Professional Documents
Culture Documents
H ΠOIMANTIKH ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
Ο ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΚΙΚΑΣ
H ΠOIMANTIKH ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ :
μοναχικές κουρές.)……………………………………………………………………………………………..σελ.21
Δ.Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρό καί μετά τήν ἐγκατάσταση στή Σιμωνόπετρα………..σελ.27
Ε. Ἡ ἵδρυση τῆς Ὁρμύλιας καί οἱ ποιμαντικές ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα στόν κόσμο ( ὁμιλίες ‐
προσκυνήματα)…………………………………………………………………………………………………σελ.30
(πού σχετίζονται εἴτε μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἴτε τῶν ἀνθρώπων.)………………. σελ.36
Γ.Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου καί τῶν ἱστορικῶν βιβλίων ……………………………………… σελ.46
ρεύματος…………………………………………………………………………………………………………..σελ.56
μυστικισμός»…………………………………………………………………………………………………….σελ.64
Β. Νῆψις…………………………………………………………………………………………………………...σελ.73
Στ.Ὑπακοή……………………………………………………………………………………………………….σελ.85
Δ. Ὁ Γέροντας ὡς ὁδηγός στην συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας και τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς
Ε. Ἡ συνταύτιση τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ με τον Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ στή διδασκαλία
για τή γέννηση τοῦ θείου λόγου μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά………………………………. σελ.97
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ :
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
α. Μοναστική κλήση………………………………………………………………………………………..σελ.121
γ.Τό μοναστῆρι………………………………………………………………………………………………..σελ.124
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………………………………… σελ.145
ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………………………………………………σελ.148
ΠΗΓΕΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………σελ.149
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ συμμετοχή στό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τοῦ Τμήματος
Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή γιά τήν
ἐκπόνηση αὐτῆς τῆς ἐργασίας , πού συντάχθηκε μέ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ κύκλου
σύνταξή της λειτούργησε καί ὡς μερική «ἐξόφληση» ἑνός ἀειδινήτου χρέους πρός
τόν ἄνθρωπο πού μέ τό παράστημά του καί τό λόγο του ἀποτέλεσε μιά
συνανθρώπων μας , τό σύντομο πέρασμά του ἀπό τις ψυχές μας , ἡ συμβολή του
στήν ἐμψύχωση τῶν ὁραματισμῶν μας καί τήν ἐνσάρκωση τῶν κλήσεών μας ,
ἀπουσία του δέν ἀκυρώνει ἀλλά ἐμπεδώνει καί πολλαπλασιάζει τό ἔργο του,
πλούσια εὐλογημένο ἀπό τό Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ. Καί αὐτό δέν εἶναι παρά ἡ
ἀδέκαστη κρίση τῆς ἱστορίας τοῦ σύγχρονου μοναχισμοῦ και τῆς ποιμαντικῆς .
τοῦ Α.Π.Θ. καί πρός ἐκείνους πού συνετέλεσαν στήν ὅσο τό δυνατόν ἀρτιότερη
παρουσίασή της, ἐπιζητοῦμε την ἐπιεικῆ κρίση γιά τίς ἀτέλειές της καί τήν
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
καί προσφορᾶς στό λαό τοῦ Θεοῦ, ὠφελεῖται τά μέγιστα ἀπό τήν ἀναζήτηση
θεμελιώνεται στό παρελθόν της καί ἐπεκτείνεται στό ἐσχατολογικό μέλλον Της2.
τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας 3. Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ἕνας ἀπό τους
«…πολλά ρυάκια ποτίζουν το πνευματικό ἔδαφος τῆς πατρίδος μας, ὄχι μόνον
καί οἱ ἁρμόδιοι δέν τά παρουσιάζουν… Κοινό γνώρισμά τους ὅμως εἶναι ὅτι
ἀρχείων καί διοικητικῶν πράξεων. Τήν ὑφαίνουν μᾶλλον οἱ ἤρεμες καί γόνιμες
4Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου( Ἀρχιμ.) , Ἅγιες Μορφές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, χ.χ. Ἀθῆναι (2)
στό ἔργο τους δέν γίνεται ὡς μεταθανάτια ἐξόφληση ἑνός πνευματικοῦ χρέους
ἀλλά, ζώντας τήν εὐλογία τῆς ἐν ἡμῖν παρουσίας τους, ἀποτίουμε τόν υἱϊκό
στήν παροῦσα μελέτη ἐπιχειρεῖται μιά ἀκροθιγής , καί πρός τοῦτο ἐκ τῶν
Αἰμιλιανοῦ , ὅπως ἀναπτύσσεται στά ἐκδοθέντα ἔργα καί τίς κατηχήσεις του , εἴτε
Γέροντος, εἴτε αὐτό ἀφορᾶ σέ πρόσωπα εἴτε σέ γεγονότα εἴτε σέ μελέτες καί
πρότυπα τοῦ Γέροντος , εἴτε αὐτά ἀφοροῦν σέ βιβλικά πρόσωπα , εἴτε σέ μιά
ἐπιβάλλεται , στίς μέρες μας , ἀπό τή δημοσίευση καί τήν κοινοποίηση τῆς
τήν ἐποχή μας καί παρακαταθήκη ζωῆς γιά ἐκείνους πού συνεχίζουν τό ἔργο
8 Ὅπ.παρ. σ. 111.
11
Νίκαια τοῦ Πειραιᾶ στίς 13 Νοεμβρίου 1934 . Σέ αὐτή τήν περιώνυμη προσφυγού‐
δημοτικό κοντά στούς παπποῦδες του καί τό δευτεροβάθμιο κύκλο στή Νίκαια
τά μαθήματα τῶν δύο πρώτων ἐτῶν. Ἐξαιτίας τῶν βαθυτέρων πνευματικῶν του
Σχολή τοῦ ἰδίου Πανεπιστημίου ὅπου ἀπό νωρίς διαπρέπει στίς σπουδές του.
Παράλληλα μελετᾶ ἐπιμελῶς νηπτικά καί ἀσκητικά κείμενα ἐνῶ θέλγεται ἀπό
τόν πόθο τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἰσόβιας ἀφιέρωσης. Μάλιστα κατά τήν περίοδο
αὐτή – 1952 / 1953 καί ἐντεῦθεν ‐ ὡριμάζει μέσα του ὁ πόθος τῆς ἱεραποστολῆς
μοναστῆρι τῆς περιφερείας τῶν Τρικάλων. Το 1960 ἀναθέτει τά καθ’ ἑαυτόν στήν
ὥριμη ἡλικία τῶν 26 ἐτῶν , σύμφωνα μέ τά διακελευόμενα ἀπό τούς θείους καί
Βησσαρίωνος Δουσίκου, ἕως ὅτου χειροτονεῖται ἱερεύς, καί μετά λίγο διάστημα
Μετεώρου. Ἡ ἱστορική μονή εἶχε περιέλθει σέ παρακμή καί ἐγκατάλειψη καί δέν
βιβλιοθηκῶν. Τόν ἐνθαρρύνει στό ἔργο τῆς ἐξομολογήσεως τῆς μαθητιώσης καί
14 Πολυκάρπου Τύμπα Πρωτ. , Μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιος , μιά λαμπρά
ἐνδεκαετία, Ἀθήνα 1985 , σ. 63 – 75.
15 Γ.Α. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ , Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Νομοκάνων , τιτλ. Α΄κεφ.
κή στόν τ.Α, σ.65 , ιέ Κανών τῆς έν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμανικῆς Συνόδου και ιδ΄ Κανών τῆς ἐν
Τρούλλῳ Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στόν τ. Β΄, σ. 254 & 337, ιά Κανών τῆς ἐν Νεοκαισαρεία
Συνόδου καί ἑρμηνεία Ζωναρᾶ στόν ιστ΄ Κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου στόν τ. Γ΄, σ. 88
& 342 , Ματθ. Βλάσταρη κεφ. Β΄ τοῦ στοιχείου Η στόν τ. Στ΄, σ. 302.
16 Δελτίον Ἱ.Μ. Τρίκκης και Σταγῶν , Ἰανουάριος 1962 κ.ἑ.
13
γητικές του δραστηριότητες δημιουργεῖται ἕνας κύκλος νέων ἀνθρώπων μέ
Μέσα στήν ἀναζήτησή του γιά ἐντονότερη βίωση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους
καί ὁσιακές μορφές τῶν ἡμερῶν του , ὅπως οἱ πατέρες Ἀθανάσιος Χαμακιώτης,
πρῶτες ἱεραποδημίες του στό Ἅγιον Ὄρος καί τρέφεται πνευματικά ἀπό τή
τοῦ 1973, λόγῳ τοῦ αὐξημένου τουριστικοῦ ρεύματος στά Μετέωρα καί
διαφωνιῶν μέ τήν τότε τοπική ἐκκλησιαστική ἀρχή , καλεῖται ἀπό τήν Ἱερά
Κοινότητα τοῦ Ἄθω καί μεταφυτεύεται μαζί μέ τήν ἀνθοῦσα ἀδελφότητά του
στήν Ἱ.Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους , ὅπου ἐκλέγεται καθηγούμενός της
17η Δεκεμβρίου 1973 καί διατηρεῖ τή θέση τοῦ Ἡγουμένου ἕως τό 2000 , ὁπότε
κοινοβιακά μετόχια στή Γαλλία καί ἐντάσσει στή δύναμη τῆς Μονῆς ἕνα
17Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , Ἰσάγγελος Χορεία, στόν τόμο ΟΡΜΥΛΙΑ, ἐκδ. ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ Ἀθήνα
1992, σ. 90.
14
ἀκόμη ἀνδρῶο κοινοβιακό μετόχιο στή Γουμένισσα Κιλκίς. Πραγματοποιεῖ
πλῆθος διαλέξεων καί ὁμιλεῖ συχνά ἐκτός Ἁγίου Ὄρους μετακαλούμενος ἀπό
τούς οἰκείους ἀρχιερεῖς στήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο. Ἀποσύρεται τό 1995 ἀπό
18Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου , Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 2006,
σ. 445.
19 Πρβλ. Κολ. 1, 24.
15
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ.
κότητα.
κατανοηθεῖ πώς ἡ νηπτική του ζωή ἔχει ρίζες « ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» , ὥστε στήν
Πνεύματος.
Ἀλέξανδρο τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου20. Τό γεγονός αὐτό ἀσφαλῶς
συχνά μνημόνευε τούς παπποῦδες του Ἀλέξανδρο καί Εὐδοξία, οἱ ὁποῖοι , παρότι
καθήκοντα τούς ἔφεραν τό 1906 στά Σήμαντρα τῆς ἁγιοτόκου καί ἁγιοτραφοῦς
20Λορέτζο Ντιλέττο, Ὁδοιπορία στό Ἅγιον Ὄρος , ἐκδ. ΕΣΤΙΑΣ , Ἀθήνα 2003 σ. 74.
21Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου (Ἱερομ.) , μνημ. ἔργ. , σ. 107.
17
μάρτυρες στίς ἐποχές τῶν διωγμῶν καί συνέχισε νά καθοδηγεῖται πνευματικά
μέσα ἀπό τήν ὑπόμνηση τῶν βίων καί μαρτυρίων τους. Ἔγινε ὁ τόπος τῶν ἐντό‐
νων συζητήσεων και διεργασιῶν γιά τήν ὁριστική διαμόρφωση καί διατύπωση τοῦ
βιθυνικοῦ Ὀλύμπου καί τοῦ Πόντου ἕως τίς ἐσχατιές τῆς Ἀρμενίας καί Κιλικίας,
ἀπό νωρίς κατέστη προπύργιο τοῦ ἀναχωρητισμοῦ καί συνολικά τοῦ βυζαντινοῦ
ἀπόσταση ἀπό τίς ἐξόδους πρός τή Μεσόγειο θάλασσα – γεγονός ὄχι ἀπαραίτητα
παράδοση ἀσκητική καί νηπτική 22. Ἐπρόκειτο γιά μιά συγκροτημένη παράδοση
μέ βασικά στοιχεῖα τήν ἁπλότητα, τήν ἀμεσότητα, τήν ἀνθρωπιά, τήν σεμνότητα,
ἀλλά ἀποτελοῦσε ἐπιπόθητο ἐντρύφημα ἀκόμη καί τῶν ἁπλῶν πιστῶν 24. Ἔτσι οἱ
εὐσέβεια. Τόν ἴδιο καιρό σέ μιάν ἄλλη περιοχή τῆς Καππαδοκίας ἀνάλογο ἔργο
τιμώμενος ἔτι ζῶν , ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἀρσένιος Καππαδόκης25. Παράλληλα
22 Σωτηρίας Νούση , Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ἐκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ , Ἀθῆναι 1992 (4) , σ. 31‐42
23 Ἀθανασίου Γιέβτιτς (Ἐπισκόπου) , Ὁ πατήρ Αἰμιλιανός Μετεωρίτης καί ἁγιορείτης, στό συλλογικό
τόμο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ.παρ. , σ. 40.
24 Μωϋσέως μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Ἅγιον Ὄρος 1991, σ. 37‐43.
25 Παϊσίου μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, Σουρωτή Θεσ/νίκης 1989, σ.32 κ.ἑ.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος σημειώνει: Ἡ Ἰωνία ὑπῆρξε πατρίδα τῆς φιλοσοφίας καί
26
τῆς ποίησης, ὑπῆρξε δημιουργός ἰδιαίτερου ἀρχιτεκτονικοῦ ὕφους, ἀλλά καί μητέρα ἐπιστημῶν.
Ἀργότερα, ὅταν μέ τόν Ἀλέξανδρο καί τούς ἐπιγόνους ὁ Ἑλληνισμός ἁπλώθηκε στήν Ανατολή, ἡ
Μικρά Ἀσία ὑπῆρξε ὁ δημιουργός τῆς οἰκουμενικῆς πνευματικῆς παράδοσης, ἐπάνω στήν ὁποία
ἀναπτύχθηκε ἡ χριστιανική Ἐκκλησία. Καί τότε, ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός ἔλαμψε καί πάλιν: ἡ
συμβολή του στή διαμόρφωση τῆς θεολογίας ὑπῆρξε τόσον καθοριστική, ὅσο καί ἡ συμβολή τῆς
αἰγυπτιακῆς ἐρήμου στή διαμόρφωση τοῦ μοναχισμοῦ. Τό ἐπέτυχε ἡ Ἐκκλησία, διδάσκοντάς τον ὅτι
πάντως τά τούρκικα πού μιλᾶ δέν εἶναι ἡ γλώσσα του, κι ὅτι αὐτή κρατᾶ τή δική του γλώσσα, ἕναν
18
ἀποκτοῦσαν βιωματικές ἐμπειρίες ὁλονυκτίων δεήσεων καί ἀσκητικῆς
παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν28. Τήν προσωπική τους ἀγάπη στόν
πού βρίσκεται κοντά τους γιά τά ἐγκύκλια μαθήματα τῆς στοιχειώδους παιδείας ,
σέ μιά δύσκολη ἐποχή αὐχμοῦ καί πολέμων. Κοντά τους ὁ Γέροντας διδάχθηκε
βιωματικά τίς ἀξίες τῆς προσευχῆς , τῆς ἐγκρατείας, τῆς ἀγρυπνίας καί
σημαδέψουν τήν κατοπινή ἐξέλιξή του. Εἶναι θαυμαστό ὅτι σέ πρώϊμη ‐ νηπιακή
πολύτιμο θησαυρό πού τοῦ ἀνήκει. Ἡ Ἐκκλησία τόν δίδαξε ὅτι αὐτός πού μιλᾶ τή γλώσσα τήν ἑλληνική
ὑπερέχει, καί πρέπει νά εἶναι παράδειγμα πρός τούς ἄλλους. Ὥστε, ἔγραφε στίς ἀναμνήσεις του στό
τέλος τοῦ 19ου αἰώνα ὁ Ἰωακείμ Βαλαβάνης ἀπό ἕνα χωριό τοῦ Ἰκονίου, ‘’ ἠκροώμεθα διαρκῶς καί
ἀνελλιπῶς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκανοναρχοῦμεν τά ψαλλόμενα τροπάρια,
ἀνεγινώσκομεν ἐν τῷ Ἑσπερινῷ τάς Προφητείας, τό Ἄσπιλε ἀμόλυντε κλπ., συνεψάλλομεν μετά τοῦ
κανδηλανάπτου τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Ὄρθρου, ἀνεγινώσκομεν μετά μέλους τόν Ἀπόστολον καί
παρηκολουθοῦμεν ὅλην τήν θείαν Λειτουργίαν, ἀλλ’ οὐδεμίαν λέξιν ἐννοοῦμεν ἐκ τῶν ἑλληνικῶν
τούτων, ὧν τά πλεῖστα ἐν τούτοις, ἐκ τῆς συχνῆς ἀκροάσεως ἀσυνειδήτως ἐνετυποῦντο ἐν τῇ μνήμῃ
ἡμῶν καί ἀσυνειδήτως ἐπαναλαμβάνομεν αὐτά δίκην ψιττακῶν. Διότι ἐν τῷ νάρθηκι τοῦ ναοῦ πρῶτον,
καί ἐν τῷ σχολείῳ κατόπιν, ὡς γνήσιοι Ἕλληνες, τα τε ἄρρενα καί τά θήλεα τέκνα τῶν χριστιανῶν τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας ἐμάνθανον τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν, καί μόνην τήν ἑλληνικήν, ἀλλ’, ὡς ἤδη κατεδείχθη,
νομίζομεν, ἐδιδάσκοντο μόνον νά ἀναγινώσκωσι, διακρίνοντες τά στοιχεία τῆς ἑλληνικῆς Ἀλφαβήτου,
οὐχί ὅμως καί τήν σημασίαν ἑκάστης λέξεως’’. Ὁ Ἠλίας Βενέζης ἀποτύπωσε περίφημα τό ἔργο πού
γινόταν στίς ἐκκλησιές καί τά μοναστήρια ἐπί αἰῶνες: οἱ Μικρασιάτες, γράφει, ἦσαν ποτισμένοι ὅλοι
μέ τό ἴδιο πνεῦμα. ‘’ Τί ἦταν αὐτό τό πνεῦμα; Συνοψίζεται σέ μιά λέξη κατ’ εξοχήν ἑλληνική: το
πνεῦμα τοῦ ἀλυτρώτου. Εἶναι μιά μυστική περιοχή τῆς ψυχῆς, πού τή θέρμαινε ἡ παράδοση τῆς
Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἑλληνικῆς εὔκλειας, μεταφερμένη σέ μορφή παραμυθιοῦ καί θρύλου καί
θαύματος, ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπ’ τούς ἁπλοϊκούς πατέρες μας καί τίς μητέρες
μας, ἀπ΄ τούς δασκάλους καί τούς ἱερεῖς, μέσα στούς αἰῶνες τῶν κατατρεγμών ἀπ΄ τήν Ἅλωση κι ἐδῶ.
Ὅλα ἔτειναν στό νά θυμίζουν πώς εἴμαστε ἡ συνέχεια, πώς ὀφείλουμε νά κρατήσουμε τή συνέχεια γιά
νά λυτρωθοῦμε ’’. ( Βλ. δικτυακό τόπο www.ecclesia.gr.)
πάντοτε ἕνα θεμελιακό στοιχεῖο τῆς φυσιογνωμίας τοῦ Γέροντος καθότι ἀποτελεῖ
ἐπιστρέφει τόν μικρό ἔφηβο Ἀλέξανδρο στή Νίκαια τοῦ Πειραιῶς , ὅπου εἶχε
30 Π.Β.Πάσχου, Κόντογλου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα , χ.χ., σ. 45‐47 . Πρβλ. καί Κώστα Σαρδελῆ , Ἡ Ρωμηο‐
σύνη καί ὁ Κόντογλου, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα 1982, σ.97‐99.
31Ἀθανασίου Γιέβτιτς Ἐπισκόπου, μνημ. ἔργ. σ. 40
32 Φιλιῶς Χαϊδεμένου, Τρεῖς αἰῶνες μιά ζωή, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2005, σ. 55‐81.
θηκε. Ἐπρόκειτο γιά μιά σημαντική διέξοδο στούς ὁραματισμούς καί τίς ἀναζητή‐
τητες ἀποτελοῦσαν τή συνέχεια ἑνός πανάρχαιου θεσμοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλη‐
κήρυγμα καί τήν οὐσιώδη παρέμβαση τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ὅλους τούς
τομεῖς τῆς κοινωνίας , μέσα ἀπό μία διαδικασία «ἐκκοσμίκευσης» 36, δηλ. πρόσλη‐
Διέγνωσε ὅτι τό μέλλον αὐτῶν τῶν κινήσεων καί τῶν δραστηριοτήτων τους ἦταν
τῆς ἄλκιμης χριστιανικῆς νεότητας. Μέ τήν εἰσαγωγή καί τή διετῆ παραμονή του
ΖΩΗ ‐ Κοινωνιολογική προσέγγιση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993 (2) σ. 127 – 173.
37 Χρήστου Γιανναρᾶ , ὅπ.παρ. , σ. 67‐68.
21
ἐμπειρίες τῆς «κοινοβιακῆς» ζωῆς στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Ἀπόστολος
συμπεράνουμε πώς ἡ περίοδος αὐτή στή ζωή τοῦ Γέροντος εἶναι ἡ ἰδανικότερη
συνέχεια στή νηπτική παρακαταθήκη πού δέχθηκε ἀπό τούς παπποῦδες του
μαρτυρίας Χριστοῦ, βαθιά μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν πατερικῶν κειμένων,
ἐπισκέψεις τοῦ σεβασμίου ἱεράρχου στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος 38. Ὁ ἐπίσκο‐
πος ἀναζητοῦσε στελέχη γιά τήν πλαισίωση τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου μέσα ἀπό
τῆς ἀδελφότητος δέν ἦταν οὔτε πρωτόγνωρη οὔτε μοναδική γιά τήν ἐποχή
ἐκείνη , κατά τήν ὁποία οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἀντλοῦσαν ἀπό τήν
νεαρός φοιτητής τῆς θεολογίας συγκινεῖται ἀπό τήν παρουσία τοῦ ζηλωτοῦ
λική ὡς ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἡγούμενος καί ἱεροκῆρυξ
αὐτή τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῶν Τρικάλων , πού ἐξερχόταν καθημαγμένη ἀπό
κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἐπιούσιο ἄρτο. Ὁ ἀείμνηστος Διονύσιος , πού φλεγόταν
ἀπό τόν πόθο τῆς ἀναβιώσεως τοῦ μοναχισμοῦ στή μητρόπολή του καί ἐκοπίαζε
πολύ γιά τήν ἐπάνδρωση τῶν μονῶν μέ σφριγηλές ἀδελφότητες, τίς ὁποῖες
τῶν Μετεώρων και τῶν πολυπληθῶν ἱερῶν μονῶν τῆς ἐπαρχίας του 41 .
ἀγῶνες τοῦ Διονυσίου καί συγκινεῖται ἀπό τήν ἀσκητικότητα καί τήν ἁγιότητά
του , ὥστε ὥριμα νά ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἐγκατάστασή του στά Τρίκαλα. Ἡ
ἀπόφασή του ἀσφαλῶς ἐλύπησε τούς ἰθύνοντες τῆς ἀδελφότητος πού πίστεψαν
ὅτι ἔχαναν ἕνα φέρελπι, φιλόπονο καί δυναμικό συνεργάτη, ὁ ὁποῖος ὅμως
ἀναζητοῦσε την καταξίωσή του μέσα ἀπό τή μοναστική ‐ἡσυχαστική ‐νηπτική καί
καί ἐντάσσεται στό μικρό ἄτυπο κοινόβιο τῶν ἀγάμων κληρικῶν πού
πατέρες αὐτοί διαμένουν στό οἰκοτροφεῖο ἀρρένων τῆς Μητροπόλεως δίπλα στόν
ἱστορικό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων κάτω ἀπό τό παλαιό φρούριο τῶν
ἐνθουσιασμοῦ τελεῖται ἡ μοναχική του κουρά κατά τήν ἀγρυπνία τῆς θεοπρομη‐
τορικῆς ἑορτῆς τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου). Ἀκολουθεῖ ἡ εἰς
διάκονον χειροτονία του στίς 11 Δεκεμβρίου στόν Ἱ.Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
νος ἀναζητᾶ τόπον καταπαύσεως περιερχόμενος τίς μονές τῶν Μετεώρων καί τίς
Μητροπολίτου στάλαξε στήν ψυχή τοῦ νέου μοναχοῦ Αἰμιλιανοῦ τόν πόθο τῆς
ἀναζητήσεως τῶν γνησίων ἀρχῶν τῆς κατά Θεόν ἐρημίας. Ὁ Αἰμιλιανός ἔχει μιά
δέν ἐγκαταβίωσε ἀμέσως ἀλλά μετά ἀπό παρέλευση ὀκτώ μηνῶν ἐπιμόνου
ἐρεύνης. Καί τοῦτο τό ἔπραξε εὐθύς μετά τή χειροτονία του εἰς πρεσβύτερον 43,
κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν πανηγυρίζουσα Ἱερά Μονή
τή μονή τῆς μετανοίας του , τό Δούσικο, ὅπου παρέμεινε ἐπί τετράμηνο. Ἡ μονή,
παρά τό λαμπρό ἱστορικό της παρελθόν διήνυε μέν περίοδο παρακμῆς , ἀλλά
τοῦ παρεῖχε ὅ,τι ἐπιποθοῦσε : μόνωση, ἡσυχία, στροφή στόν ἔσω ἄνθρωπο ,
ἔμπονη κι ἐκτενῆ ἐκζήτηση τοῦ Θεοῦ. Στά ἐρείπια τῆς παρηκμασμένης , ἀλλά μέ
πρότυπα. Τίς σκέψεις του μοιράζεται μέ τόν ἐπίσκοπο ‐ γέροντά του , «ὁ ὁποῖος
Τό Δεκέμβριο τοῦ 1961, ἕνα χρόνο μετά τήν ἐπίσημη ἔνταξή του στή
οὐσίαν 47. Στό περιβάλλον τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου ζεῖ τά ἔντονα
σκιρτήματα τῆς χάριτος μέ ὁδηγό τή νήψη καί τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία. Γιά
μιά σχεδόν πενταετία μένει μόνος , προσεύχεται, μελετᾶ καί λειτουργεῖ συχνότατα
μέ ψάλτη του ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες πού τόν βοηθοῦν στίς ἀναστηλωτικές
ἐξομολόγου καί κατηχητοῦ τῆς νεότητος. Παρέχει τήν πνευματική τροφή στά
πλήθη τῶν νέων παιδιῶν , κυρίως τοῦ γυμνασίου , πού συνωστίζονται ἔξω ἀπό
ψυχῶν. Γύρω του συμπηγνύεται ἕνας πυρήνας ἐγγυτέρων τέκνων του πού
διηνεκῆ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ 48. Τό 1965 ὑποδέχεται στό Μετέωρο τούς πρώτους
δοκίμους , τούς ὁποίους ὅμως κείρει μοναχούς μετά τή δική του μεγαλοσχημία
πού πολιτευόταν κοντά του σάν μοναχοί, ξεθαρρεύουν καί ὁδηγοῦν τά βήματά
46 Πρβλ. Μτθ. 5, 16
47 Βασιλείου Θερμοῦ (Πρωτ.), Τά ὀφφίκια τῶν πρεσβυτέρων , ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σ. 33‐48.
48 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις καί Λόγοι , τ. 3 , ἔκδ. Ἱ.Κ. Ὁρμυλίας Χαλκιδικῆς ,1999, σ. 24, 156.
25
σπουδαῖες σύγχρονες ὁσιακές μορφές. Ὁ τότε νεαρός «ἀλλά ὑπέρ πρεσβυτέρους
Περιέρχεται «τάς πόλεις καί τάς κώμας κηρύττων» ἱερουργῶν καί συνεγείρων
τούς πάντες 49. Ὁ μητροπολίτης τοῦ ἀναθέτει τή διακονία τοῦ θείου λόγου κάθε
Κυριακή ἀπόγευμα στό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τρικάλων , ὅπου
συνωθεῖται πλῆθος εὐσεβοῦς λαοῦ 50. Ἐκεῖ , συχνά παρόντος τοῦ ἐπισκόπου, ὁ
Γέροντας ἐκδιπλώνει τίς πτυχές τῆς ψυχῆς του , σαγηνεύει τό λαό τοῦ Θεοῦ μέ
τους.
Αἰμιλιανός συμμετέχει ἐνεργῶς στήν τότε συγκροτηθεῖσα ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο
μοναστικοῦ ἰδεώδουςʺ ( Ἱ.Μ. Πεντέλης 1970), ʺ Μελέτη τοῦ τρόπου έπαναφορᾶς τῆς
παλαιᾶς κανονικῆς διοικήσεως τῶν ἱερῶν μονῶν καί δή τῆς ἀρχῆς τοῦ
ἐκτείνονται ἕως τόν τελευταῖο καί ἐν χρήσει Καταστατικό Χάρτη Ἁγίου Ὄρους
(1926). Στή μελέτη του γιά τήν κατάρτιση Γενικοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τῶν
τοῦ Μεγάλου , Παχωμίου, Βενεδίκτου καί κυρίως στίς Ἀσκητικές Διατάξεις καί
τούς Ὅρους κατά Πλάτος καί κατʹ Ἐπιτομήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τά
θηκε τό 1975 στό τέως Βατοπαιδινό Μετόχιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὁρμύλια
τήν κατανόηση τοῦ ʺΤυπικοῦ ʺ τῆς Ὁρμυλίας καί τό ὅραμα τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ γιά
τήν ἀνακαίνιση τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους στά μοναστήρια τῆς πατρίδας μας.
Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ ὀργανωτικές διατυπώσεις , ὅπως καί τά λοιπά κείμενα τοῦ
ἑκάστης ψυχῆς τῶν ὑποτακτικῶν τοῦ Γέροντος. Μιᾶς ψυχῆς πού φανερώνει τή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ʺ...ἀπαρνηθεῖσα τόν κόσμον ... ἐκζητοῦσα καί ἐκβοῶσα πρός
τόν Κύριον , ὀδυρομένη διά τήν ἀνάπλασιν τῆς πεσούσης φύσεως καί τήν
ἀνάκρασιν μετά τοῦ Θεοῦ... ʺ 53. Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι συναγωγή τῶν πρώτων
πνευματικῶν καρπῶν τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀναπτύξεως τοῦ χαρίσματος τῆς
πνευματικά του τέκνα μέ τό βίωμα τῶν ἀσκητικῶν κειμένων καί τούς ἐμπνέει
τό ζῆλο τῆς μιμήσεως τῶν ἀρχαίων ἀσκητικῶν παλαισμάτων 54. Παρατηρεῖται στή
τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν στά σύγχρονα δεδομένα. Ἴσως αὐτό νά ἀποτελεῖ καί τήν
Ὡς γνήσιος φορέας τῆς πατερικῆς παράδοσης , ἤδη ἀπό τήν πρώϊμη ἐποχή
τῶν πρώτων μοναχικῶν κουρῶν τό 1968, ἐκλέγει ὡς διάδοχό του τόν ἀριστοῦχο
μετονομάζει σέ Ἐλισαῖο «ὡς διπλῆν λαβόντα τήν χάριν παρά Ἠλιού» 56 . Καί
ἀποκλειστικό καί ἰσόβιο ἀξίωμα πού προσπορίζει προνόμια καί τιμές, ἀλλά
Δ.Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρό καί μετά τήν ἐγκατάσταση στή
Σιμωνόπετρα.
Ἅγιον Ὄρος. Τήν ἐποχή αὐτή ὁ Ἄθως ἑορτάζει πανηγυρικά τή χιλιετηρίδα του ,
διδασκαλία τῶν νηπτικῶν αὐτῶν πατέρων. Ἤδη ἀναζητᾶ ἀπό τά τέλη τῆς
δεκαετίας τοῦ ’60 , προφητικῷ τῷ τρόπῳ, μέθοδο καί τόπο μεταφυτεύσεως τῆς
στίς ἀρχές τοῦ 1972 , ὅταν ἐπέρχεται ἡ ρήξη τῆς ἀδελφότητος μέ τό διάδοχο τοῦ
τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τῶν μοναστικῶν καθηκόντων τῆς ἀνδρικῆς
μονῶν τόν τόπο τῆς καταπαύσεως. Μεταξύ τῶν δύο ἐπικρατεστέρων ἐπιλογῶν
πραγματοποιεῖται στά τέλη τοῦ 1972 μέσα σέ κλῖμα συγκίνησης καί ὀδύνης γιά
τό λογικό ποίμνιο τῶν Τρικάλων πού χάνει τόν ἐπί σειράν ἐτῶν πνευματικό του
ὁδηγό , διδάσκαλο καί πατέρα. Στίς 25 Νοεμβρίου 1972 ὁ Γέροντας ἐκλέγεται κατά
58 Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Κατουνάκια,
Ἅγιον Ὄρος 2000, σ.90 κ.ἑ.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Κατηχήσεις , ὅπ. παρ. τ.1 , σ. 113‐126
59
29
θέτοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τό θεμέλιο γι’ αὐτό πού σήμερα ὀνομάζεται
ρεύματος.
Ἡ νηπτική ζωή τοῦ Γέροντος βρίσκει τήν πλήρη καταξίωσή της στό
περιβάλλον τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Ἀποσύρεται ἐπί ἡμέρες στό ἡγουμενεῖο
τήν ἀδελφότητα καί τούς προσκυνητές. Ἀκολουθεῖ χρηστή διοίκηση καί ἀξιοποιεῖ
μακραίωνα παράδοση τῆς μονῆς ἀλλά καί τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους. Ἡ μονή
Ἀντωνίου, Ἁγίας Σκέπης καί Μεταμορφώσεως στή Γαλλία) καί προσαρτῶνται στή
καί συνάμα γιά τά παμπληθῆ ἐν κόσμῳ πνευματικά του τέκνα δείχνει ἀμέριστο
καί θυσιαστικό ἐνδιαφέρον εἰς βλάβην ὅμως τῆς εὔθραυστης πάντοτε ὑγείας
του. Δέν ἀποποιεῖται τη συμμετοχή του στά ἁγιορειτικά κοινά καί συμμετέχει
Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Τρικάλων καί τῶν Μετεώρων ἀναπτύσσεται γύρω ἀπό
«Τυπικοῦ» , δηλ. τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Κοινοβίου. Πρόκειται για ἕνα
πρός τό σύγχρονο ἄνθρωπο καί τήν ἐμβριθῆ μελέτη τῆς πατερικῆς βιωματικῆς
θέτει τήν προσωπική του σφραγίδα ‐ στοιχῶν τοῖς θείοις κανόσι τῶν ἁγίων
ἀγάπη στήν πεῖρα τῶν παλαιῶν ... τήν ἀφοσίωση καί τό ζῆλο τῶν νεωτέρων ...ʺ 65.
θεμέλιο γιά τή θέσπιση μιᾶς εἰδικῆς κανονικῆς νομοθεσίας σχετικά μέ τήν τάξη
ὁδηγοί τοῦ Τυπικοῦ. Κατά τό πρότυπο τῶν σωζομένων τυπικῶν καί αὐτό τῆς
σύμφωνα μέ τήν προοιμιακή ἐξαγγελία τοῦ συντάκτου του. Ἑδράζεται στό κῦρος
μελέτες του στά ἀσκητικά συγγράμματα τῶν μεγάλων Πατέρων ‐ θεμελιωτῶν τῆς
μοναστικῆς ζωῆς .Ἡ παρέλευσή του ἀπό τό ἔργο τῆς κατηχήσεως τῆς νεότητος
ἀπόψεών του χάρη στή μεθοδικότητα καί τή δημιουργικότητα πού τόν διέκριναν
ἀπαραίτητο περιβάλλοντα χῶρο καί ἄρχισε ἀπό τό 1980 τήν κτιριακή ἐπέκταση
Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλο καί Ἀλβανίας Ἀναστάσιο. Ἤδη ἀπό τό
μέσα ἀπό τόν ἐνεργό ρόλο τῶν μετοχίων τῆς Σιμωνόπετρας, συμπληρώνεται καί
ἀπό τίς ποικίλες ποιμαντικές ἐξορμήσεις τοῦ Γέροντα σέ ἱερές μητροπόλεις τῆς
Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μέ χαρά καί προθυμία δέχεται τίς προσκλήσεις
ἱερεῖς τους ἤ καί σέ ἐπιστημονικά συνέδρια , μέσα ἀπό ἕναν εὐρύτατο θεματικό
κύκλο. Ὁ λόγος του εἶναι πάντοτε «ἅλατι ἡρτυμένος»69 καί ἡ ἐν γένει ἀναστροφή
ἀκροατήρια του σαγηνεύονται ὄχι μόνον ἀπό τήν εἰς πλάτος καί βάθος
πραγμάτευση τῶν θεμάτων ἀλλά καί ἀπό τήν ἐκφορά τοῦ λόγου, πού μεταδίδει
Ἰταλία , τή Γαλλία , τήν Ἀγγλία κ.ἄ. γίνονται ὄχι πρός ἀναψυχήν καί τέρψιν ἀλλά
πρός καταρτισμό καί διδαχή. Πάντοτε βρίσκει τήν εὐκαιρία νά ὠφελήσει ὅσους
στήν οἰκειότητα καί τήν ἀπόσταση, τήν εὐπροσηγορία καί τήν αὐστηρότητα. Ἡ
ἀξιοπρεπής ‐ ἱεροπρεπής στάση του διδάσκει καί ὅταν δέ μιλᾶ , ἀλλά ἀσχολεῖται
σάν κοινωνική ἀξία . Ἐπιπλέον προχώρησε στήν ἀνάδειξη αὐτῆς τῆς ἀξίας ὡς
69 Κολ. 4, 6
70 Μτθ. 19, 11‐12
33
καί «ἐλαυνομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος» σέ καμμία ὅμως περίπτωση στάσιμη καί
τελματική. Στό βραχύ διαστημα τῆς ἀκμαίας δυνάμεώς του « ἐπλήρωσε χρόνους
Γέροντας ἀπό πολύ μικρός μάθαινε ἀπό τούς παπποῦδες του νά «...σιωπᾶ γιά νά
φωνάζει μέσα του ὁ Θεός...» 73. Ἀγάπησε τή σιωπή καί τήν ἡσυχία , γι’ αὐτό καί
ὁ Θεός ἐπέτρεψε, ἀπό τό 1995 ἰδιαιτέρως , νά ἐντρυφᾶ σ’ αὐτήν μετά ἀπό μιά
ἀνήκεστη βλάβη τῆς εὐπαθοῦς ὑγείας του. Ἡ σιωπή τόν εἰσήγαγε ἀπό νωρίς
στά «βάθη τοῦ Πνεύματος»74 , ὥστε ἀπό τήν πρώιμη παιδική του ἡλικία νά
καί νά τά ἀπορροφᾶ πλήρως μέσα στήν ψυχή του. Γνώριζε ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ὁ
χῶρος τῆς τελεσιουργίας τῶν μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καί κατέφευγε σ΄ αὐτήν
ἀκρίβεια τούς λόγους τοῦ Μεγ. Βασιλείου γιά τόν ἀλείπτη τῶν ἀρχαρίων στήν
ἔλλογο ἄσκηση : «…πρῶτον πάντων σπουδάζειν προσήκει περί τήν τοῦ λόγου
71 Σοφ.Σολομῶντος 4.13‐15
72 Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου ἱερομ., μνημ. ἐργ. σ.114
73 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ. ἐργ. σ.19‐20
74 Ὡρολόγιον τό Μέγα , Ἀπολυτίκιον ἑορτῆς Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ Α.&Ε.
Παπαδημητρίου , Ἀθῆναι , σ. 248 Πρβλ καί Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ Κατηχήσεις , ὅπ. παρ. , τ.4, σ.157.
75 Μεγάλου Βασιλείου,Ἐπιστολή β΄, Πρός Γρηγόριον ἑταῖρον (περί ἡσυχίας καί ἀπραγμοσύνης),
σπορᾶς ὁ Θεός τόν εἰσήγαγε στό μυστήριο τῆς σιωπῆς γιά νά ἀπολαύσει τούς
καρπούς τῶν κόπων του «δουλεύσας εἰς τό Εὐαγγέλιον»77. Γι’ αὐτό πάντοτε
ἀνάβασις78 ». Στήν ὕπαρξή του συνετελεῖτο ἡ τελείωση τοῦ λόγου του διά τῆς
σιωπῆς. Ἑνός λόγου πού εἶχε πάντοτε μιά ἐκπληκτική δύναμη καί ἕνα ἀμήχανο
« εἶναι ἡ μόνη φωνή τῆς ἐρήμου, τοῦ μοναχοῦ (χριστιανοῦ). Μιά τελεία σιωπή
στό περιβάλλον του, μιά τελεία σιωπή μέσα στήν ψυχή του, μέσα στό πνεῦμα
του , μέσα στήν καρδιά του. Μόνον ἕνας σιωπηλός ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἰκονίζει
ἀληθινά τό Θεό καί ὁ μοναχός εἶναι ὁ τέλεια σιωπηλός. Αὐτή ἡ σιωπή τοῦ
μοναχοῦ εἶναι ἡ αἰώνια κραυγή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ…79». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ
« ἀπό δόξης εἰς δόξαν»80 διά τοῦ μαρτυρίου καί τῆς ἀσθενείας.81
76
Γρηγορίου Θεολόγου,Ἐπιστολή ριά , Εὐλαλίῳ ( περί σιωπῆς), στήν P.G. 37, 209
77 Φιλημ. 2,22
78 Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, Κλῖμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, 1978, σ.174.
79 Ἐλισαίου Ἀρχιμανδρίτου, μνημ. ἔργ. σ.20.
80 Β΄Κορ. 3,18
81 Β΄Κορ. 11.21,29 ‐ 12.10 ‐ 13.3
35
ΓΕΡΟΝΤΟΣ
τό ἐρευνητικό ἐνδιαφέρον καταρχήν στά ἱερά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐκεῖ
χλόης τόν ὑπ’ Αὐτοῦ ποιμαινόμενο ἄνθρωπο. Ὁ ρόλος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καί τῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ κοντά στόν ἄνθρωπο, Τόν ὁδηγεῖ στό νά ἐπινοεῖ κάθε
προκοπή82. Μέσα ἀπό τό σωστικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῶν πνευματικῶν
αὐτοί εἶναι πού ἀπεργάζονται μέ πόνο καί κόπο τήν « μόρφωσιν » τοῦ Χριστοῦ
« οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις ἀλλά…σαρκίναις » καί καθοδηγοῦν τίς ψυχές «…εἰς τάς
αὐλάς Κυρίου…» 83. Ὁ π. Αἰμιλιανός , μέσα ἀπό τά γραπτά καί τούς λόγους του
τήν ἄσκηση καί τή μελέτη. Θεμέλιο τῆς διακονίας του εἶναι ὁ χριστοκεντρικός
ἐντρυφᾶ ἀπό τά νηπιακά του χρόνια . Ὅταν ἀργότερα καθίσταται πατήρ καί
Βίβλο, τήν ὁποία βιώνει ἐμπειρικά καί προσφέρει στά τέκνα του μιά
διαρκοῦς παρουσίας 85 .
Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ Παύλου Εὐδοκίμωφ στό ἔργο του «Ὀρθοδοξία»
ποῦμε πώς στήν οὐσία της εἶναι βιβλική…»86. Βιώνοντας τήν ἀλήθεια αὐτή ἡ
Ἐκκλησία ἀφομοίωσε τή θεολογία τῆς Βίβλου καί εἰδικά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
στίς ἱερές πράξεις Της καί στά μυστήριά Της. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας
δέν εἶναι παρά μία ἐπανάληψη τῶν σωτηριωδῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς
παραδίδονται μέσα ἀπό τή Βίβλο , καί ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν. Δέν
βιβλική γλῶσσα ἀλλά οὔτε καί κίνηση ἤ πράξη πού νά μήν ἀνάγει στό
μετέχοντας. Ἡ μελέτη τῆς Βίβλου δέν ἦταν ποτέ γι’ αὐτόν μιά νοησιαρχική
λειτουργία ἀλλά μιά μυστηριακή μέθεξη στό Λόγο τοῦ Θεοῦ, μιά μέθεξη
καταφανῶς ἀδύνατη ἔξω ἀπό το χῶρο τῆς Ἐκκλησίας87. Στό μοναστικό κανόνα
Παλαιᾶς καί ἑνός τῆς Καινῆς Διαθήκης γνωρίζοντας εἰς βάθος τό σωτηριολογικό
γεγονότα τῆς Βίβλου, τά ὁποῖα προσφέρονται ἀπό τόν ἴδιο τό Γέροντα στό
86
Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, Θεσ/νίκη 1972, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, σ. 254 κ.ἑ.
87 Μιλτιάδη Κωνσταντίνου , Ρῆμα Κυρίου κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 17 κ.ἑ.
37
ἀκροατήριό του τηρουμένων τῶν βασικῶν κανόνων μιᾶς ὀρθόδοξης πατερικῆς
βιβλική μελέτη ὡς ἔργο τῆς κοινότητος, τῆς συνάξεως, ἐντέλει αὐτῆς τῆς ἴδιας
ἐκπηγάζει ἀπό τήν ἴδια τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας , ἡ ὁποία φωτίζει ἐν
ἁγίῳ Πνεύματι τόν κήρυκα καί τούς ἀκροατές ὅπως τούς ἱερούς συγγραφεῖς 89.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι μέν πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἀλλά εἶναι καί
σωτηριολογική ὄψη τοῦ ἀνθρώπινου δράματος. Σέ μεγάλο μέρος τῶν σελίδων της
88 Μτθ. 6, 6
89 Πρβλ. Λουκ. 24, 13‐32 καί Πρ. 8, 27‐35 , ὅπου ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ( εἴτε στούς πορευομένους
πρός Ἐμμαούς μαθητές εἴτε στόν αἰθίοπα εὐνοῦχο ἀντιστοίχως ) γίνεται άντιληπτή μέσα ἀπό μιά
συζήτηση βιβλικοῦ περιεχομένου.
90 Γ.Α. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ , Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ὅπ.παρ., τ. Β΄σ. 346
38
ἐνδοψυχικές διεργασίες. Χρησιμοποιεῖ βασικές ἀρχές τῆς χριστιανικῆς
συνεπειῶν τῆς πτώσεως πάνω στό ἀνθρώπινο « κατ’ εἰκόνα ». Οἱ μορφές καί οἱ
πάντοτε ἐπιχειρεῖ , εἶναι βαθιά ψυχολογική 91. Σ’ αὐτό βοηθεῖται ἀπό τήν ποικιλία
τῶν βιβλικῶν βιωματικῶν μορφῶν τῆς Θείας ἀλλά και τῆς ἀνθρώπινης
συμπεριφορᾶς.
τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἀρχική ἁγνότητα ‐ γυμνότητά του δίνει τή θέση της
στήν τραγωδία 92 τῶν δερματίνων χιτώνων 93 καί τό θάνατο τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ
πρέπει νά γίνει γιά τόν καθένα μία ἀφορμή γιά ἀναγέννηση καί ἀναδημιουργία
ὥστε κανείς ὡς νέος δεύτερος Ἀδάμ εἰς τῦπον τοῦ Χριστοῦ νά ἐργαστεῖ γιά τή
πνευματικός καί δέν θεωρεῖ την ἰσότητά του μέ τό Θεό ὡς « ἁρπαγμόν» 97,
γενόμενος μέ τόν τρόπο αὐτό τῦπος τῶν πιστῶν εἰς σωτηρίαν. Ὁ κάθε
ἄνθρωπος γεννᾶται ὡς υἱός τοῦ πρώτου χοϊκοῦ Ἀδάμ καί ἀναγεννᾶται διά τῆς
πίστεως ἐν Χριστῷ ἀπό τόν δεύτερο Ἀδάμ . Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
προνομιακή θέση στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ἡ κλήση του ἀπό τό Θεό δέν
ἀποτελεῖ μόνο ἀρχική φάση τῆς θείας οἰκονομίας ἀλλά προσδιορίζει τούς
ζωῆς τοῦ μεγάλου Πατριάρχου . Τό πρῶτο εἶναι ἡ κλήση του καί ἡ σύναψη τῆς
Διαθήκης μέ τό Θεό ὥστε νά ἐξαρθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἐκλογῆς καί τῆς ἰδιαίτερης
συμφωνίας πού συνάπτει ἡ κάθε διψῶσα τόν Ζῶντα Θεόν ψυχή , γέμουσα
οὐρανίας χαρᾶς 100. Τό δεύτερο εἶναι το στοιχεῖο τῆς Θεοξενίας 101 πού καθιστᾶ τόν
Ἀβραάμ καί τόν κάθε πιστό οἰκεῖον τοῦ Θεοῦ. Τό τρίτο εἶναι ἡ προσφορά θυσίας
στό Θεό τοῦ ἰδίου τοῦ υἱοῦ του γεγονός τό ὁποῖο ὁ Γέροντας χαρακτηρίζει ὡς
« λειτουργία »102 πού προεικονίζει τήν ἄνοδο ψυχῶν στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί τήν
διά τῆς σιωπῆς ἀναίμακτη προσωπική θυσία και λειτουργία. Μ’ ἕνα λόγο ὁ
μέρους του ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχή τῆς θείας οἰκονομίας καί τήν διά τῆς
ὁ παιδαγωγός τοῦ λαοῦ του 105 ὁ μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων , ἡ προτύπωση τοῦ
99 Ὅπ.παρ., σ. 3 κ.ἑ
100 Πρβλ.Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 343‐4 καί τ.5, σ. 222‐3
ὑπακούει στό ἔργο τῆς Θείας προνοίας. Δέν εἶναι μόνον τό πρότυπο τοῦ
καθοδηγητοῦ 109 εἰς γνῶσιν καί ἐπίγνωσιν Θεοῦ , ἀλλά καί τοῦ κατεξοχήν οἰκείου
Του, τοῦ δρῶντος κατ’ ἐπιταγήν Θεοῦ καί εἰς ἐκπλήρωσιν ὑπακοῆς πρός τό θεῖο
θέλημα110. Ἡ ζωή τοῦ Μωϋσέως παρέχει πολλές εὐκαιρίες στό Γέροντα γιά νά
Μωϋσῆ εἶναι ἀποτέλεσμα καθάρσεως καί ὑπακοῆς ὥστε κάθε ἀνάλογη κλήση
ἀντιστρόφως , νά καθιστᾶ ζωηρότερη την παρουσία Του 111 . Κατεξοχήν ὅμως ἔργο
καί καθῆκον τοῦ Μωϋσῆ εἶναι ἡ διαμόρφωση – διατύπωση τοῦ θείου Νόμου 112 μέ
ἀνθρώπινους ὅρους καί ἡ γνωστοποίησή του στό λαό , προϊόν καί αὐτό μιᾶς
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἑώρα τόν Θεόν καί δι’ ὅ,τι ἐχρειάζετο ἠρώτα τόν Θεόν ,
μποροῦσε νά τοῦ κάμει ἀκόμα καί παρατηρήσεις ( Ἔξ.4,10‐14 καί 32,32) τόσον
θάρρος εἶχεν τόσην οἰκειότητα , τόσην οἰκείωσιν μέ τόν Θεόν. Ἦτο ἐκεῖνος πού
σκηνήν ἐνώπιόν του, νά τοῦ μιλήση, νά τόν προσκυνήση. Ζοῦσε μαζί του ὅπως
θά ζοῦσε μέ τόν φίλο του… Ὁ Μωϋσῆς ἔχει μιά αἴσθηση καθαρῶς πνευματική.
Δέν σταματάει πουθενά , οὔτε στήν Αἴγυπτο οὔτε στή γῆ Χαναάν οὔτε κάν στήν
ἁμαρτία. Εἶναι πράγματι ἀρχηγός τοῦ λαοῦ καί τίθεται εἰς τύπον τοῦ Θεοῦ.
δραματικά τήν ὑπόθεσι τῆς ζωῆς του μέ τόν Θεόν. Ἐγώ καί ὁ Θεός καί τό ζήτημα
ἐν τέλει εἶναι : ἐγώ ἤ ὁ Θεός ; Τό πρόβλημα ἀναλόγως μπορεῖ νά γίνη εἴτε μία
πορεία θανάτου, ἐάν ἐπικρατήση τό ἐγώ , εἴτε μία πορεία ζωῆς ἐάν ἐπικρατήση ,
ἐάν μείνη , ἐάν ἐπιβιώση τελικῶς ὁ Θεός… » 113. Μετά τίς ἐντεύξεις του μέ τό Θεό
ἐν Θεῷ ἀλλοιώσεως. Ὅσοι ἀτενίζουν στο πρόσωπο τοῦ θεόπτου Προφήτου , μέ τόν
ὁποῖο ὁ Γέροντας διατηρεῖ στα κείμενά του μιά βαθύτατη βιωματική σχέση,
Πατριάρχη καί ἑλκυόταν ἀπό τήν γεμάτη προφητικό μυστήριο ζωή του.
«…Ἐπαινῶ τήν Ἰακώβ κλίμακα καί τήν στήλην ἥν ἤλειψεν τῷ Θεῷ καί τήν
πρός αὐτόν πάλην ἥ τίς ποτε ἦν , οἶμαι δε τοῦ ἀνθρωπείου μέτρου πρός τό θεῖον
μέτρον ἀντιπαρέκτασις και ἀντίθεσις , ὅθεν καί ἄγει τά σύμβολα τῆς ἡττωμένης
εὐλογία. Ὅταν ὁ Ἰακώβ εὑρίσκεται στη δυσκολότερη φάση τῆς ζωῆς του ,
καταδιωκόμενος ἀπό τον ἀδελφό του Ἠσαῦ , ἐπιθυμεῖ νά ἐπιστρέψει στή γῆ τῶν
πατέρων του. Στό νόστο του αὐτό τόν ἐπισκέπτεται ἀνήρ ὁλοφώτεινος « εἶδος
Θεοῦ » , δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα στή νύκτα καί παλεύει μαζί του 115 . Πρός
στιγμήν ὁ Ἰακώβ φοβᾶται , θεωρώντας τον ὡς ἐχθρό , ἀλλά στήν καρδιά του
ἀναδύεται μιά ἄλλη πληροφορία. Στήν πάλη αὐτή νικοῦσε ὁ Ἰακώβ τό Θεό. Στήν
κρίσιμη καμπή ὁ Θεός τοῦ λέει ὅτι ξημέρωσε καί πρέπει νά Τόν ἀφήσει νά
φύγει , ἀλλά ὁ Ἰακώβ Τοῦ ἀρνεῖται νά Τόν ἐλευθερώσει , παρεκτός ἐάν Ἐκεῖνος
Ἡ φράση τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ συγκλόνιζε τό Γέροντα : «…οὐ κληθήσεται ἔτι
τό ὄνομά σου Ἰακώβ , ἀλλ’ Ἰσραήλ , ὅτι ἐνίσχυσας μετά Θεοῦ καί μετ’ ἀνθρώπων
δυνατός ἔσῃ…» . Μοιάζει ὁ Θεός δηλ. νά λέει στόν καθένα ἀγωνιστή τῆς νήψεως:
« Μέ νίκησες , εἶσαι ἰσχυρός στόν πνευματικό σου ἀγῶνα καί μεταξύ τῶν
τοῦ ἀνθρώπου , ὁ ὁποῖος εἴτε σκλαβώνεται στούς ἐχθρούς , εἴτε εὐτυχεῖ, εἴτε
βρίσκεται σέ περιπέτεια, στήν πραγματικότητα ζεῖ τό μόχθο καί τήν ἀγωνία τοῦ
ἀνθρώπου στήν ἰδιότυπη πάλη του μέ τό Θεό , ἐντέλει γίνεται κένωση τοῦ Θεοῦ
πού πληροῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν λαμπρύνει μέ τή θεϊκή Του παρουσία
χαρίζοντάς του ἰσχύ καί δύναμη119. Ὁ Γέροντας μέσα ἀπό τή θεολογία τῆς
του νά εὐλογηθεῖ ἀπό τό Θεό καί καταθέτει τό βίωμά του ὡς ὕψιστη μοναστική
ἐμπειρία.
Διαθήκης , τήν ἐνσάρκωση τοῦ θείου ζήλου121. Καταξιώνεται διά τῆς ἐρήμου ὅπου
του ἔργο. Ἡ νηπτική του ζωή 123 (νηστεία, ἄσκηση , προσευχή ) συντελοῦν στήν
ἐκζήτηση καί ἔκχυση τῆς θείας χάριτος στήν ὕπαρξή του κι ἔτσι τόν καθιστοῦν
μαχητή τοῦ Θεοῦ μέ πύρινο λόγο124. Γίνεται ὁ μάρτυρας τῆς ἀληθείας 125 τοῦ
Θεοῦ στά ἀλλόφυλα ἔθνη καί μέ τήν πυρφόρο ἀλλά καί μυστηριώδη ἀνάληψή
119 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3, σ. 147‐48. Πρβλ. Γέροντος Σωφρονίου( Σαχάρωφ),
δικαίου , ὁ ὁποῖος διά τῆς προσευχῆς του οἰκειοῦται τό Θεό καί φθάνει στό νά
στ. Ὁ Ἠσαῒας εἶναι ὁ θεῖος 127 , ὁ ὁρῶν 128 τόν Θεόν προφήτης , γιά τόν ὁποῖο
ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά συγκλονιστική ἐμπειρία ζωῆς. Καί αὐτός στοιχεῖ
στόν κανόνα τῆς νηπτικῆς ζωῆς 129 ὥστε νά καταυγάζεται ἡ ὕπαρξή του ἀπό τό
κάλλος τοῦ Θεοῦ . Αὐτό πού προκαλεῖ τήν ἔκχυση τῆς χάριτος στήν ὕπαρξή του
εἶναι ἡ βαθυτάτη ταπείνωσή του πού ἐξιλεώνει τό Θεό. Μέ τήν προφητεία του
γιά τήν ἡμέρα Κυρίου , πού ἀποτελεῖ τή συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν προφητειῶν,
δίδει τό στίγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.130 Ὁμιλεῖ γιά τήν ἁγιότητα 131 ὡς τρόπο
ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί πρόσκληση πρός τόν ἄνθρωπο , ὥστε νά αὐτή να γίνει
σκοπός τῆς ζωῆς του. Μέσα ἀπό τόν ἁγιασμό αὐτό ὁ προφήτης , καί δι’ αὐτοῦ ὁ
γέροντας Αἰμιλιανός, μιλᾶ γιά τόν ἀνακαινισμό τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως 132 ἐν
ἕνας ἀπό τούς τύπους τοῦ Μεσσία , ὁ ὁποῖος θά γεννηθεῖ ἀπό τό γένος του. Εἶναι
ἕνας ὁρῶν τόν Θεόν, κλητός Θεοῦ κεχρισμένος , εὐλογημένος. Ὁ Θεός δοξάζει τή
ζωή του καί ὑψώνει τή δυναστεία του 134 . Γίνεται ὁ ἐλευθερωτής, ὁ ἥρωας κι ὁ
ποιμένας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ 135 καί ἡ ἀρετή του μεγαλύνει τά ἔργα του 136 .Ὁ
ὅρκος τῆς ὁσιότητος καί ἁγνότητος πού ὑπέβαλε στό Θεό εἶναι κάτι ἀνάλογο ‐
διπλῆς πτώσεώς του 137 καθίσταται , μετά τίς πρῶτες τραγικές συνέπειες , ἀφορμή
πειρασμός γέννησε δάκρυα καί τό πάθος ἔτεκε συντριβήν. Ἔτσι ἡ ἀρετή του
Αὐτό πού κάμει τό Θεό νά παρακάμπτει τίς ὅποιες ‐ πολλές καί μεγάλες ‐
ἀδυναμίες καί πάθη τοῦ Δαβίδ εἶναι ἡ ὑπακοή στά ἐντάλματά Του , ἔστω κι ἄν
πρός στιγμήν παρασύρεται. Γιά τόν προφητάνακτα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι
νόμος καί οἱ ἐντολές Του δείγματα μιᾶς θείας ζωῆς, πού καλεῖται ὁ κάθε
εὐθύνων τάς τρίβους Κυρίου, ὁ νέος Ἠλίας πού ἔχει ζῆλο γιά τό Θεό , ὁ φίλος
τοῦ Νυμφίου 139 , ὁ ὁρῶν τόν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ. Πρότυπο τῶν μοναχῶν ἡ ἐρημητική
– νηπτική ζωή του χάρη στήν ὁποία συναντᾶ τό Θεό καί ἐρωτᾶ γιά τόν Κύριο,
στόν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη ὅπου συσχετίζεται ὁ Πρόδρομος μέ τόν
ἐνσαρκωθέντα Θεῖο Λόγο «…οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς , ἀλλ΄ ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ
φωτός…» καί μέ τήν Ἐκκλησία : «…οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί
τοῦ φωτός , ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ…(Ἰω. 1.7 κ.ἑ) ». Ἡ ἐλάττωσή του ἐν
τῶν υἱῶν τῆς Βασιλείας , τούς τοποθετεῖ σέ ἀνώτερη μοῖρα ἀπό τό προφητικό
138 Μτθ. 11,11 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις, τ. 2 σ. 209.
139 Λουκ.1,16 κ.ἑ καί Ἰω.3,27‐30
140 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 5 σ. 49, 71.
141 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 114 καί 305 ,317.
142 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ.71. Πρβλ. Ἰω. 3,30
Ἐκκλησίας 144 . Τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ καί ἡ ἀνάβλεψη – σωματική καί ψυχική ‐
γίνεται ἀπαρχή μιᾶς νέας ζωῆς , ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπό τήν παρουσία τῆς
Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος145. Στό μῆκος τῆς
πολύπλαγκτης ζωῆς του, καυχᾶται μόνον γιά τά ὑπέρ Χριστοῦ καί τῆς
Θεό 147, τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως καί ἀναμαρτησίας 148 , παρά τό ἀδύναμο τῆς
καθημερινῆς ζωῆς στήν ἀντιμετώπιση τῶν χρειῶν του , τίς ὁποῖες ἀναφέρει στήν
πλατυσμοῦ τῆς καρδίας , ὥστε νά χωρήσει ὁ πιστός τό Θεό καί τόν κόσμο καί
ἐν τέλει νά χωρηθεῖ ἀπό τό Θεό καί νά γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς Του.151
Στό σύνολο τῶν βιβλικῶν μορφῶν πού σημειώνονται στά κείμενα τοῦ
144 Πρβλ. Πραξ. 13,2 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ.316.
145 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 33 – 65.
146 Πρβλ. Α Κορ. 2.2 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 80.
147 Ρωμ. 5,10, Β΄Κορ. 5,18‐19 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 5, σ.256.
148 Ἑβρ. 10,26 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3, σ. 45.
149 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 57 , 291, 306 321, πρβλ. Ρωμ.7,24 καί 9,26 Β΄ Κορ. 11,23
150 Ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 1, σ. 158 ( πρβλ. Α΄ Κορ. 7,25‐40), σ.227 ( πρβλ. Ρωμ. 4,3 κ.ἑ) σ. 233 ( πρβλ.
Ρωμ. 15,30 και Β΄Κορ.11,28) σ. 265 ( πρβλ. Β΄ Κορ. 12,2) σ. 297‐8 (πρβλ. Πραξ.5,41 καί Α΄ Πετρ.1,6‐7)
151 Πρβλ. Β΄Κορ. 6,11‐ 13
46
Ἀνανίας , Ζακχαῖος , Λάζαρος κ.ἄ. πού συμπληρώνουν βασικές διδαχές τοῦ
Στόν τρίτο τόμο τῆς σειρᾶς «Κατηχήσεις και Λόγοι» τοῦ γέροντος
ψαλμῶν ἀπό τό Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ. Ὅπως ἐπισημαίνεται ἀπό τούς ἐπιμελητές
Πρόκειται γιά τό βιβλίο ἐκεῖνο πού συνάπτει σέ αἶνο τοῦ Θεοῦ τήν εὐχαριστία
ἀλλά καί τήν ἱκεσία, ὁμολογεῖ τά μεγαλεῖα Του, ἐξίσταται ἀπό τά θαυμάσιά Του,
προετοιμάζει τήν ἐσχατολογία ἐφόσον προτυπώνει τον διηνεκῆ ὕμνο της Ἡμέρας
Κυρίου 153 . Ὁ ἰσραηλιτικός λαός διά τῶν ψαλμῶν , καί πρίν τόν Δαβίδ, ἀνέφερε
στό Θεό τά ἐσώτερα βιώματά του καί τήν ἐν γένει ζωή του , ἔτσι ὥστε ὁ
μακροθυμία καί τό ἔλεος, ἄλλοτε θρηνεῖ γιά τά δεινά τῆς ἁμαρτίας κι ἄλλοτε
ἐναγώνια κραυγή τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά κοινωνήσει μέ τό Θεό μέσα ἀπό
πυκνώνει τή λειτουργική χρήση τοῦ Ψαλτηρίου στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τή θεία
πεμπτουσία155. «…(Τό Ψαλτήριον) εἶναι μία ἐμβάθυνσις εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ λαοῦ
τοῦ Θεοῦ, εἰς τήν ἀποκάλυψιν τῶν μεγαλείων του καί μία ὀπτασία τοῦ Θεοῦ ἐν
ἡμῖν, τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀπεργαζομένου τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ. Ὄντως ἐν τῇ
ἀναγνώσει τῶν Ψαλμῶν ἔχομεν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Σαββαώθ, ὁ ὁποῖος
ἐξέλιξιν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ψαλμοί βάζουν στό στόμα μας λόγια μετανοίας,
ἀλλά τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦμε. Ἔτσι μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, αὐτό τό ὁποῖο δέν μποροῦν
καί νά ἔχωμεν ἀπό τόν Θεόν τήν ἀμοιβή εἰς τήν κατά πρόθεσιν ἐπιθυμία μας.
Ἐκεῖ θά βροῦμε ψαλμούς πού δοξολογοῦν τόν Θεόν, ψαλμούς διά τῶν ὁποίων
ὁμιλεῖ ὁ Θεός πρός ἡμᾶς, ψαλμούς μέ τούς ὁποίους ὁμιλοῦμεν ἡμεῖς εἰς τόν Θεόν,
ἰδιαίτατα μεσσιακούς καί λυρικούς, πού ἀπηχοῦν τά δονήματα τῆς καρδιᾶς μας.
ἀπό τίς ψαλμικές κατηχήσεις του νά καταστήσει τά τέκνα του κοινωνούς τῶν
155 Γέννημα αὐτῆς τῆς πρακτικῆς εἶναι ἡ μελοποίηση τοῦ Ψαλτηρίου –πλήν τῶν παραδοσιακά
ψαλλομένων‐ ἀπό τον ἱερομόναχο μουσικοδιδάσκαλο Γρηγόριο Σιμωνοπετρίτη και ἡ ἔκδοσή του
ὑπό τόν τίτλο: «Ψαλτήριον Τερπνόν» τό 1995.
156 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 117 , πρβλ. Μ. Βασιλείου , Ὁμιλία εἰς τον νθ΄
ψαλμόν 2 στήν P.G.29, 464 B C και τοῦ ἰδίου Ἐπιστολή 207, 3 , P.G. ,32 , 764B
157 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.3 , σ. 16‐20
μιά οἰκογενειακή οἰκειότητα τοῦ πατρός πρός τά τέκνα . Σκοπός του πάντοτε εἶναι
ὁδό τῆς θείας μέθεξης μέσα ἀπό τή βαθύτατη πίστη τῶν ψαλμωδῶν159.
Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο χρησιμοποιεῖ στοιχεῖα καί ἀπό τά ἱστορικά
σωτηριολογικά βιώματα, μελετώντας εἰς βάθος τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γιά τή
ἑκάστοτε ἀκροατήριό του μέσα ἀπό τίς διακυμάνσεις τῆς Διαθήκης δηλ. τῆς
Βασιλεία γιά τόν πιστό χριστιανό δέν εἶναι μόνο μιά ἐλπίδα καί μιά πρόγευση
τῶν μελλόντων ἀγαθῶν μέσα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἕνα διαρκές
ἕνας ἀπό τούς δύο ὅρους ἐξαφανίζεται μέσα στόν ἄλλο , περιορίζει ἀσφυκτικά το
πού συνάπτει τον Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας μέ τό Χριστό τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν
χρησιμοποιεῖ , ἀναλύει ἤ ἑρμηνεύει κυριακά λόγια, γιατί σκοπός του εἶναι ἡ γνώση
τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἐγκύπτει θεουργικῶς στήν ἀνθρώπινη
162 Τσάμη Δημητρίου , Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας , Θεσ/νίκη
1995 , σελ. 13‐108 καί Γεωργίου Μαντζαρίδη , Χρόνος καί ἄνθρωπος, Θεσ/νίκη 1992, σ.126‐152.
49
σμικρότητα163. Ἀναδεικνύεται ὁ νέος Ἀδάμ , ἀναπλάστης τοῦ παλαιοῦ, διά τῆς
ἐνσαρκώσεώς Του καί τῆς ἑκούσιας θυσίας Του ὡς Ἀμνός τοῦ Θεοῦ καί
Ἑσφαγμένον Ἀρνίον τῆς Ἐκκλησίας . Θεός ὤν πάντων γίνεται ζωή τῶν ἁπάντων
κάθε ψυχή , περιπατεῖ ἐν τῷ ἁγίῳ καί καταλύει τήν πνευματική στειρότητα τῆς
νομικῆς Σιών166. Ἀΐδιο κι ἀτελεύτητο τό κάλλος Του, περιγράφεται ἤδη ἀπό τούς
Προφῆτες. Εἶναι τό ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί , ὁ ἐξουσιαστής βασιλεύς τῆς ζωῆς ,
τῆς εἰρήνης , τοῦ πολέμου, ἡ θύρα καί ἡ κληρονομία τῆς αἰωνιότητος , ὁ λύχνος
πού διά τῆς ἐκλάμπρου παρουσίας Του καί ἐκπάγλου ὡραιότητός Του, καίτοι
Φωτός, ὁ παρών καί ἀεί νικῶν Σωτήρ168. Συγκεφαλαιώνει ἐν τῷ προσώπῳ Του τίς
ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ καί ἀνακεφαλαιώνει τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας , καθότι
πού συνάπτει κερνῶν οὐράνια καί ἐπίγεια , τό παρόν καί τό μέλλον τοῦ
διαρκῆ παρουσία Του στήν ἀνθρώπινη ζωή καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν τρόπο
αὐτό τήν ὀρθότητα τῆς πίστεως170 πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τῆς χάριτος.
163Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ.2., σ.157‐8, 301 ,400, 188 κ.ἑ.
164 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 415, 213 ,210,375, 222, 264 κ.ἑ .274 , 267, 179, 211 κ.ἑ, 379,281,289 ,195, 214
165 Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασιλείου , Εἰσοδικόν, ἐκδ. Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα, ἍγιονὌρος 1987,σ.83‐122
166 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ.3 σ. 36,61,63, 64 ,67,71, 72,279,320,348
167 Ὅπ. παρ., Κατηχήσεις τ. 3, σ.381,73, 125, 355, 68, 70, 376, 379, 382,382, 149, 79, 354, 36,97, 99, 200
169 Ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 5, σ.69, 221, 65, 68, 63, 42‐43 κ.ἑ, 70‐71, 249
Α. Ἡ ἀσκητική παράδοση.
Ὅπως ἔχει ἤδη καταδειχθεῖ , μέσα ἀπό τήν βιογραφική ἰχνηλασία τοῦ
συντελεῖται μέσα ἀπό μιά μακρά καί ἐπίπονη διαδικασία. Στό τελικό
ἀποτέλεσμα τῆς ποιμαντικῆς του προσφορᾶς στό λαό τοῦ Θεοῦ συντελοῦν τά
μέγιστα καί οἱ πνευματικοί του συνοδοιπόροι , οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν μαζί του ἕνα
παράδοσης , τόν ὁποίο ἔδρεψε ἡ σύγχρονη ἐποχή. Ἀνδρώθηκε μέσα στήν πηγαία
εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας καί πρόσφερε στόν κόσμο τό θησαυρό τῆς ψυχῆς του.
Στήν πορεία του δέν ὑπῆρξε μόνος ἀλλά συνοδοιπόρος μέ κατά πνεῦμα
καί ἀφοσιώσεως στίς πνευματικές μορφές μέ τίς ὁποῖες σχετίσθηκε , χωρίς αὐτό
πνευματικῶν του πατέρων. Καί τοῦτο ἀποτελεῖ δεῖγμα τῆς ἀρχοντικῆς του
μελέτες του καί κατόπιν μέσα ἀπό τίς «πνευματικές φιλίες» ὡς ἔκγονος καί
νικά καθότι ἄλλοι ὑπῆρξαν οἱ πρόδρομοι καί σπορεῖς , ἄλλοι οἱ ἐργάτες ‐γεωργοί ,
Στήν ἐξέλιξη μιᾶς δύσκολης και ἀνηφορικῆς πορείας , ὅπως αὐτή τοῦ
ἀνάγκη γιά ἐπιβεβαίωση τῶν ἐμπειριῶν του καί τήν ἐνίσχυση τῶν προσπαθειῶν
του. Ἡ πληροφορία τῆς ἀσφαλοῦς πορείας ἔρχεται συχνά μέσα ἀπό τήν
κόσμου τοῦ καθενός. Ἡ ἀναζήτηση αὐτή ἔχει βαθιές βιβλικές ρίζες , ὅπως
προσευχή , τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς , καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ 171 . Τέτοια εἶναι τά
ὁ Σῦρος κ.τ.τ. ἀλλά καί τό σύνολο σχεδόν τοῦ προφητικοῦ κινήματος 172 . Ἡ
ἱερούς μέ σκοπό τήν πρόσληψη θείων ἐμπειριῶν μέσα ἀπό μιά διαδικασία
171
Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, ὅπ.παρ., σ. 52‐54, 268 κ.ἑ, 9 κ.ἑ , 858‐859, 139‐141.
172 Ὅπ.παρ. , σ. 871 κ.ἑ.
52
καθάρσεως μέ προσευχή καί νηστεία 173 . Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ εὐαγγελική
παράδοση ὅπου λ.χ. τά ἐρωτήματα τοῦ Προδρόμου στούς ἀκολούθους τοῦ Ἰησοῦ
γιά τή μεσσιανική του ἰδιότητα 174 ἤ οἱ ἀναζητήσεις τῶν μαθητῶν Ναθαναήλ 175 ,
Πέτρου καί Ἀνδρέου176 γιά τόν Ἰησοῦ ἐκφράζουν καί πάλι τήν ἀναζήτηση μιᾶς
καί τῆς κατά Θεόν τελειώσεως συναντῶνται γιά νά ἀποκομίζουν κοινή ὠφέλεια
( λ.χ. οἱ συναντήσεις τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου μέ τόν ὅσιο Παῦλο τό
Θηβαῖο 177 ).
οὐσιαστικά για μια ἰσχυρή πνευματική ἐμπειρία πού σκοπό ἔχει νά ἐμπλουτίζει
177 Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου συγγραφείς καί ἀποσταλείς πρός τούς
ἐν Ξένῃ μοναχούς παρά τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, P.G. 26. 835
53
Κολλυβάδες).
ἱεραποδημίες του στά κοινόβια τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας 178. Ὁ π. Αἰμιλιανός
συνάξεις τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Σέ πρώϊμη γιά τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία
ἐποχή, καταθέτει τίς προτάσεις του γιά τήν ἀναμόρφωση τοῦ μοναχικοῦ βίου ,
τοῦ Ρωμαίου καί ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου , τοῦ ἁγίου Παχωμίου,
κοινόβια 180. Φυσικά καί δεν εἶναι ὁ πρῶτος ἤ ὁ μόνος πού στηρίζει στόν μεγάλο
τῶν μοναχῶν ὅπως διαπιστώνεται λ.χ. στά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου
178 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου –Βασίλειος Καισαρείας , Ἀθήνα 1988 ( 2), σ. 87‐
102 καί 201‐3.
179 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1 , σ. 57 κἑ.
181 Εὐσταθίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἐπίσκεψις βίου μοναχικοῦ ἐπί διορθώσει τῶν περί
δημιούργησε ἕνα σημαντικό πνευματικό ρῆγμα μεταξύ Ἀνατολῆς και Δύσεως 184 .
βιώματος ἀλλά τήν ἐνίσχυσε , ὅπως διαπιστώνεται ἀπό τήν μοναστική ζωή τοῦ
Μετά τήν περίοδο τῆς ἐθνικῆς συρρίκνωσης καί τῆς δουλείας, ὡς καρπός
ἀπαρχές τῆς νεοφιλοκαλικῆς κίνησης τῶν γερόντων τοῦ 20οῦ αἰῶνος βρίσκονται
στό κίνημα τῶν Κολλυβάδων 187 πού ἀναπτύσσεται στά τέλη τοῦ 18ου καί
Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ , Ἑλληνισμός μαχόμενος, ἐκδ. Τῆνος Ἀθήνα 1995, σ. 13‐40
183
184Χρήστου Γιανναρᾶ , Ὀρθοδοξία καί Δύση, στο συλλογικό ἔργο : Ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου
Ἑλληνισμοῦ, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ‐Χόρν, Ἀθῆναι 1983 τ. 2 σ. 359‐381 καί στήν ἴδια ἔκδοση τ. 1 σ.
239‐253 ἡ μελέτη τῆς Ἑλένης Γλύκατζη Ἀρβελέρ , Ἡ δυτική πρόκληση καί τό ἀντιλατινικό αἴσθημα.
185 Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ
θαυματουργοῦ τοῦ καί Παλαμᾶ λάμψαντος τον ΙΔ΄αἰώνα , συγγραφείς παρά τοῦ ἁγιωτάτου
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου , στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,
Νέον Ἐκλόγιον , ἐκδ. ΑΣΤΗΡ , Ἀθῆναι 1974 σ.322‐332 . Πρβλ. Δημητρίου Τσάμη, Οἱ Βιογραφίες τῶν
ἁγίων τῆς Θεσαλονίκης ἀπό τόν Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, στά Πρακτικά Θεολογικοῦ
Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἐν ἁγιοις πατρός ἡμῶν Φιλοθέου Ἀρχιεπισκόπου
Κων/πόλεως τοῦ Θεσσαλονικέως , Θεσσαλονίκη 1986, σ.80‐82
186 Συμεών Πασχαλίδη,Τό ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων ,ἐκδ. Βάνιας , Θεσ/νίκη 2008,σ.59‐64.
187 Τάσου Γριτσόπουλου, Νικόδημος Ἁγιορείτης ‐ Κίνημα Κολλυβάδων, στό συλλογικό ἔργο: Ἐπετηρίς
189Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1978 (2) σ.
43‐52
190 Κων/νου Ἀκριβόπουλου, ὅπ.παρ. σελ.178
191 Πρεσβυτέρου Χρίστου Χαχαμίδη, Συμβολή στην Ἐκκλησιαστική και Πνευματική Ἱστορία τῶν
Βορείων Σποράδων (16ος‐19ος αἰ) , διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008 σελ. 264‐5.
55
ἱερή ἀνάμνηση ‐ ὅτι ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ὁ περιούσιος λαός τοῦ
ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ194 καί ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο μιά τιτάνια προσπάθεια γιά
συνειδητή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στη λατρεία195. Ἡ διασπορά τῶν ἐξορίστων ἀπό
τόν Ἄθωνα μοναχῶν στά νησιά τοῦ Ἀρχιπελάγους καί ἀλλοῦ, εἶχε ὡς συνέπεια
ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά μία νεωτεριστική μεταρρύθμιση ἀλλά γιά μιά
λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἑκατονταετίες ἀμάθειας καί
192 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆς κατά τή
διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων , Θεσσαλονίκη 2008 ( 3) σ.15‐45 καί 94‐137
193 Γεωργίου Μαρνέλλου Πρωτ., Ὁ «μεγαλόκοσμος» ἄνθρωπος, Ἅγιος Νικόλαος Κρήτης 1995, σ. 43‐
57, Χρίστου Κρικώνη, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, βίος και συγγραφικόν ἔργον, Ἀθῆναι 2001, σ.
13‐58 καί 129‐194 , Ἀρχιμ. Νικοδήμου Παυλοπούλου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Αγιορείτης, ἐν Ἀθήναις
1990, σ. 74‐195
194 Ἀντωνίου,Χαροκόπου , Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731‐1805) ,
ἔργο Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τ. ΙΘ , Ἀθήνα 2005 , σ. 25‐31 και Πρωτ. Γεωργίου
Μεταλληνοῦ , Πρώϊμη ἀξιολόγηση του ἁγίου Νικοδήμου αὐτόθι σ. 194‐210
197Πρωτ. Κων/νου Καραϊσαρίδη , Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης και το λειτουργικό του ἔργο,
199 Ν.Θ Μπουγάτσου,Πνευματικαί ἐπιδράσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στην περιοδική ἔκδοση Ἑλληνική
Δημιουργία, τ.13 σελ. 568‐9
56
θεολογική διατύπωση το μαρτυρικό φρόνημα τῶν νεομαρτύρων 200 ˙ ἕνα φρόνημα
συντελεῖ στή διατήρηση καί τόν ἐμπλουτισμό του μέ νέες θεολογικές καί
του κατόπιν στό κοινόβιο τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης.207 Ἀσκεῖ για ἱκανό χρονικό
200 Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Θεολογία ἀρχαίων και νέων μαρτυρολογίων σελ.151‐176 καί Βασιλείου
Φανουργάκη μάρτυρες – νεομάρτυρες 179‐203 στα Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν και
μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1986
201 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Τό μαρτύριον ὡς ἀφετηριακόν στοιχεῖον εἰς τόν Ὀρθόδοξον μοναχισμόν ,
203 Μοναχοῦ Θεοδωρήτου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀθῆναι 2002(2) σ. 75‐77 καί ἐπίσης Ἁγίου
Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί ἀθανασίας ψυχῆς και Ἱερῶν Μνημοσύνων χ.χ. σ. 104‐111 ἔκδ.
Νεκτάριος Παναγόπουλος.
204 Μοναχοῦ Θεοδωρήτου , ὅπ. παρ. , σ. 79‐105
205Γεωργίου Θεοδωρούδη, Περί ἀληθοῦς και ψευδοῦς μορφώσεως σ. 91‐102, στά Πρακτικά ΚΒ ΄
207 Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη ,
Θεσσαλονίκη 1979, σ. 24‐28 , 49‐72 , 99‐116
57
διάστημα καθήκοντα κήρυκα τοῦ θείου λόγου 208 ἀναπτύσσοντας ἀλήθειες καί
ἔννοιες πέραν τῶν γνωστῶν και συνηθισμένων209. Διενεργεῖ ἱερές ἀποδημίες στό
Κατεξοχήν ἔργο μετά τήν ἀπόσυρσή του ἀπό τή διεύθυνση τῆς Ριζαρείου
ἀδελφότητας τῶν μαθητριῶν του στό μοναστήρι τῆς Αἴγινας καί ἡ καλλιέργεια
τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς , τῆς χάριτος καί τοῦ ἁγιασμοῦ 212. Ἡ ἀπόσυρσή του ἀπό τήν
Θεόν ἡσυχίας καί νήψεως ὑπῆρξε κορύφωση τῶν ἕως τότε πετυχημένων
ἐκλεκτό παιδαγωγό, τή μετάβαση ἀπό την ἀσκητική πράξη στή νηπτική θεωρία.
μέσα στην Ἐκκλησία, ἀλλά κατόπιν βίωσε μοναστικά τό πλήρωμα τῆς θεοποιοῦ
Νεκτάριος ἀνανεώνει στόν 20ό αἰώνα τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητας 215
208Χρ.Χριστοδουλίδη, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος –μιά πορεία πρός τήν ἁγιότητα, Λεμεσός 2002 , σ. 47‐67
209Γεωρ. Μηλίτση ὅπ. παρ., σ.43 – 48.
210 Μοναχοῦ Μαξίμου Ἰβηρίτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἰς την συνείδησιν τῶν ἁγιορειτῶν , στά
Πρακτικά ΚΒ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης ὅπ.παρ. σ. 137‐151.
211 ἱ.Π. Γρ. , Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος και τό Ἅγιον Ὄρος, στό περιοδικό « Ὅσιος Γρηγόριος» ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 3 1978 σ. 51‐61 καί ἐπίσης Χερουβείμ Ἀρχιμ., Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές ,
Δανιήλ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου , Ὠρωπός Ἀττικῆς 1979, σ. 83‐90.
212 Γέροντος Ἰωσήφ ( Βατοπαιδινοῦ), Διδαχές ἀπό τον Ἄθωνα, Θεσσαλονίκη 1989 , σ. 106‐112.
213 Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές ἐπιστολές, ἐκδ. Ὑπακοή Ἀθήνα 1993.
214 Δημητρίου Παναγοπούλου, Οὐδέν ἀνίατον διά τον Ἅγιον Νεκτάριον , Ἀθῆναι 1963, σ. 46‐50.
215 Ἀρχιμ.Γεωργίου Καψάνη, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς πνευματικός Πατήρ τῶν μοναχῶν, στό περιοδικό
τελειότητος.
πνευματικές φυσιογνωμίες καί ὁσιακές μορφές τῶν ἡμερῶν του ὅπως οἱ πατέρες
πνευματικῆς του προσφορᾶς καί καρπός τοῦ ἡσυχαστικοῦ του πόθου 220 ὑπῆρξε ἡ
ποιμαντικό ἐνοριακό ἔργο ἀρχικά στην Κύμη Εὐβοίας221 καί κατόπιν στή
Λυκόβρυση Ἀττικῆς 222 , ἀπεσύρθη στήν Πεντέλη ὅπου καί ἔκτισε τήν Ἱερά Μονή
στηρίζει τά πνευματικά του τέκνα ἕως τό ὁσιακό του τέλος 223 . Κοντά του
Αἰμιλιανός224.
Νεκταρίου καί ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λογγοβάρδας στην Πάρο , συνέχισε
ἀλλά και ἱεραποστολικό ἄνδρα , ὁσιωθέντα μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν
μονῆς τῆς Λογγοβάρδας και τῆς γυναικείας τῶν Θαψανῶν 226 , διδάσκαλο καί
ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελεῖ πρίν ἀλλά και μετά την ὁσιακή
221 Μοναχοῦ Ζωσιμᾶ , Ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης ( 1901‐1988 ) Ἡ ζωή και τό ἔργο του,
Ἀθῆναι 1996 σ. 40‐67.
222 Ὅπ.παρ., σ. 73‐96
224 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές μορφές τοῦ ἁγίου Ὄρους, σ.308 καί 310.
225 Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου, Πάρος 1999, σ. 81‐107
Σιμωνόπετρας.
προηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου καί πνευματικός πατέρας τῆς
γιά τό Γέροντα . Ὑπῆρξε καί αὐτός πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου
νηπτικῆς ἐμπειρίας 234 , ἀποτυπωνόταν στην ἐθνική του δράση καί τήν κοινωνική
θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος ἐξομολόγος στήν Ἑλλάδα τοῦ 20οῦ αἰ.236. Σήμερα γίνονται
πατέρας τῆς γυναικείας ἀδελφότητας τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ καί
ἡγούμενος τῆς ἀνδρώας Ἱ.Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μαζίου στά Μέγαρα τῆς
235 Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ ,ὅπ. παρ. σ. 33‐38, 49‐54 καί Ἱ.Μ. Παναγίας Ἐλεούσας Καλύμνου, Ὁ
Γέροντάς μας , Κάλυμνος 1986 σ. 67‐76.
236 Κλείτου Ἰωαννίδη, ὅπ. παρ. , σ. 175.
237 Ἀρχιμ.Παύλου Νικηταρᾶ , ὅπ. παρ., σ. 15‐16 καί Πρεσβ. Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, Γέροντος
Παύλου Νικηταρᾶ , Πνευματικές νουθεσίες ἀπό τό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως , ἐκδ. Ὁμολογία,
Ἀθήνα 2002 σ. 24‐27
238 Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ ,ὅπ. παρ. σ. 61‐67 .Ἱ.Μ. Παναγίας Ἐλεούσας Καλύμνου, ὅπ.παρ. σ. 105‐113.
61
βαθυστόχαστος, ὀργανωτικός , φιλόπονος , δόκιμος χειριστής τοῦ θεολογικοῦ 239
καί κηρυγματικοῦ λόγου , ἄνθρωπος βαθυτάτης νήψεως καί προσευχῆς 240 . Τήν
Αἰμιλιανός τήν ἐμπιστεύθηκε ἀρχικά στήν μητρική καί ἀρχοντική φιλοξενία τῆς
γερόντισσας Νικοδήμης καί ὀλίγων ἀκόμη ἀδελφῶν χάρη στή γνωριμία, τήν
ἀλληλοεκτίμηση καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν δύο πατέρων . Ὑπῆρξε κοινωνός τῆς
ἀγάπης πρός τήν ἁγία Μυροφόρο καί ἰσαπόστολο Μαρία τή Μαγδαληνή , τήν
λειτουργοῦσε.242
δεσμῶν μέ ἱερές μορφές τοῦ Ἄθω. Ξεκίνησε μέ τήν ἐντρύφησή του στή νηπτική
παράδοση τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τόν ὁποῖο γνώρισε μέσα
ἀπό τή ζωή τῶν πνευματικῶν του τέκνων καί τά γραπτά κείμενά του243.
239ἈρχιμανδρίτουΔαμασκηνοῦ , Ὠδή ὑπέρ τοῦ Ἀγαπητοῦ, ἐκδ. Εὐεργέτιδος, ἐν Μεγάροις 1998 σ. 15‐42.
240 Ἀρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Κατρακούλης , στό περιοδικό «Ὅσιος Γρηγόριος», ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 26 , 2001 , σ. 66 – 74.
241Μοναχοῦ Μωϋσέως ,ὅπ.παρ., σ. 445.
242 Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Μέγαρα 2006 , σ. 272 – 274 , 505 – 506.
243 Πρόλογος τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ στο βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέρων
Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό» στό περιοδικό « Ὅσιος Γρηγόριος », ἔκδ. Ἱ.Μ.
Γρηγορίου τ. 27 2002 , σ.14 – 29.
245 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Οἱ πνευματικοί πρόγονοι τοῦ Γέροντος Ίωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ ,
στό συλλογικό τόμο : « Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής , Ἅγιον Ὄρος – Φιλοκαλική ἐμπειρία »,
ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007 σ. 85‐92 . Αὐτόθι : Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ
ὁ Ἡσυχαστής συνεχιστής τῆς ἡσυχαστικῆς και φιλοκαλικῆς παραδόσεως , σ. 145‐156.
62
πνευματική ἀνάκαμψη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ246 καί χάρισε ἀνανεωτική
πνοή στόν ἐκτός ἁγίου Ὄρους μοναχισμό ἀνδρικό και γυναικεῖο 247.
Διονυσιάτη 250 καί πλείστους ἄλλους γνωστούς καί ἀγνώστους , ἀπό τούς ὁποίους
Σερβία252 καί τούς διαπρεπεῖς θεολόγους μαθητές του. Τό 1976 τόν ἐπισκέπτεται
βρίσκεται στό νηπτικό πνεῦμα τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου και θεολόγου. Μάλιστα ὁ
ἐμπειριῶν253.
246 Ὅπ.παρ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής καί ἡ ἀνάκαμψη τοῦ ἁγιορει‐
τικοῦ μοναχισμοῦ, σ.158‐167
247 Ὅπ. παρ. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, Ὁ γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής καί ὁ γυναικεῖος μοναχισμός
σ. 263‐270
248 Ἱερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου , μνημ. ἔργ. , σ. 110
250 Ἰωσήφ Μ.Δ. , Ἱερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ὁ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς ,
Θεσσαλονίκη 2002 σ. 14
251 Ἀλεξ. Παναγοπούλου, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία , ἔκδ.Διψῶ , Πάτρα 1995, σ.12‐98
252 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, μνημ.ἐργ., σ. 40‐46 καί Ἱερομ. Σεραπίωνος , ὅπ. παρ. σ. 110
253 Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκδ. Νεκτάριος
Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου στό Essex τῆς Ἀγγλίας . Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος
γεννήθηκε στή Μόσχα τό 1896. Μετά τίς πρῶτες ἐγκύκλιες σπουδές του
ἐπιδόθηκε στή ζωγραφική καί ἐσπούδασε στήν Κρατική Σχολή Καλῶν Τεχνῶν.
ἀναζητήσεις καί γιά μιά ὀκταετία ἑλκύσθηκε ἀπό τίς φιλοσοφικές θεωρίες καί τίς
διαλογισμό 254. Γρήγορα ὅμως ἀνένηψε χάρη στή μελέτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ,
ὅπου ἀνεγνώρισε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Μετά τά
Χάριτος. Ὁ πόθος τῆς λατρείας καί τῆς προσευχῆς 255 ὁδήγησε τά βήματά του στό
Ἅγιον Ὄρος τό 1925 ὅπου ἐμόνασε γιά 22 χρόνια . Στό διάστημα τῆς παραμονῆς
του στό Περιβόλι τῆς Παναγίας κοινοβίασε στή Ἱερά Μονή Ἁγίου
χειρόγραφα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἐργάστηκε γιά τήν ἀνάδειξη καί τήν
ἁγιοποίησή του. Κατόπιν μετέβη στό Essex τῆς Ἀγγλίας ὅπου καί ἵδρυσε στά 1959
ἡγούμενος καί πνευματικός της γιά μιά 35ετία περίπου. Ἐκοιμήθη τήν 11η Ἰουλίου
τοῦ 1993.Ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός τόν ἐπισκέφθηκε ἀρκετές φορές ἀπό τό 1970,
ὁπότε καταρχήν γνωρίσθηκε μαζί του, καί τόν ἐξομολόγησε γιά τελευταία φορά
254 Ἱερομονάχου Ζαχαρία Ζάχαρου, Εἰσαγωγή στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ,Ἱ.Μ.Τ.
Προδρόμου, Ἔσσεξ 2000 , σ.11‐12.
255 Ἀρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ) , Περί προσευχῆς , ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου , Ἔσσεξ 1993 , σ. 235‐6.
64
λευῒτης ἀποτελοῦσε πρόσωπο ἀξιοσέβαστο καί ἱερό γιά τό Γέροντα 257 ἀλλά καί
γιά τήν ἀδελφότητα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου 258 καί κατόπιν τῆς Σιμωνόπετρας 259
καί τῆς Ὁρμύλιας. Ἡ γνωριμία τῶν δύο πατέρων ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐγκαταβίωση
τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ στά Μετέωρα260 , ἕνα χῶρο οἰκεῖο γιά τον π. Δημήτριο, καθώς
βαθύτατα ἡ εὐλάβεια τοῦ παπα Δημήτρη πρός τούς Ταξιάρχες –προστάτες ἁγίους
τοῦ χωριοῦ του‐ , ἡ ἁπλότητα 262 , ἡ οἰκείωσή του πρός τά ἱερῶς τελούμενα , ἡ
ἄσκηση καί ἡ ταπείνωσή του. Ὅταν μετά ἀπό λίγο αὐτός ὁ ἐνάρετος ἱερέας
προσευχητικῶν και λατρευτικῶν βιωμάτων του 263. Ἡ ζωή του , ὅπως γράφει ὁ ἴδιος
ὁ Γέροντας γι’ αὐτόν , ἦταν μιά χειραγωγία ἀπό τή θεία χάρη , ὥστε νά
Πρόκειται γιά μιά πνευματικότητα μέ κέντρο τήν μικρή ἐνορία , ἡ ὁποία δέν
του καί ἡ ἐκδαπάνηση στή λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τῶν ἐνοριτῶν του.
πολύωρης καί ὁλονύκτιας προσευχῆς, τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης, τῆς
ἄσκησης, τῆς παιδικῆς ἀφελότητος, τοῦ κλαυθμοῦ καί τοῦ πόνου. Ὁ Γέροντας δέ
σάν νέο Μωϋσῆ , πού ζοῦσε μέσα στό θεῖο γνόφο, πάντοτε «ἀκέραιος, ἀνέλικτος,
ἀσυγκατάβατος, σταθερός»266.
Γκαγκαστάθη , πέραν τῆς προσωπικῆς βιώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἦταν καί
θελήματος τοῦ Θεοῦ. Θά ἔλεγε κανείς πώς μέ τόν τρόπο του συγκροτοῦσε ἕνα
ἐπισημάνει καί στό συνολικό ἔργο τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ. Πρόκειται καταρχήν γιά μία
Γέροντα ἡ νήψη εἶναι πεμπτουσία τῆς πνευματικῆς προόδου τῆς ψυχῆς καί
θεωρεῖ πώς κάθε ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου εἴτε πρός τήν ἀπόκτηση εἴτε πρός τήν
προσπάθεια.
αὐτοσκοπός γιά τόν πνευματικό πατέρα ἀλλά προκύπτει μέσα ἀπό την
ποιμαντική του δραστηριότητα καί τήν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του. Συνεπῶς δέν
Κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί τῶν ἀδελφοτήτων,
ἐκτός ἀπό τή νήψη, τήν προσευχή , τήν ἄσκηση καί τή λατρεία εἶναι ἡ μελέτη
γνώρισμα στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ , ἐντός ἤ ἐκτός κοινοβίου , εἶναι ἡ μελέτη καί
ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου. Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ ἐπιμονή του στό
Ὁ Γέροντας, ἀντλώντας ἀπό τόν πλούσιο ἀμητό τῆς βαθύτατης καί ἐσώτατης
γνώσης τῶν Γραφῶν , γνώριζε πώς ἡ βίωση τῆς εὐαγγελικῆς θεωρίας γεννᾶ
ἁγιογραφική πράξη.
Ἕνα βασικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς γνήσιας εὐαγγελικῆς ζωῆς εἶναι ὄχι μόνο ἡ
ξεπερνοῦν τά στεγανά μιᾶς πρόσκαιρης φιλίας καί γίνονται ἰσχυροί μέσα ἀπό
κείμενά του. Ἐνορίες με πατέρες – πνευματικά τέκνα του, πού ἐμφοροῦνται ἀπό
ζωή, προσαρμοσμένη ἀσφαλῶς στίς ἀνάγκες καί τίς δυνατότητες τοῦ σύγχρονου
οἰκογενειακό κλίμα, μια πνευματική θαλπωρή , τήν ὁποία ἐξηγεῖ καί βιώνει
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
ἀνθρώπινης ὕπαρξης : τήν ἐξύψωση καί τήν καταβαράθρωση, τό μεγαλεῖο καί τήν
ἀτίμωση , τή δόξα καί τήν ἀσημαντότητα , τή θεοείδεια καί τήν ἀμαύρωση τοῦ κατ’
εἰκόνα. Γίνεται ἕνας βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας πού συνίσταται
κερδίσουν τήν ψυχή γιά νά τῆς χαρίσουν εἴτε τήν αἰώνια χαρά τῆς κοινωνίας εἴτε
την αἰώνια θλίψη τῆς μοναξιᾶς. Ἡ μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο
εἶναι ἡ πλάση κατ’εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του, ἡ ἀνάθεση τῆς διαχείρισης τῆς κτίσης
υἱός Θεοῦ καί δυνάμει ἀναμάρτητος , ἱερουργός τοῦ κόσμου270 καί κορωνίδα τῆς
κτίσεως271. Τό ἀνικανοποίητο τῶν ἐπιθυμιῶν του, τόν ὁδηγεῖ σέ μιά αὐτάρκεια καί
ἀπομόνωση πού ὁδηγοῦν σ’ ἕναν διχασμό καί μιά ἐσωτερική σύγκρουση τῆς
πτώση του προκαλεῖ τήν ἔξοδό του ἀπό τήν παραδείσια τρυφή καί τήν εἴσοδό του
στή σκληρή και πρόσκαιρη ζωή, στή βίωση τῆς ἐσωτερικῆς κενότητος, στήν
268 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 348‐9, 258 , 345, 352‐3 , τ.4 σ. 199, τ.5 σ. 220, 236,
241‐2 καί 63, 238, 243.
269 πρβλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος και θεάνθρωπος, Ἀθῆναι 1968 σ. 40‐49.
274 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 σ. 5‐6 , 128‐9, 68, 86, 130 , 128‐9, 130, 67, τ. 5 σ. 13, 31.
71
θείας οἰκονομίας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀνακτήσει τή
ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Μπορεῖ νά περάσει στήν ἀπάθεια διά τῆς
σέ καινή καί κεχαριτωμένη ὕπαρξη, σέ θρόνο Θεοῦ καί ναό τοῦ ἁγίου Πνεύματος .
Ἔχει τή δυνατότητα νά βρεθεῖ χαρισματικῶς ἐγγύς τοῦ Θεοῦ , θεός κατά χάριν κι
εὐδοκίαν τοῦ Οὐρανίου Πατρός275. Ἡ νέα ἐν Χριστῷ ζωή θά τοῦ ἀνοίξει τήν
«συμπαίκτη» τοῦ Χριστοῦ στό παιχνίδι τῆς σωτηρίας , εὐωδία πνευματική , φίλο καί
ἀνεκφοίτητον » 277.
πλᾶσμα Του τόν ἄνθρωπο , Τόν ὠθεῖ στόν παροξυσμό 279 τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Του280. Διά τῆς εἰσόδου Του στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὁ Θεός φανερώνεται κι
275 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 80,108 , 132, 181,125, 284, 126, 350, 95, 282‐3, 345, 352‐3, 96, 101, 196, 210,
180‐1, 382, 272, 70‐1, 151
276 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 220 , 241, 68, 55, 9, 64, 220, 242‐3, 86.
278Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 σ. 208 , 202 , τ.5. σ. 158 , τ. 4 σ. 127, 73, τ. 3 σ. 326‐7, 71, 43.
280 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2. σ.185κἑ, 188, 210, 289, 206, 288‐9, τ.3. σ.209, 215‐6, 210,
Ἡ ἐν γένει ἀναστροφή Του πρός τόν ἄνθρωπο ἐμπνέεται ἀπό μιάν ἀρχοντική
τούς ληστάς πονηρούς λογισμούς » πλᾶσμα Του282. Ἡ στάση αὐτή τοῦ Θεοῦ , ὅταν
κατανοηθεῖ πλήρως ἀπό τόν ἄνθρωπο , τόν κινεῖ σέ μιάν ἐρωτική ἐκζήτησή Του,
ἐφόσον πρῶτος Ἐκεῖνος διά τῆς ἐραστικῆς ἀγάπης Του ἀναζητᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἡ
αὐτάρκεια.
καί ἀγωνίζεται γιά νά ἐπιτύχει , θείᾳ συνάρσει , τή «λόγωση» 283 τῶν πνευματικῶν
του τέκνων , μιμούμενος το φρόνημα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγώντας τούς μαθητές του
κατά ἀναλογίαν βέβαια ‐ τά ἰδιώματα ἑνός γνησίου καί φιλοτέκνου πατρός πού
Θεό, ἀποφέρει μόνον πνευματικό θάνατο 284 . Πάντοτε ὅμως ὑπάρχει ἡ δυνατότητα
281 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2. σ. 258, 372‐3, 161‐2, 190, 178, 409, 411, τ. 3. σ.198, 50, 10, 115, 358, 254, 243‐4 ,
110, 124‐5, 142, 51, 254‐5, 258, 71 , τ. 5 σ. 36, 256‐7, 22.
282 Πρβλ Κατανυκτικό ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Βαρέος ἤχου στήν Παρακλητική, , ἔκδ. ΦΩΣ
Β. Νῆψις.
καθοδηγουμένους τήν ἐσωτερική του ζωή ἤ ἔστω νά ὑποκινήσει τόν πόθο πρός
αὐτή287. Μιλᾶ πάντοτε γιά τήν πνευματική ἐργασία πού συντελεῖται στό μυστικό
βάθος τῆς ψυχῆς ὥστε «ταῦτα πάντα προστεθήσεται αὐτῇ »288. Καθημερινό του
ἀνάλογη νηπτική διάθεση. Τήν πλήρη ἀνάπτυξη τῆς νηπτικῆς του θεωρίας
ἀποτυπώνει στόν προσφάτως ἐκδοθέντα ὑπομνηματισμό του στό ἔργο τοῦ Ἁγίου
ἀπευθύνονται καί σέ κάθε ψυχή κεκλημένη στούς βασιλικούς γάμους τοῦ Θεοῦ290.
Ἡ νήψη εἶναι μιά περιεκτική ἐνέργεια πού περιλαμβάνει κάθε ἀρετή καί
καί διαύγεια , ἔλεγχο τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, κοινωνία μέ τό Χριστό καί τό Ἅγιο
δραστηριότητας · μέ ἕνα λόγο τό εἶναι «ἕν οὗ ἔστι χρεία»291 τοῦ Κυρίου. Βασικά
προσευχή ‐ καί εἰδικά ἡ μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ‐ , ἡ ἡσυχία, ἡ προσοχή καί ἡ
285 Ἀρχιμ. Βασιλείου , Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990, σ.19‐22
286 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 σ. 82
287 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου,μνημ. ἐργ. , σ. 24‐5
289 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Λόγος περί νήψεως, ἑρμηνεία στόν ἅγιο Ἡσύχιο, Ἀθήνα 2007, βλ. Εἰσαγωγή
τήν ταυτίζει μέ τήν οἱαδήποτε κλήση‐ πράξη καί ζωή ἐν Πνεύματι : « …ὅπως ἄν
μας κι ἀποθνήσκομε, ἔτσι καί ἄν γιά μία στιγμή λείψη ἀπό τόν νοῦ μας ἡ
νῆψις, σημαίνει ὅτι σταματάει ἡ εἴσοδος τοῦ ζωαρχικοῦ ἀνέμου , τοῦ ἁγίου
Πνεύματος καί κινούμεθα σέ μία κατάσταση πνικτική, πού πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ
νά εἶναι χαρισματική καί ἀποστολική, καί ἡ ὁποία μᾶς στερεῖ τή χαρά , τήν
ἄνεσι, τήν εἰρήνη, τή βεβαιότητα τῆς ζωῆς μας…»293. Ὅλα τοῦτα κατορθώνονται
προφητικό γιά τήν ἐποχή μας κείμενό του 295 «πονηρό περισπασμό τον ὁποῖο
ψυχαναγκαστικά ἐξωστρεφής 297 , ξένος πρός τόν ἑαυτό του χωρίς νοητική
συγκρότηση, ἀνάπηρος στό ἡγεμονικό του. Μέσα στό νοσηρό κλῖμα αὐτό καί οἱ
Πρβλ. Ἰωάννου Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Στ΄ «περί μνήμης θανάτου» καί Ζ΄ «περί χαροποιοῦ
292
297 Πρβλ. Π.Β. Πάσχου ,Ἔρως Ὀρθοδοξίας , ἐκδ. Ἀοστολικῆς Διακονίας , Ἀθῆναι (4) , 1987 σ. 461‐469.
75
ζωή. Ὁ νέος κόσμος πού συνιστᾶ ἡ βιομηχανία τῆς εἰκόνας καταντᾶ μιά
πραγματική εἰδωλολατρία.
τεχνοκρατικῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό ἡ νήψη, κατά τό Γέροντα, δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἀποκτηθεῖ ἀπό κάθε εὐσυνείδητο πιστό πού ποθεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό ὅ,τι
τόν ὑποδουλώνει. Ἡ ἐγκράτεια καί ἡ νήψη εἶναι ὁ ἕτοιμος ὁπλισμός καί τό ἱκανό
ἐφόδιο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης πού καταργεῖ τήν ἰδιότυπη δουλεία298 τοῦ
συγχρόνου ἀνθρώπου , ἐγείρει ἀπό τό θάνατο στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή299 καί
τήν ἐμπειρία μεταβιβάζει στά πνευματικά του ἔκγονα. Ἀναφέρεται στή χάρη
μέσα στόν κόσμο τῆς δημιουργίας, στή στιγμή τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, στό
φανέρωμα τῆς πρόνοιας , τῆς φιλανθρωπίας ,τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Θεοῦ, τῶν
προφητειῶν καί ὅλων γενικά τῶν θείων ἐνεργειῶν πού κατέληξαν στή σάρκωση
τοῦ Θείου Λόγου. Τή χάρη αὐτή ἐκζητοῦν οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλά
ἐνανθρώπηση καί προπάντων τή σταυρική θυσία καί τήν εἰς Ἅδου κάθοδον τοῦ
Κυρίου. Συνεπῶς , Χάρις Θεοῦ εἶναι οἱ διάφοροι τρόποι ἐκφράσεως τῶν οἰκτιρμῶν
καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι ἡ
ταύτης ἐντολῆς»300.
«φευγατίσει» καταρχήν τά ἐνδιαφέροντά του καί προπάντων τά πάθη του διά τῆς
φιλοπόνου καθάρσεως 301, νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς τέλειας «ἀορασίας» τοῦ Θεοῦ
διά τῶν σαρκικῶν αἰσθήσεων , νά κατανοήσει τήν τέλεια ἀδυναμία του καί
‐ ἀρετῶν , ζεῖ την ἀνάπλαση τῆς ὑπάρξεώς του, ἀπαλλάσσεται ἀπό τή χοϊκότητα,
«θεωρεῖ» πνευματικῶς 303. Ἡ χάρη γίνεται βίωμα πού θεωρεῖται ἀπολύτως φυσικό
ἐφόσον ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς προϋποθέσεις της. Λέγοντας ἐκλογή ὁ Γέροντας
ὑποσημαίνει τόν προαιώνιο προορισμό , τήν προαιώνια πρόγνωση τοῦ Θεοῦ γιά
τόν κάθε ἄνθρωπο , τά ὁποῖα ἐν χώρῳ ,ἐν χρόνῳ καί προνοίᾳ Θεοῦ μετατρέπονται
σέ προσωπικό γεγονός. Πρόκειται γιά μιά κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ προσωπική μετοχή
τοῦ ἀνθρώπου στή θεία οἰκονομία, μιά σωτηριώδης στροφή Του πρός τήν
τήν ἀκολουθήσει διά τῆς ἀφιερώσεως τῆς καρδίας του 305 . Χωρίς αὐτή τήν
ἐκλογή καί τήν ἑκουσία αὐτοεγκατάλειψη στό θέλημά Του, εἶναι ἀδύνατη ἡ
κατανόηση τῆς οἰκονομίας καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν
παράδοση 306. Ὁ Θεός ὅμως ἐν τόπῳ καί χρόνῳ δέ διστάζει νά ἀπευθύνει τήν
κλήση Του ἀπό τήν ἀνθρώπινη συναίσθηση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν
πατρικό οἶκο μιά συναίσθηση , πού διεγείρει ἄρδην τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη 307.
αὐτόν Θεοῦ. Προϋποθέτει ἀναζήτηση κι ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ , πόθο
τοῦ Θεοῦ. Τονίζει περισσότερο τήν ἀποδοχή τοῦ ἀνθρώπου πού ἀπαντᾶ εἴτε μέ
τό λόγο τοῦ προφήτου : «… ἰδού ἐγώ ἀπόστειλόν με … λάλει Κύριε, ὅτι ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ , στή νέκρωση κάθε προσωπικῆς ἐπιθυμίας ἤ προβολῆς, στή μετατροπή
του ἀνθρώπου σέ νοῦν καί μέλη Θεοῦ ‐ Χριστοῦ311. Στήν ἀφετηρία ἑκάστης θείας
κλήσεως ὑπάρχει πάντοτε μιά θεία ἐκλογή καί στό τέρμα της ἕνα θεῖο θέλημα
309 Μτθ. 16.24 καί Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.1, σ. 336.
ἀποστολῆς μπορεῖ κανείς νά ἰδεῖ στή ζωή τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων ,
στικότερη ἐμπειρία τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τόν τελικό σκοπό τῆς ἀνθρώ‐
πινης ὕπαρξης313, τήν ἀνεύρεση τῆς μυστικῆς ζωῆς , τῆς ἕνωσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν
παρηγορεῖται ἀπό τον Κύριο. «...ὅλη πρόθεσις τῆς καρδίας ( τοῦ ἀνθρώπου) ἡ ὅλη
Δ. Ἁγιασμός ‐χαρά‐ἀγάπη.
Ὁ ἁγιασμός εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἀποδοχή τῆς χάριτος καί ἀφορᾶ
σέ μιά σύνθετη πραγματικότητα πού ἀγγίζει τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἀλλά
καί τήν ἀνθρώπινη πρός Αὐτόν λατρεία καί ἠθική περικλείοντας καί
ὑπερβαίνοντας τίς ἔννοιες τῆς ἱερότητος καί τῆς ἁγνότητος. Δέν περιορίζεται
μόνο στίς ἀντιδράσεις τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τήν ἄρνηση τῶν
ἁπλή πρόσκτηση ἀρετῶν , ἀλλά ἰδίωμα τῆς θεανθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου , μέ
τήν ὁποία ὁ μετέχων ἄνθρωπος ταυτίζεται316. Δίδει κανείς ἐλευθερία καί λαμβάνει
ἁγιασμό, ζεῖ καί δέν ζεῖ , ἀλλά ζεῖ ἐν αὐτῷ Χριστός, χάνει τήν αὐτοζωῒα του ,τήν
αὐτοόρασή του ,τήν ἐλευθερία του, τήν κατανόησή του καί παραδίδεται ἑκουσίως
ἡ Ἐκκλησία ὥστε νά πλησιάζει ὁ κάθε πιστός τούς ἁγίους, δηλ. τούς ζῶντες ἐν
οὐρανῷ, νά συνωστίζεται μαζί τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἑρμηνεία πού δίδει ὁ Γέροντας
Χριστοῦ» ( Γαλ. 5,22) καί συνάμα ἔκφραση τῆς θείας ποθεινῆς κι ἐμπόνου
ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τήν αὐτόβουλη σύζευξη τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς μαζί Του. Πῶς μάλιστα νά μή σταθεῖ κανείς στοχαστικά ἀπέναντι στά
τοῖς ἔργοις αὐτοῦ( 103,31)…» Βλέποντας τό Θεό νά ἐνεργεῖ τόσο χαροποιά μέσα
καί προσκαλεῖ σεέ χαροποιό συμπόρευση ἕως τήν ἐσχατολογική ὁλοκλήρωση τούς
προσώπου Κυρίου ὅτι ἔρχεται…( Ψαλ. 95,11 κ.ἑ)». Ὁ Κύριος καταφθάνει γιά νά
καλέσει τους πιστούς Του δούλους νά εἰσέλθουν στή δική Του χαρά καί νά τούς
ἀνοίξει τίς πύλες τῆς Βασιλείας, χαρίζοντας μιά ἀτελεύτητη χαρά μεθέξεως στή
μαζί Του εἶναι χαρά ἀσφαλής καί πεπληρωμένη320 ὄχι μόνο ἐσχατολογική ἀλλά
παροῦσα μέσα ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε κάθε ἀλλοτρίωση
ἀπό μιά τέτοια χαρά νά σημαίνει ἀλλοτρίωση ἀπό τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του
321 . Ἡ πνευματική ἐργασία, ἡ προσευχή, τό χαροποιό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες εἶναι
συστατικά μιᾶς τέτοιας θεοδώρητης χαρᾶς πού ζεῖ μόνον ἐξάρσεις ἀγαλλιάσεως,
εὐγνωμοσύνης.322
του περί ἀγάπης γιά νά δεχτεῖ καί νά βιώσει τό μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης
πού περνᾶ ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ324 . Πρόκειται γιά μία ἔξοδο ἀπό τήν
καρδιά τοῦ Θεοῦ325, τό ἐξοχώτερο θεῖο ἐνέργημα πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ
ἀνταπόκριση , ἕνωση καί κοινωνία326. Ἀλλά καί ὅταν τό ἄγγιγμα τῆς ἀγάπης
καταφάσκει , λέει τό μεγάλο «ναί» στόν Πλάστη του καί πλατύνεται εἰς
μέσα στήν ἐπιποθήσασα Αὐτόν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί τήν πληροῖ μέ τήν
τριαδικότητα καί τήν πατρική τρυφερότητά Του 327 . Αὐτό τό γεγονός αὐξάνει τόν
ἔμπονο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά μεγαλύτερη ἀγάπη , ὥστε τό κάθε ἐμπόδιο ,
ἐνέργημα αὐτό στήν ψυχή. Ὁ δεσμός τῆς ἀγαπώσης ὑπάρξεως μέ τόν Πλάστη
της γίνεται «ἄλυτος» , συνεκτικός , αἰώνιος , μία ἄνευ ὁρίων αἰχμαλωσία 328 . Γίνεται
322 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1 σ. 132 , 364‐5, 396 , 314 , τ.5 σ. 19, 225 , 266 ‐7, 219‐234 , τ. 2 σ. 48
323 Α΄ ΄Ἰω. 4. 7, 16 καί Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας ὅπ. παρ. , σ.9 κ.ἑ.
«καῦσις ὑπέρ πάσης κτίσεως»330. Ἡ ἀγάπη εἶναι δωρεά ἀλλά καί πρόσκληση
καί αὐταπάρνηση.
σχέση μέ τά γεγονότα. Προσεύχεται κανείς με ἀφορμή κάτι πού συνέβη, γιά ὅ,τι
συμβαίνει καί γιά νά συμβεῖ κάτι , ὥστε νά χαρισθεῖ στή γῆ ἡ σωτηρία τοῦ Θεοῦ.
καταρχήν «ὡς ὄχημα τῆς ψυχῆς , πνευματική ἀναπνοή , πορεία πρός τόν Θεόν» 331.
Ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου κάθε λανθασμένη πορεία καθιστᾶ
προσευχή κοινωνεῖ μέ τά λοιπά ἔργα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό, δέν ἀπομονώ‐
νεται, ἀλλά συστοιχεῖ μέ τή λατρεία, τήν εὐχαριστία , τήν ἀγρυπνία, 332 τήν
Τριαδικοῦ μυστηρίου.
Κέντρο τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ καρδιά καί ἐμπόδιά της ἡ ἄγνοια, τό ἴδιον
θέλημα καί ἡ λήθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἔμπυρος ἀπό τό θεῖο φῶς,
Ἁγίῳ Πνεύματι ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας , ἡ μέθεξη καί ταύτιση τοῦ Θεοῦ
περνᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τη διαίρεση τῆς φύσεως στήν ἑνότητα τῆς ὑποστάσεως
και στενοχωρία 335 . Ὁ ἄνθρωπος δέν «ἐγκόπτεται τάς προσευχάς αὑτοῦ» 336 ,
ἀνθρώπινης ὕπαρξης στό Θεό, «…ἡ ὁποία ἐν συναισθήσει τῆς γυμνότητος, τοῦ
πόνου καί τοῦ κατατρεγμοῦ της ἐκζητᾶ τόν Λυτρούμενον αὐτήν μετά πάσης
τοῦ λόγου» ἑνός λόγου σπανίας δυνάμεως καί κάλλους πού διέθετε ὁ Γέροντας
ὁμιλῶν. Ἡ σιωπή συνιστᾶ μιά «λεληθυῖα ἀνάβαση», εἴτε προηγεῖται τοῦ λόγου
εἴτε τόν διακόπτει εἴτε τόν προεκτείνει. Συνάμα φωτίζει τό διάλογο πού ἔχει
337 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.4, σ. 165, 167, 168 , τ. 3 σ. 41, 231, 40 , 93, τ. 2 σ. 295, 298
θορύβου γιά νά ἀκουσθεῖ ἡ κραυγή τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό . Ἡ σιωπή ἑπομένως
καθίσταται ἀδήριτη ἀνάγκη γιά νά ἀντιληφθεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου
πρόγευση καί προαντίληψη τῶν δώρων τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι μιά ἀκινησία
πού στο βάθος της πιστοποιεῖ τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας , μᾶς
καταξιωθήκαμε αὐτῆς τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θείου Λόγου341. Ἡ
μόνη φωνή τῆς ἐρήμου εἶναι ἡ σιωπή, ἡ τελεία σιωπή στό περιβάλλον τοῦ
ἀνθρώπου, στήν ψυχή του, στό πνεῦμα του στήν καρδιά του. Μέσα ἀπό τήν
θάνατος καί ἀπαραίτητη ὅπως ἡ χρονική στιγμή τῆς γέννησης τῶν κόσμων, ὁ
προσεύχεται στό Θεό , ὅταν ἔρχεται ἡ νύχτα ἐφόσον κι’ αὐτή ὅπως καί ἡ μέρα
διηγεῖται τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ343. «…Ἡ νύκτα ὅμως μέ τήν σιωπήν της , τό
νύκτα δέν ἔχομε τόν Θεόν ἐνεργοῦντα , δρῶντα , κατερχόμενον. Ἔχομε τόν Θεόν
ἀποκαλυπτόμενον. Ἔχομε τον Θεόν ὁμιλοῦντα στό βάθος τῆς ψυχῆς.Ἔχομε τόν
Θεόν ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει ἑαυτόν ‘σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμί Θεός’. Ἡ
σχόλη εἰς ὅλους τούς προφήτας καί εἰς ὅλα τά κείμενα βλέπομε νά γίνεται
ἰδιαιτέρως τή νύκτα. Τώρα ἡ κάθε νύκτα μεταδίδει τήν ἰδική της πνευματική
πεῖρα , τά δικά της βιώματα, τίς δικές της ἐπαφές μέ τόν Θεόν. Ὑπάρχει μία
339 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ.ἐργ., σ. 19‐20 καί πρβλ. Λεξικό Βιβλικῆς θεολογίας , ὅπ.παρ., σ. 896
340 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 239 , 241, 245‐6
341 Ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 117
342 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4., σ. 82, τ. 3 σ. 44 , 206‐7 , 211
μέν τόν δρῶντα, τόν σπεύδοντα Θεόν τήν ἡμέρα, ἀφ’ ἑτέρου δέ τόν σιωπηλόν
Θεόν τήν νύκτα. Καί ἔτσι , τό κάθε τι ταιριάζει μέ τό ὅμοιό του. Ὁ πρακτικός μέ
τόν πρακτικόν καί ὁ θεωρητικός μέ τόν θεωρητικόν δοξολογοῦν τόν Θεόν…» 344.
Ὁ Γέροντας ἱστάμενος ἐπί τῆς θείας φυλακῆς ἀναζητοῦσε , διά βίου, τόν
τόπο τοῦ ἀποκρύφου, τοῦ σκότους , τοῦ μυστηριακοῦ γνόφου, ὅπου κρυπτόμενος
κανείς ἀπό τά βλεμματα ὅλων , ὁρᾶται ὑπό τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τόν μυστικό του
περίκοσμο ἐν μέσῳ ἁγίων καί ἀγγέλων .Ἡ νύκτα εἶναι ὁ τόπος τῶν μυστικῶν
συναντήσεων, ἡ βίωση τοῦ πόνου , τοῦ ἀγῶνος , ἡ ἐλπίδα τοῦ φωτός , ἡ μετωπική
κι ἐνίοτε ὀδυνηρή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό καί πολλοί
δέν ἔχουν τό σθένος , τήν ἀντοχή καί τήν μαρτυρική ἐπιμονή κι ὑπομονή νά
προχωρήσουν στό ἀγώνισμα αὐτό τῆς νυκτός 345 . Μέσα στόν ἀτέρμονα ὁρίζοντα
ἁπλώνει τίς πνευματικές του ρίζες346. Ἡ νηπτική αὐτή διάθεση καί ἡ μαρτυρική
τήν ἡμέρα , γιά νά τῆς παραχωρήσει κατόπιν καί πάλι τή θέση της, ὁ πιστός
πού ἐλπίζει ἐπί Κύριον ἀναμένει τήν αὐγή ἄγρυπνος φρουρός εἰς φυλακάς
ἔνοιωθε καί σάν μία ὕψιστη ἀποστολή τῶν μοναχῶν ἔναντι τοῦ πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εὐχομένη ὑπέρ τῶν ἐν νυκτί βοώντων καί διά τῶν
ἐν νυκτί βοώντων ἐμπιστεύεται στούς μοναχούς Της τίς προσευχές Της ὑπέρ
καί ἀγρυπνία γιά τόν οὐρανό τῆς κλήσεώς τους, εὐσυνείδητη κι ἐνσυνείδητη
ΣΤ. Ὑπακοή.
διδασκαλία , δέν εἶναι οὔτε ἐξαναγκασμός οὔτε παθητική ὑποταγή. Εἶναι μιά
ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς θείας Οἰκονομίας, ἕνα μυστήριο πού φανερώνεται καί γιά
δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά καταστήσει τή ζωή του μιά διακονία τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσει αἰωνίως μαζί Του ἐν χαρᾷ , νά ξεφύγει ἀπό
Ὁ Γέροντας, ὁμιλεῖ στά πρῶτα κιόλας κείμενά του καί λαμβάνει πάντοτε
ὑπόψιν αὐτή τή θεμελιώδη σημασία τῆς ὑπακοῆς γιά τή ζωή τοῦ πιστοῦ, πολλῷ
δέ μᾶλλον τοῦ μοναχοῦ. Τονίζει ἐξαρχῆς ὅτι διά τῆς ὑπακοῆς κατορθώνεται ἡ
νέκρωση τοῦ ἰδίου θελήματος καί αὐτό δέν εἶναι στερητικό τῆς βουλήσεως ἀλλά
ἀποβλέπει στήν τελείωση τῆς ἐλευθερίας τοῦ βουλητικοῦ καί τήν ὁλοκλήρωση
τῆς ἀρετῆς. Καθιστᾶ ὁμόγνωμους καί ὁμόψυχους τούς πιστούς, καί δή τούς
μοναχούς ὑπό τόν ἡγούμενο, τούς ἱκανώνει νά ἀρνοῦνται τούς ἑαυτούς τους γιά
καί γενικά ὁ «ἴδιος» τρόπος ‐ ρυθμός σκέψης κι ἐργασίας, φαλκιδεύει τό νόμο τῆς
ὑπακοῆς, ἐνσπείρει τήν ἀμφιβολία, τή διχόνοια καί φυγαδεύει τήν ὑποταγή, τήν
ἑνότητα, τήν εἰρήνη 349 . Στό «Τυπικόν» τοῦ Κοινοβίου τῆς Ὁρμυλίας ἐπισημαίνει
ὅτι «…ἡ ἀρετή τῆς ὑπακοῆς κινεῖται ἐντός τοῦ οἰκειοθελῶς δημιουργουμένου
μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ὁδηγεῖ στήν κένωση τῆς ὑπάρξεως, στήν,
Ζ. Ἡ « ἡττωμένη γένεσις ».
ἀγῶνα τῆς ἐν Θεῷ τελειώσεως γιά τόν πιστό. Ὁ Γέροντας πάντοτε συνείχετο
ἀπό τόν πόθο αὐτῆς τῆς ἀτελείωτης τελειώσεως τῶν τελείων 353 πού ὅμως
κορυφουμένη καθίσταται ὁσημέραι μαρτυρική κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου μας πρό
τοῦ πάθους Του: «..Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι και πῶς συνέχομαι ἕως οὗ
ἄνθρωπο νά προχωρεῖ στά ἄβατα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐκπορθεῖ τά ἄδηλα καί τά
αὐτή τή μυστική ζωή καί νά ἀνεβαίνει τήν ἱερή κλίμακα ἀπαιτεῖ τιτάνιο
πίσω ἀπό τον Ἰακώβ 354 περιέγραφε τόν ἀγῶνα του νά εὐλογηθεῖ ἀπό τό Θεό355.
Ἡ νίκη τοῦ Πατριάρχου ἐπί τοῦ Θεοῦ θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ
ἀπό τη ζωή του. Ἡ ἧττα ὑπό τοῦ Θεοῦ θά σήμαινε μέν ἀπώλεια ζωῆς ἀλλά νίκη
τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξη του κι ἄρα ἐπαναζωοποίηση ἐν θεοζωῇ 356. Παρουσιάζοντας
ἀκολούθησε αὐτό το δρόμο357. Πρόκειται γιά μιά ἔκσταση, μιά ὅραση Θεοῦ πού
351 Γέροντος Αἰμιλιανού, Μοναχισμός –Πορεία προς Θεόν , στο συλλογικό τόμο «Σύναξις
Εὐχαριστίας» , ὅπ.παρ. , σ. 60
352 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου, μνημ. ἐργ. , σ. 21
353 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος, στο P.G. 46, 285 D
355 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 3 σ. 147‐8, 98, 148‐9 , 303
πραγματικά, ὅτι ἡ πάλη μέ τό Θεό ἔγινε σκοπός τῆς ζωῆς του , ὅτι ἀνέταξε
θεματοφύλακας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ358. Στά
πλαίσια τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος « διῆλθεν εὐεργετῶν καί
κοινωνία τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος Θεοῦ καί ἀνθρώπου πού εἶχε τρωθεῖ μέ
τήν εἰσβολή τῆς ἁμαρτίας στήν ἀνθρώπινη ζωή 360 . Ἡ διαθήκη τῆς καταλλαγῆς
τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανοῖς 361 παράλληλα μέ τήν διδαχή καί τή
μαθητεία τῶν ἐθνῶν στό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Τή διακονία τῆς
κλητοί ἀλλά ἀπροσδόκητα καί ἀκατάληπτα ἐκλεκτοί τῆς Θείας Χάριτος , γιά νά
ζωή. Ἡ ὑπαρξιακή ἀγωνία τῆς σωτηρίας ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στούς ποιμένες καί
Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ὁ Πνευματικός καί τό μυστήριο τῆς Μετανοίας , στα Πρακτικά
358
Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχῆς, ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 1993 σ.239
362
ὁδηγό τήν ἀγάπη καί τήν κατανόηση , ʺ ἵνα μαρτυρῇ τῇ ἀληθείᾳ ʺ 364 προτείνοντας
Καλεῖται ἔτσι νά βιώσει τήν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ ὡς προσωπικό του δρᾶμα ,
τύπο καί εἰκόνιση τοῦ Οὐρανίου Πατρός365, ὥστε ἡ ὑπακοή πρός ἐκεῖνον νά
ἀποκαλύπτει τό μυστήριο τῆς πατρότητος μέσα ἀπό την Οἰκονομία Του γιά τόν
ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ και Λόγου367 μέ Τόν Ὁποῖο συνυπάρχει
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι , ὥστε ὁ κόσμος δι΄ Αὐτοῦ νά ἀνακαλύπτει τόν Πατέρα 369 .
364 Ἰω. 5,33 πρβλ. Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου, Ποιμαντικά κείμενα , ἐκδ. Ἀποστολικῆς
Διακονίας, Ἀθῆναι 2001, σ. 69,99
365 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἡσύχιος , ὅπ.παρ. σ. 20, 138.
366 Ἰω. Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄ περί ὑπακοῆς ,ὅπ. παρ. σ.78 κ.ἑ. καί σχόλια σ.414 . Πρβλ. καί Ἀρχιμ.
368 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 156, 182 , τ.3 σ. 61‐2.
ψευδοδιδασκάλους373.
σηματοδοτεῖ τήν πορεία τοῦ πνευματικοῦ πατρός και γέροντος. Διέθετε πλήρη
ἴδιος εἶχε ἀναδεχθεῖ νωρίς τό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καί ἀπό
νεαρωτάτης ἡλικίας ἔτηξε τόν ἑαυτό του στή διακονία τῆς ἐν Χριστῷ
ἀναγεννήσεως ψυχῶν.
371 Ἀρχιμ. Βασιλείου,Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ , ὅπ. παρ., σ. 30 καί Γρηγορίου Ἱερομ., Ἡ Ἱερά
Ἐξομολόγησις, ὅπ.παρ,. σελ. 38 κ.ἑ. καί Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 330
372 Πρβλ. Ἰω 8,41 – 14, 21 ‐ 3,35 – 5, 20 – 15,9 – 16, 27
374 Γρηγ. Νύσσης, «περί τοῦ κατ’ Εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν», στό P.G. τ. 44, 1332
375 Ἰω. Κορναράκη, Ποιμαντική ‐ πανεπιστημιακαί παραδόσεις, ἐκδ. Ἀ/φῶν Κυριακίδη, χ.χ. Θεσ/νίκη,
σ. 33‐52
376 Ἐμμανουήλ Καρπαθίου, Ἐξομολογητική , τ. Α΄, Θεσ/νίκη 1993, σ. 138‐169
377 Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ποιμαντική , ὅπ.παρ., σ. 71 κ.ἑ. Πρβλ. Α΄ Τιμ. 4.12 καί Μ. Βασιλείου,
στοχαστικότητα, πειστικότητα 380 . Εἶχε ἐπίγνωση τῆς ὑπεύθυνης καί ἡγετικῆς του
θέσης ὥστε νά καθοδηγεῖ τό λογικό του ποίμνιο «ἐν νομῇ ἀγαθῇ» καί «εἰς τήν
ἐντάσσεται μέν στό χρόνο ἀλλά καί νά τόν ὑπερβαίνει ἔτσι πού νά καθίσταται
διαχρονικός.
γιά τό ρόλο τοῦ Γεροντα στή ζωή τῶν μοναχῶν. Ὅμως τά πάντα , κατά
ἑνιαῖο386. Ὅπως γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ ὅρος sine qua non εἶναι ἡ
τήν ἀδυναμίαν μας, ὅμως μᾶς χρειάζεται ἕνας ὁρατός καί σύμμορφος
συνάνθρωπος, διά νά κατέχει τήν θέσιν τοῦ Θεοῦ. Εὐδοκεῖ καί δίδει εἰς τό
πλᾶσμα του ὁ Πλάστης , ὡς πλάστην ἕνα ὁμόδουλον καί σύμφυρτον Γέροντα, διά
νά εἶναι αὐτός ‘τό τέλος τοῦ πόλου’, τό ἄκρον, τό τέρμα, τό κέντρον , ὁ ἄξων τῆς
ζωῆς του. Αὐτός γίνεται τό κριτήριον, τό βάθος καί τό ὕψος διά τόν μοναχόν,
ὥστε νά φθάνῃ ὁ μοναχός εἰς τήν ‘ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ’. Δι’ αὐτό
καί οἱ ὑποτακτικοί εἰς τάς σχέσεις των πρός τόν Γέροντα ἀναφέρονται συχνά
διά τήν ζωήν των, τάς πτώσεις, τάς ἀνορθώσεις καί δή τά ὁσιακά πάθη, εἰς τά
ὁποῖα ἐξασκοῦνται καί ἐθίζονται, ὡς καί διά τήν πορείαν τῆς προσευχῆς μέ τήν
ἁρμονική συνεργία μοναχοῦ καί γέροντος, διά τήν παιδαγωγίαν τῆς ἐλευθερίας
γιά τόν ἄξονα περί τόν ὁποῖο ἑλίσσεται ἡ ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ, τό ἔρεισμα καί ὁ
κινητήρας πού κινοῦν τά μέτρα τῆς ἐλευθερίας του , τήν ἐπιτυχία τῆς
πνευματικῆς ζωῆς του καί τήν ποιότητα τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό καί τούς
συνανθρώπους.
συγκρατεῖ τό διάλογο δηλ. τήν ἔννοια τοῦ λέγω καί ὁμιλῶ σέ κάθε λογιζόμενο καί
τῆς σύναψης τῆς καθολικότητας μέ τήν προσωπικότητα. Μέσῳ τῆς ὑπακοῆς δηλ.
τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης ἀναλαμβάνει τή διάπλαση τῆς ὑπάρξεως τοῦ
ἀρχιμ., Πρόλογος στό Κατηχήσεις τ. 4 σελ. ιά –ιέ , καί Ἰω. Φουντούλη, Εἰσαγωγή , στό Κατηχήσεις
τ. 4 σ. κ΄‐κά
387 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ,ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ .1, σ. 149‐150
93
τέκνου του ἐλεύθερα κι ἀβίαστα. Ὁ καθείς ἔχει το γέροντά του μέ τέτοιο τρόπο
ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὄχλος , συμφυρμός ἀγνώστων , ἀλλά οἱ πάντες στόν ἕνα καί ὁ
ἕνας σέ ὅλους. Ἡ σχέση τοῦ πατέρα με τά παιδιά του γίνεται κατ’ ἀναλογία μέ
την ψυχή στίς ἀναγκαῖες γνώσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, παρέχει ὑπόδειγμα
Συμπορεύεται μέ τά τέκνα του σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους, ὅπως ὁ ἅγιος
Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μέ τό γέροντά του 390 . Ὁδηγεῖ ἀπλανῶς στή θεογνωσία
καί τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ ἰδιαιτέρως στίς στιγμές τοῦ ἀγώνα καί τῆς ἀγωνίας.
Γίνεται ἕνας «δότης» μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ἀπό τήν προσευχή του, ἀπό τόν
πόθο του, ἀπό τήν παρουσία του, σ’αὐτόν πού ἐπικρέμαται στό ἐπιτραχήλιό του ·
γίνεται ὁ δότης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ391. Ὡς πατέρας εἶναι εἰκόνα τῆς οὐρανίου
χέρια καί τήν καρδιά του ἔτσι ὥστε νά ἀναγκάζει τό Θεό νά κατέρχεται στόν
ἑαυτό του καί στά ἐκφαίνοντα τόν Θεόν ἤ ἐπιδιώκοντα τοόν Θεόν τέκνα του 392.
Γιά τούς παραπάνω λόγους, ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μιά στυγνή καί σιδερένια
προσώπων γύρω ἀπό τό γέροντα, ἕνα ἐλεύθερο δόσιμο ἀγάπης καί στοργῆς
αὐτοῦ πρός τά τέκνα του καί τῶν τέκνων του πρός αὐτόν393. Τό μοναστῆρι μέ
τόν τρόπο αὐτό ἀναδεικνύεται σ’ ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί ὁ πνευματικός
πατέρας εἶναι τό ὁρατό στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου πίσω ἀπό τό ὁποῖο
κρύβεται ὁ ἀόρατος Θεός καί ὅλα ὅσα διαφεύγουν ἀπό τίς αἰσθήσεις καί γίνονται
εἶναι αὐτός πού παραλαμβάνει τό μαθητή του ἀπό τό χέρι καί τόν εἰσαγάγει
388 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, μνημ. ἐργ., στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, ὅπ. παρ., ἡ παράγραφος : «ὁ
γέρων» σ. 64‐5
389Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 250
390 Ὅπ.παρ. Κατηχήσεις τ.2. σ. 153‐4
391 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, μνημ. ἐργ., σ. 66
διεστῶτα , τίς πραγματικότητες τοῦ οὐρανοῦ και τῆς γῆς , γιά νά τίς μεταμορφώσει
στόν ἕνα, μοναδικό καί γνήσιο χορό 394. Γίνεται ἡ ὁδός πρός τήν ὑποστατική μορφή
ὑπάρξεως.
ἀναστατώσεις. Κατήργησε τήν ἁπλότητα στίς σκέψεις καί στίς σχέσεις τῶν
ἐπέβαλε τή διάσπαση τῶν φαντασιῶν , τῶν πράξεων , τῶν λογισμῶν καί τήν
ἀγωνιώδη προσπάθεια γιά τή διάκρισή τους σέ καλούς καί κακούς · εἰσήγαγε τήν
ἑτεροκρατία , τίς τύψεις , τίς ἀσθένειες, τήν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλέον
ʺ...ὅ οὐ θἐλει τοῦτο πράσσει καί ὅ μισεῖ τοῦτο ποιεῖ.ʺ 395 . Ἔτσι ἀντί τῆς ζωῆς
μορφή ὑπαρξεως , δηλ. τή μίμηση καί τήν ἀναγωγή του στό πρότυπο τῆς
ἁμαρτίας. Βίωσε τήν τραγικότητα τῆς ἔκπτωσης ἀπό τήν πατρική ἀγάπη
ἐνῶ προορισμός του ἦταν ἡ ἀναφορά τῆς κτίσεως στό Θεό , ἡ θεοπρεπής
μετάβασή του ἀπό δόξης εἰς δόξαν 398 , στερήθηκε τή δόξα , σκοτίσθηκε ὁ νοῦς καί
ἀπολιθώθηκε ἡ καρδιά του. Ἐπειδή παρέμεινε τό κέντρο τῆς κτίσεως ‐ ἔστω καί
394Γκράχαμ Σπήκ, Ἅγιον Ὄρος , Ἀθῆναι 2005 ,ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ , σ.368 ὅπου περιλαμβάνεται
ἀπόσπασμα ἀπό τό δημοσίευμα : Archimandrite Aimilianos “ The role of Spiritual Father” στο
συλλογικό ἔργοο τοῦ Hieromonk Alexander Golitzin, The living Witness of the Holy Mountain, σ.165‐7
395 Ρωμ. 7,13
396 Ἁρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ. παρ. , Κατηχήσεις τ.1, σ. 392‐3
397 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ. Προδρόμου
Ἔσσεξ 1992, σ. 333
398 Β΄Κορ. 3,18
95
μεταπτωτικά ‐ δέν ἦταν πλέον ὁ οἰκονόμος καί ὁ προνοητής ἀλλά τό διαρκές καί
παγκόσμιο τραῦμα , πού μέ τήν ἁμαρτία του ὀδυνᾶται καί στενάζει καί
μποροῦσε νά ἀνανήψει καί νά ἀνακαλύψει τήν ἀξία τῆς δικῆς του ὑπάρξεως
Ἐκεῖνος μέ ἄκρα ταπείνωση τόν ἀγάπησε «εἰς τέλος» (Ἰω. 13.1) κι ἔδωσε τή χάρη
τῆς μετανοίας καί τήν ἐξουσία τῆς ἀναγεννήσεως , τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς
αὐτοπροσδιορισμοῦ του μέ τόν προσωπικό του ἀγώνα κατά τῆς φθορᾶς καί τήν
πρόσληψη τῆς σωστικῆς Χάρης. Μιά μετάνοια πού δέν ἔχει ποτέ τέλος πάνω στή
γῆ 400 ἀλλά βοηθᾶ καί ἀναπτύσσει τήν ὑποστατική ἀρχή στόν ἄνθρωπο καί τόν
καθιστᾶ ὄντως μέγιστο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τό
χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί μέσα ἀπό αὐτά νά ἔρχονται στό φῶς τά ἄδηλα
καί ὁδηγεῖ στή θεοποιό αὐτογνωσία , τήν ὁμοίωση μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τήν
τοῦ Χριστοῦ ʺ...οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις ἀλλʹ ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Βʹ Κορ.
θεῖα μέτρα καί ἀνευρίσκει τήν ὀρθή σχέση ἀγάπης μέ τόν Ἰησοῦ· γίνεται ἀπό
παγκόσμιων διαστάσεων ὅπως ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου , διότι Ἐκεῖνος τόν
ἀνθρώπων»( Α΄ Τιμ.2,5) ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος τῆς μετανοίας , χάρη στόν πλατυσμό
ταυτόχρονα ἀπώλεια μέσα στά πλαίσια τῆς φθαρτότητας καί ἐπανεύρεση τοῦ
ἑαυτοῦ μας μέσα στό πλαίσιο τῆς αἰωνιότητας. Τό γεγονός αὐτό ἀπαιτεῖ τή
χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τήν τόλμη τοῦ ἀνθρώπου μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
ὀντολογική του ἑνότητα · ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φθορᾶς καί
ἀνθρωπότητα ὅπως κάθε Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἔχει μέρος τῆς θείας
θεανθρώπινου τρόπου ὑπάρξεως καί ʺ ... διά τῆς δυνάμεως τῆς Θείας ἀγάπης
περιπτύσσεται τόν κόσμον ἅπαντα...ʺ 403. Ἐκεῖνο πού ὁ Θεός κατέχει κατά φύσιν
τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. Ἡ προσευχή του αὐξάνει
Σαχάρωφ στή διδασκαλία για τή γέννηση τοῦ θείου λόγου μέσα στήν
ἀνθρώπινη καρδιά.
μεγάλο ἔργο γιά τόν πνευματικό Πατέρα ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων λόγων γιά τή
μετάδοση τῶν πνευματικῶν καταστάσεων στά πνευματικά του παιδιά.404 Γιʹ αὐτό
καί εἶναι ὠφέλιμο νά γνωρίζει ἐμπειρικά ὅλες τίς κλιμακώσεις τῶν πνευματικῶν
γέννηση τοῦ Θείου Λόγου στίς ἀνθρώπινες καρδιές διά τῆς προσευχῆς. Ἡ
ἐκείνους πού ἀκούουν τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάσσουν στίς καρδιές τους
τόν ψυχισμό τους ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐνάντιος . 407 Μόνον τότε ὁ ζωντανός λόγος
τοῦ Χριστοῦ ἐργάζεται τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν πιστῶν ἀφοῦ πρῶτα
404 Ἀρχιμ. Σωφρονίου ,Περί προσευχῆς ,ὅπ. παρ., σ. 211 Πρβλ. Ἰωάν. 16,12 ʺ... ἔτι πολλά ἔχω λέγειν
ὑμῖν ἀλλʹ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι...ʺ
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ,Κλῖμαξ , ὅπ. παρ. Λόγος πρός Ποιμένα , σ.381
405
του στραμμένος πρός τόν ἀναγεννητικό θεῖο λόγο , ὥστε νά βιώνει τό Εὐαγγέλιο
ὡς προσωπική ἀποκάλυψη σʹ αὐτόν , στή ζωή του , στίς ἀποφάσεις, στίς σκέψεις ,
στή διάνοιά του 408 . Αὐτή ἡ διά τοῦ θείου λόγου ἀποκάλυψη ‐ ἀναγέννηση ἔχει
σάν ἀφορμή της τό ρῆμα τοῦ Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἠσαΐα :ʺ...ὡς γάρ ἐάν
καταβῇ ὑετός ἤ χιών ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί οὐ μή ἀποστραφῇ ἕως ἄν μεθύσῃ τήν
γῆν ... οὕτως ἔσται τό ρῆμα μου, ὅ ἐάν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματός μου, οὐ μή
ἀποστραφῇ [πρός με κενόν] ἕως ἄν συντελεσθῇ ὅσα ἠθέλησα καί εὐοδώσω τάς
ὁδούς σου καί τά ἐντάλματά μου...ʺ (55,11) Πρόκειται ἑπομένως γιά εὐδοκία Θεοῦ
καί εὐοδία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ λόγος δέν εἶναι ἀνθρώπινος ἀλλά δεδομένος
ἄνωθεν καί γιά τοῦτο πολλές φορές διχαστικός 409 σκληρός καί τομώτερος ὑπέρ
καθετί , το ὁποῖο εἶναι ἀντίθετο στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ .411 Ἄν ὁ ἄνθρωπος
ὑπομείνει καί βαστάσει τό χρηστό ζυγό καί τό ἐλαφρύ φορτίο τοῦ ὑπέρ Χριστοῦ
πάσχειν αὐξάνει σʹ αὐτόν ἡ διαμονή τοῦ Θεοῦ 412 , βιώνει καί χαρίζει τήν ταπεινή
ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ὡς φωνήν αὔρας λεπτῆς413. Μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν
πνευματικός ὅσο καί ὁ ἐξομολογούμενος μέ τό ἀρχέτυπό του, τόν Υἱό καί Λόγο,
δυνατοτήτων ἀλλά ὡς δωρεά τῆς ἄκτιστης χάρης τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ ἀνθρώπινη
λογικότητα ἀποκτᾶ πληρότητα , ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τό Λόγο . Γιʹ αὐτό καί
ἡ ἀνακαίνισή του ἐν Χριστῷ συμπίπτει μέ τήν ἄρση τῆς ἀλογίας του καί τήν
ἀνακαλύπτει τό Θεό βιωματικά ἀλλά καί γνωστικά καί ἑπομένως ὁ λόγος του νά
ὅσους τόν προσεγγίζουν καί ἀναζητοῦν ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Πρόκειται γιά ἕνα
σπόρο τῆς αἰωνιότητας ὁ ὁποῖος ἀνασύρει τή νοσταλγία τοῦ Παραδείσου καί γιʹ
μετεωρίζεται ἀνάμεσα στά γήϊνα καί τά οὐράνια. Εἶναι ὀξύς καί ἀναστατώνει
τήν καρδιά καί τή συνείδηση χωρίς νά δίδει ἀνάπαυση προτοῦ ἀνάψει τόν πόθο
σωστικό ἵμερο τῆς λυτρώσεως καί νά ὁδηγεῖ τούς ἐξομολογουμένους του στή
ζωοποιό νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς φθορᾶς καί τῆς ἁμαρτίας416. Γιά τό
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ.
Αἰμιλιανός ἔτσι ἀκριβῶς ζοῦσε τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί εἰδικά τή θεία
βιώματα ἀπό τήν παιδική του κιόλας ἡλικία ὅταν στό οἰκογενειακό παρεκκλήσιο
του,ἐμυεῖτο στη χαρά τῆς λατρείας. Στήν ἀρχή τῆς μοναστικῆς του ζωῆς ἡ
νηπτικῶν ‐ ἀσκητικῶν του βιωμάτων. Καί στήν ἀκμή τῶν σωματικῶν του
Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς εἶναι ὁ σιωπηλός μάρτυρας τῶν θείων ἐντεύξεών του,
ὅταν παρίστατο «μόνος μόνῳ Θεῷ» ἐκζητῶν ἔνδακρυς καί πλήρης κατανύξεως
λατρεία τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ ἦταν «καιρός ἀποκαλύψεων» 420 κατά τόν ὁποῖο ὁ
μαθητές Του ‐ὅπως τότε στήν τρικυμισμένη Τιβεριάδα ‐ 421 κατά τό μέτρο τῆς
κέντρο τήν «Μυσταγωγία» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ καί τήν «Ἑρμηνεία
εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν» τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα) καί βιωματικῶν
τόν ἑαυτό του καί τά τέκνα του «θυσίαν ζῶσαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ» 422 .Ἡ θεία
λατρεία ἦταν γιά τό Γέροντα, τό μοναδικό καί αἰώνιο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τήν
ἐλεύσεως καί τῆς ὁράσεως τοῦ Ἠγαπημένου. Γι’ αὐτό καί ἡ πλήρωση τοῦ
αἰώνια κραυγή τῆς ψυχῆς πού παραπέμπει στό μυστήριο τῆς ὀγδόης ἡμέρας καί
«ἐν σώματι» παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά μιά ἀκόμη φορά μέ κορύφωση
ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί μία δική του κίνηση ἐξαγνισμοῦ ,
ἁγιότητας, ἡ ὁποία ἐν συναισθήσει τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, καταξιώνει τῆς θείας
δηλ. ἡρωϊκή κίνηση ἐλευθερίας, πρῶτα πρῶτα ἀπό τή ζάλη τῶν λογισμῶν και
τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῶν ἁμαρτιῶν424 ,τῶν κλίσεων , τῶν ἐπιποθήσεων, τῶν
ἐλπίδων, τῶν ὁρωμένων, τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας, γιά νά
ὑπάρξει μόνον ὁ Θεός425. Γιά νά γίνει ἡ λατρεία δυνατή καί ζέουσα πρέπει, λέει ὁ
τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας κι ὁ μόχθος τῆς
ψυχῆς νά φθάσει στόν Ἐφετόν , ἔχοντας πλήρη συναίσθηση ὅτι εἶναι ἐξόριστη «εἰς
χώραν μακράν» καί ποθεῖ τήν ἐπιστροφή 426 , ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή ἀνήμπορη κι
τήν ἁγιότητα καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό στάδιο πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ μετάνοια ὡς
χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος 427 κι ἀποτέλεσμα τῆς μεταμέλειας , πού δημιουργοῦν
αὐτοπαράδοση στό Θεό, ἡ ἀπόφαση τῆς ἁγιότητος καί τῆς διορθώσεως δηλ. τοῦ
χωρισμοῦ ἀπό παθῶν καί ἁμαρτιῶν, ἡ σύγκριση καί ἡ ὁμοίωση μέ τό Θεό. Τέταρτο
καί τελειοποιό στάδιο προετοιμασίας γιά τή λατρεία εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δηλ.
ἡ ἀπασχόληση τοῦ νοῦ , τῆς καρδιᾶς, τοῦ φρονήματος μέ τό Θεό «ἐν πνεύματι καί
ἀληθείᾳ » , ἐπ’ ἐλπίδι τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐγγιζούσης Βασιλείας, ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν
Ἐκκλησία «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»428. Μετά τήν πνευματική διέλευση αὐτῶν τῶν
423 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 334 . Πρβλ . Γεροντος Αἰμιλιανοῦ , Ἀββᾶς
Ἡσύχιος, ὅπ. παρ., σ. 340 ὅπου προβάλεται ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὡς προϋπόθεση τῆς Θ.
Κοινωνίας.
424Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἠσαῒας, ὅπ. παρ. σ. 345‐348 , ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἔννοια τοῦ
χωρισμοῦ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τῆς «δοκιμῆς» (Α΄ Κορ. 11,28) γιά τήν προσέλευση στή Θ. Κοινωνία.
425 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 37, 68‐69.
426 Λουκ.15,13 καί Ἱερομ. Γρηγορίου, Ἡ ἱερά ἐξομολόγησις, ὅπ. παρ. , σελ. 28‐37.
427 Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά , ὅπ. παρ. σελ. 72, καί 81‐2
428 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ.4, σ. 87‐102. Πρβλ. Ρωμ. 12,5, Ἐφ. 4,4 καί 3,18
103
σταδίων ἡ προετοιμασία ἀποδίδει τούς πρώτους καρπούς : συλλαμβάνεται ἡ ἔννοια
Θεοῦ καί φουντώνει ὁ πόθος τῆς ξενιτείας 429. Προκύπτει ἡ λήθη τῆς ὑπάρξεως καί
ἡ αὐτοπαράδοση στό Χριστό καί τήν ἀεί ζῶσα Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Του. Λαμβάνει
χώρα ἐν εἰρήνῃ καί γλυκύτητι ἡ θεία ἐπίσκεψη γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο
παρρησία, ἐπισφραγίζονται ὅλα μέ τήν προσκύνηση τοῦ Θεοῦ «ὡς ὧδε ἡμῖν
ἀοράτου συνόντος» 430 . Εἰσέρχεται ἔτσι κανείς στη Βασιλεία τοῦ Πατρός και τοῦ
Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰσέρχεται στο ναό , μπαίνει στή θέση τοῦ
ἀληθινά. Εἰσέρχεται στόν τόπο τῆς τρυφῆς, τῶν ὀνείρων τῆς ψυχῆς του, στήν
ἀπαρχή τῆς ἀϊδίου ζωῆς, τή νέα Ἐδέμ, ὅπου ὁ Κύριος παραθέτει τράπεζα ἐν
Ἡ εἴσοδος τοῦ πιστοῦ στό ναό , στήν ἐκκλησία εἶναι ἐπιστροφή στόν
πατρικό οἶκο, ἐπαναφορά στή μάνδρα, ἐξασφάλιση στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ 433. Μέ τήν
διάπλαση μιᾶς καινῆς ὑπάρξεως μέ τό ἐκμαγεῖο τῆς θεότητος 434 . Στήν πορεία
429 Ἰω. Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Γ΄ περί ξενιτείας, ὅπ. παρ., σ. 56‐62
430 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 102‐110 . Πρβλ. Εὐχή Μελισμοῦ Θ. Λειτουργίας.
431 Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 68‐9
Λειτουργία εἶναι ἕνα παράθυρο πρός τόν κόσμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τόν οὐρανό ,
τῆς εὐλογημένης βασιλείας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος .Μιᾶς
Βασιλείας την ὁποία βλέπει κανείς νά ἔρχεται ἀπό μακριά καί πλησιάζοντας νά
μιά πορεία πρός τά ἄνω μιά πρόσληψη τῆς ζωῆς Του καί τῆς διδασκαλίας Του,
τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας , μετάθεση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στόν
ὅλων τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοῦ (πνευματικῶν καί ὑλικῶν). Πρόκειται γιά μιά
χαροποιό σύναξη «εἰς παράστασιν Θεοῦ Ζῶντος» ὅλων ἐκείνων πού « τά ὀνόματα
ἁγιασμός τῶν ὑπάρξεων καί ἡ προσφορά τους στόν Κύριο, γιά νά ἐπισκηνώσει
συμμετοχῆς στή ζωή τοῦ Χριστοῦ,μιά ἑνοποιός ἀγάπη ἄνευ ὁρίων πρός πάντας ,
μία πίστη καί μία ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων τῶν δυσκολιῶν τῶν προβλημάτων μας
σ’ Ἐκεῖνον 437.Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μιά δωρεά καί μιά μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος , ἕνας τρόπος ἀποκαλύψεως τῶν οὐρανίων πραγμάτων 438 ἕνας τόπος
ἐπαναλαμβάνεται κατά τον ἐξωτερικό τύπο, διατηρεῖ τή μοναδικότητά της 439, εἶναι
ὁ χῶρος ἤ καλύτερα ἡ χώρα τῶν ζώντων, ὅπου συνάπτονται οἱ δύο κόσμοι τοῦ
Θεοῦ 440 . Παραλλήλως εἶναι μιά «συναμφότερη» πράξη , μιά διακονία τοῦ Χριστοῦ
πρός τούς ἀνθρώπους ἀνάλογη τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του, μιά ἐξέγερσις καί
438 Πρβλ.Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Γ, ΄ ἐκδ. ΕΠΕ τ. 28 σ. 120, παρ. 4
ὑπάρξεων πρός τόν Σώζοντα , μιά συνοίκηση μέ τόν Θεοποιοῦντα 442 . Μέ τόν
καταβάντος»443. Καθίσταται ἱερεύς τῆς κτίσεως καί ἱερουργός τῆς ὑπάρξεώς του ,
γίνομαι πλέον , ὡς ἐλέχθη, ἱερουργός μέ τήν γνώμην μου καί μέ τήν θέλησίν μου.
προσωπική του σχέση ὁ Θεός μέ μένα. Μέ διακονεῖ ὁ Θεός! … ὅπως ὁ ἄρτος καί ὁ
οἶνος ἐπί τῆς τραπέζης τρώγεται καί πίνεται , ἔτσι και ὁ Θεός. Εἶναι ὁ σῖτος « ὁ
τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή , τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν
ταπείνωση καί προετοιμάζεται νά δεχθεῖ τήν ἱερουργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί
Θεό. Ἄσκηση καί Θεία λειτουργία χαρίζουν στόν πιστό τή μυστική καί τή
μυστηριακή παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἀνοίγουν τίς πύλες τοῦ μυστηρίου τῆς
Βασιλείας , ὅπως συνέβη στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου 445.
πόλεων.«…Καθημερινῶς καί ἰδίᾳ κατά τάς Κυριακάς καί τάς ἑορτασίμους ἡμέρας
χριστιανοί μας ἐν συγκινητικῇ ἀποδοχῇ ἀναμένουν τόν ἄρτον καί τόν οἶνον, τόν
αἶνον καί τόν λόγον , τόν ἐνόντα Θεόν… Ἑκάστη Λειτουργία ἔχει τόν ἑαυτῆς
σοῦ δημιουργεῖ μίαν λογικήν καί διαυγῆ ἀνάνηψιν, μίαν βασιλοπρεπῆ πορείαν
τούς δεομένους τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίας. Καί ἡ λεγομένη λειτουργία
ἀνθρώπου εἰς τόν Θεόν διά τῆς ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν καί τῆς οὐρανίου
δέχεται ἀγωγήν θεϊκήν καί χαίρεται τήν καθημερινήν μεταστροφήν του, ἄχρι τῆς
Ἔνιωσε ὅμως ἀπό νωρίς ὅτι σπονδυλική στήλη τοῦ σωστικοῦ ἔργου τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεία λατρεία καί εἰδικά ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἐπόθησε ἡ
καθεμιά του λειτουργία νά εἶναι μιά πραγματική ἀναφορά στό Θεό, μιά
«σύνοδος» οὐρανοῦ καί γῆς448. Γι’ αὐτό καί κατηύθυνε τά πάντα ὥστε νά ὁδηγοῦν
στήν κατάνυξη τῆς ψυχῆς μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ 449 . Ξεκινᾶ πάντοτε
καί νά καθιστᾶ κοινωνούς τῶν βιωμάτων του τά τέκνα του ὑποσημαίνοντας ὅτι
μέσα ἀπό μιά ἁπλή διαδικασία βρώσης, πόσης καί συνάθροισης οἰκειούμεθα τό
447 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Πρόλογος στό Ἱερατικόν Α΄ , ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας 1991, σ. ζ ‐ η
448 Ἱερομ. Γρηγορίου , Ἡ Θεία Λειτουργία , σχόλια , Ἀθῆναι 1982 , σ. 33 ‐ 36.
449 Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα , Ποιμαντικοί προβληματισμοί μέ ἀφορμή τή Θεία Λειτουργία σήμερα,
ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι βίωμα , δηλαδή πλήρης κατανόηση αὐτοῦ πού νιώθει
κανείς. Τό πρῶτο λοιπόν βίωμα τῆς λειτουργίας εἶναι πώς αὐτή συγκροτεῖ μιά
σύναξη τῶν ἁγίων ἐν Χριστῷ. Ἡ εὐλογία τοῦ λειτουργοῦ και ἡ κλίση τοῦ σώματος
τοῦ πιστοῦ σημαίνουν ἀποδοχή καί προσκύνηση τοῦ ἀοράτως ἱερουργοῦντος καί
τελειοῦντος Κυρίου καί τῆς στρατείας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου πού Τόν
γνωστά καί στά ἄγνωστα, στά φανερά καί τά ἀφανῆ 452. Ἐπιπλέον εἶναι ἀναφορά,
ὑπενθυμίζει τήν ὑπεύθυνη στάση τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ κατά τόν πόλεμό τους
μέ τό Σατανᾶ 454. Ἄρα καί ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία σύναξη πού προϋποθέτει
451 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν , Εὐχαριστία , ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000, σ.35 , 41‐69 , 141, 155
452 Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου.
453 Α΄Κορ. 13,12
454Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως , στήν P.G.94 ,
873 C– 876B
108
γεγονός πού προϋποθέτει προανάγνωση καί προετοιμασία διά τῶν λατρευτ‐κῶν
κειμένων. Ἡ προσέγγιση τοῦ νοήματος τῆς ἡμέρας ἤ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου που
χαρακτήρα τῆς λατρείας 455 , ὁ καθείς ἀπομονώνεται στήν προσευχή ὑπέρ ἑαυτοῦ
στήν προσωπική του λειτουργία διά τῆς προσευχῆς καί δή τῆς «εὐχῆς»456. Αὐτή
νοῦς Χριστοῦ.
ἀπόγευμα ἦλθε κάποιος ἀπό τούς πατέρες στό κελλί μου καί συνεννοηθήκαμε
νά κάνωμε νυκτερινήν λειτουργίαν. Σᾶς λέγω ὅτι ἀπό την ὥραν ἐκείνην μπῆκα
στήν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας λειτουργίας καί δέν ξέφυγα καθόλου οὔτε στό
ξύπνιο οὔτε στόν ὕπνο μου, οὔτε ὅταν ἐτέλουν τήν θείαν λειτουργίαν(…) Οὔτε
μίαν στιγμήν δέν ξέφυγε ἀπό τήν διάνοιάν μου ἡ λατρευτική αὐτή σύναξις εἰς
τήν ὁποίαν ἔνοιωσα ὅτι εἶχα εἰσέλθει, καί ἡ συνείδησίς μου δέν ἔπαυσε νά
αἰσθάνεται τήν εὐθύνη τῆς παραστάσεώς της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.(…) Μία ὥρα
περίπου χρειάσθηκε γι’ αὐτήν τήν ἐτοιμασία μέχρι νά ἀρχίσω τήν θείαν
λειτουργίαν. Μετά ἀπό τόν καθαγιασμόν τῶν τιμίων δώρων ἦταν τόσο
καταλαβαίνετε , δέν εἶναι πάντοτε ἴδιο, διότι παίζει ρόλο ὅλος ὁ ἄνθρωπος καί ὁ
Θεός κατά την οἰκονομικήν του διάθεση, τήν ὁποίαν ἔχει ἀπέναντί μας – ἦταν
Κι ἔτσι προχωροῦσε στή λειτουργία μετά τήν λειτουργία459 , στή χαρά τῆς
σιωπῆς, τῆς ἡσυχίας ,τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἐν συνεχείᾳ
προσευχῆς ὥστε ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά εἶναι διαρκής, ἡ βίωση τοῦ Θεοῦ
στή ζωή σταθερή , ἡ ἐντρύφηση στά βάθη τοῦ Πνεύματος μόνιμη 460.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
Ἀπό τά μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια ὁ γέροντας ἔταξε τόν ἑαυτό
μιᾶς διορατικότητος , πού διέθετε σέ ὅλες τις πτυχές τῆς ζωῆς του ὥστε να
προηγεῖται καί νά προλαμβάνει τίς ἐξελίξεις . Στό ἔργο τῆς κατηχήσεως συνεργά‐
μαρτυρεῖ σχετικῶς : «…τόν Γέροντα Αἰμιλιανό, ἐγνώρισα ὅταν ἦτο μαθητής τῶν
Σχολῆς Ἀθηνῶν. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχήν ἐκείνη εἶχα τή δυνατότητα νά ἐκτιμήσω
τή θερμότητα τοῦ κατά Θεόν ζήλου του καί τήν ἀταλάντευτη ἀφιέρωσή του
στόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Συνεργασθήκαμε ἐπί χρόνια στό πολυσύνθετο ἔργο
τῆς χριστιανικῆς μορφώσεως τῶν παιδιῶν καί τῆς νεολαίας στήν εὐρύτερη
περιοχή τῆς Πρωτευούσης. Στήν προσπάθεια αὐτή τῆς ἐν Χριστῷ οἰκοδομῆς τῆς
ἐνωρίς ἔργο ἀξιόλογο καί προφανῶς δυσανάλογο πρός τήν ἡλικία του. Ἡ
ἐπιτυχία του αὐτή ἦτο προϊόν τῆς ὄντως μεγάλης πίστεώς του καί τῆς
πατέρας κυρίως τῶν νέων462. Εἶναι πολυσήμαντη ἡ στιγμή αὐτή γιά ἐκεῖνον
ὅραμα καί σέ μιά περιοχή πού ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς στάχτες τοῦ ἐμφυλίου.
Μόλις πρίν μία δεκαετία ἡ περιοχή τῶν Τρικάλων κατέστη χῶρος ἀδελφοκτόνων
ἀγάπης του ἀγκαλιάζει τούς πάντες . Δίνει τό ὅραμα τῆς αἰωνιότητας σ’ αὐτή τή
νέα γενιά , πού ἀναζητεῖ προσανατολισμό καί νόημα στή ζωή. Τό κήρυγμά του
δέν ἀγγίζει τους σπουδαίους τῆς κοινωνίας · γίνεται ἀποδεκτό καί καρποφορεῖ
στίς καρδιές τῶν φτωχῶν χωριατόπαιδων , πού μέ τίς ὑπέρμετρες θυσίες τῶν
γονέων τους μεταβαίνουν ἀπό τά ἀγροτικά χωριά τοῦ κάμπου ἤ κατεβαίνουν ἀπό
τά Χάσια καί τήν Πίνδο στό Γυμνάσιο τῶν Τρικάλων καί τῆς Καλαμπάκας γιά
τῆς Μητροπόλεως καί στίς ποιμαντικές του ἐξορμήσεις στά χωριά , ὁ λόγος τοῦ
καί ξεχειλίζουν στούς τόπους ὅπου ὁμιλεῖ. Αὐτή τήν ἀγάπη του γιά τούς νέους
δέν τή λησμόνησε ποτέ ἀσφαλῶς καί γιά τό γεγονός ὅτι τήν εἰσέπραξε
οὔτε συσχηματίστηκε μέ τις ἐπιθυμίες τους γιά νά γίνει ἀρεστός · σκοπός του δέν
ἀπό «φίλους» μαθητάς καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή μετέδιδε τήν ἀλήθεια ὅτι εἶναι
ἕτοιμος νά δώσει κάθε ἰκμάδα τῶν δυνάμεών του γιά τήν πνευματική τους
ἀνέλιξη 464 . Γι’ αὐτό ἀγαπήθηκε ἀπό τή νεότητα , ὅσο κι ἐκεῖνος τήν ἀγάπησε ,
ἐφόσον ἡ νέα γενιά μ’ ἐμπιστοσύνη διέκρινε τήν εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών του
καί τήν ἐκ μέρους του ὑπόδειξη μιᾶς ἐναλλακτικῆς ζωῆς , τελειότερης καί
ἐπαναστατημένων νέων · τῶν νέων πού ἐπιθυμοῦσαν ἕνα κόσμο καλύτερο καί
ἑνότητα καί ὅραμα. Ὁ Γέροντας δεν ἔβλεπε καμμιά διέξοδο στίς δομές τῆς τότε
Ἀσφαλῶς καί φαινόταν σάν οὐτοπικό ἀλλά ἦταν ἄκρως ἐπαναστατικό καί
ἕνα ἀναπτυξιακό θαῦμα , θά δημιουργοῦσε ἕνα βαθύ ὑπαρξιακό κενό , ὅπως καί
συνέβη ἀργότερα. Γι’ αὐτό χάριζε καί ἐκδίπλωνε στά νειᾶτα τῆς ἐποχῆς τίς
προδομένων ὀνείρων.
ζωῆς καί τήν πραγμάτωση τῆς προσωπικῆς κλήσης καθενός πνευματικοῦ του
τέκνων του νά ἀναδεχθοῦν τόν χρηστό ζυγό τοῦ γάμου, διότι ἐπιθυμοῦσε νά
δημιουργεῖ κλῖμα ἀνέσεως καί χαρᾶς στήν κάθε ψυχή, ἡ ὁποία ἔδινε διέξοδο
στίς ἐφέσεις της. Μέ τή διορατικότητα καί τήν ἐμπειρία του μποροῦσε ἀπό νωρίς
νά διακρίνει ἐάν οί ἐπιθυμίες καθενός ἦταν σταθερές καί βέβαιες, ὥστε στήν
καί προπαγανδιστικά τούς πάντες στή μοναχική ζωή , τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε
114
καί ὑπερτιμοῦσε, ἀλλά μέ τίς νουθεσίες του βοηθοῦσε νά καταλάβει ἐάν κανείς
Ἐξυψώνει στά κηρύγματά του καί τά κείμενά του τό μυστήριο τοῦ γάμου
εἰς ὕψος νοητόν καί ὑπογραμμίζει τό θεολογικό βάθος του , ὥστε οἱ ἔγγαμοι νά
πολιτεύονται ἀξίως τῆς κλήσεως 466 , πού ἔλαβαν ἀπό τό Θεό. Θεωρεῖ τόν
μυστηριακό 467 καί θεοσύστατο γάμο μία ἀπό τίς σημαντικότερες στιγμές τῆς
σημαίνει καί ἀποτυχία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Οἱ ἔγγαμοι δέν συνυπάρχουν οὔτε
κενό καί δολοφονώντας τήν πνευματική τους ζωή. Μέ βαθιά ἐπίγνωση τῆς ἀξίας
τῆς ἀγωγῆς περί γάμου , ὁ Γέροντας συνιστᾶ τήν ἔναρξη μιᾶς τέτοιας
προπαιδείας ἀπό τήν παιδική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία προετοιμάζει
τό μέλλον του λαμβάνοντας πλῆθος ἐπιπόλαιων γνώσεων , συχνά γιά ἀνούσια καί
κυρίως τῶν γονέων , λαμβανομένης ὅμως ὑπόψιν καί τῆς γνώμης τῶν ἄλλων
ἐνίοτε .
προσήλωση στήν οἰκογενειακή ζωή , τήν προσκόλληση στό (στή) σύζυγο, τόν
μέ τήν πίστη τῶν ἁγίων πού παρέθεταν τά πάντα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ζητώντας
δύναμη καί φωτισμό στίς ἐπιλογές τους. Τό στάδιο τῆς ἐκλογῆς ὁλοκληρώνει ἡ
ἀποτελοῦν μέν ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τόν πνευματικό ἀγῶνα , ἀλλά αὐξάνουν
συμπυκνώνονται σέ τρεῖς 470 ἀπό το Γέροντα : Πρῶτα ὁ γάμος εἶναι μιά πορεία
πόνου, μιά ζωή πού τήν ὀμορφαίνει ἡ ἐλπίδα ἀλλά τήν ἐνδυναμώνει ἡ δυστυχία,
μιά συγκλήρωση ‐συμπόρευση διά πολλῶν θλίψεων , πού προϋποθέτει τήν ἄρση
ἑνός κοινοῦ σταυροῦ διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας .
Δεύτερον, θεωρεῖ τό γάμο ὡς μία πορεία ἀγάπης δύο ἀνθρώπων πού διά τοῦ
οὐρανό καί τοῦτο συμβολίζεται ἐκτενῶς κατά τήν ἱερολόγησή του, ὥστε νά
κατανοηθεῖ εὐθύς ἐξαρχῆς ὅτι μεταξύ τῶν ἐγγάμων εἰσέρχεται ὡς ἑνοποιός καί
ὁδηγός πρός τά ἄνω ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο καλοῦνται νά ἀγαπήσουν ὑπέρ
παιδιά καί τήν ἀνατροφή τους ἦταν ἀγαπητική, γνήσια, εἰλικρινής ἐφόσον ἤθελε
θυσίας καί τήν ἀποφυγή τῶν παράλογων ἀπαιτήσεων. Γιά νά ἐξάρει θεολογικές
εἰκόνες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς 474 . Σκοπός του ἦταν – μέ πρότυπο καί κατ’
ἀναλογία πρός τή μοναστική ζωή ‐ ἡ ἀπόκτηση τῆς χαρᾶς μέσα στό κάθε σπίτι
συζύγου πρός τόν ἄλλο475. Τόνιζε πώς ἡ οἰκογενειακή ζωή καταυγάζεται ἀπό τή
χάρη τοῦ Θεοῦ , ὅταν προάγει τή λατρευτική ‐ λειτουργική ζωή τῶν μελῶν της , τή
μελέτη, τόν πνευματικό ἀγώνα , τήν ὑπακοή , τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, τήν ἐν
Χριστῷ τελείωση. Γι’ αὐτό ὁ γάμος δέν εἶναι θέμα σωματικότητος, ἀλλά
προαγωγός εἰς Χριστον , βασιλεία , παράδεισος 476 . Ὁ Γέροντας, ὅπως καί σέ ἄλλες
ἦταν ἡ ἐνίσχυση και καθοδήγηση ἀνθρώπων πού εἶναι ἀπό την Ἐκκλησία
Θεοῦ , ἐνῶ οἱ ἴδιοι καταντοῦν πολλές φορές ἀποίμαντοι478 καί ρίχνονται ἀστήρικτοι
στόν ἀγώνα ἑλκύσεως ψυχῶν στή θεία σαγήνη. Μέ πολλή διάκριση καί
Ἱερομ. Γρηγορίου , Ἡ Θεραπεία τῶν θεραπευτῶν, ἔκδ. Ἱ. Κελλίου « Ἁγ. Ἰω. Θεολόγος» ‐Δόμος ,
478
Ἅγιον Ὄρος 2003 καί Πρωτ. Βασιλείου Θερμοῦ, Ποιμαίνοντες μετ΄ἐπιστήμης , ὅπ.παρ., σ. 45
117
εἴτε τούς ὑπολοίπους στή βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ,ἐνῶ τούς
σημειωθεῖ ὅτι στά ἐκδεδομένα κείμενά του περιλαμβάνονται τρεῖς ὁμιλίες πρός
ἀγαπητικοῦ βιώματος πού διαθέτει ἐμπειρική γνώση καί ἀποκαλυπτική δύναμη 479
χνάρια τοῦ πρώτου θεολόγου , δηλαδή τοῦ Θεοῦ Πατρός , συνενώνονται οἱ δύο
ἐνυπόστατος Θεῖος Λόγος , διά τοῦ τρόπου ζωῆς, τῶν διδασκαλιῶν, τῶν
ζωή τους θεολογοῦν ἡ Παναγία , ὁ Πρόδρομος καί διά τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀπόστολοι
ἐάν διά τῆς ἐναρέτου ζωῆς του καί τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας τοῦ
στή βίωση τοῦ Θεοῦ 480 . Πραγματικός θεολόγος γίνεται κανείς ὅταν μελετᾶ
βιωματικῶς , διά τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Πρός τοῦτο
ὁδηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα στήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, στή νήψη καί
τήν ἄσκηση , στήν ἑνοποιό ‐ θεοποιό προσευχή , στήν ἔκχυση τῆς θεότητος τοῦ
Θεοῦ , πού φέρει ἐντός του , στό περιβάλλον του , ὥστε ἀποκτώντας τόν
συμπληρώνουν αὐτή τή θεοποιό πορεία 482 πρός τόν παράδεισο τῆς θεωρίας καί
τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό483 , τῆς διπλῆς ἕνωσης μαζί Του , μυστικῆς ( ἐντός του)
και μυστηριακῆς (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ) 484 . Ἔτσι ὁ πιστός ἄνθρωπος μετέχει χάριτος
ἐσημείωσεν : ’ἔκρυψαν ἱερεῖς ὁδόν Κυρίου’ ( 6,9) Τουτέστιν, ἔκρυψαν καί διέστρεψαν
τήν ὁδόν Κυρίου . Αὐτά τότε . Σήμερον ὅμως ἠμποροῦμεν νά λέγωμεν : Εὐλογητός ὁ
αἰσθάνεται ὅτι ‘ Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν ‘ .Ὅθεν εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ ,
ἐκφαντορικῶς – οἱ ἱερεῖς ‐ τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου…» 485. Συμπυκνώνει καί ἀποτυπώνει
τή νουθεσία του πρός τούς κληρικούς στό τρίπτυχο πού βίωνε καί ἔπραττε ὁ ἴδιος:
συνάξει τῶν ἁγίων 488 . Τοῦτα εἶναι καρπός μιᾶς ἔμπονης και ἔντονης ψυχικῆς
προετοιμασίας , πού ξεκινᾶ πρίν τήν εἴσοδο στό ναό γιά τήν τέλεση τῆς
τό Θεό. Ὑψώνει ἱκετευτικῶς τάς χεῖρας του , μέ ταπεινή φωνή καί διάθεση , κλίνει
λαοῦ, νά μεταφέρει τόν παλμό , τόν πόθο καί τήν ἀγωνία τῶν πιστῶν τῆς
πού ἀποτελοῦν ἕνα ξέσπασμα τῆς ἀγαπώσης καί ὑπεύθυνης καρδιᾶς τοῦ
γῆς, πεπτωκότος ἀνθρώπου καί προσδεχομένου αὐτόν Θεοῦ 490. Γι’ αὐτό πρέπει νά
ἀκολουθίες διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη καί καλλιεργοῦν τήν προσδοκία τοῦ
Ἡ συνάντηση μετά τοῦ Θεοῦ στή Λειτουργία γίνεται σάν προσφορά δώρου
ὁλόκληρης τῆς ἱερατικῆς ὑπάρξεως , πού συντρίβεται ἀπό τήν οὐδενότητά της καί
προσφέρει ὡς θυσία καί ἐξιλασμό μιά ἐπανάληψη τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα
μέθεξη στό μυστήριο τοῦ σταυροῦ , ὅπως τελεσιουργεῖται καί μέ τόν προσωπικό
489 Πρβλ. Ἑσπέρια τροπάρια ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς και εὐχές Γονυκλισίας στό Πεντηκοστάριο ἔκδ.
Φῶς. χ.χ.
490 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 118 ‐ 9
Τό ἡδύ ἐντρύφημα καί ἡ διά βίου διδαχή τοῦ Γέροντος εἶναι ἡ μοναχική
ζωή. Σ’ αὐτή τή ζωή ἐκλήθη ὑπό τοῦ Θεοῦ, τήν πόθησε παιδιόθεν, τήν βίωσε
βαθύτατα ‐θεωρητικά καί πρακτικά‐ ἀπό τήν πρώτη νεότητά του, τήν ἀγάπησε «εἰς
τέλος» 495 , διετράνωσε καί φανέρωσε τήν ἀξία της , ἀπεκάλυψε τά μυστικά βάθη
π. Αἰμιλιανός , κατά θέλημα, εὐδοκία καί πρόκριση Θεοῦ ἀνέλαβε τό ρόλο τοῦ
χειραγωγοῦ ψυχῶν, τοῦ κατηχητοῦ καί τοῦ ἀναδόχου στήν ἀπόταξη καί σύνταξη
σέ μιά ἐποχή πού ἡ ὑψουμένη θάλασσα τοῦ βίου496 φάνταζε μέν δελεαστική ἦταν
ὅμως ἀπογοητευτικά ρηχή. Πρότυπα καί ὁδοδεῖκτες αὐτῆς τῆς προσωπικῆς καί
ἐκτάσει βίων ἀγνώστων μεγάλων ἁγίων μοναστῶν (π.χ. Νεῖλος Καλαβρός500 κ. ἄ.),
ρεύματος. Ὅλα αὐτά γιά νά ἀναδείξει τήν ἀναγωγική ἕλξη στόν ἡσυχαστικό
πόθο καί νά ὁδηγήσει ψυχές ἐπί τά ἴχνη «…τῶν τήν οὐράνιον πολιτείαν,
500 Ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός , ἐκδ. Ἱ.Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ , Ὁρμύλια 1991, σ. 9‐52.
121
ἐθελόντων κατορθοῦν καί τήν εἰς βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἄγουσαν βουλομένων
ὁδεύειν ὁδόν» 501 . Στίς κουρές τῶν μοναχῶν του εἴτε στό Μετέωρο εἴτε στούς
ἁγίους Θεοδώρους , εἴτε στήν Σιμωνόπετρα εἴτε στήν Ὁρμύλια , ἀπεκάλυπτε ἕνα
ἀλλοιωμένο ὑπό τῆς χάριτος , πάσχοντα τά θεῖα , ἀγγελοπρεπῆ ἑαυτό 502 πού
ἦταν πῦρ πνέων , καί προκαλοῦσε «τόν ἔλεον καί τόν φόβον» γιά νά ὁδηγεῖ στήν
κάθαρσιν 503. Οἱ μοναχικές του κουρές ἦταν μιά εὐκαιρία γιά νά ἀναθεωρεῖ κανείς
τήν προσωπική του ζωή , τή σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν ἁγιότητα :
«…Κανένας μας δέν γεννήθηκε γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο , παρά γιά νά
ἀποκαθιστάμεθα εἰς ἕναν ἕτερον κόσμο καί ὄχι στόν ὁρώμενο. Ὡς μοναχοί στόν
ἀπόρροιες τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι θεοειδεῖς ἐνέργειες , οἱ ὁποῖες φθάνουν εἰς ἕνα
βάθος, εἰς ἕνα ὕψος, εἰς μίαν δύναμι, εἰς μίαν ζωηρότητα, εἰς μίαν
ἀπολυτότητα…» 504.
α. Μοναστική κλήση.
Ἡ θεμελίωση τῆς μοναστικῆς κλήσης βρίσκεται στό λόγο τοῦ Κυρίου «οὐ
πάντες χωροῦσιν τον λόγον τοῦτον ἀλλ΄οἷς δέδοται…» (Ματ. 19.11). Οἱ πάντες
εἶναι κεκλημένοι στή ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 505 , τή ζωή τῆς τελειότητας καί
τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά δέν τό κατανοοῦν. Ὑπάρχουν ὅμως ἐκεῖνοι , πού δέχονται
τήν προσωπική κλήση τοῦ Θεοῦ ἐν τόπῳ καί χρόνῳ ὡς «πάσχα» δηλ. μετάβαση
ἡσυχαστικῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου507. Ἡ κλήση αὐτή ἔχει κόστος και ὀφείλει
501 Κατήχηση Ἀκολουθίας μεγάλου μοναχικοῦ σχήματος, Μ. Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀστέρος, σ. 207‐213
502 Ἀρχιμ. Ἐλισαίου , μνημ.ἐργ. , στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, σ. 25 κ.ἑ.
503 Πρβλ. ὁρισμός τραγωδίας ἀπό τόν Ἀριστοτέλη.
505 Ἀρχιμ.Αἰμιλιανοῦ , Λόγος περί Ἁγίου Πνεύματος,ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθῆναι 2006, σ.21‐22
μοναχοῦ στήν ἔρημο μέ τή συμβολική ἐκείνη εἰκόνα τῆς ἀποκαλύψεως κατά τήν
ὁποία ἡ παρθένος (πού προτυπώνει τήν Ἐκκλησία) 509 καταφεύγει στήν ἔρημο γιά
νά σωθεῖ ἀπό τόν ἀλάστορα. Ἡ ὀργάνωση τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι μιά
μεταλαμπαδευθεῖ τό φῶς τῆς σωτηρίας στούς αἰῶνες. Δέν εἶναι ἕνα εὐκαιριακό
σύμπτωμα , μία φυγή στήν προσωπική εὐσέβεια , μία ἀντίδραση στήν Ἐκκλησία
καί τήν κοινωνική ζωή , ἀλλά μία ὑπέρβαση καί ταυτόχρονα ἀποδοχή γιά νά
τηρηθεῖ ἀνόθευτη αὐτή ἡ ζωή · μία πλήρης κατάφαση τῶν βαθύτερων ἐφέσεων,
πρός τήν Ἐκκλησία, τή ζωή τῆς ὁποίας ὁ τοῦ κόσμου κεχωρισμένος ποθεῖ καί
διεκδικεῖ ἐν πληρότητι.510
Ἡ ἀποδοχή τῆς μοναστικῆς κλήσης γεννᾶ μέσα στόν ὑποψήφιο μοναχό τον
πόθο για μιά ζωή ἀγάπης 511 τριαδικῆς, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀπώλεια τοῦ ἐγώ
προκειμένου να ὁδηγηθεῖ στήν κατάφαση τοῦ εἶναι του , ὥστε σύμπασα ἡ ὕπαρξή
ἀνήκει στο Θεό. Ἡ ἄρνηση τῶν πάντων ἐπιφέρει τήν ἰσότητα , γιατί τά πάντα
παρέχονται στό κοινόβιο ἐξίσου σέ ὅλους , οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ κατέχοντες καί διδόντες
Ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἐπιπλέον ζωή χαρᾶς και ἀγαλλιάσεως πού βιώνεται
καί κρότησις χειρῶν 514 , ὡς ὁ μοναχός νά εἶναι ἕνας μεθυσμένος, ἕνας σαλός 515
ὀντολογική. Στοιχεῖο αὐτῆς τῆς χαρᾶς εἶναι παραδόξως τό δάκρυ , πού συνδυάζει
τήν ἱκεσία καί τή δοξολογία , δεῖγμα κι αὐτό μιᾶς ὑπέρμετρης ἀγάπης, ἡ ὁποία
ἀγκαλιάζει τό σῦμπαν.
Κυρίως ὅμως ἡ μοναχική βιοτή εἶναι ζωή ἐλευθερίας καί ἀναγωγῆς στό
Θεό · φυγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, τούς συμβιβασμούς, τό χῶρο καί τό χρόνο, τήν
ἐξορία τοῦ Ἀδάμ, τό νόμο καί τόν καθημερινό θάνατο. Εἶναι νόστος ἐπιστροφῆς
στόν πατρικό οἶκο , στή ζωή τῆς χάριτος, γίνεται περιουσία τοῦ Θεοῦ, διατηρεῖ τή
ρίζα του, τήν παράδοσή του , δέ χάνει τήν αἴσθηση τῶν πραγμάτων ἀλλά
διαπράττει μία ἀνταρσία , ἕνα «ἀνταρτιλίκι» πού τοῦ δίνει τή δύναμη ἐλευθέρως
καί ἀβιάστως νά τά « βροντήσει ὅλα » γιά νά μείνει αὐτός μόνος μέ τό Θεό καί
ἀγάπης.
παρά τήν ἰσότητα, καί ἀνελίξεως στήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως. Ἡ
φυγή ἀπό τόν κόσμο συνεπάγεται φυγή ἀπό τήν ἀβεβαιότητα, τήν ἀγωνία, τόν
ἐπανένωση τοῦ ἑαυτοῦ του, τή σύναψη τοῦ πνευματικοῦ καί αἰωνίου γάμου 518 του
μέ τό Θεό.
καθοδήγηση, τήν καρποφόρα σιωπή, τήν τελεία ἀγνόηση, τήν ἀπράγμονα ἡσυχία,
τήν ἀπερίσπαστη ἀπραξία, τήν ἔντονη προσευχή, τήν ἔμπονη μνήμη , ἀνάγεται
στήν «ἐλλογία» δηλ. τήν κοινωνία μετά τοῦ Θείου Λόγου Ἰησοῦ.
γ.Τό μοναστῆρι.
«Οἶκος‐Θρόνος Θεοῦ καί πύλη τοῦ οὐρανοῦ» , τύπος τοῦ ἐπουρανίου ναοῦ ,
ὁ τόπος τῆς γνώσεως καί τῆς ἐμπειρικῆς ‐ ἄμεσης ‐ μυστικῆς καί ἀληθινῆς
πάντα περιχωροῦνται ἀπό το Θεό και ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπόπτης521 τῆς Ἐκείνου
καί ἕνας τρόπος βαθιά ἐφαρμοσμένης κατά Θεόν ζωῆς , τόπος ἀνθρώπου καί
521 Β΄ Πέτρ. 1.16 πρβλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ὕμνος 16, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σ.18 ‐ 30
ἐπιδίωξη καί ἀφορᾷ στόν Ποθούμενο, ζεῖ στό «ὑπερῶον» , ὅπου προσδοκᾶ τήν
ἔλευση καί βιώνει τή μέθη τοῦ ἁγίου Πνεύματος 523 . Εἶναι μιά μαρτυρία τῆς
παρουσίας , τῆς δόξας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἕνας προσαγωγός τῶν
χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ἕνας τόπος μυστικῆς ὑψώσεως τοῦ πνεύματος ὅπου ἡ
ζωή τοῦ μοναχοῦ δέχεται προοδευτικές ἀναβάσεις, κατανόηση αἴσθηση καί ὅραση
Θεοῦ , ὥστε νά καταστεῖ «ἀνήρ τέλειος εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ
μυστηρίου, πίσω ἀπό τό ὁποῖο κρύβεται ὁ ἀόρατος Θεός καί ὅλα ὅσα διαφεύγουν
Ἀγαλλίαση καρδίας , δηλ. πληρότητα ἀπό τήν ἐνοίκηση τοῦ Ἀγαπητοῦ, ἀλλοίωση
νεφρῶν , δηλ. ἀναγέννηση τοῦ εἶναι καί μεταμόρφωση τοῦ τρόπου ὑπάρξεως καί
σκέψεως, μυστική μεταβολή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου κατά τή διαρκῆ πρόσληψη τῆς
θείας ἀκτινοβολίας, τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ , ἀπόκτηση οἰκειότητας καί
πραγματικότητα τῆς χαρᾶς καί τήν ἀπόλαυση τῶν πάντων, διά πάντων καί ἐν
πᾶσι. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τήν ἀποστολική ‐ ἐκκλησιαστική ζωή τῆς
νήψεως 528 , πού δίδει ἔκφραση στις ἐφέσεις τῆς ψυχῆς καί στα προφητικά
523 Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Λόγος περί ἁγίου Πνεύματος , ὅπ.παρ., σ.24‐27 . Κατηχήσεις τ.2, σ. 172 κ.ἑ.
524 Πρβλ.Ἐφεσ. 4.13
528 Ἀπό τή νηπτική διδασκαλια τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ , στό περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (14) , ὅπ.παρ.
σ. 116 κ.ἑ.
126
χαρίσματα . Πρακτικός ὁδηγός γιά τήν ἀπόκτηση τῆς νήψεως ὑπῆρξε γιά την
ἀδελφότητα ἡ ἑρμηνευτική ἀνάλυση ἀπό τό Γέροντα, στό ἔργο τοῦ Ἀββᾶ Ἠσαῒα
καί τοῦ Ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου , ὅπου ὁ Γέροντας , στοιχώντας στήν
τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων γιά νά ἐκφράσει ὅσα ὁ ἴδιος ζοῦσε βιωματικά 529. Μέ μιά
καρδιακή ἔξαρση 530 ὁ Γέροντας μυεῖ στήν πράξη καί τή θεωρία τῆς μοναστικῆς
σιωπῆς, τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν , τῆς «στενοχωρίας». Διδάσκει τίς ἀλήθειες τοῦ
Ἀλήθειες πού ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφομοιώσει χωρίς ἀγώνα καί
ἐπιτυχημένος, ἐπιλέγοντας τόν τρόπο του καί ζώντας μέ τό Θεό 532. Φιλοπονώντας
τήν κάθαρση μοιάζει μέ τό ζυμάρι πού ψήνεται γιά νά γίνει ἄρτος, πρόσφορο,
σῶμα Χριστοῦ. Αὐτή ἡ τελείωση εἶναι μία «μετεωροπορεία» , μιά πορεία ἐπ’ ἄκρων ,
ἕνας ἀγώνας σκότους καί φωτός, καταχθονίων καί οὐρανίων, θανάτου καί ζωῆς ,
529 Εἰσαγωγή τοῦ Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, στήν Ἑρμηνεία τοῦ ἀββᾶ Ήσαῒα , σ. VIII
530 Σωτήρη Γουνελᾶ , Ἡ στροφή μας στο φῶς, ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου τοῦ ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ στό περ.
ΣΥΝΑΞΗ 99 , σ.62 κ.ἑ.
531 ὅπ.π. σελ.75
ἀδελφότητά του νά γίνει οἰκιστής καί ἕνας ἀπό τούς ἀνανεωτές τῆς μοναχικῆς
καί ἔμεινε γιά πολλή ὥρα σιωπηλός. Ὕστερα , μέ ἄκρα ταπεινοφροσύνη εἶπε ·
’Εἶναι ἡ ἐποχή ’ . Πάλι σιώπησε καί ὕστερα πρόσθεσε· ’ Ὁ Θεός , ὅταν χρειασθεῖ ,
Θεός. ’ Οἱ λόγοι τοῦ Γέροντος ἔκρυβαν τόν ἴδιο ἀπό τό μάταιο ἔπαινο τοῦ
κόσμου, ἀλλά καί ἀπεκάλυπταν μιά ἀλήθεια καί μιά νηφάλια δίκαιη κρίση, γιά νά
μήν ἀδικοῦνται ἄνθρωποι καί ἐποχές. Αὐτό ζητοῦσε κι αὐτό εἶχε ἀνάγκη ἤ ,
τουλάχιστον, αὐτό μποροῦσε ἡ ἐποχή ἐκείνη, καί αὐτό κατά την καρδίαν της τῆς
τοῦ ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ ὄχι ἐκ τῶν ἔνδον ἀλλά ἀπό τό ἐξωτερικό τοῦ Ἄθω
περιβάλλον538. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ ζωή στά Μετέωρα εἶχε καταστεῖ δυσχερής
τό γέροντά τους Αἰμιλιανό σ’ ἕναν τόπο πού τούς θύμιζε τίς ἀπαρχές τῆς
λιποτάκτας, ὡς φεύγοντας δῆθεν ἀπό τον ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ‘πέθανε τό
Ἅγιον Ὄρος, ὅτι κεῖται ἄδοξον καί γηρασμένον ἐρείπιον ’. Καί τώρα , πού ἤλθαμε ,
ἀγγελοσκεπῆ τόπον, περιβαλλόμενον ἀπό τάς φωτεινάς νεφέλας τῆς χάριτος καί
537 Ὅπ. παρ. Κατηχήσεις τ. 1, Ἐνθρονιστήριος Λόγος, σ. 114‐5 καί Μοναχικός βίος , σ. 141‐2
ἐλευθερία καί γνήσιο μοναστικό πνεῦμα ἐμπνευσμένο ἀπό τίς ἀπαρχές τοῦ
ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν μέσα στόν κόσμο · ἡ ἀπογοήτευση ἀπό τόν
τήν ἀναζήτηση, ἰδιαίτερα ἀπό τούς νέους, ἑνός βαθύτερου νοήματος καί σκοποῦ
ταύτισή τους μέ πρόσωπα καί καταστάσεις πού δέν ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς
τους στούς πιστούς , ἐκ τῶν ὁποίων οἱ νέοι στρέφονται πλέον στόν παραδοσιακό
της συγκροτοῦν μία ἀπό τίς πιό δυναμικές μοναστικές κοινότητες τοῦ ἁγίου
μοναχισμός ἀποκτᾶ σταθερά ἐρείσματα μέσα στήν κοινωνία καί δέν εἶναι –
542 Γκράχαμ Σπήκ , ὅπ.παρ. σ. 312, πρβλ. Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. ὅπ.παρ Κατηχήσεις τ. 1 σ.141‐147 καί 150‐154
129
ἀναδεικνύει σέ πολύτιμο κοινωνικό ἀγαθό. Γι’ αὐτό καί συρρέουν στά κοινόβιά
Εὐχολόγιον Μέγα , Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ Α.&Ε.
543
προσωπικό καί κοινωνικό 545 . Δέν διακρίνεται ἀπό ἕνα παθογόνο πνευματικό
πανορθοδόξου μαρτυρίας , ὅπου πᾶσα φυλή καί γλῶσσα εὑρίσκει ἕτοιμον τόπον
καί πᾶσα πνοή , τῇ ζωτικῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑμνεῖ καί ὑπερυψοῖ τόν
Κύριον, τόν ἕνα καί μόνον Θεόν. Ἐξ ὅλης τῆς ὑφηλίου μοναχοί , ’ ὅσιοι καί
εἰσοδιάζονται (sic) εἰς τόν ἐπίγειον τε καί τόν ἐπουράνιον κλῆρον τῆς Θεοτόκου,
μέτοχοι γινόμενοι αἰωνίου δόξης καί θεωροί τῆς ἄνω ζωῆς , τῆς μιᾶς
Βασιλείας…»546 . Δέν περιόρισε ποτέ τή μετάδοση τοῦ βιώματός του σ’ ἕναν στενό
ὡς ἄλλος Ἰησοῦς πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, σέ κείνους πού ζοῦσαν τή νοσταλγία
παράδοση , τίς μελέτες του, τήν παρακαταθήκη τῶν γερόντων καί πνευματικῶν
544 Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Θεολογικές παρουσίες , Ἀθῆναι 1986 ὅπ.παρ., σ.129 κ. ἑ.
Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1956 καί τοῦ ἰδίου , Ὑπάρχει σήμερον
νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας , Ἀθῆναι 1972.
545Πρβλ.Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέβτιτς , μνημ.ἐργ., σ. 45
546 Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας , ἐκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ , τ. 1, Πρόλογος Ἀρχιμ. Αἰμιλια‐
νοῦ, σ. ιγ΄
547 Πρβλ. Ἰω. 10,20
131
πατέρων μέ τούς ὁποίους συνεπορεύθη , τήν εὐχή τοῦ γέροντός του μητροπολίτου
Τρίκκης Διονυσίου καί τήν εὐλογία ‐ ἔγκριση τῆς πνευματικῆς του ἀρχῆς , ἐν
προκειμένῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Δέν τόν διέκρινε ποτέ ἕνα πνεῦμα
φαρισαϊκῆς ὑποκρισίας 548 . Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Μετεώρων διέκρινε μεταξύ τῶν
ἐπί τάς πηγάς τοῦ ζῶντος ὕδατος , χωρίς κάποια προσηλυτιστική διάθεση. Τό
μεγάλο ὅμως τόλμημά του ὑπῆρξε ἡ ὑποδοχή στήν Ὀρθοδοξία τοῦ διαπρεποῦς
ἔμπονη ἀναζήτηση τοῦ π. Πλακίδα καί τῆς ἀδελφότητός του τό 1975 γιά την
δρόμο ὄχι τῆς γνώσης – πού οὕτως ἤ ἄλλως κατεῖχαν ‐ ἀλλά τῆς βιωματικῆς
ἀλλά καί σταθερότητα στήν παραδοσιακή κανονική ἀκρίβεια 552 προχώρησε στό
βάπτισμα , τήν κουρά καί τη χειροτονία τῶν νέων γάλλων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι στά
τῆς Ὀρμύλιας. Γνώριζε ὁ Γέροντας ἀφενός ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλῃ
πνεῖ»553 καί ὁδηγεῖ στήν οἰκείωση τῆς σωτηρίας554. Ἐμπιστευόταν στή σχέση του
ἰδίως με τους ἑτεροδόξους , τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ , τήν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιορειτικῆς
551 Τοῦ ίδίου : Guide spirituel , στό ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ , ὅπ. παρ., σ. 269‐70.
552 Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille,Ἡ πορεία μου προς την Όρθοδοξία, ὅπ.παρ. σ. 50‐58.
Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille,Le rayonnement panorthodoxe du Mont Athos, στό συλλογικό ἔργο : Ἅγιον
555
τά ἑξῆς : «…( Ὁ π. Ὀρφέο) τελείωσε ὁρίζοντας τό νόημα τῆς ἐπίσκέψεώς μας στό
Ἅγιον Ὄρος ὡς ἀνάγκη παρακλήσεως μέσῳ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς πορείας πρός
πράγματα στόν ἁγιορείτικο τρόπο ζωῆς‘ πῆρε το λόγο ὁ π. Αἰμιλιανός. ‘ ἡ ζωή τοῦ
Ἁγίου Ὄρους συνοψίζεται στήν προσευχή τῆς καρδίας. Αὐτή συμπυκνώνει ὅλη
τήν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ
καί ἄλλες δραστηριότητες. Οἱ νέοι μοναχοί δέν ἐπιθυμοῦν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά
ἀγρυπνοῦν ἀσκώντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ λειτουργική ζωή εἶναι συνδεδεμένη
μέ τήν ἀγρυπνία : ἐδῶ περνάει κανείς ὧρες ὁλόκληρες μέσα στην ἐκκλησία, χωρίς
νά τό καταλάβει. Πολύ ἔντονη εἶναι καί ἡ παρουσία τῆς Παναγίας. Ἐκείνη μᾶς
ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου πού μᾶς σώζει ἀπό τήν
ἄβυσσο ; Χωρίς ἀμφιβολία , τό σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν καί οἱ αἱρέσεις εἶναι μεγάλο
(Ρωμ.5.20) . Ὁ Κύριος δίνει τή χάρη του στούς ταπεινούς. Σ’ ἐσᾶς ταιριάζει ἐκεῖνο
τό χωρίο τῆς Γραφῆς πού λέει : ‘…Καί ἐπί τίνα ἐπιβλέψω , ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν
και ἡσύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους ; ’ ( Ἠσ. 66.2) » 557. Μέσα στά λόγια αὐτά
σέ ὅλους.
ἑνός νέου καί πλήρους Συναξαριστή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπανταχοῦ τῆς
κατόπιν τῶν χριστιανῶν τῆς δυτικῆς Εὐρώπης και ἐντέλει τῶν πολυπληθῶν
της558. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στήν ἔκδοση περιελήφθησαν για πρώτη φορά στά
δεδομένα.
γέροντος Αἰμιλιανοῦ καταφαίνεται καί ἀπό τήν προσαρμογή τοῦ λόγου του στά
τή μυθολογία , τήν ποίηση, τούς ἀρχαίους κλασσικούς συγγραφεῖς κ.ἄ. 560 , πού
καί ὁ ἐνστερνισμός τῶν δωρεῶν τοῦ Πνεύματος καί ἡ θεοποιός τελείωση. Χωρίς
δέν ἀκυρώνει τήν ἐκ μέρους του ἐπισήμανση τρωτῶν σημείων τοῦ σύγχρονου
σκοπός τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης , πού εἶναι αἰτιατά τῆς λογικότητος
νά κυριαρχήσει σ’ αὐτήν · ἐντέλει ὅμως ἀστοχεῖ σέ πολλές ἀπό τίς ἐπιλογές του.
Καί τοῦτο φαίνεται στίς πρῶτες ἀκόμη σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , ὅπου
Καί αὐτά τά προφητικά ἐρωτήματα τά θέτει στή δεκαετία τοῦ ’70 ἤ τοῦ ’90,
ὅταν πολλά ἀπό τά σύγχρονα προβλήματα δέν εἶχαν ἀκόμη ἀνακύψει. Προτείνει
ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἡ «βία» τοῦ ἑαυτοῦ μας χάρη στό ἀσκητικό φρόνημα 565 . Ἔτσι
565 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , Ἡ ἄνεσις τῆς βίας καί ἡ βία τῆς ἀνέσεως, στά Πρακτικά Πανελληνίου
ὅμως δοκιμασθεῖ , διά τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων, ἡ ὑπομονή καί ἡ πίστη τοῦ
ἀνθρώπου.
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὁ Γέροντας στό ρόλο τοῦ πολέμου ὅπως καί στήν
ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εἰρήνης . Παραδόξως θεωρεῖ τήν πρόκληση τοῦ πολέμου
ταπείνωσης. Τόν ἀντιπαραβάλλει στό «κατέχον» τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας 567 ,
ἐνῶ θεωρεῖ την ἐμπόλεμη ἀτμόσφαιρα σάν μιά βάση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς
εἰρήνης μέσα ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης διά τοῦ «καταρτισμοῦ
και τοῦ συνδέσμου» μέ τήν Ἐκκλησία 568 ἐν μετανοίᾳ , διά τοῦ ἁγιασμοῦ , τῆς
κάθισε ἀπέναντί μου στό δωμάτιο, ἔβγαλε τό σκληρό σκοῦφο του. Ντυμένος σάν
γιά τή νοερά προσευχή. ‐ Στά Μετέωρα πολύς κόσμος Γέροντα. Νά ἔρθετε στό
Ἅγιον Ὄρος ’ τοῦ ἀπάντησα. Σάν ἔφυγε λέω : ‘ ἄς κάνω προσευχή νά ἰδῶ τί
ὀλιγολογία , τόν ἐσωτερικό του κόσμο ‐ πλοῦτο πρόδιδε ἡ βιοτή του, ἡ πολιτεία
συνετός. Τό στέρεο βῆμα του, οἱ κινήσεις τῶν χεριῶν του, ὁ τρόπος τῆς ἀναπνοῆς
,ἰδιαίτερα κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ἅγιο Βῆμα, στό θρόνο, στό
στασίδι, στήν τράπεζα , στό γραφεῖο, στό παρεκκλῆσι τοῦ ἡγουμενείου, στούς
διαδρόμους τῆς μονῆς, παντοῦ μετέδιδε μιά ἀρχοντιά 572 , μιά μεγαλοπρέπεια‐
ἱεροπρέπεια.
φιλάνθρωπο φρόνημα. Μποροῦσε νά κάνει ὅ,τι πιό γενναῖο καί πιό ἀγαθό γιά νά
πλῆθος καί τόν πλοῦτο τῶν γνώσεων καί τῶν ἐμπειριῶν του. Μέ ἀνεπιτήδευτο
ὕφος , δέν παρίστανε τόν ἡγούμενο , ἀλλά ἄφηνε νά διακρίνεις ἀμυδρά τόν
βαθύ ἑαυτό του , ὁ ὁποῖος χαρακτηριζόταν ἀπό ἕνα «νοικοκυριό» μιάν οἰκονομία
τοῦ τελείου καί τοῦ πραγματικά ὡραίου, ἰδιαιτέρως στά τεχνικά καί οἰκοδομικά ,
Τίποτε ὅμως δέν τόν ἀποσποῦσε ἀπό τή βίωση τῆς ἐσωτερικῆς νήψεως
γι’ αὐτό δέν ταρασσόταν ἡ ἐσωτερική του εἰρήνη καί χαρά 575 ἀπό περιττές
αὐτήν, ἀλλά τή διακονία , πού εἶναι ἀναφαίρετος πλοῦτος τῆς ψυχῆς 576 κι
αἴσθηση ἐλευθερίας. Σ΄ ὅλη του τή ζωή εἶναι ἀξιοπρεπής καί μεγαλειώδης κατά
εὔθραυστης ὑγείας του. Ἡ ἀξιοπρέπεια , γιά τόν π.Αἰμιλιανό , δέν εἶναι ἕνα
ἐπικάλυμμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῶν ἐπιθυμιῶν μας ἀλλά μιά ἐσώτατη λειτουργία
τῆς ψυχῆς πού ἰσορροπεῖ ἐντός της ἀποδεχόμενη ταυτοχρόνως τήν οὐδενότητά
της.
κλίματος.
Γέροντας αἰσθάνθηκε πώς συγκροτήθηκε γύρω του, χάριτι Θεοῦ, μιά «πνευματική
πάντες , ἀπό τόν πρῶτο ἕως τόν ἔσχατο. Ἐπίκεντρο πάντοτε τῆς οἰκογενειακῆς
576 «Τυπικό ν» Ἱ.Κ. Εὐαγγελισμοῦ Ὁρμυλίας , στό Κατηχήσεις τ.1, 186 κ.ἑ σ.171 καί 311.
577 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 5 , σ.37 κ.ἑ.
138
καί λαϊκούς, ἀπηύθυνε τόν ἴδιο παρακλητικό ‐ κατηχητικό λόγο ἀνεξαιρέτως καί
κατά τήν ἐκδήλωση τῶν πρώτων μοναχικῶν κλήσεων , ὅταν μέ τίς εὐχές τῶν
γονέων καί μέ πηγαία χαρά ὑποδεχόταν τούς νεοκαρέντες στήν ἀδελφότητά του.
Καλλιέργησε τους δεσμούς μέ τίς κατά σάρκα οἰκογένειες τῶν μοναχῶν, τούς
πώς ἡ τελική ἀναφορά τους θα ἦταν στό γέροντα και τήν ἀδελφότητα.Στήν
ἐσωτερική συγκρότηση τῶν κοινοβίων του ἔλαβε ὑπόψιν καί μιάν ἄλλη
παράμετρο · τίς συγγένειες τῶν ἀδελφῶν. Χάρη καί σέ αὐτόν τόν ἀνθρώπινο
παράγοντα, πλήν τῆς θείας χάριτος καί τῆς συναφοῦς πνευματικῆς συγγενείας ,
ἔνδυση, ἄμφια, κ.τ.τ.) τῆς Σιμωνόπετρας συσφίγγει αὐτή τήν οὕτως ἤ ἄλλως
λατρία, τό συγκεντρωτισμό καί τήν ὑπεροψία . Ἔδινε φτερά στά τέκνα του κι
ἐμπιστευόταν τούς πάντες κατά τό μέτρο τῶν χαρισμάτων τους . Γιά τίς
νοοτροπίας του ἀπό τά πνευματικά του τέκνα. Θέλησε καί πέτυχε –κατά τις
εὐφρόσυνη γεύση τῆς μονῆς στήν καρδιά τους δοξάζοντας τόν μέγα
βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς πολιτείας579. Ἡ ἔκδοση ἑπτά τόμων μέ τίς
ἔκδοση κειμένων τοῦ Γέροντος σημειώνει ὅτι ἡ παράθεση τῆς διδασκαλίας του
ἀπό τή γλωσσική διαχρονία καί χρησιμοποιεῖ ἕνα σύνθετο γλωσσικό ἰδίωμα, ὅπου
μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Γέροντος ἕνας θεολογικός λόγος ὡς μέγιστη μορφή
συνείδησης 581.
στοιχεῖο ἄϋλο , πνευματικό , νοητικό , δηλ. τή σημασία , καί ἕνα στοιχεῖο ὑλικό,
ἐξωτερικό πού εἶναι πλήν τῆς γραπτῆς της ἄρθρωσης και ἡ φωνητική της
ἀπεικόνιση 582. Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα ὑπῆρξε ἕνα ἐπιπλέον «ἀμφίβληστρο» γιά τήν
γεννοῦσε τό αἴσθημα τῆς υἱότητος στίς κατ’ ἰδίαν ἐντεύξεις καί στήν ποικίλη
ἐνδιαφέροντος , τοῦ «πόνου» γιά τά τέκνα του. Ἡ φωνή του ἦταν πάντοτε
καθαρή, στεντόρεια καί ἤρεμη , λιγυρή, ὄχι «μουσική» , ἐνίοτε μελαγχολική 583 καί
σημαῖνον 584.
«…Ὁ πρακτικός θεολογικός λόγος ( ἐν. τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ) διέπεται ὑπό τῶν
εἰς τάς βιβλικάς θεοφανείας καί ἀποκαλυπτικάς ἐμπειρίας τῶν πατριαρχῶν καί
τῶν ὁρώντων τόν ὄντως ὄντα Θεόν δικαίων καί προφητῶν, τάς ὁράσεις τῶν
μεταμορφώσει δοξασθέντων ὁσίων καί ἀσκητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν
παρήγορος, φιλάνθρωπος καί ἰαματικός τῶν παθῶν, τῶν ὀδυνῶν καί τῶν
ταλαιπωριῶν τοῦ ὑπό τοῦ ἄγχους, τῆς μονώσεως καί τῆς ἀπροσώπου κοινωνίας
καταδυναστευο‐μένου ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Διό καί τήν ταλαιπωρίαν αὐτήν
ἱλαρότητι, παρηγορεῖ καί παρακαλεῖ, μεταδίδων οὕτως ἐναργῶς εἰς τούς ἀκροατάς
του τήν ἀσφάλειαν, τήν βεβαιότητα , τήν θαλπωρήν καί τήν δύναμιν τοῦ
Παρακλήτου…»585
ἀνθρώπινης καρδιᾶς 587 , ὅπως αὐτός θεία χάριτι συντελεῖται διά τῆς ἀγάπης. Σέ
ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βίου καί τῆς ποιμαντικῆς του ὁ Γέροντας διαπνεόταν
ἀπό αὐτό τόν πλατυσμό καί μετέδιδε μια ἄνεση σ’ ὅποιον εἶχε ἀπέναντί του.
Ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ δεῖνα πνευματικός εἶναι καλός , ρωτοῦσε μέ νόημα :
«παιδί μου, λύνει προβλήματα; ». Θεωροῦσε ἱκανό τόν ἄνθρωπο πού ἀνέπαυε
τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους , γιατί αὐτό ἔπραττε ὁ ἴδιος. Ἔδινε πάντοτε
585 Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., Κατηχήσεις , τ.1,Εἰσαγωγή ἀπό τις μοναχές τοῦ Ἱ.Κοινοβίου Ὁρμυλίας , σ. 22‐23
586 Β΄Κορ. 6,11‐13
587 Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Κατηχήσεις τ. 5, σ. 19
588 Μοναχοῦ Μωϋσέως ὅπ.παρ., σ.441 Πρβλ. Βίος γέροντος Παϊσίου καί γέροντος Πορφυρίου
142
ἀμφίπλευρο πλατυσμό καρδίας καί νά μοιραστεῖ εὔκολα μαζί του τά ἄδηλα καί
τά κρύφια τῶν μύχιων τῆς ψυχῆς του. Συγκαταβατικός καί συνάμα αὐστηρός ,
εὔχαρις καί σοβαρός , γλυκύς καί «στυφός», δαπανοῦσε ὥρες , μέρες καί χρόνια για
τοῦ σαρκίου του , καθώς σέ τίποτε δέν ὑπολειπόταν ἀπό τόν μοναχικό κανόνα
του καί τό ἐπιπλέον νηπτικό του πρόγραμμα. Χαρά , μισθός καί στέφανός του 590
πρόοδος στή φερέπονο καί ζείδωρο ἄσκηση , ἡ ἐντρύφηση στήν ἡδύλαλο σιωπή ,
τό καινοποιό καί κενωτικό πάθος , ὅλων τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ , τῶν δικῶν του
τέκνων. Κορυφαίος πόθος του ἡ ἀντίληψη ἀπό κάθε ἐξαρτωμένη ὑπ’ αὐτοῦ
ψυχή τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου , τήν ὁποία τείνει γιά νά τήν εἰσοδεύσει στή
ποιμαντικό εὖρος καί βάθος της. Δι’ ὅλης τῆς βιοτῆς και πολιτείας του, ὁ π.
Αἰμιλιανός ζητοῦσε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς τείνει τό στιβαρό
παραλάβει ἀνθρώπινες ψυχές γιά νά τίς «ζυμώσει» 593 ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ
ὅτι ἐπιτελεῖ ἔργο ὑπακοῆς στήν Ἐκκλησία , συντελεστικό ὅμως καί τοῦ δικοῦ του
ἐξαγιασμοῦ. Στούς τομεῖς πού διακόνησε τόν ἄνθρωπο ἔδωσε κυριολεκτικά τόν
ἑαυτό του, ἐκδαπάνησε τίς σωματικές καί πνευματικές του δυνάμεις γιά τίς
ἕνωση τῶν ὑπάρξεων , πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός , καί τήν ὑπέρβαση τῶν
ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀλήθεια τῆς ἱστορίας : Νωρίς ἐτελειώθη καί ὑπό τῆς θείας χάριτος
αὐξανομένη ἀδελφότητα στήν Ἱ.Μ. Σίμωνος Πέτρας – φύτευμα μέν δικό του, ἀλλά
πνευματικῶν τέκνων του σέ ὅλες τις ἐκφάνσεις τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ τῆς
πατέρας , παιδαγωγός εἰς Χριστόν καί ἀναγεννητής τῶν ὑπάρξεών τους , ἀλλά ἡ
δημιούργησε ἕνα ἀχυρένιο πνευματικό ἔργο, τό ὁποῖο δοκιμασθέν ἀπό τό πῦρ τῆς
594 Ἀπολυτίκιο ἑορτῆς Ἁγίου Θεοδώρου Τήρωνος ( 17 Φεβ. ) στό Ὡρολόγιον τό Μέγα, ὅπ. παρ. σ. 259.
595 Β΄Κορ.12,15 καί Ρωμ. 5,6
596 Πρωτ. Ἀθαν. Γκίκα , Ποιμαντική , ὅπ.παρ., σ.90‐92 .
μεταίχμιο ἀφ’ ἑνός μέν μιᾶς γενεᾶς ἡ ὁποία στρέφεται πρός τόν κόσμο καί
κοινωνικῶν πληγῶν καί τήν κάλυψη βιοτικῶν ἀναγκῶν, ἀναζητώντας ἔτσι ἕνα
ἀλλά καί πνευματικῆς ὡριμάνσεως , πού ἀναζητεῖ τή δικαίωση τοῦ πιστοῦ στόν
κακοπαθείας καί ἑκουσίας ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καί τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γιά τή
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
πνευματικῆς πατρότητας.
στήν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ὄρους , πνευματικός καρπός τῆς ὁποίας εἶναι
τήν παραίτησή του ἀπό τήν ἡγουμενία καί τόν ἐφησυχασμό του στό
ἔργο τοῦ Γέροντος, ἡ ἐπίμονη και στοχαστική ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου καί
τῶν ἱστορικῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνιστοῦν ἕνα βιβλικό ὑπόβαθρο
146
για τη νηπτική και ποιμαντική του διδασκαλία , τό ὁποῖο παραπέμπει σέ
Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τίς μελέτες του ἀλλά καί τήν ἀναζήτηση πνευματικῶν
συνδυασμό μέ τίς βασικές ἔννοιές τῆς θεολογίας του ἀφοροῦν στή σχέση
Θεοῦ καί ἀνθρώπου, στήν καλλιέργεια τῆς νήψεως μέσα ἀπό μιά
μέσα ἀπό τόν ἁγιασμό τή χαρά καί τήν ἀγάπη. Ἐφαλτήριο πνευματικό ἡ
ἀνθρώπινη καρδιά.
ὕφος τῶν κειμένων, ἀκόμη και για τη χαρακτηριστική φωνή του. Ἀποπνέει
θησαυρό γιά τήν ἐποχή μας καί παρακαταθήκη ζωῆς γιά ἐκείνους πού
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ʺ ... Πνεῦμα Κυρίου ἐπʹ ἐμέ , οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με , εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς
ἀποτελεῖ μιά ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ κόσμου τοῦ Γέροντος καί κλεῖδα
κατανοήσεως κι ἑρμηνείας τοῦ ἔργου του. Ταυτόχρονα ἀποτελεῖ καί μιάν ἔξοδο
τοῦ λόγου του , ἀπό τόν στενό κύκλο τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καί τῶν
τότε ἀκροατῶν του, πρός τόν κόσμο ὁλόκληρο · ἀποκάλυψη τῶν ἀβύσσων τῆς
ἁγιασμένης ψυχῆς του 600 , ἀλλά καί λύση τοῦ μυστηρίου τῆς καταλυτικῆς
ἐπιδράσεως τοῦ λόγου του καθώς καί τῆς διεισδυτικῆς δυνάμεως καί πειθοῦς τῆς
διδασκαλίας του. Λόγος πού δεν αὐθεντεῖ , δεν ἐπιβάλλεται , δεν καταναγκάζει
ἀλλά συζητεῖ καί διαλέγεται ἐν ταπεινώσει , κατεβαίνει «ὡς ὑετός ἐπί πόκον καί
ὡσεί σταγών , ἡ στάζουσα ἐπί τήν γῆν».601Δέν διασπᾶ, δέν ταράττει , ἀλλά
εἰρηνοποιεῖ , εἰρηνεύει τήν ψυχή μέ τήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σ’ αὐτήν
ὁδηγοῦν οἱ κατηχήσεις και οἱ λόγοι του · αὐτή παρέχει ἡ χάρη τῆς ἱερωσύνης γιά
Προφητάνακτα Δαβίδ :
κατεσμικρύνθην μικρόν ἐνώπιόν σου , Κύριέ μου Κύριε, καί ἐλάλησας ὑπέρ τοῦ
... δούλου Σου εἰς μακράν .. καί νῦν Σύ οἶδας τόν δοῦλον Σου, Κύριέ μου Κύριε,
διά τόν λόγον Σου πεποίηκας καί κατά τήν καρδίαν Σου ἐποίησας πᾶσαν
τήν μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τῷ δούλῳ Σου ἕνεκεν τοῦ μεγαλῦναί Σε,
Κύριέ μου Κύριε, ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς Σύ καί οὐκ ἔστι Θεός πλήν Σοῦ ἐν πᾶσιν
οἷς ἠκούσαμεν ἐν τοῖς ὠσίν ἡμῶν ... Καί νῦν , Κύριέ μου Κύριε, τό ρῆμα ὅ
ἐλάλησας περί τοῦ δούλου Σου ... πίστωσον ἕως τοῦ αἰῶνος Κύριε
Παντοκράτωρ... διά τοῦτο εὗρεν ὁ δοῦλός Σου τήν καρδίαν ἑαυτοῦ τοῦ
προσεύξασθαι πρός Σέ τήν προσευχήν ταύτην . Καί νῦν , Κύριέ μου Κύριε, σύ
εἶ Θεός καί οἱ λόγοι Σου ἔσονται ἀληθινοί καί ἐλάλησας ὑπέρ τοῦ δούλου Σου
τά ἀγαθά ταῦτα . Καί νῦν ἄρξαι καί εὐλόγησον τόν δοῦλον Σου τοῦ εἶναι εἰς
τόν αἰῶνα ἐνώπιόν Σου ὅτι Σύ ,Κύριε μου Κύριε, ἐλάλησας καί ἀπό τῆς
602 Β΄ Βασιλειῶν 18 , 28
150
Π Η Γ Ε Σ
Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου , Ἑξήγησις εἰς τούς ψαλμούς, P.G. 27. 60 ‐ 548
‐ Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου
‐ συγγραφείς καί ἀποσταλείς πρός τούς ἐν Ξένῃ μοναχούς
παρά τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου Πατριάρχου
Ἀλεξανδρείας, P.G. 26 , 835‐976
Ἁγίου Βασιλείου Μεγάλου , Ὁμιλία εἰς τον νθ΄ ψαλμόν 2 , P.G. 29 , 460‐469
‐ Ἐπιστολή 207 , 3 , P.G. 32 ,760
‐ Ὅροι κατά πλάτος,μγ΄, P.G. 31 , 1109‐112
‐ Ἐπιστολή β΄, Πρός Γρηγόριον ἑταῖρον (περί ἡσυχίας καί
ἀπραγμοσύνης), P.G. 32, 224
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α΄ εἰς τά τῆς Γραφῆς ρήματα « ποιήσωμεν ἄνθρωπον
κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν, P.G. 44 , 257‐277
‐ Περί τελειότητος καί ὁποῖον χρή εἶναι τόν Χριστιανόν πρός
Ὀλύμπιον μοναχόν, P.G. 46, 252‐288
Αἰμιλιανοῦ, Ἀρχιμανδρίτου‐Καθηγουμένου Ἱ.Μ.Σίμωνος Πέτρας , Κατηχήσεις καί Λόγοι :
‐ τ.1 Σφραγίς Γνησία , Ἔκδ. Ὁρμύλια 1995
‐ τ.2 Ζωή ἐν Πνεύματι, Ἐκδ. Ὁρμύλια 1998
‐ τ.3 Ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, Ἐκδ. Ὁρμύλια 1999
‐ τ.4 Θεία Λατρεία ,Ἔκδ. Ὁρμύλια 2001
‐ τ.5 Σταθμοί στήν Πνευματική Ζωή , Ἐκδ. Ὁρμύλια 2003
‐ Ἰσάγγελος χορεία, στόν τόμο Ὁρμύλια, ἐκδ. Ἰντεραμέρικαν , Ἀθήνα 1992
‐ Λόγοι ἀσκητικοί, ἑρμηνεία στόν ἀββᾶ Ἠσαῒα , ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2005
‐ Λόγος περί νήψεως, ἑρμηνεία στον Ἅγιο Ἡσύχιο , ἐκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2008
‐ Λόγος περί Ἁγίου Πνεύματος, ἔκδ. Ἴνδικτος , Ἀθῆναι 2006
‐ Ἡ ἄνεσις τῆς βίας και ἡ βία τῆς άνέσεως, στα Πρακτικά Πανελληνίου Μοναστικοῦ
Συνεδρίου , ἔκδ. Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου , Ἅγια Μετέωρα 1990
151
Μέγα Εὐχολόγιον, τῆς κατά Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας περιέχον τάς
τῶν ἑπτά μυστηρίων Ἀκολουθίας, σπουδῇ καί ἐπιστασίᾳ Σπυρίδωνος Ζερβοῦ
ἱερομονάχου, νῦν δε ἐπανεκδιδόμενον εἰς γ΄ἔκδοσιν ὑπό τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΑΣΤΗΡ»
βάσει τῆς έν Βενετίᾳ β΄ἐκδόσεως 1862 ἐκ τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος,
Ἀθῆναι 1986.
Μέγα Ὡρολόγιον, Περιέχον ἅπασαν την ἀνήκουσαν αὐτῷ Ἀκολουθίαν κατά την τάξιν
τῆς Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μετά συναξαρίων παςῶν τῶς ἑορτῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, ἔκδοσις δευτέρα διωρθωμένη, ἀναπαλαίωσις τῆς έν Βενετίᾳ τῷ 1856 ἐκ τοῦ
Ἑλληνικοῦ τυπογραφείου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κυκλοφορηθείσης ὑπό τῶν ἀδελφῶν
Ἰωάννου καί Σπυρίδωνος τῶν Βελούδων, λαβόντων ὑπ’ὄψιν τήν ἕκτην ἔκδοσιν τοῦ
Φοίνικος κατά διόρθωσιν καί εἰς τρία μέρη διαίρεσιν ὑπό Βαρθολομαίου
Κουτλουμουσιανοῦ τοῦ Ἰμβρίου , ὑπό τῶν ἐκδόσεων «ΑΣΤΗΡ» , Ἀθῆναι 1984
Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως βιβλία δ΄.
Δογματικά , P.G. 94 , 789‐1228
Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικοί λόγοι, ἔκδοσις Ἀπόστολος Βαρνάβας , Ἀθῆναι 1976
Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου, Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου
Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ καί Παλαμᾶ λάμψαντος τον
ΙΔ΄αἰώνα , συγγραφείς παρά τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Φιλοθέου , στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέον Ἐκλόγιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ ,
Ἀθῆναι 1974
Παρακλητική, περιέχουσα πᾶσαν τήν ἀνήκουσαν αὐτῇ ἀκολουθίαν , ἐκ. ΦΩΣ , χ.χ.,
Ἀθῆναι
Σύνταγμα τῶν θείων και ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων και πανευφήμων ἀποστόλων και
τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν κάι τοπικῶν συνόδων και τῶν κατά μέρος ἁγίων πατέρων
ἐκδοθέν σύν πλείσταις ἄλλαις την ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν διεπούσας διατάξεσι,
μετά τῶν ἀρχαίων ἑξηγητῶν και διαφόρων άναγνωσμάτων , ὑπό Γ.Α. Ράλλη και Μ.
Ποτλῆ ἐγκρίσει τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,Ἀθήνησιν ἐκ τῆς
τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος 1852, φωτοτυπική ἀνατύπωσις ἐκδ. Γρηγόρη 1992 τ.Α‐Στ
Β Ο Η Θ Η Μ Α Τ Α
Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Ἱ.Μ. Δημητριάδος , τ.1 Ἐσχατολογία και Ἐκκλησία, ἔκδ.
Καστανιώτης Ἀθήνα 2003
Γουνελᾶ Σωτήρη, Ἡ στροφή μας στο φῶς, ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου τοῦ ἀρχ. Αἰμιλιανοῦ,
στήν περιοδική ἔκδοση σπουδῆς στην ὀρθοδοξία , στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ (99)
Ἐφραίμ Γέροντας Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱ.Ἡσυχαστηρίου Ἅγιος Ἐφραίμ, Ἅγιον Ὄρος 2000
Ζωσιμᾶ μοναχοῦ, Ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης ( 1901‐1988) Ἡ ζωή καί τό ἔργο του,
Ἀθῆναι 1996
Θερμοῦ Βασιλείου πρωτ. ,Ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης, ἐκδ. Ἁρμός , Ἀθήνα 1996
‐ Τά ὀφίκκια τῶν πρεσβυτέρων , ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999
Ἱ.Π. Γρ. , Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος και τό Ἅγιον Ὄρος, στό περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ , τ. 3 ,
ἔκδ. Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1978
Ἰωσήφ Γέροντος ( Βατοπαιδινοῦ) , Διδαχές ἀπό τον Ἄθωνα, ἐκδ. Τό Ἅγιον Ὄρος
Θεσσαλονίκη 1989
Κρικώνη Χρίστου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, βίος και συγγραφικόν ἔργον, ἐκδ.
Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἀθῆναι 2001
Μαξίμου μοναχοῦ Ἰβηρίτου, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἰς την συνείδησιν τῶν ἁγιορειτῶν , στά
Πρακτικά ΚΒ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ», Θεσσαλονίκη 2002
Μεταλληνοῦ Γεωργίου Πρωτ., Πρώϊμη ἀξιολόγηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, στο συλλογικό
ἔργο : Ἐπετηρίς Ἑταιρίας Κυκλαδικῶν Μελετῶν τ. ΙΘ , Ἀθήνα 2005
Μπουγάτσου Ν.Θ ,Πνευματικαί ἐπιδράσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό συλλογικό ἔργο
Ἑλληνική Δημιουργία τ.13 , ἐκδ. Παπαδήμα Ἀθῆναι 1953
157
Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ ,
Κατερίνη 2006
‐ Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Ἅγιον Ὄρος 1991
‐ Οἱ πνευματικοί πρόγονοι τοῦ Γέροντος Ίωσήφ τοῦ Ἡσυχα‐
στοῦ , στό συλλογικό τόμο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ‐ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ , ἔκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2007
Νικηταρᾶ Παύλου Ἀρχιμ., Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ‐ μια σύγχρονη μορφή τῆς
Πάτμου (1888‐1970) ἔκδ. Ἑπτάλοφος Ἀθήνα 1992(3)
Νούση Σωτηρίας, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ἐκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ , Ἀθῆναι 1992 (4)
Παναγοπούλου Ἀλεξίου ,π. Ἰουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία, ἔκδ.Διψῶ , Πάτρα
1995
Παναγοπούλου Δημητρίου , Οὐδέν ἀνίατον διά τον Ἅγιον Νεκτάριον , Ἀθῆναι 1963
Πλακίδα Deseille Ἀρχιμ., Εἰσαγωγή στην ἑρμηνεία τοῦ ἀββᾶ Ήσαῒα, ἔκδ. Ἴνδικτος 2005
Πόποβιτς Ἰουστίνου Ἀρχιμ. , Ἄνθρωπος και θεάνθρωπος, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Άλ. & Ε.
Παπαδημητρίου , Ἀθῆναι 1968
Στέφα Γεωργίου Ἀρχιμ. , Μοναστῆρι Βυτουμᾶ ‐ μία ἑστία πολιτισμοῦ , Τρίκαλα 1988
Σωφρονίου Ἀρχιμανδρίτου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ.
Προδρόμου Ἔσσεξ 1992
‐ Περί προσευχῆς , Ἔκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 1993
‐ Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης , Ἐκδ. Ἱ.Μ.Τ.Προδρόμου Ἔσσεξ 2003
159
Τόλιου Στεφάνου Ἀρχιμ. «Περί τῆς κλήσεως τῶν ἐφήβων έν τῇ κοινωνίᾳ», Λόγος «»Αγίου
Νεκταρίου Ἀρχιεπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ» στά Πρακτικά ΚΒ΄
Θεολογικοῦ Συνεδρίου Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ»,
Θεσσαλονίκη 2002
Τσάμη Δημητρίου , Εἰσαγωγή στη σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ,
ἐκδ. Πουρναρᾶ , Θεσ/νίκη 1995
Χαϊδεμένου Φιλιῶς, Τρεῖς αἰῶνες μια ζωή, ἐκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2005
Χριστοδουλίδη Χρ., Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος –μια πορεία προς την ἁγιότητα, Λεμεσός 2002