You are on page 1of 210

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ


Δημήτριος Κ. Χοϊλούς

Το ομιλητικό έργο του Μητροπολίτου


Πολυανής και Κιλκισίου
Αποστόλου Παπακωνσταντίνου (1924-2009)

Μεταδιδακτορική έρευνα

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Δήμητρα Α. Κούκουρα

Θεσσαλονίκη 2020
Στους γιούς μου
Κωνσταντίνο και Φίλιππο
με την ευχή
να τρέφονται πάντα στη ζωή τους
από τον λόγο του Θεού

[3]
Πίνακας περιεχομένων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ .................................................................................................................. 6
Πίνακας Βραχυγραφιών ................................................................................................. 8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................... 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου
Απόστολος Παπακωνσταντίνου (1924-2009)
α. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ...................................................................... 21
β. Η είσοδος στις τάξεις του κλήρου ........................................................................ 22
γ. Μητροπολίτης Ζακύνθου (1967-1974) ................................................................. 23
δ.Τα δύσκολα χρόνια της εξορίας (1974-1991) ........................................................ 24
ε.Η αρχιερατεία στο Κιλκίς (1991-2009).................................................................. 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η Εκκλησία και τα μέλη της
1. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ....................................................................................................... 32

2. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ........................................................... 47

3. Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ................................................................... 63

4. ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ................................................................................................ 70

5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ .................................................................. 74

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ................................................................................................. 85

2. ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ............................................................. 91

3. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ............................................................ 109

4. Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ............... 112

5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ..................................................................... 121

6. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ................................................. 131

7. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ................................................................ 138

[4]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
1. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ....... 156
2. ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ............................................................................ 159

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
1. Η ΕΛΠΙΔΑ ......................................................................................................... 164

2. Η ΝΗΣΤΕΙΑ ..................................................................................................... 169

3. Η ΑΓΑΠΗ .......................................................................................................... 172

4. Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ ................................................................................................. 185

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ .................................................................................................. 191


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................................... 196
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ........................................................................................................... 205

[5]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Από τα εφηβικά μου χρόνια το κήρυγμα στη διάρκεια της θείας λειτουργίας
δεν με άφηνε αδιάφορο. Παρακολουθούσα τους εκφραστικούς τρόπους του ομιλητή,
τον τόνο της φωνής του, την έκταση και το περιεχόμενο της ομιλίας του. Προ πάντων
προσπαθούσα να διακρίνω το μήνυμά της, γιατί ήθελα κάτι να πάρω μαζί μου
φεύγοντας από τον ναό.
Στις προπτυχιακές σπουδές μου στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. η
αναζήτησή μου εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο στόχο. Από όλο
τον υπέροχο θησαυρό των θεολογικών μας γραμμάτων που ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο
της χάριτος και της αληθείας μέσα στον χώρο και τον χρόνο, τί άραγε μεταδίδεται
στους πιστούς και ποιο μήνυμα οι ίδιοι προσλαμβάνουν; Ώστε να στερεωθεί η πίστη
τους και να αποκτήσουν το κριτήριο για τον προσανατολισμό τους στη σύγχρονη
κοινωνία;
Το ενδιαφέρον μου αυτό κατεύθυνε τη μεταπτυχιακή και τη διδακτορική μου
έρευνα, όπου ασχολήθηκα με το μήνυμα των επιταφίων επιγραμμάτων και την
ομιλητική διάσταση της υμνογραφίας αντιστοίχως. Η παρούσα μετα-διδακτορική
έρευνα αναφέρεται στο ερμηνευτικό κήρυγμα ενός Επισκόπου που σε όλα τα χρόνια
της ιερατικής και αρχιερατικής του πορείας βίωνε, κήρυττε και δίδασκε το μήνυμα
του Σταυρού και της Αναστάσεως. Τον μακαριστό Μητροπολίτη Πολυανής και
Κιλκισίου, τον από Ζακύνθου κυρό Απόστολο Παπακωνσταντίνου τον γνώρισα μέσα
από τα ομιλητικά του κείμενα στη διάρκεια των ασκήσεων του μαθήματος της
Ομιλητικής, στα οποία οι φοιτητές προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε το μήνυμα του
ευαγγελικού αναγνώσματος της επόμενης Κυριακής και στη συνέχεια ακούγαμε και
σχολιάζαμε αντίστοιχες ομιλίες δημοσιευμένες σε Ομιλιάρια. Τότε στάθηκα σε δύο
σημεία που μου έκαναν εντύπωση: στο περιεχόμενο που είχε θεολογικό
σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα και στο μήνυμα που προσπαθούσε να στερεώσει την
πίστη του εκκλησιάσματος και να τους προσφέρει ένα κριτήριο πορείας στον
σύγχρονο κόσμο.
Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στην επιβλέπουσα καθηγήτρια κ. Δήμητρα
Κούκουρα, που με κατεύθυνε στα στάδια αυτής της έρευνας, ώστε μέσα από τέσσερα
Ομιλιάρια, όπου έχουν εκδοθεί τα γραπτά κηρύγματα του Επισκόπου μιας δεκαετίας,
(1992-2003) να διακρίνω τις θεολογικές θέσεις, το βιβλικό και πατερικό τους
υπόβαθρο, τα οποία συγχρόνως αντκατοπτρίζουν την πνευματική του εμπειρία και
την ποιμαντική του ευθύνη.

[6]
Με τον τρόπο αυτό οι απορίες μου για το κήρυγμα της Εκκλησίας των
πρώτων φοιτητικών μου χρόνων με οδήγησαν σε μία μεταδιδακτορική έρευνα για
σύγχρονα ομιλητικά έργα, κατά την οποία ανάμεσα στα άλλα διαπίστωσα ότι το ίδιο
βιβλικό ανάγνωσμα, που είναι παγιωμένο για τις Κυριακές του λειτουργικού έτους
δεν είναι πάντοτε εμπόδιο για τον κήρυκα που απευθύνεται στο ίδιο ακροατήριο.
Είναι μία πηγή ανεξάντλητη, απ’ όπου ένας έμπειρος κήρυκας κάθε χρόνο με «τη
λάμψη του ακηράτου φωτός της θεογνωσίας» μπορεί να αρδεύει μηνύματα κατά τις
ανάγκες του ποιμνίου του σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ή ακόμη, όπως στην
περίπτωσή μας, γίνεται αφορμή πάλιν και πολλάκις να τονίσει τη θεία Ευχαριστία, ως
το μέγα μυστήριο της Εκκλησίας, ως την ίδια την Εκκλησία όπου Θεός, άνθρωπος
και κτίση γίνονται ένα.
Η εκπόνηση και ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας οφείλεται στην ηθική
στήριξη και την έμπρακτη συμπαράσταση της οικογένειάς μου και των φίλων μου.
Αυτά τα αγαπητά μου πρόσωπα συνέδραμαν ποικιλοτρόπως στις πρακτικές
δυσκολίες ενός εκπαιδευτικού με τις υποχρεώσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
στο στάδιο που η οικογένειά του έχει ένα μικρό παιδί και αποκτά κι ένα καινούριο
μέλος. Εκ βάθους ψυχής ευχαριστώ όλως ιδιαιτέρως τη σύζυγό μου Ειρήνη Δήμου
και τα παιδιά μας Κωνσταντίνο και Φίλιππο, που με ενθάρρυναν να φτάσω ως το
τέλος και υπομονετικά περίμεναν να τους αφιερώσω και πάλι τον χρόνο που τους
στέρησα γι αρκετό καιρό.

Δ.Κ.Χ.
Ιεράπετρα,
Δαυίδ Θεσσαλονίκης
2020

[7]
Πίνακας Βραχυγραφιών
ΒΕΠΕΣ: Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών
Συγγραφέων, εκδ. Αποστολικής Διακονίας Της Εκκλησίας της
Ελλάδος», Αθήναι 1955 κ. εξ.
ΕΠΕ: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη
μτφ : Μετάφραση
σ. : Σελίδα
ἔκδ. ἔκδοσις
τομ. Τόμος, -οι
Βλ. Βλέπε
Πβ. Παράβαλε
PG: J.–P. Migne, Patrologiae cursus completous, Series Graeca,
τομ. 1-161, Parisiis 1857-1866
PL: J.–P. Migne, Patrologiae cursus completous, Series Latina, τομ.
1-221, Parisiis 1844-1855
SC: Sources Chretiennes. Collection dirigee par. H. de Lubacet J.
Danielou, Paris 1942 κ. Εξ.

[8]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Εκκλησία με το κήρυγμά της καλεί όσους δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον
Χριστό και το κοσμοσωτήριο έργο του να έρθουν στους κόλπους της, αν το
επιθυμούν, να τον γνωρίσουν. Στη συνέχεια, με το κήρυγμά της τους κατηχεί, τους
μυσταγωγεί, τους διδάσκει, τους ερμηνεύει το ευαγγέλιο της χάριτος και της αληθείας
και στηρίζει την πίστη τους, για να οικοδομούνται πνευματικά και να αντιμετωπίζουν
τις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής. Τα ερμηνευτικά κηρύγματα, που εκφωνούνται στη
διάρκεια της θείας Λειτουργίας των Κυριακών του λειτουργικού έτους, με στόχο να
κάνουν κατανοητό στο εκκλησίασμα «το μέγα μυστήριο της πίστεως» συχνά
κυκλοφορούν σε συλλογές, τα λεγόμενα Ομιλιάρια ή Κυριακοδρόμια.

Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και εξής, με την αύξηση των κληρικών
που έχουν αποφοιτήσει από τις θεολογικές Σχολές και το σχετικό χαμηλό κόστος των
έντυπων εκδόσεων, έχουν κυκλοφορήσει πολλά Ομιλιάρια.1 Όλες αυτές οι εκδόσεις
προσφέρουν άφθονα στοιχεία για τη μελέτη των τάσεων που επικρατούν την εποχή
αυτή στο κήρυγμα ως προς τη γλώσσα, τη μορφή, το περιεχόμενο και το μήνυμά
τους. Στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχουν
εκπονηθεί αρκετές εξειδικευμένες μεταπτυχιακές ή διδακτορικές εργασίες, οι οποίες
με τα πορίσματά τους προσφέρουν πολύτιμες ψηφίδες για τη διαμόρφωση μιας
εικόνας για το κήρυγμα στην ελληνόφωνη και όχι μόνον Ορθοδοξία. Από τις
τεκμηριωμένες επιστημονικά διαπιστώσεις που προκύπτουν, μπορεί κανείς να
διατυπώσει προτάσεις για το κήρυγμα και τις ανάγκες των ακροατών στη σύγχρονη
κοινωνία.

Συγκεκριμένα πρόκειται για τις εξής εργασίες:

1
Για τα νεώτερα Ομιλιάρια βλέπε μεταδιδακτορική εργασία Νικολάου Τσιρέβελου, Το μήνυμα των
Χριστουγέννων στα σύγχρονα ομιλιάρια, Μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.,
Δωδεκάνησος, Επίσημον Δελτίον τῶν ἐν Δωδεκανήσῳ Επαρχιῶν τοῦ Οικουμενικοῦ Θρόνου, Περίοδος
Α΄, Έτος Ι΄ Τεῦχος Κ΄ Ἰούλιος Δεκέμβριος 2018, 275-498.

[9]
Α) Μεταπτυχιακές:

Θάνου Νεκτάριου, «Η ομιλητική διάσταση του Πεντηκοσταρίου», 2009. Ευσταθίου


Γεωργίου, «Ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός και η ομιλητική προσέγγιση των διδαχών
του», 2010. Χοϊλού Δημητρίου, «Επιτάφιοι Λόγοι στην Πατερική Παράδοση -
Προσέγγιση μορφής και περιεχομένου», 2010. Κράπη Γεωργίου, «Οι Πατριαρχικές
αποδείξεις των Χριστουγέννων και του Πάσχα του Οικουμενικού Πατριάρχη
Βαρθολομαίου», 2011. Μυλωνίδη Νικολάου, «Το Κυριακοδρόμιο του
Νικηφόρου Θεοτόκη. Οι ομιλίες του στις Κυριακές του έτους και τα χαρακτηριστικά
τους», 2011. Καρτάνου Κλεοπάτρας, «Η ομιλητική διάσταση του Μικρού
Παρακλητικού Κανόνα», 2012. Μπουλούκου Μαγδαληνής – Σοφίας, «Οι ομιλίες του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου στις Κυριακές περιόδου 1997-2002 και το
μήνυμά τους», 2012. Bakallbashi Kristaq, «Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου
ομιλίες Χριστουγέννων και Πάσχα (1991-2011)», 2012. Μπέλλου Μελίτωνος –
Σταμάτη, «Σπουδή στο ομιλητικό έργο του Μητροπολίτη Μελίτωνος Γέροντος
Χαλκηδόνος (1913-1989)», 2017. Achindzale Leon, «Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου
Εγκύκλιοι Χριστουγέννων και Πάσχα: το μήνυμά τους», 2017. Μιλτιάδη (π.
Αμβροσίου) Σταμπλιάκα, Οι εγκύκλιοι του Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης
Διονυσίου Λ. Ψαριανού στην εορτή των Χριστουγέννων, 2020.

Β) Διδακτορικές διατριβές

Preda Ionel Sabin, «Η ομιλητική παραγωγή στην Εκκλησία της Ρουμανίας


κατά το β' μισό του 20ου αιώνα-Ερμηνευτικές αρχές», 2007. Sharbak Rami, «Το
ομιλητικό έργο του μητροπολίτη Όρους Λιβάνου Γεωργίου (Khodr) και οι θέσεις του
για το γάμο και την οικογένεια», 2009. Oner Amir, «Η ομιλητική διάσταση της
υμνογραφίας της Μεγάλης Εβδομάδας», 2010. Barakat Abdulah, «Το ομιλητικό έργο
του Πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνατίου Δ΄», 2011. Miles Daniel Keith, «Ο
ιεραποστολικός χαρακτήρας του κηρύγματος στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τις
τελευταίες δεκαετίες», 2011. Palmer John Paul, «Το ομιλητικό έργο του
Μητροπολίτη Σουρόζ Αντωνίου Bloom», 2013. Αθανασιάδου Στεφανουδάκη
Δέσποινα, «Το ομιλητικό έργο του Νείλου-Ναθαναήλ Μπέρτου. Ομιλητικά και
υφολογικά χαρακτηριστικά», 2015. Natu Gheorghe, «Ο Αρχιμανδρίτης Κλεώπας

[10]
Ηλίας, κήρυκας και διδάσκαλος του Ευαγγελίου» 2015. Χοϊλού Δημητρίου, «Το
μήνυμα της νεκρώσιμης ακολουθίας και η κωδικοποίησή του», 2016. Γεωργίου
Κεσελόπουλου, «Το μήνυμα του Πάσχα. Διαχρονική και συγχρονική εξέταση στα
ομιλητικά κείμενα»,2020. Αντωνίου Παπαγιάννη, «Το ομιλητικό έργο του
Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη» 2020.

Γ) Μεταδιδακτορικές

Νικολάου Τσιρέβελου «Το μήνυμα των Χριστουγέννων στα σύγχρονα Ομιλιάρια»,


1919. Δέσποινας Αθανασιάδου-Στεφανουδάκη, «Το ομιλητικό έργο του
Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου Γαλανάκη (†2013) ως κήρυκα του
Ευαγγελίου».

Σε αυτές τις ερευνητικές εργασίες προστίθεται και η παρούσα.

Το κήρυγμα του ευαγγελίου αποτελεί κύριο μέλημα προ πάντων των


Επισκόπων που συνεχίζουν την αποστολική διαδοχή να κηρύττουν την αλήθεια, όπως
παραδίδεται στην Εκκλησία από τη μία γενεά στην άλλη διαμέσου των αιώνων. Οι
κανόνες της Εκκλησίας από τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους καθορίζουν με
ακρίβεια ότι οι κληρικοί έχουν καθήκον να κηρύττουν,2 όπως αναφέρεται και στην
ευχή της χειροτονίας: «Kηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας σου».3 Ομοίως προβλέπονται και αυστηρά επιτίμια, για τους
κληρικούς από τον 58ο αποστολικό κανόνα όταν αμελούν αυτό το καθήκον:
«Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ κλήρου, ἤ τοῦ λαοῦ, καί μή παιδεύων αὐτούς
τήν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ τῇ ἀμελείᾳ καί ραθυμίᾳ καθαιρείσθω».4
Ο μακαριστός μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου Απόστολος
Παπακωνσταντίνου από τα φοιτητικά του χρόνια εντάχθηκε στην αδελφότητα
θεολόγων “η Ζωή”, η οποία στη μεταπολεμική περίοδο ανέπτυξε ένα σπουδαίο έργο

2
Ιω. Φουντούλη, Ομιλητική, σ. 265-270.
3
Ευχολόγιον Μέγα, Τάξις επι χειροτονία Πρεσβυτέρου, σ. 164-165: «Ὁ Θεός, ὁ μέγας ἐν δυνάμει, καὶ
ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει,… πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος
παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῷ σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν
τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσεφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τὸν Λαόν
σου δία τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας·…Αμήν».
4
Π. Ακανθοπούλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων, σ. 36-37.

[11]
επανευαγγελισμού της ελληνικής κοινωνίας.5 Μετά την οδυνηρή δεκαετία της
ναζιστικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, που άφησαν βαθειά τραύματα στην
κοινωνία, επήλθαν ραγδαίες μεταβολές. Οι μαζικές μετακινήσεις των κατοίκων της
υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό για την εξασφάλιση της επιβίωσης,
η βαθμιαία εξάλειψη της γεωργικής κοινωνίας και η απότομη μεταβολή της σε
βιομηχανική, η μαχητική διακίνηση αθεϊστικών ιδεολογιών και η αναφομοίωτη
εισβολή νέων ηθών που υπαγόρευε η νεωτερικότητα, οδήγησαν στον παραγκωνισμό
των παραδοσιακών αξιών και των πνευματικών αναζητήσεων. Αυτές οι νέες
συνθήκες προκάλεσαν την αμφισβήτηση των θεσμών και των παραδόσεων,
χαλάρωση των παραδεδομένων ηθών και αλλοίωση του φρονήματος των μελών της
Εκκλησίας.
Τα χριστιανικά σωματεία που δραστηριοποιήθηκαν εκείνη την εποχή6
ανέλαβαν με το προφορικό κήρυγμα και τη διάδοση περιοδικών και βιβλίων7 να
εξοικειώσουν τους αποδέκτες τους με το ευαγγέλιο και τις αξίες του, με στόχο την
ενίσχυση της πίστης και την πνευματική τους οικοδομή μέσα στην πρωτόγνωρη τότε
εποχή. Οι κληρικοί που ανήκαν στην Αδελφότητα απευθύνονταν στις εκκλησιαστικές
συνάξεις, όπου υπηρετούσαν ως ιεροκήρυκες και σε άλλες ευκαιρίες εκτός των ιερών
ναών. Η μελέτη των κηρυγμάτων των ιεροκηρύκων εκείνης της εποχής8 δείχνει τη
σταθερή βιβλική τεκμηρίωση και τον πρακτικό και εποικοδομητικό τους χαρακτήρα,
κατά τις ανάγκες των ανθρώπων, που τότε καλούνταν να ζήσουν σε μια κοινωνία
αμφισβήτησης, χωρίς να χάσουν την πίστη τους.
Ο Επίσκοπος διδάχτηκε τα θεολογικά γράμματα στη Θεολογική Σχολή των
Αθηνών, όπου την Ομιλητική μαζί με άλλα γνωστικά αντικείμενα δίδασκε ο

5
Για την αδελφότητα θεολόγων «η Ζωή» και το έργο της βλέπε: Maczweski Christoph, Η κίνηση της
«ΖΩΗΣ» στην Ελλάδα–Συμβολή στο πρόβλημα της παραδόσεως της Ανατολικής Εκκλησίας,
Μετάφραση π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Αρμός 2002.
6
Λειτουργούσαν στο πλαίσιο της Αδελφότητος «η Ζωή»: ΧΦΕ, ΧΕΕ, ΧΕΕΝ, Ελληνικό Φως,
Αδελφοσύνη κ.λ.π.
7
΄Βλέπε περισσότερα στη διδακτορική εργασία της Ισμήνης Λιάρου, «Το περιοδικό "Ο κόσμος της
Ελληνίδος", αγωγός για τη μετάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος στη μεταπολεμική κοινωνία», που
υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. το έτος 2016, σελ. 14-33. Οι αναγνώστες των βιβλίων
και των περιοδικών τους ανήκαν σε διάφορες ηλικίες και κοινωνικές ομάδες: επιστήμονες,
εργαζόμενοι, γυναίκες, παιδιά, φοιτητές κ.ο.κ.).
8
Βλέπε διδακτορική διατριβή Αντωνίου Παπαγιάννη, «Το ομιλητικό έργο του Πρωτοπρεσβυτέρου
Κωνσταντίνου Παπαγιάννη», Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. 2020. Ευχαριστώ θερμώς τον συντάκτη της
διατριβής, που μου επέτρεψε την ανάγνωση του τελικού του κειμένου πριν από την υποστήριξη της
διατριβής του, σελ 32-34.

[12]
σεβαστός καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας.9 Οι αναμνήσεις του από τον φωτισμένο
αυτό δάσκαλο ήταν έντονες.10 Συνήθιζε να λέει: «Όταν μας δίδασκε, το αμφιθέατρο
της Σχολής ήταν κατάμεστο. Ήταν απλός και γλαφυρός. Στις ασκήσεις στην
Καπνικαρέα ήταν ευγενής στις παρατηρήσεις του και μετά την απόλυση έβαζε και τις
συμφοιτήτριές μας να κάνουν ως άσκηση ένα κήρυγμα!».
Παρ’ όλα αυτά το εγχειρίδιο της Ομιλητικής του καθηγητή Π. Τρεμπέλα ήταν
πυκνογραμμένο και αρκετά δυσνόητο. Σε αυτό το σχόλιο ο Ιεράρχης έδινε την
απάντηση του καθηγητή: «Αυτά είναι η ιστορία! Εσείς κοιτάξτε στην πράξη να
ευαγγελίζεστε με αγάπη τον λαό του Θεού!» Ο Τρεμπέλας, όμως, ήταν τότε και ο
ίδιος μέλος της αδελφότητας «η Ζωή» και οι επιδράσεις στα φροντιστήρια των
ιεροκηρύκων ήταν αισθητές, όπως και η βιβλική τεκμηρίωση του κηρύγματος κατά
την παράδοση της χριστιανικής ομιλίας «Η Γραφή ερμηνεύει τη Γραφή».
Ο μητροπολίτης Απόστολος άρχισε να κηρύττει στις αρχές της δεκαετίας του
΄50, όπου είχε διοριστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ως
ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης.11 Η περιοχή μετρούσε
ακόμα τις πληγές των κατοίκων της, των προσφύγων από τον Πόντο και τη Μ. Ασία
και των ποικίλων θυμάτων της εμφύλιας διαμάχης. Συγχρόνως οι εντόπιοι κάτοικοι
ευλαβείς και φιλακόλουθοι, ριζωμένοι στις αιωνόβιες παραδόσεις τους ευρίσκονταν
αντιμέτωποι με νέα κοινωνικά ήθη. Όταν έφτασε, η αντίδραση των κατοίκων ήταν
χαρακτηριστική: «πρώτη φορά είδαμε ένα κληρικό να έχει πρόσωπο γελαστό και,
όταν μας συναντά, να μας λέγει «χαίρετε» και να ζη και ο ίδιος αυτή τη χαρά.12
Τα κηρύγματα από αυτήν την περίοδο δεν έχουν καταγραφεί. Είναι, όμως,
γνωστή η απήχηση που είχαν στο εκκλησίασμα στα χωριά της μητροπολιτικής

9
Περισσότερα για την προσωπικότητα και το έργο του καθηγητή υπάρχουν στον συλλογικό τόμο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ, ΜΕΤΑΞΥ
ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, Εκδοτική Δημητριάδος, Σειρά Θεολογικές Προσωπογραφίες 1,
Νοέμβριος 2016.
10
Οι πληροφορίες προέρχονται από πνευματικά τέκνα του μακαριστού Επισκόπου που μαθήτευσαν
πολλά χρόνια κοντά του και επιβεβαιώνονται από πνευματικούς του αδελφούς της γενεάς του, όπως ο
Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος, ο από Κορέας.
11
Ο θεσμός των Ιεροκηρύκων επισημοποιήθηκε με βασιλικό διάταγμα του 1878 και αφορούσε σε
κληρικούς που είχαν πτυχίο ορθοδόξου θεολογίας και κύριο μέλημα να περιοδεύουν στα αστικά
κέντρα και τις επαρχίες και να κηρύττουν με στόχο την ηθική ανάπλαση του λαού. Για τον θεσμό και
το έργο των ιεροκηρύκων βλέπε περισσότερα Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πολυκάρπου (Συνοδινού)
«Περὶ τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ τοῦ θεσμοῦ αὐτῶν ἐν τῇ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ΘΕΟΛΟΓΙΑ Τόμος
Α΄(1923), Τεύχος 1 ( σελ. 7-17).
http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/archive_all_2349.asp?etos=1923
12
Οι προφορικές μαρτυρίες είναι πολλές και επώνυμες από ανθρώπους που τον έζησαν και μετέφεραν
τις εντυπώσεις τους στα παιδιά τους.

[13]
επαρχίας και στην πόλη της Κοζάνης και η πρόσληψη από τους πολλούς μαθητές και
τις μαθήτριές του στα κατηχητικά σχολεία, στις μαθητικές ομάδες, στις
κατασκηνώσεις και στους κύκλους της μελέτης της Αγίας Γραφής. Ήταν αγαπητός,
προσηνής, ενθουσιώδης που μετέδιδε τη βεβαιότητα ενός ζώντος Χριστού, με ένα
αισιόδοξο πνεύμα και ανοικτούς ορίζοντες: «Μια φορά την εβδομάδα έχουμε μάθημα
στη ΧΕΝ με τον πατέρα Απόστολο. Τον ακούμε με ευχαρίστηση: έχει ευρείς
ορίζοντες και βλέπει τα πράγματα χωρίς παρωπίδες. Θα μπορούσα να πω ότι έχει
σύγχρονες ιδέες και γνωρίζει και Αγγλικά (πολύ μας αρέσει, όταν τον ακούμε να μας
λέει τα parties» με τη σωστή αγγλική προφορά».13 Οι μαρτυρίες αυτής της περιόδου
είναι πολλές από την πληθώρα των μαθητών, από τις τέσσερις γενεές που προσέγγισε,
για να ευαγγελιστεί: τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τα παιδιά τους, τα εγγόνια
τους ακόμη και τα δισέγγονά τους, είτε ως ιεροκήρυκας είτε ως εξόριστος από την
Μητρόπολη Ζακύνθου στις κατασκηνώσεις του Πτελεού Μαγνησίας, που
λειτουργούσε το Σωματείο «Στέγη Παιδιού Κοζάνης ο Άγιος Στυλιανός» με δική του
πνευματική παρουσία είτε αργότερα ως Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου πάλι
στις κατασκηνώσεις, όπου φιλοξενούνταν και πολλά παιδιά από την περιοχή της
Κοζάνης.
Η καταγραφή των κηρυγμάτων του άρχισε από την ημέρα που καταστάθηκε
στην Ιερά Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου τον Νοέμβριο του 1991, ύστερα από
την ακύρωση της ισχύος των Συντακτικών Πράξεων 3ης και 7ης από το Συμβούλιο
της Επικρατείας που είχε εκδώσει το δικτατορικό καθεστώς (Ιούνιος 1974)14.
Οι λόγοι για το γραπτό κήρυγμα ήταν σαφείς: α) Η ευθύνη του Επισκόπου-
κατά τις ευχές της χειροτονίας του και τους κανόνες της Εκκλησίας -να κηρύξει και
να διδάξει το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού σε όλες τις ενορίες, όπου δεν
μπορούσε ο ίδιος να ευρίσκεται συγχρόνως με φυσική παρουσία. β) Η έλλειψη
μορφωμένων κληρικών στην Επαρχία, εφόσον την εποχή εκείνη οι περισσότεροι από
τους μισούς κληρικοί δεν είχαν φοιτήσει ούτε καν στο Λύκειο, γεγονός που οδήγησε
και στις επίμονες προσπάθειές του για την ίδρυση Εκκλησιαστικού Λυκείου στην
ακριτική του Μητρόπολη.15

13
Γκίμπα-Τζιαμπίρη Ολυμπίας, Μια γυναίκα θυμάται…Αναδρομές και αναζητήσεις, Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ,
Θεσσαλονίκη 2003, σελ.89.
14
Αρθ. 12 του Ν. 1951/1991 (Φ.Ε.Κ. 84, τ. Α΄/31.05.1991).
15
Περισσότερα για την ανάγκη να ιδρυθεί το Λύκειο βλέπε Θωμαής Χουβαρδά, Το Εκκλησιαστικό
Λύκειο Κιλκίς. Μια διαπολιτισμική πρωτοβουλία με οικουμενικές διαστάσεις, Εκδόσεις
Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2019, σελ 99-107.

[14]
Με τον τρόπο αυτό κάθε εβδομάδα μοιραζόταν σε όλους τους ενοριακούς
ναούς έντυπο το μήνυμα του Επισκόπου για το ευαγγελικό επί το πλείστον
ανάγνωσμα της θείας Λειτουργίας, ώστε ο ιερέας να το αναγνώσει και όσοι από το
εκκλησίασμα ήθελαν να το πάρουν και να το μελετήσουν αργότερα.
Στην ερευνητική μας εργασία επικεντρωθήκαμε στα γραπτά μηνύματα του
Ιεράρχη, όσα έχουν εκδοθεί σε 4 τόμους και καλύπτουν μία δεκαετία, από το 1992
έως το 2003: «Διακονία Λόγου» (1995), «Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα» (1997),
«Προς Οικοδομήν της χρείας» (2000), «Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν;»
(2004). Μετά από το 2003, ως και την κοίμησή του (Σεπτέμβριος 2009),
εξακολουθούσε να στέλνει στις ενορίες ανελλιπώς μία σύντομη γραπτή ερμηνευτική
ομιλία για τα αναγνώσματα της Κυριακής, αλλά το υλικό αυτό δεν έχει εκδοθεί ούτε
έχει διαφυλαχθεί.
Για τη δομή της μελέτης λάβαμε υπόψη από τους βασικούς παράγοντες μιας
ομιλητικής διαδικασίας (ομιλητή, ακροατή, θέμα, μήνυμα, αγωγό,
κώδικα),16επικεντρωθήκαμε στις θεολογικές θέσεις που περιέχουν οι ομιλίες κατά την
ανάπτυξη του θέματος που πραγματεύονται και στο μήνυμά τους.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα απετέλεσε ένα νέο γραμματειακό
είδος, την ομιλία, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη μορφή και το περιεχόμενό της.
Στις αρχές της 2ης χριστιανικής χιλιετίας από επίδραση του σχολαστικισμού
διαμορφώθηκε και ένα ακόμη νέο είδος κηρύγματος, ο εκκλησιαστικός λόγος, οποίος
διαδόθηκε από επιδράσεις της λατινόφωνης Εκκλησίας και στην ελληνόφωνη
Ανατολή. Στους νεώτερους χρόνους στα ομιλητικά εγχειρίδια διακρίνονται τρία είδη
κηρύγματος: η κατώτερη ομιλία, η ανώτερη ομιλία και ο εκκλησιαστικός λόγος.17
Στο σύνολο του ομιλητικού έργου που εξετάσαμε απαντούν πρωτίστως ανώτερες
ομιλίες με ελάχιστες περιπτώσεις κατώτερων ομιλιών. Στην πρώτη περίπτωση
αναλύεται ένα χωρίο από το ανάγνωσμα της ημέρας και η θεολογική του τεκμηρίωση
στηρίζεται στη Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ στη δεύτερη σχολιάζεται
όλο το ανάγνωσμα στίχο προς στίχο με την ίδια θεολογική τεκμηρίωση.

Σύμφωνα με όσα προδιαγράφονται στα ομιλητικά εγχειρίδια για τη διάρκεια ενός


κηρύγματος που εκφωνείται κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, τα όρια

16
Δ. Κούκουρα, Μεθοδολογική προσέγγιση, σ. 11-12.
17
Ι. Φουντούλη, Ομιλητική, σ. 162Δήμητρας Κούκουρα, Το κήρυγμα της εκκλησίας και η διαμόρφωσή
του. Ομιλία-Λόγος. Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 134-138 και σελ. 281-285.

[15]
αναφέρονται από 5΄εώς και 10΄λεπτά.18 Το τυπικώς ανώτερο προβλεπόμενο χρονικό
όριο επί το πλείστον υπερβαίνεται από τους ομιλητές κυρίως στο προφορικό κήρυγμα
για ποικίλους λόγους. Οι μαρτυρίες που έχουμε συλλέξει μάς πληροφορούν ότι η
υπέρβαση του χρόνου ίσχυε συχνά και για τον Επίσκοπο στο προφορικό του
κήρυγμα. Τα γραπτά όμως κείμενα που εξετάσαμε είναι σύντομα. Η διάρκειά τους,
που χρονομετρήθηκε με ρυθμό κατανοητής ανάγνωσης, κατά κανόνα φτάνει τα
7΄λεπτά με λίγες εξαιρέσεις που αγγίζουν τα 15΄. Η συντομία αυτή οδηγούσε και
στην επικέντρωση σε ένα αποκρυσταλλωμένο μήνυμα στις ερμηνευτικές αυτές
ομιλίες, χωρίς πολλές αναλύσεις ή επεξηγήσεις που στον προφορικό λόγο είναι
αυθόρμητες, όταν μάλιστα είναι εγνωσμένη η θεολογική άγνοια του εκκλησιάσματος.

Οι θεματικές προτάσεις προέρχονται από ένα στίχο του ευαγγελικού


αναγνώσματος, όπως προβλέπεται στην ανώτερη ομιλία και σπανιότερα από κάποιο
υμνογραφικό, κυρίως όταν πρόκειται για ομιλίες στις μεγάλες δεσποτικές εορτές.19

Στα πιο πολλά κηρύγματά ο Επίσκοπος χρησιμοποιεί την προσφώνηση


«αγαπητοί», «αγαπητοί μου» ή «αδελφοί μου».20 Ενώ συνήθως συναντάται ως
κατακλείδα του κηρύγματος η λέξη «αμήν» ή και η ευχή «γένοιτο».

Από τους κύριους εκφραστικούς τρόπους που χαρακτηρίζουν το γραμματειακό


είδος της ομιλίας στα κείμενα απαντά συχνά ως πρόσωπο επικοινωνίας το β΄
πληθυντικό, που φανερώνει την αμεσότητα με τους αποδέκτες του και είναι στοιχείο
του ζωντανού προφορικού λόγου.21 Οι ομιλίες είναι γραμμένες σε απλή γλώσσα και
απέριττο γλαφυρό ύφος, με στόχο πάντα την ευχερή πρόσληψη του περιεχομένου
τους.

Οι ομιλίες που εξετάσαμε στο σύνολό τους βρίθουν από παραθέματα μέσα από
όλη την Αγία Γραφή.22 Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τη γενική ερμηνευτική αρχή «η
Γραφή ερμηνεύεται διά της Γραφής». Η αλήθεια για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού
και το κοσμοσωτήριο έργο του δεν ερμηνεύεται με λογικά επιχειρήματα, αλλά με τη
δύναμη του Αγίου Πνεύματος, με την πίστη στην αποκάλυψη του Θεού, όπως

18
Ι. Φουντούλη, ό.π., σ. 137.
19
Βλέπε Π. Τρεμπέλα, Ομιλητική, σελ. 220.
20
Η προσφώνηση ανάγεται στον Απ. Παύλο και στον τρόπο που ο ίδιος αποκαλεί τους αποδέκτες των
επιστολών του.
21
Διακονία Λόγου, σ. 73.
22
Για παράδειγμα Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 10, 27, 57, 64, 75, 167.

[16]
μαρτυρούν οι Γραφές και παρέλαβε η Εκκλησία.23 Υπάρχουν διάσπαρτα παραθέματα
από όλα τα Ευαγγέλια πολλά από αυτά καταγράφονται είτε αυτούσια με τη σχετική
παραπομπή είτε μεταφρασμένα,24 ώστε το κείμενο να γίνεται κατανοητό από τους
ακροατές, είτε και ενσωματωμένα ως νόημα στη ροή του λόγου μέσα στο κήρυγμα με
έμμεση αναφορά.25

Το κήρυγμά του είναι αγιογραφικό, όχι διότι εμφανίζει παράθεση βιβλικών


χωρίων, αλλά κυρίως διότι το μήνυμά του τεκμηριώνεται από το πνεύμα της Αγίας
Γραφής όπως και των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.26 Με αυτόν τον τρόπο, οι
ακροατές του εξοικειώνονται και με τα χωρία της Αγίας Γραφής, εφόσον η
προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής δεν ευδοκιμεί ιδιαιτέρως ανάμεσα στα μέλη της
Εκκλησίας. Επιπλέον το ευαγγελικό ή αποστολικό ανάγνωσμα μαζί με τα επιπλέον
χωρία που τεκμηριώνουν το μήνυμα συνδέονται στη συνείδηση των πιστών με τη ζωή
και τη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Πολλές φορές ο Επίσκοπος δεν αναφέρει τις αγιογραφικές και πατερικές


αναφορές αυτούσιες, αλλά τις χρησιμοποιεί παραφρασμένες ως υπόβαθρο της σκέψης
του, γεγονός που δείχνει την καλή γνώση και αφομοίωση της Αγίας Γραφής και των
Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι, άλλωστε στο έργο τους προσελάμβαναν
και ερμήνευαν τη Γραφή κατά τις ανάγκες της εποχής τους.27

Στα κηρύγματα που αναλύουμε συχνές είναι οι αναφορές σε λειτουργικά


κείμενα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την τεκμηρίωση του μηνύματός, αλλά
κυρίως για να συσχετίσει ο πιστός την Αγία Γραφή με τη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας. Η αναφορά στους ύμνους γίνεται με τρόπο απλό και συνήθως έμμεσο,
ώστε το χωρίο να συνδέεται με το κείμενο οργανικά.28

Επίσης απαντά σποραδική χρήση στίχων από το ποίημα του Γεωργίου


Βερίτη29 «Ο Αναστάσιμος»30 καθώς και παραθέματα από τον αρχαιοελληνική

23
Πβ.. Α΄ Κορ 2:4:«καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις,
ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως».
24
Προς οικοδομήν της χρείας, σ. 20, 31, 43, 68, 223.
25
Διακονία Λόγου, σ. 27, 56, 161.
26
Διακονία Λόγου, σ. 103.
27
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 68, 118
28
Διακονία Λόγου, σ. 11 : «Ο Εσταυρωμένος απλώνει τις πλαμές του και στέκεται μεταξύ ουρανού και
γης ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο».
29
Ο Γεώργιος Βερίτης ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Γκιάλα. Γεννήθηκε στην
Ελάτα της Χίου το 1915 και απέθανε στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία από ασθένεια το 1948. Από τα

[17]
παράδοση.31 Τα αρχαία ρητά που αναφέρονται έχουν άμεση σχέση και με τη ζωή των
ανθρώπων, όπως και οι εικόνες δανεισμένες από τη φύση και τη λαογραφία (π.χ. η
πέρδικα που περπατά).32

Τα ευρήματα από τις θεολογικές θέσεις που διαποτίζουν τα σύντομα


μηνύματα του Ιεράρχη κατανέμονται για πρακτικούς λόγους κατά κατηγορίες σε τρία
Κεφάλαια (Β΄, Γ΄, Δ΄), ενώ σε ένα, στο Α’ σκιαγραφείται η προσωπικότητά του.

Στο Α’ Κεφάλαιο με τίτλο: «Ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου


Απόστολος Παπακωνσταντίνου (1924-2009)» παρατίθεται με σχετική συντομία η
βιογραφία του: τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, η διακονία του στη Μητρόπολη
Ζακύνθου, (1967-1974), τα δύσκολα χρόνια της εξορίας από τη μητροπολιτική του
Επαρχία, η παραμονή του στην Κοζάνη και η ποιμαντική προσέγγιση των νέων στις
κατασκηνώσεις στον Πτελεό –Μαγνησίας (1974-1991). Τέλος η αρχιερατεία του στη
Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου και οι δραστηριότητες που ανέπτυξε εκεί.

Στο Β΄ Κεφάλαιο με τίτλο: «Η Εκκλησία και τα μέλη της» παρουσιάζονται


τα κείμενα που διδάσκουν τους πιστούς με απλό τρόπο, βιβλική τεκμηρίωση και
ευχαριστιακή προοπτική το δύσκολο και εν πολλοίς συγκεχυμένο θέμα της
Εκκλησιολογίας: τί είναι η Εκκλησία, ο σκοπός της, ο Χριστός κεφαλή της, η ενότητα
των πιστών δεσμός που διασφαλίζει το Άγιο Πνεύμα, η θεία ευχαριστία κέντρο της
ζωής των πιστών, η Εκκλησία φορέας της αληθείας, πτυχές της ευχαριστιακής
Θεολογίας. Επίσης προσεγγίζεται το μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας, η διακονία
της ιεροσύνης και η αναγκαιότητα της ιεραποστολής.
Στο Γ΄ Κεφάλαιο με τίτλο: «Τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας»
επισημαίνονται τα παραθέματα που υπενθυμίζουν τους πιστούς τη διδασκαλία της
Εκκλησίας για το μυστήριο του βαπτίσματος και την παράδοση του νηπιοβαπτισμού,
για τη μετάνοια και τη δύναμή της που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, το

φοιτητικά του χρόνια συνδέθηκε Αδελφότητα Θεολόγων η Ζωή και από το 1937, όταν εκδόθηκε το
περιοδικό Ακτίνες, το όργανο της «Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων», υπήρξε από τους πρώτους
και βασικούς συνεργάτες του. Διακρίθηκε για τη βαθειά του πίστη και τον λυρισμό που εκφράστηκε με
τον ποιητικό του στίχο.
30
Διακονία Λόγου, σ. 42 : «…Ένας Χριστιανός ποιητής τραγουδάει: «Πλάκες που στέκατε βαρειές στα
μνήματα και στις καρδιές σας έσπασ’ ο Χριστός μου».
31
Διακονία Λόγου, σ. 95, 145Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 70: Πολιτεία, 589c: «Οὐδεὶς ἑκὼν
κακός»Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 25: Γεωγραφικά, VIII, 378 :«Οὐ παντός πλεῖν εἰς
Κόρινθον»Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 96 : Αριστοτέλης, Περι Ουρανού ΙΙΙ, 1, 298, b30: «τὰ πάντα
ῥεῖ εἶναι δὲ παγίως οὐδὲν».
32
Διακονία Λόγου, σ. 22, 34.

[18]
μυστήριο της πίστεως και της προσευχής, την αγιότητα και το μυστήριο του θανάτου
υπό το πρίσμα της αναστάσεως των νεκρών.
Στο Δ΄ Κεφάλαιο με τίτλο: «Ιδιαίτερα Ποιμαντικά Προβλήματα» γίνεται
αναφορά σε δύο μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που έχουν έντονο διαχρονικό
χαρακτήρα. Μέσα από την εξέταση των θεμάτων αυτών, αναδεινύεται η θέση του
επισκόπου πάνω σε μια σειρά θεμάτων κοινωνικού χαρακτήρα που απασχολούσαν
τόσο την εποχή του όσο και την περιοχή στην οποία έδρασε ως επίσκοπος. Μέσα από
την ανάλυση των θεμάτων φαίνεται ακριβώς η έντονη ποιμαντική αγωνία του
επισκόπου για τον άνθρωπο κάθε εποχής.
Στο Ε΄ Κεφάλαιο με τίτλο: «Οι αρετές του Χριστιανού» καταγράφονται οι
προτροπές του Επισκόπου προς το ποίμνιο και ευρύτερα προς τους αναγνώστες του
για την ελπίδα, τη νηστεία, την αγάπη και τη συγγνώμη. Η ελπίδα θεμελιώνεται στο
πρόσωπο του αναστημένου Χριστού και μαζί με την πίστη είναι η απάντηση στα
αδιέξοδα των ανθρώπων. Η νηστεία επικεντρώνεται κυρίως στην άσκηση κατά των
παθών και έχει κοινωνική διάσταση με την αποφυγή του φθόνου και της αρπαγής
Στην ενότητα της αγάπης περιλαμβάνεται η θυσιαστική αγάπη του Θεού για τον
άνθρωπο, η οικουμενικότητα και η ανιδιοτέλεια της χριστιανικής αγάπης και η
απάντησή της στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Τέλος παρουσιάζεται η δύναμη
της συγγνώμης που είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος, η κοινωνική σημασία της και
ο Χριστός ως πρότυπο της συγγνώμης
Η εργασία καταλήγει σε Συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη των
ομιλιών.

[19]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου

Απόστολος Παπακωνσταντίνου (1924-2009)

[20]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου


Απόστολος Παπακωνσταντίνου (1924-2009)

α. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια


Ο Απόστολος Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1924 στον
Αλμυρό Μαγνησίας. Ο πατέρας του Λυσίμαχος καταγόταν από τους Άνω Κοκωτούς
της ίδιας περιοχής, ενώ η οικογένεια της μητέρας του, Δήμητρας Κορωναίου, ήταν
ναυτικοί από τα Κύθηρα που εγκαταστάθηκε στον Αλμυρό την εποχή που είχε λιμάνι
με εμπορική κίνηση.
Η δύσκολη εγκυμοσύνη της μητέρας του και ο φόβος, μήπως χαθεί και το
τέταρτο στη σειρά παιδί της, την οδήγησαν στο ιερό προσκύνημα του τοπικού Αγίου
Αποστόλου του Νέου στο χωριό Άγιος Λαυρέντιος του Πηλίου, όπου επικαλέστηκε
τη χάρη του, για να γεννηθεί το παιδί της και να του δώσει το όνομα του Νεομάρτυρα
Αγίου. Γι’ αυτό τον λόγο στη μοναχική κουρά, 26 χρόνια αργότερα, και στις
χειροτονίες που ακολούθησαν διατήρησε το όνομα του νεομάρτυρα Αγίου
Αποστόλου του Νέου. Ακόμη και όταν οι Ζακυνθινοί του ζήτησαν πριν από την εις
Επίσκοπον χειροτονία του να πάρει το όνομα του Αγίου Διονυσίου πολιούχου του
νησιού, η μητέρα του υπενθύμισε το θαύμα που η ίδια έζησε με τη μεσιτεία του
νεομάρτυρα Αποστόλου του Νέου και τον έφερε στη ζωή.
Παρακολούθησε τα εγκύκλια γράμματα στον Βόλο, όπου μετακόμισαν οι
γονείς του και τα τρία παιδιά τους Κωνσταντίνος, Αιμιλία και Απόστολος για
επαγγελματικούς λόγους του πατέρα του. Το 1942, παρά τη δυσαρέσκεια των γονέων
του, εγγράφηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι έγινε δόκιμο
μέλος της Ιεραποστολικής Αδελφότητας «Η Ζωή», όπου εργαζόταν, για να
περατώσει τις σπουδές του. Με τη δυσλειτουργία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στην
περίοδο της κατοχής, πήρε το πτυχίο του το έτος 1948.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα χρόνια του εμφυλίου στη Δυτική
Μακεδονία, επιτελώντας παράλληλα κηρυκτικό και κατηχητικό έργο στους
στρατιώτες και σε ομάδες νέων στα μετόπισθεν, στα Τρίκαλα, την Καστοριά και το
Νεστόριο. Από αυτή την περίοδο πολλοί νεαροί μαθητές του κατέλαβαν αργότερα

[21]
σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία και διατηρούσαν πάντα μία αγαθή μνήμη από την
παρουσία του και όσα τους δίδασκε.33

β. Η είσοδος στις τάξεις του κλήρου


Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο
το καλοκαίρι του 1950 και διορίστηκε Ιεροκήρυκας από την Ιερά Σύνοδο της
Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης, ύστερα από
αίτημα του τότε επιχωρίου Επισκόπου Κωνσταντίνου (Πλατή). Οι ανάγκες
πνευματικής στήριξης των ακριτικών περιοχών ήταν πολύ έντονες, οι θεολόγοι
κληρικοί σπάνιοι και γι αυτόν τον λόγο τότε και οι διάκονοι μπορούσαν να
διοριστούν ως Ιεροκήρυκες. Όσον καιρό ήταν διάκονος, μέχρι το έτος 1954,
επιτελούσε πλούσιο κηρυκτικό και κατηχητικό έργο. Επισκεπτόταν όλα τα χωριά της
υπαίθρου με πολλές δυσκολίες στις μεταφορές στους κακοτράχαλους τότε δρόμους.
Εκεί οι κάτοικοι τον άκουγαν με ενδιαφέρον, αλλά και ο ίδιος άκουγε τον πόνο και
τα προβλήματά τους. Μια βασική τους αγωνία ήταν η διαβίωση των παιδιών τους
στην Κοζάνη και τα Σέρβια, όπου φοιτούσαν στο εξατάξιο σχολείο. Όταν ο ίδιος τα
επισκεπτόταν, όπως του είχαν ζητήσει οι γονείς τους, αντίκριζε παιδιά
συσσωρευμένα σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς συνθήκες υγιεινής με προβληματική διατροφή.
Ενώ τα κορίτσια δεν είχαν καμία δυνατότητα να φοιτήσουν στην πόλη. Η εικόνα
αυτή τον οδήγησε στη δημιουργία οικοτροφείων. Παράλληλα δαπανούσε τον
υπόλοιπο χρόνο του στην ιστορική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, μελετώντας τους
αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Το ανέκδοτο που
κυκλοφορούσε ήταν ότι άνοιγε κι έκλεινε τη Βιβλιοθήκη μαζί με τον βιβλιοφύλακά
της και μελετούσε μαζί με λίγους ακόμη νεαρούς που ετοιμάζονταν για ανώτερες
σπουδές. 34
Το φθινόπωρο του 1954 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη
Σερβίων και Κοζάνης Κωνσταντίνο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου
Κοζάνης. Πήρε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη και εξομολόγου κι έκτοτε αφιέρωσε
όλον του τον χρόνο μέχρι το 1967 στη θεία λατρεία, στο κήρυγμα, την ιερά

33
Ανάμεσά τους δειγματοληπτικά αναφέρουμε τους Ομ. Καθηγητές του Α.Π.Θ. Γρηγόριο Ζιάκα
(Νεστόριο) και Απόστολο Ζαφράκα (Τρίκαλα).
34
Πρόκειται για τον Νικόλαο Π. Δελιαλή, εμβληματική μορφή της ιστορίας της Κοζάνης, τον
Βασίλειο Φόρη μετέπειτα Διευθυντή του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, τον Κωνσταντίνο Τζιαμπίρη
μετέπειτα παιδίατρο και λιγοστούς ακόμη αναγνώστες.

[22]
εξομολόγηση, τα κατηχητικά σχολεία και τα έργα υποδομής, οικοτροφεία,
εντευκτήρια και κατασκηνώσεις. Όλα αυτά έγιναν με τον οβολό ή τις δωρεές
ευλαβών κατοίκων της περιοχής, για την ποιμαντική προσέγγιση και τη συμβολή
στην πνευματική ανόρθωση της κοινωνίας της εποχής.
Ίδρυσε τέσσερα μαθητικά οικοτροφεία, δύο στην πόλη της Κοζάνης και δύο
στα Σέρβια, για να μπορούν να φοιτούν απρόσκοπτα στο Γυμνάσιο μαθητές και
μαθήτριες από τα χωριά της περιφέρειας. Οι μαθήτριες των οικοτροφείων του
απέδιδαν πάντοτε την ευγνωμοσύνη τους, γιατί, αν δεν υπήρχαν τα οικοτροφεία, δεν
θα μπορούσαν ποτέ να έχουν το πολύτιμο τότε Απολυτήριο Γυμνασίου και μια
διαφορετική πορεία στη ζωή. Από το ίδιο ενδιαφέρον για τη μεταπολεμική νεολαία
λειτούργησαν και σφύζοντα εντευκτήρια για τη δημιουργική απασχόληση των
παιδιών στον ελεύθερο χρόνο τους καθώς και ορεινές κατασκηνώσεις.
Στην εξομολόγηση διακρινόταν για το πνεύμα ευρύτητας και φιλανθρωπίας
και στην προσωπική του ζωή για τη λιτότητα, την άοκνη εργατικότητα και την
ευαισθησία για τους πάσχοντες. Ο μισθός του μοιραζόταν πάντοτε για τους ασθενείς,
τους φυλακισμένους, τους χρεοφειλέτες και τους άπορους μαθητές.
Το 1965 ο τότε Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός
πρότεινε στον Ιεροκήρυκα της Επαρχίας του να γίνει Επίσκοπος. Εκείνος αρνήθηκε
επίμονα, δηλώνοντας ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κοζάνη, για να συνεχίσει το
έργο που επιτελούσε. Ύστερα από διαρκή επιμονή του επιχωρίου Επισκόπου και
ικανού αριθμού συνοδικών Αρχιερέων μετά δύο χρόνια δέχτηκε να είναι υποψήφιος
για τη χηρεύουσα από καιρό Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου, μετά την εκδημία του
Μητροπολίτη Αλεξίου Ιγγλέση (+1966).

γ. Μητροπολίτης Ζακύνθου (1967-1974)


Χειροτονήθηκε Επίσκοπος στις 27 Ιουνίου του 1967 στην Αγία Ειρήνη
Αθηνών, από τους τότε Μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνο (Πλατή), Εδέσσης και
Πέλλης Καλλίνικο (Πούλο)35 και Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο (Βαγενά). Στις 10
Ιουλίου 1967 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου.
Η αρχιερατεία του στη Ζάκυνθο χαρακτηρίστηκε από τη λιτότητα και την
απλότητα του βίου του, την φιλανθρωπία του, για τους πάσχοντες και το ενδιαφέρον
του για την προσέγγιση των νέων.

35
Αγιοκατατάχτηκε προσφάτως(Ιούνιος 2020) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

[23]
Από τις πρώτες φροντίδες του υπήρξε η δημιουργία Οικοτροφείων στο
Καταστάρι και τη χώρα, για τους μαθητές και τις μαθήτριες από τα χωριά που
φοιτούσαν στα εκεί Γυμνάσια ή τα φροντιστήρια, ώστε να βρίσκουν κατάλυμα και
σίτιση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ίδρυσε Σχολή Κοπτικής και Ραπτικής για
κορίτσια, με εξαιρετική απήχηση.
Στο Λόγγο του Αγίου Διονυσίου, ένα παραθαλάσσιο εκκλησιαστικό κτήμα
που ήταν προίκα της μητέρας του Αγίου Διονυσίου, γνώρισαν εξαιρετική άνθηση
μαθητικές και φοιτητικές κατασκηνώσεις. Απευθύνονταν στους νέους της Ζακύνθου
αλλά και σε νέους από την υπόλοιπη, κυρίως τη Βόρεια, Ελλάδα. Εκτός από τον
ποιμαντικό στόχο, η επιθυμία του ήταν να επισκεφτούν οι νέοι το νησί, να γνωρίσουν
την επτανησιακή παράδοση και να προσκυνήσουν το λείψανο του Αγίου Διονυσίου.
Επόμενο βήμα υπήρξε η ίδρυση πολυδύναμου Πολιτιστικού Κέντρου για τη
δημιουργική απασχόληση των νέων της εποχής εκείνης με εντευκτήρια, χώρους
προβολών, διαλέξεων και βιβλιοθήκη. Πρόλαβε μόνον να το θεμελιώσει.

δ.Τα δύσκολα χρόνια της εξορίας (1974-1991)


Τον Ιούνιο του 1974 λίγο πριν από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και
την κατάρρευση της δικτατορίας, με την 3η και 7η Συντακτική της Πράξη εξέπεσε από
τον μητροπολιτικό θρόνο της Ζακύνθου μαζί με άλλους ένδεκα Μητροπολίτες.36 Η 3η
του αφαίρεσε αυθαίρετα το δικαίωμα να ποιμαίνει τη μητροπολιτική του Επαρχία και
η 7η απαγόρευε οποιαδήποτε προσφυγή στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το
Συμβούλιο της Επικρατείας (απαράδεκτον προσφυγής). Ομοίως του απαγορεύτηκε η
παραμονή στο νησί που ισοδυναμούσε με εξορία.
Έζησε δεκαεπτά χρόνια εξόριστος στην Κοζάνη, στερημένος από το δικαίωμα
να παρουσιαστεί μπροστά σε Συνοδικό ή και Διοικητικό Δικαστήριο, να του
απαγγελθεί η κατηγορία, για την οποία του αφαιρέθηκε το δικαίωμα να ασκεί την
εκκλησιαστική διοίκηση στη Ζάκυνθο, και τέλος η δυνατότητα να απολογηθεί. Το
ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους ένδεκα έκπτωτους Μητροπολίτες, ανάμεσα στους
οποίους και ο τότε Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων Συμεωνίδης.

36
Η πρόθεση ήταν να κηρυχθούν έκπτωτοι των θρόνων τους συνολικά 33 Ποιμενάρχες που είχαν
εκλεγεί επί το πλείστον από το 1967 και εξής με τον τότε Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου τον
Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη. Ανάμεσά τους και ο νεωστί (Ιούνιος 2020) ανακηρυχθείς άγιος
Καλλίνικος Εδέσσης. Η εισβολή στην Κύπρο ανέτρεψε την πορεία.

[24]
Στα δύο πρώτα χρόνια της εξορίας δεν έπαιρνε μισθό, αρνούμενος να
υπογράψει με τον δοτό τίτλο του «Μητροπολίτη Καλλινδού». Από το έτος 1976 και
εξής μέχρι το 1991 έπαιρνε τα 2/3 του μισθού των εν ενεργεία Μητροπολιτών,
υπογράφοντας ως «πρώην Ζακύνθου».
Στην Κοζάνη διέμενε σε ένα κελί στο Οικοτροφείο Αρρένων, που ο ίδιος είχε
ιδρύσει ως ιεροκήρυκας. Οι μισθοί του διατέθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Αγοράστηκε ένα διαμέρισμα στον Βόλο, το οποίο αποτέλεσε την περιουσία
Ιδρύματος αναγνωρισμένου από το κράτος, με σκοπό να ενισχύεται ένας Ζακυνθινός
φοιτητής στη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών. Συνέβαλε στην ανέγερση
Γηροκομείου στη γενέτειρά του, τον Αλμυρό, όπου σήμερα στεγάζεται το Κ.Α.Π.Η.,
και στην ανάπτυξη των κατασκηνώσεων στον Πτελεό Μαγνησίας, οι οποίες
λειτουργούσαν με την ευλογία του τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλου.
Στην περίοδο της μακράς εξορίας ιερουργούσε σε δύο ιερούς Ναούς στην
πόλη της Κοζάνης, με την άδεια του τότε Μητροπολίτη Κοζάνης Διονυσίου
Ψαριανού και αφιέρωνε πολλή ώρα στη μελέτη νεώτερων θεολογικών και
φιλοσοφικών συγγραμμάτων.
Το διαρκές ενδιαφέρον για τους νέους και η αναζήτηση τρόπων, για να
προσλάβουν το μήνυμα του Ευαγγελίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και εξής, τον
οδήγησαν στη δημιουργία κατασκηνώσεων στον Πτελεό Μαγνησίας, με τη συνδρομή
του Σωματείου «Στέγη Παιδιού Κοζάνης ο Άγιος Στυλιανός» και των συνεργατών
του από τα χρόνια της διακονίας του στην Κοζάνη. Στη δεκαετία του ’80 που
ακολούθησε τη μεταπολίτευση η αμφισβήτηση και η άρνηση για τη θρησκευτική
πίστη ήταν έντονα φαινόμενα ανάμεσα σε πολλούς τότε εξεγερμένους νέους, που
αναζητούσαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα της ζωής σε ποικίλες ιδεολογίες. Η
προσέγγισή τους δεν ήταν εύκολη και ο διάλογος μαζί τους ήταν επίμονος, επίπονος
και υπομονετικός. Ο στόχος ήταν να συλλάβουν τη διαφορά της Αλήθειας που είναι ο
Χριστός από τις υπόλοιπες προτάσεις για το νόημα της ζωής. Και η μέθοδος ήταν
αλιευτική. Πολύ νωρίτερα από το κάλεσμα «ελάτε στην Εκκλησία, όπως είστε και με
το σκουλαρίκι» του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου,(1998) η εμφάνιση των νέων στον
Πτελεό συχνά περιλάμβανε, όρθια μαλλιά «καρφάκια», σκουλαρίκια, πέτσινα γιλέκα
και μαύρα μποτάκια μες στο κατακαλόκαιρο!
Από τον Πτελεό πέρασαν γενιές κατασκηνωτών διαφόρων κοινωνικών
τάξεων, για να ωφεληθούν από το φυσικό περιβάλλον, την ομαδική ζωή και τη φιλία
με συνομηλίκους από όλη την Ελλάδα και από ξένες χώρες. Προ πάντων να

[25]
ακούσουν για τον σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό και να προσεγγίσουν το
μυστήριο της Εκκλησίας με τη θεία λατρεία. Την ημέρα της ενθρόνισης στο Κιλκίς
πολλοί απ’ αυτούς που περίμεναν για να τον χαιρετήσουν ήταν τα πνευματικά του
παιδιά από το 1950 έως το 1991.

ε.Η αρχιερατεία στο Κιλκίς (1991-2009)


Μέχρι το έτος 1991 το θέμα των δώδεκα έκπτωτων Μητροπολιτών παρέμενε
ακόμη ανοικτό. Παρόλο που στη Μεταπολίτευση ακυρώθηκαν όλες οι διοικητικές
πράξεις της Δικτατορίας και επέστρεψαν στις θέσεις τους όλοι όσοι είχαν βίαια
απομακρυνθεί, στους δώδεκα Επισκόπους δεν δόθηκε το ίδιο δικαίωμα. Παρέμενε
ακόμη σε ισχύ το απαράδεκτον προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Με νομοθεσία της Βουλής των Ελλήνων37 ακυρώθηκε το «απαράδεκτον»,
δηλαδή η αδυναμία να προσφύγουν στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, και το
1991 οι 12 Μητροπολίτες δικαιώθηκαν, άλλοι εν ζωή και άλλοι μετά θάνατον. Για
λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας ο Ιεράρχης δεν επέμενε να επιστρέψει στη
Ζάκυνθο, από την οποία είχε απομακρυνθεί αναιτίως, εφόσον επί πολλά ήδη έτη ήταν
τοποθετημένος εκεί άλλος Μητροπολίτης.38 Με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος καταστάθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Πολυανής και
Κιλκισίου. Ο προκάτοχός του Μητροπολίτης Αμβρόσιος Στάμενας μετατέθηκε
εκουσίως στη γενέτειρά του Νάξο, αφού συναίνεσε στη διχοτόμηση της Μητρόπολής
του, για τη δημιουργία της προσωποπαγούς Μητροπόλεως Γουμενίσσης, κατά τις
εκκλησιαστικές ανάγκες εκείνης της εποχής.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων Συμεωνίδης
(1912-1987) δικαιώθηκε μετά θάνατον, αφού είχε υπηρετήσει στη Μητρόπολη Κιλκίς
στα δύσκολα κατοχικά και μεταπολεμικά χρόνια ως ιεροκήρυκας (1939-1965),
αναπτύσσοντας πολύπλευρη δράση με συσσίτια, κατηχητικά σχολεία, εντευκτήρια
και χορωδίες νέων, επισκέψεις στην παραμεθόριο περιοχή για την ενίσχυση του

37
Ν. 1816/1988 «Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη διαιτησία και
άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 251/15-11-1988, τ. Α΄) και Ν. 1877/1990 «Τροποποίηση του ν. 1851/1989 και
άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 28/9-3-1990, τ. Α΄).
38
Πρόκειται για τον Παντελεήμονα Μπεζενίτη Μητροπολίτη Ζακύνθου (1977-1994), και μετέπειτα
Αττικής (1994-2005), οπότε καθαιρέθηκε από τον θρόνο για ποινικά αδικήματα. Από το 2009-2012
καθαιρέθηκε στις τάξεις των μοναχών, από όπου επανήλθε στην αρχιερωσύνη το 2012. Απέθανε από
πνιγμό στη θάλασσα το 2014.

[26]
φρονήματος των κατοίκων. Την ίδια δράση συνέχισε και ως Μητροπολίτης (1965-
1974).
Η αρχιερατεία του Επισκόπου Αποστόλου Παπακωνσταντίνου στη
Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου (1991-2009) χαρακτηρίστηκε από την
αδιάλειπτη διακονία του λόγου, του θυσιαστηρίου και του ανθρώπου σε μια εποχή
ποικίλων ερεθισμάτων και πολλαπλών επιλογών.39 Πάντα προσπαθούσε να
ανταποκριθεί στις νέες ποιμαντικές ανάγκες και να σέβεται τους πολιτιστικούς
κώδικες της κάθε εποχής.
Οι αυξημένες σχολικές και εξωσχολικές ενασχολήσεις των μαθητών, η
απουσία των φοιτητών για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι πολλαπλές μέριμνες των
ώριμων ανθρώπων, η έλλειψη καταρτισμένων κληρικών, άφηναν ελάχιστα περιθώρια
για άνθηση κατηχητικών σχολεία και κύκλων μελέτης Αγίας Γραφής, με ουσιαστικό
προβληματισμό και δημιουργική σύγχρονη αναζήτηση.
Για την πνευματική επικοινωνία με όλο το ποίμνιο της Επαρχίας κάθε
Κυριακή ο Μητροπολίτης απέστελλε σύντομο γραπτό μήνυμα, στηριγμένο στην
αποστολική ή ευαγγελική περικοπή. Στη θεία Λειτουργία για τους μαθητές των
σχολείων εφάρμοσε με επιτυχία την ανάγνωση των ευχών στη νεοελληνική, η οποία
προσείλκυε την προσοχή και το ενδιαφέρον των παιδιών και των καθηγητών τους. Η
χρήση της νεοελληνικής σταμάτησε ύστερα από αυστηρές συστάσεις της Διαρκούς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως απάδουσα προς την παράδοση της
Εκκλησίας (1996).
Στη Λεπτοκαρυά και στον Πτελεό λειτουργούσαν θερινές κατασκηνώσεις,
που διαρκώς αναπτύσσονταν και ανανεώνονταν με νέες γενιές κατασκηνωτών. Ο
Μητροπολίτης ήταν επί το πλείστον παρών με όραμα, ευχάριστη διάθεση και
απεριόριστη αγάπη για τα παιδιά όλου του κόσμου. Από τις κατασκηνώσεις
περνούσαν αναρίθμητα παιδιά κάθε καλοκαίρι. Εκτός από τους 400 νέους της
μητροπολιτικής Επαρχίας κάθε καλοκαίρι φιλοξενούνταν επιπλέον διπλάσιοι από
άλλες πόλεις της Ελλάδας και από χώρες του εξωτερικού. Στον Πτελεό
φιλοξενήθηκαν από τους πρώτους νέοι που έστειλαν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της
Ν.Α. Ευρώπης μετά την πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στη Βουλγαρία,
Ρουμανία και Αλβανία.

39
Για τα ιδρύματα βλέπε εγκόλπιο Ιεράς Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου 2004.

[27]
Την επόμενη ημέρα της ενθρόνισής του, περιπατώντας μέσα στην πόλη του
Κιλκίς διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα Ωδείο. Υπήρχαν μόνον μουσικές σχολές,
που δεν πρόσφεραν ολοκληρωμένο κύκλο σπουδών. Γι αυτόν τον λόγο από τις
πρώτες μέριμνές του ήταν η επισκευή ενός ερημωμένου νεοκλασικού κτηρίου
ιδιοκτησίας της Μητρόπολης, όπου στεγάστηκε το Πολυάνειο Ωδείο,40
αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το ωδείο χορηγεί Πτυχία και
Διπλώματα που εξασφαλίζουν επαγγελματική απορρόφηση.41 Το κτήριο στη δεκαετία
του ’50 και του ’60 ήταν το εντευκτήριο των νέων, οι αίθουσες των κατηχητικών
σχολείων και ο χώρος που προετοιμάζονταν οι ποικίλες ποιμαντικές εξορμήσεις στην
πληγωμένη από τον εμφύλιο ακριτική περιοχή. Από το 1974 μέχρι το 1987, με
αρκετά σημεία φθοράς και στέγη που επέτρεπε το νερό της βροχής να εισέρχεται στο
κτήριο, στέγασε σε μία αίθουσα ασθενή τον σεβάσμιο γέροντα Χαρίτωνα Συμεωνίδη.
Το 1993 με Προεδρικό Διάταγμα ξεκίνησε τη λειτουργία του το Πολυάνειο
Ωδείο Κιλκίς με 33 μαθητές στην αρχή, που γρήγορα έφτασαν τους 300-400 κατά
περιόδους, με όλες τις σχολές μουσικών οργάνων, παιδική χορωδία, ορχήστρα, σχολή
και χορό βυζαντινών ιεροψαλτών. Παράρτημα του Πολυάνειου Ωδείου άρχισε να
λειτουργεί από το 2000 και στον Άγιο Αθανάσιο. Για τη διαποίμανση αυτής της
μεγάλης κωμόπολης της Επαρχίας, ο Μητροπολίτης έδειχνε ιδιαίτερο ποιμαντικό
ενδιαφέρον, μετά την εκρίζωση του τότε Αρχιμανδρίτη Νικόδημου Τσαρκνιά (1993),
ο οποίος εργαζόταν επί πολλά χρόνια μεθοδικά ως κληρικός της Μητρόπολης για την
προσάρτηση του τμήματος αυτού στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.42
Το Εκκλησιαστικό Λύκειο Κιλκίς «Κύριλλος-Μεθόδιος» ιδρύθηκε από την
Πολιτεία το 1995, ύστερα από επίμονες παραστάσεις του Μητροπολίτη. Αρχικός του
στόχος ήταν να αποκτήσει ο κλήρος της Επαρχίας και των γειτονικών ακριτικών

40
Το Πολυάνειο Ωδείο της Ιεράς Μητροπόλεως Κιλκίς είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά
εκπαιδευτήρια της χώρας και λειτουργεί στην πόλη του Κιλκίς.
http://polyaneio.blogspot.com/search/label.
41
Υ.Α. ΥΠΠΟ.ΚΑΤΕΧΝ/Δ/40839 (ΦΕΚ 765, τ. Β΄, 30-9-1993) «Χορήγηση άδειας ίδρυσης και
λειτουργίας Ωδείου στην Ιερά Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου».
42
Ο εν λόγω Αρχιμανδρίτης με επίπονους αγώνες του Μητροπολίτη Αποστόλου τελικά καθαιρέθηκε
από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για στοιχειοθετημένα κανονικά παραπτώματα, αλλά
εξακολουθεί μέχρι σήμερα να δραστηριοποιείται, ως ρασοφόρος, υπέρ των Σκοπιανών ποικίλων
συμφερόντων. Ο ίδιος με ελεγκτικά κηρύγματα και σκοταδιστικές απειλές πνευματικής καταδίκης είχε
σπείρει τον φόβο στο ποίμνιο, ενώ συγχρόνως αντλούσε πολλά χρήματα. Η διάβρωση του ποιμνίου
ήταν χρόνια και άκρως προβληματική, σε εποχή ταραγμένων σχέσεων με τα Σκόπια λόγω των
επεκτατικών τους βλέψεων. Οι οπαδοί του στην κωμόπολη παρέμεναν για καιρό αμετάπειστοι μέχρι
που ο ίδιος σε τηλεοπτική εκπομπή δήλωσε δημοσίως για τις διασυνδέσεις του (2002).
https://www.youtube.com/watch?v =AuGPZM6jVpk&lc= UghIomdm 2DJxQ3g CoAEC

[28]
περιοχών γενική παιδεία, εφόσον η φοίτηση στο τότε πλησιέστερο στον Βόλο
σήμαινε για τους κληρικούς έξοδα και μακροχρόνια απουσία από τις ενορίες τους.43
Μετεξελίχθηκε σε ένα εκκλησιαστικό σχολείο, στο οποίο εκτός από τους Έλληνες
κάθε χρόνο φοιτούσαν κατά προσέγγιση 25 αλλοδαποί ορθόδοξοι νέοι από 36
συνολικά χώρες, κατ’ αρχάς σε μία τάξη υποδοχής για τη διδασκαλία της ελληνικής
γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού και στη συνέχεια στις τάξεις του Λυκείου ή
επί το πλείστον στην Δ’ επιμορφωτική τάξη. Ο στόχος ήταν να καλλιεργηθεί η φιλία
ανάμεσα στους νέους με συνδετικό κρίκο την πίστη στον Χριστό και τη γνώση της
ελληνικής, της γλώσσας των Γραφών και των Αγίων Πατέρων. Το Λύκειο που
γνώρισε οικουμενική ακτινοβολία στεγάστηκε στο παλαιό μαθητικό Οικοτροφείο της
δεκαετίας του ’60 στον αυλόγυρο του Ιερού Ναού των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων
πολιούχων της πόλης. Το διδακτήριο και η εστία ανακαινίστηκαν πλήρως, χάρη στα
έσοδα από προγράμματα θερινών μαθημάτων διδακτικής της ελληνικής σε
συνεργασία της Μητρόπολης με την Επιτροπή για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας
και του πολιτισμού του Πανεπιστημίου Μακεδονίας44 και αποδέκτες κυρίως
ομογενείς διδασκάλους της Παρευξείνειας διασποράς. Το Λύκειο έπαυσε να
λειτουργεί ένα χρόνο μετά την εκδημία του εμπνευστή του.
Λίγους μήνες μετά την ενθρόνισή του, φρόντισε με ιδιαίτερο ζήλο να
λειτουργήσει το Γηροκομείο της Ι. Μητροπόλεως. Είχε ανεγερθεί και εξοπλιστεί από
τον Μητροπολίτη Χαρίτωνα Συμεωνίδη το 1974. Έκτοτε παρέμεινε κλειστό. Το 1982
παραχωρήθηκε για μια εικοσαετία στο κράτος και για ποικίλους λόγους παρέμενε
ανενεργό. Όταν τέθηκε σε λειτουργία το 1992, επέστρεψε και πάλι στο κράτος,
σύμφωνα με τις προηγούμενες συμφωνίες παραχώρησης.
Η λειτουργία του «Ιδρύματος Στήριξης Πολύτεκνης Οικογένειας»
αποφασίστηκε με Προεδρικό Διάταγμα το 1998, με σκοπό να ενισχύονται σε τακτά
διαστήματα οι πολύτεκνες οικογένειες και όσες αποκτούν τρίτο παιδί. Η περιουσία
του προερχόταν από τα έσοδα πενταόροφου κτηρίου που κτίσθηκε στον αυλόγυρο
του Επισκοπείου με χορηγίες δωρητών και εκποίηση κτήματος που είχε αγοραστεί
στον Πτελεό στα χρόνια της εξορίας με τους αναδρομικούς μισθούς.

43
Εγκόλπιο Ιεράς Μητροπόλεως 2007 «Ο ιερός κλήρος της Μητροπόλεως», όπου σχετική συνέντευξη
του Μητροπολίτου.
44
https://docplayer.gr/57277130-Epitropi-gia-ti-diadosi-tis-ellinikis-glossas-kai-toy-ellinikoy-
politismoy.html σελ. 10.

[29]
Ο «Ελάχιστος Αδελφός» ήταν ένα άλλο Ίδρυμα για τις ποικίλες ανάγκες των
διαφόρων ευπαθών ομάδων της Επαρχίας, που απευθύνονταν στην Μητρόπολη και
για τη στήριξη των υπόλοιπων Ιδρυμάτων της. Τα έσοδά του προέρχονταν από τα
ενοίκια του δεύτερου κτηρίου που ανυψώθηκε και αυτό στον αυλόγυρο του
Επισκοπείου.
Η Ιερά Μητρόπολη για πολλά χρόνια και με επιμονή επιδίωκε την αναβίωση
του τοπικού παραρτήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.) στο Κιλκίς.
Εντέλει, τον Ιούλιο του 2003, ανασυγκροτήθηκε το Περιφερειακό Τμήμα του Ε.Ε.Σ.
Κιλκίς, ενώ παράλληλα λειτούργησαν και ομάδες Εθελοντριών Αδελφών,
οργανώθηκαν κύκλοι μαθημάτων Πρώτων Βοηθειών και δημιουργήθηκε ειδική
Τράπεζα Αίματος στο Νοσοκομείο Κιλκίς για τις ανάγκες απόρων ενοριτών.
Ο Ιεράρχης ποίμανε επί δεκαοκτώ έτη τη Μητρόπολή του, έως τις 27
Σεπτεμβρίου 2009, οπότε και απεβίωσε ύστερα από καρδιακή δυσλειτουργία
συνεπεία του χρόνιου διαβήτη. Η εξόδιος ακολουθία και η λιτανεία από τον
Μητροπολιτικό Ναό έως τον Λόφο του Κιλκίς θύμιζε περιφορά Επιταφίου.
Ενταφιάστηκε ύστερα από επιθυμία που είχε εκφράσει δημόσια στον περίβολο της
Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Λόφου Κιλκίς δίπλα στο οστεοφυλάκιο με την
προτομή του μακαριστού προκατόχου του Μητροπολίτη Χαρίτωνα Συμεωνίδη, του
οποίου το έργο συνέχισε προσαρμοσμένο στα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής
του.

[30]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η Εκκλησία και τα μέλη της

[31]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

Η Εκκλησία και τα μέλη της

1. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Πώς ορίζεται η Εκκλησία;

Κατά την ορθόδοξη θεολογία η Εκκλησία αποτελεί από τη φύση της ένα
μυστήριο για τον άνθρωπο.45 Γι αυτόν τον λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας τόνιζαν
ότι η Εκκλησία βιώνεται και δεν ορίζεται,46 ή ακόμη ότι αποτελεί την άλλη όψη
παρουσίας του μυστηρίου του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Επίσκοπος μακρία από κάθε
Προτεσταντικού και Ρωμαιοκαθολικού τύπου θεώρηση της Εκκλησίας47, μεταφέρει
την Ορθόδοξη θεολογική αλήθεια μέσα στα κείμενα του με τα οποία επισημαίνεται ο
μυστηριακός χαρακτήρας της Εκκλησίας: «Η εκκλησία δεν είναι νομικό σχήμα αλλά
χάρις».48 Ενώ σε άλλο σημείο ο επίσκοπος τονίζει τον χαρισματικό χαρακτήρα της
Εκκλησίας49 κηρύτοντας: «Η Εκκλησία, η κοινωνία των πιστών με το ζωντανό Σώμα
του Χριστού, δεν στηρίζεται σε θεωρίες περί δίκαιου νόμου αλλά στη χάρη».50

Ακολουθώντας τον Απ. Παύλο, κατά τον οποίο η Εκκλησία είναι το σώμα
Χριστού με κεφαλή τον Κύριο και μέλη τους βαπτισμένους χριστιανούς,51 αναλύει τη
μεταφορική αυτή εικόνα στις ομιλίες του τονίζοντας με οικουμενική προοπτική ότι η
Εκκλησία δεν είναι μια απλή συνάθροιση ανθρώπων, αλλά «το θεανθρώπινο σώμα
του Χριστού που γεννά εκ πνεύματος αγίου τα αναρίθμητα τέκνα της, ανεξαρτήτως
φυλής καταγωγής πολιτιστικής προέλευσης. Εκκλησία είμαστε όλοι εμείς οι
χριστιανοί που αποτελούμε μια κοινότητα ένα Σώμα ένα ζωντανό οργανισμό που

45
Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α´, Ὁμιλία ΙΑ´, PG 62, 554 «Στῦλός ἐστι τῆς οἰκουμένης ἡ
Ἐκκλησία...καὶ μυστήριόν ἐστι, καὶ μέγα, καὶ εὐσεβείας μυστήριον».
46
Ν. Ματσούκα, Δογματική Β΄, σ. 354: «Έτσι πουθενά δεν βλέπει κανείς ορισμό για την Εκκλησία.
Αλλά η ζωή δεν ορίζεται απλώς περιγράφεται όπως ακριβώς συμβαίνει και τη στάση της σημερινής
επιστήμης απέναντι στο πρόβλημα της ζωής…».
47
Ν. Ματσούκα, Δογματική Β΄, σ. 353: «Η συγκεντρωτική ιεροκρατική δομή της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας τονίζει στο έπακρο την έννοια του καθιδρύματοςαπό την άλλη μεριά η πνευματοκρατική
θεώρηση του Προτεσταντισμού εξαίρει κατ αποκλειστικότητα την έννοια της κοινωνίας διαμέσου του
Αγίου Πνεύματος».
48
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 167.
49
Γ. Φλωρόφκσυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, σ. 65.
50
Διακονία Λόγου, σ. 210.
51
Κολ., 1:24: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν
θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ἧς ἐγενόμην ἐγὼ
διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς, πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.».

[32]
προσφέρει τη λατρεία του στον Θεό».52 Με την παραπάνω διατύπωση ο Επίσκοπος
θέλει να διατηρήση την ορθόδοξη θεολογική θέση που θέλει την Εκκλησία του
Χριστού κοινωνία προσώπων.53

β. Η σχέση Χριστού και Εκκλησίας

Στη σκέψη του Επισκόπου ο Χριστός και η Εκκλησία συνδέονται


αναπόσπαστα. Στα κηρύγματα που μελετήσαμε συναντούμε τη χριστοκεντρική
θεώρηση του Απ. Παύλου με την οποία παρουσιάζεται η υπερφυής και αδιάλυτη
ένωση Χριστού και Εκκλησίας (Εφ. 5:25-33) και η σωτηριολογική της διάσταση: «ο
Κύριος είναι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας. και μας διδάσκει, μας θεραπεύει,
μας ανορθώνει, μας ολοκληρώνει και μας ανασταίνει στον καινούργιο αιώνιο
κόσμο».54

Η σχέση Χριστού και Εκκλησίας παρουσιάζεται στα κηρύγματα και με την


άλλη μεταφορική εικόνα του Νυμφίου, της νύμφης και του γάμου, που χρησιμοποιεί
ο Απ. Παύλος, η Αποκάλυψη (Απ. 22:2,9) και περαιτέρω ερμηνεύουν οι Πατέρες της
Εκκλησίας: «Η Εκκλησία μας συχνά αποκαλεί τον Κύριο Νυμφίο. Νυμφίο ταπεινό,
απλό, γεμάτο, αγάπη και κατανόηση για τη ξεστρατισμένη του νύμφη».55 «Η
απερίγραπτη, η ασύλληπτη αγάπη του Νυμφίου Χριστού προς την Νύμφη του την
Εκκλησία μόνο με την ειλικρινή ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη των συζύγων

52
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 264Εφ. 1: 3-4: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ,
καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον
αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ».
53
Ν. Ματσούκα, Δογματική Β, σ. 355: «Αν προσέξει κανείς τα βιβλικά κείμενα, που κάνουν λόγο για το
λαό του Θεού, για την κοινότητα του λαού, για το σώμα αυτής της κοινότητας, και τα συγκρίνει με τα
αντίστοιχα πατερικά κείμενα κάθε είδους, ακόμα και τα λειτουργικά, θα διαπιστώσει ότι όλη η
αποκάλυψη του Θεού, ώς αλήθειας και αγαθότητας, αναφέρεται στην κοινωνία των λογικών και
νοερών όντων, η οποία αποτελεί την Εκκλησία.».
54
Διακονία Λόγου, σ. 242Α΄ Κορ. 3:11: «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,
ὅς ἐστιν ᾽Ιησοῦς Χριστός.».
55
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 83Μρκ. 2:19: «καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ
νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον,
οὐ δύνανται νηστεύειν»Ιω. 3:28: «αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ᾿
ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου».

[33]
μπορεί κάπως να συγκριθεί. Διότι ο Νυμφίος της Εκκλησίας πρώτος εκείνος μας
αγάπησε».56

Η δυναμική της σχέσης μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας στα κηρύγματα


υπογραμμίζεται ως αμφίδρομη, κατά την οποία η Εκκλησία αφοσιώνεται στο Χριστό
και ο Χριστός θυσιάζεται για να την σώσει: «Η συνάντηση με το Νυμφίο Χριστό
είναι σχέση σταθερής αφοσίωσης και ανιδιοτελούς αγάπης. Ο Νυμφίος αγαπά τη
νύμφη του μέχρι σταυρικής θυσίας και η νύμφη καλείται να αγαπά τον Νυμφίο
Χριστό».57

Ο Χριστός με το κοσμοσωτήριο έργο Του έθεσε τα ιστορικά θεμέλια της


Εκκλησίας58 αν και η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με μια συγκεκριμένη ιστορική φάση59.
Τα κηρύγματα του επισκόπου κινούνται πάνω σε αυτή τη χριστοκεντρική θεώρηση
της Εκκλησίας, η οποία κατά την πατερική θεολογία αντλεί τη σωτηρία της από τη
θυσιαστική αγάπη του Χριστού προς τη «νύμφη» του:60:«Ο Θεάνθρωπος όμως
γνωρίζει καλά και τον άνθρωπο, αφού γίνεται ένα μαζί του. Παίρνει τη δική του
σάρκα. Και όχι μόνον γνωρίζει καλά τον άνθρωπο, αλλά και τον αγαπά. Τον αγαπά
τόσο πολύ, ώστε ανεβαίνει πάνω στο Σταυρό, δίνει το αίμα του, για να λυτρώσει τη

56
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 32.
57
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 324.
58
Ι. Καρμίρη, Εκκλησιολογία, σ. 5.
59
Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, 2, 76 PG 26, 308B-C: Πῶς οὖν ἐξελέξατο, πρὶν γενέσθαι ἡμᾶς, εἰ μὴ,
ὡς αὐτὸςεἴρηκεν, ἐν αὐτῷ ἦμεν προτετυπωμένοι; Πῶς δὲ ὅλως, πρὶν ἀνθρώπους κτισθῆναι, ἡμᾶς
προώρισεν εἰς υἱοθεσίαν, εἰ μὴ αὐτὸς ὁ Υἱὸς πρὸ τοῦ αἰῶνος τεθεμελίωτο, ἀναδεξάμενος τὴν ὑπὲρ
ἡμῶν οἰκονομίαν; Ἢ πῶς, ὡς ἐπιφέρει λέγων ὁ Ἀπόστολος, ἐκληρώθημεν προορισθέντες, εἰ μὴ αὐτὸς
ὁ Κύριος, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἦν θεμελιωθεὶς, ὥστε αὐτὸν πρόθεσιν ἔχειν ὑπὲρ ἡμῶν πάντα τὸν καθ' ἡμῶν
κλῆρον τοῦ κρίματος ἀναδέξασθαι διὰ τῆς σαρκὸς, καὶ λοιπὸν ἡμᾶς ἐν αὐτῷ υἱοποιηθῆναι; Πῶς δὲ καὶ
πρὸ χρόνων αἰωνίων ἐλαμβάνομεν, μήπω γεγονότες, ἀλλ' ἐν χρόνῳ γεγονότες, εἰ μὴ ἐν τῷ Χριστῷ ἦν
ἀποκειμένη ἡ εἰς ἡμᾶς φθάνουσα χάρις; διὸ καὶ ἐν τῇ κρίσει, ὅταν ἕκαστος κατὰ τὴν πρᾶξιν
ἀπολαμβάνῃ, φησί· Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου· κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν
βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Πῶς οὖν ἢ ἐν τίνι, πρὶν γενέσθαι ἡμᾶς, ἡτοιμάσθη, εἰ μὴ ἐν τῷ
Κυρίῳ τῷ πρὸ αἰῶνος εἰς τοῦτο θεμελιωθέντι, ἵν' ἡμεῖς, ὡς ἐπ' αὐτὸν ἐποικοδομούμενοι, μεταλάβωμεν,
ὡς λίθοι εὐάρμοστοι, τῆς παρ' αὐτοῦ ζωῆς τε καὶ χάριτος»Κλ. Αλεξανδρείας, Στρωματείς, 7, 17 PG 9,
552Ν. Ματσούκα, Δογματική Β΄, σ. 365: «Η σύνδεση δημιουργίας και Εκκλησίας μας προφυλάγει
εξάπαντος από αντιλήψεις που θεωρούν την Εκκλησία ως μια στατική περιοχή, ταυτίζοντας την
μάλιστα με μια ιστορική φάση (κυρίως την περίοδο μετά την Πεντηκοστή), η ακόμα χειρότερο με μια
χρονική και τοπική διάσταση».
60
Ιω. Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς. Μάξιμον, 3, PG 51,229: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ
Χριστοῦ συνέστη…Καί καθάπερ τοῦ Ἀδάμ καθεύδοντος ἡ γυνή κατεσκευάζετο, οὕτω τοῦ Χριστοῦ
ἀποθανόντος Ἐκκλησία διεπλάττετο ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ».

[34]
νύμφη του -Εκκλησία- από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι πάνω στον
Σταυρό μεσιτεύει ο Θεάνθρωπος για τον άνθρωπο στον Θεό Πατέρα.».61

γ. Το Άγιο Πνεύμα συγκροτεί την Εκκλησία

Στο ομιλητικό έργο του επισκόπου, το Άγιο Πνεύμα έχει σημαντική θέση για
τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας: «Το Άγιο Πνεύμα οδηγεί τα βήματά μας στο
Θεάνθρωπο Χριστό, μας ενσωματώνει στο θεανθρώπινο Σώμα του, δηλαδή την
Εκκλησία».62 Μετά την ημέρα της Πεντηκοστής, το Άγιο Πνεύμα συγκροτεί την
Εκκλησία63: «με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενσωματωνόμαστε στο
σταυρωμένο και αναστημένο Σώμα του Υιού και Λόγου του Θεού. Και με τη δωρεά
του Αγίου Πνεύματος τρεφόμαστε με το πανάγιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Κυρίου
μας».64

Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους αποστόλους «το Άγιο
Πνεύμα εξασφαλίζει την παρουσία του Κυρίου και συνέχει την εκκλησία του. Mετά
την Πεντηκοστή, η Εκκλησία είναι κατοικία όλων. Όλοι όσοι βαπτίζονται εις το
Όνομα του Τριαδικού Θεού και μεταλαμβάνουν το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου
είναι ένοικοι του οίκου του Θεού».65

Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας ερμηνεύει ο
Επίσκοπος πώς έχει συνεκτικό χαρακτήρα, διότι αποτελεί τη «μεγαλύτερη δωρεά
στον κόσμο όλον, γιατί διασπά την εγωκεντρικότητα και την ανόητη αυτάρκεια και
φανερώνει τον καινούργιο άνθρωπο. Αναδεικνύει τον άγιο που έχει σχέση λατρείας
με το Θεό σχέση αγάπης με τον συνάνθρωπο και σεβασμό στη φύση. Εισαγάγει τον
άνθρωπο στον καινούργιο κόσμο, όπου κυριαρχεί η χάρις, η ελευθερία και η αλήθεια
του Χριστού».66

61
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 10.
62
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 159.
63
Πεντηκοστάριον, Κυριακή της Πεντηκοστης, γ΄ ιδιόμελο των Εσπερίων, σ.227 : «Πάντα χορηγεῖ τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους
ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας».
64
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 192.
65
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329.
66
Διακονία Λόγου, σ. 109

[35]
Τα μέλη της Εκκλησίας κοινωνούν των δωρεών του Αγίου Πνεύματος που
εξαγιάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: «Τα χαρακτηριστικά των πιστών
σφραγίζονται από το Άγιο Πνεύμα και προσφέρονται δωρεάν» και είναι «η αγάπη, η
χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πραότητα, η
εγκράτεια».67

Για την Ορθόδοξη Θεολογία η Εκκλησία αποτελεί την μαρτυρία της


παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην ιστορία.68 Η παρουσία του Παρακλήτου
μέσα στη ζωή της Εκκλησίας καθιστά εφικτό «όσοι πιστεύουν και ενεργούν με τη
χάρη και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να ενσωματώνονται στο δικό του
ζωντανό Σώμα και δεν γνωρίζουν θάνατο».69 Το Άγιο Πνεύμα μέσα στο Σώμα της
Εκκλησίας ενεργεί στα μέλη της, ώστε να «να ενισχύει στη μνήμη μας το
απολυτρωτικό έργο του Ιησού. Και έτσι ο Χριστιανός, ο άνθρωπος που φέρνει τη
σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος στο μέτωπο του, πάνω από όλα θυμάται
το Θεό. Θυμάται τον Σταυρό, τον τάφο, την τριήμερη Ανάσταση του Κυρίου και την
Ανάληψη στους ουρανούς».70 Ταυτοχρόνως αναγεννά τον άνθρωπο, τον καθιστά κατ’
εξοχήν κοινωνικό, σε σημείο, ώστε «όταν σκηνώσει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα,
κατοικήσει μέσα στη συνείδησή μας, την ψυχή το πνεύμα, τότε γινόμαστε παιδιά της
χάριτος του Θεού. Και παιδιά της χάριτος του Θεού σε τούτο τον κόσμο της φθοράς,
διαφθοράς και του θανάτου σημαίνει διαρκή αναφορά στην αγία Τριάδα και διαρκή
παρουσία στις χαρές και μάλιστα στις λύπες των κοντινών και μακρινών αδελφών».71

Συνεπώς η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας
επιτελεί το έργο του εξαγιασμού των πιστών, ώστε κατά χάριν, εν μέσω ποικίλων
δοκιμασιών, να μετέχουν στην αναστημένη παρουσία: «εξαγιάζονται με τη χάρη του
Αγίου Πνεύματος, συμπορεύονται μαζί του στον ένδοξο θάνατο και συνανίστανται
μαζί του».72

67
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 174.
68
Γ. Φλωρόφκσυ, Δημιουργία καὶ Απολύτρωση, σ. 41: «Παράδοση εἶναι ἡ ἐσωτερική, μυστική μνήμη
τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, πρὸ πάντων, ἡ «ἑνότητα τοῦ πνεύματος», ἡ ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς
πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ζωῆς τῆς χάριτος. Εἶναι ἡ ζωντανή σχέση μὲ τὴν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς, τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μέσα στὸν κόσμο ὡς τὸ «Πνεῦμα τῆς
Ἀληθείας».
69
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 117.
70
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 31.
71
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 102.
72
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 102.

[36]
δ. Ο σκοπός της Εκκλησίας

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν


για να γίνουν κοινωνοί της θείας φύσεως.73 Αυτή η χριστοποίηση των ανθρώπων
επιτελείται μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.74

Στα ομιλητικά κείμενα που μελετήσαμε επισημαίνεται η ίδια θέση, κατά την
οποία στην Εκκλησία «γεννιόμαστε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και τη
δική μας συνεργία στον καινούργιο κόσμο της σταυρωμένης αγάπης και της
αναστημένης ελπίδας στο γεγονός αυτό μητέρα μας είναι η Εκκλησία, το Σώμα του
Χριστού μας, στο οποίο είμαστε ενσωματωμένοι με την πίστη και τη λατρεία του
Χριστού».75 Ενώ σε άλλο σημείο, με παρόμοιο τρόπο, τονίζεται ότι σκοπός της
Εκκλησίας είναι η κατά χάριν γέννηση του ανθρώπου:76 «…μέσα σε τούτο το
ζωντανό Σώμα γεννιέται ο άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και γίνεται κατά χάριν
μέτοχος της αναστημένης παρουσίας του Θεανθρώπου Χριστού».77

Στις ομιλίες οι θεολογικές αυτές θέσεις δεν είναι θεωρητικές διδασκαλίες,


αλλά σκοπεύουν στην πνευματική αναγέννηση του ποιμνίου και τη δημιουργία
ανάλογου ήθους: «Η εκκλησία μας αναγεννά με το βάπτισμα: όσοι βαπτίζονται στο
όνομα της Αγίας Τριάδας ντύνονται τον Κύριο, γίνονται ένα με τον Θεάνθρωπο
Χριστό, όπου χωρούν όλοι, ανεξαρτήτως φυλής και καταγωγής».78 Γι αυτόν τον λόγο
συχνά επαναλαμβάνει ότι η Εκκλησία είναι μητέρα μας: «Η Εκκλησία κυοφορεί το
σπέρμα του Αγίου Πνεύματος και γεννά εις ζωήν αιώνιον».79

73
Μαξίμου Ομολογητού, Ἐπιστολή 43 Εἰς Ἰωάννην Θαλαμηπόλου, PG 91, 640 BC:«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο
ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτῆς ἀϊδιότητος μέτοχοι· καί
φανῶμεν Αὐτῶ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι’ ἥν πᾶσά τε τῶν ὄντων ἡ σύστασίς ἐστι καί
διαμονή· καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις»Βλαδιμήρου Λόσκυ, Μυστική Θεολογία
Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στέλλας Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 99.
74
Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων ἀποριῶν τῶν Ἁγίων Διονυσίου καί Γρηγορίου, PG 91, 1084D
75
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 39
76
Πβ.. Ιω 3:3,6:«ἀμήν άμήν λέγω σοι, έάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, ού δύναται ἰδρῖν τήν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ…τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστιν, καί τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦαμἀ
ἐστι».
77
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 339.
78
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 143.
79
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 120.

[37]
Συγχρόνως, η Εκκλησία με τα ιερά μυστήρια80 προσπαθεί «να μας
καλλιεργεί, να μας φωτίζει, να μας αφυπνίζει, ώστε να συνειδητοποιούμε τη
λυτρωτική παρουσία του Χριστού και να τον δεχόμαστε και στη δική μας
κατοικία».81

Ο ομιλητής επισημαίνει επίσης πως κύριο έργο της Εκκλησίας είναι η λατρεία
του Θεού «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ»82, η οποία δεν αποτελεί μια τυπική εκπλήρωση
θρησκευτικών καθηκόντων, αλλά προσωπική σχέση με τον Χριστό83: «λατρεία
σημαίνει στενός δεσμός με το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, ο οποίος μας
χαρίζει τη λύτρωση από τα φθοροποιά πάθη και μας χαρίζει τη σωτηρία μας».84

Η Εκκλησία αποτελεί τη μοναδική κιβωτό σωτηρίας, μέσα στην οποία ο κάθε


πιστός συναντά τον Σωτήρα του Χριστό. Προσφέρει τη σωστική χάρη του Αγίου
Πνεύματος και γι αυτό, όπως ο Ιεράρχης εξηγεί στο εκκλησίασμα, υπαινισσόμενος
την ετυμολογία της λέξης (εκ-καλώ, εκκλησία), το κύριο χαρακτηριστικό της «είναι
να καλεί κάθε χριστιανό»85 στην οικογένεια του Χριστού για την «καλλιέργεια των
πιστών, ώστε να είμαστε έτοιμοι να δεχόμαστε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος».86
Οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος είναι τα εμφανή εκείνα σημεία της χάριτος που
εξαγιάζουν τους πιστούς: «η Εκκλησία των αγίων πάντων είναι το λυτρωτικό σώμα
που μεταπλάθει και εξαγιάζει κάθε άνθρωπο».87

ε. Ο ναός χώρος της εκκλησιαστικής σύναξης

Στα κηρύγματα που μελετήσαμε γίνεται αναφορά στον ιερό ναό και στη
σημασία που απορρέει από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας που τελείται εντός
αυτού.

Ο ναός είναι ο χώρος «μέσα στον οποίο συναθροίζονται οι πιστοί για να


τελεσιουργηθεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, η θεία Λειτουργία, το μυστήριο

80
Ν. Καβάσιλα, Ἑρµηνεία εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, ΡG 150, 452: «Η Ἐκκλησία σηµαίνεται ἐν τοῖς
µυστηρίοις».
81
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 215.
82
Ιω. 4:24: «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
83
Ν. Φίλια, Λειτουργική Α΄, σ. 145.
84
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 120.
85
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 120.
86
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 127.
87
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 90.

[38]
της ενανθρωπήσεως, της σταύρωσης, της ανάστασης του Κυρίου».88 Και για να
διευκρινίσει περισσότερο τον όρο εκκλησία με τη σημασία του ναού , επανέρχεται
δηλώνοντας πως εννοούμε «τον χώρο του ναού που …εκκλησιάζονται οι πιστοί, για
να ευχαριστήσουν το Θεό πατέρα για τις άπειρες ευεργεσίες τους».89

Και συνεχίζει διευκρινίζοντας ποιοι είναι οι ένοικοι αυτού του ναού,


επικαλούμενος έμμεσα την ετυμολογία της λέξης ναός από το αρχαιοελληνικό ρήμα
νέω=κατοικώ: «Στον δικό μας χριστιανικό ναό κατοικούν η τρισυπόστατη θεότητα, οι
άγιοι, οι κεκοιμημένοι και οι μετανοούντες χριστιανοί, που δεν οσμίζονται τον
θάνατο, αλλά γεύονται από τώρα την ανάσταση».90 Και προχωρεί ακόμη περισσότερο
υπογραμμίζοντας την εμπειρία των πιστών από την τέλεση του μυστηρίου της θείας
ευχαριστίας μέσα στον ιερό ναό και τη συμπαντική της διάσταση: «μέσα στον ναό ο
Ουρανός γίνεται γη και η γη Ουρανός».91

Σε άλλο σημείο ο Ιεράρχης, στηριγμένος στη σχετική διδασκαλία του Απ.


Παύλου,92 υπενθυμίζει στο εκκλησίασμα πως ναός, με τη μεταφορική σημασία της
λέξης, μπορεί να γίνει ο κάθε πιστός: «Ναός του Θεού για μας τους Χριστιανούς είναι
ο κάθε άνθρωπος που εξαγιάζεται με την χάρη και την αγάπη του Χριστού…».93

Εκτός από τον ναό, τον χώρο, όπου τελείται το μυστήριο της θείας
Ευχαριστίας, στις ομιλίες γίνεται αναφορά και στον χρόνο, κατά τον οποίο κατ’
εξοχήν συναθροίζεται η ευχαριστιακή κοινότητα, την ημέρα της Κυριακής, για να
βιώσει το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού: «Την ανάσταση
την γιορτάζουμε κάθε Κυριακή που τελούμε τη θεία λειτουργία… την ευχαριστία μας
για το σωτηριολογικό έργο του Χριστού, την εκδηλώνουμε στην ευχαριστιακή μας

Διακονία Λόγου, σ. 170Πβ.. Ευχολόγιον Μέγα, Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ευχή
88

Αναφοράς, σ. 64: «μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν
γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς
ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας».
89
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 77.
90
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 78.
91
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 78.
92
Α΄Κορ. 6:19:«οὐκ οἴδατε ὅτι το σῶμα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἁγίου πνεύματος ἐστίν».
93
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 403Α΄Κορ. 3:9-17 Πβ.. εντυπώσεις απεσταλμένων Ρώσου
πρίγκηπα Βλαδίμηρου στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. http://www.mgh-
bibliothek.de/dokumente/a/a011458.pdf The Russian Primary Chronicle Laurentian Text Translated
and edited by Samuel Hazzard Cross and Olgerd P. Sherbowitz-Wetzor ,The Medieval Academy of
America Cambridge, Massachusetts.

[39]
σύναξη, εκεί όπου τρεφόμαστε με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, για να
αναζωπυρώνεται η βέβαιη προσδοκία της αναστάσεως».94

Η Κυριακή, ημέρα της Αναστάσεως, τονίζεται στις ομιλίες ως η πρώτη ημέρα


της εβδομάδας αλλά και ως η ογδόη, κατά την πατερική διδασκαλία:95 «Πρώτη ημέρα
της εβδομάδας η Κυριακή είναι η κατ’ εξοχήν λυτρωτική ημέρα. Κατ’ αυτήν
συντελείται η καινούργια δημιουργία, που δίνει νόημα και πληρότητα στον χρόνο και
σε ολόκληρη τη κτίση. Κατ’ αυτήν συντελείται το σωτήριο έργο του Θεανθρώπου
Χριστού».96 Σε άλλο σημείο του ομιλητικού έργου, η ίδια αυτή θέση, όπου
συνδυάζεται ο τόπος και ο χρόνος που τελείται η θεία ευχαριστία, γίνεται πιο
αναλυτική: «Η ημέρα του Κυρίου είναι η Κυριακή. Είναι η κατ’ εξοχήν ημέρα που
συναθροιζόμαστε μέσα στον ναό και αποτελούμε την ευχαριστιακή κοινότητα.
Προσφέρουμε τα τίμια δώρα στον Θεό μας και τον ευχαριστούμε για όλες τις
ευεργεσίες που μας έχει προσφέρει και κυρίως και προ πάντων για τον Υιό του που
μας έσωσε από το θάνατο και το Πνεύμα του το Άγιο που μας εξαγιάζει και μας
ενσωματώνει μέσα στο Σώμα του Χριστού».97

Για τον Ιεράρχη η Κυριακή, είναι η ημέρα κατά την οποία εορτάζουμε την
κατάργηση του θανάτου και την ανακεφαλαίωση όλης της δημιουργίας στα έσχατα:
«Ο θεάνθρωπος θάπτεται μαζί με το φθαρτό κόσμο και συντρίβει το κράτος του
θανάτου και ανίσταται τριήμερος…είναι η καινούργια ημέρα του Κυρίου η Κυριακή.
Τούτη την καινούργια ημέρα ο θάνατος νικάται κατά κράτος και στο πρόσωπο του
Θεανθρώπου Ιησού Χριστού το φθαρτό γίνεται κατά χάριν άφθαρτο, το ανθρώπινο
κατά χάριν θείο και ο πεπερασμένος χρόνος προεκτείνεται στο ατελεύτητο διάστημα
της παρουσίας του Θεανθρώπου Σωτήρα μας Ιησοῦ».98

Ο πιστός μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα βιώνει συνεχώς το μυστήριο της


αναστάσεως ως ένα διαρκές παρόν, γιατί «στην Εκκλησία μας δεν γνωρίζουμε παλιό.

94
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 37.
95
Β. Καλλιακμάνη (πρωτ.), Ποιμαντική, σ. 247Περισσότερα για την ογδόη ημέρα βλέπε στην
εμπεριστατωμένη μελέτη Γεωργίου Ν. Φίλια, Η έννοια της «ογδόης ημέρας» στη λατρεία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συμβολή στην Ιστορία και τη Θεολογία της Λατρείας, Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα
2010.96Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 114.
96
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 114.
97
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 111.
98
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 250Βλέπε επίσης Αρχιμ. Νικόδημου Σκρέττα, «Κολλυβάδες και θεία
Λατρεία», Τα προνόμια της Κυριακής,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ib_1_9.pdf.

[40]
Η Ανάσταση του Κυρίου γίνεται ποτέ παρελθόν; Κάθε Κυριακή κυριαρχεί στη ζωή
μας το μυστήριο της αναστάσεως. Ο Ιησούς είναι αιώνια νέος σε βαθμό που ο Ιησούς
είναι το αιώνιο παρόν».99 Και για να γίνει ακόμη περισσότερο κατανοητή το
μυστήριο της Εκκλησίας-Σώματος Χριστού, χώρου, χρόνου και εξαγιασμού των
μελών επιμένει: «Εκκλησία είναι το σώμα που δεν καταργείται, ο χώρος που
παραμένει και ο χρόνος που είναι ατελεύτητος είναι το Σώμα του Χριστού. Η δική
του θεανθρώπινη παρουσία μεταβάλλει τη φθορά σε αφθαρσία και την αλλοίωση σε
αιωνιότητα».100

στ. Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας

Η Εκκλησία είναι το Σώμα, μέλη της οι πιστοί και κεφαλή της είναι ο
Χριστός. Η βασική αυτή διδασκαλία της Καινής Διαθήκης επαναλαμβάνεται με
πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως έχουμε ήδη εντοπίσει, σε πολλές
ομιλίες, χωρίς να παραλείπεται η ιδιοπροσωπία των μελών της:101 «Όσοι βαπτίζονται
εις το όνομα του Χριστού, ονομάζονται πλέον Χριστιανοί. Όσοι πιστεύουν στο
Χριστό, όσοι εμπιστεύονται τον εαυτό τους και αγωνίζονται να τον μιμηθούν,
ανήκουν πλέον στο άγιο γένος.102 Αυτό δε σημαίνει ότι καταργείται το γένος άπ’
όπου προέρχονται, Δεν παύει να ισχύει η καταγωγή τους και οι γονείς τους. Τονίζεται
όμως η υπέρβαση όλων των διαφορών από το άγιο γένος, που είναι γέννημα του
Αγίου Πνεύματος».103

Για την Θεολογική σκέψη του μακαριστού επισκόπου η ενότητα των μελών
της Εκκλησίας όχι μόνον δεν σημαίνει απώλεια της ιδιαιτερότητας του κάθε πιστού ή
του πολιτισμού της κάθε κοινότητας, αλλά αντιθέτως αποτελεί αποδοχή της
διαφορετικότητας ως συνεκτικού στοιχείου: «…ενότητα δεν σημαίνει ομοιομορφία
και πολιτιστική ισοπέδωση. Μέσα στην ίδια την κοινωνία οι άνθρωποι διακρίνονται

99
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 40.
100
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 65.
101
Γαλ. 3,28: «Πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ».
102
Α΄ Πέτρ. 2,9: «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός είς περιποίησιν,
ὅπως τάς ἀρετάς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμάς καλέσαντος είς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς».
103
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ 173Πβ.. Γαλ.3:23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι
δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

[41]
για τα ποικίλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις κλίσεις τους, το επάγγελμά τους,
τις προσωπικές προτιμήσεις τους, τις λεπτομέρειες της ζωής τους…»104.

Η ενότητα όλων των μελών της Εκκλησίας ζώντων και κεκοιμημένων


εξασφαλιζεται από τη σχέση τους με τον Χριστό και το κοσμοσωτήριο έργο του που
μνημονεύουμε στη θεία ευχαριστία:105 «το θείο προσλαμβάνει το ανθρώπινο, όπου
συναντώνται οι άγγελοι του ουρανού με τους Αγίους, τους μάρτυρες, τους
κεκοιμημένους και με όλους τους πιστούς και ολάκερη την πλάση».106

Αξιοσημείωτο είναι το λογοπαίγνιο που κάνει ο Ιεράρχης με τη λέξη χώρος-


Εκκλησία, το σύνθετο ρήμα συγ-χωρώ και τη συγχώρηση που καθίσταται δυνατή
μέσα στην Εκκλησία, γιατί είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος: «Στον χώρο της
Εκκλησίας χωρούν οι μετανιωμένοι αμαρτωλοί και οι συγχωρούντες στον ίδιο χώρο
με τους μετανιωμένους και οι αγαπώντες. Πάντοτε βέβαια με τη λυτρωτική και
πληρωτική παρουσία του Θεού Πατέρα του Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος
και τις πρεσβείες της Θεοτόκου Μαρίας και πάντων των αγίων».107

Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας απορρέει από την ενότητα του
αδιαίρετου τριαδικού Θεού, κατά την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου.108 Αυτή την
βεβαίότητα ο Επίσκοπος μεταφέρει στο εκκλησίασμα μέσα από τις ομιλίες του με τις
οποίες τονίζει πως: «σε όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας μας αναφερόμαστε και
στηρίζουμε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του αγίου πνεύματος στην
ενότητα της τρισυπόστατης θεότητας».109 Με την παραπάνω θέση δικαιολογείται το
γεγονός πως ο Επίσκοπος κατανοεί πως μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας κανείς δεν
βιώνει την αίσθηση της εγκατάλειψης, γιατί «όσοι ζουν το μυστήριο του

104
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ 173.
105
Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία, σ. 214.
106
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 143Πβ.. Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Ευχή αναφοράς, σ. 62:«Εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ ὑπὲρ τῆς λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν
δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν
λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν,
προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς
πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου».
107
Διακονία Λόγου, σ. 71.
108
Ιω. 17:21-22: «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν͵ καθὼς σύ͵ πάτερ͵ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί͵ ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν
ὦσιν͵ ἵνα ὁ κόσμος πιστεύῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς͵ ἵνα
ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν».
109
Διακονία Λόγου, σ. 107.

[42]
σταυρωμένου και αναστημένου Χριστού είναι ζωντανά μέλη της ευχαριστιακής
κοινότητας που λέγεται Εκκλησία και δεν μένουν μόνοι»110 γιατί όσοι κοινωνούν του
Σώματος και του Αίματος του Χριστού «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστῷ
γινόμενοι».111

ζ. Η οικουμενική διάσταση της Εκκλησίας

Η οντολογία της Εκκλησίας, δεν επιτρέπει κανενός είδους περιορισμό ή


εξαίρεση για κανέναν. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ο περιορισμός του Χριστού
σε εθνότητες αποτελεί μορφή έκπτωσης.112 Η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές
ήταν να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη έως την άκρη της γης
και να τους καταστήσουν μέλη του Σώματός του με το βάπτισμα.113 Και ο κατ’
εξοχήν Απόστολος των εθνών διακήρυξε ότι το ευαγγέλιο της σωτηρίας απευθύνεται
αδιακρίτως γένους ή φύλου σε όλους.114

Στα κείμενα που εξετάζουμε, ο Επίσκοπος μακριά από κάθε είδους


εθνοφυλετισμό115 ή κοινωνικό αποκλεισμό διδάσκει πως στην Εκκλησία «δεν χωρούν
γκέτο, διακρίσεις και κοινωνικοί αποκλεισμοί.» γιατί με το Άγιο Πνεύμα που
συγκροτεί την Εκκλησία «…δεν ισοπεδώνονται οι ιδιαιτερότητες των πολιτισμών
μήτε τα χαρακτηριστικά του καθενός λαού. Αυτά διατηρούνται σαν μια θαυμαστή
ποικιλία χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος».116

Η παραμονή του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία εδράζεται στην ελεύθερη


επιλογή του να δημιουργήσει σχέση κοινωνίας με τον συνάνθρωπο και τον Θεό. Η
Εκκλησία δικαιολογεί την ταυτότητά της όσο αυτή ανοίγεται προς τον κόσμο και τα
έθνη.117 Ο ομιλητής με ένα εύστροφο λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λέξεις «οίκος»,

110
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 82.
111
Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Μυσταγωγική Κατήχηση, P.G. 33, 1017.
112
Σωφρονίου (αρχιμ.), Σιλουανός, σ. 38.
113
Μτ. 28:19: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
114
Γαλ. 3:28: « οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ·
πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ».
115
Πβ.. Περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 κατά την οποία
καταδικάστηκε η αίρεση του Εθνοφυλετιμσού βλ. Νικολάου Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα,
Η Ορθόδοξη Διασπορά στην Δύση, τόμ. Α΄, Εκδ. ΕΑΠ, (Πάτρα 2001), σ.122.
116
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 98.
117
Α. Παπαθανασίου, Εκκλησία, σ. 30.

[43]
«οικουμένη», «οικείος», «οικειότητα», «κάτοικος», «συγκάτοικος» και με
παραστατικό τρόπο ερμηνεύει τον οικουμενικό ορίζοντα της Εκκλησίας: «Μέσα σε
αυτόν τον Οίκο, όπου δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος από την οικουμένη, δηλαδή
την κατοικούμενη γη, εκείνο που επικρατεί είναι η οικειότητα. Ο Θεός γίνεται οικείος
με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος γίνεται συγκάτοικος με τον Θεό και με όλους τους
ανθρώπους. Γιατί ο Θεός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση ανεξαιρέτως. Και τη
λευκή και τη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη και τον άνδρα και τη γυναίκα και
τους πλουσίους και τους φτωχούς, για να τους λυτρώσει από τη φθορά και τη
διαφθορά, τη σήψη και τον θάνατο».118

Ο επίσκοπος, χωρίς να αναιρεί τις πάσης φύσεως ιδιαιτερότητες κάθε λαού,


υπογραμμίζει ότι «οι χριστιανοί έχουν και αυτοί τη δική τους φυλετική, εθνική και
πολιτιστική καταγωγή»,119 αλλά τελικά «…εκείνο που μετρά είναι η εκ Πνεύματος
αγίου γέννα».120 Είναι φανερό πώς με αυτές τις θέσεις, στηλιτεύεται ο
εθνοφυλετισμός και η μισαλλοδοξίας σε μία εποχή προβλημάτων με τους γείτονες
της ακριτικής αυτής Επαρχίας.121 Επίσης υπενθυμίζοντας στους ακροατές του και τον
καταλυτικό ρόλο του βαπτίσματος ανακεφαλαιώνει για την οικουμενική διάσταση
των Χριστιανών, πάνω στη βάση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος : «Ο λαός
του Θεού γίνεται οικουμενικός, γίνεται παγκόσμιος. Δεν παύει να ανήκει στο έθνος
του, δεν παύει να υπερασπίζεται την πατρίδα του, δεν παύει να διαφυλάττει την
πολιτιστική του ιδιαιτερότητα. Όμως δεν καλλιεργεί τον εθνοφυλετισμό, την
ξενοφοβία, τις μισαλλοδοξίες, τις διαιρέσεις, τις εχθρότητες»,122 για να καταλήξει σε
άλλο σημείο πως «η μάννα των χριστιανών είναι η Εκκλησία, είναι όλο το
ευχαριστιακό σώμα, που μέσα του χωρούν όλοι οι πιστοί ανεξάρτητα από την εθνική
καταγωγή»,123 διότι «μετά την ημέρα της Πεντηκοστής η Εκκλησία πλέον είναι
κατοικία όλων».124 Και αυτό συμβαίνει, διότι αυτή την ενότητα την βιώνουν όλοι οι

118
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329.
119
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 143.
120
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 143.
121
Το θέμα των Σκοπίων ήταν σε διαρκή έξαρση κατά την εποχή που εκφωνήθηκαν αυτές οι ομιλίες. Η
στάση του Επισκόπου την εποχή των συλλαλητηρίων ήταν χαρακτηριστική, ιδιαίτερα κατά τη μαζική
αντίδραση που σημειώθηκε στην έδρα της Επαρχίας του, όπως καταγράφηκε από ανταποκριτές:
«Σκοπιανοί αδελφοί μου, αφήστε τις ανιστόρητες διεκδικήσεις σας. Εμάς μας ενώνει για αιώνες ο
Χριστός και η Ορθοδοξία μας! Ελάτε να δώσουμε τα χέρια και να ζήσουμε ειρηνικά».
122
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ . 174.
123
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 206.
124
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329.

[44]
πιστοί, όπως στη συνέχεια αναλύεται: «η πνευματική εμπειρία όλων των ευλαβών
χριστιανών από οποιοδήποτε πολιτιστικό περιβάλλον και αν προέρχονται είναι μια.
Μέσα στο σταυρωμένο και αναστημένο Σώμα του Χριστού μας, την Εκκλησία,
είμαστε συμφιλιωμένοι. Εμπιστευόμαστε τον Ιησού που άπλωσε τις παλάμες του
πάνω στον Σταυρό για να ενώσει…».125

Η οικουμενικότητα συνεπώς γίνεται κατανοητή πάνω στη βάση της


οικειότητας των πιστών μεταξύ τους και με τον Θεό Δημιουργό, που
πραγματοποιείται μέσα στον οίκο του Θεού με την τέλεση της θείας ευχαριστίας,
γιατί μέσα στην Εκκλησία-ναό, όπου συνέρχεται η ευχαριστιακή κοινότητα-
Εκκλησία. Και όπως ήδη έχει αναφερθεί «δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος από την
Οικουμένη, δηλαδή την κατοικούμενη γη, εκείνο που επικρατεί είναι οι οικειότητα. Ο
Θεός γίνεται οικείος με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος γίνεται συγκάτοικος με τον Θεό
και με όλους τους ανθρώπους».126

η. Η Εκκλησία φορέας της αληθείας

Σε όλα κηρύγματα υποστηρίζεται με ποικίλες διατυπώσεις ότι, κατά την


Ορθόδοξη παράδοση, «φορέας της αληθείας το ζωντανό σώμα του Χριστού, δηλαδή
η Εκκλησία, διδάσκει πού είναι η αλήθεια».127

Οι πιστοί Χριστιανοί «μέσα στην Εκκλησία, στο Σώμα αυτό του Χριστού,
συνειδητοποιούν την αλήθεια του Ευαγγελίου».128 Αυτή την αλήθεια χρειάστηκε
πολλές φορές η Εκκλησία να την υπερασπιστεί και αυτό το γεγονός ο ομιλητής δεν
παραλείπει να υπενθυμίσει στο εκκλησίασμα: «εκείνο που μένει εδώ και δύο χιλιάδες
χρόνια, παρά τη μεθοδευμένη και συνεχιζόμενη πολεμική, είναι η εκκλησία του
Χριστού. Το ζωντανό σώμα του Ιησού των αγίων του, των μαρτύρων του, των
αγωνιστών της πίστεως, αυτών που προΐστανται σε έργα ευποιίας, αγάπης και κοινής

125
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 43.
126
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329Πβ. Ιω. 14:6: «λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ
ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ».
127
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 72.
128
Διακονία Λόγου, σ. 246.

[45]
ωφέλειας».129 Είναι χαρακτηριστικό ότι στους αγωνιστές της πίστης συγκαταλέγονται
και εκείνοι που δίνουν τη μαρτυρία της πίστης εμπράκτως και με τα κοινωφελή έργα.

Στον αντίποδα της αληθινής διδασκαλίας που κηρύττεται μέσα στην


Εκκλησία βρίσκεται η αίρεση. Ο επίσκοπος, ως καλός ποιμένας που οφείλει να
διαφυλάξει το ποίμνιό του, περιγράφει με λιτό τρόπο την αίρεση.130 Περισσότερο
επιμένει να εξηγήσει το αποτέλεσμα της αλήθειας για τη ζωή των πιστών, χωρίς να
πολυπραγμονεί για το ψεύδος: «Οι οπαδοί διαφόρων και ποικιλώνυμων αιρέσεων
βρίσκονται σε λάθος δρόμο. Αυτοί έπλασαν ένα Χριστό τελείως διαφορετικό από την
ορθόδοξη αλήθεια, που μας παραδίδεται από τους αγίους πατέρες μας. Αυτή η
ορθόδοξη χριστιανική αλήθεια, χωρίς διακοπή και αλλοίωση, αδιάλειπτα
αναμορφώνει το ελεύθερο ορθόδοξο χριστιανικό μας ήθος».131

Με υπόβαθρο στη σκέψη του το φως που κυριαρχεί στο μυστήριο της θείας
Eυχαριστίας, ο ομιλητής υποδεικνύει την αποστολή των πιστών να μεταδίδουν αυτό
το φως στους άλλους ανθρώπους:132 «το φως στο οποίο οδηγούν οι πιστοί χριστιανοί
τους συνανθρώπους τους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, είναι η Εκκλησία»,133 όπου
συντελείται «το μεγάλο μυστήριο να δέχονται τη χάρη του Θεού και να παραδίδονται
ολοένα και περισσότερο στην ελευθερία της».134 Για μία ακόμη φορά, ο Επίσκοπος
με ευχαριστιακή εκκλησιολογική προοπτική κηρύττει ότι «…εκεί όπου
τελεσιουργείται το μυστήριο της πίστης και της αγάπης είναι η Εκκλησία. Εδώ στην
Εκκλησία απολαμβάνει ο πιστός τον καινούργιο κόσμο, την επικοινωνία των
ανθρώπων, που δίνουν και παίρνουν συγχώρηση και μεταλαμβάνουν τα άχραντα
μυστήρια, την πίστη και την αγάπη».135

129
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 88.
130
Πβ.. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Eἰς τόν σεισμόν καί εἰς τὀν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον και πόθεν ἡ
δουλεία ἐγένετο, PG 48, 463: «Καθάπερ ἡ κιβωτὸς ἐν μέσῳ τοῦ πελάγους διέσωζε τοὺς ἔσω ὄντας,
οὕτω καὶ ἡ Ἐκκλησία διασώζει τοὺς πλανωμένους ἅπαντας. Ἀλλ' ἡ μὲν κιβωτὸς ἔσωζε μόνον, ἡ δὲ
Ἐκκλησία πλέον τι ἐργάζεται. Οἷόν τι λέγω·Ἔλαβεν ἡ κιβωτὸς τὰ ἄλογα, καὶ ἔσωσεν ἄλογα· ἔλαβεν ἡ
Ἐκκλησία ἀλόγους ἀνθρώπους, καὶ οὐ σώζει μόνον, ἀλλὰ καὶ μεταβάλλει…».
131
Διακονία Λόγου, σ. 79Πβ. Συνοδικόν της Εκκλησίας: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς
ἐδίδαξαν, ἡ ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν,
ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς
ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν…».
132
Ματθ. 5,16: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά
ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
133
Διακονία Λόγου, σ. 246.
134
Διακονία Λόγου, σ. 246.
135
Διακονία Λόγου, σ. 76.

[46]
Συνοψίζοντας, στις ομιλίες του Επισκόπου το μήνυμα ότι «οι βαφτισμένοι
Χριστιανοί γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού, γίνονται μέλη της Εκκλησίας,
όπου αναγεννώνται στην αιώνια ζωή με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».136 Η
Εκκλησία του Χριστού πορεύεται δυναμικά και ακλόνητα μέσα στους αιώνες:
«Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλησία του ζώντος Χριστού. Οι πολέμιοι
καταποντίζονται, ενώ οι γνήσιοι Χριστιανοί μένουν ξάγρυπνοι και ολόρθοι».137 Η
έντονη αγωνιστικότητα και το μήνυμα της ελπίδας πως «η Εκκλησία αντέχει και δεν
διαλύεται και δεν καταργείται, αλλά αντίθετα παρ’ όλους τους διωγμούς δυναμώνει»
αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο κινείται ο ίδιος και προσανατολίζει τoυς
πιστούς, οι οποίοι μένουν σταθεροί στον στόχο τους χάριν στην παρουσία του Αγίου
Πνεύματος: «Είναι η ενέργεια του αγίου Πνεύματος που αφυπνίζει όσους το
αποδέχονται και τους επιστρέφει εις την οδό της σωτηρίας».138 Ο Χριστιανός πάντοτε
καλείται να παραδώσει τον εαυτό του στον Χριστό, διότι «για μας τους Χριστιανούς
η αιώνια ζωή και η ανάσταση αρχίζει από την ώρα, που εμπιστευόμαστε τα πάντα εις
τον Ιησού. Και για τη ζωή μας, το πλήρες και ολόκληρο είναι ο Χριστός, το
θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία».139

2. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

α.Η Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα

Ο βαπτισμένος χριστιανός εντάσσεται μέσα στην Εκκλησία, όπου


ανανεώνεται η σχέση του με τον Θεό, καθώς μεταλαμβάνει τα Τίμια Δώρα, κατά τη
διαβεβαίωση του Χριστού: «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ
μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ιω. 6,56).

136
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 212.

137
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 89. Η φράση παραπέμπει στη γνωστή διακήρυξη του Ιωάννου του
Χρυσοστόμου για την Εκκλησία: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς
Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη, καί περί παραδείσου καί Γραφῶν, καί εἰς τὀ «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν
σου», P.G. 52,398:«Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη
περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καί οὐ καταπίπτει ὑπό τῶν
ἑλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ' ού καταποντίζεται·… Ίνα δείξῃ λαμπρότερον τό τρόπαιον».
138
Διακονία Λόγου, σ. 17.
139
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ.64.

[47]
Ο μακαριστός μητροπολίτης με τα κηρύγματά του διατυπώνει ένα
ευχαριστιακό «περίγραμμα», μέσα στο οποίο τοποθετεί τα ενεργά μέλη της
Εκκλησίας. Επανερχόμενος στις μεταφορικές εικόνες του Απ. Παύλου για την
Εκκλησία ως Σώμα και ως Νύμφη του Χριστού,140 με ζωντανό λόγο που προσπαθεί
να αφυπνίσει τους αποδέκτες του, τους θυμίζει ποια είναι τα μέλη και ποια είναι η
Εκκλησία: «…όλοι όσοι τρέφονται με τη δική του σάρκα και το δικό του αίμα. Είναι
η Εκκλησία, η νύμφη η δική του, την οποία εξαγοράζει με το δικό του αίμα και το
δικό του σώμα. Πάντοτε σταυρώνεται ο Νυμφίος της Εκκλησίας και πάντοτε
ανίσταται. Μαζί με τον νυμφίο συσταυρώνεται η νύμφη και μαζί με τον ανιστάμενο
νυμφίο συναντίσταται και η νύμφη».141 Ο πιστός ανανεώνει τη σχέση του με τον
Χριστό, όταν τελείται η θεία Ευχαριστία, γιατί ο Χριστός «αποκαλύπτεται εις την
ευχαριστιακή κοινότητα, που συναθροίζεται «εις το όνομά του», για να προσφέρει
ευχαριστία στο Θεό για όλες τις ευεργεσίες του και μάλιστα για την ουράνια τροφή,
τη θεία Κοινωνία».142

Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το


μυστήριο της Εκκλησίας: «ο ουράνιος άρτος, ο άρτος της Ζωής, ο Λόγος του Θεού
προσφέρεται στην Εκκλησία μας. Η Εκκλησία μας μάς τρέφει με τα τίμια δώρα το
τίμιο αίμα και το τίμιο σώμα του Υιού και Λόγου του Θεού. Και μέσα στην Εκκλησία
τρέφεται πνευματικά και ασκείται στην κατά Χριστόν ζωή ο κάθε πιστός».143 «Το
Τίμιο Αίμα και το άγιο Σώμα μάς αποκαθαίρουν. Αποτέλεσμα της θειας κοινωνίας
είναι η κάθαρση της ψυχῆς και του σώματος».144 Και με μία ακόμη εσχατολογική
προοπτική:» «Το πανάγιο Σώμα και το τίμιο αίμα του θεανθρώπου χριστού μας

140
Πβ.. Εφ. 5:20-23: «εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ
Χριστοῦ τῷ θεῷ καὶ πατρί, ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ. Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις
ἀνδράσιν ὡς τῷ κυρίῳ, ὅτι ἀνήρ ἐστιν κεφαλὴ τῆς γυναικὸς ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας,
αὐτὸς σωτὴρ τοῦ σώματος.»Γαλ. 2:19: «ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.Χριστῷ
συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ»Alexander Schmemann, Για να
ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζήσιμου Λορεντζάτου, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986, σ.43 κ. εξ.
141
Διακονία Λόγου, σ. 74Πβ.. Γαλ. 3:13: «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου
γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου».
142
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 112 Πβ... Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου
Χρυσοστόμου, Ευχαριστία, σ. 72: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε, εὐεργέτα τῶν ψυχῶν
ἡμῶν, ὅτι καὶ τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ κατηξίωσας ἡμᾶς τῶν ἐπουρανίων σου καὶ ἀθανάτων μυστηρίων».
143
Διακονία Λόγου, σ. 157.
144
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 195.

[48]
καθαρίζει τη συνείδηση από κάθε αμαρτία και την γεμίζει με την προσδοκία της
βασιλείας των ουρανών».145

Μέσα στην ευχαριστιακή σύναξη διασφαλίζεται η «σωτήρια σχέση μας με τον


Χριστό είναι η Εκκλησία. Όλοι εμείς οι πιστοί συναθροιζόμαστε στον Ιερό Ναό και
λατρεύουμε τον Κύριο μας και του εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας για τις άπειρες
δωρεές του. Κι η εκκλησία ονομάζεται ευχαριστιακή, γιατί το μυστήριο της είναι η
θεία ευχαριστία».146 Η Εκκλησία είναι πρωτίστως ευχαριστιακή κοινότητα που έχει
αποστολή «να καλεί τους πιστούς να προσέλθουν μετά φόβου πίστεως και αγάπης για
να μεταλάβουν το άγιο Σώμα και τίμιο Αίμα και να γευθούν την αναστάσιμη
χαρά»,147 με αποτέλεσμα «όσοι είμαστε βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας
είμαστε μέλη του ζώντος Χριστού, είμαστε μέλη της Εκκλησίας, όπου ευρίσκουμε
την αλήθεια και τη σωτηρία».148

Η παράδοση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας έγινε στο υπερώο την
νύχτα λίγο πριν τη σταυρική θυσία του Χριστού. Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει ότι
κάθε φορά που τελείται η θεία Ευχαριστία επαναλαμβάνεται η τράπεζα του
Μυστικού Δείπνου.149 Η επανάληψη αυτή επιτελείται μέσα στον λειτουργικό χρόνο,
όπου το κτιστό περιχωρείται με το άκτιστο. Η θεολογική αυτή θέση απαντά στις
ομιλίες του επισκόπου και ως απόηχος της ευχής της αναφοράς:150 κατά την νύχτα
πριν τη σταύρωση ο Χριστός «παραδίδει στους μαθητές του τη σωτήρια
παρακαταθήκη, τον Μυστικό Δείπνο».151 Σύμφωνα με τα παραπάνω η θεία

145
Διακονία Λόγου, σ. 82.
146
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 23Πβ.. Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, Ευχή
Αναφοράς:«Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου
τῷ Ἁγίῳ· ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς
γεγενημένων».
147
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα , σ. 143.
148
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 206.
149
Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον, 82,5, PG 58, 744: «Αὕτη ἐκείνη ἐστὶν ἡ τράπεζα,
καὶ οὐδὲν ἔλαττον ἔχει. Οὐ γὰρ ἐκείνην μὲν ὁ Χριστὸς, ταύτην δὲ ἄνθρωπος δημιουργεῖ· ἀλλὰ καὶ
ταύτην αὐτός. Τοῦτο ἐκεῖνο τὸ ἀνώγεων, ἔνθα τότε ἦσαν· ἐντεῦθεν εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν
ἐξῆλθον.».
150
Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου, Ευχή Καθαγιασμού, σ. 88: «Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν
τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου, ὑπὲρ τῆς
τοῦ κόσμου ζωῆς, λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσίν,
εὐχαριστήσας καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις,
εἰπών».·
151
Διακονία Λόγου, σ. 229.

[49]
Ευχαριστία αποτελεί για τη ζωή της Εκκλησίας «ουράνιο δείπνο θεια κοινωνία»152
στο οποίο δείπνο «…οικοδεσπότης είναι ο Σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός
και τα παρατιθέμενα προς βρώσιν και πόσιν είναι το τίμιο σώμα και αίμα του»153.

Στις ομιλίες υπογραμμίζεται ότι κέντρο της ζωής της Εκκλησίας είναι η θεία
Ευχαριστία που τελείται από τον Επίσκοπο. Αυτή η πατερική ερμηνεία για την
κεντρική θέση του επισκόπου μέσα στην Εκκλησία154 μεταφέρεται στο εκκλησίασμα
ως εξής: «τον εκφραστή του εκκλησιαστικού πληρώματος, που είναι ο επίσκοπος
κάθε τοπικής Εκκλησίας και οι ιερείς του».155 Και ο ομιλητής συνεχίζει ερμηνεύοντας
τη σημασία του όρου τοπική εκκλησία: «εκκλησία σημαίνει τη σύναξη των πιστών
στον ίδιο τόπο, για να προσφέρουμε ευχαριστία στο Θεό. Εκκλησιαζόμαστε οι πιστοί
σε πνευματική ατμόσφαιρα αγάπης για να συνειδητοποιούμε την παρουσία της
θεότητας».156 Και πάλι καταλήγει στη μυσταγωγική διάσταση του εκκλησιασμού και
τον ρόλο του κλήρου και του λαού στη μεταβολή των Τιμίων Δώρων: «στη
συνάθροιση των πιστών συντελείται το σωτήριο θαύμα, όπου το ψωμί και το κρασί,
τα γεννήματα της γης, μεταβάλλονται με την προσευχή των πιστών σε Σώμα και
Αίμα του Θεανθρώπου Ιησού. Το γεγονός αυτό είναι καθαρά αποκαλυπτικό».157

152
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 37.
153
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 123.
154
Ιγν. Αντιοχείας, Πρός Σμυρναίους 8-9 P.G. 5, 713:«Ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί τό πλῆθος
ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾗ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ καί ἡ καθολική Ἐκκλησία· οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρίς τοῦ
ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν ...καλῶς ἔχει Θεόν καί ἐπίσκοπον εἰδέναι».
155
Διακονία Λόγου, σ. 176 Πβ.. Α΄ Θεσ.1:1: «Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ
Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ πατρὶ καὶ Κυρίῳ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς
ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ»Α΄ Κορ. 4:17: «διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστίν μου
τέκνον ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ [Ἰησοῦ],
καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω»Β΄ Κορ. 11:8: «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ
στενοχωρούμενοι͵ ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι».
156
Διακονία Λόγου, σ. 96.
157
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 112 Πβ... Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου,Ευχή
αναφοράς: «Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν, καὶ παρακαλοῦμέν σε
καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν· κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα
δῶρα ταῦτα. Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· τὸ δὲ ἐν τῷ
ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν,
ἀμήν, ἀμήν»Κάλλιστου Ware, (Επισκόπου Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Μτφρ Ιωσήφ Ροϊλίδη,,
εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 4η έκδ. 2007, σελ.435-437Ν. Ματσούκα, Μυστήριον υπέρ των ιερώς
ησυχαζόντων και άλλα μελετήματα, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ 17 όπου σημειώνεται ότι
το κυρίως μυστήριο της Εκκλησίας είναι η θεία Ευχαριστία, διότι «συνάγει όλα τα μέλη σε ένα
χαρισματικό σώμα».

[50]
Από όλα τα παραπάνω ο αναγνώστης των κειμένων κατανοεί πως στο
ομιλητικό έργο του επισκόπου εξαίρεται κατ’ εξοχήν η σπουδαιότητα του μυστηρίου
της θείας Ευχαριστίας, στο οποίο συγκεφαλαιώνεται όλο το μυστήριο της θείας
οικονομίας, και τονίζεται ότι: «το κέντρο της θείας λατρείας είναι η θεία
Ευχαριστία».158

Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας τελείται στη σύναξη των πιστών με τον
επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο που αναφέρονται στον Θεό εκ μέρους της ευχαριστιακής
κοινότητας και γι αυτό ξεπερνά τα όρια της προσωπικής ευλάβειας.159 Σε αυτό
συντελείται η ενότητα των μελών της Εκκλησίας μέσα από την μετοχή στο Σώμα και
το Αίμα του Χριστού.160 Ο Επίσκοπος συχνά μεταφέρει αυτήν την αλήθεια στο
ποίμνιό τους, άλλοτε επιγραμματικά όπως «ο Χριστιανός με το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας έρχεται σε κοινωνία με το Μυστικό Σώμα του Χριστού, την
Εκκλησία»161κι άλλοτε πιο αναλυτικά. Στις ομιλίες αποτυπώνεται η ορθόδοξη
εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποίο η τέλεση της θείας Ευχαριστίας αποτελεί το
σημείο συνάντησης των πάντων καθώς και το κέντρο της ευχαριστιακής κοινότητας,
διότι «αυτή η ευχαριστία και λατρεία είναι εκκλησιαστικό γεγονός. Όλοι μαζί
συναζόμαστε για προσφέρουμε τη θεία ευχαριστία στο Θεό μας χωρίς να σταματούμε
σε αυτό μόνο. Το ευχαριστιακό ήθος καταλύει κάθε εγωπάθεια σβήνει πάθη, φωτίζει
τον νου, αγιάζει την καρδιά και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι
χαριτωμένος».162Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο ευχαριστιακό ήθος και η
κοινωνική του διάσταση που απαντά και σε άλλες συνάφειες. Η Εκκλησία διδάσκει
ότι η τέλεση της θείας Λειτουργίας αποτελεί μια αποκατάσταση του ανθρώπου στην
πρωτινή πορεία για την τελείωσή του163 και συγχρόνως αποτελεί τη φανέρωση του
Θεού στον κόσμο κυρίως στην κοινωνία με το πρόσωπο του άλλου και τις ανάγκες
του. 164
Έτσι ο επίσκοπος ακολουθώντας τη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας
υπενθυμίζει στο ποίμνιό του με προφητική φωνή «Ο Θεός δεν είναι μόνον για το

158
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 153Παράφραση από τις ευχές της αναφοράς της θείας
Λειτουργίας του Ιερού Χρυσοστόμου.
159
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 84.
160
Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία, σ. 66.
161
Διακονία Λόγου, σ. 230.
162
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 233.
163
Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 399.
164
Ν.Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 399Για τη λειτουργία των πιστών στην κοινωνία μετά τη θεία
Λειτουργία (λειτουργία μετά τη Λειτουργία), βλέπε Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης
Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 129-132.

[51]
άτομό μας. Είναι Τριαδικός Θεός αγάπης και αποκαλύπτεται μέσα στην ευχαριστιακή
κοινότητα των πιστών στο πρόσωπο των πενήτων, των ορφανών, των προσφύγων,
των αιχμαλώτων και όλων των ελαχίστων αδελφών μας, που η κοινωνία συνθλίβει
και βάζει στο περιθώριο. Αποκαλύπτεται ο Θεός και απαντά σε όλους εκείνους, που
περιμένουν τη δική μας διακονία του λόγου και της αγάπης».165

Τέλος, ο Επίσκοπος, με ζωντανό λόγο ανακεφαλαιώνει στους πιστούς


επιγραμματικά τη σπουδαιότητα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας για τη ζωή
τους, παραφράζοντας τις ευχές της θείας Λειτουργίας:«εξαρτιόμαστε για τη σωτηρία
μας από το Τίμιο Αίμα του Χριστού. Και την ανάσταση μας από την τραγική
νομοτέλεια του θανάτου τη στηρίζουμε στην Ανάσταση του Ιησοῦ».166

β. Ο Άρτος της Ζωής στη Θεία Ευχαριστία

Η Εκκλησία μάς διδάσκει ότι με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας


Ευχαριστίας ο άνθρωπος συμμετέχει υποσταστιακά στο Σώμα και το Αίμα του
Κυρίου και με τα Τίμια Δώρα λαμβάνει τον σπόρο της αιώνιας ζωής.167

Στις ομιλίες του ο Επίσκοπος διδάσκει πως η τροφή του σώματος αποτελεί μια
αναγκαιότητα για την συντήρηση της υλικής υπόστασης του ανθρώπου, αλλά για να
ζήσει πραγματικά ο άνθρωπος έχει ανάγκη και από την «τροφή του πνεύματος που
είναι το καθαρτήριο και απολυτρωτικό τίμιο σώμα και αίμα του Χριστού».168 Τα
μέλη της Εκκλησίας κοινωνούν τον ουράνιο άρτο που «δεν είναι άλλος από τον
Χριστό», ο οποίος τους χαρίζει τη ζωή και την ανάσταση. Είναι «εκείνος που πρώτα

165
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 115Πβ.. Μτ. 25:40: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».
166
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 34Γρ. Θεολόγου, Λόγος ΜΕ΄ Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 36, 661:
«Ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα ζήσωμεν· συνενεκρώθημεν, ἵνα καθαρθῶμεν·
συνανέστημεν, ἐπειδὴ συνενεκρώθημεν· συνεδοξάσθημεν, ἐπειδὴ συνανέστημεν."Α´Θεσ. 4: 13-17:
«Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ
οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς
κοιμηθέντας διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ
ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας· ὅτι αὐτὸς
ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾿ οὐρανοῦ, καὶ οἱ
νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς
ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ
ἐσόμεθα».
167
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 85.
168
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 33.

[52]
άνοιξε την αγκαλιά του και πρόσφερε αγάπη προς τον άνθρωπο είναι ο Χριστός.
Πήρε την ανθρώπινη σάρκα σταυρώθηκε αναστήθηκε από τους νεκρούς συνέτριψε τα
δεσμά του θανάτου και κάθε μέρα προσφέρει θυσία τον εαυτό του ως επιούσιο άρτο
για να τρέφεται η ύπαρξή μας από αυτόν τον ίδιο». 169

Η Εκκλησία διδάσκει ότι όσοι κοινωνούν μετέχουν στο δοξασμένο, θεωμένο


και ουράνιο Σώμα του Χριστού. Η μεταβολή των ευχαριστιακών δώρων σε Σώμα και
Αίμα Χριστού αποτελεί ένα ανεξερεύνητο μυστήριο για την λογική.170 Ο επίσκοπος
με απλό λόγο μυσταγωγεί το ποίμνιο για να προσλάβουν τη μεταβολή των Τιμίων
Δώρων, αποτρέποντάς τους από τη νοησιαρχική προσέγγιση του μυστηρίου: «Τα
αισθητήρια όργανά μας μάς πληροφορούν ότι έχουμε μπροστά μας ψωμί και κρασί, η
εξαγιαστική, όμως, χάρη του Κυρίου μάς βεβαιώνει πως πρόκειται για το Σώμα και
το Αίμα του Κυρίου, τη θεωθείσα ανθρώπινη φύση».171 Άλλωστε η μεταβολή δεν
μπορεί να εξηγηθεί στα στενά όρια του φθαρτού κόσμου μας, αλλά αποτελεί μια
μεταφυσική μεταβολή. Ο επίσκοπος ακολουθώντας τη θεολογία του αγίου Ιωάννου
του Δαμασκηνού172 δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι «με την ενέργεια του
Αγίου Πνεύματος το ψωμί και το κρασί μεταβάλλονται σε Πανάγιο Σώμα και Τίμιο
Αίμα του Χριστού».173

γ. Η Θεία Λειτουργία ως τρόπος έκφρασης ευχαριστίας στο Θεό

Στο συνόλο των κειμένων με τα οποία ασχοληθήκαμε διασώζεται η


διδασκαλία της Εκκλησίας σύμφωνα με την οποία η Θεία Λειτουργία αποτελεί

169
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 205Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, Ευχή
Προθέσεως, σ.47 : «Ὁ Θεός, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τόν οὐράνιον ἄρτον, τήν τροφήν τοῦ παντός κόσμου, τόν
Κύριον ἡμῶν καί Θεόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καί λυτρωτήν καί
εὐεργέτην…»Επίσης Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 16Πβ.. Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω.
Χρυσοστόμου, Ευχές Θείας Ευχαριστίας, σ. 55: «ὅς πᾶσαν οίκονομίαν πληρώσας τῇ νυκτί…. Ὁ Θεός, ὁ
Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καὶ λυτρωτήν...».
170
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 91.
171
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 295.
172
Ιω. Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, IV, 13. PG 94, 1141A:«οὕτω καὶ νῦν ἡ
τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια τά ὑπέρ φύσιν ἐργάζεται, ἅ οὐ δύναται χωρῆσαι, εἰ μή μόνη πίστις».
173
Διακονία Λόγου, σ. 229.

[53]
έκφραση της ευγνωμοσύνης της εκκλησιαστικής κοινότητας προς τον Κύριο για το
σύνολο του έργο της Θείας Πρόνοιας.174

Στις ομιλίες του ο Επίσκοπος συχνά επανέρχεται, από την ποιμαντική του
ευθύνη να εμπεδώσουν οι πιστοί τί σημαίνει ευχαριστία και ποιος είναι ο λόγος που
τελείται η θεία λειτουργία. Η επανάληψη αυτή στοχεύει στον επανευαγγελισμό, την
αποτροπή της τυπολατρίας ίσως και της «μαγικής» αντίληψης του μυστηρίου. Τονίζει
χαρακτηριστικά ότι ευχαριστούμε τον Χριστό «για όλες τις δωρεές που μας
πρόσφερε για εκείνες που δε γνωρίζουμε και για εκείνες που γνωρίζουμε…κυρίως
ευχαριστία για τη σωτηρία μας από την αμαρτία και τον θάνατο»175. Η Εκκλησία
ευχαριστεί τον Θεό αρχικά για τη δωρεά του σώματος και του αίματος του Χριστού
αλλά συγχρόνως και για τα δώρα της δημιουργίας του για τον άνθρωπο.176 Γι αυτό
άλλωστε, «η ζωή (του Χριστιανού που μετέχει του μυστηρίου) είναι γεμάτη σε κάθε
στιγμή από δόξα και ευχαριστία στο θεό για τις άπειρες ευεργεσίες του. Ο χρόνος του
είναι γεμάτος από σχέδια και όνειρα και δράση και αγώνα για μια βιοτή πιο αληθινή
για μια κοινωνία πιο ανθρώπινη».177

Για τους παραπάνω λόγους ο επίσκοπος επαναλαμβάνει σχολιάζοντας την


ευχή της αναφοράς, που ίσως δεν είναι και ιδιαίτερα γνωστή στο εκκλησίασμα, πως
κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας «η σύναξη όλων των βαπτισμένων χριστιανών
που σηκώνουμε τα μάτια και τα χέρια ψηλά στον ουρανό και τον ευχαριστούμε για
όλες τις δωρεές του εκείνες που μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε και εκείνες που
αγνοούμε. Κυρίως όμως τον ευχαριστούμε για το αδαπάνητο σώμα και αίμα του Υιού
του, που μας τρέφει μας ενδυναμώνει και μας συνέχει όλους τους πιστούς μέλη σε
ένα σώμα στο δικό του θεανδρικό σώμα την εκκλησία».178 Η έκφραση ευχαριστίας
των χριστιανών για τις δωρεές του Θεού στον άνθρωπο είναι ο λόγος που «η
εκκλησία χαρακτηρίζεται ως ευχαριστιακή σύναξη»,179 εφόσον «ο άνθρωπος
ευχαριστεί και δοξολογεί το Θεό για την άπειρη αγάπη του».180

174
Ιω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, 25,3, PG 57, 331:«διά πάντων παρασκευάζει
εὐχαριστεῖν».
175
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 153.
176
Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 397
177
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 207.
178
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 205.
179
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 175.
180
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 109.

[54]
Η ευχαριστία της κοινότητας προς τον Θεό γίνεται με την προσφορά υλικών,
φθαρτών στοιχείων ως αντίδωρο των θείων δωρεών: «Κάθε φορά που τελείται η θεία
Ευχαριστία στην Αγία Τράπεζα, ο ιερέας και ο αρχιερέας εκ μέρους όλων των
Χριστιανών, που βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία, προσφέρουν θυσία ευχαριστίας
στον Θεό. Προσφέρουν ψωμί και το κρασί, τα γεννήματα τούτης της φθαρτής
φύσης».181

δ. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ανακεφαλαίωση του μυστηρίου της Θείας


Οικονομίας

Η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας στηρίζεται στην εντολή του Κυρίου «τοῦτο
ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»182 και ανακεφαλαιώνει ολόκληρο το σχέδιο της
Θείας Οικονομίας. Η ευχή της αναφοράς στη θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου είναι σαφής: «μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ
πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου
Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας
καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας».183 Μέσα στη θεία Ευχαριστία ολοκληρώνεται ο
χρόνος στο πλαίσιο μιας εσχατολογικής αναγγελίας, όπου παρελθόν, παρόν και
μέλλον γίνεται μια στιγμή.184

Στις ομιλίες επιγραμματικά τονίζεται το κέντρο της θείας οικονομίας, που


είναι η θυσία του Θεανθρώπου, σε αντιδιαστολή με τις θυσίες στην Παλαιά Διαθήκη:
«Ο δικό μας Θεός, ο λατρευτός μας θεάνθρωπος αυτοθυσιάζεται. Δεν θυσιάζει
καρπούς της γης, ζώα ή φυτά για τη σωτηρία μας αλλά τον ίδιο του τον εαυτό».185 Σε
άλλο σημείο το εκκλησίασμα διδάσκεται τον εξαγιασμό όλης της ανθρώπινης
ύπαρξης με τη θεία μετάληψη: «ο Χριστός, ο μεσίτης μας με τον Θεό και με εμάς

181
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 75.
182
Λκ. 22:19: «καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά
μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».
183
Ευχή Αναφοράς Θείας Λειτουργίας Ιωάννου Χρυσοστόμου.
184
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 87.
185
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 104Πβ.. Λκ. 10:22: «καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε· πάντα
μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν
ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.»Ιω. 14:6-7: «λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ
εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.εἰ ἐγνώκειτέ με,
καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ᾿ ἄρτι γινώσκετέ αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν.».

[55]
τους ανθρώπους, προσφέρει το αίμα του και το σώμα του, για να θρέψει τον νου μας
και να εξαγιάσει το είναι μας».186

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας κατά την τέλεση της θείας


Ευχαριστίας, δεν τελείται απλά μια ανάμνηση όλων των γεγονότων της θείας
Οικονομίας αλλά μέσα στον λειτουργικό χρόνο η θυσία του Κυρίου για τη σωτηρία
των ανθρώπων καθίσταται ενεστωτικό γεγονός.187 Και στις ομιλίες που μελετήσαμε
επισημαίνεται ότι «αυτή η θυσία του Κυρίου πάνω στον τίμιο σταυρό
επαναλαμβάνεται και για μας την ώρα που επιτελείται η θεία λειτουργία. Ούτε λίγο
ούτε πολύ κατά τη θεία λειτουργία επαναλαμβάνεται αναιμάκτως η θυσία του κυρίου
μας και η ανάσταση».188

Αυτή η κενωτική θυσία καθιστά τον Χριστό Μέγα Αρχιερέα, θεολογική


διδασκαλία που ο επίσκοπος μεταφέρει στους πιστούς:189 «Στην Εκκλησίας μας ο
μέγας Αρχιερέας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός! Εκείνος προσέφερε
αυτόβουλα τον εαυτό του θυσία πάνω στον Σταυρό για την αμαρτία του κόσμου».190
Επίσης: «ο μέγας αρχιερεύς είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Εκείνος πρόσφερε
αυτόβουλα τον εαυτό του θυσία επάνω στο σταυρό για την αμαρτία του
κόσμου…αυτή η θυσία επαναλαμβάνεται κάθε φορά που συναθροίζεται η κοινότητα
και ο ιερέας επικαλείται το Ἀγιο Πνεύμα να μεταβάλει το ψωμί και το κρασί…αυτό
γίνεται για να τρεφόμαστε με την θεωθείσα φύση του Κυρίου».191Αξιοσημείωτη είναι
η έμμεση αναφορά στη θεία κοινωνία ως μετάληψης της θεωθείσας φύσης του
Κυρίου, εάν λάβει κανείς υπόψη του τη σχετική σύγχυση ή άγνοια που υπάρχει για τη
μεταβολή των Τιμίων Δώρων και στην εποχή του COVID 19.

Τα σωτηριώδη αποτελέσματα από τη μετάληψη των Τιμίων Δώρων στην


ανθρώπινη ύπαρξη, μεταφέρονται στο εκκλησίασμα με αντιθέσεις ως εξής: «το αίμα
του Κυρίου μας που χύθηκε πάνω στον σταυρό απολυτρώνει τη μετανοούσα εγωπαθή
μας ύπαρξη από τη φθορά και τη διαφθορά, την απελευθερώνει από τα δεσμά του

186
Διακονία Λόγου, σ. 12.
187
Ιω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους 17. PG 63, 131C:«ἅπαξ προσηνέχθη, καὶ εἰς τὸ ἀεὶ
ἤρκεσε»Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 88.
188
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 104.
189
Εβρ.4:14-15: «Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς͵ Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ
θεοῦ͵ κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας· οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις
ἡμῶν͵ πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ΄ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας».
190
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 265.
191
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 165.

[56]
εγωκεντρισμού και μας ανοίγει στον καινούργιο κόσμο της φωτισμένης αγαπητικής
και αναστημένης ζωής».192 Με παρόμοιο τρόπο σε άλλη συνάφεια παραφράζοντας τις
ευχές της αναφοράς της θείας Λειτουργίας: «το τίμιο και πανάγιο και ζωηρό αίμα του
χριστού καθαρίζει όλη μας την ύπαρξη από την αμαρτία και ο ίδιος ο Χριστός μας
αγιάζει ψυχοσωματικά…ο Ιησούς κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι και
προσφέρων και προσφερόμενος».193 Ο Επίσκοπος, παραφράζοντας ευχή της θείας
λειτουργίας,194 επαναλαμβάνει ότι η θεία Κοινωνία αποτελεί σημείο αναφοράς στη
ζωή των Χριστιανών ως μέσο σωτηρίας και αγιασμού, γιατί «εκεί γευόμαστε το
σφαγμένο και παρ’ όλα αυτά ζωντανό αρνίο, τον Χριστό, το φάρμακο της αθανασίας
για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας και να τρέφεται η ψυχή μας με την καινούργια
τροφή τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Ιησού».195

Στηριγμένος σε όσα αναφέρονται στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, «ὁ τρώγων


μου τη σάρκα και πίνω μου το αἶμα έν ἐμοί μένει κἀγώ έν αὐτῶ», τα οποία
διαποτίζουν όλες τις ομιλίες του, αναλύει στο εκκλησίασμα ότι «κάθε φορά που
τελείται η αναίμακτη θυσία…ο κύριος προσφέρει το αίμα και το σώμα του, για να
συγχωρούνται οι αμαρτίες των ανθρώπων και να παραμένουν ενσωματωμένοι με το
άγιο σώμα του».196. Και αυτό είναι δυνατόν, διότι «ο Χριστός μας δέχεται στο δικό
του απολυτρωτικό σώμα. Και εμείς στην ευχαριστιακή σύναξή μας στην εκκλησία
του κοινωνούμε το πανάγιο σώμα του και το τίμιο αίμα του για να συγχωρεθούν οι
αμαρτίες μας και για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή που είναι ο Χριστός ο
ίδιος».197

Μέσα στη θεία Ευχαριστία οι πιστοί προγεύονται τη βασιλεία του Θεού και
μεταμορφώνονται με την άκτιστη τριαδική χάρη ως μέλη του εκκλησιαστικού
σώματος.198 Όμως οι πιστοί πρωτίστως μέλη του σώματος καθίστανται με το
βάπτισμα.199 Ο επίσκοπος στα κείμενά του διδάσκει: «είτε πορευόμαστε μέσα στο
φθαρτό τούτο κόσμο είτε φεύγουμε από αυτόν είμαστε μέλη του σταυροαναστημένου

192
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 160.
193
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 74.
194
Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, σ. 69: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ Ἀμνός
τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαρούμενος..ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων».
195
Διακονία Λόγου, σ. 230.
196
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 109.
197
Διακονία Λόγου, σ. 221.
198
Βασιλείου (αρχιμ), Εισοδικόν, σ. 100Διακονία Λόγου, σ. 82.
199
Γαλ. 3:27: «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε».

[57]
Σώματος του Χριστού. Έχουμε γίνει μέλη του με την βάπτισή μας στην κολυμβήθρα
της χάριτος του και αναβαπτιζόμαστε συνεχώς, με τη συμμετοχή μας στο μυστήριο
της Θείας Ευχαριστίας, τη βρώση και τη πόση του πανάγιου Σώματος του και του
τιμίου και ζωή του Αίματος».

Με τη μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού καλλιεργείται η ορθόδοξη


πίστη, την οποία «την τρέφει το ιερό μυστήριο της θείας μεταβολής. Εκεί όπου
μεταβάλλονται το ψωμί και το κρασί…στο ιερό θυσιαστήριο κοινωνούμε τον
καινούργιο κόσμο της συναδέλφωσης της αγάπης και της ομόνοιας»,200 ώστε η πίστη
να «αναζωπυρώνεται από τη μετοχή μας στη θεία ευχαριστία. Όταν το αναστάσιμο
φρόνημά μας ενισχύεται αδιάλειπτα από τη μετάληψη του Τιμίου Σώματος και του
Ζωοποιού Αίματος του Χριστού μας…μπορεί να αντικρίζουμε με συντριβή το νεκρό
μας αλλά έχουμε βέβαιη ελπίδα και προσδοκούμε τη δική του όπως και τη δική μας
ανάσταση».201

ε. Η σπουδαιότητα του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας για τη ζωή των


χριστιανών

Η συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας δεν αποτελεί μια πράξη
εξαναγκασμού, αλλά κίνηση ελεύθερης βούλησης, η οποία αναπτύσσει τη σχέση των
πιστών με τον Ιησού. Ο χριστιανός που δεν κοινωνεί τοποθετεί ήδη τον εαυτό του
μακριά από το ιερό μυστήριο και έξω την Εκκλησία.202

Ο επίσκοπος στηριγμένος σε αυτή τη βεβαιότητα αποτυπώνει στα κείμενά του


την ποιμαντική του αγωνία και την προσπάθειά του να προτρέψει τους πιστούς να

200
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 130.
201
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 60Πβ.. Ιω. 5:24-30: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον
μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον͵ καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ
μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν ὅτε οἱ
νεκροὶ ἀκούσουσιν τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσουσιν. ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει
ζωὴν ἐν ἑαυτῷ͵ οὕτως καὶ τῷ υἱῷ ἔδωκεν ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ·καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ κρίσιν
ποιεῖν͵ ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστίν. μὴ θαυμάζετε τοῦτο͵ ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις
ἀκούσουσιν τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύσονται͵ οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς͵ οἱ δὲ τὰ
φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως.Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ΄ ἐμαυτοῦ οὐδέν· καθὼς ἀκούω
κρίνω͵ καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν͵ ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός
με»Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμο Δοξαστικό Ιδιόμελο Ἦχος πλ. δʹ, σ.414: «Ὁ θάνατός σου Κύριε,
ἀθανασίαςγέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο· διὸ τοὺς
μεταστάντας ἀνάπαυσον, ὡς Φιλάνθρωπος».
202
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 83.

[58]
κοινωνούν συχνά: «Για μας δίνει το αίμα του ο Κύριος, κάθε φορά που τελείται το
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας κι εμάς περιμένει να τρέξουμε να πάρουμε τη θεία
Κοινωνία για να καούν οι αμαρτίες μας και να γεμίσουμε από τη χάρη και την αγάπη
Του».203 Διότι με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν το δώρο της σωτηρίας και το
ανταποδίδουν: «τρέχουμε να κοινωνήσουμε το σωτήρα και λυτρωτή μας και να
ανταποκριθούμε στη σταυρωμένη και αναστημένη του αγάπη».204

Συγχρόνως, όμως, πάνω στη γραμμή των Κολλυβάδων, εκφράζει και τον
προσωπικό του πόνο, που οι χριστιανοί δεν συμμετέχουν συχνά στο μυστήριο της
ζωής:205«είναι παράδοξο να παρακολουθεί κανείς τη θεία Λειτουργία, χωρίς να τιμά
τον οικοδεσπότη και χωρίς να προσέρχεται στο δείπνο που ο ίδιος προσφέρει …αν δε
γευτούμε τον Κύριο …και αν δεν προσλάβουμε δια της θείας ευχαριστίας την
εξαγιαστική χάρη του Θεού, πώς περιμένουμε να φωτίζεται ο νους μας;»206

Εκτός από τη στέρηση της εξαγιαστικής χάρης ο Επίσκοπος τονίζει


συγχρόνως και το έλλειμμα κοινωνικότητας. Η αποχή από τη θεία Ευχαριστία όχι
μόνο κρατά τον χριστιανό μακριά από τη επαφή με τον Θεό, αλλά τον απομακρύνει
και από τον συνάνθρωπο: «όποιος δεν τρέφεται από το σώμα και το αίμα του Κυρίου
κι όποιος δεν ακούει τον λόγο του Θεού και δεν πιστεύει στον Θεό Πατέρα που τον
έστειλε ανάμεσά μας δεν συνειδητοποιεί την αγάπη του Θεού. Κι όταν δεν γεύεται
τούτη την αγάπη ούτε ο ίδιος μπορεί να δείξει αγάπη και να διακονήσει τους
πάσχοντες, τους πεινασμένους, τους ασθενείς, τους μοναχικούς, τους
απελπισμένους».207 Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του επισκόπου και στην κοινωνική
διάσταση της μετοχής στη θεία κοινωνία, αντίστοιχη θα υποστήριζε κανείς με την
επιμονή του για την ερμηνεία του μυστηρίου και της σωτηρίας των πιστών, η οποία,
όμως, περνά από τη διακονία του συνανθρώπου: «…δεν νοείται λατρεία προς τον
Θεό χωρίς αγάπη και ευασθησία προς τον συνάνθρωπο. Αυτή η ενεργός παρουσία
στις ποικίλες ανάγκες των ανθρώπων παρωθείται από την πλήρη παράδοση στον
Θεάνθρωπο Ιησού. Και αυτή η πίστη στον τριαδικό Θεό ενεργοποιεί την
κοινωνικότητά μας, κρατά σε εγρήγορση την ευαισθησία μας στα ποικίλα παθήματα

203
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 83.
204
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 32.
205
Πλήρης ανάπτυξη του θέματος απαντά στο σύγγραμμα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στο
Περί συχνής μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού μυστηρίων, Εκδ. Μυριόβιβλος, 2009.
206
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 121.
207
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 115 Ιω. 12:48: «ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει
τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ·».

[59]
των συνανθρώπων μας».208 Εξάλλου η ανταπόδοση της δωρεάς του Θεού, εκτός από
την ευχαριστία και τη δοξολογία, είναι συνυφασμένη με το ανάλογο ήθος μας
απέναντι στους συνανθρώπους, το λεγόμενο ευχαριστιακό ήθος: «Ο Χριστός
προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του δώρο σε μας. Εμείς ανταποδίδουμε τη δωρεά με
τη δοξολογία και την ευχαριστία μας, αλλά και με την ανάλογη συμπεριφορά μας
προς τους πλησίον και τους μακράν».209

Η κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για την προσέλευση στη θεία


κοινωνία έχει οπωσδήποτε βιβλικό υπόβαθρο.210 Ο Επίσκοπος, συνεπής στην
παράδοση των Κολλυβάδων, εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι η σωστή προετοιμασία
περιλαμβάνει τη μετάνοια, την προσευχή, την εξομολόγηση. Τους προτρέπει: «Μην
αδιαφορούμε. Αντίθετα να φροντίζουμε, με την άσκηση της μετανοίας και
συγχώρεσης και αγάπης, να προσερχόμαστε στο άγιο Ποτήριο, στη χαρά και στη
δόξα της Εκκλησίας μας, που έχει ετοιμασθεί για τον καθένας μας και για όλους τους
πιστούς αδελφούς».211

Ταυτόχρονα υποδεικνύει την αγάπη και την απουσία μίσους ως την καλύτερη
προϋπόθεση για τη μετοχή στο μυστήριο. Η έλλειψη της αγάπης προσβάλλει την
ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Η αγάπη είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει
πάντα τη ζωή των πιστών ιδιαίτερα την ώρα της Θείας Ευχαριστίας, εφόσον η εντολή
του Κυρίου είναι σαφής: «ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον
κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου
ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε
ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου».212 Ο Επίσκοπος περιγράφει παραστατικά τις
προϋποθέσεις της προετοιμασίας: «αν δεν αγαπιόμαστε μεταξύ μας, δεν μπορούμε να
συμμετάσχουμε κι αν δεν συγχωρούμε εκείνους που μας βλάπτουν και πάλι είμαστε
ανάξιοι συνδαιτημόνες…εκείνο που μας ετοιμάζει είναι η μετάνοια και η

208
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 115.
209
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 17.
210
Α΄ Κορ. 11:28-29: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ
ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα».
211
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 196Πβ.. Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, σ.72:
«μετά φόβου θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».
212
Μτθ. 5:23-24: «ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός
σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον
διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου».

[60]
εξομολόγηση».213 Σε άλλο σημείο επεξηγεί πως: «Η μετάνοια μάς οδηγεί στον
πνευματικό και ο πνευματικός στην ευχαριστιακή σύναξη. Στη λατρευτική κοινωνία
με την τρισυπόστατη θεότητα, στην κοινωνία αγάπης με τους συνανθρώπους μας με
τους φίλους και εχθρούς μας, ώστε να ομολογούμε…και να μεταλαμβάνουμε των
αχράντων μυστηρίων».214 Είναι φανερό πως η προετοιμασία δεν περιορίζεται στην
τήρηση ορισμένων τυπικών διατάξεων, αλλά προϋποθέτει το λατρευτικό δέος
μπροστά στο μυστήριο και το συγχωρητικό χρέος προς τον συνάνθρωπο. Και κάτι
ακόμη εξίσου σπουδαίο, την καθαρή συνείδηση, για να καρποφορήσει σε όλη την
ύπαρξή μας η μετοχή μας στο μυστήριο: «Η θεία Κοινωνία, όταν την
μεταλαμβάνουμε με αγαθή συνείδηση, διαποτίζει πνευματικά και τον νουν και την
ψυχή και την καρδιά».215

Στις ομιλίες που μελετήσαμε είναι εμφανής μία δυναμική προσέγγιση των
τυπικών διατάξεων της Εκκλησίας με έμφαση στην ουσία τους. Η αντιμετώπιση
αυτή δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, δεδομένης της προσκόλλησης σε συνήθειες ή
εσφαλμένες δοξασίες που έχουν εξελιχθεί σε αμετακίνητες πεποιθήσεις. Ο ίδιος,
όμως, με αίσθημα πνευματικής ευθύνης, επέμενε: «όλες οι τυπικές διατάξεις που
τηρούμε έχουν αξία στον βαθμό που συμβάλλουν στη δημιουργία εκκλησιαστικού
ήθους. Και όταν λέμε εκκλησιαστικό ήθος, εννοούμε την απόλυτη εμπιστοσύνη στον
Χριστό για τη σωτηρία μας και τον σεβασμό προς τη φύση που απορρέουν από τη
λατρεία στο πρόσωπο Του».216

στ. Η οικουμενική διάσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας

Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας η τέλεση της αναίμακτου ιερουργίας


είναι μια επιβεβαίωση της οικουμενικότητάς της. Μέσα στον λειτουργικό χρόνο της
θείας Ευχαριστίας ενώνονται όλοι οι διασπασμένοι άνθρωποι με τον Θεό και μεταξύ
τους σε μια ευχαριστιακή κοινωνία.217

Ο επίσκοπος και πάλι παραφράζοντας ευχές της θείας λειτουργίας, που επί το
πλείστον δεν είναι γνωστές στο εκκλησίασμα, είτε επειδή δεν αναγινώσκονται εις

213
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 119.
214
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 78.
215
Προς οικοδομήν της χρείας, σ. 193.
216
Προς οικοδομήν της χρείας, σ. 15.
217
Γ. Μαντζαρίδη, Ηθική, σ. 159.

[61]
επήκοον είτε διότι δεν είναι κατανοητή η γλώσσα τους, διδάσκει: «σε τούτο το
μεγάλο δείπνο που είναι η θεία κοινωνία συναντιόμαστε όλοι πλούσιοι πένητες
μεγάλοι και μικροί άρχοντες και αρχόμενοι με απλή ψυχή και καθαρή καρδιά…θα
μεταλάβουμε των αχράντων και επουρανίων μυστηρίων κοινωνούμε με το
θεανθρώπινο σώμα του κυρίου κοινωνούμε μετέχουμε σε αυτό γινόμαστε ένα με
αυτό».218 Ακόμη πιο χαρακτηριστικά εξηγεί: «Η αγάπη προσφέρεται στην αγία
Τράπεζα της Εκκλησίας, όπου όλοι οι πιστοί προσέρχονται στο μυστικό
δείπνο…μέσα στο ποτήριο ευρίσκονται όλοι, ο ουρανός, η γη, οι εν πίστει
τετελειωμένοι και όλοι όσοι πιστεύουν και ομολογούν τον Τριαδικό μας Θεό,
ανεξάρτητα από το γένος τους, την ηλικία τους, το χρώμα τους, την κοινωνική τους
θέση, την καταγωγή».219 Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει ότι στο ποτήριο της ζωής
συναντά ο καθένας μας «όλα τα αγαπητά μας πρόσωπα, που έχουν ήδη κοιμηθεί με
τη βεβαιότητα της αναστάσεως, όλους με τους οποίους επιβιώνουμε σε τούτο τον
κόσμο, ολάκερη την πλάση, τις ουράνιες δυνάμεις και μάλιστα την αγία Τριάδα»220.
Η συμμετοχή των πιστών στην Θεία Ευχαριστίας βοηθά και στην ανάπτυξη των
σχέσεων μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα η οποία λατρεύει το πρόσωπο του
Ιησού και αγωνίζεται «για την συνειδητή και υπεύθυνη ενσωμάτωσή μας στο
σταυρωμένο και αναστημένο Σώμα. συμμετοχή στη θεια λειτουργία όπου γινόμαστε
ένα με τον Ιησού Χριστό και τους πιστούς που μεταλαμβάνουν το δικό του Τίμιο
σώμα και αίμα».221 Παράλληλα, η μετοχή μας με ολάκερη την πλάση στο ποτήριο της
ζωής υπαγορεύει και τον σεβασμό μας προς αυτήν: «Το σώμα και το αίμα του
Κυρίου, η θεία κοινωνία, αποκαθιστά τις σχέσεις λατρείας προς τον Θεό, σχέσεις
συμφιλίωσης και αγάπης προς τον συνάνθρωπο, σχέσεις σεβασμού προς το φυσικό
περιβάλλον».222

Συνοψίζοντας αναφέρουμε τις θέσεις που επισημάνθηκαν σε αυτήν την


ενότητα. Στην τέλεση της θείας Ευχαριστίας συμμετέχει όλη σύναξη. Η θεία
Κοινωνία δεν αποτελεί ένα είδος αξιομισθίας για τις αρετές του καθενός από εμάς.
Προϋποθέτει την πίστη, τη μετάνοια, την εξομολόγηση, ως εκ τούτου κανείς δεν
αποκλείεται από το μυστήριο όσο και αν θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό, διότι «Η

218
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 195.
219
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 119.
220
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 195.
221
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 115.
222
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 154.

[62]
θεία κοινωνία είναι για όλους μας. Για μας τους αμαρτωλούς, ώστε να καίγονται τα
κρίματά μας και για τους ασθενείς, ώστε να θεραπεύονται τα αρρωστήματα. Δεν είναι
για τους τέλειους, αλλά για τους πάσχοντες και τους μετανοούντες»223 Στο ιερό
μυστήριο «συμμετέχει η τριαδική θεότητα, οι άγιοι του Θεού, οι χριστιανοί που
έρχονται με φόβο Θεού, ωριμότητα, νηφαλιότητα, πίστη και αγάπη».224 Με τη θεία
κοινωνία ο πιστός ενώνεται με το πρόσωπο του Ιησού «…που μας έχει προσλάβει
στο θεανθρωπινό ζωντανό του σώμα την εκκλησία του, δηλαδή, και εμείς τον
προσλαμβάνουμε μέσα στην ύπαρξής μας με την πίστη και την αγάπη και τη θεία
κοινωνία».225 Με το μυστήριο αυτό ο πιστός βιώνει τα έσχατα στο σήμερα, γιατί «η
πρόγευση της βασιλείας των ουρανών είναι η θεία ευχαριστία όπου προσερχόμαστε
όλοι οι μετανοούντες και οι συγχωρούντες για να τον ευχαριστήσουμε για τις άπειρες
δωρεές του».226

3. Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

α. Η έννοια της ιερωσύνης

Στις ομιλίες του ο Επίσκοπος κρίνει αναγκαίο να εξηγήσει τον ρόλο των
ιερέων στη ζωή της Εκκλησίας: « είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν χρισθεί με το
μυστήριο της ιερωσύνης και τελούν τα μυστήρια, διδάσκουν το ευαγγέλιο και
συντονίζουν τους ευλαβείς πιστούς».227

Στα κείμενά του ο Επίσκοπος ερμηνεύοντας το πνεύμα των ευαγγελιστών και


του Απ. Παύλου εξαίρει την μοναδική αποστολή του ιερέα.228 Είναι εκείνος που
οδηγεί το ποίμνιο «στην Εκκλησία, στο Σώμα του Χριστού».229 Παράλληλα
υπογραμμίζει και τη στάση των ενοριτών απέναντί τους, οι οποίοι τους περιβάλλουν
με αγάπη, γιατί «χαίρονται, όταν προκόπτει το έργο της πνευματικής οικοδομής των

223
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 265.
224
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 123.
225
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 125.
226
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 358.
227
Διακονία Λόγου, σ. 112.
228
Πβ.. Ιω. 21:16: «λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ
οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμανε τὰ πρόβατά μου».
229
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 339.

[63]
πιστών και λυπούνται, όταν ποικιλότροπα διώκεται και μισείται κάποιος ιερέας».230
Το σπουδαιότερο όμως χαρακτηριστικό του ιερέα που τονίζεται στο εκκλησίασμα
είναι η ιερουργία του μυστηρίου: «Ο ιερέας είναι εκείνος, ο οποίος εξ ονόματος όλης
της κοινότητος και στη θέση του επισκόπου, θα επικαλεσθεί το Άγιο Πνεύμα, για να
μεταβληθεί το ψωμί και το κρασί σε τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού».231

Η εξαγιαστική χάρη μεταδίδεται κατά την τέλεση του μυστηρίου δια του
επισκόπου: «δεν μεταδίδεται απευθείας, αλλά δια μέσου του εκφραστή του
εκκλησιαστικού πληρώματος, που είναι ο επίσκοπος κάθε τοπικής εκκλησίας και οι
ιερείς του».232 Και για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό από το εκκλησίασμα,
χρησιμοποιεί μια παραστατική μεταφορική εικόνα από την τελετή του γάμου, που
αναλύει τον γνωστό όρο «νυμφαγωγός εις Χριστόν»: «οι πνευματικοί ομοιάζουν με
τον πατέρα της νύφης, που οδηγεί τη θυγατέρα του στην Εκκλησία. Εκεί την
παραδίδει στον εκλεκτό της νυμφίο. Το ίδιο και οι πνευματικοί παίρνουν ανθρώπους,
που τους εμπιστεύονται τις ανησυχίες τους, τις αγωνίες, τον ενθουσιασμό τους, τα
όνειρά τους, τον χρόνο τους και τα ανάγουν στον Χριστό και την Εκκλησία του».233

Σε μια εποχή που ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας δεν
είναι τόσο εμφανής όχι μόνον στις λήψεις των αποφάσεων για το έργο της
Εκκλησίας, αλλά είναι περίπου άγνωστη η συμμετοχή του στην τέλεση του ιερού
μυστηρίου, τα κείμενα που μελετήσαμε τονίζουν τη «συνιερουργία» των λαϊκών και
τη γενική ιεροσύνη του εκκλησιαστικού σώματος: «Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί
λατρεύουμε όλοι μαζί τον Θεό μας. Κλήρος και λαός αποτελούμε μια ευχαριστιακή
σύναξη που προσφέρουμε τα Τίμια Δώρα στο Θυσιαστήριο».234 Με ανεπτυγμένο το
ορθόδοξο αισθητήριο ο Ιεράρχης επαναφέρει στο εκκλησίασμα βασικές θεολογικές
θέσεις εν πολλοίς άγνωστες, εφόσον ο χαρισματικός χαρακτήρας του λαϊκού
στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας ελάχιστα τονίζεται ή γίνεται αντιληπτός.

Βεβαίως για τον επίσκοπο ο σημαντικός ρόλος των λαϊκών μελών δεν
συνεπάγεται την αυτονόμησή τους. Τέτοιου είδους παρεξηγήσεις προλαμβάνονται,
διότι ο ρόλος των λειτουργών παραμένει κεντρικός: «οι ιερείς προσφέρουν όλο τους
τον εαυτό και όλη τους την ύπαρξη και επικαλούνται και παρακαλούν και δέονται
230
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 337.
231
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 347.
232
Διακονία Λόγου, σ. 176.
233
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 337.
234
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 347.

[64]
στον Θεό να μεταβάλει τη φθαρτή φύση σε άφθαρτη, το ψωμί σε άγιο σώμα και το
κρασί σε ζωοποιό αίμα του Χριστού μας».235

β. Στοιχεία ποιμαντικής διακονίας

Ο Ιεράρχης στα κείμενά του υπενθυμίζει στο εκκλησίασμα και στους


κληρικούς του ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ποιμένων της Εκκλησίας, τα οποία
και αυτά σχετίζονται με τον ρόλο του «νυμφαγωγού»: «Οι πατέρες της Εκκλησίας
μας έχουν την ευθύνη για την πνευματική καλλιέργεια των χριστιανών. Το Ευαγγέλιο
τους χαρακτηρίζει πατέρες και ποιμένες, οι οποίοι έχουν χρέος να οδηγούν το
πνευματικό τους ποίμνιο στον καλό Ποιμένα, δηλαδή τον Ιησού Χριστό…».236 Μέσα
από αυτήν την προοπτική αποκλείεται οποιαδήποτε σκιά προσωποληψίας: «Ο σωστός
πατέρας και διδάσκαλος καλλιεργεί στα παιδιά του την υπευθυνότητα, σέβεται την
ιδιαιτερότητά τους, δεν ενθαρρύνει προσκολλήσεις στο πρόσωπό του και
προσεύχεται γι αυτά στον ουράνιο Πατέρα».237

Εξάλλου με προτρεπτικό τόνο ο Επίσκοπος εμμέσως διδάσκει στους


κληρικούς του ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν στην υπεύθυνη διακονία του
λαού του Θεού. Ομοίως εξηγεί και στον λαό τί θα πρέπει να περιμένει από τους ιερείς
του. Το υπόβαθρο των προτροπών παραπέμπει στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολή:238
«Ο ιερέας πρέπει να φροντίζει να είναι στοργικός, επιεικής, υπομονετικός και να
διδάσκει στα παιδιά του πώς να αναζητούν τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο
Θεάνθρωπο»239 και το ενδιαφέρον του είναι ανύστακτο για την πνευματική
καλλιέργεια των πιστών: «πώς να ησυχάσει ο πνευματικός διδάσκαλος, όταν βλέπει
τα παιδιά του να έχουν άγνοια, ημιμάθεια, αδιαφορία ή ακόμη πλανεμένη αντίληψη
για την πίστη και το μυστήριο της Εκκλησίας».240

235
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 75.
236
Διακονία Λόγου, σ. 120Πβ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG5, 669AB και ̇Τραλλιανοῖς 3 PG
5, 677ABΑ΄ Κορ. 4:14-15: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶν·
ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας, ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ
τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα»Γαλ. 4:12: «Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι
ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε».
237
Διακονία Λόγου, σ. 122.
238
Α΄ Τιμ. Κεφ 4 και 5 .
239
Διακονία Λόγου, σ. 122.
240
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 170.

[65]
Ο Επίσκοπος, αφού σποραδικά στις ομιλίες του έχει επισημάνει τον ρόλο των
κληρικών, την ύψιστη αποστολή τους μπροστά στο θυσιαστήριο και την ευθύνη τους
για τη σωστή καθοδήγηση του λαού του Θεού, οδηγεί τους ακροατές του κληρικούς
και λαϊκούς να συνειδητοποιήσουν ότι: «εάν ανταποκρίνονται σωστά στην αποστολή
τους, τότε τα παιδιά τους οδηγούνται στον Ουράνιο Πατέρα και οι ίδιοι θα
αναδειχθούν μεγάλοι στη Βασιλεία των Ουρανών.241 Εάν όμως είναι ανάξιοι για ένα
τόσο μεγάλο έργο και διδάσκουν στα παιδιά τους αιρετικές δοξασίες, τότε τα οδηγούν
στην απώλεια και τον εαυτό τους στην καταδίκη».242 Με αυτή τη στάση του ο
Επίσκοπος απορρίπτει επιφανειακά χαρακτηριστικά των κληρικών, όπως είναι «η
ευσεβοφανής εμφάνιση ή ακόμη η ταπεινοσχημία»,243 τα οποία είναι πολλές φορές
παραπλανητικά και διευκρινίζει πως «χρειάζεται όλη η ζωή του πνευματικού πατέρα
να ευωδιάζει από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος».244

Κινούμενος πάνω στον ίδιο άξονα του νυμφαγωγού, που δεν οδηγεί στην
προσωπολατρία και τη δημιουργία οπαδών, επαναλαμβάνει: «ο πατήρ ή ο πάτερ όπως
συνηθίζει ο λαός μας να λέει, ο γέροντας, ο επίσκοπος δεν είναι οι τελικοί αποδέκτες
της λατρείας και της υπακοής των πιστών».245 Και αποκλείοντας τις τάσεις του
γεροντισμού ή ακόμη του γκουρουισμό, που δεν σπανίζουν, δηλώνει επιγραμματικά:
ο γνήσιος πνευματικός πατέρας τα πνευματικά του παιδιά «ποτέ δεν τα συνδέει με το
δικό του πρόσωπο, αλλά τα αναφέρει πάντοτε στον Θεό».246

β. Η διακονία της πνευματικής πατρότητας

Για την Ορθόδοξη παράδοση η Εκκλησία του Χριστού, δεν είναι μονάχα
αποστολίκή αλλά κυρίως Εκκλησία των Αγίων Πατέρων247. Άλλωστε αυτή αποτελεί
και η βασική πεποίθηση του αποστόλου των Εθνών Παύλου ο οποίο με παρησία

241
Μτθ. 5:19: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς
ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος
μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
242
Διακονία Λόγου, σ. 121Πβ. Ἁγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία
τόμ. Α ́, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1982, σ.86.
243
Διακονία Λόγου, σ. 121.
244
Διακονία Λόγου, σ. 121.
245
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 337.
246
Διακονία Λόγου, σ. 121.
247
Γ. Φλορόσκυ, Αγία Γραφή, σ. 147.

[66]
τονίζει πως «Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλὀὐ πολλούς
πατέρας˙ ἐν γάρΧριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα».248

Για τη θεολογική θέση του επισκόπου οι ιερείς ως διάδοχοι των αποστόλων


είναι αυτοί που έχουν την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των πιστών249. Αυτός
είναι και ο λόγος που οι πιστοί «την μετάνοιά μας την εξαγορευόμαστε στον ίδιο τον
λυτρωτή μας Ιησού Χριστό δια μέσου του εκφραστή του εκκλησιαστικού
πληρώματος, του πνευματικού ιερέα. Στην συνέχεια με αγαθή συνείδηση
προσερχόμαστε στο Άγιο Ποτήριο».250 Με αυτές τις θεολογικές θέσεις οδηγεί το
εκκλησίασμα να κατανοήσει την πνευματική διάσταση της πατρότητας: «Ο
πνευματικός γεννά τέκνα της Εκκλησίας με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος
αποκτά παιδιά της χάριτος, της αλήθειας και του Ευαγγελίου».251

H προσωπικότητα του πνευματικού πατέρα σκιαγραφείται επιπλέον με τις


εξής αποχρώσεις: «Ο πνευματικός πατέρας είναι δώρο του Θεού. Ζη συνειδητά τη
λατρεία της Εκκλησίας μας, προσεύχεται, μελετά, καλλιεργείται και δεν μένει
αδιάφορος για όσα συμβαίνουν στον ταραγμένο κόσμο»,252ενώ «πετυχημένος
πνευματικός οδηγός είναι εκείνος που έχει ανιδιοτελή κίνητρα».253

Ο Επίσκοπος επανερχόμενος στη θεμελιώδη του θέση ότι ο πνευματικός


πατέρας «είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για τη σωτηρία και την πληρότητα των τέκνων
του. Επαγρυπνεί και προσεύχεται διαρκώς, ώστε να συνδέονται ολοένα και
περισσότερο με τον Χριστό και με όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας».254 Η πνευματική

248
Α΄ Κορ. 4:14: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶν».
249
Ιω., 20:19-31: «Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε
τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
250
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 167Πβ. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ
Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
251
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 121Πβ. Ἐπιφάνιος Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42,
508CD: «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ
λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι
πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς
τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους».
252
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 122Γρ. Θεολόγο, Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35,
492C.
253
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 109.
254
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 338Πβ. Διαταγαί Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, εκδ.
Απ. Διακονίας, Αθῆναι 1955, σ. 38-39: «τούς δι ὕδατος ἀναγεννήσαντας, τούς τῷ ἁγίῳ πνεύματι
πληρώσαντας, τούς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τούς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους, τούς ἐν
ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας, τούς τοῦ σωτηρίου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τούς
τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας καί τῆς ἁγίας καί ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας».

[67]
αυτή πατρότητα αντιδιαστέλλεται από την κατά σάρκα με ζεύγη αντιθέσεων, σαφή
παραδείγματα και απλότητα ύφους. Γράφει: «Ο κατά σάρκα πατέρας προσφέρει στα
παιδιά του τα αναγκαία για την επιβίωση, ο πνευματικός πατέρας τα απαραίτητα για
την υπέρβαση της βιοτής και τη μετοχή στη ζωή και τη χαρά του Κυρίου μας. Ο
πατέρας είναι απαραίτητος για το παιδί, γιατί του παρέχει ασφάλεια, προστασία,
σταθερότητα. Ο πνευματικός πατέρας οδηγεί το πνευματικό του παιδί στην άγκυρα
της πίστεως, στον Τριαδικό Θεό, το εισάγει στο Σώμα της Εκκλησίας μας και του
προσφέρει την ασφάλεια και τη βεβαιότητα της προσδοκίας του ουράνιου Πατέρα. Ο
φυσικός πατέρας οδηγεί τον γιό του ή την κόρη του στην Εκκλησία, για να τους
παραδώσει στο σύζυγο ή τη σύζυγο του και να ζήσουν μαζί σε όλη την πρόσκαιρη
βιοτή. Ο πνευματικός πατέρας οδηγεί τα πνευματικά του παιδία στο Νυμφίο Χριστό,
για να ζήσουν ενσωματωμένοι στο θεανθρώπινο Σώμα του την ατελεύτητη δόξα της
Βασιλείας Του».255

Όσο σημαντικός είναι ο πνευματικός πατέρας για την πνευματική οικοδομή


των πιστών, άλλη τόση είναι και η ευθύνη του για τον τρόπο που προσεγγίζει τους
πιστούς: «Οι νουθεσίες μας, οι παρεμβάσεις μας, το ενδιαφέρον μας, χρειάζεται να
εκδηλώνεται με κάποιο μέτρο και προπαντός με κατανόηση του άλλου».256

Τα κείμενα εκτός από τις ποιμαντικές ευθύνες των ιερέων διασώζουν στο
σύνολό τους και τις ευθύνες του ποιμνίου για την πνευματική του καλλιέργεια. Ο
Επίσκοπος έχει ήδη φανεί στα κείμενά του όντως πεπεισμένος για τη συμμετοχή των
λαϊκών στη ζωή της Εκκλησίας και στη συνέχεια προχωρεί να τους καταστήσει
υπεύθυνους και για την επιλογή των πνευματικών τους οδηγών, λαμβάνοντας υπόψη
τους βασικές προϋποθέσεις: «… κάθε ορθόδοξος πιστός οφείλει να αναζητεί στο
πρόσωπο του ποιμένα του μερικά βασικά χαρακτηριστικά…το ορθόδοξο φρόνημα,
την ορθόδοξη διδασκαλία, το ορθόδοξο βίωμα, τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες».257

255
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 340Πβ. Μτθ. 23:9: «καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῖν ἐπὶ τῆς
γῆς, εἷς γάρ ἐστιν ὑμῶν ὁ πατὴρ ὁ οὐράνιος».
256
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 108Μρκ. 2:12: «καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν
κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι
οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν»Πβ. Ιω. Κλίμακος, Πρὀς τον Ποιμένα 24, PG 88, 1177Β: «ποιμένα ἀληθινόν
ἀποδείξει ἀγάπη. Δι' ἀγάπην γάρ ὁ Ποιμήν ὁ Μέγας ἐσταύρωται»Αμίλκα Αλιβιζάτου, Η Οικονομία
κατά το κανονικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1949, σ. 94.

Διακονία Λόγου, σ. 121Πβ. Συμεών Νέου θεολόγου, Κατηχήσεις, 20, Sources Chrétiennes 104,
257

334:«Ἀδελφέ, ἐκτενῶς τόν Θεον παρακάλεσον, ὅπως δείξῃ σοι ἄνθρωπον, τόν καλῶς ποιμᾶναί σε
δυνάμενον, ῷ καί ὀφείλεις ὡς αὐτῷ τῷ Θεῷ ὑπακοῦσαι καί τά παρ' αὐτοῦ σοι λεγόμενα ἀδιστάκτως

[68]
Η αναζήτηση του σωστού ιερουργού των μυστηρίων προϋποθέτει την προσευχή του
εκκλησιαστικού πληρώματος, «είναι θέμα προσευχής ο ιερέας του θυσιαστηρίου»,258
και τη συμβολή του, διότι «πάντοτε πολλοί είναι οι καλεσμένοι εις αυτό το έργον,
αλλά λίγοι οι εκλεκτοί και γι αυτό πρέπει να εργαζόμεθα και να προσευχόμαστε στον
Κύριο να παρουσιάζει εργάτες».259 Και ακόμη περισσότερο για να εξάρει την
πνευματική ιδιαιτερότητα των λειτουργών με ρεαλιστικό τρόπο τους αντιδιαστέλλει
από τους δημόσιους λειτουργούς: «Οι ιερείς μας δεν προέρχονται από επετηρίδα
αδιορίστων υπαλλήλων ούτε από διαγωνισμούς προσλήψεων. Είναι προϊόν πολλής
προσευχής και του Επισκόπου αλλά και του λαού του Θεού».῎260 Τέλος δεν
παραλείπει να διατυπώνει τον πόνο του για τον δισταγμό που δείχνουν άνθρωποι με
κλίση να χειροτονηθούν κληρικοί: «είναι υπέυθυνο και κοπιαστικό αυτό το έργο! Γι
αυτό πολλοί διστάζουν να το αναλάβουν και παρόλο που έχουν και κάποια κλίση,
στερούνται του ιερού μυστηρίου».261

Τέλος, ο Επίσκοπος σε διάλογο με το εκκλησίασμα αλλά και με τους


αναγνώστες των γραπτών του ομιλιών, με βαθειά συναίσθηση του ρόλου τόσο των
κληρικών όσο και των λαϊκών για τη ζωή της Εκκλησίας προτρέπει: «Προσεύχεσθε,
αδελφοί μου, για μας τους ποιμένες και διδασκάλους, διότι το έργο μας είναι πολύ
υπεύθυνο και όλοι εσείς με το δίκιο σας πολλά αναμένετε από εμάς».262

ἐπιτελέσαι, εἰ καί ἐναντία σοι καἰ ἐπιβλαβῆ κατά τό δοκοῦν σοι τά προσταττόμενα φαίνονται» Συμεών
του νέου θεολόγου Κεφάλαιον 1, 49, Sources Chrétiennes 51, 53: « Εὐχαῖς καί δάκρυσι τόν Θεόν
καθικέτευσον πέμψαι σοι ὁδηγόν ἀπαθῆ καί ἅγιον».

258
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 348.
259
Διακονία Λόγου, σ. 112Πβ. Μτθ 9:37-38: «τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ῾Ο μὲν θερισμὸς πολύς,
οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν
αὐτοῦ»Λκ. 10:2: «ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς, ῾Ο μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν
τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐργάτας ἐκβάλῃ εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.».
260
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 348.
261
Πὠς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 348Πβ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον,
με´, 1, Ρ.G. 58, 471:«῞Οταν τις προθυμίαν ἔχῃ καί σπουδήν, δοθήσεται αὐτῷ καί τά παρά τοῦ Θεοῦ
ἅπαντα. ῞Οταν δέ τούτων κενός ᾖ καί τά παρ ̓ ἑαυτοῦ μή εἰσφέρῃ, οὐδέ τά παρά τοῦ Θεοῦ δίδοται».
262
Διακονία Λόγου, σ. 122.

[69]
4. ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
α. Η Ιεραποστολή της Εκκλησίας

Η εντολή του Κυρίου λίγο πριν την Ανάληψη «πορευθέντες μαθητεύσατε


πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος» (Μτθ. 28:19), είχε αποδέκτες τους μαθητές τους, αλλά και όλους
τους μαθητές διαμέσου των αιώνων. Η Εκκλησία προσφέρει τον θησαυρό της
αλήθειας σε όλους και στους εγγύς και τους μακράν.263

Ο Επίσκοπος τονίζει ότι η μαρτυρία του ευαγγελίου είναι ευθύνη και έργο
όλων. Στηριγμένος στο κάλεσμα του Φίλιππου στον φίλο του Ναθαναήλ «ἔρχου καί
ἴδε»(Ιω. 1:47) και στη θεολογική προσέγγιση της ιεραποστολής εξηγεί στο
εκκλησίασμα: «έχουν μεγάλη ευθύνη όσοι πιστεύουν στο Ιησού να αναλαμβάνουν
την ευθύνη της μαρτυρίας…καλούν τους γύρω τους να δουν…να πεισθούν ότι το
άγιο πνεύμα μεταμορφώνει τους ανθρώπους…»264.

Η μεταφορά του μηνύματος της Αναστάσεως του Xριστού και η


ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας άρχισε την ημέρα της Πεντηκοστής, με το
κήρυγμα του Απ. Πέτρου265 και στη συνέχεια του Αποστόλου των εθνών και των
διαδόχων τους: «Μετά την ανάσταση διευρύνεται. Απλώνεται σε όλη την οικουμένη
και αγγίζει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως της φυλής, του φύλου, του
πολιτισμού και της κοινωνικής τους καταστάσεως».266

Στα κείμενα τονίζεται ότι ο κατ’ εξοχήν στόχος της Ιεραποστολής είναι η
μεταφορά του ευαγγελικού μηνύματος,267 δηλαδή «η ζωντανή μαρτυρία ότι ο Υιός
και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία. Για να μας προσφέρει
τη δυνατότητα να γίνουμε παιδιά του Θεού υπεύθυνοι οικονόμοι των μυστηρίων της

263
Βλ. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Αλβανίας Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, σελ. 53-
69Πβ. Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς
οἰκουμένης ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία καί νά δίδουμε τή
μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, συμφώνως πρός τή σαφή ἐντολή τοῦ Κυρίου
πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί
Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1:8). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς
σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ εὐαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δέν ἔχουν γνωρίσει τόν
Χριστό ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας. https://www.holycouncil.org/-/message.
264
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 64.
265
Πρξ. 2:14-42
266
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329.
267
Πβ.. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού,
σ. 78-88.

[70]
Εκκλησίας και κατά χάριν μέτοχοι της αναστημένης Του παρουσίας».268 Ή όπως
παραπλήσια τονίζει αλλού «Το κήρυγμα της Εκκλησίας μας είναι πως ο Χριστός
είναι η ζωή και η ανάσταση και ο καθένας που είναι ενσωματωμένος σε αυτό το
αναστημένο σώμα του κυρίου ζει».269

Το κήρυγμα της Εκκλησία προς τους εγγύς έχει χαρακτήρα χριστοκεντρικό


και στοχεύει πάντοτε στο «το θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού γίνεται γνωστό στους
ανθρώπους με την μαρτυρία των μαθητών του Χριστού. Πρώτα οι άγιοι απόστολοι,
στη συνέχεια οι πιστοί ακόλουθοί του και έπειτα οι μαθητές των μαθητών του».270

β. Οι δυσκολίες του ιεραποστολικού έργου

Ο Επίσκοπος επισημαίνει πως το έργο των διακόνων του ευαγγελίου για τη


μεταφορά του μηνύματός του έχει δυσκολίες. Συγκεκριμένα τονίζει ότι «δεν είναι
εύκολη η διαδικασία να ανοίξει κανείς τα μάτια του στο πρόσωπο του Χριστού και
στην αλήθεια του Ευαγγελίου του»271 και πιο κάτω στην ίδια συνάφεια «η σπορά του
λόγου του θεού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η καρποφορία όμως είναι βέβαιη και
αναπάντεχη. Διότι ο λόγος του Θεού έχει ζωοποιό δύναμη».272 Σε μία άλλη συνάφεια
υπογραμμίζει τις δυσκολίες του ευαγγελισμού ή του επανευαγγελισμού που
οφείλονται στους αποδέκτες του ευαγγελίου και οδηγούν ακόμη και στο μαρτύριο
των κηρύκων του. Δίδουν «τη μαρτυρία μπροστά στον εγωπαθή και αλαζονικό
κόσμο, η οποία συχνά οδηγεί στο μαρτύριο των αγίων μαρτύρων και ομολογητών της
πίστεως για την αλήθεια τους ιερού ευαγγελίου».273

Ως προς τους κήρυκες του ευαγγελίου, στηριγμένος και πάλι στην παραβολή
του σπορέα, τονίζει τις προϋποθέσεις του σπορέα, που είναι η πίστη και εμπιστοσύνη
στον Θεό, η γνώση του ανθρώπου και της εποχής του: «Χρειάζεται να έχει βαθιά
πίστη στον Θεό και γνώση του ανθρώπου ο σπορέας. Χρειάζεται να ξέρει σύγχρονα
μέσα για να σπείρει και να καλλιεργήσει το χωράφι του και πάνω από όλα χρειάζεται
να αφήνεται στα χέρια του Θεού για την καρποφορία. Γιατί, όταν σπέρνεται η ζωή,

268
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 64.
269
Διακονία Λόγου, σ. 164.
270
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 63.
271
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 64Πβ. παραβολή σπορέως Μτ 13:3-9.
272
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 65.
273
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 191.

[71]
θα δώσει ζωή και ο λόγος του Θεού είναι η ελπίδα ζωής για τούτη την πρόσκαιρη
βιοτή».274 Και τελικά καταλήγει: «είναι του Θεού έργο το κήρυγμα του ευαγγελίου
και ο φωτισμός του κήρυκα και ο φωτισμός των πιστών».275

Έτσι για τον κήρυκα είναι αναγκαία η ύπαρξης μιας υπεύθυνης στάσης των
διακόνων του ευαγγελικού μηνύματος, γιατί, όπως ομολογεί, θα πρέπει ο άλλος να
«δει την δική τους ζωή. Να πεισθούν ότι το Άγιο Πνεύμα πράγματι μεταμορφώνει
τους ανθρώπους…».276 Και σε μία άλλη συνάφεια με μία ρητορική ερώτηση
υπενθυμίζει την ανάγκη να υπάρχει συνέπεια στη συμπεριφορά των Χριστιανών:
«πώς αλλιώς νοείται ένας πιστός Χριστιανός, εάν δεν ομολογεί με τη ζωή του, τα
έργα του και τα λόγια την αλήθεια που ο ίδιος ζει;»277 Το ήθος των Χριστιανών είναι
λοιπόν αποφασιστικό για τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και την αποδοχή του: «το ίδιο
ιεραποστολικό χρέος…να μελετούμε το ιερό Ευαγγέλιο και να εμπνεόμαστε από το
Πνεύμα το Άγιο στην εφαρμογή του. Εφαρμογή του Ευαγγελίου σημαίνει ότι η
στάση μας μέσα στη ζωή και η συμπεριφορά μας απέναντι στους συναναθρώπους και
τη φύση προσδιορίζεται από τη ζωντανή παρουσία του Θεανθρώπου Ιησού».278

Και προσθέτει ότι όσοι δίνουν την καλή μαρτυρία του ευαγγελίου αντλούν
δυνάμεις από την αλήθεια, που είναι ο Χριστός. «Η αλήθεια του Ευαγγελίου
περικλείει δύναμη, που οδηγεί όσους την πιστεύουν και τη διαγγέλλουν σε έργα
αγαθά, ανάλογα με τις ανάγκες των συνανθρώπων μας, τις περιστάσεις και τις
συγκυρίες».279 Διότι «δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ανάγκη από ένα λόγο
παρηγοριάς, μια χείρα βοηθείας, ένα χαμόγελο ελπίδας».280

Ως προς τους αποδέκτες του κηρύγματος του ευαγγελίου τονίζει ότι αναγκαία
προϋπόθεση είναι η δική τους συνειδητή συνεργία για να βλαστήσει το μήνυμα: «Η
274
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 66.
275
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 45Πβ. Μτθ. 28:20: «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα
ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἀμήν».
276
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 64Πβ. Μτθ 5:15: «οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ
τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ»Επίσης Αναστασίου
Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Η δοξολογική θεώρηση της ζωής και της Ιεραποστολής,
Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Πάντα τα Έθνη 17 Α΄ Τρίμηνο 1986, σελ.
20-22.
277
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 191.
278
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 92.
279
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 380Μτθ. 25:36: «γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα,
καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.».
280
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 380Λκ. 4:19: «κηρύξαι ἐνιαυτὸν κυρίου δεκτόν».

[72]
σπορά του ευαγγελίου καρποφορεί όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτό το
κοσμοσωτήριο γεγονός. Και συνειδητοποίηση σημαίνει επίγνωση ότι πραγματικά
τίποτα άλλο δεν γεμίζει την ύπαρξή μας από βεβαιότητα, ελπίδα, δύναμη, θάρρος,
από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό».281

Η ιεραποστολή επιτελείται, καθώς η Εκκλησία «διδάσκει με τη μαρτυρία του


ευαγγελίου, με το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως των νεκρών, με τις ακολουθίες
της, τη νεκρώσιμη και τα μνημόσυνα που αντικρίζουν την τραγικότητα της φθοράς
και τη διέξοδο της αναστάσεως». 282
Συγχρόνως όλοι οι πιστοί έχουμε χρέος «να
ομολογούμε τις ευεργεσίες του Θεού και σε όσους δεν τις γνωρίζουν και με το
αναστάσιμο φρόνημά μας να προσφέρουμε ελπίδα και έμπρακτη συμπαράσταση σε
εκείνους που δε γεύτηκαν τη χαρά της αναστάσεως».283

Η αποστολή των μελών της Εκκλησίας είναι να καλούν τους ανθρώπους να


γνωρίσουν την αλήθεια, να γνωρίσουν τον σωτήρα Χριστό. Ὁμως, στην
πραγματικότητα «το κάλεσμα σε αυτή τη σχέση πληρότητας του ανθρώπου γίνεται
από τον Χριστό.284 Ο άνθρωπος προσκαλείται από τον αγαπώντα Ιησού δια μέσου
των μαθητών του. Με την κατάφαση σε τούτο το κάλεσμα δημιουργείται το αμοιβαίο
της αγάπης σε τρόπο ώστε ο άνθρωπος να ζει μέσα στο θεανθρώπινο σώμα του
Χριστού και ο Χριστός μέσα στον άνθρωπο».285

Η καταληκτική προτροπή του Επισκόπου προς όλους για το χρέος της


μαρτυρίας μέσα στον κόσμο είναι «να φωτιστούμε από το φως της αναστάσεως του
Κυρίου μας και μέσα στο κόσμο του πένθους, του συμφέροντος, του μίσους, της

281
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 64Πρ. 4:12:«καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ
γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».
282
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 94 Πβ.. Ευχολόγιο Μέγα. Δοξαστικό νεκρώσιμης
ακολουθίας ήχος πλ. δ’, σ. 413: «Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν
μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο· διὸ τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος».
283
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 299Πβ. Πρ. 6:15:«Όλα τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν τον
Στέφανο και είδαν το πρόσωπό του που έλαμπε σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου»Επίσης Γρηγορίου του
Θεολόγου, Λόγος Μ΄, Εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα, P.G 36,360: «Τρισσήν γέννησιν ἡμῖν οἶδεν ὁ Λόγος· τήν
ἐκ σωμάτων, τήν ἐκ βαπτίσματος, καί τήν ἐξ ἀναστάσεως».
284
Μτθ. 8:22: «ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς λέγει αὐτῷ, ᾽Ακολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς. Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς [τὸ] πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.».
285
Διακονία Λόγου, σ. 80Α΄ Ιω. 4:15: «ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν
αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ».

[73]
φθοράς και της διαφθοράς να ομολογούμε μπροστά στους ανθρώπους τον Κύριο που
άνοιξε τα δικά μας μάτια της πίστεως».286

5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

α Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου και η σωτηρία των ανθρώπων

Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού και η σημασία της για τη
σωτηρία του ανθρώπινου γένους αναφέρεται συχνά στις ομιλίες που μελετήσαμε.

Ο Επίσκοπος με ορολογία δανεισμένη από την ευχή της θείας Λειτουργίας,287


τον Απ. Παύλο288 και την υμνολογία της Εκκλησίας289 εξηγεί τη θεία συγκατάβαση:
«από Θεός ανέκφραστος, ακατάληπτος και απερίγραπτος πήρε με τη θέλησή του
μορφή δούλου, μορφή ανθρώπου, για να μας λυτρώσει από την αμαρτία και το
θάνατο…πήρε εκείνος τη δική μας εικόνα ατρέπτως χωρίς δηλαδή να χάσει την
θεότητά του».290

Σε άλλη συνάφεια συνεχίζει με τρόπο εύληπτο να διδάσκει στο εκκλησίασμα


της Κυριακάτικης θείας λειτουργίας τη Χριστολογία, το μυστήριο των δύο φύσεων
του Χριστού, την πρόσληψη του ανθρώπινου από το θείο ασυγχύτως και αδιαιρέτως:
«Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ενώθηκαν «ασυγχύτως και αδιαίρέτως» οι δύο
φύσεις. Η θεία και η ανθρώπινη. Έτσι μας διδάσκει η Εκκλησία μας. Ο Θεάνθρωπος
Ιησούς παραμένει διαρκώς ομοούσιος με τον Πατέρα και με το Πνεύμα το Άγιο.
Συγχρόνως όμως και μέτοχος και κοινωνός της ανθρώπινης φύσης. Είναι, λοιπόν, ο

286
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 86Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου,
σ. 72: «εἴδομεν τό φῶς τό άληθινόν…».
287
Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ευχή Αναφοράς, σ. 62: «Ἄξιον καὶ
δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς
δεσποτείας σου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως
ὤν· σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον…».
288
Φιλ. 2:6: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ».
289
Εγκολπιο 93 «Ὁ μονογενής υἱός καί λόγος τοῦ θεοῦ ἀθάνατος ὑπάρχων…ἀτρἐπτως
ἐνανθρωπήσας», ύμνος θείας Λειτουργίας αποδιδόμενος στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
290
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 241.

[74]
Χριστός ο μόνος απόλυτα οικείος με τον Θεό πατέρα αλλά και απόλυτα οικείος με
τον άνθρωπο».291

Επίσης, με απλά λόγια εξηγεί τη θεμελιώδη πατερική θέση για τη σωτηρία


του ανθρώπινου γένους, που απετέλεσε και την απάντηση στις χριστολογικές έριδες:
«η ανθρώπινη φθαρτή και διεστραμμένη μας φύση βρίσκει τη σωτηρία της στο
πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού. Η θεία φύση προσλαμβάνεται ολάκερη την
ανθρώπινη για να την θεραπεύσει, να την αναστήσει, να τη θεώσει».292 Η ανθρώπινη
φύση που προσέλαβε ο Υιός του Θεού θεώνεται, διότι συνθάπτεται κα συνανίσταται
μαζί του. Η σωτηρία του ανθρώπου, λοιπόν, διδάσκει ο Επίσκοπος, εκτός από την
ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, προϋποθέτει τον θάνατό Του στον
Σταυρό και την τριήμερη εκ του τάφου Ανάσταση: «Προσέλαβε ο Θεός την
ανθρώπινη φύση, για να ανασύρει και να σώσει τον άνθρωπο που υποτάχθηκε στη
φθορά και παντρεύτηκε τον θάνατο».293 Σε άλλο σημείο με λέξεις που παραπέμπουν
στην πατερική θεολογία για την κτιστή και άκτιστη δημιουργία και τη θεία
συγκατάβαση, κωδικοποιεί επιγραμματικά τη σωτηριολογία ως εξής: «ο Χριστός
είναι εκείνος που ένωσε στο πρόσωπό του το θείο και το ανθρώπινο, το γήινο και το
ουράνιο, το τωρινό με το αιώνιο..».294 Και ανακεφαλαιώνει με μία λιτή περιγραφή
του πάθους και της αναστάσεως εκ του τάφου, όλου του ανθρώπινου γένους:
«…σταυρώνεται, ενταφιάζεται και παραμένει τριήμερος ανάμεσα στους νεκρούς,
ανασταίνεται την επομένη του σαββάτου εκ νεκρών και μαζί του συνανασταίνεται
όλη η φθαρτή και θνητή ανθρώπινη φύση».295 Την παραπάνω τοποθέτηση την
ενισχύει και με την θεολογική διατύπωση πως «Ο χριστός ο Υιός και Λόγος του θεού

291
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 9Πβ. Ωρολόγιο Μέγα, Γ΄ Στάση Ακαθίστου Ύμνου, σ. 536: «Ὅλως
ἦν ἐν τοῖς κάτω,καί τῶν ἄνω ούδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος λόγος· συγκατάβασις γάρ θεϊκή, ού
μετάβασις τοπική γέγονε».
292
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 280Πβ. Γρ. Θεολόγου, Πρός Κληδόνιον ἐπιστολή 101, PG 37,181::
«Τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται».
293
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 25Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμο Ιδιόμελο, ήχος πλ. δ’,
σ. 414: «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον… πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ, καὶ
συνεζεύχθημεν τῶ θανάτω;».
294
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 165 Πβ. Εφ. 3:6: «εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ
συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ εὐαγγελίου»Ν. Ματσούκα, Ιστορία της
Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 277.
295
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 115 Πβ. Μρκ. 16:1: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι
ἀλείψωσιν αὐτόν»Εγκόλπιον, Καταβασία ωδής α’κανόνα του Πάσχα, σ. 201: «Ἀναστάσεως ἡμέρα
λαμπρυνθῶμεν… ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν, καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός ὁ Θεός, ἡμᾶς
διεβίβασεν…».

[75]
πήρε ανθρώπινη μορφή και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση σε τέτοιο βαθμό ώστε το
πρόσωπου του να βλέπουμε οι χριστιανοί το θεό και τον άνθρωπο μαζί τον τέλειο θεό
και τον τέλειο άνθρωπο»296

Οι ομιλίες μεταδίδουν το μήνυμα της ελπίδας πως η σωτηρία του ανθρώπου


είναι πλέον βέβαιη297, εφόσον «ο απρόσιτος Θεός ο Υιός και Λόγος του Θεού
προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και γίνεται προσιτός στον άνθρωπο, γίνεται ο
πλησίον».298 Επίσης ο Θεός που μας χαρίζει τη ζωή και την ανάσταση «δεν είναι μια
απρόσωπη δύναμη, αλλά συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός που
μας αγαπά».299 Ενώ σε άλλο σημείο, επανέρχεται, ώστε να εμπεδώσουν οι ακροατές
με λίγες ακόμη γραμμές τη Χριστολογία της Εκκλησίας μας: «ο δικός μας Θεός δεν
είναι μόνον πνεύμα, ασύλληπτος ακατάληπτος και απρόσιτος. Πήρε τη δική μας φύση
και στο πρόσωπο του θεανθρώπου υπάρχουν ασυγχύτως και αδιαιρέτως οι δύο
φύσεις. Η θεία φύση προσέλαβε όλη την ανθρώπινη για να την μεταμορφώσει σε
θεία…έκτοτε ο Υιός και Λόγος παραμένει πάντοτε ο Θεάνθρωπος. Ο άνθρωπος μέσα
στην αγάπη του Θεού και ο Θεός μέσα στον άνθρωπο».300

Σε μία άλλη συνάφεια εξηγεί τη θεία συγκατάβαση να προσλάβει η θεότητα


την ανθρωπότητα, χρησιμοποιώντας την πατερική διάκριση κτιστού και ακτίστου,
χρονικού και άχρονου:301 «Ο Θεός είναι μακρινός και απρόσιτος, γιατί δεν περιέχεται
μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Και εμείς που είμαστε δημιουργήματά του δεν το

296
Διακονία Λόγου, σ. 14.
297
Ἰγνάτιου Θεοφόρου, Προς Ρωμαίους, PG. 5, 693: «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοῖ
πῦρ φιλόϋλον».
298
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 183Πβ. Λκ 10:36-37: «τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι
γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ
ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
299
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 134Πβ. Μτθ. 25:40: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ
αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ
ἐποιήσατε»Λκ. 10:36-39: «τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς
λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει
ὁμοίως. Εν δὲ τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα
ὑπεδέξατο αὐτόν. καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ, [ἣ] καὶ παρακαθεσθεῖσα πρὸς τοὺς πόδας
τοῦ κυρίου ἤκουεν τὸν λόγον αὐτοῦ».
300
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 29Ιω. 3:16: «Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον͵ ὥστε τὸν
υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν͵ ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»Ιω.4:24:
«πνεῦμα ὁ θεός͵ καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
301
Πβ.. Γρ. Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά, Ἠθικά τε και Πρακτικά ΠΝ’,21.PG150,1133CDΜ. Βασιλείου
,Ἐξαήμερον, Ι.2.PG 2917BCΙω. Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως,
ΙΙ.2.PG94,864C‐865A.

[76]
φτάνουμε…μάς φθάνει ο ίδιος, μάς προσεγγίζει με την αγάπη του, την πρόνοιά του,
τη φιλανθρωπία του και είναι κοντινός, ώστε έγινε άνθρωπος για εμάς».302

β. Η θεία Οικονομία και η σωτηρία των ανθρώπων

Ο Επίσκοπος στα κείμενά του περιγράφει στους ακροατές του το μυστήριο


της Θείας Οικονομίας με απλά λόγια, που έχουν βιβλικό περιεχόμενο, παραστατικές
εικόνες γνωστές από την υμνογραφία και δομή που θυμίζει την ευχή της αναφοράς
της θείας λειτουργίας: «πήρε τη δική μας ανθρώπινη φύση,303 σήκωσε πάνω του τις
αμαρτίες όλου του κόσμου,304 κατέστησε τελείως αδύναμο τον σατανά305 και
ανασήκωσε τον άνθρωπο από τα τάρταρα του Άδη306 στον θρόνο της χάριτος και της
αγάπης του Θεού».307

Σε άλλη περίπτωση αφηγείται το μυστήριο της θείας οικονομίας με


αντιθέσεις, εικόνες που έχουν κίνηση, βιβλική και πατερική ορολογία, με στόχο
πάντοτε να γίνει κατά το δυνατόν κατανοητό το μέγα μυστήριο της θείας οικονομίας:
«όταν το πλάσμα του πάσχει, δεν αντέχει ο ίδιος να μένει στη μακαριότητά του, στο
ύψος του ουρανού κι έρχεται κάτω στη γη. Παίρνει ανθρώπινο σώμα, ανεβαίνει στον
σταυρό, θριαμβεύει πάνω στις αρχές και τις εξουσίες του σκότους του αιώνος
τούτου.308 Κατεβαίνει μέχρι τα τρίσβαθα του Άδη, για να ανασηκώσει τον πεπτωκότα
άνθρωπο και να τον αναστήσει σε ζωή αιώνια. Παίρνει μαζί του τη φθαρτή

302
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 202Πβ. Ιω. 3:13-16: «καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν
οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς͵ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσεν τὸν ὄφιν
ἐν τῇ ἐρήμῳ͵ οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν
αἰώνιον. Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον͵ ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν͵ ἵνα πᾶς ὁ
πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»Α΄Τιμ. 6:16: «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς
οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν».
303
Φιλ. 2:6: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ».
304
Ιω 1:36: «καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ».
305
Ρωμ. 16:20: «ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει. Ἡ χάρις
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν».
306
Εγκόλπιον, Καταβασία ωδής στ’ κανόνα του Πάσχα, σ. 201:«Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς
γῆς…».
307
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 22 Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Ευχή Αναφοράς, σ. 63: «Σύ γάρ ἐκ τοῦ μη ὄντος….και ούκ άπέστης πάντα ποιῶν, ἕως τἠν βασιλείαν
σου εχαρίσω την μέλλουσαν».
308
Μτθ. 10:19: «ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν
ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε».

[77]
ανθρωπότητα και την ανεβάζει αναστημένη στο ύψος της ατελεύτητης ουράνιας
αγάπης».309

Σε άλλη συνάφεια ο ομιλητής επικεντρώνει την προσοχή του εκκλησιάσματος


σε μία άλλη πτυχή της θείας Οικονομίας, τη συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό
Πατέρα: «Ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση με ένα βασικό
σκοπό. Να συμφιλιώσει τον αποστάτη άνθρωπο με τον Θεό Πατέρα, Να ανασύρει
από την καταναγκαστική φθορά και διαφθορά τον φθαρτό και θνητό άνθρωπο και να
τον επανασυνδέσει με τη ζωή το Θεό με την πηγή της ζωής».310

Στις ομιλίες συχνά επανέρχεται το σχήμα της σωτηριώδους θείας Οικονομίας


με συνοπτικό, περιεκτικό και παραστατικό τρόπο, προκειμένου με διάφορα
υφολογικά στοιχεία (εικόνες, κλίμακα εννοιών, κινητικές εικόνες, αντιθέσεις) να γίνει
κατανοητό : «το απολυτρωτικό έργο του Χριστού ξεκινά με την ταπείνωση της
ενανθρώπησεώς του και κορυφώνεται με την άκρα ταπείνωση του Σταυρού, που
οδηγεί στον θρίαμβο της αναστάσεως. Ο Χριστός προσλαμβάνει τον άνθρωπο, τον
ευλογεί, τον εξαγιάζει και τον εξυψώνει…τον απολυτρώνει από τις αμαρτίες».311

γ. Η σωτηρία του ανθρώπου πράξη ελευθερίας του Θεού

Εκτός από την αναφορά στις ενέργειες του Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων, ο Επίσκοπος προχωρεί στα κίνητρα, στην ευδοκία και την αγάπη του, που
οδήγησαν στην εκούσια κένωση της θεότητας : «ευδόκησε με τη θέλησή του να γίνει
άνθρωπος και να μας χαρίσει τη δυνατότητα να γίνουμε μέτοχοι της ατελεύτητης
παρουσίας του, που καταυγάζεται από το ανέσπερο φως της δόξας του».312

309
Διακονία Λόγου, σ. 20.
310
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 262Πβ. Ιω. 17:6: «Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς
δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι»Β΄
Κορ. 5:18-21: «τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ
δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ,
μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν, καὶ θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς. ῾Υπὲρ
Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι᾿ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ,
καταλλάγητε τῷ Θεῷ· τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα
δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ».
311
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 41.
312
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 176Πβ. Ιω.11:40: «λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐ εἶπόν σοι ὅτι
ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;»Εφ. 1:5: «προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ»Ρωμ. 8:30: «οὓς δὲ προώρισε, τούτους

[78]
Για την αγάπη του Θεού στηριγμένος στη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης
εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι ο Θεός: «…αγαπά και διαρκώς προσφέρεται θυσία για
εμάς, ανεξάρτητα από τη δική μας στάση και από τη δική μας ανταπόκριση στη δική
του υπερβολική γενναιοδωρία τον υπερβάλλοντα πλούτο της χάριτός του. Γι αυτό τον
λόγο αυτή η αγάπη του Θεού σπάζει τα όρια της αμοιβαιότητας…».313 Αυτός είναι
και ο λόγος που τονίζει στους ακροατές του πως « ο Χριστός γίνεται ο Μεγας
αρχιερευς ο οποίος ο ίδιος προσφέρεται για να λυθούν οι αμαρτίες των
ανθρώπων…με τη θέληση του ο Χριστός γίνεται άνθρωπος και με τη θέλησή του
θυσιάζεται επάνω στο σταυρό…μας σώζει το δικό του αίμα»314.

Η αγάπη του Θεού και η ελευθερία του για το σχέδιο της θείας Οικονομίας
ανακεφαλαιώνονται με την επανάληψη της λέξης «αγάπη»: «Το χαρακτηριστικό του
καινούργιου μεσσία είναι η δύναμη της ελευθερίας και της αγάπης. Από αγάπη
προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, από αγάπη υπόκειται στον θάνατο για να τον
νικήσει».315

δ.Η οικουμενική διάσταση της σωτηρίας

Με βιβλικό υπόβαθρο στη σκέψη του ο Επίσκοπος απαριθμεί στο ακροατήριο


και τους αποδέκτες της σωτηρίας: «Ο Θεάνθρωπος ήρθε στον κόσμο, για να οδηγήσει
τους πλανεμένους στον σωστό δρόμο. Κανένας πλέον δεν εξαιρείται από το
απολυτρωτικό έργο».316

καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ
ἐδόξασε»Επίσης Μ. Βασιλείου, Περί του Αγίου Πνεύματος 15,36, P.G. 132Β: «διά Πνεύματος Ἁγίου ἡ
εἰς παράδεισον ἀποκατάστασις· ἡ εἰς υἱοθεσίαν ἐπάνοδος· ἡ παρρησία τοῦ καλεῖν Πατέρα τόν Θεόν,
κοινωνόν γενέσθαι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, τέκνον φωτός χρηματίζειν, δόξης αϊδίου μετέχειν».
313
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 85Πβ. Εφ. 1:8: «ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν πάσῃ σοφίᾳ
καὶ φρονήσει»Εφ. 2:4: «ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν
ἡμᾶς»Α΄Ιω. 4:19: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς».
314
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 257.
315
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 156Πβ. Φιλ. 2:9: «διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ
ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα».
316
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 70Λκ. 9:11: «οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ, καὶ δεξάμενος
αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο»Α΄Τιμ.
1:15-17: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον
ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ·ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται
᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ' αὐτῷ εἰς
ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς
αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν..»Α’ Τιμ 1 2:1-7.

[79]
Το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου με τον σταυρικό του θάνατο αναφέρεται
σε όλο το ανθρώπινο γένος, έχει όμως και εξατομικευμένο χαρακτήρα: «Ο Νυμφίος
της Εκκλησίας ανέρχεται στο Σταυρό για να ανασύρει από τα τρισβαθα των
καταχθονίων την πεπτωκυια φύση της νύμφης του. Νύμφη του Χριστού είναι η κάθε
ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη. Ο κάθε συγκεκριμένος και ξεχωριστός άνθρωπος για
τον οποίο θυσιάστηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς».317 Η οικουμενική αυτή διάσταση της
σωτηρίας, χωρίς καμία διάκριση, είναι μία βασική θέση που συχνά επαναλαμβάνεται:
«Ο Χριστός παρέδωσε τον εαυτό του σε σταυρικό θάνατο, για να σωθεί κάθε
άνθρωπος οποιασδήποτε φυλής γλώσσας έθνους γένους και ηλικίας που πιστεύει σε
αυτόν»,318 ενώ σε άλλο σημείο θα αναφέρει πως «η σωτηρία που προσφέρει ο
Χριστός είναι για όλο το ανθρώπινο γένος, ανεξάρτητα από την καταγωγή του το
φύλο, την κοινωνική τάξη τη θρησκεία. Αρκεί η πίστη στο απολυτρωτικό του
πρόσωπο και σώμα του την Εκκλησία».319

Το έργο της σωτηρίας του Χριστού είναι, λοιπόν, για τον κάθε άνθρωπο πάνω
στη γη, εφόσον «Ο Θεάνθρωπος είναι ελεήμων, φιλάνθρωπος για όλο το ανθρώπινο
γένος».320 Το πανανθρώπινο γεγονός της σωτηρίας απορρέει από την αγάπη του Θεού
για τον άνθρωπο , «η οποία», όπως παραστατικά περιγράφει ο ομιλητής με ζεύγη
αντιθέσεων, «προσφέρεται σε όλους. Δίκαιους και αδίκους. Πλούσιους και φτωχούς.
Λευκούς και έγχρωμους. Είναι απεριόριστη, απροκατάληπτη, απύθμενη αγάπη, που
δωρίζεται από τον Θεό σε όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους».321 Αυτός είναι και ο
λόγος που στα κείμενά μεταφέρει επιγραμματικά το μήνυμα πως «Ο Θεάνθρωπος,

317
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 31Πβ. Τριώδιο, Τροπάρια μακαρισμών όρθρου Μ. Πέμπτης,
σ.449 : «Ἐσταυρώθης δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν·».
318
Διακονία Λόγου, σ. 65Πβ. Πρ 14:21: «έπί πάντα τά ἔθνη».
319
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 218Πβ. Ιω 11:26: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ
πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο»Ιω. 20:31: «ταῦτα δὲ
γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε
ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».
320
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 250Ψλμ. 102:8-12: «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος,
μακρόθυμος καὶ πολυέλεος·οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ·οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας
ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν, ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ
ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν· καθόσον ἀπέχουσιν
ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν. καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς,
ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν».
321
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 130Λκ 5:31-32: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς
αὐτούς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες·οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι
δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.».

[80]
ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος για μένα και για σένα και για ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος…».322

Αυτή η ελπίδα για τη σωτηρία, που αναβλύζει από το απολυτρωτικό έργο του
Χριστού, έχει οικουμενικό χαρακτήρα, τον οποίο ο Επίσκοπος, με ενθουσιώδες ύφος,
που προφανώς εκφράζει και την προσωπική του πεποίθηση, μεταφέρει στους
ακροατές ή αναγνώστες του, τονίζοντας ως πτυχή της σωτηρίας εκτός από τη
συμφιλίωση και τη δικαίωση323: «Τώρα πια δεν μιλούμε για εθνικούς φραγμούς!
Αλλά για την απεριόριστη αγάπη και τη λύτρωση από τη νομοτέλεια της φθοράς και
του θανάτου που αγκαλιάζει όλο το ανθρώπινο γένος»,324 εφόσον «ο Εμμανουήλ, ο
Χριστός μας, αδελφοί, γεννάται εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, για
να δικαιώσει τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, αδιακρίτως καταγωγής, φύλου,
κοινωνικής τάξης, να τον σώσει από την καταδίκη του θανάτου».325

Ο επίσκοπος φρόντιζε πάντοτε να μεταδίδει την παραπάνω θεολογία της


Εκκλησίας μέσα από τα κηρύγματά του. Η έντονη αγωνία του επισκόπου, όπως
συχνά διατυπώνεται στα κηρύγματά του, είναι η πρόσληψη του μυστηρίου της θείας
οικονομίας από τους χριστιανούς. Αναρωτιέται σε ποιο βαθμό οι χριστιανοί
κατανοούν τις δωρεές του Θεού για τη ζωή τους. Οι ερωτήσεις που παρατίθενται
είναι δηλωτικές: «πόσο συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή την αναμφισβήτητη
πραγματικότητα; Το καταλαβαίνουμε άραγε ότι ο Θεός μας είναι πλέον κοντινός μας,

322
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 409Α΄Τιμ. 2:4: «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ
εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
323
Ρωμ. 4:25: «ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν»Μτ 10:28:
«καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι·
φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ»Ιω. Χρυσοστόμου,
Ἑρμηνεία τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς, PG 60, 554. Συμεών του Νέου Θεολόγου. Λόγος Κατηχητικός
34, 235–245, S. C. 113, 290.
324
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 24.
325
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 198Πβ. Ησ. 7:14:«Ιδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν
καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ».

[81]
είναι φίλος μας και ότι προνοεί πάντοτε το αγαθό μας;»326 «Ξέρουμε άραγε ότι ο
Θεός πρόσφερε το παιδί του ως θυσία για μάς;».327

Σε αυτές του τις απορίες ο Επίσκοπος συχνά δίνει ο ίδιος απαντήσεις, όπου
δεν διαφαίνετα υπαινιγμός εις βάρος του ποιμνίου, αλλά το αίτιο τοποθετείται στις
εγγενείς δυσκολίες για την αποδοχή του Αποκαλυπτικού Λόγου. Η διαπίστωση,
άλλωστε, του Απ. Πάυλου, ισχύει σε όλες τις εποχές: «ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ
τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι,»(Α΄
Κορ. 1:17». Συνεπώς ο Επίσκοποςαναγνωρίζει ότι «το έργο του Χριστού είναι
δύσκολο. Είναι καθαρά σταυρικό έργο, διότι συναντά την αδιαφορία του ανθρώπου.
εμείς οι φυσιοκρατούμενοι άνθρωποι είναι δύσκολο από μόνοι μας να πούμε το ναι
σε αυτή την ενωτική και συμφιλιωτική ενέργεια του Χριστού».328 Και αυτή η
προσωπική σχέση με τον Θεό που αγαπά τον κόσμο και θέλει όλοι να σωθούν «…δεν
έχει καμία σχέση με το φόβο της εκδίκησης της κατάκρισης και της τιμωρίας αλλά
είναι το δέος που νιώθουμε απέναντι στον Ιησού, ο οποίος ενανθρώπησε, εσταυρώθη,
ετάφη και ανέστη».329

Συμπερασματικά, οι ποικίλες διάσπαρτες αναφορές του Επισκόπου στις


ομιλίες του για τη σωτηρία που εγγυάται ο Χριστός με το μυστήριο τα θείας
Οικονομίας αποκρυσταλλώνονται στην αισιόδοξη διαβεβαίωση ότι «ο Χριστός δεν
απορρίπτει κανέναν…τους δέχεται όλους αρκεί να ζητάμε το έλεος και την αγάπη
του».330 Αυτή η βεβαιότητα αυξάνει από την ώρα, κατά την οποία «συνειδητοποιούμε
ότι ο Ιησούς πρώτος γίνεται ο εγγύς μας και εμείς γινόμαστε στην συνέχεια οι

326
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 359 Βρχ.3:36-38:«Οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται
ἕτερος πρός Αὐτόν. Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ τῷ παιδί Αὐτοῦ καί
Ἰσραήλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ’ Αὐτοῦ· μετά τοῦτο ἐπί γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη»Λκ. 7:11:«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ
συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς».
327
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 50Πβ. Α΄ Τιμ 3:16: «καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς
εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν
ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ».
328
Διακονία Λόγου, σ. 11Μτθ. 16:24: «Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου
ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»Απ. 3:20: «ἰδοὺ
ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ
εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ».
329
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 78.
330
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 236Ψλμ. 22:6: «καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν».

[82]
εγγίζοντες τον Ιησού».331 Τα κείμενα μεταφέρουν με αμεσότητα προς τον αποδέκτη
τους την αλήθεια πως «το κάλεσμα του Χριστού έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος
και του ενεστωτικού: «Τώρα» «σήμερα» « αυτή εδώ τη μέρα». 332 Για τη ζωή της
Εκκλησίας «χιλιάδες τώρα χρόνια οι μάρτυρες του Χριστού, οι άγιοι της Εκκλησίας
μας βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει σωτηρία σε κανέναν, παρά μονάχα στο Χριστό».333
Στις ομιλίες η σωτηρία που χαρίζει ο Χιστός, όπως ήδη έχουμε επισημάνει
διατυπώνεται με ποικίλες παραλλαγές λεξιλογίου, παραπομπών ή ύφους. Η βασική
θέση επιγραμαμτικά ανακεφαλαιώνεται ως εξής: «Ο Ιησούς είναι το όλον. Είναι και ο
ουρανός και η γη, και η θεότητα και η ανθρωπότητα. Και το άχρονο και το αχώρητο
και το πλήρωμα του χρόνου. Και μεις σταυρωνόμαστε μαζί του σε τούτη τη γη και σε
τούτο το χρόνο και συνανιστάμεθα μαζί του στους ατελεύτητους αιώνες στο διό του
σωμα»334 Τα κείμενα μεταφέρουν το μήνυμα πως «ο Χριστός με τη σταυρωμένη
αγάπη και την ανάσταση του απολυτρώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τη
φθορά και αποκαθιστά την κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό και τη φύση»335Έτσι
μέσα από τις ομιλίες το μήνυμα που λαμβάνει ο δέκτης είναι πως «από το Χριστό
απορρέει η σωτηρία η ολοκλήρωση και το πλήρωμα του ανθρώπου»336και πως τελικά
γίνεται απόλυτα κατανοητό πως «ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε όλη την
ανθρώπινη φύση για να μας χαρίσει με το θάνατό του τη ζωή και την ανάσταση».337

331
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 26.
332
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 213 Ψλμ. 117:24: «αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος·
ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ»Μτθ. 11:12: «ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ
ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».
333
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 202.
334
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 166.
335
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 63.
336
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30.
337
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 201.

[83]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

[84]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
α. Η Θεολογία του μυστηρίου

Το Βάπτισμα είναι κορυφαίο μυστήριο, με το οποίο οι άνθρωποι


πολιτογραφούνται στο σώμα της Εκκλησίας.338 Ιδρύθηκε από τον Κύριο Ιησού
Χριστό πριν την Ανάληψη στους ουρανούς.339 Ο Απ. Παύλος θεμελιώνει τη
διδασκαλία της Εκκλησίας για το βάπτισμα ως εξής: Με το βάπτισμα αποβάλλεται ο
χιτώνας της φθοράς που ο άνθρωπος περιβλήθηκε κατά την αποστασία και
αναγεννάται, ώστε να μπορεί να γίνει πολίτης της βασιλείας του Θεού.340 Ενδύεται
τον καινούριο άνθρωπο, ο οποίος ανανεώνεται συνεχώς πνευματικά κατά την εικόνα
του Δημιουργού του341 Σωζόμαστε με το βάπτισμα της αναγέννησης και της
ανακαίνησης που χαρίζει το άγιο πνεύμα, που ο Θεός το σκόρπισε πλούσιο επάνω
μας δια του Ιησού Χριστού του σωτήρα μας.342 Με το βάπτισμα συμμετέχουμε στον
θάνατο και στην ταφή του Χριστού. Και όπως ο Θεός πατέρας με τη δύναμή του
ανέστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, το ίδιο και εμείς μπορούμε να ζήσουμε μια
νέα ζωή.343

Ο Επίσκοπος με τα κηρύγματά αναπλάθει τη διδασκαλία της Εκκλησίας και


κατά περίπτωση στις ομιλίες του τονίζει διάφορες πτυχές του μυστηρίου, π.χ τον
εισαγωγικό του χαρακτήρα: «Η εξαγιαστική χάρη του Κυρίου εντάσσει τους
ανθρώπους δια του βαπτίσματος στο Σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία του, στον

338
Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 260: «Το βάπτισμα λοιπόν, ως γέννηση πολιτογραφεί εξαρχχής τους
πιστούς ως μέλη στο σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, και ευθλυς αμέσως όλα τα
μυστήρια ως αγιαστικές πράξεις, που ενεργοποιούνται στις τελετές για τον αγιασμό των μελών, είναι
ενσωματωμέναγια τους πιστούς στον ίδιο τον Χριστό».
339
Μτθ. 28:19:«πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος».
340
Ιω. 3:5:«ἐὰν μήτις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ» Α ́ Πε 1:3·23.
341
Κολ. 3:9-10:«καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦκτίσαντος
αὐτόν».
342
Τίτ. 3:5-6:«διά λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ' ἡμᾶς
πλουσίως διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν».
343
Ρωμ. 6:3-4:«ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ
ἐβαπτίσθημεν συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον...».

[85]
δικό του δηλαδή απέραντο και απεριόριστο Οίκο».344 Σε άλλη συνάφεια
υπογραμμίζεται η ένταξη στο γένος των Χριστιανών, σε αντιδιαστολή προς τις
ποικίλες κατηγορίες που διακρίνουν τους ανθρώπους: Ο βαπτιζόμενος εντάσσεται
«στο γένος των Χριστιανών. Σε αυτό υπάγονται όλοι οι βαπτισμένοι άνθρωποι,
ανεξάρτητα από την καταγωγή, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το φύλο, τη φυλή. Γι αυτό
τον λόγο, όταν μας βαπτίζει ο ιερέας μέσα στην κολυμβήθρα μνημονεύει μόνο το
όνομά μας όχι το επίθετο».345 Όμως, το μήνυμα που μεταφέρεται δεν είναι η
περιφρόνηση των ιδιατεροτήτων που είναι σεβαστές, αλλά εκείνο που
υπογραμμίζεται είναι η αξία της χάριτος του Θεού που εκχέεται δια του μυστηρίου:
«μπροστά στη χάρη του σταυρωμένου Ιησού μας όλα τα άλλα τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των ανθρώπων έρχονται σε δεύτερη σειρά. Η ιστορία τους ο
πολιτισμός τους το φύλο τους η φυλή τους το επίγειο έθνος τους το μέγιστο είναι η
ελευθερία της χάριτος και αγάπης του Θεού, το βάπτισμα στο όνομα της αγίας
Τριάδας».346 Σε μία άλλη ομιλία σε τρείς σειρές ο ομιλητής κωδικοποιεί τα στάδια
που ακολουθεί ένας χριστιανός στην πνευματική του πορεία όπου το βάπτισμα
κατέχει κεντρικό ρόλο: να ακούει το Ευαγγέλιο και αν το πιστέψει, να βαπτιστεί στο
όνομα της Αγίας Τριάδας, όπου λαμβάνει την εξαγαστική χάρη, την άφεση των
αμαρτιών, τη λύτρωση από τον θάνατο και την πορεία προς τη ζωή ή με τα λόγια του
Επισκόπου: «πλέον είναι όλοι όσοι δέχονται την αλήθεια του Ευαγγελίου Του και
βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδας και παίρνουν το χάρισμα να μην
παραδίνονται στην αμαρτία και στον θάνατο, αλλά να ακολουθούν τη ζωή».347

Σε ένα άλλο σημείο των ομιλιών διαβάζουμε τη θεμελιώδη θεολογική


διδασκαλία της Εκκλησίας για το βάπτισμα, σύμφωνα με την οποία το βάπτισμα σε
αποκαθαίρει τον άνθρωπο από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος: «οι
χριστιανοί βαπτιζόμαστε εν πνευματι αγίων μέσα στη κολυμβήθρα είς το όνομα του
τριαδικού Θεού για να καθαιρείται η ύπαρξή μας από το προπατορικό αμάρτημα».348

344
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 329.
345
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 24 Ιω. 14:2: «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί
εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν· πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν·».
346
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 71.
347
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 198.
348
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 164Πβ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία ειίς τήν πρός
Ρωμαίους ἐπιστολήν, ΛΒ΄. PG 60, 498-499:«Ἥμαρτεν ὁ Ἀδάμ, καί τό σῶμα αὐτοῦ γέγονε θνητόν καί
παθητόν, καί πολλά ἐλαττώματα ἐδέξατο φυσικά […] ἀλλ’ ὁ Χριστός ἐλθών, διά τοῦ βαπτίσματος
κουφότερον ἡμῖν αὐτό ἐποίησεν»Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Ύμνος 55,38-39, SC196:«Ἐπεί οὖν

[86]
Ιδιαιτέρως σημαντικό αποτελεί το στοιχείο με το οποίο ο επίσκοπος κηρύττει
πως οι πιστοί με το μυστήριο του βαπτίσματος που γίνεται στο όνομα του Τριαδικού
Θεού ντύνονται ολόκληρη την Θεότητα: «όσοι βαπτιζόμαστε στο όνομα του
Τριαδικού θεού ενδυόμεθα ολόκληρη τη θεότητα τον φέρουμε και το φοράμε το
Χριστό».349

Η αναγέννηση των πιστών με το βάπτισμα, η ένταξη τους στο Σώμα του


Χριστού που είναι η Εκκλησία, όπως σε πολλές άλλες ευκαιρίες έχει τονιστεί στις
ομιλίες, ο νηπιοβαπτισμός και η μετοχή στην εξαγιαστική χάρη του Κυρίου
επισημαίνονται ως εξής:350 «από την ώρα που ακόμη νήπια βαπτιζόμαστε
βρισκόμαστε ήδη μέσα στον κόσμο της βασιλείας του Θεού. Ενσωματωνόμαστε στο
ζωντανό Σώμα του Χριστού την Εκκλησία και απολαμβάνουμε την καινούργια
πραγματικότητα όπου κυριαρχεί η χάρη της παναγίας Τριάδος»351.

Ο κήρυκας έχοντας κατά νου την διαβεβαίωση του Ιησού προς τον Νικόδημο
«ἀπεκρίθη Ἰησοῦς͵ Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι͵ ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ
πνεύματος͵ οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς
σαρκὸς σάρξ ἐστιν͵ καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν.» (Ιω. 3:5-6)
διδάσκει το εκκλησίασμα με αντιθέσεις τη διαφορά της φυσικής από την πνευματική
γέννα. Σημειώνει πως πρέπει «να γεννηθεί κανείς εξ ύδατος και πνεύματος, για να
εισέλθει στο βασίλειο του Θεού. Αυτή τη γέννα προμηνύει το μυστήριο του
βαπτίσματος. Οι χριστιανοί δεν αρκούμαστε στη γέννηση μας από τους φυσικούς μας
γονείς. Γεννιόμαστε στο όνομα των γονιών μας και ωστόσο προχωρούμε στο
βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος».352

βεβαπτίσμεθα παῑδες ἀναισθητοῦντες, ὡς ἀτελεῖς καί ἀτελῶς δεχόμεθα τήν χάριν, τῆς πρώτης
παραβάσεως λαμβάνοντες τήν λύσιν».
349
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 349.
350
Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 355: «…για την κάρπωση αυτού του αγιασμού και της θεραπείας
απαραίτητη είναι η συνεργία του ανθρώπου, δηλαδή η ελεύθερη αυτή αποδοχή, επειδή το βάπτισμα
είναι γέννηση, απαρχή μιας ζωής, για την αρχική ύπαρξη της οποίας δεν είναι δεν είναι δυνατό να
συνεργήσει ο άνθρωπος…».
351
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 237Β. Καισαρείας, Προτρεπτική εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, PG
31,424C.: «Καιρός δέ βαπτίσματος ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος. Ούτε γαρ σώματι ζήν μη αναπνέοντι
δυνατόν, ούτε ψυχή συνεστάναι, μη γνωριζούση τον κτίσαντα. Θεού γαρ άγνοια θάνατός εστι ψυχής.
Ο δε μη βαπτισθείς ου πεφώτισται. Άνευ δε φωτός ούτε οφθαλμός τα εαυτού καθορά, ούτε ψυχή Θεού
δέξασθαι δύναται θεωρίαν».
352
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 101.

[87]
Σε μία άλλη ομιλία η διδασκαλία του Απ. Παύλου για την ενσωμάτωση του
ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού δια του βαπτίσματος353 και η περαιτέρω
καλλιέργεια των δωρεών του αγίου Πνεύματος από τη μετοχή στη θεία κοινωνία
μεταφέρεται στο ακροατήριο με τρόπο οικείο και παραστατικό «εμείς μέσα στη
κολυμβήθρα παραδινόμαστε μαζί με το Χριστό στο θάνατο και ανασταινόμαστε πάλι
μαζί του στην αιώνια ζωή. Δική μας ζωοπάροχη τροφή είναι το πανάγιο αίμα και το
τίμιο σώμα του και βέβαιη προσδοκία μας η ανάστασή μας από τους νεκρούς».354

Έχοντας ως βάση την ενσωμάτωση του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού με
το βάπτισμα, « την ώρα που βαπτιζόμαστε εις το όνομα της αγίας και ζωοποιού και
αδιαιρέτου τριάδας ο Ιησούς μας προσλαμβάνει στο θεανθρώπινο του σώμα»355 ο
Επίσκοπος αναλύει τις διαστάσεις του Σώματος του Χριστού, όπου εντάσσεται ο
βαπτισμένος, στο οποίο ανακεφαλαιώνεται όλη η κτιστή δημιουργία:356 «η Εκκλησία
τρισυπόστατη θεότητα πολυπρόσωπη ανθρωπότητα και όλος ο πνευματικός και
υλικός κόσμος ζη μέσα στη νηφάλια ύπαρξη του χριστιανού που έχει λάβει το
βάπτισμα της σταυρωμένης αγάπης και χάριτος και της αναστάσεως».357

Στις ομιλίες του Επισκόπου, εκτός από την θεολογία του μυστηρίου,
υποδεικνύεται και η υπεύθυνη στάση των πιστών να συνεργήσουν στις δωρεές του
Αγίου Πνεύματος, ώστε να υπάρχει πνευματική καρποφορία: «ο νηπιοβαπτισμός που
επικράτησε στην εκκλησία μας δίνει καμμιά φορά την εντύπωση ότι το μυστήριο
αρκεί από μόνο του, χωρίς την υπεύθυνη ανθρώπινη συνεργεία».358 Υπαινισσόμενος
έμμεσα το έλειμμα της κατήχησης από τη μικρή ακόμη ηλικία, αναφέρεται στην
ευθύνη που έχουν οι ανάδοχοι και οι γονείς για την κατήχηση των νεοφώτιστων
παιδιών: «Ο ανάδοχος που ομολογεί εκ μέρους του νηπίου ότι αποτάσσεται τον

353
Ρωμ. 6:3 «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;
συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν
διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν….εἰ γὰρ σύμφυτοι
γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα»
354
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 201 Πβ. Πεντηκοστάριον, Κοινωνικό εορτής του Πάσχα, σ.9:«Σῶμα
Χριστοῦ μεταλάβετε πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε».
355
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 180.
356
Εφ 1:10: «εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ
Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς· ἐν αὐτῷ»Εφ 1:23: «ἥτις ἐστὶν τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ
πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου».
357
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 117.
358
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 158

[88]
Σατανά και συντάσσεται με τον Ιησού, έχει χρέος μαζί με τους γονείς να στερεώσει
το παιδί στην πίστη»359.

Για τον επίσκοπο ο βαπτισμένος χριστιανός καλείται σε όλη του τη ζωή να


διατηρεί καθαρό το βάπτισμα το οποίο είναι «το πιο υπεύθυνο και το πιο ελεύθερο
γεγονός της ζωής μας. Διότι το διάβολο δεν τον αποκηρύσσουμε μόνον όταν
βαπτιζόμαστε χρέος μας είναι σε κάθε στιγμή της ζωής μας να συντασσόμαστε με τον
Ιησού και να επιλέγουμε τρόπους ζωής που να επιβεβαιώνουν τούτη την ένταξη»360.
Ενώ σε άλλο σημείο θα τονίσει την ανάγκη «να μένουμε σταθεροί σε δύο μεγάλες
αποφάσεις που πήρε για λογαριασμό μας ο ανάδοχος μας στη βάφτισή μας Να
αποτασσόμεθα το σατανά για τη λύτρωση μας και να συντασσόμεθα με τον Ιησού για
τη σωτηρία μας.»361.

Εκτός από τη θεολογία του μυστηρίου του βαπτίσματος ο ομιλητής


αναφέρεται και στους συμβολισμούς κατά την τέλεση του μυστηρίου, ώστε οι πιστοί
να γνωρίζουν το νόημά τους και τα δρώμενα να μην κινδυνεύουν να κατατάσσονται
στη σφαίρα της μαγείας. Ετσι τους λέγει με τρόπο απλό: «τρεις φορές βυθίζονται και
ανασύρονται από την κολυμβήθρα, για να συναποθάνουν και να αναστηθούν την
Τρίτη ημέρα με το Χριστό».362 Και για τον το χορό γύρω από τη κολυμβήθρα εξηγεί:
«Η Εκκλησία λοιπόν μας εισάγει δυναμικά στη Βασιλεία των Ουρανών με το ιερό
Βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τρείς
φορές μας βυθίζει στο αγιασμένο νερό και τρείς φορές μας αναδύει από αυτό. Με
αυτή την πράξη διαγγέλουμε τη νέκρωση του άδη, την κατάργηση, δηλαδη, του
θανάτου και την τριήμερη ανάσταση του Χριστού. Αλλά και ο χορός γύρω από την
κολυμβήθρα αυτή την ίδια πραγματικότητα εκφράζει.».363

359
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 158Πβ.. Μέγα Ευχολόγιο, Τάξις Γινόμενη προ του Αγίου
Βαπτίσματος, σ.134: «Ο ιερέας: Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ; Καὶ πᾶσι τοῖςἔργοις αὐτοῦ; Καὶ πάσῃ τῇ
λατρείᾳ αὐτοῦ;Καὶ πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ; Καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;- Κατηχούμενος ή ανάδοχος:
Ἀποτάσσομαι».
360
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 158.
361
Διακονία Λόγου, σ. 261.
362
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 212.
363
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 237Πβ.. Ρωμ. 6:3-6: «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν
᾿Ιησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν
θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι
ζωῆς περιπατήσωμεν. εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς
ἀναστάσεως ἐσόμεθα.».

[89]
β. Η παράδοση του νηπιοβαπτισμού

Σύμφωνα με τη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, στο μυστήριο του


βαπτίσματος η βουλητική προαίρεση του νηπίου δεν αποτελεί προϋπόθεση, διότι με
αυτό γίνεται η ανάταξη και αποκατάσταση της φύσης.364

Ο Επίσκοπος, οπωσδήποτε, αποδέχεται την παράδοση του νηπιοβαπτισμού


και τις αναμφισβήτητες πνευματικές ωφέλεις που προκύπτουν για τη ζωή των νηπίων.
Την εξηγεί σε τρίτο πρόσωπο με υποκέιμενο κάθε φυσική μητέρα και προφανή στόχο
να θυμίσει σε όλες τις μητέρες την πραγματική σημασία του βαπτίσματος, πάνω στον
άξονα της προσκαιρότητας και της αιωνιότητας:«κάθε χριστιανή μάννα φέρνει το
παιδί της στην Εκκλησία, για να το βαφτίσει. Ξέρει καλά πως αυτό που έφερε εκείνη
στον κόσμο θα φθαρεί και θα πεθάνει. Γι αυτό ζητάει επίμονα να ζήσει το δικό της
παιδί αιώνα…σπεύδουν λοιπόν οι Χριστιανοί να ρίξουν τα παιδιά τους μέσα στην
καινούργια μήτρα, μέσα στην κολυμβήθρα, ώστε να ζήσουν κατά χάρη αιώνια.»365.
Και ενισχύοντας τη θέση του για την προσωπική ευθύνη και συνεργεία των πιστών
στις δωρεές που χορηγούνται στο μυστήριο του βαπτίσματος συνεχίζει: «βέβαια όταν
όλα αυτά μας γίνονται εμείς είμαστε βρέφη και δεν τα κατανοούμε. Αργότερα με την
αυτοσυνειδησία μας και με την κατήχηση της Εκκλησίας την ωρίμανση των
πνευματικών μας ικανοτήτων και με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος μπαίνουμε
στην έννοια του μυστηρίου και της αγάπης».366

Δε χάνει όμως και την ευκαιρία να κατηχήσει το λαό του και ιδίως τους γονείς
και αναδόχους φέροντάς τους αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους γύρω από τη σωστή
θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, λέγοντας πως «ο ανάδοχος που ομολογεί
εκ μέρους του νηπίου ότι αποτάσσεται τον Σατανά και συντάσσεται με τον Ιησού έχει
χρέος μαζί με τους γονείς να στερεώσει το παιδί στην πίστη. Και όλοι μαζί έχουν το
ίδιο χρέος να δίνουν το παράδειγμα για τη μετοχή στη Θεία Κοινωνία».367

364
Είρηναίου Λυῶνος Κατά Αἱρέσεων, 2 PG 7,783-784 Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 356: «Γιατί το
βάπτισμα είναι γέννηση-και γι αυτό ισχύει ο νηπιοβαπτισμός- και το χρίσμα κίνηση και ενίσχυση της
βούλησης για τον αγώνα της τελείωσης. Επομένως το βάπτισμα, δίχως συμμετοχή καμιάς βουλητικής
προαίρεσης, είναι ανάταξη και αποκατάσταση της φύσης ενώ το χρίσμα ενίσχυση της βούλησης. Έτσι
το βάπτισμα είναι γέννηση, ενώ το χρίσμα αποτελεί την ενεργοποίηση των χαρισμάτων.».
365
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 212.
366
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 237.
367
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 158Βλ. Συμεών Θεσσαλονίκης, Τὰ Ἅπαντα. Περὶ τῆς τελετῆς
τοῦ Θείου Βαπτίσματος, Κεφάλαιον Ε΄, Ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σ. 85: «Είς τοῦτο λοιπόν

[90]
Συνοψίζοντας, τα κείμενα μεταφέρουν το μήνυμα πως ο άνθρωπος εντάσσεται
μέσα στο σώμα της Εκκλησίας από τη στιγμή της πνευματικής του γέννησης με το
μυστήριο του βαπτίσματος με το οποίο όλοι «γίνονται ένα με το Θεάνθρωπο Σώμα
του, όπου χωρούν όλοι οι βαπτισμένοι στο Όνομά του, ανεξαρτήτως φυλής,
καταγωγής, φύλου και κοινωνικής προελεύσεως».368 Με το μυστήριο του
βαπτίσματος ο κάθε άνθρωπος μπορεί και ελπίζει στη σωτηρία του γιατί από την ώρα
της βάπτισης και μετά «ξαναγεννιόμαστε από το Πνεύμα το Άγιο και το όνομά μας
εγγράφεται πλέον στον Ουρανό. Δηλαδή γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού
της Εκκλησίας του που είναι χώρα των Ζώντων. Από εκεί κανείς ποτέ δε μας
διαγράφει. Ζούμε πάντοτε στη μνήμη του άναρχου και ατελεύτητου Θεού. Αλλά και
στη μνήμη των ζώντων χριστιανών που όταν εμείς θα φύγουμε από κοντά τους θα
μας συναντούν κοινωνούς στο άγιο ποτήριο.».369 Με τον τρόπο αυτό για μία ακόμη
φορά, με αφορμή το μυστήριο του βαπτίσματος, οι ακροατές των ομιλιών
διδάσκονται για την εν Αγίω πνεύματι, κατά χάριν κοινωνία της κτιστής δημιουργίας
και του ακτίστου Θεού, των ζώντων και των κεκοιμημένων στη χώρα των ζώντων
που είναι ο Χριστός.370

2. ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

α. Η παρουσία της αμαρτίας μέσα στον κόσμο

Σε αρκετά σημεία των Ομιλιαρίων που εξετάσαμε γίνεται αναφορά στο θέμα
της αμαρτίας, η οποία είναι διαρκώς παρούσα στην πορεία της ανθρωπότητας και στη
ζωή του κάθε πιστού.371 Η στάση του Επισκόπου προσανατολίζεται περισσότερο

πρέπει να προσέχωμεν, διά να κάμνωμεν ἀναδόχους φίλους τῆς ευσεβείας και διδασκάλους σχεδόν της
πίστεως».
368
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 143.
369
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 24.
370
Α΄Κορ. 15:26: «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος»Ψλμ. 114:8: «ὅτι ἐξείλετο τὴν ψυχήν μου
ἐκ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος εὐαρεστήσω
ἐνώπιον Κυρίου, ἐν χώρᾳ ζώντων».
371
Γεν. 3:6: «καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ
ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς
μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον»Ρωμ 5:12-14,19: «Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι΄ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν
κόσμον εἰσῆλθεν καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος͵ καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν͵
ἐφ΄ ᾧ πάντες ἥμαρτον ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ͵ ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος
νόμου·ἀλλὰ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ

[91]
προς την υπέρβασή της, που είναι κατορθωτή χάρη στην πίστη στον Θεό και στη
δύναμη του Αγίου Πνεύματος.372 Ο ίδιος επισημαίνει μέσα στα κείμενά του πως οι
άνθρωποι όλων των εποχών: «είναι ασθενείς, ατελείς, ανόητοι, επιπόλαιοι. Κανείς
δεν είναι τέλειος. Γι αυτό και αποτυγχάνει και δεν τα καταφέρνει μα είναι σωστός,
πλήρης από τη χάρη του Θεού άνθρωπος.».373

Στις ομιλίες του ο Επίσκοπος διδάσκει τους ακροατές του επιγραματικά τη


θεολογική ερμηνεία του προπατορικού αμαρτήματος, η οποία επικεντρώνεται στην
αδυναμία των πρωτοπλάστων να διαχειριστούν σωστά την ελευθερία που τους
δόθηκε από το Θεό: «Στον παράδεισο όμως οι πρωτόπλαστοι χρησιμοποίησαν την
ελευθερία τους για να αρνηθούν την αγάπη του Θεού και την κοινωνία μαζί του.
Υποδουλώθηκαν στο διάβολο και στο θάνατο.».374 Επιπλέον προχωρεί και στις
διαχρονικές επιπτώσεις του προπατορικού αμαρτήματος με αναφορές στη διήγηση
του βιβλίου της Γένεσης και ζεύγη αντιθέσεων κυριολεκτικών και μεταφορικών
μεταξύ ζωής και θανάτου:«όλοι οι άνθρωποι βαρύνονται με το προπατορικό
αμάρτημα.» επειδή ακριβώς «οι πρωτόπλαστοι προτίμησαν τον απαγορευμένο καρπό
του θανάτου παρα τον καρπό της ζωής. Ακολούθησαν τον διάβολο, αρνήθηκαν τον
Θεό και οδηγήθηκαν στη φθορά και το θάνατο».375

Η προπατορική πτώση αποτελεί την αρχή της παρουσίας της αμαρτίας στην
ανθρώπινη φύση, διότι: «έκτοτε όλοι οι άνθρωποι έχουν την τάση να αρνούνται την
κοινωνία με τον Θεό και να προτιμούν την εγωπάθεια και τον ατομισμό τους. Αυτή
όμως η επιλογή είναι αφύσικη στον άνθρωπο. Διότι φυσική του κατάσταση είναι να
ζεί σε κοινωνία λατρείας με το Θεό και σχέση αγάπης με τους συνανθρώπους του».376
Ο επίσκοπος μεταφέρει στο ποίμνιό του την βασική θεολογική αλήθεια της

ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ͵ ὅς ἐστιν τύπος τοῦ μέλλοντος…ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ
ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί͵ οὕτως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι
κατασταθήσονται οἱ πολλοί.»Α΄Ιω. 1:7-8: «ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ
φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ
πάσης ἁμαρτίας.ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν
ἡμῖν»Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, ευχή νεκρωσίμου ακολουθίας, σ.394: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται
καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν
αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια».
372
Πβ. Μιχ. 7:8 «Μη ἐπίχαιρέ μοι, ἡ έχθρά μου, ὅτι πέπτωκα, και ἀναστήσομαι , διότι ἐάν καθίσω ἐν
τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι».
373
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 186.
374
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 280.
375
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 256.
376
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 256.

[92]
αμαύρωσης του κατ Εικόνα στον άνθρωπο μετά την πτώση γιατί γνωρίζει καλά πως:
«ο άνθρωπος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων ρέπει προς το πονηρό, την
εγωπάθεια, το ατομικιστικό συμφέρον και την αδιαφορία για τον πόνο και την αδικία
που βαραίνουν το διπλανό του.»377

Για τον μακαριστό μητροπολίτη η αμαρτία δεν μπορεί να ενταχθεί σε


αντικειμενικά κριτήρια ούτε φυσικά και να διακριθεί σε θανάσιμη ή μη. Αυτός είναι
και ο λόγος που με τα κηρύγματά του διευκρινίζει προς τους πιστούς πως η αμαρτία
δεν αποτελεί απλά την μη τήρηση κάποιων θρησκευτικών κανόνων στο πλαίσιο μιας
δικανικής αντιμετώπισης της πνευματικής ζωής αλλά αμαρτία είναι κυρίως για τον
ίδιο «… η απουσία του Θεανθρώπου Χριστού από την ύπαρξή μας από τα οράματά
μας τις αποφάσεις μας τις επιθυμίες μας»378 .Άλλωστε σε άλλο σημείο συνεχίζοντας
την παραπάνω θέση του διδάσκει πως: «η ρίζα της αμαρτίας δεν είναι άλλη από την
απιστία την ανυπακοή που οδήγησε τον άνθρωπο στην αλλοτρίωση από το Θεό και
στο θάνατο».379

Σε άλλο σημεία στην απουσία του θεανθρώπου και στην άρνηση του Θεού,
προστίθεται ο αποχωρισμός. Υποκείμενο σε όλες αυτές τις ενέργειες είναι πα΄ντοτε ο
άνθρωπος που ενεργεί ελεύθερα: «Αμαρτία είναι ο αποχωρισμός από το Θεό. Η
καλύτερα η άρνηση του Θεού. Διότι ο Θεός δεν αποχωρίζεται ποτέ από τον
άνθρωπο».380 Με αυτή την προσέγγιση της αμαρτίας οδηγεί το εκκλησίασμα να
συνειδητοποιήσει ότι η σοβαρότερη αμαρτία είναι η αδιαφορία για τα πνευματικά, ο
πνευματικός ύπνος: «η αμαρτία είναι ύπνος πνευματικός ο άνθρωπος δεν αντιδρά
στους ποικίλους πειρασμούς, τους οποίους του παρουσιάζει ο δαίμονας και
παραδίδεται αμαχητί στις δολοπλοκίες του…».381

377
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 68.
378
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 206.
379
Διακονία Λόγου, σ. 232.
380
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 370Ψλμ. 22:4: «ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς
θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με
παρεκάλεσαν».
381
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 116Ρωμ. 13:11: «Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα
ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν».

[93]
β. Οι συνέπειες της αμαρτίας

Στις ομιλίες οι συνέπειες της αμαρτίας σκιαγραφούνται στην υπαρξιακή τους


διάσταση, ως αλλοτρίωση από τον Θεό, ως εγωπάθεια, και εχθρότητα προς τον
άνθρωπο και το φυσκό περιβάλλον. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «η αμαρτία
αποσαθρώνει την ψυχή, απομακρύνει από το Θεό και από το συνάνθρωπο, φέρει
αντιπαλότητα στις σχέσεις των ανθρώπων. Καθιστά τον άνθρωπο εγωκεντρικό και
ιδιοτελή και εχθρικό έναντι των συνανθρώπων και αυτής της φύσης μέσα στην οποία
αναπνέει και ζει».382

Η καταστροφική αυτή πνευματική αποσάθρωση χαρακτηρίζεται και ως


απόλυτη εγωπάθεια συνώνυμη με τον εγωκεντρισμό που έχει και ανάλογες κοινωνκές
προεκτάσεις: «αμαρτία είναι…όταν κυριευόμαστε από την εγωπάθεια και νομίζουμε
πως το δικό μας εγώ είναι το κέντρο του κόσμου, τότε αρνούμαστε το Θεό και
γινόμαστε εχθρικοί και προς τους άλλους και προς το περιβάλλον».383 Ο Επίσκοπος
προχωρεί και σε μία δραματικη ψυχογραφία των αμετανόητων ανθρώπων που στο
τέλος αποξενώνονται από όλους και καταλήγουν ανάλγητοι εγκληματίες: «οι
αμετανόητοι και τους γύρω τους οδηγούν στην καταστροφή, αλλά και οι ίδιοι
πνίγονται μέσα στην μοναξιά της εγωπάθειας τους και της αλαζονείας τους.
Άνθρωποι χωρίς αγάπη, χωρίς συγγνώμη, χωρίς έλεος, χωρίς ένα δάκρυ, ψυχροί και
στυγνοί δήμιοι».384 Σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της ανάλγητης εγωπάθειας, ο
Επίσκοπος προβάλλει στο εκκλησίασμα τους μετανοούντες Χριστιανούς, οι οποίοι:
«νιώθουν βαθύτατα το βάρος των κριμάτων τους που ο Θεός συγχωρεί και δεν
λησμονούν ποτέ το γραμμάτιο με το χρέος τους, που ο Κύριος εξαγοράζει με το δικό
του αίμα. Είναι τόσο μεστωμένη η ψυχή τους από ευγνωμοσύνη προς τον ελεήμονα
Θεό Πατέρα ώστε και η στάση τους απέναντι στους άλλους δεν έχει καμία δόση
κατάκρισης ή και κακίας. Πρόκειται για τις ευλογημένες εκείνες υπάρξεις από τις
οποίες τόση ανάγκη έχει ιδιαίτερα σήμερα η κοινωνία μας.».385

382
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 168.
383
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 159Πβ. Μ. Βασιλείου,Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 8,
ΒΕΠ., 54, 96: «τοῦτο ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις»Γρ. Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν
Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138: «ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί
μόνη ζωή».
384
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 344.
385
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 10Πβ. Ψλμ. 55:4-5: «ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ
σέ. ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι
σάρξ»Ψλμ. 24:5: «ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου καὶ δίδαξόν με, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ σωτήρ μου,

[94]
γ. Η δύναμη της μετάνοιας

Η μετάνοια είναι η πρωταρχική προϋπόθεση για να δεχτεί ο άνθρωπος την εν


Χριστῷ σωτηρία. Είναι η προτροπή που απευθύνει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος για να
ετοιμαστούν οι σύγχρονοί τους να δεχτούν τον Σωτήρα386 και είναι η ίδια με την
οποία καλεί ο Κύριος όλους να τον ακολουθήσουν: «μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτθ. 4,17).

Ο επίσκοπος σε συνέχεια της παραπάνω προτροπής εξηγεί στους πιστούς τη


σπουδαιότητα της μετάνοιας. Τονίζει τη φιλανθρωπία του Θεού όπως φανερώθηκε
στους ανθρώπους διασώζει και με έμμεσο τρόπο τους προτρέπει να μετανοούν: «ο
Θεός της Καινής Διαθήκης είναι οικτίρμων και ελεήμων και δέχεται τον κάθε
μετανοούντα στο χώρο της ατελεύτητης δόξα του»387 εφόσον, όπως συνέβη με τον
μετανοημένο ληστή,388 «στον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού η είσοδος
εξασφαλίζεται από την μετάνοια».389 Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα που μεταδίδεται
στον αποδέκτη είναι η βεβαιότητα για την απροσμέτρητη αγάπη του Θεού που
δέχεται κάθε μετανοούντα.390 Η αποδοχή της μετάνοιας εδράζεται πάνω στην αγάπη

καὶ σὲ ὑπέμεινα ὅλην τὴν ἡμέραν»Λκ. 15:7: «λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ
ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας»Μτθ.
3:2: «καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»Μτθ. 5:24-26: «ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν
σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν
πρόσφερε τὸ δῶρόν σου.Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ
σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτη, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ· ἀμὴν
λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην»Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το
κατά Ματθαίον , Ομιλία VI , ε΄. PG 57, 68-69: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῖ τῷ Θεῷ, ὡς τὰ
τοιαῦτα δάκρυα Οὕτω καὶ ἡ πόρνη παρθένων ἐγένετο σεμνοτέρα, τούτῳ κατασχεθεῖσα τῷ πυρί.
Ἐπειδὴ γὰρ διεθερμάνθη τῇ μετανοίᾳ»Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους, IX ΄, δ΄. PG 63, 80-
81: «Ποῖον οὖν ἐστι τὸ φάρμακον τῆς μετανοίας, καὶ πῶς αὐτὸ κατασκευάζεται ; Πρῶτον, ἀπὸ
καταγνώσεως τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων, καὶ ἀπὸ ἐξαγορεύσεως. […] Δεύτερον, ἀπὸ
ταπεινοφροσύνης πολλῆς· […] " Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ
ἐξουδενώσει " ».
386
Μρκ. 1:4: «ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν»Λκ. 3:3: «καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
387
Πως θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 168Ψλμ. 102:8-9: «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος,
μακρόθυμος καὶ πολυέλεος οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ·».
388
Λκ. 23:43: «καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
389
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 168.
390
Μτθ. 18:22: «λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.»Λκ.
15:19: «οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

[95]
του Θεού για τους αμαρτωλούς τους οποίους ήρθε για να καλέσει σε μετάνοια 391

Αυτήν την αγάπη τόνιζε και ο Επίσκοπος κήρυττε, προσπαθώντας να τους αποτρέψει
από την απόγνωση ή την μεμψιμοιρία: «αν τα μαχθητά πάθη και η μανία αρπαγής και
εκμετάλλευσης αλλοιώνουν τον εσωτερικό μας κόσμο, η αγάπη του Θεού παραμένει
η ίδια. Μεγάλη, ατελείωτη, ανεξάντλητη. Μετά τη θυσία και ανάσταση του Χριστού,
ο Ουρανός ανοίγει, για να στείλει στην ανθρωπότητα το έλεος, τη συγχώρεση και την
αγάπη. Ο Θεός δεν παύει ποτέ να αγαπά και να συγχωρεί τον πιο μεγάλο
αμαρτωλό.».392

Ο Επίσκοπος προβάλλει τη μετανοια ως ένα διαρκή τρόπο ζωής που


αντανακλάται στις σχέσεις του με τον συνάνθρωπο και τις ανάγκες του: «οι άνθρωποι
που ακολουθούν το σταυρό, μετανοούν…εγκαταλείπουν την εγωκεντρική μανία τους
και ανοίγονται στο συνάνθρωπο στην αγωνία και στα προβλήματά του».393 Χωρίς
καμία τάση ηθικολογίας στα ομιλητικά κείμενἀ του επισκόπου προβάλεται η
παράδοση της εκκλησίας που βλέπει τον μετανούντα ως τον «καθαρόν τῇ καρδίᾳ»
(Μτ 5:8) που έχει τη δυνατότητα να έχει προσωπική σχέση με τον Θεό και τους
ανθρώπους(Α’ Ιω 4:16, 20). Η μετάνοια συνδυάζεται με ην εξομολόγηση που
προϋποθέτει αυτοκριτική και σωστή πνευματική καθοδήγηση. Συγκεκριμένα λέγει
πως η Εκκλησία «εξυμνεί τη μετάνοια θεωρεί ότι είναι το πιο σημαντικό
χαρακτηριστικό της ειλικρίνειας του ανθρώπου. Γι αυτό και οι χριστιανοί που
πραγματικά θέλουν να δουν το πρόσωπο του Θεού και να αποκτήσουν οι ίδιοι
αληθινό πρόσωπο είναι καθαροί στην καρδιά. Έχουν τη δύναμη να αντικρύζουν τα
πάθη και τις υποκρισίες τους και να καταφεύγουν σε ένα φωτισμένο πνευματικό που
έχει χάρη Θεού για να τους στηρίξει».394 Και εξειδικεύοντας την αμαρτία στην
επιθυμία της σαρκός, δηλαδή την ικανοποίηση των επιθυμιών, όπως τις προσδιορίζει

391
Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG 94, 716CΜτθ. 3:11: «ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς
μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα
βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί»..
392
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 159.
393
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 259.
394
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 220Πβ. Β΄ Κορ. 5:18-19: «τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ
καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, ὡς ὅτι
Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν, καὶ
θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς»Ωρολόγιο Μέγα, Ευχή α’ θείας Μεταλήψεως του Μεγάλου
Βασιλείου, σ.511: «…Διὸ κἀγώ, εἰ καὶ ἀνάξιός εἰμι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου
ζωῆς, ὅλον ἐμαυτὸν ὑποτάξας τῇ ἁμαρτίᾳ, καὶ ταῖς ἡδοναῖς δουλώσας, καὶ τὴν Σὴν ἀχρειώσας εἰκόνα,
ἀλλὰ ποίημα καὶ πλάσμα Σὸν γεγονώς, οὐκ ἀπογινώσκω τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν ὁ ἄθλιος· τῇ δὲ Σῇ
ἀμετρήτῳ εὐσπλαγχνίᾳ θαῤῥήσας προσέρχομαι….».

[96]
ο Απ. Παύλος (Ρω 13:13-14), ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να μην παραμένουν
δέσμιοι της αμαρτίας λέγοντας: «είμαστε εικόνες του Θεού του ζώντος όσο και αν
σκοτιστεί ο νους μας από την επιθυμία της σαρκός της δόξα τα πλούτη…κάποια
στιγμή συνερχόμαστε και μετανοούμε».395 Με την παραπάνω αποστροφή ο
αναγνώστης των κειμένων του επισκόπου κατανοεί πως για τον κήρυκα η μετάνοια
δεν έχει νόημα ηθική διόρθωσης εξαιτίας της κατάλυσης κάποιων ηθικών εντολών
αλλά αποτελεί ένα υπαρξιακό γεγονός που βοηθά τον άνθρωπο να επιστρέψει στην
πηγή της ζωής που είναι ο Θεός.

Η μελέτη αυτών των κειμένων δείχνει πως η μετάνοια δεν προσεγγίζεται ως


ηθική επανόρθωση, αλλα΄ως ένα υπαρξιακό γεγονός που βοηθά τον άνθρωπο να
επιστρέψει στην πηγή της ζωής που είναι ο Θεός. Η μετάνοια δεν αποτελεί μια πράξη
που περιορίζεται σε ορισμένο καιρό αλλά είναι απαραίτητη τόσο για την αποδοχή της
θείας χάριτος όσο και για την διατήρησή της.396 Ο επίσκοπος επισημαίνει στο ποίμνιό
του με ρεαλισμό τον συνεχή αγώνα των πιστών που όσο ζουν υποπίπτουν σε
αμαρτίες αλλά και μετανοούν: «όσο παλεύουμε σε τούτον τον κόσμο πολλές φορές
διαπιστώνουμε ότι κάνουμε λάθη και ανάλογα με την αυτοσυνειδησία μας
μετανοούμε. Αυτή η μετάνοια μας είναι αφύπνιση είναι πορεία από το σκοτάδι της
εγωπάθειας και της άρνησης προς το φως της παρουσίας του ζωντανού Θεού».397 Σε
άλλη συνάφεια, προσδιορίζει τα λάθη ως απιστία προς τον Θεό που ισοδυναμεί με
την εγωπάθεια, για τα οποία όμως μετανοούμε: «για όλους έρχονται στιγμές
πειρασμού, αρνούμαστε την εμπιστοσύνη μας στο πρόσωπο του Θεού και
παραβαίνουμε το θέλημά του. …γινόμαστε εγωπαθείς…όμως μετανοούμε».398 Είναι
φανερός ο στόχος του ομιλητή να επικεντρώσει την αμαρτία στην απιστία με τη
βιβλική της ερμηνεία399 και να ενθαρρύνει και το ποίμνιό του για να μετανοεί
στηριγμένο στην αγάπη του Θεού που αποβἀλλει κάθε φόβο.400

395
Πως θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν , σ. 204Πβ.. Μέγα Ευχολόγιο, Νεκρώσιμα Ευλογητάρια ηχος
Πλ. α’, σ. 407: «Εἰκὼν εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων…».
396
Γ. Μαντζαρίδη, Ηθική, σ. 129.
397
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 209Πβ. Μέγα Ευχολόγιο, Ακολουθία Νεκρώσιμος εις κοσμικούς,
Ευχή Συγχωρητική,σ. 394: «..ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος
ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις· ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια…».
398
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 358.
399
Ιω 16:9: «περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ·».
400
Α΄ Ιω 4:18: «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος
κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ».

[97]
Η αίσθηση της μετανοίας αποτελεί δείγμα πνευματικής ωριμότητας που
οφείλεται στην πρόοδο προς την αυτογνωσία και τελικά στη θεογνωσία. Ο άνθρωπος
που ζει μέσα στην αμαρτία βιώνει την απώλεια της αγάπης του Θεού και έτσι με την
μετάνοια επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε με σκοπό να λυτρωθεί από τον πόνο της
αποτυχίας. Αυτή την αλήθεια μεταφέρει ως μήνυμα και ο κήρυκας τονίζοντας πως
όσο και να έχουμε αμαρτήσει «όλοι οι άνθρωποι ωριμάζουμε κάποτε και μετανοούμε.
Όσο κι αν παρασυρόμαστε στα έργα του διαβόλου: στο μίσος, την εκδίκηση, την
αρπαγή, τους φόνους, την εκμετάλλευση».401 Με μία εξάλλου παρομοίωση που έχει
σχέση με την καθημερινότητα, υποδεικνύει την ανάγκη για την αποβολή των
αχρήστων για τη ζωή του ανθρώπου, ο οποίος «για να κερδίσει το δώρο της αιώνιας
ζωής χρειάζεται να αποβάλλει τα άχρηστα και τα παλιά…στα πνευματικά πράγματα
παλιό και άχρηστο είναι η αμαρτία. Είναι όλα εκείνα τα παραπτώματα που
απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον αληθινό εαυτό του το Θεό από το συνάνθρωπο
και τη φύση».402

Η μετάνοια είναι η δύναμη που βοηθά τον άνθρωπο να επιστρέψει από το


παρα φύση στο κατά φύση αλλά ταυτόχρονα και να μπορέσει να εφαρμόσει όλες τις
εντολές του Χριστού μέσα στη ζωή του403. Έτσι με την άσκηση της μετανοίας :«όσοι
πιστεύουν εις τον Ιησουν Χριστόν και τον λατρεύουν μεταμορφώνονται σε άνθρωπο
του Αγίου Πνεύματος. Φωτίζεται ο νους και μάλιστα η συνείδηση κι έτσι ο
Χριστιανός ελέγχει κάθε σκοτεινό σημείο της ύπαρξής του. Η μαρτυρία της
φωτισμένης συνείδησης του πιστού, που είναι μαρτυρία του Χριστού, οδηγεί στην
μετάνοια».404

Η μετάνοια προϋποθέτει αποφασιστικότητα, άσκηση και κόπο για να


διατηρείται η σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό.405 Η μετάνοια είναι επίσης έργο
ελευθερίας και υπακοής στον Χριστό,406 η οποία, όπως μέχρι τώρα έχει τονίσει ο
Επίσκοπος, είναι θέμα προσωπικής ευθύνης απέναντι στην αμαρτία. Η μετάνοια

401
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 271.
402
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 39.
403
Ζ. Ζαχαρωφ, Θεολογία, σ. 96.
404
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 150Πβ.. Α΄Κορ. 2:10: «ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ
Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ».
405
Ιω. Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 2,3(44), PG 94, 972A: «Μετάνοιά ἐστιν
ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ Διαβόλου πρὸς τὸν Θεὸν ἐπάνοδος δι᾿ ἀσκήσεως καὶ
πόνων.»
406
Ν. Ματσούκα, Οικουμενική, σ. 279.

[98]
αποτελεί δώρο του ίδιου του Χριστού, παρ’΄όλα τα πολλά μας παραπτώματα: «με το
τίμιο αίμα του ο Χριστός μας εξαγοράζει από την κατάρα του νόμου και ας είμαστε
αμαρτωλοί και πολλές φορές ασυνείδητοι. Και ας είμαστε ανάξιοι φτάνει να
συναισθανόμαστε τους εγωισμούς μας τα λάθη μας τα παραπτώματά μας τα
πταίσματά τις ζήλειες…».407

Ο Επίσκοπος καλεί, με μία κινητική εικόνα και με αντιθετικές προτάσεις, τον


συνομιλητή του να συνειδητοποιήσει ότι η μετάνοια είναι το «τέρμα στην καθοδική,
εμπαθή και εγωπαθή πτώση και άσκηση στην ανοδική και υπερβατική πορεία με
καθοδηγό και στήριγμα το σωτήριο χέρι του Θεού.».408 Η ίδια κινητική εικόνα του
μυστηρίου της μετανοίας επιγραμματικά συνοψίζεται με υπαινιγμό προς το μυστήριο
του βαπτίσματος, ως εξής: «με την κατά Θεό μετάνοια γίνονται δύο αποφασίστηκες
κινήσεις. Η απόταξη από το σατανά και η σύνταξη με το Χριστό.».409

Ο Επίσκοπος επισημαίνει πως για όλους εμάς «το δύσκολο πρόβλημα πάντοτε
παραμένει σε ποιο βαθμό συνειδητοποιούμε τα παραπτώματά μας».410 Η υπέρβαση
αυτής της δυσκολίας τελικά είναι εκείνη που οδηγεί στην άσκηση της μετανοίας. Η
μετάνοια οπωσδήποτε συνδέεται με την αυτοκριτική και όχι την κατάκριση των
άλλων, διότι «όσα οι άλλοι έσφαλαν εις βάρος μας τα θεωρούμε απαράδεκτα. Τα δικά
μας όμως λάθη αποφεύγουμε να τα αντικρίσουμε».411 Γι αυτό και για να γίνει βοηθός
των πνευματικών του παιδιών πάντοτε τόνιζε την σπουδαιότητα μιας καθαρής
συνείδησης που μπορεί να σε οδηγήσει στην μετάνοια. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε
«η συνείδηση μας είναι το μεγαλύτερο δώρο που έδωσε ο θεός στον κάθε άνθρωπο.
Η συνείδηση κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει με το Θεό και να ξεχωρίζει από όλη την
δημιουργία. Αυτό το μοναδικό χάρισμα φωτίζει τον κάθε άνθρωπο για το καλό το

407
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 78Ωρολόγιον Το Μέγα, Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως:
Ευχή α’ Μεγάλου Βασιλείου, σ. 511: «Αὐτός, ἀθάνατε Βασιλεῦ, πρόσδεξαι κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὴν
μετάνοιαν, καὶ κλῖνον τὸ οὖς Σου ἐμοί, καὶ εἰσάκουσον τῶν ῥημάτων μου. Ἥμαρτον γάρ, Κύριε,
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἀτενίσαι εἰς τὸ ὕψος τῆς δόξης Σου·
παρώργισα γάρ Σου τὴν ἀγαθότητα, τὰς Σὰς ἐντολὰς παραβάς, καὶ μὴ ὑπακούσας τοῖς Σοῖς
προστάγμασιν. Ἀλλὰ Σύ, Κύριε, ἀνεξίκακος ὤν, μακρόθυμός τε καὶ πολυέλεος, οὐ παρέδωκάς με
συναπολέσθαι ταῖς ἀνομίαις μου, τὴν ἐμὴν πάντως ἀναμένων ἐπιστροφήν…».
408
Διακονία Λόγου, σ. 192Πβ. Ψλμ 138:10: «καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ
δεξιά σου»Κολ. 3:2: «τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς».
409
Διακονία Λόγου, σ. 192 Εδώ ο επίσκοπος υπαινίσεται την ακολουθία προ του αγίου Βαπτίσματος.
410
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 238.
411
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 238.

[99]
αληθινό και το γνήσιο και ελέγχει ασταμάτητα καθένα που την καταπατεί»412. Όμως
στο πλαίσιο της αναγκαιότητας ύπαρξης μιας καθαρής συνείδησης που θα οδηγήσει
στην μετάνοια, πάντοτε επεσήμανε την ανάγκη για συγχώρεση των άλλων που
ταυτόχρονα οδηγεί και στη συγχώρεση των δικών μας αμαρτιών. Έτσι ο επίσκοπος
δίδασκε μέσα από τα κηρύγματά του πως «μια συνείδηση όμως ποτέ δεν μπορεί να
είναι καθαρή αν είναι γεμάτη από μίσος κακία και φθόνο για το συνάνθρωπο. γι αυτό
χρειάζεται να συγχωρούμε τους ανθρώπους να υποχωρούμε καμιά φορά να
θυσιάζουμε και το δίκαιο μας αρκεί να μη προχωρήσει το κακό και διακοπούν οι
σχέσεις με τους γύρω μας.»413

Με μία άλλη παραστατική λιτή διατύπωση, όπου η μετάνοια ερμηνεύεται


στην κυριολεξία της (μετά+νοια, νους, αλλαγή νου) ο Επίσκοπος οδηγεί τους
ακροατές του να συγκρατήσουν από το κήρυγμά του επιγραμαμτικά ότι μετάνοια
είναι η «αλλαγή του νου από τη διαστροφή τη σύγχυση την απόγνωση και επιστροφή
στην αγάπη του θεού πατέρα».414 Η προσέγγιση είναι πάντοτε υπαρξιακή και
στοχεύει στη ρίζα της αμαρτίας που εξαρτάται από το αυτεξούσιο του ανθρώπου και
στη θεραπεία της που πάλι εξαρτάται από αυτό , κατά τη δεκτικότητα του καθενός
των δωρεών του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί στον κάθε άνθρωπο.415 Με τη
μετάνοια ο άνθρωπος δεν αλλάζει μόνο τη νοοτροπία της ζωής του, αλλά
αναζωπυρώνει την εξάρτησή του από τον λυτρωτή Χριστό.416

Η μετάνοια και η πίστη στο πρόσωπο του Χριστού είναι οι προϋποθέσεις για
την ένταξη στο Σώμα Του.417 Ο Επίσκοπος αντιστρέφοντας αυτή την εκκλησιολογική
αρχή εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι «η ζωντανή και μαρτυρική εκκλησία του Χριστού
αποτελεί το άγιο σώμα των μετανοούντων και γεννημένων στον καινούργιο κόσμο
της δόξας του σταυρού της υπέρβασης και ανάστασης».418 Και συγχρόνως με τρόπο

412
Διακονία Λόγου, σ. 134.
413
Διακονία Λόγου, σ. 215.
414
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 141.
415
Ἑβρ. 9:13-14: «εἰ γὰρ τὸ αἷμα τράγων καὶ ταύρων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς
κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ
πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ἡμῶν ἀπὸ νεκρῶν
ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν θεῷ ζῶντι.»Α΄Ιω. 4:14: «Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ
ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου»Κυρίλλου Αλεξανδρείας , Εἰς Ἰωάννην, PG73, 285B
416
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 150.
417
Β. Καλλιακμάνη (πρωτ.), Ποιμαντική, σ. 385.
418
Διακονία Λόγου, σ. 255.

[100]
κατηγορηματικό, ερμηνεύντας τα λόγια του Χριστού419 τονίζει ότι «το βασίλειο του
Θεού είναι κοινωνία ανθρώπων που μετανοούν».420

Αντλώντας από τη μακρόχρονη εμπειρία του πνευματικού με φιλόσοφη στάση


απέναντι στην πορεία των ανθρώπων, ο Επίσκοπος θυμίζει στους ακροατές του ότι
«οι ποικίλες θλίψεις και τα αδιέξοδα είναι εκείνα που μας αναγκάζουν να
συνερχόμαστε…».421 Επίσης αναφέροντας και μία γενίκευση, που, ίσως, δεν έχει
τόσο καθολικό όσο ευχετικό χαρακτήρα καταλήγει: «οπωσδήποτε όλοι οι άνθρωποι
κάποια στιγμή της ζωής τους μετανοούν. Διαπιστώνουν τις λανθασμένες επιλογές
τους και ομολογούν πως έκαναν λάθος».422

δ. Η μετάνοια ως προσφορά του Αγίου Πνεύματος

Η ολοκλήρωση της πορείας προς την μετάνοια είναι καρπός της σχέσης του
Θεού με τον άνθρωπο μέσα στο πλαίσιο μιας σωτηριώδους συνεργασίας423.

Ο επίσκοπος στις ομιλίες που μελετήσαμε τοποθετείται σε αυτή τη θεολογική


βάση και μεταφέρει το μήνυμα στους πιστούς πως η μετάνοια δεν αποτελεί επιτυχία
του ανθρώπου, διότι «η λυτρωτική αλλαγή δεν έχει καμια εγωπαθή αξίωση».424
Εφόσον «με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος μετανοούμε και η μετάνοια είναι

419
Μτθ. 9:13: «πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι
δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν»Μκρ. 2:17: «καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν
ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς
εἰς μετάνοιαν»Λκ 5:32: «οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
420
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 160.
421
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 167Ψλμ. 45:2:«Ὁ Θεός ἡμῶν καταφυγή καί δύναμις,
βοηθός ἐν θλίψεσι ταὶς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα»Πβ. Ψλμ 17: 7: «καὶ ἐν τῷ θλίβεσθαί με
ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἐκέκραξα· ἤκουσεν ἐκ ναοῦ ἁγίου αὐτοῦ φωνῆς
μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐνώπιον αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ»Ψλμ. 58:17: «ἐγὼ δὲ ᾄσομαι τῇ
δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου
ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου»Ψλμ. 21:12: «μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ
βοηθῶν»Ρωμ. 5:3: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν
κατεργάζεται»Β΄ Κορ. 4: 8: «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ
ἐξαπορούμενοι».
422
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 164. Πβ. Μέγα Ευχολόγιον, Εύχή ἐπί λοιμικῇ νόσῳ, σ.
548:«Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου, πανάγαθε Δέσποτα· παρέβημέν σου τὰς
σωτηρίους ἐντολάς…Σοὶ μόνῳ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ καὶ σὲ προσκυνοῦμεν μόνον, καὶ μετὰ
συντετριμμένης καρδίας, ὡς θυσίαν καθαράν, τὴν ἐξομολόγησιν προσφέρομεν…».
423
Σωφρονίου (Αρχιμ.), Οψόμεθα, σ. 195.
424
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 167.

[101]
αυγασμός, φωτισμός της συνείδησης, μεταπήδηση από το μίσος και την έχθρα προς
τη χάρη την αγάπη τη συμφιλίωση. Νιώθουμε το Θεό φίλο μας, αγάπη μας».425

Ο Επίσκοπος βραχυλογικά υπαινίσσεται τα αποτελέσματα της αμαρτίας που


είναι το μίσος και η έχθρα και τα αποτελέσματα της μετάνοιας που είναι η
συμφιλίωση με τον Θεό σε βαθμό που να γίνεται η αγάπη μας.426

Η μετάνοια, όπως και σε άλλες περιπτώσεις τονίζει, είναι έργο του Αγίου
Πνεύματος,427 με την κλίμακα των ενεργειών που το παραθέτει και της ανθρώπινης
συνεργίας: «Το άγιο Πνεύμα φωτίζει, απαλύνει τα αμαρτήματα, αποκαθαίρει τον έσω
άνθρωπο και αναζωπυρώνει τη μνήμη του Χριστού. Απομένει σε μας να
συνειδητοποιήσουμε τη λυτρωτική παρουσία του και να ανοιγόμαστε στον
αγιοπνευματικό κόσμο της θείας χάριτος».428

Οι καρποί της μετάνοιας είναι δωρεές του Αγίου Πνεύματος, όπως τις
απριθμεί ο ομιλητής: «ο άνθρωπος που δέχεται τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος
και ανακαινίζεται γίνεται άνθρωπος με αγάπη, συγγνώμη, επιείκεια και
κατανόηση».429 Και για να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένος για το μυστήριο της
εξομολογήσεως, περιγράφει με νηφάλιο ύφος τα στάδια και το λυτρωτικό
αποτέλεσμα, μακριά από μεμψιμοιρίες και φοβίες : «Εκείνο που μας οδηγεί κοντά
στον πευμaτικό είναι το Άγιο Πνεύμα. Μας οδηγεί, για να του ανοίξουμε τη ψυχή
μας, να πούμε τις αγωνίες μας, τα κρίματά μας, τις αδυναμίες μας, τις ολιγοπιστίες

425
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 210.
426
Α΄ Ιω 4:7: «Αγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ
Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν»Πβ. Ἰγνάτιου Θεοφόρου, Προς Ρωμαίους, PG. 5, 693: «Ὁ
ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοῖ πῦρ φιλόϋλον» Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια
Διάφορα Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ, PG 90, 1384CD: «Ὅθεν, ὡς μέν ἔρως ὑπάρχον καί ἀγάπη,
κινεῖται· ὡς δέ ἐραστόν καί ἀγαπητόν, κινεῖ πρός ἑαυτό πάντα τά ἔρωτος καί ἀγάπης δεκτικά. Καί
τρανότερον αὖθις φάναι, κινεῖται μέν ὡς σχέσιν ἐμποιοῦν ἐνδιάθετον ἔρωτος καί ἀγάπης τοῖς τούτων
δεκτικοῖς· κινεῖ δέ, ὡς ἑλκτικόν φύσει, τῆς τῶν ἐπ᾿ αὐτό κινουμένων ἐφέσεως. Καί πάλιν κινεῖ καί
κινεῖται, ὡς διψῶν τό διψᾶσθαι, καί ἐρῶν τό ἐρᾶσθαι, καί ἀγαπῶν τό ἀγαπᾶσθαι».
427
Πβ. Ψλμ. 142:10:«Τό πνεῦμα σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῆ εὐθείᾳ . ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου
Κύριε, ζήσεις με».
428
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 32Πβ. Ψλμ. 50:11-12: «ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν
ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τᾶς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ
πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοὶς ἐγκάτοις μου. μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμα
σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ»Αποκ. 22:20:«Λέγει ο μαρτυρών ταύτα· ναι έρχομαι ταχύ. αμήν,
ναι έρχου, Κύριε Ιησού »Β΄ Τιμ 2:8: «μνημονεύετε Ἰησοῦν Χριστόν έγηγερμένον έκ νεκρῶν».
429
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 68Πβ. Γαλ 5:22: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά,
εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις».

[102]
μας, τους διαλογισμούς μας, αλλά και τις αναζητήσεις μας, τις εφέσεις μας και τα
οράματά μας».430

Ανακεφαλαιώνοντας, η λυτρωτική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για τον


φωτισμό του νου και την απαλλαγή από το σκότος της απιστίας, τονίζεται με
γλαφυρό τρόπο, όπως και το γεγονός ότι η αληθινή μετάνοια ισοδυναμεί με την
προσωπική σχέση με τον Θεό : «Το Άγιο Πνεύμα εισχωρεί βαθιά στις συνειδήσεις
των πιστών και τους φωτίζει να γνωρίσουν την Οδό, την Αλήθεια και τη Ζωή, δηλαδή
τον Χριστό. Και τότε μετανοούν οι άνθρωποι για την άρνηση και την αποστασία τους
από τον Θεό και ανοίγουν την καρδιά τους για να δεχτούν ολάκερη την Αγία Τριάδα
τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα».431

ε. Οι συνέπειες της μετανοίας για τον άνθρωπο

Ο Επίσκοπος εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι η μετάνοια ωφελεί, κατ’αρχάς, τον


μετανοούντα, έχοντας προφανή στόχο να τους ενθαρρύνει να προσέρχονται στο
μυστήριο: «Όποιος μετανιώνει απολαμβάνει πρώτα ο ίδιος τον καρπό της
μεταστροφής του. Είναι η ψυχική ανακούφιση, ο φωτισμός του νού, η διαύγεια της
συνείδησης του».432 Παράλληλα οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος προς τον
μετανοούντα, «η ειλικρίνεια και η καθαρότητα της συνείδησης απέναντι στον Θεό, η
φιλανθρωπία και η αγάπη απέναντι στον συνάνθρωπο είναι βασικές προϋποθέσεις για
να συνειδητοποιήσει ο κάθε άνθρωπος το Βασίλειο του Θεού και να το γεύεται από
εδώ και τώρα».433 Σημειώνεται ότι στην προηγούμενη συνάφεια το Βασίλειο του
Θεού αναφέρθηκε ως η ενοίκηση της Αγίας Τριάδας στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Στη συνέχεια προχωρεί πέρα από την υπαρξιακή ωφέλεια και στον αντίκτυπο
της μετάνοιας στην κοινωνία. Χαρακτηριστικά λέγει :«η μετάνοια δεν σχετίζεται
μόνο με τον εαυτό μας και τον Θεό, πιστοποιείται και επικυρώνεται από τη στάση

430
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 122.
431
Διακονία Λόγου, σ. 189Πβ. Ψλμ. 50:12:«καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεὸς καὶ πνεῦμα εὐθὲς
ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου»»Αποκ. 3:20: «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ
τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς
μετ᾿ ἐμοῦ.».
432
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 167Πβ. Πεντηκοστάριο, Δοξαστικό Εσπερινού Πεντηκοστής,
σ. 227:«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα της ἀληθείας … ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ
καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
433
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 168.

[103]
μας απέναντι στους ανθρώπους που βλάψαμε, μισήσαμε, αδικήσαμε. Η αγάπη προς
τον Θεό περνάει πάντοτε από την αγάπη του συνανθρώπου».434 Το βιβλικό
υπόβαθρο της σκέψης του και σε αυτό ο σημείο είναι προφανές.435

Το σύντομο και περιεκτικό μήνυμα που μεταδίδεται για τη μετάνοια, αλλάγή


του νου ή επιστροφή, επιγραμματικα διατυπώνεται στα κείμενα ως εξής: «επιστροφή
στον Θεό σημαίνει επιστροφή στον συνάνανθρωπο».436 Με την παραπάνω
αποστροφή ο επίσκοπος δείχνει πως η άσκηση της μετανοίας δε θα μπορούσε να
περιοριστεί τον μικρόκοσμο του εαυτού μας και της εγωιστικής ύπαρξής μας.

Η επιστροφή στον συνάνθρωπο αναλύεται στη συνέχεια ως κοινωνία προσώπων, που


στηρίζεται στον σύνδεσμο της αγάπης που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα, αποκλείοντας
κάθε εγωπάθεια. Με ζεύγη αντιθέσεων, που δηλώνουν την κοινωνία των προσώπων,
εξηγεί: «Η μετάνοια δεν καταργεί το εγώ, δίνει θέση στο εμείς. Δεν καταργείται η
ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου, αλλά γίνεται δημιουργική μέσα σε μια κοινωνία
προσώπων, που συνδέονται με τον σύνδεσμο της κοινωνίας αγάπης και του
αμοιβαίου σεβασμού εν Αγίω Πνεύματι…κάθε φορά αναβαπτιζόμαστε, κάθε φορά
που προσφεύγουμε στο έλεος και τη χάρη του Θεού, για να αποκαθαίρεται ο νους και
η ψυχή από την εγωπάθεια και εν μετανοία να σηκώσουμε τον σταυρό της ευθύνης
μέσα στον κόσμο».437

Ο συσχετισμός της αμαρτίας με την εγωπάθεια και της μετάνοιας με την


αποκατάσατη της κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο διατρέχει τα ομιλητικά
κείμενα που μελετήσαμε, στα οποία κάθε φορά προστίθεται και μία πτυχή της
αμαρτίας, όπως στο επόμενο παράθεμα «η αρπακτικότητα»: «Παραιτείται από την
αντικοινωνική συμπεριφορά, παραμερίζει τα εγωπαθή ένστικτα και παραδίδεται στη
χάρη και στο έλεος του Κυρίου μας. Γίνεται πλέον οικείος του Χριστού, για να

434
Πώς να πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 186.
435
Μτθ. 5:24:«ἄφες ἐκεῖ τὀ δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καί ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ
ἀδελφῷ σου καί τότε ἐλθών πρόσφερε τό δῶρον σου»Α ’Ιω. 4:21: «και ταύτην την ἐντολήν ἔχομεν
ἀπ’αύτοῦ, ἵνα ὁ άγαπῶν τόν Θεόν άγαπᾶ και τον ἀδελφόν αύτοῦ».
436
Πώς θα πιστέψουν, ἀν δέν άκούσουν, σ. 222.
437
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 164Πβ. Β΄Κορ 13:11-12: «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε,
καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται
μεθ᾿ ὑμῶν. ᾿Ασπάσασθε ἀλλήλους ἐν ἁγίῳ φιλήματι. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι πάντες. ῾Η χάρις τοῦ
Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μετὰ πάντων
ὑμῶν· ἀμήν..».

[104]
καλλιεργηθεί το ήθος τους και να αποβληθεί η αρπακτικότητά και αντικοινωνικότητα
του».438

Σε μία άλλη συνάφεια γίνεται αναφορά στη δικαίωση, που ο Απ. Παύλος
ονομάζει δικαιοσύνη του Θεού είτε ως ιδιότητά του439 είτε ως δώρο της θείας
χάριτος.440 Στην περίπτωσή μας έχει τη σημασία της χάριτος του θεού που
σφραγίζεται με τη μετοχή του μετανοούντος στη θεία κοινωνία: «Ο μετανοημένος
άνθρωπος δικαιώνεται πάντοτε από το Θεό αλλά και στους συνανθρώπους είναι
συμπαθής. Διότι η μετάνοια είναι η κατ’ εξοχήν ειλικρινή ενέργεια του ανθρώπου,
που ελκύει τη χάρη και την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, ενεργοποιεί το βαθύτερο
είναι του ανθρώπου, το αποκαθαίρει από την εγωπάθεια και την αλαζονεία και οδηγεί

438
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 214Πβ. Λκ 19:8: «σταθείς δέ Ζακχαῖος εἶπε πρός τόν Κύριον΄ ίδού
τά ἥμιση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι πτωχοῖς».
439
Πβ. Ρωμ. 3:5: «εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ
ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω.» Ρωμ 3:26: «ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς
δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ».
440
Πβ. Ρωμ. 5:16: «καὶ οὐχ ὡς δι᾿ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρῖμα ἐξ ἑνὸς εἰς
κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα» Ρωμ. 8:1-4: «Οὐδὲν ἄρα νῦν
κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. ὁ γὰρ νόμος τοῦ
πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.τὸ
γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι
σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου
πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα»Ρωμ. 6:7: «ὁ γὰρ ἀποθανὼν
δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας»Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου., Είς τήν προς Ρωμαίους Ἐπιστολήν, PG.
60.409.20-45: «Ὁ γοῦν γενόμενος δίκαιος͵ οὐ κατὰ τὸν παρόντα βίον μόνον͵ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν
μέλλοντα ζήσεται. Οὐ τοῦτο δὲ μόνον͵ ἀλλὰ καὶ ἕτερον αἰνίττεται μετὰ τούτου͵ τὸ λαμπρὸν καὶ
περιφανὲς τῆς τοιαύτης ζωῆς. Ἐπειδὴ γὰρ ἔστι καὶ μετὰ αἰσχύνης σωθῆναι (ὥσπερ οὖν πολλοὶ τῶν ἀπὸ
φιλανθρωπίας βασιλικῆς ἀπαλλαττομένων κολάσεως σώζονται)͵ ἵνα μὴ ὑποπτεύσῃ τοῦτό τις σωτηρίαν
ἀκούσας͵ προσέθηκε͵ Καὶ δικαιοσύνην͵ καὶ δικαιοσύνην οὐ σὴν͵ ἀλλὰ Θεοῦ͵ καὶ τὸ δαψιλὲς αὐτῆς
καὶ τὸ εὔκολον αἰνιττόμενος. Οὐ γὰρ ἐξ ἱδρώτων καὶ πόνων αὐτὴν κατορθοῖς͵ ἀλλ΄ ἀπὸ τῆς ἄνωθεν
δωρεᾶς λαμβάνεις͵ ἓν μόνον εἰσφέρων οἴκοθεν͵ τὸ πιστεῦσαι. Εἶτα͵ ἐπειδὴ ἀπίθανος ὁ λόγος εἶναι
ἐδόκει͵ εἰ ὁ μοιχὸς καὶ μαλακὸς͵ καὶ τυμβωρύχος καὶ γόης ἀθρόον οὐχὶ κολάσεως ἀπαλλάττεται
μόνον͵ ἀλλὰ καὶ δίκαιος γίνεται͵ καὶ δίκαιος τὴν ἀνωτάτω δικαιοσύνην͵ ἀπὸ τῆς Παλαιᾶς πιστοῦται
τὸν λόγον. Καὶ πρῶτον μὲν βραχεῖ ῥήματι πέλαγος ἱστοριῶν ἀχανὲς τῷ δυναμένῳ βλέπειν
ἀναπετάννυσιν. Εἰπὼν γὰρ͵ «Ἐκ πίστεως εἰς πίστιν»͵ παρέπεμψε τὸν ἀκροατὴν ἐπὶ τὰς οἰκονομίας τοῦ
Θεοῦ τὰς ἐν τῇ Παλαιᾷ γενομένας͵ ἃς Ἑβραίοις ἐπιστέλλων μετὰ πολλῆς ἐξηγεῖται τῆς σοφίας͵ καὶ
τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς οὕτω δικαιωθέντας δείκνυσι καὶ τότε· διὸ καὶ τῆς Ραὰβ καὶ τοῦ
Ἀβραὰμ ἐμνημόνευσεν. Ἔπειτα δὲ ἐνταῦθα αἰνιξάμενος αὐτὸ μόνον (καὶ γὰρ ἐφ΄ ἕτερον ἔτρεχε
θεώρημα͵ καὶ κατεπεῖγον)͵ ἀπὸ τῶν προφητῶν πάλιν πιστοῦται τὸν λόγον͵ τὸν Ἀμβακοὺμ εἰς μέσον
παράγων βοῶντα καὶ λέγοντα͵ ὅτι οὐδὲ ἔνι ἄλλως ζῇν τὸν μέλλοντα ζήσεσθαι͵ ἀλλ΄ ἢ διὰ πίστεως. «Ὁ
γὰρ δίκαιος͵ φησὶν͵ ἐκ πίστεως ζήσεται»͵ περὶ τῆς μελλούσης λέγων ζωῆς. Ἐπειδὴ γὰρ ἅπερ ὁ Θεὸς
χαρίζεται͵ πάντα ὑπερβαίνει λογισμὸν͵ εἰκότως πίστεως ἡμῖν δεῖ. Ὁ δὲ κατοιόμενος καὶ καταφρονητὴς
ἀνὴρ καὶ ἀλαζὼν οὐθὲν οὐ μὴ περανεῖ».

[105]
τον ειλικρινή μετανοοούντα στο μυστήριο της θείας κοινωνίας».441 Αναλύοντας
ακόμη περισσότερο την κοινωνικότητα ως αποτέλσμα της μετάνοιας και του
αποκαθαρμένου νου επισημαίνει:«η φωτεινή συνείδηση αντικρίζει στον ελάχιστο
αδερφό το πρόσωπο του Θεανθρώπου».442

Ο Επίσκοπος σκιαγραφεί εμμέσως το ήθος του πραγματικού Χριστιανού, που


έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τη μετάνοια από την εγωπάθεια και την κοινωνία
αγάπης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο εν Αγίω Πνεύματι, κάνοντας κριτική με
νηφάλιο ύφος των «κυριακάτικων» Χριστιανών, χωρίς προσωπική σχέση με τον
Χριστό: «…δεν είναι και λίγοι αυτοί που αγνοούν τον Χριστό στις αποφάσεις και τις
ενέργειές της καθημερινής ζωής τους. Είναι και οι χριστιανοί της Κυριακής και των
εορτών, που ενεργούν εθιμικά δίχως η συνείδησή τους να τον εγγίζει».443

ε. Το μήνυμα της ελπίδας μέσα από την μετάνοια

Ο αναγνώστης των ομιλιών διακρίνει ένα ενθαρρυντικό τόνο στις αναφορές


του για τη μετάνοια, με κύριο στόχο να ενισχυθεί η ελπίδα στους ακροατές του για
την αγάπη του Θεού και τη συγγνώμη που προσφέρει στους μετανοούντες:444 «αγαπά
τα πιστά του παιδιά αλλά και τα άτακτα δεν τα απορρίπτει. Έχει μια τρομερή
αδυναμία για τον άνθρωπο».445

Απομακρύνοντας την εικόνα ενός εκδικητικού Θεού τιμωρού, που συνήθως


υφέρπει στη σκέψη πολλών Χριστιανών, και παλι επισημαίνει ότι ο Θεός είναι αγάπη
που θυσιάστηκε πα΄νω στον Σταυρό, συγχωρώντας όλα μας τα κρίματα: «ο Θεός μας
δεν είναι δυνάστης μήτε τιμωρός μήτε εκδικητής. Είναι όλος αγάπη και όλος
συγχώρηση».446 Ή ακόμη, υπενθυμίζοντας στο εκκλησίασμα τη λυτρωτική θυσία του

441
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 157Πβ. Ωρολόγιον το Μέγα, Ακολουθία θείας Μεταλήψεως, Ευχή
β’ Μεγάλου Βασιλείου, σ. 512 : «…καὶ γενέσθω μοι τὰ ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν
καὶ φυλακτήριον καὶ σωτηρίαν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος· εἰς ἀποτροπὴν πάσης φαντασίας
καὶ πονηρᾶς πράξεως καὶ ἐνεργείας διαβολικῆς, κατὰ διάνοιαν τῆς ἐν τοῖς μέλεσί μου ἐνεργουμένης».
442
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 227Πβ. Μτθ. 25:40: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ
αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ
ἐποιήσατε.».
443
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 159.
444
Α΄ Τιμ., 2:4: «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
445
Διακονία Λόγου, σ. 19.
446
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 160Ιω 3:16: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν
υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν

[106]
Χριστού, συνεχίζει:«Εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε πως ο Κύριος συγχωρεί τις
αμαρτίες μας, διότι σήκωσε τον σταυρό των αμαρτιών όλου του κόσμου. Πάνω στον
σταυρό με την αιματηρή του θυσία διαπόμπευσε τις αρχές και εξουσίες του σκότους
και του θανάτου και παρέστησε την νύμφη του παρθένο αγνή ενώπιον του Θεού
Πατέρα».447 Μαζί με την απόρριψη της εκδίκησης και της τιμωρίας ο ομιλητής
προσφέρει και την πραγματική σημασία της εξουσίας του Χριστού: «η εξουσία του
Χριστού είναι η αγάπη, το έλεος, ο σεβασμός της ελευθερίας, η συγγνώμη, η
συμφιλίωση, η δικαιοσύνη».448

Σε μία ακόμη αποστροφή προς το εκκλησίασμα, που έχει τον χαρακτήρα


έκκλησης, για να μην φοβούνται, αλλά να ζητούν άφεση, οι αμαρτίες αναφέρονται ως
παραλυσίες: «Ο Χριστός μάς αγαπά και μάς συγχωρεί όλα μας τα παραπτώματα, τα
εκούσια και τα ακούσια, τα μικρά και τα μεγάλα. Αρκεί να προσέλθουμε κοντά του
και να του ζητήσουμε να θεραπεύσει τις ποικίλες παραλυσίες μας».449 Και με αυτό το
έμμεσο κάλεσμα, που απομακρύνει την απόγνωση, δίνει την ευκαιρία στο
εκκλησίασμα να συνειδητοποιήσει ότι η αμαρτία έχει καταληκτικό αποτέλεσμα τον
θάνατο και η μετάνοια τη ζωή και την ανάσταση: «ο κύριος δεν θεραπεύει μόνον
ασθενείς, αλλα κυρίως από την υποδούλωση στην αμαρτία τη φθορά και τον θάνατο
και τον ανασταίνει σε ζωή αιώνια».450

Το επίμονο έμμεσο κάλεσμα για μετάνοια απαντά και σε άλλη συνάφεια του
ομιλητικού έργου του Επισκόπου, όπου η μεταστροφή και η άφεση προσεγγίζονται
ως δώρο και χάρισμα:«Ο Χριστός χαρίζεται ο ίδιος στους ανθρώπους και τους χαρίζει
και όλα τα αγαθά της γής και τους ουρανούς. Η ελευθερία από τις αμαρτίες μας και η
απολύτρωση από τα δεσμά του δαίμονα είναι τα πιο μεγάλα δώρα που μας δίνει

αἰώνιον.»Α΄ Ιω 4:7-8: «Αγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ
ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν. ὅτι ὁ Θεὸς
ἀγάπη ἐστίν».
447
Διακονία Λόγου, σ. 82 Ιω 1:36: «καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ
Θεοῦ.»Β΄Κορ. 11:2: «ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς θεοῦ ζήλῳ, ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ παρθένον ἁγνὴν
παραστῆσαι τῷ Χριστῷ·»Κολ 2:15: «ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν
παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ».
448
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 156Μτθ. 9:6: «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ
ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.».
449
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 252.
450
Διακονία Λόγου, σ. 81.

[107]
χάρισμα ο Κύριος»,451 ο οποίος, σύμφωνα με μία ηχητική μεταφορική εικόνα για την
αφύπνιση της συνειδήσεως, «επαγρυπνεί, μέχρις ότου ξυπνήσουμε και γίνει η
σωτήρια έκρηξη μέσα στη συνείδησή μας».452 Σε άλλο σημείο, η έκρηξη της
συνειδήσεως αναφέρεται με την ίδια σημασία ως συγκίνηση της ύπαρξης, η αμαρτία
ως άρνηση στο κάλεσμα του Κυρίου και οι συνέπειές της ως αποσύνθεση του εαυτού
μας: «Ὁταν δεν συγκινείται η ύπαρξή μας από τη θυσία του Κυρίου μας για τον
καθένα από εμάς προσωπικά, όταν δεν απαντούμε θετικά στο σωτήριο κάλεσμά του,
να τον δεχθούμε λυτρωτή, τότε μένουμε ακόμη δέσμιοι της εγωπάθειας και
αποσύνθεσής μας».453

Σε μία άλλη ενότητα ο Επίσκοπος γίνεται πιο συγκεκριμένος και κατονομάζει


αίτια που οδηγούν στην αμαρτία, έχοντας ως υπόβαθρο στη σκέψη του την παραβολή
του μεγάλου δείπνου:454«Εμείς, συχνά απορροφημένοι από το επάγγελμα, τις βιοτικές
μέριμνες και τις ακολασίες, αδιαφορούμε και ζούμε σαν να μην είμαστε χριστιανοί
και το χειρότερο πέφτουμε στην αγκαλιά της αμαρτίας».455 Η παρακοή από το
θέλημα του Θεοὐ, όπως και σε άλλα σημεία τονίζει ο Επίσκοπος, είναι συχνή,456 το
θεμελιώδες, όμως, που ιδιαίτερα προβάλλει, είναι η μετάνοια: «Το μεγάλο δώρο για
τους ανθρώπους είναι η μετάνοια. Η δύναμη να αρνιόμαστε τον Σατανά και τα έργα
του και να συντασσόμαστε με τον Χριστό»,457 με την οποία «αλλάζουμε σκέψεις,
επιδιώξεις, αποβάλλουμε ρυπαρές συνήθειες…», 458
διότι «τα πάθη, τα
παραπτώματα, και οι αμαρτίες είναι κατανοητά και συγγνωστά».459 Προφανώς ο
Επίσκοπος στην αποστροφή του δεν περιλαμβάνει τα ασύγγνωστα αμαρτήματα, αλλά

451
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 17.
452
Διακονία Λόγου, σ. 192Ωρολόγιο Μέγα, Ευχαριστία μετά το γεύμα, σ. 135: «Εὐχαριστοῦμέν σοι,
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐνέπλησας ἡμᾶς τῶν ἐπιγείων σου ἀγαθῶν·».
453
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 82Μτθ. 11:28: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»Πβ. Ωρολόγιο Μέγα, Ακολουθία Μεταλήψεως, Εὐχὴ Ι´ Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, σ. 517: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὦν πρῶτὸς εἰμι ἐγώ».
454
Λκ 14:11-24.
455
Διακονία Λόγου, σ. 191.
456
Πβ. Ἰὠβ 14:4-5:«Τίς γάρ καθαρός ἔσται ἀπό ῥύπου; Ἀλλ’ οὐδείς, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί
τῆς γῆς».
457
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 271.
458
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 195.
459
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 110Α΄ Ιω 5:16-18: «Εάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς
θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ. πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστίν·
καὶ ἔστιν ἁμαρτία οὐ πρὸς θάνατον. Οἴδαμεν ὅτι πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει, ἀλλ᾿
ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ Θεοῦ τηρεῖ ἑαυτόν, καὶ ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ.».

[108]
πιο πολύ αφορμάται από τον πλούτο της χάριτος του Θεού και τη φιλανθρωπία του
προς όσους ειλικρινά μετανοούν και προσφεύγουν στο έλεός του Κυρίου,460 ο οποίος
«με τη προσευχή και την μετάνοια σκουπίζει και καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου
από κάθε τι ακάθαρτο, απατηλό και διεστραμμένο».461

Ο Επίσκοπος σε πολλά σημεία είναι κατηγορηματικός για την ανάγκη της


μετάνοιας, η οποία ισοδυναμεί με την πίστη στον Χριστό και το απολυτρωτικό του
έργο : «Δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα ούτε μέσα μας, ούτε γύρω μας, αν δεν δεχτούμε
τον Κύριο μας».462

3. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Ο Απ. Παύλος διδάσκει ότι η αδιάλειπτη προσευχή και η ευχαριστία στον Θεό
για το καθετί είναι είναι το θέλημα του για τους πιστούς.463 Κάθε στιγμή που
προσεύχονται οι Χριστιανοί απευθύνουν τα αιτήματά τους σε κάθε περίσταση στον
Θεό καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα.464 Με αυτόν τον τρόπο η προσευχή
διατηρεί την επαφή και την αναφορά του ανθρώπου στον Θεό465 και αποτελεί ένα
καθαρά οντολογικό αίτημα της ανθρώπινης ύπαρξης.466 Ο Επίσκοπος λέγει στο
ποίμνιό του: «είναι η αναφορά μας στον Θεό. Αναζητούμε τον Θεό, είμαστε βέβαιοι
για την παρουσία του κι εξαρτόμαστε από το λυτρωτικό του πρόσωπο».467 Για τη ζωή
της Εκκλησίας τονίζεται πάντοτε η υπεροχική αξία της κοινής προσευχής από την κατ
ιδίαν468. Μάλιστα η κοινή προσευχή στηρίζεται στην ομόνοια των μελών της

460
Λκ. 23:42-43: «καὶ ἔλεγεν, ᾽Ιησοῦ, μνήσθητί μου ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ,
᾽Αμήν σοι λέγω, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ».
461
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 20.
462
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 202.
463
Α΄ Θεσ 5:15: «ὁρᾶτε μή τις κακὸν ἀντὶ κακοῦ τινι ἀποδῷ, ἀλλὰ πάντοτε τὸ ἀγαθὸν διώκετε καὶ εἰς
ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας».
464
Εφ. 6:18: «διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι, καὶ εἰς
αὐτὸ τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων».
465
Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ 28, PG 88, 1129A.
466
Γ. Μαντζαρίδη, Ηθική, σ. 169.
467
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 107 Πβ. Ιερατικό, Ευχή αρτοκλασιας, σ.23:«Ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ
Θεός, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν, καὶ ἵλεως,
ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, Δέσποτα ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλεήμων γὰρ καὶ
φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις…» Ψλμ. 138:«Ποῦ πορευθῶ…»Ψλμ. 22:«Κύριος ποιμαίνει με …»Ψλμ.
24:«ἐπίβλεψον επ’ἐμἐ και ἐλἐησὀν με…».
468
Ιω. Χρυσοστόμου, Περὶ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 6, PG 48, 725.

[109]
Εκκλησίας με άξονα την κοινή πίστη. Ο επίσκοπος στα κείμενά του διασώζει την
άσκηση της προσευχής ως επιβεβαίωση της επαφής μας με την εκκλησιαστική
κοινότητα γιατί «οι χριστιανοί προσευχόμαστε στο Θεό μας ως μέλη πλέον μιας
κοινότητας»469.

Η προσευχή συντελεί στην πνευματική τελείωση του Χριστιανού, η οποία δεν


είναι γεγονός ατομικό, αλλά ομαδικό άθλημα μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας.470 Ο
Επίσκοπος, χωρίς να αποκλείει την έν κρυπτῷ ατομική προσευχή,471 τονίζει το
επόμενο βήμα στο οποίο αυτή οδηγεί, δηλαδή στην ομαδική, 472 η οποία ερμηνεύεται
και με τριαδολογική και ευχαριστιακή σημασία: «Ποτέ δεν προσευχόμαστε στον
τριαδικό μας Θεό σαν άτομα ξεκομμένα από την ευχαριστιακή κοινότητα, αλλά
πάντοτε σαν ζωντανά μέλη αυτής της ευχαριστιακής κοινότητας, δηλαδή της
Εκκλησίας».473 Σε άλλα σημεία προσθέτει και τον μεσιτικό ρόλο της Υπεραγίας
Θεοτόκου και των αγίων για τα αιτήματα μας: « η προσευχή μας απευθύνεται στον
τρισυπόστατο Θεό και επικαλείται τις πρεσβείες της Παναγίας και των αγίων».474

Η προσευχή είναι η οδός με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να λάβει ό,τι


ζητήσει από τον Θεό και κυρίως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος
αφουγκράζεται την παρουσία του Θεού στη ζωή του.475. Ο Επίσκοπος, έχει τονίσει σε
πολλές ομιλίες του την οικειότητα του Χριστού με τους ανθρώπους’ ως προς την
προσευχή διδάσκει: «Ο Χριστός είναι ο πλησίον είναι διακριτικός και περιμένει
πρόθυμα αυτό που θα του ζητήσουμε».476

Στο πλαίσιο του γενικότερου στόχου του να κατηχήσει τους πιστούς για τα
ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας με κέντρο τη θεία Ευχαριστία, ο Επίσκοπος

469
Πως θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν ,σ . 402.
470
Β. Καλλιακμάνη (πρωτ.), Ποιμαντική, σ. 236
471
Μτθ. 6:5: «Καὶ ὅταν προσεύχησθε, οὐκ ἔσεσθε ὡς οἱ ὑποκριταί· ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ
ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως φανῶσιν τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου καὶ κλείσας τὴν θύραν
σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει
σοι».
472
Μτθ. 18:19-20:«Πάλιν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο συμφωνήσωσιν ἐξ ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς
πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. οὗ γάρ εἰσιν
δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.».
473
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ 402Πβ. Ιω. Χρυσοστόμου, Περὶ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 6,
PG 48, 725.
474
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 136.
475
Π. Ευδοκίμωφ, Προσευχή, σ. 31.
476
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 29.

[110]
σημειώνει την αξία της προσευχής και για την κατανόηση της Αγίας Γραφής, χωρίς
να παραλείπει την κριτική προσέγγιση του κειμένου: «για να κατανοούμε την Αγία
Γραφή μπορούμε να χρησιμοποιούμε όλα τα ερμηνευτικά μέσα, τα οποία παρέχει η
Εκκλησίας μας. Αλλά πάνω από όλα χρειάζεται προσευχή».477 Και με μία παράφραση
της αντίστοιχης λειτουργικής ευχής, συμπληρώνει: «δίχως προσευχή το Πνεύμα το
Άγιο δεν ενεργεί και ο νούς και η καρδία του ανθρώπου δεν ανοίγουν, για να
αντιληφθούν και να συλλάβουν την αλήθεια του Ευαγγελίου».478

Μεταφέροντας την ανάγκη της προσευχής για τα καθημερινα΄προβλήματα


των ανθρώπων ο Είσκοπος στρέφει την προσοχή του εκκλησιάσματος σε δύο σοβαρά
κοινωνικά προβλήματα της καθημερινότητάς τους, τα ναρκωτικά και την απληστία.
Πρόκειται για ψυχικά πα΄θη που βλάπτουν τόσο τους πάσχοντες όσο και την
κοινωνία. Χωρίς να αποκλείει όλους τους άλους ενδεδειγμένους τρόπους για την
αντιμετώπισή τους τονίζει τη δύναμη της προσευχής:479«χρειάζεται προσευχή, πολλή
προσευχή για να μπορέσει ένας ναρκομανής να συνέλθει και να αναζητήσει τον
Ιησού την σωτηρία του. Και χρειάζεται πολλή προσευχή, για να αποβάλει ο
αχόρταγος πλεονέκτης την απληστία του και να ζήσει προσφέροντας».480 Στο
υπόβαθρο αυτής της σκέψης ανιχνεύει κανείς όλα τα εδάφια των ευαγγελικών
διηγήσεων, που αναφέρονται στα επίμονα αιτήματα ασθενών ή των συνοδών τους
στον Χριστό για τη θεραπεία τους ή ακόμη όσα είπε ο Χριστός στους μαθητές τους,
όταν εκείνοι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το δαιμονικό πνεύμα από το παιδί: «τοῦτο
δέ τό γένος ούκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ»481 Και στη συνέχεια
προχωρεί ένα βήμα περισσότερο υπενθυμίζοντας ότι απώτερος στόχος της προσευχής
είναι η πίστη στον Ιησού Χριστό, όπως αποκαλύφτηκε στους ανθρώπους, ως
λυτρωτής των ανθρώπων από την πολύμορφη αμαρτία: «χρειάζεται πολλή προσευχή
και αγώνας και συνεχής προσπάθεια και απλότητα και ειλικρίνεια για να πιστέψει ο

477
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 194.
478
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ.194Πβ. Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου,
Ευχή προ του Ευαγγελίου, σ. 52: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς
θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν
σου κηρυγμάτων κατανόησιν».
479
Ωριγένους, Περὶ Εὐχῆς, 8,2, PG 11,441BC:«Καὶ πρῶτον γε πάντως ὤνατό τι ὁ προς τὸ εὔξασθαι
ταθεὶς κατὰ τὸν νοῦν, δι’ αὐτῆς τῆς ἐν τῷ εὔχεσθαι καταστάσεως Θεῷ παρεσταναι ἑαυτὸν καὶ ἐκείνῳ
λέγειν σχηματίσας, ὡς ἐφορῶντι καὶ παρόντι·».
480
Διακονία Λόγου, σ. 17.
481
Μτθ. 17:21: «Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»Μκρ. 9:29: «καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.».

[111]
άνθρωπος στο ευαγγέλιο και να αποδεχθεί τον ζωντανό λόγο της αληθείας και της
Ορθοδοξίας που θα μεταμορφώσει τη ζωή».482 Η προσευχή, όμως, αυτή θα πρέπει να
είναι αληθινή, για να είναι λυτρωτική: «η αληθινή προσευχή είναι αυτή που
φανερώνει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου»,483 γιατί, όπως αλλού υποδεικνύει, η
αυτοκριτική είναι αυτή που οδηγεί στη μετάνοια. Στο κείμενο διαφαίνεται υπαινιγμός
στην προσευχή του τελώνου και του Φαρισαίου.484

Ανακεφαλαιώνοντας, ο Επίσκοπος κηρύττει στο εκκλησίασμα ότι χρειάζεται


«πολλή προσευχή, καθαρή καρδιά και διαυγής νους όχι μόνο κατά τη θεία λατρεία
αλλά κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μας για να μας αποκαλύπτεται ο Θεός».485

4. Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

α. Η αγιότητα μέσα στην Εκκλησία

Ο Απ. Πέτρος προτρέπει τους Χρισταινούς να έχουν συμπεριφορά άγια ,


όπως είναι άγιος ο Θεός που τους έχει καλέσει, δίοτι η Γραφή λέγει: «ἄγιοι γίγνεσθε,
ὅτι ἐγώ ἅγιός είμί»,486 σημαίνοντας με τον τρόπο αυτόν ότι η αγιότητα προσιδιάζει
στον άνθρωπο που πλάστηκε κατ΄εικόνα Θεού.487 Με αυτήν την έννοια ο Απ.
Παύλος αποκαλεί τους πιστούς αποδέκτες των επιστολών του «κλητούς αγίους» «ή
πιστούς αγίους».488 Το θέλημα του Θεού είναι ο αγιασμός των πιστών,489 ο οποίος
καλλιεργείται με την προσευχή και τη θεία κοινωνία, όπου τα «ἅγια προσφέρονται
τοῖς ἁγίοις».490 Ο Επίσκοπος διδάσκει στο εκκλησίασμα αυτό το κάλεσμα των
Χριστιανών και συσχετίζει την αγιότητα με την αγάπη του Χριστού: «στόχος της
ζωής του χριστιανού είναι η αγιότητα…ο ανθρώπινο πόνος, οι αδικίες οι

482
Διακονία Λόγου, σ. 17.
483
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 157.
484
Λκ 18:10-14.
485
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 194.
486
Α΄ Πε. 1:15-16: «ἀλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ
γενήθητε, διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι.».
487
Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, μτφρ Ιερομ Αθανσίου Γιεφτιτς, εκδ.
ΑΣΤΗΡ, Αθήναι, 201, σ. 66.
488
Ρωμ. 1:7: «πᾶσι τοῖς οὖσι ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ
πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» Α΄ Κορ 1:12: «λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ
μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ».
489
Α΄ Θεσ. 4:3: «Τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν»
490
Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, σ. 69: «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις».

[112]
αντιξοότητες τα αιφνίδια δεινά…τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη
του Χριστού»,491 και Θεού ημών, ο οποἰος, εξάλλου, είναι ο μόνος άγιος και
αναπαύεται στους αγίους.492

Το εργαστήριο της αγιότητας είναι η Εκκλησία, διότι, όπως διδάσκει ο


Επίσκοπος: «Η εκκλησία είναι η κοινωνία αγίων. Είναι το σταυρωμένο και
αναστημένο σώμα του Χριστού του οποίου τα μέλη αγωνίστηκαν τον αγώνα τον
καλό…».493 Αυτός είναι και ο λόγος που ο Επίσκοπος διατυπώνει την αλήθεια πως
«ζωντανό σώμα του Χριστού εννοούμε το σώμα της Εκκλησίας την καινούργια
κοινωνία».494 Και προχωρεί για να διδάξει στο ποίμνιό τον ρόλο του Αγίου
Πνεύματος, που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, στον εξαγιασμό των
πιστών:«Κατ’εξοχήν έργο του αγίου Πνεύματος είναι ο αγιασμός των πιστών. Ο
αγιασμός, η αγιότης, η αγιοσύνη, όπως τη λέμε, δεν είναι απλά αρετή ή έστω ένα
σύνολο αρετών αλλά η καινούργια μορφή ζωής. Ανακαινίζεται ο άνθρωπος, αλλάζει
τη στάση του απέναντι στη ζωή και την αντικρύζει πλέον στο αληθινό και γνήσιο
νόημα».495Τα κείμενα του διδάσκουν τους πιστούς τη σημασία του Αγίου Πνεύματος
για τη ζωή της Εκκλησίας ως εργαστήρι αγιότητας. Ο επίσκοπος κηρύττει πως «Ο
Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, φωτίζει τον νού μας, οπλίζει με πνευματική
δύναμη και θωρακίζει την άμυνά μας, ώστε να μπορούμε να αντιστεκόμαστε σε κάθε
πρόκληση της αμαρτίας, να ξεκαθαρίζει η σκέψη μας και να ζητούμε το έλεος και τη

491
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 95.
492
Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, Ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, σ. 51: «Ὁ Θεὸς ὁ
ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος, ὁ τρισαγίῳ φωνῇ ὑπὸ τῶν Σεραφεὶμ ἀνυμνούμενος καὶ ὑπὸ τῶν
χερουβεὶμ δοξολογούμενος καὶ ὑπὸ πάσης ἐπουρανίου δυνάμεως προσκυνούμενος· ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος
εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα· ὁ κτίσας τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν καὶ παντί
σου χαρίσματι κατακοσμήσας· ὁ διδοὺς αἰτοῦντι σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ μὴ παρορῶν ἁμαρτάνοντα· ὁ
καταξιώσας ἡμᾶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου καὶ ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ στῆναι κατενώπιον
τῆς δόξης τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου καὶ τὴν ὀφειλομένην σοι προσκύνησιν καὶ δοξολογίαν
προσάγειν· αὐτός, Δέσποτα, πρόσδεξαι καὶ ἐκ στόματος ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν τὸν Τρισάγιον Ὕμνον
καὶ ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου· συγχώρησον ἡμῖν πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ
ἀκούσιον· ἁγίασον ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα· καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ὁσιότητι λατρεύειν σοι πάσας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν· πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ᾿ αἰῶνός σοι
εὐαρεστησάντων. Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ
Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.».
493
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 89Πβ. Α΄ Τιμ. 6:12: «ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως·
ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν
μαρτύρων».
494
Διακονία Λόγου, σ. 164.
495
Διακονία Λόγου, σ. 108Πβ. Παρακλητική, Αναβαθμοί Δ΄ Ήχου, σ. 182: «ἁγίω Πνεύματι άναβλύζει
τά τῆς χάριτος ῥεῖθρα…».

[113]
βοήθεια του Θεού…».496 Αξιοσημείωτη είναι η επίγνωση των δυσκολιών που
υπάρχουν για να γίνουν αποδκτές αυτές η αλήθειες της πίστεως. Ο ομιλητής λέγει στο
εκκλησίασμα: «δεν είναι θεωρητικές αντιλήψεις ή εφευρήματα του μυαλού μας. Είναι
τρόπος ζωής, είναι αλήθεια, είναι προσφορά του ίδιου του Χριστού για όλους εμάς
τους πεινασμένους».497

Ερμηνεύοντας τη διδασκαλία της Γραφής για τους αγίους εξηγεί ποιος είναι ο
άγιος, λαμβάνοντας επίσης υπόψη του και εκείνους που στέκοναντι απέναντι στην
εξαγιαστική χάρη του Αγόυ Πνεύματος και τους αγίους με σκεπτικισμό: «ο άγιος δεν
είναι δική μας ψυχολογική ανάγκη ή δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα είδωλο,
που κατασκευάζει ο άνθρωπος, για να στηριχθεί επάνω του. Είναι ο άνθρωπος που
δέχεται τη σωστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και καταφάσκει εις αυτήν».498

Ο άγιος, συμπληρώνει ο Επίσκοπος, είναι «το δικό μας πρότυπο ζωής και το
δικό μας καταφύγιο»499 και, τονίζοντας την αγαθή χρήση του αυτεξουσίου, συνεχίζει
ότι είναι το κατ’ έξοχήν ελεύθερο πρόσωπο: «αγαπά, ελεύθερα θυσιάζεται, ελεύθερα
συγχωρεί, ελεύθερα προσφέρει όλη του τη ζωή στα χέρια του Θεού και ελεύθερα
αποδέχεται τη ζήδωρη δωρεά του Αγίου Πνεύματος».500

Στις ομιλίες ο άγιος προβάλλεται ως πρότυπο ασκήσεως και συνειδητής


πνευματικής ζωής: «ο άγιος άνθρωπος ανοίγει διάπλατα τα αυτιά του στη φωνή της
συνείδησής του και τα μάτια του στο αστραφτερό φως. Γι αυτό και όλοι μας πρέπει
να προσπαθούμε πολύ και να ασκούμαστε ακόμη περισσότερο, ώστε η συνείδηση
μας ελεύθερα να φωτίζει αυτό που οι άγιοι αναγνωρίζουν σαν αληθινό και γνήσιο».501
Οι άγιοι μέσα στην Εκκλησία δείχνουν τον δρόμο προς τον Χριστό, «ανεβαίνουν
στον σταυρό του χρέους μαζί Του, με τη δική του χάρη και το δικό Του φωτισμό, και
ανασταίνονται από τον τάφο μαζί Του» και τελικά αποτελούν το παράδειγμα για την
εκκλησιαστική κοινότητα, όπου τα μέλη της, μιμούμενοι τους αγίους καλούνται «να
αγαπούν με πάθος το συνάνθρωπο, γιατί λατρεύουν τον Χριστό και σέβονται όλο τον
κόσμο. Μέσα στην αγάπη βρίσκουν το αναστημένο φρόνημα, την ομορφιά και το
496
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 159.
497
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 16.
498
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 126Ρωμ. 8:16:«αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι
ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ».
499
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 375.
500
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 268.
501
Διακονία Λόγου, σ. 135Πβ. Ωρολόγιο Μέγα, εωθινή προσευχή, σ. 95:«Χριστέ τό φῶς τό
ἀληθινόν…ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».

[114]
αληθινό νόημα της ζωής τους.»502 Οι άγιοι είναι οδηγοί στη ζωή των πιστών,
αλλα΄και αρωγοί στον πνευματικό τους αγώνα: «οι άγιοι είναι δικοί μας άνθρωποι
που πορεύονται μαζί μας στον αγώνα και στις δυσκολίες μας, είναι οι φίλοι μας που
μας συμπαραστέκονται προ πάντων στον αγιασμό μας».503

Ο Επίσκοπος συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά του αγίου στην πνευματική


και κοινωνική τους διάσταση εξηγεί στους πιστούς ότι ο άγιος είναι «ο ελεημένος
από τον Ιησού. Αποδέχεται το εξιλεωτικό έργο του Θεανθρώπου Χριστού και αποκτά
νέο ήθος και νέα στάση ζωής. Λατρεύει τον Χριστό, αγαπά τον συνάνθρωπο, σέβεται
την πλάση. Προσεύχεται και αγωνίζεται για το δίκαιο, το αληθινό, το γνήσιο και
φιλάνθρωπο».504

Και καταληκτικά μεταφέρει στο εκκλησίασμα το εξής μήνυμα για τη


διαχρονική αξία των αγίων, οι οποίοι είναι «…οι δείκτες της πορείας στη ζωή των
ανθρώπων. Μας δίνουν το κριτήριο του ήθους και της συμπεριφοράς για όλες τις
εποχές».505

β. Ο άγιος ο νέος αναγεννημένος άνθρωπος

Εκτός από δείκτη πορείας ο Επίσκοπος προβάλλει τον άγιο και ως τον νέο
ανακαινισμένο άνθρωπο: «στην Εκκλησία με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και
τη συνεργία του ανθρώπου γεννιέται ο νέος άνθρωπος της χάριτος, της επαγρύπνησης
και μετάνοιας ο άγιος».506

Οι άγιοι δεν είναι μακριά μας απόκοσμοι από την καθημερινότητα ούτε
ανήκουν στο παρελθόν. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Γραφής, που επαναλαμβάνει
αφομοιωμένη ο Επίσκοπος, είναι όσοι πιστεύουν στον Χριστό και δίνουν την καλή
μαρτυρία του ονόματός του: «μέσα σε τούτη την άδικη αβέβαιη και απρόβλεπτη
παγκόσμια κοινότητα οι άγιοι του Θεού, οι πιστοί χριστιανοί καλούνται να δίνουν την
καλή μαρτυρία του Σταυρού και της Αναστάσεως, του αγώνα, του μαρτυρίου ότι

502
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 120.
503
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 126.
504
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 41.
505
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 95.
506
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 40.

[115]
πουθενά αλλού δεν υπάρχει η αλήθεια και η σωτηρία παρα μονάχα στο πρόσωπο του
ενανθρωπήσαντος Ιησού χριστού».507

Η άσκηση και βίωση της αγιότητας οδηγεί τον χριστιανό σε ένα


ανακαινισμένο τρόπο ζωής,508 στο σταυροαναστάσιμου ήθος. Αυτό το ήθος
περιγράφει στις ομιλίες του ο Επίσκοπος στους ακροατές του: «ήθος είναι ο
καινούργιος τρόπος ζωής, που αναβλύζει από τον τάφο του Κυρίου. Είναι η στάση
μας απέναντι στη φιλανθρωπία του Χριστού μας, η συνειδητοποίηση της άπειρης
αγάπης του, αντίδωρο στις δωρεές του Κυρίου μας, είναι η σχέση αγάπης προς τον
συνάνθρωπο και η σχέση σεβασμού προς τη φύση».509 Και συνεχίζει προσθέτοντας
ένα ακόμη χαρακτηριστικό για τον άγιο ως ολοκληρωμένο άνθρωπο:510 «Στη ζωή της
Εκκλησίας μας ο ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι ο άγιος του Θεού. Άγιος και
πανάγιος είναι ο Θεός μας….το θέλημα του Θεού είναι να είμαστε διαρκώς
μετανοούντες και συγχωρούντες. Να είμαστε ταπεινοί, κοινωνικοί και
συμμετέχοντες».511

Σε μία άλλη συνάφεια ο ομιλητής αναλύει τί εννοεί με την κοινωνικότητα και


τη συμμετοχικότητα των αγίων: «όποιος συσταυρώνεται με τον Κύριο εγκαταλείπει
την εγωκεντρική του μανία και ανοίγεται στον συνάνθρωπο, στην αγωνία και τα
προβλήματά του…γίνεται ο συμπάσχων και συμπονών…μια τέτοια στάση ζωής είναι
η αγιότητα..ο άγιος είναι ελεύθερος από τη φθορά…φιλόθεος και
φιλάδελφος…συνάντηση με τον άνθρωπο και το Θεό».512 Μετά από αυτή την
περιγραφή, οδηγεί με φυσικό τρόπο, σε άλλη συνάφεια, το εκκλησίασμα να
συνειδητοποιήσει πως οι άγιοι άνθρωποι κινούνται ανάμεσά μας. Είναι όλοι εκείνοι
που δίνουν με το ήθος τους την καλή μαρτυρία του Χριστού και της παρουσίας του
Αγίου Πνεύματος στη ζωή και τα έργα τους. Πρόκειται για το «πλήθος χριστιανών513

507
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 207Πβ. Πρ. 4:12:«οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ ούδενί ἡ σωτηρια οὐδέ γάρ
ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν ούρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ῷ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».
508
Ψλμ. 102:4-5: «τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ
οἰκτιρμοῖς· τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης
σου»Α΄ Πε. 1:15:«Κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καί αὑτοί ἃγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφή γενήθητε».
509
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 190.
510
Πβ. Εφ., 4:13: «είς ἄνδρα τέλειον, είς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».
511
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 375.
512
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 259.
513
Πβ. Εβ.12:1: «νέφος αγίων».

[116]
που αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους μέσα στην κοινωνία και δίνουν την μαρτυρία
της αληθινής ζωής και μια τέτοια στάση μοσχοβολά την παρουσία της θεότητας».514

Σε άλλη ενότητα ο ομιλητής επανέρχεται πάλι στην κοινωνική διάσταση του


αγιασμού των πιστών, με ένα χριστολογικό αναλογικό συλλογισμό, εφόσον, όπως
ήδη έχει αναφέρει άγιος είναι εκείνος που πιστεύει και ζη εν Κυρίῳ. Λέγει, λοιπόν, «ο
αγιασμός είναι προσωπικό γεγονός με κοινωνικές διαστάσεις. Όπως ο ουράνιος άρτος
τρέφει το κάθε μέλος χωριστά αλλά και ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, έτσι
ακριβώς και ο αγιασμός του χριστιανού επιδρά στην κοινωνία που ανήκει».¨515

Ο Επίσκοπος δεν αγνοεί το αρνητικό κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο


άγιος αναπτύσσει την κοινωνικότητά του, καθώς επίσης και τη γενικότερη
εγωκεντρική τάση που επικρατεί:«…όλοι οι άνθρωποι έχουν τη τάση να αρνούνται
την κοινωνία με το Θεό και να προτιμούν την εγωπάθεια και τον ατομισμό τους…η
φυσική κατάσταση είναι να ζει ο άνθρωπος σε κοινωνία με τον Θεό και με τον
συνάνθρωπο».516 Και περαιτέρω αναλύει την ιδιοτέλεια που επικρατεί στις
ανθρώπινες σχέσεις, σε αντίθεση με το κάλεσμα της υπέρβασης της ιδιοτέλειας που
διδάσκει το ευαγγέλιο:517 «εκείνο, όμως, που περισσότερο συναντούμε στις
κοινωνικές μας σχέσεις και στη ζωή μας κάθε μέρα είναι να εξαρτούν οι άνθρωποι τη
συμπεριφορά τους από τη σχέση που έχουν οι άλλοι απέναντί τους. Συνήθως είναι
καλοί με τους καλούς και κακοί με τους κακούς».518

Ο Επίσκοπος στις ομιλίες του δεν παραλείπει να σκιαγραφήσει το ήθος ενός


σύγχρονου αγίου, με γνώμονα την υπεύθυνη στάση του απεναντι στα προβλήματα
της εποχής του, υπενθυμίζοντας στο εκκλησίασμα ότι ο πιστός που είναι κλητός να
γίνεται άγιος «πεινάει και διψάει για τη δικαιοσύνη και αγωνίζεται γι αυτήν.

514
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 115Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Ευχή του Θυμιάματος, σ. 42: «Θυμίαμά
σοι προσφέρομεν, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς· ὁ προσδεξάμενος εἰς τό
υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, ἀντικατάπεμψον ἡμῖν τήν χάριν τοῦ Παναγίου σου Πνεύματος».
515
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 206Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Ευχή της προθέσεως, σ. 47: «Ὁ Θεός, ὁ
Θεός ἡμῶν, ὁ τόν οὐράνιον ἄρτον, τήν τροφήν τοῦ παντός κόσμου, τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν Ίησοῦν
Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καί λυτρωτήν καί εὐεργέτην…».
516
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 256Ιω 3:19: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν
εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ
ἔργα.».
517
Πβ. Μτ 5:46-48:«ἐάν γάρ ἀγαπήσητε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς τίνα μισθόν ἔχετε οὐχί καί οἱ τελῶναι τό
αὐτό ποιοῦσιν. καί ἐάν ἀσπάσησθε τούς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσόν ποεῖτε…»Λκ 6:32: «καὶ εἰ
ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς
ἀγαπῶσι.».
518
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 52.

[117]
Χαίρεται στη χαρά και συμπάσχει με τους κατατρεγμένους, τους αστέγους, τους
σεισμοπλήκτους και τους περιθωριακούς. Και μέσα στην κοινωνία που γύρω σκορπά
τη δυσοσμία της φθοράς και του θανάτου, έχει την τόλμη, τη βεβαιότητα και τον
ενθουσιασμό να ψάλλει την ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού και τον θεωθέντα στο
πρόσωπο του Χριστού άνθρωπο».519

Το ήθος των Χριστιανών που απορρέει από την προσωπική σχέση με τον
Χριστό συνεπάγεται και μία ασκητική στάση μέσα στην κοινωνία. Ο Επίσκοπος
εξηγεί: «η χριστιανική μας ιδιότητα δε μας επιτρέπει να επιδιώκουμε ένα καλό και
άνετο βόλεμα στη ζωή μας. Ο πιστός μαθητής του Ιησού αγωνίζεται να προσεγγίσει
διαρκώς τον Ιησού».520 Η προσέγγιση του Ιησού και του ανθρώπου είναι
αλληλένδετη και, κατά τον ομιλητή, έχει προσευχητικό χαρακτήρα προς τον
Θεάνθρωπο, που ταυτίζεται με τον πάσχοντα συνάνθρωπο: «Το άνοιγμα του
ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο είναι η ειλικρινέστερη μορφή λατρείας του Θεού
μιας και ο πονεμένος άνθρωπος εξομοιώνεται με τον Χριστό…».521

Ακολουθώντας τους ευαγγελιστές και τη θεολογική σκέψη του Απ. Πάυλου


για τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο κόσμος τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους του, ο
Επίσκοπος θυμίζει στο εκκλησίασμα ότι «ο σύγχρονος άνθρωπος, που με την
ενέργεια του Αγίου Πνεύματος αναλαμβάνει τις ευθύνες της ζωής απέναντι στο
Χριστό μας και τους συνανθρώπους του, εμπαίζεται και αυτός. Οι άλλοι του στήνουν
παγίδες, για να τον παγιδέψουν στις αμαρτωλές τους επιδιώξεις ή ακόμα
συγκαταβατικά τον χαρακτηρίζουν ως αφελή και ανόητο».522

519
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 88Πβ. Μτθ. 5:6: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν
δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» Ρωμ. 12:15: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ
κλαιόντων»Πβ. Ψλμ. 37:6:«προσώζεσαν καί ἐσάπισαν οϊ μώλωπές μου»Ιω 11:39:«Κύριε, ἥδη ὅζει,
τεταρταῖος γάρ ἐστι».
520
Διακονία Λόγου, σ. 144.
521
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 59Μτθ. 25:40: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε».
522
Προς οικοδομήν της χρείας, σ. 13. Πβ. Ψλμ. 103:13: «καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε
Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν» Ιω 15:20 «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν·» Α΄ Κορ. 4:9-16
«λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς
περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν».

[118]
Η προσευχή της Εκκλησίας είναι το πνευμα το Άγιον να αναδεικνύει αγίους.
523
Ο Επίσκοπος σημειώνει την παρουσία τους ανάμεσά μας και τις επιλογές που
προτείνουν για τη ζωή μας: «Ποτέ δε λείπουν οι άγιοι από τη ζωή μας. Είναι
ζωντανοί, όχι μόνο εκείνοι που τους τιμούμε στις εικόνες των εκκλησιών μας αλλά
και εκείνοι που ζουν ανάμεσα μας και με τη ζωή και το έργο τους προτείνουν μια
άλλη λύση. Αντί για το εφήμερο, προβάλλουν το αιώνιο, αντί για το ψεύτικο το
αληθινό, αντί για την εκμετάλλευση τη φιλανθρωπία και αντί για την ιδιοτέλεια τη
θυσία». Και με συναίσθηση της πραγαμτικότητας συμπληρώνει:«αυτοί όμως
ενοχλούν! Εκείνοι που δεν ενοχλούν και όχι μόνο δεν διώκονται, αλλά είναι
καλοδεχούμενοι, είναι οι υποκριτές».524

Όποιος μελετά τα ομιλιάρια διαπιστώνει πόσο ο κήρυκας επιμένει να διδάξει


στο εκκλησίασμα τον πάντοτε επίκαρο χαρακτήρα της αγιότητας, που είναι
συνδεδεμένη με τη βαθειά πίστη στον Θεό και αντανακλά μέσα στην κοινωνία.
Προτρέπει να ακολουθούν τους αγίους, όπως, άλλωστε, είναι εντολή του Θεού να
γίνονται όλοι άγιοι. Λέγει χαρακτηρισικά: «Λάμπουν οι άγιοι του Θεού και στις
μέρες μας. Περιφέρονται ανάμεσά μας και αναγνωρίζονται για τη σεμνότητά τους,
την απλότητά τους, την ανεξικακία τους, την υπομονή και την ανεκτικότητα. Την
καλοσύνη τους, τη φιλανθρωπία, τη χάρη τους και τη γνησιότητα. Λάμπει το φως
τους μπροστά στους ανθρώπους και δημιουργούν σταυρώσιμο και αναστάσιμο
φρόνημα. Ήθος πίστεως, αγάπης και ευσεβείας, για να δοξάζεται το όνομα του
Πατρός…».525

Η αγιότητα είναι μία διαρκής προσπάθεια του χριστιανού να τηρεί τις εντολές
του Κυρίου και είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη μετάνοια. Ο κήρυκας εξηγεί:
«Χρειάζεται αγιότητα για να τηρεί κανείς τα λόγια του ευαγγελίου και να ακολουθεί
τις εντολές του Κυρίου μας. Η αγιότητα δεν είναι κάτι το στατικό. Είναι ένας διαρκής
αγώνας κατά της εγωπάθειας γι αυτό και εκείνο που χαρακτηρίζει περισσότερο τους
Χριστιανούς είναι η μετάνοια».526 Και καθώς επανέρχεται, για να τονίσει ότι η
αγιότητα δεν είναι ακατόρθωτη, επισημαίνει πάλι ότι δεν είναι προσωπικό

523
Πβ. Πεντηκοστάριο, Εξαποστειλάριον ήχος γ΄, σ. 224: «Τὸ πανάγιον Πνεῦμα, τὸ προϊὸν ἐκ τοῦ
Πατρός, καὶ δι' Υἱοῦ ἐνδημῆσαν, τοῖς ἀγραμμάτοις μαθηταῖς, τοὺς σὲ Θεὸν ἐπιγνόντας, σῶσον,
ἁγίασον πάντας».
524
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 200.
525
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 202Μτθ. 5:16: «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν
ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.».
526
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 18.

[119]
κατόρθωμα αλλα΄δώρο της χάριτος του Θεού: «Για τη ζωή της Εκκλησίας μας αυτή
πραγματικότητα είναι γνωστή. Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια οι άγιοι της Εκκλησίας
μας βιώνουν τη χάρη και την ελευθερία Χριστού. Οι άγιοι είναι δώρο που δίδει
δωρεάν η χάρη και η αγάπη του Τριαδικού Θεού για όλον τον κόσμο».527 Το δώρο
αυτό προορίζεται για όλους, αρκεί να το δεχτούν ελεύθερα ως χάριν αντί της
χάριτος:528 «όλοι καλούμαστε να προσφέρουμε τον εαυτό μας ευχαριστία στο Θεό
και να πάρουμε αντίδωρο τον ίδιο το Χριστό μας. Να γίνουμε μέτοχοι της Βασιλείας
του, της αφθαρσίας του».529

Σε μία άλλη περιγραφή του αγίου απαριθμώνται τα χαρακτηριστικά του


φωτισμένου από το Άγιο Πνεύμα ανθρώπου, ο οποίος δεν έχει αλαζονική
αυτονόμηση και ναρκισσιστική αυταρέσκεια: «φωτισμένος είναι ο καθένας που
απορρίπτει τον εγωισμό του, την αλαζονική αυτονόμηση από τον Θεό και τους
συνανθρώπους του και τη ναρκισσιστική αυταρέσκεια του. Εκείνος που ζει με
άσκηση και μετάνοια για να αποβάλλει τούτα τα πάθη του. Εκείνος που ανοίγεται
στον καινούργιο κόσμο, όπου έχει προσωπική κοινωνία με τους συνανθρώπους του
και ευχαριστιακή λατρεία με τον Χριστό».530

Το καταληκτικό μήνυμα του Επισκόπου ανακεφαλαιώνει όσα σε διάφορα


εδάφια των Ομιλιαρίων του έχει αναπτύξει: «Οι άγιοι με την πληρότητα της ζωής
τους, με την ενέργεια και χάρη του Αγίου Πνεύματος και τις θυσίες τους για τους
ανθρώπους, φωτίζουν τις εγωκρατούμενες και αυταρχικές κοινωνίες μας».531

527
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 268.
528
Ρωμ. 1:17 :«ὅτι ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος».
529
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 268Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, σ.
67: «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε, καὶ
παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν·…».
530
Διακονία Λόγου, σ. 103Μτθ. 5:14-19: «Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι
ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσιν λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον ἀλλ᾽ ἐπὶ τὴν λυχνίαν,
καὶ λάμπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως
ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι
ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω
ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν
πάντα γένηται.ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς
ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος
μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
531
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 268.

[120]
5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

α.Η πίστη

Η πίστη είναι το πνευματικό θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η ζωή των
πιστών.532 Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος533 και προϋποθέτει την αγάπη.534
Συνδἐεται με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και τη διαρκή προσευχή για να
προσθέτει ο Κύριος πίστη535 και να βοηθά τους ολιγόπιστους, όταν δειλιάζουν στις
δυσκολίες της ζωής.536

Η πίστη στον Θεό δενν στηρίζεται σε ανθρώπινα επιχειρήματα ή στην


αποδοχή θεωρητικών αρχών. Είναι αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης στον Θεό που είναι
παρών στη ζωή των πιστών.537 Ο Επίσκοπος απηχώντας τον ευαγγελιστή Ιωάννη538
διδάσκει ότι πίστη είναι «η εμπιστοσύνη στην απεριόριστη αγάπη του Θεού. Πίστη
είναι και η δική μας άνευ όρων ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού».539
«Εμπιστευόμαστε χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες ότι σε οποιοδήποτε πρόβλημα
μας Εκείνος είναι που προνοεί την τελική έκβαση».540

Στα ομιλιάρια διαβάζουμε πως η πίστη βιώνεται ως εμπιστοσύνη στον Θεό,


που είναι ο δημιουργός και προνοητής του κόσμου και έκανε τα πάντα για να
λυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον θάνατο με με το κοσμοσωτήριο έργο
του Ιησού Χριστού : «ο Υιός του Θεού έγινε Υιός του ανθρώπου και πήρε επάνω του
τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων σε όλους τους αιώνες, δίχως ο ίδιος προσωπικά να

532
Ιω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους·ἐπιστολήν, P.G. 63, 77.
533
Γαλ. 5:22: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης,
ἀγαθωσύνη, πίστις».
534
Γαλ. 5:5-6: «ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα. ἐν γὰρ Χριστῷ
᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη».
535
. Λκ 17:5: «Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ Κυρίῳ· πρόσθες ἡμῖν πίστιν.».
536
Μτθ. 14:31: «εὐθέως δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ, ᾽Ολιγόπιστε,
εἰς τί ἐδίστασας;».
537
Α΄ Κορ 2:4: «καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν
ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως»Χρ. Γιανναρά, Αλφαβητάρι, σ. 27.
538
Α΄Ιω 4;16: «Καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς
ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ...».
539
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, 211.
540
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 406Α΄ Κορ 10:13: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ
ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ
πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν».

[121]
αμαρτήσει σε τίποτε».541 Και εμείς «παραδινόμαστε στον Θεάνθρωπο, που μας
χαρίζει την υπέρβαση της φθοράς και τη λύτρωση από τον θάνατο. Μας ανασύρει
από τον τάφο και εκ του θανάτου μας οδηγεί στην ατελεύτητη αναστημένη παρουσία
του».542 Η πίστη, δεν είναι κάποια θεωρητική σύλληψη: «αυτή η πίστη είναι η
εμπιστοσύνη στη αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού, στο έλεος και στη χάρη του.
Είναι η βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι μαζί μας σε όλες τις ημέρες της ζωής μας μέχρι
τη συντέλεια των αιώνων».543Εξάλλου «η πίστη αναζωπυρώνει την ψυχή του
Χριστιανού, σε βαθμό που να κυριαρχεί μέσα στο νού και την καρδιά του η αλήθεια
του Ευαγγελίου και να ψύχεται το ψεύδος και η απάτη του διάστροφου
πνεύματος».544

Όπως ήδη τονίστηκε η πίστη είναι εμπιστοσύνη στο κοσμοσωτήριο έργο του
Θεού και πνευματική εμπειρία εκείνων που το αποδέχονται. Ο Απ. Παύλος εξηγεί
στους Κορινθίους ότι ο Θεός εφανέρωσε σε εκείνους που τον αγαπούν όσα ποτέ δεν
άκουσε αυτί και ούτε που τα έβαλε λογισμός ανθρώπου.545 Στις ομιλίες διαβάζουμε:
«πίστη σημαίνει αποκάλυψη, σημαίνει μύηση σε αλήθειες που δεν χωρά ο νους και δε
συλλαμβάνει η λογική», 546
γι’αυτόν τον λόγο οι πιστοί πετυχαίνουμε «να
ξεπεράσουμε όσα συλλαμβάνουν τα φυσικά μας μάτια».547 Και αλλού ο ομιλητής
συμπληρώνει: Η «ξεπερνάει τη λογική μας. Δεν είναι παράλογη, αλλά δεν είναι και
λογική σύμφωνα με τα συνηθισμένα μας μέτρα. Όποιος πιστεύει ενεργεί ελεύθερα
και ο τρόπος που συμπεριφέρεται και αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις δεν
μπαίνει μέσα σε λογικά σχήματα και κατηγορίες».548

541
Διακονία Λόγου, σ. 220Ιω. 1:36: «καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾽Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ
θεοῦ.».
542
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 273Α΄Ιω 3:14: «¨Ημεῖς ἐξεύρομεν ὅτι μετέβημεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τήν ζωήν, διότι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς, ὅστις δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῶ
θανάτω.».
543
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 212Πβ.. Ψλμ 22:1: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με
ὑστερήσει.»Μτθ. 28:20: «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽
ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»Ιω Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ρλε` ψαλμόν,
PG 55, 399:«Διηνεκῶς ἐλεεῖ… ἀεί ἐλεεῖ, καί οὐδέποτε ἵσταται τούς ἀνθρώπους εὐεργετῶν».
544
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 209.
545
Α΄Κορ 2:9: ««Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ
ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
546
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 366Πβ. Εβρ 11:1: «Εστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις,
πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.».
547
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 241.
548
Διακονία λόγου, σ. 248Α΄ Κορ 2:14: «ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ,
μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται».

[122]
Και σε μία επικαιροποίηση της συνάντησης του αναστημένου Χριστού με τον
«άπιστο» Απ. Θωμά λέγει«οι γενεές των πιστών χριστιανών δεν αντικρίζουν με τα
μάτια τους ούτε ακούν με τα αυτιά τους ούτε εγγίζουν με τα χέρια τους τις ουλές του
Κυρίου από τα καρφιά του Σταυρού. Εμείς πλέον τον συνειδητοποιούμε με την
πίστη»,549 εφόσον «οι αισθήσεις μας, η λογική μας, τα αισθήματα, κατανοούν όσα
υπάγονται στο φυσικό κόσμο, στον κτιστό κόσμο».550

Ο βσικός στόχος του επαναυαγγελισμού του λαού του Θεού, που διατρέχει
όλες τις ομιλίες του Επισκόπου, εντοπίζεται για μία ακόμη φορά στις επιφυλάξεις που
διατυπώνονται για την πίστη του εκκλησιάσματος: «φοβούμαι πως δεν έχουμε
επίγνωση για το τι πιστεύουμε και το ποιος είναι ο Χριστός μας»,551 σε μία εποχή που
οι άνθρωποι «πιστεύουν με τόση ευκολία χίλια δύο άλλα στη ζωή τους και χωρίς
δυσκολία πολλές φορές είναι έτοιμοι να προσκυνήσουν τους πάντες και τα πάντα».552
Καταλήγει με επώδυνες διαπιστώσεις για την απουσία μιας ζώσας πίστης στο
πρόσωπο το Ιησού και το απολυτρωτικό του έργο, όπως σε πολλα΄σημεία έχει
αναφερθεί, η οποία έχει συνδεθεί με συνήθειες του παρελθόντος και φόβους για το
μέλλον: «η πίστη μας είναι επιπόλαια, κοκκαλωμένη, ρηχή, συγκεχυμένη…κρατούμε
μια πίστη που συνδέεται με ορισμένες λαογραφικές συνήθειες από το παρελθόν και
με φόβους και δεισιδαιμονίες για το μέλλον».553

β. Η πίστη έκφραση ελευθερίας και αγαπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο

Το αίτημα των χριστιανών με το πρώτο φως της ημέρας είναι να λάμψει το


φως του Κυρίου στους ίδιους , ώστε με αυτό να μπορέσουν να δουν το απρόσιτο φως
του προσώπου του. Στις ομιλίες το αίτημα συνδέεται με την πίστη στον Χριστό, η
οποία είναι «η ελεύθερη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού. Ο πιστός
παραδίδεται με κλειστά τα μάτια της ψυχής του για να αντικρύσουν το ζωντανό

549
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 295Ιω 20:29: «ὅτι ἐώρακάς με, πεπίστευκας΄μαάριοι ι μη
΄δόντες και πιστεύσαντες».
550
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 241.
551
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 274.
552
Διακονία Λόγου, σ. 180.
553
ΠροςΟικοδομήν της Χρείας, σ. 274.

[123]
πρόσωπο του Χριστού».554 Επίσης πίστη είναι η «άμεση και θερμή και συνεπής
σχέση εμπιστοσύνης και λατρείας και αγάπης του συγκεκριμένου ανθρώπου με το
πρόσωπο του Χριστού».555

Αναλύοντας τον σύνδεσμο πίστης και αγάπης ο ομιλήτής λέγει: «πρόκειται


για μια αγάπη αποκλειστική, απεριόριστη και αδαπάνητη, με την οποία προσκολλάται
ο άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού …αγάπη με την οποία ανταποκρίνεται
ο άνθρωπος στην μέχρι σταυρού αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο».556
Προκειμένου να γίνει κατανοητή η πίστη στον Χριστό και η ταύτισή της με την
αγάπη προς το πρόσωπό του, χρησιμοποιείται, κατά τον Απ. Παύλο, η εικόνα της
συζυγικής αγάπης, «τούτη η σχέση αμοιβαίας και αποκλειστικής αγάπης του κάθε
ανθρώπου με τον Νυμφίο Χριστό, μόνο με τον δεσμό των δύο συζύγων μπορεί κάπως
να γίνει κατανοητή».557

Αυτή η πίστη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού σε βαθμό λατρείας αντανακλά
άμεσα στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Ο Επίσκοπος έχοντας υπόψη του όσα λέγει
ο ευαγγελιστής Ιωάνης κηρύττει:558 «τούτη η πρόσκαιρη βιοτή αποκτά νόημα από τη
σχέση, που έχουμε με το αιώνιο πρόσωπο, του οποίου το άγιο όνομα είναι «Χριστός».
Αυτή η λατρευτική σχέση προς τον σταυρωμένο και αναστημένο Ιησού μας οδηγεί να
αγαπούμε τον συνάνθρωπο, να είμαστε κοντά του στην ανάγκη, να χαιρόμαστε με
τους επιτυχίες του, να τον συγχωρούμε, όταν μας αδικεί».559

Η πίστη καλλιεργεί το ήθος της αγάπης: «¨Οταν ο άνθρωπος συνδέεται με το


Θεάνθρωπο με έναν τέτοιο λυτρωτικό δεσμό, τότε πρώτα από όλα αποκτά την όραση
του πνεύματος, την πίστη και την αγάπη. Με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής μπορεί

554
Διακονία Λόγου, σ. 116Πβ. Ωρολόγιο Μέγα, Ευχή Α΄ Ώρας, σ. 95: «Χριστέ, το φῶς το ἀληθινόν, τό
φωτίζον καί ἀγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον είς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ’ἡμᾶς το φῶς τοῦ
προσώπου σου, ἵνα αὐτῷ ὀψὠμεθα φῶς το ἀπρόσιτον…».
555
Διακονία Λόγου, σ. 80.
556
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 353Ψλμ. 72:28: «Ἐμοί δέ τῷ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ
ἀγαθόν ἐστι· τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τήν ἐλπίδα…» Επίσης Α΄ Ιω 4:10: «ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ
ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν
περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν».
557
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 353Εφ. 5:25: «Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας, καθὼς καὶ
ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς».
558
Α΄ Ιω 4:20-21:«ἐάν δε τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν θεόν, καί τόν άδελφόν του μισῆ, ψεύστης ἐστιν. ὁ γάρ
μή άγαπῶν τόν άδελφόν ὅν ἑὠρακεν, τόν θεόν ὅν ούχ ἐώρακεν πῶς δύναται ἀγαπᾶν;».
559
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 189 Ρωμ. 12:15: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων͵ κλαίειν μετὰ
κλαιόντων».

[124]
να αντικρύζει τον Κύριο στο πρόσωπο των συνανθρώπων του και στην ομορφία όλης
της πλάσης του Πλάστη».560

Ανακεφαλαιώνοντας όσα ανέφερε για τον δεσμό πίστης και αγάπης, ο


Επίσκοπος καταλήγει: «Η πίστη και η αγάπη λυτρώνει τον άνθρωπο από τα εφιαλτικά
κενά και από τα πιεστικά πλέγματα. Όμως και η πίστη στον Θεό και η αγάπη στο
συνάνθρωπο ξεπερνούν τον φυσιολογικό άνθρωπο και το ένστικτό του και τη λογική
του». 561
Γι αυτόν τον λόγο προτρέπει τους ακροατές και αναγνώστες του:« ας
ανοίγουμε τα αυτιά και τα μάτια και την καρδιά και τη διάνοια, για να δεχόμαστε τον
Υιό και Λόγο του Θεού, να παίρνουμε τον Χριστό μέσα μας, για να βλαστάνει και να
καρποφορεί σε όλο μας τον βίο».562

Το μήνυμα που μεταφέρεται για την πίστη ως έκφραση αγάπης στο πρόσωπο
του Χριστού έχει ως εξής: «Πίστη δε σημαίνει απλά μια θεώρηση περί Χριστού αλλά
μια σχέση αγάπης και λατρείας προς το πρόσωπό του. Και όταν αυτή η γνωριμία
προχωρήσει, τότε βιώνεται ως αντίδωρο δόξας και ευχαριστίας για το μεγάλο δώρο
της αγάπης του Χριστού προς τον άνθρωπο».563

Ο Χριστός καλεί τους ανθρώπους να τον εμπιστευθούν και ελεύθερα να τον


ακολουθήσουν,564 για να γνωρίσουν τον ίδιο που είναι η οδός, η αλήθεια και η
ζωή.565 Και όσοι είναι αληθινοί μαθητές του Χριστού θα γνωρίσουν την αλήθεια,
όπως εκείνος διαβεβαίωσε, και η αλήθεια θα τους ελευθερώσει .566

560
Διακονία Λόγου, σ. 125Πβ. Ψλμ. 18:1:«οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ
ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα».
561
Διακονία Λόγου, σ. 108.
562
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 171Πβ. Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου,
ευχή προ του ευαγγελιου, σ. 52: «Ἔλλαμψον έν ταῖς καρδίαις ἡμῶν… Ἔνθες καί ἡμῖν καί τόν τῶν
μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα... πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν...».
563
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 64Γρ. Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 96C: «ἡ δέ
γνῶσις ἀγάπη γίνεται».
564
Μτu. 16:24: «Τότε ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι».
565
Ιω. 14:8-10: «Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν.λέγει αὐτῷ ὁ
᾿Ιησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν
πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν
ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ
τὰ ἔργα.».
566
Ιω. 8:31-32: «Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους͵ Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν
τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ͵ ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε͵ καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν͵ καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει
ὑμᾶς.».

[125]
Ο Επίσκοπος για τη σχέση της πίστης και της ελευθερίας διδάσκει: «όποιος
πιστεύει, ενεργεί ελεύθερα και ο τρόπος που συμπεριφέρεται και αντιμετωπίζει τις
διάφορες καταστάσεις δεν μπαίνει μέσα σε λογικά σχήματα και κατηγορίες».567

Αποβλέποντας και πάλι στον σταθερό στόχο του επανευαγγελισμού, τονίζει


ότι η ελευθερία είναι η προϋπόθεση για τη δεκτικότητα της χάρης του Χριστού και
την αποδοχή του δώρου της Αναστάσεως: «η ζήδωρη χάρη του αναστάντος Ιησού
Χρηστού αποτελεί προσωπικό γεγονός στο μέτρο που ελεύθερα την αποδεχόμαστε.
Όσοι δεν γεύτηκαν το ευαγγέλιο της χάριτος, γιορτάζουν την ανάσταση εθιμικά, γιατί
ο θάνατος μοιάζει πιο κοντινός στους ανθρώπου».568

γ. Η πίστη και η ελπίδα

Ο Χριστός, κατά τον Απ. Παύλο, είναι η ελπίδα των Χριστιανών,569 είναι
εκείνος που μας αγάπησε και μας έδωσε με τη χάρη του παρηγοριά αιώνια και ελπίδα
των μελλοντικών αγαθών.570 Η ελπίδα συνδέεται άμεσα με την πίστη, εφόσον ο Θεός
μάς έσωσε ,επειδή τον πιστέψαμε και οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν με τον
Χριστό. Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στον χώρο αυτής της χάρης του Θεού, στην
οποία είμαστε στερωμένοι και καυχιόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη
δόξα του Θεού.571

Ο Επίσκοπος, συνομιλεί εικονικά με το εκκλησίασμα και υπενθυμίζοντας


έμμεσα σχετικά άρθρα από το Σύμβολο της Πίστεως τους λέγει: «και ξέρετε αδελφοί
μου, αυτή η πίστη δεν είναι κάποια παράκρουση ή κάποιος ευσεβής πόθος. Είναι
βέβαιη προσδοκία, που στηρίζεται στο αναμφισβήτητο γεγονός της εκ νεκρών

567
Διακονία Λόγου, σ. 248.
568
Προς Oικοδομην της Xρείας, σ. 109Πβ. Πεντηκοστάριο, Αναστάσιμη προσευχή, σελ 7:«Ἀνάστασιν
Χριστοῦ θεασάμενοι….τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Χριστέ, καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν
ὑμνοῦμεν καί δοξάζομεν»Α΄ Κορ. 15:17:«εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν».
569
Α΄ Τιμ. 1:1: «Παῦλος, ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ κατ' ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν».
570
Β΄ Θεσ. 2:16:«Αὐτός δέ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί ὁ Θεός καί πατήρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας
ἡμᾶς καί δούς παράκλησιν αἰωνίαν καί ἐλπίδα ἀγαθήν ἐν χάριτι, παρακαλέσαι ὑμῶν τάς καρδίας καί
στήριξαι ὑμᾶς ἐν παντί λόγῳ καί ἔργῳ ἀγαθῷ».
571
Ρωμ. 5:1-2: «Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν θεὸν διὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ δι΄ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν [τῇ πίστει] εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ
ἑστήκαμεν͵ καὶ καυχώμεθα ἐπ΄ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ θεοῦ».

[126]
τριημέρου εγέρσεως του Θεανθρώπου Ιησού», 572 «με το φως της πίστης οι άνθρωποι
βλέπουν καθαρά και πετυχαίνουν την ελπίδα και την αγάπη…».573

Ο πιστός Χριστιανός στις θλίψεις και τις δυσκολίες του εναποθέτει την ελπίδα
του στον Κύριο και πορεύεται μέσα στον κόσμο στηρίζοντας την ελπίδα του επάνω
του:574 «από την μια παλεύουμε με τα κύματα και από την άλλη είμαστε σίγουροι πως
πάντοτε «έχει ο Θεός»!».575

Σε αυτή τη βεβαιότητα ενυπάρχει «πάντα η ταπεινοφροσύνη η οποία γίνεται


η απαραίτητη προϋπόθεση ανάπτυξης της πίστεως, σε αντίθεση με την υπεροψία που
αποψιλώνει την πίστη και μηδενίζει την αγάπη».576 Η διδασκαλία, άλλωστε, της
Εκκλησίας είναι σαφής: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται και ταπεινοῖς δίδωσιν
χάριν».577

δ. Η κοινωνική διάσταση της πίστης

Έχει ήδη επισημανθεί σε πολλά σημεία η διδασκαλία της Εκκλησίας που


αποτελεί και βασική θέση του Επισκόπου ότι η πίστη και η αγάπη στον Θεό δεν είναι
μονοδιάστατη, αλλά προσδιορίζει το κοινωνικό ήθος των πιστών. Με τα δικἀ του
λόγια: «η πίστη στο Θεάνθρωπο ρυθμίζει τη συμπεριφορά μας και προς τον
άνθρωπο…δεν υπάρχει υπευθυνότητα χωρίς λατρεία προς τον Θεό της αγάπης και
αγάπη προς τον συνάνθρωπο».578

Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο εκφράζεται με τα έργα της αγάπης, που


αποδεικνύουν ότι η πίστη είναι ζωντανή και δίνουν την καλή μαρτυρία, ώστε να

572
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 374.
573
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 49.
574
Ψλμ. 54:23: «ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν
αἰῶνα σάλον τῷ δικαίῳ»Ρωμ. 4:18:«παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι».
575
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 406Μτθ. 8:25-26: «καὶ προσελθόντες ἤγειραν αὐτὸν
λέγοντες, Κύριε, σῶσον, ἀπολλύμεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς, Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς
ἐπετίμησεν τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.».
576
Διακονία Λόγου, σ. 64.
577
Α΄ Πε. 5:5: «Ὁμοίως νεώτεροι ὑποτάγητε πρεσβυτέροις, πάντες δὲ ἀλλήλοις ὑποτασσόμενοι τὴν
ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε· ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
578
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 244.

[127]
πιστέψει ο κόσμος στον Χριστό.579 Διαβάζουμε στις ομιλίες: «Η αγάπη δεν είναι
αληθινή, όταν ικανοποιεί το δικό μου εγώ. Ἠ ακόμα παραμένει ένας
συναισθηματισμός, όταν δεν γίνονται χειροπιαστά έργα που ξεκινούν από τη δική μας
σκέψη, τη δική μας έγνοια και το δικό μας ενδιαφέρον και απευθύνονται στους
διπλανούς και τους μακρινούς αδελφούς».580

Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος που μισεί δεν μπορεί να θεωρεί ότι μέσα του
ενεργεί η πίστη προς τον Θεό. Άλλωστε το μέτρο της αγάπης προς το συνάνθρωπο
είναι και ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η πίστη προς τον Θεό.581 Ο Επίσκοπος
συνεχίζει: «Καλό έργο είναι η προσφορά του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο ή το
κοινωνικό σύνολο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εργάζονται σιωπηλά και
αποτελεσματικά. Και χωρίς πολλά λόγια και διατυμπανισμούς προχωρούν σε
θαυμαστά έργα. Ανακουφίζουν με τις δωρεές τους τους πάσχοντες από ποικίλες
δοκιμασίες».582 Σε άλλο σημείο με ένα συλλογισμό σωρείτη καταλήγει στην
πνευματικό υπόστρωμα των καλών έργων: «εμπιστοσύνη στον Θεό σημαίνει πίστη,
πίστη σημαίνει αγάπη και έργα και τα χειροπιαστά έργα είναι η φιλανθρωπία, το
έλεος, η συγγνώμη, η κατανόηση».583 Και ειδικότερα προσδιορίζει ότι η πίστη
ολοκληρώνεται από ενέργειες που απηχούν τις ανάγκες του σύγχρονου
ανθρώπου΄από την «αγάπη που εκδηλώνεται με έμπρακτο ενδιαφέρον, με προσφορά
χρόνου και χρήματος, με κατανόηση, με συγγνώμη, με έργα που ανακουφίζουν τους
ποικίλους πόνους, το άγχος και την ανασφάλεια».584

Με μία άλλη διατύπωση εξηγεί ότι η κοινωνική διάσταση της πίστης


«απαιτεί υπέρβαση του φθόνου, της χαιρεκακίας, του ατομικισμού, της κατάκρισης,
της συκοφαντίας και της εγωπάθειας».585 Η έξοδος από την εγωπάθειά μας και η
εμπιστοσύνη μας στον Θεό οδηγεί στην αποδοχή του άλλου ή όπως ο ίδιος γράφει:
«κύριο χαρακτηριστικό της πίστης μας στο Θεόν είναι η αγάπη. Κύρια απόδειξη ότι
πιστεύουμε στο Θεό είναι η φιλανθρωπία. Κύρια μαρτυρία ότι πιστεύουμε στο Θεό

579
Μτθ. 5:16: «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ
ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»Ιακ. 2:17:«οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα
ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν».
580
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 132.
581
Γ. Μαντζαρίδη, Ηθική, σ. 199.
582
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 62.
583
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 368.
584
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 32.
585
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 354.

[128]
είναι η κατανόηση, η συμφιλίωση, ο σεβασμός, η ανεκτικότητα προς τον άλλον που
είναι διαφορετικός από μας».586

Το μήνυμα για την πίστη και την κοινωνικότητα στις σύγχρονες κοινωνίες της
αποξένωσης μεταφέρεται στους ακροατές με τη διαπίστωση ότι: «όσοι αναγνωρίζουν
τον Θεάνθρωπο Ιησού και αποδέχονται το απολυτρωτικό τους έργο μέσα στον κόσμο
της ερήμωσης και της απέραντης μοναξιάς νιώθουν κατεξοχήν κοινωνικοί».587 Γι’
αυτόν τον λόγο «προσφέρουν, αγρυπνούν λειώνουν για τον συνάνθρωπό τους και
μένουν στην πίστη προς τον Θεό και στην προσφορά προς τον συνάνθρωπο χωρίς
δισταγμό και χωρίς αμφιταλαντεύσεις».588 Το υπόβαθρο αυτής της στάσης ζωής μέσα
στην κοινωνία «… είναι ο φωτισμός του νου και της καρδιάς και η συνεχής εξάρτηση
από το θέλημα και τις εντολές του Κυρίου μας. Ο γνήσιος και αληθινός χριστιανός
ελέγχει τη στάση του μέσα στη ζωή και προσδιορίζει τις σχέσεις του με τους
ανθρώπους και όλη την πλάση με το φως του ευαγγελίου».589

Με ρεαλιστικό τρόπο ο Επίσκοπος, έχοντας επίγνωση από τις λοιδορίες, την


περιφρόνηση αλλά και την κακία του κόσμου τούτου απέναντι στους ποιούντες το
έλεος, ενθαρρύνει τους ακροατές του με ζεύγη αντιθέσεων, εικόνες και μεταφορικές
χρήσεις λέξεων:590 «είναι μυστήριο να είναι κανείς πιστός χριστιανός, να
κυριαρχείται από το πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας, χωρίς ποτέ να
απογοητεύεται από τις πέτρινες καρδιές που τον ειρωνεύονται και τις απολιθωμένες
νοοτροπίες που τον περικυκλώνουν. Και όχι μόνο να μην απογοητεύεται, αλλά να
ελπίζει πάντα στη μετάνοια και την ανάνηψη όλων εκείνων που κοιμούνται τον ύπνο
της αμαρτίας».591

586
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 369.
587
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 140.
588
Διακονία Λόγου, σ. 248.
589
Διακονία Λόγου, σ. 258.
590
Α΄Κορ. 4:12-13: «λοιδορούμενοι εύλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι
παρακαλοῦμεν» Μτθ. 25:40:«ἑνί …τῶν άδελφῶν μου τῶν έλαχίστων»Λκ 17:18:«εί μη ὁ ἀλλογενής
οὗτος» Λκ 6:32:«καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ... Καί ἐάν δανείζητε παρ' ὧν ἐλπίζετε
ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;».
591
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 128.

[129]
ε.Η οικουμενική διάσταση της ορθόδοξης πίστης

Τα έργα της αγάπης που σφραγίζουν την πίστη των Χριστιανών απεθύνονται
αδιακρίτως σε όλους τους ανθρώπους. Οι ευαγγελιστές δηλώνουν ότι οι ελάχιστοι
μέσα στην κοινωνία και οι αλλογενείς είναι εξίσου οι αποδέκτες της αγάπης του Θεού
και συνεπώς των μαθητών του. Ο Επίσκοπος υπενθυμίζοει στο ποίμνιο, με στόχο να
το απομακρύνει και από ενδεχόμενες φυλετικές διακρίσεις, ότι «η φιλανθρωπία και η
αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο που πάσχει, ανεξάρτητα από το γένος, την
καταγωγή, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την τοποθέτηση τους απέναντι σε εμάς τους
ιδίους, είναι το καλύτερο δείγμα πίστης στον Θεό».592

Αναλύοντας την αναστάσιμη εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του
«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» (Μτ 29:19), ο πίσκοπος κηρύττει
ότι: «η πίστη δεν είναι αποκλειστικότητα κάποιους γένους και δεν μεταδίδεται με
κληροδοτήματα και κληρονομιές. Είναι δώρο της χάριτος του Θεού, ανεξάρτητα από
το έθνος που ανήκουν οι άνθρωποι και ανεξάρτητα από τις πολιτιστικές και
κληρονομικές καταβολές».593

Συμπερασματικά, το μήνυμα που μεταδίδεται από τις ομιλίες είναι ότι η


αγάπη και η πίστη αποτελούν «τα πιο σπουδαία φάρμακα και τα πιο μεγάλα δώρα
που προσφέρει ο ελεήμων Χριστός στον πάσχοντα άνθρωπο και γι αυτό ο διάβολος
τα επιβουλεύεται τόσο πολύ!».594 Η πίστη εννοείται ως «εμπιστοσύνη στο
φιλάνθρωπο και θεραπευτικό έργο του Σωτήρα Χριστού»,595 η οποία είναι «γεγονός
ελευθερίας, αβίαστης θέλησης και καθαρής από αλαζονεία καρδία»596. Αυτή η πίστη
δεν εξαντλείται σε τυπικές θρησκευτικές διατάξεις, καθώς «δεν φτάνουν τα λίγα, τα
τυπικά, τα λαογραφικά, τα εθιμικά, τα υποκριτικά».597 Προχωρεί σε μια έκφραση
ευχαριστίας: «η αληθινή πίστη είναι φανερή στην ευχαριστία και τη δοξολογία προς
τον Θεό. Διότι είναι προϊόν ελευθερίας και όχι του εξαναγκασμού».598 Ο Επίσκοπος,
επίσης, στο πλαίσιο του σταθερού του στόχου για τον επανευαγγελισμό των

592
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 55.
593
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 368.
594
Διακονία Λόγου, σ. 166.
595
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 410.
596
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 296.
597
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 122.
598
Διακονία Λόγου, σ. 193.

[130]
συγχρόνων κοινωνιών, επισημαίνει με πόνο την αποξένωση του ανθρώπου από τη
χριστανική πίστη: «ο σύγχρονος καταλαίπωρος άνθρωπος, ολομόναχος στις
μεγαλουπόλεις και στην ξενητιά, συμπιεσμένος από τα συμφέροντα, διαψευσμένος
από τις ιδεολογίες και τα ψεύτικα οράματα, πνιγμένος από τη δυσωδία της σήψης,
κρατάει κλειστά τα μάτια της πίστης στον αναστάντα Κύριο και κλείνει τα αυτιά του
στο κάλεσμα».599 Δεν παραλείπει, όμως, να υπενθυμίσει πως η πίστη και η ομολογία
του Κυρίου δεν αποτελεί μια ακίνδυνη διαδικασία, γι αυτό και οι χριστιανοί ανά τους
αιώνες «εξ αιτίας της πίστεως τους στον αληθινό Θεό υπέστησαν αγόγγυστα φριχτά
βασανιστήρια».600 Παρ΄όλα αυτά, βασικο αίτημα παραμένει η πίστη, που «μοιάζει με
το φως γιατί ρίχνει φως σε όλα τα ζητήματα της ζωής και φωτίζει τα σκοτεινά
αδιέξοδα που συχνά μας βασανίζουν».601

6. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

α.Ο Τίμιος Σταυρός σύμβολο νίκης

Με μία πυκνη αναφορά στο μυστήριο της θείας οικονομίας σε λίγες γραμμές,
με ζεύγη αντιθέσεων, ο ομιλητής αναφέρεται στο μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως
του Υιού και Λόγου του Θεού και της εκούσιας θυσίας του: «ταπεινώθηκε ο ίδιος
και προσέλαβε στο δικό του πρόσωπο την ανθρώπινη ύπαρξη. Θεός ο ίδιος γίνεται
άνθρωπος, αθάνατος γίνεται θνητός, πλούσιος γίνεται φτωχός, κριτής ζώντων και
τεθνεώτων κρίνεται και καταδικάζεται από τους παρανόμους».602

Στις ομιλίες που μελετήσαμε ο Σταυρός του Κυρίου αναφέρεται ως η δόξα


του και η πηγή σωτηρίας για τους ανθρώπους:603 «το μεγαλείο και η δόξα του Υιού

599
Διακονία Λόγου, σ. 239.
600
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 241.
601
Διακονία Λόγου, σ. 194.
602
Διακονία Λόγου, σ. 200Φιλ. 2:6: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα
Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος»Β΄ Κορ 8:9:
«γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὅν, ἵνα
ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε. καὶ γνώμην ἐν τούτῳ δίδωμι· τοῦτο γὰρ ὑμῖν συμφέρει, οἵτινες
οὐ μόνον τὸ ποιῆσαι, ἀλλὰ καὶ τὸ θέλειν προενήρξασθε ἀπὸ πέρυσι» Τριώδιο, Απόστιχα Μ.
Παρασκευής, σ. 453: «ἥδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως, παρά κριτῶν ἀδίκων, καί Ἰησούς δικάζεται,
καί κατακρίνεται σταυρῷ».
603
Ιω. 13:32: «εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει
αὐτόν.».

[131]
και Λόγου του Θεού που υψώθηκε πάνω στον Σταυρό για να δοξάσει την ανθρώπινη
φύση»,604 εφόσον «από τον Σταυρό του Κυρίου απορρέει η προσδοκία της
αναστάσεως των νεκρών».605 Ο Επίσκοπος εξηγεί ότι «η δόξα του Κυρίου
ισοδυναμεί με τη σταυρική του θυσία».606 «Ο ίδιος ο Κύριος δόξα του και θρίαμβο
θεωρεί τον Τίμιο Σταυρό. Εκεί πάνω αποδεικνύεται νικητής όλων των δεινών τούτου
του κόσμου, αλλά και όλων των δυνάμεων που αντιστρατεύονται στην υπερβατική
πορεία του ανθρώπου».607 Η παραπάνω θέση επιβεβαιώνει την εξιλαστήρια θυσία του
Κυρίου, με την οποία «ο Ιησούς είναι το εξιλαστήριο θύμα για τη δική μας
σωτηρία…έπαθε επάνω στον σταυρό για τις αμαρτίες μας. Θριάμβευσε καρφωμένος
στον Σταυρό στις αρχές και στις εξουσίες του σκότους και στον άδη. Ετάφη ως
νεκρός και ανέστη από τους νεκρούς…».608

Σε μία άλλη συνάφεια, ο ομιλητής προεκτείνοντας τη σημασία που έχει η


δόξα του Σταυρού για τη ζωή των ανθρώπων, εξηγεί τον συμβολισμό του σημείου
του σταυρού: «Για τους χριστιανούς το σύμβολο της φρικτής καταδίκης
μετατράπηκε σε σημείο δόξας. Γι αυτόν τον λόγο κρεμούμε σταυρό στο στήθος μας
και για αυτό σε κάθε μας προσευχή αλλά και σε κάθε στιγμή της ζωής μας κάνουμε
το σημείο του σταυρού».609

Ο Επίσκοπος, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει στο εκκλησίασμα τον


συμβολισμό του Σταυρού και τη σωτηριώδη σημασία, ανοίγει διάλογο μαζί τους.
Τους λέγει: «Φανταστήτε την κάθετη γραμμή του Σταυρού σαν μια σκάλα, που
φθάνει μέχρι τον ουρανό. Εμείς την ανεβαίνουμε και ο Θεός την κατεβαίνει. Η
οριζόντια γραμμή αγκαλιάζει όλον τον κόσμο και τη γη με όλους τους ανθρώπους
της. Εκεί που τέμνονται οι δύο γραμμές του σταυρού συναντιέται ο Θεός που

604
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 11.
605
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30Πβ.. Τριώδιο, Απολυτίκιο όρθρου Μ. Πέμπτης, σ. 454:
«τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις· Σωτήρ ἡμῶν,
δόξα σοι».
606
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 173.
607
Διακονία Λόγου, σ. 269Κολ. 1:13: «ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί μετέστησεν
είς τήν βασιλείαν του υἱοῦ τῆς άγάπης αύτοῦ».
608
Σταυροαναστάσυμα μηνύματα, σ. 65. Πβ. Πεντηκοστάριο, Κατηχητικός λόγος Ιω. Χρυσοστόμου. σ. 6:
«Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ»
609
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 27Γαλ 3:10-13:«ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ
ξύλου».

[132]
κατέρχεται στους ανθρώπους και οι άνθρωποι που ανέρχονται στον Θεό, αλλά και οι
άνθρωποι μεταξύ τους, εφόσον όλοι αναφέρονται στον σταυρωμένο Κύριο».610

Η μεταφορική αυτή εικόνα της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Σταυρωμένο
Ιησού σε άλλη συνάφεια γίνεται πιο παραστατική, με συμφυρμό της εικόνας της
αναστάσεως του Χριστού που ανασύρει με το χέρι του τον Αδάμ και την Εύα από τον
ανοικτό τάφο: «ο Θεάνθρωπος πάνω από τον σταυρό απλώνει τις παλάμες του σε
μας τους αμαρτωλούς και αναζητεί το δικό μας χέρι, για να μας ανασύρει από την
κόλαση της πτώσεως στην ανάσταση της σταυρωμένης αγάπης».611 Σε μία άλλη
ομιλία, ο Επίσκοπος, ερμηνεύοντας και πάλι τη σωστική σημασία του Σταυρού του
Κυρίου για τους ανθρώπους, επικεντρώνεται στην έννοια της θυσίας, όπου ο θύων
και ο θυόμενος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Λέγει, λοιπόν, στο εκκλησίασμα: «Θρόνος
της χάριτος είναι ο σταυρός του Κυρίου μας. Πάνω στον Σταυρό ο Χριστός μας
αναδείχθηκε μέγας αρχιερές και από τη θυσία που επιτέλεσε ανέβλυσε η λύτρωση για
το ανθρώπινο γένος. Η λύτρωση από τη δουλεία, την εξάρτηση και την υποταγή στην
ηθική διαφθορά, τη φυσική φθορά και τον αναπόφευκτο θάνατο».612

Σε μία άλλη ενότητα, με την ίδια μεταφορική εικόνα και τον συμβολισμό των
χεριών αναφέρει στο εκκλησίασμα και την έννοια της μεσιτείας με τη σημασία που
της δίδει Απ. Πάυλος:613 «Ο Χριστός επάνω στον Σταυρό τεντώνει τα χέρια και με τη
μια παλάμη πιάνει το χέρι του Θεού και με την άλλη τον άνθρωπο. Έτσι γίνεται ο
μεσίτης ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο».614 Κι επιγραμματικά καταλήγει ότι «ο
Χριστός υψώθηκε πάνω στον Σταυρό, για να συμφιλιώσει τους ανθρώπους μεταξύ
τους και τους ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα».615

610
Διακονία Λόγου, σ. 145Πβ. Jean Daniélou, H Θεολογία του Ιουδιαοχριστιανισμού,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2018, σελ. 410-422 Πβ. Επίσης τυπολογια της κλίμακας του Ιακώβ
με την Παναγία Ωρολόγιο Μέγα, Ακάθιστος ύμνος α΄ σταση, σ. 530:«Χαῖρε κλῖμαξ ἡ μετάγουσα τούς
ἐκ γῆς πρός ούρανόν» Τριώδιον, Όρθρος Μ. Σαββάτου γ΄ωδή, σ. 481: Ἥπλωσας τὰς παλάμας, καὶ
ἥνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα,».
611
Διακονία Λόγου, σ. 84Πβ. Παρακλητική, Σάββατω Εσπέρας Ήχος Δ΄, σ.178 :«Πύλας Ἄδου
συνέτριψας Κύριε, καὶ τῶ σῶ θανάτω, τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον ἔλυσας, γένος δὲ τὸ ἀνθρώπινον, ἐκ
φθορᾶς ἠλευθέρωσας, ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν, τῶ κόσμω δωρησάμενος, καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
612
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 97Πβ. Εβρ 4:15: «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον
συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν͵ πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ΄ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας».
613
Α΄Τιμ. 2:5:«εἷς γάρ θεός, εἷς και μεσίτης Θεοῦ και ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Ίησοῦς Χριστός».
614
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 9.
615
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30Πβ. Εφ 5:2:«Περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός
ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ».

[133]
Τέλος σε μία άλλη συνάφεια ακούμε τον Επίσκοπο να εξηγεί τον συμβολισμό
της σταυρικής θυσίας του Χριστού, χρησιμοποιώντας στίχους από την υμνολογία,
που ίσως είναι οικεία στο εκκλησίασμα. Λέγει, λοιπόν: «με τον σταυρικό του θάνατο
μετέβαλε τον σταυρό σε τρισμακάριστο ξύλο και σύμβολο δόξας και θριάμβου».616
Ο Χριστός το«διάλεξε για να δηλώσει την αγάπη του προς τον άνθρωπο…πάνω στο
σταυρό νικήθηκε ο διάβολος….ο Χριστός πάτησε με τον θάνατό του τον θάνατο,
χάρισε συγγνώμη στους ανθρώπους και απέδειξε το άπειρο έλεος του».617

β. Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού στην κοινωνία κάθε εποχής

Η πρόσληψη της σταυρικής θυσίας γενικά από τους ανθρώπους δεν είναι
θετική. Προεκτείνοντας ο ομιλητής τη διαπίστωση του Απ. Παύλου για την μωρία
του Σταυρού προχωρεί σε μία ψυχολογική ερμηνεία της απόρριψης: «ο Σταυρός του
Θεανθρώπου ξεσκεπάζει την υποκρισία του παρόντος κόσμου του απατεώνος, την
εγωπάθεια, τη φιλαργυρία, την ιδιοτέλεια, την αμαρτία, το προσωπείο και τις
αρπακτικές διαθέσει και ενέργειες».618

Σε ἀλλη συνάφεια παραθέτει βραχυλογικά τα στάδια της θείας Οικονομίας και


ερμηνεύοντας πάλι τον Απ. Παύλο εξηγεί γιατί όλα αυτά εκλαμβάνονται ως ανοησία.
Οι ανθρωποι «θεωρούν μωρία και αδυναμία να ταπεινώνεται ένας Θεός να γίνεται
άνθρωπος, πτωχός και περιθωριακός και στο τέλος να θανατώνεται με επαίσχυντη
καταδίκη».619 Κατ’επέκταση, ο κόσμος δεν κατανοεί και τη θυσιαστική στάση των
χριστιανών. Με γλαφυρό ύφος και δόση πόνου για την έλλειψη πνευματικής
καλλιέργειας των ανθρώπων, ο ομιλητής συμπληρώνει: «γι αυτό και στην καθημερινή
μας ζωή το ίδιο ανόητοι θεωρούνται και εκείνοι που πιστεύουν στον εσταυρωμένο
και αναστημένο Κύριο και συμπεριφέρονται με πραότητα, επιείκεια, φιλανθρωπία και
συγγνώμη προς τους εχθρούς τους όπως και εκείνος».620 Επιπλέον εξηγεί: «οι πιστοί,

616
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 33Πβ. Εγκόλπιον του αναγνώστου, Καταβασίες Υψώσεως
του Τιμίου Σταυρού, σ. 172: «Ὢ τρισμακάριστον ξύλον! ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος·».
617
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ.86.
618
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 13Α΄Κορ. 1:18: «Ο λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις
μωρία ἐστίν, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις θεοῦ ἐστιν»Πβ.. Ωρολόγιον Μέγα, Ακάθιστος Ύμνος,
στάση ά, σ. 535: «Μέλλοντος Συμεῶνος μεθίστασθαι τοῦ παρόντος αιῶνος τοῦ ἀπατεῶνος».
619
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 156.
620
Διακονία Λόγου, σ. 152Α΄ Κορ. 4:9: «θέατρον έγεννήθημεν» Ιω 15:20:«εί έμέ έδίωξαν, και ὑμᾶς
διώξουσιν».

[134]
σε κάθε στιγμή της ζωής τους, καλούνται να σηκώσουν τον Σταυρό του χρέους, της
θυσίας και της αγάπης. Και αυτό το κάνουν ευχαρίστως. Τούτη η στάση ζωής είναι
ανερμήνευτη για εκείνους, που είναι άγευστοι από την παρουσία του Θεού, από το
έλεος και τη χάρη του. Την ελπίδα, τη σκέπη και την προστασία του»,621 για να
καταλήξει ότι «χωρίς την οδύνη του σταυρού δεν νικιέται ο θάνατος».622

γ. Ο Τίμιος Σταυρός σύμβολο ελπίδας

Στα ομιλητικά κείμενα ο Σταυρός του Κυρίου που συμβολίζει το


απολυτρωτικό του έργο, προβάλλεται ως πηγή δύναμης και ελπίδας για τους
Χριστιανούς:«δικό μας καταφύγιο και στα μικρά και στα μεγάλα παραπτώματα είναι
ο Σταυρός του Κυρίους μας, η Εκκλησία του Χριστού. Εκεί καταφεύγουμε, όταν
νιώθουμε αδύναμοι φοβισμένοι και ταλαίπωροι. Και ο Σταυρωμένος μας χαρίζει
ασφάλεια, ειρήνη, σιγουριά. Ποτέ τιμωρία».623

Σε ένα παράθεμα ο ομιλητής, έχοντας ίσως κατά νουν κι ένα ύμνο της Μ.
Εβδομάδας:624 «Σωσμένοι είναι όσοι συνειδητοποιούν το νόημα του σταυρικού
θανάτου του Χριστού και με την ανάλογη υπεύθυνη δική τους στάση
συσταυρώνονται και συνανίστανται με τον Κύριο, ο οποίος με τη σταυροαναστάσιμη
πορεία Του αναζωπυρώνει τον καινούργιο τρόπο ζωής».625 Με ένα λογοπάιγνιο
ανάμεσα στη θέα και τη θέωση εισάγει επίσης τον θεολογικό όρο «θέωση», το
αποτέλεσμα της κατά χάριν μετοχής των πιστών στην αναστημένη παρουσία του
Κυρίου: «η θέα του εσταυρωμένου Κυρίου θεώνει την ύπαρξή μας και μας

621
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 139Μτθ. 16:24: «Τότε ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ,
Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω
μοι. ὃς γὰρ ἐὰν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν».
622
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 35.
623
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 130.
624
Τριώδιο,Όρθρος Μ. Δευτέρας Στιχηρό των αίνων, σ. 399: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος, πρὸς τὸ ἑκούσιον
Πάθος ... Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν...
ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ, καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ·... καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω
Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
625
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 35.

[135]
απολυτρώνει από τον αρχέκακο πονηρό και μας χαιρτώνει με όλες τις δικές του
χάρες».626

Στις ομιλίες σε διάφορα σημεία απαντούν επεξηγήσεις για τη


σταυροαναστασιμη πορεία των πιστών: «Στον άνθρωπο της Εκκλησίας, η ζωή της
σταυρωμένης αγάπης και της αναστημένης ελπίδας είναι αμφίδρομος. Σταυρώσιμη
και αναστάσιμη η πορεία, σταυρικό και αναστάσιμο το ήθος των Χριστιανών».627
Ακόμη «ο Θεάνθρωπος Ιησούς μάς ελευθερώνει από τις εγωπάθειες, τα πείσματα, την
ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Και ο ίδιος μάς καλεί να τον ακολουθούμε στην
σταυροαναστάσιμη δική του πορεία.»628 Η πορεία αυτή εκπέμπει και το βασικό
μήνυμα ελπίδας για τους Χριστιανούς, εφόσον «σταυρός και ανάσταση πάνε μαζί. Η
ταπείνωση του σταυρού οδηγεί στη ζωηφόρο ανάσταση του Κυρίου. Το ίδιο
συμβαίνει και με τους πιστούς, νεκρώνεται το σαρκικό φρόνημα και ανοίγεται
Χριστιανός στον καινούργιο κόσμο της αναστημένης ζωής…».629

Αναφερόμενος στις δυσκολίες της ζωής, στον προσωπικό σταυρό του


καθενός, ο Επίσκοπος υπογραμμίζει την αισιοδοξία που απορρέει από τον Σταυρό
του Κυρίου: «ο σταυρός, οι μύριες τόσες δοκιμασίες που περνάμε με τη φρικτή
απόληξη τον θάνατο, ο σταυρός είναι και η μαρτυρία, η βεβαιότητα της
αναστάσεως».630 Πάνω στην ίδια ερμηνευτική γραμμή επανέρχεται στη σημασία του
σημείου του σταυρού για τους πιστούς: «κάνουμε το σημείο του σταυρού με βαθιά
επίγνωση ότι οι ποικίλοι πειρασμοί της ζωής και τα βάσανα, που ολοένα και
περισσότερο μας βαραίνουν, έχουν πάντοτε τη λύση. Όσο πιο υπεύθυνα σηκώνουμε
τον σταυρό των ευθυνών μας, τόσο πιο ανάλαφρος γίνεται από την παρουσία του

626
Διακονία Λόγου, σ. 83 Πβ. Ιω 3:14 «καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσεν τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι
δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»Μτθ. 5:8 :«Μακάριοι οἱ
καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»Πβ. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Λόγου, PG 25,192 : «ο Χριστός μάς υιοποίησε με τον Πατέρα του και θεοποίησε τους ανθρώπους –
όντας Θεός ύστερα έγινε άνθρωπος, μάλλον για να μας θεοποιήσει»Γρ. Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός
Μέγας, PG 45,97: «ο φανερωθείς Λόγος για αυτό ενώθηκε με την θνητή ανθρώπινη φύση, για να
αποθεωθεί το ανθρώπινο με την κοινωνία της θεότητας».
627
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 98.
628
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 26.
629
Διακονία Λόγου, σ. 222 Β΄ Κορ 4:10:«πάντοτε την νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ίησοῦ ἐν τῲ σὠματι
περιφέροντες, ἵνα και ἡ ζωή τοῦ Ίησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ»Πεντηκοστάριον, Τροπάριον
α΄ ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τοῦ Πάσχα, σ. 2: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα, τῷ
ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καί, Χαίρετε, φάσκοντα, τρανῶς
ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ᾄδοντες».
630
Διακονία Λόγου, σ. 58.

[136]
σταυρωμένου και αναστημένου μας Χριστού».631 Η βεβαιότητα αυτή σε ένα άλλο
σημείο διατυπώνεται με μία ρητορική ερώτηση: «πού είναι αδιέξοδο και δεν είναι
παρών ο Ιησούς, για να δώσει τη διέξοδο;».632

Οι ομιλίες εκπέμπουν το αισιόδοξο μήνυμα ότι «ο κάθε αμαρτωλός στρέφει το


βλέμμα στον σταυρό και αντλεί ασφάλεια και ελπίδα για τη ζωή».633 Επίσης στο
πλαίσιο του επανευαγγελισμού επαναφέρει πάλι τη βέβαιη προσδοκία της
αναστάσεως, που θα πρέπει να έχει κάθε πιστός. Είναι χαρακτηριστικές οι
επαναλήψεις της λέξης ζωής στο παράθεμα που ακολουθεί, σε αντίθεση με τον
θάνατο, (ζωή, ζωηφόρος, ζωοποιός): «Όσοι ατενίζουμε τον σταυρό του Κυρίου με
πίστη και εμπιστοσύνη για το κοσμοσωτήριο έργο του, εκ του θανάτου πορευόμαστε
στη ζωή. Ο άνθρωπος πλέον δεν δένεται με τον θάνατο, δένεται με τη ζωή, τη ζωή
που αναβλύζει από το ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και πηγάζει από το ζωοποιό
σταυρό».634 Διότι ο Θεός «δια του σταυρού και του τάφου θα οδηγήσει στο θρίαμβο
της αναστάσεως όλων των θνητών».635

Ο Χριστιανός ζει τη σταυρική θυσία το Κυρίου ως ένα ενεστωτικό γεγονός,


εφόσον με τον Σταυρό συνδέεται η προσδοκία της κοινής αναστασης όλων των
ανθρώπων, όπως και το ανάλογο ήθος τους σε κάθε χρονική στιγμή:636 «από τον
Σταυρό του Κυρίου μας απορρέει η προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών. Και από
τον σταυρό και από τον τάφο του απορρέει το σταυροαναστάσιμο φρόνημα αγάπης
και φιλανθρωπίας των χριστιανών».637 Κάνοντας διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό
χρόνο που συνέβη η θυσία και τη διαχρονική της σημασία, ο ομιλητής τέλος εξηγεί

631
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 28Μτθ. 11:29-30:«ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον
μου ἐλαφρόν έστιν».
632
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 250Ψλμ. 4:9:«τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν λαόν σου ἡ
εύλογία σου».
633
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 11.
634
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 29Ιω. 5:24:«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου
ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πεμψαντί με ἔχει ζωήν και είς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τήν ζωήν».
635
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 59.
636
Ιω. 3, 13-16:«…ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων μη άπόλληται, ἀλλ΄ἔχῃ ζωήν αίώνιον»Τριώδιο, Όρθρος Μ.
Παρασκευής. Σ. 454: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ Σταυρῷ
προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι».
637
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30.

[137]
ότι «η σταυρική θυσία του Θεανθρώπου συνέβη μια φορά μέσα στην ιστορία…όμως
τα αποτελέσματά της για κάθε άνθρωπο είναι διαρκώς παρόντα».638

7. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

α. Το φαινόμενο του θανάτου

Ο θάνατος, διαβάζουμε στις ομιλίες, «είναι πάντα ξένος προς τη ζωή! Είναι
φθορά, είναι δυσωδία!»639 Η ελπίδα όμως της αναστάσεως απορρέει από τον Σταυρό
του Κυρίου: «Ο θάνατος είναι φρικτός και ξένος προς τη ζωή. Εμείς όμως οι
χριστιανοί εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια κάνουμε τον σταυρό μας και στη ζωή και
στον θάνατο. Διότι ξέρουμε ότι συσταυρούμενοι με τον Κύριο καταξιωνόμαστε ως
υπεύθυνοι άνθρωποι και σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα».640 Γι αυτόν τον
λόγο ακόμη και μπροστά στη φρίκη του θανάτου αγαπημένων προσώπων εκείνο που
κυριαρχεί είναι η ζωή: «Είναι βέβαια αβάσταχτο το πένθος να βλέπει κανείς
αγαπημένα πρόσωπα πάνω στο νεκροκρέβατο. Ωστόσο μέσα στην καρδιά μας τους
έχουμε ζωντανούς. Γιατί έτσι το πιστεύουμε».641

Ο Επίσκοπος αναφέρεται με ρεαλισμό στη φρίκη και οδύνη του θανάτου,


αλλά και με τη βεβαιότητα για την ανάσταση των νεκρών, που είναι και η
θεμελιώδης πίστη των Χριστιανών:«Οι θλίψεις, οι πιέσεις, τα αδιέξοδα και η απειλή
του θανάτου είναι μια συνεχής πραγματικότητα που αντικρύζει ο εργάτης του
ευαγγελίου. Όμως εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η ακλόνητη
βεβαιότητα του ότι ο Θεός που ανέστησε τον Κύριο θα αναστήσει και όλους τους
ανθρώπους δια του Ιησού Χριστού».642 Και πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο το
ακροατήριο περιγράφει σε α’πληθυντικό πρόσωπο τη βιολογική πορεία των φθαρτών

638
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 33.
639
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 28 Πβ.. Ευχολόγιο Μέγα, Μακαρισμοί Νεκρώσιμης
ακολουθίας,σ. 415: «ἐξέλθωμεν καί ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις, ὅτι γυμνά ὀστέα ὁ ἄνθρωπος, σκωλήκων
βρῶμα ...».
640
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 58 Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμο Ιδιόμελο ήχος γ’, σ.
414:«Ὄντως φοβερώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον!».
641
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 256Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμο ιδιόμελο ηχος πλ. δ΄, σ. 414:
«θρηνῶ και ὀδύρομαι…», «Πῶς ὑπετάγημεν τῇ φθορᾲ, πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανἀτῳ».
642
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 119Β΄ Κορ 4:14:«είδότες ὅτι ὁ έγείρας τόν Κύριον Ἰησοῦν θέλει
ἀναστήσει καί ἡμᾶς ἐγερεῖ καί παραστήσει σύν ὑμῖν ..».

[138]
και θνητών ανθρώπων μέσα στον κτιστό χρόνο, όμως, πάντοτε σε σχέση με τη βέβαιη
ελπίδα της ανάστασης των νεκρών: «Εμείς, αδελφοί, επιβιώνουμε μέσα στον
φθειρόμενο και θνήσκοντα κόσμο πάντοτε με την ελπίδα και τη βεβαιότητα της
αναστάσεως των νεκρών. Πορευόμαστε μέσα στον χώρο και τον χρόνο και
ακολουθούμε έναν βιολογικό κύκλο. Άλλοι μικρότερο και άλλοι μεγαλύτερο.
Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, γηράσκουμε, και πεθαίνουμε. Ο τάφος είναι η
αναγκαστική απόληξη του βίου».643

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ομιλητής δεν παρακάμπτει τα αναπάντητα «γιατί»


που βασανίζουν τους περισσότερους ανθρώπους για την τυραννία του θανάτου και
θέτοντας ο ίδιος το ερώτημα απαντά συνοψίζοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας:
«Γιατί ο Θεός δεν καταργεί το διάβολο και τις καταστροφικές του επιδράσεις στη ζωή
του ανθρώπου; Η απάντηση είναι απλή. Ο Θεός τον ανέχεται και τον αφήνει να
αυθαιρετεί, για να δοκιμάζεται έτσι η πίστη των ανθρώπων. Ο διάβολος μοιάζει
πανίσχυρος, γιατί παγιδεύει τους ανθρώπους με το ψεύδος του και στο τέλος φαίνεται
να τους θανατώνει. Όλα αυτά, όμως, γίνονται με την ανοχή του Θεού, για να φανεί η
ελευθερία του ανθρώπου».644

β. Ο φόβος του θανάτου

Ο Επίσκοπος έχοντας επίγνωση της ανθρώπινης αγωνίας μπροστά στον


θάνατο μεταφέρει στο ποίμνιο τις σκέψεις του: «Εκείνο που φοβίζει τον άνθρωπο
είναι ο θάνατος. Τον απασχολεί με ποιόν τρόπο τούτη η ζωή του θα κρατήσει
περισσότερα χρόνια, αλλά, ό,τι και να κάνει, κάποτε αυθαίρετα θα έρθει το μοιραίο.

643
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 399 Εβρ. 9:27: «ἀπόκειται τοῖς ανθρώποις άπαξ αποθανείν,
μετά δε τούτο κρίσις.».
644
Διακονία Λόγου, σ. 118 Ιω 8:44:«ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ΄άρχῆς και έν τῇ ἀληθείᾳ ούχ
ἕστηκεν». Α΄Κορ 15:26 «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος· πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας
αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ...» Ιακ.1:12: «μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος
λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»Μ. Βασιλείου, Ὄτι
ούκ αἴτιος τῶν κακῶν ό Θεός 7, P.G. 31,345: «Πάλιν κακόν λέγομεν τό ἡμῖν ἐπίπονον καί ὀδυνηρόν
πρός τήν αἴσθησιν νόσον σώματος καί πληγάς σώματος καί τῶν άναγκαίων τήν ἔνδειαν καί ἄδοξας καί
χρημάτων ζημίας καί οἰκείων ἀποβολάς ῶν ἔκαστον ἡμῖν ὑπό τοῦ φρονίμου καί ἀγαθοῦ Δεσπότου
πρός τό συμφέρον ἐπάγεται» Επίσης Δημητρίου Τσάμη, Η τελείωσις του ανθρώπου κατά Νικήταν τον
Στηθάτον, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 83: «Πολλάκις ὄμως κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτρέπεται νὰ πειραθῆ ὁ
τελειοὺμενος πιστὸς πρὸς ἴδιον συμφέρον, προκειμένου νὰ ἐνθυμῆται συνεχῶς τὴν ἀνθρωπὶνην
ἀδυναμίαν καὶτο ἀδύνατον τῆς διαφυλάξεως τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν ἄνευ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἀγίου
Πνεύματος».

[139]
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και η ζωή προβληματική».645 Σε άλλο σημείο
αναπτύσσει περισσότερο το αναπόφευκτο του θανάτου: «Ο φόβος του θανάτου είναι
κυρίαρχο γεγονός και σημαδεύει τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές. Όποιος λέγει
πως δεν φοβάται τον θάνατο μοιάζει να μην εκτιμά τη ζωή. Κανείς δε ξεφεύγει από
αυτή τη σίγουρη κατάληξη και κανείς δεν έμεινε απαθής μπροστά στο νεκρό
αγαπημένο του πρόσωπο».646 Όμως ως κήρυκας του ευαγγελίου συμπληρώνει ότι ο
πιστός μεσα στον σταυρό που σηκώνει βιώνει και την ανάσταση: «Ο Χριστιανός της
πίστεως και της αγάπης σε τούτον τον κόσμο της ματαιότητας της αμαρτίας και του
θανάτου ζη με την προσδοκία της αναστάσεως και όχι του θανάτου. Για τον
Χριστιανό ο πρόσκαιρος σταυρός που σηκώνει μέσα του κλείνει πάντοτε τη δόξα της
Αναστάσεως».647 Παρόλα αυτά με συναίσθηση της ποιμαντικής του ευθύνης για μία
ακόμη φορά με πόνο δηλώνει: «σήμερα λίγοι πιστεύουν στην ανάσταση και κυρίως
στην ανάσταση όλων ως δώρο».648

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης της φρίκης του θανάτου και της ελπίδας
της αναστάσεως των νεκρών, ο ομιλητής σε μία ενότητα υπενθυμίζει στο ποίμνιο ότι
στην Εκκλησία η ημέρα το θανάτου ονομάζεται και γενέθλιος ημέρα: «Η εκκλησία
στέκει με δέος μπροστά στο μυστήριο του θανάτου κι ωστόσο τον θεωρεί ως
γεννέθλιο ημέρα στον καινούργιο κόσμο της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής».649
Εξάλλου σε μία άλλη συνάφεια αναλύεται και η λέξη Πάσχα με τη σημασία που έχει
για τη ζωή των Χριστιανών, ως διάβαση εκ του θανάτου εις την ζωήν: «ο άνθρωπος
μηδενίζεται με τον θάνατο ως προς τον παρόντα κόσμο και δια του θανάτου
μεταβαίνει στον κόσμο της ζωής, τον δοξασμένο Χριστό που δεν επιδέχεται τον
θάνατο. Αυτή άλλωστε είναι η σημασία του Πάσχα για τον κάθε πιστό Χριστιανό».650

γ. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο

Η Γραφή διδάσκει: Ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο ούτε ευχαριστιέται


με τον όλεθρο των ανθρώπων. Αυτός δημιούργησε τα πάντα για να ζουν.651 Το κακό

645
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 11.
646
Διακονία Λόγου, σ. 155.
647
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 14.
648
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 284.
649
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 124
650
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 124
651
Σοφ. Σολ. 1:13-25.

[140]
δεν είναι δυνατόν να προέρχεται από τον Θεό, αφού ο Θεός είναι αγαθός. Γι’ αυτό
και δεν έπλασε τον άνθρωπο για να πεθάνει. Ο Θεός δεν είναι θεός νεκρών, αλλά
ζωντανών.652 Και το θέλημα του Θεού που απέστειλε τον Υιό του στον κόσμο είναι
όποιος τον παραδέχεται και πιστεύει σε αυτόν να αποκτήσει αιώνια ζωή, και ο
Χριστός θα τον αναστήσει την έσχατη ημέρα.653

Ο Επίσκοπος στηριγμένος πάνω σε αυτή τη θεολογική βάση εξηγεί


βραχυλογικά: «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να ζει και όχι για να υποτάσσεται
στη φθορά».654 Ο άνθρωπος ανήκει στην κτιστή δημιουργία και πλάστηκε στο
μεθόριο της θνητής και της αθάνατης φύσης.655 Υποκείμενος στη φθορά και στον
θάνατο με τη δυνατότητα της μετοχής στην αιώνια παρουσία του Θεού. Όμως, όπως
ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος, παρήκουσε των θείων εντολών, υπέκυψε στην απάτη του
όφεως και οδηγήθηκε στον θάνατο από τα δικά του παραπτώματα.656

Διδάσκοντας το εκκλησίασμα την πατερικη ερμηνεία της παρακοής στον


παάδεισο και του θανάτου που προέκυψε, ο ομιλητής λέγει με λόγια απλά: «οι
πρωτόπλαστοι στον παράδεισο αρνήθηκαν να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού και
προτίμησαν τη δική τους εγωιστική επιλογή, που οδήγησε ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος στον θάνατο».657

Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι αυτή η ροπή προς την αμαρτία χαρακτηρίζει όλο
το ανθρώπινο γένος: «Όλοι οι άνθρωποι βαρύνονται με το προπατορικό αμάρτημα.
Οι πρωτόπλαστοι προτίμησαν τον απαγορευμένο καρπό του θανάτου παρά τον καρπό
της ζωής. Ακολούθησαν τον διάβολο, αρνήθηκαν τον Θεό και οδηγήθηκαν στη

652
Μκρ. 12: 27: «οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· ὑμεῖς οὖν πολὺ πλανᾶσθε».
653
Ιω. 6:40: «τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς
αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
654
Διακονία Λόγου, σ. 101.
655
Νεμεσίου Εμέσης, Περι φύσεως ανθρώπου, PG 40, 513B.
656
Ευχολόγιο Μέγα, Ευχή αναφοράς θείας Λειτουργίας Μ. Βασιλείου, σ. 86: «…πλάσας γάρ τόν
ἄνθρωπον, χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς καί εἰκόνι ταῇ σῇ ὁ Θεός τιμήσας, τέθεικας αὐτόν ἐν τῷ
Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἀθανασίαν ζωῆς καί ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν τῇ τηρήσει τῶν ἐντολῶν
σου ἐπαγγειλάμενος αὐτῷ. Ἀλλά παρακούσαντά Σου τοῦ ἀληθινού Θεοῦ καί τῇ ἀπάτῃ τοῦ όφεως
ὑπαχθέντα, νεκρωθέντα τε τοῖς οἰκείοις αὐτοῦ παραπτώμασιν ἐξώρισας αὐτῶν ἐκ τοῦ Παραδείσου είς
τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη…».
657
Διακονία Λόγου, σ. 170.

[141]
φθορά και τον θάνατο. Έκτοτε όλοι οι άνθρωποι έχουν την τάση να αρνούνται την
κοινωνία με τον Θεό…».658

Με γλαφυρό ύφος, λογοπαίγνια λέξεων και αντιθέσεις ο Επίσκοπος


ερμηνεύει εκτενέστερα την παρουσία του κακού: «Το κακό άρχισε στον παράδεισο.
Εκεί ο Θεός καθόρισε τη στάση, που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Ο διάβολος τούς
διέστρεψε και αντί για τη στάση και την έκσταση από την κοινωνία με τον Θεό,
κατάντησαν στην αντίσταση και την αποστασία από την παρουσία του Θεού».659
Έκτοτε, «κάθε λοιπόν ασθένεια που φθείρει τον άνθρωπο και στο τέλος τού επιφέρει
θάνατο ή και οποιοδήποτε θανατηφόρο γεγονός έχουν την αιτία τους στον πονηρό
διάβολο».660 Άρα, λοιπόν, «η φθορά και οι ασθένειες και προ πάντων ο θάνατος είναι
δημιουργήματα των δαιμονικών δυνάμεων»661 και όχι του Θεού.

Έχοντας υπόψη του το βασανιστικό ερώτημα των πιστών γιατί ο Θεός


επιτρέπει τον δαίμονα να βασανίζει τους ανθρώπους, μετά τον θάνατο που τους
προξένησε, εξηγεί: «Ακριβώς για να δοκιμασθεί η αυτεξουσιότητα και η ελευθερία
του ανθρώπου. Να συνειδητοποιήσει, δηλαδή, ο άνθρωπος ότι ο ίδιος θα είναι
υπεύθυνος για την ορθή στάση στη ζωή του ή την πτώση του».662 Και αλλού
συμπληρώνει: «Ο Χριστός δεν καταργεί τον δαίμονα. Του επιτρέπει να δρα, ώστε να
φανερώνεται το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Ο ανεύθυνος έχει μια συνείδηση
κοιμισμένη, ενώ υπεύθυνος ζητά το έλεος και τη συγγνώμη από το Θεό».663 Μέσα σε
αυτές τις δοκιμασίες ο άνθρωπος ωριμάζει και τα παθήματα μπορούν να γίνονται
μαθήματα: «Ενώ εξουδετερώνει τη δύναμη των δαιμόνων, δεν τους καταργεί. Τους
αφήνει να παιδεύουν τους ανθρώπους, ώστε να τους δίνει με αυτόν τον τρόπο
ευκαιρίες για να ωριμάσουν. Είναι μέσα στην μεταπτωτική φύση των ανθρώπων να
διδάσκονται από τα παθήματά τους. Από τα αρνητικά και όχι από τα θετικά γεγονότα
της ζωής».664 Με αυτόν τον τρόπο επισημαίνεται η παιδαγωγική και η πνευματική

658
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 256Ρωμ. 7:14:«ἐγώ δέ σαρκικός είμί καί πεπραμένος τῇ
ἁμαρτίᾳ».
659
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 172.
660
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 234.
661
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 93Πβ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τήν Μεγαλομάρτυρα
Δροσίδα, καί εἰς τό μεμνῆσθαι θανάτου, PG 50, 693: «ού γάρ θάνατος ἁμαρτίας ἔτεκεν, ἀλλά ἁμαρτία
θάνατον ἡμῖν ἐγέννησε· θάνατος δέ ἁμαρτίας γέγονε φάρμακον».
662
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 172.
663
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 70.
664
Διακονία Λόγου, σ. 29Πβ. Αισχύλου, Αγαμέμνων 17601:«τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, τὸν πάθει
μάθος θέντα κυρίως ἔχειν. (Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος

[142]
αξία του θανάτου για τη ζωή όλων των πιστών, που μπορεί να οδηγήσει τον καθένα
να προσεγγίσει την αληθινή ζωή.665

Σε μία άλλη αποστροφή του προς το εκκλησίασμα ο Επίσκοπος


επαναλαμβάνει την αλήθεια που δεν αρνιέται τον θάνατο , αλλά τονίζει τη ζωή που
είναι ο ίδιος ο Χριστός και το δώρο του για τον άνθρωπο: «Ο Θεός μας είναι ο
Κύριος της ζωής και του θανάτου. Ο δωρητής των αγαθών υλικών και πνευματικών.
Αυτός που προνοεί αγαθά για όλους….και δεν θέλει τον θάνατο για κανένα. Παρά
εργάζεται για τον κάθε πλανεμένο την επιστροφή του προς τον στοργικό ουράνιο
πατέρα. Βέβαια επιτρέπει στο διάβολο να δρα για να δοκιμάζεται η δική μας
ελευθερία, η πίστη, η αγιότητα, η αγάπη, και η δεκτικότητα στη θεία χάρη».666

Το μήνυμα που μεταφέρεται στο εκκλησίασμα ανακεφαλαιώνει λακωνικά


όσα δίδαξε ο ομιλητής διάσπαρτα στις ομιλίες του: «ο θάνατος σημαίνει απουσία
ζωής και ζωή είναι ο Θεός».667

δ. Η Ανάσταση του Χριστού απάντηση στον θάνατο

Ο Απ. Παύλος στους αποδέκτες της επιστολής του και σε όλους εμάς είναι
σαφής: «Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνονται , τότε ούτε ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί.
Και αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί , τότε η πίστη σας είναι χωρίς περιεχόμενο. 668

Στις ομιλίες που μελετήσαμε διαβάζουμε ότι «η κατεξοχήν δωρεά του Κυρίου μας
προς τον άνθρωπο είναι η ανάσταση», 669
διότι «η πίστη των χριστιανών δεν

μάθος·)
http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=129&page=
4
665
Σωφρονίου, Σιλουανός, σ. 133.
666
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 277Ψλμ. 17:2-3: «Ὁ Θεός μου βοηθός μου, ἐλπιῶ ἐπ΄αυτόν,
ὑπερασπιστής μου καί κέρας σωτηρίας μου καί ἀντιλήπτωρ μου» Ευχολόγιο Μέγα, Απόλυση
Νεκρώσιμης Ακολουθίας, σ. 420: «Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ὡς ἀθάνατος
Βασιλεύς, καὶ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν»Μτθ. 7:11:«ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ έν τοῖς
ούρανοῖς δώσει ἀγαθά τοῖς αἰτοῦσιν αύτόν»Α΄ Τιμ. 2:4:«ὁ Θεός πάντας άνθρώπους θέλει σωθῆναι καί
είς ἐπίγνωσιν άληθείας έλθεῖν».
667
Διακονία Λόγου, σ. 170.
668
Α΄ Κορ 15:17:«εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν».
669
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 49.

[143]
στηρίζεται σε έναν πεθαμένο δάσκαλο, αλλά στον αναστάντα εκ του ζωηφόρου
μνήματος, στον θεάνθρωπο Ιησού».670

Ο Επίσκοπος στο κήρυγμά για την ανάσταση του Χριστού, ως εγκρατής


θεολόγος, αναφέρεται συγχρόνως και στην ενανθρώπησή του, εφόσον η λύτρωση
των ανθρώπων από τον θάνατο άρχισε με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από
τη θεία στο πρόσωπο του Χριστού: «…ήλθε να σπείρει τον Λόγο, το Ευαγγέλιο της
Χάριτος και να φανερώσει στην ανθρωπότητα ότι τους συγχωρεί, ότι δεν τους βγάζει
από τον δικό του χώρο που είναι η αγάπη. Και ότι κατέρχεται στο πυκνό σκοτάδι,
στον Άδη και τον καταυγάζει και με τον θάνατό του πατάει τον θάνατο και δωρίζει
την αιώνια ζωή στους νεκρούς, στο πνεύμα και τη σάρκα».671

Με προσεγμένο λεξιλόγιο και μεταφορικές εικόνες δανεισμένες από την


υμνολογία της Εκκλησίας, ο Επίσκοπος εξηγεί την υπέρβαση του θανάτου και των
νόμων της φθοράς που χαρακτηρίζουν την κτιστή δημιουργία: « Ο θάνατος που είναι
ο διάβολος, παρέλαβε το νεκρό Σώμα τους Θεανθρώπου και νόμισε πως αιχμαλώτισε
τη ζωή μέσα στον τάφο. Και η ζωή που είναι ο Χριστός γιόμισε με το αναστάσιμο
φως τα χθόνια και τα υποχθόνια και καταχθόνια. Νίκησε τους καταναγκαστικούς
νόμους της φθοράς και του θανάτου και επλήρωσε τα σύμπαντα με την ευδοκία και
την αγάπη του Θεού Πατέρα».672

670
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 47.
671
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 169Πβ. Μτθ. 13:3-9: «καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς
λέγων, ᾽Ιδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ἃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν,
καὶ ἐλθόντα τὰ πετεινὰ κατέφαγεν αὐτά. ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη ὅπου οὐκ εἶχεν γῆν πολλήν,
καὶ εὐθέως ἐξανέτειλεν διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς. ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη καὶ διὰ τὸ μὴ
ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη. ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ ἔπνιξαν αὐτά.
ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπόν, ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.
ὁ ἔχων ὦτα ἀκουέτω».
672
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 277 Πεντηκοστάριο, Κατηχητικός Λόγος Ιω. Χρυσοστόμου, σ.
6:«Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν»Τριώδιο, Εγκώμια Μ. Παρασκευής, στάσις α’, σ. 473:«η ζωή έν
τάφῳ κατετέθης, Χριστέ…» Πεντηκοσταριο, Τροπάριο γ' ὠδῆς κανόνος της Ἀναστάσεως, σ. 2: «Νῦν
πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια»Ιουστίνου, Ἔκθεσις τῆς ὀρθῆς
πίστεως, PG 6, 374D: «Καὶ πρῶτόν γε τὰ ὄντα διαιρήσωμεν. Εὑρήσομεν γὰρ ἅπαντα εἴς τε κτιστὸν καὶ
ἄκτιστον διαιρούμενα· εἴ τι γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οὖσιν͵ ἥ ἄκτιστος φύσις ἐστὶν ἥ κτιστή. Ἀλλ΄ἡ μὲν
ἄκτιστος καὶ δεσποτικὴ καὶ πάσης ἀνάγκης ἐλευθέρα͵ ἡ δὲ κτιστὴ δουλικὴ καὶ νόμοις δεσποτικοῖς
ἑπομένη· καὶ ἡ μὲν κατ΄ ἐξουσίαν ἃ ἅν βούληται καὶ ποιοῦσα καὶ δυναμένη͵ ἡ δὲ τὴν διακονίαν ἣν
παρὰ τῆς θεότητος εἴληφεν μόνην καὶ δυναμένη καὶ πληροῦσα»Μ.Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου, 3, PG
29, 660A: «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων͵ θεότητός τε καὶ κτίσεως͵ καὶ δεσποτείας καὶ δουλείας͵
καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως͵ καὶ τῆς ἁγιαζομένης» Γρ. Θεολόγου, Λόγος 42, 17, PG 36, 477B: «Εἰ μὲν
Θεὸς͵ οὐ κτίσμα· μεθ΄ ἡμῶν γὰρ τὸ κτίσμα͵ τῶν οὐ θεῶν. Εἰ κτίσμα δὲ͵ οὐ Θεός· ἤρξατο γὰρ
χρονικῶς. Ὃ δὲ ἤρξατο͵ἦν ὅτε οὐκ ἦν. Οὗ δὲ πρεσβύτερον τὸ οὐκ ἦν͵ τοῦτο οὐ κυρίως ὄν. Σὸ δὲ μὴ

[144]
Η αναφορά στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού σε συνάρτηση
με την κατάργηση του θανάτου, συμπληρώνεται σε άλλη ομιλία, με ειδικότερη
παραπομπή στο χριστολογικό δόγμα για τις δύο φύσεις του Χριστού:673 «Στο
πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού ενώνονται και η θεία και η ανθρώπινη φύση χωρίς
να συγχέονται και χωρίς να διαιρούνται. Η θεία φύση της θεότητας προσλαμβάνει
εκουσίως την ανθρώπινη για να την θεώσει. Να τη λυτρώσει από τη φθορά και τον
θάνατο και να την καταστήσει μέτοχο της βασιλείας των Ουρανών».674 Με αυτόν τον
τρόπο, συνεχίζει, «τούτος ο ιστορικός χρόνος που βιώνουμε αποκτά νόημα. Γεμίζει
όλος από την παρουσία του ανάρχου και ατελευτήτου Θεού και βρίσκει διέξοδο από
τη νομοτέλεια της φθοράς στην αιωνιότητα της χάριτος του Θεού».675

Σε μία άλλλη συνάφεια στον συλλογισμό του, με τον οποίο επιχειρεί να κάνει
κατανοητό το μυστήριο της θείας οικονομίας στο εκκλησίασμα, εισάγει και τους
όρους «Υιός του Θεού» και «Υιός του Ανθρώπου», ο οποίος στην Παλαιά Διαθήκη
αποδίδεται στον αναμενόμενο Μεσσία,676 τον αποκαλυπτόμενο στην Καινή.677 Εξηγεί
: «Ο Χριστός δεν είναι μόνο «Υιός του ανθρώπου», δηλαδή άνθρωπος, αλλά και ο
Υιός του Θεού, δηλαδή Θεός. Εάν είναι άνθρωπος, μόνον ο Θεός θα μπορούσε να τον
αναστήσει. Εάν πάλιν είναι μόνον Θεός, δεν θα απέθνησκε μια και ο Θεός είναι

κυρίως ὅν͵ πῶς Θεός; Οὔτε οὖν κτίσμα τῶν τριῶν͵ οὐδὲ ἕν»Γρ. Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου,
PG 44, 184C: «Συνομολογεῖται γὰρ πάντη τε καὶ πάντως͵ τὴν μὲν ἄκτιστον φύσιν καὶ ἄτρεπτον εἶναι͵
καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν͵ τὴν δὲ κτιστὴν ἀδύνατον ἄνευ ἀλλοιώσεως συστῆναι. Αὐτὴ γὰρ ἡ ἐκ τοῦ μὴ
ὄντος εἰς τὸ εἶναι πάροδος͵ κίνησίς τίς ἐστι͵ καὶ ἀλλοίωσις τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι͵ κατὰ τὸ θεῖον
βούλημα μεθισταμένου»Ιω. Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχέων, PG 94, 1568B: «Σρεπτὸν μὲν ἅπαν κτίσμα
κατὰ φύσιν· ὧν γὰρ ἡ γένεσις ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο͵ ταῦτα ἀνάγκη κατὰ φύσιν τρεπτὰ εἶναι. ῏Η οὐ τροπὴ
ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγωγή; Μόνον οὖν φύσει ἄτρεπτον τὸ θεῖον ὡς ἄκτιστον καὶ ἀεὶ ὄν».
673
Ιω. Καρμίρη, Δογματικά, σ. 155: Όρος Δ’Οικουμενικής Συνόδου Χαλκηδόνος (451): «Ἑπόμενοι
τοίνυν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν
συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι,
θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρὶ
κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον τὸν αὐτὸν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν
χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν
ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι᾿ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς θεοτόκου
κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα…».
674
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 279.
675
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 206.
676
Πβ. Δνλ. 7:13-14: «ἐθεώρουν έν ὁράματι τῆς νυκτός καί ίδού μετά τῶν νεφελῶν τοῦ ούρανοῦ ὡς
υἰός ἀνθρώπου έρχόμενος ἦν…».
676
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 250.
677
Πβ. Μτθ.. 26:63-64: «ἐξορκίζω σε κατά τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα «ὑμῖν εἴπῃς εί σύ εἶ ὁ Χριστός Ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ίησοῦς΄ σύ εἶπας πλήν λέγω ὑμῖν ἀπ’ἄρτι ὅψεσθε τόν Υἱόν τοῦ άνθρώπου
καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως και ἐρχόμενον έπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ».

[145]
αθάνατος. Ο Κύριος έπαθε πάνω στον τίμιο Σταυρό ως ο Θεάνθρωπος, απέθανε ως ο
Θεάνθρωπος και αναστήθηκε ως ο Θεάνθρωπος».678

Μπροστά στον φόβο του θανάτου που διακατέχει τους ανθρώπους όσο ζουν, ο
Επίσκοπος προβάλλει με αισιόδοξο τόνο την αναστάσιμη εμπειρία των πιστών σε
κάθε στιγμή της ζωής τους: «Μετά την ανάσταση του Κυρίου όλες οι στιγμές, οι
ώρες, οι ημέρες, οι εβδομάδες, τα χρόνια, οι εποχές, οι καιροί και οι αιώνες, παίρνουν
άλλο νόημα. Μέσα στην πιστότητα τους οι πιστοί ζούν την παρουσία του Κυρίου και
τη δική τους δυνατότητα να εξαγιάζονται και να υπερβαίνουν τον χώρο και τον
χρόνο. Να βιώνουν το έσχατο εδώ και τώρα».679

Το μήνυμα προς το εκκλησίασμα είναι σαφές: «όσο ο άνθρωπος συνδέεται με


τον Χριστό τόσο προγεύεται από αυτή τη ζωή την ανάσταση».680 Το πρόσωπο,
λοιπόν, του Χριστού είναι εκείνο που βεβαιώνει τη νίκη εναντίον του θανάτου, ώστε
«για μας τους χριστιανούς η αιώνια ζωή και η ανάσταση αρχίζει από την ώρα που
εμπιστευόμαστε τα πάντα εις τον Ιησού. Και για τη ζωή μας το πλήρες και ολόκληρο
είναι ο Χριστός, το Θεανθρώπινο σώμα του Χριστού, η Εκκλησία».681

Σε άλλη ενότητα η ανάσταση του Χριστού συνδυάζεται με την καινή κτίση:


«Με τη δική του ανάσταση φέρνει σε όλη την ανθρωπότητα το αναστάσιμο μήνυμα.
Το φέρνει μέσα από τον δικό του τάφο και το ενσταλάζει στην κάθε ύπαρξη. Αυτή
είναι η μεγάλη δημιουργία και αυτό είναι η πιο καλή είδηση, το ευαγγέλιο της
αναστημένης και ανανεούμενης ζωής».682

678
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 77 Τριωδιο,Όρθρος Μ. Δευτέρας, σ. 396: «Τά πάθη τά σεπτά, ἡ
παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ. Χριστός γάρ ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι,
ὁ τά σύμπαντα, ἐν τῇ σαρκί περιέχων, καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ, τοῦ σώσαι τόν ἄνθρωπον».
Ἠσ. 53:5:«Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν».
679
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 250Πβ. Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της ορθοδόξου
Εκκλησίας,: «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι θεανθρώπινη κοινωνία, πρόγευση
και βίωση των Εσχάτων εντός της Θείας Ευχαριστίας. Ως μία διαρκής Πεντηκοστή είναι ασίγαστη
προφητική φωνή, παρουσία και μαρτυρία της Βασιλείας του Θεού της αγάπης».
https://www.holycouncil.org/-/message.
680
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ.12 Α΄Πε 3:7:«ὡς και συγκληρονόμοι χάριτος ζωῆς»Πβ.
Ευχολόγιο Μέγα, Απόλυση νεκρώσιμης ακολουθίας, σ. 394: «ὅτι σύ εἶ ἡ ζωή καί ἡ άνάστασις…».
681
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 65Πβ. Ιω. 11:25-26:«Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή, ὁ πιστεύων
εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται».
682
Διακονία Λόγου, σ. 155 Β΄ Κορ 5:17:«Ιδού γέγονε καινά τα πάντα»Απκ. 21:5:«Ἰδού καινά ποιῶ
πάντα» Πεντηκοσταριον, Ωδή γ’ κανόνος του Πάσχα, σ. 2: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας
ἀγόνου τερατουργούμενον, ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν,ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα».

[146]
Χαρακτηριστικό είναι ένα σύντομο και περιεκτικό μήνυμα που απομονώνεται
από μια ομιλία:«δεν ανασταίνεται μόνος του ο Χριστός, ανασταίνει και όλους τους
πεθαμένους μαζί του»,683 Το περιεχόμενό του απηχεί τη διδασκαλία της Εκλησίας για
ην κοινή ανάσταση όλως των νεκρών εις ανάστασιν ζωής ή κρίσεως, ανάλογα με τη
χρήση του αυτεξουσίου τους όσο ζούσαν: «Όλα θα αναστηθούν για να συμμετάσχουν
στη χαρά του Κυρίου ή να μείνουν μακριά της. Τούτο εξαρτάται από τον άνθρωπο
και τις επιλογές του όσον καιρό πολιτεύεται επάνω στη γή. Εξαρτάται από τον βαθμό
αγάπης και λατρείας προς τον Θεό και αγάπης και συγγνώμης προς τον
συνάνθρωπο».684

ε. Η ανάσταση ως βιωματική εμπειρία της Εκκλησίας

Οι πιστοί προσδοκούν την ανάσταση των νεκρών και αυτή είναι η προσδοκία
της Εκκλησίας, της οποίας αποτελούν τα μέλη: «οι πιστοί είμαστε μέλη του Σώματος
του Θεανθρώπου Χριστού και ο Θεάνθρωπος Χριστός, που πιστεύουμε είναι Θεός
ζώντων και όχι νεκρών».685 «Η προσδοκία της Εκκλησίας είναι η ανάσταση των
νεκρών και απορρέει από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο».686

Αυτή η προσδοκία είναι η πνευματική εμπειρία των πιστών, εφόσον με το


μυστήριο της μετανοίας και της θείας ευχαριστίας παραμένουν ζωντανά μέλη του
Σώματος του Χριστού.687 Ο Επίσκοπος, τονίζοντας την αξία των ζωοποιών
μυστηρίων, διδάσκει ότι «Κάθε μέρα και κάθε στιγμή, εκείνο που βλέπουμε γύρω
μας είναι ο θάνατος μυριάδων ανθρώπων ξένων ή και οικείων μας. Και η πίκρα του
αποχωρισμού είναι δυσβάστακτη. Όμως οι πιστοί ζουν με την προσδοκία που την
προγεύονται κάθε φορά που μεταλαμβάνουν το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού
και κάθε φορά που το φως της μετανοίας καταυγάζει τον νού, την ψυχή και την
καρδιά μας και διαλύει τα σκοτάδια της εγωπάθειας, της αλαζονείας».688

683
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 59 Πβ. Τριώδιο, Απολυτίκιον εορτής Λαζάρου, ήχος α’, σ.
372: «Τήν κοινήν άνάστασιν πρό τοῦ σού πάθους πιστούμενος…».
684
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 57Ιω. 5:28-30:«Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται
οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» ... εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως».
685
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 60.
686
Διακονία Λόγου, σ. 164
687
Ιω 6:54: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα έν έμοί μένει κἀγώ έν αὐτῷ».
688
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 209 Ωρολόγιο Μέγα, Ευχή προ θείας μεταλήψεως, σ.518:«Δέσποτα
φιλάνθρωπε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο τὰ Ἅγια ταῦτα, διὰ τὸ ἀνάξιον

[147]
Το αναστάσιμο πνεύμα της Εκκλησίας δεν είναι μια θεωρητική διατύπωση
χωρίς βάθος και σκοπό. Ο Επίσκοπος υπογραμμίζει στους ακροατές του ότι η
βεβαιότητα για τη νίκη της ζωής εναντίον του θανάτου απορρέει από τη σχέση του
πιστού με τον Χριστό: «Η πίστη μας αναζωπυρώνεται από τη μετοχή μας στη θεία
ευχαριστία. Όταν το αναστάσιμο φρόνημά μας ενισχύεται αδιάλειπτα από τη
μετάληψη του Τιμίου Σώματος και του Ζωοποιού Αίματος του Χριστού μας, τότε,
μπορεί να αντικρίζουμε με συντριβή τον νεκρό μας αλλά έχουμε βέβαιη ελπίδα και
προσδοκούμε τη δική του όπως και τη δική μας ανάσταση»689

Ο ομιλητής ανακεφαλαιώνει: «Μετά την ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού, η


ανάσταση όλων των νεκρών είναι μια βεβαιότητα…το γιορτάζουμε κάθε φορά που
τελούμε την θεία Ευχαριστία και κατ’ εξοχήν το πανηγυρίζουμε κάθε Κυριακή την
ημέρα του αναστάντος Χριστού».690

Μέσα από αυτή την προοπτική, ο πιστός προγεύεται τα έσχατα ως


ενεστωτικά και η συμπεριφορά του στον παρόν προσδιορίζει την κρίση στα έσχατα.
Στις ομιλίες διαβάζουμε: « Η κρίση μάς συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή. Είναι η κρίση
της συνειδήσεώς μας, που μας πληροφορεί για την ποιότητα των πράξεών μας».691
Όμως «ο πιστός δεν μπορεί να ζήσει, χωρίς να αισθάνεται τον Χριστό. Άλλωστε η
προσευχή του χριστιανού είναι αδιάλειπτη, «έρχου κύριε». Και τούτο δεν είναι ένας
ευσεβής πόθος ή μια παραίσθηση».692

Η προτροπή, λοιπόν, προς το εκκλησίασμα είναι να βιώνει την κατάργηση του


θανάτου, ως ένα ενεστωτικό γεγονός: «Είναι λάθος να μεταθέτουμε την εμπειρία της
αναστάσεως για μετά τον θάνατο. Τώρα τη συνειδητοποιούμε και γι’ αυτό έχουμε
αναστημένο φρόνημα, οραματιζόμαστε, δημιουργούμε, εμπνεόμαστε. Η πρόσκαιρη
βιοτή παίρνει νόημα από την προσδοκία της βέβαιης αναστάσεως εκ των νεκρών και
της αιώνιας ζωής».693

εἶναί με, ἀλλ’ εἰς κάθαρσιν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ εἰς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης
ζωῆς καὶ βασιλείας. Ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα
τῆς σωτηρίας μου» Ἰγνατίου Άντιοχείας, Πρός Ἐφεσ. ΧΧ. 15: «φάρμακον άθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ
μή ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ δια παντός».
689
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 60.
690
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 87.
691
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 229.
692
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 226 Αποκ. 22:20:«Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναί ἔρχομαι
ταχύ. ἀμήν, ναί ἔρχου, Κύριε Ιησού ».
693
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 88.

[148]
Το κριτήριο για την τελική κρίση, όπως και σε άλλη περίπτωση έχουμε
τονίσει, είναι η συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στους πάσχοντες, που ο
Χριστός τους ταυτίζει με τον ίδιο, δηλαδή «η φιλανθρωπία, η ευαισθησία, η αγάπη,
το έλεος, η συγγνώμη. Και κάθε φορά που λέμε «ναι» στις ανάγκες των
συνανθρώπων μας, τότε η συνείδησή μας βραβεύει».694 Η ευαισθησία της
συνείδησης, όπως διδάσκει ο ομιλητής, εξαρτάται από την κοινωνία του ανθρώπου με
τον Χριστό: «Όσο πιο υπεύθυνο δεσμό έχουμε με τον Χριστό τόσο πιο ακέραιη
διατηρείται η συνείδηση μας».695 Και οπωσδήποτε από τον φωτισμό του Αγίου
Πνεύματος: «Το Ἀγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας και μόνον ο
άνθρωπος από όλη τη δημιουργία μπορεί κατά χάριν να το αντιληφθεί. Φωτίζει τη
συνείδηση του ανθρώπου, του αποκαλύπτει την αλήθεια του ιερού Ευαγγελίου και
τον καταξιώνει από εδώ και τώρα να μετέχει στις δωρεές της Βασιλείας των
Ουρανών».696

Με στόχο πάλι τον επανευαγγελισμό, ο ομιλητής οδηγεί τους ακροατές του να


συνειδητοποιήσουν το νόημα που έχει το Σύμβολο της Πίστεως για τη ζωή τους και
τις ποικίλες δυσκολίες της: «Όταν εμείς ομολογούμε ότι προσδοκούμε ανάστασιν
νεκρών, δεν πιστεύουμε σε ένα μόνο γεγονός που θα συμβεί στη συντέλεια των
αιώνων, αλλά εδώ και τώρα μέσα στη φθαρτότητα, στις πίκρες, στα βάσανα, τα
ποικίλα προβλήματα και τα αδιέξοδά μας, μέσα στην ψυχοφθόρα
καθημερινότητα».697 Συγχρόνως εμμέσως τους βοηθεί να κατανοήσουν τη βίωση των
εσχάτων στον παρόντα χρόνο: «δεν είναι λίγοι εκείνοι που χωρίζουν την αιώνια ζωή
από την παρούσα ζωή, αν και η ζωή είναι ενιαία, εδώ ζούμε την παρούσα ζωή με
προοπτική τη μέλλουσα».698

694
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 229.
695
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 230 Ψλμ. 50:12:«καρδίαν καθαράν κτίσον έν ‘ἐμοί ὁ Θεός
και πνεῦμα καθαρόν ἐγκαίνισον έν τοῖς έγκἀτοις μου».
696
Προς Οικοδομην της Χρείας, σ. 32 Ευχολόγιο Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, Ευχή προ
του Ευαγγελίου, σ. 52:«Ἔλλαμψον έν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό τῆς σῆς θεογνωσίας άκήρατον φῶς…»Λκ
12:12:«τό γάρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς τι δεῖ εἰπεῖν» πεντηκοσταριο σ. στιχηρα σ. 217Ευχολόγιο
Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου, σ. 66: «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν…
Καταξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων σου καὶφρικτῶν Μυστηρίων ταύτης τῆς ἱερᾶς
καὶπνευματικῆς Τραπέζης μετὰ καθαροῦσυνειδότος,… εἰς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν, εἰς βασιλείας
οὐρανῶν κληρονομίαν» Εγκόλπιο αναγνώστου, Ύμνος θείας Λειτουργίας, σ. 114: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ
ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες,
αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
697
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 256.
698
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 87.

[149]
στ. Το αναστάσιμο φρόνημα δημιουργεί κοινωνικό ήθος

Η Εκκλησία με τον κανόνα του Πάσχα καλεί τους πιστούς να συγχωρήσουν


τα πάντα με την Ανάσταση του Κυρίου, να αγαπηθούν και να υπερβούν το μίσος.699
Η αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους αποκαλύφτηκε με όλο της το μεγαλείο κι
έκτοτε όσοι προσκυνούν τον Σταυρό και δοξάζουν την αγία του Ανάσταση καλούνται
να έχουν θυσιαστική αγάπη, η οποία συνεπάγεται υπέρβαση της εγωπάθειας.

Ο Επίσκοπος υπενθυμίζει: «Η εμπειρία της αναστάσεως δεν μετατίθεται στο


τέλος της ιστορίας, αλλά βιώνεται από τώρα. Πνίγουμε το αυτοείδωλό μας, τις
ακόρεστες επιθυμίες μας και ανοίγουμε την καρδιά μας να αγαπάμε τους άλλους».700
Και συνεχίζει ερμηνεύοντας ότι η παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μας
δημιουργεί το αναστάσιμο φρόνημα, το οποίο έχει συγκεκριμένα κοινωνικά
αποτυπώματα: «Οι Χριστιανοί δεν περιμένουμε να πεθάνουμε σωματικά, για να
νιώσουμε την ανάσταση, αλλά σε τούτον εδώ τον κόσμο πορευόμαστε με αναστάσιμο
φρόνημα, διότι μέσα μας ζη ο Χριστός, ως αγάπη, ως φιλανθρωπία, ως ελευθερία, ως
χάρις, ως έλεος.».701 Και, όπως συνεχίζει, «αυτή η λατρευτική σχέση προς τον
Σταυρωμένο και Αναστημένο Ιησού μάς οδηγεί να αγαπούμε τον συνάνθρωπο, να
είμαστε κοντά του στην ανάγκη, να χαιρόμαστε με τις επιτυχίες του, να τον
συγχωρούμε, όταν μας αδικεί».702

Σε όλες τις ομιλίες που μελετήσαμε είναι φανερή η επιμονή του Επισκόπου
να γίνει κατανοητό ότι η σχέση με τον αναστημένο Χριστό περνά από τον
συνάνθρωπο και η σχἐση με τον συνάνθρωπο απορρέει από την κοινωνία του
ζωοποιού Σώματος και του Αίματος του Χριστού κατά τη θεία Ευχαριστία. Για τον
σκληρό πλούσιο απέναντι στον φτωχό Λάζαρο λέγει χαρακτηριστικα: «Πεθαίνει και
ο πλούσιος και πάει στη χώρα των βασάνων και της απουσίας του Θεανθρώπου.
Άλλωστε ούτε σε τούτο τον κόσμο γεύτηκε την παρουσία του Θεού. Τούτη την
κατάσταση τίποτε πια δεν μπορεί πλέον να αλλάξει».703 Και αυτό μπορεί να σμβεί σε
όλους μας «γιατί, όταν κλείνουμε την πόρτα της καρδιάς μας στους αστέγους, στους

699
Πεντηκοστάριο, Δοξαστικό Όρθρου της Αναστάσεως, σ. 5: «Ἀναστασεως ἡμέρα…καί ἀλλήλους
περιπτυξώμεθα …εἴπωμεν, ἀδελφοί, και τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει…».
700
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 347.
701
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 210.
702
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 189.
703
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 25 Πβ. Λκ 16:20-31.

[150]
πεινασμένους, στους ασθενείς, στους φυλακισμένους και στους κατατρεγμένους, τότε
την κλείνουμε στον ίδιο το Χριστό».704

Σκιαγραφώντας το ήθος του ανθρώπου που πιστεύει στον αναστάντα Χριστό


και ζει την εσχατολογική προοπτική ως παροντική κοινωνική ευθύνη, ο Επίσκοπος
διδάσκει: «Στον καινούργιο κόσμο που μας χάρισε ο Χριστός ο πρώτος είναι ο
τελευταίος. Ο δυνατός δεν αρπάζει, αλλά προσφέρει. Ο ισχυρός δεν εκδικείται, αλλά
συγχωρεί. Ο καλός δεν υποκρίνεται, αλλά διαρκώς μετανοεί. Ο πλούσιος δεν
συσσωρεύει, αλλά μοιράζει. Και ισχύει για τους χριστιανούς η αγάπη που αγκαλιάζει
όλους.»705 Και συνοψίζοντας καταλήγει: «Η σωτηρία είναι ένα γεγονός που το
προσδοκούμε με την ανάσταση των νεκρών στο τέλος της ιστορίας, στους έσχατους
χρόνους, όμως, τα αποτελέσματα του τα γευόμαστε από τώρα».706

ζ. Το μήνυμα της αναστάσεως και η νεκρώσιμη ακολουθία

Ο αναγνώστης των ομιλιών εύκολα διαπιστώνει το σταυροαναστάσιμο


μήνυμα που διαπερνά τη σκέψη του Επισκόπου και συχνά μεταφέρεται στο
εκκλησίασμα. Ο στόχος του επανευαγγελισμού είναι συνυφασμένος με τη διδασκαλία
του Ευαγγελίου σε κείνους που πλέον δεν τον γνωρίζουν, εφόσον δεν θέλουν ή δεν
μπορούν να συλλάβουν ποια είναι η χαρμόσυνη είδηση, το ευ-αγγέλιον, δηλαδή η
κατάργηση του θανάτου και το δώρο της αναστάσεως των νεκρών.707 Τον ακούμε να
την κηρύττει με δυνατή πάλλουσα φωνή, κατά την μαρτυρία εκείνων που τον έχουν
ακούσει: «Η ζωή είναι ο ίδιος ο Χριστός. Το φως είναι ο Χριστός και τούτο το φως
είναι ανέσπερο. Δεν δύει ποτέ. Γιατί η ζωντανή παρουσία του Χριστού δεν γνωρίζει
τέλος».708 Ή ακόμη: «αυτή είναι η μεγάλη δημιουργία και αυτό είναι η πιο καλή
είδηση, το Ευαγγέλιο της αναστημένης και ανανεούμενης ζωής. Ο Θεάνθρωπος
επάτησε με τον θάνατό του τον θάνατο και έκτοτε οδηγεί τον κάθε πιστό δια μέσου

704
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 229.
705
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 278.
706
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 349.
707
Πρ 2:2: «καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» Α΄ Πε 1:3: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεννήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾿ ἀναστάσεως
Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ νεκρῶν».
708
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 208 Πβ. Ιω. 8:12: «Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ
εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς
ζωῆς».

[151]
του θανάτου στη ζωή».709 Γι αυτόν τον λόγο «η πνευματική όραση των χριστιανών
δεν σταματἀ στον τάφο, αλλά επεκτείνεται κυρίως πέρα από τον τάφο. Ανοίγει
δηλαδή ένας τάφος για να θάψει τον χριστιανό, ενώ ΄συγχρόνως ο Χριστός ανοίγει γι
αυτόν τον ίδιο τον χριστιανό τον παράδεισο».710

Με αυτή την προσωπική αναστάσιμη εμπειρία επιμένει να αφυπνίσει τους


πιστούς, ώστε να πιστέψουν ότι «για τον ευλαβή χριστιανό και στο αδιέξοδο του
θανάτου υπάρχει διέξοδος. Είναι ο αναστημένος Χριστός, η ζωή και η ανάσταση των
χριστιανών. Ο Χριστός δεν αφήνει τους πιστούς του να τυλιχτούν μεσα στο σκοτάδι
του θανάτου, στην αχλύ της ζωής, χωρίς την ελπίδα της αναστάσεως».711 Διότι «ο
θάνατος πλέον δεν μηδενίζει τον άνθρωπο, που είναι ενσωματωμένος στο Σώμα του
Χριστού, την Εκκλησία. Μηδενίζει τον παρόντα κόσμο, γι΄ αυτό και η παρούσα
βιοτή, δίχως την ελπίδα της αναστάσεως, δεν έχει κανένα νόημα».712

Αξιοσημείωτα είναι και όσα εξηγεί για τις ευχές που δίδουμε για τους
θανόντες, συσχετίζοντας τον κτιστό χώρο και χρόνο με την παρουσία του
αναστημένου Χριστού: «Αιωνία ή μνήμη» και «Θεός σχωρές τον!»Το ένα σημαίνει
ότι η μνήμη ανοίγεται στην αιωνιότητα και το άλλο ότι ο χώρος που υποδέχεται τον
πιστό χριστιανό δεν είναι κτιστή και φθαρτή γη, αλλά το αναστημένο Σώμα του
Θεανθρώπου Χριστού. Ο ίδιος χώρος, «η Χώρα των Ζώντων», όπου ευρίσκονται
αναστημένοι οι άγιοι και οι μάρτυρες».713

Κινούμενος μέσα σε αυτή τη θεώρηση για τον θάνατο και την προσδοκία της
αναστάσεως, καλεί τους αποδέκτες του να δώσουν περισσότερη προσοχή στη
νεκρώσιμη ακολουθία, στο κείμενο και στο μέλος της: «Κάθε φορά που
συνοδεύουμε τους νεκρούς μας, τους ψάλλουμε τη νεκρώσιμη ακολουθία με
αναστάσιμο μέλος και λόγια που αντικρίζουν τη φρίκη του θανάτου, αλλά

709
Διακονία Λόγου, σ. 155 Ρωμ. 1:16:«Δύναμις γάρ θεοῦ ἐστίν, είς σωτηρίαν παντί τῷ
πιστεύοντι»Α΄Κορ 15:54: «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος; Ποῦ σοῦ θάνατε τό νῖκος, ποῦ σοῦ θάνατε
το κέντρον;».
710
Διακονία Λόγου, σ. 52 Πβ. Τριώδιο, Όρθρος Μ. Πέμπτης, σ. 452: «τον ληστήν αυθημερόν του
παραδείσου ηξίωσας, κάμέ τῷ ξὐλῳ τοῦ Σταυροῦ ἐλέησον καί σῶσόν με».
711
Διακονία Λόγου, σ. 41 Α΄Θεσ.4:13:«Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ
λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα…».
712
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 124Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμα Ιδιόμελα, σ. 413: «Πάντα
ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ
δόξα·».
713
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 56.

[152]
διατρανώνουν και την αδιασάλευτη πίστη στην ανάσταση των νεκρών».714 Μάλιστα,
επειδή γνωρίζει τη δυναμική που έχουν οι ύμνοι της εκκλησίας, μιλά στους ακροατές
του για τη χαρά της αναστάσεως μέσα από την τόσο παρεξηγημένη νεκρώσιμη
ακολουθία. Και συμπληρώνει: «Η εκκλησία μας ψάλλει σε ήχους θριαμβευτικούς τη
βεβαιότητα της αναστάσεως των νεκρών. Δεν πετάμε στα σύννεφα μήτε τρέφουμε
αυταπάτες. Ο υμνωδός της Εκκλησίας μας αντικρίζει με δέος τη φθορά και τον
θάνατο, τη δυσωδία και τη σήψη της εικόνας του Θεού μέσα στον τάφο!»715 Όμως «ο
Χριστός μας μετέβαλε το θρήνο σε δόξα και το κλάμα σε θρίαμβο της
αναστάσεως».716

Συνοψίζοντας, στις ομιλίες διαπιστώνιυμε ιδιαίτερη έμφαση στη βεβαιότητα


της αναστασεως των νεκρών και της μετάβασης των πιστών εκ του θανάτου εις την
ζωής. Η έμφαση αυτή, που υπαγορεύεται από τη πεποίθηση του Επισκόπου ότι η
προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών έχει ξεχαστεί ή και διαγραφεί, χαρακτηρίζει
το κήρυγμα του Επισκόπου εκτός από ερμηνευτικό και ιεραποστολικό.717

Τα βασικά συνθήματα που εξάγονται είναι ότι «πλέον ο θρήνος του πένθους
μεταβλήθηκε σε τραγούδι αναστάσεως. Το αδιέξοδο του θανάτου έσβησε με το φως
της αναστάσεως του θεανθρώπου Χριστού».718 «Οι χριστιανοί δεν γευόμαστε τον
θάνατο κι ας μας ζώνει από παντού η τραγικότητά του. Ζούμε μέσα στη ζήδωρη πνοή
της αναστάσεως και της προσδοκίας της αναστάσεως».719 Και ο Επίσκοπος
συνομιλώντας με το ακροατήριό του, εμμέσως προτρέπει: «Όταν, αδερφοί,
συνειδητοποιούμε τον καινούργιο κόσμο που ανοίγεται μπροστά μας με τον σταυρό

714
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 36 Πβ. Ψλμ. 114:9: «εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν
χώρᾳ ζώντων»Πβ..Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τον ΜΗ' Ψαλμόν 114, PG 29, 492: «ὁ κόσμος οὗτος
αὐτός τε έστι θνητός και χωρίον αποθνησκόντων…(και) χώρα ζώντων (ἐστί) οὐκ ἀποθνησκόντων διά
τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ζώντων τήν ἀληθινήν ζωήν τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
715
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 60 Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Μακαρισμοί νεκρώσιμης
ακολουθίας, σ. 415: «Ἐξέλθωμεν καὶ ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις, ὅτι γυμνὰ ὀστέα ὁ ἄνθρωπος, σκωλήκων
βρῶμα καὶ δυσωδία…».
716
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 60 Πβ. Παρακλητική, Αναστάσιμο απολυτίκιο ήχος βαρύς,
σ, 351: «Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τόν θάνατον, ἠνέωξας τῷ ληστῇ τόν Παράδεισον, τῶν
Μυροφόρων τόν θρῆνον μετέβαλες, καί τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας».
717
Ὀταν το κήρυγμα ερμηνεύει την Αγία Γραφή στους πιστούς και στοχεύει στην πνευματική τους
οικοδομή λέγεται ερμηνευτικό, ενώ ιεραποστολικό όταν τους διδάσκει τα θεμελιώδη της χριστιανικής
πίστης και μεταφέρει την κατ’ εξοχήν χαρμόσυνη είδηση, το ευαγγέλιον, που είναι η ανάσταση των
νεκρών.
718
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 174.
719
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 43Β΄Κορ 2:16: «οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον, οἷς δὲ
ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν. καὶ πρὸς ταῦτα τίς ἱκανός;».

[153]
και την ανάσταση, αναπνέουμε ήδη την ανάσταση. Παρ’ όλο που γύρω μας όλα
μυρίζουν θάνατο, φθορά και διαφθορα».720

720
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 36.

[154]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

[155]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

1. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ


Σε μία εποχή που οι ρόλοι των γυναικών μέσα στην κοινωνία, ύστερα από
μακροχρόνιες διεκδικήσεις στην κοινωνία μας έχουν αισθητά αλλάξει, η θέση της
γυναίκας αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού και για την Εκκλησία.721

Ο Επίσκοπος προσεγγίζει το θέμα με ειλικρίνεια στην ψυχολογική και


κοινωνική του διάσταση. Με διεισδυτική διάθεση χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι
στην ανθρώπινη ιστορία «άλλοτε κυριαρχεί η πατριαρχία και άλλοτε η μητριαρχία.
Άλλοτε τα συμπλέγματα μειονεξίας των γυναικών και άλλοτε τα συναισθήματα
ανωτερότητας των ανδρών».722 Και με πολλή παρρησία μέσα σε μία
ανδροκρατούμενη ακόμη κοινωνία τολμά να κηρύξει πως τα προβλήματα μεταξύ των
φύλων οφείλονται στον ανδρικό εγωισμό, που δε σέβεται το πρόσωπο της γυναίκας:
«Είναι η εγωπάθεια, που δεν αφήνει τον άνδρα να αναγνωρίζει την πνευματικότητα
της γυναίκας».723 Μάλιστα τονίζοντας το χρέος που έχει ο άνδρας να ενδιαφέρεται
για τις ανάγκες του γυναικείου προσώπου, μεταφέρει τη φωνή των γυναικών,
προφανώς όλων των εποχών: «μένει πάντα σταθερό το παράπονο της γυναίκας, που ο
άνδρας δεν θέλει να την κατανοήσει και να την παραδεχθεί. Σπάνια σκύβει ο άνδρας
να δει τις πνευματικές ευαισθησίες της γυναίκας. Και με δυσκολία υποψιάζεται ότι
έχει και εκείνη αξία».724

Μέσα σε μια περίοδο που το φεμινιστικό κίνημα είχε ευρεία απήχηση σε


όλους, ο επίσκοπος τολμά να ασκήσει κριτική αναδείξει στη γυναικεία χειραφέτηση,
που εξασφάλισε δικαιώματα για την γυναίκα, όμως αγνόησε την πνευματική της
υπόσταση και την ιδιοπροσωπία της: «Στη σύγχρονη κοινωνία, ύστερα από πολλούς
δικαίους αγώνες, δόθηκαν στη γυναίκα που ζει στις δυτικές κοινωνίες όλα τα
721
Πβ. Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών
Συλλογικός τόμος με τις εισηγήσεις και τα συμπεράσματα του Διορθοδόξου Συνεδρίου της Ρόδου
(Νοέμβριος 1988). Συνέκδοση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκδ. Τερτιος 1995.
722
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 253.
723
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 79.
724
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 79

[156]
δικαιώματα. Ίσως όμως αποσιωπήθηκε ένα. Να σκέφτεται ως γυναίκα. Και το
δικαίωμα να χτίσει έναν κόσμο κατά τη δική της αξία. Έτσι λοιπόν η γυναίκα
απελευθερώθηκε κοινωνικά και υποδουλώθηκε πνευματικά».725 Στο πλαίσιο μιας
ισοτιμίας των φύλων και αμοιβαιότητας της αγάπης, ο ίδιος στρέφεται στους άνδρες
και τους προτρέπει να αγαπούν και να κατανοούν τη γυναίκα:726 «Ο άνδρας ζητεί
κατανόηση από τη γυναίκα, δίχως να προσπαθεί ο ίδιος να κατανοεί. Λησμονεί ότι η
κατανόηση δεν είναι μονομερής. Αναπτύσσεται και στους δύο μέσα σε ατμόσφαιρα
αμοιβαίας εκτίμησης και αγάπης».727

Αντιδιαστέλλοντας όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους χωρίς πνευματική


καλλιέργεια, υπογραμμίζει την ενότητα ανδρών και γυναικών μέσα στη ζωή της
Εκκλησίας: «Στην πνευματική εμπειρία των Χριστιανών δεν συναντώνται παρόμοιες
διακρίσεις. Ούτε η γυναίκα χωρίς τον άνδρα ούτε ο άνδρας χωρίς τη γυναίκα».728
Χωρίς να παραλείπει την υποτιμητική αντίληψη για τη γυναίκα, εφόσον η Εύα
παράκουσε, σύμφωνα με την οποία ήταν «το ον το οποίο δεν έπρεπε να παίρνει
κανείς στα σοβαρά. Και αυτό, γιατί η γυναίκα δεν έμεινε πιστή στην εντολή του
Θεού. Και το χειρότερο, διότι ο Αδάμ που την πίστεψε κατρακύλισε μαζί της στο
θάνατο»,729 εξαίρει την παρουσία της στην Εκκλησία: «μέσα στην καινούργια
κοινωνία που εγκαινίασε ο αναστημένος μας Χριστός, μέσα στην ευχαριστιακή
κοινότητα, την Εκκλησία, δεν υπάρχει διάκριση σε βάρος των γυναικών»730. Οι
μυροφόρες γυναίκες γίνονται ευαγγελίστριες κι έκτοτε κάθε πιστή γυναίκα αφυπνίζει
δίνοντας τη μαρτυρία του αναστάντος Χριστού σε κάθε εποχή: «…μέσα στο
ευχαριστιακό σώμα, την Εκκλησία, η γυναίκα παίρνει τη θέση της μάρτυρος.
Ευαγγελίζεται το Χριστό και υποβάλλεται σε μαρτυρία για την αφοσίωσή της στον
σταυρωμένο και αναστημένο Ιησού. Αφυπνίζει τις συνειδήσεις…».731 «Οι γυναίκες
είναι οι πρώτες ευαγγελίστριες, οι πρώτοι απόστολοι της δόξας του σταυρωμένου και
αναστημένου Χριστού».732 Μέσα από αυτήν την πνευματική προοπτική τονίζει την

725
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 79.
726
Εφ. 5:25:«οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Έκκλησίαν».
727
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 79.
728
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 253Α’Κορ 11:11 «οὔτε γυνή ἄνευ ἀνδρός οὔτε ἀνήρ ἄνευ γυναικός
ἐν Κυρίῳ».
729
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 185Λκ 24:11 «καί ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεί λῆρος τά
ῥήματα αὐτῶν»Α’ Τιμ. 2: «καί Ἀδάμ ούκ ἠπατήθη, ἡ δέ γυνή ἐν παραβάσει γέγονε».
730
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 253.
731
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 80.
732
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 180.

[157]
περίοπτη θέση της μέσα στην Εκκλησία: «Όσο κι αν σήμερα έχει παραγκωνισθεί η
γυναίκα μέσα στις διάφορες κοινωνίες και όσο κι αν έχει περιφρονηθεί η δημιουργική
της παρουσία στην ανθρώπινη ιστορία, το Ευαγγέλιο της δίνει τη πρώτη θέση».733

Επιπλέον δεν παραλείπει να επισημάνει ότι το έργο της κάθε ενορίας


στηρίζεται επί το πλείστον στη δημιουργική παρουσία των γυναικών: «Οι ναοί μας
γεμίζουν από τις πιστές γυναίκες και τα έργα των Μητροπόλεων και των ενοριών
στηρίζονται κυρίως στη δική τους προθυμία, τη δική τους ευστροφία, τη δική τους
ποικιλόμορφη προσφορά»734.

Ο Επίσκοπος, ακολουθώντας την πατερική παράδοση, διδάσκει πως η


γυναίκα καταξιώνεται ως πρόσωπο μέσα από την συμβολή και το έργο της Παναγίας
μέσα στην Θεία Οικονομία:735 «Στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου και των
μυροφόρων γυναικών, η γυναίκα βρίσκει την καινούργια, αποκαταστημένη και
καταξιωμένη θέση της μέσα στην Εκκλησία μας…την καινούργια θέση, τους
καινούργιους ρόλους και την πιο σπουδαία αποστολή: Να βιώνει και να
ευαγγελίζεται την ευθύνη της σταυρωμένης αγάπης και τη δόξα της ανάστασης του
Θεανθρώπου Χριστού».736

Στο πλαίσιο της ποιμαντικής του ευθύνης τονίζει την αρμονική συνύπαρξη
του άνδρα και της γυναίκας μέσα στην κοινωνία στο πλαίσιο μια αληθινής ισοτιμίας,
που εμπνέεται από την αγάπη και την ειρήνη που χαρίζει ο Χριστός. Ακούμε να
κηρύττει πως «εκείνο που συνδέει πλέον τον άνδρα και τη γυναίκα δεν είναι μόνο το
ένστικτο ούτε οι κοινωνικές συνθήκες, αλλά κυρίως και προπάντων οι σύνδεσμοι της
ειρήνης και της αγάπης. Και ο άνδρας και η γυναίκα έχουν κοινή αναφορά, κοινή
πίστη και κοινή εμπιστοσύνη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού».737

Οι σχέσεις, τέλος, των φύλων τοποθετούνται πάνω στον άξονα της αγάπης ως
τη δύναμη που μπορεί να γκρεμίσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον άνδρα
και στη γυναίκα. Εξηγεί: «η αγάπη καταξιώνει τη γυναίκα ως πληρωτικό πρόσωπο.

733
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 252.
734
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 186.
735
Ὀρος Ζ’Οικουμενικής Συνόδου:» Ὁμολογοῦμεν δέ καί τήν δέσποιναν ἡμῶν τήν ἁγίαν Μαρίαν
κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκον, ὡς τεκοῦσαν σαρκί τόν ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν...
σύν τούτοις δέ καί τάς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δι'ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου Θεοτόκου καί
ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτόν Θεόν καί τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες».
736
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 182.
737
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 253Εφ. 5:28 «ὁ άγαπῶν την ἑαυτοῦ γυναῖκα, ἑαυτόν ἀγαπᾶ».

[158]
Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τον άνδρα. Έτσι τοποθετεί τα πράγματα η Εκκλησία
μας. Η αγάπη δεν πηγάζει μήτε από την υπεροχή μήτε από την κατωτερότητα.
Αντίθετα τόσο η κατωτερότητα όσο και η υπεροχή είναι καταστάσεις, που αφαιρούν
την απλότητα, το απαραίτητο στοιχείο για να ‘ρθει η εμπιστοσύνη και η αγάπη».738

2. ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ


Στις ομιλίες του Επισκόπου απαντούν συχνά αναφορές για τη νοοτροπία της
εποχής του και τις διάφορες αντιλήψεις που επικρατούσαν. Όπως: «πολλές φορές
όμως ακούμε κατά κόρον να διακηρύσσεται στις ημέρες μας πολλοί άνδρες και
γυναίκες πως το σώμα τους είναι δικό τους, πως οι ίδιοι το εξουσιάζουν…».739 Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο ερμήνευε και την ευρύτατα διαδεδομένη στην εποχή του φονική
χρήση των ναρκωτικών ως άρνηση της ζωής και μορφή αυτοκτονίας: «Ο άνθρωπος
του παραλόγου μέσα στη σύγχυση και την απάτη που βιώνει, απορρίπτει την πνοή
της ζωής και διαλέγει τη δική του πνοή. Δική του πνοή και δική του επιλογή εδώ
σημαίνει άρνηση της ζωής και επιλογή του θανάτου με δηλητηριώδεις ουσίες».740

Η στάση του απέναντι στους χρήστες είναι φιλάνθρωπη. Αναγνωρίζει πόσο


υποφέρουν και συγχρόνως πόσο εγκλωβισμένοι είναι μέσα στην εξάρτησή τους. Σε
μία ομιλία του παραλληλίζει τις επιπτώσεις των ουσιών με την ταλαιπωρία των
δαιμονισμένων: «Συμπαθής στην ταλαιπωρία και στο βάσανό του ο δαιμονισμένος
της σημερινής ευαγγελικής περικοπής και σε πολλά σημεία μάς θυμίζει τους
συνανθρώπους μας, που παραδίδονται στα ναρκωτικά»,741

Ο Επίσκοπος, στοργικός πνευματικός πατέρας, δεν αρκείται να στηλιτεύσει τη


μάστιγα, αλλά αναζητεί τους λόγους που οδηγούν τους νέους στα ναρκωτικά, για να
προτείνει και λύση. Έχοντας αφιερώσει δεκαετίες στην ποιμαντική των νέων, τούς
σκιαγραφεί με ευαισθησία και ακρίβεια: «έχουν δυνάμεις, όνειρα, ευθυκρισία, τόλμη,
αγωνιστικότητα κι αυτοί λαχταρούν να αλλάξουν τον κόσμο».742 Παράλληλα, όμως,
όπως σημειώνει στις ομιλίες, οι νέοι είναι και περίεργοι. Γι αυτόν τον λόγο:
«υπάρχουν περιπτώσεις που η περιέργεια και τα πειράματα οδηγούν σε οδυνηρές

738
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 254.
739
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 215.
740
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 216.
741
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 23.
742
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 219.

[159]
καταστάσεις. Πόσα παιδιά μας καταστρέφονται ανεπανόρθωτα από τα ναρκωτικά,
που δοκιμάζουν έτσι από «πλάκα» και «από περιέργεια;»743 Βεβαίως δεν παραλείπει
να ρίξει το βάρος των ευθυνών στους ανάλγητους διακινητές, οι οποίοι έχουν κίνητρο
το κέρδος και παγκόσμια δικτύωση: «Κίνητρο το χρήμα! Θεός το χρήμα! Άνθρωποι
το χρήμα! Εαυτός τους το χρήμα! Κανένα πένθος μπροστά στους καθημερινούς
θανάτους. Μεγάλο και πολύπλοκο το παγκόσμιο δίκτυό τους. Και φαίνεται δύσκολη
η εξάρθρωσή τους».744

Σε μία άλλη ενότητα, το πρόβλημα των ναρκωτικών εντάσσεται μέσα στο


πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας, όπου οι νέοι ζουν, απογοητεύονται και οδηγούνται
στην ψευδαίσθηση των ναρκωτικών: «Τραγική η σύγχρονη κοινωνία, παρ’ όλα τα
άφθονα πλούτη της, παρ’ όλα τα καταπληκτικά τεχνολογικά της επιτεύγματα.
Ανάλγητη, απάνθρωπη η σύγχρονη κοινωνία και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι
επιθυμούν να ξεφύγουν από την πίκρα και το κενό που τους επιφυλάσσει. Θέλουν να
τα ξεχάσουν. Συνηθίζουν τις θανατηφόρες ναρκωτικές ουσίες, για να βρεθούν έξω
από τον χώρο και τον χρόνο, έξω από τους συνανθρώπους τους και έξω από τον ίδιο
τους τον εαυτό».745

Στις ομιλίες καταδεικνύεται το πρόβλημα των ναρκωτικών, η ροπή των νέων,


η δράση των αδίστακτων διακινητών, αλλά και η κατανόηση του πνευματικού πατέρα
για τους νέους, τους οποίους προσεγγίζει με διεισδυτικότητα και αγάπη. Εξηγεί με
ζεύγη αντιθέσεων και παραστατικές εικόνες την τραγική κατάστασή: «Οι νέοι
αρέσκονται να ριψοκινδυνεύουν. Γι΄ αυτό και καμιά φορά ακούμε να λένε «τρελά
νιάτα». Κάνουν ποικίλες αταξίες και από περιέργεια θέλουν να δοκιμάζουν όλα».746
Συχνά φτάνουν «όπως, οι δαιμονισμένοι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, δεν
αντέχουν την εστία, το περιβάλλον τους, αλλά ούτε και τον ίδιο τον εαυτό τους.
Απελπισμένοι από τη ζωή χωρίς ναρκωτικά, απατημένοι από τη ζωή με ναρκωτικά,
ολοένα και περισσότερο παραδίδονται στο μηδέν. Παίρνουν τη δόση τους, για να
οραματισθούν τον θάνατο και αργά ή γρήγορα να καταλήξουν τελικά στο αδηφάγο

743
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 217.
744
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 25.
745
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 23.
746
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 217.

[160]
στόμα του. Ταλαίπωροι και δύστυχοι συνάνθρωποί μας και ακόμη περισσότερο τα
νεαρά μας παιδιά».747

Το σοβαρό πρόβλημα των ναρκωτικών έχει πολλές παραμέτρους. Ο


Επίσκοπος το εντάσσει στο κοινωνικό του πλαίσιο και στο εκκλησίασμα το εξηγεί
από την υπαρξιακή και θεολογική του σκοπιά. Κηρύττει, λοιπόν, ότι η εξάρτηση από
τα ναρκωτικά έχει βαθύτερο υπαρξιακό αίτιο, που έχει τη ρίζα του σε μία λάθος
σχέση του ανθρώπου με τον Θεού και των ανθρώπων μεταξύ τους: «Παραδομένος
στην ικανοποίηση των εγωπαθών του ενστίκτων ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει
μάτια, για να αντικρύσει τον διπλανό του. Ούτε και που τον θυμάται. Μόνο τον
χρησιμοποιεί κάθε φορά που τον χρειάζεται, για να ικανοποιήσει το ιδιοτελές
συμφέρον του».748 Στις ομιλίες τα ναρκωτικά παρουσιάζονται ως ατομικό πρόβλημα
των ναρκομανών, αλλά συγχρόνως και ως κοινωνικό, που έχει την βάση του στην
αλλοτρίωση από τον Θεό και τον άνθρωπο: «Σύγχρονο δαιμόνιο τα ναρκωτικά και
φοβερή μάστιγα της ανθρωπότητας, που πηγάζει από την ίδια την κοινωνία. Αυτή η
ροπή προς τον θάνατο και τη λησμονιά δεν έρχεται από μονάχη της. Πηγάζει από την
ίδια την κοινωνία, που πάσχει από αμνησία. Έχει ξεχάσει και τον άνθρωπο και τον
Θεό».749

Η πρόταση για την αντιμετώπιση των εξαρτημένων χρηστών είναι η αγάπη,


όχι ως ένα ανθρώπινο συναίσθημα αλλά ως την παρουσία του Χριστού, της
σαρκωμένης αγάπης στη ζωή του ανθρώπου «Το αντίδοτο είναι η αγάπη, η
φιλανθρωπία, το έλεος, που μόνον ο Χριστός αληθινά προσφέρει…».750

Η λύση στο μαρτύριο των ναρκομανών βρίσκεται στη μνήμη του προσώπου
του Ιησού, που μπορεί να τους οδηγήσει να συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους:
«Σε μας τους ανθρώπους, που απέμεινε λίγη μνήμη του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού,
τί άραγε μένει; Να προσπαθήσουμε να αφυπνίσουμε τη συνείδηση των ναρκομανών
με τη μνήμη του Ιησού και να συγκινήσουμε την καρδιά τους με τη φιλάνθρωπη
παρουσία του».751 Παράλληλα προτείνει την πνευματική καλλιέργεια των νέων και
τον εμπλουτισμό τους με πνευματικές εμπειρίες, που μπορούν να βοηθήσουν ένα νέο
να ξεπεράσει την εξάρτηση στις θανατηφόρες ουσίες: «Και μήποτε φοβηθήτε τον
747
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 23.
748
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 23.
749
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 23.
750
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 24.
751
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 24.

[161]
νέο, που έχει τέτοιες πλούσιες πνευματικές εμπειρίες. Κι αν ακόμη φύγει μακριά κι
αν ακόμη για κάποιο χρονικό διάστημα ξεχαστεί στις ασωτείες του σύγχρονου
ευδαιμονιστικού περίγυρου, θα έρθει και για εκείνον η ώρα του πόνου…».752 Γι’
αυτόν τον λόγο, όπως τονίζεται στις ομιλίες ο νέος θα πρέπει να μάθει να συνδέει τη
ζωή του με την πηγή της ζωής που είναι ο Χριστός ώστε από Εκείνον να αντλεί τη
δύναμη για να αντιμετωπίζει τα ποικίλα προβλήματα: «Ο Θεός είναι η ζωή, η πηγή
της ζωής και ο δωρητής της ζωής».753

Οι νέοι, όπως σημειώνει ο Επίσκοπος, χάνονται στον κόσμο των ναρκωτικών,


γιατί «δεν έχουν πείρα και κάνουν, ευκολότερα, λάθη. Παρασύρονται, μεθούν και
κάνουν την επανάστασή τους με θολούς και ανόητους πολλές φορές στόχους».754
Όμως, «όποιος αποδέχεται τις δωρεές του Θεού και καταφάσκει στο θέλημά του,
είναι σώος, ακέραιος, ολοκληρωμένος. Διότι ο νους του φωτίζεται, αποκτά νόημα η
ζωή του και οι δυνάμεις του όλες συσπειρώνονται για τον αγώνα και τη
δημιουργικότητα μέσα στην ζωή».755 Γι αυτόν τον λόγο χρειάζεται πίστη στον
Χριστό, ο οποίος «…έχει τη δύναμη να θεραπεύει τα τραύματα της ψυχής των
νεαρών συμπαθών θυμάτων και να τα λυτρώνει από τη φοβερή εξάρτηση των
ναρκωτικών. Ο Κύριος, αδελφοί μου, έχει τη δύναμη να μας λυτρώνει και από τους
αδίστακτους δαιμονισμένους έμπορους του λευκού θανάτου».756

752
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 58.
753
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 216.
754
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 219.
755
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 219.
756
Διακονία Λόγου, σ. 261.

[162]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

[163]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

1. Η ΕΛΠΙΔΑ

Η ελπίδα του Χριστιανού θεμελιώνεται στη σωτηριώδη παρουσία του Θεού


στη ζωή του ανθρώπου.757 O Έπίσκοπος εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι ο Θεός, ο
απρόσιοτς Δημιουργός του παντός, είναι συγχρόνως και κοντινός στον άνθρωπο:758
«Ο Θεός, αδελφοί μου, είναι προσιτός στον άνθρωπο, είναι οικείος της
ανθρωπότητας, είναι φιλάνθρωπος. Είναι ο Κύριος των δυνάμεων, ο Δημιουργός του
παντός, ο νομοθέτης του σύμπαντος κόσμου. Συγχρόνως, όμως, είναι ο κοντινός μας,
ο πλησίον μας. Είναι ο φίλος μας, ο αγαπημένος μας. Αυτός που μας θεωρεί
συνοδοιπόρους του και μας βγάζει αλώβητους από τα αδιέξοδα του παρόντος κόσμου
του απατεώνος».759

Οι άνθρωποι στην πορεία τους συναντούν ποικίλες δυσκολίες, όμως η ελπίδα


τους στον Θεο μεταβάλλει τα πάντα.760 Ο ομιλητής υπενθυμίζει ότι οι δυσκολίες
υπάρχουν και είναι αλλεπάλληλες, όμως εκείνο που δίνει ελπίδα είναι η πίστη στον
κοντινό μας Θεό: «Ποτέ δε λείπουνε οι δυσκολίες από τη ζωή. Κι όχι σπάνια η μια
φέρνει την άλλη. Κι όσο πιο πολύ εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στα χέρια του Χριστού
μας και στην αγάπη του, τόσο περισσότερο έχουμε την πεποίθηση ότι δεν θα
καταποντισθούμε».761 Διότι «εκείνος είναι ο μόνος που μας βγάζει από τα αδιέξοδα
του χώρου και του χρόνου και μας χαρίζει με το άπειρο έλεός του και τη φιλανθρωπία
του τη δυνατότητα να ζούμε κοντά του».762 Αυτή η ελπίδα δεν κλονίζεται, γιατί είναι

757
Α΄Τιμ. 4:10:«είς τοῦτο γάρ καί κοπιῶμεν και άνδριζόμεθα, ὅτι ήλπίκαμεν ἐπί Θεῲ ζῶντι, ὅς ἐστίν
σωτήρ πάντων άνθρώπων, μάλιστα δἐ πιστῶν».
758
Γεν 1:1-31Μτθ. 28:20:«καί ἰδού ἐγώ μεθ’ὑμῶν είμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως συντελείας τοῦ αίῶνος».
759
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 79 Α΄Τιμ. 3:16:«μέγα τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον θεός
ἐφανερώθη εν σαρκί»Ιω. 1:14: «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»Ψλμ. 103:24:«Ὠς
ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου»Κολ. 1:
16: «ὅτι έν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς,… τά πάντα δι' αὐτοῦ καί εἰς
αὐτόν ἔκτισται».
760
Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμόν, 10,1,PG 55,140 : «ἡ εἰς τόν Θεόν ἐλπίς πάντα μεταρρυθμίζει».
761
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 406Μτ 8:26: «καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι;
τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη»Ψλμ. 22:4:«ἐὰν γὰρ
καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ·».
762
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 207.

[164]
βέβαιο ότι «Ο Θεός ποτέ δεν μας αφήνει. Πορεύεται ο ίδιος πάνω στα κύματα και
στέκεται πάντα δίπλα μας για να μην καταποντιζόμαστε».763

Η ελπίδα των Χριστιανών στηρίζεται στην αγάπη του Θεού, την οποία ο
άνθρωπος συνειδητοποιεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.764 Γι αυτόν τον
λόγο ο Επίσκοπος προτρέπει το εκκλησιαστικό πλήρωμα να εμπιστεύεται «τη ζωή, τα
προβλήματα, τα αδιέξοδα στον Χριστό που είναι η αγάπη. Στον Χριστό που έχει την
εξουσία πάνω στα δαιμόνια, πάνω στη φθορά και τη διαφθορά και πάνω σε αυτόν τον
ίδιο τον θάνατο».765

Ο πιστός αντλεί την ελπίδα του από τον Υιό και Λόγο του Θεού που πηρε
ανθρώπινη σάρκα και με τη θυσία του πάνω στον σταυρό χάρισε την ελπίδα στους
ανθρώπους: «Ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι
συγκεκριμένος και δίδει διέξοδο στο τραγικό ανθρώπινο διέξοδο».766 Γι αυτόν τον
λόγο και «ο κάθε αμαρτωλός στρέφει το βλέμμα του προς τον εσταυρωμένο Ιησού κι
από εκεί αντλεί ασφάλεια, παρηγοριά, υπομονή, συγχώρηση, επιείκεια, αγάπη και
προ πάντων ελπίδα για τη ζωή».767 Άλλωστε «ο Θεός που έπλασε το πλάσμα του από
αγάπη, σύμφωνα με την εικόνα της δικής του δόξας δεν το αφήνει να χαθεί, να
πεθάνει».768

Η ελπίδα των χριστιανών στηρίζεται στην εμπειρία ότι ο Χριστός είναι «ἐν
ἡμῖιν καί ἡμεῖς ἐν αὐτῷ»: «Μαζί μας ο Χριστός στο πένθος, μαζί μας στις αρρώστιες,
στις δοκιμασίες, τους διωγμούς, τους κατατρεγμούς, στο περιθώριο, στην
περιφρόνηση, στη φτώχεια. Μαζί μας στους δίκαιους αγώνες μας, μαζί μας στα

763
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 406.
764
Ρωμ. 5:5:«ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει͵ ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ
πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν».
765
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 410 Α΄Ιω. 4:16: «καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν
τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ
ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ»Μτ 12:28: «εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»Ιω. 12:1: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν
Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν»Βλέπε επίσης Δημητρίου Τρακατέλλη, Επισκόπου
Βρεσθένης, Εξουσία και πάθος. Χριστολογικές μελέτες του κατά Μάρκον Ευαγγελίου. εκδ. Δόμος,
Αθήνα 1983.
766
Διακονία Λόγου, σ. 23.
767
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 11 Ωρολόγιο Μέγα, Ευχή Αγίου Ιωαννικίου, σ. 191: «Ἡ ἐλπίς μου
ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι».
768
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 12 Πβ. Ευχολόγιο Μέγα, Νεκρώσιμα ευλογητάρια,σ. 407: «Εἰκών
εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων».

[165]
οράματα, μαζί μας στον θάνατο, για να μας ανασύρει αναστημένους μαζί Του».769
Τελικά «πίσω από όλα και πάνω από όλα γνωρίζουμε ότι υπάρχει η άγρυπνη
παρουσία του Θεού, η πρόνοιά του και η φιλανθρωπία του».770

Ο Απ Παύλος δηλώνει στους Κορινθίους ότι «αν η χριστιανική ελπίδα


περιορίζεται μόνο σε αυτή τη ζωή, τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι απ’όλους τους
ανθρώπους».771 Ο Επίσκοπος υπενθυμίζει ότι αυτή η ελπίδα για τα έσχατα γίνεται
εμπειρία των πιστών μέσα στο ευχαριστιακό Σώμα της Εκκλησίας, όπου το παρελθόν
και το μέλλον γίνεται παρόν: «Από την ώρα που ο άνθρωπος ενσωματώνεται με το
βάπτισμα στο λυτρωτικό Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία, η ζωή του
εισέρχεται στο σταυροαναστάσιμο γίγνεσθαι. Από τη φθορά και τη διαφθορά στην
ανάσταση και από την κένωση του Σταυρού στο φως της Αναστάσεως».772

Η ελπίδα στις ομιλίες συνδυάζεται με την αναμονή των εσχάτων: «Kανείς


δεν μπορεί να ξεφύγει από το έσχατο. Γιατί αυτό είναι το πιο σίγουρο για τον κάθε
άνθρωπο…το παρόν κρατάει μόνο μια στιγμή. Έχει όμως μεγάλη σημασία τούτη η
μια στιγμή για όλους μας, όταν παίρνουμε σωστή στάση απέναντι στα έσχατα».773 Τα
έσχατα εντάσσονται μέσα στο σωτήριο έργο της θείας Oικονομιας, το οποίο βιώνουν
οι πιστοί, διότι όπως Επίσκοπος «Όλοι οι άνθρωποι του κόσμου μέχρι συντελείας του
αιώνα προσλαμβάνονται στο Θεανθρώπινο Σώμα του Υιού και Λόγου του Θεού… .
Όσοι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή την αλήθεια με την πίστη και τη λατρεία
νιώθουν ζωντανά παιδιά του Χριστού».774

Ο Θεάνθρωπος, λοιπόν, είναι η ελπίδα των Χριστιανών που εγγυάται τη


σωτηρία των ανθρώπων,775 διότι «ο ίδιος έγινε διάκονος του ανθρώπου και πλήρωσε
με το αίμα του τα λύτρα, για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τα δεινά του θανάτου και

769
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 198 Ψλμ. 22:1:«Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει».
770
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 90 Α' Ίω 4:16:«Ό Θεός ἀγάπη ἐστί καί ό μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ
ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτώ».
771
Α΄ Κορ. 15:19-20: «εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων
ἀνθρώπων ἐσμέν. Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.».
772
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 238 Κολ 1:5:«διά τήν ἐλπίδα τἠν ἀποκειμένην ὑμῖν ἐν τοῖς
οὐρανοῖς».
773
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 26 Εβρ. 9:27:«καὶ καθ᾿ ὅσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ
ἀποθανεῖν...» Τιτ 2:13:«προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπιδα καί ἐπιφάνειαν ταῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
774
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 26 Κολ. 1:23:«εἴ γε ἐπιμένετε τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καὶ
ἑδραῖοι καὶ μὴ μετακινούμενοι ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ εὐαγγελίου οὗ ἠκούσατε,…».
775
Μαντζαρίδη Γ., Ηθική, σ. 225.

[166]
της αμαρτίας».776 Ὀμως συγχρόνως υπογραμμίζει ότι η προσφυγή στο έλεος και τη
φιλανθρρωπία του Θεού είναι αναγκαία προϋπόθεση: «Χρειάζεται να έχει κανείς
εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού και μοναδική ελπίδα στα αδιέξοδα της ζωής …..η
ελπίδα, η πίστη, η αγάπη είναι γεγονότα εσωτερικά. Είναι διεργασίες της χάριτος του
Θεού μέσα στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, που εκζητεί ακατάπαυστα το έλεος και η
φιλανθρωπία του. Τότε … ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την παρουσία του Θεού».777

Η ελπίδα των Χριστιανών εναποτίθεται στον Τριαδικό Θεό, στην Υπεραγία


Θεοτόκο, τους αγίους και τις ουράνιες δυνάμεις σε όλες τις δυσκολίες της ζωής:
«Είναι τόσο δύσκολη αυτή η πρόσκαιρη ζωή μας, ώστε είναι αδύνατον και να
επιβιώσουμε, αν δε καταφεύγουμε στη σκέπη και την προστασία της αγίας Τριάδος,
της Παναγίας, των αγίων της Εκκλησίας και των αγγέλων του ουρανού. Έχουμε την
ανάγκη από τη ζωοποιό παρουσία του Χριστού κι από τη θεία κοινωνία του παναγίου
Σώματος και του τιμίου Αίματος του».778 Η κατακλείδα του παραθέματος είναι
ενδεικτική του βασικού μηνύματος του Επισκόπου προς τους Χριστιανούς ότι εκείνο
που μας σώζει είναι ο Χριστός που τον κοινωνούμε και ενοικεί στην ύπαρξή μας.

Η ελπίδα δεν σβήνει, παρ΄όλη τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων,


διότι τροφοδοτείται από τον ζωοδότη Χριστό: «συνειδητοποιούμε πως όλα τα
ανθρώπινα είναι μάταια, αυτό δεν σημαίνει πως παραιτούμαστε από τη ζωή. Σημαίνει
ότι σε όλες τις δυσκολίες μας, σε τούτο τον φθαρτό και πρόσκαιρο κόσμο, έχουμε
ελπίδα και πίστη στον Χριστό».779

Η ελπίδα του πιστού στηρίζεται στον αναστημένο Χριστό, όσες κι αν είναι οι


δυσκολίες, δίοτι μέσα στον Σταυρό του Κυρίου κρύβεται και η Ανάσταση: «Ο
Χριστιανός της πίστεως και της αγάπης σε τούτον τον κόσμο της ματαιότητας, της
αμαρτίας και του θανάτου ζη με την προσδοκία της αναστάσεως και όχι του θανάτου.
Για τον Χριστιανό ο πρόσκαιρος σταυρός που σηκώνει μέσα του κλείνει πάντοτε τη

776
Διακονία Λόγου, σ. 89 Μτ 20:28:«ὥσπερ ὁ Υἱός τοῦ άνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ
διακονῆσαι»Γαλ. 3:13: «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν
κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου·ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία τοῦ
᾿Αβραὰμ γένηται ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ἵνα τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πνεύματος λάβωμεν διὰ τῆς πίστεως».
777
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 136.
778
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 170 Πβ. Ωρολόγιο Μέγα, Μεγάλος παρακλητικός κανών, σ. 570:
«Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ ἅγιοι πάντες, μετὰ τῆς
Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμάς» Εκκλ 2:1:«ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ
ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
779
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 211.

[167]
δόξα της αναστάσεως».780 Όποιος εναποθέτει την ελπίδα του στον Χριστό έχει
επίγνωση ότι «Νύχτα – μέρα, στις δυσκολίες μας, στην απόγνωση, στα αδιέξοδα ο
Χριστός στέκει δίπλα μας ως φως, ως ελπίδα, ως ζωή στον πόνο, στα διλήμματα,
στους πειρασμούς, στις αγωνίες και σε αυτόν τον ίδιο το θάνατο».781

Η ελπίδα για την υπέρβαση των αδιεξόδων, που τρέφεται από την παρουσία
του Χριστού, προϋποθέτει καθαρή συνείδηση: «Οι εκλεκτοί τον διάβολο και τους
πειρασμούς τα αντιμετωπίζουμε νικηφόρα, με τη μετάνοιά μας, με αγρυπνία της
συνείδησης και τη ζωογόνο παρουσία του Κυρίου μας, που μας προσφέρει δωρεάν
στη θεία ευχαριστία, στη θεία κοινωνία».782

Η ελπίδα, όμως, λείπει από τους ανθρώπους, όταν περιορίζονται σε τυπικές


εκδηλώσεις και δεν πιστεύον ότι ο Θεός είναι διαρκώς παρών. Ο Επίσκοπος
επισημαίνει με νηφάλιο και ευγενή τρόπο την έλλειψη εμπιστοσύνης και
ενδεχομένως την υποκρισία: «Στη ζωή των Χριστιανών πιθανόν πολλοί να προσέχουν
εξωτερικά σημεία και τύπους, αλλά δεν κατανοούν σοβαρά το πρόσωπο του
Χριστού. Γι αυτό και σε στιγμές πειρασμού τα χάνουν. Παραδέχονται τον Ιησού σαν
μεγάλη ιστορική προσωπικότητα, αλλά δεν τον νιώθουν ότι είναι παρών μέσα στην
ύπαρξή τους, ότι γνωρίζει όλα τα προβλήματά τους και ότι είναι έτοιμος να ακούσει
την προσευχή μας».783

Ο Επίσκοπος, συζητώντας εικονικά με εκείνους που άκουγαν τα κηρύγματά


του και με εκείνους που τα μελετούν, με ποιμαντική αγωνία καταλήγει: «Δεν
μπορούμε τις καταιγίδες του παρόντος κόσμου να τις αντιμετωπίσουμε νικηφόρα, αν
δεν νιώθουμε διαρκώς πιασμένοι από το παντοδύναμο χέρι του Θεού».784 Στη ζωή

780
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 14Ιω. 17:1:«ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τόν υἱόν, ἴνα καί ὁ υἱός
σου δοξάση σε» Ιω. 12,28: «πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ·
καὶ ἐδόξασα και πάλιν δοξάσω».
781
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 177 Ψλμ. 54:18:«ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας
διηγήσομαι καὶ ἀπαγγελῶ, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου».
782
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 174Μτθ. 26:41: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ϊνα μη είσέλθητε
είς πειρασμόν».
783
Διακονία Λόγου, σ. 87 Ψλμ. 7:10:«συντελεσθήτω δή πονηρία ἁμαρτωλῶν, καί κατευθυνεῖς δίκαιον,
έτάζων καρδίας και νεφρούς ὁ Θεός»Μτθ. 8:25-26:«…Κὐριε, σῶσον ἡμᾶς. ἀπολλύμεθα. Και λέγει
αὐτοῖς, τί δειλοί ἐστέ, ὀλιγόπιστοι;».
784
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 105 Ψλμ. 30:2-3:«ἐπί σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς
τὸν αἰῶνα· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με. κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου, τάχυνον τοὺ
ἐξελἐσθαι…».

[168]
του χριστιανού «λάμπει μια ακτίνα φωτός μέσα στα σκοτεινά αδιέξοδα. Από κάπου
μάς έρχεται η ελπίδα, κάποιος μάς προσφέρει αναπάντεχη βοήθεια».785

2. Η ΝΗΣΤΕΙΑ

Ο Επίσκοπος μεταφέρει στο εκκλησίασμα τη θεμελιώδη διδασκαλία της


Εκκλησίας για τον πνευματικό χαρακτήρα της νηστείας και την αναγκαιότητά της
μαζί με την προσευχή για την εκδίωξη των διαμόνων και την πνευματική προκοπή
των πιστών. Ο Χριστός, μετά τη θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα, ήταν
σαφής προς τους μαθητές του: «τοῦτο δέ τό γένος οὐκ έκπορεύεται εἰ μή ἐν
προσευχῇ καί νηστείᾳ».786 Στην περίοδο του Τριωδίου η Εκκλησία με την υμνολογία
αναλύει το πνεύμα της νηστείας, που αναφέρεται στην εγκράτεια από τα βρώματα και
τα ποικιλόμορφα πάθη. Χαρακτηριστικά, αντανακλώντας τη διδασκαλία του
Μεγάλου Βασιλείου για τη νηστεία, προτρέπει τους πιστούς: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ
ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους…Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον, τῷ
Κυρίῳ· ἀληθής νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ
ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καί ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια,
νηστεία ἐστίν, αληθής καί ευπρόσδεκτος…Νηστείαν οὐκ ἀποχήν βρωμάτων μόνον
τελέσωμεν, ἀλλά παντός ὑλικοῦ πάθους.

Ο Επίσκοπος, ακολουθώντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας, κηρύττει: «Η


Εκκλησία μας καθιερώνει τη νηστεία, για να αυτοκυριαρχούνται οι άνθρωποι και να
έχουν μέτρο στις επιθυμίες και στις ενέργειές τους»,787 «ασκούμαστε με τη θέλησή
μας, για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για τις δωρεές του Θεού».788

Κατά την ασκητική παράδοση που θέλει τη νηστεία παθοκτόνο και όχι
σωματοκτόνο ή ψυχοκτόνο, ο ομιλητής διευκρινίζει ότι η νηστεία «δεν είναι άρνηση
στις στοιχειώδεις ανάγκες του σώματος μας, αλλά είναι άσκηση αγάπης στον
συνάνθρωπο, άσκηση λατρείας στο όνομα του Κυρίου μας».789 Οπωσδήποτε «η

785
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 406 Α΄Πε 1:21:«ὥστε την πίστιν ϋμῶν καί τήν ἐλπίδα εἶναι
πρός Θεόν».
786
Μτ 17:12: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε, καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα
ἠθέλησαν· οὕτω καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ᾿ αὐτῶν».
787
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 61.
788
Διακονία Λόγου, σ. 216.
789
Προς Οικοδομήν της Χρειας, σ. 230.

[169]
τροφή και τα καταναλωτικά αγαθά είναι απαραίτητα στην επιβίωση. Χρειάζεται,
όμως, μέτρο στις ανάγκες»,790 Με μία ερώτηση προς τους ακροατές συνεχίζει τον
συλλογισμό, για να τους οδηγήσει να σκεφτούν πως ακόμη και αυτή η αναγκαία η
τροφή δεν επαρκεί για την πνευματική καλλιέργεια: «αν ήταν αρκετό μόνο το
φαγητό, μόνοι οι επίγειοι θησαυροί και η διαβίωσή μας μέσα στην οργανωμένη
κοινωνία, τότε ποιος ο λόγος να γίνει άνθρωπος ο Θεός;»791 Η απάντηση έρχεται από
τον ίδιο κι έχει σχέση με το τελικό αποτέλεσμα της άσκησης:«νηστεύουμε όχι μόνο,
για να μην πέφτουμε στις παγίδες του πονηρού, αλλά κυρίως για να ανοιγόμαστε
ολοένα και περισσότερο στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου ο μετανοημένος
άνθρωπος βρίσκει τη δικαίωσή του από το Σωτήρα Χριστό».792

Για τις καθιερωμένες νηστείας μέσα στην εβδομάδα και τις σαρακονθήμερες
νηστείες μέσα στο λειτουργικό έτος υπενθυμίζει την ανάμνηση της θυσίας του
Χριστού αλλά και τον νηπτικό τους χαρακτήρα: «η Εκκλησία μάς θυμίζει…κάθε
Τετάρτη και Παρασκευή…την καταδίκη και τη σταύρωση του Κυρίου μας».793
«Σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και πριν από το Πάσχα, με τη νηστεία μάς
αφυπνίζει από τον πνευματικό λήθαργο και μάς διευκολύνει να εμβαθύνουμε στα
σωτήρια γεγονότα».794

Και ποια είναι η πραγματική νηστεία με τα λόγια του Επισκόπου;

Η αληθινή νηστεία, δεν οδηγεί σε ψυχικές νευρώσεις ούτε σε φαριασϊσμό:


«δεν αφορά την αποχή μόνο από ορισμένες τροφές αλλά και από τόσα άλλα
πράγματα, που επαυξάνουν την εγωπάθεια, τη ματαιοδοξία και την αυτάρκεια. Αλλά
μήτε που είναι η σωστή νηστεία εγκράτεια νευρικής φύσεως, που απομονώνει την
ψυχή και την εγκλωβίζει σε έναν σκληρό και άχαρο επιτιμητικό

790
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 234.
791
Προς Οικοδομήν της Χρειας, σ. 230 Δτ. 8:3: «καὶ ἐκάκωσέ σε καὶ ἐλιμαγχόνησέ σε καὶ ἐψώμισέ σε
τὸ μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ
ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος.»Μτθ.
4:4: «Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· γέγραπται, οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι
ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ».
792
Διακονία Λόγου, σ. 77.
793
Διακονία Λόγου, σ. 216.
794
Διακονία Λόγου, σ. 216.

[170]
φαρισαϊσμό».795Υπάρχουν, άλλωστε, «ορισμένοι Χριστιανοί που καυχώνται γιατί
νηστεύουν και που κατακρίνουν όσους δεν νηστεύουν…».796

Όποιος, όμως, δεν τρώγει ορισμένα φαγητά, γιατί νηστεύει, δεν θα πρέπει να
τρώγει τους άλλους μήτε τον ίδιο του τον εαυτό: «δεν πρέπει να κατατρώγει τους
άλλους με τη ζήλια, το φθόνο, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Ή ακόμα τον ίδιο
τον εαυτό του με την μεμψιμοιρία».797 Αντιθέτως «χρειάζεται εγκράτεια και
αυτοκυριαρχία στα λόγια μας, στα νεύρα μας, στις απαιτήσεις μας».798

Η νηστεία έχει κοινωνική διάσταση και συνδέεται με την ελεημοσύνη. Ο


Επίσκοπος, έχοντας υπόψη του τον προφήτη Ησαϊα Ησαΐας και τον ιερό
Χρυσόστομο, τονίζει με ρεαλιστικό τρόπο ότι «η νηστεία συνδέεται με τη
φιλανθρωπία. Αυτό έχει αξία και ωφελεί. Διότι ό,τι είναι παραπανίσιο και βλάπτει
εκείνους που το προσλαμβάνουν, ωφελεί και είναι σωτήριο για εκείνους που
παντελώς το στερούνται».799

Αντιθέτως, «Ο κοιλιόδουλος υπηρετεί καθαρά τον ατομισμό του, μια και


μοναδικός σκοπός είναι να τέρπει το λάρυγγά του και να τρέφει την κοιλιά του. Το
ίδιο εγωπαθής είναι και εκείνος, ο οποίος κατατρώγει τους άλλους με τα πικρά και
σκληρά του λόγια ή με τις συνεχείς απαιτήσεις του».800 Τελικά, με συναίσθηση της
πραγματικότητας για την έλλειψη εγκράτειας από το φαγητό και τα χρήματα που
δαπανώνται για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, επισημαίνει: «καταντά
κοιλιοδουλία και περίσσιο σωματικό βάρος, ώστε να φτάνουν στο σημείο να
καταβάλλονται και τεράστια ποσά για να αποβληθεί».801

Το μήνυμα για τη νηστεία είναι σαφές. Περιλαμβάνει την αναγκαιότητα του


φαγητού για την επιβίωση, την αναγκαιότητα της νηστείας για την απελευθέρωση
από την τυραννία του ενσίκτου και της σάρκας και έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα:
«Το φαγητό είναι απαραίτητο για την επιβίωσή μας και δεν μπορεί να είναι

795
Διακονία Λόγου, σ. 77Λκ 18:11-12:« εύχαριστῶ σοι ὅτι ούκ είμί ὥσπερ οἱ λοιποί ταῶν
ανθρώπων…νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου».
796
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 236 Ρωμ. 14:3:«ὁ ἐσθίων τόν μή ἐσθίοντα μη έξουθενείτω.
Και ὁ μη ἐσθίων τον ἐσθίοντα μη κρινέτω».
797
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 234. Γαλ 5:15:«Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε,
βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε».
798
Σταυροαναστάσιμα μηνύματα, σ. 61.
799
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 236.
800
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 62.
801
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 234.

[171]
αυτοσκοπός».802 Αληθινή νηστεία «είναι εκείνη που γίνεται για τον Χριστό. Αυτό
σημαίνει ότι η σάρκα μας χρειάζεται έλεγχο. Γιατί είναι αμαρτία να παραδίδεται ο
άνθρωπος στις απαιτήσεις του ενστίκτου του, όταν ο Θεάνθρωπος Χριστός, με τη
θυσία του και την ανάστασή του, τον απολυτρώνει από την τυραννία της σάρκας».803

3. Η ΑΓΑΠΗ

Μέσα από τα κείμενα μεταφέρεται προς όλους όσοι διαβάζουν τα κηρύγματα


του επισκόπου η κεντρική ιδέα του ευαγγελίους πως: «Ο Θεός είναι αγάπη. Κι όποιος
ζει μέσα στην αγάπη, ζη μέσα στον Θεό και ο Θεός μέσα σε αυτόν».804

Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό, η θυσιαστική αγάπη
του Θεού προς τον άνθρωπο και η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό που
εκδηλώνεται με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο διαποτίζει όλο το ομιλητικό έργο
που μελετήσαμε.

Ο Επίσκοπος κηρύττει την αγάπη αυτή, στηριγμένος στη Γραφή και την
πατερική σκέψη, με ζωντανό κι εύληπτο λόγο και πάθος, ώστε το εκκλησίασμα να
αφυπνιστεί και να συνειδητοποιήσε τις διαστάσεις αυτής της αγάπης για τη ζωή του.

Το ερώτημα που θέτει στο εκκλησίασμα είναι παντοτε επίκαιρο και η


απάντηση που ο ίδιος δίνει απηχεί τη διδασκαλία της Εκκλησίας και τη βιωματική
εμπειρία των πιστών: «Και τί είναι ο Θεός μας αδελφοί; Είναι όλος αγάπη».805
Συνεχίζει στηριγμένος στην πατερική αποφατική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία
ο Θεός δεν συλλαμβάνεται με τον νου, όμως ο ίδιος αποκαλύπτεται στους
ανθρώπους: «Ο Θεός μας αποκαλύπτεται ως αγάπη και το μόνο που μπορούμε να
συλλάβουμε από τον ακατάληπτο και απερινόητο Θεό μας είναι η αγάπη του».806

802
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ.236.
803
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 164Ρωμ. 7:24:«Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος• τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ
σώματος τοῦ θανάτου τούτου;».
804
Α΄ Ιω. 4:16:«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγαπη ἐν τῷ Θεῷ μένει».
805
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 265 Ιω. 17:23:« ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι
εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας».
806
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 369 Α΄Ιω. 4:8:«ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς
ἀγάπη ἐστί».

[172]
Σε άλλη ευκαιρία εξηγεί: «Ο Θεός είναι ένας. Είναι απρόσιτος, ασύλληπτος,
αδιαίρετος, άχρονος, αχώρητος… Είναι Θεός που αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού …και πλεόν η αναφορά μας είναι ο Θεός του ελέους της αγάπης της
φιλανθρωπίας της άκρας συγκατάβασης».807 «Ο Θεός μας είναι αστείρευτη πηγή
αγάπης και συγνώμης, που προσφέρεται και υπηρετεί δωρεάν όλους, δικαίους και
αδίκους. Και εκείνους που τον αγαπούν και εκείνους που τον υβρίζουν».808

Οι άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν το μέγεθος της αγάπης του Θεού για


τον άνθρωπο.809 Παρ’΄όλα αυτά «η αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους είναι
απεριόριστη και δεδομένη. Τίποτα δεν μπορεί να ελαττώσει την αγάπη του, την
εμπιστοσύνη του, τις δωρεές του. Ο Θεός μας είναι απύθμενη, ατελεύτητη,
απρόσμετρητη αγάπη».810

Στις ομιλίες ακούμε επιγραμματικά τις βασικές αρχές του χριστολογικού


δόγματος για τον ένσαρκο Λόγο και την αγάπη του Θεού, όπως αποκαλύφτηκε στο
πρόσωπό του. Εμφανής στόχος η αποφυγή αφηρημένης θεώρησης περί αγάπης και
Θεού: «Η αγάπη του Χριστού δεν είναι αφηρημένες έννοιες ή θεωρητικές αντιλήψεις.
Το έλεος, η φιλανθρωπία και η αγάπη δεν είναι απρόσωπα, είναι ο Υιός και Λόγος
του Θεού που έγινε άνθρωπος και σαρκώνει την αγάπη, εκφράζει το άπειρο έλεος του
Θεού, τον απερίγραπτο πλούτο της αγάπης του».811 Γι αυτό ως συχνή επωδός στα

807
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 78Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιω Χρυσοστόμου,
Ευχή της αναφοράς, σ. 62:«Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν… Σὺ
γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὢν ὡσαύτως ὤν· σὺ καὶ ὁ
μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον...»Βλ. Ἰωάνου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς
τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 14, PG94, 860ΑΒ: «Τό ἄκτιστον, τό ἄναρχον, τό ἀθάνατον καί ἀπέραντον καί
αἰώνιον, τό ἄυλον, τό ἀγαθόν, τό δημιουργικόν, τό δίκαιον, τό φωτιστικόν, τό ἄτρεπτον, τό ἀπαθές, τό
ἀπερίγραπτον, τό ἀχώρητον, τό ἀπεριόριστον, τό ἀόριστον, τό ἀσώματον, τό ἀόρατον, τό ἀπερινόητον,
τό άνενδεές, τό αὐτοκρατές καί αὐτεξούσιον, τό παντοκρατορικόν, τό ζωοδοτικόν, τό παντοδύναμον,
τό ἀπειροδύναμον, τό ἁγιαστικόν καί μεταδοτικόν, τό περιέχειν καί συνέχειν τά σύμπαντα καί πάντων
προνοεῖσθαι».
808
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 193.
809
Σωφρονίου (αρχιμ.), Οψόμεθα, σ. 325.
810
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 186.
811
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 85Γρ. Θεολόγου, Λόγος περί τῆς ἀγάπης τῶν πτωχῶν,PG35,
860 CD:«Καλόν ἡ φιλανθρωπία·και μάρτυς ὁ αὐτός Ἰησοῦς, οὐ ποιήσας μόνον τόν ἄνθρωπον ἐπ ̓
ἔργοις ἀγαθοῖς, καίτήν εἰκόνα τῷ χοῒ συζεύξας ὁδηγόν τῶν καλλίστων, και τῶν ἄνω πρόξενον, ἀλλά
και γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν ἄνθρωπος».

[173]
κηρύγματα που μελετήσαμε απαντά η βεβαιότητα ότι «η αγάπη, η συγγνώμη και η
φιλανθρωπία είναι πλέον μια πραγματικότητα με σάρκα και οστά»812

Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας ο Θεός είναι αγάπη, ομοούσια και


αδιαίρετη κοινωνία αγάπης τριών προσώπων, τριών υποστασεων. 813
Ο Επίσκοπος
διδάσκει με πατερική ορολογία και με απλές προτάσεις μυστήριο της Αγίας Τριάδος,
πάντοτε με στόχο να καταδειχτεί η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους με το
μυστήριο της θείας οικονομίας. Ο στόχος είναι να πληροφορηθούν ή να ανακαλέσουν
τα θεμελιώδη της πίστεως, τα οποία δεν είναι πάντοτε γνωστά, παρ’΄ολον ότι στις
ευχές της θείας λειτουργίας γίνεται αναφορά σε όλη τη θεολογία της Εκκλησίας.
Όμως οι ευχές πα΄ντοτε δεν αναγινώσκονται εις επήκοον ούτε η γλώσσα τους είναι
κατανοητή και πολλές φορές το Σύμβολο της Πίστεως που περιέχει κωδικοποιημένη
την Τριαδολογία και τη Χριστολογία απαγγέλλεται μηχανικά.

Διδάσκει, λοιπόν, για την Αγία Τριάδα και την περιχώρηση της αγάπης: «Τρία
τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλα ένας ο Θεός. Και τα τρία πρόσωπα χωρούν το
ένα μέσα στο άλλο με το σύνδεσμο της ειρήνης και της αγάπης».814 Σε άλλη ευκαιρία
επανέρχεται, για να αναλύσει την

Τριαδικότητα του Θεού, όπως οι πιστοί, ενδεχομένως, να την


προσλαμβάνουν και από την υμνολογία της Εκκησίας: «Ο Θεός αδελφοί είναι ένας.
Είναι απρόσιτος, ασύλληπτος, αδιαίρετος, άχρονος, αχώρητος. Είναι Θεός που
αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως απεριόριστη αγάπη και φιλανθρωπία. Η αγάπη
του Θεού μοιράζεται σε τρία διαφορετικά πρόσωπα, τρείς υποστάσεις. Τα τρία
πρόσωπα έχουν την ίδια ουσία, αλλά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Εμείς
προσκυνούμε τον Πατέρα που είναι άναρχος, τον Υιό που είναι συνάναρχος με τον
Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα που είναι συνάναρχο και με τον Πατέρα και με τον Υιό.
Ο Θεός μας είναι τρισυπόστατος, αλλά είναι ένας».815

812
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 169.
813
Μαντζαρίδη Γ., Θεολογία, σ. 93.
814
Διακονία Λόγου, σ. 106Ιω. 4:11:«πιστεύετέ μοι ὅτι έγώ έν τῷ πατρί και ὁ πατήρ έν ἐμοί»Α΄ Κορ.
2:10:«ἡμῖν δέ ὁ Θεός ἀπεκάλυψε διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ ΄ τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη
τοῦ Θεοῦ» Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Πρός τόν Ἐπίσκοπον δῆθεν τοῦ Δαραίας τόν Ἰακωβίτην οη’,PG
94,1476 A-B:«Εἷς γἀρ Θεός, ἐπειδή μία Θεότης, οὐ τρεῖς δε θεοί, ὥσπερ τρεῖς ἄνθρωποι, ούδέ γάρ
ουσίᾳ τέμνονται, οὐ δυνάμει χωρίζονται, οὐ τόπῳ, οὐκ ἐνεργείᾳ, οὐ βουλήσει μερίζονται, ἀνεκφοιήτως
ἔχοντες τήν ἐν ἀλλήλοις ἵδρυσίν τε καί περιχώρησιν».
815
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 254 Πβ. Παρακλητική,Αναστάσιμο απολυτίκιο ήχου πλαγίου
α’, σ. 238: «Τον συνάναρχον Λόγον πατρί και Πνεύματι…» Πεντηκοστάριο, Δοξαστικό Εσπερινού

[174]
Η αναφορά στον ασύλληπτο Τριαδικό Θεό και στην εμπειρία της αγάπης του
καταλήγει επιγραμματικά ως εξής: «πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό, τη μια θεότητα
με τις τρείς υποστάσεις, από την οποία το μοναδικό χαρακτηριστικό που
συλλαμβάνουμε είναι η αγάπη».816

Ο Θεός αποκαλύφτηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και εμείς τον
γνωρίζουμε με τη λατρεία προς τον ίδιο και την αγάπη προς τον κάθε ξεχωριστό
άνθρωπο:«Οι χριστιανοί λατρεύουμε τον Θεό…είναι ο προσωπικός Θεός της αγάπης,
που γίνεται τόσο πιο κοντινός σε εμάς, όσο εμείς τον ομοιάζουμε και τον
ακολουθούμε στην αγαπη…τον σεβασμό σε κάθε άνθρωπο αδιακρίτως».817 Ο
αποδέκτης της αγάπης μας αποτελεί μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Διότι, όπως
παρατηρεί ο ομιλητής, ο Χριστός τους ανθρώπους «δεν τους αντιμετωπίζει σαν ένα
πολτοποιημένο σύνολο οπαδών, αλλά σαν ξεχωριστές προσωπικότητες».818 Και
καταλήγει: «Ο Θεός προσφέρθηκε σε όλους τους ανθρώπους ἀνευ ὀρων και
προϋποθέσεων. Εμείς αντί να προσκυνούμε έναν Θεό αγάπης, θυσίας και
συμφιλίωσης, τον φανταζόμαστε κακό και εκδικητικό».819

Το μυστήριο της θείας Οικονομίας φανερώνει ότι η αγάπη του Θεού είναι
θυσιαστική. Ο ομιλητής υπενθυμίζει στο εκκλησίασμα τα στάδιά της: «Η αγάπη
ξεκινά από τον Θεό, γεννήθηκε στην ταπεινή φάτνη και κορυφώθηκε στην
περιφρόνηση του σταυρού και τη δόξα της αναστάσεως».820 Σε μία άλλη ευκαιρία και
πάλι σχολιάζει με έμφαση την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού που πήρε
ανθρώπινη σάρκα: «Δεν προσλαμβάνει ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός τον
άνθρωπο και γίνεται ο ίδιος άνθρωπος, γίνεται ένα με τον άνθρωπο και υφίσταται

Αγίου Πνεύματος, σ. 232: «Δεῦτε λαοί, τὴν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, Υἱὸν ἐν τῷ
Πατρί, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι· Πατὴρ γὰρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν, συναΐδιον καὶ σύνθρονον, καὶ
Πνεῦμα ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί, σὺν Υἱῷ δοξαζόμενον, μία δύναμις, μία οὐσία, μία Θεότης, ἣν
προσκυνοῦντες πάντες λέγομεν·…».
816
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 346.
817
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 244.
818
Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 41 Λκ. 19:10:«ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί
σῶσαι τό ἀπολωλός».
819
Πως θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 51Ρωμ. 5:6-10: «ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν ἔτι
κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ
τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν· συνίστησιν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν
ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ
σωθησόμεθα δι΄ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ
υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ».
820
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 169.

[175]
μαζι του όλα τα μαρτύρια …».821 Διότι ο ίδιος υπέστη όλο το μαρτύριο του Σταυρού
για τη σωτηρία των ανθρώπων: «Ο Χριστός είναι η αγάπη. Η απεριόριστη αγάπη που
αδαπάνητα προσφέρεται στους ανθρώπους. Η σταυρωμένη αγάπη ανασύρει τους
ανθρώπους από τον θάνατο και τους οδηγεί στη δόξα της αναστημένης παρουσίας
του Κυρίου».822

Η αγάπη του Θεού απευθύνεται σε δίκαιους και αμαρτωλούς, κινείται


ελευθερα προς τον άνθρωπο χωρίς προσωποληψία. Ο Επίσκοπος, αναφερόμενος στην
παραβολή το ασώτου υιού,823 σχολιάζει: «Αυτό είναι το μεγαλείο της ελευθερίας του
Θεού Πατέρα, η μεγαλωσύνη της ελευθερίας της αγάπης, της ανευ όρων αγάπης. Ο
Θεός Πατέρας και τον άσωτο υιο δέχεται και τον πρεσβύτερο δεν καταριέται για τη
στενόκαρδη στάση του».824 Πρώτος ο Θεός εκδηλώνει την αγάπη του, «διοτι ο
Χριστός πρώτος μας αγάπησε και εκείνος σήκωσε το ασήκωτο φορτίο του σταυρικού
θανάτου, για να μας οδηγήσει στη ζωή που δεν γνωρίζει τέλος».825 Η αγάπη του Θεού
ολοκληρώνεται με τη σταυρική θυσία, η οποία έχει σωτήρια αποτελέσματα για όλο
το ανθρώπινο γένος. Με μία κινητική εικόνα και αντιθέσεις ο Επίσκοπος
παραστατικά εξηγεί: «Κινείται ο Θεάνθρωπος συνεχώς, για να συναντήσει ο Θεός
τον άνθρωπο και ο άνθρωπος τον Θεό και τον συνάνθρωπο στο πρόσωπο του
Χριστού. Ο Κύριος ταπεινώνεται αναζητώντας τον πλανεμένο άνθρωπο και
ανεβαίνει, ανυψώνεται στον Σταυρό, για να μπορούμε όλοι εμείς να τον
βλέπουμε».826 Σε άλλη συνάφεια ο Επίσκοπος στην άκρα ταπείνωση το Χριστού
ανφέρεται και στον νιπτήρα που προηγήθηκε του Σταυρού: «ο Θεός πρώτος
συγκαταβαίνει πλησιάζει τον άνθρωπο και γίνεται δούλος του, μέχρι που να πλύνει τα
πόδια των μαθητών του, να συγχωρεί και να λύνει από τα δεσμά της αμαρτίας
αναβαίνοντας στον Τίμιο Σταυρό».827 Ο πιστός που αναγνωρίζει την άκρα ταπείνωση
του Χριστού «ανταποδίδοντας λατρεύει το Θεό που γίνεται άνθρωπος και δέχεται

821
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 99.
822
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 28.
823
Λκ 15:20, 32.
824
Διακονία Λόγου, σ. 210.
825
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 28.
826
Διακονία Λόγου, σ. 144 Λκ 19:10: «ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ
ἀπολωλός».
827
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 71 Μηναίον Δεκεμβρίου, Κανών αγίων νηπίων, ωδή δ’ σ.
453: «Ἰδοῦσαι Κύριε, τὴν ἐν Σπηλαίῳ σου, συγκατάβασιν τάξεις Ἀγγελικαί, φόβῳ ἐξεπλάγησαν, καὶ
διανύμνησαν Χριστέ, τὸ ἀνείκαστόν σου ἔλεος» Τριώδιο, Εγκώμια επιταφίου θρήνου, στάσις α’, σ.
473:«Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο συγκατάβασιν
δοξάζουσαι τὴν σήν. Ἡ ζωὴ πῶς θνῄσκεις;».

[176]
τους εμπτυσμούς, τις ύβρεις, τους εμπαιγμούς και αυτόν ακόμη το σταυρό για να
σώσει τον καθένα πιστό από τη φθορά και το θάνατο».828

Με μία άλλη διατύπωση για τη λύτρωση από τον θάνατο, ο Επίσκοπος


χρησιμοποιεί τις λέξεις ταπείνωση και εξύψωση, που έχουν αντίθετη σημασία, αλλά
στο λεξιλόγιο της θείας οικονομίας και οι δύο σημαίνουν τη σωτηρία , την οποία
προσφέρει ο Χριστός, «που αγαπά τα παιδιά του μέχρι που ο ίδιος ταπεινώνεται για
να τα εξυψώσει. Γίνεται δούλος δικό μας μέχρι να πεθάνει πάνω στο σταυρό για να
μας ελευθερώσει από την αμαρτία και το θάνατο».829 Αλλού, πάλι, απαριθμώντας τις
ενέργειες του Θεού, που περιλαμβάνονται στο σχέδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου,
περιγράφει ποιο είναι το κορυφαίο θαύμα της αγάπης του Θεού: «Η δημιουργία του
κόσμου και του ανθρώπου είναι το θαύμα της αγάπης του Θεού. Ακόμα μεγαλύτερο
θαύμα είναι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, ο σταυρός, ο τάφος, η
τριήμερος ανάσταση, η ανάληψη στους ουρανούς, η ημέρα της Πεντηκοστής, όλο το
μυστήριο της άπειρης αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο».830

Ο θεός ο Δημιουργός του κόσμου, ο Κύριςο των δυνάμεων που


αποκαλύφτηκε ως Θεός της αγάπης που πάσχει για την εικόνα του τον άνθρωπο. Στις
ομιλίες διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Ο δικός μας παντοδύναμος Θεός δεν εκδικείται
τον προδότη ούτε στέλνει κεραυνούς να κάψει τον βλάσφημο, αλλά πάσχει για το
παιδί του που πλανήθηκε. Κι έχει τόσο μεγάλη αγάπη και τέτοιο θείο έρωτα για την
αμαυρωμένη εικόνα του, ώστε να γίνει και ο ίδιος άνθρωπος».831 Αυτή η αγάπη του
Θεού είναι απροσμέτρητη και αγκαλίαζει όλο το γένος των ανθρώπων, χωρίς καμία
διάκριση: «Η αγάπη του Θεού προσφέρεται σε όλους. Δικαίους και αδίκους.
Πλούσιους και φτωχούς. Λευκούς και έγχρωμους. Είναι μία απεριόριστη,
απροκατάληπτη, απύθμενη αγάπη, που δωρίζεται από τον Θεό σε όλους ανεξαρτήτως
τους ανθρώπους».832

Σε μία άλλη ενότητα με ευχαριστιακή προοπτική στην απύθμενη αγάπη του


Χριστού που θυσιάζεται για τον άνθρωπο προστίθεται και το χαρακτηριστικό
828
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 145.
829
Διακονία Λόγου, σ. 71.
830
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 130.
831
Διακονία Λόγου, σ. 152 Ωρολόγιο Μέγα, Ακολουθία θείας Μεταλήψεως, σ. 518: «"Έθελξας πόθῳ
με, Χριστέ, καί ήλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι, ἀλλά κατάφλεξον πυρί ἀϋλω τάς ἁμαρτίας μου, καί
ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοί τρυφῆς καταξίωσον…».
832
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 130 Μτθ. 5:45:«ὅπως γένησθε υἱοί τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν
οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους

[177]
αδαπάνητη: «Ο Χριστός, όπως το λέμε και το αναφέρουμε στη Θεία Λειτουργία,
πάντοτε εσθίεται και μηδέποτε δαπανάται. Κι ο Χριστός είναι «αγάπη»! Να λοιπόν
που η αγάπη τρώγεται. Είναι το «μάννα», που κατέρχεται από τον Ουρανό στην
έρημη από αγάπη γη, για να καταστήσει τον ερημικό και μοναχικό άνθρωπο
κοινωνικό».833

Η αγάπη του Θεού είναι κενωτική και θυσιαστική και η ανταπόκριση του
ανθρώπου είναι η λατρεία προς τον Θεό και αγάπη προς τον πάσχοντα πλησίον. Οι
άνθρωποι ξεκινούν αγαπώντας τον εαυτό τους, τους φίλους τους και τους εχθρούς
τους και η πορεία αυτή καταλήγει στην τελειότερη μορφή που είναι η αγάπη προς τον
Θεό.834 Η αληθινή αγάπη μεταξύ των ανθρώπων ακολουθεί την περιχώρηση της
αγάπης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδοςκαι γι’ αυτό τον λόγο κύριο
χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η ανιδιοτέλεια.835

Ο Επίσκοπος διδάσκει στο εκκλησίασμα με απλά λόγια την πορεία της θείας
αγάπης και τους αποδέκτες της, τονίζοντας την προσωπική ελευθερία για την
αποδοχή της αγάπης του Θεού, από την οποία εξαρτάται και η στάση απέναντι στους
άλλους ανθρώπους: «Ο Θεός διαρκώς μας αγαπά και δική μας τροφή είναι να
δεχόμαστε διαρκώς αυτή την αγάπη του και να την ανταποδίδουμε με την δική μας
αγάπη προς όλους φίλους και εχθρούς. Η αγάπη είναι εκείνη που τρέφει και
ικανοποιεί βαθύτατα τον άνθρωπο και η αγάπη είναι εκείνη που τον ανανεώνει»,836
διότι «η ανευ όρων αγάπη προς τον Θεό οδηγεί στην απροκάληπτη αγάπη προς το
συνάνθρωπο».837

Με μία άλλη διατύπωση ο κήρυκας εξηγεί τί είναι αγάπη με βάση τις σχέσεις
προς τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, όπου κυριαρχεί η συγχώρηση: «αγάπη
είναι να γίνεσαι δέκτης της συγγνώμης και συγχώρησης και αγάπης του Θεού και
συγχρόνως αγαθός δότης της συγγνώμης και συγχώρησης και αγάπης στον
συνάνθρωπο που την έχει ανάγκη».838 Απευθυνόμενος σε β΄ενικό πρόσωπο προς ένα
εικονικό συνομιλητή του τονίζει την κίνηση, την αποδοχή και την αναμετάδοση της

833
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179.
834
Βελιμίροβιτς Ν., Αργά, σ. 94 Μτθ. 22:37-39:"Αγαπήσεις… τον πλησίον σου ως σεαυτόν".
835
Γ. Μαντζαρίδη, Θεολογία, σ. 197.
836
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 86Ψλμ. 115:3:«Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων,
ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;».
837
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 354.
838
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179.

[178]
αγάπης και προ παντων πόσο αναγκαίο είναι «το να συνειδητοποιείς, δηλαδή, την
προς σε αγάπη του Θεού και να την αποδέχεσαι ευγνώνομα και στη συνέχεια να την
προσφέρεις ως αντιδώρημα κυρίως στον κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού
πλασθέντα άνθρωπο, κατ’εξοχήν πληρωτικό γεγονός του ανθρώπο».839

Οπωσδήποτε, αν γινόταν αντιληπτή η σπουδαιότητα αυτής της αγάπης, τότε


οι άνθρωποι θα ήταν σε θέση να την προσφέρουν σε όλους ακόμα και στους εχθρούς
τους.840 Ο ομιλητής, με κριτική διάθεση, δεν αποφεύγει να συζητήσει με το
εκκλησίασμα αυτό που πραγματικα΄συνήθως συμβαίνει, δηλαδή τα προφανή αίτια
που εμποδίζουν την αποδοχή και την αντιπροσφορά της ανιδιοτελούς αγάπης: «Γιατί
εκείνο που κυριαρχεί στις ανθρώπινες σχέσεις είναι το «εγώ», το ατομικό συμφέρον
και η ιδιοτέλεια. Παρ όλο που η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο είναι η
προϋπόθεση για την πληρότητα της ψυχής μας, την ισορροπία στις σχέσεις μας και
την πρόοδο στην κοινωνία μας, εκείνο που επικρατεί συνηθέστερα είναι η τάση
επιβολής, το αίσθημα υπεροχής, η αλαζονεία της εξουσίας και ο ακόρεστος
πλουτισμός».841 Όμως, όπως συνεχίζει, η αγάπη είναι εγγενής στον άνθρωπο, είναι
δώρο του Θεού της αγάπης και όσο περισσότερο την προσφέρουν οι πιστοί τόσο
πολλαπλασιάζεται: «Η αγάπη είναι το πνεύμα ζωής, που έχει μέσα του κάθε
άνθρωπος. Είναι από τον Θεό δοσμένο να αγαπάμε, να δίνουμε, να προσφέρουμε. Κι
όσο περισσότερα δίνουμε, εκατονταπλάσια παίρνουμε».842

Και πάλι σε α΄πληθυντικό πρόσωπο εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι η φροντίδα


για τον πάσχοντα είναι το αντίδωρο που προσφέρουμε για την ευσπαλχνία του Θεού
για μας τους ιδιους, χωρίς να αποθαρρυνόμαστε από αρνητικές συμπεριφορές:
«σημείο αναφοράς της δικής μας ευσπλαχνίας είναι η φιλανθρωπία και το έλεος και η
αγάπη του Θεού και Χριστού μας. Εδώ δεν υπάρχουν περιορισμοί. Δεν
δικαιολογούμαστε επειδή ορισμένοι κάνουν κατάχρηση της καλοσύνης να παύουμε

839
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179Εφ 5:20: «Εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπέρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ίησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καῖ πατρί»Ευχολόγιον Μέγα, Θεία Λειτουργία Ιωάννου
Χρυσοστόμου, σ. 56:«εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ... ὑπὲρ πάντων, ὧν ἴσμεν καὶ
ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶνεύεργεσιῶν ταῶν είς ἡμᾶς γεγενημένων…».
840
Βελιμίροβιτς Ν., Αργά, σ. 94.
841
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 192Ιω. 12:43: «ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων
μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ..».
842
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 354Τριώδιο, Ιδιόμελον αίνων πλ. β΄ Μ. Τρίτης, σ. 409:
«δεῦτε,πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· …πολυπλασιάσωμεν, τό τῆς χάριτος τάλαντον».

[179]
να είμαστε φιλάνθρωποι».843 Σε μία άλλη ενότητα εξηγεί τί σημαίνει η σταυρωμένη
αγάπη που σποραδικά χρησιμοποιεί στις ομιλίες του: «σταυρωμένη αγάπη σημαίνει
αφύπνιση, ενδιαφέρον, παρουσία, προσφορά του Χριστιανού προς τον συνάνθρωπο,
τον πλησίον, τον ένα ή τους άλλους που έχουν τη δική μας ανάγκη. Σταυρωμένη
αγάπη, εξάλλου, σημαίνει κατανόηση. Συμφιλίωση, συγχώρηση, καταλλαγή».844
Όμως η συνάντηση με συνδούλους, όπως χαρακτηριστικά υπαινίσσεται τον οφειλέτη
δούλο, προϋποθέτει έξοδο από το εγώ και συμμετοχή στις ανάγκες του άλλου. Ο
Επίσκοπος εξηγεί: «…καλούμεθα να υπερβαίνουμε την εγωπάθεια και τον
ατομικισμό μας και να βγαίνουμε από τον εαυτό μας, για να συναντήσουμε τους
συνδούλους μας. Να τους συναντήσουμε, για να τους δώσουμε το χέρι βοηθείας, να
κλάψουμε μαζί τους, να αγωνισθούμε να εξοβελίζεται το κακό».845

Η αγάπη προς τον πλησίον είναι ανιδιοτελής και προϊόν ελευθερίας. Σε μία
ομιλία το εκκλησίασμα καλείται να στοχαστεί ότι «η αγάπη προς τον εαυτό μας είναι
αυτονόητη και φυσική. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι γεγονός ελευθερίας και δεν
υπάρχει νόμος που την επιβάλλει… οι νόμοι επιβάλλουν τον σεβασμό του πλησίον. Η
αγάπη είναι προϊόν της δικής μας επιλογής και ελευθερίας. Ο άνθρωπος πλάστηκε με
τούτη την τάση από τον Θεό, να αγαπά όπως και ο Θεός αγαπά και να είναι η
αγάπη».846 Γι αυτόν τον λόγο και τους προτρέπει στις εκδηλώσεις της αγάπης ο
Επίσκοπος προτρέπει «πἀνω απ’ όλα το κίνητρό μας να είναι η ανιδιοτέλεια, η
σωφροσύνη, η συμφιλίωση, η ειλικρίνεια και η αγάπη».847

Σύμφωνα με όσα εξηγεί στις ομιλίες του, ο πιστός στον Θεό της αγάπης είναι
«εκείνος που σκέπτεται, επιθυμεί και δρα πάντοτε σε σχέση με τον Θεό, με αγάπη
στον συνάνθρωπο και σεβασμό στη φύση».848 Και με ένα έμμεσο τρόπο που δεν
επιπλήττει τους πιστούς, αλλά εμμέσως τους νουθετεί, συμπληρώνει: «σήμερα στην
ατομικιστική και εγωκεντρική εποχή μας νιώθουμε συχνά ντροπιασμένοι και

843
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 166. Λκ 6:36:«γίνεσθε οὖν οίκτίρμονες, καθώς και ὁ πατήρ ἡμῶν
οἰκτίρμων ἐστί».
844
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 119.
845
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 22 Μτ 18:23-35 (παραβολή του κακού δούλου).
846
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 99.
847
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 109.
848
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 43.

[180]
μετανιωμένοι, γιατί δείξαμε αδιαφορία σε κάποιον, που έπασχε και ζήτησε βοήθεια
μας».849

Ανακεφαλαιώνοντας, στέλνει το μήνυμα ότι η αγάπη είναι «δυναμικό


γεγονός, ανιδιοτελής προσφορά, ευλογημένη προσφορά, έργο θεάρεστο και
δημιουργικό. Είναι εκείνο που προσφέρεται αντίδωρο στην απέραντη αγάπη του
Θεού. Όπως εκείνος πρόσφερε όλον τον εαυτό Του στον ανθρώπο, έτσι και εμείς οι
ανθρωποι προσφερόμαστε εξ ολοκλήρου στον Θεό».850

Ο Χριστός δίδαξε ότι η σπουδαιότερη εντολή που συνοψίζει τον μωσαϊκό


νόμο και τους προφήτες είναι «να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά,
με όλη την ψυχή και με όλον τον νου και τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου».851
Ο νόμος και οι προφήτες βρήκαν το πλήρωμά τους στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού,
ο οποίος έδειξε την κοινωνική διάσταση της αγάπης. Ο Επίσκοπος σημειώνει την
κοινωνική ευθύνη των χρισταινών αλλα΄και την έμπρακτη ευαισθησία προς τους
πάσχοντες: «Οι Χριστιανοί είναι πάντα δημιουργικοί πολίτες σε οποιοδήποτε νομικό
σχήμα υπάγονται. Αλλά με το ελεύθερο ήθος της αγάπης, της κατανόησης και της
καταλλαγής σπάζουν τους φραγμούς του μίσους και των προκαταλήψεων και
αγκαλιάζουν τον συνάνθρωπο οπουδήποτε πάσχει και δεινοπαθεί».852 Σε άλλη ομιλία
εξειδικεύει: «..δεν είναι ξένος με τα προβλήματα και τις ευθύνες της ζωής. Συμπάσχει
με τους αδικημένους, τους περιθωριακούς, τους κατατρεγμένους, Και χαίρει με τη
χαρά και την προκοπή των προκομμένων».853

Σε πολλές ομιλίες του Επισκόπου αποτυπώνεται η σύγχρονη κοινωνία, στην


οποία, χωρίς να εξαιρείται η ευθύνη των Χριστιανών, κυριαρχεί η ανιδιοτέλεια,
ώστε «ο χώρος της καρδιάς να στενεύει σε βαθμό, που να μη χωράει κανένα άλλον,
παρα μόνον εκείνους που ικανοποιούν το εγώ μας. Καθένας βλέπει μονάχα τα δικά
του συμφέροντα, ενώ είναι τυφλός στα προβλήματα και τις ανάγκες του άλλου. Η

849
Διακονία Λόγου, σ. 31.
850
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 115.
851
Μτθ., 22, 37-40:«ὁ δὲ ἔφη αὐτῷ, ᾽Αγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ
τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶν ἡ μεγάλη καὶ πρώτη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία
αὐτῇ, ᾽Αγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος κρέμαται
καὶ οἱ προφῆται.».
852
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 25.
853
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 280 Ρωμ. 12:15:«χαίρειν μετά χαιρόντων, κλαίειν μετά
κλαιόντων».

[181]
αγάπη απουσιάζει, γι’ αυτό και δεν έχουμε ειρήνη μεταξύ μας, κατανόηση και
επιείκια».854

Ο χριστός πράγματι είναι η απόλυτη έκφραση της καινούργιας


απροσδιόριστης διάστασης του Πλησίον. Είναι ο συνοδοιπόρος μας εις την οδόν του
παλιωμένου παρερχόμενου τούτου κόσμου και του καινούργιου απροσμέτρητου
μέλλοντος αιώνος».855

Με αίσθηση αγωνίας για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία εξηγεί στους πιστούς
τη ρίζα του κακού που υπάρχει γύρω αλλά και το αντίδοτο για τη θεραπεία του: «Τα
μίση, οι εχθρότητες, οι συκοφαντίες, οι αδικίες, η εκμεταλλεύση και ο φθόνος δεν
παύουν να μας περισφίγγουν. Αυτά όμως τα φαρμακερά φίδια παραλύουν μπροστά
στην αγάπη. Χάνουν τη δύναμή τους μπροστά στην απλότητα, την ταπείνωση, την
ειλικρίνεια. Αχρηστεύονται μπροστά στη συγγνώμη και τη συμφιλίωση».856 Άλλωστε
συχνά επανελάμβανε την πατερική σκέψη ότι «η αγαπη εκφραζει το βαθυτερο είναι
του ανθρώπου, υπερβαίνει το εγωκεντρικο ἐνστικτο και καθιστά τον ἀνθρωπο ον
κοινωνικό».857 Γι αυτό και προχωρεί λέγοντας πως τη δύναμη
της αγάπης «πιο πολύ την έχει ανάγκη ο εγωπαθής, για να μάθει πως το νόημα της
ζωής δεν βρίσκεται στη λατρεία του αυτοειδώλου του, αλλά στον Χριστό».858

Ο Χριστός είναι σαφής για την έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης των πιστών:
«μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ»859 Στις ομιλίες
συχνά επανέρχεται η βασική θέση ότι ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι αδιάφορος
απέναντι στον άλλον. Σε ένα μάλιστα σημείο με νηφάλιο τρόπο καυτηριάζεται ο
εγκλωβισμός και η αυτάρκεια πολλών χριστιανών στον στενό τους κύκλο, χωρίς
καμία ευαισθησία για τη σύγχρονη κοινωνία με τα έντονα προβλήματα και τους
προβληματισμούς: «είναι κρίμα να υπάρχουν Χριστιανοί που περιχαρακώνονται στη

854
Διακονία Λόγου, σ. 107Εφ 2:14-22:«αὐτός γάρ ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν…και ἐλθών εύηγγελίσατο
εἰρήνην τοῖς μακράν και τοῖς ἐγγύς». Φιλ 4:5:«το ἐπιεικές ἡμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις».
855
Διακονία Λόγου, σ. 33.
856
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30 Ωρολόγιο Μέγα, Παρακλητικός κανών, ωδή στ’, σ.
564:«Ἐκύκλωσαν, αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι
καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων· ἀλλ’ εὕροιμί σε βοηθόν, καὶ διώκτην καὶ ῥύστην
Πανάχραντε»Μκρ. 9:24:«καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων ἔλεγε΄πιστεύω,
Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ».
857
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 192Ιω Χρυσοστόμου Εἰς πρoς Α΄Κορινθίους Ἐπιστολήν,
Ομιλία 23 PG 61 186D: «κατά φύσιν ἡμῖν ἐστιν ἡ ἀρετή καί παρά φύσιν ἡ πονηρία».
858
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179.
859
Α΄ Ιω. 3,18: «Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.».

[182]
μέριμνα του εαυτού τους, μόνον στον κύκλο της μικρής τους παρέας, στον χώρο που
κυριαρχούν οι συναισθηματισμοί και οι αργολογίες και δεν προχωρούν σε κανένα
κοινωνικό έργο. Καμμία ευαισθησία για τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, που
παραδέρνει μέσα σε τόσες οικονομικές αντιθέσεις, σε πνευματικούς
αποπροσανατολισμούς και σε ποικίλες καταστάσεις».860 Και όπως και αλλού με λύπη
σημειώνει πως υπάρχουν όχι μόνον αδιάφοροι Χριστιανοί, αλλά και εκείνοι που,
καθώς είναι, «αχόρταγοι από τις βιοτικές μέριμνες και την ηδονιστική ζωή δεν έχουν
επιθυμία για δεσμούς αγάπης».861

Η καταληκτική προτροπή του κήρυκα προς το εκκλησίασμα για την


κοινωνική ευθύνη του Χριστανού είναι η απροϋπόθετη προσφορά της αγάπης, η
οποία έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο. Απηχώντας τον Ντοστιγιέφσκυ
σημειώνει: «Ο λαός λέει πως «εδώ είναι η κόλαση, εδώ είναι και ο παράδεισος» και
εννοεί με αυτό πως ο κόσμος τούτος μεταβάλλεται σε κόλαση ή σε παράδεισο,
ανάλογα από την οπτική γωνία που τον βλέπεις και με τον τρόπο που τοποθετείσαι
απέναντι σε αυτόν. Ο αγαθός δέκτης της δημιουργίας ζει τον κόσμο με αγαθότητα και
με αγάπη».862

Στα κηρύγματα που μελετήσαμε η αρετή της αγάπης δεν είναι μια θεωρητική
διατύπωση, αλλά μια συγκεκριμένη στάση συνέπειας , η οποία υπαγορεύεται από τη
διδασκαλία του Χριστού:«όσα καλά περιμένουμε να μας κάνουν οι άλλοι, τα ίδια και
εμείς να προσφέρουμε».863

Η χριστιανική αγάπη δεν έχει αποδέκτες μονάχα τους ανθρώπους, αλλά


αφορά σε όλη την υλική δημιουργία. Τα κείμενα διδάσκουν ότι η κοινωνία του
ανθρώπου με τον Θεό επεκτείνεται και στη σχέση του με το περιβάλλον, όπου
κυριαρχεί η αγάπη του Δημιουργού:«Κοινωνία δεν αποτελούν μόνον οι άνθρωποι.
Διότι όλα τα βιολογικά όντα, τα πετεινά του ουρανού, τα ψάρια, τα χερσαία και
υδρόβια ζώα ως κι αυτά τα επιβλαβή για τούτο και ωφέλιμα για το άλλο έντομα και
οι μικροοργανισμοί βιώνουν και συμβιώνουν και επιβιώνουν με τον έρωτα».864 Ο

860
Προς οικοδομήν της χρείας, σ. 132.
861
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 37 Λκ 18:23:«ὁ δε ἀκούσας ταῦτα περίλυπος έγένετο΄ἦν γάρ
πλούσιος σφόδρα».
862
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179βλ. Φιόντορ Ντοστογιέφσκη, Αδελφοί Καραμαζώφ,σ. 258
«κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς».
863
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 48.
864
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 179.

[183]
κήρυκας σε α’πληθυντικό πρόσωπο επισημαίνει τα καταστροφικά αποτελέσματα στα
οποία οδηγεί η αλλοτρίωση του ανθρώπου: «Κλεινόμαστε στο μικρό εγώ κι
αφήνουμε απ’ έξω τον Θεό τον ίδιο. Τον Τριαδικό Θεό, την πολυπρόσωπη
ανθρωπότητα και την κτίση ολάκερη. Τους βάζουμε στο περιθώριο των σκέψεων και
των αποφάσεών μας. Χρησιμοποιούμε τον άνθρωπο ως μέσο για τις ατομικές μας
επιδιώξεις και καταστρέφουμε το φυσικό περιβάλλον για το πρόσκαιρο κέρδος».865

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως σε ένα κόσμο που δεν ξέρει


να αγαπά, τα κείμενα του επισκόπου παρουσιάζουν ως αναγκαιότητα τη θυσιαστική
αγάπη, όσο κι αν πάντοτε φαίνεται μωρία. Εξηγεί: «Η σταυρωμένη αγάπη δεν είναι
μωρία ουτε κοροϊδία, αλλά δοξολογία και χάρη που καταξιώνει τον άνθρωπο ως
κοινωνική ύπαρξη».866 Η αγάπη για να αναπτυχθεί μέσα στον κόσμο χρειάζεται
«…ταπείνωση και μετάνοια. Συντριβή του θελήματος, του βολέματος, της
εγωπάθειας και της υποκρισίας, για να βλαστήσει η αγάπη, η φιλία, η ειρήνη και η
αληθινή δικαιοσύνη. Δίχως την ταπείνωση δεν υπάρχει αγάπη. Με την ταπείνωση και
την αγάπη συνανίσταται και ο άνθρωπος μαζί με τον Ιησού και εξανίσταται εις τον
θρόνον της χάριτος».867 Μάλιστα αυτή η σταυρωμένη αγάπη είναι η δύναμη με την
οποία ο Χριστός αποκαλύπτεται στον κόσμο ως σωτήρας «…και μεταβάλλει τον
άνθρωπο από θνητό είδος σε αναστημένη και αιώνια ύπαρξη και από βιολογικό ον σε
θεούμενη ύπαρξη».868Το πρότυπο του κοινωνικά υπεύθυνου ανθρώπου που
προτείνεται στα κηρύγματα είναι οι Χριστιανοί, οι οποίοι είναι παρόντες μέσα στην
κοινωνία και τις ανάγκες της και «μέσα σε αυτόν τον κόσμο της απάθειας και του
συμφέροντος γίνονται φιλάνθρωποι, ευαίσθητοι στον πόνο και στην αγωνία,
παρόντες στη χαρά και στη λύπη. Προσεύχονται και παρακαλούν και αγωνίζονται για
την ειρήνη τη δικαιοσύνη την ευστάθεια και προπάντων για τον φωτισμό».869 Πάντα

865
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 350Εβρ 3:4:«Πᾶς γάρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δέ
τά πάντα κατασκευάσας Θεός»Ψλμ. 73:17:«Σύ ἐποίησας πάντα τά ὡραῖα τῆς γῆς».
866
Διακονία Λόγου, σ. 90.
867
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 26Ιακ. 4:6:«ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ
δίδωσι χάριν"Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Θ΄ Ωρα Εὐχή Ἐφραιμ τοῦ Σύρου,σ. 155: «Πνεῦμα δέ
σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, χάρισέ μοι ὁ Θεός. Ναί, Κύριε, δώρισέ μοι τοῦ
ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου».
868
Διακονία Λόγου, σ. 85 Γρ. Θεολόγου, Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 324, 13: «ζῶον... τῇ πρὸς
Θεὸν νεύσει θεούμενον».
869
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 63.

[184]
με την πεποιθηση πως «η αγάπη δεν είναι εύκολη, αλλα είναι αναγκαία προϋπόθεση,
για να γίνουμε παιδιά του Θεού».870

4. Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Η προϋπόθεση της θεϊκής συγγνώμης είναι η δική μας συγγνώμη απέναντι σε
όσους μας έχουν βλάψει. Ο Χριστός είναι σαφής: «᾽Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ
παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος·ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς
ἀνθρώποις, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν».871 Ο Επίσκοπος
προσθέτει επεξηγήσεις για τα παραπτώματα: «εάν δεν συγχωρούμε όλους τους
άλλους που μας έβλαψαν, μας κυνήγησαν, μας φθόνησαν, εάν δεν ξεπερνούμε τα
πάθη και την ενστικτώδη λογική τους, δεν έχουμε θέση κοντά στον Χριστό».872

Σε όλες τις ομιλίες η συγγνώμη είναι μια πράξη ελευθερίας, γιατί όλοι μας
«ελεύθερα επιλέγουμε να ακολουθούμε τον Χριστό και να σηκώνουμε τον σταυρό
της υπευθυνότητας, της συγγνώμης, της καταλλαγής. Με τη θέλησή μας γινόμαστε
πολίτες του καινούργιου κόσμου, που κυριαρχεί η αναστημένη του ένδοξη παρουσία
στους ατελεύτητους αιώνες».873 Η συγγνώμη είναι η βασική προὑπόθεση για την
ένταξη μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, όπο ανήκουν όλοι οι άνθρωποι είτε εμείς τους
συμπαθούμε είτε τους αντιπαθούμε: «Είναι αδύνατο κάποιος να ενσωματωθεί στο
Σώμα του Χριστού, να γίνει δηλαδή μέλος της κοινωνίας των Χριστιανών, όταν δε
συγχωρεί τους συνανθρώπους του. Κι αυτό, γιατί στο ίδιο το Σώμα του Χριστού
ανήκουν εκείνοι οι άνθρωποι που ίσως εμείς αντιπαθούμε, περιφρονούμε, μισούμε.
Αν δεν τους συγχωρέσουμε , αν δεν μετανιώσουμε, δε χωράμε ούτε και εμείς μέσα
στην Εκκλησία».874

Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 52 Ιω. 15:14: «ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ
870

ἐντέλλομαι ὑμῖν» Ιω 13:35: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν
ἀλλήλοις».
871
Μτθ. 6:14-15: «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ᾽Εὰν γὰρ
ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ
ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν».
872
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 22.
873
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 156Μκρ. 8:34: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι».
874
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 163Ιω. 20:19-31, «ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων
κρατῆτε, κεκράτηνται».

[185]
Η συγγνώμη δεν είναι μόνον «απαραίτητη προϋπόθεση για να συγχωρέσει και
ο Θεός τα δικά μας λάθη»,875αλλά το πρώτο στάδιο που οδηγεί και στην προσφορά
αγάπης σε όσους μας έχουν κάνει κακό. Το μήνυμα του Επισκόπου προτρέπει για την
εφαρμογή της αγάπης και του εχθρού: «Ο Χριστός…μας καλεί όχι μόνο να
ξεπερνούμε το κακό, αλλά να το ανταποδίδουμε με το καλό. Οι πληγές από τα μίση
και τις έχθρες δεν θεραπεύονται από μόνες τους. Χρειάζονται και το βάλσαμο της
θεραπείας. Και αυτό είναι η στοργή, η φροντίδα, η καλοσύνη, που προσφέρει αυτός
που αδικήθηκε σε εκείνον που τον αδίκησε».876

Ο Επίσκοπος επιμένει για τη συγγνώμη που αγκαλιάζει και τους εχθρούς: «οι
χριστιανοί καλούμαστε να κάνουμε άσκηση της συγχώρεσης. Δεν μπορεί κανείς να
δεχθεί τη συγχώρηση από τον ουρανό, αν ο ίδιος δεν συγχωρεί το διπλανό του».877
Παράδειγμα άκρας συγχωρητικότητας, το μόνο που μπορεί να οδηγήσει στη
συμφιλίωση και την ειρήνη είναι ο ίδιος ο Χριστός: «η συγγνώμη, όμως, και η
φιλανθρωπία ακόμη και προς τους εχθρούς μας είναι η συνταρακτική
πραγματικότητα που προσέφερε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό και η μοναδική
προϋπόθεση για την ειρήνη στο σπίτι, στην πόλη, στη χώρα και σε ολόκληρο τον
κόσμο».878 Και προσθέτει το σχόλιο με μία ρυθμική διαατύπωση, ομοιοκαταληξία και
ένα χιαστό ζχήμα: «Χρειάστηκε να χυθεί επάνω στον Σταυρό το αίμα του Χριστού,
για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των ανθρώπων και να μάθουν οι άνθρωποι να
συγχωρούν τις αμαρτίες των συνανθρώπων τους».879 Γι αυτόν τον λόγο, «ο πιστός
Χριστιανός καλλιεργεί στον εαυτό του και στους άλλους σταυροαναστάσιμο ήθος, το
οποίο ακόμη και πάνω στον Σταυρό του δίνει τη δύναμη να συγχωρεί τους σταυρωτές
του και να ανοίγει πάντα προοπτικές αναστάσιμες».880

Η συγγνώμη όμως δεν είναι μία εύκολη υπόθεση, διότι και ο Σταυρός του
Κυρίου δύσκολα γίνεται αποδεκτός και η συγγνώμη προς όλους ανεξαιρέτως
δύσκολα εφαρμόζεται ακόμη κα. από τους πιστούς. Ο ομιλητής με επίγνωση της

875
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 235.
876
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 53Ρωμ. 12:17-18:«μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες.
προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων
εἰρηνεύοντες. μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ·...».
877
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 61.
878
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 53Φιλ. 4:7:«καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα
νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ».
879
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 109.
880
Προς Οικοδομήν της Χρείας, σ. 239.

[186]
πραγματικότητας σημειώνει: «Όμως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Διότι η ζωή
μέσα στον κόσμο της φθοράς, της αδικίας και της εγωπάθειας δεν ικανοποιείται χωρίς
εκδίκηση. Η χαιρεκακία, η συκοφαντία, η δολοπλοκία και η αρπαγή καταντούν
κανόνες της ζωής για εκείνους που δεν έχουν Θεό μέσα τους».881 Συνεχίζει: στον
κόσμο που ζούμε επικρατούν «ποικίλα ιδιοτελή συμφέροντα και εγωπαθείς
προστριβές…φυγαδεύεται η αγάπη, ξεχνιέται η φιλία, κυριαρχεί η αντιπάθεια και οι
άνθρωποι αποξενώνονται».882

Παρ’όλα αυτά, στις ομιλίεςμε λεξιλόγιο που θυμίζει την υμνογραφία της
Εκκλησίας περιγράφονται οι συνεπείς μαθητές του Χριστού, διότι συναισθάνονται
«το βάρος των κριμάτων τους που ο Θεός συγχωρεί και δεν λησμονούν ποτέ το
γραμμάτιο με το χρέος τους, που ο Κύριος εξαγοράζει με το δικό του αίμα. Είναι
τόσο μεστωμένη η ψυχή τους από ευγνωμοσύνη προς τον ελεήμονα Θεό Πατέρα,
ώστε η στάση τους απέναντι στους άλλους δεν έχει καμία δόση κατάκρισης ή και
κακίας».883

Άλλωστε, όπως επισημαίνεται συχνά στα κείμενα, η συγγνώμη είναι η


προϋπόθεση για την οικειότητα με τον Χριστό και τη μετοχή στη βασιλεία του:
«είμαστε λοιπόν φίλοι και οικείοι του Θεανθρώπου Χριστού και μέτοχοι της
βασιλείας του, όταν πορευόμαστε στα βήματά Του και συγχωρούμε όλους αδιακρίτως
και αγαπούμε όλους αδιακρίτως».884 Η οικειότητα με τον Χριστό συνεπάγεται
αποδοχή του ελέους του, που εκδηλώνεται στη συνέχεια ως αντίδωρο συγχωρώντας
τα παραπτώματα των άλλων. «Οι άλλοι έχουν ανάγκη της δική μας αγάπη και
συγγνώμη και τη δική μας κατανόηση…η δική μας στάση συγγνώμης καθορίζει τον
βαθμό που δεχόμαστε το έλεος του Θεού».885

Τα κείμενα που μελετήσαμε υπογραμμίζουν την καταλυτική δύναμη που έχει


η συγχώρηση διότι ο ένας μπορεί και αποδέχεται τον άλλον. Με ένα λογοπαίγνιο των

881
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 122.
882
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 61.
883
Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, σ. 10Τριώδιο,.Όρθρος Μ. Παρασκευής Μακαρισμοί, σ.448: «Ἤθελον
δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι, τῶν ἐμῶν πταισμάτων, Κύριε, τὸ χειρόγραφον, καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου,
διὰ μετανοίας εὐαρεστῆσαί σοι·» Τριώδιο, Μ. Πέμπτης απολυτίκιο, σ. 454: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς
κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς τήν
ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις· ..».
884
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 22.
885
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 238 Μτθ. 5:7:«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί
ἐλεηθήσονται».

[187]
λέξεων χώρος και χωράμε, συγχωράμε εξηγεί: «συγχωρώ σημαίνει στον ίδιο χώρο
χωράμε μαζί. Και στην περίπτωσή μας ο ίδιος χώρος είναι η καρδιά του καθενός που
πλαταίνει, για να χωράει ολοένα και περισσότερους».886 Αντιθέτως «όταν δεν
συγχωρώ, σημαίνει ότι τον αφήνω έξω από την καρδιά μου και έξω από την
προσευχή μου».887

Με τη δύναμη της συγχώρεσης ο άνθρωπος γίνεται κοινωνικός και ασκείται


στην αγάπη. Όμως «χρειάζεται ωριμότητα, προσευχή και έξοδος από τον εαυτό μας,
για να συναντήσουμε τον συνάνθρωπο, ο οποίος έχει την ίδια ανάγκη από αγάπη που
έχουμε και εμείς».888

Υπενθυμίζοντας επιγραμματικά τη σημασία της συγγνώμης ο Επίσκοπος


κηρύττει: Η συγχώρεση «αποκαθιστά τις σχέσεις με τους συνανθρώπους και την
αναφορά μας με τον Θεό».889«Δείγμα της αγάπης μας προς τον Θεό είναι η δική μας
συγγνώμη προς όλους και η αγάπη».890 Και καταλήγει με μά δυναμική προτροπή
προς τους πιστούς να δώσουν τη μαρτυρία του ανθρώπου που συγχωρεί και
δημιουργεί μέσα στην κοινωνία: «ας πάψουμε επιτέλους να γκρινιάζουμε οι
άνθρωποι της Εκκλησίας για την αμαρτωλότητα των ανθρώπων. Μπορούμε, αντί να
κατακρίνουμε και αφορίζουμε τους αδερφούς μας αμαρτωλούς, να πλησιάσουμε, τον
κόσμο όχι μονάχα για τις βιοτικές μας ανάγκες και τις συναλλαγές μας, αλλά και για
να τους μεταφέρουμε αυτό που γεμίζει και δίδει νόημα στη δική μας ζωή».891

Από το κήρυγμα του Επισκόπου συνάγεται ότι «η αγάπη, η συγγνώμη και η


καταλλαγή είναι δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Και προϋποθέτουν δεσμό λατρείας με
τον Κύριό μας, που υψώθηκε πάνω στον Σταυρό, για να συμφιλιώσει τους ανθρώπους
μεταξύ τους και τους ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα».892 Η συγγνώμη «Είναι δώρο
που δωρίζει ο Θεός της αγάπης, του ελέους και των οικτιρμών. Αρκεί κι εμείς να
γινόμαστε το ίδιο οικτίρμονες και ελεήμονες προς εκείνους, που ζητούν τη συγγνώμη

886
Διακονία Λόγου, σ. 75.
887
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 235.
888
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 49.
889
Διακονία Λόγου, σ. 216.
890
Πώς θα πιστέψουν αν δεν ακούσουν, σ. 22 Α΄ Ιω 4:21:«και ταύτην την ἐντολήν ἔχομεν ἀπ’αὐτοῦ, ἵνα
ὁ ἀγαπῶν τον Θεόν ἀγαπᾷ και τον ἀδελφόν αὐτοῦ».
891
Διακονία Λόγου, σ. 100 Λκ 8:39:«ὑπόστρεφε εἰς τόν οἶκον σου καί διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός».
892
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 30.

[188]
και την αγάπη μας».893 «Ο Χριστός είναι πάντοτε ο ερχόμενος προς την κάθε
ανθρώπινη ύπαρξη. Εάν εμείς τον δεχόμαστε στην ύπαρξή μας κι έχουμε δεσμό
αγάπης κι εμπιστοσύνης μαζί του, τότε είμαστε όντως λυτρωμένοι, συγχωρεμένοι και
χαρούμενοι».894

Τα κείμενα μεταφέρουν το μήνυμα πως η συγγνώμη είναι δωρεά Χριστού, ο


οποίος είναι ο οικείος μας και μεταμορφώνει την ύπαρξή μας: «Το φως της ελπίδας,
της υπομονής, της αγωνιστικότητας, της συγγνώμης, της αγάπης, της αισιοδοξίας,
αυτό το φως είναι δωρεά του Χριστού μας».895 «Ο Χριστός εγγίζει την ύπαρξη του
καθενός ανθρώπου. Του κτυπάει την πόρτα της καρδιάς και τον περιμένει
υπομονετικά να του την ανοίξει. Εάν θελήσει ο καθένας μας να το κάνει, τότε μάς
απελευθερώνει από το μίσος, τις εχθρότητες, τις έμμονες ιδέες, τον φθόνο, τις
μικρότητες. Μάς αναμορφώνει και μάς κοσμεί με τις πλούσιες δωρεές του Αγίου
Πνεύματος. Τότε, αδελφοί μου, αλλάζουμε εμείς γιατί δεχόμαστε την αγαθή
αλλοίωση του Κυρίου και με τις ανακαινισμένες μας αισθήσεις, βλέπουμε
διαφορετικά τον κόσμο γύρω μας. Με αγάπη, με φιλανθρωπία, με συμπόνια,
κατανόηση, και ακατάπαυστη διάθεση, να αγωνιζόμαστε για τη δικαιοσύνη και την
αλήθεια».896

Συνεπώς, τα κείμενα διδάσκουν ότι «Η συγγνώμη είναι δώρο του Θεόυ και
αποκαθιστά τις σχέσεις του κάθε ανθρώπου με τον ίδιο το Θεό και με τους
ανθρώπους».897 Ο Χριστιανός είναι αληθινός κάθε φορά που ξεχνά τον εγωισμό του
και συγχωρεί, γιατί, σύμφωνα με τον Επίσκοπο, τότε μόνο «είμαστε, λοιπόν, φίλοι
και οικείοι του Θεανθρώπου Χριστού και μέτοχοι της βασιλείας του, όταν

893
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 239Μτθ. 5:7:«μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί
ἀλεηθήσονται»Ψλμ. 50:1:«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν
οἰκτιρμῶν σου».
894
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 252 Απ. 3:20:«ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω’΄ ἐάν
τις άκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν καί είσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’αὐτοῦ
και αὐτός μετ’ἐμοῦ».
895
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 177Γαλ. 5:22-23:«ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστί ἀγάπη,
χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» Λκ. 21:19:«Ἐν τῇ
ὑπομονῆ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν».
896
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 183.
897
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 239 Β΄ Κορ 5:5,18:« ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ
τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. ... τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ
καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς».

[189]
πορευόμαστε στα βήματά Του και συγχωρούμε όλους αδιακρίτως και αγαπούμε
όλους αδιακρίτως».898

Το καταληκτικό μήνυμα προς τους πιστούς περικλείει τη συγγνὠμη και τη


φιλανθρωπία ως βασική προϋπόθεση για την κοινωνία με τον Χριστό: «αν θέλουμε
να μείνουμε για πάντα μέσα στην καρδιά του Θεανθρώπου, τότε χρειάζεται να του
μοιάσουμε, δηλαδή, να αγαπούμε, να συγχωρούμε και να βοηθούμε χωρίς
προϋποθέσεις».899

898
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 22.
899
Πώς θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, σ. 51 Ιω. 15:14: «ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ
ἐντέλλομαι ὑμῖν. οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ
εἴρηκα ...».

[190]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η έρευνα στο ομιλητικό έργο του μακαριστού Μητροπολίτη Πολυανής και


Κιλκισίου Αποστόλου (Παπακωνσταντίνου) του από Ζακύνθου (+2009) πρόσφερε
πολύτιμες πληροφορίες στη γενικότερη επιστημονική αναζήτηση να επισημανθούν οι
ομιλητικές τάσεις της εποχής μας.

Συγκεκριμένα μελετήσαμε τις σύντομες ομιλίες του Επισκόπου, που είχαν


αναγνωσθεί στις ενορίες της μητροπολιτικής του Επαρχίας κατά το διάστημα 1993-
2003, με αφορμή τα ευαγγελικά ή τα αποστολικά αναγνώσματα των Κυριακών του
λειτουργικού έτους, και αργότερα δημοσιεύθηκαν σε τέσσερα Ομιλιάρια.

Κύριος στόχος μας υπήρξε να εντοπίσουμε τις θεολογικές θέσεις και ειδικότερα
το μήνυμα που επεδίωκε να μεταδώσει στο εκκλησίασμα των ενοριών της Επαρχίας
του και στη συνέχεια στους αναγνώστες των κειμένων του.

Η δομή των κειμένων ακολουθεί τη διάρθρωση της ανωτέρας ομιλίας σε


απλουστευμένη μορφή: προτάσσεται μία θεματική πρόταση, επί το πλείστον
αγιογραφικό παράθεμα, μία εισαγωγή που αναφέρεται εν συντομία στο περιεχόμενο
του αναγνώσματος, ακολουθεί η θεολογική προσέγγισή του και η ομιλία καταλήγει
συνήθως σε σύντομη ανακεφαλαίωση με προτροπές.

Στη μελέτη μας κατατάξαμε τη θεολογική σκέψη του Επισκόπου σε θεματικές


ενότητες, από τη μελέτη των οποίων εξάγονται συμπεράσματα για τον ομιλητή, τη
θεολογική του σκέψη, τις πνευματικές του εμπειρίες, το είδος του κηρύγματός του
και το κριτήριο των επιλογών του, σε σχέση με τους αποδέκτες και την εποχή του.

Εκείνο που διαπιστώνεται ευθύς εξ αρχής είναι η ποιμαντική αγωνία ενός


Επισκόπου, ο οποίος κατά την εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του καλείται
να κηρύσσει και να διδάσκει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού. Η υπακοή στο
κάλεσμα φανερώνεται από τη συνεπή ομιλητική του παρουσία και η αγωνία του από
το περιεχόμενο του κηρύγματος.

Οι ομιλίες αποδεικνύουν ότι όλη η μέριμνά του, η προσπάθεια, ο πόθος ήταν να


παρακινήσει το εκκλησίασμα να συνειδητοποιήσουν, κατά το δυνατόν, ποια είναι η
ορθόδοξη πίστη και ποιο το νόημά της για τη ζωή των ανθρώπων. Γι αυτόν τον λόγο
τα θέματά του στρέφονται γύρω από το μυστήριο της θείας Οικονομίας, τη

[191]
Χριστολογία και την Τριαδολογία, το μυστήριο της Εκκλησίας και της θείας
κοινωνίας.

Βεβαίως δεν πρόκειται για θεολογικές πραγματείες ούτε για εξαντλητική


παρουσίαση δογματικών θεμάτων. Όπως δείχνει ο υπομνηματισμός των κειμένων
που επιχειρήσαμε, ο ομιλητής επεδίωκε να οδηγήσει το εκκλησίασμα να
κατανοήσουν όσα διδάσκουν οι ευαγγελιστές, ο Απ. Παύλος, οι ψαλμοί και οι
προφήτες και στη συνέχεια η πατερική σκέψη για τη σωτηρία που προσφέρει ο
Χριστός από τη φθορά και τον θάνατο. Και παράλληλα να τους μυσταγωγήσει στο
μυστήριο της θείας κοινωνίας αναλύοντάς τους τα λειτουργικά κείμενα και τις ευχές.
Όλα αυτά με απλά λόγια, κατανοητές προτάσεις και εμφανή επιδίωξη να συλλάβει το
ακροατήριο την ουσία της πίστεως, να κάνει την αυτοκριτική του και να πάρει τις
ανάλογες αποφάσεις για τη ζωή του.

Το κίνητρο του Επισκόπου ήταν σαφές: ο επανευαγγελισμός του λαού του Θεού,
η εξοικείωσή του με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η κατανόηση του περιεχομένου
των λειτουργικών κειμένων, η υπεύθυνη τοποθέτηση του πιστού απέναντι στο
κάλεσμα του Χριστού για τη σωτηρία, η εμπειρική γνώση της Αλήθειας που είναι
δώρο της χάριτος του Θεού και της ανθρώπινης συνεργίας. Το γενικό πνεύμα που
διαπερνά τις ομιλίες είναι το σταυροαναστάσιμο φρόνημα του ίδιου του ομιλητή.

Ο επανευαγγελισμός των βαπτισμένων Χριστιανών είναι ένα βασικό αίτημα της


εποχής μας. Το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως ευρέως αγνοείται ή είναι
πλημμελώς γνωστό, ενώ συχνά συγχέεται με τυπολατρικές και λαογραφικές
δοξασίες. Η έλλειψη ουσιαστικής κατήχησης από τη μικρή ηλικία, η εκτεταμένη
άγνοια των θεμελιωδών της χριστιανικής πίστεως όπως κωδικοποιούνται στο
Σύμβολο της Πίστεως, το γλωσσικά δυσπρόσιτο για τους περισσότερους περιεχόμενο
των λειτουργικών κειμένων, η αποξένωση από τη μελέτη της Αγίας Γραφής,
οδηγούν σε διαπιστώσεις ιδιαίτερα ανησυχητικές για τους μη εφησυχασμένους
ποιμένες και διδασκάλους.

Ο μακαριστός Επίσκοπος Απόστολος, έμπειρος ποιμένας και διδάσκαλος του


Ευαγγελίου για πολλές δεκαετίες, με πλούσια πνευματικά εφόδια, λιπαρή γνώση της
Γραφής και της πατερικής σκέψης, φιλόσοφος νους ως προς την αναζήτηση της
ανθρώπινης ύπαρξης και την πορεία του κόσμου, επέλεξε να εξηγήσει στο
εκκλησίασμα το μυστήριο της θείας Οικονομίας και της εν Χριστώ σωτηρίας με απλά

[192]
λόγια, γλαφυρό ύφος, παραστατικές εικόνες κι έντονη επιθυμία, αν είναι δυνατόν, να
μην μείνει κανένας ανυποψίαστος για τον Θεάνθρωπο Χριστό, την εξαγιαστική χάρη
του Αγίου Πνεύαματος, το μυστήριο της Εκκλησίας και τη μετοχή στη ζωοποιό θεία
Ευχαριστία Και όλα αυτά μέσα από ένα διάχυτο πόνο και δυσάρεστες διαπιστώσεις
ότι η πίστη έχει καταντήσει μαγεία και πολλοί λεγόμενοι πιστοί δεν δίνουν την
ανάλογη μαρτυρία μέσα στον κόσμο, απορροφημένοι από τις ανάγκες του «εγώ» τους
ή ακόμη από την αυτάρκεια της μικρής τους ομάδας.

Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του περιεχομένου ενός κηρύγματος και των


αποδεκτών στους οποίους απευθύνεται, στην περίπτωση που εξετάσαμε το κήρυγμα
είναι ιεραποστολικό και μυσταγωγικό. Ιεραποστολικό, διότι οι αποδέκτες, παρ’ όλον
ότι είναι βαπτισμένοι και άνθρωποι που πιστεύουν και εκκλησιάζονται, συχνά
αρκούνται σε επιφανειακές εκδηλώσεις, παρασύρονται σε προλήψεις και προ πάντων
έχουν δυσκολία να πιστέψουν στην κοινή ανάσταση των νεκρών. Μυσταγωγικό διότι
η προσπάθεια του ομιλητή ήταν αφ’ ενός να διδάξει και στη συνέχεια να οδηγήσει το
εκκλησίασμα να συνειδητοποιήσει τί σημαίνει ευχαριστιακή σύναξη και προ πάντων
μετοχή στη θεία ευχαριστία.

Παρ’ όλα αυτά, συχνά ακούγεται ότι ο κόσμος που εκκλησιάζεται θέλει λίγα
πράγματα, νουθεσίες, πρακτικές οδηγίες για την καθημερινότητά του, απλές
διδακτικές ιστορίες. Τα θεολογικά θέματα εκλαμβάνονται ως δύσκολα, ως «βαθειά
νερά». Ο Επίσκοπος επέλεξε να προβάλει το μέγα μυστήριο της πίστεως με τη
διδασκαλία της Γραφής, των θεοφόρων Πατέρων και με το περιεχόμενο των ευχών
της θείας λειτουργίας και της υμνογραφίας (π.χ νεκρώσιμης ακολουθίας), τα οποία
αποτελούν το θεολογικό υπόβαθρο των κειμένων του. Σπάνια χρησιμοποιεί
παραπομπές, αλλά αυτά που κηρύττει αποτελούν αφομοιωμένο βιβλικό και πατερικό
λόγο, όπως αποδείχτηκε από τον υπομνηματισμό των κειμένων του που
επιχειρήσαμε.

Ένα ερώτημα που συχνά τίθεται είναι τί μπορεί να μεταφέρει ένας ομιλητής, με
μία σύντομη ομιλία 5-6 λεπτών της ώρας, σε ένα ανομοιογενές και απροσδιόριστο
ακροατήριο από το μέγα μυστήριο της σωτηρίας και το μυστήριο της Εκκλησίας.

Ο Επίσκοπος, όπως δείχνουν οι ομιλίες, επέλεξε να διδάξει εν συντομία λίγο-λίγο


κάθε Κυριακή το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης, που ο κόσμος που συχνάζει
στην Εκκλησία θα έπρεπε να το είχε ακούσει και αφομοιώσει από προβαπτισματικές

[193]
και μυσταγωγικές κατηχήσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν στην περίπτωση του
βαπτίσματος των ενηλίκων. Για την περίπτωση του νηπιοβαπτισμού που σήμερα
ισχύει αυτό είναι το έργο της κατήχησης της Εκκλησίας για την παιδική και εφηβική
ηλικία. Στις ημέρες μας, όμως, για ποικίλους λόγους παρόμοια συστηματική
κατήχηση είναι σπάνια, όπως πλημμελής είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής και η
κατανόηση του θεολογικού περιεχομένου τω ευχών της θείας Λειτουργίας και των
άλλων ιερών ακολουθιών.

Στις ομιλίες γίνεται έντονη αναφορά στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, στη
σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Χριστού και τη σημασία τους για τη ζωή του
ανθρώπου. Οι γενικές θέσεις που αναπτύσσονται αναφέρονται στον άχρονο Θεό που
εισήλθε μέσα στον κτιστό χρόνο λαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ατρέπτως,
ασυγχύτως και αδιαιρέτως, για να εξαγιάζει τους πιστούς και να αποκαταστήσει την
κοινωνία τους με τον Θεό Πατέρα και την μεταξύ τους κοινωνία.

Για το μυστήριο της Εκκλησίας τα κείμενα στηρίζονται στη διδασκαλία του Απ.
Παύλου. Είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού όπου χωρούν όλοι όσοι πιστεύουν
στον Χριστό, ο οποίος τους συγ-χωρεί, εφόσον και οι ίδιοι συγχωρούν ακόμη και
τους εχθρούς τους. Ομοίως η Εκκλησία παρουσιάζεται και με την εικόνα της νύμφης,
την οποία ο Χριστός εξαγοράζει με το ίδιο του το αίμα, για να της χαρίσει τη ζωή και
την Ανάσταση.

Κεντρική θέση στις ομιλίες κατέχει η αναφορά στην «εις Ἅιδου κάθοδον» του
Χριστού και την τριήμερη έγερση εκ νεκρών, όπου ιδιαιτέρως υπογραμμίζεται η
κατάργηση του θανάτου στο πρόσωπο του Χριστού ως πράξη εσχατολογικής ελπίδας
για τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, η οποία προσδιορίζει και τη στάση της ζωής τους
στον παρόντα κόσμο.

Η συνεχής προτροπή προς τα μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας είναι η


μετάνοια και η συμπόρευση με τον Ιησού, για να συναντήσουν τους πάσχοντες και να
δώσουν τη μαρτυρία της αγάπης, της θυσίας και της καταλλαγής μέσα σε έναν κόσμο
εγωπάθειας αλλά και ανασφάλειας.

Στις ομιλίες δεν αγνοείται η κοινωνία, μέσα στην οποία ζει το εκκλησίασμα με τις
ανησυχίες και τις δοκιμασίες του. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο πρόβλημα των
ναρκωτικών που στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν έντονο για τις τοπικές κοινωνίες
. Ομοίως θίγονται κοινωνικά θέματα της εποχής, όπως, οι πολεμικές συρράξεις, η

[194]
μόλυνση του περιβάλλοντος, η ανθρώπινη πλεονεξία, οι κοινωνικές αδικίες, η θέση
της γυναίκας. Εκείνο που ιδιαίτερα υπογραμμίζεται είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής,
που συμπιέζει την ψυχολογία του ανθρώπου και δεν τον αφήνει να ζήσει ελεύθερα,
να αναπνεύσει την αύρα του Αγίου Πνεύματος.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου Απόστολος με το


ομιλητικό του έργο προσπάθησε να μεταφέρει το μήνυμα της ελπίδας στους πιστούς,
να τους μεταδώσει την εμπειρία του από την εν Χριστώ ζωή και να τους οδηγήσει
στη θεία κοινωνία, όπου συναντάται ο Θεός με τον άνθρωπο, οι άνθρωποι μεταξύ
τους, με τον Θεό Δημιουργό και με ολόκληρη τη Δημιουργία. Με τον τρόπο αυτό
προσπάθησε να τους προτείνει έναν άλλο τρόπο ζωής μέσα στις ποικίλες δοκιμασίες
του παρόντος αιώνος, ο οποίος αντλεί το νόημά του από τον Σταυρό και την
Ανάσταση του Ιησού Χριστού.

[195]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ

Α. Αγία Γραφή

Septuaginta (Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄), Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα
1979.

Novum Testamentum Graece, Eberhard Nestle, United Bible Societies, London 1971.

Η Καινή Διαθήκη, το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική μετάφραση, εκδοση Στ΄,


Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα.

Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο’, επιστημονική επιμέλεια Prof. D. Dr. Alfred Rahlfs,
εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1981.

Β. Κείμενα Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων

Ἀθανασίου Μεγάλου, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, PG 25,192.

Κατὰ Ἀρειανῶν 2, 76 PG 26, 308B-C.

Βασιλείου Μεγάλου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 15,36, P.G. 132Β.

Ὁμιλία εἰς τον ΜΗ' Ψαλμόν 114, PG 29, 492.

………………… Κατ’ Εὐνομίου, 3, PG 29, 660A.

………………. Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 8, ΒΕΠΕ., 54, 96.

Ἐξαήμερον, Ι.2.PG2917BC.

Βασιλείου Καισαρείας, Προτρεπτική εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, PG 31,424C.

Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138.

Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 36, 661.

Συντακτήριος, εἰς τὴν τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν, 17, PG 36,


477B.

Πρός Κληδόνιον ἐπιστολή 101, PG 37,181.

Εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα, P.G 36,360.

[196]
Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.

Λόγος περί τῆς ἀγάπης τῶν πτωχῶν,PG35, 860 CD.

Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 324, 13.

Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C.

Λόγος Κατηχητικός Μέγας, PG 45,97:

Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια Φυσικά, Ἠθικά τε και Πρακτικά

ΠΝ’,21.PG150,1133CD.

Διαταγαί Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, εκδ. Απ. Διακονίας, Αθῆναι 1955.

Ἐπιφάνιου Κύπρου, Κατὰ αἱρέσεων πασῶν (Πανάριον) 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.

Είρηναίου Λυῶνος Κατά Αἱρέσεων, 2 PG 7,783-784.

Ἰγνατίου Θεοφόρου, Προς Ρωμαίους, PG. 5, 693.

Πρός Σμυρναίους 8-9 P.G. 5, 713.

Μαγνησιεῖς 6,1 PG5, 669AB.

Τραλλιανοῖς 3 PG 5, 677AB.

Ιω. Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, IV, 13. PG 94,
1141A/

2,3(44), PG 94, 972A / IV, 13. PG 94, 1141A


PG94,864C‐865A.

Κατὰ Μανιχαίων, PG 94, 1568B.

Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ 28, PG 88, 1129A.

Πρὀς τον Ποιμένα 24, PG 88, 1177Β.

Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμόν, 10,1,PG 55,140.

Ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ε΄. PG 57, 68-6925,3, PG 57,


331 Ρ.G. 58, 47125,3, PG 57, 331 82,5, PG 58,744.

[197]
Ἑρμηνεία είς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, ΛΒ΄. PG 60,
409498-499554.

Eἰς τόν σεισμόν καί εἰς τὀν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον και
πόθεν ἡ δουλεία ἐγένετο, PG 48, 463.

Ὁμιλία ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη,


καί περί παραδείσου καί Γραφῶν, καί εἰς τὀ «Παρέστη ἡ
Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου», P.G. 52,398.

Ἐγκώμιον εἰς. Μάξιμον , 3, PG 51,229.

Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους·ἐπιστολήν, P.G. 63, 7717.


PG 63, 131C.

Περὶ ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ 6, PG 48, 725.

Εἰς τὸν ρλε` ψαλμόν, PG 55, 399:

Ἐγκώμιον εἰς τήν Μεγαλομάρτυρα Δροσίδα, καί εἰς τό


μεμνῆσθαι θανάτου, PG 50, 693.

Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α´, Ὁμιλία ΙΑ´, PG 62, 554.

Ιουστίνου, Ἔκθεσις τῆς ὀρθῆς πίστεως, PG 6, 374D.

Ἰγνάτιου Θεοφόρου, Προς Ρωμαίους, PG. 5, 693.

Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α ́, εκδ.

Παπαδημητρίου, Αθήνα 1982.

Κλήμης. Αλεξανδρείας, Στρωματείς, 7, 17 PG 9, 552.

Εἰς Ἰωάννην, PG73, 285B.

Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυσταγωγική Κατήχηση, P.G. 33, 1017.

Ν. Καβάσιλα, Ἑρµηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, ΡG 150, 452.

Μαξίμου Ομολογητού, Εἰς Ἰωάννην Θαλαμηπόλου, PG 91, 640 BC.

Περί διαφόρων αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου,


PG 91, 1084D.

[198]
Μυσταγωγία, PG 94, 716C.

Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ, PG 90,


1384CD.

Νεμεσίου Εμέσης, Περι φύσεως ανθρώπου, PG 40, 513B.

Συμεών Θεσσαλονίκης, Τὰ Ἅπαντα. Περὶ τῆς τελετῆς τοῦ Θείου Βαπτίσματος,

Κεφάλαιον Ε΄, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1993.

Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, 20, S.C. 104, 334.

Ύμνος 55,38-39, S.C.196.

Κεφάλαιον 1, 49, S.C. 51, 53.

Λόγος Κατηχητικός 34, 235–245, S. C. 113, 290.

Ωριγένους, Περὶ Εὐχὴς, 8,2, PG 11,441BC.

Δημοσιευμένα Ομιλιάρια του Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου κυρού


Αποστόλου Παπακωνσταντίνου

Αποστόλου Παπακωνσταντίνου, Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου, Διακονία

Λόγου, Κιλκίς 1995.

Αποστόλου Παπακωνσταντίνου, Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου,

Σταυροαναστάσιμα Μηνύματα, Κιλκίς 1997.

Αποστόλου Παπακωνσταντίνου, Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου, Προς

Οικοδομήν της Χρείας, Κιλκίς 2000.

Αποστόλου Παπακωνσταντίνου, Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου, Πώς θα

πιστέψουν, αν δεν ακούσουν, Εκδόσεις Ακρίτα, Θεσσαλονίκη 2001.

[199]
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Α. Ελληνόγλωσσα

Ακανθόπουλου Π., Κώδικας: Ακανθόπουλου Ι. Προδρόμου, Κώδικας ιερών

κανόνων και εκκλησιαστικών νόμων, εκδ. Κυριακίδη,

Θεσσαλονίκη 1995.

Αλιβιζάτου Α. Οικονομία: Αμίλκα Αλιβιζάτου, Η Οικονομία κατά το κανονικόν

δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1949.

Βασιλείου (αρχιμ.), Εισοδικόν: Βασιλείου (αρχιμ.), Εισοδικόν, Στοιχεία λειτουργικής

βιώσεως του μυστηρίου της ενότητος μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία,


Άγιον Όρος 1978.

Βελιμιροβιτς Π., Αργά: Βελιμιροβιτς Π., Αργά βαδίζει ο Χριστός, εκδ. Εν Πλω,

Αθήνα 2008.

Γιανναρά Χρ., Αλφαβητάρι: Γιανναρά Χρήστου, Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Ίκαρος,

Αθήνα 2016.

Γιαννουλάτου Αναστασίου, Ιεραποστολή: Γιαννουλάτου Αναστασίου Αρχιεπισκόπου

Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού,

Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007.

Γκίμπα-Τζιαμπίρη Ολυμπίας, Αναδρομές: Γκίμπα-Τζιαμπίρη Ολυμπίας, Μια γυναίκα

θυμάται…Αναδρομές και αναζητήσεις, Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη


2003.

Ευδοκίμωφ Π., Προσευχή: Ευδοκίμωφ Π., Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας : η

βυζαντινή λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδ.

Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1997.

Ζαχάρωφ Ζ., Θεολογία: Ζαχάρωφ Ζαχαρία, Αναφορά στη Θεολογία του γέροντος

Σωφρονίου, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2000.

[200]
Καλλιακμάνη Β., (πρωτ.), Ποιμαντική: Καλλιακμάνη Ι. Βασιλείου (πρωτ.),

Ποιμαντική και Εκκλησιολογία, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013.

Καρμίρη Ιω., Εκκλησιολογία: Καρμίρη Ιωάννου., Η εκκλησιολογία των τριών

Ιεραρχών, Αθήναι 1962.

Κούκουρα Δ., Μεθοδολογική: Κούκουρα Δήμητρας, Μεθοδολογική προσέγγιση

ομιλητικών κειμένων, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.

Κούκουρα Δ., Κήρυγμα: Κούκουρα Δήμητρας, Το κήρυγμα της εκκλησίας και η

διαμόρφωσή του. Ομιλία-Λόγος, Εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη


2019.

Λιάρου Ι., Περιοδικό: Λιάρου Ισμήνης, «Το περιοδικό "Ο κόσμος της Ελληνίδος",

αγωγός για τη μετάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος στη μεταπολεμική


κοινωνία», Θεσσαλονίκη 2016.

Λόσκυ Β., Θεολογία: Βλαδιμήρου Λόσκυ, Μυστική Θεολογία Ανατολικής Εκκλησίας,

μτφρ. Στέλλας Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 2007.

Maczweski Chr., Κίνηση: Maczweski Christoph, Η κίνηση της «ΖΩΗΣ» στην Ελλάδα–

Συμβολή στο πρόβλημα της παραδόσεως της Ανατολικής Εκκλησίας,


Μετάφραση π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Εκδ. Αρμός 2002.

Μαντζαρίδη Γ., Ηθική: Μαντζαρίδη Ι. Γεωργίου, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ.

Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004.

Κοινωνιολογία: Μαντζαρίδη Ι. Γεωργίου, Κοινωνιολογία του


Χριστιανισμού, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.

Θεολογία: Μαντζαρίδη Ι. Γεωργίου, Ορθόδοξη Θεολογία και

Κοινωνική ζωή, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996.

Ματσούκα Ν., Οικουμενική: Ματσούκα Νικολάου, Οικουμενική Θεολογία,

εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016.

[201]
Μυστήριον: Ματσούκα Νικολάου, Μυστήριον υπέρ των ιερώς

ησυχαζόντων και άλλα μελετήματα, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη


1992.

Δογματική Β: Ματσούκα Νικολάου, Δογματική και συμβολική θεολογία


Β: έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική

χριστιανοσύνη {ΦΘΒ 3}, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.

Φιλοσοφία: Ματσούκα Νικολάου, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ.,


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.

Νικοδήμου, Συχνή: Νικοδήμου του Αγιορείτη, Περί συχνής μεταλήψεως των

αχράντων του Χριστού μυστηρίων, Εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2009

Ντάλντα Ν., Ορθοδοξία: Νικολάου Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα, Η

Ορθόδοξη Διασπορά στην Δύση, τόμ. Α΄, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

Παπαγιάννη Α., Ομιλητικό: Αντωνίου Παπαγιάννη, Το ομιλητικό έργο του

Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, Θεσσαλονίκη 2020.

Παπαθανασίου Α., Εκκλησία: Παπαθανασίου Αθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν

ανοίγεται: Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω,


Αθήνα 2008.

Πόποβιτς Ι., Άνθρωπος: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος,

μτφρ Ιερομ. Αθανασίου Γιεφτιτς, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι, 2001.

Σωφρονίου (αρχιμ.), Οψόμεθα: Σωφρονίου Σαχάρωφ (αρχιμ.), Οψόμεθα τον Θεό

καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας, 1993.

Σιλουανός: Σωφρονίου Σαχάρωφ (αρχιμ.), Ο Άγιος Σιλουανός ο

Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας, 1995.

Τρακατέλλη Δ., Εξουσία: Τρακατέλλη Δημητρίου, Εξουσία και πάθος. Χριστολογικές

μελέτες του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983.

[202]
Τρεμπέλα Π., Ομιλητική: Τρεμπέλα Παναγιώτου, Ομιλητική ή θεωρία του

κηρύγματος, εκδ. Ζωη, Αθήνα 1928.

Τσάμη Δ., Τελείωσις: Τσάμη Δημητρίου, Η τελείωσις του ανθρώπου κατά Νικήταν τον

Στηθάτον, Θεσσαλονίκη 1971.

Φουντούλη Ι., Ομιλητική: Φουντούλη Ιωάννου, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1998.

Φίλια Γ., Λειτουργική: Φίλια Γεωργίου, Λειτουργική Ά, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2006.

Όγδοη Μέρα: Φίλια Γεωργίου, Η έννοια της «ογδόης ημέρας» στη


λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συμβολή στην Ιστορία και τη
Θεολογία της Λατρείας, Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2010.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκη, Καραμαζώφ: Φιόντορ Ντοστογιέφσκη, Αδελφοί

Καραμαζώφ,μτφρ Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1990.

Χουβαρδά Θ., Το Εκκλησιαστικό Λύκειο: Χουβαρδά Θωμαή, Το Εκκλησιαστικό

Λύκειο Κιλκίς (1995-2010), Μια διαπολιτισμική πρωτοβουλία με

οικουμενικές διαστάσεις, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη


2019.

Χριστοφορίδη Β., Πατρότης: Χριστοφορίδη Βενιζέλου, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ

Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977.

Β. Ξενόγλωσσα

Florovsky G., Αγία Γραφή: Florovsky George, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991.

Δημιουργία: Δημιουργία και απολύτρωση, εκδ. Πουρναρά,


Θεσσαλονίκη 1983.

Schmemann Α., Κόσμος: Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ.

Ζήσιμου Λορεντζάτου, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986

Ware K., Εκκλησία: Ware Kallistos(Επισκόπου Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία,

[203]
Μτφρ Ιωσήφ Ροϊλίδη,, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 4η έκδ. 2007

ΕΥΧΟΛΟΓΙΑ -ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Εὐχολόγιον Μέγα: Εὐχολόγιον το Μέγα, Eκδ. Αστήρ, Αθήνα 1992 (Ανατύπωση

βάσει της Eν Βενετία β΄ Έκδοσης 1862).

Εγκόλπιον: Εγκόλπιον του Αναγνώστου, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1991.

Ιερατικόν: Ιερατικόν, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1961.

Πεντηκοστάριον: Πεντηκοστάριον, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2000

Τριώδιον: Τριώδιον, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2003.

Ωρολόγιον Μέγα: Ωρολόγιον Μέγα, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1983.

ΑΡΘΡΑ

Γιαννουλάτου Α., Ιεραποστολή: Γιαννουλάτου Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων

και πάσης Αλβανίας, Η δοξολογική θεώρηση της ζωής και της


Ιεραποστολής, Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης
Αλβανίας, στο Πάντα τα Έθνη 17 Α΄ Τρίμηνο 1986, σελ. 20-22.

Συνοδινού Π., Ἱεροκηρύκων: Συνοδινού Πολυκάρπους Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως,

«Περὶ τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ τοῦ θεσμοῦ αὐτῶν ἐν τῇ Ἐκκλησία τῆς


Ἑλλάδος», στο ΘΕΟΛΟΓΙΑ Τόμος Α΄(1923), Τεύχος 1 ( σελ. 7-17).

Τσιρέβελου Ν., Μήνυμα: Τσιρέβελου Νικολάου, Το μήνυμα των Χριστουγέννων στα

σύγχρονα ομιλιάρια, στο «Δωδεκάνησος», Επίσημον Δελτίον τῶν ἐν


Δωδεκανήσῳ Επαρχιῶν τοῦ Οικουμενικοῦ Θρόνου, Περίοδος Α΄,
Έτος Ι΄ Τεῦχος Κ΄ Ἰούλιος Δεκέμβριος 2018, 275-498.

[204]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[205]
[206]
[207]
[208]
[209]
[210]

You might also like