You are on page 1of 159

1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χαρίλαος Εὐθ. Παπαγεωργίου (Α.Ε.Μ. 383)

H ΠOIMANTIKH ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
Ο ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΚΙΚΑΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008


2

H ΠOIMANTIKH ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ
3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος ……………………………………………………………………………………………………… σελ. 6


Εἰσαγωγή………………………………………………………………………………………………………. σελ. 8
Βιογραφική «ἰχνηλασία» τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ…………………………………………………...σελ.11

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ :

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ


Ι. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ.

Α. Οἰκογενειακές καταβολές. Ἡ ʺπροσφυγική ʺ εὐλάβεια καί πνευματικότητα………………σελ.16

Β. Συμπόρευση με το ἱεραποστολικό ἔργο τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων ‐ χρόνια

προετοιμασίας ‐πρῶτες μοναχικές ἐντρυφήσεις……………………………………………………….σελ.19

Γ. Τά χρόνια στά Τρίκαλα ( Δούσικο ‐ Μετέωρο , κατήχηση , ἐξομολόγηση , κήρυγμα, πρῶτες

μοναχικές κουρές.)……………………………………………………………………………………………..σελ.21

Δ.Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρό καί μετά τήν ἐγκατάσταση στή Σιμωνόπετρα………..σελ.27

Ε. Ἡ ἵδρυση τῆς Ὁρμύλιας καί οἱ ποιμαντικές ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα στόν κόσμο ( ὁμιλίες ‐

προσκυνήματα)…………………………………………………………………………………………………σελ.30

Στ. Ἡ εὔλαλος σιωπή………………………………………………………………………………………… σελ.33

ΙΙ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ …………………………..σελ.35

Α. Ἡ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων καί ἡ προβολή ἀγνώστων μορφῶν ἤ γεγονότων

(πού σχετίζονται εἴτε μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἴτε τῶν ἀνθρώπων.)………………. σελ.36

Β. Ἡ χρήση ἐξεχουσῶν βιβλικῶν μορφῶν στό ἔργο τοῦ Γέροντος……………………………... σελ.38

Γ.Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου καί τῶν ἱστορικῶν βιβλίων ……………………………………… σελ.46

Δ. Ἡ βίωση τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων καί λόγων τοῦ Κυρίου…………………………………σελ.48

ΙΙΙ. ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

Α. Ἡ ἀσκητική παράδοση …………………………………………………………………………………σελ.50

Β) Ἡ ἀναζήτηση πνευματικῶν ἐμπειριῶν καί συνοδοιπόρων ………………………………….. σελ. 51

Γ) Οἱ ρίζες τοῦ νεοφιλοκαλικοῦ ρεύματος ( Μ. Βασίλειος, Ἡσυχασμός Κολλυβάδες)…………σελ.53

Δ) Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς ἐνδιάμεσος κρίκος παλαιᾶς παραδόσεως καί νεοφιλοκαλικοῦ

ρεύματος…………………………………………………………………………………………………………..σελ.56

Ε) Οἱ πνευματικοί συνοδοιπόροι τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ……………………………………….. σελ.58

Στ)Ἡ περίπτωση τοῦ π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη ‐ ἕνας ἰδιότυπος νηπτικός «ἐνοριακός

μυστικισμός»…………………………………………………………………………………………………….σελ.64

Ζ) Κοινά στοιχεῖα τῆς νεοφιλοκαλικῆς μοναστικῆς παράδοσης……………………………….. σελ.66


4
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ :
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
Ι. ΔΙΗΚΟΥΣΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ – ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Θεός καί ἄνθρωπος………………………………………………………………………………………. σελ.70

Β. Νῆψις…………………………………………………………………………………………………………...σελ.73

Γ. Χάρις ‐ἐκλογή ‐ κλήση ‐ ἀποστολή ‐ʺγάμος ʺ………………………………………………………....σελ.75


Δ. Ἁγιασμός ‐χαρά‐ἀγάπη…………………………………………………………………………………... σελ.78
Ε. Προσευχή ‐ Σιωπή ‐ Νύκτα…………………………………………………………………………….....σελ. 81

Στ.Ὑπακοή……………………………………………………………………………………………………….σελ.85

Ζ. Ἡ « ἡττωμένη γένεσις »…………………………………………………………………………………....σελ.86

ΙΙ. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟ

Α. Τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος…………………………………………………………σελ. 88

Β. Ἡ πνευματική συγκρότηση τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ καί ἡ συστοίχησή του μέ τή γεροντική

‐ ἀσκητικοπατερική παράδοση……………………………………………………………………………. σελ.89

Γ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος περί τοῦ πνευματικοῦ Πατρός…………………………………. σελ.91

Δ. Ὁ Γέροντας ὡς ὁδηγός στην συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας και τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς

ἀνθρώπινης φύσης ἐν τῷ Θεῷ……………………………………………………………………………...σελ.94

Ε. Ἡ συνταύτιση τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ με τον Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ στή διδασκαλία

για τή γέννηση τοῦ θείου λόγου μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά………………………………. σελ.97

ΙΙΙ. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ‐ ΒΙΩΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ…………………….σελ.100

Α. Προετοιμασία γιά τή Θεία Λατρεία………………………………………………………………….σελ.101

Β. Ἐκκλησία ‐ Θεία Λειτουργία…………………………………………………………………………. σελ.103

Γ. Λειτουργικά βιώματα τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ…………………………………………………..σελ.105

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ :
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Ι. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Ὁ Γέροντας ὡς ποιμήν τῆς νεότητος…………………………………………………………………σελ.111

Β. Ποιμαντική τοῦ γάμου και τῆς οἰκογένειας……………………………………………………....σελ. 113

Β. Ποιμαντική τῶν ποιμένων ( κληρικῶν – θεολόγων )……………………………………………...σελ.116

Γ.Ποιμαντική τῶν μοναχῶν……………………………………………………………………………… σελ.120

α. Μοναστική κλήση………………………………………………………………………………………..σελ.121

β. Γνωρίσματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς …………………………………………………………………..σελ.122

γ.Τό μοναστῆρι………………………………………………………………………………………………..σελ.124

δ. «Συμμετεωροπορεῖν τῷ Θεῷ» …………………………………………………………………………..σελ. 125


5
ε. Ἀνανέωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ……………………………………………………….....σελ.126

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΤΟΥ

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Τό ἄνοιγμα πρός τούς ʺνοσταλγούςʺ τῆς Ὀρθοδοξίας………………………………………… σελ.130

Β. Ἡ πολυμέρεια, εὐρυμάθεια καί προσαρμογή στά σύγχρονα δεδομένα…………………. σελ.133

Γ. Πνευματική ἀξιοπρέπεια καί πνευματική ἀρχοντιά…………………………………………..σελ. 135

Δ. Ἡ δημιουργία καί ἡ ἐμπέδωση ʺοἰκογενειακοῦʺ πνεύματος καί κλίματος………………….σελ.137

Ε. Ἡ γλῶσσα καί τό ὕφος τῶν κειμένων. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντος……………………………...σελ.139

Στ. Ἡ ἄνεση , ὁ πλατυσμός τῆς καρδίας1 καί ἡ ἀνάπαυση ψυχῶν………………………… σελ.141

«…Οὐ γάρ ζητῶ τά ὑμῶν ἀλλά ὑμᾶς…» …… ...…………………………………………………….σελ. 142

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………………………………… σελ.145

ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………………………………………………σελ.148

ΠΗΓΕΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………σελ.149
6

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ συμμετοχή στό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τοῦ Τμήματος

Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή γιά τήν

ἐκπόνηση αὐτῆς τῆς ἐργασίας , πού συντάχθηκε μέ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ κύκλου

τῶν μαθημάτων γιά νά ὑποβληθεῖ στήν κρίση σεβαστῶν διδασκάλων. Ὅμως ἡ

σύνταξή της λειτούργησε καί ὡς μερική «ἐξόφληση» ἑνός ἀειδινήτου χρέους πρός

τόν ἄνθρωπο πού μέ τό παράστημά του καί τό λόγο του ἀποτέλεσε μιά

γλυκεῖα παιδική ἀνάμνηση , καθοριστική ὅμως γιά τό μέλλον τοῦ συντάκτου.

Ἡ παρουσία τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου στή ζωή πλείστων

συνανθρώπων μας , τό σύντομο πέρασμά του ἀπό τις ψυχές μας , ἡ συμβολή του

στήν ἐμψύχωση τῶν ὁραματισμῶν μας καί τήν ἐνσάρκωση τῶν κλήσεών μας ,

ὑπῆρξαν γεγονότα καθοριστικά. Δημιούργησαν τά δεδομένα μιᾶς νέας

ποιμαντικῆς «σχολῆς» μέ ὑψιπέτη προσανατολισμό , πνευματική ἀξιοπρέπεια ,

παροξυσμό καλῶν ἔργων , μαρτυρία πίστεως , κοινωνία ἀγάπης. Ἡ «ἐν σώματι»

ἀπουσία του δέν ἀκυρώνει ἀλλά ἐμπεδώνει καί πολλαπλασιάζει τό ἔργο του,

πλούσια εὐλογημένο ἀπό τό Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ. Καί αὐτό δέν εἶναι παρά ἡ

ἀδέκαστη κρίση τῆς ἱστορίας τοῦ σύγχρονου μοναχισμοῦ και τῆς ποιμαντικῆς .

Ἐκφράζοντας τήν εὐγνωμοσύνη πρός τό σύμβουλο καί καθοδηγό μας σέ

αὐτή τήν προσπάθεια Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀθανάσιο Γκίκα ,

ἀναπληρωτή Καθηγητή τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας

τοῦ Α.Π.Θ. καί πρός ἐκείνους πού συνετέλεσαν στήν ὅσο τό δυνατόν ἀρτιότερη

παρουσίασή της, ἐπιζητοῦμε την ἐπιεικῆ κρίση γιά τίς ἀτέλειές της καί τήν

οἱαδήποτε εὐμενῆ ὑπόδειξη γιά τή βελτίωσή της.

Βόλος 18 Ἰουλίου 2008

Μνήμη τοῦ ἁγίου καί ἐνδόξου μάρτυρος Αἰμιλιανοῦ

Πρωτοπρ. Χαρίλαος Ε. Παπαγεωργίου


7
8

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ἡ σύγχρονη θεολογική ἀναζήτηση στούς δρόμους τῆς ποιμαντικῆς διακονίας

καί προσφορᾶς στό λαό τοῦ Θεοῦ, ὠφελεῖται τά μέγιστα ἀπό τήν ἀναζήτηση

ποιμαντικῶν προτύπων μέσα στό ἱστορικό «παρόν» τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο

θεμελιώνεται στό παρελθόν της καί ἐπεκτείνεται στό ἐσχατολογικό μέλλον Της2.

Ἡ προσπάθεια αὐτή ἐνισχύεται ἀσφαλῶς μέ τήν ἀναζήτηση, ἀνάγνωση καί

ἀξιοποίηση ἀναλόγων καθοδηγητικῶν κειμένων σέ συνδυασμό μέ τή χρήση τους

στήν καθημερινή ποιμαντική πράξη. Ἡ πράξη ὅμως αὐτή δέν περιορίζεται

ἁπλῶς στήν προσαρμογή τῶν ποιμαντικῶν διατυπώσεων στά μέτρα τῶν

σύγχρονων ἀνθρώπινων ἀναγκῶν, ἀλλά ἀγγίζει καί αὐτή τήν ἀκαδημαϊκή

ἐνασχόληση ἀποσκοπώντας στόν « καταρτισμόν τῶν ἁγίων» καί τήν οἰκοδομή

τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας 3. Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ἕνας ἀπό τους

σημαντικότερους σύγχρονους θεράποντες τοῦ ποιμαντικοῦ στοχασμοῦ 4 :

«…πολλά ρυάκια ποτίζουν το πνευματικό ἔδαφος τῆς πατρίδος μας, ὄχι μόνον

κατά τά παλαιότερα χρόνια , ἀλλά καί κατά τούς τελευταίους δύσκολους

καιρούς. Τά περισσότερα ἀπό αὐτά εἶναι ἄγνωστα, οἱ πολλοί δέν τά προσέχουν

καί οἱ ἁρμόδιοι δέν τά παρουσιάζουν… Κοινό γνώρισμά τους ὅμως εἶναι ὅτι

ἀγάπησαν ἰδιαίτερα τό Σαρκωμένο Θεό, ἔνοιωσαν βαθειά τό μήνυμά του καί

προσπάθησαν αὐτό νά τό μεταδώσουν ζωντανό στό διψασμένο κόσμο… Κάτι

τέτοιες πνευματικές καταβολές πρέπει νά τίς προσέχη ἰδιαίτερα ἡ ἱστορία καί ἡ

ἱστοριογραφία. Ἡ τελευταία δέν συντίθεται ἀπό τό ὑλικό ( μόνον ) ἐπισήμων

ἀρχείων καί διοικητικῶν πράξεων. Τήν ὑφαίνουν μᾶλλον οἱ ἤρεμες καί γόνιμες

προσφορές τῶν ἀληθινῶν ἐκείνων ἀνθρώπων πού λαχτάρησαν τό Θεό ... κι

ἔζησαν γνήσια τό Εὐαγγέλιο καί τό μετέδωσαν ὡς Ὀρθοδοξία καί

Ὀρθοπραξία…» Ὁ ἐρευνητής τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ συγχρόνου

ὀρθοδόξου πληρώματος στέκεται μέ σεβασμό καί εὐλάβεια ἐνώπιον ὁρισμένων

2 Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Ἱ.Μ. Δημητριάδος , τόμος Ἐκκλησία καί Ἐσχατολογία ,


ἐκδ. Καστανιώτη , Ἀθήνα 2003 , σ. 11.
3 Ἐφεσ. 4,12.

4Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου( Ἀρχιμ.) , Ἅγιες Μορφές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, χ.χ. Ἀθῆναι (2)

ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, σ. 5‐6.


9
ἀσκητικῶν καί ἰδιαίτερα νηπτικῶν πνευματικῶν πατέρων τῆς ἐποχῆς μας. Μέ

περισσή εἰλικρίνεια θά μποροῦσε νά τούς χαρακτηρίσει ὡς συγχρόνους

ἡσυχαστές ἤ καί ὡς σύγχρονους καί τελευταίους (;) ἐπιγόνους τῆς Φιλοκαλικῆς

ἀναγέννησης στήν πατρίδα μας 5. Οἱ πατέρες αὐτοί , προικισμένοι μέ τό

χάρισμα τῆς πνευματικῆς κυοφορίας, ἀναγέννησης καί καθοδήγησης ψυχῶν,

υἱοθέτησαν τό ἀσκητικό ἦθος καί τό ἡσυχαστικό φρόνημα τῶν παλαιότερων

φιλοκαλικῶν. Ἐπέκτειναν στίς μέρες μας τό παιδαγωγικό, συμβουλευτικό καί ἐν

γένει ἀναγεννητικό τους ἔργο. Ἔγιναν οἱ σύγχρονοι πνευματικοί πατέρες τῆς

νεολαίας, οἱ ἀναμορφωτές τοῦ σύγχρονου μοναστικοῦ ρεύματος , οἱ σύμβουλοι

τῆς νεοελληνικῆς οἰκογένειας. Συνέχισαν μ’ ἕνα λόγο τή μακραίωνη ὀρθόδοξη

παράδοση τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Οἱ ἱερές μνῆμες τῆς νηπτικῆς τους

ζωῆς λειτουργοῦν στή συνείδησή μας παραμυθητικά , θεραπευτικά καί

διδακτικά. Καί τό γεγονός ἀποκτᾶ μεγαλύτερη σημασία, ὅταν ἡ ὅποια ἀναφορά

στό ἔργο τους δέν γίνεται ὡς μεταθανάτια ἐξόφληση ἑνός πνευματικοῦ χρέους

ἀλλά, ζώντας τήν εὐλογία τῆς ἐν ἡμῖν παρουσίας τους, ἀποτίουμε τόν υἱϊκό

φόρο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀγάπης.

Ἡ προσωπικότητα τοῦ πολυσεβάστου γέροντος Αἰμιλιανοῦ (Βαφείδη)

Σιμωνοπετρίτου ἐμπίπτει σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατηγορία νεώτερων

καθοδηγητικῶν μορφῶν , πού μέ τό ὀλιγόχρονο πέρασμα ἀλλά τήν ἀμφιλαφῆ

καρποφορία ἀναδείχθηκαν ὄρχαμοι τοῦ νέου Ἰσραήλ ἐν μέσῳ ἑνός «αἰῶνος

ἀπατεῶνος» 6. Μέσα ἀπό τό ἀπέραντο εὖρος τῆς πληθωρικῆς του παρουσίας ,

στήν παροῦσα μελέτη ἐπιχειρεῖται μιά ἀκροθιγής , καί πρός τοῦτο ἐκ τῶν

προτέρων ἐλλιπής , παρουσίαση τῆς ποιμαντικῆς θεολογίας τοῦ Γέροντος

Αἰμιλιανοῦ , ὅπως ἀναπτύσσεται στά ἐκδοθέντα ἔργα καί τίς κατηχήσεις του , εἴτε

ἀπομαγνητοφωνημένες , εἴτε στενογραφημένες, εἴτε ἐπισήμως καί ἐπιμελῶς

ἐκδεδομένες ἀπό τό Πατριαρχικό καί Σταυροπηγιακό Μετόχιο ‐ Ἱερό Κοινόβιο τοῦ

Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια τῆς Χαλκιδικῆς 7 . Τό ἐγχείρημά μας ἔχει τήν

5 Γεωργίου Κρουσταλλάκη , Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ, Ἀθήνα 1997.


6 Ἀκάθιστος Ὕμνος, Μ. Οἶκος .
7Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου , (Ἱερομονάχου),Γέροντας Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης : Ἰχνηλασία
Ζωῆς, περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ , τεῦχος 14 ,( Ἀπρίλιος ‐ Ἰούλιος 2004 ), σελ. 114.
10
πρόσθετη δυσκολία τῆς ἐλαχιστότητος γραπτῶν κειμένων τοῦ ἰδίου τοῦ

Γέροντος8 ἀλλά καί τήν ἔνταση τῶν ἰσχυρῶν βιωματικῶν ἐμπειριῶν.

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό θά ἀναζητηθεῖ ἡ σκιαγράφηση καταρχήν τῶν

πνευματικῶν προϋποθέσεων πού διαμόρφωσαν τήν προσωπικότητα τοῦ

Γέροντος, εἴτε αὐτό ἀφορᾶ σέ πρόσωπα εἴτε σέ γεγονότα εἴτε σέ μελέτες καί

προσωπικές ἐμπειρίες τοῦ ἰδίου. Θά ἀκολουθήσει μιά ἀναφορά στά ποιμαντικά

πρότυπα τοῦ Γέροντος , εἴτε αὐτά ἀφοροῦν σέ βιβλικά πρόσωπα , εἴτε σέ μιά

συμπόρευση καί προσωπικές του ἀναστροφές μέ συγχρόνους πνευματικούς

ἀνθρώπους , πρότυπα τά ὁποῖα ἐμπέδωσαν τό νηπτικό του προσανατολισμό.

Κατόπιν θά παρουσιασθοῦν συνοπτικά οἱ βασικές θεωρητικές καί πρακτικές

συντεταγμένες τῆς ποιμαντικῆς θεολογίας τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ σέ συνδυασμό μέ

τίς διήκουσες ἔννοιές της. Τέλος θά καταχωρηθοῦν τά γενικά στοιχεῖα καί ἡ

ποιμαντική διδασκαλία του σέ ἐπιμέρους ὁμάδες ἀνθρώπων πού τόν συνανα‐

στράφηκαν ἤ συνδέθηκαν πνευματικά μαζί του καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Τό

ἐγχείρημά μας θα ὁλοκληρωθεῖ μέ ὁρισμένες εἰδικές ποιμαντικές ἐπισημάνσεις

στά ἔργα του.

Γνωρίζουμε πώς ἡ προσπάθεια εἶναι μέν ἀτελής , ἀποτελεῖ ὅμως μιάν

πρώτη ἀπόπειρα σκιαγραφήσεως τῆς πνευματικῆς – ποιμαντικῆς φυσιογνωμίας

του μέ τήν κατά τό δυνατόν ἐπιστημονική ἀκρίβεια καί πιστότητα . Τοῦτο

ἐπιβάλλεται , στίς μέρες μας , ἀπό τή δημοσίευση καί τήν κοινοποίηση τῆς

ποιμαντικῆς του διδασκαλίας , πού ἀποτελεῖ πλέον πνευματικό θησαύρισμα γιά

τήν ἐποχή μας καί παρακαταθήκη ζωῆς γιά ἐκείνους πού συνεχίζουν τό ἔργο

του ἀξιοποιώντας τήν πνευματική κληρονομιά του.

8 Ὅπ.παρ. σ. 111.
11

Βιογραφική «ἰχνηλασία» 9 τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ

Ὁ γέροντας Αἰμιλιανός ( κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Βαφείδης) γεννήθηκε στή

Νίκαια τοῦ Πειραιᾶ στίς 13 Νοεμβρίου 1934 . Σέ αὐτή τήν περιώνυμη προσφυγού‐

πολη τῆς Ἀττικῆς εἶχαν μετοικήσει οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς του, προσφυγικῆς

καταγωγῆς . Οἱ εὐσεβέστατοι παπποῦδες του, ὁ σηλυβριώτης Ἀλέξανδρος καί ἡ

κωνσταντινουπολίτισσα Εὐδοξία , δημοδιδάσκαλοι στό ἐπιτήδευμα , εἶχαν

ἐγκατασταθεῖ, μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν , στό χωριό (Νέα) Σήμαντρα

τῆς Χαλκιδικῆς. Προερχόντουσαν ἀπό τά ἀλησμόνητα (παλαιά) Σήμαντρα τῆς

Καππαδοκίας ὅπου ἐργάστηκαν ὡς ἐκπαιδευτικοί ἀπό τό 1906 ἕως τό μεγάλο

ξεριζωμό. Ὁ μικρός Ἀλέξανδρος περάτωσε τίς ἐγκύκλιες σπουδές του στό

δημοτικό κοντά στούς παπποῦδες του καί τό δευτεροβάθμιο κύκλο στή Νίκαια

ὅπου ἐπέστρεψε . Ἀριστοῦχος στά ἐγκύκλια μαθήματα , εἰσήχθη στή Νομική

Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολουθώντας ἀνελλιπῶς καί ἐπιμελῶς

τά μαθήματα τῶν δύο πρώτων ἐτῶν. Ἐξαιτίας τῶν βαθυτέρων πνευματικῶν του

ἀναζητήσεων, ἐγκαταλείπει τη νομική ἐπιστήμη καί ἐγγράφεται στή Θεολογική

Σχολή τοῦ ἰδίου Πανεπιστημίου ὅπου ἀπό νωρίς διαπρέπει στίς σπουδές του.

Ἀπό τά μαθητικά του χρόνια , ἐντάσσεται μέ ἐνθουσιασμό στό πνευματικό ἔργο

τῆς ἀνόρθωσης καί κατήχησης τῆς νεότητας ὅπως αὐτό συντελοῦνταν

πανελλαδικά μέσα ἀπό τά ὀργανωνικά πλαίσια τῆς ἀδελφότητας θεολόγων

«ΖΩΗ»10. Ζώντας στό Οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος11, ἐνεργοποιεῖται στήν

ὀργάνωση νεανικῶν δραστηριοτήτων, ὅπως κατηχητικά καί κατασκηνώσεις.

Παράλληλα μελετᾶ ἐπιμελῶς νηπτικά καί ἀσκητικά κείμενα ἐνῶ θέλγεται ἀπό

τόν πόθο τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἰσόβιας ἀφιέρωσης. Μάλιστα κατά τήν περίοδο

αὐτή – 1952 / 1953 καί ἐντεῦθεν ‐ ὡριμάζει μέσα του ὁ πόθος τῆς ἱεραποστολῆς

9 Ὅπ. παρ. σ. 107‐114.


10 Στοιχεῖα για την ἔνταξη αὐτή τοῦ γέροντος Αιμιλιανοῦ συναντοῦμε καί στό βιβλίο τοῦ
Χρήστου Γιανναρᾶ , Καταφύγιο Ἰδεῶν, ἐκδ. ΔΟΜΟΣ , Ἀθήνα 1987 σ. 64‐77 και 85 ‐ 91
11 Προφορική μαρτυρία τοῦ συγκοιτωνίτη του κ. Βασιλείου Μπαλτᾶ , φιλολόγου , τ. λυκειάρχου.
12
ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας 12 καί ἡ στροφή πρός τόν

εὐαγγελισμό τῶν «ἐθνῶν» πού ἀγνοοῦν τή σωτηριώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας13.

Ὁ νηπτικός προσανατολισμός του στήν ἱεραποστολή , τόν ὁδηγεῖ παρά τούς

πόδας τοῦ φιλομονάχου καί παραδοσιακοῦ Μητροπολίτου τότε Τρίκκης καί

Σταγῶν Διονυσίου Χαραλάμπους14, ὥστε νά προετοιμαστεῖ κατάλληλα σέ

μοναστῆρι τῆς περιφερείας τῶν Τρικάλων. Το 1960 ἀναθέτει τά καθ’ ἑαυτόν στήν

ποδηγεσία τοῦ ἐμπείρου πνευματικοῦ πατρός καί ἕκτοτε γέροντός του

μητροπολίτου Διονυσίου καί ἐγκαθίσταται στά Τρίκαλα τό 1960 . Μετά

παρέλευση λίγων μηνῶν κείρεται μοναχός καί χειροτονεῖται διάκονος στήν

ὥριμη ἡλικία τῶν 26 ἐτῶν , σύμφωνα μέ τά διακελευόμενα ἀπό τούς θείους καί

ἱερούς κανόνες15. Ἐγκαθίσταται προσωρινά στήν παλαίφατη Ἱ. Μονή Ἁγίου

Βησσαρίωνος Δουσίκου, ἕως ὅτου χειροτονεῖται ἱερεύς, καί μετά λίγο διάστημα

λαμβάνει τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Διορίζεται κατόπιν ἀπό τό Μητροπολίτη

καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου

Μετεώρου. Ἡ ἱστορική μονή εἶχε περιέλθει σέ παρακμή καί ἐγκατάλειψη καί δέν

διέθετε ἀδελφότητα. Γιά ἱκανό χρονικό διάστημα ὁ π. Αἰμιλιανός ζεῖ στήν

ἀπόλυτη μόνωση. Παράλληλα μέ τά ἡγουμενικά καί μοναστικά του καθήκοντα ,

ὁ Μητροπολίτης τοῦ ἀναθέτει τή διοίκηση τοῦ ἱστορικοῦ θεομητορικοῦ ναοῦ

Παναγίας Ἐπισκέψεως Τρικάλων καί τή διοργάνωση τοῦ ἔργου τῆς χριστιανικῆς

διαπαιδαγωγήσεως τῆς νεότητος στήν ἐπαρχία του16, μέ τή σύσταση καί

λειτουργία κατασκηνώσεων, ἐνοριακῶν κατηχητικῶν σχολείων καί νεανικῶν

βιβλιοθηκῶν. Τόν ἐνθαρρύνει στό ἔργο τῆς ἐξομολογήσεως τῆς μαθητιώσης καί

ἐργαζομένης νεολαίας. Μέσα ἀπό τίς κατηχητικές , κηρυγματικές καί ἐξομολο‐

12 Θανάση Παπαθανασίου, Ἱεραποστολική ἐμπειρία καί ἀκαδημαϊκά ζητούμενα , στό χαριστήριο


τόμο : ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, ἐκδ. Ἴνδικτος , 2003 , σ. 619‐626.
13 Ἠλία Βουλγαράκη , Ἱεραποστολή, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1989, σ. 9 ‐10.

14 Πολυκάρπου Τύμπα Πρωτ. , Μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιος , μιά λαμπρά
ἐνδεκαετία, Ἀθήνα 1985 , σ. 63 – 75.
15 Γ.Α. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ , Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Νομοκάνων , τιτλ. Α΄κεφ.

κή στόν τ.Α, σ.65 , ιέ Κανών τῆς έν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμανικῆς Συνόδου και ιδ΄ Κανών τῆς ἐν
Τρούλλῳ Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στόν τ. Β΄, σ. 254 & 337, ιά Κανών τῆς ἐν Νεοκαισαρεία
Συνόδου καί ἑρμηνεία Ζωναρᾶ στόν ιστ΄ Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου στόν τ. Γ΄, σ. 88
& 342 , Ματθ. Βλάσταρη κεφ. Β΄ τοῦ στοιχείου Η στόν τ. Στ΄, σ. 302.
16 Δελτίον Ἱ.Μ. Τρίκκης και Σταγῶν , Ἰανουάριος 1962 κ.ἑ.
13
γητικές του δραστηριότητες δημιουργεῖται ἕνας κύκλος νέων ἀνθρώπων μέ

πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί κλήσεις ἀφιερώσεως. Ἔτσι ἀπό τό 1965‐6

ἐγκαθίστανται στό Μ. Μετέωρο οἱ πρῶτοι μοναχοί καί ἀκολουθοῦν ὥς τό τέλος

τῆς δεκαετίας ἀρκετοί ἀκόμη. Παράλληλα συμπηγνύεται καί μία γυναικεία

συντροφιά μέ ἀνάλογες ἀναζητήσεις , ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τόπο ἐγκαταστάσεως

καί ἀνασυστάσεως παλαιᾶς μονῆς , ἀρχικά στήν Ἱ. Μ. Σιαμάδων στήν Καστανιά

τῆς Καλαμπάκας καί κατόπιν στήν Ἱ. Μ. Ἁγίων Θεοδώρων 17 Καλαμπάκας .

Μέσα στήν ἀναζήτησή του γιά ἐντονότερη βίωση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους

ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός σχετίζεται μέ σημαντικότατες πνευματικές φυσιογνωμίες

καί ὁσιακές μορφές τῶν ἡμερῶν του , ὅπως οἱ πατέρες Ἀθανάσιος Χαμακιώτης,

Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, Φιλόθεος Ζερβᾶκος, Σίμων

Ἀρβανίτης, Δαμασκηνός Κατρακούλης, Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Πραγματοποιεῖ τίς

πρῶτες ἱεραποδημίες του στό Ἅγιον Ὄρος καί τρέφεται πνευματικά ἀπό τή

γνωριμία του μέ τούς γέροντες Παῒσιο καί Ἐφραίμ Κατουνακιώτη. Τό Νοέμβριο

τοῦ 1973, λόγῳ τοῦ αὐξημένου τουριστικοῦ ρεύματος στά Μετέωρα καί

διαφωνιῶν μέ τήν τότε τοπική ἐκκλησιαστική ἀρχή , καλεῖται ἀπό τήν Ἱερά

Κοινότητα τοῦ Ἄθω καί μεταφυτεύεται μαζί μέ τήν ἀνθοῦσα ἀδελφότητά του

στήν Ἱ.Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους , ὅπου ἐκλέγεται καθηγούμενός της

κατά τά ἁγιορειτικά πρότυπα. Ἐνθρονίζεται στό θρόνο τοῦ Ἁγίου Σίμωνος τή

17η Δεκεμβρίου 1973 καί διατηρεῖ τή θέση τοῦ Ἡγουμένου ἕως τό 2000 , ὁπότε

παραιτεῖται οἰκειοθελῶς κι ἔκτοτε ἐφησυχάζει. Κατά τήν 27ετία τῆς ἡγουμενίας

του ἐπιτελεῖ λαμπρό καί παγκοσμίως εὔφημο ἔργο, προβάλλοντας τά γνήσια

ἰδεώδη τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ σέ οἰκουμενικό ἐπίπεδο.

Ἀναμορφώνει κι ἀνακαινίζει τά παλιά μετόχια τῆς Μονῆς στήν Ἀθήνα καί

Θεσσαλονίκη. Ἱδρύει τό Ἱερό Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια τῆς

Χαλκιδικῆς καί ἐγκαθιστᾶ ἐκεῖ τήν πολυπληθέστερη ἐπί ἑλλαδικοῦ χώρου

γυναικεία μοναστική ἀδελφότητα. Συνιστᾶ ἐκ τοῦ μή ὄντος ἄλλα τρία

κοινοβιακά μετόχια στή Γαλλία καί ἐντάσσει στή δύναμη τῆς Μονῆς ἕνα

17Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , Ἰσάγγελος Χορεία, στόν τόμο ΟΡΜΥΛΙΑ, ἐκδ. ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ Ἀθήνα
1992, σ. 90.
14
ἀκόμη ἀνδρῶο κοινοβιακό μετόχιο στή Γουμένισσα Κιλκίς. Πραγματοποιεῖ

πλῆθος διαλέξεων καί ὁμιλεῖ συχνά ἐκτός Ἁγίου Ὄρους μετακαλούμενος ἀπό

τούς οἰκείους ἀρχιερεῖς στήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο. Ἀποσύρεται τό 1995 ἀπό

τή διακυβέρνηση τῆς Μονῆς18 λόγῳ ἀνήκεστης βλάβης τῆς εὔθραυστης ὑγείας

του καί ἐφησυχάζει , «ἀνταναπληρῶν τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ»19, στό Ἱερό

Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια τῆς Χαλκιδικῆς.

18Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου , Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 2006,
σ. 445.
19 Πρβλ. Κολ. 1, 24.
15

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ


16

Ι. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ.

Α. Οἰκογενειακές καταβολές. Ἡ ʺπροσφυγική ʺ εὐλάβεια καί πνευματι‐

κότητα.

Σέ περιπτώσεις μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν ἐπιβάλλεται μιά ἐνδελεχής

ἐνασχόληση μέ τίς οἰκογενειακές καταβολές , οἱ ὁποῖες συνδιαμορφώνουν

καταλυτικά μία προσωπικότητα , ὅπως αὐτή τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ. Πρόκειται

εἴτε γιά αὐτοβιογραφικές ὑπομνήσεις τοῦ πατρός σέ οἰκεῖα πρόσωπα , μέ σκοπό

πάντοτε τήν πνευματική ὠφέλεια , εἴτε γιά καταγραφές στό πλαίσιο

κατηχήσεων καί νουθεσιῶν. Σκοπός τῶν λεγομένων καί γραφομένων εἶναι τό νά

κατανοηθεῖ πώς ἡ νηπτική του ζωή ἔχει ρίζες « ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» , ὥστε στήν

περίοδο τῆς ὡριμότητος νά προσφέρει τούς εὔχυμους καρπούς τοῦ Ἁγίου

Πνεύματος.

Οἱ θεμελιακές ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος προέρχονται καταρχήν ἀπό τό στενό

οἰκογενειακό του περιβάλλον . Ἡ μητέρα του, κατοπινή μοναχή Αἰμιλιανή ,

ἐδέχθη τή θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου προκειμένου

νά μπορέσει νά τεκνοποιήσει καί μάλιστα νά φέρει στόν κόσμο τό μικρό

Ἀλέξανδρο τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου20. Τό γεγονός αὐτό ἀσφαλῶς

ἐσφράγισε τήν πνευματική πορεία τοῦ Γέροντος. Ἰδιαίτερα εὐλαβοῦνταν καί

συχνά μνημόνευε τούς παπποῦδες του Ἀλέξανδρο καί Εὐδοξία, οἱ ὁποῖοι , παρότι

ἔγγαμοι πολιτευόντουσαν ὡς μοναχοί 21 . Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔγιναν ἔμψυχοι

φορεῖς τῆς ἡσυχαστικῆς καί νηπτικῆς παραδόσεως ὅταν τά διδασκαλικά τους

καθήκοντα τούς ἔφεραν τό 1906 στά Σήμαντρα τῆς ἁγιοτόκου καί ἁγιοτραφοῦς

Καππαδοκίας. Εἶναι σημαντικό νά γνωρίζουμε πώς ἡ περιοχή αὐτή ἀνέκαθεν

ἀποτέλεσε κοιτίδα πνευματικῶν ἐντεύξεων κι ἀναζητήσεων. Ἀνέδειξε μεγάλους

20Λορέτζο Ντιλέττο, Ὁδοιπορία στό Ἅγιον Ὄρος , ἐκδ. ΕΣΤΙΑΣ , Ἀθήνα 2003 σ. 74.
21Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου (Ἱερομ.) , μνημ. ἔργ. , σ. 107.
17
μάρτυρες στίς ἐποχές τῶν διωγμῶν καί συνέχισε νά καθοδηγεῖται πνευματικά

μέσα ἀπό τήν ὑπόμνηση τῶν βίων καί μαρτυρίων τους. Ἔγινε ὁ τόπος τῶν ἐντό‐

νων συζητήσεων και διεργασιῶν γιά τήν ὁριστική διαμόρφωση καί διατύπωση τοῦ

τριαδολογικοῦ καί χριστολογικοῦ δόγματος. Ἐκτεινομένη ἀπό τίς παρυφές τοῦ

βιθυνικοῦ Ὀλύμπου καί τοῦ Πόντου ἕως τίς ἐσχατιές τῆς Ἀρμενίας καί Κιλικίας,

ἀπό νωρίς κατέστη προπύργιο τοῦ ἀναχωρητισμοῦ καί συνολικά τοῦ βυζαντινοῦ

μοναστικοῦ ρεύματος. Ἡ τραχύτητα τοῦ ἐδάφους, ἡ λιτή διαβίωση καί ἡ

ἀπόσταση ἀπό τίς ἐξόδους πρός τή Μεσόγειο θάλασσα – γεγονός ὄχι ἀπαραίτητα

μειωτικό γιά τήν πνευματική συγκρότηση ‐ δημιούργησαν ἀπό αἰῶνες μιά

παράδοση ἀσκητική καί νηπτική 22. Ἐπρόκειτο γιά μιά συγκροτημένη παράδοση

μέ βασικά στοιχεῖα τήν ἁπλότητα, τήν ἀμεσότητα, τήν ἀνθρωπιά, τήν σεμνότητα,

τό πνευματικό βάθος, τήν εἰλικρίνεια, τό γνήσιο ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό

φρόνημα23. Ἡ παράδοση αὐτή δέν περιορίστηκε μόνο στά μοναστικά κέντρα ,

ἀλλά ἀποτελοῦσε ἐπιπόθητο ἐντρύφημα ἀκόμη καί τῶν ἁπλῶν πιστῶν 24. Ἔτσι οἱ

δύο δημοδιδάσκαλοι ἐδίδασκαν τά ἐγκύκλια μαθήματα στήν ἄλκιμη νεότητα τῶν

καππαδοκικῶν Σημάντρων καί στό ταμιεῖον τους ἐμπέδωναν τή νηπτική

εὐσέβεια. Τόν ἴδιο καιρό σέ μιάν ἄλλη περιοχή τῆς Καππαδοκίας ἀνάλογο ἔργο

ἐπιτελεῖ ὁ ἱεροδιδάσκαλος Θεόδωρος Ἀννητσαλῆχος ‐ Ἀρτζίδης , ὁ γνωστός καί

τιμώμενος ἔτι ζῶν , ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀρσένιος Καππαδόκης25. Παράλληλα

μέ τήν ἀνάγνωση τῶν σχολικῶν βιβλίων καί τή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς

ταυτότητας,26 οἱ δύο δάσκαλοι ἐντρυφοῦσαν στή μελέτη πατερικῶν κειμένων καί

22 Σωτηρίας Νούση , Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ἐκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ , Ἀθῆναι 1992 (4) , σ. 31‐42
23 Ἀθανασίου Γιέβτιτς (Ἐπισκόπου) , Ὁ πατήρ Αἰμιλιανός Μετεωρίτης καί ἁγιορείτης, στό συλλογικό
τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ.παρ. , σ. 40.
24 Μωϋσέως μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Ἅγιον Ὄρος 1991, σ. 37‐43.

25 Παϊσίου μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, Σουρωτή Θεσ/νίκης 1989, σ.32 κ.ἑ.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος σημειώνει: Ἡ Ἰωνία ὑπῆρξε πατρίδα τῆς φιλοσοφίας καί
26

τῆς ποίησης, ὑπῆρξε δημιουργός ἰδιαίτερου ἀρχιτεκτονικοῦ ὕφους, ἀλλά καί μητέρα ἐπιστημῶν.
Ἀργότερα, ὅταν μέ τόν Ἀλέξανδρο καί τούς ἐπιγόνους ὁ Ἑλληνισμός ἁπλώθηκε στήν Ανατολή, ἡ
Μικρά Ἀσία ὑπῆρξε ὁ δημιουργός τῆς οἰκουμενικῆς πνευματικῆς παράδοσης, ἐπάνω στήν ὁποία
ἀναπτύχθηκε ἡ χριστιανική Ἐκκλησία. Καί τότε, ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός ἔλαμψε καί πάλιν: ἡ
συμβολή του στή διαμόρφωση τῆς θεολογίας ὑπῆρξε τόσον καθοριστική, ὅσο καί ἡ συμβολή τῆς
αἰγυπτιακῆς ἐρήμου στή διαμόρφωση τοῦ μοναχισμοῦ. Τό ἐπέτυχε ἡ Ἐκκλησία, διδάσκοντάς τον ὅτι
πάντως τά τούρκικα πού μιλᾶ δέν εἶναι ἡ γλώσσα του, κι ὅτι αὐτή κρατᾶ τή δική του γλώσσα, ἕναν
18
ἀποκτοῦσαν βιωματικές ἐμπειρίες ὁλονυκτίων δεήσεων καί ἀσκητικῆς

διαβιώσεως27. Αὐτά τά βιώματα μεταφυτεύουν στό προσφυγικό τους ἐνδιαίτημα

στά (Νέα) Σήμαντρα Χαλκιδικῆς, ὅπου ἐπείγονται καί κτίζουν τό ἰδιωτικό

παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν28. Τήν προσωπική τους ἀγάπη στόν

καππαδόκη Μ. Βασίλειο ἐμφυτεύουν στήν παιδική καρδιά τοῦ μικροῦ Ἀλεξάνδρου,

πού βρίσκεται κοντά τους γιά τά ἐγκύκλια μαθήματα τῆς στοιχειώδους παιδείας ,

σέ μιά δύσκολη ἐποχή αὐχμοῦ καί πολέμων. Κοντά τους ὁ Γέροντας διδάχθηκε

βιωματικά τίς ἀξίες τῆς προσευχῆς , τῆς ἐγκρατείας, τῆς ἀγρυπνίας καί

προπάντων τῆς μελέτης καί τοῦ πνευματικοῦ προγραμματισμοῦ , πού θά

σημαδέψουν τήν κατοπινή ἐξέλιξή του. Εἶναι θαυμαστό ὅτι σέ πρώϊμη ‐ νηπιακή

κιόλας ‐ ἡλικία ὁ Γέροντας μαθαίνει νά ἀπορροφᾶ τά θεμελιώδη ἐντρυφήματα τῆς

μοναχικῆς παραδόσεως : τόν Εὐεργετινό, τήν Κλίμακα καί τό Γεροντικό.29

Ἐπιπλέον, κοντά τους προικίστηκε μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς μικρα‐

σιατικῆς φυσιογνωμίας ὅπως ἡ ἁπλότητα, ἡ σεμνότητα, τό (πνευματικό) βάθος ,ἡ

πολύτιμο θησαυρό πού τοῦ ἀνήκει. Ἡ Ἐκκλησία τόν δίδαξε ὅτι αὐτός πού μιλᾶ τή γλώσσα τήν ἑλληνική
ὑπερέχει, καί πρέπει νά εἶναι παράδειγμα πρός τούς ἄλλους. Ὥστε, ἔγραφε στίς ἀναμνήσεις του στό
τέλος τοῦ 19ου αἰώνα ὁ Ἰωακείμ Βαλαβάνης ἀπό ἕνα χωριό τοῦ Ἰκονίου, ‘’ ἠκροώμεθα διαρκῶς καί
ἀνελλιπῶς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκανοναρχοῦμεν τά ψαλλόμενα τροπάρια,
ἀνεγινώσκομεν ἐν τῷ Ἑσπερινῷ τάς Προφητείας, τό Ἄσπιλε ἀμόλυντε κλπ., συνεψάλλομεν μετά τοῦ
κανδηλανάπτου τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Ὄρθρου, ἀνεγινώσκομεν μετά μέλους τόν Ἀπόστολον καί
παρηκολουθοῦμεν ὅλην τήν θείαν Λειτουργίαν, ἀλλ’ οὐδεμίαν λέξιν ἐννοοῦμεν ἐκ τῶν ἑλληνικῶν
τούτων, ὧν τά πλεῖστα ἐν τούτοις, ἐκ τῆς συχνῆς ἀκροάσεως ἀσυνειδήτως ἐνετυποῦντο ἐν τῇ μνήμῃ
ἡμῶν καί ἀσυνειδήτως ἐπαναλαμβάνομεν αὐτά δίκην ψιττακῶν. Διότι ἐν τῷ νάρθηκι τοῦ ναοῦ πρῶτον,
καί ἐν τῷ σχολείῳ κατόπιν, ὡς γνήσιοι Ἕλληνες, τα τε ἄρρενα καί τά θήλεα τέκνα τῶν χριστιανῶν τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας ἐμάνθανον τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν, καί μόνην τήν ἑλληνικήν, ἀλλ’, ὡς ἤδη κατεδείχθη,
νομίζομεν, ἐδιδάσκοντο μόνον νά ἀναγινώσκωσι, διακρίνοντες τά στοιχεία τῆς ἑλληνικῆς Ἀλφαβήτου,
οὐχί ὅμως καί τήν σημασίαν ἑκάστης λέξεως’’. Ὁ Ἠλίας Βενέζης ἀποτύπωσε περίφημα τό ἔργο πού
γινόταν στίς ἐκκλησιές καί τά μοναστήρια ἐπί αἰῶνες: οἱ Μικρασιάτες, γράφει, ἦσαν ποτισμένοι ὅλοι
μέ τό ἴδιο πνεῦμα. ‘’ Τί ἦταν αὐτό τό πνεῦμα; Συνοψίζεται σέ μιά λέξη κατ’ εξοχήν ἑλληνική: το
πνεῦμα τοῦ ἀλυτρώτου. Εἶναι μιά μυστική περιοχή τῆς ψυχῆς, πού τή θέρμαινε ἡ παράδοση τῆς
Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἑλληνικῆς εὔκλειας, μεταφερμένη σέ μορφή παραμυθιοῦ καί θρύλου καί
θαύματος, ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπ’ τούς ἁπλοϊκούς πατέρες μας καί τίς μητέρες
μας, ἀπ΄ τούς δασκάλους καί τούς ἱερεῖς, μέσα στούς αἰῶνες τῶν κατατρεγμών ἀπ΄ τήν Ἅλωση κι ἐδῶ.
Ὅλα ἔτειναν στό νά θυμίζουν πώς εἴμαστε ἡ συνέχεια, πώς ὀφείλουμε νά κρατήσουμε τή συνέχεια γιά
νά λυτρωθοῦμε ’’. ( Βλ. δικτυακό τόπο www.ecclesia.gr.)

27 Παϊσίου μοναχοῦ ἁγιορείτου, ὅπ. παρ., σ.35‐42.


28Ἐλισαίου Ἀρχιμανδρίτου, Ἡ Μοναχική Κλῖμαξ τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, στό συλλογικό τόμο:
ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, ὅπ.παρ. , σ. 18.
29 Ὅπ.παρ. , σ. 19‐20.
19
εἰλικρίνεια κ.ἄ. , πού ἀναδεικνύουν τό Μικρασιάτη σέ γνήσιο Ἕλληνα Βυζαντινό30,

βαθιά ὀρθόδοξο κι ἐκκλησιαστικό31. Ἡ μικρασιατική αὐτή εὐσέβεια32 ἀποτελοῦσε

πάντοτε ἕνα θεμελιακό στοιχεῖο τῆς φυσιογνωμίας τοῦ Γέροντος καθότι ἀποτελεῖ

ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα κεφάλαια τῆς νεοελληνικῆς εὐλαβείας33.

Β. Συμπόρευση μέ τό ἱεραποστολικό ἔργο τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτή‐

των . Χρόνια προετοιμασίας καί οἱ πρῶτες μοναχικές ἐντρυφήσεις.

Ἡ περάτωση τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων τῆς στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως

ἐπιστρέφει τόν μικρό ἔφηβο Ἀλέξανδρο στή Νίκαια τοῦ Πειραιῶς , ὅπου εἶχε

ἤδη ἐγκατασταθεῖ ἡ πατρική του οἰκογένεια , γιά νά παρακολουθήσει τά

γυμνασιακά μαθήματα. Ἀπό νωρίς τό ἀνήσυχο πνεῦμα του ἑλκύστηκε ἀπό τό

30 Π.Β.Πάσχου, Κόντογλου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα , χ.χ., σ. 45‐47 . Πρβλ. καί Κώστα Σαρδελῆ , Ἡ Ρωμηο‐
σύνη καί ὁ Κόντογλου, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα 1982, σ.97‐99.
31Ἀθανασίου Γιέβτιτς Ἐπισκόπου, μνημ. ἔργ. σ. 40

32 Φιλιῶς Χαϊδεμένου, Τρεῖς αἰῶνες μιά ζωή, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2005, σ. 55‐81.

33Σημειώνει ὁ κ. Δημήτριος Eφραίμογλου, Διευθύνων Σύμβουλος τοῦ Ἱδρύματος Μείζονος


Ἑλληνισμοῦ , στό μελέτημά του : Ὁ Mικρασιατικός Xριστιανισμός ὡς πηγή ἔμπνευσης :“ Ἡ
προσπάθειά μας γιά τή διάσωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀνέδειξε τή σπουδαιότητα πού
διατηροῦσε ἡ θρησκευτική καί ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τούς Ἕλληνες πού, διωγμένοι,
κατεστραμμένοι οἰκονομικά καί ἐξουθενωμένοι σωματικά καί ψυχικά ἔφτασαν στήν Ἑλλάδα ἀπό τά
μικρασιατικά χώματα, τόν Πόντο καί τή Θράκη. Γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους Ἐκκλησία καί ἔθνος
ἀποτελοῦσαν ἔννοιες ταυτόσημες καί στίς δύσκολες ὧρες τῶν διωγμῶν καί τῆς προσφυγιᾶς οἱ
θρησκευτικοί τους πατέρες ἀναδείχθηκαν σέ ἡγέτες, προστάτες καί μάρτυρες. Χάριν ἄλλωστε στή
χριστιανική τους πίστη οἱ Ἕλληνες πού ἔμεναν μακριά ἀπό τά παράλια τοῦ Αἰγαίου καί μιλοῦσαν
πολλές φορές ὡς μητρική γλῶσσα τήν τουρκική δέν ἀφομοιώθηκαν ποτέ ἀπό τούς περισσότερους
Τούρκους. Οἱ Μικρασιάτες καί οἱ Πόντιοι πρόσφυγες συσπειρώθηκαν γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί οἱ
ναοί τους ἀποτέλεσαν τά κέντρα καί τά σημεῖα ἀναφορᾶς στίς νέες πατρίδες πού δημιούργησαν στό
ἑλληνικό ἔδαφος. Οἱ ἴδιοι ἔχουν τή συνείδηση ὅτι διατηροῦν μιά παράδοση πού χάνεται μέσα στό
χρόνο. Γιά αἰῶνες ἡ ἐπίσημη δημόσια ἔκφραση τῆς συλλογικῆς ὀργάνωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μικρά
Ἀσία συνδεόταν μέ τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση πού διατηροῦσε τήν ἑλληνική γλώσσα καί γραφή
καί τήν ἀνάμνηση τῆς πολιτικῆς κυριαρχίας τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου. Τά
μεγάλα μοναστικά και ἐκκλησιαστικά κέντρα συνέδεαν τήν ὕπαρξή τους μέ τήν ἀκμή ἀλλά καί
παλαιότερα μέ τά πρῶτα βήματα τοῦ χριστιανισμού στίς περιοχές γύρω ἀπό τό Αἰγαῖο. Ἄν
θέλουμε, σύμφωνα μέ τήν κυρίαρχη ἄποψη τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας νά φτάσουμε
στούς μακρινούς μας προγόνους τῆς ἀρχαιότητας πρέπει νά περάσουμε ἀπαραίτητα ἀπό τά
μονοπάτια τῆς μνήμης τῶν χριστιανών παππούδων μας.”(βλ. δικτυακό τόπο www.ecclesia.gr)
20
νεανικό κατηχητικό ἔργο 34 τῆς ἀδελφότητος θεολόγων «ΖΩΗ» ὅπως προαναφέρ‐

θηκε. Ἐπρόκειτο γιά μιά σημαντική διέξοδο στούς ὁραματισμούς καί τίς ἀναζητή‐

σεις ἑνός νέου τῆς ἐποχῆς μέ πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Οἱ χριστιανικές ἀδελφό‐

τητες ἀποτελοῦσαν τή συνέχεια ἑνός πανάρχαιου θεσμοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλη‐

σίας.35 Μέ δυνατές ἱστορικές ρίζες καί μέ ἱεραποστολικό ζῆλο ἐπεχείρησαν νά

καλύψουν τήν ἀδήριτη ἀνάγκη τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος γιά τό θεῖο

κήρυγμα καί τήν οὐσιώδη παρέμβαση τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ὅλους τούς

τομεῖς τῆς κοινωνίας , μέσα ἀπό μία διαδικασία «ἐκκοσμίκευσης» 36, δηλ. πρόσλη‐

ψης τοῦ σωτηριώδους μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό εὐρύτερες κοινωνικές

ὁμάδες, θρησκευτικά ἀποχρωματισμένες ἤ ἀδιάφορες. Στό χῶρο αὐτό ὁ ἔφηβος

Ἀλέξανδρος ἀνακάλυψε τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο τῆς μαρτυρίας καί τῆς

ὁμολογίας Χριστοῦ. Σύντομα ἐντάχθηκε σέ ὀργανωμένες δραστηριότητες , ὅπως οἱ

κατηχητικές συνάξεις κυρίως ἐργαζομένων και σπουδαζόντων νέων ἤ οἱ

κατασκηνώσεις στόν Παρνασσό 37 . Συνδέθηκε φιλικά καί συνεργάστηκε μέ

σύγχρονες ἐξέχουσες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, ὅπως οἱ τότε νεαροί

θεολόγοι Ἀναστάσιος Γιαννουλᾶτος ( σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας ) καί

Δημήτριος Τρακατέλλης ( σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς) . Συμπορεύθηκε μέ

τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς ἀδελφότητος χωρίς ποτέ νά ἐνταχθεῖ ἐπίσημα στίς

τάξεις της , διότι οἱ πνευματικές του ἀναζητήσεις ἦταν πάντοτε βαθύτερες.

Διέγνωσε ὅτι τό μέλλον αὐτῶν τῶν κινήσεων καί τῶν δραστηριοτήτων τους ἦταν

ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ μοναχισμοῦ μέ τό «μπόλιασμά» του ἀπό τόν ἐνθουσιασμό

τῆς ἄλκιμης χριστιανικῆς νεότητας. Μέ τήν εἰσαγωγή καί τή διετῆ παραμονή του

στή Νομική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τά

ἱεροκανονικά κείμενα καί τά παλαιά τυπικά τῶν μοναστικῶν κοινοτήτων

ἀναζητώντας τίς ἀρχέγονες πηγές τοῦ μοναστικοῦ ρεύματος. Συνδυάζοντας τίς

34 Ἀξιοσημείωτες μαρτυρίες συναντοῦμε καί σέ κείμενα τοῦ γνωστοῦ τραγουδοποιοῦ Λευτέρη


Παπαδόπουλου, στό βιβλίο του : Εἶναι γλετζές, πίνει γάλα, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2006(2) ,
σ.229 ‐236 καί 297‐304.
35 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη1995, σ. 302 ‐306

36 Ἀλεξάνδρου Γουσίδη, Οἱ χριστιανικές Ὀργανώσεις ‐ Ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφότητος Θεολόγων

ΖΩΗ ‐ Κοινωνιολογική προσέγγιση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993 (2) σ. 127 – 173.
37 Χρήστου Γιανναρᾶ , ὅπ.παρ. , σ. 67‐68.
21
ἐμπειρίες τῆς «κοινοβιακῆς» ζωῆς στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Ἀπόστολος

Παῦλος» μέ τίς θεολογικές του σπουδές στήν ὁμώνυμη πανεπιστημιακή σχολή ,

δημιούργησε ἕνα ἄνοιγμα πρός εὐρύτερες πατερικές μελέτες. Γενικά μποροῦμε νά

συμπεράνουμε πώς ἡ περίοδος αὐτή στή ζωή τοῦ Γέροντος εἶναι ἡ ἰδανικότερη

συνέχεια στή νηπτική παρακαταθήκη πού δέχθηκε ἀπό τούς παπποῦδες του

γιατί περιλαμβάνει : μεθοδική κατηχητική δραστηριότητα, ἐνθουσιαστική διάθεση

μαρτυρίας Χριστοῦ, βαθιά μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν πατερικῶν κειμένων,

ἀφομοίωση ὁρισμένων ὀργανωτικῶν δομῶν τῆς ἀδελφότητος ΖΩΗ καί σύγκρισή

τους μέ τά ἀντίστοιχα ἱεροκανονικά τυπικά, πρῶτες θεολογικές ἐντρυφήσεις σέ

ἀσκητικά κείμενα ( ὅπως τά ἀσκητικά τοῦ Μ. Βασιλείου, τό Γεροντικό, οἱ Κατηχήσεις

τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου κ.τ.τ.)

Γ. Τά χρόνια στά Τρίκαλα ( Δούσικο ‐ Μετέωρο , κατήχηση , ἐξομολόγη‐

ση , κήρυγμα, πρῶτες μοναχικές κουρές).

Ἐξόχως σημαντική γιά τή μοναστική του ἀνέλιξη ὑπῆρξε ἡ ἐσώτατη πνευματική

του σχέση μέ τόν χαρισματικό Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιο

Χαραλάμπους (1907‐1970). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός μέ προορατική ὄντως ἔμπνευση

μετακαλεῖ τό γέροντα Αἰμιλιανό στήν περιοχή του. Ἡ γνωριμία τοῦ Γέροντος με

τόν Μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο πραγματοποιεῖται μέσα ἀπό τίς συχνές

ἐπισκέψεις τοῦ σεβασμίου ἱεράρχου στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος 38. Ὁ ἐπίσκο‐

πος ἀναζητοῦσε στελέχη γιά τήν πλαισίωση τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου μέσα ἀπό

τίς ὀργανωμένες χριστιανικές κινήσεις πού ἐγγυόνταν ἕνα ἔμψυχο ὑλικό

ἐνθουσιῶδες , μεθοδικό , φιλόπονο , αὐτοθυσιαστικό. Ἡ προσέγγισή του στά μέλη

τῆς ἀδελφότητος δέν ἦταν οὔτε πρωτόγνωρη οὔτε μοναδική γιά τήν ἐποχή

ἐκείνη , κατά τήν ὁποία οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἀντλοῦσαν ἀπό τήν

πνευματική δεξαμενή τῶν χριστιανικῶν «κινήσεων» δυναμικά στελέχη 39 . Ὁ

νεαρός φοιτητής τῆς θεολογίας συγκινεῖται ἀπό τήν παρουσία τοῦ ζηλωτοῦ

38 Προφορική μαρτυρία κ. Βασιλείου Μπαλτᾶ, ὅπ.παρ.


39 Γεωργίου Μαντζαρίδη , ὅπ. παρ. , σ. 280‐283.
22
μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος κουβαλᾶ στούς ὤμους του μιά βαριά κληρονομιά. Πρῶτα

ἡσυχαστική ὡς παλιός ἁγιορείτης, κατόπιν ἱεροκηρυκτική –ποιμαντική‐ἱεραποστο‐

λική ὡς ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἡγούμενος καί ἱεροκῆρυξ

τῆς Μητροπόλεως Μηθύμνης , ὕστερα διδακτική ὡς καθηγητής τῆς ἀνώτερης

ἱερατικῆς σχολῆς Κύπρου, και τέλος συγγραφική ὡς μελετητής ‐ ἑρμηνευτής τῶν

Γραφῶν καί τῶν πατερικῶν κειμένων40. Ὁ Διονύσιος ἦταν ἕνας οὐσιαστικός

ὁραματιστής , ἕνας ἐκφραστής μιᾶς αὐθεντικῆς μοναστικῆς παράδοσης πού

ἐπιχειρεῖ τολμηρά ἱεραποστολικά ἀνοίγματα στήν κοινωνία. Μιά κοινωνία , ὅπως

αὐτή τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῶν Τρικάλων , πού ἐξερχόταν καθημαγμένη ἀπό

τήν ἀδελφοκτόνα ἐμφύλια διαμάχη τῆς προηγούμενης δεκαετίας κι ἀναζητοῦσε

κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἐπιούσιο ἄρτο. Ὁ ἀείμνηστος Διονύσιος , πού φλεγόταν

ἀπό τόν πόθο τῆς ἀναβιώσεως τοῦ μοναχισμοῦ στή μητρόπολή του καί ἐκοπίαζε

πολύ γιά τήν ἐπάνδρωση τῶν μονῶν μέ σφριγηλές ἀδελφότητες, τίς ὁποῖες

στήριξε ποικιλοτρόπως στήν ἐγκατάσταση καί τήν ἐπαύξησή τους. Ἀγωνιοῦσε ὡς

εὐσυνείδητος ποιμενάρχης γιά τήν πνευματική ἀνόρθωση τῆς περιοχῆς , βασικό

στοιχεῖο τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἀνασυγκρότηση τῆς ἱστορικῆς μοναστικῆς κοινότητας

τῶν Μετεώρων και τῶν πολυπληθῶν ἱερῶν μονῶν τῆς ἐπαρχίας του 41 .

Ὁ Ἀλέξανδρος Βαφείδης ἐνστερνίζεται πλήρως τίς ἀγωνίες καί τούς

ἀγῶνες τοῦ Διονυσίου καί συγκινεῖται ἀπό τήν ἀσκητικότητα καί τήν ἁγιότητά

του , ὥστε ὥριμα νά ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἐγκατάστασή του στά Τρίκαλα. Ἡ

ἀπόφασή του ἀσφαλῶς ἐλύπησε τούς ἰθύνοντες τῆς ἀδελφότητος πού πίστεψαν

ὅτι ἔχαναν ἕνα φέρελπι, φιλόπονο καί δυναμικό συνεργάτη, ὁ ὁποῖος ὅμως

ἀναζητοῦσε την καταξίωσή του μέσα ἀπό τή μοναστική ‐ἡσυχαστική ‐νηπτική καί

ὄχι μόνον ἱεραποστολική ἀφιέρωση. Στά Τρίκαλα ἐγκαθίσταται μόνιμα τό 1960

καί ἐντάσσεται στό μικρό ἄτυπο κοινόβιο τῶν ἀγάμων κληρικῶν πού

πλαισιώνουν και ὑλοποιοῦν τούς ποιμαντικούς ὁραματισμούς τοῦ Μητροπολίτου. Οἱ

πατέρες αὐτοί διαμένουν στό οἰκοτροφεῖο ἀρρένων τῆς Μητροπόλεως δίπλα στόν

ἱστορικό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων κάτω ἀπό τό παλαιό φρούριο τῶν

40 Πολυκάρπου Τύμπα Πρωτ. , ὅπ. παρ., σ.13‐17


41 Ὅπ. παρ. , σ.63‐75
23
Τρικάλων. Μέσα σέ ἀτμόσφαιρα γενικῆς συγκινήσεως ‐ κατανύξεως κι

ἐνθουσιασμοῦ τελεῖται ἡ μοναχική του κουρά κατά τήν ἀγρυπνία τῆς θεοπρομη‐

τορικῆς ἑορτῆς τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου). Ἀκολουθεῖ ἡ εἰς

διάκονον χειροτονία του στίς 11 Δεκεμβρίου στόν Ἱ.Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς

Τρικάλων42. Παράλληλα , με προτροπή τοῦ Ἐπισκόπου του , ὁ νεόκουρος ἱεροδιάκο‐

νος ἀναζητᾶ τόπον καταπαύσεως περιερχόμενος τίς μονές τῶν Μετεώρων καί τίς

ὑπόλοιπες τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας. Ἡ πολιτεία τοῦ φιλομονάχου

Μητροπολίτου στάλαξε στήν ψυχή τοῦ νέου μοναχοῦ Αἰμιλιανοῦ τόν πόθο τῆς

ἀναζητήσεως τῶν γνησίων ἀρχῶν τῆς κατά Θεόν ἐρημίας. Ὁ Αἰμιλιανός ἔχει μιά

κατασταλαγμένη ἀπόφαση : Νά προετοιμαστεῖ στό μοναστῆρι μέ νήψη, προσευχή ,

νά ἀσκηθεῖ μέ μελέτη καί εὐχαριστιακή κοινωνία καί κατόπιν νά ἀποτολμήσει

μιά περιορισμένη ἔξοδο στόν κόσμο γιά ἱεραποστολή.

Μολονότι ἐνεγράφη ἐξαρχῆς στή Μονή Δουσίκου , στήν Πύλη Τρικάλων ,

δέν ἐγκαταβίωσε ἀμέσως ἀλλά μετά ἀπό παρέλευση ὀκτώ μηνῶν ἐπιμόνου

ἐρεύνης. Καί τοῦτο τό ἔπραξε εὐθύς μετά τή χειροτονία του εἰς πρεσβύτερον 43,

κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν πανηγυρίζουσα Ἱερά Μονή

Βυτουμᾶ, ἠγαπημένο τόπο τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου 44 . Τότε ἀνεχώρησε γιά

τή μονή τῆς μετανοίας του , τό Δούσικο, ὅπου παρέμεινε ἐπί τετράμηνο. Ἡ μονή,

παρά τό λαμπρό ἱστορικό της παρελθόν διήνυε μέν περίοδο παρακμῆς , ἀλλά

τοῦ παρεῖχε ὅ,τι ἐπιποθοῦσε : μόνωση, ἡσυχία, στροφή στόν ἔσω ἄνθρωπο ,

ἔμπονη κι ἐκτενῆ ἐκζήτηση τοῦ Θεοῦ. Στά ἐρείπια τῆς παρηκμασμένης , ἀλλά μέ

ζῶσα μοναστική παράδοση ἱστορικῆς Μονῆς , «λαμβάνει τίς ἀπαρχές τῆς ἐν

Κυρίῳ χαριτώσεώς του κι ὁραματίζεται μέ πτεροφυᾶ ἐλπίδα την ἀναβίωση τοῦ

μοναχικοῦ ἰδεώδους» 45 . Ὁ Θεός προοικονομεῖ τή μελλοντική ἀνάδειξή του σέ

ἀναμορφωτή τοῦ μοναχικοῦ βίου καί κοινοβιάρχη κατά τά ἀρχαῖα μοναστικά

πρότυπα. Τίς σκέψεις του μοιράζεται μέ τόν ἐπίσκοπο ‐ γέροντά του , «ὁ ὁποῖος

42 Δελτίον Ἱ.Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγῶν Ὀκτώβριος‐Δεκέμβριος 1960.


43 Ὅπ.παρ. , Ἰούνιος‐Αὔγουστος 1961.
44 Γεωργίου Στέφα (Ἀρχιμ.) , Μοναστῆρι Βυτουμᾶ ‐ μία ἑστία πολιτισμοῦ , Τρίκαλα 1988, σ. 37.

45 Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου ,Ἱερομ.,μνημ. ἔργ., σ.108.


24
σάν ὑπεύθυνος πνευματικός πατήρ διαγιγνώσκει τήν ἀξία τοῦ λύχνου καί τόν

θέτει ἀμέσως ἐπί τήν λυχνίαν» 46.

Τό Δεκέμβριο τοῦ 1961, ἕνα χρόνο μετά τήν ἐπίσημη ἔνταξή του στή

μοναχική πολιτεία, καθώς ἡ ἀνεπίσημη εἶχε συντελεστεῖ παιδιόθεν , ἐγκαθίστα‐

ται μόνιμα στή Μονή Μεγάλου Μετεώρου, χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης κατ’

οὐσίαν 47. Στό περιβάλλον τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου ζεῖ τά ἔντονα

σκιρτήματα τῆς χάριτος μέ ὁδηγό τή νήψη καί τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία. Γιά

μιά σχεδόν πενταετία μένει μόνος , προσεύχεται, μελετᾶ καί λειτουργεῖ συχνότατα

μέ ψάλτη του ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες πού τόν βοηθοῦν στίς ἀναστηλωτικές

ἐργασίες. Ταυτόχρονα σχεδόν διορίζεται διοικητικός προϊστάμενος τοῦ Ἱ.Ναοῦ

Ἁγίας Ἐπισκέψεως Τρικάλων, ὁπότε ὁ Μητροπολίτης τοῦ ἀναθέτει καθήκοντα

ἐξομολόγου καί κατηχητοῦ τῆς νεότητος. Παρέχει τήν πνευματική τροφή στά

πλήθη τῶν νέων παιδιῶν , κυρίως τοῦ γυμνασίου , πού συνωστίζονται ἔξω ἀπό

τό ἐξομολογητήριό του, ἤ στίς νεανικές κατηχητικές συνάξεις πού συγκροτεῖ. Ἡ

ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων συντελεῖται δι’ αὐτοῦ , ὁ ὁποῖος μέ

προσήνεια, γλυκύτητα, ἱεροπρέπεια κι ἀρχοντιά δονεῖ τά ἐσώτατα τῶν νεανικῶν

ψυχῶν. Γύρω του συμπηγνύεται ἕνας πυρήνας ἐγγυτέρων τέκνων του πού

προσανατολίζονται στή μοναστική ἀφιέρωση. Ὁ Αἰμιλιανός δέν βιάζεται ἀλλά μέ

ἐμπειρία, προσευχή, ἀγωνίες, δάκρυα καί πλῆθος συζητήσεων προσπαθεῖ νά

μορφοποιήσει τόν νεανικό ἐνθουσιασμό καί νά τόν μετατρέψει σέ δίψα καί

διηνεκῆ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ 48. Τό 1965 ὑποδέχεται στό Μετέωρο τούς πρώτους

δοκίμους , τούς ὁποίους ὅμως κείρει μοναχούς μετά τή δική του μεγαλοσχημία

ἀπό τό Μητροπολίτη Διονύσιο στίς 6 Αὐγούστου 1966. Ἡ εὐάριθμη συνοδεία

γίνεται γρήγορα πολυάριθμη , καθώς πολλοί ἀπόφοιτοι τοῦ γυμνασίου ἤ φοιτητές

πού πολιτευόταν κοντά του σάν μοναχοί, ξεθαρρεύουν καί ὁδηγοῦν τά βήματά

τους στό Μ. Μετέωρο. Ὁ μητροπολίτης Διονύσιος χαίρεται μέ τήν πρόοδο τοῦ

πνευματικοῦ του ἀναστήματος, τόν στηρίζει ποικιλοτρόπως καί τόν συνδέει μέ

46 Πρβλ. Μτθ. 5, 16
47 Βασιλείου Θερμοῦ (Πρωτ.), Τά ὀφφίκια τῶν πρεσβυτέρων , ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σ. 33‐48.
48 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις καί Λόγοι , τ. 3 , ἔκδ. Ἱ.Κ. Ὁρμυλίας Χαλκιδικῆς ,1999, σ. 24, 156.
25
σπουδαῖες σύγχρονες ὁσιακές μορφές. Ὁ τότε νεαρός «ἀλλά ὑπέρ πρεσβυτέρους

συνιών» ἡγούμενος τοῦ Μετεώρου συνάγει μοναχική ἐμπειρία. Παράλληλα ὁ

Αἰμιλιανός συγκροτεῖ καί ἀναζητᾶ τόπο ἐγκαταστάσεως γιά τή γυναικεία

μοναστική ἀδελφότητα πού ἀπό ἐτῶν κινεῖται γύρω του.

Κι ἐνῶ αὐτά συμβαίνουν περί τά μοναστικά, ἀξιοσημείωτη και ἀδιάκοπη

εἶναι ὅλη ἡ ἱεροκηρυκτική ‐ ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ Γέροντος.

Περιέρχεται «τάς πόλεις καί τάς κώμας κηρύττων» ἱερουργῶν καί συνεγείρων

τούς πάντες 49. Ὁ μητροπολίτης τοῦ ἀναθέτει τή διακονία τοῦ θείου λόγου κάθε

Κυριακή ἀπόγευμα στό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τρικάλων , ὅπου

συνωθεῖται πλῆθος εὐσεβοῦς λαοῦ 50. Ἐκεῖ , συχνά παρόντος τοῦ ἐπισκόπου, ὁ

Γέροντας ἐκδιπλώνει τίς πτυχές τῆς ψυχῆς του , σαγηνεύει τό λαό τοῦ Θεοῦ μέ

τά πνευματέμφορα καί βαθυστόχαστα κηρύγματά του. Ἐκδαπανᾶται γιά τή

νεότητα , εὐφραίνεται νά ὁμιλεῖ σέ μαθητές, τελειοφοίτους, ἐργαζομένους,

φοιτητές, ἀδιάκοπα, ἀκούραστα, πάντοτε πρωτότυπα. Ὁ λόγος του χαρίζει διέξοδο,

ὅραμα προοπτική σέ μιά ὁλόκληρη γενιά νέων ἀνθρώπων πού ἔκτοτε

σημαδεύτηκαν ὑπαρξιακά κι ἀνεξίτηλα ὅποιο δρόμο κι ἄν ἀκολούθησαν στή ζωή

τους.

Ἐπιπλέον , μελετᾶ μέ συστηματικότητα τά ἀρχαῖα τυπικά βυζαντινῶν

Μονῶν καί ἀναζητᾶ τρόπους ἀνανεώσεως τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους.

Συμμεριζόμενος τόν ἀγώνα καί τήν ἀγωνία τοῦ μητροπολίτου Διονυσίου 51 , ὁ π.

Αἰμιλιανός συμμετέχει ἐνεργῶς στήν τότε συγκροτηθεῖσα ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Προαγωγῆς τοῦ

Μοναχικοῦ Βίου μέ τίς εἰσηγήσεις: ʺΜέσα ἀνακαινίσεως καί ἀναβιώσεως τοῦ

μοναστικοῦ ἰδεώδουςʺ ( Ἱ.Μ. Πεντέλης 1970), ʺ Μελέτη τοῦ τρόπου έπαναφορᾶς τῆς

παλαιᾶς κανονικῆς διοικήσεως τῶν ἱερῶν μονῶν καί δή τῆς ἀρχῆς τοῦ

κοινοβίουʺ (Ἱ.Μ.Βαρλαάμ 1972) καί ʺΠερί καταρτισμοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τῶν

ἱερῶν μονῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδοςʺ (1973). Ἐπιπλέον συνιστᾶ

49 Δελτίον Ἱ.Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγῶν 1963‐1969.


50 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις καί Λόγοι, τ.4 , ἔκδ. Ἱ.Κ. Ὁρμυλίας Χαλκιδικῆς ,2001, σ. 20.
51 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις καί Λόγοι, τ.1 , ἔκδ. Ἱ.Κ. Ὁρμυλίας Χαλκιδικῆς ,1995, σ. 41,78,116.
26
βιβλιογραφικῶς στά μέλη τῶν διαφόρων ἐπιτροπῶν καί σέ ἡγουμένους ἤ

ἀντιπροσώπους ἱερῶν μονῶν περί τά 20 κτιτορικά τυπικά , πού καλύπτουν τήν

μεσοβυζαντινή καί ὑστεροβυζαντινή περίοδο ‐ἐποχές μοναστικῆς ἀκμῆς‐ τά ὁποῖα

ἐκτείνονται ἕως τόν τελευταῖο καί ἐν χρήσει Καταστατικό Χάρτη Ἁγίου Ὄρους

(1926). Στή μελέτη του γιά τήν κατάρτιση Γενικοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τῶν

Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἑλλάδος παραθέτει Τυπικά βυζαντινῶν μονῶν καί

ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται στούς μοναστικούς κανονισμούς τῶν ὁσίων Ἀντωνίου

τοῦ Μεγάλου , Παχωμίου, Βενεδίκτου καί κυρίως στίς Ἀσκητικές Διατάξεις καί

τούς Ὅρους κατά Πλάτος καί κατʹ Ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τά

συγγράμματα αὐτά τοῦ μεγάλου πατρός πάντοτε ἀρεσκόταν νά ὑπομνηματίζει,

κατηχώντας τά πνευματικά του τέκνα.

Στό μεταξύ ὁ Γέροντας καταρτίζει τόν Ἐσωτερικό Κανονισμό τοῦ

γυναικείου Κοινοβίου τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίων Θεοδώρων Καλαμπάκας πού μεταφυτεύ‐

θηκε τό 1975 στό τέως Βατοπαιδινό Μετόχιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια

τῆς Χαλκιδικῆς52. Ἡ παράλληλη μελέτη αὐτῶν τῶν θεμελιακῶν κειμένων φωτίζει

τήν κατανόηση τοῦ ʺΤυπικοῦ ʺ τῆς Ὁρμυλίας καί τό ὅραμα τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ γιά

τήν ἀνακαίνιση τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους στά μοναστήρια τῆς πατρίδας μας.

Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ ὀργανωτικές διατυπώσεις , ὅπως καί τά λοιπά κείμενα τοῦ

π. Αἰμιλιανοῦ δονοῦνται ἀπό τή συγκίνηση τῆς μοναστικῆς ἀφιερώσεως μιᾶς

ἑκάστης ψυχῆς τῶν ὑποτακτικῶν τοῦ Γέροντος. Μιᾶς ψυχῆς πού φανερώνει τή

Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ʺ...ἀπαρνηθεῖσα τόν κόσμον ... ἐκζητοῦσα καί ἐκβοῶσα πρός

τόν Κύριον , ὀδυρομένη διά τήν ἀνάπλασιν τῆς πεσούσης φύσεως καί τήν

ἀνάκρασιν μετά τοῦ Θεοῦ... ʺ 53. Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι συναγωγή τῶν πρώτων

πνευματικῶν καρπῶν τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀναπτύξεως τοῦ χαρίσματος τῆς

πνευματικῆς πατρότητος. Ὁ Γέροντας , χάριτι Θεοῦ κινούμενος, ἐμποτίζει τά

πνευματικά του τέκνα μέ τό βίωμα τῶν ἀσκητικῶν κειμένων καί τούς ἐμπνέει

τό ζῆλο τῆς μιμήσεως τῶν ἀρχαίων ἀσκητικῶν παλαισμάτων 54. Παρατηρεῖται στή

52 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Ἰσάγγελος χορεία, μνημ.ἔργ. σ. 90, κ.ἑ.


53 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ. Κατηχήσειςκαί Λόγοι , τ.1 , σ.101‐102.
54 Βλ. Νουθετήρια προσλαλιά τοῦ Γέροντος στήν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου

στήν Ἱ.Μ. Μεταμορφώσεως Μ. Μετεώρου 1968 .


27
ζωή του καί στή ζωή τῶν ἀδελφοτήτων ἕνας συγκερασμός παλαιᾶς πείρας καί

νεανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ , ὥστε νά μεταφέρεται τό πνεῦμα καί ἡ μοναχική βιοτή

τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν στά σύγχρονα δεδομένα. Ἴσως αὐτό νά ἀποτελεῖ καί τήν

πεμπτουσία τοῦ ἔργου τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ , ὁ ὁποῖος σέ περίοδο παρακμῆς καί

ἐκπτώσεως τοῦ μοναχικοῦ βίου 55 ἀναδεικνύεται πρακτικός ἀνανεωτής καί

ἀποτελεσματικός ἀναμορφωτής του γιά τά ἑλλαδικά , καί ὄχι μόνο, δεδομένα.

Ὡς γνήσιος φορέας τῆς πατερικῆς παράδοσης , ἤδη ἀπό τήν πρώϊμη ἐποχή

τῶν πρώτων μοναχικῶν κουρῶν τό 1968, ἐκλέγει ὡς διάδοχό του τόν ἀριστοῦχο

μαθητή τοῦ Β΄ Γυμνασίου Ἀρρένων Τρικάλων Ἐμμανουήλ Ράπτη , τόν ὁποῖο

μετονομάζει σέ Ἐλισαῖο «ὡς διπλῆν λαβόντα τήν χάριν παρά Ἠλιού» 56 . Καί

πάλι μέ τόν τρόπο του ὁ Γέροντας στοιχεῖ σέ μιά πανάρχαιη μοναστική

παράδοση ἀποδεικνύοντας ἐμπράκτως ὅτι ἡ ἡγουμενική εὐθύνη δέν εἶναι

ἀποκλειστικό καί ἰσόβιο ἀξίωμα πού προσπορίζει προνόμια καί τιμές, ἀλλά

πενθηφόρα κι ἔμπονη διαδικασία πνευματικοῦ τοκετοῦ καί ὠδίνων «ἄχρις οὗ

Χριστός μορφωθῇ ἐν αὐτοῖς» 57.

Δ.Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρό καί μετά τήν ἐγκατάσταση στή

Σιμωνόπετρα.

Στό μεταξύ , κατά προτροπήν τοῦ γέροντός του μητροπολίτου Διονυσίου,

ὁ π. Αἰμιλιανός ἐξέρχεται καί πραγματοποιεῖ τίς πρῶτες ἱεραποδημίες του στό

Ἅγιον Ὄρος. Τήν ἐποχή αὐτή ὁ Ἄθως ἑορτάζει πανηγυρικά τή χιλιετηρίδα του ,

ἀλλά διανύει περίοδο παρακμῆς. Ἐντούτοις στήν ἀθωνική πολιτεία διασώζονται

στοιχεῖα τῆς πατροπαράδοτης μοναστικῆς παράδοσης. Ἔρχεται σ’ἐπαφή μέ

55 Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης,Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπί διορθώσει τῶν περί


αὐτόν, P.G. 135. 729, κ.ἑ.
56 Δ΄ Βασ. 2 , 9 ‐ 16 , πρβλ. τροπάριο καί ἀπολυτίκιον ἑορτῆς Προφητῶν Ἐλισαίου (14 Ἰουνίου) καί
Ἠλιού( 20 Ἰουλίου) στά Μηναῖα Ἰουνίου‐Ἰουλίου ἀντιστοίχως
57 Πρβλ. Γαλ. 4.19
28
ἐξέχουσες νηπτικές μορφές ὅπως ὁ γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης58. Συνάπτει

βαθεῖς πνευματικούς δεσμούς καί ἐμπλουτίζει τήν ἐμπειρία του μέ τή βιωματική

διδασκαλία τῶν νηπτικῶν αὐτῶν πατέρων. Ἤδη ἀναζητᾶ ἀπό τά τέλη τῆς

δεκαετίας τοῦ ’60 , προφητικῷ τῷ τρόπῳ, μέθοδο καί τόπο μεταφυτεύσεως τῆς

ἀδελφότητος τοῦ Μ. Μετεώρου . Οἱ μοναχοί αὐξάνουν μέν ἀριθμητικά ἀλλά

ἀνακόπτονται ἡσυχαστικά ἀπό τό αὐξανόμενο ρεῦμα τουρισμοῦ καί

ἀντιμετωπίζουν πρακτικές δυσκολίες στή διαμονή τους στά Μετέωρα.

Ἡ τελική ἀπόφαση γιά ὁριστική ἀναχώρηση ἀπό τό Μετέωρο λαμβάνεται

στίς ἀρχές τοῦ 1972 , ὅταν ἐπέρχεται ἡ ρήξη τῆς ἀδελφότητος μέ τό διάδοχο τοῦ

Διονυσίου νέο μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Σεραφείμ. Οἱ ἀποτυχημένες

προσπάθειες μονίμου ἐγκαταστάσεως τῆς γυναικείας ἀδελφότητος, ὁ περιορισμός

τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τῶν μοναστικῶν καθηκόντων τῆς ἀνδρικῆς

ἀδελφότητος λόγῳ τῆς ἐπελάσεως τῶν τουριστῶν καί οἱ διαρκεῖς παρεμβάσεις

τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας, ἐπιτάχυναν τήν ἀναχώρηση τῶν πατέρων ἀπό τό

Μ. Μετέωρο. Κλιμάκιο τῆς ἀδελφότητος ὑπό τό Γέροντα , μέ σχετική ἄδεια κι

εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ἀναζητᾶ μεταξύ τῶν παρηκμασμένων ἁγιορειτικῶν

μονῶν τόν τόπο τῆς καταπαύσεως. Μεταξύ τῶν δύο ἐπικρατεστέρων ἐπιλογῶν

Φιλοθέου καί Σίμωνος Πέτρας, προκρίνεται ἡ δεύτερη κυρίως γιά λόγους

συναισθηματικούς ἐφόσον προσομοιάζει στά Μετέωρα. Οἱ ἐγκαταβιοῦντες ἐκεῖ 7

ὑπερήλικοι μοναχοί ἀγαλλιοῦν στή θέα τῶν νέων κι ἐνθουσιωδῶν συμμοναστῶν

καί ἀδημονοῦν γιά τή μετεγκατάσταση τῆς νέας ἀδελφότητος. Ἡ ἀναχώρηση

πραγματοποιεῖται στά τέλη τοῦ 1972 μέσα σέ κλῖμα συγκίνησης καί ὀδύνης γιά

τό λογικό ποίμνιο τῶν Τρικάλων πού χάνει τόν ἐπί σειράν ἐτῶν πνευματικό του

ὁδηγό , διδάσκαλο καί πατέρα. Στίς 25 Νοεμβρίου 1972 ὁ Γέροντας ἐκλέγεται κατά

τά ἁγιορειτικά θέσμια ἡγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας καί ἐνθρονίζεται ἐπισήμως

στίς 17 Δεκεμβρίου ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα 59 . Ἡ μεταφύτευση τῆς 15μελοῦς

ἀδελφότητος τοῦ Μετεώρου ἔγινε ἀφορμή καί γιά πλεῖστες ἀκόμη

μετεγκαταστάσεις ἀδελφοτήτων ἤ μεμονωμένων προσώπων στό Ἅγιον Ὄρος ,

58 Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Κατουνάκια,
Ἅγιον Ὄρος 2000, σ.90 κ.ἑ.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις , ὅπ. παρ. τ.1 , σ. 113‐126
59
29
θέτοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τό θεμέλιο γι’ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζεται

ἀναγέννηση τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ 60 καί ἔκρηξη τοῦ προσκυνηματικοῦ

ρεύματος.

Ἡ νηπτική ζωή τοῦ Γέροντος βρίσκει τήν πλήρη καταξίωσή της στό

περιβάλλον τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Ἀποσύρεται ἐπί ἡμέρες στό ἡγουμενεῖο

ὅπου λειτουργεῖ ἀκατάπαυστα , προσεύχεται , ἡσυχάζει, μελετᾶ καί καθοδηγεῖ

τήν ἀδελφότητα καί τούς προσκυνητές. Ἀκολουθεῖ χρηστή διοίκηση καί ἀξιοποιεῖ

μέ πατρικό ἐνδιαφέρον τά ἰδιαίτερα χαρίσματα τῶν ἀδελφῶν 61 , ἀποκεντρώ‐

νοντας τίς διοικητικές ἁρμοδιότητες 62 και διατηρώντας ἀκλόνητο τόν

προσανατολισμό στόν «καταρτισμόν τῶν ἁγίων, τῆς παρατάξεως Κυρίου»63. Μέ

τήν ἐν γένει χρηστή διαποίμανσή του ἀνορθώνει τό κῦρος καί προβάλλει τή

μακραίωνα παράδοση τῆς μονῆς ἀλλά καί τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους. Ἡ μονή

ἀποκτᾶ πολυπληθῆ ἀδελφότητα , ἡ ὁποία ἀποδύεται στό ἔργο τῆς κτιριακῆς

ἀνακαινίσεώς της καί τῆς προβολῆς τοῦ ὀρθοδόξου μοναστικοῦ ἰδεώδους,

πανορθοδόξως καί διαχριστιανικῶς. Μέ ἀνάλογο πνεῦμα ἀνακαινίζονται καί

ἐνισχύονται τά παλαιά μετόχια τῆς μονῆς ( Ἀναλήψεως Βύρωνα , Ἁγίου

Χαραλάμπους Θεσ/νίκης ) δημιουργοῦνται νέα ( Εὐαγγελισμοῦ Ὁρμυλίας, Ἁγίου

Ἀντωνίου, Ἁγίας Σκέπης καί Μεταμορφώσεως στή Γαλλία) καί προσαρτῶνται στή

Σιμωνόπετρα ἤδη ὁλοκληρωμένα ( Ὁσίου Νικοδήμου Γουμενίσσης). Γιά ὅλα τοῦτα

καί συνάμα γιά τά παμπληθῆ ἐν κόσμῳ πνευματικά του τέκνα δείχνει ἀμέριστο

καί θυσιαστικό ἐνδιαφέρον εἰς βλάβην ὅμως τῆς εὔθραυστης πάντοτε ὑγείας

του. Δέν ἀποποιεῖται τη συμμετοχή του στά ἁγιορειτικά κοινά καί συμμετέχει

ἐνεργά στις συνεδριάσεις τῶν θεσμικῶν ὀργάνων. Μέ διάκριση καί πεῖρα

συμβάλλει στή διευθέτηση δυσκόλων ὑποθέσεων χρησιμοποιώντας τήν ἰσχύ τῆς

ἀγαπητικῆς διαπροσωπικῆς προσεγγίσεως. Συχνά ἐκπροσωπεῖ τήν Ἱερά

60 Γεωργίου Μαντζαρίδη, ὅπ. παρ., σ. 284‐290


61 Λορέντζο Ντιλέττο , ὅπ.παρ., σ. 110‐114
62 Πρβλ. «Τυπικόν» , ἤτοι Κανονισμός Ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ Ὁρμυλίας στόν
προμνημονευθέντα τόμο τοῦ Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις καί λόγοι , 1 σελ. 193‐199 και 208
63 Σχόλιο τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ σέ ντοκυμανταίρ τοῦ καναλιοῦ Ζ D F μέ τίτλο : «Ἄθως . Χίλια

χρόνια σάν μιά μέρα»


30
Κοινότητα καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔναντι τῶν ἀρχῶν τῆς ἑλληνικῆς

πολιτείας συμμετέχοντας σέ ἱεροκοινοτικές ἐπιτροπές καί ἐξαρχικές ἀποστολές.

Ε. Ἡ ἵδρυση τῆς Ὁρμύλιας καί οἱ ποιμαντικές ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα

στόν κόσμο ( ὁμιλίες ‐ προσκυνήματα)

Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Τρικάλων καί τῶν Μετεώρων ἀναπτύσσεται γύρω ἀπό

τό γέροντα Αἰμιλιανό μιά πολυπληθής ἄτυπη γυναικεία ἀδελφότητα. Ἀποτελεῖται

ἀπό πνευματικά του τέκνα μέ μοναστικές κλή(ί)σεις πού στελεχώνουν τό

κατηχητικό ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί ἐπιδίδονται στό νεανικό

ἱεραποστολικό ἔργο. Ἡ ἰδιότυπη αὐτή «συνοδεία» ἀσκεῖται στήν ὑπομονή τῆς

ἀναζήτησης μονῆς γιά ἐγκατάσταση. Τό μικρό μοναστῆρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων

Καλαμπάκας, πού προεκρίθη ἀρχικά , ἀπεδείχθη ἐλάχιστο μπροστά στό

ἀσυγκράτητο ρεῦμα τῶν μοναστριῶν πού ἔσπευδε γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση

μετά ἀπό μεγάλη ἀναμονή.

Μετά ἀπό πλῆθος περιπετειῶν , περιπλανήσεων καί βασάνων , ἡ κυρίαρχη

μονή τῆς Σιμωνόπετρας ἀγοράζει τό παλιό βατοπαιδινό μετόχι τοῦ

Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὀρμύλια τῆς Χαλκιδικῆς τό ὁποῖο καί ἐπιδιορθώνεται γιά νά

ἐγκατασταθεῖ ἡ 35 μελής ἀδελφότητα τό 1974 ‐ 5. Ὁ ὁραματισμός τοῦ Γέροντα γιά

τή φυσιογνωμία αὐτοῦ τοῦ μετοχίου φαίνεται ἤδη ἀπό τή σύνταξη τοῦ

«Τυπικοῦ» , δηλ. τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Κοινοβίου. Πρόκειται για ἕνα

ἀπό τά ἐλάχιστα γραπτά κείμενα τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ , ἕνα κείμενο ʺκτιτορικῆς ʺ ,

κατεξοχήν , ἐμπνεύσεως 64 τό ὁποῖο στοιχεῖ στή μακραίωνα παράδοση μοναχικῶν

ὑποτυπώσεων μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μοναχισμοῦ. Ἀποτελεῖ τό

καταστάλαγμα τῆς μοναστικῆς ἐμπειρίας καί τῶν ἀναζητήσεων τοῦ γέροντος

Αἰμιλιανοῦ , ὅπως διαμορφώθηκαν μέσα ἀπό τή λειτουργική ζωή , τήν ἀγάπη

πρός τό σύγχρονο ἄνθρωπο καί τήν ἐμβριθῆ μελέτη τῆς πατερικῆς βιωματικῆς

σοφίας. Θά ἔλεγε κανείς , ἀποτιμώντας προοιμιακά τό κείμενο, πώς ὁ π.

64 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις τ.1, ὅπ. παρ., σ. 27


31
Αἰμιλιανός ʺ...μέ σοφία καί διάκριση προσλαμβάνει τή μοναστική παράδοση ... καί

θέτει τήν προσωπική του σφραγίδα ‐ στοιχῶν τοῖς θείοις κανόσι τῶν ἁγίων

Πατέρων...‐ καί δημιουργεῖ τό Τυπικό τῆς Μονῆς. Ἐγκεντρίζει μέ σεβασμό κι

ἀγάπη στήν πεῖρα τῶν παλαιῶν ... τήν ἀφοσίωση καί τό ζῆλο τῶν νεωτέρων ...ʺ 65.

Τά ἀσκητικά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού ἀπετέλεσαν τό ὀργανωτικό

θεμέλιο γιά τή θέσπιση μιᾶς εἰδικῆς κανονικῆς νομοθεσίας σχετικά μέ τήν τάξη

, τή διοίκηση καί τό πνεῦμα τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ 66 στάθηκαν οἱ πρῶτοι

ὁδηγοί τοῦ Τυπικοῦ. Κατά τό πρότυπο τῶν σωζομένων τυπικῶν καί αὐτό τῆς

Ὁρμυλίας ἀκολουθεῖ τά κατά τᾶξιν καί εὐσχημόνως 67 κρατοῦντα μοναχικά θέσμια,

σύμφωνα μέ τήν προοιμιακή ἐξαγγελία τοῦ συντάκτου του. Ἑδράζεται στό κῦρος

τῶν Ἱερῶν Κανόνων , τή διαμορφωμένη διαιωνίως μοναστική παράδοση καί τό

σεβασμό στίς πατερικές ὑποτυπώσεις τῶν ὁσίων διδασκάλων τῆς μοναχικῆς

πολιτείας. Ἡ μυσταγώγηση τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ στά πνευματικά βάθη τῆς

μοναχικῆς βιοτῆς , ὅπως ἔχει προσημειωθεῖ, συνετελέσθη μέ τίς ἐμβριθεῖς

μελέτες του στά ἀσκητικά συγγράμματα τῶν μεγάλων Πατέρων ‐ θεμελιωτῶν τῆς

μοναστικῆς ζωῆς .Ἡ παρέλευσή του ἀπό τό ἔργο τῆς κατηχήσεως τῆς νεότητος

καί τῆς ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς συνέδραμε στή συστηματοποίηση τῶν

ἀπόψεών του χάρη στή μεθοδικότητα καί τή δημιουργικότητα πού τόν διέκριναν

ὡς ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου 68.

Ἐξασφάλισε γιά τήν ὁμαλή κι ἀπρόσκοπτη διαβίωση τῆς ἀδελφότητος τόν

ἀπαραίτητο περιβάλλοντα χῶρο καί ἄρχισε ἀπό τό 1980 τήν κτιριακή ἐπέκταση

καί ἀνοικοδόμησή τοῦ Ἱ.Κοινοβίου ἐκ τοῦ μηδενός. Στίς 14 Σεπτεμβρίου 1980

θεμελίωσε τό νέο μεγαλοπρεπές Καθολικό, το ὁποῖο ἐγκαινιάσθηκε την 1η Ιουνίου

2003 ἀπό τον Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς Ἀρχιεπισκόπους

Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλο καί Ἀλβανίας Ἀναστάσιο. Ἤδη ἀπό τό

65Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου( Ἱερομονάχου) , Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ,Ἰχνηλασία Ζωῆς


στό συλλογικό τόμο: ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ὅπ.παρ. σ. 34.
66Παν. Παναγιωτάκου,Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατά τήν ἐν Ἑλλάδι ἰσχύν
αὐτοῦ, τ.4, Ἀθῆναι 1957 , σ. 22 ‐ 23 καί Παντελεήμονος Ροδοπούλου , Μητροπολίτου Τυρολόης καί
Σερεντίου, Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, Θεσ/νίκη 1998, σ. 127.
67 Α΄Κορ. 14 , 40
Δημητρίου Τρακατέλλη Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς , Αἰώνιες παραδόσεις γιά τήν τρίτη χιλιετία , στό
68

συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ.παρ. , σ. 119.


32
1991 μέ Σιγγιλιῶδες Πατριαρχικό Γράμμα τό Μετόχιο τῆς Ὁρμυλίας ἔλαβε

Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή ἀξία.

Αὐτό τό διαρκές ἄνοιγμα τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους στή σύγχρονη κοινωνία

μέσα ἀπό τόν ἐνεργό ρόλο τῶν μετοχίων τῆς Σιμωνόπετρας, συμπληρώνεται καί

ἀπό τίς ποικίλες ποιμαντικές ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα σέ ἱερές μητροπόλεις τῆς

Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μέ χαρά καί προθυμία δέχεται τίς προσκλήσεις

φιλομονάχων ἱεραρχῶν καί πραγματοποιεῖ ὁμιλίες στό ποίμνιό τους ἤ τούς

ἱερεῖς τους ἤ καί σέ ἐπιστημονικά συνέδρια , μέσα ἀπό ἕναν εὐρύτατο θεματικό

κύκλο. Ὁ λόγος του εἶναι πάντοτε «ἅλατι ἡρτυμένος»69 καί ἡ ἐν γένει ἀναστροφή

του ἀποπνέει μιά ἰσορροπημένη καί ὑγιᾶ πνευματικότητα. Τά πολυπληθῆ

ἀκροατήρια του σαγηνεύονται ὄχι μόνον ἀπό τήν εἰς πλάτος καί βάθος

πραγμάτευση τῶν θεμάτων ἀλλά καί ἀπό τήν ἐκφορά τοῦ λόγου, πού μεταδίδει

μιάν οὐράνια μεγαλοπρέπεια.

Οἱ προσκυνηματικές του ἀποδημίες στούς Ἁγίους Τόπους , τήν Αἴγυπτο, τήν

Ἰταλία , τή Γαλλία , τήν Ἀγγλία κ.ἄ. γίνονται ὄχι πρός ἀναψυχήν καί τέρψιν ἀλλά

πρός καταρτισμό καί διδαχή. Πάντοτε βρίσκει τήν εὐκαιρία νά ὠφελήσει ὅσους

τόν ζοῦν ἐκ τοῦ σύνεγγυς, διατηρώντας μιάν ἀξιοθαύμαστη ἰσορροπία ἀνάμεσα

στήν οἰκειότητα καί τήν ἀπόσταση, τήν εὐπροσηγορία καί τήν αὐστηρότητα. Ἡ

ἀξιοπρεπής ‐ ἱεροπρεπής στάση του διδάσκει καί ὅταν δέ μιλᾶ , ἀλλά ἀσχολεῖται

μέ ἁπλές καθημερινές ἐνασχολήσεις . Ὁ π. Αἰμιλιανός μέ τό νά εἶναι ἐν ταὐτῷ

ἐπίγειος ἄνθρωπος μέ οὐράνια βιώματα , φανέρωσε τό μοναστικό ἰδεῶδες καί

σάν κοινωνική ἀξία . Ἐπιπλέον προχώρησε στήν ἀνάδειξη αὐτῆς τῆς ἀξίας ὡς

μοναδικῆς ἀνεπανάληπτης και ἀξιοζήλευτης γιά τόν καθένα « χωροῦντα τόν

λόγον τοῦτον »70.

69 Κολ. 4, 6
70 Μτθ. 19, 11‐12
33

ΣΤ. Ἡ εὔλαλος σιωπή

Ἡ ζωή τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ δίκαια θά χαρακτηριζόταν πολυκύμαντη

καί «ἐλαυνομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος» σέ καμμία ὅμως περίπτωση στάσιμη καί

τελματική. Στό βραχύ διαστημα τῆς ἀκμαίας δυνάμεώς του « ἐπλήρωσε χρόνους

μακρούς»71 καί συνήγαγε ἕναν ἀξιοθαύμαστο πνευματικό ἀμητό 72 . Διαγράφει

ὅμως καί ἕναν κύκλο ἐπιστροφῆς σέ μιά ἀφετηριακή ἀρχή : τή σιωπή. Ὁ

Γέροντας ἀπό πολύ μικρός μάθαινε ἀπό τούς παπποῦδες του νά «...σιωπᾶ γιά νά

φωνάζει μέσα του ὁ Θεός...» 73. Ἀγάπησε τή σιωπή καί τήν ἡσυχία , γι’ αὐτό καί

ὁ Θεός ἐπέτρεψε, ἀπό τό 1995 ἰδιαιτέρως , νά ἐντρυφᾶ σ’ αὐτήν μετά ἀπό μιά

ἀνήκεστη βλάβη τῆς εὐπαθοῦς ὑγείας του. Ἡ σιωπή τόν εἰσήγαγε ἀπό νωρίς

στά «βάθη τοῦ Πνεύματος»74 , ὥστε ἀπό τήν πρώιμη παιδική του ἡλικία νά

πολιτεύεται ὡς πολιός γέρων, νά μελετᾶ τά ἱερά κείμενα , νά τά ἐνστερνίζεται

καί νά τά ἀπορροφᾶ πλήρως μέσα στήν ψυχή του. Γνώριζε ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ὁ

χῶρος τῆς τελεσιουργίας τῶν μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καί κατέφευγε σ΄ αὐτήν

ὅταν δέν χρησιμοποιοῦσε τόν καλοζυγισμένο λόγο του.

Ἀπό τήν πρώτη προσέγγιση τῶν ἀνθρώπων κοντά του ἐφήρμοζε μέ

ἀκρίβεια τούς λόγους τοῦ Μεγ. Βασιλείου γιά τόν ἀλείπτη τῶν ἀρχαρίων στήν

ἔλλογο ἄσκηση : «…πρῶτον πάντων σπουδάζειν προσήκει περί τήν τοῦ λόγου

χρῆσιν μή ἀμαθῶς ἔχειν , ἀλλ’ ἐρωτᾶν μέν ἀφιλονείκως, ἀποκρίνεσθαί δε

ἀφιλοτίμως, μή διακόπτοντα τόν προσδιαλεγόμενον ὅταν τι χρήσιμον λέγῃ , μηδέ

ἐπιθυμοῦντα τόν ἑαυτοῦ λόγον ἐπιδεικτικῶς παρεμβάλλειν, μέτρα ὁρίζοντα λόγῳ

καί ἀκοῇ, μανθάνειν δε ἀνεπαισχύντως καί διδάσκειν ἀνεπιφθόνως…»75 Ὁ

Γέροντας , ἐν τῇ ἐμφρόνῳ διακρίσει του , ἤξερε πότε ἀκριβῶς νά ὁμιλεῖ , τί νά

λέγει καί πότε νά σιωπᾶ , ὥστε νά μπορεῖ νά καρποφορεῖ «ὥσπερ εὔλογον

71 Σοφ.Σολομῶντος 4.13‐15
72 Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου ἱερομ., μνημ. ἐργ. σ.114
73 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ. σ.19‐20
74 Ὡρολόγιον τό Μέγα , Ἀπολυτίκιον ἑορτῆς Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ Α.&Ε.

Παπαδημητρίου , Ἀθῆναι , σ. 248 Πρβλ καί Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις , ὅπ. παρ. , τ.4, σ.157.
75 Μεγάλου Βασιλείου,Ἐπιστολή β΄, Πρός Γρηγόριον ἑταῖρον (περί ἡσυχίας καί ἀπραγμοσύνης),

στήν P.G. 32, 224


34
σιωπήν οὕτω καί λόγον ἔνθεον» 76 . Ὅταν λοιπόν ἐπεράτωσε τή διακονία τῆς

σπορᾶς ὁ Θεός τόν εἰσήγαγε στό μυστήριο τῆς σιωπῆς γιά νά ἀπολαύσει τούς

καρπούς τῶν κόπων του «δουλεύσας εἰς τό Εὐαγγέλιον»77. Γι’ αὐτό πάντοτε

συνιστοῦσε καί νουθετοῦσε μέ τά λόγια τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος :

«σιωπή ἐν γνώσει, μήτηρ προσευχῆς, λογισμῶν ἐπίσκοπος ,παρρησίας ἔχθρα,

ἡσυχίας σύζυγος, φιλοδιδασκαλίας ἀντίπαλος, ἀφανής προκοπή, λεληθυῖα

ἀνάβασις78 ». Στήν ὕπαρξή του συνετελεῖτο ἡ τελείωση τοῦ λόγου του διά τῆς

σιωπῆς. Ἑνός λόγου πού εἶχε πάντοτε μιά ἐκπληκτική δύναμη καί ἕνα ἀμήχανο

κάλλος, ἑνός λόγου μεταμορφωτικοῦ κι ἁγιοποιοῦ. « Ἡ σιωπή » ,τονίζει ὁ ἴδιος ,

« εἶναι ἡ μόνη φωνή τῆς ἐρήμου, τοῦ μοναχοῦ (χριστιανοῦ). Μιά τελεία σιωπή

στό περιβάλλον του, μιά τελεία σιωπή μέσα στήν ψυχή του, μέσα στό πνεῦμα

του , μέσα στήν καρδιά του. Μόνον ἕνας σιωπηλός ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἰκονίζει

ἀληθινά τό Θεό καί ὁ μοναχός εἶναι ὁ τέλεια σιωπηλός. Αὐτή ἡ σιωπή τοῦ

μοναχοῦ εἶναι ἡ αἰώνια κραυγή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ…79». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ

σιωπηλή παρουσία τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ γίνεται ἡ πλέον εὔλαλη κι εὔγλωττη

διδασκαλία καί ταυτόχρονα τό ἐπισφράγισμα μιᾶς ὄντως ἀξιοθαύμαστης πορείας

« ἀπό δόξης εἰς δόξαν»80 διά τοῦ μαρτυρίου καί τῆς ἀσθενείας.81

76
Γρηγορίου Θεολόγου,Ἐπιστολή ριά , Εὐλαλίῳ ( περί σιωπῆς), στήν P.G. 37, 209
77 Φιλημ. 2,22
78 Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, Κλῖμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, 1978, σ.174.
79 Ἐλισαίου Ἀρχιμανδρίτου, μνημ. ἔργ. σ.20.
80 Β΄Κορ. 3,18
81 Β΄Κορ. 11.21,29 ‐ 12.10 ‐ 13.3
35

ΙΙ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΤΟΥ

ΓΕΡΟΝΤΟΣ

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ποιμαντικοῦ προτύπου τοῦ Γέροντος ὀφείλει νά στρέψει

τό ἐρευνητικό ἐνδιαφέρον καταρχήν στά ἱερά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐκεῖ

δηλ. ὅπου ὁ Θεός φανερώνεται ὡς ὁ καλός Ποιμήν ὁ ὁποῖος κατασκηνοῖ ἐν τόπῳ

χλόης τόν ὑπ’ Αὐτοῦ ποιμαινόμενο ἄνθρωπο. Ὁ ρόλος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καί τῆς

παρουσίας τοῦ Θεοῦ κοντά στόν ἄνθρωπο, Τόν ὁδηγεῖ στό νά ἐπινοεῖ κάθε

φροντίδα γιά τά λογικά «πρόβατά»Του , ὥστε νά μή στερηθοῦν κάθε δυνατή

προκοπή82. Μέσα ἀπό τό σωστικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῶν πνευματικῶν

πατέρων ἐνσαρκώνεται καθημερινά αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ‐ Ποιμένος. Γιατί

αὐτοί εἶναι πού ἀπεργάζονται μέ πόνο καί κόπο τήν « μόρφωσιν » τοῦ Χριστοῦ

« οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις ἀλλά…σαρκίναις » καί καθοδηγοῦν τίς ψυχές «…εἰς τάς

αὐλάς Κυρίου…» 83. Ὁ π. Αἰμιλιανός , μέσα ἀπό τά γραπτά καί τούς λόγους του

ἀποδεικνύεται ἕνας βαθύτατα πηγαῖος καί γνήσιος ἄνθρωπος , «θεοείκελος» , χάρη

στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος , τά ὁποῖα εἵλκυσε μέ τή θερμή προσευχή

τήν ἄσκηση καί τή μελέτη. Θεμέλιο τῆς διακονίας του εἶναι ὁ χριστοκεντρικός

χαρακτήρας τῆς ποιμαντικῆς 84 καί ἀνθρωποκεντρικός ὁ τελικός ἀποδέκτης της .

Στά ἁγιογραφικά κείμενα καί ἰδιαιτέρως τά παλαιοδιαθηκικά ὁ Γέροντας

ἐντρυφᾶ ἀπό τά νηπιακά του χρόνια . Ὅταν ἀργότερα καθίσταται πατήρ καί

καθοδηγός ψυχῶν , ἐμπνέεται κι ἐλαύνεται ἀπό αὐτά. Κατέχει βαθύτατα τή

Βίβλο, τήν ὁποία βιώνει ἐμπειρικά καί προσφέρει στά τέκνα του μιά

ἐνσαρκωμένη ἁγιογραφική παράδοση. Μιά παράδοση εὐλογημένης σωτηρίας καί

διαρκοῦς παρουσίας 85 .

82 Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Μαθήματα Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία , Θεσ/νίκη 2005, σ. 12


83 Πρβλ. Ἰεζεκ. 34,14 Ψαλ. 84, 3,11 – 91,14 ‐ 121 ‐ 133, 1 καί Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἐξήγησις εἰς
τούς ψαλμούς, P.G. 27. 576 . Ἐπίσης Ἰω. 10.1
84 Ἰωάννου Κορναράκη, Ποιμαντική , πανεπιστημιακαί παραδόσεις , Θεσσαλονίκη χ.χ. , σ. 16 κ.ἑ.

καί Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα, ὅπ.παρ. σ. 58 κ.ἑ.


85 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Πρόλογος, στό ἔργο: Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις καί Λόγοι τ.

5, ἐκδ. Ὁρμύλια 2003 σ. θ – ιέ


36

Α. Ἡ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων καί ἡ προβολή

ἀγνώστων μορφῶν ἤ γεγονότων (πού σχετίζονται εἴτε μέ τήν

ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἴτε τῶν ἀνθρώπων.)

Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ Παύλου Εὐδοκίμωφ στό ἔργο του «Ὀρθοδοξία»

«…ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά ὁρίσουμε τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι νά

ποῦμε πώς στήν οὐσία της εἶναι βιβλική…»86. Βιώνοντας τήν ἀλήθεια αὐτή ἡ

Ἐκκλησία ἀφομοίωσε τή θεολογία τῆς Βίβλου καί εἰδικά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

στίς ἱερές πράξεις Της καί στά μυστήριά Της. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας

ἑρμηνεύοντας τή Βίβλο θεολογοῦσαν καί ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς

ὀρθόδοξης πίστης βρίσκεται σέ ἀνάλογα ἐξηγητικά κείμενά τους. Ὁλόκληρη ἡ

μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας , μέγεθος θεμελιῶδες γιά τή μοναστική ἀνέλιξη ,

δέν εἶναι παρά μία ἐπανάληψη τῶν σωτηριωδῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς

παραδίδονται μέσα ἀπό τή Βίβλο , καί ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν. Δέν

ὑπάρχει ὕμνος ἤ προσευχή πού ἡ φρασεολογία τους νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τή

βιβλική γλῶσσα ἀλλά οὔτε καί κίνηση ἤ πράξη πού νά μήν ἀνάγει στό

θεολογικό περιεχόμενο θείων ἐνεργειῶν , οἱ ὁποῖες περιγράφονται στήν Παλαιά

καί στήν Καινή Διαθήκη.

Ὁ Γέροντας ἀκολουθεῖ αὐτή τήν παράδοση καί τονίζει ὅτι ἡ βιβλική

σημασία τῆς λέξεως γνωρίζω δέν εἶναι πληροφοροῦμαι, ἀλλά γνωρίζω

μετέχοντας. Ἡ μελέτη τῆς Βίβλου δέν ἦταν ποτέ γι’ αὐτόν μιά νοησιαρχική

λειτουργία ἀλλά μιά μυστηριακή μέθεξη στό Λόγο τοῦ Θεοῦ, μιά μέθεξη

καταφανῶς ἀδύνατη ἔξω ἀπό το χῶρο τῆς Ἐκκλησίας87. Στό μοναστικό κανόνα

μελέτης ὁ Γέροντας ἐπέβαλλε τήν καθημερινή ἀνάγνωση δύο κεφαλαίων τῆς

Παλαιᾶς καί ἑνός τῆς Καινῆς Διαθήκης γνωρίζοντας εἰς βάθος τό σωτηριολογικό

περιεχόμενο τῆς ἁγιογραφικῆς μελέτης.

Οἱ λόγοι καί οἱ ἑρμηνεῖες του βρίθουν ἀπό γνωστά κι ἄγνωστα πρόσωπα ἤ

γεγονότα τῆς Βίβλου, τά ὁποῖα προσφέρονται ἀπό τόν ἴδιο τό Γέροντα στό

86
Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσ/νίκη 1972, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, σ. 254 κ.ἑ.
87 Μιλτιάδη Κωνσταντίνου , Ρῆμα Κυρίου κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 17 κ.ἑ.
37
ἀκροατήριό του τηρουμένων τῶν βασικῶν κανόνων μιᾶς ὀρθόδοξης πατερικῆς

ἑρμηνευτικῆς μεθόδου. Ὁ Γέροντας ἀντιλαμβάνεται τήν ἰδιομορφία τῶν

παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων ὥστε αὐτά νά προσαρμοστοῦν στά δεδομένα μιᾶς

μοναστικῆς συνάξεως ἤ ἑνός εὐλαβοῦς ἀκροατηρίου. Θεωρεῖ παράλληλα τή

βιβλική μελέτη ὡς ἔργο τῆς κοινότητος, τῆς συνάξεως, ἐντέλει αὐτῆς τῆς ἴδιας

τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη κι ὅταν κανείς τήν πραγματοποιεῖ μεμονωμένα στό

« ταμιεῖον »88 του. Ἑπομένως ἡ ἑρμηνεία καί ἡ κατανόηση βιβλικῶν κειμένων

μετατρέπεται σέ μιά ἐκκλησιαστική χαρισματική λειτουργία. Αὐτή ἡ λειτουργία

ἐκπηγάζει ἀπό τήν ἴδια τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας , ἡ ὁποία φωτίζει ἐν

ἁγίῳ Πνεύματι τόν κήρυκα καί τούς ἀκροατές ὅπως τούς ἱερούς συγγραφεῖς 89.

Στόν ιθ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζεται με ἀκρίβεια :

«… εἰ γραφικός ἀνακινηθείῃ λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν ἤ ὡς ἄν οἱ

τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων

παρέθεντο…»90 . Ὁ Γέροντας μέσα ἀπό τή νηπτική του ζωή , πρῶτα ἐπιλέγει ,

κατόπιν τοποθετεῖ τό ὑπό ἑρμηνεία κείμενο ἤ τήν ἑρμηνευτική βιβλική ἀναφορά

στή συνάφεια τοῦ σκοποῦ , ἀναλύει καί σχολιάζει τά ἐπιμέρους κι ἐντέλει

προχωρεῖ στή θεολογική ἐμβάθυνση τοῦ περιεχομένου.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι μέν πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀλλά εἶναι καί

ἕνα βιβλίο κατεξοχήν ἀνθρωπολογικό ἐπειδή στίς σελίδες της ἐκτίθεται ἡ

σωτηριολογική ὄψη τοῦ ἀνθρώπινου δράματος. Σέ μεγάλο μέρος τῶν σελίδων της

περιλαμβάνει ποικίλες μορφές συμπεριφορῶν, ἀνθρώπινων ἀντιδράσεων

βιωματικῶν διαδικασιῶν, ψυχολογικῶν τύπων , σχήματα καί ἐκδηλώσεις

ἀνθρώπινων ὑπαρξιακῶν ἐμπειριῶν , ἐφόσον ἀντικείμενο τῆς ἐν Χριστῷ

ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση καί ἡ σωτηρία της. Ὁ

Γέροντας γνωρίζει νά μεταχειρίζεται ἐπιδέξια αὐτή τήν ἀνθρωπολογική ὄψη τῆς

Βίβλου καί νά εἰσχωρεῖ διά τῶν βιβλικῶν ἀναφορῶν σέ βαθύτατες κι ἀθέατες

88 Μτθ. 6, 6
89 Πρβλ. Λουκ. 24, 13‐32 καί Πρ. 8, 27‐35 , ὅπου ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ( εἴτε στούς πορευομένους
πρός Ἐμμαούς μαθητές εἴτε στόν αἰθίοπα εὐνοῦχο ἀντιστοίχως ) γίνεται άντιληπτή μέσα ἀπό μιά
συζήτηση βιβλικοῦ περιεχομένου.
90 Γ.Α. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ , Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ὅπ.παρ., τ. Β΄σ. 346
38
ἐνδοψυχικές διεργασίες. Χρησιμοποιεῖ βασικές ἀρχές τῆς χριστιανικῆς

ἀνθρωπολογίας , γιά νά καθορίσει λ.χ. τό εἶδος καί τό περιεχόμενο τῶν

συνεπειῶν τῆς πτώσεως πάνω στό ἀνθρώπινο « κατ’ εἰκόνα ». Οἱ μορφές καί οἱ

συμπεριφορές πού παρουσιάζει , ἐπειδή ἐνίοτε λειτουργοῦν ἀρχετυπικά,

περιβάλλονται ἕνα γνήσιο «βιβλικό κῦρος» πού διασφαλίζει τήν πνευματική

καθοδήγηση τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε στούς

χαρακτηρισμούς τῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας τοῦ Γέροντος ὅτι ἡ ἐμβάθυνση πού

πάντοτε ἐπιχειρεῖ , εἶναι βαθιά ψυχολογική 91. Σ’ αὐτό βοηθεῖται ἀπό τήν ποικιλία

τῶν βιβλικῶν βιωματικῶν μορφῶν τῆς Θείας ἀλλά και τῆς ἀνθρώπινης

συμπεριφορᾶς.

Β. Ἡ χρήση ἐξεχουσῶν βιβλικῶν μορφῶν στό ἔργο τοῦ Γέροντος

Παρατηρώντας μέ προσοχή τούς λόγους καί τά κείμενα τοῦ

π.Αἰμιλιανοῦ διαπιστώνει κανείς τήν ἐπιμονή του νά ἑρμηνεύει καί νά

παρουσιάζει λόγους κι ἐνέργειες ἐπιφανῶν προσώπων τῆς Γραφῆς.

Συμπληρωματικά μόνον ἀναφέρεται καί σέ ὁρισμένα ἄλλα πρόσωπα , τά ὁποῖα

δέ διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

α. Ὁ Ἀδάμ βιώνει , ἐνσαρκώνει καί παρουσιάζει μέσα στήν ἱστορία τήν

τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀρχική ἁγνότητα ‐ γυμνότητά του δίνει τή θέση της

στήν τραγωδία 92 τῶν δερματίνων χιτώνων 93 καί τό θάνατο τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ

ἀνθρώπου 94.Ἡ συναίσθηση ‐ κληρονομιά τῆς φθαρτότητος , τονίζει ὁ Γέροντας

πρέπει νά γίνει γιά τόν καθένα μία ἀφορμή γιά ἀναγέννηση καί ἀναδημιουργία

ὥστε κανείς ὡς νέος δεύτερος Ἀδάμ εἰς τῦπον τοῦ Χριστοῦ νά ἐργαστεῖ γιά τή

σωτηρία95. Ὁ πρῶτος Ἀδάμ πλάστηκε ὡς «ψυχή ζῶσα» χοϊκός , ψυχικός 96 κι

91 Ἰωάννου Κορναράκη , Βιβλικά ψυχογραφήματα , Θεσσαλονίκη 1986, σ. 22‐25


92 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 253‐258
93 Πρβλ. Γεν 2.10‐15 και Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.1 σ. 392

94 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.1, σ. 343

95 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 178


39
ἐπεδίωξε ἐγωϊστικά νά γίνει θεός. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ , ὁ Ἰησοῦς εἶναι οὐράνιος ,

πνευματικός καί δέν θεωρεῖ την ἰσότητά του μέ τό Θεό ὡς « ἁρπαγμόν» 97,

γενόμενος μέ τόν τρόπο αὐτό τῦπος τῶν πιστῶν εἰς σωτηρίαν. Ὁ κάθε

ἄνθρωπος γεννᾶται ὡς υἱός τοῦ πρώτου χοϊκοῦ Ἀδάμ καί ἀναγεννᾶται διά τῆς

πίστεως ἐν Χριστῷ ἀπό τόν δεύτερο Ἀδάμ . Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ

διαγιγνώσκει κανείς τόν ὄντως πλήρη Ἄνθρωπο98.

Ὁ Ἀβραάμ ἀποτελεῖ τό γενάρχη τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ καί κατέχει

προνομιακή θέση στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ἡ κλήση του ἀπό τό Θεό δέν

ἀποτελεῖ μόνο ἀρχική φάση τῆς θείας οἰκονομίας ἀλλά προσδιορίζει τούς

βασικούς προσανατολισμούς της99. Ὁ Γέροντας ἐξαίρει τρία βασικά στοιχεῖα τῆς

ζωῆς τοῦ μεγάλου Πατριάρχου . Τό πρῶτο εἶναι ἡ κλήση του καί ἡ σύναψη τῆς

Διαθήκης μέ τό Θεό ὥστε νά ἐξαρθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἐκλογῆς καί τῆς ἰδιαίτερης

συμφωνίας πού συνάπτει ἡ κάθε διψῶσα τόν Ζῶντα Θεόν ψυχή , γέμουσα

οὐρανίας χαρᾶς 100. Τό δεύτερο εἶναι το στοιχεῖο τῆς Θεοξενίας 101 πού καθιστᾶ τόν

Ἀβραάμ καί τόν κάθε πιστό οἰκεῖον τοῦ Θεοῦ. Τό τρίτο εἶναι ἡ προσφορά θυσίας

στό Θεό τοῦ ἰδίου τοῦ υἱοῦ του γεγονός τό ὁποῖο ὁ Γέροντας χαρακτηρίζει ὡς

« λειτουργία »102 πού προεικονίζει τήν ἄνοδο ψυχῶν στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί τήν

διά τῆς σιωπῆς ἀναίμακτη προσωπική θυσία και λειτουργία. Μ’ ἕνα λόγο ὁ

Ἀβραάμ παρουσιάζεται νά ἀνακεφαλαιώνει τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας , μέ τήν ἐκ

μέρους του ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχή τῆς θείας οἰκονομίας καί τήν διά τῆς

πίστεώς του ἀνατροπή τῶν δεδομένων τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ103.

γ. Ὁ Μωϋσῆς εἶναι γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ὁ ἀπαράμιλλος προφήτης104,

ὁ παιδαγωγός τοῦ λαοῦ του 105 ὁ μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων , ἡ προτύπωση τοῦ

96 Ἀρχιμ . Αἰμιλιανοῦ, ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 415


97 Πρβλ. Φιλ. 2,6‐11
98 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1980, σ. 32

99 Ὅπ.παρ., σ. 3 κ.ἑ

100 Πρβλ.Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 343‐4 καί τ.5, σ. 222‐3

101 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 75‐6

102 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.4. σ.191

103 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ. παρ. σ. 3‐4

104 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.3 , σ. 128

105 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ.παρ. , σ. 678‐9


40
Χριστοῦ 106 καί τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ 107 . Δέχεται τήν κλήση τοῦ Θεοῦ

κατόπιν νηπτικῆς νηστείας108, ταπεινώσεως, προσευχῆς , προπαρασκευῆς καί

ὑπακούει στό ἔργο τῆς Θείας προνοίας. Δέν εἶναι μόνον τό πρότυπο τοῦ

καθοδηγητοῦ 109 εἰς γνῶσιν καί ἐπίγνωσιν Θεοῦ , ἀλλά καί τοῦ κατεξοχήν οἰκείου

Του, τοῦ δρῶντος κατ’ ἐπιταγήν Θεοῦ καί εἰς ἐκπλήρωσιν ὑπακοῆς πρός τό θεῖο

θέλημα110. Ἡ ζωή τοῦ Μωϋσέως παρέχει πολλές εὐκαιρίες στό Γέροντα γιά νά

ἐξάρει τό γεγονός καταρχήν τῆς πρώτης κλήσεως καί θεοπτίας , γιά νά

ἀκολουθήσει ἡ πληρέστερη ἐμπειρία τῆς νομοδοσίας ἐν Σινᾷ. Ἡ θεοπτία τοῦ

Μωϋσῆ εἶναι ἀποτέλεσμα καθάρσεως καί ὑπακοῆς ὥστε κάθε ἀνάλογη κλήση

τοῦ Θεοῦ νά προϋποθέτει ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τούτη τή διττή ἐραστική

ἀναζήτηση. Σάν δεύτερο στοιχεῖο τῆς θεοπτίας ἐξαίρεται ἡ ἀγωνία τοῦ

Προφήτου, ἡ ὁποία αὐξάνεται σέ κάθε ἐκζήτηση τοῦ Θεοῦ , ὥστε Ἐκεῖνος ,

ἀντιστρόφως , νά καθιστᾶ ζωηρότερη την παρουσία Του 111 . Κατεξοχήν ὅμως ἔργο

καί καθῆκον τοῦ Μωϋσῆ εἶναι ἡ διαμόρφωση – διατύπωση τοῦ θείου Νόμου 112 μέ

ἀνθρώπινους ὅρους καί ἡ γνωστοποίησή του στό λαό , προϊόν καί αὐτό μιᾶς

βιωματικῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τῆς θεοπτίας. «…Ἦταν τέλειος ὑποτακτικός,

ὅ,τι ἄρχιζε τό ἔπραττε κατόπιν προσωπικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ . Ἦταν ὁ

ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἑώρα τόν Θεόν καί δι’ ὅ,τι ἐχρειάζετο ἠρώτα τόν Θεόν ,

μποροῦσε νά τοῦ κάμει ἀκόμα καί παρατηρήσεις ( Ἔξ.4,10‐14 καί 32,32) τόσον

θάρρος εἶχεν τόσην οἰκειότητα , τόσην οἰκείωσιν μέ τόν Θεόν. Ἦτο ἐκεῖνος πού

συναναστρεφόταν καθημερινῶς τόν Θεόν , μποροῦσε νά παρουσιασθῆ εἰς τήν

σκηνήν ἐνώπιόν του, νά τοῦ μιλήση, νά τόν προσκυνήση. Ζοῦσε μαζί του ὅπως

θά ζοῦσε μέ τόν φίλο του… Ὁ Μωϋσῆς ἔχει μιά αἴσθηση καθαρῶς πνευματική.

Δέν σταματάει πουθενά , οὔτε στήν Αἴγυπτο οὔτε στή γῆ Χαναάν οὔτε κάν στήν

ἁμαρτία. Εἶναι πράγματι ἀρχηγός τοῦ λαοῦ καί τίθεται εἰς τύπον τοῦ Θεοῦ.

106 Πρβλ Ἑβρ.8, 5‐6.


107Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ.85 . Πρβλ. Ἀρχιμ.Ἱεροθέου Βλάχου ,Ὀσμή Γνώσεως,
ἐκδ. Τέρτιος , Κατερίνη 1985, σ. 161‐164.
108 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3 , σ. 358.

109 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3 σ. 327 καί Ψαλ. 76.21.

110Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις , τ. 3 σ. 122‐3 καί 111.

111 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις, τ. 3 σ. 114 καί 55.

112 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.3, σ. 253 , καί Ψαλ. 102,7


41
Ὁδηγεῖ ἐξ’ ὀνόματος αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ζεῖ προσωπικά τόσο

δραματικά τήν ὑπόθεσι τῆς ζωῆς του μέ τόν Θεόν. Ἐγώ καί ὁ Θεός καί τό ζήτημα

ἐν τέλει εἶναι : ἐγώ ἤ ὁ Θεός ; Τό πρόβλημα ἀναλόγως μπορεῖ νά γίνη εἴτε μία

πορεία θανάτου, ἐάν ἐπικρατήση τό ἐγώ , εἴτε μία πορεία ζωῆς ἐάν ἐπικρατήση ,

ἐάν μείνη , ἐάν ἐπιβιώση τελικῶς ὁ Θεός… » 113. Μετά τίς ἐντεύξεις του μέ τό Θεό

ὁ Μωϋσῆς ἐμφανιζόταν στο λαό κεκαλυμμένῳ προσώπῳ ἔχοντας τά σημεῖα τῆς

ἐν Θεῷ ἀλλοιώσεως. Ὅσοι ἀτενίζουν στο πρόσωπο τοῦ θεόπτου Προφήτου , μέ τόν

ὁποῖο ὁ Γέροντας διατηρεῖ στα κείμενά του μιά βαθύτατη βιωματική σχέση,

καταυγάζονται καί μεταμορφώνονται ἀπό αὐτή τή δόξα τοῦ Κυρίου.

δ .Ὁ Ἰακώβ εἶναι ἴσως ἡ προσφιλέστερη καί εὐγλωττότερη γιά τόν

π. Αἰμιλιανό μορφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Γέροντας λάτρευε τόν μέγα

Πατριάρχη καί ἑλκυόταν ἀπό τήν γεμάτη προφητικό μυστήριο ζωή του.

«…Ἐπαινῶ τήν Ἰακώβ κλίμακα καί τήν στήλην ἥν ἤλειψεν τῷ Θεῷ καί τήν

πρός αὐτόν πάλην ἥ τίς ποτε ἦν , οἶμαι δε τοῦ ἀνθρωπείου μέτρου πρός τό θεῖον

μέτρον ἀντιπαρέκτασις και ἀντίθεσις , ὅθεν καί ἄγει τά σύμβολα τῆς ἡττωμένης

γενέσεως…»114. Ὁ Γέροντας λαμβάνει ἀφορμή ἀπό τό συμβάν τῆς πάλης τοῦ

μεγάλου Πατριάρχου μέ τόν ζῶντα Θεό γιά νά προβάλλει τή θεολογική ἄποψη

τῆς « ἡττωμένης γενέσεως » πού παλαίει καί λαμβάνει ὡς ἔπαθλο τή θεία

εὐλογία. Ὅταν ὁ Ἰακώβ εὑρίσκεται στη δυσκολότερη φάση τῆς ζωῆς του ,

καταδιωκόμενος ἀπό τον ἀδελφό του Ἠσαῦ , ἐπιθυμεῖ νά ἐπιστρέψει στή γῆ τῶν

πατέρων του. Στό νόστο του αὐτό τόν ἐπισκέπτεται ἀνήρ ὁλοφώτεινος « εἶδος

Θεοῦ » , δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα στή νύκτα καί παλεύει μαζί του 115 . Πρός

στιγμήν ὁ Ἰακώβ φοβᾶται , θεωρώντας τον ὡς ἐχθρό , ἀλλά στήν καρδιά του

ἀναδύεται μιά ἄλλη πληροφορία. Στήν πάλη αὐτή νικοῦσε ὁ Ἰακώβ τό Θεό. Στήν

κρίσιμη καμπή ὁ Θεός τοῦ λέει ὅτι ξημέρωσε καί πρέπει νά Τόν ἀφήσει νά

φύγει , ἀλλά ὁ Ἰακώβ Τοῦ ἀρνεῖται νά Τόν ἐλευθερώσει , παρεκτός ἐάν Ἐκεῖνος

τόν εὐλογήσει. Κι ὁ Θεός τόν εὐλογεῖ καί μεταλλάσσει τό ὄνομα τοῦ

113 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 123


114 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου , Θεολογικός Β΄ Περί θεολογίας (κή) 26 , PG 36, 49B
115 Γεν.32, 24‐31
42
Πατριάρχου σέ «Ἰσραήλ» δεῖγμα τῆς ξεχωριστῆς πρός αὐτόν εὐλογίας ‐ Διαθήκης.

Ἡ φράση τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ συγκλόνιζε τό Γέροντα : «…οὐ κληθήσεται ἔτι

τό ὄνομά σου Ἰακώβ , ἀλλ’ Ἰσραήλ , ὅτι ἐνίσχυσας μετά Θεοῦ καί μετ’ ἀνθρώπων

δυνατός ἔσῃ…» . Μοιάζει ὁ Θεός δηλ. νά λέει στόν καθένα ἀγωνιστή τῆς νήψεως:

« Μέ νίκησες , εἶσαι ἰσχυρός στόν πνευματικό σου ἀγῶνα καί μεταξύ τῶν

ἀνθρώπων θά εἶσαι δυνατός…»116. Ἐδῶ ἀποτυπώνεται ὁ καθημερινός ἀγώνας

τοῦ ἀνθρώπου , ὁ ὁποῖος εἴτε σκλαβώνεται στούς ἐχθρούς , εἴτε εὐτυχεῖ, εἴτε

βρίσκεται σέ περιπέτεια, στήν πραγματικότητα ζεῖ τό μόχθο καί τήν ἀγωνία τοῦ

Ἰακώβ ἀλλά ἐν τέλει ἀπολαμβάνει τή θεϊκή εὐλογία117. Αὐτό εἶναι

καταστάλαγμα τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας,118 ἐφόσον ἡ φαινομενική νίκη τοῦ

ἀνθρώπου στήν ἰδιότυπη πάλη του μέ τό Θεό , ἐντέλει γίνεται κένωση τοῦ Θεοῦ

πού πληροῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν λαμπρύνει μέ τή θεϊκή Του παρουσία

χαρίζοντάς του ἰσχύ καί δύναμη119. Ὁ Γέροντας μέσα ἀπό τή θεολογία τῆς

«ἡττωμένης γενέσεως » , ἀλλοιωμένος ἀπό τή θεία χάρη120 περιέγραφε τόν ἀγῶνα

του νά εὐλογηθεῖ ἀπό τό Θεό καί καταθέτει τό βίωμά του ὡς ὕψιστη μοναστική

ἐμπειρία.

ε. Ὁ Ἠλίας ἀποτελεῖ τόν ἐκλεκτό καί πυρφόρο προφήτη τῆς Παλαιᾶς

Διαθήκης , τήν ἐνσάρκωση τοῦ θείου ζήλου121. Καταξιώνεται διά τῆς ἐρήμου ὅπου

δέχεται θεοφάνειες καί θεοσημίες 122 προκειμένου νά ἐπιτελέσει τό προφητικό

του ἔργο. Ἡ νηπτική του ζωή 123 (νηστεία, ἄσκηση , προσευχή ) συντελοῦν στήν

ἐκζήτηση καί ἔκχυση τῆς θείας χάριτος στήν ὕπαρξή του κι ἔτσι τόν καθιστοῦν

μαχητή τοῦ Θεοῦ μέ πύρινο λόγο124. Γίνεται ὁ μάρτυρας τῆς ἀληθείας 125 τοῦ

Θεοῦ στά ἀλλόφυλα ἔθνη καί μέ τήν πυρφόρο ἀλλά καί μυστηριώδη ἀνάληψή

116Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ ., Κατηχήσεις τ. 5 , σ. 97‐98.


117 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 119‐120.
118 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,Λόγοι ἀσκητικοί ‐ ἑρμηνεία στόν ἀββᾶ Ἠσαῒα , Ἀθῆναι 2005, σ. 106‐108.

119 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3, σ. 147‐48. Πρβλ. Γέροντος Σωφρονίου( Σαχάρωφ),

Περί προσευχῆς , ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου, Ἔσσεξ 1993, σ.129,132‐3.


120 Ἀρχιμ.Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ., σ. 28.

121 Γ΄Βασ. 17, 1‐ 19, 10 ‐ 8, 15 καί Α΄ Μακ. 2, 58

122 Γ΄ Βασ. 19, 12


123 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. Κατηχήσεις, τ. 2 , σ. 415.
124 Σοφ. Σειράχ 48,1 . Πρβλ. Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας ὅπ.παρ., σ. 445.

125 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 309.


43
του προεικονίζει τήν ἐσχατολογική ἐπιστροφή. Εἶναι τό πρότυπο τοῦ πιστοῦ καί

δικαίου , ὁ ὁποῖος διά τῆς προσευχῆς του οἰκειοῦται τό Θεό καί φθάνει στό νά

συνομιλεῖ μέ τόν σαρκωθέντα καί μεταμορφούμενο Υἱό Του 126.

στ. Ὁ Ἠσαῒας εἶναι ὁ θεῖος 127 , ὁ ὁρῶν 128 τόν Θεόν προφήτης , γιά τόν ὁποῖο

ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά συγκλονιστική ἐμπειρία ζωῆς. Καί αὐτός στοιχεῖ

στόν κανόνα τῆς νηπτικῆς ζωῆς 129 ὥστε νά καταυγάζεται ἡ ὕπαρξή του ἀπό τό

κάλλος τοῦ Θεοῦ . Αὐτό πού προκαλεῖ τήν ἔκχυση τῆς χάριτος στήν ὕπαρξή του

εἶναι ἡ βαθυτάτη ταπείνωσή του πού ἐξιλεώνει τό Θεό. Μέ τήν προφητεία του

γιά τήν ἡμέρα Κυρίου , πού ἀποτελεῖ τή συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν προφητειῶν,

δίδει τό στίγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.130 Ὁμιλεῖ γιά τήν ἁγιότητα 131 ὡς τρόπο

ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί πρόσκληση πρός τόν ἄνθρωπο , ὥστε νά αὐτή να γίνει

σκοπός τῆς ζωῆς του. Μέσα ἀπό τόν ἁγιασμό αὐτό ὁ προφήτης , καί δι’ αὐτοῦ ὁ

γέροντας Αἰμιλιανός, μιλᾶ γιά τόν ἀνακαινισμό τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως 132 ἐν

ἐλευθερίᾳ, γιά τή θεραπεία, τήν καινούρια ζωή, τό φῶς, τή σωτηρία 133.

ζ.Ὁ Δαβίδ εἴτε ὡς μεμονωμένος ἄνθρωπος εἴτε ὡς βασιλιάς παραμένει

ἕνας ἀπό τούς τύπους τοῦ Μεσσία , ὁ ὁποῖος θά γεννηθεῖ ἀπό τό γένος του. Εἶναι

ἕνας ὁρῶν τόν Θεόν, κλητός Θεοῦ κεχρισμένος , εὐλογημένος. Ὁ Θεός δοξάζει τή

ζωή του καί ὑψώνει τή δυναστεία του 134 . Γίνεται ὁ ἐλευθερωτής, ὁ ἥρωας κι ὁ

ποιμένας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ 135 καί ἡ ἀρετή του μεγαλύνει τά ἔργα του 136 .Ὁ

ὅρκος τῆς ὁσιότητος καί ἁγνότητος πού ὑπέβαλε στό Θεό εἶναι κάτι ἀνάλογο ‐

ὅπως τονίζει ὁ Γέροντας – τῆς μοναχικῆς ὑποσχέσεως. Τό τραγικό γεγονός τῆς

διπλῆς πτώσεώς του 137 καθίσταται , μετά τίς πρῶτες τραγικές συνέπειες , ἀφορμή

126 Πρβλ. Ἰακ. 5,16 κ.ἑ.Ματ. 17,1‐8


127 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Λόγος περί νήψεως ‐ ἑρμηνεία στόν Ἅγιο Ἡσύχιο, Ἀθῆναι 2008, σ. 464‐469.
128 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 365 κ.ἑ.

129 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 132‐3.

130 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3 , σ. 345.

131 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ. παρ. , σ. 19‐24.

132Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ.249 καί Ἠσ. 40,31

133 Ἠσ. 42,6‐ 7 ‐ 49,6 ‐ 61.1


134 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 369,371.
135 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ.παρ. , σ. 233‐235 .
136 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ., ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3 σ. 371.

137 Β΄Βασ. 11 κα ί Ἰωάννου Κορναράκη , Βιβλικά ψυχογραφήματα , ὅπ.παρ. , σ. 125 κ.ἑ.


44
μετανοίας , κίνητρο σωτηρίας καί ἕνας ἰδιότυπος πνευματικός τοκετός. Ὁ

πειρασμός γέννησε δάκρυα καί τό πάθος ἔτεκε συντριβήν. Ἔτσι ἡ ἀρετή του

ὑπερεκάλυψε τά πλήθη τῶν ἀνομιῶν καί τόν ἀνήγαγε σέ ὕψη θεοπτίας ,

θεομιλίας καί θεολογίας. Καταστάλαγμα τῆς σωτηριώδους ἐμπειρίας του ὑπῆρξε

τό Ψαλτήριο ὅπου συνάπτονται σέ αἶνο , ἱκεσία καί εὐχαριστία τά βιώματά του.

Αὐτό πού κάμει τό Θεό νά παρακάμπτει τίς ὅποιες ‐ πολλές καί μεγάλες ‐

ἀδυναμίες καί πάθη τοῦ Δαβίδ εἶναι ἡ ὑπακοή στά ἐντάλματά Του , ἔστω κι ἄν

πρός στιγμήν παρασύρεται. Γιά τόν προφητάνακτα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι

νόμος καί οἱ ἐντολές Του δείγματα μιᾶς θείας ζωῆς, πού καλεῖται ὁ κάθε

ἄνθρωπος νά ζήσει γιά νά μεγαλουργήσει πνευματικά ὑφιστάμενος θεουργικῶς

τή σωτηρία του ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

η.Ὁ Πρόδρομος και Βαπτιστής Ἰωάννης εἶναι ὁ κήρυκας , ὁ μάρτυρας, ὁ

«μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν»138, ὁ συγκεφαλαιωτής τῶν δύο Διαθηκῶν , ὁ

εὐθύνων τάς τρίβους Κυρίου, ὁ νέος Ἠλίας πού ἔχει ζῆλο γιά τό Θεό , ὁ φίλος

τοῦ Νυμφίου 139 , ὁ ὁρῶν τόν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ. Πρότυπο τῶν μοναχῶν ἡ ἐρημητική

– νηπτική ζωή του χάρη στήν ὁποία συναντᾶ τό Θεό καί ἐρωτᾶ γιά τόν Κύριο,

λαμβάνοντας τή δεσποτική ἀπόκριση 140 . Μπορεῖ μέ ἁπλό τρόπο νά θεολογεῖ

δείχνοντας τον ἐρχόμενον Μεσσία 141 . Ἡ ταπείνωση τοῦ Ἰωάννη ὑπαγορεύεται

στόν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη ὅπου συσχετίζεται ὁ Πρόδρομος μέ τόν

ἐνσαρκωθέντα Θεῖο Λόγο «…οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς , ἀλλ΄ ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ

φωτός…» καί μέ τήν Ἐκκλησία : «…οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί

τοῦ φωτός , ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ…(Ἰω. 1.7 κ.ἑ) ». Ἡ ἐλάττωσή του ἐν

Χριστῷ142 ἀποτελεῖ προτύπωση ἑνός ἰδιότυπου προσωπικοῦ « ἀφανισμοῦ », ὅταν ἡ

ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐμφορεῖται ἀπό τό Χριστό143. Γιά νά ἐξάρει ὁ Κύριος τή δόξα

τῶν υἱῶν τῆς Βασιλείας , τούς τοποθετεῖ σέ ἀνώτερη μοῖρα ἀπό τό προφητικό

χάρισμα ἀλλά ὄχι τήν ἁγιότητα τοῦ Βαπτιστῆ.

138 Μτθ. 11,11 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις, τ. 2 σ. 209.
139 Λουκ.1,16 κ.ἑ καί Ἰω.3,27‐30
140 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 5 σ. 49, 71.
141 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 114 καί 305 ,317.
142 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ.71. Πρβλ. Ἰω. 3,30

143 Πρβλ. Ρωμ.14, 9 καί Γαλ. 2,20


45
θ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέχεται θαυμαστῶς τήν κλήση τοῦ Κυρίου στό

ἀποστολικό ἀξίωμα , ὡς ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας τῆς

Ἐκκλησίας 144 . Τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ καί ἡ ἀνάβλεψη – σωματική καί ψυχική ‐

γίνεται ἀπαρχή μιᾶς νέας ζωῆς , ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπό τήν παρουσία τῆς

Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος145. Στό μῆκος τῆς

πολύπλαγκτης ζωῆς του, καυχᾶται μόνον γιά τά ὑπέρ Χριστοῦ καί τῆς

Ἐκκλησίας παθήματά του146. Κήρυκας τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς μέ τό

Θεό 147, τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως καί ἀναμαρτησίας 148 , παρά τό ἀδύναμο τῆς

ἀνθρώπινης ὕπαρξης , βιώνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί θεολογεῖ

βιωματικῶς149. Παρόλα ταῦτα δέν ἐμποδίζεται στήν πρακτικότητα τῆς

καθημερινῆς ζωῆς στήν ἀντιμετώπιση τῶν χρειῶν του , τίς ὁποῖες ἀναφέρει στήν

Ἐκκλησία. Ὁ Παῦλος θεωρεῖται ἀπό τό Γέροντα, πλήν τῶν προαναφερθέντων, ὁ

ἀπλανής διδάσκαλος τῆς ἐρημητικῆς ‐ ἡσυχαστικῆς ‐μοναχικῆς βιοτῆς , ὁ

διδάσκαλος τῆς πίστεως , ὁ προνοητής τῶν ἐκκλησιῶν μετά τό Θεό, ὁ θεώμενος

τά ἄρρητα , ὁ ὑπέρ Χριστοῦ πάσχων150. Στήν προσωπικότητά του στηρίζει ὁ

Γέροντας τό πλεῖστον τῶν ἁγιογραφικῶν του ἀναφορῶν , ὥστε νά τεκμηριώσει

τά ἐμπειρικῶς διδασκόμενα στό ποίμνιό του. Ἡ βαθύτατη γνώση τῆς θεολογίας

τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὁδηγοῦν τό Γέροντα στήν ἐπίμονη διδασκαλία τοῦ

πλατυσμοῦ τῆς καρδίας , ὥστε νά χωρήσει ὁ πιστός τό Θεό καί τόν κόσμο καί

ἐν τέλει νά χωρηθεῖ ἀπό τό Θεό καί νά γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς Του.151

Στό σύνολο τῶν βιβλικῶν μορφῶν πού σημειώνονται στά κείμενα τοῦ

Γέροντος ὑπάρχουν καί πλεῖστα ἄλλα πρόσωπα ὅπως οἱ Ἄβελ, Μελχισεδέκ ,

Ἀαρών , Ἀββακούμ, Σαμουήλ , Γεδεών ,Ἐλισαῖος, Νάθαν, Ἐλεάζαρος, Δανιήλ,

Ἰεζεκιήλ , Βαρούχ , Σολομών , Πέτρος , Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος , Μαρία Μαγδαληνή ,

144 Πρβλ. Πραξ. 13,2 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ.316.
145 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 33 – 65.
146 Πρβλ. Α Κορ. 2.2 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 80.

147 Ρωμ. 5,10, Β΄Κορ. 5,18‐19 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ.256.

148 Ἑβρ. 10,26 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3, σ. 45.

149 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 57 , 291, 306 321, πρβλ. Ρωμ.7,24 καί 9,26 Β΄ Κορ. 11,23

150 Ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 1, σ. 158 ( πρβλ. Α΄ Κορ. 7,25‐40), σ.227 ( πρβλ. Ρωμ. 4,3 κ.ἑ) σ. 233 ( πρβλ.

Ρωμ. 15,30 και Β΄Κορ.11,28) σ. 265 ( πρβλ. Β΄ Κορ. 12,2) σ. 297‐8 (πρβλ. Πραξ.5,41 καί Α΄ Πετρ.1,6‐7)
151 Πρβλ. Β΄Κορ. 6,11‐ 13
46
Ἀνανίας , Ζακχαῖος , Λάζαρος κ.ἄ. πού συμπληρώνουν βασικές διδαχές τοῦ

γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ὅπως ἐν πλάτει ἐκτίθενται στις κυριότερες μορφές τῶν

βιβλικῶν του ἀναλύσεων.

Γ.Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου καί τῶν ἱστορικῶν βιβλίων.

Στόν τρίτο τόμο τῆς σειρᾶς «Κατηχήσεις και Λόγοι» τοῦ γέροντος

Αἰμιλιανοῦ , περιλαμβάνονται δειγματοληπτικά οἱ ἑρμηνεῖες του ἐπί ὁρισμένων

ψαλμῶν ἀπό τό Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ. Ὅπως ἐπισημαίνεται ἀπό τούς ἐπιμελητές

τῆς ἔκδοσης , ὁ Γέροντας διά τῶν λόγων του ἐπιποθεῖ νά καταστήσει τό

Ψαλτήριο ὡς τερπνό λάλημα καί ἄκουσμα τῶν πνευματικῶν τέκνων του152.

Πρόκειται γιά τό βιβλίο ἐκεῖνο πού συνάπτει σέ αἶνο τοῦ Θεοῦ τήν εὐχαριστία

ἀλλά καί τήν ἱκεσία, ὁμολογεῖ τά μεγαλεῖα Του, ἐξίσταται ἀπό τά θαυμάσιά Του,

ἐκφράζει την παγκοσμιότητα τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας δι’Αὐτοῦ κι ἔτσι

προετοιμάζει τήν ἐσχατολογία ἐφόσον προτυπώνει τον διηνεκῆ ὕμνο της Ἡμέρας

Κυρίου 153 . Ὁ ἰσραηλιτικός λαός διά τῶν ψαλμῶν , καί πρίν τόν Δαβίδ, ἀνέφερε

στό Θεό τά ἐσώτερα βιώματά του καί τήν ἐν γένει ζωή του , ἔτσι ὥστε ὁ

Προφητάνακτας νά στοιχήσει σέ μιά μακρά παράδοση Διαθήκης αἰωνίου μεταξύ

Θεοῦ καί λαοῦ. Φύσει συναισθηματικός , ἄλλοτε ἐξυμνεῖ το μεγαλεῖο , τή

μακροθυμία καί τό ἔλεος, ἄλλοτε θρηνεῖ γιά τά δεινά τῆς ἁμαρτίας κι ἄλλοτε

ἐκφράζει τήν ἐσχατολογική προσδοκία. Πρόκειται συνολικά γιά μιά ἔμπονη κι

ἐναγώνια κραυγή τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά κοινωνήσει μέ τό Θεό μέσα ἀπό

τή διαδικασία μιᾶς ἐσωτερικῆς πάλης.

Οἱ Ψαλμοί συνδέονται ἄμεσα μέ τήν ἰουδαϊκή καί χριστιανική

τελετουργία154 · προϋποθέτουν λατρευτικά – λειτουργικά βιώματα. Σέ συνδυασμό μέ

τήν παρουσίαση τῶν βαθυτέρων νοημάτων τους , ὁ Γέροντας ὡς Καθηγούμενος

πυκνώνει τή λειτουργική χρήση τοῦ Ψαλτηρίου στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τή θεία

152 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ. ,Κατηχήσεις τ.3, σ. 13 κ.ἑ.


153 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας ὅπ.παρ., σ. 40 κ.ἑ.
154 Ἰωάννου Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, Θεσ/νίκη 1993, σ.24 , 78‐80.
47
Λειτουργία , μεταδίδοντας ἐμπράκτως τήν ἐνθουσιαστική καί ἱκετευτική του

πεμπτουσία155. «…(Τό Ψαλτήριον) εἶναι μία ἐμβάθυνσις εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ λαοῦ

τοῦ Θεοῦ, εἰς τήν ἀποκάλυψιν τῶν μεγαλείων του καί μία ὀπτασία τοῦ Θεοῦ ἐν

ἡμῖν, τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀπεργαζομένου τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ. Ὄντως ἐν τῇ

ἀναγνώσει τῶν Ψαλμῶν ἔχομεν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Σαββαώθ, ὁ ὁποῖος

μεγαλύνει καί μεγαλύνεται · ἔχομεν ἑπομένως μίαν πανοραμικήν ἐμφάνισιν καί

ἐξέλιξιν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ψαλμοί βάζουν στό στόμα μας λόγια μετανοίας,

συντριβῆς, ἐξομολογήσεως, πού δέν μποροῦν νά βροῦν οἱ ψυχρές καρδιές μας,

ἀλλά τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦμε. Ἔτσι μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, αὐτό τό ὁποῖο δέν μποροῦν

νά κάνουν οἱ παγωμένες καρδιές, νά τό ἐπιτύχωμεν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Ψαλτηρίου

καί νά ἔχωμεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἀμοιβή εἰς τήν κατά πρόθεσιν ἐπιθυμία μας.

Ἐκεῖ θά βροῦμε ψαλμούς πού δοξολογοῦν τόν Θεόν, ψαλμούς διά τῶν ὁποίων

ὁμιλεῖ ὁ Θεός πρός ἡμᾶς, ψαλμούς μέ τούς ὁποίους ὁμιλοῦμεν ἡμεῖς εἰς τόν Θεόν,

ἰδιαίτατα μεσσιακούς καί λυρικούς, πού ἀπηχοῦν τά δονήματα τῆς καρδιᾶς μας.

Ἐκεῖ θά βροῦμε τήν σύναξιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν διαρκεῖ γενέσει …»156

Ὁ Γέροντας ἀποδεικνύεται ἑρμηνευτής μεμυημένος καί βαθύς γνώστης τῆς

Βίβλου ἀλλά καί τῆς πατερικῆς ἑρμηνευτικῆς στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀναμιγνύει μέ

προσωπικές και βιωματικές προσεγγίσεις. Ἀρέσκεται στήν ἑρμηνεία ψαλμῶν εἴτε

σέ περιόδους μετανοίας καί πνευματικῆς προετοιμασίας , ὅπως ἡ Τεσσαρακοστή,

εἴτε σέ περίοδο προεόρτια ἤ μεθεόρτια μεγάλων ἑορτῶν, εἴτε ἀκόμη σέ

ἀντιστοίχιση μέ μεγάλες ἑορτές τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἑορτολογίου 157. Προσπαθεῖ μέσα

ἀπό τίς ψαλμικές κατηχήσεις του νά καταστήσει τά τέκνα του κοινωνούς τῶν

αἰσθημάτων καί τῶν προσωπικῶν βιωμάτων τοῦ Ψαλμωδοῦ, γιά νά

κατανοήσουν τήν πνευματική δύναμη πού ἐμπεριέχει τό Ψαλτήριο158. Ἡ γλῶσσα ,

τό ὕφος καί ἡ θύραθεν παιδεία τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ , πού ἀποπνέουν οἱ ἀναλύσεις

155 Γέννημα αὐτῆς τῆς πρακτικῆς εἶναι ἡ μελοποίηση τοῦ Ψαλτηρίου –πλήν τῶν παραδοσιακά
ψαλλομένων‐ ἀπό τον ἱερομόναχο μουσικοδιδάσκαλο Γρηγόριο Σιμωνοπετρίτη και ἡ ἔκδοσή του
ὑπό τόν τίτλο: «Ψαλτήριον Τερπνόν» τό 1995.
156 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 117 , πρβλ. Μ. Βασιλείου , Ὁμιλία εἰς τον νθ΄

ψαλμόν 2 στήν P.G.29, 464 B C και τοῦ ἰδίου Ἐπιστολή 207, 3 , P.G. ,32 , 764B
157 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.3 , σ. 16‐20

158 Μελετίου Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Στάρετς Βαρσανούφιος , Πρέβεζα 1991, σ. 54


48
του, μεταδίδουν ἕνα αἴσθημα βαθυτάτης μεθέξεως, στό ὁποῖο συντελεῖ ἐξεχόντως

μιά οἰκογενειακή οἰκειότητα τοῦ πατρός πρός τά τέκνα . Σκοπός του πάντοτε εἶναι

νά ἀποκτήσουν οἱ δι’ αὐτοῦ ἀναγεννώμενοι τό θεῖο ἔρωτα , πού διακαίει μέχρι

μυελοῦ ὀστέων τήν πονεμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη , νά ἀναζητήσουν τή μυστική

ὁδό τῆς θείας μέθεξης μέσα ἀπό τή βαθύτατη πίστη τῶν ψαλμωδῶν159.

Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο χρησιμοποιεῖ στοιχεῖα καί ἀπό τά ἱστορικά

βιβλία τῆς Π.Διαθήκης , διαπιστώνοντας, ἐξάγοντας καί προσφέροντας

σωτηριολογικά βιώματα, μελετώντας εἰς βάθος τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γιά τή

σωτηρία τοῦ κόσμου κι ὄχι ἁπλά συμβάντα160. Ἔτσι ὁ Γέροντας προετοιμάζει τό

ἑκάστοτε ἀκροατήριό του μέσα ἀπό τίς διακυμάνσεις τῆς Διαθήκης δηλ. τῆς

σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπων γιά νά καταλήξει στή μεσσιανική ἐσχατολογική

ἀποκατάσταση κι ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας 161 . Αὐτή ὅμως ἡ ἐσχατολογική

Βασιλεία γιά τόν πιστό χριστιανό δέν εἶναι μόνο μιά ἐλπίδα καί μιά πρόγευση

τῶν μελλόντων ἀγαθῶν μέσα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἕνα διαρκές

παρόν διά τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας162.

Δ. Ἡ βίωση τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων καί λόγων τοῦ Κυρίου.

Τά δύο προσδιοριστικά ὀνόματα τοῦ Κυρίου συνδυάζουν μιά ἰδιότητα

(Ἰησοῦς –Σωτήρ) κι ἕνα ἀξίωμα ( Χριστός). Κάθε θεματική παρουσίαση, ὅπου ὁ

ἕνας ἀπό τούς δύο ὅρους ἐξαφανίζεται μέσα στόν ἄλλο , περιορίζει ἀσφυκτικά το

Εὐαγγέλιο . Ὁ Γέροντας λαμβάνει πάντοτε ὑπόψη του τή θεολογική αὐτή ἀρχή

πού συνάπτει τον Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας μέ τό Χριστό τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν

χρησιμοποιεῖ , ἀναλύει ἤ ἑρμηνεύει κυριακά λόγια, γιατί σκοπός του εἶναι ἡ γνώση

τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ προτυπούμενος Μεσσίας πού ἐκπληρώνει και ἀνακεφαλαιώνει

τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἐγκύπτει θεουργικῶς στήν ἀνθρώπινη

159Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 9‐10.


160 Μιλτ ιάδη Κωνσταντίνου , ὅπ.παρ. , σ. 19‐22.
161 Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Ἱ.Μ. Δημητριάδος, ὅπ. παρ. σ. 107 κ.ἑ.

162 Τσάμη Δημητρίου , Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας , Θεσ/νίκη

1995 , σελ. 13‐108 καί Γεωργίου Μαντζαρίδη , Χρόνος καί ἄνθρωπος, Θεσ/νίκη 1992, σ.126‐152.
49
σμικρότητα163. Ἀναδεικνύεται ὁ νέος Ἀδάμ , ἀναπλάστης τοῦ παλαιοῦ, διά τῆς

ἐνσαρκώσεώς Του καί τῆς ἑκούσιας θυσίας Του ὡς Ἀμνός τοῦ Θεοῦ καί

Ἑσφαγμένον Ἀρνίον τῆς Ἐκκλησίας . Θεός ὤν πάντων γίνεται ζωή τῶν ἁπάντων

κρούων ὡς ξένος τή θύρα μιᾶς ἑκάστης ὑπάρξεως γιά νά καταστεῖ φίλος ,

Νυμφίος καί Μέγας Βασιλεύς της. Γίνεται ὁ πλησίον μας ὀντολογικῶς, ὡς

πρόσωπο ὀπτανόμενος , ὁρατός , ὡς ἐνέργεια καί πλήρωμα τοῦ παντός164. Εἰσοδεύει


165 ὡς ἀδιάδοχος ἱερεύς τήν μεγαλειώδη καινή ἱερωσύνη πού ἑνώνει το Θεό μέ τήν

κάθε ψυχή , περιπατεῖ ἐν τῷ ἁγίῳ καί καταλύει τήν πνευματική στειρότητα τῆς

νομικῆς Σιών166. Ἀΐδιο κι ἀτελεύτητο τό κάλλος Του, περιγράφεται ἤδη ἀπό τούς

Προφῆτες. Εἶναι τό ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί , ὁ ἐξουσιαστής βασιλεύς τῆς ζωῆς ,

τῆς εἰρήνης , τοῦ πολέμου, ἡ θύρα καί ἡ κληρονομία τῆς αἰωνιότητος , ὁ λύχνος

πού διά τῆς ἐκλάμπρου παρουσίας Του καί ἐκπάγλου ὡραιότητός Του, καίτοι

πάσχων ὡς δοῦλος, πληροῖ τά σύμπαντα167. Ὁ Χριστός , στίς ἀναλύσεις τοῦ

Γέροντα , παραμένει ἡ ἐλπίδα τῶν ἐθνῶν, ὁ ἐπιμηκυνόμενος διά τῆς λειτουργικῆς

ἀναμνήσεως ἀῒδιος λειτουργός ἀρχιερεύς , ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας , τό Φῶς ἐκ

Φωτός, ὁ παρών καί ἀεί νικῶν Σωτήρ168. Συγκεφαλαιώνει ἐν τῷ προσώπῳ Του τίς

ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ καί ἀνακεφαλαιώνει τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας , καθότι

εἶναι ὁ ἄναρχος Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα καί ἡ

αὐθεντική ἀποκάλυψη τοῦ οὐρανίου Πατρός , ἡ «αἰπύς» , δηλ. τό πνευματικό ὕψος

πού συνάπτει κερνῶν οὐράνια καί ἐπίγεια , τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ

ἀνθρώπου, ἡ χώρα τῶν ζώντων 169 . Ὁ Γέροντας ἐπιχειρεῖ «πολυμερῶς και

πολυτρόπως» νά παρουσιάσει τό μυστήριο τοῦ Κυρίου για νά ὑποσημάνει τή

διαρκῆ παρουσία Του στήν ἀνθρώπινη ζωή καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν τρόπο

αὐτό τήν ὀρθότητα τῆς πίστεως170 πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τῆς χάριτος.

163Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ.2., σ.157‐8, 301 ,400, 188 κ.ἑ.
164 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 415, 213 ,210,375, 222, 264 κ.ἑ .274 , 267, 179, 211 κ.ἑ, 379,281,289 ,195, 214
165 Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασιλείου , Εἰσοδικόν, ἐκδ. Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα, ἍγιονὌρος 1987,σ.83‐122

166 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.3 σ. 36,61,63, 64 ,67,71, 72,279,320,348

167 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ.381,73, 125, 355, 68, 70, 376, 379, 382,382, 149, 79, 354, 36,97, 99, 200

168 Ὅπ. παρ. ,Κατηχήσεις τ. 4, σ.178,150.184.185,6.214.39‐40, 187, 138. 59. 212.217.

169 Ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 5, σ.69, 221, 65, 68, 63, 42‐43 κ.ἑ, 70‐71, 249

170 Α΄ Ἰω. 4,2


50

ΙΙΙ. ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

Α. Ἡ ἀσκητική παράδοση.

Ὅπως ἔχει ἤδη καταδειχθεῖ , μέσα ἀπό τήν βιογραφική ἰχνηλασία τοῦ

γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἡ διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς του φυσιογνωμίας

συντελεῖται μέσα ἀπό μιά μακρά καί ἐπίπονη διαδικασία. Στό τελικό

ἀποτέλεσμα τῆς ποιμαντικῆς του προσφορᾶς στό λαό τοῦ Θεοῦ συντελοῦν τά

μέγιστα καί οἱ πνευματικοί του συνοδοιπόροι , οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν μαζί του ἕνα

νεοφιλοκαλικό κίνημα ἤ , σωστότερα , στοιχοῦν στήν ἀσκητικοπατερική παράδοση

τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Οὐσιαστικά μιλοῦμε γιά μία ἀδιάσπαστη

συνέχεια τῆς ὁποίας οἱ ἀπαρχές ἐντοπίζονται στίς ἀσκητικές διατυπώσεις τοῦ

Μεγάλου Βασιλείου , διαπερνοῦν τά «τυπικά» τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν,

διαποτίζουν το ἡσυχαστικό κίνημα καί , μετά τήν παρακμιακή ἐποχή τῆς

τουρκοκρατίας, ἀναβιώνουν μέ τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων.

Ἡ παρουσία τοῦ Γέροντος ἀποτελεῖ ὥριμο καρπό μιᾶς μακραίωνης

παράδοσης , τόν ὁποίο ἔδρεψε ἡ σύγχρονη ἐποχή. Ἀνδρώθηκε μέσα στήν πηγαία

ἀγάπη πρός τόν ἡσυχαστικό μοναχισμό, γαλουχήθηκε μέ τήν νηπτική ἐμπειρία,

καλλιέργησε τήν θεοπρεπῆ προσευχή , ὑπέστη τήν «καλή ἀλλοίωση» τῆς

εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας καί πρόσφερε στόν κόσμο τό θησαυρό τῆς ψυχῆς του.

Στήν πορεία του δέν ὑπῆρξε μόνος ἀλλά συνοδοιπόρος μέ κατά πνεῦμα

ἀδελφούς, ἀφομοιώνοντας στοιχεῖα τῆς δικῆς τους ἐμπειρίας. Τήν ἀφομοίωση

αὐτή ἐνίσχυαν οἱ δεσμοί συναντιλήψεως , ἀλληλοσεβασμοῦ, ὑπακοῆς , ἀγάπης

καί ἀφοσιώσεως στίς πνευματικές μορφές μέ τίς ὁποῖες σχετίσθηκε , χωρίς αὐτό

νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς ὑποθῆκες καί τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν

πνευματικῶν του πατέρων. Καί τοῦτο ἀποτελεῖ δεῖγμα τῆς ἀρχοντικῆς του

νοοτροπίας καί ἀνωτερότητος , ὅπως ἀναδεικνύονται μέ τήν ὑπερνίκηση τοῦ

ἐγωκεντρισμοῦ καί κάθε πειρασμοῦ πνευματικῆς αὐτάρκειας.


51
Οὐσιαστικά ὁ γέροντας Αἰμιλιανός ἀναδεικνύεται καταρχήν μέσα ἀπό τίς

μελέτες του καί κατόπιν μέσα ἀπό τίς «πνευματικές φιλίες» ὡς ἔκγονος καί

συνεχιστής μιᾶς νεώτερης μοναστικῆς παράδοσης. Ἡ προσπάθεια ἀνίχνευσης τῶν

πνευματικῶν δεσμῶν τοῦ Γέροντος με σύγχρονες καθοδηγητικές μορφές τῆς

μοναστικῆς ἀφιέρωσης , ὀφείλει νά πραγματοποιηθεῖ ἱστορικά ἀλλά και συγχρο‐

νικά καθότι ἄλλοι ὑπῆρξαν οἱ πρόδρομοι καί σπορεῖς , ἄλλοι οἱ ἐργάτες ‐γεωργοί ,

ἄλλοι οἱ συγκομιστές τῆς πνευματικῆς καρποφορίας. Ἐπιπλέον ἀξίζει να

ἀνιχνευθεῖ ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς πνευματικῆς συμπόρευσης , γιά νά

καταδειχθεῖ ἡ ἐπαγωγική ἀνάπτυξή της ἀνά ἐποχή, φθάνοντας ὡς τήν

πνευματική μεθηλικίωση ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀναγεννητικοῦ πνευματικοῦ κινήματος.

Β. Ἡ ἀναζήτηση πνευματικῶν ἐμπειριῶν καί συνοδοιπόρων.

Στήν ἐξέλιξη μιᾶς δύσκολης και ἀνηφορικῆς πορείας , ὅπως αὐτή τοῦ

ἐνστερνισμοῦ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικός ἀγωνιστής διαπιστώνει τήν

ἀνάγκη γιά ἐπιβεβαίωση τῶν ἐμπειριῶν του καί τήν ἐνίσχυση τῶν προσπαθειῶν

του. Ἡ πληροφορία τῆς ἀσφαλοῦς πορείας ἔρχεται συχνά μέσα ἀπό τήν

ἀναζήτηση συνοδοιπόρων , πού δημιουργοῦν συνθῆκες ὑγιοῦς συμπνευματισμοῦ

καί συναντιλήψεως , μετακενώσεως ἐμπειριῶν καί ἐμπλουτισμοῦ τοῦ πνευματικοῦ

κόσμου τοῦ καθενός. Ἡ ἀναζήτηση αὐτή ἔχει βαθιές βιβλικές ρίζες , ὅπως

διαπιστώνεται στήν ἀναζήτηση τῶν δικαίων π. χ. τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά

ἄλλους ἀνθρώπους ‐ συναντιλήπτορες στήν ἀλήθεια , τή δικαιοσύνη , τήν

προσευχή , τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς , καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ 171 . Τέτοια εἶναι τά

δίπολα : Ἀβραάμ – Λώτ , Μωϋσῆς‐Ἀαρών , Δαβίδ ‐ Νάθαν, Ἠλίας ‐ Ἐλισαιέ – Νεεμάν

ὁ Σῦρος κ.τ.τ. ἀλλά καί τό σύνολο σχεδόν τοῦ προφητικοῦ κινήματος 172 . Ἡ

πορεία αὐτή συνδυάζεται καί μέ τήν προσκυνηματική συμπόρευση σέ τόπους

ἱερούς μέ σκοπό τήν πρόσληψη θείων ἐμπειριῶν μέσα ἀπό μιά διαδικασία

171
Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, ὅπ.παρ., σ. 52‐54, 268 κ.ἑ, 9 κ.ἑ , 858‐859, 139‐141.
172 Ὅπ.παρ. , σ. 871 κ.ἑ.
52
καθάρσεως μέ προσευχή καί νηστεία 173 . Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ εὐαγγελική

παράδοση ὅπου λ.χ. τά ἐρωτήματα τοῦ Προδρόμου στούς ἀκολούθους τοῦ Ἰησοῦ

γιά τή μεσσιανική του ἰδιότητα 174 ἤ οἱ ἀναζητήσεις τῶν μαθητῶν Ναθαναήλ 175 ,

Πέτρου καί Ἀνδρέου176 γιά τόν Ἰησοῦ ἐκφράζουν καί πάλι τήν ἀναζήτηση μιᾶς

βαθύτερης ἐμπειρίας γιά νά τήν προσλάβουν καί νά τήν προσφέρουν στόν

κόσμο. Τόν ἴδιο ἀκριβῶς σκοπό ἐπιτελοῦν καί οἱ συγκαλούμενες ἀποστολικές

συνάξεις , τακτικές ἤ ἔκτακτες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς σκοπό τήν ἀλληλοενίσχυση

ὥστε ἡ μετάδοση στήν ἀνθρωπότητα , τῆς σωτηριώδους ἐμπειρίας τοῦ Εὐαγγελίου

νά εἶναι πλήρης καί καρποφόρα. Στήν ἴδια συστοιχία βρίσκεται ἡ

ἀσκητικοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας , ὅπου οἱ συναγωνιστές τῆς ἀρετῆς

καί τῆς κατά Θεόν τελειώσεως συναντῶνται γιά νά ἀποκομίζουν κοινή ὠφέλεια

( λ.χ. οἱ συναντήσεις τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου μέ τόν ὅσιο Παῦλο τό

Θηβαῖο 177 ).

Ἡ παράδοση αὐτή ἐξικνεῖται ὥς τίς μέρες μας ὅπως διαπιστώνει κανείς

ἀπό τά βιογραφικά στοιχεῖα μεγάλων σύγχρονων ἁγιασμένων μορφῶν. Πρόκειται

οὐσιαστικά για μια ἰσχυρή πνευματική ἐμπειρία πού σκοπό ἔχει νά ἐμπλουτίζει

τήν πεῖρα τῆς ἀρετῆς καί νά μετακενώνεται σε διδασκαλία πρός τούς μή

ἐμπείρους. Ὁ γέροντας Αἰμιλιανός ἄνοιξε τους πνευματικούς του ὁρίζοντες

συνάγοντας «μέλι τό ἐκ πέτρας» καί μετατρέποντάς το σέ ἀσκητική ζωή , τό

χάρισε κατόπιν στά πνευματικά του παιδιά ὡς «γνῶσιν ἀψευδῆ» .

173 Ὅπ. παρ. , σελ. 865‐867


174 Ματ. 11,3
175 Ἰω. 1,46
176 Ἰω. 1,41

177 Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου συγγραφείς καί ἀποσταλείς πρός τούς

ἐν Ξένῃ μοναχούς παρά τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, P.G. 26. 835
53

Γ. Οἱ ρίζες τοῦ νεοφιλοκαλικοῦ ρεύματος ( Μ. Βασίλειος, Ἡσυχασμός

Κολλυβάδες).

Ἡ στροφή τῶν συγχρόνων γερόντων πρός τήν πατρώα παράδοση τῆς

Ἐκκλησίας , μέ τελικό σκοπό τήν ἀνανέωση καί συνέχιση τῆς ἀσκητικοπατερικῆς

ἐμπειρίας , θεμελιώνεται στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὡς ὀργανωτικά καί

καθοδηγητικά τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Ἡ συλλογή τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας ἀπό

τόν οὐρανοφάντορα Βασίλειο συντελέστηκε, πρίν τή συγγραφή, κατά τίς

ἱεραποδημίες του στά κοινόβια τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας 178. Ὁ π. Αἰμιλιανός

ἐντρυφώντας στά κείμενα αὐτά, σέ συνδυασμό μέ τή λοιπή ἀσκητική

γραμματεία , τά προσέφερε ὡς ὥριμο καί βιωμένο πνευματικό καρπό στίς πρῶτες

συνάξεις τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Σέ πρώϊμη γιά τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία

ἐποχή, καταθέτει τίς προτάσεις του γιά τήν ἀναμόρφωση τοῦ μοναχικοῦ βίου ,

οἱ ὁποῖες βασίζονται ἐν πολλοῖς στά Ἀσκητικά καί τούς Ὅρους τοῦ Μ.

Βασιλείου 179 καί δευτερευόντως σέ ἀνάλογες διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ

τοῦ Ρωμαίου καί ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου , τοῦ ἁγίου Παχωμίου,

Βενεδίκτου Νουρσίας, Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου κ.ἄ., σχετικά μέ τή ζωή στά

κοινόβια 180. Φυσικά καί δεν εἶναι ὁ πρῶτος ἤ ὁ μόνος πού στηρίζει στόν μεγάλο

Καππαδόκη πατέρα τήν ἀνάπλαση τῆς μοναστικῆς ζωῆς.

Σέ ὁλόκληρη τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀναγωγή στούς κανόνες τοῦ Μ.

Βασιλείου ἀποτελεῖ κίνηση ἀναβαπτισμοῦ , ἀναγεννήσεως καί ἐπανορθώσεως

τῶν μοναχῶν ὅπως διαπιστώνεται λ.χ. στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου

Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης181 ἤ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 182 .

Ἰδιαίτερα αὐτό διακρίνεται κατά τήν χαρακτηριζόμενη ὡς «ἡσυχαστική» ἔριδα

178 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου –Βασίλειος Καισαρείας , Ἀθήνα 1988 ( 2), σ. 87‐
102 καί 201‐3.
179 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 57 κἑ.

180Ὅπ.παρ. σελ. 86‐88

181 Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπί διορθώσει τῶν περί

αὐτόν , P.G. 135, σελ. 729 κ.ἑ.


182 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη , Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τον Ἁγιορείτη,

περιοδικό Ἅγιος Γρηγόριος 24, 1999 ,σ. 25‐45


54
τοῦ 14ου αἰῶνος183 τότε πού ἡ ἀλλοίωση τῆς θεοποιοῦ ἐμπειρίας τῶν μοναχῶν

δημιούργησε ἕνα σημαντικό πνευματικό ρῆγμα μεταξύ Ἀνατολῆς και Δύσεως 184 .

Ἡ ὀργανωτική δομή τῶν κοινοβίων δέν ἐμπόδισε τήν ἀπόκτηση ἡσυχαστικοῦ

βιώματος ἀλλά τήν ἐνίσχυσε , ὅπως διαπιστώνεται ἀπό τήν μοναστική ζωή τοῦ

ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί πλείστων κοινοβιατῶν ἤ ἐρημιτῶν

ἡσυχαστῶν , ὅπως ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἅγιος Φιλόθεος

Κόκκινος Πατριάρχης Κων/πόλεως185 .

Μετά τήν περίοδο τῆς ἐθνικῆς συρρίκνωσης καί τῆς δουλείας, ὡς καρπός

τῆς ζώσας συνείδησης τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καί σέ ἀπόλυτη ἁρμονία

μέ τό φαινόμενο τῶν νεομαρτύρων 186 προκύπτει μιά ἀναγεννητική δράση. Οἱ

ἀπαρχές τῆς νεοφιλοκαλικῆς κίνησης τῶν γερόντων τοῦ 20οῦ αἰῶνος βρίσκονται

στό κίνημα τῶν Κολλυβάδων 187 πού ἀναπτύσσεται στά τέλη τοῦ 18ου καί

ἐκτείνεται ὡς τίς ἀρχές τοῦ προηγουμένου αἰῶνος 188 . Μέ τό ἀνανεωτικό αὐτό

κίνημα 189 , ἀποσοβήθηκε ὁ κίνδυνος «μουσειοποίησης» τῆς ὀρθόδοξης

πνευματικότητας , ἀναδείχθηκε ἡ ἀξία τοῦ βιώματος , τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί ἡ

σπουδαιότητα τῆς λατρείας γιά τή μοναστική ζωή190. Οὐσιαστικά διατηρήθηκε ἡ

καθαρότητα τῆς πίστεως191 σέ μιά δύσκολη ἐποχή ὅπως καί ἡ αὐτοσυνειδησία ‐ ἡ

Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ , Ἑλληνισμός μαχόμενος, ἐκδ. Τῆνος Ἀθήνα 1995, σ. 13‐40
183

184Χρήστου Γιανναρᾶ , Ὀρθοδοξία καί Δύση, στο συλλογικό ἔργο : Ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου
Ἑλληνισμοῦ, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ‐Χόρν, Ἀθῆναι 1983 τ. 2 σ. 359‐381 καί στήν ἴδια ἔκδοση τ. 1 σ.
239‐253 ἡ μελέτη τῆς Ἑλένης Γλύκατζη Ἀρβελέρ , Ἡ δυτική πρόκληση καί τό ἀντιλατινικό αἴσθημα.
185 Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ
θαυματουργοῦ τοῦ καί Παλαμᾶ λάμψαντος τον ΙΔ΄αἰώνα , συγγραφείς παρά τοῦ ἁγιωτάτου
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου , στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,
Νέον Ἐκλόγιον , ἐκδ. ΑΣΤΗΡ , Ἀθῆναι 1974 σ.322‐332 . Πρβλ. Δημητρίου Τσάμη, Οἱ Βιογραφίες τῶν
ἁγίων τῆς Θεσαλονίκης ἀπό τόν Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, στά Πρακτικά Θεολογικοῦ
Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἐν ἁγιοις πατρός ἡμῶν Φιλοθέου Ἀρχιεπισκόπου
Κων/πόλεως τοῦ Θεσσαλονικέως , Θεσσαλονίκη 1986, σ.80‐82
186 Συμεών Πασχαλίδη,Τό ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων ,ἐκδ. Βάνιας , Θεσ/νίκη 2008,σ.59‐64.

187 Τάσου Γριτσόπουλου, Νικόδημος Ἁγιορείτης ‐ Κίνημα Κολλυβάδων, στό συλλογικό ἔργο: Ἐπετηρίς

Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν , τόμος ΙΣΤ΄ , Ἀθήνα 2000, σ. 46‐77


188 Κωνσταντίνου Ἀκριβοπούλου, Τό κολλυβαδικό κίνημα, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001, σ. 49‐67

189Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1978 (2) σ.

43‐52
190 Κων/νου Ἀκριβόπουλου, ὅπ.παρ. σελ.178
191 Πρεσβυτέρου Χρίστου Χαχαμίδη, Συμβολή στην Ἐκκλησιαστική και Πνευματική Ἱστορία τῶν

Βορείων Σποράδων (16ος‐19ος αἰ) , διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008 σελ. 264‐5.
55
ἱερή ἀνάμνηση ‐ ὅτι ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ὁ περιούσιος λαός τοῦ

Θεοῦ. Μέ ἐπίκεντρο τή μετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας192,

ἀναλήφθηκε ἀπό τούς πρωτεργάτες τοῦ κινήματος ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη193 ,

ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ194 καί ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο μιά τιτάνια προσπάθεια γιά

συνειδητή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στη λατρεία195. Ἡ διασπορά τῶν ἐξορίστων ἀπό

τόν Ἄθωνα μοναχῶν στά νησιά τοῦ Ἀρχιπελάγους καί ἀλλοῦ, εἶχε ὡς συνέπεια

τόν πολλαπλασιασμό τῆς ἀσκητικῆς ‐ ἡσυχαστικῆς τους ἐμπειρίας. Ἡ

πολυμέρεια καί ἡ ποικιλία τῶν συμπτωμάτων τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος196

ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά μία νεωτεριστική μεταρρύθμιση ἀλλά γιά μιά

ἀνατροπή τῶν τυποποιήσεων καί ἐπιστροφή στό γνήσιο πατερικό καί

πρωτοχριστιανικό πνεῦμα 197 · δέν ἐπρόκειτο γιά μιά ἰσχυρογνωμία ἤ ἰδιορρυθμία

ἀλλά γιά μιά ἐνσυνείδητη ἀγωνία διαφύλαξης τῆς ἀκαινοτόμητης ὀρθόδοξης

παράδοσης198. Μέσα ἀπό τό κίνημα αὐτό προῆλθε ὁ πνευματικός φωτισμός τοῦ

λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἑκατονταετίες ἀμάθειας καί

παρακμῆς ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τίς πηγές τῆς εὐσεβείας καί ἀποκτοῦσε

ἐπίγνωση τῶν θησαυρῶν τῆς πίστεως. Οἱ κολλυβάδες ἐρχόταν νά συνεχίσουν τό

ἔργο τῶν διδασκάλων ‐ φωτιστῶν τοῦ γένους 199 καί νά ἐπισφραγίσουν μέ

192 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆς κατά τή
διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων , Θεσσαλονίκη 2008 ( 3) σ.15‐45 καί 94‐137
193 Γεωργίου Μαρνέλλου Πρωτ., Ὁ «μεγαλόκοσμος» ἄνθρωπος, Ἅγιος Νικόλαος Κρήτης 1995, σ. 43‐

57, Χρίστου Κρικώνη, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, βίος και συγγραφικόν ἔργον, Ἀθῆναι 2001, σ.
13‐58 καί 129‐194 , Ἀρχιμ. Νικοδήμου Παυλοπούλου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Αγιορείτης, ἐν Ἀθήναις
1990, σ. 74‐195
194 Ἀντωνίου,Χαροκόπου , Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731‐1805) ,

Ἀθήνα 2001 σ. 147‐207


195 Γ. Βερίτη , Τό ἀναμορφωτικό κίνημα τῶν Κολλυβάδων καί οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου,

Ἅπαντα , Πεζά ΙΙ, ἐκδ. Δαμασκός 1958 σελ. 76‐80


196Δημητρίου Οἰκονομίδη, Οἱ ὁραματισμοί Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου και ἡ ἐποχή του, στο συλλογικό

ἔργο Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τ. ΙΘ , Ἀθήνα 2005 , σ. 25‐31 και Πρωτ. Γεωργίου
Μεταλληνοῦ , Πρώϊμη ἀξιολόγηση του ἁγίου Νικοδήμου αὐτόθι σ. 194‐210
197Πρωτ. Κων/νου Καραϊσαρίδη , Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης και το λειτουργικό του ἔργο,

ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998 ,σελ. 256‐280


198 Πρεσβ. Χρίστου Χαχαμίδη, ὅπ. παρ. σελ. 271

199 Ν.Θ Μπουγάτσου,Πνευματικαί ἐπιδράσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στην περιοδική ἔκδοση Ἑλληνική
Δημιουργία, τ.13 σελ. 568‐9
56
θεολογική διατύπωση το μαρτυρικό φρόνημα τῶν νεομαρτύρων 200 ˙ ἕνα φρόνημα

πού διαποτίζει ἐξάλλου τή μοναχική ζωή καί τό ὁποῖο ἀποτυπώνει σε ἐπίσημο

κείμενό του ὁ γέροντας Αἰμιλιανός .201

Δ. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς ἐνδιάμεσος κρίκος παλαιᾶς παραδόσεως

καί νεοφιλοκαλικοῦ ρεύματος.

Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας

μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος πού ἑνώνει τή φιλοκαλική καί

τή νεοφιλοκαλική πνευματική κίνηση202. Ὁ Ἱεράρχης αὐτός ἐμφανίζεται στήν

ἐκπνοή τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος ὡς συνεχιστής καί ὁμόφρων. Μάλιστα

συντελεῖ στή διατήρηση καί τόν ἐμπλουτισμό του μέ νέες θεολογικές καί

ἀσκητικοπατερικές ἀπόψεις καί θέσεις 203 . Ὁ Ἅγιος ἀσχολεῖται καταρχήν μέ τήν

ἀπόκτηση γνώσεων καί ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως204 καί ὡς πεπαιδευμένος

μεταδίδει τήν γνήσια ἀρετή καί σοφία205. Ὡς ἱκανός παιδαγωγός206 γίνεται

χειραγωγός εἰς Χριστόν τῆς νεότητος καταρχήν καί τῶν μαθητριῶν‐μοναστριῶν

του κατόπιν στό κοινόβιο τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης.207 Ἀσκεῖ για ἱκανό χρονικό

200 Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογία ἀρχαίων και νέων μαρτυρολογίων σελ.151‐176 καί Βασιλείου
Φανουργάκη μάρτυρες – νεομάρτυρες 179‐203 στα Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν και
μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1986
201 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Τό μαρτύριον ὡς ἀφετηριακόν στοιχεῖον εἰς τόν Ὀρθόδοξον μοναχισμόν ,

Κατηχήσεις τ.1 σελ.291‐316


202Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.1 σ. 167

203 Μοναχοῦ Θεοδωρήτου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀθῆναι 2002(2) σ. 75‐77 καί ἐπίσης Ἁγίου

Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί ἀθανασίας ψυχῆς και Ἱερῶν Μνημοσύνων χ.χ. σ. 104‐111 ἔκδ.
Νεκτάριος Παναγόπουλος.
204 Μοναχοῦ Θεοδωρήτου , ὅπ. παρ. , σ. 79‐105

205Γεωργίου Θεοδωρούδη, Περί ἀληθοῦς και ψευδοῦς μορφώσεως σ. 91‐102, στά Πρακτικά ΚΒ ΄

Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο


ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ» , Θεσσαλονίκη 2002. Αὐτόθι : Ἀρχιμ. Στεφάνου Τόλιου «Περί τῆς κλήσεως τῶν
ἐφήβων έν τῇ κοινωνίᾳ», Λόγος Ἁγίου Νεκταρίου Ἀρχιεπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ
σ. 223‐232
206 Γεωργίου Μηλίτση, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως , Τρίκαλα 2004, σ.49‐51

207 Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη ,
Θεσσαλονίκη 1979, σ. 24‐28 , 49‐72 , 99‐116
57
διάστημα καθήκοντα κήρυκα τοῦ θείου λόγου 208 ἀναπτύσσοντας ἀλήθειες καί

ἔννοιες πέραν τῶν γνωστῶν και συνηθισμένων209. Διενεργεῖ ἱερές ἀποδημίες στό

Ἅγιον Ὄρος 210 καί συνάπτει πνευματικούς δεσμούς μέ ἐπιφανεῖς ἁγιορεῖτες

πατέρες ἀποσκοπώντας στήν πρόσκτηση καί τόν ἐνστερνισμό ἱερῶν βιωμάτων.211

Κατεξοχήν ἔργο μετά τήν ἀπόσυρσή του ἀπό τή διεύθυνση τῆς Ριζαρείου

Σχολῆς εἶναι ἡ προετοιμασία καί ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἄτυπης μοναστικῆς

ἀδελφότητας τῶν μαθητριῶν του στό μοναστήρι τῆς Αἴγινας καί ἡ καλλιέργεια

τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς , τῆς χάριτος καί τοῦ ἁγιασμοῦ 212. Ἡ ἀπόσυρσή του ἀπό τήν

ἐνεργό ἐκκλησιαστική – ποιμαντική δραστηριότητα πρός ἀναζήτηση τῆς κατά

Θεόν ἡσυχίας καί νήψεως ὑπῆρξε κορύφωση τῶν ἕως τότε πετυχημένων

πνευματικῶν προσπαθειῶν του. Ἡ ὁδός αὐτή θά προσπόριζε στόν ἕως τότε

φλογερό ρήτορα, ἐπιτυχημένο ποιμένα‐ἱεράρχη, ἄριστο ἐπιστήμονα – συγγραφέα,

ἐκλεκτό παιδαγωγό, τή μετάβαση ἀπό την ἀσκητική πράξη στή νηπτική θεωρία.

Τήν ἐπιθυμία του ἀποτυπώνει ἐναργῶς στήν ἐπιστολογραφία του213.

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ διάκριση, ἡ αὐθεντικότητα, ἡ πληρέστατη

γνώση τῆς ἀσκητικοπατερικῆς παράδοσης, ἡ βίωση μιᾶς ἁγιοπατερικῆς ἀγάπης.

Ἀναδεικνύεται συνεχιστής τῆς πατερικῆς παράδοσης και ἀπλανής διδάσκαλος τῆς

ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Διῆλθε ἀρχικῶς ὅλα τά στάδια τῆς κοινωνικότητας

μέσα στην Ἐκκλησία, ἀλλά κατόπιν βίωσε μοναστικά τό πλήρωμα τῆς θεοποιοῦ

ἐμπειρίας με ἦθος προσευχητικό ‐ ἀσκητικό – νηπτικό, μέσα σέ πλήρωμα χαρᾶς

καί θείας εὐφροσύνης214. Ὡς πνευματικός πατέρας τῶν μοναχῶν, ὁ ἅγιος

Νεκτάριος ἀνανεώνει στόν 20ό αἰώνα τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητας 215

208Χρ.Χριστοδουλίδη, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος –μιά πορεία πρός τήν ἁγιότητα, Λεμεσός 2002 , σ. 47‐67
209Γεωρ. Μηλίτση ὅπ. παρ., σ.43 – 48.
210 Μοναχοῦ Μαξίμου Ἰβηρίτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἰς την συνείδησιν τῶν ἁγιορειτῶν , στά
Πρακτικά ΚΒ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης ὅπ.παρ. σ. 137‐151.
211 ἱ.Π. Γρ. , Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος και τό Ἅγιον Ὄρος, στό περιοδικό « Ὅσιος Γρηγόριος» ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 3 1978 σ. 51‐61 καί ἐπίσης Χερουβείμ Ἀρχιμ., Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές ,
Δανιήλ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου , Ὠρωπός Ἀττικῆς 1979, σ. 83‐90.
212 Γέροντος Ἰωσήφ ( Βατοπαιδινοῦ), Διδαχές ἀπό τον Ἄθωνα, Θεσσαλονίκη 1989 , σ. 106‐112.

213 Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές ἐπιστολές, ἐκδ. Ὑπακοή Ἀθήνα 1993.

214 Δημητρίου Παναγοπούλου, Οὐδέν ἀνίατον διά τον Ἅγιον Νεκτάριον , Ἀθῆναι 1963, σ. 46‐50.

215 Ἀρχιμ.Γεωργίου Καψάνη, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς πνευματικός Πατήρ τῶν μοναχῶν, στό περιοδικό

« Πειραϊκή Ἐκκλησία » Νοέμβριος 1996 , σ. 7‐11.


58
μέ μιά ἁγία πατρική φροντίδα , πλήρη ἀγάπης πρός τόν μοναχισμό ὡς ὁδό

τελειότητος.

Ε. Οἱ πνευματικοί συνοδοιπόροι τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ

Ἡ πνευματική σπορά τῆς φιλοκαλικῆς ἀναγέννησης τῶν Κολλυβάδων καί

τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ‐ ὡς ἐνδιάμεσου κρίκου μέ τό νεοφιλοκαλικό κίνημα ‐

καρποφορεῖ στά πρόσωπα τῶν συγχρόνων μας γερόντων. Μέ τούς

σημαντικότερους ἐξ αὐτῶν ὁ π. Αἰμιλιανός διατηροῦσε ἐμμέσως ἤ ἀμέσως μιά

προσωπική κοινωνία εἴτε σέ ἐπίπεδο προσευχητικῆς ἐμπειρίας εἴτε σέ ἐπίπεδο

ἀδελφικῆς ἐπικοινωνίας ὁδεύοντας σέ μιά κοινή πορεία μαζί τους. Σύμφωνα μέ

τίς μαρτυρίες τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν 216 σχετίζεται μέ σημαντικότατες

πνευματικές φυσιογνωμίες καί ὁσιακές μορφές τῶν ἡμερῶν του ὅπως οἱ πατέρες

Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, Δημήτριος Γκαγκαστάθης, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, Φιλόθεος

Ζερβᾶκος, Σίμων Ἀρβανίτης, Δαμασκηνός Κατρακούλης κ.ἄ.

Ὁ π. Ἀθανάσιος Χαμακιώτης (1891‐1967) 217 , εὐλαβής ἐφημέριος στή

Νερατζιώτισσα τοῦ Ἀμαρουσίου Ἀττικῆς , ἀποτελοῦσε μιά πνευματική ὄαση στήν

ἔρημο τῆς πρωτεύουσας καί μέ τό συγκλονιστικό λατρευτικό – προσευχητικό του

βίωμα 218 συνήρπαζε κάθε πιστό μέ πνευματικές ἀναζητήσεις. Διακρίθηκε ὡς

εὐλαβής ποδηγέτης πλείστων πνευματικῶν του παιδιῶν 219 . Ὡς ἐπιστέγασμα τῆς

πνευματικῆς του προσφορᾶς καί καρπός τοῦ ἡσυχαστικοῦ του πόθου 220 ὑπῆρξε ἡ

συγκρότηση γυναικείας ἀδελφότητας και ἡ ἐγκατάστασή της στό ἡσυχαστήριο

Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς.

Ἐπίσης ἁγιασμένη μορφή τῆς Ἀττικῆς παράλληλα με τον π. Ἀθανάσιο

ὑπῆρξε καί ὁ ἐναρέτως καί θεαρέστως βιώσας ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης

216 Ἱερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου , μνημ. ἐργ., σ. 109‐110.


217 Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου Ἀρχιμ., Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης , ἔκδ. Ἀκρίτας Ἀθήνα 1998
(2) σ.11‐35.
218 Ὅπ. παρ., σ. 37‐68

219 Ὅπ. παρ., σ. 141‐165

220 Ὅπ. παρ., σ. 231‐263


59
( 1901‐1988) ὁ ὁποῖος ἀσκοῦνταν στό ὄρος τῆς Πεντέλης. Μετά ἀπό πλούσιο

ποιμαντικό ἐνοριακό ἔργο ἀρχικά στην Κύμη Εὐβοίας221 καί κατόπιν στή

Λυκόβρυση Ἀττικῆς 222 , ἀπεσύρθη στήν Πεντέλη ὅπου καί ἔκτισε τήν Ἱερά Μονή

Ἁγίου Παντελεήμονος, συνεχίζοντας μέ ἱερόν πόθο νά ἐξομολογεῖ καί νά

στηρίζει τά πνευματικά του τέκνα ἕως τό ὁσιακό του τέλος 223 . Κοντά του

κατέφευγαν πολλοί νέοι μέ πνευματικές ἀναζητήσεις ὁρισμένοι μάλιστα ἐξ αὐτῶν

ἐγκαταβίωσαν στά κοινόβια πού καθοδηγοῦσε πνευματικά ὁ γέροντας

Αἰμιλιανός224.

Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβᾶκος ( 1884‐1980) 225 , πνευματικό τέκνο τοῦ ἁγίου

Νεκταρίου καί ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας στην Πάρο , συνέχισε

ἐπαξίως την πνευματική παράδοση τοῦ τόπου του ὅπως τή θεμελίωσαν οἱ

καταφυγόντες ἐκεῖ κολλυβάδες πατέρες, ὁ σύγχρονός του ἅγιος Ἀρσένιος , ὁ ἐκ

Πάρου γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής κ. ἄ. Ἐπρόκειτο γιά ἕναν σύγχρονο νηπτικό

ἀλλά και ἱεραποστολικό ἄνδρα , ὁσιωθέντα μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν

προσευχή , πνευματικό πατέρα δύο μοναστικῶν ἀδελφοτήτων , τῆς ἀνδρώας

μονῆς τῆς Λογγοβάρδας και τῆς γυναικείας τῶν Θαψανῶν 226 , διδάσκαλο καί

καθοδηγητή πλείστων πιστῶν227 στήν Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό, ἀκλόνητο

προασπιστή τῆς ὀρθόδοξης πίστης228. Ἡ πνευματική του πορεία ἐπιβεβαιώνεται

ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελεῖ πρίν ἀλλά και μετά την ὁσιακή

κοίμησή του229. Μέ τόν γέροντα Αἰμιλιανό σχετίσθηκε , καί κάποτε

ἀλληλοεξομολογήθηκαν 230, μέσῳ τοῦ παπα‐ Δημήτρη Γκαγκαστάθη, παρέχοντάς

221 Μοναχοῦ Ζωσιμᾶ , Ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης ( 1901‐1988 ) Ἡ ζωή και τό ἔργο του,
Ἀθῆναι 1996 σ. 40‐67.
222 Ὅπ.παρ., σ. 73‐96

223 Ὅπ. παρ. σ. 99‐220 καί 231‐ 457

224 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές μορφές τοῦ ἁγίου Ὄρους, σ.308 καί 310.

225 Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου, Πάρος 1999, σ. 81‐107

226 Ὅπ. παρ. , σ. 165‐174 καί 297‐306.

227 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 168.

228 Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ὅπ. παρ., σ. 214‐235.

229 Ὅπ. παρ. σ.256‐296

230 Μοναχοῦ Μωϋσέως, ὅπ.παρ., σ. 445


60
του μέρος τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας 231 καί ἐπισφραγίζοντας τήν

ἐμπιστοσύνη του στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος μέ τήν παρότρυνση σέ φιλομόναχους

νέους , ὅπως ὁ σημερινός μοναχός Φ.Σ. , νά ἐνταχθοῦν στήν ἀδελφότητα τῆς

Σιμωνόπετρας.

Ὁ ἐπίσης σύγχρονος, ὅσιος πατήρ Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ( 1888‐1970)

προηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου καί πνευματικός πατέρας τῆς

γυναικείας Ἱ.Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Πάτμου 232 ὑπῆρξε ἕνα πολυσέβαστο πρόσωπο

γιά τό Γέροντα . Ὑπῆρξε καί αὐτός πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

Πενταπόλεως 233 καί συμπύκνωνε πλῆθος χαρισμάτων , τά ὁποῖα , ἐκτός τῆς

νηπτικῆς ἐμπειρίας 234 , ἀποτυπωνόταν στην ἐθνική του δράση καί τήν κοινωνική

προσφορά235. Διέπρεψε ὡς φιλόστοργος πνευματικός πατέρας σέ σημεῖο ὥστε

σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Ware νά

θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος ἐξομολόγος στήν Ἑλλάδα τοῦ 20οῦ αἰ.236. Σήμερα γίνονται

σημαντικά βήματα γιά τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του ἀπό τό Οἰκουμενικό

Πατριαρχεῖο μέ πρωτοστάτη τό πνευματικό τέκνο τοῦ π. Ἀμφιλοχίου , τόν

Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο 237 μετά ἀπό πλῆθος θαυμαστῶν σημείων238.

Μία ἐπίσης σεβάσμια μορφή , πού συμπαραστάθηκε ἀδελφικά καί ὁλόψυχα

στό Γέροντα ὑπῆρξε ὁ ἀρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Κατρακούλης, πνευματικός

πατέρας τῆς γυναικείας ἀδελφότητας τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ καί

ἡγούμενος τῆς ἀνδρώας Ἱ.Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μαζίου στά Μέγαρα τῆς

Ἀττικῆς . Φιλάνθρωπος ἐξομολόγος ὅλης τῆς Δυτικῆς Ἀττικῆς , φιλακόλουθος,

231 Στυλιανοῦ Κεμεντζετζίδη, Παπα‐Δημήτρης Γκαγκαστάθης 1902‐1975, Βίος –θαύματα‐


νουθεσίαι και ἐπιστολαί, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη , Θεσσαλονίκη 1990 (2), σ. 238‐245.
232 Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ, Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, ἔκδ. Ἑπτάλοφος Ἀθήνα 1992 (3)
σ. 30‐33 καί 49‐54.
233Κλείτου Ἰωαννίδη, Σύγχρονοι ἅγιοι γέροντες, Λευκωσία 1994, σ. 167‐175.

234 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 168.

235 Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ ,ὅπ. παρ. σ. 33‐38, 49‐54 καί Ἱ.Μ. Παναγίας Ἐλεούσας Καλύμνου, Ὁ
Γέροντάς μας , Κάλυμνος 1986 σ. 67‐76.
236 Κλείτου Ἰωαννίδη, ὅπ. παρ. , σ. 175.

237 Ἀρχιμ.Παύλου Νικηταρᾶ , ὅπ. παρ., σ. 15‐16 καί Πρεσβ. Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, Γέροντος

Παύλου Νικηταρᾶ , Πνευματικές νουθεσίες ἀπό τό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως , ἐκδ. Ὁμολογία,
Ἀθήνα 2002 σ. 24‐27
238 Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ ,ὅπ. παρ. σ. 61‐67 .Ἱ.Μ. Παναγίας Ἐλεούσας Καλύμνου, ὅπ.παρ. σ. 105‐113.
61
βαθυστόχαστος, ὀργανωτικός , φιλόπονος , δόκιμος χειριστής τοῦ θεολογικοῦ 239

καί κηρυγματικοῦ λόγου , ἄνθρωπος βαθυτάτης νήψεως καί προσευχῆς 240 . Τήν

μικρή ‐ στο ξεκίνημά της ‐ γυναικεία ἀδελφότητα τῆς Ὁρμυλίας , ὁ γέροντας

Αἰμιλιανός τήν ἐμπιστεύθηκε ἀρχικά στήν μητρική καί ἀρχοντική φιλοξενία τῆς

μονῆς Μακρυνοῦ 241 ὅπου καί πραγματοποιήθηκε ἡ κουρά τῆς κατοπινῆς

γερόντισσας Νικοδήμης καί ὀλίγων ἀκόμη ἀδελφῶν χάρη στή γνωριμία, τήν

ἀλληλοεκτίμηση καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν δύο πατέρων . Ὑπῆρξε κοινωνός τῆς

ἀγάπης πρός τήν ἁγία Μυροφόρο καί ἰσαπόστολο Μαρία τή Μαγδαληνή , τήν

ἔφορο τῆς Σιμωνόπετρας , τήν ὁποία ἐπισκεπτόταν καί ὅπου μέ θέρμη

λειτουργοῦσε.242

Ἕνα μεγάλο κεφάλαιο στήν πνευματική συγκρότηση τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ

ὑπῆρξαν οἱ ἱεραποδημίες του στό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ σφυρηλάτηση πνευματικῶν

δεσμῶν μέ ἱερές μορφές τοῦ Ἄθω. Ξεκίνησε μέ τήν ἐντρύφησή του στή νηπτική

παράδοση τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τόν ὁποῖο γνώρισε μέσα

ἀπό τή ζωή τῶν πνευματικῶν του τέκνων καί τά γραπτά κείμενά του243.

Πρόκειται γιά τή σημαντικότερη ἴσως νηπτική μορφή τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ

ἀξιόλογη προσφορά στόν ἁγιορειτικό καί τόν οἰκουμενικό μοναχισμό244.

Ἐνταγμένος σέ μιά φιλοκαλική παράδοση 245 , συνετέλεσε τά μέγιστα στήν

239ἈρχιμανδρίτουΔαμασκηνοῦ , Ὠδή ὑπέρ τοῦ Ἀγαπητοῦ, ἐκδ. Εὐεργέτιδος, ἐν Μεγάροις 1998 σ. 15‐42.
240 Ἀρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Κατρακούλης , στό περιοδικό «Ὅσιος Γρηγόριος», ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 26 , 2001 , σ. 66 – 74.
241Μοναχοῦ Μωϋσέως ,ὅπ.παρ., σ. 445.

242 Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Μέγαρα 2006 , σ. 272 – 274 , 505 – 506.

243 Πρόλογος τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ στο βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέρων

Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, ἐκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου (4) 1998 σ. 2‐5.


244 Ἄρθρο τοῦ ἀρχιμ. Ἐφραίμ,καθηγουμένου Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, μέ τίτλο «Ἡ προσφορά τοῦ Γέροντος

Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό» στό περιοδικό « Ὅσιος Γρηγόριος », ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 27 2002 , σ.14 – 29.
245 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Οἱ πνευματικοί πρόγονοι τοῦ Γέροντος Ίωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ ,

στό συλλογικό τόμο : « Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής , Ἅγιον Ὄρος – Φιλοκαλική ἐμπειρία »,
ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007 σ. 85‐92 . Αὐτόθι : Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ
ὁ Ἡσυχαστής συνεχιστής τῆς ἡσυχαστικῆς και φιλοκαλικῆς παραδόσεως , σ. 145‐156.
62
πνευματική ἀνάκαμψη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ246 καί χάρισε ἀνανεωτική

πνοή στόν ἐκτός ἁγίου Ὄρους μοναχισμό ἀνδρικό και γυναικεῖο 247.

Ὁ π. Αἰμιλιανός σχετίζεται καταρχήν μέ τόν κατά πνεῦμα υἱό τοῦ Γέροντα

Ἰωσήφ, ἱερομόναχο π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη ἀπ’ ὅπου διδάσκεται τά προκαταρ‐

κτικά τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς νήψης , φθάνοντας ἀργότερα νά

χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἐρημίτη παπα‐Ἐφραίμ «χρυσόγλωσσος και σεβαστός»248.

Γνωρίζεται ἐπίσης μέ τούς ἱερομύστες τῆς μοναστικῆς παράδοσης τοῦ Ἄθω

γέροντα Παῒσιο , προηγούμενο Ἐφραίμ Φιλοθεῒτη 249 , προηγούμενο Χαράλαμπο

Διονυσιάτη 250 καί πλείστους ἄλλους γνωστούς καί ἀγνώστους , ἀπό τούς ὁποίους

συλλέγει τό μέλι τῆς ἡσυχαστικῆς καί νηπτικῆς ζωῆς.

Ἐπεκτείνεται καί ἐκτός ἑλλαδικῶν συνόρων ἀνακαλύπτοντας τη δρόσο τοῦ

Πνεύματος ἀρχικά στόν ὁσιωθέντα 251 ἱερομόναχο π. Ἰουστίνο Πόποβιτς στή

Σερβία252 καί τούς διαπρεπεῖς θεολόγους μαθητές του. Τό 1976 τόν ἐπισκέπτεται

ὡς ἡγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας καί διαπιστώνει ἐκ τοῦ σύνεγγυς πόσο πλησίον

βρίσκεται στό νηπτικό πνεῦμα τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου και θεολόγου. Μάλιστα ὁ

μαθητής τοῦ π. Ἰουστίνου ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς τονίζει πώς στόν π.

Αἰμιλιανό βρῆκε ἐξαρχῆς τά χαρακτηριστικά τοῦ γέροντά του π. Ἰουστίνου , τά

ὁποῖα συμπυκνώνονται στήν πνευματική ἀρχοντιά, τήν οἰκουμενικότητα καί τή

νοικοκυρωσύνη («οἰκονομία») , καταλήγοντας στό συμπέρασμα ὅτι μεταξύ τῶν

πνευματικῶν ἀνθρώπων συγκροτεῖται ἕνα δίκτυο προσευχῆς , νήψεως, κοινωνίας

ἐμπειριῶν253.

246 Ὅπ.παρ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής καί ἡ ἀνάκαμψη τοῦ ἁγιορει‐
τικοῦ μοναχισμοῦ, σ.158‐167
247 Ὅπ. παρ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Ὁ γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής καί ὁ γυναικεῖος μοναχισμός

σ. 263‐270
248 Ἱερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου , μνημ. ἔργ. , σ. 110

249 Ὅπ. παρ. σ. 108

250 Ἰωσήφ Μ.Δ. , Ἱερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ὁ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς ,

Θεσσαλονίκη 2002 σ. 14
251 Ἀλεξ. Παναγοπούλου, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία , ἔκδ.Διψῶ , Πάτρα 1995, σ.12‐98

252 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, μνημ.ἐργ., σ. 40‐46 καί Ἱερομ. Σεραπίωνος , ὅπ. παρ. σ. 110

253 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκδ. Νεκτάριος

Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2001, σ. 5‐9


63
Καί πάλι ἐκτός ἑλληνικῶν συνόρων συναντᾶται πνευματικά κατόπιν

προσκλήσεως του μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, πνευματικό ἔκγονο τοῦ

Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου στό Essex τῆς Ἀγγλίας . Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος

γεννήθηκε στή Μόσχα τό 1896. Μετά τίς πρῶτες ἐγκύκλιες σπουδές του

ἐπιδόθηκε στή ζωγραφική καί ἐσπούδασε στήν Κρατική Σχολή Καλῶν Τεχνῶν.

Προικισμένος μέ φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα εἶχε ἔντονες μεταφυσικές

ἀναζητήσεις καί γιά μιά ὀκταετία ἑλκύσθηκε ἀπό τίς φιλοσοφικές θεωρίες καί τίς

θρησκευτικές δοξασίες τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν ἀσκώντας τόν ὑπερβατικό

διαλογισμό 254. Γρήγορα ὅμως ἀνένηψε χάρη στή μελέτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ,

ὅπου ἀνεγνώρισε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Μετά τά

γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης , βρέθηκε στό Παρίσι ὅπου καί

ἐσπούδασε μέ ἱερό ζῆλο τή Θεολογία ἀποκτώντας καί τά πρῶτα σημεῖα τῆς

Χάριτος. Ὁ πόθος τῆς λατρείας καί τῆς προσευχῆς 255 ὁδήγησε τά βήματά του στό

Ἅγιον Ὄρος τό 1925 ὅπου ἐμόνασε γιά 22 χρόνια . Στό διάστημα τῆς παραμονῆς

του στό Περιβόλι τῆς Παναγίας κοινοβίασε στή Ἱερά Μονή Ἁγίου

Παντελεήμονος, ὅπου καί συνεδέθη πνευματικῶς μέ τόν κατοπινό μέγα Ἅγιο

Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη (1866‐1938), καί κατόπιν ἀποσύρθηκε στήν ἁγιορειτική

ἔρημο, χρηματίζοντας πνευματικός Πατήρ πλείστων Ἱερῶν Μονῶν ἀλλά καί

μεμονωμένων μοναχῶν. Τό 1947 ἀναχώρησε γιά τή Γαλλία ὅπου ἐξέδωσε τά

χειρόγραφα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἐργάστηκε γιά τήν ἀνάδειξη καί τήν

ἁγιοποίησή του. Κατόπιν μετέβη στό Essex τῆς Ἀγγλίας ὅπου καί ἵδρυσε στά 1959

τήν Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναδειχθείς

ἡγούμενος καί πνευματικός της γιά μιά 35ετία περίπου. Ἐκοιμήθη τήν 11η Ἰουλίου

τοῦ 1993.Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός τόν ἐπισκέφθηκε ἀρκετές φορές ἀπό τό 1970,

ὁπότε καταρχήν γνωρίσθηκε μαζί του, καί τόν ἐξομολόγησε γιά τελευταία φορά

ὅταν πλέον ἐτοιμαζόταν νά ἀναχωρήσει ἀπό τά ἐγκόσμια.

254 Ἱερομονάχου Ζαχαρία Ζάχαρου, Εἰσαγωγή στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ,Ἱ.Μ.Τ.
Προδρόμου, Ἔσσεξ 2000 , σ.11‐12.
255 Ἀρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ) , Περί προσευχῆς , ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου , Ἔσσεξ 1993 , σ. 235‐6.
64

ΣΤ. Ἡ περίπτωση τοῦ π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη ‐ ἕνας ἰδιότυπος

νηπτικός «ἐνοριακός μυστικισμός».

Μεταξύ τῶν ἁγιασμένων μορφῶν πού συμπορεύθηκαν μέ τόν γέροντα

Αἰμιλιανό, ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ εὐλαβέστατος καί ὅσιος ἐφημέριος τοῦ

χωριοῦ Πλάτανος Τρικάλων παπα‐Δημήτρης Γκαγκαστάθης256. Ὁ σεβάσμιος

λευῒτης ἀποτελοῦσε πρόσωπο ἀξιοσέβαστο καί ἱερό γιά τό Γέροντα 257 ἀλλά καί

γιά τήν ἀδελφότητα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου 258 καί κατόπιν τῆς Σιμωνόπετρας 259

καί τῆς Ὁρμύλιας. Ἡ γνωριμία τῶν δύο πατέρων ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐγκαταβίωση

τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ στά Μετέωρα260 , ἕνα χῶρο οἰκεῖο γιά τον π. Δημήτριο, καθώς

ἐκεῖ ἐξομολογοῦνταν ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς πολυκύμαντης και

περιπετειώδους ζωῆς του261. Τόν νεαρό τότε ἱερομόναχο Αἰμιλιανό ἐντυπωσίασε

βαθύτατα ἡ εὐλάβεια τοῦ παπα Δημήτρη πρός τούς Ταξιάρχες –προστάτες ἁγίους

τοῦ χωριοῦ του‐ , ἡ ἁπλότητα 262 , ἡ οἰκείωσή του πρός τά ἱερῶς τελούμενα , ἡ

ἄσκηση καί ἡ ταπείνωσή του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο αὐτός ὁ ἐνάρετος ἱερέας

ἄρχισε νά ἐξομολογεῖται στο Γέροντα , διατηρώντας αὐτόν τόν πνευματικό δεσμό

ὡς τό ὁσιακό του τέλος, ἀπεκάλυψε σέ ἐκεῖνον τά ἐσώτατα τῶν νηπτικῶν,

προσευχητικῶν και λατρευτικῶν βιωμάτων του 263. Ἡ ζωή του , ὅπως γράφει ὁ ἴδιος

ὁ Γέροντας γι’ αὐτόν , ἦταν μιά χειραγωγία ἀπό τή θεία χάρη , ὥστε νά

ἀναδεικνύεται ὄργανο ἐκφράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 264.

Ὁ παπα‐Δημήτρης ἐκφράζει ἀπόλυτα ἕναν νηπτικό ἐγκόσμιο ἀσκητισμό ἄν

καί ἔγγαμος ἐφημέριος μέ πλεῖστες ἐνοριακές καί οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.

Πρόκειται γιά μιά πνευματικότητα μέ κέντρο τήν μικρή ἐνορία , ἡ ὁποία δέν

ἐμποδίζει τήν ἐσωτερική ‐ μυστική ἐμπειρία καί κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα. Τό

256 Στυλιανοῦ Κεμεντζετζίδη, ὅπ. παρ. σ. 43‐233


257 Αἰμιλιανοῦ, Ἀρχιμ. ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 1 σ. 273
258 Μανώλη Μελινοῦ , Ἅγιον Ὄρος – Παῒσιος , Ἀθήνα 2000 σ. 129

259 Στυλιανοῦ Κεμεντζετζίδη, ὅπ. παρ. σ. 269‐270

260 Ὅπ.παρ., σ. 248‐251

261 Ὅπ. παρ., σ.33‐164

262 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , μνημ. ἔργ., σ. 42 ‐ 43

263 Στυλιανοῦ Κεμεντζετζίδη, ὅπ. παρ. , σ.302‐315

264 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. ,Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 274‐276


65
πρῶτο ἀφορᾶ τήν συνεπή καί ἀκριβέστατη λειτουργική ζωή,265 παράλληλα μέ

μιά κοινωνικότητα, πού ἀποδείκνυαν τά ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας

( οἰκονομικές ἐνισχύσεις , ἐνοριακή βιβλιοθήκη κ.τ.τ. ) , ἡ μέριμνα γιά τό ποίμνιό

του καί ἡ ἐκδαπάνηση στή λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τῶν ἐνοριτῶν του.

Τό δεύτερο ἀφορᾶ στήν προσωπική του πνευματική καλλιέργεια μέσω τῆς

πολύωρης καί ὁλονύκτιας προσευχῆς, τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης, τῆς

ἄσκησης, τῆς παιδικῆς ἀφελότητος, τοῦ κλαυθμοῦ καί τοῦ πόνου. Ὁ Γέροντας δέ

διστάζει νά χαρακτηρίσει τον παπα‐Δημήτρη σάν ζωντανό καί ἐνεργό μυστήριο ,

σάν νέο Μωϋσῆ , πού ζοῦσε μέσα στό θεῖο γνόφο, πάντοτε «ἀκέραιος, ἀνέλικτος,

ἀσυγκατάβατος, σταθερός»266.

Σημαντικό ἐπίσης στοιχεῖο τῆς προσωπικότητάς του π. Δημητρίου

Γκαγκαστάθη , πέραν τῆς προσωπικῆς βιώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἦταν καί

οἱ σχέσεις φιλίας και ἀδελφοσύνης πού ἀνέπτυξε μέ σπουδαῖες καί ἐξέχουσες

μορφές , πού προαναφέρθηκαν, ὅπως οἱ ὁσίως βιώσαντες π. Φιλόθεος Ζερβᾶκος, π.

Ἐφραίμ Κατουνακιώτης καί π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς (μέσω τῶν πνευματικῶν του

τέκνων π. Ἀθανασίου και π. Ἀμφιλοχίου) μέ τούς ὁποίους διατηροῦσε ἐπαφή εἴτε

ἐπισκεπτόμενος, εἴτε δι’ ἀλληλογραφίας, ζητώντας συμβουλές , πνευματική

ἐνίσχυση ἀκόμα καί ἔλεγχο τῶν πνευματικῶν του ἐμπειριῶν. Ἰδιαιτέρως

ἀγαποῦσε τά ἱερά προσκυνήματα καί τίς ἱεραποδημίες, ἐμπέδωνε γνωριμίες μέ

πρόσωπα ἱεραποστολικῆς δράσης, καί ἐνίσχυε κάθε προσπάθεια διαδόσεως τοῦ

θελήματος τοῦ Θεοῦ. Θά ἔλεγε κανείς πώς μέ τόν τρόπο του συγκροτοῦσε ἕνα

πνευματικό δίκτυο μεταδόσεως βιωμάτων και ἀλληλοενισχύσεως, διαβλέποντας

προφητικά τή ματαιότητα , τή σύγχυση καί τά ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

265 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 280 κ.ἑ.


266 Ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 284
66

Ζ. Κοινά στοιχεῖα τῆς νεοφιλοκαλικῆς μοναστικῆς παράδοσης.

Μέ ὅσα προηγήθηκαν καταφαίνεται πώς αὐτό πού ὀνομάζουμε ὡς

νεοφιλοκαλικό κίνημα τῶν νεωτέρων γερόντων καί πνευματικῶν πατέρων 267

χαρακτηρίζεται ἀπό ὁρισμένα κοινά στοιχεῖα , τά ὁποία μπορεῖ κανείς νά

ἐπισημάνει καί στό συνολικό ἔργο τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ. Πρόκειται καταρχήν γιά μία

ἐσωστρεφή νηπτική πνευματικότητα , ἡ ὁποία θεμελιώνεται στά ἰσχυρά βιώματα

ἀλλά καί συγγράμματα τῆς ἀσκητικοπατερικῆς ‐ νηπτικῆς παράδοσης. Γιά τόν

Γέροντα ἡ νήψη εἶναι πεμπτουσία τῆς πνευματικῆς προόδου τῆς ψυχῆς καί

θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἡ στροφή εἰς ἑαυτόν ἀποκαλύπτει

ἀφενός τήν τραγικότητα τῆς ἁμαρτωλότητος καί ἀφετέρου τό μεγαλειῶδες τῶν

πνευματικῶν κατορθωμάτων , ὅταν ἐφαρμόζεται ἐπιμελῶς καί διά βίου. Ἐπίσης

θεωρεῖ πώς κάθε ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου εἴτε πρός τήν ἀπόκτηση εἴτε πρός τήν

μετάδοση ἐμπειριῶν σέ ἄλλους πρέπει νά εἶναι ἀποτέλεσμα νήψεως , προσευχῆς

καί ἀσκήσεως ὥστε νά ἀποφέρει πνευματική καρποφορία. Ἐν ἀντιθέσει,

οἰαδήποτε ἐλλιπής νηπτική προετοιμασία φαλκιδεύει τήν ὅποια πνευματική

προσπάθεια.

Κατά δεύτερο λόγο οἱ σύγχρονοι νεοφιλοκαλικοί πατέρες καί ὁ Γέροντας

προχωροῦν κατόπιν μακρᾶς , ἐπίμοχθης καί συντονισμένης προετοιμασίας στή

συγκρότηση ἀνδρικῶν καί γυναικείων μοναστικῶν ἀδελφοτήτων στήν καθοδήγηση

τῶν ὁποίων μοιράζουν τό χρόνο τους. Οἱ φιλομοναστικοί πυρῆνες , ἀφοῦ

δοκιμάζονται ἐπί χρόνο καί στερεώνονται διά τῆς ἐπιμονῆς ‐ ὑπομονῆς ‐

ἀποκλεισμοῦ οἰασδήποτε ἄλλης ἐπιλογῆς ζωῆς , ὡριμάζουν καί μετατρέπονται σέ

μοναστικές ἀδελφότητες. Αὐτή ἡ διαδικασία καί τό τελικό ἀποτέλεσμα δεν εἶναι

αὐτοσκοπός γιά τόν πνευματικό πατέρα ἀλλά προκύπτει μέσα ἀπό την

ποιμαντική του δραστηριότητα καί τήν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του. Συνεπῶς δέν

καλύπτονται ἑκατέρωθεν κάποια συναισθηματικά κενά , ἀλλά δημιουργεῖται μιά

267 Ἱ.Μ. Μακρυνοῦ, ὅπ.παρ. , σ. 521 κ.ἑ.


67
συμπόρευση πνευματικοῦ πατρός καί τέκνων μέ σκοπό καί προορισμό τη

Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί τῶν ἀδελφοτήτων,

ἐκτός ἀπό τή νήψη, τήν προσευχή , τήν ἄσκηση καί τή λατρεία εἶναι ἡ μελέτη

ἁγιογραφικῶν κειμένων μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Γέροντας

καί οἱ πνευματικοί πατέρες ‐συνοδοιπόροι του , εἶναι βαθύτατα βιβλικοί. Ἔρχονται

μέ τίς ἀναλύσεις τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων νά τονίσουν πώς θεμελιῶδες

γνώρισμα στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ , ἐντός ἤ ἐκτός κοινοβίου , εἶναι ἡ μελέτη καί

ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου. Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ ἐπιμονή του στό

νά ἑρμηνεύει ἁγιογραφικά χωρία σέ ἀντίθεση μέ τή μονομέρεια , πού ἐνίοτε

παρατηρεῖται καί σήμερα, στήν ἀνάγνωση καί μελέτη‐ἀνάλυση μυστικο‐

θεολογικῶν νηπτικῶν κειμένων ἐνῶ ἀγνοοῦνται βασικές ἁγιογραφικές ἀλήθειες.

Ὁ Γέροντας, ἀντλώντας ἀπό τόν πλούσιο ἀμητό τῆς βαθύτατης καί ἐσώτατης

γνώσης τῶν Γραφῶν , γνώριζε πώς ἡ βίωση τῆς εὐαγγελικῆς θεωρίας γεννᾶ

ἁγιογραφική πράξη.

Ἕνα βασικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς γνήσιας εὐαγγελικῆς ζωῆς εἶναι ὄχι μόνο ἡ

ἐκφορά λόγων ἀλλά καί ἡ παροχή ἔργων κοινωφελοῦς δραστηριότητας καί

προσφορᾶς. Ἄνοιξε τή δραστηριότητα τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων , κυρίως τῆς

Ὁρμυλίας, σε τομεῖς συναφεῖς με τά χαρίσματα καί τίς σπουδές τῶν ἀδελφῶν ,

ἐνσαρκώνοντας τήν μοναχική ἀποταγή ὄχι ὡς πλήρη ἀπάρνηση κάθε «κοσμικῆς»

δράσης ἤ ἰδιότητος ἀλλά ὡς ἀξιοποίηση προσωπικῶν χαρισμάτων καί

ἀντιπροσφορά στήν κοινωνία. Τό ἵδρυμα «Παναγία Φιλανθρωπινή» στό χωριό

Βατοπαίδι τῆς Χαλκιδικῆς ἀποτυπώνει τή νέα αὐτή νοοτροπία, πού οὐσιαστικά

εἶναι ἐπανάληψη βασικῶν ἰδιωμάτων τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ μοναχισμοῦ.

Τό «ἄνοιγμα» τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ σέ μιά δρῶσα , ζωντανή καί ὄχι μόνο

προσευχητική κοινωνική παρουσία θεμελιώνει μαζί με τους συνοδοιπόρους του ἕνα

ἐξωστρεφές πνευματικό ρεῦμα. Τό ρεῦμα αὐτό διασπᾶ τόν περιορισμό τῆς

νηπτικῆς παράδοσης στή μοναστηριακή –κοινοβιακή πνευματικότητα. Γίνεται

κτῆμα εὐρύτερων κοινωνικῶν ὁμάδων ( ἐγγάμων, ἐργαζομένων , νέων κ.τ.τ.) πού

ἀναστρέφονται καί συγκροτοῦν πνευματική συγγένεια μέ τίς μοναστικές


68
ἀδελφότητες ὅταν καθοδηγοῦνται ἀπό τόν ἴδιο γέροντα. Οἱ δεσμοί αὐτοί

ξεπερνοῦν τά στεγανά μιᾶς πρόσκαιρης φιλίας καί γίνονται ἰσχυροί μέσα ἀπό

τή μετάδοση καί μεταπράτηση ἐμπειριῶν μέ ἰθύνοντα καί χειραγωγό τόν ἔμπειρο

κοινό πνευματικό πατέρα . Ἡ μοναστική ἐμπειρία δέν εἶναι πλέον μόνο

ψυχωφελές ἀναγνωσμα τῶν ἐν τῷ κόσμῳ , ὅπως παλαιά . Οἱ ἀνοικτές πύλες τῶν

μονῶν γίνονται θερμές πνευματικές ἀγκάλες , οἱ μοναχοί γίνονται φίλοι ‐ ἀδελφοί

καί ὁμότιμοι συνοδοιπόροι τῶν λοιπῶν στήν πνευματική ζωή. Σέ αὐτό

συνετέλεσαν τά μέγιστα οἱ ἔξοδοι τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ στίς πολύβουες

ἀνθρώπινες κοινωνίες , οἱ πάντοτε ἐμπνευσμένες ὁμιλίες του, τά δημοσιευμένα

κείμενά του. Ἐνορίες με πατέρες – πνευματικά τέκνα του, πού ἐμφοροῦνται ἀπό

τό πνεῦμα του , μετατρέπονται σέ ἄτυπες προεκτάσεις τῶν μοναστηριῶν του

μέσα στόν κόσμο , μέ συντονισμένη καί πλούσια λατρευτική‐ νηπτική ‐ ἀσκητική

ζωή, προσαρμοσμένη ἀσφαλῶς στίς ἀνάγκες καί τίς δυνατότητες τοῦ σύγχρονου

ἀνθρώπου. Πλησιάζοντας κανείς τέτοιες κοινότητες βιώνει βαθιά ἕνα

οἰκογενειακό κλίμα, μια πνευματική θαλπωρή , τήν ὁποία ἐξηγεῖ καί βιώνει

ἀπόλυτα , ὅταν γνωρίζει ποιός ὑπῆρξε ἡ γενεσιουργός αἰτία τους.


69

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ


70

Ι. ΔΙΗΚΟΥΣΕΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ – ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Θεός καί ἄνθρωπος .

Ὁ Γέροντας ἀποτυπώνει στή διδασκαλία του τό διττό δρᾶμα τῆς

ἀνθρώπινης ὕπαρξης : τήν ἐξύψωση καί τήν καταβαράθρωση, τό μεγαλεῖο καί τήν

ἀτίμωση , τή δόξα καί τήν ἀσημαντότητα , τή θεοείδεια καί τήν ἀμαύρωση τοῦ κατ’

εἰκόνα. Γίνεται ἕνας βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας πού συνίσταται

στήν πάλη δύο ἀντίρροπων δυνάμεων,δύο νόμων οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν νά

κερδίσουν τήν ψυχή γιά νά τῆς χαρίσουν εἴτε τήν αἰώνια χαρά τῆς κοινωνίας εἴτε

την αἰώνια θλίψη τῆς μοναξιᾶς. Ἡ μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο

εἶναι ἡ πλάση κατ’εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του, ἡ ἀνάθεση τῆς διαχείρισης τῆς κτίσης

μέ βασιλική ἐξουσία , ὡς θεόπλαστου καί θεοειδοῦς268. Καθίσταται ἀθάνατος 269 ὡς

υἱός Θεοῦ καί δυνάμει ἀναμάρτητος , ἱερουργός τοῦ κόσμου270 καί κορωνίδα τῆς

κτίσεως271. Τό ἀνικανοποίητο τῶν ἐπιθυμιῶν του, τόν ὁδηγεῖ σέ μιά αὐτάρκεια καί

ἀπομόνωση πού ὁδηγοῦν σ’ ἕναν διχασμό καί μιά ἐσωτερική σύγκρουση τῆς

προσωπικότητός του272. Ἡ ἀποστασία ἀπό τή θεϊκή ἀγάπη προκαλεῖ τήν

ἀποσύνθεση τῆς προσωπικότητός του, γεννᾶ ἀπόγνωση, ἀφροσύνη καί ἀσέβεια.

Καθίσταται ἔτσι παροδικός , ξένος , παρεπίδημος , ἐκπίπτει στή χοϊκότητα273. Ἡ

πτώση του προκαλεῖ τήν ἔξοδό του ἀπό τήν παραδείσια τρυφή καί τήν εἴσοδό του

στή σκληρή και πρόσκαιρη ζωή, στή βίωση τῆς ἐσωτερικῆς κενότητος, στήν

ἀνυπαρξία, τήν τετραχηλισμένη οὐδενότητα , τή γυμνότητα , τή χωρίς ἐνδιαφέρον

ἐπιβίωση274. Μέ τή φιλάνθρωπη παρέμβαση ὅμως τοῦ Θεοῦ καί τή διαιώνιση τῆς

268 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 348‐9, 258 , 345, 352‐3 , τ.4 σ. 199, τ.5 σ. 220, 236,
241‐2 καί 63, 238, 243.
269 πρβλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος και θεάνθρωπος, Ἀθῆναι 1968 σ. 40‐49.

270Μητροπολίτου Περγάμου ἸωάννουΖηζιούλα , Ἡ Κτίση ὡς εὐχαριστία , Ἀθήνα 1992, σ.112 κ.ἑ.

271 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 3 σ. 158, τ. 4 σ. 190 , τ. 5 σ. 237 , 241.

272 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2 σ. 148, 282, 134‐5, 276, 280.

273 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 3 σ. 230 , 285, 189 , 53, 262, 260.

274 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 σ. 5‐6 , 128‐9, 68, 86, 130 , 128‐9, 130, 67, τ. 5 σ. 13, 31.
71
θείας οἰκονομίας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀνακτήσει τή

χαμένη ἁγιότητα, νά ξαναγίνει ἀποστολικός , καθολικός , οἰκουμενικός ,

ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Μπορεῖ νά περάσει στήν ἀπάθεια διά τῆς

ἀπροσπαθείας καί νά γίνει θεῖος , γιορτινός , ἐλεύθερος. Δύναται νά μεταμορφωθεῖ

σέ καινή καί κεχαριτωμένη ὕπαρξη, σέ θρόνο Θεοῦ καί ναό τοῦ ἁγίου Πνεύματος .

Ἔχει τή δυνατότητα νά βρεθεῖ χαρισματικῶς ἐγγύς τοῦ Θεοῦ , θεός κατά χάριν κι

εὐδοκίαν τοῦ Οὐρανίου Πατρός275. Ἡ νέα ἐν Χριστῷ ζωή θά τοῦ ἀνοίξει τήν

προοπτική τῆς ἀθανασίας, θά τόν μετατρέψει σέ ζῶσα ἀπεικόνιση καί

«συμπαίκτη» τοῦ Χριστοῦ στό παιχνίδι τῆς σωτηρίας , εὐωδία πνευματική , φίλο καί

κοινωνό τοῦ Θεοῦ δι’υἱοθεσίας276. Ἀπό χοϊκός καί ψυχικός, καθίσταται

οὐρανοπολίτης, χριστογόνος, χριστοτόκος , με φωτοειδεῖς ὀφθαλμούς καί « χάριν

ἀνεκφοίτητον » 277.

Ὁ Θεός προσδιορίζεται μέσα ἀπό τά μελετητικά καί λειτουργικά βιώματα

τοῦ Γέροντος μέ ὅλα τά ἀποφατικά προσδιοριστικά γνωρίσματα ὅσον ἀφορᾶ στήν

οὐσία Του. Εἶναι ὁ ἀκατάληπτος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἄκτιστος ,ὁ ἀμέτοχος, ὁ ἀνέγγιχτος , ὁ

ἀνεξιχνίαστος ὁ ἀπροσδεής καί ἀπροσωπόληπτος278. Ἡ ἀγάπη Του ὅμως γιά τό

πλᾶσμα Του τόν ἄνθρωπο , Τόν ὠθεῖ στόν παροξυσμό 279 τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Τόν μετατρέπει , χάριν τοῦ ἀνθρώπου, σε ζῶντα, μεθεκτό, προσωπικό, συνόντα,

ὑπαρκτό, ἀποκαλυπτόμενο, δρῶντα, ἔνσαρκο, σώζοντα , πιστό φίλο στίς ἐπαγγελίες

Του280. Διά τῆς εἰσόδου Του στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὁ Θεός φανερώνεται κι

ἀποκαλύπτεται ὡς Ποιητής καί Κριτής, δεδοξασμένος ἐν ἁγίοις, νικοποιός,

οἰκειούμενος, παιδαγωγός , βασιλεύς σωτηρίας , βοηθός , γλυκύς , ἐλεήμων,

εὐῒλατος , ἐξουσιαστής, καταφυγή, μακροθυμία, παντοδυναμία, δικαιοσύνη,

275 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 80,108 , 132, 181,125, 284, 126, 350, 95, 282‐3, 345, 352‐3, 96, 101, 196, 210,
180‐1, 382, 272, 70‐1, 151
276 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 220 , 241, 68, 55, 9, 64, 220, 242‐3, 86.

277 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 σ. 111, τ.5 σ. 141,20, 254 , 9 , τ. 4 σ. 175 , 194

278Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 208 , 202 , τ.5. σ. 158 , τ. 4 σ. 127, 73, τ. 3 σ. 326‐7, 71, 43.

279 Πρβλ. Ἑβρ. 10,24

280 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2. σ.185κἑ, 188, 210, 289, 206, 288‐9, τ.3. σ.209, 215‐6, 210,

374, 49, 94, 98 , τ.5 σ. 86 , 4


72
παρουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς, δεξιός οἰακοστρόφος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης281.

Ἡ ἐν γένει ἀναστροφή Του πρός τόν ἄνθρωπο ἐμπνέεται ἀπό μιάν ἀρχοντική

ἀγάπη πού δέ συνθλίβει ἀλλά ζωοποιεῖ τό « τετραυματισμένον καί περιπεσόν εἰς

τούς ληστάς πονηρούς λογισμούς » πλᾶσμα Του282. Ἡ στάση αὐτή τοῦ Θεοῦ , ὅταν

κατανοηθεῖ πλήρως ἀπό τόν ἄνθρωπο , τόν κινεῖ σέ μιάν ἐρωτική ἐκζήτησή Του,

ἐφόσον πρῶτος Ἐκεῖνος διά τῆς ἐραστικῆς ἀγάπης Του ἀναζητᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἡ

σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ἐλεύθερη κι ἀξιοπρεπής , μολονότι ὁ ἄνθρωπος,

μικροπρεπῶς φερόμενος, ἐπιδεικνύει μεγάλαυχη ἀχαριστία καί οὐτοπική

αὐτάρκεια.

Ὁ γέροντας Αἰμιλιανός δέν διαπιστώνει μόνον τά ἐνεργήματα τοῦ Θεοῦ

οὔτε διατυπώνει ἁπλῶς τίς θεῖες συμπεριφορές. Μεταφέρει τη βιωματική του

σχέση μέ τή θεία ὡραιότητα στήν καθημερινότητα τῶν πνευματικῶν του τέκνων

καί ἀγωνίζεται γιά νά ἐπιτύχει , θείᾳ συνάρσει , τή «λόγωση» 283 τῶν πνευματικῶν

του τέκνων , μιμούμενος το φρόνημα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγώντας τούς μαθητές του

σέ θεομίμηση καί θεογνωσία. Δανείζεται χαρακτηριστικές εἰκόνες τοῦ

καθημερινοῦ βίου γιά νά ἀναγάγει σέ νοητό ὕψος καί νά καταστήσει τό Θεό

οἰκεῖο καί συνάμα μεγαλειώδη, εὐπροσήγορο καί εὐῒλατο παράλληλα ὅμως

δυσπρόσιτο καί αὐστηρό. Γενικά μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὁ Γέροντας ἀποδίδει –

κατά ἀναλογίαν βέβαια ‐ τά ἰδιώματα ἑνός γνησίου καί φιλοτέκνου πατρός πού

μετέρχεται τά πάντα γιά τήν ἀποκατάσταση καί ἐμπέδωση τῶν σχέσεων

ἀγαπητικῆς κοινωνίας μέ τά παιδιά του. Ἀρκεῖ ὅμως ἐκεῖνα νά κατανοοῦν σέ

πόσο τραγική κατάσταση περιπίπτουν , ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἀσφάλεια

τῆς πατρικῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση , στήν περίπτωση τῆς σχέσης μέ τό

Θεό, ἀποφέρει μόνον πνευματικό θάνατο 284 . Πάντοτε ὅμως ὑπάρχει ἡ δυνατότητα

τῆς ἐπιστροφῆς καί ἡ ἀγκαλιά τῆς ὑπομονητικῆς καί εὐρύτατης πατρικῆς

281 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2. σ. 258, 372‐3, 161‐2, 190, 178, 409, 411, τ. 3. σ.198, 50, 10, 115, 358, 254, 243‐4 ,
110, 124‐5, 142, 51, 254‐5, 258, 71 , τ. 5 σ. 36, 256‐7, 22.
282 Πρβλ Κατανυκτικό ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Βαρέος ἤχου στήν Παρακλητική, , ἔκδ. ΦΩΣ

Ἀθῆναι χ.χ. , σ. 363.


283 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική, ἔκδ. Πουρναρᾶ , Θεσ/νίκη 1995 , σ.243.

284Ἱερομ. Γρηγορίου , Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις, σχόλια, Ἅγιον Ὄρος 1997, σ. 25‐28


73
στοργῆς 285 , πού ἐν πλατυσμῷ θύει τόν μόσχον τόν σιτευτόν καί καλεῖ πρός

εὐωχία πνευματική 286.

Β. Νῆψις.

Ὁ Γέροντας ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νά μεταδίδει στούς ὑπ’ αὐτοῦ

καθοδηγουμένους τήν ἐσωτερική του ζωή ἤ ἔστω νά ὑποκινήσει τόν πόθο πρός

αὐτή287. Μιλᾶ πάντοτε γιά τήν πνευματική ἐργασία πού συντελεῖται στό μυστικό

βάθος τῆς ψυχῆς ὥστε «ταῦτα πάντα προστεθήσεται αὐτῇ »288. Καθημερινό του

ἐντρύφημα ἦταν οἱ ἀσκητικοί καί νηπτικοί πατέρες , στούς ὁποίους

μυσταγωγοῦσε μέ ἄνεση καί ἐξοικείωση τόν κάθε κατηχούμενο, ὅταν διέβλεπε

ἀνάλογη νηπτική διάθεση. Τήν πλήρη ἀνάπτυξη τῆς νηπτικῆς του θεωρίας

ἀποτυπώνει στόν προσφάτως ἐκδοθέντα ὑπομνηματισμό του στό ἔργο τοῦ Ἁγίου

Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου «Περί νήψεως» . Ἐκεῖ πραγματεύεται ἐρμηνευτικά ὅλα

σχεδόν τά κεντρικά θέματα τῆς ἀσκητικῆς καί νηπτικῆς θεολογίας μιλώντας μέ

ἐνθουσιασμό, βαθύνοια καί ἐκπληκτική διορατικότητα289. Μολονότι τό ἔργο καί ὁ

ἑρμηνευτής του ἀπευθύνονται σέ ἀκροατήριο μοναστικό, οἱ ἐπισημάνσεις τους

ἀπευθύνονται καί σέ κάθε ψυχή κεκλημένη στούς βασιλικούς γάμους τοῦ Θεοῦ290.

Ἡ νήψη εἶναι μιά περιεκτική ἐνέργεια πού περιλαμβάνει κάθε ἀρετή καί

κάθε ἐντολή. Σημαίνει νηφαλιότητα, ἐγρήγορση, ἐπαγρύπνηση, ἐσωτερική ἐνάργεια

καί διαύγεια , ἔλεγχο τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, κοινωνία μέ τό Χριστό καί τό Ἅγιο

Πνεῦμα, μέγιστο μυστικό καί προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί

δραστηριότητας · μέ ἕνα λόγο τό εἶναι «ἕν οὗ ἔστι χρεία»291 τοῦ Κυρίου. Βασικά

στοιχεῖα αὐτῆς τῆς νηπτικῆς πνευματικότητος θεωροῦνται ἀπό τό Γέροντα, ἡ

προσευχή ‐ καί εἰδικά ἡ μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ‐ , ἡ ἡσυχία, ἡ προσοχή καί ἡ

285 Ἀρχιμ. Βασιλείου , Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990, σ.19‐22
286 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 82
287 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου,μνημ. ἐργ. , σ. 24‐5

288 Πρβλ. Μτθ. 6,33

289 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Λόγος περί νήψεως, ἑρμηνεία στόν ἅγιο Ἡσύχιο, Ἀθήνα 2007, βλ. Εἰσαγωγή

τοῦ μητροπολίτου Διοκλείας Kαλλίστου Ware σελ . VII‐ XII


290 Πρβλ. Μτθ. 22,2 κ.ἑ.

291 Πρβλ. Λουκ. 10, 42


74
μνήμη θανάτου292. Στή διδασκαλία του θεωρεῖ τή νήψη «ἀναπνοή» τῆς ψυχῆς καί

τήν ταυτίζει μέ τήν οἱαδήποτε κλήση‐ πράξη καί ζωή ἐν Πνεύματι : « …ὅπως ἄν

πρός στιγμήν σταματήσωμε νά ἀναπνέωμε, ὁ ζωτικός ἀήρ δέν εἰσέρχεται μέσα

μας κι ἀποθνήσκομε, ἔτσι καί ἄν γιά μία στιγμή λείψη ἀπό τόν νοῦ μας ἡ

νῆψις, σημαίνει ὅτι σταματάει ἡ εἴσοδος τοῦ ζωαρχικοῦ ἀνέμου , τοῦ ἁγίου

Πνεύματος καί κινούμεθα σέ μία κατάσταση πνικτική, πού πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ

νά εἶναι χαρισματική καί ἀποστολική, καί ἡ ὁποία μᾶς στερεῖ τή χαρά , τήν

ἄνεσι, τήν εἰρήνη, τή βεβαιότητα τῆς ζωῆς μας…»293. Ὅλα τοῦτα κατορθώνονται

μέσα σέ κλῖμα ἐλπίδος καί ἐνθουσιασμοῦ εἰρήνης , δοξολογίας , ἀγάπης , πού

γεννᾶ ἡ ἐλευθερία , στήν ὁποία καλοῦνται τά τέκνα τοῦ Θεοῦ294 .

Ὁ π. Αἰμιλιανός γνωρίζει ὅτι ὁ περισπασμός τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ,

ἐπίπλαστων ἤ ἀναγκαίων, συνιστᾶ τό φοβερώτερο ἐχθρό τοῦ συγχρόνου

πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Τόν χαρακτηρίζει μάλιστα σ’ ἕνα περισπούδαστο καί

προφητικό γιά τήν ἐποχή μας κείμενό του 295 «πονηρό περισπασμό τον ὁποῖο

δημιούργησε ὁ μεταβιομηχανικός πολιτισμός τῆς πληροφορικῆς καί τῆς εἰκόνος».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται κάτω ἀπό τά ἑκατομμύρια εἰκόνων καί ποικίλων

παραστάσεων τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως296, χάνει τήν ἡσυχία, τήν

αὐτοκυριαρχία , τή δυνατότητα θεωρίας καί περισυλλογῆς. Γίνεται

ψυχαναγκαστικά ἐξωστρεφής 297 , ξένος πρός τόν ἑαυτό του χωρίς νοητική

συγκρότηση, ἀνάπηρος στό ἡγεμονικό του. Μέσα στό νοσηρό κλῖμα αὐτό καί οἱ

πιστοί τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογοῦν ὅτι δέν κατορθώνουν νά προσεύχωνται ,νά

συγκεντρώνονται καί νά ἀπορρίπτουν τίς κοσμικές παραστάσεις , τίς ψυχικές καί

πνευματικές καταιγίδες ἐπιζητώντας τή νηφαλιότητα , τήν ψυχική ἰσορροπία , τήν

εὐχάριστη ἐργασία , τήν οἰκογενειακή γαλήνη , τήν ἐποικοδομητική κοινωνική

Πρβλ. Ἰωάννου Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Στ΄ «περί μνήμης θανάτου» καί Ζ΄ «περί χαροποιοῦ
292

πένθους», ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978 , σ. 134‐139 καί 140‐156


293 Ἀρχιμ Ἐλισαίου, μνημ. ἐργ., σ. 24
294 Πρβλ. Ρωμ. 8.16, 8.21 καί Γαλ.5.1
295 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, «Ὀρθόδοξος πνευματικότης και τεχνολογική ἐπανάστασις» στίς
Κατηχήσεις, ὅπ. παρ. , τ. 1 σ.403‐412
296 Πρβλ. Πρωτ. Βασιλείου Θερμοῦ,Ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης, ἐκδ. Ἁρμός , Ἀθήνα 1996, σ.134‐154

297 Πρβλ. Π.Β. Πάσχου ,Ἔρως Ὀρθοδοξίας , ἐκδ. Ἀοστολικῆς Διακονίας , Ἀθῆναι (4) , 1987 σ. 461‐469.
75
ζωή. Ὁ νέος κόσμος πού συνιστᾶ ἡ βιομηχανία τῆς εἰκόνας καταντᾶ μιά

πραγματική εἰδωλολατρία.

Στόν ἀντίποδα αὐτῆς τῆς παθογένειας τοῦ πολιτισμοῦ μας βρίσκεται ἡ

διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά νήψη. Μέ τή στροφή εἰς ἑαυτόν ὁ ἄνθρωπος

ὁπλίζεται, ὥστε νά ἀποσοβεῖ τά καταστρεπτικά ἀποτελέσματα τῆς

τεχνοκρατικῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό ἡ νήψη, κατά τό Γέροντα, δέν μπορεῖ νά εἶναι

μοναδικό προνόμιο τῶν ἀθλητῶν τῆς ἀσκητικῆς θεωρίας , ἀλλά πρέπει νά

ἀποκτηθεῖ ἀπό κάθε εὐσυνείδητο πιστό πού ποθεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό ὅ,τι

τόν ὑποδουλώνει. Ἡ ἐγκράτεια καί ἡ νήψη εἶναι ὁ ἕτοιμος ὁπλισμός καί τό ἱκανό

ἐφόδιο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης πού καταργεῖ τήν ἰδιότυπη δουλεία298 τοῦ

συγχρόνου ἀνθρώπου , ἐγείρει ἀπό τό θάνατο στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή299 καί

διατηρεῖ τήν ὑγεία καί τήν ἡγεμονία του ὡς υἱοῦ Θεοῦ.

Γ. Χάρις ‐ἐκλογή ‐ κλήση ‐ ἀποστολή ‐ʺγάμος ʺ .

Ὁ π. Αἰμιλιανός ζεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς βιωματική κατάσταση καί αὐτή

τήν ἐμπειρία μεταβιβάζει στά πνευματικά του ἔκγονα. Ἀναφέρεται στή χάρη

πρῶτα μέ ὅρους ἁγιογραφικούς ἀναφερόμενος στήν ἔκχυση τῆς χάριτος αὐτῆς

μέσα στόν κόσμο τῆς δημιουργίας, στή στιγμή τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, στό

φανέρωμα τῆς πρόνοιας , τῆς φιλανθρωπίας ,τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Θεοῦ, τῶν

θεοφανειῶν , τῶν εὐεργεσιῶν , τῶν παιδαγωγημάτων , τῶν θαυματουργιῶν τῶν

προφητειῶν καί ὅλων γενικά τῶν θείων ἐνεργειῶν πού κατέληξαν στή σάρκωση

τοῦ Θείου Λόγου. Τή χάρη αὐτή ἐκζητοῦν οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλά

θά τή βροῦν στό μέλλον τῆς σωτηρίας ὅπως αὐτό συντελεῖται μέ τήν

ἐνανθρώπηση καί προπάντων τή σταυρική θυσία καί τήν εἰς Ἅδου κάθοδον τοῦ

Κυρίου. Συνεπῶς , Χάρις Θεοῦ εἶναι οἱ διάφοροι τρόποι ἐκφράσεως τῶν οἰκτιρμῶν

καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι ἡ

δέσμη τῶν σωτηριωδῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργημάτων προκειμένου ὁ ἄνθρωπος

298 Β΄Πέτρ. 2.19


76
νά καταστεῖ θεός ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τη σχέση του μέ τό Θεό διά τῆς «καινῆς

ταύτης ἐντολῆς»300.

Ἡ χάρη , μέ τόν τρόπο αὐτό συνδυάζει τήν παγκοσμιότητα –

οἰκουμενικότητα τῆς θείας ἀγάπης μέ μιά προσωπική βίωσή της ὡς σωστικῆς

ἐμπειρίας. Καί στίς δύο περιπτώσεις παρουσιάζεται ὡς μιά ἔλλαμψη , ὡς μετοχή

σέ μιά ἄκτιστη θεία ἐνέργεια , ἡ ὁποία τοιουτοτρόπως καθίσταται βιουμένη

ἐπικοινωνία κι ἐπαφή μέ τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος στό σημεῖο αὐτό ὀφείλει να

«φευγατίσει» καταρχήν τά ἐνδιαφέροντά του καί προπάντων τά πάθη του διά τῆς

φιλοπόνου καθάρσεως 301, νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς τέλειας «ἀορασίας» τοῦ Θεοῦ

διά τῶν σαρκικῶν αἰσθήσεων , νά κατανοήσει τήν τέλεια ἀδυναμία του καί

κατόπιν νά ἐκζητήσει μέ ταπείνωση κι ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς του τή

χάρη302 . Νά θεωρήσει ὡς ἀδύνατα τά πάντα ἄνευ αὐτῆς καί νά καταστεῖ

«οἰακιζόμενος » ὑπό τοῦ Θεοῦ. Τότε αἰσθάνεται τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ,

παραδίδεται μέ ἐμπιστοσύνη στήν καθοδήγησή της , πληροῦται δόξης – δικαιοσύνης

‐ ἀρετῶν , ζεῖ την ἀνάπλαση τῆς ὑπάρξεώς του, ἀπαλλάσσεται ἀπό τή χοϊκότητα,

«θεωρεῖ» πνευματικῶς 303. Ἡ χάρη γίνεται βίωμα πού θεωρεῖται ἀπολύτως φυσικό

καί ἀπαραίτητο ὥστε μέ ἁπλότητα κι ἀνεπιτήδευτο τρόπο νά μιλᾶ ὁ

χαριτωμένος ἄνθρωπος γι’αὐτή304.

Ἡ ἐκλογή ‐ κλήση ὡς ἔννοια συσχετίζεται μέ τή μέθεξη τῆς χάριτος

ἐφόσον ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς προϋποθέσεις της. Λέγοντας ἐκλογή ὁ Γέροντας

ὑποσημαίνει τόν προαιώνιο προορισμό , τήν προαιώνια πρόγνωση τοῦ Θεοῦ γιά

τόν κάθε ἄνθρωπο , τά ὁποῖα ἐν χώρῳ ,ἐν χρόνῳ καί προνοίᾳ Θεοῦ μετατρέπονται

σέ προσωπικό γεγονός. Πρόκειται γιά μιά κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ προσωπική μετοχή

τοῦ ἀνθρώπου στή θεία οἰκονομία, μιά σωτηριώδης στροφή Του πρός τήν

ἐκζητοῦσα Αὐτόν ἀνθρώπινη ὕπαρξη , τήν ὁποία Ἐκεῖνος ἐκλέγει ἐν μέσῳ

πολλῶν ἄλλων. Ὁ Θεός , δίνει τό δικαίωμα νά οἰκειοποιηθεῖ ἐν χρόνῳ ὁ

300 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ. 5, σ. 84‐5 και πρβλ. Ἰω. 13,34


301 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ. , σ. 25‐27 .
302 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 338 καί τ. 3 σ. 35.

303 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 242 , 44 , 245 , 75.

304 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 275‐6.


77
ἄνθρωπος τήν ἐκλογή πού προχρόνως ‐ προαιωνίως Ἐκεῖνος δημιούργησε, καί νά

τήν ἀκολουθήσει διά τῆς ἀφιερώσεως τῆς καρδίας του 305 . Χωρίς αὐτή τήν

ἐκλογή καί τήν ἑκουσία αὐτοεγκατάλειψη στό θέλημά Του, εἶναι ἀδύνατη ἡ

κατανόηση τῆς οἰκονομίας καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν

ἐκεῖνος ὀχυρώνεται στήν καχύποπτη κι ἐγωκεντρική προσκόλληση στό θέλημά

του, τότε ἐμπράκτως ἀποφεύγει νά ἀποδεχθεῖ τή χάρη καί τή γενναιοδωρία τοῦ

Θεοῦ, ὅπως τουλάχιστο φαίνεται μέσα ἀπό τήν ἁγιογραφική κι ἁγιολογική

παράδοση 306. Ὁ Θεός ὅμως ἐν τόπῳ καί χρόνῳ δέ διστάζει νά ἀπευθύνει τήν

κλήση Του πάλιν καί πολλάκις μέ τρόπο ἀρχοντικό , μεταμορφωτικό, ἐντυπωσιακό

ἀλλά πάντοτε μεγαλειώδη καί μυστηριακό. Προκαλεῖται στό νά ἀπευθύνει τήν

κλήση Του ἀπό τήν ἀνθρώπινη συναίσθηση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν

πατρικό οἶκο μιά συναίσθηση , πού διεγείρει ἄρδην τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη 307.

Ἡ κλήση αὐτή συνδέεται ἄμεσα μέ μιά ἀποστολή 308 πού ὁ ἄνθρωπος

ὀφείλει νά ἐκπληρώσει στοιχώντας στίς ἐντολές τοῦ ἐκλέξαντος καί καλέσαντος

αὐτόν Θεοῦ. Προϋποθέτει ἀναζήτηση κι ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ , πόθο

τελειώσεως , αὐταπάρνηση καί ἄρση τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ309.Ὅταν ὁ Γέροντας

ἀναφέρεται στήν ἀποστολικότητα ἤ στήν προφητικότητα τῆς ἐκλογῆς και τῆς

κλήσεως δέν ἀναφέρεται μόνον στόν τρόπο πού προέρχεται κι ἀπευθύνεται ἐκ

τοῦ Θεοῦ. Τονίζει περισσότερο τήν ἀποδοχή τοῦ ἀνθρώπου πού ἀπαντᾶ εἴτε μέ

τό λόγο τοῦ προφήτου : «… ἰδού ἐγώ ἀπόστειλόν με … λάλει Κύριε, ὅτι ὁ δοῦλος

Σου ἀκούει» ἤ τῶν ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι « ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν

Αὐτῷ…»310. Ἀφορᾶ σέ μιά πλήρη αὐτοεγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα

τοῦ Θεοῦ , στή νέκρωση κάθε προσωπικῆς ἐπιθυμίας ἤ προβολῆς, στή μετατροπή

του ἀνθρώπου σέ νοῦν καί μέλη Θεοῦ ‐ Χριστοῦ311. Στήν ἀφετηρία ἑκάστης θείας

κλήσεως ὑπάρχει πάντοτε μιά θεία ἐκλογή καί στό τέρμα της ἕνα θεῖο θέλημα

305 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 118‐9.


306 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ. παρ. , σ. 339 κ.ἑ.
307 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 293 κ.ἑ.

308 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ. παρ. , σ. 128 κ.ἑ.

309 Μτθ. 16.24 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.1, σ. 336.

310 Πρβλ Μτθ. 4,20 ‐22 καί 8, 23, Μρκ.1,18

311 Πρβλ. Γαλ. 2,20


78
πρός ἐκπλήρωση. Ὅμως ὅλο αὐτό τό τρίπτυχο προϋποθέτει μιά ἀποδοχή ἀπό τά

μύχια τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης καί τά ἐσώτατα τῆς ἀνθρώπινης βούλησης

γιά νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος μέτοχος καί κοινωνός Θεοῦ ξεπερνώντας, τά

ἐμπόδια, τούς δισταγμούς, τίς συμβατικότητες, τήν πνευματική τελμάτωση.

Προσφυέστερη εἰκόνα αὐτῆς τῆς τριττῆς διαδικασίας , ἐκλογῆς‐κλήσεως καί

ἀποστολῆς μπορεῖ κανείς νά ἰδεῖ στή ζωή τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων ,

ὥστε σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Γέροντος ἡ χριστιανική ζωή νά μπορεῖ νά

μετατρέπεται σέ μιά προφητική κι ἀποστολική ζωή ἐλαυνομένη ὑπό τῆς χάριτος.

Ὅταν ἔλθει τό πλήρωμα αὐτῆς τῆς χάριτος τότε συνάπτεται ὁ

πνευματικός «γάμος»312 τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ

μυστικώτερη ἐμπειρία τῶν υἱῶν τῆς Βασιλείας. Πρόκειται γιά τή συγκλονι‐

στικότερη ἐμπειρία τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τόν τελικό σκοπό τῆς ἀνθρώ‐

πινης ὕπαρξης313, τήν ἀνεύρεση τῆς μυστικῆς ζωῆς , τῆς ἕνωσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν

ἄνθρωπο καί τῆς ἐνσαρκώσεώς Του ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος

ἀνακαλύπτει τό Θεό , προσομιλεῖ καί συνομιλεῖ διαρκῶς μαζί του ἀναγνωρίζει τή

θεοείδειά του, ἀποκτᾶ τήν πλήρη γνώση, δέχεται ἀποκαλύψεις , προσφέρει

ἐξιλασμό καί λατρεία, ταπεινώνεται καί ἐν τέλει « παρακαλεῖται » , δηλ.

παρηγορεῖται ἀπό τον Κύριο. «...ὅλη πρόθεσις τῆς καρδίας ( τοῦ ἀνθρώπου) ἡ ὅλη

πρόθεσις τοῦ εἶναι (του) νά γίνει αὐτός ὁ Θεός...»314.

Δ. Ἁγιασμός ‐χαρά‐ἀγάπη.

Ὁ ἁγιασμός εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἀποδοχή τῆς χάριτος καί ἀφορᾶ

σέ μιά σύνθετη πραγματικότητα πού ἀγγίζει τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἀλλά

καί τήν ἀνθρώπινη πρός Αὐτόν λατρεία καί ἠθική περικλείοντας καί

ὑπερβαίνοντας τίς ἔννοιες τῆς ἱερότητος καί τῆς ἁγνότητος. Δέν περιορίζεται

μόνο στίς ἀντιδράσεις τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τήν ἄρνηση τῶν

312 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 211 κ.ἑ.


313 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 3 , σ. 291.
314 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ.247‐251.
79
ἐγκοσμίων , ἀλλά περιλαμβάνει μιά πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐντός μας ὥστε

νά ἐμφοροῦμε καί νά ἐμφορούμεθα ἀπό Ἐκεῖνον315. Ὁ ἁγιασμός δέν εἶναι μία

ἁπλή πρόσκτηση ἀρετῶν , ἀλλά ἰδίωμα τῆς θεανθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου , μέ

τήν ὁποία ὁ μετέχων ἄνθρωπος ταυτίζεται316. Δίδει κανείς ἐλευθερία καί λαμβάνει

ἁγιασμό, ζεῖ καί δέν ζεῖ , ἀλλά ζεῖ ἐν αὐτῷ Χριστός, χάνει τήν αὐτοζωῒα του ,τήν

αὐτοόρασή του ,τήν ἐλευθερία του, τήν κατανόησή του καί παραδίδεται ἑκουσίως

στό Θεό, ἑλκόμενος ἀπό τό Χριστό317.

Σ’ αὐτό τόν ἁγιασμό‐ἁγνισμό μᾶς διεγείρουν οἱ ποιμένες μέ τά λόγια,

τούς κανόνες , τό κήρυγμα, τή λειτουργία, μέ ὅλες τίς μεθόδους πού χρησιμοποιεῖ

ἡ Ἐκκλησία ὥστε νά πλησιάζει ὁ κάθε πιστός τούς ἁγίους, δηλ. τούς ζῶντες ἐν

οὐρανῷ, νά συνωστίζεται μαζί τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἑρμηνεία πού δίδει ὁ Γέροντας

στο χωρίο «καταντήσωμεν οἱ πάντες…εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ

Χριστοῦ» ( Γαλ. 5,22) καί συνάμα ἔκφραση τῆς θείας ποθεινῆς κι ἐμπόνου

κλήσεως «ἵνα πάντες ἕν ὦσι ( Ἰω. 17,21)».318

Ἡ χαρά εἶναι τό πρῶτο ἀποτέλεσμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἐφόσον προκαλεῖται

ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τήν αὐτόβουλη σύζευξη τῆς ἀνθρώπινης

ψυχῆς μαζί Του. Πῶς μάλιστα νά μή σταθεῖ κανείς στοχαστικά ἀπέναντι στά

ἐνεργήματα τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ καί Σωτήρα, χωρίς νά ἀναφωνήσει κι εὐχηθεῖ :

«…ἐγώ δε εὐφρανθήσομαι ἐπί τῷ Κυρίῳ ( Ψαλ. 103,34)…εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπί

τοῖς ἔργοις αὐτοῦ( 103,31)…» Βλέποντας τό Θεό νά ἐνεργεῖ τόσο χαροποιά μέσα

στό πλαίσιο τῆς ἱστορίας ὁ πνευματικός ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπό χαρά

καί προσκαλεῖ σεέ χαροποιό συμπόρευση ἕως τήν ἐσχατολογική ὁλοκλήρωση τούς

πάντες : «…Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι

ἡμῶν…(Ψαλ.94,1)…εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ…πρό

προσώπου Κυρίου ὅτι ἔρχεται…( Ψαλ. 95,11 κ.ἑ)». Ὁ Κύριος καταφθάνει γιά νά

καλέσει τους πιστούς Του δούλους νά εἰσέλθουν στή δική Του χαρά καί νά τούς

ἀνοίξει τίς πύλες τῆς Βασιλείας, χαρίζοντας μιά ἀτελεύτητη χαρά μεθέξεως στή

315 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 19 , 22


316Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 71, 77
317 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 56

318 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 256


80
δόξα Του, αἰώνια κι ἀναφαίρετη319. Αὐτή ἡ χαρά τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ πιστοῦ

μαζί Του εἶναι χαρά ἀσφαλής καί πεπληρωμένη320 ὄχι μόνο ἐσχατολογική ἀλλά

παροῦσα μέσα ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε κάθε ἀλλοτρίωση

ἀπό μιά τέτοια χαρά νά σημαίνει ἀλλοτρίωση ἀπό τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του
321 . Ἡ πνευματική ἐργασία, ἡ προσευχή, τό χαροποιό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες εἶναι

συστατικά μιᾶς τέτοιας θεοδώρητης χαρᾶς πού ζεῖ μόνον ἐξάρσεις ἀγαλλιάσεως,

ἀπολαύσεως , πνευματικῆς ἡδονῆς καί πλημμυρίζει μέ χαροποιά δάκρυα

εὐγνωμοσύνης.322

«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»323 καί μέ προϋπόθεση αὐτή τήν ὀντολογική διάσταση

τῆς ἀγάπης, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἐξαγνίσει ὅλες τίς περιγραφές ἤ ἀντιλήψεις

του περί ἀγάπης γιά νά δεχτεῖ καί νά βιώσει τό μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης

πού περνᾶ ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ324 . Πρόκειται γιά μία ἔξοδο ἀπό τήν

καρδιά τοῦ Θεοῦ325, τό ἐξοχώτερο θεῖο ἐνέργημα πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ

ἀνταπόκριση , ἕνωση καί κοινωνία326. Ἀλλά καί ὅταν τό ἄγγιγμα τῆς ἀγάπης

συντελεῖται στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου , ἐκεῖνος ἀνταποκρίνεται ,

καταφάσκει , λέει τό μεγάλο «ναί» στόν Πλάστη του καί πλατύνεται εἰς

ἀγάπησιν τῶν μακράν. Ὁ Θεός μ’ ἕνα μεγαλειῶδες «ἔξαλμα» χάριτος ἀναπηδᾶ

μέσα στήν ἐπιποθήσασα Αὐτόν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί τήν πληροῖ μέ τήν

τριαδικότητα καί τήν πατρική τρυφερότητά Του 327 . Αὐτό τό γεγονός αὐξάνει τόν

ἔμπονο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά μεγαλύτερη ἀγάπη , ὥστε τό κάθε ἐμπόδιο ,

θλίψη ἤ δυσκολία νά ριζώνουν ἀκλόνητα καί νά θεμελιώνουν ἀσάλευτα τό θεῖο

ἐνέργημα αὐτό στήν ψυχή. Ὁ δεσμός τῆς ἀγαπώσης ὑπάρξεως μέ τόν Πλάστη

της γίνεται «ἄλυτος» , συνεκτικός , αἰώνιος , μία ἄνευ ὁρίων αἰχμαλωσία 328 . Γίνεται

319Πρβλ. Ἰω. 15.11, 16.22


320 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 48, 58 , τ. 1 σ. 210
321Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 132, τ. 2 σ. 143 , 146.

322 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1 σ. 132 , 364‐5, 396 , 314 , τ.5 σ. 19, 225 , 266 ‐7, 219‐234 , τ. 2 σ. 48

323 Α΄ ΄Ἰω. 4. 7, 16 καί Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας ὅπ. παρ. , σ.9 κ.ἑ.

324 Ἰω. 3,16


325 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 66 κ.ἑ. , τ. 1 σ. 206, 258, 328
326Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 204

327 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 154 , τ. 1 σ. 347, τ. 3. σ. 188, 40 , 22 καί τ . 4, σ. 154‐5

328 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 201 κ.ἑ. 202 , τ. 4 σ.24 , τ.2 σ. 56


81
ἐν ταυτῷ 329 πῦρ πού προκαλεῖ μιά πνευματική πυρκαϊά στούς πλησίον καί

μετατρέπεται ἀπό προσωπικό σέ καθολικό κι οἰκουμενικό γεγονός καί μέγεθος :

«καῦσις ὑπέρ πάσης κτίσεως»330. Ἡ ἀγάπη εἶναι δωρεά ἀλλά καί πρόσκληση

μεθέξεως συγκεκριμένη καί ἀπαιτητική , πού ἀπαιτεῖ ὑπευθυνότητα, σταθερότητα

καί αὐταπάρνηση.

Ε. Προσευχή ‐ Σιωπή ‐ Νύκτα

Μέσα ἀπό τό λόγο τῆς Γραφῆς διδασκόμαστε ὅτι σταθερή συνισταμένη

κάθε ἀνθρώπινης προσευχῆς, ὡς τρόπου (ἐπι)κοινωνίας μέ τό Θεό, εἶναι ἡ ἄμεση

σχέση μέ τά γεγονότα. Προσεύχεται κανείς με ἀφορμή κάτι πού συνέβη, γιά ὅ,τι

συμβαίνει καί γιά νά συμβεῖ κάτι , ὥστε νά χαρισθεῖ στή γῆ ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ.

Ὁλόκληρη ἡ ἱερά ἱστορία καί ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση χαρακτηρίζονται τόσο

ἀπό τήν πεμπτουσία αὐτή τῆς προσευχῆς. Εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακή ἡ

ἐκζήτηση τῶν σωτηριωδῶν ἐπεμβάσεων τῆς θείας Οἰκονομίας , εἴτε ἀπό

μεμονωμένους «μεσίτες» , εἴτε ἀπό ὁλόκληρο τό λαό τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Γέροντας γνωρίζοντας τά ἐσώτερα βάθη τῆς προσευχῆς, τή χαρακτηρίζει

καταρχήν «ὡς ὄχημα τῆς ψυχῆς , πνευματική ἀναπνοή , πορεία πρός τόν Θεόν» 331.

Ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου κάθε λανθασμένη πορεία καθιστᾶ

τόν ἄνθρωπο ξοφλημένο , γιατί ποτέ δέν θά μπορέσει νά καταστεῖ οὐράνιος. Ἡ

προσευχή κοινωνεῖ μέ τά λοιπά ἔργα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό, δέν ἀπομονώ‐

νεται, ἀλλά συστοιχεῖ μέ τή λατρεία, τήν εὐχαριστία , τήν ἀγρυπνία, 332 τήν

ὑπέρβαση τῆς σαρκικῆς μικρότητος , τήν ἀπόληψη πνευματικῆς δυνάμεως. Μόνον

ὑπό αὐτές τίς προϋποθέσεις δύναται νά καταστεῖ διάλογος μέ τό Θεό κι ἔντευξη

μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα333. Εἶναι ἕνα βίωμα ἀγῶνος , κραυγῆς ἐκ βαθέων, σιωπηλῆς

329Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σελ. 24 , 78, 47


330 Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικοί λόγοι, ἔκδ. Ἀπόστολος Βαρνάβας , Ἀθῆναι 1976, σ. 78 κ.ἑ.
331 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ. 1, σ. 223 κ.ἑ

332Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 23, 28‐29 , 303‐4 , 309 , 358

333 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 74


82
ἐντρυφήσεως καί ἀποκαλύψεων, ἐναγώνιων προσδοκιῶν καί ἀποκαραδοκίας 334 ,

νεκρώσεως τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, προαντιλήψεως τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας,

καταβυθίσεως στή ζωοποιοῦσα θεότητα , ἁρπαγῆς τοῦ νοός, ἐγγίσεως τοῦ

Τριαδικοῦ μυστηρίου.

Κέντρο τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ καρδιά καί ἐμπόδιά της ἡ ἄγνοια, τό ἴδιον

θέλημα καί ἡ λήθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἔμπυρος ἀπό τό θεῖο φῶς,

ἐπιτυγχάνεται καί ὁ σκοπός τῆς προσευχῆς , δηλ. ὁ «ἁρπαγμός» τοῦ Θεοῦ ἐν

Ἁγίῳ Πνεύματι ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας , ἡ μέθεξη καί ταύτιση τοῦ Θεοῦ

μέ τήν προσευχόμενη ἀνθρώπινη φύση σέ ἕνα πρόσωπο , μία ὑπόσταση ὥστε νά

περνᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τη διαίρεση τῆς φύσεως στήν ἑνότητα τῆς ὑποστάσεως

καί νά καθίσταται θεοειδής.

Μέ αὐτά τά γνωρίσματα καί τούς ὑψηλούς στόχους ἡ προσευχή εἶναι

χάρισμα , οὐράνια , χαροποιός συνάντηση καί κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων,

ἀνθρώπων μεταξύ τους, μέ ἁπλότητα καί πνευματική ἀγαλλίαση, χωρίς ἀπελπισία

και στενοχωρία 335 . Ὁ ἄνθρωπος δέν «ἐγκόπτεται τάς προσευχάς αὑτοῦ» 336 ,

ἀναφέρει τή λατρευτική του θυσία μέ καθαρή συνείδηση ὡς εὐῶδες θυμίαμα στό

Θεό χωρίς νά προσδοκᾶ. Διέρχεται σέ κατάσταση καί συναίσθηση διάπυρης

προσευχῆς, προϋπαντᾶ τό Θεό 337 . Ἐν τέλει ἡ προσευχή εἶναι ἡ μετάσταση τῆς

ἀνθρώπινης ὕπαρξης στό Θεό, «…ἡ ὁποία ἐν συναισθήσει τῆς γυμνότητος, τοῦ

πόνου καί τοῦ κατατρεγμοῦ της ἐκζητᾶ τόν Λυτρούμενον αὐτήν μετά πάσης

ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί δεήσεως ἐν ἀδιαπτώτῳ ἀγάπῃ...»338

Σιωπηλά κι ἀθόρυβα τελεσιουργεῖται ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἡ «συμπλήρωσις

τοῦ λόγου» ἑνός λόγου σπανίας δυνάμεως καί κάλλους πού διέθετε ὁ Γέροντας

ὁμιλῶν. Ἡ σιωπή συνιστᾶ μιά «λεληθυῖα ἀνάβαση», εἴτε προηγεῖται τοῦ λόγου

εἴτε τόν διακόπτει εἴτε τόν προεκτείνει. Συνάμα φωτίζει τό διάλογο πού ἔχει

334 Πρβλ. Ρωμ. 8.19 καί Φιλ. 1.20


335 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 100, τ. 5 σ.215, 216, 217, 231 , τ.1 σ. 365, τ.4. σ.165.
336 Πρβλ Α΄ Πετρ. 3.7 και Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ.5 , σ. 215

337 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.4, σ. 165, 167, 168 , τ. 3 σ. 41, 231, 40 , 93, τ. 2 σ. 295, 298

338 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 242, 66


83
ἀρχίσει ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο339. Πρέπει νά ὑπάρξει ἡ παύση κάθε

θορύβου γιά νά ἀκουσθεῖ ἡ κραυγή τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό . Ἡ σιωπή ἑπομένως

καθίσταται ἀδήριτη ἀνάγκη γιά νά ἀντιληφθεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου

Πνεύματος340. Ὁ Θεός εἶναι Θεός σχολαζόντων καί σιωπώντων. Ζώντας τήν

ἀποκαραδοκία Του, ἡ ψυχή ἀπολαμβάνει τή σιωπηλή ἐντρύφηση, τή σιωπηλή

πρόγευση καί προαντίληψη τῶν δώρων τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι μιά ἀκινησία

πού στο βάθος της πιστοποιεῖ τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας , μᾶς

καθιστᾶ ἀνίκανους, ἀνάξιους καί ἀνειδήμονες γιά νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ

Θεοῦ. Κατανυσσόμαστε καί σιωποῦμε ἐφόσον ἀνακαλύψαμε ἐσωτερικά ὅτι

καταξιωθήκαμε αὐτῆς τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θείου Λόγου341. Ἡ

μόνη φωνή τῆς ἐρήμου εἶναι ἡ σιωπή, ἡ τελεία σιωπή στό περιβάλλον τοῦ

ἀνθρώπου, στήν ψυχή του, στό πνεῦμα του στήν καρδιά του. Μέσα ἀπό τήν

ἐσωτερική αὐτή σιωπή ἀποκαλύπτεται ἡ σιωπή τῶν οὐρανῶν, δηλ. ἡ σιωπηλή

ἀποκαλυπτικότητα τοῦ Θεοῦ342.

Ἡ νύκτα εἶναι μιά πραγματικότητα ἀμφοτερίζουσας ἀξίας , φοβερή ὅπως ὁ

θάνατος καί ἀπαραίτητη ὅπως ἡ χρονική στιγμή τῆς γέννησης τῶν κόσμων, ὁ

χρόνος ὅπου προνομιακά ξεκίνησε ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ὁ ἄνθρωπος

προσεύχεται στό Θεό , ὅταν ἔρχεται ἡ νύχτα ἐφόσον κι’ αὐτή ὅπως καί ἡ μέρα

διηγεῖται τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ343. «…Ἡ νύκτα ὅμως μέ τήν σιωπήν της , τό

μυστήριό της, τό μυστικό τό ὁποῖον κρύβει, ἔχει διαφορετικό περιεχόμενο. Τή

νύκτα δέν ἔχομε τόν Θεόν ἐνεργοῦντα , δρῶντα , κατερχόμενον. Ἔχομε τόν Θεόν

ἀποκαλυπτόμενον. Ἔχομε τον Θεόν ὁμιλοῦντα στό βάθος τῆς ψυχῆς.Ἔχομε τόν

Θεόν ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει ἑαυτόν ‘σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί Θεός’. Ἡ

σχόλη εἰς ὅλους τούς προφήτας καί εἰς ὅλα τά κείμενα βλέπομε νά γίνεται

ἰδιαιτέρως τή νύκτα. Τώρα ἡ κάθε νύκτα μεταδίδει τήν ἰδική της πνευματική

πεῖρα , τά δικά της βιώματα, τίς δικές της ἐπαφές μέ τόν Θεόν. Ὑπάρχει μία

339 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ.ἐργ., σ. 19‐20 καί πρβλ. Λεξικό Βιβλικῆς θεολογίας , ὅπ.παρ., σ. 896
340 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 239 , 241, 245‐6
341 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 117
342 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4., σ. 82, τ. 3 σ. 44 , 206‐7 , 211

343 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας σ. 709‐712 καί Ψαλμ. 18.3


84
διαφορετική ἀνταύγεια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω εἰς τό κάθε τι. Ἔχομε ἑπομένως ἀφ’ ἑνός

μέν τόν δρῶντα, τόν σπεύδοντα Θεόν τήν ἡμέρα, ἀφ’ ἑτέρου δέ τόν σιωπηλόν

Θεόν τήν νύκτα. Καί ἔτσι , τό κάθε τι ταιριάζει μέ τό ὅμοιό του. Ὁ πρακτικός μέ

τόν πρακτικόν καί ὁ θεωρητικός μέ τόν θεωρητικόν δοξολογοῦν τόν Θεόν…» 344.

Ὁ Γέροντας ἱστάμενος ἐπί τῆς θείας φυλακῆς ἀναζητοῦσε , διά βίου, τόν

τόπο τοῦ ἀποκρύφου, τοῦ σκότους , τοῦ μυστηριακοῦ γνόφου, ὅπου κρυπτόμενος

κανείς ἀπό τά βλεμματα ὅλων , ὁρᾶται ὑπό τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τόν μυστικό του

περίκοσμο ἐν μέσῳ ἁγίων καί ἀγγέλων .Ἡ νύκτα εἶναι ὁ τόπος τῶν μυστικῶν

συναντήσεων, ἡ βίωση τοῦ πόνου , τοῦ ἀγῶνος , ἡ ἐλπίδα τοῦ φωτός , ἡ μετωπική

κι ἐνίοτε ὀδυνηρή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό καί πολλοί

δέν ἔχουν τό σθένος , τήν ἀντοχή καί τήν μαρτυρική ἐπιμονή κι ὑπομονή νά

προχωρήσουν στό ἀγώνισμα αὐτό τῆς νυκτός 345 . Μέσα στόν ἀτέρμονα ὁρίζοντα

τῆς νυκτός ὁ Γέροντας ἐδαπανᾶτο ἀγρυπνῶν, πυκτεύων μαρτυρικῶς γιά νά

ἁπλώνει τίς πνευματικές του ρίζες346. Ἡ νηπτική αὐτή διάθεση καί ἡ μαρτυρική

ἀγωνιστικότητα προσδίδουν στή νύκτα τά χαρακτηριστικά ἑνός μικροῦ θανάτου

πού ἐν ταυτῷ εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπειδή ὅμως ἡ νύκτα ὁδηγεῖ , ὅταν έπισυμβαίνει, σέ ἕναν ἰδιότυπο «θάνατο»

τήν ἡμέρα , γιά νά τῆς παραχωρήσει κατόπιν καί πάλι τή θέση της, ὁ πιστός

πού ἐλπίζει ἐπί Κύριον ἀναμένει τήν αὐγή ἄγρυπνος φρουρός εἰς φυλακάς

νυκτός347. Τή νυκτερινή ἀγραυλία καί ἀποσκόπευση τοῦ οὐρανοῦ ὁ Γέροντας τήν

ἔνοιωθε καί σάν μία ὕψιστη ἀποστολή τῶν μοναχῶν ἔναντι τοῦ πληρώματος

τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εὐχομένη ὑπέρ τῶν ἐν νυκτί βοώντων καί διά τῶν

ἐν νυκτί βοώντων ἐμπιστεύεται στούς μοναχούς Της τίς προσευχές Της ὑπέρ

παντός κόσμου.Ἑπομένως δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἐφησυχασμός ἀλλά ἀγραυλία

καί ἀγρυπνία γιά τόν οὐρανό τῆς κλήσεώς τους, εὐσυνείδητη κι ἐνσυνείδητη

ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους.

344 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 3, σ. 209‐10


345 Ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ. 4, σ. 87 κ.ἑ.
346 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου, μνημ. ἐργ. , σ. 22‐23

347 Ψαλμ. 129.6


85

ΣΤ. Ὑπακοή.

Ἡ ὑπακοή , τόσο στήν ἁγιογραφική παράδοση ὅσο καί στήν πατερική

διδασκαλία , δέν εἶναι οὔτε ἐξαναγκασμός οὔτε παθητική ὑποταγή. Εἶναι μιά

ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς θείας Οἰκονομίας, ἕνα μυστήριο πού φανερώνεται καί γιά

νά κατανοηθεῖ χρειάζεται πίστη καί ἀφοσίωση. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ ὑπακοή

δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά καταστήσει τή ζωή του μιά διακονία τοῦ

θελήματος τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσει αἰωνίως μαζί Του ἐν χαρᾷ , νά ξεφύγει ἀπό

τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς348.

Ὁ Γέροντας, ὁμιλεῖ στά πρῶτα κιόλας κείμενά του καί λαμβάνει πάντοτε

ὑπόψιν αὐτή τή θεμελιώδη σημασία τῆς ὑπακοῆς γιά τή ζωή τοῦ πιστοῦ, πολλῷ

δέ μᾶλλον τοῦ μοναχοῦ. Τονίζει ἐξαρχῆς ὅτι διά τῆς ὑπακοῆς κατορθώνεται ἡ

νέκρωση τοῦ ἰδίου θελήματος καί αὐτό δέν εἶναι στερητικό τῆς βουλήσεως ἀλλά

ἀποβλέπει στήν τελείωση τῆς ἐλευθερίας τοῦ βουλητικοῦ καί τήν ὁλοκλήρωση

τῆς ἀρετῆς. Καθιστᾶ ὁμόγνωμους καί ὁμόψυχους τούς πιστούς, καί δή τούς

μοναχούς ὑπό τόν ἡγούμενο, τούς ἱκανώνει νά ἀρνοῦνται τούς ἑαυτούς τους γιά

νά πληροῦνται ὑπό τοῦ Θεοῦ. Οἱ διαφωνίες, πλειοψηφίες, ψηφίσματα, συμφωνίες

καί γενικά ὁ «ἴδιος» τρόπος ‐ ρυθμός σκέψης κι ἐργασίας, φαλκιδεύει τό νόμο τῆς

ὑπακοῆς, ἐνσπείρει τήν ἀμφιβολία, τή διχόνοια καί φυγαδεύει τήν ὑποταγή, τήν

ἑνότητα, τήν εἰρήνη 349 . Στό «Τυπικόν» τοῦ Κοινοβίου τῆς Ὁρμυλίας ἐπισημαίνει

ὅτι «…ἡ ἀρετή τῆς ὑπακοῆς κινεῖται ἐντός τοῦ οἰκειοθελῶς δημιουργουμένου

κλίματος ἀδελφικῆς ἱεραρχικῆς διαβαθμίσεως…»350.Ἡ ὑπακοή ὡριμάζει τόν πιστό

μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγεῖ στήν κένωση τῆς ὑπάρξεως, στήν,

348 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , σ.960‐1


349 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 63
350 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 206
86
ὑποστατική ἕνωση351 τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη Του ἐν ἐλευθερίᾳ . Προκαλεῖ

τή ζωοποιό δούλωση στήν αἰχμαλωσία τοῦ Θεοῦ352.

Ζ. Ἡ « ἡττωμένη γένεσις ».

Ἡ αὔξηση τῶν δωρημάτων τοῦ Πνεύματος καθιστᾶ δραματικότερο τόν

ἀγῶνα τῆς ἐν Θεῷ τελειώσεως γιά τόν πιστό. Ὁ Γέροντας πάντοτε συνείχετο

ἀπό τόν πόθο αὐτῆς τῆς ἀτελείωτης τελειώσεως τῶν τελείων 353 πού ὅμως

κορυφουμένη καθίσταται ὁσημέραι μαρτυρική κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου μας πρό

τοῦ πάθους Του: «..Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι και πῶς συνέχομαι ἕως οὗ

τελεσθῇ…» (Λουκ. 12,50). Ἡ νοερή κοινωνία μέ τό Θεό δίνει τή δυνατότητα στόν

ἄνθρωπο νά προχωρεῖ στά ἄβατα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐκπορθεῖ τά ἄδηλα καί τά

κρύφια τῶν θείων μυστηρίων γιά νά αἰσθάνεται τή χαρά, τήν πνευματική

περηφάνια καί τό θεῖο ζῆλο αὐτῆς τῆς δηλοποιήσεως. Τό νά εἰσέρχεται κανείς σ’

αὐτή τή μυστική ζωή καί νά ἀνεβαίνει τήν ἱερή κλίμακα ἀπαιτεῖ τιτάνιο

πνευματικό ἀγῶνα ἀνάλογο τοῦ πρώτου οὐρανομύστου τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ. Ὁ

ἴδιος ὁ Γέροντας ἀποσιωποῦσε τά προσωπικά του βιώματα καί κρυπτόμενος

πίσω ἀπό τον Ἰακώβ 354 περιέγραφε τόν ἀγῶνα του νά εὐλογηθεῖ ἀπό τό Θεό355.

Ἡ νίκη τοῦ Πατριάρχου ἐπί τοῦ Θεοῦ θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ

ἀπό τη ζωή του. Ἡ ἧττα ὑπό τοῦ Θεοῦ θά σήμαινε μέν ἀπώλεια ζωῆς ἀλλά νίκη

τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξη του κι ἄρα ἐπαναζωοποίηση ἐν θεοζωῇ 356. Παρουσιάζοντας

συχνότατα στίς κατηχήσεις του αὐτή τή συμπλοκή , ὁ Γέροντας τήν ἐμφάνιζε ὡς

πρότυπο βαθύτατης ἀσκητικῆς ἐμπειρίας καί μέ ὑπέρμετρη ἀγάπη καί ζῆλο

ἀκολούθησε αὐτό το δρόμο357. Πρόκειται γιά μιά ἔκσταση, μιά ὅραση Θεοῦ πού

351 Γέροντος Αἰμιλιανού, Μοναχισμός –Πορεία προς Θεόν , στο συλλογικό τόμο «Σύναξις
Εὐχαριστίας» , ὅπ.παρ. , σ. 60
352 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου, μνημ. ἐργ. , σ. 21

353 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος, στο P.G. 46, 285 D

354 Πρβλ. Γεν. 32, 24‐30

355 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3 σ. 147‐8, 98, 148‐9 , 303

356 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.3, σ. 146

357Ἀρχιμ Ἐλισαίου, μνημ. ἐργ. , σ. 27‐28


87
προϋποθέτει κλείσιμο τῶν αἰσθητηρίων και ἄνοιγμα τῶν ἐσωτερικῶν

ὀφθαλμῶν.Ὅταν κανείς τό ἐπιτυγχάνει τότε μπορεῖ νά λέει ὅτι ἔζησε

πραγματικά, ὅτι ἡ πάλη μέ τό Θεό ἔγινε σκοπός τῆς ζωῆς του , ὅτι ἀνέταξε

ὁλόκληρο τό βουλητικό του.


88

ΙΙ. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟ

Α. Τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος

Ἡ Ἐκκλησία μας παραμένει μέσα στό εὖρος τῆς ἱστορίας ὁ ἀκραιφνής

θεματοφύλακας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ358. Στά

πλαίσια τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος « διῆλθεν εὐεργετῶν καί

ἰώμενος» 359 , ἔγινε βιωματικά γνωστό στήν ἀνθρωπότητα τό καταλλακτικό ‐

μεσιτευτικό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου. Χάρη στό ἔργο αὐτό ἀποκαταστάθηκε ἡ

κοινωνία τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος Θεοῦ καί ἀνθρώπου πού εἶχε τρωθεῖ μέ

τήν εἰσβολή τῆς ἁμαρτίας στήν ἀνθρώπινη ζωή 360 . Ἡ διαθήκη τῆς καταλλαγῆς

κληροδοτήθηκε στούς διαδόχους τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῡ ὡς ἐντολή

τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανοῖς 361 παράλληλα μέ τήν διδαχή καί τή

μαθητεία τῶν ἐθνῶν στό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Τή διακονία τῆς

πνευματικῆς πατρότητας ἀναδέχθηκαν μέ προθυμία καί ἐπίγνωση ὁρισμένοι

κλητοί ἀλλά ἀπροσδόκητα καί ἀκατάληπτα ἐκλεκτοί τῆς Θείας Χάριτος , γιά νά

ἐργασθοῦν τήν ἔμπονη διακονία τῆς ἐν Χριστῷ μορφώσεως ἀνθρωπίνων

ὑπάρξεων362. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀπαντᾶ σʹ ἕναν μύχιο λυτρωτικό πόθο , ὁ ὁποῖος

ἀντανακλᾶ ἐξάλλου στήν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση τοῦ πραγματικοῦ νοήματος στή

ζωή. Ἡ ὑπαρξιακή ἀγωνία τῆς σωτηρίας ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στούς ποιμένες καί

εἰδκότερα στούς πνευματικούς πατέρες προκειμένου νά ἀκούσει «ρήματα ζωῆς

αἰωνίου» 363 κι ἕνα λόγο στηρικτικό, παρήγορο, λαμβάνοντας μιά κατεύθυνση

ἐξόδου ἀπό τό ἀδιέξοδά του. Μέ τόν τρόπο αὐτό βρίσκεται ὁ πνευματικός

Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ὁ Πνευματικός καί τό μυστήριο τῆς Μετανοίας , στα Πρακτικά
358

Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ.Δράμας , Δράμα 2002, σ. 219


359 Πραξ. 10, 38
360 Α΄ Τίτ. 2,5 καί Ἑβρ. 8, 6 καί 9,15
Πρωτ. Ἀθαν. Γκίκα , ὅπ. παρ., σ. 219
361

Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχῆς, ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 1993 σ.239
362

πρβλ. Γαλ. 4,19


363 Ἰω. 6,68
89
πατέρας ἀντιμέτωπος γιά μιά ἀκόμη φορά μέ τήν καθημερινή ἀκροβασία τοῦ

ἐκκλησιαστικοῦ λόγου ἀνάμεσα στο συσχηματισμό καί τήν ἀκαμψία. Πρέπει μέ

ἄλλα λόγια νά ἀνιχνεύσει τή λύση στά ὑπαρξιακά διλήμματα τοῦ πιστοῦ μέ

ὁδηγό τήν ἀγάπη καί τήν κατανόηση , ʺ ἵνα μαρτυρῇ τῇ ἀληθείᾳ ʺ 364 προτείνοντας

μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κυρίως τά ἐπώδυνα πλήν ἐπωφελῆ.

Καλεῖται ἔτσι νά βιώσει τήν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ ὡς προσωπικό του δρᾶμα ,

ʺσυστενάζων καί συνωδίνων ʺ ἀλλά καί σεβόμενος μέ διάκριση καί διακριτικότητα

τά ὅρια τῶν προσωπικῶν ἀντοχῶν καί δεξιοτήτων τοῦ καθενός.

Β. Ἡ πνευματική συγκρότηση τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ καί ἡ

συστοίχησή του μέ τή γεροντική ‐ ἀσκητικοπατερική παράδοση.

Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός συστοιχεῖ στην μακραίωνα ἁγιογραφική και

ἀσκητικοπατερική παράδοση , ἡ ὁποία θέλει τόν πνευματικό Πατέρα καταρχήν ὡς

τύπο καί εἰκόνιση τοῦ Οὐρανίου Πατρός365, ὥστε ἡ ὑπακοή πρός ἐκεῖνον νά

ἐπιστρέφει ὡς ὑπακοή στόν ἴδιο τό Θεό366. Διότι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός

ἀποκαλύπτει τό μυστήριο τῆς πατρότητος μέσα ἀπό την Οἰκονομία Του γιά τόν

ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ και Λόγου367 μέ Τόν Ὁποῖο συνυπάρχει

ταυτοχρόνως καί συμπορεύεται ἐν ἀγαστῇ συμπνοίᾳ.368 Ἀποστέλλει τό Λόγο Του

ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι , ὥστε ὁ κόσμος δι΄ Αὐτοῦ νά ἀνακαλύπτει τόν Πατέρα 369 .

Εἶναι ὁ ἀεί Γεννῶν , ὁ Γράφων τήν ἱστορία , ὁ Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου ὡς

ἀντιτύπου τῆς ὑπάρξεώς Του , ὁ Αὐτοδεσμεύων τό θέλημά Του στήν ἀνθρωπινη

φύση,370 ὁ φιλόστοργος Πατήρ τοῦ ἀσώτου371 ὁ ἀεί Ἀγαπῶν372. Παράλληλα εἶναι ὁ

364 Ἰω. 5,33 πρβλ. Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου, Ποιμαντικά κείμενα , ἐκδ. Ἀποστολικῆς
Διακονίας, Ἀθῆναι 2001, σ. 69,99
365 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἡσύχιος , ὅπ.παρ. σ. 20, 138.

366 Ἰω. Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄ περί ὑπακοῆς ,ὅπ. παρ. σ.78 κ.ἑ. καί σχόλια σ.414 . Πρβλ. καί Ἀρχιμ.

Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπαρχω ‐ Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ γέροντος


Σωφρονίου , Ἀθῆναι 2007, σ. 272‐276.
367 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας σ. 784.

368 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 156, 182 , τ.3 σ. 61‐2.

369 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.5, σ.158 , τ. 2 σ. 304 , 334

370 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.3, σ. 263, 353, 374, τ.2 σ. 300


90
ποιμένας, ὁ ἀρχηγός, ὁ σύντροφος , ὁ ὑπερασπιστής, ὁ ἐξουσιαστής, ὁ θυσιαζόμενος ,

ὁ τρέφων, ὁ ζητῶν τό ἀπολωλός, ὁ ἀπλανής ὁδηγός καί λυτρούμενος ἀπό τούς

ψευδοδιδασκάλους373.

Μέ πρότυπο αὐτόν τόν Οὐράνιο Πατέρα ὁ π. Αἰμιλιανός ἀποσαφηνίζει καί

σηματοδοτεῖ τήν πορεία τοῦ πνευματικοῦ πατρός και γέροντος. Διέθετε πλήρη

ψυχοπνευματική συγκρότηση παιδιόθεν, καλλιεργοῦσε τήν αὐτογνωσία374 καί τόν

αὐτοέλεγχο, γνώριζε ἐμπράκτως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, βίωνε ἐνσυνειδήτως τή

λατρευτική και μυστηριακή ζωή375. Διέθετε εὐσέβεια, καθαρότητα καρδίας , πεῖρα ,

ὑπομονή , ἀπερίσπαστη διάνοια στό ἔργο τῆς καθοδήγησης ‐ ἀναγέννησης376. Ὁ

ἴδιος εἶχε ἀναδεχθεῖ νωρίς τό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καί ἀπό

νεαρωτάτης ἡλικίας ἔτηξε τόν ἑαυτό του στή διακονία τῆς ἐν Χριστῷ

ἀναγεννήσεως ψυχῶν.

Θεμέλιο τῆς ἔμπρακτης διδασκαλίας του γιά τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ

ἦταν ἡ ἀκριβής μίμηση τοῦ Χριστοῦ‐ποιμένος γιά νά ἀποτελεῖ τῦπο τῶν

ὑπ’αὐτοῦ καθοδηγουμένων σέ κάθε πτυχή τῆς ἀναστροφῆς του377. Μεγάλη του

ἀποστολή ἦταν ἡ ἀναζωπύρηση τοῦ χαρίσματος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἀφοῦ

πρῶτα ὁ ἴδιος μέ φιλοτιμία κι ἐπιμέλεια καθίστατο «ἀρτῦον ἅλας» γιά τά τέκνα

του378.Ἡ πολιτεία του χαρακτηριζόταν ἀπό περίσσεια ἀγάπης καί τρυφερότητος.

Ἡ πατρική του καρδιά ἐπληροῦτο ἀπό ἀληθινή γνήσια καί ἀνεπιτήδευτη

ταπεινοφροσύνη, πού ἐπιμελῶς ἀπέκρυπτε τόν ἐσωτερικό της πλοῦτο. «Ἐτήκετο

ὡς κηρός» ἐνώπιον Κυρίου μέ τόν προσωπικό ἀγώνα τῆς νήψεως

ἐγκρατευόμενος, προσευχόμενος, πυκτεύων, ἡσυχάζων . Διακρινόταν γιά τήν

κοσμιότητα, ἱεροπρέπεια κι εὐγένεια τῶν τρόπων του δείγματα ἑνός

371 Ἀρχιμ. Βασιλείου,Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ , ὅπ. παρ., σ. 30 καί Γρηγορίου Ἱερομ., Ἡ Ἱερά
Ἐξομολόγησις, ὅπ.παρ,. σελ. 38 κ.ἑ. καί Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 330
372 Πρβλ. Ἰω 8,41 – 14, 21 ‐ 3,35 – 5, 20 – 15,9 – 16, 27

373 Πρβλ. Ἰω. 10,1‐16 , Μτθ. 18, 12 ‐ Πρ. 20,28

374 Γρηγ. Νύσσης, «περί τοῦ κατ’ Εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν», στό P.G. τ. 44, 1332

375 Ἰω. Κορναράκη, Ποιμαντική ‐ πανεπιστημιακαί παραδόσεις, ἐκδ. Ἀ/φῶν Κυριακίδη, χ.χ. Θεσ/νίκη,

σ. 33‐52
376 Ἐμμανουήλ Καρπαθίου, Ἐξομολογητική , τ. Α΄, Θεσ/νίκη 1993, σ. 138‐169
377 Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ποιμαντική , ὅπ.παρ., σ. 71 κ.ἑ. Πρβλ. Α΄ Τιμ. 4.12 καί Μ. Βασιλείου,

Ὅροι κατά πλάτος, μγ΄ , στήν P.G.31 , 1028 B


378 Πρβλ. Β΄ Τιμ. 1,6 ‐ Α΄ Τιμ. 4, 14 ‐ Μτθ. 5, 13 καί Λουκ. 14,34
91
νοικοκυρεμένου ἐσωτερικοῦ κόσμου379. Ὁ λόγος του συμβάδιζε μέ τίς πράξεις του

ὡς «θεωρίας ἐπίβασις». Ἡ μόρφωσή του ἦταν πολύπλευρη, οὐσιαστική καί

ἐλεύθερη , ὥστε νά μπορεῖ νά ἐπιστρατεύει γνώσεις καί παραστάσεις μιᾶς

ἐγκυκλοπαιδικῆς, εὐρυμαθοῦς θύραθεν παιδείας – καί ὄχι μονομερῶς θεολογικῆς ‐

γιά νά καθιστᾶ εὔληπτα τά διδάγματά του τά ὁποία διάνθιζε μέ εἰκόνες τῆς

καθημερινότητας. Ἡ διδακτική καί ἐν γένει κηρυγματική του διακονία

ἀποκάλυπτε ἕναν ἐνδιάθετο λόγο πού ἐκφραζόταν με καλλιέπεια, μεγαλοπρέπεια,

στοχαστικότητα, πειστικότητα 380 . Εἶχε ἐπίγνωση τῆς ὑπεύθυνης καί ἡγετικῆς του

θέσης ὥστε νά καθοδηγεῖ τό λογικό του ποίμνιο «ἐν νομῇ ἀγαθῇ» καί «εἰς τήν

αὐλήν τῶν προβάτων»381 με σαφῆ χριστοκεντρικό προσανατολισμό382. Ἀνέπτυσσε μέ

ἡρωϊσμό, αὐθυπέρβαση, ἀνιδιοτέλεια κι αὐτοθυσία τήν ποιμαντική του ἐργασία

«ἕως ἡμέρα ἐστίν» μέ ἀπαράμιλλο συγχρονισμό καί ἐκσυγχρονισμό τῶν

διατυπώσεών του μέ τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς καί τῆς κοινωνίας ὥστε νά

ἐντάσσεται μέν στό χρόνο ἀλλά καί νά τόν ὑπερβαίνει ἔτσι πού νά καθίσταται

διαχρονικός.

Γ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος περί τοῦ πνευματικοῦ Πατρός

Ἡ διαχρονία αὐτή τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ κυριολεκτικά τόν ἐντάσσει στή

χορεία τῆς γεροντικῆς παράδοσης383 , καθώς συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τά

γνωρίσματα τοῦ πατρός‐ κριτοῦ‐ἰατροῦ384 καί διδασκάλου385.Μέ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ

χαρίσματος τῆς πατρότητος ὁ γέροντας ἀνέπτυξε τή δραστηριότητά του στόν

κόσμο ἀλλά πάντοτε τό ἐπίκεντρο καί τό ἐντρύφημά του ἦταν τό μοναστῆρι. Τά

κείμενά του περιλαμβάνουν ποσοστιαία μεγαλύτερη καί πληρέστερη διδασκαλία

γιά τό ρόλο τοῦ Γεροντα στή ζωή τῶν μοναχῶν. Ὅμως τά πάντα , κατά

379 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , μνημ. ἐργ. , σ. 45


380 Ἀθανασίου Γκίκα Πρωτ., ὅπ.παρ. σ. 76‐89
381
Πρβλ. Ἰεζεκιήλ 34.14 καί Ἰω. 10.1

383 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, Εἰσαγωγή σ. 32‐3


384 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἠσαῒας , ὅπ.παρ. σ.233, 235
385 Ἐμμμανουήλ Καρπαθίου ὅπ. παρ. , τ. Β΄σ.176‐180 καί 187‐206
92
ἀναλογία, μποροῦν νά προσαρμοσθοῦν κατά το πλεῖστον καί στή ζωή τῶν ὑπ’‐

αὐτοῦ καθοδηγουμένων λαϊκῶν , γιατί τό ἐμπειρικό βίωμα τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ εἶναι

ἑνιαῖο386. Ὅπως γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ ὅρος sine qua non εἶναι ἡ

παρουσία τοῦ πνευματικοῦ, γιά τό μοναστῆρι πεμπτουσία εἶναι ὁ γέροντας. «… Διά

τήν ἀδυναμίαν μας, ὅμως μᾶς χρειάζεται ἕνας ὁρατός καί σύμμορφος

συνάνθρωπος, διά νά κατέχει τήν θέσιν τοῦ Θεοῦ. Εὐδοκεῖ καί δίδει εἰς τό

πλᾶσμα του ὁ Πλάστης , ὡς πλάστην ἕνα ὁμόδουλον καί σύμφυρτον Γέροντα, διά

νά εἶναι αὐτός ‘τό τέλος τοῦ πόλου’, τό ἄκρον, τό τέρμα, τό κέντρον , ὁ ἄξων τῆς

ζωῆς του. Αὐτός γίνεται τό κριτήριον, τό βάθος καί τό ὕψος διά τόν μοναχόν,

ὥστε νά φθάνῃ ὁ μοναχός εἰς τήν ‘ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ’. Δι’ αὐτό

καί οἱ ὑποτακτικοί εἰς τάς σχέσεις των πρός τόν Γέροντα ἀναφέρονται συχνά

διά τήν ζωήν των, τάς πτώσεις, τάς ἀνορθώσεις καί δή τά ὁσιακά πάθη, εἰς τά

ὁποῖα ἐξασκοῦνται καί ἐθίζονται, ὡς καί διά τήν πορείαν τῆς προσευχῆς μέ τήν

ὁποίαν κατακτοῦν τήν ποθητήν ‘πόλιν’ .Ἡ πνευματική πατρότης εἶναι μία

ἁρμονική συνεργία μοναχοῦ καί γέροντος, διά τήν παιδαγωγίαν τῆς ἐλευθερίας

καί τήν καλλιέργειαν τῆς προσωπικότητος. Ἡ δε μαθητεία δέν καταντᾷ εἰς

προσωπολατρίαν ἀλλά εἰς θεοφορίαν ἐν ταπεινώσει καί ἀνδρείᾳ…» 387 Πρόκειται

γιά τόν ἄξονα περί τόν ὁποῖο ἑλίσσεται ἡ ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ, τό ἔρεισμα καί ὁ

κινητήρας πού κινοῦν τά μέτρα τῆς ἐλευθερίας του , τήν ἐπιτυχία τῆς

πνευματικῆς ζωῆς του καί τήν ποιότητα τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό καί τούς

συνανθρώπους.

Ὁ γέροντας ὑπάρχει γιά νά διακρατεῖ τήν κοινωνία τῶν προσώπων πού

ἐλεύθερα λογίζονται , συλλογίζονται ,θέλουν , ἔχουν γνώμη καί ψυχή, νά

συγκρατεῖ τό διάλογο δηλ. τήν ἔννοια τοῦ λέγω καί ὁμιλῶ σέ κάθε λογιζόμενο καί

βουλόμενο πρόσωπο. Ἀγωνίζεται νά διασώζει το πνεῦμα τῆς «οἰκουμενικότητος»

τῆς σύναψης τῆς καθολικότητας μέ τήν προσωπικότητα. Μέσῳ τῆς ὑπακοῆς δηλ.

τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης ἀναλαμβάνει τή διάπλαση τῆς ὑπάρξεως τοῦ

Πρβλ. Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , Πρόλογος, στό Κατηχήσεις τ. 5 σελ.θ’‐ιε΄ , Ἐλισαίου


386

ἀρχιμ., Πρόλογος στό Κατηχήσεις τ. 4 σελ. ιά –ιέ , καί Ἰω. Φουντούλη, Εἰσαγωγή , στό Κατηχήσεις
τ. 4 σ. κ΄‐κά
387 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ .1, σ. 149‐150
93
τέκνου του ἐλεύθερα κι ἀβίαστα. Ὁ καθείς ἔχει το γέροντά του μέ τέτοιο τρόπο

ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὄχλος , συμφυρμός ἀγνώστων , ἀλλά οἱ πάντες στόν ἕνα καί ὁ

ἕνας σέ ὅλους. Ἡ σχέση τοῦ πατέρα με τά παιδιά του γίνεται κατ’ ἀναλογία μέ

τήν Ἐκκλησία : τό πρόσωπο ὑπάρχει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ Ἐκκλησία ἐν αὐτῷ388.

Στήν ἐξέλιξη τῆς προσωπικότητας ὁ γέροντας ἔχει σημαντικό ρόλο. Ὁδηγεῖ

την ψυχή στίς ἀναγκαῖες γνώσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, παρέχει ὑπόδειγμα

ζωῆς, προσφέρει τή χάρη389 πού ἑνοποιεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία.

Συμπορεύεται μέ τά τέκνα του σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους, ὅπως ὁ ἅγιος

Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μέ τό γέροντά του 390 . Ὁδηγεῖ ἀπλανῶς στή θεογνωσία

καί τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ ἰδιαιτέρως στίς στιγμές τοῦ ἀγώνα καί τῆς ἀγωνίας.

Γίνεται ἕνας «δότης» μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ἀπό τήν προσευχή του, ἀπό τόν

πόθο του, ἀπό τήν παρουσία του, σ’αὐτόν πού ἐπικρέμαται στό ἐπιτραχήλιό του ·

γίνεται ὁ δότης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ391. Ὡς πατέρας εἶναι εἰκόνα τῆς οὐρανίου

πατρότητος καί ὡς διδάσκαλος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὡς μεσίτης ἀνεβάζει τά

χέρια καί τήν καρδιά του ἔτσι ὥστε νά ἀναγκάζει τό Θεό νά κατέρχεται στόν

ἑαυτό του καί στά ἐκφαίνοντα τόν Θεόν ἤ ἐπιδιώκοντα τοόν Θεόν τέκνα του 392.

Γιά τούς παραπάνω λόγους, ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μιά στυγνή καί σιδερένια

πειθαρχία ἀλλά ἀντανάκλαση τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργῆς συνηνωμένων

προσώπων γύρω ἀπό τό γέροντα, ἕνα ἐλεύθερο δόσιμο ἀγάπης καί στοργῆς

αὐτοῦ πρός τά τέκνα του καί τῶν τέκνων του πρός αὐτόν393. Τό μοναστῆρι μέ

τόν τρόπο αὐτό ἀναδεικνύεται σ’ ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί ὁ πνευματικός

πατέρας εἶναι τό ὁρατό στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου πίσω ἀπό τό ὁποῖο

κρύβεται ὁ ἀόρατος Θεός καί ὅλα ὅσα διαφεύγουν ἀπό τίς αἰσθήσεις καί γίνονται

αἰσθητά μόνο ἀπό τό πνεῦμα. Στήν πραγματικότητα ὁ πνευματικός πατέρας

εἶναι αὐτός πού παραλαμβάνει τό μαθητή του ἀπό τό χέρι καί τόν εἰσαγάγει

388 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, μνημ. ἐργ., στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, ὅπ. παρ., ἡ παράγραφος : «ὁ
γέρων» σ. 64‐5
389Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 250
390 Ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ.2. σ. 153‐4
391 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, μνημ. ἐργ., σ. 66

392 Ὅπ. παρ., σελ. 71‐2 καιὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ. 1, σ.91

393 Ὅπ. παρ. , σ. 61


94
στόν Κύριο. Εἶναι ὁ ἴδιος πού καταβιβάζει τό Χριστό, πού ἐπανενώνει τά τό πρίν

διεστῶτα , τίς πραγματικότητες τοῦ οὐρανοῦ και τῆς γῆς , γιά νά τίς μεταμορφώσει

στόν ἕνα, μοναδικό καί γνήσιο χορό 394. Γίνεται ἡ ὁδός πρός τήν ὑποστατική μορφή

ὑπάρξεως.

Δ. Ὁ Γέροντας ὡς ὁδηγός στην συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καί τήν

« ὑποστατική ἕνωση » τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐν τῷ Θεῷ.

Ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας ἐπέφερε κοσμογονικές ἀλλαγές καί

ἀναστατώσεις. Κατήργησε τήν ἁπλότητα στίς σκέψεις καί στίς σχέσεις τῶν

ἀνθρώπων · ἐξαφάνισε τήν πραγματική εἰρήνη , ἡσυχία , ἀπάθεια καί ἀγάπη ·

ἐπέβαλε τή διάσπαση τῶν φαντασιῶν , τῶν πράξεων , τῶν λογισμῶν καί τήν

ἀγωνιώδη προσπάθεια γιά τή διάκρισή τους σέ καλούς καί κακούς · εἰσήγαγε τήν

ἑτεροκρατία , τίς τύψεις , τίς ἀσθένειες, τήν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλέον

ʺ...ὅ οὐ θἐλει τοῦτο πράσσει καί ὅ μισεῖ τοῦτο ποιεῖ.ʺ 395 . Ἔτσι ἀντί τῆς ζωῆς

μεταδίδεται θάνατος καί στήν ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς ἀνακαλύπτεται ἡ ὀδύνη.396

Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος προικίστηκε μέ τή δυνατότητα ἀναγωγῆς του στήν ὑποστατική

μορφή ὑπαρξεως , δηλ. τή μίμηση καί τήν ἀναγωγή του στό πρότυπο τῆς

Τριαδικῆς κοινωνίας , ἐξέπεσε στήν παραφυσική καί θνητοποιό κατάσταση τῆς

ἁμαρτίας. Βίωσε τήν τραγικότητα τῆς ἔκπτωσης ἀπό τήν πατρική ἀγάπη

ἐναντίον τῆς Ὁποίας κάθε ἁμαρτωλή προσβολή ἰσοδυναμεῖ μέ ἔγκλημα 397 . Κι

ἐνῶ προορισμός του ἦταν ἡ ἀναφορά τῆς κτίσεως στό Θεό , ἡ θεοπρεπής

μετάβασή του ἀπό δόξης εἰς δόξαν 398 , στερήθηκε τή δόξα , σκοτίσθηκε ὁ νοῦς καί

ἀπολιθώθηκε ἡ καρδιά του. Ἐπειδή παρέμεινε τό κέντρο τῆς κτίσεως ‐ ἔστω καί

394Γκράχαμ Σπήκ, Ἅγιον Ὄρος , Ἀθῆναι 2005 ,ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ , σ.368 ὅπου περιλαμβάνεται
ἀπόσπασμα ἀπό τό δημοσίευμα : Archimandrite Aimilianos “ The role of Spiritual Father” στο
συλλογικό ἔργοο τοῦ Hieromonk Alexander Golitzin, The living Witness of the Holy Mountain, σ.165‐7
395 Ρωμ. 7,13
396 Ἁρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ.1, σ. 392‐3
397 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου
Ἔσσεξ 1992, σ. 333
398 Β΄Κορ. 3,18
95
μεταπτωτικά ‐ δέν ἦταν πλέον ὁ οἰκονόμος καί ὁ προνοητής ἀλλά τό διαρκές καί

παγκόσμιο τραῦμα , πού μέ τήν ἁμαρτία του ὀδυνᾶται καί στενάζει καί

συμπαρασύρει399 στήν ἄβυσσο ὅλη τή δημιουργία.

Σʹ αὐτή τήν ὀδυνηρή κατάσταση εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος δέν θά

μποροῦσε νά ἀνανήψει καί νά ἀνακαλύψει τήν ἀξία τῆς δικῆς του ὑπάρξεως

καί τό περιεχόμενο τῆς Θείας ὑποστάσεως ἐάν δέν συγκατέβαινε ὁ Θεός .

Ἐκεῖνος μέ ἄκρα ταπείνωση τόν ἀγάπησε «εἰς τέλος» (Ἰω. 13.1) κι ἔδωσε τή χάρη

τῆς μετανοίας καί τήν ἐξουσία τῆς ἀναγεννήσεως , τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς

εἰκόνας Του. Μέ τή μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ξαναποκτᾶ τή δυνατότητα τοῦ

αὐτοπροσδιορισμοῦ του μέ τόν προσωπικό του ἀγώνα κατά τῆς φθορᾶς καί τήν

πρόσληψη τῆς σωστικῆς Χάρης. Μιά μετάνοια πού δέν ἔχει ποτέ τέλος πάνω στή

γῆ 400 ἀλλά βοηθᾶ καί ἀναπτύσσει τήν ὑποστατική ἀρχή στόν ἄνθρωπο καί τόν

καθιστᾶ ὄντως μέγιστο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τό

πραγματικό αὐτό μεγαλεῖο ἔγκειται στήν ἀντοχή του νά ὑπομένει παθήματα

χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί μέσα ἀπό αὐτά νά ἔρχονται στό φῶς τά ἄδηλα

καί τά κρύφιά του.401 Ἡ μετάνοια καθαρίζει ἀπό τήν ἑωσφορική αὐτοπεποίθηση

καί ὁδηγεῖ στή θεοποιό αὐτογνωσία , τήν ὁμοίωση μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τήν

ἐξ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγέννηση.

Αὐτή ἡ ἀναγέννηση προκαλεῖ τόν πλατυσμό τῆς καρδιᾶς καί τή μόρφωση

τοῦ Χριστοῦ ʺ...οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις ἀλλʹ ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Βʹ Κορ.

3.3) Ἔτσι μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται ἡ πραγματική

εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τή συνέλαβε καί τήν πρωτοδημιούργησε ὁ Θεός. Μέ

τόν ἐσωτερικό φωτισμό τῆς καρδιᾶς ὁ ἄνθρωπος καθίσταται θεοειδής, φθάνει σέ

θεῖα μέτρα καί ἀνευρίσκει τήν ὀρθή σχέση ἀγάπης μέ τόν Ἰησοῦ· γίνεται ἀπό

δοῦλος φίλος ( Ἰω. 15.15) καί ἀξιώνεται νά διαπραγματεύεται μέ τό Θεό θέματα

παγκόσμιων διαστάσεων ὅπως ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου , διότι Ἐκεῖνος τόν

μεγαλύνει. Ὅπως ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καθίσταται « μεσίτης Θεοῦ καί

ἀνθρώπων»( Α΄ Τιμ.2,5) ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος τῆς μετανοίας , χάρη στόν πλατυσμό

399 Ρωμ. 8,22


400 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Ὀψόμεθα τόν Θεόν…, ὅπ.παρ. , , σ. 255
401 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ. 226‐8
96
τῆς καρδίας , γίνεται μεσίτης καί μετέχει στήν παγκοσμιότητα τοῦ Χριστοῦ

προσευχόμενος καί μεσιτεύων γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.

Ὁ πνευματικός εἶναι ὁ ἱερομύστης αὐτῆς τῆς ὄντως ζωῆς πού σημαίνει

ταυτόχρονα ἀπώλεια μέσα στά πλαίσια τῆς φθαρτότητας καί ἐπανεύρεση τοῦ

ἑαυτοῦ μας μέσα στό πλαίσιο τῆς αἰωνιότητας. Τό γεγονός αὐτό ἀπαιτεῖ τή

χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τήν τόλμη τοῦ ἀνθρώπου μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ τή διάσπαση τῆς ἁμαρτίας καί ἐπανακτᾶ τήν

ὀντολογική του ἑνότητα · ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φθορᾶς καί

τοῦ θανάτου · ἀποκτᾶ τήν ἐξουσία νά ξαναγίνει ὑπόσταση κατά τό Τριαδικό

πρότυπο. Γίνεται τέλειος καί καθολικός ἐφόσον προσλαμβάνει ὅλη τήν

ἀνθρωπότητα ὅπως κάθε Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἔχει μέρος τῆς θείας

φύσεως ἀλλά εἶναι τέλειος Θεός μέ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος . Ἡ

ἐπανεύρεση τῆς προσωπικῆς καθολικότητας ὁδηγεῖ στήν ἀνακάλυψη τῆς

πανανθρώπινης καθολικότητας 402 καί ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ ἀπό τή διαίρεση τῶν

φύσεων στήν ἑνότητα τῆς ὑποστάσεως. Ἐπισκιάζεται ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς,

κληρονομεῖ τόν πλοῦτο τῆς θείας ζωῆς , προσλαμβάνει τό εὖρος τοῦ

θεανθρώπινου τρόπου ὑπάρξεως καί ʺ ... διά τῆς δυνάμεως τῆς Θείας ἀγάπης

περιπτύσσεται τόν κόσμον ἅπαντα...ʺ 403. Ἐκεῖνο πού ὁ Θεός κατέχει κατά φύσιν

ὁ ἄνθρωπος τό ἀποκτᾶ κατά χάριν μέ τό μυστήριο τῆς καταλλαγῆς. Ὁ

πνευματικός ἐνστερνίζεται τήν τραγωδία τοῦ κόσμου, προσφέρει μετάνοια ὑπέρ

τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. Ἡ προσευχή του αὐξάνει

καί γίνεται παγκόσμια, προσομοιώνεται μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν

ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ κόσμου , μετατρέπεται σέ ὑποστατική μετάνοια.

402 Γεωργίου Μαντζαρίδη , Χριστιανική Ἠθική, σ. 301‐2


403 Ἀρχιμ. Σωφρονίου , ὅπ. παρ., σ. 288
97

Ε. Ἡ συνταύτιση τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο

Σαχάρωφ στή διδασκαλία για τή γέννηση τοῦ θείου λόγου μέσα στήν

ἀνθρώπινη καρδιά.

Σύμφωνα μέ τίς ἀπόψεις τοῦ γέροντα ΣωφρονίουΣαχάρωφ ἀποτελεῖ

μεγάλο ἔργο γιά τόν πνευματικό Πατέρα ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων λόγων γιά τή

μετάδοση τῶν πνευματικῶν καταστάσεων στά πνευματικά του παιδιά.404 Γιʹ αὐτό

καί εἶναι ὠφέλιμο νά γνωρίζει ἐμπειρικά ὅλες τίς κλιμακώσεις τῶν πνευματικῶν

καταστάσεων . Μόνον μέ τήν ἐμπειρία θά μπορέσει νά γίνει ἀπλανής διδάσκαλος

«...ὁ νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλῳ Θεοῦ , ἤγουν ἐνεργείᾳ ἐλλάμψεως , ἐξ

αὐτοῦ κομισάμενος καί τῶν λοιπῶν βίβλων ἀνενδεής γενόμενος. Ἀπρεπές

διδασκάλοις ἐξ ἀντιγράφων παιδεύειν καί ζωγράφοις ἐκ πινάκων παλαιῶν

σημειοῦσθαι. Ὁ τούς κάτω παιδεύων , ἄνωθεν ἐκ τοῦ ὕψους δίδασκε... οὐ γάρ

δυνατόν τοῖς κάτω τά χαμαί θεραπεύειν ποτέ..» . 405

Κατʹοὐσίαν ἡ ἐμφύτευση τοῦ θείου λόγου ἀναφέρεται στήν πνευματική

γέννηση τοῦ Θείου Λόγου στίς ἀνθρώπινες καρδιές διά τῆς προσευχῆς. Ἡ

σύλληψη αὐτή τοῦ λόγου συντελεῖται μέ τήν προσευχητική στάση τοῦ

πνευματικοῦ κατά τή διάρκεια τοῦ μυστηρίου ὥστε νά μπορέσει νά ἀντιληφθεῖ

τό θεῖο νεῦμα πού σχετίζεται μέ τόν κάθε ἐξομολογούμενο. Ὁ Κύριος μακάρισε

ἐκείνους πού ἀκούουν τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάσσουν στίς καρδιές τους

κυοφορώντας Τον πνευματικά. 406 Οἱ πνευματικοί πατέρες μένοντας ἀκλινεῖς στό

προαιώνιο ρεῦμα τοῦ θείου θελήματος, ἀξιώνονται νά ἀκούσουν τή φωνή τοῦ

Ἰησοῦ καί νά δεχθοῦν τό λόγο Του μέ ταπείνωση καί διάκριση ὑπερβαίνοντας

τόν ψυχισμό τους ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐνάντιος . 407 Μόνον τότε ὁ ζωντανός λόγος

τοῦ Χριστοῦ ἐργάζεται τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν πιστῶν ἀφοῦ πρῶτα

πληροφορήσει καί μεταδώσει τή θεία χάρη στίς καρδιές τῶν ἀναγεννωμένων

404 Ἀρχιμ. Σωφρονίου ,Περί προσευχῆς ,ὅπ. παρ., σ. 211 Πρβλ. Ἰωάν. 16,12 ʺ... ἔτι πολλά ἔχω λέγειν
ὑμῖν ἀλλʹ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι...ʺ
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ,Κλῖμαξ , ὅπ. παρ. Λόγος πρός Ποιμένα , σ.381
405

406 Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, ὅπ. παρ., σ. 145


407 Ἀρχιμ. Σωφρονίου , Περί προσευχῆς, ὅπ. παρ. σ. 252
98
ἀνθρώπων. Ὁ λόγος τοῦ καθενός ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι μέ τό βουλητικό

του στραμμένος πρός τόν ἀναγεννητικό θεῖο λόγο , ὥστε νά βιώνει τό Εὐαγγέλιο

ὡς προσωπική ἀποκάλυψη σʹ αὐτόν , στή ζωή του , στίς ἀποφάσεις, στίς σκέψεις ,

στή διάνοιά του 408 . Αὐτή ἡ διά τοῦ θείου λόγου ἀποκάλυψη ‐ ἀναγέννηση ἔχει

σάν ἀφορμή της τό ρῆμα τοῦ Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἠσαΐα :ʺ...ὡς γάρ ἐάν

καταβῇ ὑετός ἤ χιών ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί οὐ μή ἀποστραφῇ ἕως ἄν μεθύσῃ τήν

γῆν ... οὕτως ἔσται τό ρῆμα μου, ὅ ἐάν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματός μου, οὐ μή

ἀποστραφῇ [πρός με κενόν] ἕως ἄν συντελεσθῇ ὅσα ἠθέλησα καί εὐοδώσω τάς

ὁδούς σου καί τά ἐντάλματά μου...ʺ (55,11) Πρόκειται ἑπομένως γιά εὐδοκία Θεοῦ

καί εὐοδία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ λόγος δέν εἶναι ἀνθρώπινος ἀλλά δεδομένος

ἄνωθεν καί γιά τοῦτο πολλές φορές διχαστικός 409 σκληρός καί τομώτερος ὑπέρ

πᾶσαν μάχαιραν δίστομον410. Ἀποκαλύπτει τήν αἰσχύνη τῆς ἀνθρώπινης

πτωχείας ἀλλά καί ἐμπνέει τόν ἄνθρωπο στό νά ἀντιλαμβάνεται ὡς θάνατο

καθετί , το ὁποῖο εἶναι ἀντίθετο στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ .411 Ἄν ὁ ἄνθρωπος

ὑπομείνει καί βαστάσει τό χρηστό ζυγό καί τό ἐλαφρύ φορτίο τοῦ ὑπέρ Χριστοῦ

πάσχειν αὐξάνει σʹ αὐτόν ἡ διαμονή τοῦ Θεοῦ 412 , βιώνει καί χαρίζει τήν ταπεινή

ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ὡς φωνήν αὔρας λεπτῆς413. Μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν

ἁμαρτία καί μέ τήν παρουσία τοῦ θείου Φωτός ἀνασυνδέεται τόσο ὁ

πνευματικός ὅσο καί ὁ ἐξομολογούμενος μέ τό ἀρχέτυπό του, τόν Υἱό καί Λόγο,

ἀναδεικνύεται ἀληθινό πρόσωπο . Ἀκτινοβολεῖ ὅπως ὁ καθρέφτης ἀντανακλᾶ τό

φῶς καί δημιουργεῖ δικές του ἀκτῖνες.

Ἡ ἀνάδειξη αὐτή δέν ἔρχεται ὡς συνέπεια κάποιων λογικῶν ἤ κτιστῶν

δυνατοτήτων ἀλλά ὡς δωρεά τῆς ἄκτιστης χάρης τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ ἀνθρώπινη

λογικότητα ἀποκτᾶ πληρότητα , ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τό Λόγο . Γιʹ αὐτό καί

ἡ ἀνακαίνισή του ἐν Χριστῷ συμπίπτει μέ τήν ἄρση τῆς ἀλογίας του καί τήν

408 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 136‐7


409 Μτθ. 10,35
410 Ἰω. 6,60 καί Ἑβρ. 4,12
411 Σωφρονίου Ἀρχιμ., Περί προσευχῆς, ὅπ.παρ. σ. 217

412 Φιλ. 1,29

413 Γ΄ Βασιλειῶν 19,12 πρβλ. Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσειςτ. 5 , σ. 216‐7


99
λόγωσή του414. Μόνον τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά θεολογεῖ δηλ. νά λογίζεται, νά

ἀνακαλύπτει τό Θεό βιωματικά ἀλλά καί γνωστικά καί ἑπομένως ὁ λόγος του νά

γίνεται καί Θεός του ἀφοῦ ὁ λογισμός του εἶναι ἐν τῷ Θεῷ.415

Ὁ πνευματικός ἀγωνίζεται νά προσφέρει αὐτό τό λόγο τοῦ Θεοῦ σέ

ὅσους τόν προσεγγίζουν καί ἀναζητοῦν ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Πρόκειται γιά ἕνα

σπόρο τῆς αἰωνιότητας ὁ ὁποῖος ἀνασύρει τή νοσταλγία τοῦ Παραδείσου καί γιʹ

αὐτό ἐνεργεῖ διλημματικά καί διχαστικά στόν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτός

μετεωρίζεται ἀνάμεσα στά γήϊνα καί τά οὐράνια. Εἶναι ὀξύς καί ἀναστατώνει

τήν καρδιά καί τή συνείδηση χωρίς νά δίδει ἀνάπαυση προτοῦ ἀνάψει τόν πόθο

τῆς θεώσεως. Ὁ πνευματικός ὀφείλει νά διεγείρει ἀκατάπαυστα αὐτόν τόν

σωστικό ἵμερο τῆς λυτρώσεως καί νά ὁδηγεῖ τούς ἐξομολογουμένους του στή

ζωοποιό νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς φθορᾶς καί τῆς ἁμαρτίας416. Γιά τό

φοβερό καί ἐπικίνδυνο αὐτό ἐγχείρημα ὁ πνευματικός χρειάζεται ἀπαραίτητα τήν

πεῖρα, τή διάκριση καί τή δυνατή προσευχή γιά τά τέκνα του.

414 Γεωργίου Μαντζαρίδη ὅπ. παρ. , σ. 83‐4


415 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ.2, σ. 75‐6
416 Σωφρονίου Ἀρχιμ., Περί προσευχῆς , ὅπ. παρ. σ. 227 πρβλ. Δημητρίου Κουτρουμπῆ, Ἡ Χάρις τῆς
θεολογίας , Ἔκδ. Δόμος , Ἀθήνα 1995, σ. 15‐80
100

ΙΙΙ. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ‐ ΒΙΩΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ.

Ἡ θεία λατρεία , ὡς γεγονός ψυχοσωματικό, προσδιορίζει τίς σχέσεις τοῦ

ἀνθρώπου μέ τό Θεό417. Ἡ λήψη τῆς πρωτοβουλίας ἀνήκει στό Ζῶντα Θεόν, ὁ

ὁποῖος ἀποκαλύπτεται. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ λατρεία καί μάλιστα

ὡς κοινοτικό γεγονός ἐκφράζει μιά ἐσωτερική ἀνάγκη κι ἕνα ἀπόλυτο καθῆκον :

νά μαρτυρεῖ ἐν «πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ418. Ὁ γέροντας

Αἰμιλιανός ἔτσι ἀκριβῶς ζοῦσε τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί εἰδικά τή θεία

Λειτουργία. Μιλοῦσε γι’ αὐτή μυσταγωγικά. Ὁ Θεός τοῦ χάρισε λατρευτικά

βιώματα ἀπό τήν παιδική του κιόλας ἡλικία ὅταν στό οἰκογενειακό παρεκκλήσιο

τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὑπό τήν καθοδήγηση τῶν εὐσεβεστάτων παππούδων

του,ἐμυεῖτο στη χαρά τῆς λατρείας. Στήν ἀρχή τῆς μοναστικῆς του ζωῆς ἡ

Εὐχαριστία ἦταν τό γλυκύ ἐντρύφημά του καί ἡ ἐπισφράγιση τῶν λοιπῶν

νηπτικῶν ‐ ἀσκητικῶν του βιωμάτων. Καί στήν ἀκμή τῶν σωματικῶν του

δυνάμεων ἡ λειτουργία ἦταν ὁ συνεκτικός δεσμός τῶν ἡσυχαστικῶν του

ἀποσύρσεων στό ἡγουμενεῖο τῆς Σιμωνόπετρας. Τό παρεκκλησιο τῆς Ἁγίας

Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς εἶναι ὁ σιωπηλός μάρτυρας τῶν θείων ἐντεύξεών του,

ὅταν παρίστατο «μόνος μόνῳ Θεῷ» ἐκζητῶν ἔνδακρυς καί πλήρης κατανύξεως

«συγχώρησιν τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων»419. Ἡ

λατρεία τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ ἦταν «καιρός ἀποκαλύψεων» 420 κατά τόν ὁποῖο ὁ

Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στούς χειμαζομένους ὑπό πειρασμῶν

μαθητές Του ‐ὅπως τότε στήν τρικυμισμένη Τιβεριάδα ‐ 421 κατά τό μέτρο τῆς

προσωπικῆς τους νηπτικῆς προετοιμασίας. Ἡ ὄψη τοῦ Γέροντος , ἡ φωνή του, τό

παρουσιαστικό του ἀλλοιωνόταν ἀπό τά κύματα τῆς λειτουργικῆς χάριτος καί

417 Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ὅπ. παρ. , σ. 600 κ.ἑ.


418 Ἰω. 4, 23‐24 καί Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, ὅπ. παρ. , σ.91‐94
419 Εὐχή προσκομιδῆς μετά τήν Μ. Εἴσοδο τῶν Τιμίων Δώρων.

420 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου, Πρόλογος , στό Κατηχήσεις τ. 4 , σ. ιγ΄ κ.ἑ.

421 Πρβλ. Μτθ. 8 , 23‐27, Λουκ. 8, 22‐25 , Μρκ. 5, 1‐20


101
μέ τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης « τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» ζητοῦσε ἀπό

τά τέκνα του νά κρατοῦν τή θεία λατρεία σέ ἐπίπεδο ὑψηλό, ζωντανό,

μεγαλόπρεπο, ἐνθουσιαστικό, κατανυκτικό. Οἱ κατηχήσεις του πάνω σέ

λειτουργικά θέματα συνιστοῦν , μέ τήν πυκνότητά τους, πνευματικούς

ἀναβαθμούς , πού ἐκδιπλώνουν τό μεγαλεῖο μιᾶς οὐρανομίμητης λατρείας.

Χρησιμοποιεῖ μέ πλοῦτο γνώσεων καί ἐμπειριῶν μιά σύνθετη μέθοδο.

Πρόκειται γιά ἕνα συνδυασμό μυστικῆς‐συμβολικῆς ἑρμηνευτικῆς μεθόδου ( μέ

κέντρο τήν «Μυσταγωγία» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ καί τήν «Ἑρμηνεία

εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν» τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα) καί βιωματικῶν

προσωπικῶν ἐμπειριῶν. Μέ τρόπο ἁπτό, παιδαγωγικό, κατηχητικό, παρακλητικό

καί πάντοτε μυσταγωγικό , ὁ Γέροντας ἀποκαλύπτει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ μέ

πλήρη αἴσθηση βεβαιότητας, ἀλήθειας καί αὐθεντικότητας , «παριστῶν τῷ Θεῷ»

τόν ἑαυτό του καί τά τέκνα του «θυσίαν ζῶσαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ» 422 .Ἡ θεία

λατρεία ἦταν γιά τό Γέροντα, τό μοναδικό καί αἰώνιο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τήν

Ἐκκλησία Του, ἡ ὁδός πρός τά πνευματικά ἀθλήματα, ἡ ἐναγώνια προσδοκία τῆς

ἐλεύσεως καί τῆς ὁράσεως τοῦ Ἠγαπημένου. Γι’ αὐτό καί ἡ πλήρωση τοῦ

μυστηρίου τῆς λατρείας συντελεῖται ἐν σιωπῇ , ἡ ὁποία ταυτόχρονα εἶναι μιά

αἰώνια κραυγή τῆς ψυχῆς πού παραπέμπει στό μυστήριο τῆς ὀγδόης ἡμέρας καί

στήν καινή λατρεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Α. Προετοιμασία γιά τή Θεία Λατρεία.

Ἡ θεία Λειτουργία – κορύφωση τῆς λατρείας ‐ ἀποτελεῖ μιά συνέχιση τῆς

«ἐν σώματι» παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά μιά ἀκόμη φορά μέ κορύφωση

ταπεινώσεως. Ὁ σαρκοφόρος Θεός κοινωνεῖ πρός τή σάρκα καί ὁ θεοφόρος

ἄνθρωπος ἀναβιβάζεται εἰς ὕψος ἐξαίσιον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα , ἐν ταπεινώσει

ἀποκαλύπτει τά πάντα , ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐν ταπεινώσει συμμετέχει καί κοινωνεῖ

422 Ρωμ. 6,13 και 12,1


102
τηρώντας τίς ἐντολές ‐ δεῖκτες τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ423. Αὐτό ὅμως τό γεγονός

ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί μία δική του κίνηση ἐξαγνισμοῦ ,

ἁγιότητας, ἡ ὁποία ἐν συναισθήσει τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, καταξιώνει τῆς θείας

παραστάσεως τόν ἄνθρωπο . Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό ἀπαιτεῖται μία ἔξοδος,

δηλ. ἡρωϊκή κίνηση ἐλευθερίας, πρῶτα πρῶτα ἀπό τή ζάλη τῶν λογισμῶν και

τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῶν ἁμαρτιῶν424 ,τῶν κλίσεων , τῶν ἐπιποθήσεων, τῶν

ἐλπίδων, τῶν ὁρωμένων, τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας, γιά νά

ὑπάρξει μόνον ὁ Θεός425. Γιά νά γίνει ἡ λατρεία δυνατή καί ζέουσα πρέπει, λέει ὁ

Γέροντας , νά προηγηθεῖ μιά «δυνατή» νύκτα, ἀγρυπνίας καί αὐτογνωσίας σέ

τέσσερα στάδια. Τό πρῶτο εἶναι ἡ συναίσθηση ὅτι τό βίωμα τῆς σχέσης μέ τό

Θεό εἶναι ἐν ἐξελίξει, ἐν πορείᾳ, ἐν ἐλπίδι τῆς θείας ἐπισκέψεως, ἐν ἐκζητήσει

τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας κι ὁ μόχθος τῆς

ψυχῆς νά φθάσει στόν Ἐφετόν , ἔχοντας πλήρη συναίσθηση ὅτι εἶναι ἐξόριστη «εἰς

χώραν μακράν» καί ποθεῖ τήν ἐπιστροφή 426 , ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή ἀνήμπορη κι

ἀνίκανη νά διασπάσει τό «μεσότειχο τοῦ φραγμοῦ», τό θεῖο γνόφο καί νά συλλάβει

τήν ἁγιότητα καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό στάδιο πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ μετάνοια ὡς

χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος 427 κι ἀποτέλεσμα τῆς μεταμέλειας , πού δημιουργοῦν

ἀφενός ἡ μικρότητα, ἡ ἁμαρτωλότητα, ἡ κοσμικότητα καί ἀφετέρου ἡ

αὐτοπαράδοση στό Θεό, ἡ ἀπόφαση τῆς ἁγιότητος καί τῆς διορθώσεως δηλ. τοῦ

χωρισμοῦ ἀπό παθῶν καί ἁμαρτιῶν, ἡ σύγκριση καί ἡ ὁμοίωση μέ τό Θεό. Τέταρτο

καί τελειοποιό στάδιο προετοιμασίας γιά τή λατρεία εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δηλ.

ἡ ἀπασχόληση τοῦ νοῦ , τῆς καρδιᾶς, τοῦ φρονήματος μέ τό Θεό «ἐν πνεύματι καί

ἀληθείᾳ » , ἐπ’ ἐλπίδι τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐγγιζούσης Βασιλείας, ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν

Ἐκκλησία «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»428. Μετά τήν πνευματική διέλευση αὐτῶν τῶν

423 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 334 . Πρβλ . Γεροντος Αἰμιλιανοῦ , Ἀββᾶς
Ἡσύχιος, ὅπ. παρ., σ. 340 ὅπου προβάλεται ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὡς προϋπόθεση τῆς Θ.
Κοινωνίας.
424Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἠσαῒας, ὅπ. παρ. σ. 345‐348 , ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἔννοια τοῦ
χωρισμοῦ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τῆς «δοκιμῆς» (Α΄ Κορ. 11,28) γιά τήν προσέλευση στή Θ. Κοινωνία.
425 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 37, 68‐69.

426 Λουκ.15,13 καί Ἱερομ. Γρηγορίου, Ἡ ἱερά ἐξομολόγησις, ὅπ. παρ. , σελ. 28‐37.

427 Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά , ὅπ. παρ. σελ. 72, καί 81‐2

428 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ.4, σ. 87‐102. Πρβλ. Ρωμ. 12,5, Ἐφ. 4,4 καί 3,18
103
σταδίων ἡ προετοιμασία ἀποδίδει τούς πρώτους καρπούς : συλλαμβάνεται ἡ ἔννοια

τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας προσώπων ἐν ἀγάπῃ , φανερώνεται ἡ ἐγγύτητα τοῦ

Θεοῦ καί φουντώνει ὁ πόθος τῆς ξενιτείας 429. Προκύπτει ἡ λήθη τῆς ὑπάρξεως καί

ἡ αὐτοπαράδοση στό Χριστό καί τήν ἀεί ζῶσα Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Του. Λαμβάνει

χώρα ἐν εἰρήνῃ καί γλυκύτητι ἡ θεία ἐπίσκεψη γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο

παρρησία, ἐπισφραγίζονται ὅλα μέ τήν προσκύνηση τοῦ Θεοῦ «ὡς ὧδε ἡμῖν

ἀοράτου συνόντος» 430 . Εἰσέρχεται ἔτσι κανείς στη Βασιλεία τοῦ Πατρός και τοῦ

Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰσέρχεται στο ναό , μπαίνει στή θέση τοῦ

Χριστοῦ , ὅπως Ἐκεῖνος εἰσέρχεται ἀναγεννητικά στον κόσμο , καί ἐκκλησιάζεται

ἀληθινά. Εἰσέρχεται στόν τόπο τῆς τρυφῆς, τῶν ὀνείρων τῆς ψυχῆς του, στήν

ἀπαρχή τῆς ἀϊδίου ζωῆς, τή νέα Ἐδέμ, ὅπου ὁ Κύριος παραθέτει τράπεζα ἐν

ὑπαίθρῳ431, γιά νά Τόν λατρεύσουμε , νά ἀπολαύσουμε τή δόξα τῆς

μεταμορφώσεώς Του, νά συνομιλήσουμε μαζί Του, νά γίνουμε «κοινωνοί θείας

φύσεως» , νά πολιτογραφηθοῦμε στόν οὐρανό.432

Β. Ἐκκλησία ‐ Θεία Λειτουργία.

Ἡ εἴσοδος τοῦ πιστοῦ στό ναό , στήν ἐκκλησία εἶναι ἐπιστροφή στόν

πατρικό οἶκο, ἐπαναφορά στή μάνδρα, ἐξασφάλιση στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ 433. Μέ τήν

εἴσοδο αὐτή πραγματοποιεῖται ἡ ἔνταξη στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ

διάπλαση μιᾶς καινῆς ὑπάρξεως μέ τό ἐκμαγεῖο τῆς θεότητος 434 . Στήν πορεία

αὐτή ἀνακύπτουν πλεῖστα ἐμπόδια , κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι ὁ περισπασμός ,

ἡ διαίρεση, ἡ ἔλλειψη ἑνοποιῶν μορφῶν, ἡ σύγχυση καί ἡ καταδυνάστευση ἀπό

ἰδεολογήματα ἤ ρεύματα, ὁ εὐτελισμός καί ἡ κιβδηλοποίηση τῶν πάντων, ἡ

ἀποθεοποίηση τῆς ἀγωγῆς, ἡ μετατροπή τῆς λειτουργίας σέ θέαμα ἤ ἀκρόαμα

429 Ἰω. Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Γ΄ περί ξενιτείας, ὅπ. παρ., σ. 56‐62
430 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 102‐110 . Πρβλ. Εὐχή Μελισμοῦ Θ. Λειτουργίας.
431 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 68‐9

432 Ἐλισαίου Ἀρχιμ., Πρόλογος, στο Κατηχήσεις τ. 4 σ. ιδ΄

433 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ. Κατηχήσεις, τ. 4. σ. 4‐6

434 Βασιλείου Ἀρχιμ., Εἰσοδικόν, ὅπ. παρ., σ.83‐120 καί Κατηχήσεις τ. 4, σ. 30


104
καί ὄχι ἕνα βαθύτατο ὑπαρξιακό γεγονός 435 . Κατά τόν π. Αἰμιλιανό, ἡ Θεία

Λειτουργία εἶναι ἕνα παράθυρο πρός τόν κόσμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τόν οὐρανό ,

τό ὁποῖο ἀνοίγει μέ τήν πρόσκληση τοῦ λειτουργοῦ νά καταυγασθοῦμε στό φῶς

τῆς εὐλογημένης βασιλείας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος .Μιᾶς

Βασιλείας την ὁποία βλέπει κανείς νά ἔρχεται ἀπό μακριά καί πλησιάζοντας νά

ἀποκαλύπτει τό κάλλος καί τή δόξα της. Γίνεται μιά συνάντηση μέ τό Χριστό,

μιά πορεία πρός τά ἄνω μιά πρόσληψη τῆς ζωῆς Του καί τῆς διδασκαλίας Του,

γιά νά ἀκολουθήσει ἡ μετοχή στό γαμήλιο πνευματικό δεῖπνο μέ οἰκοδεσπότη καί

Νυμφίο τόν Κύριο καί συνδαιτημόνες τούς ἁγίους Του 436.

Τά ἀποτελέσματά της, οἱ καρποί της εἶναι πρόδηλα καί προφανῆ : ἱλασμός

τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας , μετάθεση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στόν

οὐρανό, δημιουργία ἑνός «πνευματικοῦ οὐρανοῦ» πού συνίσταται στήν συνύπαρξη

ὅλων τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοῦ (πνευματικῶν καί ὑλικῶν). Πρόκειται γιά μιά

χαροποιό σύναξη «εἰς παράστασιν Θεοῦ Ζῶντος» ὅλων ἐκείνων πού « τά ὀνόματα

ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς…(Λουκ. 10,20) ». Ἐντός τῆς Λειτουργίας συντελεῖται ὁ

ἁγιασμός τῶν ὑπάρξεων καί ἡ προσφορά τους στόν Κύριο, γιά νά ἐπισκηνώσει

«ἐν αὐτοῖς ὁ Θεός ὁ Ἅγιος ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Εἶναι μια πρόσκληση

συμμετοχῆς στή ζωή τοῦ Χριστοῦ,μιά ἑνοποιός ἀγάπη ἄνευ ὁρίων πρός πάντας ,

μία πίστη καί μία ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων τῶν δυσκολιῶν τῶν προβλημάτων μας

σ’ Ἐκεῖνον 437.Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μιά δωρεά καί μιά μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου

Πνεύματος , ἕνας τρόπος ἀποκαλύψεως τῶν οὐρανίων πραγμάτων 438 ἕνας τόπος

χαρᾶς και συνάντησης οἰκείων : ἁγίων ‐ ἀγγέλων ‐πιστῶν. Μολονότι

ἐπαναλαμβάνεται κατά τον ἐξωτερικό τύπο, διατηρεῖ τή μοναδικότητά της 439, εἶναι

ὁ χῶρος ἤ καλύτερα ἡ χώρα τῶν ζώντων, ὅπου συνάπτονται οἱ δύο κόσμοι τοῦ

Θεοῦ 440 . Παραλλήλως εἶναι μιά «συναμφότερη» πράξη , μιά διακονία τοῦ Χριστοῦ

πρός τούς ἀνθρώπους ἀνάλογη τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του, μιά ἐξέγερσις καί

435Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 181‐184


436 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 33‐ 46
437 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 19‐47

438 Πρβλ.Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Γ, ΄ ἐκδ. ΕΠΕ τ. 28 σ. 120, παρ. 4

439 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 205

440 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 207‐217


105
κάθοδος τοῦ Κυρίου441, μιά εὐχαριστιακή ἀντίδοση ‐ ἀντιμεταχώρηση ‐ ἀναφορά τῶν

ὑπάρξεων πρός τόν Σώζοντα , μιά συνοίκηση μέ τόν Θεοποιοῦντα 442 . Μέ τόν

τρόπο αὐτό ὁ καθένας οἰκειοποιεῖται τή θεία Οἰκονομία καί μετέχει στόν

ἁγιασμό τῆς κτίσεως μεταλαμβάνοντας τοῦ ἄρτου «τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ

καταβάντος»443. Καθίσταται ἱερεύς τῆς κτίσεως καί ἱερουργός τῆς ὑπάρξεώς του ,

ὥστε καί αὐτή νά θεουργεῖται διά τῆς καθάρσεως. «…Ἐγώ ὡς προσωπικότης

γίνομαι πλέον , ὡς ἐλέχθη, ἱερουργός μέ τήν γνώμην μου καί μέ τήν θέλησίν μου.

Γίνομαι ταυτοχρόνως τό πεδίον , τό θυσιαστήριον τῆς ἐμῆς λατρείας καί

λειτουργίας καί τό θυσιαστήριον τῆς λειτουργίας τήν ὁποία κάμνει στήν

προσωπική του σχέση ὁ Θεός μέ μένα. Μέ διακονεῖ ὁ Θεός! … ὅπως ὁ ἄρτος καί ὁ

οἶνος ἐπί τῆς τραπέζης τρώγεται καί πίνεται , ἔτσι και ὁ Θεός. Εἶναι ὁ σῖτος « ὁ

ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος …» 444. Ἀποκτᾶ κανείς ὅλα τά δικαιώματα

τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή , τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν

ταπείνωση καί προετοιμάζεται νά δεχθεῖ τήν ἱερουργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί

νά πραγματοποιήσει ἕνα ἐνθουσιαστικό ξέσπασμα τῆς ὑπάρξεώς του πρός τό

Θεό. Ἄσκηση καί Θεία λειτουργία χαρίζουν στόν πιστό τή μυστική καί τή

μυστηριακή παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἀνοίγουν τίς πύλες τοῦ μυστηρίου τῆς

Βασιλείας , ὅπως συνέβη στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου 445.

Γ. Λειτουργικά βιώματα 446 τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ.

Ὁ Γέροντας εἶχε ἐξαρχῆς λατρευτικούς –λειτουργικούς προβληματισμούς.

Ἔζησε ταυτόχρονα ‐ στό διάστημα τῆς νεότητός του ‐ τό κατανυκτικό περιβάλλον

τῶν ταπεινῶν μοναστηριακῶν λειτουργιῶν και τά πολύβουα ἐκκλησιάσματα τῶν

πόλεων.«…Καθημερινῶς καί ἰδίᾳ κατά τάς Κυριακάς καί τάς ἑορτασίμους ἡμέρας

βλέπομεν νά συναθροίζονται οἱ πιστοί διά νά κυκλώσουν τά θυσιαστήρια ’ ἕως

441 Ψαλ. 58,5


442 Αρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 179 ‐180 , 51‐53 , 54
443 Ἰω. 6, 41 ‐ 50
444 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 187
445 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 189 – 199.

446 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 142 – 157.


106
τῶν κεράτων ’ αὐτῶν. Τοῦτο δέ συνιστᾶ μίαν ποιμαντικήν εὐθύνην διά τούς

λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅσον πληροῦνται οἱ ναοί μας, τοσοῦτον οἱ

χριστιανοί μας ἐν συγκινητικῇ ἀποδοχῇ ἀναμένουν τόν ἄρτον καί τόν οἶνον, τόν

αἶνον καί τόν λόγον , τόν ἐνόντα Θεόν… Ἑκάστη Λειτουργία ἔχει τόν ἑαυτῆς

χαρακτῆρα, καί προσδίδει ἕν ἴδιον βίωμα. Ἐπί παραδείγματι ἡ θ. Λειτουργία τοῦ

ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἡ εὐχρηστοτέρα , καθημερινή και ζωηρά,

ἄνετος, οἰκεία, τρέχουσα καί γέμουσα πνευματικοῦ ἡλιόφωτος. Ἡ τοῦ Μ.Βασιλείου

σοῦ δημιουργεῖ μίαν λογικήν καί διαυγῆ ἀνάνηψιν, μίαν βασιλοπρεπῆ πορείαν

εὐμενῶς περικυκλοῦσαν τούς ἀγαθούς , τούς πονηρούς, τά νήπια, τήν νεότητα, τό

γῆρας , τούς πεπλανημένους, τούς ἀβοηθήτους , τούς ἀπηλπισμένους καί πάντας

τούς δεομένους τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας. Καί ἡ λεγομένη λειτουργία

τῶν Προηγιασμένων εἶναι ἡ πλέον ἐπίκαιρος και πρόσφορος καταφυγή τοῦ

ἀνθρώπου εἰς τόν Θεόν διά τῆς ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν καί τῆς οὐρανίου

δωροδοσίας. Ἐν αὐτῇ ὁ ἄνθρωπος γεύεται γλυκείας και λυτρωτικῆς θαλπωρῆς,

δέχεται ἀγωγήν θεϊκήν καί χαίρεται τήν καθημερινήν μεταστροφήν του, ἄχρι τῆς

ἐν καινότητι ‘Ἀναστάσεως ἡμέρας’….» 447.

Ἔνιωσε ὅμως ἀπό νωρίς ὅτι σπονδυλική στήλη τοῦ σωστικοῦ ἔργου τῆς

Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεία λατρεία καί εἰδικά ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἐπόθησε ἡ

καθεμιά του λειτουργία νά εἶναι μιά πραγματική ἀναφορά στό Θεό, μιά

«σύνοδος» οὐρανοῦ καί γῆς448. Γι’ αὐτό καί κατηύθυνε τά πάντα ὥστε νά ὁδηγοῦν

στήν κατάνυξη τῆς ψυχῆς μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ 449 . Ξεκινᾶ πάντοτε

μέ ἁπλότητα καί εὐκρίνεια, μέ εὔληπτες καθημερινές παραστάσεις νά περιγράφει

καί νά καθιστᾶ κοινωνούς τῶν βιωμάτων του τά τέκνα του ὑποσημαίνοντας ὅτι

μέσα ἀπό μιά ἁπλή διαδικασία βρώσης, πόσης καί συνάθροισης οἰκειούμεθα τό

Θεό καί ὁ Ὤν γίνεται συνών450.

447 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Πρόλογος στό Ἱερατικόν Α΄ , ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας 1991, σ. ζ ‐ η
448 Ἱερομ. Γρηγορίου , Ἡ Θεία Λειτουργία , σχόλια , Ἀθῆναι 1982 , σ. 33 ‐ 36.
449 Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ποιμαντικοί προβληματισμοί μέ ἀφορμή τή Θεία Λειτουργία σήμερα,

στά Πρακτικά Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Δράμας , Δράμα 1998 , σ. 57‐82.


450 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 204 ‐206 , τ. 4 σ. 18
107
Ἡ ἔνταξη στό λατρευτικό κλῖμα τῆς θείας λειτουργίας ὁμοιάζει μέ τή ζωή

τῶν προφητῶν πού περιέγραφαν , προέβλεπαν ἀλλά δέ ζοῦσαν τό μυστήριο τῆς

σαρκώσεως τοῦ Θείου Λόγου. Ἑπομένως ἡ λειτουργία καταρχήν δέν εἶναι

«νοιώσιμο», δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀπατηλή συναισθηματική κατάσταση τοῦ

ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι βίωμα , δηλαδή πλήρης κατανόηση αὐτοῦ πού νιώθει

κανείς. Τό πρῶτο λοιπόν βίωμα τῆς λειτουργίας εἶναι πώς αὐτή συγκροτεῖ μιά

σύναξη τῶν ἁγίων ἐν Χριστῷ. Ἡ εὐλογία τοῦ λειτουργοῦ και ἡ κλίση τοῦ σώματος

τοῦ πιστοῦ σημαίνουν ἀποδοχή καί προσκύνηση τοῦ ἀοράτως ἱερουργοῦντος καί

τελειοῦντος Κυρίου καί τῆς στρατείας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου πού Τόν

περιστοιχίζει. Μπορεῖ ἡ θεία λειτουργία , ὡς μυστήριο ἀναμνήσεως 451 , νά μᾶς

ὑπενθυμίζει τά γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας πού κορυφώνονται στή σταυρική

θυσία τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νά ὀνομάζεται «ἀναίμακτη θυσία» ἀλλά πρωτίστως

εἶναι εὐχαριστία. Ἡ εὐχαριστία ἀφορᾶ στά ὁρώμενα καί τά νοούμενα, στά

καταληπτά καί τά ἀκατάληπτα, στά περιγραπτά καί τά ἀπερίγραπτα, στά

γνωστά καί στά ἄγνωστα, στά φανερά καί τά ἀφανῆ 452. Ἐπιπλέον εἶναι ἀναφορά,

προσφορά, προσευχή, δοξολογία, μυστικός δεῖπνος, βίωση «ἐν ἐσόπτρῳ» τῆς

οὐράνιας πραγματικότητας453. Ἔτσι ξεπερνῶνται οἱ συναισθηματικές ἐξάρσεις καί

ὁ πιστός ἀπολαμβάνει , ἐκστατικῶς καί ἐκφαντορικῶς , θέαν Θεοῦ.

Παράλληλα , ἐκτός τῆς συνάξεως τῶν ἁγίων , στή λειτουργία συμμετέχουν οἱ

ἀγγελικές δυνάμεις ὑπό τούς Ἀρχαγγέλους ‐ἀρχιστρατήγους κάτι πού μᾶς

ὑπενθυμίζει τήν ὑπεύθυνη στάση τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ κατά τόν πόλεμό τους

μέ τό Σατανᾶ 454. Ἄρα καί ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία σύναξη πού προϋποθέτει

πόλεμο, κίνδυνο , πτώσεις , ὁπότε τό παράγγελμα τοῦ λειτουργοῦ καί ἐν ταὐτῷ

ἀρχαγγελικός λόγος « στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου» γίνεται ἀπαρχή

σωτηρίας καί νίκης. Κατόπιν ἡ λατρεία γίνεται ἀφορμή συνάψεως δεσμοῦ μέ

πρόσωπα πού τή ζωογονοῦν , μέ τόν ἑορταζόμενο ἅγιο ἤ μέ τά τελούμενα,

451 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν , Εὐχαριστία , ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000, σ.35 , 41‐69 , 141, 155
452 Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου.
453 Α΄Κορ. 13,12
454Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως , στήν P.G.94 ,
873 C– 876B
108
γεγονός πού προϋποθέτει προανάγνωση καί προετοιμασία διά τῶν λατρευτ‐κῶν

κειμένων. Ἡ προσέγγιση τοῦ νοήματος τῆς ἡμέρας ἤ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου που

ἑορτάζει δημιουργοῦν ἄνεση καί οἰκειότητα μέ τά τελούμενα. Γι’ αὐτό

ἐπιβάλλεται ἡ συγκίνηση πού προκαλοῦν τά λατρευτικά βιώματα νά εἶναι θεϊκή

κι ὄχι συναισθηματική . Ἀλλιῶς ἐμποδίζεται ἡ κατανόηση τοῦ ἑνοποιητικοῦ

χαρακτήρα τῆς λατρείας 455 , ὁ καθείς ἀπομονώνεται στήν προσευχή ὑπέρ ἑαυτοῦ

καί οἰκείων, δέν ἐνεργεῖ οἰκουμενικά, καθολικά. Ἀπαιτεῖται ἡ κατανόηση τῆς

ἑνοποιήσεως χώρου καί χρόνου γιά νά μπορέσει κατόπιν ὁ πιστός νά χωρήσει

στήν προσωπική του λειτουργία διά τῆς προσευχῆς καί δή τῆς «εὐχῆς»456. Αὐτή

ἡ προσευχή καθίσταται μιά προσμονή τοῦ Χριστοῦ μέ κενωτική διάθεση , ὥστε

ἡ ὕπαρξη να συσσωματωθεῖ , νά μετατραπεῖ εἰς Χριστόν457 καί νά λειτουργεῖ ὡς

νοῦς Χριστοῦ.

Γιά τό Γέροντα ἡ λειτουργία ξεκινοῦσε ἀπό τη στιγμή πού προγραμμάτιζε

νά λειτουργήσει, κινοῦνταν σ’ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσμονῆς : «…Ἐχθές το

ἀπόγευμα ἦλθε κάποιος ἀπό τούς πατέρες στό κελλί μου καί συνεννοηθήκαμε

νά κάνωμε νυκτερινήν λειτουργίαν. Σᾶς λέγω ὅτι ἀπό την ὥραν ἐκείνην μπῆκα

στήν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας λειτουργίας καί δέν ξέφυγα καθόλου οὔτε στό

ξύπνιο οὔτε στόν ὕπνο μου, οὔτε ὅταν ἐτέλουν τήν θείαν λειτουργίαν(…) Οὔτε

μίαν στιγμήν δέν ξέφυγε ἀπό τήν διάνοιάν μου ἡ λατρευτική αὐτή σύναξις εἰς

τήν ὁποίαν ἔνοιωσα ὅτι εἶχα εἰσέλθει, καί ἡ συνείδησίς μου δέν ἔπαυσε νά

αἰσθάνεται τήν εὐθύνη τῆς παραστάσεώς της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.(…) Μία ὥρα

περίπου χρειάσθηκε γι’ αὐτήν τήν ἐτοιμασία μέχρι νά ἀρχίσω τήν θείαν

λειτουργίαν. Μετά ἀπό τόν καθαγιασμόν τῶν τιμίων δώρων ἦταν τόσο

κατακλυσμιαῖο τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς, τῆς εὐφροσύνης – τό ὁποῖο ὅπως

καταλαβαίνετε , δέν εἶναι πάντοτε ἴδιο, διότι παίζει ρόλο ὅλος ὁ ἄνθρωπος καί ὁ

Θεός κατά την οἰκονομικήν του διάθεση, τήν ὁποίαν ἔχει ἀπέναντί μας – ἦταν

455 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 142 ‐ 154


456 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.4, σ.158 κ.ἑ.
457 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 137, 139
109
τέτοια ἡ αἴσθησις , ὥστε τότε κατάλαβα ὅτι τήν ὥραν ἐκείνην τελοῦσα τήν

λειτουργίαν, ὅτι τήν ὥραν ἐκείνην εἶχα γίνει Χριστός…»458.

Κι ἔτσι προχωροῦσε στή λειτουργία μετά τήν λειτουργία459 , στή χαρά τῆς

σιωπῆς, τῆς ἡσυχίας ,τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἐν συνεχείᾳ

προσευχῆς ὥστε ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά εἶναι διαρκής, ἡ βίωση τοῦ Θεοῦ

ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ἀδιάστατη , ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀκαταμάχητη, ἡ βεβαιότητα

στή ζωή σταθερή , ἡ ἐντρύφηση στά βάθη τοῦ Πνεύματος μόνιμη 460.

458 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 139‐140


459 Ἀλεξ. Σμέμαν, Εὐχαριστία , ὅπ.παρ., σ. 157
460 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 154, 155, 156
110

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ


111

Ι. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Ὁ Γέροντας ὡς ποιμήν τῆς νεότητος.

Ἀπό τά μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια ὁ γέροντας ἔταξε τόν ἑαυτό

του στή διακονία τῆς σπουδάζουσας ἤ ἐργαζόμενης νεότητας. Θά μποροῦσε

κανείς ἐκ προοιμίου νά πεῖ ὅτι αὐτός ὁ προσανατολισμός του ἦταν ἀποτέλεσμα

μιᾶς διορατικότητος , πού διέθετε σέ ὅλες τις πτυχές τῆς ζωῆς του ὥστε να

προηγεῖται καί νά προλαμβάνει τίς ἐξελίξεις . Στό ἔργο τῆς κατηχήσεως συνεργά‐

στηκε μεταξύ ἄλλων καί μέ τόν σημερινό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Δημήτριο

( Τρακατέλλη) , λαϊκό , τότε , στέλεχος τῆς ἀδελφότητας «ΖΩΗ» , ὁ ὁποῖος

μαρτυρεῖ σχετικῶς : «…τόν Γέροντα Αἰμιλιανό, ἐγνώρισα ὅταν ἦτο μαθητής τῶν

τελευταίων τάξεων τοῦ Λυκείου καί ἐν συνεχείᾳ φοιτητής τῆς Θεολογικῆς

Σχολῆς Ἀθηνῶν. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχήν ἐκείνη εἶχα τή δυνατότητα νά ἐκτιμήσω

τά ἐξαίρετα χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του , τό βάθος τῆς πίστεώς του,

τή θερμότητα τοῦ κατά Θεόν ζήλου του καί τήν ἀταλάντευτη ἀφιέρωσή του

στόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Συνεργασθήκαμε ἐπί χρόνια στό πολυσύνθετο ἔργο

τῆς χριστιανικῆς μορφώσεως τῶν παιδιῶν καί τῆς νεολαίας στήν εὐρύτερη

περιοχή τῆς Πρωτευούσης. Στήν προσπάθεια αὐτή τῆς ἐν Χριστῷ οἰκοδομῆς τῆς

νέας γενεᾶς , ὁ γέρων Αἰμιλιανός , ὡς νεαρός φοιτητής και θεολόγος, ὑπῆρξε

δημιουργικός , μεθοδικός καί ἀκαταπόνητος μέ ἀποτέλεσμα νά ἐμφανίσῃ πολύ

ἐνωρίς ἔργο ἀξιόλογο καί προφανῶς δυσανάλογο πρός τήν ἡλικία του. Ἡ

ἐπιτυχία του αὐτή ἦτο προϊόν τῆς ὄντως μεγάλης πίστεώς του καί τῆς

χαρισματικῆς ἀγάπης του πρός τή νέα γενεά…»461. Κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ ὁ

Γέροντας μεταφυτεύεται στα Τρίκαλα καί σύντομα καθίσταται πνευματικός

πατέρας κυρίως τῶν νέων462. Εἶναι πολυσήμαντη ἡ στιγμή αὐτή γιά ἐκεῖνον

461 Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Δημητρίου Τρακατέλλη, μνημ. ἐργ., σ. 119


462 Λορέντζο Ντιλέττο, ὅπ. παρ., σ. 74
112
ἀλλά καί γιά τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔρχεται σέ μιά ἐποχή πού ἀναζητᾶ

ὅραμα καί σέ μιά περιοχή πού ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς στάχτες τοῦ ἐμφυλίου.

Μόλις πρίν μία δεκαετία ἡ περιοχή τῶν Τρικάλων κατέστη χῶρος ἀδελφοκτόνων

συγκρούσεων , ὑπαγορευμένων ἀπό ἕνα αὐτοκαταστροφικό μῖσος , πού συνδαυλι‐

ζόταν καί ἀπό τά ἔντονα πολιτικά πάθη . Ὁ Γέροντας ἐμφανίζεται εἰρηνοποιός,

ἑνοποιός καί μέ τή γλῶσσα τῆς πηγαίας , ἀνεπιτήδευτης καί ἀνυστερόβουλης

ἀγάπης του ἀγκαλιάζει τούς πάντες . Δίνει τό ὅραμα τῆς αἰωνιότητας σ’ αὐτή τή

νέα γενιά , πού ἀναζητεῖ προσανατολισμό καί νόημα στή ζωή. Τό κήρυγμά του

δέν ἀγγίζει τους σπουδαίους τῆς κοινωνίας · γίνεται ἀποδεκτό καί καρποφορεῖ

στίς καρδιές τῶν φτωχῶν χωριατόπαιδων , πού μέ τίς ὑπέρμετρες θυσίες τῶν

γονέων τους μεταβαίνουν ἀπό τά ἀγροτικά χωριά τοῦ κάμπου ἤ κατεβαίνουν ἀπό

τά Χάσια καί τήν Πίνδο στό Γυμνάσιο τῶν Τρικάλων καί τῆς Καλαμπάκας γιά

νά σπουδάσουν. Στίς αἴθουσες κατηχήσεως τῆς νεότητος , στίς κατασκηνώσεις

τῆς Μητροπόλεως καί στίς ποιμαντικές του ἐξορμήσεις στά χωριά , ὁ λόγος τοῦ

νεαροῦ ἱερομονάχου, μέ τό ἀχνό μελαγχολικό χαμόγελο καί τή χριστοειδή μορφή ,

διαπερνᾶ τήν καρδιά τῶν ἀκροατῶν. Σύντομα τά ἀκροατήριά του συνωθοῦνται463

καί ξεχειλίζουν στούς τόπους ὅπου ὁμιλεῖ. Αὐτή τήν ἀγάπη του γιά τούς νέους

δέν τή λησμόνησε ποτέ ἀσφαλῶς καί γιά τό γεγονός ὅτι τήν εἰσέπραξε

πολλαπλάσια κι ἀπό ἐκείνους. Δέν ταυτίστηκε ποτέ με τά ἐνδιαφέροντά τους

οὔτε συσχηματίστηκε μέ τις ἐπιθυμίες τους γιά νά γίνει ἀρεστός · σκοπός του δέν

ἦταν νά αὐτοπροβληθεῖ , νά προσηλυτίσει καί νά δημιουργήσει πλῆθος ὀπαδῶν ,

ἀλλά νά παιδαγωγήσει εἰς Χριστόν. Ὁ Γέροντας ἐπιθυμοῦσε να περιστοιχίζεται

ἀπό «φίλους» μαθητάς καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή μετέδιδε τήν ἀλήθεια ὅτι εἶναι

ἕτοιμος νά δώσει κάθε ἰκμάδα τῶν δυνάμεών του γιά τήν πνευματική τους

ἀνέλιξη 464 . Γι’ αὐτό ἀγαπήθηκε ἀπό τή νεότητα , ὅσο κι ἐκεῖνος τήν ἀγάπησε ,

ἐφόσον ἡ νέα γενιά μ’ ἐμπιστοσύνη διέκρινε τήν εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών του

καί τήν ἐκ μέρους του ὑπόδειξη μιᾶς ἐναλλακτικῆς ζωῆς , τελειότερης καί

ἀνώτερης. Ἡ διδαχή του εἶχε βιωματική κι ὄχι ἠθικοπλαστική διάσταση , γεγονός

463 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 31


464 Ἰω.15.13‐14
113
σπάνιο στό πλαίσιο μιᾶς κοινωνίας , πού περιοριζόταν ‐ ἀκόμη καί σέ

θρησκευτικό ἐπίπεδο ‐ σέ ἀνούσιες ἠθικολογίες προκαλώντας τήν ἀποστροφή τῶν

ἐπαναστατημένων νέων · τῶν νέων πού ἐπιθυμοῦσαν ἕνα κόσμο καλύτερο καί

δικαιότερο μιά κοινωνία τίμια , ἀνοικτή , αἰσιόδοξη καί εἰλικρινή , μέ προοπτική,

ἑνότητα καί ὅραμα. Ὁ Γέροντας δεν ἔβλεπε καμμιά διέξοδο στίς δομές τῆς τότε

κοινωνικῆς κατάστασης καί πρόβαλε ὡς πρότυπο ζωῆς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀσφαλῶς καί φαινόταν σάν οὐτοπικό ἀλλά ἦταν ἄκρως ἐπαναστατικό καί

ρηξικέλευθο τό κήρυγμά του σέ μιά ἐποχή πού οἱ πάντες μιλοῦσαν γιά

οἰκονομική ἀνόρθωση ‐ ἀνάπτυξη , ἐργασία, μετανάστευση , ἀνοικοδόμηση κ.λ.π. Ὁ

π. Αἰμιλιανός προέβλεπε πώς τούτη ἡ κοσμική προοπτική σύντομα θά

καταποντιζόταν στή ματαιότητα, στήν προσκαιρότητα · ἔστω κι ἄν προκαλοῦσε

ἕνα ἀναπτυξιακό θαῦμα , θά δημιουργοῦσε ἕνα βαθύ ὑπαρξιακό κενό , ὅπως καί

συνέβη ἀργότερα. Γι’ αὐτό χάριζε καί ἐκδίπλωνε στά νειᾶτα τῆς ἐποχῆς τίς

πτυχές μιᾶς ζωῆς με προοπτική αἰωνιότητας καί ὄχι προσκαιρότητας ἤ

προδομένων ὀνείρων.

Β. Ποιμαντική τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας.

Ὁ Γέροντας διακρινόταν γιά τόν ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἐπιλογή τρόπου

ζωῆς καί τήν πραγμάτωση τῆς προσωπικῆς κλήσης καθενός πνευματικοῦ του

τέκνου. Περιέβαλε μέ ἐκτίμηση τήν προτίμηση τῶν περισσοτέρων ‐ἀριθμητικά‐

τέκνων του νά ἀναδεχθοῦν τόν χρηστό ζυγό τοῦ γάμου, διότι ἐπιθυμοῦσε νά

δημιουργεῖ κλῖμα ἀνέσεως καί χαρᾶς στήν κάθε ψυχή, ἡ ὁποία ἔδινε διέξοδο

στίς ἐφέσεις της. Μέ τή διορατικότητα καί τήν ἐμπειρία του μποροῦσε ἀπό νωρίς

νά διακρίνει ἐάν οί ἐπιθυμίες καθενός ἦταν σταθερές καί βέβαιες, ὥστε στήν

κατάλληλη στιγμή νά ἐνθαρρύνει τίς ἀποφάσεις ζωῆς. Δέν κατηύθυνε τυφλά

καί προπαγανδιστικά τούς πάντες στή μοναχική ζωή , τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε
114
καί ὑπερτιμοῦσε, ἀλλά μέ τίς νουθεσίες του βοηθοῦσε νά καταλάβει ἐάν κανείς

μπορεῖ νά « χωρήσῃ τόν λόγον τοῦτον , ἀλλ΄( εἰ τούτῳ) δέδοται»465.

Ἐξυψώνει στά κηρύγματά του καί τά κείμενά του τό μυστήριο τοῦ γάμου

εἰς ὕψος νοητόν καί ὑπογραμμίζει τό θεολογικό βάθος του , ὥστε οἱ ἔγγαμοι νά

πολιτεύονται ἀξίως τῆς κλήσεως 466 , πού ἔλαβαν ἀπό τό Θεό. Θεωρεῖ τόν

μυστηριακό 467 καί θεοσύστατο γάμο μία ἀπό τίς σημαντικότερες στιγμές τῆς

ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς ἀπαρχή πνευματικῶν ἀγώνων. Κάθε ἀποτυχία στό γάμο

σημαίνει καί ἀποτυχία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἔγγαμοι δέν συνυπάρχουν οὔτε

ἁπλῶς συμβιώνουν, δέν ἀποφασίζουν νά «γλεντήσουν» ἔτσι τή ζωή τους,

μετατρέποντας τό σπίτι σέ ξενοδοχεῖο πολλαπλασιάζοντας τό ὑπαρξιακό τους

κενό καί δολοφονώντας τήν πνευματική τους ζωή. Μέ βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἀξίας

τῆς ἀγωγῆς περί γάμου , ὁ Γέροντας συνιστᾶ τήν ἔναρξη μιᾶς τέτοιας

προπαιδείας ἀπό τήν παιδική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία προετοιμάζει

τό μέλλον του λαμβάνοντας πλῆθος ἐπιπόλαιων γνώσεων , συχνά γιά ἀνούσια καί

ἐπουσιώδη. Τό παιδί μαθαίνει καταρχήν νά ἀγαπᾶ , νά δίνει, νά στερεῖται, νά

ὑπακούει, νά ἔχει ἁγνότητα ψυχῆς καί σώματος, τιμιότητα, γενναιότητα,

ἀποφασιστικότητα, εἰλικρίνεια, χαρά, ἐπιστήμη ἤ τέχνη, νοικοκυρωσύνη . Μιλᾶ ἀπό

τό 1971 ἐπαναστατικά καί πρωτοποριακά σέ μιά τοπική κοινωνία κλειστή κι

αὐστηρή ἐξαίροντας τή δυνατότητα τῆς καλῆς γνωριμίας ἤ ἀκόμη καί τῆς

διάλυσης τοῦ ἀρραβώνα , ἐάν τό ζευγάρι εἶναι ἀταίριαστο. Προβάλλει τή

σπουδαιότητα τῆς ἔγκαιρης καί ὑπεύθυνης ἐκλογῆς συζύγου , – γεγονός ἐξαιρετικά

ἐπίκαιρο στίς μέρες μας ὡς αἰτία πλείστων διαζυγίων ‐ ἡ ὁποία ὀφείλει νά

διεξάγεται ἐλεύθερα καί ἀβίαστα , μακρυά ἀπό ἐπιρροές φιλικῶν προσώπων ἤ

κυρίως τῶν γονέων , λαμβανομένης ὅμως ὑπόψιν καί τῆς γνώμης τῶν ἄλλων

ἐνίοτε .

Σημαντικά στοιχεῖα τῆς ἐπιλογῆς συζύγου θεωρεῖ ὁ Γέροντας τήν

προσήλωση στήν οἰκογενειακή ζωή , τήν προσκόλληση στό (στή) σύζυγο, τόν

465 Μτθ. 19,11


466 Ἐφ. 4,1 καί Φιλ. 1, 27
467 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 174‐194.
115
ἀνοικτό χαρακτήρα, τήν ἔλλειψη μεμψιμοιρίας, θρησκοληψίας, ψευδοευλαβείας, 468

ψευδοτελειότητας. Μέ τήν πλούσια ἐμπειρία ὡς πνευματικοῦ καί μιά

ἐμπεριστατωμένη πρακτικότητα , ὁ Γέροντας μιλᾶ ἀκόμη καί γιά τή σημασία τῆς

κληρονομικότητας , ἀλλά ἐπιμένει ἰδιαίτερα στό στοιχεῖο τῆς πίστεως ἀνάλογης

μέ τήν πίστη τῶν ἁγίων πού παρέθεταν τά πάντα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ζητώντας

δύναμη καί φωτισμό στίς ἐπιλογές τους. Τό στάδιο τῆς ἐκλογῆς ὁλοκληρώνει ἡ

ἐπιλογή κοινοῦ πνευματικοῦ πατέρα ‐ γέροντα , πού θά εἶναι συμβοηθός τῆς

κοινῆς πορείας. Ἡ ζωή τοῦ γάμου περιλαμβάνει καί δυσκολίες , οἱ ὁποῖες

ἀποτελοῦν μέν ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τόν πνευματικό ἀγῶνα , ἀλλά αὐξάνουν

τό πνευματικό φιλότιμο 469.

Οἱ σκοποί τοῦ γάμου εἶναι μέν πολλοί καί ἐπιμέρους, ἀλλά

συμπυκνώνονται σέ τρεῖς 470 ἀπό το Γέροντα : Πρῶτα ὁ γάμος εἶναι μιά πορεία

πόνου, μιά ζωή πού τήν ὀμορφαίνει ἡ ἐλπίδα ἀλλά τήν ἐνδυναμώνει ἡ δυστυχία,

μιά συγκλήρωση ‐συμπόρευση διά πολλῶν θλίψεων , πού προϋποθέτει τήν ἄρση

ἑνός κοινοῦ σταυροῦ διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας .

Ὁ Χριστός , τό Ἅγιον Πνεῦμα δέ μένουν ἀμέτοχοι κι ἀσυγκίνητοι στήν πορεία

αὐτή ἀλλά «ὑπερεντυγχάνουν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» 471 ὑπερ τῶν ἐγγάμων.

Δεύτερον, θεωρεῖ τό γάμο ὡς μία πορεία ἀγάπης δύο ἀνθρώπων πού διά τοῦ

συγχρονισμοῦ ,τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς συναρμονίας προχωροῦν στή συνδημιουργία

μέ τό Θεό νέων ἀνθρώπινων ὑπάρξεων. Τρίτον , ὁ γάμος εἶναι πορεία στόν

οὐρανό καί τοῦτο συμβολίζεται ἐκτενῶς κατά τήν ἱερολόγησή του, ὥστε νά

κατανοηθεῖ εὐθύς ἐξαρχῆς ὅτι μεταξύ τῶν ἐγγάμων εἰσέρχεται ὡς ἑνοποιός καί

ὁδηγός πρός τά ἄνω ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο καλοῦνται νά ἀγαπήσουν ὑπέρ

ἑαυτούς, καί στόν Ὁποῖο καλοῦνται νά σκλαβωθοῦν 472.

Ὁ Γέροντας δεν παρενέβαινε στα θέματα τῆς οἰκογενειακῆς

καθημερινότητας · ἀναζητοῦσε πάντοτε τήν ὑπέρβαση τῶν προβλημάτων

468 Β΄ Τιμ. 3,5 καί Μρκ. 12,40


469 Γέροντος Παϊσίου ,Διδαχαί και Λόγοι, τ. Δ΄ Ἔκδ. Ἰ.Μ.Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Σουρωτῆς 2001 , σ. 147‐190
470 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 5, σ. 183 κ.ἑ
471 Ρωμ. 8,26
472Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 193‐4
116
θέτοντας ὑψηλούς σκοπούς στήν οἰκογενειακή συμβίωση. Ἡ σχέση του με τά

παιδιά καί τήν ἀνατροφή τους ἦταν ἀγαπητική, γνήσια, εἰλικρινής ἐφόσον ἤθελε

πάντοτε νά ἐξοικειώνονται μέ τά προστάγματα τῆς Ἐκκλησίας 473 , τό πνεῦμα τῆς

θυσίας καί τήν ἀποφυγή τῶν παράλογων ἀπαιτήσεων. Γιά νά ἐξάρει θεολογικές

ἔννοιες , ὅπως ἡ Ἐκκλησία , ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ σωτηρία , χρησιμοποιοῦσε

εἰκόνες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς 474 . Σκοπός του ἦταν – μέ πρότυπο καί κατ’

ἀναλογία πρός τή μοναστική ζωή ‐ ἡ ἀπόκτηση τῆς χαρᾶς μέσα στό κάθε σπίτι

μέ τόν ἀλληλοσεβασμό , τή συναντίληψη καί τήν προσφορά τιμῆς τοῦ ἑνός

συζύγου πρός τόν ἄλλο475. Τόνιζε πώς ἡ οἰκογενειακή ζωή καταυγάζεται ἀπό τή

χάρη τοῦ Θεοῦ , ὅταν προάγει τή λατρευτική ‐ λειτουργική ζωή τῶν μελῶν της , τή

μελέτη, τόν πνευματικό ἀγώνα , τήν ὑπακοή , τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, τήν ἐν

Χριστῷ τελείωση. Γι’ αὐτό ὁ γάμος δέν εἶναι θέμα σωματικότητος, ἀλλά

προαγωγός εἰς Χριστον , βασιλεία , παράδεισος 476 . Ὁ Γέροντας, ὅπως καί σέ ἄλλες

πτυχές τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας , ἦταν μεταδότης μιᾶς ὑγιοῦς ,

ἰσορροπημένης πνευματικότητας πού δέν «κατακυρίευε τῶν κλήρων» ἀλλά

ὁδηγοῦσε στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ 477.

Β. Ποιμαντική τῶν ποιμένων ( κληρικῶν – θεολόγων ).

Μιά πολύ βασική πτυχή τῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητας τοῦ Γέροντα

ἦταν ἡ ἐνίσχυση και καθοδήγηση ἀνθρώπων πού εἶναι ἀπό την Ἐκκλησία

ἐπιφορτισμένοι μέ τό καθῆκον τῆς διαποιμάνσεως ἤ κατηχήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ

Θεοῦ , ἐνῶ οἱ ἴδιοι καταντοῦν πολλές φορές ἀποίμαντοι478 καί ρίχνονται ἀστήρικτοι

στόν ἀγώνα ἑλκύσεως ψυχῶν στή θεία σαγήνη. Μέ πολλή διάκριση καί

μυσταγωγική διάθεση χειραγωγοῦσε εἴτε τούς κληρικούς – πνευματικά του τέκνα ,

473 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.5, σ. 49‐50 , 99‐100


474 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 163, τ.2 σ.155 , 88 , τ. 5 σ. 46, 48‐53 , 54
475 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 225‐231

476 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 409 καί 412 ‐ 3

Α΄Πέτρ.5,3 και Ρωμ. 8,21


477

Ἱερομ. Γρηγορίου , Ἡ Θεραπεία τῶν θεραπευτῶν, ἔκδ. Ἱ. Κελλίου « Ἁγ. Ἰω. Θεολόγος» ‐Δόμος ,
478

Ἅγιον Ὄρος 2003 καί Πρωτ. Βασιλείου Θερμοῦ, Ποιμαίνοντες μετ΄ἐπιστήμης , ὅπ.παρ., σ. 45
117
εἴτε τούς ὑπολοίπους στή βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ,ἐνῶ τούς

θεολόγους τούς θεωροῦσε ἐξίσου ἱερουργούς τῶν θείων ἀληθειῶν. Ἀξίζει νά

σημειωθεῖ ὅτι στά ἐκδεδομένα κείμενά του περιλαμβάνονται τρεῖς ὁμιλίες πρός

θεολόγους τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης , μέ μυσταγωγικό περιεχόμενο, μέσα ἀπό τό

ὁποῖο διαπιστώνει κανείς ἀρχικά ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ ἔκφραση ἑνός

ἀγαπητικοῦ βιώματος πού διαθέτει ἐμπειρική γνώση καί ἀποκαλυπτική δύναμη 479

και μπορεῖ νά χαρακτηρίζει καθέναν ἐν ἐπιγνώσει βεβαπτισμένο χριστιανό. Στά

χνάρια τοῦ πρώτου θεολόγου , δηλαδή τοῦ Θεοῦ Πατρός , συνενώνονται οἱ δύο

ὄψεις τοῦ θεολογεῖν : ἡ θεωρία ( εἶπεν) καί ἡ πράξη (ἐποίησεν). Ὁ Κύριος , ὡς

ἐνυπόστατος Θεῖος Λόγος , διά τοῦ τρόπου ζωῆς, τῶν διδασκαλιῶν, τῶν

θαυμάτων, τῆς θυσίας καί ἐν συνόλῳ τῆς ἐνσαρκώσεώς Του , φανερώνει τη

δεύτερη ἰδιότητα τῆς θεολογίας : τήν ἀποκάλυψη. Τό Ἅγιον Πνεῦμα , ὡς τρίτος

θεολόγος ἀποκαλύπτει τό τρίτο χαρακτηριστικό τῆς θεολογίας : τή σοφία. Μέ τή

ζωή τους θεολογοῦν ἡ Παναγία , ὁ Πρόδρομος καί διά τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀπόστολοι

καί οἱ ἅγιοι πού συνεργοῦν στήν αὐτοαποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν

κοινωνίᾳ , ἑνότητι και πληρότητι. Ἑπομένως καθένας ἀναδεικνύεται θεολόγος

ἐάν διά τῆς ἐναρέτου ζωῆς του καί τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας τοῦ

αὐτοαποκαλύπτεται ὁ Θεός. Τή θεολογία διακονοῦν ἀκόμη ἡ φύση , ἡ εἰκόνα , τό

κήρυγμα , τό θαῦμα , τό μυστήριο , τό μαρτύριο , ἡ προσευχή , τά ὁποῖα συντελοῦν

στή βίωση τοῦ Θεοῦ 480 . Πραγματικός θεολόγος γίνεται κανείς ὅταν μελετᾶ

καταρχήν σωφρόνως ἐντός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος καί μετέχει προσωπικῶς

στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ὅταν καθημερινῶς συναντᾶται μέ ἁγίους καί

βιωματικῶς , διά τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Πρός τοῦτο

ὁδηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα στήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, στή νήψη καί

τήν ἄσκηση , στήν ἑνοποιό ‐ θεοποιό προσευχή , στήν ἔκχυση τῆς θεότητος τοῦ

Θεοῦ , πού φέρει ἐντός του , στό περιβάλλον του , ὥστε ἀποκτώντας τόν

Παράκλητο ὁ ἴδιος, πολλοί νά σώζονται δι’ αὐτοῦ. Ἡ ταπείνωση, ἡ γνώση τῆς

479 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 319


480 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 299‐310
118
προσωπικῆς ἀνεπάρκειας , ἡ ἡσυχία (σχολάζειν) , ἡ κάθαρση , ἡ ἄσκηση481

συμπληρώνουν αὐτή τή θεοποιό πορεία 482 πρός τόν παράδεισο τῆς θεωρίας καί

τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό483 , τῆς διπλῆς ἕνωσης μαζί Του , μυστικῆς ( ἐντός του)

και μυστηριακῆς (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ) 484 . Ἔτσι ὁ πιστός ἄνθρωπος μετέχει χάριτος

προφητικῆς , λειτουργικῆς καί βασιλικῆς.

Γιά τούς ἱερεῖς ὁ Γέροντας τρέφει ἀνεπιτήδευτα , ἀγαπητικά,

«συλλειτουργικά» αἰσθήματα : «… Ὁ προφήτης Ὠσηέ , μετά πολλῆς θλίψεως

ἐσημείωσεν : ’ἔκρυψαν ἱερεῖς ὁδόν Κυρίου’ ( 6,9) Τουτέστιν, ἔκρυψαν καί διέστρεψαν

τήν ὁδόν Κυρίου . Αὐτά τότε . Σήμερον ὅμως ἠμποροῦμεν νά λέγωμεν : Εὐλογητός ὁ

Θεός. Διότι οἱ ἱερεῖς ὁσημέραι καλλιεργοῦν τήν λειτουργικήν ζωήν, ἀναπτύσσουν

θαρραλέον φρόνημα, ἀναπυρσεύουν τό φῶς τό ἀληθινόν καί προσδίδουν

θαλερότητα καί ὡρίμανσιν εἰς τό ἐκκλησίασμα , τό ὁποῖον ἐμπνέεται καί

αἰσθάνεται ὅτι ‘ Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν ‘ .Ὅθεν εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ ,

μεταλλάσσομεν φιλοθέρμως τήν φράσιν τοῦ προφήτου μας : Ἄς ἀποκαλύπτωμεν

ἐκφαντορικῶς – οἱ ἱερεῖς ‐ τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου…» 485. Συμπυκνώνει καί ἀποτυπώνει

τή νουθεσία του πρός τούς κληρικούς στό τρίπτυχο πού βίωνε καί ἔπραττε ὁ ἴδιος:

ἱεροπρέπεια, γλυκύτητα, ἠρεμία486. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἡ εἴσοδος ‐ μύηση τῶν ἐκλεκτῶν

τοῦ Θεοῦ487 σέ μιά συλλειτουργία, συνδιακονία, συνευδοκία , συνυπηρεσία ἐν τῇ

συνάξει τῶν ἁγίων 488 . Τοῦτα εἶναι καρπός μιᾶς ἔμπονης και ἔντονης ψυχικῆς

προετοιμασίας , πού ξεκινᾶ πρίν τήν εἴσοδο στό ναό γιά τήν τέλεση τῆς

λειτουργίας καί τῶν λοιπῶν ἀκολουθιῶν. Ὁ ἱερέας πρέπει καταρχήν νά

συναισθάνεται ὅτι παρίσταται καί ὁμιλεῖ κατενώπιον Θεοῦ καί οἱ ἀπαραίτητες

συζητήσεις – συνεννοήσεις γίνονται χωρίς ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς νά ἀποσπῶνται ἀπό

τό Θεό. Ὑψώνει ἱκετευτικῶς τάς χεῖρας του , μέ ταπεινή φωνή καί διάθεση , κλίνει

481 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 189‐195


482 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 311‐327
483 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 385 ‐406

484 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 199‐200

485 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Πρόλογος Ἱερατικοῦ Α΄, ὅπ. παρ. σ. θ΄

486 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 61

487 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 63 , 55

488 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 120


119
τό γόνυ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος 489 , γιά νά ἐκπληρώσει τίς προσδοκίες τοῦ

λαοῦ, νά μεταφέρει τόν παλμό , τόν πόθο καί τήν ἀγωνία τῶν πιστῶν τῆς

Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στίς «ἐκτενεῖς» δεήσεις καί τά «πληρωτικά» ,

πού ἀποτελοῦν ἕνα ξέσπασμα τῆς ἀγαπώσης καί ὑπεύθυνης καρδιᾶς τοῦ

ἱερέως πρός τό χριστεπώνυμο πλήρωμα , γιατί καλύπτουν τό χάσμα οὐρανοῦ καί

γῆς, πεπτωκότος ἀνθρώπου καί προσδεχομένου αὐτόν Θεοῦ 490. Γι’ αὐτό πρέπει νά

προηγηθεῖ αὐτοσυγκέντρωση, ἐσωτερική εἰρήνη, «παρρησία» καί σοβαρότητα ,

ὥστε νά καλλιεργεῖται στο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα ἡ αἴσθηση μιᾶς πράγματι

ἐπουρανίου κι ὄχι ἐπιγείου παρουσίας 491 . Μέ πρακτικότητα καί αἴσθηση τῆς

πραγματικότητος ἐπισημαίνει τά μικροπροβλήματα κατά την τέλεση τῆς

λατρείας, πού δημιουργοῦν περισπασμό ἀλλά μέ τήν ἁπλότητα ξεπερνιοῦνται. Οἱ

ἀκολουθίες διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη καί καλλιεργοῦν τήν προσδοκία τοῦ

Ἠγαπημένου, ὅταν τελοῦνται μέ πνεῦμα ἐπαγρυπνήσεως τοῦ ποιμένος 492 ,

ἀμεριμνία, ἁγιότητα ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ, ἀκμαῖες ψυχικές καί σωματικές

δυνάμεις . Ἔτσι μεταδίδουν τήν ἀσφαλῆ αἴσθηση ὅτι πρῶτος ὁ ἱερουργός

βρίσκεται στη «χούφτα τοῦ Θεοῦ»493.

Ἡ συνάντηση μετά τοῦ Θεοῦ στή Λειτουργία γίνεται σάν προσφορά δώρου

ὁλόκληρης τῆς ἱερατικῆς ὑπάρξεως , πού συντρίβεται ἀπό τήν οὐδενότητά της καί

προσφέρει ὡς θυσία καί ἐξιλασμό μιά ἐπανάληψη τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα

ἀπό αὐτή πραγματοποιεῖται ἡ ἀντίδοση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ στήν

ἀνθρώπινη φύση, ἡ μυστηριακή συμμετοχή στόν ἁγιασμό τοῦ Χριστοῦ 494 , ἡ

μέθεξη στό μυστήριο τοῦ σταυροῦ , ὅπως τελεσιουργεῖται καί μέ τόν προσωπικό

ἀγώνα τῆς νήψεως.

489 Πρβλ. Ἑσπέρια τροπάρια ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς και εὐχές Γονυκλισίας στό Πεντηκοστάριο ἔκδ.
Φῶς. χ.χ.
490 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 118 ‐ 9

491 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 111‐11

492 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 58 , 60

493 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 61‐63

494 Ἰω. 15,5


120

Γ.Ποιμαντική τῶν μοναχῶν.

Τό ἡδύ ἐντρύφημα καί ἡ διά βίου διδαχή τοῦ Γέροντος εἶναι ἡ μοναχική

ζωή. Σ’ αὐτή τή ζωή ἐκλήθη ὑπό τοῦ Θεοῦ, τήν πόθησε παιδιόθεν, τήν βίωσε

βαθύτατα ‐θεωρητικά καί πρακτικά‐ ἀπό τήν πρώτη νεότητά του, τήν ἀγάπησε «εἰς

τέλος» 495 , διετράνωσε καί φανέρωσε τήν ἀξία της , ἀπεκάλυψε τά μυστικά βάθη

της μέ τρόπο μυσταγωγικό, πρόβαλε τήν ἁγιότητα ὡς πεμπτουσία της. Μίλησε

γιά τό κάλλος , τήν ἀποκαλυπτικότητα καί τή βίωση τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ὁ

π. Αἰμιλιανός , κατά θέλημα, εὐδοκία καί πρόκριση Θεοῦ ἀνέλαβε τό ρόλο τοῦ

χειραγωγοῦ ψυχῶν, τοῦ κατηχητοῦ καί τοῦ ἀναδόχου στήν ἀπόταξη καί σύνταξη

μέ τό Χριστό πολλῶν ἀνθρώπων πού προτίμησαν νά ἀποδεχθοῦν τή θεία κλήση

σέ μιά ἐποχή πού ἡ ὑψουμένη θάλασσα τοῦ βίου496 φάνταζε μέν δελεαστική ἦταν

ὅμως ἀπογοητευτικά ρηχή. Πρότυπα καί ὁδοδεῖκτες αὐτῆς τῆς προσωπικῆς καί

κατόπιν κοινοβιαρχικῆς 497 του πορείας εἶναι τά ἀσκητικά ἤ ὀργανωτικά κείμενα

μεγάλων πατέρων – θεμελιωτῶν τῆς μοναχικῆς πολιτείας (Μ. Ἀντώνιος , Μ.

Βασίλειος, Μ. Παχώμιος κ. ἄ.) , οἱ κτητορικές διατυπώσεις ἁγίων ἡγουμένων ( ὅπως

οἱ ἅγιοι Σάββας, Θεοδόσιος, Θεόδωρος Στουδίτης, Ἀθανάσιος Άθωνίτης, Ἀθανάσιος

Μετεωρίτης, Γρηγόριος Παλαμᾶς , Βησσαρίων Λαρίσης κ.ἄ) 498, ἡ παράλληλη μελέτη

τυπικῶν μεγάλων βυζαντινῶν μονῶν 499 , ἡ μελέτη κι ἑρμηνεία τῶν

ἀσκητικοπατερικῶν ἀποφθεγμάτων , ἐπιστολῶν ἤ ἔργων σχετικά μέ τή μοναχική

ζωή (Ἀββᾶς Μακάριος, Ἠσαῒας, Ἡσύχιος Πρεσβύτερος κ.ἄ.) , ἡ παρουσίαση ἐν

ἐκτάσει βίων ἀγνώστων μεγάλων ἁγίων μοναστῶν (π.χ. Νεῖλος Καλαβρός500 κ. ἄ.),

ἡ παράλληλη πορεία μέ ἀνανεωτικές μορφές τοῦ σύγχρονου μοναστικοῦ

ρεύματος. Ὅλα αὐτά γιά νά ἀναδείξει τήν ἀναγωγική ἕλξη στόν ἡσυχαστικό

πόθο καί νά ὁδηγήσει ψυχές ἐπί τά ἴχνη «…τῶν τήν οὐράνιον πολιτείαν,

495 Ἰω. 13,1


496 Εἱρμός στ΄ὠδῆς κανόνος ὄρθρου Πέμπτης πλ. Β΄ἤχου στήν Παρακλητική, ὅπ. παρ., σ. 331
497 Ἰω. Φουντούλη, Πρόλογος , στις Κατηχήσεις τ. 4, ὅπ. παρ. , σ. ιθ΄
498 Σωτηρίου Μπαλατσούκα, Το μοναχικό ‐ἀσκητικό ἰδεῶδες τοῦ ἀπό Μετεώρων Γέροντος Αἰμιλιανοῦ

τοῦ Σιμωνοπετρίτου, ( ἀνέκδοτη έργασία) 2004 , σ. 1.


499 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 84 – 88.

500 Ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός , ἐκδ. Ἱ.Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ , Ὁρμύλια 1991, σ. 9‐52.
121
ἐθελόντων κατορθοῦν καί τήν εἰς βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἄγουσαν βουλομένων

ὁδεύειν ὁδόν» 501 . Στίς κουρές τῶν μοναχῶν του εἴτε στό Μετέωρο εἴτε στούς

ἁγίους Θεοδώρους , εἴτε στήν Σιμωνόπετρα εἴτε στήν Ὁρμύλια , ἀπεκάλυπτε ἕνα

ἀλλοιωμένο ὑπό τῆς χάριτος , πάσχοντα τά θεῖα , ἀγγελοπρεπῆ ἑαυτό 502 πού

ἦταν πῦρ πνέων , καί προκαλοῦσε «τόν ἔλεον καί τόν φόβον» γιά νά ὁδηγεῖ στήν

κάθαρσιν 503. Οἱ μοναχικές του κουρές ἦταν μιά εὐκαιρία γιά νά ἀναθεωρεῖ κανείς

τήν προσωπική του ζωή , τή σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν ἁγιότητα :

«…Κανένας μας δέν γεννήθηκε γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο , παρά γιά νά

ἐξαγγέλλει τήν ἀγάπη καί τή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ. Λαμβάνοντες κουρά…

ἀποκαθιστάμεθα εἰς ἕναν ἕτερον κόσμο καί ὄχι στόν ὁρώμενο. Ὡς μοναχοί στόν

κόσμον αὐτόν εἴμεθα ξένα ὁράματα. Θά πρέπει οἱ ἐνέργειές μας νά εἶναι

ἀπόρροιες τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι θεοειδεῖς ἐνέργειες , οἱ ὁποῖες φθάνουν εἰς ἕνα

βάθος, εἰς ἕνα ὕψος, εἰς μίαν δύναμι, εἰς μίαν ζωηρότητα, εἰς μίαν

ἀπολυτότητα…» 504.

α. Μοναστική κλήση.

Ἡ θεμελίωση τῆς μοναστικῆς κλήσης βρίσκεται στό λόγο τοῦ Κυρίου «οὐ

πάντες χωροῦσιν τον λόγον τοῦτον ἀλλ΄οἷς δέδοται…» (Ματ. 19.11). Οἱ πάντες

εἶναι κεκλημένοι στή ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 505 , τή ζωή τῆς τελειότητας καί

τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά δέν τό κατανοοῦν. Ὑπάρχουν ὅμως ἐκεῖνοι , πού δέχονται

τήν προσωπική κλήση τοῦ Θεοῦ ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ὡς «πάσχα» δηλ. μετάβαση

ἀπό τό ψυχικό στό πνευματικό σῶμα506, Κατόπιν ἀκολουθοῦν τό πρότυπο τῆς

ἡσυχαστικῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου507. Ἡ κλήση αὐτή ἔχει κόστος και ὀφείλει

νά χαρακτηρίζεται ἀπό ἐκφαντορική ‐ ἀποκαλυπτική τῶν θείων ἐνεργειῶν

501 Κατήχηση Ἀκολουθίας μεγάλου μοναχικοῦ σχήματος, Μ. Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀστέρος, σ. 207‐213
502 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ.ἐργ. , στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, σ. 25 κ.ἑ.
503 Πρβλ. ὁρισμός τραγωδίας ἀπό τόν Ἀριστοτέλη.

504 Ἀρχιμ.Ἐλισαίου , ὅπ.παρ., σ.26

505 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , Λόγος περί Ἁγίου Πνεύματος,ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθῆναι 2006, σ.21‐22

506 Α΄Κορ. 15, 44


Καθηγουμένου Αἰμιλιανοῦ,Μοναχικός Βίος, στό συλλογικό ἔργο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΑ, Ἅγιον Ὄρος ,
507

1991, σ. 115 ‐ 131


122
διάθεση , μαρτυρικό – θυσιαστικό φρόνημα , φιλοαναχωρητική διάθεση 508 ,

προφητική καί ἀποστολική αὐταπάρνηση. Παραβάλλει ὁ Γέροντας τή φυγή τοῦ

μοναχοῦ στήν ἔρημο μέ τή συμβολική ἐκείνη εἰκόνα τῆς ἀποκαλύψεως κατά τήν

ὁποία ἡ παρθένος (πού προτυπώνει τήν Ἐκκλησία) 509 καταφεύγει στήν ἔρημο γιά

νά σωθεῖ ἀπό τόν ἀλάστορα. Ἡ ὀργάνωση τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι μιά

προσπάθεια νά διασωθεῖ τό ἀμιγές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί νά

μεταλαμπαδευθεῖ τό φῶς τῆς σωτηρίας στούς αἰῶνες. Δέν εἶναι ἕνα εὐκαιριακό

σύμπτωμα , μία φυγή στήν προσωπική εὐσέβεια , μία ἀντίδραση στήν Ἐκκλησία

καί τήν κοινωνική ζωή , ἀλλά μία ὑπέρβαση καί ταυτόχρονα ἀποδοχή γιά νά

τηρηθεῖ ἀνόθευτη αὐτή ἡ ζωή · μία πλήρης κατάφαση τῶν βαθύτερων ἐφέσεων,

δικαιωμάτων, ἀναγκῶν, ἀνατάσεων τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς , μία ἔκφραση ἀγάπης

πρός τήν Ἐκκλησία, τή ζωή τῆς ὁποίας ὁ τοῦ κόσμου κεχωρισμένος ποθεῖ καί

διεκδικεῖ ἐν πληρότητι.510

β. Γνωρίσματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς.

Ἡ ἀποδοχή τῆς μοναστικῆς κλήσης γεννᾶ μέσα στόν ὑποψήφιο μοναχό τον

πόθο για μιά ζωή ἀγάπης 511 τριαδικῆς, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀπώλεια τοῦ ἐγώ

προκειμένου να ὁδηγηθεῖ στήν κατάφαση τοῦ εἶναι του , ὥστε σύμπασα ἡ ὕπαρξή

του νά «ἀναφέρεται» στό Θεό · ὁ ἄλλος γίνεται ὁ πραγματικός ἑαυτός του , ὁ

δικαιοῦχος, ὁ κριτής, κι ἔτσι ἰσορροποῦνται οἱ διαπροσωπικές σχέσεις και

θεμελιώνεται ἡ κοινωνική ζωή.

Τό δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι ἡ ζωή ἰσότητος 512,

μία πανάρχαια καί δυσεκπλήρωτη ἀνθρώπινη ἐπιθυμία πολιτικῶν, ἰδεολόγων,

φιλοσόφων, ἐπαναστατῶν. Εἶναι ζωή ἰσότητος γιατί εἶναι ζωή κοινότητος.

Ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ὑποταγή τοῦ προσωπικοῦ βουλητικοῦ καί ἐπιθυμητικοῦ

Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, Τό μαρτύριον ὡς ἀφετηριακόν στοιχεῖον, εἰς τον ὀρθόδοξον μοναχισμόν, στό


508

Κατηχήσεις τ.1 σ. 291‐316.


509 Ἀποκλ. 12.6.
510 Πρβλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅπ. παρ., σ.93‐95.
511 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Μοναχισμός, Πορεία πρός Θεόν,στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ.παρ. σ.53.
512 Ὅπ.παρ. σ. 54
123
στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία τῶν ἀδελφῶν. Ἀλλοιῶς , ἄν διασώζει καί προτάσσει τίς

προσωπικές του ἐπιθυμίες , διαπράττει μιά πνευματική μοιχεία, σφετερίζεται ὅ,τι

ἀνήκει στο Θεό. Ἡ ἄρνηση τῶν πάντων ἐπιφέρει τήν ἰσότητα , γιατί τά πάντα

παρέχονται στό κοινόβιο ἐξίσου σέ ὅλους , οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ κατέχοντες καί διδόντες

ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἅγιοι, οἱ ἄγγελοι, ὁ Θεός,το σῦμπαν ὁλόκληρο , ὅ,τι εἶναι ὑπαρκτό‐

φανταστικό ἤ ἐπιθυμητό , τά πάντα εἶναι κοινά τοῖς πᾶσι 513.

Ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἐπιπλέον ζωή χαρᾶς και ἀγαλλιάσεως πού βιώνεται

στίς καθημερινές πράξεις, ἐνέργειες, συνάξεις, λατρεῖες , προσευχές ὡς ἀλαλαγμός

καί κρότησις χειρῶν 514 , ὡς ὁ μοναχός νά εἶναι ἕνας μεθυσμένος, ἕνας σαλός 515

πού δέ ζεῖ τό παρόν τῆς πεζότητος ἀλλά μια πραγματικότητα διαφορετική‐

ὀντολογική. Στοιχεῖο αὐτῆς τῆς χαρᾶς εἶναι παραδόξως τό δάκρυ , πού συνδυάζει

τήν ἱκεσία καί τή δοξολογία , δεῖγμα κι αὐτό μιᾶς ὑπέρμετρης ἀγάπης, ἡ ὁποία

ἀγκαλιάζει τό σῦμπαν.

Κυρίως ὅμως ἡ μοναχική βιοτή εἶναι ζωή ἐλευθερίας καί ἀναγωγῆς στό

Θεό · φυγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, τούς συμβιβασμούς, τό χῶρο καί τό χρόνο, τήν

ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, τό νόμο καί τόν καθημερινό θάνατο. Εἶναι νόστος ἐπιστροφῆς

στόν πατρικό οἶκο , στή ζωή τῆς χάριτος, γίνεται περιουσία τοῦ Θεοῦ, διατηρεῖ τή

ρίζα του, τήν παράδοσή του , δέ χάνει τήν αἴσθηση τῶν πραγμάτων ἀλλά

διαπράττει μία ἀνταρσία , ἕνα «ἀνταρτιλίκι» πού τοῦ δίνει τή δύναμη ἐλευθέρως

καί ἀβιάστως νά τά « βροντήσει ὅλα » γιά νά μείνει αὐτός μόνος μέ τό Θεό καί

ὑποστατικά ‐ προσωπικά νά ἑνωθεῖ μ΄ Ἐκεῖνον καί τήν Ἐκκλησία 516 . Μέ διάλογο

καί κοινωνία προσώπων ἐν ὑπακοῇ πρός τό γέροντα καί τήν ἀδελφότητα,

διασώζεται ἡ ἐλευθερία ὄχι ὡς σιδερένια πειθαρχία ἀλλά ἐλεύθερο δόσιμο

ἀγάπης.

Ἔτσι ἡ μοναχική πολιτεία γίνεται ζωή καταξιώσεως τῆς προσωπικότητος ,

παρά τήν ἰσότητα, καί ἀνελίξεως στήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως. Ἡ

φυγή ἀπό τόν κόσμο συνεπάγεται φυγή ἀπό τήν ἀβεβαιότητα, τήν ἀγωνία, τόν

513 Πρ. 2,44


514 Ψαλμ. 46,1 καί 97,4
515 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Ἰσάγγελος χορεία, μνημ. ἐργ. στό συλλογικό ἔργο ΟΡΜΥΛΙΑ , σ. 157‐160.
516 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Μοναχισμός , πορεία πρός Θεόν,ὅπ.παρ.,σ. 59‐60 .
124
περισπασμό, τό διχασμό , τή διάσπαση πού προκαλεῖται ἀπό τή δεσποτεία τοῦ

ἰδίου θελήματος · ὁ μοναχός ὁδηγεῖται στήν πληρότητα, τήν ἀκεραιότητα, τήν

καθολικότητα, τήν οἰκουμενικότητα , τό μαρτύριο, 517 τήν ἐν Θεῷ ὑποστατική

ἐπανένωση τοῦ ἑαυτοῦ του, τή σύναψη τοῦ πνευματικοῦ καί αἰωνίου γάμου 518 του

μέ τό Θεό.

Ἐπιπλέον ἡ μοναχική πολιτεία γίνεται ζωή οὐρανίων καί πνευματικῶν

πραγματικοτήτων 519 , πού καθιστοῦν τό μοναχό οὐρανοβάμονα. Μέ τή γεροντική

καθοδήγηση, τήν καρποφόρα σιωπή, τήν τελεία ἀγνόηση, τήν ἀπράγμονα ἡσυχία,

τήν ἀπερίσπαστη ἀπραξία, τήν ἔντονη προσευχή, τήν ἔμπονη μνήμη , ἀνάγεται

στήν «ἐλλογία» δηλ. τήν κοινωνία μετά τοῦ Θείου Λόγου Ἰησοῦ.

γ.Τό μοναστῆρι.

«Οἶκος‐Θρόνος Θεοῦ καί πύλη τοῦ οὐρανοῦ» , τύπος τοῦ ἐπουρανίου ναοῦ ,

κιβωτός, νεφέλη520 χαρακτηρίζεται ἀπό τό Γέροντα τό μοναστικό ἐνδιαίτημα . Εἶναι

ὁ τόπος τῆς γνώσεως καί τῆς ἐμπειρικῆς ‐ ἄμεσης ‐ μυστικῆς καί ἀληθινῆς

μεθέξεως τοῦ Θεοῦ δι’ ἐλλάμψεων, ὁ αὐτοεγκλεισμός, τό αὐτοσκλάβωμα , ὅπου τά

πάντα περιχωροῦνται ἀπό το Θεό και ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπόπτης521 τῆς Ἐκείνου

μεγαλειότητος. Τά πάντα εἶναι ἁπλά, ἀνθρώπινα καί ταυτοχρόνως θεϊκά ‐

ἐκφαντορικά, ὥστε νά συγκροτοῦν μιά πολιτεία ἄγνωστη ‐ παράξενη κι

ἀνεξήγητη μέ κοσμικά κριτήρια , μιά συνοδεία φωτοφόρων προσώπων , ἕνας λόγος

καί ἕνας τρόπος βαθιά ἐφαρμοσμένης κατά Θεόν ζωῆς , τόπος ἀνθρώπου καί

συγχρόνως τόπος Θεοῦ 522 . Ἐδῶ καταξιώνεται ὁ χῶρος καί διασφαλίζεται ὁ

ἐσχατολογικός προσανατολισμός. Βιώνεται ἐδῶ ἡ ἀγγελική ζωή τῆς ὑπακοῆς, τῆς

ὑμνωδίας, τῆς διαγγελίας τοῦ θείου θελήματος, προορᾶται τό θαβώρειο φῶς΄Ὁ

517 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 308


518 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 211‐217
519 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, μνημ. ἐργ. στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ. παρ. , σ. 68

520 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 105 – 107 , 112

521 Β΄ Πέτρ. 1.16 πρβλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ὕμνος 16, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σ.18 ‐ 30

522 Σωτηρίου Μπαλατσούκα , ὅπ.παρ., σ. 3


125
μοναχός προγεύεται τό «μάννα» τῆς θεογνωσίας στο μοναστῆρι, ἀρνεῖται κάθε

ἐπιδίωξη καί ἀφορᾷ στόν Ποθούμενο, ζεῖ στό «ὑπερῶον» , ὅπου προσδοκᾶ τήν

ἔλευση καί βιώνει τή μέθη τοῦ ἁγίου Πνεύματος 523 . Εἶναι μιά μαρτυρία τῆς

παρουσίας , τῆς δόξας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἕνας προσαγωγός τῶν

χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ἕνας τόπος μυστικῆς ὑψώσεως τοῦ πνεύματος ὅπου ἡ

ζωή τοῦ μοναχοῦ δέχεται προοδευτικές ἀναβάσεις, κατανόηση αἴσθηση καί ὅραση

Θεοῦ , ὥστε νά καταστεῖ «ἀνήρ τέλειος εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ

Χριστοῦ»524,μεμυσταγωγημένος καί θεοφορούμενος.525 «…Τό μοναστῆρι εἶναι ἕνα

μυστήριο, καί ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι τό ὁρατό στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ

μυστηρίου, πίσω ἀπό τό ὁποῖο κρύβεται ὁ ἀόρατος Θεός καί ὅλα ὅσα διαφεύγουν

ἀπό τίς αἰσθήσεις γίνονται αἰσθητά μόνο ἀπό τό πνεῦμα…»526.

δ. «Συμμετεωροπορεῖν τῷ Θεῷ» 527.

Τά στάδια τῶν μοναστικῶν ἐμπειριῶν, καθώς διαδέχονται καί συμπληρώ‐

νουν τό ἕνα τό ἄλλο, ἀποτελοῦν τεκμήρια ἐνυπάρξεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος :

Ἀγαλλίαση καρδίας , δηλ. πληρότητα ἀπό τήν ἐνοίκηση τοῦ Ἀγαπητοῦ, ἀλλοίωση

νεφρῶν , δηλ. ἀναγέννηση τοῦ εἶναι καί μεταμόρφωση τοῦ τρόπου ὑπάρξεως καί

σκέψεως, μυστική μεταβολή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου κατά τή διαρκῆ πρόσληψη τῆς

θείας ἀκτινοβολίας, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ , ἀπόκτηση οἰκειότητας καί

φιλίας μέ τό Θεό, κατάργηση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, γνωριμία μέ «θεοειδεῖς

καταστάσεις», μυστική συνάφεια καί ἔλλαμψη. Ὁ μοναχός προχωρεῖ στή μόνιμη

πραγματικότητα τῆς χαρᾶς καί τήν ἀπόλαυση τῶν πάντων, διά πάντων καί ἐν

πᾶσι. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τήν ἀποστολική ‐ ἐκκλησιαστική ζωή τῆς

νήψεως 528 , πού δίδει ἔκφραση στις ἐφέσεις τῆς ψυχῆς καί στα προφητικά

523 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Λόγος περί ἁγίου Πνεύματος , ὅπ.παρ., σ.24‐27 . Κατηχήσεις τ.2, σ. 172 κ.ἑ.
524 Πρβλ.Ἐφεσ. 4.13

525 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 130 , 148 ‐ 150

526 Γκράχαμ. Σπήκ, ὅπ.παρ., σ. 368

527Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, Εἰσαγωγή , σ. 15

528 Ἀπό τή νηπτική διδασκαλια τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ , στό περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (14) , ὅπ.παρ.

σ. 116 κ.ἑ.
126
χαρίσματα . Πρακτικός ὁδηγός γιά τήν ἀπόκτηση τῆς νήψεως ὑπῆρξε γιά την

ἀδελφότητα ἡ ἑρμηνευτική ἀνάλυση ἀπό τό Γέροντα, στό ἔργο τοῦ Ἀββᾶ Ἠσαῒα

καί τοῦ Ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου , ὅπου ὁ Γέροντας , στοιχώντας στήν

ἀσκητικοπατερική παράδοση , δέν πρόσθετε κάτι δικό του ἀλλά χρησιμοποιοῦσε

τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων γιά νά ἐκφράσει ὅσα ὁ ἴδιος ζοῦσε βιωματικά 529. Μέ μιά

καρδιακή ἔξαρση 530 ὁ Γέροντας μυεῖ στήν πράξη καί τή θεωρία τῆς μοναστικῆς

ζωῆς, στήν κενωτική κι αὐταπαρνητική διάθεση διά τῆς ταπεινώσεως , τῆς

σιωπῆς, τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν , τῆς «στενοχωρίας». Διδάσκει τίς ἀλήθειες τοῦ

μοναχισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας μέ κατηχητική τέχνη, μέ τρόπο εὔληπτο καί

κοινωνήσιμο , χωρίς συμβιβασμούς, ἀλλά μέ γνήσιο πνεῦμα ἀγάπης καί διάκρισης.

Ἀλήθειες πού ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφομοιώσει χωρίς ἀγώνα καί

πόνο ψυχῆς, ἀφοῦ ἄλλωστε τό σημαντικότερο στοιχεῖο στήν πορεία τοῦ

χριστιανοῦ πού ἀγγίχθηκε ἀπό το μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ μετάνοια

ὡς μία ὁλοκληρωμένη ἀλλαγή νοοτροπίας καί ζωῆς, ἔξοδος ἀπό τή χαμέρπεια ,

στροφή στο Φῶς , ἀνάσταση κι ὄντως ἐλευθερία 531. Ὁ μοναχισμός , σύμφωνα με το

γέροντα Αἰμιλιανό , εἶναι ἡ διάσωση τοῦ πόθου νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ,

ἐπιτυχημένος, ἐπιλέγοντας τόν τρόπο του καί ζώντας μέ τό Θεό 532. Φιλοπονώντας

τήν κάθαρση μοιάζει μέ τό ζυμάρι πού ψήνεται γιά νά γίνει ἄρτος, πρόσφορο,

σῶμα Χριστοῦ. Αὐτή ἡ τελείωση εἶναι μία «μετεωροπορεία» , μιά πορεία ἐπ’ ἄκρων ,

ἕνας ἀγώνας σκότους καί φωτός, καταχθονίων καί οὐρανίων, θανάτου καί ζωῆς ,

γιά νά ὁλοκληρωθεῖ καί νά τελειωθεῖ ἡ προσωπική λειτουργία τῆς ὑπάρξεως 533.

ε. Ἀνανέωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.

«…Κάποτε , σέ ὥρα πνευματικῆς συντυχίας , ρωτήθηκε ( ἐν. ὁ γέροντας

Αἰμιλιανός ) πῶς ἑρμηνεύει τό φαινόμενο αὐτό, πῶς ἔφθασε νά θεωρεῖται – καί νά

529 Εἰσαγωγή τοῦ Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, στήν Ἑρμηνεία τοῦ ἀββᾶ Ήσαῒα , σ. VIII
530 Σωτήρη Γουνελᾶ , Ἡ στροφή μας στο φῶς, ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου τοῦ ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ στό περ.
ΣΥΝΑΞΗ 99 , σ.62 κ.ἑ.
531 ὅπ.π. σελ.75

532 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ , μνημ. ἐργ., στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ σ. 73‐74

533 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ., ὅπ.παρ., σ. 26


127
εἶναι ‐ ‘ Κοινοβιάρχης’ , να ἀκολουθεῖται στόν ἀνηφορικό καί στενό δρόμο τῆς

μοναχικῆς ζωῆς ἀπό πλειάδα νέων ἀνθρώπων καί νά ἀξιωθεῖ μέ τήν

ἀδελφότητά του νά γίνει οἰκιστής καί ἕνας ἀπό τούς ἀνανεωτές τῆς μοναχικῆς

πολιτείας τοῦ Ἄθωνος σέ περίοδο φθίνουσας λειψανδρίας. Ἔσκυψε τότε τό κεφάλι

καί ἔμεινε γιά πολλή ὥρα σιωπηλός. Ὕστερα , μέ ἄκρα ταπεινοφροσύνη εἶπε ·

’Εἶναι ἡ ἐποχή ’ . Πάλι σιώπησε καί ὕστερα πρόσθεσε· ’ Ὁ Θεός , ὅταν χρειασθεῖ ,

στέλνει ἀνθρώπους καί οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν. Ἔρχονται μόνοι · τούς στέλνει ὁ

Θεός. ’ Οἱ λόγοι τοῦ Γέροντος ἔκρυβαν τόν ἴδιο ἀπό τό μάταιο ἔπαινο τοῦ

κόσμου, ἀλλά καί ἀπεκάλυπταν μιά ἀλήθεια καί μιά νηφάλια δίκαιη κρίση, γιά νά

μήν ἀδικοῦνται ἄνθρωποι καί ἐποχές. Αὐτό ζητοῦσε κι αὐτό εἶχε ἀνάγκη ἤ ,

τουλάχιστον, αὐτό μποροῦσε ἡ ἐποχή ἐκείνη, καί αὐτό κατά την καρδίαν της τῆς

ἔδινε ἤ ἀνεχόταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ…»534.

Ὅταν στις 5 Ὀκτωβρίου 1973 535 ἡ ἀδελφότητα τοῦ Μ. Μετεώρου 536

καλοῦνταν καί μεταφυτευόταν στή Σιμωνόπετρα, συντελοῦνταν μιά ἀναγέννηση537

τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ ὄχι ἐκ τῶν ἔνδον ἀλλά ἀπό τό ἐξωτερικό τοῦ Ἄθω

περιβάλλον538. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ ζωή στά Μετέωρα εἶχε καταστεῖ δυσχερής

λόγῳ τοῦ τουρισμοῦ καί οἱ πατέρες μέ ἀφοσίωση καί ἐμπιστοσύνη ἀκολούθησαν

τό γέροντά τους Αἰμιλιανό σ’ ἕναν τόπο πού τούς θύμιζε τίς ἀπαρχές τῆς

μοναστικῆς τους ἀφιερώσεως. «…Ὅταν ἐζητούσαμε νά φύγωμε ἀπό τόν κόσμον

καί νά ἔλθωμεν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, μᾶς περιγελοῦσαν, μᾶς ὠνόμαζαν

λιποτάκτας, ὡς φεύγοντας δῆθεν ἀπό τον ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ‘πέθανε τό

Ἅγιον Ὄρος, ὅτι κεῖται ἄδοξον καί γηρασμένον ἐρείπιον ’. Καί τώρα , πού ἤλθαμε ,

τό εὑρίσκομεν δεδοξασμένον καί τετιμημένον ὑπέρ πάντα τά σκηνώματα τοῦ

κόσμου. Εὑρίσκομεν τόν ἁγιοβάδιστον καί θεοβάδιστον ἡγιασμένον τοῦτον

ἀγγελοσκεπῆ τόπον, περιβαλλόμενον ἀπό τάς φωτεινάς νεφέλας τῆς χάριτος καί

στολιζόμενον μέ τόν κροσσωτόν στολισμόν τῆς Ἀειπαρθένου. Αὐτό ἦτο ἡ πρώτη

534 Ἰωάννου Φουντούλη, Πρόλογος, ὅπ.παρ., σ. ιθ΄


535 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, εἰσαγωγή σ. 25
536 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 123

537 Ὅπ. παρ. Κατηχήσεις τ. 1, Ἐνθρονιστήριος Λόγος, σ. 114‐5 καί Μοναχικός βίος , σ. 141‐2

538 Γράχαμ Σπήκ , ὅπ.παρ., σ. 312


128
ἀποκάλυψις δι΄ἡμᾶς…»539 Ἡ κίνηση τῆς ἀναχώρησης ἀπό τά Μετέωρα ἀπέπνεε

ἐλευθερία καί γνήσιο μοναστικό πνεῦμα ἐμπνευσμένο ἀπό τίς ἀπαρχές τοῦ

μοναχισμοῦ 540 . Ὑπαγορεύτηκε ἀπό ὁρισμένες διαπιστώσεις ὅπως ἡ ραγδαία

ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν μέσα στόν κόσμο · ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τόν

εὐδαιμονισμό καί τή συμβατικότητα τῆς σύγχρονης κοινωνίας σέ συνδυασμό μέ

τήν ἀναζήτηση, ἰδιαίτερα ἀπό τούς νέους, ἑνός βαθύτερου νοήματος καί σκοποῦ

στή ζωή · ἡ ἀπόρριψη τῶν συμβατικῶν θρησκευτικῶν καί κοινωνικῶν σχημάτων

καί ἡ ἀναζήτηση αὐθεντικῶν · ἡ κρίση τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν καί ἡ

ταύτισή τους μέ πρόσωπα καί καταστάσεις πού δέν ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς

Ἐκκλησίας · ἡ κρίση τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων και ἡ πτώση τῆς ἐπιρροῆς

τους στούς πιστούς , ἐκ τῶν ὁποίων οἱ νέοι στρέφονται πλέον στόν παραδοσιακό

μοναχισμό · ἡ μελέτη εἰς βάθος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ

ἐπανεκτίμηση τοῦ πλούτου τῆς παραδόσεώς τους · ἡ ἁλματώδης κι ἀνεξέλεγκτη

αὔξηση τοῦ τουρισμοῦ · ἡ παρουσία ἰσχυρῶν πνευματικῶν προσωπικοτήτων , ὅπως

κι ὁ γέροντας Αἰμιλιανός · ἡ παρακμή κι ἐγκατάλειψη ἁγιορειτικῶν μονῶν ὅπως ἡ

Σιμωνόπετρα · ἡ ἀποκατάσταση μιᾶς ἀγαπητικῆς ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα στούς ἐν

τῷ κόσμῳ πιστούς καί τόν ἁγιορείτικο μοναχισμό μέ πνεῦμα ἀλληλοεκτίμησης

και σεβασμοῦ 541 . Ἡ Σιμωνόπετρα ἀπέκτησε, κτιριακή πληρότητα , σφριγηλή

ἀδελφότητα , οἰκουμενική ἀκτινοβολία χάρη σ’ αὐτή τήν ἀναγέννηση. Οἱ πατέρες

της συγκροτοῦν μία ἀπό τίς πιό δυναμικές μοναστικές κοινότητες τοῦ ἁγίου

Ὄρους , μέ ἀθρόα προσέλευση νέων μοναχῶν, θεολογική καί ἀκαδημαϊκή

ἀκτινοβολία οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, ἀνανεωμένη λατρευτική καί ὑμναγιολογική

παράδοση542. Μποροῦμε ἀβίαστα νά συμπεράνουμε πώς μέ τό Γέροντα ὁ

μοναχισμός ἀποκτᾶ σταθερά ἐρείσματα μέσα στήν κοινωνία καί δέν εἶναι –

σύμφωνα μέ τή γνώμη τοῦ συρμοῦ ‐ τό καταφύγιο τῶν ἀποτυχημένων καί τό

ἐνδιαίτημα τῶν προβληματικῶν. Ἡ ἐν γένει ἀξιοπρεπής και ἁγιοποιός στάση του

φανερώνει τό μοναχισμό ὡς θεῖο δῶρο στήν ἀνθρώπινη κοινωνία καί τόν

539 Ἐνθρονιστήριος λόγος, στίς Κατηχήσεις τ. 1, σ. 115


540 Γεωργίου Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπ.παρ., σ.85‐107
541 Αὐτόθι, σελ. 321

542 Γκράχαμ Σπήκ , ὅπ.παρ. σ. 312, πρβλ. Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. ὅπ.παρ Κατηχήσεις τ. 1 σ.141‐147 καί 150‐154
129
ἀναδεικνύει σέ πολύτιμο κοινωνικό ἀγαθό. Γι’ αὐτό καί συρρέουν στά κοινόβιά

του πλήθη νέων καί προσοντούχων ‐ κατά κόσμον ‐ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι

ἀναζητοῦν «τό ὄντως ἐφετόν» καί ἀπαρνοῦνται συγγενείς , φίλους, σταδιοδρομία ,

πλούτη, τίτλους κ.τ.τ.543 .

Εὐχολόγιον Μέγα , Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ Α.&Ε.
543

Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1986 σ. 207‐210


130

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Α. Τό ἄνοιγμα πρός τούς ʺνοσταλγούςʺ τῆς Ὀρθοδοξίας 544

Ὁ Γέροντας ὅπως ἤδη πολυμερῶς ἔχουμε τονίσει εἶναι ἕνας βαθύτατα

«καθολικός» ἄνθρωπος μέ ἑνοποιό συνείδηση καί οἰκουμενικό προσανατολισμό

προσωπικό καί κοινωνικό 545 . Δέν διακρίνεται ἀπό ἕνα παθογόνο πνευματικό

«ἐπαρχιωτισμό» ἀλλά παραμένει ἕνα κοσμοπολίτης τοῦ Πνεύματος.

«…Ὁλόκληρον τό Ἅγιον Ὄρος…εἶναι μέν βάτος φλεγομένη ἐξ ἱερῶν ἐπιθυμιῶν

καί ὑπερφυσικῶν ἀκουσμάτων καί βιωμάτων, μήτηρ ἀναριθμήτων τέκνων, ἐν

οὐρανοῖς εὐφραινομένων ἁγίων · εἶναι ὅμως καί εἷς κατεξοχήν τόπος

πανορθοδόξου μαρτυρίας , ὅπου πᾶσα φυλή καί γλῶσσα εὑρίσκει ἕτοιμον τόπον

καί πᾶσα πνοή , τῇ ζωτικῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑμνεῖ καί ὑπερυψοῖ τόν

Κύριον, τόν ἕνα καί μόνον Θεόν. Ἐξ ὅλης τῆς ὑφηλίου μοναχοί , ’ ὅσιοι καί

ταπεινοί τῇ καρδίᾳ ’ καί ἁμαρτωλοί εἰσοδεύοντες τήν πύλην τῆς μετανοίας,

εἰσοδιάζονται (sic) εἰς τόν ἐπίγειον τε καί τόν ἐπουράνιον κλῆρον τῆς Θεοτόκου,

μέτοχοι γινόμενοι αἰωνίου δόξης καί θεωροί τῆς ἄνω ζωῆς , τῆς μιᾶς

Βασιλείας…»546 . Δέν περιόρισε ποτέ τή μετάδοση τοῦ βιώματός του σ’ ἕναν στενό

κύκλο πνευματικῶν τέκνων του ἀλλά μέ μιά πρωτόγνωρη πνευματική

εὐρυχωρία –«πλατυσμόν» καρδίας ἄνοιξε τούς θησαυρούς τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς,

ὡς ἄλλος Ἰησοῦς πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, σέ κείνους πού ζοῦσαν τή νοσταλγία

τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς παραδόσεως καί «ἐζήτουν αὐτήν ἰδεῖν (εὑρεῖν)»547. Οἱ

κινήσεις του πάντοτε ἦταν συντονισμένες μέ τήν αὐθεντική ἀρχαία μοναστική

παράδοση , τίς μελέτες του, τήν παρακαταθήκη τῶν γερόντων καί πνευματικῶν

544 Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Θεολογικές παρουσίες , Ἀθῆναι 1986 ὅπ.παρ., σ.129 κ. ἑ.
Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1956 καί τοῦ ἰδίου , Ὑπάρχει σήμερον
νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας , Ἀθῆναι 1972.
545Πρβλ.Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , μνημ.ἐργ., σ. 45

546 Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας , ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ , τ. 1, Πρόλογος Ἀρχιμ. Αἰμιλια‐

νοῦ, σ. ιγ΄
547 Πρβλ. Ἰω. 10,20
131
πατέρων μέ τούς ὁποίους συνεπορεύθη , τήν εὐχή τοῦ γέροντός του μητροπολίτου

Τρίκκης Διονυσίου καί τήν εὐλογία ‐ ἔγκριση τῆς πνευματικῆς του ἀρχῆς , ἐν

προκειμένῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Δέν τόν διέκρινε ποτέ ἕνα πνεῦμα

εὐσεβιστικοῦ ἠθικισμοῦ , πού ἀπέκλειε ὁρισμένους τῆς φωτιστικῆς ἐμπειρίας δίκην

φαρισαϊκῆς ὑποκρισίας 548 . Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Μετεώρων διέκρινε μεταξύ τῶν

ἐπισκεπτῶν ἀληθινούς προσκυνητές πού ἀναζητοῦσαν νά γνωρίσουν τό Θεό «ἐν

Πνεύματι καί ἀληθείᾳ»549. Καταδεκτικά , ὑπομονετικά καί σταθερά τούς ὁδηγοῦσε

ἐπί τάς πηγάς τοῦ ζῶντος ὕδατος , χωρίς κάποια προσηλυτιστική διάθεση. Τό

μεγάλο ὅμως τόλμημά του ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχή στήν Ὀρθοδοξία τοῦ διαπρεποῦς

γάλλου ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου καί κληρικοῦ π. Πλακίδα Deseille550. Μέ

ἀνοικτούς τους πνευματικούς του ὁρίζοντες συναντιλαμβάνεται τήν ἀγωνιώδη καί

ἔμπονη ἀναζήτηση τοῦ π. Πλακίδα καί τῆς ἀδελφότητός του τό 1975 γιά την

ἀνεύρεση γνήσιας καί ἀνόθευτης μοναστικῆς παράδοσης , καί τούς ὑποδεικνύει τό

δρόμο ὄχι τῆς γνώσης – πού οὕτως ἤ ἄλλως κατεῖχαν ‐ ἀλλά τῆς βιωματικῆς

μέθεξης στό μυστήριο τοῦ μοναχισμοῦ 551 . Μέ διάκριση, πνεῦμα καταλλαγῆς,

ἀλλά καί σταθερότητα στήν παραδοσιακή κανονική ἀκρίβεια 552 προχώρησε στό

βάπτισμα , τήν κουρά καί τη χειροτονία τῶν νέων γάλλων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι στά

ἱδρυθέντα ἐκ τοῦ μηδενός τρία σιμωνοπετρίτικα μετόχια στή Γαλλία

μεταλαμπαδεύουν ἐνθουσιαστικά τόν ἁγιορείτικο μοναχισμό. Τό ἴδιο ὅμως ἔπραξε

κατόπιν καί μέ πλείστους δοκίμους καί μετέπειτα μοναχούς τῆς Σιμωνόπετρας ἤ

τῆς Ὀρμύλιας. Γνώριζε ὁ Γέροντας ἀφενός ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλῃ

πνεῖ»553 καί ὁδηγεῖ στήν οἰκείωση τῆς σωτηρίας554. Ἐμπιστευόταν στή σχέση του

ἰδίως με τους ἑτεροδόξους , τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ , τήν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιορειτικῆς

παραδόσεως 555 κι ἔτρεφε ἀπεριόριστο σεβασμό στήν πνευματικότητα καί τά

548 Πρβλ. Λουκ. 11,37‐53


549 Πρβλ. Ἰω. 4, 23‐24
550 Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου προς την ὀρθοδοξία , Ἀθήνα 1986 , σ.19‐62.

551 Τοῦ ίδίου : Guide spirituel , στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ. παρ., σ. 269‐70.

552 Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille,Ἡ πορεία μου προς την Όρθοδοξία, ὅπ.παρ. σ. 50‐58.

553 Ἰω. 3,8


Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ,Λόγος περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος , ὅπ. παρ., σ.10‐11 .
554

Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille,Le rayonnement panorthodoxe du Mont Athos, στό συλλογικό ἔργο : Ἅγιον
555

Ὄρος, Φύση, Λατρεία, Τέχνη, τόμος Α΄, Θεσ/νίκη 2001, σ. 335‐341.


132
στοιχεῖα εὐσεβείας πού διέκρινε σέ ἄλλους χριστιανούς. Ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ

μοναστηριοῦ 556 μέ ἀγάπη σέ πλῆθος ἐπισκεπτῶν , οἱ ὁποῖοι ζώντας τή ζωή τῶν

μοναχῶν, ἀνευρίσκουν ἕνα ξεχασμένο ἤ ἄγνωστο σημεῖο τοῦ ἑαυτοῦ τους.

Σέ μιά συνομιλία του μέ ρωμαιοκαθολικό ἡγούμενο καταγράφονται καί

τά ἑξῆς : «…( Ὁ π. Ὀρφέο) τελείωσε ὁρίζοντας τό νόημα τῆς ἐπίσκέψεώς μας στό

Ἅγιον Ὄρος ὡς ἀνάγκη παρακλήσεως μέσῳ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς πορείας πρός

τήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων. ‘Ὑπάρχουν πολύ ὡραῖα

πράγματα στόν ἁγιορείτικο τρόπο ζωῆς‘ πῆρε το λόγο ὁ π. Αἰμιλιανός. ‘ ἡ ζωή τοῦ

Ἁγίου Ὄρους συνοψίζεται στήν προσευχή τῆς καρδίας. Αὐτή συμπυκνώνει ὅλη

τήν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ

πραγματικότητα βρίσκει στόν Ἄθω μιά μοναδική δυνατότητα νά ἐκπληρωθεῖ, γιατί

τό Ἅγιον Ὄρος δεν ἐμπλέκεται σε ἐκκλησιαστικά προβλήματα , σέ ἱεραποστολικές

καί ἄλλες δραστηριότητες. Οἱ νέοι μοναχοί δέν ἐπιθυμοῦν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά

ἀγρυπνοῦν ἀσκώντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ λειτουργική ζωή εἶναι συνδεδεμένη

μέ τήν ἀγρυπνία : ἐδῶ περνάει κανείς ὧρες ὁλόκληρες μέσα στην ἐκκλησία, χωρίς

νά τό καταλάβει. Πολύ ἔντονη εἶναι καί ἡ παρουσία τῆς Παναγίας. Ἐκείνη μᾶς

ἔδωσε τή δυνατότητα νά κληρονομήσουμε αὐτή τή μεγάλη παράδοση χωρίς κάν

νά κοπιάσουμε …ὅσον ἀφορᾶ τά προβλήματα τῶν ἐκκλησιῶν , ὑπάρχουν καί

εἶναι μεγάλα. Ἀλλά γιατί νά κοιτάζουμε τή θάλασσα , ὅταν εἶναι

φουρτουνιασμένη καί τρομακτική , ὅπως ἔκανε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, καί νά μήν

ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου πού μᾶς σώζει ἀπό τήν

ἄβυσσο ; Χωρίς ἀμφιβολία , τό σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν καί οἱ αἱρέσεις εἶναι μεγάλο

κρῖμα , ἀλλά ἐκεῖ ‘ ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία , ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις’

(Ρωμ.5.20) . Ὁ Κύριος δίνει τή χάρη του στούς ταπεινούς. Σ’ ἐσᾶς ταιριάζει ἐκεῖνο

τό χωρίο τῆς Γραφῆς πού λέει : ‘…Καί ἐπί τίνα ἐπιβλέψω , ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν

και ἡσύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους ; ’ ( Ἠσ. 66.2) » 557. Μέσα στά λόγια αὐτά

διακρίνεται τό μεγαλεῖο μιᾶς ψυχῆς πού ἀποστρέφεται τή μισαλλοδοξία , τήν

556 Βλ. Ντοκυμανταιρ ZDF, ὅπ. παρ.


557 Λορέντζο Ντιλέττο, ὅπ. παρ. , σ. 263 ‐ 4
133
πνευματική αὐταρέσκεια , τό δογματικό ναρκισσισμό καί ἀνοίγεται μέ ἁπλοχωριά

σέ ὅλους.

Ἀπό αὐτό τό πνεῦμα κινούμενος ὁ Γέροντας συνέστησε και τή σύνταξη

ἑνός νέου καί πλήρους Συναξαριστή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπανταχοῦ τῆς

γῆς γιά νά ἐξυπηρετηθοῦν πνευματικές ἀνάγκες τῆς ἱεραποστολῆς καταρχήν,

κατόπιν τῶν χριστιανῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης και ἐντέλει τῶν πολυπληθῶν

ἑτεροδόξων ἤ και ἀλλοδόξων ἐπισκεπτῶν τῆς Σιμωνόπετρας καί τῶν μετοχίων

της558. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στήν ἔκδοση περιελήφθησαν για πρώτη φορά στά

χρονικά καί οἱ ὀρθόδοξοι ἅγιοι τῆς Δύσεως 559.

Β. Ἡ πολυμέρεια, εὐρυμάθεια καί προσαρμογή στά σύγχρονα

δεδομένα.

Ἡ «καθολικότητα» ὡς γνώρισμα τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ

γέροντος Αἰμιλιανοῦ καταφαίνεται καί ἀπό τήν προσαρμογή τοῦ λόγου του στά

δεδομένα μιᾶς ταχύτατα ἐξελισσόμενης κοινωνίας. Χάρη στην πολυμερῆ παιδεία

του μποροῦσε νά χρησιμοποιεῖ τίς γνώσεις του μέ τόν καταλληλότερο τρόπο

ὥστε νά ἐπιφέρει τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Στά κείμενά του συναντᾶ κανείς

ἀρκετές ἀναφορές στήν ἀνθρώπινη καθημερινότητα , τή ζωή τῆς φύσης ,τήν

ἰατρική, τήν τεχνολογία, τήν ψυχολογία , τή στατιστική , τή γεωγραφία, τήν ἱστορία ,

τή μυθολογία , τήν ποίηση, τούς ἀρχαίους κλασσικούς συγγραφεῖς κ.ἄ. 560 , πού

ἔρχονται νά συμπληρώσουν καί νά καταστήσουν περισσότερο εὔληπτες τίς

θεολογικές του διατυπώσεις. Βεβαίως ὁ σκοπός τοῦ Γέροντα δέν εἶναι ἡ

ἀπόκτηση ἐγκυκλοπαιδικῶν γνώσεων ἀλλά ἡ μόρφωσις εὐσεβείας561, ἡ ἀπόληψη

καί ὁ ἐνστερνισμός τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος καί ἡ θεοποιός τελείωση. Χωρίς

ὅμως μονομέρειες καί ἀποκλεισμούς, δέν ἀρνεῖται τή χρήση τῶν ποικίλων

ἐπιστημονικῶν δεδομένων ἐάν τοῦτο ἐμπεδώνει τήν πνευματική πορεία τοῦ

558 Συναξαριστής, ὅπ. παρ., Πρόλογος Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, σ. ιγ΄, ιέ.


559 Αὐτόθι, ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Εἰσαγωγή, σ. ιζ΄‐ λγ΄.
560 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 49‐53, 138‐149,175‐194,235‐245.

561 Πρβλ. Β΄Τιμ. 3,5 καί Ρωμ. 2,20


134
ἀνθρώπου εἰς Χριστόν. Ὁ σκοπός πού ὑπαγορεύει τή χρήση θύραθεν δεδομένων

δέν ἀκυρώνει τήν ἐκ μέρους του ἐπισήμανση τρωτῶν σημείων τοῦ σύγχρονου

τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ , ὁ ὁποῖος καθιστᾶ ἐν πολλοῖς τό σύγχρονο ἄνθρωπο

δέσμιο 562 μιᾶς μαζοποιητικῆς τεχνολογικῆς ἐπανάστασης ἰλιγγιωδῶν μεγεθῶν. Ὁ

σκοπός τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης , πού εἶναι αἰτιατά τῆς λογικότητος

τοῦ ἀνθρώπου563, εἶναι νά βελτιώσει ὁ ἄνθρωπος τή σχέση του μέ τή φύση καί

νά κυριαρχήσει σ’ αὐτήν · ἐντέλει ὅμως ἀστοχεῖ σέ πολλές ἀπό τίς ἐπιλογές του.

Καί τοῦτο φαίνεται στίς πρῶτες ἀκόμη σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , ὅπου

στίς πρῶτες τεχνολογικές του προσπάθειες ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ καί τίς

πρῶτες ἄστοχες ἐπιλογές (π.χ. Βαβέλ). Ὁ αὐτοματισμός, ἡ πληροφορική καί ἡ

οἰκολογική κρίση μέ τίς προεκτάσεις τους δημιουργοῦν ἕνα μεγάλο ἐρώτημα :

σκοπός τῆς τεχνολογίας εἶναι νά δημιουργηθεῖ ἕνα ἀνεξέλεγκτο καί «ἀδηφάγο

προσκυνητό εἴδωλο»564, πού θά ἀποβλέπει στή διαιώνιση τῆς μηχανῆς ;

Καί αὐτά τά προφητικά ἐρωτήματα τά θέτει στή δεκαετία τοῦ ’70 ἤ τοῦ ’90,

ὅταν πολλά ἀπό τά σύγχρονα προβλήματα δέν εἶχαν ἀκόμη ἀνακύψει. Προτείνει

ὅμως ὡς ὑπέρβαση τῶν πρακτικῶν δυσκολιῶν καί ὡς πρόληψη νέων κατά τό

μέλλον , τή μοναστική παράδοση, πού ἐξισορροπεῖ τή χρήση τῆς τεχνολογίας.

Ἀναφέρεται στό Μ. Βασίλειο , ὁ ὁποῖος προτείνει ἐν προκειμένῳ τήν ἐγκράτεια ‐

ὀλιγάρκεια καί τή νήψη , ὥστε νά ἀποφεύγονται οἱ περιττές μέριμνες καί νά

διατηρεῖται ἡ ἐσωτερική νηφαλιότητα. Στήν μοναστηριακή μάλιστα

καθημερινότητα δέν ἀπέκλεισε ποτέ τή λελογισμένη χρήση τῆς τεχνολογίας

στήν διεκπεραίωση τῶν ἐργασιῶν ἤ τῶν διακονημάτων , ἀρκεῖ νά μήν καταντᾶ

αὐτοσκοπός καί αὐτοπραγμάτωση στόχων ἀλλότριων τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Στό

σύγχρονο πολιτισμό τῶν ἀνέσεων , πού γεννοῦν ἐγωκεντρισμό, βία κι

ἐγκληματικότητα , ὁ Γέροντας προτάσσει τήν ἄνεση πού προκαλεῖ στήν

ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἡ «βία» τοῦ ἑαυτοῦ μας χάρη στό ἀσκητικό φρόνημα 565 . Ἔτσι

562 Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου Λόγοι τ. Α, ὅπ.παρ., σ.129‐202.


563 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 406.
564 Ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ. 1, σ. 407 και τ. 4 σ. 189 κ.ἑ.

565 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Ἡ ἄνεσις τῆς βίας καί ἡ βία τῆς ἀνέσεως, στά Πρακτικά Πανελληνίου

Μοναστικοῦ Συνεδρίου , Ἅγια Μετέωρα 1990, σ. 337 – 343.


135
ἐπανέρχεται ἡ ἀπωλεσθεῖσα καί διακαῶς ἀναζητουμένη χαρά 566 στή ζωή ἀφοῦ

ὅμως δοκιμασθεῖ , διά τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων, ἡ ὑπομονή καί ἡ πίστη τοῦ

ἀνθρώπου.

Ἀναφέρεται ἐπίσης ὁ Γέροντας στό ρόλο τοῦ πολέμου ὅπως καί στήν

ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εἰρήνης . Παραδόξως θεωρεῖ τήν πρόκληση τοῦ πολέμου

ὡς πρόσκληση ἐπιστροφῆς καί μετανοίας, ἐγρήγορσης πνευματικῆς καί

ταπείνωσης. Τόν ἀντιπαραβάλλει στό «κατέχον» τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας 567 ,

ἐνῶ θεωρεῖ την ἐμπόλεμη ἀτμόσφαιρα σάν μιά βάση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς

εἰρήνης μέσα ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης διά τοῦ «καταρτισμοῦ

και τοῦ συνδέσμου» μέ τήν Ἐκκλησία 568 ἐν μετανοίᾳ , διά τοῦ ἁγιασμοῦ , τῆς

προσευχῆς , τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας , τῆς καρποδωρίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,

τῆς θείας εὐδοκίας 569.

Γ. Πνευματική ἀξιοπρέπεια καί πνευματική ἀρχοντιά.

«… Ἤρθε » ἔλεγε , ὁ Γέροντας (Ἐφραίμ Κατουνακιώτης) « ( ὁ π. Αἰμιλιανός) ,

κάθισε ἀπέναντί μου στό δωμάτιο, ἔβγαλε τό σκληρό σκοῦφο του. Ντυμένος σάν

πριγκηπόπουλο. ’ Εἶμαι ἡγούμενος στά Μετέωρα’εἶπε. ‘ Θά ἤθελα νά σᾶς ρωτήσω

γιά τή νοερά προσευχή. ‐ Στά Μετέωρα πολύς κόσμος Γέροντα. Νά ἔρθετε στό

Ἅγιον Ὄρος ’ τοῦ ἀπάντησα. Σάν ἔφυγε λέω : ‘ ἄς κάνω προσευχή νά ἰδῶ τί

ἄνθρωπος εἶναι αὐτός… Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐωδία…» 570 . Μέ πνευματική

ἐνάργεια, ὁ γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης περιγράφει το βίωμα , πού

ἀποκτοῦσε κανείς στήν πρώτη του συνάντηση μέ τό γέροντα Αἰμιλιανό : ἕνας

ἀρχοντικός ἄνθρωπος , ὁ ὁποῖος μέ τή ζωή του ἀπέπνεε ὀσμή εὐωδίας

πνευματικῆς, εὐωδίας Χριστοῦ571. Ἐπειδή συνειδητά ἐπέλεγε τή σιωπή καί τήν

ὀλιγολογία , τόν ἐσωτερικό του κόσμο ‐ πλοῦτο πρόδιδε ἡ βιοτή του, ἡ πολιτεία

566 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 221


567 Πρβλ. Β΄ Θεσ. 2,1
568 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 249 – 254.

569Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ. 255‐269.

570 Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης , ὅπ.παρ., σ. 91‐2.

571 Β΄Κορ. 2, 15 καί Ἐφεσ. 5,2


136
του, τό παράδειγμά του, δίχως καμμιά ἐπιτήδευση ‐ ἐξωραϊσμό ‐ διάθεση

αὐτοπροβολῆς. Ἦταν πάντοτε προσεκτικός, μετρημένος, τακτικός, φρόνιμος,

συνετός. Τό στέρεο βῆμα του, οἱ κινήσεις τῶν χεριῶν του, ὁ τρόπος τῆς ἀναπνοῆς

,ἰδιαίτερα κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ἅγιο Βῆμα, στό θρόνο, στό

στασίδι, στήν τράπεζα , στό γραφεῖο, στό παρεκκλῆσι τοῦ ἡγουμενείου, στούς

διαδρόμους τῆς μονῆς, παντοῦ μετέδιδε μιά ἀρχοντιά 572 , μιά μεγαλοπρέπεια‐

ἱεροπρέπεια.

Ἦταν χριστοτερπής στούς τρόπους του, εὐθυτενής στό παράστημα,

διαπεραστικός στό βλέμμα, διαγνωστικός στό λόγο του. «…Σέ διαπερνοῦσε

διακριτικά, εὐγενικά , πατρικά, φιλόστοργα. Εἶχε ἕνα ἡρωϊκό καί συνάμα

φιλάνθρωπο φρόνημα. Μποροῦσε νά κάνει ὅ,τι πιό γενναῖο καί πιό ἀγαθό γιά νά

σέ συνδράμει…» 573 . Διέθετε , ἀνθρωπιά, ἁπλότητα, ἀμεσότητα, βάθος, παρά τό

πλῆθος καί τόν πλοῦτο τῶν γνώσεων καί τῶν ἐμπειριῶν του. Μέ ἀνεπιτήδευτο

ὕφος , δέν παρίστανε τόν ἡγούμενο , ἀλλά ἄφηνε νά διακρίνεις ἀμυδρά τόν

βαθύ ἑαυτό του , ὁ ὁποῖος χαρακτηριζόταν ἀπό ἕνα «νοικοκυριό» μιάν οἰκονομία

προερχόμενη ἀπό τή Θεία Οἰκονομία μέ τάξη καί τιμιότητα574.

Γλυκύς στή συμπεριφορά καί στήν καθημερινή ἀναστροφή του γνώριζε τά

ὅρια τῆς οἰκειότητος καί ἐπετύγχανε , ὅταν τά ὑπερέβαινε κανείς, μέ μιά

πρόσκαιρη στυφότητα νά προσγειώνει καί νά ἐπαναπροσανατολίζει στό συνήθη

ρυθμό τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Φιλόκαλος κι εὐσχήμων ἀρεσκόταν στήν ἀναζήτηση

τοῦ τελείου καί τοῦ πραγματικά ὡραίου, ἰδιαιτέρως στά τεχνικά καί οἰκοδομικά ,

σεβόμενος πάντοτε τήν παράδοση καί ἀπεχθανόμενος κάθε τι προκλητικό,

ἀνεπίκαιρο καί πομπῶδες.

Τίποτε ὅμως δέν τόν ἀποσποῦσε ἀπό τή βίωση τῆς ἐσωτερικῆς νήψεως

γι’ αὐτό δέν ταρασσόταν ἡ ἐσωτερική του εἰρήνη καί χαρά 575 ἀπό περιττές

μέριμνες , δυσκολίες, καταστροφές, προβλήματα. Ὁ γέροντας Αἰμιλιανός ἦταν ἕνας

γνήσιος πνευματικός «ἀριστοκράτης» καί τό ἀπέδειξε περίτρανα μέ τή διαδοχή

572 Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τ. Α΄ σ. 35, 67, 249


573 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. παρ., σ. 444
574 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτις ,μνημ. ἐργ., στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , σ. 39‐43

575 Ἱερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου , μνημ. ἐργ., σ.113


137
του. Δέν μέθυσε ‐ πόθησε τήν ἐξουσία , ὥστε νά αἰσθανθεῖ ἀπογυμνωμένος ἀπ’

αὐτήν, ἀλλά τή διακονία , πού εἶναι ἀναφαίρετος πλοῦτος τῆς ψυχῆς 576 κι

αἴσθηση ἐλευθερίας. Σ΄ ὅλη του τή ζωή εἶναι ἀξιοπρεπής καί μεγαλειώδης κατά

τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ἀκόμη καί στήν ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν

ἀσθενημάτων τοῦ σώματος καί δή τῆς τελευταίας ἀνήκεστης βλάβης τῆς

εὔθραυστης ὑγείας του. Ἡ ἀξιοπρέπεια , γιά τόν π.Αἰμιλιανό , δέν εἶναι ἕνα

ἐπικάλυμμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῶν ἐπιθυμιῶν μας ἀλλά μιά ἐσώτατη λειτουργία

τῆς ψυχῆς πού ἰσορροπεῖ ἐντός της ἀποδεχόμενη ταυτοχρόνως τήν οὐδενότητά

της.

Συμπερασματικά, ὅσον ἀφορᾶ τό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ Γέροντος, ἡ

προσωπικότητά του θυμίζει δίκαιο καί προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,

χαριτωμένο, προσγειωμένο καί ταυτόχρονα οὐράνιο ἄνθρωπο, φιλόστοργο ,

φιλογενῆ καί φιλόπαιδα πατέρα, πεπειραμένο διδάσκαλο , βεβιωκότα ὁδηγό.

Δ. Ἡ δημιουργία καί ἡ ἐμπέδωση ʺοἰκογενειακοῦʺ πνεύματος καί

κλίματος.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς πατρικῆς‐ἀναγεννητικῆς διακονίας του ὁ

Γέροντας αἰσθάνθηκε πώς συγκροτήθηκε γύρω του, χάριτι Θεοῦ, μιά «πνευματική

οἰκογένεια»577. Κοπίασε, μόχθησε καί θυσιάστηκε γιά τή στερέωση καί τήν ἐν

Κυρίῳ πρόοδό της. Μέ ἐξισορροπητικό τρόπο διαμόρφωσε μία νοοτροπία , μία

ἰδιοσυγκρασία , μία πεμπτουσία αὐτῆς τῆς πνευματικῆς του οἰκογενείας ,

ἐπιθυμώντας νά καταστήσει κοινωνούς καί φορεῖς αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τούς

πάντες , ἀπό τόν πρῶτο ἕως τόν ἔσχατο. Ἐπίκεντρο πάντοτε τῆς οἰκογενειακῆς

ἀτμόσφαιρας ἦταν τό μοναστῆρι στό ὁποῖο περιελάμβανε τούς πάντες , μοναχούς

576 «Τυπικό ν» Ἱ.Κ. Εὐαγγελισμοῦ Ὁρμυλίας , στό Κατηχήσεις τ.1, 186 κ.ἑ σ.171 καί 311.
577 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 , σ.37 κ.ἑ.
138
καί λαϊκούς, ἀπηύθυνε τόν ἴδιο παρακλητικό ‐ κατηχητικό λόγο ἀνεξαιρέτως καί

τούς καθιστοῦσε μετόχους τῶν βιωμάτων του.

Ἔτσι ἀνάμεσα στόν κόσμο, τήν κοινωνία καί τό μοναστῆρι ἀναπτυσσόταν

μιά γέφυρα οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας καί μεθέξεως. Ἰδιαίτερα βοήθησε αὐτό

κατά τήν ἐκδήλωση τῶν πρώτων μοναχικῶν κλήσεων , ὅταν μέ τίς εὐχές τῶν

γονέων καί μέ πηγαία χαρά ὑποδεχόταν τούς νεοκαρέντες στήν ἀδελφότητά του.

Καλλιέργησε τους δεσμούς μέ τίς κατά σάρκα οἰκογένειες τῶν μοναχῶν, τούς

προέτρεπε νά νοιάζονται καί νά συντρέχουν τούς οἰκείους τους γνωρίζοντας ὅμως

πώς ἡ τελική ἀναφορά τους θα ἦταν στό γέροντα και τήν ἀδελφότητα.Στήν

ἐσωτερική συγκρότηση τῶν κοινοβίων του ἔλαβε ὑπόψιν καί μιάν ἄλλη

παράμετρο · τίς συγγένειες τῶν ἀδελφῶν. Χάρη καί σέ αὐτόν τόν ἀνθρώπινο

παράγοντα, πλήν τῆς θείας χάριτος καί τῆς συναφοῦς πνευματικῆς συγγενείας ,

ἐξασφάλισε τή δυνατότητα οἱ ὅμαιμοι νά ξεπερνοῦν εὐκολότερα τίς διαταραχές

τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἐπιπλέον ὁ ἐσωτερικός ψυχικός δεσμός τῶν δύο μοναστικῶν κοινοτήτων,

Σιμωνόπετρας καί Ὁρμύλιας τονώθηκε περισσότερο μή μένοντας στήν τυπική

σχέση κυριάρχου μονῆς καί κοινοβίου‐μετοχίου.Ἡ φροντίδα ἀπό μέρους τῆς

πρώτης γιά κάλυψη ἐπισιτιστικῶν , τεχνικῶν, ἀγροτογεωργικῶν, οἰκονομικῶν ἤ

ἄλλων ἀναγκῶν καί ἐκ μέρους τοῦ δευτέρου καθημερινῶν ἀναγκῶν (τρόφιμα,

ἔνδυση, ἄμφια, κ.τ.τ.) τῆς Σιμωνόπετρας συσφίγγει αὐτή τήν οὕτως ἤ ἄλλως

οἰκογενειακή σχέση τῶν πνευματικῶν ἐκγόνων τοῦ Γέροντος.

Χωρίς προσωπικές ἀνασφάλειες καί αὐταρέσκειες ὁ Γέροντας δέν

καλλιέργησε ποτέ τήν ἀνθρωπαρέσκεια , τή νοσηρή γεροντολαγνεία ‐ προσωπο‐

λατρία, τό συγκεντρωτισμό καί τήν ὑπεροψία . Ἔδινε φτερά στά τέκνα του κι

ἐμπιστευόταν τούς πάντες κατά τό μέτρο τῶν χαρισμάτων τους . Γιά τίς

ἐπιλογές του μετροῦσε σαφῶς ὁ ὀξύνοια καί ἡ διορατικότητά του, ἀλλά

καθοριστικό ρόλο ἔπαιζε ὁ βαθμός πρόσληψης τοῦ «πνεύματός» του, τῆς

νοοτροπίας του ἀπό τά πνευματικά του τέκνα. Θέλησε καί πέτυχε –κατά τις

μαρτυρίες τους ‐ νά θεωροῦν οἰκεῖο τους τόπο τή Σιμωνόπετρα καί τά ὀκτώ

μετόχιά της , ὅπου μυσταγωγικά ἐνεργεῖται ἡ πνευματική «συγκομιδή» καί


139
λειτουργοῦν σάν «ἀμφίβληστρα». Οἱ προσκυνητές γεύονται καί φεύγουν μέ τήν

εὐφρόσυνη γεύση τῆς μονῆς στήν καρδιά τους δοξάζοντας τόν μέγα

Συγκομιστή πού θά συνάξει κάποτε ὅλη τήν κτίση.578

Ε. Ἡ γλῶσσα καί τό ὕφος τῶν κειμένων. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντος.

Διήκουσα ἀντίληψη τῶν ἐκδοθεισῶν ὁμιλιῶν καί κατηχήσεων τοῦ π.

Αἰμιλιανοῦ ,εἴτε ἐπισήμων εἴτε ἀνεπισήμων, εἶναι τό κάλλος, ἡ ἀποκάλυψη καί ἡ

βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς πολιτείας579. Ἡ ἔκδοση ἑπτά τόμων μέ τίς

ὁμιλίες του αὐτές πραγματοποιεῖται χωρίς να ἀλλοιωθοῦν γλωσσικά καί

ὑφολογικά, διασώζοντας τή ζωντάνια τήν ἀμεσότητα , τήν ἐκφραστικότητα , τήν

ἁπλότητα , στοιχεῖα πού καθιστοῦν εὐχερέστερη τή βίωση τῆς μυστικῆς κοινωνίας

τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ580. Ὁ καθηγητής Γλωσσολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Γεώργιος Μπαμπινιώτης σέ εἰσαγωγικό του σημείωμα γιά τήν ἐπικείμενη πρώτη

ἔκδοση κειμένων τοῦ Γέροντος σημειώνει ὅτι ἡ παράθεση τῆς διδασκαλίας του

καταρχήν πρέπει να χαρακτηρίζεται ἀπό πιστότητα στή γλωσσική φυσιογνωμία

καί τό γλωσσικό ἦθος τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ ὥστε , ὁ γλωσσικός τῦπος νά ὑπηρετεῖ το

γλωσσικό‐θεολογικό περιεχόμενο. Ἐν προκειμένῳ ὁ Γέροντας ἀρύεται στοιχεῖα

ἀπό τή γλωσσική διαχρονία καί χρησιμοποιεῖ ἕνα σύνθετο γλωσσικό ἰδίωμα, ὅπου

συνυπάρχουν ἰσοβαρῶς στοιχεῖα μιᾶς λόγιας καί μιᾶς καθημερινῆς γλώσσας ,

πού ἀποδεικνύουν τή γλωσσική καί γνωστική ἐπάρκεια, τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῶν

ἐκφραζομένων. Συνεχίζοντας, ὁ καθηγητής Μπαμπινιώτης ἀναφέρεται στό

στοιχεῖο τῆς διακειμενικότητας δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς – θεολογικῆς

γλωσσικῆς παράδοσης, πού ὁ Γέροντας ἀναπλάθει δημιουργικά προσθέτοντας

προσωπικά ὑφολογικά στοιχεῖα τῆς γλώσσας του, μέ τήν ἐναλλαγή ρέουσας

δημοτικῆς καί θεολογικῶν παραθεμάτων ἀπό τή γλώσσα τῶν ἱερῶν κειμένων

γεγονός πού διασώζει την «προφορικότητα» τῶν κειμένων του , μέ λιτότητα,

578 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 153.


579 Ὅπ. παρ. Κατηχήσεις τ. 1, Εἰσαγωγή σ.21.
580 Ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ.1, σελ.22.
140
ἀκρίβεια, ἁπλότητα, δηλωτικότητα, πάντοτε ἀπέριττη , ἀλλά διεισδυτική ,

ἀνεπιτήδεια ἀλλά συνταρακτική, αὐθόρμητη ἀλλά ἀποκαλυπτική. Ἔτσι ἀναδύεται

μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Γέροντος ἕνας θεολογικός λόγος ὡς μέγιστη μορφή

ἐπικοινωνιακῆς ἐλευθερίας καί ὡς ἔννοια ποιότητας, μέ ἐπικοινωνιακή εἰλικρίνεια

καί λαχτάρα νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν ἀκροατή του , γιά νά μεταδώσει τό βίωμα

τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως ὡς ἀποκύημα μιᾶς ‐ἐπιπλέον‐ ἐλεύθερης γλωσσικῆς

συνείδησης 581.

Ἡ λέξη καί ἡ γλώσσα συνδυάζουν ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἕνα

στοιχεῖο ἄϋλο , πνευματικό , νοητικό , δηλ. τή σημασία , καί ἕνα στοιχεῖο ὑλικό,

ἐξωτερικό πού εἶναι πλήν τῆς γραπτῆς της ἄρθρωσης και ἡ φωνητική της

ἀπεικόνιση 582. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα ὑπῆρξε ἕνα ἐπιπλέον «ἀμφίβληστρο» γιά τήν

ἐν Χριστῷ ἄγρα ψυχῶν. Μέ ἔντονες ἐναλλαγές καί κλιμακώσεις στήν ἐκφορά

της, μυσταγωγικά ὁδηγοῦσε στά ὑψηλά νοήματα τῶν λατρευτικῶν ἀναγνώσεων ·

προσκαλοῦσε σέ θεία μέθεξη κατά τήν ἀπαγγελία τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν

ἰσορροπώντας τήν ψυχή μεταξύ τοῦ ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ ‐ ἀγαλλιάσεως ἐν

Πνεύματι καί λυτρωτικῆς κατανύξεως · μετέδιδε τό αἴσθημα τῆς πατρότητος καί

γεννοῦσε τό αἴσθημα τῆς υἱότητος στίς κατ’ ἰδίαν ἐντεύξεις καί στήν ποικίλη

ἐξατομικευμένη του ποιμαντική · χάριζε τήν ἀσφάλεια τῆς παρουσίας , τοῦ

ἐνδιαφέροντος , τοῦ «πόνου» γιά τά τέκνα του. Ἡ φωνή του ἦταν πάντοτε

καθαρή, στεντόρεια καί ἤρεμη , λιγυρή, ὄχι «μουσική» , ἐνίοτε μελαγχολική 583 καί

διατη‐ροῦσε τά χαρακτηριστικά μιᾶς φωνῆς πού τό σημαινόμενο ὑποτάσσεται στο

σημαῖνον 584.

«…Ὁ πρακτικός θεολογικός λόγος ( ἐν. τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ) διέπεται ὑπό τῶν

ὑψηλῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ ἀνάπτυξις ἐπιδιώκεται πάντοτε

εἰς τάς ὁμιλίας του μέ σαφήνειαν και μεθοδικότητα…Ἐπερείδεται δέ ἐμφανῶς

εἰς τάς βιβλικάς θεοφανείας καί ἀποκαλυπτικάς ἐμπειρίας τῶν πατριαρχῶν καί

τῶν ὁρώντων τόν ὄντως ὄντα Θεόν δικαίων καί προφητῶν, τάς ὁράσεις τῶν

581 Ὅπ. παρ.Κατηχήσεις τ.1 , Είσαγωγικό σημείωμα Γεωργίου Μπαμπινώτη, σ. 11‐19


582 Ὅπ.παρ., σ. 16
583 Μοναχοῦ Μωϋσέως ἁγιορείτου, ὅπ. παρ. σελ. 444

584 Ὅπ. παρ.Κατηχήσεις τ.1 , σελ. 12


141
ὁποίων ἑρμηνεύει ὑπό τό φῶς τῶν ἐλλάμψεων, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, τῶν ἐν

μεταμορφώσει δοξασθέντων ὁσίων καί ἀσκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν

ἀλλαχοῦ ἀθλησάντων… Πρό πάντων ὅμως εἶναι λόγος σύγχρονος , παρακλητικός ,

παρήγορος, φιλάνθρωπος καί ἰαματικός τῶν παθῶν, τῶν ὀδυνῶν καί τῶν

ταλαιπωριῶν τοῦ ὑπό τοῦ ἄγχους, τῆς μονώσεως καί τῆς ἀπροσώπου κοινωνίας

καταδυναστευο‐μένου ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Διό καί τήν ταλαιπωρίαν αὐτήν

τῆς συγχρόνου ὑπάρξεως, μετά ζωντανῆς καί χαροποιοῦ ἐκφρά‐σεως , προφητικῇ

ἱλαρότητι, παρηγορεῖ καί παρακαλεῖ, μεταδίδων οὕτως ἐναργῶς εἰς τούς ἀκροατάς

του τήν ἀσφάλειαν, τήν βεβαιότητα , τήν θαλπωρήν καί τήν δύναμιν τοῦ

Παρακλήτου…»585

Στ. Ἡ ἄνεση , ὁ πλατυσμός τῆς καρδίας586 καί ἡ ἀνάπαυση ψυχῶν.

Ὁ μοναχισμός τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ θεμελιώνεται στόν πλατυσμό τῆς

ἀνθρώπινης καρδιᾶς 587 , ὅπως αὐτός θεία χάριτι συντελεῖται διά τῆς ἀγάπης. Σέ

ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βίου καί τῆς ποιμαντικῆς του ὁ Γέροντας διαπνεόταν

ἀπό αὐτό τόν πλατυσμό καί μετέδιδε μια ἄνεση σ’ ὅποιον εἶχε ἀπέναντί του.

Ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ δεῖνα πνευματικός εἶναι καλός , ρωτοῦσε μέ νόημα :

«παιδί μου, λύνει προβλήματα; ». Θεωροῦσε ἱκανό τόν ἄνθρωπο πού ἀνέπαυε

τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους , γιατί αὐτό ἔπραττε ὁ ἴδιος. Ἔδινε πάντοτε

λύσεις προσαρμοσμένες στήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθενός ,συχνά ὀδυνηρές ἀλλά

πάντοτε εἰλικρινεῖς , ἀγαπητικές καί διορατικές. Ἄγγιζε κι ἔσφιγγε τό χέρι

καθενός πού τόν πλησίαζε , ὄχι μόνο ὡς ἔκφραση ἁβρότητος ἤ οἰκειότητος ,

ἀλλά ἐν εἴδει πνευματικῆς «ἀκτινοσκοπήσεως» τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου καί τοῦ

βαθύτατου ποιοῦ τοῦ ἀνθρώπου588. Μέ τήν εὐπροσηγορία του κέρδιζε ἀμέσως τό

συνομιλητή του ὑπερτιμώντας τίς ἱκανότητές του και ὑπερεκτιμώντας τά ὅποια

χαρίσματά του. Δημιουργοῦσε τίς προϋποθέσεις νά «ἀνοιχθεῖ» κανείς σ’ ἕναν

585 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., Κατηχήσεις , τ.1,Εἰσαγωγή ἀπό τις μοναχές τοῦ Ἱ.Κοινοβίου Ὁρμυλίας , σ. 22‐23
586 Β΄Κορ. 6,11‐13
587 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Κατηχήσεις τ. 5, σ. 19
588 Μοναχοῦ Μωϋσέως ὅπ.παρ., σ.441 Πρβλ. Βίος γέροντος Παϊσίου καί γέροντος Πορφυρίου
142
ἀμφίπλευρο πλατυσμό καρδίας καί νά μοιραστεῖ εὔκολα μαζί του τά ἄδηλα καί

τά κρύφια τῶν μύχιων τῆς ψυχῆς του. Συγκαταβατικός καί συνάμα αὐστηρός ,

εὔχαρις καί σοβαρός , γλυκύς καί «στυφός», δαπανοῦσε ὥρες , μέρες καί χρόνια για

να ἀσχολεῖται με το ξεπέρασμα δυσκολιῶν και τη λύση προβλημάτων

ὑπαρξιακῶν ἤ τοῦ εὐρυτέρου περιβάλλοντος589. Ἐκδαπανήθηκε στήν πολύωρη

ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως μέ αὐταπάρνηση καί εἰς βλάβην

τοῦ σαρκίου του , καθώς σέ τίποτε δέν ὑπολειπόταν ἀπό τόν μοναχικό κανόνα

του καί τό ἐπιπλέον νηπτικό του πρόγραμμα. Χαρά , μισθός καί στέφανός του 590

ἡ χειραγωγία στήν ἐλευθερία , ἡ πνευματική ἀνέλιξη στήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν ,ἡ

πρόοδος στή φερέπονο καί ζείδωρο ἄσκηση , ἡ ἐντρύφηση στήν ἡδύλαλο σιωπή ,

ἡ προαγωγή στήν ταπεινοποιό διακονία , ἡ τήξη στήν ἁγνιστική ἀγρυπνία , ἡ

ἐμπέδωση στήν εὐκτική νήψη , ἡ συμμετεωροπορεία πρός τήν τελειοποιό κάθαρση ,

τό καινοποιό καί κενωτικό πάθος , ὅλων τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ , τῶν δικῶν του

τέκνων. Κορυφαίος πόθος του ἡ ἀντίληψη ἀπό κάθε ἐξαρτωμένη ὑπ’ αὐτοῦ

ψυχή τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου , τήν ὁποία τείνει γιά νά τήν εἰσοδεύσει στή

Βασιλεία του 591.

«…Οὐ γάρ ζητῶ τά ὑμῶν ἀλλά ὑμᾶς…» 592

Ἡ πατρική καί ἀγαπῶσα καρδία τοῦ πατρός Αἰμιλιανοῦ θά μποροῦσε μέ

τήν προαναγραφεῖσα φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου νά ἀποτυπώσει το

ποιμαντικό εὖρος καί βάθος της. Δι’ ὅλης τῆς βιοτῆς και πολιτείας του, ὁ π.

Αἰμιλιανός ζητοῦσε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς τείνει τό στιβαρό

χέρι του καί νά τούς καθοδηγήσει εἰς « νομάς σωτηρίους ». Ζητοῦσε νά

παραλάβει ἀνθρώπινες ψυχές γιά νά τίς «ζυμώσει» 593 ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ

589 Αὐτόθι σελ. 444‐5


590 Φιλ. 4.1
591Ἀρχιμ.Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ., σ. 28.
592 Β΄ Κορ. 12.14
593 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 74.
143
πολυπλάγκτου πνευματικοῦ ἀγώνα τους νά προσφερθοῦν ὡς ἄρτος ἡδύς 594 στόν

Κύριο. Ὁ Γέροντας ἀναδέχθηκε τήν ποιμαντική εὐθύνη ἐν χαρᾷ καί συναισθήσει

ὅτι ἐπιτελεῖ ἔργο ὑπακοῆς στήν Ἐκκλησία , συντελεστικό ὅμως καί τοῦ δικοῦ του

ἐξαγιασμοῦ. Στούς τομεῖς πού διακόνησε τόν ἄνθρωπο ἔδωσε κυριολεκτικά τόν

ἑαυτό του, ἐκδαπάνησε τίς σωματικές καί πνευματικές του δυνάμεις γιά τίς

ψυχές « ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε»595 , διδάσκοντας , κατηχώντας , νουθετώντας ,

κηρύττοντας , μέ ἔμπρακτο λόγο καί ἔλλογο βίο. Ἡ διακυβέρνησή του ἦταν

στιβαρή, ἀσφαλής , αὐστηρή κι ἐπιεικής , ἑνοποιός, λελογισμένη μ΄ἕνα λόγο

ἀγαπητική καί γνήσια «κοινωνική» 596 . Ὁ Γέροντας ὡς ποιμήν ἐμφοροῦνταν ἀπό τή

θεολογική ἀρχή τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως μέ ὅσους σχετιζόταν, τῆς ἀντιδόσεως

κάθε τελείου χαρίσματος , τῆς καθοδηγήσεως πρός τήν ἐν Χριστῷ ὑποστατική

ἕνωση τῶν ὑπάρξεων , πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός , καί τήν ὑπέρβαση τῶν

ὅποιων διαιρέσεων προσωπικῶν ἤ συμβιωτικῶν. Τίς διαπιστώσεις αὐτές

ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας : Νωρίς ἐτελειώθη καί ὑπό τῆς θείας χάριτος

ἐλαυνόμενος «ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς» 597 . Προφητικά προετοιμάζοντας τό

γέωργιό του, δρέπει καρπούς πνευματικούς ἔτι ζῶν. Μιά θάλλουσα κι

αὐξανομένη ἀδελφότητα στήν Ἱ.Μ. Σίμωνος Πέτρας – φύτευμα μέν δικό του, ἀλλά

ἀμφιλαφές καλλιέργημα τῶν πνευματικῶν ἐπιγόνων του ‐ μέ διορθόδοξη καί

διαχριστιανική ἀκτινοβολία. Ἀφετέρου τήν πολυπληθῆ γυναικεία ἀδελφότητα τοῦ

Ἱ. Κ. Ὁρμυλίας μέ λαμπρό κοινωνικό καί πνευματικό ἔργο. Ἐπίσης ἕνα πλῆθος

πνευματικῶν τέκνων του σέ ὅλες τις ἐκφάνσεις τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ τῆς

πατρίδας μας. Ὅλοι αὐτοί καλοῦνται νά μεταφέρουν τό πνεῦμα τοῦ Γέροντος

στή σύγχρονη κοινωνία καί νά ἀποδείξουν ἐμπράκτως ὅτι ὁ π. Αἰμιλιανός ὑπῆρξε

πατέρας , παιδαγωγός εἰς Χριστόν καί ἀναγεννητής τῶν ὑπάρξεών τους , ἀλλά ἡ

θεοποιός πορεία τοῦ καθενός δέν ἀνακόπηκε μέ τή δική του διακριτική

ἀπουσία· ὅτι ὁ γέροντας δεν καλλιέργησε μια νοσηρή προσωπολατρία · ὅτι δέ

δημιούργησε ἕνα ἀχυρένιο πνευματικό ἔργο, τό ὁποῖο δοκιμασθέν ἀπό τό πῦρ τῆς

594 Ἀπολυτίκιο ἑορτῆς Ἁγίου Θεοδώρου Τήρωνος ( 17 Φεβ. ) στό Ὡρολόγιον τό Μέγα, ὅπ. παρ. σ. 259.
595 Β΄Κορ.12,15 καί Ρωμ. 5,6
596 Πρωτ. Ἀθαν. Γκίκα , Ποιμαντική , ὅπ.παρ., σ.90‐92 .

597 Σοφ. Σολομῶντος 4,13


144
ἀσθενείας καί τῆς ἀποσύρσεώς του κάηκε κι ἐξανεμίσθηκε 598 . Στάθηκε «…στό

μεταίχμιο ἀφ’ ἑνός μέν μιᾶς γενεᾶς ἡ ὁποία στρέφεται πρός τόν κόσμο καί

ἀπορροφᾶται ἀπό τίς διασπαστικές δραστηριότητές του, στό πεδίο δέ τῆς

ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στρέφεται πρός μία ἐνδοκοσμική πνευματική

δραστηριότητα, σέ μιά ἐσωτερική ἱεραποστολή , μοχθώντας γιά τήν ἐπούλωση

κοινωνικῶν πληγῶν καί τήν κάλυψη βιοτικῶν ἀναγκῶν, ἀναζητώντας ἔτσι ἕνα

νεώτερο τύπο μαχόμενου κοσμοκαλόγηρου · ἀφετέρου δε μιᾶς ἐποχῆς κορεσμοῦ

ἀλλά καί πνευματικῆς ὡριμάνσεως , πού ἀναζητεῖ τή δικαίωση τοῦ πιστοῦ στόν

ἀμελημένο μοναχικό βίο , στήν ἐπιζήτηση τῆς κατά Χριστόν πτωχείας ,

κακοπαθείας καί ἑκουσίας ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καί τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γιά τή

Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν…»599.

598 Α΄ Κορ. 3,13


599 Ἰωάννου Φουντούλη, Εἰσαγωγή , στό Κατηχήσεις τ. 4 , σ. ιη΄
145

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

• Ἡ προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Ἀρχιμανδρίτου Αἰμιλιανοῦ (Βαφείδη)

Σιμωνοπετρίτου (1934 ‐ ) ἀνήκει στίς σύγχρονες πατερικές μορφές πού

ἀνέλαβαν τό ἔργο τῆς ἀναγέννησης καί καθοδήγησης ψυχῶν, υἱοθετώντας

τό ἀσκητικό ἦθος καί τό ἡσυχαστικό φρόνημα τῶν ἁγίων πατέρων τῆς

Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

• Ἐπέκτεινε στίς μέρες μας ἕνα παιδαγωγικό, συμβουλευτικό καί ἐνισχυτικό

ἔργο μεγάλης ἀξίας. Ἀναδείχθηκε πνευματικός πατέρας τῆς νεολαίας,

ἀναμορφωτής τοῦ σύγχρονου ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ , σύμβουλος τῆς

νεοελληνικῆς οἰκογένειας συνεχίζοντας μιά μακραίωνη παράδοση

πνευματικῆς πατρότητας.

• Καταρχήν μορφοποιοῦν τήν πνευματική του φυσιογνωμία οἱ οἰκογενειακές

καταβολές με χαρακτηριστικά τήν ʺπροσφυγική ʺ εὐλάβεια καί

πνευματικότητα. Ἀκολουθεῖ ἡ συμπόρευση μέ τό ἱεραποστολικό ἔργο τῶν

χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων καί οἱ πρῶτες μοναχικές του ἐντρυφήσεις στά

χρόνια τῶν σπουδῶν και τῆς προετοιμασίας. Ἡ διακονία του ὡς νέου

κληρικοῦ στά Τρίκαλα ( Δούσικο ‐ Μετέωρο , κατήχηση , ἐξομολόγηση ,

κήρυγμα, πρῶτες μοναχικές κουρές) ἀποτελοῦν μιά γέφυρα μετάβασης

στήν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους , πνευματικός καρπός τῆς ὁποίας εἶναι

ἵδρυση και ἡ ἀναμόρφωση νέων και παλαιῶν μετοχίων καί οἱ ποιμαντικές

ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα στόν κόσμο ( ὁμιλίες ‐ προσκυνήματα) μέ ἀπόληξη

τήν παραίτησή του ἀπό τήν ἡγουμενία καί τόν ἐφησυχασμό του στό

Κοινόβιο τῆς Ὀρμυλίας.

• Ἡ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν βιβλίων καί ἡ προβολή ἀγνώστων μορφῶν

ἤ γεγονότων , ἡ ἐνδελεχής παρουσίαση ἐξεχουσῶν βιβλικῶν μορφῶν στό

ἔργο τοῦ Γέροντος, ἡ ἐπίμονη και στοχαστική ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου καί

τῶν ἱστορικῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνιστοῦν ἕνα βιβλικό ὑπόβαθρο
146
για τη νηπτική και ποιμαντική του διδασκαλία , τό ὁποῖο παραπέμπει σέ

μιά βαθυτάτη βίωση τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων καί λόγων.

• Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός συστοιχίζεται μέ τήν ἀσκητική παράδοση τῆς

Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τίς μελέτες του ἀλλά καί τήν ἀναζήτηση πνευματικῶν

ἐμπειριῶν καί συνοδοιπόρων , ἀναζητώντας τίς ρίζες ἑνός συγχρόνου του

νεοφιλοκαλικοῦ ρεύματος πού ξεκινᾶ ἀπό τον Μ. Βασίλειο, διαπερνᾶ τό

βυζαντινό μοναχισμό, φθάνει στόν Ἡσυχασμό καί τούς Κολλυβάδες καί

ἀπολήγει στόν Ἅγιο Νεκτάριο ( ὡς ἐνδιάμεσο κρίκο παλαιᾶς παραδόσεως

καί νεοφιλοκαλικοῦ ρεύματος) . Παράλληλα διατηρεῖ κοινή πνευματική

πορεία με σημαντικές προσωπικότητες τοῦ συγχρόνου μοναχισμοῦ

συμμετέχοντας σ’ ἕνα πνευματικό «δίκτυο» ἐμπειριῶν και βιωμάτων .

• Οἱ θεωρητικές καί πρακτικές ἀρχές τῆς ποιμαντικῆς τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ σέ

συνδυασμό μέ τίς βασικές ἔννοιές τῆς θεολογίας του ἀφοροῦν στή σχέση

Θεοῦ καί ἀνθρώπου, στήν καλλιέργεια τῆς νήψεως μέσα ἀπό μιά

διαδικασία προσλήψεως τῆς Χάριτος κατόπιν θείας ἐκλογῆς καί κλήσης.

Σκοπός παραμένει ἡ ἀνάληψη καί περαίωση μιᾶς θείας ἀποστολῆς πού

καταλήγει σε ἕναν πνευματικό γάμο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέ τό Θεό

μέσα ἀπό τόν ἁγιασμό τή χαρά καί τήν ἀγάπη. Ἐφαλτήριο πνευματικό ἡ

προσευχή, ἡ σιωπή και ἡ ἀγρυπνία , πού ὁδηγοῦν σέ θεομίμητες ἐμπειρίες

ὅπως ἡ ὑπακοή καί ἡ « ἡττωμένη γένεσις».

• Τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καί ἡ πνευματική συγκρότηση τοῦ

Γέροντος Αἰμιλιανοῦ ἀποδεικνύονται μέσα ἀπό τή συστοίχισή του μέ τή

γεροντική ‐ ἀσκητικοπατερική παράδοση, τη διδασκαλία του περί τοῦ

πνευματικοῦ Πατρός ὡς ὁδηγοῦ στή συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καί τήν

ὑποστατική ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐν τῷ Θεῷ ( συνταυτιζόμενος στό

σημεῖο αὐτό μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) , στή διαδικασία τοῦ

πνευματικοῦ τοκετοῦ για τή γέννηση τοῦ θείου λόγου μέσα στήν

ἀνθρώπινη καρδιά.

• Το λειτουργικό λατρευτικό βίωμα τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ ἀποτυπώνεται

στόν τρόπο τῆς προετοιμασίας γιά τή Θεία Λατρεία, ὡς εἰσαγωγῆς στό


147
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ἀποκαλύπτεται στά συγκλονιστικά νηπτικά

καί λειτουργικά βιώματά του.

• Ἡ ποιμαντική πράξη τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ γίνεται γνωστή μέσα ἀπό τις

ἐπιμέρους ποιμαντικές του προσεγγίσεις ὡς καθοδηγοῦ τῆς νεότητος , τοῦ

γάμου και τῆς οἰκογένειας, τῶν ποιμένων ( κληρικῶν – θεολόγων) , τῶν

μοναχῶν , καθώς καί μέ ἀναφορές στή μοναστική κλήση , στά γνωρίσματα

τῆς μοναχικῆς ζωῆς , τό μοναστῆρι, τή συμμετεωροπορεία μέ τό , στήν

ἀνανέωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, στό ἄνοιγμα πρός τούς

ʺνοσταλγούςʺ τῆς Ὀρθοδοξίας.

• Εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ στα χαρακτηριστικά τῶν ποιμαντικῶν

προσεγγίσεών του ὁ Γέροντας ξεχωρίζει γιά τήν πολυμέρεια, τήν

εὐρυμάθεια τήν προσαρμογή στά σύγχρονα δεδομένα , τή γλῶσσα καί τό

ὕφος τῶν κειμένων, ἀκόμη και για τη χαρακτηριστική φωνή του. Ἀποπνέει

μιάν πνευματική ἀξιοπρέπεια καί πνευματική ἀρχοντιά, συντελεῖ στή

δημιουργία καί τήν ἐμπέδωση ἑνός ʺοἰκογενειακοῦʺ πνεύματος καί κλίματος

μεταξύ τῶν πνευματικῶν του τέκνων μέ χαρακτηριστικά στοιχεῖα τήν

ἄνεση , τόν πλατυσμό τῆς καρδίας1 καί τήν ἀνάπαυση ψυχῶν.

• Ἡ παρουσία τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ συνιστᾶ ἐν γένει ἕναν πνευματικό

θησαυρό γιά τήν ἐποχή μας καί παρακαταθήκη ζωῆς γιά ἐκείνους πού

συνεχίζουν τό ἔργο του καί ἀξιοποιοῦν τήν πνευματική κληρονομιά του.


148

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ʺ ... Πνεῦμα Κυρίου ἐπʹ ἐμέ , οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με , εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς

ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν , κηρῦξαι

αἱχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν , ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν

ἀφέσει , κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν ...ʺ( Ἠσαῒου 61. 1‐2)

Στά λόγια αὐτά τῆς προφητικῆς κλήσεως τοῦ Προφήτη Ἠσαῒα

συμπυκνώνεται ἀναλογικά ἡ κλήση καί ἡ ὑψηλή ἀποστολή τοῦ Γέροντος

Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου. Ἡ δημοσίευση τῶν κειμένων τῆς διδαχῆς του

ἀποτελεῖ μιά ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ κόσμου τοῦ Γέροντος καί κλεῖδα

κατανοήσεως κι ἑρμηνείας τοῦ ἔργου του. Ταυτόχρονα ἀποτελεῖ καί μιάν ἔξοδο

τοῦ λόγου του , ἀπό τόν στενό κύκλο τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καί τῶν

τότε ἀκροατῶν του, πρός τόν κόσμο ὁλόκληρο · ἀποκάλυψη τῶν ἀβύσσων τῆς

ἁγιασμένης ψυχῆς του 600 , ἀλλά καί λύση τοῦ μυστηρίου τῆς καταλυτικῆς

ἐπιδράσεως τοῦ λόγου του καθώς καί τῆς διεισδυτικῆς δυνάμεως καί πειθοῦς τῆς

διδασκαλίας του. Λόγος πού δεν αὐθεντεῖ , δεν ἐπιβάλλεται , δεν καταναγκάζει

ἀλλά συζητεῖ καί διαλέγεται ἐν ταπεινώσει , κατεβαίνει «ὡς ὑετός ἐπί πόκον καί

ὡσεί σταγών , ἡ στάζουσα ἐπί τήν γῆν».601Δέν διασπᾶ, δέν ταράττει , ἀλλά

εἰρηνοποιεῖ , εἰρηνεύει τήν ψυχή μέ τήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σ’ αὐτήν

ὁδηγοῦν οἱ κατηχήσεις και οἱ λόγοι του · αὐτή παρέχει ἡ χάρη τῆς ἱερωσύνης γιά

νά τή λάβει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐν ἐκκλησίᾳ , ἐν συνάξει, γιά νά τή μετοχετεύσει

στόν κόσμο, στήν οἰκουμένη.

Μπροστά στά μυστήρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ὁποῖα

περιβαλλόταν ἀδιακόπως ὁ γέροντας Αἰμιλιανός στέκεται – καί μεῖς μαζί του ‐

ἐκστατικά καί δανειζόμαστε τούς ἐκφαντορικούς τῆς ταπεινώσεως λόγους τοῦ

Προφητάνακτα Δαβίδ :

600 Ἰωάννου Φουντούλη, Εἰσαγωγή στό Κατηχήσεις τ. 4 σ. κ΄‐κά


601 Ψαλ. 71,6
149
ʺ Τίς εἰμί ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, ... ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων; καί

κατεσμικρύνθην μικρόν ἐνώπιόν σου , Κύριέ μου Κύριε, καί ἐλάλησας ὑπέρ τοῦ

... δούλου Σου εἰς μακράν .. καί νῦν Σύ οἶδας τόν δοῦλον Σου, Κύριέ μου Κύριε,

διά τόν λόγον Σου πεποίηκας καί κατά τήν καρδίαν Σου ἐποίησας πᾶσαν

τήν μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τῷ δούλῳ Σου ἕνεκεν τοῦ μεγαλῦναί Σε,

Κύριέ μου Κύριε, ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς Σύ καί οὐκ ἔστι Θεός πλήν Σοῦ ἐν πᾶσιν

οἷς ἠκούσαμεν ἐν τοῖς ὠσίν ἡμῶν ... Καί νῦν , Κύριέ μου Κύριε, τό ρῆμα ὅ

ἐλάλησας περί τοῦ δούλου Σου ... πίστωσον ἕως τοῦ αἰῶνος Κύριε

Παντοκράτωρ... διά τοῦτο εὗρεν ὁ δοῦλός Σου τήν καρδίαν ἑαυτοῦ τοῦ

προσεύξασθαι πρός Σέ τήν προσευχήν ταύτην . Καί νῦν , Κύριέ μου Κύριε, σύ

εἶ Θεός καί οἱ λόγοι Σου ἔσονται ἀληθινοί καί ἐλάλησας ὑπέρ τοῦ δούλου Σου

τά ἀγαθά ταῦτα . Καί νῦν ἄρξαι καί εὐλόγησον τόν δοῦλον Σου τοῦ εἶναι εἰς

τόν αἰῶνα ἐνώπιόν Σου ὅτι Σύ ,Κύριε μου Κύριε, ἐλάλησας καί ἀπό τῆς

εὐλογίας Σου εὐλογηθήσεται ὁ δοῦλός Σου ...602.

602 Β΄ Βασιλειῶν 18 , 28
150

Π Η Γ Ε Σ

Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1981

Ἡ Καινή Διαθήκη , ἔκδ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας,Ἀθήνα 1989.

Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας , ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1980

Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου , Ἑξήγησις εἰς τούς ψαλμούς, P.G. 27. 60 ‐ 548
‐ Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου
‐ συγγραφείς καί ἀποσταλείς πρός τούς ἐν Ξένῃ μοναχούς
παρά τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου Πατριάρχου
Ἀλεξανδρείας, P.G. 26 , 835‐976

Ἁγίου Βασιλείου Μεγάλου , Ὁμιλία εἰς τον νθ΄ ψαλμόν 2 , P.G. 29 , 460‐469
‐ Ἐπιστολή 207 , 3 , P.G. 32 ,760
‐ Ὅροι κατά πλάτος,μγ΄, P.G. 31 , 1109‐112
‐ Ἐπιστολή β΄, Πρός Γρηγόριον ἑταῖρον (περί ἡσυχίας καί
ἀπραγμοσύνης), P.G. 32, 224

Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου , Θεολογικός Β΄ περί θεολογίας , P.G. 36 , 26‐73


‐ Ἐπιστολή ριά , Εὐλαλίῳ ( περί σιωπῆς), P.G. 37, 209

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α΄ εἰς τά τῆς Γραφῆς ρήματα « ποιήσωμεν ἄνθρωπον
κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν, P.G. 44 , 257‐277
‐ Περί τελειότητος καί ὁποῖον χρή εἶναι τόν Χριστιανόν πρός
Ὀλύμπιον μοναχόν, P.G. 46, 252‐288
Αἰμιλιανοῦ, Ἀρχιμανδρίτου‐Καθηγουμένου Ἱ.Μ.Σίμωνος Πέτρας , Κατηχήσεις καί Λόγοι :
‐ τ.1 Σφραγίς Γνησία , Ἔκδ. Ὁρμύλια 1995
‐ τ.2 Ζωή ἐν Πνεύματι, Ἐκδ. Ὁρμύλια 1998
‐ τ.3 Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, Ἐκδ. Ὁρμύλια 1999
‐ τ.4 Θεία Λατρεία ,Ἔκδ. Ὁρμύλια 2001
‐ τ.5 Σταθμοί στήν Πνευματική Ζωή , Ἐκδ. Ὁρμύλια 2003
‐ Ἰσάγγελος χορεία, στόν τόμο Ὁρμύλια, ἐκδ. Ἰντεραμέρικαν , Ἀθήνα 1992
‐ Λόγοι ἀσκητικοί, ἑρμηνεία στόν ἀββᾶ Ἠσαῒα , ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2005
‐ Λόγος περί νήψεως, ἑρμηνεία στον Ἅγιο Ἡσύχιο , ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2008
‐ Λόγος περί Ἁγίου Πνεύματος, ἔκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2006
‐ Ἡ ἄνεσις τῆς βίας και ἡ βία τῆς άνέσεως, στα Πρακτικά Πανελληνίου Μοναστικοῦ
Συνεδρίου , ἔκδ. Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου , Ἅγια Μετέωρα 1990
151

‐ Μοναχισμός – Πορεία πρός Θεόν , στό συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐


Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003.
‐ Πρόλογος στό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ,Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ
Ἡσυχαστής, ἐκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου (4) 1998
‐ Πρόλογος στο συλλογικό ἔργο Νέος Συναξαριστής τῆς Όρθοδόξου Ἐκκλησίας ,ἔκδ.
Ἴνδικτος ,Ἀθήνα 2003 τ.1
‐ Ἀπό τή νηπτική διδασκαλια τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, στο περιοσδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
τ. 14 2004

Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπί διορθώσει τῶν


περί αὐτόν ,PG 135 , 729‐909

Μέγα Εὐχολόγιον, τῆς κατά Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας περιέχον τάς
τῶν ἑπτά μυστηρίων Ἀκολουθίας, σπουδῇ καί ἐπιστασίᾳ Σπυρίδωνος Ζερβοῦ
ἱερομονάχου, νῦν δε ἐπανεκδιδόμενον εἰς γ΄ἔκδοσιν ὑπό τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΑΣΤΗΡ»
βάσει τῆς έν Βενετίᾳ β΄ἐκδόσεως 1862 ἐκ τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος,
Ἀθῆναι 1986.

Μέγα Ὡρολόγιον, Περιέχον ἅπασαν την ἀνήκουσαν αὐτῷ Ἀκολουθίαν κατά την τάξιν
τῆς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μετά συναξαρίων παςῶν τῶς ἑορτῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, ἔκδοσις δευτέρα διωρθωμένη, ἀναπαλαίωσις τῆς έν Βενετίᾳ τῷ 1856 ἐκ τοῦ
Ἑλληνικοῦ τυπογραφείου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κυκλοφορηθείσης ὑπό τῶν ἀδελφῶν
Ἰωάννου καί Σπυρίδωνος τῶν Βελούδων, λαβόντων ὑπ’ὄψιν τήν ἕκτην ἔκδοσιν τοῦ
Φοίνικος κατά διόρθωσιν καί εἰς τρία μέρη διαίρεσιν ὑπό Βαρθολομαίου
Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου , ὑπό τῶν ἐκδόσεων «ΑΣΤΗΡ» , Ἀθῆναι 1984

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως βιβλία δ΄.
Δογματικά , P.G. 94 , 789‐1228

Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου , Κλῖμαξ , Ἔκδοσις Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1978


Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγοι Δ΄ ἐκδ. ΕΠΕ τόμος 28 , Θεσσαλονίκη
1978

Ἱερατικόν Α΄, ἔκδοσις Ἱ.Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἅγιον Ὄρος 1991

Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικοί λόγοι, ἔκδοσις Ἀπόστολος Βαρνάβας , Ἀθῆναι 1976

Ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός , ἐκδόσεις Ἱ. Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ , Ὁρμύλια 1991

Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί ἀθανασίας ψυχῆς καί Ἱερῶν Μνημοσύνων,χ.χ.,


ἔκδοσις Νεκτάριος Παναγόπουλος
‐ 35 Ποιμαντικές ἐπιστολές,ἐκδ. Ὑπακοή , Ἀθήνα 1993

Ἁγίου Συμεών Ν. Θεολόγου , Τά Εὑρισκόμενα διηρημένα εἰς δύο, μεταφρασθέντα ὑπό
Διονυσίου Ζαγοραίου, ἀκριβής ἀνατύπωσις ἐκ τῆς ἐν ἔτει 1886 ἐκδόσεως ὑπό τοῦ
ἐκδοτικοῦ οἴκου Βασ. Ρηγοπούλου , Θεσσαλονίκη 1977
152

Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου
Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ καί Παλαμᾶ λάμψαντος τον
ΙΔ΄αἰώνα , συγγραφείς παρά τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Φιλοθέου , στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέον Ἐκλόγιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ ,
Ἀθῆναι 1974

Παρακλητική, περιέχουσα πᾶσαν τήν ἀνήκουσαν αὐτῇ ἀκολουθίαν , ἐκ. ΦΩΣ , χ.χ.,
Ἀθῆναι

Πεντηκοστάριον, χ.χ, ἔκδ. Φῶς, Άθῆναι

Σύνταγμα τῶν θείων και ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων και πανευφήμων ἀποστόλων και
τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν κάι τοπικῶν συνόδων και τῶν κατά μέρος ἁγίων πατέρων
ἐκδοθέν σύν πλείσταις ἄλλαις την ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν διεπούσας διατάξεσι,
μετά τῶν ἀρχαίων ἑξηγητῶν και διαφόρων άναγνωσμάτων , ὑπό Γ.Α. Ράλλη και Μ.
Ποτλῆ ἐγκρίσει τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,Ἀθήνησιν ἐκ τῆς
τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος 1852, φωτοτυπική ἀνατύπωσις ἐκδ. Γρηγόρη 1992 τ.Α‐Στ

Β Ο Η Θ Η Μ Α Τ Α

Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Ἱ.Μ. Δημητριάδος , τ.1 Ἐσχατολογία και Ἐκκλησία, ἔκδ.
Καστανιώτης Ἀθήνα 2003

Ἀκριβοπούλου Κων/νου, Τό κολλυβαδικό κίνημα,ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001

Ἀντωνοπούλου Νεκταρίου Ἀρχιμ., Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης , ἔκδ. Ἀκρίτας


Ἀθήνα 1998 (2)

Βασιλείου Ἀρχιμ., Εἰσοδικόν,ἐκδ. Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα , ἍγιονὌρος 1987


‐ Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1990

Βερίτη Γ. , Το ἀναμορφωτικό κίνημα τῶν Κολλυβάδων καί οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς
Σκιάθου, στο συλλογικό ἔργο , Ἅπαντα , Πεζά ΙΙ, ἐκδ. Δαμασκός 1958

Βλάχου Ἱεροθέου Ἀρχιμανδρίτου, Ὀσμή Γνώσεως, Κατερίνη 1985

Βουλγαράκη Ἠλία , Ἱεραποστολή,ἐκδ. Ἁρμός , Ἀθήνα 1989

Γιανναρᾶ Χρήστου, Καταφύγιο Ἰδεῶν ἐκδ. ΔΟΜΟΣ Ἀθήνα 1987


‐ Ὀρθοδοξία καί Δύση, στό συλλογικό ἔργο , Ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου
Ἑλληνισμοῦ τ. 2 , ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ‐Χόρν, Ἀθῆναι 1983
153

Γιέβτιτς Ἀθανασίου Ἐπισκόπου, Ὁ πατήρ Αἰμιλιανός ὡς Μετεωρίτης καί Ἁγιορείτης , στό


συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐ Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Γέροντος
Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003
‐ Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκδ. Νεκτάριος
Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2001
‐ Πρόλογος στόν Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις –Σταθμοί στην
πνευματική ζωή, τ. Ε΄ . Ἐκδ. Ὁρμύλια 2003

Γκίκα Άθανασίου Πρωτ. , Ποιμαντικοί προβληματισμοί με ἀφορμή τη Θεία Λειτουργία


σήμερα, στόν τόμο ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , Εἰσηγήσεις‐
Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ.Δράμας ἔτους 1998, ἔκδ. Ἱ.Μ. Δράμας , Δράμα 1998
‐ Ὁ Πνευματικός καί τό Μυστήριο τῆς μετανοίαςʺ στόν τόμο ΤΟ
ΙΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ , Εἰσηγήσεις‐ Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου
Ἱ.Μ.Δράμας ἔτους 2002. ἔκδ. Ἱ.Μ. Δράμας , Δράμα 2002
‐ Μαθήματα Ποιμαντικῆς , ἐκδ. Μυγδονία , Θεσ/νίκη 2005
Γλύκατζη Ἀρβελέρ Ἑλένης , Ἡ δυτική πρόκληση και το ἀντιλατινικό αἴσθημα , στο
συλλογικό ἔργο , Ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ τ. 1 , ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ‐
Χόρν, Ἀθῆναι 1983,

Γουνελᾶ Σωτήρη, Ἡ στροφή μας στο φῶς, ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου τοῦ ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ,
στήν περιοδική ἔκδοση σπουδῆς στην ὀρθοδοξία , στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ (99)

Γουσίδη Ἀλεξ.άνδρου, Οἱ χριστιανικές Ὀργανώσεις ‐ Ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφότητος


Θεολόγων ΖΩΗ ‐ Κοινωνιολογική προσέγγιση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993 (2)

Γρηγορίου Ἱερομονάχου, Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις, σχόλια, ἐκδ. Ἱ. Κελλίου «Ἁγ. Ἰω.Θεολό‐


γος» ‐ Δόμος , Ἅγιον Ὄρος 1997
‐ Ἡ Θεραπεία τῶν θεραπευτῶν , ἔκδ. Ἱ. Κελλίου «Ἁγ. Ἰω. Θεολόγος»
‐ Δόμος , Ἅγιον Ὄρος 2003
‐ Ἡ Θεία Λειτουργία, σχόλια , ἐκδ. Σύναξη , Ἀθῆναι 1982

Γριτσόπουλου Τάσου, Νικόδημος Ἁγιορείτης‐Κίνημα Κολλυβάδων, στό συλλογικό ἔργο


Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τόμος ΙΣΤ΄, Ἀθήνα 2000

Δαβίτη Δήμητρας,Ἀναμνήσεις ἀπό τό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, Ἐκδ. Πουρναρᾶ,


Θεσσαλονίκη 1999.

Δαμασκηνοῦ ( Κατρακούλη) Ἀρχιμανδρίτου, Ὠδή ὑπέρ τοῦ Ἀγαπητοῦ,ἐκδ. Εὐεργέτιδος, ἐν


Μεγάροις 1998

Δελτίον Ἱ.Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγῶν Ὀκτώβριος‐Δεκέμβριος 1960

Δημητρίου ( Tρακατέλλη ) Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς , Αἰώνιες παραδόσεις γιά τήν τρίτη


χιλιετία, στό συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐ Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ
Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003
154

Διονυσίου Μητροπολίτου Κοζάνης , Ποιμαντικά Κείμενα, Ἀθῆναι 2001.

Ἐλισαίου Ἀρχιμ., Καθηγουμένου Ἱ.Μ.Σίμωνος Πέτρας , Ἡ μοναχική Κλῖμαξ τοῦ Γέροντος


Αἰμιλιανοῦ , στό χαριστήριο τόμο : ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐ Χαριστήρια εἰς τιμήν
τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003

Ἐφραίμ Γέροντας Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ.Ἡσυχαστηρίου Ἅγιος Ἐφραίμ, Ἅγιον Ὄρος 2000

Εὐδοκίμωφ Παύλου , Ἡ Ὀρθοδοξία,( μτφ. Ἀγαμέμνονος Μουρτζοπούλου) , Θεσ/νίκη 1972,


ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου

Ἐφραίμ Καθηγουμένου Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἡ προσφορά τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ


Ἡσυχαστοῦ στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό» στό περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ , τ. 27 , ἔκδ.
Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2002

Ζάχαρου Ζαχαρία Ἀρχιμανδρίτου, Ἀναφορά στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ,


Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000.
Ζηζιούλα Ἰωάννου Μητροπολίτου Περγάμου , Ἡ Κτίση ὡς εὐχαριστία, ἐκδ. Ἀκρίτας ,
Ἀθήνα 1992

Ζωσιμᾶ μοναχοῦ, Ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης ( 1901‐1988) Ἡ ζωή καί τό ἔργο του,
Ἀθῆναι 1996

Θεοδωρήτου μοναχοῦ ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀθῆναι 2002 (2)

Θεοδωρούδη Γεωργίου, Περί ἀληθοῦς και ψευδοῦς μορφώσεως, στά Πρακτικά


ΚΒ΄
Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑ‐
ΤΟΥΡΓΟΣ», Θεσσαλονίκη 2002

Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι


1978 (2)
‐ Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός, ἐκδ. Ὀρθόδοξη
Κυψέλη , Θεσσαλονίκη 1979
‐ Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου ‐ ἕνας ἔνθεος ἀσκητής
ἱεραπόστολος , ἔκδ.Ἱεροῦ γυναικείου Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψανῶν
Πάρος 1999

Θερμοῦ Βασιλείου πρωτ. ,Ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης, ἐκδ. Ἁρμός , Ἀθήνα 1996
‐ Τά ὀφίκκια τῶν πρεσβυτέρων , ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999

Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Μέγαρα 2006


Ἱ.Μ. Παναγίας Ἐλεούσας Καλύμνου, Ὁ Γέροντάς μας (Ἀμφιλόχιος Μακρῆς 1888‐1970) ,
Ρότσο ‐ Κάλυμνος 1986
155

Ἱ.Π. Γρ. , Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος και τό Ἅγιον Ὄρος, στό περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ , τ. 3 ,
ἔκδ. Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1978

Ἰσαάκ Ἱερομονάχου , Βίος Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004

Ἰωαννίδη Κλείτου, Σύγχρονοι ἅγιοι γέροντες, Λευκωσία 1994

Ἰωσήφ Γέροντος ( Βατοπαιδινοῦ) , Διδαχές ἀπό τον Ἄθωνα, ἐκδ. Τό Ἅγιον Ὄρος
Θεσσαλονίκη 1989

Ἰωσήφ Μ.Δ. , Ἱερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ὁ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς


προσευχῆς , Θεσσαλονίκη 2002

Καραϊσαρίδη Κων/νου Πρωτ., Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης και το λειτουργικό του


ἔργο, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998

Καρπαθίου Ἐμμανουήλ Μητροπολίτου Κῶ , Ἐξομολογητική, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσ/νίκη


1993
Καψάνη Γεωργίου Ἀρχιμ., Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός κατά τον ἅγιο Νικόδημο τον
Ἁγιορείτη, στό περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ τ. 24 , ἔκδ. Ἱ.Μ. Ἁγίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος
1999
‐ Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς πνευματικός Πατήρ τῶν μοναχῶν,
στό περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ , Νοέμβριος 1996

Κεμεντζετζίδη Στυλιανοῦ, Παπα‐Δημήτρης Γκαγκαστάθης 1902‐1975, Βίος –θαύματα‐
νουθεσίαι και ἐπιστολαί, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1990 (2)

Κεσελόπουλου Ἀνέστη, Ὁ γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής και ὁ γυναικεῖος μοναχισμός,


στό συλλογικό τόμο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ‐ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007

Κορναράκη Ἰωάννου , Ποιμαντική , ἐκδ. Ἀ/φῶν Κυριακίδη ,χ.χ., Θεσ/νίκη

‐ Μαθήματα Ἐξομολογητικῆς , πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1970

‐ Βιβλικά ψυχογραφήματα , ἔκδ. Οἶκος Ἀ/φῶν Κυριακίδη , Θεσσαλονίκη 1986

Κουτρουμπῆ Δημητρίου, Ἡ χάρις τῆς Θεολογίας, Ἔκδ. Δόμος,Ἀθήνα 1995

Κρικώνη Χρίστου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, βίος και συγγραφικόν ἔργον, ἐκδ.
Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἀθῆναι 2001

Κρουσταλλάκη Γεωργίου ,Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ, Ἀθήνα 1997

Κωνσταντίνου Μιλτιάδη , Ρῆμα Κυρίου κραταιόν‐ ἀφηγηματικά κείμενα ἀπό τήν


Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1990
156

Μακαρίου ΣιμωνοπετρίτουἹερομονάχου, Είσαγωγή στό συλλογικό ἔργο: Νέος


Συναξαριστής τῆς Όρθοδόξου Ἐκκλησίας , τ.1 , ἔκδ. Ἴνδικτος ,Ἀθήνα 2003

ΜαστρογιαννοπούλουἨλίαἈρχιμ, Ἅγιες Μορφές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, ἐκδ. ΤΗΝΟΣ


‐ Θεολογικές παρουσίες , Ἀθῆναι 1986
‐ Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1956
‐ Ὑπάρχει σήμερον νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1972.

Μαντζαρίδη Γεωργίου, Χρόνος και ἄνθρωπος, ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσ/νίκη 1992


‐ Χριστιανική Ἠθική , Ἐκδ.Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1995.
‐ Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη1995
‐ Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής και ἡ ἀνάκαμψη τοῦ ἁγιορειτικοῦ
μοναχισμοῦ, στό συλλογικό τόμο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ‐
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007

Μαξίμου μοναχοῦ Ἰβηρίτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἰς την συνείδησιν τῶν ἁγιορειτῶν , στά
Πρακτικά ΚΒ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ», Θεσσαλονίκη 2002

Μαρνέλλου Γεωργίου Πρωτοπρ., Ὁ «μεγαλόκοσμος» ἄνθρωπος, κατά τον Ἅγιο Νικόδημο


τον Ἁγιορείτη ὡς βάση τῆς ἑλληνικῆς ἀγωγῆς και παιδείας, ἐκδ. Κέντρου Μελέτης
Ὀρθοδόξου Πολιτισμοῦ, Ἅγιος Νικόλαος Κρήτης 1990

Μελετίου Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Στάρετς Βαρσανούφιος , Πρέβεζα 1991

Μελινοῦ Μανώλη, Ἅγιον Ὄρος – Παῒσιος , Ἀθήνα 2000

Μεταλληνοῦ Γεωργίου Πρωτ., Πρώϊμη ἀξιολόγηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, στο συλλογικό
ἔργο : Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τ. ΙΘ , Ἀθήνα 2005

Μεταλληνοῦ Γεωργίου Πρωτ., Ἑλληνισμός μαχόμενος, ἐκδ. Τῆνος Ἀθήνα 1995

ΜηλίτσηΓεωργίου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως , Τρίκαλα 2004

Μπαλατσούκα Σωτηρίου , Τό μοναχικό ‐ἀσκητικό ἰδεῶδες τοῦ ἀπό Μετεώρων Γέροντος


Αἰμιλιανοῦ τοῦ Σιμωνοπετρίτου,( ἀδημοσίευτη εἰσήγηση στην Γ΄ ἡμερίδα τοῦ Ἱστορικοῦ
Ἀρχείου Ἱ.Μ. Δημητριάδος ) Βόλος 2004

Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Εἰσαγωγικό σημείωμα, στό Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις καί


Λόγοι τ.1 σ. 11‐19

Μπουγάτσου Ν.Θ ,Πνευματικαί ἐπιδράσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό συλλογικό ἔργο
Ἑλληνική Δημιουργία τ.13 , ἐκδ. Παπαδήμα Ἀθῆναι 1953
157

Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ ,
Κατερίνη 2006
‐ Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Ἅγιον Ὄρος 1991
‐ Οἱ πνευματικοί πρόγονοι τοῦ Γέροντος Ίωσήφ τοῦ Ἡσυχα‐
στοῦ , στό συλλογικό τόμο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ‐ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007

Νικηταρᾶ Παύλου Ἀρχιμ., Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ‐ μια σύγχρονη μορφή τῆς
Πάτμου (1888‐1970) ἔκδ. Ἑπτάλοφος Ἀθήνα 1992(3)

Ντιλέττο Λορέτζο, Ὁδοιπορία στο Ἅγιον Ὅρος ‐ τό ἡμερολόγιο ἑνός Ρωμαιοκαθολικοῦ


μοναχοῦ , μ.τ.φ. Παναγιώτης Ὑφαντῆς , ἐκδ. ΕΣΤΙΑΣ , Ἀθήνα 2003

Νούση Σωτηρίας, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ἐκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ , Ἀθῆναι 1992 (4)

Οἰκονομίδης Δημήτριος, Οἱ ὁραματισμοί Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου και ἡ ἐποχή του,στο


συλλογικό ἔργο :Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τ. ΙΘ , Ἀθήνα 2005

Παϊσίου μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, Σουρωτή Θεσ/νίκης 1989


‐ Λόγοι Παϊσίου Γέροντος Ἁγιορείτου , τ. Α,Β,Γ,Δ., Ἔκδ.
Ἱ.Μ.Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου Σουρωτῆς, 1998 ‐ 2002

Παναγιωτάκου Παν.,Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατά τήν ἐν Ἑλλάδι


ἰσχύν αὑτοῦ, τ.4 Ἀθῆναι 1957

Παναγοπούλου Ἀλεξίου ,π. Ἰουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία, ἔκδ.Διψῶ , Πάτρα
1995

Παναγοπούλου Δημητρίου , Οὐδέν ἀνίατον διά τον Ἅγιον Νεκτάριον , Ἀθῆναι 1963

Παπαδοπούλου Ἀντωνίου, Θεολογία ἀρχαίων και νέων μαρτυρολογίων στά Πρακτικά


Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης εἰς τιμήν και μνήμην τῶν Νεομαρτύρων,
Θεσσαλονίκη 1986

Παπαδόπουλου Λευτέρη, Εἶναι γλετζές, πίνει γάλα, ἐκδ. Καστανιώτη,Ἀθήνα 2006(2)

Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου –Βασίλειος Καισαρείας , ἔκδ.


Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἀθήνα 1988 ( 2)

Παπαθανασίου Θανάση, Ἱεραποστολική ἐμπειρία και ἀκαδημαϊκά ζητούμενα , στό


συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐ Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Γέροντος
Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003

Πασχαλίδη Συμεών, Τό Ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων, ἐκδ. Βάνιας Θεσ/νίκη


2008
Πάσχου Π.Β. ,Ἔρως Ὀρθοδοξίας , ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας , Ἀθῆναι (4 ), 1987
158

Π.Β.Πάσχου, Κόντογλου,ἐκδ. Ἁρμός Ἀθήνα

Παυλοπούλου Νικοδήμου Ἀρχιμ., Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἐκκλησιαστικαί


ἐκδόσεις Ἐθνικῆς Ἑκατονπεντηκονταετηρίδος ἐν Ἀθήναις 1990

Πλακίδα Deseille Ἀρχιμ., Εἰσαγωγή στην ἑρμηνεία τοῦ ἀββᾶ Ήσαῒα, ἔκδ. Ἴνδικτος 2005

‐ Le rayonnement panorthodoxe du Mont Athos, στό συλλογικό ἔργο


ἍγιονὌρος,Φύση Λατρεία, Τέχνη,τόμος Α΄ ἔκδ.Ὀργανισμοῦ Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας,
Θεσ/νίκη 2001
‐ Guide spirituel , στό συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐
Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003

Πόποβιτς Ἰουστίνου Ἀρχιμ. , Ἄνθρωπος και θεάνθρωπος, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Άλ. & Ε.
Παπαδημητρίου , Ἀθῆναι 1968

Ροδοπούλου Παντελεήμονος Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου, Ἐπιτομή


Κανονικοῦ Δικαίου, Θεσ/νίκη 1998
Σαρδελῆ Κώστα , Ἡ Ρωμηοσύνη και ὁ Κόντογλου, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα 1982

Σαχάρωφ Νικολάου Ἀρχιμ. ,Ἀγαπῶ ἄρα ὑπαρχω ‐ Ἡ θεολογική παρακαταθήκη τοῦ


γέροντος Σωφρονίου , ἐκδ. Ἐν Πλῷ , Ἀθῆναι 2007

Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου Ἱερομονάχου, Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης , Ἰχνηλασία


Ζωῆς στό συλλογικό τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ‐ Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ
Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2003 καί τό ἴδιο στό περιοδικό
ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ τ. 14, 2004

Σκρέττα Νικοδήμου Ἀρχιμ., Ἡ θεία εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆςκατά


τή διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων , στη Σειρά Κανονικά καί Λειτουργικά 7 ἐκδ.
Μυγδονία , Θεσσαλονίκη 2008 (3)

Σμέμαν Ἀλεξάνδρου , Εὐχαριστία, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000

Σπήκ Γκράχαμ , Ἅγιον Ὄρος , ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005

Στέφα Γεωργίου Ἀρχιμ. , Μοναστῆρι Βυτουμᾶ ‐ μία ἑστία πολιτισμοῦ , Τρίκαλα 1988

Σωφρονίου Ἀρχιμανδρίτου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ.
Προδρόμου Ἔσσεξ 1992
‐ Περί προσευχῆς , Ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 1993
‐ Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης , Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 2003
159

Τόλιου Στεφάνου Ἀρχιμ. «Περί τῆς κλήσεως τῶν ἐφήβων έν τῇ κοινωνίᾳ», Λόγος «»Αγίου
Νεκταρίου Ἀρχιεπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ» στά Πρακτικά ΚΒ΄
Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ»,
Θεσσαλονίκη 2002

Τσελεγγίδη Δημ. , Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής συνεχιστής τῆς ἡσυχαστικῆς και


φιλοκαλικῆς παραδόσεως , στό συλλογικό τόμο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ,
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ‐ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007

Τσάμη Δημητρίου , Εἰσαγωγή στη σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ,
ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσ/νίκη 1995

‐ Οἱ Βιογραφίες τῶν ἁγίων τῆς Θεσαλονίκης ἀπό τόν Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως


στά Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν και μνήμην τοῦ ἐν ἁγιοις πατρός
ἡμῶν Φιλοθέου Ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τοῦ Θεσσαλονικέως , Θεσσαλονίκη 1986
Τύμπα Πολυκάρπου Πρωτ., Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγῶν Διονύσιος, μιά
λαμπρά ἐνδεκαετία , Ἀθήνα 1985

Χαϊδεμένου Φιλιῶς, Τρεῖς αἰῶνες μια ζωή, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2005

Χαχαμίδης Χρίστος, πρεσβύτερος, Συμβολή στην Ἐκκλησιαστική καί Πνευματική


Ἱστορία τῶν Βορείων Σποράδων (16ος‐19ος αἰ) , διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008

Χαροκόπου Ἀντωνίου, Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731‐


1805) , ἐκδ. «ΑΣΤΗΡ» Ἀλ. & Ε. Παπαδημητρίου Ἀθήνα 2001

Χερουβείμ Ἀρχιμ. , Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές , Δανιήλ Κατουνακιώτης , ἔκδ.


Ἱ.Μ.Παρακλήτου σελ. 83‐90 Ὠρωπός Ἀττικῆς 1979

Χριστοδουλίδη Χρ., Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος –μια πορεία προς την ἁγιότητα, Λεμεσός 2002

Χριστοδούλου Θεμιστοκλέους Πρεσβυτέρου , Γέροντος Παύλου Νικηταρᾶ ,


Πνευματικές νουθεσίες ἀπό τό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως ,ἐκδ. Ὁμολογία, Ἀθήνα 2002

Φανουργάκη Βασιλείου μάρτυρες – νεομάρτυρες , στά Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου


Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης εἰς τιμήν και μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1986

Φουντούλη Ἰωάννου, Λειτουργική Α΄,ἐκδ. Μυγδονία , Θεσ/νίκη 1993


‐ Πρόλογος, στο Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις και Λόγοι τ. 4
Ψαλτήριον Τερπνόν , ἔκδ. Ἱ.Μ. Σίμωνος Πέτρας , Ἅγιον Ὄρος 1995

You might also like