You are on page 1of 411

ΣΟΦΙΑ Κ.

ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ

Πατερικές χρήσεις
στά ἑρμηνευτικά
Ὑπομνήματα
τοῦ Οἰκουμενίου
(Πράξεις, ἐπιστολές
Παύλου, Καθολικές
ἐπιστολές)

Ἀθήνα 2003
1

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Ἐκτός ἀπό τίς μεγάλες Πατερικές φυσιογνωμίες


οἱ ὁποῖες κατεύθυναν τήν ὀρθόδοξη σκέψη καί
μορφοποίησαν τήν ὀρθόδοξη πίστη, διαφυλλάσοντας τήν
ἀλήθεια τῆς σωτηρίας ἀπό τίς πλάνες, οἱ ὁποῖες
ταλαιπωροῦν τό ἱστορικό γίγνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὑπῆρξαν καί κάποιοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς,
ὄχι τόσο σπουδαῖοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν
νά τοποθετήσουν τό δικό τους λιθαράκι στήν ἱστορία
τῆς ἑρμηνευτικῆς, κωδικοποιώντας τή διδασκαλία ἡ
ὁποία διαμορφώθηκε ὡς τήν ἐποχή τους.
Κάποια ἀπό τά πρόσωπα αὐτά ἑρμήνευσαν τά
βιβλικά κείμενα μέ βάση τήν πατερική διδασκαλία, ἡ
ὁποῖα εἶχε διατυπωθεῖ ἕως τήν ἐποχή τους. Οἱ
ἑρμηνεῖες αὐτές, ἄν καί δέν ἦταν πρωτότυπες,
ἔγραψαν τή δική τους ἱστορία στήν ὀρθόδοξη
ἑρμηνευτική, διότι οἱ ἐκπονητές τους προσπάθησαν νά
ἀποδώσουν μέ πληρότητα τήν Παρακαταθήκη τῆς
ὀρθόδοξης πίστεως, συνδυάζοντας τή διδασκαλία πού
περιλαμβάνονταν σέ περισσότερα τοῦ ἑνός συγγράμματα
ἀπό τόν ἴδιο Πατέρα ἤ συνδυάζοντας ἀποσπάσματα τά
ὁποῖα προέρχονταν ἀπό ἔργα διαφορετικῶν
ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων.
Ἕνας συγγραφέας πού συνδύασε στό ἔργο του τόσο
τήν μορφοποιήση κάποιων προγενέστερών του
θεολογικῶν ἀπόψεων ὅσο καί τήν προβολή τῆς δικῆς
του προσωπικῆς σκέψεως, ἦταν ὁ Οἰκουμένιος πού
ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Τό πρόσωπο αὐτό
2

προβλημάτισε ἰδιαίτερα τή θεολογική ἔρευνα γιατί τό


ὄνομά του συνδέθηκε ἐσφαλμένα μέ κάποιον ἐπίσκοπο
τοῦ 10ου αἰώνα καί οἱ ἑρμηνεῖες του ἀποδείχθηκαν τά
πρῶτα στάδια μιᾶς ἑρμηνευτικῆς Σειρᾶς, ἡ ὁποία
παρουσιάζεται σέ χειρόγραφα μετά τόν 10ο αἰώνα. Τά
Ὑπομνήματα πού τοῦ ἀποδόθηκαν ἑρμήνευαν τίς
Πράξεις, τό Corpus Paulinum, τίς Καθολικές
Ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη.
Τό ἑρμηνευτικό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη
παρουσιάζει μιά πιό ἑνιαία μορφή σέ ἀντιδιαστολή μέ
τά τρία ὑπόλοιπα. Πολλοί ἐπιστήμονες ἀσχολήθηκαν μ'
αὐτό καί τελευταῖα ὁ λέκτωρ κ. Κων/νος Μπελέζος
ἔφερε νέα στοιχεῖα γιά τό συγγραφέα καί τό ἀνέλυσε
προσεγγίζοντάς το ἱστορικά καί μεθοδολογικά. Τά
Ὑπομνήματα στά βιβλία τῶν Πράξεων, τῶν Παύλειων καί
τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν ἐξετάστηκαν μόνο σέ ἄρθρα
σχετικά μέ τήν ἀνάπτυξη τῶν Πατερικῶν Συλλογῶν.
Ἐπειδή ἡ χειρόγραφη παράδοση παρουσιάζει
διαφορετικές μορφές τῶν κειμένων, μέ τίς προτροπές
τοῦ ὁμότιμου καθηγητῆ κ. Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου
καθώς καί τῶν ἀξιότιμων καθηγητῶν κ. Χαράλαμπου
Σωτηρόπουλου καί κ. Δημητρίου Γόνη, ἀποφάσισα νά
μελετήσω τήν φιλολογική ἀξία αὐτῶν τῶν ἔργων, καθώς
καί τήν προσωπική συμβολή τοῦ συγγραφέα
Οἰκουμενίου.
Τό σύγγραμμά μου φέρει τόν ἑξῆς τίτλο :
«Πατερικές χρήσεις στά ἑρμηνευτικά Ὑπομνήματα τοῦ
Οἰκουμενίου (Πράξεις, ἐπιστολές Παύλου, Καθολικές
ἐπιστολές)». Ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς μου ἀπετέλεσαν
οἱ ἑρμηνεῖες τοῦ Οἰκουμενίου στά βιβλία τῶν
Πράξεων, τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου καί τῶν Καθολικῶν
ἐπιστολῶν. Ἡ Εἰσαγωγή τοῦ πονήματός μου ἀναφέρεται
3

στήν προβληματική γύρω ἀπό τό πρόσωπο καί τό ἔργο


τοῦ Οἰκουμενίου, παραθέτοντας καί ὅλη τή μέχρι
σήμερα ἔρευνα. Στό Α΄ Κεφάλαιο ὑπάρχει ἀνάλυση πού
ἀναφέρεται στό πρόσωπο τοῦ συγγραφέα, τό ὁποῖο
προκάλεσε πολλές διχογνωμίες στούς μελετητές. Στό
Β΄ Κεφάλαιο περιγράφεται ἡ ἰδιάζουσα φιλολογική
μορφή τῶν Ὑπομνημάτων τοῦ Οἰκουμενίου. Τό Γ΄
Κεφάλαιο ἐξετάζει τή θέση τῶν προχρυστοστομικῶν
Πατέρων στά ἑρμηνευτικά Ὑπομνήματα τῶν Πράξεων, τοῦ
Corpus Paulinum καί τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν.
Παρόμοια τό Δ΄ Κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τή θέση τῶν
μεταχρυσοστομικῶν Πατέρων στά τρία πονήματα. Στό
πόνημά μου ἀφιερώνονται δύο κεφάλαια στή χρήση τοῦ
Χρυσοστόμου ἀπό τόν Οἰκουμένιο. Ἔτσι τό Ε΄ Κεφάλαιο
ἀναφέρεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Οἰκουμένιος
ἐπεξεργάσθηκε καί χρησιμοποίησε τό μεγάλο Πατέρα,
ἐνῶ στό ΣΤ΄ Κεφάλαιο ἐντοπίζονται οἱ διαφορές
Χρυσοστόμου - Οἰκουμενίου. Τό Ζ΄ Κεφάλαιο εἶναι
ἀφιερωμένο στήν προσωπική προσφορά τοῦ Οἰκουμένιου
στήν ἐρμηνεία τῶν καινοδιαθηκικῶν βιβλίων. Ὡς
Ἐπίλογο κατέθεσα τά προσωπικά μου πορίσματα γιά τήν
ἑρμηνευτική ἀξία τοῦ Οἰκουμένιου.
Μετά ἀπό ἐπίπονες προσπάθειες νομίζω ὅτι
ἔφθασα στήν ὁλοκλήρωση τοῦ πονήματός μου. Θέλω νά
ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου στούς κ. καθηγητές πού
ἀποτελοῦν τήν τριμελή Ἐπιτροπή γιά τήν βοήθειά
τους, καθώς καί τίς εὐχαριστίες μου στό Ι.Κ.Υ. γιά
τήν οἰκονομική ἐνίσχυση τήν ὁποῖα μοῦ παρέσχε.

Ἀθήνα 20 Ἀπριλίου 2003


Σοφία Κ. Κοκκινάκη
5

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1
.................................................
.................................................
................
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 5
.................................................
...........................
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ – ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Βιβλιογραφικές 9
.....................................................
.....................................................
..
Ἄλλες συντμήσεις – συντομογραφίες 10
.....................................................
............
Διευκρινίσεις σχετικά μέ τή χρήση τῆς ὁρολογίας 11
.......................................

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑΣ
1 Ἐκδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου 15
. ...................................................
........................
2 Λατινικές μεταφράσεις τοῦ ἔργου τοῦ Οἰκουμενίου 25
. ........................................
3 Ἡ μέχρι σήμερα ἔρευνα γιά τόν Οἰκουμένιο καί τή 27
. συγγραφή του ...........
6

Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
1 Ἡ προβληματική πού δημιουργήθηκε γύρω ἀπό τό ὄνομα
.
Οἰκουμένιος 39
...................................................
...................................................
..................
2 Ἡ ταύτιση τῶν συγγραφέων τοῦ Ὑπομνήματος στήν
. Ἀποκάλυψη
καί τοῦ Ὑπομνήματος στό Corpus Paulinum 43
...................................................
....
3 Χρονολόγηση τῶν Ὑπομνημάτων τοῦ Οἰκουμενίου 53
. ........................................
4 Βιογραφικό σχεδίασμα τοῦ προσώπου τοῦ Οἰκουμενίου 58
. ..............................

Β΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
1 Τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη 61
. ...................................................
...........................
2 Τό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις 62
. ...................................................
......................................
3 Τό Ὑπόμνημα στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου 67
. ..................................
4 Τό Ὑπόμνημα στίς Καθολικές ἐπιστολές 73
. ...................................................
...........

Γ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΟΧΡΥΣΟΣΤΟΜΕΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΕΙΡΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
1. Ἑρμᾶς (120 μέ 150 μ.Χ.) 83
7

.................................................
........................................
2. Ἰουστῖνος (†165 μ.Χ.) 84
.................................................
.............................................
3. Εἰρηναῖος τῆς Λυών (144-202 μ.Χ.) 85
.................................................
..................
4. Ἀμμώνιος (τέλος 2ου - ἀρχές 3ου αἰ. μ.Χ.) 86
.................................................
.....
5. Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (†220 μ.Χ.) 87
.................................................
...................
6. Ὠριγένης (185-240 μ.Χ.) 89
.................................................
........................................
7. Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (†268 μ.Χ.) 91
.................................................
...............
8. Μεθόδιος Ὀλύμπου (†312 μ.Χ.) 92
.................................................
..........................
9. Εὐσέβιος Καισαρείας (265-340 μ.Χ.) 95
.................................................
................
10. Θεόδωρος Ἡρακλείας Θράκης (†355 μ.Χ.) 98
.................................................
....
11. Ἀκάκιος Καισαρείας (†365/6 μ.Χ.) 99
.................................................
...................
12. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας (296-373 μ.Χ.) 100
.................................................
.......
13. Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς (†398 μ.Χ.) 107
.................................................
.................
8

14. Μέγας Βασίλειος (329-379 μ.Χ.) 111


.................................................
.........................
15. Γρηγόριος Νύσσης (331-400 μ.Χ.) 122
.................................................
......................
16. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-389 μ.Χ.) 132
.................................................
..............
17. Ἀπολινάριος Λαοδικείας (†381 μ.Χ.) 141
.................................................
...............
18. Διόδωρος Ταρσοῦ (†394 μ.Χ.) 144
.................................................
.............................
19. Εὐάγριος Ποντικός (†399 μ.Χ.) 147
.................................................
..........................
20. Εὐσέβιος Ἐμέσης (†περί τό 359 μ.Χ.) 148
.................................................
...............
21. Σεβηριανός Γαβάλων (†408 μ.Χ.) 150
.................................................
.......................

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Χωρία ἀπό τόν Κλήμη Ἀλεξανδρέα 157
....................................................
........
2. Χωρία ἀπό τόν Μεθόδιο Ὀλύμπου 162
....................................................
.........
3. Χωρία ἀπό τόν Εὐσέβιο Καισαρείας 163
....................................................
......
9

4. Χωρία ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο 165


....................................................
....................
5. Χωρία ἀπό τόν Μεγάλο Βασίλειο 166
....................................................
............
6. Χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης 167
....................................................
.
7. Χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο 170
...........................................

Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΙ ΜΕΤΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΕΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
1. Θεόδωρος Μομψουεστίας (†428 μ.Χ.) 173
.................................................
...............
2. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (†444 μ.Χ.) 176
.................................................
..................
3. Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης (†450 μ.Χ.) 188
.................................................
...................
4. Ἡσύχιος Ἰεροσολυμίτης (†5ος αἰ. μ.Χ.) 191
.................................................
............
5. Εὐθάλιος ὁ Διάκονος (†458 μ.Χ.) 193
.................................................
........................
6. Θεοδώρητος Κύρου (386-458 μ.Χ.) 195
.................................................
.....................
7. Γεννάδιος Κων/πόλεως (†471 μ.Χ.) 203
.................................................
.....................
8. Σευῆρος Ἀντιοχείας (470-538 μ.Χ.) 204
10

.................................................
....................
9. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (†662 μ.Χ.) 208
.................................................
...................
10 Ἰωάννης Δαμασκηνός (†756 μ.Χ.) 210
. .................................................
.......................
11 Μέγας Φώτιος (†891 μ.Χ.) 211
. .................................................
.......................................

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Χωρία ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας215
.....................................................
.
2. Χωρία ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου 220
....................................................
.........
3. Χωρία ἀπό τόν Γεννάδιο Κωνσταντινουπόλεως 227
...................................
4. Χωρία ἀπό τόν Φώτιο 228
....................................................
...................................

Ε΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
ΚΑΙ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
1 Τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ ἀξία του 231
. ..............................
2 Ἡ σχέση τοῦ Χρυςοστόμου μέ τήν Ἁγία Γραφή 237
. .............................................
3 Ὁ Χρυσόστομος ὡς ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ
. ἀποστόλου
Παύλου 246
..................................................
..................................................
11

..........................
4 Ὁμοιότητες στίς ἑρμηνεῖες Χρυσοστόμου καί 251
. Οἰκουμενίου .......................

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Ἀντιγραφή Χρυσοστομικῶν χωρίων 273
....................................................
......
2. Συντμήσεις Χρυσοστομικῶν χωρίων 275
....................................................
.......
3. Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος συνοψίζει τά
γραφόμενα τοῦ
Χρυσοστόμου 280
.....................................................
....................................................
4. Ἀναλύσεις Χρυσοστομικῶν χωρίων 289
................................................
............
5. Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος συνδυάζει -
πλέκει λήμματα
ἀπό διαφορετικά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου 291
...............................................

ΣΤ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Διαφορές Οἰκουμενίου - Χρυσοστόμου 295
....................................................
................

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


................................................
..................

Ζ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
12

ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


1 Διάσωση ἀποσπασμάτων ἀπολεσθέντων ἔργων 307
. ............................................
2 Ὑπεροχή τῆς ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου ἔναντι τῆς
. ἀλληγορικῆς
(μέ σκοπό τή διαφύλαξη τῆς Παραδόσεως) 310
..................................................
.....
3 Ἐκλεκτική χρήση τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων γιά τήν
. ἐπίτευξη
τοῦ ἑρμηνευτικοῦ σκοποῦ 311
................................................
.........................................
4 Παρεμβολή προσωπικῶν κρίσεων καί ἀπόψεων τοῦ 313
. Οἰκουμενίου .........

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 331
................................................
................................................
................

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Πηγές 335
....................................................
....................................................
................
2. Βοηθήματα 350
....................................................
....................................................
.....
9

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ - ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Βιβλιογραφικές
– AJPh = American Journal of Philology, Baltimore 1880-.
– ByzNgrJr = Byzantinisch - Neugriechische Jahrbücher, Athen -
Berlin 1920-.
– ΒΕΠΕΣ = Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν
Συγγραφέων, Ἀθῆναι 1955-.
– BZ = Byzantinische Zeitschrift, Leipzig - München 1892-.
– CSCO = Corpus Scriptorum Christianorum Orientaliam, Louvain
1903-.
– J.A. Cramer, Catenae = Catenae Graecorum Patrum in Novum
Testamentum, Ed. John Anthony Cramer, 8 Bände, Oxford
1838-1844 [ἀνατύπωση Hildesheim 1967, LXXVIII/4039
S.Leinen].
– DB = A Dictionary of the Bible (ed. by J. Hastings) I-V
Extra Volume, Edinburgh 1942-1951.
– DBS = Dictionnaire de la Bible, Supplément (ὑπό L. Pirot, A.
Robert & H. Cazelles), Paris 1928-.
– EB = Estudios Biblicos, Madrid 1940.
– ΕΕΒΣ = Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν.
– ΕΕΘΣΑΠΘ = Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1953-.
– EO = Έchos d’ Orient, Paris 1897- (=Revue des Εtudes
Byzantines ἀπό 1946-).
– ΕΠΕ = Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Πατερικαί ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»), Θεσσαλονίκη.
– GCS = Die Griechischen Chritlichen Schriftsteller der ersten
drei Jahrhuderte, Akademie-Verlag, Berlin 1897-.
– ΘΗΕ = Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 1-12,
Ἀθῆναι 1962-1968.
– LThK2 = Lexikon für Theologie und Kirche, Freiburg 1957-.
10

– Mansi = Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio


(ἐκδ. J.D. Mansi) Φλωρεντία κ.ἀ. 1759-1827
(Paris/Lipsiae 1899-1927) [ἀνατύπωση Graz 1960-1962].
– OrChr = Oriens Christianus, (Leipzig) Wiesbaden 1901-.
– «Παρνασσός» = Ἐπετηρίς Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Παρνασσός».
– PG = Migne J.P., Patrologiae cursus completus, series
Graeca, Paris 1857-1866 [ἑλλην. ἐπανέκδοση : Ἀθῆναι
1987 - «Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων»].
– PL = Migne J.P., Patrologiae cursus completus, series
Latina, Paris 1844-.
– Πρακτικά (Μήλια) = Μήλια Σπ., Τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν Οἰκουμένην
συναθροισθεισῶν οἰκουμενικῶν τε καὶ τοπικῶν νέα καὶ
δαψιλεστάτη συνάθροισις ..., Βενετία [ἐπανέκδοση :
Ἅγιον Ὄρος : Καλύβη Τιμίου Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγ.
Ἄννης], τόμ. Α΄ : 1761 [τόμ. Α΄ : 1981], τόμ. Β΄ : 1762
[τόμ. Β΄ : 1982 & τόμ. Γ΄ : 1986].
– PO = Patrologia Orientalis (R. Graffin - F. Nau), Paris
1903.
– Ράλλη - Ποτλῆ, Σύνταγμα = Ράλλη Γ. - Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα
Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων ..., τόμ. Α΄-Στ΄, Ἀθήνῃσιν
1852-1859.
3
– RGG = Die Religion in Geschichte und Gegenwart, 3 t.
Auflage, Tübingen 1956-1965.
– SAB = Sitzungsberichte der Königlichen Preussischen (der
Deutschen –ἀπό 1944–) Akademie der Wissenschaffen zu
Berlin Phil.-hist. Klasse, Berlin 1882.
– SC = Sources Chrétiennes, Paris 1946-.
– SE = Sacris Erudiri, Brugge 1960-.
– ThQ = Theologische Quartalschrift, Tübingen 1819-/Stuttgart
1946-.

Ἄλλες συντμήσεις - συντομογραφίες


– βλ. = βλέπε
– ἑ = ἑξῆς
– ἑἑ = ἑπόμενη καὶ μεθεπόμενη σελίδα/στίχος/στήλη
11

– ἐκδ. = ἐκδόσεις
– κεφ. = κεφάλαιο/κεφάλαια
– κ.ἄ. = καί ἄλλα/καί ἀλλοῦ
– κτλ = καί τά λοιπά
– κ.ο.κ. = καί οὗ τό κάθε ἑξῆς
– πρβλ = παράβαλε
– σελ. = σελίς/σελίδες
– στίχ. = στίχος/ στίχοι
– τεύχ. = τεύχος
– τόμ. = τόμος/τόμοι
– tom. = tomus
– vol. = volume/volumes

Διευκρινίσεις σχετικά μέ τή χρήση τῆς


ὁρολογίας
Ἀριθμοσειρές ὀνομάζονται τά σύνολα τῶν ἀριθμημένων ἑρμηνειῶν
πού συνδέονται μέ τίς βιβλικές λέξεις πού ἑρμηνεύονται.
Συνήθως ἡ ἀρίθμηση γίνεται μέ ἑλληνικά γράμματα. Κατ'
αὐτόν τόν τρόπο δημιουργοῦνται ἁλυσίδες ἑρμηνειῶν.
Σχόλια «ἐν τῇ ὤᾳ» ἤ Σχόλια τοῦ περιθωρίου ὀνομάζονται τά μή
ἀριθμημένα σχόλια πού εἶναι σημειωμένα στό περιθώριο τοῦ
χειρογράφου καί συνδέονται μέ τό βιβλικό κείμενο μέ τή
βοήθεια ἀγκίστρων ἤ ἀγκυλῶν.
Ἀντιγραφή ἤ «κατά λέξιν» παράθεση ὀνομάζουμε τά σχόλια πού ὁ
Οἰκουμένιος ἀπέσπασε ἀπό τίς πατερικές ἑρμηνεῖες καί στά
ὁποῖα δέν ἔκανε προσωπικές ἐπεμβάσεις.
Σύνοψη ὀνομάζουμε τήν περιληπτική ἀπόδοση τῶν πατερικῶν
σχολίων ἀπό τόν Οἰκουμένιο.
Συγκοπή χαρακτηρίζουμε τήν ἐπιλεκτική ἀφαίρεση κάποιων
ἐνδιάμεσων τμημάτων ἀπό τήν «κατά λέξιν» ἀπόδοση ἑνός
πατερικοῦ ἀποσπάσματος.
13

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ

Ἡ ταυτότητα τοῦ προσώπου καί τά συγγράμματα


τοῦ Οἰκουμενίου προβλημάτισαν ἔντονα τήν
ἐπιστημονική ἔρευνα. Τοῦτο συμβαίνει, διότι ἐνῶ ἡ
χειρόγραφη παράδοση μᾶς πληροφορεῖ γιά τό ὄνομα
Οἰκουμένιος, συγχέει τό συγγραφέα τῶν Ὑπομνημάτων
στήν Ἀποκάλυψη, τίς Πράξεις καί τίς Ἐπιστολές –
Παύλειες καί Καθολικές– μέ κάποιον ἐπίσκοπο τοῦ
10ου αἰώνα, πού ἦταν συνώνυμος μέ τόν ἑρμηνευτή καί
ἔδρασε στήν ἐπισκοπή Τρίκκης.
Ὑπάρχουν μερικά χειρόγραφα πού περιλαμβάνουν
τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη1. Τό τελευταῖο πού
ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν Fr. Diekamp στή Μεσσήνη,
περιλαμβάνει ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ Ἑρμηνευτικοῦ
Ὑπομνήματος στό συγκεκριμένο βιβλίο τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ὁ τίτλος του μᾶς παραπέμπει στή συγγραφή
του ἀπό τόν Οἰκουμένιο. Εἶναι ὁ cod. Mess. S.
Salvatore 99, πού ἐπιγράφεται «Ἑρμηνεία τῆς
ἀποκαλύψεως τοῦ θεσπεσίου καὶ εὐαγγελιστοῦ καὶ
θεολόγου Ἰωάννου ἡ συγγραφεῖσα παρὰ τοῦ
Οἰκουμενίου»2. Ἐπιπλέον βρέθηκαν ἑπτά κώδικες, ὅπως
π.χ. ὁ cod. Coisl. 224 πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν
1
Ἀπό τά πλέον ἀντιπροσωπευτικά εἶναι ὁ Vat. gr. 1426, ὁ
Vat. Ottob. gr. 126-127, ὁ Taur. gr. 84. Βλ. Κ. Μπελέζου, Ἡ
«Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη
τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι
1999, σελ. 34.
2
S. Petridès [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de Tricca,
ses oeuvres, son cute”, EO 6 (1913) 308.
14

Monfaucon, πού παρουσιάζουν ἕνα Σχόλιο στήν


Ἀποκάλυψη πού φέρει τίτλο : «Ἐκ τῶν Οἰκουμενίῳ τῷ
μακαρίῳ ἐπισκόπῳ Τρίκκης Θεσσαλίας θεοφιλῶς
πεπονημένων εἰς τὴν ἀποκάλυψιν Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
σύνοψις σχολική»3. Ἐπιπλέον πλῆθος χειρογράφων
περιλαμβάνουν ὁλόκληρη ἑρμηνευτική παράδοση στά
βιβλία τῶν Πράξεων, τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου καί
τῶν Καθολικῶν, πού ἀνάγονται στό συγγραφέα
Οἰκουμένιο4.
Ἡ πρώτη γενική θεώρηση μᾶς γεννᾶ πολλές
ἀπορίες γιά τό ἄν ὁ συγγραφέας τῶν ἐξηγήσεων στήν
Ἀποκάλυψη ταυτίζεται μέ τό δημιουργό τῶν
Ὑπομνημάτων στίς Πράξεις, τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου
καί τίς Καθολικές ἐπιστολές. Μετά ἀπό λεπτομερή
μελέτη, πολλοί ἐρευνητές κατέληξαν στό πόρισμα ὅτι
ἡ Σύνοψη στήν Ἀποκάλυψη ἀνήκει σέ ὀπαδό τοῦ
μονοφυσιτισμοῦ, δηλαδή σέ προχαλκηδόνιο συντάκτη.
Ἄλλο ἐρώτημα πού μᾶς γεννήθηκε εἶναι ἄν ὁ
ἑρμηνευτής Οἰκουμένιος ταυτιζόταν μέ τόν ἐπίσκοπο
3
Τά χειρόγραφα εἶναι τά ἑξῆς : α) cod. Coisl. gr. 224, Nat.
Bibl. Paris (11ος αἰ.) · β) cod. Baroc. 3, Bodleiana Bibl.
Oxford (11ος αἰ.) · γ) cod. Christ Church Wake 12, Oxford
(11ος αἰ.) · δ) cod. Vatic. Pii II gr. 50 (12ος αἰ.) · ε)
cod. Paris. B.N. gr. 59 (15ος αἰ.) · στ) cod. Vatic.
Reginenses gr. 68 (15ος αἰ.) · ζ) κωδ. 490 τῆς Ἐθνικῆς
Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος (15ος αἰ.). Βλ. Fr. Diekamp,
“Kommentar”, SAB 43 (1901) 1046-1056. Ἐπίσης βλ. J. Schmid,
“Ökumenios der Apokalypsen - Ausleger und Ökumenios der
Bischof von Tricca”, ByzNgrJr XIV (1938) 325-329. Ἐπίσης βλ.
M. De Groote, “Die σύνοψις σχολικὴ aus dem Kommentaar des
Oecumenius zur Apokalypse”, SE 32 (1991) 107-109. Ἐπίσης βλ.
Τοῦ αὐτοῦ, “Die handschriftliche Überlieferung des
Oecumenius – Kommentares zur Apokalypse”, SE 35 (1995) 28.
Ἐπίσης βλ. Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ
Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί
μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 76.
4
Κ. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 99-212.
15

Τρίκκης ἤ ἄν πρόκειται γιά δύο διαφορετικά πρόσωπα.


Ὑπάρχει μήπως ἡ δυνατότητα νά σκεφθοῦμε ὅτι τά
ἀπανθίσματα πού φέρονται ὡς ἀνήκοντα στόν
Οἰκουμένιο προδίδουν τήν πραγματική πρωτογενή
ὕπαρξη ἑρμηνευτικῶν πονημάτων πού συνεγράφησαν ἀπό
τό μονοφυσίτη Οἰκουμένιο τῆς Ἀποκάλυψης ; Καί κατά
πόσον αὐτά τά συγγράμματα εἶναι πρωτότυπα καί πῶς
τελικά διανθίστηκαν γιά νά λάβουν τήν τελική
φιλολογική τους μορφή ; Πόσα στάδια ἀναπτύξεως
ἐμφανίστηκαν ; Ποιά ἦταν ἡ ἐξελικτική πορεία τοῦ
συντάκτη ἤ τῶν συντακτῶν ;

1. Ἐκδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου.

α. Τό 1532 ὁ Donatus Veronensis ἐξέδωσε


πρῶτος τά Ὑπομνήματα στίς Πράξεις, στό Corpus
Paulinum καί στίς Καθολικές ἐπιστολές στήν
Verona5, στηριζόμενος στόν cod. Paris. 219, μετά
ἀπό ἐντολή τοῦ ἐπισκόπου Giovanni Matteo Giberti.
Ὁ κώδικας αὐτός εἶχε δωρηθεῖ στόν ἐπίσκοπο ἀπό
τόν Ἰωάννη Λάσκαρη, δέν ἦταν ὅμως ὁ
ἀντιπροσωπευτικότερος τοῦ τύπου τοῦ Οἰκουμενίου.
Ὁ Donatus προέβη στήν ἔκδοση τοῦ cod. Paris. 219,
χωρίς νά προβεῖ σέ καμμία διόρθωση τοῦ κειμένου
μέ βάση κάποιο ἄλλο χειρόγραφο. Τά ὀνόματα τῶν
σχολιαστῶν τέθηκαν στό περιθώριο καί ἔτσι

5
Donatus Bernandinus, Ἐξηγήσεις παλαιαὶ καὶ λίαν ὠφέλιμοι
βραχυλογίαν τε καὶ σαφήνειαν τοῦ λόγου ἔχουσαι θαυμαστὴν ἐκ
διαφόρων τῶν ἁγίων πατέρων ὑπομνημάτων ὑπὸ Οἰκουμενίου καὶ
Ἀρέθα συλλεχθεῖσαι εἰς τὰς τῆς νέας διαθήκης πραγματείας τοῦ
μὲν Οἰκουμενίου εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἰς τὰς ἑπτὰ
λεγομένας Καθολικὰς Ἐπιστολάς, εἰς τὰς Παύλου πάσας τοῦ δὲ
Ἀρέθα εἰς τὴν Ἰωάννου Ἀποκάλυψιν, Veronae 1532.
16

δημιουργήθηκαν συγχύσεις καί λάθη. Ἡ ἀξία τῆς


ἐκδόσεως αὐτῆς ἦταν ἱστορική, γιατί ἀποτέλεσε τό
πρῶτο τυπωμένο κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου. Πρῶτος ὁ
Donatus στηριζόμενος στό τελευταῖο ἑρμηνευτικό
ἀπόσπασμα τοῦ Ὑπομνήματος στήν πρός Κολοσσαεῖς
ἐπιστολή6, ἀπέδωσε –στόν ἀπευθυνόμενο «Τοῖς
φιλέλλησι» πρόλογό του7– τά Ὑπομνήματα στόν
Οἰκουμένιο.
β. Τό 1537 ἐκδόθηκαν ἀπό τόν Johannes
Lonicerus Σχόλια στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ὑπό
τό ὄνομα τοῦ πρεσβύτερου Θεόδουλου Καιλεσύρια.
Τό 1677 τά Σχόλια ἐκδόθηκαν γιά δεύτερη φορά στήν
Σειρά Maxima Bibliotheca8. Ἡ ἔκδοση αὐτή δέ
στηρίχθηκε στήν ἔκδοση τοῦ Donatus, ἀλλά σέ
κάποιο χειρόγραφο. Τό κείμενο τῶν Ἐπιστολῶν
λείπει · ὑπάρχουν μόνο οἱ ἑρμηνευόμενες βιβλικές
6
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 56 : «Ἐκ τοῦ ἀντιγράφου μὴ εὑρὼν
καλῶς τὰς παραγραφὰς τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τῆς πρὸς
Κολοσσαεῖς Ἐπιστολῆς, συνέγραψα αὐτὰς ὅπως ἡδυνάμην. Εἰ οὖν
εὑρεθῇ τι ἐν αὐταῖς, ἢ κοῦφον ἢ ἐπιλήψιμον, ἴστω ὁ
ἀναγιγνώσκων, ἐμὸν εἶναι τὸ τοιοῦτον πταῖσμα».
7
Οἰκουμενίου, Τοῖς φιλέλλησι, PG 118 : 23 : «Ταύτῃ δὲ τῇ
μαρτυρίᾳ καὶ πᾶσα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολὴν ἑρμηνεία
τελειοῦται. Ἔχει δέ γε αὕτη ὄνομα προτιθέμενον τὸ
Οἰκουμενίου. Ὥστε ἐκ τούτου τεκμαίρεσθαι, μᾶλλον δὲ
ἐναμφίβολον ἤδη ἔχειν, τοῦ Οἰκουμενίου τούτου, κἂν γοῦν εἰς
τὰς Παύλου Ἐπιστολάς, τὸν πόνον εἶναι. Οὗτος γὰρ ἀνὴρ πᾶσαν
τὴν Χρυσοστόμου πραγματείαν, ὡς καὶ παντὶ τῷ ἀναγινώσκοντι
ῥᾴδιον καθορᾷν, εἰς βραχὺ συστειλάμενος, ταύτῃ καὶ τῶν ἄλλων
ἁγίων τὰς ἐξηγήσεις προσέθηκε, τὸ ὄνομα ἑκάστου τῇ ἐπιγραφῇ
προμηνύσας, οἷον Κυρίλλου, Γενναδίου, Θεοδωρήτου, Γρηγορίου,
Βασιλείου, Σευηριανοῦ, καὶ τῶν τοιούτων, ἐξαιρέτως δὲ Φωτίου
τινός, ἀφ' οὗ ὅσαι μετεκομίσθησαν ἐξηγήσεις, τοῦ σκοποῦ,
κατά γε ἐμέ, μάλιστα πάντων τυγχάνουσιν».
8
Theoduli Coelesyriae Presbyteri Theologi, In Pauli
epistolam ad Romanos Commentarios, in Maxima bibliotheca
veterum Patrum etantiquorum scriptorum ecclesiasticorum,
vol. VIII, Lugduni Apud Anissonios 1677, σελ. 587-618.
17

λέξεις ἤ φράσεις πού συνδέονται μέ τήν ἑρμηνεία.


Τό σχόλιο ἀναγράφει τό συνηθισμένο τύπο τοῦ
Οἰκουμενίου. Στίς ἑρμηνεῖες τῶν παλαιοτέρων
Πατέρων παρεμβάλλονται παρατηρήσεις καί ἀπόψεις
τοῦ Φωτίου καί τοῦ Οἰκουμενίου, ἐνῶ δέ
μνημονεύεται καθόλου ὁ ἐκκλησιαστικός συγγραφέας
Γεννάδιος. Μιά μικρή παρατήρηση ἀποκλείει τήν
ἀναγωγή τοῦ κειμένου στόν πρεσβύτερο Θεόδουλο, ὁ
ὁποῖος ἀπεβίωσε τό 490 μ.Χ., ἐπειδή αὐτό
περιλαμβάνει τόν Φώτιο καί τόν Οἰκουμένιο, οἱ
ὁποῖοι ἔδρασαν κατά τούς 9ο καί 10ο αἰῶνες.
γ. Τό 1630-31, ὁ Frd. Morellus ἐξέδωσε στό
Παρίσι9 γιά δεύτερη φορά τό ἀλλοιωμένο κείμενο
τοῦ Donatus, μαζί μέ τή μετάφραση τοῦ Jo.
Hentenius. Ὁ Μigne καταχώρισε τήν ἔκδοση τοῦ
Morellus στούς τόμους 118 καί 119 τῆς Πατρολογίας
του. Στήν πραγματικότητα ἐπανεξέδωσε τό πόνημα
τοῦ Donatus10.
δ. Τό σχόλιο τοῦ Οἰκουμενίου ἐκδόθηκε στή
Φλωρεντία τό 1738 ἀπό τόν Jo. Lamius11 · ἡ ἔκδοση
αὐτή στηρίχθηκε στόν ἀνεπίγραφο κώδικα Laur. IX
10. Ὁ κώδικας αὐτός φέρει στό περιθώριο

9
F. Morellus, Οἰκουμενίου ὑπομνήματα εἰς τὰς τῆς νέας
διαθήκης πραγματείας τάσδε ………… Opus nunc primum Graece et
Latine editum …………, Interprete Johanne Hentenio, Εmendatore
et Praelectore hujus Editionis Frd. Morello, Regiorum, Paris
1631.
10
Σημειώνεται ὅτι ὁ Migne ἐξαφάνισε τούς ἀριθμούς καί τά
ἄγκιστρα τῶν ἀρχαιοτέρων τύπων καί ἔτσι πολλά ὀνόματα
Πατέρων τοποθετήθηκαν σέ λάθος σημεῖο. Δημιουργήθηκε μεγάλη
σύγχυση, ἰδιαίτερα στά λήμματα μέ τή διπλή προέλευση καί στά
Φωτιανά ἀποσπάσματα πού ἐνεπλάκησαν μέ γνῶμες προγενέστερων
Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων.
18

μεταγενέστερη ἐπιγραφή πού δηλώνει ὅτι τόν


συνέγραψε κάποιος Νικήτας12. Δέν πρόκειται στήν
οὐσία γιά ἕνα ἀξιόλογο χειρόγραφο. Τό γεγονός πού
γοήτευσε τόν Lamius ὥστε νά τό ἐκδώσει, εἶναι ὁ
χωρισμός τοῦ σχολίου σέ παραγράφους, κατά τό
παράδειγμα τοῦ βιβλικοῦ κειμένου. Τά τμήματα τοῦ
σχολίου ἕπονται τῶν λημμάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὑπάρχουν πολλοί σχολιασμοί στήν ὤα, δηλαδή στό
περιθώριο. Οἱ συντομογραφίες ἀρχ. (ἀρχέτυπο) καί
ἑρμ. (ἑρμηνεία) διακρίνουν τό κείμενο ἀπό τό
σχολιασμό. Ἡ μεθοδολογία αὐτή διαφέρει ἀπό τίς
κατένες τῶν ἄλλων χειρογράφων, ὅπου οἱ ἀπόψεις
τῶν Πατέρων γιά κάθε χωρίο σχηματίζουν
ἀριθμημένους σπονδύλους, πού ἑνώνονται σέ μορφή
ἁλυσίδας (ἀριθμοσειρές), ἐνῶ διακρίνονται μεταξύ
τους μέ φανταστικά ἄγκιστρα. Ἡ ἔκδοση τοῦ Lami
εἶναι κάκιστη. Στήν πραγματικότητα οἱ ἑρμηνεῖες
ἀποκόπτονται ἀπό τό κείμενο καί συγχέονται,
ὁδηγώντας τόν ἀναγνώστη σέ ἀδιέξοδο. Ὁ ἴδιος ὁ
κώδικας ὑποβιβάζει τό σχόλιο τοποθετώντας τίς
πατερικές ἀπόψεις στήν ὤα, ἐνῶ ὁ ἐκδότης
δημιουργεῖ συμπλέγματα ἑρμηνείας πού τά
μεταφράζει στά λατινικά, τά συγχέει καί τά
ἀποκόπτει ἀπό τό κείμενο καταστρέφοντας τό
σχόλιο.
ε. Ὁ Migne ἐπανεκτύπωσε τό 1830 τήν ἔκδοση
τοῦ Donatus. Συγκεκριμένα συμπεριέλαβε τά
Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου σέ δύο τόμους τῆς

11
Jo. Lamius, Deliciae eruditorum sen veterum ἀνεκδότων
opusculorum collectanea, Jo. Lamius collegit-illustravit-
editit, Tom. 4, Florentiae 1738.
12
Τό πρόσωπο αὐτό δέν ταυτίζεται μέ τόν Νικήτα Ἡρακλείας.
19

Πατρολογίας του, τούς 118 καί 11913. Στηρίχθηκε


στόν cod. Paris. 219, ὁ ὁποῖος δέν ἐκπροσωπεῖ
ἐπάξια τή χειρόγραφη παράδοση. Στήν
πραγματικότητα ἡ προσπάθεια αὐτή στηρίχθηκε σ'
ἕνα κακοποιημένο, παραφθαρμένο καί ἀναξιόπιστο
κείμενο. Ἡ ἔκδοση ἔχει πολλά ὀρθογραφικά καί
γραμματικά λάθη, ἰδίως στήν ἐκτύπωση τῆς
εἰσαγωγῆς. Τό θετικό εἶναι ὅτι τό βιβλικό κείμενο
παρεισέφρησε τμηματικά ἀνάμεσα στίς ὁμάδες τῶν
ἑρμηνειῶν. Σχετικά μέ τό σχολιασμό, ὁ ἐρευνητής
δέ μπορεῖ νά διακρίνει τήν προέλευση τῶν πηγῶν
τῶν ἑρμηνειῶν. Οἱ συντμήσεις στά ὀνόματα τῶν
Πατέρων δημιουργοῦν προβλήματα παρεξηγήσεων (π.χ.
πίσω ἀπό τίς συντμήσεις Θεοδωρ. καί Σευηρ.,
ἐννοοῦνται ὁ Θεοδώρητος Κύρου καί ὁ Σεβηριανός
Γαβάλων καί ὄχι ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καί ὁ
Σευῆρος Ἀντιχείας). Οἱ ἀριθμοσειρές ἔχουν
ἐξαφανιστεῖ14, τά ὅρια κάθε σχολίου ἔχουν γίνει
δυσδιάκριτα καί τά σχόλια συγχέονται μεταξύ τους.
Οἱ δακτύλιοι τῶν ἑρμηνειῶν ἔχουν ὑποστεῖ ρήγματα.
Σέ πολλά σημεῖα ἔχουν χαθεῖ τά ὀνόματα τῆς
προελεύσεως τῶν λημμάτων καί ὁ Migne ἔχει
παρεμβάλει τά ἐπιρρήματα «ἄλλως» ἤ «ἑτέρως».
Ἐπειδή ἡ ἔκδοση αὐτή ἔχει πολλά μειονεκτήματα ὁ
ἀναγνώστης καλεῖται νά μελετήσει χειρόγραφα, ἄν
θέλει νά ἔχει μία ἀντιπροσωπευτικότερη εἰκόνα τοῦ
αὐθεντικοῦ κειμένου.

13
Οἰκουμενίου, Ἅπαντα, PG 118 & 119.
14
Βλέπε ὑποσημείωση 8.
20

στ. Ὁ J.A. Cramer ἐξέδωσε ὀκτάτομο ἔργο μέ τίς


Κατένες τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης15. Οἱ ἕξι
τελευταῖοι τόμοι16 περιέχουν τίς Σειρές στίς
Πράξεις, στό Corpus Paulinum, στίς Καθολικές
ἐπιστολές καί στήν Ἀποκάλυψη. Στηρίχθηκε στά
χειρόγραφα τῆς Ὀξφόρδης. Γιά νά ἐκδώσει τή Σειρά
τῶν Πράξεων στηρίχθηκε στόν κώδικα 58, μεμβράνη
τοῦ 13ου αἰώνα τῆς «Bibliotheca Novi Collegii»,
πού σύμφωνα μέ τή γνώμη του ὑπερέχει ἀπό ἄλλα
χειρόγραφα λόγῳ τῆς καλῆς διατήρησης τοῦ κειμένου
καί τῆς ἀρχαιότητάς του. Ἐπίσης χρησιμοποίησε
τούς κώδικες τῆς Μεσσήνης.
Στόν πρόλογο τῆς ἔκδοσης τῆς Σειρᾶς τῶν
Πράξεων ἐξηγεῖ γιατί τό χειρόγραφο ὑλικό εἶναι
ἀντιπροσωπευτικότερο ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ
Morellus17. Θεωρεῖ τό χειρόγραφο ὑλικό του ἀνώτερο

15
Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum, Ed. John
Anthony Cramer, 8 Bände, Oxford 1838-1844 [ἀνατύπωση
Hildesheim 1967, LXXVIII/4039 S.Leinen].
16
Catenae Graecorum Patrum in Novum Testamentum, Ed. John
Anthony Cramer, 8 Bände, Oxford 1838-1844 [ἀνατύπωση
Hildesheim 1967, LXXVIII/4039 S.Leinen].
III : Catenae in acta SS. apostolorum e cod. no coll.
IV : Catenae in Sancti Paouli epistolam ad Romanos ad
fidem codd. mss.
V : Catenae in Sancti Paouli Epistolas ad Corinthios ad
fidem codd. mss.
VI : Catenae in Sancti Paouli epistolas ad Galatas,
Ephesios, Philippenses, Colos- senses, Thessalonicenses ad
fidem codd. mss.
VII : Catenae in Sancti Paouli epistolas ad Timotheum,
Titum, Philomena et al He- braeos ad fidem codd. mss.
VIII : Catenae in epistolas catholicas acceserunt
Oecumenii et Arethae commentarii in Apocalypsin codd.
mss.
17
J.A. Cramer, Catenae III, σελ. iii : «Hujusce autem
Commentarii praestantia potisimum elucebit, si cum illo
21

ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Morellus. Ἐκεῖ θέτει καί τήν


προβληματική τῆς συγγραφικῆς πατρότητας τοῦ
Οἰκουμενίου, τόν ὁποῖο τελικά ἀποδέχεται ὡς τόν
ἐκπονητή τῆς Σειρᾶς τοῦ Corpus Paulinum, ὅπου
ὑπάρχουν ἀποσπάσματα μέ τό ὄνομά του. Προσθέτει
ὅτι ἡ Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου ἀποτελεῖ Ἐπιτομή
Πατερικῶν Ἐξηγήσεων, στήν ὁποία ἄλλες φορές
ἀποσιωποῦνται καί ἄλλες ἐμφανίζονται τά ὀνόματα
τῶν Πατέρων, τά ἔργα τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν πηγές
τῆς Σειρᾶς. Ἐπιπλέον διερωτᾶται γιατί ἀπό τή
Σειρά τῶν Πράξεων ἀπουσιάζουν ἀποσπάσματα μέ τό
ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου. Ἐξάλλου παρατηρεῖ ὅτι
στούς cod. Coisl. 224 καί Baroc. 3 ὑπάρχουν
σχόλια στήν Ἀποκάλυψη, τά ὁποῖα κατά τή μαρτυρία
τῶν τίτλων, ἀνήκουν στόν Οἰκουμένιο18.
Ἐπικαλεῖται τή μαρτυρία τῶν cod. Coisl. 25 &
121 καί ἀποκλείει τή συγγραφή τοῦ Ὑπομνήματος
στίς Πράξεις ἀπό τόν Οἰκουμένιο, ἐπειδή στά
χειρόγραφα αὐτά ὑπάρχει μαρτυρία μέ τό ὄνομα τοῦ
συγγραφέα Ἀνδρέα τοῦ Πρεσβύτερου. Κατά τή γνώμη
μας, ἡ ἀπουσία τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἀπό μεγάλο
ἀριθμό χειρογράφων, καθώς καί ἡ εὐρεία χρήση
ἀπόψεων τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας, φίλου καί
ἀνθρώπου πού συνδέεται μέ τή χριστολογική
προβληματική τοῦ Οἰκουμενίου, δέν μᾶς πείθουν ὅτι
ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρεσβύτερος εἶναι ὁ μόνος πού
ἀσχολήθηκε μέ τή Σειρά τῶν Πράξεων. Πιθανότατα ὁ
Οἰκουμένιος ξεκίνησε τή σύνταξη κάποιου

conferatur, qui sub Oecumenii nomine Veronae prodiit Anno


1532 in f0 et dein saepius recusus est».
18
J.A. Cramer, Catenae III, σελ. iii : «Ἐκ τῶν Οἰκουμενίῳ τῷ
μακαρίῳ Ἐπισκόπῳ Τρίκκης Θεσσαλίας θεοφιλῶς πεπονημένων εἰς
τὴν Ἀποκάλυψιν Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου».
22

φιλολογικοῦ εἴδους Ὑπομνήματος πού τό συμπλήρωσαν


ἀργότερα κάποιοι ἄλλοι, μεταξύ τῶν ὁποίων μπορεῖ
νά συγκαταλέγεται ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρεσβύτερος καί τό
ὁποῖο κατέληξε νά εἶναι ἡ βάση μιᾶς ἑρμηνευτικῆς
Σειρᾶς ἡ ὁποία παρουσιάστηκε γιά πρώτη φορά σέ
ὁρισμένα χειρόγραφα τοῦ 10ου αἰώνα.
Γιά τήν ἔκδοση τῆς Σειρᾶς τῆς πρός Ρωμαίους ἡ
ὁποῖα ἐπίσης στηρίχθηκε σέ κάποια ἑρμηνευτική
προσπάθεια τοῦ Οἰκουμενίου, ὁ J.A. Cramer
χρησιμοποίησε τόν cod. Bodleianο Auct E ii 20,
πού συντάχθηκε ἀπό τόν Θεόδωρο Λάσκαρη τό 1601,
καθώς καί τόν cod. Monacensis μέ τό ὄνομα τοῦ
Οἰκουμενίου. Γιά νά ἐκδώσει τή Σειρά στήν Α΄ πρός
Κορινθίους στηρίχθηκε στόν cod. Paris. 227 τοῦ
16ου αἰώνα. Ἡ Σειρά ἀποτελεῖ Ἐπιτομή Πατερικῶν
ἐξηγήσεων, ὅπου ἐπικρατοῦν ὁ Χρυσόστομος, ὁ
Σεβηριανός Γαβάλων καί ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας.
Στίς ἀπόψεις τους προστίθενται καί ἄλλες
Πατερικές μαρτυρίες, ὅπως τοῦ Φωτίου καί τοῦ
Οἰκουμενίου. Γιά τήν ἔκδοση τῆς Σειρᾶς στή Β΄
πρός Κορινθίους χρησιμοποιεῖ τούς κώδικες Reg.
223 καί Chr. 1045. Στόν πρόλογό του στόν τόμο VI
ὁ J.A. Cramer γράφει ὅτι στήν Ἐπιτομή
συνδυάζονται Χρυσοστομικές ἀπόψεις μέ γνῶμες τῶν
Σεβηριανοῦ Γαβάλων, Θεοδώρου Μοψουεστίας,
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Κύρου, Ὠριγένη,
Ἀθανασίου (κυρίως στήν πρός Ἐφεσίους)19. Στήν

19
J.A. Cramer, Catenae VI, σελ. vi : «Opus autem hoc, ut
testatur titulus alibi raro οbvius, (ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν
τόμοι), est Epitome, amplorum Commentariorum adiversis
Patribus in S. Pauli Epistolas confectorum Hipotissimum sunt
Joannes Chrysostomus, Severianus Gabalensis et Theodorus
Mopsuestenus, qui in universas Epistolas adhibentur,
23

ἔκδοση τῆς Σειρᾶς τῆς πρός Ἑβραίους


περιλαμβάνονται ἐπίσης ἀπόψεις τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
Τό κείμενο τῆς Σειρᾶς αὐτῆς ἐκδόθηκε μέ βάση τόν
cod. Paris. 238 τοῦ 13ου αἰώνα.
Ὁ J.A. Cramer στόν τόμο VIII ἐξέδωσε τή Σειρά
στίς Καθολικές ἐπιστολές μαζί μέ τό Σχόλιο τοῦ
Ἀρέθα στήν Ἀποκάλυψη καί ὄχι τοῦ Οἰκουμενίου,
παρατήρηση πού φανερώνει ὅτι προβληματιζόταν γιά
τό ἄν ὁ ἐκπονητής - βάση τῆς Σειρᾶς τῶν Ἐπιστολῶν
ταυτιζόταν μέ τόν ὑπομνηματιστή πού συνέταξε τούς
λόγους στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Στήν εἰσαγωγή
του στόν τόμο VIII μᾶς ἐνημερώνει ὅτι ὁ cod.
Barocc. 3 τοῦ 12ου αἰώνα περιλαμβάνει καί τά δύο
Ὑπομνήματα. Μᾶς πληροφορεῖ ἐπίσης ὅτι τό
περιεχόμενο τοῦ κώδικα αυτοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό
πολλές περικοπές καί διαφέρει πολύ ἀπό τό
πρωτότυπο.
Ἡ ἔκδοση J.A. Cramer ἀποκαθιστᾶ, κατά ἕνα
μεγάλο μέρος, τό παραμορφωμένο κείμενο τῆς
ἐκδόσεως τοῦ Morellus. Συμπληρώνει τίς ἐλλείψεις,
ἀναφέρει τούς συγγραφεῖς τῶν πατερικῶν ἀπόψεων,
καθώς καί τά ἔργα ἀπό τά ὁποῖα ἔχουν ληφθεῖ.
Διακρίνει τά ὀνόματα τῶν συγγραφέων τῶν
συνδυαστικῶν λημμάτων. Παρότι εἶναι ἕνα πολύτιμο
ἐγχειρίδιο, χρήσιμο στήν κριτική τοῦ κειμένου,

admixtis autem aliorum testimoniis, sed minus frequentibus.


Saepissime autem in Epistolam ad Ephesios adducitur
Origenes, in bene plolixis citationibus, quae ἀπό φωνῆς
ipsius magni. Interpretis manasse dicuntur pg. 225 infin.
In Epistolam autem ad Hebraeos numeriores sunt
Commentatores, inter quos saepius adducuntur Athanasius et
Cyrillus Notandum autem quod Excerptor saepius Patrum nomina
omittit ; transitu ab uno ad alium solummodo notato formula
24

δέν ἀποφεύγει τά λάθη. Ἔτσι λ.χ. στήν ἑρμηνεία


τῆς Β΄ πρός Κορινθίους ἀποδίδει ἐσφαλμένα στόν Μ.
Ἀθανάσιο τήν παρατήρηση ἑνός ἀναγνώστη τοῦ ἔργου
του20. Συμπερασματικά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι
στόχος τοῦ J.A. Cramer εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν
ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν, πράγμα πού ἐπιτυγχάνεται
κατά ἕνα μεγάλο ποσοστό.
ζ. Τό 1715 ὁ Bernard Monfaucon ἐξέδωσε στό ἔργο
του Bibliothequa Coisliana τόν cod. Coisl. 224,
χειρόγραφο τοῦ 12ου αἰώνα. Τό χειρόγραφο αὐτό
περιλαμβάνει τά Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί στίς
Καθολικές ἐπιστολές μέ σχόλια τοῦ Χρυσοστόμου καί
ἄλλων Πατέρων, πού συντάχθηκαν ἀπό τόν Ἀνδρέα τόν
Πρεσβύτερο. Τοῦ Ὑπομνήματος, στίς Πράξεις,
προηγεῖται χωρισμός τοῦ βιβλίου σέ Κεφάλαια ἀπό
τό μαθητή τοῦ Παμφίλου Εὐσέβιο, μέ τίτλο :
«Ἔκθεσις κεφαλαίων τῶν Πράξεων τοῦ Παμφίλου».
Ἀκολουθεῖ ἡ ἀφήγηση τῶν ἀποδημιῶν τοῦ Παύλου πού
συντάχθηκε ἀπό τόν Εὐθάλιο Διάκονο καί ἕπεται ἡ
ἑρμηνεία. Παράλληλα ὁ Monfaucon ἐκδίδει καί ἄλλα
χειρόγραφα τῆς Παρισινῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης,
πού συμπληρώνουν καί ἐπεκτείνουν τόν τύπο τοῦ
Οἰκουμενίου.
Στόν πρόλογό του ὁ ἴδιος ἐκδότης ἀποδίδει
ἐσφαλμένα τό Σχόλιο τῆς Ἀποκαλύψεως στόν ἐπίσκοπο
Τρίκκης Οἰκουμένιο21, πρόσωπο τοῦ 10ου αἰώνα πού,
ὅπως θά κατανοήσουμε στή συνέχεια, δέ σχετίζεται

“Ἄλλος φησί”. Non raro autum Nomina ipsa in margine Codicis


supplentur».
20
Κ. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 123.
21
Β. Monfaucon, Bibliotheca Coisliana, Paris 1715, σελ. 277
: «Ἐκ τῶν Οἰκουμενίῳ τῷ μακαρίῳ ἐπισκόπῳ Τρίκκης Θεσσαλίας
θεοφιλῶς πεπονημένων εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου».
25

μέ τό συγγραφέα Οἰκουμένιο πού ἔζησε καί ἔδρασε


συγγραφικά τόν 6ο αἰώνα. Αὐτή ἡ παρεξήγηση
διαιωνίστηκε ὥς τίς μέρες μας22. Παραταῦτα, τό
ἔργο τοῦ Monfaucon μᾶς προσέφερε μία ὁλοκληρωμένη
εἰκόνα τῆς Κατένας τοῦ Οἰκουμενίου.
η. Ἡ πρώτη ἑλληνική ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ
Οἰκουμενίου ἐκπονήθηκε ἀπό τόν καθηγητή τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Θεόκλητο Φαρμακίδη τό 184323. Ὁ τρίτος καί ὁ
τέταρτος τόμος τῆς ἑξάτομης κριτικῆς ἐκδόσεως τῶν
ἑρμηνειῶν στά καινοδιαθηκικά βιβλία περιλαμβάνουν
τίς ἐξηγήσεις τοῦ Οἰκουμενίου στίς Πράξεις καί
τίς Παύλειες ἐπιστολές. Στήν ἀρχή τοῦ τρίτου
τόμου ὑπάρχει εἰσαγωγή πού ἐνημερώνει τούς
ἀναγνῶστες γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου · ἐπιπλέον ἀναφέρονται καί ἀρκετές
γνῶμες γύρω ἀπ’ αὐτό. Ἀναφέρει καί αὐτός τήν
προβληματική πού δημιουργήθηκε γύρω ἀπό τό ὄνομα
Οἰκουμένιος. Σημειώνει ὅτι ὁ ἴδιος τάσσεται ὑπέρ
τῆς πλευρᾶς τῶν ἐπιστημόνων πού ἀποδέχονται τή
συγγραφική προέλευση τῶν Ὑπομνημάτων ἀπό τόν
Οἰκουμένιο, ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε τμήματα ἀπό
συγγράμματα Πατέρων καί τά συνέδεσε μεταξύ τους24.
Δέν δέχεται ὅτι ὁ Οἰκουμένιος συνέταξε τό Σύνολο
22
Ζωσιμᾶ Ἐσφιγμενίτου, “Κατάλογος τῶν Μετὰ Χριστὸν
συγγραφέων”, Προμηθεύς 136 (Σεπτέμβ. 1899) 374-376. Ν.Ἰ.
Γιαννοπούλου, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι Θεσσαλίας”, «Παρνασσός»
Ι΄ (1914) 253-312. Ἰ. Μυστακίδου, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι”,
ΕΕΒΣ ΙΒ΄ (1936) 220. Β. Σκουβαρᾶ, “Τρίκκης καὶ Σταγῶν
Μητρόπολις”, ΘΗΕ ΙΑ΄ (1964) 856. M. Dulaey, “Oecumenius”,
Dictionnaire de Spiritualitè XI (1982) 681-682.
23
Θ. Φαρμακίδου, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ Ὑπομνημάτων ἀρχαίων,
Τόμοι τρίτος καὶ τέταρτος, ἐν Ἀθήναις 1843.
24
Θ. Φαρμακίδου, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ Ὑπομνημάτων ἀρχαίων,
Τόμοι τρίτος καὶ τέταρτος, ἐν Ἀθήναις 1843, σελ. θ΄.
26

τῶν Σχολίων. Ὑποστηρίζει ὅτι σχολίασε μόνο


ὁρισμένα χωρία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, τά ὁποῖα
καί διατηρήθηκαν μέ τ' ὄνομά του. Ὁ Φαρμακίδης
ἐκδίδει τό κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου χωρίς νά
παρεμβαίνει στό χειρόγραφο καί ἀντιγράφει πιστά
τά ὀνόματα πού περικλείονται στό παραφθαρμένο
κείμενο, ἐνῶ παραλείπει ἀρκετά ἀπό τά ὀνόματα πού
εἶχαν καταγραφεῖ στό περιθώριο, διότι, ὅπως
ὁμολογεῖ, δέν ἔχει «ἀνὰ χεῖρας» τά πρωτότυπα
πονήματα, ἀπό τά ὁποῖα ἀντλεῖ τό ὑλικό του ὁ
Οἰκουμένιος. Τέλος, προτρέπει τούς ἑρμηνευτές νά
ἐντρυφήσουν στό χειρόγραφο ὑπόβαθρο, στή δομή,
στίς πηγές, στό χαρακτήρα καί στήν ἀξία τοῦ
Σχολίου.
θ. Τό 1901 ὁ Fr. Diekamp25 ἀνακάλυψε τόν cod.
S. Salvatore 99 στήν τότε μονή τοῦ Ἁγίου Σωτῆρος
καί νῦν Βιβλιοθήκη τῆς Μεσσήνης. Tό χειρόγραφο
εἶναι δίστηλη περγαμηνή τοῦ 12ου αἰώνα
ἀποτελούμενη ἀπό 139 φύλλα. Κάθε στήλη ἔχει
διαστάσεις 0,265 Χ 0,196 καί ἐπιγράφεται
«Ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ θεσπεσίου καὶ
Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἡ συγγραφεῖσα παρὰ
Οἰκουμενίου».
Ὁ Fr. Diekamp χρονολογεῖ τήν ἀκμή τοῦ
Οἰκουμενίου στό ἔτος 600 μ.Χ., ἔχοντας ὡς
πειστήριο μία πληροφορία τοῦ κειμένου, ὅτι
πέρασαν πάνω ἀπό 500 ἔτη ἀπό τότε πού ὁ Ἰωάννης
εἶδε τήν ὀπτασία26. Ἔγραψε τό Ὑπόμνημα γύρω στό

25
Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1046-1056. Πρβλ
S. Petridès [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de Tricca,
ses oeuvres, son cute”, EO 6 (1913) 309.
26
S. Petridès [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de
Tricca, ses oeuvres, son cute”, EO 6 (1913) 309. Ν. Βees,
27

500-600 μ.Χ. Ὁ cod. S. Salvatore 99, παρά τίς


μονοφυσιτίζουσες ἀπόψεις πού περιέχει, ἔχει
μεγάλη ἀξία λόγῳ τῆς ἀρχαιότητάς του, γι’ αὐτό
ἐκδόθηκε ἀπό τόν H.C. Hoskier27 τό 1913, πρίν
προλάβει ὁ Fr. Diekamp νά ἀποκαταστήσει πλήρως τό
κείμενο ἀναγιγνώσκοντας τό χειρόγραφο τῆς Μονῆς
Βλατάδων.
Τό 1926 ὁ Fr. Diekamp σέ ἄρθρο του στήν
Ἐγκυκλοπαίδεια Biblica ἀναφέρεται σέ ὅλη τή
χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ὑπομνήματος τῆς
Ἀποκαλύψεως28.
ι. Ὁ Η.F. von Soden ἐξέδωσε τό 1902 ὁλόκληρη τήν
ἕως τήν ἐποχή του χειρόγραφη παράδοση τοῦ
Οἰκουμενίου, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων. Στό ἔργο αὐτό29 ὀνομάζει :

“Zur Schriftstelleret des Antonios von Larissa”, ΒyzNgrJr


ΧΙΙ (1936) 322. Κ. Staab, Die PaulusΚatenen, σελ. 93. Π.Ν.
Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου, τόμ. A΄,
Ἀθῆναι 1937, σελ. ε΄.
27
H.C. Hoskier, “Lost Commentary of Oecumenius”, AJPh 34
(1913) 301-310. Πρβλ Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ
Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου -
Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 34.
28
Σχόλια στήν Ἀποκάλυψη σέ 12 Λόγους περιέχουν οἱ : cod.
Vatic. (1426), cod. Taur. 84 (1548), cod. Vatic. Ottob. 126
& 127 (1620). Ἐπίσης ὁ Fr. Diekamp ἀναφέρεται στόν cod. 53
τῆς μονῆς Βλατάδων πού ἀποτελεῖται ἀπό 13 φύλλα καί
περιλαμβάνει Σειρά στήν Ἀποκάλυψη, ἀποτελούμενη ἀπό
ἑρμηνεῖες τῶν Οἰκουμενίου καί Ἀνδρέα Καισαρείας. Ἄλλη
Συλλογή στήν Ἀποκάλυψη περιέχεται στόν cod. Chissianυs R.V.
33· ἀποτελεῖται ἀπό 14 χειρόγραφα. Ἐπίσης ὁ cod. Vat. 2062
τοῦ 10ου αἰώνα ἔχει 17 λήμματα τοῦ Οἰκουμενίου, ἐνῶ ὁ Paris.
491 ἀπαριθμεῖ 21 σχόλια. Βλ. Fr. Diekamp, “Handschriften”,
Biblica 10 (1929) 81-84.
29
H.F. von Soden, Die Schriften des Neues Testaments in
ihrer Altesten Erreichbaren Textgestalt auf Grund ihrer
textgeschichle, Verlag von Alexander Duncker, Band I,
Berlin1902, σελ. 270-277.
28

– τά χειρόγραφα,
– τόν τόπο πού βρίσκονται,
– τίς διαστάσεις τους,
– καθώς καί τά καινοδιαθηκικά βιβλία.
ια. Μέχρι τό 1997 ὁ M. De Groote ἐξέδωσε
μεμονωμένα Σχόλια καί Γλῶσσες στήν Ἀποκάλυψη, ἐνῶ
τό 1999 ἐξέδωσε νέα κριτική ἔκδοση ὁλόκληρου τοῦ
Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη30.

2. Λατινικές μεταφράσεις τοῦ ἔργου τοῦ


Οἰκουμενίου.

α. Ἡ πρώτη λατινική μετάφραση ἐκπονήθηκε εἰδικά


στό Ὑπόμνημα τῆς πρός Ρωμαίους ἀπό τόν Johannes
Lonicerus στή Βασιλεία τό 153731. Τό 1677
συμπεριλήφθηκε στήν Maxima Bibliotheca καί
ἐκδόθηκε χωρίς τό ὄνομα τοῦ δημιουργοῦ της · στήν
ἔκδοση αὐτή παραλείφθηκε ἡ προσαγορευτική
ἐπιστολή του.
β. Τό 1545 ὁ Johannes Hentenius
πραγματοποίησε τήν πρώτη λατινική μετάφραση ὅλου
τοῦ συγγραφικοῦ, πλήν τῆς Ὑπομνήσεως στήν
30
M. De Groote, “Die handschriftliche Überlieferung des
Oecumenius – Kommentares zur Apokalypse”, SE 35 (1995) 5-29.
Τοῦ αὐτοῦ, “Die Scholien aus dem Oecumenius – Kommentares
zur Apokalypse”, SE 35 (1995) 31-45. Τοῦ αὐτοῦ, “Die
Scholien aus dem Oecumenius – Kommentares zur Apokalypse,
Kritische Herausgabe”, SE 37 (1997) 111-131. Τοῦ αὐτοῦ,
“Opera (Pseudo-)Oecumeniana, Das sonstige echte und
vermeinte Oevre des Apocalypse - Exegeten Oecumenius”, ΒΖ
94/1 (2001) 20-28.
31
Jo. Lonicerus, Veteris cujusdam theologi graeci succinta
in Pauli ad Romanos epistolam exegesis graecis sacrae
scripturo interpretibus desunto latine, vol. VIII, Basiliae
1537, σελ. 587-618.
29

Ἀποκάλυψη, ἔργου τοῦ Οἰκουμενίου32. Ἡ μετάφραση


δημοσιεύθηκε στήν Ἀμβέρσα τό 1545 καί στηρίχθηκε
στήν ἔκδοση τοῦ Donatus Veronensis. Ὁ Hentenius
ἐξέφρασε ὑποτιμητικά σχόλια γιά τή μετάφραση τοῦ
Lonicerus, ἡ ὁποία ἔκτοτε περιθωριοποιήθηκε καί
λησμονήθηκε. Στόν πρόλογό του ὁ Hentenius
ὑπεραμύνθηκε τῆς συγγραφικῆς πατρότητας τοῦ
Οἰκουμενίου.
γ. Τό 1553 ὁ Maximus Florentinus ἐξέδωσε στή
Βασιλεία μετάφραση διαφορετική τῆς προηγούμενης.
Συνέκρινε τό κείμενο τοῦ Donatus μέ τέσσερα
διαφορετικά χειρόγραφα ἀπό τή Φλωρεντία καί
ἀσπάσθηκε τή γνώμη τοῦ Hentenius ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος, καί ὄχι κάποιος ἄλλος, ὑπῆρξε ὁ
ἐρανιστής καί συντάκτης τῶν Ὑπομνημάτων στίς
Πράξεις, τίς Παύλειες καί τίς Καθολικές
ἐπιστολές. Στήν ἐξωτερική μορφή τοῦ πονήματος τῶν
ἀριθμοσειρῶν τόσο στό ἁγιογραφικό κείμενο ὅσο καί
στίς ἑρμηνεῖες, ἀντικατέστησε τούς ἀριθμούς μέ
ἑλληνικά γράμματα. Ἀκολούθησε τήν ἑξῆς μέθοδο :
– Εἰσήγαγε τό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου
ἔμπροσθεν τῶν ἑρμηνειῶν, ἀφοῦ τό χώρισε σέ
τμήματα ἀποτελούμενα ἀπό τρεῖς ἕως ὀκτώ
στίχους.
– Ἕνωσε τό κάθε τμῆμα μέ τίς ἑρμηνεῖες, ἀφοῦ
πρῶτα τίς ἀρίθμησε μέ ἑλληνικά στοιχεῖα,
ξεκινώντας ἀπό τό α΄.

32
Jo. Hentenius, Enarrationes vetustissimorum theologorum
in acta quidem Apostolorum et in ommes D. Pauliac Catholicas
epistolas ab Oecumenio …………, collectae Johanne Hentenio
interprete - antwerpiae in aedibus Johanne’s Steelsii (1545)
mense Μaio.
30

– Τέλος συνέδεσε τίς ἑρμηνεῖες μεταξύ τους μέ


λέξεις ἤ φράσεις τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
– Ἔτσι σχημάτισε δακτυλίους ἑρμηνειῶν, τούς
ὁποίους συνύφανε μεταξύ τους δημιουργώντας
ἑρμηνευτική ἁλυσίδα.
Ὁ Μ. Florentinus ἐπηρεάστηκε πολύ ἀπό τά
χειρόγραφα πού εἶχε μπροστά του, γι’ αὐτό
τοποθέτησε τά λήμματα στό περιθώριο, ἔξω ἀπό τούς
ἀλφαβητισμένους σπονδύλους. Στήν ἐκτύπωση τῆς
μεταφράσεως διακρίνονται τό βιβλικό κείμενο ἀπό
τό σχολιασμό, ἐπειδή ὁ τυπογράφος χρησιμοποίησε
διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεῖα.
Ἡ μεταφραστική ἐργασία τοῦ Florentinus
ξεχωρίζει γιά τή συνοπτικότητα, τή σαφήνεια καί τήν
πρωτοτυπία της. Παραταῦτα, ἐπειδή ἡ μετάφραση τοῦ
Hentenius ἔγινε περισσότερο ἀποδεκτή, δέν
ἐπανεκδόθηκε, γι’ αὐτό σήμερα διατηροῦνται ἐλάχιστα
ἀντίτυπά της33.
Xαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν ἐκδόσεων,
ἀλλά καί τῶν μεταφράσεων τοῦ ὑπομνηματιστικοῦ
δημιουργήματος τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι ὅτι
ἀναγνωρίζουν μόνο αὐτόν ὡς συγγραφέα. Μάλιστα ὁ
Μaximus, ἐκθειάζοντας τά συγγράμματα τοῦ
Οἰκουμενίου, τοῦ ἀφιέρωσε ἐπαίνους καί ἐγκώμια.

3. Ἡ μέχρι σήμερα ἔρευνα γιά τόν Οἰκουμένιο


καί τίς συγγραφές του.

33
Ἕνα ἀπ' τά ἀντίτυπα τῆς μεταφράσεως τοῦ M. Florentinus
βρίσκεται στόν κατάλογο τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Μονάχου
καί φέρει τή σημείωση : «Liber collegii Societatis Jesu
Monachii Catalogo inscriptus anno 1595. Approbatus per R.P.
Conisium 1578».
31

Μέ τίς πηγές τοῦ Οἰκουμενίου ἀσχολήθηκε πρῶτος


ὁ Sixtus Senensis τό 157534, ὁ ὁποῖος ἐγκωμιάζει
καί ἐκθειάζει ὄχι μόνο τό συλλεκτικό, ἀλλά καί τό
συγγραφικό ἔργο του, πού ἀποτελεῖ μία νέα
φιλολογική μορφή μεταξύ Ἑρμηνείας καί Συλλογῆς
(Σειρᾶς). Ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἕνας ἐκλεκτός
συγγραφέας, πού ἐπέλεξε τίς ἀξιολογότερες Πατερικές
Ἑρμηνεῖες καί τίς συνδύασε κατά ἄριστο τρόπο
ὑποβοηθούμενος ἀπό τή νοηματική τους συγγένεια. Ἡ
ἐργασία τοῦ Οἰκουμενίου δέν ἀποτελεῖ οὔτε πρωτότυπη
ἑρμηνεία οὔτε μονότονη ἀξιολόγηση, ἀλλά μία
γλωσσική ἐξήγηση τῶν Πράξεων καί τοῦ Corpus
Paulinum, βασιζόμενη στό συγγραφικό καί κηρυγματικό
ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου, διανθισμένο μέ ἄλλες
Πατερικές ἑρμηνεῖες. Δυστυχῶς παραμερίζει τό
Ὑπόμνημα στίς Καθολικές ἐπιστολές, τοῦ ὁποίου ἡ
βάση καί ἡ ὁρολογία εἶναι οἰκουμενιανή, χωρίς νά
διακρίνεται μέ τήν πρώτη ματιά ἀπό τήν ἐξωτερική
του μορφή.
Ἀργότερα ὁ Antonius Possevinus στό ἔργο του
«Apparatus Sacri»35, συγκρίνοντας τίς ἐπιγραφές τῶν
χειρογράφων τῆς Σειρᾶς, τίς ἀπέκοψε ἀπό τό πρόσωπο
τοῦ Οἰκουμενίου ἰσχυριζόμενος ὅτι οἱ περισσότεροι
τίτλοι τῶν χειρογράφων ἀποδίδουν τήν πατρότητά τους
στόν Οἰκουμένιο ἤ σέ ἄλλους συγγραφεῖς. Τό
ἐπιχείρημα αὐτό προσκρούει στή μαρτυρία τοῦ
παλαιότερου καί πιό ἀντιπροσωπευτικοῦ cod. Palat.
10. Τό χειρόγραφο αὐτό φέρει μεταγενέστερη προσθήκη
ἀπό τόν Ἰωάννη Στέλσιο, ἀντιγραφέα τοῦ 16ου αἰώνα,

34
Sixtus Senensis, “Oecumenius”, Bibliotheca Sancta 4
(1575) 461.
32

πού μαρτυρεῖ ὅτι ὁ κώδικας περιέχει παλαιότερες


ἑρμηνεῖες τοῦ Οἰκουμενίου στίς ἐπιστολές τοῦ
Παύλου. Τήν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας αὐτῆς καλούμαστε
νά ἀποδείξουμε μέ τήν παροῦσα ἔρευνα, στηριζόμενοι
στόν ἐσωτερικό ἔλεγχο τῶν Ὑπομνημάτων.
Ἀργότερα ὁ Robert Bellarmin διαπίστωσε ἕνα
διχασμό τῶν μελετητῶν ὡς πρός τήν ἀκριβῆ
χρονολόγηση τοῦ Οἰκουμενίου. Μία ὁμάδα τόν
τοποθετεῖ στόν 9ο αἰώνα καί μία ἄλλη μετά τόν
11ο36. Ὁ Φρόντος Δίκαιος τό 1624, βασιζόμενος στίς
ἐπιγραφές κάποιων χειρογράφων37, ἀσπάζεται τήν
ἄποψη ὅτι ἡ Σειρά ἐσφαλμένα παραδόθηκε ὡς πόνημα
τοῦ Οἰκουμενίου. Ὁ M. le Quien38 καί ὁ S. Caveus39
ἐπαναλαμβάνουν τήν προβληματική τῆς χρονολογήσεως
τοῦ Οἰκουμενίου παρασυρόμενοι, ὅμως, ἀπό τήν
ἐπιγραφή τῆς Συνόψεως πού ἐσφαλμένα ἀποδίδει στόν
Οἰκουμένιο τήν ἰδιότητα τοῦ ἐπισκόπου. Εἰδικά ὁ le
Quien τοποθετεῖ τή δράση τοῦ Οἰκουμενίου μετά τόν
6ο αἰώνα καί πρίν τόν 11ο αἰώνα.

35
A. Possevini, Mantuani S.I., Apparatus Sacri, Venetiis
1606.
36
R. Bellarmin, De scriptoribus Ecclesiasticis, Coloniae
Agrippinae 1613, σελ. 310 : «Alii collocant eum inter annum
800 et 900, alii post annum millesiumum».
37
Ἡ ἐπιγραφή τοῦ cod. Laur. IX 10 φέρει μεταγενέστερο τίτλο
: «Ἐξήγησις τοῦ μακαριωτάτου μητροπολίτου Νικήτα Ἡρακλείας
εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ἀποστόλου». Ὁ cod.
Ambr. D. 541 ἐπιγράφεται : «Catena sanctorum Patrum in
epistolas Β Pauli Codex antiquis simus ex Thessalia», κ.ο.κ.
38
Michael le Quiens, Oriens Christianus in quattor
Patriarchatus digestus, Parisiis MDCCXL [ἀνατύπωσις :
Akademische Druck-U-Verlag-Sansalt Graz 1958, tomus
secundus, σελ. 119-120].
39
S. Cave, Scriptorum ecclesiasticae historiae, lit. 2,
Basileae 1745, σελ. 112.
33

Τό 1693 ὁ Richard Simon40, ἐπεξεργαζόμενος τά


Σχόλια τῶν πρώτων ἑρμηνευτῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης,
γράφει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος, ἀκολουθώντας πιστά τή
μέθοδο ἑρμηνείας τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων,
ἔδωσε ἕνα ἐξηγητικό ἔργο μέ ἰδιαίτερο λογοτεχνικό
ὕφος, θέτοντας σ’ αὐτό τήν προσωπική του σφραγίδα.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου, ἀνάλογα μέ τήν
προσωπική του κρίση, σέ κάποια σημεῖα ἔχει τή μορφή
τῆς ἐπιτομῆς καί σέ κάποια ἄλλα ἀναπτύσσει τίς
πατερικές θέσεις καί τίς συνδέει σέ μορφή Πατερικῶν
Σειρῶν.
Τήν ἴδια περίπου ἐποχή ὁ λουθηρανός θεολόγος
καί βιβλιογράφος J.A. Fabricius ἐκδίδει ἕνα
πολύτιμο ἔργο, τήν «Bibliotheca Graeca»41, καί
ἀναφέρεται στή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου, τήν ὁποία
χαρακτηρίζει ὡς ἐξαίρετο Ὑπόμνημα ἀποτελούμενο ἀπό
λήμματα τοῦ Χρυσοστόμου καί ἄλλων ἀρχαίων Πατέρων,
δείχνει ὅμως ὅτι ἀγνοεῖ τό συγγραφέα. Ὁ J.A.
Fabricius πιστεύει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας μέ τή
σπουδαία κρίση καί διαφάνεια, πού τόν χαρακτηρίζει,
ἐξεπόνησε ὄχι μόνο τό Ὑπόμνημα στίς ἐπιστολές τοῦ

40
R. Simon, Die Art des Commentars, in Histoire critique
des principeaux Commentateurs du Noveau Testament, lib. III,
Rotterdam 1693, cap. XXXII, σελ. 460 : «Celui qui a fait ce
recueil, s’ etant principalment appliqué à donner lesens
literal du texte qu’ il expliquod a accomodé à sa manière
les interpretations des Ecrivains, qu’ il a consultez, ou
plutôt des autres chaînes qui étorent avant luy, les
abrégeant on les étendant, selon qu’ il le jugeort à
propos».
41
J.A. Fabricii, Bibliotheca Graeca, sive Notitia
Scriptorum Veterum Graecorum, quorum cumque, Monumenta
integra aut fragmenta edita exstant, Editio nova, Variorum
curis emendatior atque auctior, Curante Gottlieb
Christophoro Harles, Vοlumen octavum, Hamburgi A.C. MPCCCII,
σελ. 342ἑ,692ἑ.
34

Παύλου, ἀλλά καί τίς Ἐξηγήσεις - Συλλογές στίς


Πράξεις καί τίς Καθολικές ἐπιστολές. Συγχέει, ὅπως
καί οἱ προγενέστεροί του μελετητές, τό συγγραφέα
τῶν λημμάτων Οἰκουμένιο μέ τόν ἐπίσκοπο Τρίκκης.
Τό 1741 ὁ Ρωμαιοκαθολικός Fr. Michael42,
ἀναλύοντας τίς πηγές τοῦ Οἰκουμενίου καί
συγκρίνοντας τά Ὑπομνήματά του μέ τόν Χρυσόστομο,
διαπίστωσε ὅτι τά ἀνώνυμα σχόλια τῶν ἀριθμοσειρῶν
εἶναι χρυσοστομικά.
Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα (1813) ὁ Rosenmüller
ἀναφέρει στήν ἁλυσίδα τῶν ἑρμηνευτῶν τῆς Καινῆς
Διαθήκης τόν Οἰκουμένιο καί ἐναντιώνεται στή θέση
τοῦ J.A. Fabricius ὅτι ὁ πραγματικός συντάκτης τῶν
Ὑπομνημάτων εἶναι ἄγνωστος, προβάλλοντας ὡς μέγιστο
ἀντεπιχείρημα τό τελευταῖο ἀπόσπασμα τῆς ἑρμηνείας
τῆς πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολῆς43, πού ἀπό τά
χειρόγραφα παραδίδεται ὡς σημείωση τοῦ Οἰκουμενίου.
Σ’ αὐτή τή σημείωση φαίνεται ὅτι ὁ Οἰκουμένιος
ἀντέγραψε ἀπό κάποιο χειρόγραφο τήν ἑρμηνεία τοῦ
Χρυσοστόμου. Αὐτή τήν ὁμολογία χρησιμοποίησαν οἱ
Donatus καί Ηentenius καί ὑπεραμύνθηκαν τῆς
πνευματικῆς πατρότητας τοῦ Οἰκουμενίου. Δυστυχῶς ὁ
ἰσχυρισμός χωλαίνει, διότι στήν οὐσία μαρτυρεῖ ἕναν
ἀντιγραφέα, ὀνομαζόμενο Οἰκουμένιο, καί ὄχι τόν
ἐρανιστή τῆς Σειρᾶς. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ
J.G. Rosenmüller ἐγκωμιάζει τόν Οἰκουμένιο
χαρακτηρίζοντάς τον ὡς ἕναν ἐπιμελῆ καί

42
Fr. Michael a S. Joseph, “Oecumenius”, Bibliographia
critica 3 (1741) 380.
43
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 56.
35

καταρτισμένο συγγραφέα, πού ἀδικήθηκε ἀπό τά λάθη


τῶν ἀντιγραφέων του44.
Ἀντίθετα ὁ Bardenhewer παρατήρησε ὅτι τό
τελευταῖο σχόλιο στό Ὑπόμνημα τῆς πρός Κολοσσαεῖς
ἐπιστολῆς ἀναφέρεται μόνο στήν ἀντιγραφή τῶν
Σχολίων τοῦ Χρυσοστόμου καί ὄχι σέ ἑρμηνεῖες ἄλλων
Πατέρων45. Γράφει ὅτι τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα
ὑπάρχει στά χειρόγραφα ὡς μεταγενέστερη προσθήκη
ἄγνωστης προελεύσεως. Ἐπιπλέον ἀμφιβάλλει γιά τήν
καταγωγή ὅλων τῶν λημμάτων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ
Οἰκουμένιου διότι κατά τή γνώμη του :
α) Τά λήμματα εἶναι βραχύτατα.
β) Δέν ὑπάρχει ἄλλη περίπτωση στήν ἱστορία τῆς
Λογοτεχνίας τῶν Σειρῶν, ὅπου ὁ ἐρανιστής
προτάσσει τό ὄνομά του στίς δικές του θέσεις.
γ) Τό ἔργο ἔχει ἰδιάζοντα χαρακτήρα.
Ὁ Krumbacher στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς
Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας»46 προτρέπει σέ ἀκριβή
μελέτη τῶν χειρογράφων καί κριτικῶν ἐκδόσεων, ὥστε
νά λυθεῖ τό μυστήριο τοῦ Οἰκουμενίου47.
Ὁ G.H. Turner βρίσκοντας πολλά κοινά ἐσωτερικά
στοιχεῖα στά Ὑπομνήματα, τίς Πράξεις, τό Corpus

44
J.G. Rosenmüller, Historia interpretationis librorum
sacrorum in ecclesia christiana graeca, II, Lipsiae 1813.
45
O. Bardenhewer, “Oecumenios”, Wetzer und Welte’ s
Kirchenlexicon2 9 (1895) 708-711.
46
K. Krumbacher, Geschichte der byzantinschen Literatur2,
München 1897 [(μετάφραση Γ. Σωτηριάδου) : Krumbacher K.,
Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. A, ἐκδ. Πάπυρος,
Ἀθῆναι 1964].
47
Βλ. πληροφορίες γιά τόν ἐπίσκοπο τοῦ 10ου αἰώνα ἐν : α)
Ζωσιμᾶ Ἐσφιγμενίτου, “Κατάλογος τῶν Μετὰ Χριστὸν
συγγραφέων”, Προμηθεύς 136 (Σεπτέμβ. 1899) 376. β) Ἰ.Σ.
Μπούα, “Ἐπισκοπικὴ Γεωγραφία”, Ἐκκλησία ΙΑ΄ (1933) 396. γ)
Ἰ. Μυστακίδου, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι”, ΕΕΒΣ ΙΒ΄ (1936) 220.
36

Paulinum καί τίς Καθολικές ἐπιστολές, συμφωνεῖ


ἀπόλυτα μέ τόν Donatus καί τόν Hentenius ὅτι εἶναι
πονήματα τοῦ αὐτοῦ προσώπου. Γιά τόν G.H. Turner ὁ
Οἰκουμένιος δέν εἶναι ἕνας μόνο ἁπλός Σειρογράφος,
ἀλλά καί ἕνας εὔστοχος παρατηρητής πού μιμήθηκε τά
ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἀλλά
στηρίχθηκε καί στό Χρυσοστομικό κείμενο
διανθίζοντάς το μέ διάφορες Πατερικές γνῶμες48.
Πρῶτος ὁ Fr. Diekamp ἀσχολήθηκε μέ τή
χειρόγραφη παράδοση τῆς Ἑρμηνείας στήν Ἀποκάλυψη,
ἀνακαλύπτοντας τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο πού
περιέχει ὁλόκληρο τό σχόλιο καί εἶναι ὁ cod. 99 πού
γράφτηκε τόν 12ο αἰώνα. Μεταγενέστερης προελεύσεως
εἶναι οἱ κώδικες Taur. 84, Vatic. Ottob. 126 καί
127, πού χρονολογοῦνται ἀντιστοίχως στόν 15o, 16o
καί 17o αἰώνα. Ὅλοι οἱ κώδικες ὡς πρός τό
περιεχόμενο συμφωνοῦν κατά τό πρῶτο ἥμισυ, ἐνῶ
συγγενεύουν στά ὑπόλοιπα. Οἱ τρεῖς τελευταῖοι
μεταπηδοῦν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ δευτέρου λόγου στό μέσο
τοῦ ὀγδόου49.
Τό 1906 σέ ἄρθρο του πρόσθεσε στή χειρόγραφη
παράδοση τῆς Ἀποκαλύψεως τόν cod. 53 τῆς μονῆς
Βλατάδων, πάπυρο τοῦ 13ου αἰώνα. Ὁ κώδικας περιέχει
μία συνδυαστική ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπό τά
σχόλια τοῦ Οἰκουμενίου καί τοῦ Ἀνδρέα Καισαρείας
χωρίς κενά ἤ προσθῆκες. Προηγεῖται ἁγιογραφικό
λῆμμα, ἀκολουθεῖ τμῆμα τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ἀνδρέα καί
ἕπεται τμῆμα τῆς ἐξηγήσεως τοῦ Οἰκουμενίου. Στό
τέλος τοῦ f. 178, ἕνα ὑστερόγραφο μᾶς πληροφορεῖ

48
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the
Pauline Epistles”, DB, Extra volume, Edinburgh 1904, pg 485-
487,523.
49
Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1046-1056.
37

ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς Σειρᾶς δάνεισε τό βιβλίο τοῦ


Οἰκουμενίου σέ κάποιους πού δέν τοῦ τό ἐπέστρεψαν.
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ἔχασε τά σχεδιάσματα τῆς ἑρμηνείας
καί ἔγραψε αὐτοσχεδιάζοντας μέ βάση ὅτι εἶχε στή
μνήμη του. Τό χειρόγραφο τῆς μονῆς Βλατάδων
ἀλληλοσυμπληρώνεται μέ τά χειρόγραφα τῆς Μεσσήνης.
Προσθέτει ἐπίσης τόν cod. Chisianus τοῦ 14ου
αἰώνα μέ μικρότερη Συλλογή, πού ἐπιγράφεται ὡς
«Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἠγαπημένου καὶ
θεολόγου». Στήν ὤα ὑπάρχει σημείωση πού ἐνημερώνει
ὅτι ὁ σχολιασμός ἀνήκει στούς Ἀνδρέα Καισαρείας καί
Οἰκουμένιο. Ἡ παρατήρηση ἐπαναγράφεται στό f. 4550.
Tό 1906 ὁ W. Bousset παρατηρεῖ ὡς πρός τή
χρονολόγηση ὅτι τό Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι
προγενέστερο τοῦ ἀντίστοιχου ὑπομνήματος τοῦ Ἀνδρέα
Καισαρείας51. Μέ τήν ἄποψη αὐτή συμφωνεῖ ὁ H.C.
Hoskier52.
Tό 1913 ὁ Οἰκουμένιος καί τό ἔργο του
ἀπασχόλησε τόν Πετρίδη53, ὁ ὁποῖος κατέληξε στό
συμπέρασμα ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἦταν ἕνας λαϊκός,
ὀπαδός τοῦ Ὠριγένη καί τοῦ Σευήρου καί ἔζησε τόν 6ο
αἰώνα. Ὁ Πετρίδης φρονεῖ ὅτι τό μόνο ἔργο πού
συντάχθηκε ἀπό τόν Οἰκουμένιο εἶναι οἱ λόγοι στήν

50
Fr. Diekamp, “Handschriften”, Biblica 10 (1929) 81-84.
51
W. Bousset, Die Offenbarung Johannes, Göttingen :
Bardenhoeck und Ruprecht [= Kritisch – exegetischer
Kommentar über das Neue Testament], Mayer Kommentar XVI
(1906) [ἀνατύπωση 1966].
52
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 32ἑ.
53
S. Petridès [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de
Tricca, ses oeuvres, son cute”, EO 6 (1903) 307-310 :
«Oecumenius est un exégète qui n’ a pas de chance. Depuis
bientôt quatre sièdes, on lui attribuait des oevres qui ne
sont pas le siennes».
38

Ἀποκάλυψη, ἐνῶ τά Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί τίς


Ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι μεταγενέστερα.
Τό ἑπόμενο ἔτος ἡ δημοσίευση τῶν Ἐπισκοπικῶν
Καταλόγων τῆς Θεσσαλίας ἀπό τόν Ν. Γιαννόπουλο54
περιπλέκει τήν κατάσταση, ἐφ’ ὅσον μαρτυρεῖ ὅτι στά
τέλη τοῦ 10ου αἰώνα ἔδρασε στήν Τρίκκη ὁ ἐπίσκοπος
Οἰκουμένιος. Ὁ Γιαννόπουλος πιστεύει ὅτι τό πρόσωπο
αὐτό συνέγραψε τά ὑπομνήματα στίς Πράξεις, τίς
Παύλειες καί τίς Καθολικές ἐπιστολές.
Τό 1936 ὁ J. Schmid ἀσχολήθηκε μέ τό πρόβλημα
τοῦ Οἰκουμενίου55, ὑποστηρίζοντας ἀρχικά ὅτι ὁ
συγγραφέας Οἰκουμένιος εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο πού
ἑρμήνευσε τήν Ἀποκάλυψη καί τό Corpus Paulinum56.
Ἀργότερα παραδέχεται τήν ὕπαρξη δύο Οἰκουμενίων :
α) τοῦ ἑρμηνευτῆ τῆς Ἀποκαλύψεως πού ἔζησε τόν 6ο
αἰώνα καί
β) τοῦ ἐπισκόπου τοῦ 10ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος
ὑπομνημάτισε τίς Πράξεις, τό Corpus Paulinum καί
τίς Καθολικές ἐπιστολές57.
Ἐπιπλέον ὁ J. Schmid ἔγραψε πῶς ὁ Οἰκουμένιος
ἔλαβε ἀπό τήν παράδοση –καί συγκεκριμένα μέ ἀφορμή
τόν Πανηγυρικό τοῦ Ἀντωνίου Λαρίσης– τόν τίτλο τοῦ
ἐπισκόπου. Παρατηροῦμε ὅτι ὁ J. Schmid, ὅπως
ἀργότερα καί ὁ A. Spitaler καταλήγει στήν ὕπαρξη
54
Ν.Ἰ. Γιαννοπούλου, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι Θεσσαλίας”,
«Παρνασσός» Ι΄ (1914) 253-312.
55
J. Schmid, “Untersuchungen zur Geschichte des
griechischen Apokalypse - Textes Der Κ-text, Biblica 17
(1936) 11-44,167-201,273-293,929-960.
56
J. Schmid, “Zur Textüberlieferung des Oecumenios -
Kommentars zur Apokalypse”, BZ 19 (1931) 255-256.
57
J. Schmid, “Die griechischen ApokalypsenKommentare”, BZ
19 (1931) 228-254. Tοῦ αὐτοῦ, “Ökumenios der Apokalypsen -
Ausleger und Ökumenios der Bischof von Trikka”, ByzNgrJr XIV
(1938) 322-330.
39

δύο Οἰκουμενίων. Ὁ A. Spitaler μελετώντας τό ἔργο


τοῦ Οἰκουμενίου, χρησιμοποίησε σέ ἄρθρο του58 τίς
σημειώσεις τοῦ J. Schmid καί ἀναφέρθηκε στά
ἑρμηνευτικά σχόλια τῶν Πατέρων πού ὑπάρχουν στή
συριακή μετάφραση τοῦ Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη.
Τό 1931 ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας ἐκδίδει
Ὑπόμνημα στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου59. Στήν εἰσαγωγή
του γράφει ὅτι ἡ χρονολογική τοποθέτηση τοῦ
Οἰκουμενίου στόν 11ο αἰώνα εἶναι ἐσφαλμένη καί
ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἐλάχιστοι κώδικες φέρουν
μαζί μέ τή σειρά τοῦ Οἰκουμένιου προσθήκη τῶν
μεταγενεστέρων ἑρμηνειῶν τοῦ Φωτίου. Ὁ Ἕλληνας
ἐρευνητής γνωρίζει τόν ἀνακαλυφθέντα ἀπό τόν Fr.
Diekamp, cod. Salvatore 99 καί ταυτίζει τό
συγγραφέα τοῦ Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη μέ τόν
ὑπομνηματιστή τοῦ Corpus Paulinum. Τόν τοποθετεῖ
χρονολογικά στά μέσα τοῦ 6ου αἰώνα καί διακρίνει
τήν προχαλκηδόνια μονοφυσιτίζουσα χριστολογία του
ἀπό τήν παντελῆ ἀπουσία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοδώρου
Μοψουεστίας ἀπό τή Σειρά. Ὁ Οἰκουμένιος γιά τόν
Τρεμπέλα δέν περιορίζεται στόν ἁπλό ἐρανισμό
πατερικῶν ἑρμηνειῶν, ἀλλά δίνει τό προσωπικό του
ὕφος στό ἔργο, ἀποδίδοντας μέ ἰδιαίτερο τρόπο τόν
Χρυσόστομο χωρίς νά ἀναφέρεται ἤ νά παραπέμπει κατά
κόρον σ’ αὐτόν καί προβαίνοντας σέ ἰδιαίτερα
εὔστοχες παρατηρήσεις. Κατά τή γνώμη του, τό
Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη προηγεῖται
χρονολογικά καί ἀποτελεῖ τήν πηγή γιά τά

58
A. Spitaler, “Zur Klärung des Ökumenios problems”, OrChr
3 (1934) 205-215.
59
Π.Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου,
τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1937, σελ. δ΄-στ΄.
40

μεταγενέστερα Ὑπομνήματα στό ἴδιο βιβλίο τῶν Ἀνδρέα


καί Ἀρέθα Καισαρείας.
Σχετικά μέ τό Ὑπόμνημα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ
Παύλου, ὁ Τρεμπέλας συμφωνεῖ μέ τόν G.H. Turner ὅτι
γράφτηκαν μεταξύ τῶν ἐτῶν 560-640 μ.Χ. καί τοῦτο,
διότι ἡ Σειρά αὐτή διασώζει πιστά τήν ἀρχαία
ἐκκλησιαστική παράδοση, κατά τήν ὁποία ὁ συλλέκτης
ἀναφέρει τίς πηγές τῶν ἑρμηνειῶν πού παραθέτει καί
–τό σημαντικότερο– διασώζει fragmenta ἀπό ἔργα πού
ἔχουν ἀπολεσθεῖ. Ἐπειδή ἡ Σειρά δέχθηκε δεύτερη καί
τρίτη ἐπεξεργασία, μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἡ παράλειψη
τῶν ὀνομάτων τῶν συγγραφέων σέ ἀρκετά σημεῖα.
Τό 1952 ὁ Γεώργιος Παπαγεωργίου - Ἐράλδυς
ὑποστήριξε σέ μελέτη του τήν ὕπαρξη δύο Οἰκουμενίων
σχετιζομένων μέ τήν ἐπισκοπή Τρίκκης :
α) τοῦ ἁγίου πού ἔζησε, κατά τόν Ἐράλδυ, τόν 4ο
αἰώνα καί
60
β) τοῦ συγγραφέα τῶν Ὑπομνημάτων τοῦ 10ου αἰώνα .
Οἱ θέσεις αὐτές παρέσυραν ἀργότερα τόν Χρῖστο
Κρικώνη νά πεισθεῖ γιά τήν ἱστορική ὕπαρξη τριῶν
προσώπων μέ τό ὄνομα Οἰκουμένιος. Ἡ ἄποψη τοῦ
Ἐράλδυ γιά τόν ἅγιο Οἰκουμένιο δέ σχετίζεται μέ τήν
παροῦσα ἔρευνα, γι’ αὐτό δέ θά μᾶς ἀπασχολήσει
περαιτέρω.
Τό 1959 ὁ H.G. Beck γράφει ὅτι ὁ ἑρμηνευτής
τῆς Ἀποκαλύψεως ταυτίζεται μέ τόν ὑπομνηματιστή τῶν
ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, ὅμως πιστεύει ὅτι τά
Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί τίς Καθολικές ἐπιστολές
λόγῳ τοῦ πιό ἀνεξάρτητου φιλολογικοῦ τους ὕφους

60
Γ. Παπαγεωργίου-Ἐράλδυ, Συμβολή εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς
πόλεως Τρίκκης : Οἰκουμένιος Α΄ ὁ πολιοῦχος - Διονύσιος Β΄ ὁ
ἐθνικός ἥρως, Τρίκκη 1952, σελ. 3,7,9.
41

ἐκπονήθηκαν ἀπό διαφορετικό σειρογράφο τοῦ 6ου -


7ου αἰώνα61.
Πολύ κοντά στήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ
Οἰκουμένιου φθάνει ὁ καθηγητής Ἠλίας Μουτσούλας σέ
γνωστό λῆμμα του πού ἐκδόθηκε στή Θ.Η.Ε. τό 196662.
Ἐκεῖ διακρίνει δύο πρόσωπα :
α) τό συγγραφέα Οἰκουμένιο τοῦ 6ου αἰώνα καί
β) τόν ἐπίσκοπο Οἰκουμένιο τοῦ 10ου αἰώνα.
Ἀπό τό 1970 καί μετά, τό πρόσωπο τοῦ
Οἰκουμένιου ἀπασχόλησε τόν Χρῖστο Κρικώνη, ὁ ὁποῖος
ἐρειδόμενος στόν Ἔραλδυ, δέχθηκε τήν ὕπαρξη τριῶν
Οἰκουμενίων :
α) ἑνός ἁγίου καί ἐπισκόπου τοῦ 4ου αἰώνα,
β) ἑνός αἱρετικοῦ συγγραφέα καί
γ) ἑνός ὀρθόδοξου ἐρανιστῆ ὑπομνηματιστῆ, πού
ἑρμήνευσε τίς Πράξεις, τόν κανόνα τοῦ Παύλου καί
τίς Καθολικές ἐπιστολές.
Ἔτσι, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαίρει τό συγγραφικό ἔργο
τοῦ Οἰκουμενίου, ὑποβαθμίζει τήν πρωτοτυπία του καί
τήν ἑρμηνευτική του προσφορά. Γενικότερα ἡ παραδοχή
τῆς ὑπάρξεως τριῶν Οἰκουμενίων ἐπέφερε σύγχυση στήν
ἔρευνα καί τήν ἀπομάκρυνε ἀπό τό σκοπό της, δηλαδή
τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου καί τοῦ
ἔργου τοῦ Οἰκουμενίου63.
61
H.-G. Beck, Kirche, σελ. 418,419.
62
Ἠ. Μουτσούλα, “Οἰκουμένιος”, ΘΗΕ 9 (1966) 877-878.
63
Χρ. Κρικώνη, “Ἡ Ἑρμηνευτική κατά τό Μεσαίωνα καί ὁ
Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος Τρίκκης”, Πνευματικά Τρίκαλα, Τρίκαλα
1970, σελ. 94-101. Τοῦ αὐτοῦ, Συλλογαί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
- Ἑρμηνευτικαί Σειραί (Catenae), ἐκδ. β΄, Univeristy Studio
Press, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 31-33 [α΄ ἔκδοση : “Περί
Ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν (Catenae)”, Βυζαντινά 8 (1976) 90-139].
Τοῦ αὐτοῦ, “Ὑπῆρξε Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος ἅγιος καί πολιοῦχος
Τρίκκης καί πότε ;”, ΕΕΘΣΑΠ-Τμ.Ποιμ., 2 (1992) 49-69. Κ.
Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν
42

Ἡ Adele Monaci Castagno θεωρεῖ τό Ὑπόμνημα τοῦ


Οἰκουμένιου στήν Ἀποκάλυψη ὡς τό πρῶτο ἑρμηνευτικό
ἔργο τῆς χριστιανικῆς γραμματείας στό τελευταῖο
καινοδιαθηκικό βιβλίο. Τό χρονολογεῖ στά τελευταῖα
ἔτη τοῦ 6ου αἰώνα καί πιστεύει ὅτι χρησιμοποιήθηκε
ὡς πρότυπο γιά τό Σχολιασμό τοῦ Ἀνδρέα Καισαρείας
στό προφητικό ἔργο του, πού χρονολογεῖται ἀπό τή
συγγραφέα στό 637 μ.Χ.64
Πολύ σημαντική γιά τή σύγχρονη ἔρευνα, ἀλλά
καί γιά τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τοῦ Οἰκουμένιου
εἶναι ἡ ἐμπεριστατωμένη διδακτορική διατριβή τοῦ
Κων/νου Μπελέζου, ὁ ὁποῖος ἔθεσε τέρμα στίς θεωρίες
γιά τήν ὕπαρξη τριῶν ἤ τεσσάρων προσώπων πού ἔφεραν
τό ὄνομα Οἰκουμένιος. Ὁ ἐν λόγῳ συγγραφέας
διακρίνει στήν Ἱστορία δύο Οἰκουμενίους :
α) τόν προχαλκηδόνιο συγγραφέα τῶν λόγων στήν
Ἀποκάλυψη ἀλλά καί ὑπομνημάτων στίς ἐπιστολές τοῦ
Παύλου καί
β) τόν ἐπίσκοπο Τρίκκης.
Ὁ πρῶτος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι
μεταγενέστερος καί ἔδρασε στήν ἐπισκοπή Τρίκκης τόν
10ο αἰώνα. Ἡ συμβολή τοῦ Κ. Μπελέζου εἶναι
ἀξιόλογη, διότι κατόρθωσε ὄχι μόνο νά προσεγγίσει
ἑρμηνευτικά τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη, ἀλλά
ἐπιπλέον νά σκιαγραφήσει τήν ἐποχή πού συνεγράφη τό

Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική


προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 53-61.
64
A. Monaci Castagno, “Il problema della datazione dei
commenti all’ Apocalisse di Ecumenio e di Andrea de
Cesarea”, Atti della Akademia delle Scienze di Torino 114
(1980) 239. Τῆς αὐτῆς, “I Commenti di Ecumenio e di Andrea
di Cesarea : Due letture divergenti dell’ Apocalisse”,
Memorie dell' Academia delle Scienze di Torino II, Classe di
43

ἔργο καί νά μᾶς δώσει ἕνα –κατά τό δυνατόν–


ἀκριβέστερο βιογραφικό σημείωμα τοῦ Οἰκουμενίου65.
Ἔπειτα ἀπό τήν προηγηθεῖσα χρονολογική ἀναφορά
στή βιβλιογραφία πού ὑπάρχει γύρω ἀπό τό πρόσωπο
καί τό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου διαπιστώσαμε ὅτι :
1) Ἡ ἐνασχόληση γύρω ἀπό τό συγγραφικό ἔργο
τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι πολύ γενική καί σύντομη.
Ἐκτός ἀπό τίς μελέτες πού γράφτηκαν μετά τήν
ἀνακάλυψη τῶν χειρογράφων πού περιεῖχαν τό Ὑπόμνημα
στήν Ἀποκάλυψη ἀπό τόν Fr. Diekamp, μόνο ὁ K. Staab
ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα στίς Σειρές - Ὑπομνήματα τοῦ
Οἰκουμενίου.
2) Ὑπερεκτιμήθηκε ἡ Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως,
ἡ ὁποία προσείλκυσε τούς ἐρευνητές λόγῳ τῆς
συνεχοῦς καί μή ἀποσπασματικῆς μορφῆς της.
3) Δημιουργήθηκαν ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις καί
ἐκτιμήσεις γύρω ἀπό τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου, τό ὁποῖο, ὅπως θά ἀποδείξουμε στή
συνέχεια, ἔχει μεγάλη θεολογική καί φιλολογική ἀξία
λόγῳ τοῦ περιεχομένου καί τῆς ἀρχαιότητάς του.
4) Δέν ἀπαντήθηκε τό ἐρώτημα, ἄν τά Ὑπομνήματα
στό βιβλίο τῶν Πράξεων καί στίς Καθολικές ἐπιστολές
ἀνήκουν στόν ἴδιο συγγραφέα καί μέ ποιά χρονολογική
σειρά ἐκπονήθηκαν.
5) Δέν ἐμβάθυνε κανείς στό ὅλο ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου, γιά νά ἐξηγήσει ἄν ὁ ἑρμηνευτής αὐτός
ἀντέγραψε ἤ ἄν χρησιμοποίησε μέ κάποιο ἰδιαίτερο

Scienze Morali, Storiche e Filologiche, Serie V, Vol. 5


(1981) 306-307.
65
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 34.
44

τρόπο τόν Χρυσόστομο καί ποιά ἦταν ἡ πνευματική


τους σχέση.
6) Πρέπει :
– Νά ἀναφερθοῦν τά ἔργα τῶν Πατέρων καί ὅλων
τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού χρησιμοποιήθηκαν
ὡς πηγές στά Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου.
– Νά διαπιστωθεῖ μέ ποιό τρόπο ἐντάχθηκαν στό
ἔργο του.
– Νά περιγραφεῖ πῶς ὁ Οἰκουμένιος διέσωσε
ἀπομεινάρια ἀπό ἀπολεσθέντα ἔργα ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων.
7) Πρέπει νά ἀναλυθεῖ καί νά καταδειχθεῖ χωρίς
προκατάληψη ἡ συμβολή καί ἡ ἑρμηνευτική προσφορά
τοῦ Οἰκουμενίου.
Αὐτά τά συγκεκριμένα ζητήματα προσπαθοῦμε νά
μελετήσουμε στήν παροῦσα ἐργασία μας, ὥστε ν'
ἀποκτήσουμε μιά πιό σαφῆ εἰκόνα γιά τό
ὑπομνηματιστικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου.
39

Α΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ

Τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου ἀποτέλεσε ἕνα μεγάλο


καί δυσεπίλυτο πρόβλημα γιά τή θεολογική ἐπιστήμη.
Πολλοί συγγραφεῖς ἐξέθεσαν διαφορετικές καί πολλές
φορές ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις γιά τό πρόσωπο
ἤ τά πρόσωπα πού ἔφεραν αὐτό τό ὄνομα, ὅπως καί γιά
τό χρόνο κατά τόν ὁποῖο ἔδρασαν. Ἀφοῦ ἐκθέσουμε ἐν
συντομίᾳ μερικές ἀπόψεις, θά προσπαθήσουμε νά
δώσουμε τή δική μας ἀπάντηση στό πρόβλημα.

1. Ἡ προβληματική πού δημιουργήθηκε γύρω ἀπό


τό ὄνομα Οἰκουμένιος.
Τό ὄνομα «Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος Τρίκκης
Θεσσαλίας» ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο γιά τήν ἐπιστήμη
τῆς ἑρμηνευτικῆς καί, ὅπως γράφει ὁ Ehrhard,
«μπορεῖ νά λυθεῖ μέσῳ μιᾶς ἐμβριθοῦς χειρόγραφης
καί κριτικῆς μελέτης καί σέ σχέση μέ τό ὅλο θέμα
τῆς λογοτεχνίας»66.
Πρῶτος ὁ Donatus Verοnensis, τό 1532, ἐξέδωσε
στήν Verona ἐξηγήσεις στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων
καί στίς ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης, τίς ὁποῖες
ἀπέδωσε στόν Οἰκουμένιο, ὁρμώμενος ἀπό τό τελευταῖο
σχόλιο τῆς πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολῆς, τό ὁποῖο

66
K. Krumbacher, Geschichte der byzantinschen Literatur2,
München 1897 [(μετάφραση Γ. Σωτηριάδου) : K. Krumbacher,
40

ἀνῆκε σέ κάποιον Οἰκουμένιο67. Τό ὄνομα αὐτό, ὅμως,


τό βρίσκουμε στήν ἐπιγραφή ἑνός μόνο κώδικα στή
χειρόγραφη παράδοση, τοῦ cod. Paris. 224, ἐνῶ σέ
ὅλους τούς ἄλλους κώδικες ὑπάρχει στά λήμματα. Τήν
πατρότητα ὅμως τοῦ Οἰκουμενίου ἔφερε καί μία
ἑρμηνευτική ἐργασία στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὁ
Fr. Diekamp στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα
ἀνακάλυψε τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη στόν cod. S.
Salvatore 99. Ὁ τίτλος αὐτοῦ τοῦ ὑπομνήματος
μαρτυρεῖ ὅτι συγγραφέας του εἶναι ὁ Οἰκουμένιος.
Ἔχει δέ ὡς ἑξῆς : «Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ
θεσπεσίου καὶ Εὐαγγελιστοῦ καὶ Θεολόγου Ἰωάννου ἡ
συγγραφεῖσα παρὰ Οἰκουμενίου». Μέ τήν ἀνάγνωση
αὐτοῦ τοῦ κώδικα ὁ Diekamp κατέληξε στό συμπέρασμα
ὅτι ὁ συγγραφέας ἤκμασε γύρω στό 600 μ.Χ. καί ἦταν
προχαλκηδόνιος, φίλος τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας.
Ἐπιπλέον εἶχε ὠριγενιστικές ἀντιλήψεις, ἐφ’ ὅσον
ἀναφέρεται στή διδασκαλία γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν
ψυχῶν καί τήν ἀνακούφισή τους ἀπό τήν αἰώνια
τιμωρία τῆς κολάσεως.
Ἡ ἀνακάλυψη αὐτή δημιούργησε ἕνα ἐπιπλέον
πρόβλημα σχετικά μέ τή συγγραφική καί τή
χρονολογική προέλευση τῶν τριῶν ἐπιπλέον
Ὑπομνημάτων, τά ὁποῖα ἀποδόθηκαν σέ κάποιον
Οἰκουμένιο καί χρονολογήθηκαν γύρω στόν 10ο αἰώνα,
ἐπειδή τά ἀρχαιότερα χειρόγραφα πού τά
περιλαμβάνουν, προέρχονται ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή.
Ἔτσι δημιουργήθηκε μία σύγχυση σχετική μέ τό

Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. A, ἐκδ. Πάπυρος,


Ἀθῆναι 1964].
67
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 56 : «Ἐκ τοῦ ἀντιγράφου μὴ
εὑρὼν καλῶς τὰς παραγραφὰς τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τῆς πρὸς
Κολοσσαεῖς Ἐπιστολῆς, συνέγραψα αὐτὰς ὅπως ἠδυνάμην. Εἰ οὖν
εὑρεθῇ τι ἐν αὐταῖς, ἢ κοῦφον, ἢ ἐπιλήψιμον, ἴστω ὁ
ἀναγινώσκων, ἐμὸν εἶναι τὸ τοιοῦτον πταῖσμα».
41

πρόσωπο τοῦ Οἰκουμενίου. Μπορεῖ ἕνας αἱρετικός νά


εἶναι ἐπίσκοπος, ὅπως ἀναφέρει ὁ cod. S. Salvatore
99 ; Εἶναι δυνατόν τά Σχόλια στίς Πράξεις, τίς
Παύλειες καί τίς Καθολικές ἐπιστολές νά ἀνήκουν στό
συγγραφέα τῆς Ἑρμηνείας στήν Ἀποκάλυψη ; Μήπως τά
Σχόλια αὐτά δέν ἀνήκουν στόν Οἰκουμένιο, ἀλλά σέ
κάποιον ἄλλο συγγραφέα ; Τελικά πόσοι Οἰκουμένιοι
ὑπάρχουν ;
Ὁ δεύτερος μεταφραστής τῶν Σχολίων στά βιβλία
τῆς Καινῆς Διαθήκης, Jo. Hentenius, ὑπεραμύνεται
τῆς ἀπόψεως ὅτι ἡ συγγραφική πατρότητα ἀνήκει στόν
Οἰκουμένιο68. Τήν ἄποψη αὐτή στηρίζει στά ρήματα
τοῦ τελευταίου κεφαλαίου τῆς ἑρμηνείας τῆς πρός
Κολοσσαεῖς ἐπιστολῆς καί στό Δ΄ κεφάλαιο τῆς πρός
Ἐφεσίους.
Ὁμοίως καί ὁ Richard Simon παρατηρεῖ ὅτι τό
σύγγραμμα αὐτό δέν εἶναι ἁπλή συλλογή, ἀλλά μᾶλλον
ὑπόμνημα, τό ὁποῖο ὁ συγγραφέας διάνθισε μέ ἀπόψεις
Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού ἐπέλεξε
μέ πολλή προσοχή, προσθέτοντας καί τή δική του
κρίση69.
Ὁ Rosenmüller προσπαθεῖ νά καταδείξει τήν
ποιότητα τῆς ἐργασίας τοῦ Οἰκουμενίου, τόν ὁποῖο

68
Jo. Hentenius, Enarrationes vetustissimorum theologorum
in acta quidem Apostolorum et in omnes D. Pauliac
Catholicas epistolas ab Oecumenio …………, collectae Johanne
Hentenio, interprete - antwerpiae in aedibus Johanne's
Steelsii 1545 mense Μaiο.
69
R. Simon, Die Art de Commentars, inHistoire critique des
principeaux du Commentateurs de Noveau Testament, Lib. III,
Rotterdam 1693, κεφ. 32, σελ. 460 : «Ce n’ est pas une
simple compilation : ce lui qui a fait ce recueil, s’ étant
principalement applique à donner le sens litteral du texte
qu’ il expliquoit, a accommodè à somannié reles
interpretation des écrivains, qui il a consulte ou plutôt
les autres chaines qui étoient avant lui, les abrégeant ou
les étendant, selon qu’il le jugeoit à propos».
42

ἀποδέχεται ὡς τό γνήσιο καί πραγματικό συγγραφέα.


Χαρακτηριστικά γράφει : «Ἀπό τά παραδείγματα τά
ὁποῖα ἤδη ἀνέφερα, στά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά
προστεθοῦν καί πολλά ἄλλα φανερώνεται, νομίζω, ὅτι
ὁ Οἰκουμένιος δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἁπλός
ἀπανθιστής, ἀλλά στήν κατασκευή καί τή διάταξή τους
(τῶν Ὑπομνημάτων) ἔδειξε πείρα ἐπιμελείας καί
70
ἐπιστήμης» .
Τέλος, στούς ὑπερασπιστές τῆς συγγραφικῆς
πατρότητας τοῦ Οἰκουμενίου προστίθεται ὁ G.H.
Turner71, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει ὡς «ἀπόλυτα σωστά»
τά ἐπιχειρήματα τῶν Donatus, Hentenius, Morellus
καί Migne72, ταυτίζοντας τόν ἑρμηνευτή τῆς
Ἀποκαλύψεως μέ αὐτόν τοῦ Corpus Paulinum. Ὁ Turner
ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἔγραψε καί τό
Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη, καθώς καί τά Ὑπομνήματα
στίς Πράξεις καί τίς ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Καί ὁ Cramer ἐπίσης πιστεύει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος
σφράγισε μέ τήν προσωπικότητά του αὐτά τά ἔργα73.
Ἄς δοῦμε τώρα καί τά ἐπιχειρήματα τῶν
συγγραφέων πού ἀπέρριψαν τή συγγραφική πατρότητα
τοῦ Οἰκουμενίου. Ὁ Bardenhewer ἀμφισβήτησε τή
σημασία τοῦ τελευταίου σχολίου στήν πρός Κολοσσαεῖς
ἐπιστολή, πού φέρει τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου. Τό
θεωρεῖ μεταγενέστερη προσθήκη, ἐφ’ ὅσον δέν ἀνήκει
στά σχόλια τῆς ἀριθμοσειρᾶς, καί πιστεύει ὅτι δέν
ἀφορᾶ ὅλο τό Σχόλιο στήν πρός Κολοσσαεῖς, ἀλλά μόνο

70
J.G. Rosenmüller, Historia interpretationis librorum
sacrorum in ecclesia christiana graeca, II, Lipsiae 1813,
σελ. 268.
71
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DB, Extra volume, Edinburgh 1904, σελ. 485-
487,523.
72
Oἱ δύο τελευταῖοι ἐπηρεάστηκαν ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ
Donatus, ὅπως ἐκφράζονται στόν πρόλογό του.
73
J.A. Cramer, Catenae VIII, σελ. iv.
43

στίς ἐξηγήσεις τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου.


Χαρακτηρίζει ὡς συντομότατα τά ἀποσπάσματα πού
φέρουν τό ὄνομα Οἰκουμένιος καί παρατηρεῖ ὅτι σ’
ὁλόκληρη τήν Ἱστορία τῆς Λογοτεχνίας τῶν Πατερικῶν
Σειρῶν δέν ὑπάρχει περίπτωση πού ὁ ἐρανιστής νά
προτάσσει τό ὄνομά του στίς κρίσεις του74. Ὁ
Ἀντώνιος Ποσσεβῖνος συμφωνεῖ μέ τόν Φρόντο Δικαῖο
στήν παρατήρηση ὅτι οἱ τίτλοι τῶν χειρογράφων τῆς
Γαλλικῆς Βιβλιοθήκης μιλοῦν γιά «Ἐξηγήσεις ἐκ
διαφόρων Πατέρων» καί ὄχι γιά ἐξηγήσεις τοῦ
Οἰκουμενίου75. Ὁ Fr. Diekamp κάνει λόγο γιά κάποιο
Ψευδοοικουμένιο πού ἔζησε τόν 10ο αἰώνα καί σ’
αὐτόν ὀφείλουμε τίς Ἑρμηνεῖες στίς Πράξεις καί τίς
ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Κ. Staab στό ἔργο
του «Die PaulusΚatenen» καταλήγει στό συμπέρασμα
ὅτι τά σχόλια στόν Παῦλο διακρίνονται ἀπό μία
μονοφυσιτίζουσα χριστολογία. Τέλος ὁ Φαμπρίκιος
τονίζει ὅτι ὁ πραγματικός συγγραφέας τῶν
76
Ὑπομνημάτων εἶναι ἄγνωστος . Στό εἰδικό σύγγραμμα
τοῦ Κων/νου Μπελέζου πού ἐκπονήθηκε πρόσφατα καί
ἀσχολήθηκε μέ τό Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμένιου στήν
Ἀποκάλυψη, ὁ συγγραφέας μας φρονεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας
κάποιων κοινῶν ἐσωτερικῶν ἑρμηνευτικῶν γνωρισμάτων
μεταξύ τοῦ Corpus Paulinum καί τῆς ἑρμηνείας στήν
Ἀποκάλυψη, παρά τή διαφορετική μορφολογία τους, τά
δύο πονήματα ἔχουν ἀφετηρία τόν ἴδιο συγγραφέα, ὁ

74
R. Bardenhewer, “Oecumenius”, Wetzer und Welte’s
2
Kirchenlexicon , 9 (1895) 708-711.
75
A. Possevini, Mantuani S.I., Apparatus Sacri, Venetiis
1606.
76
J.Α. Fabricii, Bibliotheca Graeca, sine Notitia
Scriptorum Veterum Graecorum, quorum cumque, Monumenta
integra aut fragmenta edita exstant, Editio nova, Variorum
curis emendatior atque auctior, Curante Gottlieb
Christophoro Harles, Volumen octavum, Hamburgi AC MDCCCII,
σελ. 342.
44

ὁποῖος ἀπ' ὅ,τι φαίνεται δέν εἶχε ἀφομοιώσει τήν


χαλκηδόνια θεολογία77. Ὁ Οἰκουμένιος, ἀπ’ ὅ,τι
συνάγεται, ἀρχικά συνέθεσε Συλλογές ἑρμηνειῶν στίς
Πράξεις, τίς Παύλειες καί τίς Καθολικές Ἐπιστολές
καί ἀργότερα συνέγραψε τήν ἀρχαιότερη ἑρμηνεία τῆς
Ἀποκαλύψεως στήν ἑλληνική γλῶσσα.

2. Ἡ ταύτιση τῶν συγγραφέων τοῦ Ὑπομνήματος


στήν Ἀποκάλυψη καί τοῦ Ὑπομνήματος στό
Corpus Paulinum.
Ἡ «Σύνοψις» στήν Ἀποκάλυψη, πόνημα τοῦ 10ου -
11ου αἰώνα, εἶναι τό πρῶτο γραπτό κείμενο πού
ταύτισε τό συγγραφέα τοῡ Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη
μέ τόν ἐπίσκοπο Τρίκκης Οἰκουμένιο, πρόσωπο πού
ἔδρασε τόν 10ο αἰώνα78. Ἔκτοτε δημιουργήθηκε μία
ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Οἰκουμένιος
ἔγραψε τήν Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἔργο πού ἀπό
τό ἴδιο τό κείμενό του τοποθετεῖται γύρω στόν 6ο
αἰώνα79. Ἐκτός αὐτοῦ, εἶναι ἀδύνατον ἕνας ἐπίσκοπος

77
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 58-59.
78
J. Schmid, “Unbeachtete Apokalypse - Handschriften, ThQ
117 (1936) 149-187.
79
J.A. Cramer, Catenae VIII, 173-175 & 497-582 (ὅπου
ἐκδίδεται ἡ Ἐπιτομή τοῦ Ὑπομνήματος τοῦ Ἀνδρέα στήν
Ἀποκάλυψη μέ τή συνοδεία τῆς «Συνόψεως» ἀπό τόν cod. Coisl.
224). Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1046-1056. S.
Petridès [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de Tricca, ses
oeuvres, son culte”, EO 6 (1903) 307-310. G.H. Turner,
“Greek Patristic Commentaries on the Pauline Epistles”, DB,
Extra volume, Edinburg 1904, σελ. 486. Οἰκουμενίου,
Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier, σελ. 4. K.
Staab, PaulusKommentar, XXXVII῾ἑ.ἑ. M. Jugie,
1
“Interprétation, III Exégèse medieval, e , En Orient”, DBS
IV (1949) 593.
45

τοῦ 10ου αἰώνα νά μήν εἶχε μία ἀποκρυσταλλωμένη


ἄποψη γιά τά χριστολογικά ζητήματα. Χάρη στή
συμβολή τοῦ Ν. Βέη80 καί τοῦ J. Schmid81, κατέστη
δυνατό νά διακριθοῦν δύο Οἰκουμένιοι :
α) ὁ ἑρμηνευτής τοῦ 6ου αἰώνα καί
β) ὁ ἐπίσκοπος Τρίκκης τοῦ 10ου αἰώνα82.
Δέν ἔχει ἀκόμη ξεκαθαρισθεῖ, ἐάν ὑπάρχει
πραγματικά Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος καί Ἅγιος τῆς
πόλεως Τρίκκης, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν
μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ83, τόν Γ.
Παπαγεωργίου - Ἐράλδυ84, τόν Χρῖστο Κρικώνη85 καί
τήν Μ. Τατάγια86.
Ὁ G.H. Turner ἐπίσης δέ μπόρεσε νά μᾶς πείσει
μέ τήν ἐπιχειρηματολογία του γιά τή δῆθεν ὕπαρξη
δύο Οἰκουμενίων κατά τόν 6ο αἰώνα :
α) ἑνός προχαλκηδόνιου παραλήπτη τῶν ἐπιστολῶν τοῦ
Σευήρου Ἀντιοχείας καί

80
Ν. Βees, “Zur Schriftstelleret des Antonios von Larissa”,
ByzNgrJr XII (1936) 300-319.
81
J. Schmid, “Unbeachtete Apokalypse – Handschriften”, ThQ
117 (1936) 322-330.
82
Ἠ. Μουτσούλα, “Οἰκουμένιος”, ΘΗΕ 9 (1966) 876-878.
83
Ἰεζεκιήλ (Mητρ. Θεσσαλιώτιδος), “Ὁ Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος
Τρίκκης ἦτο ἅγιος”, Ἐκκλησία 37-38 (1948) 307-308.
84
Γ. Παπαγεωργίου-Ἐράλδυ, Συμβολή εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς
πόλεως Τρίκκης : Οἰκουμένιος Α΄ ὁ πολιοῦχος - Διονύσιος Β΄ ὁ
ἐθνικός ἥρως, Τρίκκη 1952, σελ. 6-16. Τοῦ αὐτοῦ, Πῶς πρέπει
ἡ Ἑλλάς νὰ ἐφαρμόσει τήν οἰκουμενικήν ἰδέαν, Ἀθῆναι 1965,
σελ. 4-5.
85
Χρ. Κρικώνη, “Ὑπῆρξε Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος ἅγιος καί
πολιοῦχος Τρίκκης καί πότε ;”, ΕΕΘΣΑΠΘ-τμ. Ποιμ. 2 (1992)
60-69. Ἐπίσης ὁ J. Schmid ἐναλλάσσει τίς θέσεις του ὡς πρός
τό θέμα αὐτό : J. Schmid, “Ökumenius”, RGG3 IV (1960) 1586 ·
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, “Ökumenios”, LThK2 7 (1962) 1122-1123.
86
Μ. Τατάγια, “Ἀντωνίου Μητροπολίτου Λαρίσης, Ἐγκώμιον εἰς
τὸν ἅγιον Οἰκουμένιον. (Εἰσαγωγή - Νεοελληνική ἀπόδοση -
Σχόλια)”, Βυζαντινός Δώμος 8-9 (1995-1997) 31-55, 35ἑ,
47(ὑπόσ.30).
46

β) ἑνός ὑπομνηματιστῆ πού πρῶτα ἑρμήνευσε τό βιβλίο


τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἀργότερα συνέταξε
Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί τίς ἐπιστολές τῆς
Καινῆς Διαθήκης, μεταξύ 560 καί 64087.
Ἡ ὑποψία αὐτή θά μᾶς ἀνάγκαζε νά δεχθοῦμε
τέσσερις Οἰκουμενίους, δηλαδή :
α) τόν ἐπίσκοπο καί ἅγιο τοῦ 4ου αἰώνα,
β) τό ρήτορα καί φίλο τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας τοῦ
6ου αἰώνα,
γ) τό σύγχρονο τοῦ ἑρμηνευτῆ καί
δ) τόν ἐπίσκοπο Τρίκκης τοῦ 10ου αἰώνα.
Μετά ἀπό μία ἐκτεταμένη ἔρευνα καί μελέτη τῶν
ὑπομνημάτων, μέ βάση ἐσωτερικά κυρίως στοιχεῖα,
ὅπως τή χριστολογική ὁρολογία88 καί τήν ἐπιγραφή
ἑνός ἀποσπάσματος τοῦ Οἰκουμενίου στή συριακή
89
γλώσσα , καθώς καί τή διάσωση τριῶν ἐπιστολῶν τοῦ

87
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DB, Extra Volume, Edinburgh 1904, σελ. 523. A.
Monaci-Castagno, “Αpocalisse ed escatologia nell’ opera di
Origene”, Augustinianum 18 (1978) 139-151 (ἡ Monaci ἀφήνει
τό ζήτημα ἀνοικτό). Κ.Π. Xρήστου, Πατρολογία Ε΄, σελ. 525.
88
Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1052. J. Schmid,
“Die griechischen Apokalypsen – Kommentare”, BZ 19 (1931)
237ἑ. Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ
Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί
μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 33.
89
Ἡ ἐπιγραφή αὐτή μεταφράζεται στά ἑλληνικά ὡς ἑξῆς :
«Οἰκουμενίου τοῦ σχολαστικοῦ [ἤ : Ἀνδρὸς σχολαστικοῦ] καὶ
ὀρθοδοξάτου (ὡς δῆλόν γέ [=ἐστι] ἐν ταῖς πρὸς αὐτὸν
ἐπιστολαῖς Σεβήρου Πατριάρχου) ἐκ τοῦ ἕκτου τῶν λόγων, οὓς
περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου συνετάξατο».
Βλ. G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the
Pauline Epistles”, DB, Extra Volume, Edinburgh 1904, σελ.
523. Ἐπίσης βλ. A. Spitaler, “Zur Klärung des Ökumenius
problems”, OrChr 3 (1934) 208ἑ. Ἐπίσης βλ. Κ. Μπελέζου, Ἡ
«Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη
τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι
1999, σελ. 33.
47

Σευήρου Ἀντιοχείας πρός τόν Οἰκουμένιο90,


διαπιστώσαμε τήν ταύτιση τοῦ ἑρμηνευτῆ Οἰκουμενίου
μέ τό φίλο τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας, τόν κόμη,
σχολαστικό καί ρήτορα καί ὄχι μέ τόν ἐπίσκοπο
Τρίκκης τοῦ 10ου αἰώνα.
Ἔχουμε νά κάνουμε τίς ἑξῆς παρατηρήσεις :

1. Στόν Cramer, στή Σειρά τῶν Πράξεων, τῆς


πρός Ἑβραίους καί τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν μετρήσαμε
ἐνενήντα τέσσερα (τριάντα ἑπτά + δέκα ἑπτά =
πενήντα τέσσερα στίς Πράξεις, ἕνα στήν πρός
Ἑβραίους, τριάντα ὀκτώ στίς Καθολικές ἐπιστολές)
ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας.
Συγκεκριμένα στά ἀποσπάσματα κατονομάζονται ὡς
πηγές συγκεκριμένα ἔργα τοῦ αἱρετικοῦ συγγραφέα.
Συγκεκριμένα ἀναφέρονται :
– Οἱ λόγοι κε΄, μστ΄, μη΄, οδ΄, οζ΄, ρθ΄, ρκγ΄.
– Δύο τμήματα ἀπό γράμματα «πρὸς Εὐπράξιον τὸν
κουβικουλάριον».
– Τέσσερα ἀποσπάσματα ἀπό ἀπαντήσεις «πρὸς
Ἰουλιανὸν τὸν Ἁλικαρνασέα».
– Ἀπόσπασμα ἀπό τό «Σύνταγμα», δηλαδή τή σύνταξη
λόγου «εἰς τὸ Ἅγιος ὁ Θεός».
– Ἀπό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τίς ἐπιστολές «πρὸς Πέτρον
τὸν μονάζοντα», «πρὸς τὸν Φωκᾶ», «πρὸς τοὺς
μοναχοὺς τῆς μονῆς τοῦ Ἰσαάκου», «πρὸς Ἰωάννην
τὸν στρατιώτην» καί «πρὸς Κωνσταντῖνον τὸν
ἀνθύπατον».

90
Ἡ πρώτη γράφτηκε μεταξύ 508 μέ 512 μ.Χ., ἐνῶ οἱ ἄλλες δύο
μεταξή 513 μέ 518 μ.Χ. Βλ. Ε.W. Brooks, A collection of
letters of Severus of Antioch, LXIV-To Oecumenius, σελ. 5-
6, I-To Oecumenius, σελ. 175-186, II-To Oecumenius, σελ.
186-194. Ἐπίσης βλ. Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ
Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου -
Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 33.
48

– Τρία λήμματα ἀπό τήν «πρὸς τὴν Ἀναστασίαν τὴν


διάκονον» ἐπιστολή.
– Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή «κατὰ τῶν Εὐχιτῶν».
– Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή «πρὸς Μήτραν τὸν
πρωτεύοντα».
– Τμῆμα ἀπό τήν ἐπιστολή «πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον
τῆς Ἀλεξάνδρειας Τιμόθεον».
– Ἀπό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τίς ἐπιστολές «πρὸς τοὺς
Αἰδεσινούς», «πρὸς Ἀμμώνιον», «πρὸς Ἀναστάσιον,
τὸν ὕπατον» καί «πρὸς τοὺς ἐπισκόπους».
– Ἀπόσπασμα ἀπό τό «σύνταγμα κατὰ τῆς διαθήκης
Λαμπετίου».
– Ἀπόσπασμα ἀπό τό σύνταγμα «κατὰ Ἀλεξάνδρου».
– Ἀπόσπασμα ἀπό τήν «πρὸς Μάρωναν» ἐπιστολήν.
– Ἀπόσπασμα ἀπό τήν «πρὸς Μισαὴλ κουβικουλάριον»
ἐπιστολή.
– Δύο ἀποσπάσματα ἀπό τό λόγο του «κατὰ τῶν
κωδικέλλων Ἀλεξανδρείας».
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές ὁδηγοῦν στήν ἄποψη ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος ὁ ἑρμηνευτής γνώριζε τόν Σευῆρο. Ὅπως
μαρτυροῦν τά χειρόγραφα, εἶχε μελετήσει πολύ καλά
τόσο τούς λόγους ὅσο καί τίς ἐπιστολές του. Ἔτσι
καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Οἰκουμένιος, πού
ἦταν ρήτορας, δηλαδή λόγιος καί ὄχι ἐπίσκοπος, ἦταν
ὁ παραλήπτης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Σευήρου, καθώς καί ὁ
ὑπομνηματιστής τῆς Ἀποκαλύψεως, τῶν Πράξεων καί τῶν
καινοδιαθηκικῶν ἐπιστολῶν. Ἐπομένως οἱ Πράξεις καί
οἱ Ἐπιστολές ἑρμηνεύθηκαν ἀπό κοινό πρόσωπο καί ὄχι
ἀπό διαφορετικά.

2. Τόσο στούς λόγους πρός τήν Ἀποκάλυψη, ὅσο


καί στίς Σειρές στίς Πράξεις καί τίς Ἐπιστολές –
τόσο τοῦ Παύλου, ὅσο καί στίς Καθολικές–, οἱ πηγές
εἶναι κοινές. Βασική πηγή εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ
49

Χρυσόστομος, ἔστω καί ἐάν δέν ἑρμήνευσε συστηματικά


τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἄλλες πηγές εἶναι :
– ὁ Μέγας Ἀθανάσιος,
– ἔργα τοῦ Μ. Βασιλείου,
– ὁ περίφημος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
– ὁ «Περὶ Ἀναστάσεως λόγος» τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου,
– ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας,
– ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἀπό τήν ἑρμηνεία του στίς
ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα
ἔργα του,
– ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς ἀπό τούς «Στρωματεῖς» του,
– ὁ Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου (καθώς καί οἱ ἀναφορές του
στόν Ἰώσηπο),
– ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικός,
– ὁ Εἰρηναῖος καί ἄλλοι.

3. Πολλά ἐσωτερικά στοιχεῖα τῶν Ὑπομνημάτων


μαρτυροῦν ὅτι γράφτηκαν ἀπό τό ἴδιο πρόσωπο :
α. Τόσο στήν Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅσο καί
στό Ὑπόμνημα στόν Παύλειο κανόνα, ὁ ἑρμηνευτής
χρησιμοποιεῖ κοινό χαρακτηρισμό γιά τούς
συγγραφεῖς τῶν καινοδιαθηκικῶν βιβλίων, δηλαδή
ἀφ' ἑνός τόν Ἰωάννη καί ἀφ’ ἑτέρου τόν Παῦλο. Ὁ
χαρακτηρισμός «θεσπέσιος» ἀποδίδει σέ μέγιστο
βαθμό τόν ἄπειρο θαυμασμό γιά τούς δύο κορυφαίους
ἀποστόλους91. Ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη δέ χρησιμοποιεῖ
γιά τόν Παῦλο τό ἐπίθετο «θεσπέσιος», τό
ἀντικαθιστᾶ μέ τό «θεῖος» ἤ «χρυσοῦς» ἤ ἐκφράζει
τό θαυμασμό του γι' αὐτόν περιφραστικά.
β. Σέ ὅλα τά Ὑπομνήματα ἐμφιλοχωρεῖ μία μή
ἀποκρυσταλλωμένη χριστολογία. Στόν ὑπομνηματισμό

91
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 652 · πρβλ Οἰκουμενίου,
Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier, σελ. 29,31,36
κ.ο.κ.
50

τῆς πρός Ἐφεσίους ἀναγιγνώσκουμε : «Πλήρωμα


Χριστοῦ φησι, τὴν περὶ Χριστοῦ ὁλοτελῆ γνῶσιν καὶ
πίστιν, οἷον ὅτι ἐκ παρθένου σάρκα ἔλαβεν, ὅτι ἐκ
θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος εἰς μίαν ὑπῆρξεν
ὑπόστασιν»92. Παράλληλο ἑρμηνευτικό ἀπόσπασμα τοῦ
Οἰκουμενίου συναντᾶμε στήν ἑρμηνεία τῆς
Ἀποκαλύψεως : «... ἵν' ἐκ δύο φύσεων νοεῖται
συνημμένος ὁ Ἐμμανουήλ, θεότητός τε καὶ
ἀνθρωπότητος, τελείως ἐχουσῶν κατὰ τὸν οἰκεῖον
λόγον καὶ τὴν κατὰ ποιότητα φυσικὴν ἰδιότητα καὶ
διαφοράν, οὔτε συγχυθέντων τῶν εἰς ἑνότητα
συνδεδραμηκότων, οὔτε μὴ διαιρουμένων μετὰ τὴν
ἄφραστον καὶ ἀφαντασίαστον ἕνωσιν»93. Πρέπει νά
ἐπισημάνουμε ὅτι καί στούς δύο σχολιασμούς
διατυπώνεται ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός
συνέστη ἀπό τήν ἕνωση τῆς θείας καί τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως. Στό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἑρμηνεία
στήν Ἀποκάλυψη, ἔχουμε ἐπιπλέον νά σημειώσουμε
ὅτι ὁ ἑρμηνευτής τονίζει τή διατήρηση τῶν
ἰδιοτήτων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως,
κατά τήν ἕνωση. Ἔτσι παρατηροῦμε μιά ἐξέλιξη στή
διατύπωση πού τείνει νά ὁμοιάσει μέ τό
Χριστολογικό δόγμα. Ἀπό τήν ὁρολογία, καθώς καί
ἀπό τή σύνταξη τῶν ἀποσπασμάτων μποροῦμε εὔκολα
νά διαπιστώσουμε ὅτι ἔχουν κοινή προέλευση.
Σέ ἄλλα σημεῖα ὁ συγγραφέας τοῦ ὑπομνήματος
στήν Ἀποκάλυψη γράφει γιά τό δεύτερο πρόσωπο τῆς
Ἁγίας Τριάδος ὅτι εἶναι «συναΐδιος καὶ ὁμοούσιος
τῷ πατρὶ καὶ τῷ πνεύματι, καὶ συγκατάρχει τῶν
αἰώνων, καὶ πάσης κτίσεως νοητῆς τε καὶ

92
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1220.
93
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 32.
51

αἰσθητῆς»94. Στό ὑπόμνημα τῆς πρός Ρωμαίους


συναντᾶμε μία παρόμοια ἄποψη γιά τή σχέση τοῦ
Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Στή
διατύπωση ὅμως ὁ ἑρμηνευτής χρησιμοποιεῖ
διαφορετική ὁρολογία. Γράφει : «Τίς δέ ἐστιν
οὗτος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ; Ὁ ἐξ ἀρχῆς μὲν συνὼν τῷ
Πατρί ... Ἐν χρόνοις γὰρ αἰωνίοις ὑπῆρχε, μόνῳ τῷ
Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματι γινωσκόμενον …
τοῦτο γὰρ αἰώνιον Θεὸν καλεῖ, τουτέστιν,
95
ἄχρονον» . Φανερώνεται λοιπόν ὅτι εἶναι
ξεκαθαρισμένη ἡ τριαδολογία παρά τή φραστική καί
λεκτική διαφορά. Σ' ἕνα ἄλλο σημεῖο γράφεται :
«Πάντα γὰρ ἐνεργεῖται τὰ θεοπρεπῆ παρὰ τοῦ Πατρὸς
δι' Υἱοῦ ἐν Πνεύματι»96 καί «Ὁ Υἱὸς γάρ ἐστιν ἡ
σοφία τοῦ Πατρός»97. Τά τρία πρόσωπα ἔχουν κοινές
ἰδιότητες καί ἀποτελοῦν τόν ἕνα, ἀλλά τριαδικό
Θεό.
Ἕνα ἀξιοπρόσεκτο σχόλιο, πού μᾶς δείχνει ὅτι ὁ
ὑπομνηματιστής εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο, εἶναι ἡ
ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε «υἱὸς
ἀνθρώπου», ἀλλά «ὅμοιος μὲ υἱὸν ἀνθρώπου»98, διότι
ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα «ἀλλ' οὐχ ἁμαρτωλήν,
ἀλλ' ἀναμάρτητον, ὡς εἰ εἶπεν · Ἐν ὁμοιώματι
ἁμαρτωλῆς σαρκός, ἀναμάρτητον δέ»99. Στήν ἐξήγηση
τῆς πρός Ρωμαίους ἔχουμε μία ἐξελισσόμενη, ἀλλά
94
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 31,38.
95
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 605-608.
96
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 476.
97
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 605. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 :
425-426 : «Οὐ μόνον, φησίν, ἡ χάρις τοῦ Πατρός, ἀλλὰ δὴ καὶ
ἡ τοῦ Υἱοῦ. Τοῦτο δὲ κατασκευαστικόν ἐστι τοῦ δυνατοῦ, ὅτι,
φησί, Χάρις τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὅπου δὲ Πατὴρ καὶ Υἰός,
εὔδηλον ὅτι καὶ τὸ Πνεῦμα δύναται πάντας σῶσαι».
98
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 41.
99
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 469-472.
52

ὄχι ἐντελῶς ἀποκρυσταλλωμένη χριστολογική


διατύπωση.
Ἡ θέση τοῦ ἑρμηνευτῆ στήν Ἀποκάλυψη ὅτι ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι «τύπος» τῆς Καινῆς βρίσκεται
συντεταγμένη κατά παρόμοιον τρόπο στήν ἐξήγηση
τῆς Α΄ πρός Κορινθίους100.
Ὁμοιότητες δέν ὑπάρχουν μόνο ὡς πρός τή
διδασκαλία, ἀλλά καί ὡς πρός τή φρασεολογία τῶν
ὑπομνημάτων καί ἐπιπλέον ὑποδηλώνουν τό βαθύτατο
σεβασμό πρός τήν προσωπικότητα τοῦ Ἱεροῦ
Χρυσοστόμου, σεβασμό πού ἀγγίζει τή μίμηση ἀκόμη
καί στόν τρόπο ἀσκήσεως ἑρμηνείας ἐπάνω στό
βιβλικό κείμενο. Ἡ κοινότητα αὐτή τῶν ρητορικῶν
ἐρωτήσεων μέ τή χρήση τοῦ ρήματος «ὁρῶ» σέ β΄
ἑνικό πρόσωπο («ὁρᾶς δέ ;»), ἡ ἔναρξη τῆς
διατύπωσης τῆς ἴδιας γνώμης μέ τή φράση «ὡς
οἶμαι», ἡ χρήση τῶν ὑποθετικῶν λόγων κατά τήν
ἑρμηνεία («εἰ γάρ … πῶς οὐκ ἄν») μαρτυροῦν ὅτι ὁ
συγγραφέας - ἑρμηνευτής εἶναι ἕνας.
Θά μποροῦσε ἴσως κάποιος νά ἀναρωτηθεῖ γιατί
τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα
ἑρμηνευτικές ὁμιλίες, ἐνῶ τά ὑπομνήματα στίς
Πράξεις, τό Corpus Paulinum καί τίς Καθολικές
ἐπιστολές δέν ἀποτελοῦνται ἀπό συνεχεῖς
ἑρμηνεῖες, ἀλλά ἔχουν μορφή Συλλογῆς, δηλαδή
Ἐκλογῆς Πατερικῶν Σχολίων.
Ἡ ἀπάντηση, καθ’ ἡμᾶς, εἶναι ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος, ὁ ρήτορας τοῦ 6ου αἰώνα καί ὄχι ὁ
ἐπίσκοπος τοῦ 10ου αἰώνα, εἶχε γράψει, ἐκτός ἀπό
τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη, καί ἄλλα τρία
Ὑπομνήματα λίγο προγενέστερα στά βιβλία τῶν

100
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 805 : «………… ἵνα δείξῃ τὴν
παλαίαν τοῦτο προσκιαγράφουσαν» · πρβλ Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία
τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier, σελ. 41.
53

Πράξεων καί τῶν Ἐπιστολῶν, τά ὁποῖα ὑπέστησαν


ἐπεξεργασία ἀπό ἀντιγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι προσέθεσαν
πολλά πατερικά σχόλια. Ἔτσι τά ἑρμηνευτικά
Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί στίς καινοδιαθηκικές
ἐπιστολές κατέληξαν νά πάρουν γύρω στόν 9ο μέ 10ο
αἰώνα τήν τελική μορφή, στήν ὁποία τά παραλάβαμε
ἀπό τούς κώδικες σήμερα.
Νομίζουμε ὅτι θά ἦταν μεγάλη παράλειψη, ἄν δέν
παραθέταμε, ἀπό τήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους, τεμάχιο τό ὁποῖο φέρει τήν πνευματική
πατρότητα τοῦ Οἰκουμενίου καί στό ὁποῖο γίνεται
ἀναλυτική ἑρμηνεία τῆς ἕβδομης σφραγίδας101.
Συγκεκριμένα ἀναφέρει ὅτι σύμφωνα μέ τά γραφόμενα
στήν Ἀποκάλυψη ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι τό τέλος θά
εἶναι γιά τούς ἀνθρώπους μερικό καί ὄχι καθολικό,
ὥστε ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἀπολλυμένων νά
μετανοήσουν οἱ ὑπόλοιποι καί νά σωθοῦν. Αὐτό θά
συμβεῖ ἐξ αἰτίας τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Tό
ἀπάνθισμα αὐτό περιγράφει περιληπτικά καί μέ
διαφορετικές ἐκφράσεις τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τήν
προσπάθειά Του νά σωθοῦν οἱ μετανοοῦντες. Τήν
ἴδια ἀκριβῶς ἄποψη, ἀλλά ἀναλυτικότερα συναντᾶμε
καί στό Ὑπόμνημα τῆς Ἀποκαλύψεως102. Καί μόνο ἡ
ἀναφορά στήν Ἀποκάλυψη πού προέρχεται ἀπό τόν
Οἰκουμένιο, ὅπως παραδίδουν τά χειρόγραφα,
ἐνισχύει τήν ταύτιση τῶν ἑρμηνευτῶν.
γ. Τόσο ἡ ἑρμηνεία στήν Ἀποκάλυψη, ὅσο καί τά
Ὑπομνήματα - Σειρές, προβάλλουν ἔντονα τήν
προχαλκηδόνια κυρίλλεια διδασκαλία ἐπάνω στά
χριστολογικά ζητήματα. Κατά κόρον τονίζουν τή
δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό,

101
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 892-893.
102
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 95-98.
54

πού εἶναι ἡ μοναδική ἀλήθεια. Ἐπίσης τονίζεται ἡ


πραγματικότητα καί ἡ σημασία τῆς Θείας
Ἐνανθρωπήσεως γιά τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Βάσει τῶν προαναφερθέντων ἐπιχειρημάτων,


δυνάμεθα ἀκράδαντα νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ὁ
συγγραφέας - ἑρμηνευτής Οἰκουμένιος εἶναι ἕνα καί
τό αὐτό πρόσωπο. Λόγῳ τῆς φιλικῆς σχέσεώς του μέ
τόν Σευῆρο Ἀντιοχείας, τό ἔργο του ἔγινε
περισσότερο ἀποδεκτό ἀπό τούς «μονοφυσιτικούς»
κύκλους. Οἱ ὀρθόδοξοι προσέλαβαν τό ἔργο, διότι
κατανόησαν τήν ἀξία του, ἀλλά ἀποσιώπησαν τό ὄνομα
τοῦ συγγραφέα, ἐπειδή, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται,
προσχώρησε στούς ἀντιπάλους τῆς Συνόδου τῆς
Χαλκηδόνας.
Ἐπειδή σύμφωνα μέ τούς ἐπισκοπικούς καταλόγους
κατά τόν 10ο αἰώνα103, ἔδρασε κάποιος ἐπίσκοπος μέ
τό ὄνομα Οἰκουμένιος, εἴτε ἐκ παραδρομῆς, εἴτε
ἠθελημένα κάποιος ἀπό τούς ἀντιγραφεῖς τοῦ
Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη τοποθέτησε δίπλα στό
ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου τόν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου. Μ’
αὐτό τό σκεπτικό μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε γιατί ὁ
cod. 99 τοῦ S. Salvatoris, πού ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν
Fr. Diekamp, χαρακτηρίζει104 τόν Οἰκουμένιο ὡς

103
Ν.Ἰ. Γιαννόπουλου, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι Θεσσαλίας”,
«Παρνασσός» Ι΄ (1914) 298. Ἰ. Μυστακίδου, “Ἐπισκοπικοὶ
Κατάλογοι”, ΕΕΒΣ ΙΒ΄ (1936) 120. Michael le Quiens, Oriens
Christianus in quattor Patriarchatus digestus, Parisiis
MDCCXL [ἀνατύπωσις : Akademische Druck-U-Verlag-Sansalt Graz
1958, tomus secudus, σελ. 119-120].
104
Fr. Diekamp, “Handschriften”, Biblica 10 (1929) 81 : «Ich
Konnte damals auf Grund eigener Einsichtnahme vier
Handschriften machen, die den Kommentar ganz oder teilweise
enthalten. Alle vier entstammen direkt oder indirekt dem
früheren Basilianer-Kloster San Salvatore in Messina. Die
älteste dieser Handschriften und die alleinstedieser
Handschriften und die alleinst vollständige ist der noch
55

«ἐπίσκοπο» καί «ρήτορα». Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ


κώδικας αὐτός χρονολογεῖται γύρω στόν 12ο αἰώνα,
δηλαδή χρονολογικά βρίσκεται πολύ κοντά στήν ἐποχή
τοῦ ἐπισκόπου Οἰκουμενίου105. Ἐπιπλέον ὁ ἀρχαιότερος
κώδικας πού ἀποδίδει τά ὑπομνήματα στίς ἐπιστολές
τοῦ Παύλου στόν Οἰκουμένιο, δηλαδή ὁ cod. Paris.
224, προερχόμενος ἀπό τόν 11ο αἰώνα, εὔκολα θά
μποροῦσε νά παραπλανήσει καί νά ἐνισχύσει τήν
ὑποψία ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Οἰκουμένιος εἶναι ὁ
συγγραφέας. Νομίζουμε ὅτι μετά ἀπό τήν παράθεση τῶν
παρατηρήσεών μας ἀπορρίψαμε κάθε ὑποψία γιά τυχοῦσα
ἰσχύ ἑνός τέτοιου ἰσχυρισμοῦ.
Ὅμως τόσο ὁ cod. Paris. 224, ὅσο καί ὁ
σύγχρονός του Vat. 766, ἐπιβεβαιώνουν ὅτι
πράγματι ὁ Οἰκουμένιος εἶναι τουλάχιστον ἡ βάση τῆς
Σειρᾶς πού διατηρήθηκε μέχρι σήμερα μέ τό ὄνομά του
καί ἀπό ἐξωτερικά στοιχεῖα. Στό δεύτερο κώδικα
περιλαμβάνεται μία εἰκόνα, πού σέ χρυσό φόντο
παρουσιάζει τόν Χρυσόστομο νά γράφει μέ τήν
ἐπιστασία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος τοῦ
ψιθυρίζει στό αὐτί. Ἕνας γενειοφόρος ἄνδρας
εἰσέρχεται ἀπό τήν πόρτα. Ἄν καί τό ὄνομα αὐτοῦ τοῦ
ἀνδρός δέν ἀναγράφεται, θά μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Οἰκουμένιος ἀπό τήν παράθεση τῆς
ἐπιγραφῆς στό πρῶτο φύλλο : «Catena hoc opus
videtur, Theodoretum, Eusebium, Oecumenium,
Severianum aliosque citat. Patrim consentit cum

dem 12. Jahrhundert angehörende cod. gr. 99 der cod.


Vaticanus 1426 aus dem Ende des 15 Jahrhunderts, der cod.
Taurinensis 84 (BI 15) ausdem Jahre 1548 und der cod.
Vatic. Ottobonianus 126.127 ausdem Jahre 1620, enthalten
übereinstimmend nur etwa die Hälfte des Kommentares, da sie
alle zu Beginn des zweiten Λόγος- das Werk ist in 12 Λόγοι
eingeteilt-sofort auf die Mitte des achten Λόγος
überspringen».
105
Ἔνθ' ἀνωτέρω.
56

opere Veronae excusso, patrim dissentit, maxime in


expositione diversum opus est»106. Στηριζόμενοι στήν
ὁμοιότητα τῆς χριστολογίας τοῦ ὑπομνήματος στήν
Ἀποκάλυψη καί τῶν Ἐκλογῶν στίς Πράξεις καί τίς
Ἐπιστολές, πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου,
εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ εἰκονογράφος ἔχει σχεδιάσει
μαζί μέ τούς Παῦλο καί μακάριο Ἰωάννη καί τόν
Οἰκουμένιο ὁ ὁποῖος θαύμασε καί ἑρμήνευσε καί τούς
δύο πρώτους.

3. Χρονολόγηση τῶν Ὑπομνημάτων τοῦ


Οἰκουμενίου.

Κατά τόν Κ. Μπελέζο, ἡ ἑρμηνεία στήν Ἀποκάλυψη


συντελέστηκε λίγο πρίν ἤ κατά τή διάρκεια τῆς
πατριαρχείας τοῦ Σευήρου (513-518), ἄποψη πού
τεκμηριώνεται μέ τήν ἐπισήμανση λεπτῶν ὁμοιοτήτων
καί διαφορῶν μεταξύ τῆς χριστολογίας τοῦ
Σευήρου, ὅπως διατυπώνεται στίς ἐπιστολές του, καί
τῆς ἀντίστοιχης τοῦ Οἰκουμενίου, ὅπως διασώζεται
στό Ὑπόμνημα τοῦ τελευταίου στήν Ἀποκάλυψη107. Ἡ
χρονολόγηση αὐτή στηρίζεται καί σέ ἄλλα δεδομένα
πού ὁ Κ. Μπελέζος συνοψίζει ὡς ἑξῆς :
α. Στό γεγονός ὅτι ὁ Οἰκουμένιος πληροφορεῖ πώς τό
κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού χρησιμοποιεῖ,
ἀνάγεται στήν ἐποχή τοῦ 500 ἤ λίγο νωρίτερα.
Συγκεκριμένα ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος ὑποστηρίζει
ὅτι ἔχουν περάσει 500 χρόνια ἀπό τότε πού

106
K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 103.
107
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 33-34.
57

ὁραματίσθηκε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τά δρώμενα


τῆς Ἀποκαλύψεως108.
β. Ὑπάρχει ἀπόσπασμα τοῦ Ὑπομνήματος τοῦ
Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη σέ Συριακή Σειρά τοῦ
7ου αἰώνα.
γ. Τό Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου χρησιμοποιήθηκε ἀπό
τόν Ἀνδρέα Καισαρείας ὡς ἀφετηρία γιά τή συγγραφή
τοῦ ἀντίστοιχου δικοῦ του Ὑπομνήματος, πού
συγγράφηκε κατά τή χρονική περίοδο 563-614.
δ. Δέ γίνεται καμμία ἀναφορά στό Ὑπόμνημα γιά τούς
σεισμούς πού ἐκδηλώθηκαν στήν Ἀντιόχεια κατά τά
ἔτη 526, 528 καί 539, οὔτε γιά τίς ἐπελάσεις τῶν
στρατευμάτων τοῦ Πέρση βασιλιᾶ Χοσρόη τοῦ Α΄ γύρω
στό 540 μ.Χ., πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν
ἀπό τόν Οἰκουμένιο ὡς ἀφορμές γιά τήν ἑρμηνεία
τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως.
ε. Ὁ Οἰκουμένιος εἶχε ἐπηρεασθεῖ τουλάχιστον
γλωσσικά ἀπό τά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα109.
στ. Τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη προδίδει θαυμασμό
γιά τόν Εὐάγριο τόν Ποντικό110 καί προσπαθεῖ νά
συμβιβάσει τίς ἀντιθέσεις μεταξύ τῶν ὀπαδῶν καί
τῶν πολεμίων τῆς θεωρίας «τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν
πάντων»111. Ἡ ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενίου προσπάθεια
ἀμβλύνσεως τῶν ἀντιθέσεων112 προδίδει ὅτι τό
σύγγραμμα προηγεῖται τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

108
H.C. Hoskier, “Lost Commentary of Oecumenius”, AJPh 34
(1913) 308-309.
109
J. Schmid, “Die griechischen Apokalypsen – Kommentare”,
BZ 19 (1931) 240.
110
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 122 : «Εὐάγριος ὁ τὰ γνωστικὰ μέγας».
111
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 112.
112
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1976, σελ. 696.
Πρβλ Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθήνα 1992, σελ.
699,719.
58

(553 μ.Χ.) πού καταδίκασε τίς αἱρετικές ἀπόψεις


τοῦ Ὠριγένη καί τοῦ Εὐαγρίου.
ζ. Ἡ Χριστολογία τοῦ Οἰκουμενίου, ὅπως ἀπορρέει ἀπό
τό Ὑπόμνημα, φανερώνει ὅτι δέν ἔχει ἀποδεχθεῖ
ἀκόμη τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί
διάκειται φιλικά στόν Σευῆρο Ἀντιοχείας πού εἶναι
μονοφυσίτης, ἐφ’ ὅσον ἀκολουθεῖ τή διδασκαλία
του. Σ’ αὐτό τό συμπέρασμα συντελεῖ καί ἡ χρήση
τῆς προχαλκηδόνιας κυρίλλειας διδασκαλίας113.
Ὁ Turner τοποθετεῖ τήν Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκάλυψης
γύρω στό 600 μ.Χ.114, ἐνῶ τή βάση τῆς συγγραφῆς τῆς
Συλλογῆς στίς Παύλειες ἐπιστολές γύρω στό 560-640
μ.Χ.115.
Μποροῦμε νά τοποθετήσουμε σέ μία χρονολογική
σειρά τά ὑπόλοιπα Ὑπομνήματα σέ σχέση μέ τή
χρονολόγηση τοῦ Ὑπομνήματος στήν Ἀποκάλυψη, πού
εἶναι ἕνα συνεχές καί ὄχι ἀποσπασματικό ἔργο,.
Ὁρμώμενοι ἀπό μία ἀναφορά τοῦ Οἰκουμενίου στό
βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, στό Ὑπόμνημα τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους ἐπιστολῆς, νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά
ἐκφράσουμε κάποιες ἀπόψεις γιά τή χρονολογική σειρά
ἑρμηνείας τῶν Καινοδιαθηκικῶν βιβλίων ἀπό τό
συγγραφέα μας. Στό συγκεκριμένο σημεῖο ὁ
Οἰκουμένιος δέν παραπέμπει σέ δικό του Ὑπόμνημα
στήν Ἀποκάλυψη, ἀλλά κατ’ εὐθεῖαν στόν Εὐαγγελιστή
Ἰωάννη καί στόν τρόπο πού συνέλαβε τήν ἑρμηνεία τῆς

113
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 36-37.
114
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DB, Extra volume, Edinburgh 1904, σελ. 523. Πρβλ
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 39-41.
115
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DB, Extra volume, Edinburgh 1904, σελ. 524.
59

λύσεως τῆς ἕβδομης σφραγίδας116. Γράφει ὅτι τό τέλος


θά ἔρθει ἐν μέρει στό ἀνθρώπινο γένος, διότι ὁ
πολυέλεος καί πολυεύσπλαχνος Θεός θέλει νά
παραδειγματίσει μέ τήν ἀπώλεια τῶν πρώτων ἀνθρώπων
τούς ὑπολοίπους, ὥστε νά ὁδηγηθοῦν μέσῳ τοῦ φόβου
στή μετάνοια. Δέ θά ὁδηγηθοῦν ἅπαντες στό θάνατο.
Ὅλα θά ἀλλάξουν, θά ἀνακαινισθοῦν, θά μετέχουν στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἴδια ἐσχατολογική ἄποψη
συναντᾶμε πιό ἀνεπτυγμένη στό Ὑπόμνημα τοῦ
117
Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη . Ἡ παρατήρηση αὐτή μᾶς
ὁδηγεῖ στή σκέψη ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἑρμήνευσε τήν
Ἀποκάλυψη μετά τίς ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς, ὁ
cod. Bodleian. παραδίδει δύο σχολιασμούς πού
ἐμπεριέχουν χριστολογικές ἀπόψεις. Στόν πρῶτο ἀπό
αὐτούς ἀποδίδει στόν Ἰησοῦ Χριστό μόνο μία φύση, τή
θεία, ἡ ὁποῖα παρέλαβε ἀνθρώπινη σάρκα. Τόν θεωρεῖ
Υἱόν - Λόγον ὡς πρός τόν Πατέρα καί τόν
χαρακτηρίζει Θεόν ὡς πρός τό πρόσλημμα, δηλαδή τήν
ἀνθρώπινη σάρκα118. Στό δεύτερο σχολιασμό διαβάζουμε
: «Καὶ γὰρ καὶ γυμνῇ πάλαι τῇ θεότητι εἰς μίαν
ὑπῆρξε φύσιν». Στήν ὤα ἐπισυνάπτεται ὁ ὅρος
«ὑπόστασιν», ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στή λέξη «φύσιν»,
πιθανόν γιά νά τήν διευκρινίσει. Ἡ προσθήκη ἔχει
μορφή διόρθωσης. Δέν γνωρίζουμε ἄν ἡ προσθήκη αὐτή
γράφτηκε ἀπό τό χέρι τοῦ Οἰκουμενίου119. Στήν
ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου ἀναγιγνώσκουμε : «καὶ ἑνὸς

116
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 892-893.
117
Ηoskier, Complete Commentary of Oecumenius, σελ. 32.
118
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 411 : 20-24 : «………… Ὁ ἐν
ἀγίοις Γρηγόριος ἐν τῷ περὶ Υἱοῦ λόγῳ ὡς νομίζω τὰ δύο εἰς
τόν Χριστὸν ἐδέξατο · πατέρα μὲν τοῦ λόγου Θεὸν δὲ τοῦ
προσλήμματος · ἵνα ἐκ θεότητος ἐν μιᾷ φύσει δείξῃ τὸν
Ἐμμανουήλ».
119
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 411 : 35-36 · πρβλ
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1220.
60

ἐξ ἀμφοῖν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεότητος λέγω καὶ


ἀνθρωπότητος»120. Ἐάν συγκρίνουμε τά τρία αὐτά
σχόλια θά διαπιστώσουμε μιά δυσκολία στή διατύπωση
τῆς χριστολογίας. Ὁ συγγραφέας πιστεύει ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός εἶναι θεάνθρωπος, ἀλλά δυσκολεύεται
νά τό ἐκφράσει, ἐπειδή ἀμφισβητεῖ ἀκόμη τήν
ὀρθότητα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀντίθετα στήν
ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως ἀποδέχεται ὅτι «… ἵν' ἐκ
δύο φύσεων νοεῖται συνημμένος ὁ Ἐμμανουήλ, θεότητός
τε καὶ ἀνθρωπότητος, τελείως ἐχουσῶν κατὰ τὸν
οἰκεῖον λόγον καὶ τὴν κατὰ ποιότητα φυσικὴν
ἰδιότητα καὶ διαφοράν, οὔτε συγχυθέντων τῶν εἰς
ἑνότητα συνδεδραμηκότων, οὔτε μὴ διαιρουμένων μετὰ
τὴν ἄφραστον καὶ ἀφαντασίαστον ἕνωσιν»121. Ἡ
διατύπωση αὐτή φανερώνει μιά ἐξέλιξη στό συνειρμό
τῶν σκέψεων, ἀλλά καί στήν ἔκφραση, ἡ ὁποία
προσεγγίζει περισσότερο τή δογματική διδασκαλία τῆς
Χαλκηδόνας. Μέ αὐτήν τή λογική μποροῦμε νά
καταλήξουμε στό συμπέρασμα ὅτι τά Σχόλια στό Corpus
Paulinum προηγοῦνται χρονολογικά τῆς ἑρμηνείας τοῦ
Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη.
Ἐπίσης ἡ ἀποσπασματική μορφή τῶν Σχολίων στήν
ἑρμηνεία τῶν Πράξεων, τῶν Παυλείων καί Καθολικῶν
ἐπιστολῶν ἐνισχύει τήν ἄποψη ὅτι ὁ Οἰκουμένιος
σχολίασε τελευταῖα τήν Ἀποκάλυψη, τῆς ὁποίας τό
ἑρμηνευτικό Ὑπόμνημα παρουσιάζει ἑνιαία μορφή.
Τό μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Οἰκουμένιος δέν
ἀσχολήθηκε καθόλου μέ τά Εὐαγγέλια. Διέγραψε ὅλη
του τήν ἑρμηνευτική πορεία καθοδηγούμενος ἀπό ἕναν
ἄκρατο θαυμασμό πρός τόν Παῦλο καί τόν Χρυσόστομο,
τόν ὁποῖο χρησιμοποίησε μέ σεβασμό. Στήν ἑρμηνεία

120
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 72 : 5-6,10-12.
121
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 32.
61

τῆς Β΄ πρός Κορινθίους ὑπάρχει ἡ ἑρμηνευτική


παρατήρηση : «Ὁρᾷς ὅτι οὐ πάντα ἃ πέπονθεν ὁ
Παῦλος, συνέγραψεν ἡμῖν ὁ Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσιν
;»122. Αὐτή ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἔχει
μελετήσει τίς Πράξεις καί γνωρίζει ὅτι δέν
περιγράφονται ὅλα τά παθήματα τοῦ Παύλου. Μήπως τόν
ἐνέπνευσαν στήν πρώτη ἑρμηνευτική του ἀπόπειρα ;
Ἄν καί τό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου χρησιμοποιήθηκε
κατά κόρον ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς
γραμματείας, ἐν τούτοις τό ὄνομά του
περιθωριοποιήθηκε ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς του
σχέσεως μέ τόν ἀντιχαλκηδόνιο Σευῆρο Ἀντιοχείας123.
Αὐτό συνέβη σέ ὅλα τά πονήματα ἐκτός ἀπό τό
τελευταῖο του, τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη, πού
διασώθηκε μέ τό ὄνομά του καί ἀποτέλεσε τό
ἀρχαιότερο ἑλληνικό ἐξηγητικό ἔργο σ’ αὐτήν, τήν
ὁποία ἦταν δύσκολο κάποιος νά τήν ἑρμηνεύσει ἐξ
αἰτίας τοῦ προφητικοῦ ἐσχατολογικοῦ της
περιεχομένου καί τῆς καθυστερημένης ἐντάξεώς της
στόν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας.

4. Βιογραφικό σχεδίασμα τοῦ προσώπου τοῦ


Οἰκουμενίου.

122
Oἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1057.
123
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 50,53,59. Σημείωση : Ἄν καί ὁ
Οἰκουμένιος ἦρθε σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν Σευῆρο Ἀντιοχείας
ὡς πρός τή χριστολογική ὁρολογία του, ἐν τούτοις οἱ
συγγραφεῖς ἐπιχειρηματολόγησαν χρησιμοποιώντας ἀρνητικά τήν
ἀλληλογραφία τους, παραβλέποντας τήν προσπάθεια τοῦ
Οἰκουμενίου νά ἀμβλύνει τίς χριστολογικές ἀντιθέσεις κάτω
ἀπό σωτηριολογικό πρῖσμα.
62

Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ Κ. Μπελέζου, ὁ ὁποῖος


εὔστοχα ξεκίνησε ἀπό τούς χαρακτηρισμούς τοῦ
Σευήρου Ἀντιοχείας, ὁ ἐπίσκοπος ἀπευθύνει τίς
ἐπιστολές του στόν Οἰκουμένιο τόν «κόμητα» καί
«σχολαστικό» καί ὄχι σέ κάποιον «πρεσβύτερο»,
«ἱερομόναχο» ἤ ὁμότιτλό του. Ἀπό τήν πρώτη ματιά
καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ παραλήπτης τῶν ἐπιστολῶν εἶναι
λαϊκός, κρατικός ἀξιωματοῦχος, μέ σπουδαία
διοικητική θέση καί ἰδιαίτερη μόρφωση, καθότι ὁ
ὅρος «σχολαστικός» σημαίνει κατά τούς
βυζαντινολόγους τό ρήτορα, τό δικηγόρο. Οἱ
χαρακτηρισμοί «φιλόσοφος» καί «ρήτορας» πού
ἀποδόθηκαν στό συγγραφέα, εἶναι μεταγενέστεροι.
Τό διοικητικό ἀξίωμα, καθώς καί ἡ πολύπλευρη
μόρφωση τοῦ κόμη τῆς Ἰσαυρίας δικαιολογοῦν τή σχέση
του τόσο μέ πολιτικές, ὅσο καί μέ ἐκκλησιαστικές
ἀρχές καί τόν καθιστοῦν ἄριστο γνώστη τῶν
πολιτικῶν, κοινωνικῶν, φιλοσοφικῶν καί
ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων τῆς ἐποχῆς του. Γνώριζε
ἄριστα τή βυζαντινή πολιτειολογία πού θεωροῦσε τό
Ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος ὡς προτύπωση τῆς
«Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Πιθανότατα ἦταν ὁ διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς
Ἰσαυρίας, ὁ ὁποῖος εἶχε θρησκευτικές ἀναζητήσεις
καί ἀνησυχίες, γι’ αὐτό καί μετεῖχε στίς
χριστολογικές συζητήσεις τῆς ἐποχῆς του, κάτι πού
φανερώνει ἡ ἐνασχόλησή του μέ τή διδασκαλία τοῦ
Παύλου, πού ἔδρασε σέ μεγάλο βαθμό στήν Ἀντιόχεια
καί στήν Μικρά Ἀσία. Ὅμοια καί ἡ ἐξηγητική του
προσπάθεια στό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς
Διαθήκης, στήν Ἀποκάλυψη, πού γράφτηκε ἀπό τόν
Ἰωάννη σέ ἐδάφη τά ὁποῖα βρίσκονται στά ἀνατολικά
τῆς Μεσογείου, συνηγορεῖ γιά τόν τόπο τῆς δράσεώς
του, καθώς καί γιά τήν ἀλληλογραφία του μέ τόν
63

ἐπίσκοπο τῆς Ἀντιοχείας. Ἡ χρήση τῶν Καππαδοκῶν


Πατέρων καί τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἦταν γέννημα τῆς
Ἀντιόχειας, δικαιολογοῦν πλήρως τήν πεποίθηση ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος ἔδρασε κοντά σ’ αὐτές τίς περιοχές.
Ἡ ἐποχή του συνταράσσεται ἀπό τό Ἀκακιανό
Σχῖσμα, ὁ ἴδιος πρόσκειται φιλικά στόν Σευῆρο
Ἀντιοχείας διατηρώντας ἐπιφυλάξεις γιά τίς θέσεις
τοῦ δεύτερου στά χριστολογικά ζητήματα. Παρότι ὁ
Οἰκουμένιος σέβεται τόν Σευῆρο, διατηρεῖ
ἐπιφυλακτική στάση ἀπέναντι στίς θέσεις του.
Χρησιμοποιεῖ τήν προχαλκηδόνια κυρίλλεια ὁρολογία
γιά νά ἐκφράσει ἀπόψεις ὀρθόδοξες μέν, ἀσαφεῖς δέ,
λόγῳ τοῦ ἔκρυθμου ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος.
Σκοπός τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι ἡ
ἠθική οἰκοδομή καί σωτηρία τῶν πιστῶν. Θαυμάζει τόν
Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Πολλές φορές μᾶς δίνει τήν
ἐντύπωση ὅτι ὄχι ἁπλά τόν ἔχει μελετήσει, ἀλλά τόν
γνωρίζει σχεδόν ἀπ’ ἔξω, ὅπως φαίνεται ἀπό τή φράση
του «ὡς οἶμαι» πού συναντᾶμε κατά κόρον στίς
ἐπιστολές του. Ἀργότερα πρωτοτύπησε ἑρμηνεύοντας
τήν Ἀποκάλυψη, ἕνα βιβλίο πού ἄργησε να
συμπεριληφθεῖ στόν κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ἐπειδή θεωρεῖ τό βιβλίο ὡς ἐπίκαιρο καί
διαχρονικό γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν, δέν τό
παραθεωρεῖ ἀλλά τό ἀναλύει.
Τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ Οἰκουμένιου ἔγινε
ἀποδεκτό τόσο ἀπό τούς μονοφυσιτικούς κύκλους, λόγῳ
τῆς σχέσεώς του μέ τόν Σευῆρο, ὅσο καί ἀπό τούς
ὀρθόδοξους κύκλους. Τό ὄνομά του ἀποσιωπήθηκε ἀπό
τούς δεύτερους καί παρέμεινε μόνο στά ἀποσπάσματα
τῶν Σειρῶν καί στή Σύνοψη τοῦ βιβλίου τῆς
Ἀποκαλύψεως, συγχεόμενο μέ τόν ἐπίσκοπο Οἰκουμένιο
τοῦ 10ου αἰώνα. Μετά τήν ἀνακάλυψη τοῦ cod.
Salvatoris 99 ἀπό τόν Diekamp, τό 1901, ἦρθαν στήν
64

ἐπιφάνεια τό Ὑπόμνημα τῆς Ἀποκαλύψεως καί τό ὄνομα


τοῦ συγγραφέα.
Ἡ διδακτορική διατριβή τοῦ Κων/νου Μπελέζου
διαφώτισε περισσότερο τήν ἔρευνα σχετικά μέ τόν
πραγματικό συγγραφέα Οἰκουμένιο καί τό ἔργο του.
Σεβόμενοι αὐτή τήν προσπάθεια, προσπαθοῦμε νά τήν
συμπληρώσουμε, ἀσχολούμενοι μέ τό περιεχόμενο καί
τίς πηγές τῶν Ὑπομνημάτων τοῦ Οἰκουμένιου στόν
Ἀπόστολο (Πράξεις - Παύλειες - Καθολικές
ἐπιστολές).
61

Β΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ

1. Τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη.


Στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα ὁ Fr. Diekamp
ἀνακάλυψε ἀνάμεσα στά χειρόγραφα τῆς Μεσσήνης ἕναν
κώδικα τοῦ 12ου αἰώνα μέ τίτλο : «Ἑρμηνεία τῆς
Ἀποκαλύψεως τοῦ θεσπεσίου καὶ εὐαγγελιστοῦ καὶ
θεολόγου Ἰωάννου ἡ συγγραφεῖσα παρὰ τοῦ
Οἰκουμενίου»124. Δέ γνωρίζουμε ἄν ἡ ἐπιγραφή ἀνήκει
στό συγγραφέα ἤ ὄχι.
Τό σύγγραμμα αὐτό ἀποτελεῖται ἀπό δώδεκα
λόγους - ὁμιλίες πού καταλήγουν σέ εὐχές ἤ σέ
δοξολογίες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτές περιλαμβάνουν
πολλά ἀποσπάσματα ἀπό τή θύραθεν καί ἐκκλησιαστική
γραμματεία, γεγονός πού μᾶς πείθει ὅτι δέν
ἀποτελοῦν κηρύγματα, ἀλλά γραπτές ἑρμηνεῖες πού
βρίσκονται σέ ἀλληλουχία μεταξύ τους125.
Οἱ λόγοι αὐτοί ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό
τούς προγενέστερους καί ἐκτενέστερους τόμους τοῦ
Ὠριγένη, χωρίς νά προβαίνουν σέ «κατά λέξη»
ἑρμηνεία. Ἡ κατ’ ἐπιλογήν ἑρμηνεία ἐρείδεται στό
κηρυγματικό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος μαζί μέ
τόν Ὠριγένη καί τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἀποτέλεσαν

124
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 27.
125
Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 80.
62

τή βάση τῶν γραπτῶν ὁμιλιῶν. Διαφέρουν ἀπό τά ἀμιγῆ


Ὑπομνήματα, στά ὁποῖα ὁ συντάκτης παρατάσσει πολλές
ἑρμηνευτικές ἀπόψεις καί τίς ὁμαδοποιεῖ σέ
περισσότερο ἤ λιγότερο ἀληθεῖς.
Ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ μέσα στό
πόνημά του τούς ὅρους «ἐξήγηση»126 καί «ἑρμηνεία»127.
Πράγματι τίς περισσότερες φορές ἑρμηνεύει μέ ἄμεσα
καί προσωπικά «Σχόλια», παρότι ἐπισυνάπτει πολλές
φορές περισσότερα παραδείγματα θύραθεν ἤ πατερικῶν
σκέψεων καί ἀπόψεων. Ἡ ὑποψία πώς τό ἔργο συνιστᾶ
πρόδρομο «Ἑρμηνευτικῆς Σειρᾶς» θά μποροῦσε νά
ἐνισχυθεῖ, καθώς ὁ συγγραφέας Οἰκουμένιος δείχνει
σεβασμό στήν αὐθεντία τῶν Πατέρων καί
ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων128.
Οἱ δώδεκα λόγοι ἀποτελοῦν ἕνα ἑρμηνευτικό
Ὑπόμνημα στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως καί συνδέονται
νοηματικά μέ ἕνα εἰσαγωγικό προοίμιο, ἀλλά δέν
ἐπιγράφονται. Ἕπεται τό «λῆμμα» τοῦ κειμένου τῆς
Ἀποκαλύψεως πού ἀποτελεῖται ἀπό ἕναν ἕως ἑπτά
στίχους, μετά ἀπό τούς ὁποίους ἀκολουθεῖ ἡ
ἑρμηνεία. Διακρίνουμε σέ κάθε λόγο ἀπό ἕξι ἕως
δεκαπέντε ἑρμηνευτικές ἑνότητες, πού καταλήγουν σέ
μία σύντομη εὐχή - δοξολογία129.

2. Τό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις.

126
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 73 : «καλῶς ἐξηγήσασθαι».
127
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 34 : «ἡρμήνευται».
128
Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1050.
129
Γιά περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Κ. Μπελέζου, Ἡ
«Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη
τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι
1999, σελ. 79-89.
63

Τό σύγγραμμα αὐτό, πού ἐκδόθηκε μέ τρεῖς


προλόγους130, φέρει τή μορφή Ὑπομνήματος καί
φιλοξενεῖ ἀρκετά πατερικά ἀπανθίσματα. Ὁ ἕνας ἀπό
τούς τρεῖς προλόγους εἶναι ἔμμετρος, γραμμένος σέ
στίχο ἰαμβικό δωδεκασύλλαβο. Οἱ τρεῖς αὐτοί
πρόλογοι - εἰσαγωγές διαφέρουν ὡς πρός τό
περιεχόμενό τους σέ ἕνα σημεῖο. Ὁ πρῶτος ἀναφέρει
ὅτι οἱ Πράξεις ἀφοροῦν τίς θαυμαστές ἐνέργειες τῶν
ἀποστόλων Πέτρου, Ἰωάννου, Φιλίππου καί Παύλου.
Ἀντίθετα οἱ ἄλλοι δύο περιγράφουν μέ θαυμασμό τήν
προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Παύλου. Ὅλοι
συμφωνοῦν ὅτι τό βιβλίο τῶν Πράξεων ἐκπονήθηκε ἀπό
τόν Λουκᾶ131, ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε νά καταγράψει τά
πεπραγμένα τῶν ὑπόλοιπων ἀποστόλων132, ὥστε νά
μπορέσει ν’ ἀφηγηθεῖ ὁμαλά τή δραστηριότητα τοῦ
Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν133.
Ὁ ποιητικός πρόλογος δομεῖται σέ τέσσερα μέρη.
Τό πρῶτο ἐκθειάζει τόν Παῦλο. Τό δεύτερο περιγράφει
συνοπτικά τό μαρτυρικό θάνατό του ἐπί Νέρωνος,
θεωρώντας τον ὡς τήν ἐπαλήθευση τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ

130
Τά Ὑπομνήματα στίς Ἐπιστολές προλογίζονται δύο φορές · ὁ
δεύτερος πρόλογος ἀνήκει στόν Θεοδώρητο Κύρου. Ἀντίθετα, τό
Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη ἔχει μόνο ἕνα πρόλογο.
131
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 26 : «Ἔστιν ὁ διηγούμενος τὰς
Πράξεις τῶν ἀποστόλων Λουκᾶς, ὁ εὐαγγελιστής».
132
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 29 : «Εἰ καὶ Πράξεις τὸ
βιβλίον ἐπιγέγραπται τῶν ἀποστόλων, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὰς
τοῦ Παύλου περιέχει ἃς καὶ ὁ Λουκᾶς ἀκριβῶς ἐγίνωσκε, ἅτε
καὶ συνέκδημος αὐτῷ γεγονὼς καὶ ὁμοδίαιτος · καὶ πολλοῖς
αὐτῷ τοῖς ἀναγκαίοις ὑπηρετησάμενος. Ἀναγκαίως δὲ ἀπὸ τῶν
ἄλλων ἀποστόλων ἤρξατο πράξεων. Οὐδὲ γὰρ ἦν ἄλλως τὴν κατὰ
τὸν Παῦλον Ἱστορίαν ἀκριβῶσαι, μὴ τῆς τῶν ἀποστόλων
προτεθειμένης».
133
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 31ἑ : «Ὁ Παῦλος ὁ ἄϋλος ἐκ
τῶν πραγμάτων, Ἢ γραμμάτων πέφηνε τῇ διαστάσει. Τὸ πῶς γὰρ
αἴρων, τοῦτο γνώσῃ ῥᾳδίως. Μάλιστα προσχὼν οἳς βιοὺς ἦν καὶ
γράφων …………».
64

Ἰωάννου. Στό τρίτο τμῆμα συναντᾶμε καί πάλι ἕνα


ἐγκώμιο στόν Παῦλο, ἐνῶ στό τέταρτο καί τελευταῖο
περιγράφονται ἀπό τόν ποιητή ἀνά στίχο τά
περιεχόμενα τῶν Πράξεων. Ὁ cod. Paris. 219, προϊόν
τοῦ 11ου αἰώνα, περιλαμβάνει ὁλόκληρο τό ἔμμετρο
δημιούργημα, ἐκτός ἀπό τόν τελευταῖο στίχο. Αὐτή ἡ
ἀναφορά ὀφείλεται στό περιεχόμενο τῶν τελευταίων
φύλλων τῆς περγαμηνῆς καί συνδέεται μέ τήν ἑρμηνεία
τοῦ Ἀνδρέα Καισαρείας134. Αὐτός ὁ συσχετισμός τοῦ
προσώπου τοῦ Παύλου μέ τήν Ἀποκάλυψη δέν ἀποκλείει
τήν ὑπόθεση ὅτι ὁ ποιητής γνώριζε τό ἀντίστοιχο
Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου στό ἴδιο καινοδιαθηκικό
ἔργο, ἐφ’ ὅσον αὐτό προηγεῖται χρονολογικά τῆς
ἑρμηνείας τοῦ Ἀνδρέα.
Ὁ δεύτερος πρόλογος γραμμένος σέ πεζό λόγο,
ἄρχεται ἀπό τήν ὑποθετική φράση : «Εἰ καὶ Πράξεις
τὸ βιβλίον ἐπιγέγραπται …». Βρέθηκε στόν cod.
Monac. 375 τοῦ 10ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος μοιάζει μέ τόν
cod. Paris. 219 πού προλογίζεται μέ τή φράση :
«Ἔστιν ὁ διηγούμενος τὰς Πράξεις …». Ὁ Μigne
περιέλαβε στήν ἔκδοσή του καί τούς τρεῖς προλόγους,
ἄν καί ὁ πρῶτος εἶναι ὁ πληρέστερος.
Ἐντύπωση προκαλεῖ τό γεγονός ὅτι κανένα ἀπό τά
προλεγόμενα τῶν Πράξεων δέν ἀνήκει στόν Θεοδώρητο
Κύρου, ὅπως συμβαίνει σέ ὅλες τίς ἑρμηνεῖες τῶν
Παυλείων ἐπιστολῶν. Ἀφορμώμενοι ἀπό αὐτή τήν
παρατήρηση, πολλοί ἑρμηνευτές κατέληξαν, ἐσφαλμένα
κατά τή γνώμη μας, στό συμπέρασμα ὅτι τό Ὑπόμνημα
στίς Πράξεις δέν ἀποτελεῖ σύγγραμμα τοῦ
Οἰκουμενίου. Ἐάν μελετήσουμε ὅμως προσεκτικότερα τό
περιεχόμενο τοῦ ἔργου, θά δοῦμε ὅτι τρεῖς ἀπό τίς

134
K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 152. Ὁ Migne στήριξε
τήν ἔκδοσή του στόν cod. Paris. 219.
65

βασικές πηγές τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι ὁ Σευῆρος, ὁ


Εὐάγριος καί ἡ προχαλκηδόνια κυρίλλεια ὁρολογία.
Αὐτές χαρακτηρίζουν ὅλα τά πονήματα τοῦ
Οἰκουμενίου. Ἐπιπλέον, ἐάν συγκρίνουμε τό κείμενο
μέ τίς χρυσοστόμειες ὁμιλίες, θά διαπιστώσουμε
πολλές ὁμοιότητες. Ὅπως λοιπόν σέ ὅλα τά
Ὑπομνήματα, ἔτσι καί στήν ἑρμηνεία τῶν Πράξεων τή
βάση ἀποτελεῖ ὁ Χρυσόστομος. Ἴσως ἡ ἐπεξεργασία νά
εἶναι διαφορετική λόγῳ τῆς διαφορετικῆς ὑφῆς τοῦ
καθαρά ἱστορικοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, τό ὁποῖο ἄς
σημειωθεῖ, ὅτι ἀπό μόνο του δέν ἀποτέλεσε
ἑρμηνευτικό κίνητρο γιά πολλούς. Θά μποροῦσε βέβαια
νά ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι τόσο ἀπό τό Ὑπόμνημα στίς
Πράξεις, ὅσο καί ἀπό τόν Ὑπομνηματισμό στίς
Καθολικές ἐπιστολές, ἀπουσιάζουν σχόλια τοῦ
Οἰκουμενίου, ὑπάρχουν ὅμως πολλά ἀνεπίγραφα
πατερικά ἀπανθίσματα πού πιθανόν νά τοῦ ἀνήκουν. Ἐξ
ἄλλου ὁ σχολιαστής τῶν Πράξεων προβαίνει σέ μία πιό
ἐλεύθερη ἑρμηνεία ἀπ’ ὅ,τι στίς ἑρμηνεῖες τῶν
Ἐπιστολῶν.
Ἡ δομή τοῦ Ὑπομνήματος τῶν Πράξεων, καθώς καί
ἡ χρήση κοινῶν πατερικῶν πηγῶν μᾶς ὁδηγοῦν στό
συμπέρασμα ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἐκτός ἀπό τήν Ἑρμηνεία
στήν Ἀποκάλυψη ἔγραψε Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί
στίς Ἐπιστολές, ὅπου ἐξέφρασε μία παρόμοια
ἰδιάζουσα χριστολογία. Τά συγγράμματα αὐτά ἔγιναν
ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας ἀπό διάφορους ἐρανιστές
καί κατέληξαν νά πάρουν τή μορφή Σειρῶν, δηλαδή
Συλλογῶν Πατερικῶν Σχολίων. Στά κείμενα διακρίνουμε
τρία στρώματα ἑρμηνευτικῆς ἐπεξεργασίας. Οἱ
ἐλάχιστες ἐσωτερικές διαφορές τῶν Ὑπομνημάτων στίς
Πράξεις καί στίς Παύλειες ἐπιστολές μᾶς ὁδηγοῦν
στήν ἐκδοχή ὅτι δημιουργήθηκαν ἀπό διαφορετικούς
συλλέκτες - ἐρανιστές. Αὐτό τό ἐπιχείρημα
66

ἐνισχύεται ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Εὐθαλιανοῦ χωρισμοῦ


σέ Κεφάλαια πού ἀντικαταστάθηκαν ἀπό ἕναν
ἀντίστοιχο καταμερισμό πού ἀνήκει στόν Εὐσέβιο,
μαθητή τοῦ Παμφίλου. Ὁ H.G. Beck ὑπολογίζει ὅτι ἡ
τελική διαμόρφωση τῆς Συλλογῆς πραγματοποιήθηκε
γύρω στά τέλη τοῦ 7ου μέ ἀρχές τοῦ 8ου αἰώνα135.
Σύμφωνα μέ τή διαίρεση τοῦ Εὐσεβίου Παμφίλου,
τό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις χωρίζεται σέ τριάντα ἐννέα
Κεφάλαια. Τό κάθε Κεφάλαιο ἀποτελεῖται ἀπό
δεκατέσσερις - δεκαπέντε ἑρμηνευτικές ἑνότητες.
Κάθε ἑρμηνευτική ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα
βιβλικό λῆμμα πού ἔχει ἀπό δύο ἕως ἑπτά στίχους.
Ἀκολουθεῖ ἡ ἑρμηνεία, ἡ ὁποία συνδέεται
ἀριστοτεχνικά μέ τό ἁγιογραφικό κείμενο καί
σχηματίζουν ἕνα ὀργανικό σύνολο. Ἡ σπονδυλική στήλη
τῆς ἑρμηνείας βασίζεται στόν Χρυσόστομο, ἀπό τόν
ὁποῖο προέρχονται τά περισσότερα ἀποσπάσματα. Ἡ
θεολογία τοῦ Χρυσοστόμου συνδέεται ἀβίαστα μέ
ἀπόψεις τῶν : Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἀμμωνίου,
Εἰρηναίου, Ἀπολιναρίου, Σεβηριανοῦ Γαβάλων, Σευήρου
Ἀντιοχείας, Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ, Θεοδότου Ἀγκύρας,
Νικολάου Ἀγκύρας, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης,
Μ. Ἀθανασίου. Ἐπίσης ὑπάρχουν πολλά ἀνεπίγραφα
Σχόλια136. Ἐλάχιστες εἶναι οἱ ἀναφορές σέ πρόσωπα

135
H.-G. Beck, Kirche, σελ. 418,469ἑ,514. Πρβλ Οἰκουμενίου,
Πράξ., PG 118 : 26-28 (στήν ἔκδοση τοῦ Migne προτάσσεται τῶν
ἐμμέτρων προλόγων στίς Ἐπιστολές καί ὁ χωρισμός τῆς
Ὑποθέσεως τῶν Πράξεων ἀπό τόν Εὐθάλιο).
136
Παραθέτουμε δειγματοληπτικά ἕνα ἀπόσπασμα τῶν Πράξεων πού
ἀνήκει, ὅπως καί πολλά ἄλλα, στόν Ἀπολινάριο. Oἰκουμενίου,
Πράξ., PG 118 : 57-60 : «Ὁ Ἰούδας οὐκ ἐναπέθανε τῇ ἀγχόνῃ,
ἀλλ’ ἐπεβίω, κατενεχθεὶς πρὸ τοῦ ἀποπνιγῆναι. Καὶ τοῦτο
δηλοῦσιν αἱ τῶν ἀποστόλων Πράξεις, ὅτι πρηνὴς γενόμενος
ἐλάκησε μέσος. Τοῦτο δὲ σαφέστερον ἱστορεῖ Παπίας ὁ τοῦ
67

ὅπως ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικός,


ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, ὁ Θεόδωρος Ἡρακλείας καί
ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς. Κάθε κρίκος τῆς
ἑρμηνευτικῆς ἁλυσίδας σχηματίζεται κυρίως ἀπό
τμήματα τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας καί
τοῦ Σεβηριανοῦ Γαβάλων. Στήν οὐσία ἡ Συλλογή στίς
Πράξεις εἶναι μία σύντμηση τῶν ὁμιλιῶν τοῦ
Χρυσοστόμου στό ἀντίστοιχο βιβλίο.
Ὅπως μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπό τά χειρόγραφα, τό
Ὑπόμνημα στίς Πράξεις δέν ἔχει τή μορφή γραπτῶν
λόγων - ὁμιλιῶν, ὅπως τό Ὑπόμνημα στήν Ἀποκάλυψη.
Ἔχει περισσότερες παραπομπές καί ὄχι ἀναφορές στούς
Πατέρες137. Τό κείμενο ἔχει συνεχῆ ροή, ἀλλά
ἀποτελεῖται ἀπό ὁμαδοποιημένες ἀπόψεις. Καταλήγει
σέ ἕνα πρόλογο πού προτάσσεται τοῦ πονήματος στό
Corpus Paulinum, ἀφοῦ πρῶτα, βάσει τῶν γραφομένων
τοῦ Χρυσοστόμου, μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Παῦλος
φυλακίστηκε δύο φορές. Τήν πρώτη ἀπολογήθηκε στόν
Νέρωνα καί διέφυγε. Ἐπειδή ἀργότερα κατήχησε τόν
οἰνοχόο τοῦ αὐτοκράτορα, συνελήφθη γιά δεύτερη
φορά, ὁπότε καί ἀποκεφαλίστηκε138.

Ἰωάννου τοῦ ἀποστόλου μαθητής …………» · πρβλ J. A. Cramer,


Catenae III, Πράξ., 12 : 19–13 : 8.
137
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 53 : «Λέγει δὲ ὁ Χρυσόστομος
…………» · πρβλ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ · ἐλέχθη δὲ ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς
Ῥωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπὸ τὸ ἔδαφος κείμενα
ἐγγὺς λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν, καὶ ἄνω κατ' ἰδίαν
ἐτάφησαν, PG 50 : 441ἑ. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 69
: «………… ὡς φησιν Ὠριγένης ἐν τῷ πέμπτῳ Στρωματεῖ …………».
Ἐπίσης Τοῦ αὐτοῦ, Πράξ., PG 118 : 121 : «………… ἄλλωστε καὶ
κατὰ τὸν Ἰώσηπον …………». Ἐπίσης Τοῦ αὐτοῦ, Πράξ., PG 118 : 193
: «………… ὡς ἱστορεῖ Ἰώσηπος ἐν τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ λόγῳ τῆς
Ἀρχαιολογίας καὶ Εὐσέβιος ἐν τῷ δευτέρῳ λόγῳ τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας …………» κλπ.
138
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 305-307 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Πράξ., PG 60 : 379-382.
68

Στόν Πρόλογο, ὁ ὁποῖος συνεγράφη ἀπό τόν


Εὐθάλιο Διάκονο, διευκρινίζεται γιατί ὁ Λουκᾶς δέν
κατέγραψε τό μαρτύριο τοῦ Παύλου. Ὁ Εὐαγγελιστής
μαζί μέ ἕναν ἄλλο μαθητή, τόν Ἀρίσταρχο, ἔμειναν
μέ τόν Παῦλο γιά δύο χρόνια, ὅσο καιρό δηλαδή ὁ
Παῦλος ἀνέμενε ν’ ἀπολογηθεῖ. Αὐτοί ἐλευθερώθηκαν,
ἐνῶ ὁ Παῦλος παρέμεινε στή φυλακή. Ἔτσι ὁ Λουκᾶς
ἐξιστορεῖ τά γεγονότα τῆς δράσεως τοῦ Παύλου ὥς τήν
ἡμέρα πού ὁ ἴδιος ἀποφυλακίστηκε139. Πληροφορίες γιά
τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν μᾶς
διασώζει ὁ Εὐσέβιος στό δεύτερο βιβλίο τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του.

3. Τό Ὑπόμνημα στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου


Παύλου.
Τό ὑπόμνημα στόν Παύλειο Κανόνα συγκροτεῖται
ἀπό Πατερικά ἀποσπάσματα καί σύντομα σχόλια -
παρατηρήσεις πού ἀνήκουν στόν Οἰκουμένιο. Δέν
πρόκειται οὔτε γιά μία ἁπλή ἑρμηνεία, οὔτε γιά μία
ἁπλή συρραφή ἀπόψεων, ἀλλά γιά ἕνα ἐνδιάμεσο
φιλολογικό εἶδος ὑπομνήματος μέ παράθεση πολλῶν
Πατερικῶν ἀποσπασμάτων. Γιά νά ὁλοκληρωθεῖ αὐτό τό
Corpus χρησιμοποιήθηκαν ὡς πρότυπο ἀπό τούς
συντάκτες τά ὑπομνήματα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Οἱ
ἐρανιστές μιμήθηκαν τόν Δαμασκηνό ὡς πρός τή
συνοπτικότητα, ὄχι ὅμως καί ὡς πρός τό περιεχόμενο.
Κατά πᾶσα πιθανότητα, γιά τή συγγραφή αὐτοῦ
τοῦ Ὑπομνήματος λειτούργησαν ὡς ἀφετηρία κάποιοι
ἑρμηνευτικοί λόγοι τοῦ Οἰκουμενίου, ἐνῶ ὁ κεντρικός
ἄξονας γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφεται τό ἔργο,
ἦταν τά χρυσοστομικά κείμενα. Τό πιό ἀξιόλογο
139
Oἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 29ἑ.
69

ἑρμηνευτικό ἔργο εἶναι ἡ ἐξήγηση τῆς πρός Ρωμαίους


ἐπιστολῆς, τῆς ὁποίας τό μέγεθος ὑπερβαίνει κατά
πολύ τίς ἑρμηνεῖες στήν ὑπόλοιπη ἐπιστολογραφία.
Ἀκολουθοῦν οἱ σχολιασμοί στίς Α΄ καί Β΄ πρός
Κορινθίους. Τό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἀφ’ ἑνός στό
μέγεθος καί ἀφ’ ἑτέρου στά πολλά θέματα πού
ἀγγίζουν οἱ ἐπιστολές. Μέσα στό σύγγραμμα ὁ
σταχυολόγος κάνει ἀξιόπιστες παραπομπές σέ πατερικά
ἔργα, τά ὁποῖα κατονομάζει ὡς πηγές του. Πολλά ἀπό
τά ἀνήκοντα στόν Οἰκουμένιο σχόλια καί παρατηρήσεις
ὀνοματίζουν τά πατερικά συγγράμματα, ἀπό τά ὁποῖα
ἀντλοῦν τό ὑλικό τους, ὅπως π.χ. τόν Περί
Ἀναστάσεως λόγο τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου, καθώς καί
ἔργα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Εὐσεβίου
Καισαρείας κ.ἄ.
Ὅλα τά Ὑπομνήματα προλογίζονται ἀπό τόν
Εὐθάλιο Διάκονο. Στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου
ἀκολουθοῦν καί εἰσαγωγικά σχόλια τοῦ Θεοδωρήτου.
Ἕπεται ὁ χωρισμός σέ Κεφάλαια τοῦ Εὐθαλίου. Κάθε
κεφάλαιο διακρίνεται σέ μεγάλες ἑρμηνευτικές
ἑνότητες πού ἀπαρτίζονται ἀπό βιβλικά τμήματα δύο
ἕως ἑπτά στίχων, καί ἀπό τίς ἀντίστοιχές τους
ἑρμηνευτικές παραγράφους. Ἡ ἑρμηνεία διεξάγεται
κατά λέξη ἤ κατά φράση.
Τό ὑπόμνημα στόν Κανόνα τοῦ Παύλου ἐρείδεται,
κατά βάση, στά χρυσοστομικά κηρύγματα, ἀλλά καί σέ
ἄλλης ὑφῆς ἔργα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τά
ὁποῖα διανθίζονται ἀπό ἑρμηνευτικά σταχυολογήματα
τῶν : Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Κύρου, Μ.
Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου,
Γρηγορίου Νύσσης, Μεθοδίου Ὀλύμπου, Ἀκακίου
Καισαρείας –ἀρχηγοῦ τῶν ὁμοίων– καί Φωτίου. Ἡ
ἔκταση τῶν ἀποσπασμάτων ποικίλλει.
70

Στούς παλαιότερους κώδικες, ὅπως π.χ. στόν


cod. Palat. 10, διακρίνουμε δύο διπλοσειρές
ἀριθμῶν. Ἡ πρώτη μέ ἀριθμούς ἐπισυνάπτεται στό
ἁγιογραφικό κείμενο καί παραπέμπει στούς
ἀντίστοιχους τίτλους τοῦ Εὐθαλίου πού προεξέχουν
πάνω ἀπ’ αὐτό. Ἡ δεύτερη διπλοσειρά ἑλληνικῶν
γραμμάτων πού ἀντιστοιχοῦν σέ ἀριθμούς, συνδέουν
τίς ἑρμηνεῖες πού εἶναι γραμμένες γύρω ἀπό τό
κείμενο τοῦ Παύλου μέ τίς ἀντίστοιχες λέξεις τοῦ
κειμένου. Ἐκτός τῶν ἑρμηνειῶν πού σχηματίζουν τή
δεύτερη ἀριθμοσειρά, ὑπάρχουν καί περαιτέρω κείμενα
πού συνδέονται μέ τό Παύλειο κείμενο μέ ἄγκιστρα ἤ
ἄλλα σύμβολα.
Τό ὑπόμνημα στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή βρίθει
πατερικῶν ἑρμηνειῶν. Ἡ ἀρχαιότερη μορφή σχολιασμοῦ
ἀνάγεται στόν 10ο αἰώνα καί παρατίθεται ἀπό τόν
cod. Pal. 10. Ἐκεῖ ἀριθμοῦνται 920 πατερικά
ἀπανθίσματα καί 103 σχόλια ἐκτός ἀριθμοσειρᾶς.
Δεύτερη σέ ἔκταση καί ἀριθμό σχολίων εἶναι ἡ
ἐξήγηση στήν Α΄ πρός Κορινθίους καί τρίτη ἡ
ὑπομνημάτηση τῆς νοηματικά δύσκολης πρός Ἑβραίους
ἐπιστολῆς.
Παραθέτουμε ἕναν ἐνδεικτικό πίνακα, πού μᾶς
ἐνημερώνει γιά τόν ἀριθμό τῶν σχολίων (ἀριθμημένων
καί «ἐν τῇ ὤᾳ»), στό σχολιασμό κάθε ἐπιστολῆς140 :

Ρωμ. περιέχ 920 ἀριθμημέ κα 103 ἐν τῇ ὤᾳ


ει να ί
Α΄ Κορ. » 795 » » 88 »
Β΄ Κορ. » 536 » » 43 »
Γαλ. » 256 » » 38 »
Ἐφεσ. » 293 » » 40 »
Φιλιππ. » 229 » » 6 »

140
K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 143ἑ.
71

Κολ. » 204 » » 9 »
Α΄ » 200 » » 9 »
Θεσσ.
Β΄ » 99 » » 7 »
Θεσσ.
Α΄ » 251 » » 10 »
Τιμόθ.
Τίτ. » 93 » » 0 »
Φιλημ. » 48 » » 1 »
Ἑβρ. » 653 » » 50 »
Σύνολο » 457 » » 404 »
7

Παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν ἀριθμημένων


σχολίων ὑπερτερεῖ ἀσυγκρίτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν «ἐν τῇ
ὤᾳ» σχολίων. Αὐτό συμβαίνει, γιατί τά «ἐν τῇ ὤᾳ»
σχόλια παρείσφρησαν στήν ἀρχική ὑπόσταση τῶν
ὑπομνημάτων. Πρός διαλεύκανση τῶν πραγμάτων,
παρακάτω ἐξηγοῦμε ἀναλυτικότερα τί ἀκριβῶς
συμβαίνει.
Στά ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου
ὑπάρχουν δύο βασικοί τύποι σχολιασμοῦ :
α) Οἱ ἀριθμοσειρές πού ἀποτελοῦνται ἀπό ἀριθμημένα
βραχέα σχόλια, τά ὁποῖα σχηματίζουν δακτυλίους καί
ἑνώνονται μέ τό ἑρμηνευόμενο κείμενο γιά νά γίνουν
κατανοητά καί
β) τά «ἐν τῇ ὤᾳ» σχόλια πού ὑπάρχουν ἐνδιάμεσα στό
σχόλιο μέ ἄγκιστρα πού μειώνονται πρός τό τέλος.
Στούς κώδικες τό ἄθροισμα τῶν μετρημένων
σχολίων παραμένει σταθερό. Ἄν κατά λάθος δύο
σχόλια, τά ὁποῖα εἶναι χωρισμένα σέ ἄλλα χειρόγραφα
ἀπαιτήσουν κοινό ἀριθμό, τότε ἀποκαθίσταται σύντομα
ἡ ἁρμονία τῶν ἀριθμῶν μέ τό διαμελισμό τοῦ
ἀποσπάσματος, πού συνήθως ἦταν ἑνωμένο, ἤ μέ τήν
72

παράλειψη ἑνός ἀριθμοῦ. Κάπως ἔτσι γίνεται, μόνο


ὅταν ἀπό λάθος - ἀπροσεξία ἑνός συγγραφέα -
ἀντιγραφέα, ἕνα κείμενο πού ἀνήκει στά «ἐν τῇ ὤᾳ»,
ἀποκτᾶ νούμερο. Τό ἄθροισμα παραμένει ἀναλλοίωτο.
Ἐπίσης διαφοροποιεῖται πάρα πολύ τό σύνολο τῶν «ἐν
τῇ ὤᾳ» σχολίων ἀπό τό σύνολο τῶν ἀριθμημένων -
μετρημένων σχολίων. Τά μπερδέματα ἤ οἱ ἀναβολές σέ
μία τόσο μεγάλη οἰκογένεια χειρογράφων, ὅπως τοῦ
Οἰκουμενίου, εἶναι ἐλάχιστα. Ὑπάρχουν ἐλάχιστες
ἑρμηνεῖες, τῶν ὁποίων ἡ καταγωγή δέν μπορεῖ νά
διαπιστωθεῖ μέ βεβαιότητα.
Ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στή διαπίστωση ὅτι στήν
ἀνάπτυξη τοῦ σχολίου ἔχουμε δύο στρώματα ἑρμηνείας
διαφορετικῆς χρονικῆς προελεύσεως. Χρονικά
ἀρχαιότερα εἶναι τά βραχύτατα σχόλια τῶν
ἀριθμοσειρῶν, πού ἑνώνονται μέ τίς λέξεις τοῦ
βιβλικοῦ κειμένου. Ἡ ἀναγκαία αὐτή ἕνωση
σχηματίστηκε μέ τόν ἑξῆς τρόπο : Οἱ ἀντιγραφεῖς
ἔθεσαν πάνω ἀπό κάθε Παύλεια φράση καί τήν
ἀντίστοιχή της ἐξήγηση, τόν ἴδιο ἀριθμό - γράμμα.
Ἔτσι ἑνώθηκαν, φυσικά καί ἀσυνείδητα, διαδοχικές
παρουσιάσεις τοῦ αὐτοῦ χωρίου καί σχημάτισαν
δακτυλίους (κύκλους) γύρω ἀπό τό σύνολο τῶν
ἑρμηνειῶν. Οἱ ἀριθμοί ἀποτέλεσαν τά ὅρια ἀπό τά
μεταγενέστερα στρώματα ἀνάπτυξης.
Τό δεύτερο στρῶμα, δηλαδή τό σύνολο τῶν «ἐν τῇ
ὤᾳ» σχολίων, προῆλθε ἀπό δεύτερο ἐξηγητή πού δέν
εἰσέβαλε στούς δακτυλίους, ἀλλά ἕνωσε μέ ἄγκιστρα
τό σχόλιό του μέ τό βιβλικό κείμενο. Ἔτσι ἔχουμε τό
corpus extravagantium. Ἄν αὐτό τό τμῆμα ἦταν
πρωτότυπο, οἱ ἑρμηνεῖες θά εἶχαν ἐνταχθεῖ στήν
ἀριθμοσειρά. Δέν ὑπάρχουν χειρόγραφα πού νά μήν
περιλαμβάνουν καί τό δεύτερο στρῶμα ἑρμηνείας -
ἀνάπτυξης. Ἔτσι ἐκλείπει (μέ ἐξαίρεση τόν cod.
73

Pantokrator τοῦ 9ου - 10ου αἰώνα πού περιλαμβάνει


εἴκοσι ὀκτώ σημαντικά κομμάτια, χωρίς τά ἐξωφρενικά
καί τίς ἀριθμοσειρές, μέ ἐντελῶς ἀνεξάρτητη
ἐπεξεργασία) ἡ πρωτότυπη μορφή τοῦ σχολίου τοῦ
Οἰκουμενίου στίς δεκατέσσερις Ἐπιστολές. Ἡ
παρατήρηση αὐτή μᾶς ὁδήγησε στή διαπίστωση ὅτι οἱ
πρῶτες παρεμβολές ἔγιναν πολύ νωρίς. Πιστεύουμε ὅτι
ἴσως νά μήν κατασκευάστηκαν ποτέ ὁλόκληρα ἀντίγραφα
ἀπό τήν ἁγνή πρωτότυπη μορφή ἤ ἴσως χάθηκαν τά
ἀντίγραφα μέ τήν πρωτότυπη μορφή.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα τρίτο στρῶμα ἑρμηνείας.
Ἐδῶ ὁ ἀντιγραφέας ἤ οἱ ἀντιγραφεῖς προσπάθησαν νά
συντμήσουν τό ἑρμηνευτικό ὑλικό. Ἕνας μάρτυρας
μειώσεως τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ὑλικοῦ εἶναι ὁ cod. Vat.
761. Στό συγκεκριμένο κώδικα ὁ συντομογράφος θά
ἔπρεπε φυσικά νά διοργανώσει ξανά τίς ἀριθμοσειρές
ἀνάλογα μέ τό μειωμένο ἐξηγητικό ὑλικό, ἀλλά μετά
ἀπό τήν πρώτη προσπάθεια στό f. 1 προτίμησε νά
ἀφαιρέσει γενικά τούς ἀριθμούς. Σ’ ἕναν ἄλλο
κώδικα, τόν Vat. 1270, τά ἀποσπάσματα
χαρακτηρίζονται ἀπό μία πολυμορφία. Ἀλλοῦ ὑπάρχει
διεύρυνση καί ἀλλοῦ γίνονται περικοπές. Ἐπίσης στόν
Vat. 2062 τά πρωτότυπα ἀποσπάσματα σώζονται στήν ὤα
δίπλα στό κείμενο τῶν ἐπιγραφῶν τοῦ ἀποστόλου
Παύλου.
Πιό σημαντική γιά μᾶς εἶναι ἡ ὁμάδα τῶν
χειρογράφων πού ἐπεκτείνουν τό συνηθισμένο τύπο μέ
περαιτέρω προσθῆκες καί παρόλο πού παραμένουν πιστά
στό ὑλικό μέ τίς ἀριθμοσειρές, διαφέρουν στά
στρώματα ἀνάπτυξης. Τά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ
Φωτίου (Φωτιανά) εἰσβάλλουν χρονολογικά στό κείμενο
τελευταῖα. Ἐπίσης τά Φωτιανά κείμενα καταλαμβάνουν
μεγαλύτερη ἔκταση ἀπό τίς σύντομες προηγούμενες
74

ἑρμηνεῖες πού ἑνώθηκαν μαζί τους141. Ἄξιο προσοχῆς


εἶναι ὅτι τά σχόλια τοῦ Φωτίου εἰσέβαλαν σέ δύο
μόνο χειρόγραφα (Pal. 204 καί Vat. 765).
Ὁ πιό εὐμεγέθης κώδικας τοῦ σχολίου τοῦ
Οἰκουμενίου εἶναι ὁ Paris. 219 καί περιλαμβάνει
ὁλόκληρο τό συνηθισμένο τύπο τοῦ Οἰκουμενίου μαζί
μέ τά Φωτιανά, σέ πιό ὁλοκληρωμένη μορφή. Ἐπιπλέον
βασίζεται καί σέ ἄλλες πηγές, ἐκτός ἀπό τίς
συνηθισμένες. Ὁ συντάκτης ἀφαίρεσε τούς ἀριθμούς
καί τά σύμβολα τῶν προηγούμενων μορφῶν καί ἔτσι
προκάλεσε σύγχυση στή βάση τῆς ἀνάπτυξης τοῦ
σχολίου. Τό χειρόγραφο αὐτό χρησιμοποιήθηκε ἀπό τίς
ἐκδόσεις τῶν Morelus καί Migne142. Ἔχει τό
μεγαλύτερο ὄγκο κειμένου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκπέσει. Τό
περιεχόμενο ἔχει ὑποστεῖ ρήγματα στή δομή. Τά
λήμματά του εἶναι ἀβάσιμα, γι’ αὐτό ὁ cod. Paris.
219 δέν ἀποτελεῖ τήν ἀντιπροσωπευτικότερη μορφή τοῦ
Ὑπομνήματος στό Corpus Paulinum.
Παρά τίς διαφορές τῶν χειρογράφων, παρατηροῦμε
ὅτι ἡ ἀρχική διαμόρφωση τοῦ Ὑπομνήματος - Σειρᾶς
ἔχει βασιστεῖ στήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενίου προσπάθεια
ἐπεξεργασίας τῶν χρυσοστομικῶν ἔργων, καθώς καί τῆς
προχαλκηδόνιας κυρίλλειας θεολογίας, τήν ὁποία
ἐμπλούτισε μέ ἀπόψεις τοῦ κυριότερου ἐκπροσώπου τῆς
ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου, τοῦ Θεοδωρήτου.
Ἡ κατάληξη αὐτῶν τῶν Ὑπομνημάτων εἶναι
παρόμοια μέ τήν κατάληξη τῆς ἑρμηνείας στό βιβλίο
τῶν Πράξεων : «Τέλος, σὺν Θεῷ …»143. Ἡ διαφορά
ἑστιάζεται στό γεγονός ὅτι στόν ἐπίλογο ὅλων τῶν
ἐξηγήσεων στίς Ἐπιστολές, κάποιος ἀπό τούς

141
K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 187,188.
142
K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 152.
143
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 636. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG
118 : 905 κ.ο.κ.
75

ἐρανιστές μᾶς δίνει πληροφορίες γιά τό γραφέα ἤ


τούς γραφεῖς, διότι ὁ Παῦλος δέν ἔγραψε ἰδιοχείρως
γιά τόν τόπο ἀποστολῆς, τήν ἐποχή, καθώς καί τούς
ἀποδέκτες - παραλῆπτες. Ἔτσι π.χ. πληροφορούμεθα
ὅτι ἡ Β΄ πρός Κορινθίους ὑπαγορεύθηκε ἀπό τόν Παῦλο
καί γράφτηκε ἀπό τούς συνοδούς του Τίτο καί Λουκᾶ
στήν πόλη τῶν Φιλίππων144. Ἀπό τήν ὑποσημείωση τοῦ
τέλους τῆς πρός Τίτον ἐπιστολῆς μαθαίνουμε ὅτι ὁ
παραλήπτης ἦταν πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Κρητῶν145.

4. Τό Ὑπόμνημα στίς Καθολικές ἐπιστολές.


Τό Argumentum, δηλαδή ἡ Ὑπόθεση κάθε
ἐπιστολῆς, ἀνήκει στόν Εὐθάλιο τόν Διάκονο καί
προηγεῖται τοῦ σχολιασμοῦ. Σ’ αὐτήν περιλαμβάνονται
πληροφορίες γιά τούς παραλῆπτες. Ἀπουσιάζει ὁ
πρόλογος τοῦ Θεοδωρήτου πού χαρακτήριζε τό
σχολιασμό τῶν Παύλειων ἐπιστολῶν.
Ἡ ἀπουσία αὐτή ὁδήγησε ἀρκετούς ἑρμηνευτές στό
συμπέρασμα ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν
δέν ἔχει ὡς ἀφετηρία τόν Οἰκουμένιο146. Δυστυχῶς ὁ
Θεοδώρητος δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ τήν ἑρμηνεία
αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν, γι’ αὐτό καί θεωροῦμε φυσική
τήν παράλειψη ἑνός Προλόγου γραμμένου ἀπό τόν
Θεοδώρητο.
Ἀκολουθεῖ ὁ κατά τόν Εὐθάλιο χωρισμός σέ
Κεφάλαια. Στήν ἀνάπτυξη τῆς ἑρμηνείας συναντᾶμε τήν

144
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1088.
145
Οἰκουμενίου, Τίτ., PG 119 : 261.
146
Fr. Diekamp, “Kommentar”, SAB 43 (1901) 1056. J. Schmid,
“Die griechischen Apocalypsen – Kommentare”, BZ 19 (1931)
236. H.-G. Beck, Kirche, σελ. 418,469,514.
76

ἴδια μέθοδο πού ἀκολουθήθηκε στά ἄλλα Ὑπομνήματα.


Συναντᾶμε δύο εἴδη κειμένου :
α) Τό Κείμενο - Σειρά πού μᾶς παρέδωσε ὁ J.A.
Cramer. Ἡ διαμόρφωση τῆς συγκεκριμένης Κατένας, ἄν
καί κατά βάση στηρίχθηκε στόν Χρυσόστομο, διαφέρει
ὡς πρός τήν προέλευση τῶν ἀπανθισμάτων ἀπό τίς
Κατένες τῶν Πράξεων καί τοῦ Corpus Paulinum. Ἡ
ἑρμηνεία ἐξελίχθηκε περισσότερο, γι’ αὐτό
περιλαμβάνει καί πολύ προγενέστερα συγγράμματα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας, ὅπως τόν Ποιμένα τοῦ
Ἑρμᾶ147, ἀλλά καί μεταγενέστερα ἔργα, ὅπως τίς
Ἀποκρίσεις τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πρός τόν
πρεσβύτερο Θαλάσσιο148. Ἀνάλογα ἀποσπάσματα ἀπό
αὐτά, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα πονήματα δέ συναντήσαμε σέ
ἄλλες συρραφές Πατερικῶν γνωμῶν.
β) Τό ὁμαλά διαμορφωμένο κείμενο πού
χαρακτηρίζεται γιά τήν ἑνιαία του μορφή καί σπάνια
διακόπτεται ἀπό συρραμμένα πατερικά ἀποσπάσματα,
πού διακρίνονται μέ τό τροπικό ἐπίρρημα «ἄλλως»149 ἤ
μέ κάποιες παραπομπές στούς Ἰουστῖνο150, Εἰρηναῖο151,
Ἐπιφάνιο152, Γρηγόριο Θεολόγο153 καί γενικότερα στούς
παλαιούς τῶν Πατέρων154. Ἡ βάση τοῦ κειμένου πηγάζει
ἀπό ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως τίς ὁμιλίες του στό

147
Ἑρμᾶ, Ποιμήν, PG 2 : 891-1010.
148
Mαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον τὸν ὁσιώτατον
πρεσβύτερον καὶ ἡγούμενον περὶ διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας
Γραφῆς εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις ΞΕ΄, PG 90 : 224-785.
149
Οἰκουμένιου, Ἰακώβου, PG 119 : 481,484 κλπ.
150
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 573.
151
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 536. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄
Πέτρου, PG 119 : 600. Τοῦ αὐτοῦ, Ἰούδα, PG 119 : 712.
152
Οἰκουμενίου, Ἰούδα, PG 119 : 712.
153
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 556.
154
Oἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 561.
77

κατά Ἰωάννην καί στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον155, στίς


Παύλειες ἐπιστολές, ἀλλά καί σέ μή ἑρμηνευτικά του
ἔργα156. Στόν Ἰωάννη βέβαια τόν «χρυσοῦν», τόν
«μακάριον», τόν «θεσπέσιον» γίνονται καί
παραπομπές157.
Τό κείμενο πού μᾶς παραδίδει ὁ Migne στίς
Καθολικές ἐπιστολές εἶναι καλύτερο :
α) διότι εἶναι ἐκτενέστερο τοῦ κειμένου τοῦ Cramer,
β) διότι χαρακτηρίζεται ἀπό ἑνότητα, νοηματική
ἀλληλουχία, συνέχεια καί συνέπεια καί
γ) διότι ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ἀπό αὐτό οἱ ριζοσπαστικά
ἀντίθετες γνῶμες, (ἀλλά ἐπιπλέον ἔχουν παραλειφθεῖ
καί τά ὀνόματα τῶν συγγραφέων τῶν πηγῶν).
Ὁ «χρυσοῦς»158 Ἰωάννης (ἤ Χρυσόστομος159), ὁ
160
«μακάριος» ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν συνοδεύεται ἀπό
προχαλκηδόνιες ἑρμηνεῖες τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
καί τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ (οἱ ὁποῖες καί
διασώζονται στό ἔργο τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας μέ
καθαρά μονοφυσιτίζουσες φράσεις), καθώς καί τῶν :
Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου, Ἀπολιναρίου, Μ. Βασιλείου,
Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (μόνο μία), Ὠριγένη,
Θεοδωρήτου, Σεβηριανοῦ, Εὐσεβίου Καισαρείας,
Ἀμμωνίου, Εὐσεβίου Ἐμέσης, Ἁγίου Ἀθανασίου, Ἐφραίμ,

155
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 500 · πρβλ Xρυσοστόμου,
Ὁμιλία περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως, καὶ ὅτι ταχὺς ὁ Θεὸς
εἰς σωτηρίαν καὶ βραδὺς εἰς τιμωρίαν · ἐν ὧ καὶ περὶ τῆς
Ῥαὰβ παράδοξος ἱστορία, PG 49 : 323-334.
156
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 505 · πρβλ Χρυσοστόμου, Εἰς
τοὺς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΙΑ΄, PG 49 : 119-126.
157
Oἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 505. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Πέτρου,
PG 119 : 540. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Ἰωάννου, PG 119 : 656.
158
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 540. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
Ἰωάννου, PG 119 : 641.
159
Oἰκουμένιου, Ἰακώβου, PG 119 : 505.
160
Oἰκουμένιου, Α΄ Ἰωάννου, PG 119 : 656.
78

Εὐσεβίου τοῦ Πρεσβυτέρου. Ὑπογραμμίζουμε ὅτι καί


στή Σειρά αὐτή ὑπάρχουν σχόλια «ἐξ ἀνεπιγράφου».
Ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἐρανιστῆ στό πρόσωπο τοῦ
Χρυσοστόμου καί οἱ χαρακτηρισμοί πού χρησιμοποιεῖ
γι’ αὐτόν, οἱ συχνές ἀναφορές του στό πρόσωπο τοῦ
Παύλου161, τό κοινό ἀντικείμενο θαυμασμοῦ τοῦ
Χρυσοστόμου καί τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι τό ἔναυσμα,
γιά νά ἐρευνήσουμε ἄν καί κατά πόσο τό Ὑπόμνημα
στίς Καθολικές ἐπιστολές στηρίχθηκε σέ κάποιο
παραμερισμένο ἤ χαμένο ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου.
Διαπιστώσαμε ὅτι :
1. Μέ τίς συχνές ἀναφορές καί ἐπαίνους στό
πρόσωπο τοῦ Παύλου, φαίνεται ἡ ἐπίδραση πού εἶχε
ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ὄχι μόνο στόν Χρυσόστομο,
ἀλλά καί στόν πρῶτο ἐμπνευστή τοῦ Ὑπομνήματος.
Κάποιο παρόμοιο θαυμασμό συναντήσαμε καί στήν
ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου ἀπό τόν
Οἰκουμένιο. Ὁ Παῦλος ἐξυμνεῖται ἀπό τό συντάκτη -
ἑρμηνευτή τῶν Ἐπιστολῶν ἄλλων ἀποστόλων, τοῦ
Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Ἰούδα.
2. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γίνεται ὁ γνώμονας τῶν
ἑρμηνειῶν ἀκόμη καί σέ ἐπιστολές πού δέν πρόφθασε
νά ἑρμηνεύσει. Ἀποτελεῖ τήν πρώτη καί κύρια πηγή
ἑρμηνείας. Χρησιμοποιεῖται μέσα ἀπό τό σύνολο τοῦ
συγγραφικοῦ, ὅπως καί τοῦ κηρυγματικοῦ του ἔργου.
Ὁ πρῶτος τουλάχιστον διαμορφωτής τῆς Σειρᾶς

161
Οἰκουμένιου, Ἰακώβου, PG 119 : 477. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Πέτρου,
PG 119 : 589 (τρεῖς ἀναφορές), 616. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Ἰωάννου, PG
119 : 661. Ἀπό τίς συχνές ἀναφορές στό πρόσωπο τοῦ Παύλου
φαίνεται ὅτι ὁ συγγραφέας ἔχει μελετήσει τά ἐγκώμια τοῦ
Χρυσοστόμου στόν Παῦλο, τίς ὁμιλίες στίς ἐπιστολές τοῦ
πρώτου πρός τό δεύτερο, ἀλλά καί τό ὑπόμνημα τοῦ
Οἰκουμενίου στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου.
79

γνώριζε ἄρτια ὅλη τή συγγραφική του


δραστηριότητα.
3. Χρησιμοποιεῖται κατά κόρον ὁ Σευῆρος
Ἀντιοχείας, τόσο πού νά διαφυλάσσεται στήν
ἑλληνική μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας του.
Συνολικά στό Ὑπόμνημα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν
συναντᾶμε εἴκοσι τρία τεμάχια ἀπό διάφορες
ἐπιστολές καί λόγους τοῦ Σευήρου ὅπως :
α) ἀπό τήν ἐπιστολή πρός Φώτιον,
β) ἀπό τήν ἐπιστολή πρός τόν Ἀνδρόνικο τόν
κοινοβιάρχη,
γ) ἀπό τήν ἐπιστολή πρός τούς ὀρθόδοξους τῆς
Κωνσταντινουπόλεως κλπ.
Ἡ πιό σπουδαία παρατήρηση, πού θά πρέπει νά
τονίσουμε, εἶναι μία φράση πού συναντᾶμε ἀτόφια
στήν Ἀποκάλυψη καί κάπως παραλλαγμένη στήν
ἑρμηνεία τῆς πρός Ἐφεσίους. Ἡ φράση αὐτή ἔχει
ἄμεση σχέση μέ τή χριστολογία τόσο τοῦ Σευήρου,
ὅσο καί τοῦ Οἰκουμενίου. Ὑπάρχει στήν ἑρμηνευτική
Σειρά τῆς Β΄ Πέτρου καί ἔχει ὡς ἑξῆς : «καὶ ἑνὸς
ἐξ ἀμφοῖν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεότητος λέγω καὶ
ἀνθρωπότητος»162.
Ὁ Migne διαμόρφωσε τό κείμενο πρός τό
ὀρθοδοξότερο. Ἡ προγενέστερη μορφή, πού εἶναι καί

162
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 32 : « ………… ἵν' ἐκ δύο φύσεων νοεῖται συνημμένος ὁ
Ἐμμανουήλ, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, τελείως ἐχουσῶν
κατὰ τὸν οἰκεῖον λόγον καὶ τὴν κατὰ ποιότητα φυσικὴν
ἰδιότητα καὶ διαφοράν, οὔτε συγχυθέντων τῶν εἰς ἑνότητα
συνδεδραμηκότων, οὔτε μὴ διαιρουμένων μετὰ τὴν ἄφραστον καὶ
ἀφαντασίαστον ἕνωσιν» · πρβλ Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 :
1220 : «Πλήρωμα Χριστοῦ φησι, τὴν περὶ Χριστοῦ ὁλοτελῆ
γνῶσιν καὶ πίστιν, οἷον ὅτι ἐκ παρθένου σάρκα ἔλαβεν, ὅτι
ἐκ θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος εἰς μίαν ὑπῆρξεν ὑπόστασιν» ·
ἐπίσης πρβλ J.A. Cramer, Catenae VIII, Πράξ., 72 : 5-6, 10-
12.
80

ἡ πιό ἀντιπροσωπευτική, ἀποδεικνύει καθαρά ὅτι


πράγματι ὁ Οἰκουμένιος ἐπεξεργάστηκε τόσο τίς
Πράξεις, ὅσο καί τόν Παῦλο καί τίς Καθολικές
ἐπιστολές. Πιθανότατα τά ἀνεπίγραφα σχόλια ν’
ἀνῆκαν στόν Οἰκουμένιο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα
σκόπιμα παραλείφθηκε ἀπό ἀντιγραφεῖς.
4. Ὁ τρόπος συγγραφῆς τῶν ὑπομνημάτων εἶναι
παρόμοιος μέ τή σύνταξη τοῦ Ὑπομνήματος στόν
Κανόνα τοῦ Παύλου. Ἔτσι χρησιμοποιεῖται γιά
ἐμφαντικούς λόγους :
– τό β΄ ἑνικό πρόσωπο ὁριστικῆς καί προστακτικῆς
«σκόπει»163,
– τό γ΄ ἑνικό τῆς ἀντωνυμίας «τίς», συνοδευόμενο
ἀπό ὑποθετικούς λόγους164,
– οἱ ρητορικές ἐρωτήσεις165,
– τό ἐπεξηγηματικό «τουτέστιν»166,
– ἡ διευκρινιστική ἔκφραση «ἔστι γὰρ οὕτως»167,
– ἡ εἰσαγωγική εἰδική πρόταση «ὡς οἶμαι»168 κλπ.
5. Στήν Α΄ Ἰωάννου ἀναλύεται ὁ ὅρος «ἀντίχριστος»
μέ κάποιο τρόπο πού δέ συγγενεύει μέ τούς λόγους
τοῦ Οἰκουμενίου στήν Ἀποκάλυψη, γιατί παραθέτει
μέ ἰδιαίτερο τρόπο τήν ἄποψη τοῦ Χρυσοστόμου.
Αὐτή ἡ παρατήρηση δέ δύναται ἀπό μόνη της νά
ἐξασθενίσει τά προγεγραμμένα ἐπιχειρήματά μας.
Σημαντική εἶναι ἡ ἀναφορά στό τελευταῖο βιβλίο

163
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 477. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Πέτρου,
PG 119 : 524.
164
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 472,473,κτλ.
165
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 464,465,472,κλπ. Τοῦ αὐτοῦ,
Α΄ Πέτρου, PG 119 : 516,520,569,κτλ.
166
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 465,κτλ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
Πέτρου, 119 : 553,κτλ.
167
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 473. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Πέτρου,
119 : 605.
168
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 473.
81

τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά καί ἡ παράθεση -


συμπλήρωμα στό φάσμα τῆς ἐξηγήσεως τοῦ
«ἀντίχριστου» ὡς προσώπου.
Τό ὑπομνηματιστικό κείμενο τῶν Καθολικῶν
ἐπιστολῶν πρωτοεμφανίστηκε στή χριστιανική
γραμματεία τόν 11ο αἰώνα, δηλαδή ὁλοκληρώθηκε
μεταγενέστερα. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ καινοτομίες ὡς
πρός τόν τρόπο χρήσεως τῶν Πατέρων. Ὅλα τά στοιχεῖα
μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι κατάγεται ἀπό τόν
Οἰκουμένιο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα παραλείπεται λόγῳ
τῶν ἀκαθόριστων χριστολογικῶν του πεποιθήσεων. Τό
κείμενο ἑρμηνεύεται κατά φράση καί χαρακτηρίζεται
ἀπό φιλολογική ἀρτιότητα. Πολλές φορές ὁ συγγραφέας
συνδέει τίς πατερικές ἀπόψεις, παρεμβάλλοντας
λέξεις ἤ φράσεις ἀπό τό βιβλικό λῆμμα. Ὁ λόγος του
εἶναι διεξοδικός, ἀναλυτικός, ἐπεξηγηματικός,
διαφωτιστικός καί ἀποσκοπεῖ στήν πνευματική ὠφέλεια
τῶν ἀναγνωστῶν, ὅπως ὁμολογεῖ στή Σειρά ὁ ἴδιος ὁ
ἑρμηνευτής.
79

Γ΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΠΡΟΧΡΥΣΟΣΤΟΜΕΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΕΙΡΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ

Ὁ Οἰκουμένιος ἦταν λαϊκός λόγιος καί


συγγραφέας πού ἔδρασε στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνα.
Ἔγραψε Ὑπομνήματα σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, ἐκτός ἀπό τά Εὐαγγέλια. Ἑρμήνευσε διαδοχικά
τίς Πράξεις, τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου, τίς
Καθολικές ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη. Τό μόνο ἔργο
του, τό ὁποῖο διασώθηκε ὁλόκληρο ἕως τήν ἐποχή μας
ἀπό τή χειρόγραφη παράδοση εἶναι οἱ δώδεκα λόγοι
στήν Ἀποκάλυψη, γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι
μελετητές ἀσχολήθηκαν ἀποκλειστικά μ’ αὐτό. Τό
ὑπόλοιπο ὑπομνηματιστικό ἔργο του διασώθηκε
ἀποσπασματικά, ἀφοῦ δέχθηκε μεταγενέστερες
ἐπεξεργασίες (προσθῆκες ἤ συμπτύξεις). Ἡ προσωπική
σφραγίδα τοῦ Οἰκουμενίου διαφαίνεται περισσότερο
στήν ἑρμηνεία τοῦ Corpus Paulinum, πού δέχθηκε
λιγότερες ἐπιδράσεις ἀπό τούς ἐρανιστές -
ἀντιγραφεῖς. Ἡ Σειρά τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν
ὁλοκληρώθηκε ἕναν αἰώνα ἀργότερα. Αὐτό μαρτυρεῖται
ἀπό τά χειρόγραφα, καθώς καί ἀπό τά ἀποσπάσματα τοῦ
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πού συνυπάρχουν μαζί μέ τά
ὑπόλοιπα πατερικά ἀποσπάσματα. Ἡ ἑρμηνεία στίς
Πράξεις παρουσιάζει μία πιό ἑνιαία μορφή στό
κείμενο τοῦ Migne. Οἱ γνῶμες τῶν Πατέρων συνδέονται
μεταξύ τους μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά σχηματίζουν
ἕνα κείμενο μέ συνοχή καί συνέχεια. Τά πρῶτα
χειρόγραφα, πού διέσωσαν τή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου,
ἀνάγονται στόν 10ο αἰώνα, δηλαδή σέ μία ἐποχή κατά
80

τήν ὁποία ἔχει ἐκλείψει ἡ ἑρμηνευτική πρωτοτυπία


στά βιβλικά κείμενα.
Μετά τόν Ζ΄ αἰώνα τά ἑρμηνευτικά ἔργα
στηρίζονται στίς ἐξηγητικές ἀπόψεις τῶν Πατέρων καί
ἀποτελοῦν ἤ περιλήψεις - συνόψεις πατερικῶν ἔργων ἤ
συρραφές ἀποσπασμάτων ἀπό προγενέστερες ἑρμηνεῖες.
Τοῦτο ἐμφανίζεται μετά τή διατύπωση τοῦ ιθ΄ Κανόνα
τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691
μ.Χ.) : «Ὅτι δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν
πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς,
πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς
εὐσεβείας λόγους, ἐκ τῆς θείας γραφῆς ἀναλεγομένους
τὰ τῆς ἀληθείας νοήματά τε, καὶ κρίματα, καὶ μὴ
παρεκβαίνοντας τοὺς ἤδη τεθέντας ὅρους ἢ τὴν ἐκ τῶν
Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν. Ἀλλὰ καὶ εἰ γραφικὸς
ἀνακινηθείη λόγος, μὴ ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἢ
ὡς ἂν οἱ τῆς ἐκκλησίας φωστῆρες, καὶ διδάσκαλοι,
διὰ τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο · καὶ μᾶλλον
ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν ἢ λόγους οἰκείους
συντάττοντες · ἵνα μή, ἐστιν ὅτε, πρὸς τοῦτο ἀπόρως
ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος. Διὰ γὰρ τῆς
τῶν προειρημένων Πατέρων διδασκαλίας, οἱ λαοὶ ἐν
γνώσει γινόμενοι τῶν τε σπουδαίων καὶ αἱρετῶν καὶ
ἀσυμφόρων καὶ ἀποβλήτων, τὸν βίον μεταῤῥυθμίζουσι
πρὸς τὸ βέλτιον, καὶ τῷ τῆς ἀγνοίας οὐχ ἁλίσκονται
πάθει, ἀλλὰ προσέχοντες τῇ διδασκαλίᾳ ἑαυτοὺς πρὸς
τὸ μὴ κακῶς παθεῖν παραθήγουσι, καὶ φόβῳ τῶν
ἐπηρτημένων τιμωριῶν τὴν σωτηρίαν ἑαυτοῖς
169
ἐργάζονται» .
Ἀφετηρία τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας εἶναι ἡ
πατερική διδασκαλία. Ἡ πατερική παράδοση συνιστᾶ τό

169
Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμ. Β΄, σελ. 346-347.
Πρβλ Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β΄, σελ. 162-164.
81

γνώμονα τῆς πίστεως, τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς καί


τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Γιά τούς ἐπισκόπους, ὁ
ἴδιος Κανόνας ἐντέλλεται νά μή διδάσκουν ἀφ’
ἑαυτῶν, ἀλλά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως αὐτήν
ἐπεξεργάσθηκαν καί ἐξήγησαν οἱ Πατέρες. Συνίσταται
προσοχή στή λήψη προσωπικῆς πρωτοβουλίας καί
σκέψεως, διότι κινδυνεύει τόσο ὁ ἑρμηνευτής, ὅσο
καί ὁ ἀκροατής, νά ἐκπέσουν τῆς ἀληθείας καί νά
ὁδηγηθοῦν στήν ἁμαρτία καί στήν αἵρεση : (Τοὺς
ἐπισκόπους δεῖ) «Διδάσκειν ... μὴ οἴκοθεν ἀλλ' ἐκ
τῆς θείας γραφῆς, καὶ ταύτην ἑρμηνεύειν κατὰ τὴν
τῶν θείων Πατέρων ἐξήγησιν, ἀλλὰ μὴ ἐξ οἰκείων
νοημάτων καὶ λογισμῶν· εἰ γὰρ τοῖς οἰκείοις, φασί,
χρῶνται λογισμοῖς, ἴσως καὶ ἀπορήσουσί ποτε, καὶ
ἐπεσοῦνται τοῦ προσήκοντος. Ἐκ δὲ τῆς τῶν θείων
Πατέρων διδασκαλίας γνώσονται οἱ λαοί, τίνα μὲν δεῖ
αἱρεῖσθαι, τίνα δὲ ἀποτρέπεσθαι, καὶ τὴν οἰκείαν
ζωὴν ἀπευθυνοῦσι πρὸς ἀρετήν, ἐκφεύγοντες τὸ ἐξ
ἀγνοίας τῶν θείων ἐντολῶν ὀλισθαίνειν εἰς
ἁμαρτήματα, καὶ φόβῳ τῶν μελλουσῶν κολάσεων ἐκ τῆς
κακίας ἀναστελλόμενοι»170.
Ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν
Πατέρων ἀποτελεῖ τό γνώμονα τῆς ὀρθῆς πίστεως. Κάθε
ἐπίσκοπος πρέπει νά τό χρησιμοποιεῖ γιά νά
κατευθύνει τούς πιστούς στήν ἀλήθεια, νά τούς
νουθετεῖ καί νά τούς προφυλάσσει ἀπό τή λαίλαπα τῶν
αἱρετικῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων, πού ἐκφράζει
τήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ποδηγετεῖ τούς πιστούς
«πρὸς τὸ βέλτιον».
Οἱ Πατέρες ἀσχολήθηκαν κυρίως μέ τήν ἐπίλυση
δογματικῶν ζητημάτων, πού ἀνακίνησαν οἱ ἐκπρόσωποι
τῶν αἱρέσεων ἀπολυτοποιώντας τήν ἀνθρώπινη λογική.

170
Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμ. Β΄, σελ. 346-347.
82

Ἐπειδή λ.χ. ὁ Ἄρειος ὑποτίμησε καί ὑποβάθμισε τό


ρόλο τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νά συγγράψει τούς τρεῖς «Κατὰ
Ἀρειανῶν» λόγους του καί νά στηρίξει ἐπάνω σέ
ἁγιογραφικά χωρία τή σχέση Πατρός καί Υἱοῦ στήν
Ἁγία Τριάδα. Ἀναλύοντας τά βιβλικά χωρία, πού
ἀναφέρονται στή γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα,
κατοχυρώνει τήν ὁμοουσιότητά τους.
Ἡ διατύπωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως ἀπό τούς
Πατέρες δέν ἀποτελοῦσε αὐτοσκοπό. Κύριο μέλημά τους
ἦταν ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ προσπάθειά τους νά
ἀποκαλύψουν τό «ἀπόθετον κάλλος» τοῦ γράμματος τῶν
Ἁγίων Γραφῶν εἶχε ὡς σκοπό νά καταδειχθεῖ ἡ
Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἀλήθεια παραδίδεται ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά
ὁδηγήσει τούς πιστούς στή σωτηρία. Συνεπῶς οἱ
Πατέρες ὄφειλαν νά ἑρμηνεύσουν ὀρθά, νά μήν
ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν Παράδοση, ἀπό τά ὅρια τῆς ἐν
Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς, διότι διαφορετικά θά
καθοδηγοῦσαν ἐσφαλμένα τήν πίστη τῶν χριστιανῶν μέ
ἀποτέλεσμα τήν κακοποίηση τῆς ἀλήθειας καί τήν
πνευματική τους ἀπώλεια. Στό χῶρο τῆς ἑρμηνείας
εἶχαν ἐμφανισθεῖ δύο μέθοδοι :
α) ἡ ἀλληγορική καί
β) ἡ ἱστορικογραμματική.
Παραταῦτα, οἱ Πατέρες συνήθως ἀπέφευγαν νά
χρησιμοποιήσουν μόνο μία ἀπό αὐτές.
Μέλημα τῶν αὐστηρῶς ἀκολουθούντων τήν
ἀλληγορική μέθοδο Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων ἦταν νά νοηματοδοτήσουν τίς βιβλικές
λέξεις καί ρήσεις, μέ ἔννοια διαφορετική ἀπό τήν
κυριολεκτική τους, μέ νόημα ὑψηλό171. Ἀντίθετα οἱ

171
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 40.
83

ἑρμηνευτές πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἱστορικογραμματική


ἑρμηνεία ἐνδιαφέρονταν γιά τήν τυπολογική
ἑρμηνεία172.
Οἱ περισσότεροι ἑρμηνευτές Πατέρες συνδύαζαν
τίς δύο μεθόδους, γιατί ἡ ἑρμηνεία δέν εἶναι
αὐτοσκοπός, ἀλλά οἰκοδομεῖ ἠθικοπνευματικά τούς
πιστούς καί τούς ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἡ ὀρθή
διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἔχει ἐπιπτώσεις στήν
καθημερινή ζωή τῶν πιστῶν. Ἐπειδή ἡ ἀλήθεια ἔχει
σωστική σημασία, οἱ Πατέρες τή διευκρίνισαν μέ τό
φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τή διαφύλαξαν.
Συνδυάζοντας τίς δύο ἑρμηνευτικές μεθόδους,
ἀποκάλυψαν τό «ἀπόθετον κάλλος» τοῦ βιβλικοῦ
γράμματος καί ἐπιπλέον διαπαιδαγώγησαν ἠθικά τούς
πιστούς173. Ὁ σημαντικός διπλός ρόλος τους στήν
Ἐκκλησία κατέστησε τούς Πατέρες βάση ὅλης τῆς
μεταγενέστερης Θεολογίας.
Ὁ Οἰκουμένιος, παρά τίς προχαλκηδόνιες
χριστολογικές του ἀπόψεις, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς
συντάκτες τῶν Σειρῶν ὡς βασικό ἑρμηνευτικό ὑλικό,
διότι ἐπεξεργάστηκε τό ὑλικό πού μελέτησε. Ἡ ἄμεση
πνευματική σχέση του μέ τόν Χρυσόστομο –σέ σημεῖο
νά τόν γνωρίζει ἀπό μνήμης–, ὁ ἰδιαίτερος τρόπος μέ
τόν ὁποῖο ἀποδίδει τό μέγα ἑρμηνευτή τῶν Γραφῶν,
καθώς καί τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀποτελοῦσε τό
βάθρο ὅλης τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας ὁδήγησαν τούς
συντάκτες τόσο τούς προχαλκηδόνιους, ὅσο καί τούς
ἀποδέκτες τοῦ ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
στόν ἑρμηνευτή Οἰκουμένιο. Ἡ εὐστροφία του, ἡ
ἔντονη παρατηρητικότητά του, ἡ ἐνασχόλησή του μέ τά
ἀποστολικά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης προσείλκυσαν

172
Ἔνθ' ἀνωτέρω.
173
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 41.
84

τούς ἀντιγραφεῖς νά τόν μελετήσουν καί νά τόν


ἀντιγράψουν, ἄσχετα ἄν παρέλειψαν ἤ ὄχι τό ὄνομά
του. Τό ἔργο του χρησιμοποιήθηκε εὐρέως, ἄν καί ἀπό
τά χειρόγραφα ἐπιγράφηκε ὡς Συλλογή τῶν
χρυσοστομικῶν ἑρμηνειῶν. Τό ὄνομα ἀποσιωπήθηκε –
σκόπιμα ἤ ὄχι– τά συγγράμματα ὅμως ἀναγνώσθηκαν,
διαφώτισαν, ἔκαναν γνωστό τόν Χρυσόστομο καί ἄλλους
Πατέρες –εἰδικά τούς προχρυσοστομικούς– στίς
ἑπόμενες γενεές. Μέσα ἀπό τίς Σειρές τοῦ
Οἰκουμενίου διασώθηκαν ἀποσπάσματα ἀπολεσθέντων
ἔργων (Fragmenta). Τό συγγραφικό πόνημα τοῦ
Οἰκουμενίου θά προσπαθήσουμε νά καταδείξουμε
βασιζόμενοι κυρίως στίς ἐκδόσεις τοῦ Migne καί τοῦ
Cramer.
Ἄς δοῦμε λοιπόν ἀπό ποιά ἔργα Πατέρων
ἀποσπάσθηκαν τά σχόλια, πού μέ τή συρραφή τους
προῆλθαν τά ἑρμηνετικά Ὑπομνήματα πού φέρουν τό
ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου.

1. Ἑρμᾶς (120 μέ 150 μ.Χ.).


Ἕνα καί μοναδικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ποιμένα τοῦ
Ἑρμᾶ συμπληρώνει τή Σειρά τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν.
Τό χωρίο αὐτό ὑπάρχει τόσο στήν ἔκδοση τοῦ Migne,
ὅσο καί σέ αὐτήν τοῦ Cramer καί τό συναντᾶμε στόν
Ὑπομνηματισμό τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ
174
Ἰακώβου . Ἀναφέρεται στήν πολυευσπλαχνία τοῦ Θεοῦ
καί στήν ἀξία τῆς μετάνοιας καί τῆς προσευχῆς. Μᾶς
ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι σέ κανένα ἄλλο ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου δέν παρατίθεται ἀπόσπασμα ἀπό τό

174
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 460 & J.A. Cramer, Catenae
VIII, Ἰακώβου, 4 : 7-15 · πρβλ Ἐρμᾶ, Ποιμήν-Βιβλίο Β΄ :
Ἐπιτάγματα, PG 2 : 936.
85

συγκεκριμένο ἔργο. Ὁ ἑρμηνευτικός σχολιασμός ἀφορᾶ


στόν ὅρο διψυχία, πού δέν ἀπαντᾶ συχνά στήν Ἁγία
Γραφή. Πιστεύουμε ὅτι πιθανότατα τό ἀπόσπασμα αὐτό
ἀποτελεῖ μεταγενέστερη προσθήκη στήν ἑρμηνεία τοῦ
Οἰκουμενίου.

2. Ἰουστῖνος (†165 μ.Χ.).


Μία καί μοναδική φορά χρησιμοποιεῖται, μέσῳ
τοῦ Εἰρηναίου, ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἀπολογητές τῆς
Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἰουστῖνος, στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄
Πέτρου175. Ἡ παραπομπή αὐτή ἐπισημαίνεται στήν
ἔκδοση τοῦ Migne. Συγκεκριμένα ὁ Οἰκουμένιος
παραπέμπει σέ μία ἐξήγηση τοῦ «ἁγίου καὶ μάρτυρος
Ἰουστίνου» πού ἀφορᾶ στήν ἐπαγρύπνηση πού πρέπει νά
ἔχει κάθε χριστιανός ἐναντίον τῶν πονηρῶν λογισμῶν.
Παρουσιάζει ὅλη τή διάσταση τοῦ ἀοράτου
πολέμου καί παροτρύνει τόν πιστό νά ἀνθίσταται μέ
τή νήψη. Κατά τόν Ἰουστῖνο, ὁ πόλεμος αὐτός ξεκινᾶ
ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν οἱ
Ἰσραηλίτες παρασύρθηκαν ἀπό τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς
τῶν αὐτοχθόνων κατοίκων. Γιά τήν ἀπιστία τους
τιμωρήθηκαν ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Ἀσσυρίων, πού
χρησιμοποιήθηκαν ἀπό τό Θεό ὡς ὄργανα τιμωρίας,
ὅπως εἶχε προφητέψει ὁ Ἠσαΐας.
Ἡ παραπομπή αὐτή, ἐνῶ καταλαμβάνει μεγάλη
ἔκταση, δέν εἶναι ἀκριβής. Ὁ συντάκτης δέν
παραπέμπει στό συγκεκριμένο ἔργο ἀπό τό ὁποῖο
προέρχεται ὁ σχολιασμός, δηλαδή στόν «Διάλογο πρὸς
Τρύφωνα». Σ’ αὐτό τό σύγγραμμα ὁ Ἰουστῖνος συνδέει

175
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 573 · πρβλ Εἰρηναίου,
Κατὰ αἱρέσεων, PG 7 : 1194 · ἐπίσης πρβλ Ἰουστίνου, Διάλογος
πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον, PG 6 : 512-513.
86

τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τό


σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου.
Μεγάλη ἐντύπωση μᾶς προκαλεῖ ἡ μοναδικότητα
τῆς παραπομπῆς στό συγκεκριμένο συγγραφέα. Στό
ὑπόλοιπο ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου δέν ἐντοπίζονται
ἀπανθίσματα ἀπό τόν Ἰουστῖνο. Ἴσως ἡ ἀπουσία αὐτή
ὀφείλεται στόν ἀνεπιτήδευτο τρόπο τῆς
ἐπιχειρηματολογίας τοῦ χριστιανοῦ ἀπολογητῆ ἤ στό
γεγονός ὅτι τό ἔργο του δέν ἔχει καθαρά ἑρμηνευτικό
χαρακτήρα. Πάντως ὁ συντάκτης δείχνει μία ἐκτίμηση
στόν πρωτοχριστιανικό συγγραφέα, τόν ὁποῖο ὅμως δέ
γνωρίζει ἄμεσα, ἀλλά ἔμμεσα ἀπό τό ἔργο τοῦ
Εἰρηναίου, στό ὁποῖο παραπέμπει τρεῖς φορές στό
Ὑπόμνημα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν.

3. Εἰρηναῖος τῆς Λυών (144-202 μ.Χ.).


Ἀπό τόν τύπο τοῦ Οἰκουμενίου δέ θά μποροῦσαν
νά ἀπουσιάζουν παραπομπές στό ἔργο τοῦ μεγάλου
θεολόγου τῆς «Ἀνακεφαλαιώσεως», τοῦ Εἰρηναίου τῆς
Λυών. Ὁ Εἰρηναῖος πρῶτος μεταστοιχειώνει τήν
ἀπολογητική θεολογία σέ ἀντιρρητική καί θεμελιώνει
τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν Παράδοση. Ἡ
παραδοσιακή ἑρμηνεία τῆς Βίβλου ὁδηγεῖ στή γνώση
τῆς ἀλήθειας μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ
γνώση τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ τούς χριστιανούς στήν
ἠθικοπνευματική βελτίωση καί προκοπή.
Πολύ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πρώτη παραπομπή τοῦ
Οἰκουμενίου στό ἀπολεσθέν «Μαρτύριον περὶ Σάγκτου
καὶ Βλανδίνης»176, ὅπου ὁ Εἰρηναῖος παρουσιάζει πῶς

176
Oἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 536 · πρβλ Εἰρηναίου,
Τεμάχια τῶν ἀπολεσθέντων συγγραμμάτων (Fragmenta), PG 7 :
1236 (ὑπάρχει μόνο στόν Oἰκουμένιο).
87

δύο εἰδωλολάτρες δοῦλοι βαπτίσθηκαν στό αἷμα τοῦ


Μαρτυρίου καί ἔγιναν ἡ αἰτία γιά τή μετάνοια πολλῶν
θεατῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτή ἡ πληροφορία μᾶς
ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος γνώριζε καλά τά
πονήματα τοῦ Εἰρηναίου, ἐφ’ ὅσον παρακολουθήσουμε
καί τίς δύο παραπομπές στό πασίγνωστο σύγγραμμά του
«Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως», μέσῳ
τοῦ ὁποίου ὁ Οἰκουμένιος ἀναφέρεται στήν ἀκόλαστη
ζωή τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μαρκίωνα, καθώς καί ἄλλων ὀπαδῶν
τῶν πρωτοχριστιανικῶν αἱρέσεων. Ἡ πρώτη παραπομπή
στό ἔργο αὐτό βρίσκεται στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄
Πέτρου177, ἐνῶ ἡ δεύτερη στήν ἐξήγηση τῆς ἐπιστολῆς
τοῦ Ἰούδα178. Στό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις
συμπεριλαμβάνονται μεταξύ ἄλλων καί δώδεκα
σχολιασμοί τοῦ Εἰρηναίου ἀπό τό «Κατὰ Αἱρέσεων»
ἔργο του. Τή χρήση τοῦ Εἰρηναίου παρατηροῦμε
ἀποκλειστικά στήν ἔκδοση τοῦ Migne.

4. Ἀμμώνιος (τέλος 2ου - ἀρχές 3ου αἰ. μ.Χ.)


Στίς ἐκδόσεις Cramer στή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου
στό βιβλίο τῶν Πράξεων γίνεται ἐπανειλημμένως
ἀναφορά, συνολικά ἑκατόν ἑξήντα φορές, σέ
ἀποσπάσματα ἀπό κάποια συγγράμματα τοῦ Ἀμμωνίου τοῦ
πρεσβυτέρου179, πού τά περισσότερα διέπονται ἀπό μιά
προσπάθεια ν' ἀναδειχθοῦν τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης καί ν' ἀποδειχθοῦν ἱσότιμα μέ τά

177
Οἰκουμενίου, Β΄ Πέτρου, PG 119 : 600 · πρβλ Εἰρηναίου,
Κατὰ Αἱρέσεων, PG 7 : 1157-1194.
178
Οἰκουμενίου, Ἰούδα, PG 119 : 712 · πρβλ Εἰρηναίου, Κατὰ
Αἱρέσεων, PG 7 : 1194-1196.
179
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 53. J.A. Cramer, Catenae III,
Πράξ., 54 : 29-32 & 61 : 32-33 & 101 : 4-7 & 151 : 8-16 & 211 :
31-32 & 324 : 13-15 & 325 : 14-17 & 334 : 33–335 : 6 κ.ἄ.
88

συγγράμματα τῆς Καινῆς. Ὁ Εὐσέβιος ταυτίζει τό


πρόσωπο αὐτό μέ τό νεοπλατωνικό φιλόσοφο Ἀμμώνιο
Σακκᾶ, δάσκαλο τοῦ Ὠριγένη, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πολύ
παραγωγικός συγγραφέας. Οἱ ἐπιστήμονες δέν ἔχουν
διατυπώσει σαφῆ συμπεράσματα γιά τό πρόσωπο αὐτό
καθώς καί γιά τό συγγραφικό του ἔργο. Ὁ καθηγητής
Κ.Π. Χρήστου πιστεύει ὅτι ὁ πρεσβύτερος Ἀμμώνιος
δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν Ὠριγένη γιατί δέν
ἀκολουθεῖ τήν ἀλληγορική μέθοδο καί ἀσχολεῖται μέ
θέματα πρακτικῆς κατευθύνσεως180. Πρόκειται μᾶλλον
γιά ἑρμηνευτή τοῦ 2ου ἤ 3ου αἰώνα, τοῦ ὁποίου τά
συγγράμματα χάθηκαν. Στό Ὑπόμνημα τῶν Καθολικῶν
ἐπιστολῶν διατηρεῖται ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμά του (στόν
Κοϊσλιανό κώδικα). Ἐπειδή τά τεμάχια τοῦ Ἀμμωνίου
δέ διασώθηκαν σέ ὅλα τά χειρόγραφα τῆς οἰκογένειας
τοῦ Οἰκουμενίου181, πιστεύουμε ὅτι στούς κωδικές πού
δέν ὑπάρχουν, ἀφαιρέθηκαν ἀπό κάποιον ἀντιγραφέα
πού ἐπενέβη στήν ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου.

5. Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (†220 μ.Χ.).


Πολύ σημαντική σέ ἀξία εἶναι ἡ χρήση τοῦ
Κλήμεντος στά ἔργα τοῦ Οἰκουμενίου.
Ὁ Οἰκουμένιος διέσωσε στά Ὑπομνήματά του πολλά
ἀποσπάσματα ἀπό τίς Ὑποτυπώσεις, ἕνα ἔργο πού
χάθηκε. (Ἀποσπάσματα τοῦ συγκεκριμένου ἔργου
διέσωσαν, ἐκτός ἀπό τόν Οἰκουμένιο, ὁ Εὐσέβιος στήν
ἑλληνική καί ὁ Κασσιόδωρος στήν λατινική γλῶσσα).
Συγκεκριμένα ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ δεκατρεῖς

180
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Β', σελ. 208.
181
El. Elorduy, “Ammonio es criturista”, EB 16 (1957) 187-
217. Τοῦ αὐτοῦ, “Ammonio en las Catenas”, EB 44 (1969) 383-
432.
89

φορές τό συγκεκριμένο ἔργο καί μᾶς παραθέτει


περισσότερα ἀποσπάσματα ἀπό τούς ἄλλους δύο
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Παραπέμπει :
1) Μία φορά στό τρίτο βιβλίο τῶν Ὑποτυπώσεων
στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους γιά νά
ἀναλύσει τήν ἔννοια τῆ λέξεως «ἄγγελοι»182.
2) Δύο φορές στό τέταρτο βιβλίο τῶν
Ὑποτυπώσεων στήν ἐξήγηση τῆς Β΄ πρός Κορινθίους183
ἀντιδιαστέλλοντας τή σαρκική ἀπό τήν πνευματική ζωή
καί ὑποδεικνύοντας τήν καρδιά ὡς πηγή τῆς ἀγάπης.
3) Μία φορά στό πέμπτο βιβλίο τῶν Ὑποτυπώσεων
στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας184, ὅπου ἐπανέρχεται
καί ἀντιπαραθέτει τόν ὅρο «σάρκα», πού συνδέεται μέ
τήν ἁμαρτία, καί τά πάθη μέ τόν ὅρο «σῶμα», πού
εἶναι ἡ οἰκείωση τῆς σάρκας τοῦ Χριστοῦ.
4) Ἐννέα φορές στό ἕβδομο βιβλίο τῶν
Ὑποτυπώσεων, καί συγκεκριμένα :
α) Δύο φορές στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός
Ἑβραίους. Σέ ἕνα σημεῖο αἰτιολογεῖ πῶς ἀπό τήν
ταπείνωση ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀποδίδει στόν
ἑαυτό του, ἀλλά στόν Κύριο, τό ἱεραποστολικό ἔργο
του στούς Ἑβραίους. Σέ ἄλλο ἀπόσπασμα ἐξαίρεται ἡ
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού ἀγγίζει τή θυσία.185
β) Ἕξι φορές στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός
Τιμόθεον186, ὅπου ἀναφέρεται σέ θέματα ὅπως ἡ πίστη,

182
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 800 : «“Διὰ τοὺς ἀγγέλους”.
Ὁ Κλήμης ἐν τρίτῳ τῶν ὑποτυπώσεων, ἀγγέλους φησὶ τοὺς
δικαίους καὶ ἐναρέτους. Κατακαλυσπτέσθω οὖν, ἵνα μὴ εἰς
πορνείαν αὐτοὺς σκανδαλίσῃ».
183
Oἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 977,989.
184
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1157.
185
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 286 : 13-17 & 426 : 10-14.
186
Oἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 152 : «Οὕτως ὁ Κλήμης ἐν
ζ΄ Ὑποτυπώσεων · “Καιροῖς ἰδίοις”. Διὰ τοῦ μαρτυρίου ἔδωκεν
ἑαυτόν, φησίν, ἀντίλυτρον. Διὰ τοῦ μαρτυρίου, τουτέστι, τοῦ
πάθους (ἐν αὐτῷ ἐμαρτύρει τῇ τοῦ Πατρὸς ἀγαθότητι ὅτι αὐτὸς
90

ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπακοή, τό


μεγαλεῖο τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου κτλ.
γ) Μία φορά στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός
Τιμόθεον187, ὅπου ὁ Κλήμης ἐπικαλεῖται τήν Παλαιά
Διαθήκη –τόν νόμο καί τούς προφῆτες– ὡς μάρτυρες
τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως.
Στό ὑπόμνημα τῶν Πράξεων παρατηροῦνται ἀκόμα :
– μία αὐτολεξεί παράθεση στό Α΄ βιβλίο τῶν
188
Στρωματέων .
– ἕνα μεγάλο ἀπόσπασμα ἀπό τόν Α΄ Παιδαγωγό
γιά τή συγγένεια πού ἐπιφέρει ἡ σχέση τοῦ αἵματος
μέ τό γάλα τῆς τροφῆς τῶν παιδιῶν189.
– ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν «Προτρεπτικό πρὸς
Ἕλληνας» λόγο, ὅπου ἀναφέρει ἐσχατολογικές ἀπόψεις
καί προειδοποεῖ τούς Ἕλληνες νά βρίσκονται σέ
ἑτοιμότητα γιά νά σωθοῦν πιστεύοντας στόν Ἰησοῦ
Χριστό190.
Οἱ μαρτυρίες αὐτές ἀποδεικνύουν τήν ἄμεση
ἐνασχόληση τοῦ Οἰκουμενίου μέ τά συγγράμματα τοῦ

καὶ τὸν Υἱὸν ἔδωκεν. Αὐτοὶ δὲ τῆς πρὸς αὐτὸν ἔχθρας οὐκ
ἐπαύσαντο, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἰὸν ἐσταύρωσαν. Καὶ ὅτι αὐτὸς τὰς
ἐπαγγελίας αὐτοῖς ρληρῶσαι θέλει, αὐτοὶ δὲ οὐ βούλονται)
τοῦ καιροῖς ἰδίοις, φησί, γενόμένου, τουτέστι,
προτετυπωμένοις καὶ προορισθεῖσιν ὑπὸ τῆς ἁγίας καὶ
μακαρίας Τριάδος». Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Τιμόθ., PG 119 :
165,176,177,184,192.
187
Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 209.
188
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 113 : 17-20 · πρβλ
Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, Λόγος Α΄, PG 8 : 897-901.
189
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 490 : 25–492 : 4 · πρβλ
Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός, Λόγος Α΄, PG 8 : 296-300
(βλ. Παράρτημα Γ΄ Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Κλήμη
Ἀλεξανδρέα, σελ. 157-162).
190
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 455 : 7-29 · πρβλ
Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, PG 8 : 196-
200.
91

Κλήμεντος, καθώς καί τήν ἐκτίμησή του πρός τόν


Ἀλεξανδρινό φιλόσοφο.

6. Ὠριγένης (185-240 μ.Χ.).


Ἡ συμπάθεια τοῦ Οἰκουμενίου πρός τόν
Ἀλεξανδρινό φιλόσοφο Ὠριγένη φαίνεται ἀπό τό
γεγονός ὅτι ὁ Οἰκουμένιος παραπέμπει πάρα πολλές
φορές σ' αὐτόν, εἰσάγοντας τίς ἀπόψεις του μέ τή
φράση : «Ὠριγένης δέ φησιν ...»191.
Ὑπάρχει μόνο μία ἀναφορά στόν Ὠριγένη στήν
ἔκδοση τοῦ Migne στό Ὑπόμνημα τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ
Οἰκουμένιος παραπέμπει στό ἀπολεσθέν ἔργο του
«Στρωματεῖς»192. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀναφορές βρίσκονται
στήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ὅπου στό βιβλίο τῶν Πράξεων
παραθέτει τέσσερα ἐπιπλέον λήμματα ἀπό τίς ἐπίσης –
λόγῳ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν του– ἀπολεσθεῖσες
ἑρμηνεῖες του193. Στόν Ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους ὁ Οἰκουμένιος διασώζει ὀγδόντα τρία
σχόλια τοῦ Ὠριγένη194, στήν πρός Ἐφεσίους παραπέμπει
πάντοτε στά συγγράμματα τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ
195
φιλοσόφου –συνολικά τριάντα δύο φορές–, ἐνῶ στήν

191
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 101 : 4-27 & 102 : 5-18 &
106 : 27–107 : 35 κτλ.
192
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 53 : «Mίλιον ἕν, ἡ τοῦ
Σαββάτου ὁδός, ὥς φησιν Ὠριγένης ἐν τῷ πέμπτῳ Στρωματεῖ,
δισχιλίων πηχῶν ὑπῆρχε. Καὶ μᾶλλον ἡ ἁγία σκηνὴ καὶ κιβωτὸς
τοσοῦτον διάστημα προελάμβανε τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀπὸ
τοσούτου διαστήματος ἐσκήνουν. Ὃ διάστημα ἐξῆν τοῖς
προσκυνοῦσι τὴν ἁγίαν σκηνὴν βαδίζειν ἐν Σαββάτῳ».
193
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 82 : 15-20 & 105 : 6-9 &
127 : 12-17 & 355 : 8-12.
194
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 7 : 1-8,9-17 & 9 : 1-6,11-
15 & 11 : 5–12 : 21.
195
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 101 : 4-27 & 102 : 5-18 &
106 : 27–107 : 35 & 114 : 15-30 & 116 : 34–117 : 7 κ.ο.κ.
92

πρός Ἑβραίους μόνο τρεῖς φορές196 παρά τήν


ἐκτεταμένη ἀλληγορία τῆς ἐπιστολῆς.
Στήν Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποεῖ τόν Ὠριγένη τρεῖς φορές197
(δύο ἀπό τίς ἑρμηνεῖες ἀναφέρονται στό βιβλίο τῶν
Παροιμιῶν). Στήν Α΄ Πέτρου χρησιμοποιεῖ ἕνα
ἀπόσπασμα ἀπό τήν χαμένη ὁμιλία «Εἰς τὸ κατὰ
198
πρόγνωσιν Θεοῦ» . Τέλος στήν Α΄ Ἰωάννου διατηρεῖ
ἕνα μεγάλο ἀπόσπασμα ἀπό τίς ἑρμηνεῖες στόν Α΄ τόμο
τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων199.
Στό ἀπόσπασμα πού προέρχεται ἀπό τό πόνημα
«Εἰς τὸ κατὰ πρόγνωσιν Θεοῦ», διακρίνουμε τήν
κακοδοξία τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ200. Στά λήμματα ἐκ
τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων, ὁ Οἰκουμένιος, μέσῳ τοῦ
Ὠριγένη, παραλληλίζει τήν πνευματική ὡρίμανση τῆς
ψυχῆς μέ τή σωματική ἀνάπτυξη καί ὡριμότητα καί

196
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 147 : 8-14 · πρβλ
Ὠριγένους, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Ἐξηγητικῶν, τόμ.
Α΄, PG 14 : 92-93 (ἀναλύει τήν ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ
Μεγάλου Ἀρχιερέως). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
285 : 34–286 : 12 (διασωθέν ἀπόσπασμα ὁμιλίας). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 261 : 32-33 · πρβλ Ὠριγένους, Κατὰ
Κέλσου, τόμος Γ΄, PG 11 : 1013-1016.
197
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 5 : 7-14 & 26 : 16-18 &
26 : 19-33.
198
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 42 : 28–43 : 6.
199
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Ἰωάννου, 115 : 10–116 : 7.
200
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 42 : 26–43 : 6 :
«Προεωρακὼς γὰρ ὁ Θεὸς τὴν πίστιν καὶ πρᾶξιν τῶν ἀνθρώπων
κατορθωθέντα αὐτοῖς ἐκ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας,
προγνωστικῶς καὶ ἐξελέξατο αὐτοὺς ἐν Χριστῷ πρὸ καταβολῆς
κόσμου · τότε προορίσας αὐτοὺς υἱοὺς εἶναι μετουσίᾳ τοῦ
Πνεύματος τῆς υἱοθεσίας. πρόγνωσιν γὰρ οὐκ ἀλλό τι ἡγητέον
ἢ ἐσομένων θεωρίαν · ἥτις οὐκέτι πρόγνωσις ἀλλὰ γνῶσις ἐστὶν
εἰς ὕπαρ ἡκόντων τῶν προεωραμένων. κἂν τοίνυν κατὰ
πρόγνωσιν ἐκλεκτοὶ ἦσαν οἷς Πέτρος γράφει, ἀλλ’ οὐ νῦν
ὑφεστηκόσιν αὐτοῖς ἡ προσφώνησις γίνεται · ἐκβάλλει οὖν τὸν
μῦθον τὸν περὶ τῆς φύσεως καὶ ἡ ἐγκειμένη νόησις».
93

τονίζει τά διαφορετικά ἐπίπεδα ἁγιότητας, στά ὁποῖα


μπορεῖ νά ἀνέλθει ὁ κάθε ἄνθρωπος201.
Ἡ πολλαπλή χρήση τοῦ Ὠριγένη ἐκφράζει τή
μεγάλη ἐκτίμηση τοῦ Οἰκουμενίου πρός τό πρόσωπό
του. Σ' αὐτήν τήν ἐκτίμηση ὀφείλει ἡ σύγχρονη
θεολογική ἔρευνα τή διατήρηση κάποιων ἐκλογῶν ἀπό
ὁρισμένα ἔργα πού χάθηκαν μετά τήν ἀπόφαση τῆς Ε΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά καταδικάσει τίς ἀπόψεις
202
του .

7. Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (†268 μ.Χ.).


Τό ἐξηγητικό ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας
ἔχει ἀπολεσθεῖ. Τέσσερα σχόλια μᾶς διασώζει ὁ τύπος
τοῦ Οἰκουμένιου :
– ἕνα στήν ἑρμηνεία τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων203,
– ἕνα στό Ὑπόμνημα τῆς πρός Ρωμαίους204 πού
διασώθηκε στόν Μαρκιανό κώδικα καί
– ἕνα στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἑβραίους στόν
cod. Paris. 238205
– ἕνα στό σχολιασμό τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ
Ἰακώβου206.

201
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Ἰωάννου, 115 : 10–116 : 7.
202
Ἤδη ἀπό τό 400 μ.Χ. σέ τοπική Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια
καταδικάστηκαν τόσο τό πρόσωπο, ὅσο καί τό ἔργο τοῦ
Ὠριγένη. Οἱ σπουδαιότεροι Πατέρες τήρησαν κριτική στάση
ἀπέναντι στόν Ὠριγένη. Οἱ ὠριγενιστές καί ἀντιωριγενιστές,
ἐνῶ δέν ἦταν τόσο σημαντικοί θεολόγοι, ἦρθαν πολλές φορές
σέ συγκρούσεις πού κορυφώθηκαν στά τέλη τοῦ Ε΄ μέ ἀρχές τοῦ
ΣΤ΄ αἰώνα. Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τό 553 μ.Χ.
τόν Ὠριγένη καί τόν ὠριγενισμό, δηλαδή τίς ἀντιλήψεις του
περί μετεμψυχώσεων καί προυπάρξεως τῶν ψυχῶν.
203
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 85 : 33.
204
K. Staab, Die PaulusΚatenen, σελ. 145.
205
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 362 : 13-34.
206
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 5 : 9-14.
94

Τά τμήματα αὐτά ἀσχολοῦνται κυρίως μέ τήν ἀξία


τῆς προσευχῆς, πού πρέπει νά ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ
τό Θεό, ὁ ὁποῖος δίνει ὅτι ὠφελεῖ τήν ψυχή καί μᾶς
ἐπαναφέρει στό γνήσιο ἑαυτό μας. Ἐπιτρέπει τούς
πειρασμούς γιά νά μᾶς ἐνδυναμώσει, ὥστε νά
ἐγκαταλείψουμε τό κακό καί νά ἐπιστρέψουμε στό
ἀγαθό. Στό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους, ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἀπολογία τοῦ
Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, γιά νά καταδείξει τό
ὁμοούσιον τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Τό χωρίο αὐτό
ἕνας ἀδαής θά μποροῦσε νά τό χαρακτηρίσει ὡς
αἱρετικό καί μάλιστα ἀρειανικό. Μέ τήν ἀνάλυσή του
ὁ Οἰκουμένιος ἀποδεικνύει ὅτι τά παραδείγματα πού
χρησιμοποιεῖ ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας εἶναι ἀπόλυτα
ὀρθόδοξα καί δείχνουν ὅτι ἡ διαφορετικότητα τῶν δύο
ὑποστάσεων δέν καταργεῖ τήν κοινότητα τῆς οὐσίας
τους. Γιά ἄλλη μία φορά τό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου
καθίσταται χρήσιμο, διότι μᾶς διασώζει ψήγματα
ἀπολεσθέντων ἔργων.

8. Μεθόδιος Ὀλύμπου (†312 μ.Χ.).


Τό μοναδικό ἐκπόνημα τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου
ἀποτελεῖ ὁ «Περὶ Ἀναστάσεως λόγος», στόν ὁποῖο ὁ
συγγραφέας - ἀντίπαλος τοῦ Ὠριγένη ὑπεραμύνεται τῆς
ἱστορικότητας καί τῆς πραγματικότητας τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, καταφερόμενος ἐναντίον τῶν
δοκητῶν. Εἶναι μία ἀπολογία καί συγχρόνως ἕνα
ἀντιρρητικό σύγγραμμα πού καταπολεμᾶ τό δοκητισμό.
Τό ἔργο αὐτό ἀναγνωρίζει ὁ Οἰκουμένιος ὡς μία ἀπό
τίς πηγές του. Στό σύγγραμμα αὐτό ὁ Οἰκουμένιος
παραπέμπει ἐννέα φορές κατά τήν ἔκδοση τοῦ Migne :
95

α) πέντε φορές στήν Ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους207,


β) δύο φορές στήν Ἑρμηνεία τῆς Α΄ Κορινθίους208,
γ) μία φορά στήν Ἑρμηνεία τῆς Β΄ Κορινθίους209 καί
δ) μία φορά στήν Ἑρμηνεία τῆς Α΄ Θεσσαλονικεῖς210.
Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer φαίνεται ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ τόν Μεθόδιο Ὀλύμπου :
α) τέσσερις φορές στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους
(οἱ τρεῖς ἀπό τίς παραπομπές εἶναι ὅμοιες μέ αὐτές
τοῦ Migne, ἐνῶ ἡ τέταρτη εἶναι μία σύντμηση τῆς
ἀντίστοιχης παραπομπῆς τοῦ Migne)211,
β) μία φορά στήν Α΄ πρός Κορινθίους (ἡ παραπομπή
αὐτή ταυτίζεται μέ τήν ἀντίστοιχη τοῦ Migne)212 καί
γ) μία φορά στήν Β΄ πρός Κορινθίους (καί πάλι ἡ
παραπομπή αὐτή ταυτίζεται μέ τήν ἀντίστοιχη τοῦ
Migne)213.
Παρατηροῦμε ὅτι τό χειρόγραφο τοῦ Migne
παραθέτει ἕνα ἐπιπλέον ἀπόσπασμα ἀπ' ὅ,τι ὁ Cramer

207
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 461 · πρβλ Mεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 18 : 265-266(Α) · ἐπίσης πρβλ Φωτίου, Σύνοψις,
PG 18 : 296. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 468 · πρβλ
Μεθοδίου, Περὶ Ἀναστάσεως, PG 18 : 275(Η). Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 473 · πρβλ Μεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 18 : 268(Δ),269(Ε),284(ΙΓ). Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 516 · πρβλ Μεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 118 : 272(ΣΤ). Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG
118 : 596 · πρβλ Μεθοδίου, Περὶ Ἀναστάσεως, PG 18 :
280(ΙΑ),281(ΙΒ) · ἐπισης πρβλ Φωτίου, Σύνοψις, PG 18 :
294(ΙΔ).
208
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 889,892 · πρβλ Mεθοδίου,
Περὶ Ἀναστάσεως, PG 18 : 284(ΙΓ).
209
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., 118 : 968-969 · πρβλ Mεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 18 : 285(ΙΔ).
210
Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 92 · πρβλ Mεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 18 : 285(ΙΔ).
211
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 196 : 24-25 & 204 : 24–206 :
4 & 221 : 17-18 & 477 : 31-33.
212
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 329 : 20-23.
213
J.A. Cramer, Catenae V, Β΄ Κορ., 379 : 3-12.
96

στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους. Τό ἴδιο συμβαίνει


καί στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Κορινθίους, ἐνῶ τό
ἀπόσπασμα πού διατηρεῖ ὁ Migne στήν Α΄
Θεσσαλονικεῖς, παραλείπεται ἀπό τόν Cramer.
Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου ὑποστηρίζει ὅτι στήν
ἱστορικότητα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στηρίζεται ἡ
ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀνασταίνεται τό πνεῦμα,
ἀλλά καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, δηλαδή ὁλόκληρος ὁ
ἄνθρωπος. «Οἱ λέγοντες ἀνάστασιν μὲν εἶναι, σαρκὸς
δὲ μὴ εἶναι, ἀρνοῦνται τὴν ἀνάστασιν ...»214.
Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἀπολογία,
γιά νά ἀνασκευάσει τίς δοκητικές τάσεις τῆς ἐποχῆς
του. Οἱ ἐκφραστές αὐτῶν τῶν τάσεων ἀρνοῦνταν τήν
πραγματική Ἐνανθρώπηση καί Σταύρωση τοῦ Κυρίου καί
θεωροῦσαν τήν Ἀνάσταση ὡς μή πραγματικό γεγονός. Ἡ
διδασκαλία αὐτή ἀντίκειται σαφῶς στή σωτηριολογική
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ χωρίς Ἀνάσταση δέν
ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Οἰκουμένιος μέσα ἀπό τό ἔργο του
δημιουργεῖ μία νέα ἀπολογητική ἀναχαιτίζοντας κάθε
αἱρετικό στοιχεῖο πού ἐπιβουλεύεται καί προσβάλλει
τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. Κατοχυρώνει τήν
ἀπολογητική του μέ τή χρήση τοῦ «Περὶ Ἀναστάσεως»
λόγου, ἑνός συγγράμματος πού ἐκπροσωπεῖ σέ ἀπόλυτο
βαθμό τήν ὀρθόδοξη πίστη.
Ὅλες οἱ ἀναφορές τοῦ Οἰκουμενίου –ἐκτός μιᾶς
στόν ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός Κορινθίους215– ἔχουν
τή μορφή παραπομπῶν. Στό ἀπόσπασμα αὐτό ὁ Μεθόδιος
Ὀλύμπου γράφει ὅτι τό πνευματικό σῶμα δέν εἶναι τό
λεπτό καί ἀέρινο, ἀλλά αὐτό πού φέρει ὅλη τήν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁμοίως μέ τό σῶμα καί
ἡ ψυχή καθίσταται σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
214
Mεθοδίου, Περὶ Ἀναστάσεως, PG 18 : 281(ΙΒ).
215
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 888 · πρβλ Μεθοδίου, Περὶ
Ἀναστάσεως, PG 18 : 289.
97

Μετά ἀπό τόσες παραπομπές ὁ ἑρμηνευτής


Οἰκουμένιος μᾶς πείθει ὅτι γνώριζε ἄμεσα τό μικρό
σέ ἔκταση, ἀλλά ἐποικοδομητικό σέ διδασκαλία ἔργο
τοῦ Μεθοδίου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἐπεξεργάζεται
μέ ἄνεση τά στοιχεῖα πού δανείζεται. Ὄχι μόνο ὁ
ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος, ἀλλά καί οἱ ἐπεξεργαστές του
γνώριζαν, ἐκτός ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο, καί μία
Σύνοψη τοῦ Φωτίου πού κυκλοφόρησε πολύ ἀργότερα216.
Πρόκειται πιθανότατα γιά τόν τελευταῖο συντάκτη πού
προσκόλλησε Φωτιανά ἀποσπάσματα στό ἑρμηνευτικό
σῶμα τοῦ Οἰκουμενίου.

9. Εὐσέβιος Καισαρείας (265-340 μ.Χ.).


Ἐπειδή τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Εὐσεβίου
Καισαρείας, παρά τήν ἀρειανίζουσα θέση του
συγγραφέα, εἶναι σπουδαῖο σέ ἔκταση καί περιεχόμενο
καί διέσωσε πληροφορίες καί ἀποσπάσματα ἀπό
προγενέστερα ἔργα πού καταστράφηκαν ἤ χάθηκαν,
ἀποτέλεσε σημαντική πηγή γιά τόν Οἰκουμένιο.
Σύμφωνα μέ τήν ἔκδοση τοῦ Migne ὁ Οἰκουμένιος
παραπέμπει τέσσερις φορές στόν Εὐσέβιο :
– δύο φορές στίς Πράξεις217

216
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 461 · πρβλ Φωτίου, Σύνοψις, PG
18 : 296 : «Ὅτι φησί, Τὸ μὲν πρᾶξαι ἢ μὴ πρᾶξαι τὰ κακά ἐφ’
ἡμῖν, ἐπεὶ οὐκ ἂν δίκας ἐδίδομεν τῶν κακῶς δρωμένων ἥ
ἀμοιβὰς ἐλαμβάνομεν τῶν καλῶς · τὸ δ' ἐνθυμηθῆναι τὰ κακὰ ἢ
μὴ οὐκ ἐφ' ἡμῖν. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν θεῖον Παῦλόν φησι λέγειν
· Οὐ γὰρ ὃ θέλω, τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω, τοῦτο ποιῶ ·
τουτέστιν, οὐχ ὃ θέλω ἐννοεῖν, τοῦτο ἐννοῶ, ἀλλ’ ὃ μὴ θέλω.
Ἐκριζωθῆναι δέ φησι καὶ τὰ κακὰ ἐνθυμεῖσθαι διὰ τῆς τοῦ
φυσικοῦ θανάτου παρουσίας, ἐπεὶ καὶ διὰ τοῦτο θάνατος ἐδόθη
παρὰ Θεοῦ τῷ ἐξημαρτηκότι, ἵνα μὴ ἀθάνατον μείνῃ τὸ κακόν».
217
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 121 · πρβλ Εὐσεβίου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Βιβλίο Α΄-κεφ. ε΄-Περὶ τῶν χρόνων τῆς
ἐπιφανείας αὐτοῦ τῆς εἰς ἀνθρώπους, PG 20 : 80-84 [& κατά τήν
98

– μία φορά στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας218 καί


– μία φορά στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους219.
Στόν Cramer βρίσκουμε συνολικά δεκαέξι
ἀποσπάσματα ἀπό ἔργα τοῦ Εὐσεβίου :
– πέντε στόν ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων220

ἔκδοση Ed. Schwartz, Eusebius Werke 2. Bd, Leipzig 1903-


1909 (GCS 9)]. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 193 :
«Ἐκεῖνον καιρόν φησι τὸν ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος Γάϊος
αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων Ἀγρίππαν καθίστησι βασιλέα τῆς Ἰουδαίας,
τὸν Ἡρώδην ἐξωρίσας δι’ αἰσχρότητα βίου ἐν Λουγδούνῳ τῆς
Γαλλίας σὺν τῇ γυναικὶ Ἡρωδιάδι. Οὗτός ἐστιν ὁ κατὰ τὸ
πάθος τοῦ Κυρίου βασιλεύσας, ὡς ἱστορεῖ Ἰώσηπος ἐν τῷ
ὀκτῳκαιδεκάτῳ λόγῳ τῆς Ἀρχαιολογἰας καὶ Εὐσέβιος ἐν τῷ
δευτέρῳ λόγῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας» · πρβλ Εὐσεβίου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Βιβλίο Β΄-κεφ. ιθ΄-Οἵα τοὺς ἐν
Ἱεροσολύμοις Ἰουδαίους συμφορὰ μετῆλθεν ἐν τῇ τοῦ Πάσχα
ἡμέρᾳ, PG 20 : 117(Α) : (Στό κείμενο αὐτό ὁ Εὐσέβιος μᾶς
πληροφορεῖ ὅτι, κατά τήν Σταύρωση, βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας
ἦταν ὁ Ἀγρίππας, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἡρώδης εἶχε ἐξορισθεῖ στό
Λούγδουνο τῆς Γαλατίας).
218
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1112 · πρβλ Εὐσεβίου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Bιβλίο Α΄-κεφ. ιβ΄-Περὶ τῶν μαθητῶν
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, PG 20 : 117(Β) (βλ. Παράρτημα Γ΄ Κεφαλαίου,
Χωρία ἀπό τόν Εὐσέβιο Καισαρείας, σελ. 164-165).
219
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 288 · πρβλ Εὐσεβίου, Ὑπόμνημα
εἰς τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄-Ἐπιφάνεια Χριστοῦ Βασιλείας, PG 23 : 393-
394.
220
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 107 : 17-29 · πρβλ
Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Bιβλίο Α΄-κεφ. β΄-Ἐπιτομὴ
κεφαλαιώδης περὶ τῆς κατὰ τὸν Σωτῆρα καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστὸν προϋπάρξεώς τε καὶ θεολογίας, PG 20 : 57 [& κατά τήν
ἔκδοση E.Schwartz, Eusebius Werke 2, Bd, Leipzig 1903-1909
(GCS 9)] (στόν Cramer παρατηρεῖται σύνοψη τοῦ χωρίου τοῦ
Εὐσεβίου). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 115 : 11-
13 · πρβλ Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Bιβλίο Α΄-κεφ. γ΄-
Ὡς καὶ τὸ Ἰησοῦ ὄνομα, καὶ αὐτὸ δὴ τὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔγνωστό
τε ἀνέκαθεν καὶ ἐτετίμητο παρὰ τοῖς θεσπεσίοις προφήταις,
PG 20 : 68-69 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν
Ψαλμὸν ΟΖ΄, PG 23 : 939 (νοηματική ἀπόδοση). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 197 : 25-29 · πρβλ Εὐσεβίου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Bιβλίο Α΄-κεφ. ιβ΄-Περὶ τῶν μαθητῶν
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, PG 20 : 117 (ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 211 : 6-19 · πρβλ Εὐσεβίου,
99

– ἕνα στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους221


– ἕνα στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους222
– πέντε στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους223
– τρία στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ Πέτρου224.
Ὡς πηγές ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποεῖ τά ἔργα :
α) Ἐκκλησιαστική Ἱστορία

Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία-Bιβλίο Β΄-κεφ. θ΄-Μαρτύριον Ἰακώβου


τοῦ ἀποστόλου, PG 20 : 160 (ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae III, Πράξ., 415 : 2-24 · πρβλ Εὐσεβίου, Ὑπομνήματα
εἰς Ἠσαΐαν-κεφ. ΙΗ΄-στίχ. α-β, PG 24 : 212-216 (νοηματική
ἀπόδοση μέ εἰσαγωγή τοῦ Οἰκουμενίου).
221
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 9 : 25-30 · πρβλ Εὐσεβίου,
Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή, Βιβλίον Α΄, κεφ. ε΄, PG 21 : 44-45 &
Βιβλίον Β΄, κεφ. στ΄, PG 21 : 140-141 & Βιβλίον Δ΄, κεφ. στ΄,
PG 21 : 249.
222
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 75 : 31–76 : 3 & 478 : 29–
479 : 4 (ἴδιο ἀπόσπασμα μέ μικρή ἐπέκταση) · πρβλ Εὐσεβίου,
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΒ΄, PG 23 : 288 (νοηματική ἀπόδοση).
223
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 174 : 5-12 · πρβλ
Εὐσεβίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ψαλμὸν ‫ל‬Δ΄, PG 23 : 1217
(ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 426 : 15–
427 : 4 · πρβλ Εὐσεβίου, Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις, Βιβλίον Η,
κεφ. Ι, PG 22 : 588-589 (νοηματική ἀπόδοσις μέ ἐντελῶς
διαφορετικό τρόπο). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
459 : 31–460 : 17 · πρβλ Εὐσεβίου, Περὶ Θεοφανείας
(ἀποσπάσματα), PG 24 : 609 (διασωθέν ἀπόσπασμα). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 580 : 1-11 · πρβλ Εὐσεβίου, Περὶ
Θεοφανείας (ἀποσπάσματα), PG 24 : 615-616 [& κατά τήν
ἔκδοσιν Dr.Hugo Gressmann, Die Theophanie, die Griechischen
Bruchstücke und Übersetzung der Syrischen Überlieferunngen
(Ἔκδ. τῆς Preussischen Akademie der Wissenschaften),
Leipzig, 1904] (συγκοπή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII,
Ἑβρ., 597 : 5-8 (διασωθέν ἀπόσπασμα).
224
J.A. Cramer, Catenae VIII, Β΄ Πέτρου, 99 : 1-16 · πρβλ
Εὐσεβίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΑ΄, PG 23 : 1261
(ἀντίγραφη καί προέκταση τῆς ἑρμηνείας τοῦ Εὐσεβίου ἀπό τόν
Οἰκουμένιο). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VIII, Β΄ Πέτρου,
99 : 27–100 : 6 · πρβλ Εὐσεβίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ψαλμὸν ΠΘ΄,
PG 23 : 1126 (περίληψη καί παραλλαγή τῆς ἔκφρασης τοῦ
Εὐσεβίου ἀπό τόν Οἰκουμένιο). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
VIII, Β΄ Πέτρου, 100 : 28–101 : 4 · πρβλ Εὐσεβίου, Ὑπόμνημα
εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΑ΄, PG 23 : 1261 (νοηματική ἀπόδοση καί
προέκταση τῶν σκέψεων τοῦ Εὐσεβίου ἀπό τόν Οἰκουμένιο).
100

β) Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς


γ) Ὑπόμνημα εἰς τόν Ἠσαΐαν
δ) Εὐαγγελική Προπαρασκευή
ε) Εὐγγελική Ἀπόδειξις
στ) Περί Θεοφανείας
ζ) Ἐκλογαί Προφητικαί.
Μέσω τοῦ Εὐσεβίου ὁ Οἰκουμένιος παραπέμπει καί
στά ἔργα τοῦ Ἰωσήπου (Ἰουδαϊκό πόλεμο καί Ἰουδαϊκή
ἀρχαιολογία).
Ἡ ἐπεξεργασία τῶν γραπτῶν τοῦ Εὐσεβίου ἀπό τόν
Οἰκουμένιο ποικίλλει. Ἄλλες φορές ἀποτελεῖ καθαρή
ἀντιγραφή, ἄλλες συνιστᾶ σύνοψη - περίληψη ἤ
νοηματική ἀπόδοση μέ εἰσαγωγικές ἤ ἐπαγωγικές
ἐπεμβάσεις τοῦ Οἰκουμενίου. Στόν τελευταῖο
ὀφείλεται καί ἡ διάσωση στά ἑλληνικά τεσσάρων
ἀποσπασμάτων ἀπό ἀπολεσθέντα κείμενα τοῦ Εὐσεβίου
ἀπό τό «Περὶ Θεοφανείας» ἔργο του, ἀπό τήν
«Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξη» καί ἀπό τό σύγγραμμα
«Προφητικαὶ Ἐκλογαί».
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Εὐσέβιος συνέχισε καί
ὁλοκλήρωσε τήν κριτική ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶχε ξεκινήσει ὁ Ὠριγένης
στά Τετραπλά καί στά Ἑξαπλά του. Στό ἔργο αὐτό ὁ
Εὐσέβιος μιμούμενος τόν προκάτοχό του, παραλληλίζει
τή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄) μέ τίς
μεταφράσεις τῶν Συμμάχου καί Ἀκύλα. Μέσα ἀπό τήν
ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ὁ Οἰκουμένιος ἀναφέρεται
στό ἔργο αὐτό. Στό συγκεκριμένο κείμενο, ἀφοῦ πρῶτα
μᾶς ἐνημερώνει γιά τή σημασία πού δίνει στό Χρῖσμα
ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, μᾶς παροτρύνει νά
παρατηρήσουμε πῶς ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο
«χρίσις» μέσῳ τῆς μεταφράσεως τοῦ Συμμάχου καί
συνδυάζει μέ μεγάλη εὐστοχία τά σχόλια τοῦ Εὐσεβίου
καί τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
101

Ὁ Οἰκουμένιος φαίνεται ὅτι γνωρίζει ἄριστα τό


ἔργο τοῦ Εὐσεβίου, τοῦ ὁποίου διέσωσε ἀποσπάσματα,
ἀλλά καί δέν δίστασε νά προεκτείνει καί νά
ὀργανώσει μέ τό δικό του προσωπικό ὕφος καί τίς
σκέψεις του.

10. Θεόδωρος Ἡρακλείας Θράκης (†355 μ.Χ.).


Ὁ Θεόδωρος Ἡρακλείας, ἄν καί ἀρειανόφρων, ἦταν
ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἑρμηνευτές. Ἔγραψε ὑπομνήματα
σέ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τό μόνο πού διασώθηκε
ἀπό αὐτά εἶναι τό «Ὑπόμνημα στὸν Ἠσαΐα». Τά
ὑπόλοιπα χάθηκαν.
Στή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου στίς Πράξεις
διασώθηκε fragmentum τοῦ Θεοδώρου Ἡρακλείας ἀπό τό
Ὑπόμνημά του στόν Ἠσαΐα225 (στήν PG βρίσκεται
ἑνιαῖο, ἐνῶ στήν Catena διασπασμένο σέ τρία
κομμάτια), τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἑκούσια θυσία
τοῦ Σωτήρα μετά ἀπό παράνομη κρίση, ἡ ὁποία ὅμως
ὁδήγησε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ἀνάσταση καί στή
δόξα. Ἀπό τό ἴδιο Ὑπόμνημα προέρχεται μία
παρατήρηση στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου πού
διασώζεται μόνο στόν Κοϊσλιανό Κώδικα. Ὁ Θεόδωρος
Ἡρακλείας παρατηρεῖ ὅτι καί ὁ προφήτης, ὁ
φωτισμένος στό νοῦ ἀπό τό Θεό, ὁ ὑπηρέτης καί
πιστός διάκονος τοῦ θελήματός Του, παλεύει κι αὐτός
ἐναντίον τῆς σάρκας του. Μέσα ἀπό αὐτό τόν ἀγώνα

225
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 164 & J.A. Cramer, Catenae
III, Πράξ., 145 : 3-7,9-10,12-16 · πρβλ Θεοδώρου Ἡρακλείας,
Ἐκ τῆς εἰς Ἠσαΐαν ἐξηγήσεως, PG 18 : 1357.
102

νικᾶ πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πραγματοποιοῦνται


οἱ ἐπαγγελίες του226.

11. Ἀκάκιος Καισαρείας (†365/66 μ.Χ.).


Ὁ Οἰκουμένιος φιλοξενεῖ στό ἔργο του λείψανα
ἀπό τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ὁμοίων,
Ἀκακίου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ἑνός ἀνθρώπου
μέ μεγάλο κῦρος καί πλούσια παιδεία. Παρόλο πού ὁ
Ἀκάκιος ἦταν ἀρειανόφρων, ἔδειχνε μία μετριοπάθεια
στίς θεολογικές διαφορές. Ὡς ἑρμηνευτής ἀκολουθοῦσε
τήν ἀντιοχειανή παράδοση, ἄν καί τό συγγραφικό του
ἔργο δέν ξεπέρασε τή μετριότητα. Τά ἔργα του
χάθηκαν ἐξ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν του πεποιθήσεων.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους στόν cod.
Pantocrator 28 διασώθηκαν τρία λήμματα. Στά
κομμάτια αὐτά ὁ Ἀκάκιος ἐκμεταλλευόμενος τήν
προφητική ρήση τοῦ Ἀββακούμ, ἐξυμνεῖ τήν πίστη. Σέ
αὐτήν ὀφείλονται ἡ πνευματική προκοπή, ὁ
καλλωπισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀρετές, ἡ κατάκτηση τῆς
αἰωνιότητας227. Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer συναντᾶμε

226
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 49 : 33(cod.
Coisl.).
227
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 336 · πρβλ K. Staab,
PaulusKommentar, σελ. 53-56 : «Τῷ μὲν Ἰουδαίῳ ἐκ τῆς τοῦ
νόμου πίστεως, εἰς τὴν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῷ δὲ Ἑλλήνι, ἐκ
τῆς τοῦ φυσικοῦ εἰς τὴν αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ πίστιν. “Καθὼς
γέγραπται” Ἵνα γὰρ μὴ δόξῃ ἀπίθανον εἶναι τὸ ῥῆμα, ὅτι
πίστις σωτηρίαν δωρεῖται καὶ δικαιοσύνην, μαρτυρίαν παράγει
τῶν εἰρημένων καὶ ἀπόδειξιν, τὴν προφητικὴν ῥῆσιν τὴν τῷ
Ἀββακοὺμ εἰρημένην. Τοιοῦτον δέ φησιν · Καλῶς εἶπον τὸν
σπουδαῖον ἐκ πίστεως εἰς πίστιν προϊέναι δι’ ἀρετῆς. Καὶ
γὰρ ὁ Ἀββακούμ, φησίν, ἄνωθεν τοῦτο διὰ τοῦ αὐτοῦ πνεύματος
βοᾷ, ὅτι ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος ἐκ πίστεως ζῇ, τουτέστι πᾶσαν
τὴν ζωὴν αὐτοῦ πίστει παρατεινομένην ἔχει. Ἢ οἰκειότερον ·
Ἐπεὶ ζωὴ ἀληθινὴ τῷ δικαίῳ τὸ θάλλειν καὶ ἀναζῇν ἐν τῇ
103

τέσσερα λήμματα τοῦ Ἀκακίου, ἐκ τῶν ὁποίων τά δύο


προέρχονται ἀπό τόν κώδικα τοῦ Μονάχου228.

12. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας (296-373 μ.Χ.).


Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἡ λαμπρή αὐτή μορφή τῆς
Ἐκκλησίας, πού στερέωσε τήν πίστη στόν Ἕνα καί
Τριαδικό Θεό καί πρωτοστάτησε στούς ἀντιαρειανικούς
ἀγῶνες προβάλλοντας τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Πατρός καί
τοῦ Υἱοῦ, ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τόν Οἰκουμένιο
ἀρκετές φορές. Ἡ ἐπιλογή τμημάτων ἀπό τή συγγραφική
του δημιουργία δέν εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο θά
περίμενε ὁ ἀναγνώστης. Κύρια αἰτία αὐτῆς τῆς μικρῆς
χρήσεως εἶναι ὅτι στήν ἐποχή τοῦ Οἰκουμενίου εἶχε
ἐπιλυθεῖ τό τριαδολογικό ζήτημα, ἐνῶ ἀνέβραζαν οἱ
χριστολογικές ἔριδες.
Στό Ὑπόμνημα στίς Πράξεις ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
χρησιμοποιεῖται δέκα φορές. Τέσσερα ἀποσπάσματα ἀπό
αὐτά προέρχονται ἀπό τρεῖς ἀπολεσθέντες λόγους του
κατά τῶν Νοβατιανῶν229 πού ἰσχυρίζονταν γιά τούς
ἑαυτούς τους ὅτι οἱ ἴδιοι ἦταν οἱ μόνοι καθαροί -
ἐκλεκτοί πού θά γεύονταν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ230 καί
δέχονταν ἕνα εἶδος ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ πρός τόν
Πατέρα. Στά κομμάτια αὐτά ὁ Μ. Ἀθανάσιος καταπολεμᾶ
τή θεωρία τῆς subordinatio καί πραγματεύεται τήν

κτήσει τῶν ἀρετῶν, ὁ δίκαιος, φησίν, ἤτοι ὁ σπουδαῖος ἐκ


πίστεως ζήσεται τὴν κατὰ τὰς ἀρετὰς ζωήν. Καὶ ἂν τό “Ὁ
δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται”, κατασκευαστικὸν τοῦ
“Ἀποκαλύπτεται δικαιοσύνη ἐκ πίστεως”» (τά τρία λήμματα
παρατίθενται μαζί).
228
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 46 : 31–47 : 5 & 53 : 1-5 &
329 : 5-7 & 458 : 35–459 : 13.
229
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 85 : 28-32 & 86 : 5-11 &
140 : 14–141 : 14 & 263 : 25-29.
230
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1976, σελ. 423.
104

ἀξία τῆς μετάνοιας, καθώς καί τῆς ἀπόλυτης


ἐπιείκειας καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἄλλο
ἀπόσπασμα τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ ὁποίου τήν
προέλευση ἀγνοοῦμε, διασώζεται στήν ἐργασία τοῦ
Οἰκουμενίου καί ἀποτελεῖ μία συμβολή του στόν τομέα
τῆς Πατερικῆς Γραμματείας231. Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό
σύγγραμμα «Περὶ Διονυσίου, ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας
...» παρατίθεται ἀπό τόν Οἰκουμένιο νοηματικά232.
Ἕνα λῆμμα συναντᾶμε ἀπό τόν «Περὶ πίστεως» καί τόν
Β΄ «Κατὰ Ἀρειανῶν» λόγους τοῦ Ἀθανασίου233. Ἕνα
λῆμμα προέρχεται ἀπό τόν Δ΄ «Κατὰ Ἀρειανῶν» λόγο
τοῦ Ἀθανασίου καί ἀποδίδεται νοηματικά234. Τέλος δύο
τεμάχια προέρχονται ἀπό τίς ἐξηγήσεις στούς Ψαλμούς
καί συγκεκριμένα στόν Ψαλμό Β΄235.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Α΄ Κορ. 6 : 15-17
ὑπάρχει μία παραπομπή στό «Περὶ σεμνοῦ γάμου» ἔργο
τοῦ Μ. Ἀθανασίου236. Στήν πραγματικότητα πρόκειται
γιά σχολιασμό κάποιου ἀναγνώστη στό ἀπολεσθέν ἔργο.

Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἐφεσίους παρατηρεῖται


μία ἀκόμα «κατά λέξη» παραπομπή τοῦ Οἰκουμενίου

231
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 130 : 23-24.
232
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 39 : 1-28 · πρβλ
Ἀθανασίου, Περὶ Διονυσίου, ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, PG 25 :
489-492.
233
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 51 : 1-5 · πρβλ
Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG 26 : 177-184 · ἐπίσης
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ πίστεως Λόγος ὁ μείζων, PG 26 : 1272-
1276.
234
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 8 : 3-6 · πρβλ Ἀθανασίου,
Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Δ΄, PG 26 : 321ἑ (βλ. Παράρτημα Γ΄
Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο, σελ. 165-166).
235
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 80 : 9-11 · πρβλ
Ἀθανασίου, Ἐξήγησις εἰς τὸν Ψαλμὸν Β΄, PG 27 : 64-65. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 80 : 31-33 · πρβλ Ἀθανασίου,
Ἐξήγησις εἰς τὸν Ψαλμὸν Β΄, PG 27 : 65-68.
236
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 717.
105

στίς Ἐξηγήσεις στούς Ψαλμούς καί εἰδικότερα στόν Δ΄


237
Ψαλμό .
Πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι περισσότερες καί
ἐκτενέστερες ἀναφορές σέ ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασίου
βρίσκουμε στήν πρός Ἑβραίους, ἐπιστολή μέ βαθειά
θεολογικό, ἀλλά καί ἀρκετά δυσνόητο περιεχόμενο.
Στήν ἔκδοση τοῦ Migne συναντᾶμε μεγάλη
ἐπίδραση τῆς ὁρολογίας καί τοῦ ὕφους τοῦ Μ.
Ἀθανασίου, εἰδικά στή ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων Πατρός -
Υἱοῦ. Χαρακτηρίζει τόν Υἱό «χαρακτήρα» τῆς
ὑποστάσεως τοῦ Πατρός, «ἀπαύγασμα» τοῦ Πατρός,
ἀληθινό «κληρονόμο» μέ τήν ἴδια «ὕπαρξη καί οὐσία».
«Πλὴν τοῦ εἶναι Πατήρ, πάντα ἐστὶν ὁ Υἱός». Ὁ Υἱός
εἶναι κι αὐτός, ὅπως ὁ Πατήρ, δημιουργός,
ἐξουσιαστής καί παντοδύναμος Θεός238.
237
J.A. Cramer, Catenae VΙ, Ἐφεσ., 182 : 18-21 : «Τὸ πρότερον
οὖν τῶν σημαινομένων δηλοῦται ἐν τῷ “ὀργίσεσθε καὶ μὴ
ἁμαρτάνετε”, ἀντὶ τοῦ εἰ καὶ παράδεξασθέ ποτε τὴν ὀργήν,
ἀλλ' ἄπρακτον καταλείψατε · τοῦτο γὰρ καὶ ὁ ἅγιος φησὶν
Ἀθανάσιος» · πρβλ Ἀθανασίου, Ἐξήγησις εἰς τὸν Ψαλμὸν Δ΄, PG
27 : 74-75 : «“Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἀμαρτάνετε. Ἅ λέγετε ἐν ταῖς
καρδίαις ὑμῶν, ἐπὶ τοῖς καίταις ὑμῶν κατανύγητε”. Ὥς πρὸς
τοὺς ἰδίους αὐτοῦ ταῦτά φησιν, ὡς πρὸς πάντας ἀνθρώπους. Εἰ
καὶ δέξησθε, φησί, τὴν ὀργήν, ἀλλ' ἄπρακτον ἀπεξήνατε τῇ ἐν
ἡσυχίᾳ κατανυγῇ. Τοῦτο γάρ ἐστι τό, “ἐν ταῖς κοίταις ὑμῶν
κατανύγητε”».
238
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 281 : «Ὁρᾷς πῶς καὶ τίνων ἐστὶ
κληρονόμος ὁ Ὑιός; Εἶτα ἔτι σαφηνίζων τὸ ῥηθὲν ἐπάγει · “Καὶ
χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ”. Οἶον, ὅλην ἐν ἑαυτῷ
ἀποτάξας τὴν οὐσίαν καὶ τὴν ὕπαρξιν. Θεός ἐστιν,
ἐξουσιαστής ἐστι, παντοδύναμος, Δημιουργός, καὶ εἴ τι ἄλλο
τὴν Πατρικὴν ὕπαρξιν χαρακτηρίζει. Πλὴν τοῦ εἶναι Πατήρ,
πάντα ἐστὶν ὁ Ὑιός. Διὸ καὶ πάντα τῷ ῥημάτι τῆς δυνάμεως
περιάγει καὶ συνέχει καὶ πηδαλιουχεῖ. Εἶδες κληρονόμον
ἀληθῶς, πῶς ἅπαντα κέκτηται τὰ τοῦ Πατρός ; ............» ·
πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Γ΄, PG 26 : 332-333,337 :
«Οὐκ ἐκ μέρους δὲ ἡ τῆς θεότητος μορφή, ἀλλὰ τὸ πλήρωμα τῆς
τοῦ Πατρὸς θεότητός ἐστι τὸ εἶναι τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὅλος Θεός
ἐστιν ὁ Υἱός. Διὰ τοῦτο καὶ ἵνα Θεῷ ὤν, οὐχ ἁρπαγμὸν
ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ · καὶ πάλιν ἐπειδὴ τοῦ Υἱοῦ ἡ
106

Σέ μία παραπομπή του στόν Μ. Ἀθανάσιο ὁ


Οἰκουμένιος κάνει λόγο γιά τήν οἰκείωση τῆς «κατὰ
σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ» ἀπό τόν Πατέρα. Ὁ Υἱός
εἶναι «κατὰ φύσιν» Υἱός καί ὄχι «κατὰ χάριν» ὅπως

θεότης καὶ τὸ εἶδος οὐδενὸς ἄλλου, ἢ τοῦ Πατρός ἐστι, τοῦτό


ἐστιν, ὅπερ εἶπε τό, “Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί”. Οὕτω Θεὸς ἦν ἐν
Χριστῷ κόσμον ἑαυτῷ καταλλάσσων · τὸ γὰρ ἴδιον τῆς τοῦ
Πατρός οὐσίας ἐστὶν ὁ Υἱός, ἐν ᾧ ἡ κτίσις πρὸς τὸν Θεὸν
κατηλλάσσετο. Οὕτως ἅ εἰργάζετο ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός ἐστιν
ἔργα · τὸ γὰρ εἶδος τῆς τοῦ Πατρὸς θεότητός ἐστιν ὁ Υἱός,
ἥτις εἰργάζετο τὰ ἔργα · οὕτω δὲ ὁ βλέπων τὸν Υἱὸν ὁρᾷ τὸν
Πατέρα · ἐν γὰρ τῇ πατρῴα θεότητί ἐστι καὶ θεωρεῖται ὁ Υἱός ·
καὶ τὸ ἐν αὐτῷ πατρικὸν εἶδος δείκνυσι τὸν Υἱὸν ἐν τῷ
Πατρί, καὶ τὸ ἀεὶ ἀδιαίρετον αὐτοῦ · καὶ ὁ ἀκούων δὲ καὶ
βλέπων τὰ λεγόμενα περὶ τοῦ Πατρός, ταῦτα λεγόμενα περὶ τοῦ
Υἱοῦ, οὐ κατὰ χάριν ἢ μετοχὴν ἐπιγενόμενα τῇ οὐσίᾳ αὐτοῦ,
ἀλλ' ὅτι αὐτὸ τὸ εἶναι τοῦ Υἱοῦ ἴδιον τῆς πατρικῆς οὐσίας
ἐστὶ γέννημα, νοήσει καλῶς τὸ εἰρημένον, καθὰ προεῖπον,
“Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί” · καί “Ἐγὼ καὶ ὁ
Πατὴρ ἕν ἐσμεν”. Ἔστι γὰρ ὁ Υἱός, οἷος ὁ Πατήρ, τῷ πάντα τὰ
τοῦ Πατρὸς ἔχειν · διὸ καὶ μετὰ τοῦ Πατρὸς σημαίνεται.
Πατέρα γὰρ οὐκ ἄν τις εἴποι, μὴ ὑπάρχοντος Υἱοῦ. Ὁ μέντοι
ποιητὴν λέγων τὸν Θεόν, οὐ πάντως καί τά γενόμενα δηλοῖ ·
ἔστι γὰρ καὶ πρὸ τῶν ποιημάτων ποιητής · ὁ δὲ Πατέρα λέγων
εὐθὺς μετὰ τοῦ Πατρὸς σημαίνει καὶ τὴν τοῦ Υἱοῦ ὕπαρξιν.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν εἰς τὸν Πατέρα
πιστεύει · εἰς γὰρ τὸ ἴδιον τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας πιστεύει ·
καὶ οἵτω μία ἐστὶν ἡ πίστις εἰς ἕνα Θεόν · καὶ ὁ προσκυνῶν
δὲ καὶ τιμῶν τὸν Υἱὸν ἐν Υἱῷ προσκυνεῖ καὶ τιμᾶ τὸν Πατέρα.
Μία γάρ ἐστιν ἡ θεότης · καὶ διὰ τοῦτο μία ἡ τιμὴ καὶ μία
ἐστὶ προσκύνησις ἡ ἐν Υἱῷ καὶ δι' αὐτοῦ γινομένη τῶ Πατρί ·
καὶ ὁ οὕτω προσκυνῶν ἕνα θεὸν προσκυνεῖ · εἷς γὰρ Θεός ἐστι,
καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ. Ὅτε γοῦν μόνος λέγεται ὁ
Πατὴρ Θεός · καὶ ὅτι εἷς Θεός ἐστι, καὶ τὸ, “Ἐγὼ εἰμι”, καί
“Πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός” · καὶ τό, “Ἐγὼ πρῶτος, καὶ ἐγὼ
μετὰ ταῦτα”, καλῶς λέγεται · εἷς γὰρ Θεὸς καὶ μόνος καὶ
πρῶτός ἐστιν. Οὐκ εἰς ἀναίρεσιν δὲ τοῦ Υἱοῦ λέγεται. Μὴ
γένοιτο · ἔστι γὰρ καὶ αὐτὸς ἐν τῷ ἑνί, καὶ πρώτῳ, καὶ μόνῳ,
ὡς τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου θεότητος, ὅλος καὶ πρῶτος καὶ αὐτὸς,
πλήρωμα τῆς τοῦ πρώτου καί μόνου θεότητος, ὅλος καὶ πλήρης
ὢν Θεός. Οὐκοῦν οὐ δι' αὐτὸν εἴρηται, ἀλλ' εἰς ἀναίρεσιν
τοῦ μὴ εἶναι ἕτερον, οἷός ἐστιν ὁ Πατὴρ, καὶ ὁ τούτου Λόγος
· καὶ ἔστι μὲν αὐτὸς ὁ νοῦς τοῦ προφήτου φανερὸς καὶ πᾶσι
πρόδηλος».
107

οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Υἱός ἔγινε ἄνθρωπος διακονώντας τό


σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Πατρός καί εἶναι ἀνώτερος
τῶν ἀγγέλων239.
Ἡ μοναδική στήν πρός Ἑβραίους ἀναφορά τῆς
ἔκδοσης τοῦ Migne στόν Ἀθανάσιο εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα
ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν ΡΘ΄ Ψαλμό. Τό ἀπόσπασμα
παρατίθεται κατά λέξη καί ἀναφέρεται στήν ἀναίμακτη
«δι' ἄρτου καὶ οἴνου» θυσία, πού προσέφερε ὁ
240
Μελχισεδέκ στόν Ἀβραάμ «εἰς τύπον Χριστοῦ» .
Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer στήν πρός Ἑβραίους
ἐντοπίζουμε τριάντα ἀποσπάσματα προερχόμενα ἀπό τό
συγγραφικό ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Τά ἕξι ὑπάρχουν
στόν Κοϊσλιανό 204 καί τά εἴκοσι τέσσερα στόν
Παρισινό 238 κώδικα. Ἀπό αὐτά :
α) Εἰκοσι ἕνα ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τούς
τέσσερις Κατά Ἀρειανῶν λόγους (κυρίως τούς δύο
πρώτους) καί περιλαμβάνουν ὅλη τή θεολογική ἀνάλυση
τῶν σχέσεων Πατρός καί Υἱοῦ - Λόγου μέσα στήν Ἁγία
Τριάδα. Τά τεμάχια αὐτά εἶναι πολύ ἐκτενῆ καί δέν
περιορίζονται σέ ἁπλή ἀντιγραφή. Πολλά ἀπ' αὐτά
239
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 284-285 : «Ἠκούσαμεν καὶ
ἄνθρωποι υἱοί, ἀλλὰ κατὰ χάριν. Οἱ δὲ ἄγγελοι οὐκ ἤκουσαν,
ἵνα μὴ τὸ μεγαλεῖον αὐτῶν, μὴ ἐπιδέξηται τὸ κατὰ χάριν,
ἀλλὰ κατὰ φύσιν νομισθῇ. Ὁ δὲ Χριστὸς οὐκ κατὰ χάριν, ἀλλὰ
κατὰ φύσιν. “Ἐγὼ σήμερον γεγέννηκα σε”. Οἰκειοῦται ὁ Πατὴρ
τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ Υἱοῦ. Διὰ τοῦτον εἶπε τό,
Σήμερον. Οὕτως ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιος» · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ
Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 141 : «Ὡς γὰρ Λόγος ὢν γέγονε
σάρξ, οὕτω, γενόμενος ἄνθρωπος, γέγονε τοσούτῳ κρείττων ἐν
τῇ διακονίᾳ τῆς διὰ τῶν ἀγγέλων γενομένης διακονίας, ὅσῳ
διαφέρει δούλων υἱός, καὶ ὁ δημιουργὸς τῶν δημιουργουμένων
............».
240
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 324 & J.A. Cramer, Catenae
VII, Ἑβρ., 478 : 14-17 : «Ὅτι οὐ δι' ἐλαίου εἰς ἱερωσύνην
ἐχρίσθη ὁ Μελχισεδέκ, ὡς Ἀαρών, καὶ ὅτι οὐ τὰς δι’ αἱμάτων
προσήγαγε θυσίας, καὶ ὅτι τῶν ἐθνῶν ἦν ἀρχιερεύς, καὶ ὅτι
δι' ἄρτου καὶ οἴνου ηὐλόγησε τὸν Ἀβραάμ» · πρβλ Ἀθανασίου,
Ἐξήγησις εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 27 : 461-464.
108

ἔχουν δεχθεῖ ἀπό τόν Οἰκουμένιο νοηματική


ἐπεξεργασία241.
β) Ἕξι ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τούς δύο
Κατά Ἀπολιναρίου Λόγους, τήν ἀθανασιανή προέλευση
τῶν ὁποίων ἡ σημερινή ἔρευνα ἀμφισβητεῖ. Παραταῦτα,
ὁ Οἰκουμένιος γνωρίζει καλά τό ἔργο καί κάνει
ἀκριβεῖς ἀναφορές καί στούς δύο ἀντιρρητικούς
242
λόγους .

241
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 137 : 11-16 · πρβλ
Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 133. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 138 : 25–139 : 3 · πρβλ Ἀθανασίου,
Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 140. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 140 : 8-11 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν
Λόγος Α΄, PG 26 : 136. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
172 : 12–173 : 3 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG
26 : 165-168 (ἀντιγραφή μέ ἀλλαγές). Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 337 : 33–342 : 16 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ
Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 105-121 (φραστικές ἀλλαγές).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 352 : 12–353 : 12 ·
πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 56-60
(νοηματική ἀπόδοση). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
369 : 8-33 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 :
120-121 (πιστή ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII,
Ἑβρ., 429 : 28–430 : 31 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος
Β΄, PG 26 : 164-165. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
436 : 27–439 : 30 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG
26 : 157-165 (τό κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου ξεκινᾶ ὡς ἀντιγραφή
μέ συντμήσεις τοῦ χωρίου τοῦ Ἀθανασίου καί ἀκολουθεῖ μετά
ἀπό κάποιο σημεῖο τήν πορεία τοῦ Οἰκουμενίου). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 569 : 20-34 · πρβλ Ἀθανασίου, Κατὰ
Ἀρειανῶν Λόγος Α΄, PG 26 : 136 (συνδυασμός νοηματικῆς
ἐπεξεργασίας καί ἀντιγραφῆς) κ.ο.κ.
242
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 128 : 30–129 : 3 & 129 note
(in margine) & 317 : 14-30 (σέ ἐκτενέστερη μορφή) · πρβλ
Ἀθανασίου, Περὶ σαρκώσεως τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Κατὰ Ἀπολιναρίου, Λόγος Πρῶτος, PG 26 : 1113 : «Καὶ λέγεται
κρείττων γενόμενος τῶν ἀγγέλων, οὐκ αὐτὸς ὁ ποιητὴς τῶν
ἀγγέλων Λόγος κρείττων γέγονεν, ὡς ἥττων ὤν ποτε, ἀλλὰ ἡ
μορφὴ τοῦ δούλου, ἣν αὐτὸς ὁ Λόγος ἰδιοποιήσατο φυσικῇ
γεννήσει, κρείττων ἀνατείλασα ἐκ τῆς πρωτοπλάστου γενέσεως,
καὶ ἡμᾶς προσοικειοῦται, ὡς εἴρηται συμπολίτας τῶν ἁγίων
καὶ οἰκείους Θεοῦ γενομένους · καὶ κατὰ φύσιν Θεοῦ γέγονεν,
109

γ) Ἕνα ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό τό «Κατὰ


Ἑλλήνων» ἤ «Κατὰ εἰδώλων» σύγγραμμα τοῦ
Ἀθανασίου243.
δ) Ἕνα ἀπόσπασμα ἀνήκει στόν «Περὶ πίστεως»
Λόγο, ὁ ὁποῖος σήμερα συγκαταλέγεται στά ἔργα τοῦ
Μαρκέλλου Ἀγκύρας244.

ἰδία οὐχ ὁμοούσιος οὗσα ἡ σὰρξ τῆς τοῦ Λόγου θεότητος, ὡς


συναΐδιος» · ἐπίσης πρβλ Ἀθανασίου, Περὶ τῆς σωτηριώδους
ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ Ἀπολιναρίου, Λόγος
Δεύτερος, PG 26 : 1157 : «Οὐ πάντως ὁ ποιητὴς τῶν ἀγγέλων
Λόγος κρείττων γέγονεν, ὡς ἥττων ὢν ἀλλὰ τὴν ἐν αὐτῷ
ἀνατείλασαν τοῦ δούλου μορφὴν κρείττονα τῶν ἀγγέλων, ἢ καὶ
πάσης τῆς κτίσεως ἐπιδειξάμενος». Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 376 : 9-18 · πρβλ Ἀθανασίου, Περὶ τῆς
σωτηριώδους ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ Ἀπολιναρίου,
Λόγος Δεύτερος, PG 26 : 1157. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
VII, Ἑβρ., 470 : 20–471 : 11 · πρβλ Ἀθανασίου, Περὶ τῆς
σωτηριώδους ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ Ἀπολιναρίου,
Λόγος Δεύτερος, PG 26 : 1140-1141.
243
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 459 : 13-30 · πρβλ
Ἀθανασίου, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25 : 80-85.
244
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 376 : 1-8 : «Πλὴν ὅπερ
ἔφημεν τὸ “κάθου ἐκ Δεξιῶν μου”, εἰς τὸ κυτιακὸν σῶμα
λέγεται · εἰ γὰρ κατὰ τὸν Ἱερεμίαν “τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
ἐγὼ πληρῶ λέγει Κύριος”, πάντα δὲ χωρεῖ ὁ Θεός, ὑπ' οἠδενὸς
δὲ χωρεῖται, εἰς ποῖον καθέζεται θρόνον ; τὸ χῶμα τοίνυν
ἐστὶν ᾧ λέγει “κάθου ἐκ Δεξιῶν μου”, οὗ καὶ γέγονεν ἐχθρὸς
ὁ διάβολος σὺν ταῖς πονηραῖς δυνάμεσι, καὶ Ἰουδαῖοι καὶ
Ἕλληνες οἱ τοῖς Χριστοῦ κηρύγμασιν ἀντιπίπτοντες» · πρβλ
Ἀθανασίου, Περὶ πίστεως Λόγος ὁ μείζων, PG 27 : 1272-1273 :
«“Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου”. Ἐπεὶ προεγίνωσκεν ἐχθροὺς ἐσομένου τὸν
διάβολον καὶ τὰς συνεργοὺς αὐτοῦ ἀντικειμένας ἐνεργείας,
αἵτινες ἤχθρευον τῷ Κυριακῷ ἀνθρώπῳ γινώσκουσαι διὰ τοῦ
θανάτου αὐτοῦ καταργουμένας αὐτὰς καὶ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα
τοῦ θανάτου τὸν διάβολον. Οἱ γὰρ τὴν θεότητα τοῦ Λόγου
ἐλαττοῦντες, ὡς μὴ δυναμένου τοῦ Κυρίου δι' ἑαυτοῦ τοὺς
ἐχθροὺς ἀμύνασθαι, οἷον τὸ εἰρημέναι τὸν Πατέρα τῷ Υἱῷ ·
“Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου”, τοῦτο οὗν γινωσκέτωσαν οἱ ἀπαίδευτοι εἰς
τὸν κατὰ σάρκα νοούμενον ἀνθρώπου γεγράφθαι. Ἐν γὰρ αὐτῷ
Δαυῒδ περὶ τοῦ Κυριακοῦ ἀνθρώπου γέγραπται. “Ἐχθρὸς οὐκ
ὠφελήσει ἐν σοί”. Τὸ σῶμα τοίνυν ἐστὶν ᾧ λέγει · “Κάθου ἐκ
110

ε) Ἕνα αὐτολεξεί ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό τήν


Ἐξήγηση στούς Ψαλμούς. Τό συγκεκριμένο τεμάχιο
διασώζει, ὅπως προαναφέραμε, καί ὁ Migne στήν
ἔκδοσή του245.
Γιά τήν ἐπεξεργασία τῶν ἀποσπασμάτων ἀπό τά
Κατά Ἀρειανῶν συγγράμματα, ὀφείλουμε νά
ὑπογραμμίσουμε ὅτι, τόσο ἡ ἔκταση, ὅσο καί ἡ
προσαρμογή τοῦ κειμένου στό σύνολο τῆς Σειρᾶς
πρέπει νά ἔγινε ἀπό πρόσωπο πού γνώριζε κατά λέξη
τά ἔργα μέ κάθε λεπτομέρεια. Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι
πιθανότατα ὁ πρῶτος διαμορφωτής τῆς Πατερικῆς
Σειρᾶς. Ἡ ἄφθονη χρήση τῶν ἔργων αὐτῶν στήν
ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ὀφείλεται στό ὅτι ἡ
συγκεκριμένη ἐπιστολή ἀσχολεῖται κυρίως μέ τό
μεσολαβητικό ρόλο πού διαδραμάτησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
στό σωτηριῶδες ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Στήν Α΄ Πέτρου ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ
σχεδόν αὐτολεξεί –οἱ διαφορές εἶναι κυρίως
συντακτικές– ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γ΄ Κατά Ἀρειανῶν
λόγο246. Στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ Πέτρου παρατηροῦμε καί
πάλι τή χρήση τῶν Ἐξηγήσεων στούς Ψαλμούς. Αὐτή τή
φορά ὁ Οἰκουμένιος ἀντλεῖ τό περιεχόμενό του ἀπό
τόν Ψαλμό ΠΓ΄247. Ἡ συχνή καί ἄνετη χρήση αὐτοῦ τοῦ
συγγράμματος μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος τό εἶχε μελετήσει καλά.

δεξιῶν μου”, οὗ καὶ γέγονεν ἐχθρὸς ὁ διάβολος σὺν ταῖς


πονηραῖς δυνάμεσι, καὶ Ἰουδαῖοις καὶ Ἕλληνες».
245
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 324 & J.A. Cramer, Catenae
VII, Ἑβρ., 478 : 14-17 · πρβλ Ἀθανασίου, Ἐξήγησις εἰς τὸν
Ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 27 : 461-464.
246
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 70 : 29–71 : 6 · πρβλ
Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Γ΄, PG 26 : 297-300.
247
J.A. Cramer, Catenae VIII, Β΄ Πέτρου, 100 : 7-20 · πρβλ
Ἀθανασίου, Ἐξήγησις εἰς τὸν Ψαλμὸν ΠΓ΄, PG 27 : 568-569.
111

Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ μέ ἄνεση ὄχι μόνο


τά ἑρμηνευτικά, ἀλλά καί τά δογματικά ἔργα τοῦ Μ.
Ἀθανασίου, καί κυρίως τούς τέσσερις «Κατά Ἀρειανῶν»
λόγους. Ἡ ἀναφορά στά δογματικά ἔργα γίνεται κυρίως
στήν ἐξήγηση τῆς μεστῆς θεολογικοῦ περιεχομένου
πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ
Οἰκουμένιος χειρίζεται τά ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασίου
δείχνει τό σεβασμό, τήν ἐκτίμηση καί τό θαυμασμό
του στήν προσωπικότητα τοῦ μεγάλου Πατέρα, τή γνώση
τοῦ μεγαλεπήβολου δογματικοῦ χαρακτήρα τοῦ
συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Ἀθανασίου καί τήν ἄμεση ἐπαφή
του μέ τά σημαντικότερα τουλάχιστον ἀπό τά ἔργα
του. Ἄν καί ἡ διάσωση τῶν τεσσάρων, ὅπως
προαναφέραμε, ἀποσπασμάτων ἀπό τούς τρεῖς πρός
Νοβατιανούς λόγους, ἑνός λήμματος πού δέν φαίνεται
σέ ποιό ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀνήκει καί τοῦ
σχολιασμοῦ κάποιου ἀναγνώστη στό ἀπολεσθέν «Περὶ
σεμνοῦ γάμου» ἔργο, μᾶς πείθει γιά τήν πιό
λεπτομερῆ ἐμβάθυνση τοῦ Οἰκουμενίου στό ἔργο τοῦ
Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας.

13. Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς (†398 μ.Χ.).


Σύγχρονος τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί ὀπαδός τοῦ
Ὠριγένη, πιστός ἀλληγοριστής, ὁ Δίδυμος, ἄν καί
τυφλός, ὑπῆρξε σπουδαιότατος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Ἀφιερώθηκε στήν ἀνεύρεση τοῦ ἀληθινοῦ
νοήματος τῶν χωρίων τῆς Βίβλου καί ἰδιαίτερα τῆς
Π.Δ., τήν ὁποία θεωρεῖ ὡς τύπο καί σκιά τῆς Κ.Δ.
Στά λήμματα πού διασώζει ὁ Οἰκουμένιος
διαφαίνεται ὁ συνειρμός τῶν σκέψεων τοῦ Διδύμου. Ἡ
ἀνάγνωση τῆς Π.Δ. συμβιώνει μέ τήν ἀνάγνωση
περικοπῶν ἀπό τήν Κ.Δ. Ἡ Π.Δ. δέν ἀναγιγνώσκεται
μόνο στίς Συναγωγές, ἀλλά καί στίς συνάξεις τῶν
112

πρώτων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων248. Τά γεγονότα τῆς


Κ.Δ. ἀντιστοιχοῦν σέ γεγονότα τῆς Π.Δ. Σέ κάποιο
σημεῖο τῆς ἑρμηνείας τῶν Πράξεων διαβάζουμε στό
ἀπάνθισμα τοῦ Διδύμου : «Ἡ προκειμένη ἁρπαγὴ
ἰσοδυναμεῖ τῇ ἀναλήψει τοῦ Ἠλιοῦ»249. Ὁ Δίδυμος
διακρίνεται γιά τούς συμβολισμούς καί τίς
ἀλληγορίες του. Στό συγκεκριμένο σημεῖο θεωρεῖ τήν
ἁρπαγή τοῦ προφήτη Ἠλία ὡς τύπο τῆς ἁρπαγῆς τοῦ
ἀποστόλου Φιλίππου ἀπό τό δρόμο πρός τήν Καισάρεια,
στήν πόλη Ἄζωτο. Μάλιστα συμπληρώνει ὅτι παρόμοια
ἁρπαγή ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ, ὅπου
παραλαμβάνεται ὁ Ἀμβακούμ καί μετεωρίζεται ἀπό τά
Ἱεροσόλυμα στή Βαβυλώνα. Ἀξιοπρόσεκτα εἶναι ἡ πλοκή
τῆς ἑρμηνείας, ὁ συνδυασμός τῶν συμβάντων καί ἡ
χρήση τῶν μεταφορῶν250. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ
248
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 251 : 5-15.
249
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 145 : 13-33 : «Ἡ
προκειμένη ἁρπαγὴ ἰσοδυναμεοῖ τῇ ἀναλήψει Ἡλιοῦ · καὶ ἐπεὶ
ἁρπαγεὶς ὁ Φίλιππος ἐκ τόπου εἰς τόπον μετηνέχθη, ἀκολοῦθον
καὶ τὸν Ἠλίαν ἀναληφθέντα ἐκ τοῦ περὶ γῆν τόπου, εἰς ἕτερου
χῶρον μετενεχθῆναι · εἰς ἃ μετενέχθησαι, ὅπου δὲ μὴ
σημαίνηται. οἱ ἁρπαγέντες καὶ ἀναληφθέντες, Φίλιππος μετὰ
τὴν ἁρπαγὴν εὑρέθη εἰς Ἄζωτον · Παῦλος εἰς τρίτον οὐρανὸν
καὶ ἕως τοῦ Παραδείσου μετατεθείς, ἤκουσεν ἀῤῥήτων ῥημάτων.
εἰς τοῦτο λήμψη καὶ τὸν Ἀμβακούμ · καὶ αὐτὸς γὰρ μετεωρίσθη
ὑπὸ ἀγγέλου ἐκ τῆς Ἰερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα · Ἠλίας δὲ
ἀνελήφθη μετενεχθεὶς οὐκ ἐν ὡρισμένῳ τόπῳ · εἴρηται γὰρ
ἀναληφθῆναι αὐτὸν ὡς εἰς τὸν οὐρανόν · αὕτη δὲ ἡ λέξις δηλοῖ
ὅτι οὐκ εἰς τὸν οὐρανόν · οὐ μὴν ποῦ γέγονεν ὁρίζει.
συμφώνως τοῖς εἰρημένοις καὶ Ἐνὼχ μετατεθεὶς ἐκ τόπου εἰς
τόπου γέγονε · σαφῶς γὰρ τοῦτο παρίσταται ἐκ τοῦ
μετατεθεῖσθαι αὐτόν. ἐπειδὴ δὲ οὐκ εἴρηται ποῦ ἐν ταῖς
δεδημοσιευμέναις βίβλοις, ἐν ἀποκρύφοις λέγεται ὅτι ἐν τῷ
Παραδείσῳ. ἐὰν οὕτως ἔχῃ, συνεπίσκεψαι καὶ περὶ τοῦ Ἠλιοῦ,
μὴ ἄρα τὸ ὡς εἰς τὸν οὐρανὸν ταυτόν ἐστι τοῦ ἐν τῷ
Παραδείσῳ · ἀναμφιβόλως δὲ περὶ τοῦ Σωτῆρος εἴρηται, ὡς μετὰ
τὴν ἀνάστασιν, εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνελήφθη · πολλαὶ γὰρ
μαρτυρίαι εἰσὶ περὶ τούτου».
250
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 21 : 25-26 : «Σημαίνει δὲ
ἡ γλῶσσα ἡ πυρίνη τὸν εὐκίνητον καὶ διάπυρον λόγον».
113

παραλληλισμός τῶν ἁρπαγῶν στό προκείμενο ἀπόσπασμα.


Ὁ Δίδυμος ὁμιλεῖ γιά ἁρπαγές ἀπό τό ἕνα μέρος τῆς
γῆς στό ἄλλο, ἀλλά καί γιά μεταβάσεις ἀπό μία
πνευματική κατάσταση σέ μία ἀνώτερη ἔξω ἀπό τά
δεδομένα τῆς ἐδῶ βιοτῆς. Κάπως ἔτσι ἀναφέρεται στήν
ἀνάβαση τοῦ Παύλου στόν τρίτο οὐρανό, καθώς καί τοῦ
Ἐνώχ. Ἔτσι ὁ σωματικά τυφλός συγγραφέας διεισδύει
ἀπό τό γράμμα στό πνεῦμα τῆς Γραφῆς. Στό ἴδιο λῆμμα
φαίνεται ἡ συγκεχυμένη ἀντίληψή του γιά τόν Κανόνα
τῶν βιβλίων τῆς Κ.Δ. Χαρακτηρίζει τά βιβλία πού
ἀναγνώριζε ἡ Ἐκκλησία ὡς δημοσιευμένα καί τά
διακρίνει ἀπό τά ἀπόκρυφα251.
Σέ ἄλλα ἀποσπάσματά του πού διασώθηκαν στή
Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου βρίσκουμε τίς Τριαδολογικές
καί Χριστολογικές του διατυπώσεις καί
παρακολουθοῦμε τόν ἀγώνα του ἐναντίον τοῦ
γνωστικισμοῦ καί εἰδικότερα τοῦ μοναρχιανισμοῦ καί
τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ἔτσι ἀντιτίθεται στήν αἵρεση τοῦ
Παύλου τοῦ Σαμοσατέα καί τῶν ὀπαδῶν του πού θεωροῦν
τόν Ἰησοῦ «ψιλὸν ἄνθρωπον» καί προβάλλει τή
σωτηριολογική ἀξία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί
Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ταπεινώθηκε τόσο, ὥστε νά
λάβει δούλου μορφή. Ὁ Χριστός λοιπόν πού ἔζησε στή
γῆ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού πέθανε ὡς ἄνθρωπος –διότι
ἔλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὄχι μόνο
σάρκα– γιά νά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία252. Ὁ Θεός
ὀνομάζεται «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» κατά τή
θεότητά του καί δέν εἶναι κατώτερος ἀπό τό Θεό -
Πατέρα. Κατ' αὐτό τόν τρόπο ὁ Δίδυμος καταρρίπτει
τό δυναμικό μοναρχιανισμό.

251
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 145 : 13-33.
252
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 40 : 30–41 : 23.
114

Ἐπίσης σέ ἄλλο ἀπόσπασμα ὁ Δίδυμος ὑπερτονίζει


ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐσαρκώθη
«κατ' οἰκονομίαν», μέ σκοπό νά πεθάνει σωματικά καί
νά συντρίψει τό θάνατο χαρίζοντας τή δυνατότητα τῆς
ἀναστάσεως σέ κάθε ἄνθρωπο253. Τό ἀδιάφθορο τοῦ
σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἀποδεικνύεται ἀπό τήν μετά τρεῖς
ἡμέρες ἀνάστασή Του254.
Σέ ἄλλο ἀπόσπασμά του ὁ Δίδυμος ἐπιτίθεται
ἐναντίον τοῦ τροπικοῦ μοναρχιανισμοῦ καί τοῦ κυρίου
ἐκπροσώπου του, Σαβελλίου, γράφοντας : «ἡ μέντοιγε
Ἐκκλησία ἀδιαίρετον καὶ ἄσχιστον νοοῦσα τὴν Τριάδα,
τίθεται τὸν Πατέρα Υἱοῦ, καὶ τὸν Υἱὸν Πατρὸς εἶναι
· καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ τυγχάνειν ·
... οὐκ ἀπομεριζόμενον τοῦ Θεοῦ περιγραφαῖς καὶ
διαστάσεσι Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος · ...»255.
Γιά τόν Δίδυμο ὁ δημιουργός Θεός ταυτίζεται μέ
τόν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δημιουργημένος κόσμος δέν
εἶναι κακός καί ἡ Π.Δ. εἶναι ἰσόκυρη μέ τήν Κ.Δ.
Κάθε δυαλιστική γνωστική ἀντίληψη εἶναι ἀσεβής καί
αἱρετική. Ἀπόδειξη τῆς ἀσεβείας τῶν δυαλιστῶν εἶναι
ὁ ὕμνος τῶν Ἀποστόλων καί τῶν πιστῶν τῆς πρώτης
Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων πρός τόν Ἕνα καί Μοναδικό
Θεό256.
Ὁ Οἰκουμένιος διασώζει πενήντα ἐννέα
ἀποσπάσματα τοῦ Διδύμου Ἀλεξανδρείας στήν Κατένα
τῶν Πράξεων, ἕνα μόνο στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός
Ἑβραίους καί πέντε στήν ἑρμηνεία τῶν Καθολικῶν
Ἐπιστολῶν. Ἐπειδή ἡ καταδίκη τοῦ Διδύμου τό 543 καί
τό 553 στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁδήγησε στήν
ὑποτίμηση τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, σήμερα σώζεται

253
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 46 : 6-27.
254
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 48 : 30–49 : 7.
255
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 52 : 22-33.
256
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 79 : 22–80 : 5.
115

κυρίως στά λατινικά, ἐλάχιστα δέ ἀποσπάσματα


σώζονται στήν ἑλληνική. Ὁ Οἰκουμένιος, πηγή τοῦ
ὁποίου ὑπῆρξε καί ὁ Δίδυμος, μᾶς διασώζει ὄχι μόνο
κάποια ἀποσπάσματα, ἀλλά καί πολλά στοιχεῖα τῆς
σκέψεως καί τῆς διδασκαλίας του. Ἐπειδή ἔζησε τόν
ΣΤ΄ αἰώνα κατόρθωσε νά ἀπομονώσει τά πλέον
ἀντιπροσωπευτικά ἀπανθίσματα ἀπό τό ὑπόμνημα τοῦ
Διδύμου στό βιβλίο τῶν Πράξεων, τό ὁποῖο ἀπωλέσθη,
καθώς καί ἑλληνικά τεμάχια τοῦ ὑπομνήματος στίς
Καθολικές Ἐπιστολές, πού σήμερα σώζονται στά
λατινικά.
Γιατί ὅμως ὁ Οἰκουμένιος διατήρησε στό ἔργο
του τά τεμάχια αὐτά ; Πιθανότατα ἐπειδή οἱ Σειρές
του κυριαρχοῦνται κυρίως ἀπό ἀποσπάσματα πού
βασίζονται στήν ἱστορικοφιλολογική ἑρμηνεία, θέλησε
νά συμπεριλάβει καί τίς ἀπόψεις ἑνός
ἀντιπροσωπευτικοῦ ἀλληγοριστῆ μέ κάποιες
πρωτοτυπίες. Ἐπιπλέον πιστεύουμε ὅτι ἐπειδή ὁ
Δίδυμος ἦταν σύγχρονος τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί
ἐξέφραζε τή γνήσια πολεμική τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν
γνωστικῶν αἱρέσεων ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο μιᾶς
ἀντιπροσωπευτικῆς ἑρμηνευτικῆς Σειρᾶς.

14. Μέγας Βασίλειος (329-379 μ.Χ.).


Ὁ Μέγας Βασίλειος διατύπωσε μέ ἀρτιότητα καί
πληρότητα τή διάκριση τῆς οὐσίας καί τῶν ὑποστάσεων
τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης μέσα στό ἔργο του περιέγραψε,
χρησιμοποιώντας ὅρους ἀπό τή θύραθεν παιδεία, τή
διεισδυτικότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τή
λειτουργία του μέσα σέ μία καθαρμένη ἀπό τά πάθη
καρδιά.
116

Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ ἕξι φορές τή


διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου στόν ὑπομνηματισμό τῶν
Πράξεων ἀπό τά ἑξῆς ἔργα :
α) Ἀπό τίς ὁμιλίες του «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον» (δύο
φορές)257.
β) Ἀπό τήν ἑρμηνεία στούς Ψαλμούς (δύο φορές : μία
στόν Ψαλμό ΛΒ΄ καί μία στόν Ψαλμό ΛΓ΄)258.
γ) Ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν Ἠσαΐαν (μία φορά)259.
δ) Ἀπό τό «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἐν
ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου» (μία φορά)260.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς στήν
PG ἐντοπίζουμε μόνο δύο λήμματα ἀπό τόν Βασίλειο :
α) Ἕνα ἀπό τήν «πρὸς Σωζοπολίτας» ἐπιστολή261, ὅπου
ὑπερτονίζεται ἡ πραγματική «ἄνευ παθῶν» ἐνανθρώπηση
τοῦ Κυρίου.

257
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 36 : 30-35 · πρβλ St.
Giet, Basile de Césarée, Homélies sur l’ Hexaémeron, 2e éd.,
Ὁμιλία ΣΤ΄-Περὶ γενέσεως φωστήρων, [SC 26bis], Paris 1968,
σελ. 346. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 407 : 28–
408 : 6 · πρβλ St. Giet, Basile de Césarée, Homélies sur l’
Hexaémeron, 2e éd., Ὁμιλία Θ΄-Περὶ χερσαίων, [SC 26bis],
Paris 1968, σελ. 510-512.
258
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 208 : 1-15 · πρβλ
Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 364. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 272 : 1-6 · πρβλ Bασιλείου,
Ὁμιλία εἰς τὸν ψαλμὸν ΛΒ΄, PG 29 : 325.
259
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 418 : 348–419 : 24 · πρβλ
Bασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, Στ΄ Κεφάλαιο,
PG 30 : 440.
260
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 129 : 4-9 · πρβλ Benoît
Pruche, o.p. Basile de Cesarée, Sur le Saint-Esprit, 2è
éd., [SC 17 bis], Paris 1968, σελ. 296.
261
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 472 : «Φαίνεται ὁ Κύριος, τὰ
μὲν φυσικὰ πάθη παραδεξάμενος πρὸς βεβαίωσιν τῆς ἀληθινῆς
καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν ἐνανθρωπήσεως, τὰ δὲ ἀπὸ κακίας πάθη,
ὅσα τὸ καθαρὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν καταῤῥυπαίνει, ὡς ἀνάξια τῆς
ἀχράντου θεότητος ἀπωσάμενος. Διὰ τοῦτο εἴρηται, ἐν
ὁμοιώματι γεγενῆσθαι αὐτὸν σαρκὸς ἁμαρτίας» · πρβλ
117

β) Ἕνα ἀπό τό ἀμφιβαλλόμενο ἔργο μέ τόν τίτλο


«Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν»262, ὅπου ἐξυμνοῦνται ἡ
μακροθυμία καί ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ. Τό
ἀπόσπασμα αὐτό ἔχει δεχθεῖ κάποια παραλλαγή ἀπό τό
συντάκτη, γιά νά φανεῖ ἡ προσωπική του συμβολή στή
διαμόρφωση τοῦ σχολιασμοῦ.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους στήν Catena
ἐντοπίζονται τριάντα λήμματα ἀπό τόν Βασίλειο. Τά
λήμματα αὐτά ἔχουν προέλθει :
α) Ἀπό τίς ὁμιλίες στούς Ψαλμούς ἑπτά φορές καί πιό
συγκεκριμένα στόν Α΄ μία φορά, στόν ΛΒ΄ δύο φορές,
στόν ΛΓ΄ δύο φορές καί στόν ΜΔ΄ δύο φορές. Οἱ ἕξι
ἀπό τίς ἑπτά χρήσεις εἶναι ἀντιγραφές καί μόνο μία
ἀπό αὐτές ἔχει ὑποστεῖ ἀπό τόν ἐρανιστή - συγγραφέα
νοηματική ἐπεξεργασία263.

Βασιλείου, Ἐπιστολὴ σξα΄-Τοῖς ἐν Σωζοπόλει, PG 32 : 972 ·


ἐπίσης πρβλ K. Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 190.
262
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 513 : «Ἐσκλήρυνεν ὁ Θεὸς τὸν
Φαραώ, τῇ μακροθυμίᾳ καὶ τῇ τῆς τιμωρίας ἀναβολῇ ἐπιτείνων
αὐτοῦ τὴν κακίαν, ἵνα εἰς τὸν ἔσχατον ὅρον αὐξηθείσης αὐτοῦ
τῆς πονηρίας, τὸ δίκαιον ἐπ' αὐτῷ τῆς θείας κρίσεως
διαφανῇ» · πρβλ Bασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν,
Στ΄ Κεφάλαιο, PG 30 : 436D-437Α.
263
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 174 : 14-25 · πρβλ
Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν Α΄, PG 29 : 221. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 303 : 13-22 · πρβλ Bασιλείου,
Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΒ΄, PG 29 : 333. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae IV, Ρωμ., 303 : 23-27 · πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς
τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄, PG 29 : 388. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV,
Ρωμ., 303 : 28-35 · πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν
ΛΓ΄, PG 29 : 364. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 443 :
32-33 : «Ἔστι δὲ ἔλεος, πάθος ἐπὶ τοὺς παρ' ἀξίαν
τεταπεινωμένους, καὶ παρὰ τῶν συμπαθῶς διατεθεμένων
γινόμενον» · πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΒ΄, PG
29 : 348 : «Τὸ ταπεινὸν τῶν δουλευόντων τῷ Κυρίῳ ἐμφαίνει,
πῶς ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐλπίζουσιν» (νοηματική ἀπόδοση).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 469 : 13-20 · πρβλ
Bασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄, PG 29 : 409-412. Ἐπίσης
118

β) Ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Μ. Βασιλείου ὁ Οἰκουμένιος


χρησιμοποίησε δύο ἀποσπάσματα - ἀντιγραφές. Οἱ
ἐπιστολές πού ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποίησε εἶναι ἡ
«Τοῖς ἐν Σωζοπόλει» καί ἡ «Τοῖς ἐν Καισαρεῦσιν
ἀπολογία»264.
γ) Ἀπό μία νόθα ὁμιλία μέ τόν τίτλο «Περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος», ἀπ' ὅπου ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ
τρία ἀποσπάσματα. Ἄν καί ἡ ὁμιλία αὐτή εἶναι νόθα,
ἐν τούτοις ὀ Οἰκουμένιος φαίνεται νά τή γνωρίζει
ἄριστα, διότι, ἐνῶ τά δύο πρῶτα ἀποσπάσματα πού
χρησιμοποιεῖ ἀποτελοῦν ἀντιγραφή τοῦ κειμένου χωρίς
καμμία παραλλαγή, τό τρίτο εἶναι μία συγκοπή ἑνός
μεγάλου ἀποσπάσματος τό ὁποῖο καταλήγει στήν
προσωπική παρατήρηση τοῦ Οἰκουμενίου γιά τά τρία
πρόσωπα τοῦ ἑνός Θεοῦ : «ὥστε δῆλον, ὅτι οὐδέν ἐστι
τὸ διάφορον ἐν τούτοις, ἀλλ' ἐν ἅπασι τὸ
ὁμοφυές»265.
δ) Ἀπό τόν γνήσιο «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς
τὸν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου» Λόγο. Ὁ
Οἰκουμένιος κάνει ἄριστη χρήση τοῦ παραπάνω
συγγράμματος τρεῖς φορές. Τήν πρώτη δημιουργεῖ μία
οὐσιώδη περίληψη πού βασίζεται στά γραπτά τοῦ
Βασιλείου καί θεμελιώνει τή θεότητα τοῦ τρίτου

J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 496 : 25-30 · πρβλ Bασιλείου,


Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 384-385 (περίληψη).
264
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 217 : 20-25 · πρβλ
Bασιλείου, Ἐπιστολὴ σξα΄-Τοῖς ἐν Σωζοπόλει, PG 32 : 972.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 266 : 23-27 · πρβλ
Bασιλείου, Ἐπιστολὴ η΄-Τοῖς ἐν Καισαρεῦσιν ἀπολογία περὶ
τῆς ἀποχωρήσεως καὶ περὶ πίστεως, PG 32 : 265.
265
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 228 : 16-23 & 229 : 19-21 ·
πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 31 :
1432. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 234 : 19-30 ·
πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 31 :
1429-1433.
119

προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας266. Τή δεύτερη, ἀρχικά


ἀποδίδει τό νόημα τῶν σκέψεων τοῦ Βασιλείου καί
ἔπειτα τόν ἀντιγράφει267. Τήν τρίτη ἀντιγράφει τό
ἀντίστοιχο κείμενο τοῦ Βασιλείου παρεμβάλλοντας τίς
δικές του προσθῆκες268.
ε) Ἀπό τούς «Ὅρους κατ' ἐπιτομήν», τούς ὁποίους
χρησιμοποιεῖ συνολικά δέκα φορές, ἀπό τίς ὁποῖες
τίς ἐννέα παραθέτει τά γραπτά τοῦ Μ. Βασιλείου κατά
λέξη καί τή μία κατ' ἔννοιαν (ἀναφέρεται στήν ἀγάπη
πού πρέπει ν' ἀπευθύνει κάθε χριστιανός στόν ἐχθρό
του)269.

266
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 242 : 12-28 · πρβλ Benoît
Pruche, o.p. Basile de Césarée, Sur le Saint-Esprit, 2e éd.,
[SC 17 bis], Paris 1968, σελ. 450-454.
267
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 267 : 5-16 · πρβλ Benoît
Pruche, o.p. Basile de Césarée, Sur le Saint-Esprit, 2e éd.,
[SC 17 bis], Paris 1968, σελ. 294-296.
268
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 427 : 23–429 : 4 · πρβλ
Benoît Pruche, o.p. Basile de Césarée, Sur le Saint-Esprit,
2e éd., [SC 17 bis], Paris 1968, σελ. 272-278.
269
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 414 : 29–415 : 2 · πρβλ
Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΣΙΒ΄, PG 31 : 1224-1225. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 432 : 1-16 · πρβλ Bασιλείου,
Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΣΛ΄, PG 31 : 1236. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae IV, Ρωμ., 434 : 29–436 : 5 · πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’
ἐπιτομὴν ΣΟΣΤ΄, PG 31 : 1273-1277. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae IV, Ρωμ., 446 : 3-7 · πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’
ἐπιτομὴν ΣΜΒ΄, PG 31 : 1244. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV,
Ρωμ., 447 : 7-11 · πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΣΝΘ΄,
PG 31 : 1256. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 452 : 5-19
· πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΣΞ΄, PG 31 : 1256.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 455 : 6-10 · πρβλ
Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΣΜΔ΄, PG 31 : 1245. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 455 : 11-20 : «Τίς δὲ ὁ ἐχθρὸς ὃν
ἀγαπᾶν προσταττόμεθα ; καὶ πῶς ἀγαπήσομεν αὐτόν ; ἐχθροῦ
ἴδιον τὸ βλάπτειν καὶ ἐπιβουλεύειν. πᾶς οὖν ὁ ὁπωσδήποτε
βλάπτων τινά, ἐχθρὸς ἂν λέγοιτο. ἐξαιρέτως δέ, ὁ ἁμαρτάνων.
τὸ γὰρ ὅσον ἐφ' ἑαυτῷ βλάπτει κατὰ διαφόρους τρόπους, καὶ
ἐπιβουλεύει τῷ συνόντι ἢ συντυγχάνοντι. ἐπειδὴ δὲ ἐκ
σώματος καὶ ψυχῆς συνέστηκεν ὁ ἄνθρωπος, κατὰ μὲν τὴν
ψυχήν, ἀγαπήσομεν τοὺς τοιούτους, ἐλέγχοντες, νουθετοῦντες,
120

στ) Ἀπό δύο ὁμιλίες τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀπό τίς


ὁποῖες προέρχονται δύο ἀποσπάσματα τοῦ Οἰκουμενίου.
Τό πρῶτο ἀπόσπασμα εἶναι ἀντιγραφή ἑνός τεμαχίου
τῆς ὁμιλίας : «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ
Θεός». Τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία
(διαφορετική εἰσαγωγή, ἀντιγραφή μέ διαφοροποιήσεις
καί συγκοπές) ἀπό τήν ὁμιλία : «Εἰς τὴν μάρτυρα
Ἰουλῖτταν καὶ εἰς τὰ λειπόμενα τῆς προλεχθείσης
270
ὁμιλίας τῆς περὶ Εὐχαριστίας» .
Στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐξήγηση στήν ἔκδοση τοῦ
Μigne ὑπάρχει ἕνα λῆμμα ἀπό τό σύγγραμμα «Ὅροι κατ'
ἐπιτομήν», ἕνα ἀπό τόν λόγο «Περὶ διδαχῆς καὶ
νουθεσίας» καί ἕνα ἀπό τό Δεύτερο Βιβλίο τοῦ
ἀμφιβαλλόμενου ἔργου «Περί τοῦ ἁγίου
Βαπτίσματος»271. Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer συναντᾶμε

καὶ παντὶ τρόπῳ εἰς ἐπιστροφὴν ἄγοντες. κατὰ δὲ τὸ σῶμα,


εὐεργετοῦντες αὐτοὺς ἐπιδεομένους τῶν πρὸς τὴν ζωὴν
ἀναγκαίων» · πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΡΟΣΤ΄, PG 31
: 1200 : «Ἐχθροῦ ἴδιον τὸ βλάπτειν καὶ ἐπιβουλεύειν. Πᾶς μὲν
οὖν ὁ ὁπωσδήποτε βλάπτων τινὰ ἐχρθὸς ἂν λέγοιτο · ἐξαιρέτως
δὲ ὁ ἁμαρτάνων. Τὸ γὰρ ὅσον ἐπ' αὐτῷ βλάπτει κατὰ διαφόρους
τρόπους καί ἐπιβουλεύει τῷ συνόντι ἢ συντυγχάνοντι. Ἐπειδὴ
δὲ ἐκ σώματος καὶ ψυχῆς συνέστηκεν ὁ ἄνθρωπος, κατὰ μὲν τὴν
ψυχήν, ἀγαπήσομεν τοὺς τοιούτους, ἐλέγχοντες αὐτούς καὶ
νουθετοῦντες αὐτούς, ἐπιδεομένους τῶν πρὸς τὴν ζωὴν
ἀναγκαίων». Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 486 : 16–
488 : 18 · πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΞΔ΄, PG 31 :
1125-1129. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 496 : 25-30
· πρβλ Bασιλείου, Ὅρος κατ’ ἐπιτομὴν ΡΟΖ΄, PG 31 : 1201.
270
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 349 : 11-18 · πρβλ
Bασιλείου, Ὁμιλία Θ΄-Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός,
PG 31 : 341. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 450 : 1–451
: 2 · πρβλ Bασιλείου, Ὁμιλία Ε΄-Εἰς τὴν μάρτυρα Ἰουλῖτταν καὶ
εἰς τὰ λειπόμενα τῆς προλεχθείσης ὁμιλίας τῆς περὶ
Εὐχαριστίας, PG 31 : 237-260.
271
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 44 : «Μετ’ ἐγκωμίου ὁ λόγος,
ὡς νῦν οὐ ζώντων ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὕτως διὰ μόνον ἐγκώμιον
εἶπεν, ἐπειδὴ παρακατιὼν ἀποθέσθαι αὐτὰ ἐπιτάσσει. Οὐδεὶς
δέ, ὃ οὐκ ἔχει ἀποτίθεται» · πρβλ Βασιλείου, Ὅρος κατ’
121

δύο συνδεδεμένα ἀπασπάσματα ἀπό τούς Α΄ καί Β΄ Κατά


Εὐνομίου Λόγους. Εἰδικότερα πρέπει νά
ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό πρῶτο ἀπό αὐτά ἀποδίδει κατά
λέξη τά κείμενα τοῦ Βασιλείου, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι
καθαρή «κατ' ἔννοιαν» καί πλήρης ἀπόδοση τῆς οὐσίας
τῆς ἀναφορᾶς τοῦ μεγάλου Πατρός στήν «κατ' οὐσίαν»
σχέση τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέ τόν Υἱό, δηλαδή στήν
πραγματική υἱότητα τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας
Τριάδας καί στήν κατά χάριν «υἱοθεσία» τῶν ἀνθρώπων
πού εἶναι «ποιήματα τοῦ Θεοῦ»272. Ἡ πολύ εὔστοχη καί
ἄνετη σύνδεση τῶν δύο ἀποσπασμάτων μαρτυρεῖ ἕνα
πολύ καλό γνώστη τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Μ.
Βασιλείου.
Στήν πρός Φιλιππησίους, κατά παρόμοιο τρόπο
ἐκτίθεται ἀπάνθισμα ἀπό τόν Πρῶτο λόγο «Περὶ
Βαπτίσματος»273, πού εἶναι ἀμφιβαλλόμενο πόνημα,
ἀλλά καί τό μοναδικό πού ἀναφέρεται σ’ ἕνα
δογματικό θέμα, δηλαδή στήν προσάρτηση τοῦ
χαρακτηρισμοῦ «Κύριος» στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ
Οἰκουμένιος καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Υἱός -

ἐπιτομὴν ΠΔ΄, PG 31 : 1141 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος


περὶ διδαχῆς καὶ νουθεσίας, PG 32 : 1133C · ἐπίσης πρβλ Τοῦ
αὐτοῦ, Βιβλίο δεύτερον περὶ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, PG 31 :
1592.
272
J.A. Cramer, Catenae VI, Κολ., 304 : 31–305 : 12 · πρβλ
Bασιλείου, Λόγος Α΄ Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ
δυσσεβοῦς Εὐνομίου, PG 29 : 352 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ,
Λόγος Β΄ Πρὸς Εὐνόμιον Περὶ Υἱοῦ, PG 29 : 580-581.
273
Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1284-1285 : «Εἰ μετὰ τὴν
ἐνανθρώπησιν διὰ τὴν ὑπακοὴν τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα τῷ Υἱῷ Θεῷ
ὄντι ὁ Πατὴρ ἐχαρίσατο, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξωμολογήσατο
Κύριον, πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως δέ, οὔτε τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν
ὄνομα εἶχεν, οὔτε διὰ πάντων τὴν ὁμολογίαν τοῦ εἶναι
Κύριος, μείζων οὖν ἐγένετο μετὰ τὴν ἐνανθρώπησίν του πρὸ
τῆς ἐνανθρωπήσεως» · πρβλ Bασιλείου, Λόγος Πρῶτος περὶ
Βαπτίσματος, PG 31 : 1517-1520.
122

Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του αὔξησε τό μεγαλεῖο Του,


διότι ὑπάκουσε ἀπόλυτα στό Θεό Πατέρα.
Στίς ἐπιστολές Α΄ καί Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ὁ
Οἰκουμένιος παραπέμπει στίς πρός Ἀμφιλόχιον
Ἐπιστολές274, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τήν πνευματολογία
του. Ὅπως μαρτυροῦν τά χειρόγραφα, ὁ ἴδιος ὁ
Οἰκουμένιος, καί ὄχι κάποιος μεταγενέστερος
συντάκτης, παραπέμπει στόν Μ. Βασίλειο.
Δύο φορές ἐπίσης παραπέμπει ὁ Οἰκουμένιος καί
μάλιστα ἀποδίδοντας νοηματικά τό περιεχόμενο :
α) στήν ὁμιλία τοῦ Βασιλείου στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου
τῶν Παροιμιῶν275 καί
274
Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 84 : «Ὁ μακάριος Βασίλειος
ἐν τῷ πρὸς Ἀμφιλόχιον ἔνθα θεολογεῖ τὸ πνεῦμα, φησὶ τὸν
Παῦλον, αὐτὸ τὸ ἅγιον εὔχεσθαι Πνεῦμα νῦν. Τίς γὰρ ὁ
στηρίξαι, φησίν, ἐν ἀγάπῃ τὰς καρδίας αὐτῶν ἔχων ἔμπροσθεν
τοῦ Πατρὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Υἱοῦ; δηλονότι τὸ πνεῦμα. Τίς
δὲ εὔχεται ἑτέρῳ, πλὴν Θεῷ; “Τὰς εὐχὰς μου γάρ, φησί, τῷ
Κυρίῳ, ἀποδώσω”» & Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 128-129 : «Ὁ
μακάριος Βασίλειος ἐν τοῖς πρὸς Ἀμφιλόχιον τοῦτο
σημειοῦται, ὅτι τῷ πνεύματι εὔχεται ὁ Παῦλος, λέγων, Ὁ δὲ
Κύριος κατευθύναι εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, καὶ
εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος γὰρ Κύριος παρὰ τὸ
πνεῦμα ἔμελλε κατευθύνειν τὰς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἀγάπην
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ;
Οὐδεὶς δὲ εὔχεται, πλὴν Θεῷ. “Καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ
Χριστοῦ”. Ὅπου δὲ ὑπομονὴν λέγει, θλίψεις αἰνίττεται.
Ὑπομονὴν δέ φησιν, ἵνα ὑπομείνωμεν, τουτέστιν, ἵνα
ἐμπαράσκευοι ὄντες, αὐτὸν προσδεχώμεθα» · πρβλ Βασιλείου,
Ἐπιστολὴ σλγ΄-Ἀμφιλοχίῳ Ἰκονίου ἐρωτήσαντι, PG 32 : 868.
275
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 184 : «Ὁ δὲ ἐν ἁγίοις
Βασίλειος, ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῶν Παροιμιῶν φησι, Κατὰ
πρόσκλισιν, οἷον μὴ ἐπικλινόμενος εἰς τὸ μὴ ὀρθόν, ἀλλ'
εὐθεῖαν τὴν κρίσιν ἐκφέρων. Φησὶ γὰρ οὕτως · Μηδὲν ποιῶν
κατὰ πρόσκλισιν, ἀλλ' εὐθείας καὶ ἀδιαστρόφους ἐκφέρων τὰς
κρίσεις» · πρβλ Βασιλείου, Ὁμιλία ΙΒ΄-Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν
Παροιμιῶν, PG 31 : 389 : «Εἰ γὰρ βασιλεία ἐστὶν ἔννομος
ἐπιστασία, δῆλον ὅτι αἱ παρὰ βασιλέως διδόμεναι ὑποθῆκαι,
τοῦ γε ὡς ἀληθῶς τῆς προσηγορίας ταύτης ἀξίου, πολὺ τὸ
νόμιμον ἔχουσι, τὸ κοινῇ πᾶσι λυσιτελὲς σκοποῦσαι καὶ οὐχὶ
πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἰδίας ὠφελείας συντεταγμέναι. Τοῦτο γὰρ
123

β) στόν λόγο ἀπό τά Ἠθικά του276.


Οἱ παραπομπές αὐτές βρίσκονται στήν ἑρμηνεία
τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς καί ἀφοροῦν στά
καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου. Ἐκεῖ ἀναφέρει ὅτι ὁ
ἄρχοντας ἄρα καί ὁ πνευματικός ἀρχηγός πρέπει νά
ἔχει εὐθεῖα κρίση καί νά χρησιμοποιεῖ τίς γνώσεις
του πρός «ὠφέλειαν» τῶν ποιμαινομένων. Οἱ ἐπίσκοποι
θά κριθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἀλλά ἐάν
ὁδηγήσουν καί ἄλλους στήν ἁμαρτία ἤ τούς
καταλογήσουν ἁμαρτίες, θά κριθοῦν ὄχι μόνο γιά τά
δικά τους ἀνομήματα, ἀλλά καί γιά τά ἀνομήματα τῶν
ἄλλων (τῶν πνευματικῶν τους τέκνων).
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς
ἐντοπίζουμε δεκαπέντε σχόλια πού ἔχουν ὡς πηγή ἔργα
τοῦ Μ. Βασιλείου. Τά σχόλια αὐτά διασώζονται στήν
ἔκδοση τοῦ Cramer. Στήν πραγματικότητα ὁ ἀριθμός
δεκαπέντε δέν εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικός ἀριθμός τῶν
σχολίων, διότι τό ἕνα ἀπ' αὐτά ἀνήκει στόν Γρηγόριο
Νύσσης καί διαπραγματεύεται τήν ἀνάλυση τῆς
διαφορᾶς ἀνάμεσα στούς ὅρους «οὐσία» καί
«ὑπόστασις»277.

διαφέρει τύραννος βασιλέως, ὅτι ὁ μὲν τὸ ἑαυτοῦ πανταχόθεν


σκοπεῖ, ὁ δὲ τὸ τοῖς ἀρχομένοις ὠφέλιμον ἐκπορίζει
............» · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ὁμιλία ΙΒ΄-Εἰς τὴν
ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν, PG 31 : 397-400 : «Τὴν φρόνησιν τοίνυν
ἐπιστάμεθα οὖσαν μίαν τῶν γενικῶν ἀρετῶν, καθ' ἣν
ἐπιστήμονες γινόμεθα ἀγαθῶν καὶ κακῶν καὶ οὐδετέρων οἱ
ἄνθρωποι. Ὁ δὲ φρόνιμος δηλονότι παρωνύμως ἐκ τῆς φρονήσεως
προσηγορεύεται ............ Ἡ δὲ ἀληθὴς φρόνησις διάγνωσις
ἐστι τῶν ποιητέων καὶ οὐ ποιητέων, ᾗ ὁ κατακολουθὼν
οὐδέποτε μὲν τῶν τῆς ἀρετῆς ἔργων ἐκστήσεται, οὐδέποτε δὲ
τῷ ὀλέθρῳ τῆς κακίας περιπατήσεται».
276
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 185 · πρβλ Βασιλείου,
Ὅρος Ο΄, PG 31 : 817-820.
277
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 365 : 30–368 : 17 · πρβλ
Βασιλείου, Ἐπιστολὴ Περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, PG
32 : 328-332 [& Yves Courtonne, Saint Basile, Lettres, vol.
124

Ἀπό τά ὑπόλοιπα δεκατέσσερα ἀποσπάσματα :


α) Δύο προέρχονται ἀπό μία ἐπιστολή πού ἔστειλε ὁ
Μ. Βασίλειος στόν ἐπίσκοπο Ἀμφιλόχιο καί ἔχει
ἀποδοθεῖ κατά λέξη, καθώς καί ἀπό μία ἄλλη ἐπιστολή
πού ἔστειλε στόν κόμη Τερέντιο πού καί αὐτή εἶναι
καθαρή ἀντιγραφή278.
β) Ἕνα τεμάχιο προέρχεται ἀπό τό «Περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου»
σύγγραμμα279. Τό τεμάχιο αὐτό εἶναι μεγάλο, ἀποτελεῖ
συρραφή ἐπιλεγμένων ἀποσπασμάτων ἀπό τό
συγκεκριμένο ἔργο καί προσδίδει μία προσωπική
ἐπέμβαση τοῦ συντάκτη - ἀντιγραφέα πού γνωρίζει νά
διασώζει τήν οὐσία τοῦ κειμένου καί νά περιορίζει
τήν ἔκτασή του.
γ) Πέντε τεμάχια ἔχουν ὡς πηγή τό ἀμφιβαλλόμενο
ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου «Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν»280

I, Paris 1966, σελ. 84-86]. Παρατήρηση 1 : Στήν


πραγματικότητα τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στόν Γρηγόριο Νύσσης.
Παρατήρηση 2 : Τό κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου ἀπό 367 : 29–368 :
17 διαφοροποιεῖται ἐντελῶς ἀπό τό κείμενο τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης, ὁπότε φαίνεται ἡ ἐπέμβαση τοῦ ἀντιγραφέα -
ἐρανιστῆ.
278
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 365 : 24-26 · πρβλ
Βασιλείου, Ἐπιστολὴ σλστ΄-Ἀμφιλοχίῳ Ἰκονίου πρὸς ἄλλο
ἐρώτημα, PG 32 : 884. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
365 : 20-24 · πρβλ Βασιλείου, Ἐπιστολὴ σιδ΄-Τερεντίῳ κόμητι,
PG 32 : 789.
279
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 397 : 6–398 : 26 · πρβλ
Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις
Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου, PG 32 : 160,168,180, 182,184.
280
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 407 : 13-21 · πρβλ
Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, Η΄ Κεφάλαιον,
PG 30 : 492-493 (ἀντιγραφή τοῦ Βασιλείου μετά ἀπό πρόλογο τοῦ
Οἰκουμενίου). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 454 :
31–455 : 6 · πρβλ Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην
Ἠσαΐαν, Α΄ Κεφάλαιον, PG 30 : 177-180 (ἀντικατάσταση τοῦ
«προκείμενη» μέ τό «ἀποκείμενη» καί παράλειψη τῆς φράσης
«............ ἅπερ διὰ τὸ ἀληθινά εἶναι ἀνέχεται ὁ Θεός»).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 489 : 21-26 · πρβλ
125

καί ἀποδεικνύουν τή μεγάλη ἐπέμβαση τοῦ ἀντιγραφέα


στό πρωτότυπο κείμενο. Στό πρῶτο ἀπό αὐτά ὁ
πρόλογος πρίν τήν ἀντιγραφή τοῦ τεμαχίου δείχνει
τήν παρατηρητικότητα τοῦ συντάκτη. Στό δεύτερο ἡ
ἀντιγραφή συνοδεύεται ἀπό παραλλαγές καί
παραλείψεις. Κάποιο ἄλλο ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνει κατά
λέξη τίς καταγεγραμμένες σκέψεις τοῦ Μ. Βασιλείου.
Ἄλλο κομμάτι ἀποδίδει ὀ ἀντιγραφέας νοηματικά,
χωρίς νά διστάζει νά τό ἐπεκτείνει. Στό τελευταῖο
ἀπόσπασμα κάνει παρεμφερῆ ἑρμηνεία πρός τήν
ἀντίστοιχη τοῦ Μ. Βασιλείου χωρίς νά τήν
ἀντιγράφει.
δ) Πέντε ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τίς ὁμιλίες
τοῦ Βασιλείου στούς Ψαλμούς ΜΔ΄ (τέσσερα) καί ΜΗ΄
(ἕνα)281. Ἐνῶ τά τέσσερα πρῶτα εἶναι κατά λέξιν
ἀποδόσεις, τό τελευταῖο ἀποτελεῖ περίληψη στήν
ἀναφορά τοῦ Βασιλείου ἀνάμεσα στήν ἀρχιερωσύνη τῶν
ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν Ἀρχιερωσύνη

Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, Ζ΄ Κεφάλαιον,


PG 30 : 472 (ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII,
Ἑβρ., 495 : 11-25 · πρβλ Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην
Ἠσαΐαν, Ε΄ Κεφάλαιον, PG 30 : 409 (νοηματική ἀπόδοση μέ
ἐπεκτάσεις). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 588 : 33–
519 : 13 · πρβλ Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν,
Β΄ Κεφάλαιον, PG 30 : 240-241 (παρεμφερής καί ὄχι κατά λέξη
ἀντιγραφή).
281
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 332 : 31–333 : 4 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄, PG 29 : 404 (ὁ
ἀντιγραφέας εἰσάγει προσωπική κρίση καί προχωρεῖ σέ
ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 333 : 21-
34 · πρβλ Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄, PG 29 : 404
(ἀντιγραφή μέ διαφορετική εἰσαγωγή). Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 334 : 12-19 · πρβλ Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς
τὸν Ψαλμὸν ΜΔ΄, PG 29 : 405. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII,
Ἑβρ., 335 : 22-32 · πρβλ Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν
ΜΔ΄, PG 29 : 405. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 577
: 16 · πρβλ Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΜΗ΄, PG 29 : 440-
443 (περίληψη).
126

τοῦ Κυρίου πού διαφοροποιεῖται ἀπό τήν πρώτη γιατί


στηρίζεται στή προσωπική Του θυσία.
ε) Ἕνα ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό τήν «Προτρεπτικὴ
εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα» ὁμιλία282. Ἀναφέρεται στούς
πειρασμούς πού προβάλλει ὁ διάβολος ἀπέναντι στόν
πνευματικό ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἀντιγραφέας
προσθέτει ὡς πρότυπα ἀγωνιστῶν τόν προφήτη Ἠλία καί
τόν Μέγα Ἀντώνιο.
Στά Ὑπομνήματα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν
περιέχονται δέκα σχολιασμοί τοῦ Μ. Βασιλείου :
α) Δύο φορές ἀπό τήν Δ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν
Ἑξαήμερον» 283.
β) Ὀκτώ φορές ἀπό τήν ὁμιλία του στόν ΛΓ΄ Ψαλμό284.

282
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 456 : 13–457 : 5 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία ΙΓ΄-Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, PG
31 : 424
283
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 48 : 27-49 : 26 ·
πρβλ St. Giet, Basile de Césarée, Homélies sur l’
e
Hexaémeron, 2 éd., Ὁμιλία Ε΄-Περὶ βλαστήσεως τῆς γῆς, [SC
26bis], Paris 1968, σελ. 286-288. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
VIII, Β΄ Ἰωάννου, 148 : 6-10 · πρβλ St. Giet, Basile de
Césarée, Homélies sur l’ Hexaémeron, 2e éd, Ὁμιλία Θ΄-Περὶ
χερσαίων, SC 26bis, Paris 1968, σελ. 502.
284
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 21 : 27ἑ · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 373ἑ. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 5 : 4-16 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 364-365. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 61 : 19-24 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 372-373. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 61 : 31–62 : 10 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 372-373. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 62 : 32-63 : 4 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 376. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 63 : 6-17 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 376. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 63 : 20-32 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 377. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 78 : 26-30 · πρβλ
Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΛΓ΄, PG 29 : 372.
127

Παρότι ὁ Μ. Βασίλειος ἔγραψε κυρίως ἔργα


δογματικοῦ περιεχομένου καί δέν ἀσχολήθηκε ἄμεσα μέ
τήν ἑρμηνεία τῶν Πράξεων, τῶν Παύλειων καί τῶν
Καθολικῶν Ἐπιστολῶν, ὅπως ἔκανε ὁ Οἰκουμένιος στό
ἔργο του, ἐν τούτοις παρατηροῦμε ὅτι σέ ὅλα τά
Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου, ἐκτός ἀπό αὐτά τῆς Α΄
καί Β΄ πρός Κορινθίους, ὑπάρχει εὐρεία χρήση τοῦ Μ.
Βασιλείου. Κοινή πηγή εἶναι τά Ὑπομνήματα τοῦ Μ.
Βασιλείου στούς Ψαλμούς, εἰδικά στούς ΛΒ΄, ΛΓ΄ καί
ΜΔ΄, ἐνῶ συχνή εἶναι καί ἡ χρήση τῆς «Περὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος» ὁρολογίας του (τῆς Πνευματολογίας
του). Οἱ «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον» ὁμιλίες του ἀποτελοῦν
πηγή γιά τά Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί τίς
Καθολικές Ἐπιστολές. Γενικά ἡ χρήση τῶν Ἠθικῶν
(Ὅρων κατ' ἐπιτομήν) εἶναι ἄφθονη, καθώς καί οἱ
ἀναφορές στό ἀμφιβαλλόμενο ἔργο «Ἑρμηνεία εἰς τὸν
Ἠσαΐαν» (στά Ὑπομνήματα τῶν Πράξεων καί τοῦ Corpus
Paulinum).
Τό γεγονός τῆς χρησιμοποίησης ἑνός ἔργου τοῦ
Μ. Βασιλείου ὡς κοινῆς πηγῆς σέ περισσότερα ἀπό ἕνα
Ὑπομνήματα στήν ἔκδοση τοῦ Cramer ἀποτελεῖ ἔνδειξη
ὅτι τά Ὑπομνήματα αὐτά ἔχουν κοινή προέλευση,
δηλαδή ὅτι συντάχθηκαν ἀπό τό ἴδιο πρόσωπο,
πιθανότατα ἀπό τόν ἴδιο τόν Οἰκουμένιο, παρά τίς
ὅποιες μετέπειτα ἐπεμβάσεις καί ἄλλων συντακτῶν.
Παρατηρώντας δέ ὅτι ὁρισμένες φορές
χρησιμοποιοῦνται συγκεκριμένα κομμάτια ἀπό κάποιο
ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου ὡς κοινή πηγή γιά περισσότερα
τοῦ ἑνός Ὑπομνήματα, θεωροῦμε ὅτι ἡ προαναφερόμενη
ἔνδειξη ἐνισχύεται. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε :
– Τήν ἑρμηνεία στόν ΛΓ΄ Ψαλμό πού χρησιμοποιεῑται
ἅπαξ στόν Ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων (μία φορά),
στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους (δύο φορές)
128

καί στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἑβραίους (ὀκτώ


φορές).
– Τήν ἑρμηνεία στόν ΛΒ΄ Ψαλμό πού χρησιμοποιεῑται
στόν Ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων (μία φορά) καί στόν
Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους (δύο φορές).
– Τήν ἑρμηνεία στόν ΜΔ΄ Ψαλμό πού χρησιμοποιεῑται
στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους (δύο φορές)
καί στόν Ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον (μία
φορά).
– Τήν Θ΄ ὁμίλία ἀπό τήν «Εἰς τήν Ἑξαήμερον» πού
χρησιμοποιεῑται στούς Ὑπομνηματισμούς τῶν Πράξεων
καί τῆς πρός Ἑβραίους ἀπό μία φορά ἀντίστοιχα.
– Τό Στ΄ κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας στόν Ἠσαΐα πού
χρησιμοποιεῑται στούς Ὑπομνηματισμούς τῶν Πράξεων
καί τῆς πρός Ρωμαίους ἀπό μία φορά ἀντίστοιχα.
– Τό σύγγραμμα «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν
ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου» πού
χρησιμοποιεῖται στόν Ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων (μία
φορά) καί στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους (δύο
φορές).
Τό φαινόμενο αὐτό παρατηρεῖται πολλάκις στή χρήση
καί ἄλλων Πατέρων στήν ἔκδοση τοῦ Cramer.
Στίς ὑπό μελέτη Σειρές, ὑπάρχει ἀναφορά σέ
ὅλους τούς τύπους τῶν συγγραμμάτων τοῦ Βασιλείου
(Ἐπιστολές - Ἠθικά - Πραγματεῖες - Ἑρμηνευτικά). Τά
προερχόμενα ἀπό τόν Μ. Βασίλειο τεμάχια δέν
περιορίζονται μόνο σέ ἀντιγραφές, περιλήψεις ἤ
συγκοπές. Σέ κάποια ἀπό αὐτά προηγεῖται ἕνας μικρός
πρόλογος τοῦ συγγραφέα καί ἐν συνεχείᾳ παρατίθενται
τά λεγόμενα τοῦ Βασιλείου, ἐνῶ σέ κάποια ἄλλα, ἀφοῦ
πρῶτα ἀποδοθεῖ νοηματικά ἤ κατά λέξη ὁ Βασίλειος,
τό χωρίο διανθίζεται μέ προσωπικές ἀπόψεις καί
κρίσεις τοῦ συντάκτη του. Οἱ ἐπεξεργασίες πού
ὑφίστανται αὐτά τά τεμάχια δείχνουν, ἐκτός ἀπό τό
129

σεβασμό τοῦ συγγραφέα γιά τό ἔργο τοῦ μεγάλου


Πατέρα, τήν ἄμεση ἐπαφή του μέ τό ὑλικό,
φωτογραφίζοντας ἔτσι τήν ὕπαρξη ἑνός βασικοῦ
συγγραφέα, τοῦ Οἰκουμενίου, ἐνῶ ἐμπλουτίζουν τήν
ἑρμηνευτική προσπάθειά του.

15. Γρηγόριος Νύσσης (331-400 μ.Χ.).


Τό εὖρος καί τό βάθος τῶν θεολογικῶν
συγγραμμάτων τοῦ εἰσηγητῆ τῆς νηπτικῆς θεολογίας
Γρηγορίου ἐπισκόπου Νύσσης δέ θά μποροῦσαν νά
ἀφήσουν ἀσυγκίνητους τούς δημιουργούς τῶν
Ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν. Γιά τόν ἀδελφό τοῦ Μ.
Βασιλείου ἡ σχέση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι
ἐρωτική. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ κάποιος τό Θεό, τόσο
καλύτερα τόν γνωρίζει. Ἡ πραγματική εὐσέβεια
στηρίζεται στήν ὀρθή γνώση τῆς ἀλήθειας καί στήν
ἄσκηση ἠθικοῦ βίου285.
Ὁ ἄνθρωπος ὡς «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» κινεῖται
ἀδιάκοπα πρός Αὐτόν. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης θεολογεῖ
φιλοσοφώντας καί φιλοσοφεῖ θεολογώντας. Ἡ
φιλοσοφική ὁρολογία τῆς Θεολογίας του ὀφείλεται στό
ὅτι ἔπρεπε νά ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τῶν ποικίλων
κακοδοξιῶν καί τῶν φιλοσοφικῶν θεωριῶν τῆς ἐποχῆς
του. Κυρίως εἶχε ν’ ἀντιμετωπίσει τόν Εὐνόμιο πού
συνέχεε τήν οὐσία μέ τίς ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ. Κατά
τόν Γρηγόριο Νύσσης, τά τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ εἶναι
ὁμοούσια, γιατί ἔχουν κοινές ἐνέργειες, ἐκτός ἀπό
τίς τρεῖς πού τά διαφοροποιοῦν μεταξύ τους : Ὁ
Πατέρας εἶναι τό «αἴτιον» τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐνῶ ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι
«αἰτιατά», δηλαδή προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα κατά
285
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 591.
130

διαφορετικό τρόπο τό καθένα. Ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ


τοῦ αἰτίου» («γεννᾶται»), ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα
προέρχεται «ἐξ αἰτίας» τοῦ Πατρός («ἐκπορεύεται»).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» ἀπό τόν Πατέρα ἀλλά
«πέμπεται» ἀπό τόν Υἱό.
Διακρίνει τό «εἶναι» τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ἄκτιστες
ἐνέργειές Του. Δηλώνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση «ἄνευ τῆς
κακίας» καί τήν ἔσωσε. Κατά τήν ἕνωση τῶν δύο
φύσεων, οὔτε ἡ θεία ἀλλοιώθηκε, οὔτε ἡ ἀνθρώπινη
ἀπορροφήθηκε ἀπό τή θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση
ἀναγεννήθηκε, μεταστοιχειώθηκε, παρέμεινε ὅμως
«ἀσύγχυτος», «ἄτρεπτος» καί «ἀδιαίρετος». Στό
Ὑπόμνημα τῶν Πράξεων ὁ Οἰκουμένιος παραπέμπει μία
φορά στόν ΣΤ΄ λόγο κατά Εὐνομίου, γιά νά τονίσει
τήν ἀξία τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως. Τό ἀπόσπασμα
πού χρησιμοποιεῖ δέν τό παραθέτει ἀτόφιο, ἀλλά μέ
δικά του ἐκφραστικά μέσα (παραθέτει δηλαδή τό νόημα
τοῦ ἀποσπάσματος). Τό γεγονός αὐτό μαρτυρεῖ ὅτι
γνώριζε πάρα πολύ καλά, τουλάχιστον τούς κατὰ
Εὐνομίου λόγους τοῦ Γρηγορίου Νύσσης286.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε
«μεθόριος» μεταξύ θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως. Μέ
κριτήριο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος
πορεύεται πρός τό Θεό ἤ ἀντίθετα ἀπομακρύνεται ἀπό
Αὐτόν. Ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει τήν οὐσία ἤ
ἔστω κάτι ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σχετίζεται
μέ αὐτήν (μετουσία).
Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό μεγαλεῖο του
ὀφείλεται στό ὅτι ἔστρεψε τήν προαίρεσή του ἀπό τό

286
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 45 : 13-30 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος ΣΤ΄, PG 45 : 728-729.
131

ἀγαθό, πού ἔχει ὀντότητα, στό μή ἀγαθό (κακό), πού


δέν ἔχει ὀντότητα καί ἔτσι ἔχασε τήν ἀληθινή ζωή,
τό Θεό. Μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καί τήν
ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται,
καθαίρεται, ἀναζωοποιεῖται, ἀναγεννᾶται.
Στή σωτηριολογία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης
συναντᾶμε τόν ὅρο «ἀνάκρασις» πού σημαίνει μετοχή
στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ (θέωση) μετά ἀπό ἔντονη
ἄσκηση, ὥστε νά καθαρθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τά πάθη. Ἡ
καθαρή καρδιά ἕλκει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ
μεταστοιχείωση ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀσκήσεως τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ ψυχή λειτουργεῖ ὡς κάτοπτρο πού βλέπει
μέσα της τό Θεό. Ἡ προπατορική πτώση σκότισε τήν
ψυχή, πού ἀμαυρώθηκε καί ἔπαψε νά λειτουργεῖ ὡς
κάτοπτρο. Ἔπαψε νά θεωρεῖ τό Θεό. Μέ τήν
Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀνέκτησε
αὐτή τή δυνατότητα. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ ὁ
ἄνθρωπος τό Θεό μέσα ἀπό τίς βιωματικές του
ἐμπειρίες, τόσο περισσότερο θεώνεται. Μετά τήν
κοινή ἀνάσταση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀποκατασταθοῦν
στό ἀρχέγονο κάλλος. Τό κακό, ὡς μή ὑπαρκτό, θά
ἐξαφανισθεῖ287. Ὁ κόσμος θά ἀναστοιχειωθεῑ σέ μία
«ἐν Χριστῷ» πνευματική ἑνότητα πού ἐπιτελεῖται μέ
τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στήν ἔκδοση τοῦ Migne, στόν ὑπομνηματισμό τοῦ
Corpus Paulinum, ὁ πλούσιος σέ νοήματα ἅγιος
συγγραφέας χρησιμοποιεῖται δεκαεπτά φορές, ἀπό τίς
ὁποῖες ἡ μία εἶναι παραπομπή. Καί ἐδῶ, ὅλα τά
ἀπανθίσματα παρατίθενται ἐπεξεργασμένα, πράγμα πού
δέ θά μποροῦσε νά γίνει ἀπό ἕναν ἁπλό ἐρανιστή.
Μόνο ἕνας βαθύς μελετητής καί φιλόσοφος θά μποροῦσε
287
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 590-
615. Τοῦ αὐτοῦ, Γρηγόριος Νύσσης, ἐκδόσεις «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1987, σελ. 7-37.
132

νά ἐνστερνιστεῖ καί νά ἀποδώσει νοηματικά τή


θεολογία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ ἀριθμός τῶν
ἀποσπασμάτων καί ἡ ἐπεξεργασία τους μᾶς πείθουν ὅτι
ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος ἐπεξεργάστηκε τό ἔργο τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης. Μάλιστα τά κομμάτια πού ἐπιλέγει
προέρχονται ἀπό διαφορετικά ἔργα, μερικά ἀπό τά
ὁποῖα κατατάσσονται σήμερα στά ἀμφιβαλλόμενα.
Συγκεκριμένα στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους
ἐπιστολῆς, σέ ἕνα ἀπόσπασμα ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ νοηματικά τήν ὁμιλία «Πρὸς τοὺς
πενθοῦντας», τόν λόγο «Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων»
καί ἕνα νόθο λόγο ἀφιερωμένο στήν Ὑπαπαντή τοῦ
Κυρίου, γιά νά ἐξηγήσει τή σκληρή συμπεριφορά τοῦ
Φαραώ ἀπέναντι στόν Μωυσῆ καί στούς Ἰσραηλίτες.
Ἀποδίδει τή σκληρότητα στήν κακή προαίρεση τοῦ
βασιλιᾶ καί ὄχι σέ ἀρνητική ἐπίδραση τῆς θείας
βουλήσεως στήν ψυχή του288.
Σέ ἕνα ἀπόσπασμα στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός
Κορινθίους ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ συγχρόνως τόν
Χρυσόστομο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης, γιά νά ἐξηγήσει
ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντοτε θριαμβεύει, ἀλλά
λειτουργεῖ θετικά ἤ ἀρνητικά ἀνάλογα μέ τήν
προαίρεση τῶν ἀνθρώπων : «Κατὰ τὴν προσοῦσαν ἑκάστῳ

288
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 513 : «Τὸ ἐσκληρῦνθαι παρὰ τοῦ
Θεοῦ τὸν Αἰγύπτιον τύραννον, οὐχ ὡς τὴν ἀντιτυπίαν ἐν τῇ
ψυχῇ αὐτοῦ τῆς θείας βουλήσεως ἐντιθείσης νοητέον, ἀλλ' ὡς
τῆς προαιρέσεως, διὰ τῆς πρὸς τὴν κακίαν προσκλίσεως, τὸν
ἐκμαλάσσοντα τὴν ἀντιτυπίαν λόγον οὐ δεχομένης» · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας ἐπὶ τοῖς ἀπὸ
τοῦ παρόντος βίου πρὸς τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46 :
500D,501D,504C · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος εἰς τὴν ἡμέραν
τῶν Φώτων ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος ἡμῶν, PG 46 : 589 · ἐπίσης
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἀμφιβαλλόμενα, Λόγος εἰς τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ
Κυρίου, καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ εἰς τὸν δίκαιον Συμεῶνα,
PG 46 : 1160.
133

διάθεσιν, ἢ ζωοποιὸς ἐγίνετο, ἢ θανατηφόρος ἡ


εὔπνοια»289.
Στήν ἑρμηνευτική ἀνάλυση τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον
ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης, ὅπου προβάλλει τό δάσκαλο ὡς
πρότυπο τῶν μαθητῶν. Παραλληλίζει τούς διδασκάλους
μέ τούς γεωργούς, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἀπολαμβάνουν ἀπό
τούς καρπούς τῶν σπόρων πού ἔσπειραν. Τό ἀπόσπασμα
αὐτό ἐκφράζει περιληπτικά τή διδασκαλία τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης γιά τόν «κατὰ Θεόν» σκοπό τῆς
ἐπίγειας ζωῆς, ἀλλά καί γιά τό πῶς ὁ σκοπός αὐτός
ἐπιτυγχάνεται μέ βάση τήν παραδειγματική
συμπεριφορά τῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν
ὡς πρότυπα γιά τοῦς μαθητές, ὅταν τηροῦν τίς
ἐντολές τοῦ Κυρίου. Οἱ δάσκαλοι πρῶτοι, ὅπως οἱ
καλοί γεωργοί, δρέπουν τούς καρπούς τῶν ἔργων τους.
Τό σχόλιο αὐτό προέρχεται ἀπό δύο γνήσια ἔργα τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης, τό λόγο του «Πρὸς τοὺς
πενθοῦντας» καί τήν ἐπιστολή του πρός τόν Λιβάνιο
τόν Σοφιστή, ἀλλά καί ἀπό τό ἔργο του, τό «Περὶ
κατὰ σκοπὸν Θεοῦ ...»290. Ἡ συνδυαστική προσπάθεια
δείχνει τό πῶς ὁ Οἰκουμένιος ἐπεξεργαζόνταν τά
συγγράμματα πού εἶχε ἀπέναντί του, μειώνοντας τήν

289
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 944 · πρβλ H. Langerbeck,
Gregori Nysseni, in Canticum Canticorum (Greg. N. Op. W.
Jager), vol. VI, E.J. Brill, Leiden 1960, σελ. 824-825.
290
Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 212 · πρβλ Γρηγορίου
Νύσσης, Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας ἐπὶ τοῖς ἀπὸ τοῦ
παρόντος βίου πρὸς τὸν ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46 : 533-536
· ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολὴ ιδ΄-Λιβανίῶ Σοφιστῇ, PG
46 : 1052 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τοῦ κατὰ Θεοῦ σκοποῦ,
καὶ τῆς κατ' ἀληθείας ἀσκήσεως · καὶ πρὸς τοὺς ἀπαιτήσαντας
ἀσκητὰς περὶ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ · καὶ τοῦ ὅπως χρὴ
συνεῖναι ἀλλήλοις καὶ συναγωνίζεσθαι, ὑποτύπωσις, PG 46 :
293.
134

ἔκταση καί προβάλλοντας τήν οὐσία τῆς πατερικῆς


διδασκαλίας.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ μία φορά καί ἀναλύει τούς
χαρακτηρισμούς «πρωτότοκος» καί «μονογενής» πού
χρησιμοποιοῦνται γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
παραπέμποντας συγχρόνως στόν Γ΄ Κατά Εὐνομίου λόγο
τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καί στόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.
Ἐπιπλέον ἐπιμένει στή βαθύτητα καί τήν ἀξία τοῦ
γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως γιά τόν ἄνθρωπο. Τό ἴδιο
ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γ΄ Κατά Εὐνομίου λόγο τοῦ Νύσσης
χρησιμοποιεῖται ὡς πηγή καί στόν ὑπομνηματισμό τῆς
πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς στόν Cramer · ἐκεῖ τό
τεμάχιο ἔχει μεγαλύτερη ἔκταση, ἀφοῦ ὁ συντάκτης
σχεδόν τό ἀντιγράφει συντέμνοντάς το, ἐνῶ προβαίνει
καί σέ μία δική του προσθήκη στό τέλος291.
Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer στό Ὑπόμνημα τῶν
Πράξεων ἐντοπίζουμε μόνο ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν Στ΄
Κατά Εὐνομίου λόγο τοῦ Γρηγορίου Νύσσης292.
Πρόκειται γιά μία περιληπτική ἀπόδοση τοῦ λόγου πού
ὑπερασπίζεται τό ἀπαθές τῆς θεότητας τοῦ Κυρίου,
ἀκόμα καί κατά τήν τριήμερη παραμονή του στόν Ἅδη.
Στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους ὁ Cramer
ἐκδίδει δύο χειρόγραφα. Τά ἀποσπάσματα τοῦ

291
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 285 : «............ καὶ ὁ ἐν
ἁγίοις Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐν τοῖς κατὰ Εὐνομίου. Τὸ δὲ
πρωτότοκον οὐκ ἐπὶ δεύτερον λέγει, ἀλλ' ἐπὶ ἑνὸς καὶ μόνοι
τοῦ γεννηθέντος ἐκ τοῦ Πατρὸς» & J.A. Cramer, Catenae VΙΙ,
Ἑβρ., 324 : 32–326 : 32 (πιό ἐκτεταμένο) · πρβλ Γρηγορίου
Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Δ΄, PG 45 : 633-636 : «Πρωτότοκος
γὰρ ἐκ νεκρῶν γίνεται ὁ πρῶτος δι' ἑαυτοῦ τὰς ὠδῖνας τοῦ
θανάτου λύσας ἵνα καὶ πᾶσιν ὁδοποιήσῃ τὸν ἐξ ἀναστάσεως
τόκον».
292
J.A. Cramer, Catenae IΙΙ, Πράξ., 45 : 14-30 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Στ΄, PG 45 : 733-737.
135

Γρηγορίου Νύσσης βρίσκονται ὅλα στόν κώδικα τοῦ


Μονάχου. Διακρίνουμε ὀκτώ συνολικά.
Τά ἑπτά ἀποτελοῦν ἐπεξεργασμένα κείμενα πού
βασίζονται στούς Κατά Εὐνομίου ἀντιρρητικούς
Λόγους. Τό ἕνα ἀπό αὐτά συνδυάζει τή διδασκαλία τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης γιά τή διάκριση τῶν τριῶν προσώπων
τῆς Ἁγίας Τριάδας, μέ κριτήριο τά ὑποστατικά
ἰδιώματα. Στό ἴδιο τεμάχιο ὁ ἀντιγραφέας
ὑπερτονίζει τήν κοινότητα τῆς οὐσίας, ἀλλά καί τό
ὅτι ὁ Θεός - Πατήρ ἀποτελεῖ τήν αἰτία τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μονογενής Υἱός εἶναι ὁ Λόγος
τοῦ Θεοῦ. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ ὁμότιμο καί
ὁμοούσιο πρόσωπο πρός τά ἄλλα δύο. Ὑπάρχει σέ
σύντομη μορφή μία Τριαδολογία πού ὑπεραμύνεται τῆς
θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος293. Σέ ἕνα ἄλλο
293
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 230 : 32–231 : 8 : «Κοινοῦ
γὰρ ὄντος τῶ Υἱῷ καί τῷ Πνεύματι τοῦ μὴ ἀναιτίως εἶναι. ὡς
ἂν μή τις σύγχυσις ἐκ τούτου περὶ τὸ ὑποκείμενον θεωρηθείη.
πάλιν ἐστὶ καὶ διαφορὰν ἐν τῇ κοινότητι ἐξαρεῖν. ὁ μὲν γὰρ
μονογενὴς Υἱός, ἐκ τοῦ Πατρὸς λέγεται καὶ μέχρι τούτου ὁ
λόγος ἵστησι τὸ ἰδίωμα. τὸ δὲ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐκ τοῦ
Πατρὸς λέγεται, καὶ τοῦ Υἱοῦ εἶναι προσμαρτυρεῖται. “εἰ γάρ
τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ”, φησίν ἡ
γραφή. οὐκοῦν τὸ μὲν Πνεῦμα τὸ ἐκ Θεοῦ ὄν, καὶ Χριστοῦ
Πνεῦμα ἐστιν · ὁ δὲ Υἱὸς ἐκ τοῦ Θεοῦ ὤν, οὐκέτι καὶ τοῦ
Πνεύματος, οὔτε ἐστὶν οὔτε λέγεται. οὐ δὲ ἀντιστρέφει ἡ
σχετικὴ αὕτη ἀκολουθία ὡς δύνασθαι κατὰ τὸ ἶσον
ἀντιστραφῆναι τὸν λόγον» · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ
Εὐνομίου Λόγος ΙΒ΄, PG 45 : 904-905 : «... ......... καὶ
σύνθετον ἡμῖν τὸν Θεὸν ἀπεργάζεται τῷ κοινὸν μὲν ὑποθέσθαι
τὸ φῶς, ἰδιότησι δέ τισι καὶ ποικίλαις διαφοραῖς θατέρου
χωρίζειν θάτερου. Σύνθετον γὰρ οὐδὲν ἧττον τὸ κοινότητι μιᾷ
συνενηγμένον, διαφοραῖς δὲ τισι καὶ συνδρομαῖς ἰδιωμάτων
χωριζόμενον ............ ἄλλος ὁ τῆς κοινότητος καὶ ἄλλος ὁ
τῆς οὐσίας ἐστὶ λόγος, καὶ οὐδὲν μᾶλλον διὰ τοῦτο σύνθεσίς
τις καὶ πολυμέρεια περὶ τὴν ἁπλῆν τε καὶ ἄποσον
κατασκευάζεται φύσιν, εἴ τι τῶν ἐπιθεωρουμένων ἢ ἐν
ἰδιότητι βλέποιτο ἢ κατὰ κοινοῦ τινος τὴν σημασίαν ἔχοι» ·
πρβλ ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Εὐσταθίῳ ἀρχιάτρῳ · (περὶ ἰατρῶν
καὶ θεολογίας), PG 32 : 693 (στήν ἔκδοση τοῦ Migne τό ἔργο
136

τεμάχιο, πού κι αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἀντιγραφή, ἀλλά


νοηματική ἀπόδοση, συνδυάζει τήν Ἀγγελολογία μέ τήν
Ἐσχατολογία. Τονίζει τή χαρά τῶν Ἀγγέλων γιά τή
σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν πού τούς ὀνομάζει «υἱοὺς τοῦ
Θεοῦ». Ἡ σωτηρία αὐτή ὀφείλεται στή διηνεκῆ θυσία
τοῦ Ἀμνοῦ, τοῦ προβάτου κατά τό μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας. Ἡ ἐνασχόληση μέ τό ἐσχατολογικό θέμα
καί ἡ ἀναφορά στήν ἀποκάλυψη μᾶς δίνουν ἕνα ἔναυσμα
γιά νά σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἐπεξεργαστής τοῦ κειμένου
τοῦ Γρηγορίου Νύσσης εἶναι ὁ Οἰκουμένιος, ὁ ὁποῖος
ἔγραψε καί τό «Ὑπόμνημα εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν»294. Τά

αὐτό ἀποδίδεται λανθασμένα στόν Μ. Βασίλειο) : «............


οὐκ ἔστι δὲ ἄλλως ἰδεῖν τὴν τοῦ Πατρὸς ὑπόστασιν μὴ διὰ τοῦ
χαρακτῆρος εἰς αὐτὴν ἀτενίσαντα, ὁ δὲ χαρακτὴρ τῆς τοῦ
Πατρὸς ὑποστάσεως ὁ Μονογενής ἐστι, τούτῳ δὲ πάλιν οὐκ ἄν
τις προσεγγίσειε μὴ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καταυγασθεὶς τὴν
διάνοιαν, τὶ ἐκ τούτων ἀποδείκνυται ; Ὅτι οὐδὲ μιᾶς
ἐνεργείας τῆς παρὰ Πατρὸς ἐνεργουμένης τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
διακεχώρισται. Οὐκοῦν ἡ τῆς ἐνεργείας σαφῶς τὸ τῆς φύσεως
ἀπαράλλακτον · ὥστε κἂν φύσιν σημαίνῃ τὸ τῆς θεότητος ὄνομα,
κυρίως καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τὴν προσηγορίαν ἐφαρμόζεσθαι
ταύτήν ἡ τῆς οὐσίας κονότης συνθήσεται».
294
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 252 : 30–253 : 6 : «Ἡ
ἀποκαραδοκίαν τῆς κτίσεως, καὶ ἀντὶ τοῦ τῶν Ἀγγέλων
νοητέον, καθὰ καὶ ἀνωτέρω δεδήλωται · ἐπειδὴ γὰρ χαρὰ
γίνεται τοῖς Ἀγγέλοις ἐπὶ τοῖς ἀνασωζομένοις ἐξ ἁμαρτίας.
διότι ἡ κτίσις ἐκείνη μέχρι τοῦ νῦν συστενάζει καὶ
συνωδίνει τῇ καθ' ἡμᾶς ματαιότητι, ζημίαν οἰκείαν κρίνουσα
τὴν ἡμετέραν ἀπώλειαν. ὅταν ἡ ἀποκάλυψις γένηται τῶν υἱῶν
τοῦ Θεοῦ, ἣν ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ καραδοκεῖ τε καὶ ἀπεκδέχεται ·
καὶ ὅταν ἀποσωθῇ τῇ ἄνω ἑκατοντάδι τὸ πρόβατον. ἡμεῖς δὲ
πάντως ἐσμέν, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, τοῦτο τὸ πρόβατον, τὸ δὲ
διαφερόντως ἐν ἐπιτεταμένῃ τῇ Εὐχαριστίᾳ τῇ ὑπὲρ ἠμῶν,
προσάξουσι τῷ Θεῷ τὴν προσκύνησιν χαίροντες οἱ Ἄγγελοι» ·
πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Δ΄, PG 45 : 636 :
«............ ἀλλ' ὡς ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμπτει τῷ
ὑπὲρ πᾶν ὄντι ὄνομα, οὕτως καὶ τὸν ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ
πρωτοτόκου γενόμενον προσκυνεῖ ἅπαν τῶν ἀγγέλων τὸ πλήρωμα,
τῆ ἀνακλήσει τῶν ἀνθρώπων ἐπευφραινόμενον, ἣν διὰ τοῦ
γενέσθαι ἡμῶν πρωτότοκος πάλιν τίς τὴν ἐξ ἀρχῆς χάριν
ἀνεκαλέσατο. Ἐπειδὴ γὰρ χαρὰ γίνεται τοῖς ἀγγέλοις ἐπί τοῦ
137

ὑπόλοιπα βασιζόμενα στούς Κατά Εὐνομίου λόγους τοῦ


Γρηγορίου Νύσσης εἶναι ὅλα –πλήν ἑνός πού ἀποτελεῖ
ἀκριβῆ ἀντιγραφή– νοηματική ἀπόδοση καί ἀνάπτυξη
τῶν σκέψεων τοῦ μεγάλου Πατέρα295, μέ παρεμβολές τοῦ

ἀνασωζομένοις ἐξ ἁμαρτίας, διότι μέχρι τοῦ νῦν συστενάζει ἡ


κτίσις ἐκείνη καὶ συνωδίνει τῇ καθ' ἠμᾶς ματαιότητι, ζημίαν
οἰκείαν κρίνουσα τὴν ἡμετέραν ἀπώλειαν, ὅταν ἡ ἀποκάλυψις
γένηται τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ, ἣν ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ καραδοκοῦσι καὶ
ἀπεκδέχονται, καὶ ὅταν ἀποσωθῇ τῇ ἄνω ἑκατοντάδι τὸ
πρόβατον (ἡμεῖς δὲ πάντως ἐσμέν, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, τοῦτο
τὸ πρόβατον, ὃ διὰ τοῦ γενέσθαι πρωτότοκος ὁ ἀγαθὸς ποιμὴν
ἀνεσώσατο), τότε διαφερόντως ἐν ἐπιτεταμένῃ τῇ ὑπὲρ ἡμῶν
εὐχαριστίᾳ προσάξουσι τῷ Θεῷ τὴν προσκύνησιν τῷ διὰ τῆς
πρωτοτοκίας ἀνακαλεσάμενῳ τὸν τῆς πατρῴας ἑστίας
ἀπόφοιτήσαντα».
295
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 268 : 5–269 : 3 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Δ΄, PG 45 : 632-637
(νοηματική ἀπόδοση). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ.,
269 : 31–274 : 16 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος
Δ΄, PG 45 : 632-637 (ἀνάπτυξη σκεψεων τοῦ Γρηγορίου Νύσσης).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 280 : 19–282 : 7 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Στ΄, PG 45 : 716-729
(ἀντιγραφή - νοηματική ἀπόδοση - παρέμβαση τοῦ συντάκτη).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 302 : 33–303 : 12 : «Αἱ
παρὰ τοῦ Παύλου κατειλεγμέναι φωναὶ τῶν ὑπερκοσμίων
δυνάμεων, οὐ φύσεις τινὰς ἀλλήλων παρηλλαγμένας σημαίνουσιν
· ἀλλ' ἡ τῶν προσηγοριῶν σημασία σαφῶς ἐνδείκνυται, τὸ μὴ
φύσεων διαφόρας, ἀλλὰ τῆς ἐπουρανίου στρατιᾶς τὰς ποικίλας
τῶν ἐνεργειῶν ἰδιότητας τῶ λόγῳ παρίστασθαι. ἀρχαὶ γάρ
φησιν, καὶ θρόνοι καὶ ἐξουσίαι καὶ δυνάμεις ἢ κυριότητες.
ταῦτα δὲ τὰ ὀνόματα τοιαῦτά ἐστιν, ὡς αὐτόθεν παντὶ
πρόδηλον εἶναι, τὸ κατ' ἐνεργείας τινὸς τετάχθαι τὰ
σημαινόμενα. τὸ γὰρ ἄρχειν, καὶ τὸ κυριεύειν, καὶ τὸ
ἐξουσιάζειν, καὶ τὸ θρόνον εἶναί τινος, ταῦτα πάντα οὐκ ἂν
ὁ λελογισμένος, εἰς οὐσίων διαφόρας ἀπαγάγῃ · προδήλως τῆς
ἐνεργείας ὑφ' ἑκάστου τῶν ὀνομάτων σημαινομένης. ὥστε ὁ
λέγων φύσεων διαφορὰς ἐν τούτοις σηναίνεσθαι, φρεναπατᾷ
ἑαυτόν» · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Β΄, PG
45 : 556 : «Ἀλλ' ἐπαναλάβωμεν πάντα τοῦ Εὐνομίου τὸν λόγον.
Γενόμενος, φησί, παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ διὰ τοῦ Μονογενοῦς
[καὶ τοῦτο]. Τίς οὖν ἡ ἀπόδειξις τοῦ καὶ τοῦτο ἓν τῶν παρὰ
τοῦ Μονογενοῦς γεγονότων εἶναι ; Πάντα δι' αὐτοῦ γεγενῆσθαι
πάντως ἐροῦσιν, ἐν δὲ τοῖς πᾶσι συμπεριειλῆφθαι καὶ τοῦτο.
Πρὸς οὓς ἐροῦμεν ὅτι “πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο”, ὅσα
138

ἐπεξεργαστῆ πού, ὅπως προαναφέραμε, πιστεύουμε ὅτι


εἶναι ὁ Οἰκουμένιος.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους, ἐκτός ἀπό
λήμματα πού ἔχουν ὡς βάση τούς Κατά Εὐνομίου
λόγους, ὑπάρχει καί ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Περί τῶν
νηπίων σύγγραμμα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης πού
ἀποδίδεται περιληπτικά296.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ὁ Cramer
βασίζει τήν ἔκδοσή του στόν Paris. 238 κώδικα. Τά
ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τόν εὐρύτερο συγγραφικό
κύκλο τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Συναντᾶμε μιά ποικιλία
τόσο στίς πηγές, ὅσο καί στόν τρόπο γραφῆς καί
ἑρμηνείας. Ὁ cod. Paris. 238 περιλαμβάνει μεταξύ
τῶν ἄλλων ἀπανθισμάτων καί κομμάτια πού προέρχονται
ἀπό τόν Οἰκουμένιο, γεγονός τό ὁποῖο ἐνισχύει τήν
πεποίθησή μας ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής τῶν
γραπτῶν τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, καθώς καί ἄλλων
Πατέρων. Σέ ἄλλες περιπτώσεις κάνει περίληψη τῶν
ἀπόψεων τοῦ Νύσσης, σέ ἄλλες συντέμνει τό κείμενο
προσθέτοντας τή δική του ἄποψη, ἀλλοῦ ἀναπτύσσει
τίς σκέψεις τοῦ Πατέρα μέ εὐστοχία καί προσοχή –

ἐγένετο, ἐγένετο δέ, καθὼς ὁ Παῦλος φησιν ὁρατά τε καὶ


ἀόρατα, θρόνοι, ἀρχαί ἐξουσίαι, κυριότητες, δυνάμεις, ἐν δὲ
τοῖς ἀπηριθμημένοις διὰ τῶν θρόνων τε καὶ τῶν δυνάμεων τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφὶμ ὑπὸ τοῦ Παύλου κατείλκεται. Ἕως
τούτου τὰ πάντα. Τὸ δὲ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον ὡς ὑπὲρ τὴν φύσιν
τῶν γεγονότων ἐν τῇ ἀπαριθμήσει τῶν ὄντων ὁ Παῦλος
ἀπεσιώπησεν, οὔτε τὸ γενέσθαι οὔτε τὸ ὑποτετάχθαι διὰ τῶν
ἑαυτοῦ λόγων ἡμῖν ἐνδειξάμενος» (ἐδῶ ὁ Οἰκουμένιος
ἐπεκτείνει καί διευκρινίζει τή διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης ἐπάνω στό θέμα τῆς διάκρισης οὐσίας καί ἐνεργειῶν
τοῦ Θεοῦ). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 317 : 31–318
: 3 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Β΄, PG 45 :
516 (ἀντιγραφή).
296
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 348 : 9-13 · πρβλ Γρηγορίου
Νύσσης, Πρὸς Ἱέριον, περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀφαρπαζομένων
νηπίων, PG 46 : 189.
139

εἰδικά ὅταν πρόκειται γιά τριαδολογικά ζητήματα–,


ἀλλοῦ ἀντιγράφει μέ δικές του εἰσαγωγικές φράσεις
καί καταλήξεις, ἐνῶ ἄλλοτε ἀντιγράφει μέ λεκτικές
καί συντακτικές διορθώσεις. Τό σύνολο τῶν
ἀποσπασμάτων ἀριθμεῖται σέ δεκαεννέα. Εἰδικότερα
ἔχουμε :
– πέντε τεμάχια ἀπό τούς Κατά Εὐνομίου λόγους του297
– δύο τεμάχια ἀπό τό δογματικό ἔργο «Περὶ Θεότητος
Υἱοῦ καὶ Πνεύματος»298
– δύο τεμάχια, στά ὁποῖα συνδυάζεται ἡ ἑρμηνεία τῶν
δύο προαναφερθέντων ἔργων τοῦ Νύσσης299
– δύο ἀπό τούς Κατά Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικούς300

297
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 324 : 32–326 : 32 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Δ΄, PG 45 : 633-637
(συντέμνει τό κείμενο καί κάνει μία μικρή προσθήκη στό
τέλος). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 327 : 9–329 :
28 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος ΙΑ΄, PG 45 :
868-873 (συντέμνει τό κείμενο καί παρεμβαίνει σ' αὐτό
γραμματικά καί συντακτικά). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
VΙΙ, Ἑβρ., 356 : 25–358 : 30 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ
Εὐνομίου Λόγος Η΄, PG 45 : 785-789 (συντέμνει τό κείμενο).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 406 : 26–407 : 5 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Β΄, PG 45 : 503-504
(κάνει περίληψη). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ.,
440 : 22-34 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Στ΄,
PG 45 : 717 (ἀντιγράφει μέ ἐλάχιστες διαφορές).
298
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 301 : 25–302 : 23 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος,
καὶ ἐγκώμιον εἰς τὸν δίκαιον Ἀβραάμ, PG 46 : 560-561
(ἀντιγράφει). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 512 :
12–513 : 12 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περὶ θεότητος Υἱοῦ
καὶ Πνεύματος, καὶ ἐγκώμιον εἰς τὸν δίκαιον Ἀβραάμ, PG 46 :
565-573.
299
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 358 : 31–359 : 20 & 359 :
21–360 : 10 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Α΄,
PG 45 : 389-392 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος περὶ θεότητος
Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, καὶ ἐγκώμιον εἰς τὸν δίκαιον Ἀβραάμ, PG
46 : 560-561 (προβαίνει σέ νοηματική ἀπόδοση).
300
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 324 : 16-31 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45 :
140

– δύο ἀπό τό «Περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ


ὑποστάσεως»301
– ἕνα ἀπό τό «Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς
θεούς»302
– ἕνα ἀπό τό ἀπολεσθέν «Εἰς τὸν Ἀβραάμ» σύγγραμμα,
πού ἀποτελεῖ καί τό μοναδικό διασωθέν ἀπόσπασμα
ἀπό αὐτό τό ἔργο τοῦ Νύσσης303
– ἕνα ἀπό τό ἔργο «Εἰς τὸν βίον Μωσέως»304
– ἕνα ἀπό τό ἑρμηνευτικό ἔργο «Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς
τῶν Ψαλμῶν»305
– ἕνα ἀπό τό δογματικό σύγγραμμα «Πρὸς Σιμπλίκιον
περὶ πίστεως»306

1177-1180 (κάνει περίληψη) (βλ. Παράρτημα Γ΄ Κεφαλαίου,


Χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, σελ. 168-170). Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 350 : 21–351 : 3 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45 :
1160-1161.
301
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 363 : 24–365 : 19 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιστολὴ Περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ
ὑποστάσεως, PG 32 : 325-328 (ἀντιγράφει). Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 365 : 30–368 : 17 · πρβλ Γρηγορίου Νύσσης,
Ἐπιστολὴ Περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, PG 32 : 328-332
(ἀντιγράφει).
302
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 347 : 13-21 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Ἀβλάβιον περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν
τρεῖς θεούς, PG 45 : 124-129 (ἀποδίδει νοηματικά).
303
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 305 : 28-34.
304
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 475 : 22–476 : 23 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως, ἢ περὶ τῆς κατ'
ἀρετὴν τελειότητος, PG 44 : 324 · ἐπίσης πρβλ Γρηγορίου
Νύσσης, Θεωρία εἰς τὸν τοῦ Μωυσέως βίον, PG 44 : 328
(νοηματική εἰσαγωγή καί ἐπεξεργασία ἀπό τόν Οἰκουμένιο),
417 (ἀντιγραφή).
305
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 446 : 7-19 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, PG 44 : 528.
306
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 355 : 30–356 : 24 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Σιμπλίκιον περὶ πίστεως, PG 45 : 140
(προηγεῖται εἰσαγωγή ἀπό τόν συντάκτη, ἀκολουθεῖ ἀντιγραφή
τοῦ χωρίου ἀπό τόν Γρηγόριο, καταλήγει μέ ἐπίλογο τοῦ
συντάκτη).
141

– ἕνα ἀπό τόν Κατηχητικό λόγο του307


– ἕνα ἀπό τό Περί τῶν νηπίων σύγγραμμα308.
Ἡ ἄνεση μέ τήν ὁποία ὁ Οἰκουμένιος χειρίζεται
τό κείμενο, καθώς καί οἱ εὔστοχες παρεμβάσεις του
μαρτυροῦν ἕνα μελετητή πού μέ ἀγάπη καί σεβασμό
μεταφέρει στήν ἐποχή του τή διδασκαλία τοῦ
Γρηγορίου Νύσσης, ἀφοῦ προηγουμένως τήν ἔχει
μελετήσει βαθειά καί ἔχει ἐντρυφήσει σ' αὐτήν.

16. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-389 μ.Χ.).


Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χρησιμοποιεῖται κατά
ἐκπληκτικό τρόπο μέσα στά Ὑπομνήματα τοῦ
Οἰκουμενίου. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον οἱ θεολογικές
σκέψεις τοῦ Γρηγορίου ἐμπλέκονται μέ τήν ἑρμηνεία
ὑποδηλώνει τήν ἀμεσότητα τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ
Οἰκουμενίου, ἀλλά καί τῶν μεταγενέστερων συντακτῶν
- ἐπεξεργαστῶν μέ τό πνευματικό ὑπόβαθρο τοῦ
μεγάλου Θεολόγου, καθώς καί τήν ἀφομοιωτική τους
δύναμη. Εἰδικά ὁ Οἰκουμένιος, ὅπως δείχνουν καί τά
ἀποσπάσματα πού τοῦ ἀνήκουν, ἔχει μελετήσει σέ
βάθος τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Γρηγορίου καί ἔχει
πραγματικά ἐντρυφήσει στούς λόγους καί τίς
ἐπιστολές του. Αὐτή ἡ κατάληξη ἐρείδεται στήν
παρατήρηση ὅτι οἱ παραπομπές στά συγγράμματα τοῦ
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι πολύ περισσότερες ἀπό
τά ἀνεξάρτητα ἀποσπάσματα πού συναντᾶμε.

307
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 460 : 18–462 : 20 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός, PG 45 : 13-16
(ἀντιγράφει μέ ἐλάχιστες διαφορές).
308
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 494 : 34–495 : 10 · πρβλ
Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Ἱέριον, περὶ τῶν πρὸ ὥρας
ἀφαρπαζομένων νηπίων, PG 46 : 180 (ἀποδίδει νοηματικά).
142

Στό Ὑπόμνημα τῶν Παυλείων ἐπιστολῶν στήν


ἔκδοση τοῦ Migne ὑπογραμμίζουμε ὅτι στήν ἀρχή τοῦ
Ὑπομνήματος τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ὁ Οἰκουμένιος
ἐπεξεργάζεται τίς σκέψεις τοῦ Γρηγορίου.
Ἀναφέρεται στήν κάθαρση τοῦ νοός καί στή μίμηση τοῦ
Χριστοῦ πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν πραγματική γνώση τοῦ
Θεοῦ, τή θεωρία, ἡ ὁποία εἶναι μία κατάσταση
ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία309. Στό
συγκεκριμένο ἀπόσπασμα μαρτυρεῖται ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος ἔχει χρησιμοποιήσει :
α) τούς Γ΄ καί Δ΄ «Περὶ Υἱοῦ» Θεολογικούς λόγους,
β) τόν λόγο «Εἰς τὸν Πατέρα σιωπῶντα διὰ τὴν πληγὴν
τῆς χαλάζης»,
γ) τόν «Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα» λόγο,

309
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 668 : «Οἱ μιμήσει τοῦ νοῦ
ἐκείνου τοῦ ἀνθρωπίνου, οὗ ἀνέλαβε Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὸν
ἑαυτῶν νοῦν ἐκκαθάραντες, “Οὗτοι νοῦν Χριστοῦ ἔχουσιν”.
Ἄλλο. Ἢ νοῦν Χριστοῦ τὸν Πατέρα καλεῖ. “Ἔχομεν, φησίν, ἐν
ἑαυτοῖς τὸν τοῦ Χριστοῦ Πατέρα, ὡς τό, Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς
καὶ ἐμπεριπατήσω”. Νοῦν γὰρ τὸν Πατέρα λέγειν ἔθος τοῖς
ἁγίοις, ὡς Γρηγόριος · καὶ Νῷ καὶ Λόγῳ καὶ Πνεύματι τῇ μιᾷ
συμπεφυΐᾳ θεότητι. Καὶ πάλιν · Πρῶτον μὲν ἐννοεῖ τὰς
ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους, καὶ τὸ Ἐννόημα ἔργον ἦν.
Λόγῳ συμπληρούμενον, καὶ Πνεύματι τελειούμενον. “Νοῦν
Χριστοῦ ἔχομεν”. Τουτέστι, τὰ ἐν τῷ νῷ τοῦ Χριστοῦ · Καὶ
ταῦτα ἴσμεν, ἅπερ αὐτὸς βούλεται καὶ ἀπεκάλυψεν» · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τρίτος Περὶ Υἱοῦ, PG
36 : 81-85,96 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος Θεολογικὸς
Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 117-120 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ,
Λόγος ΙΣΤ΄-Εἰς τὸν Πατέρα σιωπῶντα διὰ τὴν πληγὴν τῆς
χαλάζης, PG 35 : 936-937 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος ΛΗ΄-
Εἰς τὰ Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36 : 341-
345 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος Μ΄-Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα,
PG 36 : 361-364,409 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος Κ΄-Περὶ
δόγματος, ἤτοι περὶ θεολογίας καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων, ἢ
κατὰ ἐπισκόπων, PG 35 : 1072-1080 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ,
Λόγος ΜΒ΄-Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν
(ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως λεχθείς), PG 36 : 476-
477.
143

δ) τόν λόγο «Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως


ἐπισκόπων»,
ε) τόν «Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα» λόγο,
στ) τόν Συντακτήριο λόγο «Εἰς τὴν ΡΝ΄ ἐπισκόπων
παρουσίαν».
Τελικά οἱ ἀπόψεις Οἰκουμενίου καί Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου ταυτίζονται : ὅσο καθαίρουν τήν ψυχή
τους, φωτίζονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀποκτοῦν
γνώση Χριστοῦ310.
Συνολικά κατά τήν ἔκδοση τοῦ Migne οἱ
παραπομπές στά συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου ἀριθμοῦνται σέ δεκατρεῖς :
α) Ἑπτά στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους311.
β) Πέντε στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους312.
γ) Δύο στίς Καθολικές ἐπιστολές313.
Ἐκτός αὐτῶν, συναντᾶμε μία ἀναφορά στίς
Πράξεις ἀπό τόν Ε΄ Θεολογικό λόγο τοῦ Γρηγορίου
«Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»314, πού ὁδηγεῖ τόν
ἄνθρωπο στήν «κάθαρση» καί τή «θεωρία». Ἀκόμη καί
σέ αὐτό τό ἀπόσπασμα ὁ Οἰκουμένιος δέν ἀντιγράφει,
ἀλλά διαμορφώνει τό κείμενο τοῦ Γρηγορίου μέ ἕναν
ξεχωριστό τρόπο.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ μεγάλη χρήση τῆς
θεολογίας τοῦ Γρηγορίου στήν ἀνάλυση τῶν ἐννοιῶν
τῆς Α΄ πρός Κορινθίους, τῆς πρός Ρωμαίους καί τῆς
πρός Ἑβραίους. Ἡ μεγάλη χρήση τοῦ Θεολόγου στίς

310
J.A. Cramer, Catenae V, Πράξ., 19 : 16–20 : 3 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Πέμπτος Περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, PG 36 : 168.
311
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 664(2 παραπομπές),668(2
παραπομπές),773,816-817,873.
312
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 285,289,384(2 παραπομπές),425.
313
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 556. Τοῦ αὐτοῦ, Ἰούδα, PG
119 : 724.
314
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 64.
144

προαναφερθεῖσες ἐπιστολές ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὁ


ἀπόστολος Παῦλος ἐπιλύει σέ αὐτές τίς ἐπιστολές
πολλά δογματικά, ἀλλά καί ἠθικοπρακτικά θέματα.
Ἔτσι ὁ Οἰκουμένιος ἀναγκάζεται νά βασίσει τήν
ἐπιχειρηματολογία του σ’ ἕνα μεγάλο δογματικό
δάσκαλο, ὅπως ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, καί ὄχι σ’ ἕναν
ἁπλό ἑρμηνευτή.
Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποίησε σέ μεγάλο ποσοστό
τόν Β΄ Θεολογικό λόγο, ὅπου διατυπώνεται ὅτι τό
Ἅγιο Πνεῦμα βοηθᾶ τό θεολόγο νά διεισδύει στήν
ἀλήθεια καί νά ἐκφράζει τό «ἀπόθετον κάλλος» της,
πού ὁδηγεῖ στή «θεωρία»315. Ἔτσι ἡ θεολογία δέν
εἶναι μία ἐξωτερική ἐπιφανειακή περιγραφή τῆς
ἀλήθειας, ἀλλά ἡ ἐντρύφηση τῆς ἀλήθειας.
Ἀφορμώμενος ἀπό τούς Θεολογικούς λόγους,
ὀνομάζει τό πρῶτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, τόν
Πατέρα, «Νοῦ», χαρακτηρίζει τόν Υἱό «Λόγο», ἐνῶ γιά
τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν κάνει κάποιον ἀντίστοιχο
316
χαρακτηρισμό . Παραταῦτα διακρίνει μέ σαφήνεια τά

315
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 664 : «Ὁ δὲ ἐν ἁγίοις
Γρηγόριος οὕτως · Οὐκ ὡς περιεργαζόμενον, ἀλλ' ὡς ἐντρυφῶν
τῇ θεωρίᾳ» · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς
Δεύτερος Περὶ Θεολογίας, PG 36 : 37 : «Ἀλλ’ ὅλον τὸ εἶναι
περιλαμβάνειν λείπεται προσφιλοσοφεῖν τε καὶ προσεξετάζειν
τῷ γε νοῦν Θεοῦ ἀληθῶς ἔχοντι καὶ τελειωτέρῳ τὴν θεωρίαν.
Ὡς γὰρ οὐκ ἀρκεῖ τὸ σῶμα εἰπεῖν, ἢ τὸ γεγεννῆσθαι, πρὸς τὸ
καὶ τό, περὶ ὃ ταῦτα, παραστῆσαί τε καὶ δηλῶσαι, ἀλλὰ δεῖ
καὶ τὸ ὑποκείμενον τούτοις εἰπεῖν, εἰ μέλλοι τελείως καὶ
ἀποχρώντως τὸ νοούμενον παραστήσεσθαι ............ οὕτως
οὐδὲ ἐκεῖ στήσεται μέχρι τοῦ εἰπεῖν ἃ μὴ ἔστιν ὁ τὴν τοῦ
ὄντως πολυπραγμωνῶν φύσιν ............».
316
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 668 : «Νοῦν γὰρ τὸν Πατέρα
λέγειν ἔθος τοῖς ἁγίοις, ὡς Γρηγόριος · καὶ Νῷ καὶ Λόγῳ καὶ
Πνεύματι τῇ μιᾷ συμπεφυΐᾳ θεότητι» · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Δεύτερος Περὶ Θεολογίας, PG 36 :
33-37 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος
Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 109 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος
Θεολογικὸς Πέμπτος Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 36 : 145.
145

τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Νοῦς - Πατέρας


δημιουργεῖ, ὁ Λόγος - Υἱός συμπληρώνει, καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα ὁλοκληρώνει τήν ὑλική καί πνευματική
δημιουργία317.
Σέ ἄλλα σημεῖα ἀναλύει δύο ἀπό τίς προτυπώσεις
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν «Εἰς τὰ
Ἅγια Φῶτα» λόγο318, δηλώνει ὅτι ἡ διάβαση τῆς
Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἀπό τούς Ἰουδαίους προεικονίζει τό
μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Βλέπει τό ἰουδαϊκό Πάσχα
ὡς τύπο τοῦ χριστιανικοῦ καί τό νερό καί τό μάννα
τῆς ἐρήμου ὡς συμβολισμούς τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Σ’ αὐτές τίς ἀναφορές φαίνονται οἱ ἐπιδράσεις καί
ἀπό ἄλλες ὁμιλίες τοῦ Γρηγορίου καί δή ἀπό :
α) τόν λόγο «Πρὸς τοὺς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ»,
β) τόν Ἀπολογητικό λόγο τῆς εἰς τόν Πόντον Φυγῆς
καί
γ) τόν λόγο «Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα»319.
Ἡ Χριστολογία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
διαπέρασε τόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἑβραίους
ἐπιστολῆς. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά μιμηθοῦν τόν
Χριστό γιά νά γευθοῦν τή χαρά τῆς ἔνδοξης θεότητάς
του. Ὁ Χριστός εἶναι τό πρότυπο τῆς ὑπομονῆς.
Ἀγάπησε τόσο πολύ τόν ἄνθρωπο, ὥστε «οὐ μόνον

317
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 668-669 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Ἅπαντα, PG 35-37.
318
Oἰκουμενίου , Α΄ Κορ., PG 118 : 773 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄-Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια
τοῦ Σωτήρος, PG 36 : 353.
319
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 384-385 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος ΙΖ΄-Πρὸς τοὺς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ
ἀγωνιῶντας, καὶ τὸν ἄρχοντα ὀργιζόμενον, PG 35 : 965-968 ·
πρβλ ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος ΜΕ΄-Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα,
PG 36 : 637 · ἐπίσης πρβλ Toῦ αὐτοῦ, Λόγος Β΄-Ἀπολογητικὸς
τῆς εἰς Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθης ἐπανόδου ἐκεῖθεν,
μετὰ τὴν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς
ἱερωσύνης ἐπάγγελμα, PG 35 : 432-433.
146

ἑαυτὸν ἐκένωσεν ἄχρι τῆς δούλου μορφῆς, ἀλλὰ καὶ


σταυρὸν ὑπέμεινεν»320. Ὁ Χριστός ὡς πραγματικός Υἱός
τοῦ Πατρός εἶναι Θεός. Ὁ Πατέρας θεωρεῖ ἐχθρούς του
τούς ἐχθρούς τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁμότιμος καί
ὄχι κατώτερος καί στόν ὁποῖο ὑποτάσσονται ὅλα τά
λειτουργικά πνεύματα321.
Κατά τήν ἔκδοση Cramer, στόν ὑπομνηματισμό τῶν
Πράξεων ἐντοπίζουμε μόνο ἕνα «κατὰ λέξιν»
ἀποδιδόμενο ἀπόσπασμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
ἀπό τόν λόγο του «Εἰς τὴν Πεντηκοστήν»322.
Στό Ὑπόμνημα τοῦ Corpus Paulinum, ὁ Cramer
παραθέτει στήν πρός Ρωμαίους ἐννέα τεμάχια ἀπό τό
συγγραφικό ἔργο τοῦ Γρηγορίου. Τό πρῶτο ἀπό αὐτά
ἔχει πηγή καί πάλι τόν «Εἰς τὴν Πεντηκοστήν»
ἀφιερωμένο λόγο323, πράγμα πού δείχνει ὅτι ἡ
συγκέντρωση λημμάτων στά δύο ὑπομνήματα τῶν Πράξεων
καί τῶν Παυλείων ἐπιστολῶν ὀφείλεται στό ἴδιο
πρόσωπο. Ἀπό τά ὑπόλοιπα σημειώνουμε :
– ἕνα «κατ' ἔννοιαν» γραμμένο κομμάτι ἀπό τόν «Περὶ
Φιλοπτωχίας» λόγο324
– ἕνα ἄλλο κομμάτι κι αὐτό διατηρημένο μέ τή
σφραγίδα τοῦ ἐπεξεργαστῆ, πού προέρχεται ἀπό τήν

320
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 425 · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου,
Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 105-109.
321
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 289 · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου,
Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 109.
322
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 19 : 15-34 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄-Εἰς τὴν Πεντηκοστήν, PG 36 :
445.
323
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 309 : 27-34 (ὁ ἀντιγραφέας
παραπέμπει λάνθασμένα) · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄-
Εἰς τὴν Πεντηκοστήν, PG 36 : 440-441.
324
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 304 : 11-13 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ΄-Περὶ Φιλοπτωχίας, PG 35 : 860.
147

ἐπιστολή τοῦ Γρηγορίου πρός κάποιον πρεσβύτερο


Κληδόνιο325
– δύο (ἕνα «κατὰ λέξιν» καί ἕνα «κατ' ἔννοιαν»)
ἀποσπάσματα παρμένα ἀπό τόν πρῶτο Θεολογικό λόγο
Περί Υἱοῦ326
– ἕνα νοηματικά παρατιθέμενο τεμάχιο, τό ὁποῖο
ἀποτελεῖ ἀπόσταγμα κάποιων σκέψεων πού ἐκθέτει ὁ
Γρηγόριος Θεολόγος στούς λόγους του : «Εἰς τὸ
Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδύτητα», «Ἀπολογητικὸς τῆς
εἰς τὸν Πόντον φυγῆς» καί «Α΄ Κατὰ Ἰουλιανοῦ»327
– ἕνα λῆμμα πού ἀποτελεῖ σύνοψη τοῦ ἀφιερωμένου
«Εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα» λόγου του328
– ἕνα καθαρά ἀντιγραμμένο κομμάτι ἀπό τό λόγο «Εἰς
τοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας»329
– καί ἄλλο ἕνα ἀπό τό «Περὶ τῆς ἐν διαλέξει
εὐταξίας καὶ ὅτι οὐ παντὸς ἀνθρώπου οὔτε παντὸς
καιροῦ τὸ περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι», τό ὁποῖο
325
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 218 : 30–219 : 3 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολὴ ρα΄-Πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον
κατὰ Ἀπολιναρίου, PG 37 : 180.
326
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 246 : 28-32 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG
36 : 105 (ἀντιγραφή). Ἐπίσης Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 362 :
32-35 · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος
Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 52.
327
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 284 : 12-22 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Α΄-Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν
βραδύτητα, PG 35 : 397 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Λόγος Β΄-
Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθης
ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετὰ τὴν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν
ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα, PG 35 : 432 · ἐπίσης πρβλ
Τοῦ αὐτοῦ, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως, καὶ κατὰ Ἑλλήνων Στηλι-
τευτικὸς Α΄, PG 35 : 577.
328
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 375 : 25–376 : 3 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄-Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, εἴτουν
Γενέθλια τοῦ Σωτήρος, PG 36 : 356-357.
329
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 429 : 5-13 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος ΛΔ΄-Πρὸς τοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας, PG
36 : 256.
148

ἀποτελεῖ περίληψη ἑνός μεγάλου ἀποσπάσματος τῆς


συγκεκριμένης ὁμιλίας330.
Πρέπει νά προσέξουμε ὅτι τό προερχόμενο ἀπό
τόν λόγο εἰς τήν Πεντηκοστήν ἀπάνθισμα ἔχει
ἀποδοθεῖ μέ ἄνεση καί εὐστοχία ἀπό τόν πρῶτο
συντάκτη. Τό λάθος πού ὑπάρχει στήν ἐργασία τοῦ
Cramer ὅτι τό συγκεκριμένο τμῆμα προέρχεται ἀπό τόν
«Περί ἡττημένου» λόγο, ὀφείλεται σέ λάθος κάποιου
ἀντιγραφέα.
Στήν Α΄ πρός Κορινθίους, τό ἕνα προερχόμενο
ἀπό τόν δεύτερο Περί Υἱοῦ Λόγο τοῦ Γρηγορίου λῆμμα,
ἀποδίδει «κατ' ἔννοιαν» τά λόγια τοῦ Γρηγορίου,
χωρίς νά παραποιεῖ τό νόημα331.

330
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 440 : 7-9 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος ΛΒ΄-Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, καὶ
ὅτι οὐ παντὸς ἀνθρώπου, οὔτε παντὸς καιροῦ τὸ περὶ Θεοῦ
διαλέγεσθαι, PG 36 : 185.
331
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 302 : 6-17 : «Οὐ τέλος
ἐπιτιθεὶς τῇ βασιλείᾳ εἶπεν τὸ “ἄχρις” ἀλλὰ ἀξιόπιστον
ποιῶν τὸ εἰρημένον καὶ θαρρεῖν παρασκευάζων · ὡσανεὶ ἔλεγεν,
μὴ ἐπειδὴ ἤκουσας, ὦ οὗτος, ὅτι καταργήσει πᾶσαν ἄρχὴν καὶ
ἐξουσίαν καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον, φοβηθῆς, ὡς ἀτονοῦντος
αὐτοῦ · ἕως γὰρ ἂν πάντα ποιήσῃ βασιλεύει · οὐ τοῦτο λέγων
ὅτι μετὰ τὸ ποιῆσαι, οὐ βασιλεύει · ἀλλ' ἐκεῖνο δεικνὺς ὅτι
κἂν μὴ νῦν γένηται, πάντος ἔσται · κρατεῖ γὰρ αὐτοῦ ἡ
βασιλεία καὶ οὐκ ἀτονεῖ, ἄχρι πάντα κατορθώσει · ἡ δὲ
κρατοῦσα ἄχρι οὗ κατορθωθῇ πάντα. πολλῷ μᾶλλον μετὰ τὸ
κατορθωθῆναι κρατήσει “καὶ τῆς βασιλείας γὰρ αὐτοῦ” φησὶν
“οὐκ ἔσται τέλος”» · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος
Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 108 : «Δεύτερον δὲ τί
τῶν μεγίστων αὐτοῖς καὶ ἀμάχων ; “δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν
ἄχρι” τοῦδε καὶ ὑπ' οὐρανοῦ δεχθῆναι “ἄχρι χρόνων
ἀποκαταστάσεως” καὶ τὴν ἐκ δεξιῶν καθέδραν ἔχειν, ἕως τῆς
τῶν ἐχθρῶν ἐπικρατήσεως. Τὸ μετὰ τοῦτο δὲ τί ; λῆξαι τῆς
βασιλείας ἢ τῶν οὐρανῶν ἀποσθῆναι ; τίνος παύσοντος ; ἢ δι'
ἥν τινα τήν αἰτίαν ; Ὡς τολμηρὸς ἐξηγητὴς σὺ καὶ λίαν
ἀβασίλευτος · καὶ μὴν ἀκούεις τῆς βασιλείας αὐτοῦ μὴ εἶναι
πέρας. Ἁλλὰ τοῦτο πάσχεις παρὰ τὸ μὴ γινώσκειν, ὅτι τὸ
“ἕως” οὐ πάντως ἀντιδιαιρεῖται τῷ μέλλοντι, ἀλλὰ τὸ μέχρι
τοῦδε μὲν τίθησι, τὸ μετὰ τοῦτο δὲ οὐκ ἀναίνεται. Ἢ πῶς
149

Ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ἴδιο λόγο παρατίθεται


«κατὰ λέξιν» στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Κολοσσαεῖς
ἐπιστολῆς332.
Ἀξίζει ν' ἀναφερθοῦμε στό ἕνα καί μοναδικό
ἀπάνθισμα στήν πρός Ἐφεσίους333 γιά τό ὁποῖο
ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος ὅτι τό πῆρε ἀπό τό
προαναφερθέν ἔργο καί προσπάθησε νά μεταφέρει τή
σκέψη τοῦ Γρηγορίου, προσθέτοντας ὅμως καί τή δική
του μονοφυσιτίζουσα φράση : «ἵνα ἐκ θεότητος ἐν μιᾷ
φύσει δόξῃ τὸν Ἐμμανουήλ». Εἶναι σπουδαία ἡ
μαρτυρία τοῦ Οἰκουμενίου ὅτι ὁ ἴδιος διάβασε τόν

νοήσεις, ἵνα μὴ τἄλλα λέγω, τό, “Ἔσομαι μεθ' ὑμῶν ἕως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος”; Ἆρ' ὡς μετὰ τοῦτο οὐκ ἔτι ἐσομένου ;
Καὶ τίς ὁ λόγος ; Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ παρὰ τὸ μὴ διαιρεῖν
τὰ σημαινόμενα. Βασιλεύειν γὰρ λέγεται καθ' ἓν μέν, ὡς
παντοκράτωρ, καὶ θελόντων καὶ μὴ βασιλεύς · καθ' ἓν μέν, ὡς
ἐνεργῶν τὴν ὑποταγὴν καὶ ὑπὸ τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν τιθεὶς
ἡμᾶς, ἑκόντας δεχομένους τὸ βασιλεύσθαι. Τῆς μὲν οὖν
ἐκείνων νοουμένης βασιλείας οὐκ ἔσται πέρας. Τῆς δευτέρας
δὲ τί ; Τὸ λαβεῖν ἡμᾶς ὑπὸ χεῖρα καὶ σωζομένους. Τί γὰρ δὴ
τὴν ὑποταγὴν ἐνεργεῖν ὑποτεταγμένων ; Μεθ' ἣν ἀνίσταται
κρίνων τὴν γῆν καὶ διαιρῶν τὸ σωζόμενον καὶ τὸ ἀπολλυμένον ·
μεθ' ἣν ἵσταται Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν καὶ σωζομένων, διακρίνων
καὶ διαστέλλων, τίνος ἕκαστος τιμῆς καὶ μονῆς ἄξιος».
332
J.A. Cramer, Catenae VΙ, Κολ., 305 : 13-21 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG
36 : 129.
333
J.A. Cramer, Catenae VΙ, Ἐφεσ., 411 : 21-24 :
«[ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ] Ὁ ἐν ἁγίοις Γρηγόριος ἐν τῷ περὶ Υἱοῦ λόγῳ,
ὡς νομίζω τὰ δύο εἰς τὸν Χριστὸν ἐδέξατο πατέρα μὲν τοῦ
λόγου θεὸν δὲ τοῦ προσλήμματος · ἵνα ἐκ θεότητος ἐν μιᾷ
φύσει δόξῃ τὸν Ἐμμανουήλ» · πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος
Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 132 : «Ταῦτα μὲν οὖν
ἔτι κοινὰ τοῦ τε ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ τοῦ δι' ἡμᾶς. Ἃ δὲ ἰδίως
ἡμέτερα καὶ τῆς ἐντεῦθεν προσλήψεως · Ἄνθρωπος μέν, οὐχ ἵνα
χωρηθῇ μόνον διὰ σώματος σώμασιν, ἄλλως οὐ ἂν χωρηθεὶς διὰ
τὸ τῆς φύσεως ἄληπτον · ἀλλ' ἵνα καὶ ἁγιάσῃ δι' ἑαυτοῦ τὸν
ἄνθρωπον ............ πάντα ὑπὲρ πάντων γενόμενος, ὅσα
ἡμεῖς, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, σῶμα, ψυχή, νοῦς, δι' ὅσων ὁ
θάνατος · τὸ κοινὸν ἐκ τούτων, ἄνθρωπος Θεὸς ὁρώμενος, διὰ
τὸ νοούμενον».
150

Θεολογικό Περί Υἱοῦ λόγο καί ὅτι ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος


δείχνει πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρός πού
προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη ἰδιότητα γιά νά τήν σώσει.
Κατά τόν Οἰκουμένιο ὅμως παρέμεινε Θεός στή φύση, ἡ
ὁποία παρέλαβε καί ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη.
Στήν πρός Ἑβραίους ὁ Cramer καταγράφει ἕξι
ἀπανθίσματα πού ἀνήκουν στόν Γρηγόριο. Δέν
μπορέσαμε νά ἐντοπίσουμε τήν προέλευση τῶν δύο ἀπό
αὐτά, ὅμως ἡ ὁρολογία τους προδίδει ἐπίδραση τῆς
χριστολογίας τῶν Θεολογικῶν Λόγων τοῦ Γρηγορίου334.
Ἀπό τά ὑπόλοιπα :
– ἕνα προέρχεται ἀπό τόν Ἀπολογητικό λόγο τοῦ
Γρηγορίου335, πού γράφτηκε ὅταν ἐπέστρεψε καί
χειροτονήθηκε ἱερέας
– ἕνα προέρχεται ἀπό τόν Θεολογικό του λόγο Περί
Θεολογίας336
– καί τά δύο προέρχονται ἀπό τόν δεύτερο Περί Υἱοῦ
λόγο του337. (Τό πρῶτο ἀπό αὐτά θεωρεῖται ἀπό τόν
Cramer ὅτι προέρχεται ἀπό κάποια πιθανόν χαμένη,
πάντως μή ὀνοματιζόμενη στή Σειρά, ἐπιστολή τοῦ
Γρηγορίου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά
περίληψη χωρίου ἀπό τόν Περί Υἱοῦ).

334
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 377 : 14-26 & 582 : 14-19.
335
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 489 : 27–490 : 6 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β΄-Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον
φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθης ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετὰ τὴν τοῦ
πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης
ἐπάγγελμα, PG 35 : 453.
336
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 327 : 3-8 · πρβλ Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Δεύτερος Περὶ Θεολογίας, PG 36 :
72.
337
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 336 : 24–337 : 32 · πρβλ
Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG
36 : 132. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 350 : 12-20 ·
πρβλ Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ
Υἱοῦ, PG 36 : 129.
151

Ἡ ἔκδοση τοῦ Cramer συμμαρτυρεῖ τήν πολύ καλή


καί λεπτομερῆ γνώση ὅλου τοῦ ἔργου τοῦ Γρηγορίου
Θεολόγου καί εἰδικά τῶν Θεολογικῶν του. Ἀποδεικνύει
τήν περίφημη Χριστολογία του καί ἐκφράζει τόν
ἀπέραντο σεβασμό του στόν Μεγάλο Πατέρα.
Πολλές παραπομπές στόν Γρηγόριο γενικά ἤ
εἰδικότερα στά ἔργα του περιέχονται σέ ἀποσπάσματα
πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου, κάτι πού
διαφαίνεται κυρίως στήν ἔκδοση τοῦ Migne. Τό
γεγονός δέ μᾶς ἐκπλήσσει, διότι ὁ Γρηγόριος
ἀνέπτυξε στά πονήματά του σπουδαῖες θεολογικές
θέσεις. Ἡ ἀφομοιωτική δύναμη τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι
τόσο ἰσχυρή, ὥστε νά ὑπερβαίνει τήν ἀντιγραφή καί
τή μίμηση καταχωρώντας στό ἔργο του τή σπουδαία
διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου.

17. Ἀπολινάριος Λαοδικείας (†381 μ.Χ.).


Στίς Σειρές τοῦ Οἰκουμενίου καί ἰδίως στόν
ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους, διασώζονται κάποια
ἐξηγητικά ἀποσπάσματα σημαντικῆς ἀξίας τοῦ
αἱρεσιάρχη Ἀπολιναρίου. Ὁρισμένα ἀπό τά τεμάχια
αὐτά ἀποτελοῦν ἐνδείξεις τῆς ἀποκλίνουσας
διδασκαλίας καί τῶν κακόδοξων πεποιθήσεών του.
Κάποια ἄλλα ἀπό αὐτά εἶναι ἐκτενῆ καί ἔχουν ὄχι
μόνο ἑρμηνευτική, ἀλλά καί λογοτεχνική ἀξία λόγῳ
τῆς πρωτοτυπίας, τῆς ὄμορφης γλώσσας καί τοῦ
γλαφυροῦ ὕφους τοῦ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος δέν ὑπακούει
ἁπόλυτα οὔτε στήν ἀλληγορία τῆς Ἀλεξανδρινῆς
Σχολῆς, οὔτε στήν αὐστηρή ἱστορικογραμματική μέθοδο
τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς338.
Εἰδικότερα :
338
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 525.
152

1. Στή Σειρά τῶν Πράξεων βρίσκουμε ἕνα ἀπόσπασμα μέ


πληροφορίες γιά τήν αὐτοκτονία τοῦ Ἰούδα339.
2. Στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους, στήν Σειρά
τοῦ Corpus Paulinum, ἐντοπίζουμε εἴκοσι ἑπτά κυρίως
ἐκτενῆ, δογματικά καί ἠθικοῦ περιεχομένου σχόλια
τοῦ Ἀπολιναρίου340.
3. Στίς Καθολικές Ἐπιστολές συναντᾶμε τρία σχόλια –
δύο στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου καί ἕνα στήν ἑρμηνεία
τῆς Α΄ Πέτρου– βραχύτατα, σωτηριολογικῆς ὑφῆς341.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ προσποιούμενος τόν ὑπέρμαχο
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ) Ἀπολινάριος
ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν
προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο
τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί ψυχή, ἀποσιωπώντας καί
οὐσιαστικά μή ἀναγνωρίζοντας τόν ὅρο
«ἐνανθρώπησις»342 καί γράφει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ
δέν ἦταν ἀνθρώπινος. Ὁ Ἀπολινάριος προσπαθώντας νά
ἐξηγήσει τή μίξη τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου
στοιχείου, προβάλλει ἕνα καί μοναδικό Υἱό, πού
εἶναι «φύσει» Θεός, «ἔνσαρκος», καί ὁμολογεῖ ὅτι ὁ
Χριστός ἔχει «μία φύσιν σεσαρκωμένην»343. Ὁ Λόγος
δέν λαμβάνει «ὁλόκληρη» τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά

339
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 57-60 & J.A. Cramer, Catenae
ΙΙΙ, Πράξ., 12 : 9–13 : 8.
340
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 5 : 20-25 & 6 : 3-8,20-25 &
7 : 1-7,9-14 & 7 : 30–8 : 4 & 8 : 6-10,12-18,19-20,21-27,28-35 &
9 : 4-11,13-16,21-24 & 9 : 32–10 : 17 κ.ο.κ.
341
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰακώβου, 10 : 11-13,18-23. Τοῦ
αὐτοῦ, Catenae VΙΙΙ, Α΄ Πέτρου, 46 : 23-24.
342
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 531.
343
Ἀθανασίου, Πρὸς Ἰοβιανὸν περὶ πίστεως, PG 26 : 813. Τοῦ
αὐτοῦ, Περὶ σαρκώσεως τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Κατὰ
Ἀπολιναρίου, Λόγος Πρῶτος, PG 26 : 1093-1131. Πρβλ Στυλ.
Παπαδόπουλου Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 533. Ἐπίσης
πρβλ Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 530-531.
153

ἕνα μέρος της καί ἄρα ἀφήνει ἀναπάντητο τό πρόβλημα


τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ344.
Στήν ἀρχή τῆς ἑρμηνείας τῆς πρός Ρωμαίους ἔχει
καταγραφεῖ ἡ ἄποψή του, ὅτι ὁ Λόγος «γενόμενος
τοίνυν κατὰ σάρκα ἐν ὁμοιώματι τῆς ἡμετέρας
γενέσεως υἱὸς ἀνθρώπου, κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ κατὰ τὴν
δύναμιν, Υἱός, ἀναδείκνυται Θεοῦ ἐν τῇ δευτέρᾳ
γενέσει τῇ ἐκ νεκρῶν, πρὸς τὸ καὶ ἡμᾶς ὁμοιουμένους
αὐτῷ υἱοὺς γενέσθαι Θεοῦ · τὴν υἱοθεσίαν
κομισαμένους ἐν τῇ ἀπολυτρώσει τοῦ σώματος»345.
Ὁλοφάνερα γίνεται ἀναφορά στήν κατά σάρκα γέννηση
τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος μετά τήν Ἀνάσταση ἀναδεικνύται
Υἱός Θεοῦ, καί λυτρώνει τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ἀφήνεται
ἀναπάντητη ἡ ἐρώτηση γιά τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπινου
νοῦ.
Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο κάνει ἀναφορά στή σχέση
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί ὑπερτονίζεται ἡ
κοινωνία τῶν δύο ὡς πρός τή φύση, τήν ὁποία
346
ἀποκαλεῖ «ἀληθῆ υἱότητα» . Φαίνεται καθαρά ἡ
σύγχυση πού ἐπικρατεῖ στό μυαλό τοῦ Ἀπολιναρίου
ἀνάμεσα στούς ὅρους «φύσις» καί «πρόσωπο».
Κάπου ἀλλοῦ τονίζεται ἡ συνάφεια τοῦ Υἱοῦ πρός
τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί ἡ σχέση του μέ τούς
ἀνθρώπους κατά τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Υἱός «προσάγει τῷ
Θεῷ» στούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν διευκρινίζεται ἄν ὁ
Υἱός ἔλαβε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ἤ ἕνα μέρος της347.

344
Στυλ. Παπαδόπουλου Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 533.
345
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 6 : 3-8.
346
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 10 : 23-24.
347
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 35 : 27–36 : 1 : «Ἀχώριστος
τοῦ Πατρὸς Υἱός, προσαγόμενος ἡμᾶς πρὸς ἑαυτόν, καὶ τῇ
πίστει τὴν ἁγιάζουσαν χάριν ἐπινείμας, αἴτιος γέγονε τοῦ
προσαχθῆναι Θεῷ, συναφείας αἴτιος τοῖς διεστῶσι καταστὰς
διὰ τῆς αὐτοῦ μεσιτείας. πρὸς μὲν τὸν Πατέρα τῇ θεότητι
συνημμένος · πρὸς δὲ ἡμᾶς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα συναφθείς.
154

Πιό κάτω παρατηροῦμε ὅτι ὁ Υἱός λύνει τά σαρκικά


δεσμά καί μᾶς ἐλευθερώνει. Δέν ἀναφέρει πουθενά ὅτι
ὁ Χριστός εἶναι πλήρης καί τέλειος Θεός καί πλήρης
καί τέλειος ἄνθρωπος. Μέ τή διδασκαλία αὐτή
ὁδηγεῖται σέ κάποιας μορφῆς μονοφυσιτισμό.
Τά σχόλια τοῦ Ἀπολιναρίου πού διασώζει ὁ
Οἰκουμένιος στήν πρός Ρωμαίους εἶναι σαφῶς
ἀξιολογότερα καί ἐκτενέστερα ἀπό τά ἐλάχιστα καί
βραχέα σχόλια πού βρίσκονται στίς Καθολικές
Ἐπιστολές. Διασώζουν κάποιες ἀντιπροσωπευτικές
ἀπόψεις τοῦ αἱρεσιάρχη, ἀλλά καί μεστές σέ ἀξία καί
περιεχόμενο εὔστοχες ἑρμηνεῖες.

18. Διόδωρος Ταρσοῦ (†394 μ.Χ.).


Ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ ὑπῆρξε ὁ θεμελιωτής τῆς
ἀντιοχειανῆς ἑρμηνευτικῆς μεθόδου, ἱδρυτής τῆς
ἀδελφότητας τοῦ Ἀσκητηρίου καί ὁ δάσκαλος τῶν
Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί Θεοδώρου Μοψουεστίας348.
Ἀσχολήθηκε μέ τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
καί ἀγωνίστηκε κατά τῶν ἀρειανοφρόνων. Πίστευε ὅτι
ἡ ὀρθή διδασκαλία στηρίζεται στήν ἀκριβή ἑρμηνεία
τῆς Βίβλου. Ὁρίστηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Β΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία καί συμμετέσχε,
ἐπειδή δέν εἶχαν ἀναγνωσθεῖ ἀκόμη οἱ κακοδοξίες του
ἐπάνω στό χριστολογικό ζήτημα349. Μετά τήν Γ΄
Οἰκουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.), τόσο οἱ Ἀρειανοί,
ὅσο καί οἱ ὀρθόδοξοι, κατέστρεψαν τό μεγαλύτερο
μέρος τῶν γραπτῶν του, ἐνῶ ἐλάχιστα ἀποσπάσματα

ὥστε ὅσους κατὰ τὸ ἀνθρώπινον προσάγεται, τούτους κατὰ τὸ


θεῖον προσάγει Θεῷ».
348
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 557-
558. Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 399.
155

σώζονται τόσο στήν ἑλληνική, ὅσο καί στήν


συριακή350.
Ὁ Διόδωρος δέν πίστευε στήν πλήρη, ἀσύγχυτη,
ἄτρεπτη καί ἀδιαίρετη ἕνωση τῆς θείας καί τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως. Θεωροῦσε ὅτι ἡ τέλεια ἕνωση τῶν
δύο φύσεων σήμαινε τήν τροπή, τή μεταβολή, τήν
ὑποβάθμιση τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου. Γιά νά
διατηρήσει τήν ἀκεραιότητα τῶν δύο φύσεων,
λειτούργησε σέ βάρος τῆς ἑνώσεως ὑποστηρίζοντας τήν
ὕπαρξη δύο υἱῶν : τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ - Λόγου καί τοῦ
ἀνθρώπου - υἱοῦ τῆς Μαρίας. Ὁ Υἱός - Λόγος
παραμένει ἄτρεπτος κατά τήν ἐνοίκηση, ἐνῶ ὁ Υἱός
τῆς Μαρίας μεταβάλλεται. Ὁ Υἱός - Λόγος εἶναι
«φύσει» Υἱός, ἐνῶ ὁ υἱός τῆς Μαρίας γίνεται υἱός
«χάριτι»351.
Ὁ κύριος ἀντίπαλος τοῦ Διοδώρου, ὁ
Ἀπολινάριος, ἔγραψε δύο ἀντιρρητικά ἔργα κατά τῆς
διδασκαλίας τοῦ Διοδώρου ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Υἱός
Λόγος εἶναι ὁ μόνος «φύσει» Θεός, ὁ ὁποῖος
352
προσέλαβε ἀνθρώπινη σάρκα .
Ἐπειδή ἡ θεολογική διαμαχή τῶν Διοδώρου καί
Ἀπολιναρίου διατυπώθηκε γραπτά μετά τό 381, ὁ
Διόδωρος ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στή συνείδηση τῆς
Ἐκκλησίας μέχρι τό τέλος τοῦ Δ΄ αἰώνα.
Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ φιλική καί ἐγκωμιαστική

349
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 399.
350
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 400.
351
Διοδώρου Ταρσοῦ, Κατὰ Συνουσιαστῶν, PG 34 : 1560Α-1561Α.
Πρβλ Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ.
559. Ἐπίσης πρβλ Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 405.
352
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ.
533,561.
156

στάση τοῦ Χρυσοστόμου ἀπέναντι στόν παλαιότερο


διδάσκαλό του353.
Ὡς ἑρμηνευτής ὁ Διόδωρος ἀρνεῖτο τήν
ἀλληγορική μέθοδο καί ἀκολουθοῦσε τήν «ὑπόθεσιν»,
δηλαδή τήν ἱστορικογραμματική ἔρευνα –μελέτη τοῦ
ἱστορικοῦ πλαισίου, τῶν ἀφορμῶν συγγραφῆς τοῦ
βιβλικοῦ κειμένου καί τή λεπτομερῆ φιλολογική του
ἀνάλυση– μέ σκοπό νά φτάσει στή «θεωρίαν», δηλαδή
στό βάθος, στήν οὐσία τοῦ κειμένου. Ἡ ὑποστήριξη
τῆς ἱστορικοφιλολογικῆς μεθόδου τόν καθιστᾶ
διστακτικό καί στή χρήση τῶν τύπων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης354.
Οἱ συγχρονοί μας πατρολόγοι καταλήγουν στό
συμπέρασμα ὅτι ὁ Διόδωρος πρέπει νά εἶχε συντάξει
ἑρμηνεῖες σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης355.
Στή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου βρίσκουμε ἀποσπάσματα τῆς
ἑρμηνείας τοῦ Διοδώρου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή.
Τά ἀποσπάσματα αὐτά ἀριθμοῦνται σέ τριάντα ἕξι356.
Ἀναπτύσσουν μιά σωτηριολογία, ἀναλύοντας λεπτομερῶς
τούς ὅρους «ἁμαρτία» καί «νόμος»357. Ἔχουν
κατηχητικό σκοπό ἐκθειάζοντας τή Θεία Χάρη, ἡ ὁποία
σώζει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς ἁμαρτητικές ροπές πού

353
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 561-
562.
354
Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1992, σελ. 558.
355
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 402-403.
356
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 48 : 12-30 & 49 : 29–50 : 6 &
52 : 9-19 & 55 : 5-15 & 57 : 32–58 : 6 & 61 : 20-23 & 65 : 3-18 &
66 : 32–67 : 5 & 72 : 12-14,23-26 & 74 : 18-24 & 76 : 28–77 : 4 &
81 : 3-9 & 87 : 23–88 : 4 & 93 : 27–94 : 5 & 98 : 30–99 : 2 & 100 :
20-25 & 105 : 1-8 & 108 : 4–113 : 26 & 114 : 16-21 & 115 : 29–116
: 5 & 117 : 16-19 & 119 : 4-13 & 120 : 17-19 & 123 : 32–124 : 26 &
128 : 19-26 & 130 : 19-26 & 132 : 2-20 & 135 : 7–135 : 29 & 140 :
6-32 & 142 : 20-25,26-27 & 162 : 17-32 & 372 : 10-12 & 403 : 34–
404 : 9 & 424 : 10-13.
357
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 48 : 13-30 & 52 : 9-19 & 55
: 5-15 & 57 : 32–58 : 6 κ.ο.κ.
157

ἐπηρεάζουν τήν ἀνθρώπινη θέληση358. Οἱ ἀπόψεις γιά


τήν ἐνανθρώπηση καί γιά τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἶναι καθαρές ἀπό κάθε αἱρετικό στοιχεῖο.
Τονίζονται ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός
τόν ἀνυπάκουο καί ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο
προσφέρει τή δυνατότητα τῆς λυτρώσεως359.
Τά ἀποσπάσματα αὐτά εἶναι κατά τό πλεῖστον
μεγάλα καί πλήρη νοηματικά μέ ἐποικοδομητικό
περιεχόμενο. Ἕνα ἀπό αὐτά ἔχει πάρα πολύ μεγάλη
ἔκταση, δυσανάλογη πρός ὅλα τά ἄλλα. Ὅλα σώζονται
χάρη στή δουλειά τοῦ Οἰκουμενίου, παρά τίς
ἀντίθετες ἀπόψεις του πρός τόν Διόδωρο Ταρσοῦ.
Παρατηροῦμε ὅτι ἐπιμελῶς ἀπό ὅλο τό ὑπόμνημα τοῦ
Διοδώρου στήν πρός Ρωμαίους, ὁ Οἰκουμένιος ἐπέλεξε
τά πιό ἐποικοδομητικά καί ὀρθόδοξα ἑρμηνευτικά
ἀπανθίσματα. Κατ' αὐτό τόν τρόπο συμβάλλει καί στήν
ἑρμηνεία καί διασώζει τό περιεχόμενο τῆς
Ἐνανθρωπήσεως.
Τό ἴδιο φαινόμενο θά δοῦμε καί στή χρήση τῶν
ἀποσπασμάτων ἀπό τόν ἀντιπροσωπευτικότερο μαθητή
τοῦ Διοδώρου, τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας.
Ἐπειδή ὁ Διόδωρος εἶναι ὁ εἰσηγητής τῆς
ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου, ἀλλά καί διδάσκαλος
τοῦ Χρυσοστόμου δέν ἀποκλείστηκε τελείως ἀπό τή
σύνταξη τῆς ἑρμηνευτικῆς Σειρᾶς τοῦ Οἰκουμενίου.
Πρέπει ἐπίσης νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Διόδωρος
ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος ἑρμηνευτής πού δέν μποροῦσε νά
ἀγνοηθεῖ.

19. Εὐάγριος Ποντικός (†399 μ.Χ.).

358
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 66 : 32–67 : 5 & 76 : 28–77 :
4.
158

Μία καί μοναδική ἀναφορά στά Σχόλια τῶν


Παροιμιῶν τοῦ Εὐαγρίου συναντᾶμε στό Ὑπόμνημα τῶν
Πράξεων. Ἄν καί μικροῦ βεληνεκοῦς, τό ἀπόσπασμα
αὐτό ἐκφράζει τή γνωστικίζουσα ὠριγενίζουσα
εὐαγριανή Χριστολογία. Ἐξ ἄλλου τό ἑρμηνευόμενο
Πράξ. 10, 11 : «καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον
καὶ καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην
τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιέμενον ἐπί τῆς γῆς» χωρίον
ἐπιδέχεται καί ἀλληγορική ἐξήγηση, ἐφ’ ὅσον
πρόκειται γιά τό ὅραμα τοῦ Πέτρου πού ἀφορᾶ στή
σωτηρία καί τῶν ἐθνικῶν. Φαίνεται ἡ διάκριση τῆς
διδασκαλίας σέ ἐπίπεδα (πρακτική - φυσική -
θεωρητική), ὁ συμβολισμός τοῦ κόσμου καί ὁ
διαχωρισμός του σέ αἰσθητό καί νοερό, καθώς καί ἡ
σωτηριολογική ἀξία τῆς θυσίας τοῦ Ἐσταυρωμένου. «Αἱ
τέσσαρες ἀρχαὶ τὰ τέσσερα στοιχεῖα δηλοῦσι, καὶ τὸ
φανὲν σκεῦος τὸν παχύτερον κόσμον σημαίνει καὶ τὰ
διάφορα ζῶα τῆς τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ καταστάσεως
360
σύμβολα» . Ἀκόμη καί ὁ αἰσθητός κόσμος
κλιμακώνεται σέ ἐπίπεδα παχύτητας καί ἀνάλογα μέ
τήν ἐγγύτητά τους στό ἄϋλο, φθάνει σέ μία κατάσταση
γνώσεως καί σωτηρίας. Ὁ Χριστός, ὁ καθαρός νοῦς,
προσέλαβε ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά βοηθήσει τούς
ἐκπεσόντες νόες διαφόρων βαθμῶν νά ἐπιστρέψουν στήν
ἀρχική τους κατάσταση.
Πλῆρες γνωστικῶν θέσεων τό Εὐαγριανό κείμενο
μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀποκαλυπτικά κείμενα, ὅπως εἶναι οἱ

359
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 65 : 3-18.
360
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 177 : 29-31 · πρβλ P.
Géhin, Évarge le Pontique, Scholies aux Proverbes, No 340
(1987), [SC], σελ. 470, σχόλιο 379 : «Ἡ φανεῖσα σινδὼν ἐπὶ
τοῦ δώματος Πέτρῳ, σύμβολον ἦν τοῦ κόσμου τοῦ αἰσθητοῦ · τὰ
γὰρ ἐν αὐτῇ περιεχόμενα ζῷα τὰ διάφορα ἤθη τῶν ἀνθρώπων
ἐδήλου καθαρισθέντα τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ».
159

ὁράσεις τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ


Ἰωάννου, μέ τήν ὁποία τόσο ἀσχολήθηκε ὁ
Οἰκουμένιος. Νά λοιπόν ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού μᾶς
πείθει ὅτι ὁ ἑρμηνευτής τῶν Πράξεων καί τῆς
Ἀποκαλύψεως εἶναι κοινός. Τό λῆμμα τοῦ Εὐαγρίου
ὅμως δέν εἶναι ἀντίθετο πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού ἀναλύει τό
καινοδιαθηκικό χωρίο συμβολικά. Ἡ ἀπουσία
περισσότερων λημμάτων τοῦ ἔργου τοῦ Εὐαγρίου
ὀφείλεται στό ὅτι, ὅταν συντάχθηκαν οἱ πρῶτοι
διασωθέντες κώδικες μέ τά Ὑπομνήματα τοῦ
Οἰκουμενίου, οἱ εὐαγριανές καί ὠριγενιστικές
ἀντιλήψεις εἶχαν καταδικασθεῖ (553 μ.Χ.).
Πιθανότατα οἱ ἀντιγραφεῖς - ἐρανιστές τοῦ
Οἰκουμενίου ἀφαίρεσαν τά τυχόντα εὐαγριανά στοιχεῖα
τῆς ἑρμηνείας του, γιά νά μή συγκρουσθοῦν μέ τήν
ὀρθόδοξη παράδοση. Θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι
τέτοιου εἴδους συμβολισμοί ἦταν συνήθεις κατά τούς
πρώτους αἰῶνες στή χριστιανική γραμματεία. Στή
συνήθη ὕπαρξη αὐτῶν τῶν συμβολισμῶν πρέπει νά
ἀποδώσουμε τή διατήρηση αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος.

20. Εὐσέβιος Ἐμέσης (†περί τό 359 μ.Χ.).


Στίς Σειρές τοῦ Οἰκουμένιου σώζονται
ἀποσπάσματα τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ μετριοπαθοῦς
ὁμοουσιανοῦ καί πιστοῦ ὀπαδοῦ τῆς τυπολογικῆς
μεθόδου Εὐσεβίου Ἐμέσης.
Πέντε ἀπό τά fragmenta αὐτά ὑπάρχουν στόν
Ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων361. Ἐξ αὐτῶν τά τέσσερα
προέρχονται ἀπό τήν «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Γένεσιν» τοῦ

361
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 111 : 16–112 : 6 & 113 :
23-27 & 113 : 30–114 : 9 & 116 : 10-14 & 154 : 3-7.
160

Εὐσεβίου Ἐμέσης στήν Ὀκτάτευχο. Σ’ αὐτά φανερώνεται


ἡ συνδυαστική μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ Εὐσεβίου
Ἐμέσης, καθώς καί ὁ ἐρωταποκριτικός χαρακτήρας της.
Στά κομμάτια αὐτά ἀναφέρεται κυρίως στή μεταστροφή
τοῦ Μωυσέως μετά τή συνάντησή του μέ τό Θεό. Στό
πρῶτο ἀπό αὐτά παραλληλίζει τό κιβώτιο - βάρκα, μέ
τό ὁποῖο σώθηκε ὁ Μωυσῆς, μέ τήν κιβωτό τοῦ Νῶε καί
τήν κιβωτό τῆς Σωτηρίας μας, τήν Ἐκκλησία. Ἀλλοῦ,
ἀναφέρεται στήν προσπάθεια τοῦ Μωυσέως νά
σταματήσει τό μῖσος καί νά προβάλει τή δικαιοσύνη.
Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, δικαιολογεῖ τό φόνο τοῦ
Αἰγυπτίου ἀπό τόν Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἔγινε χάριν
εὐσεβείας. Τέλος ἐπαινεῖ τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε ὁ
Μωυσῆς στό Θεό, ὥστε ν’ ἀπαρνηθεῖ τήν πριγκιπική
του ἰδιότητα καί νά γίνει βοσκός στήν ἔρημο. Μέσα
στό ἴδιο βιβλίο τοῦ Ὑπομνήματος στίς Πράξεις
ὑπάρχει ἕνα λείψανο ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐσεβίου
Ἐμέσης στήν πρὸς Γαλάτας, πού ἐξηγεῖ τό σκοπό τῆς
τυφλώσεως τοῦ Παύλου, κατά τήν ἄμεση ἐπαφή του μέ
τόν Χριστό στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας ἐπιστολῆς, ἡ
Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου διέσωσε δεκαπέντε τμήματα τῆς
ἀπολεσθείσης «πρὸς Γαλάτας» ἑρμηνείας τοῦ Εὐσεβίου
Ἐμέσης362. Ὅλα τά ἀποσπάσματα ἀναπτύσσουν τή σχέση
ἐπαγγελιῶν - νόμου - «ἐν Χριστῷ» ζωῆς. Μέσα στά
κείμενα τῆς Σειρᾶς μαρτυρεῖται ἀπό κάποιον

362
J.A. Cramer, Catenae VΙ, Γαλ., 6 : 18-20 & 8 : 15-31 & 12 :
7-10 & 20 : 16-18 & 31 : 1-24 & 32 : 28-33 & 40 : 14-20 & 44 :
21-23 & 57 : 25-30 & 62 : 28–63 : 7 & 64 : 21-23 & 65 : 13-18
(ὅπου ἀναφέρει τή γραφή πού παρέδωσε ὁ Εὐσέβιος Ἐμέσης γιά
τήν ἑρμηνεία τοῦ πειρασμοῦ) & 67 : 30–68 : 5 & 90 : 27–91 : 11 &
91 : 12-18.
161

ἀντιγραφέα ὅτι χρησιμοποιεῖ γραπτά τοῦ Εὐσεβίου


Ἐμέσης363.
Τέσσερα ἀποσπάσματα τοῦ Εὐσεβίου Ἐμέσης ἀπό τό
χαμένο Ὑπόμνημά του στήν Ὀκτάτευχον διατηροῦνται
στό Ὑπόμνημα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν :
– δύο στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου364 καί
– δύο στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ Πέτρου365.
Ἡ προσθήκη τῶν σχολιασμῶν τοῦ Εὐσεβίου Ἐμέσης
προέρχεται ἀπό κάποιον ἀντιγραφέα τῶν Ὑπομνημάτων
τοῦ Οἰκουμενίου. Μεγάλη εἶναι ἡ προσφορά τῶν
Σειρογράφων, διότι διατήρησαν στήν ἱστορία τῶν
κειμένων τῶν ἑρμηνειῶν ἀξιόλογες ἑρμηνεῖες τοῦ
ἡμιαρειανίζοντος Εὐσεβίου Ἐμέσης.

21. Σεβηριανός Γαβάλων (†408 μ.Χ.).


Στά ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου διατηρήθηκαν
πολλά ψήγματα τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἔργου τοῦ ἀντιπάλου
τοῦ Χρυσοστόμου, Σεβηριανοῦ ἐπισκόπου Γαβάλων, ὁ
ὁποῖος, κατά τόν καθηγητή Κ.Π. Χρήστου, ἔγραψε
Ὑπομνήματα στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου366. Γιά τήν
ἀλήθεια τοῦ ἐπιχειρήματος αὐτοῦ μᾶς πείθουν οἱ
πάμπολλες παρεμβολές σχολιασμῶν τοῦ Σεβηριανοῦ,
εἰδικά στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους. Οἱ
Σειρές τοῦ Οἰκουμενίου ὄχι μόνο διατήρησαν τίς
διόλου εὐκαταφρόνητες ἑρμηνευτικές προσπάθειες τοῦ
Σεβηριανοῦ, ἀλλά καί τίς διαχώρισαν ἀπό τό

363
J.A. Cramer, Catenae VI, Γαλ., 65 : 13-18, 90 (note ὁμοίως
καί Εὐσέβιος in marg.).
364
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 58 : 24-29 & 59 : 13-
21.
365
J.A. Cramer, Catenae VIII, B΄ Πέτρου, 96 : 9-14 & 100 : 28-
30.
366
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 410.
162

χρυσοστομικό κείμενο μέ τό ὁποῖο εἶχαν ἔλθει σέ


σύγχυση, διότι ἀπό λάθος τῶν ἀντιγραφέων χάθηκαν οἱ
ἐπιγραφές τους. Αὐτή ἡ παρατήρηση στηρίζεται κυρίως
στήν ἔκδοση τοῦ Cramer.
Συγκεκριμένα διασώθηκαν τά παρακάτω σεβηριανά
ἑρμηνευτικά ἀποσπάσματα :
– δεκατέσσερα στό βιβλίο τῶν Πράξεων367,
– στήν πρός Ρωμαίους ἑπτά368 στήν ἔκδοση τοῦ Migne
καί τριάντα ὀκτώ369 στήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ἀπό τά
ὁποῖα τά εἰκοσιδύο συναντῶνται στόν cod. Mss. καί
τά ὑπόλοιπα δέκα ἕξι στόν cod. Monacensi ·
παρατηρήθηκε ὅτι στούς δύο αὐτούς κώδικες ὑπάρχουν
τρία κοινά - παράλληλα χωρία370. Ἐπίσης δύο χωρία
τοῦ Σεβηριανοῦ ἐντοπίστηκαν καί στίς δύο ἐκδόσεις
(Migne καί Cramer)371.

367
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 16 : 15-27 & 22 : 5–23 : 18
& 24 : 6-19 & 26 : 30–28 : 16 & 29 : 18-31 & 30 : 24-33 & 32 : 6-
27 & 34 : 24-33 & 35 : 18-25 & 37 : 1-8 & 108 : 29– 109 : 4 & 120
: 15-18 & 172 : 24–173 : 11 & 367 : 31-33.
368
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 345,376,404,476,584,589,597.
369
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 5 : 9-16 & 5 : 20-26 & 6 :
28-33 & 10 : 25-28 & 11 : 7-12 & 15 : 23-26 & 16 : 23-24 & 18 :
25–19 : 6 & 23 : 8-18 & 29 : 6-9 & 33 : 10-11 & 33 : 12-15 & 33 :
31-33 & 53 : 6-10 & 60 : 11-14 & 64 : 20-29 & 84 : 4-12 & 90 :
35–91 : 9 & 117 : 20-30 & 131 : 25-32 & 153 : 5-24 & 154 : 31-34
& 164 : 20-33 & 169 : 3-12 & 171 : 9-14 & 174 : 4-13 & 208 : 22-
32 & 219 : 4-15 & 220 : 12-15 & 231 : 9-11 & 239 : 24-31 & 247 :
12-15 & 266 : 18-22 & 285 : 27–286 : 11 & 309 : 25-26 & 357 : 11-
14 & 411 : 9-14 & 421 : 3-10.
370
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 90 : 35–91 : 9(Mss.) & 164 :
20-33(Monacensi) (τά χωρία αυτά ἀλληλοσυμπληρώνονται). Τοῦ
αὐτοῦ, Catenae IV, Ρωμ., 131 : 25-32 (Mss.) & 239 : 24-
31(Monacensi) (παράλληλα). Τοῦ αὐτοῦ, Catenae IV, Ρωμ., 153
: 5-25(Mss.) & 235 : 28–236 : 11(Monacensi) (παράλληλα).
371
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 376 · πρβλ J.A. Cramer,
Catenae IV, Ρωμ., 18 : 25–19 : 6. Ἐπίσης Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG
118 : 404 · πρβλ J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 33 : 31-33.
163

– ἐνενήντα τέσσερα στήν Α΄ πρός Κορινθίους372,


– δεκαεπτά στήν πρός Γαλάτας373,
– εἴκοσι πέντε στήν πρός Ἐφεσίους374,
– πέντε στήν πρός Φιλιππησίους375,
– δεκατέσσερα στήν πρός Κολοσσαεῑς376,
– τρία στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς377,

372
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 4 : 19-21 & 5 : 13-14 & 5
: 15-17 & 6 : 10-16,22-35 & 8 : 31-34 & 9 : 7-9,25-35 & 13 : 19-
30 & 16 : 20-24 & 17 : 23–18 : 7 & 19 : 4-13 & 21 : 29–22 : 7 & 24
: 15-18 & 28 : 4-34 & 30 : 5-6 & 32 : 33–33 : 10 & 34 : 14-24 & 35
: 28-33 & 36 : 28-35 & 37 : 14-18 & 44 : 1-2,6-17 & 45 : 25–46 :
16 & 46 : 21-25 & 48 : 16-18 & 50 : 17-22 & 60 : 17–61 : 3 & 66 :
19-29 & 74 : 10-12 & 78 : 16-19 & 86 : 1-4 & 88 : 12-26 & 91 :
24-28 & 91 : 31–92 : 3 & 94 : 18-19 & 95 : 32-34 & 99 : 4-7 & 101
: 29–102 : 3 & 109 : 34–110 : 2 & 113 : 31–114 : 2 & 120 : 20-24 &
129 : 3-6 & 133 : 25-26 & 136 : 16-17,18-20 & 141 : 8-16 & 145 :
19-22 & 149 : 19-31 & 150 : 22-24 & 151 : 4-7 & 154 : 23-25 &
156 : 17-22 & 156 : 34–157 : 11 & 162 : 21-28 & 180 : 19-21 & 183
: 8-13,25-26 & 190 : 5-8 & 191 : 26-27 & 192 : 32-33 & 195 : 18-
24 & 202 : 17-20 & 206 : 23-30 & 211 : 18-29 & 243 : 7-9 & 246 :
19-27 & 248 : 3-22 & 262 : 1-8,27-28 & 270 : 11-13 & 272 : 19-
273 : 3 & 274 : 22-24 & 276 : 34–277 : 14 & 282 : 16-25 & 286 : 1-
2,26-33 & 287 : 3-4,28-30 & 290 : 10-30 & 292 : 14-19,32-34 &
294 : 13-19 & 315 : 1-9 & 319 : 6-10 & 323 : 25-28 & 328 : 17-25
& 329 : 5-7 & 331 : 10-16 & 460 : 16-18 & 461 : 15-19 & 462 : 16-
18 & 477 : 11-14 & 478 : 5-6.
373
J.A. Cramer, Catenae VI, Γαλ., 16 : 1-3 & 18 : 1-4 & 23 :
13-14 & 29 : 4-8 & 31 : 2-24 & 39 : 17-22 & 40 : 21-25 & 55 :
13-24 & 58 : 5-7 & 59 : 14-21 & 62 : 21-27 & 64 : 29-30 & 66 :
29-67 : 4 & 70 : 15-35 & 82 : 30–83 : 8 & 88 : 35–89 : 5 & 93 : 1-
8.
374
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 100 : 20-24 & 104 : 1-12 &
106 : 20-21 & 108 : 5-9 & 115 : 12-18 & 116 : 29-33 & 119 : 3-9 &
127 : 25–128 : 28 & 139 : 4-12 & 142 : 26-29 & 145 : 15-16 & 148 :
25–149 : 9 & 149 : 15-18 & 153 : 14-19 & 157 : 1-6 & 159 : 17-
28,note & 162 : 27–163 : 4 & 197 : 19-26 & 199 : 6-9 & 205 : 23-
27 & 208 : 5-13 & 221 : 16-20 & 222 : 21-25.
375
J.A. Cramer, Catenae VI, Φιλιππ., 235 : 4-10 & 259 : 19-22
& 272 : 1-3 & 272 : 23–273 : 3 & 276 : 25-28.
376
J.A. Cramer, Catenae VI, Κολ., 292 : 17-20 & 296 : 17-27 &
301 : 28–302 : 9 & 308 : 22-29 & 310 : 29-35 & 316 : 13-14 & 320 :
3-6 & 321 : 31–322 : 3 & 323 : 14-21 & 325 : 17-20 & 326 : 8-22 &
330 : 20-28 & 331 : 1-5 & 332 : 21-30.
164

– ἕνα στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς378,


– πέντε στήν Α΄ πρός Τιμόθεον379,
– τρία στήν Β΄ πρός Τιμόθεον380,
– ἕνα στήν πρός Τῖτον381,
– ἕνα στήν πρός Φιλήμονα382,
– εἴκοσι πέντε στήν πρός Ἑβραίους383,
– δύο στήν ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου384,
– ἕνα στήν Α΄ Πέτρου385.
Ἐκτός ἀπό ἁπλή παράθεση σχολιασμῶν τοῦ
Σεβηριανοῦ στά Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου,
συναντᾶμε ἀρκετές φορές λεπτομερεῖς παραπομπές πού
φανερώνουν τήν ἑρμηνευτική ἀξία τοῦ παραμερισμένου
ἔργου τοῦ πρώτου. Εἰδικότερα στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄
πρός Κορινθίους ὑπάρχουν δύο παραπομπές μέ ἀπόλυτη
ἀκρίβεια. Ὁ συγγραφέας μέσῳ τοῦ Χρυσοστόμου
ἀναφέρει τό λόγο καί τό τεῦχος στό ὁποῖο
καταγράφηκε τό συγκεκριμένο κεφάλαιο. Γνωρίζει τήν
ὀρθή στίξη πού ὁδηγεῖ στήν ὀρθή σύνταξη καί κατόπιν
στή σωστή ἑρμηνεία καί κατανόηση τοῦ κειμένου τοῦ

377
J.A. Cramer, Catenae VI, A΄ Θεσσ., 345 : 8-22 & 353 : 25-27
& 365 : 21-28.
378
J.A. Cramer, Catenae VI, Β΄ Θεσσ., 390 : 1-35.
379
J.A. Cramer, Catenae VIΙ, A΄ Τιμόθ., 8 : 13-18 & 22 : 12-15
& 44 : 9-20 & 48 : 20-30 & 53 : 7-10.
380
J.A. Cramer, Catenae VIΙ, Β΄ Τιμόθ., 56 : 3-4 & 60 : 11-17
& 63 : 29–64 : 2.
381
J.A. Cramer, Catenae VIΙ, Τίτ., 91 : 25-32.
382
J.A. Cramer, Catenae VIΙ, Φιλήμονα, 104 : 10-14.
383
J.A. Cramer, Catenae VIΙ, Ἑβρ., 113 : 7-16 & 115 : 13-20 &
123 : 21-35 & 125 : 1-13 & 126 : 25-26 & 132 : 22-29 & 139 : 19-
31 & 142 : 22-29 & 144 : 6-19 & 175 : 31-33 & 181 : 4-6 & 192 :
5-28 & 194 : 30-34 & 196 : 3-6 & 198 : 20-23 & 199 : 11-13 & 200
: 35–201 : 5 & 203 : 3-21 & 222 : 31–223 : 2 & 251 : 4-8 & 258 :
15-18 & 259 : 5-9 & 269 : 5-6 & 270 : 9-11 & 272 : 31-33.
384
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 18 : 6-10 & 29 : 29-31.
385
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 77 : 30-32.
165

Σεβηριανοῦ386. Μία λανθασμένη σύνταξη ὁδηγεῖ σέ μία


ἀσυνάρτητη ἑρμηνεία.
Στήν ἔκδοση τοῦ Migne –ἡ ὁποία δέ στηρίζεται
στό πιό ἀντιπροσωπευτικό χειρόγραφο– τά ἀποσπάσματα
τοῦ Σεβηριανοῦ εἶναι πολύ λίγα μπροστά στή
χειρόγραφη παράδοση πού ἐκπροσωπεῖται στό ἔργο τοῦ
Cramer (κωδ. Paris. 227, Reg. 223, Chr. 1045). Ἐκεῖ
βρίσκουμε ἀνεπτυγμένη μία θαυμάσια Χριστολογία,
ὅπου ὑπερτονίζεται ὄχι μόνο ἡ θεότητα, ἀλλά καί ἡ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός
εἶναι Θεός, κατόρθωσε νά ἁγιάσει τήν ἀνθρώπινη
φύση. Ὅλοι ὅσοι ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ὀνομάζονται χριστιανοί καί ἀποτελοῦν ἕνα
σῶμα, ἑνωμένοι μέ τήν προσευχή387. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν,
ἀναίρεσε τό θάνατο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα388.
Παρέσχε τή δυνατότητα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά
«οἰκειωθοῦν τῷ Θεῷ» μέ τή συμβολή τοῦ Ἁγίου
389
Πνεύματος .
Τά ἀποσπάσματα πού ἐξετάσαμε δέ μᾶς ἔπεισαν
ὅτι διαπνέονται ἀπό προχαλκηδόνιες τάσεις. Ἐπιπλέον
παρατηροῦμε ὅτι στίς ἑρμηνεῖες τοῦ κειμένου τῶν
ἐπιστολῶν πού ἀπευθύνονται στούς Γαλάτες, τούς
Ἐφεσίους, τούς Φιλιππησίους καί τούς Κολοσσαεῖς, οἱ
εἰσηγήσεις στούς σχολιασμούς τοῦ Σεβηριανοῦ πολλές
φορές ἀρχίζουν μέ τίς φράσεις «ἄλλος δέ» ἤ «ἄλλος

386
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 733 : «Ὁ γὰρ Σευηριανὸς
ἔστιξεν οὕτως. Εἰ γὰρ μὴ οὕτως στίξῃς ἀσυνάρτητον ἔλεγεν
εἶναι τὴν σύνταξιν. Οὕτως σε, φησὶν ἐμμέρισεν ὁ Θεὸς καὶ
οὕτως κέκληκεν, μετὰ γυναικὸς ἢ ἀνδρὸς ἀπίστου · στέργε
τοιγαροῦν τὸν γάμον, καὶ μὴ διαλύσῃς τὴν πίστιν».
387
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 6 : 22 & 13 : 19ἑ.
388
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 282 : 16-25 & 290 : 10-30
& 292 : 13-28 & 319 : 6-10.
166

δὲ φησίν» ἤ «ἕτερος φησίν» ἤ «ἄλλος οὕτως ἐξηγήσατο


...», πράγμα πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑποψία ὅτι ὁ
συγγραφέας ἔχει μπροστά του ἕνα κείμενο, τοῦ ὁποίου
δέ γνωρίζει τήν προέλευση390. Μερικές φορές πάλι
ὁρισμένα ἑρμηνευτικά σχόλια ξεκινοῦν μέ τή φράση
«Σευηριανὸς δέ φησιν», πού συγκρούεται μέ τήν
προηγούμενη ἄποψη391. Πρόκειται, ὅπως φαίνεται ἀπό
τίς ἐνδείξεις μας, γιά στρώματα ἑρμηνείας πού
ὀφείλονται τόσο στήν αὐτενέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ
Οἰκουμενίου, ὅσο καί στή σύμπραξη μεταγενέστερων
ἀντιγραφέων πού αὔξησαν τό ἑρμηνευτικό κείμενο μέ
προσθῆκες ἀπό ἄλλα χειρογράφα. Ἄξιον ἀπαντήσεως
εἶναι τό ἐρώτημα, ἄν ὁ Οἰκουμένιος εἶχε ἄμεση γνώση
τῶν συγγραμμάτων τοῦ Σεβηριανοῦ ἤ τά γνώριζε μέσῳ
τοῦ Χρυσοστόμου. Πιθανότατα νά ἰσχύουν καί οἱ δύο
ἐκδοχές, ἐφ’ ὅσον οἱ συγγραφεῖς Χρυσόστομος καί
Σεβηριανός εἶναι σύγχρονοι. Ὑπέρ τῆς ἰσχύος αὐτοῦ
τοῦ συμπεράσματος τείνει ἡ περιληπτική ἀπόδοση μίας
ἑρμηνείας τοῦ Σεβηριανοῦ στήν ἐξήγηση τῆς Β΄ πρός
Θεσσαλονικεῖς392.
Τά ἀπανθίσματα τοῦ Σεβηριανοῦ στίς Καθολικές
ἐπιστολές εἶναι πολύ λίγα, μόνο τρία. Τά δύο πρῶτα
ἔχουν πολύ μικρή ἔκταση καί βρίσκονται στήν ἐξήγηση
τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου393. Τό τρίτο ὁμοίως εἶναι
πολύ μικρό καί βρίσκεται στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄

389
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 127 : 25-128 : 8 & 139 : 4-
12 & 153 : 14-19 & 157 : 1-6 κ.ο.κ.
390
J.A. Cramer, Catenae VI, Γαλ., 16 : 1-3 & 18 : 1-4 & 39 :
17-22 κ.ο.κ.
391
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 127 : 25–128 : 8 & 139 : 4-
12 & 142 : 26-29 & 145 : 15-16 & 148 : 25-149 : 9 & 149 : 15-18.
Τοῦ αὐτοῦ, Catenae VI, Κολ., 310 : 29-35.
392
Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 120.
393
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 18 : 6-10 & 29 : 29-31.
167

Πέτρου394. Ὅλα αὐτά τά ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό


τήν ἑρμηνεία τοῦ Σεβηριανοῦ στόν Παύλειο Κανόνα, ἡ
ὁποία συγχύσθηκε μέ τίς ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου.
Νομίζουμε ὅτι ἡ Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου, ὅσον
ἀφορᾶ τά συγγράμματα τοῦ Σεβηριανοῦ, συνέβαλε ὥστε
νά τοῦ ἀποδοθοῦν κάποια μεγάλης ἑρμηνευτικῆς ἀξίας
τεμάχια καί νά ἐκτιμηθεῖ ὡς ἕνας ἑρμηνευτής μεγάλης
ποιότητας.

394
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 77 : 30-32 (cod.
Coisl.).
157

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Παραθέτουμε, σέ παράλληλες στῆλες, ἀποσπάσματα
τά ὁποῖα ἐκφράζουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ
Οἰκουμένιος στηρίχθηκε στούς προχρυσοστομικούς
Πατέρες.

1. Χωρία ἀπό τόν Κλήμη Ἀλεξανδρέα.


Τό ἀπόσπασμα ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία τοῦ συμβολισμοῦ τοῦ αἵματος
καί τοῦ γάλακτος μέ τό μάννα καί τό νερό τῆς ἐρήμου καί μέ τή Θεία
Εὐχαριστία.
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., αἷμα εἰς γάλα, ἀναλόγως τῇ ἐπὶ
490 : 25–494 : 21 τῆς ἑλ-κώσεως εἰς πύον τοῦ
«Πρωτόγονον τὸ αἷμα αἵματος μεταβολῇ. εἴτε αὖ ἀπὸ
εὑρίσκεται ἐν ἀνθρώπῳ, τοῦτο δὴ τῶν ἐν μαστοῖς παρακειμένων φλε-
τὸ αἷμα φυσικῇ τρεπόμε-νον βῶν ἀναστομουμένων κατὰ τὰς
πέψει, κυηκάσης τῆς μητρός, διαστάσεις τῆς κυήσεως τὸ αἷμα
φιλοστορ-γίᾳ συμπαθεῖ, ἐξανθεῖ μεταχεῖται εἰς τὰς φυσι-κὰς τῶν
καὶ γηράσκει πρὸς τὸ ἄφοβον τοῦ μαστῶν σύριγγας · τούτων δὲ ἀνα-
παιδίου. καὶ ἐστὶ μὲν τῆς σαρκὸς κιρνάμενον τὸ ἀπὸ τῶν
ὑγρότερον τὸ αἷμα, οἷον ὑγρά τις γειτνιαζουσῶν κατα-
οὖσα σάρξ, τοῦ δὲ αἵματος Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως,
νοστιμώτερον τὸ γάλα καὶ λε- Παιδαγωγός, Λόγος Α΄, PG 8 : 296-
πτομερέστερον. εἴτε γὰρ τὸ 300.
ἐπιχορηγούμενον αἷμα τῷ ἐμβρύῳ, «............ πρωτόγονον γὰρ
καὶ διὰ μητρώου ἐστὶ πρό-τερον τὸ αἷμα εὑρί-σκεται ἐν ἀνθρώπῳ,
πεμπόμενον ὀμφαλοῦ, εἴτε αὖ τὸ ὃ δή τινες οὐσίαν εἰπεῖν ψυχῆς
κατα-μήνιον αὐτὸ ἀποκλεισθὲν τῆς τετολμήκασιν · τοῦτο δὴ τὸ αἷμα
οἰκείας φορᾶς κατὰ φυσικὴν φυσι-κῇ τρεπόμενον πέψει,
ἀνάχυσιν χωρεῖν κελεύεται πρὸς κυηκάσης τῆς μητρός, φιλοστοργίᾳ
τοῦ παντρόφου καὶ γενεσιουργοῦ συμπαθεῖ ἐξανθεῖ καὶ γηράσκει
ἐπὶ τοὺς φλεγμαίνοντας ἤδη πρὸς τὸ ἄφοβον τοῦ παιδίου · καὶ
μαστούς, καί ὑπὸ πνεύματος ἔστι μὲν τῆς σαρκὸς ὑγρότερον τὸ
ἀλλοιούμενον θερμοῦ, ποθεινὴ αἷμα, οἷον ὑγρά τις οὖσα σάρξ,
σκευάζεται τῷ νηπίῳ τροφή, αἷμα τοῦ δὲ αἵματος νοστιμώτερον τὸ
τὸ μετα-βάλλον ἐστί. μάλιστα γὰρ γάλα καὶ λεπτομερέστερον. εἴτε
πάντων μελῶν μα-στοὶ συμπαθεῖς γὰρ τὸ ἐπι-χορηγούμενον αἷμα τῷ
μήτρᾳ. ἐπὰν οὖν κατὰ τοὺς τόκους ἐμβρύῳ, καὶ διὰ μη-τρῴου
ἀποκοπὴν λάβῃ τὸ ἀγγεῖον, δι' οὗ πρότερον ἐπιπεμπόμενον ὀμφαλοῦ
πρὸς τὸ ἔμβρυον τὸ αἷμα ἐφέρετο, εἴ-τε αὖ τὸ καταμήνιον αὐτό,
μύσις μὲν γίνεται τοῦ πόρου, τὴν ἀποκλεισθὲν τῆς οἰκείας φορᾶς,
δὲ ὁρμὴν ἐπὶ τοὺς μα-στοὺς τὸ κατὰ φυσικὴν ἀνάχυσιν χω-ρεῖν
αἷμα λαμβάνει, καὶ πολλῆς τῆς κελεύεται πρὸς τοῦ παντρόφου καὶ
ἐπι-φορᾶς γενομένης, γενε-σιουργοῦ θεοῦ ἐπὶ τοὺς
διατείνονται, καὶ μεταβάλ-λει τὸ φλεγμαίνοντας ἤδη μαστοὺς καί
158

ὑπὸ πνεύματος ἀλλοιούμενον ἥτις ἐστὶ γλυ-κεῖα μέν, διὰ τὴν


θερμοῦ ποθεινὴ σκευάζεται τῷ χάριν, τρόφιμος δὲ ὡς ζωή, λευκὴ
νηπίῳ τροφή, αἷμα τὸ μεταβάλλον δὲ ὡς ἡμέρα Χριστοῦ. ταύτῃ
ἐστί. μάλιστα γὰρ πά-ντων μελῶν τοίνυν πε-ρὶ τὴν ἀποκύησιν
μαστοὶ συμπαθεῖς μήτρᾳ. ἐπὰν οὖν οἰκονομούμενον τῷ βρέφει τὸ γάλα
κατὰ τοὺς τόκους ἀποκοπὴν λάβῃ χορηγεῖται. καὶ οἱ μαστοὶ οἱ
τὸ ἀγ-γεῖον, δι' οὗ πρὸς τὸ τέως τὸν ἄνδρα περιβλεπόμενοι
ἔμβρυον τὸ αἷμα ἐφέρε-το, μύσις ὀρθοί, ἤδη κατα-νεύουσι πρὸς τὸ
μὲν γίνεται τοῦ πόρου, τὴν δὲ παιδίον, τὴν ὑπὸ τῆς φύσεως
ὁρ-μὴν ἐπὶ τοὺς μαστοὺς τὸ αἷμα πεπονημένην, εὔληπτον παρέχειν
λαμβάνει καὶ πολλῆς τῆς ἐπιφορᾶς διδασκόμε-νοι τροφὴν εἰς
γενομένης διατείνονται καὶ ἀνατροφὴν σωτηρίας · οὐ γὰρ ὡς αἱ
μεταβάλλει τὸ αἷμα εἰς γάλα, πηγαὶ πλήρεις εἰσὶν οἱ μαστοὶ
ἀναλόγως τῇ ἐπὶ τῆς ἑλκώσεως εἰς ἐπεισρέο-ντος ἑτοίμου γάλακτος,
πῦον τοῦ αἵματος με-ταβολῇ · εἴτε ἀλλὰ μεταβάλλοντες τὴν τροφήν,
αὖ ἀπὸ τῶν ἐν μαστοῖς παρακει- ἐν ἑαυτοῖς ἐργάζονται γάλα καὶ
μένων φλεβῶν ἀναστομουμένων κατὰ διαπνέουσιν. ἡ τροφὴ δὲ ἡ
τὰς διατάσεις τῆς κυήσεως τὸ κατάλληλος αὕτη καὶ πρόσφορος
αἷμα μεταχεῖται εἰς τὰς φυσικὰς νεοπαγεῖ καὶ νεοφυεῖ παιδίῳ πρὸς
τῶν μαστῶν σήραγγας, τούτων τοῦ Θεοῦ τοῦ τροφέως καὶ πατρὸς
πεμπόμενον ἀρτηριῶν πνεῦμα, τῶν γεννωμένων καὶ ἀναγεννωμένων
μενούσης ἔτι τῆς ὑποκειμένης πονουμένη, οἷον τὸ μάννα
ἀκεραίου τοῦ αἵματος οὐ-σίας, οὐρανόθεν ἐπερρεετο τοῖς πα-
ἐκκυμαινόμενον λευκαίνεται, καὶ λαιοῖς Ἑβραίοις ἡ τῶν Ἀγγέλων
τῇ τοιαύτῃ ἀνακοπῇ κατ' ἐπουράνιος τροφή, ἀμέλει καὶ νῦν
ἐξαφρισμὸν μεταβάλ-λεται, αἱ τίτθαι τὸ πρωτόχυ-τον τοῦ
παραπλήσιόν τι πεπονθὼς τῇ γάλακτος πόμα ὁμωνύμως ἐκείνῃ τῇ
θαλάττῃ, ἣν δὴ κατὰ τὰς ἐμβολὰς τροφῇ γάλα κεκλήκασι. χρὴ δὲ
τῶν πνευμάτων οἱ ποιηταί φασιν, κατανοῆσαι τὴν φύσιν. ἡ γάρ τοι
ἀποπτύειν ἁλὸς ἄχνην · πλὴν ἀλλὰ τροφὴ χειμῶνος μὲν πυ-κνοῦντος
αἷμα ἔχει τὴν οὐσίαν · τούτῳ τῷ τοῦ περιέχοντος καὶ πάροδον οὐ
τρόπῳ, καὶ οἱ ποταμοὶ ῥόθῳ διδόντος, ἐντὸς κατακλειμένη, τῷ
φερόμενοι, τῇ ἐπιλήψει τοῦ θερμῷ ἑψο-μένη καὶ πεττομένη
περικεχυμένου ἀέρος ξενόμενοι, εἰς τὰς φλέβας ἐξαιμα-
ἀφρὸν μορμύρουσι, καὶ τὸ δὲ ἀνακιρνάμενον τὸ ἀπὸ τῶν
ἐνστόμιον ἡμῶν ὑγρὸν τῷ πνεύματι γειτνιωσῶν καταπεμπόμενον
ἐκλευκαίνεται. ἀρτηριῶν πνεῦμα, μενούσης ἔτι
Τίς οὖν ἡ ἀποκλήρωσις, μὴ τῆς ὑποκειμένης ἀκεραίου τοῦ
οὐχὶ καὶ τὸ αἷμα ἐπὶ τὸ αἵματος οὐσίας, ἐκκυμαινόμενον
φωτεινότερον καὶ λευκότατον ὑ-πὸ λευκαίνεται καὶ τῇ τοιαύτῃ
τοῦ πνεύματος τρέπεσθαι ἀνακοπῇ κατ' ἐξαφρισμὸν μεταβάλ-
ὁμολεγεῖν · πά-σχει δὲ τὴν λεται, παραπλήσιόν τι πεπονθὼς
μεταβολὴν κατὰ ποιότητα οὐ κατ' τῇ θαλάττῃ, ἣν δὴ κατὰ τὰς
οὐσίαν. ἀμέλει γοῦν οὐ ἐμβολὰς τῶν πνευμάτων οἱ ποιηταί
τροφιμότερον ἄλλό τι οὐδὲ μὴν φασιν “ἀποπτύειν ἁλὸς ἄχνην” ·
γλυκύτερον ἀλλ' οὐδὲ λευ-κότερον πλὴν ἀλλὰ αἷμα ἔχει τὴν οὐσίαν ·
εὕροις ἂν γάλακτος. πάντῃ δὲ τούτῳ τῷ τρόπῳ καὶ οἱ ποταμοὶ
ἔοικε τοῦτο τῇ πνευματικῇ τροφῇ, ῥόθῳ φερόμενοι, τῇ μπεριλή-ψει
159

τοῦ περικεχυμένου ἀέρος εἶτα τουμένη ἐκχωρεῖ. αἱ δὲ διὰ


ξαινόμενοι ἀ-φρὸν μορμύρουσιν, πνοῆς οὐ τυγχά-νουσι,
καὶ τὸ ἐνστόμιον ἡμῶν ὑ-γρὸν τῷ πεπληρωμέναι μάλιστα
πνεύματι ἐκλευκαίνεται. τίς οὖν συντείνονται καὶ σφύζουσι · διὸ
ἡ ἀ-ποκλήρωσις μὴ οὐχὶ καὶ τὸ καὶ αἱ τίτθαι περιπληθεῖς τότε
αἷμα ἐπὶ τὸ φω-τεινότατον καὶ μάλιστα γίνονται τῷ γάλακτι.
λευκότατον ὑπὸ τοῦ πνεύμα-τος ἀποδέδει-κται δὲ ἡμῖν μικρῷ
τρέπεσθαι ὁμολεγεῖν ; πάσχει δὲ πρόσθεν τὸ αἷμα εἰς γάλα ταῖς
τὴν μετα-βολὴν κατὰ ποιότητα, οὐ κυούσαις κατὰ μεταβολὴν οὐ κατ'
κατ' οὐσίαν. ἀμέλει γοῦν οὐ οὐ-σίαν χωρεῖν. ὥσπερ ἀμέλει καὶ
τροφιμότερον ἄλλο τι οὐδὲ μὴν αἱ τρίχες αἱ ξανθαὶ τοῖς γηρῶσιν
γλυ-κύτερον ἀλλ' οὐδὲ λευκότερον εἰς πολιὰς μεταβάλλου-σιν.
εὕροις ἂν γά-λακτος. πάντῃ δὲ θέρους δὲ ἔμπαλιν ἀραιότερον ὂν
ἔοικεν τοῦτο ἡ πνευματικὴ τροφή, τὸ σῶ-μα, τὴν τροφὴν
ἥτις ἐστὶ γλυκεῖα μέν, διὰ τὴν εὐδιαφορωτέραν παρέχει, καὶ
χάριν, τρόφιμος δὲ ὡς ζωή, λευκὴ ἥκιστα πλεονάζει τὸ γάλα, ἐπεὶ
δὲ ὡς ἡμέρα Χρι-στοῦ, καὶ τὸ μήτε τὸ αἷμα· οὐδὲ γὰρ πᾶσα
αἷμα τοῦ λόγου πεφανέρωται ὡς κατέχεται ἡ τροφή. εἰ τοίνυν ἡ
γάλα. ταύτῃ τοίνυν περὶ τὴν μὲν κατεργασία τῆς τροφῆς
ἀποκύησιν οἰ-κονομούμενον τῷ ἐξαιμα-τοῦται, τὸ δὲ αἷμα
βρέφει τὸ γάλα χορηγεῖται, καὶ ἐκγαλακτοῦται, παρα-σκευὴ
οἱ μαστοί, οἱ τέως τὸν ἄνδρα γίνεται τὸ αἷμα τοῦ γάλακτος
περιβλεπό-μενοι ὀρθοί, ἤδη ὥσπερ αἷμα ἀνθρώπου, καὶ
κατανεύουσι πρὸς τὸ παι-δίον, γίγαντρον ἀμπέλου.
τὴν ὑπὸ τῆς φύσεως πεπονημένην Ἀλληγορῶν τοίνυν τὸν λόγον ὁ
εὔλη-πτον παρέχειν διδασκόμενοι Παῦ-λος, καὶ γάλα αὐτὸν ὀνομάζων,
τροφὴν εἰς ἀνα-τροφὴν σωτηρίας · “ἐπότισα” ἐ-πιφέρει. πίνεται γὰρ
οὐ γὰρ ὡς αἱ πηγαὶ πλή-ρεις ὁ λόγος, ἡ τροφὴ τῆς ἀ-ληθείας,
εἰσὶν οἱ μαστοὶ ἐπεισρέοντος ἀμέλει καὶ τὸ ποτόν, ὑγρὰ
ἑτοίμου γά-λακτος, ἀλλὰ καλεῖται τροφή. δυνατὸν δὲ τὸ
μεταβάλλοντες τὴν τροφὴν ἐν αὐτὸ καὶ βρῶμα εἶναί πως ἔχον καὶ
ἑαυτοῖς ἐργάζονται γάλα καὶ ποτόν, πρὸς ἄλλο καὶ ἄλλο νο-
διαπνέουσιν. ἡ τροφὴ δὲ ἡ ούμενον, καθάπερ καὶ ὁ τυρός,
κατάλληλος αὕτη καὶ πρόσφορος γάλακτος ἐστὶ πῆξις, ἢ γάλα
νεοπαγεῖ καὶ νεοφυεῖ παιδίῳ πρὸς πεπηγός, οὐ γάρ μοι τῆς λεξιθη-
τοῦ θεοῦ τοῦ τροφέως καὶ πατρὸς ρίας μέλλει τανῦν, πλὴν ὅτι τὰς
τῶν γεννωμένων καὶ ἀναγεννωμένων τροφὰς ἄμφω μία διακονεῖται
πονουμένη, οἷον τὸ μάννα οὐσία. ἀλλὰ καὶ τοῖς ὑποτιτ-θίοις
οὐρανόθεν ἐπερρεετο τοῖς παιδίοις, ἀρκεῖ μόνον τὸ γάλα καὶ
παλαιοῖς Ἑβραί-οις, ἡ τῶν πο-τὸν εἶναι καὶ τροφήν. πολλαχῶς
ἀγγέλων ἐπουράνιος τροφή. ἀμέλει δὲ ὁ λόγος ἀλληγορεῖται, καὶ
καὶ νῦν αἱ τίτθαι τὸ πρωτόχυτον βρῶμα, καὶ σάρξ, καὶ τρο-φή, καὶ
τοῦ γάλα-κτος πόμα ὁμωνύμως ἄρτος, καὶ αἷμα, καὶ γάλα, ἅπαντα
ἐκείνῃ τῇ τροφῇ μάννα κεκλήκασι ὁ Κύριος εἰς ἀπόλαυσιν ἡμῶν τῶν
............ εἰς αὐτὸν πε-πιστευκότων. πλὴν
............ εἰ δὲ καὶ ἀλλὰ καὶ ἡ σάρξ, αὐτὴ αἷ-μα τῷ
συνενδῴη τις αὐτοῖς ἄλλο τι γάλακτι, οἷον ἀντιπελαργούμενον
εἶναι τὸ βρῶμα παρὰ τὸ γάλα, ἄρ-δεται τε καὶ αὔξεται. καὶ δὴ
160

καὶ ἡ διαμόρφω-σις τοῦ “ἐπότισα” ἐπιφέρει · πίνε-ται γὰρ


συλληφθέντος τῷ τῆς ἐπὶ μῆνα κα- ὁ λόγος, ἡ τροφὴ τῆς ἀληθείας.
θάρσεως ὑπολελειμμένῳ καθαρῷ ἀμέ-λει καὶ τὸ ποτόν, ὑγρὰ
περιττώμα-τι, κιρναμένου τοῦ καλεῖται τροφή. δυνα-τὸν δὲ τὸ
σπέρματος γίνεται. ἡ γὰρ ἐν τούτῳ αὐτὸ καὶ βρῶμα εἶναί πως ἔχον καὶ
δύναμις θρομβοῦσα τοῦ αἵματος τὴν ποτόν, πρὸς ἄλλο καὶ ἄλλο
φύσιν, ὃν τρόπον ἡ πυτεία νοούμενον, καθά-περ καὶ ὁ τυρὸς
συνίστησι, τὸ γάλα οὐσίαν γάλακτός ἐστι πῆξις ἢ γάλα
ἐργάζεται μορφώσεως · εὐθαλεῖ γὰρ πεπηγός. οὐ γάρ μοι τῆς
ἡ κράσις, σφαλερὰ δὲ ἡ ἀκρότης λεξιθηρίας μέλλει τὰ νῦν, πλὴν
εἰς ἀτε-κνίαν. καὶ γὰρ αὐτῆς ἤδη ὅτι τὰς τροφὰς ἄμφω μία διακονεῖ-
τῆς γῆς ὑπὸ μὲν ἐ-πομβρίας, ται οὐσία. ἀλλὰ καὶ τοῖς
κατακλυσθὲν ἀποσύρεται τὸ σπέρ-μα ὑποτιτθίοις παιδί-οις, ἀρκεῖ
· διὰ δὲ αὐχμὸν νοτίδος μόνον τὸ γάλα καὶ ποτὸν εἶναι καὶ
ἀπόξηραίνεται. πῶς οὐ τροφήν ............
περιπαρήσονται σφίσιν αὐτοῖς, οὐ ............ οὕτως πολλαχῶς
κατανενοηκότες τήν φύσιν ; ἡ γάρ ἀλληγορεῖται ὁ λόγος, καὶ βρῶμα
τοι τροφὴ χειμῶνος μὲν πυκνοῦντος καὶ σὰρξ καὶ τροφὴ καὶ ἄρτος καὶ
τοῦ περιέχοντος καὶ πάροδον οὐ αἷμα καὶ γάλα, ἃ πάντα ὁ κύριος
διδόντος ἐντὸς κατακλειομέ-νῳ τῷ εἰς ἀπόλαυσιν ἡμῶν τῶν εἰς αὐτὸν
θερμῷ, ἑψομένη καὶ πεπτομένη, πεπιστευ-κότων ............. ἀλλὰ
εἰς τὰς φλέβας ἐξαιματουμένη καὶ ἡ σὰρξ αὐτὴ καὶ τὸ ἐν αὐτῇ
ἐκχωρεῖ · αἱ δὲ διαπνοῆς οὐ αἷμα τῷ γάλακτι οἷον
τυγχάνουσι, πεπληρωμέναι μά-λιστα ἀντιπελαργούμε-νον, ἄρδεταί τε
συντείνονται καὶ σφύζουσι · διὸ καὶ αὔξεται. καὶ δὴ καὶ ἡ δια-
καὶ αἱ τίτθαι περιπληθεῖς τότε μόρφωσις τοῦ συλληφθέντος τῷ τῆς
μάλιστα γίνονται τῷ γάλακτι. ἐπὶ μῆνα καθάρσεως ὑπολελειμμένῳ
ἀποδέδεικται δὲ ἡμῖν μικρῷ πρό- καθαρῷ περιττώ-
σθεν τὸ αἷμα εἰς γάλα ταῖς κολλώδης δὲ ὁ χυμὸς ὢν συνέχει τὸ
κυούσαις κατὰ με-ταβολήν, οὐ κατ' σπέρμα καὶ φύει. τινὲς δὲ καὶ τὸ
οὐσίαν χωρεῖν, ὥσπερ ἀμέ-λει καὶ σπέρμα τοῦ ζώου ἀ-φρὸν εἶναι τοῦ
αἱ τρίχες αἱ ξανθαὶ τοῖς γηρῶσιν αἵματος κατ' οὐσίαν ὑποτίθε-νται
εἰς πολιὰς μεταβάλλουσιν. θέρους · ὃ δὴ τῇ ἐμφύτῳ τοῦ ἄρρενος
δὲ ἔμπαλιν ἀ-ραιότερον ὂν τὸ θέρμῃ πα-ρὰ τὰς συμπλοκὰς
σῶμα, τὴν τροφὴν εὐδιαφο- ἐκταραχθέν, ἐκραπιζόμε-νον
ρητοτέραν παρέχει, καὶ ἥκιστα ἐξαφροῦται, κἀν ταῖς σπερματίσι
πλεονάζει τὸ γάλα, ἐπεὶ μηδὲ τὸ παρα-τίθεται φλεψίν, ἐντεῦθεν καὶ
αἷμα · οὐδὲ γὰρ πᾶσα κα-τέχεται ἡ τὰ ἀφροδησία κέκληται. συμφανὲς
τροφή. εἰ τοίνυν ἡ μὲν κατεργασία τοίνυν ἐκ τούτων ἁπά-ντων, αἷμα
τῆς τροφῆς ἐξαιματοῦται, τὸ δὲ εἶναι τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τὴν
αἷμα ἐκγαλα-κτοῦται, παρασκευὴ οὐσίαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν
γίνεται τὸ αἷμα τοῦ γά-λακτος ὡς ἀποκύησιν αὖθις ἐκτρέφεται τὸ
σπέρμα ἀνθρώπου καὶ γίγαντρον παιδίον αἵματι τῷ αὐτῷ. αἵματος
ἀμπέλου ............ ἐπειδὴ δέ γὰρ φύσις τοῦ γάλακτος ἡ ῥύσις,
ἐστιν ὁ λόγος πηγὴ ζωῆς βρύουσα καὶ πηγὴ τροφῆς τὸ γάλα, ᾧ δὴ καὶ
καὶ ποταμὸς εἰρηται ἐλαίου, γυνὴ δήλη τε-κοῦσα ἀληθῶς καὶ
εἰκότως ............ ἀλληγορῶν ὁ μήτηρ δι' οὗ καὶ φίλτρον εὐνοίας
Παῦλος, καὶ γά-λα αὐτὸν ὀνομάζων προσλαμβάνει.
161

Διά τοῦτο ἄρα μυστικῶς τὸ ἐν γὰρ αὐτῆς ἤδη τῆς γῆς ὑπὸ μὲν
τῷ Ἀπο-στόλῳ ἅγιον Πνεῦμα, τῇ τοῦ ἐπομβρίας, κατακλυσθὲν ἀποσύρεται
Κυρίου ἀπο-χρώμενον φωνῇ, “γάλα τὸ σπέρμα, διὰ δὲ αὐχμὸν νοτίδος
ὑμᾶς ἐπότισα” λέγει. εἰ γὰρ ἀπόξηραίνε-ται, κολλώδης δὲ ὁ
ἀνεγεννήθημεν εἰς Χριστόν, ὁ χυμὸς ὢν συνέχει τὸ σπέρ-μα καὶ
ἀναγεν-νήσας ἡμᾶς ἐκτρέφει τῷ φύει. τινὲς δὲ καὶ τὸ σπέρμα τοῦ
ἰδίῳ γάλακτι τῷ λό-γῳ · πᾶν γὰρ ζώου ἀφρὸν εἶναι τοῦ αἵματος κατ'
τὸ γεννῆσαν, ἔοικεν εὐθὺς παρέ- οὐσίαν ὑποτί-θενται, ὃ δὴ τῇ
χειν τῷ γεννωμένῳ τροφήν. καθάπερ ἐμφύτῳ τοῦ ἄρρενος θέρμῃ παρὰ τὰς
δὲ ἡ ἀ-ναγέννησις ἀναλόγως, οὕτω συμπλοκὰς ἐκταραχθὲν ἐκριπιζόμε-
καὶ ἡ τροφὴ γέ-γονε τῷ ἀνθρώπῳ νον ἐξαφροῦται κἀν ταῖς
πνευματικὴ πάντῃ. τοίνυν καὶ σπερματίσιν παρα-τίθεται φλεψίν ·
ἡμεῖς τὰ πάντα Χριστῷ ἐντεῦθεν γὰρ ὁ Ἀπολλωνιά-της
προσοικειούμεθα, καὶ εἰς Διογένης τὰ ἀφροδησία κέκλησθαι
συγγένειαν διὰ τὸ αἷμα αὐτοῦ ᾧ βού-λεται.
λυ-τρούμεθα, καὶ εἰς συμπάθειαν Συμφανὲς τοίνυν ἐκ τούτων
διὰ τὴν ἀνα-τροφὴν τὴν ἐκ τοῦ ἁπάντων αἷμα εἶναι τοῦ ἀνθρωπίνου
λόγου, καὶ εἰς ἀφθαρσίαν διὰ τὴν σώματος τὴν οὐ-σίαν. καὶ δὴ καὶ
ἀγωγὴν αὐτοῦ. τὸ θρέψαι δ' ἐν τὸ κατὰ γαστρὸς τὸ μὲν πρῶτο
βρο-τοῖσι πολλάκις, πλείω ὑγροῦ ἐστι σύστασις γαλακτοειδής,
πορίζεται φίλτρα τοῦ φύσαι τέκνα. ἔ-πειτα ἐξαιματουμένη σαρκοῦται ἡ
ὅτι τοίνυν ἐξ αἵματος γάλα, κα-τὰ σύστασις αὕτη, πηγνυμένη δὲ ἐν τῇ
μεταβολὴν γίνεται, ἤδη μὲν σαφές, ὑστέρᾳ ὑπὸ τοῦ φυ-σικοῦ καὶ
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ποιμνίων, θερμοῦ πνεύματος, ὑφ' οὗ διαπλάτ-
ἔκ τε τῶν βουκο-λίων ἔξεστι τεται τὸ ἔμβρυον, ζωογονεῖται.
μαθεῖν. τὰ γὰρ ζῶα ταῦτα τοῦ ἔ- ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀποκύησιν αὖθις
τους κατὰ τὴν ὥραν ἣν ἔαρ ἐκτρέφεται τὸ παιδίον αἵματι τῷ
καλοῦσιν, ὑγρο-τέρου τοῦ αὐτῷ · αἵματος γὰρ φύσις τοῦ γά-
περιέχοντος γεγονότος, ἀλλὰ καὶ λακτος ἡ ῥύσις, καὶ πηγὴ τροφῆς
τῆς πόας καὶ τῶν νόμων εὐχύλων τὸ τὸ γάλα, ᾧ δὴ καὶ γυνὴ δήλη
τηνικαῦ-τα οὐσῶν καὶ ἐνίκμων, τεκοῦσα ἀληθῶς καὶ μήτηρ, δι' οὗ
αἵματος πίμπλαται πρότερον, ὥς ἐκ καὶ φίλτρον εὐνοίας προσλαμβάνει.
τῆς διατάσεως τῶν φλεβῶν διά τοῦτο ἄρα μυστικῶς τὸ ἐν τῷ
κυρτουμένων τῶν ἀγγείων ἀποστόλῳ ἅ-γιον πνεῦμα, τῇ τοῦ
δείκνυται. ἐκ δὲ τοῦ αἵματος κυρίου ἀποχρώμενον φωνῇ “γάλα
δαψιλέστερον χεῖται τὸ γάλα. ὑμᾶς ἐπότισα” λέγει. εἰ γὰρ ἀνα-
θέρους δ' ἔμπαλιν ὑπὸ τοῦ γεννήθημεν εἰς Χριστόν, ὁ
καύματος συγκαι-όμενον καὶ ἀναγεννήσας ἡμᾶς ἐκτρέφει τῷ ἰδίῳ
ἀναξηραινόμενον, ἵστησι τὴν με- γάλακτι τῷ λόγῳ · πᾶν γὰρ τὸ
ταβολὴν τὸ αἷμα, καὶ ταύτῃ γεννῆσαν ἔοικεν εὐθὺς παρέχειν τῷ
ἔλαττον ἀμέλγο- γεννω-μένῳ τροφήν. καθάπερ δὲ ἡ
ματι, κιρναμένου τοῦ σπέρματος ἀναγέννησις, ἀ-ναλόγως οὕτως καὶ
γίνεται · ἡ γὰρ ἐν τούτῳ δύναμις, ἡ τροφὴ γέγονεν τῷ ἀν-θρώπῳ
θρομβοῦσα τοῦ αἵμα-τος τὴν φύσιν, πνευματική. πάντῃ τοίνυν καὶ
ὃν τρόπον ἡ πυτεία συνίστησι τὸ ἡμεῖς τὰ πάντα Χριστῷ
γάλα, οὐσίαν ἐργάζεται μορφώσεως προσωκειώμεθα, καὶ εἰς συγγένειαν
· εὐθα-λεῖ γὰρ ἡ κρᾶσις, σφαλερὰ διὰ τὸ αἷμα αὐτοῦ, ᾧ λυτρούμε-θα,
δὲ ἡ ἀκρότης εἰς ἀτεκνίαν. καὶ καὶ εἰς συμπάθειαν διὰ τὴν
162

ἀνατροφὴν τὴν ἐκ τοῦ λόγου, καὶ


εἰς ἀφθαρσίαν διὰ τὴν ἀγωγὴν τὴν
αὐτοῦ ·
νται. ναὶ μὴν καὶ συγγένειάν τινα
πρὸς τό ὕ-δωρ φυσικωτάτην ἔχει τὸ
γάλα, καθάπερ ἀ-μέλει πρὸς τὴν
πνευματικὴν τὸ λουτρὸν τὸ
πνευματικόν. οἱ γοῦν ἐπιρροφῶντες
τὸ γάλα-κτι ψυχροῦ ὀλίγον ὕδατος,
ὠφελοῦνται πα-ραχρῆμα. οὐ γὰρ
ἀποξύνεσθαι τὸ γάλα ἐᾷ ἡ πρὸς τὸ τὸ θρέψαι δ' ἐν βροτοῖσι πολλάκις
ὕδωρ κοινωνία, οὐκ ἀντιπαθίᾳ πλείω πορίζεται φίλτρα τοῦ φύσαι
τινί, προσπεπαινομένου δέ, τέκνα.
προσπαθείᾳ. καὶ ἣν ὁ λόγος ἔχει τὸ αὐτὸ ἄρα καὶ αἷμα καὶ γάλα τοῦ
πρὸς τὸ βάπτισμα κοινωνίαν, ταύ- κυρίου πάθους καὶ διδασκαλίας
την ἔχει τὸ γάλα τὴν συναλλαγὴν σύμβολον. ἐφεῖται τοιγαροῦν ·
πρὸς τὸ ὕ-δωρ. δέχεται γὰρ μόνο ἡμῶν ἑκάστω τῶν νηπίων ἐγκαυ-
τῶν ὑγρῶν τοῦτο καὶ τὴν πρὸς τὸ χᾶσθαι τῷ κυρίῳ, ἐπιφθεγγομένοις
ὕδωρ μίξιν ἐπικάθαρσιν παρα- πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῖο καὶ αἷματος
λαμβανόμενον, καθάπερ τὸ βάπτισμα εὔχομαι εἶναι.
ἐπὶ ἀ-φέσεως ἁμαρτιῶν. μίγνυται ὡς δ' ἐξ αἵματος γάλα, κατὰ
δὲ καὶ μέλιτι προ-σφυῶς, καὶ μεταβολὴν γίνε-ται, ἤδη μὲν
τοῦτο ἐπὶ καθάρσει πάλιν μετὰ σαφές, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν
γλυκείας τῆς τρύφης · μιγνύμενος ποιμνίων, ἔκ τε τῶν βουκολίων
γὰρ ὁ λόγος φιλανθρωπίᾳ, ἰᾶται γε ἔξεστι μαθεῖν. τὰ γὰρ ζῶα ταῦτα
ἅμα τὰ πάθη καὶ ἀνα-καθαίρει τὰς τοῦ ἔτους κατὰ τὴν ὥραν, ἣν ἔαρ
ἁμαρτίας. ἐπιμίγνυται δὲ τὸ γά-λα καλοῦμεν, ὑγροτέρου τοῦ
καὶ οἴνῳ γλυκεῖ. ἐπωφελὴς δὲ ἡ περιέχοντος γεγονότος, ἀλλὰ καὶ
μίξις, ἀνα-κιρναμένου τοῦ πάθους τῆς πόας καὶ τῶν νόμων εὐχύλων τὸ
εἰς ἀφθαρσίαν. ἐξον-νοῦται γὰρ τηνικάδε οὐσῶν καὶ ἐνίκμων, αἵ-
ὑπὸ τοῦ οἴνου τὸ γάλα καί σχίζε- ματος πίμπλαται πρότερον, ὥς ἐκ
ται · καὶ ὅτι περ αὐτοῦ νόθον, τῆς διατά-σεως τῶν φλεβῶν,
τοῦτο ἀποχε-τεύεται. κατὰ τὰ αὐτὰ κυρτουμένων τῶν ἀγγείων,
δὲ τῆς πίστεως ἡ κοι-νωνία ἡ δείκνυται · ἐκ δὲ τοῦ αἵματος
πνευματικὴ πρὸς τὸν παθητὸν ἄν- δαψιλέστερον χεῖται τὸ γάλα ·
θρωπον τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας θέρους δ' ἔμπαλιν ὑπὸ τοῦ
ἐξορροῦσα εἰς ἀϊδιότητα συστέλλει καύματος συγκαιόμενον καὶ
τὸν ἄνθρωπον, τοῖς θείοις ἀναξηραινόμε-νον ἵστησι τὴν
ἀπαθανατίζουσα. οἱ πολλοὶ δὲ καὶ μεταβολὴν τὸ αἷμα, καὶ ταύτῃ
τὸ λιπαρὸν τοῦ γάλακτος, ὃ δὴ ἔλαττον ἀμέλγονται. ναὶ μὴν καὶ
βούτυρον κα-λοῦσι, καταχρῶνται συγγένειάν τινα πρὸς τό ὕδωρ
εἰς λύχνον, τὸ πολυέ-λαιον τοῦ φυσικωτάτην ἔχει τὸ γά-λα,
λόγου δι' αἰνίγματος ἀριδήλως σα- καθάπερ ἀμέλει πρὸς τὴν
φηνίσαντες, ὡς μόνου τοῦδε πνευματικὴν τροφὴν τὸ λουτρὸν τὸ
ἐνδίκως καὶ τρέ-φοντος καὶ πνευματικόν · οἱ γοῦν
αὔξοντος, καὶ φωτίζοντος τοὺς ἐπιρροφοῦντες τὸ προειρημένῳ
νηπίους. τασαῦτα περὶ γάλακτος γάλακτι ψυ-χροῦ ὀλίγον ὕδατος
καὶ τῆς τού-του ἀλληγορίας». ὠφελοῦνται παραχρῆμα · οὐ γὰρ
163

ἀποξύνεσθαι τὸ γάλα ἐᾷ ἡ πρὸς τὸ


ὕ-δωρ κοινωνία, οὐκ ἀντιπαθίᾳ
τινί, προσπε-παινομένου δὲ
προσπαθείᾳ. καὶ ἣν ὁ λόγος ἔ-χει
πρὸς τὸ βάπτισμα κοινωνίαν,
ταύτην ἔχει τὸ γάλα τὴν
συναλλαγὴν πρὸς τὸ ὕδωρ. δέχε-ται
γὰρ μόνον τῶν ὑγρῶν τοῦτο καὶ τὴν
πρὸς τὸ ὕδωρ μῖξιν ἐπὶ κάθαρσιν
παραλαμβανόμε-νον καθάπερ τὸ ον, τοῦτ' ἀποχετεύεται. κατὰ τὰ
βάπτισμα ἐπὶ ἀφέσει ἁμαρ-τιῶν. αὐτὰ δὲ τῆς πίστεως ἡ κοινωνία ἡ
μίγνυται δὲ καὶ μέλιτι προσφυῶς πνευματικὴ πρὸς τὸν παθητὸν
καὶ τοῦτο ἐπὶ καθάρσει πάλιν μετὰ ἄνθρωπον, τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας
γλυκείας τῆς τρύφης · μιγνύμενος ἐξορροῦσα εἰς ἀιδιότητα συστέλλει
γὰρ ὁ λόγος φιλανθρω-πίᾳ, ἰᾶταί τὸν ἄν-θρωπον, τοῖς θείοις
τε ἅμα τὰ πάθη καὶ ἀνακαθαίρει ἀπαθανατίζουσα. [ἄλλ'] οἱ πολλοὶ
τὰς ἁμαρτίας · ............ ναὶ δὲ καὶ τῷ λιπαρῷ τοῦ γάλακτος, ὃ
μὴν ἐπιμίγνυται τὸ γάλα καὶ οἴνῳ δὴ βούτυρον καλοῦσιν, καταχρῶνται
τῶ γλυκεῖ, ἐπωφελὴς δὲ ἡ μί-ξις, εἰς λύ-χνον, τὸ πολυέλαιον τοῦ
καθάπερ ἀνακιρναμένου τοῦ πάθους λόγου δι' αἰνίγμα-τος ἀριδήλου
εἰς ἀφθαρσίαν · ἐξορροῦται γὰρ σαφηνίσαντες, ὡς μόνου τοῦδε
ὑπὸ τοῦ οἴνου τὸ γάλα καί ἐνδίκως καὶ τρέφοντος καὶ
σχίζεται, καὶ ὅτιπερ αὐτοῦ νό- αὔξοντος καὶ φω-τίζοντος τοὺς
νηπίους ............».

2. Χωρία ἀπό τόν Μεθόδιο Ὀλύμπου.


Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., περιλι-μπάνεσθαι, φησί, διὰ τὸ
PG 119 : 92 ἀθάνατον. Οὐ γὰρ ἂν εἰ μὴ περὶ
«Μέγα ἔμελλε λέγειν ψυχῶν ἔλεγεν εἶπε τό, Ἡμεῖς οἱ
μυστήριον, καὶ διὰ τοῦτο τὸ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι,
ἀξιόπιστον ἐφύλαξεν. Οὐχ τελευτήσειν μέλ-λων. Λέγει οὖν,
ἡμέτερος, φησίν, ὁ λόγος, ἀλλὰ Ὅτι οἱ ζῶντες αἱ ψυχαί, οὐκ ἂν τὰ
τοῦ Κυρίου. “Ἐν λόγῳ Κυρίου”. σώματα προφθάσωμεν ἐν τῇ ἀναστά-
Ἴσως καὶ τοῦτο ἓν ἦν τῶν ἀῤῥήτων. σει, ἀλλά μετ' αὐτῶν τῆς
Πάντα δὲ οὐκ ἐξῆν · τοῦτο δὲ ἐξῆν ἀναστάσεως τευξώ-μεθα. Οὕτως ὁ ἐν
λαλῆσαι. “Ὅτι ἡμεῖς”. Οὐ περὶ ἁγίοις Μεθόδιος, ἐν τῷ Περὶ
ἑαυτοῦ τοῦτό φησιν. Οὐ γὰρ ἔμελλε ἀναστάσεως λόγῳ. “Οἱ
ζῇν σωματικῶς ἕως τότε, ἀλλὰ λό- παραλειπόμενοι”. Τό-τε γὰρ οἱ
γου χάριν τὸ ἑαυτοῦ λέγει εὑρισκόμενοι ζῶντες, ἐν ἀτόμῳ, ἐν
πρόσωπον. “Οἱ ζῶ-ντες”. Ζῶντας ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ ἀλλαγήσονται, ὡς ἐν
τὰς ψυχάς, κοιμηθέντα δὲ τὰ τῇ πρὸς Κορινθίους πρώτῃ φησίν.
σώματα λέγει. Οὐκ ἂν οὖν “Οὐ μὴ φθάσωμεν, τουτέστι,
προλάβωσιν αἱ ψυχαί · πρῶτον γὰρ προφθάσωμεν”, προλάβωμεν
ἐγείρεται τὰ σώματα, ἵνα αὐτὰ ..............
ἀπολάβωσιν αἱ ψυχαί, ἃς καὶ ..........».
122

(Α΄ Θεσσ. δ΄, 15-18)


Μεθοδίου, Περὶ Ἀναστάσεως,
PG 18 : 313-316
«Ὅτι Καὶ νεκροὶ ἐν Χριστῷ
ἀναστήσο-νται πρῶτον, ἔπειτα
ἡμεῖς οἱ ζῶντες · ὁ ἅγιος
Μεθόδιος οὕτω φησί. Τουτέστι ·
αὐτοὶ ἡμῶν ταῦτα τὰ σώματα· ἡμεῖς
γὰρ οἱ ζῶντες αἱ ψυ-χαὶ ἐσμέν, οἱ
ἀπολαμβάνοντες ἐγερθέντες ἐκ τῆς
γῆς τοὺς νεκρούς · ἵνα, εἰς
ἀπάντησιν ἅμα αὐτοῖς ἁρπασθέντες
τοῦ Κυρίου, ἐνδόξως ἑ-ορτάσωμεν
αὐτῷ τὴν φαιδρὰν τῆς ἀναστά-σεως
ἑορτήν, ἀνθ' ὧν αἰωνίας ἡμῶν τὰς
σκη-νὰς οὐκέτι τεθνηξομένας ἢ
λυθησομένας ἀπει-λήφαμεν».

Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ.,
PG 118 : 968-969
«............“Ἐὰν ἡ ἐπίγειος
ἡμῶν οἰκία”. Ἐ-πίγειος μὲν
οἰκία, ἡ ἐνταῦθα βραχύβιος
ζωή · σκῆνος δέ, τὸ σῶμα ἡμῶν τῶν
ψυχῶν. Ἄλλο γὰρ οἰκία καὶ ἄλλο τὸ
σκῆνος οὗ ἐστιν ἡ οἰκία, καὶ
ἄλλο ἡμεῖς, ὤν ἐστι τὸ σκῆνος ἴ-
διον. Ἐὰν οὖν, φησίν, ἡ οἰκία τοῦ
σκήνους ἡ-μῶν καταλυθῇ, τουτέστιν
ἡ ἐνταῦθα βραχύ-βιος ζωή, ἕξομεν
οἰκίαν ἀχειροποίητον, τουτέ-στι,
ζωὴν αἰώνιον, οὐ προσδεομένην τῆς
ἡμε-τέρας ἐργασίας καὶ τῶν
ἡμετέρων χειρῶν πρὸς σύστασιν.
Καλῶς δὲ ὡς πρὸς ἀντιδια-στολὴν Μεθοδίου, Περὶ Ἀναστάσεως,
τῆς παρούσης ζωῆς, τὴν μέλλουσαν PG 18 : 309-312
ἀ-χειροποίητον εἶπεν. Ἡ γὰρ «Ὅτι τό, Οἴδαμεν γάρ, ὡς,
παροῦσα ἀπὸ τῶν χειρῶν ἔχει τὴν ἐὰν ἡ ἐπί-γειος ἡμῶν οἰκία τοῦ
σύστασιν, ἄρτου, ποτοῦ καὶ σκήνους καταλυθῇ καὶ ἑξῆς · οἱ
ἐνδύματος. Οὕτως ὁ ἅγιος Ὠριγενισταὶ εἰς ἀναίρεσιν τῆς τῶν
Μεθόδιος, ἐν τῷ Περὶ Ἀναστάσεως σωμάτων ἀναστάσεως προβάλλονται,
λόγῳ ............». σκῆνος τὸ σῶμα καὶ ἀχειροποίητον
(Β΄ Κορ. ε΄, 1) ἐν οὐρανοῖς οἰ-κίαν, τά παρ'
αὐτῶν πνευματικὰ ἐνδύματα
λέγοντες. Διό, φησὶν ὁ ἅγιος
Μεθόδιος, ἐπί-γειον οἰκίαν τὴν
ἐνταῦθα βραχύβιον ζωὴν κα-
ταχρηστικῶς ληπτέον, καί οὐ τὸ
164

σκῆνος τοῦ-το. Εἰ γὰρ ἐπίγειον πάντα ἡμῶν τὰ κο-σμήματα καὶ


οἰκίαν καταλυομένην τὸ σῶμα σπουδάσματα τοῦ βίου χερσὶ
τίθεσθαι αύτὸν νομίζετε · παλαμᾶσθαι ἀνθρώπων. Τὸ γὰρ σῶμα,
φράσατε, τὸ σκῆνος τί ἐστιν, οὗ ἡ δημι-ούργημα ὑπάρχον Θεοῦ,
οἰκία καταλύεται ; Ἕτε-ρον γὰρ τὸ χειροποίητον οὐ λέ-γεται, ὅτι μὴ
σκῆνος, καὶ ἄλλο τοῦ σκήνους ἡ ἐπαλαμήθη τέχναις ἀνθρώπων. Εἰ
οἰκία · καὶ ἕτερον ἡμεῖς ὧν ἐστι δέ, διότι ὑπὸ Θεοῦ ἐδημιουργήθη
τὸ σκῆνος. Ἐ-ὰν γὰρ ἡ ἐπίγειος χειροποί-ητον αὐτὸ λέξουσι ·
ἡμῶν οἰκία, φησί, τοῦ σκή-νους χειροποίητοι ἅρα καὶ αἱ ψυχαί,
καταλυθῇ · οἷον ἡμᾶς μὲν τὰς [καὶ] οἱ ἄγγελοι, καὶ τὰ
ψυχὰς εἶ-ναι δηλώσας · σκῆνος δὲ ἐνδύματα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
τὸ σῶμα · οἰκίαν δὲ τοῦ σκήνους Θεοῦ αὐτουργήματα καὶ ταῦτα. Τί
τὴν κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν ἀ- οὖν ἐστὶν ἡ χειροποίητος οἰκία ;
πόλαυσιν τῆς σαρκός, τροπικῶς. Ἡ βραχύβιος, ὡς ἔφην, αὕτη ζωή, ἡ
Ἐὰν οὖν ἡ νῦν δὴ αὕτη ἡ τοῦ ἀπ' ἀνθρω-πίνων χειρῶν
σώματος ζωὴ δίκην οἰκίας δραματουργημένη. Φάγῃ γάρ, φησίν,
καταλυθῇ, ἕξομεν τὴν ἐν τοῖς ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου τὸν
οὐρανοῖς ἀχει-ροποίητον. ἄρ-τον σου · ἧς καταληθείσης,
Ἀχειροποίητον, φησί, διὰ τὸ χει- ἐκείνην τὴν ἀχει-ροποίητον ζωὴν
ροποίητον ταύτην λέγεσθαι τὴν ἔχομεν ............».
ζωήν, κατὰ ἀντιδιαστολήν, παρὰ τὸ

3. Χωρία ἀπό τόν Εὐσέβιο Καισαρείας.


Οἰκουμενίου, Πράξ.,
PG 118 : 193
«Ἐκεῖνον καιρόν φησι τὸν ἐπὶ
Κλαυ-δίου Καίσαρος. Γάϊος
αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων Ἀγρίππαν
καθίστησι βασιλέα τῆς Ἰουδαίας,
τὸν Ἡρώδην ἐξωρίσας δι'
αἰσχρότητα βίου ἐν Λουγδούνῳ τῆς
Γαλλίας σὺν τῇ γυναικὶ Ἡρωδιάδι.
Οὗτός ἐστιν ὁ κατὰ τὸ πάθος τοῦ
Κυρίου βασιλεύσας, ὡς ἱστορεῖ
Ἰώσηπος ἐν τῷ ὀκτῳκαιδεκάτῳ λόγῳ
τῆς Ἀρχαιολογίας, καὶ Εὐσέβιος
ἐν τῷ δευτέρῳ λόγῳ τῆς Ἐκ-
κλησιαστικῆς ἱστορίας
............».
(Πράξ. ιβ΄, 1)
165

Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία- συνέδριον κριτῶν. Καὶ πα-ραγαγὼν


Βιβλίο Β΄-κεφ. κγ΄, PG 20 : εἰς αὐτὸ τόν ἀδελφόν Ἰησοῦ τοῦ
204,205 Χριστοῦ λεγομένου, Ἰάκωβος ὄνομα
«............ Ὁ γοῦν αὐτῷ, καὶ τινας ἑτέρους ὡς
Ἰώσηπος οὐκ ἀπώκνη-σε καὶ τοῦτ' παρανομησάντων κατη-γορίαν
ἐγγράφως ἐπιμαρτύρασθαι, δι' ὧν ποιησάμενος, παρέδωκε
φησι λέξεων · Ταῦτα δὲ συμβέβηκεν λευσθησομέ-νους. Ὅσοι δὲ ἐδόκουν
Ἰου-δαίοις, κατ' ἐκδίκησιν ἐπιεικέστατα τῶν κα-τὰ τὴν πόλιν
Ἰακώβου τοῦ δικαίου, ὃς ἦν εἶναι καὶ τὰ περὶ τοὺς νόμους
ἀδελφός Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χρι- ἀκριβεῖς, βαρέως ἤνεγκαν ἐπὶ
στοῦ· ἐπειδήπερ δικαιότατον τούτῳ. Καὶ πέ-μπουσι πρὸς τὸν
αὐτὸν ὄντα οἱ Ἰουδαῖοι βασιλέα κρύφα, παρακα-λοῦντες
ἀπέκτειναν. Ὁ δ' αὐτὸς καὶ τὸν αὐτὸν ἐπιστεῖλαι τῷ Ἀνάνῳ μηκέτι
θά-νατον αὐτοῦ ἐν εἰκοστῷ τῆς ταῦτα πράσσειν · μήδε γὰρ τὸ
Ἀρχαιολογίας δηλοῖ διὰ τούτων · πρῶτον ὀρθῶς αὐτὸν πεποιηκέναι.
Πέμπει δὲ Καίσαρ Ἀλβῖ-νον εἰς Τινὲς δὲ αὐτῶν καὶ τὸν Ἀλβῖνον
τὴν Ἰουδαίαν ἔπαρχον, Φήστου τὴν ὑπαντιάζουσιν ἀπὸ τῆς
τελευτὴν πυθόμενος. Ὁ δὲ Ἀλεξανδρεί-ας ὁδοιποροῦντα, καὶ
νεώτερος Ἄνανος, ὃν τὴν διδάσκουσιν, ὡς οὐκ ἐξ ὧν ἦν
ἀρχιερωσύνην εἴπομεν Ἀνάνῳ χωρὶς τῆς αὐτοῦ γνώμης κα-
παρειληφέναι, θρασὺς ἦν τὸν θίσαι συνέδριον. Ἀλβῖνος δὲ
τρόπον καὶ τολμητὴς διαφε- πεισθεὶς τοῖς λε-γομένοις,
ρόντως. Αἵρεσιν δὲ μετῄει τὴν γράφει μετ' ὀργῆς τῷ Ἀνάνῳ,
Σαδδουκαίων, οἵπερ εἰσὶ περὶ τὰς λήψε-σθαι παρ' αὐτοῦ δίκας
κρίσεις ὠμοὶ παρὰ πά-ντας τοὺς ἁπειλῶν. Καὶ ὁ βασι-λεὺς ὡς
Ἰουδαίους, καθὼς ἤδη δεδηλώκα- Ἀγρίππας διὰ τοῦτο τὴν
μεν. Ἅτε δὴ οὖν τοιοῦτος ὢν ὁ ἀρχιερωσύ-νην ἀφελόμενος αὐτοῦ
Ἄνανος, νομί-σας ἔχειν καιρὸν ἄρξαντος μῆνας τρεῖς, Ἰησοῦν τὸν
ἐπιτήδειον, διὰ τὸ τεθνάναι μὲν τοῦ Δαμμαίου κατέστησεν
Φῆστον, Ἀλβῖνον δὲ ἔτι κατὰ τὴν .........».
ὁδὸν ὑ-πάρχειν, καθίζει

Οἰκουμενίου, Γαλ., ἀδελφοί, καταλαμβάνο-μαι, ὅτι οὐκ


Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία- ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ'
PG 118 : 1112 ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος
«Ἄλλως, Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου αὐτόν, δε-κτὸς αὐτῷ ἐστιν”. Οὐ
ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ ἱστορίᾳ γὰρ ἦν ὁ εἰπὼν ταῦτα. Εἰ δὲ τοῦτο
ἀποδείκνυσι μὴ παρὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ κηρύγματος
εἶναι τὸν Κηφᾶν τοῦτον, τὸν ποιήσας, ἔπεισεν ἅπαντας ὡς οὐ
Πέτρον, ἀλλ' ὁ-μώνυμον αὐτῷ, ἕνα κακῶς ἐποίη-σε, τοῦ Πνεύματος
τῶν ἑβδομήκοντα. Καὶ πι-θανὸς ὁ αὐτὸν εἰς τοῦτο ἐνάγο-ντος, πῶς
λόγος. Οὐ γὰρ ἂν ὁ Πέτρος ἐδεήθη ἂν νῦν μετὰ τοσοῦτον χρόνον, μετὰ
πάλιν ὑποστολῆς, ὅστις ἤδη περὶ τὸ πεῖραν δοῦναι τὸν Πέτρον τῆς
τούτου ἀπο-λογησάμενος ἦν ἐν οἰκείας ἀρε-τῆς, ἐδεήθη πάλιν τῆς
Ἱερουσαλὴμ καὶ πείσας ἅ-παντας, τοιαύτης οἰκονομίας ; Τὸ δὲ ὅτι
ὅτε τῷ Κορνηλίῳ συμφαγών, τινὰς κατεγνωσμένος ἦν δύνασαι καὶ οὕ-
τῶν ἐκ περιτομῆς ἐσκανδάλισεν, τως νοῆσαι · Γέγονέ μοι, φησί,
ὅτε καὶ εἶ-πεν, “Ἐπ' ἀληθείας, πρόφασις τοῦ κατὰ πρόσωπον αὐτῷ
166

ἀντιστῆναι καὶ διελέγ-ξαι αὐτόν,


ἄλλο μὲν οὐδέν, ἢ ὅτι περὶ τοῦ
συ-νεσθίειν τοῖς ἐν ἀκροβυστίᾳ
προκατεγνωσμέ-νος ἦν ἀπὸ τῶν
Ἰουδαίων ὅτε τῷ Κορνηλίῳ
συνέφαγεν. Εἰ μὴ γὰρ
προκατεγνώσθη παρ' αὐτῶν
σκανδαλισθέντων ἐκεῖ, οὐκ ἂν νῦν
ὑ-πεστάλη. Μὴ ὑποσταλέντος δέ,
οὐκ ἦν χρεία τοῦ τε ἐλέγχου, τῆς
τε κατὰ πρόσωπον ἀντι-στάσεως. Τί
δὲ ὅλως ὠφελεῖ ἡ κατὰ πρόσω-πον
ἀντίστασις ;».
(Γαλ. β΄, 11-13)
Βιβλίο Α΄-κεφ. ιβ΄, PG 20 : 117
«............ Ἡ δ' ἱστορία
παρὰ Κλήμεντι κα-τὰ τὴν πέμπτην
τῶν Ὑποτυπώσεων, ἐν ᾗ καὶ
Κηφᾶν, περὶ οὗ φησιν ὁ Παῦλος ·
“Ὅτε δὲ ἦλθεν Κηφᾶς εἰς
Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ
ἀντέστην”, ἕνα φησί γεγονέναι τῶν
ἑ-βδομήκοντα μαθητῶν, ὁμώνυμον
Πέτρῳ τυ-γχάνοντα ἀποστόλῳ
............».

4. Χωρία ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο.


J.A. Cramer, Catenae III, ἀγγέλοις, ἀναβαίνων ὡς ἄνθρωπος,
Πράξ., 8 : 3-6 καὶ ἀνα-φέρων εἰς τὸν οὐρανὸν ἣν
«Οὐκέτι γὰρ ἔπρεπε σαρκικῶς ἐφόρει σάρκα · ὅτε καὶ οἱ μαθηταὶ
αὐτὸν ἀ-ποκρίνεσθαι ἀνερχόμενον τοῦτο βλέποντες, πάλιν ἠρώ-
εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ λοιπὸν (Πράξ. α΄, 7)
θεϊκῶς διδάξαι · “ὅτι οὐχ ὑμῶν
ἐστι γνῶναι χρόνους καὶ καιρούς,
οὓς ὁ Πα-τήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ
ἐξουσίᾳ”». των. Πότε τὸ τέλος ἔσται, καί,
Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγος Πότε σὺ παρα-γίνῃ, εἶπεν αὐτοῖς
Δ΄, φανερώτερον · “Οὐχ ὑμῶν ἐ-στι
PG 26 : 321ἑ.ἑ. γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ
«............ Ἐν γοῦν ταῖς Πατὴρ ἔ-θετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ”
Πράξεσι τῶν ἀπο-στόλων ἐστὶ ............».
γεγραμμένον, ἡνίκα ἐπέβη τοῖς

5. Χωρία ἀπό τόν Μεγάλο Βασίλειο.


167

Οἰκουμενίου, Ρωμ., «............ Τῶν δὲ


PG 118 : 513 περιστατικῶς συμβαινό-ντων τινὰ
«............ Ἐσκλήρυνεν ὁ μὲν ἁμαρτημάτων ἕνεκα γίνεται,
Θεὸς τὸν Φαραώ, τῇ μακροθυμίᾳ καὶ τι-νὰ δὲ εἰς διόρθωσιν τοῦ ἤθους
τῇ τῆς τιμωρίας ἀναβολῇ ἐπιτείνων τῶν πειραζομέ-νων, ἄλλα δὲ ὑπὲρ
αὐτοῦ τὴν κακίαν, ἵνα εἰς τὸν τοῦ ἐκτριβῆναι τοὺς ἀπε-
ἔσχα-τον ὅρον αὐξηθείσης αὐτοῦ γνωσμένους, ὡς ἐπὶ τοῦ Φαραώ.
τῆς πονηρίας, τὸ δίκαιον ἐπ' αὐτῷ Τούτοις οὖν ὡς ἀπεγνωσμένοις
τῆς θείας κρίσεως διαφανῇ». οὐκέτι πληγαί, οὐδὲ μάστι-γες,
(Ρωμ. θ΄, 16-17) ἀλλ' ἀφανισμὸς ἀπειλεῖται. Πᾶσα
κεφαλὴ εἰς πόνον καὶ πᾶσα καρδία
εἰς λύπην. Τί ἔτι πληγῆτε, ὧν καὶ
τὰ σώματα καὶ αἱ ψυχαὶ με-
μαστίγωνται καὶ οὐδαμοῦ ἡ
διόρθωσις, πάσης κεφαλῆς
ὀδυνομένης καὶ πάσης καρδίας σκυ-
θρωπαζούσης ; Οὐ πάντως τὸ μέλος
τοῦ σώμα-τος λέγει τὴν κεφαλήν,
ὡς περὶ αὐτὴν μόνην τῆς ὀδύνης
ἐστηριγμένης, ἀλλά, Πᾶσα κεφα-λή,
Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ἀντὶ τοῦ τὸν καθ' ἕνα ἄνθρωπον,
προφήτην Ἠσαΐαν, Α΄ Κεφάλαιον, PG κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς Γραφῆς
30 : 145 ............».

Οἰκουμενίου, Κολ., μὲν αὐ-τὸς παροφθῇ, σφοδρὸν εἶναι


PG 119 : 44 · ἐν οἷς δὲ ἂν ἄλ-λον
«............ Μετ' ἐγκωμίου ὁ καταφρονούμενον ἴδῃ, τὴν πρὸς τὸν
λόγος, ὡς νῦν οὐ ζώντων ἐν ἡ-μαρτηκότα μακροθυμίαν
αὐτοῖς. Καὶ οὕτως διὰ μόνον ἐ- ἐπιδείκνυσθαι · ἀλ-λὰ καὶ μᾶλλον
γκώμιον εἶπεν, ἐπειδὴ παρακατιὼν δυσχεραίνειν ἐπὶ τῷ κακῷ τό-τε.
ἀποθέ-σθαι αὐτὰ ἐπιτάσσει. Οὐδεὶς Οὕτω γὰρ καὶ τῆς φιλαυτίας τὴν
δέ, ὃ οὐκ ἔχει ἀ-ποτίθεται». ὑποψίαν ἐκφεύξεται καὶ ἀπόδειξιν
(Κολ. γ΄, 5-7) δώσει τοῦ μὴ τὸν ἡ-μαρτηκότα
μισεῖν, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀπο-
στρέφεσθαι · τὸ μὲν γὰρ μὴ δι'
ἑαυτὸν μερι-μνᾶν καὶ ἐργάζεσθαι,
φιλοχρίστου καὶ φιλα-δέλφου
διαθέσεως ἐγκώμιον. Παντὶ τοίνυν
τρόπῳ χρὴ τὸν ἀσθενοῦντα
θεραπεύειν καὶ σπουδάζειν τὸ
ἐξηρθρωμένον, ἵν' οὕτως εἴπω,
μέλος ἐναρθροῦν · ἐὰν δὲ τῇ
Βασιλείου, Λόγος περὶ διδαχῆς καὶ οἱᾳδήποτᾶν κα-
νουθεσίας, PG 32 : 1141
«............ Ἐν γὰρ πραότητι κίᾳ ἐπιμένῃ, ἀφιέναι ὡς ἀλλότριον
δεῖ παιδεύειν τοὺς ............».
ἀντιδιατιθεμένους, καὶ μὴ ἐν οἷς
168

Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., «............ Δι' οὗ


PG 119 : 84 παρακαλοῦμεν τὴν εὐλά-βειάν σου
«“Εἰς τὸ στηρίξαι”. Εἰς τὸ προηγουμένως εὔχεσθαι ὑπὲρ ἡ-μῶν,
τὴν ἀγάπην, φησί, στηρίξαι ὑμῶν ἵνα δῷ ὁ Κύριος ἐμοὶ μὲν
τὰς καρδίας. Ἂν γὰρ αὐ-τὴ ἀπαλλαγὴν τοῦ φορτικοῦ τούτου
περισσεύῃ, στηριγμὸς ἐστι σώματος, ταῖς δὲ Ἐκ-κλησίαις
κεκτημένων αὐ-τήν. (Τὰς καρδίας αὐτοῦ τὴν εἰρήνην, σοὶ δὲ ἡσυχίαν
φησίν). Αὕτη γὰρ καὶ τὸν ἔσω καὶ ἄδειαν τοῦ, ἐπειδὰν διαθῇς τὰ
ἄνθρωπον στηρίζειν πέφυκε. Κωλύει κατὰ τὴν Λυκαονίαν ἀποστολικῶς ὡς
γὰρ ἐκβαίνειν ἐξ αὐτῆς ἐνήρξω, ἐπισκέ-πτεσθαι καὶ τὰ
διαλογισμοὺς πονηρούς. Ὁ μακάριος ὧδε, κἄν τε ἐνδημῶμεν τῇ σαρκὶ
Βασίλειος ἐν τῷ πρὸς Ἀμφιλόχιον κἂν ἀποδημῆσαι ἤδη πρὸς τὸν
ἔνθα θεολογεῖ τὸ πνεῦμα, φησὶ Κύριον ἐπιταχθῶμεν, ἵνα αὐτὸς ὡς
τὸν Παῦλον, αὐτὸ τὸ ἅγιον ἰδίων, ὅπερ οὖν καί ἐστιν ἀντέχῃ
εὔχεσθαι Πνεῦμα νῦν. Τίς γὰρ ὁ τῶν καθ' ἡμᾶς τόπων καὶ στηρίζῃς
στηρίξαι, φησίν, ἐν ἀγάπῃ τὰς μὲν τὰ σαθρά, ἐπεγείρῃς δὲ τὰ νω-
καρδίας αὐ-τῶν ἔχων ἔμπροσθεν τοῦ θρά, πάντα δὲ τῇ χάριτι τοῦ
Πατρὸς ἐν τῇ πα-ρουσίᾳ τοῦ Υἱοῦ ; Πνεύματος τοῦ ὄντος ἐν σοὶ
δηλονότι τὸ Πνεῦμα. Τίς δὲ μετακοσμήσῃς πρὸς τὸ εὐάρε-στον
εὔχεται ἑτέρῳ πλὴν Θεῷ ; “Τὰς τῷ Κυρίῳ ............».
εὐχάς μου γάρ, φησί, τῷ Κυρίῳ Βασιλείου, Ἐπιστολὴ σλγ΄-
ἀποδώσω”. Ἐκεῖ πρόσχες ....... Ἀμφιλοχίῳ ἐπισκόπῳ ἐρωτήσαντι, PG
.....». 32 : 868
(Α΄ Θεσσ. γ΄, 11-13) «............ Οὕτω δὴ καὶ
περὶ Θεοῦ. Εἰ μὲν βεβλαμμένος
ἐστὶν ὑπὸ δαιμόνων ὁ νοῦς, εἰ-
δωλολατρήσει ἢ πρὸς ἄλλο τι εἶδος
ἀσεβείας παρατραπήσεται. Εἰ δὲ τῇ
τοῦ Πνεύματος ἑ-αυτὸν ἐπιδέδωκε
βοηθείᾳ, τὴν ἀλήθειαν γνω-ρίσει
καὶ Θεὸν ἐπιγνώσεται. Ἐπιγνώσεται
δέ, ὡς ὁ Ἀπόστολος εἶπεν, ἐκ
μέρους, ἐν δὲ τῇ με-τὰ ταῦτα ζωῇ
τελεώτερον · “Ὅταν γὰρ ἔλθῃ τὸ
τελειότερον, τὸ ἐκ μέρους
καταργηθήσε-ται”. Ὥστε καὶ καλὸν
τοῦ νοῦ τὸ κριτήριον καὶ πρὸς
εὔχρηστον τέλος, τὴν Θεοῦ κατανό-
Βασιλείου, Ἐπιστολὴ σ΄-Ἀμφιλοχίῳ ησιν δεδομένον, ἐνεργοῦν μέντοι
Ἰκονίου, PG 32 : 733 τοσοῦτον ὅ-σον αὐτῷ χωρητόν».

6. Χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.


Οἰκουμενίου, Ρωμ., «............ “Ὃν δὲ θέλει
PG 118 : 513 σκληρύνει”. Τὸ ἐ-σκληρῦνθαι παρὰ
τοῦ Θεοῦ τὸν Αἰγύπτιον τύραννον,
οὐχ ὡς τὴν ἀντιτυπίαν ἐν τῇ ψυχῇ
169

Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εἰς τὴν


ἡμέραν
τῶν Φώτων, ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ ηγγελίσατο. Παρῆλθεν ὁ λαός, καὶ
Κύριος ἡμῶν, PG 46 : 589 βασιλεὺς ὁ Αἰγύπτιος μετὰ τῆς
«............ Ὡς δὲ τῷ Παύλῳ στρατιᾶς ἐβυθίσθη, καὶ τοῦτο τὸ
τῷ θεσπεσίῳ δοκεῖ, καὶ ὁ λαὸς μυστήριον διὰ τῶν ἔργων προεφη-
αὐτὸς τὴν Ἐρυθρὰν περαι-ωθεὶς τεύετο. Καὶ νῦν γάρ, ἡνίκα ἄν ὁ
θάλασσαν, τὴν ἐξ ὕδατος σωτηρίαν λαὸς ἐν τῷ τῆς παλιγγενεσίας
εὐ-αὐτοῦ τῆς θείας βουλήσεως ὕδατι γένηται, φεύγων τὴν
ἐντιθείσης νοη-τέον, ἀλλ' ὡς τῆς Αἴγυπτον, τὴν μοχθηρὰν ἁμαρτίαν,
προαιρέσεως, διὰ τῆς πρὸς τὴν αὐτὸς μὲν ἐλευθεροῦται καὶ
κακίαν προσκλίσεως, τὸν σώζεται, ὁ δὲ διάβολος μετὰ τῶν
ἐκμαλάσσοντα τὴν ἀντιτυπίαν λόγον ἰδίων ὑπηρετῶν (λέγω δὴ τῶν
οὐ δεχομένης ............». πνευμάτων τῆς πονηρίας)
(Ρωμ. θ΄, 18) ἀποπνίγεται τῇ λύπῃ καὶ φθεί-
ρεται, συμφορὰν ἰδίαν τὴν τῶν
ἀνθρώπων σωτηρίαν ἡγούμενος
...........».

Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ.,
PG 119 : 212

«............ Ὡς τῶν
διδασκάλων πρῶτον ἐν ἑαυτοῖς Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος πρὸς τοὺς
κατορθούντων ἇπερ διδάσκουσι. πενθοῦντας ἐπὶ τοῖς ἀπὸ τοῦ
Τοῦτο γάρ ἐστί, τὸ δεῖν πρῶτον παρόντος βίου πρὸς τὸν ἀΐδιον
τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν, ὧν πρὸ μεθισταμένοις, PG 46 : 520
τῶν ἄλλων ἑαυτοῖς διὰ τῶν ἀρετῶν «............ Εἰ τοίνυν οὔτε
γεωργοῦσιν. Τὸ μὲν τοῦ στρατιώτου πρὸς τὰς ῥίζας τῶν σπερμάτων ὁ
καὶ ἀθλητοῦ παράδειγμα, καὶ γεωργὸς δυσχεραίνει, οὔτε πρὸς
μαθηταῖς ἁρμόζει, τὸ δὲ γεωργοῦ, τὸν προεκβαλλόμενον ἐκ τοῦ
διδασκά-λοις μόνοις. Ὥσπερ γάρ, σπέρματος χόρτον, οὔτε εἰς τοὺς
φησίν, ὁ γεωργὸς τῆς γῆς καὶ τῶν ἀθέρας τοῦ στάχυος, ἀλλ' ἐν
καρπῶν ποιεῖται φροντίδα, οὕτω ἑκάστῳ τούτων ἐνθεωρεῖ τινα
καὶ σὺ τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ χρείαν ἀναγκαίαν, δι' ἧς τεχνικῶς
κυρήγματος. Καὶ ὅρα τὴν ἡ φύσις ὁδεύουσα, προάγει τὸν
ἀντίδοσιν. Τῆς ὠφελείας, φησί, καρπὸν εἰς τελείωσιν, διὰ τῆς τῶν
τῶν μαθητῶν, πρῶτος ὁ διδάσκαλος ἀχρείων ἀποποιήσεως τὴν γόνιμον
ἀπολαύει πα-ρὰ Θεῷ, ὥσπερ τῶν ἐκκα-θαίρουσα δύναμιν · ὥρα καὶ
καρπῶν ὁ γεωργός». σοὶ μὴ δυσχεραί-νειν διὰ τῶν
(Β΄ Τιμόθ. β΄, 3-6) ἀναγκαίων ὁδῶν προϊούσης ἡ-μῶν
τῆς φύσεως ἐπὶ τὸ ἴδιον τέλος,
ἀλλὰ ἡγεῖ-σθαι κατὰ τὴν ἐν τοῖς
σπέρμασιν ἀναλογίαν, τὸ ἀεὶ παρὸν
πρὸς τι πάντως χρησίμως τε καὶ
ἀναγκαίως ἔχειν, οὐ μὴν τοῦτο
εἶναι οὗ χάριν εἰς γένεσιν
170

ἤλθομεν. Οὐ γὰρ ἐπὶ τὸ ἔμβρυον τὸ εἶδος συνεξαλλάσσουσα, οὐδὲ


γενέσθαι παρὰ τοῦ δημιουργήσαντος πρὸς τὴν ἐπιγινομένην διὰ τοῦ
ἡμᾶς ὑ-πέστημεν, οὐδὲ πρὸς τὸν θανάτου λύσιν τῷ σώματι · ἀλλὰ
βρεφώδη βίον ὁ σκο-πὸς τῆς φύσεως πάντα ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τῆς
βλέπει, οὐδὲ πρὸς τὰς ἐφεξῆς ὁδοῦ δι' ἧς πορευόμεθα μέρη ἐ-
ἡλικίας ὁρᾷ, ἃς ἀεὶ διὰ τῆς στίν · ............».
ἀλλοιώσεως μετεν-δύεται τῷ χρόνῳ

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,


324 : 16-31
«Ὥστε κίνδυνός ἐστιν ἡμῖν
οὐδεὶς εἰς
Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιῤῥητικὸς
πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45 : 1177-
1180
«............ Ὡς γὰρ ἀνωφερὲς
ὂν τῇ φύσει τὸ
τετράδα τὸν τῆς Τριάδος λόγον
πλατύνεσθαι, καθὼς ὁ Ἀπολινάριος
λέγει, οὐδὲ τοὺς Ἀγγέ-
λους τῷ ἀνθρώπῳ δουλαγωγοῦμεν, ὡς
ὁ ἐκεί-νου μῦθος καθ' ἡμῶν λέγει.
οὐ γὰρ ἀνθρώπῳ δουλεύσουσιν οἱ τῷ
δεσπότῃ ἑαυτῶν ὑποκύ-πτοντες,
οὐδὲ ἐπαισχύνονται προσκυνοῦντες
τῷ διὰ σαρκὸς τῇ οἰκουμένῃ
ἐπιδημήσαντι. μία δὲ εἰσοδος ἐπὶ
τὴν οἰκουμένην ἡ διὰ τοῦ τόκου
ἐστί. καὶ οὐκ ἔστιν ἑτέρως ἐντὸς πῦρ θείᾳ δυνάμει πρόσγειον
τοῦ βί-ου γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων, γίνεται, ὁ δὲ Ἠ-λίας περισχεθεὶς
μὴ ταύτῃ τῇ εἰ-σόδῳ χρησάμενον. τῷ οὐρανίῳ πυρὶ πάλιν πρὸς τὴν
οὐκοῦν τὴν διὰ σαρκὸς αὐτοῦ κατὰ φύσιν ἐπανατρέχοντι κίνησιν
γένεσιν, εἴσοδον εἰς τὴν καὶ αὐτὸς συνεπαίρεται, οὕτως
οἰκουμένην ὀ-νομάζει ὁ Λόγος. εἰ ἄυλός τις οὖσα καὶ ἀειδὴς ἡ τοῦ
οὖν εἰσελθόντες αὐτῷ εἰς τὴν Ὑψίστου δύναμις τὴν δουλι-κὴν
οἰκουμένην πάντες προσκυνοῦσιν οἱ μορφὴν τὴν διὰ τῆς Παρθένου
Ἄγ-γελοι · ἡ δὲ εἴσοδος ἡ διὰ ὑποστᾶ-σαν διαλαβοῦσα πρὸς τὸ
σαρκὸς ἐστὶ γένεσις, οὐχ ἡμεῖς ἴδιον ὕψος ἀνήγα-γεν εἰς τὴν
δουλαγωγοῦμεν τῷ δεσπότῃ τὸ ἴ- θείαν τε καὶ ἀκήρατον μεταστοι-
διον κτῆμα, ἀλλ' αὐτὴ τῶν Ἀγγέλων χειώσασα φύσιν · ὥστε ὁ πρὸς
ἡ φύσις τὴν ὑπερκείμενην αὐτῆς τοῦτο δυσπει-θῶς ἔχων οὐδ' ἂν τῇ
δεσποτείαν οὐκ ἀ-γνοεῖ. ὥστε κατὰ τὸν Ἠλίαν θαυμα-τοποιΐᾳ
σιγάτω προτιθεὶς ἐκεῖνα τῷ λόγῳ προσθοῖτο · ὁ δὲ ἐν ἐκείνῳ
τὰ μάταια, τὰ ἄνω ποοῦμεν κάτω προκατα-μαθὼν σκιαγραφηθεῖσαν τὴν
θεοφόρους Ἀγγέλους θεοφόρῳ ἀλήθειαν οὐδ' ἂν πρὸς αὐτὴν τὴν
ἀνθρώπῳ καταδουλοῦ-ντες». ἀλήθειαν ἀντιτύπως ἔχοι.
Εἶτα ἐφ' ἡμᾶς στρέφει τὴν
λοιδορίαν τοὺς μὴ παραδεχομένους
171

αὐτοῦ τὸν ἀναπλα-σθέντα μῦθον καί φύσις, τοσοῦτον ἡ κατὰ Ἄρειον


φησιν · Οἱ δὲ ἐν σχήματι πί-στεως ἀσέβεια τῆς Ἀπολιναρίου πλά-νης
ἄπιστοι τῷ ἐκ γυναικὸς τεχθέντι αἱρετωτέρα. Τίς οὖν ἐν σχήματι
Θεῷ καὶ σταυρωθέντι πρὸς Ἰουδαίων πίστεως ἄπιστος ἐρμηνεύων τὸ ἐκ
ὁμοίως ἐκεί-νοις ἐπαισχύνονται. τῆς Παρθένου μυ-στήριον ; προθήσω
Τὸ μὲν οὖν ἀραῖς κατὰ τῶν γὰρ τῷ κοινῷ τήν τε κω-μῳδουμένην
ὑπεναντίων κεχρῆσθαι, τίς οὐκ ἡμῶν παρὰ τοῦ λογογράφου πί-
οἶδεν ὅτι τῶν ἀτονούντων ἐστὶ
περὶ ἂ σπυδάζουσιν ἴ-διον ; ἡμεῖς
δὲ τοσοῦτόν φαμεν, ὅτι δύο προ-
κειμένων βαράθρων, ἔνθεν μὲν τοῦ
κατὰ τὸν Ἀπολινάριον, ἑτέρωθεν δὲ
τοῦ κατὰ τὸν Ἄ-ρειον πτώματος,
ἴσον μὲν καθ' ἑκάτερον τοῖς
καταπίπτουσίν ἐστι τὸ σύντριμμα ·
πλὴν ἐν κακῶν ἐκλογῇ κουφότερον
δοκεῖ τὸ κατὰ τὸν Ἄρειον κλάσμα.
Ἀμφότεροι μὲν γὰρ πρὸς τὸ στιν καὶ τὴν ἐκείνου ὑπόληψιν.
ταπεινότερον τὴν ἀκήρατον τοῦ Ἡμεῖς γάρ φαμεν, ὅτι ἄυλός τε καὶ
Μονογενοῦς φύσιν καθέλκουσιν · ἀειδὴς καὶ ἀσώματος κατ' οὐσίαν
ἀλλ' ὁ μὲν Ἄρειος τῇ ἀ-σωμάτῳ τῶν Θεὸς ὢν οἰκονομίᾳ τινὶ φιλαν-
ἀγγέλων φύσει προσοικειοῖ τὸ τῶν θρώπῳ πρὸς τῷ τέλει τῆς τοῦ
ἀγγέλων. Δεσπότην κατὰ τὸ ἴσον παντὸς συμπλη-ρώσεως ἤδη τῆς
ἠλατ-τῶσθαι τῆς τοῦ ἀκτίστου κακίας εἰς τὸ ἀκρότατον αὐ-
φύσεως καὶ τοῦτον κἀκείνους διὰ ξηθείσης, τότε ἐπὶ καθαιρέσει τῆς
κτίσεως εἶναι ἀποφηνάμενος · ἁμαρτίας τῇ ἀνθρωπίνῃ
οὗτος δὲ τοσοῦτον ἐπιτείνει τὴν κατακιρνᾶται φύσει, οἷόν τις ἥλι-
ἀτοπίαν, ὥ-στε καὶ ἀνθρώπῳ τῷ ος ἐν γνοφώδει σπηλαίῳ
παρ' ἀγγέλους ἠλαττω-μένῳ κρίνειν εἰσοικιζόμενος καὶ διὰ τοῦ φωτὸς
ὁμότιμον καὶ σαρκώδη εἶναι τὴν ἐξαφανίζων τῇ παρουσίᾳ τὸ σκότος
φύσιν αὐτοῦ διορίζεσθαι. Ὅσῳ δὲ ............».
κρείττων τῶν σωμάτων ἡ ἀσώματος

7. Χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.


Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ.,
PG 118 : 773

«............ Ἐβάπτισε Μωυσῆς


καὶ πρὸ τού-του ἐν νεφέλῃ καὶ
θαλάσσῃ. Τύπος δὲ ἦν, ὡς καὶ
Παύλῳ δοκεῖ, ἡ θάλασσα τοῦ
ὕδατος, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος,
τὸ μάννα τοῦ τῆς ζω-ῆς ἄρτου, τὸ Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ
πόμα τοῦ θείου πόματος Ἰουλιανοῦ βασιλέως, καὶ κατὰ
............». Ἑλλήνων
(Α΄ Κορ. ι΄, 1-4) Στηλιτευτικὸς Α΄, PG 35 : 545-548
172

«Ὁρᾶτε ὅπως πλέκω τὴν ᾠδὴν Τἄλλα τε, ὅσα τούτοις


θείοις καὶ ῥήμασι καὶ διανοήμασι ἐπηκολούθησε,
; καὶ οὐκ οἶδ' ἀλ-λοτρίοι στύλος νεφέλης ἐπισκιάζων ἡμέρας,
ἐπαίρομαί τε καὶ καλλωπίζομαι καὶ στύλος πυρὸς φωτίζων νυκτὸς καὶ
ὥσπερ ἔνθους ἐφ' ἡδονῆς γίνομαι · ὁδηγοῦντες ἀμφό-τεροι · ἄρτος
ἀτιμάζω δὲ ἅπαν ταπεινὸν καὶ ὑόμενος ἐν ἐρήμῳ, ὄψον ἐξ οὐρα-
ἀνθρώπινον, ἄλλα ἄλλοις νοῦ πεμπόμενον · ὁ μὲν τῇ χρείᾳ
συμβιβάζων καὶ συναρμόζων καὶ εἰς σύμμετρος, τὸ δὲ καὶ ὑπὲρ τὴν
ἓν ἄγων τὰ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ; χρείαν · ὕδωρ ἐκ πέτρας τὸ μὲν
............ ἐκδιδόμενον τὸ δὲ γλυκαινόμενον
............».

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ.,
PG 118 : 816-817

«............“Ὁ δὲ αὐτός ἐστι


Θεός”. Πάνυ δογματικῶς τὸ χωρίον
ἐξέθετο. Ἀπαριθμησά-μενος γὰρ τὴν
ἁγίαν Τριάδα διαιρετῶς, συνά-πτει
ἀσυγχύτως. Ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ
διαιρεῖται ταῖς ὑποστάσεσι, καὶ
συνάπτεται τῇ οὐσίᾳ · ὡς καὶ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος φησί · Τρία
ταῖς ὑποστάσεσιν, ἓν τῇ θεότητι
............».
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 4-6)

Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰρηνικὸς Α΄, τὸν πλοῦτον ἡμῖν ἐν ὀνόμασιν,


ἐπὶ τῇ ἑνώσει τῶν μοναζόντων, ἀλλ' οὐ πράγ-μασι), καὶ τὰ τρία
μετὰ τὴν σιωπήν, ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ ἕν. Ἐν γὰρ οὐχ ὑποστάσει ἀλλὰ
πατρὸς αὐτοῦ, PG 35 : 749 θεότητι · μονὰς ἐν Τριάδι
«............ φυλάσσοντες τὴν προσκυνουμέ- νη καὶ Τριὰς εἰς
καλὴν παρα-καταθήκην, ἣν παρὰ τῶν μονάδα ἀνακεφαλαιουμένη,
Πατέρων εἰλήφα-μεν, προσκυνοῦντες ............».
Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅ-γιον Πνεῦμα Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος περὶ
· ἐν Υἱῷ τὸν Πατέρα, ἐν Πνεύμα-τι δόγματος, ἤτοι περὶ θεολογίας,
τὸν Υἱὸν γινώσκοντες, εἰς ἃ καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων, ἢ κατὰ
βεβαπτίσμεθα, εἰς ἃ ἐπισκόπων, PG 35 : 1072
πεπιστεύκαμεν, οἷς συντετάγμεθα, «............ μήθ' οὕτω
πρὶν συνάψαι διαιροῦντες, καὶ φιλοχρίστους, ὡς μήτε τοῦτο
πρὶν διαιρεῖν συνά-πτοντες, οὔτε φυλάττειν, τὸ εἶναι Υἱὸν (τίνος
τὰ τρία ὡς ἕνα (οὐ γὰρ ἀνυ- γὰρ ἂν καὶ εἴη Υἱός, μὴ πρὸς
πόστατα ἢ κατὰ μιᾶς ὑποστάσεως, αἴτιον ἀναφερόμενος τὸν Πατέρα
ὡς εἶναι ;), μήτε τῷ Πατρὶ τῷ τῆς ἀρχῆς
κατασμικρύνειν ἀξίωμα, τῆς ὡς
Πατρὶ καὶ γεννήτορι · μικρῶν γὰρ
ἂν εἴη καὶ ἀναξίων ἀρχή, μὴ
θεότητος ὢν αἴτιος τῆς ἐν Υἱῷ καὶ
173

Πνεύματι θεωρουμένης. Ἐπειδὴ χρὴ οὖν τρία πρόσωπα, καὶ ἑκά-στην


καὶ τὸν ἕνα Θεὸν τηρεῖν καὶ τὰς μετὰ τῆς ἰδιότητος».
τρεῖς ὑποστάσεις ὁ-μολογεῖν, εἴτ'
173

Δ΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΟΙ ΜΕΤΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΕΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ

Στό ὑπομνηματιστικό ἔργο πού διατηρήθηκε μέ τό


ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου, τόσο ὁ ἴδιος, ὅσο καί οἱ
τελικοί διαμορφωτές τοῦ ἔργου του, χρησιμοποίησαν
κατά κόρον τούς Πατέρες πού ἔδρασαν συγγραφικά μετά
τόν Χρυσόστομο, ὅπως λ.χ. τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας,
τόν Θεοδώρητο Κύρου, τόν Γεννάδιο Κων/πόλεως, τόν
Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, ἀλλά καί συγγραφεῖς - ὀπαδούς
αἱρέσεων, ὅπως τόν Σευῆρο Ἀντιοχείας. Θά
μελετήσουμε, κατά χρονολογική σειρά, τούς Πατέρες
καί τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, τούς ὁποίους ὁ
Οἰκουμένιος καί οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου του
ἐνέταξαν στά συγγράμματά τους.

1. Θεόδωρος Μοψουεστίας (†428 μ.Χ.).


Ἡ φιλική καί πνευματική σχέση τοῦ Θεοδώρου
Μοψουεστίας μέ τόν Χρυσόστομο δέν φαίνεται νά τόν
ἐπηρέασε στή χριστολογία του, ἡ ὁποία καταδικάστηκε
μεταγενέστερα –ὅπως καί τό πρόσωπό του– ἀπό τήν Ε΄
Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.). Αὐτή ἡ καταδίκη
στάθηκε ἡ αἰτία γιά τήν καταστροφή τοῦ μεγαλύτερου
μέρους τῶν συγγραμμάτων του.
Παραταῦτα εἴμαστε σέ θέση νά διαπιστώσουμε τή
μεγάλη ἐνασχόλησή του μέ τήν ἑρμηνεία τῶν βιβλίων
τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά ἀναγνωρίσουμε τήν
πολυγραφότατη δράση του. Ἦταν ὁ πιό πιστός
174

ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, ἀπόλυτος ὀπαδός


τῆς ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου καί περιφρονητής
τῆς ἀλληγορικῆς καί ἐκτιμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τούς
Νεστοριανούς395. Κύριος κατήγορός του κατέληξε νά
εἶναι ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος καί
ἀποφάνθηκε γιά τήν καταδίκη τοῦ ἔργου του, γι' αὐτό
μᾶς ἐκπλήσσει τό γεγονός ὅτι ὁ Οἰκουμένιος τόν
χρησιμοποιεῖ, ἐνῶ στήν οὐσία ἔχει ἀντίθετες ἀπόψεις
στήν ἀνοικοδόμηση τῆς Σειρᾶς του στά κείμενα τῶν
Παύλειων ἐπιστολῶν.
Εἰδικότερα ὁ Οἰκουμένιος διασώζει στήν πρός
Ρωμαίους ἑξῆντα τρία ἀποσπάσματά του, στήν Α΄ πρός
Κορινθίους πενήντα ἐννέα, στήν Β΄ πρός Κορινθίους
δύο, στήν πρός Ἐφεσίους εἴκοσι τρία, στήν πρός
Φιλιππησίους δεκατρία, στήν πρός Κολοσσαεῖς δέκα,
στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς δύο, στήν Β΄ πρός
Θεσσαλονικεῖς τέσσερα καί στήν πρός Ἑβραίους
πενήντα τέσσερα. Στίς Καθολικές Ἐπιστολές δέν
χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμένιο ὁ Θεόδωρος
Μοψουεστίας, διότι ἁπλούστατα δέν ἀναγνώριζε τήν
κανονικότητά τους καί τίς ἀπέκλειε ἀπό τόν κανόνα
τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τά ἀποσπάσματα αὐτά ἔχουν
ποικίλη ἔκταση, ἀλλοῦ εἶναι πολύ μικρά396 καί ἀλλοῦ
πολύ μεγάλα397. Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer τά
προερχόμενα ἀπό τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀποσπάσματα
εἶναι περισσότερα σέ ἀριθμό καί μερικές φορές

395
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 420-421.
396
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 133 : 29-31 & 358 : 16-18 &
359 : 23-26 & 411 : 10-15. Τοῦ αὐτοῦ, Catenae V, Α΄ Κορ., 30 :
1-4 & 45 : 1-3 & 83 : 31-33 & 123 : 29-30 & 190 : 17. Τοῦ αὐτοῦ,
Catenae VI, Γαλ., 23 : 15-19.
397
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 130 : 27–131 : 24 & 144 : 30–
145 : 28 & 146 : 26–147 : 16. Τοῦ αὐτοῦ, Catenae V, Α΄ Κορ.,
221 : 28–222 : 16. Τοῦ αὐτοῦ, Catenae VI, Γαλ., 12 : 11–13 : 30
& 16 : 4-30.
175

ἐκτενέστερα ἀπό ἐκεῖνα πού παραθέτει ὁ Migne398.


Στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ὁ Οἰκουμένιος
διαπιστώνει ταυτολογία μεταξύ Θεοδώρου Μοψουεστίας
καί Θεοδωρήτου Κύρου399. Σέ ἄλλα σημεῖα συνδυάζει
ἀπόψεις τοῦ Θεοδώρου μέ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς
συγγραφεῖς400.
Ἄν καί θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ πελαγιανισμοῦ,
ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει τήν ἀπόλυτη συμβολή τῆς
ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου στή σωτηρία, στόν
ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους ὑπάρχει μία
ἑρμηνεία, ὅπου ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας προβάλλει τήν
πίστη πού ἕλκει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὡς κύριο
παράγοντα τῆς λύτρωσης401. Σέ ἄλλο σχόλιο τῆς αὐτῆς
ἐπιστολῆς προβάλλεται ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη γιά τή
σημασία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος πού ὁδήγησε
στό θάνατο ὅλους τούς μετέχοντας στήν ἀνθρώπινη
φύση καί ἐξαίρεται τό μεγαλεῖο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
καί τό γεγονός τῆς ἀνάστασης ὡς λυτρωτικῆς
402
αἰτίας .
Σέ μία γενική θεώρηση τῶν ἀποσπασμάτων πού
παραθέτει ὁ Οἰκουμένιος παρατηροῦμε ὅτι δέν
ὑπάρχουν ἴχνη τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Θεοδώρου
Μοψουεστίας, ἐξ αἰτίας τῶν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετων

398
Στήν ἔκδοση τοῦ Migne στό κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου (PG 118
& 119) δέν ἀναφέρονται τά ἀποσπάσματα ἀπό τόν Θεόδωρο
Μοψουεστίας · τά λήμματα αὐτά παρατίθενται στό PG 66. Π.χ.
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 12 : 13-15 · πρβλ Θεοδώρου
Μοψουεστίας, Ρωμ., κεφ. Α΄-στίχ. ιζ΄, PG 66 : 789. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 17 : 30-31 · πρβλ Θεοδώρου
Μοψουεστίας, Ρωμ., κεφ. Γ΄-στίχ. θ΄, PG 66 : 793 κτλ.
399
J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 18 : 8-12 & 30 : 1-4 & 156
: 23-33 & 167 : 1-5 & 226 : 14-22.
400
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 117 : 20-30 & 219 : 4-15 &
220 : 12-15. Τοῦ αὐτοῦ, Catenae V, Α΄ Κορ., 342 : 15-19.
401
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 24 : 10-15 & 28 : 27-30 &
220 : 12-15.
176

ἀπόψεών τους. Ὡς ὀρθός ἑρμηνευτής ὁ Οἰκουμένιος


προσπαθεῖ νά παραθέσει στούς ἀναγνῶστες ἕνα
σφαιρικό διάγραμμα τῆς ἑρμηνευτικῆς συγγραφικῆς
δραστηριότητας μέχρι τῆς ἐποχῆς του, ἀφαιρώντας
κάθε ἄποψη πού συγκρούεται μέ τίς δικές του. Σέ
κάποιο σημεῖο συλλαμβάνεται νά ἐκπονεῖ καί περίληψη
τῆς ἑρμηνείας τοῦ Θεοδώρου403.
Χάριν τῆς Σειρᾶς τοῦ Οἰκουμενίου διασώζονται
ἀπανθίσματα ἀπό τήν ἑρμηνευτική ἐργασία τοῦ
Θεοδώρου Μοψουεστίας στό Corpus Paulinum. Εἶναι μία
προσωπική προσφορά τοῦ Οἰκουμενίου στήν
ἐκκλησιαστική ἐξηγητική. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο
διατηρεῖ κάποιες εὔστοχες καί ἐποικοδομητικές
ἀπόψεις γιά τήν πλήρη ἑρμηνευτική ἀνάλυση τοῦ
ἁγιογραφικοῦ κειμένου.

2. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (†444 μ.Χ.).


Δέ θά μποροῦσε νά παραλειφθεῖ ἀπό τό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ κύριος
πολέμιος τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ἡ διδασκαλία του, στήν
ὁποία ὑπερασπίστηκε τήν ἕνωση τῆς θείας καί τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τόν
καθιέρωσε ὡς ἕναν ἀπό τούς μεγαλύτερους ἐκπροσώπους
τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀρχικά ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ τούς
ἑρμηνευτικούς λόγους τοῦ Κυρίλλου στό βιβλίο τῆς
Γενέσεως. Αὐτό συμβαίνει τρεῖς φορές στήν ἑρμηνεία
τῆς πρός Ρωμαίους καί πέντε φορές στήν ἑρμηνεία τῆς

402
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 48 : 31–49 : 6 & 50 : 7-16 &
52 : 20-34.
403
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 87 : 14-16 · πρβλ Θεοδώρου
Μοψουεστίας, Ρωμ., κεφ. Στ΄-στίχ. ζ΄, PG 66 : 808-809.
177

πρός Ἑβραίους. Κάνει κυρίως χρήση τῶν λόγων Β΄, Γ΄


καί Ε΄. Ἡ ἐπεξεργασία γίνεται ὡς ἑξῆς :
– ἤ ἀποσπᾶ κομμάτια ἀπό τό κείμενο τοῦ Κυρίλλου καί
τά συνενώνει, ἐνῶ στό κυρίλλειο κείμενο τά χωρία
εἶναι ἀνεξάρτητα σέ μακρινή ἀπόσταση τό ἕνα ἀπό
τό ἄλλο404
– ἤ προβαίνει σέ καθαρή ἀντιγραφή (μέ ἐλάχιστες
παραλλαγές)405
– ἤ συντέμνει τό κείμενο τοῦ Κυρίλλου406.
Ἐπίσης ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ στήν
ἑρμηνεία τῶν Πράξεων (κατά τήν ἔκδοση Cramer) δύο
ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Κυρίλλου στόν
προφήτη Ἰωήλ, ἀφοῦ τά ἔχει ἐπεξεργαστεῖ. Ἡ χρήση
αὐτῶν τῶν ἀποσπασμάτων γίνεται κατά τόν ἴδιο
ἀκριβῶς τρόπο. Ὁ Οἰκουμένιος, ἀφοῦ ἔχει διαβάσει τό
ὑπόμνημα τοῦ Κυρίλλου, προσπαθεῖ νά ἀποδώσει
ὁλοκληρωμένα τό νόημα προβαίνοντας σέ ἕνα συνδυασμό
περίληψης καί σύντμησης407.

404
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 312 : 5–316 : 33 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Ε΄, PG 69 : 268,269-
277 (βλ. Παράρτημα Δ΄ Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Κύριλλο
Ἀλεξανδρείας, σελ. 215-220).
405
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 325 : 30–328 : 4 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Γ΄, PG 69 : 149-153.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 329 : 19–333 : 19 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Γ΄, PG 69 : 157-164.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 521 : 4-8 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Γ΄, PG 69 : 120-121.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 548 : 16-28 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Β΄, PG 69 : 81-82.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 559 : 3-16 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Β΄, PG 69 : 84.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 570 : 6-23 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Β΄, PG 69 : 80-81.
406
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 566 : 34–567 : 4 · πρβλ
Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Β΄, PG 69 :
96,100,101,109.
407
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 33 : 1-25 · πρβλ
Κυρίλλου, Εἰς τὸν προφήτην Ἰωήλ, Λόγος Β΄-κεφ. β΄, PG 71 :
178

Στό ἴδιο ἔργο ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ δύο


φορές ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Κυρίλλου
στόν Ἀμώς. Συγκεκριμένα στήν πρώτη περίπτωση
ἐπιλέγει καί ἀντιγράφει δύο ἀποσπάσματα, ἐνῶ στή
δεύτερη περίπτωση κάνει μία δική του εἰσαγωγή πού
καταλαμβάνει δυόμισι σειρές καί ἐν συνεχείᾳ
συνοψίζει τό γραπτό τοῦ Κυρίλλου. Τά ἀποσπάσματα
αὐτά προέρχονται καί τά δύο ἀπό τό πέμπτο κεφάλαιο
τοῦ Γ΄ τόμου408. Ἐπίσης μία φορά ἀντιγράφει ἕνα
409
ἀπόσπασμα τοῦ Κυρίλλου στόν Μιχαία .
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους, σύμφωνα πάντα
μέ τήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ δύο φορές τό ὑπόμνημα τοῦ Κυρίλλου
στούς Ψαλμούς. Τήν πρώτη φορά συνδυάζει τήν
ἑρμηνεία τοῦ Κυρίλλου σέ δύο ψαλμούς, τόν ΜΔ΄ καί
τόν ΡΘ΄. Τή δεύτερη χρησιμοποιεῖ ἀπόσπασμα ἀπό τόν
ψαλμό ΜΔ΄410.
Ἐδῶ μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι τά
ἀποσπάσματα πού «δανείζεται» ὁ Οἰκουμένιος ἀπό τίς
ἑρμηνεῖες τοῦ Κυρίλλου σέ παλαιοδιαθηκικά βιβλία,
προέρχονται ἀπό συγκεκριμένα τμήματα τῶν ἔργων τοῦ

377,380-381. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 37 : 28-


34 · πρβλ Κυρίλλου, Εἰς τὸν προφήτην Ἰωήλ, Λόγος Β΄-κεφ. β΄,
PG 71 : 381,384-385.
408
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 122 : 12–123 : 16 · πρβλ
Κυρίλλου, Εἰς τὸν προφήτην Ἀμώς, Λόγος Γ΄-κεφ. ε΄, PG 71 :
509,512 (ἐδῶ ὁ Οἰκουμένιος ἐπιλέγει δύο χωρία καί τά
ἀντιγράφει). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 130 :
20-37 · πρβλ Κυρίλλου, Εἰς τὸν προφήτην Ἀμώς, Λόγος Γ΄-κεφ.
ε΄, PG 71 : 509-512 (ἐξαιρουμένων τῶν δυόμισι πρώτων σειρῶν
στόν Cramer συνοψίζεται τό ἴδιο προηγούμενο χωρίο).
409
J.A. Cramer, Catenae VIII, Β΄ Πέτρου, 91 : 7-15 · πρβλ
Κυρίλλου, Εἰς τὸν προφήτην Μιχαίαν, Κεφ. Α΄, PG 71 : 648.
410
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 333 : 16-20 · πρβλ
Κυρίλλου, Ἐξήγησις εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 69 : 1037 (ψαλμός
ΜΔ΄), 1268 (ψαλμός ΡΘ΄). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII,
Ἑβρ., 333 : 35–336 : 4 · πρβλ Κυρίλλου, Ἐξήγησις εἰς τοὺς
Ψαλμούς, PG 69 : 1037 (ψαλμός ΜΔ΄).
179

Κυρίλλου (π.χ. τούς Β΄ καί Γ΄ λόγους «Εἰς τὴν


Γένεσιν», τόν Β΄ τόμο τοῦ «Εἰς τὸν προφήτην Ἰωήλ»,
τό ε΄ κεφάλαιο τοῦ Γ΄ τόμου ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν
Ἀμώς, τόν ΜΔ΄ ψαλμό κ.τ.λ.). Ἡ κοινή αὐτή προέλευση
περισσοτέρων τοῦ ἑνός ἀποσπασμάτων ἀπό πολύ
περιορισμένα τμήματα ἑρμηνειῶν τοῦ δανειστῆ -
συγγραφέα, πού παρατηρεῖται στήν ἔκδοση τοῦ Cramer,
προδίδει ὅτι ὁ ἐπεξεργαστής τοῦ Κυρίλλου εἶναι ἕνα
καί τό αὐτό πρόσωπο, ὁ Οἰκουμένιος.
Φυσικά ὁ Οἰκουμένιος, ἐκτός ἀπό τίς ἑρμηνεῖες
τοῦ Κυρίλλου στά παλαιοδιαθηκικά βιβλία,
χρησιμοποιεῖ, κυρίως στήν ἔκδοση τοῦ Migne, σέ
ὁρισμένες ἐπιστολές (πρός Ρωμαίους, Α΄ καί Β΄ πρός
Κορινθίους, Γαλάτας, Ἑβραίους, Ἰακώβου, Α΄ καί Β΄
Πέτρου, Α΄ Ἰωάννου καί Ἰούδα) τίς ἑρμηνεῖες τοῦ
Κυρίλλου στά ἀντίστοιχα καινοδιαθηκικά βιβλία.
Ἐκτός ἀπό αὐτές φαίνεται ὅτι γνωρίζει καί
ὁλόκληρη τήν Συλλογή τῶν Ὁμιλιῶν τοῦ Κυρίλλου στό
κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ὅπου παραπέμπει ἐκτενῶς ἤ
παραθέτει αὐτολεξεί λήμματα411. Ἀναλύει μέ ὑπέροχο

411
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 284 : 28–285 : 4 &
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 489 : «“Τῆς εἰκόνος”. Εἰκὼν τοῦ
Θεοῦ τίς ἂν νοοῖτο, σαφηνιεῖ λέγων αὐτός · “Ὥσπερ γὰρ
ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσωμεν καὶ τὴν εἰκόνα
τοῦ ἐπουρανίου”, τουτέστι, τὴν ἐν ἁγιασμῷ ζωήν, τὴν πρὸς
παντιοῦν ἀμώρητον πολιτείαν. Ὥσπερ γὰρ εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ,
τουτέστιν, Ἀδάμ, τὴν ἐν παρακοῇ τε καὶ ἁμαρτίαις ζωὴν εἶναί
φαμεν, οὕτως καὶ εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, τουτέστι Χριστοῦ,
τὸν ἁγιασμόν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν ὑπακοήν» · πρβλ Κυρίλλου,
Λουκᾶν, Λόγος Δ΄, κεφ. Ζ΄, PG 72 : 673-676 : «“Ὥσπερ γὰρ
ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, οὕτω φορέσωμεν καὶ τὴν
εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου” · χοϊκὸν κενὸν ἄνθρωπον εἶναι λέγων,
τὸν πρωτόπλαστον Ἀδάμ · ἐπουράνιον δὲ, τὸν ἄνωθεν καὶ ἐκ τῆς
οὐσίας τοῦ Πατρὸς ἐλλάψαντα Λόγον ...... ......». Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae V, Β΄ Κορ., 370 : 12-14 & Οἰκουμενίου,
Β΄ Κορ., PG 118 : 953 : «[Κυρίλλου] Ὁ γὰρ Χριστὸς καταργεῖ τὸ
κάλυμμα. Αὐτὸς γὰρ ὢν ἡ ἀλήθεια, παύει τὴν σκιὰν καὶ τὴν
διπλόην τοῦ νόμου, οὕτως ἐν βιβλίῳ ρλα΄ τῆς ἑρμηνείας τοῦ
180

τρόπο σοβαρά θεολογικά θέματα, ὅπως π.χ. τή


δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, τά
ἀποτελέσματα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καί τή
δυνατότητα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ τέτοιο

Λουκᾶ» · πρβλ Κυρίλλου, Λουκᾶν, Λόγος Δ΄, κεφ. Α΄, PG 72 :


556 : «....... ..... ἤθελε μὲν γὰρ ὁμολογουμένως μεταστῆσαι
τὴν σκιάν, καὶ μεταπλάσαι τοὺς τύπους εἰς πνευματικὴν
λατρείαν · ............» · ἐπίσης πρβλ Κυρίλλου, Λουκᾶν,
Λόγος Δ΄, κεφ. Β΄, PG 72 : 561 : «............ Φαμὲν δέ, ὡς
σκιὰ καὶ τύπος ὁ νόμος ἦν, καὶ οἷόν τις γραφὴ παρατιθεῖσα
πρὸς θέαν τοῖς ὁρῶσι τὰ πράγματα. Αἱ δὲ σκιαὶ τῆς τῶν
γραφόντων ἐν πίνακι τέχνης, τὰ πρῶτα τῶν χρωμάτων εἰσίν ·
αἷς εἴπερ ἐπενεχθεῖεν τῶν χρωμάτων τὰ ἄνθη, τότε δή, τότε
τῆς γραφῆς ἀπαστράψαι τὸ κάλλος ............» · ἐπίσης πρβλ
Κυρίλλου, Λουκᾶν, Λόγος Δ΄, κεφ. Ε΄, PG 72 : 653 :
«............ Καὶ γάρ ἐστιν ἀληθές, ὅτι ὁ διὰ Μωυσέως νόμος
καὶ τῶν ἁγίων προφητῶν ὁ λόγος, τὸ Χριστοῦ μυστήριον
προανέδειξαν, ὁ μὲν τύποις καὶ σκιαῖς μονονουχὶ καθάπερ ἐν
πίνακι καταγράφων αὐτό · οἱ δὲ πολυτρόπως προηγορευκότες, ὡς
καὶ ὀφθήσεται κατὰ καιροὺς ἐν εἴδει τῷ καθ' ἡμᾶς, καὶ τῆς
πάντων ἕνεκεν σωτηρίας οὐ παραιτήσεται τὸν ἐπὶ ξύλου
θάνατον ............» · ἐπίσης πρβλ Κυρίλλου, Λουκᾶν, Λόγος
Δ΄, κεφ. Στ΄, PG 72 : 676 : «.... ........ δίδαξεν ἡμᾶς τὰ
περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός · ἔδειξεν ἡμῖν αὐτὸν ἐν ἰδίᾳ φύσει ·
ἐμφανῆ κατέστησε τῶν διὰ Μωυσέως τύπον τὴν ἀλήθειαν
............» · ἐπίσης πρβλ Κυρίλλου, Λουκᾶν, Λόγος Ε΄, κεφ.
Β΄, PG 72 : 760 : «............ Ἔδει τὸν τῆς σωτηρίας μὴ
ἀγνοῆσαι καιρόν. Οὗτος δὲ ἦν, ὁ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
ἐπιδημίας, καθ' ἣν ἡ τελειοτάτη γνῶσις τῆς εὐσεβείας
εἰσβέβηκε · καθ' ἣν ἀνέλαμψεν ἡ χάρις δικαιοῦσα τὸν ἀσεβῆ.
Καί οὐ διά γε τοῦ νόμου, τετελείωκε γὰρ οὐδένα, τύπους ἔχων
καὶ σκιάς, διὰ πίστεως δὲ μᾶλλον τῆς ἐν Χριστῷ, οὐκ
ἐκβαλλούσης τὸν νόμον, ἀποπεραινούσης δὲ αὐτὸν διὰ λατρείας
πνευματικῆς ............» · ἐπίσης πρβλ Κυρίλλου, Λουκᾶν,
Λόγος Ε΄, κεφ. Ε΄, PG 72 : 880 : «Οὐ γὰρ ἦσαν ἄξιοι τοῦ
εἰδέναι, ἤγουν συνιέναι, τὰς θεοπνεύστους Γραφάς, αἳ τὸ
Χριστοῦ λαλοῦσι μυστήριον · “Ἄχρι γὰρ σήμερον τὸ αὐτὸ
κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μένει · ἡνίκα
γὰρ ἀναγινώσκεται Μωυσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν
κεῖται μὴ ἀνακαλυπτόμενον” ὅτι ἐν Χριστῷ καταργεῖται · αὐτὸς
γὰρ ὢν ἡ ἀλήθεια, παύει τὴ σκιάν · ἐπειδὴ δὲ τοῖς τοῦ νόμου
τύποις οὐ προσεσχήκασιν, οὐ τεθέανται τὴν ἀλήθειαν ·
ἀναξίους ἀπέφηναν ἑαυτοὺς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας οἱ ἐξ
Ἰσραήλ ............».
181

βαθμό, ὥστε νά μετάσχει στήν ἀλήθεια - πρόσωπο


Χριστός. Ἔτσι παύει ἡ ἰσχύς τοῦ Νόμου. Τά γεγονότα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προτυπώνουν τή σωτηριώδη
διδασκαλία τῆς Καινῆς.
Ὁ Οἰκουμένιος δέν ἀρκεῖται μόνο στή χρήση τῶν
ἑρμηνευτικῶν πονημάτων τοῦ Κυρίλλου. Σύμφωνα μέ τήν
ἔκδοση τοῦ Migne, στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός
Κορινθίους, παραπέμπει στόν Α΄ κατά Ἰουλιανοῦ λόγο,
ὅπου χαρακτηρίζει τόν Σατανᾶ ὡς βασιλιά αὐτοῦ τοῦ
Κόσμου412. Ἀπό τά εἴκοσι βιβλία τοῦ ἔργου σώζονται
μόνο τά δέκα, πού ἀνασκευάζουν τά ἐπιχειρήματα τοῦ
«Κατὰ Γαλιλαίων» συγγράμματος τοῦ αὐτοκράτορα
Ἰουλιανοῦ. Ἐκεῖ ὁ Κύριλλος συνθλίβει τήν
ἐπιχειρηματολογία, πού ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ
χριστιανισμός εἶναι ἰουδαϊκή αἵρεση μέ προσθῆκες
ἐθνικῶν στοιχείων, καί ὑπερτονίζει τήν ἀξία τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται ἀνώτερη τῶν
ἑλληνικῶν μύθων. Ἐπίσης ἀποδεικνύει ὅτι ἡ
Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἐπαλήθευσε τίς προφητεῖες,
ὅμως ὁ Διάβολος πλάνεψε τό νοῦ τῶν ἀπίστων καί τούς
ἀπομάκρυνε ἀπό τήν κεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ

412
Oἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 960 : «Κύριλλος δὲ λέγει
Θεὸν τοῦ αἰῶνος τούτου τὸν νομισθέντα τοῖς ἀπίστοις Θεόν,
ἤγουν τὸν Σατανᾶν (τούτῳ γὰρ ἐλάτρευον), ἐν τῷ κατὰ
Ἰουλιανοῦ πρώτῳ βιβλίῳ» · πρβλ Κυρίλλου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ,
Λόγος Α΄, PG 76 : 510D-511A : «Ἀῤῥωστῆσαι δὲ οἶμαι τοῦτο
αὐτοὺς ἐκ πολλῆς ἄγαν ἀποπληξίας καὶ τῆς ἑνούσης αὐτοῖς
ἀμαθίας μᾶλλον δέ, εἰ χρή τ’ ἀληθὲς εἰπεῖν, ἐξ ἐπιβουλῆς
τοῦ πονηροῦ τε καὶ ἀρχεκάκου δράκοντος, φημὶ δὴ τοῦ Σατανᾶ.
Καὶ πρὸς τοῦτο γε ἡμᾶς ἐμπεδοῖ γεγραφὼς ὁ θαυμάσιος Παῦλος.
Εἴδε καὶ ἐστὶ κεκαλυμμένον ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου
ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς
τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς τοῦ Χριστοῦ δόξης. Ὅτι μὲ
οὖν ὁ νομισθεὶς εἶναι Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ τῆς
ἀνωτάτῳ δόξης κλοπεὺς ἐσκότισεν αὐτῶν τὴν καρδίαν οὐκ
ἀσυμφανὲς πεπλάνηνται γὰρ ὁμολογουμένων, καὶ ἀριθμοῦ
κρείττονος ἐφίστασι τῷ βίῳ θεούς, δαίμονάς τε καὶ ἡρώων
ψυχάς, καθάφασιν αὐτοὶ καὶ φρονεῖν ἐγνώκασιν».
182

ἀναφορά τοῦ Οἰκουμενίου στό συγκεκριμένο


ἀντιρρητικό ἔργο δέν εἶναι τόσο σημαντική ἀπό
νοηματική ἄποψη, ὅμως, μαζί μέ ἄλλες χρήσεις τῆς
διδασκαλίας τοῦ Κυρίλλου, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ
συγγραφέας μας γνώριζε πολύ καλά τά ἔργα τοῦ
Μεγάλου Δασκάλου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στήν ἔκδοση Cramer ἔχουμε περισσότερα
ἀποσπάσματα ἀπό τούς Κατά Ἰουλιανοῦ λόγους τοῦ
Κυρίλλου. Τά ἀποσπάσματα ἀριθμοῦνται σέ πέντε.
Εἰδικότερα στόν Ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων
συναντᾶμε τρία ἀποσπάσματα. Τό ἕνα προέρχεται ἀπό
τόν Β΄ λόγο413 · τά δύο προέρχονται ἀπό τόν Θ΄
λόγο414.
Τό ἕνα ἀπόσπασμα πού ἐντοπίζουμε στήν Β΄ πρός
Κορινθίους εἶναι μέ ἐλαφρά μικρή παραλλαγή τό ἴδιο
πού παραθέτει καί ὁ Migne415.
Τέλος ἕνα ἀκόμα ἀπόσπασμα ἀπό τόν Θ΄ λόγο
416
ὑπάρχει καί στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους .
Ἐδῶ τά κομμάτια εἶναι καθαρές ἀντιγραφές. Τό
ὅτι τά περισσότερα προέρχονται ἀπό τόν Θ΄ λόγο τοῦ
Κυρίλλου, ἐνισχύει τή γνώμη μας ὅτι εἶναι
ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας τοῦ ἴδιου προσώπου πού ἔχει
προβεῖ σέ γενική μελέτη ὅλων τῶν Κατά Ἰουλιανοῦ
λόγων, ἀλλά ἔχει ἐντρυφήσει εἰδικότερα σέ μερικούς
ἀπό αὐτούς.

413
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 125 : 30–126 : 12 · πρβλ
Κυρίλλου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ, Λόγος Β΄, PG 76 : 612.
414
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 179 : 14-34 · πρβλ
Κυρίλλου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ, Λόγος Θ΄, PG 76 : 989-992. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 253 : 8-19 · πρβλ Κυρίλλου,
Κατὰ Ἰουλιανοῦ, Λόγος Θ΄, PG 76 : 1000.
415
J.A. Cramer, Catenae V, Β΄ Κορ., 374 : 2-29 · πρβλ
Κυρίλλου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ, Λόγος Β΄, PG 76 : 511-512 (βλ. καί
ὑποσημείωση 412).
416
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 511 : 33–512 : 11 · πρβλ
Κυρίλλου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ, Λόγος Θ΄, PG 76 : 949B-C.
183

Στήν ἔκδοση τοῦ Migne, στόν ὑπομνηματισμό τῆς


πρός Γαλάτας, ὁ Οἰκουμένιος συνδυάζει τίς ἀπόψεις
του μέ τά περιεχόμενα τοῦ δυσκολότερου ἔργου τοῦ
Κυρίλλου, πού ἐπιγράφεται : «Θησαυρὸς περὶ ἁγίας
καὶ ὁμοουσίου Τριάδος». Σ’ αὐτό τό τριανταπεντάτομο
σύγγραμμα, ὅπου ἀνασκευάζονται οἱ πλάνες τοῦ Ἀρείου
κατά συστηματικό τρόπο, χρησιμοποιοῦνται πολλές
ἁγιογραφικές καί ἁγιοπατερικές μαρτυρίες ἀπό τά
ἔργα τῶν Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου
Νύσσης, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἐπιφανίου
Κύπρου417. Στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ὁ Οἰκουμένιος
δίνει ἔμφαση στήν ἀνόητη θεοποίηση τῶν
δημιουργημάτων πού δέν ἔχουν νοῦ, ζωή καί
αἴσθηση418. Τό ἴδιο ἔργο χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν
Οἰκουμένιο στό Ὑπόμνημα τῆς πρός Ἑβραίους. Ὁ
ἑρμηνευτής παραπέμπει στό πέμπτο βιβλίο, ὅπου ὁ
ὅρος «ἀπαύγασμα» καταδεικνύει ὅτι «ὅμοιος καὶ
419
ἀπαράλλακτος ὁ Υἱός (ἐστιν) τοῦ Πατρός» .
Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer ἐντοπίζουμε πέντε
ἀποσπάσματα ἀπό τό Θησαυρό στήν πρός Ρωμαίους καί
δεκατέσσερα στήν πρός Ἑβραίους. Τά κομμάτια αὐτά
προέρχονται ἀπό πολλούς λόγους τοῦ δύσκολου αὐτοῦ
θεολογικοῦ συγγράμματος, γεγονός πού ἀποδεικνύει
ὅτι ὁ Οἰκουμένιος γνωρίζει πολύ καλά τό ἔργο.

417
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 355.
418
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1137 : «[Κυρίλλου -
Οἰκουμενίου] Στοιχεῖα κόσμου, τὰ μόρια τοῦ παντὸς κόσμου.
Ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ αὐτὰ καλεῖ, οὐ διὰ τὴν εὐτέλειαν αὐτῶν.
(Τί γὰρ οὐρανοῦ καὶ γῆς μεγαλοπρεπέστερον ; Τί δὲ ἡλίου καὶ
σελήνης τιμαλφέστερον καὶ ἄστρων ; Ἀλλὰ διὰ τὸ ἐστερῆσθαι
νοῦ καὶ ζωῆς καὶ αἰσθήσεως · πρβλ Κυρίλλου, Ὡς ἐν
Κεφαλαίοις, PG 75 : 1137 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Γαλ., PG 74
: 952B.
419
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 284 · πρβλ Κυρίλλου, Περὶ τῆς
ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος-Κεφ. Ε΄, PG 75 : 1152.
184

Παρατηρεῖται μία ποικιλία στήν ἐπεξεργασία τῆς ὑλῆς


:
α) Σέ κάποια σημεῖα ὑπάρχει ἀκριβής ἀντιγραφή420.
β) Ἀλλοῦ ὁ Οἰκουμένιος ἀποδίδει μέ δικό του τρόπο
τίς ἀπόψεις τοῦ Κυρίλλου421.
γ) Σέ ἄλλα σημεῖα συντέμνει τό κείμενο422.
δ) Σέ ἀρκετές περιπτώσεις κάνει περίληψη423.
ε) Ἀλλοῦ συγκόπτει τό κείμενο424.
στ) Σέ κάποια σημεῖα προβαίνει σέ ἀνασύνταξη -
425
ἀνακατανομή τοῦ κειμένου .

420
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 318 : 4-8 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρός, Λόγος ΙΖ΄, PG 75 : 305. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
ΙV, Ρωμ., 507 : 35–508 : 19 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος
ΛΔ΄, PG 75 : 604. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 368
: 18–369 : 7 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος Κ΄, PG 75 : 336.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 373 : 19–374 : 12 ·
πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος Κ΄, PG 75 : 345. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 439 : 31–440 : 21 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρός, Λόγος Λ΄, PG 75 : 439-440. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 440 : 35–441 : 12 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρός, Λόγος ΛΒ΄, PG 75 : 493 (προηγεῖται περιληπτική
εἰσαγωγή τοῦ συντάκτη καί ἀκολουθεῖ ἀντιγραφή τοῦ χωρίου
τοῦ Κυρίλλου).
421
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 212 : 32–213 : 8 · πρβλ
Κυρίλλου, Θησαυρὸς, Λόγος ΛΔ΄, PG 75 : 600. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 301 : 20-24 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρὸς, Λόγος Γ΄, PG 75 : 44-45. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 447 : 4-17 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός,
Λόγος ΛΒ΄, PG 75 : 461-462.
422
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 330 : 24–332 : 30 · πρβλ
Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος Ε΄, PG 75 : 80 & Λόγος ΙΘ΄, PG 75 :
337-345. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 353 : 13–354
: 16 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος ΛΒ΄, PG 75 : 528-537.
423
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 570 : 1-5 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρός, Λόγος Κ΄, PG 75 : 352-353.
424
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 506 : 13-21 · πρβλ
Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος Κ΄, PG 75 : 337-356 & Λόγος ΚΑ΄, PG
75 : 361-364. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 292 : 34–
293 : 15 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος ΙΕ΄, PG 75 : 281-
285. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 462 : 21–464 : 20
· πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος ΙΒ΄, PG 75 : 313-320.
185

ζ) Σέ ἄλλη περίπτωση συνδυάζει τή νοηματική ἀπόδοση


μέ τήν ἀντιγραφή καί τή συγκοπή426.
η) Σέ μερικά σημεῖα συνεχίζει τίς σκέψεις τοῦ
Κυρίλλου427.
Αὐτές οἱ ἀναφορές στό γιγάντιο σύγγραμμα
ἀποτελοῦν ἐλάχιστο φόρο τιμῆς στόν Κύριλλο καί
ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ἐκτιμοῦσε τήν
προσωπικότητα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί εἶχε
μελετήσει ὁλόκληρο τό συγγραφικό ἔργο του.
Ἄλλο ἔργο, τοῦ ὁποίου κάνει χρήση ὁ
Οἰκουμένιος, εἶναι τό «Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Μονογενοῦς». Οἱ δύο ἀναφορές σ’ αὐτό διασώζονται
στήν ἔκδοση τοῦ Migne καί εἶναι σημαντικές, ἐπειδή
τό σύγγραμμα σώζεται μόνο ἀποσπασματικά στήν
ἑλληνική. Ἡ νοηματική ἀπόδοση τῆς σωτηριολογικῆς
ἀξίας τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου φανερώνει
τήν πνευματική ἐπικοινωνία τοῦ Οἰκουμενίου μέ τόν
Κύριλλο.
Στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον, ὁ
Οἰκουμένιος χαρακτηρίζει ὡς ἀμαθεῖς τούς ὀπαδούς
τοῦ δοκητισμοῦ, ἐπειδή ἀμφισβητοῦσαν τό μέγα τῆς
Ἐνανθρωπήσεως μυστήριο, τή βάση τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
τό θεμέλιο τῶν βίων τῶν ἁγίων πού ἐπεδίωξαν τή

425
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 462 : 21–464 : 20 · πρβλ
Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος ΙΒ΄, PG 75 : 313-320 (διαφορετική
σύνταξη – ἀνακατανομή – σύνοψη – λεκτική παρέμβαση τοῦ
Οἰκουμενίου – τονισμός τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ).
426
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 387 : 18–389 : 24 · πρβλ
Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος Κ΄, PG 75 : 345-353. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 492 : 29–493 : 6 · πρβλ Κυρίλλου,
Θησαυρός, Λόγος ΙΔ΄, PG 75 : 240 (πρόκειται γιά πιστή
ἀντιγραφή τοῦ Κυρίλλου, ὅμως ἀμέσως μετά στό χωρίο τοῦ
Cramer 493 : 7–494 : 12 ὁ Οἰκουμένιος συνεχίζει ἀναλύοντας ὅλη
τή σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος).
427
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 466 : 21–467 : 13 & 467 :
14-17 · πρβλ Κυρίλλου, Θησαυρός, Λόγος ΛΒ΄, PG 75 : 497
186

σωτηρία428. Ὁρμώμενος ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ ἴδιου


ἔργου, ὁ Οἰκουμένιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ὅρος
«πρωτότοκος» ἔχει τήν ἔννοια τοῦ Μονογενοῦς. Ὁ Υἱός
καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐξ ἀρχῆς τή θεία φύση καί
σαρκούμενος ἄγγιξε τήν κτιστή πραγματικότητα. Ὁ
Οἰκουμένιος ἐνισχύει τή συγκεκριμένη διδασκαλία τοῦ
Κυρίλλου μέ μία σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης,
γράφοντας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου χρίσθηκε
ὁλόκληρη ἀπό τή θεία φύση429.
Τό πολύ σημαντικό σέ μηνύματα καί ἔκταση
ἑρμηνευτικό ἔργο «Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως καὶ λατρείας» χρησιμοποιεῖται δύο
φορές στό Ὑπόμνημα τοῦ Corpus Paulinum στόν Migne :
α) μία φορά στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας430 καί
β) μία φορά στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους431.

(ἀνακατανομή τῶν σχολίων – ἐπέκταση τῆς σκέψεως τοῦ


Κυρίλλου ἀπό τόν συντάκτη).
428
Oἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 164 · πρβλ Κυρίλλου, Περὶ
τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, καὶ ὅτι Χριστὸς εἷς καὶ
Κύριος. Διάλογος κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν, PG 75 : 1196A :
«Παρέντες δὴ οὖν, εἰ δοκεῖ, τὸ δεῖν οἴεσθαι μακρὰ καὶ
σφόδρα σενολεσχεῖν, καὶ ὀλίγην κομιδῇ τὴν βάσανον
ἐπιῤῥιπτοῦντες ἑκάστω, φέρε λέγωμεν, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων
ταῖς δοκηταῖς, “Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς Γραφάς”, μήτε μὴν
τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον, τουτέστι Χριστόν, “Ὃς
ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγελοις,
ἐκηρύχθη ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ”
............ ὀρθὰ μὲν ἑλέσθαι φρονεῖν τὰ ἐπὶ Χριστῷ
φράσαντες δὲ τὸ ἐῤῥῶσθαι δεῖν ταῖς σφῶν αὐτῶν ἀμαθείαις,
ἀπρὶξ μὲν ἐξέχεσθαι τῶν ἱερῶν Γραμμάτων, τὴν δὲ ἀπλανῆ τῶν
ἁγίων διάττοντες τρίβον ἐπ’ αὐτὴν ἰέναι τὴν ἀλήθειαν».
429
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 285-288 · πρβλ Κυρίλλου, Περὶ
τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, καὶ ὅτι Χριστὸς εἷς καὶ
Κύριος. Διάλογος κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν, PG 75 : 1240-
1245.
430
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1121 · πρβλ Kυρίλλου, Περὶ τῆς
ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας, Λόγος
Β΄, PG 68 : 217 : «Τὸ δέ “ἐν σοί” σημαίνοι ἂν τό “καθ'
ὁμοιότητα τὴν σήν”».
187

Τό ἀπόσπασμα πού διασώζεται στόν ὑπομνηματισμό


τῆς πρός Γαλάτας ἀποδίδεται ἐσφαλμένα ἀπό τήν
ἔκδοση τοῦ Migne στόν Θεοδώρητο Κύρου. Πρόκειται,
ὅπως φαίνεται, γιά ἕνα «ἐν τῇ ὤα» σχόλιο πού
ἐνσωματώθηκε μέ τό ὑπόλοιπο κείμενο ἀπό κάποιον
ἐπεξεργαστή - ἀντιγραφέα, ὁ ὁποῖος φέρει καί τήν
εὐθύνη τοῦ λάθους. Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους,

431
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 336 : «Τί οὖν, ἐξέβαλε τὴν
μετάνοιαν ; Μὴ γένοιτο, (οὕτως ὁ ἐν ἁγίοις Κύριλλος ἐν
βιβλίῳ ἕκτῳ τῆς β. τῆς ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ λατρείας)
ἀλλὰ τὴν διὰ βαπτίσματος μετάνοιαν. Δεῖ γὰρ πρῶτον
ἡγήσασθαι μετάνοιαν καὶ ἀπόταξιν τῶν πονηρῶν πράξεων, καὶ
οὕτως βαπτισθῆναι. Ἐκείνην οὖν φησί, τὴν ἐν τῷ βαπτίσματι
μετάνοιαν, ὅθεν καὶ εἶπεν, Ἀνακαινίζειν, ὅπερ ἴδιον
βαλπτίσματος, καί, Ἀνασταυροῦντας, ὅπερ καὶ τοῦτο
βαπτίσματος ἴδιον. Οἱ γὰρ βαπτιζόμενοι, συσταυροῦσθαι τῷ
Κυρίῳ. Ὁ οὖν πάλιν διὰ βαπτίσματος δευτέρου μετανοεῖν
θέλων, ἀνασταυροῖ τὸν Χριστὸν τῶ συσταυροῦσθαι αὐτῷ», 433 :
«Ὥστε διὰ τοῦτο οὐχ εὗρε τὴν μετάνοιαν, ἐπειδὴ μὴ ὠς ἐχρῆν
αὐτὴν ἐζήτησεν. Ἢ οὖν τοῦτό ἐστιν, ἢ ὅτι τοὺς μηδέπω
πεσόντας τούτῳ τῷ τρόπῳ φοβεῖ, μὴ πεσεῖν, τῶ μὴ εἶναι ἐπὶ
τοῖς μεγίστοις ἁμαρτήμασιν ἀξίαν μετάνοιαν. Καὶ πρὸς μὲν
τοὺς μήπω ἁμαρτήσαντας οὕτως λέγει, τῷ φόβῳ συντηρῶν αὐτοὺς
μὴ πεσεῖν» · πρβλ Kυρίλλου, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως καὶ λατρείας, Λόγος ΣΤ΄, PG 68 : 428 : «Μνήσθητε
ταῦτα καὶ στενάξατε · μετανοήσατε οἱ πεπλανημένοι,
ἐπιστρέψατε τῇ καρδίᾳ καὶ μνήσθητε πρότερα ἀπὸ τοῦ αἰῶνος,
ὅτι ἐγὼ εἰμὶ ὁ Θεὸς καὶ οὔκ ἐστιν ἔτι πλὴν ἐμοῦ ἀναγγέλλων
πρότερον τὰ ἔσχατα, πρὶν αὐτὰ γενέσθαι, καὶ ἅμα
συνετελέσθη, καὶ εἷπα · “Πᾶσα μου ἠ βουλὴ στήσεται, καὶ
πάντα ὅσα βεβούλευμαι ποιήσω”. Μήνυσιν γὰρ ὥσπερ τοῦ μὴ
ἕτερον εἶναι τινὰ παρ' αὐτὸν φύσει τε καὶ ἀληθῶς Θεὸν τοῖς
ἀκροωμένοις ἐτίθει τὸ ἀναγγέλλειν δύνασθαι τὰ ἔσχατα πρὶν
αὐτὰ γενέσθαι ............ Εἰ γὰρ δὴ μέλλοι μεν τῶν
ἐπιγείων ἀποφοιτήσαντες καὶ σὺν Χριστῷ γεγονότες, τοῖς
ἀντικειμένοις ὑπόκεισθαι πνεύμασι, κεκένωται μὲν ἡ πίστις,
κατὰ τὸ γεγραμμένον, τὸ δὲ ἐνδημεῖν ἐν σώματι, τοῦ σὺν
εἶναι Χριστῷ πᾶς τις οὖν, οἶμαι, καὶ ἀσυγκρίτως διενεγκεῖν
ἐπιψηφιεῖται λοιπόν, καὶ τὸ ἐπὶ τούτου δυσανεκτότερον · ἔτι
μὲν γὰρ ἐν τῷ δὲ ποιούμενοι τὰς διατριβάς, οὐχὶ ταῖς τοῦ
διαβόλου θελήμασιν ὐπευξεύγμεθα, πατοῦμεν δὲ ἐπάνω ὄφεων
καὶ σκορπίων μᾶλλον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ,
κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος φωνήν».
188

ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος παραπέμπει ἐμφανῶς καί


λεπτομερῶς «ἐν βιβλίῳ ἕκτῳ τῆς ἐν πνεύματι καὶ
ἀληθείᾳ λατρείας», στό ὁποῖο προσδιορίζεται ἡ σχέση
μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ τονίζεται
ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη πραγματοποιεῖ τίς ὑποσχέσεις
τῶν προφητῶν καί ἀντικαθιστᾶ τήν Παλαιά. Ἡ νέα
λατρεία καταργεῖ τούς τύπους καί εἶναι πνευματική.
Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά
συνεργασθεῖ μ’ αὐτήν καί ὄχι μέ τήν τήρηση τῶν
ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Τό βάπτισμα καθιστᾶ ἄχρηστη τήν
περιτομή. Ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου καταργεῖ τίς
θυσίες τῶν ζώων. Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται στό ὕδωρ
τοῦ βαπτίσματος, ὅπου γίνεται κάτοχος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, δύναται νά κάνει «σημεῖα καὶ τέρατα» καί
νά νικᾶ τούς πειρασμούς.
Στόν Cramer τό συγκεκριμένο σύγγραμμα
χρησιμοποιεῖται τρεῖς φορές. Τά δύο πρῶτα
432
ἀποσπάσματα προέρχονται ἀπό τόν Α΄ λόγο καί τό
433
τρίτο καί τελευταῖο ἀπό τόν ΙΕ΄ λόγο .
Ἡ ἐπεξεργασία γίνεται μέ τρεῖς τρόπους :
α) ἀντιγραφή,
β) νοηματική ἀπόδοση καί
γ) περίληψη μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενίου.
Στήν ἐξήγηση τῆς πρός Ἑβραίους, μᾶς δίνεται ἡ
πληροφορία ὅτι ὁ συγγραφέας εἶχε μπροστά του
ἀντίγραφο μέ «παραγραφὴ τοῦ μακαρίου Κυρίλλου εἰς

432
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 487 : 9-13 · πρβλ
Kυρίλλου, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ
λατρείας, Λόγος Α΄, PG 68 : 140 (ἀντιγραφή μέ μικρή συγκοπή).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 487 : 19–488 : 8 · πρβλ
Kυρίλλου, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ
λατρείας, Λόγος Α΄, PG 68 : 140 (νοηματική ἀπόδοση).
433
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 583 : 33–584 : 13 · πρβλ
Kυρίλλου, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ
λατρείας, Λόγος ΙΕ΄, PG 68 : 952-961 (Περιληπτική ἀπόδοση καί
παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενίου).
189

τὸν Ἀγγαῖον»434. Δέν εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε


ἄν ἡ παρατήρηση αὐτή ὀφείλεται στόν ἴδιο τόν
Οἰκουμένιο ἤ σέ κάποιον ἀπό τούς συνεχιστές του. Ἡ
ἐπεξεργασία τοῦ κειμένου τοῦ Κυρίλλου ὅμως, ὅπως
εἴδαμε, προδίδει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος δέν ἔκανε ἁπλή
ἀντιγραφή μέσῳ παραγραφῶν, ἀλλά εἶχε ἐντυφήσει στήν
Κυρίλλεια Γραμματεία.
Ἡ χρήση τῆς κυρίλλειας συγγραφικῆς παραγωγῆς
εἶναι λεπτομερής καί σφαιρική. Τό κείμενο μᾶς
πείθει γιά ἄμεση γνώση τοῦ Κυρίλλου ἀπό τόν
Οἰκουμένιο. Φανερή εἶναι ἡ ἄνετη χρήση τῶν «Κατὰ
Ἰουλιανοῦ» πονημάτων, τοῦ Θησαυροῦ, καθώς καί ἄλλων
ἔργων τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ συγγραφέα. Τό ὅλο σκηνικό
μᾶς πείθει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος γνώριζε ἄριστα τή
θεολογία, τή χριστολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τοῦ
Κυρίλλου.
Ἡ χρήση τοῦ Κυρίλλου μᾶς βοηθᾶ νά δοῦμε κάτι
περισσότερο· ὅτι ὁ Οἰκουμένιος υἱοθετεῖ πλήρως τή
διδασκαλία του.
Ὁ Κ. Μπελέζος διατυπώνει ὅτι τόσο στό συνεχές
ἑρμηνευτικό ἔργο του στήν Ἀποκάλυψη, ὅσο καί στό
Ἐκλογογράφημα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ «κυρίλλεια» ὁρολογία435. Σέ
σχόλιο πού ἀνήκει στόν Οἰκουμένιο, διαβάζουμε ὅτι ὁ
Χριστός «ἐκ θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος εἰς μίαν
ὑπῆρξεν φύσιν»436. Ἀργότερα, στήν τυπωμένη ἔκδοση
τοῦ Migne ὁ ὅρος «φύσις» ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν
ὅρο «ὑπόστασις». Τό ἴδιο παρατηροῦμε καί σέ ἄλλα
σημεῖα τοῦ ὑπομνηματισμοῦ στίς Παύλειες ἐπιστολές.
Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ ἀνεπιφύλακτα τή
434
Oἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 440.
435
Κ. Mπελέζου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ
στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Ἱστορική καί μεθοδολογική
προσέγγιση), Ἀθήνα 1999, σελ. 47.
436
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1220.
190

χριστολογία τοῦ Κυρίλλου, γιατί δέν ἔχει δεχθεῖ τίς


ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διαβάζουμε
στήν ἑρμηνεία τοῦ Φιλιππ. 3, 20 ὅτι «δέος ἐστὶ μὴ
δόξωμεν διαιρεῖν μετὰ τὴν ἕνωσιν, τὴν μίαν
σεσαρκωμένην τοῦ Θεοῦ Λόγου φύσιν»437. Γράφει γιά
τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη
φύση καί τή θέωσε. Μετά τήν ἕνωση δέν διαιρεῖται ἡ
σαρκωμένη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου438.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γράφει ὁ Οἰκουμένιος μᾶς
πείθει ὅτι ὁ Κύριλλος ἀποτέλεσε τό δεύτερο θεμέλιο
τῶν Ὑπομνημάτων στίς ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης,
μετά τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἐπίσης πρέπει νά
τονίσουμε ὅτι οἱ μεταγενέστεροι διαμορφωτές τῶν
Ὑπομνημάτων τοῦ Οἰκουμενίου σεβάστηκαν τή
διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξανδρινοῦ Πατρός καί δέν
τή διαστρέβλωσαν.

3. Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης (†450 μ.Χ.).


Ἄν καί ὁ Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης δέν ἔγραψε
ἑρμηνευτικά ἔργα, στόν τύπο τοῦ Οἰκουμένιου καί
ἰδίως στό Ὑπόμνημα τῶν Πράξεων συναντᾶμε τριάντα
πέντε ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἐπιστολές του, τῶν ὁποίων
ἡ ἐπιχειρηματολογία στηρίζεται σέ ὀρθή καί
ἐξονυχιστική ἀνάλυση σπουδαίων ἁγιογραφικῶν
ἐδαφίων. Πιό συγκεκριμένα συναντᾶμε :
α) Δώδεκα Ἰσιδωριανά ἀποσπάσματα στό Ὑπόμνημα τῶν
Πράξεων439.

437
Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1313.
438
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 33.
439
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 17 : 15-22 & 88 : 6-18 &
133 : 32–134 : 4 & 134: 5-11 & 134 : 12-19 & 134 : 20-27 & 171 :
22-24 & 216 : 3-14 & 285 : 18-23 & 292 : 13-27 & 325 : 18-26 &
411 : 30-34.
191

β) Δεκατρία ἀπανθίσματα στήν ἑρμηνεία τῆς πρός


Ρωμαίους440.
γ) Δύο ἀπανθίσματα στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους441.
δ) Ὀκτώ τεμάχια στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους442.
440
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 349 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ΡΛΣτ΄-Πρὸς ἄρχοντας, PG 78 :
580D · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ
ΚΗ΄-Ἔπαινος πρὸς ἐρωτῶντα · καὶ λύσις πέντε ζητημάτων δι'
ἐπιστολῆς αἰτηθέντων, PG 78 : 1341 κ.ο.κ. Ἐπίσης βλ. καί J.A.
Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 92 : 31–93 : 4 & 170 : 28-32 & 224 :
31–225 : 7 & 263 : 30–264 : 2 & 307 : 19–308 : 19 & 395 : 27-32 &
432 : 17–433 : 2 & 453 : 28–454 : 11 & 456 : 16–457 : 7 & 461 : 5-
10 & 464 : 22-27 & 468 : 27-28.
441
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 768 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Δ΄, Ἐπιστολὴ ΣΚ΄-Περὶ τοῦ εἰ δυνατὸν μετὰ
πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύειν, PG 78 : 1313D. Ἐπίσης
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 720-721 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ΣΛΔ΄-Ὅτι ὁ μὲν γάμος τίμιος ·
κακὰ δὲ πορνεία καὶ μοιχεία, PG 78 : 328 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ
αὐτοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ΠΑ΄-Περὶ ἀκολασίας
καὶ σωφροσύνης, καὶ ὅτι ἐκ μίξεως ἐν καθαρισμῷ ἢ ἐν
ἐγκυμοσύνῃ ποικίλοις πάθεσιν εὐάλωτα τίκτεται τέκνα, PG 78 :
521 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Γ΄, Ἐπιστολὴ
ΟΕ΄-Εἰς τό, “Παραστήσατε τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν
εὐάρεστον τῷ Θεῷ”, PG 78 : 781-784.
442
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 347 : 22-26 · πρβλ
Ἰσιδώρου, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Γ΄, Ἐπιστολὴ ΝΗ΄-Ἐκ τῆς πρὸς
Ἑβραίους ἑρμηνεία εἰς τό, “Ὅς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ
χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως”, PG 78 : 769. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 410 : 8–411 : 19 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ΣΠΖ΄-Εἰς τὸν ἀοίδιμον
θάνατον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, PG 78 : 713-714. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 417 : 8-14 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ΜΓ΄-Τίνα ἔννοιαν ἔχει τό,
“Ὑπόθες τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου”, PG 78 : 209. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 454 : 15-30 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ ‫ל‬Α΄-Εἰς τό, “Εἰ γὰρ αὐτοὺς
Ἰησοῦς (τοῦ Ναυῆ) κατέπαυσεν, οὐκ ἂν περὶ ἄλλης ἐλάλει μετὰ
ταῦτα ἡμέρας · ἄρα ἀπολείπεται σαββατισμὸς κτλ”, PG 78 :
1377. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 459 : 13-30 ·
πρβλ Ἰσιδώρου, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Δ΄, Ἐπιστολὴ ΡΜΒ΄-Εἰς τό,
“Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος”, PG 78 : 1224. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 466 : 4-13 · πρβλ Ἰσιδώρου, Ἐπιστολαί,
192

Τά τμήματα αὐτά, πολλές φορές, περιλαμβάνουν


πληροφορίες γιά κάποια πρόσωπα ἤ τοπωνύμια μέ σκοπό
τήν ἀκριβέστερη ἐνημέρωση τοῦ ἀναγνώστη καί τήν
πληρέστερη κατανόηση τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τοῦ
βιβλικοῦ κειμένου. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ μεγάλη χρήση
τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἰσιδώρου ἀπό τόν Οἰκουμένιο στήν
ἑρμηνεία τοῦ ἱστορικοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων.
Ἀντίθετα ἡ χρήση τῶν ἀπόψεών του στά ὑπόλοιπα
Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμένιου προέρχεται ἀπό τή
σπουδαιότητα τῶν ἐπιχειρημάτων του ἐπάνω σέ βασικά
θέματα σωτηρίας. Πάντως, ἡ μικρή χρονολογική
ἀπόσταση μεταξύ τοῦ Οἰκουμενίου καί τοῦ Ἰσιδώρου
ὁδήγησε τόν πρῶτο, πού πιθανότατα εἶχε μελετήσει
πολλές ἐπιστολές τοῦ Ἰσιδώρου, νά τίς
χρησιμοποιήσει στίς Συλλογές του. Οἱ ἀκριβεῖς «κατὰ
λέξιν» παραπομπές μᾶς πείθουν ὅτι ὁ συντάκτης δέν
τίς ἀντέγραψε ἀπό κάποιο ἀνθολόγιο. Ἕνα δεύτερο
στοιχεῖο πού ὤθησε τόν Οἰκουμένιο νά χρησιμοποιήσει
τόν Ἰσίδωρο, ἦταν ἡ στενότατη σχέση του μέ τόν
Χρυσόστομο καί ὁ θαυμασμός πού ἔτρεφε γι' αὐτόν.
Ἔτσι στήν ἑρμηνεία τοῦ Πράξ. 2, 2, ὁ Ἰσίδωρος
παραλληλίζει τά γεγονότα πού συνέβησαν κατά τήν
κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά προεόρτια τῆς
παράδοσης τοῦ Νόμου στό Σινᾶ, συνδέοντας τήν Παλαιά
καί τήν Καινή Διαθήκη πού ὀφείλουν τή σύναψή τους
σέ ἕνα Θεό. Ἄλλον ἕνα τέτοιο παραλληλισμό
χρησιμοποιεῖ στή θεολογική ἀνάλυση γιά τήν

Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ‫ל‬Δ΄-Εἰς τό, “Πάντα γυμνὰ καὶ


τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ”, PG 78 : 248. Ἐπίσης J.
A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 488 : 34–489 : 11 · πρβλ
Ἰσιδώρου, Ἐπιστoλαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ΥΜΕ΄-Πῶς καὶ τίνας
ποτίζει τὸ γάλα ὁ Παῦλος ὡς νηπίους, PG 78 : 428. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 560 : 26–561 : 12 · πρβλ Ἰσιδώρου,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ΜΗ΄ & ΜΘ΄-Διὰ τί ὁ Ῥουβεὶμ
πρωτότοκος ὤν, οὔτε ἱερωσύνης ἠξιώθη, οὔτε μὴν βασιλείας,
PG 78 : 489.
193

παιδαγωγική χρήση τῆς τιμωρίας. Σέ κάποιο ἄλλο


σημεῖο, ὁ συνεχιστής τοῦ Οἰκουμένιου χρησιμοποιεῖ
τόν Ἰσίδωρο γιά νά διευκρινίσει ὅτι ὁ διάκονος, καί
ὄχι ὁ ἀπόστολος Φίλιππος, κήρυξε στή Σαμάρεια καί
βάπτισε τόν Αἰθίοπα.
Στόν τύπο τοῦ Οἰκουμενίου ἔχουμε ἀναφορές σέ
συγκεκριμένες ἐπιστολές τοῦ Ἰσιδώρου, ὅπως λ.χ. τίς
: ρπα΄, υμζ΄, υν΄, τνδ΄, φστ΄, φλστ΄, φλη΄ καί
φξη΄443. Σέ ἄλλα σημεῖα τῆς ἑρμηνευτικῆς ἀναλύσεως

443
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 108-110 & J.A. Cramer,
Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 88 : 6-18· πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί,
Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ΡΠΑ΄-Ὅτι οὐκ ἀπονοίας ἦν ἠ κατὰ Ἀνανίου
καὶ Σαπφείρας ἀγανακτησις τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἀλλὰ
χρήσιμος τῇ ἀρχῇ τοῦ κηρύγματος, PG 78 : 300. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 156 · πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί,
Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ΥΜΖ΄ & ΥΝ΄-Ὅτι οὐχ ὁ ἀπόστολος
Φίλιππος, ἀλλ' εἶς τῶν ζ΄ τῶν μετὰ Στεφάνου ἐκλεγέντων
ἐστὶν ὁ καὶ τὸν εὐνοῦχον βαπτίσας, καὶ τὸν Σίμωνα κατηχήσας
· καὶ ὅτι χρὴ τοὺς ἱερατικοὺς ἄνδρας λύειν τὰς ἐρωτηθείσας
ἐρωτήσεις καὶ ἀμφιβολίας, PG 78 : 428-429. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 201 · πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί,
Βιβλίο Α΄, Ἐπιστολὴ ΤΝΔ΄-Περὶ τοῦ μάγου, ὃν ὁ Παῦλος τῇ
οἰκείᾳ ἀποφάσει ἐτύφλωσε, PG 78 : 384. Ἐπίσης Οἰκουμενίου,
Πράξ., PG 118 : 237Α & J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 285 :
18-22 · πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ ΦΣΤ΄-
Ὅτι τοὺς παῖδας νηπίους ἔτι ὄντας χρὴ πρῶτον διδάσκειν περὶ
Θεοῦ καὶ Προνοίας, ἔπειτα καὶ τὸν περὶ ἀρετῆς
κατασπείρεσθαι λόγον, PG 78 : 1617 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ,
Ἐπιστολαί, Βιβλίο Β΄, Ἐπιστολὴ ‫ל‬Α΄ & ‫ל‬Β΄-Περὶ τοῦ Ἀρείου
Πάγου, PG 78 : 536-537 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολαί,
Βιβλίο Δ΄, Ἐπιστολὴ ΣΖ΄-Περὶ τῶν ἑλληνικῶν ξοάνων, PG 78 :
1300. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 237Β & J.A. Cramer,
Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 292 : 13-28 · πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί,
Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ ΦΛΕ΄ & ΦΛΣΤ΄-Ὅτι ἀνάγκη ὑπακούειν τοῖς
παρ' ἀξίαν τυχοῦσιν ἱερατικῆς τιμῆς, ἵνα μὴ καὶ ἄλλους
σκανδαλίζωμεν, PG 78 : 1629. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Πράξ., PG
118 : 253 & J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 325 : 18-26 ·
πρβλ Ἱσιδώρου, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ ΦΛΗ΄-Ὅτι χρὴ
τιμᾶν τὸ μέτριον καὶ ἐν τῷ λέγειν καὶ ἐν τῷ γράφειν, PG 78 :
1629 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Ε΄, Ἐπιστολὴ
ΦΞΗ΄-Ὅτι ὁ μὲν σύμβουλος τοῦ παραινεῖν ἐστι κύριος, ὁ δὲ
συμβουλευόμενος τοῦ πεισθῆναι, PG 78 : 1641-1643 · ἐπίσης
194

τῶν Πράξεων, καθώς καί σέ ὅλες τίς ἀναφορές στίς


πρός Ρωμαίους, Α΄ πρός Κορινθίους καί πρός
Ἑβραίους, ὁ συντάκτης δέν συγκεκριμενοποιεῖ τήν
προέλευση τῶν σχολίων τοῦ Ἰσιδώρου. Πάντως ἡ μελέτη
τῶν κωδίκων ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι τά
χρησιμοποιούμενα ἀποσπάσματα εἶναι εἰλημμένα ἀπό
ὅλα τά βιβλία πού περιέχουν ἐπιστολές καί μαρτυροῦν
ὅτι ὁ Οἰκουμένιος εἶχε μία εὐρεία καί λεπτομερῆ
γνώση τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἰσιδώρου. Ἐπειδή ἀρκετές
ἐπιστολές ἔχουν μικρή ἔκταση, μποροῦμε νά
δικαιολογήσουμε τήν κατά «κατὰ λέξιν» ἀντιγραφή
τους.

4. Ἡσύχιος Ἰεροσολυμίτης (†5ος αἰ. μ.Χ.)


Σύγχρονος τοῦ Κυρίλλου, ὁ Ἡσύχιος
Ἰεροσολυμίτης καταπολέμησε τόν Νεστοριανισμό, ἀλλά
δέν υἱοθέτησε ποτέ χριστολογικές ἀπόψεις παρόμοιες
μέ τά δόγματα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου444.
Παρέμεινε πιστός στήν κυρίλλεια ὁρολογία, γι' αὐτό
τό λόγο χρησιμοποιεῖται ὡς πηγή στίς Ἑρμηνευτικές
Σειρές τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, ἀλλά καί τῶν
Καθολικῶν Ἐπιστολῶν, ἀπό τόν Οἰκουμένιο.
Χωρίς ὑπερβολές παρέμεινε ἔξοχος ἑρμηνευτής
τῆς Γραφῆς. Συνδύαζε τήν ἀλεξανδρινή ἀλληγορία μέ
τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο. Μετά ἀπό τήν
ἱστορικοφιλολογική ἀνάλυση ἀναζητοῦσε τό βάθος τοῦ
βιβλικοῦ κειμένου. Τά ἀποσπάσματα πού
περιλαμβάνονται στήν ἑρμηνευτική Σειρά τῶν Πράξεων

πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἐπιστολαί, Βιβλίο Δ΄, Ἐπιστολὴ ΣΣτ΄-Εἰς τὸ


εἰρημένον · “Τίς οὐκ οἶδε τὴν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν
τῆς μεγάλης Ἀρτέμιδος ;”, PG 78 : 1300.
444
Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Γ΄, σελ. 276.
195

εἶναι συνολικά πέντε445 καί προέρχονται ἀπό τό


Ὑπόμνημα στούς Ψαλμούς, τό ὁποῖο δέν ἔχει ἐκδοθεῖ
καθ' ὁλοκληρίαν. Τό περιεχόμενό τους ἀφορᾶ κυρίως
τή σχέση Πατρός καί Υἱοῦ446 καθώς καί τή
σωτηριολογική ἀξία τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τοῦ Θείου
Πάθους447. Ἕνα ἀπό τά ἀποσπάσματα αὐτά, πού
ἀπευθύνεται στή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν δικαίων,
448
ἀποδίδεται περιληπτικά . Τονίζει τή «συνευδοκίᾳ
τοῦ Πατρός» στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ449.
Χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «Κύριος» γιά τόν Πατέρα, ἐνῶ
γιά τόν Υἱό τόν ὅρο «Χριστός», ἀλλά τούς θεωρεῖ
ἰσότιμους καί ἰσάξιους : «ἵνα μίαν ἡμεῖς ἀξίαν Υἱοῦ
καὶ Πατρὸς μάθωμεν»450. Γράφει ὅτι ὁ Υἱός «ἀχρόνως
γεννᾶται» ἀπό τόν Πατέρα451 χωρίς νά φθαρεῖ ἀπό τήν
ἐνανθρώπηση καί τό πάθος Του452.
Στή Σειρά τῶν Καθολικῶν Ἐπιστολῶν ἐντοπίζουμε
πέντε ἀποσπάσματα στήν ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ

445
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 47 : 16-17 & 81 : 1-4 &
129 : 16-25 & 224 : 22-26 & 225 : 14-16.
446
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 81 : 1-4 & 129 : 16-25 &
224 : 22-26.
447
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 47 : 16-17 : «Ὥσπερ αἱ
ψυχαὶ τῶν δικαίων μετὰ τοῦ Σωτῆρος ἐκ τῶν κάτω χωρίων
ἔτριψαν ἀναβαίνυσαι».
448
Ἔνθ' ἀνωτέρω.
449
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 81 : 1-4 : «Κύριον καλεῖ
τὸν Πατέρα, Χριστὸν εἰκότως τὸν Υἱόν · τῇ γὰρ κατὰ τοῦ
μονογενοῦς ἐπιβουλῇ, ὡς ὑβριζόμενον ἐν αὐτῷ τὸν Πατέρα
συνέπλεξεν · ἐπειδήπερ εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός, ὅλον τὸ ὑπὲρ ἡμῶν
μυστήριον ὁ μονογενὴς ἔπραξεν».
450
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 129 : 16-25.
451
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 224 : 22-26 : «Ταῦτα τῇ
ἐνανθρωπήσει τοῦ Χριστοῦ πρέπει δήπου τὰ ῥήματα · ἥτις
χρονικὴν εἶχε τὴν ἐπιφοίτησιν · τὸ γὰρ σήμερον καὶ αὔριον ·
ἡμερῶν ἐστὶ παραστατικόν · ἀχρόνως γὰρ παρὰ τοῦ Πατρός, ὠς
καὶ παῖδες αἱρετικῶν ὁμολογοῦσι, τίκτεται».
452
J.A. Cramer, Catenae ΙΙΙ, Πράξ., 225 : 14-16 : «Ὁ γὰρ
Χριστὸς κατὰ τοῦ πάθους, καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ καὶ τὸ σῶμα
χωρὶς φθορᾶς ὡς Θεὸς διεφύλαξεν».
196

Ἰακώβου453, ἕνα ἀπόσπασμα στήν Α΄ Πέτρου454, ἕνα


ἀπόσπασμα στήν Β΄ Πέτρου455, ἐνῶ τό ἴδιο ἀπόσπασμα
χρησιμοποιεῖται καί στήν ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ
Ἰούδα456. Ἕνα ἀπό τά ἀποσπάσματα αὐτά πού ἔχουν
πρωτίστως ἠθικό περιεχόμενο, φαίνεται ὅτι
προέρχεται ἀπό τούς Ψαλμούς, διότι παραπέμπει σέ
στίχους ψαλμῶν. Παρατηρώντας ὅμως τό βαθύτερο νόημα
τῶν γραφέντων θά δοῦμε ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα ὅλα
τά παραπάνω fragmenta προέρχονται ἀπό τήν αὐτή
ἑρμηνεία. Ἡ ἔκφρασή τους εἶναι ἁπλή, λιτή, σύντομη,
ἀλλά βαθειά θεολογική. Ἔτσι λ.χ. πραγματεύονται μέ
πολύ μεγάλη εὐστοχία τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως457
καθώς καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ458.
Στά ἀποσπάσματα τοῦ Ἡσυχίου πού διασώζει ὁ
Οἰκουμένιος, ἡ χριστολογία εἶναι ὀρθόδοξη. Ἐκφράζει
τήν καθολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά φτάνει

453
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰακώβου, 6 : 17-18 & 13 : 11-14
& 23 : 6-9 & 31 : 11-15 & 33 : 13-14.
454
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Α΄ Πέτρου, 6 : 17-18 (μιλᾶ γιά
τήν προέλευση τῶν ἀνθρώπων στή ματαιότητα τῆς παρούσας
ζωῆς).
455
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Β΄ Πέτρου, 91 : 26-31.
456
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰούδα, 156 : 12-27.
457
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰακώβου, 31 : 7-15 : «Μακάριον
ἐνώπιον Θεοῦ ταπεινοῦσθαι · φησὶ γὰρ Ἰάκωβος · “ταπεινώθητε
ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς”. ὅταν τοίνυν οὕτω
ταπεινωθῶμεν · κἂν ὑπὸ δαιμόνων ἐπιβουλευθῶμεν, κἂν ὑπὸ
ἀνθρώπων μισούντων τὰς ἀρετὰς πολεμηθῶμεν, ἔχομεν τὸν Θεὸν
ἐξαιρούμενον · μόνον ἵνα τοῦ νόμου αὐτοῦ μὴ ἐπικαλώμεθα,
μηδὲ ἀποκάμωμεν ἐν ταῖς θλίψεσι · φησὶ γὰρ ὁ Δαβίδ, “ἰδὲ τὴν
ταπείνωσίν μου, καὶ ἐξελοῦμε, ὅτι τοῦ νόμου σου οὐκ
ἐπελαθόμην”».
458
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰακώβου, 33 : 13-14 : «Προλέγει
τὴν τιμωρίαν, διὰ φιλανθρωπίαν · ἵνα μετανοήσαντες ἔξω
γένοιτο τῶν ἀπειλουμένων». Τοῦ αὐτοῦ, Catenae VΙΙΙ, Β΄
Πέτρου, 91 : 26-31 : «Τίς γὰρ αὐτοῦ τὴν φιλανθρωπίαν δύναται
κατάλαβεῖν ; ἢ τίς λογιστεῦσαι τὴν ἀλήθειαν δύναται ; ἀπὸ μὲν
γὰρ τῆς ἀληθείας : “Ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο”, διὰ
δὲ τὴν φιλανθρωπίαν πόρνας καὶ τελώνας εἰς τὴν βασιλείαν
εἰσήγαγε».
197

σέ μιά ἀποκρυσταλλωμένη χαλκηδόνια ὁρολογία. Ἡ


ἀπουσία τῶν κειμένων τοῦ Ἡσυχίου ἀπό τή Σειρά
Ἑρμηνειῶν τοῦ Corpus Paulinum ὀφείλεται στό γεγονός
ὅτι ὁ Ἡσύχιος ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τά βιβλία τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης.

5. Εὐθάλιος ὁ Διάκονος (†458 μ.Χ.).


Σέ ὅλους τούς κώδικες, πού περιλαμβάνουν τόν
τύπο τοῦ Οἰκουμενίου, θά δοῦμε ὅτι πρίν ἀπό τήν
ἑρμηνεία τῶν Πράξεων, τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου καί
τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν συναντᾶμε τήν ὑπόθεση κάθε
βιβλίου. Πρόκειται γιά μία περίληψη τοῦ
περιεχομένου, ἡ ὁποία ἔχει συγγραφεῖ ἀπό τόν
Εὐθάλιο τόν Διάκονο. Ἀκολουθεῖ ἡ ὑπόθεση τοῦ
Θεοδωρήτου καί ἕπεται ὁ χωρισμός τοῦ βιβλίου σέ
ἔντιτλα κεφάλαια, τά ὁποῖα φέρουν τήν ὑπογραφή τοῦ
Εὐθαλίου459. Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικό
παράδειγμα πού ἀφορᾶ τό χωρισμό τῆς πρός Κολοσσαεῖς
ἐπιστολῆς :
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
1. Εὐχαριστία ὑπὲρ Κολοσσαέων οἰκειωθέντων Θεῷ ἐπ’
ἐλπίδι.
2. Εὐχὴ ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σοφίαν πρακτικήν, εἰς
δύναμιν ὑπομονῆς, σὺν εὐχαριστίᾳ τῆς οἰκειώσεως
τῆς ἐν καθάρσει.
3. Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως καὶ ἀνακτίσεως τῆς
κατὰ συνάφειαν Θεοῦ κλπ.460
Ἐπίσης ἔχουμε παρατηρήσει ὅτι τῆς πρός
Ρωμαίους ἑρμηνείας προτάσσονται ἀφηγήσεις σχετικές
μέ τό βίο, τίς περιοδεῖες καί τό μαρτύριο τοῦ

459
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 460.
460
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 10-12.
198

ἀποστόλου Παύλου, πού ἔχουν συγγραφεῖ ἀπό τόν


Εὐθάλιο461. Στούς κώδικες, τό κείμενο τοῦ Εὐθαλίου
ἔχει γραφεῖ μέ ἄλλου χρώματος μελάνι ἀπό τό κείμενο
τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἑρμηνείας. Ἄλλες φορές
εἶναι χρυσό, ἄλλες μαῦρο καί ἄλλες κόκκινο. Γιατί
ὅμως ὁ Οἰκουμένιος καί οἱ συνεχιστές του προτίμησαν
νά χρησιμοποιήσουν τίς ἀφηγήσεις, τούς προλόγους
καί τό χωρισμό σέ κεφάλαια τοῦ Εὐθαλίου ;
Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ
Εὐθάλιος ὁ Διάκονος δέν ἔγραψε Ὑπομνήματα. Τό ὅλο
ἔργο του ἀφορᾶ τήν ἐξωτερική περιγραφή τῶν
καινοδιαθηκικῶν κειμένων. Παραταῦτα ἡ ἐνασχόλησή
του μ’ αὐτήν, καθώς καί οἱ ἀφηγήσεις του γιά τόν
Παῦλο εἰσάγουν τόν ἀναγνώστη πιό ὁμαλά μέσα στό
κείμενο, ἀφοῦ τόν πληροφοροῦν γιά τό τί περίπου θά
διαβάσει. Ἐπίσης ὁ Εὐθάλιος εἶναι ὁ μόνος
ἐκκλησιαστικός συγγραφέας πού χώρισε σέ κεφάλαια τό
κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι οἱ συντάκτες δέν
εἶχαν τή δυνατότητα νά ἐπιλέξουν. Πρέπει νά
προσθέσουμε ὅτι ἡ ἀναφορά τοῦ Εὐθαλίου στίς
ἀποστολικές περιοδεῖες εἶναι ἀπαραίτητη καί
χρήσιμη, γιατί οἱ πληροφορίες πού παραθέτει εἶναι
πλήρεις, σαφεῖς καί περιεκτικές, ἱκανές νά
ἐνημερώσουν τόν ἀναγνώστη. Μόνο στίς ὑποθέσεις τῶν
ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου προστέθηκε κάτω ἀπό τό κείμενο
τοῦ Εὐθαλίου μία σύνοψη τοῦ Θεοδωρήτου, κι αὐτό
γιατί τό ὄνομα τοῦ μεγάλου ἑρμηνευτῆ τῶν Γραφῶν
ἔδινε μεγαλύτερο κῦρος στά συγγράμματα.

461
Οἰκουμενίου, Διήγησις περὶ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, PG
118 : 308-319 · πρβλ Eὐθαλίου Διακόνου, Ἀποδημία Παύλου τοῦ
Ἀποστόλου, PG 85 : 649-652. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Διήγησις περὶ
τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, PG 118 : 308-319 · πρβλ Εὐθαλίου
Διακόνου, Πρόλογος προτασσόμενος τῶν ΙΔ΄ ἐπιστολῶν Παύλου
τοῦ ἁγίου ἀποστόλου, Μαρτύριον Παύλου, PG 85 : 713-714.
199

Γενικότερα, μέσα στό ἔργο του, ὁ Οἰκουμένιος


καταχωρίζει τίς –κατά τήν ἄποψή του–
αὐθεντικότερες ἑρμηνεῖες Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων πού ἔδρασαν πρίν ἀπό αὐτόν. Σέ μία ἐποχή
κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζουσα τήν ὀρθοδοξία
ἔχει συνειδητοποιήσει τήν ταυτότητά της καί ἔχει
ὁλοκληρώσει τή διατύπωση τῆς πίστεώς της μέ τούς
ὅρους καί τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ
Οἰκουμένιος προσπαθεῖ νά συνοψίσει, χωρίς νά
παραχαράξει, τή σωτηριολογική της διδασκαλία, κατά
τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ἀπολογεῖται στούς αἱρετικούς
καί τά ἀνήσυχα πνεύματα τοῦ καιροῦ του.

6. Θεοδώρητος Κύρου (386-458 μ.Χ.).


Ὁ Θεοδώρητος Κύρου εἶχε ἄριστη γνώση τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, καθώς καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γραμματείας462. Τό γεγονός αὐτό τόν ὤθησε στή
διείσδυση καί ἑρμηνεία ὅλων τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, καθώς καί τῶν δεκατεσσάρων ἐπιστολῶν τοῦ
Παύλου. Ἐνῶ θεωρεῖται γνήσιος ἐκπρόσωπος τῆς
Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, δέν ἀποστρεφόταν τήν
ἀλληγορική ἑρμηνεία καί χρησιμοποίησε, ὅπου ἔκρινε
ἀπαραίτητο, τήν τυπολογική μέθοδο. Ἀκολούθησε τήν
προγενέστερή του ἑρμηνευτική παράδοση, χωρίς νά
ὁδηγεῖται σέ ἀκρότητες, πλατειασμούς καί ἀσάφειες.
Ἐπειδή ἦταν μεγάλος ἑρμηνευτής καί δεινός θεολόγος,
παρά τίς αἱρετικές νεστοριανίζουσες ἀπόψεις του,

462
Κ.Π. Xρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 453-455. Πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὸ ᾎσμα ᾈσμάτων, Προοίμιον, PG 81 : 28-29 :
«Ἡ τῶν θείων λογίων ἐξήγησις δεῖται μὲν ψυχῆς κεκαθαρμένης
καὶ ῥύπου παντὸς ἀπηλλαγμένης, δεῖται δὲ καὶ διανοίας
ἐπτερωμένης καὶ καθορᾶν τὰ θεῖα δυναμένης, κατατολμώσης τῶν
ἀδύτων τοῦ Πνεύματος».
200

χρησιμοποιήθηκε ὡς βασική πηγή ἀπό τόν Οἰκουμένιο,


ἀλλά καί ἀπό μεταγενέστερους σειρογράφους.
Γιά τόν Οἰκουμένιο, ὁ Θεοδώρητος εἶναι βασική
πηγή μαζί μέ τόν Χρυσόστομο καί τόν Κύριλλο
Ἀλεξανδρείας, ἐπειδή συνδυάζει τήν κατανόηση τοῦ
γράμματος τῶν Γραφῶν μέ τόν ἁγιοπνευματικό φωτισμό.
Σέ ἀρκετούς κώδικες διασώζονται, ἐκτός ἀπό τίς
Ὑποθέσεις τοῦ Εὐθαλίου Διακόνου, καί συνοπτικές
θεωρήσεις τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου πού φέρουν τό
ὄνομα τοῦ Θεοδωρήτου463. Ἀπό τήν παρατήρηση αὐτή
ἐξαιρεῖται ἡ ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους.
Ἀναρωτιόμαστε πῶς θά μπορούσαμε νά δώσουμε κάποια
ἐξήγηση στήν πρόταξη δύο εἰσαγωγῶν στίς ἐπιστολές
τοῦ Παύλου ; Πιθανότατα τό ὄνομα τοῦ Θεοδωρήτου,
πού θεωρεῖται ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν Πατέρας -
Ἑρμηνευτής, ἔδινε μεγαλύτερο κύρος στά γραπτά τοῦ
Οἰκουμενίου καί προετοίμαζε τόν ἀναγνώστη νά
τοποθετηθεῖ εὐνοϊκά ἀπέναντί του. Ἄλλη ἐξήγηση,
περισσότερο λογική, ὅσον ἀφορᾶ στό λόγο πού
ἀνάγκασε τό συγγραφέα νά προτάξει προλόγους τοῦ
Θεοδωρήτου, νομίζουμε ὅτι εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ
Θεοδώρητος ἔγραψε καθαρά ἑρμηνευτικά συγγράμματα,
ἐνῶ ὁ Χρυσόστομος οἰκοδόμησε κηρύγματα.
Κατά τήν ἔκδοση τοῦ Migne, ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ κατά κόρον τεμάχια ἀποσπασμένα ἀπό τά
463
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 637 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄
Κορ., PG 82 : 225-228. Ἐπίσης Οἰκουμένιου, Β΄ Κορ., PG 118 :
908 · πρβλ Θεοδωρήτου, B΄ Κορ., PG 82 : 376-377. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1089-1092 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Γαλ., PG 82 : 460-461. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 :
1168 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ἐφεσ., PG 82 : 505-508. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1257 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Φιλιππ., PG 82 : 557-560. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 :
12 · πρβλ Θεοδωρήτου, Κολ., PG 82 : 592-593. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 57 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄
Θεσσ., PG 82 : 628,629. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119
: 109· πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Θεσσ., PG 82 : 657.
201

ἐξηγητικά βιβλία τοῦ Θεοδωρήτου στίς ἐπιστολές τοῦ


Ἀποστόλου Παύλου. Ἀναλυτικότερα ὁ Θεοδώρητος
χρησιμοποιεῖται ὡς πηγή τοῦ ἔργου τοῦ Οἰκουμενίου :
– δεκατέσσερις φορές στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός
Ρωμαίους464
– πέντε φορές στόν ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους465
– δέκα φορές στόν ὑπομνηματισμό τῆς Β΄ πρός
466
Κορινθίους

464
Ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα παράλληλων χωρίων τοῦ
Θεοδωρήτου πού ἐντοπίζουμε στήν πρός Ρωμαίους (ἀπό τόν
Μigne).
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 345 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ρωμ.,
PG 82 : 64. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 368 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 76. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG
118 : 389 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 89. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 392 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG
82 : 89. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 432 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 108. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG
118 : 437 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 108. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 448 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG
82 : 116. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 456 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 120-121 (βλ. Παράρτημα Δ΄
Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου, σελ. 221-223).
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 597 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Ρωμ., PG 82 : 204.
465
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 637 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄
Κορ., PG 82 : 225-228. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 :
725 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄ Κορ., PG 82 : 273. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 768 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄
Κορ., PG 82 : 300 (βλ. Παράρτημα Δ΄ Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν
Θεοδώρητο Κύρου, σελ. 224-225). Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄
Κορ., PG 118 : 804 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄ Κορ., PG 82 : 316.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 817 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Α΄ Κορ., PG 82 : 324-325 (βλ. Παράρτημα Δ΄ Κεφαλαίου, Χωρία
ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου, σελ. 221).
466
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 908 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄
Κορ., PG 82 : 376-377. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 :
948-949 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 : 393. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 949 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄
Κορ., PG 82 : 396. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 964 ·
πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 : 404. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄
202

– πέντε φορές στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Γαλάτας467


– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἐφεσίους468
– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός
Φιλιππησίους469
– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Κολοσσαεῖς470
– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός
Θεσσαλονικεῖς471
– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς Β΄ πρός
472
Θεσσαλονικεῖς
– μία φορά στόν ὑπομνηματισμό τῆς Β΄ πρός
Τιμόθεον473
– δύο φορές στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἑβραίους474.

Κορ., PG 118 : 968 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 : 405.


Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 973 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Β΄ Κορ., PG 82 : 408. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 :
984-985 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 : 413. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 992 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄
Κορ., PG 82 : 417. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1048
· πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 : 441. Ἐπίσης Οἰκουμενίου,
Β΄ Κορ., PG 118 : 1076 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄ Κορ., PG 82 :
456.
467
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1089-1092 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Γαλ., PG 82 : 460-461. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1120
· πρβλ Θεοδωρήτου, Γαλ., PG 82 : 476. Ἐπίσης Οἰκουμενίου,
Γαλ., PG 118 : 1132 · πρβλ Θεοδωρήτου, Γαλ., PG 82 : 484.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1136 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Γαλ., PG 82 : 485. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1148 ·
πρβλ Θεοδωρήτου, Γαλ., PG 82 : 492.
468
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1168 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Ἐφεσ., PG 82 : 505-508.
469
Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1257 · πρβλ Θεοδωρήτου,
Φιλιππ., PG 82 : 557-560.
470
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 12 · πρβλ Θεοδωρήτου, Κολ., PG
82 : 592-593.
471
Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 57 · πρβλ Θεοδωρήτου, Α΄
Θεσσ., PG 82 : 628, 629.
472
Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 109 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄
Θεσσ., PG 82 : 657.
473
Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 236 · πρβλ Θεοδωρήτου, Β΄
Τιμόθ., PG 82 : 853.
203

Κατά τήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ὁ Οἰκουμένιος


χρησιμοποιεῖ τόν Θεοδώρητο ἀπό τίς ἐξηγήσεις του σέ
βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στίς ἐπιστολές τοῦ
Παύλου, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα ἔργα του :
πέντε φορές στήν ἑρμηνεία τῶν Πράξεων
ἑκατόν τριάντα τέσσερις φορές στήν ἑρμηνεία τῆς
πρός Ρωμαίους
ἑκατόν πενήντα τέσσερις φορές στήν ἑρμηνεία τῆς
Α΄ πρός Κορινθίους
δέκα ἐννέα φορές στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός
Κορινθίους
δύο φορές στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας
ὀγδόντα ὀκτώ φορές στήν ἑρμηνεία τῆς πρός
Ἑβραίους
μία φορά στήν Καθολική Ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου
τέσσερις φορές στήν Καθολική Ἐπιστολή Α΄ Πέτρου.
Σύμφωνα μέ τίς μελέτες μας οἱ ἐκδόσεις Cramer
περιλαμβάνουν :
α) ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ Θεοδωρήτου
στήν Ἔξοδο475,
β) δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἐξήγηση στό Λευϊτικό476,
γ) δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἐξήγηση στούς
Ἀριθμούς477,

474
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 293 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ἑβρ.,
PG 82 : 692. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 329 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Ἑβρ., PG 82 : 713.
475
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 348 : 14–349 : 10 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὴν Ἔξοδον, Ἐρώτησις ΙΒ΄-Τό, “Ἐγὼ σκληρυνῶ
τὴν καρδίαν Φαραώ”, πῶς νοητέον, PG 80 : 233-241 (ἀντιγραφή –
συγκοπή).
476
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 481 : 10-18 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὸ Λευϊτικόν, Ἐρώτησις Α΄-Τίνος ἕνεκεν τὰς
θυσίας προσφέρεσθαι προέταξεν ὁ Θεός, PG 80 : 304-308
(περίληψη). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 480 : 8-14
· πρβλ Θεοδωρήτου, Εἰς τὸ Λευϊτικόν, Ἐρώτησις Β΄-Τί ἐστι,
“Ψυχὴ ἐὰν λάθῃ αύτὴν λήθη, καὶ ἁμάρτῃ ἀκουσίως ἀπὸ τῶν
ἁγίων Κυρίου”, PG 80 : 309 (νοηματική ἀπόδοση).
204

δ) δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἐξήγηση στό Α΄


Βασιλειῶν478,
ε) ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐξήγηση στό Δ΄
Βασιλειῶν479,
στ) τέσσερα ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἐξηγήσεις στούς
Ψαλμούς480,

477
J.A. Cramer, Catenae ΙII, Πράξ., 350 : 28-30 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τοὺς Ἀριθμούς, Ἐρώτησις ΙΑ΄- Τί ἐστι, “Ὃς
ἂν μεγάλως εὔξηται εὐχὴν ἀφαγνίσασθαι ἁγνείαν τῷ Κυρίῳ”, PG
80 : 361 (πιστή ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙII,
Πράξ., 351 : 5-11 · πρβλ Θεοδωρήτου, Εἰς τοὺς Ἀριθμούς,
Ἐρώτησις ΙΑ΄- Τί ἐστι, “Ὃς ἂν μεγάλως εὔξηται εὐχὴν
ἀφαγνίσασθαι ἁγνείαν τῷ Κυρίῳ”, PG 80 : 361 (ἀντιγραφή –
προσωπική ἐξήγηση ἀπό τόν Οἰκουμένιο – περίληψη).
478
J.A. Cramer, Catenae ΙII, Πράξ., 219 : 29–220 : 2 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὴν Α΄ Βασιλειῶν, Ἐρώτησις ΚΗ΄-Τί ἐστι,
“Καὶ διέλιπεν ἑπτὰ ἡμέρας τῷ μαρτυρίῳ, ὡς εἶπε Σαμουήλ”, PG
80 : 556 (ἀντιγραφή μέ μικρές παραλλαγές). Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae ΙII, Πράξ., 408 : 7-12 · πρβλ Θεοδωρήτου, Εἰς
τὴν Α΄ Βασιλειῶν, Ἐρώτησις Η΄-Πῶς νοητέον τό, “Ὁ λύχνος τοῦ
Θεοῦ πρὶν ἢ κατασκευασθῆναι”, PG 80 : 537.
479
J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Ἰακώβου, 39 : 3-8 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὴν Δ΄ τῶν Βασιλειῶν, Ἐρώτησις Δ΄-Τινὲς
ὠμότητα τοῦ προφήτου κατηγόρησαν, ὅτι δὴ τοὺς δύο
πεντηκοντάρχους μετὰ τῶν ὑπηκόων οὐρανίῳ πυρὶ παραδέδωκεν,
PG 80 : 745-748 & Ἐρώτησις Στ΄-Τίνας υἱοὺς τῶν προφητῶν ἡ
θεία προσαγορεύει Γραφή, PG 80 : 748 & Ἐρώτησις Ζ΄-Τί δήποτε,
τοῦ Ἑλισσαίου διπλῆν τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν αἰτησαμένου, ὁ
μέγας εἶπεν Ἠλίας, ἐσκλήρυνας τοῦ αἰτῆσθαι, PG 80 : 749 &
Ἐρώτησις Ι΄-Τίνος χάριν δι' ἁλῶν τὴν πικρὰν τῶν ὑδάτων
ἰάσατο φύσιν, PG 80 : 749 (ἐντελῶς διαφορετική ἔκφραση –
νοηματική ἀπόδοση).
480
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 481 : 23-28 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ψαλμὸν Θ΄, PG 80 : 924-925
(νοηματική ἀπόδοση). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ.,
370 : 25–371 : 6 · πρβλ Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ψαλμὸν
‫ל‬Β΄, PG 80 : 1625 & Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΑ΄, PG 80 : 1684
(νοηματική ἀπόδοση – προσωπική ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενίου).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 374 : 33–375 : 35 ·
πρβλ Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 80 : 1766-
1768 (ἀντιγραφή μέ παραλλαγές – περίληψη – προσωπικές
σκέψεις τοῦ Οἰκουμενίου) (βλ. Παράρτημα Δ΄ Κεφαλαίου, Χωρία
ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου, σελ. 224-225). Ἐπίσης J.A. Cramer,
205

ζ) τρία ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἐξηγήσεις «Εἰς τοὺς


προφήτας»481 (δύο ἀπό τήν ἐξήγηση στόν Ἠσαΐα καί
ἕνα ἀπό τήν ἐξήγηση στόν Ἰερεμία)
η) ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό πόνημα «Αἱρετικῆς
Κακομυθίας»482
θ) τρία διασωθέντα ἀποσπάσματα ἀπό ἀπολεσθέντα
ἔργα, τό ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ὁ Πεντάλογος
483
«Περὶ ἐνανθρωπήσεως» .
Τά δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Α΄
Βασιλειῶν ἀποτελοῦν πιστές ἀντιγραφές τῶν ἐξηγήσεων
τοῦ Θεοδωρήτου καί τά ἐντοπίζουμε στόν
ὑπομνηματισμό τῶν Πράξεων. Ἀντίθετα τό ἀπόσπασμα
πού προέρχεται ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ Δ΄ Βασιλειῶν
ἔχει ὑποστεῖ φραστική καί νοηματική ἐπεξεργασία ἀπό
τόν ἴδιο τόν Οἰκουμένιο, γεγονός πού ἀποδεικνύει
ὅτι ὁ Οἰκουμένιος γνωρίζει καλά τό κείμενο.
Τά δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ βιβλίου
τῶν Ἀριθμῶν, ἐνῶ βρίσκονται στήν σειρά τῶν Πράξεων,

Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 376 : 29–377 : 13 · πρβλ Θεοδωρήτου,


Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 80 : 1768-1769 (εἰσαγωγή πού
ἀποδίδεται στόν Οἰκουμένιο – ἀντιγραφή μέ συγκοπές καί
παραλλαγές – προσωπικές προσθῆκες τοῦ Οἰκουμενίου) (βλ.
Παράρτημα Δ΄ Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου, σελ.
225-226).
481
J.A. Cramer, Catenae ΙII, Πράξ., 229 : 26-34 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Εἰς τὸν Ἱερεμίαν, Βιβλίον Β΄, PG 81 : 544-545
(διαφορετική ἔκφραση – νοηματική ἀπόδοση) (βλ. Παράρτημα Δ΄
Κεφαλαίου, Χωρία ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου, σελ. 223-224).
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Α΄ Πέτρου, 49 : 34–50 : 5 ·
πρβλ Θεοδωρήτου, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν, PG 81 : 403 (πιστή
ἀντιγραφή). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VΙΙΙ, Α΄ Πέτρου, 51
: 25-29 · πρβλ Θεοδωρήτου, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν, PG 81 : 373
(νοηματική ἀπόδοση).
482
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 495 : 8–496 : 2 · πρβλ
Θεοδωρήτου, Περὶ Αἱρετικῆς Κακομυθίας, Λόγος Α΄, Κεφ. Ζ΄-
Η΄-Θ΄, PG 83 : 353-360 (περιληπτική ἀπόδοση ἀπό τόν
Οἰκουμένιο).
483
J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, Ἑβρ., 329 : 20–332 : 30. Τοῦ
αὐτοῦ, Catenae VΙΙΙ, Α΄ Πέτρου, 45 : 1-13 & 81 : 10-12.
206

παρουσιάζουν φιλολογικές διαφορές. Τό πρῶτο


ἀποτελεῖ πιστή ἀντιγραφή, ἐνῶ τό δεύτερο συνδυάζει
τήν ἀντιγραφή μέ τήν περίληψη ἀλλά καί τήν
προσωπική ἐπεξήγηση τοῦ Οἰκουμενίου.
Τό μοναδικό ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου
βρίσκεται στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους. Ὁ
ἀντιγραφέας ἔχει συγκόψει τό κείμενο τοῦ Θεοδωρήτου
καί τό ἔχει ἀντιγράψει. Τά δύο πρῶτα ἀποσπάσματα
ἀπό τήν ἐξήγηση στό Λευϊτικό ἔχουν ὑποστεῖ ἀλλαγές.
Τό πρῶτο ἀποτελεῖ περίληψη, ἐνῶ τό δεύτερο ἀποτελεῖ
νοηματική ἀπόδοση τῶν σκέψεων τοῦ Θεοδωρήτου. Οἱ
παραπάνω παρατηρήσεις μαρτυροῦν ὅτι ὁ Οἰκουμένιος
εἶχε μελετήσει τό ἐξηγητικό ἔργο τοῦ Θεοδωρήτου
στήν Πεντάτευχο.
Οἱ ἐξηγήσεις τοῦ Θεοδωρήτου στούς Ψαλμούς
ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τόν Οἰκουμένιο στό
ὑπόμνημα τῆς πρός Ρωμαίους (μία φορά) καί σέ αὐτό
τῆς πρός Ἑβραίους (τρεῖς φορές). Τό ἀπόσπασμα ἀπό
τήν πρός Ρωμαίους ἀποδίδεται νοηματικά καί
προέρχεται ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ψαλμοῦ Θ΄. Στήν
πρός Ἑβραίους ὑπάρχουν :
α) ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ΡΑ΄ ψαλμοῦ
πού ἀποδίδεται νοηματικά καί φέρει τήν προσωπική
σφραγίδα τοῦ συντάκτη Οἰκουμενίου, ἀποδεικνύοντας
ὅτι εἶναι δεινός φιλόλογος καί
β) δύο ἀποσπάσματα, πού προέρχονται ἀπό τόν ΡΘ΄
ψαλμό, χαρακτηρίζονται ἀπό ἀντιγραφή μέ
παραλλαγές, συγκοπές, περιλήψεις καί προσθῆκες
τῶν προσωπικῶν σκέψεων τοῦ Οἰκουμενίου.
Ἀπό τίς ἐξηγήσεις στούς Προφῆτες, ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ στίς Πράξεις ἀπόσπασμα ἀπό
τόν προφήτη Ἰερεμία, μέ μεγάλη νοηματική
ἐπεξεργασία πού φέρει τήν προσωπική του σφραγίδα.
Ἐπίσης στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου ὑπάρχουν δύο
207

ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ Θεοδωρήτου στόν


Ἠσαΐα. Τό πρῶτο ἔχει ἀντιγραφεῖ, ἐνῶ τό δεύτερο
ἔχει ἀποδοθεῖ νοηματικά. Αὐτά τά ἀποσπάσματα
δείχνουν ὅτι οἱ ἐξηγήσεις τοῦ Θεοδωρήτου στούς δύο
προφῆτες ἔχουν τουλάχιστον ἀναγνωσθεῖ καί
κατανοηθεῖ καλά ἀπό τόν Οἰκουμένιο.
Τό μοναδικό ἀπόσπασμα ἀπό τό μή ἑρμηνευτικό
ἔργο τοῦ Θεοδωρήτου «Περὶ Αἱρετικῆς Κακομυθίας»
ὑπάρχει στή Σειρά τῆς πρός Ρωμαίους καί ἀποτελεῖ
περιληπτική ἀπόδοση τριῶν κεφαλαίων (Ζ΄, Η΄ καί Θ΄)
πού ἀναφέρονται στίς γνωστικές αἱρέσεις.
Ἀπό τίς ἐξηγήσεις τοῦ Θεοδωρήτου στίς Παύλειες
Ἐπιστολές, τό πλεῖστον τῶν ἀποσπασμάτων, τόσο στήν
ἔκδοση τοῦ Migne ὅσο καί στήν ἔκδοση τοῦ Cramer,
ἔχει ἀντιγραφεῖ ἀπό τόν Οἰκουμένιο, ὁ ὁποῖος λίγες
φορές ἔχει ἐπέμβει καί μόνο γιά νά ἀφαιρέσει
κάποιες φράσεις ἤ περιόδους.
Τίς περισσότερες φορές τά σχόλια τοῦ
Θεοδωρήτου στό Corpus Paulinum παρατίθενται κατά
λέξη ἀπό τόν Οἰκουμένιο διότι :
α) Εἶναι σαφῆ καί περιεκτικά.
β) Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἦταν ἑρμηνευτής μέ μεγάλο
κῦρος.
γ) Ἀκολουθοῦσε τή μέση ἑρμηνευτική ὁδό καί
χρησιμοποιοῦσε, παράλληλα καί κατ’ ἐκλογήν, ὅλες
τίς ἑρμηνευτικές μεθόδους.
Ὅσες φορές οἱ ἀπόψεις τοῦ Θεοδωρήτου
484
ἀποδίδονται ἐλεύθερα , ὁ Οἰκουμένιος δέν ἀλλοιώνει
484
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 392 : «Ποίαν, φησί, πρὸ τοῦ
πιστεῦσαι Θεῷ τὸν Ἀβραὰμ δικαιοσύνην αὐτοῦ δι’ ἔργων
γεγενημένην ἠκούσαμεν ; κατὰ σάρκα γάρ, τὴν ἐν ἔργοις λέγει,
ἐπειδὴ διὰ τῆς σαρκὸς ἐκτελοῦμεν τὰ ἔργα» · πρβλ Θεοδωρήτου,
Ρωμ., PG 82 : 88 : «Εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει
καύχημα · ἀλλ’ οὐ πρὸς τὸν Θεόν. Ἡ τῶν ἀγαθῶν ἔργων
ἐκπλήρωσις αὐτοὺς στεφανοῖ τοὺς ἐργαζόμενους, τὴν δὲ τοῦ
Θεοῦ φιλανθρωπίαν οὐ δείκνυσιν».
208

τό νόημα τῶν ἑρμηνειῶν. Ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα :


στόν Ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους, ὁ
Οἰκουμένιος, μέσῳ τοῦ Θεοδωρήτου, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ
Ἀβραάμ, πρίν ἀκόμη πιστέψει στό Θεό, δικαιώθηκε ἀπό
τά καλά του ἔργα. Τό ἀπόσπασμα αὐτό μᾶς πείθει πώς
ὁ διαμορφωτής τῆς Σειρᾶς συνέδεσε καί συνέταξε κατά
τέτοιο τρόπο τίς πατερικές ἀπόψεις, ὥστε ν’
ἀποτελοῦν μία συνεχῆ, ἑνιαία περίληψη τῆς ὀρθόδοξης
ἑρμηνείας.
Ἡ ἔλλειψη παραπομπῶν σέ συγκεκριμένα
συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου μᾶς ὁδηγεῖ στό
συμπέρασμα ὅτι, ἐπειδή ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποίησε
τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Θεοδωρήτου στίς ἐπιστολές
τοῦ Παύλου ὡς μία ἀπό τίς βασικότερες πηγές του,
ὅπως μαρτυρεῖ ὁ μεγάλος ἀριθμός τῶν ἀποσπασμάτων,
θεώρησε περιττή τή συνεχῆ ἀναφορά στό ἴδιο ἔργο.
Ἐπιπλέον ὁ Οἰκουμένιος θεώρησε ἀπαραίτητο νά
κατοχυρώσει τό ἑρμηνευτικό ἔργο του μέ ἀπόψεις
μεγάλων Πατέρων καί νά διαγράψει μιά εὐρεία πορεία
καλύπτοντας ὁλοκληρωμένα καί ἀντιπροσωπευτικά τήν
πρίν ἀπ' αὐτόν ἑρμηνευτική παράδοση ἐπάνω στά
καινοδιαθηκικά ἔργα πού περιλαμβάνουν τήν πρώτη
ἱεραποστολική δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας.

7. Γεννάδιος Κων/πόλεως (†471 μ.Χ.).


Ὁ Γεννάδιος Κων/πόλεως, πατριάρχης Κων/πόλεως,
γιά τόν ὁποῖο ἐλάχιστες εἰδήσεις ἔχουμε485, σύμφωνα

485
Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκλογαὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, PG
86 : 165-184 : Ὁ Θεόδωρος Ἀναγνώστης στήν Ἐκκλησιαστική του
Ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 5ου
αἰώνα, ἦταν εὐσεβής καί λόγῳ τῆς ταπείνωσης πού τόν
χαρακτήριζε ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἁγιότητας. H. Delehaye,
“Saints des Chypre”, Analecta Βollandiana 26 (1907) 221-228
209

μέ πληροφορίες τοῦ συνονόματού του Γενναδίου


Μασσαλιώτη486, συνέγραψε Ὑπομνήματα στά βιβλία τῆς
Γενέσεως, τῆς Ἐξόδου καί τοῦ Δανιήλ. Τοῦ τελευταίου
ἀποσπάσματα σώζονται σέ Σειρές. Ὁ Μαρκελλῖνος μᾶς
πληροφορεῖ ὅτι ἑρμήνευσε τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου.
Ἡ πληροφορία αὐτή ἐπαληθεύεται ἀπό τό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου, ὁ ὁποῖος διέσωσε ἀποσπάσματά του στό
Ὑπόμνημα τοῦ Corpus Paulinum. Καί μόνο αὐτό τό
γεγονός ἀποτελεῖ μεγάλη συμβολή στήν Ἑρμηνευτική.
Συνολικά διασώζονται ἑκατόν εἴκοσι ἑπτά τεμάχια :
– ἑκατόν εἴκοσι ἕνα στήν ἑρμηνεία τῆς πρός
Ρωμαίους487,
– τρία στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους488,
– ἕνα στήν ἑρμηνεία της Β΄ πρός Κορινθίους489,
– δύο στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας490.
Τά ἀποσπάσματα πρέπει νά σώζονται κατά λέξη.
Τοῦτο ὀφείλεται στήν κοντινή χρονική ἀπόσταση
μεταξύ τῆς δράσεως τοῦ Γενναδίου καί αὐτῆς τοῦ
Οἰκουμενίου.

: Οἱ πληροφορίες μας γι’ αὐτόν εἶναι λίγες καί προέρχονται


ἀπό τόν Κύπριο συγγραφέα τοῦ 12ου αἰώνα, Νεόφυτο Ἔγκλειστο.
486
Ὁ Γεννάδιος Μασσαλιώτης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Γεννάδιος
Κων/πόλεως ὑπομνημάτισε τά βιβλία τῆς Γενέσεως, τῆς Ἐξόδου
καί τοῦ Δανιήλ. Βλ. Gennadii Massaliensis, De scriptoribus
ecclesiasticis liber, PL 58 : 1113-1114 : «Gennadius,
Constantinopolitanae Ecclesiae episcopus, nir ling nitidus,
et ingenio acer, tam dives ex lectione antiquorum fuit, ut
Danielem prophetam ex intergo ad verbum conimentatus
exponeret. Homilias etiam mullas composuit. Moritur Leone
senio re imperium tenente»
487
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 348ἑ,381,384,389,428 κ.ἄ. Βλ.
καί J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 42 : 31–44 : 31 & 48 : 7-12
& 49 : 24-28 & 50 : 25-33 & 56 : 26-29 & 57 : 16-31 κ.ο.κ.
488
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 829,832,832-833.
489
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1032.
490
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1136,1172.
210

8. Σευῆρος Ἀντιοχείας (470-538 μ.Χ.).


Ὁ Οἰκουμένιος σχετίζεται ἄμεσα μέ τό πρόσωπο
τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τήν
ἀλληλογραφία τους. Ἐν τούτοις ὁ ἴδιος διαφωνεῖ ὡς
πρός τήν ὁρολογία πού περιγράφει τή σχέση μεταξύ
τῆς θεότητας καί τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
Οἰκουμένιος ὁμιλεῖ γιά δύο φύσεις491. Ἀντίθετα ὁ
Σευῆρος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «μία φύση»492.
Παραταῦτα δέ σκοπεύει νά ἀναθεματίσει αὐτούς πού
ἀναφέρονται σέ κυριότητες τῶν δύο φύσεων. Δέν παύει
νά ἐκτιμᾶ τόν Οἰκουμένιο, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦ
συστήνει νά προσέξει τίς διατυπώσεις του στή
χριστολογική διδασκαλία. Κάνει λόγο γιά ὑποστατική
ἕνωση, ἀλλά ἀπορρίπτει τή διαίρεση τῆς θεότητας καί
τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ.

491
E.W. Brooks, A collection of letters of Severus of
Antioch, Ι-To Oecumenius, σελ. 176ἑ : «Κnow then, mighty
man, (for I now return to make answer) that for us to
anathematize those who speak of properties of natures (I
mean the Godhead and the manhood of which the one Christ
consists) is not permissible. Flesh does not renounce its
existence as flesh, even if it has become God’s flesh, nor
has the Word departed from his nature, even if he has been
hypostatically united to flesh which possesses a rational
and intelligent soul but the difference also is preserved,
and the propriety in the form of natural characteristics of
the natures of which Emmanuel consists, since the flesh was
not converted into the nature of the Word, nor was the Word
changed into flesh. We mean in the matter of natural
characteristics, and not that those which were naturally
united are singly and individually seperated and divided
from one another : this is the assertion of those who cleave
our one Lord Jesus Christ into two natures».
492
E.W. Brooks, A collection of letters of Severus of
Antioch, Ι-To Oecumenius, σελ. 177 : «For, since the union
in hypostasis is achnowledged, it follows that those which
were united are not seperated from one another ; but there
is one Son, and one nature of God the Word incarnate
himself ............».
211

Ὁ Οἰκουμένιος δέν ἔχει ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις


τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.) στό
χριστολογικό ζήτημα. Ἐμφανίζει ὁμοιότητες μέ τή
διδασκαλία τοῦ Σευήρου, ἀλλά δέν ἐξαρτᾶται ἀπό
αὐτόν. Οἱ ἀπόψεις του ἐκφράζονται στό Ὑπόμνημα τῆς
Ἀποκαλύψεως, ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Ἐμμανουήλ
ἀποτελεῖται «ἐκ δύο φύσεων ... τελείως ἐχουσῶν ...
οὔτε συγχυθέντων οὔτε μὴ διαιρουμένων μετὰ τὴν
493
ἄφραστον καὶ ἀφαντασίαστον “ἕνωσιν”» . Αὐτή ἡ
διατύπωση τόν κατατάσσει στούς μετριοπαθεῖς
προχαλκηδόνιους συγγραφεῖς.
Ἐπειδή στό συγκεκριμένο ἔργο μᾶς ἀφορᾶ ἡ θέση
τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας καί τῆς θεολογίας του στά
Ὑπομνήματα τῶν Πράξεων καί τῶν Ἐπιστολῶν, ἔχουμε νά
παρατηρήσουμε τά ἑξῆς :
1. Μόνο στό Ὑπόμνημα τῶν Πράξεων καί τῶν
Καθολικῶν ἐπιστολῶν βρίσκουμε σχόλια ἀπό τούς
λόγους καί ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Σευήρου
Ἀντιοχείας. (Συγκεκριμένα στήν ἁλυσίδα τῶν
Πράξεων βρίσκουμε ἑκατόν ἕξι ἀποσπάσματα ἐνῶ στήν
Κατένα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν ἐπισημαίνουμε
πενήντα ἐννέα ἀποσπάσματα)494. Αὐτά εἶναι ἑλληνικά
493
Οἰκουμενίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐκδ. H.C. Hoskier,
σελ. 32. Πρβλ Κ. Μπελέζου, Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ
Σχολαστικοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί
μεθοδολογική προσέγγιση, Ἀθῆναι 1999, σελ. 31.
494
π.χ. J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 47 : 5-15 : «ΣΕΥΗΡΟΥ
ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΕΥΠΡΑΞΙΟΝ ΓΡΑΦΕΝΤΟΣ : Καὶ θανάτου
λέγεται γεγεῦσθαι δι' ἡμᾶς, τῷ τὴν αὐτοῦ ψυχὴν χωρισθῆναι
τοῦ σώματος, οὐ τῷ θεότητος ἔρημον τὴν ψυχὴν ἢ τὸ σῶμα
γενέσθαι · αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀμφοτέρων ἀχώριστον ἔδειξεν ·
οὔτε γὰρ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐγκατελείφθη εἰς ᾅδην, οὔτε ἡ σὰρξ
αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν · καθὼς ὁ ψάλλων φησίν · ἀλλὰ τοῦ μὲν
σώματος οὐ κεχώριστο θαπτόμενον, καταργῶν τὴν φθοράν · οὐ
γὰρ ἦν, ἀπολειπομένης τῆς ἀφθαρσίας τε καὶ ζωῆς, μὴ πάντως
αὐτῷ καὶ πειραθῆναι διαφθορᾶς · τῆ δὲ ψυχῇ συγκαεισιν εἰς
ᾅδου · ὅλος ὢν ἐν αὐτῇ, καὶ ὅλος ὢν ἐν τῷ σώματι · ἀδιαίρετος
γὰρ ὡς ἀσώματος, καὶ πάντα πληροῦν δυνάμενος ὡς
212

ἀπομεινάρια ἀπολεσθέντων συγγραμμάτων –ὁρισμένα


ἀπό αὐτά σώζονται στή Συριακή–, γι’ αὐτό καί
ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία. Στό Ὑπόμνημα τοῦ Corpus
Paulinum ἔχουμε μόνο μία παραπομπή : «ἐκ τῶν ρξδ΄
κεφαλαίων τοῦ “Φιλαλήθους”»495. Ἡ παραπομπή αὐτή

ἀπερίγραπτος» · πρβλ E.W. Brooks, A collection of letters of


Severus of Antioch, LXV-To Eupraxius the Chamberlain, σελ.
42-43 : «He is said also to have tasted death for us, in
that his soul was separated from his body ; not that his
soul was cut away from his Godhead, or his body left
without Godhead ; but he showed that he was in both
withoutseparation, for neither was his soul left in Sheol,
nor did his flesh see corruption, according to the saying
of the Psalmist. For he was not separated from his body
that was buried, and thextefore he annihilated corroption ;
for, it had been separated ftom him who is life
incorruption, perhaps it would have been constantly made by
corruption also. For he went down into Sheol with his soul
also, the whole of him being in it, and the whole of him in
his body without separation, as one that is incorporeal and
is able to fill everything that is infinite». Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 44 : 4-12 : «ΣΕΥΗΡΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΕΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ : Τὴν ἀνάστασιν
προσηγόρευσεν, ὥσπερ ἐκ κοιλίας τινὸς ὠδινούσης, φημὶ δὴ
τῶν τοῦ θανάτου δεσμῶν, καὶ τῶν τοῦ ᾅδου μυχῶν, ἀναδύντος
τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ παρελθόντος ὡς ἐκ τοῦ τοκετοῦ ξένου
τῆς ἀναστάσεως. ταύτῃ τοι καὶ ὠνόμασται “πρωτοτόκος ἐκ
νεκρῶν”» · πρβλ R. Hespel, Sévère d’ Antioche, La Polémique
Antijulianist I, Troisième Lettre de Sévère a Julien, in
Corpus Christianorum Orientalium, vol. 245, Scriptores
Syri, Tomus 105, Louvain 1964, σελ. 197 : «Car nous
apprenons parceux qui ont dit cela que c’ est en
considétant le terme du processus qui s’ accomplisssait par
la rédemption (résultant) de la mort et de la résurrection
qu’ ils ont fait ces déclarations. En effet, avec le
fondement de l’ inhumanation, qui est la naissance de l’
Emmanuel selon la chair, l’ accomplissement de l’ économie
toute entière a aussi été achevé, entedons la croix, la
mort, la résurrection, la montée au ciel, la predication
des apôtres, la conversion des peoples, et les fruits
dérivaient aussi naturellement du principe comme de leur
soushe».
495
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 297 · πρβλ R. Hespel, Sévère
d’ Antioche, Le Philalèthe, CSCO, 133, κεφ. 163, σελ. 91 ·
213

εἶναι συνδυαστική μαζί μέ ἀντίστοιχη ἄποψη τοῦ


Κυρίλλου, τή χριστολογία τοῦ ὁποίου ἀντικρούει ὁ
Σευῆρος Ἀντιοχείας στόν Φιλαλήθη. Στό
συγκεκριμένο σημεῖο οἱ ἀπόψεις τῶν δύο
ταυτίζονται, γι' αὐτό καί ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ τόσο τόν Σευῆρο ὅσο καί τόν Κύριλλο,
γιά νά ὑπογραμμίσει τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως, τοῦ «κατ’ εἰκόνα», πού
συντελέστηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν
Ἀνάστασή του ὁ Χριστός σώζει τήν ἀνθρώπινη φύση
καί τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τό θάνατο. Σέ κανένα ἄλλο
σημεῖο τοῦ Ὑπομνήματος δέν παρατηροῦμε παραπομπή.
Πουθενά δέ βρίσκουμε κάποιο ἀπόσπασμα ἀπό
σύγγραμμα τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας. Τό πιθανότερο
αἴτιο τῆς παντελοῦς ἀπουσίας Σευηρείων
ἀποσπασμάτων στήν ἐπεξεργασία τοῦ Ὑπομνήματος στό
Corpus Paulinum εἶναι τό γεγονός ὅτι :

ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Sévère d’ Antioche, La Polémique


Antijulianist III, L’ apologie du Philalèthe, CSCO, 319,
σελ. 91 : «Mais parce que le corps est devenu propre à celui
qui est vivant par nature, auquel il est hypostatiquement
uni, il est, lui aussi, vivifiant, et c’ est par son
entremise que le Verbe [incarnè] a détruit le pouvoir [de
la mort], lorsque lui-même, est-il dit, [ressuscita] d’
entre les morts : car le corps qui est ressuscité est
[sien], C’ est [donc] pour [ce motif qu’ il a fait sienne
notre imperfection et qu’ il a préparé pour toutre la race
qui est sienne] ce lui faisait. Or ce qui lui faisair
défaut, c’ était l’ immortalité, qui avait été condemnée à
la mort à cause de la transgression d’ Adam. Et voici qu’ a
été rendu parfait, en étant rappelé à l’ immortalité, par
la ressurrection, le Monogène, celui qui est denenu des
prémires pour notre nature est dit avoir été rendu parfait
par la souffrance faisant sienne notre imperfection, lui
qui. par sa souffrance, aacquis pour elle l’ impassibilité
et immortalité» · ἐπίσης πρβλ E.W. Brooks, A collection of
letters of Severus of Antioch, LXV-To Eupraxius the
Chamberlain, σελ. 14-15.
214

α) οἱ μεταγενέστεροι ἑρμηνευτές ἀφαίρεσαν κάθε


τι αἱρετικό, πού ἔθιγε τό ὀρθόδοξο περιεχόμενο
τοῦ Ὑπομνήματος, καί
β) οἱ συντάκτες, πού ἔδωσαν τήν τελική μορφή
στό Ὑπόμνημα τῶν Παυλείων ἐπιστολῶν, δέν
ταυτίζονται μέ ἐκείνους πού ὁλοκλήρωσαν τά ἄλλα
δύο Ὑπομνήματα στίς Πράξεις καί στίς Καθολικές
ἐπιστολές.
2. Ἡ ἐπίδραση τῆς θεολογίας τοῦ Σευήρου στά
Ὑπομνήματα τόσο τῶν Πράξεων, ὅσο καί ὅλων τῶν
Καινοδιαθηκικῶν ἐπιστολῶν, εἶναι ἐλάχιστη.
Ἀντίθετα, ὅπως προαναφέραμε, στήν Ἑρμηνεία τῆς
Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνεχές κείμενο,
εἶναι ἐμφανής. Τοῦτο ὀφείλεται :
α) στή διαφορετική φιλολογική μορφή τῶν
κειμένων,
β) στή μεγάλη ἐπεξεργασία πού δέχθηκαν τά τρία
Ὑπομνήματα, στίς προσθῆκες καί τίς ἀφαιρέσεις πού
ὑπέστησαν,
γ) στήν προσπάθεια τῶν ἐρανιστῶν - διαμορφωτῶν
νά ἐξαλειφθεῖ κάθε αἱρετική ἄποψη πού θίγει τή
χριστολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί
δ) στόν περισσότερο ἠθικοπλαστικό καί λιγότερο
δογματικό χαρακτήρα τῶν συγγραμμάτων.

9. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (†662 μ.Χ.).


Ὁ Μάξιμος ἦταν ὁ σφοδρότερος ἐχθρός τοῦ
μονοθελητισμοῦ καί ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος
μεταχρυσοστομικός θεολόγος καί συγγραφέας. Ὡς
συγγραφέας δέν ἀντιμετώπισε τά προβλήματα τοῦ
μονοθελητισμοῦ - μονοενεργητισμοῦ σέ ὀγκώδη
δογματικά συγγράμματα, ἀλλά τά ἀνέλυσε διακρίνοντάς
τα σέ μικρά θέματα. Χρησιμοποίησε κυρίως τήν
215

τυπολογική μέθοδο. Ἐπέλεξε χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς,


τά ὁποῖα ἑρμήνευσε.
Ἀναφορές στό ἔργο τοῦ Μαξίμου ἐντοπίζουμε μόνο
στό Ὑπόμνημα τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν. Προέρχονται
ἀπό τό ἔργο του «Πεύσεις καὶ Ἀποκρίσεις» καί ἀπό
τήν ἑρμηνεία τοῦ Ψαλμοῦ 59. Ἀριθμοῦνται σέ ἐννέα :
α) μία στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου496,
β) μία στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου497,
γ) τέσσερις στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Ἰωάννου498 καί
δ) τρεῖς στήν ἑρμηνεία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα499.
Οἱ ἀναφορές παρατίθενται κατά λέξη. Ἔτσι π.χ.
στήν ἑρμηνεία τῆς Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου,
ἀναπτύσσει τήν ἔννοια καί τήν οὐσία τῆς προσευχῆς,
τήν κρίση τῶν νεκρῶν ἀνάλογα μέ τή στάση πού
κρατοῦν οἱ ψυχές ἀπέναντι στό Θεό, τή γνώση τοῦ
Θεοῦ μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
παύση τῆς ἁμαρτίας καί ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Σέ
κάποιο σημεῖο, ὁ συνεχιστής τοῦ Οἰκουμενίου
παραθέτει τή διδασκαλία τοῦ Μαξίμου γιά τή διπλή
ὄψη τοῦ φόβου :
α) ὡς φόβου τῆς μελλούσης τιμωρίας καί
β) ὡς σεβασμοῦ πρός τό Θεό.
Μιλᾶ γιά τήν, κατά τό μέτρο τῶν ἀρετῶν, μετοχή στίς
ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ500.

496
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 37 : 11–38 : 19.
497
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 74 : 28–76 : 4.
498
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Ἰωάννου, 108 : 28–109 : 19 &
121 : 28–122 : 29 & 125 : 3–126 : 18 & 135 : 7–137 : 20.
499
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰούδα, 156 : 1(cod. Coisl.) &
156 : 18–157 : 5 & 169 : 17–170 : 3.
500
Μαξίμου, Ἐρώτησις ΝΖ΄-Τί ἔστιν ἐνεργουμένη ;, PG 90 : 588ἑ
: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Τοῦ αὐτοῦ,
Ἐρώτησις Ζ΄-Πῶς οἱ νεκροὶ κρίνονται ;, PG 90 : 284. Τοῦ
αὐτοῦ, Ἐρώτησις Η΄-Πῶς αὐτὸς ἐστὶν ἐν τῷ φωτί ; πῶς καὶ φῶς
αὐτὸς λέγεται καὶ ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, ὡς ἄλλος ἐν ἄλλῳ ;, PG
90 : 284 : «Ἐπειδὴ πάλιν λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Θεός “φῶς
ἐστίν” · καὶ πάλιν μετ’ ὀλίγα “ἐὰν ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν,
216

Σέ σύγκριση μέ τό σύνολο τοῦ Ὑπομνήματος, τά


μαξιμιανά σχόλια κατέχουν μεγάλη ἔκταση. Καθένα ἀπό
αὐτά παρατίθεται αὐτοτελές καί καταλαμβάνει μεγάλο
χῶρο. Εἶναι μεστά ὑψηλῆς θεολογίας. Ἔχουν
παρεμβληθεῖ πολύ ἀργότερα ἀπό τήν ἀρχική σύνταξη
τοῦ Ὑπομνήματος στίς Καθολικές ἐπιστολές, μέ βασικό
στόχο τή γνώση τῆς ἀλήθειας καί τή σωτηρία τῆς
ψυχῆς. Δείχνουν μία πλήρη εἰκόνα γιά τή θεολογική
πορεία, πού κατέληξε στήν τελική καταδίκη τοῦ
μονοφυσιτισμοῦ καί τῶν συναφῶν μέ αὐτόν αἱρέσεων.

10. Ἰωάννης Δαμασκηνός (†756 μ.Χ.).


Ὁ καθηγητής Χρῖστος Κρικώνης στό ἔργο του
«Συλλογαί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας» γράφει ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποίησε, ὡς πρότυπο γιά τά ἔργα
του, τίς ἑρμηνεῖες τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ501. Ἡ

ὡς αὐτὸς ἐστὶν ἐν τῷ φωτί”, πῶς καὶ φῶς ὁ αὐτὸς λέγεται καὶ


ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, ὡς ἄλλος ἐν ἄλλῳ ;». Τοῦ αὐτοῦ, Ἐρώτησις
Θ΄-Πῶς “Νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν ;” εἶτα “Τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα
ἐρευνᾶ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ ;”, PG 90 : 285. Τοῦ αὐτοῦ,
Ἐρώτησις ΣΤ΄-Πῶς Ὁ γεγεννημένος τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ
;, PG 90 : 288. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐρώτησις ΙΒ΄-Τίς ὁ ἀπὸ τῆς σαρκὸς
ἐσπιλωμένος χιτών ;, PG 90 : 293.
501
Χρ. Κρικώνη, Συλλογαί Πατέρων τῆς Ἑκκλησίας -
Ἑρμηνευτικαί Σειραί (Catenae), ἐκδ. β΄, University Studio
Press, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 32-33. Στό ἐν λόγῳ ἔργο του ὁ
Χρῖστος Κρικώνης γράφει : «Τό ἑρμηνευτικό ὑλικόν τῶν
ὑπομνημάτων τούτων τοῦ Οἰκουμενίου, ἀποτελούμενον ἀπό
σχόλια ἐρανισμένα ἐκ τῶν ἑρμηνευτικῶν ἔργων τῶν μεγάλων
Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, καταλέγεται μεταξύ
τῶν ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν καί τῶν αὐτοτελῶν ὑπομνημάτων. Εἰς
τόν συντάκτην τῶν ὑπομνημάτων τούτων ἐχρησίμευσαν ὡς
ὑποδείγματα, κατά βάση, τά ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου, ἡ ἑρμηνεία
τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν Θεοδωρήτου Κύρου, Μ.
Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Μεθοδίου, Φωτίου καί τινῶν
217

μελέτη μας ἔρχεται νά ἀνατρέψει αὐτή τήν ἄποψη, ἐφ'


ὅσον ὁ Οἰκουμένιος ὑπῆρξε, ὅπως φαίνεται ἀπό τή
χριστολογία του, προγενέστερος τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ἐν τούτοις ἡ συλλογή τοῦ Οἰκουμενίου δέχθηκε
προσθῆκες καί ὁλοκληρώθηκε στήν τελική της μορφή
ἀπό ἄλλους ἐρανιστές σέ μία μεταγενέστερη χρονική
περίοδο. Κάποιος ἀπ' αὐτούς πρόσθεσε στήν ἑρμηνεία
τῆς πρός Ρωμαίους ἕξι ἀποσπάσματα ἀπό τό σύγγραμμα
τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως». Τά ἀποσπάσματα αὐτά προέρχονται ἀπό τά Β΄
καί Δ΄ βιβλία τοῦ συγκεκριμένου πονήματος502. Ἡ
προέλευση καί ἡ λογική συνέχεια τῶν ἀποσπασμάτων
ἀποτελοῦν ἐνδείξεις ὅτι οἱ προσθῆκες ἔγιναν ἀπό τό
ἴδιο πρόσωπο, ὅμως δέν χαρακτηρίζονται ἀπό τήν
οὐσιαστική ἐπίδραση τοῦ προσώπου αὐτοῦ στό κείμενο.
Ἔτσι μᾶς πείθουν ὅτι ὁ πρῶτος συντάκτης τῆς Σειρᾶς
πραγματοποίησε πιό μεγάλη προσωπική παρέμβαση στά
Πατερικά τεμάχια.

ἄλλων τῶν ὁποίων συνήθως μνημονεύονται οἱ τίτλοι τῶν ἔργων


ἐξ ὦν ἀντλεῖ».
502
J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 267 : 17–268 : 4 · πρβλ
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις, Βιβλίο Δ΄, κεφ. ΠΑ΄-Πῶς
πρωτότοκος λέγεται ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, PG 94 : 1116.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 275 : 8-25 · πρβλ
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις, Βιβλίο Δ΄, κεφ. ‫ל‬Δ΄-Τίνος
ἕνεκεν προγινώσκων ὁ Θεὸς τοὺς ἁμαρτάνειν, καὶ μὴ μετανοεῖν
μέλλοντας, ἔκτισεν, PG 94 : 1197. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
ΙV, Ρωμ., 300 : 19–302 : 34 · πρβλ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,
Ἔκδοσις, Βιβλίο Β΄, κεφ. ΙΖ΄-Περὶ ἀγγέλων, PG 94 : 865.
Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 346 : 14-32 · πρβλ
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις, Βιβλίο Β΄, κεφ. ΛΘ΄-Περὶ τοῦ
ἐφ' ἡμῖν, τοὐτέστι, τοῦ αὐτεξουσίου, PG 94 : 956. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae ΙV, Ρωμ., 356 : 25–357 : 7 · πρβλ Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις, Βιβλίο Β΄, κεφ. ΜΔ΄-Περὶ προγνώσεως
καὶ προορισμοῦ, PG 94 : 969. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae ΙV,
Ρωμ., 494 : 13–495 : 7 · πρβλ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις,
Βιβλίο Β΄, κεφ. ΙΕ΄-Περὶ αἰῶνος, PG 94 : 861. (Ὅλα τά τεμάχια
ἀποτελοῦν ἀντιγραφές καί περιλαμβάνονται στόν κώδικα τοῦ
Μοναχοῦ).
218

11. Μέγας Φώτιος (†891 μ.Χ.).


Ὁ Μ. Φώτιος ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο πνευματικό
ἀνάστημα, γιατί διέπρεψε ὄχι μόνο ὡς πατριάρχης,
ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ὡς ὑπεύθυνος μεγάλου
συγγραφικοῦ - ἀντιγραφικοῦ - ἐγκυκλοπαιδικοῦ
ἐργαστηρίου τοῦ 10ου αἰώνα503.
Ἐκτός ἀπό τή Βιβλιοθήκη του, συνέταξε
περίφημους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, καθώς καί
δογματικά, ἀντιρρητικά καί ἑρμηνευτικά πονήματα.
Ἔγραψε Ὑπομνήματα στίς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Παύλου,
τῶν ὁποίων σώζονται λείψανα στόν τύπο τοῦ
Οἰκουμενίου504.
Ἐν τούτοις, τά Φωτιανά ἀποσπάσματα ὑπάρχουν σέ
λίγους κώδικες καί ἀρχικά φαίνονται ἀνεξάρτητα ἀπό
τό ὑπόλοιπο κείμενο τοῦ Οἰκουμενίου.
Πρωτοεμφανίζονται στούς cod. Ambr. D. 541 καί Marc.
33 τοῦ 10ου αἰώνα καί φέρουν τό ὄνομα τοῦ Φωτίου.
Στόν cod. Vat. 762 τοῦ 12ου αἰώνα τά Φωτιανά
ὑπερέχουν σέ ἔκταση ἀπό τά ὑπόλοιπα πατερικά
ἀπανθίσματα, δέν ἔχουν ὅμως ἐννοιολογική συνάφεια
μ’ αὐτά καί βρίσκονται στό περιθώριο, ἐκτός τῶν
ἀριθμοσειρῶν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί στόν cod. Pal.
204.
Ὅπως φαίνεται ἀπό τούς κώδικες τοῦ 10ου - 11ου
αἰώνα (Coisl. 27, Paris. 213 καί 223), ἀρχικά τά
ἀποσπάσματα, πού προστέθηκαν ἀπό μεταγενέστερο
χέρι, ἦταν λίγα σέ σύγκριση μέ τό ὑπόλοιπο

503
N.B. Τωμαδάκη, “Ἡ δῆθεν «Μεγάλη Σιγή» τῶν Γραμμάτων ἐν
Βυζαντίῳ (650-850) (Ἀρχαιογνωσία καί πνευματικές
ἐκδηλώσεις)”, ΕΕΒΣ ΛΗ΄ (1971) 5-26.
219

ἑρμηνευτικό ὑλικό καί βρίσκονταν στό περιθώριο.


Ἀργότερα διεισέδυσαν στό κείμενο. Πουθενά ὅμως δέν
ἀναφέρεται ἡ πηγή τους, οὔτε ἡ ἑρμηνευτική ἀρχή
τους. Ὑπάρχουν ἑρμηνευτικά ἀποσπάσματα πού, ἐνῶ
φέρουν τό ὄνομα τοῦ Φωτίου, δέν τοῦ ἀνήκουν505.
Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Οἰκουμένιος εἶναι
προγενέστερος κατά τρεῖς αἰῶνες ἀπό τόν Φώτιο, τό
ἑρμηνευτικό του πόνημα συνδέθηκε μ’ αὐτόν, ἐξ
αἰτίας τῶν μεταγενέστερων ἐπεξεργαστῶν, πού
σκέφτηκαν νά ἐμπλουτίσουν τά Ὑπομνήματα τοῦ πρώτου
μέ προσθῆκες ἀπό τό ἔργο τοῦ δευτέρου, γιά νά
αὐξήσουν τό ἔργο καί τό κῦρος τους. Πολλές φορές τά
Φωτιανά δέ συνδέονται νοηματικά μέ τήν ὑπόλοιπη
σύνθεση, οὔτε συνεπάγονται κάποια ἑρμηνευτική
πρωτοτυπία.
Ὑπογραμμίζουμε ὅτι οἱ προσθῆκες τῶν Φωτιανῶν
παρουσιάζονται μόνο στήν Ἑρμηνεία τῶν Παυλείων
ἐπιστολῶν, ἐνῶ ἀπουσιάζουν παντελῶς ἀπό τά
Ὑπομνήματα τῶν Πράξεων καί τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν.
Συγκεκριμένα βρίσκουμε :
α) ἑβδομήντα ἀποσπάσματα στήν ἑρμηνεία τῆς πρός
Ρωμαίους506,
β) ἐνενήντα δύο ἀποσπάσματα στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄
πρός Κορινθίους507,

504
Β. Λαούρδα, Ἑρμηνευτικά εἰς Φώτιον, Θεσσαλονίκη 1949,
σελ. 178-180. Πρβλ N.B. Τωμαδάκη, Σύλλαβος Μελετῶν καὶ
Κειμένων, Ἀθῆναι 1961, σελ. 314.
505
K. Staab, Die Pauluskatenen, σελ. 130ἑ,142,143.
506
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 341(δύο ἀποσπάσματα), 345,
352, 356-357, 361, 361-364, 364, 364-365, 369, 372, 383,
389-392, 393, 396-397, 400, 401, 404, 408, 408-412, 412,
416 (δύο ἀποσπάσματα), 416-417, 421, 432, 436, 452, 452-
453, 453-456, 456 (δύο ἀποσπάσματα), 456-457, 460, 464, κ.ἄ
· πρβλ Φωτίου, Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους, PG 101 : 1233-
1254.
507
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 640-641 (ἴδιο μέ J.A.
Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 7 : 27–8 : 13). Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
220

γ) τριάντα ἕξι ἀποσπάσματα στήν ἑρμηνεία τῆς Β΄


πρός Κορινθίους508 καί
δ) εἴκοσι πέντε ἀποσπάσματα στήν ἑρμηνεία της πρός
Ἑβραίους509. Κατά πᾶσα πιθανότητα ἡ προσθήκη
τῶν ἀποσπασμάτων τοῦ Φωτίου πρέπει νά εἶναι
προσθήκη τῶν τελευταίων συντακτῶν - ἐπεξεργαστῶν
τοῦ τύπου τοῦ Οἰκουμενίου, πού θεώρησαν ἀπαράδεκτο
νά λείψει ἡ ἐργασία τοῦ Φωτίου ἀπό μία Σειρά πού
βρίθει πατερικῶν ἀπόψεων.

Κορ., PG 118 : 641-644 (ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Cramer λείπουν οἱ


ἀρχικές προτάσεις τοῦ σχολίου · βλ. J.A. Cramer, Catenae V,
Α΄ Κορ., 10 : 1-12). Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 644 (ἀπό τήν
ἔκδοση τοῦ Cramer λείπουν δύο προτάσεις στό μέσο τοῦ
σχολίου · βλ. J.A. Cramer, Catenae V, Α΄ Κορ., 14 : 21-32).
Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 648 (ἴδιο μέ J.A. Cramer,
Catenae V, Α΄ Κορ., 18 : 13-25) κ.ο.κ. Γενικά στήν ἑρμηνεία
τῆς Α΄ προς Κορινθίους τά Φωτιανά ἀποσπάσματα πού
παρατίθενται στήν ἔκδοση τοῦ Migne εἶναι ἐλαφρῶς
ἐκτενέστερα ἀπό αὐτά πού παρατίθενται στήν ἔκδοση τοῦ
Cramer.
508
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 913, 917, 920, 921-924,
924, 925, 932, 933, 953, 957, 965, 968, 976, 988, 989, 993-
996, 997, 1000, 1001, 1004-1005, 1008, 1012, 1013-1016,
1016-1017, 1036, 1044(δύο ἀποσπάσματα), 1045, 1052, 1031,
1072-1073, 1077, 1080, 1081, 1081-1084, 1084-1085. Ὁ Cramer
ἀναφέρει μόνο ἕνα λῆμμα στίς ἐκδόσεις του (βλ. J.A. Cramer,
Catenae V, Β΄ Κορ., 397 : 6-14) · ἡ ἔκδοση τοῦ Migne
περιλαμβάνει κι αὐτό τό λῆμμα (βλ. Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG
118 : 1000) καί συνεχίζει τήν ἑρμηνεία τοῦ Φωτίου στό ἴδιο
χωρίο παρεμβάλλοντας κι ἄλλες ἀπόψεις του.
509
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 280, 285, 293, 297, 300, 301,
304, 312, 316, 324, 325, 332 (τρία ἀποσπάσματα), 336, 336-
337, 352, 368, 392, 396, 400, 401, 404, 412-413, 429. Ὁ
Cramer ἀναφέρει στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ἑβραίους ἕνα
μόνο σχόλιο τοῦ Φωτίου (βλ. J.A. Cramer, Catenae VΙΙ, 405 :
27-33) · Ὁ Migne παραθέτει τό ἴδιο χωρίο ἐμπλουτίζοντάς το
μέ χρυσοστομικές ἀπόψεις (βλ. Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 :
297).
215

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Παραθέτουμε, σέ παράλληλες στῆλες, ἀποσπάσματα
τά ὁποῖα ἐκφράζουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ
Οἰκουμένιος στηρίχθηκε στούς μεταχρυσοστομικούς
Πατέρες.

1. Χωρία ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.


Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 433 «Ὁμοίωμα θανάτου, ὁ Χριστοῦ
«............ Ὁμοίωμα θάνα-τος, διὰ τὸ μὴ
θανάτου, ὁ Χριστοῦ θάνατος, διὰ ἀπομεμενηκέναι τῷ θανάτῳ, ἀλλ'
τὸ μὴ ἀπομεμενηκέναι αὐτὸν τῷ ἀναβιῶναι τριήμερον.
θανάτῳ, ἀλλ' ἀναβιῶναι τριήμερον. ............ Ἀπέθανε μὲν γὰρ
Καὶ πά-λιν · Ὁμοίωμα θανάτου τὸ κατὰ σάρκα Χριστός, ἵνα λύσῃ τοῦ
πάθος ἦν ἐν τῷ Χριστῷ, καὶ μάλα κόσμου τὴν ἁμαρτίαν ·
εἰκότως. Ἀνεβίω γὰρ καὶ οὐ ἁποθνήσκομεν δὲ ἡμεῖς οὐ κατά γε
μεμένηκε νεκρός. “Ἀλλὰ καὶ τῆς τὴν σάρκα ποθέν, ἀλλὰ τῇ ἁμαρτίᾳ,
ἀναστά-σεως ἐσόμεθα”. Ποίας ; Τῆς καθὰ γέγραπται, τουτέστιν,
ὅταν ἀναστῶμεν ... .........». ............ Ὃ γὰρ ἀπέθανε τῇ
(Ρωμ. ς΄, 5) ἁμαρτίᾳ, ἀπέθανεν ἐφ' ἅπαξ.
Οὐκοὺν σύμφυτοι γεγό-ναμεν τῷ
ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ ·
ἐσό-μεθα δὲ πάντων σύμφυ-τοί τε
καῖ ταυτοειδεῖς καὶ τῆς
ἀναστάσεως αὐτοῦ · ζησόμεθα γὰρ
Κυρίλλου, Ρωμ., PG 74 : 793-796 ἐν Χριστῷ ............».
(Ρωμ. ς΄, 5)

Παράδειγμα συνδυασμοῦ συγκοπῆς καί ἀντιγραφῆς χωρίων


τοῦ Κυρίλλου ἀπό τόν Οἰκουμένιο
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., βεν αὐτούς. καὶ διεβίβασε πάντα
312 : 5–316 : 33 τὰ αὐτοῦ. ὑ-πελείφθη δὲ Ἰακὼβ
«Ἰσραηλῖται δὲ ἐκλήθησαν ἀπὸ μόνον. καὶ ἐπάλαιεν ἄν-θρωπος
τοῦ προ-πάτορος αὐτῶν Ἰακὼβ ὃς μετ' αὐτοῦ ἕως πρωΐ. εἶδε δὲ ὅτι
Ἰσραὴλ μετωνομά-σθη, ἐκ τοιαύτης οὐ δύ-ναται πρὸς αὐτόν. καὶ ἥψατο
αἰτίας. ὑποστρέφων ἀπό τῆς τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ. καὶ
Μεσοποταμίας ὁ Ἰακώβ, προσήγγεσε ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μη-
τῷ χειμ-μάῤῥῳ Ἰακώβ. δεῖ γὰρ τὴν Κυρίλλου, Γλαφυρὰ εἰς τὴν
ἱστορίαν εἰπεῖν, εἶ-τα καὶ τίνων Γένεσιν,
σύμβολα παραστῆσαι. ἀναστὰς δὲ Λόγος Ε΄, PG 69 : 268-277
τὴν νύκτα ἐκείνην, ἔλαβε τὰς δύο «............ Ἀναστὰς δὲ τὴν
γυναῖκας, καὶ τὰς δύο παιδίσκας, νύκτα ἐκείνην, ἔλαβε τὰς δύο
καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ, καὶ γυναῖκας, καὶ τὰς δύο παιδί-σκας,
διέβη τὴν διάβασιν Ἰακὼβ καὶ ἔλα- καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ, καὶ
216

διέβη τὴν διάβασιν τοῦ Ἰαβώ[χ], δὲ ὄνομα τῷ ποταμῷ. “βιαστὴ γάρ


καὶ ἔλαβεν αὐτούς, καὶ διέβη τὸν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐ-ρανῶν,
χειμάῤῥουν, καὶ διέβίβασε πά-ντα καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”.
τὰ αὐτοῦ. Ὑπελείφθη δὲ Ἰακὼβ “καὶ στενὴ λίαν ἡ πύλη, καὶ
μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ' τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀ-πάγουσα εἰς
αὐτοῦ, ἕως πρωΐ. Εἶδε δέ, ὅτι οὐ τὴν ζωήν. καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὐ-
δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ ρίσκοντες αὐτῆν”. ὅτι τοίνυν οἱ
πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξ Ἰακὼβ ἐσό-μενοι κατὰ καιρούς,
ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ οὔτε τὸν Ἰορδάνην ἔμελ-λον
Ἰακώβ, ἐν τῷ παλαίειν αὐ-τὸν μετ' διαβήβασθαι. τουτέστι τὴν διὰ τοῦ
αὐτοῦ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ · Ἀπόστειλόν ἀγίου βαπτίσματος χάριν. αὐτὸν τὲ
με · ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. Ὁ δὲ λοιπὸν ἀντίπα-λον ἕξειν τὸν
εἶπεν · Οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή Ἐμμανουήλ, ὑπεδὴλον τὸ γεγο-νός.
με εὐλογήσῃς. Εἶπε δὲ αὐ-τῷ · Τί ὅτι γὰρ οἱ μὴ τιμῶντες τὴν
τὸ ὄνομά σού ἐστιν ; Ὁ δὲ εἶπεν · πίστιν, πάντη τὲ καὶ πάντως
Ἰακώβ. καταλογισθήσονται εἰς ἀνθε-
ροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν · αὐτὸν στηκότας, πληροφορήσει λέγων
μετ' αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ · αὐτὸς ὁ Σω-τήρ, “ὁ μὴ ὢν μετ'
ἀπόστειλόν με. ἀνέβη γὰρ ὁ ἐμοῦ, κατ' ἐμοῦ ἐστιν”. ἀλλὰ μετ'
ὄρθρος. καὶ εἶπεν οὗτος. οὐ μή σε αὐτοῦ μὲν εἶεν ἂν οἱ
ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. πεπιστευκότες · ἀλη-θὲς δὲ καὶ τὸ
εἶπε δὲ αὐτῷ · τί τὸ ὄνο-μά σου ἔμπαλιν. πῶς οὖν ἐνδοιάσειέ τις ;
ἐστίν ; ὁ δέ, εἶπεν, Ἰακώβ. λέγει πλὴν ἐπάλαιε, φησί, μετὰ Ἰακώβ,
αὐτῷ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά ἄνθρωπος ἕ-ως πρωΐ. καὶ εἶπεν ὅτι
σου Ἰακώβ, ἀλλ' Ἰσραήλ. ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν. ἀκούεις
ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ. καὶ μετὰ ὅπως ἐν νυκτὶ γέγονεν ἡ πάλη ;
ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. εἶτα τί τὸ ἠλέγ-χετο δὲ πίπτων καὶ
ἐκ τούτων δηλούμενον ; πῶς οὐκ νικώμενος. ὅτι τὰ ἀνέφι-κτα
ἄξιον ἰδεῖν, τὸν μὲν ἐζήτει, θεομαχεῖν ἡρημένος
προσπαλαίοντα τῷ Ἰακώβ, φαμὲν περιέσθαι προσδοκῶν τοῦ πάντα
ἅγιον Ἄγ-γελον εἰς τύπον Χριστοῦ ἰσχύοντος Χριστοῦ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ
τὸ καθ' ἡμᾶς διὰ τὸ ἀνθρώπινον ; · Οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου
ὅτι δὲ μὴ αὐτὸς τοῖς ἄλλοις ὁμοῦ Ἰακώβ, ἀλλ' Ἰσραήλ ἔσται τὸ ὄνομά
διέβη τὸν χειμάῤῥουν, ἤτοι τὸν σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ τοῦ Θεοῦ,
Ἰακώβ, ὃς ἑρ-μηνεύεται πάλη, καὶ μετὰ ἀνθρώ-πων δυνατός
γέγονεν αὐτῷ ἡ δονοῦσα μά-χη. ............
Καὶ τίς ἂν νοοῖτο τούτων ὁ Τὸν μὲν οὖν προσπαλαίοντά
λόγος ; πρὸς μὲν γὰρ τοὺς φαμεν ἅ-γιον ἄγγελον, τύπον
διαβαίνοντας τὸν Ἰορδάνην, οὗ καὶ Χριστοῦ τοῦ καθ' ἡμᾶς διὰ τὸ
εἰς τύπον Ἰακώβ, οὐ παλαίει ἀνθρώπινον. Ὅτι δὲ μὴ καὶ αὐτὸς
Χριστός, οὐ-δὲ ἐν τάξει πολεμίων τοῖς ἄλλοις ὁμοῦ διέβη τὸν
ἢ ἀντιπάλων ποιεῖται, τοὺς τὰ χειμάῤῥουν, ἤτοι τὸν Ἰαβώχ, ὃς
αὐτοῦ τιμῶντας μυστήρια. διασώζει ἑρμηνεύεται πάλη, γέγονεν αὐτοῖς
δέ, μᾶλλον καὶ τὸν κόσμον ἡ δοκοῦσα μάχη. Καὶ τίς ἂν νοοῖτο
νενικότας, ὡς ἐν μάχῃ φημὶ τῇ πάλιν ὁ τοῦ-δε λόγος, ἤτοι νοῦς ὁ
νοητῇ, στεφανοῖ, καὶ ταῖς ἀνω- ἐσωτάτω ; Πρὸς μὲν γὰρ τοὺς
τάτω καταφαιδρύνει τιμαῖς. πάλη διαβαίνοντας τὸν Ἰορδάνην, οὗ καὶ
217

εἰς τύπον ὁ Ἰαβώχ, οὐ παλαίει “διελογίσαντο βουλήν, καὶ οὐ μὴ


Χριστός, οὐδὲ ἐν τάξει πολεμίων ἢ δύνωνται στῆναι”. δῆλον δὲ ὅτι
ἀντιπάλων ποιεῖται, τοὺς τὰ αὐτοῦ περὶ τῶν ἐξ Ἰσραήλ · ὅτι δεινὰ
τιμῶντας μυστήρια. Διασώζει δὲ κατὰ τῆς ἑαυτῶν ἐσκέπτο-ντο
μᾶλ-λον καὶ νενικηκότας τὸν κεφαλῆς · ἵνα μὴ λέγοιμι Χριστοῦ.
κόσμον, ὡς ἐν μάχῃ τῇ, φημί, ἐμαχέ-σαντο τοίνυν τῷ Χριστῷ ἐν
νοητῇ, στεφανοῖ, καὶ ταῖς ἀνωτάτω σκότει γεγονότες. τουτέστι, τὸν
καταφαιδρύνει τιμαῖς. Πάλη δὲ θεῖον εἰς νοῦν οὐκ ἔχοντες λογι-
ὄνομα τῷ πο-ταμῷ. “Βιαστὴ γάρ σμόν. οὔτε μὴν τὴν διαυγάζουσαν
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐ-ρανῶν, ἡμέραν, οὔ-τε τὸν ἀνίσχοντα
καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”. νοητῶς ἑωσφόρον ἐν ταῖς τῶν
Καί, “Στενὴ λίαν ἡ πύλη, καὶ πιστῶν καρδίαις. διαμεμενήκασι
τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς γὰρ ἀ-πειθεῖς, καὶ ὡς ὁ προφήτης
τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὐ- φησὶν “ὑπομεινά-ντων αὐτῶν φῶς,
ρίσκοντες αὐτήν”. Ὅτι τοίνυν ἐγένετο αὐτοῖς σκότος. μεί-ναντες
ἔμελλον [οἱ] ἐξ Ἰακὼβ ἐσόμενοι αὐγήν, ἐν ἀωρία περιεπάτησαν”.
κατὰ καιρούς, οὔτε διαβήσε-σθαι Ἀλλ' ὃ γε μέγας Ἀπόστολος
τὸν Ἰορδάνην, τουτέστι, τὴν διὰ Παῦλος τοῖς ἐν πίστει
τοῦ ἀ-γίου βαπτίσματος χάριν, καὶ δεδικαιωμένοις, καὶ τὸν διὰ
ἀνοσίως ἀτιμά-σαι, καὶ αὐτὸν δὲ πνεύμα-τος φωτισμὸν πεπλουτηκόσιν
λοιπὸν ἀντίπαλον ἕξειν τὸν ἐπιστέλλει λέ-γων, “οὐκ ἐσμὲν
Ἐμμανουήλ, ὑπεδὴλου τὸ γεγονός. νυκτός, οὐδὲ σκότους, ἀλλ' υἱοὶ
Ὅτι γὰρ οἱ μὴ τιμῶντες τῇ πίστει φωτὸς καὶ ἡμέρας”. ὅτι δὲ
καταλογισθήσονται πά-ντη τε καὶ ἀμείνους τῆς Ἰουδαίων ἀμαθίας
πάντως εἰς ἀνθεστηκότας, πληρο- γεγόνασι, καὶ τὸν ἐκείνοις
φορήσει λέγων αὐτὸς ὁ Σωτήρ · “Ὁ πρέποντα παρήλασαν σκότον,
μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ, κατ' ἐμοῦ ὑπεδήλον προ-στιθείς, “ἡ νὺξ
ἐστιν”. Ἀλλὰ μετ' αὐτοῦ μὲν εἶεν προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν ·
οἱ πεπιστευκότες. Ἀληθὲς δὲ ὅτι ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ
καὶ τὸ ἔ-μπαλιν, πῶς ἂν σκότους, καὶ ἐν-δυσώμεθα τὰ ὅπλα
ἐνδοιάσειέ τις ; Πλὴν “Ἐπάλαι-ε, τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐ-
φησί, μετὰ Ἰακὼβ ὁ ἄνθρωπος ἕως σχημόνως περιπατήσωμεν”. οὐκοῦν
πρωΐ, καὶ εἶδεν ὅτι οὐ δύναται ἐν ἡμέρᾳ μὲν οἱ πιστεύσαντες. οἱ
πρὸς αὐτόν”. Ἀκούεις ὅ-πως ἐν δὲ ἀπειθεῖς ὡς ἐν νυκτὶ καὶ σκότῳ
νυκτὶ γέγονεν ἡ πάλη ; Ἠλέγχετο δὲ μάχονται τῷ Χριστῷ. τοῦτο πεπρά-
πί-πτων καὶ νικώμενος, ὅτι τὰ χασιν οἱ ἐξ Ἰακὼβ πλὴν ἠσθενήκασι
ἀνέφικτα ἐζήτει, θεομαχεῖν καὶ νενί-κηνται, καὶ ὀρθοποδεῖν
ᾑρημένος, καὶ περισσεύεσθαι προσ- οὐκ ἔχουσιν. “ἥψατο γάρ”, φησί,
δοκῶν τοῦ πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ. “ὁ παλαίων ἄνθρωπος μετὰ τοῦ Ἰ-
Τοῦτο, οἶ-μαι, ἐστίν, ὅπερ ἔφη ακώβ, τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ
ψάλλων καὶ ὁ θεσπέσιος Δαβίδ αὐτοῦ. καὶ ἐ-ναρκησε τὸ πλάτος
............ “Διελογίσαντο βουλὴν τοῦ μηροῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν τῷ
ἣν οὐ μὴ δύνωνται στῆσαι”. παλαίειν αὐτὸν μετ' αὐτοῦ”. τί δὲ
Ἐμαχαίσατο τοίνυν ὁ Ἰσ-ραὴλ τῷ δὴ ἄρα κἀντεῦθεν εἰσόμεθα, φέρε
Χριστῷ, ἐν σκότῳ γεγονώς, λέγωμεν ὡς ἔνι. ὁ μηρὸς ὡς ἐπίπαν
τουτέστι, τοῦτο οἶμαι ἐστὶν ὅπερ παρά γε τῇ θεοπνεύστῳ γρα-φῇ, τὰ
ἔφη καὶ ὁ θεσπέσιος ψαλμωδός, εἰς τέκνων γονὴν ἀναγκαῖα τοῦ
218

σώμα-τος ὑπεμφαίνει μόρια. καὶ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐ-τὸν μετ'


αὐτὴν δὲ λοιπὸν ὡς ἐκ τούτου τὴν αὐτοῦ”. Τί δὲ δὴ ἄρα κἀντεῦθεν
γονήν. περὶ μηροὺς γὰρ ἅπασι τὰ εἰσό-μεθα, φέρε λέγωμεν. Ὡς δὲ ὁ
παιδοποιὰ κεῖται μέλη. καὶ γοῦν μηρὸς ὡς ἐπίπαν παρά γε τῇ
καὶ ὁ μα-κάριος Ἀβραάμ, ὅτι τὸν θεοπνεύστῳ Γραφῇ τὰ εἰς τέκνων
γνήσιον οἰκέτην, γυ-ναῖκα τῷ γονὴν ἀναγκαῖα τοῦ σώματος
Ἰσαάκ ληψόμενον, εἰς τὴν τῶν ὑπεμφαίνει μό-ρια, καὶ αὐτὴν δὲ
ποτα-μῶν ἐξέπεμπεν μέσην, ὀμνύειν λοιπὸν ὡς ἐκ τούτου τὴν γο-νήν.
ἐκέλευε λοιπόν, οὕτω λέγων, “θὲς Περὶ μηροὺς γὰρ ἅπασι τὰ
τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου”. παιδογόνα κεῖται μέλη. Καὶ γοῦν ὁ
τουτέστιν, ὄμνυθι μετὰ Θεόν, καὶ μακάριος Ἀβραάμ, ὅ-τε τὸν γνήσιον
κατὰ τῶν ἐσομένων ἐξ ἐμοῦ, καὶ οἰκέτην γυναῖκα ληψόμενον τῷ
γονῆς τῆς δεσποτι- τὸν θεῖον νοῦν Ἰσαὰκ εἰς τὴν τῶν ποταμῶν
εἰς φωτισμὸν οὐκ ἔχων, οὔτε μὴν ἐξέπεμψε μέσην, ὀμνύειν ἐκέλευεν,
τὴν διαυγάζουσαν ἡμέραν, οὔτε τὸν οὕτω λέγων · “Θὲς τὴν χεῖρά σου
ἀνί-σχοντα νοητῶς ἑωσφόρον ἐν ὑπὸ τὸν μηρόν μου” · τουτέστι,
ταῖς τῶν πιστευ-όντων καρδίαις. Ὄμνυθι κατὰ Θεοῦ, καὶ κατὰ τῶν
Διαμεμένηκε γὰρ ἀπειθής, καὶ ὡς ὁ ἐσομένων ἐξ ἐμοῦ, καὶ γονῆς τῆς
προφήτης φησίν, “Ὑπομεινάντων δεσποτικῆς. Ὁ μηρὸς οὖν, τοὺς ἐκ
αὐτῶν φῶς, ἐγένετο αὐτοῖς σκότος · μηρῶν σημαίνεται. Ἐνάρκησε τοίνυν
μείναντες αὐγήν, ἐν ἀωρίᾳ ὁ μη-ρὸς Ἰακώβ. Ἐχώλαναν γὰρ οἱ
περιεπάτησαν”. Ἀλλ' ὅ γε ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ γεγονότες,
θεσπέσιος Παῦλος, τοῖς ἐν πίστει τουτέστιν, οἱ ἐξ Ἰσραήλ. Καὶ
δεδικαιωμένοις, καὶ τὸν διὰ μάρτυς αὐτὸς ὁ Σωτὴρ διὰ φωνῆς
Πνεύματος πλουτισμὸν ἐκπεπλουτη- τοῦ Δαβίδ, οὕτω λέγων · “Υἱοὶ
κόσιν ἐπιστέλλει, λέγων · “Οὐκ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι · υἱοὶ
ἐσμὲν νυκτός, οὐδὲ σκότους, ἀλλ' ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν, καὶ
υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας”. Ὅτι δὲ ἐχώλαναν κῆς. ὁ μηρὸς οὖν ἄρα
ἀμείνους τῆς Ἰουδαίων ἀμαθίας τοὺς ἐκ μηρῶν αὐτοῦ γε-γονότες.
γεγό-νασι, καὶ τὸν ἐκείνοις τουτέστιν, οἱ ἐξ Ἰσραήλ. καὶ
πρέποντα παρήλασαν σκότον, μάρτυς αὐτὸς ὁ Σωτὴρ οὕτω λέγων
ὑπεδήλον προστιθείς · “Ἡ νὺξ διὰ φωνῆς τοῦ Δα-βίδ, “υἱοὶ
προέκο-ψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀλλότριοι ἐψεύσαντό με. υἱοὶ
Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ ἀλλό-τριοι ἐπαλαιώθησαν, καὶ
σκότους, καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τριβῶν αὐτῶν”.
τοῦ φωτός · ὡς ἐν ἡμέρᾳ, ὅτι δὲ χωλότητα τὴν νοητὴν ὑ-
εὐσχημόνως περιπα-τήσωμεν”. πομεμένηκεν ὁ Ἰσραήλ, καὶ ὁ σοφὸς
Οὐκοῦν, ἐν ἡμέρᾳ μὲν οἱ πιστεύσα- ἠπίστατο Παῦλος · γράφει γοῦν καὶ
ντες, οἱ δὲ ἀπειθεῖς ὡς ἐν νυκτὶ αὐτός, “διὸ τὰς πα-ρειμένας
καὶ ἐν σκότῳ μάχονται τῷ Χριστῷ. χεῖρας, καὶ τὰ παραλελυμένα
Τοῦτο πεπράχασιν οἱ ἐξ Ἰακώβ, γόνατα ἀνορθώσατε. καὶ τροχιὰς
πλὴν ἠσθενήκασι καὶ νενίκηνται, ὀρθὰς ποήσατε τοῖς ποσὶν ἡμῶν” ·
καὶ ὀρθοποδεῖν οὐκ ἔχουσιν. ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ
“Ἥψατο” γάρ, “φη-σίν, ὁ παλαίων μᾶλλον.
ἄνθρωπος μετὰ τοῦ Ἰακὼβ τοῦ Ἴασις δὲ τῆς τοιᾶσδε
πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ χωλότητος, οὐκ ἂν ἑτέρως γένοιτό
ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ποτε, πλὴν ὅτι διὰ μόνης τῆς εἰς
219

Χριστὸν πίστεως καὶ ἀγάπης. οἱ δὲ τὰ παραλελυμένα γόνατα


τὴν πί-στιν μὴ προσοικάμενοι, ἀνορθώσατε, καὶ τροχιὰς ὀρθὰς
μεμενήκασιν ἐν χωλό-τητι καὶ ἐν ποή-σατε τοῖς ποσὶν ἡμῶν”, ἵνα μὴ
ἐκτροπῇ τοῦ πάθους, κατὰ τὴν τοῦ τὸ χωλὸν ἐκ-τραπῇ, ἰαθῇ δὲ
μακαρίου Παύλου φωνήν. μᾶλλον. Ἴασις δὲ τῆς τοιᾶσδε
Αἴνιγμα δὴ οὖν τῆς Ἰσραὴλ χωλότητος οὐκ ἂν ἑτέρως γένοιτό
χωλότητος νοητῆς τὸ συμβεβηκὸς τῷ ποτε, πλὴν ὅτι διὰ μόνης τῆς εἰς
Ἰακὼβ περὶ τὸν μη-ρὸν πάθος, ἐν Χριστὸν πίστεως καὶ ἀ-γάπης. Οἱ
τῷ παλαίειν αὐτόν. πλὴν ὅτι δὲ τὴν πίστιν οὐ προσηκάμενοι με-
ψευδοεπήσαιμεν ἂν οὔτι που μενήκασιν ἐν χωλότητι, καὶ ἐν
διαβεβαιούμενοί τε καὶ λέγοντες, ἐκτροπῇ τοῦ πάθους, κατὰ τὴν τοῦ
ὅτι τοῖς οὖσιν ἐν νυκτὶ καὶ μακαρίου Παύλου φω-νήν. Αἴνιγμα
σκοτίαν ἔχουσιν εἰς νοῦν, δὴ οὖν τῆς Ἰσραὴλ χωλότητος
ἀντιφέρεται τρόπον τινὰ καὶ νοητῆς, τὸ συμβεβηκὸς τῷ Ἰακὼβ
προσπαλαίει Χριστός, παραλύων εἰς περὶ μηρὸν πάθος ἐν τῷ παλαίειν
χωλότητα τὴν πνευματικήν. αὐτόν. Πλὴν ὅτι ψευδο-επήσαιμεν
Ἀναμάθοι δ' ἄν τις τοῦτο ἂν οὒ τί που, διαβεβαιούμενοί τε
εὐκόλως καὶ διὰ τῶν ἐφεξῆς. ἔφη καὶ λέγοντες, ὅτι τοῖς ἐν νυκτὶ
γὰρ τῷ Ἰακὼβ ὁ προσπα-λαίων καὶ σκοτεινὸν ἔχουσι νοῦν
ἄνθρωπος “ἀπόστειλόν με · ἀνέβη ἀντιφέρεται τρόπον τινὰ καὶ
γὰρ ὁ ὄρθρος”. συνίης ὅπως οὐκ προσπαλαίει Χριστός, παραλύων εἰς
ἀνέχεται προσπα-λαίειν χωλότη-τα τὴν πνευματικήν,
διαυγαζούσης ἡμέρας ; οὐ γὰρ ἀναμάθοι τις ἂν οὐδὲν ἧττον
μάχεται τοῖς ἐν φωτί γεγονόσιν εὐκόλως καὶ διὰ τῶν ἐφεξῆς. Ἔφη
οἷς ἂν εἴη πρέπον, εἰς τοῦτο γὰρ τῷ Ἰακὼβ ὁ προσπαλαίων
λαμπρότητος διεληλακόσι, καὶ τὸ ἄνθρωπος · “Ἀπό-στειλόν με · ἀνέβη
φά-ναι λοιπόν, “ὁ Θεὸς ὁ Θεός γὰρ ὁ ὄρθρος”. Συνίης, ὅπως οὐκ
μου, πρὸς σὲ ὀρ-θρίζω”. καί πρός ἀνέχεται παλαίειν διαυγαζούσης
γε δὴ τοῦτο τὸ “πρωῒ εἰσα-κούσῃ ἡμέρας. Οὐ γὰρ μάχεται τοῖς ἐν
τῆς φωνῆς μου · τὸ πρωῒ φωτί γεγονόσι. Οἷς ἂν εἴη πρέπον,
παραστήσομαί σοι, καὶ ἐπόψει με”. τοῖς εἰς τοῦτο λαμπρότατον διελη-
ἀνίσχοντος γὰρ ἡμῖν τοῦ φωτὸς τῆς λυθόσι, καὶ τὸ φάναι λοιπόν · “Ὁ
δικαιοσύνης, τουτέστι Χριστοῦ, Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ
καὶ νοητὴν ἐν καρδίαις ἰέντος ὀρθρίζω”. Καί πρός γε δὴ τοῦτο,
αὐγήν. τότε δὴ τότε καὶ μάλα τό, “Πρωῒ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς
λαμπροὶ παραστηθόμεθα αὐτῷ διὰ μου, πρωῒ πα-ραστήσομαί σοι, καὶ
τῆς εἰσάγαν ἐπιεικείας, καὶ τῆς ἐπόψεις με”. Ἀνίσχοντος γὰρ κατὰ
ἄνωθεν ἐπο-πτείας, ἑαυτοὺς νοῦν ἡμῖν τοῦ τῆς δικαιοσύνης φω-
ἀποφανοῦμεν ἀξίους. “ὀφθαλ-μοὶ τός, τουτέστι Χριστοῦ, καὶ νοητὴν
γάρ”, φησι, “Κυρίου ἐπὶ ἐν καρδίαις ἡμῶν ἱέντος αὐγήν,
δικαίους”. ὄρθρον δὴ οὖν τότε δή, τότε καὶ μάλα λαμπροὶ
ἀνίσχοντος, τὴν πάλην καταλύει. παραστηθόμεθά σε αὐτῷ διὰ τῆς εἰς
ἀπὸ τῶν τριβῶν αὐτῶν”. Ὅτι δὲ ἅπαν ἐπιεικείας, καὶ τῆς ἄνωθεν
χωλότητα νο-ητὴν ὑπομεμένηκεν ὁ ἐποπτείας ἑ-αυτοὺς ἀποφανῶμεν
Ἰσραήλ, καὶ ὁ σοφὸς ἠ-πίστατο ἀξίους · “Ὀφθαλμοὶ γὰρ Κυρίου,
Παῦλος. Γράφει γοῦν καὶ αὐτός · φησίν, ἐπὶ δικαίους”. Ὄρθρου δὴ
“Διὸ τὰς παρειμένας χεῖρας, καὶ οὖν ἀνίσχοντος ἤδη, καταλύει τὴν
220

πάλην. Θέα δὴ ὅπως οἰκονομικῶς μή σε ἀνῶ, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς”.


καὶ εὐτεχνέστατα λίαν δι-δάσκει ηὐλόγηται δέ, καὶ γέγονεν αὐτῷ
τὸν Ἰακὼβ ἀποφοιτᾷν ἐθέλοντα, τῆς εὐλογίας ὁ τρόπος, ἐξ
μετα-ποιεῖσθαί τε καὶ λίαν ὀνόματος τοῦ πρώτου πρὸς ἕτε-ρου
ἐπιθυμεῖν ἐπιδοῦναι τῶν ἀναγκαίων μεταβιβασμένος. “οὐ κληθήσεται
εἰς σωτηρίαν αὐτῷ. Ὁ γὰρ ὅλως γὰρ τὸ ὄ-νομά σου Ἰακώβ. ἀλλ'
νενικηκώς, καὶ ἀποστῆναι Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου”. τοῦ
δυνάμενος, κἂν εἰ μὴ μεθοῖτο μὲν Ἰακὼβ σημαίνοντος τὸν πτερνί-
τυχὸν ὁ νενικημένος, ἐξουσίαν δὲ ζοντα · τουτέστι, τὸν ἀδρανῆ καὶ
Θέα δὲ ὅπως οἰκονομικῶς καὶ νηφάλιον εἰς τὸ δύνασθαι
εὐτεχνέ-στατα λίαν διδάσκει τὸν κατορθοῦν ἃ δεῖ. τοῦ δὲ Ἰσραήλ,
Ἰακὼβ ἀποπηδᾶν ἐ-θέλοντος, εἰς νοῦν ὁρῶντα Θεόν,
μεταποιεῖσθαί τε καὶ λίαν ἑρμηνευομένου.
ἐπιθυμεῖν ἐπιδοῦναί τι τῶν Τίς οὖν ὁ λόγος, φέρε δὴ
ἀναγκαίων εἰς σωτηρίαν αὐ-τῷ. ὁ λέγωμεν. βραχὺ τὴν ἀφήγησιν
γὰρ ὅλως νενικηκὼς καὶ ἀποστῆναι ἀνόπιν ἀνασειράζοντες. παλαί-σας
δυ-νάμενος, κἂν εἰ μὴ μεθεῖτο ὁ Ἰακὼβ καὶ νενικημένος, καὶ
τυχὸν ὁ νενικημέ-νος, ἐξουσίαν παθὼν ἐν σκότῳ τὴν νάρκησιν τὴν
ὡσπερεὶ διδοὺς τοῦ, εἴπερ ἕλοι-το ἐν τῷ μηρῷ δηλονό-τι, τὸ λοιπὸν
καὶ ἀπρὶξ ἔχεσθαι τυχόν, ἀντέχεται τοῦ παλαίοντος ὡς εἰ-
“ἀπόστειλόν με”, φησιν. τοῦτῳ ρηνικός, διαυγάζοντος ἤδη φωτός,
προσεοικὸς εὑρήσομεν τὸ πρὸς καὶ ὄρθρου λοιπὸν γεγονότος.
Μωσέα παρὰ Θεοῦ σοφῶς τε καὶ ἐξεβιάζετο δὲ ὥσπερ εἰς εὐ-
οἰκονομικῶς εἰρημένον. ἐβούλεύε λογίας αὐτόν. καὶ δὴ καὶ
τὸ μὲν γὰρ εἰδωλολα-τροῦντα κατὰ ηὐλόγηται. μετωνό- ὥσπερ
τὴν ἔρημον, μεμοσχοποίηκε γάρ, ἐπιδιδοὺς τοῦ, εἴπερ ἕλοιτο, καὶ
ἐξαιτῆσαι δίκας τὸν ἀπόπληκτον ἀπρὶξ ἔχεσθαι τυχόν, “Ἀπόστειλόν
Ἰσρα-ήλ. ἐφιεὶς δὲ ὥσπερ τῷ με”, φησί. Τούτῳ προσεοικὸς
μακαρίῳ Μωυσῇ, καὶ κατακωλύειν εἰ εὑρήσομεν τὸ πρὸς Μωσέα παρὰ Θεοῦ
βούλοιτο τὴν ὀργήν, καὶ τὰς ὑπὲρ σοφῶς τε καὶ οἰκονομικῶς
τῶν ἡμαρτηκότων ποιεῖσθαι λιτάς, εἰρημένον. Ἐ-βούλετο μὲν γὰρ
“ἔα-σόν με”, φησίν, “καὶ εἰδωλολατροῦντα κατὰ τὴν ἔρημον
ἐξολοθρεύσω αὐτούς, καὶ ποιήσω σε (μεμοσχοποίηκε γὰρ) ἐξαιτῆσαι
εἰς ἔθνος μέγα”. ἐπειδὴ δὲ συνῆκε δίκας τὸν ἀπόπληκτον Ἰσραήλ.
Μωσῆς τῆς θείας ἡμερότητος τὴν Ἐφιεὶς δὲ ὥσπερ τῷ μακαρίῳ Μωσεῖ,
οἰκονομίαν, ἐπὶ τὸ κωλύειν κατακωλύειν, εἰ βούλοιτο, τὴν
ἔρχεται, καὶ φησίν, “εἰ μὲν ἀ-φῇς ὀργήν, καὶ τὰς ὑπὲρ τῶν
αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν, ἄφης. εἰ δὲ ἡμαρτηκότων ποιεῖσθαι λιτάς.
μή, ἐξά-λειψον κἀμὲ ἐκ τῆς βίβλου “Λελάληκα πρὸς σέ, φησίν, ἅ-παξ
ταύτης ἧς ἔγρα-ψας”. οὐκοῦν κατὰ καὶ δίς, λέγων · Ἑώρακα τὸν λαὸν
τοιόνδε τρόπον εἰρήσεται πρὸς τοῦτον, καὶ ἰδοῦ λαὸς
Ἰακώβ, τό, “ἀπόστειλόν με”, παρὰ σκληροτράχηλός ἐστιν · ἔασόν με,
τοῦ παλαίοντος μετ' αὐτοῦ. ὁ δέ, ἐξολοθρεύσω αὐτούς, καὶ ἐξαλείψω
τάχα που συνείς, τίς ὁ παλαίων τὸ ὄνο-μα αὐτῶν ὑποκάτωθεν τοῦ
ἐστί, καὶ ἐν αἰσθήσει γενόμενος οὐρανοῦ, καὶ ποιή-σω με εἰς ἔθνος
τοῦ παντὸς πράγματος, μέγα”. Ἐπειδὴ δὲ συνῆκεν ὁ Μωσῆς
μεταποιεῖται λίαν, καὶ φησί, “οὐ τῆς θείας ἡμερότητος τὴν
221

οἰκονομίαν, ἐπὶ τὸ κωλύειν Χριστοῦ κἂν μὴ ἅ-πας τυχόν, ἀλλ'


ἔρχεται, καί φησιν · “Εἰ μὲν ἀ-φῇς οὖν ἐν μοίρᾳ τινὶ τῶν πεπι-
αὐτοῖς ἁμαρτίαν, ἄφες εἰ δὲ μή, στευκότων. “γέγονε γὰρ λεῖμμα
κἀμὲ ἐξά-λειψον ἐκ τῆς βίβλου κατ' ἐκλογὴν χάριτος τῷ Ἰσραήλ”,
ταύτης δὲ ἔγραψας”. Οὐ-κοῦν κατὰ κατὰ τὸ γεγραμμένον. καὶ
τοιόνδε τρόπον πρὸς Ἰακὼβ εἴρη- πεπιστεύκασι τῶν Ἰουδαίων, οὐκ
ται τό, “Ἀπόστειλόν με”, παρὰ τοῦ ὀλίγοι τὸν ἀριθμόν · καὶ πρόγε τῶν
παλαίοντος πρὸς αὐτόν. Ὁ δὲ τάχυ ἄλλων · οἱ θεσπέ-σιοι μαθηταί. οἳ
που συνιεὶς τίς ὁ πα-λαίων ἐστί, ποτὲ μὲν ἦσαν Ἰακώβ · τὸ ἀ-δρανὲς
καὶ ἐν αἰσθήσει λοιπὸν τοῦ παντὸς ἔχοντες ἐν νόμῳ, καὶ οἷον εἱ
γεγονὼς πράγματος, μεταποιεῖται πτερνίζο-ντες, περιππευόντες
λίαν, καὶ φησιν · “Οὐ μή σε ἀνῶ, γοργῶς, καὶ ὅτι μάλιστα
ἐὰν μή με εὐλογήσῃς”. Ηὐλόγηται παραιτούμενοι τὸ προσκρούειν Θεῷ.
δὲ καὶ γέγονεν αὐτῷ τῆς εὐλογίας ἄμεμπτοι γὰρ ἦσαν κατὰ τὴν
ὁ τρόπος, ἐξ ὀνόματος τοῦ πρώτου δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ. γεγόνασι
πρὸς ἕτε-ρον μεταβιβασμόν. “Οὐ δὲ μετὰ τούτο καὶ Ἰσραήλ.
κληθήσεται, φησίν, ἔτι τὸ ὄνομά τουτέστι, μετακεχωρήκασιν εἰς
σου Ἰακώβ, ἀλλ' ἢ Ἰσραὴλ ἔσται τὸ νοῦν ὁρῶντα λοιπὸν Θε-όν. τὸ γὰρ
ὄνομά σου” · [τοῦ μὲν Ἰακὼβ] Χριστὸν εἰδέναι, τίς δὴ ἄρα καὶ
σημαίνοντος τὸν πτερνίζοντα, πό-θεν καὶ ὅπως γέγονε καθ' ἡμᾶς ;
τουτέστι, τὸν εὐδρανῆ καὶ νηφά- ἢ ποῖος αὐτῷ τῆς ἀληθοῦς θεοπτίας
λιον εἰς τὸ δύνασθαι κατορθοῦν ἃ εἰσδέξασθαι κατὰ νοῦν τὸ φῶς ;
δεῖ · τοῦ δὲ Ἰσραήλ, εἰς νοῦν οὐκοῦν κἂν εἴ τις εἴη ἀληθῶς
ὁρῶντα Θεόν, ἑρμηνευομέ-νου. Τίς Ἰακώβ, τουτέστιν εἰ πτερνίζειν
οὖν ὁ λόγος, φέρε δὴ λέγωμεν, δύναιτο, καὶ διαδιδρά-σκειν
βραχὺ τὴν ἀφήγησιν ἀνόπιν ἀστείως καὶ νεανικῶς, πᾶν ὅπέρ
ἀνασειράζοντες. ἐστι παραλύειν εἰδός, καὶ καλοῦν
Παλαίσας ὁ Ἰακὼβ καὶ εἰς ἁμαρτίαν, προκόψει διὰ
νενικημένος, καὶ παθὼν ἐν σκότῳ Χριστοῦ καὶ εἰς σύνεσιν ἁγιο-
τὴν νάρκωσιν, τὴν ἐν μηρῷ πρεπῆ · κεκλήσεται δὲ καὶ Ἰσραήλ ·
δηλονότι, λοιπὸν ἀντέχεται τοῦ τουτέστι, Θεὸν ὁρῶν · τότε δὴ τότε
παλαίοντος ὡς εἰρηνικῶς, καὶ μετὰ ἀνθρώπων ἔσται δυνατός,
διαυγάζοντος φωτός, καὶ ὄρ-θρου ἐνισχύσας μετὰ Θεοῦ. οὐ γὰρ νοῦ
λοιπὸν ἤδη γεγονότος · ἐξεβιάζετο τὸ ἄναλκι κατηρρωστηκότος, ἔργον
δὲ ὥσ-περ εἰς εὐλογίας αὐτόν, καὶ ἂν γένοιτο τὸ εἰδέναι Θεόν, καὶ
δὴ καὶ ηὐλόγηται · μετωνόμασται τὴν ἐπ' αὐτῷ γνῶσιν ἑλεῖν, εἰ καὶ
γὰρ Ἰσραήλ. Ἀντεξάγων γὰρ ὥ-σπερ ἐν ἐσόπτρῳ βλέπει καὶ αἰ-νίγματι.
ὁ Ἰσραὴλ τῷ Ἐμμανουὴλ τὸ ἀπειθὲς ἀλλὰ τοῦ πρὸς τοῦτο λοιπὸν
καὶ δυσάγωγον, πλὴν ὡς ἐν ἀγνοίᾳ εὐσεβεί-ας ἐνηνεγμένον, γοργῷ δὲ
καὶ σκότῳ, τῷ μασται γὰρ Ἰσραήλ. ὥσπερ καὶ ἀκαθέ-κτῳ φρονήματι
ἀντεξάγων γὰρ ὥσπερ ὁ Ἰσραὴλ τῷ διατάττειν δύνασθαι πρὸς τῷ Θεῷ
Ἐμμανουὴλ τὸ ἀπειθὲς καὶ δυσά- δοκοῦν. οὕτω τοίνυν Ἰσραὴλ
γωγον, πλὴν ὡς ἐν ἀγνοίᾳ καὶ μετονομα-σθέντος τοῦ Ἰακώβ, καὶ
σκότῳ, τῷ τῆς ἀμαθίας φημί · οἱ ἐξ αὐτοῦ Ἰσραηλῖ-ται
πεπώρω τὸ γάρ · ἐπέγνω μόλις λέγονται».
ἀνίσχοντος καὶ αὐτῷ κατὰ νοῦν τοῦ τῆς ἀμαθίας, φημί. Πεπώρωτο γάρ ·
θείου φωτός. ηὐλόγηταί τε παρὰ ἐπέγνω μό-λις ἀνίσχοντος καὶ αὐτῷ
222

κατὰ νοῦν τοῦ θείου φωτός. ............ Οὐκοῦν κἂν εἴ τις


Ηὐλόγηταί τε παρὰ Χριστοῦ, εἰ καὶ εἴη τυχὸν Ἰακώβ, τουτέστιν, εἰ
μὴ ἅπας τυχόν, ἀλλ' οὖν ἐν μοίρᾳ πτερνίζειν δύναιτο, καὶ
τινὶ τῶν πεπι-στευκότων. “Γέγονε διαδιδράσκειν ἀστείως καὶ νεα-
γὰρ λεῖμμα κατ' ἐκλογὴν χάριτος” νικῶς πᾶν ὅπερ ἐστὶ παραλύειν
τῷ Ἰσραήλ, κατὰ τὸ γεγραμμένον, εἰδὸς καὶ κα-λοῦν εἰς ἁμαρτίαν,
καὶ πεπιστεύκασι τῶν Ἰουδαίων οὐκ προκόψει διὰ Χριστοῦ καὶ εἰς
ὀλίγοι τὸν ἀριθμόν. Καὶ πρό γε σύνεσιν ἁγιοπρεπῆ. Κεκλήσεται δὲ
τῶν ἄλλων οἱ θεσπέ-σιοι μαθηταί, καὶ Ἰσ-ραήλ, τουτέστι, Θεὸν ὁρῶν.
οἳ ποτὲ μὲν ἦσαν Ἰακώβ, τὸ ἀ- Τότε δή, τότε καὶ μετὰ ἀνθρώπων
δρανὲς ἔχοντες ἐν νόμῳ, καὶ ἔσται δυνατός, ἐνισχύσας με-τὰ
οἱονεῖ εἱ πτερνί-ζοντες, Θεοῦ. Οὐ γὰρ οὖν τὸ ἄναλκι
περιπνεύοντές τε γοργῶς, καὶ ὅτι κατηῤῥωστη-κότος ἔργον ἂν γένοιτο
μάλι-στα παραιτούμενοι τὸ τὸ εἰδέναι Θεόν, καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ
προσκρούειν Θεῷ. Ἄ-μεμπτοι γὰρ γνῶσιν ἑλεῖν, εἰ καὶ ἐν ἐσόπτρῳ
ἦσαν κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν τῷ βλέποι καὶ αἰνίγματι · ἀλλὰ τοῦ
νόμῳ. Γεγόνασι δὲ μετὰ τοῦτο καὶ πρὸς τοῦτο λοιπὸν ἀσθενείας
Ἰσραήλ, τουτέστι, μετακεχωρήκασιν ἐνηνεγμένου, ὡς δι' οὐδενὸς μὲν
εἰς νοῦν ὁρῶντα Θεόν λοιπόν. Τὸ ποιεῖσθαι λόγου τὰ σαρκικὰ καὶ
γὰρ εἰδέναι Χριστόν, τίς δὴ ἄρα, ἐγκό-σμια · γοργῷ δὲ ὥσπερ καὶ
καὶ πόθεν γέγονε καθ' ἡμᾶς, ἢ ἀκαθέκτῳ φρονή-ματι διᾴττειν
ποῖος αὐ-τῷ τῆς μετὰ σαρκὸς δύνασθαι πρὸς τὸ τῷ Θεῷ δο-κοῦν ·
οἰκονομίας ὁ τρόπος · τοῦ-το εἶναί ............».
φημι, τῆς ἀληθοῦς θεοπτ[ε]ίας τὸ
φῶς εἰ δέξασθαι κατὰ νοῦν

2. Χωρία ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου.


Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 768 καὶ ἄλ-λα μύρια παραπλήσια
«............ Ἰουδαίους, ὡς ᾠκονόμησεν ............».
οἶμαι, τοὺς μηδέ- (Α΄ Κορ. θ΄, 21)
Θεοδωρήτου, Α΄ Κορ., PG 82 : 300 πεπιστευκότας καλεῖ · ὑπὸ νόμον
«............ Ἰουδαίους, δέ, τοὺς τὸ μὲν Εὐαγγέλιον
οἶμαι, τοὺς μηδέπω δεξαμένους, ἔτι δὲ τῇ τοῦ νό-μου
πω πεπιστευκότας καλεῖ · ὑπὸ νόμον φυλακῇ προσδεδεμένους. Καὶ διὰ
δέ, τοὺς τὸ Εὐαγγέλιον μὲν τού-τους γάρ τοι καὶ ἐκείνους,
δεξαμένους, ἔτι δὲ τῇ τοῦ νόμου καὶ τῆς νομικῆς κα-θάρσεως ἐν
φυλακῇ προσδεδεμένους. Καὶ διὰ Ἱεροσολύμοις ἠνέσχετο, καὶ ἐν τῇ
τού-τους γάρτοι καὶ δι' ἐκείνους, Λυκαονίᾳ τὸν Τιμόθεον περιέτεμε,
καὶ τῆς νομικῆς καθάρσεως ἐν καὶ ἄλλα μυρία παραπλήσια
Ἱεροσολύμοις ἠνέσχετο, καὶ ἐν τῇ ᾠκονόμησε».
Λυκαονίᾳ τὸν Τιμόθεον περιέτεμε, (Α΄ Κορ. θ΄, 21)

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 817 χάρισμα (ἔστι γὰρ καὶ χάρισμα


«............ Πίστιν ὠνόμασεν πίστις καλούμενον), πίστιν δὲ καὶ
οὐ τὴν κοινήν, ἀλλὰ τὸ ἰδικὸν τὴν τῶν δογμάτων. “Χαρίσματα
223

ἰαμάτων”. Καλεῖ μὲν χαρίσματα “καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν,
ἰαμάτων τῶν χωλῶν τὸν δρόμον, τῶν ὥστε ὄρη μεθι-στάνειν”. Διὰ γὰρ
ἀῤῥώστων τὴν ὑγείαν, τῶν νεκρῶν τὴν τηνικαῦτα κατέχουσαν
τὴν ἀ-νάστασιν, καὶ ὅσα τοιαῦτα. ἀπιστίαν, πολλὰ τοιαῦτα
Ἐνεργήματα δὲ δυνάμεων, τὴν τοῦ ἐθαυματούργουν εἰς ἔκπληξιν, διὰ
Ἐλύμα τυφλότητα, τὸν Ἀ-νανίου καὶ τούτων αὐτοὺς ποδηγοῦντες πρὸς
Σαπφείρας θάνατον, τοὺς τῷ Σα- τὴν ἀλήθειαν. “Ἄλλῳ δὲ χαρίσματα
τανᾷ παραδοθέντας, ............». ἰαμά-των ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι”.
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 9 & 10) Τῶν ἀῤῥώστων λέ-γει τὴν
θεραπείαν, καὶ τῶν χωλῶν τὸν
δρόμον, καὶ τῶν τὸ βλέπειν
ἀφηρημένων τοῦ φωτὸς τὴν
ἀπόλαυσιν. Καὶ ταῦτα γὰρ κατ'
ἐκεῖνον ἐ-γίνετο τὸν καιρὸν καὶ
μάρτυς ἡ ἱστορία τῶν Πράξεων.
Περὶ μὲν γὰρ τοῦ θεσπεσίου Πέτρου
φησίν, ὅτι πολλοὺς τῶν ἀῤῥώστων
ἐν ταῖς πλατείαις ἐπὶ κλινῶν
ἐτίθεσαν, ἵνα, παριόντος Πέτρου,
κἂν ἡ σκιὰ αὐτοῦ ἐπισκιάσῃ τινὶ
αὐ-τῶν. Περὶ δὲ τοῦ θειοτάτου
Παύλου, ὅτι ὁ χρῶς τῶν ἱματίων
αὐτοῦ τὰς νόσους ἐξήλαυ-νεν.
“Ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα
Θεοδωρήτου, Α΄ Κορ., PG 82 : 324- δυνάμεων”. Τοῦτο τὸ χάρισμα καὶ
325 τιμωρίαν πολλάκις ἐπήγαγεν, ὡς τῷ
«“Ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Ἐλύμᾳ τὴν στέρησιν τοῦ φωτός, καὶ
Πνεύμα-τι”. Πίστιν ἐνταῦθα οὐ τὴν τῷ Ἀνανίᾳ καὶ τῇ Σαπφείρᾳ τὸν
κοινὴν ταύτην λέ-γει, ἀλλ' πρόωρον θάνα-τον ............».
ἐκείνην περὶ ἧς μετὰ βραχέα φησί · (Α΄ Κορ. ιβ΄, 9 & 10)

Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 456 ἐταινίωσεν αὐ-τὴν εὐφημίαις, ὡς


«............ “Καὶ ἡ ἐντολὴ πλείους παρὰ πολλῶν δεχο- μένην
ἁγία”. Νόμον τὸν Μωσαϊκὸν λέγει, κατηγορίας. Οἱ γὰρ ῥᾳθυμίᾳ
ἐντολὴ δὲ τὴν τῷ Ἀδὰμ δεδο-μένην. συζῶντες,
Ἁγίαν μὲν ὡς τὸ δέον διδάξασαν. (Ρωμ. ζ΄, 12)
Δι-καίαν δέ, ὡς ὀρθῶς τοῖς
παραβάταις τὴν ψῆ- φον
ἐπενέγκουσαν· ἀγαθὴν δέ, ὡς
ζωὴν τοῖς φυλάσσουσιν
εὐτρεπίζουσαν ............».
Θεοδωρήτου, Ρωμ., PG 82 : 120-121
«Ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ
ἡ ἐντολὴ ἁγία, καὶ δικαία καὶ
ἀγαθή. Νόμον τὸν Μω-σαϊκὸν καλεῖ,
ἐντολὴν δὲ τὴν τῷ Ἀδὰμ δεδομέ-
νην. Οὐ δὴ χάριν καὶ πλείοσιν
224

τὰ ὅμοια δρῶσι · καὶ οὐκ ἔχουσι


τῆς ἁμαρτίας αἴσθησιν, οὐ δὲ
συνειδὸς ὑπὸ τῶν γινομένων
κεντούμενον. Ἄνθρωποι δέ, κἂν
μηδεὶς τοῖς γι-νομένοις παρῇ,
ἐρυθριῶσι καὶ δεδίασι τὰ τολ-
μώμενα. Τὴν γὰρ κατηγορίαν
ὑφαίνει τὸ συ-νειδός. Πῶς τοίνυν
ἐνῆν τοὺς τοιαύτην ἔχοντας φύσιν
χωρὶς νόμου πολιτεύεσθαι ; Διά τοι
τοῦ-το τέθεικε τὴν ἐντολὴν ὁ
Θεός, ἵνα καὶ τὴν οἰ-κείαν φύσιν
ἐπιγινώσκῃ, καὶ τὸν νομοθέτην
δειμαίνῃ. Ἔστι δὲ ἰδεῖν καὶ τοῦ
νομοθέτου τὴν φιλανθρωπίαν. Οὐ
γάρ τινα δυσκατόρθωτον τέθεικε
νόμον, ἀλλὰ καὶ λίαν εὐπετῶς
φυλα-χθῆναι δυνάμενον. Πάντων
ἐδεδώκει τῶν φυ-τῶν τὴν
ἀπόλαυσιν, ἑνὸς δὲ μόνου
ἐκεκωλύκει τὴν μετάληψιν, οὐ
φθονῶν αὐτῷ τοῦ ἑνὸς (πῶς γὰρ ὅ
γε πάντων αὐτῷ τὴν ἐξουσίαν
παρεσχη-κώς ;) ἀλλὰ τῆς δουλείας
αὐτὸν ἐκπαιδεύων τοὺς ὅρους, καὶ
εὔνουν εἶναι περὶ τὸν Πεποιη-κότα
διδάσκων, καὶ ἀφορμὴν εἰς
γυμνασίαν παρέχων τῷ λογικῷ. Εἰ
δὲ τὴν ἐντολὴν μὴ φυ-λάξας ὑπὸ
τὸν ὅρον τοῦ θανάτου κατέστη, οὐ
κατηγορία τοῦτο τοῦ τεθεικότος,
ἀλλὰ τοῦ παραβεβηκότος. Οὐ γὰρ
καὶ τοὺς τῆς ἀρετῆς οὐκ ἰατρός, ἀπέχεσθαι κε-λεύων
ἀσπαζόμενοι πόνους, καὶ τοῦ ψυχροποσίας τῷ κάμνοντι, φθόνῳ
Δεσπότου Θεοῦ κατηγοροῦσιν ὡς τε- βαλ-λόμενος τοῦτο ποιεῖ, ἀλλὰ τὴν
θεικότος τὴν ἐντολήν. Εἰ μὲν γὰρ ὑγείαν πραγμα-τευόμενος. Εἰ δὲ
ἠγνόει, φασί, τὸ γενησόμενον, πῶς ἐκεῖνος, μὴ φυλάξας τὴν ἐντο-λήν,
Θεὸς ὁ μὴ προγινώσκων τὰ μέλλοντα μεταλάβοι τοῦ ὕδατος, αὐτὸς
; Εἰ δὲ προορῶν τὴν παράβασιν, ἐπισπᾶται τὴν βλάβην · ὁ δέ γε
τέθεικε τὴν ἐντολήν, αὐτὸς τῆς ἰατρὸς τῆς κατηγορίας ἀ-νεύθυνος.
παραβάσεως αἴτιος. Ἔδει δὲ αὐτοὺς Ὁ μέντοι Δεσπότης Θεός, καὶ αὐτὸν
συνιδεῖν, ὡς ἴδιον τῶν λογικῶν ἡ τὸν Ἀδάμ, καὶ ἅπαν τὸ ἐκείνου
τῶν καλῶν καὶ τῶν ἐναντίων διά- γένος, πάσης ἐ-πιμελείας ἠξίωσε.
γνωσις. Τῶν γὰρ ἀλόγων ἡ φύσις Καὶ ἵνα, τὰ ἄλλα γένος, πά-σης
οὐκ ἔχει τὴν τούτων διάκρισιν. ἐπιμελείας ἠξίωσε. Καὶ ἵνα, τὰ
Ἁρπακτικός γαρ ὁ λύκος, ὠμοβόρος ἄλλα ἀφείς, ἐπὶ τὸ κυριώτατον
ὁ λέων, καὶ ἄρκτοι καὶ παρδάλεις ἔλθω, δι' ἐκεῖνον, καὶ τὸ ἐ-
225

παυσεν, ἐξ ἐκείνου τὴν ἀρχὴν


δεξαμένην · καὶ τὴν ἀνάστασιν
ἐπηγγείλατο, καὶ βασιλείαν ηὐ-
τρέπισεν οὐρανῶν · ὥστε καὶ τὴν
ἐκείνου πα-ράβασιν ᾔδει, καὶ τὴν
ἐσομένην ἴασιν προηυ-τρέπισε. Διά
τοι τοῦτο ὁ θεῖος Ἀπόστολος καὶ
ἁγίαν καὶ δικαίαν καὶ ἀγαθὴν τὴν
ἐντολὴν προσηγόρευσεν · ἁγίαν μέν,
ὡς τὸ δέον διδάξα-σαν · δικαίαν
δέ, ὡς ὀρθῶς τοῖς παραβάταις τὴν
ψῆφον ἐξενέγκουσαν · ἀγαθὴν δὲ ὡς
ζωὴν τοῖς φυλάττουσιν
εὐτρεπίζουσαν. Εἶτα πάλιν τὸ
κείνου γένος, ὁ μονογενὴς ὑφορμοῦν τίθησι».
ἐνηνθρώπησε Λό-γος, καὶ τοῦ (Ρωμ. ζ΄, 12)
θανάτου τὴν δυναστείαν κατέ-

Παράδειγμα νοηματικῆς ἀπόδοσης τοῦ Θεοδωρήτου ἀπό τόν Οἰκουμένιο


J.A. Cramer, Catenae III,
Πράξ., 229 : 26-34
«Γένος τοῦ Κυρίου κατὰ σάρκα
κοινὸν μέν, ἅπασα τῶν ἀνθρώπων ἡ
φύσις, ἴδιον δὲ καὶ πελάζον ὁ Θεοδωρήτου, Εἰς Ἱερεμίαν,
Ἰσραήλ · ἐπειδὴ τοίνυν πρὸς μὲν Βιβλίον Β΄, PG 81 : 544-545
τὸν Ἰσραὴλ παρεγένετο · τὰ δὲ ἔθνη «Τάδε λέγει Κύριος · Στῆτε ἐπὶ
διὰ τῶν Ἀ-ποστόλων ἐφώτισε · ταῖς ὁ-δοῖς, καὶ ἴδετε · ἐρωτήσατε
δέδωκά σε, φησι, τούτοις διὰ τὴν τρίβους αἰωνίας, καὶ ἴδετε, ποία
πρὸς τοὺς αὐτῶν γεγενημένην ἐστὶν ἡ ὁδὸς ἡ ἀγαθή, καὶ βα-
ἐπαγγε-λίαν · φωτιῶ δὲ διὰ σοῦ τὰ δίσατε ἐν αὐτῇ, καὶ εὐρήσετε
ἔθνη, καὶ πᾶσιν ἀν-θρώποις παρέξω ἁγίασμα ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁδοὶ
τὴν σωτηρίαν · τοῦτο γὰρ ση-μαίνει μὲν πολλαί, οἱ ἅγιοι προ-φῆται ·
τὸ “ἕως ἐσχάτον τῆς γῆς” · καὶ ὁδὸς δὲ ἀληθῶς ἀγαθή, αὐτὸς ὁ
πέρας ἐπι-θήσω ταῖς πρὸς τοὺς Κύριος ἡμῶν · ἀκούομεν γὰρ αῦτοῦ
πατέρας αὐτῶν γεγενημέ-ναις μοι λέγοντος · “Ἐγώ εἰ-μι ἡ ὁδός, καὶ
συνθήκαις · τὴν γὰρ διαθήκην ἡ ἀλήθεια, καὶ ἡ ζωή” · ἑκάστη
συνθή-κην οἱ λοιποὶ ἡρμήνευσαν». μέντοι τῶν προφητικῶν ὁδῶν εἰς
ταύτην φέρει· καὶ γὰρ Μωσῆς ὁ
νομοθέτης ταύτην ὑποδεί-κνυσι,
λέγων · “Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει
Κύ-ριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐκ τῶν
ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐ-μέ” · καὶ τὰ
ἑξῆς. Καὶ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς καὶ
προφήτης, καὶ μέντοι καὶ Ἡσαΐας,
καὶ Μιχαί-ας, καὶ Ἐζεκιήλ, καὶ
ἕκαστος τῶν προφητῶν ταύτην
ὑποδείκνυσι τὴν ὁδόν. Καὶ καθάπερ
226

μία μὲν ὁδός, ἡ εἰς τὰς μεγίστας


ἁπάγουσα πό-λεις, ἣν βασίλειον
καὶ βασιλικὴν ὀνομάζειν εἰ-
ώθαμεν, εἰς δὲ ταύτην ἀτραποί
τινες ἀπὸ κω-μῶν ἐμβάλλουσι καὶ τῶν μαθεῖν τὴν ἀγαθὴν ὁδόν, καὶ
ἀγρῶν · οὕτως μία μέν ἔ-στιν ἡ ἐν αὐτῇ βαδίσαι. Ἀλλ' ἀντιλέγουσι
ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα πρὸς Πατέρα, ὁ συνήθως, καὶ τὸ κελυσθὲν οὐ
μονο-γενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ · οἷον δέ ποιοῦσιν. “Εἶπον γάρ, φησίν, Οὐ
τινες ἀτραποί, οἱ μακάριοι πορευσόμεθα”. Ἀλλ' ὅμως καὶ
προφῆται, εἰς ταύτην ἄγουσι τὴν ἑτέραν αὐτοῖς προσφέρει
ὁ-δὸν τοὺς δι' αὐτῶν ὁδεύειν παραίνεσιν.
προαιρουμένους. Κελεύει τοίνυν Καθέστηκα ἐφ' ὑμᾶς σκοπούς,
Ἰουδαίοις ὁ προφητικὸς λόγος τὰς ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος.
προφητικὰς ὁδοὺς ἐρευνῆσαι, καὶ Σκοποὺς δὲ πάλιν αὐτοὺς προφήτας
δι' αὐ- ὀνομάζει · καὶ γὰρ τῷ Ἐζεκι-ήλ
φησί · “Σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ
Ἰσρα-ήλ”. Σάλπιγγα δὲ καλεῖ τῶν
ἀποστόλων τὸ κή-ρυγμα ·
προεθέσπισαν δὲ καὶ τοῦτο οἱ
κληθέ-ντες σκοποί · ἀλλ' ὅμως
πάλιν ἀντιλέγουσιν Ἰ-ουδαῖοι, καὶ
ἄντικρυς λέγουσιν, “Οὐκ ἀκουσό-
μεθα”. Δείξας τοίνυν τὴν τούτων
ἀντιλογίαν, τῶν ἐθνῶν προλέγει
τὴν εὐπείθειαν».

Παράδειγμα συνδυασμοῦ ἀντιγραφῆς, περίληψης καί προσωπικῆς


ἐπεξεργασίας τοῦ Οἰκουμενίου σέ χωρίο προερχόμενο ἀπό τόν Θεοδώρητο
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., καλεῖ ἐν Πνεύματι”, (ἀλλ' οὐκ ἐν
374 : 33–375 : 35 ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ), “πῶς υἱὸς
«Τοῦτο καὶ Πέτρος εἰς τὸν αὐτοῦ ἐστί ;”. τοῦτο δὲ ἔφη, οὐκ
Κύριον ἐξελά-βετο, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ ἐκβάλλων τὸ εἶναι υἱ-ὸν Δαβὶδ τὸν
Κύριος ὁρῶν τοὺς Φαρι-σαίους Χριστόν, ἀλλὰ τῷ ὁμολογουμέ-νῳ τὸ
ἄλλας περὶ τοῦ Χριστοῦ δόξας ἔχο- ἀγνοούμενον προστιθείς. τὸ μὲν
ντας, καὶ ψιλὸν αὐτὸν ἄνθρωπον γὰρ εἶ-ναι υἱὸν τοῦ Δαβὶδ τὸν
νομίζοντας, μηδὲν πλέον τῶν Χριστόν, ὡμολόγουν οἱ Φαρισαίοι.
λοιπῶν ἔχοντα, πεῦσιν αὐ-τοῖς ὅτι δὲ καὶ Κύριος ἦν τοῦ Δαβίδ,
τοιάνδε προσήνεγκε, “τί ὑμῖν ἠγνόουν παντάπασι. τὸ λεῖπον
δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ ; τίνος τοίνυν προστί-θησιν, οὐ τὸ
υἱός ἐστιν ;”. εἰρηκότων δὲ ὁμολογούμενον ἀναιρεῖ, διδά-σκων
ἐκείνων, τοῦ Δαβίδ, ἀπεκρίνατο, ὡς αὐτὸς καὶ υἱὸς Δαβίδ, τὸ κατὰ
“πῶς οὖν ὁ Δαβὶδ ἐν Πνεύματι σάρ-κα, καὶ Κύριος αὐτοῦ ὡς Θεὸς
Κύριον αὐτὸν καλεῖ, λέ-γων, Εἶπεν καὶ δημιουργός. εἰ οὖν Δαβὶδ ὁ
ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ μέγας καὶ εὐσεβής, βασιλεὺς καὶ
δεξιῶν μου”. εἶτα ἐπισυλλογίζεται προφητικῆς χάριτος ἠξιωμένος,
· “εἰ οὖν Δα-βὶδ Κύριον αὐτὸν Κύριον ἑαυτοῦ
227

Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν καὶ ὑπὲρ ἅπασαν κτίσιν, πλὴν


Ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 80 : 1766-1769 ἀνθρωπίνως αὐτῷ εἴρηται. ὡς γὰρ
«“Ψαλμὸς τῷ Δαβίδ”. Τὸ περὶ Θεὸς ὁ Υἱός, αἰώνιον ἔχει τὸν
τοῦ σωτη-ρίου πάθους ἐν τῷ θρόνον, καὶ οὐ μετὰ τὸν σταυρὸν
προτεταγμένῳ προθεσπίσας ψαλμῷ, καὶ τὸ πάθος καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς
προαγορεύει τὴν μετὰ τὸ πάθος ἀνάληψιν, ταύτης ἠξιώθη τῆς
ἀνά-ληψιν τοῦ Σωτῆρος. Μέμνηται τιμῆς, ἀλλ' ἔλαβεν ὡς ἄνθρωπος,
δὲ τοῦ προοιμί-ου τοῦ ψαλμοῦ καὶ ὅπερ εἶχεν ὡς Θεός. σημαίνει δὲ ὁ
ὁ θειότατος Πέτρος ἐν ταῖς μὲν θρόνος τὴν βασιλικὴν ἀξίαν · ἡ
Πράξεσι. Λέγει δὲ οὕτως · “Οὐ γὰρ δὲ κάθισις, τὸ βέβαιον καὶ
Δαβὶδ ἀνέ-βη εἰς τοὺς οὐρανούς, ἑδραῖον, καὶ τὴν ἐν ταυτῷ τῶν
λέγει δὲ αὐτός · Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ ἀγαθῶν ἵδρυσίν τε καὶ διαμο-νήν ·
Κυρίῳ μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἡ δεξιὰ δὲ χώρα τὸ τῆς ἀξίας
ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὁμότιμον. τοῦτο γὰρ ἡ κοινωνία
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου”. Καὶ τῆς καθέδρας δηλοῖ τὴν τοῦ Υἱοῦ
αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος, ὁρῶν τοὺς πρὸς τὸν Πατέρα συμβασίλευσιν. εἰ
Φαρισαίους ἄλλας περὶ Χριστοῦ δὲ τὸ εἰπεῖν “κάθου” σκανδαλίζει
δόξας ἔ-χοντας, πεῦσιν αὐτοῖς τινάς, ἀκου-έτωσαν ὅτι ἐκ δεξιῶν
τοιάνδε προσήνεγκε· “Τί ὑμῖν κάθηται, καὶ τοῦ σκαν-δάλου
δοκεῖ περὶ Χριστοῦ ; τίνος ἐστὶν ἀπαλλαττέσθωσαν · τὸ γὰρ δεξιόν,
υἱός ;”. Εἰρηκότων δὲ ἐκείνων, Τοῦ τὴν πρὸς τὸ ἶσον σχέσιν δηλοῖ. οὐ
Δαβίδ, ἀπεκρίνα-το. “Πῶς οὖν σωματικῶς τοῦ δεξιοῦ
Δαβὶδ ἐν πνεύματι Κύριον αὐτὸν λαμβανομένου, ἀλλ' ἐκ τῶν τιμίων
καλεῖ, λέγων · Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ τῆς προεδρίας ὀνομάτων, τὸ
Κυρίῳ μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ;”. μεγαλοπρεπὲς τῆς πε-ρὶ τὸν Υἱὸν
Εἶτα ἐπισυλλογίζεται · “Εἰ οὖν τιμῆς παριστῶντος τοῦ λόγου».
Δαβὶδ καλεῖ αὐτὸν ἐν πνεύματι Κύ- J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
ριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ;”. 376 : 29–377 : 13
Τοῦτο δὲ ἔφη, οὐκ ἐκβάλλων τὸ «Τὸ δὲ “ἕως οὗ”, οὐ χρόνου
εἶναι υἱὸν τοῦ Δαβὶδ τὸν Χριστὸν ἐστὶν ὅρος, ἐ-πεί, πῶς ἕστηκεν
ὡμολόγουν οἱ Φαρισαίοι · ὅτι δὲ ἐκείνῳ τὸ προφητικὸν τὸ λέ-γον,
καὶ Κύριος ἦν τοῦ Δαβίδ, ἠγνόουν “ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος.
παντάπασι. Τὸ λεῖπον τοίνυν καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία
προστίθησιν, οὐ τὸ ὁμολογούμε- ἥτις οὐ διαφθαρήσε-ται, καὶ τῆς
νον ἀναιρεῖ, διδάσκων ὡς ὁ αὐτὸς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος”,
καὶ υἱὸς αὐ- εἴγε μέχρι τούτου μέλλει
καλεῖ τὸν δεσπότην Χριστόν, οὐκ βασιλεύειν ; οὐ τοίνυν χρόνου
ἄρα μόνον ἄνθρωπος κατὰ τὴν σημαντικὸν τὸ “ἕως”, ἀλλ' ἰδίωμα
Ἰουδαίων διάνοιαν, ἀλλὰ καὶ Θεός, τῆς θείας Γραφῆς, οἷον τὸ “ἕως ἂν
ὡς τοῦ Δαβὶδ δημιουργός τε καὶ καταγηράσηται, ἐγὼ εἰμι”. δῆλον
Κύ-ριος. δὲ ὅτι οὐ συμπεριορίζεται τὸ
Καὶ τὸ κοινὸν δὲ τῶν ἀνομάτων εἶναι τοῦ Θεοῦ τῷ γήρᾳ τῶν
τὴν ταυ-τότητα τῆς οὐσίας δηλοῖ, ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ γηρώντων καὶ
Κύριος γὰρ Κυρίῳ, λέγει, ὁ Πατὴρ τελευτώντων διαμένει ὁ τῶν ὅλων
τῷ Υἱῷ, καὶ ὁ Κύριος κτίσματι. τὸ ποιητής, καὶ τὰ ἔτη αὐτοῦ οὐκ
δὲ “κάθου”, μέγα μὲν καὶ οὐ μόνον ἐκλείψου-σι. τοῦτο ἔοικεν ἐκείνῳ
ἐπί τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, ἀλλὰ τῷ ἀποστολικῶ ῥητῷ, “δεῖ γὰρ
228

αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ “Ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθροὺς σου


πά- ντας τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ὑπὸ ὐποπό-διον τῶν ποδῶν σου”. Ἐχθροὶ
τοὺς πόδας αὐ- τοῦ κατὰ σάρκα, διαφερόντως μὲν ὁ διάβολος, καὶ
καὶ Κύριος αὐτοῦ ὡς Θεὸς καὶ οἱ τούτου διάκονοι δαίμο-νες,
δημιουργός. Σαφῶς τοίνυν ὁ πρὸς δὲ τούτοις καὶ οἱ τοῖς
μακάριος Δα-βὶδ τὴν τοῦ Δεσπότου θεῖοις αὐτοῦ κηρύγμασιν
Χριστοῦ κηρύττει θεό-τητα, καί ἀντιπίπτοντες, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλ-
φησιν · “Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ ληνες. Τὸ δὲ ἕως, οὐ χρόνου
μου, Κάθου ἐκ δεξιῶν μου”. Εἰ σημαντικόν, ἀλλ' ἰδίωμα τῆς θείας
Δαβὶδ ὁ βασι-λεύς, καὶ εὐσεβὴς Γραφῆς. Οὕτω γὰρ καὶ διὰ τοῦ
βασιλεὺς ὁ καὶ προφητικῆς χάριτος προφήτου φησὶν ὁ Θεός, “Ἐγώ εἰμι,
ἠξιωμένος, Κύριον ἑαυτοῦ καλεῖ καὶ ἕ-ως ἂν καταγηράσητε ἐγώ
τὸν Δεσπότην Χριστόν · οὐκ ἄρα εἰμι”. Δῆλον δὲ ὅτι οὐ
μόνον ἄνθρωπος κατὰ τὴν Ἰουδαίων συμπεριορίζεται τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ
ἄνοιαν, ἀλλὰ καὶ Θεός, ὡς τοῦ τῷ γή-ρει τῶν ἀνθρώπων. Εἰ γὰρ
Δαβὶδ δημιουργός τε καὶ Κύριος. περὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς φησιν ὁ
Καὶ τὸ κοινὸν δὲ τῶν ἀνομάτων τὴν προφήτης, “Αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ
ταυτότητα τῆς οὐσίας δηλοῖ. τοῦ”. οὐδὲ γὰρ ἐνταῦθα τὸ ἄχρι
Κύριος γὰρ Κυρίῳ λέγει, καὶ οὐ χρόνου δηλω-τικόν. ποῖον γὰρ ἔχει
Κύριος κτίσματι, οὐδὲ Κύριος λόγον ἔτι μέν τινων ἀντι-λεγόντων
ποιήματι · “Κά-θου ἐκ δεξιῶν μου”. βασιλεύειν αὐτόν, μετὰ δὲ τὴν
Μέγα μὲν οὖν καὶ τοῦτο · καὶ οὐ ἁπά-ντων ὑποταγὴν ἀφαιρεῖσθαι τὴν
μόνον ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, βασιλείαν ; καὶ μὴν Δανιὴλ ὁ
ἀλ-λὰ καὶ ὑπὲρ ἅπασαν τὴν κτίσιν. προφήτης μετὰ τὴν τῶν θη-ρίων
Πλὴν ἀνθρω-πίνως καὶ αὐτῷ ἀναίρεσιν αὐτὸν ἔφη βασιλεύειν
εἴρηται. Ὡς γὰρ Θεός, ὁ Υἱὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς
αἰώνιον ἔχει τὸν θρόνον · “Ὁ βασιλείας αὐτοῦ μὴ ἔσεσθαι τέλος.
θρόνος σου γάρ, φησίν, ὁ Θεὸς εἰς πῶς δὲ καὶ οἱ ἅγιοι
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος”. Οὐ γὰρ συμβασιλεύουσιν, ἢ τίνι
μετὰ τὸν σταυρόν, καὶ τὸ πάθος, συμβασιλεύσουσι, τοῦ τὴν
ταύτης ὡς Θεὸς τιμῆς ἠξιώθη · ἀλλ' βασιλείαν ὑπε-σχημένου
ἔλαβεν ὡς ἄνθρω-πος, ὅπερ εἶχεν ἀποτιθεμένου τὴν βασιλείαν ; οὐ-
ὡς Θεός. Οὐ γὰρ ταπεινὸς ὢν κοῦν τὸ “ἕως” χρόνου δηλωτικόν,
ὑψώθη, ἀλλ' ὕψιστος ὤν, καὶ ἐν ἀλλὰ κατὰ ἰ-δίωμα τῆς θείας
μορφῇ Θεοῦ ὑ-πάρχων, ἐταπείνωσεν κεῖται Γραφῆς».
ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών. Διὸ
καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς βοᾷ · “Ὁ μονο-
γενὴ Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον
τοῦ Πατρός, ἐ-κεῖνος ἐξηγήσατο”.
Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Κύριός φη-σιν ·
“Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν
ἐμοί”. Καὶ ἀλλαχοῦ · “Δόξασόν με,
σὺ Πάτερ, τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον παρὰ δὲ διαμένεις” · καὶ πάλιν · “Σὺ δὲ
σοι πρὸ τοῦ τὸν κόσμον γενέ- ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ
σθαι”. Ὡς ἄνθρωπος τοίνυν ἀκούει · ἐκλείψουσι” · πολλῷ μᾶλλον,
“Κάθου ἐκ δεξιῶν μου” · ὡς γὰρ ἄνθρωπων καὶ γηρώντων καὶ
Θεός, αἰώνιον ἔχει τὸ κράτος. τελευτώντων, διαμένει τῶν ὅλων ὁ
229

Δεσπότης. Τοῦτο ἔοικε τῷ ἀναίρεσιν, αὐτὸν ἔφη βασιλεύειν


ἀποστολικῶ ἐκείνῳ ρητῷ · “Δεῖ γὰρ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς
αὐτὸν βασιλεύειν, ἄχρις οὗ ἂν θῇ βασιλείας αὐτοῦ μὴ ἔσεσθαι τέλος.
πάντας τοὺς ἐχ-θροὺς αὐτοῦ ὑπὸ Πῶς δὲ καὶ οἱ ἅγιοι
τοὺς πόδας αὐτοῦ”. Οὐδὲ γὰρ συμβασιλεύουσιν, ἢ τίνι
ἐνταῦθα τὸ ἄχρις οὗ χρόνου συμβασιλεύσουσι, τοῦ τὴν
δηλωτικόν · ποῖον γὰρ ἂν ἔχοι βασιλείαν ὑπο-σχομένου
λόγον, ἔτι μέν τινων ἀντιλε- ἀποτιθεμένου τὴν βασιλείαν ; Οὐ-
γόντων βασιλεύειν αὐτόν, μετὰ δὲ κοῦν τὸ ἕως οὗ χρόνου δηλωτικόν,
τὴν ἁπά-ντων ὑποταγὴν ἀφαιρεῖσθαι ἀλλὰ κατὰ ἰδίωμα τῆς θείας κεῖται
τὴν βασιλείαν ; Καὶ μὲν Δανιὴλ ὁ Γραφῆς».
προφήτης, μετὰ τὴν τῶν θη-ρίων

Παράδειγμα συνδυασμοῦ νοηματικῆς ἀπόδοσης καί προσωπικῆς


ἐπεξεργασίας (συμβολῆς) τοῦ Οἰκουμενίου σέ χωρίο τοῦ Θεοδωρήτου
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., Ψαλμὸν ΡΑ΄, PG 80 : 1684
370 : 25–371 : 6 «“Κατ' ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν
«Ἔδειξεν αὐτὸν τὸν ἁπάντων γῆν ἐθεμελί-ωσας, καὶ ἔργα τῶν
δημιουρ-γόν. διὰ γὰρ οὐρανοῦ καὶ χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρα-νοί.
γῆς πάντα τὰ ἐν αὐ-τοῖς Αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ
περιέλαβεν ἃ καὶ ἀπό ἀρχῆς τινος διαμένεις”. Τί γὰρ ἀδύνατον τῷ
τοῦ μὴ εἶναι ποτὲ γέγονε καὶ τῶν ὅλων Δημιουργῷ ; τῇ γῇ τὸ
ἐκτίσθη. δλον γὰρ ὅτι τὸ κατ' εἶναι σὺ δέδωκας, τοὺς οὐρανοὺς
ἀρχὰς κτιζόμενον, ἀρχὴν ἔχει τοῦ μὴ ὄντας ἐποίησας, καὶ τούτων
κτίζε-σθαι, ἐδίδαξεν ὡς ἄτρεπτος μεταβολὴν δεχομένων, σύ τὸ
καὶ ἀναλλοίωτος. τοῦτο γὰρ δηλοὶ ἄτρεπτον ἔχεις. Ἀπὸ δὲ τῶν
τὸ “αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ περιεκτικῶν στοιχείων, καὶ τῶν
διαμένεις”. ἐδήλωσε καὶ τῆς ἄλλων αὐτὸν ἁπάντων ἔ-δειξε
κτίσεως τὴν ἐπὶ τὸ κρεῖττον ποιητήν. “Καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον
μεταβολὴ ὑπ' αὐτοῦ γενησομένην. παλαιω-θήσονται, καὶ ὡσεὶ
αὐτοῦ δὲ τὸ ἄναρχον καὶ περιβόλαιον ἐλίξεις αὐτοὺς καὶ
ἀνώλεθρον. “σὺ γάρ”, φησιν, “ὁ ἀλλαγήσονται”. Ὁ δὲ Σύμμαχος
αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐ- οὕτως · Καὶ πάντες ὡσεὶ ἱμάτιον
κλείψουσιν” · οὐ γὰρ ἐγένου, ἀλλὰ παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ
εἶ, οὐδὲ ἀλ-λοίωσιν δέχη τινά · περιβόλαιον ἀλλάξεις αὐτοὺς ἀλλα-
ἀεὶ γὰρ ὁ αὐτὸς εἶ. δηλοῖ δὲ γήσονται. Ἅπαντα γὰρ τὰ ὁρώμενα
ταῦτα καὶ τὸ ἀπαθὲς τῆς θεότητος · καταγη-ράσει, καὶ ἱματίων
εἰ γὰρ αὕτη πέπονθεν, πῶς ἐστὶν ἡ μιμήσεται παλαιότητα · σὺ δὲ αὐτὰ
αὐτή ; ἠλλοίωτε γάρ. καὶ εἰ τρεῖς ἀλλάξεις καὶ νεουργήσεις, καὶ
ἡμέρας ἐν τῷ θανάτῳ πεποίηκεν, ἄφθαρ-τα ποιήσεις ἀντὶ φθαρτῶν.
ἐξέ-λειπε τὰ ἔτη. ἀλλὰ καὶ ὁ Τοῦτο καὶ ὁ θεσπέ-σιος Ἀπόστολος
προφήτης ἡμᾶς, καὶ ὁ Ἀπόστολος ἔφη · “Ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις
διδάσκει, ὁ μέν, γεγραφὼς τὴν ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας
μαρτυρίαν, ὁ δὲ ταύτῃ χρησάμενος, τῆς φθο-ρᾶς, εἰς τὴν ἐλευθερίαν
ὡς ὁ αὐτός ἐστι, καὶ τὰ ἔτη αὐτοῦ τῆς δόξης τῶν τέκνων
οὐκ ἐκλείψουσιν».
Θεοδωρήτου, Ερμηνεία εἰς τὸν
230

ἐθέλεις, ὦ Δέσποτα · σὺ δὲ
ἄτρεπτον ἔ-χεις τὴν φύσιν, καὶ
ἀλλοιώσεως κρείττονα. Ταῦτα
μέντοι ὁ θεῖος Ἀπόστολος τῇ τοῦ
Υἱοῦ περιτέθεικεν ἰδιότητι, ἐν τῇ
πρὸς Ἑβραίους Ἐ-πιστολῇ. Ἀλλ'
ὅμως ἐν τῷ Υἱῷ θεωροῦμεν τὸν
Πατέρα. Ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποεῖ,
ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὡσαύτως ποιεῖ ·
τοῦ Θεοῦ”. καὶ τὸ ταυτὸν τῆς φύ-σεως ἐν
“Σὺ δὲ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη ἑκατέρῳ γνωρίζεται · μίαν γὰρ
σου οὐκ ἐ-κλείψουσιν”. Τὴν μὲν ἴσμεν τὴν τῆς Τριάδος ἐνέργειαν».
οὖν κτίσιν μεταῤῥυθμί-ζεις ὡς

3. Χωρία ἀπό τόν Γεννάδιο Κωνσταντινουπόλεως.


Οἰκουμενίου, Ρωμ., ἔχουσιν φυσωμένους · ἀλαζόνας δέ,
PG 118 : 348-349 τοὺς ἐφ' οἷς οὐκ ἔχουσιν
«............ Καὶ ἑνὶ τούτῳ αὐχοῦντας ὡς ἔχο-ντας · ἐφευρέτας
τῷ τῆς ἀδικίας προσρήματι, κοινῇ κακῶν, τοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς
τὰ εἰς ἀλλήλους αὐτῶν πά-ντα κακοῖς, ἕτερα καινοτομοῦντας
περιλαβὼν ἁμαρτήματα, ἐν τοῖς κακά. Γονεῦσι δὲ ἀπειθεῖς, τοὺς
ἑξῆς ἀπα-ριθμεῖται καθ' ἕκαστον. μέχρι τῶν γονέων ἀγνώμο-νας.
Καὶ πονηρίαν μὲν λέ-γει, τὸν ἐκ Ἀσυνέτους δέ, τοὺς ἀσυνειδήτους,
κατασκευῆς εἴς τινα παρὰ τὸν πό- ὧν οὐ-
νον γινόμενον. Πλεονεξίαν δέ, τὴν Γενναδίου, Τεμάχια ὑπομνημάτων
ὑπὲρ τῆς ἐ-πιθυμίας τοῦ πλείονος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, PG 85 : 1669
βλάβην. Κακίαν δέ, τὴν τοῦ «Καὶ ἑνὶ τούτῳ τῷ τῆς ἀδικίας
κακῶσαι τὸν πέλας σπουδήν. Φθόνον προσρή-ματι, κοινῇ τὰ εἰς
δέ, τὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ πλησίον ἀλλήλους αὐτῶν πάντα πε-ριλαβὼν
καλοῖς βασκανίαν · φόνον δέ, τὴν ἁμαρτήματα, ἐν τοῖς ἑξῆς
μέχρις ἀναιρέσεως κίνησιν. Ἔ-ριν ἀπαριθμεῖ-ται καθ' ἕκαστον. Καὶ
δέ, τὴν ἐπίψογον φιλονεικίαν. πονηρίαν μὲν λέγει, τὸν ἐκ
Δόλον δέ, τὰς ἐπὶ λύμῃ τῶν κατασκευῆς εἴς τινα παρὰ τὸν
ἀδελφῶν ἐπιβουλάς τε καὶ μηχανάς · πόνον γινό-μενον · πλεονεξίαν δέ,
κακοήθειαν δέ, τὴν κακοτροπίαν · τὴν ὑπὲρ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ
ψιθυρισμὸν δέ, τὴν ὑπ' ὀδόντα τῶν πλείονος βλάβην · κακίαν δέ, τὴν
παρόντων κακολογίαν · καταλαλιὰν τοῦ κα-κῶσαι τὸν πέλας σπουδήν ·
δέ, τὴν εἰς ἀπόντας ὑπό τινων φθόνον δέ, τὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ
βλασφημίαν. Θεοστυγεῖς δέ, οὐ πλησίον καλοῖς βασκανίαν · φόνον
τοὺς ὑπὸ Θεοῦ μισουμένους (οὐ γὰρ δέ, τὴν μέχρις ἀναιρέσεως κίνησιν
αὐτῷ τοῦτο δεῖξαι πρόκειται νῦν), · ἔριν δέ, τὴν ἐ-πίψογον
ἀλλὰ τοὺς μισοῦντας Θεόν · φιλονεικίαν · δόλον δέ, τὰς ἐπὶ
ὑβριστὰς δέ, τοὺς θρασεῖς καὶ λύμῃ τῶν ἀδελφῶν ἐπιβουλάς τε καὶ
λοιδό-ρους · ὑπερηφάνους δέ, τοὺς μηχανάς · κακο-ήθειαν δέ, τὴν
κατὰ τῶν οὐκ ἐχό-ντων ἐφ' οἷς κακοτροπίαν · ψιθυρισμὸν δέ, τὴν
231

ὑπ' ὀδόντα τῶν παρόντων δὰν ἀφρονέστερον. Ἀσυνέτους δέ,


κακολογίαν · καταλαλιὰν δέ, τὴν τοὺς ταῖς συνθήκαις μὴ
εἰς ἀπόντας ὑπό τινων βλασφημίαν · ἐμμένοντας, ἃς ἂν πρός τινας
θεοστυγεῖς δέ, οὐ τοὺς ὑπὸ Θεοῦ σύνθωνται, ἀστόργους δέ, τοὺς
μισουμένους (οὐ γὰρ αὐτῷ τοῦτο ἀπηνεῖς καὶ ἐ-φίλους · ἀσπόνδους
δεῖξαι πρό-κειται νῦν), ἀλλὰ τοὺς δέ, τοὺς ἀδιαλλάκτους καὶ
μισοῦντας Θεόν · ὑβρι-στὰς δέ, μνησικάκους · ἀνελεήμονας δέ, τοὺς
τοὺς θρασεῖς καὶ λοιδόρους · ἀκαμπεῖς καὶ ἀνενδότους πρὸς
ὑπερη-φάνους δέ, τοὺς κατὰ οὐκ ἔλεον ............».
ἐχόντων ἐφ' οἷς ἔ-χουσιν (Ρωμ. α΄, 29 & 30)
φυσωμένους · ἀλαζόνας δέ, τοὺς ἐφ' στερον · ἀσυνθέτους δέ, τοὺς ταῖς
οἷς οὐκ ἔχουσιν αὐχοῦντας ὡς συνθήκαις μὴ ἐμμένοντας, ἃς ἂν
ἔχοντας · ἐφευρέτας κακῶν, τοὺς πρὸς τινας σύνθωνται · ἀ-στόργους
ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς, ἕτερα δέ, τοὺς ἀπηνεῖς καὶ ἀφίλους · ἀ-
καινοτομοῦντας κακά · γονεῦσι δὲ σπόνδους δέ, τοὺς ἀδιαλλάκτους
ἀπειθεῖς, τοὺς καὶ μέχρι τῶν καὶ μνησικά-κους · ἀνελεήμονας δέ,
γονέων ἀγνώμονας · ἀσυνέ-τους δέ, τοὺς ἀκαμπεῖς καὶ ἀνεν-δότους
τοὺς ἀσυνειδήτους, ὦν οὐδὲν πρὸς ἔλεον ............».
ἀφρονέ- (Ρωμ. α΄, 29 & 30)

4. Χωρία ἀπό τόν Φώτιο.


Οἰκουμενίου, Ρωμ., ἵνα φανῇ αὐ-τοῦ τὸ ὠμὸν καὶ
PG 118 : 456-457 ἀτίθασον τῆς γνώμης καὶ θεο-
«............ Ἐπειδὴ τῆς μισές. Καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως.
ἁμαρτίας ἠθέλησε τὸ μέγεθος Ἔστι γὰρ εὑρεῖν τι χεῖρον τῶν
δεῖξαι, μεῖζον δὲ ταύτης εἰς ὑποκειμένων, οὐ καὶ με-τασχόντες
κακίαν οὐκ ἦν εὑρεῖν, δι' αὐτῆς οἱ πονηρευόμενοι, τὰς κατ' ἐκεῖνο
ταύτης τὸ μέγεθος αὐ-τῆς προσηγορίας ἐπιδέχονται. Ἐπὶ δὲ
ἐνδεικνύμενος, φησίν, “Ἀλλ' ἡ τῆς ἁμαρ-τίας, ἐπεὶ ταύτης, ὡς
ἁμαρτία, ἵ-να φανῇ ἁμαρτία” ἔφημεν, οὐκ ἔστι χεῖρον εὑρεῖν,
τουτέστιν ἵνα ἐκκαλυφθῇ αὐτῆς ὁ αὐτὴν ἐφ' ἑαυτῆς κατηγόρησε,
πᾶς τῆς κακίας πλοῦτος, καὶ ἡ πικρῶς ἅμα καὶ δριμέως τὸν ὄγκον
ἰσχύς αὐτῆς ἡ ἐν αὐτῇ. Οἷον, Ἵνα, αὐτῆς καὶ τὸ τυ-ραννικὸν καὶ
ὅπερ ἐστίν, ὅλη ὡς ὅλη γίνηται ἀνυπέρβλητον ἐνδεικνύμενος. Ἐ-
ἐκφανής. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλ-λων πειδὴ δὲ ἀσαφέστερόν πως ἔδοξεν
ὑπερβολήν τινα θέλοντες εἰρῆσθαι τῇ ταυτολογίᾳ τοῦ
παραστῆσαι, δυ-νάμεθα ἄλλο τι ὀνόματος πάλιν δὲ μεταλαμ-
ἐπιφέρειν τῷ διασυρομένῳ ὑφ' βανομένου τοῦ ὀνόματος, ἡ τῆς
ἡμῶν, οἷον, Μιαρὸς ἦν ἐπὶ ὑπερβολῆς καὶ δριμύτητος ἔνδειξις
τοσοῦτον ὁ Κάϊν, ὅ-τι ἐξελύετο, παρονομάζει μέν, καὶ οὐ
ἀδελφοκτόνος ἐγένετο, ὅτι καὶ τελείως ἀφίσταται τοῦ ὀνόματος,
Θεὸν πρῶτος ἐψεύσατο, καὶ τὰ ἐν ᾧ δὲ ἐκλελύσθαι ἐδόκει, τόνον
ὅμοια. Καὶ πάλιν · Οὐδὲ μετὰ τὴν ἐπάγει τῇ προσθήκῃ τοῦ καθ'
τῶν τεραστίων ἐπίδειξιν παρεκλήθη ὑπερβολήν. Καὶ οὕτως ἐπὶ
Φα-ραὼ ἀπολῦσαι τοὺς Ἰσραηλίτας, Φωτίου, Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς
232

Ῥωμαίους, PG 101 : 1237-1240 αὐτῆς ἐφ' ἑαυ-τῆς κατηγόρησε.


«Τὸ μέγεθος δὲ ἠθέλησε δεῖξαι Πικρῶς ἅμα καὶ δριμέως τὸν ὄγκον
τῆς ἁμαρ-τίας· καὶ ἐπειδὴ ταύτης αὐτῆς, καὶ τὸ τυραννικὸν ἅμα καὶ
εἰς κακίαν μεῖζον οὐκ ἦν εὑρεῖν · ἀνυ-πέρβλητον ἐνδεικνύμενος.
δι' αὐτῆς ταύτης ἐνδει-κνύμενος Ἐπειδὴ δὲ ἀσφαλέ-στερόν πως
τὸ μέγεθος φησίν · Ἵνα φανῇ ἔδοξεν εἰρῆσθαι τῇ ταυτολογίᾳ τοῦ
ἁμαρτία · τουτέστιν ἵνα ἐκκαλυφθῇ ὀνόματος · πάλιν δὲ
αὐτῆς ὁ πᾶς τῆς κακίας πλοῦ-τος, μεταλαμβανομένου τοῦ ὀνόματος.
καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῆς ἡ ἐν αὐτῇ. Οἷον Ἔφη γὰρ παρωνύμως ἁμαρτω-λὸς ἡ
ἵν' ὅπερ ἐστίν ὅλη ὡς ὅλη γένηται ἁμαρτία. Ἡ τῆς δριμύτητος
ἐκφανής. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων ἔνδειξις ἐξε-λύετο. Παρονομάζει
ὑπερβολήν τινα θέλοντες πα- μὲν καὶ οὐ τελείως ἀφί-σταται τοῦ
ραστῆσαι, δυνάμεθα ἄλλο τι ὀνόματος. Ἐν ᾧ δὲ ἐκλελῦσθαι ἐ-
ἐπιφέρειν τῷ δια-συρομένῳ ὑφ' δόκει, τόνον ἐπάγει τῇ προσθήκῃ
ἡμῶν · οἷον μιαρὸς ἦν ἐπὶ τοσοῦ- τοῦ καθ' ὑπερβολήν · καὶ οὕτως
τον ὁ Κάϊν · ὅτι καὶ ἀδελφοκτόνος ἐπὶ τὸ σαφέστερον ἅμα
ἐγένετο · καὶ Θεὸν πρῶτος τὸ σαφέστερον ἅμα καὶ ὁμοίως
ἐψεύσατο. Καὶ πάλιν, οὐδὲ μετὰ ἔντονον καὶ
τὴν τῶν τεραστίων ἐπίδειξιν τοῦ δριμέως ἐμφαντικὸν μεταβαλὼν
παρεκλήθη Φα-ραὼ ἀπολῦσαι τοὺς τὸν λόγον φησίν Ἵνα γένηται καθ'
Ἰσραηλίτας· ἵνα φανῇ αὐ-τοῦ τὸ ὑπερβολὴν ἁμαρτω-λὸς ἡ ἁμαρτία
ὠμὸν τῆς γνώμης καὶ θεομισές · καὶ ............».
ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως. Ἔστι γὰρ (Ρωμ. ζ΄, 13)
εὑρεῖν τι χεῖρον τῶν ὑποκειμένων, καὶ ἔντονον, καὶ τοῦ δριμέως
οὗ μετασχόντες οἱ πονηρευ-όμενοι ἐμφαντικὸν με-ταλαβὼν τὸν λόγον
τὰς κατ' ἐκεῖνο προσηγορίας φησίν · Ἵνα γένηται καθ' ὑπερβολὴν
ἐπιδέχο-νται. Ἐπὶ δὲ τῆς ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία».
ἁμαρτίας, ἐπεὶ ταύτης, ὡς ἔ- (Ρωμ. ζ΄, 13)
φημεν, οὐκ ἔστι χεῖρον εὑρεῖν ·

Οἰκουμενίου, Ρωμ., ψηφίζεται φεύγειν, ἃ καὶ ἐγὼ ἐν


PG 118 : 460 τῇ κατὰ φύσιν ἐλευθερίᾳ τυγχά-
«............ Μετὰ γὰρ τὸ νων, ἔκρινα φευκτέα εἶναι καὶ
πραθῆναι καὶ γε-νέσθαι τὸν μισητά ............».
ἄνθρωπον ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, οὐ (Ρωμ. ζ΄, 14-16)
γινώσκει ὃ κατεργάζεται, τῆς
συνηθείας τῆς αἰσχρᾶς παντελῶς
αὐτοῦ κυριευσάσης, καὶ μη-δὲ
συγχωρούσης εἰδέναι ὅτι ὃ πράττει
κακόν ἐστί. Διὸ καὶ ὃ ἐμίσει ἂν
εἰ ἄπρατος καὶ ἐλεύ-θερος ἦν, καὶ
ὃ οὐκ ἂν εἴλετο, τοῦτο καὶ αἱρεῖ-
ται πεπραμένος ἤδη ὢν καὶ
πράττει. Εἰ δὲ ἐ-λεύθερος ὢν καὶ Φωτίου, Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς
ἄπρατος καὶ κατὰ φύσιν οὐκ ἂν Ῥωμαίους, PG 101 : 1240
εἰλόμην ἃ νῦν ποιῶ · συμμαρτυρῶ τῷ «Σὺ δέ μοι οὕτω διαλεύκανον
νόμῳ ὅτι καλός. Ἐκεῖνα γάρ μοι τὰ ῥητά · Μετὰ τὸ πραθῆναι καὶ
233

γενέσθαι ὑπὸ τὴν ἁ-μαρτίαν τὸν συμψηφίζεται φυγεῖν, ἃ καὶ ἐγὼ ἐν


ἄνθρωπον, οὐ γινώσκει ὃ κατερ- τῇ κατὰ φύσιν ἐλευθερίᾳ τυγχάνων,
γάζεται · τῆς συνηθείας τῆς ἔκρινα φευ-κτέα εἶναι καὶ μισητά.
αἰσχρᾶς, παντελῶς αὐτοῦ Οὐ γινώσκω οὖν, πρα-θεὶς δηλονότι
κυριευσάσης, καὶ μὴ συγχωρούσης · οὐ γὰρ ὃ θέλω ἐλεύθερος ὤν,
εἰδέ-ναι ὅτι κακὸν ἐστὶν ὃ τοῦτο πράσσω νῦν, πεπραμένος ὤν ·
πράσσει. Διὸ καὶ ὃ ἐμί-σει ἄν, εἰ ἀλλ' ὃ μισῶ ἐλεύθερος ὤν, τοῦτο
ἄπρατος καὶ ἐλεύθερος ἦν, καὶ ὃ ποιῶ πεπραμένος ὤν. Εἰ δὲ ὃ οὐ
οὐκ ἂν εἵλετο, τοῦτο καὶ θέλω ἐλεύθερος ὤν, τοῦτο πράσσω
αἱρεῖται, πεπραμένος ἤδη ὢν καὶ πεπραμένος ὤν, συμμαρτυρῶ ἐλεύθε-
πράττει. Εἰ δὲ ἐλεύθερος ὢν καὶ ρος ὤν, ὅτι καλὸς ὁ νόμος. Τὰ γὰρ
ἄπρα-τος καὶ κατὰ φύσιν, οὐκ ἂν αὐτὰ ἐκεί-νῳ βούλομαι, καὶ οὐχ ἃ
εἱλόμην ἃ νῦν ποι-ῶ, Συμμαρτυρῶ νῦν ποιῶ».
τῷ νόμῳ ὅτι καλός. Ἐκεῖνα γάρ μοι (Ρωμ. ζ΄, 14-16)
231

Ε΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΤΟ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
ΚΑΙ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

1. Τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ


ἀξία του.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ μεγαλύτερος
ἑρμηνευτής ὅλων τῶν ἐποχῶν. Προσέφερε τεράστιο
ἑρμηνευτικό ἔργο ὄχι μόνο σέ μέγεθος, ἀλλά καί σέ
ποιότητα. Ὄχι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη, ἀλλά καί ἡ
Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τόν θεωρεῖ μεγάλο Πατέρα
καί οἰκουμενικό διδάσκαλο, γι' αὐτό καί πλῆθος
συγγραφέων ἀπό ὅλες τίς ὁμολογίες ἐνδιέτριψαν στό
πρόσωπο καί τό ἔργο του510. Τό συγγραφικό τάλαντο
510
S. Haidacher, Die Lehre Johannes Chrysostomus uberdie
Schriftinspiration, Salzburg 1897. O. Rathai, “Johannes
Chrysostomus als Exeget”, Pastor Bonus 30 (1918) 342-351.
J. Μoisescu, “Holy Scripture and its Interpretation in the
works of St. John Chrysostom”, Candela 50/51 (1939/41) 116-
238. Β. Αltaner – A. Stuiber, Patrologie, Leben Schriften
und Lehre der Kirchenuäter, Herder, Freiburg-Basel-Wien
19637, σελ. 391ἑ. J. Quasten, Patrology, Vol. III,
Ulrecht/Antwerp 1963, σελ. 433ἑ. Β. Τζωρτζάτου, Ἡ περί τῶν
Ἁγίων Γραφῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Ἀθήναις
1965. Ἠ. Οἰκονόμου, Εἰσαγωγή εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς Γενέσεως
ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου [ἀνάτυπον ἐκ τῆς
σειρᾶς «Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔργα,
τόμ. 41)], Ἀθῆναι 1974. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ ἐπίδραση τῆς
ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς
Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Ἀθῆναι 1983, σελ. 273ἑ,335ἑ.
Χρ. Κρικώνη, Εἰσαγωγή, ΕΠΕ 15 (1983) 1-13. Κ.Π. Χρήστου,
Εἰσαγωγή, ΕΠΕ 1 (1984) 9-46. Τοῦ αὐτοῦ, Πατρολογία Δ΄,
σελ. 231ἑ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος,
Τόμοι Α΄-Β΄, Ἀθήνα 19911.
232

τοῦ Ἰωάννου, ἡ ρητορική δεινότητα, καθώς καί ἡ


δυναμική προσωπικότητά του καταπλήσσουν τόν
ἑκάστοτε ἀκροατή511. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή
συγγραφική του παραγωγή ἡ ὁποία εἶναι ἐκλεκτῆς
ποιότητος σέ ὕφος, ἔκφραση καί περιεχόμενο512. Τό
εὐτύχημα εἶναι ὅτι ἡ χειρόγραφη παράδοση διέσωσε τό
πλεῖστον τοῦ ἔργου του καί ἔτσι πολύ λίγα κείμενα
ἔχουν χαθεῖ. Τί νά πρωτοθαυμάσει κανείς : τό ὕφος,
τήν ἔκφραση, τό περιεχόμενο, τίς σκέψεις, τήν πλοκή
!
Τά πονήματά του εἶναι τόσα πολλά, ὥστε νά μήν
ἔχουν ἀκόμη πλήρως καταλογογραφηθεῖ. Ἡ χειρόγραφη
παράδοση διατήρησε μέ μεγάλο σεβασμό τό πλούσιο σέ
σκέψεις ἔργο, εἴτε ἄμεσα (ὁλόκληρο ἤ σέ Πατερικές
Σειρές), εἴτε ἔμμεσα (σέ ἀνθολόγια, περικοπές,
παραθέματα ἤ μεταφράσεις). Ὅλοι ἤθελαν νά διαθέτουν
συλλογές χρυσοστομικῶν κειμένων καί πολλές φορές
ἀπό ζῆλο ἤ ἄγνοια συνέχεαν γνήσια καί ἀνώνυμα
κείμενα μέ ἀποτέλεσμα τά Ἀνθολόγια Πατερικῶν
Κειμένων νά χαρακτηρίζουν ὡς χρυσοστομικά μεγάλο
ἀριθμό κειμένων, ἡ γνησιότητα τῶν ὁποίων
ἀμφισβητεῖται513. Πολύ λίγα ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου
ἔχουν χαθεῖ.
Τά διασωθέντα διακρίνονται σέ τρεῖς κατηγορίες
:
Ι) Πρώιμα κείμενά του πού ἐμφανίζονται ὡς
Διατριβές ἤ Πραγματεῖες (μέ στοιχεῖα ὁμιλίας),
511
Β. Αltaner – A. Stuiber, Patrologie, Leben Schriften und
Lehre der Kirchenuäter, Herder, Freiburg-Basel-Wien 19637,
σελ. 289ἑ. J. Quasten, Patrology, Vol. III, Ulrecht/Antwerp
1963, σελ. 429. Κ.Π. Χρήστου, Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ
Χριστιανισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 212.
512
J. Quasten, Patrology, Vol. III, Ulrecht/Antwerp 1963,
σελ. 433ἑ. Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 245.
513
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Α΄, Ἀθήνα 19911.
233

ΙΙ) Ὁμιλίες,
ΙΙΙ) Ἐπιστολές.514
Οἱ πραγματεῖες καί οἱ ἐπιστολές συγγράφηκαν
ἀπό τόν ἴδιο, ἐνῶ οἱ ὁμιλίες του καταγράφηκαν ἀπό
ταχυγράφους (πολλές φορές τά γραφόμενα τῶν ὁμιλιῶν
ἐλέγχονταν ἀργότερα ἀπό τόν ἴδιο). Ἦταν σπουδαῖος
ἀττικιστής, μεθοδικός καί διεξοδικός στό λόγο του.
Ἄν καί εἶχε σπουδάσει ρητορική κοντά στόν Λιβάνιο,
δέν ὑπέταξε ποτέ τό λόγο του σέ τεχνητούς κανόνες.
Προικισμένος λογοπλάστης, ἀλλά καί φύλακας τῆς
Παραδόσεως515 μιλοῦσε πάντοτε ἀπό τόν ἄμβωνα χωρίς
χειρόγραφο, ἔχοντας ἄμεση ἐπαφή μέ τό ἀκροατήριο
πού ἀπαρτιζόταν ἀπό ἐκπροσώπους ὅλων τῶν κοινωνικῶν
τάξεων. Οἱ μακροσκελεῖς ἀριστοτεχνικές ὁμιλίες του
εἶχαν μεγαλύτερη ἀπήχηση στό λαό ἀπ' ὅ,τι στούς
ἄρχοντες.
Οἱ ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου κατατάσσονται σέ :
1) λόγους πού ἐκφωνήθηκαν εὐκαιριακά, μέ ἀφορμή
κάποιο συμβάν. 2) ἑρμηνευτικές ὁμιλίες πού
ἀριθμοῦνται στίς ἑπτακόσιες.
Χαρακτηρίζονται ἀπό γλώσσα ἁπλή, λαϊκή, πού
ἀναλύει διεισδυτικά καί μεθοδικά τίς ἔννοιες τῶν
γραφικῶν χωρίων.
Ἀπό τίς ἐξηγητικές ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου στά
βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διασώθηκαν :
α) Δύο σειρές ὁμιλιῶν στό βιβλίο τῆς Γενέσεως516.
β) Μία σειρά ὁμιλιῶν σέ πενήντα ὀκτώ ἐπιλεγμένους
Ψαλμούς517.

514
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Α΄, Ἀθήνα 19911. Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία
60 (1989) 481.
515
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 486.
516
Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν ΞΖ΄, PG 53 : 21-384 &
54 : 385-580. Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐννέα εἰς τὴν Γένεσιν, PG 54 :
581-630.
234

γ) Δύο μικρές ὁμάδες ὁμιλιῶν σέ ἐπιμέρους τμήματα


τοῦ Α΄ Βασιλειῶν (πέντε ὁμιλίες «Εἰς τὴν Ἄνναν»518
καί τρεῖς ὁμιλίες «Εἰς Δαυὶδ καὶ Σαούλ»519).
δ) Δύο ὁμιλίες πού ἀναφέρονται γενικά στά προφητικά
βιβλία «Περὶ τῆς ἀσαφείας τῶν προφητειῶν»520.
ε) Δεκατέσσερις ὁμιλίες πού ἑρμηνεύουν τόν Ἠσαΐα521.
στ) Δύο ἑρμηνεῖες προφητικῶν ρήσεων522.
ζ) Δεκατρεῖς ὁμιλίες στόν προφήτη Δανιήλ523.
Ἀπό τίς ἐξηγητικές ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου στά
βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης διασώθηκαν :
α) Ἐνενήντα μία ὁμιλίες στό κατά Ματθαῖον
Εὐαγγέλιον524.
β) Ἑπτά ὁμιλίες στούς στίχους Λουκᾶν 16, 19-31525.
γ) Ὀγδόντα ὀκτώ ὁμιλίες στό κατά Ἰωάννην
Εὐαγγέλιον526.

517
Χρυσοστόμου, Ἐξήγησις εἰς τοὺς ψαλμούς, PG 55 : 35-498.
518
Χρυσοστόμου, Περὶ Ἄννης λόγοι Ε΄, PG 54 : 631-676.
519
Χρυσοστόμου, Περὶ Δαυῒδ καὶ Σαοὺλ ὁμιλίαι Γ΄, PG 54 :
674-708.
520
Χρυσοστόμου, Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ χριστοῦ καὶ
ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι,
PG 56 : 163-174. Τοῦ αὐτοῦ, Ἔτι εἰς τὴν ἀσάφειαν τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, καὶ εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν, καὶ περὶ τοῦ
μὴ κατηγορεῖν ἀλλήλων, PG 56 : 175-192.
521
Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν εἰς κεφ.
η΄, PG 56 : 11-96. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν Ὁμιλίαι Στ΄,
PG 56 : 97-140.
522
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν προφητικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν · «Ἐγὼ
Κύριος ὁ Θεὸς ἐποίησα φῶς καὶ σκότος, ποιῶν εἰρήνην, καὶ
κτίζων κακά», PG 56 : 141-152. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ
προφήτου Ἱερεμίου, «Κύριε, οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ,
οὐδὲ ἄνθρωπος · πορεύσεται, καὶ κατορθώσει τὴν πορείαν
αὐτοῦ», PG 56 : 153-162.
523
Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Δανιὴλ τὸν προφήτην, PG 56
: 193-246.
524
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν
Εὐαγγελιστὴν εἰς ὁμιλίας ‫ל‬α΄, PG 57 : 13-470 & 58 : 471-794.
525
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον
Ὁμιλίαι Ζ΄, PG 48 : 963-1052.
235

δ) Πενήντα πέντε ὁμιλίες στίς Πράξεις τῶν


Ἀποστόλων527, ὅπου τό κείμενο ἑρμηνεύεται στίχο πρός
στίχο καί διατηρεῖται σέ δύο παραλλαγές, ἀπό τίς
ὁποῖες ἡ δεύτερη διορθώθηκε ἀπό κάποιον ἑρμηνευτή,
πού δέν ταυτίζεται ὅμως μέ τόν Χρυσόστομο.
ε) Τριάντα δύο ὁμιλίες στήν πρός Ρωμαίους
ἐπιστολή528, πού ἀποτελοῦν τό καλύτερο ἐξηγητικό του
ἔργο.
στ) Σαράντα τέσσερις ὁμιλίες στήν Α΄ πρός
529
Κορινθίους , ὅπου ἐξαίρει τήν καθολική
ἐπικαιρότητα τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν
ὁποῖο θαύμαζε ἀπεριόριστα. (Διασώζονται ἐπίσης ἕξι
ὁμιλίες σέ αὐτοτελῆ χωρία στήν Πατρολογία τοῦ

526
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν ἀπόστολον
καὶ εὐαγγελιστὴν εἰς ὁμιλίας ΠΖ΄, PG 59 : 23-482.
527
Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ΝΕ΄,
PG 60 : 13-384.
528
Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολήν.
Ὁμιλίαι ΛΒ΄, PG 60 : 391-682.
529
Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ΜΔ΄, PG
61 : 11-392.
236

Migne530 καί μία μέ τίτλο «Περὶ τῆς ὑποταγῆς τῶν


πάντων» πού ἐκδόθηκε ἀργότερα531).
ζ) Τριάντα ὁμιλίες στήν Β΄ πρός Κορινθίους532 καί
τέσσερις ἐπιπλέον σέ αὐτοτελῆ χωρία ἀπό τήν ἴδια
ἐπιλογή533.
η) Ἕνα ὑπόμνημα προερχόμενο ἀπό διασκευασμένες
ὁμιλίες στήν πρός Γαλάτας534 καί μία αὐτοτελής
ὁμιλία σέ ἕνα χωρίο αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς535.

530
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητόν «Διὰ δὲ τὰς
πορνείας ἔκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἔχετω», PG 51 : 207-216.
Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τό, «Γυνὴ δέδεται νόμῳ, ἐφ' ὅσον χρόνον ζῇ ὁ
ἀνὴρ αὐτῆς · ἐὰν δὲ κοιμηθῇ, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει
γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κύριῳ. Μακαριωτέρα δέ ἐστιν, ἐὰν οὕτω
μείνῃ», PG 51 : 216-224. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, καὶ
περὶ τοῦ ποίας δεῖ ἄγεσθαι γυναῖκας, PG 51 : 225-240. Τοῦ
αὐτοῦ, Εἰς τὸ ἀποστολικόν ῥητόν, «Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν,
ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην ἦσαν,
καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον», PG 51 : 241-250. Τοῦ
αὐτοῦ, Εἰς τὸ ἀποστολικόν ῥητόν τὸ λέγον · «Δεῖ δὲ καὶ
αἱρέσεις εἶναι ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται»,
PG 51 : 251-260. Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ ἐλεημοσύνης, ἐκφωνηθεὶς ἐν
τῷ παριέναι αὐτὸν χειμῶνος ὥρᾳ, καὶ ἰδεῖν τοὺς πένητας καὶ
πτωχοὺς ἀνεπιμελήτους ἐῤῥιμμένους κατὰ τὴν ἀγοράν, PG 51 :
261-270.
531
S. Haidacher, “Drei unedierte Chrysostomus– Textes Einer,
Baseler Handschrift”, Zeitschrift für Katholische Theologie
31 (1907) 150-171.
532
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Β΄
ἐπιστολὴν εἰς ὁμιλίας Λ΄, PG 61 : 381-610.
533
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἀποστολικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν,
«Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τὴς πίστεως, κατὰ τὸ
γεγραμμένον» · καὶ εἰς τό, «Ἐπίστευσα, διὸ καὶ ἐλάλησα», καὶ
περὶ ἐλεημοσύνης, PG 51 : 271-280. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὴν
ἀποστολικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν, «Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα
τὴς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον», καὶ πρὸς Μανιχαίους, καὶ
πάντας τοὺς διαβάλλοντας τὴν Παλαιὰν καὶ διαιροῦντας αὐτὴν
ἀπὸ τῆς Καινῆς, καὶ περὶ ἐλεημοσύνης, PG 51 : 281-288. Τοῦ
αὐτοῦ, Πάλιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥῆσιν · καὶ διὰ τὶ κοινῇ πάντες
ἀπολαμβάνουσι τὰ ἀγαθὰ καὶ περὶ ἐλεημοσύνης, PG 51 : 289-300.
Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητόν, «Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου
μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ», PG 51 : 301-310.
237

θ) Εἴκοσι τέσσερις ὁμιλίες στήν πρός Ἐφεσίους536.


(Τά τέσσερα δέκατα τῆς ἑρμηνείας ἀφιερώνονται στό
τέταρτο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου ἀναπτύσσονται
ἀπό τόν Χρυσόστομο τά θέματα τῆς ἀρετῆς καί τῆς
ἀγάπης).
ι) Δεκαπέντε ὁμιλίες στήν πρός Φιλιππησίους537.
ια) Δώδεκα ὁμιλίες στήν πρός Κολοσσαεῖς538.
ιβ) Ἕνδεκα ὁμιλίες στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς539.
ιγ) Πέντε ὁμιλίες στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς540.
ιδ) Δεκαοκτώ ὁμιλίες στήν Α΄ πρός Τιμόθεον541 (καί
δύο σέ αὐτοτελῆ χωρία542).
ιε) Πέντε ὁμιλίες στήν Β΄ πρός Τιμόθεον543 (σύν μία
σέ αὐτοτελές χωρίο544).

534
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴν εἰς
κεφ. Στ΄, PG 61 : 611-682.
535
Χρυσοστόμου, Τῇ προτέρᾳ συνάξει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ καινῇ
συναχθεὶς μετὰ τοῦ ἐπισκόπου, ταύτην ἐν τῇ παλαιᾷ εἶπεν εἰς
τὴν περικοπὴν τοῦ Ἀποστόλου · «Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς
Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην» · καὶ δείκνυσιν,
ὅτι οὐκ ἀντίστασις ἦν, ἀλλ' οἰκονομία τὰ γινόμενα, PG 51 :
371-388.
536
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας ΚΔ΄, PG 62 : 7-176.
537
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας ΙΕ΄, PG 62 : 177-298.
538
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας ΙΒ΄, PG 62 : 299-390.
539
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α΄
ἐπιστολὴν εἰς ὁμιλίας ΙΑ΄, PG 62 : 391-468.
540
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς Β΄
ἐπιστολὴν εἰς ὁμιλίας Ε΄, PG 62 : 467-500.
541
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α΄ ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας ΙΗ΄, PG 62 : 501-600.
542
Χρυσοστόμου, Εἰς τό, «Χήρα καταλεγέσθω μὴ ἐλάττων ἐτῶν
ἑξήκοντα γεγονυῖα» · καὶ περὶ παίδων ἀνατροφῆς, καὶ περὶ
ἐλεημοσύνης, PG 51 : 321-336. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸν Ἠλίαν, καὶ
εἰς τὴν χήραν, καὶ περὶ ἐλεηνοσύνης, PG 51 : 337-348.
543
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Β΄ ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας Ι΄, PG 62 : 599-662.
238

ιστ) Ἕξι ὁμιλίες στήν πρός Τίτον545.


ιζ) Τρεῖς ὁμιλίες στήν πρός Φιλήμονα546.
ιη) Τριάντα τέσσερις ὁμιλίες, πού ἐκδόθηκαν ἀπό
στενογραφήματα, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή547. Ἡ
ἔκδοση τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν ἔγινε μετά τό θάνατο τοῦ
Χρυσοστόμου ἀπό κάποιον πρεσβύτερο Κωνστάντιο.
Δέν ἑρμήνευσε τίς Καθολικές ἐπιστολές, ἐπειδή
στήν ἐποχή του δέν εἶχαν ἀκόμη συμπεριληφθεῖ στόν
Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Παραταῦτα
σέ διάφορα ἔργα του χρησιμοποιεῖ χωρία ἀπό αὐτές,
τά ὁποῖα καί ἀναλύει548.

2. Ἡ σχέση τοῦ Χρυσοστόμου μέ τήν Ἁγία Γραφή.


Μέσα στούς λόγους του ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει
σέ βάθος καί λεπτομερῶς τά ἱερά κείμενα, γιά τά
ὁποῖα τρέφει μεγάλο σεβασμό. Κατά τόν καθηγητή
Στυλ. Παπαδόπουλο : «Ἡ τόσο εὐρεία καί συχνά
ἐμπεριστατωμένη ἑρμηνευτική διεργασία τῶν βιβλικῶν
κειμένων, ὅπως τή διαπιστώνουμε στίς πολλές
ἐξηγητικοοικοδομητικές Ὁμιλίες του, προϋποθέτει,
νομίζουμε, ὄχι μόνο μακρά κι ἐπίπονη προσωπική

544
Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητὸν τὸ λέγον ·
«Τοῦτο δὲ γινώσκετε, ὅτι ἐν ἐσχάτοις ἡμέραις ἔσονται καιροὶ
χαλεποί», PG 56 : 271-280.
545
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας Στ΄, PG 62 : 663-700.
546
Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας Γ΄, PG 62 : 701-721.
547
Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν,
ἐκτεθεῖσα ἀπὸ σημείων μετὰ τὴν κοίμησιν αὐτοῦ παρὰ
Κωνσταντίνου πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας εἰς ὁμιλίας ΛΔ΄, PG 63 :
9-236.
548
Κ. Μπελέζου, Χρυσόστομος καί σύγχρονη βιβλική ἔρευνα, Ἡ
χρονολογική ταξινόμηση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
Ἀθήνα 1998.
239

ἔρευνα, ἀλλά καί διδακτικοεξηγητικό ἔργο εὐρύτερο


ἀπό αὐτό πού προσδιορίζουν οἱ σωζόμενενες Ὁμιλίες
του. Καί ἀκόμα εὐρύτερο ἀπό ἐκεῖνο, πού ἐπέβαλαν τά
καθορισμένα λειτουργικά ἀναγνώσματα»549. Οἱ ὁμιλίες
του εἶναι πραγματικά ἀριστουργήματα καί ἡ
ἐξονυχιστική ἑρμηνεία του ἔχει κυρίως πρακτικό
σκοπό. Ἡ διάρκειά τους ποικίλλει. Κήρυττε καί
θεολογοῦσε ὄχι μόνο μετά ἀπό τά Ἀναγνώσματα τῆς
Θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί μετά ἀπό ἑσπερινές
ἀκολουθίες. Μυοῦσε τούς πιστούς στή μελέτη τῆς
Ἁγίας Γραφῆς. Στίς ἀπογευματινές συνάξεις οἱ
ἀκροατές μποροῦσαν νά προβάλλουν ἐρωτήσεις, ἀφοῦ
εἶχαν πρῶτα μελετήσει τό βιβλικό κείμενο550. Δέ
θεολογεῖ γιά τίς ἀνώτερες τάξεις τῆς κοινωνίας,
ἀλλά γιά τόν ἁπλό λαό πού δέν ἔχει πάντοτε ὑψηλή
παιδεία. Προσπαθεῖ νά τόν νουθετήσει, νά τόν
ποδηγετήσει, νά τόν φέρει πιό κοντά στό θεῖο
θέλημα. Ὅσο γιά τούς πεπαιδευμένους ἀκροατές, αὐτοί
πάντοτε ἀποζητοῦσαν τήν φιλολογική πρωτοτυπία καί
πάντοτε ἐπευφημοῦσαν τόν ἀκάματο δεινό ρήτορα
Χρυσόστομο. Ὁ Ἰωάννης στρέφει τήν προσοχή ἀπό τή
μορφή στό περιεχόμενο τοῦ λόγου. Πιστεύει ὅτι ἡ
Ἁγία Γραφή δέν ἔχει μόνο φιλολογική, ἱστορική ἤ
μορφωτική ἀξία, ἀλλά ὅτι ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ καί ἀποκαλύπτει στόν ἄνθρωπο τό κεκρυμμένο
μυστήριο τῆς σωτηρίας551. Τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
γράφτηκαν ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι θεόπνευστα. Οἱ
συγγραφεῖς τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καί τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά

549
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Α΄, Ἀθήνα 19911, σελ. 101-102.
550
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Α΄, Ἀθήνα 19911, σελ. 103-105.
551
Β. Τζωρτζάτου, Ἡ περί τῶν Ἁγίων Γραφῶν διδασκαλία Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Ἀθήναις 1965, σελ. 11.
240

καί ὁ ἀνώτερος ἑρμηνευτής τους καθοδηγήθηκε ἀπό τό


Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἐκφράσει τό βάθος τοῦ γράμματος
καί νά ὁδηγήσει τούς πιστούς πιό κοντά στήν
ἀλήθεια, στή γνώση τοῦ Θεοῦ552.
Ἡ Ἁγία Γραφή κατέστη χρήσιμη καί ἀναγκαία λόγῳ
τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό
τήν ἁμαρτία, πού κατέστρεψε ἐπίσης καί τή σχέση του
μέ τή φύση553. Ὁ ἁμαρτωλός καί πεπτωκώς ἄνθρωπος
ἔχασε τήν ἐσωτερική του καθαρότητα. Ἔτσι δέν μπορεῖ
νά ἀναγνωρίσει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, οὔτε
ἐμβαθύνοντας μέσα του, οὔτε στή σχέση του μέ τή
φύση.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει τίς ψυχές πού ἔχουν
πολύ καθαρό βίο. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μέ τίς
ἐκτροπές τους ἀπομακρύνθηκαν τόσο πολύ ἀπό τό Θεό,
πού γνώρισαν τίς θεῖες ἀλήθειες μέσῳ τῶν
θεόπνευστων βιβλίων. Στή συγγραφή τῶν ἱερῶν βιβλίων
συνετέλεσαν καί οἱ ἱστορικοί καί κοινωνικοί
παράγοντες τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία ἱδρύθηκε ἡ
πρώτη Ἐκκλησία.
Ὁ Χρυσόστομος τονίζει τή μεγάλη ἀξία τοῦ λόγου
καί τήν ἀνάγκη συνεχοῦς προετοιμασίας τοῦ κήρυκα
τῆς Ἐκκλησίας554. Ἰσχύει ἡ φράση : «πᾶσα γραφὴ
θεόπνευστος» (Α΄ Τιμόθ. 3, 16). Ὄχι μόνο τά
ἑρμηνευτικά, ἀλλά ὅλα τά ἔργα του βασίζονται στήν
ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνήργησε στούς
συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ
Θεός εἶναι ὁ συγγραφέας τῶν Γραφῶν, τῶν «ἱερῶν
γραμμάτων». Ἡ θεία προέλευση ἐγγυᾶται τήν
ἀξιοπιστία τῆς Γραφῆς. Ἡ Γραφή εἶναι αὐθεντία γιατί

552
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 479.
553
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 479-
480.
554
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Α΄, Ἀθήνα 19911, σελ. 106.
241

οἱ συγγραφεῖς καθοδηγοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.


Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἱεροί συγγραφεῖς μετέχουν
προσωπικά στή διατύπωση τῆς ἐκφράσεως τῶν θείων
ἀληθειῶν. Ἔτσι, κατά τή μελέτη τῆς Γραφῆς,
ἐρευνοῦμε μέ ἀκρίβεια τίς προϋποθέσεις κάτω ἀπό τίς
ὁποῖες γράφτηκε τό ἑκάστοτε βιβλικό κείμενο555.
Γιά τόν Χρυσόστομο οἱ ἔννοιες Ἐκκλησία, Γραφή
καί Παράδοση ἀποτελοῦν ὀργανική ἑνότητα. Ἡ Καινή
Διαθήκη ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική διατύπωση τοῦ
μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ ἴδιου τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως μαρτυρήθηκε ἀπό τούς ἀποστόλους. Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωντανή ἀποστολική
παράδοση. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ καταγραφή μέρους
τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως. Γράφτηκε γιά νά
ἑρμηνεύσει καί νά διασαφηνίσει τήν προφορική
διδασκαλία τῶν ἀποστόλων556.
Ἄν καί ὁ Χρυσόστομος ἀναγνωρίζει τήν
ἀποστολική παράδοση, ἐν τούτοις ἀναζητεῖ καί
θεμελιώνει ὅλες τίς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς
πίστης καί ζωῆς στήν Ἁγία Γραφή. Ὁ ἴδιος πιστεύει
ὅτι ἀπό τά Εὐαγγέλια –καί μόνο ἀπό αὐτά– γνωρίζουμε
ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τή
διδασκαλία καί τά θαύματά Του. Οἱ χριστιανοί
μαθαίνουν ὅλη τήν ἀλήθεια γιά τόν Χριστό ἀπό τίς
Γραφές.
Ἡ Ἁγία Γραφή καί ἰδιαίτερα ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι τό
κριτήριο τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός557.

555
Χρυσοστόμου, Πράξ., Ὁμιλία ΜΘ΄, PG 60 : 337.
556
Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία ΙΓ΄, PG 61 : 496ἑ. Πρβλ Παν.
Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 601-602.
Ἐπίσης πρβλ Α. Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, σελ. 12-21, Ἀθήνα 1984.
557
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον,
Ὁμιλία Δ΄, PG 48 : 1011. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Τιμόθ., Ὁμιλία Η΄, PG
62 : 648.
242

Ἡ ἄγνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται αἰτία τῶν


κακῶν558. Ἀντίθετα ἡ μελέτη της :
– ἀναιρεῖ τήν κακία559,
– διώχνει τήν πλάνη560,
– δημιουργεῖ φόβο Θεοῦ561,
– ἀπαλλάσσει ἀπό τά πάθη562,
– θεμελιώνει τήν ὀρθή πίστη563,
– διαφυλάσσει τήν πίστη ἀπό τήν αἵρεση564.
Εἰδικότερα τά παιδιά καί οἱ νέοι πρέπει νά
ἀναγιγνώσκουν τήν Ἁγία Γραφή καί νά τήν ἐντυπώνουν
στό μυαλό καί τήν ψυχή τους, ὥστε νά καλλιεργοῦν
τήν ἀρετή565. Ἀλλά καί γιά τούς μεγάλους, «ἡ
ἀκρίβεια τοῦ βίου» εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μελέτης τῆς
Ἁγίας Γραφῆς.
Ὅσο περισσότερο διαβάζει κάποιος τήν Ἁγία
Γραφή, τόσο ἀντιλαμβάνεται τό ἀνεξάντλητο τοῦ
περιεχομένου της καί τά ὑψηλά νοήματά της, παρότι
τό κείμενό της εἶναι γραμμένο μέ σαφήνεια σέ πολύ

558
Χρυσοστόμου, Κολ., Ὁμιλία Θ΄, PG 62 : 361. Τοῦ αὐτοῦ,
Πράξ., Ὁμιλία ΛΔ΄, PG 60 : 250.
559
Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς
Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη, καὶ περὶ παραδείσου καὶ γραφῶν, καὶ
εἰς τό, «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου», PG 52 : 397.
560
Xρυσοστόμου, Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον,
Ὁμιλία Δ΄, PG 48 : 1011.
561
Xρυσοστόμου, Β΄ Θεσσ., Ὁμιλία Β΄, PG 62 : 476-478.
562
Xρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Δ΄, PG 57 : 50. Τοῦ αὐτοῦ,
Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον, Ὁμιλία Γ΄, PG 48 :
992ἑ. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΑ΄, PG 53 : 284.
563
Χρυσοστόμου, Β΄ Τιμόθ., Ὁμιλία Η΄, PG 62 : 646.
564
Xρυσοστόμου, Φιλιππ., Ὁμιλία Στ΄, PG 62 : 218ἑ (ἡ Ἁγία
Γραφή καταβάλλει τίς αἱρέσεις) : «Καθάπερ γὰρ τις μάχαιρα
ὀξεῖα ἑκατέρωθεν ἠκονημένη ὅπουπερ ἂν ἐμπέσῃ κἂν εἰς μυρίας
φάλαγγας, εὐκόλως αὐτὰς διακόπτει καὶ ἀφανίζει, τῷ πάντοθεν
ὀξεῖαν εἶναι, καὶ μηδὲν τὴν ἀκμὴν αὐτῆς φέρειν · οὕτω δὴ καὶ
τὰ τοῦ πνεύματος ῥήν ματα».
565
Χρυσοστόμου, Ἐφεσ., Ὁμιλία ΚΑ΄, PG 62 : 151 : «Δῶμεν
αὐτοῖς, ὑπόδειγμα ἐκ πρώτης ἡλικίας τῇ τῶν Γραφῶν ἀναγνώσει
ποιοῦντες αὐτοὺς ἐνσχολάζειν».
243

ἁπλή γλώσσα. Σκοπός κάθε ἁγιογραφικοῦ κειμένου


εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Παρά τήν ἁπλότητά
της, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό τά
συγγράμματα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, καί ἐπιπλέον
πολύ πιό σαφής, γιατί γράφτηκε ἀπό ἁπλούς καί
ἀγράμματους ἀνθρώπους καί ἀπευθύνεται σέ ὅλα τά
κοινωνικά στρώματα τῶν ἀνθρώπων. «Διὰ τί γὰρ
ὁμιλίας χρεία ; πάντα σαφῆ καὶ εὐθέα τὰ παρὰ ταῖς
θείαις Γραφαῖς, πάντα τὰ ἀναγκαῖα δῆλα»566. Ἡ
σαφήνεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καθιστᾶ λιγότερο σπουδαία
τήν ἑρμηνεία της ἀπό τόν ἱεροκήρυκα.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν
Καινή καί ἀποτελεῖ τόν τύπο της. Ὁ γνόφος τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης καταργεῖται «ἐν Χριστῷ». Ἔτσι ὁ
Χρυσόστομος, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς,
χρησιμοποιεῖ τήν «τυπολογική ἑρμηνεία». Ἡ Καινή
Διαθήκη τελειοποιεῖ καί διασαφηνίζει τήν Παλαιά
Διαθήκη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶχε προκατασκευαστικό
ρόλο, γι’ αὐτό ἦταν ἀτελής καί ἀσαφής καί ἄρα πιό
δυσνόητη. Τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐξηγοῦν
τά ἀντίστοιχα τῆς Παλαιᾶς. Βέβαια καί μέσα στήν
Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν δυσνόητα καί φαινομενικά
ἀσαφῆ χωρία, ἀλλά καί αὐτά γίνονται κατανοητά, ἐφ’
ὅσον στήν ὁλότητά του τό κείμενο τῆς Καινῆς
Διαθήκης εἶναι σαφές. Πολλά ἀπό αὐτά ἐπιδέχονται
περισσότερες ἀπό μία ἑρμηνεῖες. Γι' αὐτό δέν ἀρκεῖ
μόνο ἡ ἀνάγνωση· χρειάζεται καί ἡ ἐπίγνωση τῆς
Γραφῆς.
Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἡ μνήμη καί ἡ ἱστορία τῶν
ἀγαθῶν ἀνθρώπων, τό παράδειγμα τῆς ζωῆς567. Ὁ
χριστιανός πρέπει νά διαβάζει ἤ νά ἀκούει τή Γραφή

566
Χρυσοστόμου, Β΄ Θεσσ., Ὁμιλία Γ΄, PG 62 : 485.
567
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Δ΄, PG 57 : 49.
244

μέ προσοχή568, μέ εὐλάβεια569, μέ σεβασμό, μέ καθαρή


καρδιά, μέ εὐμενῆ διάθεση, μέ προσευχή, μέ
προσήλωση, μέ κατάνυξη, ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε
βιωτική φροντίδα καί μέριμνα570. Ἡ ἀνάγνωση τῆς
Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀπαραίτητη, ὄχι μόνο στούς
μοναχούς, ἀλλά καί στούς ἔγγαμους, γιατί ἀποτελεῖ
φάρμακο τῶν ψυχῶν καί ἀντίδοτο τῶν σατανικῶν
571
πειρασμῶν . Ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν εἶναι κέρδος. Ἡ
Ἁγία Γραφή φωτίζει τόν ἀνθρώπινο νοῦ καί εἰσδύει
στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ572.
Ἐπειδή οἱ περισσότεροι χριστιανοί ἀκροατές καί
ἀναγνῶστες δέν εἶχαν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις
πού ἀπαιτοῦνται γιά τήν ἑρμηνεία καί κατανόηση τῶν
Γραφῶν, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε ὅλη του τή ζωή στό
κήρυγμα, ἀναλύοντας τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τή
μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄)573 καί τήν Καινή
Διαθήκη ἀπό τό πρωτότυπο ἑλληνικό κείμενο.
Σκοπός τῆς ἑρμηνείας εἶναι ἡ σωτηρία τῶν
πιστῶν, γι’ αὐτό πρέπει νά γίνεται λεπτομερής
ἐμβάθυνση τοῦ κειμένου λέξη πρός λέξη, συλλαβή πρός
συλλαβή, ὥστε ν’ ἀποκαλυφθεῖ τό βάθος τοῦ κειμένου.
Ὁ ἑρμηνευτής πρέπει νά βρίσκεται σέ συνεχῆ διάλογο
μέ τό συγγραφέα574 καί νά ἔχει ἄμεση ἐπικοινωνία μέ
τούς ἀκροατές, ὥστε νά προσαρμόζει τό κήρυγμά του
στήν ἀντίληψη καί τήν ψυχική τους διάθεση575.

568
Xρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Β΄, PG 57 : 27.
569
Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία Θ΄, PG 49 : 104.
570
Xρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Α΄, PG 59 : 27 κτλ.
571
Xρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Β΄, PG 57 : 30.
572
Xρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία ΙΓ΄, PG 57 : 215.
573
Xρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Ε΄, PG 57 : 57.
574
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία Θ΄, PG 63 : 75.
575
Xρυσοστόμου, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, «Κύριε
οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἄνθρωπος · πορεύσεται,
καὶ κατορθώσει τὴν πορείαν αὐτοῦ», PG 56 : 153-162.
245

Ἡ ἑρμηνεία πρέπει νά γίνεται μεθοδικά,


ξεκινώντας σταδιακά ἀπό τά βασικά καί στοιχειώδη
πρός τά μυστικότερα καί τά ὑψηλότερα576. Ὁ ἀκροατής
πρέπει νά πληροφορηθεῖ ἀπό τόν ἱεροκήρυκα γιά τό
συγγραφέα, τό χρόνο συγγραφῆς, τούς ἀποδέκτες καί
τό σκοπό τοῦ κειμένου577.
Ὁ ὁμιλητής πρέπει νά ἀσκεῖ τό ἀκροατήριό του
στήν ἐμβάθυνση τόσο τῶν εὔκολων, ὅσο καί τῶν
δύσκολων θεμάτων, καί νά τούς ἐνθαρρύνει νά φτάσουν
μόνοι τους στή λύση τῶν θεολογικῶν προβλημάτων578.
Μεθοδολογικά, ὁ κήρυκας - ἑρμηνευτής πρέπει νά
χωρίζει τό βιβλικό κείμενο σέ μικρές ἑνότητες καί
νά τίς ἀναλύει «κατὰ μικρόν», ὥστε τό μήνυμά τους
ν’ ἀφομοιωθεῖ ἀπό τόν ἀκροατή579. Πρέπει νά
ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τήν ἑρμηνεία του, ὥστε νά τή
μάθουν καλά οἱ ἀκροατές καί νά τήν ἐμπεδώσουν, καί
μετά νά συνεχίζει σέ ἄλλο ἑρμηνευόμενο τεμάχιο580.
Ἐν τούτοις ἡ γνώση τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καθίσταται σωτήρια ὅταν συνδυάζεται μέ τόν
ἐνάρετο βίο καί τίς ἀγαθές πράξεις581.

576
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία Θ΄, PG 63 : 75.
577
Χρυσοστόμου, Πρὸς τοὺς ἐγκαταλείψαντας τὴν σύναξιν τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ εἰς τὸ μὴ παρατρέχειν τὰς ἐπιγραφὰς τῶν
θείων Γραφῶν, καὶ εἰς τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Βωμοῦ, καὶ εἰς τοὺς
νεοφωτίστους, PG 51 : 71. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν, Ὁμιλία
Β΄, PG 56 : 110.
578
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, «Κύριε
οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἄνθρωπος · πορεύσεται,
καὶ κατορθώσει τὴν πορείαν αὐτοῦ», PG 56 : 153ἑ.
579
Χρυσοστόμου, Ἀναγνωσθείσης περικοπῆς · «Σαῦλος δὲ ἔτι
ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου», πάντων προσδοκώντων, εἰς τὴν
ἀρχὴν τοῦ θ΄ τῶν Πράξεων τὴν ὁμιλία λεχθήσεται, ὅτι
ἀναστάσεως ἀπόδειξις ἡ Παύλου κλῆσις, PG 51 : 119.
580
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΔ΄, PG 53 : 117. Τοῦ
αὐτοῦ, Ἰωάννην, Ὁμιλία Β΄, PG 59 : 36. Τοῦ αὐτοῦ, Ἰωάννην,
Ὁμιλία Στ΄, PG 59 : 61. Τοῦ αὐτοῦ, Ἰωάννην, Ὁμιλία ΚΕ΄, PG 59
: 147.
581
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Στ΄, PG 59 : 61,62.
246

Ὁ πιστός ἔχει ὡς βασικά καθήκοντα :


α) Νά μελετᾶ συνεχῶς τήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ
Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς, νά διακρίνει τό σαφές ἀπό
τό ἀσαφές, τό εὐνόητο ἀπό τό δυσνόητο. Μ’ αὐτόν τόν
τρόπο θά εἶναι εὐκολότερο νά κατανοήσει τά λόγια
τοῦ ἱεροκήρυκα582.
β) Νά μελετᾶ καί νά ἐντυπώνει στό νοῦ τά
ἀναγιγνωσκόμενα, ὥστε νά τά συνδέσει ἄρρηκτα μέ ὅσα
ἀκούει ἀπό τόν ἱεροκήρυκα. Ἔτσι θά ὠφεληθεῖ καί θά
προοδεύσει πνευματικά. Μέ τή συνεργασία τοῦ
ἱεροκήρυκα μέ τόν ἀκροατή, ὁ δεύτερος θά φθάσει σέ
μία πλήρη καί βαθειά γνώση τῶν Γραφῶν583.
Ἡ ἑρμηνευτική μέθοδος πού ἀκολουθεῖ ὁ
Χρυσόστομος προσδιορίζεται ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο
τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σχετικά μέ τήν Παλαιά Διαθήκη,
τή γνώριζε, ὄχι ἀπό τό πρωτότυπο, ἀλλά ἀπό τή
μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο΄)584. Πολλές φορές ὁ
Ἱερός Πατήρ χρησιμοποίησε καί διάφορες ἄλλες
μεταφράσεις, γιά νά προσεγγίσει τό ἑβραϊκό κείμενο,
ὅταν συναντοῦσε κάποιο δυσερμήνευτο χωρίο585.
Ὅπως εἴδαμε ὁ Χρυσόστομος τόνιζε τή
θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὑπογράμμιζε σέ κάθε
εὐκαιρία τή σημαντικότητα τῶν γεγραμμένων καί
ἀπαιτοῦσε ἀνάλογο σεβασμό ἀπό τόν ἀναγνώστη καί ἀπό
τόν ἐξηγητή, ἐνῶ πίστευε ὅτι τίποτα δέν εἶναι
περιττό586. «Ὁ ἐξηγητής δέν πρέπει νά παραβλέπει καί
νά παρατρέχει τίποτα, ἀλλά θά πρέπει νά τά ἐξετάζει

582
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 618-
619.
583
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 620.
584
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία Ε΄, PG 57 : 57.
585
Ὁ Χρυσόστομος δέ γνώριζε ἑβραϊκά.
586
Χρυσοστόμου, Εἰς τό, «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν»,
καὶ τὰ ἑξῆς, PG 51 : 187ἑ. Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Ἀκύλαν καὶ
Πρίσκιλλαν, καὶ εἰς τὸ μὴ κακῶς λέγειν τοὺς ἱερεῖς τοῦ
Θεοῦ, PG 51 : 195. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., Ὁμιλία ΛΑ΄, PG 61 : 667.
247

ὅλα προσεχτικά, νά διερευνᾶ καί νά ἑρμηνεύει μέ


ἀκρίβεια τήν κάθε λέξη καί τήν πιό βραχεία»587. Ἡ
ἀνακρίβεια καί ἡ ἔλλειψη ἐμβάθυνσης στίς βιβλικές
λέξεις ὁδηγεῖ σέ λανθασμένες, ἀκόμα καί σέ
αἱρετικές ἑρμηνεῖες588. Ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ προσθήκη
ἤ ἀφαίρεση λέξεων, διότι συντελεῖ στήν
παρερμηνεία589. Ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὀρθή στίξη τοῦ
βιβλικοῦ κειμένου.
Πολλοί ἑρμηνευτές, Ἕλληνες καί ξένοι, ὅπως
590 591
π.χ. ὁ Δ.Σ. Μπαλάνος , ὁ Β. Altaner , ὁ J.
Quasten592, ὁ Παν. Ἀνδριόπουλος593, ὁ Στυλ.

587
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 626-
627. Πρβλ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, καὶ εἰς
τὸ μὴ κακῶς λέγειν τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, PG 51 : 195. Ἐπίσης
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία Η΄, PG 53 : 70 &
Ὁμιλία ΙΕ΄, PG 53 : 119 & Ὁμιλία ΚΔ΄, PG 53 : 206. Ἐπίσης πρβλ
Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὸν Ἠσαΐαν, Ὁμιλία Β΄, PG 56 : 110.
588
Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΙΣτ΄, PG 60 : 549,551. Τοῦ
αὐτοῦ, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΑ΄, PG 63 : 89ἑ.
589
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία ΛΔ΄, PG 61 : 293.
590
Δ.Σ. Μπαλάνου, Πατρολογία, ἐν Ἀθήναις 1930, σελ. 365 :
«Ἐπόμενος ταῖς ἀρχαῖς τῆς ἀντιοχειανῆς σχολῆς ὁ Χρυσόστομος
ἑρμηνεύων τὴν Γραφὴν ἀποφεύγει ἐπιμελῶς τὴν ἀλληγορικὴν
ἑρμηνείαν, ἣν θεωρεῖ ληδωρίαν καὶ ἐπιζητεῖ τὴν γραμματικὴν
ἑρμηνεία».
591
Β. Αltaner – A. Stuiber, Patrologie, Leben Schriften und
Lehre der Kirchenuäter, Herder, Freiburg-Basel-Wien 19637,
σελ. 291 : Ὁ Χρυσόστομος suct den historischen Sinn der
biblischen Texte mac den Grundsatgen der antiochen is chen
Schule ju erlautern.
592
J. Quasten, Patrology, Vol. III, Ulrecht/Antwerp 1963,
σελ. 433 : Δέχεται ὅτι οἱ ἐξηγητικές ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου
«give evidence of his strict and intelligent training in
the tenets of that school. Always anxious to ascertain the
literal sense and opposed to allegory, he combines great
facility indicerning the spiritual meaning of the
Scriptural text with an equal ability for immediate,
practical application to the guidance of those committed to
his care».
593
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 621-
634.
248

Παπαδόπουλος594, ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Χρυσόστομος


ἀκολούθησε αὐστηρά τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο
τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς. Κατά τόν καθηγητή Κ.Π.
Χρήστου : «Ἡ ἑρμηνευτική αὐτοῦ ἦτο νηφάλια
στηριζομένη εἰς τό γράμμα τῆς Βίβλου, καταφεύγουσα
ἐνίοτε καί εἰς τό ἑβραϊκόν μέσῳ βοηθείας, διότι
ἀνεζήτει ὑπό τό γράμμα τύπους καί ἀναγωγικά
595
νοήματα» . Ὁ Χρυσόστομος ἐνδιαφερόταν περισσότερο
γιά τό πῶς θά ἑρμηνεύσει μέ περισσότερη ἀκρίβεια τό
κείμενο καί ὄχι γιά τήν ἑρμηνευτική μέθοδο πού θά
χρησιμοποιοῦσε596. Βασική πάντως προϋπόθεση τῆς
ἑρμηνείας τοῦ Ἰωάννου εἶναι ὁ σεβασμός πρός τό ἱερό
κείμενο, πού γι’ αὐτόν εἶναι πάντοτε ζωντανό καί
ἐπίκαιρο. Κατά τόν Παν. Ἀνδριόπουλο : «Κανένας
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει ἑρμηνεύσει τά ἱερά
γράμματα τόσο βαθιά καί ἐξονυχιστικά καί ταυτόχρονα
τόσο πρακτικά ὅσο ὁ Χρυσόστομος»597.

3. Ὁ Χρυσόστομος ὡς ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν


τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἑρμηνευτικῶν ὁμιλιῶν
τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἀφιερωμένο στίς ἐπιστολές τοῦ
ἀποστόλου Παύλου. Ἀπό τίς ἑρμηνεῖες αὐτές καί ἀπό
ἑπτά ἐπιπλέον ὁμιλίες πού ἐγκωμιάζουν τήν
594
Στυλ. Παπαδόπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμος
Β΄, Ἀθήνα 19911, σελ. 112-113.
595
Κ.Π. Xρήστου, Πατρολογία Δ΄, σελ. 279. Παν. Ἀνδριόπουλου,
“Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 603-607.
596
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Κ΄, PG 59 : 125 : Ἐδῶ
ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ προσπάθειά του νά κάνει ἀκριβῆ ἀνάλυση
στή συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ναθαναήλ καί εἰδικά στό
σημεῖο πού ὁ Ναθαναήλ ἐκφράζει τήν ἀπορία του γιά τήν
προέλευση τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Ναζαρέτ.
597
Παν. Ἀνδριόπουλου, “Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 477-
478.
249

προσωπικότητα καί τό πνευματικό ἔργο τοῦ ἀποστόλου


Παύλου φαίνεται ὁ βαθύς σεβασμός καί θαυμασμός τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Ἀπόστολο τῶν
ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τήν ἱεραποστολική του
δραστηριότητα ἀπό τήν Ἀντιόχεια, τή γενέτειρα τοῦ
μακαρίου Ἰωάννου.
Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε ὁ «λειμῶνας τῶν ἀρετῶν», τό
μέγα «πνευματικὸ παράδειγμα» γιά ὅλους τούς
χριστιανούς τόσο τούς σύγχρονους, ὅσο καί τούς
μεταγενέστερούς του, διότι «σκεῦος ἐκλογῆς γέγονε,
καὶ καλῶς ἑαυτὸν ἐξεκάθηρε, δαψιλὴς ἡ τοῦ Πνεύματος
ἐξεχύθη εἰς αὐτὸν δωρεά»598. Κατά τόν Χρυσόστομο,
κανένας ἀπό τούς ἁγίους καί δικαίους τόσο τῆς
Παλαιᾶς, ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέ δύναται νά
συγκριθεῖ μέ τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος μέ
τόν καθημερινό πολύμοχθο καί γεμάτο ζῆλο ἀγώνα του,
κατέστη πρότυπο μίμησης599. Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε πηγή
φωτός καί πνευματικῆς χαρᾶς. Ἡ μορφή του, ὁ βίος
του, ἡ δραστηριότητά του γιά τή διάδοση τοῦ
600
Εὐαγγελίου ἐπέδρασαν σέ πολλούς ἀνθρώπους . Οἱ
ἐπιστολές του ἔγιναν ἡ αἰτία νά ἀνάψει ἡ φλόγα τῆς
πίστεως στίς καρδιές πολλῶν ἀνθρώπων. Ὅπως οἱ
προφῆτες ἦταν «στόματα Θεοῦ», ἔτσι καί ὁ Παῦλος
ἔγινε «στόμα Χριστοῦ»601. Ἔγραφε μέ τήν ἐπιστασία

598
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Α΄,
PG 50 : 474.
599
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Α΄,
PG 50 : 476.
600
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Α΄,
PG 50 : 474 : «............ ἀντὶ σανίδων τὰς ἐπιστολὰς
συνθείς, οὐ καὶ τρεῖς καὶ πέντε συγγενεῖς, ἀλλὰ τὴν
οἰκουμένην ἅπασαν, καταποντίζεσθαι μέλλουσαν, ἐκ μέσαν
ἥρπασε τῶν κειμένων».
601
Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία Θ΄, PG 60 : 467. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄
Τιμόθ., Ὁμιλία Β΄, PG 62 : 610ἑ. Πρβλ Παν. Ἀνδριόπουλου,
“Ἑρμηνευτική”, Θεολογία 60 (1989) 483.
250

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος602. «Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ


εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» γράφει στούς
Κορινθίους. Τά πνευματικά παιδιά τοῦ Χριστοῦ εἶναι
καί πνευματικά παιδιά τοῦ Παύλου (Α΄ Κορ. 4, 15)603.
Καθημερινά ὁ Παῦλος θυσίαζε τόν ἑαυτό του. Μέ
τή θέλησή του ἐξετίθετο στούς κινδύνους «καθ’
ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκων, τοῦτο δὲ τὴν νέκρωσιν ἐν
τῷ σώματι αὐτοῦ περιφέρων»604. Τό ἔργο του ἦταν
πολλαπλό, ὅπως καί ἡ μεθοδολογία του. Ἔσπαζε μέ τήν
ἐπιμονή του τ’ ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας, ἔσπερνε τό
λόγο τῆς εὐσεβείας, ἀπομάκρυνε τούς ἀνθρώπους ἀπό
τήν αἵρεση καί τήν πλάνη, τούς ὁδηγοῦσε στήν
ἀλήθεια605. Ἡ μεγάλη θυσία του ἔδρεπε πολλούς
καρπούς. Στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς μνημονεύει τούς
κόπους πού πέρασε μέ τά πνευματικά του παιδιά,
νουθετώντας καί συμβουλεύοντάς τα (Α΄ Θεσσ. 2, 10).
Στήν πρός Γαλάτας συγκρίνει τούς μόχθους καί τούς
πόνους του μέ τίς ὀδῦνες τοῦ τοκετοῦ (Γαλ. 4, 19).
Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Ἰωαννίδης : «Ὅλοι οἱ
χριστιανοὶ τοῦ κόσμου, ὅσοι ἔχουν ὑποστῆ κάποιαν
μεταμόρφωσιν καὶ διαφορὰν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους
μὲ τὸ νὰ γίνουν καὶ νὰ εἶναι χριστιανοί, ὀφείλουν
πολλὰ εἰς τὸν Παῦλον καὶ εἶναι πνευματικά του
τέκνα. Καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, τὸ γνησιώτερον ἴσως
τέκνον τοῦ Παύλου, εἶναι ὁ Χρυσόστομος»606.
Γιά τόν Χρυσόστομο ὁ Παῦλος εἶναι πρότυπο ζωῆς
καί πίστεως, πρότυπο ὑπομονῆς καί αὐτοθυσίας. Ἄν

602
Χρυσοστόμου, Εἰς τό, «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν»,
καὶ τὰ ἑξῆς, PG 51 : 187.
603
Α. Γιέβτιτς, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
σελ.32-33, Ἀθήνα 1984.
604
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Α΄,
PG 50 : 474.
605
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία ΛΗ΄, PG 61 : 323.
606
Bασ. Ἰωαννίδου, Ὁ Χρυσόστομος τύπος καὶ μιμητὴς τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, Ἀθῆναι 1955, σελ. 3.
251

καί ἔπεσε σέ πολλούς πειρασμούς, παρέμεινε


στερεότερος τῆς πέτρας στήν πίστη του. Παράλληλα μέ
τό κήρυγμα, ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ ὄχι
μόνο γιά νά καλύπτει τίς προσωπικές του ἀνάγκες,
ἀλλά καί γιά νά προσφέρει βοήθεια «τοῖς πεινῶσι καὶ
λιμώττουσι». Συμμετεῖχε στίς ὀδύνες, στούς
στεναγμούς καί στά σκάνδαλα τῶν πνευματικῶν του
παιδιῶν καί παρέμενε ἀκλόνητος. Ἔτρεξε σέ ὅλη τήν
τότε γνωστή οἰκουμένη καί τήν καθάρισε ἀπό τά
διαβολικά πνεύματα. Ὁ Χρυσόστομος πιστεύει ὅτι :
– τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ προσφορά του, ὥστε νά
συγκρίνεται μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις ·
– τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε νά
συγκρίνεται μέ τόν Δαυΐδ ·
– τέλος τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ὑπομονή του, ὥστε νά
ξεπερνᾶ αὐτήν τοῦ Ἰώβ.
Ἡ ζωή τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν χριστοκεντρική,
ὅπως καί ἡ ζωή τοῦ Παύλου. Τό πιό ποθητό πράγμα γι'
αὐτούς, ὁ μεγάλος τους στόχος ἦταν «τὸ ἀρέσαι
Θεόν». Καί οἱ δύο θυσιάζονταν μέ τήν ἴδια προθυμία
καί αὐτοθυσία γιά νά κερδίσουν τήν ἀρετή τά
πνευματικά τους παιδιά. Τό μέγεθος τῶν κόπων
ὠχριοῦσε μπροστά στήν ἐπικράτηση τῆς ἀρετῆς. Καί οἱ
δύο ἀγωνίζονταν μέ μεγάλη ἀνιδιοτέλεια. Ἀγαποῦσαν
τόσο τόν Χριστό, ὥστε νά ὑπερβαίνουν τά ἐμπόδια καί
νά ἀνέχονται πάσης φύσεως δυσκολίες. Γι’ αὐτούς
«ἔπαθλον ἦν, τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι»607. Ὁ
Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς δημιουργικῆς δράσεώς τους
καί τοῦ ἀνώτερου βίου τους608. Ὁ Χρυσόστομος γνώρισε
τόν Χριστό μέσῳ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

607
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Β΄,
PG 50 : 482.
608
Bασ. Ἰωαννίδου, Ὁ Χρυσόστομος τύπος καὶ μιμητὴς τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, Ἀθῆναι 1955, σελ. 4.
252

Ἐπειδή ὁ Χρυσόστομος ἀγαποῦσε τόν Παῦλο, γι’


αὐτό ἀφιέρωσε τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ὁμιλιῶν του
στίς ἐπιστολές τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου. Ἐπίσης τόν
ἀναφέρει πολλές φορές στίς ἑρμηνεῖες τῶν
Εὐαγγελίων609. Σύμφωνα μέ μία πληροφορία τοῦ Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ, τήν ὥρα πού ὁ Χρυσόστομος ἑρμήνευε
τίς ἐπιστολές, εἶχε μπροστά του ἕνα εἰκόνισμα τοῦ
ἀποστόλου Παύλου610. Ἡ ψυχική συγγένεια τοῦ Παύλου
καί τοῦ Χρυσοστόμου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ν’
ἀναδειχθεῖ ὁ δεύτερος ὡς ὁ μεγαλύτερος, ὁ
τελειότερος καί ὁ ἀκριβέστερος ἑρμηνευτής τῶν
ἐπιστολῶν τοῦ πρώτου. Μόνο ἕνας ἅγιος μπορεῖ νά
κατανοήσει ἕναν ἄλλο ἅγιο.
Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ Χρυσόστομος στήν
γ΄ ὁμιλία του πού ἀφιερώνεται στόν Παῦλο, ἡ
μεγαλύτερη ἀρετή πού ἄσκησε ὁ ἀπόστολος εἶναι ἡ
ἀγάπη. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος καλεῖ τά πνευματικά
του παιδιά νά τόν μιμηθοῦν, ὅπως ὁ ἴδιος μιμήθηκε
τόν Χριστό στήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. «Οὐδεὶς γοῦν
οὕτως ἐχθροὺς ἐφίλησεν, οὐδεὶς οὕτως τοὺς
ἐπιβουλεύοντας εὐηργέτησεν, οὐδεὶς τοσαῦτα ὑπὲρ τῶν
λελυπηκότων ἔπαθεν οὐδὲ γὰρ εἰς ἅπερ ἔπασχεν
ἔβλεπεν, ἀλλὰ τὸ κοινὸν τῆς φύσεως ἐνενόει, καὶ ὅσῳ
μᾶλλον ἐξεθηριοῦντο, τοσούτῳ μᾶλλον αὐτῶν ἠλέει τὴν
μανίαν»611. Δέν ἐδίσταζε νά ἐκθέσει τό ἴδιο του τό
σῶμα στόν κίνδυνο τοῦ θανάτου, προκειμένου νά σώσει
ψυχές, προκειμένου νά ἀναγεννήσει ἀνθρώπους. Ὁ
Παῦλος ἔγινε ὁ κοινός πνευματικός πατέρας ὅλης τῆς

609
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, PG 57 : 16,43,56,67,κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ,
Ἰωάννην, PG 59 : 35-36,55,64,κ.ἄ.
610
Βασ. Ἰωαννίδου, Ὁ Χρυσόστομος τύπος καὶ μιμητὴς τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, Ἀθῆναι 1955, σελ. 4. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,
Ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, Λόγος Β΄ ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς
διαβάλλοντας τὰς ἅγιας εἰκόνας, PG 94 : 1298.
253

οἰκουμένης. Ὁ Χρυσόστομος καλεῖ τούς ἀκροατές, ἀλλά


καί τούς σημερινούς ἀναγνῶστες του νά μιμηθοῦν τόν
Παῦλο στήν ἀγαθή προαίρεση, στή μεγάλη προθυμία,
στόν ἀγαθό ζῆλο. Μᾶς προσκαλεῖ νά συνεργασθοῦμε μέ
τήν Θεία Χάρη καί νά γίνουμε κι ἐμεῖς «σκεύη
ἐκλογῆς» γιά νά ὁδηγήσουμε τούς ἀνθρώπους στή
σωτηρία.
Μέ ἰδιαίτερο σεβασμό ὁ Χρυσόστομος περιγράφει
τά δεσμά τοῦ Παύλου καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τίς
ἐπιστολές τῆς αἰχμαλωσίας , αὐτές δηλαδή πού ὁ
Παύλος ἔγραψε «ἐν τῇ φυλακῆ».612
Ὁ Χρυσόστομος μιμήθηκε πρῶτος τόν Παῦλο. Τά
κηρύγματά του διακρίθηκαν γιά τόν πύρινο χαρακτήρα
τους. Ἄσκησε μέ ζῆλο τήν ἐξωτερική καί τήν
ἐσωτερική ἱεραποστολή, ὅσο κανένας ἄλλος.
Προσπάθησε νά μεταμορφώσει τά ἤθη τῶν σύγχρονών του
χριστιανῶν μέ τό λόγο καί τό φωτεινό παράδειγμά
του. Ἐπεδίωξε νά εὐαγγελίσει τούς ἀνθρώπους, νά
κινήσει τήν ψυχή τους στήν πίστη καί στήν ἀγάπη γιά
τόν Χριστό.
Οἱ τριάντα δύο ὁμιλίες του στήν ἑρμηνεία τῆς
πρός Ρωμαίους ἀρχίζουν καί τελειώνουν μέ ὕμνο πρός
τόν Παῦλο, «τὸν κορυφαῖο τῶν μαθητῶν», «τὸν πάλαι
καὶ ἄνωθεν πρὸς τοῦτον τεταγμένον»613. Στίς σαράντα
τέσσερις ὁμιλίες στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐξαίρει
τήν καθολική ἐπικαιρότητα τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου.
Ἀφορμώμενος ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Παύλου, ὁ

611
Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον, Ὁμιλία Γ΄,
PG 50 : 483.
612
Χρυσοστόμου, Ἐφεσ., Ὁμιλία Η΄, PG 62 : 55-70 & Ὁμιλία Θ΄,
PG 62 : 69-73. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., Ὁμιλία Α΄, PG 62 : 299. Πρβλ
Κ. Μπελέζου, Χρυσόστομος καί σύγχρονη βιβλική ἔρευνα, Ἡ
χρονολογική ταξινόμηση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
Ἀθήνα 1998, σελ. 34-35.
613
Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς, PG 60
: 394.
254

Χρυσόστομος ἀναπτύσσει τήν ἀρετή614 καί τήν ἀγάπη615.


Ὅπως ὁ Παῦλος γράφει καί κηρύττει γιά νά
προσελκύσει τούς ἀκροατές του στή χριστιανική
πίστη, ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης ἀποσκοπεῖ μόνο στήν
ὠφέλεια καί στή σωτηρία τῶν ἀκροατῶν του. Ὁ
Χρυσόστομος δέν εἶχε θεωρητικά ἐνδιαφέροντα. Ἄν καί
ἦταν πολύ μορφωμένος, περιφρονοῦσε τή θύραθεν σοφία
καί τήν κλασσική παιδεία616, γιατί πίστευε ὅτι τήν
πραγματική γνώση τή χορηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα617, ἀπό
τό ὁποῖο χειραγωγήθηκαν καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας
Γραφῆς618.
Ὁ Χρυσόστομος ἀκολούθησε τόν Παῦλο τόσο στή
θεωρητική, ὅσο καί στήν πρακτική βίωση καί ἐξάσκηση
τῆς ἀγάπης. Ἀγαποῦσε τά πνευματικά του τέκνα καί
συνέπασχε μ’ αὐτά. Τό ἅγιο κήρυγμα καί τό ἦθος του
δίδαξαν τούς πιστούς. Ἡ ὑπέρμετρη δραστηριότητα καί
τό παράδειγμά του ὁδήγησαν πολλούς ἀνθρώπους στό
«κατὰ Χριστὸν ζῆν».

4. Ὁμοιότητες στίς ἑρμηνεῖες Χρυσοστόμου καί


Οἰκουμενίου.
Κατά τόν Στ΄ μ.Χ. αἰώνα, ἐποχή πού ἔδρασε ὁ
Οἰκουμένιος, ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖτο ὡς ὁ
γνησιότερος ἐκφραστής τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας
καί ὡς ὁ μεγαλύτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

614
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία Β΄, PG 61 : 20 : «Τί οὖν
φησιν ὁ Χριστιανός ; Αὐτὴν ἔδει τὴν γνῶσιν ἡμῖν ἐνθεῖναι τῆς
ἀρετῆς».
615
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία ΛΓ΄, PG 61 : 281-282.
616
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία Δ΄, PG 61 : 33-36.
617
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία Στ΄, PG 61 : 50-52.
618
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία Ζ΄, PG 61 : 58 : «Πρὶν ἢ
Πνεύματος ἀπολαῦσαι καὶ μαθεῖν τὰ ἀπόῤῥητα, οὐδὲ ἡμῶν τις
οὐδὲ τῶν προφητῶν αὐτὰ ἐνενόησε».
255

Γι' αὐτό τό λόγο, ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀποτέλεσε τό


κύριο συστατικό στοιχεῖο τῶν Πατερικῶν Ἀνθολογιῶν
καί Σειρῶν. Τό αὐτό συνέβη καί μέ τά Ὑπομνήματα τοῦ
Οἰκουμενίου. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ στόν πρόλογό του
ἕνας ἀπό τούς ἐκδότες τοῦ Οἰκουμενίου, ὁ Donatus
(1532) : «Οὗτος γὰρ ἀνὴρ πᾶσαν τὴν Χρυσοστόμου
πραγματείαν, ὡς καὶ παντὶ τῷ ἀναγινώσκοντι ῥάδιον
καθορᾷν εἰς βραχὺ συστειλάμενος, ταύτῃ καὶ τῶν
619
ἄλλων ἁγίων τὰς ἐξηγήσεις προσέθηκε ...» . Μέ ἄλλα
λόγια, τό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι μία περίληψη
τῶν Χρυσοστομικῶν ἑρμηνευτικῶν ὁμιλιῶν, διανθισμένη
μέ λήμματα ἄλλων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων.
Πράγματι, ἐάν παραλληλίσει κανείς τά κείμενα
καί τά συγκρίνει, θά διαπιστώσει ὅτι ἕνα μεγάλο
μέρος τῶν Λόγων τοῦ Χρυσοστόμου ἀποδίδεται κατά
λέξη ἀπό τόν Οἰκουμένιο620, ἐνῶ ἄλλες ἀπόψεις τοῦ
Χρυσοστόμου ἐκφράζονται ἀπό τόν δεύτερο νοηματικά.
Πολλά τμήματα τῶν χρυσοστομείων ὁμιλιῶν παίρνουν
μία νέα ἐξωτερική μορφή ἀπό τόν Οἰκουμένιο, χωρίς
ν’ ἀλλάξει ἡ οὐσία καί τό περιεχόμενό τους. Ἄλλες
φορές, ὁ Οἰκουμένιος συντέμνει621, ἄλλες φορές
συνοψίζει622 καί ἄλλες φορές ἀναπτύσσει623 τά
λεγόμενα τοῦ μεγάλου ἑρμηνευτῆ. Ἡ παρατήρηση αὐτή
μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Οἰκουμένιος εἶχε
χρησιμοποιήσει ἄμεσα τόν Χρυσόστομο. Ὁμοίως καί οἱ

619
Oἰκουμενίου, Τοῖς φιλέλλησι, PG 118 : 23.
620
Βλ. Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Ἀντιγραφή Χρυσοστομικῶν
χωρίων, σελ. 273-275.
621
Βλ. Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Συντμήσεις Χρυσοστομικῶν
χωρίων, σελ. 275-280.
622
Βλ. Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος
συνοψίζει τά γραφόμενα τοῦ Χρυσοστόμου, σελ. 280-289.
623
Βλ. Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Ἁναλύσεις Χρυσοστομικῶν
χωρίων, σελ. 289-291.
256

συνεχιστές του εἶχαν μπροστά τους τά κείμενα τοῦ


Χρυσοστόμου.
Στό τελευταῖο λῆμμα τῆς ἑρμηνείας τῆς πρός
Κολοσσαεῖς, πού δηλώνεται ὅτι ἀνήκει στόν
Οἰκουμένιο, μαρτυρεῖται ἡ χρήση παραγραφῶν ἀπό τό
συντάκτη. Παραγραφές ὀνομάζονται οἱ σημειώσεις -
σχόλια στό περιθώριο τοῦ κειμένου τῆς Βίβλου, πού
περιελάμβαναν τίς ἑρμηνεῖες πού εἶχαν διατυπωθεῖ
ἀπό τούς Πατέρες γύρω ἀπό ἕνα χωρίο. Ὁ συντάκτης
Οἰκουμένιος λοιπόν κάνει λόγο γιά τή χρήση
ἀντιγράφου, στό ὁποῖο ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ὑπῆρχαν
κακογραμμένα ἤ μισοσβησμένα τά σχόλια τοῦ
Χρυσοστόμου624.
Ἡ ὁμολογία αὐτή τοῦ συντάκτη μᾶς δημιουργεῖ τό
ἑξῆς ἐρώτημα : Τί χρησιμοποιήθηκε τελικά ἀπό τούς
συντάκτες γιά τήν τελική διαμόρφωση τοῦ τύπου τοῦ
Οἰκουμενίου ;
α) τό κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου ἀπ’ εὐθείας ἤ
β) κάποια ἀνθολόγια καί σημειώσεις πού
περιελάμβαναν, ἐκτός τῶν ἄλλων λημμάτων, καί
λήμματα χρυσοστομικῆς προελεύσεως ;
Μελετώντας τήν ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου ἀπό
τήν ἔκδοση τοῦ Migne διαπιστώνουμε ὅτι :
1. Σέ ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου βρίσκουμε
συνολικά εἴκοσι ἐννέα λήμματα625 πού φέρουν τό

624
Oἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 56 : «Ἐκ τοῦ ἀντιγράφου μὴ
εὑρὼν καλῶς τὰς Παραγραφὰς τοῦ μακαρίου Ἰωάννου τῆς πρὸς
Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς, συνέγραψα αὐτὰς ὅπως ἠδυνάμην. Εἰ οὖν
εὑρεθῇ τί ἐν αὐταῖς, ἢ κοῦφον, ἢ ἐπιλήψιμον, ἴστω ὁ
ἀναγινώσκων, ἐμὸν εἶναι τὸ τοιοῦτον πταῖσμα».
625
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 421 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ.,
Ὁμιλία Ι΄, PG 60 : 475. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 573
· πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΚΒ΄, PG 60 : 611. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 612 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ.,
Ὁμιλία ΚΖ΄, PG 60 : 646. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 :
616 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΚΗ΄, PG 60 : 649. Ἐπίσης
257

ὄνομα Ἰωάννης καί ἀνήκουν στόν Χρυσόστομο.


Ὑπάρχουν ἑπτά ἐπιπλέον ἀπανθίσματα πού φέρουν τό
ὄνομα «Χρυσόστομος»626. Ἕνα ἀκόμη λῆμμα πού ἀπό

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 661-664 · πρβλ Xρυσοστόμου, Α΄


Κορ., Ὁμιλία Ζ΄, PG 61 : 57. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG
118 : 665· πρβλ Xρυσοστόμου, A΄ Κορ., Ὁμιλία Ζ΄, PG 61 : 60.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 669 · πρβλ Xρυσοστόμου,
A΄ Κορ., Ὁμιλία Ζ΄, PG 61 : 62-63. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄
Κορ., PG 118 : 917 · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία Β΄, PG
61 : 395. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 929 · πρβλ
Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία Γ΄, PG 61 : 410. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 944 · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄
Κορ., Ὁμιλία Ε΄, PG 61 : 429. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG
118 : 960 · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία Η΄, PG 61 : 455.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 969 · πρβλ Xρυσοστόμου,
Β΄ Κορ., Ὁμιλία Ι΄, PG 61 : 467. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ.,
PG 118 : 985 · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 61 :
484. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1065 · πρβλ
Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία ΚΕ΄, PG 61 : 577. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1128 · πρβλ Xρυσοστόμου, Γαλ.,
Ὁμιλία Γ΄, PG 61 : 655. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 :
1189 · πρβλ Xρυσοστόμου, Ἐφεσ., Ὁμιλία Δ΄, PG 62 : 32. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1213 · πρβλ Xρυσοστόμου, Ἐφεσ.,
Ὁμιλία Η΄, PG 62 : 55-56. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 :
1221 · πρβλ Xρυσοστόμου, Ἐφεσ., Ὁμιλία ΙΑ΄, PG 62 : 84-85.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1228 · πρβλ Xρυσοστόμου,
Ἐφεσ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 62 : 91. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG
118 : 1253 · πρβλ Xρυσοστόμου, Ἐφεσ., Ὁμιλία ΚΔ΄, PG 62 : 169.
Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 21 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Κολ., Ὁμιλία Γ΄, PG 62 : 320. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ.,
PG 119 : 80 · πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄ Θεσσ., Ὁμιλία Δ΄, PG 62 :
415. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 117Α · πρβλ
Xρυσοστόμου, Β΄ Θεσσ., Ὁμιλία Γ΄, PG 62 : 481-482. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 117C · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄
Θεσσ., Ὁμιλία Γ΄, PG 62 : 482. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ.,
PG 119 : 196 · πρβλ Xρυσοστόμου, Α΄ Τιμόθ., Ὁμιλία ΙΗ΄, PG 62
: 598. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 236 · πρβλ
Xρυσοστόμου, Β΄ Τιμόθ., Ὁμιλία Ι΄, PG 62 : 656. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 510. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄
Ἰωάννου, PG 119 : 641 · πρβλ Xρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία
ΛΔ΄, PG 59 : 198. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Ἰωάννου, PG 119 :
656.
626
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 53 · πρβλ Xρυσοστόμου, Πράξ.,
Ὁμιλία Γ΄, PG 60 : 33. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 484
258

σύγχυση ἀποδίδεται στόν Οἰκουμένιο, ἀνήκει στήν


πραγματικότητα στόν Χρυσόστομο627.
2. Ὑπάρχουν γραμματικές, συντακτικές καί
νοηματικές παρατηρήσεις, οἱ ὁποῖες φαίνεται ὅτι
προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν γιά μία ἄμεση ἐπαφή μέ
τό Χρυσοστόμειο κείμενο. Λόγου χάριν στήν
ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον, ὁ συντάκτης
παρατηρεῖ ὅτι ὁ Χρυσόστομος διορθώνει τή γραφή
τῆς λέξεως «κενοφωνία», ἀντικαθιστώντας τό «ε» μέ
τή δίφθογγο «αι» καί ἑρμηνεύει διαφορετικά τό
χωρίο, χαρακτηρίζοντας τίς «κακοφωνίες» ὡς
νεώτερες συμβουλές ἤ νεώτερες διδασκαλίες καί ὄχι
ὡς ματαιολογίες, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Πατέρες628.
3. Ἐκτός ἀπό τά λήμματα πού ὁμολογοῦν τήν
προέλευσή τους, σέ ὅλο τόν τύπο τοῦ Οἰκουμενίου
ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα πού ἀνήκουν στόν
Χρυσόστομο, ἔχουν τοποθετηθεῖ μαζί μέ ἄλλες
ἀπόψεις καί δέ φαίνεται ἡ ταυτότητά τους629.

· πρβλ Xρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΙΔ΄, PG 60 : 529. Ἐπίσης


Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 716 · πρβλ Xρυσοστόμου, Α΄
Κορ., Ὁμιλία ΙΗ΄, PG 61 : 147-148. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄
Κορ., PG 118 : 916 · πρβλ Xρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία Β΄, PG
61 : 375. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1264 · πρβλ
Xρυσοστόμου, Φιλιππ., Ὁμιλία Α΄, PG 62 : 185. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 184 · πρβλ Xρυσοστόμου, Εἰς
τοὺς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία Α΄, PG 49 : 22-23. Ἐπίσης
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 505.
627
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 333 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ἑβρ.,
PG 63 : 79.
628
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 196 · πρβλ Xρυσοστόμου,
Α΄ Τιμόθ., Ὁμιλία ΙΗ΄, PG 62 : 598. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Β΄
Τιμόθ., PG 119 : 217.
629
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 45Β, 48C, 64Β-C, 84Α, 96Α,
.…........, 203Β, ..…......., 224Α, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ.,
PG 118 : 329D, 345Β, 356Α-Β, 365D, ............, 429Α, 429Β-
C, 437Α-Β, ............, 480Α, 480Β-C-D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
Κορ., PG 118 : 668C, 697C, 709D, 713Α, 723Β, 741C, 764Β, κ.ἄ.
Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Κορ., PG 118 : 913B-C, 917C-D, 920A-B, 921B-C-
D, 925B, 929B, 932C-D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Γαλ., PG 118 : 1103C,
259

4. Πολλές φορές καί ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος, ἀλλά


καί οἱ μεταγενέστεροι συντάκτες διασταυρώνουν καί
συγκρίνουν τίς ἀπόψεις τοῦ Ἰωάννου μέ ἀπόψεις
δικές του (ἤ δικές τους ἀντίστοιχα)630 καί ἄλλων
Πατέρων, ὅπως π.χ. τῶν Ὠριγένη, Κυρίλλου
631
Ἀλεξανδρείας, Ἰσιδώρου καί ἄλλων . Παρατηροῦν ἄν
οἱ ἀπόψεις αὐτές ταυτίζονται ἤ διαφοροποιοῦνται
καί τίς παραθέτουν.
Ὅλες αὐτές οἱ παρατηρήσεις μᾶς ἀποδεικνύουν
ὅτι οἱ συντάκτες εἶχαν μπροστά τους καί ἀνθολόγια
μέ γνῶμες Πατέρων μέσα στά ὁποῖα συγκαταλέγονταν

1108A-B, 1116A-B, 1124C-D, 1125C, 1156A-D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ,


Ἐφεσ., PG 118 : 1172C-D, 1177B-C, 1181B, 1185A-B, 1201B, κ.ἄ.
Τοῦ αὐτοῦ, Φιλιππ., PG 118 : 1268A-1269B, 1288A-B, 1305A-B,
1308C-D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., PG 119 : 16D, 17C, 32A-C, 45D-
48C, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 73A-B, 76C, 85A-D,
92A-B, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 112B, 120B-C, 124A-
D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 115D, 149A-D, 152A-
153A, 156D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 200D-201B,
208D, 220D, 228D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Τίτον, PG 119 : 224C, 248C,
260D, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐβρ., PG 119 : 280C, 285B, 288B, 292A-
C, 296A-B, 297C, 297D, 300C, 304B, 305A-C, κ.ἄ.
630
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 65A-B, 68A-B, 76C-D, 80B-C,
81A-B, 84A κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 : 353A, 353C-D, 372A,
413A-B, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 688B-D, 709C-D,
κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Έβρ., PG 119 : 284C, 296A-C, 309C-D, κ.ἄ.
631
Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 72Α-C (Χρυσ.-Ἀθαν.-Οἰκουμ.),
133D-136Α (Ὡριγ.-Χρυσ.), 149D-152Α (Χρυσ.-Ὠριγ.), 157Β-C
(Ἰσιδ.-Χρυσ.), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 : 336C-D (Ἀκακ.-
Χρυσ.), 345Α-C (Οἰκουμ.-Θεοδωρήτ.-Σεβηρ.-Χρυσ.), 376C-D
(Χρυσ.-Σεβηρ.), 381C-D (Χρυσ.-Γενναδ.), 389Α (Χρυσ.-
Οἰκουμ.-Θεοδωρήτ.), 404Β-C (Χρυσ.-Σεβηρ.), 420Α-D (Χρυσ.-
Οἰκουμ.-Γρηγ.Θεολ.), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 645Α-Β
(Οἰκουμ.-Χρυσ.-Σεβηρ.), 652Β-D (Χρυσ.-Κυρίλ.), 656C-D
(Ὡριγ.-Χρυσ.), 664Β-C (Χρυσ.-Γρηγ.Θεολ.-Σεβηρ.-Κυρίλ.),
668C-D (Χρυσ.-Γρηγ.Θεολ.-Οἰκουμ.), 692C-D (Χρυσ.-Σεβηρ.),
716Β-717Α (Οἰκουμ.-Χρυσ.-Σεβηρ.), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐβρ., PG
119 : 281C-284Α (Χρυσ.-Ἀθαν.-Κυρίλ.), 285C (Χρυσ.-Κυρίλ.-
Γρηγ. Νύσσης), 289Α-C (Οἰκουμ.-Γρηγ.Θεολ.-Χρυσ.), 292B-C
(Ἀθάν.-Χρυσ.), 304Α-D (Χρυσ.-Ἀθαν.), 317Α-D (Χρυσ.-Κυρίλ.-
Οἰκουμ.), 324Α-B (Χρυσ.-Ἀθαν.-Οἰκουμ.), 329Α-C (Χρυσ.-
Θεοδωρήτ.), κ.ἄ.
260

καί Χρυσοστομικά ἀποσπάσματα. Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς


Ἐκλογές ὅμως, ὁ πρῶτος, δηλαδή ὁ Οἰκουμένιος, εἶχε
ἄμεση ἐπαφή μέ τό κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου. Αὐτό
φαίνεται ἀπό τήν ἐπεξεργασία πού ἔχει γίνει
(σύνθεση, ἀνάλυση ἤ νοηματική ἀπόδοση). Ἄν
τοποθετήσουμε σέ παράλληλες στῆλες ὁλοκληρωμένο τό
κείμενο τοῦ τύπου τοῦ Οἰκουμενίου μέ τό κείμενο τοῦ
Χρυσοστόμου, θά διαπιστώσουμε ὅτι οἱ ὁμιλίες τοῦ
Χρυσοστόμου –ὄχι μόνο οἱ ἑρμηνευτικές632– ἀποτέλεσαν
τό ὑπόβαθρο τοῦ Οἰκουμενίου.
Ἡ γνώση τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἀδύνατον, ἀπ’
ὅ,τι συμπεραίνουμε ἀπό τά κείμενα, νά περιορίζεται
μόνο σέ ὁρισμένο, ἔστω καί μεγάλο, ἀριθμό
ἀπανθισμάτων. Αὐτό συμβαίνει μέ ἄλλους
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὄχι ὅμως μέ τόν
πολυγραφότατο Χρυσόστομο πού, μέ τή μεγάλη του
προσφορά, ἀποτέλεσε τήν πηγή γιά τή μεταγενέστερή
του ἐκκλησιαστική γραμματεία. Στή μεγάλη του
ἑρμηνευτική δράση ὀφείλονται καί οἱ πάγιοι
χαρακτηρισμοί «μακάριος», «ἅγιος» καί «θεόσοφος»
Ἰωάννης633.
Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου τοῦ Χρυσοστόμου
ἀποτελεῖ γραμματολογική καί ἐννοιολογική ἐξέταση
τοῦ ἁγιογραφικοῦ κειμένου μέ πρακτικές προεκτάσεις
ἐφαρμογῆς στά προβλήματα τοῦ καθημερινοῦ βίου.
Θέλει νά ἀνακόψει τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας
καί νά διαποτίσει τήν κοινωνία μέ τό πνεῦμα τῆς

632
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 184 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας, Ὁμιλία Α΄, PG 49 : 15-34 (ὁ Οἰκουμένιος
προτρέπει στήν ἀνάγνωση τοῦ προοιμιακοῦ λόγου γιά τήν
κατανόηση τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου).
633
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1189(ἅγιος), 1228(ἅγιος),
1253(μακάριος), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Θεσσ., PG 119 :
117(μακάριος), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 184
(θεόσοφος), κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Ἰωάννου., PG 119 :
656(μακάριος), κ.ἄ.
261

ἁγιότητας καί τῆς ἔμπρακτης χριστιανικῆς ἀγάπης. Ὁ


Ἰωάννης εἶναι ἕνας ὁμιλητής - ἑρμηνευτής μέ λαϊκή
ἀπήχηση.
Ὁ Οἰκουμένιος ἐκφράζεται μέσα ἀπό καθαρά
ἑρμηνευτικά ἔργα καί ἀποτελεῖ τόν ἀποκωδικοποιητή
τῆς προγενέστερης καί σύγχρονής του Πατερικῆς
Θεολογίας καί ὄχι μόνο τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ τελικός
του σκοπός εἶναι ἐπίσης πρακτικός, διότι συνοψίζει
τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν κάνει πιό
κατανοητή γιά κάθε νεώτερο ὀρθόδοξο ἀναγνώστη.
Ἐκφράζει περιληπτικά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά νά
τήν προφυλάξει ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἄν καί δέν
πρόκειται μόνο γιά τόν ἴδιο, ἀλλά καί γιά τούς δύο
κατενογράφους, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν τό ἔργο του,
πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι τόσο ἡ ἐπεξεργασία, ὅσο
καί ὁ σεβασμός πρός τό κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου,
εἶναι καταφανεῖς σέ ὅλη τήν ἔκταση τῶν τριῶν
Ὑπομνημάτων. Καί γιά τούς τρεῖς ἑρμηνευτές ἔχουμε
νά ποῦμε ὅτι θαυμάζουν καί ἐκτιμοῦν τόσο τό
πρόσωπο, ὅσο καί τά συγγράμματα τοῦ μεγάλου
Ἰωάννου.
Τό συμπέρασμα ὅτι ὄχι μόνον ὁ πρωτεργάτης ἀλλά
καί οἱ ἑπόμενοι συντάκτες τῶν ἑρμηνειῶν γνωρίζουν
τό γενικότερο συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἰωάννου,
ἐνισχύεται ἀπό κάποιο ἀπόσπασμα τοῦ Ὑπομνήματος
στήν Α΄ πρός Τιμόθεον. Ἐκεῖ γράφει ὁ συντάκτης ὅτι
ὁ Χρυσόστομος σέ κάποιο ἔργο του, πιθανότατα στόν
πρῶτο λόγο του «Πρὸς τοὺς Ἀνδριάντας», ἔχει
ἀναφερθεῖ στήν ἀπαγόρευση τοῦ Παύλου πρός τόν
Τιμόθεο «μηκέτι ὑδροπότει». Ὁ συντάκτης δέ θυμᾶται
καλά τό σύγγραμμα, στό ὁποῖο ἔχει γράψει ὁ
Χρυσόστομος γιά τήν ἀσθένεια τοῦ Τιμοθέου καί γιά
τά θέματα τῆς νηστείας καί τῶν πειρασμῶν, γι’ αὐτό
προσθέτει τή φράση : «ὡς οἶμαι». Πρόκειται γιά μία
262

γενική παραπομπή, ἡ ὁποία ὅμως ἀποδεικνύει τήν


ἄμεση ἐπαφή τοῦ συντάκτη, ὁ ὁποῖος σ’ αὐτό τό
σημεῖο δέ φαίνεται νά χρησιμοποιεῖ ἀντίγραφο τοῦ
Ἰωάννου634. Ὁ συντάκτης ἔχει μία γενική ἄποψη τοῦ
συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου Πατρός, τόν ὁποῖο
ἐκτιμᾶ ἀφάνταστα, γιατί πιστεύει ὅτι ἡ διδασκαλία
του βασίζεται σέ Θεία Ἀποκάλυψη, ὅπως φανερώνει ὁ
χαρακτηρισμός «θεόσοφος».
Καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι γιά νά
συγγραφοῦν τά ἔργα τοῦ Οἰκουμενίου,
χρησιμοποιήθηκαν ὡς πηγές :
α) ἀπ’ εὐθείας τό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου καί
β) ἐκλογές πού περιεῖχαν ἀποσπάσματα τοῦ
Χρυσοστόμου καί ἄλλων Πατέρων.
Στήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ὅπως ἀκριβῶς καί σέ
αὐτήν τοῦ Migne, παρατηροῦμε ὅτι στήν ἑρμηνεία τοῦ
βιβλίου τῶν Πράξεων, καθώς καί τῶν Παύλειων
Ἐπιστολῶν, ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ συνήθως
λήμματα ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου στά
ἀντίστοιχα ἔργα, χωρίς αὐτό νά εἶναι ἀπόλυτο.
Ὁ Cramer, στήν ἔκδοση τῆς Σειρᾶς ἑρμηνειῶν στό
βιβλίο τῶν Πράξεων, μαρτυρεῖ, παραθέτοντας τά
λήμματα, ὅτι ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ τίς
ἑρμηνεῖες τοῦ Χρυσοστόμου στό κατά Ματθαῖον καί στό
κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον. Συγκεκριμένα χρησιμοποιεῖ
τούς ΚΔ΄ καί ΛΓ΄ λόγους τῆς ἑρμηνείας τοῦ κατά

634
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 184.
263

Ματθαῖον635, τίς Γ΄ καί ΞΓ΄ ὁμιλίες στό Εὐαγγέλιο


τοῦ Ἰωάννη636 (ὄχι κατά λέξη).
Ἐπίσης στήν αὐτή ἑρμηνεία χρησιμοποιεῖ :
– δύο λήμματα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσοστόμου στήν
πρός Ρωμαίους637,
– δύο λήμματα ἀπό τίς ἑρμηνευτικές ὁμιλίες του στήν
Α΄ πρός Κορινθίους638,
– ἕνα λῆμμα ἀπό τίς ἑρμηνευτικές ὁμιλίες του στήν
Β΄ πρός Κορινθίους639,
– ἕνα λῆμμα ἀπό τούς λόγους του στήν πρός
Κολοσσαεῖς640
– ἕνα λῆμμα ἀπό τούς λόγους του στήν Β΄ πρός
Τιμόθεον641.

635
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 76 : 20-25 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία ΚΔ΄, PG 57 : 325-326. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 77 : 11-17 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία ΚΔ΄, PG 57 : 326. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 93 : 6-9 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Ματθαῖον, Ὁμιλία ΛΓ΄, PG 57 : 390.
636
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 51 : 12-19 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Γ΄, PG 59 : 41-42. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 299 : 9-18 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Ἰωάννην, Ὁμιλία Γ΄, PG 59 : 41-42. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae III, Πράξ., 316 : 18-28 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ἰωάννην,
Ὁμιλία ΞΓ΄, PG 59 : 41-42.
637
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 235 : 31-34 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὑπόθεσις τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς, PG
60 : 392. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 76 : 8-19·
πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΙΕ΄, PG 60 : 545-546.
638
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 268 : 32–269 : 8 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία ΚΘ΄, PG 61 : 242. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae III, Πράξ., 248 : 1-5 · πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄
Κορ., Ὁμιλία ΛΗ΄, PG 61 : 326.
639
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 162 : 18-22 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Β΄ Κορ., Ὁμιλία ΚΕ΄, PG 61 : 572.
640
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 331 : 21–332 : 2 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κολ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 62 : 384.
641
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 189 : 18-21 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Β΄ Τιμόθ., Ὁμιλία Β΄, PG 61 : 612.
264

Ἐπιπλέον διασώζει ἀποσπάσματα ἀπό αὐτοτελεῖς


ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως :
α) ἕνα λῆμμα ἀπό τόν Ε΄ Λόγο «Κατὰ Ἰουδαίων»642,
β) ἕνα λῆμμα ἀπό τίς ὁμιλίες «Εἰς τὴν Ἀνάληψιν»643
καί
γ) ἕνα λῆμμα ἀπό τήν ὁμιλία «Πρὸς τοὺς
ἐγκαταλείψαντας τὴν σύναξιν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰς
τὸ μὴ παρατρέχειν τὰς ἐπιγραφὰς τῶν θείων Γραφῶν,
καὶ εἰς τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Βωμοῦ, καὶ εἰς τοὺς
644
νεοφωτίστους» .
Στόν ὑπομνηματισμό τῆς πρός Ρωμαίους, ὅπου ὁ
Cramer χρησιμοποιεῖ δύο χειρόγραφα (Codex Bodleiano
E.II.20 καί Codex Monacensi)645, ἐπισημαίνουμε τή
χρήση ἑνός ἀποσπάσματος ἀπό τήν ΝΣτ΄ ὁμιλία τοῦ
Χρυσοστόμου στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο646.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρός Κορινθίους ἔχει μικρή
ἔκταση καί εἶναι φτωχότερη σέ σχέση μέ τό κείμενο
τοῦ Migne στήν ἀντίστοιχη ἐπιστολή (τά λήμματα τοῦ
Χρυσοστόμου περιορίζονται σέ πέντε).
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας χρησιμοποιεῖται
ἡ αὐτοτελής ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου : «Τῇ προτέρᾳ
συνάξει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ καινῇ συναχθείς ...»647.

642
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 286 : 8-21 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ε΄, PG 48 : 886-887.
643
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 286 : 8-21.
644
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 287 : 6–290 : 8 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Πρὸς τοὺς ἐγκαταλείψαντας τὴν σύναξιν τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ εἰς τὸ μὴ παρατρέχειν τὰς ἐπιγραφὰς τῶν
θείων Γραφῶν, καὶ εἰς τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Βωμοῦ, καὶ εἰς τοὺς
νεοφωτίστους, PG 51 : 72-74.
645
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 1-162. Τοῦ αὐτοῦ, Catenae
IV, Ρωμ., 163-529 (Supplementum e cod Monacensi).
646
J.A. Cramer, Catenae IV, Ρωμ., 467 : 14-34 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία ΝΣτ΄, PG 59 : 309.
647
J.A. Cramer, Catenae VI, Γαλ., 39 : 25–40 : 25 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Τῇ προτέρα συνάξει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ καινῇ
συναχθεὶς μετὰ τοῦ ἐπισκόπου, ταύτην ἐν τῇ παλαιᾷ εἶπεν εἰς
265

Περισσότερο ἐντυπωσιακά εἶναι τά στοιχεῖα πού


ἔχουμε νά παραθέσουμε ἀπό τόν ὑπομνηματισμό τῆς
πρός Ἑβραίους.
Κατ' ἀρχήν, ὅπως καί στήν πρός Ρωμαίους, ὁ
Cramer χρησιμοποιεῑ δύο κώδικες, τόν cod. Coisliano
204 καί τόν cod. Paris. 238. Ὑπάρχουν ἕξι κοινά
λήμματα τοῦ Χρυσοστόμου στούς δύο αὐτούς κώδικες.
Τά κοινά λήμματα τοῦ Χρυσοστόμου στούς δύο κώδικες
πού χρησιμοποιοῦνται στήν ἑρμηνεία τῆς πρός
Ἑβραίους (J.A. Cramer, Catenae VII) εἶναι τά ἑξῆς :

Cod. Coisliano 204 cod. Paris. 238


1 129 : 4-15 316 : 28–317 : 28
(πληρέστερο)
2 163 : 22–163 : 16 433 : 15-32
(πληρέστερο)
174 : 33–175 : 37 444 : 4-14 & 444 : 32–446
: 32
3 (ἀντιστοιχεῖ ἕνα χωρίο) (ἀντιστοιχοῦν δύο
χωρία)
(πληρέστερη ἀνάλυση)
196 : 9-31 506 : 29–507 : 13
4 (τά χωρία ἔχουν κοινή ἀφετηρία, ἀλλά
διαφοροποιοῦνται στή
συνέχεια)
5 199 : 19-29 514 : 20–515 : 11
(πληρέστερο)
211 : 13–212: 2 571 : 11-31
6
(τά χωρία εἶναι ἀκριβῶς ἴδια)

Στήν ἑρμηνεία τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς ὁ


Οἰκουμένιος παραθέτει τέσσερα ἀποσπάσματα ἀπό τίς

τὴν περικοπὴν τοῦ Ἀποστόλου · «Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς


Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην» · καὶ δείκνυσιν,
266

πρῶτες ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου στό κατά Ἰωάννην


Εὐαγγέλιο, ἀπό τά ὁποῖα τό ἕνα χρησιμοποιεῖται σέ
ἐλεύθερη ἀπόδοση648. Έπίσης παραθέτει ἕνα ἀπόσπασμα
στό χωρίο : «Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως
κατὰ τὸ γεγραμμένον ...»649, πού ἀνήκει στήν Β΄ πρός
Κορινθίους. (Εἶναι ὁμιλία ἀποκλειστικά ἀναφερόμενη
στό συγκεκριμένο χωρίο, ἀνεξάρτητη ἀπό τό σύνολο
τῶν ὁμιλιῶν του στήν ἴδια ἐπιστολή · ἔχει εἰπωθεῖ
σέ διαφορετική χρονική στιγμή).
Δέν χρησιμοποιεῖ ἀποσπάσματα μόνο ἀπό τίς
ἑρμηνεῖες τοῦ Χρυσοστόμου στά βιβλία τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ἀλλά καί ἀπό αὐτές στά βιβλία τῆς
Παλαιᾶς, ὅπως :
α) δύο ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Χρυσοστόμου
στούς Ψαλμούς (εἰδικότερα στόν ΡΘ΄ Ψαλμό)650,
β) τέσσερα ἀμιγῆ ἀποσπάσματα ἀποσπάσματα ἀπό τήν
ἑρμηνεία τοῦ Χρυσοστόμου στή Γένεση, ὅπου ὁ
651 652
Οἰκουμένιος δύο φορές ἀντιγράφει , μία συνοψίζει
καί μία συνδυάζει τήν ἀντιγραφή μέ τήν περίληψη653.

ὅτι οὐκ ἀντίστασις ἦν, ἀλλ' οἰκονομία τὰ γινόμενα, PG 51 :


387-388.
648
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 347 : 27–348 : 22 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Ζ΄, PG 59 : 64. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 351 : 30–352 : 11 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Δ΄, PG 59 : 48. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 484 : 27–486 : 22 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Β΄, PG 59 : 36 (ἐλεύθερη
ἀπόδοση). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 552 : 22-28
· πρβλ Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Δ΄, PG 59 : 49.
649
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 585 : 14–588 : 32 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν ἀποστολικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν,
«Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ
γεγραμμένον», καὶ εἰς τό, «Ἐπίστευσα διὸ ἐλάλησα», καὶ περὶ
ἐλεημοσύνης, PG 51 : 271.
650
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 333 : 10-12 & 376 : 19-28 ·
πρβλ Χρυσοστόμου, Ἐξήγησις εἰς τὸν ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 55 : 268-
272.
651
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 547 : 3-6 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 328. Ἐπίσης
267

Ἐπίσης παραθέτει τέσσερα ἀμιγῆ ἀποσπάσματα ἀπό


τόν Ζ΄ Λόγο «Κατὰ Ἰουδαίων» τοῦ Χρυσοστόμου654.
Σ' αὐτό τό σημεῖο ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε
δύο, κατά τή γνώμη μας, πολύ σπουδαῖες παρατηρήσεις
:
1) Ἡ πρώτη ἀφορᾶ ὄχι μόνο τήν ἑρμηνευτική
προσέγγιση τῆς πρός Ἑβραίους ἀπό τόν Οἰκουμένιο,
ἀλλά τό «ὅλον» τοῦ ὑπομνηματιστικοῦ ἔργου τοῦ
συγγραφέα. Ἐντοπίζουμε λοιπόν ὅτι στήν ἑρμηνεία
ἑνός συγκεκριμένου χωρίου παρατίθενται δύο ἤ καί
περισσότερα λήμματα τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό ἴδιο ἤ
καί διαφορετικά ἔργα του655 (μαζί βέβαια μέ
ἀποσπάσματα καί ἄλλων Πατέρων).

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 551 : 24-35 · πρβλ


Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 328.
652
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 547 : 19–548 : 15 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 324-327
(βλ. Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος
συνοψίζει τά γραφόμενα τοῦ Χρυσοστόμου, σελ. 284-289).
653
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 548 : 29–549 : 6 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 328-329.
654
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 547 : 7-18 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 922. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 549 : 35–551 : 3 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 922-923. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 557 : 22-32 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 924. Ἐπίσης
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 564 : 24-30 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 925.
655
Π.χ. στό Πράξ. 4, 15-16 παρατίθενται τρία (3) λήμματα τοῦ
Χρυσοστόμου ἀπό τρία διαφορετικά ἔργα : α) ἀπό τήν ἑρμηνεία
στίς Πράξεις (J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 76 : 4-7 ·
πρβλ Χρυσοστόμου, Πράξ., Ὁμιλία Ι΄, PG 60 : 87) · β) ἀπό τήν
ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους (J.A. Cramer, Catenae III,
Πράξ., 76 : 8-19 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΙΕ΄, PG 60 :
545-546) · γ) ἀπό τήν ἑρμηνεία στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο
(J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 76 : 20-25 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ματθαῖον, Ὁμιλία ΚΔ΄, PG 60 : 325-326). Στό Ἑβρ.
7, 2 παρατίθενται πέντε (5) λήμματα τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό
τρία διαφορετικά ἔργα : α) δύο (2) ἀμιγῆ λήμματα ἀπό τίς
ὁμιλίες πρός τούς Ἑβραίους (J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,
268

2) Σέ ὁρισμένο ἀριθμό χωρίων μέ τό ὄνομα τοῦ


Χρυσοστόμου παρατηροῦμε ἀριστοτεχνικό πλέγμα -
συνδυασμό λημμάτων ἀπό διαφορετικά ἔργα τοῦ
Χρυσοστόμου, ὅπως :
α) ἀπό ὁμιλίες στήν πρός Ἑβραίους καί στή Γένεση
(μία φορά)656
β) ἀπό ὁμιλία στήν πρός Ἑβραίους καί ἀπό τόν τόν Ζ΄
Λόγο «Κατὰ Ἰουδαίων» (ἕξι φορές)657. (Τονίζουμε ὅτι

552 : 1-21 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97.


Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 552 : 29–553 : 2 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 98) · β) ἕνα (1) λῆμμα
ἀπό τό κατά Ἰωάννην (J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 552 :
22-28 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ἰωάννην, Ὁμιλία Δ΄, PG 59 : 49) · γ)
ἕνα (1) λῆμμα ἀπό τήν ἑρμηνεία στήν Γένεση (J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 551 : 24-35 · πρβλ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν
Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 328) · δ) ἕνα (1) συνδυαστικό
λῆμμα ἀπό τίς ἑρμηνευτικές ὁμιλίες του στήν πρός Ἑβραίους
καί στή Γένεση (J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 551 : 6-16 ·
πρβλ Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97 · ἐπίσης πρβλ
Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 327-328).
656
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 551 : 6-16 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ
αὐτοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 327-328 (ἐδῶ ὁ
Οἰκουμένιος ἀντιγράφει οὐσιαστικά τήν ἑρμηνεία τοῦ
Χρυσοστόμου στό ἀντίστοιχο χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους, ὅμως σέ
κάποιο σημεῖο τήν διασπᾶ καί παρεμβάλλει τεμάχιο ἀπό τήν
ἑμηνευτική ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου στήν Γένεση γιά νά
διευκρινίσει μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τή σημασία τοῦ ὀνόματος
τοῦ Μελχισεδέκ).
657
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 545 : 27-32 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 921 · ἐπίσης
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 556 : 20–557 : 11 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 98 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ
αὐτοῦ, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 923. Ἐπίσης J.A.
Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 557 : 12-21 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 98 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Κατὰ
Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 923-924. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VII, Ἑβρ., 558 : 4–559 : 2 · πρβλ Χρυσοστόμου, Κατὰ
Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 924 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ,
Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97. Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae
VII, Ἑβρ., 563 : 24-30 · πρβλ Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων,
Λόγος Ζ΄, PG 48 : 924 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., Ὁμιλία
269

σέ ἕναν ἀπό τούς συνδυασμούς παρεμβάλλει εὔστοχα


καί τίς δικές του παρατηρήσεις658).
γ) ἀπό ὁμιλία στή Γένεση (Ἑξαήμερον) καί τόν Ζ΄
Λόγο «Κατὰ Ἰουδαίων» (μία φορά)659. Εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι τό συγκεκριμένο ἑρμηνευτικό
ἀπόσπασμα στήν ἔκδοση τοῦ Cramer, ἄν καί εἶναι μία
πιστή ἀντιγραφή τμήματος τοῦ Ζ΄ «Κατὰ Ἰουδαίων», ἐν
τούτοις ἡ τελευταία φράση του «ἴσως
αὐτοχειροτόνητος ὤν» ἀποτελεῖ προσθήκη πού
προέρχεται ἀπό τήν πρόταση τῆς ΛΕ΄ ὁμιλίας «Εἰς τὴν
Γένεσιν» («Ἱερεὺς δὲ ἦν ἴσως αὐτοχειροτόνητος»).
Πολλοί ἐπιστήμονες σέ διάφορες ἐποχές
ἰσχυρίστηκαν ὅτι τά Ὑπομνήματα - Σειρές πού
ἐξετάσαμε εἶναι διαδοχική ἑρμηνευτική δημιουργία
τῶν ἐξηγητῶν - ἀντιγραφέων, ὅμως ἡ λεπτή χρήση τῶν
συνδυασμῶν, πού ἀποδεικνύεται ἀπό τίς παραπάνω
παρατηρήσεις, ὑποδηλώνει ἄριστη γνώση τοῦ συνολικοῦ
ἔργου τοῦ Χρυσοστόμου καί πιθανότατα ἕναν
συγγραφέα, τόν Οἰκουμένιο.
Στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους στίς ἐκδόσεις
Cramer συναντᾶμε καί τρία ἀποσπάσματα, τά ὁποῖα
προέρχονται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ cod. Paris. 238, ἀπό

ΙΓ΄, PG 63 : 102-104 (ἐδῶ ἀντιγράφει τό χωρίο ἀπό τόν Κατά


Ἰουδαίων καί συνεχίζει ἀποδίδοντας συνοπτικά τό χωρίο ἀπο
τήν Ἑβραίους). Ἐπίσης J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 565 :
26–566 : 7 · πρβλ Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48
: 925 · ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΓ΄, PG 63 : 103.
658
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 558 : 3–559 : 2 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 924 · ἐπίσης
πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., Ὁμιλία ΙΒ΄, PG 63 : 97-98 (βλ.
Παράρτημα Ε΄ Κεφαλαίου, Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος
συνδυάζει - πλέκει λήμματα ἀπό διαφορετικά ἔργα τοῦ
Χρυσοστόμου, σελ. 292-293).
659
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 546 : 7–547 : 2 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48 : 921-922 ·
ἐπίσης πρβλ Τοῦ αὐτοῦ, Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 :
328.
270

μία ἀπολεσθεῖσα ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου πρός τούς


Μακκαβαίους. Σ' αὐτό τό συμπέρασμα μᾶς ὁδηγεῖ ἡ
ἀδυναμία μας νά ἀντιπαραβάλλουμε τά τεμάχια αὐτά μέ
τίς τρεῖς διασωθεῖσες «Πρὸς Μακκαβαίους» ὁμιλίες,
καθώς καί μέ τά ἄλλα διασωθέντα ἔργα τοῦ
Χρυσοστόμου660.
Ὅσον ἀφορᾶ στό Ὑπόμνημα τοῦ Οἰκουμενίου στίς
Καθολικές Ἐπιστολές, σύμφωνα μέ τήν ἔκδοση τοῦ
Cramer, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ ἔκδοση τοῦ Migne –
διότι στήν ἔκδοση αὐτή ὁ ἴδιος ὁ Migne ἐνημερώνει
τούς ἀναγνῶστες του ὅτι χρησιμοποιεῖ τόν 8ο τόμο
ἀπό τόν Cramer–, διασώζεται σημαντικός ἀριθμός
ἑρμηνευτικῶν τεμαχίων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ
Χρυσοστόμου. Σέ κάποια ἀπό αὐτά ἀναφέρεται ἡ πηγή
προέλευσης661, ἐνῶ σέ κάποια ἄλλα ὄχι. Πάντως
ἀποτελοῦν βάσιμη μαρτυρία ὅτι ὁ Χρυσόστομος
ἀσχολήθηκε εὐκαιριακά καί ἀνέπτυξε χωρία τῶν
ἐπιστολῶν αὐτῶν στίς ὁμιλίες του στά ὑπόλοιπα
βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει
στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ἡ διάσωση αὐτῶν τῶν
ἀποσπασμάτων χάρη στό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου.
Ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ ἀπό τόν Χρυσόστομο :
– ὀκτακόσια σαράντα πέντε σχόλια στήν ἑρμηνεία τῶν
Πράξεων
– ἑκατόν ἑβδομήντα ἑννέα σχόλια στήν πρός Ρωμαίους
(ἕνα στόν cod. Bodleiano EII20 καί ἑκατόν
ἑβδομήντα ὀκτώ στόν cod. Monacensi 20)
660
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 584 : 18–585 : 13 & 589 :
14–590 : 9 & 595 : 4–596 : 33.
661
J.A. Cramer, Catenae VIII, Ἰακώβου, 32 : 22–31 · πρβλ
Χρυσοστόμου, Νόθα, Ὁμιλία εἰς τὴν Χαναναίαν, καὶ εἰς τὸν
Φαραώ, καὶ ὅτι οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ
τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ, PG 59 : 656-657. Ἐπίσης J.A. Cramer,
Catenae VIII, Ἰακώβου, 35 : 17-31. Ἐπίσης Τοῦ αὐτοῦ, Catenae
VIII, Α΄ Πέτρου, 584 : 6-14 & 589 : 6-28. Ἐπίσης Τοῦ αὐτοῦ,
Catenae VII, Α΄ Ἰωάννου, 131 : 16–132 : 2.
271

– ἑκατόν πενήντα τρία σχόλια στήν Α΄ πρός


Κορινθίους
– πέντε σχόλια στήν Β΄ πρός Κορινθίους
– εἴκοσι δύο σχόλια στήν πρός Γαλάτας
– σαράντα ἑπτά σχόλια στήν πρός Ἐφεσίους
– τέσσερα σχόλια στήν πρός Φιλιππησίους
– ἕνδεκα σχόλια στήν πρός Κολοσσαεῖς
– ἑπτά σχόλια στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς
– τρία σχόλια στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς
– ὀκτώ σχόλια στήν Α΄ πρός Τιμόθεον
– δέκα σχόλια στήν Β΄ πρός Τιμόθεον
– δύο σχόλια στήν πρός Τίτον
– δύο σχόλια στήν πρός Φιλήμονα
– ἑκατόν πενήντα ὀκτώ σχόλια στήν πρός Ἑβραίους
(τριάντα ἑπτά στόν cod. Coisliano 204 καί ἑκατόν
εἴκοσι ἕνα στόν cod. Paris. 238), ἀπό τά ὁποῖα τά
ἑπτά εἶναι κοινά
– εἴκοσι ἕξι σχόλια στήν Ἰακώβου
– ἕνδεκα σχόλια στήν Α΄ Πέτρου
– πέντε σχόλια στήν Β΄ Πέτρου
– πέντε σχόλια στήν Α΄ Ἰωάννου
– ἕνα σχόλιο στήν Γ΄ Ἰωάννου.
Τά περισσότερα ἀπό τά λήμματα αὐτά
παρατίθενται αὐτολεξεί.
Ἡ ἄρτια καί λεπτομερής χρήση τόσων ὁμιλιῶν τοῦ
Χρυσοστόμου καί ἡ βαθειά μελέτη τοῦ ἔργου του
προδίδουν τό θαυμασμό τοῦ Οἰκουμενίου γιά τό
μελίρρυτο Ἰωάννη, θαυμασμό πού τόν ὁδήγησε στό νά
ἐπιλέξει κάποια κομμάτια ἀπό τό ἔργο του καί νά τά
συνδέσει μέ ἀποσπάσματα ἄλλων Πατέρων γιά νά
δημιουργήσει μιά ὀργανικά δεμένη ἑρμηνευτική
ἑνότητα πού φωτίζει τίς ἀλήθειες τῶν
καινοδιαθηκικῶν βιβλίων.
272

Ἄς ἐξετάσουμε τώρα γιατί ὁ Οἰκουμένιος


χρησιμοποίησε ὄχι μόνο ἀποσπάσματα, ἀλλά καί τό
αὐθεντικό κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Χρυσόστομος ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ τό
μεγαλύτερο γνώστη καί ἑρμηνευτή τῶν Γραφῶν. Ἄν καί
βασικός του στόχος δέν ἦταν μόνο ἡ ἑρμηνεία, ἀλλά
καί ἡ ὠφέλεια τῶν πιστῶν, ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀνάλυση
καί τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς περισσότερο ἀπό
κάθε ἄλλο Πατέρα. Εἰδικότερα, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε,
θαύμαζε τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο τοῦ Παύλου
καί ἑρμήνευσε ὅλες του τίς ἐπιστολές. Κοινό
ἀντικείμενο τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Οἰκουμενίου
ἦταν ὁ Παῦλος. Οἱ ἑρμηνευτικές ὁμιλίες τοῦ
Χρυσοστόμου στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου, καθώς καί
στίς Πράξεις ἦταν τέλειες καί ἐμπεριστατωμένες. Ἤδη
τήν ἐποχή μετά τή διατύπωση τοῦ ιθ΄ κανόνα τῆς
Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691
μ.Χ.), ὁ Χρυσόστομος ἀποτέλεσε τή μεγαλύτερη
ἑρμηνευτική αὐθεντία, συνεπῶς καί τή βάση τῶν, μετά
τήν Σύνοδο, συντασσομένων συγγραμμάτων. Ὅπως καί
ἄλλοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, οἱ συντάκτες τοῦ
τύπου τοῦ Οἰκουμενίου χρησιμοποίησαν τόν Χρυσόστομο
ὡς πηγή στό ὑπομνηματιστικό τους ἔργο.
Βέβαια, ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Οἰκουμενίου
ἀπουσιάζει τό πρακτικό μέρος πού διακρίνουμε σέ
κάθε ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου662. Αὐτό τό γεγονός
ὀφείλεται στή διαφορετική φιλολογική μορφή τῶν
ἔργων. Ὁ μέν Χρυσόστομος κηρύσσει, ὁ δέ Οἰκουμένιος
ὑπομνηματίζει καί συγγράφει. Τό ἔργο τοῦ
Χρυσοστόμου εἶναι προφορικό καί ἀποτελεῖται ἀπό
ὁμιλίες. Στήν οὐσία οἱ ταχυγράφοι τό διατηροῦν ὡς

662
Xρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία ΜΒ΄, PG 61 : 365-368. Τοῦ
αὐτοῦ, Κολ., Ὁμιλία Η΄, PG 62 : 356. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Θεσσ.,
Ὁμιλία Ε΄, PG 62 : 424.
273

γραπτό κείμενο. Ἀντίθετα ὁ Οἰκουμένιος συνδέει,


ἀντιγράφει καί τελικά διαμορφώνει ἕνα γραπτό
κείμενο μέ καθαρά ἑρμηνευτικό σκοπό.
Συνήθως ὁ Χρυσόστομος, ἀναλύοντας μία
περικοπή, τή συνδέει πολλές φορές μέ ἄλλα χωρία πού
προέρχονται ἀπό διαφορετικά βιβλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς663. Τήν ἴδια μέθοδο ἀκολουθεῖ καί ὁ
Οἰκουμένιος. Πολλές φορές ὁ Χρυσόστομος παραπέμπει
στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἰδιαίτερα στά βιβλία τῶν
Ψαλμῶν664. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Οἰκουμένιο,
ὁ ὁποῖος ὅμως παραπέμπει γενικά665, καί ὄχι εἰδικά,
σέ ἕνα συγκεκριμένο βιβλίο. Συνήθως στίς παραπομπές
του, εἴτε προέρχονται ἀπό τήν Παλαιά εἴτε ἀπό τήν
Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους «Γραφή» ἤ
«Γραφαί» ἤ «Γραφικὴ μαρτυρία»666. Τόσο ὁ

663
Xρυσοστόμου, Φιλιππ., Ὁμιλία Α΄, PG 62 : 187-190. Τοῦ
αὐτοῦ, Φιλιππ., Ὁμιλία Β΄, PG 62 : 194-198. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
Κολ., Ὁμιλία Ι΄, PG 62 : 370-374.
664
Xρυσοστόμου, Α΄ Κορ., Ὁμιλία Κ΄, PG 61 : 164. Τοῦ αὐτοῦ,
Β΄ Κορ., Ὁμιλία Α΄, PG 61 : 383,384.
665
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 348 (ἐδῶ ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως). Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG
118 : 777 (ἐδῶ ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποεῖ τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν
καί τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν). Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 :
736,749,761, κ.ο.κ.
666
Oἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 57Β, 89Α (μαρτυρία Γραφικήν),
100D, 124Β (τῷ γραφικῷ), 133Α, 140D, 164C, 172C, 296C,
301Β, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 : 348Β, 349D, 392Β, 393Α,
401C, 432C, 504D, 505Α, 508C, 553Β, 553C, 605Α, 605D, 608Α,
612Β, 612C, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 664Α, 700Β,
749C, 757D (Γραφικῆς μαρτυρίας), 860Α, 861C, κ.ἄ. Τοῦ
αὐτοῦ, Β΄ Κορ., PG 118 : 1065D, 1077Β, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Γαλ.,
PG 118 : 1132Α, 1132Β, 1148C, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐφεσ., PG 118 :
1173C, 1201D, 1240Β, 1249C, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Φιλιππ., PG 118
: 1269Α, 1281Α, 1300Α, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., PG 119 : 20Β,
44C, 45D, 46Α, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 124Β, 124D,
κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 138D, 156C, 172C, κ.ἄ.
Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : 208C, 208D, 220D, 225Α, 228D,
229Α, 236C, κ.ἄ. Τοῦ αὐτοῦ, Τίτον, PG 119 : 248C. Τοῦ αὐτοῦ,
Ἑβρ., PG 119 : 293Β, 296Β, 345C, 349D, 352Α, κ.ἄ.
274

Οἰκουμένιος, ὅσο καί ὁ Χρυσόστομος, παραπέμπουν στά


βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί
τεκμηριώνουν τίς ἀπόψεις τους, ἐπικαλούμενοι τήν
ἁγιογραφική μαρτυρία. Μέσα ἀπό τά ἔργα τους
προσπαθοῦν νά προβάλλουν τήν ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
πού λειτουργεῖ γιά κάθε χριστιανό ὡς ὁδοδείκτης
πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Χωρίς ἀμφιβολία, ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ
τόν Χρυσόστομο κατ’ ἐξοχήν καί τούς ἄλλους
ἑρμηνευτές Πατέρες λιγότερο. Ἐξαρτᾶται ὄχι μόνο ἀπό
τό κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλά καί ἀπό τό πνεῦμα
τοῦ Μεγάλου Πατρός καί προσπαθεῖ νά μεταφέρει τό
χριστολογικό φρόνημα στήν ἐποχή του. Ἡ ἐπεξεργασία
τοῦ Χρυσοστομικοῦ κειμένου γίνεται μέ μεγάλο
σεβασμό, γιά νά μήν ἀλλοιωθεῖ τό νόημά του. Ἡ
διαμόρφωση τοῦ κειμένου (προσθῆκες, ἀφαιρέσεις,
συνδυασμοί ἑρμηνειῶν ἀπό διαφορετικά βιβλία,
συνόψεις καί συντμήσεις) γίνεται μέ μεγάλη προσοχή.
Πουθενά δέ διαστρεβλώνεται τό κείμενο, καί τοῦτο
διότι ἡ εὐρεία χρήση τοῦ Χρυσοστόμου δίνει ἀξία καί
κῦρος στά οἰκουμενιανά Ὑπομνήματα.
Ὄχι σπάνια, θά συναντήσουμε τόν Οἰκουμένιο νά
ἀφορμᾶται ἀπό μία Χρυσοστομική σκέψη καί νά τή
συνεχίζει. Ἔτσι π.χ. σχολιάζοντας τό θέμα τῆς
ἀδικίας καί προσπαθώντας νά ἐξηγήσει γιατί δέν
πρέπει οὔτε νά ἀδικούμαστε ἀλλά καί οὔτε νά
ἀδικοῦμε, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ Χρυσοστόμου
καί παραθέτει τούς λόγους τῆς ἀποφυγῆς τῆς ἀδικίας.
Ἡ ἀδικία εἶναι ἁμάρτημα, εἶναι ἔγκλημα διότι :
α) δέ μπορεῖ κάποιος νά ὑποφέρει,
β) εἶναι δυνατόν νά καταφερθεῖ ἐναντίον τοῦ ἰδίου
τοῦ ἀδικοῦντος,
275

γ) διαταράσσει τήν ἀδελφική σχέση πού πρέπει νά


ἔχουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί καί διασπᾶ τήν ἑνότητα
τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Οἰκουμένιος συμπληρώνει ὅτι εἶναι
προτιμότερο νά μᾶς ἀδικοῦν παρά νά ἀδικοῦμε : «ἐν
αἱρέσει δέ, (τοῦ ἀδικεῖν) βέλτιον τὸ ἀδικεῖσθαι»667.
Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, στίς ὁποῖες ὁ
Οἰκουμένιος δέ συμφωνεῖ μέ τόν Χρυσόστομο, ἤ
παραθέτει γνῶμες ἄλλων Πατέρων ἤ ἑρμηνεύει τό χωρίο
σύμφωνα μέ τή δική του σκέψη. Ἕνα ἐμφανές δεῖγμα
πού μᾶς ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι ὁ Οἰκουμένιος δέν
ἀκολουθεῖ ἄκριτα τόν Χρυσόστομο, ἀλλά ἔχει δικά του
κριτήρια ἐπιλογῆς, εἶναι τό ἑξῆς :
Στό Ὑπόμνημα τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς ὁ
Χρυσόστομος ἐξηγώντας ὅτι τίποτε δέν εἶναι δυνατόν
νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
ἀναφέρεται μόνο στίς ἀγγελικές δυνάμεις, ἐνῶ ὁ
Οἰκουμένιος κάνει μία ἐκτενέστερη ἀναφορά σέ ὅλη
τήν πνευματική καί ὑλική δημιουργία, ἀλλά καί σέ
ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι γράφει : «Καὶ
συλλήβδην εἰπεῖν, οὔτε τὰ ἄγαν ἐπίδοξα, οὔτε τὰ
ἄγαν ἄδοξα, οὔτε τὰ ἀγαθά, οὔτε τὰ λυπηρά, οὔτε τὰ
καλά, οὔτε τὰ κακά»668.
Ὅπως ἔχουμε προαναφέρει, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὁ
Οἰκουμένιος ἀποφεύγει τίς ἀλληγορίες καί ἀκολουθεῖ
τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο σέ συνδυασμό μέ τήν
τυπολογική. Ἀκολουθεῖ τόν Χρυσόστομο ὡς ἑξῆς :
– Ἀναλύει τό ἁγιογραφικό κείμενο λέξη πρός λέξη,
ἐνῶ πολλές φορές, γιά τήν ὀρθότερη ἑρμηνεία του
παραθέτει γραμματικά καί συντακτικά σχόλια.

667
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 709 · πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄
Κορ., Ὁμιλία ΙΣτ΄, PG 61 : 134.
668
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 497 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ.,
Ὁμιλία ΙΕ΄, PG 60 : 456.
276

– Μελετᾶ σέ βάθος καί κατανοεῖ τήν τάξη τῶν λέξεων


μέσα σέ κάθε πρόταση.
– Ἀποκαθιστᾶ, κατά τό δέον, τό κείμενο καί ἀποδίδει
μεγάλη σημασία ἀκόμη καί στά σημεῖα στίξεως669.
– Γενικά, μιμεῖται τόν Χρυσόστομο στόν τρόπο
ἑρμηνείας (πλοκή, ρητορικές ἐρωτήσεις κ.τ.λ.)670.
Ἡ ὁμοιότητα αὐτή πολλές φορές δέ γίνεται ἄμεσα
ἀντιληπτή μέ μία ἐπιδερμική, ἐξωτερική σύγκριση τῶν
σχολίων. Ὅταν ἐμβαθύνουμε στό περιεχόμενο,
διαπιστώνουμε τήν ὕπαρξή της, πού δέν τή συναντᾶμε
στήν ἔκφραση. Τόσο ὁ Χρυσόστομος, ὅσο καί ὁ
Οἰκουμένιος, ἀναπτύσσουν στήν ἑρμηνεία τῆς πρός
Ρωμαίους τήν ἴδια σωτηριολογία μέ διαφορετικά
ἐξωτερικά σχήματα, τονίζοντας τή σπουδαιότητα τῆς
Θυσίας τοῦ Κυρίου γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐπίσης στό σχολιασμό τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, ἐνῶ ἀμφότεροι ἐξαίρουν τή σπουδαιότητά
του, ὁ Οἰκουμένιος ὑπογραμμίζει τή μετουσίωση τοῦ
Οἴνου σέ Αἷμα Χριστοῦ, γιά νά μή φανεῖ στόν
ἀναγνώστη ὅτι ἀντιγράφει τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος
ἀναλύει γιατί ὁ Ἄρτος μεταβάλλεται κατά τή διάρκεια
τοῦ μυστηρίου σέ Σῶμα Χριστοῦ. Ἐμφανῶς ὁ εἱρμός τῆς
σκέψης καί ὁ τρόπος ἔκφρασης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
συγγραφέα μας προσεγγίζει τόν τρόπο τοῦ
Χρυσοστόμου671.

669
π.χ. Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 733 : «Ὁ γὰρ
Σευηριανὸς ἔστιξεν οὕτως».
670
π.χ. Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 761,764,765,κ.ἄ.
671
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 601 : «Ὁ Θεός, φησί, διὰ τοῦ
σταυροῦ ᾠκοδόμησε, σὺ δὲ τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ καταλύεις διὰ
βρῶμα. Ἔργον δὲ τοῦ Θεοῦ λέγει, τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων» ·
πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ., Ὁμιλία ΚΣτ΄, PG 60 : 637-638 : «Καὶ ὁ
μὲν Χριστὸς οὐδὲ δοῦλος γενέσθαι οὐδὲ ἀποθανεῖν παρῃτήσατο
αὐτόν · σὺ δὲ οὐδὲ βρωμάτων καταφρονεῖς, ἵνα αὐτὸν διάσωσῃς ;
καίτοι γε οὐ πάντας ἔμελλε κερδάνειν ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅμως
ὑπὲρ ἁπάντων ἀπέθανε, τὸ αὐτοῦ πληρῶν».
277

Ὅπως ὁ Χρυσόστομος, ἔτσι καί ὁ Οἰκουμένιος


ἀποφεύγει τίς ἀλληγορίες. Πιθανότατα ἡ καταδίκη τῶν
ὠριγενιστικῶν πλανῶν ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει
φοβίσει τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι
προσπαθοῦν νά διαφυλάξουν τό ὀρθόδοξο φρόνημα,
προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν σφάλματα πού ὁδηγοῦν στή
διαστρέβλωση τῆς ἑρμηνείας καί τελικά στήν αἵρεση.
Ὅπου ὅμως θεωρεῖ ἀπαραίτητο, ὁ Οἰκουμένιος
χρησιμοποιεῖ τήν ἀναγωγική μέθοδο πού καθιέρωσαν οἱ
ἀντιοχειανοί θεολόγοι μέ πρωτοπόρο τόν Χρυσόστομο.
Ὅπως δείχνουν τά σχόλια, γνωρίζει καλά τή σχέση
τύπου - ἀλήθειας καί χρησιμοποιεῖ τήν τυπολογική
μέθοδο, μόνο ὅταν καί ὅπου τό ἀπαιτεῖ τό κείμενο. Ὁ
τύπος εἶναι μία εἰκόνα, ἕνα σχέδιο, ἕνα σύμβολο τῆς
ἀλήθειας πού ὑποκρύπτει. Στό Ὑπόμνημα τῆς πρός
Ἑβραίους γράφει : «Ὁ γὰρ τύπους οὐ κατὰ πάντα ἴσος
ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ, (ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ἀληθείας
εὑρίσκεται, καὶ ταυτότητας μᾶλλον, ἢ τύπος), ἀλλ’
εἰκόνας ἔχει τινὰς καὶ ἰνδάλματα»672. Προτυπώσεις,
λοιπόν, εἶναι ἕνας πιό εὔληπτος σχηματισμός τῆς
σωτηριολογικῆς ἀλήθειας. Ἔτσι τό ἐκχυνόμενο, κατά
τήν Σταυρική Θυσία, Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀντικαθιστᾶ τό
αἷμα τῶν κτηνῶν πού ἔσφαζαν οἱ Ἰσραηλίτες γιά τήν
ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν τους κατά τήν ἡμέρα τοῦ
Ἐξιλασμοῦ673.
Ἐν κατακλεῖδι, ὁ Οἰκουμένιος καί οἱ συνεχιστές
τοῦ ἔργου του εἶχαν ἐνώπιόν τους τό αὐθεντικό
κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου, καθώς καί ἀντίγραφα μέ
Ἐκλογές ἀπό τόν Χρυσόστομο καί τούς ἄλλους
ἑρμηνευτές Πατέρες. Τό σημαντικό καί τεράστιο σέ
ἔκταση ἔργο τοῦ Ἰωάννου ἀποτέλεσε τή βάση γιά τή
διαμόρφωση τοῦ τύπου τοῦ Οἰκουμενίου καί τό πρότυπο

672
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 345.
673
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 805.
278

τῆς ἑρμηνείας. Στήν οὐσία τά Ὑπομνήματα τοῦ


Οἰκουμενίου ἀποτελοῦν μία περίληψη τοῦ συγγραφικοῦ
ἔργου τοῦ Ἰωάννου, συνοδευόμενου ἀπό ἄλλες
σημαντικές πατερικές παρατηρήσεις καί γνῶμες. Οἱ
διαφορές πού συναντᾶμε εἶναι κυρίως ἐξωτερικές λόγῳ
τοῦ διαφορετικοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο γράφτηκε τό
καθένα ἀπό τά ἔργα.
273

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Γιά νά δώσουμε μία σαφέστερη καί καθαρότερη
εἰκόνα τῆς χρήσης τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τόν
Οἰκουμένιο, παραθέτουμε σέ παράλληλες στῆλες
παραδείγματα ὁμαδοποιημένα ἀνάλογα μέ τήν κάθε
περίπτωση (ἀντιγραφή - σύντμηση - σύνοψη - ἀνάλυση
-συνδυασμός χρυσοστομικῶν χωρίων).

1. Ἀντιγραφή Χρυσοστομικῶν χωρίων.


Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 45 Χρυσοστόμου, Πράξ., PG 60 : 19
«“Ὀπτανόμενος «............ Διά τοι τοῦτο
αὐτοῖς”............ Διὰ τοι τοῦτο ἐκ τῶν σημείων ἀ-ναμφίβολον ποιεῖ
ἐκ τῶν σημείων ὧν ἔλαβον χάριν τῆς ἀναστάσεως τὴν ἀπό-δειξιν,
ποιεῖν οἱ ἀπόστολοι, ἀναμφίβολον ὥστε μὴ τοῖς τότε μόνον, ἀλλὰ καὶ
ποιεῖ τῆς ἀνα-στάσεως τὴν πᾶ-σι τοῖς μετὰ ταῦτα φανερὰν
ἀπόδειξιν καὶ κοινήν· ὥστε μὴ γενέσθαι τὴν ἀ-νάστασιν. Ὅπερ γὰρ
τοῖς τότε μόνον, ὅπερ ἐκ τῆς ἐκείνοις ἐκ τῆς ὄψεως τῶν
ὄψεως ἔμελλε γί-νεσθαι, ἀλλὰ καὶ σημείων, τοῦτο ἐκ τῆς πίστεως
πᾶσι τοῖς μετὰ ταῦτα φανε-ρὰν πᾶσιν ὕ-στερον ἔμελλεν ἔσεσθαι
γενέσθαι τὴν ἀνάστασιν». ............».
(Πράξ. α΄, 3) (Πράξ. α΄, 3)

Οἰκουμενίου, Πράξ., PG 118 : 68 Χρυσοστόμου, Ρωμ., PG 60 : 46


«............ Σὺν τοῖς «............ Σὺν τοῖς
ἕνδεκα” δὲ λέγει, δη-λῶν ὅτι ἕνδεκα ; Κοινὴν προε-βάλλοντο
κοινῇ γνώμῃ καὶ φωνῇ πάντων αὐτὸς φωνήν, φησί, καὶ πάντων αὐτὸς ἦν
ἦν στόμα, μάρτυρες δὲ τὸ στόμα. Παρεστήκασι δὲ οἱ
παρειστήκεισαν οἱ ἕν-δεκα τοῖς ἕνδεκα μαρτυ-ροῦντες τοῖς
λεγομένοις. Ἐπῆρε δὲ τὴν φωνήν, λεγομένοις. Ἐπῆρε τὴν φωνὴν
τουτέστι, μετὰ πολλῆς παῤῥησίας, αὐτοῦ, φησί · τουτέστι, Μετὰ
ἵνα εὐθέως ἀρχομένου μάθωσι τὴν πολλῆς εἶπε τῆς παρρησίας.
χάριν τοῦ Πνεύματος. Ὁ γὰρ πρὸ Τοῦτο δὲ ποιεῖ, ἵνα μάθωσι
τούτου μὴ ἐνεγκὼν ἐρώτησιν κο- τοῦ Πνεύ-ματος τὴν χάριν. Ὁ γὰρ
ρασίου εὐτελοῦς, οὗτος ἐν μέσῳ μὴ ἐνεγκὼν ἐρώτησιν κορασίου
δήμου, φω-νώντων ἁπάντων, οὗτος εὐτελοῦς, οὗτος ἐν μέσῳ δήμων,
ἀνυποστόλως δημη-γορεῖ, ὡς φονώντων ἁπάντων, μετὰ τοσαύτης
ἀμφισβήτητον τῆς ἀναστάσεως γε- διαλέγε-ται παῤῥρησίας, ὡς
νέσθαι τοῦτο τεκμήριον». ἀναμφισβήτητον τῆς ἀνα-στάσεως
(Πράξ. β΄, 4) γενέσθαι τοῦτο τεκμήριον ·
............».
(Πράξ. β΄, 4)

Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 356 «............ Ἄλλως. Ἐνταῦθα


οὐ μόνον ἰσο-τιμίαν δείκνυσιν
274

Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος, ἀλλὰ καὶ λογισμῶν καταδικάζεται μόνον, ὁ


πολὺ τὸν Ἰουδαῖον βαρούμενον ἀ-πὸ δὲ Ἰουδαῖος ἐννόμως, τουτέστι,
τῆς τοῦ νόμου δόσεως. Ὁ μὲν γὰρ μετὰ τῆς φύσεως, καὶ τοῦ νόμου
Ἕλλην ἀνόμως κρίνεται. Τὸ δέ, κα-τηγοροῦντος. Ὅσῳ γὰρ πλείονος
ἀνομως, ἐνταῦθα οὐ τὸ ἀπήλαυσεν ἐπιμελείας, τοσούτῳ
χαλεπώτερον, ἀλλὰ τὸ ἡμερώτερον μείζονα δώσει δίκην».
λέγει, (Ρωμ. β΄, 14)
Χρυσοστόμου, Ρωμ., PG 60 : 428
«............ Ἐνταῦθα γάρ, μερώτερον λέγει · τουτέστιν, οὐκ
ὅπερ ἔφθην εἰ-πὼν οὐ μόνον ἔχει κατηγο-ροῦντα τὸν νόμον. Τὸ
ἰσοτιμίαν δείκνυσιν Ἰουδαίου καὶ γάρ, Ἀνόμως, τουτέστι, χωρὶς τῆς
Ἕλληνος, ἀλλὰ καὶ πολὺ τὸν ἐξ ἐκείνου κατακρίσεως, φησίν, ἀ-
Ἰουδαῖον βαρούμενον ἀπὸ τῆς τοῦ πὸ τῶν τῆς φύσεως λογισμῶν
νόμου δόσεως. Ὁ μὲν γὰρ Ἕλλην καταδικάζεται μόνων. Ὁ δὲ
ἀνόμως κρίνεται · τὸ δέ, Ἀνό-μως, Ἰουδαῖος ἐννόμως, τουτέστι, με-τὰ
ἐνταῦθα οὐ τὸ χαλεπώτερον, ἀλλὰ τῆς φύσεως, καὶ τοῦ νόμου
τὸ ἡ- κατηγοροῦ-ντος · ὅσῳ γὰρ πλείονος
τουτέστιν, οὐκ ἔχει κατηγοροῦντα ἀπήλαυσε τῆς ἐπιμε-λείας, τοσούτῳ
τὸν νόμον. Τὸ γάρ, ἀνόμως, μείζονα δώσει δίκην».
τουτέστι, χωρὶς τῆς ἐκείνου (Ρωμ. β΄, 14)
κατακρίσεως, ἀπὸ τῶν τῆς φύσεως

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 749 «............ Ὅταν μὲν γὰρ


«............ Τὸ γάρ, “Ἐξ οὗ εἴπῃ, Ἐξ οὗ τὰ πάντα, τὴν
τὰ πάντα”, τὴν δημιουργίαν δημιουργίαν λέγει, καὶ τὴν ἐκ τοῦ
σημαίνει, καὶ τὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄ- μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγωγήν ·
ντος εἰς τὸ εἶναι παραγωγήν. “Καὶ ὅταν δὲ εἴ-πῃ, Καὶ ἡμεῖς εἰς
ἡμεῖς εἰς αὐτόν”. Τὸν τῆς πίστεως αὐτόν, τὸν τῆς πίστεως καὶ τῆς
ἡμῶν καὶ οἰκειώ-σεως λέγει οἰκειώσεως λόγον λέγει ·
τρόπον, ............». ............».
(Α΄ Κορ. η΄, 6) (Α΄ Κορ. η΄, 6)
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 163-
164

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 836 «............ καὶ οὐκ εἶπεν,


«“Οὐ παροξύνεται”. Καὶ οὐ Οὐκ ἐργάζεται τὸ κακόν, ἀλλ' Οὐδὲ
μόνον οὐκ ἐργάζεται τὸ κακόν, λογίζεται ............ Οὐ χαίρει
ἀλλ' “οὐδὲ λογίζεται”. Οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ. Τουτέστιν, οὐκ
ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ. Οὐκ ἐφήδεται, ἤ- ἐφήδεται τοῖς κακῶς πάσχουσιν ·
γουν, οὐ χαίρει τοῖς κακῶς ............ Συνήδεται, φησί,
πάσχουσι, φησί, συγχαίρει δὲ τοῖς τοῖς εὐδοκιμοῦσιν ·
εὐδοκιμοῦσι». ............».
(Α΄ Κορ. ιγ΄, 5 & 6) (Α΄ Κορ. ιγ΄, 5 & 6)
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 281

Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 917 κρίσιν. Τοιαύτην ἠφίει τὰ


«............ Τὸ ἀπόκριμα, πράγματα φωνήν· ταοιαύτην
τὴν ψῆφον, τὴν προσδοκίαν, τὴν ἀπόκρισιν ἐδί-δου τὰ συμβάντα,
275

ὅτι ἀποθανούμεθα πάντως. Οὐ μὴν γὰρ ἠφίει τὰ πράγματα φωνήν,


μέχρι τῆς πείρας ἐξέβη τοῦτο, τοιαύτην ἀπόκρισιν ἐδίδου τὰ
ἀλλὰ μέχρι τῆς ὑπονοίας ἔστη τῆς συμβάντα, ὅτι ἀποθα-νούμεθα
ἡμετέρας. Ἡ μὲν γὰρ τῶν πραγμάτων πάντως. Οὐ μὴν μέχρι τῆς πείρας
φύσις τοῡτο ἀπεφήνατο, ἡ δὲ τοῦ ἐ-ξέβη τοῦτο, ἀλλὰ μέχρι τῆς
Θεοῦ δύναμις οὐκ ἀφῆκε τὴν ἀπό- ὑπονοίας ἔστη τῆς ἡμετέρας. Ἡ μὲν
φανσιν εἰς ἔργον ἐλθεῖν, ἀλλ' ἐν γὰρ τῶν πραγμάτων φύσις τοῦτο
τῇ διανοίᾳ ἡ-μῶν τοῦτο συμβῆναι ἀπεφήνατο, ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ δύναμις
συνεχώρησε ............». οὐκ ἀφῆκε τὴν ἀπόφασιν εἰς ἔργον
(Β΄ Κορ. α΄, 9) ἐξελθεῖν, ἀλλ' ἐν τῇ διανοίᾳ μόνῃ
τῇ ἡμετέρᾳ καὶ ἐν τῇ προσδοκίᾳ
τοῦτο συμβῆναι συνεχώρησε ·
Χρυσοστόμου, Β΄ Κορ., PG 61 : 395 .........
«............ Τὸ ἀπόκριμα ........».
τοῦ θανάτου ; Τὴν ψῆφον, τὴν (Β΄ Κορ. α΄, 9)
κρίσιν, τὴν προσδοκίαν. Τοιαύ-την

Οἰκουμενίου, Β΄ Τιμόθ., PG 119 : πιστοῖς παραθέσθαι, καὶ ἀντὶ τῆς


236 αὐτοῦ διδασκαλίας ἔχειν αὐτά. Τὸν
«............ Ἱμάτιον δὲ φελόνην ἐζήτει, ὥστε μὴ
ἐνταῦθα λέγει. Τινὲς δὲ τὸ δεηθῆναι παρ' ἑτέρων λαβεῖν
γλωσσόκομον ἔνθα τὰ βιβλία ............».
ἔκειτο. Τὶ δὲ (Β΄ Τιμ. δ΄, 13)
Χρυσοστόμου, Β΄ Τιμόθ., PG 62 : βιβλία ἔκειτο. Τί δὲ αὐτῷ τῶν
656 βιβλίων ἔδει μέλλοντι ἀποδημεῖν
«............ Φελόνην, πρὸς τὸν Θεόν ; Καὶ μά-λιστα
ἐνταῦθα τὸ ἱμάτιον λέ- ἔδει, ὥστε αὐτὰ τοῖς πιστοῖς
γει · τινὲς δέ φασι τὸ παραθέ-σθαι, καὶ ἀντὶ τῆς αὐτοῦ
γλωσσόκομον, ἔνθα τὰ διδασκαλίας ἔχει αὐτά ……… Τὸν δὲ
αὐτῷ τῶν βιβλίων ἔδει μέλλοντι φελόνην ζητεῖ, ὥστε μὴ δε-ηθῆναι
ἀποδημεῖν πρὸς τὸν Θεόν ; Καὶ παρ' ἑτέρου λαβεῖν ............».
μάλιστα ἔδει, ὥστε αὐτὰ τοῖς (Β΄ Τιμ. δ΄, 13)

2. Συντμήσεις Χρυσοστομικῶν χωρίων.


Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 696 τουτέστι τῶν ἀπίστων ὀνειδίζει
«............ “Ἀκούεται ἐν τοῖς πι-στοῖς, Τί δὲ παρ' αὐτοῖς
ὑμῖν”. Κοινὸν πά-ντων ποιεῖ τὸ οὐκ ὀνομάζεται, τι εἴποι τις ἔνθα
ἔγκλημα ἵνα μὴ ῥᾳθυμήσωσιν ὡς καὶ πράσσετται ; “Ὥστε γυναῖ-κα
ἀλλότριοι τοῦ πλημμελήματος. “Ἐν τινὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν”. Ἴσως
ὑμῖν”, φησί · Τουτέστι τοῖς μητρυιάν .....
πιστοῖς, τοῖς τοσούτων εὐεργεσιῶν .......».
ἀπολαύσαται. Καὶ οὐκ εἶπε, (Α΄ Κορ. ε΄, 1)
Πράττεται, ἀλλ' ἐκ περιουσίας.
“Ἀκούεται”, φησί. “Οὐδὲ ἐν τοῖς
ἔθνεσιν”. Ἀπὸ τῶν ἐθνι-κῶν,
276

τρόπους, οὓς οὐ μόνον οὐ


τολμῶσιν, ἀλλ' οὐ-δὲ ἴσασιν οἱ
ἄπιστοι, ἄφατος τῆς ἁμαρτίας ἡ
ὑπερβολή. Καὶ τὸ Ἐν ὑμῖν δέ,
ἐμφατικῶς εἴρη-ται, τουτέστιν, Ἐν
ὑμῖν τοῖς πιστοῖς, τοῖς το-
σούτων ἀπολελαυκόσι μυστηρίων,
τοῖς ἀποῤ-ῥήτων κεκοινωνηκόσι,
ταῖς ἐπὶ τὸν οὐρανὸν κληθεῖσιν.
Ὁρᾷς πόσης βαρυθυμίας ὁ λόγος
γέμει ; πόσου θυμοῦ κατὰ πάντων ;
Εἰ γὰρ μὴ πολλῆς ὀργῆς ἐπέπληστο,
μηδὲ πρὸς πάντας

Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 60 : 121-


122
«............ Ὅλως ἀκούεται
ἐν ὑμῖν πορ-νεία, ἵνα μὴ ὡς
ἀλλότριοι πάντη τῆς κατηγο-ρίας
ὄντες ῥαθυμήσωσιν, ἀλλ' ὡς τοῦ
κοινοῦ πληγέντος, καὶ τῆς
Ἐκκλησίας διαβληθείσης, οὕτω
γένωνται ἐναγώνιοι. Οὐδεὶς γὰρ
ἐρεῖ, φησίν, ὅτι Ὁ δεῖνα
ἐπόρνευσεν, ἀλλ', ὅτι Ἐν τῇ
Κορινθίων Ἐκκλησίᾳ γέγονε τὸ
ἁμάρτη-μα. Καὶ οὐκ εἶπε, Τολμᾶται
πορνεία, ἀλλά, Ἀκούεται, ἥτις
οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζε-ται.
Καὶ γὰρ ἀεὶ ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν
ὀνειδίζει τοῖς πιστοῖς · καὶ
Θεσσαλονικεῦσι γράφων ἔ-λεγεν ·
Ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτάσθω
ἐν ἁγιασμῷ, μὴ ἐν πάθει
ἐπιθυμίας, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ
ἔθνη · καὶ Κολασσασεῦσι καὶ Ἐφε-
σίοις · Μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν,
καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη
περιπατεῖ. Εἰ δὲ τὸ τὰ αὐτὰ αὐ- ἀπετείνετο, οὕτως ἂν εἶπεν ·
τοὺς ἁμαρτάνειν ἀσύγγνωστον, τὸ Ἐπειδὴ ἤκουσα ὅτι ὁ δεῖνα
καὶ ὑπερ-βαίνειν τοὺς ἐθνικούς, ἐπόρνευσε, κολάσατε αὐτόν · νῦν
ποῦ θήσομεν, εἰπέ μοι ; Παρὰ γὰρ δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ πρὸς πάντας
ἐκείνοις, φησίν, οὐ μόνον οὐ τολ- ἀποδύεται. Καὶ γὰρ εἰ μὲν
μᾶταί τι τοιοῦτον, ἀλλ' οὐδὲ προλαβόντες ἔγραψαν, ἐκεῖνα ἂν
ὀνομάζεται. Εἶ-δες ποῦ τὸ ἔγκλημα εἶπεν · ἐπειδὴ δὲ οὐ μόνον οὐκ
ἐπῆρεν ; Ὅταν γὰρ τοιούτους ἔγραψαν, ἀλλὰ καὶ συνεσκίασαν τὸ
φαίνωνται εὑρίσκοντες ἀσελγείας σφάλμα, τούτου χάριν σφοδρότερον
277

κέχρηται τῷ λόγῳ. Ὥστε γυναῖκα πάλιν αἰσχύνεται καὶ ἐρυθριᾷ


τινὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν. Διὰ τί μὴ σαφῶς εἰπεῖν, ὅπερ καὶ ἡμῖν ἔθος
εἴ-πεν, Ὥστε πορνεύειν εἰς ἐπὶ τῶν σφόδρα αἰσχρῶν ποιεῖν.
γυναῖκα; Τὸ σφόδρα αἰσχρὸν Καὶ οὐκ εἶπε, Μητρυιάν, ἀλλά,
παρῃτήσατο. Διὸ σεμνοτέρως αὐτὸ γυναῖ-κα πατρός, ὥστε πολλῷ
παρέδραμεν, ὡς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χαλεπώτερον πλῆξαι. Καὶ γὰρ ὅταν
δεδηλωμέ-νον, κἂν τούτῳ αὔξων τὸ τὰ ὀνόματα ἀρκῇ πρὸς κατηγο-ρίαν,
ἔγκλημα πάλιν, καὶ δεικνὺς ὅτι δι' αὐτῶν πρόεισιν, οὐδὲν
τοιαῦτα τολμᾶται παρ' αὐτοῖς, ἃ προστιθείς. Καὶ μή μοὶ εἴπης,
οὐδὲ εἰπεῖν σαφῶς ἀνεκτὸν τῷ φησίν, ὅτι εἷς ἐστιν ὁ πε-
Παύλῳ. Διὰ τοῦτο καὶ προϊὼν τῷ πορνευκώς · κοινὸν πάντων τὸ
αὐτῷ κέχρηται τρόπῳ λέγων · Τὸν ἔγκλημα γέγο-νε ............».
οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον · καὶ (Α΄ Κορ. ε΄, 1)

Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : Οὐδέν μου πλέον εἶπαν οἱ


1045-1048 ἀπόστολοι · ἀλλὰ πῶς ; Λογίζομαι ·
«Λοιπὸν τοῖς περὶ Πέτρον οὕτω νομίζω, ὅτι οὐδὲν ὑστέρησα
συγκρίνει ἑ-αυτόν, τοῦτο δεῖξαι τῶν ὑπερ-λίαν ἀποστόλων
θέλων, ὅτι Εἰ ἐμοῦ, φησί, πλέον ............ Εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ
ἴσασι, καὶ ἐκείνων ............ λόγῳ, ἀλλ' οὐ τῇ γνώσει. Ἐπειδὴ
Λογίζομαι, φησίν, οἷον ἡγοῦμαι. γὰρ τούτῳ ἐκεῖνοι ἐπλεονέκτουν οἱ
Νομίζω, οὐδὲν ἀποφα-ντικόν, καὶ διαφθείροντες Κο-ρινθίους, τῷ μὴ
οὐχ ἁπλῶς ἀποστόλων, ἀλλὰ τῶν εἶναι ἰδιῶται, καὶ τοῦτο τίθη-σι,
ὑπὲρ λίαν, Πέτρον, καὶ Ἰάκωβον, δεικνὺς ὅτι οὐκ ἐπαισχύνεται
καὶ Ἰωάν-νην αἰνιττόμενος, Τοῦτο τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐγκαλλωπίζεται
δέ φησιν, ἐπειδὴ τοῦτο νῦν χρεία. ............ ὅτι οὐ μόνον οὐ-δὲν
Ἀλλαχοῦ δέ φησιν · Ὃς οὐκ εἰμὶ συντελεῖ πρὸς τὸ κήρυγμα τοῦτο,
ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος. “Εἰ ἀλλὰ καὶ ἐπισκιάζει τῇ δόξῃ τοῦ
δὲ καὶ ἰδιώτης”. Ἐπειδὴ ἐν τούτῳ σταυροῦ ............
ἐνεκαλλωπίζοντο οἱ ψευδαπόστολοι ............ “Ἀλλ' ἐν παντὶ
εἰς τὸ μὴ εἶναι ἰδιῶται, φανερωθέντες”. Αἰνίττεται τοὺς
δείκνυσιν ὅτι οὐ φεύγει τὴν ψευδαποστόλους, δολερούς τινας
ἰδιωτείαν, ἀλλὰ καὶ σεμνύνεται καὶ συνεσκιασμένους, καὶ
ἐπ' αὐτῇ. Διὸ καὶ τίθησιν αὐτό. προσωπεῖον εὐλαβείας
Καὶ ἀλλαχοῦ δὲ τοῦτο ποιεῖ, περικειμένους. Ἡμεῖς δέ, οὐχ οὕ-
ἔνθα δείκνυσι τὸ εἶναι σοφόν, τως, φησίν. Ἐν παντὶ γὰρ
πρὸς βλάβην · ὃν τοῦ κηρύγματος πράγματι, καὶ ἐν πᾶσιν οἷς
............ ποιοῦμεν φανεροί ἐσμεν εἰς ὑμᾶς,
Χρυσοστόμου, Β΄ Κορ., PG 61 : 556- ἐν οὐδεμιᾷ διπλόῃ, ἢ ὑποκρίσει,
559 φησίν. “Ἢ ἁ-μαρτίαν ἐποίησα”.
«............ Λογίζομαι γὰρ Πληκτικῶς τῷ λόγῳ κέ-χρηται.
μηδὲν ὑστερηκέ-ναι τῶν ὑπερλίαν Ἀπεῤῥιμμένον, φησίν, ἡγεῖσθέ με
ἀποστόλων · οὐκέτι πρὸς ἐ- καὶ εὐτελῆ μᾶλλον, ἁμαρτίαν εἰ
κείνους, ἀλλὰ πρὸς τοὺς περὶ ἐποίησα ἐμαυτὸν λιμῷ ταπεινώσας,
Πέτρον ποιού-μενος τὴν σύγκρισιν. καὶ μηδὲν λαβὼν παρ' ὑ-μῶν.
Ὥστε εἰ ἐμοῦ τι πλέον ἴ-σασι, Τοῦτο, φησίν, ἐποίησα, ἵνα ὑμεῖς
κἀκείνων. Καὶ ὅρα πῶς κἀνταῦθα εἰς τὰ κατὰ Θεὸν ὑψωθῆτε. Ὁρῶντες
με-τριάζει. Οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι γὰρ μηδὲν λαμβάνοντα ᾠκοδομεῖσθε.
278

Εἰ δὲ ἐλάμβανον, ἐσκανδαλίσθητε πων δόξαν ποιεῖν, μηδὲ


ἄν ............ Τὸ δέ, “ἐσύλησα”, ἀποκρύπτεσθαι τὰ καθ' ἑαυτόν
οἷον ἐσκύλευσα, ἐγύμνωσα. Οὐ γὰρ ............ Οὐ γὰρ ἄλλα γράφομεν
τὸ λάθρα λαβεῖν λέγει, ἄπαγε. Τὸ ἡ-μῖν, ἀλλ' ἢ ἃ ἀναγινώσκετε, ἢ
δὲ ὀψώνιον δηλοῖ αὐ-τὰ τὰ καὶ ἐπιγινώ-σκετε. Εἶτα ἐπειδὴ
ἀναγκαῖα δαπανήματα. Μεγάλη δὲ ἐ- ὑπέρ τῶν καθ' ἑαυτὸν ἀ-
κείνων κατηγορία, ὅτι οὐδὲ ταῦτα πελογήσατο, βαρέως τὸ ἑξῆς ἐπάγει
αὐτῷ πα-ρεῖχον, καί, τὸ χεῖρον, λέγων, Ἢ ἁμαρτίαν ἐποίησα,
ὅτι πρὸς τὴν ὑμῶν, φη-σί, ἐμαυτόν ταπεινῶν, ἵνα ὑ-μεῖς
διακονίαν. Ὑμῖν γὰρ κηρύσσων, ὑψωθῆτε ; Καὶ ἑρμηνεύων αὐτό,
παρ' ἄλ-λων ἐτρεφόμην. “Καὶ παρὼν φησίν, Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐσύλησα,
πρὸς ὑμᾶς καὶ ἐστερηθείς”. λαβὼν ὀψώνιον, πρὸς τὴν ὑμετέραν
Τριπλοῦν τὸ ἔγκλημα, ὅτι παρ' διακονίαν. Ὂ δὲ λέγει, τοῦτό
αὐτοῖς ἦν κηρύσσων, καὶ τῆς ἐστιν · Ἐν στενοχωρίᾳ διήγαγον ·
ἀναγκαίας ἔ-χρῃζε τροφῆς. Οὐ τοῦτο γάρ ἐστι τό, Ταπεινῶν
μόνον γὰρ ἑτέρωθι οὐκ ἐ-πέμψατέ ἐμαυτόν. Τοῦτο οὖν μοι ἔχετε
μοι, φησίν, ὅπερ Μακεδόνες ἐποίη- ἐγκαλεῖν ; καὶ διὰ τοῦτο
σαν, ἀλλ' οὐδὲ παρόντα ἐτρέφετε κατεπαίρε-σθέ μου, ἐπειδὴ
............». ἐταπείνωσα ἐμαυτὸν προσαι-τῶν,
(Β΄ Κορ. ια΄, 5-9α) στενοχωρούμενος, λιμμώτων, ἵνα
ὑμεῖς ὑψωθῆτε ; Καὶ πῶς ὑψοῦντο
οὗτοι, τούτου ὄ-ντος ἐν
στενοχωρίᾳ ; Μᾶλλον ᾠκοδομοῦντο,
καὶ οὐκ ἐσκανδαλίζοντο · ὃ καὶ
μεγίστη αὐ-τῶν ἂν εἴη κατηγορία,
καὶ τῆς ἀσθενείας αὐ-τῶν ἔγκλημα,
ὅτι οὐκ ἦν αὐτοὺς ἄλλως ἐνά-γειν,
ἢ πρότερον ταπεινωθέντα.
Ἐγκαλεῖτέ μοι οὖν ὅτι ταπεινὸς
γέγονα ; Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ὑμεῖς
ὑψώθητε. Ἐπειδὴ γὰρ καὶ ἀνωτέρω
ἔλε-γεν, ὅτι διέβαλλον αὐτόν, ὅτι
παρὼν μὲν τα-πεινός, ἀπὼν δὲ
θαῤῥεῖ, ἀπολογούμενος πλήττει
πάλιν αὐτοὺς ἐνταῦθα λέγων, ὅτι
Καὶ τοῦτο δι' ὑμᾶς ............
............ Ἀλλ' ἐν παντὶ ............ Ἐσύλησα ·
φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς. τουτέστιν, ἐγύμνωσα, καὶ πένητας
Καὶ γὰρ ἐνταῦθα πάλιν δια-βάλλει αὐτοὺς ἐποίησα. Καὶ τὸ δὴ μεῖ-
τοὺς ψευδαποστόλους ὡς ἐν πανουρ- ζον, ὅτι οὐκ εἰς περιουσίαν, ἀλλὰ
γίᾳ περιπατοῦντας. Ταῦτα δὲ καὶ εἰς τὴν τῶν ἀναγκαίων χρείαν ·
ἔμπροσθεν περὶ ἑαυτοῦ ἔλεγεν, ὅτι ὅταν γὰρ εἴπῃ, ὀψώνια, τὴν
οὐ κατὰ πρόσωπον ἔ-ζη, οὐδὲ δολῶν ἀναγκαίαν λέγει τροφήν. Καὶ τὸ
καὶ καπηλεύων τὸν λόγον ἐ- χαλεπώ-τερον, Εἰς τὴν ὑμῶν
κήρυττεν. Ἐκεῖνοι δὲ ἕτεροι μὲν διακονίαν. Ὑμῖν κηρύτ-τομεν, καὶ
ἦσαν, ἕτεροι δὲ ἐφαίνοντο, ἀλλ' παρ' ὑμῶν ὀφείλων τρέφεσθαι, παρ'
οὐκ αὐτός. Διὸ καὶ παντα-χοῦ μέγα ἑτέρων τούτων ἀπήλαυον. Διπλοῦν
φρονεῖ ἐπὶ τῷ μηδὲν πρὸς ἀνθρώ-
279

τὸ ἔγκλημα, μᾶλλον δὲ τριπλοῦν · γὰρ ἐν ῥαθυμίᾳ, οἱ δὲ ἐν σπουδῇ ·


ὅτι καὶ παρ' οἱ μὲν καὶ μακρὰν ὄντι ἔπεμπον,
οἱ δὲ οὐδὲ παρόντα ἔτρεφον. Εἶτα
ἐπειδὴ σφοδρῶς αὐτῶν καθήψατο,
ἠρέμα πάλιν χα-λᾷ τὸ σφοδρὸν τῆς
ἐπιτιμήσεως, λέγων · Καὶ παρὼν
πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑστερηθείς, οὐ
κατε-νάρκησα οὐδενός. Οὐ γὰρ
εἶπεν, Οὐ δεδώκα-τέ μοι, ἀλλ',
Ἐγὼ οὐκ ἔλαβον. Φείδεται γὰρ
αὐτῶν ἔτι · ἀλλ' ὅμως καὶ ἐν τῇ
ὑφέσει τοῦ λό-γου, λανθανόντως
πάλιν πλήττει· τὸ γάρ, Πα-ρών, ὢν
σφόδρα ἐμφαντικόν, ............
Διὸ καὶ τέθεικεν αὐτὴν οὐ
προηγουμένως, ἀλλ' ὡς δι-δάσκων
πόθεν καὶ παρὰ τίνων ἐτράφη, ὥστε
ἀνυπόπτως διεγείρειν πάλιν εἰς
τὸν τῆς ἐλεη-μοσύνης λόγον
............ Καὶ ἐν παντὶ ἀβαρῆ
ἐ-μαυτόν · ἐτήρησα, καὶ τηρήσω.
Μὴ γὰρ νομί-σητε, φησί, ταῦτα
λέγειν με, ἵνα λάβω. Τὸ δέ,
Τηρήσω, βαρύτερον, εἰ μηδ' ἔτι
αὐτοῖς θαῤ-ῥεῖ, ἀλλὰ καθάπαξ
ἀπέγνω τι λαβεῖν παρ' αὐ-τῶν.
Δείκνυσι δέ, ὅτι καὶ βάρος
ἐνόμιζον εἶ-ναι τοῦτο ·
............
Ἔστι γάρ, φησίν, ἀλήθεια ἐν
ἐμοί, ὅτι ἡ καύχησίς μου αὕτη οὐ
φραγήσεται ἐν τοῖς κλίμασι τῆς
Ἀχαΐας. Ἵνα γὰρ μή τις αὐτὸν
νομίσῃ πάλιν ἀλγεῖν ἐπὶ τούτῳ, ἢ
αὐτοῖς ὤν, καὶ αὐτοῖς ὀργιζόμε-νον ταῦτα λέγειν, καὶ
διακονούμενος, καὶ τὴν ἀναγκαίαν καύχησιν τὸ πρᾶγμα καλεῖ. Καὶ ἐν
ζητῶν τροφήν, ἑτέρους εἶχε τοὺς τῇ προτέρᾳ δὲ ὁμοίως αὐτὸ κα-
χορηγοῦντας. Καὶ πολλὴ τούτων τεσκεύαζεν ............».
ὑπερβολὴ πρὸς ἐκείνους. Οἱ μὲν (Β΄ Κορ. ια΄, 5-9α)

Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 405- Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ”. Καὶ τούτων


408 πίστιν δείκνυσιν ὅτι καὶ αὐτοὶ
«“Πίστει καλούμενος Ἀβραάμ”. συγκληρονόμοι ὄ-ντες, ὡς ξένοι
Οὐ γὰρ ἂν ὑπερήκουσεν, εἰ μὴ ᾤκουν εἰς τὴν γῆν ἐκείνην. Καὶ ὁ
ἐπίστευσεν ἀληθεύειν τὸν Θεόν, μὲν Ἰσαάκ, ἐλαυνόμενος ὑπὸ τοῦ
εἰς τὸ παροικεῖν τὴν γῆν Ίσμαήλ, ὁ δὲ Ἰακὼβ φυγαδευόμενος
ἐκείνην. Καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐξελθεῖν ὑπὸ τοῦ Ἠσαῦ. Οὐ-δὲ οὕτως
πίστεως ἦν ............ “Μετὰ ἠπίστησαν μὴ αὐτοῖς δοθήσεσθαι
280

Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 157-163


«............ Πῶς δὲ πίστει
μετετέθη ὁ Ἐνώχ ; Ὅτι τῆς
μεταθέσεως ἡ εὐαρέστησις αἰτία,
τῆς δὲ εὐαρεστήσεως ἡ πίστις. Εἰ
γὰρ μὴ ᾔδει ὅτι λήψεται ἀμοιβάς,
πῶς εὐηρέστει ; ............ Θέ-
λων γὰρ δεῖξαι, ὅτι ὄντως ἐστὶν ἡ
ἀπόφασις βεβαία, οὐ τοὺς κακοὺς
εὐθέως, ἀλλὰ καὶ τὸν
εὐαρεστήσαντα ὑπέλαβε τῇ τιμωρίᾳ,
τὸν μα-κάριον ἐκεῖνον τὸν Ἄβελ
λέγω · καὶ σχεδὸν μετὰ τοῦτον
εὐθέως μετέθηκε τὸν Ἐνὼχ ζῶ-ντα
............
τὴν γῆν ἐκείνην ............ “Εἰς
καταβολὴν σπέρ-ματος ἔλαβε”. Εἰς Ἐπεὶ οὖν ἔχομεν
ὑποδοχὴν σπέρματος, του-τέστιν, μισθαποδότην, πάντα πράττωμεν,
ἐνεδυναμώθη εἰς τὸ ὑποδέξασθαι ὥστε μὴ ἀποστερηθῆναι τῶν μι-σθῶν
παι-δοποιὸν σπέρμα. “Καὶ παρὰ τῶν ἐπὶ τῇ ἀρετῇ · ............
καιρὸν ἡλικίας ἔτεκε”. Τό, καί, ............ Πίστει
ἐνταῦθα τοῦτο βούλεται οὐ μόνον, χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω
φησίν, ὅτι στεῖρα ἦν, ἀλλὰ καὶ βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατε-
παρὰ καιρὸν ἡλικίας, τουτέστιν, σκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ
ἐν αὐτῷ τῷ ἐσχά-τῳ γῆρᾳ οἴκου αὐ-τοῦ ............ οἵ γε
ἐνεδυναμώθη εἰς ὑποδοχὴν σπέρμα- οὐδὲ διὰ τῆς κατασκευῆς ἐ-
τος ............ “Διὸ καὶ ἀφ' σωφρονίζοντο ............ Πίστει
ἑνός”. Τούτου χάριν, φησίν, ἀφ' καλούμενος Ἀ-βραάμ, ὑπήκουσεν
ἑνὸς σπέρματος, καὶ ταῦτα νεκροῦ ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον, ὃν ἔμελλε
ὄντος διὰ τὸν χρόνον, ἐγεννήθησαν λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν · καὶ
πάντες τοῦ σπέρματος Ἀβραάμ, οἱ ἐξῆλ-θε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ
κατὰ τὰ ἄστρα καὶ τὴν ψάμμον τῷ ἔρχεται. Πίστει παρῴ-κησεν εἰς
πλήθει». τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλο-
(Ἑβρ. ια΄, 8-12) τρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ
Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων
τῆς ἐπαγγε-λίας τῆς αὐτῆς
............ Ἐπειδὴ γὰρ εἰς
τούτους ἑώρων οἱ ἐξ Ἑβραίων
πεπιστευκότες, ὡς μυ-ρίων
ἀπολαύσαντας ἀγαθῶν, δείκνυσιν
ὅτι οὐδεὶς οὐδέπω οὐδὲν
ἐκομίσατο, ἀλλὰ πάντες εἰσὶν
ἀγέραστοι, καὶ ὅτι οὐδεὶς οὐδέπω
ἐδέ-ξατο τὰς ἀμοιβάς. Τῆς
πατρίδος ἐκεῖνος καὶ τῆς οἰκίας
ἐξέπεσε, καὶ ἐξῆλθεν οὐκ εἰδὼς
ποῦ ἔρχεται ............ Σοὶ καὶ
τῷ σπέρματί σου · καὶ οὔτε αὐτός,
281

οὔτε ὁ Ἰσαάκ, οὔτε ὁ Ἰακὼβ σπέρμα-τος ἔλαβε, καὶ παρὰ καιρὸν


ἀπήλαυσαν τῆς ὑποσχέσεως. Ὁ μὲν ἡλικίας ἔτεκε. Τί ἐστιν, Εἰς
γὰρ μι-σθῷ ἐδούλευσεν, ὁ δὲ καταβολήν σπέρματος ; Εἰς τὸ κα-
ἐξηλαύνετο, οὗτος δὲ καὶ ἐξέπιπτε τασχεῖν τὸ σπέρμα, εἰς ὑποδοχὴν
δεδοικῶς · καὶ τὰ μὲν εἷλε πολέ- δύναμιν ἔ-λαβεν ἡ νενεκρωμένη, ἡ
μῳ, τὰ δέ, εἰ μὴ τῆς τοῦ Θεοῦ στεῖρα. Διπλῆ γὰρ ἦν ἡ πήρωσις, ἡ
ῥοπῆς ἔτυχεν, ἀ-πώλετο ἄν μὲν ἀπὸ τοῦ χρόνου γεγηρακυῖα γὰρ
............ ἦν ὄντως · ............ Ὡς τὰ
............ Ἐξεδέχοντο γάρ, ἄστρα, φησί. Πῶς οὖν αὐτοὺς
φησί, τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν ἀριθμεῖ πολλάκις, καίτοι γε εἰ-
πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δη- πών, ὃν τρόπον οὐκ
μιουργὸς ὁ Θεός ............ Ἵνα ἐξαριθμηθήσεται τὰ ἄ-στρα τοῦ
ἡμεῖς αἰσχυνθῶ-μεν, ὅτι ἐκεῖνοι οὐρανοῦ, οὕτως οὐδὲ τὸ σπέρμα ὑ-
μέν, καὶ ἐπαγγελλό μένων αὐ-τοῖς
τῶν ἐν τῇ γῇ, οὐ προσεῖχον, ἀλλὰ
τὴν μέλλουσαν πόλιν ἐζήτουν · μῶν ; ............».
............ Πίστει καὶ αὐτὴ (Ἑβρ. ια΄, 8-12)
Σάῤῥα δύναμιν · εἰς καταβολὴν

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ.,


376 : 19-27
«Σὺ δὲ ἀκούων τοῦ προφήτου
λέγοντος ὅτι ὁ Πατὴρ τίθησιν ὑπό
τοὺς πόδας, μὴ θο-ρυβηθῇς · οὐ
γὰρ ὡς ἀτονοῦντος τοῦ παιδὸς
τοῦτο εἴρηται. ὁ Παῦλος γοῦν
αὐτὸν φησὶ τοὺς ἐχθροὺς τιθέναι Χρυσοστόμου, Ἐξήγησις εἰς τὸν
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ τὸ πᾶν ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 55 : 268
αὐτῷ ἀνατίθησι λέγων · “ὅταν κα- «............ Σὺ δὲ ἀκούων
ταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ ἐξουσίαν τοῦ Προφήτου λέγοντος, ὅτι ὁ
καὶ δύ-ναμιν” · κοινὰ γὰρ τὰ Πατὴρ τίθησιν ὐπὸ τοὺς πό-δας,
ἔργα, τὰ ἐκείνου τού-του, καὶ τὰ μηδὲν ἐνταῦθα θορυβηθῇς. Οὐδὲ
τούτου ἐκείνου. ὥστε κἂν ἀκού- γὰρ ὠς ἀτονοῦντος τοῦ Παιδὸς
σῃς, ὅτι ὁ Πατὴρ ὑπέταξε, μὴ ταῦτα εἴρηται. Ὁ γὰρ Παῦλος
ἀλλότριον εἶ-ναι λέγε τὸν Πατέρα αὐτὸν τιθέναι τοὺς εχθροὺς ὑπὸ
τοῦ πράγματος · καὶ ὑ-ποπόδιον δὲ τοὺς πόδας αὐτοῦ λέγει · Δεῖ γὰρ
ἀκούων, μηδὲν αἰσθητὸν νόμιζε, αὐτὸν βασι-λεύειν, ἄχρις οὗ ἂν
ἀλλὰ τὴν ἐπιτεταμένην ὑποταγήν». θῇ τοὺς ἔχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας
αὐτοῦ. Καὶ πάλιν τὸ πᾶν αὐτῷ ἀ-
νατίθησι λέγων · Ὅταν παραδῷ τὴν
βασιλεί-αν τῷ Θεῷ καὶ Πατρί,
ὅταν καταργήσῃ πᾶ-σαν ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν. Τουτέστιν, ὅταν
κατορθώσῃ τὴν βασιλείαν, παύει
πᾶσαν ἐ-ξουσίαν. Τοῦτο γὰρ ἐστι
τὸ Καταργήσει. Τὸ πᾶν δὲ αὐτοῦ
λέγων εἶναι οὐκ ἀποχωρίζει αὐτοῦ
τὸν πατέρα, ὥσπερ οὐδὲ τοῦ
282

Πατρὸς διαιρεῖ τὸν Υἱόν. Καὶ γὰρ καὶ πάντα τὰ ἔργα κοινά
τὰ ἐκείνου, τού-του · Διὸ καὶ ............».
φησί · Πάντα τὰ ἐμὰ σὰ ἐστι, καὶ Χρυσοστόμου, Ἐξήγησις εἰς τὸν
τὰ σὰ ἐμά. Ὅταν τοίνυν ἀκούσῃς, ψαλμὸν ΡΘ΄, PG 55 : 272
ὅτι ὁ Πατὴρ ὑπέταξε, μὴ ἔξωθεν «............ Ὑποπόδιον δὲ
εἶναι νομίσῃς τὸν Υἱὸν τοῦ ἀκούων, μηδὲν αἰσθητὸν νόμιζε
κατορθώματος · ἄν τε μανθάνῃς, λέγειν, ἀλλὰ τὴν ὑποταγήν. Ὅτι δὲ
ὅτι ὁ Υἱὸς ὑπέταξε, μὴ ἀλλότριον αὐτῷ ὑποτάσσει, δῆλον ἐκ τῆς
εἶναι λέγε τὸν Πατέρα τούτων. ἐπάγω
Κοινὰ γὰρ τὰ κατορθώμα-τα, ὥσπερ γῆς · ἐπεὶ γὰρ θρόνος εἷς, καὶ τὸ
ὑποπόδιον ἕν».

3. Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος συνοψίζει


τά γραφόμενα τοῦ Χρυσοστόμου.
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 352
«Μακροθυμεῖ μὲν πλὴν ἐὰν μὴ
ἐπιστρα-φῶμεν, τὴν ῥομφαίαν
αὐτοῦ στιλβώσει. “Ἀ-
Χρυσοστόμου, Ρωμ., PG 60 : 424-425
«............ Ἢ τοῦ πλούτου
τῆς χρηστότη-τος αὐτοῦ
καταφρονεῖς, καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ
γνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ”.
Διὰ τοῦτο γὰρ μακροθυμεῖ, οὐχ ἵνα
τῇ μακροθυμίᾳ χρή-σῃ εἰς ἀφορμὴν
μείζονος καταφρονήσεως, ἀλλ' ἵνα
διάστημα μετανοίας λάβῃς. Ἐπιμέ-
νων οὖν ἀπολήψῃ. “Κατὰ δὲ τὴν
σκληρότητά σου”. Ὅταν γάρ τις
μήτε χρηστότητι μαλάσ-σηται, μήτε
ὀργὴν δειλιᾷ, τί τούτου σκληρό- τῆς μακροθυμίας, ἀγνοῶν, ὅτι τὸ
τερον ; “Θησαυρίζεις”. Τὸ πάντως χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε
φυλαχθησό-μενον δηλοῖ. Καὶ ὅτι σὺ ἄγει ; Ἐπαινέσας γὰρ τοῦ Θεοῦ τὴν
σαυτῷ αἴτιος. Σὺ γὰρ ἀποτίθης καὶ μακροθυμίαν, καὶ δείξας αὐτῆς τὸ
θησαυρίζεις. “Καὶ ἀποκαλύ-ψεως”. κέρδος μέγιστον τοῖς προσέχουσι
Ἵνα μὴ ὀργὴν Θεοῦ ἀκούων πάθος (τοῦτο δὲ ἦν τὸ εἰς μετάνοιαν
νο-μίσης ; ἐπήγαγεν · “Ἀποκαλύψεως ἕλκειν τοὺς ἁ-μαρτάνοντας), αὔξει
δικαιοκρι-σίας”. Ἔνθα γὰρ τὸν φόβον. Ὥσπερ γὰρ τοῖς εἰς
δικαιοκρισία, οὐκ ἔστι πά-θος. Τό δέον χρησαμένοις σωτηρίας ἐστὶν
τε γὰρ μάλιστα ἡ δικαιοκρισία ὑ-πόθεσις, οὕτω τοῖς
ἀπο-καλύπτεται, ὅταν ἀποδίδωσιν καταφρονήσασιν ἐφόδιον μείζονος
ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ τιμωρίας ............ Τὴν γὰρ
............». χρηστότητα ὁ Θεὸς ἐπιδείκυνται,
(Ρωμ. β΄, 2-6) ἵνα ἀπαλλαγῇς ἁμαρτη-μάτων, οὐχ
283

ἵνα προσθῇς · ἂν τοίνυν μὴ τοῦτο ἀποκείμενον δηλῶν, καὶ δεικνύς,


ποιῇς, φοβερωτέρα ἡ δίκη οὐ τὸν δικάζοντα, ἀλλὰ τὸν
............ Τῷ γὰρ δεῖ-ξαι κρινόμενον αἴτιον τού-του
πολλοὺς ὄντας ὑπευθύνους, εἰ μὴ ............ Ἵνα γὰρ μή, ἀκούσας
μετα-νοήσαιεν, εἶτα οὐ ὀργήν, νομί-σῃς πάθος, ἐπήγαγε ·
κολασθέντας ἐνταῦθα, τὴν κρίσιν Δικαιοκρισίας τοῦ Θε-οῦ. Καὶ
συνεισάγει πάντως, καὶ μετ' καλῶς εἶπεν, Ἀποκαλύψεως · τότε
ἐπιτά-σεως · διὸ φησίν · Κατὰ δὲ γὰρ ἀποκαλύπτεται τοῦτο, ὅταν τὰ
τὴν σκληρότητά σου καὶ κατ' ἀξί-αν ἕκαστος ἀπολαμβάνῃ.
ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις Ἐνταῦθα γὰρ πολ-λοὶ πολλάκις
σεαυτῷ ὀργήν. Ὅταν γὰρ μήτε ἐπηρεάζουσι παρὰ τὸ δίκαιον καὶ
χρηστότητι μαλάσσηται, μήτε φόβῳ ἐπιβουλεύουσιν · ἐκεῖ δὲ οὐχ
κάμπτηται, τί τοῦ τοιούτου οὕτως. Ὃς ἀ-ποδώσει ἑκάστῳ κατὰ
σκληρότερον γένοιτ' ἄν ; τὰ ἔργα αὐτοῦ · τοῖς μὲν κάθ'
............ Θη-σαυρίζεις γάρ, ὐπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ».
φησί, σε-αυτῷ ὀργήν, τὸ πά-ντως (Ρωμ. β΄, 4-6)

Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : ὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Καλῶς δὲ τὸ


829-832 πρῶτον, ἐπὶ τῶν ἀποστόλων
«............ “Καὶ μέλη ἐκ τέθεικεν. Οὗτοι γὰρ οἱ τῆς
μέρους”. Ἅπαντες μὲν οἱ ἀπανταχοῦ πίστεως ἀρχηγοί. Τοὺς δὲ προφήτας
πιστοί, σῶμά εἰσι Χριστοῦ. Ὑμεῖς δευτέ-ρους λέγει, οὐ τοὺς
δὲ οἱ Κορίνθιοι, μέλη ἐκ μέρους. παλαιοὺς λέγων, ἀλλὰ τοὺς ἐν
Οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε μόνοι τὸ ὅλον ἑκάστῃ Ἐκκλησίᾳ κατ' ἐκεῖνο
σῶμα, ἀλλὰ μέ-λη ἐστέ, καὶ οὐδὲ καιροῦ προφητεύοντας, οἷον ὁ
πολλά, ἀλλὰ ἐκ μέρους. Δεί-κνυσι Ἀγαβὸς καὶ ἄλλοι πολλοί. Εἰ οὖν
δὲ διὰ τούτου ἤδη κατεσπαρμένον ἦσαν προφῆται, πῶς ὁ Κύριός
ἐν τῷ πλείονι κόσμῳ τὸ Εὐαγγέλιον φησιν, “Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται,
καὶ τὴν πί-στιν. “Καὶ οὓς μὲν ἕως Ἰωάν-νου” ; Καί φαμεν, ὅτι
ἔθετο ὁ Θεός”. Καὶ οὓς μὲν τοὺς παλαιούς φησιν ὁ Κύριος,
ἀποστόλους, φησίν, ἔθετο καὶ τοὺς τὴν παρουσίαν αὐτοῦ προφη-
ἐποίησεν ὁ Θε- τεύσαντας ............ Αἱ μὲν
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 264- δυνάμεις, καὶ ἰῶντο τοὺς
268 ἀσθενεῖς, καὶ ἐκόλαζον τοὺς
«............ Ἐκ μέρους ; Τό ἀντιλέγο-ντας, ὡς Παῦλος τὸν
γε εἰς ὑμᾶς ἧκον, καὶ ὅσον εἰκὸς Ἐλύμαν καὶ ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανίαν
ἐξ ὑμῶν οἰκοδομηθῆναι μέρος. ............ “Ἀντιλήψεις”. Τὸ
Ἐπειδὴ γὰρ εἶπε, Σῶμα, τὸ δὲ πᾶν ἀντέχε-σθαι τῶν ἀσθενούντων,
σῶμα ἦν, οὐχὶ ἡ παρὰ Κορινθίοις ........... “Γένη γλωσ-σῶν”.
Ἐκκλησία, ἀλλ' ἡ πανταχοῦ τῆς Τούτου τοῦ χαρίσματος ἦσαν
οἰκουμένης, διὰ τοῦτο ἔφησεν, Ἐκ ἠξιωμέ-νοι οἱ Κορίνθιοι, καὶ μέγα
μέρους · τουτέστιν, ὅτι Ἡ ἐπ' αὐτῷ ἐφρό-νουν. Διὸ καὶ
Ἐκκλησία ἡ παρ' ὑμῖν μέρος ἐστὶ καταστέλλων αὐτῶν τὴν οἴη-σιν,
τῆς πανταχοῦ κειμένης Ἐκκλησίας, ἔσχατον τέθεικεν · ............
καὶ τοῦ σώματος τοῦ διὰ πασῶν ............ Τοῦτο γὰρ τό,
συνισταμένου τῶν Ἐκκλησιῶν · “Ζηλοῦτε”, ἐμφαί-νει. Ἀλλ' οὐκ
............ Καὶ εἶπε, Μεγάλα, ἀλλά, “Τὰ κρείτ-
τονα” τουτέστι τὰ ὠφελιμότερα,
284

καὶ δυνάμε-να μᾶλλον τὴν ............ Εἰ δέ φησιν ὁ


Ἐκκλησίαν ὠφελεῖν ............ Χριστός, ὅτι Ὁ Νό-μος καὶ οἱ
“Ζηλοῦτε, φησί, τὰ χαρίσματα τὰ προφῆται ἕως Ἰωάννου, περὶ ἐκεί-
κρείττονα”, καὶ οὕπω ὑμᾶς νων φησὶ τῶν προφητῶν τῶν τὴν
ἐπείσαμεν μὴ ἀθυμεῖν ἐπὶ τοῖς παρουσίαν αὐτοῦ προαναφωνησάντων.
ἐλάττοσιν, ἀλλ' ἔτι ἐρασταὶ καὶ Τρίτον διδασκά-λους ............
ζηλωταὶ τῶν μειζόνων ἐστέ ; Διὸ καὶ ἔλεγεν, Οἱ καλῶς προε-
............». στῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 27-31) ἀξιούσθω-σαν, μάλιστα δὲ οἱ
κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ δι-
δασκαλίᾳ. Ὁ δὲ Πνεύματι πάντα
φθεγγόμε-νος, οὐ κοπιᾷ · διὰ δὴ
τοῦτο καὶ μετὰ τὸν προφήτην αὐτὸν
τέθεικεν · ὅτι τὸ μὲν ὅλον ἐ-στὶ
χάρισμα, τὸ δὲ καὶ ἀνθρώπινος
πόνος. Καὶ γὰρ καὶ οἴκοθεν πολλὰ
φθέγγεται, συμ-βαίνοντα μέντοι
ταῖς θείαις Γραφαῖς. Ἔπειτα
δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα
ἰαμάτων ........... Ὁ μὲν γὰρ
δύναμιν ἔχων, καὶ κολάζει καὶ ἰᾶ-
ται · ὁ δὲ χάρισμα ἰαμάτων,
θεραπεύει μόνον ............
............ Μὴ πάντες
ἀπόστολοι ; μὴ πά-ντες προφῆται ;
οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ μὴ πάντες χαρίσματα ἔχου-σιν
Ἐκκλησίᾳ, πρῶ-τον ἀποστόλους, ἰαμάτων ; ............ Τὸ δεῖξαι
δεύτερον προφήτας, τρίτον καὶ τὰ ἐλάττο-να ὁμοίως τοῖς
διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, μείζοσι περιμάχητα ἐκ τοῦ μη-δὲ
ἔπειτα χαρί-σματα ἰαμάτων, ταῦτα ἁπλῶς πᾶσι δεδόσθαι
ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γέ-νη .............
γλωσσῶν. Ὅπερ γὰρ ἔφθην εἰπών, ............ Ζηλοῦτε, φησι,
τοῦτο καὶ νῦν ποιεῖ · ἐπειδὴ μέγα τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ
ἐφρόνουν ἐπὶ ταῖς γλώτταις, ἔτι καθ' ὑπερβολὴν ὅδον δεί-κνυμι
ἔσχατον αὐτὸ τίθησι πανταχοῦ ὑμῖν. Ζηλοῦτε, τὴν παρ' ἐκείνων
............ Διὸ καὶ τοὺς σπου-δὴν ἀπαιτεῖ καὶ τὴν
ἀποστόλους προὔθηκεν, οἵ πάντα ἐν ἐπιθυμίαν τὴν περὶ τὰ πνευματικά.
ἑαυτοῖς εἶχον τὰ χαρίσματα Καὶ οὐκ εἶπε, Τὰ μείζονα, ἀλλά,
.......... Τὰ κρείττονα, τουτέστι, τὰ
.. Δεύτερον προφήτας. Προεφήτευον χρησιμότερα, τὰ συμφέροντα
γάρ, ὡς αἱ θυγατέρες Φιλίππου, ὡς ............ Οὐδὲ γὰρ εἶπε,
ὁ Ἄγαβος, ὡς αὐ-τοὶ οὗτοι οἱ παρὰ Χάρισμα,
Κορινθίοις, περὶ ὧν φησι,
Προφῆται δὲ δύο ἢ τρεῖς
λαλείτωσαν. Καὶ Τιμοθέῳ δὲ γράφων
ἔλεγε, Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ
χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ
προφητείας ·
285

φέρουσαν · ............ οἷον ὅτι


ἀλλ', Ὁδόν, ἵνα μειζόνως ἐπάρῃ χάρι-σμα τὸ πρᾶγμα ἐστί, καὶ τῶν
τοῦτο, ὃ μέλ-λει λέγειν · οὐδὲ χαρισμάτων ἁ-πάντων ὁδὸς μεθ'
γὰρ ἓν καὶ δύο καὶ τρία χαρί- ὑπερβολῆς ............».
σματα δείκνυμι ὑμῖν, ἀλλ' ὁδὸν (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27-31)
μίαν, τὴν ἐπὶ πάντα ταῦτα

Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 360- Χριστὸν ὃ προσενέγκῃ, θυσίας λέγω


364 ............
«Kεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς ............ Οἵτινες ἱερεῖς
λεγομένοις τοι-οῦτον, ἔχομεν τῶν Ἰουδαίων, φη-σί. Καὶ πῶς
ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ λατρεύουσι
τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης, ἐν τῶν ἐπουρανίων ; Προϊὼν λέγει ·
τοῖς οὐρα-νοῖς τῶν ἁγίων ............ “Νυνὶ δὲ
λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς διαφορωτέρας”. Νυνὶ δέ, φησίν,
ἀληθινῆς · ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος καὶ ἐπειδὴ μὴ ἔστιν ἐν τῇ γῇ, ἀλλ' ἐν
οὐκ ἄνθρωπος. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς τῷ οὐρανῷ, βελτίονος ἐπέτυχε
εἰς τὸ προσφέ-ρειν δῶρά τε καὶ λειτουργίας, τουτέστιν, ἐπὶ
θυσίας καθίσταται. Ὅθεν ἀναγκαῖον βελτίονα
ἔχειν τι καὶ τοῦτο ὃ προσενέγκῃ. Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 110ἑ
Εἰ μὲν οὖν ἦν ἐπὶ γῆς, οὐδ' ἂν ἦν «............ Ἣν ἔπηξεν ὁ
ἱερεύς, ὄ-ντων τῶν ἱερέων τῶν Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Ὅρα
προσφερόντων κατὰ νόμον τὰ δῶρα, πῶς ἦρε τὰς ψυχὰς τῶν ἐξ Ἰουδαίων
οἵ τινες ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ πεπιστευκότων, τοῦτο εἰπών. Ἐ-
λατρεύουσιν τῶν ἐπουρανίων, καθὼς πειδὴ γὰρ εἰκὸς ἦν αὐτοὺς
κεχρημάτισται Μωυσῆς μέλλων φαντάζεσθαι, ὅτι σκηνὴν οὐκ
ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν. Ὅρα γάρ, ἔχομεν τοιαύτην, Ἰδού, φησίν, ὁ
φησί, ποιήσεις πάντα κα-τὰ τὸν ἱερεύς, καὶ μέγας, καὶ πολὺ
τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ μείζων ἐκείνου, καὶ θυσίαν
ὄρει. Νυνὶ δὲ διαφορωτέρας τέτυχε θαυμασιωτέραν προσήνεγκεν. Ἀλλ'
λειτουργίας, ὅσῳ καὶ κρείττονός ἄρα μὴ λόγος ταῦτα, μὴ κόμπος καὶ
ἐστι διαθήκης μεσίτης, ἥτις ἐπὶ ψυ-χαγωγία ; ............ ὅτι
κρείττοσιν ἐπαγγελίαις ἱερεύς ἐστι πάντοθεν, ἀ-πὸ τοῦ
νενομοθέτη-ται. Μελχισεδέχ, ἀπὸ τοῦ ὅρκου, ἀπὸ
............ Ἐπειδὴ γὰρ τοῦ προσενεγκεῖν θυσίαν..........
ἔλεγων ἴσως οἱ ἐξ Ἰ-ουδαίων ............ Οἵτινες
πιστοί · Εἰ ἀρχιερεύς ἐστι, ποῦ ἡ ὑποδείγματα καὶ σκιᾷ λατρεύουσι
σκηνὴ ἐν ᾗ ἱερουργεῖ ; δείκνυσιν τῶν ἐπουρανίων ............
εἶναι καὶ σκηνήν, καὶ τὸ διάφορον ............ Πῶς ; οὐδὲν ἔχει
αὐτῆς ὡς πρὸς τὴν Ἰουδαϊκὴν σαρκικόν · πάντα πνευματικὰ
σκηνήν, δεῖξαι θέλων, φησίν, ἢν γίνεται τὰ προκείμενα · οὐκ εἰς
ἔ-πηξεν ὁ Κύριος καἰ οὐκ τέφραν, οὐκ εἰς καπνόν, οὐκ εἰς
ἄνθρωπος. “Πᾶς γὰρ ἀρχιερεύς”. κνῖσσαν δια-χεῖται ἡ θυσία, ἀλλὰ
Ἐπειδὴ γάρ, φησίν, ἴδιον ἱερέων λαμπρὰ καὶ φαιδρὰ ἐρ-γάζεται τὰ
τὸ προσφέρειν δῶρα καὶ θυσίας προκείμενα. Πῶς δὲ οὐκ οὐράνια
(ἐπὶ τούτῳ γὰρ καθίστανται), τὰ τελούμενα, ὅταν οἱ
ἀναγκαῖον ἔχειν τι καὶ τὸν διακονούμενοι αὐτοῖς ἀκούωσιν ἔτι
ἐξ οὗ εἴρηται · Ἂν τινων κρατῆ-
286

τε, κεκράτηνται· ἂν τινων ἀφῆτε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ἐπήγγελτο · ἡ δὲ


ἀφίενται ; ... ......... Ἥτις ἐπὶ νέα, βασιλείαν οὐρα-νῶν. Καὶ
κρείττοσιν ἐπαγγελίαις νενο- οὕτως κρείττονες αἱ ἐκ ταύτης
μοθέτηται. Ἐπάρας ἀπὸ τοῦ τόπου ἐπαγ-γελίαι, ὅτι ἡ μὲν εἰσηνέχθη,
καὶ τοῦ ἱερέως καὶ τῆς θυσίας, ἐκβέβληται δὲ ἡ παλαιά. Διὰ τοῦτο
τότε καὶ τῆς διαθήκης τὸ μέσον γὰρ ἡ νέα κρατεῖ, ὅτι βελ-τίων,
τίθησιν · εἰπὼν μὲν καὶ πρότερον, καὶ ἐπὶ βελτίοσιν ἐπαγγελίαις
ὅ-τε ἐδείκνυ ὅτι ἀσθενὴς ἦν καὶ δέδοται. Ἡ δὲ βελτίους ἔχουσα τὰς
ἀνωφελής. Καὶ ὅρα οἷα τίθησιν ἐπαγγελίας, ὅτι βελτίων ἐστί,
ἀσφαλίσματα, μέλλων αὐτῆς παντί που δῆλον».
κατηγορεῖν ............ Δι' ἧς (Ἑβρ. η΄, 1-6)
ἐγγίζομεν τῷ Θεῷ. Ἐνταῦθα δὲ ἡμᾶς βλήθη, ἐκείνη δὲ ἀντεισήχθη · διὰ
εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναγαγών, καὶ γὰρ τοῦτο κρατεῖ, ............
δείξας ὅτι ἀντὶ τοῦ ἱεροῦ τὸν Δι' ἧς ἐγγίζομεν τῷ Θεῷ ἐλπί-δος,
οὐρανὸν ἔ-χομεν, καὶ ὅτι τύποι φησί, κρείττονος, δεικνὺς ὅτι
ἦσαν τῶν ἡμετέρων ἐκεῖ-να, τὴν κἀκεῖ ἐλ-πίς · καὶ ἐνταῦθα,
λειτουργίαν ἐπάρας τούτοις, καὶ ἐπαγγελίας κρείττονος, αἱ-
τὴν ἱερωσύνην εἰκότως ἐπαίρει νιττόμενος ὅτι καὶ ἐκεῖ
λοιπόν ............ Ἥ-τις ἐπὶ ἐπηγγείλατο ............».
κρείττοσιν ἐπαγγελίαις (Ἑβρ. η΄, 1-6)
νενομοθέτη-ται. Πόθεν τοῦτο δῆλον
; Ἐξ ὧν αὐτὴ μὲν ἐξε- λειτουργίαν
ἐστὶν ἀρχιερεύς ............
“Ἥτις ἐπὶ κρείττοσιν ἐπαγγελίαις
νενομοθέτηται”. Ἥτις διαθήκη,
φησί, ἐπὶ κρείττοσιν ἐπαγγελίαις
νε-νομοθέτηται. Ἡ μὲν γὰρ παλαιά,

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., αὐτῶν τὴν ἀνδρείαν, εἰς φυγὴν
547 : 19–548 : 15 ἐτράπησαν. οἱ δὲ Πέρσαι πάντα τὰ
«Ἀλλὰ τίς καὶ αὕτη ἡ αὐτῶν λαβόντες, καὶ τὴν ἵππον
ἱστορία. οἱ τέσ-σαρες βασιλεῖς καὶ τὰ βρώματα, καὶ τὸν Λώτ, καὶ
Περσῶν, Ἀμαρφάθ, Ἀριώθ, τὴν ἀποσκευ-ὴν αὐτοῦ, ᾤχοντο.
Χολοδογομόρ, καὶ Θαρθάμ, παραγενόμενος δέ τις τῶν
ἐπεστράτευσαν τοῖς πέντε ἀνασωθέντων, ἀνήγγειλεν Ἅβραμ τῷ
βασιλεῦσι Σοδόμων, οἵ δώδεκα ἔτη περάτῃ, τουτέστι τῷ ἀπὸ τῆς
ἐδούλευον τῷ Χοδολογομόρ, τῷ Χαλδαίας ἐπανελθόντι, τοῦ
τρισκαιδε-κάτῳ ἀπέστησαν, καὶ ἀδελφιδοῦ τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ
διὰ τοῦτο Χοδολογο-μὸρ ἦλθε, καὶ τὴν ἐν Σοδόμοις πόρθησιν, καὶ
οἱ μετ' αὐτοῦ βασιλεῖς, καὶ τὴν μετ' αἰσχύνης φυγήν.
κατέκοψαν τοὺς γίγαντας τοὺς ἐν Ὁ δὲ ἀναβάζεται τοῖς Πέρσαις
Ἀσταρώθ, τουτέστι τοὺς ἰσχυρούς, ἐπι-στρατεύειν, οὐ παρὰ τὴν
κατὰ τὴν τοῦ σώμα-τος ἕξιν, καὶ ἀρχὴν αὐτὴν ἀκε-ραίων ἔτι
ἔθνη ἰσχυρὰ ἅμα αὐτοῖς καὶ τοὺς μενόντων τῶν μερῶν, ἀλλὰ προ-
ἄρχοντας τῶν Ἀμαληκιτῶν τροπωθέντων ἁπάντων ὡς εἴπομεν,
ἐτροπώσα- ντο. ἐπὶ τούτους καὶ τῆς νίκης παρὰ τοῖς
ἐξῆλθον οἱ πέντε βασιλεῖς πολεμίοις οὔσης, καὶ οὐδενὸς
παρατάξασθαι. καταπλαγέντες δὲ αὐτοὺς ἔτι ἐνεγκεῖν δυναμένου ·
287

τῶν μὲν ἄρ- δην κατακοπέντων, ἀθυμίας τῶν γενομέ-νων πληγεὶς


τῶν δὲ κρατουμένων, ἀπῄει κονωνήσων ἐκείνοις τῶν
Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, κακῶν, καὶ εἰς προῦπτον ῥίψων
Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 324-327 θάνατον ἑ-αυτόν. τὸ γὰρ μετὰ
«............ Ἐγένετο δέ, τριακοσίων δέκα καὶ ὀ-κτὼ πρὸς
φησίν, ἐν τ·ῇ βασι-λείᾳ τῇ τοσαύτην παρατάσσασθαι στρα-
Ἀμαρφὰθ βασιλέως Σενναάρ, Ἀριὼχ τιάν, οὐδὲν ἕτερον ἢ ταῦτα
βασιλεὺς Ἐλασάρ, καὶ Χοδολογομὸρ λογιζομένου ἦν, καὶ πρὸς
βασι-λεὺς Ἐλάμ, καὶ Θαρθὰκ αἰχμαλωσίαν καὶ πρὸς τιμωρίαν
βασιλεὺς ἐθνῶν, ἐ-ποιήσαντο καὶ πρὸς μυρίους
πόλεμον μετὰ Βαλὰκ βασιλέως παρεσκευασμένους θανάτους.
Σοδόμων, καὶ μετὰ Βαρσὰκ ἀπῆλθε μὲν οὖν ὠς καὶ αὐτὸς τῆς
βασιλέως Γομόῤ-ῥας, καὶ μετὰ βαρβαρικὴς ἀπολαύσων ὠμότητος,
Σεναὰρ βασιλέως Ἀδαμά, καὶ τῆ δὲ τοῦ Θεοῦ φιλαν-θρωπίᾳ
Συμοβὸρ βασιλέως Σεβοείμ, καἰ διασωθείς, ἀπανῆλθε μετὰ τῆς
βασιλέως Βαλάκ · αὕτη ἐστὶ Σηγώρ. αἰχμα-λωσίας καὶ τοῦ συγγενοῦς,
Πάντες οὗτοι συ-νεφώνησαν ἐπὶ οὐχ ἁπλῶς γεμὴν ἅπαντας ἔλαβεν,
τὴν φάραγγα τὴν ἁλικήν · αὕ-τη ἡ ἀλλὰ τοὺς οἰκογενεῖς τοὺς
θάλασσα τῶν ἀλῶν. Σκόπει τῆς συνανατραφέντας τῷ Λώτ, ἵνα μετὰ
Γραφῆς τὴν ἀκρίβειαν, ὅπως καὶ πολλῆς εὐνοίας τὴν ἐκδίκησιν
τῶν ὀνομάτων τῶν βασιλέων ποιήσωνται, ὡς ὑπὲρ οἰκείου
ἐμνημόνευσε, καὶ τῶν ἐθνῶν · οὐχ δεσπότου λοιπὸν ἀγωνιζόμενοι».
ἁπλῶς, ἀλλ' ἵνα μάθης ἐκ τῆς
τούτων προση-γορίας τὴν βάρβαρων
αὐτῶν γνώμη. Οὗτοι γάρ, φησί,
πρὸς τὸν Σοδόμων βασιλέα καὶ
τοὺς λοιποὺς ἐποίησαν πόλεμον.
Εἶται καὶ τὴν αἰτίαν διδάσκει
τοῦ πολέμου, ὅθεν τὴν ἀρχὴν
ἔσχε. Δώδεκα γὰρ ἔτη, φησίν,
ἐδού-λευον τῷ Χοδολογομὸρ
βασιλεῖ Ἐλάμ · τῷ δὲ
τρισκαιδεκάτῳ ἔτει ἀπέστησαν. Ἐν
τῷ τεσ-σαρεσκαιδεκάτῳ ἦλθε
Χοδολογομόρ, καὶ οἱ βασιλεῖς οἱ
μετ' αὐτοῦ, καὶ κατέκοψαν τοὺς
γίγαντας τοὺς ἐν Ἀστορὼθ καὶ
Καρναείμ, καὶ ἔθνη ἰσχυρὰ ἅμα
αὐτοῖς, καὶ τοὺς Ὀμ-μαίους ἐν
Σαυῇ τῇ πόλει, καὶ τοὺς Χαῤῥαί-
ους τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσι Σηείρ,
ἕως τῆς τερε-βίνθου τῆς Φαράν, ἥ
ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Καὶ
ἀναστρέψαντες ἦλθον ἐπὶ τὴν
πηγὴν τὴς κρί-τῶν δὲ δουλευόντων
παρ' αὐτοῖς · ἀλλ' ὅμως οὐδὲν
αὐτὸν τούτων οἴκαδε μένειν
ἔπεισεν, ἀλλ' ὑπὸ τῆς σφοδρὰς
288

σεως · αὕτη ἐστὶ Κάδης · καὶ Χοδολογομόρ, καὶ Θαρθάκ, καὶ


κατέκοψεν πά-ντας τοὺς ἄρχοντας Ἀμαρφάθ, καὶ Ἀρίωχ. Οἱ τἐσσαρες
Ἀμαλήκ, καὶ τοὺς Ἀμοῤ-ῥαίους βασι-λεῖς πρὸς τοὺς πέντε.
τοὺς κατοικοῦντας ἐν Κοιλὰς δὲ ἡ ἀλυκή, φρέατα
Ἀσασυνθαμάρ. Μὴ ἁπλῶς ἀσφάλτου. Εὶτα ἵνα μάθωμεν, πῶς
παραδράμωμεν, ἀγαπητοί, τὰ εἰ- καταπλαγέντες αὐτῶν τὴν
ρημένα, μηδὲ νομίσωμεν ἀνωφελῆ ἀνδρείαν, καὶ τῆς δυνάμεως τὴν
εἶναι τὴν διήγησιν. ἐπίτηδες γὰρ ἰσχύν, εἰς φυγὴν ἐτράπησαν,
ἡ θεία Γραφὴ μετὰ ἀ-κριβείας φησὶν ἡ Γραφή. Καὶ ἔφυγεν ὁ
ἄπαντα ἡμῖν διηγήσατο, ἵνα μάθω- βασιλεὺς Σοδό-μων, καὶ Γομόῤῥας,
μεν τῶν βαρβάρων τούτων τὴν καὶ ἐνέπεσον ἐκεῖ, ἔνθα τὰ
ἰσχύν, καὶ ὅ-σην τὴν ἀνδρείαν φρέατα · οἱ δὲ καταλειφθέντες εἰς
ἐπεδείξαντο, καὶ μετὰ πό-σης τὴν ὀρεινὴν ἔφυγον. Εἶδες πόση
σφοδρότητος πρὸς τὸν πόλεμον τῶν ἀνδρῶν ἡ ἰ-
ὥρμη-σαν, ὡς καὶ τοὺς γίγαντας
τοῦτ' ἔστι τοὺς ἰ-σχυροὺς κατὰ
τὴν τοῦ σώματος ἕξιν, κατα-
γωνίσασθαι, καὶ πάντα τὰ ἐκεῖσε
οἰκοῦντα ἔθνη τροπώσασθαι.
Καθάπερ γὰρ χειμάῤ-ῥους σφοδρῶς
ἐπελθὼν ἅπαντα παρασύρει καὶ
ἀπόλλυσι, τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον
καὶ οὗ-τοι οι βάρβαροι πᾶσι
τούτοις τοῖς ἔθνεσιν ἐ-
πελθόντες, πάντας ἄρδην
ἀπώλεσαν, ὡς καὶ τοὺς ἄρχοντας
τῶν Ἀμαληκιτῶν, καὶ τοὺς ἄλλους
ἁπαντας τροπώσασθαι. Ἀλλ' ἴσως
εἴ-ποι τις ἄν · καὶ τί μοι ὄφελος
ἀπὸ τοῦ γνῶναι τῶν βαρβάρων τὴν
ἰσχύν ; Οὐχ ἁπλῶν οὐδὲ εἰκῆ ἡ
Γραφὴ ταῦτα τῇ διηγήσει
ἀγκατέμιξεν, οὐδὲ μάτην ἡμεῖς
νῦν προλαβόντες παρεγ-γυῶμεν
ὑμῖν μεμνῆσθαι τῆς τούτων
ἀνδρείας · ἀλλ' ἵνα προϊούσης
τῆς διδασκαλίας μάθητε καὶ τῆς
τοῦ Θεοῦ δυνάμεως τὴν ὑπερβολήν,
καὶ τοῦ πατριάρχου τὴν ἀρετήν.
Πρὸς τού-τους οὖν, φησί, τοὺς
τοσαύτην δύναμιν κε-κτημένους
καὶ τοσαῦτα ἔθνη τροπωσαμέ-νους.
Ἐξῆλθε παρατάξασθαι ὁ βασιλεὺς
Σο-δόμων, καὶ Γομόῤῥας, καὶ
Ἀδαμά, καὶ Σεβο-εὶμ, καὶ Βαλάκ ·
αὕτη ἐστὶ Σηγώρ · καὶ παρε-
τάξαντο αὐτοῖς ἐν τῇ κοιλάδοι τῇ
ἀλυκῇ εἰς πόλεμον, πρὸς
289

μείζοσιν, ἀλλ' ἀγαπᾶν λαττοῦσθαι


μᾶλλον. Ἔλαβον γάρ, φησί, τὸν
Λώτ, καὶ τὴν ἀπο-σκευὴν αὐτοῦ.
Πόσῳ μᾶλλον βέλτιον ἦν συ-νεῖναι
τῷ πατριάρχῃ, καὶ πάντα
καταδέχε-σθαι ὑπὲρ τοῦ μὴ
διασπασθῆναι τὴν μεταξὺ
ὁμόνοιαν, ἢ χωρισθέντα, καὶ τὰ
πρωτεῖα ἐ-κλεξάμενον, εὐθέως
τοσούτοις κινδύνοις πε-
σχύς ; πῶς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ριβληθῆναι, καὶ ὑπὸ βαρβάροις
προσόψεως κατα-πλαγῆναι αὐτοὺς γενέσθαι ; Παραγενόμενος δέ τις,
παρεσκεύασαν, καὶ εἰς φυ-γὴν φησί, τῶν ἀνασωθέ-ντων,
τραπῆναι πεποιήκασιν ; Ὅρα λοπὸν ἀπήγγειλε τῷ Ἄβραμ τῷ περάτῃ.
πῶς μετὰ πάσης εὐκολίας, φυγάδων Αὐ-τὸς δὲ κατώκει πρὸς τῇ δρυΐ
ἁπάντων γε-γενημένων, τὰ αὐτῶν τῇ Μαμβρῇ Ὀ-μοροῦ, τοῦ ἀδελφοῦ
ἅπαντα λαβόντες ἐκεῖ-νοι Ἐσχώλ, κὶ ἀδελφοῦ Αὐ-νᾶν, οἱ
ἐπανῄεσαν. Ἔλαβον δέ, φησί, καὶ ἦσαν συνωμόται τῶ Ἄβραμ. Πῶς το-
τὴν ὀ-ρεινήν, καὶ πᾶσαν τὴν σούτου πολέμου συγκροτηθέντος
ἵππον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας, καὶ οὐκ ἔγνω ὁ πατριάρχης ; ἴσως πολὺ
πάντα τὰ βρώματα αὐτῶν, καὶ τὸ ἐν μέσῶ διάστημα ἐτύγχανε,
ἀπῆλθον. Ἔλαβον δὲ καὶ τὸν Λὼτ δι' ὃ καὶ ἠγνόησεν. Ἐλθων δὲ τίς
τὸν ὑιὸν τοὺ ἀδελφοῦ Ἄβραμ, καὶ ἀ-
τὴν ἀποσκευ-ὴν αὐτοῦ, καὶ
ἀπώχοντο. Ἦν γὰρ κατοικῶν ἐν
Σοδόμας. Ἰδοὺ ὅπερ χθὲς ἔλεγον,
εἰς ἔργον ἐξέβη νῦν · ὅτι οῦδὲν
ἀπώνατο ὁ Λὼτ ἀπὸ τῆς τῶν
πρωτείων ἐκλογῆς, ἀλλὰ δι' αὐτῶν
τῶν πραγμάτων ἐπαιδεύετο τῶν
πρωτείων μὴ ἐ-ρᾶν. Οὐ μόνον γὰρ
αὐτῷ ἐκ τούτου ὄφελος γέγονεν,
ἀλλ' ἰδοὺ καὶ αἰχμάλωτος ἀπήχθη,
καὶ ἐμάνθανε διὰ τῶν ἔργων, ὅτι
πολλῷ βέλ-τιον ἦν αὐτῷ τῆς τοῦ
δικαίου συνουσίας ἀ-πολαύειν, ἢ
χωρισθέντι, καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ,
γε-γονότι τοσούτων πειραθῆναι
τῶν συμφορῶν. Ἰδοὺ γὰρ ἐχωρίσθη
τοῦ πατριάρχου, καὶ ἐνό-μισεν ἐν
πλείονι εἶναι ἀδείᾳ, καὶ τῶν
πρω-τείων ἐπιτετυχηκέναι, καὶ ἐν
πολλῇ τυγχά-νειν τῇ εὐπορίᾳ, καὶ
ἀθρόον αἰχμάλωτος, ἄ-οικος,
ἀνέστιος γίνεται · ἵνα μάθης ὅσον
ἐστί κακὸν ἡ διαίρεσις, καὶ ὅσον
ἐστὶν ἀγαθὸν ἡ ὁμόνοια · καὶ ὅτι
προσήκει μὴ ἐπειδᾷν τοῖς
290

Μαμβρῇ Ὀμοροῦ, τοῦ ἀδελφοῦ


Ἐσχώλ, καὶ Αὐνᾶν, οἵ ἦσαν
συνωμόται τῷ Ἄβραμ. Ἀλλ' ἴσως
ἐνταῦθα ἄν τις ζητήσετε · τίνος
ἕνεκεν μόνος τῶν ἐν Σοδόμοις
πεφευγότων ὁ δίκαιος Λὼτ εἰς
τὴν αἰχμαλωσίαν ἀπαγάγεται ; Οὐχ
ἁπλῶς ούδὲ τοῦτε, οὐδὲ εἰκῇ,
ἀλλ' ἵνα μάθῃ δι' αὐτῶν τῶν
πραγμάτων ὁ Λὼτ καὶ τοῦ πα-
τριάρχου τὴν ἀρετήν, καὶ δι'
αὐτοῦ καὶ ἕτε-ροι διασωθῶσι, καὶ
ἵνα παιδευθῇ μὴ τῶν πρωτέων
ἐφίεσθαι, ἀλλὰ παραχωρεῖν τῶν
μειζόνων. Ἀλούσωμεν δὲ λοιπὸν
τῶν ἑξῆς, ἵ-να μάθωμεν καὶ τοῦ
δικαίου τὴν ἀρετήν, καὶ τοῦ θεοῦ
τὴν ἄφατον συμμαχίαν. Ἀλλὰ προ-
σέχετε μετὰ ἀκριβείας τοῖς
πήγγειλε τῶν Ἄβραμ τῷ περάτῃ · λεγομένοις, καὶ συντείνατε ὑμῶν
ἵνα ἡμᾶς ἀ-ναμνήσῃ, ὅτι τῶ ἀπὸ τὴν διάνοιαν. Πολλὰ γάρ ἐ-στι
τῆς Χαλδαίας ἐπανελ-θόντι. κατὰ ταὐτὸν ἐντεῦθεν κερδᾶναι,
Ἐπειδὴ γὰρ πέραν τοῦ Εὐφράτου καὶ ἐκ τῶν τῷ Λὼτ συμβάντων
τὴν κατοίκησιν εἶχε, διὰ τοῦτο ἐκεῖθεν παιδευθῆναι μηδέποτε
καὶ περάτης ἐλέ-γετο. Καὶ ἄνωθεν διαπορεῖν, εἴποτε δίκαιοι μὲν
καὶ ἐξ ἀρχῆς οἱ γονεῖς τὸ ὄ-νομα πει- ρασμοῖς περιπέσοιεν, φαῦλοι
αὐτῷ ἐπέθεσαν, προμηνύοντες αὐτῷ δὲ καὶ πονηροὶ διαφύγοιεν, μήτε
τὴν ἐκεῖθεν αὐτοῦ μετανάστασιν. ἐκ παντὸς τρόπου τὰ πρω-τεῖα
Ἐπειδὴ γὰρ περᾷν ἔμελλε τὸν ἐπιζητεῖν, μήτε τῆς μετὰ τῶν
Εὐφράτην, καὶ ἐπὶ τὴν Παλαιστίνη δικαίων συ-νουσίας ἕτερον τι
ἔρχεσθαι διὰ τοῦτο καὶ Ἄβραμ προτιμότερον ἡγεῖσθαι,
ἐκαλεῖτο.
Σκόπει πῶς καὶ ἄπιστοι ὄντες
οἱ γονεῖς οὐκ εἰδότες, ἀλλ' ὑπὸ
τῆς εὐμηχάνου Θεοῦ σοφίας
ὁδηγούμενοι, τὸ ὄνομα ἐπέθεσαν
τῷ παιδί, καθάπερ καὶ ὀ Λάμεχ τῷ
Νῶε. Καὶ τοῦτο γὰρ τῆς τοῦ Θεοῦ
φιλανθρωπίας, τὸ καὶ διὰ ἀπίστων
πολλάκις προμηνύειν τὰ με-τὰ
πολὺν ἐσόμενα χρόνον. Ἀπήγγειλεν
οὖν ἐλθών, φησί, τίς τῷ περάτῃ
τὰ γεγονότα, τοῦ ἀδελφιδοῦ τὴν
αἰχμαλωσίαν, καὶ τῶν βασι-λέων
ἐκεῖνων τὴν πολλὴν δυναστείαν,
καὶ τὴν ἐν Σοδόμοις πόρθησιν,
καὶ μετ' αἰσχύνης φυγήν. αὐτὸς
δὲ κατῴκει παρὰ τῆ δρυΐ τῇ
291

ἐστιν ἀριστερὰ Δαμασκοῦ. Καὶ


ἐπέστρεψε πᾶσαν τὴν ἵππον
Σοδόμων καὶ Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν
αὐτοῦ ἀπέστρεψε, καὶ πάντα τὰ
ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ τὸν λα- όν,
καὶ τὰς γυναῖκας. Ἐννόει μοι
ἐνταῦθα, ἀ-γαπητέ, τῆς τοῦ
δικαίου ἀνδρείας τὴν μεγα-
λοψυχίαν, ὅπως θαῤῥήσας τῇ τοῦ
θεοῦ δυνά-μει οὐ κατεπλάγη τῶν
ἀνδρῶν τὴν ἰσχύν, μα-θὼν τὴν
τροπὴν ἣν ἐποιήσαντο, πρότερον
μὲν κατὰ τῶν ἐθνῶν ἀπάνρων
ὁρμήσαντες, καὶ τοὺς Ἀμαληκίτας
καὶ τοὺς λοιποὺς ἅπα-ντας
καταγωνισάμενοι, ἔπειτα δὲ πρὸς
τοὺς ἐν Σοδόμοις συμβαλόντες,
καὶ εἰς φυγὴν αὐ- τοὺς
τρέψοντες, καὶ πᾶσαν αὐτῶν
ἀφελόμε-νοι τὴν ὕπαρξιν. Διὰ γὰρ
τοῦτο προλαβοῦσα ἡ θεία Γραφὴ
πάντα ταῦτα ἡμῖν διηγήσατο, καὶ
ὅσα διὰ τῆς αὐτῶν ἀνδρείας
κατώρθω-σαν, ἵνα μάθῃς ὡς οὐ
σωματικῇ ίσχύϊ ὁ πα-τριάρχης
τούτους κατηγωνίσατο, ἀλλὰ τῆ
πί-στει τῇ εἰς τὸν Θεόν, καὶ τῇ
ἀλλὰ κἂν δουλεύειν δέοι, ἄνωθεν βοηθείᾳ τειχιζόμενος
συνεῖναι δὲ ἐναρέ-τοις πάντα ταῦτα κατώρθωσεν, οὐχ ὅπλα
ἀνδράσι,τοῦ ἐν ἐλευθερίᾳ εἶναι κινήσας, καὶ βέλη, καὶ δόρατα,
τοῦτο λυσιτελέστερον εἶναι καὶ τό-ξα τίνας, καὶ ἀσπίδας
νομίζειν. Καὶ μετὰ τού-των δὲ προβαλόμενος, ἀλλὰ μετὰ τῶν
καὶ τοῦ πατριάρχου μαθεῖν οἰκογενῶν.
ἐντεῦθέν ἐστι τὴν πολλὴν Καὶ τίνος ἕνεκεν, φησίν,
ἀνεξικακίαν, τῆς φιλοστορ-γίας ἠρίθμησε τρια-κοσίους δέκα καὶ
τὴν ὑπερβολήν, τῆς ἀνδρείας τὸ ὀκτὼ οἰκογενεῖς ; Ἵνα μά-θῃς, ὅτι
μέγεθος, τῶν χρημάτων τὴν οὐχ ἁπλῶς ἅπαντας ἔλαβεν, ἀλλὰ
ὑπεροψίαν, τῆς περὶ αὐ-τὸν τοῦ τοὺς οἰκογενεῖς, τοὺς
Θεοῦ βοηθείας τὴν ἄφατον συνανατραφέντας τῷ Λώτ, ἵνα μετὰ
δύναμιν. Ἀκούσας δέ, φησίν, πολλῆς εὐνοίας τὴν ἐκδίκησιν
Ἄβραμ ὅτι ἤχμαλώτευ-ται Λὼτ ποιήσωνται, ὥς ὑπὲρ οἰκείου
ἀδελφιδοῦς αὐτοῦ, ἠρίθμησε τοὺς δεσπότου λοι-
ἰ-δίους οἰκογενεῖς τριακοσίους
δέκα καὶ ὀ-κτώ, καὶ κατεδίωξεν
ὀπίσω αὐτῶν ἕως Δάν, καὶ
ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτοὺς τὴν νύκτα
αὐτός, καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ, καὶ
ἐπάταξεν αὐτοὺς ἕως Χωβάλ, ἢ
292

τοῖς γινομένοις. Δι' ὃ οὐδὲ


ὅπλων αὐτοῖς ἐδέησεν, ούδὲ
μηχανημά-των, ἀλλὰ μόνον φανεὶς
μετὰ τῶν οἰκετῶν τοὺς μὲν
ἐπάταξε, τοὺς δὲ εἰς φυγὴν
ὁρμῆσαι παρεσκεύασε, καὶ
ἑκάτερον ἐποίησε μετὰ ἀ-δείας
ἁπάσης, οὐδενὸς ὄντος τοῦ
ἐνοχλοῦ-ντος, τὴν τε ἵππον τοῦ
βασιλέως Σοδόμων ἀ-πέστρεψε, καὶ
τὸν Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν αὐ-τοῦ,
καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰς
γυναί-κας. Ὁρᾶς διὰ τί
συνεχωρήθη τῶν ἄλλων πε-φευγότων
ὁ Λὼτ μόνος αἰχμάλωτος γενέσθαι;
Ἵνα καὶ τοῦ πατριάρχου κατάδηλος
γένηται ἡ ἀρετή, καὶ δι' αὐτὸν
καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῆς σωτηρίας
ἐπιτύχωσι. Καὶ ἐπανῄει λοιπὸν
μέ-γα καὶ λαμπρὸν τρόπαιον
ἐπαγόμενος, μετὰ τοῦ Λὼτ καὶ τὴν
ἵππον, καὶ τὰς γυναῖκας, καὶ τὰ
πὸν ἀγωνιζόμενοι. Καὶ θέα μοι ὐπάρχοντα ἐπιφερόμενος, καὶ πᾶσι
τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ τὴν λαμπρᾷ τῇ φωνῇ κηρύττων, καὶ
ὑπερβολήν, μεθ' ὅσης ταχύτη-τος σάλπιγγος μεγαφωνότερον βοῶν,
τὰ τῆς νίκης γεγένηται. Ἐπέπεσε ὅτι οὐκ ἀνθρωπίνῃ δυνάμει,
γὰρ αὐ-τοῖς, φησί, τὴν νύκτα οὐδὲ ἰσχύΐ σωμάτων τὴν τροπὴν
αὐτός, καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ, καὶ εἰρ-γάσατο, καὶ τὴν νίκην ἤρατο,
ἐπαταξεν αὐτούς, καὶ ἔδιωξεν ἀλλὰ τῆς ἄνω-θεν χειρὸς πάντα
αὐτούς. Ἡ γὰρ ἄνωθεν χεὶρ ἦν ἐργαζομένης».
συνεφαπτομέ-νη καὶ συστρατηγοῦσα

4. Ἀναλύσεις Χρυσοστομικῶν χωρίων.


Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Οἰκουμένιος ἀναλύει τό νόημα τῶν λόγων
τοῦ Χρυσοστόμου, ὥστε νά γίνει σαφέστερο, ἰδιαίτερα στά χωρία ἐκείνα
πού σχετίζονται μέ τήν παιδαγωγία καί τήν πνευματική κατά Θεόν
ἀνάπτυξη τῶν πιστῶν. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμένιος ζεῖ σέ μία
περίοδο κατά τήν ὁποία δέ γράφονται συγγράμματα μέ δογματικό
περιεχόμενο, ἀλλά κυρίως ψυχωφελεῖς πραγματεῖες, οἱ ὁποῖες
προτρέπουν τούς Χριστιανούς νά ἀγωνισθοῦν στήν Ὁδό τῆς ἁγιωσύνης, νά
ἐπιζητήσουν τήν ἕνωση μέ τόν Θεό.
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 732 χεται, βουλόμενός σε πρὸς τὴν
«............ “Οὐ δεδούλωται ἑαυτοῦ ἀπι-στίαν ἑλκῦσαι, καὶ
ὁ ἀδελφός”. Εἰ δὲ καὶ καθ' οὕτως χωρίσθητι. Οὐ γὰρ
ἑκάστην ἡμέραν πυκτεύει καὶ μά- Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 155
293

«............ Οὐ δεδούλωται σώ-σεις ἢ μή ; τουτέστι, Πόθεν


ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς οἶδας εἰ σώσεις εἰ μὴ σώσεις ;
τοιούτοις. Εἰ καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἄδηλον γὰρ τὸ μέλλον · ἀδήλου δὲ
πυκτεύοι καὶ πολέμους παρέχοι διὰ ὄντος, οὐ δεῖ λύειν τὸν γάμον».
τοῦτο, φησί, βέλτιον ἀπαλλαγῆναι (Α΄ Κορ. ζ΄, 15 & 16)
............ δεδούλωσαι, φησίν, Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα
εἰς τὰ τοιαῦτα, ὥστε καὶ σώσεις ; Πρὸς τό, Μὴ ἀφιέτω
μαχόμενον βαστάζειν καὶ δῆλον ὅτι αὐτόν, τοῦτο πάλιν. Εἰ γὰρ μὴ
περὶ μά-χης γενομένης λέγει, ἐξ στασιάζει, μένε, φησίν · ἔχει γὰρ
ὧν ἐπάγει · ............ Οὐκ ἔχει καὶ κέρδος · μένε, καὶ παραίνει
ἀνάγκην, φησίν, ὁ πιστὸς ἢ ἡ καὶ συμβούλευε καὶ πεῖθε · οὐδεὶς
πιστὴ ἐν τοῖς ἀπίστοις τοιαύτην, γὰρ οὕτω διδάσκαλος ἰσχῦ-σαι
οἵα αὐτῷ ἐπίκειται ἐ-πὶ τῶν δυνήσεται, ὡς γυνή. Καὶ οὔτε
πιστῶν ............ ἀνάγκην ἐ-πιτίθησιν αὐτῇ καὶ
Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν πάντως ἀπαιτεῖ παρ' αὐτῆς τὸ
ἄνδρα σώ-σεις ; ἤ τί οἶδας, ἄνερ, πρᾶγμα, ἵνα μὴ πάλιν φορτικώτε-
εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις ἢ μή ; ρον ἐργάσηται, οὔτε ἀπογινώσκειν
............ κελεύει, ἀλλ' ἀφίησιν αὐτὸ τῇ τοῦ
............ Εἰ μὴ μέλλοντος ἀδηλίᾳ μετέωρον, λέγων
διαστασιάζοι πρὸς σέ, μένε μετ' · ............».
αὐτοῦ. Εἰκὸς γὰρ τῷ χρόνῳ καὶ (Α΄ Κορ. ζ΄, 15 & 16)
σώσεις αὐτὸν συμβουλεύοντα, καὶ
πιστὸν ποιήσεις. Ὅρα δὲ πῶς οὐκ
ἐν ἀνάγκῃ τοῦτο γενέσθαι
ἀπῄτησεν, ἵνα μὴ βάρος ἐπιθῇ,
ἀλλὰ τῇ τοῦ μέλλοντος ἀδηλίᾳ καὶ
τὴν ἀνάγκην ἐξεῖλε, καὶ ταύτην μὴ
ἀπογνῶναι καὶ ἐναρκῆσαι
συμβουλεύουσαν, παρεσκεύασεν. “Ἢ
μή”, Ἕ-ως τοῦ “Ἢ μή”, στίξον
τελείαν στιγμήν, ἵνα ἧ οὕτως. Ἢ
τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα

Οἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : Κυ-ρίῳ. Καὶ ἡμεῖς δὲ οὐκ εἰκῇ,


1009 ἀλλὰ διὰ θελήμα-τος Θεοῦ,
«............ “Διὰ θελήματος τουτέστι, διὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ
Θεοῦ”. Ἀντὶ τοῦ, Μὴ θαυμάσης, ἀρε-στὸν Θεῷ, τοῦτο ποιοῦντες.
ἄνθρωπε · Θεὸν εἶχον συ-νεργόν, “Εἰς τὸ παρακα-λέσαι ἡμᾶς Τίτον”.
τοῦτον διὰ τῆς προαιρέσεως Καὶ τοσοῦτον, φησίν, ἔδω-καν
ἐφελκυ-σάμενοι. Ἔνθα δὲ Θεὸς ἑαυτοὺς πρὸς τοῦτο, ὥστε ἐλθεῖν
συνεργεῖ οὐδὲν ἀδύ-νατον. Ὅρα δὲ με εἰς τὸ πέμψαι Τίτον περὶ
πῶς χάριν αὐτὸ καὶ κοινω-νίαν τούτου πρὸς ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἔλαττον
καλῶν ἐπὶ τέλει ἀνεῖπεν, ὅτι ὅλως σχοίητε Μακεδόνων. “Ἵνα καθὼς
ἑαυ-τοὺς ἔδωκαν ............ προενήρξατο”. Οἰκεῖοι αὐτοῖς τὸν
............ Οὐκ ἐν μέρει Τίτον. Δεί-κνυσι γὰρ αὐτόν,
μέν, φησί, τῷ Κυ-ρίῳ, ἐν μέρει δὲ προθέμενον καὶ ἀφ' ἑαυτοῦ
τοῖς κοσμικοῖς πράγμασιν, ἀλλ' Χρυσοστόμου, Β΄ Κορ., PG 61 : 515
ὅλοι δι' ὅλων ἔδωκαν ἑαυτοὺς τῶ
294

«............ Ἔδωκαν ἑαυτοὺς τοῖς Κορινθίοις τὸν ἄνθρωπον


τῷ Κυρίῳ. Οὐχὶ τὰ μὲν τῷ Θεῷ ............».
ὑπήκουσαν, τὰ δὲ τῷ κό-σμῳ, ἀλλὰ (Β΄ Κορ. η΄, 3-6)
πάντα αὐτῷ καὶ ὅλους ἑαυτοὺς ἔ- ἀπελθεῖν πρὸς Κορινθίους, ἵνα μὴ
δωκαν τῷ Θεῷ. Οὐδὲ γὰρ ἐπειδὴ ἐλαττωθῶ-σι Μακεδόνων · τοῦτο
ἠλέουν, ἀπε-νοήθησαν · ἀλλὰ ἀγάπης ἦν Τίτου. Ἵνα, φησί, καθὼς
πολλὴν ἐπιδειξάμενοι ταπει- προενήρξατο τουτέστι, προέθετο τὸ
νοφροσύνην, πολλὴν ὑπακοήν, δεῖν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. “Καὶ
πολλὴν τιμήν, πολλὴν φιλοσοφίαν, ἐπιτελέσῃ”, τουτέστι πληρώσῃ τὸ
οὕτω καὶ ἐλεημοσύνην εἰργάσαντο ἐγχείρημα. Τοῦτο δέ ἐ-στι τὸ
………... Τῷ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν παρασκευάσαι αὐτὸν εἰς ἔργον ὑμᾶς
ἀδελφόν μου, οὐκ ἔσχον ἄνεσιν τῷ ἀγαγεῖν τὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνην
πνεύματί μου · ἐντεῦθεν δὲ ταῦτα ............».
ἅπερ εἴρηκεν ἅπαντα, καὶ τοῦτο δὲ (Β΄ Κορ. η΄, 3-6)
αὐτό. Οὐ μικρὸν γὰρ καὶ τοῦτο
ἐγκώμιον, τὸ καὶ προενάρξασθαι ·
θερμῆς γὰρ τοῦτο καὶ ζεούσης
ψυχῆς. Διὸ καὶ ἔπεμψεν αὐτόν,
μεγίστης αὐτοῖς ἐντιθεὶς
κἀντεῦθεν προτροπὴν τοῦ δοῦναι,
τὴν παρουσίαν Τί-του. Διὰ τοῦτο
καὶ ἐπαίρει τοῖς ἐπαίνοις αὐ-τόν,
οἰκειῶσαι βουλόμενος σφοδρότερον

Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : ὁ Θεός τὸ θέλημά σου”. Τὶ οὖν ;


388-389 Αἱ κατὰ νόμον θυσίαι οὐκ ἦσαν
«............ Καὶ λοιπὸν θελήματι Θεοῦ ; Ἦσαν μέν, ἀλλ' ἀ-
δείκνυσιν αὐτάς, καὶ πρὸ τῆς ναγκαστῶς. Μόνον γὰρ οὐ τοῦτο
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, με- εἶπεν αὐ-τοῖς, ὅτι Καθόλου μὲν αἱ
μισημένας Θεῷ · ............ ἔνυλοι θυσίαι ἐμοὶ τῷ ἀΰλῳ,
“Θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ βδελυκταί εἰσιν ............».
ἠθέλη-σας”. Ἐντεῦθεν εἰσφέρεται (Ἑβρ. ι΄, 5-10)
τὸ τοῦ Χριστοῦ πρόσωπον, λέγων Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 134-135
πρὸς τὸν Πατέρα. Ἐπειδή, φησίν, ὦ «............ Καὶ τοῦτο οὐκ
Πάτερ, θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἀπὸ τῆς Καινῆς πάλιν, ἀλλ' ἀπὸ
ἠθέλησας, τὴν κατὰ νόμον δηλονότι τῶν προφητῶν δείκνυσιν, ἄ-νωθεν
προσφε-ρομένην, οὔτε μὴν τὴν ἰσχυροτάτην παράγων
ηὐδόκησας ἐν ὁλοκαυτώ-μασι τοῖς μαρτυρίαν, ὅτι λήγει καὶ παύεται,
κατὰ τὸν νόμον, τουτέστιν, οὐδὲ καὶ εἰκῆ πάντα πράτ-τουσιν, ἀεὶ
ὁ-λοκαυτώματα ηὐδόκησας, ἤγουν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτο-
ἠθέλησας ; “Καὶ περὶ ἁμαρτίας” ντες ............ Ὁλοκαυτώματα
............ Ἐπεὶ οὐδένα τρό-πον καὶ προσφορὰν περὶ ἁμαρτίας οὐκ
προσφορᾶς οὐδὲ θυσίας ἠβουλήθης, ηὐδόκησας ............ Τὶ οὖν
οὐδε οὐδὲ ὁλοκαυτώματα, οὐ περὶ τοῦτο πρὸς τὸ πολλάκις
σωτηρίας, οὐ περὶ ἁμαρτίας, ἥκω προσφέρεσθαι τὰς θυσίας ; Οὐκ ἀπὸ
σῶμα λαβών, τὸ ὀφεῖλον γενέσθαι τοῦ πολλάκις μόνον δῆλον, φησίν,
θυσία εὐάρεστός σοι, ὅπερ αὐτός ὅτι ἀσθενεῖς εἰσι καὶ ὅτι οὐδὲν
μοι κατηρτίσω ………... “Τοῦ ποιῆσαι ἤνυ-σαν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ μὴ
295

προσίεσθαι αὐτὰς τὸν Θεόν, (Ἑβρ. ι΄, 5-10)


ἀνονήτους καὶ ἀνωφελεῖς
............ Ἐν ᾧ θελήματι
ἡγιασμένοι ἐσμέν. Ἔτι διὰ τού-του
καὶ ἄλλως δείκνυσιν, ὅτι οὐχ αἱ
θυσίαι τοὺς ἀνθρώπους
καθαίρουσιν, ἀλλὰ τὸ θέλη-μα τοῦ
Θεοῦ ............».

5. Χωρία στά ὁποῖα ὁ Οἰκουμένιος συνδυάζει - πλέκει


λήμματα
ἀπό διαφορετικά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου.
J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., 547 :
19–548 : 15
«Σεδὲκ γὰρ δικαιοσύνη
λέγεται, μελχί δὲ βασιλεύς, τὸ
δὲ ὅλον Μελχισεδέκ, βασι-λεὺς
δικαιοσύνης. ὁρᾷς καί ἐν τοῖς
ὀνόμασι τὴν ἀκρίβειαν ; τίς δέ
ἐστι βασιλεὺς δικαιοσύ-νης,
ἀλλ' ἢ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός ;
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 97
«............ Σεδὲκ γὰρ
δικαιοσύνη λέγεται. Μελχί δὲ Χριστός ; Ἔπειτα δὲ καὶ βασιλεὺς
βασιλεύς · ἄρα ὁ Μελχισεδὲκ βασι- Σαλήμ, ἀ-πὸ τῆς πόλεως ·
λεὺς δικαιοσύνης ἐστίν. Ὁρᾷς καί τουτέστι, βασιλεὺς εἰρήνης · οὕτω
ἐν τοῖς ὀ-νόμασι τὴν ἀκρίβειαν ; γὰρ ἑρμηνεύεται τό, Σαλήμ. Ὃ
Τίς δέ ἐστι βασιλεὺς πάλιν ἐ-στὶ τοῦ Χριστοῦ · αὐτὸς
δικαιοσύνης, ἀλλ' ἢ ὁ Κύριος γάρ ἐστι βασιλεὺς εἰ-ρήνης ·
ἡμῶν Ἰησοῦς ὥσπερ κατὰ τὴν οὗτος ἡμᾶς δικαίους ἐποίησε, καὶ
Ἑβραΐδα διάλεκτον, τὸ μελ-χί, εἰρη-νοποίησε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
βασιλεὺς σημαίνει, τὸ δὲ σεδὲκ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς. Τίς δὲ
δικαιοσύ-νη, οὕτω καὶ τὴν πόλιν ἄνθρωπος βασιλεὺς δικαιοσύνης καὶ
ἑρμηνεύων ὁ Παῦλος ἐτυμολογίᾳ εἰρήνης ἐστίν ; Οὐδεὶς ἕτερος,
τινὶ κέχρηται. τὸ γὰρ σαλὴμ ἀλλ' ἢ μό-νος ὁ Κύριος ἡμῶν
εἰρή-νην ἐμφαίνει, ὃ πάλιν ἐστὶ Ἰησοῦς Χριστός ............».
τοῦ Χριστοῦ · αὐ-τὸς γάρ ἐστι Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν,
βασιλεὺς εἰρήνης · οὗτος ἡμᾶς δι- Ὁμιλία ΛΕ΄, PG 53 : 327-328
καίους ἐποίησε, καὶ εἰρηνοποίησε «............ Τοῦτον γὰρ καὶ
τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ ὁ μακάριος Παῦλος πρὸς τοὺς ἐξ
τῆς γῆς. τίς ἄνθρωπος βασιλεὺς Ἑβραίων πεπιστευκό-τας
δικαιοσύνης καὶ εἰρήνης ἐστίν ; ἐπιστέλλων εἰς μέσον παράγων,
οὐ-δεὶς ἀλλ' ἢ μόνος ὁ Χριστός». καὶ τὸ ὄ-νομα αὐτοῦ περιστρέφων
καὶ πόλιν, ὁμοῦ ἑρ-μηνεύει τοῦ
296

ὀνόματος τὴν σημασία, καὶ ἐτυ- βασιλείαν σημαίνει, τὸ δὲ Σεδέκ,


μολογία τινὶ κέχρηται λέγων, δικαιοσύνην. Εἶτα καὶ εἰς τὸ
Μελχισεδέκ, βασιλεὺς ὄνομα τὴς πόλεως ἐλθὼν φησί,
δικαιοσύνης. Καὶ γὰρ κατὰ τὴν Ἑ- Βασι-λεὺς εἰρήνης · τὸ γὰρ Σαλὴμ
βραϊκὴν γλῶτταν, τὸ μὲν Μελχὶ εἰρήνην ἐμφαίνει ............».

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., πολ-λῷ βελτίους εἶναι τῶν ἄλλων.
558 : 3–559 :2 Δεκάτας γοῦν παρ' ἐκείνων
«Ὥστε εἰ μὴ ἦν ἐλαττων ὁ λαμβάνουσι. Ὅταν οὖν εὑρεθῇ τίς
Ἁβραὰμ ὁ πρόγονος τῶν Λευιτῶν, παρ' αὐτῶν τούτων δεκάτας
τοῦ Μελχισεδέκ, οὐκ ἂν ἐκεῖνος λαμβάνων, ἆρα οὐχ οὗτοι μὲν ἐν
τοῦτον εὐλογησεν, οὐδ' ἂν τάξει λαϊκῶν, ἐκεῖνος δὲ ἐν τοῖς
ἐκεῖνος τούτῳ δεκάτας δέδωκε. ἱερεύσι ; Καὶ οὐ τοῦτο μόνον,
τοσαύτη τῆς ἱερωσύ-νης ἡ ἀλλ' οὐδὲ ὁμότιμος ἦν αὐτοῖς,
ὑπερβολή, ὡς τοὺς ὁμοτίμους ἀπὸ ἀλλ' ἐξ ἑτέρου γέ-νους. Ὥστε οὐκ
προ-γόνων καὶ τὸν αὐτὸν ἔχοντας ἂν ἔδωκεν ἀλλοφύλῳ δεκά-τας, εἰ
προπάτορα πολλῷ βελτίους εἶναι μὴ πολλὴ ἦν ἡ τιμή. Βαβαὶ τί
τῶν ἄλλων. δεκάτας γοῦν παρ' εἰργάσα-το ; μεῖζον ἢ τὰ κατὰ τὴν
ἐκείνων λαμβάνουσι. καὶ τοι τὸν πίστιν ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους κινῶν
αὐτὸν πρόγονον ἔχειν Ἐπιστολῇ διεσάφησεν. Ἐ- τὰς
σεμνυμομένων οἱ κατὰ νόμον δεκάτας κομίζεσθαι . ὅταν οὖν
ἱερεῖς. οὗτος δὲ ἀλλόφυλλος ὤν, εὑρεθῇ τίς παρ' αὐτῶν τούτων
παρ' αὐτοῦ τοῦ πατριάρχου τὰς δεκάτας λαμβάνων, ἆρ' οὐχ οὗτοι
δεκάτας ἐδέξατο, καὶ τῷ τὰς μὲν ἐν τάξει λαϊκῶν, ἐκεῖνος δὲ
θείας ἐπαγγελίας εἰληφότι, τὴν ἐν τοῖς ἱερεύσι ; καὶ οὐ τοῦτο
εὐ-λογίαν ἀντέδωκεν · ἡρμήνευσε μόνον, ἀλλ' οὐδὲ ὁμόφυλος ἦν
δὲ καὶ τὸ ἀγε-νεαλόγητος, ἐξ αὐτοῖς ἀλλ' ἑτέρου γένους. ὥστε
αὐτῶν γὰρ εἶπε τὸν Μελχισε-δὲκ οὐκ ἂν ἔδωκεν ἀλλοφύλῳ δεκάτας,
μὴ γενεαλογεῖσθαι. δῆλον τοίνυν εἰ μὴ πολλὴ ἦν ἡ τιμή.
ὡς ἐκεῖ-νος οὐκ ἀληθῶς Βαβαὶ τί εἰργάσατο. μεῖζον ἢ
ἀγενεαλόγητος, ἀλλὰ κατὰ τύπον · τὰ κατὰ τὴν πίστιν, ἐν τῇ πρὸς
ἀλλ' ὅπερ ἐλέγομεν, τοσαύτη τῆς Ῥωμαίους κινῶν Ἐπι-στολῇ
ἱερο-σύνης ἡ ἀξία, ὡς τοὺς κατὰ διεσάφησεν. ἐκεῖ μὲν γὰρ καὶ τῆς
νόμον ἱερέας καὶ παρ' αὐτῶν τῶν ἡμε-τέρας καὶ τῆς Ἰουδαϊκῆς
ὁμογενῶν τε καὶ ὁμοφύλλων πολιτείας τὸν Ἁβρα-ὰμ προπάτορα
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, εἶναι φησίν. ἐνταῦθα δὲ αὐ-τοῦ
Λόγος Ζ΄, PG 48 : 924 σφόδρα κατατολμᾷ, καὶ δείκνυσι
«............ Ὥστε εἰ μὴ ἦν τὸν ἀ-κρόβυστον πολλῷ βελτίονα.
ἐλαττων ὁ Ἀβρα-άμ, ὁ πρόγονος πῶς οὖν ἔδειξεν ὅτι Λευὶ δεκάτας
τῶν Λευιτῶν, τοῦ Μελχισε-δέκ, ἔδωκεν ; ὁ Ἁβραάμ φησι ἔ-δωκεν.
οὐκ ἂν ἐκεῖνος τοῦτον εὐλογησεν, καὶ τί πρὸς ἡμᾶς τοῦτο ; μάλιστα
οὐδ' ἂν οὗτος ἐκείνῳ δεκάτας μὲν πρὸς ὑμᾶς. οὐ γὰρ δὴ
ἔδωκεν ............». φιλονεικήσετε τοὺς Λευῖτας,
Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 97-98 βελτίονας εἶναι τοῦ Ἁβραάμ. ὁ δὲ
«............ Τοσαύτη, φησί, μὴ γενεαλογούμενος ἐξ αὐτῶν,
τῆς ἱερωσύνης ἡ ὑπερβολή, ὥστε δεδεκάτωκε τὸν Ἁβραάμ. εἶτα οὐχ
τοὺς ὁμοτίμους ἀπὸ προγό-νων καὶ ἁπλῶς παρῆλθεν, ἀλλὰ προσέθηκε,
τὸν αὐτὸν ἔχοντας προπάτορα, “καὶ τὸν ἔχοντα τὰς ἐπαγγελίας
297

εὐλόγησε”. ἐπειδὴ γὰρ ἄνω καὶ δεδεκάτωκε τὸν Ἀβραάμ. Εἶ-τα καὶ
κάτω τοῦτο ἦν τὸ σεμνόν, οὐχ ἁπλῶς παρῆλθεν, ἀλλὰ
δεικνυσιν ἐκείνου ὄντα σεμνό- προσέθη-κε, Καὶ τὸν ἔχοντα τὰς
τερον τοῦτον, ἀπὸ τῆς κοινῆς ἐπαγγελίας εὐλόγησε. Ἐπειδὴ ἄνω
κρίσεως ἅπα- ντων. “χωρὶς γάρ”, καὶ κάτω τοῦτο ἦν τὸ σεμνὸν
φησι, “πάσης ἀντιλογίας, τὸ Ἰουδαῖοις, δείκνυσιν ἐκείνου
ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος ὄντα σεμνότε-ρον ἐκεῖνον, καὶ
εὐλογεῖται”. τουτέστι πᾶσι δοκεῖ ἀπὸ τῆς κοινῆς κρίσεως ἁ-πάντων.
τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος Χωρὶς δὲ πάσης ἀντιλογίας, φησί,
εὐλογεῖσθαι. οὐκοῦν κρείττων ὁ τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος
τύπος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτοῦ τοῦ εὐλογεῖται. Τουτέστι, πᾶσι δοκεῖ
τὰς ἐπαγ-γελίας ἔχοντος». τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος
κεῖ μὲν γὰρ καὶ τῆς ἡμετέρας καὶ εὐλογεῖσθαι. Οὐκοῦν κρείττων ὁ
τῆς Ἰουδαϊ-κῆς πολιτείας τὸν τύπος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτοῦ τοῦ
Ἀβραὰμ προπάτορα εἶναί φησιν · τὰς ἐπαγ-γελίας ἔχοντος
ἐνταῦθα δὲ αὐτοῦ σφόδρα κατατολ- ............».
μᾷ, καὶ δείκνυσι τὸν ἀκρόβυστον
πολλῷ βελ-τίονα. Πῶς οὖν ἔδειξεν
; ὅτι Λευὶ δεκάτας ἔ-δωκεν ; Ὁ
Ἀβραάμ, φησίν, ἔδωκε. Καὶ τί
πρὸς ἡμᾶς τοῦτο ; Μάλιστα μὲν οὖν
πρὸς ὑμᾶς · οὐ γὰρ δὴ
φιλονεικήσετε τοὺς Λευῖτας
βελτίο-νας εἶναι τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ
δὲ μὴ γενεαλογού-μενος ἐξ αὐτῶν,

J.A. Cramer, Catenae VII, Ἑβρ., ὁμοιότητα Μελχισεδὲκ ἀνί-σταται


565 : 26–566 :7 ἱερεὺς ἕτερος, ὃς οὐ κατὰ νόμον
«Εἰ κατὰ τὴν ὁμοιότητα ἐντο-λῆς σαρκικῆς ἀλλὰ κατὰ
Μελχισεδὲκ ἀ-νίσταται ἱερεὺς δύναμιν ζωῆς ἀκα-τάλυτου. Τί
ἕτερος, ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐ-ντολῆς ἐστιν, οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς
σαρκικῆς γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ σαρκικῆς ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς
δύναμιν ζωῆς ἀκατάλυτου. μαρτυρεῖ ἀκατάλυ-του ; Ὅτι τῶν
δὲ γὰρ ὅτι “σὺ ἱε-ρεὺς εἰς τὸν προσταγμάτων αὐτοῦ οὐδὲν ἦν
αἰώνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισε- σαρκικόν. Οὐ γὰρ πρόβατον θύειν
δέκ”. καὶ μό-σχους ἐπέταξεν, ἀλλὰ διὰ
Ἐγώ, φησι, καὶ ἄλλην τῆς κατὰ ψυχὴν ἀ-ρετῆς τὸν Θεὸν
δείκνυμι διαφο-ράν, οὐ μόνον ἀπὸ θεραπεύειν · καὶ τούτων τὰ ἔ-
τῆς φυλῆς, οὐδὲ μόνον ἀ-πὸ τοῦ παθλα ζωὴν ἡμῖν ἔθηκε τὴν
προσώπου, οὐδὲ ἀπὸ τοῦ τρόπου, οὐδέποτε κατα- των αὐτοῦ · οὐδὲν
οὐ-δὲ ἀπὸ τῆς διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ἦν σαρκικόν, οὐ γὰρ πρό-βατον
ἀπ' αὐτοῦ τοῦ τύπου. γέγονε φησὶν θύειν, καὶ μόσχους ἐπέταξεν. ἀλλὰ
ἱερεὺς οὐ κατὰ νόμον ἐ- ντολῆς διὰ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς, τὸν
σαρκικῆς, τουτέστι τῶν προσταγμά- θεὸν θεραπεύειν, καὶ τούτων ἄθλα
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, ζωὴν ἡμῖν ἔθηκε, τὴν οὐδέ-ποτε
Λόγος Ζ΄, PG 48 : 925 καταλυομένην. καὶ πάλιν
«............ Περισσότερον νεκρωθέντας ἡμᾶς ὑπὸ τῶν
ἔτι κατάδηλόν ἐ-στί, εἰ κατὰ τὴν ἁμαρτιῶν, ἐλθὼν ἀνέστησε, δι-
298

πλοῦν θάνατον λύσας, τὸν μὲν τῆς ἦλθεν ἀγαθά, διὰ τοῦτό φη-σιν ·
ἁμαρτίας τὸν δὲ τῆς σαρκός. ἐπεὶ Οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς,
οὖν τοιαῦτα κομίζων ἡμῖν ἦλθεν ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς
ἀγαθά, διὰ τοῦτο φησίν, οὐ κατὰ ἀκαταλύτου».
νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς, ἀλλὰ κατὰ Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 : 103
δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου». «............ Ὁρᾷς πῶς
δείκνυσι καὶ ἄλλην διαφορὰν ἀπὸ
τῆς ἐναλλαγῆς τῆς φυλῆς ; Οὐ
μόνον δὲ καὶ ἀπὸ ταύτης δείκνυται
ὅσον τὸ διάφορον, ἄλλ' ἤδη καὶ
ἀπὸ τοῦ προσώπου, καὶ ἀπὸ τῆς
λυομένην. Καὶ πάλιν νεκρωθέντας διαθήκης, καὶ ἀπὸ τοῦ τρόπου,
ἡμᾶς ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἐλθὼν καὶ ἀπ' αὐτοῦ τοῦ τύπου. Ὅς οὐ
ἀνέστησε, καὶ ἐζωοποί-ησε, κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς
διπλοῦν θάνατον λύσας, τὸν μὲν γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ δύνα-μιν ζωῆς
τῆς ἁ-μαρτίας, τὸν δὲ τῆς σαρκός. ἀκαταλύτου».
Ἐπεὶ οὖν τοιαῦ-τα κομίζων ἡμῖν
295

ΣΤ΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἡ πρώτη διαφορά μεταξύ τοῦ Οἰκουμενίου καί τοῦ


Χρυσοστόμου εἶναι ὁ μικρός ὄγκος τῶν συγγραμμάτων
τοῦ Οἰκουμενίου, πού καταλαμβάνουν μόλις ἑνάμισυ
τόμο στήν Πατρολογία τοῦ Migne, μπροστά στό
πολύτομο καί τεράστιο σέ ἀξία Χρυσοστομικό
δημιούργημα.
Κατά δεύτερο λόγο, ἡ μορφή τῶν Οἰκουμενιανῶν
πονημάτων εἶναι διαφορετική ἀπό τίς χρυσοστομικές
ὁμιλίες, ἄν καί ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπό αὐτές στόν
τρόπο τῆς ἔκφρασης. Ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ. Ἡ ὀρθή
ἑρμηνευτική ἐξήγηση τῆς Γραφῆς θεμελιώνει καί
ἐνισχύει τό κήρυγμά του. Ἀπευθύνεται σ’ ἕνα ζωντανό
ἀκροατήριο. Ἡ σχέση του μέ τούς πιστούς εἶναι ἄμεση
καί καθοριστική στή διατύπωση τοῦ λόγου του. Βασική
προϋπόθεση γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματός του
εἶναι ἡ ἄριστη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ πλήρης
κατανόησή της καί ἡ προσευχή.
Ἀντίθετα ὁ Οἰκουμένιος κάνει ἑρμηνεία.
Ἀπευθύνεται, ὄχι σέ ἀκροατές, ἀλλά σέ ἀναγνῶστες.
Ἐπιπλέον δέν κάνει πρωτότυπη ἑρμηνεία, τουλάχιστον
ὅσον ἀφορᾶ τά Ὑπομνήματά του στίς Πράξεις καί στίς
Καινοδιαθηκικές ἐπιστολές. Ἐκτός ἀπό τό ἁγιογραφικό
κείμενο, ἔχει μπροστά του ἀπόψεις Πατέρων, ἀπό τίς
ὁποῖες κάποιες ἐπιλέγει καί ἐπεξεργάζεται, ἄλλες
τίς ἀποσπᾶ ἀπό τό σύνολο τοῦ συγγράμματος στό ὁποῖο
ἀνήκουν, ἄλλες τίς χρησιμοποιεῖ «κατὰ γράμμα» καί
ἄλλες τίς ἐκμεταλλεύεται «κατ’ ἔννοιαν». Προσπαθεῖ
νά τίς χρησιμοποιεῖ χωρίς ν’ ἀλλοιώνει τό νόημά
296

τους καί πολλές φορές παρεμβάλλει ἐπιτυχημένα τή


γνώμη του674. Σέ πολλές περιπτώσεις προβαίνει στή
σύμπτυξη τοῦ περιεχομένου675. Ἄλλες φορές, γιά νά
διασαφηνίσει τό νόημα τῶν χρυσοστομικῶν ρήσεων, τίς
ἀναλύει676. Κύριος σκοπός του εἶναι νά καταπολεμήσει
τόν Νεστοριανισμό καθώς καί τόν προγενέστερό του
Ἀρειανισμό, γιά νά μεταδοθεῖ ἡ οὐσία τῆς ἀλήθειας
πού σώζει677. Μέ κύριο σύμμαχο τά λόγια τοῦ

674
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 480 : «............ Δύο γὰρ
καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων ὁρᾶται τὰ σημαινόμενα. Ἔργα γὰρ καὶ τὰ
πίστιν βεβαιοῦντα λέγεται, ὧν ἀμοιροῦσα ἡ πίστις νεκρά.
Ἔργα πάλιν καὶ τὰ τοῦ νόμου. Ὧν καὶ χωρὶς Ἀβραὰμ καὶ πάντες
οἱ κατὰ Χριστὸν δικαιοῦνται. Ἐπεὶ ὅτι πίστις οὐκ ἂν
ἀκαθάρτω προσγένοιτο (λέγω δὲ τὴν ὄντι πίστιν), τίς ἀντερεῖ
; Οὔτε γὰρ βορβόρου πλήρει ἀγγείῳ μύρου ταμιευθείη, οὔτε
ἀκαθάρτῳ ἀνθρώπῳ πίστις ἐγγένοιτο Θεοῦ. Οὐκ ἄρα διάφωνοι οἱ
θεῖοι ἀπόστολοι, ἀλλὰ περὶ τὸ διάφορον τοῦ σημαινομένου
στρεφόμενοι, πρὸς τὴν χρείαν ἕκαστος τοῦ σημαινομένου, τὸ
προτεθὲν αὐτῷ διεξάγει καὶ ἐκπεραίνεται».
675
Οἰκουμενίου, Ἰακώβου, PG 119 : 505 : «............ Ἀλλὰ
καὶ ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης ἕν τινι τῶν ἐξηγητικῶν αὐτοῦ,
τοῦτο δηλοῦν βούλεται τὸ ῥητόν, τὴν πανωλεθρίαν τῆς
Ἰερουσαλήμ ............».
676
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 540 : «............ Τὸ
δέ, Ὡς ἐλεύθεροι, ὁ μὲν χρυσοῦς Ἰωάννης οὕτως ἀνέπτυξεν
εἰπών, ὅτι Ἵνα μὴ λέγωσιν, ἠλευθερώθημεν ἀπὸ τοῦ κόσμου,
οὐρανοπολῖται γεγόναμεν, καὶ σὺ πάλιν ὑποτάσσεις ἡμᾶς τοῖς
ἄρχουσι, καὶ ὑπακούειν προτρέπῃ ; τούτου χάριν φησίν · Οὕτως
ὑπακούετε ὡς ἐλεύθεροι, τουτέστιν, ὡς πιστεύσαντες τῷ
ἐλευθερώσαντι, καὶ προστάξαντι τοῦτο ποιεῖν. Οὕτω γὰρ οὐ
δόξετε τῆς κατὰ γνώμην κακίας, τουτέστι, τοῦ ἀπειθοῦς καὶ
ἀνηκόου ἔχειν προκάλλυμα τὴν ἐλευθερίαν, δι' ἧς ἀναίνεσθαι
τὴν ὑπακοήν. Ἔστι δὲ καὶ καθ' ἑτέραν ἐπιβολὴν ἐρεῖν τι περὶ
αὐτοῦ. Ἐλεύθερός ἐστι κατὰ Κυρίον, ὁ μηδενὶ τῶν ἀτόπων
ὑπείκων ............».
677
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 524 : «............ “Οὐ
δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν οὐδέν, ἂν μή τι βλέπῃ τὸν Πατέρα
ποιοοῦντα”, τοῦτο δὲ συμφυὲς τῆς ἁγίας Τριάδος παρίστησι,
καὶ ὅτι οὐκ ἀπομεμερισμέναι αἱ τῆς θεαρχίας ἐνέργειαι τοῖς
κατ' αὐτὴν ἐνθεωρουμένοις προσώποις, ἀλλὰ ταυτότης πᾶσα
ἐκεῖ καὶ σύμπνοια εἰρηναία καὶ ἀστασίαστος, εἶπεν,
ἀδιαφόρως τὸν Πατέρα κρίνειν, ὡς ὅτι ἂν ἐρεῖ τις καθ' ἕνὸς
297

Χρυσοστόμου, τοῦ Κυρίλλου καί τῶν ἄλλων Πατέρων678,


προσπαθεῖ νά γνωστοποιήσει στούς ἀναγνῶστες του τό
μήνυμα τῆς σωτηρίας. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου,
ἀλλά καί τῶν συνεχιστῶν του ἀποσκοπεῖ στή διατήρηση
τῆς θεολογικῆς παράδοσης πού μεταδίδει σέ κάθε
ἐποχή τήν Θεία Ἀποκάλυψη679.
Ὁ Χρυσόστομος ἀνέπτυξε μέ αὐθεντικά μοναδικό
τρόπο τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Οἰκουμένιος σμίκρυνε τήν
ἐξήγηση τοῦ Χρυσοστόμου, χωρίς νά τήν ἀλλοιώσει ἤ
νά τήν ἀκρωτηριάσει καί ταυτόχρονα τή συμπλήρωσε
καί τή διάνθισε μέ ἑρμηνεῖες Πατέρων προγενέστερων
καί μεταγενέστερων τοῦ «μελίρρυτου» Ἰωάννου.
Ἡ συγγραφική δράση τοῦ Οἰκουμενίου
περιορίζεται σέ Ὑπομνήματα πού ἀσχολήθηκαν μέ ἕνα
μέρος τοῦ καινοδιαθηκικοῦ ἔργου. Δέν ἀσχολήθηκε μέ
τήν ἐξήγηση τῶν Εὐαγγελίων. Ἀντίθετα ὁ Χρυσόστομος
ἀνέλυσε τό Εὐαγγελικό περιεχόμενο, τίς Πράξεις καί
τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου. Δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς
Καθολικές ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη, διότι δέν
εἶχαν διεισδύσει στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἐπιπλέον ἀσχολήθηκε μέ τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης. Τά συγγράμματα τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκτός ἀπό
τούς λόγους του, περιλαμβάνουν ἐπιστολές καί
πραγματεῖες, ἐνῶ τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι καθαρά
ἑρμηνευτικά.
Σημειώνουμε ὅτι στό Ὑπόμνημα στίς Καθολικές
ἐπιστολές, ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ καί πάλι ὡς

τῶν θεοπρεπῶς ἐκτελεῖσθαι, κοινοῦ τοῖς πᾶσι καὶ ὄντος καὶ


λογιζόμενου ............».
678
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 561 : «............ Οἱ
μὲν παλαιοὶ τῶν Πατέρων τοῦτο τό, Καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη,
ὡς περικοπὴν ἐξηγήσαντο, οὐδὲν φροντίσαντες τῆς συνεχείας
τῶν ἄνω, οὐδ' ὅτι αἰτιολογικῶς εἰρημένον δεῖ πρὸς τὰ πρὸ
αὐτοῦ ἀναφέρεσθαι ............».
679
Σ. Ἀγουρίδη, Ἑρμηνευτική τῶν ἱερῶν κειμένων, Ἀθῆναι 1984,
σελ. 53.
298

ἑρμηνευτική βάση τό χρυσοστομικό ὑλικό. Ἐπειδή ὁ


Χρυσόστομος δέν ἀσχολήθηκε μέ τήν ἑρμηνεία τῶν
Καθολικῶν ἐπιστολῶν, ὁ Οἰκουμένιος χρησιμοποίησε ὡς
πηγές τίς ἑρμηνεῖες αὐτοῦ σέ ἄλλα βιβλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς680.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χρήσεως τοῦ
Χρυσοστόμου ἀπό τόν Οἰκουμένιο εἶναι ὅτι ὁ δεύτερος
δέν χρησιμοποιεῖ μόνο τούς ἑρμηνευτικούς λόγους τοῦ
πρώτου στίς Πράξεις καί τίς καινοδιαθηκικές
ἐπιστολές. Ὅπως ἤδη εἴδαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο
τοῦ πονήματός μας, βρίσκουμε καί ἀποσπάσματα ἀπό
τίς ὁμιλίες τοῦ Ἰωάννου στό κατά Ματθαῖον, στό κατά
Ἰωάννην, ἀλλὰ καί ἀπό τίς ὁμιλίες «Εἰς τὴν
Ἀνάληψιν», «Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας», «Κατὰ Ἰουδαίων»,
«Εἰς τὸ μὴ παρατρέχειν τὰς ἐπιγραφὰς τῶν βιβλίων»,
«Περὶ πίστεως ... καὶ περὶ ἁγίου Πνεύματος», «Εἰς
τοὺς Μακκαβαίους», «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον», «Εἰς τὸν
Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον», καθώς καί σε αὐτοτελεῖς
ὁμιλίες ἐπάνω σέ εὐαγγελικά ρητά.
Μέ τό κήρυγμά του ὁ Χρυσόστομος σκοπεύει στήν
ἠθική ἐξύψωση τῶν πιστῶν. Οἱ ὁμιλίες του, ἐκτός ἀπό
τό καθαρά ἐξηγητικό μέρος τους, περιλαμβάνουν καί
τό ἠθικοπρακτικό. Γιά τόν Ἰωάννη ἡ ἀνάλυση τοῦ
περιεχομένου τῆς Γραφῆς δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά
συσχετίζεται μέ τή σωτηρία τῶν ἀκροατῶν -
ἀποδεκτῶν. Ἡ θεολογία ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή
λύτρωση. Ὁ «ρήτωρ» Οἰκουμένιος μοιάζει μεθοδολογικά
μέ τόν Χρυσόστομο μόνο στήν ἑρμηνεία τῆς
Ἀποκαλύψεως. Στά ὑπόλοιπα Ὑπομνήματά του, ἐπειδή
ἔχουν ἀποσπασματική μορφή, λείπει τό ἠθικό -
οἰκοδομητικό μέρος.

680
Βλ. Ε΄ Κεφάλαιο, σελ. 264-265 & ὑποσημειώσεις
625,626,661.
299

Οἱ ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου χαρακτηρίζονται ἀπό


μία ἐσωτερική συνοχή καί ἀμεσότητα. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ
Οἰκουμενίου γίνεται κατά πρόταση, χωρίς ἐξελικτική
πορεία καί πλοκή, ἁπλά, λιτά καί σύντομα. Θά
μποροῦσε ὁ Οἰκουμένιος νά ἀναπτύξει περισσότερο τίς
δικές του θέσεις ἐπάνω σέ κάποια χωρία, πράγμα τό
ὁποῖο ἔκανε στό Ὑπόμνημά του στήν Ἀποκάλυψη. Ἐδῶ ὁ
ρόλος του εἶναι περισσότερο συλλεκτικός. Ἴσως
φταίει τό ὅτι δέν ἦταν κληρικός καί δέν εἶχε νά
ἐπιλύσει ποιμαντικά προβλήματα
Ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ἕνα χωρίο βοηθώντας
τούς ἀκροατές του νά τό ἐμπεδώσουν καί κατά κόρον
ἐπανέρχεται σέ αὐτό στή συνέχεια τοῦ λόγου του.
Τά λόγια τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἄμεσα καί
εὔστοχα. Μιλοῦν κατ’ εὐθεῖαν στήν καρδιά. Ἔτσι
πολλές φορές ἀπευθύνεται στόν ἀκροατή του σέ β΄
ἑνικό πρόσωπο, κάτι πού λείπει ἀπό μία ἁπλή
681
φιλολογική ἀνάλυση . Πολλές φορές ὑποβάλλει
ρητορικές ἐρωτήσεις, στίς ὁποῖες ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος682.
Ἄλλοτε συνδέει τά χωρία τῆς μιᾶς ἐπιστολῆς μέ χωρία
τῆς ἄλλης683. Οἱ ὁμιλίες συνδέονται μεταξύ τους.
Ὅλες μαζί ἀποτελοῦν μία συνέχεια. Τά ἑρμηνευτικά
σχόλια τοῦ Οἰκουμενίου ἔχουν μία λογική συνέχεια
καί συνδυάζονται μέ σχολιασμούς ἄλλων Πατέρων.

681
Π.χ. Χρυσοστόμου, Πράξ., PG 60 : 17 : «Σκόπει δὲ ὅπως
ἑαυτοῦ τοὺς λόγους ὁ Χριστὸς διὰ τῶν ἔργων ἀξιοπίατους
ποιεῖ». Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 60 : 497 : «Εἶδες πῶς ἐν τῷ
παραδείγματι τὸν νόμον δείκνυσι τετελευτηκότα». Τοῦ αὐτοῦ,
Α΄ Κορ., PG 61 : 11 : «Ὅρα πῶς εὐθέως ἐκ προιμίων τὸν τῦφον
κατέβαλε, καὶ χαμαὶ ἔῤῥιψε πᾶσαν αὐτῶν τὴν οἴησιν, κλητὸν
ἑαυτὸν εἰπών». Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Κορ., PG 61 : 469 : «Μὴ τοίνυν
νόμιζε τὴν ἐκ τοῦ σώματος ἀποδημίαν ἀρκεῖν · ἀρετῆς γὰρ
πανταχοῦ χρεία».
682
J.A. Cramer, Catenae III, Πράξ., 51 : 12-19 & 76 : 20-25 &
77 : 11-17 κ.ἄ.
683
π.χ. Χρυσοστόμου, Ρωμ., PG 60 : 602 : «Ὃ καὶ ἐν τῇ πρὸς
Κορινθίους ποιεῖ».
300

Στό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου, μέσα στίς ἑρμηνεῖες


τῶν ἐπιστολῶν ὁμολογοῦνται οἱ χρήσεις παραγραφῶν684.
Οἱ ὁμολογίες αὐτές ἀνήκουν περισσότερο στόν ἴδιο
τόν Οἰκουμένιο καί μαρτυροῦν τίς προσπάθειές του νά
δημιουργήσει μία ἁλυσίδα Πατερικῶν γνωμῶν καί νά
ἐκθέσει ἐν συντομίᾳ ὅλη τήν ἑρμηνευτική παράδοση
πού ἀναπτύχθηκε γύρω ἀπό ἕνα χωρίο, ἐπιμένοντας
κυρίως σέ ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου.
Πολλές φορές δέν κατονομάζει τόν Χρυσόστομο, ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖ τή βάση τῶν Ὑπομνημάτων του, διότι
θεωρεῖ αὐτονόητο τόν θεμελιώδη ρόλο τοῦ
χρυσοστομικοῦ ὑλικοῦ σέ κάθε Ἀνθολόγιο - Πατερική
Σειρά.
Ὁ Οἰκουμένιος δέ διστάζει νά ἀναλύσει χωρία
πού παραμερίστηκαν ἀπό τόν Χρυσόστομο, ἐπειδή δέν
ἐξυπηρετοῦσαν στό κήρυγμα. Ἔτσι π.χ. στήν ἑρμηνεία
τοῦ Α΄ Κορ. 9, 12 ἀναφέρεται στήν ἐλπίδα τῆς
μέλλουσας ζωῆς χάριν τῆς ὁποίας μόχθησαν οἱ
685
ἀπόστολοι , ἡ ὁποία παραθεωρήθηκε ἀπό τόν
Χρυσόστομο.
Μία ἀντιπροσωπευτική ἑρμηνεία τοῦ Οἰκουμενίου
πού διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη Χρυσοστομική καί
φανερώνει τήν προσωπική ἑρμηνευτική προσπάθεια,
καθώς καί τήν παραγωγική σκέψη του, εἶναι ἡ
ἀξιολόγηση τῆς Ἀρχιερατικῆς Θυσίας τοῦ Κυρίου στό

684
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 356,760. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., PG
119 : 56. Τοῦ αὐτοῦ, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 124. Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ.,
PG 119 : 440
685
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 602 : «“Ἐπ’ ἐλπίδι” Ἵνα γὰρ
μή τις εἴπῃ, τῶν τοσούτων οὖν πόνων ὧν ὑπομένουσιν οἱ
ἀπόστολοι, αὕτη ἐστὶν ἡ ἀμοιβή, τὸ ἐσθίειν προσέθηκεν, “Ἐπ’
ἐλπίδι”. Τουτέστιν, ἐπ’ ἐλπίδι μὲν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν οἱ
ἀπόστολοι μοχθοῦσι, πλὴν δεῖ καὶ ἐντεῦθεν ἔχειν παραψυχὴν
τὴν παρὰ τῶν μαθητευομένων χορηγίαν. Τοῦτο δὲ δηλοῖ, ὅτι
ἐπὶ τῇ μελλούσῃ ἐλπίδι δεῖ μετέχειν καὶ ἑτέρας ἐλπίδος,
τουτέστι τροφῆς καὶ τῶν λοιπῶν».
301

Ἑβρ. 10, 19-23. Ἐδῶ ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρεται μέ


συντομία στό κέρδος πού δρέψαμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί
νά ἀπολαύσουμε τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά
κληρονομήσουμε τήν Αἰώνια Βασιλεία, συμμετέχοντας
στό Σταυρό καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πού ἔγιναν
ἡ ἀρχή γιά τήν Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ
Οἰκουμένιος ἐπεκτείνεται καί ἀξιολογεῖ τά γεγονότα
σωτηριολογικά. Τονίζει ὅτι ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου
ἀποτέλεσε βαθειά τομή γιά τήν ἱστορία, πού τή
χώρισε σέ δύο μέρη :
α) στήν ἱστορία τῆς πτώσεως καί
β) στήν ἱστορία τῆς ἁγιοποίησης.
Ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι διηνεκής καί αἰώνια · δέν
ἔχει τέλος. Ἀποτελεῖ τήν ἐπισφράγιση μιᾶς νέας
διαθήκης καί τή λήξη τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, πού θά
σημάνει τήν παύση τοῦ θανάτου καί τήν ἀρχή τῆς Νέας
«ἐν Χριστῷ» Ζωῆς686.
Ἀντίστοιχες περιπτώσεις, ὅπου ὁ Οἰκουμένιος
ἐπεκτείνει καί συμπληρώνει τό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου,
ἔχουμε ἀρκετές687. Αὐτές δέν ἀνήκουν σέ ἄλλους
Πατέρες, ἀλλά εἶναι προσωπική κατάθεσή του καί
δείχνουν ὅτι δέν ἀρκέστηκε στή διαδικασία τῆς
ἐπιλογῆς, τῆς ἀντιγραφῆς καί τῆς σύνταξης, ἀλλά
θέλησε νά καταθέσει τήν προσωπική του ἄποψη, ἡ
ὁποῖα ὅμως δέν περιέχει βαθύ θεολογικό περιεχόμενο.

686
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 393 : «............ ὅτι καὶ
αὐτὴ ζῇ καὶ διαιωνίζει · πρόσφατον εἰπών, ἵνα μή τις εἴπῃ ·
Οὐκοῦν εἰ πρόσφατος καὶ πανθήσεται · γηράσκουσα γὰρ καὶ
παλαιουμένη καὶ αὕτη ὥσπερ καὶ ἡ τῆς παλαιᾶς διαθήκης
καταλυθήσεται. Οὐμενοῦν, φησίν. Ἀλλὰ πρόσφατος οὖσα, ἀεὶ
νεάζουσα καὶ ζῶσα ἔσται, οὐδέποτε ἐπιδεχομένη θάνατον καὶ
κατάλυσιν ............» · πρβλ Χρυσοστόμου, Ἑβρ., PG 63 :
139.
687
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 329 · πρβλ Χρυσοστόμου, Ρωμ.,
PG 60 : 404-405. Ἐπίσης Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 709 ·
πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 90 κ.ο.κ.
302

Σέ πολλά σημεῖα ὁ Οἰκουμένιος συμπυκνώνει τά


νοήματα τοῦ Χρυσοστόμου, χωρίς νά παρεμβαίνει καί
νά καινοτομεῖ. Ἔτσι λ.χ. ἑρμηνεύοντας τό Α΄ Κορ.
12, 1-2, ἐπισημαίνει τή διάκριση μεταξύ τῆς
καταστάσεως τῆς πίστεως καί τοῦ ὁμώνυμου χαρίσματος
τῆς πίστεως πού χορηγοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς
χριστιανούς. Τό χάρισμα τῆς πίστεως κατοχυρώνεται
ἀπό τήν εὐαγγελική ρήση : «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς
κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ Ἄρθητι καὶ
βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ γενήσεται οὕτω». Τά
λόγια αὐτά ἀπευθύνονται στούς μαθητές καί
ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ πίστη αὐτή εἶναι χάρισμα, πού
ὅμως, χωρίς ἀγάπη, παραμένει ἀνενέργητο. Ὁ
Χρυσόστομος, ὁρμώμενος ἀπό τά ἴδια εὐαγγελικά
λόγια, τονίζει σέ μία ὁμιλία του ὅτι ὅλα τά
χαρίσματα ἔχουν μικρότερη ἀξία ἀπό τήν ἀγάπη, ἀκόμη
καί ἡ πίστη πού μπορεῖ νά κατορθώσει τά δυσκολότερα
ἐγχειρήματα. Ἔτσι ἀπέναντι στήν ἀξία τῶν ὑπόλοιπων
δωρεῶν τοῦ Θεοῦ τοποθετεῖ τήν ὑπεραξία τῆς ἀγάπης.
Οἱ ἀπόψεις τῶν δύο ἑρμηνευτῶν ταυτίζονται, παρότι ὁ
τρόπος ἔκφρασης τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι ἁπλούστερος
ἀπό τόν ἀντίστοιχο, πλούσιο σέ ρητορικά σχήματα,
τρόπο τοῦ Ἰωάννου688.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ Α΄ Κορ. 12, 24, ὁ Παῦλος
διαπραγματεύεται τό πῶς ἕνας σωματικά
ἐλαττωματικός, δηλαδή ἀνάπηρος ἄνθρωπος, γίνεται
ἀποδέκτης πολλῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρυσόστομος
προσπερνᾶ τή φυσική διάκριση σέ «εὐσχήμονα» καί
«ἀσχήμονα» μέ μία βραχεία ρητορική ἐρώτηση λέγοντας
«Ὑστεροῦντι πῶς ; Κατὰ φύσιν». Ὁ Οἰκουμένιος,
ἀντίθετα, ἐφιστᾶ στόν ἀναγνώστη τήν προσοχή στή
συγκεκριμένη θέση τοῦ Παύλου. Ἔτσι γράφει ὅτι

688
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 833 · πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄
Κορ., PG 61 : 269.
303

πολλές φορές ὁ Θεός καλύπτει κάποιες σωματικές


ἀδυναμίες μέ χαρίσματα πνευματικά, ἐνῶ δίνει
λιγότερα τάλαντα σέ αὐτούς πού ἔχουν σωματική
αὐτάρκεια. «Οὕτω, φησί, καὶ ὁ Θεὸς ἐνίοτε
ὑστεροῦντι πλεῖα δίδωσι χάρισμα, τῷ δὲ αὐτάρκως καὶ
ἱκανῶς ἔχοντι ῥυθμίσαι ἑαυτόν, ἔλαττον ... ὅτι
οὕτως κατ’ ἀρχὰς ἔπλασεν ὁ πάντα σοφῶς καὶ
ἀκαταλήπτως Θεὸς ἡμῶν ποιῶν, ὥστε ἐλαττόνων δεῖσθαι
εἰς αὐτάρκειαν καὶ τελείωσιν»689. Ὅλοι μας,
σπουδαῖοι ἤ ἀσήμαντοι, μεγάλοι ἤ μικροί, ἀνώτεροι ἤ
κατώτεροι εἴμαστε ἴσοι ἀπέναντι στή Χάρη τοῦ Θεοῦ
καί ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βάσει
αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ, παρατηροῦμε ὅτι οἱ δύο
ἑρμηνευτές προσεγγίζουν μέ παρόμοιο τρόπο τήν ἀξία
τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀρτιμέλειάς του. Ἐδῶ ὅμως ὁ
Οἰκουμένιος ἀναπτύσσει σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν
ἄποψη αὐτή.
Πολλές φορές ὁ Οἰκουμένιος προβάλλει τή δική
του ὀρθή ἄποψη, παρακάμπτοντας τή χρυσοστομική
ἑρμηνεία. Προσπαθώντας νά περιγράψει τή μάχη τοῦ
πιστοῦ ἐναντίον τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν, γράφει ὅτι
στή σχέση τοῦ γάμου οἱ σύζυγοι μποροῦν νά
ἐγκρατεύονται μόνο «κοινῇ συναινέσει». Σέ ἀντίθετη
περίπτωση δέν πρέπει νά ἀποφεύγουν τήν «ἐν τῷ γάμῳ»
σωματική ἕνωση πού εἶναι εὐλογημένη ἀπό τήν
Ἐκκλησία. Τό «μὴ ἀποστερεῖν ἀλλήλοις» δέν ἀποτελεῖ
αὐστηρή ἐπιταγή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀδυναμία τῆς
πεπτωκυίας φύσεως μας καθιστᾶ ἀνέφικτη τήν
ἐγκράτεια γιά τούς περισσότερους συζύγους. Ἡ
ἐγκράτεια ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα μέσῳ τῆς νηστείας καί
τῆς προσευχῆς. Ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ
ἐγκράτεια ὑποστηρίζεται καί ἐξυμνεῖται ἀπό ἕναν

689
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 825,828 · πρβλ Χρυσοστόμου,
Α΄ Κορ., PG 61 : 259,260.
304

ἔγγαμο –τόν Οἰκουμένιο–690 ὁ ὁποῖος ὅμως καλλιεργεῖ


τήν πνευματική ζωή καί θαυμάζει τήν ἄσκηση.
Ὡς τελευταία διαφορά μεταξύ Χρυσοστόμου καί
Οἰκουμενίου ἔχουμε νά ἀναφέρουμε τήν ἐπίδραση τοῦ
κυρίλλειου προχαλκηδόνιου πνεύματος στή σκέψη τοῦ
Οἰκουμενίου, ἡ ὁποία ὅμως ἀμβλύνεται ἀπό τήν
προσωπική συμβολή τῶν συνεχιστῶν του. Ὁ Οἰκουμένιος
δέν φαίνεται νά ἔχει ἀποκρυσταλλώσει τή
χριστολογική του ἄποψη. Δέν ἔχει ἀποδεχθεῖ τόν ὅρο
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.). Ὁ Κύριλλος
καί ἡ διδασκαλία του ἔχουν φανερά ἐπηρεάσει τίς
ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενίου. Γράφει στήν ἑρμηνεία τῆς
πρός Γαλάτας γιά τή «θεία τοῦ Χριστοῦ μορφή»691.
Στήν ἐξήγηση τῆς πρός Ἐφεσίους, ὁ Οἰκουμένιος
προσπαθώντας νά ἀποδώσει μία ἄποψη τοῦ Γρηγορίου
Θεολόγου κάνει λόγο γιά μία φύση τοῦ Ἐμμανουήλ, τή
θεϊκή, ἐνῶ οὐσιαστικά ἀποδέχεται ὅτι ὁ Χριστός
692
προσέλαβε τήν ἀνθρωπότητα καί τή θέωση .
Ἐν κατακλεῖδι, ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ αὐθεντία μέ
τήν ὁποία θεολογεῖ ὁ Χρυσόστομος, ἐντυπωσίασε καί
ἐπέδρασε στό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενίου, ὁ ὁποῖος δέ
διαφοροποιήθηκε οὐσιαστικά ἀπό τό μεγάλο Πατέρα.

690
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 725.
691
Oἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1144.
692
J.A. Cramer, Catenae VI, Ἐφεσ., 411 : 20-24 : «Ὁ ἐν ἁγίοις
Γρηγόριος ἐν τῷ περὶ Υἱοῦ λόγῳ, ὡς νομίζω τὰ δύο εἰς τὸν
Χριστὸν ἐδέξατο · πατέρα μὲν τοῦ λόγου Θεὸν δὲ προσλήμματος ·
ἵνα ἐκ θεότητος ἐν μιᾷ φύσει δείξῃ τὸν Ἐμμανουήλ».
305

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


Παραθέτουμε ἐνδεικτικά χωρία ὅπου οἱ ἀπόψεις
τοῦ Οἰκουμενίου διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνες τοῦ
Χρυσοστόμου.

1. Τό χάρισμα τῆς προφητείας.


Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 857 «............ Εἶτα
«............ Ἄντικρυς, ἢ ἐπὶ παραμυθούμενος τὸν ἐπι-
τῶν μάντεων. Ἐκεῖνοι γὰρ μετὰ τὴν στομισθέντα, φησί · Δύνασθε γὰρ
παρ' αὐτοῖς ἐνθουσία-σιν, καὶ καθ' ἕνα πάντες προφητεύειν, ἵνα
ἄκοντες οἷα δαιμονῶντες λαλοῦσιν πάντες μανθάνωσι, καὶ πάντες
ἃ οὐ βούλονται. Εἰ τοίνυν τὸ παρακαλῶνται. Ὁρᾷς πῶς πάλιν τὴν
χάρισμα τοῖς προ-φήταις αἰτίαν τίθησι, δι' ἣν πάντα ποιεῖ
ὑποτέτακται, πῶς οὐκ ἄτοπον ὑμᾶς ; Εἰ γὰρ τὸν γλώσσαις λαλοῦντα
μὴ ὑποτάσσεσθαι τῷ κοινῷ καθόλου κωλύει λέ-γειν, ὅταν
συμφέροντι, ἵνα ὅ-ταν ᾖ καιρὸς ἑρμηνέα μὴ ἔχῃ, διὰ τὸ ἀνωφελές,
σιωπῆς, σιωπᾶτε ; ............». εἰκότως καὶ προφητείαν, ἂν μὴ
(Α΄ Κορ. ιδ΄, 31-33) τοῦτο ἔχῃ, ἀλ-λὰ σύγχυσιν ποιῇ
καὶ ταραχὴν καὶ θόρυβον ἄκαιρον,
κατέχειν κελεύει. Καὶ πνεύματα
προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται.
Εἶδες πῶς ἐνέτρεψεν αὐτὸν εὐτόνως
καὶ φοβερῶς ; Ἵνα γὰρ μὴ
φιλονεικῇ, μηδὲ στασιάζῃ ὁ ἄν-
θρωπος, αὐτὸ τὸ χάρισμα δείκνυσιν
ὑποτασ-σόμενον · πνεῦμα γὰρ
ἐνταῦθα τὴν ἐνέργειαν λέγει. Εἰ
δὲ τὸ πνεῦμα ὑποτάσσεται, πολλῷ
μᾶλλον σὺ ὁ κεκτημένος οὐκ ἂν
Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 311- εἴης δίκαιος φιλονεικεῖν
312 ............».
(Α΄ Κορ. ιδ΄, 31-33)

2. Ἡ Ἀποστολική μαρτυρία.
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 864 ἐν τούτῳ ἔλαττον ἔχῃ τῶν λοιπῶν
«............ Εἶτα τοῖς ἀποστόλων.
δώδεκα. Καίτοι ὁ Ματθίας, μετὰ Τοιοῦτόν τι παραδηλοῖ καὶ ὁ
τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἀ- Ἰωάννης, μηδαμοῦ μὲν λέγων ὅτι
ντεισήχθη ἀντὶ τοῦ Ἰούδα. Πῶς οὖν ὤφθη τοῖς ἕνδεκα. Ἀλλὰ καὶ
λέγει, “Εἶτα τοῖς δώδεκα” ; περὶ τοῦ Θωμᾶ διαλεγόμενος, εἶπε
Λέγομεν, ἢ γραφικόν ἐ-στι σφάλμα, ·“Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα”.
ἢ ὅτι τῷ προγνωστικῷ ὀφθαλμῷ ὁ Μᾶλλον γὰρ εἴποιμεν ἂν ὅτι τὸν
Κύριος εἰδὼς ὅτι συναριθμηθήσεται Ματθίαν συνέταξεν ἡ χά-
τοῖς ἕν-δεκα, ὤφθη καὶ αὐτῷ, ἵνα Χρυσοστόμου, Α΄ Κορ., PG 61 : 326
306

«............ Ποίοις δὲ
δώδεκα ἐνταῦθά φη-σιν ἀποστόλοις
; μετὰ γὰρ τὴν ἀνάληψιν ὁ Ματθίας
κατελέγη, οὐ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ρις κατὰ πρόγνωσιν τοῖς λοιποῖς.
εὐθέως. Ἀλλ' εἰκὸς αὐτὸν καὶ μετὰ Ἢ τὸν Ἰού-δα πάλιν συνέταξε μετὰ
τὴν ἀνάλη-ψιν ὦφθαι. Αὐτὸς γοῦν τὴν προδοσίαν καὶ τὴν ἀγχόνην».
οὗτος ὁ ἀπόστολος μετὰ τὴν (Α΄ Κορ. ιε΄, 5)
ἀνάληψιν καὶ ἐκλήθη, καὶ εἶδεν
αὐ-τόν ............».
(Α΄ Κορ. ιε΄, 5)

3. Ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ


Ἐκκλησίᾳ.
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1205- οὖσα, φησί, κατὰ πρόθε-σιν τῶν
1206 αἰώνων, τουτέστι, κατὰ πρόγνωσιν
«............ “Ἡ καὶ προείδησιν καὶ προοικονομίαν.
πολυποίκιλος”. Πρὸ τῶν τῆς Τοὺς γὰρ προορισμούς, προθέσεις
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν εἶπε. Νῦν μὲν γὰρ γέ-γονε, φησίν,
χρόνων, ἁπλῆν ἐγίνωσκον αἱ ἄνωθεν δὲ ταῦτα ἐδόκει».
οὐράνιαι δυνάμεις τὴν σοφίαν τοῦ (Ἐφεσ. γ΄, 10)
Θεοῦ, ἐκ μόνου τοῦ δυνατοῦ κα-
τορθουμένην. Ὁ γὰρ τῇ ὁρμῇ τοῦ
οἰκείου θε-λήματος οὐσιώσας τὰ
πάντα Θεός, δυνάμει ἀ-καταλήπτῳ Χρυσοστόμου, Ἐφεσ., PG 62 : 49-50
διετήρει πρὸς διαμονὴν τὰ δημι- «............ Ἔστω, ἀνθρώποις
ουργηθέντα, καὶ οὐδὲν ἦν οὐκ ἀπεκα-λύφθη · καὶ ἀγγέλους
ποικίλον, ἀλλ' οἷον ἐθεωρεῖτο, καὶ ἀρχαγγέλους φωτί-ζεις, καὶ
τοιοῦτον καὶ ὑπῆρχε. Νῦν δέ γε ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας ; Ναί, φησίν ·
διὰ τῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ ἐν γὰρ τῷ Θεῷ κέκρυπτο, καὶ Θεῷ
ἀνθρώπινον γένος οἰκονομίας, οὐκ τῷ πάντα κτί-σαντι διὰ Ἰησοῦ. Καὶ
ἔτι μόνον ἁπλῆ, ἀλλὰ καὶ τολμᾶς τοῦτο εἰπεῖν ; Ναί, φησίν.
πολυποίκιλος ἐγνώσθη ἡ σοφία τοῦ Ἀλλὰ πόθεν τοῦτο δῆλον τοῖς ἀγ-
Θεοῦ, διὰ τῶν ἐναντίων τὰ ἐνάντια γέλοις γέγονε ; Διὰ τῆς
κατορθοῦσα · διὰ θανάτου ζωήν · Ἐκκλησίας. Καὶ οὐδὲ ἁπλῶς εἶπεν,
δι' ἀτιμίας δόξα · διὰ σταυροῦ, Ἡ ποικίλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ', Ἡ
τρόπαιον · διὰ πάντων τῶν πολυποίκιλος. Τί οὖν ἐστί τοῦτο ;
εὐτελῶν, τὰ θεοπρεπῆ. Διὰ οὖν τῆς οὐκ ᾔδεσαν ἄγγελοι ; Οὐδαμῶς · εἰ
ἡμῶν οἰκονομίας τῆς ἐν τῇ γὰρ ἀρχαὶ οὐκ ᾔδεσαν, πολλῷ
ἐνανθρωπήσει γενομένης, πολυποί- μᾶλλον ἄγγελοι οὐκ ἤδεσαν ἄν. Τί
κιλος ἐγνώσθη ἡ σοφία καὶ ἡ οὖν ; οὐδὲ ἀρχάγγελοι ᾔδεσαν ;
δύναμις τοῦ Θε-οῦ ταῖς οὐρανίαις οὐδὲ ἐ-κεῖνοι · πόθεν δὲ καὶ
δυνάμεσιν. Οὕτως ὁ ἐν ἁ-γίοις ἔμελλον εἴσεσθαι ; τίνος
Γρηγόριος, ἐν τῇ ὀγδόῃ ὁμιλίᾳ τῆς ἀποκαλύπτοντος ; Ὅτε ἡμεῖς
ἑρμη-νείας τῶν ᾈσμάτων · οὐ μόνον ἐμάθομεν, τότε κἀκεῖνοι δι'
ποικίλη, ἀλλὰ καὶ πολυποίκιλος ἡ ἡμῶν. Ἄκουε γὰρ τοῦ ἀγγέλου
306

λέγοντος πρὸς τὸν Ἰωσήφ · γενέσθαι τούτων εὐαγγελι-στήν. Ὁ


Καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· γὰρ τῶν μειζόνων γενόμενος
αὐτὸς γὰρ σώσει τὸ λαὸν αὐ-τοῦ εὐαγγε-λιστής, ταύτῃ μέγας ἐστίν.
ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Αὐτὸς Εὐαγγελίσασθαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν
ἀπε-στάλη εἰς τὰ ἔθνη, ἐκεῖνοι δὲ τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ
εἰς τὴν περιτο-μήν. Ὥστε, τὸ Χριστοῦ. Εἰ ὁ πλοῦτος αὐτοῦ
θαυμασιώτερον καὶ ἔκπληκτον, ἀνεξιχνίαστος, καὶ μετὰ τὸ
ἐμοί, φησίν, ἐδόθη τῷ φανῆναι, πολλῷ μᾶλλον πρὸ τοῦ
ἐλαχιστοτέρῳ. Καὶ τοῦ-το δὲ γνωρισθῆναι ............».
χάριτος ἦν, τὸ τὸν μικρὸν τὰ (Ἐφεσ. γ΄, 10)
μείζονα ἐγ-χειρισθῆναι, τὸ
307

Ζ΄ Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΟΣΗ

Ἔχοντας μελετήσει προσεκτικά τά Ὑπομνήματα τοῦ


Οἰκουμενίου, διαπιστώνουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά
κάνουμε λόγο γιά θεολογική προσφορά τοῦ παραπάνω
συγγραφέα, ἐφ' ὅσον δέν πρωτοτυπεῖ στή θεολογική
σκέψη καί ἐφ' ὅσον τό ἑρμηνετικό ὑλικό πού φέρει τό
ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου ἔχει ἀποσπασματική μορφή. Ἐν
τούτοις ὑπάρχει μιά προσπάθεια συγκεντρώσεως τοῦ
μέχρι τῆς ἐποχῆς του θεολογικοῦ συγγραφικοῦ ἔργου
καί συνοπτικῆς ἀποδόσεως καί μεταφορᾶς του στίς
ἑπόμενες γενιές τῶν χριστιανῶν. Ἡ προσπάθεια αὐτή
ἔγινε ἀποδεκτή καί πέρασε μέσα στή χειρόγραφη
παράδοση.

1. Διάσωση ἀποσπασμάτων ἀπολεσθέντων ἔργων.

Πολλά ἀπό τά ἔργα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς


Γραμματείας ἔχουν χαθεῖ ἤ ἔχουν καταστραφεῖ.
Γνωρίζουμε ἴσως τούς τίτλους τους, ἀλλά ὄχι καί τό
περιεχόμενό τους. Τμήματα ἀπό αὐτά ἔχουν διασωθεῖ
στά σταχυολογήματα τῶν Ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν, τά
ὁποῖα ἀποτελοῦν τά προϊόντα μιᾶς φτωχῆς σέ
ἑρμηνευτική πρωτοτυπία ἐποχῆς. Τό ἔργο τοῦ
Οἰκουμενίου εἶναι συνδυασμός Ἑρμηνευτικοῦ
Ὑπομνήματος καί Σειρᾶς, πού δέχθηκε τρεῖς
διαφορετικές ἐπεξεργασίες ἀπό μεταγενέστερους
308

συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι κωδικοποίησαν τήν


προγενέστερη ἑρμηνευτική παράδοση καί διέσωσαν
ἀπόψεις Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων,
καθώς καί τμήματα ἀπό τά ἔργα τους, πολλά ἀπό τά
ὁποῖα ἔχουν χαθεῖ.
Στή Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου λοιπόν διασώζονται :
1. Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἔργο τοῦ Εἰρηναίου τῆς Λυών
«Μαρτύριον περὶ Σάγκτου καὶ Βλανδίνης» (μόνο στόν
Οἰκουμένιο).
2. Ἀποσπάσματα ἀπό τό ἀπολεσθέν ἔργο τοῦ Ἀμμωνίου,
σύγχρονου τοῦ Ὠριγένη (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
3. Τεμάχια ἀπό τίς Ὑποτυπώσεις (Γ΄ - Δ΄ - Ε΄ - Στ΄)
τοῦ Κλήμεντα Ἀλεξανδρέως. (Ἀποσπάσματα ἀπό τίς
Ὑποτυπώσεις διασώζουν ὁ Εὐσέβιος στήν ἑλληνική
καί ὁ Κασιόδωρος στή λατινική).
4. Ἀπό τόν Ὠριγένη :
α) ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό χαμένο σύγγραμμά του
«Στρωματεῖς»,
β) λήμματα ἀπό τίς ἀπολεσθεῖσες ἑρμηνεῖες του
στήν Α΄ πρός Κορινθίους, Ἐφεσίους καί Ἑβραίους,
γ) ἀπόσπασμα ἀπό τήν χαμένη ὁμιλία «Εἰς τὸ κατὰ
πρόγνωσιν Θεοῦ» (μόνο στόν Οἰκουμένιο) καί
δ) μεγάλο ἀπόσπασμα ἀπό τόν Α΄ τόμο τοῦ Ἄσματος
Ἀσμάτων.
5. Σχόλια ἀπό τό ἐξηγητικό ἔργο τοῦ Διονυσίου
Ἀλεξανδρείας (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
6. Τέσσερα ἑλληνικά ἀποσπάσματα ἀπό τά χαμένα
συγγράμματα τοῦ Εὐσεβίου :
α) δύο ἀπό τό ἔργο «Περὶ Θεοφανείας»,
β) ἕνα ἀπό τήν Εὐαγγελική Ἀπόδειξη καί
γ) ἕνα ἀπό τό ἔργο «Προφητικαὶ Ἐκλογαί» (μόνο
στόν Οἰκουμένιο).
309

7. Fragmenta ἀπό τό «Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἠσαΐαν» τοῦ


Θεοδώρου Ἡρακλείας (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
8. Τρία ἀποσπάσματα ἀπό τό συγγραφικό ἔργο τοῦ
Ἀκακίου Καισαρείας (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
9. Τέσσερα κομμάτια ἀπό τούς τρεῖς ἀπολεσθέντες
«Κατὰ Νοβατιανῶν» λόγους τοῦ Μ. Ἀθανασίου (μόνο
στόν Οἰκουμένιο).
10. Ἑλληνικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἑρμηνευτικό ἔργο
τοῦ ἀλληγοριστῆ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ (τοῦ ὁποίου,
μετά τήν καταδίκη του ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο τό 553 μ.Χ., τό ἔργο ὑποτιμήθηκε καί
χάθηκε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ
κειμένου).
11. Ἕνα λῆμμα ἀπό τό ἀπολεσθέν «Εἰς τὸν Ἀβραάμ»
σύγγραμμα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης (μόνο στόν
Οἰκουμένιο).
12. Σημαντικῆς ἀξίας fragmenta ἀπό τό συγγραφικό
ἔργο τοῦ αἱρετικοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας.
13. Ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἀπολεσθεῖσες στά βιβλία τῆς
Καινῆς Διαθήκης ἑρμηνεῖες τοῦ κυρίου ἐκπροσώπου
τῆς ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου Διοδώρου Ταρσοῦ.
14. Ἀποσπάσματα ἀπό τό συγγραφικό ἔργο τοῦ
ὁμοουσιανοῦ Εὐσεβίου Ἐμέσης (μόνο στόν
Οἰκουμένιο).
15. Ἀποσπάσματα ἀπό τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ
Σεβηριανοῦ Γαβάλων.
16. Ἀποσπάσματα ἀπό τά ἑρμηνευτικά συγγράμματα στό
Corpus Paulinum τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας.
17. Ἀναφορές στό ἀποσπασματικά διασωθέν στήν
ἑλληνική σύγγραμμα «Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Μονογενοῦς» τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
310

18. Τμήματα ἀπό τό ἀπολεσθέν ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ


Ἡσυχίου Ἰεροσολυμίτου «Ὑπόμνημα εἰς τοὺς
Ψαλμούς».
19. Ἀπό τόν Θεοδώρητο Κύρου :
α) συνοπτικές θεωρήσεις τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου
(μόνο στόν Οἰκουμένιο),
β) ἀποσπάσματα ἀπό τόν Πεντάλογο «Περὶ
Ἐνανθρωπήσεως» καί
γ) ἄλλα ἀποσπάσματα ἀπό παντελῶς ἀπολεσθέντα
ἔργα (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
20. Fragmenta ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τοῦ Γενναδίου
Κων/πόλεως στίς Α΄ καί Β΄ πρός Κορινθίους καί
στήν πρός Γαλάτας (μόνο στόν Οἰκουμένιο).
21. Ἑλληνικά ἀποσπάσματα ἀπό ἐπιστολές τοῦ Σεβήρου
Ἀντιοχείας καί ἀπό τό ἔργο του «Φιλαλήθης».
22. Σέ ὁρισμένα ἀντίγραφα τῆς Σειρᾶς τοῦ
Οἰκουμενίου σώθηκαν ἀπό τούς συνεχιστές του,
ἑρμηνευτικά ἀποσπάσματα ἀπό Ὑπομνήματα τοῦ
Φωτίου στό Corpus Paulinum (μόνο στήν οἰκογένεια
χειρογράφων τοῦ Οἰκουμενίου)693.

2. Ὑπεροχή τῆς ἱστορικογραμματικῆς μεθόδου


ἔναντι τῆς ἀλληγορικῆς (μέ σκοπό τή
διαφύλαξη τῆς Παραδόσεως).

Ἕνα δεύτερο σημεῖο, στό ὁποῖο πρέπει νά σταθεῖ


ὁ μελετητής, εἶναι ἡ περιληπτική ἀπόδοση τοῦ
ὀγκώδους ἑρμηνευτικοῦ ἔργου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ
σύνοψη αὐτή εἶναι πολύ περιεκτική καί συνεπής στίς

693
G.H. Turner, “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DΒ, Extra Volume, Edinburgh 1904, σελ. 523. Κ.
Staab, Die PaulusKatenen, σελ. 136
311

ἰδέες καί στή μέθοδο τοῦ μεγάλου ὁμιλητῆ. Ἔτσι


διευκολύνει τόν ἀναγνώστη νά γνωρίσει ὄχι μόνο τόν
Χρυσόστομο, ἀλλά καί ἄλλους Πατέρες, ἑρμηνευτές
καί ἐκφραστές τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, ὅπως τόν
Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί τόν Θεοδώρητο Κύρου. Ἡ μία
γνώμη συμπληρώνει τήν ἄλλη καί ὅλες μαζί ἐκφράζουν
τήν Ἑρμηνευτική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Χρυσόστομος ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τοῦ
Οἰκουμενίου, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι Πατέρες καί
ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς συμπληρώνουν τίς
ἑρμηνεῖες τοῦ Χρυσοστόμου. Συναντᾶμε ἀφ’ ἑνός
ἐκπροσώπους τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς καί ἀφ’ ἑτέρου
Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς πού
ἐκφράζουν τήν Ἀλεξανδρινή Θεολογία. Τά ἀποσπάσματα
τῶν δευτέρων εἶναι πολύ λιγότερα ἀπό τά λήμματα τῶν
πρώτων.
Ἐλάχιστη εἶναι ἡ χρήση τῆς ἀλληγορίας στό ἔργο
τοῦ Οἰκουμενίου. Φαίνεται ὅτι καί ὁ ἴδιος καί οἱ
ὑπόλοιποι διαμορφωτές τῶν Ὑπομνημάτων διακατέχονται
ἀπό τήν ἀντίληψη τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι ἡ ὀρθή
ἑρμηνεία δέν ἐξαρτᾶται ἁπλῶς ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ
ἱστορικο-κοινωνικοῦ περιβάλλοντος, ἀλλά κυρίως καί
πρωτίστως ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔχει πλέον διαλευκανθεῖ τό ζήτημα γιατί ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ περισσότερο τόν Χρυσόστομο
καί τόν Θεοδώρητο Κύρου, ἀπό τόν Κλήμη καί τόν
Ὠριγένη. Αὐτό συμβαίνει γιατί :
α. Ἀκολουθεῖ πιστότατα τήν ἱστορικο-γραμματική
μέθοδο. Πολλές φορές διορθώνει γραμματικά καί
συντακτικά λάθη γιά νά ἐξηγήσει ὅσο τό δυνατόν
ἀκριβέστερα τό κείμενο.
312

β. Κύριος σκοπός τοῦ ἔργου εἶναι ἡ συνοπτική


ἀπόδοση, ἡ ἀφομοίωση καί ἡ διαφύλαξη τῆς
παραδοσιακῆς θεολογίας.
γ. Ὅλες οἱ ἀναγραφόμενες ἑρμηνεῖες κατοχυρώνονται
ἁγιοπνευματικά, σέ σημεῖο πού νά ἐκπληρώνεται ἠ
ἀκριβέστερη καί πληρέστερη ἐξήγηση τῆς Ἁγίας
Γραφῆς.
(Ἐπιπλέον ἔχει κατανοηθεῖ καί ἡ ὑπερβολική
ἐκτίμησή του πρός τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας πού
θεμελίωσε τήν ὀρθόδοξη χριστολογία).

3. Ἐκλεκτική χρήση τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων


γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἑρμηνευτικοῦ σκοποῦ.

Στήν ἐποχή τῆς τελικῆς διαμόρφωσης τῶν


Οἰκουμενιανῶν συγγραμμάτων εἶχαν καταπολεμηθεῖ οἱ
μεγάλες αἱρέσεις πού ἔπληξαν τήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή
ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Μακεδονιανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός,
ὁ Νεστοριανισμός, ἡ Εἰκονομαχία. Θά ἦταν παρατυπία,
ἄν κάποιος ἀπό τούς τρεῖς ἐρανιστές τοῦ τύπου
παρέλειπε τά μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γιά παράδειγμα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
χρησιμοποιεῖται κυρίως στήν ἑρμηνεία τῆς πιό
θεολογικῆς ἐπιστολῆς, δηλαδή τῆς πρός Ἑβραίους.
Ἐκεῖ ὁ Οἰκουμένιος ἀναφέρεται μέσῳ τοῦ Μεγάλου
Πατρός στίς σχέσεις τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ μέσα
στήν Ἁγία Τριάδα καί τονίζει τήν ὁμοουσιότητα τῶν
δύο προσώπων.
Σέ πολλά σημεῖα τῆς ἑρμηνείας τοῦ Οἰκουμενίου
χρησιμοποιοῦνται ὄχι μόνο τά γνήσια, ἀλλά καί τά
ἀμφιβαλλόμενα, ἀκόμη καί τά νόθα ἔργα τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου ὡς πηγές. Οἱ συντάκτες ἔχουν ἄμεση γνώση
313

τῶν συγγραμμάτων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῆς


διδασκαλίας του γιά τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί τήν ἐπίδραση τοῦ θείου παράγοντα πάνω στήν
καθαρμένη ἀπό τά πάθη ἀνθρώπινη καρδιά.
Ἡ ἐμπεριστατωμένη σωτηριολογία τοῦ Γρηγορίου
Νύσσης, ἡ διδασκαλία του γιά τή διάκριση τοῦ Θεοῦ
σέ οὐσία καί ἐνέργειες καί ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐρωτικῆς
καί ἀναγεννητικῆς σχέσεως μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου
χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα ἀπό τόν Οἰκουμένιο, τίς
περισσότερες φορές, ἀφοῦ ὑπέστησαν νοηματική
ἐπεξεργασία.
Πάρα πολλές εἶναι οἱ ἀναφορές, ἀλλά καί οἱ
παραπομπές στό ἔργο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τόν
ὁποῖο ὁ Οἰκουμένιος κατονομάζει ὡς πηγή του. Ὁ
Γρηγόριος παρεμβαίνει μέ πολύ φυσικό τρόπο στή ροή
τοῦ κειμένου, στήν ἐξήγηση τῶν βασικῶν ἐπιστολῶν
τοῦ ἀποστόλου Παύλου, δηλαδή τῆς Α΄ πρός
Κορινθίους, τῆς πρός Ἑβραίους ἀλλά καί στίς
Καθολικές ἐπιστολές. Οἱ ἀναφορές αὐτές γίνονται γιά
νά προσδιορίσουν κυρίως :
– τίς σχέσεις τῶν τριῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
·
– τό πρόσωπο καί τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ·
– τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου ·
– τή συμβολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά διατυπωθεῖ
ἀνθρωπίνως τό «ἀπόθετον κάλλος» τοῦ γράμματος τῆς
Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ περισσότερες ἀναφορές στόν Γρηγόριο ὑπάρχουν σέ
λήμματα πού φέρουν τό ὄνομα Οἰκουμένιος. Ἡ
παρατήρηση αὐτή μᾶς πείθει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος εἶχε
314

μελετήσει σέ βάθος τά ἔργα τοῦ Γρηγορίου τοῦ


Θεολόγου.
Ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας χρησιμοποιεῖται στή
Σειρά τοῦ Οἰκουμενίου, ὄχι τόσο ὡς ἐκπρόσωπος τῆς
Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς, ὅσο ὡς κύριος πολέμιος τοῦ
Νεστοριανισμοῦ καί ὑπέρμαχος τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ
Χριστοῦ. Καί αὐτός μελετήθηκε, ὅπως μαρτυροῦν τά
κείμενα ἀπό τόν Οἰκουμένιο, πρός ἀνασκευή τοῦ
Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Δοκητισμοῦ καί πρός ἀνάδειξη
τῆς ἀξίας τοῦ γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Κυρίου γιά τή σωτηρία μας. Ἐπίσης ὁ Κύριλλος
Ἀλεξανδρείας χρησιμοποιήθηκε στά συγγράμματα τοῦ
τύπου τοῦ Οἰκουμένιου, γιά νά προσδιορισθεῖ ἡ σχέση
τῆς Παλαιᾶς μέ τήν Καινή Διαθήκη.
Μεγάλη ἀναφορά ἔχουμε κάνει στά εἰδικά
κεφάλαια γιά τήν ἐπεξεργασία πού ἔχουν ὑποστεῖ ἀπό
τόν Οἰκουμένιο τῶν Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί
Θεοδωρήτου Κύρου. Ὁ τρόπος πού λειτουργεῖ ὁ
Οἰκουμένιος, ἡ χρήση τῶν ἴδιων κεφαλαίων τῶν ἴδιων
ἔργων μᾶς πείθουν ὅτι ὁ Οἰκουμένιος εἶναι ὁ πρῶτος
καὶ βασικός ἐπεξεργαστής τῆς Συλλογῆς πού φέρει τό
ὄνομά του. Ἡ ἐργασία του εἶναι πολύ λεπτομερής,
σαφής καί ἐποικοδομητική. Σίγουρα ἀδικήθηκε ἀπό τήν
μέχρι τώρα ἐπιστημονική ἔρευνα καί ὑποτιμήθηκε.

4. Παρεμβολή προσωπικῶν κρίσεων καί ἀπόψεων


τοῦ Οἰκουμενίου.

Μέσα ἀπό τά ἐπώνυμα σχόλια τά ὁποῖα φέρουν τό


ὄνομα τοῦ Οἰκουμενίου μποροῦμε νά ἐξαγάγουμε τήν
προσωπική θεολογική διδασκαλία του καί νά τήν
διαιρέσουμε κατά θέματα. Μέ αὐτό τόν τρόπο
315

καθίσταται πιό εὐδιάκριτη ἡ προσφορά του στήν


ἑρμηνεία τῶν καινοδιαθηκικῶν κειμένων μέ τά ὁποῖα
ἀσχολήθηκε.

Θεία Οἰκονομία.
Ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε τήν ἐξύμνηση τῆς
σοφίας καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία
ἐντοπίζουμε στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἐφεσίους
ἐπιστολῆς. Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἦταν γνωστή μόνο στίς
οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ μόνος δυνατός Θεός δημιούργησε
μέ τήν ὁρμή τοῦ δικοῦ του θελήματος τήν ὕπαρξη ὅλων
τῶν δημιουργημάτων. Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ συντηρεῖ καί
συγκροτεῖ τά πάντα. Τό ἔργο αὐτό εἶναι ἁπλό.
Μεγαλύτερη καί «πολυποίκιλος» παρουσιάζεται ἡ σοφία
τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τόν
«πολυποίκιλο» χαρακτήρα της γνώρισαν οἱ ἄγγελοι στό
θέμα τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος,
ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς θεία «οἰκονομία». Αὐτή «διὰ
τῶν ἐναντίων τὰ ἐναντία κατορθοῦσα · διὰ θανάτου
ζωήν · δι' ἀτιμίας δόξαν · διὰ σταυροῦ τρόπαιον ·
διὰ πάντων τῶν εὐτελῶν, τὰ θεοπρεπῆ». Ἡ φροντίδα
τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο μεταβάλλει τό κακό σέ
καλό, μεταμορφώνει τό θάνατο σέ ζωή, ἀντιστρέφει
τίς καταστάσεις καί ἐκφράζεται σέ ὅλο της τό
μεγαλεῖο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου694. Γι'
αὐτό ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦμε τήν Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία ἔχει καθῆκον νά δοξολογεῖ συνεχῶς τό Θεό, ὁ
ὁποῖος δύναται νά πράξει διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τά
πάντα γιά τή λύτρωσή μας695. Τό ἔργο τῆς Θείας
Οἰκονομίας δέν σταματᾶ στήν ἐνανθρώπηση, ἀλλά

694
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1205-1208.
695
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1212-1213.
316

προχωρᾶ στό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση, μέ τήν ὁποία ὁ


Χριστός ἐλευθέρωσε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν
«τυραννίδα τοῦ Σατανᾶ»696. Ὁ Χριστός ἔγινε «θῦμα
ὑπὲρ ἁμαρτιῶν» καί ὁδηγήθηκε ὡς ἁμαρτωλός στό
Σταυρό. «Καὶ γὰρ ἦν σφόδρα ἁμαρτωλὸς ὁ Χριστὸς ὡς
τὰς τοῦ παντὸς κόσμου οἰκειωσάμενος ἁμαρτίας. Ἀλλὰ
τὴν ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς προσήκουσαν καὶ
ὀφειλόμενην δίκην διδοὺς διὰ τοῦ σταυροῦ, λοιπὸν
μετά τῆς Πατρῷας ἤξει δόξης, οὐκέτι ὡς ἁμαρτωλὸς
καὶ μετὰ ἀνόμων καταλογιζόμενος». Ὁ Χριστός, χωρίς
νά γνωρίζει ἁμαρτία, θυσιάστηκε ὡς ἁμαρτωλός γιά τή
σωτηρία μας. Μέ τήν ἀπόλυτη ὑπακοή του στόν Πατέρα,
μέ τήν ἄκρα ταπείνωσή του μᾶς ὁδήγησε στή θεία
δόξα697. «Οὐ μόνον ἑαυτόν, ἐκένωσεν ἄχρι τῆς δούλου
μορφῆς, ἀλλὰ καὶ σταυρὸν ὑπέμεινεν, αἰσχύνης
καταφρονήσας. “Ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου”. Ἱκανὸς καὶ
ἀμείψασθε ὑμᾶς ὑπὲρ τῶν δι' αὐτὸν θλίψεων»698. Ἡ
ἀγάπη Του τόν ὁδήγησε στό θάνατο, ὁ ὁποῖος
προκάλεσε τή δική Του καί τή δική μας ἀνάσταση. Ἡ
πρόνοια τοῦ Θεοῦ προκάλεσε τή δική μας ἀνάσταση καί
ἀφθαρτοποίηση καί ὁδήγησε ὁλόκληρη τή φύση στήν
ἀφθαρσία, στήν «εὐφροσύνη ἐπειδὴ ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη
καί στεναγμός»699.

Σωτηριολογία.
Πολλές φορές τά λήμματα τοῦ Οἰκουμενίου
ἐμβαθύνουν πολύ στίς ἀναλυόμενες ἔννοιες, γιά νά
καταστήσουνε εὐληπτότερο καί κατανοητότερο τό
κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Θέλοντας νά ἀφομοιώσουν

696
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 736.
697
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 385.
698
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 425.
699
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1212-1213.
317

οἱ ἀναγνῶστες τήν αἰτία τῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ


Οἰκουμένιος ἀναφέρει ὅτι ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας
στόν κόσμο ὀφείλεται στόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ.
Αὐτός ἔκανε τήν ἀρχή. Ἐμεῖς τόν μιμηθήκαμε.
Ἁμαρτήσαμε καί δέν ἐμποδίσαμε τό κακό νά μπεῖ στή
φύση μας. Ἔτσι δημιουργήθηκε τό χάος ἀνάμεσα σ’
ἐμᾶς καί τό Θεό - Πατέρα. Αἰτία γιά τήν ἀπομάκρυνσή
μας ἀπό τό Δημιουργό μας δέν ἦταν Ἐκεῖνος. Τό
φταίξιμο ἦταν δικό μας : «Καὶ τὴν μὲν ἀρχὴν ἐκεῖνος
παρέσχεν, ἡμεῖς δ’ ἐκεῖθεν τὴν ἀφορμήν λαβόντες,
οὐκ ἐκκλύσαμεν τὸ κακόν, ἀλλὰ καὶ συνεργήσαμεν, καὶ
ἐπὶ μέγα χωρῆσαι παρεσκευάσαμεν. Ἵνα γὰρ μή τις
ἀδικίαν ἐγκαλέσῃ τῷ Θεῷ ὅτι τοῦ Ἀδάμ πταίσαντος,
ἡμεῖς ἀποθνήσκομεν, ἐπάγει “Ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον”
ποιεῖ ἔλεγεν. Αὐτὸς μὲν τὴν ἀρχὴν παρέσχε καὶ τὴν
αἰτίαν, ὅτι πάντες ἡμάρτομεν»700. Ἀναλύει τήν ἔννοια
τῆς ἁμαρτίας. Γράφει γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων
ἀπέναντι στίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, πού προτίμησαν
τή φθαρτότητα καί τήν ἁμαρτία ἀπό τή δόξα τοῦ
ἄφθαρτου Θεοῦ. Ὁ Θεός τούς παρέδωσε στά πάθη τους,
στήν ἀκολασία καί τήν ἀκαθαρσία. Οἱ ἄνθρωποι «κατ'
εἴδησιν μετήλλαξαν», δηλαδή ἐνσυνείδητα
ἀντικατέστησαν τή δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μέ τή
λαγνεία, τή σαρκολατρεία καί ἐξευτέλησαν τήν
ὑπόστασή τους ἁμαυρώνοντας τό «κατ' εἰκόνα»701. Ἡ
ἁμαρτία διαπράττεται «ἐν γνώσει» καί ὀφείλεται στήν
ἀπιστία πρός τόν ἀληθινό Θεό, ὁ ὁποῖος
περιφρονήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους702. Αὐτοί ἀντί νά

700
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 416.
701
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 457.
702
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 353 : «Τίς γὰρ πιστεύει ὅτι
καλὸν ἡ ἀδικία καὶ κακὸν ἡ ἀλήθεια ; Δῆλον οὖν, ὡς ἐν γνώσει
318

λατρέψουν τόν ἕνα Θεό ὁδηγήθηκαν στήν εἰδωλολατρία.


Ἀχαριστία, ἀπιστία, πορνεία καί εἰδωλολατρία εἶναι
κάποιες ἀπό τίς μορφές τῆς ἁμαρτίας. Ἀποτέλεσμα τῆς
ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ἄς μή θεωρήσουμε ὅμως
ἄδικο τό Θεό. Πεθαίνουμε γιατί κληρονομήσαμε ἀπό
τόν Ἀδάμ τήν ἁμαρτητική κατάσταση καί ροπή703. Ὁ
Θεός ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά «τὸν
Υἱὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἔδωκε τῇ ἁμαρτίᾳ ... κατὰ καιρὸν
εὔκαιρον, καὶ προσήκοντα καὶ προωρισμένον καιρὸν
καὶ χρόνους»704. Μέ τήν ὑπακοή καί τή θυσία τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ «μεῖζον ἐνήργησε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ»705.
«Ὅτι ὁ μὲν θάνατος ὁ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ Ἀδὰμ λαβών,
συνεργείαν ἔσχε καὶ τὴν ἡμῶν ἁπάντων ἁμαρτίαν, ἵνα
κατὰ πάντων ἰσχύσῃ ... Ἡ δέ γε Χριστοῦ χάρις καὶ
ἄνευ τῆς ἡμῶν συνεργείας εἰς πάντας ἀφίκετο. Καὶ
τοῦτο δηλοῖ τὸ τὴν χάριν τῆς ἀναστάσεως, μὴ μόνον
εἰς τοὺς πιστοὺς ἐνεργεῖσθαι, ... ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς
ἀπίστους, οἷον Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας»706. Ἀξίζει νά
παρατηρήσουμε τήν ἐπιμονή τοῦ Οἰκουμενίου στήν ὀρθή
καί ἀκριβή θέση τῶν λέξεων γιά νά προχωρήσει στήν
ὀρθή ἑρμηνεία. Ὁ Οἰκουμένιος προσέχει παρά πολύ τή
διατύπωσή του ὥστε νά ἀποφύγει τή δημιουργία
κακοδοξιῶν.
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς σωτηριολογικῆς ἀξίας τῆς
Ἐνανθρωπήσεως καί τῆς Σταυρικῆς Θυσίας εἶναι

ἐστίν ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο γὰρ μάλιστα τὸ Πειθομένοις δηλοῖ ·


ἑκὼν γὰρ πείθεται».
703
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 416. Τοῦ αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 :
461 : «Τὸ αὐτεξούσιον θέλει δεῖξαι, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος
κύριος τῆς ἀπ' ἄμφω τοῦ τε ἀγαθοῦ · καὶ κακοῦ ῥοπῆς». Τοῦ
αὐτοῦ, Ρωμ., PG 118 : 341.
704
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 413.
705
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 424.
706
Ἔνθ' ἀνωτέρω.
319

ἱκανοποιητική. Ὁ Υἱός λειτουργεῖ ὡς μεσίτης γιά τή


σωτηρία μας «ἐξ αὐτῆς τῆς ἐνανθρωπήσεως»707 μέ
βασική ἀφετηρία τήν ἀγάπη –ἀκόμη καί γιά τούς
Ἰουδαίους708– καί θά λειτουργήσει ὡς Κριτής μέ
κριτήριο τήν ἀγάπη. Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ, ὥστε νά
θυσιάζεται γιά νά μᾶς σώσει709. Σέ ἄλλες περιπτώσεις
ὁ Οἰκουμένιος ἑρμηνεύει μικρές φράσεις ἤ λέξεις, μέ
τίς ὁποῖες οἱ Πατέρες δέν ἀσχολήθηκαν, ἐπειδή τίς
θεώρησαν δευτερεύουσες. Ἑρμηνεύοντας τό Ρωμ. 5, 6
πού ἀναφέρεται στό χρόνο τῆς ὑπέρ τῶν ἁμαρτωλῶν
Θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ Οἰκουμένιος ἀναλύει τή φράση
τοῦ ἀποστόλου Παύλου «κατὰ καιρόν», τήν ὁποία
ὑπερβαίνει ὁ Χρυσόστομος. Ἔτσι γράφει ὅτι ὁ χρόνος,
κατά τόν ὁποῖο συντελέστηκε τό γεγονός τῆς
Σταυρώσεως, εἶναι ὁ κατάλληλος, ὁ πρέπων, ὁ
προορισμένος ἀπό τό Θεό - Πατέρα : «Τουτέστι κατὰ
καιρὸν εὔκαιρον, καὶ προσήκοντα καὶ προωρισμένον
καιρὸν καὶ χρόνον»710. Ἀκόμη κι ὅταν ἐπανέρχεται στά
δεξιά τοῦ Πατρός καί ἀποκαθίσταται στή θεϊκή δόξα,
δέν παύει νά μᾶς ἀγαπᾶ καί νά τόν παρακαλεῖ γιά
μᾶς711. Ὁ Κύριος ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς «προσήγαγε γὰρ
τὸ ἑαυτοῦ σῶμα» καί παρέδωσε τό μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου
στούς ἀποστόλους καί στούς μετέπειτα ἱερουργούς. Μέ
τή Θεία Εὐχαριστία ἑνωνόμαστε μαζί του
ἀντικαθιστώντας τίς αἱματηρές θυσίες τῶν ζώων μέ
τήν ἀναίμακτη θυσία του ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα712.

707
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 357.
708
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 556.
709
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 361.
710
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 413.
711
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 493,596,605,608,609.
712
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 324.
320

Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του, θά ἐξετάσει τίς


κρυφές μας σκέψεις713.
Ὅσο γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, πέμπεται ὡς δωρεά ἀπό
τόν Υἱό καί ἀποσκοπεῖ νά μᾶς ἀποσπάσει ἀπό τήν
ἁμαρτία καί τό θάνατο καί νά μᾶς ὁδηγήσει «πρὸς τὰ
βελτίω»714, νά μᾶς ζωοποιήσει. Μᾶς φροντίζει, μᾶς
χορηγεῖ τίς δωρεές, δηλαδή τά χαρίσματα, ἀφοῦ πρῶτα
ἐρευνήσει τήν καρδιά μας715. Μέ τήν ἐπιστασία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος γράφτηκαν τά τέσσερα Εὐαγγέλια ἀπό
τέσσερις διαφορετικούς συγγραφεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
καταγράφεται στά Εὐαγγέλια καί ἀποτελεῖ δίστομο
μαχαίρι πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐρευνᾶ καί κρίνει τίς ἀφανεῖς σκέψεις τῆς
καρδιᾶς716.
Ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου καί ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἔχουν σκοπό τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν
ἀνθρώπων. Θά προηγηθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν ψυχῶν, δηλαδή
ἡ ἀναγέννηση717, πού θά συντελεσθεῖ μέ τήν ἄσκηση
τῆς ἀρετῆς. Μέ τό βάπτισμά μας θά πεθάνουμε γιά τήν
ἁμαρτία καί θά μπορέσουμε νά συμμετάσχουμε στήν
πραγματική ἀνάσταση. Μέ τό βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος
πεθαίνει γιά τήν ἁμαρτία καί ζεῖ γιά τόν Χριστό718.
Μέ τή συμμετοχή μας στό βάπτισμα μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ
Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γίνεται ἡ αἰτία τῆς δικῆς

713
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 360.
714
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 440,457,469. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄
Κορ., PG 118 : 716.
715
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 488.
716
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 317.
717
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 432. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG
118 : 716.
718
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 433 : «καὶ ὅρα ἀγαθότητα Θεοῦ
τὸν μὲν θάνατον τοῦ Κυρίου ὡς ἐν εἰκόνι ἀπεθάνομεν, τῆς δὲ
ἀναστάσεως ἀληθῶς κοινωνήσωμεν».
321

μας «παλιγγενεσίας καί υἱοθεσίας»719. Ἡ ἀνάσταση τοῦ


Χριστοῦ πραγματώνει τή δική μας ἀναγέννηση. Μέ τό
βάπτισμά μας ἐνδυόμαστε τό Χριστό. Ἡ ἀναγέννηση μας
βασίζεται στό βάπτισμά μας καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν
κατήχηση καί τό θεῖο κήρυγμα720, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ
λυτρωτικά μέσα μας καί αὐξάνει τή δύναμή μας721.
Ὁ Τριαδικός Θεός μᾶς καλεῖ πρός σωτηρία, μᾶς
ζητᾶ νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί του722. Μᾶς στέλνει τό
Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς
Θείας Οἰκονομίας. Μᾶς ἀποκαλύπτει τή σοφία Του, πού
δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη γνώση, ἀλλά μέ τήν
Θυσία τοῦ Υἱοῦ Του πάνω στό Σταυρό723.
Ἐμεῖς καλούμεθα νά γίνουμε μιμητές Του.
Καλούμεθα νά καθαρθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, νά
ἐξαγνίσουμε τόν ἐσωτερικό μας κόσμο724, βιώνοντας
πόνο καί δοκιμασίες. Ἡ ὀδυνηρή ταλαιπωρία θά μᾶς
ὁδηγήσει στή θεία δόξα, στή σωτηρία. Ἐμεῖς ὡς
χριστιανοί πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμα
τοῦ Κυρίου καί «τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες, ὃν
αὐτὸς ὑπέμεινε διά τε τῶν σκωμμάτων καὶ τοῦ
σταυροῦ» νά ζήσουμε μιά ζωή «ἔξω τῆς παρεμβολῆς»725,
δηλαδή ἐκτός τοῦ κόσμου, χωρίς κοσμικό φρόνημα.
Ἔτσι ὄχι μόνο θά μετάσχουμε «τῆς θείας δόξης», ἀφοῦ
πρῶτα νικήσουμε τίς δυσκολίες πού θά
προσωποποιηθοῦν στό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ
Κύριος θά «ἀναλώσει» τόν Ἀντίχριστο μέ τήν παρουσία

719
Οἰκουμενίου, Φιλιππ., PG 118 : 1261.
720
Oἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1144. Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., PG 119
: 333.
721
Oἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 73.
722
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 476.
723
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 665,677.
724
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 676-677.
725
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 445.
322

του, ὅπως ἡ θερμότητα πού ἐκπέμπεται ἀπό τή φωτιά


καταστρέφει τά ζωύφια726. Ἡ τελική νίκη ἀνήκει στό
Χριστό - Σωτήρα καί στούς φέροντες Αὐτόν. Κάθε
μορφή κακοῦ θά ἐξαφανιστεῖ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά
ἐπιβάλει τή σωτηρία. Πραγματικά ἡ σωτηριολογία τοῦ
Οἰκουμενίου ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῆς Πατερικῆς
διδασκαλίας.
Ὁ ἴδιος ἀσχολεῖται μέ τό γεγονός τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί ὑπεραμύνεται τῆς
πραγματικότητας τῆς Σταύρωσης. Σταύρωση καί
Ἀνάσταση εἶναι γεγονότα πραγματικά καί ὄχι
φαινομενικά, ὄχι «κατὰ δόκησιν». Ἡ πραγματικότητα
τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὡς
ἀποτέλεσμα τήν προσωπική μας Ἀνάσταση, τήν ἀπαλλαγή
μας ἀπό τή δύναμη τοῦ Σατανᾶ, τήν ἀποταγή μας ἀπό
τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας727, τήν ὑποταγή μας στήν
κυριότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάσταση λοιπόν
ὁλοκληρώνει τό ἔργο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως728. «Εἰ
δὲ ἀπαρχὴ γεγένηται Χριστὸς τῆς ἀναστάσεως, δῆλον
ὡς καὶ οἱ λοιποὶ συνεγερθήσονται»729. Μέ τήν
Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀνοίγεται γιά ὅλους τούς
ἀνθρώπους ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί παύει ἡ
ἐνέργεια τῶν πονηρῶν καί ἀποστατικῶν δυνάμεων, ὥστε
νά ξαναγίνει ὁ Πατέρας - Θεός βασιλεύς τῶν ἀνθρώπων
καί τῶν ἀγγέλων730.
Ἡ σχέση μας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό εἶναι
οὐσιαστική καί ὄχι σχετική. Ὁμοιάζει μέ τή σχέση

726
Oἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 121.
727
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 668,716,736.
728
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 869.
729
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 868-872.
730
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 472. Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG
118 : 861,864.
323

τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἡ ψυχή δίνει ζωή στό


σῶμα καί καθιστᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Εἷναι
ἀδύνατο νά ὑπάρξει ψυχή χωρίς σῶμα ἤ σῶμα χωρίς
ψυχή. Ὅτι εἶναι γιά τό σῶμα ἡ ψυχή εἶναι ὁ Χριστός
γιά τήν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός εἶναι ἑνωμένος μέ τούς
ἀνθρώπους «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ». Ἀποτελεῖ τήν κεφαλή τῆς
Ἐκκλησίας. Χωρίς τό Χριστό δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ὁ
Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή ἑνός ζωντανοῦ σώματος «ἐν
σώματι ἐμψυχωμένῳ ἑνωθείς, ὃν τρόπον ἑνοῦται ψυχὴ
σώματι»731. Ἡ στερεά καί βέβαια πίστη κρατᾶ
ἑνωμένους τούς πιστούς μέ τό Χριστό732. Ἡ πίστη στό
Ἰησοῦ Χριστό καί ὄχι τά ἔργα τοῦ νόμου σώζουν καί
ὁδηγοῦν στή ζωή733. Ἡ πίστη στερεώνεται καί
αὐξάνεται μέ τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς καί τίς
θλίψεις734. Ἡ ἀληθινή καί γνήσια πίστη στήν Ἀνάσταση
τοῦ Κυρίου θά ἀποδειχθεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως
: «Ἐν γὰρ τῇ τότε ἡμέρᾳ γενήσεται φανερὸν ὅτι
ἐπιστεύσατε. Νῦν γὰρ πολλοὶ καὶ ὑποκρίνονται τὴν
πίστιν»735.

Διδασκαλία περί Σατανᾶ.


Σ' ἕνα σημεῖο τῆς ἑρμηνείας στήν πρός Ἐφεσίους
ἐπιστολή κάνει λόγο γιά τήν ἐξουσία τοῦ Σατανᾶ, ἡ
ὁποῖα νικᾶται ἀπό τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σατανᾶς
ὁ ἄρχοντας τῶν κακῶν πνευμάτων, «ὁ διδάσκαλος (τῆς)
δυσσεβείας καὶ (τῆς) πονηρίας» δέν ἐξουσιάζει ὅσους
προσέρχονται στά θεῖα κηρύγματα. Οἱ «υἱοὶ τῆς

731
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 21.
732
Oἰκουμενίου, Α΄ Θεσσ., PG 119 : 61.
733
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1113.
734
Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 109.
735
Οἰκουμενίου, Β΄ Θεσσ., PG 119 : 117.
324

ἀπειθείας» μόνο τόν ἀκολουθοῦν736. Δέν μπορεῖ ὅμως


νά ἐξουσιάσει τούς πιστούς. Μπορεῖ νά ἐνεργήσει
μόνο ἐξ' αἰτίας τῆς ραθυμίας καί τῆς πονηρίας τῶν
ἀνθρώπων. Τούς ἐπηρεάζει μόνο μέ τή θέλησή τους.
Δέν ἀναγκάζει, δέν ἐκβιάζει. Ἐνεργεῖ «τοῖς Θεῷ μή
πειθομένοις, ἐκείνῳ δέ, οὐ μήν ἀναγκαζομένοις». Ὁ
διάβολος δέν μπορεῖ νά ἐξουσιάσει ὅσους νεκρώθηκαν
γιά τήν ἁμαρτία. Τόν νικᾶ «ἡ δύναμις τοῦ
λυτρωσαμένου Χριστοῦ» καί ὄχι τά «κατορθώματα» τῶν
ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ καί ἀντί νά τιμωρήσει
«τούς γενομένους τέκνα ὀργῆς σώζει χάριτι»737.

Τριαδολογία.
Τά σχόλια τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι κυρίως
ἐπεξηγηματικά. Σέ πολλές ὅμως περιπτώσεις
ἀναπτύσσει δογματική διδασκαλία. Στήν ἑρμηνεία τῆς
πρός Ρωμαίους ἀναπτύσσει τό θέμα τῆς συνεργασίας
τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά τή σωτηρία
τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Πρόκειται γιά μία σύντομη
ἀλλά περιεκτική τριαδολογία καί σωτηριολογία. Ἔχει
δέ, ὡς ἑξῆς :
– Ὁ Πατήρ σχεδίασε τήν ἀπαλλαγή τῶν ἀνθρώπων ἀπό
τίς ἀνομίες.
– Ὁ Υἱός, ἡ «αὐτοδικαιοσύνη καὶ ἀπολύτρωσις»738, μᾶς
ἐξάγνισε μέ τό αἷμα του, ὅπως ὁ Ἀμνός, κατά τήν
ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ἔχυνε τό αἷμα του γιά νά
ξεπλυθοῦν τά ἁμαρτήματα τῶν Ἰσραηλιτῶν.

736
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1188.
737
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1189-1190.
738
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 164.
325

– Τό Ἅγιο Πνεῦμα συνήργησε κι αὐτό στήν ἐπιτέλεση


τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας739.
Ἀλλοῦ συναντᾶμε πλήρη καί ἄρτια διδασκαλία γιά
τίς σχέσεις τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πού ἀποτελεῖ μία ὀρθόδοξη τριαδολογία.
Τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ὁμοούσια,
ἰσότιμα, μέ κοινά ἰδιώματα. Ἐπίσης εἶναι ἄχρονα,
πάνσοφα. Ὁ Υἱός, ἡ σοφία τοῦ Πατρός, ἐνῶ ὑπῆρχε «ἐξ
ἀρχῆς» μαζί μέ τόν Πατέρα, φανερώθηκε «εἰς πάντα τὰ
ἔθνη» σέ ὁρισμένο χρόνο «διὰ τῶν προφητῶν, διὰ τῶν
Γραφῶν αὐτῶν» μέ τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά τρία πρόσωπα εἶναι ἀχώριστα, ὁμοούσια. Ὁ Υἱός
ἐνανθρώπησε μέ σκοπό νά θυσιαστεῖ γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων740.
Στόν Ὑπομνηματισμό τῆς Α΄ πρός Κορινθίους, ὁ
Οἰκουμένιος στηρίζει τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας
του γιά τόν Τριαδικό Θεό, στήν Ἁγία Γραφή. Μᾶς
ἐξηγεῖ ὅτι, ὅταν ὁ Παῦλος γράφει : «Εἷς Θεὸς
Πατήρ, καὶ Εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός», δέν
ἀποκλείει τήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Υἱό, οὔτε
τήν ἰδιότητα τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Πατέρα. «Πολλαχοῦ
γὰρ αἱ Γραφαὶ καὶ τὸν Πατέρα Κύριον καλοῦσιν»741.
Στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ Πέτρου γράφει ὅτι τά τρία
«συμφυῆ» πρόσωπα διακατέχονται ἀπό μία εἰρηνική καί
ἀστασίαστη σύμπνοια πού ἐκφράζεται ἀπό τίς κοινές

739
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 385 : «Ἰλαστήριον δὲ παλαιὸν
ἐγένετο τὸ πῶμα τῆς κιβωτοῦ. Οὕτως καὶ ἡ τοῦ Κυρίου σὰρξ ἡ
περικαλύπτουσα τὴν ἑαυτοῦ θεότητα ἰλαστήριον γέγονε τῶν
ἡμετέρων ἀνομιῶν. Τὸ δέ, προέθετο, δηλοῖ παλαιῶν τὴν περὶ
τούτου βουλήν. “Ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ”, Ὁ μὲν γὰρ Πατὴρ
προέθετο, ὁ δὲ Υἱὸς τὸ αἷμα ἐξέχεεν ὑπὲρ ἡμῶν · κοινὴ οὖν ἡ
χάρις τῆς Ἁγίας Τριάδος · συνήργησε γὰρ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
740
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 608-610.
741
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 749.
326

«ἀμέριστες» ἐνέργειές τους. Ἡ ἑνότητά τους δέ


χαρακτηρίζει μόνο τή φύση ἀλλά καί τίς ἐνέργειές
τους, οἱ ὁποῖες «οὐκ ἀπομεμερισμέναι (εἰσί)»742.

Χριστολογία.
Ἰδιότυπη εἶναι ἡ Χριστολογία, τήν ὁποία
παρουσιάζει ὁ Οἰκουμένιος743. Γράφει ὅτι «ὁ Χριστὸς
ἐστὶ διπλοῦς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος». Συνίσταται ἐκ
θεότητος καί ἀνθρωπότητος. Ἀποφεύγει νά ἐπικαλεῖται
τόν ὅρο «ἀνθρώπινη φύση» καί κάνει λόγο γιά «μίαν
σεσαρκωμένην τοῦ Θεοῦ φύσιν»744. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός
εἶναι ἄνθρωπος ἀναμάρτητος καί Θεός ἀληθινός745. Ἡ
ὑπόσταση τοῦ Λόγου προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα
καί τή θέωσε. Ἐπαθε ὡς σάρκα καί ὄχι ὡς Θεός. Ὁ
Οἰκουμένιος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «σὰρξ», ὅπως καί ὁ
Κύριλλος, ἀντί τῆς λέξεως «ἄνθρωπος». Καί στήν
Τριαδολογία του ὁ Οἰκουμένιος υἱοθετεῖ τίς
κυρίλλειες ἀπόψεις. Στήν Α΄ Πέτρου, ὁ Οἰκουμένιος
ὁμολογεῖ ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος
εἶναι «παθητὸς σαρκὶ καὶ ἀπαθὴς τῇ θεότητι · καὶ οὐ
διαιρούμενος μετὰ τὴν ἄφραστον ἕνωσιν τῇ δυάδι τῶν
φύσεων ἀλλ’ εἷς ὢν Κύριος καὶ Χριστὸς καὶ Υἱός, καὶ
ἓν πρόσωπον, καὶ ὑπόστασις μία, ἡ αὐτοῦ τοῦ Λόγου
σεσαρκωμένη»746. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε κατά σάρκα,
742
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 524.
743
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 555.
744
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1220. Τοῦ αὐτοῦ, Φιλιππ., PG
118 : 313. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., PG 119 : 33.
745
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 525 : «Οὕτως δὲ νοήσεις τὸ
σπέρμα ἐπὶ Χριστοῦ τουτέστιν, ἔχοντα σῶμα ἀναμάρτητον
(ἄσπορος γὰρ ὁ τόκος. Πάντες γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἤμαρτον), καὶ
δῆλον σπέρμα ἀναμαρτησίας, ἄνθρωπον ἀναμάρτητον καὶ Θεὸν
ἀληθινόν».
746
J.A. Cramer, Catenae VIII, Α΄ Πέτρου, 71 : 19-32 & 72 : 9-
18.
327

ἀλλά δέν ἔπαθε ὡς Θεός. Ἔχει δύο φύσεις πού


ἑνώνονται σέ ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση, τή
σαρκωμένη ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἡ ὅλη φραστική
διατύπωση τῆς Ἑνώσεως τῆς θεότητος καί τῆς
ἀνθρωπότητος στόν Χριστό εἶναι κυρίλλεια. Εἶναι
ἔντονα φανερό ὅτι ὁ συντάκτης Οἰκουμένιος δέν
χρησιμοποιεῖ εὐθέως τόν ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, πού ἀναφέρεται στήν διατήρηση τῶν δύο
φύσεων μετά τήν ἕνωση747. Γράφει γιά θάνατο σαρκός,
πού δέν ἄγγιξε τή θεία φύση, καί γιά θάνατο τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως, πού ἀναστήθηκε ἀπό τή θεότητα
τοῦ Κυρίου748. Ἡ φραστική του διατύπωση εἶναι
προχαλκηδόνια, διότι οὐσιαστικά ἀποφεύγει νά
υἱοθετήσει τήν ὕπαρξη δύο φύσεων μετά τήν ἕνωση.
Μέ σαφήνεια ὁ Οἰκουμένιος ἀντικρούει τήν
«παραποίηση» τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Νεστοριανούς, οἱ
ὁποῖοι διδάσκουν τήν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ Λόγου στόν
ἄνθρωπο Χριστό καί ὄχι τήν ἕνωση θεότητας καὶ
ἀνθρωπότητας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια ὁ
Χριστός πέθανε ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι ὡς Θεός, ἀλλά
«χάριτι Θεοῦ» θυσιάστηκε γιά τούς ἀνθρώπους καί ὅλα
τά ὑπόλοιπα δημιουργήματα γιά νά «ἑνώσῃ τὰ κάτω

747
Mansi, 7 : 107-108 : «Συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν
............ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον,
μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως,
ἀχωρίστως γνωριζόμενον οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων ἀναφορᾶς
ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σωζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος
ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἕν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν
συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ
διαιρούμενον, ἀλλ' ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Υἱὸν καὶ Μονογενῆ Θεὸν
Λόγον». Πρβλ Κ.Π. Χρήστου, Πατρολογία Γ΄, σελ. 48-49.
748
Οἰκουμενίου, Α΄ Πέτρου, PG 119 : 557 : «Ζωοποιηθεὶς δέ,
τουτέστιν, ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, τῇ τῆς θεότητος δυνάμει,
(ἀνέστη γὰρ ἐκ νεκρῶν, οὐχ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ' ὡς Θεός),
συνεζωοποίησε τοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ συναναστήσας ἑαυτῷ».
328

τοῖς ἄνω»749. Μέ τή θυσία Του ὁ Κύριος ἐκφράζει τό


θεῖο νόμο πού θεμελιώνεται στήν ἀγάπη πρός τούς
ἄλλους : «Πληρωτικὴ δὲ ἡ ἀγάπη τοῦ θείου νόμου»750.
Ἡ ἀγάπη αὐξάνει ὄχι μόνο τήν ἀριθμητική, ἀλλά καί
τήν πνευματική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας ἕλκοντας τόν
Ἅγιο Πνεῦμα751. Μέ τόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν καί
τῶν δαιμόνων καί τήν ἔμπρακτη ἄσκηση τῆς ἀγάπης
ὁδηγούμαστε σέ μεγάλα πνευματικά ὕψη752 καί ἀποκτᾶμε
πνευματικά χαρίσματα753.

Τό χάρισμα τῆς προφητείας.


Ἀνάμεσα στά ἀποσπάσματα τῶν Πατέρων
παρεμβάλλονται σχόλια καί κρίσεις τοῦ Οἰκουμενίου,
πού χαρακτηρίζονται ἀπό τή βραχύτητα καί τή
σαφήνειά τους. Παραδείγματος χάριν στήν ἑρμηνεία
τοῦ Α΄ πρός Κορ. 14, 31-33 γιά τό θέμα τῆς
προφητείας, ὁ Οἰκουμένιος συμφωνεῖ μέ τόν
Χρυσόστομο ὅτι τό χάρισμα πρέπει νά χρησιμοποιεῖται
μόνο γιά τήν πνευματική οἰκοδομή τῶν πιστῶν καί ὄχι
ἀκαίρως γιά νά μήν προκαλεῖ θόρυβο καί ταραχή. Τά
χαρίσματα πρέπει νά ὑποτάσσονται στούς
χαρισματούχους. Ὁ Οἰκουμένιος συγκρίνει ἐπιπλέον τό
δαιμόνιο τῆς μαντείας, πού εἶναι ἀνεξέλεγκτο καί
λειτουργεῖ πάνω ἀπό τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων, μέ τό
προφητικό δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού λειτουργεῖ, ὅταν θέλει
ὁ προφήτης, πρός τό κοινό συμφέρον754.

749
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 296.
750
Οἰκουμενίου, Γαλ., PG 118 : 1160.
751
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1224.
752
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1229.
753
Οἰκουμενίου, Ἐφεσ., PG 118 : 1252.
754
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 857 · πρβλ Χρυσοστόμου, Α΄
Κορ., PG 61 : 311-312.
329

Γάμος - Ἀγαμία.
Στό Ὑπόμνημα τῆς Α΄ πρός Κορινθίους, σέ μία
εὔστοχη παρατήρησή του, ὁ Οἰκουμένιος ἀναφέρεται
στό πῶς ὁ Παῦλος συγκρίνει τό γάμο, πού δέν συνιστᾶ
ἁμαρτία, μέ τήν ἀγαμία, τήν ὁποία χαρακτηρίζει ὡς
κατόρθωμα καί τήν ὑπερεξαίρει τόσο, ὥστε νά
συμβουλεύει τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου
μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων νά προτιμοῦν τήν ἀγαμίαν
: «“Οὐ γὰρ ἁμαρτίαν τὸ ἐκγαμίζειν”. Πᾶν δὲ ὃ οὐ
ἁμαρτία, καλόν. Ὁ δέ γε μὴ ἐγγαμίζων καὶ κατόρθωμά
τι πράττει, ὃ κρεῖττόν ἐστιν. Ὅρα δὲ πῶς ἐκ τῆς
συγκρίσεως, τὸ μὴ ἐγγαμίζειν συμβουλεύει»755.

Ἐξύμνηση τοῦ Παύλου.


Ἀπό τά Ὑπομνήματα δέ λείπουν οἱ εὔστοχες
παρατηρήσεις τοῦ Οἰκουμενίου. Ἔτσι στήν ἑρμηνεία
τοῦ Α΄ Θεσσ. 2, 8-9, δέ διστάζει νά ὑπογραμμίσει
τόν κόπο, τό μόχθο, τόν ἀγώνα τοῦ Παύλου καί τῶν
συνεργατῶν του γιά τήν κατήχηση, τή διδαχή, τό
κήρυγμα. Ὑπῆρχαν κίνδυνοι ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀπό τήν
ἁμαρτία. Ἐν τούτοις, γράφει ὁ Οἰκουμένιος γιά τόν
Παῦλο, ἐπειδή ἡ διδαχή δέν ἦταν κάτι πονηρό καί
ὕπουλο, οὔτε ρυπαρό κι ἀξιομίσητο, γι’ αὐτό δέ
δίστασε νά ὑποβάλει τόν ἑαυτό του σέ μεγάλες
δοκιμασίες γιά νά ὁδηγήσει τούς Θεσσαλονικεῖς στή
σωτηρία.

Γενικές ἑρμηνευτικές παρατηρήσεις -


Ἐφαρμογή τῆς ἱστορικογραμματικῆς
μεθόδου.

755
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 1176.
330

Οἱ εὔστοχες παρατηρήσεις τίς ὁποῖες συναντᾶμε


πολλές φορές στά Ὑπομνήματα τοῦ Οἰκουμενίου, μᾶς
ὁδηγοῦν στή σκέψη ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος, ἄν καί
συχνά ἀρκεῖται μόνο στό νά συγκεντρώνει καί νά
συνενώνει ἁπλῶς τίς Πατερικές ἑρμηνεῖες, σέ
ὁρισμένες περιπτώσεις διαμορφώνει δικές του γνῶμες
καί δέ διστάζει νά τίς παρεμβάλλει στό
ὑπομνηματιστικό κείμενο. Ὄχι μόνο ὁ Οἰκουμένιος,
ἀλλά καί οἱ τελικοί διαμορφωτές τῆς Σειρᾶς
συμμετεῖχαν στό πρωτότυπο ὑλικό τῆς Συλλογῆς, διότι
πολλές ἀπόψεις διασώζονται μέ τό ὄνομα τοῦ
Οἰκουμενίου, ἄλλες ὅμως παραδόθηκαν ἀνωνύμως. Ὅλες
οἱ παρατηρήσεις εἶναι χρήσιμες καί εὔστοχες, γιατί
μᾶς ὁδηγοῦν στήν πληρέστερη κατανόηση τοῦ
περιεχομένου τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί
τήν ἀφομοίωση τῆς ἑρμηνευτικῆς Παράδοσης τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ὑπομνημάτων
ἀποτελεῖται ἀπό τήν «κατὰ λέξιν» ἤ «κατ’ ἔννοιαν»
ἀπόδοση τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Χρυσοστόμου, γεγονός πού
μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ στήν πληθώρα τῶν ὁμιλιῶν του,
ἀλλά καί στό ὅτι ὁ μεγάλος Πατήρ ἑρμήνευσε ὅλα τά
βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐκτός ἀπό τίς Καθολικές
ἐπιστολές. Ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμένιος συνέδεσε τίς
πατερικές ἀπόψεις κατά τέτοιο τρόπο, πού νά μή
φαίνονται ξένες, ἀλλά νά παρουσιάζουν μία συνέχεια
μεταξύ τους. Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι κρατᾶ σημειώσεις
καί χρησιμοποιεῖ ἀντίγραφα τῶν ὁμιλιῶν τοῦ
Χρυσοστόμου στήν πρός Κολοσσαεῖς756 καί στήν πρός
Ἑβραίους ἐπιστολή757. Μέ πολύ μεγάλο ἐνδιαφέρον

756
Οἰκουμενίου, Κολ., PG 119 : 56.
757
Οἰκουμενίου, Ἑβρ., PG 119 : 369.
331

ἀναγιγνώσκουμε εὔστοχες παρατηρήσεις στά λήμματα


πού, ἀπό τή χειρόγραφη παράδοση, φέρουν τήν
προσωπική σφραγίδα τοῦ Οἰκουμενίου. Οἱ ἀπόψεις
αὐτές, πού εἶναι πολύ εὔστοχες, μαρτυροῦν ὅτι ὁ
Οἰκουμένιος δέν ἀρκέστηκε στή συλλογή κάποιων
προγενέστερών του πατερικῶν σχολιασμῶν, ἀλλά τίς
ἐπεξεργάστηκε καί πρόβαλε, ὅσο θεώρησε ἀπαραίτητο,
τόν προσωπικό του τρόπο σκέψεως.
Ὁ Οἰκουμένιος πρωτοτυπεῖ ὡς πρός τή σύνταξη,
ἀλλά ὡς πρός τό περιεχόμενο ἡ διδασκαλία του στά
Ὑπομνήματα παραμένει πιστή ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης
ἐμπειρίας τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά
πάντα ἐρείδονται στήν Ἁγία Γραφή καί ἀποσκοποῦν στή
διά Χριστοῦ σωτηρία. Μέσα ἀπό τούς σχολιασμούς
φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖ καί ἑρμηνεῖες πού ἀφοροῦν
βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπως τήν Ὀκτάτευχο καί
τούς Προφῆτες758.
Ὡς πρός τήν ἑρμηνεία, ὁ Οἰκουμένιος δέ
διστάζει νά κάνει τίς γραμματικές καί τίς
συντακτικές του παρατηρήσεις. Ἔτσι λ.χ.
διευκρινίζει τή θέση τοῦ «καὶ» σέ μία φράση τῆς
πρός Ρωμαίους καί ἀναφέρεται στό γραμματικό
φαινόμενο τῆς ἕλξεως759. Τό ἴδιο συμβαίνει σέ πολλά
σημεῖα καί στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους,
ἀλλά καί ἄλλων ἐπιστολῶν760. Στήν ἐξήγηση τοῦ Ρωμ.
3, 9, δέ διστάζει γιά νά ἑρμηνεύσει ἀκριβέστερα τό
κείμενο, νά ἐκφράσει δύο τρόπους ἑρμηνείας τοῦ
758
Οἰκουμενίου, Α΄ Τιμόθ., PG 119 : 164. Τοῦ αὐτοῦ, Ἑβρ., PG
119 : 369.
759
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 352 : «Ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνείαν
τὸ καὶ παρέλκεται».
760
Οἰκουμενιου, Α΄ Κορ., PG 118 : 760,780,781,796,801,820.
Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 805 : Ἐδῶ γίνεται ἰδιαίτερη
ἀναφορά στή χρήση τοῦ διαζευκτικοῦ «ἢ».
332

χωρίου. «Τὸ χωρίον τοῦτο διττῶς δύναται


ἀναγνωσθῆναι, καὶ τὰς δύο τὰς ἐννοίας ἔχειν. Μίαν
μέν, ὡς ἀπὸ τῶν Ἰουδαίων προτεινόμενον, ἑτέραν δέ,
ὡς ἀπὸ τῶν ἐν ἀκροβυστίᾳ πιστῶν προβαλλόμενον. Εἰ
μὲν γὰρ ἀναγνῶμεν, “Τί οὖν προερχόμεθα ;” ἅμα
συνείροντες τῷ ἐρωτηματικῷ μορίῳ τό, “Προερχόμεθα”,
ὡς ἀπὸ τῶν Ἰουδαίων δηλοῦται προτεινόμενον, καὶ
ἔννοιαν ἔχοι ἂν ταύτην · Τί οὖν, φησί, προέχομεν,
καὶ τί ἐκερδήσαμεν, προκριθέντες τῶν ἀκροβύστων ;
Πρὸς οὓς τό, Οὐ πάντως, ἀπόκρισις ἀποδίδοται ·
τουτέστιν, οὐκ ἐκ παντὸς τρόπον κέρδος ἡμῖν
τοῦτο»761. Δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στή σύνταξη τοῦ
χωρίου στό νόημα τῶν λέξεων πού οἰκοδομοῦν τή σωστή
ἑρμηνεία762. Ἡ ἀναφορά του σέ λεπτομερεῖς περιγραφές
τῆς γραμματικῆς καί συντακτικῆς μορφῆς ὁρισμένων
χωρίων ἀποδεικνύει τή σοβαρή μελέτη καί κατανόηση
τοῦ κειμένου · ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμένιος δέν
ἀσχολεῖται μόνο μέ συλλογή ἀπόψεων.
Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἑρμηνείας τῆς πρός Ρωμαίους
(5, 15), γιά νά στηρίξει τήν ἐξήγησή του, προχωρεῖ
στήν ἀκριβή σύνταξη τοῦ χωρίου, ὥστε νά καταστήσει
εὔληπτο τό νόημά του ἀπό τόν ἀναγνώστη. Κατά τήν
ἄποψή του ἡ ὀρθή σύνταξη διαδραματίζει ρόλο στήν
ὀρθή κατανόηση. Θέλοντας νά ὑπογραμμίσει τήν ἀξία
τῆς δωρεᾶς τῆς Θείας Χάρης καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
ἀπέναντι στά θύματα τῆς ἁμαρτίας, ἐξηγεῖ ὅτι ἡ
δύναμη τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἐξουθενώνει καί
ἀπαλείφει ὄχι μόνο τό ἁμάρτημα ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά
πλῆθος παραβάσεων. «Πολὺ δὲ τὸ μέσον ἀμνηστίας
ἁμαρτιῶν καὶ δικαιοσύνης. Ἡ δὲ σύνταξις · Καὶ οὐχ

761
Οἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 377,605,κτλ.
333

οὕτως, φησί, τὸ δώρημα, ὡς ἡ διὰ τοῦ ἑνὸς


ἁμαρτήσαντος παράβασις καὶ ἁμαρτία, ἀλλ' ἡ δωρεά,
φησί, πολλῷ μᾶλλον»763.
Διεισδύει στό πνεῦμα τοῦ καινοδιαθηκικοῦ
χωρίου καί ἐξηγεῖ τήν πρόθεση τοῦ συγγραφέα. Ὅταν
λ.χ. ὁ Παῦλος θέλει νά διδάξει μέ ἠπιότητα τούς
παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν του καί νά περάσει τό
μήνυμα τῆς πνευματικῆς ἀλήθειας, δέν διστάζει νά
αὐτοκατακριθεῖ. Ὁ Οἰκουμένιος κατανοώντας τό σκοπό
τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, αἰτιολογεῖ τόν τρόπο
γραφῆς του : «Οὐκ εἶπε δέ, ὑμεῖς οἱ τῷ νόμῳ
χρώμενοι καὶ παραβαίνοντες · ἵνα μὴ τραχὺν καὶ
ἐπαχθῆ τὸν λόγον ποιήσῃ, ἀλλ' “Ἐγώ”, φησί, τὰ
ἐκείνων ἐφ' ἑαυτοῦ σχηματίζων, καὶ ἐφεξῆς δὲ οὕτως
ποεῖ, τὸ τραχὺ καὶ σφοδρὸν ἐκλύων καὶ λεαίνων τῇ
περὶ ἑαυτὸν σχηματολογίᾳ»764.
Ἀκολουθεῖ πιστά τήν ἱστορικο-γραμματική μέθοδο
ἑρμηνείας, πού ἐξασφαλίζει τήν ἀκριβή καί σαφή
κατανόηση τοῦ ἁγιογραφικοῦ κειμένου καί προστατεύει
ἀπό τόν κίνδυνο τῆς παρερμηνείας καί τῆς αἱρέσεως.
Ὅταν τό ἀπαιτεῖ τό κείμενο, χρησιμοποιεῖ τήν
τυπολογική μέθοδο, μιμούμενος τόν Χρυσόστομο. Ἔτσι
π.χ. στήν Α΄ Κορινθίους παρουσιάζει τόν Ἀδάμ ὡς
τύπο Χριστοῦ. Τό καταστρεπτικό γιά τήν πορεία τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως ἔργο τοῦ Ἀδάμ ἀποκαθίσταται ἀπό
τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ μέ τήν τέλεια ὑπακοή πού
δείχνει στό Θεό - Πατέρα. Ἡ ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ
ἐπικρατεῖ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ765. Ὁ Ἀδάμ

762
Oἰκουμενίου, Β΄ Κορ., PG 118 : 1081. Τοῦ αὐτοῦ, Κολ., PG
119 : 21.
763
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 425.
764
Oἰκουμενίου, Ρωμ., PG 118 : 457.
765
Oἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 869,876,885,888,889.
334

ἁμάρτησε καί τόν ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἡ


Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐνήργησε σέ ὅλους ἐμᾶς τούς
ἀνθρώπους, πιστούς καί ἄπιστους, χωρίς τή δική μας
συνεργασία καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τή φθορά,
χαρίζοντάς μας τήν ἐλευθερία.
Στήν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ὁ
Οἰκουμένιος συσχετίζει τό μάννα καί τό νερό τῆς
ἐρήμου μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή
μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐπίσης θεωρεῖ
τήν πέτρα, ἀπό τήν ὁποία ἀνέβλυσε τό νερό πού
ξεδίψασε τούς Ἰσραηλίτες στήν ἔρημο, ὡς τύπο τοῦ
Χριστοῦ τόν ὁποῖο ὀνομάζει πνευματική πέτρα766.
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Οἰκουμένιος σχολιάζει,
ἀκολουθώντας τούς Πατέρες τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς
καί χρησιμοποιώντας τήν τυπολογική μέθοδο, τή
νεφέλη πού ὁδηγοῦσε τούς Ἰσραηλίτες στήν ἔρημο.
Γράφει ὅτι συμβολίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού
ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δαιμονική κακία. Ἡ
διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καί ἡ καθοδήγηση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ὑποδηλώνουν τό Βάπτισμα καί τό
Χρῖσμα767. Τό αἷμα τῶν ἀμνῶν καί τῶν τράγων στίς
παλαιοδιαθηκικές θυσίες προτυπώνει τό αἷμα στό
μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ Οἰκουμένιος, κατά
τό παράδειγμα τῶν Πατέρων καί τῶν πρό αὐτοῦ
ἐκκλησιαστικῶν συγγγραφέων, τούς ὁποίους πιστά
ἀκολουθεῖ, πιστεύει ὅτι τά πρόσωπα καί τά γεγονότα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι σκιές τῶν σωστικῶν

766
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 773,776,777.
767
Οἰκουμενίου, Α΄ Κορ., PG 118 : 773 : «Τὸ μὲν οὖν ὑπὸ τὴν
νεφέλην αὐτοὺς γενέσθαι, δήλωσις ἦν τῆς τοῦ Πνεύματος
χάριτος. Ἐκείνους γὰρ ἡ νεφέλη σκιάζουσα τῆς τῶν Αἰγύπτου
βλάβης ἀπήλλατε, καὶ ἡμᾶς ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τῆς
δαιμονικῆς ἐξαίρει κακία». Τοῦ αὐτοῦ, Α΄ Κορ., PG 118 : 776.
335

ἀληθειῶν τῆς Καινῆς. Ἄν καί ἐπηρεάζεται ἀπό τό


πνεῦμα τῶν Πατέρων, δέν τούς ἀντιγράφει, ἀλλά
χειρίζεται τίς ἀναγωγές πού διατυπώνουν μέ τό δικό
του προσωπικό τρόπο.
Ἡ μεγαλύτερη πρωτοτυπία τοῦ Οἰκουμενίου εἶναι
ὅτι διαμορφώνει ἕνα καινούργιο φιλολογικό εἶδος,
πού ἀποτελεῖ συνδυασμό ἑρμηνείας καί συρραφῆς
πατερικῶν ἀποσπασμάτων, ὅπως ἀναφέραμε ἀναλυτικά
καί στά προηγούμενα κεφάλαια. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο
προσεγγίζει τήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἄμεσος καί
προσιτός. Ἡ παράθεση τῶν Πατερικῶν ἀπόψεων, ἀλλά
καί τῶν δικῶν του παρατηρήσεων, καθιστᾶ τά
Ὑπομνήματά του πιό ἀξιόλογα. Ἐκφράζει τήν Πατερική
παράδοση καί βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά τήν ἀγαπήσει.
331

Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α

Ὁ Οἰκουμένιος, ἐκτός ἀπό τήν Ἑρμηνεία στό


βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, συνέγραψε ἐπιπλέον τά τρία
Ὑπομνήματα :
α) στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων,
β) στό Corpus Paulinum,
γ) στίς Καθολικές ἐπιστολές,
τά ὁποῖα κατά τήν γνώμη μας εἶναι προγενέστερα.
Ἔζησε τόν 6ο αἰώνα καί δέν ἦταν ἐπίσκοπος,
ἀλλά ἔγγαμος λαϊκός φιλόσοφος καί ρήτορας πού
διατηροῦσε ἀλληλογραφία μέ τό μονοφυσίτη Σευῆρο
Ἀντιοχείας.
Ἐνῶ ἡ ἑρμηνεία του στήν Ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ
ἑνιαῖο ἔργο, ὅλα τά ὑπόλοιπα πονήματά του ἔχουν
ἀποσπασματική μορφή. Ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο φιλολογικό
εἶδος. Συνδυάζουν τόν ὑπομνηματισμό μέ τή
δημιουργία Σειρᾶς πατερικῶν ἑρμηνειῶν. Τά τρία
Ὑπομνήματα ὑπέστησαν μεταγενέστερες ἐπεξεργασίες,
γιά νά πάρουν τήν τελική τους μορφή γύρω στόν 10ο
αἰώνα. Κάποιοι ἀπό τούς μεταγενέστερους ἐρανιστές -
ἀντιγραφεῖς του κατέγραψαν τό ὄνομά του δίπλα στίς
παρατηρήσεις του.
Τά πατερικά ἀποσπάσματα δέν ἐλήφθησαν μόνο ἀπό
ἑρμηνευτικά συγγράμματα, ἀλλά καί ἀπό ἐπιστολές,
κηρύγματα, ἀπολογητικά ἔργα. Ὡς βασική πηγή
χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμένιο τό ἑρμηνευτικό
καί κηρυγματικό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου, πού εἶναι ὁ
πολυγραφότερος Πατέρας καί ἀσχολήθηκε μέ τά
332

περισσότερα ἔργα τῆς Παλαιᾶς, ἀλλά ἰδιαίτερα τῆς


Καινῆς Διαθήκης. Ὁ προσωπικός θαυμασμός τοῦ
Οἰκουμενίου ἐκφράζεται ἀπό τήν προσπάθειά του νά
χρησιμοποιήσει «κατὰ λέξιν» καί «κατ’ ἔννοιαν» τίς
ἀπόψεις τοῦ Χρυσοστόμου, παρότι ἀπό τά πονήματά του
λείπει τό πρακτικό μέρος. Ἄλλες φορές ἀναλύει,
ἄλλες ἐπεκτείνει καί ἄλλες συμπτύσσει τά λόγια τοῦ
Μεγάλου Πατρός. Πολλές φορές συνδυάζει ἀποσπάσματα
ἀπό τό ἴδιο ἤ διαφορετικά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ
ἐξάρτηση τοῦ Οἰκουμενίου ἀπό τόν Χρυσόστομο δέν
ἐμπόδισε τήν ἑρμηνευτική του διάθεση, οὔτε
περιόρισε τήν εὔστοχη παρατηρητικότητά του, τοῦ
στέρησε ὅμως τήν πρωτοτυπία. Σέ πολλά σημεῖα ὁ
Οἰκουμένιος ἐπεξεργάζεται τά χρυσοστομικά, ἀλλά καί
τά ὑπόλοιπα πατερικά ἀποσπάσματα στή ροή τῆς
γραφῆς.
Ἐκτός ἀπό τόν Χρυσόστομο, ὁ Κύριλλος
Ἀλεξανδρείας ἐπηρέασε μέ τή διδασκαλία του καί τήν
προχαλκηδόνια χριστολογική ὁρολογία του τόν
Οἰκουμένιο καί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ἀπό
αὐτόν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν μεγάλο
ἑρμηνευτή Θεοδώρητο Κύρου.
Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκαν καί ἄλλοι μεγάλοι
Πατέρες καί συγγραφεῖς ὅπως οἱ :
– Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς,
– Ὠριγένης,
– Μ. Ἀθανάσιος,
– Μέγας Βασίλειος,
– Γρηγόριος Θεολόγος,
– Γρηγόριος Νύσσης,
– Σεβηριανός Γαβάλων καί ἄλλοι.
333

Στά συγγράμματα τοῦ Οἰκουμενίου διασώθηκαν


πολλά ἀποσπάσματα ἀπό ἀπολεσθέντα ἤ κατεστραμμένα
ἔργα π.χ. τμήματα ἀπό τά ἔργα τῶν Σεβηριανοῦ
Γαβάλων, Ἀπολιναρίου, Ὠριγένη, Θεοδώρου Ἡρακλείας.
Τό ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενίου, πού
συνεχίστηκε ἀπό μεταγενέστερους ἐξηγητές, ἔχει
μεγάλη ἀξία γιά τήν ἐπιστήμη τῆς ἑρμηνευτικῆς :
1) Διότι διατήρησε στό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπόψεις
πού θά εἶχαν χαθεῖ.
2) Διότι μετέφερε στίς μετέπειτα γενιές τή σοφία
καί τή λάμψη τῶν Χρυσοστομικῶν πονημάτων.
3) Διότι συμπλήρωσε τίς Πατερικές ἀπόψεις μέ δικές
του εὔστοχες παρατηρήσεις.
Ἡ ποικιλία τῶν ἀπόψεων, πού διασώζει στό ἔργο
του, προδίδει τή μεγάλη θεολογική του κατάρτιση,
παρόλο πού ἀνῆκε στήν τάξη τῶν λαϊκῶν. Ὁ σεβασμός
του στήν ὀρθόδοξη παράδοση τόν καθιστᾶ ἕναν ἀρκετά
ἀξιόλογο ἐρευνητή καί ἑρμηνευτή, τοῦ ὁποίου τό ἔργο
πρέπει νά ἀποκατασταθεῖ καί νά ἀναγνωριστεῖ. Ἡ
δυσκολία του στήν ἀκριβῆ διατύπωση τῆς
χριστολογικῆς ὁρολογίας ὀφείλεται στό ὅ,τι τήν
ἐποχή πού ἔζησε δέν εἶχε ἀκόμη ἀφομοιωθεῖ ἀπό τούς
πιστούς τό δόγμα ὅρους τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(451 μ.Χ.).
335

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Στήν ἔκθεση τῆς Βιβλιογραφίας ἀκολουθοῦμε τήν ἑξῆς μέθοδο


:
– Τόσο στίς Πηγές, ὅσο καί στά Βοηθήματα παραθέτουμε τούς
συγγραφεῖς (πρῶτα τούς Ἕλληνες καί ἐν συνεχείᾳ τούς ξένους)
κατά ἀπόλυτη ἀλφαβητική σειρά.
– Στίς Πηγές, στίς περιπτώσεις πού χρησιμοποιοῦμε περισσότερα
τοῦ ἑνός πονήματα τοῦ ἴδιου Πατέρα - ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα,
κατατάσσουμε αὐτά ξεκινώντας ἀπό τήν παλαιότερη κριτική ἔκδοση
καί καταλήγοντας στήν νεότερη, ἀκολουθώντας αὔξουσα ἀριθμητική
σειρά τῶν τόμων τῆς ἑκαστοτε κριτικῆς ἔκδοσης.
– Στά Βοηθήματα, ὅπου χρησιμοποιοῦμε περισσότερα τοῦ ἑνός
πονήματα τοῦ αὐτοῦ συγγραφέα, τά παραθέτουμε μέ αὐστηρή
χρονολογική σειρά ἔκδοσής τους.

1. ΠΗΓΕΣ
Ἀθανασίου
Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, PG 25 : 4-96.
Περὶ Διονυσίου, ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, PG 25 : 480-
521.
Κατὰ Ἀρειανῶν Λόγοι Α΄-Δ΄, PG 26 : 12-528.
Πρὸς Ἰοβιανὸν περὶ πίστεως, PG 26 : 813-834.
Περὶ σαρκώσεως τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Κατὰ
Ἀπολιναρίου, Λόγος Πρῶτος, PG 26 : 1093-1131.
Περὶ τῆς σωτηριώδους ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ
Ἀπολιναρίου, Λόγος Δεύτερος, PG 26 : 1132-1164.
Περὶ πίστεως Λόγος ὁ μείζων, PG 26 : 1263-1294.
Ἐξήγησις εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 27 : 12-590.
Τεμάχια ἐκ τῶν ὑπομνημάτων ἁγίου Ἀθανασίου εἰς τοὺς
Ψαλμούς, PG 27 : 12-590.
Βασιλείου
Καισαρείας, Ὁμιλίαι εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 29 : 209-493.
336

Λόγος Α΄ Ἀνατρεπτικὸς τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ


δυσσεβοῦς Εὐνομίου, PG 29 : 497-572.
Λόγος Β΄ Πρὸς Εὐνόμιον Περὶ Υἱοῦ, PG 29 : 573-652.
Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, PG 30 : 117-688.
Ὁμιλία Ε΄-Εἰς τὴν μάρτυρα Ἰουλῖτταν καὶ εἰς τὰ
λειπόμενα τῆς προλεχθείσης ὁμιλίας τῆς περὶ
Εὐχαριστίας, PG 31 : 237-260.
Ὁμιλία Θ΄-Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG
31 : 329-352.
Ὁμιλία ΙΒ΄-Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν, PG 31 : 385-
422.
Ὁμιλία ΙΓ΄-Προτρεπτικὴ εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, PG 31
: 424-442.
Ὅροι = Βασιλείου Καισαρείας, Ἠθικά, Ὅροι α΄-π΄, PG
31 : 700-868.
Ὅροι κατ' ἐπιτομὴν = Βασιλείου Καισαρείας, Ἠθικά,
Ὅροι κατ' ἐπιτομὴν α΄-τιγ΄. Κατ' ἐρώτησιν καὶ
ἀπόκρισιν, PG 31 : 1080-1305.
Ὁμιλία περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος = Προσθῆκαι εἰς τὸν
δεύτερον τόμον τῶν ἁπάντων τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ
Μεγάλου, Ὁμιλία περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, PG 31 :
1429-1436.
Λόγος πρῶτος περὶ βαπτίσματος = Προσθῆκαι εἰς τὸν
δεύτερον τόμον τῶν ἁπάντων τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ
Μεγάλου, Βιβλίον πρῶτον περὶ βαπτίσματος εἰς λόγους
τρεῖς, Λόγος πρῶτος περὶ βαπτίσματος · ὅτι δεῖ
πρῶτον μαθητευθῆναι τῷ Κυρίῳ, καὶ τότε καταξιωθῆναι
τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, PG 31 : 1513-1524.
Βιβλίον δεύτερον περὶ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος =
Προσθῆκαι εἰς τὸν δεύτερον τόμον τῶν ἁπάντων τοῦ
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Βιβλίον δεύτερον περὶ
τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος · εἰς ἐρωτήσεις καὶ
ἀποκρίσεις ιγ΄, PG 31 : 1580-1628.
Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις
Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου · ἐν κεφαλαίοις λ΄, PG
32 : 68-217.
Ἐπιστολαί = Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου,
Ἐπιστολαὶ τξστ΄ διηρημέναι εἰς τρεῖς κλάσεις, PG 32
: 220-1012.
337

Λόγος περὶ διδαχῆς καὶ νουθεσίας = Προσθῆκαι εἰς


τὸν τέταρτον τόμον τῶν ἁπάντων τοῦ Ἁγίου Βασιλείου
τοῦ Μεγάλου, Ἠθικοὶ λόγοι ΚΔ΄ ἐκλεχθέντες διὰ
Συμεὼν τοῦ Μαγίστρου καὶ Λογοθέτου, ἐκ πασῶν τῶν
πραγματειῶν τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου
ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, Λόγος β΄-
Περὶ διδαχῆς καὶ νουθεσίας, PG 32 : 1133-1147.
Ἐπιστολαὶ κατά τήν ἔκδοσιν Courtonnes Yves, Saint
Basile, Lettres, vol. I (1957), vol. II (1961),
vol. III (1966), Paris.
Ἐπιστολαὶ κατά τήν ἔκδοσιν Pruche Benoît, o.p.
Basile de Cesarée, Sur le Saint-Esprit, 2è éd.
[S.C. 17 bis], pp. 250-530, Paris 1968.
Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον κατά τήν ἔκδοσιν Giet
St., Basile de Césarée, Homélies sur l’ Hexaémeron,
2e éd., [S.C. 26bis], Paris 1968, pp. 86-522. [Πιό
συγκεκριμένα χρησιμοποιοῦμε : Ὁμιλία Ε΄-Περὶ
βλαστήσεως τῆς γῆς (pp. 278-322), Ὁμιλία ΣΤ΄-Περὶ
γενέσεως φωστήρων (pp. 324-388) καί Ὁμιλία Θ΄-Περὶ
χερσαίων (pp. 478-522)].
Γενναδίου
Κων/πόλεως, Τεμάχια ὑπομνημάτων εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους
ἐπιστολὴν τοῦ Παύλου, PG 85 : 1669-1726.
Τεμάχια ὑπομνημάτων εἰς τὰς πρὸς Κορινθίους Α΄ καὶ
Β΄, εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας καὶ εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους
ἐπιστολὰς τοῦ ἁγίου Παύλου, PG 85 : 1728-1733.
Γρηγορίου
Θεολόγου, Λόγος Α΄-Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν
βραδύτητα, PG 35 : 396-407.
Λόγος Β΄-Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον φυγῆς ἕνεκεν,
καὶ αὖθης ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετὰ τὴν τοῦ
πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης
ἐπάγγελμα, PG 35 : 408-516.
Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως, καὶ κατὰ Ἑλλήνων
Στηλιτευτικὸς Α΄, PG 35 : 532-663.
Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Στηλιτευτικὸς Β΄, PG 35 :
664-720.
338

Εἰρηνικὸς Α΄, ἐπὶ τῇ ἑνώσει τῶν μοναζόντων, μετὰ


τὴν σιωπήν, ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, PG 35 :
721-756.
Λόγος ΙΔ΄-Περὶ Φιλοπτωχίας, PG 35 : 857-911.
Λόγος ΙΣΤ΄-Εἰς τὸν πατέρα σιωπῶντα διὰ τὴν πληγήν
τῆς χαλάζης, PG 35 : 933-962.
Λόγος ΙΖ΄-Πρὸς τοὺς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ
ἀγωνιῶντας, καὶ τὸν ἄρχοντα ὀργιζόμενον, PG 35 :
964-985.
Λόγος Κ΄-Περὶ δόγματος, ἤτοι περὶ θεολογίας, καὶ
καταστάσεως ἐπισκόπων, ἢ κατὰ ἐπισκόπων, PG 35 :
1065-1080.
Λόγος Θεολογικὸς Δεύτερος Περὶ Θεολογίας, PG 36 :
26-72.
Λόγος Θεολογικὸς Τρίτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 73-103.
Λόγος Θεολογικὸς Τέταρτος Περὶ Υἱοῦ, PG 36 : 104-
132.
Λόγος Θεολογικὸς Πέμπτος Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
PG 36 : 133-172.
Λόγος ΛΒ΄-Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, καὶ ὅτι
οὐ παντὸς ἀνθρώπου, οὔτε παντὸς καιροῦ τὸ περὶ Θεοῦ
διαλέγεσθαι, PG 36 : 173-212.
Λόγος ΛΔ΄-Πρὸς τοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας, PG
36 : 241-256.
Λόγος ΛΗ΄-Εἰς τὰ Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ
Σωτῆρος, PG 36 : 312-355.
Λόγος Μ΄-Εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, PG 36 : 360-427.
Λόγος ΜΑ΄-Εἰς τὴν Πεντηκοστήν, PG 36 : 428-456.
Λόγος ΜΒ΄-Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν΄. ἐπισκόπων
παρουσίαν (ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως
λεχθείς), PG 36 : 457-492.
Λόγος ΜΕ΄-Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 36 : 624-663.
Ἐπιστολαὶ σμδ΄, PG 37 : 21-388.
Γρηγορίου
Νύσσης, Ἐπιστολὴ Περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, PG
32 : 325-340.
Ἐπιστολὴ Εὐσταθίῳ ἀρχιάτρῳ · (περὶ ἰατρῶν καὶ
θεολογίας), PG 32 : 684-696.
339

Περὶ τοῦ βίου Μωυσέως, ἢ περὶ τῆς κατ' ἀρετὴν


τελειότητος, PG 44 : 297-328.
Θεωρία εἰς τὸν τοῦ Μωυσέως βίον, PG 44 : 328-430.
Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, PG 44 : 432-614.
Ἐξήγησις ἀκριβὴς εἰς τὰ ᾌσματα τῶν ᾈσμάτων εἰς
ὁμιλίας ΙΕ΄, PG 44 : 756-1120.
Λόγος Κατηχητικός = Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος
Κατηχητικὸς ὁ μέγας εἰς κεφάλαια μ΄ διῃρημένος, PG
45 : 9-106.
Πρὸς Ἀβλάβιον περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς
θεούς, PG 45 : 116-135.
Πρὸς Σιμπλίκιον περὶ πίστεως, PG 45 : 136-144.
Κατὰ Εὐνομίου = Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Εὐνόμιον
Ἀντιῤῥητικοὶ Λόγοι ΙΒ΄, PG 45 : 244-1124.
Ἀντιῤῥητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου, PG 45 : 1124-1280.
Πρὸς Ἱέριον, περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀφαρπαζομένων
νηπίων, PG 46 : 161-192.
Περὶ τοῦ κατὰ Θεοῦ σκοποῦ, καὶ τῆς κατ' ἀληθείας
ἀσκήσεως · καὶ πρὸς τοὺς ἀπαιτήσαντας ἀσκητὰς περὶ
τῆς εὐσεβείας σκοποῦ · καὶ τοῦ ὅπως χρὴ συνεῖναι
ἀλλήλοις καὶ συναγωνίζεσθαι, ὑποτύπωσις, PG 46 :
288-308.
Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας ἐπὶ τοῖς ἀπὸ τοῦ
παρόντος βίου πρὸς ἀΐδιον μεθισταμένοις, PG 46 :
497-539.
Λόγος περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, καὶ
ἐγκώμιον εἰς τὸν δίκαιον Ἀβραάμ, PG 46 : 553-576.
Λόγος εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ
Κύριος ἡμῶν, PG 46 : 577-599.
Ἐπιστολὴ ιδ΄-Λιβανίῳ Σοφιστῇ, PG 46 : 1052.
Ἀμφιβαλλόμενα, Λόγος εἰς τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου,
καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ εἰς τὸν δίκαιον Συμεῶνα,
PG 46 : 1152-1180.
Ἑρμηνεία εἰς τὸ ᾎσμα ᾈσμάτων κατά τήν ἔκδοσιν
Langerbeck H., Gregori Nysseni, in Canticum
Canticοrum (Greg. N. Op. W. Jager), vol. VI, E.J.
Brill, Leiden 1960.
Διοδώρου
Ταρσοῦ, Κατὰ Συνουσιαστῶν, PG 34 : 1560-1561.
340

Διονυσίου
Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων = Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου,
Περὶ Θείων Ὀνομάτων · εἰς κεφάλαια δέκα καί τρία,
μετὰ παραφράσεως Γεωργίου Παχυμέρη, PG 3 : 585-996.
Εἰρηναίου
Λουγδούνων, Κατὰ Αἱρέσεων, PG 7 : 1119-1224.
Τεμάχια τῶν ἀπολεσθέντων συγγραμμάτων (Fragmenta),
PG 7 : 1225-1264.
Ἑρμᾶ, Ποιμὴν εἰς βιβλία τρία, PG 2 : 891-1009.
Εὐαγρίου
Ποντικοῦ, Σχόλια στίς Παροιμίες κατά τήν ἔκδοσιν Géhin P.,
Évarge le Pontique, Scholies aux Proverbes, [SC] No
340 (1987).
Εὐθαλίου
Διακόνου, Ἀνακεφαλαίωσις θείων μαρτυριῶν τῆς βίβλου τῶν
Πράξεων, PG 85 : 640-644.
Ὑπόθεσις τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, PG
85 : 645-648.
Ἀποδημία Παύλου τοῦ ἀποστόλου, PG 85 : 649-652.
Ἔκθεσις κεφαλαίων τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, PG 85
: 652-664.
Ἔκθεσις κεφαλαίων τῶν ἑπτὰ καθολικῶν ἐπιστολῶν, PG
85 : 665
-692.
Πρόλογος προτασσόμενος τῶν ΙΔ΄ ἐπιστολῶν Παύλου τοῦ
ἁγίου ἀποστόλου, PG 85 : 693-788.
Eὐσεβίου
Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλία Ι΄, PG 20 : 45-
906.
Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή, Βιβλία ΙΕ΄, PG 21 : 21-1408.
Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις, Βιβλία δέκα ἐκ τῶν εἴκοσι, PG
22 : 13-793.
Ὑπομνήματα εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 23 : 65-1396 καί 24 :
9-74.
Ὑπομνήματα εἰς Ἠσαΐαν, PG 24 : 89-526.
Περὶ Θεοφανείας (ἀποσπάσματα), PG 24 : 609-690.
341

Ἔργα κατά τήν ἔκδοσιν Schwartz Ed., Eusebius Werke


2. Bd, Πρωσσική Ἀκαδημία τῶν Ἐπιστημῶν, Leipzig
1903-1909.
Περὶ Θεοφανείας (ἀποσπάσματα) κατά τήν ἔκδοσιν
Gressmann Dr. Hugo, Die Theophanie, die
Griechischen Bruchstücke und Übersetzung der
Syrischen Überlieferunngen (Ἔκδ. τῆς Preussischen
Akademie der Wissenschaften), Leipzig, 1904.
Θεοδωρήτου
Κύρου, Εἰς τὴν Γένεσιν (εἰς ἐρωτήσεις καὶ
ἀποκρίσεις ΡΙ΄), PG 80 : 76-224.
Εἰς τὴν Ἔξοδον (εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις ΟΒ΄),
PG 80 : 225 -297.
Εἰς τὸ Λευϊτικόν (εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις
ΛΗ΄), PG 80 : 297-349.
Εἰς τοὺς Ἀριθμούς (εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις
ΝΑ΄), PG 80 : 349-400.
Εἰς τὴν Α΄ Βασιλειῶν (εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις
ΞΕ΄), PG 80 : 528-597.
Εἰς τὴν Δ΄ τῶν Βασιλειῶν (εἰς ἐρωτήσεις καὶ
ἀποκρίσεις ΜΕ΄), PG 80 : 597-667.
Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ΡΝ΄ ψαλμούς, PG 80 : 865-1997.
Εἰς τὸ ᾎσμα ᾈσμάτων = Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία
εἰς τὸ ᾎσμα ᾈσμάτων. Εἰς λόγους Δ΄, PG 81 : 28-213.
Εἰς τὸν Ἠσαΐαν = Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸν
προφήτην Ἠσαΐαν · ἑρ-μηνεία κατ' ἐκλογήν, PG 81 :
216-493.
Εἰς τὸν Ἱερεμίαν = Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς
προφητείας τοῦ θείου Ἱερεμίου. Εἰς βιβλία ΙΒ΄, PG
81 : 496-805.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς, PG 82 : 44-
224.
Ἑρμηνεία τῆς Α΄ ἐπιστολῆς πρὸς Κορινθίους, PG 82 :
225-375.
Ἑρμηνεία τῆς Β΄ ἐπιστολῆς πρὸς Κορινθίους, PG 82 :
376-459.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς, PG 82 : 460-
504.
342

Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς, PG 82 : 505-


556.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς, PG 82 :
557-591.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολῆς, PG 82 : 592-
627.
Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῆς, PG 82
: 628-656.
Ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῆς, PG 82
: 657-672.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς, PG 82 : 673-
787.
Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 82 :
788-831.
Ἑρμηνεία τῆς Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 82 :
832-856.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Τίτον ἐπιστολῆς, PG 82 : 857-871.
Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολῆς, PG 82 : 872-
880.
Περὶ Αἱρετικῆς Κακομυθίας, Λόγοι Ε΄, PG 83 : 336-
556.
Θεοδώρου
Ἀναγνώστου, Ἐκλογαὶ ἐκ τῆς ἐκκλησιατικῆς ἱστορίας = Θεοδώρου
Ἀναγνώστου, Ἐκλογαὶ ἐκ τῆς ἐκκλησιατικῆς ἱστορίας,
ἀπὸ φωνῆς Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου · ἀπὸ
τοῦ πρώτου βιβλίου «Θεοδόσιος ὁ νέος μέχρι
Βασιλίσκου», PG 86 : 165-184.
Θεοδώρου
Ἡρακλείας, Ἐκ τῆς εἰς Ἠσαΐαν ἐξηγήσεως, PG 18 : 1307-1378.
Θεοδώρου
Μοψ/στίας, Ὑπομνήματα εἰς τὴν Νέαν Διαθήκην, PG 66 : 705-
968.
Ἰουστίνου, Διάλογος πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον, PG 6 : 472-
802.
Ἰσιδώρου
Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί = Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰσιδώρου
Πηλουσιώτου, Ἐπιστολῶν βιβλία πέντε εἰς τὴν
ἑρμηνείαν τῆς θείας Γραφῆς, PG 78 : 177-1645.
343

Ἰωάννου
Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις = Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως, Βιβλία Δ΄ δογματικά, PG 94 : 789-
1228.
Ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων λόγοι τρεῖς, PG 94 : 1232-
1317.
Ἰωάννου
Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων Λόγοι Η΄, PG 48 : 843-942.
Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον Ὁμιλίαι Ζ΄,
PG 48 : 963-1052.
Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας = Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλίαι
εἰς τοὺς Ἀνδριάντας ΚΑ΄ λεχθεῖσαι ἐν Ἀντιοχείᾳ, PG
49 : 15-222.
Ὁμιλία περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως, καὶ ὅτι ταχὺς
ὁ Θεὸς εἰς σωτηρίαν καὶ βραδὺς εἰς τιμωρίαν · ἐν ᾧ
καὶ περὶ τῆς Ῥαὰβ παράδοξος ἱστορία, PG 49 : 323-
334.
Ὁμιλία εἰς τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ · ἐλέχθη δὲ ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς Ῥωμανησίας,
ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπὸ τὸ ἔδαφος κείμενα ἐγγὺς
λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν, καὶ ἄνω κατ' ἰδίαν
ἐτάφησαν, PG 50 : 441-452.
Εἰς τὸν ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον Ὁμιλίαι Ζ΄ , PG 50 :
473-514.
Πρὸς τοὺς ἐγκαταλείψαντας τὴν σύναξιν τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ εἰς τὸ μὴ παρατρέχειν τὰς ἐπιγραφὰς
τῶν θείων Γραφῶν, καὶ εἰς τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Βωμοῦ,
καὶ εἰς τοὺς νεοφωτίστους, PG 51 : 67-76.
Ἀναγνωσθείσης περικοπῆς · «Σαῦλος δὲ ἔτι ἐμπνέων
ἀπειλῆς καὶ φόνου», πάντων προσδοκώντων εἰς τὴν
ἀρχὴν τοῦ Θ΄ τῶν Πράξεων τὴν ὁμιλίαν λεχθήσεται,
ὅτι ἀναστάσεως ἀπόδειξις ἡ Παύλου κλῆσις, PG 51 :
113-122.
Εἰς τό, «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν», καὶ τὰ
ἑξῆς, PG 51 : 187-194.
Εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν, καὶ εἰς τὸ μὴ κακῶς
λέγειν τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, PG 51 : 195-206.
Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητόν «Διὰ δὲ τὰς πορνείας
ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἔχετω», PG 51 : 207-216.
344

Εἰς τό, «Γυνὴ δέδεται νόμῳ, ἐφ' ὅσον χρόνον ζῇ ὁ


ἀνὴρ αὐτῆς · ἐὰν δὲ κοιμηθῇ, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει
γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κύριῳ. Μακαριωτέρα δέ ἐστιν,
ἐὰν οὕτω μείνῃ», PG 51 : 217-224.
Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, καὶ περὶ τοῦ ποίας δεῖ
ἄγεσθαι γυναῖκας, PG 51 : 225-240.
Εἰς τὸ ἀποστολικόν ῥητόν, «Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν,
ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην
ἦσαν, καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον», PG 51 :
241-250.
Εἰς τὸ ἀποστολικόν ῥητόν τὸ λέγον · «Δεῖ δὲ καὶ
αἱρέσεις εἶναι ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ
γένωνται», PG 51 : 251-260.
Περὶ ἐλεημοσύνης, ἐκφωνηθεὶς ἐν τῷ παριέναι αὐτὸν
χειμῶνος ὥρᾳ, καὶ ἰδεῖν τοὺς πένητας καὶ πτωχοὺς
ἀνεπιμελήτους ἐῤῥιμμένους κατὰ τὴν ἀγοράν, PG 51 :
261-270.
Εἰς τὴν ἀποστολικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν, «Ἔχοντες δὲ
τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον» ·
καὶ εἰς τό, «Ἐπίστευσα, διὸ καὶ ἐλάλησα», καὶ περὶ
ἐλεημοσύνης, PG 51 : 271-280.
Εἰς τὴν ἀποστολικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν, «Ἔχοντες δὲ
τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον»,
καὶ πρὸς Μανιχαίους, καὶ πάντας τοὺς διαβάλλοντας
τὴν Παλαιὰν καὶ διαιροῦντας αὐτὴν ἀπὸ τῆς Καινῆς,
καὶ περὶ ἐλεημοσύνης, PG 51 : 281-288.
Πάλιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥῆσιν · καὶ διὰ τί κοινῇ πάντες
ἀπολαμβάνουσι τὰ ἀγαθὰ καὶ περὶ ἐλεημοσύνης, PG 51
: 289-300.
Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητόν, «Ὄφελον ἀνέχεσθαί μου
μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ», PG 51 : 301-310.
Εἰς τό, «Χήρα καταλεγέσθω μὴ ἐλάττων ἐτῶν ἑξήκοντα
γεγονυῖα» · καὶ περὶ παίδων ἀνατροφῆς, καὶ περὶ
ἐλεημοσύνης, PG 51 : 321-336.
Εἰς τὸν Ἠλίαν, καὶ εἰς τὴν χήραν, καὶ περὶ
ἐλεηνοσύνης, PG 51 : 337-348.
Τῇ προτέρᾳ συνάξει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ καινῇ
συναχθεὶς μετὰ τοῦ ἐπισκόπου, ταύτην ἐν τῇ παλαιᾷ
εἶπεν εἰς τὴν περικοπὴν τοῦ Ἀποστόλου · «Ὅτε δὲ
ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ
345

ἀντέστην» · καὶ δείκνυσιν, ὅτι οὐκ ἀντίστασις ἦν,


ἀλλ' οἰκονομία τὰ γινόμενα, PG 51 : 371-388.
Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος
ἀπεσπάσθη, καὶ περὶ παραδείσου καὶ Γραφῶν, καὶ εἰς
τό, «Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου», PG 52 :
395-412.
Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν ΞΖ΄, PG 53 : 21-384 καί 54 :
385-580.
Λόγοι ἐννέα εἰς τὴν Γένεσιν, PG 54 : 581-630.
Περὶ Ἄννης λόγοι Ε΄, PG 54 : 631-676.
Περὶ Δαυῒδ καὶ Σαοὺλ ὁμιλίαι Γ΄, PG 54 : 674-708.
Ἐξήγησις εἰς τοὺς ψαλμούς, PG 55 : 35-498.
Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν εἰς κεφ. η΄, PG
56 : 11-96.
Εἰς τὸν Ἠσαΐαν Ὁμιλίαι Στ΄, PG 56 : 97-140.
Εἰς τὴν προφητικὴν ῥῆσιν τὴν λέγουσαν · «Ἐγὼ Κύριος
ὁ Θεὸς ἐποίησα φῶς καὶ σκότος, ποιῶν εἰρήνην, καὶ
κτίζων κακά», PG 56 : 141-152.
Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, «Κύριε, οὐχὶ
τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἄνθρωπος ·
πορεύσεται, καὶ κατορθώσει τὴν πορείαν αὐτοῦ», PG
56 : 153-162.
Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ χριστοῦ καὶ ἐθνῶν
καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς
εἶναι, PG 56 : 163-174.
Ἔτι εἰς τὴν ἀσάφειαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ εἰς
τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν, καὶ περὶ τοῦ μὴ
κατηγορεῖν ἀλλήλων, PG 56 : 175-192.
Ἑρμηνεία εἰς τὸν Δανιὴλ τὸν προφήτην, PG 56 : 193-
246.
Ὁμιλία εἰς τὸ ἀποστολικὸν ῥητὸν τὸ λέγον · «Τοῦτο
δὲ γινώσκετε, ὅτι ἐν ἐσχάτοις ἡμέραις ἔσονται
καιροὶ χαλεποί», PG 56 : 271-280.
Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν
εἰς ὁμιλίας ‫ל‬α΄, PG 57 : 13-470 καί 58 : 471-794.
Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν ἀπόστολον καὶ
εὐαγγελιστὴν εἰς ὁμιλίας ΠΖ΄, PG 59 : 23-482.
Νόθα, Ὁμιλία εἰς τὴν Χαναναίαν, καὶ εἰς τὸν Φαραώ,
καὶ ὅτι οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ
τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ, PG 59 : 653-662.
346

Ὁμιλίαι εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ΝΕ΄, PG 60 :


13-384.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολήν. Ὁμιλίαι
ΛΒ΄, PG 60 : 391-682.
Ὁμιλίαι εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ΜΔ΄, PG 61 : 11-
380.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Β΄ ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας Λ΄, PG 61 : 381-610.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴν εἰς κεφ.
στ΄, PG 61 : 611-682.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας ΚΔ΄, PG 62 : 7-176.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας ΙΕ΄, PG 62 : 177-298.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας ΙΒ΄, PG 62 : 299-390.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α΄ ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας ΙΑ΄, PG 62 : 391-468.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς Β΄ ἐπιστολὴν
εἰς ὁμιλίας Ε΄, PG 62 : 467-500.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α΄ ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας ΙΗ΄, PG 62 : 501-600.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον B΄ ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας Ι΄, PG 62 : 599-662.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν εἰς ὁμιλίας
Στ΄, PG 62 : 663-700.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴν εἰς
ὁμιλίας Γ΄, PG 62 : 701-721.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν, ἐκτεθεῖσα
ἀπὸ σημείων μετὰ τὴν κοίμησιν αὐτοῦ παρὰ
Κωνσταντίνου πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας εἰς ὁμιλίας
ΛΔ΄, PG 63 : 9-236.
Κλήμεντος
Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, PG 8 : 49-246.
Τοῦ αὐτοῦ, Παιδαγωγός εἰς λόγους τρεῖς, PG 8 : 247-
680.
Τοῦ αὐτοῦ, Στρωματεῖς εἰς λόγους ὀκτώ, PG 8 : 685-
1381 καί 9 : 9-604.
Kυρίλλου
347

Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως


καὶ λατρείας = Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως καὶ λατρείας λόγοι ΙΖ΄. Διαλογικῶς, PG
68 : 133-1125.
Γλαφυρὰ εἰς τὴν Γένεσιν Λόγοι Ζ΄, PG 69 : 13-385.
Ἐξήγησις εἰς τοὺς Ψαλμούς, PG 69 : 717-1272.
Εἰς τὸν προφήτην Ἰωήλ, PG 71 : 328-406.
Εἰς τὸν προφήτην Ἀμώς, PG 71 : 408-580.
Εἰς τὸν προφήτην Μιχαίαν, PG 71 : 640-775.
Ἐξήγησις εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 72 : 476-
949.
Τεμάχια ὑπομνημάτων εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων,
PG 74 : 757-772.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολήν, PG 74 :
773-854.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α΄ ἐπιστολήν, PG
74 : 856-915.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Β΄ ἐπιστολήν, PG
74 : 916-950.
Ἐκ τῆς πρὸς Γαλάτας, πρὸς Κολοσσαεῖς τεμάχια, PG 74
: 952-953.
Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν, PG 74 :
953-1006.
Εἰς τὴν Ἰακώβου καθολικήν, τεμάχια, PG 74 : 1008-
1012.
Εἰς τὴν Α΄ καὶ Β΄ τοῦ Πέτρου, τεμάχια, PG 74 : 1012-
1020.
Εἰς τὴν Α΄ Ἰωάννου, τεμάχια, PG 74 : 1021-1023.
Εἰς τὴν τοῦ Ἰούδα, τεμάχιον, PG 74 : 1024.
Θησαυρός = Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἡ Βίβλος τῶν
Θησαυρῶν Περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, PG
75 : 9-656.
Ὡς ἐν Κεφαλαίοις, PG 75 : 1124-1145.
Περὶ τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, PG 75 : 1148-
1189.
Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, καὶ ὅτι
Χριστὸς εἷς καὶ Κύριος. Διάλογος κατὰ πεῦσιν καὶ
ἀπόκρισιν, PG 75 : 1189-1252.
348

Κατὰ Ἰουλιανοῦ = Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Λόγοι δέκα


ὑπὲρ τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρὸς τὰ
τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ, PG 76 : 489-1064.
Mαξίμου
Ὁμολογητοῦ, Ἐρωτήσεις = Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον
τὸν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καὶ ἡγούμενον περὶ
διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς εἰς ἐρωτήσεις καὶ
ἀποκρίσεις ΞΕ΄, PG 90 : 224-785.
Μεθοδίου
Ὀλύμπου, Ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως λόγου, PG 18 : 265-296.
Oἰκουμενίου, Τοῖς φιλέλλησι = Ἐπιστολὴ τοῖς φιλέλλησι περὶ
τῶν συγγραφῶν τοῦ Οἰκουμενίου, PG 118 : 23-25.
Ὑπόθεσις τῆς Βίβλου τῶν Πράξεων, PG 118 : 25-28.
Καὶ ἄλλως, ὑπόθεσις τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, PG
118 : 29-31.
Ἡ τῶν ἐπιστολῶν ὑπόθεσις διὰ Ἰάμβων, PG 118 : 31-34.
Κεφάλαια τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, PG 118 : 35-43.
Ἐξήγησις τῶν πάλαι ἁγίων ἀνδρῶν ὑπὸ Ἀνωνύμου ἢ καὶ
ὑπὸ Οἰκουμενίου ἐκ διαφόρων ὑπομνημάτων συλλεχθεῖσά
τε καὶ ἀκριβωθεῖσα εἰς σύνοψιν, εἰς τὰς Πράξεις τῶν
Ἀποστόλων, PG 118 : 44-307.
Διήγησις περὶ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, PG 118 :
308-319.
Κεφάλαια τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς - Σχόλιον, PG
118 : 320-321.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴν τοῦ
Παύλου, PG 118 : 324-634.
Πίναξ τῶν κεφαλαίων τῆς πρὸς Κορινθίους πρώτης
ἐπιστολῆς, PG 118 : 637.
Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς,
PG 118 : 638-906.
Eἰς τὴν δευτέραν πρὸς Κορινθίους, PG 118 : 905-1088.
Eἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, PG 118 : 1089-1166.
Eἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, PG 118 : 1165-1256.
Eἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους, PG 118 : 1256-1326.
Eἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς, PG 119 : 9-56.
Eἰς τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, PG 119 : 57-104.
Eἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, PG 119 : 105-132.
Eἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον, PG 119 : 133-196.
349

Eἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον, PG 119 : 196-241.


Eἰς τὴν πρὸς Τίτον, PG 119 : 241-260.
Eἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα, PG 119 : 261-271.
Eἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 119 : 272-452.
Eἰς τὴν Ἰακώβου καθολικήν, PG 119 : 452-512.
Eἰς τὴν Α΄ Πέτρου τoῦ ἀποστόλου, PG 119 : 512-577.
Eἰς τὴν Β΄ Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, PG 119 : 577-617.
Eἰς τὴν Α΄ Ἰωάννου, PG 119 : 617-684.
Eἰς τὴν Β΄ Ἰωάννου, PG 119 : 684-697.
Eἰς τὴν Γ΄ Ἰωάννου, PG 119 : 697-704.
Eἰς τὴν Ἰούδα τοῦ ἀποστόλου, PG 119 : 704-720.
Σύνοψις σχολικὴ εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν, PG 119 : 721-
724.
Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως = Ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως
τοῦ θεσπεσίου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἡ
συγγραφεῖσα παρὰ τοῦ Οἰκουμενίου, κατά τήν ἔκδοσιν
H.C. Hoskier, The complete Commentary of Oecumenius
on the Apocalypse now printed for the first time
from manuscripts at Messina, Rome, Salonica and
Athos, Ann Arbor : University of Michigan
[=University of Michigan Studies, Humanistic
Series, Vol. 23], Michigan 1928.
Σευήρου
Ἀντιοχείας, Ἐπιστολές κατά τήν ἔκδοσιν Brooks E.W., A
collection of Letters of Severus of Antioch = A
collection of Letters of Severus of Antioch from
numerous syriac manuscripts, Edited and translated
by ..., Paris 1916 [PO, Tom. XIV (1,3,4)] .
Φιλαλήθης κατά τήν ἔκδοσιν Hespel R., Le
Philalèthe, CSCO, 133, Louvain 1952.
Κατά Ἰουλιανοῦ κατά τήν ἔκδοσιν Hespel R., La
Polémique Antijulianist III, L’ apologie du
Philalèthe, CSCO, 319, Louvain 1952.
Φαρμακίδου
Θ., Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ Ὑπομνημάτων ἀρχαίων, Τόμοι
τρίτος (περιέχων τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τὴν
πρὸς Ρωμαίους) καί τέταρτος (περιέχων τὰς δύο πρὸς
Κορινθίους ἐπιστολάς), ἐν Ἀθήναις 1843.
350

Φωτίου, Σύνοψις = Φωτίου, Ἐκ τοῦ περὶ ἀναστάσεως λόγου (τοῦ


Μεθοδίου Ὀλύμπου), ἀποστολικῶν ῥητῶν ἑρμηνεία κατὰ
σύνοψιν, PG 18 : 296-332.
Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους, PG 101 : 1233-1252.
Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Β΄, PG 101 : 1253.
Τεμάχια εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, PG 101 : 1253.
Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου, τόμος Γ΄, PG 11 : 920-1027.
Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐξηγητικῶν, τόμ. Α΄,
PG 14 : 21-103.

Bernandinus
Donatus , Ἐξηγήσεις παλαιαὶ καὶ λίαν ὠφέλιμοι βραχυλογίαν τε
καὶ σαφήνειαν τοῦ λόγου ἔχουσα θαυμαστήν ἐκ
διαφόρων τῶν ἁγίων πατέρων ὑπομνημάτων ὑπό
Οἰκουμενίου καί Ἀρέθα συλλεχθεῖσαι εἰς τὰς τῆς νέας
διαθήκης πραγματείας τοῦ μέν Οἰκουμενίου εἰς τάς
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἰς τάς ἑπτά λεγομένας
καθολικάς Ἐπιστολάς, εἰς τάς Παύλου πάσας, τοῦ δέ
Ἀρέθα εἰς τήν Ἰωάννου Ἀποκάλυψιν, Veronae 1532.
Cramer J.A., Catenae = Catenae Graecorum Patrum in Novum
Testamentum, Ed. John Anthony Cramer, 8 Bände,
Oxford 1838-1844 [ἀνατύπωση Hildesheim 1967,
LXXVIII/4039 S.Leinen].
III : Catenae in acta SS. apostolorum e cod. no
coll.
IV : Catenae in Sancti Paouli epistolam ad Romanos
ad fidem codd. mss.
V : Catenae in Sancti Paouli Epistolas ad
Corinthios ad fidem codd. mss.
VI : Catenae in Sancti Paouli epistolas ad Galatas,
Ephesios, Philippenses, Colossenses,
Thessalonicenses ad fidem codd. mss.
VII : Catenae in Sancti Paouli epistolas ad
Timotheum, Titum, Philomena et ad Hebraeos ad fidem
codd. mss.
VIII : Catenae in epistolas catholicas acceserunt
Oecumenii et Arethae commentarii in Apocalypsin
codd. mss.
351

Hentenius Jo., Enarrationes vetustissimorum theologorum in


acta quidem Apostolorum et in ommes D. Pauliac
Catholicas epistolas ab Oecumenio ..., collectae
Johanne Hentenio, interprete - antwerpiae in
aedibus Johanne’s Steelsii (1545) mense Μaio.
Lamius Jo., Deliciae eruditorum sen veterum ἀνεκδότων
opusculorum collectanea, Jo. Lamius collegit-
illustravit-editit, Tom. 4, Florentiae 1738.
Lonicerus Jo., Veteris cujusdam theologi graeci succinta
in Pauli ad Romanos epistolam exegesis graecis
sacrae scripturo interpretibus desunto latine, vol.
VIII, Basiliae 1537.
Monfaucon B., Bibliotheca Coisliana, Paris 1715.
Morellus Frd., Οἰκουμενίου ὑπομνήματα εἰς τὰς τῆς νέας
διαθήκης πραγματείας τάσδε ... opus nunc primum
Graece et Latine editum ..., Interprete Johanne
Hentenio, Emendatore et Praelectore hujus Editionis
Frd Morello, Regiorum, Paris 1631.
Sévère
d’ Antioche, La Polémique Antijulianist I, Troisième Lettre
de Sévère a Julien, in Corpus Scriptorum
Christianorum Orientalium, vol. 245, Scriptores
Syri - Tomus 105, Louvain 1964.
Theoduli Coelesyriae Presbyteri
Theologi, Ιn Pauli epistolam ad Romanos Commentarios, in
Maxima bibliotheca veteerum Patrum etantiquorum
scriptorum ecclesiasticorum, vol. VIII, Lugduni
Apud Anissonios 1677.
352

2. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Ἀγουρίδη Σ., Ἑρμηνευτική τῶν ἱερῶν κειμένων, Ἀθῆναι 1984.
Ἀνδριόπουλου Παν., “Ἐρμηνευτική” = Ἀνδριόπουλου Παν., “Τό
κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ἑρμηνευτική ἀρχή στό ἐξηγητικό
ἔργο Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου”, Θεολογία 60 (1989) 476-653.
Ἀτέση Βασιλείου (Μητροπολίτου πρ. Λήμνου), “Ἐπισκοπικοί
Κατάλογοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον”,
Ἐκκλησιαστικός Φάρος ΝΣΤ΄ (1974) 260-267.
Γιαννοπούλου Ν.'Ι., “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι Θεσσαλίας”,
«Παρνασσός» Ι΄ (1914) 253-312 καί ΙΑ΄ (1915) 172-174.
Γιαννοπούλου Ν.'Ι., “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι Θεσσαλίας”,
Θεολογία ΙΓ΄ (1935) 21-31.
Γιέβτιτς Α., Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Ἀθήνα 1984.
Ἐσφιγμενίτου Ζωσιμᾶ, “Κατάλογος τῶν Μετὰ Χριστὸν συγγραφέων”,
Προμηθεύς 136 (Σεπτέμβ. 1899) 374-376.
353

Θεοδώρου Ἀ., Ἡ ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν


Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Ἀθῆναι
1983.
Ἰεζεκιήλ (Μητρ. Θεσσαλιώτιδος), “Ὁ Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος
Τρίκκης ἦτο ἅγιος”, Ἐκκλησία 25 (1948) 307-308.
Ἰωαννίδου Βασ., Ὁ Χρυσόστομος τύπος καὶ μιμητὴς τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, Ἀθῆναι 1955.
Κονιδάρη Γερ. Ν.Ἰ., Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, περίοδος Α΄,
ἐκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1957.
Κρικώνη Χρ., “Ἡ Ἑρμηνευτική κατά τό Μεσαίωνα καί ὁ Οἰκουμένιος
ἐπίσκοπος Τρίκκης”, Πνευματικά Τρίκαλα, Τρίκαλα 1970, σελ. 94-
102.
Κρικώνη Χρ., Εἰσαγωγή, ΕΠΕ 15 (1983) 1-13.
Κρικώνη Χρ., Συλλογαί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας - Ἑρμηνευτικαί
Σειραί (Catenae), ἐκδ. β΄, Univeristy Studio Press,
Θεσσαλονίκη 1990 [α΄ ἔκδοση : “Περί Ἑρμηνευτικῶν Σειρῶν
(Catenae)”, Βυζαντινά 8 (1976) 90-139].
Κρικώνη Χρ., “Ὁ ἐπίσκοπος Τρίκκης Οἰκουμένιος καί οἱ σχετικοί
προβληματισμοί”, Τρικαλινά 11 (1991) 75-100.
Κρικώνη Χρ., “Ὑπῆρξε Οἰκουμένιος ἐπίσκοπος, ἅγιος καί
πολιοῦχος Τρίκκης καί πό-τε ;”, ΕΕΘΣΑΠΘ -Τμ. Ποιμ. 2 (1992) 49-
59.
Λαούρδα Β., Ἑρμηνευτικά εἰς Φώτιον, Θεσσαλονίκη 1949.
Μουτσούλα Ἠ., “Οἰκουμένιος”, ΘΗΕ 9 (1966) 876-878.
Μπαλάνου Δ.Σ., Πατρολογία, ἐν Ἀθήναις 1930.
Μπελέζου Κ., Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ στήν
Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου - Ἱστορική καί μεθοδολογική προσέγγιση,
Ἀθῆναι 1999.
Μπελέζου Κ., Χρυσόστομος καί σύγχρονη βιβλική ἔρευνα, Ἡ
χρονολογική ταξινόμηση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
Ἀθήνα 1998.
Μπούα Ἰ.Σ., “Ἐπισκοπικὴ Γεωγραφία”, Ἐκκλησία ΙΑ΄ (1933) 396-
397.
Μυστακίδου Ἰ, “Ἐπισκοπικοὶ Κατάλογοι”, ΕΕΒΣ ΙΒ΄ (1936) 139-238
[ἐπιμέλεια Γερ. Ἰ. Κονιδάρη].
354

Οἰκονόμου .Ἠ., Εἰσαγωγή εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς Γενέσεως ὑπό τοῦ
ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1974 [ἀνάτυπον ἐκ τῆς
σειρᾶς : Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔργα, τόμ.
41)].
Παπαγεωργίου-Ἐράλδυ Γ., Ὁ ἅγιος Οἰκουμένιος Τρίκκης, Τρίκκη
1949.
Παπαγεωργίου-Ἐράλδυ Γ., Συμβολή εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς πόλεως
Τρίκκης : Οἰκουμένιος Α΄ ὁ πολιοῦχος - Διονύσιος Β΄ ὁ ἐθνικός
ἥρως, Τρίκκη 1952.
Παπαγεωργίου-Ἐράλδυ Γ., Πῶς πρέπει ἡ Ἑλλάς νά ἐφαρμόσει τήν
οἰκουμενικήν ἰδέαν, Ἀθῆναι 1965.
Παπαδόπουλου Στυλ., Πατρολογία Α΄-Β ΄, Ἀθήνα 1976,1990.
Παπαδόπουλου Στυλ., Γρηγόριος Νύσσης, ἐκδόσεις Τέρτιος,
Κατερίνη 1987.
Παπαδόπουλου Στυλ., Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Τόμοι Α΄-Β΄,
Ἀθήνα 19911.
Ράλλη Γ. - Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα = Ράλλη Γ. - Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα
θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων ..., τόμ. Α΄-Στ΄, Ἀθήνῃσιν 1852-1859.
Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερον,
Ἀθῆναι 19702.
Σκουβαρᾶ Β., “Τρίκκης καί Σταγῶν Μητρόπολις”, ΘΗΕ ΙΑ΄ (1964)
858-859.
Τατάγια Μ., “Ἀντωνίου Μητροπολίτου Λαρίσης, Ἐγκώμιον εἰς τὸν
ἅγιον Οἰκουμένιον. (Εἰσαγωγή - Νεοελληνική ἀπόδοση - Σχόλια)”,
Βυζαντινός Δόμος 8-9 (1995-1997) 31-55.
Τζωρτζάτου Β., Ἡ περί τῶν Ἁγίων Γραφῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, ἐν Ἀθήναις 1965.
Τρεμπέλα Π., Ὑπόμνημα εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου, τόμ. Α΄,
Ἀθῆναι 1937.
Τωμαδάκη Ν.Β., Σύλλαβος Μελετῶν καὶ Κειμένων, Ἀθῆναι 1961.
Τωμαδάκη Ν.Β., “Ἡ δῆθεν «Μεγάλη Σιγή» τῶν Γραμμάτων ἐν
Βυζαντίῳ (650-850) (Ἀρχαιογνωσία καί πνευματικές ἐκδηλώσεις)”,
ΕΕΒΣ ΛΗ΄ (1971) 5-26.
Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄-Β΄, Ἀθήνα 1992.
355

Χρήστου Κ.Π., Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ,


Θεσσαλονίκη 1971.
Χρήστου Κ.Π., Εἰσαγωγή, ΕΠΕ 1 (1984) 9-46.
Χρήστου Κ.Π., Πατρολογία = Χρήστου Κ.Π., Ἑλληνική Πατρολογία
Α΄-Ε΄, Θεσσαλονίκη 1976-1992.

Αltaner Β. – Stuiber A., Patrologie Leben, Schriften und Lehre


der Kirchenväter, Herder, Freiburg-Basel-Wien 19637.
Bardenhewer O., “Oecumenius”, Weltzer und Welte’ s
2
Kirchenlexicon 9 (1895) 708-711.
Beck H.-G., Kirche = Beck H.-G., Kirche und theologische
Literatur im Byzantinischen Reich, München 1959 [Handbuch der
Altertumswissenschaft, XII Abt 2,1].
Bees N., “Zur Schriftstellerei des Antonios von Larissa”,
ByzNgrJr ΧΙΙ (1936) 300-322.
Bellarmin R., De scriptoribus Ecclesiasticis, Coloniae
Agrippinae 1613.
Bousset W., Die Offenbarung Johannes, Göttingen : Bardenhoeck
und Ruprecht [=Kritisch – exegetischer Kommentar über das Neue
Testament], Mayer Commentar XVI (1906) [ἀνατύπωση 1966].
Cave S., Scriptorum ecclesiasticorum historia literaria, lit.
2, Basileae 1745.
De Groote M., “Die σύνοψις σχολικὴ aus dem Kommentaar des
Oecumenius zur Apokalypse”, SE 32 (1991) 107- 119.
De Groote M., “Die handschriftliche Überlieferung des
Oecumenius – Kommentares zur Apokalypse”, SE 35 (1995) 5-29.
De Groote M., “Die Scholien aus dem Oecumenius – Kommentares
zur Apokalypse”, SE 35 (1995) 31-45.
De Groote M., “Die Scholien aus dem Oecumenius – Kommentares
zur Apokalypse, Kritische Herausgabe”, SE 37 (1997) 111-131.
De Groote M., “Opera (Pseudo-)Oecumeniana, Das sonstige echte
und vermeinte Oevre des Apocalypse - Exegeten Oecumenius”, ΒΖ
94/1 (2001) 20-28.
356

Delehaye H., “Saints de Chypre”, Analecta Βollandiana 26


(1907) 161-297.
Devreesse R., “Chaînes exegetiques greques”, DB 51 (1928)
1211-1214 καί 1228-1230.
Diekamp Fr., “Κommentar” = Diekamp Fr., “Mittheilungen über
den neuaufgefundenen Commentar des Oecumenius zur Apokalypse”,
in Akademie de Wissenschafter, SAB 43 (1901) 1046-1056.
Diekamp Fr., “Handschriften” = Diekamp Fr., “Neues über die
Handschriften des Oekumenius - Kommentares zur Apokalypse”,
Commentarri editi quater in anno a Pontifico Instituto
Biblico, Biblica, Volume 10, Roma 1929, σελ. 81-84.
Dulaey M., “Oecumenius”, Dictionnaire de Spiritualitè XI
(1982) 681-682.
Elorduy El., “Ammonio es criturista”, EB 16 (1957) 187-217.
Elorduy El., “Ammonio en las Catenas”, ΕΒ 44 (1969) 383-432.
Fabricii J.A., Bibliotheca Graeca, sive Notitia Scriptorum
Veterum Graecorum, quorum cumque, Monumenta integra aut
fragmenta edita exstant, Editio nova, Variorum curis
emendatior atque auctior, Curante Gottlieb Christophoro
Harles, Vοlumen octavum, Hamburgi AC MDCCCII.
Haidacher S., Die Lehre Johannes Chrysostomus über die
Schriftinspiration, Salzburg 1897.
Haidacher S., “Drei unedierte Chrysostomus – Textes Einer,
Baseler Handschrift”, Zeitschrift für Kathοlische Theologie 31
(1907) 150-171.
Hoskier H.C., “Lost Commentary of Oecumenius” = Hoskier H.C.,
“The lost Commentary of Oecumenius on the Apocalypse”, AJPh 34
(1913) 300-314.
Hoskier H.C., Concering the Text of the Apocalypse Collations of all existing available
Greek Documents with the standard Text of Stephen’s third edition together with the
testimony of Versions Commentaries and Fathers, I-II, B. Quaritch, London 1929.
Jugie M., “Interprétation, III Exégèse medieval, e 1, En
Orient”, DBS IV (1949) 591-608.
Krumbacher K., Geschichte der byzantnischen Literatur2, München
1897 [(μετάφραση Γ. Σωτηριάδου) : Krumbacher K., Ἱστορία τῆς
357

Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. Α΄-Β΄, ἐκδ. Πάπυρος, Ἀθῆναι


1964].
Μichael Fr. a S. Joseph, “Oecumenius”, Bibliographia critica 3
(1741) 380.
Moisescu J., “Holy Scripture and its Interpretations in the
Works of St. John Chrysostom”, Candela 50/51 (1939/41) 116-
238.
Monaci Castagno A., “Αpocalisse ed escatologia nell’ opera di
Origene”, Augustinianum 18 (1978) 139-151.
Monaci Castagno A., “Il problema della datazione dei Commenti
all Αpocalisse di Ecumenio e di Andrea di Cesarea”, Atti della
Academia delle Scienze di Torino 114 (1980) 223-246.
Monaci Castagno A., “I Commenti di Ecumenio e di Andrea di
Cesarea : Due letture divergenti dell’ Αpocalisse”, Memorie
dell’ Academia delle Scienze di Torino, II, Classe di Scienze
Morali, Storiche e Filologiche, Serie V, Vol. 5 (1981) 304-
426.
Οverbeck Fr., “Die sogenannten Scholien des Oecumenius zür
Apokalypse”, Zeitschrift für Wissenschaftliche Theologie 7
(1864) 192-201.
Petridès S. [S. Rabois - Bousquet], “Oecumenius de Tricca, ses
oeuvres, son culte”, ΕΟ 6 (1903) 307-310.
Possevini A., Mantuani S.I., Apparatus Sacri, Venetiis 1606.
Quasten J., Patrology, Vol. I-III, Ulrecht/Antverp 1950-1960.
(le) Quiens Michael, Oriens Christianus in quattor
Patriarchatus digestus, Parisiis MDCCXL [ἀνατύπωσις :
Akademische Druck-U-Verlag-Sansalt Graz 1958, tomus secundus].
Rathai O., “Johannes Chrysostomus als Exeget”, Pastor Bonus 30
(1918) 342-351.
Rosenmüller J.G., Historia interpretationis librorum sacrorum
in ecclesia christiana graeca, II, Lipsiae 1813.
Schmid J., “Die griechischen Apokalypsen – Kommentare”, BZ 19
(1931) 228-254.
Schmid J., “Zur Textüberlieferung des Oecumenios - Kommentars
zur Apocalypse”, BZ 19 (1931) 255-256.
358

Schmid J., “Untersuchungen zur Geschichte des griechischen


Apokalypse - Textes Der K-text”, Biblica 17 (1936) 11-44,
167-201, 273-293, 929-960.
Schmid J., “Unbeachtete Apokalypse – Handschriften”, ThQ 117
(1936) 149-187 καί 322-330.
Schmid J., “Ökumenios der Apokalypsen - Ausleger und Ökumenios
der Bischof von Trikka”, ByzNgrJr XIV (1938) 322-330.
Schmid J., “Der Apokalypse – Text des Oikoumenios”, Biblica 40
(1959) 935-942.
Schmid J., “Ökumenius”, RGG3 IV (1960) 1586.
Schmid J., “Ökumenios”, LThK2 7 (1962) 1122-1123.
Senensis Sixtus, “Oecumenius”, Bibliotheca Sancta 4 (1575)
460-461.
Simon R., Die Art des Commentars, in Histoire critique des
principeaux du Commentateurs du Noveau Testament, lib. III,
Rotterdam 1963, κεφ. 32, σελ. 459-461.
(von) Soden H.F., Die Schriften des Neuen Testaments in ihrer
ältesten erreichbaren Textgestalt hergestellt auf Grund ihrer
Textgeschichte, Verlag von Alexander Duncker, Band I, Berlin
1902, σελ. 270-277.
Spitaler A., “Zur Klärung des Ökumenius problems”, OrChr 3
(1934) 205-215.
Staab Κ., Die PaulusKatenen = Staab K., Die PaulusKatenen nach
den handschriftlichen Quellen untersucht, Verlag des
päpstlichen Bibelinstituts [=cripta Pontificii Instituti
Biblici, 49], Roma 1926.
Staab Κ., PaulusKommentar = Staab K., PaulusKommentar aus des
griechischen Kirche aus Katenenhandsschrifften gesammelt und
herausgegeben von …, Münster 1933 [=Neutestamentliche
Abhandlungen ; Bd.15] [ἀνατύπωση Aschendorf, Münster 1984].
Turner G.H., “Greek Patristic Commentaries on the Pauline
Epistles”, DΒ, Extra Volume, Edinburgh 1904, σελ. 484-531.

You might also like