ἢ τὰ ἄψυχα, ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία εἶναι νόσημα τῆς
προαιρέσεως, καὶ μόνο τα λογικὰ ὄντα μποροῦν νὰ μολυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
8. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι πάντοτε καθαρά τα δῶρα ποῦ προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιατί
ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας δὲν τὰ δέχεται; Γιὰ νὰ ντροπιάσει ἐκείνους ποὺ τὰ προσφέρουν, γιὰ νὰ
μάθουν τὴν ὑπερβολικὴ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τους, ἀφοῦ Αὐτὸς καὶ τὰ κτίσματά Του ἀκόμη,
ἐναντίον τῶν ὁποίων δὲν ἔχει τίποτε, ἐξαιτίας τοὺς τὰ ἀποστρέφεται καὶ τὰ μισεῖ καὶ μαθαίνοντας
νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ διορθώσουν τὴ ζωή τους. Στὰ ἴδια ὅμως τὰ δῶρα δὲν καταλογίζει καμία κακία.
Γι' αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἐμπόδιο νὰ γίνονται δεκτά τα δῶρα καὶ νὰ ἁγιάζονται, ὅταν ἡ δεύτερη
προσφορὰ γίνεται ἀπὸ ἐνάρετους ἀνθρώπους.
9. Ἀλλά, θὰ πεῖ κανείς, οἱ ἱερεῖς ποὺ προσφέρουν τὰ δῶρα δὲν εἶναι ὅλοι καλοί, ἀλλὰ μερικοὶ
ἔχουν καὶ ὑπερβολικὴ κακία. Ἔτσι ὁ λόγος μᾶς καταλήγει στὴν ἴδια ἀπορία. “Όταν λοιπὸν τύχει καὶ
οἱ δύο προσφέροντες (ὁ πιστὸς καὶ ὁ ἱερεὺς) νὰ εἶναι μισητοὶ στὸν Θεό, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ
συμβεῖ, ἀπὸ ποὺ ἐξασφαλίζεταί το νὰ εἶναι τὰ δῶρα εὐάρεστα καὶ δεκτὰ στὸν Θεό, ἅγια καὶ
ἁγιαστικά; Ἀπὸ πουθενά. Ἀλλὰ τότε θὰ εἶναι πράγματι ἀπαράδεκτα, σὲ κάθε ἄλλη δὲ περίπτωση
ἀμφίβολα, ἐπειδὴ θὰ ὑπάρχει ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ ποιὸν ἐκείνων ποὺ προσφέρουν τὰ δῶρα κι
ἐκείνων ποὺ τὰ ἱερουργοῦν. Διότι, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, κανεὶς δὲ γνωρίζει μὲ βεβαιότητα τὰ
τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ εἶναι μέσα σ' αὐτὸν (Ἃ' Κορ. 2, 11). Καὶ ἔτσι θὰ ὑπάρχει
πολλὴ ἀπιστία καὶ ἀμφιβολία γύρω ἀπὸ τὴν τελετή, καὶ πουθενὰ ἡ βεβαιότητα, καὶ ἡ μετάληψη
τῶν μυστηρίων δὲ θὰ φέρει καμιὰ ὠφέλεια στοὺς πιστούς, ἀφοῦ θὰ μεταλαμβάνουν χωρὶς πίστη.
10. Αὐτὰ θὰ πεῖ καὶ θὰ ἀπορήσει κανείς, ἂν νομίζει ὅτι ὁ ἱερεὺς ὁ ἴδιος εἶναι ὁ κύριος της
προσφορᾶς αὐτῶν τῶν δώρων. Ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει κυρίως αὐτὴ τὴν προσφορὰ εἶναι
ἡ χάρη, ἡ ὁποία ἁγιάζει τὰ δῶρα (διότι τοῦτο εἶναι ἡ προσφορὰ τῶν δώρων, ὁ ἁγιασμός τους), ὁ
δὲ ἱερουργὸς κάθε φορᾷ εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος. Διότι ὁ ἱερεὺς δὲν προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν
ἑαυτό του, οὔτε τολμᾷ νὰ κάνει ἢ νὰ πεῖ κάτι ἀπὸ τὴ δική του κρίση καὶ σκέψη, ἀλλὰ μόνο ὅ,τι
παρέλαβε ἀπὸ τὴν χάρη, εἴτε πράξη, εἴτε λόγο, εἴτε ἔργο, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ διατάχθηκε,
τὸ παίρνει καὶ τὸ ἀποδίδει στὸν Θεό. Συνεπῶς τὰ δῶρα, προσφερόμενα πάντοτε κατὰ τρόπο
εὐάρεστο στὸν Θεό, κατ' ἀνάγκην τοῦ εἶναι πάντοτε εὐάρεστα καὶ δεκτά.
11. Τί σημασία ἔχει ἂν καὶ προσφέρων εἶναι ὁ ἴδιος φαῦλος; Διότι δὲν προσθέτει τίποτε στὰ
δῶρα ἡ φαυλότητα ἐκείνου, οὔτε κάνει χειρότερη τὴν προσφορά. Ὅπως καὶ ἕνα φάρμακο ποὺ
κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἀμαθῆ καὶ τελείως ἄσχετο μὲ τὴν ιατρικὴ τέχνη δὲν ἐμποδίζεται νὰ
προξενεῖ τὴν ὑγεία, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε μὲ ἐντολὴ καὶ σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ὁδηγίες
τοῦ γιατροῦ. Θὰ εἶναι λοιπὸν τὸ φάρμακο ὄχι μάταιο ἐξαιτίας τῆς ἀμάθειας τοῦ κατασκευαστῆ,
ἀλλὰ σωτήριο ἐξαιτίας τῆς τέχνης τοῦ γιατροῦ. Διότι ἀπὸ τὴν ἀμάθεια τοῦ κατασκευαστῆ δὲν πῆρε
τίποτε, ἀλλὰ κατασκευάστηκε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ γιατροῦ.
12. Ἔτσι κι ἐδῶ ἡ θεία χάρη ἐνεργεῖ τὸ πᾶν. Ὁ ἱερεὺς εἶναι μόνο ὑπηρέτης. Ἀλλὰ οὔτε τὴν
ἰδιότητα τοῦ ὑπηρέτη ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Διότι καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ δόθηκε. Πράγματι,
αὐτὸ εἶναι ἡ ἱερωσύνη, μία δύναμη ποὺ ὑπηρετεῖ τὰ ἱερά.

1. Ότι ὅλα τα δῶρα ἁγιάζουν ὅλους τους πιστοὺς καὶ πάντοτε, καθὼς πάντοτε εἶναι δεκτὰ ἀπὸ
τὸν Θεό, εἶναι φανερὸ ἀπ' ὅσα εἰπώθηκαν. Στὴ συνέχεια θὰ ἐξετάσουμε καὶ πόσο εἶναι δεκτά.
2. Μεταξύ των ἀνθρώπων τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ κάνει δεκτὸ ἕνα δῶρο; Τί κάνουμε στὰ δῶρα ὥστε
νὰ θεωρηθεῖ ὅτι τὰ δεχθήκαμε; Μήπως ὅτι τὰ παίρνουμε στὰ χέρια μας καὶ τὰ κρατοῦμε στὴν
ἀγκαλιά; Καθόλου. Διότι πολλὰ οὔτε νὰ τὰ μεταφέρουν μποροῦν, οὔτε νὰ τὰ δεχθοῦν στὰ χέρια
ἐκεῖνοι ποὺ τὰ παίρνουν, ὅπως ὅταν τὸ δῶρο εἶναι χωράφι ἢ σπίτι ἢ κάτι τέτοιο.
3. 'Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι ἐκεῖνο ποῦ σημαίνει τὴν ἀποδοχὴ ὅλων των δώρων; Τὸ νὰ τὰ κατατάξει
κανεὶς στὰ δικά του, τὸ νὰ τὰ οἰκειοποιηθεῖ. Αὐτὰ λέγονται δεκτά.
4. Ὁ Θεὸς τόσο οἰκειοποιεῖται τὰ δῶρα αὐτά, ὥστε τὰ κάνει σῶμα καὶ αἷμα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ
Του. Ἂν λοιπὸν δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τίποτε ἴσο μὲ αὐτὴ τὴν οἰκειοποίηση, ἄρα οὔτε εἶναι
δυνατὸν νὰ βρεθεῖ μέτρο γιὰ τὸ πόσο αὐτὰ τὰ δῶρα εἶναι δεκτά.
5. Ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν ἀνταπόδοση γιὰ τὸ δῶρο φανερώνεται πόσο τὸ δέχθηκε ἐκεῖνος ποὺ τὸ
ἔλαβε.
6. Ποιὰ εἶναι λοιπὸν ἐδῶ ἡ ἀνταπόδοση; Εἶναι ἀκριβῶς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
Θεός, δεχόμενος ἀπὸ μᾶς ἄρτο καὶ οἶνο, μᾶς ἀνταποδίδει τὸν ἴδιο τὸν Υἱό. Καὶ ἀπὸ ποῦ φαίνεται
ὅτι αὐτὰ μας δίνονται ὡς δῶρα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀντὶ τῶν δώρων ποῦ προσφέραμε; Ἀπ' ὅσα μᾶς εἶπε
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐνδεδυμένος μὲ αὐτά: «Λάβετε» διότι ἔτσι φανερώνεται τὸ δῶρο. Μὲ τὴ λέξη
αὐτὴ σημαίνεται καὶ ἐκεῖνος ποὺ δίνει, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται, καὶ τὸ ἴδιο το δῶρο.
7. Ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος τρόπος νὰ λάβει κανεὶς κάτι νὰ τὸ λάβει σὰν παρακαταθήκη, τὴν ὁποία
δὲν ἐπιτρέπεται νὰ χρησιμοποιήσουν οἱ λαβόντες.
8. Ἐσὺ ὅμως γιὰ νὰ μὴ νομίσεις κάτι τέτοιο, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεῖς ὅτι εἶναι δικό σου, σὲ διέταξε καὶ
νὰ τὸ χρησιμοποιήσεις, λέγοντας: «Φάγετε».
9. Ἔτσι λοιπὸν εἶναι δεκτά τα δῶρα ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ μάλιστα μὲ τόση ὑπερβολή.
10. Γι' αὐτὸ ἁγιάζουν πάντοτε ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, καὶ ζώντων καὶ νεκρῶν, τὶς ψυχὲς
ἐκεῖνες ποὺ εἶναι ἀκόμη ἀτελεῖς κι ἔχουν ἀνάγκη ἁγιασμοῦ. Διότι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔφθασαν στὴν
τελειότητα στέκονται μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ κατετάγησαν ἤδη στὴν οὐράνια ἱεραρχία καὶ δὲν
ἔχουν πλέον ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ἱεραρχία.
1. Στὸ προηγούμενο ζήτημα ἀκολουθεῖ καὶ τὸ παρακάτω.
2. Εἴπαμε ὅτι τὰ ἅγια δῶρα ἀφιερώνονται στὸν Θεὸ καὶ ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη
ἁγιασμοῦ. Τότε, γιατί πιστεύουμε ὅτι καὶ τοὺς ἁγίους καὶ σὲ ὅλα τελείους τους τιμοῦμε μὲ τὴν
προσφορὰ αὐτῶν τῶν δώρων; Καὶ ὅταν χρειαστοῦμε κάτι καὶ τοὺς καλέσουμε σὲ βοήθεια, γιατί
ὑποσχόμαστε νὰ προσφέρουμε σ' αὐτοὺς τὴ λειτουργία αὐτῶν τῶν δώρων, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὰ
ἀφιερώσουμε σ' αὐτούς, ἢ γιὰ χάρη αὐτῶν; Γιὰ νὰ γίνουν καλύτεροι;
3. Αὐτὸ συμβαίνει διότι ὑπάρχει καὶ ἄλλος τρόπος τῆς προσφορᾶς αὐτῶν τῶν δώρων, ὅπως ἔχω
πεῖ πρωτύτερα (κεφ. λγ 7). Σύμφωνα μὲ αὐτὸν τὰ δῶρα γίνονται καὶ τῶν Ἁγίων, ὅταν προσφέρονται
ὡς εὐχαριστήρια στὸν Θεό, γιὰ τὴ δόξα μὲ τὴν ὁποία Αὐτὸς τοὺς δόξασε καὶ γιὰ τὴν τελείωση μὲ
τὴν ὁποία τοὺς τελειοποίησε. Τὰ δῶρα αὐτά, εἶναι μὲν τοῦ Θεοῦ, διότι ἀφιερώνονται σ' Αὐτόν,
εἶναι καὶ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, ὡς βοηθήματα, εἶναι ὅμως καὶ τῶν Ἁγίων,
διότι γιὰ χάρη τοὺς προσφέρονται στὸν Θεό.
4. Κάθε τί ποὺ δόθηκε γιὰ χάρη μου, ἐγὼ τὸ παίρνω, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὸ δέχεται.
Τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε, δὲν τὰ παίρνουμε ὅλα μόνο μὲ τὰ δικά μας χέρια,
ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν καὶ γενικὰ ὅλων ἐκείνων στοὺς ὁποίους ὁ
δωρητὴς δίνει δῶρο γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἐμᾶς. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ὅταν παίρνουν οἱ φτωχοί,
λέγει ὅτι παίρνει ὁ ἴδιος (Ματθ. 25, 40), ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δίνουν σ' αὐτοὺς τὸ κάνουν γιὰ χάρη
Του. Ἔτσι καὶ οἱ Ἅγιοι δέχονται αὐτὰ τὰ δῶρα, διότι γιὰ χάρη τοὺς προσφέρονται στὸν Θεό. Διότι
ὅπως ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ γίνεται γιὰ τὴν
ἀγάπη τῶν Ἁγίων. Ἐπειδὴ ἀγαποῦμε πολύ τους Ἁγίους, θεωροῦμε τὰ ἀγαθά τους σὰν δικά μας καὶ
χαιρόμαστε μαζί τους γιὰ τὴν εὐδαιμονία τους, σὰν νὰ μετέχουμε κι ἐμεῖς στὰ ἀγαθά τους. Καὶ
ἐπειδὴ χαιρόμαστε γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ χάρισε σ' αὐτοὺς ὁ Κύριος, εὐχαριστοῦμε Αὐτὸν ποὺ τὶς
ἔδωσε καὶ τοῦ προσφέρουμε τὰ εὐχαριστήρια δῶρα.
5. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο αὐτὴ ἡ αἰτία ποὺ δέχονται τὰ δῶρα οἱ Ἅγιοι, ὅτι δηλαδὴ αὐτὰ
προσφέρονται γιὰ τὴν ἀγάπη τους, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι πολὺ γλυκὺ κι εὐχάριστο σ'
αὐτοὺς θέλω νὰ πῶ, ὅτι χάρη σ' αὐτοὺς δέχεται ὁ Θεὸς εὐχαριστίες καὶ δοξάζεται. Όπως δηλαδὴ
τὸ μέγιστο ἁμάρτημα τῶν κακῶν ἀνθρώπων εἶναι ποὺ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐξαιτίας
τους, ἔτσι γιὰ τοὺς Ἁγίους μεγάλο καὶ περισπούδαστο κατόρθωμα εἶναι το νὰ δοξάζεται γι' αὐτοὺς
ὁ Θεός. Αὐτό, καὶ ὅταν ζοῦσαν μὲ σῶμα ἦταν ἀκατάπαυστος ἀγῶνας τους, καὶ τώρα ποὺ πῆγαν
στὸν οὐρανὸ εἶναι ἔργο ἀδιάκοπο καὶ ἀπόλαυση καὶ κύριο στοιχεῖο τῆς μακαριότητάς τους. Διότι
ὅταν τότε, ποὺ τὰ ἀγαθὰ ἦταν γι' αὐτοὺς μόνο ἀντικείμενο ἐλπίδων, ζοῦσαν εὐχαριστώντας γιὰ
ὅλα τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τί πρέπει νὰ σκεπτόμαστε γι' αὐτοὺς τώρα
ποῦ ἡ εὐγνωμοσύνη τοὺς εἶναι πολὺ μεγαλύτερη καθὼς ἔγιναν ἤδη τέλειοι σὲ κάθε ἀρετή, τὰ δὲ
ἀγαθὰ δὲν τὰ ἐλπίζουν πλέον, ἀλλὰ γνωρίζουν μὲ τὴν ἴδια τὴν πεῖρα τοὺς τὴ γενναιοδωρία τοῦ
Κυρίου; Διότι τώρα βλέπουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν τί ἦταν καὶ τί ἔγιναν: ἀπὸ χωματένιοι ἔγιναν ἥλιοι:
ἀπὸ ἄτιμοι δοῦλοι, υἱοὶ τιμημένοι καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν: ἀπὸ ὑπόλογοι,
δυνατοὶ νὰ ἐλευθερώνουν καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχουν ἐμπρὸς στὸν
Δικαστή. Γι' αὐτὸ οὔτε χορταίνουν ποτὲ νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεό, οὔτε νομίζουν ὅτι ἀρκοῦν μόνοι τους
νὰ τὸν εὐχαριστοῦν. Γι' αὐτὸ ἐπιθυμοῦν, ὅλα τα ὄντα, καὶ 'Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, νὰ συνεργάζονται
μαζί τους στοὺς ὕμνους, γιὰ νὰ ἐξοφληθεῖ πιὸ κοντὰ στὴν ἀξία τοῦ τὸ χρέος τους, ἡ εὐχαριστία τοῦ
Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ πολλαπλασιασθεῖ αὐτὴ μὲ τὴν προσθήκη καὶ ἄλλων ὕμνητων.
6. Καὶ μάρτυρες σ' αὐτὸ εἶναι οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες μαζὶ μὲ τὸν 'Ἀζαρία, οἱ ὁποῖοι νίκησαν τὴ
φωτιὰ καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὴ τὴ χάρη (Δᾶν. 3). Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ ἐκφράσουν τὴν
εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν σωτῆρα Θεὸ γιὰ τὴν παράδοξη αὐτὴ σωτηρία καὶ νὰ τὸν ὑμνήσουν,
δὲν τοὺς ἄρεσε νὰ ὑμνήσουν μόνον αὐτοί, οὔτε θεώρησαν ἀρκετὴ τὴ δική τους φωνή, ἀλλὰ
συγκάλεσαν καὶ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ὅλα τα γένη τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν οὐρανὸ καὶ
τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὴ γῆ καὶ τὰ ὅρη καὶ ὅλα τα ἄλογα ζῷα καὶ τὰ ἄψυχα καὶ γενικὰ ὅλη τὴν
κτίση. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν Ἁγίων νὰ ὑμνεῖται ὁ Θεός, καὶ ὅταν ζοῦν ἀκόμη μὲ σῶμα,
καὶ πολὺ περισσότερο ὅταν ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ σῶμα.
7. Όποιος λοιπόν, ἐνθυμούμενος τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν εὐδοκίμησή τους καὶ τὴ μακαριότητα καὶ
τὴ δόξα τους, ὑμνήσει τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς στεφάνωσε, προσφέρει σ' αὐτοὺς χάρη ἀνώτερη ἀπ' ὅλες
τὶς χάρες καὶ μάλιστα ὅταν κάνει τὴν ὕμνηση ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσφορὰ
εὐχαριστηρίων δώρων, καὶ δώρων ποὺ εἶναι τόσο πολὺ εὐπρόσδεκτα στὸν Θεὸ καὶ ἔχουν τὴν
ἀνώτατη ἀξία γι' Αὐτόν. Τότε πράγματι, ὅπως ὁ Σωτῆρας δέχεται μὲ εὐμένεια αὐτὰ τὰ δῶρα ποὺ
ὑπερβαίνουν κάθε λατρεία τοῦ παλαιοῦ νόμου καὶ σὰν ἀνταπόδοσή μας δίνει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα
Του, ἔτσι καὶ οἱ Ἅγιοι χαίρονται μὲ αὐτὰ τὰ δῶρα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φιλοφρόνηση, τὴν
ὁποία νομίζουμε ὅτι τοὺς προσφέρουμε, καὶ μᾶς δίνουν ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό τους γιὰ βοήθεια σὲ
ὅ,τι εἶναι συμφέρον μας. Διότι σὲ ὅλα μιμοῦνται τὸν Κύριό τους.

1. Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο μερικοὶ πλανήθηκαν, μὲ τὸ νὰ νομίσουν ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν Ἁγίων στὸν
Θεὸ εἶναι ἱκεσία γι' αὐτοὺς καὶ ὄχι εὐχαριστία. Δὲ γνωρίζω ἀπὸ ποῦ πῆραν τὴν ἀφορμὴ αὐτῶν τῶν
λογισμῶν. Διότι οὔτε ἀπὸ τὰ πράγματα οὔτε ἀπὸ τὰ σχετικὰ λόγια τῆς ἱερουργίας βγαίνει νὰ
πιστεύουμε κάτι τέτοιο.
2. Ἀπὸ τὰ πράγματα καθόλου δὲ φαίνεται ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ νομίσουμε κάτι τέτοιο.
3. Διότι ἂν ἡ Ἐκκλησία εὔχεται γιὰ τοὺς Ἁγίους, θὰ εὐχόταν ὁπωσδήποτε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα
συνηθίζει νὰ εὔχεται παντοῦ. Καὶ ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα ποῦ εὔχεται γιὰ τοὺς νεκρούς; "Ἄφεση
ἁμαρτιῶν, κληρονομία τῆς βασιλείας, ἀνάπαυση στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ μαζὶ μὲ τοὺς τελείους
Ἁγίους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία γιὰ τοὺς νεκρούς. Αὐτὰ
εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἱκεσίας μας πρὸς τὸν Θεό. Διότι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εὔχεται κανεὶς γιὰ ὅ,τι
ἐπιθυμήσει, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸ ὑπάρχει νόμος καὶ ὅριο ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑπερβεῖ κανείς. Διότι
δὲν γνωρίζουμε τί καὶ πῶς νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο το Πνεῦμα “ἐντυγχάνει” γιὰ χάρη μᾶς
(Ρωμ. 8, 26), δηλαδὴ μᾶς διδάσκει γιὰ ποιὰ πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Ἔτσι τὸ ἐννόησαν οἱ
διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
4. Ψάξε λοιπὸν σὲ ὅλες τὶς τελετὲς καὶ ἱερολογίες, ἂν ὑπάρχει κάτι πέρα ἀπ' ὅσα εἴπαμε, ποῦ νὰ
εὔχεται ἡ Ἐκκλησία. Δὲ θὰ βρεῖς τίποτε!
5. Θὰ προσευχηθοῦν λοιπὸν οἱ ἱερεῖς γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν τῶν ἀθῴων, σὰν νὰ εἶναι ἀκόμη
ἔνοχοι καὶ ὑπόλογοι θὰ προσευχηθοῦν γιὰ τοὺς ἁγίους, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἅγιοι, νὰ ἀναπαυθοῦν
μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους θὰ προσευχηθοῦν γιὰ τελείωση τῶν τελείων, σὰν νὰ μὴν εἶναι τέλειοι.
6. Ἔτσι ὅμως θὰ ἁμαρτάνουν ὁπωσδήποτε μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο. Ἡ δηλαδὴ ὁμολογοῦν
τὴ μακαριότητα καὶ τὴν τελειότητα τῶν Ἁγίων, ὁπότε φλυαροῦν θεληματικὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ
κάνοντας μάταιη εὐχὴ γιὰ τοὺς Ἁγίους, πρᾶγμα ποὺ ἀνήκει σ' ἐκείνους ποὺ ἐμπαίζουν τὰ θεία καὶ
ὄχι σὲ ἱερεῖς. "Ἡ εὔχονται σοβαρά, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ὠφελοῦν τοὺς Ἁγίους, ὁπότε ἀρνοῦνται τὴ
δόξα τους, τὸ ὁποῖο εἶναι βλασφημία ὄχι μόνο των Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, σὰν νὰ μὴν
κράτησε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε ὅτι θὰ δοξάσει τοὺς Ἁγίους καὶ θὰ τοὺς χαρίσει τὴ βασιλεία
Του.
7. Μᾶλλον δὲ καὶ τὰ δύο εἶναι καθαρὴ βλασφημία. Μὲ τὸ δεύτερο ἀρνοῦνται ἐντελῶς τὴ
μακαριότητα τῶν Ἁγίων, ἐνῷ μὲ τὸ πρῶτο κάνουν ἐκεῖνα ποὺ κάνουν οἱ ἀρνητὲς τῆς μακαριότητας
τῶν Ἁγίων. Διότι ἐκείνους τοὺς ὁποίους πιστεύουν ὅτι εἶναι μακάριοι καὶ ἔχουν καταταχθεῖ μεταξύ
των υἱῶν καὶ εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, τοὺς παρουσιάζουν ὅτι εἶναι ἀβράβευτοι καὶ
ἀτίμητοι καὶ ὑπόλογοι, μὲ ὅσα ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ προσεύχονται γι' αὐτούς.
8. Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα φαίνεται ὅτι εἶναι ἄτοπο νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ ἐκ
μέρους τῆς Ἐκκλησίας προσφορὰ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς Ἁγίους εἶναι προσφορὰ ἱκεσίας.
9. Ἃς δοῦμε τώρα καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.
10. «Ἔτι προσάγομεν Σοὶ τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων,
προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων,
ὁμολογητῶν, ἐγκρατευτῶν, καὶ παντὸς πνεύματος ἐν πίστει τετελειωμένου ἑξαιρέτως δὲ τῆς
παναγίας ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου
Μαρίας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ προφήτου, προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ
πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ πάντων των ἁγίων, ὧν ταῖς ἰκεσίαις ἐπισκεψαι ἠμᾶς, ὁ Θεὸς καὶ
μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων ἐπ' ἐλπίδι ἀναστάσεως καὶ ζωῆς αἰωνίου, καὶ ἀναπαυσον
αὐτοὺς ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου».
11. Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Σ' αὐτὰ δὲν συμπεριλαμβάνεται καμιὰ ἱκεσία πρὸς τὸν Θεὸ
γιὰ τοὺς Ἁγίους, οὔτε εὔχεται γι' αὐτοὺς ὁ ἱερεὺς τίποτε ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Ἀλλὰ ὅταν
μνημονεύσει τοὺς ἄλλους πιστοὺς ποὺ πέθαναν, εὐθὺς προσθέτει εὐχὴ γι' αὐτούς: «Ἀναπαυσον
αὐτοὺς ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου». Γιὰ τοὺς Ἁγίους ὅμως ὁλωσδιόλου τὸ
ἀντίθετο· διότι δὲ μεσιτεύει γι' αὐτούς, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς προτείνει ὡς μεσῖτες. 'Ἀφοῦ δηλαδὴ πεῖ
καὶ ἀπαριθμήσει τοὺς Ἁγίους, προσθέτει: «Ὧν ταῖς πρεσβείαις ἐπισκεψαι ἠμᾶς, ὁ Θεός».
12. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ κυρίως ἀποδεικνύει ὅτι αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι κάποια δέηση καὶ ἱκεσία,
ἀλλὰ εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς Ἁγίους, εἶναι ὅτι σ' αὐτὸν τὸν κατάλογο συμπεριλαμβάνεται
καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ συμπεριλαμβανόταν βέβαια, ἂν οἱ ἀναφερόμενοι στὸν κατάλογο
εἶχαν ἀνάγκη μεσιτείας, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε μεσιτεία, ὄχι μόνο της ἀνθρώπινης
ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἱεραρχίας τῶν Ἀγγέλων, ἀφοῦ εἶναι ἀσυγκρίτως ἁγιότερη καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ
ἀνώτατα πνεύματα.
13. Ἀλλά, θὰ πεῖ κανείς, ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τελεῖ αὐτὴ τὴν ἱερουργία. Τί τὸ παράδοξο
λοιπὸν ἂν μεσιτεύσει γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Μητέρα Του;
14. Αὐτὸ δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ γίνει. Διότι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε βέβαια μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων (Α΄ Τιμ. 2, 5), ὄχι ὅμως μὲ κάποια λόγια καὶ
προσευχές, ἀλλὰ διὰ μέσου του ἐαυτοῦ Του. Ἐπειδὴ ἦταν ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνωσε τὸν
Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, βάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ κοινὸ σύνορο μεταξύ των δύο φύσεων, θείας καὶ
ἀνθρώπινης. Τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι Αὐτὸς μὲ τὶς εὐχὲς τῆς θείας λειτουργίας μεσιτεύει πάντοτε, εἶναι
ὁλότελα βλάσφημο καὶ ἄτοπο.
15. Διότι ἂν καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ τελεῖ τὴν ἱερουργία, ὡστόσο δὲ θὰ ἀποδώσουμε σ' Αὐτὸν ὅλα
ὅσα γίνονται καὶ λέγονται ἐκεῖ. Τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας καὶ τὸν σκοπό, δηλαδὴ τὸ νὰ ἁγιασθοῦν
τὰ δῶρα καὶ νὰ ἁγιάσουν τοὺς πιστούς, τὰ τελεῖ μόνος Του ὁ Χριστός. Οἱ σχετικὲς ὅμως εὐχὲς καὶ
δεήσεις καὶ ἱκεσίες εἶναι τοῦ ἱερέως. Ἐκεῖνα εἶναι τοῦ Κυρίου, αὐτὰ εἶναι τοῦ δούλου. Ὁ ἱερεὺς
εὔχεται, ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνει τὶς εὐχές. Ὁ Σωτῆρας δίνει, ὁ ἱερεὺς εὐχαριστεῖ γι' αὐτὰ ποὺ
δόθηκαν. Ὁ ἱερεὺς προσφέρει τὰ δῶρα, ὁ Κύριος τα δέχεται. Προσφέρει βέβαια καὶ ὁ Κύριος ἀλλὰ
προσφέρει στὸν Πατέρα Τοῦ τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ δῶρα αὐτά, ὅταν γίνουν Αὐτός, ὅταν δηλαδὴ
μεταβληθοῦν στὸ σῶμα καὶ αἷμα Του. Καὶ ἐπειδὴ προσφέρει τὸν ἑαυτό Του, γι' αὐτὸ λέγεται ὅτι ὁ
ἴδιος εἶναι καὶ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος προσφέρων μὲν καὶ
προσδεχόμενος ὡς Θεός, προσφερόμενος δὲ ὡς ἄνθρωπος. Τὸν ἄρτο ὅμως καὶ τὸν οἶνο ἐφόσον
εἶναι ἀκόμη δῶρα, τὰ προσφέρει ὁ ἱερεύς, τὰ δέχεται δὲ καὶ Κύριος.
16. Μὲ ποιὰ πράξη δέχεται τὰ δῶρα; Μὲ τὸ νὰ τὰ ἁγιάζει, μὲ τὸ νὰ τὰ μεταβάλλει στὸ σῶμα καὶ
αἷμα Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποδοχή, ἡ οἰκειοποίηση ὅπως εἴπαμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο
ὁ Χριστὸς τελεῖ αὐτὴ τὴν ἱερουργία. Αὐτὰ εἶναι ποὺ συνιστοῦν τὴν ἱερωσύνη Του.
17. Ἂν τώρα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ὑποστηρίζει κανεὶς ὅτι καὶ οἱ προσευχὲς τῆς
μυσταγωγίας, ἢ ὅλες ἢ μερικές, εἶναι τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς δὲ διαφέρει διόλου ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς
ἐκείνους ποὺ τόλμησαν νὰ καταλύσουν τὴ δόξα Του. Διάβασε ὅλες τὶς εὐχὲς καὶ θὰ ἀντιληφθεῖς
ὅτι ὅλα τα λόγια τοὺς εἶναι λόγια δούλων. Διάβασε καὶ τὴν εὐχὴ ποὺ μνημονεύει τοὺς Ἁγίους, τὴν
ὁποία τολμοῦν νὰ ἀποδίδουν στὸν Χριστό, καὶ δὲ θὰ βρεῖς ἐκεῖ τίποτε ποὺ νὰ ἁρμόζει σὲ Υἱὸ
ὁμότιμο μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὅλα νὰ εἶναι λόγια δούλων. Πρῶτα πρῶτα, ἡ εὐχαριστία αὐτὴ δὲ
γίνεται ἀπὸ ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ εἶναι κοινὴ εὐχαριστία ὅλου του ἀνθρώπινου γένους, ὅπου
εὐχαριστοῦν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλείφθηκαν ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ. Ἔπειτα, τὴν εὐχαριστία αὐτὴ δὲν τὴν ἀπευθύνουν μόνο στὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στὸν Υἱὸ καὶ
στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμη, μνημονεύουν καὶ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σὰν δοῦλοι τὴν Κυρία τους, καὶ
ζητοῦν μὲ τὶς πρεσβεῖες αὐτῆς καὶ τῶν Ἁγίων νὰ ἀξιωθοῦν τῆς σκέπης καὶ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
18. Αὐτὰ λοιπὸν τί κοινὸ ἔχουν μὲ τὸν ἕνα Κύριο, τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀναμάρτητο,
τὸν Κύριό των πάντων; «Εὐχαριστοῦμεν Σοί, λέγει, καὶ τῷ Υἱῷ Σου τὸ μονογενεῖ». Λοιπὸν ὁ Χριστὸς
εὐχαριστεῖ τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Καὶ ἔτσι θὰ ἔχουμε δύο Υἱούς, σύμφωνα μὲ τὴν
παραφροσύνη τοῦ Νεστορίου. Τόσο ἀσεβὲς καὶ ἀνόητο εἶναι νὰ νομίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πρεσβεύει
γιὰ τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τοῦ ἀποδίδουμε τέτοια πρεσβεία καὶ μεσιτεία.
19. Ἀποδείξαμε ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἔννοια τῶν ἱερῶν τύπων. Ἀπομένει λοιπὸν αὐτὰ τὰ λόγια
νὰ εἶναι ὄχι ἱκεσία, ἀλλὰ εὐχαριστία.
20. Ναί, θὰ πεῖ κάποιος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἔκφραση, ἡ ὁποία εἶναι σαφῶς ἱκετευτική,
ἐφόσον ἡ πρόθεση “ὑπέρ” σημαίνει ἱκεσία.
Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο, διότι δὲ φανερώνει παντοῦ τὴ δέηση. Διότι ὄχι μόνο ὅταν
παρακαλοῦμε, ἀλλὰ καὶ ὅταν εὐχαριστοῦμε μεταχειριζόμαστε τὴν πρόθεση “ὑπέρ”. Αὐτὸ φαίνεται
ἀπὸ πολλὰ μέρη καὶ ἀπὸ τὴν παροῦσα εὐχή: «Ὑπὲρ τούτων, λέγει, ἁπάντων εὐχαριστοῦμεν Σοὶ καὶ
τὸ μονογενεῖ Σου Υἱῶ καὶ τὸ Πνεύματί Σου τῷ Ἁγίῳ, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν...
Εὐχαριστοῦμεν Σοὶ καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἠμῶν δέξασθαι
κατηξίωσας». Βλέπεις ὅτι ἡ πρόθεση “ὑπέρ” χρησιμοποιεῖται καὶ στὴν εὐχαριστία; Λοιπὸν δὲν
ἀπομένει καμιὰ πρόφαση γι' αὐτὴ τὴν πλάνη.
21. Ἔτσι λοιπὸν εἶναι ἀδύνατο νὰ εἶναι ἱκεσία ἢ μνημόνευση τῶν Ἁγίων. Τὸ ὅτι εἶναι
εὐχαριστήρια ἡ εὐχή, τὸ ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι ἱκεσία. Διότι κατ' ἀνάγκην ἕνα ἀπὸ
τὰ δύο θὰ εἶναι, ἢ ἱκεσία ἢ εὐχαριστία, ἐπειδὴ μόνο μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους θυμίζουμε στὸν
Θεὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς κάνει, ἢ γιὰ νὰ τὰ λάβουμε ἢ διότι ἤδη τὰ λάβαμε τὸ πρῶτο εἶναι ἱκεσία, τὸ
ἄλλο εὐχαριστία. Τὸ ἀποδεικνύει ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπ' ὅλες τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ τελείωση τῶν Ἁγίων, καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ 'Ἐκκλησία νὰ μὴν
ἐκφράζει εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς Ἁγίους. Καὶ τί λέγω ὅτι ἡ μεγαλύτερη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἡ τελείωση τῶν Ἁγίων; Ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅλων των ἀγαθῶν ποὺ
ἔκανε ὁ Θεὸς στὸ ἀνθρώπινο γένος αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος καὶ ὁ καρπός: οἱ χορεῖες τῶν “Ἁγίων. Καὶ γι'
αὐτὸ τὸ σκοπὸ δημιουργήθηκε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὅλα τα ὁρατὰ γι' αὐτὸ καὶ παράδεισος, γι'
αὐτὸ οἱ Προφῆτες, γι' αὐτὸ σαρκώθηκε καὶ ἴδιος ὁ Θεός, γι' αὐτὸ οἱ διδασκαλίες Του, τὰ ἔργα Του,
τὰ πάθη Του, ὁ θάνατός τους γιὰ νὰ μετοικήσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γίνουν
κληρονόμοι τῆς ἐκεῖ βασιλείας.
22. Ἂν λοιπὸν ὑπάρχει κάποια εὐχαριστία στὴν ἱερὴ τελετή, καὶ ἂν τὰ δῶρα αὐτὰ εἶναι
εὐχαριστήρια ὅπως εἶναι καὶ ἰκετήρια, τότε κατ' ἀνάγκην τὸ κύριο αἴτιο καὶ ἡ ἀφορμὴ τῆς
εὐχαριστίας εἶναι οἱ τελειωθέντες Ἅγιοι.
23. Πράγματι, τί εἶναι ἐκεῖνο ποῦ προκαλεῖ σ' ἐμᾶς τὴν εὐχαριστία; Δὲν εἶναι το νὰ ζητοῦμε κάτι
καὶ νὰ λάβουμε αὐτὸ ποῦ ζητοῦμε; Αὐτὸ εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους. Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε
ταυτίζεται μὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο εὐχαριστοῦμε.
24. Τί ζητεῖ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Θεό; 'Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο διατάχθηκε νὰ ζητεῖ, δηλαδὴ τὴ
βασιλεία Τοῦ (Ματθ. 6, 33), ὥστε νὰ τὴν κληρονομήσουν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ γίνουν ἅγιοι καθὼς εἶναι
ἅγιος Αὐτὸς ποὺ τοὺς κάλεσε (Ἃ' Πέτρ. 1, 15). Ἂν λοιπὸν δέεται καὶ ἱκετεύει γι' αὐτά, εἶναι φανερὸ
ὅτι καὶ εὐχαριστεῖ γι' αὐτά. Παρακαλεῖ δηλαδὴ νὰ τελειωθοῦν οἱ πιστοὶ στὴν ἁγιότητα, καὶ γι' αὐτὸ
εἶναι ἑπόμενο καὶ ἀναγκαῖο νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἤδη τελειωθέντες Ἁγίους. Λόγω αὐτῆς
τῆς εὐχαριστίας γιὰ τοὺς Ἁγίους ἡ τελετὴ αὐτὴ ὀνομάζεται Εὐχαριστία. Διότι ἂν καὶ μνημονεύει
ἐδῶ καὶ πολλὰ ἄλλα, ὡστόσο οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ τέρμα ὅλων καὶ γι' αὐτοὺς ζητοῦνται τὰ ὑπόλοιπα
ὥστε ὅταν ἡ 'Ἐκκλησία εὐχαριστεῖ γιὰ ἐκεῖνα, εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν τελείωση τῶν Ἁγίων. Όπως δηλαδὴ
ὁ Κύριος, ὅσα ἔκανε, τὰ ἔκανε γιὰ νὰ συγκροτήσει τὴ χορεία τῶν Ἁγίων, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν
ὑμνεῖ τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὸ κάνει μὲ τὸ βλέμμα προσηλωμένο στὴ χορεία τῶν Ἁγίων.
Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, ὅταν παρέδιδε τὸ μυστήριο αὐτὸ ὁ Σωτῆρας, τὸ παρέδιδε εὐχαριστώντας τὸν
Πατέρα, διότι μὲ αὐτὸ ἔμελλε νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ συνάξει ἐκεῖ αὐτὴ τὴν πανήγυρι
τῶν πρωτοτόκων” (Ἑβρ. 12, 22-23). Αὐτὸν μιμεῖται ἡ Ἐκκλησία, καὶ κάνει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων
ὄχι μόνο ἰκετήρια, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστήρια. Καὶ τοῦτο τὸ δείχνει βέβαια καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη, κυρίως
ὅμως ἀπὸ τὴν εὐχὴ στὴν ὁποία περιέχεται ὅλος ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας. Διότι ἀφοῦ
διηγηθεῖ ὅλα ὅσα μᾶς ἔδωσε καὶ Θεὸς καὶ εὐχαριστήσει γιὰ ὅλα καὶ προσθέσει στὸ τέλος τὴ
σωματικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τούτου καὶ ὅτι ὁ Κύριος ἔδωσε
ἐντολὴ νὰ τὸ κάνουμε κι ἐμεῖς, καταλήγει: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ
πάντων των ὑπὲρ ἠμῶν γενομένων, τοῦ σταυροῦ», καὶ ἀφοῦ ἀναφέρει ὅλα τα μετὰ τὸν σταυρό,
ἔπειτα λέγει: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ
εὔλογουμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἠμῶν».
25. Βλέπεις; Θυμόμαστε, λέγει, τὶς εὐεργεσίες Σου καὶ γι' αὐτό σου προσφέρουμε αὐτὰ τὰ δῶρα.
Αὐτὸ εἶναι εὐχαριστία, νὰ τιμοῦμε μὲ δῶρα τὸν εὐεργέτη γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἤδη μᾶς ἔδωσε.
Κατόπιν, δείχνοντας σαφέστερα τὴν εὐχαριστία, λέγει: Προσφέροντας αὐτὰ τὰ δῶρα, σὲ ὑμνοῦμε,
σὲ εὔλογουμε, σὲ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, καὶ σὲ ἱκετεύουμε, Θεέ μας.
26. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια, λέγει ἡ Ἐκκλησία, τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων: ὁ ὕμνος, ἡ εὐχαριστία, ἡ
ἱκεσία, ὅπως λέγαμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὥστε νὰ εἶναι συγχρόνως εὐχαριστία καὶ ἱκεσία.
27. Καὶ αὐτὰ τὰ κάνουμε, λέγει, ἐνθυμούμενοι δύο πράγματα, τὴν ἐντολὴ ποῦ Αὐτὸς μας ἔδωσε
λέγοντας «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», καὶ ὅλα ὅσα ἔγιναν γιὰ χάρη μας. Διότι ἡ μὲν
ἀνάμνηση γενικά των εὐεργεσιῶν μᾶς παρακινεῖ σὲ ἀνταπόδοση καὶ στὸ νὰ προσφέρουμε κάτι σ'
Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς χάρισε ἀναρίθμητες εὐεργεσίες, ἡ δὲ ἀνάμνηση τῆς ἐντολῆς μᾶς διδάσκει καὶ τὸ
εἶδος τῆς ἀνταποδόσεως καὶ ποιὰ δῶρα πρέπει νὰ προσφέρουμε. Προσφέρουμε ἐκείνη τὴν ἴδια
προσφορὰ πού σου προσέφερε, Θεὲ καὶ Πατέρα, ὁ μονογενής Σου Υἱός, καὶ προσφέροντας σὲ
εὐχαριστοῦμε, διότι κι Ἐκεῖνος, ὅταν τὴν προσέφερε, σὲ εὐχαριστοῦσε. Γι' αὐτὸ τίποτε δικό μας δὲν
προσθέτουμε σ' αὐτὴ τὴν προσφορά. Διότι οὔτε τὰ δῶρα εἶναι δικά μας ἔργα, ἀλλὰ δικά Σου, ποὺ
εἶσαι δημιουργός των πάντων, οὔτε δική μας ἐπινόηση εἶναι ὁ τύπος τῆς λατρείας, οὔτε ἐμεῖς
προθυμοποιηθήκαμε, οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μᾶς κινηθήκαμε γι' αὐτή, ἀλλὰ ἐσὺ ὁ ἴδιος μας δίδαξες,
ἐσὺ μᾶς προέτρεψες μέσῳ τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ. Γι' αὐτό, αὐτὰ πού σου προσφέρουμε
προέρχονται ἀπὸ τὰ δικά Σου, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔδωσες. Δικά Σου εἶναι καθ' ὅλα καὶ σὲ ὅλα.
28. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν εὐχαριστήρια προσφορὰ ὀφείλουμε στὸν Θεὸ μιὰ νέα εὐχαριστία,
διότι τίποτε ἀπὸ τὴν προσφορὰ αὐτὴ δὲν εἶναι δικό μας, ἀλλὰ ὁλόκληρη εἶναι δῶρο 'Ἐκείνου, καὶ
αὐτὸ ἀκόμη τὸ νὰ τὴ θέλουμε καὶ νὰ τὴν τελοῦμε Αὐτὸς τὸ ἐνεργεῖ μέσα μας, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο
Ἀπόστολο (Φιλιπ. 2, 13). Γι' αὐτὸ στὶς εὐχὲς λέγεται καὶ τοῦτο: «Σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ γι' αὐτὴ τὴ
λειτουργία, τὴν ὁποία ἀξίωσες νὰ δεχθεῖς ἀπὸ τὰ χέρια μας».
Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι ποὺ μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν Ἁγίων στὴ λειτουργία δὲν εἶναι
ἱκεσία στὸν Θεὸ γι' αὐτούς, ἀλλὰ εὐχαριστία.

1. Ἃς δοῦμε τώρα πόσες φορὲς καὶ σὲ ποιὰ μέρη τῆς λειτουργίας γίνεται αὐτὴ ἡ μνημόνευση
τῶν “Ἁγίων.
2. Γίνεται δυὸ φορές. Πρῶτα στὴν ἀρχή της, ὅταν προσφέρονται τὰ δῶρα, καὶ ἔπειτα ὅταν αὐτὰ
θυσιάζονται.
3. Πράγματι, ἡ προσφορὰ τῶν δώρων εἶναι δύο εἰδῶν. Ἡ μία εἶναι ἡ προσφορά τους ὡς δώρων
ἁπλῶς καὶ ἀφιερωμάτων, ὅπως εἴπαμε στὰ προηγούμενα, ἡ δὲ ἄλλη ὡς θυσίας. Ἔτσι εἶναι ἀνάγκη
καὶ αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προσφέρονται νὰ μνημονεύονται καὶ στὴν πρώτη καὶ στὴ δεύτερη
προσφορά.
4. Όπως λοιπὸν στὴν πρώτη προσφορὰ ὁ ἱερεὺς λέγει: «Εἷς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ
Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἔτσι καὶ στὴ δεύτερη λέγει: «Μεμνημένοι τοίνυν τῶν ὑπὲρ ἠμῶν
γενομένων», τοῦ σταυροῦ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ γιὰ χάρη μᾶς ὑπέμεινε ὁ Χριστός. Ἐκεῖνο ποὺ
σημαίνει ἐδῶ καὶ ἀνάμνηση τοῦ σταυροῦ καὶ τῶν ἄλλων μετά το σταυρό, αὐτὸ εἶναι ἐκεῖ ἡ
ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου. Διότι ἐκεῖ, στὴν πρώτη προσφορά, ὁ ἱερεὺς μνημονεύει τὸν Σωτῆρα ὄχι ὡς
θαυματουργό, ἀλλὰ νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ πεθαίνει, ὅπως ἀποδείξαμε ἀναλυτικὰ στὸ σχετικὸ
κεφάλαιο (ζ).
5. Καὶ πάλι, ὅπως στὴν πρώτη προσφορὰ ὁ ἱερεὺς λέγει: «Εἷς δόξαν τῆς Παναγίας, εἰς πρεσβείαν
τῶν Ἁγίων», ἔτσι στὴ δεύτερη λέγει: «Ὑπὲρ τῶν Ἁγίων ἁπάντων, ἑξαιρέτως τῆς Παναγίας». “Όπως
ἐκεῖ ἔδειξε τὴν ὑπεροχὴ τῆς Παναγίας μὲ τὸ νὰ τὴ μνημονεύσει πρὶν ἀπ' ὅλους τους Ἁγίους, ἔτσι κι
ἐδῶ, ἐπειδὴ τὴ μνημόνευσε ὕστερα ἀπὸ μερικούς, πρόσθεσε τὸ ἑξαιρέτως” (= κατ' ἐξοχήν).
6. Καὶ ὅπως στὴν πρώτη προσφορὰ μετὰ τοὺς Ἁγίους μνημονεύει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη
ἐλέους κι ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἱκετεύει, ζῶντες καὶ νεκρούς, ἔτσι καὶ στὴ δεύτερη προσφορά.
7. Ὑπάρχει ἐντούτοις κάποια διαφορά. Διότι στὴ δεύτερη ἐπιπλέον διηγεῖται τὴν προσφορά.
Λέγει δηλαδή: «Προσάγομεν σοὶ τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν», καί: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ
προσφέροντες, σὲ ὑμνοῦμεν», καὶ στὴ συνέχεια λέγει τὶς ἀφορμὲς τῆς προσφορᾶς, ἀναφέροντας
εἴτε στὴν ἀρχὴ εἴτε στὸ τέλος τὴ μνήμη τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρα, τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων, τὴ σωτηρία
ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ σωτηρία. Στὴν πρώτη ὅμως ἀναφέρει μόνο τὶς ἀφορμὲς τῆς
προσφορᾶς, λέγοντας «εἷς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου, εἰς δόξαν τῆς Παναγίας» καὶ τὰ λοιπά, μεταξύ
των ὁποίων μνημονεύει κι ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους εὐχαριστεῖ κι ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους
ἱκετεύει. Γιὰ ποιὸ λοιπὸν λόγο γίνονται αὐτά; Ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς στὴν πρώτη προσφορὰ δείχνει μὲ
τὴν πράξη ὅτι προσφέρει, διότι ἀφαιρεῖ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸ ἀφιερώνει στὸν Θεό, καὶ
γι' αὐτὸ δὲ χρειάζεται λόγια γιὰ νὰ τὸ κάνει φανερό.
8. Στὴ δεύτερη ὅμως προσφορὰ δὲν ἐκτελεῖ καμία ἐξωτερικὴ πράξη, ἀλλὰ γίνεται μὲν ἡ
προσφορά, γίνεται ὅμως ἀοράτως, διότι τὴ θυσία τὴν πραγματοποιεῖ ἄφανως ἡ θεία χάρη μὲ τὶς
τελεστικὲς εὐχὲς τοῦ ἱερέως, καὶ γι' αὐτὸ χρειάζονται λόγια ποὺ νὰ γνωστοποιοῦν αὐτὴ τὴν ἀόρατη
προσφορά.

1. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο καὶ τὴν ὀνομάζει ὁ ἱερεὺς λογικὴ λατρεία, διότι δὲν ἐκτελεῖ καμία πράξη,
ἀλλὰ χρησιμοποιώντας μόνο τα τελεστικὰ λόγια προσφέρει αὐτὴ τὴν προσφορά.
2. Διότι ἡ πρώτη προσφορὰ εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀπὸ ἄνθρωπο, καὶ γι'
αὐτό, καθὼς γίνεται ἀπὸ τὸν ἱερέα, μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ πρακτικὴ λατρεία. Τὴ δεύτερη ὅμως, τὴ
μεταβολὴ τῶν δώρων στὸ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ θυσία, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει τὴ
δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πραγματοποιεῖ ἡ χάρη, ὁ δὲ ἱερεὺς μόνο εὔχεται.
3. Γι' αὐτὸ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ θυσία εἶναι καὶ ἔργο καὶ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν
πράττει τίποτε σ' αὐτή, παρὰ μόνο λέγει, εὔλογα λέγει ὅτι προσφέρει ὄχι πρακτική, ἀλλὰ λογικὴ
λατρεία.
1. Ἀκόμη, ἀξίζει νὰ ἐξεταστεῖ καὶ τὸ ἑξῆς.
2. Ἀφοῦ ἡ τελετὴ εἶναι καὶ εὐχαριστήρια καὶ ἰκετήρια, γιατί δὲ λέγεται καὶ τὰ δύο, ἀλλὰ μόνο
Εὐχαριστία;
3. Αὐτὴ ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπικρατέστερο. Διότι εἶναι περισσότερες οἱ ἀφορμὲς τῆς
εὐχαριστίας παρὰ τῆς ἱκεσίας. Διότι ἔχουμε λάβει περισσότερα ἀπ' ὅσα παρακαλοῦμε νὰ λάβουμε.
Αὐτὰ εἶναι τὸ μέρος, ἐκεῖνα εἶναι τὸ ὅλον. Αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἱκετεύουμε νὰ λάβουμε εἶναι μέρος
ἐκείνων ποὺ λάβαμε. Διότι λάβαμε ὅλα ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ δὲν παρέλειψε τίποτε ὁ
Θεὸς νὰ μὴ μᾶς τὸ δώσει. Ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀγαθά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀκόμη καιρὸς νὰ τὰ λάβουμε,
ὅπως εἶναι ἡ ἀφθαρσία τῶν σωμάτων καὶ ἡ ἀθανασία καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 'Ἀλλὰ πάλι τὰ
λάβαμε, ἀλλὰ δὲν τὰ κρατήσαμε, ὅπως εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ὅλα τα ἄλλα δῶρα ποὺ
μᾶς χορηγοῦνται διὰ μέσου των μυστηρίων. Ἀλλά, ὅπως εἶναι ἡ ἄνεση, ἡ ὑγεία, ὁ πλοῦτος, τὰ
χάσαμε διότι τὰ μεταχειριστήκαμε κακῶς καὶ διότι θὰ γινόμασταν χειρότεροι, ἐπειδὴ τὰ κάναμε
ὑλικὸ κακίας καὶ ἀπολαύσεων. Ἡ γιὰ μεγαλύτερη ὠφέλειά μας, ὅπως ὁ Ἰώβ, στερούμαστε τὰ ἀγαθὰ
ποὺ ἔχουμε.
4. Ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε καμία θέση γιὰ ἱκεσία, ἐνῷ μᾶς ἔδωσε κάθε
ἀφορμὴ εὐχαριστίας. Ἐμεῖς ὅμως ἀπὸ ἀμέλεια προξενοῦμε στὸν ἑαυτὸ μᾶς τὴν ἔλλειψη, γι' αὐτὸ
χρειαζόμαστε τὴν ἱκεσία.
5. Ἃς δοῦμε γιὰ τί ἱκετεύουμε.
6. Γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ λάβαμε πλουσιοπάροχα μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα,
χωρὶς κανένα ἀγῶνα ἐκ μέρους μας. Γιατί λοιπὸν τὴ ζητοῦμε πάλι; Διότι γίναμε πάλι ὑπόλογοι γιὰ
ἁμαρτίες. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία γι' αὐτό; Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ἑπομένως καὶ τῆς ἱκεσίας αἴτιοι εἴμαστε
ἐμεῖς.
7. Ἀκόμη, ἱκετεύουμε νὰ κληρονομήσουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅμως μᾶς ἔχει δοθεῖ
αὐτὴ ἡ κληρονομία. Διότι γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέχει αὐτὴ τὴ βασιλεία. Καὶ ποιὸς
εἶναι κληρονόμος, παρὰ τὸ παιδί; Ποιὸ δὲ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ πατέρα δὲν τὸ ἀποκτᾷ ὁ
κληρονόμος; Κανένα. Γιατί λοιπὸν ζητοῦμε ἐκεῖνο ποῦ μᾶς ἔχει δοθεῖ; Διότι τολμήσαμε πράξεις
ἀντίθετες πρὸς αὐτὴν τὴν υἱοθεσία, καὶ ἀφοῦ γεννηθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀνεβήκαμε σ' αὐτὴν
τὴν τιμή, ἀντὶ υἱοί, γίναμε κακοὶ δοῦλοι. Καὶ γι' αὐτὸ ἱκετεύουμε, σὰν νὰ εἶναι πρᾶγμα ξένο καὶ νὰ
μὴ μᾶς ἀνήκει διόλου. Ἑπομένως καὶ αὐτῆς τῆς ἱκεσίας ἐμεῖς εἴμαστε αἴτιοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας.
8. Ὅσον ἀφορᾷ στὰ σωματικὰ ἀγαθά, ὁ Κύριος διέταξε: «Ζητεῖτε πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν πρόσθετα» (Ματθ. 6, 33), καί: «Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τροφὴ καὶ
ἐνδύματα, καὶ ὁ Πατέρας σᾶς ὁ οὐράνιος θὰ χορηγήσει ὅλα ὅσα χρειάζεστε» (Ματθ. 6, 25). Ἐμεῖς
τώρα, ὅταν τὰ στερούμαστε, τὸ παθαίνουμε αὐτὸ εἴτε ἐπειδὴ εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ ἄπιστοι καὶ δὲν
τηροῦμε τὴ σχετικὴ ἐντολή, καὶ τότε ἡ στέρηση εἶναι δικό μας ἔργο, ὅπως καὶ ἡ ἀντίστοιχη ἱκεσία
εἴτε ἀπὸ πρόνοια καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἰώβ, γιὰ νὰ λάβουμε μεγαλύτερα καὶ
πολυτιμότερα, καὶ τότε ἡ στέρηση εἶναι βέβαια ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅμως δὲν εἶναι ἀφορμὴ δεήσεως
καὶ ἱκεσίας, ἀλλὰ δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἰώβ: «Ἃς εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου
εὐλογημένο στοὺς αἰῶνες» (Ἰὼβ 1, 21).
9. Βλέπεις ὅτι ὅλα ὅσα μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ μᾶς ὁδηγοῦν μόνον σὲ δοξολογία καὶ
εὐχαριστία, ἐνῷ τῶν ἱκεσιῶν καὶ τῶν δεήσεων αὐτῶν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ αἴτιοι; Γι' αὐτό, ὅταν στὶς
συνομιλίες μας μὲ τὸν Θεὸ μνημονεύουμε ὅλα τα ἀγαθά, τὰ σωματικὰ καὶ τὰ ψυχικά, τὰ
μνημονεύουμε μόνο γιὰ εὐχαριστία, εἴτε τὰ ἔχουμε ὅλα εἴτε ὄχι. Διότι Ἐκεῖνος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα
διὰ μιᾶς καὶ δὲν παρέλειψε ἐκ μέρους Τοῦ τίποτε. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ μακάριος 'Ἀπόστολος,
παρήγγειλε νὰ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα: «Πάντοτε νὰ χαίρεστε, γιὰ ὅλα νὰ εὐχαριστεῖτε» (Ἃ' Θεσ. 5,
16-18).
10. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο λοιπὸν καὶ τὴν τελειότατη καὶ ἀκριβέστατη συνομιλία μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ
τὴν τελετὴ τῆς Κοινωνίας, στὴν ὁποία μνημονεύουμε ὄχι αὐτὴ ἢ ἐκείνη τὴν εὐεργεσία, ἀλλὰ ὅλα
γενικῶς τὰ ἀγαθὰ ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεός, καὶ ὅσα ἤδη κατέχουμε κι ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ λάβουμε,
εἶναι εὔλογο νὰ τὴν ὀνομάζουμε Εὐχαριστία, δίνοντάς της τὸ ὄνομα ὄχι ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα
δεόμαστε ἐξαιτίας τῆς ἀνέχειάς μας, ἀλλὰ ἀπ' ὅσα μᾶς εὐεργετεῖ ὁ Θεός: ὄχι ἀπὸ τὴν πενία μας,
ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς καλοσύνης Του.
11. Βέβαια, σ' αὐτὴ τὴν ἱερὴ τελετή, καὶ ἱκετεύουμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἡ
εὐχαριστία εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ἐνῷ ἡ ἱκεσία εἶναι ἔργο τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Καὶ
ἡ εὐχαριστία ἀναφέρεται σὲ περισσότερα, ἐνῷ ἡ ἱκεσία σὲ λιγότερα ἡ πρώτη δηλαδὴ σὲ ὅλα
γενικῶς τὰ ἀγαθά, ἐνῷ ἡ δεύτερη σὲ μερικά. Γι' αὐτὸ ἔπρεπε νὰ πάρουμε τὸ ὄνομα τῆς τελετῆς ἀπὸ
τὰ ἀνώτερα καὶ περισσότερα καὶ νὰ τὴν ὀνομάσουμε Εὐχαριστία. Παρόμοια καὶ ὁ ἄνθρωπος
λέγεται ζῷο λογικό, καὶ ἐνῷ μετέχει κατὰ ἕνα μέρος καὶ στὴ φύση ποὺ στερεῖται λογικοῦ, παίρνει
τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὸ ἀνώτερο καὶ μεγαλύτερο μέρος.
12. Ἄλλωστε καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἵδρυσε αὐτὴ τὴν τελετή, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὴν ἐτέλεσε
καὶ μᾶς τὴν παρέδωσε ὄχι ἰκετεύοντας, ἀλλὰ μόνο εὐχαριστώντας τὸν Πατέρα. Καὶ γι' αὐτὸ ἡ
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τὴν παρέλαβε ὡς εὐχαριστία, ἔτσι τὴν ὀνομάζει, δηλαδὴ Εὐχαριστία.
Ἀρκοῦν αὐτὰ γι' αὐτὸ τὸ ζήτημα.

1. Στὸ τέλος ὁ ἱερεὺς προσκαλεῖ ὅσους μετέλαβαν τὰ μυστήρια νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸ ποὺ
τὰ μετέδωσε σ' αὐτούς. Καὶ αὐτὸ ὄχι μὲ ἀμέλεια καὶ ὀκνηρία, ἀλλὰ μὲ ζῆλο. Διότι αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ
τὸ «Ὀρθοί», νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο ὄχι ξαπλωμένοι, οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν
ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν.
2. Κατόπιν, ἀφοῦ παρακινήσει νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὰ ἄλλα, τὰ συνηθισμένα, βγαίνει
ἔξω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη καὶ διαβάζει τὴν εὐχὴ γιὰ ὅλο το λαό.
3. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία γιὰ τὴν
ἱερουργία αὐτή, καὶ ἀφοῦ τελέσθηκαν ὅλα ὅσα ὀφείλονται στὸν Θεό, ὁ ἱερεὺς φαίνεται σὰν νὰ
ἀποσύρει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο καὶ νὰ
κατεβαίνει λίγο λίγο στὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὸ μὲ τρόπο ποὺ ἁρμόζει σὲ
ἱερέα. Διότι τὸ κάνει αὐτὸ προσευχόμενος καὶ ὁ τρόπος τῆς εὐχῆς καὶ ὁ τόπος τὸν δείχνουν νὰ
κατεβαίνει.
4. Πρωτύτερα δηλαδὴ ἦταν μέσα στὸ θυσιαστήριο καὶ προσευχόταν μόνος του, χωρὶς νὰ
ἀκούγεται ἀπὸ κανένα καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν Θεό, ἐνῷ τώρα, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο
καὶ εἶναι μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀκοῦνε ὅλοι, κάνει κοινὴ δέηση γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅλους τους
πιστούς. Κατόπιν, καὶ τὸν ἄρτο ποὺ ἔχει προσφερθεῖ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀφαίρεσε τὸν ἱερὸ ἄρτο γιὰ τὴ
θυσία, ἀφοῦ τὸν κόψει σὲ πολλὰ κομμάτια, τὸν μοιράζει στοὺς πιστούς, διότι ἔγινε ἅγιος μὲ τὸ νὰ
ἀφιερωθεῖ καὶ νὰ προσφερθεῖ στὸν Θεό. Οἱ δὲ πιστοὶ μὲ ὅλη τὴν εὐλάβεια παίρνουν τὸ κομμάτι
τοῦ ἄρτου καὶ φιλοῦν τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, διότι μόλις πρὸ ὀλίγου ἄγγισε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ
Σωτῆρα καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει, ὅπως εἶναι ἡ πίστη μας, σ' ἐκείνους
ποὺ τὸ ἀγγίζουν.
5. Στὸ διάστημα αὐτὸ δοξολογοῦν καὶ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς σ' αὐτοὺς
αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, καὶ ἡ δοξολογία εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴ Γραφή: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου
εὐλογημένον κλπ.» (Ἰὼβ 1, 21): καὶ ἀφοῦ τὸ ψάλλουν αὐτὸ πολλὲς φορές, ἔπειτα διαβάζουν ἕναν
ψαλμὸ γεμάτο δοξολογία καὶ εὐχαριστία. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ψαλμός; «Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν
παντὶ καιρῶ» (Ψάλμ. 33).
6. Όταν μοιραστεῖ ὁ ἄρτος καὶ τελειώσει ὁ ψαλμός, εὔχεται ὁ ἱερεὺς στὸ πλῆθος τὴν τελευταία
εὐχή, ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ εἰς ἐπήκοον ὅλων, ἀλλὰ καὶ ἀπευθύνοντας πρὸς τὸ ἴδιο
το πλῆθος τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, δείχνοντας τώρα περισσότερο τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ πλῆθος ἀπ' ὅ,τι
πρωτύτερα. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ εὐχή; Νὰ σωθοῦμε, ἀφοῦ ἀξιωθοῦμε τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου, διότι
ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ προσφέρουμε τίποτε ἄξιο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε
μόνο στὴ φιλανθρωπία Ἐκείνου ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γι' αὐτὸ κι ἐδῶ μνημονεύει πολλοὺς
πρεσβευτὲς ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν σὲ τοῦτο, καὶ προπάντων τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ
Θεοῦ, μὲ τὴ μεσολάβηση τῆς ὁποίας ἔχουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐλεηθεῖ.
7. Τὸ δὲ προοίμιο τῆς εὐχῆς εἶναι: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἠμῶν». Ὄχι κανένας ἀπὸ τοὺς
νόθους καὶ ψεύτικους θεοὺς ποὺ σεβόμασταν πολλοὺς ἄλλοτε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ βρήκαμε μόλις
ἀργότερα, ὁ ἀληθινὸς Θεός μας.
8. Γι' αὐτὸ καὶ μόνο σ' Αὐτὸν ὡς Θεὸ πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο
Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα Του, καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς
αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τοῦ σοφοτάτου Νικολάου Καβάσιλα, γιὰ τὴν ἱερὴ στολὴ


1. Ἡ στολὴ τοῦ διακόνου ἔχει μανίκια διότι εἶναι διάκονος (ὑπηρέτης) καὶ πρέπει νὰ ἔχει τὰ χέρια
τοῦ εὐπρεπισμένα γιὰ ἐργασία. Ἡ στολὴ τοῦ ἱερέως, ἡ ὁποία λέγεται φελόνιο, εἶναι χωρὶς μανίκια,
καὶ φανερώνει ὅτι ὁ ἱερεὺς εἶναι ἀργὸς ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια, τόσο στὴ ζωή του, ὅπου
βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὸν κόσμο, ὅσο καὶ στὴν τελετὴ τῆς θείας ἱερουργίας, διότι αὐτὴ
ἐξαρτᾶται ἐντελῶς ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος καμιὰ ἀνθρώπινη ἐνέργεια δὲ συνεισφέρει.
2. Τὸ ἐπιτραχήλιο σημαίνει τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης ποὺ ἔχει χυθεῖ ἐπάνω στὸν ἱερέα, ἡ ὁποία
ἀναπαύεται ἐπάνω στὸν τράχηλο ποὺ δέχθηκε τὸ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ κατεβαίνει πρὸς τὸ στῆθος
μέχρι τὰ πόδια, καὶ ἡμερεύει τὴν καρδιὰ καὶ ἁγιάζει ὁλόκληρό το σῶμα τὴν χάρη αὐτὴ πρέπει, μὲ
τὴ ζώνη τῆς ἐπιμέλειας τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ περιορισμοῦ τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, νὰ τὴ σφίγγει
ἐπάνω του καὶ νὰ τὴ λειώνει, ἃς ποῦμε, μέσα του, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ μακαρίου Παύλου,
ποὺ παραγγέλλει στὸν Τιμόθεο: «Μὴν παραμελεῖς τὸ χάρισμα ποὺ ἔχεις μέσα σου» (Ἃ' Τιμ. 4, 14).
3. Τὸ ἄμφιο ποὺ βάζουν οἱ ἀρχιερεῖς ἐπάνω στοὺς ὤμους μετὰ ἀπὸ τὸ φελόνιο καὶ ποὺ λέγεται
ὤμοφοριο, σημαίνει τὴ διακυβέρνηση καὶ φροντίδα τῶν ὑπαγομένων στὴν ἐπισκοπή τους, τῶν
ὁποίων τὴ φροντίδα ἀναλαμβάνουν οἱ ἐπίσκοποι ὅπως τὰ μικρὰ παιδιὰ οἱ μητέρες, τὰ ὁποῖα
ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ βαδίσουν μόνα τους, αὐτὲς τὰ σηκώνουν στὰ χέρια καὶ τὰ μεταφέρουν
ἐπάνω στοὺς ὤμους τους. Αὐτὰ ἐπιτελεῖ καὶ ὁ ἐπίσκοπος γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ὑπάγονται σ' αὐτόν.
4. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι μόνο πατέρας καὶ παιδαγωγός, ἀλλὰ καὶ δικαστῆς καὶ
γνωρίζει καὶ νὰ ἀποκόπτει καὶ νὰ τιμωρεῖ πνευματικῶς, γι' αὐτὸ καὶ τοῦ φοροῦν σὰν συμβολικὸ
ξίφος τὸ λεγόμενο ἐπιγονάτιο, ποὺ μοιάζει στὸ σχῆμα μὲ ξίφος, ἐπειδὴ ἀκοῦμε τὴ Γραφὴ νὰ κάνει
λόγο γιὰ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος (Ἔφ. 6, 17): αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸ στίχο ποὺ λέγουν
ὅταν τὸ φοροῦν στὸν ἀρχιερέα: «Περιζώσαι τὴν ρομφαῖαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατὲ» (Ψάλμ.
44, 4). Διότι πράγματι εἶναι δυνατὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸν ἰσχυρὸ Θεό.

Τοῦ ὁσίου Θεογνώστου Κεφάλαια περὶ ἱερωσύνης


Περὶ Θεογνώστου κάνει λόγο ὁ ἱερὸς Φώτιος. Ἄγνωστο ἂν εἶναι ἐδῶ ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἢ ἄλλος.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ 75 κεφάλαιά του, ποὺ περιέχονται στὴ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν 10, φαίνεται
ἄνθρωπος ὑψηλοῦ βίου καὶ γεμάτος ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πότε ἔζησε δὲν εἶναι
γνωστό. Τὰ κεφάλαιά του, ποὺ περιέχονται στὴ Φιλοκαλία, διδάσκουν μεγάλα καὶ ὑψηλὰ νοήματα
καὶ ἀποτελοῦν ἀπλανῆ ὁδηγὸ στὴν πράξη καὶ τὴ θεωρία. Ἀπὸ τὰ 75 αὐτὰ κεφάλαια τὰ 26 ἀφοροῦν
στὴν ἱερωσύνη, γι' αὐτὸ καὶ συμπεριλαμβάνονται ἐδῶ ὡς σχετικὰ μὲ τὴ θεία λειτουργία.
κεφ. 13. Ἂν καταξιωθεῖς τὴ θεία καὶ σεβάσμια ἱερωσύνη, ἔχεις χρέος πρωτύτερα νὰ θυσιάσεις
τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ νέκρωση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν, καὶ ἔτσι νὰ τολμᾷς νὰ πλησιάζεις τὴ
ζωοποιὸ καὶ φρικτὴ θυσία, ἂν δὲ θέλεις, σὰν εὔφλεκτο ὑλικό, νὰ κατακαεῖς ἀπὸ τὴ θεϊκὴ φωτιά.
Διότι, ἂν τὸ Σεραφεὶμ δὲν τόλμησε νὰ πιάσει τὸν θεϊκὸ ἄνθρακα χωρὶς λαβίδα (Ἡσ. 6, 6), πῶς θὰ
τὸν ἀγγίσεις ἐσὺ χωρὶς νὰ ἔχεις ἀπάθεια; Μὲ τὴν ἀπάθεια εἶναι ποὺ θ' ἀποκτήσεις γλῶσσα
ἁγιασμένη καὶ χείλη καθαρὰ καὶ ψυχὴ ἁγνὴ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα ἀκόμη καὶ χέρια λαμπρότερα ἀπὸ τὸ
χρυσό, ἀφοῦ θὰ ὑπηρετοῦν τὸ ὑπερούσιο πῦρ καὶ θῦμα.
κεφ. 14. Κατανόησε καλὰ τὴ σημασία τῶν λεγομένων: ὡς ἱερεύς, βλέπεις κάθε μέρα στὰ θεία
μυστήρια ἐκεῖνο τὸ “σωτήριό του Θεού”, τὸ ὁποῖο μιὰ φορὰ εἶδε ὁ γηραιὸς Συμεὼν καὶ ἔμεινε
ἔκθαμβος καὶ ζητοῦσε πιὰ τὴν ἀπόλυση ἀπὸ τὴ ζωὴ (Λουκ. 2, 29). Καὶ ἂν δὲν σοῦ ἀποκαλύφθηκε
ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι εἶσαι δεκτὸς ὡς μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, σὰν ἰσάγγελος, μὴν τολμᾷς
νὰ τελεῖς ριψοκίνδυνα τὴ φρικτὴ καὶ παναγνὴ ἱεροτελεστία τῶν θείων μυστηρίων, τὴν ὁποία καὶ οἱ
Ἄγγελοι σέβονται, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τὴν ἀπέφυγαν ὡς ἄχραντη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια
μὴν τυχόν, ὅπως ὁ Ὀζὰ ἐκεῖνος (Β' Βασ. 6, 6-7), ἐξολοθρευθεῖς νομίζοντας καλὸ ἐκεῖνο ποὺ κάνεις.
κεφ. 15. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου (Δεύτ. 15, 9), ὅπως εἶπε κάποιος, ὥστε ἂν ἔχεις κάποια
παλιότερη κηλῖδα, ἤ σου συμβεῖ ἴσως τώρα καμιὰ ἀπὸ ἀδυναμία, νὰ κατακαίγεται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ
φωτιά, καθὼς πάντοτε θὰ προσκομίζεις τὰ τίμια δῶρα πρῶτα γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν δικῶν σου
ἁμαρτιῶν. Ἔτσι, σὰν σκεῦος ἐκλογῆς, εὔχρηστο καὶ καθαρὸ καὶ ἄξιο γιὰ τέτοια θυσία, θὰ
μπορέσεις, ἂν κάποιοι μοιάζουν μὲ ξύλινα ἢ πήλινα σκεύη, νὰ τοὺς μεταβάλεις σὲ ἀργυρᾶ καὶ

10
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β', σ. 324 (ἐκδόσεις «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας»).
χρυσά, μόνο δηλαδὴ ἂν μὲ τὴν παρρησία σου κάνεις τὸν Θεὸ νὰ συγκατανεύει σὲ σένα. Διότι ὅπου
καὶ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκούσει, δὲν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο νὰ μεταβληθοῦν αὐτὰ σ' ἐκεῖνα.
κεφ. 16. Κοίταξε ποιὰ ἰσαγγελη τιμὴ ἀξιώθηκες, καὶ φρόντισε νὰ παραμείνης ἀνέπαφος στὸ
βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης ποὺ ἔχεις κληθεῖ, μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Γνωρίζεις ἀπὸ πόσο ὕψος
σὲ πόσο βάθος ἔπεσε καὶ ἑωσφόρος ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Αὐτὸ μὴν τὸ πάθεις καὶ σύ, φανταζόμενος
μεγάλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ τὸν θεωρεῖς χῶμα καὶ στάχτη καὶ σκουπίδι καὶ σκυλί, καὶ νὰ
θρηνεῖς ἀδιάκοπα, διότι ἀξιώνεσαι νὰ καλεῖσαι σὲ θεία κοινωνία καὶ συγγένεια μὲ τὸ νὰ διεξάγεις
μὲ τὰ χέρια σου τὴ φρικτὴ ἱεροτελεστία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἀπὸ ἄρρητη φιλανθρωπία καὶ
ἀνέκφραστη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
κεφ. 17. Ὁ ἱερωμένος πρέπει βέβαια νὰ εἶναι καθαρὸς ἀπ' ὅλα τα πάθη, ἰδιαίτερα ὅμως, ἀπὸ
τὴν πορνεία καὶ τὴ μνησικακία, νὰ μὴν ἔχει οὔτε ψιλὴ φαντασία. Ἀλλιῶς θὰ εἶναι μισητὸς καὶ
σιχαμερός, σὰν κάποιος λεπρὸς ἢ μουντζουρωμένος στὸ πρόσωπο ποὺ ἀγγίζει τὸ σῶμα τοῦ
βασιλιά.
κεφ. 18. Ἀφοῦ πρῶτα μὲ ποταμοὺς δακρύων θὰ λευκαίνεσαι καλύτερα ἀπὸ χιόνι, τότε μὲ
λευκασμένη τὴ συνείδηση ἀπὸ καθαρότητα, ἄγγιζε τὰ ἅγια ὡς ἅγιος, μὲ τὴν ἐξωτερικὴ
ἀγγελόμορφη λευκότητα τῶν ἀμφίων φανερώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ ὡραιότητα τῆς ψυχῆς σου.
Πρόσεχε κατὰ τὴν ἱερουργία τῶν θείων μυστηρίων, νὰ μὴν ἀρκεῖσαι στὴ μυστικὴ γνώση ποὺ
παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ ἔχεις καὶ τὴ θεία χάρη νὰ σὲ διδάσκει τὶς ὑψηλότερες ἀλήθειες
μὲ τρόπο κρυφὸ καὶ μυστικό.
κεφ. 19. Ἂν ἐπιθυμεῖς τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία, πλησίασε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ
πίστη τὰ ζωοποιὰ καὶ ἄφθαρτα μυστήρια, ποθώντας καὶ τὴν ἐκδημία ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐπειδὴ
ἔχεις πιὰ τελειωθεῖ μὲ τὴν πίστη. Ἂν ὅμως φοβᾶσαι τὸ θάνατο, δὲν ἔγινες ἀκόμη ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ
μέσῳ τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ἀξιώθηκες νὰ θυσιάζεις μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια καὶ νὰ τρώγεις τὶς
σάρκες Του. Ἀλλιῶς θὰ ἔσπευδες νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἀγαπητός σου καὶ δὲ θὰ λογάριαζες
πλέον διόλου τὴ ζωὴ καὶ τὴ σάρκα.
κεφ. 20. Ἀφοῦ ἔχεις γίνει θύτης τῆς σάρκας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ κοινωνὸς τῆς μέσῳ τῆς
μεταλήψεως, ὀφείλεις καὶ νὰ ἑνωθεῖς μαζί Του μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε νὰ μὴ ζεῖς
πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ γι' Αὐτὸν ποὺ σταυρώθηκε καὶ πέθανε γιὰ σένα, ὅπως λέγει ὁ
Ἀπόστολος (Β' Κορ. 5, 15). "Ἂν ὅμως ζεῖς ἐμπαθὼς γιὰ τὴ σάρκα καὶ τὸν κόσμο, τότε νὰ ἑτοιμάζεσαι
νὰ περάσεις μέσῳ τοῦ θανάτου σὲ τιμωρία ἀθάνατη, ἂν δὲ σταματήσεις θεληματικὰ πρὶν τὸ
θάνατό σου νὰ ἱερουργεῖς τὴν ἀναίμακτη θυσία. Ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ποὺ ἐδῶ ἱερουργοῦσαν ἀνάξια,
τοὺς ἅρπαξε αἰφνίδιος θάνατος καὶ τοὺς παρέδωσε στὶς ἐκεῖ δίκαιες τιμωρίες.
κεφ. 21. Κάποιος ἱερομόναχος εἶχε φήμη εὐλαβοῦς καὶ πολλοὶ τὸν θεωροῦσαν σεβαστὸ λόγω
τοῦ ἐξωτερικοῦ του σχήματος, μέσα του ὅμως κρυφὰ μολυνόταν ἀπὸ λογισμοὺς λαγνείας. Κάποτε
ποὺ ἐπιτελοῦσε τὴ θεία καὶ ἱερὴ λατρεία, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ χερουβικοῦ ὕμνου καὶ αὐτὸς
ἔσκυψε ὡς συνήθως ἐμπρὸς στὴν ἁγία τράπεζα διαβάζοντας τὴν εὐχὴ «Οὐδεὶς ἄξιος...», πέθανε
ξαφνικὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ τὸν ἄφησε σ' αὐτὴ τὴ στάση.
κεφ. 49. Θὰ μιλήσουμε καὶ πάλι γιὰ τὴ σεβάσμια ἱερωσύνη: ὅτι ἀπαιτεῖ ἀγγελικὴ τάξη καὶ
κάθαρση, καὶ στὴ συνέχεια μεγαλύτερη προφύλαξη καὶ σωφροσύνη ἀπ' ὅ,τι προηγουμένως. Ἀφοῦ
τὸ ἀκάθαρτο πρέπει κάπως νὰ γίνει καθαρό, πῶς λοιπὸν νὰ βεβηλωθεῖ τὸ καθαρό; 'Ἀλλιῶς, ἂν
ἀνακατεύουμε τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς καὶ τὴ δυσωδία μὲ τὸ μύρο, μέλλουμε νὰ κληρονομήσουμε
ὁπωσδήποτε τὸ οὐαὶ καὶ τὴν ἀπώλεια ὡς ἱερόσυλοι, ὅπως ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα (Πράξ. 5, 1-
10).
κεφ. 50. Ἀπὸ σκεῦος χαμένο καὶ ἄχρηστο ποὺ ἤσουν – ἂν καὶ νομίζεις ἴσως ὅτι ἐπάξια δέχθηκες
τὴν ἰσαγγελη καὶ οὐράνια ἱερωσύνη λόγω τῆς κάποιας καθάρσεώς σου – ἔγινες σκεῦος ἐκλογῆς καὶ
χρήσιμος στὸν Κύριο, κατὰ τὸν Παῦλο (Πράξ. 9, 15: Β' Τιμ. 2, 21). Κράτα λοιπὸν ἀμόλυντη τὴν τιμὴ
ποὺ ἀξιώθηκες νὰ λάβεις, φυλάγοντας τὸ θεῖο δῶρο σὰν τὰ μάτια σου, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖς ἀπὸ
ἀπροσεξία καὶ ἀπορριφθεῖς ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης σὲ βαθὺ λάκκο, ἀπ' ὅπου δύσκολα
βρίσκεις ἐπιστροφή.
κεφ. 51. Σκέψου ὡς φρόνιμος ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς συγχωρεῖ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καταδικάσει
(Ρωμ. 8, 34). Καὶ ἂν ἔχεις κληθεῖ καὶ εἰσῆλθες στὴν ὑπερκόσμια χάρη τῆς θείας ἱερωσύνης, μὴ σὲ
μέλλει διόλου γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή σου, ἂν ἴσως ἔχει καὶ κὰποια κηλῖδα. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴ δική σου διόρθωση ἔχει πάλι καθαρθεῖ. Νὰ ἔχεις ὅμως ἔπειτα ἐπιμέλεια καὶ νήψη νὰ
μὴν ἀμαυρώσεις τὴ χάρη. Ἔτσι καὶ ἂν κάποιος ἀπερίσκεπτα ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἱεροτελεστία σου
λόγω τῶν παλιῶν κηλίδων σου, θ' ἀκούσει θεία φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Αὐτὰ ποὺ καθάρισε ὁ Θεός,
μὴν τὰ θεωρεῖς ἐσὺ ἀκάθαρτα» (Πράξ. 10, 15).
κεφ. 52. Τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἐλαφρὸ καὶ ὁ ζυγὸς τῆς καλὸς (Ματθ. 11, 30), ἀλλὰ ὅταν
τὴ σηκώνει κανεὶς καὶ τὴν κατευθύνει ὅπως πρέπει, καὶ ὅταν δὲν ἔχει ἀγοραστεῖ μὲ χρήματα ἢ χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂν ὅμως τὸ ἀδιαπραγμάτευτο ἔχει γίνει ἀντικείμενο διαπραγματεύσεως μὲ
ἀνθρώπινη σκοπιμότητα καὶ κάποιο φθαρτὸ δῶρο, καὶ δὲν ᾖρθε ἡ κλήση στὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὸν
οὐρανό, τότε τὸ φορτίο εἶναι ὑπερβολικὰ βαρύ, διότι στηρίζεται σὲ κάποιον ἀνάξιο καὶ χωρὶς τὴν
ἀπαιτούμενη δύναμης καὶ ὁ ζυγὸς εἶναι ὑπερβολικὰ σκληρὸς καί, ἂν δὲν ἀφεθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ
τὸν σύρει, θὰ τοῦ φθείρει τὸ λαιμὸ καὶ τὴ δύναμη, ἕως ὅτου τὸν ἐξαντλήσει καὶ τὸν ἀφανίσει
ὁλότελα.
κεφ. 53. Ἀφοῦ τόλμησες καὶ μπῆκες κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῆς ἱερωσύνης, φρόντισε νὰ εἶσαι ἄψογος
καὶ νὰ διδάσκεις σωστά το λόγο τῆς ἀλήθειας, ἔργαζομενος μέσῳ τῆς ἱερωσύνης γιὰ τὴ σωτηρία
σου μὲ φόβο καὶ τρόμο, διότι ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει (Ἑβρ. 12, 29). "Ἂν ἀγγίζεις αὐτὴ
τὴ φωτιὰ σὰν χρυσὸς ἢ καὶ ἄργυρος, μὴ φοβᾶσαι μήπως καεῖς, ὅπως οἱ τρεῖς νέοι στὴ Βαβυλῶνα
δὲ φοβήθηκαν τὴ φωτιὰ (Δᾶν. 3, 17-18). Ἂν ὅμως εἶσαι ἀπὸ χόρτο ἢ ἀπὸ καλάμι, τὰ πιὸ εὔφλεκτα
δηλαδὴ ὑλικά, ἐπειδὴ φρονεῖς τὰ γήινα, τρέμε μὴν κατακαεῖς ἀπὸ τὴν οὐράνια φωτιὰ – ἐκτὸς ἂν
ἀποφύγεις σὰν τὸν Λὼτ (Γέν. 19, 29) τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὰ φρικτότατα
μυστήρια. Δὲ γνωρίζω ἂν τὰ πολὺ μικρὰ ἁμαρτήματα, ποὺ κάποιος ἔχει ἀπὸ ἀδυναμία,
ἀφανίζονται ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ φωτιὰ τῆς ἱερότατης λατρείας, καὶ γι' αὐτὸ καὶ σὺ δὲν καίγεσαι ἀπὸ
αὐτὴ τὴ φωτιά, ὅπως τὸ ἀδύνατο ἐκεῖνο φυτὸ τῆς βάτου (Ἐξ. 3, 2).
κεφ. 54. 'Ἀφοῦ, σὰν αὐτοὺς ποῦ πάσχουν ἀπὸ γονόρροια, δὲν ἔχεις τὴ δύναμη νὰ ἀποσπασθεῖς
ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ σου κατάσταση λόγω τῆς μακροχρόνιας συνήθειας, πῶς ἀποτολμᾷς νὰ ἀγγίζεις
ἐκεῖνα ποῦ δὲν τολμοῦν οὔτε Ἄγγελοι νὰ ἀγγίσουν, ταλαίπωρε; Ἡ λοιπὸν ἀπὸ φρίκη κρατήσου
μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία ἱεροτελεστία, καὶ ἔτσι νὰ ἐξιλεώσεις τὸν Θεό, ἢ περίμενε ὡς ἀναίσθητος καὶ
ἀδιόρθωτος νὰ πέσεις στὴν ὀργὴ καὶ στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲ θὰ σοῦ δείξει λύπη
καὶ φιλανθρωπία, ἀλλὰ θὰ σὲ τιμωρήσει ἀμείλικτα, ἐπειδὴ ἀποτολμᾷς μὲ ἀναίδεια νὰ μπεῖς στὸ
βασιλικὸ γάμο μὲ λερωμένη τὴν ψυχὴ καὶ τὴ στολή, ἐνῷ εἶσαι ἀνάξιος ἀκόμη καὶ νὰ μπεῖς, ὄχι καὶ
νὰ παρακαθήσεις στὸ γαμήλιο τραπέζι (πρβλ. Ματθ. 22, 12).
κεφ. 55. Γνώρισα κάποιον ἱερωμένο ποὺ ἀποτολμοῦσε νὰ ἱερουργεῖ ἀνάξια τα θεία μυστήρια,
ἐνῷ εἶχε περιπέσει στὸ πάθος τῆς πορνείας. Αὐτὸς ἔπεσε πρῶτα ἄρρωστος μὲ ἀσθένεια
ἀθεράπευτη καὶ φοβερὴ καὶ πλησίαζε πιὰ στὸ θάνατο. Ἂν καὶ μεταχειρίστηκε ὅλα τα μέσα, δὲν
ἔβλεπε ὠφέλεια, ἀλλὰ μᾶλλον χειροτέρευε. Ἦρθε τότε σὲ συναίσθηση ὅτι πεθαίνει ἐπειδὴ
ἱερουργεῖ ἀνάξια, καὶ ἀμέσως παραιτήθηκε μὲ ὅρκο ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία ἀμέσως θεραπεύθηκε,
ὥστε οὔτε σημάδι τῆς ἀσθένειας δὲν ἔμεινε.
κεφ. 56. Εἶναι λαμπρὸ καὶ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸ ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ἐφόσον καὶ ἡ ψυχὴ
ἀπὸ μέσα λάμπει ἀπὸ καθαρότητα. Όταν ὅμως ἡ ψυχὴ λερωθεῖ ἀπὸ ἀπροσεξία, ἐνῷ ἡ συνείδηση,
ποὺ διαμαρτύρεται, ἀγνοεῖται, τότε τὸ φῶς γίνεται σκοτάδι καὶ προξενεῖ τὸ αἰώνιο σκοτάδι καὶ τὴν
αἰώνια φωτιά. Ἐκτὸς ἂν ἀφήσουμε αὐτὸν τὸ δρόμο, τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, καὶ
στραφοῦμε πρὸς ἄλλη ὁδό, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ταπείνωση ὁδηγεῖ χωρὶς κίνδυνο στὴ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
κεφ. 57. Ἡ ἐπιτυχία τῆς σωτηρίας γίνεται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀρετή, ὄχι μὲ τὴν ἔνδοξη
ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ζωὴ ἀγγελική. Ἡ λοιπὸν γίνε ἀπαθὴς ὅπως οἱ 'Ἄγγελοι, μὲ φρόνημα ἔξω
ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ σάρκα, καὶ ἔτσι ἀνέβαινε τὴν οὐράνια αὐτὴ κλίμακα, η, συνειδητοποιώντας
τὴν ἀσθένειά σου, φοβήσου τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης, ἀπ' ὅπου το πέσιμο εἶναι μεγάλο γιὰ ὅσους
δὲν εἶναι ἱκανοί. Διάλεξε τὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ πολλοί, ὁ ὁποῖος φιλιώνει μὲ τὸν Θεὸ ὄχι
λιγότερο ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη. Σ' αὐτὸν καὶ ἂν συμβεῖ νὰ πέσεις, εἶναι εὔκολο νὰ μετανοήσεις καὶ νὰ
σηκωθεῖς μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
κεφ. 58. Σάρκα καὶ αἷμα δὲν κληρονομοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ἃ' Κορ. 15, 50). Καὶ πῶς ἐσύ,
ἐνῷ κοινωνεῖς τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ, δὲ γίνεσαι σύσσωμος μὲ Αὐτὸν καὶ δὲν ἑνώνεσαι μὲ
τὸ αἷμα Του, ἔχοντας ἤδη μέσα σου τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ πολιορκεῖσαι ἀπὸ πάθη
σαρκὸς καὶ ἀϊματος; Φοβᾶμαι μήπως δὲ θὰ μείνει σὲ σένα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ εἶσαι
σαρκικὸς (Γέν. 6, 3), καὶ μήπως διχοτομηθεῖς τότε στὸν καιρὸ τῆς κρίσεως καὶ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ σένα
ἢ σεβάσμια ἱερωσύνη, ἐπειδὴ εἶσαι ἀνάξιος γι' αὐτὴν τὴ χάρη, καὶ παραπεμφθεῖς στὴν αἰώνια
κόλαση.
κεφ. 59. Ὅταν δὲν ἔχεις ἐμπρὸς στὰ μάτια σου τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, νομίζεις ὅτι εἶναι μικρὸ
πρᾶγμα νὰ ἱερουργεῖς ἀνάξια, ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴ φιλαυτία σου, καὶ ὑποθέτοντας ἀπὸ αὐτὸ ὅτι
ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός. Αὐτὸ ἔπαθαν παλιὰ ὁ Δαθαν καὶ ὁ 'Ἀβειρῶν, ἕως ὅτου τοὺς κατάπιε ἡ γῆ ('Ἄρ.
16, 31-33). Τοῦτο τὸ φοβερὸ καὶ σὺ νὰ φοβηθεῖς καὶ νὰ ἐννοήσεις πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ
ἱερωσύνη, καὶ ἢ νὰ ἀσκεῖς τὴν ἱερωσύνη ἄξια καὶ καθαρά, γιὰ νὰ μὴν πῶ σὰν 'Ἄγγελος, ἢ ὡς συνετὸς
σταμάτησε νὰ τελεῖς τὴ φρικτὴ λατρεία μήπως καταφρονώντας κατὰ τὸ παρὸν καὶ ξεγελώντας τὴ
συνείδησή σου ποὺ σὲ ἐλέγχει, φτάσεις τότε, ὅταν θὰ κρίνονται καὶ θὰ τακτοποιοῦνται τὰ πάντα,
νὰ πεῖς μὲ πόνο καθὼς θὰ καταδικάζεσαι: «Μοῦ ᾖρθε ὁ φόβος ποὺ φοβόμουν, καὶ ὅ,τι μὲ τρόμαζε,
τὸ συνάντησα» (Ἰὼβ 3, 25).
κεφ. 60. Μὲ νήψη καὶ κόπο πρόσφερε πρῶτα γιὰ χάρη τοῦ ἐαυτοῦ σου μὲ συντριβὴ καὶ δάκρυα
γιὰ ἐξιλέωση τὴν ἱερὴ κοσμοσωτήρια θυσία. Διότι μετὰ τὸ θάνατό σου ποιὸν θὰ ἔχεις νὰ κοπιάζει
καὶ νὰ προσφέρει τὴν ἀναίμακτη θυσία γιὰ σένα; Γι' αὐτό, ὡς ἄνθρωπος ἔξυπνος, πρόλαβε ἀπὸ
τώρα, ἐνταφίασε τὸν ἑαυτό σου καὶ μνημόνευσε τὸν προκαταβολικά, προσφέροντας στὸν Θεὸ τὰ
ἅγια ποὺ εἶναι ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα ὡς μεσιτεία τῆς σωτηρίας σου καὶ ὑπενθυμίζοντας μὲ
αὐτὰ τὴ θεληματικὴ καὶ φιλάνθρωπη σφαγή Του.
κεφ. 70. Ἀπὸ σεβασμὸ στὰ δεσποτικὰ πάθη καὶ τὴν κένωση τοῦ Θεοῦ Λόγου γιὰ χάρη μας, ἀλλὰ
καὶ στὴ θυσία καὶ τὴν ἕνωση μ' ἐμᾶς τοῦ ζωοποιοῦ καὶ θείου σώματος καὶ αἵματος – ποὺ ὄχι μόνο
ἀξιωθήκαμε νὰ γίνουμε μέτοχοί τους, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἱερουργοῦμε - ταπείνωνε τὸν ἑαυτό σου σὰν
πρόβατο γιὰ τὴ σφαγή, πιστεύοντας ἀληθινὰ ὅλους τους ἄλλους ἀνώτερούς σου. Καὶ φρόντιζε
πολὺ νὰ μὴν πληγώνεις τὴ συνείδηση κανενός, καὶ μάλιστα δίχως λόγο. Χωρὶς ἁγιότητα μὴν τολμᾷς
ν' ἀγγίσεις τὰ ἅγια, γιὰ νὰ μὴν καεῖς σὰν χορτάρι ἀπὸ τὴ θεία φωτιὰ καὶ ἐξοντωθεῖς σὰν κερὶ ποὺ
ἔλειωσε..
κεφ. 71. Βεβαιότατα, ἂν διεξάγεις ὅπως πρέπει τὴ φρικτὴ τελετὴ τῆς θείας καὶ σεβάσμιας
ἱερουργίας καὶ δὲ σὲ κατηγορεῖ γιὰ τίποτε ἡ συνείδησή σου, θὰ ἐλπίσεις ἀπὸ αὐτὴν τὴ σωτηρία
σου. Διότι ἀπὸ αὐτὴ λαμβάνεις ὠφέλεια περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία καὶ
θεωρία. Ἂν ὅμως δὲν τὴ διεξάγεις ὅπως πρέπει, ἐσὺ θὰ δώσεις λόγο καὶ εἶναι ὁπωσδήποτε
καλύτερο νὰ ἐγκαταλείψεις τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας σου, παρὰ νὰ τὴν
ἀσκεῖς ὄχι τέλεια καὶ ὄχι ἁγνά, καὶ ἐνῷ οἱ ἄλλοι σὲ νομίζουν ὅτι εἶσαι πολὺ ψηλά, ἐσὺ νὰ βρίσκεσαι
σὲ ἀξιoδάκρυτη πτώση ἀπὸ τὴν ἀναξιότητά σου.
κεφ. 72. Ἡ μέσῳ τῆς σεβάσμιας ἱερωσύνης λατρεία καὶ ἐξιλέωση καὶ ἱκέτευση τοῦ Θεοῦ
ὑπερέχει τόσο ἀπὸ κάθε ψαλμῳδία καὶ προσευχή, ὅσο διαφέρει στὴ λαμπρότητα ἀπὸ τὰ ἄστρα ὁ
ἥλιος. Διότι στὴ θεία ἱερουργία θυσιάζουμε καὶ παρουσιάζουμε καὶ προβάλλουμε γιὰ ἐξιλέωσή
μας τὸν ἴδιο τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ θυσιάστηκε χωρὶς ἀντάλλαγμα γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀπὸ φιλανθρωπία. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνουμε ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε
καὶ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση αἰτημάτων πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἂν βέβαια ἡ συνείδηση μένει καθαρή.
Καὶ τὸ θεῖο σῶμα, ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα, σὰν ἀναμμένο κάρβουνο καίει κάθε ἁμαρτία καὶ φωτίζει
τὶς καρδιὲς ἐκείνων ποὺ προσέρχονται μὲ πίστη. Ἐπίσης καὶ τὸ θεϊκὸ καὶ τίμιο αἷμα πλένει καὶ
καθαρίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ὕσσωπο (Ψάλμ. 50, 9) ὅλες τὶς κηλῖδες καὶ τοὺς μολυσμοὺς
ἐκείνων ποῦ, ὅσο πιὸ καθαρὰ καὶ ἁγνὰ μποροῦν, τολμοῦν καὶ προσέρχονται στὰ ἅγια – ἂν συμβεῖ
νὰ ἔχει μείνει μέσα τους κάτι ἀκάθαρτο.
κεφ. 73. Όπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους 11, στὴ θεία λειτουργία δὲ θυσιάζεται τὸ σῶμα τοῦ
Θεοῦ Λόγου ποὺ ἔχει ἀναληφθεῖ στὸν οὐρανό, κατεβαίνοντας ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος καὶ ὁ
ἴδιος ὁ οἶνος μεταβάλλονται σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, καθὼς ἱερουργοῦνται μὲ πίστη καὶ φόβο
καὶ πόθο καὶ εὐλάβεια ἀπ' ὅσους ἔχουν ἀξιωθεῖ τὴ θεία ἱερωσύνη, καὶ δέχονται αὐτὴ τὴ μεταβολὴ
μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲ γίνεται σῶμα διάφορο ἀπὸ αὐτὸ τοῦ
Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἄρτος μεταβάλλεται σ' αὐτὸ τὸ ἴδιο σῶμα καὶ γίνεται πρόξενος ἀφθαρσίας, χωρὶς
νὰ φθείρεται. Πόση λοιπὸν καθαρότητα καὶ ἁγιότητα πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἱερεύς, ἀγγίζοντας τὸ θεϊκὸ
σῶμα; Καὶ πόση παρρησία, ἀφοῦ γίνεται μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ παίρνει συμπρεσβευτές,
μαζὶ μὲ τὴν παναγνὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις τῶν 'Ἀγγέλων καὶ τοὺς Ἁγίους
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου; 'Ἐγὼ νομίζω ὅτι, ὅπως ἔχει ἀγγελικὴ ἢ ἀρχαγγελικὴ τὴν ἀξία, τέτοια
πρέπει νὰ ἔχει καὶ τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό.
κεφ. 74. Σημείωσε καὶ τοῦτο ὅτι μετὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὰ τίμια δῶρα, ποὺ πρόκειται σὲ
λίγο νὰ ἁγιασθοῦν, μένουν ἀκάλυπτα ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα, σὰν νὰ δέονται κατὰ κάποιο τρόπο
καὶ νὰ κράζουν μὲ ἀλάλητες φωνὲς πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς, γι' αὐτοὺς ποὺ τὰ
προσφέρουν. Διότι κοιτάζοντάς τα 'Ἐκεῖνος, δὲν ἀδιαφορεῖ καὶ βλέποντάς τα, δὲν παραβλέπει,
ἀλλὰ θυμᾶται τὴ θεληματικὴ κένωση καὶ τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβαση καὶ τὴν ἀπὸ φιλανθρωπία
σφαγή Του. Δὲ μᾶς χάρισε βέβαια τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία μὲ τὸ πάθος Τοῦ ἐνῷ ἤμασταν
δικαιωμένοι, ὁ ἀγαθὸς καὶ ἀνεξίκακος, ἀλλὰ ἐνῷ ἤμασταν ἐχθροὶ μαζί Του, μᾶς ἐλέησε καὶ μᾶς
ξανακάλεσε κοντά Του.

11
Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως (PG 94, 1144-1145).

You might also like