You are on page 1of 144

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη


«Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σύμβουλος καθηγητής: Βασίλειος Α. Τσίγκος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη


«Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σύμβουλος καθηγητής: Βασίλειος Α. Τσίγκος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
Στην οικογένειά μου και
στους παππούδες μου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ......................................................................4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ.............................................................................. 6
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.............................................................8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1) Ιστορικό και δογματικό πλαίσιο ................................... 9
2) Η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου....................... 22

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ
1) Τριαδικός Θεός και κόσμος.. ........................................ 28
2) Η «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δημιουργία .................................34
3) «Θεωρία» και «λόγοι τῶν ὄντων» ................................55
4) Οδός θεογνωσίας ...........................................................61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
1) Eξεικονίσεις του ανθρώπου
α) Η Εκκλησία ως «εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου»……..........68
β) Η Αγία Γραφή ως εικόνα του ανθρώπου …...……73
γ) Η εικόνα του κόσμου ως ανθρώπου και του αν-
θρώπου ως κόσμου……………....…………………..77
2) Συμβολισμοί της θείας Λειτουργίας.......................... 82
3) Η τελείωση του ανθρώπου ως «ἀκατάληκτος
ἀεικινησία» .....................................................................106
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ............................................................. 124

CONCLUSIONS ..................................................................128

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α’. ΠΗΓΕΣ
1. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ
ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ…...…………….…………………132
2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ-
ΣΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ….……………………………133

Β’. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ………………………………...136
2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ.....…………………………………141
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Από τα πολυπληθή θεολογικά έργα που μας κληροδότησε


άγιος Μάξιμος Ομολογητής ξεχωρίζει η «Μυσταγωγία». Στο έρ-
γο αυτό παρουσιάζει μία μοναδική και πρωτότυπη προσέγγιση
και εξεικονική περιγραφή της θείας Λειτουργίας, μένοντας ταυ-
τόχρονα κατά πάντα πιστός στην ορθόδοξη «πατερική γραμμή».
Πολλοί ερευνητές, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο
έργο, διέκριναν το βαθύ πλούτο που διακρίνει τη θεολογία του
αγίου πατρός. Άριστος γνώστης της βιβλικής και προγενέστερής
του πατερικής θεολογίας και βιώνοντας βαθύτατα το γεγονός
της Εκκλησίας, δε διστάζει να συντάξει ένα έργο, το περιεχόμενο
του οποίου λαμβάνει συμπαντικές διαστάσεις, καθιστώντας το
πρωτοπόρο όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τη δική μας.
Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο πατέρα αποτελούσε
επιθυμία από τα προπτυχιακά μου χρόνια, καθώς ήταν εκείνος
που με «μύησε» με τη διδασκαλία του στο να ακολουθήσω, ως με-
ταπτυχιακός πλέον φοιτητής, τον Τομέα της δογματικής και συμ-
βολικής θεολογίας. Βεβαίως η σπουδή μου στον άγιο Μάξιμο δεν
είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Όσον αφορά την επιλογή του θέματος, Κόσμος, Εκκλησία,
τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου
του Ομολογητού, αυτή προήλθε κατόπιν συνεργασίας με το σύμ-
βουλο μου αναπληρωτή καθηγητή κ. Βασίλειο Α. Τσίγκο, τον ο-
ποίο και ευχαριστώ για τις πολύτιμες συμβουλές και αρωγή που
μου προσέφερε όλο αυτό το διάστημα, βοηθώντας με στην ολο-
κλήρωση της παρούσας μελέτης.
Τέλος, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένειά μου,
για τη βοήθεια και την υποστήριξη που παρείχαν καθένας από
την πλευρά του, όπως επίσης και στους φίλους μου, οι οποίοι με
στήριξαν καθένας με το δικό του τρόπο, σε αυτή τη συγγραφική
μου προσπάθεια.

Θεσσαλονίκη, 13 Αυγούστου 2012


Μνήμη του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Βλ. Βλέπε.
Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πα-
νεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 1924-1926 κ.ἑξ.
Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πα-
νεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1953 κ.ἑξ.
εκδ. έκδοση.
GCS Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten
drei Jahrhunderte, Berlin-Leipzig 1897 κ.ἑξ.
Θ.Η.Ε. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, ἐκδ. Ἀ.
Μαρτίνος, Ἀθῆναι 1962-1968.
Mansi Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Colle-
ctio, ἐκδ. J. D. Mansi, Florentiae - Venetiis 1759-1798
[Nova edition J. Martin - L. Petit, Parisiis - Lipsiae
1899-1927 και ἀνατύπ. Graz 21960-1961].
Μυσταγ. Μυσταγωγία.
PG Patrologiae cursus completus, series greaca, τ. 1-161,
Parisiis 1857-1866, ἐκδ. J. P. Migne. [ἐπανέκδ. Ἑλλη-
νική Πατρολογία, ἐπιμ. Ἰ. Διώτης, ἐκδ. Κ.Π.E., Ἀθῆ-
ναι 1987 κ.ἑξ.]
PL Patrologiae cursus completus, series Latina, τ. 1-221,
ἐκδ. J. P. Migne, Parisiis 1844-1846.
υποσ. Υποσημείωση.
9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1) Ιστορικό και δογματικό πλαίσιο

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπήρξε ένας από τους με-


γαλύτερους πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας, ο οποίος
έζησε τον 7ο μ.Χ. αι. Οι αγώνες του και η πλούσια αντιρρητική
του θεολογία συνέβαλαν καθοριστικά στη συνοδική καταδίκη
και επικράτηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας απέναντι στις
χριστολογικές έριδες της εποχής εκείνης, τον Μονοενεργητι-
σμό και Μονοθελητισμό.
Γεννήθηκε το 580 μ.Χ. στην Κων/πολη από πλούσια και ε-
πιφανή οικογένεια, λαμβάνοντας την ανάλογη μόρφωση που
θα του επέτρεπε να αναρριχηθεί στα υψηλά δημόσια αξιώματα
της εποχής. Έτσι, επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου, προσελήφθη
ως αρχιγραμματέας του παλατιού1. Λίγα χρόνια μετά ο ίδιος
παραιτήθηκε από το αξίωμα αυτό και εισήλθε στο μοναστήρι
της Χρυσούπολης, με σκοπό να ακολουθήσει το δρόμο του μο-
ναχικού βίου2. Εκεί γνώρισε το μοναχό και μετέπειτα μαθητή
του Αναστάσιο με τον οποίο έμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζω-
ής του.
Η ενασχόληση του ιερού πατρός με τη χριστολογική έριδα
δεν έγινε νωρίτερα από το 640, όταν και πληροφορούμενος

1 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, Ἀπ’ ἀρχῆς με-


χρι τήν Εἰκονομαχία, Αθήναι 32002, σ. 741. Παναγιώτου Κ. Χρήστου,
Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Ε’. Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ς’ και θ’ αἰώ-
νες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 22006, σ. 267.
2 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 741. Πανα-

γιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 267.


10

πλήρως3 για το περιεχόμενό της τάχθηκε «αναφανδόν ένα-


ντίον της»4. Όπως τελικά φανερώθηκε και έγινε έγκαιρα γνω-
στό, η αίρεση του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού δεν
ήταν τίποτε λιγότερο παρά, κατά την έκφραση του καθηγητή
Βλασίου Φειδά, «δύο υποπόδια, δύο προεκτάσεις» του Μονοφυσι-
τισμού στην πιο ήπια όμως μορφή του5.
Φυσικά το πρόβλημα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, όταν
επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου (610-641), κρίθηκε αναγκαία η ε-
πανένταξη των Μονοφυσιτών στους κόλπους της Εκκλησίας,
ώστε να αποκοπεί ευκολότερα η περσική και αραβική εισβολή6,
καθώς εκείνη την εποχή η βυζαντινή αυτοκρατορία ταλαντευ-
όταν από συνεχείς επιθέσεις Περσών και Αράβων, με αποτέλε-
σμα πολλές περιοχές να περιέλθουν για λίγο χρονικό διάστημα
στην κυριαρχία τους.

3 Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία στη σχετική βι-


βλιογραφία, καθώς υπάρχουν δύο διασταυρούμενες απόψεις και τι-
θεται το ερώτημα αν και κατά πόσο ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
υπήρξε εξ’ αρχής πολέμιος του μονοθελητισμού ή κράτησε αυτή τη
στάση στην πορεία. Ο Παναγιώτης Κ. Χρήστου καταλήγει στην ά-
ποψη ότι αρχικά ο Μάξιμος ήταν δεκτικός προς «μίαν γνώμην καί
θέλημα ἕν, Θεῷ καί ἀλλήλοις ἔχειν δυνάμεθα» (Ἐπιστολή Β’ προς Ἰω-
άννην κουβικουλάριον, περί ἀγάπης, PG 91, 396C). Βλ. Π. Κ. Χρήστου,
Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 267. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο M. C.
Steenberg στο άρθρο του «Gnomic Will and the challenge to the True
Humanity of Christ in Maximus Confessor», Studia Patristica 42 (2003),
σ. 237, καθώς επίσης και ο Ian A. McFarland στο άρθρο του «‘‘Na-
turally and by grace’’: Maximus the Confessor on the operation of the
will», Scottish journal of theology 58 (2005), σ. 412. Αντίθετα ο Νίκος Α.
Ματσούκας, στη μελέτη του Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν
Μάξιμο Ὁμολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σ. 20, θεωρεί πως μια
τέτοια άποψη δε μπορεί να υφίσταται και επομένως δε μπορεί να
γίνει δεκτή.
4 Βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 268.

5 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 727.

6 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σσ. 13-15. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰ-


κουμενική Σύνοδος», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 26 (1981), σ. 209.
11

Η επανένταξη των περιοχών αυτών είχε σαφώς πολιτικό


χαρακτήρα7, καθώς ήταν μια πράξη συμβιβαστική προς την
πλευρά των μονοφυσιτών με το δογματικό Όρο της Δ΄ Οικουμε-
νικής Συνόδου8, στο οποίο ρητά δηλωνόταν οι δύο φύσεις του
Χριστού.
Έτσι, ο Ηράκλειος σε συνεννόηση με τον πατριάρχη Σέρ-
γιο, προέκρινε ψήφισμα, μέσα στο οποίο γίνονταν λόγος για
μία θέληση και ενέργεια9 στο πρόσωπο του Χριστού, ως μια νέα

7 Βλ. Joseph P. Farell, Free choice in st. Maximus the Confessor, εκδ.
St. Tikhon’s Seminary Press, Pennsylvania 1989, σ. 68. Αικατερίνης Χρι-
στοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία Β1’ 610-867, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλο-
νίκη 21998, σ. 43. Ἰωάννου Καραγιαννοπούλου, Τό βυζαντινό κράτος,
εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 42001, σ. 129. Demetrios Bathrellos, Person,
Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, Oxford
University Press 2004, New York 2004, σ. 42.
8 Για το θέμα του δογματικού όρου της Χαλκηδόνας βλ. Ἰωάν-

νου Ζηζιούλα, (Μητροπ. Περγάμου), «Χριστολογία καί ὕπαρξη. Ἡ


διαλεκτική κτιστοῦ - ἀκτίστου καί τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας», Σύνα-
ξη 2 (1982), σσ. 17-20. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική
Θεολογία Γ’, Ἀνακεφαλαίωση καί Ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενι-
κοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσ-
σαλονίκη 2005, σσ. 242-255. Του ιδίου, Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοι-
μημένων, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 189-207. Demetrios
Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the
Confessor, σσ. 27-30. Πληρέστερη μελέτη του θέματος με σχετική βι-
βλιογραφία βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Γένεση καί πηγές τοῦ Ὅρου
τῆς Χαλκηδόνας: Συμβολή στήν ἱστορικοδογματική διερεύνηση τοῦ
Ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
32005.

9 Εδώ πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως οι Μονοφυσίτες

δεχόμενοι πως η ανθρώπινη θέληση του Χριστού θεώθηκε, δέχονταν


μία θέληση και μία ενέργεια στο πρόσωπο του Χριστού, τη θεία.
Οποιεσδήποτε εκδηλώσεις και ενέργειες της ανθρώπινης φύσεως
δεν τις δέχονταν, χαρακτηρίζοντας τες φαινομενικές και φανταστι-
κές. Βλ. ενδεικτικά: Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνο-
δος», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 26 (1981), σ. 210. Αντωνίου Παπαδοπούλου,
«Καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητού ἀνατροπή τῆς οἰ-
κουμενικῆς ἀταξίας τοῦ Μονοενεργητισμού καί Μονοθελητισμού
12

βάση ένωσης μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών10, οι οποίοι


χωρίζονταν σε δύο ομάδες, τη μετριοπαθή και την ακραία.
Η νέα αυτή φόρμουλα στηρίζονταν στην έκφραση από τα
αρεοπαγιτικά συγγράμματα «μία θεανδρική ἐνέργεια»11 και τη
φράση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου
σεσαρκωμένη»12.

καί τῆς τελικῆς ἐπικρατήσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας δηλαδή


τοῦ Δυοενεργητισμού καί Δυοθελητισμού», στα Πρακτικά ΚΑ΄ Θεο-
λογικοῦ Συνεδρίου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής», εκδ.
Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 176.
10 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 15. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία


Α’, σ. 734. Hans-Georg Beck, Ἡ βυζαντινή χιλιετία, (μεταφρ. Δημοσθέ-
νη Κούρτοβικ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 21992,
σ. 250. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of
Saint Maximus the Confessor, σσ. 62-63.
11 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστολή 4, Τῷ αὐτῷ Γαίῳ Θερα-

πευτῇ, PG 3, 1072C: «Καί τό λοιπόν, οὐ κατά Θεόν τά θεῖα δράσας, οὐ


τά ἀνθρώπεια κατά ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀνδρωθέντος Θεοῦ, καινήν τινα
τήν θεανδρικήν ἐνέργειαν ἡμῖν πεπολιτευμένος».
12 Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Σούκενσον Διοκαισα-

ρείας 45, PG 77, 232 CD: «Ἐννοῦντες τοίνυν, ὡς ἔφην, τῆς ἐνανθρω-
πήσεως τόν τρόπον, ὁρῶμεν ὅτι δύο φύσεις συνῆλθον ἀλλήλαις καθ’
ἕνωσιν ἀδιάσπαστον ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως˙ ἡ γάρ σάρξ σάρξ ἐστι,
καί οὐ θεότης, εἰ καί γέγονε Θεοῦ σάρξ˙ ὁμοίως δέ καί ὁ Λόγος Θεός
ἐστι, καί οὐ σάρξ, εἰ καί ἰδίαν ἐποιήσατο την σάρκα οἰκονομικῶς. Ὅταν
οὖν ἐννοῶμεν τοῦτο, οὐδέν ἀδικοῦμεν τήν εἰς ἑνότητα συνδρομήν, ἐκ
δύο φύσεων γεγενῆσθαι λέγοντες˙ μετά μέντοι τήν ἕνωσιν οὐ διαι-
ροῦμεν τάς φύσεις ἀπ’ ἀλλήλων, οὐδέ εἰς δύο τέμνομεν Υἱούς τόν ἕνα
καί ἀμέριστον, ἀλλ’ ἕνα φαμέν Υἱόν, καί ὡς οἱ Πατέρες εἰρήκασι, μίαν
φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην». Επ’ αυτού ο Ιωάννης ο Δαμα-
σκηνός γράφει: «Αὐτὸς μὲν οὖν ὁ μακάριος Κύριλλος ἐν τῇ πρὸς Σού-
κενσον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ ἑρμηνεύων τὸ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου
σεσαρκωμένην οὕτω φησίν˙ Εἰ μὲν γὰρ μίαν εἰπόντες τοῦ λόγου φύσιν
σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκόντες τὸ σεσαρκωμένην, ἀλλ᾽ οἷον ἔξω τι-
θέντες τὴν οἰκονομίαν, ἦν αὐτοῖς τάχα που καὶ οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος
προσποιουμένοις ἐρωτᾶν˙ Εἰ μία φύσις τὸ ὅλον, ποῦ τὸ τέλειον ἐν ἀν-
θρωπότητι; ῍Η πῶς ὑφέστηκεν ἡ καθ᾽ ἡμᾶς οὐσία; Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ ἐν
13

Ως αποτέλεσμα, λοιπόν, της συμβιβαστικής αυτής πρό-


τασης, υπήρξε η δημιουργία μιας νέας διδασκαλίας, η οποία
έκανε λόγο για μία θέληση και μία ενέργεια στο πρόσωπο του
Χριστού. Εφόσον, όπως αναφέρθηκε, τόσο ο Μονοθελητισμός ό-
σο και ο Μονοενεργητισμός θεωρούνται ότι αποτελούν συνέ-
χεια και προέκταση του Μονοφυσιτισμού, τότε οι δύο προανα-
φερθείσες μονοφυσιτικές ομάδες έχουν ως ρίζες και μονοθελη-
τικές και μονοενεργητικές αντιλήψεις13.
Η ενωτική αυτή προσπάθεια, η οποία στην αρχή είχε βρει
απήχηση στις μονοφυσιτικές περιοχές, ήρθε να επικυρωθεί με

ἀνθρωπότητι τελειότης καὶ τῆς καθ᾽ ἡμᾶς οὐσίας ἡ δήλωσις εἰσκεκό-


μισται διὰ τοῦ λέγειν σεσαρκωμένην, παυσάσθωσαν καλαμίνην ῥά-
βδον ἑαυτοῖς ὑποστήσαντες. Ἐνταῦθα μὲν οὖν τὴν φύσιν τοῦ λόγου ἐπὶ
τῆς φύσεως ἔταξεν. Εἰ γὰρ ἀντὶ ὑποστάσεως τὴν φύσιν παρείληφεν,
οὐκ ἄτοπον ἦν, καὶ δίχα τοῦ σεσαρκωμένην τοῦτο εἰπεῖν· μίαν γὰρ ὑ-
πόστασιν τοῦ θεοῦ λόγου ἀπολύτως λέγοντες οὐ σφαλλόμεθα. Ὁμοί-
ως δὲ καὶ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος ἐπὶ τῆς φύσεως τὸ ῥητὸν ἐννόησεν, οὐκ
ἀντὶ τῆς ὑποστάσεως. Ἐν δὲ τῇ πρὸς τὰς Θεοδωρήτου μέμψεις τοῦ
δευτέρου ἀναθεματισμοῦ οὕτως φησὶν ὁ μακάριος Κύριλλος˙ Ἡ φύσις
τοῦ λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὅ ἐστιν αὐτὸς ὁ λόγος. Ὥστε τὸ εἰπεῖν
φύσιν τοῦ λόγου οὔτε τὴν ὑπόστασιν μόνην σημαίνει οὔτε τὸ κοινὸν
τῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ τὴν κοινὴν φύσιν ἐν τῇ τοῦ λόγου ὑποστάσει
ὁλικῶς θεωρουμένην». Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3,
11, PG 94, 1024C-1025Β. Για την ερμηνευτική ανάλυση της φράσης
στη σύγχρονη βιβλιογραφία βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί
πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, Ἔργα τ. 8, (μετάφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη),
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 517-522. Αντωνίου Παπαδο-
πούλου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως ‘‘μία φύσις ἤ ὑπόστασις
τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη’’», στα Πρακτικά ΙΘ’ Θεολογικοῦ
Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», εκδ. Ιερά Μη-
τρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 357-391. Χρίστου
Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία
του», στα Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, σσ. 268-274. Theodo-
ros C. Pittaras, The incarnated Word in the thought of st. Cyril of Alexandria
and the Christological tradition, (Μεταπτ. εργ.), Αθήνα 2007, σσ. 147-181.
13 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ. 727.
14

συνοδική απόφαση, τη γνωστή «Ψήφο»14 το 633, η οποία πιθα-


νόν συντάχθηκε από το Σέργιο. Την ίδια περίοδο εστάλη από
τον ηγούμενο Πύρρο, μετέπειτα διάδοχο του Σεργίου στον πα-
τριαρχικό θώκο, επιστολή προς τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογη-
τή, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, ζητών-
τας τη δική του γνώμη15 πάνω στο ζήτημα της «Ψήφου».
Αν και ο ιερός πατήρ ζήτησε διευκρινίσεις πάνω στο θέ-
μα , εν τούτοις ο μοναχός Σωφρόνιος, μετέπειτα πατριάρχης Ι-
16

εροσολύμων, εντόπισε εξ’ αρχής την κακοδοξία και τον κίνδυνο


που ελλόχευε για την ορθή πίστη. Πράγματι, ο Σωφρόνιος στην
«ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή» του17, υποστηρίζει πως και μετά την
υποστατική ένωση δεν πρέπει να ομιλούμε για μία αλλά για
δύο ενέργειες στο πρόσωπο του Χριστού.
Το γεγονός πως στην «ἐπιστολή» δε μιλά ευθέως και για
δύο θελήσεις, διόλου δε μειώνει την ορθόδοξη διδασκαλία επ’
αυτού του ζητήματος18, ότι δηλαδή γνώρισμα της κάθε φύσης
είναι και η δική της θέληση και ενέργεια. Αφού, λοιπόν, με βά-
ση τη χαλκηδόνια χριστολογία γίνεται λόγος για δύο φύσεις
στη μία υπόσταση του Θεού Λόγου, στο πρόσωπο του Χριστού,
αναπόδραστα πρέπει και να δεχόμαστε ότι έχει και δύο θελή-

14 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά


τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 20. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α΄, σ. 734. Andrew Louth, Maximus the Confessor, London and New York
2005, σ. 14. Grigory I. Benevich, «Christological polemics of Maximus
the Confessor and the emergence of Islam onto the world stage», Theolo-
gical Studies 72 (2011), σ. 337.
15 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 738. Πανα-

γιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 268. Demetrios Bathrel-


los, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Con-
fessor, σ. 65.
16 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 738.

17 Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Συνοδική ἐπιστολή πρός Σέργιον

πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, PG 87, 3147Α-3200C. Μansi, 11,


461-509. Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α’, Ἀθῆναι 21960, σσ. 203-219.
18 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ.

214.
15

σεις και δύο ενέργειες19. Στην εξέλιξη των γεγονότων θα επι-


χειρηματολογήσει θεολογικά και δια πολλών για το συγκεκρι-
μένο ζήτημα ο άγιος Μάξιμος.
Η τεκμηριωμένη θεολογικά αντίδραση του Σωφρονίου εί-
χε ως αποτέλεσμα η ενωτική προσπάθεια του Σεργίου να ναυα-
γήσει και να υπαναχωρήσει στις θέσεις του20 εγκαταλείποντας
οριστικά το θέμα του Μονοενεργητισμού. Ωστόσο σε συνεργα-
σία με τον αυτοκράτορα Ηράκλειο και πιθανόν τον πατριάρχη
Πύρρο, διάδοχο του Σεργίου, εισηγήθηκε ένα νέο διάταγμα, στο
οποίο θα επιβαλλόταν ο Μονοθελητισμός ως μόνη λύση στο
πρόβλημα και επιπρόσθετα θα απαγορευόταν κάθε είδους συ-
ζήτηση για μία ή δύο ενέργειες στο πρόσωπο του Χριστού.
Το νέο αυτό διάταγμα ονομάσθηκε «Ἔκθεσις»21 και συν-
τάχθηκε το 638. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νέο διάταγμα επί
της βάσεώς του είχε στηριχθεί στην «Ψήφο»22. Έτσι μετά τον

19 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 736. Αντωνί-


ου Παπαδοπούλου, «Καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητού
ἀνατροπή τῆς οἰκουμενικῆς ἀταξίας τοῦ Μονοενεργητισμού καί Μο-
νοθελητισμού καί τῆς τελικῆς ἐπικρατήσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδα-
σκαλίας δηλαδή τοῦ Δυοενεργητισμού καί Δυοθελητισμού», σ. 177.
20 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 16.


21 Για το κείμενο της «Ἐκθέσεως» βλ. στην έκδοση Mansi, 10,

992-997. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά


τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 19. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμε-
νική Σύνοδος», σ. 219. Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή
ιστορία, σσ. 44-45. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σσ. 737-
738. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of
Saint Maximus the Confessor, σ. 64. Andrew Louth, Maximus the Confes-
sor, σ. 15. Grigory I. Benevich, «Christological polemics of Maximus the
Confessor and the emergence of Islam onto the world stage», σ. 337.
22 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 20. Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνική Πα-


τρολογία, σ. 268.
16

Μονοενεργητισμό, ο πατριάρχης Σέργιος με τις ενέργειές του


«προκάλεσε μια νέα αίρεση, το Μονοθελητισμό»23.
Στο σημείο αυτό είναι που ο άγιος Μάξιμος θα αναλάβει
πλέον ενεργό δράση, η οποία τοποθετείται χρονικά μετά και το
θάνατο του Σωφρονίου, γεγονός που συνέβη λίγο πριν την έκ-
δοση της «Ἐκθέσεως». Παράλληλα, το έτος έκδοσης της «Ἐκθέ-
σεως», δηλαδή το 638, πεθαίνει και ο πατριάρχης Σέργιος. Τους
δύο αποθανόντες θα διαδεχθούν αντίστοιχα ο ιερός πατήρ και
ο νέος πατριάρχης Πύρρος. Στη θεολογική γραμματεία έχει
μείνει η ενδιαφέρουσα και πολυσήμαντη θεολογικά συζήτηση
μεταξύ των δύο ανδρών24. Στο διάλογο αυτό ο πατήρ λεπτο-
μερώς ανέπτυξε και υποστήριξε το δόγμα περί δύο θελήσεων
στο πρόσωπο του Χριστού, αποδεικνύοντας ότι ήταν άξιος συ-
νεχιστής της διδασκαλίας την οποία υποστήριξε με σθένος ο
Σωφρόνιος.
Συγκεκριμένα, ο ιερός Μάξιμος ξεδιπλώνει τον αντιρρητι-
κό του συλλογισμό απέναντι στον Πύρρο αναπτύσσοντας διε-
ξοδικά τη σχέση φύσης και γνώμης. Εκεινώντας από το δόγμα
της Χαλκηδόνας υποστήριξε πως ο Χριστός είχε δύο φύσεις, τη
θεία και την ανθρώπινη. Η υποστατική ένωση των δύο «ἐν Χρι-
στῷ φύσεων»25 δεν άλλαξε τίποτα, αφού δεχόμαστε απερίφρα-
στα τον δογματικό Όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή
τη χριστολογική βάση της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού
«ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»26.

23 Βλ. Βασιλείου Τατάκη, Ἡ βυζαντινή φιλοσοφία, εκδ. Εταιρία


Σπουδών Νεοελληνικου Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα
1977, σελ. 83.
24 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 288A-

353D.
25 Για τις συνέπειες της υποστατικής ενώσεως των δύο «ἐν

Χριστῷ φύσεων» βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική


Θεολογία Β’, Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσα-
λονίκη 22008, σσ. 276-298.
26 Παραθέτουμε στο σημείο αυτό το σχετικό απόσπασμα του

Όρου της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας: «Ἑπόμενοι τοί-


νυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν
17

Εφόσον υποστηρίζουμε πως η υποστατική ένωση δεν επέ-


φερε και την ένωση των δύο φύσεων σε μία, αλλά διατηρήθη-
καν αναλλοίωτες, αναπόφευκτα δε μπορούμε να δεχτούμε πως
και οι δύο θελήσεις και οι δύο ενέργειες πριν την ένωση, έγιναν
μία θέληση και μία ενέργεια μετά την ένωση. Όπως γράφει επ’
αυτού και ο άγιος πατήρ: «εἰ γάρ οὐδέν ἕτερον ἔστιν ὁ Χριστός
παρά τάς αὐτοῦ φύσεις, ἐξ ὧν, καί ἐν αἷς ὑπάρχει, προδήλως ὡς
καταλλήλως ταῖς ἑαυτοῦ φύσεσιν, ἤγουν ὡς ἑκάστη πέφυκεν, εἷς
ὥν καί ὁ αὐτός, ἤθελε τε καί ἐνήργει˙ εἴπερ οὐδετέρα αὐτῶν ἀθέ-
λητός ἐστιν, ἤ ἀνενέργητος. Εἰ δέ καταλλήλως ταῖς ἐαυτοῦ φύσε-
σιν ὁ Χριστός, ἤγουν ὡς ἑκάστη πέφυκεν, ἤθελε τε καί ἐνήργει˙
δύο δέ αὐτοῦ αἱ φύσεις˙ δύο αὐτοῦ πάντως καί τά φυσικά θελή-
ματα˙ καί αἱ τούτων ἰσάριθμοι, καί οὐσιώδεις ἐνέργειαι» 27.
Είναι σημαντικό να τονιστεί εδώ το γεγονός πως η θέλη-
ση είναι γνώρισμα, ιδιότητα της φύσης. Αυτό σημαίνει ότι αν
αναιρεθεί η θέληση, ως αποτέλεσμα θα αναιρεθεί και η φύση28.
Επιπροσθέτως, η παραπάνω επισήμανση έχει ως απόρροια να
μη μιλάμε για θέλημα που προσιδιάζει στην υπόσταση αλλά

αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς


καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμο-
ούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά
τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας˙ πρό αἰώ-
νων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ
τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μα-
ρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν
αὐτόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀ-
τρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύ-
σεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς
ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν
συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’
ἕνα καί τόν αὐτόν Υἱόν Μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χρι-
στόν». Βλ. Mansi, 7, στ. 116. Το ίδιο: Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά
καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α’, σ.
175.
27 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 289B.

28 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία

Β΄, σ. 326.
18

στη φύση. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι σαφές πως είχε
το «αὐτεξούσιον» και, επειδή κατά τους πατέρες της Εκκλησίας
το «αὐτεξούσιον θέλησις ἐστίν», ως αποτέλεσμα έχει και τη δική
της φυσική θέληση29.
Ακριβώς εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα, το σημείο τριβής
και αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Μονοθελήτες
πρόβαλαν την έκφραση «γνωμικό θέλημα»30 το οποίο κατ’ αυ-
τούς περιφρουρούσε την ενότητα της θελήσεως στο πρόσωπο
του Χριστού. Αντίθετα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής δε συμ-
φωνεί με αυτήν την έκφραση και επιχειρηματολογεί για την
ορθή έκφραση «φυσικό θέλημα».
Ειδικότερα, όπως τονίζει ο συγγραφέας της «Μυσταγω-
γίας», αν μιλάμε για γνωμικό θέλημα στο Χριστό, αποδίδουμε
στο θέλημα κάτι το σχετικό, καθώς η λέξη γνωμικό περιέχει τη
λέξη γνώμη. Με άλλα λόγια τονίζουμε στη βούληση του Χρι-
στού, στην οποία βούληση εντοπίζεται το θέλημα αποτελώντας
έκφραση της, κάτι το ατελές31. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότη-

29 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 304C.


Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 745.
30 Περί του γνωμικού θελήματος βλ. πιο αναλυτικά: Ἰωάννου

Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 221 κ.ε. Βλασίου Φει-


δά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σ. 745 κ.ε. Demetrios Bathrellos, «The
Relationship between the Divine Will and the Human Will of Jesus
Christ according to Saint Maximus the Confessor», Studia Patristica 37
(2001), σσ. 346-352. Του ιδίου, Person, Nature, and Will in the Christology
of Saint Maximus the Confessor, σσ. 99-174. M. C. Steenberg, «Gnomic
Will and the challenge to the True Humanity of Christ in Maximus
Confessor», σσ. 237-242. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβο-
λική Θεολογία Β΄, σ. 337 κ.ε.
31 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 308CD:

«Εἰ ὀρθῶς ἡ τοῦ πατρικοῦ ὅρου ἐξάπλωσις γεγένηται, πρῶτον μέν οὐ


δυνατόν γνωμικόν λέγει θέλημα. Πῶς γάρ ἐκ θελήματος θέλημα προ-
ελθεῖν ἐνδέχεται; Ἕπειτα δέ καί γνώμην λέγοντες ἐπί Χριστοῦ, ὡς πε-
ρί αὐτῆς ἔδειξε ζήτησις, ψιλόν αὐτόν δογματίζουσιν ἄνθρωπον, βου-
λευτικῶς διατιθέμενον καθ’ ἡμᾶς, ἀγνοοῦντά τε καί ἀμφιβάλλοντα,
καί ἀντικείμενα ἔχοντα˙ εἴπερ τις περί τῶν ἀμφιβαλλομένων, καί οὐ
περί τοῦ ἀναμφιβόλου βουλεύεται. Ἡμεῖς μέν γάρ ἁπλῶς φύσει καλοῦ
19

τα επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλιώς τη δυνατό-


τητα μιας ηθικής εξέλιξης και προκοπής. Έτσι εμφανίζεται ο
Χριστός να διαλέγει αν θα πράττει το καλό ή όχι.
Για το λόγο αυτό το θέλημα είναι κάτι το οποίο εντοπί-
ζεται στην υπόσταση και όχι στη φύση. Και πολύ περισσότερο
πρόκειται για χαρακτηριστικό της κτιστότητας αφού όποιος το
έχει ρέπει ή προς το καλό ή προς το κακό. Σε τελική ανάλυση
κατά τον άγιο Μάξιμο: «Ἡ γάρ διαφορά τῶν γνωμικῶν θελημά-
των, τήν τῆς γνώμης, ὡς ἔφην, ποεῖται παραλλαγήν˙ ἡ δέ τῆς
γνώμης παραλλαγή τῆς ἀγαθότητος εἰσηγεῖται τήν μείωσιν»32.
Είναι αξιοσημείωτο ότι για να ενισχύσει την επιχειρηματολο-
γία του ο ιερός πατήρ δίνει το παράδειγμα του «ὁρᾶν καί τό πῶς
ὁρᾶν»33. Το πρώτο χαρακτηρίζει την ικανότητα κάποιου να βλέ-
πει ενώ το δεύτερο το τι συγκεκριμένα βλέπει.
Μια διδασκαλία περί γνωμικού θελήματος ήταν επικίνδυ-
νη για την ίδια τη σωτηρία του ανθρώπου. Και τούτο διότι δεχό-
μενοι ένα γνωμικό θέλημα και όχι δύο φυσικά θελήματα, ανα-
πόδραστα ομολογούμε ότι ο Υιός «ἑτερόβουλος οὕτω γε ἔσται
τῷ Πατρί»34. Η άποψη αυτή οδηγεί όχι μόνο στο να αναιρείται
το τριαδολογικό δόγμα της ομοουσιότητας των τριών Προσώ-
πων αλλά πολύ περισσότερο να σχετικοποιείται το όλο μυστή-
ριο της θείας Ενανθρωπήσεως35 και τελικά να ακυρώνεται η
σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι το λάθος στο οποίο
περιέπεσαν οι Μονοθελήτες ήταν το γεγονός πως το θέλημα το
εντόπιζαν όχι στη φύση αλλά στην υπόσταση. Εφόσον δεν έκα-
ναν τη διάκριση αυτή, υπήρξε σύγχυση ως προς την υποστατι-
κή ένωση στο πρόσωπο του Χριστού. Και αυτό επειδή οι δύο φύ-

φυσικῶς ἔχομεν τήν ὅρεξιν˙ τοῦ δέ πῶς καλοῦ πεῖραν διά ζητήσεως
καί βουλῆς. Καί διά τοῦτο ἐφ’ ἡμῶν καί γνώμη προσφυῶς λέγεται, τρό-
πος οὗσα χρήσεως, οὐ λόγος φύσεως».
32 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Μαρῖνον, PG 91, 44D-45A.

33 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 293Α.

Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 223.


34 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 313C.

35 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 316C.


20

σεις του Χριστού, η θεία και η ανθρώπινη, συνέχισαν να υπάρ-


χουν και μετά την υποστατική ένωση και ως απόρροια αυτών
και η θέληση και ενέργεια που έχει κάθε μία φύση. Αντίθετα οι
Μονοθελήτες στη μία υπόσταση του Χριστού δε διέκριναν δύο
αλλά μία φύση και κατ’ επέκταση μία θέληση και μία ενέρ-
γεια36.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία περί δύο θελήσε-
ων, παρόλο που το θείο θέλημα διαφέρει ριζικά από το ανθρώ-
πινο, εν τούτοις το ανθρώπινο θέλημα δεν εναντιώνεται αλλά
αντίθετα υποτάσσεται στο θείο37. Κατά συνέπεια, απορρίπτον-
τας αυτή τη διδασκαλία περί δύο θελήσεων, ουσιαστικά απορ-
ρίπτουμε την ανθρώπινη φύση του Χριστού, προκαλώντας κα-
τάρρευση όλου του δόγματος της θείας Οικονομίας και κατ’ ε-
πέκταση του υποβάθρου της σωτηρίας του ανθρώπου.
Με τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις για το γνω-
μικό θέλημα, ήταν λογικό πως ούτε η «Ἔκθεσις» θα γινόταν
ποτέ αποδεκτή. Γι’ αυτό, το 648 ο νέος αυτοκράτορας Κώνστας
Β’ εξέδωσε νέο αυτοκρατορικό διάταγμα, τον «Τύπο»38, με το
οποίο απαγόρευε κάθε είδους συζήτηση για μία ή δύο θελήσεις,
μία ή δύο ενέργειες39.

36 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική θεολογία


Β΄, σ. 326.
37 «Καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπενάντια μή γένοιτο, κα-

θώς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ


θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑπο-
τασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι˙ ‘‘ἔδει γάρ τό τῆς
σαρκός θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δέ τῷ θελήματι τῷ θεικῷ’’, κα-
τά τόν πάνσοφον Ἀθανάσιον». Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά
καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α’, σ.
223. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική θεολογία Β΄, σσ.
327-328.
38 Για το κείμενο του «Τύπου» βλ. στην έκδοση Mansi, 10, 1029Ε-

1032Α.
39 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 21. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμε-


νική Σύνοδος», σ. 227. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σ.
747. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of
21

Εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι στη Δύση το 649, ο


πάπας Μαρτίνος Α’ αφού έλαβε γνώση για τον «Τύπο», συγ-
καλεί Σύνοδο, αυτή του Λατερανού, όπου κατάδικάζεται ο Μο-
νοθελητισμός καθώς και τα αυτοκρατορικά διατάγματα «Ἔκθε-
σις» και «Τύπος»40. Λίγο μετά ο πάπας Μαρτίνος Α’ θα συλλη-
φθεί και με την κατηγορία της συνωμοσίας θα εκδιωχθεί στη
Χερσώνα της Κριμαίας όπου και πέθανε.
Ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος θα προ-
σπαθήσει μια εκ νέου συμβιβαστική λύση, προτείνοντας μια υ-
ποστατική θέληση, λόγω της υποστατικής ένωσης αλλά και δύο
φυσικές θελήσεις, λόγω της διακρίσεως των δύο φύσεων στο
πρόσωπο του Χριστού41.
Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό από τον άγιο
Μάξιμο, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να συλληφθεί και μετά από
τρεις συνεχόμενες εξορίες42 να πεθάνει το 662 στην Κολχίδα σε
ηλικία 82 ετών καταβεβλημένος από τις κακουχίες. Επιπλέον
του αποκόπηκε το δεξί χέρι και η γλώσσα, «όργανα» ενάντια
στον αντιμονοθελητικό του αγώνα.
Ο ιερός πατήρ ανακηρύχτηκε άγιος της Εκκλησίας και η
μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 21 Ιανου-

Saint Maximus the Confessor, σ. 65. Andrew Louth, «The Ecclesiology of


Saint Maximos the Confessor», International Journal for the Study of the
Christian Church 4, 2, (2004), σ. 116.
40 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἰσαγωγή - σχόλια, (μετάφρ. Ἰ. Σακαλῆ), εκδ. Ἀπο-


στολικῆ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1973, σσ. 74-
75. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξι-
μο Ὁμολογητή, σ. 22. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύ-
νοδος», σσ. 228-229. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, σσ.
747-748. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology
of Saint Maximus the Confessor, σ. 65. Andrew Louth, «The Ecclesiology
of Saint Maximos the Confessor», σ. 116. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλ-
ληνική Πατρολογία, σ. 269.
41 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ.

229. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 269.


42 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ.

231. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 269.


22

αρίου και στις 13 Αυγούστου. Στις 13 Αυγούστου τον τιμά και η


Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι του δόθη-
κε και το προσωνύμιο Ομολογητής λόγω των σκληρών βασανι-
στηρίων που υπέστη για την ορθή πίστη.
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 680 μ.Χ. συνε-
κλήθη η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία στις συνεδρίες της
εξέτασε ενδελεχώς τα επίμαχα σημεία του Μονοθελητισμού.
Στην τελευταία συνεδρία υπογράφηκε και ο δογματικός Όρος, ο
οποίος κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα με τις προηγούμενες Οικου-
μενικές Συνόδους. Επιπλέον όχι μόνο διασαφήνιζε το θέμα γύ-
ρω από τις δύο θελήσεις και δύο ενέργειες στο πρόσωπο του
Χριστού, αλλά καταδίκαζε και τις αιρετικές διακηρύξεις περί
της μιας θέλησης και μιας ενέργειας στο πρόσωπο του Χρι-
στού43. Είναι προφανές ότι στις θεολογικές διεργασίες της Συ-
νόδου υπήρξε καθοριστική και αποφασιστική η συμβολή της δι-
δασκαλίας του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.

2) Η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου

Έχοντας παρουσιάσει σε αδρές γραμμές το ιστορικό και


δογματικό πλαίσιο της εποχής του 7ου αι. μ.Χ. προχωρούμε στα
έργα του ιερού πατρός, με έμφαση σε αυτό που θα μας απασχο-
λήσει στη συνέχεια της μελέτης. Όπως αναφέρθηκε στα περισ-
σότερα έργα του ιερού Μαξίμου είναι διάχυτες οι αντιμονοθε-
λητικές αναφορές καθιστώντας πιο εύκολη μία ολοκληρωμένη
προσέγγιση, στο μέτρο του δυνατού, στη σκέψη του αγίου. Με-
ταξύ αυτών και η προαναφερθείσα πραγματεία του αγίου πα-
τρός «Διάλογος μετά Πύρρου».
Παρά ταύτα υπήρξαν και έργα τα οποία δεν έχουν να κά-
νουν σε καμιά περίπτωση με τη χριστολογική έριδα της εποχής
του αγίου, καθώς δεν υπάρχει σε αυτά καμία σχετική αναφορά.
Ένα από αυτά τα έργα είναι και η «Μυσταγωγία». Πρόκειται
για ένα πολύ γνωστό ολιγοσέλιδο κείμενο, το οποίο έχει ως βά-

43Περισσότερα βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική


Σύνοδος», σσ. 237-241.
23

ση μελέτης η παρούσα εργασία. Ο θεματικός της άξονας συ-


μπίπτει με τη διατύπωση του θέματος: Κόσμος, Εκκλησία, τε-
λείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου
του Ομολογητού.
Το υπό πραγμάτευση έργο γράφηκε έπειτα από την πα-
ράκληση του Θεοχαρίστου, όπως προκύπτει από τον πρόλογο
της «Μυσταγωγίας», ο οποίος είχε ακούσει τον άγιο Μάξιμο να
διδάσκει «περί τε τῆς ἁγίας ἐκκλησίας καί τῆς ἐν αὐτῇ ἐπιτελου-
μένης ἁγίας συνάξεως καλῶς τε καί μυστικῶς θεωρηθέντα καί,
ὡς ἐνῆν μάλιστα διδασκαλικῶς, ἀπήτεις με κατεπείγων ἐξ αὐτῇς
ἔγγραφόν σοι τήν τούτων ποιεῖσθαι διήγησιν» 44.
Κύρια πηγή του έργου45, όπως πρόδηλα φαίνεται από το
προοίμιο της «Μυσταγωγίας»46, δεν είναι άλλος από τον άγιο
Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ή ακριβέστερα το συγγραφέα των
αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων και συγκεκριμένα το έργο του
«Περί ἐκκλησιαστικής ἱεραρχίας».
Ο ίδιος ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» αναφέρει πως
δεν πρόκειται να γράψει τίποτα καινούργιο αλλά αντίθετα θα
αναπτύξει τα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν έργο. Μια
προσεκτικότερη όμως μελέτη καθιστά σαφές πως αυτό δεν ι-
σχύει.
Συγκρίνοντας τα δύο αυτά κείμενα βλέπουμε πως όχι μό-
νο η σύνθεση του έργου είναι καθαρά δοσμένη υπό το πρίσμα
του αγίου Μαξίμου αλλά και το περιεχόμενο διαφέρει σε πλή-

44 Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, Η Μυσταγωγία του αγίου


Μαξίμου του Ομολογητού, εισαγωγή - κείμενο - κριτικό υπόμνημα -
μετάφραση, Αθήναι 21993, σ. 140, 10-13. Διευκρινίζεται εξαρχής ότι
για το κείμενο της «Μυσταγωγίας» θα χρησιμοποιήσουμε το κείμενο
του Χαράλαμπου Σωτηροπούλου. Στο εξής θα υπάρχει η συντόμευ-
ση Μυσταγ., η σελίδα και οι αντίστοιχοι στίχοι.
45 Μυσταγ. σ. 45. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, (Πρωτοπ.), «Ἡ Μυ-

σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», στα Πρακτικά ΚΑ’


Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής»,
εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 63.
46 Μυσταγ. σ. 144, 6-7.
24

θος σημείων, καθιστώντας το εν πολλοίς πρωτότυπο47, σε σχέ-


ση με το έργο «Περί ἐκκλησιαστικής ἱεραρχίας». Ακόμα, παρό-
λο που μόνο το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί τη βάση της «Μυστα-
γωγίας» και όχι ολόκληρο το έργο του συγγραφέα των αρεοπα-
γιτικών συγγραμάτων, και αυτό αναπτύσσεται με βάση τη σκέ-
ψη του αγίου Μαξίμου48.
Από την ενδελεχή μελέτη της «Μυσταγωγίας» προκύπτει
ότι το παραπάνω αρεοπαγιτικό έργο δεν αποτελεί τη μοναδική
πηγή στην οποία στηρίζεται ο ιερός πατήρ για τη συγγραφή
της. Προς τούτο θα γίνουν στη συνέχεια ενδεικτικές αναφορές,
από όπου φαίνονται ορισμένες από τις πηγές και τις εξαρτή-
σεις του συγγραφέα της «Μυσταγωγίας». Συγκεκριμένα, στο
Προοίμιο της «Μυσταγωγίας» γίνεται λόγος «ὑπέρ τῆς πνευμα-
τικῆς ἐργασίας τοῦ πνευματικοῦ ἀμπελῶνος»49. Η φράση αυτή
ίσως αποτελεί άμεση εξάρτηση από τον Ωριγένη50. Η αναφορά
στην καλλιέργεια του πνευματικού αμπελώνα πιθανόν να πρό-
κειται για την ψυχή του ανθρώπου, η οποία έχει την ανάγκη
καλλιέργειας.
Επιπρόσθετα τονίζουμε ότι, στο Β’ κεφάλαιο της «Μυστα-
γωγίας» γίνεται λόγος για την Εκκλησία ως εικόνα του σύμπα-
ντος κόσμου. Ο παραλληλισμός αυτός εντοπίζεται στην Καινή

47 Μυσταγ. σ. 45. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ


ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 64.
48 Μυσταγ. σ. 46. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ

ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 64.


49 Μυσταγ. σ. 144, 21. Βλ. Ματθ. 20, 1-6.

50 Ὠριγένους, Εἰς Ἱερεμίαν ὁμιλία 2,1, GCS 3, 17. Του ιδίου, Εἰς

Ματθαῖον 17,8, GCS 10, 607. Διευκρινίζεται εδώ ότι όπου αναφέρεται
η συντόμευση GCS, οι πληροφορίες έχουν ληφθεί από το άρθρο του
Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυ-
σταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α.
34 (1999), σσ. 165-196.
25

Διαθήκη51, στον Ωριγένη52, στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα53


αλλά και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης54.
Στο Δ’ κεφάλαιο γίνεται λόγος για τον ανθρώπινο νου, ο
οποίος παρομοιάζεται με το θείο θυσιαστήριο. Αυτός ο παραλ-
ληλισμός απαντά στον Ωριγένη55, και στον Γρηγόριο τον Θεο-
λόγο56. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται επίσης παρομοίωση του σώ-
ματος προς το ναό. Εδώ, η παρομοίωση αυτή αντλείται από τον
Ωριγένη57.
Στο Ε’ κεφάλαιο ο ιερός συγγραφέας κάνει λόγο για την
Εκκλησία ως εικόνα της ψυχής, αναφορά που απαντάται αφε-
νός στον Ωριγένη58 και αφετέρου στον Μεθόδιο Ολύμπου59. Επί-
σης στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος περί «δεκάδος τῶν χορδῶν
τοῦ κατά ψυχήν νοητοῦ ψαλτηρίου»60, το οποίο το βρίσκουμε
στην Παλαιά Διαθήκη61 αλλά και στον Ευάγριο62.
Στο ΣΤ’ κεφάλαιο ο άγιος Μάξιμος παρομοιάζει τον αν-
θρωπο με την αγία Γραφή, εικόνα επίσης παρμένη από τον Ω-
ριγένη63. Στο Ζ’ κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας» ο ιερός πατήρ

51 Β’ Πέτρ. 3, 13. Αποκ. 21, 1-2.


52 Ὠριγένους, Εἰς το κατά Ἰωάννην 6, 59, GCS 4, 167.

53Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Παιδαγωγός Α’, 6, 27, GCS 70, 160.

54Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβής εἴς τά Ἄσματα τῶν Ἀ-

σμάτων 1, 10, PG 44, 1049BC.


55 Ὠριγένους, Κατά Κέλσου 8, 17, GCS 2, 234.

56 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 26, 17, PG 35, 1248D-1249A.

57 Ὠριγένους, Εἰς τό κατά Ἰωάννην 10, 39, GCS 4, 215.

58 Ὠριγένους, Ὁμιλία εἰς Ἄσματα ἀσμάτων 1, 10, GCS 8, 41.

59 Μεθόδιος Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 3, 8, PG

18, 73D.
60 Μυσταγ. σ. 168, 9-10.

61 Ψαλμ. 91 (92), 4 και 143 (144), 9.

62 Εὐαγρίου Ποντικού, Περί τῶν ὀκτώ λογισμῶν, PG 40, 1278A.

63 Ὠριγένους, Περί ἀρχῶν 4, 2, 4, GCS 5, 312-313. Του ιδίου, Ὁμι-

λία εἰς Λευϊτικόν 5, 2, GCS 6, 334.


26

στηρίζεται και εδώ στον Ωριγένη, όταν παραλληλίζει τον άν-


θρωπο με τον κόσμο, διαφοροποιείται όμως καθώς τον άνθρω-
πο τον παρουσιάζει ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, σύμβο-
λο του ορατού και του αόρατου κόσμου και όχι ως «επουράνιο»
και «χοϊκό» όπως καταγράφεται στον Ωριγένη64.
Στο κεφάλαιο Η’ γίνεται αναφορά στην πρώτη είσοδο της
αγίας συνάξεως, όπου εκεί επισημαίνεται η επιστροφή στον
Θεό, «ἐξ ἀρχῆς ἐπανήγαγε τῆς βασιλείας χάριν»65. Η εικόνα αυ-
τή εντοπίζεται στον Ωριγένη66.
Επιπλέον, στα κεφάλαια ΙΓ’ και ΙΔ’ όπου γίνεται αναφορά
στην ανάγνωση του ευαγγελίου, παρατηρείται μία ακόμη εξάρ-
τηση από τον Ωριγένη67.
Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο ΙΘ’ υπάρχει η αναφορά του
αγίου Μαξίμου στη τρισάγια δοξολογία, η οποία χαρακτηρίζε-
ται στο ΚΔ’ κεφάλαιο ως «ἄπαυστος τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἁγια-
στική δοξολογία»68. Αυτή απαντάται στον άγιο Κύριλλο Ιεροσο-
λύμων69, ενώ η ισοτιμία των αγγέλων και του ανθρώπου που α-
ναφέρεται ευθύς παρακάτω υπάρχει στο ευαγγέλιο του Λου-
κά70. Τέλος, στο κεφάλαιο ΙΘ’ όπου τονίζεται η «τῆς ἀτρέπτου
περί Θεόν ἀεικινησίας»71 έχει ως πηγή το συγγραφέα των αρεο-
παγιτικών συγγραμμάτων72. Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι
σημαντικότερες πηγές από τις οποίες αντλεί μέρος του πρωτο-
γενούς υλικού του ο άγιος Μάξιμος για τη συγγραφή της «Μυ-
σταγωγίας».

64 Ὠριγένους, Ὁμιλία εἰς Ἱερεμίαν 22, GCS 3, 205. Του ιδίου,


Ὁμιλία εἰς Γένεσιν 1, 2, GCS 6, 13.
65 Μυσταγ. σ. 192, 14.

66 Ὠριγένους, Κατά Κέλσου 5, 57, GCS 2, 61.

67 Ὠριγένους, Εἰς Ματθαῖον 50 , GCS 11, 112. Του ιδίου, Εἰς Ἰω-

άννην σχολ. 1, 5, GCS 4, 10.


68 Μυσταγ. σ. 232, 1-2.

69 Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγική 5, 5, 6, PG 33, 1113B.

70 Λκ. 20, 36.

71 Μυσταγ. σ. 208, 6.

72 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας 7, 1, PG 3,

205B.
27

Όσον αφορά το έτος συγγραφής της «Μυσταγωγίας» υ-


πάρχουν αρκετές θεωρίες, οι οποίες την τοποθετούν μεταξύ
των ετών 628-630 και 632-634, χωρίς όμως καμία από αυτές να
θεωρείται απόλυτη73. Επικρατέστερη θεωρείται εκείνη που το-
ποθετεί τη συγγραφή της πριν το 633, καθώς στη «Μυσταγω-
γία» δεν υπάρχουν αναφορές εναντίον του Μονοθελητισμού.
Ως προς τη δομή της «Μυσταγωγίας», αυτή αποτελείται α-
πό ένα προοίμιο και 24 κεφάλαια, εκ των οποίων το τελευταίο
θεωρείται ανακεφαλαίωση. Τα κεφάλαια χωρίζονται σε δύο με-
ρη: α) τα κεφάλαια Α-Ζ που πραγματεύονται το συμβολισμό
του οικοδομήματος της Εκκλησίας, του σύμπαντος κόσμου αλ-
λά και της αγίας Γραφής και β) τα κεφάλαια Η-ΚΓ στα οποία ο
άγιος Μάξιμος αναφέρεται στους συμβολισμούς που υπάρχουν
κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας.
Σημειώνεται ότι στην ερμηνευτική προσέγγιση της θείας
Λειτουργίας ο ιερός πατήρ δεν αναφέρει τα εξής σημεία: α) τον
ύμνο «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος. Ἐλέησον
ἡμᾶς», β) το χερουβικό ύμνο και γ) την ευχή της αναφοράς.
Στη εργασία μας αυτή θα παρουσιάσουμε το θέμα μας σε
δύο κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Θεός και κόσμος,
θα παρουσιαστεί η σχέση του Θεού με τον κόσμο. Στο δεύτερο
κεφάλαιο με τίτλο Εκκλησία και άνθρωπος, θα παρουσιαστεί η
σχέση της Εκκλησίας με την τελείωση του ανθρώπου. Ακολου-
θούν τα συμπεράσματα και η παράθεση της βιβλιογραφίας, ό-
που καταγράφονται κυρίως οι πηγές και τα βοηθήματα που
χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη μας.

73 Μυσταγ. σσ. 55-56. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σσ. 67-68.
28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ

1) Τριαδικός Θεός και κόσμος

Η πατερική θεολογία όταν αναφέρεται στη σχέση του Θε-


ού με τον κόσμο, αρχίζει σχεδόν πάντα από την δημιουργία του
κόσμου, σκιαγραφώντας ολόκληρη την πορεία του ανθρώπου
και της κτίσης, και καταλήγει στα έσχατα.
Αποσαφηνίζοντας ακόμη περισσότερο τη σχέση αυτή, η
πατερική θεολογία τόνισε πως ο Θεός είναι η μοναδική πηγή
και αιτία ύπαρξης του κόσμου, εντός του γενικότερου πλαισίου
της σχέσης του κτιστού με το άκτιστο74, θέση την οποία ανα-
πτύσσει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν τονίζει πως ο
Θεός «…προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει τά τε νοητά καί τά αἰσθητά
καί περί ἑαυτόν, ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος» 75 αλλά και ότι ο
ίδιος είναι «…αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος τῆς τῶν ὅλων παραγω-
γῆς καί γενέσεως καί πυθμένα τῆς πάντων περιοχῆς ἀδιάστα-

74 Για το θέμα βλ. σχετικά: Παναγιώτου Κ. Χρήστου, «Ἄνθρω-


πος ἄναρχος καί ἀτελεύτητος. Ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου
Μαξίμου Ὁμολογητοῦ», Κληρονομία 12 (1980), σσ. 253-258. Ἰωάννου
Ζηζιούλα, (Μητροπ. Περγάμου), «Χριστολογία καί ὕπαρξη. Ἡ διαλε-
κτική κτιστοῦ - ἀκτίστου καί τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας», Σύναξη 2
(1982), σσ. 9-20. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεο-
λογία Γ’, Ἀνακεφαλαίωση καί Ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ
χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλο-
νίκη 2005, σσ. 103-110.
75 Μυσταγ. σ. 150, 8-9.
29

τον»76. Για αυτό ακριβώς και η κτίση οφείλει την ύπαρξή της
στον Θεό καθώς έχει τον Θεό «…ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος
ἀναφορᾷ»77. Οι ενδεικτικές αυτές θέσεις του ιερού πατρός, όπως
καταγράφονται στη «Μυσταγωγία» του, συγκεφαλαιώνουν την
προγενέστερη θεολογία78.
Στο σημείο όμως αυτό είναι απαραίτητες ορισμένες διευ-
κρινίσεις, οι οποίες αφορούν τη διάκριση μεταξύ της αΐδιας και
της οικονομικής Τριάδας, έτσι ώστε να καταστεί σαφές ποιες
θεολογικές αρχές πηγάζουν από τη διάκριση αυτή. Με άλλα
λόγια κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί αφενός ποια είναι η
σχέση των Προσώπων μεταξύ τους, η οποία χαρακτηρίζεται ως
τρόπος υπάρξεως μεταξύ τους, και αφετέρου η σχέση με τον
κόσμο ή αλλιώς η εξωτριαδική σχέση, στο πλαίσιο της θείας Οι-
κονομίας.
Αναφερόμενοι αρχικά στην αΐδια Τριάδα, ο άγιος Μάξι-
μος, ακολουθώντας εν προκειμένω τους Καππαδόκες πατέρες,
οι οποίοι αποσαφήνισαν τους όρους ουσία και υπόσταση στον
Θεό79, προσπαθεί να περιγράψει, όσο είναι δυνατό με απλοϊκό
τρόπο, το ακατάληπτο της ύπαρξης της θεότητας.

76 Μυσταγ. σ. 152, 6-7.


77 Μυσταγ σ. 154, 18-19.

78 Βλ. ενδεικτικά: Ψαλμ. 18, 2: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν

Θεοῦ, ποίησιν δε χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Εβρ. 3, 4:


«Πᾶς γάρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δέ πάντα κατασκευάσας
Θεός». Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 4,
5, PG 7, 985B: «πρῶτον μέν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς,
καί μόνος Θεός». Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός Β’ 6, PG 36, 32C:
«Τοῦ μέν γάρ εἶναι Θεόν, καί τήν πάντων ποιητικήν τε καί συνεκτικήν
αἰτίαν, καί ὄψις διδάσκαλος, καί ὁ φυσικός νόμος˙ ἡ μέν τοῖς ὁρωμένοις
προσβάλλουσα καί πεπηγόσι καλῶς καί ὁδεύουσι, καί ἀκινήτως, ἵνα
οὕτως εἴπω, κινουμένοις καί φερομένοις˙ ὁ δέ διά τῶν ὁρωμένων καί
τεταγμένων τόν ἀρχηγόν τοῦτον συλλογιζόμενος. Πῶς γάρ καί ὑπέ-
στη τόδε τό πᾶν, ἤ συνέστη μή Θεοῦ τά πάντα οὐσιώσαντος καί συνέ-
χοντος;».
79 Βλ. ενδεικτικά: Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1, PG 32,

869AB. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ μή εἶναι τρεῖς Θεούς, PG 45,


120A.
30

Στην προσπάθεια αυτή ο ιερός πατήρ επισημαίνει την


πρώτη και βασική διάκριση στον Θεό, ότι δηλαδή η θεότητα εί-
ναι μία ως προς την ουσία και τρεις ως προς τις υποστάσεις:
«…θεόν ἕνα, μίαν οὐσίαν, ὑποστάσεις τρεῖς˙ μονάδα οὐσίας τρι-
συπόστατον καί τριάδα ὑποστάσεων ὁμοούσιον˙ μονάδα ἐν τριάδι
καί τριάδα ἐν μονάδι»80.
Ασφαλώς, το γεγονός πως όταν ομιλούμε για τον Θεό,
πάντοτε αναφερόμαστε σε Αυτόν ως τριαδικό Θεό, ή ως τρισυ-
πόστατη μονάδα, δεν μας επιτρέπει να έχουμε καμιά σύγχυση,
υποστηρίζοντας ότι οι τρεις υποστάσεις εισάγουν κάποια διαί-
ρεση στη θεότητα. Αυτό σημαίνει ότι δε μας επιτρέπει να υπο-
στηρίξουμε ότι οι τρεις υποστάσεις εισάγουν και τρεις Θεούς:
«οὐκ ἄλλην καί ἄλλην καί ἄλλην, οὐ δ’ ἄλλην παρ’ ἄλλην, οὐδέ
δι’ ἄλλης ἄλλην, οὐδ’ ἄλλην ἐν ἄλλῃ, οὐδέ ἐξ ἄλλης ἄλλην, ἀλ-
λά τήν αὐτήν ἐν ἑαυτῇ καί καθ’ ἑαυτήν, ἐφ’ ἑαυτήν, ἑαυτῇ»81.
Στη συνέχεια, ο άγιος Μάξιμος προσθέτει πως, το γεγο-
νός ότι υπάρχει κοινή ουσία στη θεότητα και ταυτόχρονα υπάρ-
χουν και τρεις υποστάσεις, δεν αφήνει περιθώρια στο να υπει-
σέλθει οποιαδήποτε κακοδοξία. Ο συγγραφέας της «Μυσταγω-
γίας» εμφατικά τονίζει το γεγονός πως αφενός στην ουσία δεν
υπάρχει ούτε σύνθεση ούτε σύγχυση και αφετέρου στις υπο-
στάσεις υπάρχει διάκριση αλλά όχι διαίρεση ή μερισμός: «ταὐ-
τήν καί μονάδα καί τριάδα ἀσύνθετόν τε καί ἀσύγχυτον τήν ἕνω-
σιν ἔχουσαν καί τήν διάκρισιν ἀδιαίρετόν τε καί ἀμέριστον˙ μονά-
δα μέν κατά τόν τῆς οὐσίας, ἤτοι τόν τοῦ εἶναι, λόγον, ἀλλ’ οὐ κα-
τά σύνθεσιν ἤ συναίρεσιν ἤ τήν οἱανοῦν σύγχυσιν˙ τριάδα δε κατά
τόν τοῦ πῶς ὑπάρχειν καί ὑφεστάναι λόγον, ἀλλ’ οὐ κατά διαίρε-
σιν ἤ ἀλλοτρίωσιν ἤ τόν οἱονοῦν μερισμόν˙ οὐ γάρ μεμέρισται
ταῖς ὑποστάσεσιν ἡ μονάς, οὐδέ σχετικῶς ἔνεστι καί ἐπιθεωρεῖ-
ται αὐταῖς, οὐδέ συντέθεινται εἰς μονάδα αἱ ὑποστάσεις ἤ συναι-

80 Μυσταγ. σ. 216, 17-19. Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos.
The vision of St. Maximus the Confessor, St. Vladimir’s Seminary Press,
Crestwood - New York 1985, σ. 38. Melchisedec Törönen, Union and Di-
stinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, Oxford University
Press, New York 2007, σσ. 61-62.
81 Μυσταγ. σ. 216, 19-22.
31

ρέσει αὐτήν ἐκπληροῦσιν, ἀλλά τήν αὐτήν ἑαυτῇ ταὐτόν, ἄλλως


μέντοι καί ἄλλως»82.
Στο σημείο αυτό ο ιερός Μάξιμος, ολοκληρώνοντας εδώ
τις τριαδολογικές του αναφορές, επισημαίνει ότι περιγράφον-
τας τον τρόπο ύπαρξης του Θεού, μπορούμε να αναφερθούμε
με δύο τρόπους˙ αφενός μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεό
ως μονάδα, έχοντας ως βάση την κοινή ουσία ή φύση, αλλά
αφετέρου και ως τριάδα, έχοντας ως βάση το γεγονός της ύ-
παρξης των τριών υποστάσεων ή Προσώπων: «Μονάς γάρ ἐστιν
ἀσύγχυτος τῇ οὐσίᾳ καί τῷ κατ’ αὐτήν ἁπλῷ λόγῳ ἡ ἁγία τριάς
τῶν ὑποστάσεων˙ καί τριάς ἐστι ταῖς ὑποστάσεσι καί τῷ τρόπῳ
τῆς ὑπάρξεως ἡ ἁγία μονάς, τήν αὐτήν ὅλην τοῦτο κἀκεῖνο δια-
φόρως κατ’ ἄλλον καί ἄλλον, ὡς εἴρηται, λόγον νοουμένην μίαν
καί μόνην ἀδιαίρετόν τε καί ἀσύγχυτον καί ἁπλῆν καί ἀμείωτον
καί ἀπαράλλακτον θεότητα, μονάδα κατά τήν οὐσίαν ὅλην ὑ-
πάρχουσαν καί ὅλην τριάδα τήν αὐτήν ταῖς ὑποστάσεσι καί μίαν
ἑνός τρισσοφαοῦς ἀκτῖνα φωτός μονοειδῶς ἐπιλάμπουσαν»83.
Αποσαφηνίζοντας ακόμη περισσότερο το παραπάνω πα-
ράθεμα του αγίου Μαξίμου ότι δηλαδή, ενώ η ουσία μεταξύ
των τριών Προσώπων είναι κοινή, υπάρχει στις υποστάσεις διά-
κριση αλλά όχι διαίρεση και μερισμός, μπορούμε επιπρόσθετα
να αναφέρουμε και άλλες πατερικές αποκρυσταλλωμένες θεο-
λογικές αρχές, οι οποίες απορρέουν από τη συνάφεια αυτή και
συγκροτούν όλο το οικοδόμημα του τριαδολογικού δόγματος.
Αναλυτικότερα, ο ιερός Μάξιμος επαναδιατυπώνοντας
τις θέσεις των Καππαδοκών πατέρων επαναλαμβάνει ότι σχε-

82 Μυσταγ. σσ. 216, 22-218, 2. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογμα-


τική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 82. Melchisedec Törönen, Union and
Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 78.
83 Μυσταγ. σ. 218, 3-10. Βλ. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Li-

turgy. The Universe According to Maximus the Confessor, Ignatius Press,


San Francisco 2003, σσ. 105, 221 και 223. Βασιλείου Μπετσάκου, Στα-
σις ἀεικίνητος. Η ανακαίνιση της αριστοτελικής κινήσεως στη θεολο-
γία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη
2006, σ. 269. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought
of St. Maximus the Confessor, σσ. 64-65.
32

τικά με τον τρόπο υπάρξεως των Προσώπων μεταξύ τους, το


Πρόσωπο84 του Θεού Πατρός είναι η μοναδική πηγή και αιτία
ύπαρξης των άλλων δύο Προσώπων. Με άλλα λόγια το Πρόσω-
πο του Θεού Πατρός γεννά αϊδίως τον Υιό και εκπορεύει το Ά-
γιο Πνεύμα85, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη θεολογία του
Διονυσίου Αρεοπαγίτου86, Γρηγορίου του Θεολόγου87 και Γρηγο-
ρίου Νύσσης88.
Φυσικά, όπως προαναφέραμε, επειδή η διάκριση δε σημαί-
νει και διαίρεση και έχοντας επισημάνει το γεγονός πως στη

84 Για τη θεολογία του προσώπου στον άγιο Μάξιμο βλ. περισ-


σότερα: Ντομπρίβογιε Μίντιντς, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Συστη-
ματική - ἐρμηνευτική προσέγγισις τῆς περί Ἐκκλησίας διδασκαλίας
τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (Διδ. Διατρ.), Άθήναι 1989, σσ.
29-34. Νικολάου Μ. Καραζαφείρη, Ἡ περί προσώπου διδασκαλία Ἁγί-
ου Μαξίμου Ομολογητοῦ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 21995.
Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας καί
πνευματικῆς ζωῆς κατά τήν διδασκαλίαν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ,
Ἀθῆναι 2003, σσ. 48-50.
85 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί

οἰκονομικά 1, 4, PG 90, 1180A: «Εἷς Θεός, ἑνός Υἱοῦ γεννήτωρ, Πατήρ,


καί Πνεύματος ἑνός ἁγίου πηγή˙ Μονάς ἀσύγχυτος, καί Τριάς ἀδιαί-
ρετος˙ Νοῦς ἄναρχος, μόνου μόνος οὐσιωδῶς ἀνάρχου Λόγου Γεννή-
τωρ˙ καί μόνης ἀΐδίου Ζωῆς, ἤγουν Πνεύματος Ἁγίου, πηγή».
86 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2, 7, PG 3,

645B: «ὅτι μέν ἔστι πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὁ δέ Ἰησοῦς καί τό Πνεῦμα
τῆς θεογόνου θεότητος εἰ οὕτω χρή φάναι, βλαστοί θεόφυτοι, καί οἷον
ἄνθη καί ὑπερούσια φῶτα, πρός τῶν ἱερῶν λογίων παρειλήφαμεν».
87 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, 38, PG 35, 445BC.

88 Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG

45, 180C: «Ἕν γάρ καί τό αὐτό πρόσωπον τοῦ Πατρός, ἐξ οὗ ὁ Υἱός γεν-
νᾶται, καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τόν ἕνα αἴ-
τιον ὄντα μετά τοῦ αὐτοῦ αἰτιατῶν, ἕνα Θεόν φαμεν˙ ἐπεί καί συνυ-
πάρχει αὐτοῖς». Βλ. σχετικά: Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ. 34.
Μαξίμου Βασίλιεβιτς, (Ἱεροδιακόνου), Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐν Χριστῷ
κοινωνίας. «Μετοχή Θεοῦ» στή θεολογική ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ,
(Διδ. Διατρ.), Αθήνα 1999, σσ. 41-42.
33

θεότητα υπάρχει κοινή ουσία, η διάκριση αφορά μόνο στα Πρό-


σωπα ή αλλιώς τις υποστάσεις και τα υποστατικά τους ιδιώμα-
τα89. Πρόκειται για τη γνωστή και στην καππαδοκική θεολογία
θέση90 για τα κοινά και ακοινώνητα ή ενώσεις και διακρίσεις91
στη θεότητα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα τρία Πρόσωπα της Αγίας
Τριάδος είναι ομοούσια, της αυτής ουσίας, όμως ως προς τα ιδι-
ώματα τους υπάρχει ετερότητα, δηλαδή κάθε ένα από τα Πρό-
σωπα της τρισυπόστατης θεότητας έχει ένα ιδίωμα, το οποίο α-
φορά το καθένα χωριστά και δε μεταβιβάζεται στα άλλα δύο.
Το Πρόσωπο του Θεού Πατρός έχει το υποστατικό ιδίωμα του

89 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας καί τῆς


ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ 2, 1, PG 90, 1124D-1125A: «Εἶς
Θεός, ὅτι μία θεότης˙ μονάς ἄναρχος καί ἀπλῆ καί ὑπερούσιος˙ καί
ἀμερής καί ἀδιαίρετος˙ ἡ αὐτή μονάς καί Τριάς˙ ὅλη μονάς ἡ αὐτή, καί
ὅλη Τριάς ἡ αὐτή˙ μονάς ὅλη κατά τήν οὐσίαν ἡ αὐτή, καί Τριάς ὅλη
κατά τάς ὑποστάσεις ἡ αὐτή». Του ιδίου, Περί τῶν δύο τοῦ Χριστοῦ
φύσεων, PG 91, 145B: «Οἷον ἐπί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ταυτότης μέν ἐστιν
οὐσίας˙ ἑτερότης δέ προσώπων˙ μίαν γάρ οὐσίαν ὁμολογοῦμεν˙ τρεῖς
δέ ὑποστάσεις».
90 Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τό ἅγιον βάπτισμα 40, 41, PG 36,

417B: «…τήν μίαν θεότητά τε καί δύναμιν ἑν τοῖς τρισίν εύρισκομέ-νην


ἑνικῶς, καί τά τρία συλλαμβάνουσαν μεριστῶς˙ οὔτε ἀνώμαλον οὐσί-
αις ἤ φύσεσιν, οὐτε αὐξομένην, ἤ μειουμένην ὑπερβολαῖς καί ὐφέσεσιν,
πάντοθεν ἴσην, τήν αὐτήν πάντοθεν, ὡς ἕν οὐρανοῦ κάλος καί μέγε-
θος˙ τριῶν ἀπείρων ἄπειρον συμφυΐαν, Θεόν ἔκαστον καθ’ ἑαυτό θεω-
ρούμενον, ὡς Πατέρα καί Υἱόν, ὡς Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα, φυλασσο-
μένης ἑκάστῳ τῆς ἰδιότητος». Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἕλληνας ἐκ
τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 180C: «…μόνον ὅτι ὁ Πατήρ, Πατήρ ἐστι,
καί οὐχ Υἱός˙ Υἱός ἐστι καί οὐ Πατήρ˙ ὁμοίως καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
οὐδέ Πατήρ, οὐδέ Υἱός».
91 Για το θέμα βλ. πιο αναλυτικά: Νίκου Α. Ματσούκα, Δογμα-

τική καί Συμβολική Θεολογία Β’, Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 22008, σσ. 109-118. Melchisedec Törönen, U-
nion and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σσ. 60-68.
34

αγεννήτου, του Υιού το υποστατικό ιδίωμα του γεννητού και


του Αγίου Πνεύματος το υποστατικό ιδίωμα του εκπορευτού92.
Πλην των υποστατικών ιδιωμάτων στην αΐδια Τριάδα, ό-
λα τα υπόλοιπα, όπως η ενέργεια, η βούληση, η δύναμη, η δόξα
κ.α., είναι επίσης κοινά93. Όμως στην οικονομική Τριάδα «ὑπάρ-
χει ἡ ἰδιαιτερότητα τῶν ἔργων τοῦ κάθε προσώπου˙ ὁ Πατέρας
εἶναι πάντοτε, καί στήν πραγμάτωση τῆς δημιουργικῆς καί ἀ-
πολυτρωτικῆς ἐνέργειας, ἡ ἀρχική αἰτία, ὁ Υἱός πραγματώνει
τό ἔργο τῆς φανέρωσης, τῆς ἄσαρκης καί τῆς ἔνσαρκης παρου-
σίας του στή φύση καί τήν ἱστορία γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώ-
που, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα διενεργεῖ τήν τελείωση τοῦ δημιουργι-
κοῦ καί ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου»94.

2) Η «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δημιουργία του κόσμου

Αναφερόμενη λοιπόν η πατερική θεολογία, στο πλαίσιο


της θείας Οικονομίας, στην εξωτριαδική αυτή σχέση του Θεού
με τον κόσμο, προβαίνει στην καίριας σημασίας ανάδειξη της
δημιουργίας του κόσμου ὀχι απλά «ἐκ τοῦ μηδενός» αλλά «ἐκ
τοῦ μή ὄντος»95. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική επισήμαν-

92 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2, 4, PG 3,


641D: «Μόνη δέ πηγή τῆς ὑπερουσίου θεότητος ὁ Πατήρ, οὐκ ὄντος τοῦ
Υἱοῦ Πατρός οὐδέ τοῦ Πατρός Υἱοῦ, φυλαττόντων δέ τά οἰκεῖα τῶν
ὕμνων εὐαγῶς ἑκάστῳ τῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων».
93 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 4, 3, PG 90,

1048C.
94 Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’,

σ. 95.
95 Η βιβλική φράση αυτή (Β’ Μακ. 7, 28) κατέχει εξέχουσα θέση

στην πατερική θεολογία. Βλ. ενδεικτικά: Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί


Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 3, PG 25, 101AD. Του ιδίου, Ἐπιστολή πρός
Σεραπίωνα 3, 2, PG 26, 628B. Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τήν μάρτυρα
Ἰουλῖτταν 6, PG 31, 253B. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος κατηχητικός ὁ
μέγας 6, PG 45, 28C. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν
24, PG 91, 1288D-1289A. Στη σύγχρονη θεολογία την ανέδειξε πρωτί-
στως ο καθηγητής Νίκος Α. Ματσούκας. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα,
35

ση, καθώς η φράση αυτή ουσιαστικά θέτει τα όρια της κτίσης


απέναντι στον άκτιστο Θεό.
Ακριβέστερα, όταν οι πατέρες της Εκκλησίας αναφέρον-
ται στη δημιουργία του κόσμου «ἐκ τοῦ μή ὄντος», θέλουν να το-
νίσουν πως ο κόσμος δεν προέρχεται από τη θεία ουσία, αλλά
αντίθετα είναι απόρροια της θείας δημιουργικής ενέργειας96. Ο
κόσμος είναι μη ον σε αντίθεση με τον Θεό, «τόν ὄντως ὄντα»97,
«τοῦ καλοῦντος τά μή ὄντα ὡς ὄντα»98, ο οποίος «ἔκτισε τά πά-
ντα εἰς τό εἶναι»99, «ἐξ οὐκ ὄντων»100.
Επομένως, αφού ο κόσμος δεν προέρχεται από την ουσία
του Θεού αλλά από την θεία ενέργειά Του, δε μπορεί παρά να
είναι ετερούσιος ως προς τον Θεό και άρα όχι αυθύπαρκτος, ό-
πως είναι ο Θεός. Συνεπώς, αυτό δηλώνει ότι η σχέση του κό-
σμου με τον Θεό είναι καθαρά ενεργειακή και όχι ουσιώδης ή
οτιδήποτε άλλο, δηλαδή ο κόσμος γνωρίζει τον Θεό μόνο μέσω
των θείων ενεργειών Του, ενώ η ουσία Του μένει παντελώς άγ-
νωστη και απρόσιτος101.

Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, σσ. 115-161. Ἰωάννου Ζηζιού-


λα, Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σσ. 79-87. Του
ιδίου, «Ἐξ οὐκ ὄντων», Διάβαση 10 (1997), σσ. 9-23. Αθανασίου Β. Βλέ-
τση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογη-
τοῦ. Ἔρευνα στίς ἀπαρχές μιᾶς ὀντολογίας τῶν κτιστῶν, εκδ. Τέρτιος,
Κατερίνη 1998, σσ. 48-57. Νικολάου Γ. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική.
Ἡ περί δημιουργίας διδασκαλία, τ. Γ’, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σσ.
17-86.
96 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, εκδ. Γρηγόρη 1980, σ. 49. Του ιδίου, Δογματι-
κή καί Συμβολική Θεολογία Β’, σ. 147.
97 Μεγάλου Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου 2, PG 29, 609A.

98 Ρωμ. 4, 17.

99 Σοφ. Σολ. 1, 14.

100 Β’ Μακ. 7, 28: «Ἀξιῶ σε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τόν οὐρανόν

καί τήν γῆν καί τἀ ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι, ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων
ἐποί-ησεν αὐτά ὁ Θεός, καί τόν ἀνθρώπων γένος οὕτω γίνεται».
101 Βλ. ενδεικτικά: Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1, PG 32,

869A: «Ἡμείς δέ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν,


τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργει-
36

Αυτήν ακριβώς την καππαδοκική διδασκαλία συγκεφα-


λαιώνει και ο άγιος Μάξιμος, καθώς τονίζει πως «Ἐκ τῶν κατά
τήν οὐσίαν, τουτέστι ἐκ τῆς οὐσίας αὐτῆς, ὁ Θεός οὐδέποτέ τι
ὑπάρχων γινώσκεται. Ἀμήχανος γάρ καί παντελῶς ἄβατος πάσῃ
τῇ κτίσει, ὁρατῇ τε καί ἀοράτῳ κατά το ἴσον»102. Ο ίδιος πατήρ
στη «Μυσταγωγία» του σημειώνει ότι «Ἁπλῆν γάρ καί ἄγνωστον
καί πᾶσιν ἄβατον ἔχει τήν ὕπαρξιν»103.
Ενώ όμως ο Θεός παραμένει απρόσιτος στην ουσία Του,
μπορούμε να τονίσουμε το γεγονός πως η κτίση ουσιαστικά
φανερώνει τον Θεό. Ο κόσμος είναι προϊόν της δημιουργικής ε-
νέργειας του Θεού και, αφού σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο «Ἐ-
νέργεια γάρ ἐστι καί φανέρωσις»104, τότε πολύ απλά «τόν Θεόν
γνῶναι διά τῶν αὐτοῦ ποιημάτων»105.

αι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος».


Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός Β’ 19, PG 36, 52B: «Πλήν οὔτε οὗτοι
περί ὧν ὁ λόγος οὔτε τίς ἄλλος τῶν κατ’ αὐτούς ἔστι ἐν ὑποστήματι
καί οὐσίᾳ Κυρίου κατά τό γεγραμμένον, οὐδέ Θεοῦ φύσιν ἤ εἴδεν ἤ
ἐξηγόρευσεν». Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον 1, PG 45, 384D: «Εἰ
μέν γάρ κατείληπτο ἡ οὐσία, τίς χρεία πολυπραγμονεῖσθαι τήν ἐνέρ-
γειαν, ὡς δι’ ἐκείνης μελλόντων ἡμῶν τῇ καταλήψει τοῦ ζητουμένου
προσάγεσθαι;». Του ιδίου, Πρός Εὐνόμιον 12, PG 45, 1108D: «ὅτι δω-
ρούμεθα τοῖς ὀνόμασι τήν κατά τῶν πραγμάτων προνομίαν, πᾶσιν ὄν-
τος προδήλου, ὅτι οὐδέν τῶν ὀνομάτων οὐσιώδη καθ’ ἑαυτό ὑπόστασιν
ἔχει ἀλλά γνώρισμά τι καί σημείον οὐσίας τινός».
102 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 23, PG 91,

1288B.
103 Μυσταγ. σ. 148, 19-20.

104 Μυσταγ. σ. 174, 12.

105 Μυσταγ. σ. 214, 1. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων

ἀπόρων 13, PG 90, 296Β: «ἐκ τῶν ὄντων τόν κυρίως ὄντα Θεόν ὅτι ἔστι
πιστεύομεν» και PG 90, 296C: «Βοᾷ τοίνυν ἡ κτίσις διά τῶν ἐν αὐτῇ
ποιημάτων, καί οἷον ἀπαγγέλλει τοῖς νοερῶς δυναμένοις ἀκούειν τήν
ἰδίαν αιτίαν τριαδικῶς ὑμνουμένην». Του ιδίου, Κεφάλαια περί ἀγά-
πης, PG 90, 981C: «Οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ τόν Θεόν γινώσκομεν,
ἀλλ’ ἐκ τῆς μεγαλουργίας αὐτοῦ καί προνοίας τῶν ὄντων. Διά τούτων
γάρ ὡς δι’ ἐσόπτρων τήν ἄπειρον ἀγαθότητα καί σοφίαν καί δύναμιν
κατανοοῦμεν». Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κα-
37

Ο τονισμός λοιπόν της ετερουσιότητας του κόσμου απέ-


ναντι στον Θεό, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Θεός μόνο με-
τέχεται106, ενώ ο κόσμος έχει ανάγκη να μετέχει107 του Θεού δια
των ακτίστων ενεργειών Του με απώτερο σκοπό να φτάσει από
το «εἶναι» στο «εὖ εἶναι»108 και τελικά να οδηγηθεί στο «ἀεί εἶ-
ναι»109.
Ο Θεός εφόσον είναι αυθύπαρκτος δεν έχει ανάγκη της
μετοχής, επειδή πολύ απλά δεν οφείλει πουθενά την ύπαρξη
Του και επομένως δε γίνεται να εκπέσει στο μη ον110. Αντίθετα
ο κόσμος, η κτιστή πραγματικότητα, έχει ανάγκη να μετέχει
του Θεού και να κοινωνεί μαζί Του για να μην εκπέσει από την
κοινωνία στην ακοινωνησία, από το ον στο μη ον. Χαρακτηρι-
στικά είναι στο σημείο αυτό τα λόγια του συγγραφέα της «Μυ-
σταγωγίας», ο οποίος εκφράζοντας την πραγματικότητα της ε-

τασκευῆς 16, PG 44, 185D: «Πᾶσα τοίνυν ἡ φύσις ἡ ἀπό τῶν πρώτων
μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα, μία τίς τοῦ ὄντος ἐστίν εἰκών».
106 Βλ. Eric David Perl, Methexis: Creation, incarnation, deification in

Saint Maximus Confessor, (Ph. D.), Yale University 1991, σ. 117.


107 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας καί τῆς

ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ 1, 48, PG 90, 1100D. Για το θέμα
της μετοχής βλ. περισσότερα: Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρω-
πος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σσ. 92-98. Eric David Perl,
Methexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maximus Confessor, σσ.
112-146. Μαξίμου Βασίλιεβιτς, Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας,
σσ. 1-26 και σσ. 52-60. Torstein Theodor Tollefsen, The Christocentric Co-
smology of St. Maximus the Confessor, a study of his metaphysical principles,
Oxford University Press, New York 2008, σσ. 190-224.
108 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης, PG 90, 1049C:

«Ὁ μέν Θεός μετέχεται μόνον˙ ἡ δέ κτίσις καί μετέχει καί μεταδίδωσι.


Καί μετέχει μέν τοῦ εἶναι καί τοῦ εὖ εἶναι». Του ιδίου, Περί διαφόρων
ἀποριῶν 2, PG 91, 1073C: «Εἰ τοίνυν γενητά ὑπάρχει τά λογικά καί
κινεῖται πάντως, ὡς ἐξ ἀρχῆς κατά φύσιν διά τό εἶναι, πρός τέλος
κατά γνώμην διά τό εὖ εἶναι κινούμενα».
109 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 36, PG 91,

1325B.
110 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 8, 6, PG 3,

893B: «Ἐκ τοῦ μή ὄντος ἐκπεσεῖν ὁ Θεός οὐ δύναται».


38

τερουσιότητας του κόσμου απέναντι στον άκτιστο Θεό, υπο-


γραμμίζει την πλήρη εξάρτηση της ίδιας της ύπαρξής του από
τον Θεό, ώστε να μην «κινδυνεύσῃ αὐτοῖς καί αὐτό τό εἶναι εἰς τό
μή ὅν μεταπεσεῖν τοῦ Θεοῦ χωριζόμενον»111.
Η δημιουργία όμως του κόσμου από τον Θεό δε σημαίνει
ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από κάποια αναγκαιότητα,
αλλά αντίθετα προήλθε από την άπειρη αγαθότητά Του και
την πλήρη ελευθερία Του. Το γεγονός αυτό της πλήρους εξάρ-
τησης της κτίσης από τον Θεό, τονίζεται εμφατικά τόσο στην
πατερική112 όσο και στη σύγχρονη θεολογία με κάποιες διευ-
κρινίσεις113.

111 Μυσταγ. σ. 157, 11-12.


112 Βλ. ενδεικτικά: Μεγάλου Ἀθανασίου, Λόγος κατά Ἑλλήνων

41, PG 25, 81C: «Τῶν μέν γάρ γενητῶν ἡ φύσις, ἅτε δή ἐξ οὐκ ὄντων
ὑποστᾶσα, ρευστή τίς καί ἀσθενής καί θνητή καθ’ ἑαυτήν συγκρινό-
μενη τυγχάνει». Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατά-
σκευῆς 16, PG 44, 184C: «Συνομολογεῖται γάρ πάντῃ τε καί πάντως
τήν μέν ἄκτιστον φύσιν καί ἄτρεπτον εἶναι καί ἀεί ὡσαύτως ἔχειν, τήν
δέ κτιστήν ἀδύνατον ἄνευ ἀλλιώσεως συστῆναι. Αὐτή γάρ ἡ ἐκ τοῦ μή
ὄντος εἰς τό εἶναι πάροδος κίνησίς τίς ἐστι καί ἀλλοίωσις τοῦ μή ὄντος
εἰς τό εἶναι, κατά τό θεῖον βούλημα μεθισταμένου». Του ιδίου, Περί νη-
πίων πρό ὥρας ἀφαρπαζομένων πρός Ἱέριον, PG 46, 173D: «Ἡ μετου-
σία τοῦ ὄντως ὄντος, τοῦ ἀεί μένοντος καί πάντοτε ὡσαύτως ἔχοντος,
ἐν τῷ εἶναι φυλάσσει τόν μετασχόντα».
113 Βλ. ενδεικτικά: Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοι-

νωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σσ. 51-52 και σ. 137. Του ιδίου,
Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, σ. 179. Eric David Perl, Me-
thexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maximus Confessor, σ. 245.
Νικολάου Λουδοβίκου, (Πρεσβυτ.), Ἡ εὐχαριστιακή ὀντολογία: τά εὐ-
χαριστιακά θεμέλια τοῦ εἶναι, ὡς ἐν κοινωνία γίγνεσθαι, στήν ἐσχα-
τολογική ὀντολογία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ.
194. Adam G. Cooper, The Body in St. Maximus the Confessor. Holy Flesh,
Wholly Deified, Oxford University Press, New York, 2005, σ. 203. Βασι-
λείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 120. Βασιλειου Α. Τσίγκου, Ὁ
ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγί-
ου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006,
σσ. 57-58. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ὡς θεμε-
λιώδης ἱεραποστολική ἀρχή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας», στο Ὀρθόδοξο
39

Αναπόδραστα ο κόσμος κινδυνεύει, αν πάψει να κοινωνεί


με τον Θεό, να εκπέσει από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, επει-
δή πολύ απλά, έχει «τό εἶναι δεδανεισμένον»114. Τούτη η διαπί-
στωση είναι απόλυτα φυσιολογική και είναι απόρροια των πα-
ραπάνω διαπιστώσεων της σχέσης του Θεού και του κόσμου,
του άκτιστου και του κτιστού.
Ο κόσμος περιέχει μέσα στη φύση του το μη ον, καθιστώ-
ντας τον ετεροούσιο ως προς τον Θεό, και οποιαδήποτε διασά-
λευση στη σχέση του κόσμου με τον Θεό, είναι ικανή να τον ο-
δηγήσει στον αφανισμό115. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι Εκεί-
νος, ο οποίος χαρίζει στον κόσμο την ύπαρξη, τη διαμονή αλλά
και την κίνησή του116.
Ο Θεός δημιούργησε και έφερε στην ύπαρξη τον κόσμο
και από τότε τον συγκρατεί, τον συγκεντρώνει, αλλά και τον
περιγράφει και τον συσφίγγει γύρω από τον εαυτό του: «ὁ Θεός
πάντα τῇ ἀπείρῳ δυνάμει ποιήσας καί εἰς τό εἶναι παραγαγών

δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεο-


λογίας Γ’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 64. Torstein Theodor
Tollefsen, The Christocentric Cosmology of St. Maximus the Confessor, σ. 55
και σσ. 108-109.
114 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς,

PG 90, 893C.
115 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σσ. 51-52. Του ιδίου, Δογματική καί Συμβολι-
κή Θεολογία Γ’, σ. 109.
116 Μυσταγ. σ. 166, 25 και Μυσταγ. σ. 150, 11-12. Του ιδίου, Περί

διαφόρων ἀποριῶν 11, PG 91, 1217C: «Ἀρχή δέ τῆς τῶν κινουμένων


γενέσεως ὁ Θεός, ὡς γενεσιουργός. Τῆς δέ τῶν γεγενημένων φυσικῆς
γενέσεως τέλος ἡ στάσις ἐστίν, ἤν ποιεῖ πάντως μετά τήν διάβασιν
τῶν πεπερασμένων ἡ ἀπειρία, ἐν ᾗ διά τό μή εἶναι διάστημα πᾶσα
ποεῖται κίνησις τῶν φυσικῶν κινουμένων οὐκ ἔχουσα λοιπόν ὅποι τε
καί πῶς καί πρός τί κινηθῆναι, ὥς τόν ὁρίζοντα καί αὐτήν τήν πάσης
ὁριστικήν κινήσεως ἀπειρίαν Θεόν τέλος ὡς αἴτιον ἔχουσα. Πάσης οὖν
γενέσεώς τε καί κινήσεως τῶν ὄντων ἀρχή καί τέλος ἐστίν ὁ Θεός, ὡς
ἐξ αὐτοῦ γεγενημένων καί δι’ αὐτοῦ κινουμένων καί εἰς αὐτόν τήν
στάσιν ποιησομένων». Βλ. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ.
235.
40

συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει καί ἀλλήλοις ἑαυτῷ προνοη-


τικῶς ἐνδιασφίγγει τά τε νοητά καί αἰσθητά καί περί ἑαυτόν»117.
Η πράξη αυτή δεν πραγματοποιείται για μία στιγμή αλλά για
πάντα, καθώς «ἐστερέωσε τήν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσε-
ται»118.
Τονίζοντας επομένως ο άγιος Μάξιμος το γεγονός πως ο
κόσμος ήρθε και συγκρατείται στην ύπαρξη «ἀπό τήν ἄπειρη
εὐσπλαχνία καί ἀγαθότητά του Θεού»119 και κοινωνεί με Αυτόν
μόνο μέσω της δημιουργικής Του ενέργειας, θα μιλήσει και θα
συσχετίσει στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του «Μυσταγωγία»
την Εκκλησία «κατά πρώτην θεωρίας ἐπιβολήν» ότι «τύπον καί
εἰκόνα Θεοῦ φέρειν»120.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί το
γεγονός ότι κανένας πατέρας της Εκκλησίας και κατ’ επέκτα-
ση και ο άγιος Μάξιμος, δεν προβαίνει σε ορισμό της Εκκλησί-
ας, επειδή πολύ απλά δεν πρόκειται για κάποιο αντικείμενο
αλλά αντίθετα πρόκειται για μυστήριο, το οποίο και προσπαθεί
να περιγράψει121. Η περιγραφή λοιπόν της Εκκλησίας από τον
ιερό Μάξιμο, η οποία αφορά πιο ειδικά τη λειτουργία που αυτή
επιτελεί για την εκπλήρωση του σχεδίου της θείας Οικονομίας,
με άλλα λόγια τη σωτηρία του ανθρώπου, γίνεται χρησιμοποι-
ώντας εικονικές παραστάσεις και σύμβολα, ακολουθώντας σε

117 Μυσταγ. σ. 150, 6-10. Βλ. Κολ. 1, 17.


118 Ψαλμ. 92, 1. Βλ. Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν 1, 20,
PG 26, 53A: «Τά μέν γάρ ἄλλα οἷα ἐστι τά γενητά οὐδέν ὅμοιον κατ’
οὐσίαν ἔχει πρός τόν πεποιηκότα˙ ἀλλ’ ἔξωθεν αὐτοῦ ἐστι χάριτι καί
βουλήσει αὐτοῦ τῷ Λόγῳ γινόμενα, ὥστε πάλιν δύνασθαι παύεσθαί
ποτε, εἰ θελήσειεν ὁ ποιήσας˙ ταύτης γάρ ἐστι φύσεως τά γενητά».
119 Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση, Ἔρ-

γα τ. 3, (μετάφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη), Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονί-


κη 1983, σ. 65.
120 Μυσταγ. σ. 150, 3-4 και Μυσταγ. σ. 152, 25-27.

121 Βλ. Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, (μεταφρ. Αγ. Μουρ-

τζοπούλου), εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 165. Γεωργίου


Φλορόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, (μεταφρ. Ἰ. Παπαδοπού-
λου), εκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη
21981, σ. 15.
41

αυτό το σημείο τη βιβλική αλλά και προγενέστερή του πατερι-


κή παράδοση σχετικά με την Εκκλησία, η οποία χαρακτηρίζεται
ως «σώμα Χριστού» ή «πλήρωμα Χριστού»122.
Ακριβέστερα, ο άγιος Μάξιμος κάνει το συσχετισμό αυτό,
στηριζόμενος, όπως ο ίδιος αναφέρει, στο Διονύσιο τον Αρεοπα-
γίτη: «τύπον καί εἰκόνα Θεοῦ φέρειν ἔλεγεν ὁ μακάριος γέρων
ἐκεῖνος»123. Η Εκκλησία του Θεού είναι τύπος και εικόνα του
ίδιου του Θεού, καθώς πραγματοποιεί το ίδιο ενοποιητικό έργο
με Αυτόν: «κατά μίμησιν καί τύπον ἐνέργειαν ἔχουσαν»124. Για να
μπορέσει όμως ο ιερός Μάξιμος να εξηγήσει τον ενοποιητικό
ρόλο της Εκκλησίας θα αναλύσει πρώτα τον ενοποιητικό ρόλο
του Θεού με τον κόσμο.
Ο κόσμος, όπως αναφέρθηκε, ήρθε στην ύπαρξη από τη
δημιουργική ενέργεια του Θεού. Με την ενέργειά του ο Θεός
καλεί σε ενότητα όλη την κτίση, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο
τον αισθητό κόσμο αλλά και το νοητό. Η κίνηση αυτή της κτί-
σης προς την ενότητα πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα˙ αφε-
νός στα όντα μεταξύ τους και αφετέρου στα όντα με το Δημι-
ουργό τους.

122 Βλ. ενδεικτικά: Ρωμ. 12, 4-5˙ Α’ Κορ. 10, 16-17˙ 12, 12-27. Ἐφεσ.
1, 22-23˙ Κολοσ. 1, 18, 24. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβής εἰς τά
Ἄσματα τῶν Ἀσμάτων 8, PG 44, 949BD. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπό-
μνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν 3, 2, PG 62, 26. Νίκου Α. Μα-
τσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, σσ. 261-262. Χρίστου
Κρικώνη, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Πατερικαί ἀπόψεις, εκδ. Κυ-
ρομάνος, Θεσσαλονίκη 31992, σσ. 49-62. Βασιλείου Α. Τσίγκου, Θε-
σμική καί Χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα Χριστο-
λογίας καί Πνευματολογίας στήν Ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσο-
στόμου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 66-80. Στις παραπά-
νω μελέτες μπορεί κανείς να βρει πλήθος βιβλικών και πατερικών
χωρίων σχετικά με το θέμα.
123 Μυσταγ. σ. 150, 4.

124 Μυσταγ. σ. 150, 5. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 74-75. Νίκου Α. Ματσούκα,


Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, σ. 359. Lars Thunberg, Man and
the Cosmos, σσ. 116-117. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ.
223.
42

Όμως σε αυτή την ενότητα είναι πολύ σημαντικό να επι-


σημανθεί ένα σημαντικό γεγονός˙ ο Θεός καλεί όλα τα όντα σε
ένωση, τα συγκρατεί, τα συνδέει και τα οδηγεί προς τον εαυτό
Του, χαράσσοντας παράλληλα τα όριά τους, τα οποία ουσια-
στικά καθορίζουν την κτιστότητα των όντων απέναντι στον ά-
κτιστο Θεό, χωρίς παρόλα αυτά να καταλύει τη διαφορετικότη-
τα που υπάρχει μεταξύ τους: «Ὥσπερ γάρ ὁ Θεός πάντα τῇ
ἀπείρῳ δυνάμει ποιήσας καί εἰς τό εἶναι παραγαγών συνέχει και
συνάγει καί περιγράφει καί ἀλλήλοις καί ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐν-
διασφίγγει τά τε νοητά καί τά αἰσθητά καί ἑαυτόν, ὡς αἰτίαν καί
ἀρχήν καί τέλος, πάντα περικρατῶν τά κατά τήν φύσιν ἀλλήλων
διεστηκότα κατά μίαν τήν πρός αὐτόν ὡς ἀρχήν σχέσεως δύναμιν
ἀλλήλοις συνενευκότα ποιεῖ»125.
Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα ερμηνευτικά σχήματα126
που χρησιμοποιεί ευθύς αμέσως ο άγιος Μάξιμος για να κατά-
στήσει ακόμα πιο σαφές τα όσα ανέφερε σχετικά με την ενο-
ποιητική κίνηση του Θεού.
Πιο αναλυτικά, ο ιερός συγγραφέας χρησιμοποιεί αφενός
το σχήμα της ολότητας και των μερών και αφετέρου του ήλιου

125 Μυσταγ. σ. 150, 6-11. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί


Συμβολική Θεολογία Β’, σ. 359. George Dragas, «The Church in St.
Maximus’ Mystagogy», Θεολογία 56, 2 (1985), σ. 389. Χαράλαμπου
Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 167. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ
εὐχαριστιακή ὀντολογία, σσ. 174 και 241. Χαράλαμπου Σωτηροπού-
λου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξί-
μου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 167. Χρίστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς
Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», στα Πρακτικά ΚΑ’
Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής», σ.
133. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 219. Andrew Louth,
«The Ecclesiology of Saint Maximos the Confessor», International journal
for the Study of the Christian Church, 4, 2, (2004), σ. 110. Adam G. Cooper,
The Body in St. Maximus the Confessor, σ. 201.
126 Για τα ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιεί ο άγιος Μά-

ξιμος βλ. αναλυτικότερα: Michael E. Butler, Hypostatic union and Mono-


theletism: The dyothelite christology of St. Maximus the Confessor, (Ph. D.),
Fordham University, New York 1993, σσ. 76-92.
43

και των αστέρων ώστε να περιγράψει πως ο Θεός ενώνει όλα τα


όντα χωρίς να προκαλεί καμία σύγχυση. Στο σημείο αυτό ο
ιερός πατήρ, περιγράφοντας αυτή τη σχέση ανάμεσα στον Θεό
και τα όντα, χρησιμοποιεί τις λέξεις ολότητα και μέρη. Ασφα-
λώς όπως δηλώνουν οι λέξεις, η ολότητα βρίσκεται πάνω από
τα μέρη, όμως διευκρινίζει ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας»
ότι η ολότητα, αν και βρίσκεται πάνω από τα μέρη, εν τούτοις
δεν τα καταλύει, καθώς τα μέρη αποτελούν μέρος του όλου: «οὐ
τῷ φθείρειν αὐτάς (ενν. ἰδικάς σχέσεις) καί ἀναιρεῖν καί μή εἶναι
ποιεῖν, ἀλλά τῷ νικᾶν καί ὑπερφαίνεσθαι, ὥσπερ ὁλότης μερῶν ἤ
καί αὐτῆς αἰτία τῆς ὁλότητος ἐπιφαινόμενη, καθ’ ἥν ἥ τε ὁλότης
αὐτή καί τά τῆς ὁλότητος μέρη φαίνεσθαί τε καί εἶναι πέφυ-
κεν»127.
Η ολότητα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία μαζί τους, επειδή
πολύ απλά τα μέρη προέρχονται από την ολότητα. Εδώ είναι
σαφής ο παραλληλισμός που ο ιερός Μάξιμος κάνει, παρομοιά-
ζοντας την ολότητα με τον Θεό και τα μέρη με τα όντα, προ-
σθέτοντας επίσης ότι η ολότητα είναι αιτία ύπαρξης των με-
ρών128.
Συνεχίζοντας στο ίδιο επίπεδο, ο συγγραφέας της «Μυ-
σταγωγίας» χρησιμοποιεί και την παρομοίωση του ήλιου και
των αστέρων για την περιγραφή της σχέσης του Θεού με τον
κόσμο. Ο ήλιος με τη φωτοδοτική του δύναμη βρίσκεται πάνω
από τους αστέρες, επειδή είναι αυτόφωτος ενώ αντίθετα οι
αστέρες ετερόφωτοι. Αυτό σημαίνει ότι οι αστέρες φωτίζονται
από το φως του ήλιου. Κατά ανάλογο τρόπο όπως και το αίτιο
είναι πάνω από το αιτιατό129 έτσι και ο κόσμος οφείλει την
ύπαρξή του στον Θεό και καταλήγει συμπεραίνοντας πως ο

127 Μυσταγ. σ. 150, 18-21.


128 Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ. 353. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 390. Michael E. Butler, Hy-
postatic union and Monotheletism, σσ. 80-81. Torstein Theodor Tollefsen,
The Christocentric Cosmology of St. Maximus the Confessor, σ. 50.
129 Βλ. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy»,

σ. 390. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστιακή ὀντολογία, σ. 241.


44

Θεός παρόλο που βρίσκεται πάνω απ’ όλα τα όντα130, ως Δη-


μιουργός των πάντων, βρίσκεται και εντός αυτών131, οδηγώντας
τα με μια ενιαία κίνηση προς τον εαυτό Του132: «ὡς ὅλην ἔχοντα
τήν αἰτίαν ἑαυτῶν ὑπερλάμπουσαν καί ὥσπερ ἥλιος ὑπερφανείς
ἀστέρων καί φύσιν καί δύναμιν οὕτω τήν αὐτῶν ὡς αἰτιατῶν αἰ-
τίαν καλύπτουσαν ὕπαρξιν. Πέφυκε γάρ ὥσπερ ἐκ τῆς ὁλότητος
τά μέρη οὕτω δέ κἀκ τῆς αἰτίας τά αἰτιατά καί εἶναι κυρίως καί
γνωρίζεσθαι καί τήν ἑαυτῶν σχολάζουσαν ἔχειν ἰδιότητα, ἡνίκα
τῇ πρός τήν αἰτίαν ἀναφορᾷ περιληφθέντα ποιωθῇ διόλου κατά
τήν μίαν, ὡς εἴρηται, τῆς πρός αὐτήν σχέσεως δύναμιν»133.
Σύμφωνα με τον ιερό πατέρα, μόνο όμως όσοι έχουν κα-
θαρό νου είναι ικανοί να γνωρίσουν πραγματικά τον Θεό ως το
Δημιουργό των πάντων, από τον οποίο τα πάντα ξεκινούν για
να καταλήξουν στο τέλος και πάλι σε Αυτόν: «Πάντα γάρ ἐν
πᾶσιν ὤν ὁ ἀπείροις μέτροις ὑπέρ πάντα Θεός, μονώτατος τοῖς
καθαροῖς τήν διάνοιαν ὁραθήσεται, ἡνίκα ὁ νοῦς τούς τῶν ὄντων
θεωρητικῶς ἀναλεγόμενος λόγους εἰς αὐτόν καταλήξει τόν Θεόν
ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος τῆς τῶν ὅλων παραγωγῆς καί γε-
νέσεως καί πυθμένα τῆς πάντων περιοχῆς ἀδιάστατον»134.
Σε όλη αυτή τη συνάφεια, όπως έχει επισημανθεί, ο άγιος
Μάξιμος χρησιμοποιεί τρεις έννοιες˙ της σχέσης, του όλου και
της αιτίας του όλου135. Με αυτές τις τρεις έννοιες περιγράφει
την πορεία ενότητας των όντων μεταξύ τους αλλά και με τον
Θεό, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των παρομοιώσεων που ανα-
φέραμε παραπάνω.

130 Βλ. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy»,


σ. 390.
131 Βλ. Torstein Theodor Tollefsen, The Christocentric Cosmology of
St. Maximus the Confessor, σ. 191.
132 Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ. 235. Eric David Perl,

Methexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maximus Confessor, σ.


303.
133 Μυσταγ. σσ. 150, 21-152, 3.

134 Μυσταγ. σ. 152, 3-8. Βλ. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικί-

νητος, σ. 209.
135 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 106, υποσ. 16.


45

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προϋποθέσεις, οι οποίες


διέπουν τη σχέση μεταξύ του Θεού και των όντων, ο άγιος Μά-
ξιμος προβαίνει στη συνέχεια στον παραλληλισμό της Εκκλη-
σίας με τον Θεό στο πλαίσιο της ίδιας ενοποιητικής δύναμης
που επιτελούν.
Ακριβέστερα, ο ιερός Μάξιμος επισημαίνει αυτή τη σχέση
καθώς, η Εκκλησία είναι «ἀρχέτυπῳ εἰκών»136, επειδή πολύ α-
πλά είναι το «ὁρατό μέσο καί μ’ αὐτήν ἀσκεῖται ὁρατά, κατά
κάποιο τρόπο, ἡ ἀόρατη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ»137. Μέσα στους
κόλπους της Εκκλησίας ο Θεός προωθεί την ενέργειά του ώστε,
μέσω αυτής, να ενώσει όλους τους πιστούς, αμβλύνοντας πα-
ράλληλα τις όποιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ τους σε οποια-
δήποτε έκφανση της ζωής τους138. Δε θα ήταν λάθος εδώ να το-
νιστεί, ότι η Εκκλησία είναι πραγματικά εικόνα του Θεού, μόνο
μιμούμενη κατά ανάλογο τρόπο την ετερότητα των Προσώπων
στον Τριαδικό Θεό139.
Η Εκκλησία προάγει όλους τους πιστούς προς τον Θεό,
εντός του πλαισίου της ολότητας και του αίτιου που είναι ο
Θεός, αναδημιουργώντας και αναγεννώντας τους πνευματι-
κά140. Όταν γίνει αυτό, όλοι οι πιστοί θα έχουν αποκτήσει μια
νέα μορφή και ένα νέο όνομα δοσμένο από τον ίδιο τον Χριστό:
«ἀναδημιουργημένων τῷ Πνεύματι μίαν πᾶσι κατά τό ίσον δίδωσι
καί χαρίζεται θείαν μορφήν καί προσηγορίαν, τό ἀπό Χριστοῦ καί

136 Μυσταγ. σ. 152, 10.


137 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 110, υποσ. 17. Βλ. George Dragas, «The Church in
St. Maximus’ Mystagogy», σ. 390. Χαράλαμπου Σωτηροπούλου, «Ἑρ-
μηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁ-
μολογητοῦ», σ. 168.
138 Μυσταγ. σ. 152, 11-15. Βλ. George Dragas, «The Church in St.

Maximus’ Mystagogy», σ. 390. Melchisedec Törönen, Union and Distin-


ction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 144.
139 Βλ. Μαξίμου Βασίλιεβιτς, Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐν Χριστῷ κοινω-

νίας, σ. 39.
140 Μυσταγ. σ. 152, 16-17. Βλ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαρι-

στιακή ὀντολογία, σ. 194. Adam G. Cooper, The Body in St. Maximus the
Confessor, σ. 202.
46

εἶναι καί ὀνομάζεσθαι»141. Επιπρόσθετα, όλοι θα έχουν μεταξύ


τους ένα τέτοιο δεσμό πίστεως, ο οποίος θα είναι τόσο ισχυρός,
ώστε δε θα επιτρέπει τις διαφορές των πιστών να φανούν, αλ-
λά αντίθετα θα υπερκαλύπτονται, όπως η καρδιά και η ψυχή
ενώνονται σε ένα σώμα, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός:
«καί μίαν τήν κατά πίστιν ἁπλῆν τε καί ἀμερῆ καί ἀδιαίρετον
σχέσιν, τήν τάς πολλάς καί ἀμυθήτους περί ἕκαστον οὔσας δια-
φοράς οὐδ’ ὅτι κἄν είσι συγχωροῦσαν γνωρίζεσθαι διά τήν τῶν
πάντων εἰς αὐτήν καθολικήν ἀναφοράν καί συνέλευσιν, καθ’ ἥν
οὐδείς τό παράπαν οὐδ’ ἐν ἑαυτῷ τοῦ κοινοῦ διωρισμένος ἐστί,
πάντων συμπεφυκότων ἀλλήλοις καί συνημμένων κατά τήν μίαν
ἁπλῆν τε καί ἀδιαίρετον τῆς πίστεως χάριν και δύναμιν. Ἦν γάρ
πάντων ἡ καρδία, φησί, καί ἡ ψυχή μία, ὡς ἐκ διαφόρων μελῶν
σῶμα ἕν καί εἶναι καί ὁρᾶσθαι καί αὐτό Χριστοῦ τῆς ἀληθινῆς
ἡμῶν κεφαλῆς ὄντως ἄξιον»142.
Παραλληλίζοντας την Εκκλησία και τα μέλη της με το
σώμα, ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» επισημαίνει ότι το
σώμα αν και αποτελείται από διαφορετικά μέλη, όλα μαζί συν-
δυάζονται ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο.
Για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του ακόμα πε-
ρισσότερο, ο άγιος Μάξιμος στηρίζεται στα λόγια του Αποστό-
λου Παύλου143 για την κατάργηση των όποιων διαφορών κάτω
από τη σκέπη του Χριστού, ενισχύοντας τη θέση αυτή με μία α-
κόμα μεταφορά, αυτή του κύκλου και των ακτίνων.
Σύμφωνα με αυτή την εικόνα, ο Θεός, η πηγή και αιτία ύ-
πραξης των πάντων, είναι σαν τον κύκλο από τον οποίο προε-
κτείνονται ακτίνες, δηλαδή τα όντα. Η κίνηση αυτή των ακτί-
νων δεν είναι αυθαίρετη, αλλά αντίθετα πραγματοποιείται ε-
ντός του κύκλου, ο οποίος με τη δική του κυκλική κίνηση περιο-

141 Μυσταγ. σ. 152, 17-19.


142 Μυσταγ. σ. 152, 19-27. Βλ. Πραξ. 4, 32. Δημητρίου Στανιλοάε,
Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 110, υποσ. 17.
George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 390-391.
Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought of St. Maxi-
mus the Confessor, σ. 144.
143 Γαλ. 3, 28. Κολ. 3, 11.
47

ρίζει τις ακτίνες, οριοθετώντας τες παράλληλα, ώστε να μη ξε-


φύγουν από την πορεία τους.
Είναι προφανές το γεγονός πως οποιοδήποτε αρχικό ση-
μείο στο κύκλο αποτελεί και το σημείο τέλους στην κυκλική αυ-
τή κίνηση. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός δημιούργησε τα όντα και
σε κυκλική κίνηση τα οδηγεί εκ νέου προς τον εαυτό Του. Έτσι,
ο Θεός εξασφαλίζει αφενός να μην υπάρχει βία και εχθρότητα
μεταξύ των όντων και αφετέρου να τα οδηγήσει προς τον εαυτό
Του για να μην οδηγηθούν στην ανυπαρξία: «ὁ πάντα κατά μίαν
ἁπλῆν τῆς ἀγαθότητος ἀπειρόσοφον δύναμιν ἑαυτῷ περικλείων,
ὥσπερ κέντρον εὐθειῶν τινων ἐξημμένων αὐτοῦ κατά μίαν ἁ-
πλῆν καί ἑνιαίαν αἰτίαν καί δύναμιν τάς ἀρχάς τῶν ὄντων τοῖς
πέρασιν οὐκ ἐῶν συναφίστασθαι, κύκλῳ περιγράφων αὐτῶν τάς
ἐκτάσεις καί πρός ἑαυτόν ἄγων τούς τῶν ὄντων καί ὑπ’ αὐτοῦ
γενομένων διορισμούς, ἵνα μή ἀλλήλων παντάπασιν ἀλλότρια ἦ
καί ἐχθρά τά τοῦ ἑνός Θεοῦ κτίσματα καί ποιήματα, οὐκ ἔχοντα
περί τί καί ὅπου τό φίλιόν τε καί εἰρηνικόν καί ταὐτόν πρός ἄλ-
ληλα δείξωσι, καί κινδυνεύσῃ αὐτοῖς καί αὐτό τό εἶναι εἰς τό μή
ὅν μεταπεσεῖν τοῦ Θεοῦ χωριζόμενον»144.

144 Μυσταγ. σ. 154, 2-12. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 111, υποσ. 17. Ο John Meyen-
dorff βλέπει την εικόνα αυτή του κύκλου και των ακτινών ως μέρος
της νεοπλατωνικής παράδοσης, την οποία ο άγιος Μάξιμος μετα-
πλάθει δίνοντάς της χριστιανικό περιεχόμενο. Βλ. Byzantine theology:
historical trends and doctrinal themes, Fordham University Press, New
York 1976, σ. 146. Παράλληλα πολλοί μελετητές επαναλαμβάνουν
στο σημείο αυτό, όσα έχουν αναφερθεί παραπάνω σχετικά με την
εξάρτηση της κτίσης από τον άκτιστο Θεό, ώστε να μην εκπέσει η
κτίση από το ον στο μη ον, καθώς επίσης και το γεγονός της ενό-
τητας μεταξύ των όντων. Βλ. Eric David Perl, Methexis: Creation, incar-
nation, deification in Saint Maximus Confessor, σ. 245. Νικολάου Λουδοβί-
κου, Ἡ εὐχαριστιακή ὀντολογία, σσ. 240-241. Χαράλαμπου Σωτηρο-
πούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 168. Andrew Louth, «The Ecclesiology
of Saint Maximos the Confessor», σ. 111. Adam G. Cooper, The Body in
St. Maximus the Confessor, σ. 202. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικί-
νητος, σ. 120. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought
48

Λαμβάνοντας επομένως υπόψη τις παραπάνω προϋποθέ-


σεις που ο άγιος Μάξιμος έχει τονίσει, μπορούμε συμπερασμα-
τικά να επισημάνουμε το εξής: όπως ο Θεός είναι η αφετηρία
της ενότητας μεταξύ των όντων, η οποία δεν προκαλεί καμιά
σύγχυση στην ουσία τους145, αντίστοιχα και η Εκκλησία είναι
αφετηρία της ενότητας μεταξύ των πιστών: «Ὥσπερ γάρ ὁ Θεός
πάντα τῇ ἀπείρῳ δυνάμει ποιήσας καί εἰς τό εἶναι παραγαγών
συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει καί ἀλλήλοις ἑαυτῷ προνοη-
τικῶς ἐνδιασφίγγει τά τε νοητά καί αἰσθητά καί περί ἑαυτόν, ὡς
αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος»146. Ακόμα επισημαίνει ο ιερός πα-
τήρ πως η Εκκλησία ως εικόνα του αρχέτυπου, δηλαδή του Θε-
ού, προωθεί τις ίδιες με Αυτόν ενέργειες στους ανθρώπους:
«Κατά τόν αὐτόν τρόπον καί ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία τά αὐτά
τῷ Θεῷ περί ἡμᾶς ὡς ἀρχετύπῳ εἰκών ἐνεργοῦσα δειχθήσε-
ται»147. Άλλωστε η Εκκλησία ως δημιούργημα του Θεού έχει ως
αποστολή να προωθήσει αυτήν την ενέργεια προς τον κόσμο
καλώντας τον σε ενότητα με τον Θεό148.
Έχοντας αναλύσει ο ιερός συγγραφέας την ενότητα αυτή
του κόσμου με τον Θεό, με σκοπό να εξηγήσει την ομοιότητα α-

of St. Maximus the Confessor, σ. 40. Torstein Theodor Tollefsen, The Chri-
stocentric Cosmology of St. Maximus the Confessor, σσ. 80-81.
145 Μυσταγ. σ. 154, 16-17. Βλ. George Dragas, «The Church in St.

Maximus’ Mystagogy», σ. 391. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστιακή


ὀντολογία, σσ. 42-43 και σσ. 190-191. Melchisedec Törönen, Union and
Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 143. Torstein
Theodor Tollefsen, The Christocentric Cosmology of St. Maximus the Con-
fessor, σ. 207.
146 Μυσταγ. σ. 150, 6-9. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 74-75. George Dragas, «The
Church in St. Maximus’ Mystagogy», σσ. 389-392. Χαράλαμπου Σωτη-
ροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 167. Χρίστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις
τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», σσ. 133-134.
Adam G. Cooper, The Body in St. Maximus the Confessor, σ. 203.
147 Μυσταγ. σ. 152, 9-10.

148 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά

τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 223.


49

νάμεσα στην Εκκλησία και τον Θεό, θα επιχειρηματολογήσει


στη συνέχεια του κειμένου δείχνοντας με ποιο τρόπο η Εκκλη-
σία είναι εικόνα του σύμπαντος κόσμου149.
Πριν όμως από αυτό, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι
ο άγιος Μάξιμος, παρόλο που κάνει τη διάκριση μεταξύ του
κόσμου σε αισθητό και νοητό, πάλι εδώ η διάκριση αυτή δε ση-
μαίνει και διαίρεση. Αυτό καθίσταται σαφές, καθώς κατά τον
Απόστολο Παύλο «…ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρα-
νοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα»150. Επομένως ο
αισθητός και ο νοητός κόσμος αποτελούν δύο όψεις της αυτής
πραγματικότητας, δηλαδή της κτίσης.
Προεκτείνοντας ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τη σκέψη
του αναφορικά με την εξεικόνιση της Εκκλησίας, θεωρεί ότι η
Εκκλησία σε μία δεύτερη εξεικόνιση είναι εικόνα του σύμπαν-
τος κόσμου, ο οποίος αποτελείται από ορατά και αόρατα όντα,
επειδή κατά παρόμοιο τρόπο με τον Θεό έχει την ίδια με Αυτόν
ένωση και διάκριση: «Κατά δευτέραν δέ θεωρίας ἐπιβολήν, τοῦ
σύμπαντος κόσμου τοῦ ἐξ ὁρατῶν καί ἀοράτων οὐσιῶν ὑφεστῶ-
τος εἶναι τύπον καί εἰκόνα τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν ἔφα-
σκεν, ὡς τήν αὐτήν αὐτῷ καί ἕνωσιν καί διάκρισιν ἐπιδεχομέ-
νην»151.
Αναλύοντας περισσότερο αυτόν τον παραλληλισμό ο ιε-
ρός Μάξιμος βλέπει την Εκκλησία να αποτελείται από δύο ορ-
γανικά μέρη, το ιερό βήμα και τον κυρίως ναό, όπως ακριβώς α-
πό δύο μέρη αποτελείται και ο κόσμος, δηλαδή τον αόρατο και
τον αισθητό: «Ὥσπερ γάρ αὕτη κατά τήν οἰκοδομήν εἷς οἶκος ὑ-
πάρχουσα τήν κατά τήν θέσιν τοῦ σχήματος ποιᾷ ἰδιότητι δέχε-
ται διαφοράν, διαιρουμένη εἰς τε τόν μόνοις ἱερεῦσί τε καί λει-

149 Μυσταγ. σσ. 156, 1-160, 3.


150 Κολ. 1, 16.
151 Μυσταγ. σ. 156, 3-6. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην Εισαγωγή,

ο άγιος Μάξιμος στηρίχτηκε στην Καινή Διαθήκη, καθώς και στους


Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, Ωριγένη και άγιο Γρηγόριο Νύσσης.
50

τουργοῖς ἀπόκληρον τόπον, ὅν καλοῦμεν ἱερατεῖον, καί τόν πᾶσι


τοῖς πιστοῖς λαοῖς πρός ἐπίβασιν ἄνετον, ὅν καλοῦμεν ναόν»152.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται και πάλι το ερμηνευτικό
σχήμα της ολότητας και των μερών, χωρίς όμως να υφίσταται
οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ των μερών, αλλά αντίθετα καθέ-
να από αυτά τα μέρη αν και διατηρεί την ονομαστική του δια-
φορά, αυτή καταλύεται όταν ανάγεται σε συνάρτηση με την ο-
λότητα: «πάλιν μία ἐστί κατά τήν ὑπόστασιν, οὐ συνδιαιρουμένη
τοῖς ἑαυτῆς μέρεσι διά τήν ἑαυτῶν πρός ἄλληλα τῶν μερῶν δια-
φοράν, ἀλλά καί ταῦτα τῇ πρός τό ἕν ἑαυτῆς ἀναφορᾷ τά μέρη
τῆς ἐν τῇ κλήσει διαφορᾶς ἀπολύουσα καί ταὐτόν ἀλλήλοις ἄμ-
φω δεικνύουσα καί θάτερον θατέρῳ κατ’ ἐπαλλαγήν ὑπάρ-
χον»153.
Με βάση αυτό το ερμηνευτικό σχήμα ο άγιος Μάξιμος κά-
νει μία τοπογραφική περιγραφή της Εκκλησίας, τονίζοντας ότι
η Εκκλησία ως οικοδόμημα και σύνολο, αποτελείται από διάφο-
ρα μέρη. Υπάρχει ο χώρος154 όπου επιτρέπεται να εισέλθουν μο-
νάχα οι λειτουργοί και οι ιερείς, δηλαδή το ιερό βήμα καθώς και
ο χώρος όπου εισέρχονται όλοι οι πιστοί, δηλαδή ο κυρίως να-
ός155.

152 Μυσταγ. σ. 156, 7-11. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 116, υποσ. 18. Νίκου Α. Μα-
τσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, σσ. 360-361. George
Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 392. Lars Thun-
berg, Man and the Cosmos, σσ. 119-120. Χαράλαμπου Σωτηροπούλου,
«Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 168. Χρήστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκ-
κλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», σσ. 135-136. Hans Urs
von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 327. Melchisedec Törönen, Union and
Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 149.
153 Μυσταγ. σ. 156, 11-15. Βλ. Michael E. Butler, Hypostatic union

and Monotheletism, σσ. 78-80.


154 Για την έννοια του χώρου στον άγιο Μάξιμο βλ. Tamara

Grdzelidze, «Liturgical Space in the Writings of Maximus the Confes-


sor», Studia Patristica 37 (2001), σσ. 499-504.
155 Μυσταγ. σ. 156, 7-11.
51

Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την περιγραφική εικόνα, ο ά-


γιος Μάξιμος επισημαίνει το γεγονός ότι αν και υπάρχουν δύο
μέρη, αυτά μαζί συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο και τα οποία
λειτουργούν παράλληλα μέσα σε μια οργανική ενότητα. Αυτό
γίνεται πραγματικότητα καθώς τα δύο μέρη, δηλαδή ο κυρίως
ναός και το ιερό βήμα, λειτουργούν αμοιβαία για την πραγμά-
τωση της θείας μυσταγωγίας: «ὅπερ ἑκάτερον ἑαυτῷ καθέστη-
κεν ὄν, ἀποφαίνουσα, ἱερατεῖον μέν τόν ναόν κατά τήν δύναμιν τῇ
πρός τό πέρας ἀναφορᾷ τῆς μυσταγωγίας ἱερουργούμενον καί ἔ-
μπαλιν ναόν τό ἱερατεῖον κατά τήν ἐνέργειαν τῆς ἰδίας αὐτόν ἔ-
χον μυσταγωγίας ἀρχήν, δι’ ἀμφοῖν μία καί ἡ αὐτή διαμένει»156.
Σχολιάζοντας την παραπάνω αναφορά του ιερού πατρός,
ο π. Δ. Στανιλοάε επισημαίνει ότι «τά δύο αὐτά μέρη, εἶναι συν-
δεδεμένα μεταξύ τους καί συμπληρώνονται, συνιστῶντας ἑνό-
τητα καί παίρνοντας ἕνα μόνο ὄνομα μέ τήν ἀναφορά τους
στόν ἴδιο καί μοναδικό σκοπό καί μέ τό γεγονός ὅτι κάθε μέρος
εἶναι, τήν ἴδια ὥρα, ἀμοιβαῖα ὅ, τι εἶναι τό ἄλλο μέρος. Ὁ ναός
εἶναι ἱερό βῆμα δυνάμει, μέ τήν προχώρηση πρός τό σκοπό πού
εἶναι ἡ ἁγιαστική πράξη, καί τό ἱερό βῆμα εἶναι ναός ἐνεργείᾳ,
ἐπειδή μέσα στό ναό ἀρχίζει ἡ ἁγιαστική δράση του»157.
Κατά παρόμοιο τρόπο με το διαχωρισμό της Εκκλησίας,
διακρίνεται και ο κόσμος σε νοητό και αισθητό, αποτελούμενο
αφενός από νοητές δυνάμεις και αφετέρου από πολλά είδη και
υπάρξεις. Αυτός λοιπόν ο δημιουργημένος κόσμος, είναι κατά

156 Μυσταγ. σ. 156, 15-19. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-


γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 76-77. Νίκου Α. Ματσού-
κα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, σσ. 360-361. George Dra-
gas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 392. Lars Thunberg,
Man and the Cosmos, σσ. 119-120. Χαράλαμπου Σωτηροπούλου, «Ἑρ-
μηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ», σ. 168. Χρίστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησί-
ας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», σ. 136. Adam G. Cooper, The
Body in St. Maximus the Confessor, σσ. 198-199. Melchisedec Törönen, U-
nion and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 150.
157 Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ

Ὁμολογητοῦ, σ. 117, υποσ. 18. Βλ. Tamara Grdzelidze, «Liturgical Spa-


ce in the Writings of Maximus the Confessor», σ. 502.
52

αναλογία με τους διακρινόμενους χώρους της Εκκλησίας, μία


άλλη «ἀχειροποίητος Ἐκκλησία», η οποία είναι και αυτή χωρι-
σμένη σε ιερό βήμα και σε κυρίως ναό. Ως ιερό βήμα θεωρείται
ο νοητός κόσμος, ο κόσμος των αγγέλων και ως κυρίως ναός
λογίζεται ο κόσμος της αισθητής πραγματικότητας158.
Όμως ο άγιος Μάξιμος δε σταματά την ανάλυσή του εδώ.
Σύμφωνα με τον ίδιο και μόνο ο αισθητός κόσμος μπορεί να θε-
ωρηθεί ως εικόνα της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί, στηριζόμενος
ίσως στην κοσμολογία της εποχής του159, έβλεπε τον ουρανό
σαν το ιερό βήμα και τη γη ως το ναό της Εκκλησίας: «Καί αὖθις
μόνου τοῦ αἰσθητοῦ καθ’ ἑαυτόν κόσμου τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ ἐκ-
κλησίαν εἶναι σύμβολον ἔφασκεν, ὡς οὐρανόν μέν τό θεῖον ἱερα-
τεῖον ἔχουσαν, γῆν δέ τήν εὐπρέπειαν τοῦ ναοῦ κεκτημένην. Ὡ-
σαύτως δέ καί τόν κόσμον ὑπάρχειν Ἐκκλησίαν, ἱερατείῳ μέν ἐοι-
κότα τόν οὐρανόν ἔχοντα, ναῷ δέ τήν κατά γῆν διακόσμησιν»160.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνει τη σκέψη του ο άγιος πα-
τήρ αναφορικά με την Εκκλησία ως εικόνα του κόσμου, περι-
γράφοντας και την αλληλεπίδραση η οποία υφίσταται ανάμε-
σα στους δύο κόσμους. Πρόκειται για μία κατά κάποιο τρόπο
αλληλοπεριχώρηση161 των δύο κόσμων, του ενός στον άλλο,
χωρίς όμως να δημιουργείται μεταξύ τους καμιά σύγχυση162.

158 Μυσταγ. σσ. 156, 20-158, 1. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-


σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 117-118, υποσ. 18.
George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 393. Χα-
ράλαμπου Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυστα-
γωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 169. Hans Urs von
Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 327. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχό-
λια, εκδ. Δόμος, Ἱερόν κουτλουμουσιανόν Κελλίον αγίου Ιωάννου
Θεολόγου, Άγιον Όρος 2006, σ. 62.
159 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 123, υποσ. 20.


160 Μυσταγ. σ. 160, 3-7. Βλ. George Dragas, «The Church in St.

Maximus’ Mystagogy», σσ. 394-395. Χρίστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις


τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», σ. 137.
161 Αναφερόμαστε εδώ σε μία κατά κάποιο τρόπο αλληλοπερι-

χώρηση των δύο κόσμων, καθώς ο όρος αλληλοπεριχώρηση αφορά


την Αγία Τριάδα. Βλ. ενδεικτικά: Elena Vishnevskaya, Perichoresis in
53

Συγκεκριμένα, ο άγιος Μάξιμος τονίζει για τους δύο κό-


σμους, τον αισθητό και τον αόρατο πως ουσιαστικά πρόκειται
για ένα κόσμο και ο οποίος δε διακρίνεται στα μέρη του αλλά
αντίθετα, καθένα από τα δύο αυτά μέρη λογίζεται ως όλος ο
κόσμος: «Πάλιν εἷς ἐστι κόσμος τοῖς ἑαυτοῦ μή συνδιαιρούμενος
μέρεσι»163.
Επίσης, προσθέτει ότι όχι μόνο καθένας από αυτούς θεω-
ρείται ως όλος ο κόσμος αλλά και τα δύο αυτά μέρη του κό-
σμου αφενός έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς κάτι ανώτερο α-
πό αυτούς και στο οποίο οφείλουν και την ύπαρξή τους και
αφετέρου αλληλοπεριχωρούνται συμπληρώνοντας ο ένας τον
άλλο: «καί ταὐτόν ἑαυτῷ τε καί ἀλλήλοις ἀσυγχύτως ἐναλλάξ ὄ-
ντας καί θατέρῳ θάτερον ὅλον ὅλῳ δεικνύς ἐμβεβηκότα καί ἄμ-
φω ὅλον αὐτόν ὡς μέρη ἕνα συμπληροῦντας καί κατ’ αὐτόν ὡς
ὅλον μέρη ἑνοειδῶς τε καί ὁλικῶς συμπληρουμένους»164.
Με δύο ερμηνευτικά σχήματα, του σχήματος «ὅλος ἐν ὅ-
λῳ»165, και τα οποία ο ιερός συγγραφέας αντλεί από την Αγία
Γραφή, προσπαθεί να περιγράψει αυτή την κατά κάποιο τρόπο
αλληλοπεριχώρηση των δύο κόσμων, καθιστώντας την όσο γί-
νεται πιο σαφή. Συγκεκριμένα, το πρώτο σχήμα μεταφοράς εί-

the context of divinization: Maximus the Confessor's vision of a "blessed and


most holy embrace", (Ph.D.), Drew University, New Jersey 2004. Oliver D.
Crisp, «Problems with perichoresis», Tyndale Bulletin 56, 1 (2005), σσ.
119-140. Brian T. Scalise, «Perichoresis in Gregory Nazianzen and Maxi-
mus the Confessor», Eleutheria 2, 1 (2012), σσ. 58-76.
162 Βλ. Tamara Grdzelidze, «Liturgical Space in the Writings of

Maximus the Confessor», σ. 502.


163 Μυσταγ. σ. 158, 2.

164 Μυσταγ. σ. 158, 4-8.

165 Για το σχήμα αυτό βλ. σχετικά: Melchisedec Törönen, Union

and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 36, υποσ. 8.
54

ναι παρμένο από την Παλαιά Διαθήκη166 ενώ το δεύτερο από


την Καινή Διαθήκη167.
Και τα δύο αυτά σχήματα χρησιμοποιούνται με τον ίδιο
τρόπο και εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό από τον άγιο Μάξιμο, ο
οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «Ὅλος γάρ ὁ νοητός κό-
σμος ὅλῳ τῷ αἰσθητῷ μυστικῶς τοῖς συμβολικοῖς εἴδεσι τυπούμε-
νος φαίνεται τοῖς ὁρᾶν δυναμένοις καί ὅλος ὅλῳ τῷ νοητῷ ὁ αἰ-
σθητός γνωστικῶς κατά νοῦν τοῖς λόγοις ἁπλούμενος ἔνεστιν»168.
Από το παραπάνω χωρίο φαίνεται πως η αλληλεπίδραση
των δύο κόσμων επιτελείται, καθώς ο μεν αγγελικός κόσμος
απόκαλύπτεται μέσω συμβόλων διασπαρμένα μέσα στον αι-
σθητό κόσμο, ο δε αισθητός κόσμος βρίσκεται εντός του νοητού
κόσμου χάρη στους λόγους των αισθητών πραγματικοτήτων169.
Με άλλα λόγια ο αισθητός κόσμος βρίσκεται μέσα στον
νοητό με τους λόγους του και ο νοητός βρίσκεται μέσα στον αι-
σθητό με τους τύπους: «Ἐν ἐκείνῳ γάρ οὗτος τοῖς λόγοις ἐστί κἀ-
κεῖνος ἐν τοὐτῳ τοῖς τύποις»170. Αυτό σημαίνει ότι στους δύο
κόσμους δεν υπάρχει καμιά σύγχυση, αφού οι δύο κόσμοι λογί-
ζονται ως ένας, σαν δύο τροχοί όπου ο ένας βρίσκεται ολόκλη-
ρος μέσα στον άλλο171.

166 Ιεζ. 1, 16: «καὶ τὸ εἶδος τῶν τροχῶν ὡς εἶδος θαρσείς, καὶ ὁ-
μοίωμα ἐν τοῖς τέσσαρσι, καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἦν καθὼς ἂν εἴη τροχὸς
ἐν τροχῷ».
167 Ρωμ. 1, 20: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς

ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται».


168 Μυσταγ. σ. 158, 8-11. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί δια-

φόρων ἀπόρων 46, PG 90, 685D. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θεί-
ων ὀνομάτων 4, 1, PG 3, 693C. Για την ερμηνεία του χωρίου αυτού βλ.
Michael E. Butler, Hypostatic union and Monotheletism, σσ. 78-79.
169 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 120, υποσ. 19. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄν-


θρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 90. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 393.
170 Μυσταγ. σ. 158, 11-12. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄν-

θρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 90. George Dragas,


«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 393.
171 Ιεζ. 1, 16.
55

Ο άγιος Μάξιμος ολοκληρώνει σε αυτό το σημείο την εν-


διαφέρουσα προσέγγισή του σημειώνοντας ότι μόνο όσοι έχουν
οξυμένη όραση αλλά και οξύνοια είναι ικανοί να δουν την αλ-
ληλεπίδραση των δύο αυτών κόσμων: «ὅλῳ τῷ αἰσθητῷ μυστ-
ικῶς τοῖς συμβολικοῖς εἴδεσι τυπούμενος φαίνεται τοῖς ὁρᾶν δυ-
ναμένοις καί ὅλος ὅλῳ τῷ νοητῷ ὁ αἰσθητός γνωστικῶς κατά
νοῦν τοῖς λόγοις ἁπλούμενος ἔνεστιν»172. Με άλλα λόγια μόνο ό-
σοι έχουν γυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια173 μπορούν να
κατανοήσουν τη φανέρωση των φαινομένων των νοητών μέσω
των αισθητών πραγμάτων174.

3) «Θεωρία» και «λόγοι τῶν ὄντων»

Στις προηγούμενες ενότητες έγινε αναφορά σε διάφορες


θεολογικές αρχές, μέσα από τις οποίες ο άγιος Μάξιμος προ-
σπάθησε να περιγράψει τη σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον
κόσμο. Στην παρούσα ενότητα ο ιερός πατήρ αυτό αναφέρεται
σε ένα ακόμη όρο, το ζεύγος της «θεωρίας» και «τῶν λόγων τῶν
ὄντων».
Αναφορικά με τον πρώτο όρο του ζεύγους, τη «θεωρία», ο
άγιος Μάξιμος στη «Μυσταγωγία» τον χρησιμοποιεί ευρέως,
γύρω στις τριάντα πέντε φορές175, όχι όμως μόνο του. Τον όρο
τον συνοδεύει στο έργο του άλλες φορές με επιθετικό προσδιο-

172 Μυσταγ. σ. 158, 8-11. Βλ. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Li-
turgy, σ. 120.
173 Εβρ. 5, 24.

174 Μυσταγ. σσ. 158, 19-160, 1-3. Βλ. George Dragas, «The Church

in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 394.


175 Μυσταγ. σ. 72.
56

ρισμό176, άλλοτε σε συνδυασμό με τον όρο «πράξη»177 και άλ-


λοτε με την πρόθεση «κατά»178.
Με βάση τα παραπάνω ο ιερός Μάξιμος προσδίδει στον ό-
ρο «θεωρία» διάφορες έννοιες, οι οποίες παίρνουν και διάφορες
σημασίες. Αρχικά τον όρο «θεωρία» τον χρησιμοποιεί ώστε να
καταστήσει κάτι κατανοητό, μέσα στο πλαίσιο της εξήγησής
του179. Σε άλλο σημείο της «Μυσταγωγίας», ο όρος «θεωρία»
αποτελεί ένα από τα στοιχεία τα οποία αφορούν το θεωρητικό
μέρος της ψυχής180 στην πορεία που κάνει για να φτάσει τον
Θεό. Επιπρόσθετα, και ο νους ακολουθεί ανοδική πορεία για να

176 Βλ. ενδεικτικά: Μυσταγ. σ. 158, 18: «θεωρίᾳ πνευματικῇ».


Μυσταγ. σ. 200, 6: «γνωστικῆς θεωρίας». Μυσταγ. σ. 212, 6: «ὑψηλοτέ-
ραν θεωρίαν».
177 Βλ. ενδεικτικά: Μυσταγ. σ. 168, 2: «θεωρίαν καί τήν πράξιν».

Μυσταγ. σ. 172, 18-19: «τῇ θεωρίᾳ τήν πράξιν». Μυσταγ. σ. 174, 13:
«τῆς θεωρίας ἡ πράξις». Μυσταγ. σ. 242, 19: «θεωρίαν καί πράξιν».
178 Βλ. ενδεικτικά: Μυσταγ. σ. 150, 3: «κατά πρώτην θεωρίας».

Μυσταγ. σ. 156, 3: «Κατά δευτέραν δέ θεωρίας». Μυσταγ. σ. 162, 4:


«κατ’ ἄλλον τρόπον θεωρίας».
179 Βλ. ενδεικτικά: Μυσταγ. σ. 150, 3: «κατά πρώτην θεωρίας».

Μυσταγ. σ. 156, 3: «Κατά δευτέραν δέ θεωρίας». Μυσταγ. σ. 162, 4:


«κατ’ ἄλλον τρόπον θεωρίας». Μυσταγ. σ. 192, 4: «τῶν εἰρημένων περί
τῆς ἁγίας ἐκκλησίας θεωριῶν».
180 Βλ. ενδεικτικά: Μυσταγ. σ. 170, 5: «Τόν γάρ νοῦν διά τῆς σο-

φίας ἔφασκε κινούμενον εἰς θεωρίαν ἰέναι». Μυσταγ. σ. 170, 11: «τήν
δέ θεωρίαν ἕξιν». Μυσταγ. σ. 170, 12: «σοφίας τε καί θεωρίας καί γνώ-
σεως». Για την αναφορά του Μαξίμου στην ψυχή του ανθρώπου ως
εικόνα της Εκκλησίας βλ. το δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης μας.
57

φτάσει στον Θεό. Η άνοδος αυτή περιγράφεται από τον άγιο


Μάξιμο με τρεις όρους, τη «φυσικήν θεωρίαν»181, τη «συμβολική
θεωρία»182 και τη «θεολογική μυσταγωγία»183.
Οι βαθμοί αυτοί του νου βοηθούν την ψυχή, ξεκινώντας
από το χαμηλότερο, δηλαδή τη «φυσική θεωρία», να κατανοή-
σει τους λόγους των όντων, και μέσω της «συμβολικής θεωρίας»
και την κατανόηση της σχέσης των δύο κόσμων, του αισθητού
και του νοητού, που απορρέει από αυτήν τη «θεωρία», να κατά-
λήξει στη «θεολογική μυσταγωγία», δηλαδή την είσοδο της ψυ-
χής στο μυστήριο της γνώσης του Θεού184 με τη συνεργία του Α-
γίου Πνεύματος185.
Με άλλα λόγια πρόκειται για μια αναγωγική διαδικασία,
μέσω της οποίας η «φυσική θεωρία» τελειώνεται από το Άγιο
Πνεύμα186 καταλήγοντας στην ανώτερη βαθμίδα, τη «θεολογι-
κή μυσταγωγία».
Τέλος η θεωρία λαμβάνει και την έννοια της θέας των μυ-
στηρίων: «τῆς θείας τῶν δειχθησομένων μυστηρίων θεωρίας»187.
Χωρίς αυτή τη «θεωρία», όπως γράφει σε άλλο έργο του, δεν εί-
ναι δυνατή η κατανόησή τους: «Φυσικῆς γάρ θεωρίας χωρίς, ἐν
οὐδενί κατ’ οὐδένα τρόπον οὐδαμῶς συντηρεῖσθαι πέφυκε τῶν
μυστηρίων ἡ δύναμις»188.

181 Μυσταγ. σ. 162, 9-10. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5, PG


91, 1241C.
182 Μυσταγ. σ. 158, 19.

183 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί

οἰκονομικά 5, 94, PG 90, 1388D. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5,


PG 91, 1241C.
184 Μυσταγ. σ. 152, 5-6: «ὁ νοῦς τούς τῶν ὄντων θεωρητικῶς

ἀναλεγόμενος λόγους εἰς αὐτόν καταλήξει τόν Θεόν»


185 Μυσταγ. σ. 162, 9-10: «τήν φυσικήν θεωρίαν πνευματικῶς

ἐξηγουμένην»
186 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 24, PG 90, 329A: «ἥν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας διανοίγων
λόγος».
187 Μυσταγ. σ. 202, 7.

188 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 65, PG 90, 744B.


58

Πρόκειται για μια θεωρητική ανάβαση, η οποία πραγμα-


τοποιείται εντός της Εκκλησίας και των λειτουργικών της συμ-
βολισμών. Μέσα σε αυτή την ανάβαση, σύμφωνα με τον Διονύ-
σιο Αρεοπαγίτη, ο νους μπορεί να εισέλθει από τα αίτια στα
αιτιατά, δηλαδή από τα ορατά τελούμενα στα αόρατα και μυ-
στικώς τελούμενα: «ἀπό τῶν αἰτιατῶν εἰς τά αἴτια, τουτέστιν
ἀπό τῶν ὁρατῶς τελουμένων ἐπί τά ἀόρατα καί μυστικά»189. Με
άλλα λόγια ο νους είναι ικανός να εισέλθει στην κορυφή αυτής
της πνευματικής ανάβασης, κατανοώντας τα απόκρυφα σύμ-
βολα και τις εικόνες που δεν φαίνονται στον αισθητό κόσμο.
Με αυτές τις επισημάνσεις, ερχόμαστε στο δεύτερο μέρος
του ζεύγους, «τούς λόγους τῶν ὄντων», οι οποίοι στην πατερική
θεολογία συναντώνται με παρόμοιο λεξιλόγιο190. Ειδικά στον
άγιο Μάξιμο «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» έχουν το ρόλο να προάγουν
μια οργανική ενότητα όχι μόνο ανάμεσα στο κτιστό και το
άκτιστο αλλά και ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον αισθητό και
τον νοητό191.

189 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2,


PG 3, 456B.
190 Βλ. ενδεικτικά: Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομά-

των 5, 8, PG 3, 824C: «Πολλῷ γε μᾶλλον ἐπί τῆς καί αὐτοῦ καί πάντων
αἰτίας, προϋφεστάναι τά πάντα τῶν ὄντων παραδείγματα, κατά μίαν
ὑπερούσιον ἕνωσιν συγχωρητέον˙ ἐπεί καί οὐσίας παράγει κατά τήν
ἀπό οὐσίας ἔκβασιν. Παραδείγματα δέ φαμεν εἶναι τούς ἐν τῷ Θεῷ
τῶν ὄντων οὐσιοποιούς καί ἑνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὕς ἡ θεο-
λογία προορισμούς καλεῖ, καί θεῖα καί ἀγαθά θελήματα, τῶν ὄντων ἀ-
φοριστικά καί ποιητικά καθ’ οὕς ὁ ὑπερούσιος τά ὄντα πάντα καί
προώρισεν καί παρήγαγεν». Μεγάλου Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου 1, PG
29, 556D-557A: «Φυσικῆ μέν, ὡς ἡ τῶν κτισμάτων κατά τούς δημιουρ-
γικούς λόγους διαταχθεῖσα».
191 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 13, PG 90, 293D-296A: «Οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες


τῶν αἰώνων Θεῷ, καθώς οἶδεν αὐτός, ἀόρατοι ὄντες˙ οὕς καί ἀγαθά
θελήματα καλεῖν τοῖς θείοις ἔθος ἐστίν ἀνδράσιν». Του ιδίου, Περί δι-
αφόρων ἀποριῶν 2, PG 91, 1080A: «Τούς γάρ λόγους τῶν γεγονότων
ἔχων πρό αἰώνων ὑφεστῶτος βουλήσει ἀγαθῇ κατ’ αὐτούς τήν τε ὁρα-
59

Αρχικά ο όρος «λόγος» στον άγιο Μάξιμο πρέπει να τονί-


σουμε πως έχει διάφορες σημασίες. Μεταξύ αυτών, ο όρος μπο-
ρεί να σημαίνει α) τη δημιουργική αρχή και αιτία ύπαρξης ό-
λων των κτισμάτων192, β) τους όρους193 ή τους νόμους194 εντός
των οποίων κινούνται τα όντα, γ) τις θείες ιδέες195 ή τα θεία θε-
λήματα196. Στη «Μυσταγωγία» ο όρος αυτός σημαίνει α) τη δύ-
ναμη της ψυχής197, β) τη φανέρωση του νου198, γ) το σκοπό της
θείας ενέργειας να προάγει τη ψυχή προς τον τελικό σκοπό
της199 και τέλος, δ) τον προφορικό λόγο200.
Ενώ ο όρος «λόγος» έχει αυτές τις σημασίες, για τον όρο
«λόγοι των όντων» ο άγιος Μάξιμος μας πληροφορεί πως έχουν
«τόν Θεόν ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος τῆς τῶν ὅλων παρα-
γωγῆς καί γενέσεως»201. Με άλλα λόγια όλα τα όντα του αισθη-
τού και νοητού κόσμου έχουν ως κοινή αιτία ύπαρξης τον Θεό.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να επαναληφθεί ότι για τη
δημιουργία του κόσμου, αναφέρθηκε η ετερουσιότητα του κτι-
στού κόσμου απέναντι στον άκτιστο Θεό, με αποτέλεσμα ο κό-
σμος να είναι προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού.

τήν καί ἀόρατον ἐκ τοῦ μη ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν». Βλ. Νίκου Α.


Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 162.
192 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 2, PG 91,

1080C.
193 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5, PG 91,

1057B. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 36, PG 91, 1320C.


194 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς,

PG 90, 901D.
195 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 2, PG 91,

1081Α.
196 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 13, PG 90, 293D-296A.


197 Μυσταγ. σ. 172, 6-23.

198 Μυσταγ. σσ. 170, 5-172, 23.

199 Μυσταγ. σσ. 238, 25-240, 4. Του ιδίου, Κεφάλαια διάφορα θεο-

λογικά τε καί οἰκονομικά 2, 76, PG 90, 1160D.


200 Μυσταγ. σ. 206, 2-9.

201 Μυσταγ. σ. 152, 6-7.


60

Αυτή η επισήμανση μας επιτρέπει επιπλέον να προσθέ-


σουμε πως, αν και «οἱ λόγοι τῶν ὄντων», σύμφωνα με τον ιερό
συγγραφέα, προϋπήρχαν εντός του Θεού, δε θεωρούνται συναΐ-
διοι με Αυτόν, καθώς έλαβαν την υπόστασή τους με τη γέννησή
τους202. Ακόμα, με την γέννησή τους «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» έχουν
ως επιπλέον χαρακτηριστικό το γεγονός ότι παραμένουν ασύγ-
χυτοι μεταξύ τους κάτω από τον Ένα Θεό Δημιουργό: «Καί πά-
λιν ἕνα τούς πολλούς, τῇ πρός αὐτόν τῶν πάντων ἀναφορᾷ δι’ ἑ-
αυτόν ἀσυγχύτως ὑπάρχοντα, ἐνούσιόν τε καί ἐνυπόστατον τοῦ
Θεοῦ καί Πατρός Θεόν Λόγον»203.
Αλλά και ο άνθρωπος, ο οποίος είναι η κορωνίδα ολόκλη-
ρης της κτίσης, μπορεί, μέσω της «θεωρίας», να προσεγγίσει
αυτούς «τούς λόγους τῶν ὄντων». Αυτό μπορεί να το κατορθώ-
σει οδηγώντας το νου του στην όραση των μη φαινομένων
διαμέσου των φαινομένων ή με άλλα λόγια στην κατανόηση
του τρόπου με τον οποίο, ο αισθητός κόσμος βρίσκεται μέσα
στον νοητό με τους λόγους του και ο νοητός βρίσκεται μέσα
στον αισθητό με τους τύπους του: «Ἐν ἐκείνῳ γάρ οὗτος τοῖς λό-
γοις ἐστί κἀκεῖνος ἐν τούτῳ τοῖς τύποις»204.
Μέσω αυτής της ανάβασης και της «θεωρίας» του νου, ο
άνθρωπος καθίσταται τελικά ικανός να κατανοήσει και «τούς
λόγους τῶν ὄντων», οι οποίοι προϋπήρχαν εντός του Θεού:
«πάντες τῆς τε προνοίας καί τῶν ὄντων οἱ λόγοι κατά μίαν περιο-
χῆς δύναμιν ἑνοειδῶς προϋφεστήκασι»205. Η κατανόηση «τῶν λό-
γων τῶν ὄντων» παρέχει επίσης την πληροφορία ότι αυτοί είναι
προϊόν της δημιουργικής βουλής του Θεού: «Ἀλλά πάντα τῇ βου-

202 Κολ. 1, 16. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀπορι-


ῶν 2, PG 91, 1080A. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 42, PG 91,
1329AC.
203 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 2, PG 91,

1077C.
204 Μυσταγ. σ. 158, 11-12. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄν-

θρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 90. George Dragas,


«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 393.
205 Μυσταγ. σ. 214, 21-23.
61

λήσει τοῦ Θεοῦ προγνωστικῶς κατά τήν ἄπειρον αὐτοῦ δύναμιν


ἀεί περιέχεσθαι πιστεύομεν»206.

4) Οδός θεογνωσίας

Εκτός των ανωτέρω διακρίσεων στην πατερική θεολογία,


δηλαδή της διάκρισης μεταξύ κτιστού και ακτίστου καθώς και
της διάκρισης ουσίας και ενεργειών στον Θεό, ένα ακόμα χαρα-
κτηριστικό το οποίο απορρέει από τις παραπάνω διακρίσεις, εί-
ναι για τους πατέρες της Εκκλησίας η περιγραφή της αποκάλυ-
ψης του Θεού μέσα στον κόσμο. Με άλλα λόγια οι πατέρες της
Εκκλησίας αναφέρουν με ποιο τρόπο ο αμέθεκτος Θεός μπορεί
ταυτόχρονα να είναι και μεθεκτός από τον άνθρωπο.
Αναλύοντας περισσότερο την παραπάνω επισήμανση,
μπορούμε να τονίσουμε το γεγονός πως όταν η πατερική θεο-
λογία προσπαθεί να περιγράψει το «τι είναι ο Θεός», πάντοτε
ξεκινάει από την προϋπόθεση ότι η ουσία του Θεού είναι απρό-
σιτη και αμέθεκτη και ότι ο Θεός γίνεται γνωστός μόνο μέσω
των ενεργειών Του207.
Χρειάζεται επιπρόσθετα να τονίσουμε πως για να φτάσει
κανείς στη γνώση του Θεού, είναι θέμα που σχετίζεται πρωτί-
στως με την εμπειρία. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο ο
άνθρωπος μέσα από την άσκηση και τα άλλα μέσα που προ-
τείνει η Εκκλησία να περάσει από τα πνευματικά στάδια της
καθάρσεως, του φωτισμού αλλά και της τελειώσεως, ώστε να
έχει κάποια γνώση περί του Θεού. Για το λόγο αυτό όλη αυτή η
πορεία θεογνωσίας είναι πορεία που συνδέεται με την προσω-

206 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 42, PG 91,


1328C. Βλ. Dragos Bahrim «The Anthropic Cosmology of St Maximus
the Confessor», Journal for Interdisciplinary Research on Religion and Sci-
ence 3 (2008), σ. 14.
207 Βλ. παραπάνω υποσ. 101.
62

πική εμπειρία, η οποία συνάμα είναι και εκκλησιαστική και όχι


κάποιου φιλοσοφικού στοχασμού208.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, καταλήγουμε εύκολα στο συ-
μπέρασμα πως όταν οι πατέρες της Εκκλησίας θεολογούν, ου-
σιαστικά μιλούν για «τά περί Θεοῦ», για όσα αφορούν στα γύ-
ρω από τον Θεό209. Με άλλα λόγια αυτό που περιγράφουν δεν
είναι η ουσία του Θεού αλλά οι ενέργειές του210, καθώς μόνο
μέσω αυτών καθίσταται δυνατό να γνωρίσει κάποιος τον Θεό.
Αυτή λοιπόν την οδό θεογνωσίας οι πατέρες της Εκκλησίας την
διέκριναν σε δύο οδούς, τις οποίες ονομάζουν καταφατική και
αποφατική θεολογία211.
Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό για κάθε
μία από αυτές τις οδούς, θα λέγαμε πολύ απλά πως, «ἡ κατά-
φατική ὁδός ἤ καταφατική θεολογία, ὅπως λέγεται συνήθως,
ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θε-
οῦ, ἐνῶ ἡ άποφατική ὁδός ἤ ἀποφατική θεολογία ἀναφέρεται
στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἀγνωστη ὄψη του»212.

208 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά


τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 187 κ.ε. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Οὐσία καί
ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολήν εἰς τήν
ἱστορικοδογματικήν διερεύνησιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ
Θεοῦ διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσα-
λονίκη 32005, σ. 123 κ.ε.
209 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας καί τῆς

ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ 1, 48, PG 90, 1100D: «...καί ὅσα
περί αὐτόν οὐσιωδῶς θεωρεῖται».
210 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 4, 7, PG 90,

1049B: «Καί γνωστόν μέν, τοῖς περί αὐτό θεωρήμασιν˙ ἄγνωστον δέ,
τοῖς κατ’ αὐτό».
211 Βλ. Ian A. McFarland, «Developing an apophatic christocentri-

sm: Lessons from Maximus the Confessor», Theology Today 60 (2003),


σσ. 200-214.
212 Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά τόν

ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή» στο Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός


προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ’, εκδ. Πουρ-
ναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 120.
63

Έχοντας επομένως ο άνθρωπος εμπειρία των θείων ενερ-


γειών, προσπαθεί να προσδώσει στον Θεό όλα εκείνα τα θετικά
ονόματα τα οποία περιγράφουν τη θεία φύση. Έτσι για τον αν-
θρωπο ο Θεός είναι αγαθός, σοφός, φιλεύσπλαχνος καθώς και
άλλα πολλά θετικά ονόματα, τα οποία πηγάζουν ακριβώς από
αυτή την εκδήλωση του Θεού στον κόσμο, μέσω των ενεργειών
Του.
Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει σε αυτό το σημείο πως, «Ἡγεί-
σθω δέ ὁ Θεός τῶν νοουμένων τε καί λεγομένων, ὁ μόνος νοῦς
τῶν νοούντων καί νοουμένων καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγο-
μένων καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων καί πᾶσι πάντα καί ὤν
καί γινόμενος δι’ αὐτά τά ὄντα καί τά γινόμενα»213. Με άλλα
λόγια, στο σημείο αυτό ο ιερός Μάξιμος ουσιαστικά διαπιστώ-
νει πως όλα αυτά τα θετικά ονόματα του Θεού αναφέρονται
για να περιγράψουν τη σχέση αυτή του Θεού με τον κόσμο.
Ενώ όμως αυτά τα θετικά ονόματα αφορούν την εξωτρια-
δική κίνηση του Θεού, με άλλα λόγια την εκδήλωση των ενερ-
γειών στο πλαίσιο της θείας Οικονομίας, ο άνθρωπος είναι σε
θέση να περιγράψει214 και τον τρόπο υπάρξεως των τριών Προ-
σώπων μεταξύ τους.
Αυτό συμβαίνει επειδή η ίδια η Αγία Γραφή επιτρέπει
στον άνθρωπο να προβεί σε αυτή την ενέργεια, από τη στιγμή
που αναφέρεται αφενός στον Θεό ως τριάδα Προσώπων215 αλ-

213 Μυσταγ. σσ. 146, 26-148, 3. Για την ερμηνεία αυτού του
χωρίου βλ. περισσότερα: Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁ-
γίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 261-266.
214 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 23, PG 91,

1288B: «Ἐκ τῶν κατά τήν οὐσίαν, τουτέστι ἐκ τῆς οὐσίας αὐτῆς, ὁ Θεός
οὐδέποτέ τι ὑπάρχων γινώσκεται. Ἀμήχανος γάρ καί παντελῶς ἄβα-
τος πάσῃ τῇ κτίσει, ὁρατῇ τε καί ἀοράτῳ κατά το ἴσον, ἡ περί τοῦ τί
καθέστηκεν ἔννοια, ἀλλ’ ἐκ τῶν περί τήν οὐσίαν μόνον ὅτι ἔστι, καί
ταῦτα καλῶς τε καί εὐσεβῶς θεωρουμένων, τοῖς ὁρῶσιν ὁ Θεός ἑαυτόν
ὑπενδίδωσι». Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν
Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος 38, 7, PG 36, 317BC.
215 Μτθ. 28, 19: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βα-

πτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος».
64

λά και αφετέρου στα υποστατικά ιδιώματα του καθενός από τα


τρία Πρόσωπα216.
Όμως κανένα από αυτά τα θετικά ονόματα που χρησιμο-
ποιεί ο ανθρωπος για να εκφράσει το «τι είναι ο Θεός», δεν
είναι σε θέση να περιγράψει την ουσία του Θεού217 επειδή πολύ
απλά ο Θεός διαφέρει ριζικά από την κτιστή πραγματικότητα
ως προς την ουσία Του. Είναι χαρακτηριστικό τα όσα γράφει
στη «Μυσταγωγία» του ο ιερός πατήρ: «κατ’ οὐδένα τρόπον οὐ-
δαμῶς οὔτε ὤν οὔτε γινόμενος τῶν ἅ τι τῶν ὄντων ἐστί καί γινο-
μένων, οἷα μηδενί τό παράπαν τῶν ὄντων φυσικῶς συντασσόμε-
νος καί διά τοῦτο τό μή εἶναι μᾶλλον διά τό ὑπερεῖναι ὡς οἰκει-
ότερον ἐπ’ αὐτοῦ λεγόμενον προσιέμενος»218.
Όπως επισημαίνει σε άλλη συνάφεια ο ιερός συγγραφέ-
ας, η περιγραφή αυτή για τον Θεό γίνεται μονάχα εν μέρει από
τον άνθρωπο219. Ασφαλώς, όταν από το ίδιο χωρίο πληροφορού-
μαστε πως ο άνθρωπος μπορεί να μιλήσει και πει για τον Θεό
«καί τό τι μή εἶναι», τότε υπό την έννοια αυτή ο άνθρωπος μπο-
ρεί να μιλήσει και αποφατικά για τον Θεό, εκφράζοντας αυτή
την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο Θεός διαφέρει οντολογικά
από την κτίση.

216 Ιω. 15, 26: «ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν
παρά τοῦ πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ παρά τοῦ πατρός ἐκπο-
ρεύεται».
217 Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά

τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή» στο Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογι-
κός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ’, σ. 122.
218 Μυσταγ. σ. 148, 3-7.

219 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 23, PG 91,

1288B: «Πάντα δέ τά περί τήν οὐ τό τί ἐστιν, ἀλλά τί οὐκ ἔστιν ὑ-


ποδηλοῖ, οἷον τό ἀγέννητον, τό ἄναρχον, τό ἄπειρον, τό ἀσώματον, καί
ὅσα τοιαῦτα περί τήν οὐσίαν εἰσί, καί τό τι μή εἶναι, οὐχ ὅτι δέ τό τί
εἶναι αὐτήν παριστῶσιν, ἀλλά καί οἱ τῆς προνοίας καί τῆς κρίσεως
λόγοι, καθ’ οὕς τό πᾶν σοφῶς διεξάγεται, μεθ’ ὧν καί ἐναρμόνιος τῆς
φύσεως θεωρία περί Θεοῦ εἶναι λέγεται, τόν δημιουργόν ἑαυτῆς ὅτι
ἔστι μόνον ἀναλόγως δεικνύουσα».
65

Πράγματι ο ίδιος ο ιερός πατήρ, ακολουθώντας στο ση-


μείο αυτό τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη220, αναφέρει πως «τό
μή εἶναι μᾶλλον, διά τό ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ’ αὐτοῦ λε-
γόμενον προσιέμενος»221, ώστε να ενισχύσει περισσότερο αυτή
τη θέση. Με άλλα λόγια αυτό που ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογη-
τής επισημαίνει είναι ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα
δεν είναι σε θέση να εκφράσει τη θεία ουσία, από τη στιγμή
που διαφέρει οντολογικά από το Δημιουργό Του222.
Η όποια προσπάθεια επομένως από την πλευρά του αν-
θρώπου να μιλήσει για την ουσία του Θεού είναι αδύνατη, κα-
θώς, σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, η ουσία αλλά
και ο τρόπος ύπαρξης των τριών θείων Προσώπων παραμένουν
για τον άνθρωπο άγνωστα και ακατάληπτα223 και μόνο «διά
τῶν ὀνομάτων τε καί ῥημάτων ἑρμηνεία διαλαμβάνει πως τῇ ση-
μασίᾳ τό ὑποκείμενον»224.
Ως εκ τούτου, από τη στιγμή που η ουσία και ο τρόπος ύ-
παρξης των τριών θείων Προσώπων είναι ακατάληπτα και ά-
γνωστα, τότε, όπως τονίζει και ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης,
ο Θεός δεν είναι τίποτα από όλα όσα εμείς, ως κτιστά όντα, α-
ποδίδουμε στον Θεό με σκοπό να μιλήσουμε για Αυτόν225.

220 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας 2, 3,


PG 3, 140D-141A.
221 Μυσταγ. σ. 148, 6-7.

222 Βλ. Torstein Theodor Tollefsen, The Christocentric Cosmology of

St. Maximus the Confessor, σ. 165.


223 Μυσταγ. σ. 148, 19-21. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 23,

PG 91, 1288B. Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869A.


Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός Β’ 19, PG 36, 52B. Γρηγορίου Νύσ-
σης, Πρός Εὐνόμιον 1, PG 45, 384D. Του ιδίου, Πρός Εὐνόμιον 12, PG 45,
1108D.
224 Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον 3, PG 45, 601B.

225 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί μυστικῆς Θεολογίας 5, PG 3,

1045D-1048A: «Αὖθις δέ ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστι, οὔτε


νοῦς˙ οὔτε φαντασίαν, ἤ δόξαν, ἤ λόγον, ἤ νόησιν ἔχει˙ οὐδέ λόγος ἐ-
στίν, οὔτε νόησις˙ ούδέ λέγεται οὔτε νοεῖται˙ οὔτε ἀριθμός ἐστιν, οὔτε
τάξις, οὔτε μέγεθος, οὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης, οὔτε ἀνισότης, οὔτε
ὀμοιότης ἤ ἀνομοιότης˙ οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται, οὔτε ἡσυχίαν ἄγει,
66

Με άλλα λόγια, αυτό που εμφατικά τονίζεται στο παρα-


πάνω χωρίο είναι πως οποιαδήποτε έννοια και να προσδώσου-
με στον Θεό, στηρίζεται ουσιαστικά στην εμπειρία που έχουμε
από την εκδήλωση των θείων ενεργειών Του226.
Εδώ βρίσκουν και την ερμηνεία τους τα λόγια του αγίου
Μαξίμου, ο οποίος τονίζει ότι, «Δεῖ γάρ, εἴπερ ὡς ἀληθῶς τό
γνῶναι διαφοράν Θεοῦ καί κτισμάτων ἐστίν ἀναγκαῖον ἡμῖν, θέ-
σιν εἶναι τοῦ ὑπερόντος τήν τῶν ὄντων ἀφαίρεσιν καί τήν τῶν ὄν-
των θέσιν εἶναι τοῦ ὑπερόντος ἀφαίρεσιν»227.
Με άλλα λόγια, αν και αρχικά φαίνεται οξύμωρο, «πραγ-
ματική εἰκόνα γιά τό Θεό ἔχουμε, μόνο ὅταν ἀρνούμαστε νά ἀ-
ποδώσουμε σ’ αὐτόν ἰδιότητες τῶν κτιστῶν ὄντων, ἐνῶ ὅταν
τοῦ ἀποδίδουμε τέτοιες ἰδιότητες οὐσιαστικά τόν ἀρνούμαστε,
κατατάσσοντάς τον στήν τάξη τῶν κτισμάτων»228.
Για το λόγο αυτό ο άγιος Μάξιμος τονίζει ότι μπορεί ευσε-
βώς και οι δυο χαρακτηρισμοί να αποδίδονται στον Θεό, κυριο-
λεκτικά όμως ο Θεός είναι πέρα από οποιαδήποτε απόφαση ή
κατάφαση: «καί ἄμφω περί τόν αὐτόν εὐσεβῶς θεωρεῖσθαι τάς
προσηγορίας καί μηδεμίαν κυρίως δύνασθαι, τό εἶναί φημι καί μή
εἶναι»229.
Από τα παραπάνω εύκολα θα μπορούσε κανείς να υπο-
στηρίξει ότι καταφατική και αποφατική θεολογία, λειτουργούν
η μία αντίθετα από την άλλη. Ωστόσο, οπως εμφατικά τονίζει η

οὔτε ἔχει δύναμιν, οὔτε δύναμίς ἐστιν, οὔτε φῶς˙ οὔτε ζῇ, οὔτε ζωή ἐ-
στιν˙ οὐδέ οὐσία ἐστίν, οὔτε αἰών, οὔτε χρόνος˙ οὐδέ ἐπαφή ἐστιν αὐ-
τῆς νοητή˙ οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειάν ἐστιν˙ οὐδέ βασιλεία, οὔτε
σοφία˙ οὐδέ ἔν, οὐδέ ἐνότης, οὐδέ θεότης, ἤ ἀγαθότης, οὐδέ πνεῦμά ἐ-
στιν ὡς ἡμᾶς εἰδέναι˙ οὔτε υἱότης, οὔτε πατρότης οὐδέ ἄλλο τι τῶν ἡ-
μῖν ἤ ἄλλῳ τινί τῶν ὄντων συνεγνωσμένων». Βλ. Βασιλείου Μπετσά-
κου, Στάσις ἀεικίνητος, σσ. 89-90.
226 Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά

τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», σ. 125.


227 Μυσταγ. σ. 148, 7-10.

228 Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά τόν

ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», σσ. 125-126.


229 Μυσταγ. σ. 148, 10-12. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί μυ-

στικῆς Θεολογίας 5, PG 3, 1048AΒ.


67

πατερική θεολογία, οι δύο αυτές οδοί βρίσκονται σε αρμονία


μεταξύ τους, χωρίς η μία να εμποδίζει την άλλη, καθώς υπάρ-
χει ανάμεσά τους άρρηκτη ενότητα και λειτουργική συνύπαρ-
ξη230.
Πράγματι, μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής
θεολογίας υπάρχει οργανική σχέση, επειδή πολύ απλά άλλοτε
χρησιμοποιείται η μία για να τονίσει την πραγματικότητα αυ-
τής της εμπειρίας των κτιστών όντων και άλλοτε η άλλη για να
επισημάνει την υπερβατικότητα του Θεού και τη ριζική διαφο-
ροποίησή Του καθώς είναι ετερούσιος με αυτά231.

230 Βλ. ενδεικτικά: Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομά-


των, PG 3, 872A. Του ιδίου, Περί μυστικῆς Θεολογίας 1, 2, PG 3, 1000Β.
Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων 26,
PG 90, 340CD. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 23, PG 91, 1288C.
231 Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά

τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», σ. 131.


68

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

1) Eξεικονίσεις του ανθρώπου

α) Η Εκκλησία ως «εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου»

Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε πως ο άγιος Μά-


ξιμος παρουσιάζει και ερμηνεύει με ποιο τρόπο η Εκκλησία ε-
ναι εικόνα του Θεού αλλά και του κόσμου, ορατού και αόρατου.
Στη συνέχεια της μελέτης θα ασχοληθούμε και με άλλους συμ-
βολικούς εικονισμούς τους οποίους επισημαίνει ο ιερός συγγρα-
φέας και οι οποίοι αποτελούν μια ανθρωπολογική ερμηνεία της
Εκκλησίας232.
Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε με ποιο τρόπο η Εκκλη-
σία είναι «εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου», πως η Αγία Γραφή ονομάζε-
ται «ἄνθρωπος» αλλά και με ποιο τρόπο ο κόσμος ονομάζεται
«ἄνθρωπος» και ο άνθρωπος «κόσμος».
Όσον αφορά την πρώτη εξεικόνιση, ο άγιος Μάξιμος ο Ο-
μολογητής τονίζει στη «Μυσταγωγία» του ότι η Εκκλησία είναι
«εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου», όπως ακριβώς και ο άνθρωπος είναι
«εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας». Στο πρώτο κεφάλαιο ο άγιος Μάξιμος
έδειξε ότι η Εκκλησία είναι εικόνα του Θεού, και στο τέταρτο
κεφάλαιο με αναγωγικό τρόπο θα δείξει ότι η Εκκλησία είναι
και εικόνα του ανθρώπου233.

232 Βλ. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγ-


γισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ.
169.
233 Μυσταγ. σ. 162, 1-22.
69

Ειδικότερα επισημαίνει ότι, κατά τον τρόπο με τον οποίο η


Εκκλησία είναι εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος, σύμφωνα με
τη βιβλική διήγηση είναι «κατ’ εἰκόνα» και «ὁμοίωσιν» του Θε-
ού234, αναπόδραστα υπάρχει και σχέση μεταξύ της Εκκλησίας
και του ανθρώπου, έτσι ώστε και η Εκκλησία να είναι εικόνα
του ανθρώπου: «ὡς εἰκόνα καί ὁμοίωσιν ὑπάρχουσαν τοῦ κατ’ εἰ-
κόνα Θεοῦ καί ὁμοίωσιν γενομένου ἀνθρώπου»235.
Ο ιερός συγγραφέας αναφέρει ότι η Εκκλησία είναι σαν έ-
νας άνθρωπος που ως ψυχή έχει το ιερό βήμα, ως νου το θείο
θυσιαστήριο και ως σώμα το ναό: «Καί πάλιν κατ’ ἄλλον τρόπον
θεωρίας ἄνθρωπον εἶναι τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν ἔλεγε,
ψυχήν μέν ἔχουσαν τό ἱερατεῖον καί νοῦν τό θεῖον θυσιαστήριον
καί σῶμα τόν ναόν»236.
Χαρακτηριστικό είναι σε αυτό το σημείο η τριμερής διά-
κριση του ανθρώπου, η οποία αν και έχει τη βάση της σε βιβλι-
κές μαρτυρίες237, εν τούτοις, αν δεν τεθούν οι σωστές προϋποθέ-
σεις, πραγματικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρήσουμε τον άν-
θρωπο αποτελούμενο από τρία συστατικά, δηλαδή σώμα, ψυχή
και πνεύμα ή νου, γεγονός το οποίο αναπτύσσει ως γνωστό η
αρχαία ελληνική φιλοσοφία238. Όμως η ίδια η Αγία Γραφή239 αλ-
λά και οι πατέρες240 μας πληροφορούν για τη δημιουργία του
ανθρώπου, αποτελούμενου από σώμα και ψυχή.

234 Γεν. 1, 26. Επ’ αυτού βλ. σχετικά: Νίκου Α. Ματσούκα, Δογ-
ματική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, σσ. 192-199.
235 Μυσταγ. σ. 162, 6-8.

236 Μυσταγ. σ. 162, 4-6.

237 Βλ. ενδεικτικά: Μτθ. 22, 37˙ Λκ. 10, 27˙ Α’ Θεσ. 5, 23˙ Εβρ. 4,

12.
238 Πρόκειται για την τριμερή διάκριση του ανθρώπου, αποτε-

λούμενου από το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό.


239 Βλ. ενδεικτικά: Γεν. 1, 26-30˙ 2, 7-8˙ 21-23. Σοφ. Σολ. 2, 23˙

Σοφ. Σειρ. 17, 1˙ Ιωβ. 10, 9˙ Μτθ. 16, 26˙ 19, 4-5˙ Α’ Κορ. 11, 9 και 15, 45-
17˙ Κολ. 3, 10˙ Α’ Τιμ. 2, 13.
240 Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων

ἀπόρων 1, PG 90, 244. Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τούς Ψαλμούς 32, 6, PG


29, 337D. Του ιδίου, Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν 1, 13, PG 30,
140A. Του ιδίου, Ἀσκητικαί διατάξεις 2, 3, PG 31, 1352ΑΒ. Γρηγορίου
70

Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει η τριμερής αυτή


διάκριση του ανθρώπου να ενταχθεί στο σωστό πλαίσιο και να
τονιστεί, όπως σχολιάζει και ο καθηγητής Νικόλαος Ξεξάκης,
ότι «Μερικές φορές οἱ πατέρες δέχονται ὄχι ἕνα τριμερές, ἀλλά
ἕνα διμερές σχῆμα, περιγράφοντας τόν ἄνθρωπον ἀπλῶς σάν
μιά ἐνότητα σώματος καί ψυχῆς˙ σ’ αὐτή τήν περίπτωση θεω-
ροῦν τό πνεῦμα ἤ τό νοῦ ὡς τήν ὑψηλότερη ὄψη τῆς ψυχής»241, ή
όπως διευκρινίζει και ο Μέγας Βασίλειος: «φυσική τις καί οὐκ
ἐπείσακτος τοῦ λογιστικοῦ τῆς ψυχῆς»242. Λαμβάνοντας επομέ-
νως υπόψη την παραπάνω επισήμανση, καταλήγουμε στο σχή-
μα ψυχή, νους και σώμα όσον αφορά τον άνθρωπο και ιερό βή-
μα, θείο θυσιαστήριο και ναό αναφορικά με την Εκκλησία243.

Θεολόγου, Εἰς τό ἅγιον Πάσχα 65, 7, PG 36, 632Α. Γρηγορίου Νύσσης,


Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς 4, PG 44, 136B. Tου ιδίου, Εἰς τά
τῆς Γραφῆς ρήματα ‘‘Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέ-
ραν καί ὁμοίωσιν’’, PG 44, 268D. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς
τήν Γένεσιν 14, 5, PG 53, 117. Tου ιδίου, Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματ-
θαῖον τόν εὐαγγελιστήν 15, 1, PG 57, 223.
241 Νικολάου Γ. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική. Ἡ περί δημιουρ-

γίας διδασκαλία, τ. Γ’, σ. 143, υποσ. 91. Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκη-
τικαί διατάξεις 19, PG 31, 1389A. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τοῦ ἀν-
θρώπου κατασκευῆς 12, PG 44, 156D. Του ιδίου, Εἰς τούς Μακαρι-
σμούς 3, PG 44, 1228Β. Vladimir Lossky, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Άνα-
τολικῆς Ἐκκλησίας, (μετάφρ. Στ. Κ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 51991,
σ. 238. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, εκδ. Πα-
τριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 15.
242 Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις 2, 1, PG 31, 1340A.

243 Μυσταγ. σ. 162, 4-6. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 126-127, υποσ. 21. Νίκου Α.
Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογη-
τή, σσ. 225-226. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystago-
gy», σ. 395. Lars Thunberg, Man and the Cosmos. The vision of St. Maxi-
mus the Confessor, σ. 122. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευ-
τική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολο-
γητοῦ», σ. 169. Χρίστου Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησίας κατά
τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητήν», σ. 139.
71

Οι τριάδες αυτές αποτελούν στη συνέχεια αντικείμενο με-


λέτης για τον ιερό πατέρα, καθώς πρόκειται για αναβαθμούς,
με άλλα λόγια στάδια πνευματικής τελειώσεως του ανθρώπου.
Με βάση την τριμερή διάκριση της Εκκλησίας, η σκέψη του αγί-
ου εμφανίζεται να κινείται σε δύο επίπεδα, από το γενικό στο
ειδικό.
Ξεκινώντας από το γενικό επίπεδο, αναφέρει πως ο άν-
θρωπος έχοντας το ναό ως σώμα προβάλλει την «ἠθική φιλοσο-
φία», δηλαδή την «πρακτική φιλοσοφία». Στη συνέχεια θεωρών-
τας το ιερό βήμα ως ψυχή αναπτύσσει τη «φυσική θεωρία», για
να καταλήξει πως με το ιερό θυσιαστήριο ως νου ο άνθρωπος
φανερώνει τη «μυστική θεολογία»: «καί διά μέν τοῦ ναοῦ ὡς διά
σώματος τήν ἠθικήν φιλοσοφίαν προβαλλομένην, διά δέ τοῦ ἱερα-
τείου ὡς διά ψυχῆς τήν φυσικήν θεωρίαν πνευματικῶς ἐξηγουμέ-
νην καί ὡς διά νοός τοῦ θείου θυσιαστηρίου τήν μυστικήν θεολο-
γίαν ἐμφαίνουσαν»244.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι για να μπορέσει ο άν-
θρωπος να φτάσει στον τελευταίο αναβαθμό, θα πρέπει να δι-
έλθει από τους δύο προηγούμενους, καθώς αυτοί συμπλέκον-
ται μεταξύ τους σε μία ενιαία πορεία, με τελικό προορισμό την
ένωση με τον Θεό. Ο ιερός Μάξιμος σε αυτό το σημείο φαίνεται
να εξαρτάται από τον Ευάγριο Ποντικό, ο οποίος μίλησε επίσης
για στάδια πνευματικής τελειώσεως245.

244 Μυσταγ. σ. 162, 8-11.


245 Εὐαγρίου Ποντικού, Λόγος περί Προσευχῆς 51, PG 79, 1177C:
«Τάς ἀρετάς μετερχόμεθα διά τούς λόγους τῶν γεγονότων, καί του-
τους διά τόν οὐσιώσαντα Κύριον, οὗτος δέ ἐν τῇ καταστάσει τῆς προ-
σευχῆς ἀναφαίνεσθαι εἴωθε». Του ιδίου, Λόγος περί Προσευχῆς 56, PG
79, 1177C-1180Α: «Οὐκ ἄν ὅτε μή ἐγχρονίζῃ ὁ νοῦς ἐν τοῖς ψιλοῖς νοή-
μασι τῶν πραγμάτων, ἤδη καί προσευχῆς κατείληφε τόπον˙ δύναται
γάρ ἐν τῇ θεωρίᾳ εἶναι τῶν πραγμάτων, καί ἐν τοῖς λόγοις αὐτῶν ἀδο-
λεσχεῖν, ἅπερ, καί εἰ ψιλά ῥήματά εἰσιν, ἀλλ’ ὡς πραγμάτων ὄντα θε-
ωρήματα, τυποῦσι τόν νοῦν, καί μακράν ἀπάγουσιν ἀπό Θεοῦ». Του
ιδίου, Λόγος περί Προσευχῆς 57, PG 79, 1180Α: «Κᾶν ὑπέρ τήν θεωρίαν
τῆς σωματικῆς φύσεως ὁ νοῦς γένηται, οὔπω τέλεον τον τοῦ Θεοῦ
τόπον ἐθεάσατο˙ δύναται γάρ ἐν τῇ τῶν νοητῶν εἶναι γνώσει, καί ποι-
κίλλεσθαι πρός αὐτήν».
72

Στη συνέχεια της «Μυσταγωγίας» η σκέψη του αγίου κι-


νείται σε ένα πιο ειδικό επίπεδο, στο οποίο, εξηγεί πιο αναλυ-
τικά το ρόλο καθενός από τους τρεις αναβαθμούς που ανέφερε
προηγουμένως. Αυτό του επιτρέπει να χαρακτηρίσει τον αν-
θρωπο ως «μυστική ἐκκλησία»246, αρχίζοντας την ανάλυση από
τον κατώτερο αναβαθμό προς τον ανώτερο.
Ξεκινώντας από τον πρώτο αναβαθμό, ο ιερός πατήρ επι-
σημαίνει πως ο άνθρωπος έχοντας ως ναό το σώμα, αρχίζει την
πνευματική του τελείωση με την καλλιέργεια και τήρηση των
θείων εντολών, ώστε να είναι σύμφωνος προς την «ἠθική» ή με
άλλα λόγια «πρακτική φιλοσοφία»: «ὡς διά ναοῦ μέν τοῦ σώμα-
τος τό πρακτικόν τῆς ψυχῆς ταῖς τῶν ἐντολῶν ἐνεργείαις κατά
τήν ἠθικήν φιλοσοφίας ἐναρέτως φαιδρύνοντα»247.
Κατόπιν, έχοντας την ψυχή ως ιερό βήμα, ο άνθρωπος
φτάνει στο επίπεδο του δεύτερου αναβαθμού, ο οποίος είναι
αυτός της «φυσικής θεωρίας». Μέσω αυτής, και ενώ προηγουμέ-
νως έχει εξαγνιστεί το σώμα, ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει
στον Θεό τους καρπούς των κόπων του: «ὡς δι’ ἱερατείου δέ τῆς
ψυχῆς τούς κατ’ αἴσθησιν λόγους καθαρῶς ἐν πνεύματι τῆς ὕλης
περιτμηθέντας κατά τήν φυσικήν θεωρίαν διά λόγου τῷ Θεῷ
προσκομίζοντα»248.
Τέλικά, ο άνθρωπος φτάνει στον τρίτο αναβαθμό, της
«μυστικής θεολογίας», έχοντας το νου ως θυσιαστήριο, επιτυγ-
χάνοντας την πολυπόθητη ένωση του με τον Θεό: «καί ὡς διά
θυσιαστηρίου τοῦ νοός τήν ἐν ἀδύτοις πολυύμνητον τῆς ἀφανοῦς
καί ἀγνώστου μεγαλοφωνίας σιγήν τῆς θεότητος δι’ ἄλλης λά-

246 Μυσταγ. σ. 162, 11-12.


247 Μυσταγ. σ. 162, 12-14. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 128, υποσ. 23. Νίκου Α.
Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογη΄-
τή, σ. 226. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ.
395. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς
Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 170. Χρίστου
Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμο-
λογητήν», σ. 138. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σσ. 173-
174.
248 Μυσταγ. σ. 162, 14-16.
73

λου τε καί πολυφθόγγου σιγῆς προσκαλούμενον καί, ὡς ἐφικτόν


ἀνθρώπῳ. Κατά μυστικήν θεολογίαν αὐτῇ συγγινόμενον καί τοι-
οῦτον γινόμενον, οἷον εἰκός εἶναι δεῖ τόν ἐπιδημίας ἀξιωθέντα
Θεοῦ καί ταῖς αὐτοῦ παμφαέσιν αἴγλαις ἐνσημανθέντα»249.
Όμως ο άγιος Μάξιμος μιλώντας για αυτόν τον αναβαθ-
μό δεν αναφέρεται τόσο συγκεκριμένα όσο με τους προηγούμε-
νους δύο. Η περιγραφή την οποία κάνει είναι πιο γενική, καθώς
το μόνο που τονίζει είναι πως πρόκειται για μια «ἀφανοῦς καί
ἀγνώστου μεγαλοφωνίας σιγήν τῆς θεότητος»250, όταν την ίδια
στιγμή η ανθρώπινη σιγή χαρακτηρίζεται ως «λάλου τε καί πο-
λύφθόγγου σιγῆς»251 και η οποία προσκαλείται από τον Θεό για
να ενωθεί μαζί Του.

β) Η Αγία Γραφή ως εικόνα του ανθρώπου

Μία άλλη εξεικόνιση σύμφωνα με τον ιερό πατέρα, είναι


ο τρόπος με τον οποίο η Αγία Γραφή λέγεται ότι είναι και άν-
θρωπος252. Όπως στον προηγούμενο εικονικό συμβολισμό με
αναγωγικό τρόπο η Εκκλησία είναι άνθρωπος και ο άνθρωπος
μυστική Εκκλησία253, κατά ανάλογο τρόπο και στην παρούσα
αναφορά του η Αγία Γραφή είναι άνθρωπος.
Σύμφωνα με αυτήν την παρομοίωση η Αγία Γραφή είναι
άνθρωπος καθώς έχει ως σώμα την Παλαιά Διαθήκη και ως

249 Μυσταγ. σ. 162, 17-22. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-


γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 128, υποσ. 23. Νίκου Α.
Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογη-
τή, σ. 226. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ.
395. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς
Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 170. Χρίστου
Κρικώνη, «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμο-
λογητήν», σ. 138. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 174.
Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σσ. 148-149.
250 Μυσταγ. σ. 162, 18.

251 Μυσταγ. σ. 162, 19.

252 Μυσταγ. σσ. 182, 1-184, 6.

253 Μυσταγ. σ. 162, 11-12.


74

ψυχή, πνεύμα και νου την Καινή Διαθήκη254. Έχοντας ως ση-


μείο αναφοράς την Παλαιά Διαθήκη, μπορεί ο πιστός να προ-
χωρήσει και να διαφωτίσει τη ζωή του με την Καινή Διαθήκη.
Όπως τονίζει και ο ίδιος ο ιερός πατήρ, τα γεγονότα της Παλαι-
άς Διαθήκης είναι σκιά, αυτά της Καινής Διαθήκης είναι εικό-
να, η δε αλήθεια η μελλοντική κατάσταση255.
Επιπρόσθετα, ο ιερός συγγραφέας αναφέρει και μια ακό-
μη παρομοίωση για την Αγία Γραφή, εκτός της παρομοίωσης
της με τον άνθρωπο. Ολόκληρη η Αγία Γραφή, δηλαδή η Πα-
λαιά και η Καινή Διαθήκη, έχει ως σώμα το γράμμα της Γραφής
και ως ψυχή το πνεύμα και το σκοπό του γράμματος: «καί πά-
λιν, ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς τέ φημι καί Νέας, τό καθ’
ἱστορίαν γράμμα σῶμα, τόν δέ νοῦν τῶν γεγραμμένων καί τόν
σκοπόν, πρός ὅν ὁ νοῦς ἀποτέτακται, ψυχήν»256.

254 Μυσταγ. σ. 182, 2-6. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί διαφό-
ρων ἀπόρων 63, PG 90, 681ΑΒ: «ἵνα γνῶμεν ὅτι συμφωνοῦσιν ἀλλήλαις
διά πάντων αἱ δύο Διαθῆκαι, κατά τήν χάριν πλέον εἰς ἑνός μυστηρίου
συμπλήρωσιν, ἤ ὅσον ψυχή καί σῶμα εἰς ἑνός ἀνθρώπου γένεσιν, κατά
τήν σύνθεσιν ἀλλήλοις συμβαίνουσιν». Δημητρίου Στανιλοάε, Μυστα-
γωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 160-161, υποσ. 40.
George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 402.
255 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τό Περί ἐκκλησιαστικῆς

ἱεραρχίας τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου 3, 3, 2, PG 4, 137D: «Σκιά


γάρ τά τῆς Παλαιᾶς˙ εἰκών δέ τά τῆς Νέας Διαθήκης˙ ἀλήθεια δέ ἡ
τῶν μελλόντων κατάστασις». Του ιδίου, Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας
καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ 1, 90, PG 90, 1120C: «Ὁ μέν
νόμος, σκιάν ἔχει τοῦ Εὐαγγελίου˙ τό δέ Εὐαγγέλιον, εἰκών ἐστι τῶν
μελλόντων ἀγαθῶν. Ὁ μέν γάρ κωλύει τάς τῶν κακῶν ἐνεργείας˙ τό
δέ, τάς πράξεις τῶν ἀγαθῶν παρατίθεται». Επ’ αυτού βλ. περισσότε-
ρα: John D. Zizioulas, (Μητροπ. Περγάμου), Being as Communion. Stu-
dies in Personhood and the Church, εκδ. St. Vladimir’s Seminary Press,
New York 32000, σσ. 99-101.
256 Μυσταγ. σ. 182, 6-9. Του ιδίου, Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας

καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ 1, 91, PG 90, 1120D-1121A:
«Τήν ἁγίαν ὅλην Γραφήν, σαρκί διαιρεῖσθαι λέγομεν καί πνεύματι˙ κα-
θάπερ τινά πνευματικόν ἄνθρωπον οὖσαν. Ὁ γάρ τό ῥητόν τῆς Γραφῆς
εἰπών εἶναι σάρκα˙ τόν δέ ταύτης νοῦν, πνεῦμα, ἤγουν ψυχήν, τῆς ἀλη-
75

Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε επίσης και την


άποψη ορισμένων μελετητών του αγίου Μαξίμου σχετικά με το
παραπάνω χωρίο257 και την ανάλυση την οποία δίνουν. Ειδικό-
τερα, το χωρίο αυτό εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο που ο ί-
διος ο ιερός Μάξιμος αναφέρεται, για την τριπλή σάρκωση του
Λόγου, δηλαδή της κτίσης, της Αγίας Γραφής και της ανθρώπι-
νης ύπαρξης258, συνδέοντάς την με τους τρεις νόμους που διέ-
πουν τον κόσμο, «τόν φυσικόν καί τόν γραπτόν, καί τόν τῆς χάρι-
τος»259. Μάλιστα ο ίδιος ο ιερός πατήρ τονίζει ότι ο νους του αν-
θρώπου ερευνώντας την κτίση, την Αγία Γραφή και την ίδια
την ύπαρξη του ανθρώπου, καταφέρνει να προσεγγίσει τον
Θεό260.
Η προαναφερθείσα παρομοίωση μεταξύ της Αγίας Γρα-
φής και του ανθρώπου, τον οδηγεί να επισημάνει το γεγονός
ότι ο άνθρωπος αποτελείται από δύο μέρη, το σώμα και την
ψυχή, όπου το σώμα είναι θνητό ενώ η ψυχή είναι αθάνατη.

θείας οὖν ἁμαρτήσεται. Σοφός δέ προδήλως, ὁ τό μέν φθειρόμενον ἀ-


φείς˙ ὅλος δέ τοῦ ἀφθάρτου γενόμενος». Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε,
Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 162, υποσ. 41.
George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 402. Χα-
ράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυ-
σταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 177.
257 Μυσταγ. σ. 182, 2-9.

258 Μυσταγ. σ. 188, 10-12: «Εἴ τις οὖν βούλεται καί βίον καί λόγον

θεοφιλῆ καί θεάρεστον ἔχειν, τῶν τριῶν τοῦτων ἀνθρώπων, τοῦ κό-
σμου τέ φημι καί τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ καθ’ ἡμᾶς». Βλ. σχετικά:
Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σσ. 159-160. Dragos Bahrim, «The
Anthropic Cosmology of St Maximus the Confessor», Journal for Interdi-
sciplinary Research on Religion and Science 3 (2008), σ. 24.
259 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 64, PG 90, 724C. Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ. 160.
Dragos Bahrim, «The Anthropic Cosmology of St Maximus the Confes-
sor», σ. 24. Πληρέστερη ανάπτυξη του παραπάνω χωρίου βλ. σχετι-
κά: Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σσ. 285-312.
260 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 32, PG 90, 372C.


76

Κατά ανάλογο τρόπο και η Αγία Γραφή μπορεί να είναι


παροδική όσον αφορά τα γραπτά της κείμενα, το πνεύμα όμως
των κειμένων της δε σταματά να υπάρχει ποτέ: «Ὡς γάρ θνητός
ὁ καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος κατά τό φαινόμενον, κατά δέ τό μή φαινό-
μενον ἀθάνατος, οὕτω καί ἡ ἁγία Γραφή, τό μέν φαινόμενον
γράμμα παρερχόμενον ἔχουσα, τό δέ κρυπτόμενον τῷ γράμματι
πνεῦμα μηδέποτε τοῦ εἶναι παυόμενον, ἀληθῆ τόν λόγον τῆς θεω-
ρίας συνίστησι»261.
Αυτό σημαίνει ότι το πνεύμα του γράμματος υπερτερεί
του γράμματος, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την πιο εύ-
κολη σύλληψη των υψηλών νοημάτων. Ο ιερός συγγραφέας εί-
ναι σαφής στο σημείο αυτό, καθώς στηριζόμενος στα λεγόμενα
του Απόστόλου Παύλου262, τονίζει ότι, όπως ο άνθρωπος με τη
φιλοσοφία συγκρατεί την καθαρότητα του σώματός του απο-
φεύγοντας τα πάθη και τις επιθυμίες που αυτό προκαλεί, με
τον ίδιο τρόπο και η Αγία Γραφή όταν υπερτερεί το πνευματικό
της μέρος, η φανέρωση και κατανόηση των υψηλών νοημάτων
καθίσταται ευκολότερη: «Καί ὥσπερ οὗτος ὁ καθ’ ἡμᾶς ἄνθρω-
πος φιλοσοφίᾳ κρατῶν τῆς ἐμπαθοῦς ὀρέξεώς τε καί ὁρμῆς μα-
ραίνει τήν σάρκα, οὕτω καί ἡ ἁγία Γραφή νοουμένη πνευματικῶς
τό γράμμα ἑαυτῆς περιτέμνει»263.
Αυτό που ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» θέλει να ε-
πισημάνει, ολοκληρώνοντας σε αυτό το σημείο τη σκέψη του,
είναι η αξία της πνευματικής πλευράς της Αγίας Γραφής απέ-
ναντι στο φθαρτό γράμμα της. Όπως ακριβώς ο άνθρωπος εί-
ναι και ονομάζεται άνθρωπος, καθώς είναι εικόνα και καθ’ ο-
μοίωση του Θεού όταν χρησιμοποιεί τη λογική και νοερά ψυχή
του, κατά ανάλογο τρόπο και το γράμμα της Αγίας Γραφής υ-

261 Μυσταγ. σ. 182, 11-15.


262 Β’ Κορ. 4, 16-17.
263 Μυσταγ. σ. 182, 15-18. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 162-163, υποσ. 41. George
Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 402. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγί-
ας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 177.
77

ποχωρεί μπροστά στο πνεύμα της, αποκαλύπτοντας τις θείες


αλήθειες264.

γ) Η εικόνα του κόσμου ως ανθρώπου και του ανθρώπου


ως κόσμου

Μία ακόμα εξεικόνιση του ανθρώπου είναι, σύμφωνα με


τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο τρόπος με τον οποίο ο κό-
σμος είναι εικόνα του ανθρώπου και ο άνθρωπος εικόνα του
κόσμου265. Ήδη από το δεύτερο κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας», ο
ιερός πατήρ έδειξε ότι η Εκκλησία είναι εικόνα του κόσμου, ενώ
στο τέταρτο κεφάλαιο έδειξε με ποιο τρόπο η Εκκλησία είναι ει-
κόνα του ανθρώπου.
Στη συνέχεια του κειμένου παρουσιάζει την ομοιότητα
του κόσμου και του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, ο ιερός συγ-
γραφέας αναφέρει συνοπτικά ότι, όπως ο κόσμος αποτελείται
από δύο μέρη, τα ορατά και τα νοητά όντα, κατά αντίστοιχο
τρόπο και ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή: «Κατά
ταύτην δε πάλιν εὐμιμήτως τήν εἰκόνα καί τόν κόσμον ὅλον τόν
ἐξ ὁρατῶν καί ἀοράτων συνιστάμενον ἄνθρωπον ὑπέβαλλεν εἶναι
καί κόσμον αὖθις τόν ἐκ ψυχῆς καί σώματος ἄνθρωπον»266.
Στο σημείο αυτό ο ιερός Μάξιμος προβαίνει και στην αντι-
στοιχία μεταξύ του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς ο κόσμος,
ο οποίος αποτελείται από τα αισθητά όντα είναι το σώμα και
τα νοητά όντα είναι η ψυχή όπως ακριβώς και το σώμα είναι ο
αισθητός κόσμος και η ψυχή ο νοητός κόσμος.
Οι δύο κόσμοι συνδέονται άρρηκτα, θα λέγαμε ότι άλλη-
λοπεριχωρούνται, και τούτο διότι ο νοητός κόσμος έχει ως σώ-

264 Μυσταγ. σσ. 182, 20-184, 6. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-


σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 163, υποσ. 41. Geor-
ge Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 402. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγί-
ας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 177.
265 Μυσταγ. σσ. 186, 1-190, 6.

266 Μυσταγ. σ. 186, 3-5.


78

μα τον αισθητό κόσμο και ο αισθητός κόσμος ως ψυχή τον νο-


ητό, με τον ίδιο τρόπο που και ο άνθρωπος έχει το σώμα και
μέσα του βρίσκεται η ψυχή: «ψυχῆς γάρ λόγον ἐπέχειν ἔλεγε τά
νοητά, ὥσπερ καί ἡ ψυχή τῶν νοητῶν˙ καί σώματος τόπον ἐπέ-
χειν τά αἰσθητά, ὥσπερ και τῶν αἰσθητῶν τό σῶμα. Καί ψυχήν
μέν εἶναι τῶν αἰσθητῶν τά νοητά, σῶμα δέ τῶν νοητῶν τά αἰσθη-
τά˙ καί ὡς ψυχήν ἐνοῦσαν σώματι τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ τόν νοητόν
εἶναι, τῷ δέ νοητῷ τόν αἰσθητόν ὡς σῶμα τῇ ψυχῇ συγκρατούμε-
νον»267.
Το παραπάνω χωρίο του ιερού συγγραφέα αποτελεί επί-
σης ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της θεολογίας του και α-
φορά τη θέση και τον ρόλο του ανθρώπου σε σχέση με την κτί-
ση και τον Θεό. Συγκεκριμένα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής,
εξαίρει τον άνθρωπο τονίζοντας το σπουδαίο ρόλο που αυτός
έχει ανάμεσα στον Θεό και την κτίση. Ο άνθρωπος χαρακτη-
ρίζεται ως μικρόκοσμος268 αλλά και ως μεσίτης269. Πρόκειται για
γνωστούς χαρακτηρισμούς τους οποίους προσέλαβε από προ-
γενέστερους πάτερες270 και έχει επισημάνει και ερμηνεύσει και
η σύγχρονη θεολογία271.

267 Μυσταγ. σ. 186, 5-11.


268 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐπιστολή 6, PG 91, 429D.

269 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 32, PG 91,

1305Α.
270 Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ

Σωτήρος 38, 9, PG 36, 324A: «οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ με-
γαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπό-
πτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς,
βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καί οὐράνιον, πρόσκαιρον καί ἀθάνα-
τον, ὁρατόν καί νοούμενον, μέσον μεγέθους καί ταπεινότητος τόν αὐ-
τόν, πνεῦμα καί σάρκα˙ πνεῦμα διά τήν χάριν, σάρκα διά τήν ἔπαρσιν˙
τό μέν, ἵνα μένῃ καί δοξάζῃ τόν εὐεργέτην˙ τό δέ, ἵνα πάσχῃ, καί πά-
σχων ὑπομιμνήσκηται καί παιδεύηται τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενος˙ ζῶ-
ον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ
μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον».
271 Βλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, σ.

14. Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σσ. 88-91. Δέσπως Αθ. Λιάλιου,
Ἐκκλησία - κόσμος - ἄνθρωπος, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000,
79

Φυσικά εκτός της παραπάνω θέσης του αγίου Μαξίμου


σχετικά με το ρόλο του ανθρώπου ως μεσίτη ανάμεσα στην κτί-
ση και τον Θεό, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός πως ο ιερός πα-
τήρ επισημαίνει και άλλα σημεία όπου υπάρχει διαίρεση και
στα οποία αναδεικνύεται ο ρόλος του ανθρώπου ως μεσίτη272.
Ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» συνεχίζοντας την α-
νάλυσή του αναδεικνύει ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο στη
σχέση αυτή του κόσμου και του ανθρώπου. Αν και ο κόσμος
αποτελείται από τον ορατό και τον αόρατο και ο άνθρωπος από
ψυχή και σώμα, εν τούτοις ένας είναι ο κόσμος όπως ακριβώς
ένας είναι και ο άνθρωπος273.
Η εξήγηση την οποία κάνει αμέσως παρακάτω ο ιερός
συγγραφέας για τη σχέση των μερών του κόσμου και του αν-
θρώπου ως ενιαίου συνόλου, πιθανόν να έχει τη βάση της στην
«κάθ’ ὑπόστασιν ἐπί τῇ ἑνώσει ταὐτότητα»274 του Χριστού275. Για

σσ. 133-155. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σσ. 173-177. Dra-
gos Bahrim «The Anthropic Cosmology of St Maximus the Confessor»,
σσ. 25-28.
272 Πρόκειται για τη διαίρεση ανάμεσα στον Θεό και την κτίση,

το νοητό και τον αισθητό κόσμο, τον ουρανό και γη, τον παράδεισο
και την οικουμένη και, τέλος ανάμεσα στα δύο φύλα, τον άνδρα και
τη γυναίκα. Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφό-
ρων ἀπόρων 48, PG 90. 436AB. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 32,
PG 91, 1305ΑΒ. Για το θέμα των διαιρέσεων βλ. σχετικά: Παναγιώτη
Κ. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, σσ. 47-48. Lars Thunberg,
Man and the Cosmos, σσ. 80-91. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρ-
μηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ», σ. 176, υποσ. 10. Dragos Bahrim «The Anthropic Co-
smology of St Maximus the Confessor», σσ. 27-28.
273 Μυσταγ. σ. 186, 11-12.

274 Μυσταγ. σ. 186, 15.

275 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 1, 1,

PG 3, 372B. Του ιδίου, Περί θείων ὀνομάτων 9, 5, PG 3, 912D-913A. Βλ.


Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμο-
λογητοῦ, σ. 166, υποσ. 42. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 70,
όπου ο συγγραφέας σχετίζει το χωρίο αυτό με τη χριστολογία της
Συνόδου της Χαλκηδόνας. Διαφορετική είναι η άποψη του Melchise-
80

το λόγο αυτό τονίζει ότι δεν υπάρχει σημείο σύγκρουσης των


μερών μεταξύ τους, καθώς ενώνονται με κοινό ενοποιητικό νό-
μο, με «φιλικήν συγγένειαν»276, που συγκρατεί και τον κόσμο
και τον άνθρωπο277.
Για το λόγο αυτό το ένα μέρος υπάρχει μέσα στο άλλο,
δηλώνοντας έτσι αυτό τον εσώτατο συνεκτικό δεσμό, ο οποίος
διακρατεί τα πάντα στην ύπαρξη και διατηρώντας τα ασύγχυ-
τα μεταξύ τους. Ακόμη περισσότερο το ένα μέρος το οποίο υ-
πάρχει μέσα στο άλλο, τονίζει ο ιερός πατήρ, ότι ανήκει περισ-
σότερο το ένα στο άλλο παρά στον εαυτό του278.
Όμως αυτός ο ενοποιητικός δεσμός, που δεν είναι άλλος
από τον ίδιο τον Θεό, όταν έρθει η συντέλεια του κόσμου, θα
αποσυνδέσει όλα αυτά τα στοιχεία με απώτερο σκοπό ένα δε-
σμό ακόμη μεγαλύτερο από τον προηγούμενο279.
Εξηγώντας αυτό το σημείο ακόμα περισσότερο αναφέρει
ότι στη συντέλεια του κόσμου, ο κόσμος των φαινομένων, όπως

dec Törönen, ο οποίος δεν αποδέχεται τη θέση ότι το σημείο αυτό του
κειμένου έχει οποιαδήποτε σχέση με το χριστολογικό Όρο της Συνό-
δου. Βλ. σχετικά: Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the
Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 3.
276 Μυσταγ. σ. 186, 18-19.

277 Μυσταγ. σ. 186, 12-19 και Μυσταγ. σ. 152, 3-4. Του ιδίου, Κε-

φάλαια Σ΄ περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ
1, 49, PG 90, 1101A. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 10, PG 91,
1148D. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 166, υποσ. 42. George Dragas, «The Church in St.
Maximus’ Mystagogy», σ. 402. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστιακή
ὀντολογία, σσ. 166-167. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτι-
κή προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογη-
τοῦ», σ. 178. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 128.
278 Βλ. Μυσταγ. σ. 186, 19-23. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυστα-

γωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 167, υποσ. 42. George
Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σσ. 402-403. Χαρά-
λαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυστα-
γωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 178.
279 Μυσταγ. σ. 186, 23-25.
81

ακριβώς και ο άνθρωπος, θα πεθάνει για να αναστηθεί πλέον


ως καινούργιος κόσμος280.
Ακολούθως θα αποβάλλει τη φθαρτότητα που περιβάλλει
το σώμα του και θα γίνει όμοιος με την ψυχή και τα αισθητά ό-
μοια με τα νοητά. Πρόκειται για την ομοιότητα η οποία εντοπί-
ζεται στην ωραιότητα και τη δόξα, ενώ μέσα σε όλα αυτά θα
εκδηλώνεται ακριβώς η ίδια θεϊκή δύναμη, ο ίδιος συνεκτικός
κρίκος που θα υπάρχει για πάντα281.
Ολοκληρώνοντας σε αυτό το σημείο του κειμένου ο ιερός
πατήρ την επιχειρηματολογία του αναφορικά με την ομοιότη-
τα του κόσμου με τον άνθρωπο αλλά και του ανθρώπου με τον
κόσμο, καταλήγει στο τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να εί-
ναι αρεστός στον Θεό.
Μέσα από το παράδειγμα των «τριών ἀνθρώπων»282, του
κόσμου, της Αγίας Γραφής και του ίδιου του εαυτού του, ο άν-
θρωπος καλείται να κρατήσει τα καλύτερα στοιχεία από αυ-
τούς τους «τρεῖς ἀνθρώπους», φροντίζοντας παράλληλα στη
διατήρηση της καθαρότητας της ψυχής283. Τελικός σκοπός της
ψυχής είναι να μπορέσει η ίδια να θεωθεί όσο και αν το σώμα
είναι εκείνο το οποίο υποκύπτει στα πάθη και τη φθορά, εμπο-
δίζοντας και σκοτίζοντας την κρίσης της 284.
Χαρακτηριστικά είναι εδώ τα λόγια του Αποστόλου Παύ-
λου, τα οποία χρησιμοποιεί και ο συγγραφέας της «Μυσταγωγί-

280 Βλ. Μυσταγ. σσ. 186, 25-188, 3. Βλ. Αποκ. 21, 5.


281 Μυσταγ. σ. 188, 3-9. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία
τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 169, υποσ. 42. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 403. Χαράλαμπου Γ.
Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 178. Βασιλείου Μπετσάκου,
Στάσις ἀεικίνητος, σ. 230.
282 Μυσταγ. σ. 188, 10-12: «Εἴ τις οὖν βούλεται καί βίον καί λόγον

θεοφιλῆ καί θεάρεστον ἔχειν, τῶν τριῶν τοῦτων ἀνθρώπων, τοῦ κό-
σμου τέ φημι καί τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ καθ’ ἡμᾶς».
283 Μυσταγ. σ. 188, 10-14.

284 Σοφ. Σολ. 9, 15.


82

ας» 285, για να δείξει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στο
σώμα και την ψυχή όσον αφορά την επιθυμία κάθε μέρους286,
καθώς επίσης και την προσήλωση μόνο στα επίγεια πράγματα
έναντι των πνευματικών287. Ακριβώς για αυτό το λόγο πρέπει
να υπάρχει μια ευγενής άμιλλα, όπου ο άνθρωπος να συναγω-
νίζεται τους αγγέλους προσδοκώντας τα αιώνια288, εκεί όπου
αναπαύεται ο ίδιος ο Θεός289.
Η αναζήτηση αυτή επομένως προς τα αιώνια γίνεται με
τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ώστε ο άνθρωπος με τη συνε-
χή μελέτη της Αγίας Γραφής αλλά και την υπέρβαση του γράμ-
ματός της290, να φτάσει εκεί όπου φανερώνονται οι κρυμμένοι
θησαυροί της γνώσης και της σοφίας291. Όποιος βρει τους κρυμ-
μένους αυτούς θησαυρούς, θα μπορέσει να βρει τον ίδιο τον
Θεό, ο οποίος είναι χαραγμένος στις πλάκες των καρδιών τους,
και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και με πρόσωπο ακά-
λυπτο θα καθρεφτίσει τη δόξα του Θεού292. Είναι όμως προφα-
νές να αφαιρεθεί το πέπλο του γράμματος που εμποδίζει την
εικόνα αυτή293.

2) Συμβολισμοί της θείας Λειτουργίας

Όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή η «Μυσταγωγία» από-


τελείται κυρίως από δύο μέρη. Το πρώτο, (κεφ. Α’-Ζ’), πραγμα-

285 Μυσταγ. σσ. 188, 16-190, 6. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-


σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 172-173, υποσ. 43.
Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυ-
σταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 179.
286 Βλ. Γαλ. 5, 17.

287 Βλ. Γαλ. 6, 8.

288 Βλ. Β’ Κορ. 4, 18.

289 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας 7, 4, PG 3,

212C.
290 Μυσταγ. σσ. 188, 24-190, 1.

291 Βλ. Κολ. 2, 3.

292 Βλ. Β’ Κορ. 3, 18.

293 Βλ. Β’ Κορ. 3, 16.


83

τεύονται το συμβολισμό του οικοδομήματος της Εκκλησίας, του


σύμπαντος κόσμου αλλά και της Αγίας Γραφής και το δεύτερο
μέρος, (κεφ. Η’-ΚΓ’), αναφέρονται στους συμβολισμούς294 που
υπάρχουν κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας295, μερικοί
από τους οποίους δεν ερμηνεύονται από τον άγιο Μάξιμο.
Στην ενότητα που ακολουθεί, θα προχωρήσουμε στην α-
νάλυση του δευτέρου μέρους της «Μυσταγωγίας», το οποίο και
αυτό με τη σειρά του χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο γίνεται
λόγος για τη λειτουργία των κατηχουμένων (κεφ. Η’-ΙΔ’) και
στο άλλο για τη λειτουργία των πιστών (κεφ. ΙΕ’-ΚΑ’)296. Eκτός
της διάκρισης αυτής, ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» εντάσ-
σει τα παραπάνω κεφάλαια και σε ένα δεύτερο πλαίσιο, όπου
ορισμένες αναφόρες της θείας Λειτουργίας αρχικά ανάγονται
στον πιστό (κεφ. ΙΓ’), έπειτα σε όλο τον κόσμο (κεφ. ΙΔ’-ΙΑ’) και
τέλος τις συσχετίζει με την ψυχή του ανθρώπου (κεφ. ΚΓ’)297.
Όσον αφορά τη λειτουργία των κατηχουμένων, ο ιερός
πατήρ εξηγεί στο όγδοο κεφάλαιο τι συμβολίζει η πρώτη είσο-
δος της αγίας σύναξης και όσα τελούνται σε αυτή298. Σύμφωνα
με τα όσα αναφέρει, όταν πραγματοποιείται η ιερά σύναξη, η
είσοδος του αρχιερέως συμβολίζει την ένσαρκη παρουσία του

294 Για τη θεολογική σημασία των συμβολισμών στη θεία Λει-


τουργία βλ. σχετικά: Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα (Μητροπ. Περγάμου),
«Συμβολισμός καί Ρεαλισμός στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία», Σύναξη 71
(1999), σσ. 6-21. Για τις διάφορες ερμηνείες των συμβολισμών στην
Εκκλησία ως τις μέρες μας βλ. σχετικά: Kevin B. Wigglesworth, «Sy-
mbolism in Orthodox Liturgy», The Canadian Journal of Orthodox Chri-
stianity 6, 2 (2011), σσ. 51-68.
295 Για την κοσμολογική διάσταση των επιμέρους αναφορών

της θείας Λειτουργίας βλ. σχετικά: Deacon Valentin Ioan Istrati, «The
Cosmological Dimension of the Divine Liturgy», Journal for Interdiscipli-
nary Research on Religion and Science 1 (2007), σσ. 35-53.
296 Μυσταγ. σσ. 59 και 89. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυστα-

γωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 76.


297 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 210-211, υποσ. 66.


298 Μυσταγ. σ. 192, 1-20.
84

Υιού και Λόγου του Θεού στον κόσμο299, ο οποίος ενανθρώπησε


για να μας καταστήσει θεούς κατά χάρη300. Πρόκειται για επα-
νάληψη της κλασικής θέσης του αγίου Αθανασίου ότι ο Θεός
«ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»301.
Αναμφίβολα ο παραπάνω συμβολισμός θεωρείται αρκετά
σημαντικός, καθώς αναφέρεται στο σκοπό της θείας Οικονο-
μίας και κατ’ επέκταση δηλώνει το σωτηριολογικό έργο της Εκ-
κλησίας302.
Πράγματι, μέσα σε λίγες γραμμές συγκεφαλαιώνει ολό-
κληρο το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Συγκεκριμένα διδά-
σκει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήρθε στον κόσμο, προσφέ-
ροντας τον ίδιο Του τον εαυτό ως αντάλλαγμα για τις δικές μας
αμαρτίες303, ελευθερώνοντας μας από τη δουλεία του Διαβόλου,
της φθοράς και του θανάτου304 και προσφέροντάς μας την αιώ-
νια ζωή: «δι’ ἧς τήν δουλωθεῖσαν τῇ φθορᾷ καί πραθεῖσαν ὑφ’
ἑαυτῆς τῷ θανάτῳ διά τῆς ἁμαρτίας καί βασιλευομένην τυραννι-
κῶς ὑπό τοῦ διαβόλου τῶν ἀνθρώπων φύσιν ἐλευθερώσας τε καί

299 Μυσταγ. σ. 192, 7-9. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 176, υποσ. 45.
300 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 40, PG 90, 401Α: «Διά τοῦτο γάρ καί κατ’ ἀλήθειαν ἄνθρωπος, ἵνα
κατά χάριν ἡμᾶς καταστήσῃ θεούς».
301 Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54,

PG 25, 192B. Του ιδίου, Κατά Ἀρειανῶν 1, 39, PG 26, 92C: «Οὐκ ἄρα
ἄνθρωπος ὥν, ὕστερον γέγονε Θεός˙ ἀλλά Θεός ὥν, ὕστερον γέγονεν
ἄνθρωπος, ἵνα μάλλον ἡμᾶς θεοποιήσῃ». Του ιδίου, Κατά Ἀρειανῶν 2,
59, PG 26, 273A: «Οὔτοι δε εἰσιν ὅσοι, δεξάμενοι τόν Λόγον, ἔλαβον έ-
ξουσίαν παρ’ αὐτοῦ τέκνα Θεοῦ γενέσθαι˙ ἄλλως γάρ οὐκ ἄν γένοιντο
υἱοί, ὄντες φύσει κτίσματα, εἰ μή τοῦ ὄντος φύσει καί ἀληθινοῦ Υἱοῦ τό
Πνεῦμα ὑποδέξονται. Διό, ἵνα τοῦτο γένηται, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο,
ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ».
302 Βλ. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγ-

γισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ.


180.
303 Μτθ. 20, 28.

304 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3,

11-12, PG 3, 440C-441C.
85

λυτρωσάμενος καί πᾶσαν τήν ὑπέρ αὐτῆς ὀφειλήν ὡς ὑπέυθυνος


ἀποδούς ὁ ἀνεύθυνος καί ἀναμάρτητος πάλιν πρός τήν ἐξ ἀρχῆς
ἐπανήγαγε τῆς βασιλείας χάριν, ἑαυτόν λύτρον δούς ὑπέρ ἡμῶν
καί ἀντάλλαγμα καί τῶν ἡμετέρων φθοροποιῶν παθημάτων τό
ζωοποιόν αὐτοῦ πάθος ἀντιδούς παιώνιον ἄκος καί παντός τοῦ
κόσμου σωτήριον»305.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ιερός πατήρ δεν μένει μόνο στην
περιγραφή της εισόδου του αρχιερέως, αλλά συνεχίζοντας τονί-
ζει ότι μετά ο αρχιερέας εισέρχεται στο ιερό βήμα και έπειτα
ανεβαίνει στον αρχιερατικό θρόνο. Οι δύο αυτές πράξεις απο-
τυπώνουν και συμβολίζουν την ανάληψη του Χριστού στον
ουρανό306 και την αποκατάστασή του στον επουράνιο θρόνο:
«μεθ’ ἥν παρουσίαν ἡ εἰς οὐρανούς αὐτοῦ καί τόν ὑπερουράνιον
θρόνον ἀνάβασίς τε καί ἀποκατάστασις συμβολικῶς τυποῦται διά
τῆς ἐν τῷ ἱερατείῳ τοῦ ἀρχιερέως εἰσόδου καί τῆς εἰς τόν θρόνον
τόν ἱερατικόν ἀναβάσεως»307.
Το συγκεκριμένο χωρίο έχει και μία ιδιαίτερη θεολογική
σημασία, καθώς οι μελετητές το συνδέουν με το σκοπό της Εν-
ανθρώπησης. Πρόκειται για τη θεολογική συζήτηση που αφορά
στο κατά πόσο η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού
συνδέεται με την πτώση του ανθρώπου ή είναι ανεξάρτητη αυ-

305 Μυσταγ. σ. 192, 9-17. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 176-177, υποσ. 45. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγω-
γίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 180. Andrew Louth,
«The Ecclesiology of Saint Maximos the Confessor», σ. 113. Γρηγορίου,
Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σ. 183.
306 Πραξ. 1, 18.

307 Μυσταγ. σ. 192, 17-20. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 176, υποσ. 45. Ντομπρί-
βογιε Μίντιντς, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, σ. 102. Χαράλαμπου Γ.
Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 180. Παύλου Κουμαριανού,
«Σύμβολο καί πραγματικότητα στή Θεία Λειτουργία», Σύναξη 71
(1999), σ. 25.
86

τής, γεγονός το οποίο χαρακτηρίζουν ως απροϋπόθετη ή ε-


μπροϋπόθετη Ενανθρώπηση308.
Επιχειρώντας να δώσουμε έναν ορισμό για καθένα από
τους παραπάνω όρους θα λέγαμε πως, απροϋπόθετη Ενανθρώ-
πηση σημαίνει ότι η Ενανθρώπηση του δευτέρου Προσώπου της
Αγίας Τριάδος θα πραγματοποιούνταν ανεξάρτητα από την
πτώση του ανθρώπου, ενώ η εμπροϋπόθετη Ενανθρώπηση δη-
λώνει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η Ενανθρώπηση έγινε
λόγω της πτώσεως του ανθρώπου.
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να στρέψουμε για λίγο το ενδιαφέ-

308 Όσον αφορά την απροϋπόθετη και εμπροϋπόθετη Έναν-


θρώπηση υπάρχει σχετική μελέτη του καθηγητή Ανδρέα Θεοδώρου,
όπου παρατίθενται συγκεντρωμένα όλα εκείνα τα χωρία τα οποία
συνηγορούν υπέρ της μίας ή της άλλης απόψεως, ακολουθούμενα
από σχετική θεολογική ανάλυση. Βλ. Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Cur Deus
homo? Ἀπροϋπόθετος ἤ ἐμπροϋπόθετος Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ
Λόγου; (Σχόλιον εἰς τήν θεολογίαν τοῦ ἱεροῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολο-
γητοῦ)», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. 19 (1972), σσ. 297-340. Εκτός του άρθρου
αυτού, υπάρχουν και άλλες νεότερες μελέτες όπου παρουσιάζεται η
πατερική προσέγγιση αναφορικά με το σκοπό της θείας Ενανθρώ-
πησεως. Βλ. ενδεικτικά: Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία καί ἀπο-
λύτρωση, σσ. 183-191. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική
Θεολογία Β’, σσ. 203-204. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον. Προο-
πτικές γιά μία ὀρθόδοξη κατάνόηση τοῦ ἀνθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθή-
να 42000, σ. 39. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Το ‘‘ἀπροϋπόθετο’’ τῆς θείας
Ἐνανθρωπήσεως», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., Νέα Σειρά, Τμῆμα Θεολογίας,
11 (2001), σσ. 199-202. Ἀθανασίου Βλέτση, «Cur Deus homo? Ἀποτελεῖ
ἡ Ἐνανθρώπηση τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στό προπατορικό ἁμάρτη-
μα; (Χριστολογία καί ἡ θεολογία τῆς δημιουργίας)», Διάβαση 41
(2003), σσ. 7-14. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς
θεολογίας καί πνευματικῆς ζωῆς κατά τήν διδασκαλίαν Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, σσ. 84-91. Θεοδώρου Κ. Πιτταρᾶ, Ἡ χριστολογία τοῦ
Πρόκλου Κων/λεως καί ἡ συμβολή τοῦ στή διαμόρφωση τοῦ χριστολο-
γικοῦ δόγματος κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ Ε’ αἰῶνος, (Διδ. Διατρ.), Α-
θήνα 2007, σσ. 175-183. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Ἡ περί σωτηρί-
ας τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, (Διδ.
Διατρ.), Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 159-162.
87

ρον μας στο γεγονός της πτώσεως309 του ανθρώπου και στις συ-
νέπειες που αυτή είχε για τη σωτηρία του, καθώς αναμφίβολα
η Ενανθρώπηση συνδέεται άμεσα με τη σωτηριολογία.
Το γεγονός της πτώσεως του ανθρώπου διασώζεται στη
σχετική διήγηση της «Γενέσεως»310. Ακολουθώντας και ο συγ-
γραφέας της «Μυσταγωγίας» τη βιβλική διήγηση, αναφέρει ότι
ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, τοποθετώντας τον μάλιστα στην
κορυφή της δημιουργίας.
Ο άνθρωπος ζούσε εντός του Παραδείσου, απολαμβάνο-
ντας όλα εκείνα τα αγαθά τα οποία θα τον βοηθούσαν, με τη
θεία Χάρη, να φτάσει από το «κατ’ εἰκόνα» στο «καθ’ ὁμοίω-
σιν»311. Ενώ όμως το «κατ’ εἰκόνα» βρίσκεται σε όλους τους αν-

309 Για το θέμα βλ. περισσότερα: Ἰωάννου Ρωμανίδου, Τό προ-


πατορικό ἁμάρτημα, εκδ. Δόμος, Ἀθήνα 22001, σσ. 153-169. Παναγιώ-
τη Κ. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, σσ. 24-33. Ντομπρίβογιε
Μίντιντς, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, σσ. 88-93. Αθανασίου Β. Βλέ-
τση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογη-
τοῦ, σσ. 227-335. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεο-
λογία Γ’, σσ. 200-216. Νικολάου Γ. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική. Ἡ
περί δημιουργίας διδασκαλία, τ. Γ’, σσ. 198-224.
310 Γεν. 3, 1-24.

311 Γεν. 1, 26-27˙ 5, 1˙ 9, 6. Στην πατερική θεολογία υπάρχει πλή-

θος ερμηνειών, οι οποίες αφορούν το «κατ’ εἰκόνα» και το «καθ’ ὁ-


μοίωσιν». Ενδεικτικά αναφέρουμε: Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί Ἐναν-
θρωπήσεως τοῦ Λόγου 3, PG 25, 101BD. Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τόν
ΜΗ’ Ψαλμόν 8, PG 29, 449BD. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Παρθενίας 12,
PG 46, 369BC. Οι όροι αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και
στη σύγχρονη θεολογία. Βλ. σχετικά: Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Εἰκών καί
ὁμοίωσιν», Θ.Η.Ε. 5 (1964), στ. 417-419. Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθο-
δοξία, σσ. 111-114. Vladimir Lossky, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Άνατο-
λικῆς Ἐκκλησίας, σσ. 131-154. Του ιδίου, Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίω-
σιν Θεοῦ, (μετάφρ. Μ. Μιχαηλίδη), εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη
1974. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, σσ. 143-152.
Ντομπρίβογιε Μίντιντς, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, σσ. 80-81. Αθα-
νασίου Β. Βλέτση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα στή θεολογία Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 112-126. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον θεούμενον,
σσ. 19-35. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία
Γ’, σσ. 192-199. Νικολάου Γ. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική. Ἡ περί
88

θρώπους, το «καθ’ ὁμοίωσιν» προσφέρεται ως δυνατότητα ελεύ-


θερης επιλογής στον άνθρωπο312.
Το αυτεξούσιο, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία, δό-
θηκε ως δώρο του Θεού, ώστε να το χρησιμοποιήσει ο άνθρω-
πος για την πνευματική του τελείωση και να μπορέσει να φτά-
σει στο καθ’ ομοίωση. Επειδή η έννοια του αυτεξουσίου δηλώ-
νει ακριβώς ότι δεν υφίσταται καμιά αναγκαιότητα στην πο-
ρεία αυτή της πνευματικής τελειώσεως, αναπόδραστα το αγα-
θό αυτό ο άνθρωπος μπορεί να το χρησιμοποιήσει ανάλογα με
την προαίρεση του ή με καλό ή με κακό τρόπο: «Ἐκ γάρ τοῦ εὐ-
λόγως ἤ παραλόγως τοῖς πράγμασι χρήσαθαι ἤ ἐνάρετοι ἤ φαῦ-
λοι γινόμεθα»313.
Επίσης, επειδή το αυτεξούσιο εντοπίζεται στο κατ’ εικό-
να, ο άνθρωπος, δίχως την ύπαρξή του, δε μπορεί να λέγεται
και να ονομάζεται κατ’ εικόνα του Θεού δημιούργημα. Και του-
το διότι ο Θεός έχει απόλυτη ελευθερία και δεν υφίσταται ο-
ποιαδήποτε αναγκαιότητα: «Εἰ κατ’ εἰκόνα τῆ μακαρίας καί ὑ-
περουσίου Θεότητος ὁ ἄνθρωπος γεγένηται˙ αὐτεξούσιος δέ φύ-
σει ἡ θεία φύσις˙ ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος ὡς αὐτῆς ὄντως εἰκών,
αὐτεξούσιος τυγχάνει φύσει»314.
Για το λόγο αυτό, όπως εμφατικά επισημαίνει ο άγιος Μά-
ξιμος, δίχως το αυτεξούσιο, απουσιάζει οποιαδήποτε προοπτική
να φτάσει ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωση. Χαρακτηριστικά γρά-
φει ο ιερός συγγραφέας: «Ἄνελε γάρ ἡμῶν τό αὐτεξούσιον καί

δημιουργίας διδασκαλία, τ. Γ’, σσ. 152-190. Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ὁ


ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγί-
ου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006,
σσ. 47-52.
312 Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τά τῆς Γραφῆς ρήματα ‘‘Ποιήσωμεν

ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν’’ 1, PG 44, 273A: «Τό μέν
τῇ κτίσει ἔχομεν, τό δέ ἐκ προαιρέσεως κατορθοῦμεν».
313 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 1, PG 90,

981B. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός πιστόν πατέρα 3, 4, PG 47, 355-


356: «Ἐκ προαιρέσεως καί φαῦλοι γινόμεθα καί σπουδαῖοι».
314 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 304C.
89

οὔτε εἰκών Θεοῦ ἐσόμεθα οὔτε ψυχή λογική καί νοερά καί τῷ
ὄντι φθαρήσεται ἡ φύσις, οὐκ οὖσα ὅπερ ἔδει αὐτήν εἶναι»315.
Η κακή χρήση του αυτεξουσίου οδήγησε αναπόφευκτα
τον άνθρωπο στο να παρακούσει την εντολή του Θεού. Η πρά-
ξη αυτή στη συνέχεια τον απομάκρυνε από το δέντρο της ζω-
ής316 και κατόπιν από τον Παράδεισο με αποτέλεσμα να γίνει
δέσμιος της φθοράς και του θανάτου317.
Η άρνηση του ανθρώπου να ακολουθήσει την πορεία από
το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, είχε ως αποτέλεσμα να στρα-
φεί μακριά από τον Θεό με άμεση συνέπεια να διαρραγούν οι
σχέσεις Δημιουργού και κτίσματος. Όμως, όπως σημειώνει και
ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας, «ἡ ματαίωση τοῦ καθ’ ὁμοίω-
σιν δέν ἦταν ὁριστική … ἀλλά ματαιώθηκε μιά μελλοντική ἀ-
πόκτηση ἑνός ἀγαθοῦ, καί ἐπιβάλλεται νά ξαναρχίσει ἡ ἴδια
πορεία˙ δηλαδή μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα ὁ ἄνθρωπος ἔχα-
σε, καί πρέπει νά τό ξαναβρεῖ, ἕνα μελλοντικό ἀγαθό»318.

315 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τό Περί θείων Ὀνομάτων


τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 308A.
316 Ο ιερός Πατήρ κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο δέντρο

της ζωής και του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού,
αναφέροντας σχετικά ότι: «Τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τό μή τοιοῦτον, ἐξ
αὐτοῦ μόνου τοῦ τό μέν ζωῆς ξύλον ὀνομασθῆναι, τό δέ οὐ ζωῆς, ἀλλά
μόνο γνωστό καλοῦ καί πονηροῦ, πολλήν καί ἄφατον ἔχουσιν τήν δια-
φοράν. Τό γάρ τῆς ζωῆς ξύλον, πάντως καί ζωῆς ἐστι ποιητικόν˙ Τό
γάρ μή, ποιητικόν ζωῆς, ἐκ τοῦ μή προσαγορευθῆναι ζωῆς ξύλον, θα-
νάτου σαφῶς ἄν εἴη ποιητικόν˙ ἄλλο γάρ οὐδέν τῇ ζωῇ κατ’ ἐναντίω-
σιν ἀντιδιαιρεῖται». Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων 43, PG 90,
412B. Επ’ αυτού βλ. Αθανασίου Β. Βλέτση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα
στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 237-243.
317 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἀσκητικός λόγος, PG 90, 912A. Του

ιδίου, Ἑρμηνεία εἰς τόν ΝΘ’ Ψαλμόν, PG 90, 861A. Του ιδίου, Περί δια-
φόρων ἀποριῶν 2, PG 91, 1092D.
318 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία

Β’, σ. 203.
90

Εάν, κατά τον άγιο Μάξιμο, ο σκοπός της δημιουργίας


ήταν η Ενανθρώπηση319, αυτή οδηγεί τώρα τον άνθρωπο σε πο-
ρεία επιστροφής του προς την τελείωση, καθώς σκοπός της δεν
είναι άλλος από τον ανακαινισμό και τη σωτηρία της ανθρώπι-
νης φύσης320.
Προχωρώντας, ο άγιος Μάξιμος στην παρουσίαση των
συμβολισμών της θείας Λειτουργίας, μας πληροφορεί πως μετά
την πρώτη είσοδο του αρχιερέως στην αγία σύναξη, σειρά έχει
η είσοδος του λαού στην Εκκλησία321. Σύμφωνα με τα όσα ανα-
φέρει, η είσοδος αυτή συμβολίζει την επιστροφή των απίστων
από την αμαρτωλή ζωή στον Θεό: «τήν ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν
καί ἐξ ἀγνοίας καί πλάνης εἰς ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἐπιστροφήν τῶν
ἀπίστων καί τήν ἀπό κακίας καί ἀγνωσίας εἰς ἀρετήν καί γνώσιν

319 Βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων


ἀπόρων 60, PG 90, 621Α: «Τοῦτό ἐστι τό μέγα καί ἀπόκρυφον μυστή-
ριον˙ τοῦτό ἐστι τό μακάριον δι’ ὅ τά πάντα συνέστησαν τέλος˙ τοῦτό
ἐστι ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενον θεῖος σκοπός, ὄν ὁρί-
ζοντες εἶναί φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό
δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός
παρήγαγεν οὐσίας». Περισσότερα για τη θεμελιώδη αυτή θεολογική
θέση του αγίου Μαξίμου βλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, «Ἄνθρωπος ἄ-
ναρχος καί ἀτελεύτητος. Ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Μαξί-
μου Ὁμολογητοῦ», σσ. 264-270 και του ιδίου, Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώ-
που, σ. 42.
320 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Το ‘‘ἀπροϋπόθετο’’ τῆς θείας

Ἐνανθρωπήσεως», σ. 199.
321 Μυσταγ. σ. 194, 1-21.
91

μετάθεσιν τῶν πιστῶν»322. Η πράξη αυτή αποτελεί τον πρώτο


βαθμό καθάρσεως στο δρόμο για την πνευματική τελείωση323.
Η επιστροφή αυτή φυσικά δεν αφορά μόνο τους απίστους
αλλά και εμάς τους ίδιους, που με τις επιλογές μας και τον α-
πρεπή μας βίο, αρνούμαστε τον ίδιο τον Θεό και τις εντολές
Του: «Οὐ γάρ μόνον τήν ἐπί τόν ἀληθινόν καί μόνον Θεόν ἐπι-
στροφήν τῶν ἀπίστων ἡ εἰς τήν ἐκκλησίαν εἴσοδος παραδηλοῖ,
ἀλλά καί ἑκάστου ἡμῶν τῶν πιστευόντων μέν ἀθετούντων δέ τάς
ἐντολάς τοῦ Κυρίου δι’ ἀγωγῆς ἀκολάστου καί ἀσχημόνος βίου
τήν διά μετανοίας διόρθωσιν»324.
Από οποιοδήποτε είδος κακίας και αν κατέχεται ο άνθρω-
πος, όταν ο ίδιος μετανοήσει και με την ίδια του τη θέληση προ-
σπαθήσει να αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο, τότε μπο-
ρούμε να πούμε ότι πραγματικά εισέρχεται με τον Χριστό και
τον αρχιερέα στην αρετή, την οποία ο ιερός πατήρ μεταφορικά
θεωρεί ως Εκκλησία325.
Μετά την είσοδο και του λαού, ακολουθούν τα θεία ανα-
γνώσματα326, όπου ο ιερός συγγραφέας εξηγεί το συμβολισμό
τους. Αρχικά επισημαίνεται πως όσον αφορά τα θεία αναγνώ-
σματα φαίνεται πως είναι οι Ψαλμοί 91, 92 και 94, οι οποίοι

322 Μυσταγ. σ. 194, 3-5. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκ-


κλησιαστικῆς ἱεραρχίας 6, 1, PG 3, 532B, όπου οι λειτουργοί έχουν το
ρόλο της καθάρσεως των «καθαιρομένων τάξεων» και να τις οδηγή-
σουν στη «φωτιστικήν θεωρίαν». Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυστα-
γωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 178-179, υποσ. 46.
Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυ-
σταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 181. Γρηγορίου,
Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σ. 183.
323 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 178-179, υποσ. 46.


324 Μυσταγ. σ. 194, 7-11.

325 Μυσταγ. σ. 194, 11-21. Βλ. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου,

«Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου


τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 181.
326 Μυσταγ. σ. 196, 1-7.
92

διαβάζονταν τότε στη θεία Λειτουργία327. Τα θεία αυτά ανα-


γνώσματα συμβολίζουν και δηλώνουν328 τις θείες και μακάριες
θελήσεις και αποφάσεις329 του Θεού, τις οποίες κάθε άνθρωπος
θα πρέπει να πράττει330. Όποιος το κάνει αυτό, γίνεται γνώστης
των θείων νόμων και αγώνων331 και με τον τρόπο αυτό αξιώνε-
ται να φορέσει τα στεφάνια της νίκης της βασιλείας του Θεού.
Το σημείο αυτό αποτελεί το δεύτερο βαθμό τελειώσεως μετά
από εκείνο της κάθαρσης των παθών332.
Ακόμα υπάρχουν και τα θεία άσματα333, τα οποία παρεμ-
βάλλονταν ανάμεσα στους Ψαλμούς που αναφέρθηκαν παρα-
πάνω334, και έχουν μια πνευματική χάρη που φανερώνει την η-
δονή των θείων αγαθών. Ακόμη τα θεία άσματα αυτά βοηθούν
στην πνευματική τελείωση του ανθρώπου, καθώς αφενός οδη-
γούν την ψυχή προς τον Θεό αλλά και αφετέρου μεγαλώνουν
το μίσος για την αμαρτία: «Τήν δέ πνευματικήν τῶν θείων ᾀσμά-

327 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου


τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 180, υποσ. 47.
328 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2,

PG 3, 425B: «ἀναλύσας δέ πάλιν ἐπί τό θεῖον θυσιαστήριον, ἀπάρχε-


ται τῆς ἱερᾶς τῶν ψαλμῶν μελῳδίας, συνᾳδούσης αὐτῷ τήν ψαλμικήν
ἱερολογίαν ἁπάσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακοσμήσεως».
329 Σε άλλη συνάφεια «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» παρουσιάζονται ως

θεία θελήματα. Βλ. σχετικά: Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων


ἀποριῶν 7, PG 91, 1085AC. Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ.
134. Torstein Theodor Tollefsen, The Christocentric Cosmology of St. Maxi-
mus the Confessor, σ. 44.
330 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 4,

PG 3, 429C. Βλ. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προ-


σέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ.
181.
331 Ὠριγένους, Κατά Κέλσου 3, 50, PG 11, 985C.

332 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 181, υποσ. 47.


333 Μυσταγ. σ. 196, 1-5. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκ-

κλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 1, PG 3, 428Β και 3, 4, PG 3, 429CD.


334 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 182, υποσ. 48.


93

των τερπνότητα τήν ἐμφαντικήν δηλοῦν ἔφασκε τῶν θείων ἀγα-


θῶν ἡδονήν, τήν τάς ψυχάς πρός μέν τόν ἀκήρατον τοῦ Θεοῦ καί
μακάριον ἀνακινοῦσαν ἔρωτα, πρός δέ τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας
πλέον ἐγείρουσαν»335.
Στη συνέχεια το δωδέκατο κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας»
μας πληροφορεί ότι ως περιεχόμενο336 έχει τις προσφωνήσεις337
των ειρηνικών, οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα στα θεία α-
ναγνώσματα και στα θεία άσματα. Αυτές γίνονται μέσα από το
ιερό βήμα από τον αρχιερέα και δηλώνουν «τάς θείας ἀπο-
δοχάς»338, τις οποίες μεταφέρουν οι άγγελοι339.
Οι θείες αυτές ευαρεστήσεις στέλνονται μόνο σε όσους
μοχθούν για την αλήθεια απέναντι στις δυνάμεις του εχθρού,
προσφέροντάς τους ειρήνη η οποία βοηθάει στην κατάργηση
του σώματος της αμαρτίας340 αλλά και στην απαλλαγή από τα
πάθη εξαιτίας των αγώνων τους για την αρετή341.
Έχοντας ως όπλο απέναντι στις αντίθεες δυνάμεις την α-
πάθεια αυτή, όσοι αγωνίζονται μπορούν πραγματικά να καλλι-
εργηθούν πνευματικά με απώτερο σκοπό την αρετή. Ο αγώνας
αυτός γίνεται απρόσκοπτα, επειδή οι δυνάμεις του κακού δια-

335 Μυσταγ. σ. 196, 2-5. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 182-183, υποσ. 48. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγί-
ας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 181. Γρηγορίου, Ἡ Θεία
Λειτουργία: Σχόλια, σ. 191.
336 Μυσταγ. σ. 198, 1-13.

337 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2,

PG 3, 425C: «Πρός οἶς ὁ θεῖος ἱεράρχης εὐχήν ἱεράν τελεῖ, καί τήν
ἁγίαν εἰρήνην ἅπασι διαγγέλλει».
338 Μυσταγ. σ. 198, 4.

339 Μυσταγ. σ. 198, 2-4. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 184, υποσ. 49. Χαράλαμπου Γ.


Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 181.
340 Ρωμ. 6, 6.

341 Βλ. Μυσταγ. σ. 198, 5-9.


94

σκορπίζονται από τον στρατηγό Θεό342. Η πνευματική αυτή


καλλιέργεια προς την αρετή αποτελεί το τρίτο στάδιο της πνευ-
ματικής τελείωσης343.
Μετά και την ολοκλήρωση των προσφωνήσεων των ειρη-
νικών, σειρά έχουν οι διάφορες στιγμές που ακολουθούν την
ανάγνωση του ευαγγελίου και φτάνουν ως τον ύμνο «Εἶς Ἅγι-
ος».
Ο άγιος Μάξιμος στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο κάνει μια συ-
νοπτική παρουσίαση των διαφόρων στιγμών, η οποία αφορά
τους πιστούς, ενώ στα υπόλοιπα κεφάλαια αναλύει μία προς
μία αυτές τις στιγμές, ανάγοντάς τα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όσον αφορά το δέκατο τρίτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας της «Μυ-
σταγωγίας» επισημαίνει ότι σκοπός της ανάγνωσης του ευαγ-
γελίου είναι να προβάλλει τους κόπους που υφίστανται οι φι-
λόπονοι για χάρη του θείου λόγου344, εκείνοι οι οποίοι ομολόγη-
σαν το Χριστό και ακολούθησαν την ίδια μαρτυρική πορεία με

342 Μυσταγ. σ. 198, 9-13. Βλ. Γρηγορίου, Ἡ θεία λειτουργία: Σχό-


λια, σ. 203.
343 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 185, υποσ. 49.


344 Μυσταγ. σ. 200, 3-6. Ο ιερός πατήρ σε άλλο έργο του συνδέει

τον αγώνα και την πορεία του ανθρώπου προς τον εξαγνισμό με το
βάπτισμα, ενώ τη Θεία Κοινωνία με το θάνατο για χάρη της αρετής.
Βλ. σχετικά: Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων
ἀπόρων 30, PG 90, 368D-369A: «Τό τοῦ Κυρίου βάπτισμα τῶν ὑπέρ
ἀρετῆς κατά πρόθεσιν ἑκουσίων καί ἡμέτερων πόνων τύπος ὑπάρχει˙
δι’ ὧν τάς κατά συνείδησιν αποῥῥύπτοντες κηλῖδος, τόν πρός τά φαι-
νόμενα τῆς προαιρέσεως ἑκούσιον καταδεχόμεθα θάνατον˙ τό δέ ποτή-
ριον, τῶν ἐκ περιστάσεως παρά προαίρεσιν ἐπανισταμένων ἡμῖν ὑπέρ
τῆς ἀληθείας ἀκουσίων πειρασμῶν τύπος ἐστί˙ δι’ ὧν καί αὐτῆς προ-
κρίνοντες τόν θεῖον πόθον τῆς φύσεως, ἑκόντες τόν περιστατικόν ὑ-
περχόμεθα τῆς φύσεως θάνατον. Ταύτην οὖν ἔχειν τήν διαφοράν τό
βάπτισμα πρός τό ποτήριον, ὅτι τό μέν βάπτισμα ὑπέρ ἀρετῆς πρός τά
ἡδέα τοῦ βίου, νεκράν ἐργάζεται τήν προαίρεσιν˙ τό δέ ποτήριον, τήν
ἀλήθειαν καί αὐτῆς προκρίνειν πείθει τῆς φύσεως τούς εὐσεβεῖς».
95

Εκείνον345. Για το λόγο αυτό ο Λόγος της γνωστικής θεωρίας, ως


Μέγας Αρχιερέας, κατέρχεται από τον ουρανό, πράξη η οποία
συμβολίζεται με την κάθοδο του αρχιερέως από το θρόνο, για
να περιορίσει το σαρκικό φρόνημα, που εμποδίζει την ψυχή να
φύγει από τον αισθητό κόσμο και να φτάσει σε θεωρητικές α-
ναβάσεις: «μεθ’ ἥν ὁ τῆς γνωστικῆς θεωρίας, ὥσπερ ἀρχιερεύς
οὐρανόθεν ἐπιδημῶν αὐτοῖς, λόγος, τῆς σαρκός αὐτοῖς ὥσπερ τι-
νά κόσμον αἰσθητόν συστέλλει τό φρόνημα»346.
Ο ιερός συγγραφέας τονίζει ακόμα ότι το κλείσιμο των
θυρών θέτει στο περιθώριο τους λογισμούς που βλέπουν ακόμα
προς τη γη. Όσον αφορά στην είσοδο των αχράντων Μυστηρί-
ων, αυτή προωθεί τους πιστούς προς τη θέαση των νοητών
πραγμάτων347. Μόνο όταν οι πιστοί έχουν απομακρυνθεί από
τη σάρκα και τον κόσμο348, τότε είναι σε θέση να γνωρίσουν «τά
ἀπόρρητα»349.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως την εποχή εκεί-
νη το κλείσιμο των θυρών γίνονταν αμέσως μετά τον αποκλει-
σμό των κατηχουμένων και πριν την είσοδο των αχράντων Μυ-
στηρίων350. Παράλληλα, η άνοδος αυτή προς «τά ἀπόρρητα»

345 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου


τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 186, υποσ. 50. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου,
«Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 183.
346 Μυσταγ. σ. 200, 6-8. Βλ. Tamara Grdzelidze, «Liturgical Space

in the Writings of Maximus the Confessor», σσ. 502-503.


347 Μυσταγ. σ. 200, 8-12. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια,

σ. 254.
348 Ο π. Δ. Στανιλοάε σημειώνει στο σημείο αυτό:«Ἡ ἔξοδος

ἀπό τό σῶμα καί τόν κόσμο σημαίνει τήν ἔξοδο ἀπό τή μεριμνα τοῦ
σώματος καί τοῦ κόσμου ἤ ἀπό ὅ, τι ἀνήκει στό σῶμα καί τόν κόσμο,
ἀπό ὁ, τι ταράζει τή θέα τῶν νοητῶν πραγματικοτήτων. Δέ σημαίνει
τήν ἔξόδο ἀπό τό σῶμα καί τόν κόσμο μέ νόημα ὀντολογικό». Βλ.
σχετικά: Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, σ. 188, υποσ. 52.
349 Μυσταγ. σ. 200, 13.

350 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 188, υποσ. 52.


96

πραγματοποιείται, αφού προηγουμένως με τον ασπασμό γίνει


η ένωση των πιστών μεταξύ τους αλλά και με τον Θεό, ομολο-
γώντας την ευγνωμοσύνη του προς Αυτόν για τη σωτηρία του,
γεγονός το οποίο υπαινίσσεται το σύμβολο της Πίστεως: «συνα-
χθέντας ἤδη πρότερον διά τοῦ ἀσπασμοῦ πρός ἑαυτούς τε καί
Αὐτόν καί μόνην ἀντεισάγοντας Αὐτῷ τῆς περί αὐτούς πολλῆς
εὐεργεσίας εὐγνωμόνως τήν ὑπέρ τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας εὐχαρι-
στήριον ὁμολογίαν, ἥν τό θεῖον τῆς πίστεως αἰνίττεται σύμβο-
λον»351.
Η ένωση των πιστών μεταξύ τους αλλά και με τον Θεό δί-
νει ακόμα τη δυνατότητα στους πιστούς να υμνήσουν από κοι-
νού με τους αγγέλους τον Θεό, υψώνοντας προς Εκείνον τον
τρισάγιο Ύμνο. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί γίνονται άξιοι να
γνωρίσουν κι αυτοί την γνώση της «ἁγιαστικῆς θεολογίας»352, η
οποία τους οδηγεί τώρα κοντά στον Θεό Πατέρα. Ο Θεός είναι
και καλείται Πατήρ, λόγω της υιοθεσίας των πιστών, επειδή με
την προσευχή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι πιστοί αξι-
ώθηκαν να Τον προσφωνούν με τον τρόπο αυτό353.
Φτάνοντας οι πιστοί σε τόσο υψηλό επίπεδο, πιο πέρα και
από «τούς λόγους τῶν ὄντων», οδηγούνται τώρα από το Λόγο
του Θεού μπροστά στο ανείπωτο μυστήριο, την «ἄγνωστον ἀ-
γνώστως μονάδα»354 με τον Ύμνο «Εἷς Ἅγιος». Στη συνέχεια με
τη βοήθεια της θείας Χάρης, όσοι έγιναν θεοί κατά χάρη και
ενώθηκαν με Αυτή, επῖκοινωνούν μαζί Της σε μια αδιαίρετη
ταυτότητα355. Πιθανότατα εδώ ο άγιος Μάξιμος να αναφέρεται

351 Μυσταγ. σ. 200, 13-17. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-


γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 189, υποσ. 53.
352 Μυσταγ. σ. 200, 19.

353 Μυσταγ. σ. 200, 17-21. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 189, υποσ. 55. Γρηγορίου,
Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σ. 276.
354 Μυσταγ. σ. 200, 22-23.

355 Μυσταγ. σ. 200, 21-25. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 190-191, υποσ. 56.
97

στη στιγμή της Θείας Κοινωνίας, όπου οι πιστοί κοινωνούν των


αχράντων Μυστηρίων και ενώνονται με το Χριστό356.
Ο ιερός Μάξιμος ο Ομολογητής αφού παρουσίασε συνο-
πτικά τις διάφορες στιγμές της θείας Λειτουργίας, εκκινώντας
από το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας», ερμηνεύ-
ει καθένα από τα προηγούμενα σημεία. Την ανάγνωση του
ευαγγελίου με κάθε πιστό χωριστά, προσδίδοντας τόνο προσω-
πικό. Τώρα σε αυτή την εξήγηση, η σύνδεση λαμβάνει χαρα-
κτήρα εσχατολογικό357.
Αρχικά επισημαίνει ότι η ανάγνωση του ευαγγελίου υπο-
δηλώνει τη συντέλεια του κόσμου358. Αυτό καθίσταται σαφές α-
πό όσα αναφέρει ο ιερός πατήρ αμέσως παρακάτω, τονίζοντας
ότι το τέλος θα έρθει, όταν το ευαγγέλιο κηρυχθεί σε όλα τα έ-
θνη359. Το τέλος θα έρθει μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Χρι-
στού στη γη360, ο οποίος με φωνή αρχαγγέλου και ήχο σάλπιγ-
γας, θα κατέβει από τον ουρανό361, θα τιμωρήσει τους εχ-
θρούς362, χωρίζοντας τους πιστούς από τους άπιστους, τους δί-
καιους από τους άδικους363, εκείνους οι οποίοι προτίμησαν να
συνταχθούν με τον Θεό και να απαρνηθούν τις σαρκικές επιθυ-

356 Μυσταγ. σ. 210, 10-16. Μυσταγ. σ. 200, 21-25. Μυσταγ. σσ.


224, 20-226, 1. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱε-
ραρχίας 3, 12, PG 3, 444Α.
357 Μυσταγ. σ. 202, 3-22. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 192, υποσ. 57. Χαράλαμπου Γ.


Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σσ. 183-184. Για το εσχατολογικό
περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας βλ. περισσότερα: David M. Pe-
tras, «Eschatology and the Byzantine Liturgy», Liturgical Ministry 19
(2010), σσ. 29–35.
358 Μυσταγ. σ. 202, 3.

359 Βλ. Μτθ. 24, 14.

360 Βλ. Τιτ. 2, 13. Βλ. Μτθ. 24, 30.

361 Βλ. Α’ Θεσ. 4, 16.

362 Βλ. Λκ. 18, 8.

363 Βλ. Μτθ. 13, 49.


98

μίες364, αποδίδοντας τη δίκαια αμοιβή η οποία αντιστοιχεί στον


καθένα ανάλογα με τα έργα τα οποία έπραξε365.
Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όπως επίσης και η μέλ-
λουσα κρίση, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, συμβολίζεται με
την κάθοδο του αρχιερέως από το θρόνο, την απόλυση και από-
μάκρυνση από τους λειτουργούς των κατηχουμένων αλλά και
των ανάξιων366 στο θείο κάλεσμα367.
Στη συνέχεια το ενδιαφέρον στρέφεται στο συμβολισμό
της στιγμής του κλεισίματος των θυρών368. Το κλείσιμο των θυ-
ρών δηλώνει την παγκοσμιότητα της Εκκλησίας369, και παράλ-
ληλα σηματοδοτεί την έναρξη του δευτέρου μέρους της θείας
Λειτουργίας, τη λειτουργία των πιστών. Μετά την ανάγνωση
του ευαγγελίου και την απόλυση των κατηχουμένων, ακολου-
θεί το κλείσιμο των θυρών. Αυτή η πράξη δηλώνει αφενός την
παρέλευση του υλικού κόσμου και αφετέρου την είσοδο των
άξιων στο νοητό κόσμο, το νυμφικό θάλαμο του Χριστού.
Το πέρασμα αυτό των πιστών από τον υλικό κόσμο στο
νοητό θα γίνει μόνο αφού προηγουμένως πραγματοποιηθεί το

364 Βλ. Β’ Πετρ. 2, 10.


365 Βλ. Ρωμ. 2, 6.

366 Σύμφωνα με το συγγραφέα των αρεοπαγιτικών συγγραμ-

μάτων, οι κατηχούμενοι και ανάξιοι είναι οι «ἐνεργούμενοι και οἱ ἐν


μετανοίᾳ ὄντες». Βλ. Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2, PG 3, 425BC
και 3, 6, PG 3, 432C.
367 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 195, υποσ. 57. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου,


«Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 184. Παύλου Κουμαριανού, «Σύμβολο καί
πραγματικότητα στή Θεία Λειτουργία», σ. 26. Γρηγορίου, Ἡ Θεία
Λειτουργία: Σχόλια, σσ. 206-207.
368 Μυσταγ. σ. 204, 1-9.

369 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου

τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 196, υποσ. 58. Για την παγκοσμιότητα της Εκ-
κλησίας βλ. σχετικά: Χρίστου Κρικώνη, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας.
Πατερικαί ἀπόψεις, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 31992, σσ. 85-87.
Βασιλείου Α. Τσίγκου, Θεσμική καί Χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλη-
σίας, σ. 96 κ.ε.
99

ξεκαθάρισμα και η ολοκληρωτική απομάκρυνση των αισθήσε-


ων: «Ἡ δέ μετά τήν ἱεράν ἀνάγνωσιν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί
τήν ἐκβολήν τῶν κατηχουμένων γινομένη κλεῖσις τῶν θυρῶν τῆς
ἁγίας τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας τήν τε τῶν ὑλικῶν δηλοῖ πάροδον καί
τήν γενησομένην μετά τόν φοβερόν ἐκεῖνον ἀφορισμόν καί τήν φο-
βερωτέραν ψῆφον εἰς τόν νοητόν κόσμον, ἤτοι τόν νυμφῶνα τοῦ
Χριστοῦ, τῶν ἀξίων εἴσοδον καί τήν ἐν ταῖς αἰσθήσεσι τῆς κατά
τήν ἀπάτην ἐνεργείας τελείαν ἀποβολήν»370.
Μετά το κλείσιμο των θυρών ακολουθεί η είσοδος των α-
χράντων Μυστηρίων. Η είσοδος αυτή, σύμφωνα με τον άγιο
Μάξιμο, δηλώνει την αρχή της καινούργιας διδαχής.
Την περίοδο δράσης του Χριστού, η διδασκαλία Του γινό-
ταν με τον προφορικό λόγο, ενώ τώρα οι πιστοί θα γνωρίσουν
με τη θέαση την διδασκαλία, η οποία αφορά την ίδια μας τη σω-
τηρία και αποκαλύπτεται με τα άγια Μυστήρια: «τῆς γενησομέ-
νης ἐν οὐρανοῖς καινῆς διδασκαλίας περί τῆς οἰκονομίας τοῦ Θε-
οῦ τῆς εἰς ἡμᾶς καί ἀποκάλυψις τοῦ ἐν ἀδύτοις τῆς θείας κρυφιό-
τητος ὄντος μυστηρίου τῆς ἡμῶν σωτηρίας»371.
Το «μυστήριο τῆς ἡμῶν σωτηρίας», συνδέεται άμεσα με τη
θεία Ευχαριστία, όπως μαρτυρείται στο ευαγγελικό χωρίο372. Η
μετοχή στη χαρά της Θείας Κοινωνίας χαροποιεί τον πιστό, ο
οποίος τότε διαπιστώνει το πραγματικό και αυθεντικό νόημα
της σωτηρίας.
Στο πλαίσιο της παγκόσμιας αλλά και εσχατολογικής ε-
ξήγησης των διαφόρων στιγμών της θείας Λειτουργίας, ο συγ-
γραφέας της «Μυσταγωγίας» αναφέρεται στη συνέχεια στο
συμβολισμό του ασπασμού373. Ο θείος αυτός ασπασμός αρχικά
επισημαίνει ότι απευθύνεται σε όλους, ενώ λειτουργικά είναι

370 Μυσταγ. σ. 204, 3-9. Βλ. Γρηγορίου, Ἡ θεία λειτουργία: Σχό-


λια, σ. 254.
371 Μυσταγ. σ. 204, 3-6.

372 Μτθ. 26, 29.

373 Μυσταγ. σ. 206, 1-9. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκ-

κλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 8, PG 3, 437Α, όπου στο συγκεκριμένο κε-


φάλαιο πιθανότατα στηρίχθηκε ο άγιος Μάξιμος για τη συγγραφή
του δεκάτου εβδόμου κεφαλαίου της «Μυσταγωγίας».
100

πρότυπο και προδιαγράφει την ομόνοια, την ομοφροσύνη και


τη λογική ταυτότητα όλων των ανθρώπων μεταξύ τους, γεγο-
νός που θα πραγματοποιηθεί στα έσχατα: «Ὁ δέ πᾶσι προσφω-
νούμενος πνευματικός ἀσπασμός, τήν ἐσομένην πάντων πρός ἀλ-
λήλους ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν μελλόντων ἀρρήτων ἀγαθῶν ἀπο-
καλύψεως κατά πίστιν τε καί ἀγάπην, ὁμόνοιάν τε καί ὁμογνωμο-
σύνην καί ταυτότητα λογικήν»374.
Η αξία και η σπουδαιότητα του θείου ασπασμού375 φαί-
νεται από το γεγονός ότι με τα μελλοντικά αγαθά, οι άξιοι οι-
κειώνονται τον Λόγο και Θεό. Αυτό συμβαίνει μέσω του λό-
γου376, καθώς μέσω αυτού πιστοί και άγγελοι ενώνονται και
συνυπάρχουν μεταξύ τους αλλά και με το Δημιουργό τους: «δι’
ἧς τήν πρός τόν Λόγον καί Θεόν οἰκείωσιν οἱ ἄξιοι δέχονται, προ-
τυποῖ καί προδιαγράφει. Λόγου γάρ σύμβολον τό στόμα, καθ’ ὅν
μάλιστα πᾶσι ἅπαντες οἱ λόγου μεταλειφότες, ὡς λογικοί, καί τῷ
πρώτῳ καί μόνῳ Λόγῳ καί παντός αἰτιῳ λόγου συμφύονται»377.
Θεμελιώδους σημασίας για τη θεία Λειτουργία είναι και η
ομολογία του «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Η ομολογία αυτή είναι
μία λειτουργική στιγμή μέσα στην Εκκλησία, «γινόμενη παρά

374 Μυσταγ. σ. 206, 2-5.


375 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2,
PG 3, 425C και 3, 8, PG 3, 437Α.
376 Βλ. Σωκράτους Γκίκα, «Λόγος», Θ.Η.Ε. 8 (1966), στ. 334-336.

Μάρκου Σιώτη, «Λόγος», Θ.Η.Ε. 8 (1966), στ. 336-345. Για μια ενδια-
φέρουσα ανάλυση της έννοιας του λόγου στο Θεό και στον άνθρωπο
βλ. Ἡρακλῆ Ρεράκη, «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου
κατά τό Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., Νέα σειρά,
Τμῆμα Ποιμαντικής καί Κοινωνικής Θεολογίας, 4 (1995), σσ. 107-134.
377 Μυσταγ. σ. 206, 5-9. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 200-201, υποσ. 60. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγί-
ας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 184. Παύλου Κουμαρια-
νού, «Σύμβολο καί πραγματικότητα στή Θεία Λειτουργία», σ. 26.
Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 55. Βασιλείου Μπετσάκου,
Στάσις ἀεικίνητος, σ. 222. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σσ.
251-252.
101

πάντων»378. Στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου το «Σύμβολο


τῆς Πίστεως» δηλώνει τρία πράγματα.
Πρώτον, τη μυστική ευχαριστία, η οποία θα πραγματο-
ποιηθεί στα έσχατα με τους παράδοξους λόγους και τρόπους379
που σχετίζονται με τη σωτηρία των ανθρώπων και αναφέρον-
ται σε πράξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο της θείας
Οικονομίας, όπως για παράδειγμα η σάρκωση αλλά και η σταύ-
ρωση: «Ἡ δέ τοῦ θείου συμβόλου τῆς πίστεως γινόμενη παρά
πάντων ὁμολογία τήν ἐφ’ οἷς ἐσώθημεν παραδόξοις λόγοις τε καί
τρόποις τῆς πανσόφου περί ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ προνοίας γενησομένην
μυστικήν εὐχαριστίαν κατά τόν αἰῶνα τόν μέλλοντα προσημαί-
νει»380. Δεύτερον, δηλώνει την ευγνωμοσύνη που θα δείχνουν οι
πιστοί προς τις θείες ευεργεσίες και, τρίτον, τα άπειρα αγαθά
τα οποία θα δεχτούν οι πιστοί: «δι’ ἧς εὐγνωμόνας ἐπί τῇ θείᾳ
εὐεργεσίᾳ ἑαυτούς συνιστῶσιν οἱ ἄξιοι, πλήν ταύτης τῶν περί

378 Μυσταγ. σ. 206, 2. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλη-


σιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2, PG 3, 425C και 3, 7, PG 3, 436C.
379 Μυσταγ. σ. 206, 3. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 201-202, υποσ. 60. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγω-
γίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 185. Εκτός της παρα-
πάνω εξήγησης, το ζεύγος «λόγος-τρόπος» το χρησιμοποιεί ο άγιος
Μάξιμος και για να περιγράψει την Αγία Τριάδα. Όπου συναντάται
το ζεύγος αυτό, ο «λόγος» δηλώνει τη φύση της θεότητας ως Μονά-
δα, ενώ ο «τρόπος» δηλώνει τον τρόπο υπάρξεως της θεότητας ως
τριάδα Προσώπων. Βλ. ενδεικτικά: Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἑρμηνεία
τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, PG 90, 892D-893A. Του ιδίου, Περί διαφό-
ρων ἀποριῶν 1, PG 91, 1036BC. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5,
PG 91, 1052B. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5, PG 91, 1053B. Του
ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 36, PG 91, 1341D. Για το θέμα αυτό βλ.
περισσότερα: Michael E. Butler, Hypostatic union and Monotheletism, σσ.
110-136.
380 Μυσταγ. σ. 206, 2-5. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 202-203, υποσ. 61. Χαράλα-
μπου Γ. Σωτηρόπουλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγω-
γίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 185. Παύλου Κουμα-
ριανού, «Σύμβολο καί πραγματικότητα στή Θεία Λειτουργία», σ. 26.
102

αὐτούς ἀπείρων θείων ἀγαθῶν ἀντεισαγαγεῖν ἄλλο τι καθ’ ὁτι-


οῦν οὐκ ἔχοντες»381.
Επόμενη στιγμή της θείας Λειτουργίας την οποία ερμη-
νεύει ο ιερός Μάξιμος είναι αυτή του τρισάγιου Ύμνου. Τον Ύ-
μνο αυτό τον αναφωνούν όλοι οι πιστοί, δηλώνοντας την «ἕνω-
σιν καί ἰσοτιμίαν» με τις αγγελικές δυνάμεις382. Βεβαίως πρόκει-
ται για γεγονός το οποίο λαμβάνει και αυτό χαρακτήρα εσχα-
τολογικό: «Ἡ δέ γινομένη τρισσή τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς θείας ὑμνολο-
γίας ἐκβόησις παρά παντός τοῦ πιστοῦ λαοῦ τήν πρός ἀσωμάτους
καί νοεράς δυνάμεις κατά τό μέλλον φανησομένην ἕνωσίν τε καί
ἰσοτιμίαν παραδηλοῖ»383.
Η εσχατολογική ένωση και η ισοτιμία με τις αγγελικές
δυνάμεις είναι ένα σημείο πολύ σημαντικό για τους πιστούς,
καθώς θα αξιωθούν να αποκτήσουν μια, κατά την έκφραση του
ιερού Μαξίμου, «ταὐτότητα τῆς ἀτρέπτου περί Θεόν ἀεικινησί-
ας»384. Η αεικινησία αυτή σαφέστατα δηλώνει ότι στη μέλλου-

381 Μυσταγ. σ. 206, 5-9. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς


τήν Γένεσιν 9, 5, PG 53, 80. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 202-203, υποσ. 61. Χαράλαμπου
Γ. Σωτηρόπουλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 185. Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα,
«Συμβολισμός καί Ρεαλισμός στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία», σ. 17. Παύ-
λου Κουμαριανού, «Σύμβολο καί πραγματικότητα στή θεία Λειτουρ-
γία», σ. 26, υποσ. 11, όπου και τονίζεται ότι αν και ο άγιος Μάξιμος
κάνει αναφορά στο «Σύμβολο της Πίστεως», επί της ουσίας αναφέ-
ρεται στην ευχή της αναφοράς. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχό-
λια, σ. 254.
382 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 4, 7,

PG 3, 481Α.
383 Μυσταγ. σ. 208, 2-5. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων

ὀνομάτων 1, 4, PG 3, 592BC. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ


ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 204-205, υποσ. 62. Χαράλαμπου
Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 185. Παύλου Κουμαριανού,
«Σύμβολο καί πραγματικότητα στή Θεία Λειτουργία», σ. 26.
384 Μυσταγ. σ. 208, 6-7. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρα-

νίου ἱεραρχίας 7, 1, PG 3, 205Β και 7, 4, PG 3, 212Α. Σε άλλη συνάφεια


103

σα ζωή οι πιστοί θα ζουν διαρκώς εντός της αγάπης του Θεού.


Σε αυτή την κατάσταση δε θα υπάρχει περίπτωση μιας εκ νέου
πτώσεως, αλλά αμετακίνητοι θα δοξολογούν τη μία τρισυπό-
στατη θεότητα385.
Μετά τον τρισάγιο Ύμνο ακολουθεί η απαγγελία του
«Πάτερ ἡμῶν»386. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική προσφώ-
νηση μέσα στη θεία Λειτουργία, επειδή είναι σύμβολο υιοθε-
σίας και κατά χάρη ένωση των πιστών με τον Θεό. Η ένωση
αυτή θα πραγματοποιηθεί με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος:
«Ἡ δέ παναγία τε καί σεπτή τοῦ μεγάλου καί μακαρίου Θεοῦ καί
Πατρός ἐπίκλησις τῆς δοθησομένης ἐνυποστάτου τε καί ἐνυπάρ-
κτου κατά δωρεάν καί χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας ἐστί
σύμβολον»387.
Με την ένωση αυτή οι πιστοί θα απαλλαγούν από οποια-
δήποτε φθορά της ανθρώπινης φύσης και ως υιοί του Θεού πλέ-

ο παραπάνω όρος εμφανίζεται ως «στάσιμον ταυτοκινησίαν». Βλ.


σχετικά: Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-
ρων 65, PG 90, 760Α. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-
ρων 2, PG 90, 272Β. Για το θέμα αυτό στη σύγχρονη βιβλιογραφία βλ.
Paul M. Blowers, «Maximus the Confessor, Gregory of Nyssa and the
Concept of ‘‘Perpetual Progress’’», Vigiliae Christianae 46 (1992), σσ.
151-171. Αθανασίου Β. Βλέτση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα στή θεολο-
γία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 152-164. Hans Urs von Balthasar,
Cosmic Liturgy, σσ. 351-354. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος,
σσ. 231-233.
385 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας 7, 4, PG 3,

212C. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ


Ὁμολογητοῦ, σσ. 204-205, υποσ. 62. Χαράλαμπου Γ. Σωτηρόπουλου,
«Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου
τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 185. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ.
291. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σ. 274.
386 Μυσταγ. σ. 208, 1-9. Βλ. Μτθ. 6, 9.

387 Μυσταγ. σ. 208, 2-5. Βλ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγω-

γικαί κατηχήσεις 5, 11, PG 33, 1117AB. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-


σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 206-207, υποσ. 63.
Eric David Perl, Methexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maxi-
mus Confessor, σ. 208.
104

ον θα υμνούν το Δημιουργό τους, Διευκρινίζεται πάντως ότι


πρόκειται για όσους στην επίγεια ζωή τους φρόντισαν να τη-
ρούν τις θείες εντολές και να στολίσουν τους εαυτούς τους με
το κάλλος της θείας αγαθότητας: «καθ’ ἥν πάσης ὑπερνικωμέ-
νης τε καί ἀποκαλυπτομένης ἀνθρωπίνης ἰδιότητος τῇ ἐπιφοιτή-
σει τῆς χάριτός, υἱοί Θεοῦ χρηματίσουσί τε καί ἔσονται πάντες οἱ
ἅγιοι, ὅσοι δι’ ἀρετῶν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη τῷ θείῳ τῆς ἀγαθότητος
κάλλει ἑαυτούς λαμπρῶς τε καί ἐπιδόξως ἐφαίδρυναν»388.
Η πορεία προς την κορύφωση όλων των στιγμών της θεί-
ας Λειτουργίας αρχίζει με την αναφώνηση του «Εἷς Ἅγιος»389, η
οποία και αυτή πραγματοποιείται από όλο το λαό στο τέλος της
μυστικής ιερουργίας390. Το «Εἷς Ἅγιος» δηλώνει την πέρα από
οποιαδήποτε λογική εξήγηση συνάθροιση και ένωση με την
κρυφή μονάδα της θείας απλότητας που θα πραγματοποιηθεί
στον άφθαρτο μελλοντικό αιώνα. Σε αυτόν οι πιστοί μαζί με τις
αγγελικές δυνάμεις θα γίνουν θεατές της θείας δόξας και της
μακάριας καθαρότητας: «Ἡ δέ κατά τό τέλος τῆς μυστικῆς ἱε-
ρουργίας παρά παντός τοῦ λαοῦ γινομένη τοῦ «Εἷς ἅγιος» καί τῶν
ἑξῆς ὁμολογία τήν ὑπέρ λόγον καί νοῦν πρός τό ἕν τῆς θείας ἁ-
πλότητος κρυφίον γενησομένην τῶν μυστικῶς τε καί σοφῶς κατά
Θεόν τετελεσμένων συναγωγήν τε καί ἕνωσιν δηλοῖ ἐν τῷ ἀ-
φθάρτῳ τῶν νοητῶν αἰῶνι, καθ’ ὅν <οἱ> τῆς ἀφανοῦς καί ὑπερ-
αρρήτου δόξης τό φῶς ἐποπτεύοντες τῆς μακαρίας μετά τῶν ἄνω
δυνάμεων καί αὐτοί δεκτικοί γίνονται καθαρότητος»391.

388 Μυσταγ. σ. 208, 5-9. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί διαφό-
ρων ἀπόρων 22, PG 90, 321ΒC. Βλ. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία:
Σχόλια, σσ. 313-314.
389 Μυσταγ. σ. 210, 1-16. Πιθανότατα πρόκειται για την ευχή

«Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός». Βλ. σχετικά: Κυρίλλου Ἱερο-
σολύμων, Μυσταγωγική 5, 19, PG 33, 1124B.
390 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 1,

PG 3, 425Α.
391 Μυσταγ. σ. 210, 3-9. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 208, υποσ. 64. Νικολάου Λουδ-
βίκου, Ἡ εὐχαριστιακή ὀντολογία, σσ. 49-52. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λει-
τουργία: Σχόλια, σ. 323.
105

Μετά την ομολογία «Εἷς Ἅγιος», ακολουθεί η μετάδοση


του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας392 στους πιστούς. Η θεία
Ευχαριστία είναι ένα γεγονός επαναλαμβανόμενο μέχρι τη
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού393. Αυτό άλλωστε δηλώνει η
χρήση ενεστωτικού χρόνου στις λέξεις «φάγετε» και «πίετε», με
τις οποίες θεμελίωσε ο Χριστός το μυστήριο της θείας Ευχαρι-
στίας. Η προτροπή του Χριστού «φάγετε» και «πίετε» δηλώνει
αφενός πως οι πιστοί ζουν στο παρόν το γεγονός αυτό394 και
αφετέρου ότι είναι ένα γεγονός με σωτηριολογικό περιεχόμε-
νο395, καθώς τελείται «νῦν καί ἀεί».
Η μετάδοση των αχράντων Μυστηρίων μεταβάλλει τους
ανθρώπους, καθιστώντας τους όχι μόνο «ὁμότροφους»396 αλλά
πολύ περισσότερο θεούς κατά χάρη, με τη συμμετοχή τους στο
κατ’ αιτίαν αγαθό, τον ίδιο τον Θεό: «μεθ’ ἥν ὡς τέλος πάντων ἡ
τοῦ μυστηρίου μετάδοσις γίνεται, μεταποιοῦσα πρός ἑαυτήν καί
ὁμοίους τῷ κατ’ αἰτίαν ἀγαθῷ κατά χάριν καί μέθεξιν ἀποφαί-
νουσα τούς ἀξίως μεταλαμβάνοντας». Όσοι μεταλαμβάνουν των

392 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 1,


PG 3, 425Α. Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η κοινωνία των α-
χράντων Μυστηρίων αποτελεί την πεμπτουσία της θείας Λειτουρ-
γίας καθώς αναμφίβολα έχει εσχατολογικό περιεχόμενο ως προτύ-
πωση και πρόγευση της βασιλείας του Θεού. Για τη σύνδεση αυτή
της θείας Ευχαριστίας με τη βασιλεία του Θεού βλ. περισσότερα:
Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα, «Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη
49 (1994), σσ. 7-18˙ Σύναξη 51 (1994), σσ. 83-101˙ Σύναξη 52 (1994), σσ.
81-97.
393 Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως

5, 2, 3, PG 7, 1127B: «Οὕτω καί τά ἡμέτερα σώματα ἐξ αὐτῆς τρεφόμε-


να καί τεθέντα εἰς τήν γῆν καί διαλυθέντα ἐν αὐτῇ ἀναστήσεται ἐν τῷ
ἰδίῳ καιρῷ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ τήν ἔγερσιν αὐτοῖς χαριζομένου εἰς
δόξαν Θεοῦ Πατρός, ὅς ὄντως τῷ θνητῷ τήν ἀθανασίαν περιποιεῖ καί
τῷ φθαρτῷ ἀφθαρσίαν προχαρίζεται».
394 Βλ. Eric David Perl, Methexis: Creation, incarnation, deification in

Saint Maximus Confessor, σ. 307.


395 Μτθ. 26, 26-29˙ Μρκ. 14, 22-25˙ Λκ. 22, 17-20˙ Ιω. 6, 53-55.

396 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 3,

PG 3, 428Β.
106

αχράντων Μυστηρίων ονομάζονται κατά χάρη θεοί, καθώς ο


Θεός γέμισε με την παρουσία Του ολόκληρη την ύπαρξη των
πιστών: «ἐν μηδενί αὐτοῦ λειπομένους κατά τό ἐφικτόν ἀνθρώ-
ποις καί ἐνδεχόμενον, ὥστε καί αὐτούς δύνασθαι εἶναί τε καί κα-
λεῖσθαι θέσει κατά χάριν θεούς, διά τόν αὐτούς ὅλους ἑαυτοῦ
πληρώσαντα ὅλον Θεόν καί μηδέν αὐτῶν τῆς αὑτοῦ παρουσίας
κενόν καταλείψαντα»397.

3) Η τελείωση του ανθρώπου ως «ἀκατάληκτος ἀεικινη-


σία»

Ο άγιος Μάξιμος στο μεγαλύτερο μέρος της «Μυσταγωγί-


ας» πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο,
καθώς επίσης και τη σχέση της Εκκλησίας με τον άνθρωπο, Με
άλλα λόγια περιγράφει αφενός τη σχέση του Δημιουργού με
την κτίση και αφετέρου τη σχέση της Εκκλησίας με τον άνθρω-
πο. Στην παρούσα ενότητα της μελέτης μας θα παρουσιασθεί η
σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και τον άνθρωπο. Η σχέση αυ-
τή είναι η πιο σημαντική για τον ίδιο και αφορά το σκοπό της ύ-
παρξής του, να φτάσει δηλαδή στην κατά χάρη θέωση, ή αλ-
λιώς στην τελείωση, καταδεικνύοντας παράλληλα ότι ο άνθρω-
πος επιτυγχάνει αυτό το στόχο μέσα στην Εκκλησία.
Θέλοντας να κάνει αυτή τη σύνδεση ανάμεσα στον άν-
θρωπο, την Εκκλησία και τον Θεό, ο ιερός συγγραφέας αρχίζει
την ανάλυσή του αναφερόμενος αρχικά στην Εκκλησία ως ει-
κόνα της ψυχής του ανθρώπου398. Το κεφάλαιο αυτό αποτυπώ-

397Μυσταγ. σ. 210, 10-16. Μυσταγ. σ. 200, 21-25 και Μυσταγ. σσ.


224, 20-226, 1. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μα-
ξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 208-209, υποσ. 65. Lars Thunberg, Man and
the Cosmos, σ. 169. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική
προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογη-
τοῦ», σ. 187. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σσ. 324 και 352.
Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σσ. 224-225. Γρηγορίου, Ἡ
Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σσ. 326-327.
398 Μυσταγ. σσ. 164, 1-180, 6.
107

νει μία ακριβέστερη θεώρηση για τον άνθρωπο, περιγράφοντας


τις δυνάμεις εκείνες της ψυχής οι οποίες βοηθούν στην ανάβα-
ση προς τον Θεό. Γεγονός επίσης είναι ότι «στήν πραγματικό-
τητα ἡ ψυχή δέν ὑπάρχει χωρίς τό σῶμα. Μόνο μέ τή λογική
μποροῦμε νά κάνωμε ἀφαίρεση τῆς ζωῆς της μέσα στό σῶ-
μα»399.
Η ψυχή αυτή καθ’ εαυτή αποτελείται από δύο δυνάμεις,
τη νοερά και τη ζωτική. Η πρώτη δύναμη έχει τη δική της
βούληση, ενώ αντίθετα η δεύτερη παραμένει αδρανής χωρίς
καμιά προαίρεση. Στη νοερά δύναμη ανήκει το θεωρητικό μέ-
ρος, το οποίο ονομάζεται νους και στη ζωτική δύναμη ανήκει το
πρακτικό το οποίο ονομάζεται λόγος400.
Σχετικά με το νου, ο ιερός Μάξιμος τονίζει ότι είναι εκεί-
νος ο οποίος κινεί την νοερά δύναμη, ενώ ο λόγος προνοεί για
τη ζωτική. Οι κινήσεις αυτές του νου και του λόγου που κατευ-
θύνονται προς τον Θεό, όταν διαφυλάσσονται, τότε ο νους ονο-
μάζεται σοφία και ο λόγος φρόνηση. Όταν ο λόγος ενώσει με το
νου τη ζωτική δύναμη, την οποία διοικεί, τότε μπορεί με τη σει-
ρά της η ζωτική δύναμη να αποδείξει ότι οι ενέργειές της δε δι-
αφέρουν καθόλου από εκείνες της νοεράς, καθώς μέσω της α-
ρετής, η ζωτική δύναμη έχει την ίδια εικόνα με το θείο, όπως α-
κριβώς και ο νους401.
Η ζωτική αυτή δύναμη, επισημαίνει ο συγγραφέας της
«Μυσταγωγίας», μοιράζεται εξίσου και στο νου και στο λόγο,
κάνοντας τη ψυχή να φαίνεται ότι αποτελείται από δύο στοι-
χεία, το νου και το λόγο, ακριβώς επειδή είναι νοερά και λογι-
κή. Έχοντας εξίσου τη ζωτική δύναμη, ο μεν νους με άρρητη σι-
γή και γνώση, μέσω της αλήστου και ακαταλήπτου γνώσεως
κινείται προς την αλήθεια με τη θεωρητική έξη, ο δε λόγος, με
την πρακτική έξη του σώματος και την αρετή, καταλήγει μέσω
της πίστης στο αγαθό. Ύστερα από τα παραπάνω καταλήγει
πως με τα δύο αυτά στοιχεία μαζί, το νου δηλαδή και το λόγο,

399 Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ


Ὁμολογητοῦ, σ. 134, υποσ. 24.
400 Μυσταγ. σ. 164, 3-11.

401 Μυσταγ. σ. 164, 11-18.


108

αποτελείται η πραγματική και αληθινή επιστήμη των θείων


και των ανθρωπίνων πραγμάτων, όλη η γνώση και κατάληξη
της θείας χριστιανικής φιλοσοφίας402.
Για να γίνει πιο εύληπτο, όλες τις παραπάνω αναφορές ο
άγιος Μάξιμος τις συνοψίζει ως εξής: η ψυχή αποτελείται από
δύο μέρη, το θεωρητικό και το πρακτικό. Όσον αφορά το θεω-
ρητικό της μέρος αυτή με τη σειρά της περιλαμβάνει το νου, τη
σοφία, τη θεωρία, τη γνώση, την άληστο γνώση και την αλή-
θεια. Σχετικά με το πρακτικό μέρος της ψυχής, αυτό αποτελεί-
ται από το λόγο, τη φρόνηση, την πράξη, την αρετή, την πίστη
και τέλος, το αγαθό403.
Με τον τρόπο αυτό σχηματίζονται πέντε συζυγίες, οι ο-
ποίες είναι α) νους-λόγος, β) σοφία-φρόνηση, γ) θεωρία-πράξη,
δ) γνώση-αρετή και ε) άληστος γνώση-πίστη404. Οι πέντε αυτές
συζυγίες καταλήγουν σε μία ακόμα συζυγία, την αλήθεια και
το αγαθό, η οποία σύμφωνα με τον ιερό Μάξιμο φανερώνει το
θείο405.

402 Μυσταγ. σ. 164, 19-166, 8. Βλ. George Dragas, «The Church in


St. Maximus’ Mystagogy», σ. 396. Norman Russell, The Doctrine of Deifi-
cation in the Greek Patristic Tradition, Oxford University Press, New York
2006, σσ. 270-271. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the
Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 167. Torstein Theodor Tollefsen,
The Christocentric Cosmology of St. Maximus the Confessor, σ. 188.
403 Μυσταγ. σ. 166, 9-18. Βλ. George Dragas, «The Church in St.

Maximus’ Mystagogy», σ. 397. Ο Hans Urs von Balthasar, σχολιάζον-


τας το χωρίο αυτό, όπου πληροφορούμαστε για τη σύνθεση της ψυ-
χής από δύο μέρη, το θεωρητικό και το πρακτικό, καταλήγει στο συ-
μπέρασμα ότι πιθανότατα για το σχήμα αυτό ο άγιος Μάξιμος στη-
ρίχθηκε στον Ευάγριο Ποντικό (Βλ. Εὐαγρίου Ποντικού, Περί τῶν ὀ-
κτώ λογισμῶν, PG 40, 1278A). Για το θέμα βλ. περισσότερα: Hans Urs
von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 338, υποσ. 217.
404 Μυσταγ. σ. 168, 1-3. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 136, υποσ. 25. Χαράλαμπου Γ.


Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 172.
405 Μυσταγ. σσ. 166, 27 και 168, 3-4. Βλ. George Dragas, «The

Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 397.


109

Έχοντας η ψυχή τις πέντε αυτές συζυγίες, κατευθύνεται


προοδευτικά προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του, κατορθώνο-
ντας να μιμηθεί με μια στέρεη και αμετάθετη προς το καλό έ-
ξη, το αμετάτρεπτο και ευεργετικό της θείας ουσίας και ενέρ-
γειας: «κατά πρόοδον ἡ ψυχή κινουμένη τῷ Θεῷ τῶν ὅλων ἑνοῦ-
ται, μιμουμένη αὐτοῦ τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας τό ἄτρεπτον
καί εὐεργετικόν διά τῆς ἐν τῷ καλῷ παγίας καί ἀμεταθέτου κα-
τά τήν προαίρεσιν ἕξεως»406.
Στο σημείο αυτό ο ιερός πατήρ, αναλύοντας ακόμα περισ-
σότερο τη συζυγία αλήθεια και αγαθό σε σχέση με την ουσία
και την ενέργεια του Θεού, αναφέρει πως, σχετικά με την αλή-
θεια, αυτή δηλώνει τον Θεό όταν φαίνεται ότι το θείο εκδηλώ-
νεται από την ουσία Του. Αυτό συμβαίνει επειδή η ίδια η αλή-
θεια από μόνη της δηλώνει κάτι το απλό, μόνο και ενιαίο αλλά
και κάτι το αμερές, το αμετάτρεπτο, το απαθές, το αλάνθαστο
και χωρίς καμία απολύτως διάσταση407.
Όσον αφορά το αγαθό και αυτό δηλώνει τον Θεό, όταν το
θείο εκδηλώνεται με την ενέργειά Του. Και αυτό επειδή το αγα-
θό ευεργετεί, προνοεί και φρουρεί όλα όσα εξέρχονται από αυ-
τό, δίνοντας σε όλα τα όντα, σύμφωνα με τους γραμματικούς,
εκείνους δηλαδή οι οποίοι ετυμολογούν τις διάφορες λέξεις, την
ύπαρξη (εἶναι), τη διάρκεια (τεθεῖσθαι) και την κίνησή τους (θέ-
ειν)408.

406 Μυσταγ. σ. 168, 4-7. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁ-γίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 138, υποσ. 26. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σσ. 397-398. Χαράλαμπου Γ.
Σω-τηρόπουλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ
ἁγί-ου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σσ. 174-175.
407 Μυσταγ. σ. 166, 18-22. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 136-137, υποσ. 25.
408 Μυσταγ. σ. 166, 22-25. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 24,

PG 91, 1288D-1289A: «…τό τόν αὐτόν Θεόν ἐν ἑαυτῷ μόνον, οἷα δή ἕνα
κυρίως ὄντα, μηδέν ἑαυτῷ τό παράπαν συνεπινοούμενον ἔχοντα κατά
τήν φύσιν διάφορον, ἐν ἑαυτῷ τε μόνον ἔχοντα τήν ἀπερινόητον ἄναρ-
χόν τε καί ἄπειρον καί ἀκατάληπτον μονιμότητα, ἐξ ἧς κατά ἀπειρό-
δωρον χύσιν ἀγαθότητος τά ὄντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παραγαγεῖν τε καί
ὑποστήσασθαι, θελῆσαι καί ἑαυτόν ἀναλόγως τοῖς ὅλοις καί τῷ καθ’
110

Εξηγώντας στη συνέχεια τη λειτουργία που έχουν οι πέ-


ντε συζυγίες της ψυχής, τις παρομοιάζει με το θείο δεκάχορδο
του πνευματικού ψαλτηρίου της ψυχής409. Μέσα από μια όμορ-
φη εικόνα ο ιερός συγγραφέας εξηγεί το ρόλο του λόγου, ο ο-
ποίος βρίσκεται μέσα στις δέκα αυτές χορδές και μπορεί πνευ-
ματικά να πλήττει μια άλλη δεκάδα, αυτή των εντολών, δημι-
ουργώντας τέλειους, αρμονικούς και μουσικούς φθόγγους με
τους οποίους υμνείται ο Θεός. Με τον τρόπο αυτό η δεκάδα των
χορδών της ανθρώπινης ψυχής, ενώνεται με τη δεκάδα των εν-
τολών, τον Χριστό, Εκείνον στον οποίο ο άνθρωπος οφείλει την
ύπαρξη του και στον οποίο καταλήγει410.
Ο άνθρωπος φτάνει στην ένωση με τον Θεό, κατανοεί τον
πραγματικό του ρόλο, καθώς θα μπορεί να αποδοθεί στην εικό-
να το κατ’ εικόνα, να τιμηθεί το αρχέτυπο. Πέραν αυτού μπορεί
να γνωρίσει τη δύναμη που κρύβει η σωτηρία μας αλλά και για
ποιον σταυρώθηκε ο Χριστός: «Ὅπερ ὁ γνῶναι δυνηθείς, ἐκ τοῦ
παθεῖν τά λεγόμενα, εἴσεται πάντως γνωρίσας ἤδη κατά τήν πεῖ-
ραν ἐναργῶς τό οἰκεῖον ἀξίωμα, πῶς ἀποδίδοται τῇ εἰκόνι τό κατ’

ἕκαστον ἀχράντως μεταδοῦναι, τῆς πρός τό εἶναι καί διαμένειν ἑκά-


στῳ χαριζόμενον δύναμιν». Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία
τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 137, υποσ. 25. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 397. Eric David Perl, Me-
thexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maximus Confessor, σσ.
262-263.
409 Μυσταγ. σ. 168, 8-10. Βλ. Ψαλμ. 91 (92), 4 και 143 (144), 9. Εὐα-

γρίου Ποντικού, Περί τῶν ὀκτώ λογισμῶν, PG 40, 1278A.


410 Μυσταγ. σ. 168, 10-20. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 140, υποσ. 27. Lars Thun-
berg, Man and the Cosmos, σ. 89. George Dragas, «The Church in St. Ma-
ximus’ Mystagogy», σ. 398. Eric David Perl, Methexis: Creation, incarna-
tion, deification in Saint Maximus Confessor, σ. 275. Χαράλαμπου Γ. Σω-
τηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγί-
ου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 173. Hans Urs von Balthasar, Cosmic
Liturgy, σ. 102. Torstein Theodor Tollefsen, The Christocentric Cosmology
of St. Maximus the Confessor, σσ. 122 και 183-184. Vladimir Kharlamov,
«Theosis in Patristic Thought», Theology Today 65 (2008), σ. 164.
111

εἰκόνα καί πώς τιμᾶται τό ἀρχέτυπον καί τίς τοῦ μυστηρίου τῆς
ἡμῶν σωτηρίας ἡ δύναμις καί ὑπέρ τίνος Χριστός ἀπέθανε»411.
Ο ιερός συγγραφέας, αφού παρουσίασε τις πέντε συζυγί-
ες των δύο πλευρών της ψυχής, έρχεται τώρα και αναλύει ακό-
μα περισσότερο το ρόλο που διαδραματίζουν ο νους και ο λόγος
στην πορεία της ψυχής προς την αλήθεια και το αγαθό. Όσον
αφορά το νου, αυτός φτάνει στην αλήθεια μέσω των πέντε
βαθμίδων της θεωρητικής πλευράς της ψυχής, χαράσσοντας
παράλληλα και τα όριά του.
Περιγράφοντας την πορεία αυτή του νου για να φτάσει
στην αλήθεια, ο ιερός συγγραφέας αναφέρει διάφορες τριάδες,
οι οποίες είναι η «δύναμιν - σοφίαν - εἶναι» και σχετίζεται με το
νου, καθώς και οι τριάδες της «σοφίας - θεωρίας - γνῶσεως» και
«δυνάμεως - ἕξεως -ἐνεργείας». Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τριά-
δες αυτές, καταλήγει στο συμπέρασμα, συμπλέκονται μεταξύ
τους βοηθώντας την ψυχή του ανθρώπου να φτάσει στον
Θεό412, μέσα από μια πορεία η οποία χαρακτηρίζεται ως «ἀκα-
τάληκτον καί ἐκτικήν ἀεικινησίαν»413.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» περι-
γράφει την πορεία που διαγράφει ο λόγος, επισημαίνοντας μια
ανάλογη πορεία με αυτή του νου. Ο νους περνάει μεσα από τις
πέντε βαθμίδες της πρακτικής πλευράς της ψυχής, για να κα-
ταλήξει στο τέλος στο αγαθό. Φτάνοντας στην πέμπτη βαθμί-

411 Μυσταγ. σ. 168, 20-24. Βλ. George Dragas, «The Church in St.
Maximus’ Mystagogy», σ. 398.
412 Μυσταγ. σ. 170, 5-23. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 141-144, υποσ. 28-29. Panayo-
tis Christou, «Maximus the Confessor on the infinity of Man», σ. 270.
George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σσ. 398-399.
Paul M. Blowers, «Maximus the Confessor, Gregory of Nyssa and the
Concept of ‘‘Perpetual Progress’’», σσ. 159-160. Paul M. Collins, «Com-
munion with God, a proposal for understanding the outcome of theosis
in the writings of Maximus the Confessor», Studia Universitatis Babeş-
Bolyai, Theologia Catholica Latina 50, 2, (2005), σ. 34. Βασιλείου Μπετσά-
κου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 222.
413 Μυσταγ. σ. 170, 14.
112

δα, την πίστη, η ψυχή διασφαλίζει την πορεία της προς τη θεία
πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται ως ακλόνητη.
Με τον τρόπο αυτό, η ψυχή φτάνει στο αγαθό, ώστε στο
τέλος να ενωθεί μαζί Του και να μείνει μέσα σε αυτό, γεγονός
το οποίο αποτελεί και το σκοπό της414. Η πίστη επομένως, βε-
βαιώνει το ακλόνητο αυτής της πορείας, επειδή, όπως τονίζε-
ται, η πίστη δίχως έργα είναι κάτι το νεκρό415.
Αν και εκ πρώτης όψεως από την περιγραφή φαίνονται
αυτονομημένες οι δύο πλευρές της ψυχής, η θεωρητική και η
πρακτική, στην πραγματικότητα η μία πλευρά δε νοείται δίχως
την άλλη. Οι δύο δυνάμεις της ψυχής αλλά και οι συζυγίες που
περιλαμβάνονται σε καθεμιά από αυτές, συμπλέκονται μεταξύ
τους, προάγοντας την ψυχή προς την αλήθεια και το αγαθό, ώ-
στε να ενωθεί μαζί Του. Είναι απαραίτητο ότι οι δύο αυτές ομά-
δες συζυγιών πρέπει να συνεργάζονται, χρησιμοποιώντας η
μία τα στοιχεία της άλλης, στην πορεία αυτή της ένωσης της
ψυχής με τον Θεό.
Ο άγιος Μάξιμος τονίζει ακόμα ότι, τα ζεύγη των συζυγι-
ών επιτελούν ισότιμο έργο μεταξύ τους και κανένα από αυτά
δεν λειτουργεί περισσότερο ή λιγότερο από το άλλο, καθώς υ-
πάρχει απόλυτη ισορροπία και συνύπαρξη μεταξύ τους. Μάλι-
στα η ένωση της ψυχής με την υπέρτατη συζυγία, τον ίδιο τον
Θεό, δε μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνεργία του αν-
θρώπου με το Άγιο Πνεύμα416.

414 Μυσταγ. σσ. 170, 24-172, 5. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί
διαφόρων ἀπόρων 2, PG 90, 272Β και 65, PG 90, 760Α. Βλ. Διονυσίου
Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας 7, 1, PG 3, 205Β και 7, 4, PG 3,
212Α. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, σσ. 144-145, υποσ. 30. George Dragas, «The Church in St.
Maximus’ Mystagogy», σ. 399.
415 Βλ. Ιακ. 2, 20, 26.

416 Μυσταγ. σ. 172, 6-21. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀπόρων 6, PG

90, 280D: «Οὐ γάρ γεννᾷ γνώμην τό Πνεῦμα μή θέλουσαν, ἀλλά βου-
λομένην μεταπλάττει πρός θέωσιν». Του ιδίου, Ἑρμηνεία τῆς Κυρια-
κῆς προσευχής, PG 90, 880B: «Βουλομένων γάρ οὐ τυραννουμένων τό
τῆς σωτηρίας μυστήριον». Ο Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει στο σημείο
αυτό για τη συνεργία του ανθρώπου με το Άγιο Πνεύμα τα εξής:
113

Για αυτό ο ιερός συγγραφέας τονίζει σε άλλη συνάφεια


ότι η θεωρία δίχως την πράξη, όπως και η πράξη δίχως τη θεω-
ρία, δε μπορεί να υπάρξει: «Τό τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον, ἐ-
πίδειξιν μέν λόγου, τόν βίον, δόξαν δέ βίου, τόν λόγον ποεῖται˙ καί
τήν μέν πρᾶξιν, θεωρίαν ἐνεργουμένην, τήν δέ θεωρίαν, πρᾶξιν
μυσταγωγούμενην»417. Είναι απαραίτητο, όπως επισημάνθηκε
παραπάνω, η ψυχή να εργάζεται για την πνευματική της τελεί-
ωση, χρειάζεται όμως και η χάρις του Αγίου Πνεύματος για την
ολοκλήρωση αυτής της πορείας: «ἡνίκα διά τῆς χάριτος τοῦ ἁγί-
ου Πνεύματος καί τῆς οἰκείας φιλοπονίας καί σπουδῆς ἀλλήλοις
ταῦτα συνάψαι τε καί ἱστουργῆσαι δυνηθῇ»418.
Στην κατάσταση στην οποία θα βρεθεί η ψυχή, ενοποιη-
μένη με τον Θεό, θα έχει μαζί της συγκεντρωμένα όλα εκείνα
τα στοιχεία τα οποία αποτελούν το θεωρητικό και πρακτικό
μέρος της ψυχής, ώστε η δεκάδα των στοιχείων αυτών να λει-
τουργεί ως μονάδα, καθιστώντας όσο είναι αυτό δυνατό, τον
εαυτό της όμοιο με τον Θεό μέσα από την κοινωνία μαζί Του419.
Στην ομοιότητα αυτή η ψυχή συγκεντρώνει επιπλέον και τις

«Προελθοῦσαι δέ εἰς ταὐτόν δικαιοσύνη ἔργων καί Πνεύματος χάρις,


εἰς ἤν συνῆλθον ψυχήν, ταύτην ζωῆς μακαρίας μετ’ ἀλλήλων ἐνέπλη-
σαν˙ διαζυγεῖσαι δέ ἀπ’ ἀλλήλων οὐδέν τῇ ψυχῇ κέρδος παρέχουσιν.
Ἤ τε γάρ τοῦ Θεοῦ χάρις ψυχαῖς φευγούσαις τήν σωτηρίαν οὐκ ἔχει
ἐπιφοιτᾶν, ἤ τε τῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀρετῆς δύναμις, οὐκ ἐξαρκεῖ καθ’
ἑαυτήν πρός τό τῆς ζωῆς εἴδος ἀναβιβάσαι ψυχάς ἀμοιρούσας τῆς
χάριτος». Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ, PG 46,
289C. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, σ. 146, υποσ. 31. George Dragas, «The Church in St.
Maximus’ Mystagogy», σ. 399. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστιακή
ὀντολογία, σ. 204. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy, σ. 102. Βασι-
λείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 248.
417 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί

οἰκονομικά 4, 89, PG 90, 1344Α.


418 Μυσταγ. σ. 172, 16-18.

419 Μυσταγ. σ. 172, 21-23. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 147, υποσ. 32. George Dra-
gas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 399. Norman Russell,
The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition, σ. 270.
114

τέσσερις γενικές αρετές, οι οποίες από άλλο έργο του αγίου


πατρός πληροφορούμαστε πως είναι η «φρόνησις, ἀνδρεία, σω-
φροσύνη, δικαιοσύνη»420.
Οι τέσσερις αυτές αρετές, αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Ο-
μολογητής, δηλώνουν τη θεία δεκάδα, η οποία βρίσκεται μέσα
στην ψυχή, παράλληλα όμως περιέχουν και τη μακάρια δεκάδα
των εντολών. Η τετράδα αυτή είναι μάλιστα δυνάμει δεκάδα,
καθώς αναπτύσσεται βαθμιαία έχοντας ως αρχή τη μονάδα:
«καλή τε καί μεγαλοπρεπής καί αὐτῷ κατά τό ἐφικτόν ἐμφερής
γενομένη τῇ συμπληρώσει τῶν τεσσάρων γενικῶν ἀρετῶν, τῶν
δηλωτικῶν μέν τῆς κατά ψυχήν θείας δεκάδος, περιεκτικῶν δέ
τῆς ἄλλης τῶν ἐντολῶν μακαρίας δεκάδος. Δεκάς γάρ δυνάμει
ἐστίν ἡ τετράς ἀπό τῆς μονάδος εἱρμῷ κατά πρόοδον συντιθεμέ-
νη»421.
Όμως η τετράδα είναι επιπρόσθετα και μονάδα, καθώς οι
αρετές περιέχουν το αγαθό και μέσα στον εαυτό της περιλαμ-
βάνει αδιαίρετη τη θεία ενέργεια: «καί πάλιν μονάς ἡ αὐτή κατά
σύνοδον τό ἀγαθόν μοναδικῶς περιέχουσα καί τό ἁπλοῦν καί ἀμε-
ρές τῆς θείας ἐνεργείας ἐφ’ ἑαυτῆς ἀτμήτως μεμερισμένον δει-
κνύουσα»422.
Ο ιερός συγγραφέας, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του σε
αυτό το σημείο, τονίζει ότι χάρη στις αρετές αυτές, η ψυχή μπό-

420 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 2, 79, 1009Β.


Βλ. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός Β’, 12, PG 8, 544C και Γ’,
11, PG 8, 640Α. Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πα-
τρός ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 869B.
421 Μυσταγ. σσ. 172, 23-174, 2. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί

θείων ὀνομάτων 5, 6, PG 3, 820D: «Καί γάρ ἐν μονάδι πᾶς ἀριθμός ἑνο-


ειδῶς προῦφέστηκε, καί ἔχει πάντα ἀριθμόν ἡ μονάς ἐν ἑαυτῇ μονα-
χῶς».
422 Μυσταγ. σ. 174, 2-4. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 27, PG

91, 1293C: «…κατά πρόοδον γέγονεν ἡ καθολική τῶν ὑπό θεωρίαν τῆς
Γραφῆς τρόπων δεκάς, καί εἰς ὅν ὡς ἀρχήν κατά περιγραφήν ἡ αὐτή
δεκάς ἀνατατικῶς εἰς μονάδα πάλιν συνάγεται». Βλ. Δημητρίου Στα-
νιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 148, υ-
ποσ. 33. George Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ.
399.
115

ρεσε να διατηρήσει ανέπαφο οτιδήποτε είναι δικό της, ενώ αντί-


θετα ότι είναι ξένο το απέρριψε. Καλλιεργώντας την τετράδα
των γενικών αρετών, η ψυχή αποκτά νου εύλογο, σοφία φρόνι-
μη, θεωρία έμπρακτη, γνώση ενάρετη και άληστο γνώση πιστή
και αμετάπτωτη. Η ψυχή προάγοντας τα έργα της ενώπιον του
Θεού, δηλαδή τα αιτιατά μαζί με τα αίτια και τις ενέργειες μαζί
με τις δυνάμεις, ως ανταπόδοση ο Θεός της χαρίζει την τελείω-
ση423.
Εξηγώντας ο άγιος Μάξιμος τη σχέση των αιτίων με τα
αιτιατά, όπως επίσης και των ενεργειών με τις δυνάμεις εμφα-
τικά τονίζει ότι, το πρακτικό μέρος των δυνάμεων της ψυχής α-
ποτελεί προϊόν του θεωρητικού της μέρους, το οποίο οδηγεί
στην αλήθεια και το αγαθό, τον Θεό424.
Η πορεία προς τον Θεό, περιλαμβάνει μια σειρά τρόπων,
οι οποίοι έχουν διττό χαρακτήρα, καθώς βρίσκονται μέσα στην
τελείωση αλλά βοηθούν και στην πραγματοποίησή της. Συγ-
κεκριμένα πρόκειται για την επιστήμη, η οποία συμπληρώνει
όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται η ανθρώπινη φύση για
να γνωρίσει τον Θεό. Υπάρχει ακόμα η γνώση που στηρίζεται
στην αλήθεια, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να έχει διαρκή πεί-
ρα του Θεού. Στη συνέχεια είναι η αγάπη, καθώς μετέχει σε
ολόκληρη τη θεία τερπνότητα και τέλος, είναι και η ειρήνη, η
οποία έχει το ρόλο να προετοιμάζει τους ανθρώπους που κρίθη-
καν άξιοι, να πάσχουν τα ίδια πράγματα που έπασχε και ο
Θεός425.

423 Μυσταγ. σ. 174, 4-11.


424 Μυσταγ. σ. 174, 12-15. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 150-151, υποσ. 35. George
Dragas, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 400.
425 Μυσταγ. σσ. 174, 17-176, 3. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-

σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 151-152, υποσ. 36.
Norman Russell, The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition,
σ. 271. Σε άλλα έργα του ο ιερός πατήρ σημειώνει ότι η πορεία της
τελείωσης του ανθρώπου θεωρείται πάθος. Βλ. Πρός Θαλάσσιον περί
διαφόρων ἀπόρων 22, PG 90, 320D και 23, PG 90, 374C. Του ιδίου, Περί
διαφόρων ἀποριῶν 5, PG 91, 1237D.
116

Στην κατάσταση αυτή δεν είναι μόνον ο Θεός ακίνητος


αλλά και η ίδια η ψυχή του ανθρώπου426, καθώς δέχτηκε τη θεία
ειρήνη η οποία έχει τα στοιχεία της σταθερότητας, του ακλόνη-
του και του ακίνητου και μπόρεσε να φτάσει στο υπέρτατο ζεύ-
γος, την αλήθεια και το αγαθό, αποφεύγοντας τις διάφορες α-
μαρτίες427. Αυτές ο άγιος Μάξιμος τις ονομάζει παρυπόσταση,
χρησιμοποιώντας τον όρο του συγγραφέα των αρεοπαγιτικών
συγγραμάτων428.
Για τον ιερό πατέρα, το μυστήριο της υποστατικής ενώσε-
ως της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού
αποτελεί αναμφίβολα βάση για την πραγματοποίηση της τε-
λειώσεως του ανθρώπου429. Ο Θεός «ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θε-
οποιηθῶμεν»430, κατά την προσφιλή έκφραση του Μεγάλου Α-

426 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν 2, PG 91,


1069ΑΒ: «Εἰ γάρ τό θεῶν (θεῖον) ἀκίνητον, ὡς πάντων πληρωτικόν,
πᾶν δέ τό ἐκ τοῦ μή ὄντος τό εἶναι λαβόν καί κινητόν». Για το θέμα της
κίνησης της κτίσεως και της ακινησίας του θείου βλ. περισσότερα:
Παναγιώτου Χρήστου, «Ἄνθρωπος ἄναρχος καί ἀτελεύτητος. Ἀπό
τήν ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ», Κληρονομία 12
(1980), σ. 259 κ.ε. Αθανασίου Β. Βλέτση, Τό προπατορικό ἁμάρτημα
στή θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 129-164. Χαράλαμπου Γ.
Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας καί πνευματικῆς ζωῆς
κατά τήν διδασκαλίαν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 111-117. Βασι-
λείου Μπετσάκου, Στάσις ἀεικίνητος, σ. 83 κ.ε.
427 Μυσταγ. σ. 176, 3-10. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 154, υποσ. 37. George Dragas,
«The Church in St. Maximus’ Mystagogy», σ. 400.
428 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 4, 31, PG 3,

809D.
429 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 60, PG 90, 621Α. Βλ. Εβρ. 2, 10. Ángel Francisco Sánchez-Escobar,
Iohannes, (Monk), Theosis: Fusion of Man/Woman and God? (A Patristic,
Orthodox Perspective), εκδ. The St. Stephen Harding College Publishing
House, Winston-Salem 2008, σ. 84.
430 Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54,

PG 25, 192B. Του ιδίου, Κατά Ἀρειανῶν 1, 39, PG 26, 92C και 2, 59, PG
26, 273A. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀ-
πόρων 60, PG 90, 401Α.
117

θανασίου. Όμως η πραγματοποίηση της τελείωσης, όπως και η


σωτηρία, δε μπορεί να υπάρξει εκτός των ορίων και της ζωής
της Εκκλησίας431.
Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου δεν υφίσταται δί-
χως τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας και ασφα-
λώς πολύ περισσότερο στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας:
«Κἀντεῦθεν πάλιν, ὥσπερ ἐπιστημόνως ἤδη τούς ἐν τοῖς οὖσι
πάντας λόγους περάσαντας, πρός τήν ἄγνωστον ἀγνώστως διά
τοῦ «εἷς ἅγιος» καί τῶν ἑξής ἄγει μονάδα, τῇ χάριτι θεωθέντας
καί κατά μέθεξιν πρός αὐτήν ὁμοιωθέντας τῇ κατά δύναμιν ἀ-
διαιρέτῳ ταὐτότητι»432. Την πραγματικότητα αυτή δηλώνει και
ο ιερός πατήρ όταν άμεσα συνδέει την πορεία της ψυχής προς
την τελείωση με τις διάφορες στιγμές της θείας Λειτουργίας433.
Από την πρώτη κιόλας είσοδο της αγίας σύναξης, η ψυχή
καλείται να αποφύγει όλες εκείνες τις πλάνες των υλικών
πραγμάτων, οι οποίες την εμποδίζουν να γνωρίσει τον Θεό από
τα δημιουργήματά Του434. Πράγματι στον αισθητό κόσμο λαμ-
βάνει χώρα ένας διαρκής πόλεμος ανάμεσα στα αισθητά, ο ο-
ποίος έχει ως αποτέλεσμα την ακαταστασία, τη φθορά και την
καταστροφή των αισθητών μεταξύ τους435.

431 Κυπριανοῦ Καρχηδόνος, Epistola Ad Jubajanum de haereticis


baptizandis, 73, 21, PL 3, 1123Β: «salus extra Ecclesiam non est».
432 Μυσταγ. σ. 200, 21-25. Βλ. Μυσταγ. σ. 210, 10-16. Μυσταγ. σσ.

224, 20-226, 1. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱε-


ραρχίας 3, 12, PG 3, 444Α. Για τη σύνδεση της θείας Ευχαριστίας και
της τελείωσης στον άγιο Μάξιμο βλ. σχετικά: Χαράλαμπου Γ. Σωτη-
ροπούλου, «Εὐχαριστία καί θέωσις κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁ-
μολογητήν καί τόν Νικόλαον Καβάσιλαν», Ἐκκλησία 10 (1974), σ. 249
κ.ε.
433 Μυσταγ. σσ. 212, 1-220, 7.

434 Μυσταγ. σσ. 212, 1-214, 2. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί

διαφόρων ἀπόρων 13, PG 90, 296B και 296C. Του ιδίου, Κεφάλαια περί
ἀγάπης, PG 90, 981C. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου
κατασκευῆς 16, PG 44, 185D.
435 Μυσταγ. σ. 214, 2-7. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία

τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 212-214, υποσ. 67.


118

Έχοντας η ψυχή, τη βοήθεια του Θεού στον πόλεμο αυτό,


μένει ατάραχη και δεν επηρεάζεται από αυτόν και ελεύθερα
μέσα στην Εκκλησία οδηγείται από τον Θεό, ακούγοντας τα
θεία αναγνώσματα, στο να γνωρίσει τους «λόγους τῶν ὄντων»,
όπως επίσης και το μέγα μυστήριο της θείας πρόνοιας που α-
ποκαλύφθηκαν μέσα στο Νόμο και τους προφήτες436.
Ακολούθως, η ψυχή μεταβαίνει εκεί που είναι συγκεντρω-
μένοι με ενιαίο και συγκεντρωτικό τρόπο οι «λόγοι τῶν ὄντων»,
δηλαδή στο ευαγγέλιο437, στο οποίο σύμφωνα με τον ιερό πατέ-
ρα «πάντες τῆς τε προνοίας καί τῶν ὄντων οἱ λόγοι κατά μίαν πε-
ριοχῆς δύναμιν ἑνοειδῶς προϋφεστήκασι»438.
Αμέσως μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου, η ψυχή γί-
νεται μάρτυς της κατάβασης του Χριστού από τον ουρανό μέσα
στην Εκκλησία, πράξη η οποία συμβολίζεται με την κατάβαση
του αρχιερέως από τον ιερατικό θρόνο. Ο Χριστός μετά την κα-
τάβασή του, αναλαμβάνει να διαχωρίσει τους κατηχουμένους
από τις σκέψεις του αισθητού κόσμου που εμποδίζουν την ανά-
βαση της ψυχής439.
Στη συνέχεια, το κλείσιμο των θυρών δηλώνει την έξοδο
της ψυχής από τον αισθητό κόσμο και τη μετάβασή της στο νο-
ητό κόσμο. Εκεί ο Θεός και πάλι οδηγεί τη ψυχή στην «ἐπιστή-
μην τῶν νοητῶν»440, η οποία δηλώνεται με την είσοδο «τῶν ἀρ-
ρήτων Μυστηρίων». Η «ἐπιστήμη» αυτή «τῶν νοητῶν», βοηθάει
την ψυχή να συγκεντρώνει στον εαυτό της τις δυνάμεις και να
ενώνει νοητά τον εαυτό της με τον Λόγο του Θεού, μέσω του

436 Μυσταγ. σ. 214, 7-14. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 214-215, υποσ. 68.
437 Μυσταγ. σ. 214, 19-21.

438 Μυσταγ. σ. 214, 21-23. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 42,

PG 91, 1328C: «Ἀλλά πάντα τῇ βουλήσει τοῦ Θεοῦ προγνωστικῶς κατά


τήν ἄπειρον αὐτοῦ δύναμιν ἀεί περιέχεσθαι πιστεύομεν». Βλ. Δημη-
τρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ,
σ. 215, υποσ. 69.
439 Μυσταγ. σσ. 214, 23-216, 2. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσ-

ταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 216, υποσ. 70.


440 Μυσταγ. σ. 216, 7.
119

θείου ασπασμού και να διδάσκεται τους λόγους και τους τρό-


πους της σωτηρίας της με το «σύμβολο τῆς πίστεως»441.
Αφού συμβούν τα παραπάνω, η ψυχή οδηγείται στη «γνῶ-
σιν τῆς ἐκφανοῦς θεολογίας»442, όπου διδάσκεται στον ίδιο βαθ-
μό με τους αγγέλους, το άρρητο μυστήριο του Θεού, ο οποίος εί-
ναι ένας στην ουσία και τρεις στις υποστάσεις443. Εκεί θα μπο-
ρέσει να οδηγηθεί στην κατά χάρη υιοθεσία προσφωνώντας
τον Θεό ως Πατέρα μέσω της προσευχής του «Πάτερ ἡμῶν»444,
και όπου θα είναι σε θέση να γνωρίσει ακόμα περισσότερο τα
θεία445.
Στην κατάσταση αυτή της κατά χάρης υιοθεσίας, η ψυχή
απαρνείται τον ίδιο της τον εαυτό καθώς το μόνο που την εν-
διαφέρει είναι να δοθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, ο οποίος την
θεοποίησε ολοκληρη446, έτσι ώστε να είναι, όπως εμφατικά το-
νίζει και ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών συγγραμάτων, «εἰ-
κών καί φανέρωσις τοῦ ἀφανοῦς φωτός, ἔσοπτρον ἀκραιφνές, δι-
ειδέστατον, ἀλώβητον, ἄχραντον, ἀκηλίδωτον, εἰσδεχόμενον ὅλην
(εἰ θέμις εἰπεῖν), τήν ὡραιότητα τῆς ἀγαθοτύπου θεοειδείας καί

441 Μυσταγ. σ. 216, 3-11. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία


τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 217-219, υποσ. 71.
442 Μυσταγ. σ. 216, 14-15.

443 Μυσταγ. σσ. 216, 15-218, 10. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-

σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 220-221, υποσ. 72.
444 Μυσταγ. σ. 218, 11-16. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 222, υποσ. 73. Lars Thun-
berg, Man and the Cosmos, σ. 172. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστι-
ακή ὀντολογία, σ. 228.
445 Μυσταγ. σ. 218, 16-17. Βλ. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί

θείων ὀνομάτων 2, 9, PG 3, 648Β.


446 Μυσταγ. σσ. 218, 18-220, 1. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυ-

σταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σ. 222, υποσ. 74. Eric
David Perl, Methexis: Creation, incarnation, deification in Saint Maximus
Confessor, σ. 309. Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, σ. 314. Nor-
man Russell, The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition, σ.
272.
120

ἀμιγῶς ἀναλάμπον ἐν ἑαυτῷ, (καθάπερ οἷον τέ ἐστι), τήν ἀγαθό-


τητα τῆς ἐν ἀδύτοις σιγῆς»447.
Η σκέψη του αγίου Μαξίμου δεν περιορίζεται μόνο στην
περιγραφή της πορείας της ψυχής προς την τελείωση. Όπως έ-
χει ήδη επισημανθεί, η ψυχή δίχως το σώμα δε νοείται και αυτό
επειδή στην πατερική θεολογία εξαρχής διευκρινίστηκε ότι ο
άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα.
Ο ίδιος ο Θεός με τη δημιουργία του ανθρώπου τον κάλε-
σε, όπως δηλώνει και η πατερική θεολογία, να γίνει «θεός κεκε-
λευσμένος»448. Αναμφίβολα όμως για να φτάσει κανείς στην τε-
λείωση, χρειάζεται να διέλθει από διάφορα πνευματικά στάδια
και ειδικότερα τα στάδια του καθαρμού, του φωτισμού και της
θέωσης ή τελείωσης. Τα πνευματικά αυτά στάδια ο συγγρα-
φέας της «Μυσταγωγίας» τα ονομάζει «φυσικήν θεωρίαν»449,
«συμβολική θεωρία»450 και «θεολογική μυσταγωγία»451.
Άριστος γνώστης της πατερικής γραμμής και άξιος συνε-
χιστής της, ο ιερός πατήρ, δεν παραλείπει και ο ίδιος να τονίσει
αυτό το γεγονός, καθώς τα στάδια αυτά μέσα στην Εκκλησία
αντιστοιχούν με τους τρεις βαθμούς των μελών της, δηλαδή
των πιστών, των πρακτικών και των θεωρητικών452. Μάλιστα ο
ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής βεβαιώνει για τα διάφορα
στάδια πνευματικής τελείωσης των μελών της Εκκλησίας, όταν
αναφέρει πως η Εκκλησία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος

447 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 4, 22, PG 3,


724Β. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ, σσ. 223-225, υποσ. 75. Βασιλείου Μπετσάκου, Στάσις
ἀεικίνητος, σ. 215.
448 Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τόν μέγαν Βασίλειον, ἐπιτάφιος,

PG 36, 560A.
449 Μυσταγ. σ. 162, 9-10. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5, PG

91, 1241C.
450 Μυσταγ. σ. 158, 19.

451 Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά 5, 94, PG 90,

1388D. Του ιδίου, Περί διαφόρων ἀποριῶν 5, PG 91, 1241C.


452 Μυσταγ. σ. 226, 14-18. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγω-

γία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σσ. 230-231, υποσ. 77.
121

«μεταπλάττουσαν» του πιστούς «ἐπί τό θειότερον ἀναλόγως ἑ-


αυτῷ»453.
Όλα όσα έχει ήδη αναφέρει στη «Μυσταγωγία» του ο
άγιος Μάξιμος, τα εντάσσει και τα συνδέει στο σημείο αυτό με
τους τρεις βαθμούς των μελών της Εκκλησίας. Κατά αυτό τον
τρόπο, η Εκκλησία ως εικόνα του Θεού συνδέει τους πιστούς με
την πίστη, ενώνει τους πρακτικούς με την ταυτότητα της μίας
γνώμης και τους θεωρητικούς με την ενότητα της μίας αδιαί-
ρετης γνώσης454.
Αλλά και τα θεία αναγνώσματα ο ιερός πατήρ τα συνδέει
με τις τρεις αυτές τάξεις. Τα θεία αναγνώσματα για τους πι-
στούς φανερώνει πως είναι επιβεβλημένο να προκόβουν στην
πίστη, για τους πρακτικούς να επιτύχουν μια μόνιμη και ακλό-
νητη διάθεση στην αρετή, αποφεύγοντας τους πειρασμούς του
διαβόλου. Τέλος, για τους θεωρητικούς δηλώνει ότι είναι απα-
ραίτητη η έξη της θεωρίας, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν, όσο
είναι αυτό δυνατό, τους πνευματικούς λόγους της αισθητής
πραγματικότητας και της πρόνοιας του Θεού και να οδηγηθούν
στην αλήθεια455.
Επιπρόσθετα, η ανάγνωση του ευαγγελίου στους πιστούς
διώχνει την αρχαία πλάνη, στους πρακτικούς νεκρώνει το σαρ-
κικό νόμο και φρόνημα και στους θεωρητικούς δείχνει τη συγ-
κέντρωση και αναφορά των διαφόρων λόγων στον ένα λόγο,
αφού προηγουμένως έχει τελειώσει η ποικίλη λεπτομερής θεω-
ρία456.
Στη συνέχεια η κάθοδος του επισκόπου από το θρόνο και
την αόρατη έλευση του Θεού Λόγου, για τους πιστούς σημαίνει
τη βεβαίωση της πίστης τους, για τους πρακτικούς την τέλεια
απάθεια, η οποία διώχνει μακριά κάθε εμπαθή λογισμό και για
τους θεωρητικούς δηλώνει την θεώρηση των λόγων των πραγ-

453 Μυσταγ. σ. 222, 13-14. Του ιδίου, Πρός Θαλάσσιον περί δια-
φόρων ἀπόρων 10, PG 90, 289Α: «ἄλλος ἄλλου κατά ποιόν ἤ ποσόν τῆς
πνευματικῆς ἡλικίας ἐστίν ὑψηλότερος».
454 Μυσταγ. σ. 226, 10-18.

455 Μυσταγ. σ. 228, 1-10.

456 Μυσταγ. σ. 228, 16-23.


122

μάτων, η οποία απομάκρυνε από τη ψυχή όλες εκείνες τις υλι-


κές εικόνες457.
Ακολουθεί το κλείσιμο των θυρών, η είσοδος των αγίων
Μυστηρίων, ο θείος ασπασμός και το σύμβολο της πίστεως. Για
τους πιστούς οι στιγμές αυτές της θείας Λειτουργίας σημαίνουν
την προκοπή και το πέρασμα από την απλή πίστη στα δόγμα-
τα, στη μύηση, στην ομοφωνία των πιστών και στην ευχαρι-
στία. Για τους πρακτικούς δηλώνουν το πέρασμα από τα έργα
στη θεωρία, από τη στιγμή που υπάρχει το κείσιμο των αισθή-
σεων απέναντι στα εξωτερικά πράγματα. Τέλος, για τους θεω-
ρητικούς δηλώνουν το πέρασμα από τη φυσική θεωρία στην α-
πλή κατανόηση των νοητών, σε τέτοιο σημείο που δε ζητούν να
γνωρίσουν το θείο και άρρητο λόγο με την αίσθηση ή με τα νο-
ήματα458.
Ο άγιος Μάξιμος ολοκληρώνει σε αυτό το σημείο την επι-
χειρηματολογία του, η οποία αφορά την τελείωση του ανθρώ-
που μέσω της Εκκλησίας, αναφερόμενος στον τρισάγιο Ύμνο.
Ο Ύμνος αυτός φανερώνει για τους πιστούς τη θεολογική άμιλ-
λα με τους αγγέλους όσον αφορά την πίστη. Για τους πρακτι-
κούς σημαίνει την ισάγγελη λαμπρότητα της ζωής και τη γλυ-
κιά δύναμη της θεολογικής υμνολογίας, ενώ για τους θεωρητι-
κούς δηλώνει τους ισάγγελους στοχασμούς για τη θεότητα,
τους ύμνους αλλά και την αδιάκοπη κίνηση459.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι για να φτάσει
κάποιος στο τελευταίο στάδιο της τελείωσης, την οποία ο συγ-
γραφέας της «Μυσταγωγίας» ονομάζει «θεολογική μυσταγω-
γία», θα πρέπει να διέλθει προηγουμένως από τα στάδια της
καθάρσεως και του φωτισμού ή, όπως τα χαρακτηρίζει ο ιερός
συγγραφέας, «φυσική θεωρία» και «συμβολική θεωρία» αντί-
στοιχα. Στην κατάσταση αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται από τον
ιερό πατέρα ως «ἀκατάληκτος ἀεικινησία», η τελείωση του

457 Μυσταγ. σσ. 228, 24-230, 6.


458 Μυσταγ. σ. 230, 7-28.

459 Μυσταγ. σ. 232, 1-13.


123

ανθρώπου δεν είναι μία πράξη στατική, αλλά αντίθετα, είναι


μία πράξη δυναμική και συγχρόνως κινητική460.
Ακριβώς επειδή πρόκειται για πράξη κινητική, σημαίνει
ακόμα ότι η πορεία προς το «καθ’ ὁμοίωσιν» και την κατά χάρη
ένωση με τον Θεό είναι μία πράξη διαρκής. Η τελείωση δε μπο-
ρεί να δηλώνει στατικότητα, καθώς ο άνθρωπος καλείται να ο-
μοιάσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, περισσότερο προς τον Δημι-
ουργό του.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται τελικά ότι η «ἀκατά-
ληκτος ἀεικινησία» βιώνεται πραγματικά από τον πιστό, μέσα
από τη συμμετοχή του στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας,
όπου η τελείωση προσφέρεται ως δωρεά από τον Θεό προς τον
άνθρωπο461.

460 Βλ. Μυσταγ. σ. 166, 1-5.


461 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπό-

ρων 59, PG 90, 608C.


124

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην παρούσα μελέτη έγινε προσπάθεια να παρουσια-


σθεί η «Μυσταγωγία», ένα από τα πιο γνωστά και πολυσή-
μαντα θεολογικά έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού,
και με ειδικότερα τα θέματα που απορρέουν από το κείμενο
αυτό και σχετίζονται με την Εκκλησία, τον κόσμο, και την τε-
λείωση του ανθρώπου. Αν και μικρό σε έκταση, το έργο αυτό
διακρίνεται για τα υψηλά και εν πολλοίς δυσνόητα θεολογικά
του νοήματα καθώς σε πολλά σημεία δε λείπουν τα παραδείγ-
ματα και οι περιγραφικές εικόνες, τις οποίες ο ιερός πατήρ χρη-
σιμοποιεί αρκετές φορές.
Με τα όσα αναφέρθηκαν, διαπιστώθηκε αρχικά η συμβο-
λή των θέσεων του Μαξίμου στην τελική επικράτηση της Εκ-
κλησίας απέναντι στις αιρέσεις του Μονοθελητισμού και του
Μονοενεργητισμού που ταλάνιζαν την εποχή εκείνη την αυτο-
κρατορία αλλά και την καταδίκη τους, στη συνέχεια, από την
Στ’ Οικουμενική Σύνοδο.
Στη «Μυσταγωγία» αν και απουσιάζουν οι αντιμονοθελη-
τικές αναφορές, εν τούτοις το περιεχόμενό της καθόλου δεν υ-
στερεί από το να παρουσιαστεί ευσύνοπτα, μέσα από ένα εκ
πρώτης όψεως λειτουργικό κείμενο, η ορθόδοξη δογματική δι-
δασκαλία του ιερού συγγραφέα.
Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης μας, προσπαθήσαμε να
παρουσιάσουμε με ποιο τρόπο η Εκκλησία είναι τύπος και εικό-
να του Θεού. Σύμφωνα με τον ιερό συγγραφέα, η Εκκλησία
πραγματοποιεί το ίδιο ενοποιητικό έργο με τον Θεό, μιμούμενη
κατά ανάλογο τρόπο τη θεία ενέργεια. Προκειμένου να κατά-
στήσει πιο σαφή αυτή τη θεολογική θέση, περιγράφει πρώτα τη
σχέση του Θεού με τον κόσμο, χωρίς όμως να παραλείψει να
αναφερθεί σε εκείνες τις θεολογικές αρχές, οι οποίες αφορούν
τη σχέση αυτή.
125

Ο κόσμος, ως δημιούργημα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», είναι κτι-


στός, πλήρως εξαρτημένος από τον άκτιστο τρισυπόστατο Θεό,
με τον οποίο κοινωνεί μονάχα μέσω των θείων ενεργειών Του,
καθώς ως κτίσμα διαφέρει ριζικά από την ουσία του Θεού, η
οποία παραμένει «ἄγνωστος καί πᾶσιν ἄβατος». Με τον τρόπο
που ο Θεός «συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει καί ἐνδιασφίγ-
γει» όλα τα όντα μεταξύ τους, κατά παρόμοιο τρόπο και η Εκ-
κλησία αναλαμβάνει να πραγματώσει το ενοποιητικό αυτό έρ-
γο.
Ο ιερός συγγραφέας παραλληλίζει την Εκκλησία με τον
κόσμο, ο οποίος αποτελείται από το νοητό και τον αισθητό,
αναφέροντας πως η Εκκλησία είναι ένας οίκος, παρόλο που
χωρίζεται σε ιερό βήμα και κυρίως ναό. Ο ίδιος διαχωρισμός
ισχύει όχι μόνο για τον αισθητό αλλά και το νοητό κόσμο,
δείχνοντας την αλληλεξάρτηση των δύο κόσμων, χωρίς ωστόσο
να υπάρχει σύγχυση μεταξύ τους.
Όταν αναφέρεται στη σχέση του Θεού με τον κόσμο, ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναπτύσσει το ζήτημα για «τή
θεωρία καί τούς λόγους τῶν ὄντων». Η «θεωρία τῶν ὄντων» έχει
διάφορες σημασίες με πιο σημαντική να εντοπίζεται στην ανά-
βαση της ψυχής προς τον Θεό, ενώ ολόκληρη η φράση σημαίνει
απλά την προαιώνια, αλλά όχι συναΐδια, ύπαρξή τους εντός
του Θεού, καθώς και ότι είναι προϊόντα της δημιουργικής Του
βουλής.
Η πορεία του ανθρώπου να γνωρίσει τον Θεό, πάντοτε
έχει ως γνώμονα την ετερουσιότητα της θείας ουσίας σε σχέση
με την ουσία των κτιστών όντων. Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει
τον Θεό μόνο μέσω των θείων ενεργειών, είναι σε θέση να
περιγράψει «τά περί Θεοῦ» και ασφαλώς όχι τον Θεό «καθ’ ἑαὐ-
τόν». Στην πορεία της γνώσης αυτής είναι γνωστές δύο οδοί θε-
ογνωσίας, οι οποίες ονομάζονται αποφατική και καταφατική
θεολογία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρήθηκε μία ανθρωπολογική
παρουσίαση της Εκκλησίας, καθώς ο ιερός συγγραφέας επιχει-
ρεί να εξηγήσει με ποιο τρόπο η Εκκλησία είναι εικόνα του αν-
θρώπου, και πως αυτή εικονίζεται σαν άνθρωπος από αυτόν.
126

Στη συνέχεια αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η Αγία Γρα-


φή ονομάζεται άνθρωπος, και πως ο άνθρωπος είναι εικόνα
του κόσμου αλλά και ο κόσμος εικόνα του ανθρώπου.
Η Εκκλησία είναι εικόνα του ανθρώπου με τρόπο αναγω-
γικό. Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι εικόνα του Θεού και ο άν-
θρωπος, είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, υπάρχει ανά-
λογη και σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και του ανθρώπου.
Ο άγιος Μάξιμος τονίζει και τη σχέση μεταξύ του ανθρώ-
που και της Αγίας Γραφής. Η Αγία Γραφή, επισημαίνει αποτε-
λείται από δύο μέρη, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τα
δύο αυτά μέρη τα συνδέει με τον άνθρωπο, από τη στιγμή που
και ο άνθρωπος είναι διφυής, αποτελούμενος από σώμα και
ψυχή. Εν προκειμένω, το σώμα της αγίας Γραφής είναι η Πα-
λαιά Διαθήκη, ενώ η ψυχή της είναι η Καινή Διαθήκη.
Έχοντας ως βάση ο ιερός πατήρ το διφυές του ανθρώπου,
συνδέει τον άνθρωπο με τον κόσμο. Αυτό το πραγματοποιεί
αναφέροντας ότι και ο κόσμος αποτελείται από δύο μέρη, τον
ορατό και το νοητό. Οι δύο αυτοί κόσμοι σχετίζονται με τον
άνθρωπο, επειδή ο ορατός κόσμος λογίζεται ως σώμα και ο
νοητός ως ψυχή, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την ενότητα
και αλληλεξάρτηση των δύο κόσμων. Τα παραπάνω οδηγούν
και σε μία ακόμα θεμελιώδη πατερική θέση, για τη θέση και
την αποστολή του ανθρώπου ως μεσίτη ανάμεσα στους δύο
κόσμους, τον αισθητό και το νοητό.
Στην περιγραφή των διαφόρων «στιγμῶν» της θείας Λει-
τουργίας που επιχειρεί ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας», επι-
σημαίνει τον ιδιαίτερο συμβολισμό καθεμίας. Από τις λειτουρ-
γικές αυτές στιγμές, ίσως οι σημαντικότερες, αφορούν την κα-
τάβαση του αρχιερέως από τον ιερατικό θρόνο και οπωσδήποτε
η πεμπτουσία όλης της Λειτουργίας, τη Θεία Κοινωνία, από την
οποία κοινωνούν όλοι οι πιστοί.
Στη συνάφεια αυτή ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο θεο-
λογικό ζήτημα για το σκοπό της θείας Ενανθρώπησης. Πρόκει-
ται για ένα θέμα, όπου υπάρχουν διάφορες απόψεις στη σύγ-
χρονη βιβλιογραφία, οι οποίες υποστηρίζουν, καθεμία από την
πλευρά της, πως ο άγιος Μάξιμος ασχολήθηκε με το σκοπό της
127

θείας Ενανθρωπήσεως, ο οποίος ονομάζεται είτε εμπροϋπόθε-


τος είτε απροϋπόθετος Ενανθρώπηση. Σχετικά με τη δεύτερη
«στιγμή», αναμφίβολα είναι και η πιο σημαντική μέσα στη θεία
Λειτουργία, καθώς μέσω της Θείας Κοινωνίας, οι άνθρωποι
ενώνονται με τον Χριστό, με τελικό σκοπό να γίνουν θεοί κατά
χάρη.
Η τελευταία ενότητα της παρούσας μελέτης, σχετίζεται
με το γεγονός της τελείωσης του ανθρώπου. Αρχικά περιγρά-
φει την ψυχή του ανθρώπου καθ’ εαυτή, τονίζοντας τις πέντε
συζυγίες, οι οποίες βοηθούν την ψυχή να φτάσει στην υπέρτα-
τη συζυγία, τον Θεό.
Έπειτα, το γεγονός της τελείωσης ο άγιος Μάξιμος το
συνδέει με τη συμμετοχή των πιστών στη θεία Λειτουργία.
Όλες οι «στιγμές» της θείας Λειτουργίας βοηθούν τον πιστό
στην πνευματική του ανάβαση προς τον Θεό και την ένωση μα-
ζί Του μέσω της Θείας Κοινωνίας.
Για να φτάσει όμως ο άνθρωπος στην τελείωση, χρειάζε-
ται να διέλθει από τις βαθμίδες της καθάρσεως, του φωτισμού
και της θέωσης τις οποίες ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ανα-
φέρει ως «φυσικήν θεωρίαν», «συμβολικήν θεωρίαν» και «θεολο-
γικήν μυσταγωγίαν». Τα τρία αυτά στάδια ο ιερός συγγραφέας
τα συσχετίζει με τις τρεις τάξεις ανθρώπων μέσα στην Εκκλη-
σία, δηλαδή τους πιστούς, τους πρακτικούς και του θεωρητι-
κούς.
Το τελευταίο στάδιο τελείωσης οδηγεί τον άνθρωπο στην
«ἀκατάληκτον ἀεικινησίαν». Πρόκειται για μία κατάσταση δυ-
ναμική και συνάμα κινητική, στην οποία ο άνθρωπος καλείται
να φτάσει, κατά το δυνατόν περισσότερο, στην ομοίωση με τον
Θεό. Η ομοίωση ως πράξη επιτυγχάνεται μέσα από τη συμμε-
τοχή του πιστού στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, καθώς η
ίδια αποτελεί δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο.
128

CONCLUSIONS

In this study an effort has been made to present the «My-


stagogy», one of the most known and of paramount theological im-
portance writings of Saint Maximus the Confessor, and especially
the issues that derive from this text and are related with the
Church, the world and the deification of the man (theosis). Despite
the fact that this work is short in extent, it is characterized for its
high meanings, as in many points the holy Father uses descriptive
icons.
Through our study it became clear that Maximus’s points of
view show the contribution of them to the Church’s final domina-
tion against the heresies of Monothelitism and Monoenergism and
their condemnation in the Sixth Ecumenical Council, heresies whi-
ch tormented the Byzantine Empire that time.
Even though in the «Mystagogy» anti-monothelite references
are absent, her content does not lack of presenting clearly, through
a liturgical text at first sight, Maximus’s orthodox dogmatic tea-
ching.
In the first chapter of our study, we tried to present in what
manner the Church is an icon of God. According to the holy writer
the Church is the type and the icon of God by imitating and repre-
senting God’s activity (energeia). In order to clarify this theological
position, he first describes the relationship between the God and
the cosmos, without omitting to refer to those theological prince-
ples which are related to this relationship.
Since the cosmos has come from non-being to being, for this
reason is called created, and it is fully dependent from the uncrea-
ted three-hypostatic God, with Whom he communes only through
His divine activities, since as a created being differs radically from
the substance of God, Who remains «unknowable and inaccessible».
The way God «contains, gathers, limits and binds» all the beings to-
gether, the Church also undertake the same role.
129

The holy writer draws a parallel between the Church and the
cosmos, which is contained of intelligible and sensible beings, re-
ferring that the Church is one house in its construction even thou-
gh She is divided into the Holy Place and the nave. The same di-
chotomy also applies not only to the sensible cosmos but also to
the intelligible cosmos, showing in this way the interpenetration
(allelo-perichóresis) of the two cosmos in an unconfused way.
When he refers to the relationship between the God and the
cosmos, saint Maximus the Confessor expounds the issue of «con-
templation and logoi of beings». The « contemplation of beings» (theoria)
has a variety of meanings with the most important be the ascen-
sion of the soul towards God, while the whole phrase has the mea-
ning of simply being ageless, and not eternally the same with God
since «logoi of beings» are precisely the divine intensions (theia the-
limata).
Man’s movement towards God always has as a beginning
the difference of the substance between the God and the cosmos.
When man knows God only through His divine activities, he is in
position to describe what are «around Himself» and not God «in
Himself». In this way of knowledge it is known two ways of kno-
wing God, which are named apophatic and cataphatic theology.
In the second chapter an effort has been made to present an
anthropological presentation of the Church due to the fact that the
holy writer tries to explain in what manner the Church symbolli-
cally represents man and how it is represented by him as man. Af-
ter that he also tries to explain in what manner the holy Scripture
is said to be a man and how the world is said to be a man, and in
what manner man is world.
The Church symbolically represents man in a reducing way.
With a simple thought process he mentions that, the way the
Church is an icon of God, and man is created according to God’s
image and likeness, then there is an equivalent relationship bet-
ween the Church and man.
Saint Maximus underlines the relationship between the man
and the Holy Scripture. The Holy Scripture says consists of two
parts, the Old and the New Testament. These two parts are closely
130

related to man owing to the fact that he consists of two parts, body
and soul. In accordance to this, the body is the Old Testament and
the soul is the New Testament.
Having the holy Father as a base the fact that man consists of
two parts, he also relates him with the cosmos. He achieves this by
mentioning that cosmos is composed of the sensible and intelli-
gible beings. These two parts of the cosmos are associated with the
man, due to the fact that the sensible cosmos is considered to be a
body and the intelligible as a soul, a fact that clearly shows the
interpenetration (allelo-perichóresis) between the two cosmos. The
above mentioned also lead to another fundamental patristic posi-
tion for the place and the role of man as a mediator between the
two cosmos, the sensible and the intelligible.
In the various «moments» of the Divine Liturgy which the
writer of the «Mystagogy» attempts to describe, he underlines the
particular symbolism of each one. From these liturgical «moments»,
maybe the most important, concern the descent of the bishop from
his throne and definitely the quintessence of the Divine Liturgy,
the Holy Communion, from which all the faithful people commu-
ne.
In this relation a special reference is made for the theological
issue of the purpose of Incarnation. It is an issue in which there are
several opinions in the contemporary bibliography, which sup-
port, its one from her point of view, that saint Maximus dealt with
the purpose of Incarnation, which is named conditional or uncon-
ditional Incarnation. A far as the second «moment» of the Divine
Liturgy is concerned, undoubtedly the Holy Communion is of pa-
ramount importance in the Divine Liturgy, because through her
people unite with Christ and become gods by grace.
The final chapter of this study is related to the fact of deifi-
cation of man (theosis). Initially he describes Man’s soul itself, em-
phasizing to the five syzygies which help the soul reach the ulti-
mate syzygy, the God.
After this, the fact of deification (theosis) saint Maximus rela-
tes it with the participation of the faithful people in the Divine Li-
turgy. All the «moments» of the Divine Liturgy, help the worship-
131

pers to their ascension towards God and the union with Him
through the Holy Communion.
In order for man to reach deification, he has to pass through
expiation, illumination and deification, which saint Maximus the
Confessor names them as «natural contemplation» (physikh theoria),
«symbolic contemplation» (symboliki theoria) and «theological mystago-
gy» (theologiki mystagogia). These three stages the holy writer asso-
ciates them with the three classes in the Church, the believers in
faith, the active ones and those with knowledge.
The final stage of deification leads man to the «perpetual
movement». This is a dynamic and kinetic state, where man is cal-
led to reach, as far as possible, deification according to His like-
ness. Likeness as an act is accomplished through the participation
of the believer in the liturgical life of the Church, since it is offered
as a gift from the God to man.
132

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α’ ΠΗΓΕΣ

1. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

– Μυσταγωγία, έκδ. Χ. Γ. Σωτηροπούλου, εισαγωγή - κείμενο -


κριτικό υπόμνημα - μετάφραση, Αθήναι 21993, σσ. 140-244.

– Σχόλια εἰς τό Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας τοῦ ἁγίου Διονυ-


σίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 115-184.

– Σχόλια εἰς τό Περί θείων Ὀνομάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεο-


παγίτου, PG 4, 185-416.

– Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων τῆς θείας Γραφῆς, PG


90, 244-785.

– Ἑρμηνεία εἰς τόν ΝΘ’ Ψαλμόν, PG 90, 856-872.

– Ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, PG 90, 872-909.

– Ἀσκητικός λόγος, PG 90, 912-957.

– Κεφάλαια περί ἀγάπης, PG 90, 960-1073.

– Κεφάλαια Σ’ περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ


Υἱοῦ Θεοῦ, (γνωστικά κεφάλαια), PG 90, 1084-1176.

– Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά καί περί ἀρε-


τῆς καί κακίας, PG 90, 1177-1392.

– Πρός Μαρῖνον, τόν ὁσιώτατον πρεσβύτερον. Ἐγχειρίδια θεολο-


γικά καί πολεμικά. Πρός Μαρῖνον, PG 91, 9-56, 69-89, 133-140,
217-245.
133

– Περί τῶν δύο τοῦ Χριστοῦ φύσεων, PG 91, 145-149.

– Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 288-353.

– Ἐπιστολαί, PG 91, 364-649.

– Περί διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καί Γρηγορίου


προς Θωμᾶν ἡγιασμένον, PG 91, 1032-1424.

2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ


ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος κατά Ἑλλήνων, PG 25, 3-96.

– Περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, PG 25, 95-198.

– Κατά Ἀρειανῶν, PG 26, 11-526.

– Ἐπιστολαί πρός Σεραπίωνα, PG 26, 529-676.

– Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 835-
976.

Βασιλείου Καισαρείας, Εἰς τούς Ψαλμούς, PG 29, 207-493.

– Κατ’ Εὐνομίου, PG 29, 497-774.

– Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν, PG 30, 117-667.

– Εἰς τήν μάρτυρα Ἰουλῖτταν, PG 31, 237-262.

– Ἀσκητικαί διατάξεις, PG 31, 1321-1428.

– Ἐπιστολή 234, PG 32, 868-869.


Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 26, PG 35, 1228-1252.

– Θεολογικός Β’, περί θεολογίας, PG 36, 25-74.

– Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36,


311-331.
134

– Εἰς τό ἅγιον βάπτισμα, PG 36, 359-428.

– Εἰς τόν μέγαν Βασίλειον, ἐπιτάφιος, PG 36, 493-606.

– Ὁμιλία εἰς τό ἅγιον Πάσχα, PG 36, 623-664.


Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς, PG 44, 123-
256.

– Εἰς τά τῆς Γραφῆς ῥήματα ‘‘Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα


ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν’’, PG 44, 257-278.

– Ἐξήγησις ἀκριβής εἴς τά Ἄσματα τῶν Ἄσμάτων, PG 44, 755-


1120.

– Εἰς τούς Μακαρισμούς, PG 44, 1193-1301.

– Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας, PG 45, 9-106.

– Περί τοῦ μή εἶναι τρεῖς Θεούς, PG 45, 116-136.

–Πρός Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 176-185.

– Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί Λόγοι, PG 45, 243-1122.

– Περί νηπίων πρό ὥρας ἀφαρπαζομένων πρός Ἱέριον, PG 46, 161-


191.

– Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ καί τῆς κατ’ ἀλήθειαν ἀσκήσεως,
PG 46, 288-305.

– Περί Παρθενίας, PG 46, 317-416.


Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας, PG 3, 120-369.

– Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, PG 3, 369-584.

– Περί θείων ὀνομάτων, PG 3, 585-996.

– Περί μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 997-1064.

– Ἐπιστολαί, PG 3, 1065-1121.
Εἰρηναίου Λυῶνος, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως,
135

PG 7, 437-1224.

Εὐαγρίου Ποντικού, Περί τῶν ὀκτώ λογισμῶν, PG 40, 1272-1278.

– Λόγος περί Προσευχῆς, PG 79, 1165-1200.


Ἰωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG
94, 789-1228.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός πιστόν πατέρα, PG 47, 349-386.

– Ὁμιλία εἰς τήν Γένεσιν 9, PG 53, 76-81 και 14, PG 53, 111-118.

– Ὑπόμνημα εἰς τόν ἅγιον Ματθαῖον τόν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία


15, PG 57, 223-238.

– Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν 3, 2, PG 62, 263, PG


62, 23-30.

Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Παιδαγωγός, PG 8, 247-684.

Κυπριανοῦ Καρχηδόνος, Epistola Ad Jubajanum de haereticis baptizandis,


PL 3, 1103-1127.

Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Σούκενσον Διοκαισαρείας 45, PG


77, 228-237.

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγική 5, Περί θείας Λειτουργίας καί


κοινωνίας, PG 33, 1109-1128.

Μεθόδιος Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων, PG 18, 27-220.

Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Συνοδική ἐπιστολή πρός Σέργιον πατριάρ-


χην Κωνσταντινουπόλεως, PG 87, 3147-3200.

—÷÷÷—
136

Β’ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ

Βακάρου, Δημητρίου, (Πρωτοπ.), «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξί-


μου τοῦ Ὁμολογητοῦ», στα Πρακτικά ΚΑ’ Θεολογικοῦ Συνεδρί-
ου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής», εκδ. Ιερά Μητρό-
πολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 63-77.
Βασίλιεβιτς, Μαξίμου, (Ἱεροδιακόνου), Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐν Χριστῷ
κοινωνίας. «Μετοχή Θεοῦ» στή θεολογική ἀνθρωπολογία τοῦ ἁ-
γίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολο-
γητοῦ, (Διδ. Διατρ.), Αθήνα 1999.
Beck, Hans-Georg, Ἡ βυζαντινή χιλιετία, (μεταφρ. Δημοσθένoυς
Κούρτοβικ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
21992.

Βλέτση, Αθανασίου Β., Τό προπατορικό ἁμάρτημα στή θεολογία Μαξί-


μου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἔρευνα στίς ἀπαρχές μιᾶς ὀντολογίας τῶν
κτιστῶν, (Διδ. Διατρ.), εκδ. Τέρτιος, Kατερίνη 1998.
– «Cur Deus homo? Ἀποτελεῖ ἡ Ἐνανθρώπηση τήν ἀπάντηση τοῦ
Θεοῦ στό προπατορικό ἁμάρτημα; (Χριστολογία καί ἡ θεολογία
τῆς δημιουργίας)», Διάβαση 41 (2003), σσ. 7-14.
Γεωργοπούλου, Βασιλείου Α., Ἡ περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διδα-
σκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, (Διδ. Διατρ.), Θεσ-
σαλονίκη 2006.
Γκίκα, Σωκράτους, «Λόγος», Θ.Η.Ε. 8 (1966), στ. 334-336.
Γρηγορίου, (Ἱερομονάχου), Ἡ Θεία Λειτουργία: Σχόλια, εκδ. Δόμος,
Ἱερόν κουτλουμουσιανόν Κελλίον αγίου Ιωάννου Θεολόγου,
Άγιον Όρος 2006.
Εὐδοκίμωφ, Παύλου, Ἡ Ὀρθοδοξία, (μεταφρ. Αγ. Μουρτζοπούλου),
εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972.
137

Ζηζιούλα, Ἰωάννου, (Μητροπ. Περγάμου), «Χριστολογία καί ὕπαρξη.


Ἡ διαλεκτική κτιστοῦ - ἀκτίστου καί τό δόγμα τῆς Χαλκηδό-
νας», Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20.
– Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992.
– «Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 49 (1994), σσ. 7-18˙
Σύναξη 51 (1994), σσ. 83-101˙ Σύναξη 52 (1994), σσ. 81-97.
– «Ἐξ οὐκ ὄντων», Διάβαση, 10 (1997), σσ. 9-23.
– «Συμβολισμός καί Ρεαλισμός στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία», Σύναξη
71 (1999), σσ. 6-21.
Θεοδώρου, Ἀνδρέα, «Εἰκών καί ὁμοίωσιν», Θ.Η.Ε. 5 (1964), στ. 417-419.
– «Cur Deus homo? Ἀπροϋπόθετος ἤ ἐμπροϋπόθετος Ἐνανθρώ-
πησις τοῦ Θεοῦ Λόγου; (Σχόλιον εἰς τήν θεολογίαν τοῦ ἱεροῦ
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ)», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. 19 (1972), σσ. 297-340.
Καλογήρου, Ἰωάννου, «Ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 26
(1981), 207-254.
Καραγιαννοπούλου, Ἰωάννου, Τό βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσ-
σαλονίκη 42001.
Καραζαφείρη, Νικολάου Μ., Ἡ περί προσώπου διδασκαλία Ἁγίου Μα-
ξίμου Ομολογητοῦ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 21995.
Καρμίρη, Ἰωάννου, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθο-
δόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α’, Ἀθῆναι 21960.
Κουμαριανού, Παύλου (Πρωτοπ.), «Σύμβολο καί πραγματικότητα
στή Θεία Λειτουργία», Σύναξη 71 (1999), σσ. 22-37.
Κρικώνη, Χρίστου, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Πατερικαί ἀπόψεις,
εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 31992.
– «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του»,
στα Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύ-
ριλλος Ἀλεξανδρείας», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 268-274.
– «Ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολο-
γητήν», στα Πρακτικά ΚΑ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου με θέμα: «Ὁ
138

ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής» εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλο-


νίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 125-142.
Λιάλιου, Δέσπως Αθ., Ἐκκλησία - κόσμος - ἄνθρωπος, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2000.
Lossky, Vladimir, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Άνατολικῆς Ἐκκλησίας, (με-
τάφρ. Στ. Κ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 51991.
– Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, (μεταφρ. Μ. Μιχαηλίδη),
εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974.
Λουδοβίκου, Νικολάου, (Πρεσβυτ.), Ἡ εὐχαριστιακή ὀντολογία: τά εὐ-
χαριστιακά θεμέλια τοῦ εἶναι, ὡς ἐν κοινωνία γίγνεσθαι, στήν ἐ-
σχατολογική ὀντολογία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, εκδ. Δόμος, Αθήνα
1992.
Μαντζαρίδη, Γεωργίου, «Το ‘‘ἀπροϋπόθετο’’ τῆς θείας Ἐνανθρωπή-
σεως», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., Νέα Σειρά, Τμῆμα Θεολογίας, 11 (2001), σσ.
199-202.
Μαρτζέλου, Γεωργίου Δ., Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Με-
γαν Βασίλειον. Συμβολήν εἰς τήν ἱστορικοδογματικήν διερεύνησιν
τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς Ὀρθο-
δόξου Ἐκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 32005.
– Γένεση καί πηγές τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας: Συμβολή στήν ἱστο-
ρικοδογματική διερεύνηση τοῦ Ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνό-
δου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 32005.
– «Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ὡς θεμελιώδης ἱεραποστολική ἀρχή τῆς
ἀρχαίας Ἐκκλησίας», στο Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προ-
βληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Γ’, εκδ. Πουρ-
ναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 51-68.
– «Κατάφαση και ἀπόφαση κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολο-
γητή», Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός. Μελε-
τήματα δογματικῆς θεολογίας Γ’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2007, σσ. 119-137.
Ματσούκα, Νίκου Α., Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο
Ὁμολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980.
139

– Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, εκδ. Πουρναρά, Θεσ-


σαλονίκη 1992.
– Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πί-
στης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 22008.
– Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ’, Ἀνακεφαλαίωση καί Ἀγα-
θοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς
διδασκαλίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005.
Μίντιντς, Ντομπρίβογιε, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Συστηματική -
ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς περί Ἐκκλησίας διδασκαλίας τοῦ ἁ-
γίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (Διδ. Διατρ.), Άθήναι 1989.
Μπετσάκου, Βασιλείου, Στάσις ἀεικίνητος. Η ανακαίνιση της αριστο-
τελικής κινήσεως στη θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογη-
τού, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2006.
Νέλλα, Παναγιώτη, Ζῶον θεούμενον. Προοπτικές γιά μία ὀρθόδοξη
κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 42000.
Ξεξάκη, Νικολάου Γ., Ὀρθόδοξος Δογματική. Ἡ περί δημιουργίας διδα-
σκαλία, τ. Γ’, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006.
Παπαδοπούλου, Αντωνίου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως ‘‘μία φύ-
σις ἤ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη’’», στα Πρακτι-
κά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλε-
ξανδρείας», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
1999, σσ. 357-391.
– «Καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητού ἀνατροπή τῆς
οἰκουμενικῆς ἀταξίας τοῦ Μονοενεργητισμού καί Μονοθελητι-
σμού καί τῆς τελικῆς ἐπικρατήσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλί-
ας δηλαδή τοῦ Δυοενεργητισμού καί Δυοθελητισμού», στα Πρα-
κτικά ΚΑ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλο-
νίκη 2001, σσ. 175-190.
Πιτταρᾶ, Θεοδώρου Κ., Ἡ χριστολογία τοῦ Πρόκλου Κων/λεως καί ἡ
συμβολή τοῦ στή διαμόρφωση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος κατά
τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ Ε’ αἰῶνος, (Διδ. Διατρ.), Αθήνα 2007.
140

Ρεράκη, Ἡρακλῆ, «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου κα-
τά τό Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., Νέα σειρά, Τμῆμα
Ποιμαντικής καί Κοινωνικής Θεολογίας, 4 (1995), σσ. 107-134.
Ρωμανίδου, Ἰωάννου, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, εκδ. Δόμος, Ἀθήνα
22001.

Σιώτη, Μάρκου, «Λόγος», Θ.Η.Ε. 8 (1966), στ. 336-345.


Στανιλοάε, Δημητρίου, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολο-
γητοῦ, εἰσαγωγή - σχόλια, (μεταφρ. Ἰ. Σακαλῆ), εκδ. Ἀποστολι-
κῆ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1973.
Σωτηροπούλου, Χαράλαμπου Γ., «Εὐχαριστία καί θέωσις κατά τόν Ἅ-
γιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν καί τόν Νικόλαον Καβάσιλαν»,
Ἐκκλησία 10 (1974), σσ. 249-251˙ Ἐκκλησία 11-12 (1974), σσ. 281-
282˙ Ἐκκλησία 13-14 (1974), σ. 312˙ Ἐκκλησία 15-16 (1974), σσ. 356-
357.
– Η Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εισαγωγή
- κείμενο - κριτικό υπόμνημα - μετάφραση, Αθήναι 21993.
– «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξί-
μου τοῦ Ὁμολογητοῦ», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. 34 (1999), σσ. 164-190.
– Θέματα δογματικῆς θεολογίας καί πνευματικῆς ζωῆς κατά τήν
διδασκαλίαν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 2003.
Τατάκη, Βασιλείου, Ἡ βυζαντινή φιλοσοφία, (μεταφρ. Εύας Κ. Καλ-
πουρτζή), εκδ. Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικου Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977.
Τσίγκου, Βασιλείου Α., Ὁ ἀνακαινισμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν δογ-
ματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
– Θεσμική καί Χαρισματική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα
Χριστολογίας καί Πνευματολογίας στήν Ἐκκλησιολογία Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.
Φειδά, Βλασίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τήν Εἰκο-
νομαχία, Αθήναι 32002.
141

Φλορόφσκυ, Γεωργίου, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, (μεταφρ. Ἰ. Πα-


παδοπούλου), εκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν,
Θεσσαλονίκη 21981.
– Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση, Ἔργα τ. 3, (μεταφρ. Παναγιώτη Κ.
Πάλλη), Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 22008.
– Οἱ Βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, Ἔργα τ. 8, (μεταφρ. Πα-
ναγιώτη Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
Χρήστου, Παναγιώτου Κ., «Ἄνθρωπος ἄναρχος καί ἀτελεύτητος. Ἀπό
τήν ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ», Κληρονο-
μία 12 (1980), σσ. 251-281.
– Τό Μυστήριο τοῦ Ἀνθρώπου, εκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερι-
κῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1983.
– Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Ε’. Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ς’ και θ’
αἰώνες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 22006, σσ. 266-284.
Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνης, Βυζαντινή ιστορία Β1’ 610-867, εκδ.
Βάνιας, Θεσσαλονίκη 21998.

2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ

Bahrim, Dragos, «The Anthropic Cosmology of St Maximus the Confes-


sor», Journal for Interdisciplinary Research on Religion and Science 3
(2008), σσ. 11-37.
Balthasar, Hans Urs von, Cosmic Liturgy. The Universe According to Maxi-
mus the Confessor, εκδ. Ignatius Press, San Francisco 2003.
Bathrellos, Demetrios, «The Relationship between the Divine Will and
the Human Will of Jesus Christ according to Saint Maximus the
Confessor», Studia Patristica 37 (2001), σσ. 346-352.
– Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Con-
fessor, εκδ. Oxford University Press, New York 2004.
142

Benevich, Grigory I., «Christological polemics of Maximus the Confessor


and the emergence of Islam onto the world stage», Theological Stu-
dies 72 (2011), σσ. 335-344.
Blowers, Paul M., «Maximus the Confessor, Gregory of Nyssa and the
Concept of ‘‘Perpetual Progress’’», Vigiliae Christianae 46 (1992),
σσ. 151-171.
Butler, Michael E., Hypostatic union and Monotheletism: The dyothelite chri-
stology of St. Maximus the Confessor, (Ph. D.), Fordham University,
New York 1993.
Christou, Panayotis, «Maximus the Confessor on the infinity of Man»,
στο Heinzer, Felix-Schönborn, Christoph von (eds), Maximus Con-
fessor. Actes du Symposium sur Maxime le Confesseur, Fribourg 2-5 se-
ptembre 1980, Paradosis 27, Éditions Universitaires, Fribourg 1982,
σσ. 261-271.
Collins, Paul M., «Communion with God, a proposal for understanding
the outcome of theosis in the writings of Maximus the Confessor»,
Studia Universitatis Babeş-Bolyai, Theologia Catholica Latina 50, 2
(2005), σσ. 29-38.
Cooper, Adam G., The Body in St. Maximus the Confessor. Holy Flesh,
Wholly Deified, εκδ. Oxford University Press, New York 2005.
Crisp, Oliver D., «Problems with perichoresis», Tyndale Bulletin 56, 1
(2005), σσ. 119-140.
Dragas, George, «The Church in St. Maximus’ Mystagogy», Θεολογία
56, 2 (1985), σσ. 385-403.
Farell, Joseph P., Free choice in st. Maximus the Confessor, εκδ. St. Tikhon’s
Seminary Press, Pennsylvania 1989.
Grdzelidze, Tamara, «Liturgical Space in the Writings of Maximus the
Confessor», Studia Patristica 37 (2001), σσ. 499-504.
Istrati, Deacon Valentin Ioan, «The Cosmological Dimension of the Divi-
ne Liturgy», Journal for Interdisciplinary Research on Religion and Sci-
ence 1 (2007), σσ. 35-53.
Kharlamov, Vladimir, «Theosis in Patristic Thought», Theology Today 65
(2008), σσ. 158-168.
143

Louth, Andrew, «The Ecclesiology of Saint Maximos the Confessor», In-


ternational Journal for the Study of the Christian Church 4, 2 (2004), σσ.
109-120.
– Maximus the Confessor, εκδ. Routledge, New York 2005.
Mansi, J. D., Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, ἐκδ.
J. D. Mansi, Florentiae - Venetiis 1759-1798 [Nova edition J. Martin
- L. Petit, Parisiis - Lipsiae 1899-1927 και ἀνατύπ. Graz 21960-
1961].
McFarland, Ian A., «Developing an apophatic christocentrism: Lessons
from Maximus the Confessor», Theology Today 60 (2003), σσ. 200-
214.
– «‘‘Naturally and by grace’’: Maximus the Confessor on the ope-
ration of the will» Scottish journal of theology 58 (2005), σσ. 410-433.
Meyendorff, John, Byzantine theology: historical trends and doctrinal themes,
Fordham University Press, New York 1976.
Perl, Eric David, Methexis: Creation, incarnation, deification in Saint Ma-
ximus Confessor, (Ph. D.), Yale University 1991.
Petras, David M., «Eschatology and the Byzantine Liturgy», Liturgical
Ministry 19 (2010), σσ. 29–35.
Pittaras, Theodoros C., The incarnated Word in the thought of st. Cyril of
Alexandria and the Christological tradition, (Μεταπτ. εργ.), Αθήνα
2007.
Russell, Norman, The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition,
Oxford University Press, New York 2006.
Sánchez-Escobar, Ángel Francisco, Iohannes, (Monk), Theosis: Fusion of
Man/Woman and God? (A Patristic, Orthodox Perspective), εκδ. The
St. Stephen Harding College Publishing House, Winston-Salem
2008.
Scalise, Brian T., «Perichoresis in Gregory Nazianzen and Maximus the
Confessor», Eleutheria 2, 1 (2012), σσ. 58-76.
144

Steenberg, M. C., «Gnomic Will and the challenge to the True Humanity
of Christ in Maximus Confessor», Studia Patristica 42 (2003), σσ.
237-242.
Thunberg, Lars, Man and the Cosmos. The vision of St. Maximus the Con-
fessor, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood - New York 1985.
Tollefsen, Torstein Theodor, The Christocentric Cosmology of St. Maximus
the Confessor, a study of his metaphysical principles, εκδ. Oxford Uni-
versity Press, New York 2008.
Törönen, Melchisedec, Union and Distinction in the Thought of St. Maximus
the Confessor, εκδ. Oxford University Press, New York 2007.
Vishnevskaya, Elena, Perichoresis in the context of divinization: Maximus the
Confessor's vision of a "blessed and most holy embrace", (Ph.D.), Drew
University, New Jersey 2004.
Wigglesworth, Kevin B., «Symbolism in Orthodox Liturgy», The Cana-
dian Journal of Orthodox Christianity 6, 2 (2011), σσ. 51-68.
Zizioulas, John D., Being as Communion. Studies in Personhood and the
Church, εκδ. St. Vladimir’s Seminary Press, New York 32000.

You might also like