Professional Documents
Culture Documents
η. Ό Πόρος. Σελις 2 ί ο .
8 . Τ ο Ν αύπλιον. Σ ελις 9.0.8 .
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ - Ι Ι ο ν Δ Α Ι Α ΤΩΝ Π ΡΟ Σ Ω Π Ο Γ Ρ Α Φ ΙΩ Ν .
Μ Μ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
ΤΟY ΕΤΟΥΣ
1865
έκδοθεν ύπο Μαρίνου Π. βρετου.
(Ε Τ Ο Σ Ε'Ο
Π Ω ΛΕΙΤΑΙ
Ε Ν Π Α Ρ ΙΣ ΙΟ ΙΣ , m e d e s s a in t s - p è k e s , 19.
Ε Ν Α Θ Η Ν Α Ι Σ , παρά τω φωτογράιρω Κ . Δημητρίω Κωνσταντίνο).
II Α Κ ΡΟ Κ Ο ΙΊΝ Θ Ο Σ.
η η τού χ α ρ τ ιο ύ ....................................... 817
η η τής πυροκονίας......................... 484
» » τής τυ π ο γρ α φ ία ς : ............· 425
Ά π ό άλώσειυς Κωνσταντινουπόλεως υπό Μωάμεθ τού Β', τω 1 4 5 3 . 412
Ά π ό ανακαλύψει»)? τής Α μ ερ ικ ή ς............................................................... 373
Ά π ό τής εδρέσεως τής νικοτιανής. . . . ............................................... 305
Ά π ό τού νέου ήμερολογίου επί τού ΙΙάπα Γρηγορίου Ι Γ ' ................. 283
Ά π ό άλώσεως τής Κ ρ ή τ η ς.......................................................................... 196
Ά π ό πτι»')σει»)ς τής Έ νετικ ή ς Α ρ ισ τοκ ρ α τία ς.....................................·. 68
Ά π ό τής ανεξαρτησίας τής 'Ε λ λ ά δ ο ς.............................. 44
Ά π ό Ό θ ω νο ς πρώτου Βασιλέως αύτής........................................... 32
Ά π ό άναβάσειυς εις τον θρόνον τού Σουλτάνου Απτοί»/. Ά ζ ίζ -Χ ά ν . 4
Ά π ό τής Ιν Έ λ λά δ ι καταργήσεο>ς τής Βαυαρικής δ υναστείας.. . 2
Ά π ό τής παραδοχής τού Ε λλη νικ ού Σ τέμμ ατος παρά Γεωργίου
τού A ' ........................................................................................................ 1
Ε Ο Ρ Τ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Τ ΙΚ Α !.
ΛΙΟΣ.
Τ δ "Αγιον ΓΙάσχα, Α π ριλίου δ'.
Τ ή ς Χ ναλήψ εω ς, Μαίου ιγ'.
ΝΕΜΕΑΙΟΓ
Τ ή ς Π εντηκοστής, Μαΐου χ γ'.
Τ ω ν Α γίω ν Π ά ντω ν, Μαΐου λ '.
'Η νηστεία των Α γίω ν Α ποστόλω ν, ήμέραι κθ'.
ΤΟΐ
‘Η μνή μ η αυτώ ν, ήμερα τρίτη.
'Η παραμονή των Χριστουγεννοιν, ήμερα παρασκευή.
ΝΑΟΣ
Ε Θ Ν ΙΚ Α ! Ε Ο Ρ Τ Α Ι .
Β Α Σ ΙΛ ΙΚ Α ! Ε Ο Ρ Τ Α Ι
ΣΗ Μ ΕΙΩ ΣΙΣ.
Λ ί άνατολαί και δύσεις τού ήλίου άναιρέρονται εις τδν δρίζοντα των
Α θη νώ ν.
Τ δ μεν Π. σημαίνει έτος π αλαιδν, τδ δέ Ν . νέον έτος.
ΙΑ Ν Ο Υ Α ΡΙΟ Σ.
Ν. Π.
13 1 φ Ή Περιτομή του Χρίστου και μνήμη Βασιλείου του Μεγάλου. Α ρ γίο .
Πα.
14 2 Σιλβέστοου Π άπα 'Ρ ώ μ η ;.
Σα.
15 3 Φ Μ αλαχίου του Προφήτου καί Γορόίου Μάρτυρος.
Κυ.
16 4 Π Σύναξις των Ο7 ’Αποστόλων.
Δε. [τύρων. Νηστεία
17 5 Παραμονή τω ν Φ ώτων* καί μνήμη Θ εόπεμπτου καί Θεωνά τω ν Μαρ-
Τρ.
18 6 φ Τ ά Ά γ ι α Θ ε ο φ ά ν ε ι α . Κατάλυσις εις πάντα.
Τε.
19 7 ^ Ή Σύναξι; του Προδρόμου. ’Αργία καί ιχθύος κατάλυσις.
Πε.
20 8 Δομνίκης τής 'Ο σίας.
II* .
21 9 Πολυεύκτου Μάρτυρος.
Σα.
22 10 Κυ. Γρηγορίου Ε π ισ κ ό π ο υ Νύσσης.
23 11 Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.
Δε.
24 12 ,Τατιανής Μάρτυρος.
Τρ.
26 13 'Κρμύλου Μάρτυρος. Ά π ό δ ο σ ι ς τ ω ν Θ ε ο φ α ν ε ί ω ν .
Γε.
26 14 Τ ω ν έν Σινα καί 'Ρ α ιθώ Πατέρων.
Πε.
Παύλου τού Θηβαίου καί Ίω άννου τού Καλυβίτου τω ν 'Ο σίω ν.
ΤΩ)Ν Μ ΙΚ Η Ν Ω Ν .
27 15 Πα.
28 16 ΤΙ προσκύνησις τής άλύσεως Πέτρου τού ’Αποστόλου.
Σα.
29 17 Φ ’Αντωνίου τού Μεγάλου. ’Αργία καί κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
Κυ.
30 18 Φ ’Α θανασίου καί ΚυρίλλουΗατριαρχών ’Α λεξάνδρειάς. ’Α ργία, καί κα τά -
Δε.
λυσις οίνου καί ελαίου.
31 19 Τρ- Μακαρίου τού Α ιγυπτίου καί ’Αρσενίου Κέρκυρας.
Φεβρουάριος.
1 20 Τε. Φ Ευθυμίου τού Μεγάλου. ’Αργία καί κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
Η ΑΚΡ0110Λ1Σ
2 21 Πε. Μαξίμου τού Ό μολογητοϋ.
3 22 Πα. Τιμοθέου Αποστόλου κ αί ’Α ναστασίου Ό σιομάρτυρος τού Πέρσου.
4 23 Σα. Κλήμεντος 'Ιερομάρτυρος. [Ό σ ία ς.
5 24 Κυ. © Τού Τελώνου καί Φαρισαίου. Ά ρ χ ε τ α ι τ ό τ ρ ι ώ δ ι ο ν . Ξένης τής
6 25 Δε. Φ Γρηγορίου τού Θεολόγου. ’Α ργία καί κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
7 26 Τρ· Ξενοφώντος τού Ό σ ίο υ.
8 27 1 ε. Φ 'I I Ανακομιδή των Λειψάνων Ίω άννου τού Χρυσοστόμου. Α ργία
καί κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
9 28 Π ε. Έ φ ραίμ τού Σύρου.
10 29 11α Ή Ανακομιδή τω ν Λειψάνων ’Ιγνατίου 'Ιερομάρτυρος.
ι ι 30 Σα. Φ Των τριών 'Ιεραρχώ ν, Βασιλείου του Μ εγάλου, Γρηγορίου τού Θεολό
γου, καί Ίω άννου τού Χρυσοστόμ.ου. Α ρ γία , καί κατάλυσις οίνου κ α ί
12 31 Κυ. Τού Α σώ του. Κύρου καί Ίω άννου τών Αναργύρων. [ελαίου.
Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ ΙΟ Σ .
Ν. Π.
13 1 Δε. Τρύφωνος Μάρτυρο; κ α ί π ρ ο ε ό ρ τ ι α τ ή ς Υ π α π α ν τ ή ς .
14 2 Τρ. )$( 'Η Υ π α π α ντή του Κυρίου ήμών Ιη σ ο ύ Χριστού. ’Αργία καί ίχθ. Κ ατ.
15 3 Τε Συμεών του Θεοόόχου καί Ά ννης τής προφήτιδος.
16 4 Πε. Τού ‘Οσίου ’Ισιδώρου του Πηλουσιώτου.
17 5 11α. Άγάθης Μάρτυρος.
18 6 Σα. Μνήμη τώ ν από αίώνος Κ εκοιμημενων. Βουκόλου ’Επισκόπου Σμύρνης,
καί Φ ω τίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
19 7 Κυ. ι$( Τ ή ς Ά π ό κ ρ ε ο » . Παρθενίου ’Επισκόπου Λαμψάκων.
20 8 Δε. Θεοδώρου του Στρατηλάτου.
21 9 Τρ. Ά π ό δ ο σ ι ς τ ή ς έ ο ρ τ ή ς . Νικηφόρου Μάρτυρος.
22 10 Τε Χαραλάμπους ‘Ιερομάρτυρος.
23 11 11ε- Βλασίου Ιερομάρτυρος.
24 12 ΙΙα Μελετίου ’Αντιόχειας.
25 13 Σα Μνήμη πάντω ν τώ ν οσίων καί ασκητών. Μαρτινιανού τού Ό σ ίου.
26 14 Κυ. ►Β Τ ή ς Τ υ ρ ο φ ά γ ο υ . Αυξεντίου τού Ό σ ίο υ .
27 15 Δε. Ό νησίμου τού ’Αποστόλου. Ά ρ χ ε τ α ι ή ά γ . κ α ί μ ε γ ά λ η Τ ε σ σ α ρ α -
28 16 Ί > ΙΙαμφίλου Μάρτυρος καί τώ ν συν αύτώ . [κ ο σ τ η .
Μάρτιος.
1 17 Τε. Θεοδώρου τού Τύρωνος.
2 18 Πε. Λέοντος Π άπα ‘Ρώ μης.
3 19 ΙΙα. Ά ρχίππου τ ο ύ ’Αποστόλου.
4 20 Σα. Λέοντος ’Επισκόπου Κατάνης. Μνήμη τού θαύματος τών κολλύβων υπό
τού αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοοώρου τού Τύοωνος.
5 21 Κυ. Τ ή ς ’Ο ρ θ ο δ ο ξ ί α ς . Τιμοθέου τού έν Συμβόλοις, καί Ευσταθίου ’Αν
6 22 Δε. ι ώ ν έν τοΐς Εύγενίοις Μαρτύρων. [τιοχειας*
7 23 Το. Πολυκάρπου ’Επισκόπου Σμύρνης.
8 24 Τε Η α’ καί β'. Εύρεσις τής τιμ ία ς Κεφαλής τού Προδρόμου.
9 25 ΙΙε. Ταρασίου ’Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
10 26 ΓΙα Πορφυρίου Ε π ισ κ ό π ο υ Γάζης.
11 27 Σα. Προκοπίου τού Δεκαπολίτου.
12 28 Κυ. Φ β \ τών Νηστειών. Βασιλείου τού Ό μολογητού.
Μ Α Ρ Τ ΙΟ Σ .
ΑΡΓΟΣ
28 16 Τρ. Σαβίνου Μάρτυρος.
29 17 Τε. ’Αλεξίου τού ’Α νθρώπου τού Θεού.
3 0 18 ΓΙε. Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψ ά λ λ ε τ α ι ό μ έ γ α ς κ α ν ώ ν .
31 19 ΙΙα. Χρυσάνθου καί Δαρείας Μαρτύρων.
ΕΙΣ
Α π ρ ίλιος.
ΙΙΓΡΑΜΙΛΟΣ
1 20 Σα. Τών έν τη Μονή τού αγίου Σάββα άναιρεθέντων Πατέρων. Ψ ά λ λ ε τ α ι
ό α κ ά θ ισ τ ο ς ύ μ ν ο ς,
2 21 Κυ. φ Ε '. τ ώ ν Ν η σ τ ε ι ώ ν . Ιακ ώ β ο υ 'Επισκόπου τού Ό μολογητοΰ.
3 2? Δε. Βασιλείου ‘Ιερομάρτυρος.
4 23 τρ· Νίκωνος ‘Οσιομάρτυρος καί τώ ν 199 Μαθητών αύτοΰ.
ΕΡΕΙΠΙΑ
5 24 Τε. Ζαχαρίου τού Ό σ ίο υ καί Π ρ ο ε ό ρ τ ι α .τ ο ύ Ε υ α γ γ ε λ ι σ μ ο ύ .
6 25 ΙΙε. Φ ‘Ο Ε ύ α γ γ ε λ ι σ μ ό ς τής ‘Γπεραγίας Θεοτόκου. Κατάλυσις ιχθύος.
7 26 Πα ‘Η σύναξις τού Α ρχαγγέλου Γαβριήλ.
8 27 Σα. * *Η έγερσις τού Λαζάρου. Ματρώνης τής Ό σ ία ς.
9 28 Κυ. © Τ ώ ν Β α ί ω ν . Τλαρίωνος τού Νέου.
10 29 Δε. Μάρκου ’Επισκόπου Άρεθουσίων.
11 τ Ρ. Ίωάννου τού Συγγραφέως τής Κλίμακος.
5
12 . ? Γε. ‘Γπατίου Ε π ισ κ ό π ο υ Γαγγρών.
Σελήνη; τελευταΐον τέταρτον τήν 8 (20) Μαρτ. εις τάς 2 ώρας 11 λεπτά μ . μ.
Νέα σελήνη τήν 15 (27) Μαρτ. εις τάς 7 ώρας 3 λεπτά π . μ.
Σελήνης πρώτον τέταρτον τήν 22 Μαρτ. (3 Ά π ρ.) εις τάς 2 ώρας 54 λεπτά π . μ.
Πανσέληνος τήν 30 Μαρτ. (11 Α π ρ .) εις τάς 6 ώρας 2 λεπτά π . μ.
Τό έαρ άρχεται τήν 8 (20) Μαρτίου εις τάς 3 ώρας 41 λεπτά μ. μ.
Α Π Ρ ΙΛ ΙΟ Σ .
Ν. Π.
13 1 Πε. Μαρίας τής Α ιγύπτιας.
14 2 Πα. Τίτου του ’Οσίου.
15 3 Ι α Νικήτα του ‘Οσίου, και ’Ιωσήφ τοϋ 'Γμνογράφου.
16 4 Κυ. © ΤΟ ΑΓΙΟΝ Π Α ΣΧ Α . ’Α ργία και κατάλυσις είς πάντα καθ’ δλην την
διακαινήσιμον έβδομάδα. Του 'Ο σίου Γεωργίου του έν Μαλεω.
17 5 Δε. Κλαυδίου Μάρτυρος.
18 6 Τρ. Ευτυχίου Κωνσταντινουπόλεως.
19 7 Τε. Γεωργίου Ε π ισ κ ό π ο υ Μελιτηνής.
20 8 Πε. Ή ρωδίωνος τοϋ ’Αποστόλου.
21 9 Πα. Φ Τής Ζωοδόχου πη γή ς. Εύψυχίου Μάρτυρος.
22 10 Ια . Τερεντίου Μάρτυρος.
23 11 Κυ. Φ Ή ψηλάφησις τοϋ Θ ωμά. Ά ντίπ α Ίερομάρτυρος.
24 12 Δε. Βασιλείου Ε π ισ κ ό π ο υ Ιίαρίου.
26 13 Τρ. Μαρτίνου Γ Ιά πα 'Ρ ώ μ η ς.
26 14 Τε. Ά ριστάρχου, Π ούδη, και Τροφίμου τω ν ’Αποστόλων.
27 15 Πε. Κρήσκεντος Μάρτυρος.
Τ ΙΡ Τ Ν Θ Ο Ι
28 16 11α. ’Α γάπης, Είρήνη;, καί Χιονίας Μαρτύρων Π αρθένων.
29 17 Ια . Συμεών τοϋ έν Π ερσίδι. [εξ Ίω αννίνω ν.
30 18 Κυ. Φ Των Μυροφόρων. Ίω άννου τοϋ Ό σ ίο υ , καί Ίω άννου Μάρτυρος, τοϋ
Μάιος.
Παφνουτίου 'Ιερομάρτυρος.
ΤΗΙ
1 19 Δε.
2 20 Γρ. Θεοδώρου τοϋ Τρίχινα.
3 21 Τε. Ίανουαρίου 'Ιερομάρτυρος.
ΕΡΕΙΠΙΑ
4 22 Πε. Θεοδώρου τοϋ Συκεώτου.
& 23 Πα. φ Γεωργίου Μεγαλομάρτυρος τοϋ Τροπαιοφόρου. ’Αργία.
6 24 Ια . Ε λισ ά βετ τής Ό σ ια ς καί θαυματουργού.
7 25 Κυ. Φ Τοϋ Παραλύτου. Μάρκου τοϋ Εύαγγελιστοϋ. Κατάλυσις οίνου καί έλ.
8 26 Δε. Βασιλέως Ε π ισ κ ό π ο υ Ά μασείας.
9 27 Το. Συμεών συγγενούς τοϋ Κυρίου.
10 28 Τε. Φ Τ ή ς Μ ε σ ο π ε ν τ η κ ο σ τ ή ς . Τω ν έν Κυζίκω θ' Μαρτύρων.
11 29 Πε. Ίάσωνος καί Σωσιπάτρου.
12 30 11α ’Ιακώβου ’Αποστόλου καί αδελφού Ίω άννου τοϋ Θεολόγου.
Μ ΑΙΟ Σ.
Η ΕΠΙΔΑΤΡΟ:
30 Τρ. Πέτρου καί τω ν συν αύτω Μαρτύρων.
31 Τε. Πατρικίου ‘Ιερομάρτυρος.
Ιο ύ ν ιο ;.
ΙΟΓΝΙΟΣ.
I». II.
13 1 Τρ. Ιουστίνου Μάρτυρος του φιλοσόφου.
14 2 Τε. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως.
15 3 Πε. Λουκιλλιανού Μάρτυρος.
16 4 Πα. Μητροφάνους Κωνσταντινουπόλεως.
17 5 Ια . Δωροθέου Ε π ισ κ ό π ο υ Τύρου.
18 6 Κυ. Φ Ίλαρίω νος του Ό σ ιο υ καί Νέου.
19 7 Δε. Θεοδότου Άγκυρας.
20 8 Τρ. Ή Α νακομιδή τω ν Λειψάνων Θεοδώρου τού Στρατηλάτου.
21 9 Τε. Κυρίλλου Α ρχιεπισκόπου ’Α λεξάνδρειάς.
22 10 Πε. Αλεξάνδρου καί Ά ντωνίνης Μαρτύρων.
23 11 11α. Βαρθολομαίου καί Βαρνάβα τω ν Α ποστόλων.
24 12 Ια . Όνουφρίου καί Πέτρου τώ ν Ό σ ιω ν .
25 13 Κυ. Άκυλίνης Μάρτυρος. [λεως
26 14 Δε. Έ λισσαίου του Προφήτου, καί Μεθοδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπό-
27 15 Το. Ά μώς τού Προφήτου.
28 16 Τε. Τύχω νος Ά μαθοϋντος.
29 17 Πε. Μανουήλ, Σαβέλ, καί Ισ μ α ή λ Μαρτύρων.
30 18 11α. Λεοντίου Μάρτυρος
’Ιούλιος.
1 19 Ια . ’Ιούδα τού ’Αποστόλου.
2 20 Κυ. Φ Μεθοδίου Ε π ισ κ ό π ο υ Πατάρων.
3 21 Δε. Ίουλιανοϋ τού Ταρσέως Ίερομάρτυρος.
4 22 Τρ. Ευσεβίου Ε π ισ κ ό π ο υ Σαμοσάτων.
5 23 Τε. Ά γριππίνης Μάρτυρος.
6 24 Πε. φ Τό Γενέθλιον τού Προδρόμου. Α ργία καί ιχθύος καιάλυσις
7 25 11α Φεβρωνίας Μάρτυρος.
8 26 Ια . Δ αυίδ τού έν Θεσσαλονίκη,
9 27 Κυ. φ Σαμψών τού Ξενοδόχου.
10 28 Δε. Ή ’Ανακομιδή τώ ν Λειψάνων Κύρου καί Ίω άννου τών ’Αναργύρων.
11 29 Το. >5 Πέτρου καί Παύλου τών κορυφαίων’Αποστόλων. Α ργία, καί Ιχθ κατ
12 130 Τε. |φ [ 'Η Σύναξις τώ ν ΙΒ \ ’Αποστόλων. Α ρ γία , κατάλυσις οίνου καί ελαίου
Σελήνης τελευταΐον τέταρτον τήν 4 (16) Ίουν. εις την I ώραν 28 λεπτά μ μ.
Νέα σελήνη τήν 11 (23) Ίουν. εις τάς 9 ώρας 32 λεπτά π . μ.
Σελήνης πρώτον τέταρτον τήν 19 Ίο υ ν. (1 Ίο υ λ.) εις τάς 3 ώρας 15 λεπτό π . μ.
Πανσέληνος τήν 26 Ίουν. (8 Ίουλ.) εις τάς 10 ώρας 2 λεπτά μ. μ.
Τό θέρος άρχεται τήν 9 (21) Ίουν. εις τήν 0 όίραν 20 λεπτά μ. μ.
— 20 —
ΙΟ Υ Λ ΙΟ Σ .
ΤΙ 1— ΣΠΑΡΤΗΣ. — Ο Τ Α ΪΓ Ε Τ Ο Σ .
26 14 Τε. Άκύλα τού ’Αποστόλου.
27 15 Π ε. Κηρύκου καί Ίουλίττη ς Μαρτύρων.
28 16 Πα. Άθηνογένους 'Ιερομάρτυρος.
29 17 Σα. Μαρίνης Μεγαλομάρτυρος. Κ ατάλυσις οίνου καί έλαίου.
30 18 Κυ. © Τ ώ ν Α γ ί ω ν Π α τ έ ρ ω ν . Αίμιλιανού Μάρτυρος.
31 19 Δε. Δίου καί Μακρινής τών ’Οσίων.
Αύγουστος.
1 20 Τρ· © Ή λίου τού προφήτου. ’Α ργία καί κατάλυσις οίνου καί έλαίου.
2 21 Τε. Συμεών τού διά Χριστόν Σαλού ' καί Ίω άννο υτο ύ συνασκητού αυτού.
3 22 ΙΙε. Μαρίας τής Μαγδαληνής.
4 23 Πα. Φ ω κά ’Ιερομάρτυρος καί Ιεζεκ ιή λ τού Προφήτου.
5 2ί Σα. Χριστίνης Μεγαλομάρτυρος.
6 25 Κυ. © Ή κοίμησις τής Ά γιας Ά ννης. Κατάλυσις οίνου καί έλαίου.
7 26 Δε. Έρμολάου Ιερομάρτυρος καί τής άγίας Παρασκευής. Κ ατάλ. οίν.κ α ί έλ.
8 27 Τρ· © Παντελεήμονος Μεγαλομάρτυρος. ’Αργία καί κατάλυσις οίνου καί
ελαίου.
IIΕΛΙΑΣ
Γ9 28 Τε. Π ροχόρου, Νικάνορος, Τίμω νος, καί Π αρμένα τώ ν ’Αποστόλων κ αί
10 29 Πε Καλλινίκου Μάρτυρος. [Διακόνων.
11 30 Πα Σίλα καί Σιλουανού τών ’Αποστόλων εκ τώ ν Ο*.
12 31 Σα. Εύδοκίμου τού Δικαίου.
Σ Ε Π Τ Ε Μ Β Ρ ΙΟ Σ .
Μ ΕΣΣΗ Ν Η Σ.
28 16 Σα. Αογγίνου τού Ε κατόνταρχου.
29 17 Κυ. )$( ϊ ώ ν ‘Α γίων Π ατέρων τής ζ' οίκουμεν. Συνόδου. Ώ σηέ τού προφήτου.
30 18 Δε. Λουκά τού Εύαγγελιστού. Κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
31 19 τρ· Ί ω ή λ τού προφήτου καί Ούάρου Μάρτυρος.
Νοέμβριος.
1 20 Γε. ’Α ρτεμίου τού Μεγάλου, καί Γερασίμου τού Νέου Άσκητού , τού εν τή
Τ11Σ
νήσω Κεφαλήν ία.
2 21 11ε. Τού ‘Οσίου ‘Ιλαρίωνος του μεγάλου.
ΣΤΛΔΙΟΝ
3 22 11α. Άβερκίου τού θαυματουργού.
4 23 Σα. Ιακώ βου ’Αποστόλου τού Άδελφοθέου. Κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
5 24 Κυ. © Άρέθα Μάρτυρος.
6 25 Δε. Μαρκιανού καί Μαρτυρίου Μαρτύρων.
7 26 Γρ. Φ Δημητρίου μεγαλομάρτυρος τού μυροβλύτου. ’Αργία καί κατάλυσις
ΤΟ
8 27 Τε. Νέστορο: Μάρτυρος. [οίνου καί ελαίου.
9 28 ΙΙε. Τερεντίου καί Νεονίλλης Μαρτύρων · καί Στεφάνου τού Σαββαίτου.
10 29 Πα Αναστασίας όσιο μάρτυρος, καί Άβραμίου τού οσίου.
11 30 Σα. Ζηνοβίου καί Ζηνοβίας Μαρτύρων.
12 31 Κυ. Φ Στάχυος, Ά μπλίου καί λοιπών, τώ ν ’Αποστόλων.
Ν Ο ΕΜ ΒΡΙΟ Σ .
Δ Ε Κ Ε Μ Β Ρ ΙΟ Σ .
( Έ χ ε ι ήμερα; 31. Ό ήλιος είναι εί; τον Αίγόκερωγ,.)
Ν. Π.
13 1 Τε. Ναού μ τού προφήτου.
14 2 ΓΙε. Άββακούμ τού προφήτου.
15 3 Πα. Σοφονίου του προφήτου. [οίνου καί ελαίου.
16 4 I* . Βαρβάρας Μεγαλομάρτυρος καί Ίω άννου τού Δαμασκηνού. Κατάλυσις
17 5 Κυ. Φ Σάββα τού Η γιασ μ ένο υ. Α ργία καί Κατάλυσι; οίνου καί ελαίου.
18 6 Λε. © Νικολάου "Αρχιεπισκόπου Μύρων τού Θαυματουργού. Κ ατάλυσι;.
19 7 Τρ. ’Αμβροσίου Ε π ισ κ ό π ο υ Μεδιολάνων.
20 8 Τε. Π αταπίου τού όσιου.
21 9 ΙΙε. © Ή Σύλληψις της ‘Α γίας Ά ννης. Α ργία, καί Κατάλυσις οίνου καί ελαίου.
22 10 11α. Μηνά, Έ ρμογένους, καί Εύγράφου Μαρτύρων.
23 11 Ια . Δανιήλ τού Στυλίτου.
24 12 Κυ. Φ Τ ω ν ‘Α γ ί ω ν Π ρ ο π α τ ό ρ ω ν . Σπυρίδωνος τού Θαυματουργού.
"Αργία, καί καταλυσις οίνου καί ελαίου.
25 13 Δε. Ευστρατίου, καί τω ν συν αύτφ Μαρτύρων καί Λ ουκία; Μάρτυρος.
26 14 Τρ. Θύρσου Μάρτυρος καί των συν α ύτφ .
27 15 Τε. Ελευθερίου ‘Ιερομάρτυρος.
28 16 Π ε. Ά γγαίου τού προφήτου καί Μαρίνου Μάρτυρος.
29 17 Π α. Δανιήλ τού προφήτου * τω ν Α γίω ν τριών Π αίδων * καί Διονυσίου
"Αρχιεπισκόπου Α ίγ ίν η ;, τού έκ νήσου Ζακύνθου. Κ ατάλυσις οίνου
καί ελαίου.
30 18 Ι α . Σεβαστιανού Μάρτυρος.
31 19 Κυ. Φ 'Η προ τής Χριστού Γεννήσεως. Βονιφατίου Μάρτυρος.
Ιανουάριος.
1 20 Δε. Π οεόρτια’ καί "Ιγνατίου 'Ιερομάρτυρος.
2 21 Τρ. Ίουλιανή; Μάρτυρος.
3 22 Τε. ’Α ναστασία; μεγαλομάρτυρος τ ή ; Φαρμακολυτρίας.
4 23 11ε. Των δέκα Μαρτύρων τω ν έν Κρήτη.
5 24 Πα Παραμονή τής Χριστού Γεννήσεως * κ αί Εύγενίας Ό σιομάρτυρο:.
6 25 Ια . Φ Ή κ α τ ά Σ ά ρ κ ,α Γ έ ν ν η σ ι ς τ ο ύ Κ υ ρ ί ο υ ή μ ώ ν " Ι η σ ο ύ
Χ ρ ι σ τ ο ύ . "Αργία τριήμερος , καί κατάλυσις εις πάντα, άπό σό·
μερον μέχρι τής Ιΐαραμ.ονής τω ν Θεοφανείων.
7 26 Κυ. ν£ί ΤΙ μετά τήν Χριστού Γέννησιν. 'Η Σύναξις τής Θεοτόκου.
8 27 Δε. Στεφάνου "Αρχιδιακόνου καί II ρω το μάρτυρος.
9 28 Τρ· Μνήμη των έν Ν ικομήδεια δισμυρίων Μαρτύρων.
10 29 Τε. Τών ‘Αγίων 14 χιλιάδων Ν ηπίω ν.
11 30 Πε. "Ανυσίας Όσιομάρτυρος.
12 31 Πα Μελάνης τής Ό σ ία ς . " Α π ό δ ο σ ι ς τ ή ς τ ώ ν Χ ρ ι σ τ ο υ γ έ ν ν ω ν Έ ο ρ τ ή ς.
3
Ω ! ΑΝ Α Π Ε Θ Ν Η Σ Κ Ο Ν
Κ α τά τό γερμανικόν τοϋ G eorges H erw egh.
ΚΡΗΤΙΚΩΝ Αι Σ Μ Α Τ Ω Ν
Α Δ Ο Μ Ε Ν Ω Ν Ε ΙΣ Α Ν ΤΙΚ ,ΓΘ Η ΡΑ .
Εξανακουρταλίσανε στην πόρτα την παντέρμη · Κ αί στο βυζί του τ ’ έδεσε καί στην καρδιά του δίδ
Σήκω Σουσσάνα μ.’ άνοιξε και διψασμένος είμαι , Εκεί πού ’θάψανε την νειά χρυσή μηλιά έβγήκε,
Κι’ άπό την στράταν την πολλήν περιορισμένος είμαι. Κ ’ εκεί που έθάψανε τον νειό χρυσό κυπαρισσάκι·
Σηκώνεται κι’ ανοίγει του με φόβους και μέ τρόμους · Κάδε λαμπράν καθ’ εορτήν κάθε καλήν ημέραν
Αύτός νερόν της ζήτησε κι’ αυτή νερόν δεν έχει · Τό κυπαρίσσι έσκυφτε καί τήν μηλιάν έφιλει,
Τον μαστραπά της άρπαξε να πάη νά τον γεμίση Αλλη μηλιά τούς θεωρεί καί άλλη μηλιά τούς λέγε
Και τό νερόν είναι κρυόν δροσάτο άπό την βρύσι. Α χ ! τά βαρυορίζικα τά βαρυοαγαπημένα,
Ρουχαλισμάν ’σαν ακούσε στην έρημη την κλίνη, Αν δεν φιλιούνται ζωντανά φιλιούνται ποθαμένα.
ΑΣΜ Α ΊΈ Τ Α Ρ ΊΌ Ν .
Νεραντζούλα φουντωτή,
Φουντωτή ξεφαντωτή ,
Χάρισε υ.ου τάνθη σου
Νά λουστώ στά κάλλη σου,
Νά λουστώ νά χτενιστώ,
Ν ’ άλθω νά σ’ άγκαλ'αοτώ.
(ι) ’Ί σ ω ς : ν ά κ ρ ά ξ ο υ ν .
2 ) Π ρ ο φ α ν ώ ς ¿ φ θ α ρ μ έ ν ο ς ό σ τ ίχ ο ς .
— 41 —
ΑΣΜ
ι Α ΠΕΜ ΠΤΟ Ν.
Αρπαγή νεάνιδος.
Τότ’ άνοιξε τά μάρμαρα κ’ ή κόρη μπαίνει μέσα· Η κόρη τότ’ άπόθνησκε κ’ ή μαύρη ψυχοριάχει ·
Το'τε και τό Τουρκόπουλο στον Αϊγεώργνι μπαίνει : Πεθαίνεις Αρετουσα ¡λου, ω 1 κρίρ.ας τό κορμί σου !...
Αγιέμου Γεώργη Συριανέ, καί άγιέ μου Γεώργη άφέντη Τά φρυδιά σου όπου ητανε δυά γυρισταϊς καρ-άραις,
Την κόρην όπου μου ’κρυψες νά μου την φανερώσης, όπότε ήθελε τά ’δώ μ ’ έρχονταν λιγομάραις.
Νά βαφτισθώ στην χάρον σου καί νά γεννώ Ρωμιάκι· ’Πάνω στο στρώμά τση έκατσε κ’ έκράτει τό κορμί της,
Νά <ρέρ’ οκάδες τό κερί κι’ άμίσθιυτο τό λάδι, Τά μυρολόγια έλεγε κ’ έκλαιγε τη ζωη της.
Μέ του πασά τ’ άλόγατα νά φέρνω τό λιβάνι. Πεθαίνεις δά θά σκοτωθώ καί ξέρε το Αρετουσα,
Κ αί μέ τά χείλη τ ’ έλεγε, κόρη εδώ δεν είναι, έπειδη ( ι) δεν ημπορώ νά ευρώ μαυροματοΰσα.
Καί μέ τό νά την έδειχνε στά μάρμαρα πώς είναι, Τά ριάτιά τση άνατράνιασαν ροέ τάξιν καί άρχίζει·
Αση'κωσε τά μάρμαρα καί μέσα την ευρίσκει· Τά λόγια που του έλεγε φαρμάκι τον ποτίζει :
Α π ’ τά ροαλλιά τη'νε κρατεί, βαρυά φωνή του λέγει · Δεν θέλω ’γώ νά σκοτωθης, ριόνον καλά μαντάτα,
Αφες ριε σκύλε απ’ τά μαλλιά, καί πίασέ ρ.ε άπ’ τό χέρι έπιθυμώ νά πανδρευθης, νά πάρνις μαυρομάτα.
Ινι από τό θεό θέ νάτανε γιά νά σέ κάριω τέοι. Μά ’πέρασεν ή κυριακή κ’ έμπηκε κ’ ή δευτέρα,
Οπου ητανε της κοπελιάς ή ύστερη' της ’μέρα.
ΑΣΜΑ
ι ΕΚΤΟΝ. Μάνα δυο λόγια θά σου ’πώ καί μ.η τά λησμονη'σης ·
Ή ’Α ρετουσα.
Ανίσως κ’ έλθη ό Κωσταντής μ.ην τον κακοκαρδίσης,
Στρώσέ του κηόλα νά γευθη, καί κλίνη ν’ άκουμβίση,
Μία νέα άνθους έμάζωνε καί ρόδα ’κορφολόγα, ^τρώσέ του κλίνην εύμορφα νά θέση τ ’ ά'ρματά του ·
Νά πλέξη τζόγια ρ.έ τσ’ άνθους στεφάνι ριέ τά ρόδα· Ανοιξε την κασσελά μ.ου την μαυροαραχνιασμένην,
Κ ι’ ό βασιλιάς άπέρασεν άπό λαγοκυνηγι, Δός του την άρραβώνά του νά πάρνι νά πηγαίνη
Ζευγάρι ρόδα της ζητά καί τέσσαρα του δίδει. Νά εύρη κι’ άλλου πεθερικά, νά δώση άρραβώνα.
Δακτυλιδάκι της πετά στο ριεσινόν δακτυλι Μ’ αυτόν τον τρόπον έλεγε κ’ ή Αρετή άποθαίνει ·
Κ ’ ή μάννα της την έβλεπε άπό ό'ριο παραθύρι Τότε την λαζαρώνουνε καί ό Κωσταντής προβαίνει
Σκύλα μωρη, μωρη θεριό, τον θεόν δεν έφοβηθης, Μέ τριακόσια φλάμπουρα, μέ χιλίους παιγνιδιάτους.
Ρόδα νά δ (όσης κυνηγου, νά πάρνις δακτυλίδι; Οπίσω, ’πίσω φλάριπουρα, κΐ όπίσω οί παιγνιδιάτοι :
Τώρα που νάλθη ό κυρις σου θά του τό φανερώσω, Στου πεθερού μου την αύλην βλέπω σταυρό καί στέκει,
όληριερίς την μάλωνε, βράδυ την μαντατευει, Ο πεθερός μ’ άπόθανε, κι’ ό πεθερο'ς μου δίδει,
Την δέρνουν δεκαφτά άδελφοί, καί δεκαοκτώ ’ ξαδέλφοι,
Δέρνει την καί ό κυρις της ρο’ ένα χρυσό βεργάκι · (ι) ’Ί σ ω ς · έ π ε ιδ ή κ α ί .
— 44 —
ΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟΝ.
'Ο Δ ρ ά κ ω ν .
ΑΣΜΑ
I ΟΓΔΟΟΝ.
Ό ναύτης.
Τον κλαΐν’ τ ’ αρνιά του ( ι) τά στειροπρόβατά του Στό κάστρο κ’ εις τό Ρέθυμνο τό μουκαρέμι φθάνει.
Κ ’ ένας μαυρόμματος κριός έπιασε και χορεύει· Πιάνουν καί κάμνουν μιάν γραφήν καί στερνουν την επάνω·
Ας τονε κι’ άς ψυχομαχεί κι’ άς τόνεφάν οί σκύλο ι, Διωρισμένε βασιληά, γράψε μου τί νά κάμω,
Γιατί έσφαξε τή μάννα μ.ου κ’ έψησε κ’ εφαγέ την , Νά πολεμήσω τά Σφακιά η νά τά ρεφουδάρω ;
Κ.’ εκείνα τα άδελφάκια μου έψησε κ’ εφαγε' τα, Μη πολεμησης τά Σφακιά καί μ.η τά ρεφουδάρης,
Καί σάς τα κακορρίζικα νά σάς σκοτώση θέλει. Καί στεϊλε νά μου πιάσουνε τον δάσκαλο τον Γιάννη ·
Κ ι’ ό νειός του άποκρίθηκε ’π ’ εκεί που ψυχομάχει Πορίζουνε άφ’ τά Χανιά σαράντα βαϊράκια,
Ελα μ.αυρόμματε κριέ, κι’ ότι νά ξαρρωστη'σω, Νά πάνε νά τά κάψουνε τού Γιάννη τα κονάκια ·
Εγώ το προβιδάκι σου θενά ’ξαναστροφήσω. Καί πάνε στην Αράδενα, κουρτίζουν τά τζαντη'ρια,
Καί κάτου στην χρυσή πηγή παίζουνε τά παιγνίδια,
ΑΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ. Δίδουν φωτιά τσ’ Αράδενας, καίγουν τόν Αϊ-Γιάννη·
Προβαίνει ή ξανθομάλλινη καί τά μ.αλλιά της ’ βγάνει :
εΟ Δασκαλο^ ιάννης. ·
Κατακαϋμένη Αράδενα καί σείς Αραδενιότες,
Θόέ ¡/.ου, δός (/.ου λογισμό και νοΰ εις το κεφάλι Καί πούνε κ’ οί ανδρειωμένοι σου καί που οί παιγνιδιότες;
Νά κάτσω νά σάς διηγηθώ τον δάσκαλο τον Γιάννη, Εις τά βουνά έδώκανε καί γνωριμιά δεν έχουν,
Οπου τον πρώτος των Σφακιών μεγάλος ’νοικοκύρης Εις τά βουνά τόν πιάσανε μέ την καπετανιά του ·
Με την καρδιά του τ ’ έ'λεγε την Κρήτη ρωμιοσύνη. Σέρνει καί τή γυναίκα του μαζύ μέ τά παιδιά της.
Κάθε λαμπρή καί κυριακη έ'βανε το καπέλο, Δάσκαλε Γιάννη των Σφακιών μ.έ τό πολύ φουσάτο
Καί των παππάδων έ'λεγε τον μόσχο ’γιο θά φέρω. Ποιος τό ’λέγε πώς θά γεννά) ή Κοη'τη Ρωμιακάτο ;
Δάσκαλε Γιάννη δάσκαλε, καταίβα ν’ άναγνώσης Αν θέλετ’ ά'σπρα δίνω σας, κι’ αν θέλετε τζεκίνια
Φερμάνια άπο τον βασιλιά κι’ άπολογιά νά δώσης· Εγώ αύτός μου τά ’βγαλα καν έναν έχω ( ι) γρεία ·
Σώπασε σύ πρωτοπαπά, μ’ άκο'μη δεν σου το ’πα ■ Αν θέλετ’ άσπρα δίνω σας, κί αν θέλετε διπλάρια
Εγώ θα πάγω τον σταυρόν εις των Χανιών την πόρτα, Εγώ αύτός μ.ου τά έκοβγα κ’ έφόρτωνα καράβια.
Εγώ θά πάγω τον σταυρόν στην πόρτα νά κολλήσω, Πιάνουν πισταγκωνίζουνται ( 2) σαράντα πασσαλίδες,
Καί μέ τά λαιμονόκουπα έξω νά τούς πορίσω. Χαρούμ.ενοι τόν παίρνουνε καί στου Πασσά τόν πάνε·
Δάσκαλε, Γιάννη δάσκαλε, κάμε δσα μπόρεσης, Κ ι’ ότι τόν ανεβάζανε εις τού Πασσά τή σκάλα,
Νά μ.ή τ ’ άκούση ό Πασσάς, Τουρκιά νά μάς έπέψ·^ · Εστράφηκε ζερβιά δεξιά κ’ ευώναξε μ.εγάλα :
Καί ό Πασσάς ’σάν τ’ ακούσε πολύ βαρύ τ ’ έφάνη,
( ι ) Πιθανώς* καν εν οέν ε χω .
(*ι) Π ροφανώ ς έ^Ο αρμένον, α ν τί π ισ τα γκ ω νίζου ν το ν .
(Ο Π ροσθετέον ί σ ω ;: τά μ ικρά , χάρ ιν του ρύΟμου.
— 50 —
Καλώς σάς ηύρα άφέντη μου, άφέντη άφεντάδων.
Καλώς τον Γιάννην, τών Σφακιών κουρσάρην τών κουρσάρων
Καφφέ γλυκόν του ’φέρανε εΐσέ χρυσό φλυτζάνι
Κ ’ ένα τσιμπούκι γιασεμί, χίλια τζεκίνια κάμνει.
Στέκει καί συλλογίζεται κουνεΐ την κεφαλη'ν του,
Καί κλαΐνε τά ματάκιά του καί τρέμει τό κορμί του ·
Ατσαμπα ( ι) νά μέ φτάξουνε σακούλια πεντακόσια
Νά κάμω τά σεράγιά μου ώς ητανε καί πρώτα;
Καί ό Πασσάς κρυφογελά λέει του Σερασκέρη :
Μά την ζωη' του δεν ψ η φ ά , καί τά σεράγια θέλει;
Κ ι’ άπίς άπόπιε τον καφφέ, του ’παίρνουν τό τζιμπουκι
Πιάνουν καί καταβάζουν τον κάτω εις τό τιμπροΰκι,
Καί πιάνουν καί του γδέρνουνε τό χείλομάγουλό του,
Κ ι’ ένα ’γυιαλί του ’δώκανε νά ίδη τό πρόσωπό του·
Κ ι’ άπίς καί άπογδάρανε καί την δεξιά του χέρα,
ίίτότες ¿τουρκέψανε την μιά του θυγατέρα,
Καί άπίς καί άπογδάρανε καί την ζερβιάν του χέρα
Ετότε χαζιρευουνε την άλλη θυγατέρα-
Κ ι’ ερώτησεν ή ορφανή' : παιδιά πουν’ ό μπαμπάς μου ;
Κάτω στό γλέντι κάθεται μέ κι’ άλλα παλληκάρια,
Κ ’ εκείνον τον ετρώγανε της θάλ,ασσας τά ψάρια (α).
( ι ) ΤΑρα γε .
( ι) Τό ασ μ α το ύ το , άναλεχθέν εκ σ τό μ α χο ς τή ς έκγονής α υτής τού ήρω ος ,
ζώ ση: ετι έν λ ίγεια λ εία , άναφε'ρεται εις την εποχήν του 1 7 7 2 » ή Κ ρήτη
ήτο ιμ ά ζετο νά μιμηΟή τήν έπαναστάσαν Π ελοπόννησον.
Il
ΟΓ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ (ι).
Γ ',
Ο Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο ΪΤ Ω Ν Γ Ρ \ MM ΑΤΩΝ.
§ i . T à β ιβ λ ία .
( ι) ”Ιδε Έ 9 . 'Η μ . το υ 1 8 6 4 .
— 53 —
αυτο το σταόιον, όπερ προσέφερεν αύτοίς έντιυ.α υ.έσα του τούς μεταξύ των συλλογέων των, οίτινες δι’ εγκυκλίου προσ-
ζην και αφορμήν προσφιλούς εις τό πνεύμ.ά των άσχολ’ησεως. καλοΰσι τούς ύπ’ αυτούς υπάλληλους νά καταγράψωσιν ό,τι
Αμα ο ελληνικού ιδασκαλος λόγιος καθιστών την ύπόληψιν πλείονας συνδρομητάς εις τό προστατευόμενον σύγγραμμα.
αυτου, ‘/¡σφάλιζε και των συγγραμμάτων αΰτου την τύπωσιν. Πρώτον δέ πάντοτε μεταξύ των τοιούτων φροντιστών καταλε-
Φίλος τις των γραμμάτων, ότέ έμ,πορος, ότέ πατριάρχης τις γουσιν οί συγγραφείς τον επί των εξωτερικών υπουργον, οστις,
7ΐ ανώτερος υπάλληλος, απεδέχετο την άφιέρωσιν του συγ- οίος δη ποτ’ αν η, ουδέποτε τολρ-α ν’ άποποιηθη την τοιαύτην
γραμμ,ατος, και το βιβλιον έδημοσιεύετο ύπό την αιγίδα του, τφη'ν. ή συστατική εγκύκλιος, πομπωδώς συντεταγμένη καί
ουόεν του συγγραφεως δαπανώντος. ένίοτε έδημ,οσιεύετο ή λιθογραφημένη εις τό βασιλικόν τυπογραφείου, στέλλεται προς
βίβλος διά συνδρομών μετ’ ίσης επιτυχίας. Κατά την έποχήν ά'παντας τούς εξωτερικούς πράκτορας τής Ελλάδος· ό δέ συγ-
εκείνην δέν ύπήρχον ες επαγγέλματος έκδόται, ό δέ Μαικήνας γραφεύς ύποκλίνει ευχαριστών καί αναμένει την επάνοδον τών
διενεμε δωρεάν τ αντίτυπα του βιβλίου η κατέλειπε την αγγελιών του. Εν τούτοις αί άγγελιαι δέν επανέρχονται ή
πωλησιν εις τον συγγραφέα. Σήμερον ύπαρχουσιν έκδόται * εις επανέρχονται οίαι άνεχώοησαν. 0 συγγραφευς ζητεί έςηγησεις,
αυτών ή το απλούς στοιχειοθέτης κατά τό 1834, μετά 22 δ’ έτη ακούει δέ εις άπάντησιν, ότι οί πρόςενοι γραφουσιν ότι οί καιροί
απεθανε καταλιπων ενός έκατομ.μυρίου περιουσίαν · όπως καί είνε λίαν δύσκολοι, ότι ούδέν κατώρθωσαν, ότι παντες εις οΰς
αλλαχού οι εκόοται εινε οι μεγάλοι, καί οί συγγραφείς οΐ μικροί έπρότειναν την αγγελίαν ήρνήθησαν να υπογράψωσι, κ. τ, λ.
ιχθύς. ό συγγραφεύς υποχωρεί, λυπούμενος, εννοείται δια την αποτυ
Ομολογητέον έν τούτοις ότι τά βιβλία δέν »ξοδεύονται χίαν τών υπολογισμών του, εύγνωμονών όμως πάντοτε θερ-
μετά μεγάλης ευκολίας· μόνον τά κλασσικά πωλοΰνται ιός μ.ότατα προς τον υπουργόν. 0 αγαθός άνθρωπος ! αν εόύνατο
ψ ω μ ί , ως συνήθως έν Ελλάδι λέγεται, άφ’ ου όμως καί ταΰτα ν’ αναδίφηση έν τοίς άρχείοις τού επί τών έξωτερικ.ών υπουρ
εγκριθώσιν υπό της επί τούτω έςεταστικης επιτροπής · των καθ’ γείου,ήθελεν άπαντη'σει τό πρωτόγραφο·/ εγκυκλίου προς πάντας
αυτό σχολείακών βιβλίων έπονται τά διδακτικά, οιον λεξικά, τούς έν τω εξωτερικοί πράκτορας τής έλλάδος τοιούτου τινός
νομικά, ίατρικα, και εν γενει βιβλ.ια, ά’τινα άναγνωσθέντα άπαξ περιεχομένου · » Συγγραφείς κατα το μάλλον η ήττον αζιο-
δεν γίνονται νεκρόν κ ε φά λ α ι ο ν , ώς άνθρωπός τις των τιυ-οι μάς παρακαλουσιν έπανείλημμένως να συστησωμεν τας
γραμμάτων μ ελεγε ποτε. Τα εκτός του κύκλου τούτου φιλο περί συνδρομ.ών εις τά συγγράμ.μ.ατά των αγγελίας αυτών ·
λογικά προίοντα όυσκόλως εύρίσκουσιν εκδότην· οί συγγραφείς άναγκαζόμ.εθα πολλάκις άκοντες νά εισακούσωμεν τής αιτη'σεως
τιυν λοιπον καταφευγουσιν αναγκαίως εις συνδρομάς, οί δέ των, καί σάς είδοποιοΰμ,εν περί τούτου ϊνα ένεργήτε έν περι-
φίλοι των είνε οι αναγκαίοι είσπράκτορες του φόρου τούτου της στάσει συμφώνως προς ταύτα... >>Αν ό υπουργός πραγματικώς
παρα τιόν εκόοτών επιβαλλομ,ένης φορολογίας. Οί συγγραφείς ένδιαφέρεται εις την δημοσίευσιν συγγράμματος τίνος, τότε
στρατολ.ογούσι πολλ.ακις έπιτηδείως και τους υ π ο υ ρ γο ύ ς αύ- προβαίνουσιν αί συνδρομαί αξιόλογα.
— 54 — — 5ο —
τούτοις παρ’ όλας τάς δυσκολίας κατορθοΐ τέλος ό συγ- τών εύπόρ ων, καί όσον ά κ ρ ι β ώ τ ε ρ ο ς ε ι ν ε ό οί νος, ως
γραφεύς εκδότης νά δημοσίευα·/) τό βιβλίον του- τότε ό'μως μ’ έλεγε Αθηναίος τις βιβλιοπώλης, τοσον π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ό ν
αρχίζουν άλλα μαρτύρια : οί μή θέλοντες νά πληρώσωσι συν α ν α γ ι γ ν ώ σ κ ε ι ώ λαος . .Τα πρωτοβάθμια και δεύτερο*·"
δρομή ταί, καί οί φίλοι οίτινες τον νεκρόν προσποιηθέντες καθ’ ό- βάθμια παρθεναγωγεία ηυξησαν επαισθητώς την καταναλωσιν
λην την περί συνδρομητών στρατείαν του συγγραφέως άνί- τής διανοητικής παραγωγής. Αί γυναίκες τής νέας γενεάς καί
στανται ήδη καί ¿παιτούσιν, έχιτακτικώς χολλάκις, νά τοΐς ιδίως αϊ τών κατωτέρων τάξεων τής κοινωνίας άναγινώσκουσι
άχοσταλή (δωρεάν εννοείται) εν άντίτυχον του συγγράμματος. σχετικώς μάλλον τών άνδρών.
Νομίζουσι μάλιστα ότι σάς τιμώσι διά τής τοιαύτης των αί- Δύο τινά δύναταί τις να μ.εμφθή τών ελληνικών διανοη
τη'σεως. Αν δέ άχαλλαγήτε αυτών ύφ’ οίανδήχοτε χρόφασιν, τικών προϊόντων, ι ον, ότι ή τιμή των είνε μεγάλη, διπλή και
έχαναλαμβάνουσι καί πάλιν, ουδέποτε άχοθαρρυνόμενοι, τάς χολλάκις τετραπλή τής τών γαλλικών βιβλίων και 2°' ότι
απαιτήσεις των. Ενθυμούμαι συγγραφέα τινά , όστις μοί διη ή ποιότης τιον είνε συχνάκις κακή. Η μεγάλη τιμή συνεπι
γείτο ότι, ειπών χρός τινα τών τοιούτων απαιτητών ότι ούδέν φέρει τήν είς μικρόν αριθμόν αντιτύπων έκδοσιν τών βιβλίων.
πλε'ον άντίτυχον του συγγράμματος του τώ ΰχελείπετο , Οί έκδόται τών Αθηνών δεν ένόησαν ότι ή εύθηνία σύρει τόν
ήκουσε την ¿τάραχον παρ’ εκείνου άπάντησιν ·■— Αλλά θά ¿φύ αγοραστήν, αυξάνει τήν καταναλωσιν, και επομ.ενως και την
λαξες πάντοτε δ ί ιδίαν σου χρήσιν έν άντίτυχον · δάνεισε μέ παραγωγήν. Καίτοι όμως ή τιμή τών βιβλίων είνε, ώς εΐπομεν,
τυ! -— Τό έχω είς τον βιβλιοδέτην ■— Καλά, λοιπόν περιμένω μεγάλη, τό περιεχόμενόν των είνε ούχ ήττον κακόν, και όσον
μέχρις οΰ δεθή· — καί μετά δεκαπέντε ημέρας τώ έγραψε νά χαμηλότερον μεταξύ του λαού καταβαίνει, τοσοΰτον χειρότερον
του δανείση (γρ. χαρίση,) τό ενλόγω βιβλίον. Τό μόνον δυνατόν γίνεται. Εδώ δυνάμεθα νά σημειώσωμεν, ότι ούδεποτε έγένετο
δίλημμα εν τοιαύτη περιπτώσει είνε, ή νά χάση τις έν άντί σκέψιςς όποιον ισχυρόν ό'ργανον δημώδους διδασκαλίας είνε τό
τυχον δαπανηρότατου συγγράμματος, ή νά κερδήση ένα ήμερολόγιον. Τό ήμερολόγιον είνε εις τάς χεΐρας όλων, πτωχού
εχθρόν. καί πλουσίου, άστοΰ καί αγρότου · έίνε όμως προ πάντων τό
Η Ανατολή είνε ή μεγίστη αγορά τών Ελλήνων βιβλιοπωλών. κατ’ εξοχήν βιβλίον τού λαού. Τό αναγιγνώσκει μετ απλη
Ε Ελλάς αποστέλλει κατ’ έτος είς Τουρκίαν δύο εκατομμυρίων στίας, ΐνα μάθ’Γ, τί τού φέρει τό νέον έτος,γάμους, θανάτους,
φράγκων βιβλία καί ήθελε πωλ,εί διπλάσια αν ή τυποκλοπία καλόν ή κακόν καιρόν, καί όταν άργή τέρπει δι’ αύτοΰ τας
δεν ήτο θριαμβευτικώς εγκατεστημένη έν Κωνσταντινουπό- ώρας τής σχολής του. Τό ήμερολόγιον είνε τό πρώτον βιβλίον,
λει,2μύρν/ί, Θεσσαλονίκη καί αλλαχού. Η φιλαναγνωσία είνε λίαν όπερ λαμβάνουσι τά παιδία άνά χεΐρας · είνε ό έμπιστος τής
διακεχυμένη εν τή ελληνική Ανατολή, πλήν δεν τολμώ νά βε- νεάνιδος, ήτις αναζητεί έν αύτω τάς ημέρας τής από τού σχολείου
βαιώσιο άν είν’ επίσης καί είςτόκέντρον αύτό τής παραγωγής· εξόδου της, είνε ό σύντροφος τής νέας μητρός ύπολογιζούσης
όπως δήποτε όμως αί πτωχαί κλάσεις άναγιγνώσκουσι μάλλον δι’ αύτοΰ τήν επάνοδον τού ¿πόντος συζύγου της. Τό ήμερο-
_ S li —
( ι ) Το ι 5 - η π αρώ κουν έν Β ενετία 4>οοο 'Έ λλη νες. Βλ. S u lla colonia greca
orientale sta b ilita in V e n e zia , cenni di G iov. 'V e lu d o , Β ενετία, 1 8 4 7 .
( 2 ) Β. Κ ατάλογον τώ ν από π τώ σ εω ς τή ς Κ ω νσ ταντινουπόλεω ς μ έχρι καθι-
όρύσεω ς το υ βασιλείου τ ή ς Ε λλ ά δο ς π α ρ ’ Ε λ λή νω ν εις τήν άρχαίαν ή νε'αν
έλλ. γλώ σσαν τυ πω θεντω ν βιβλίων υπό Ά νδρ. Π απαδοπούλου Β ρετου, Άδήνησι
1854 ι8 5 6 .
— 57 —
I
— 58 — — 59—
θάστως ότι τά βενετικά τυπογραφεία θέλουσιν επί μακρόν ετι γραφέν ύπό έλληνος βενετικής καταγωγής έκ Κρήτης, και
διατηρήσει τό μονοπώλιο·/ τών εκκλησιαστικών βιβλίων. περιγράφον μεσαιωνικάς σκηνάς, ιππικούς αγώνας, καίμάχας·
έ ξ όλων αύτών τών βιβλίων ή Σύνοψις πωλείται περισσό τή ν ί σ τ ο ρ ί α ν τού Μπ ε ρ τ ό λ δ ο υ , μετάφρασιν εκ τού ιτα
τερον καί ώς επί τό πολύ διά με'σου του πραγματευτοΰ. 0 πραγ- λικού, καί τήν Φυ λ λ ά δ α ν τού Γ α ϊ δ ά ρ ο υ , ποίημα ι 6 σε
ματευτής τών βιβλίων ονομάζεται γε' ρων· πωλεί επίσης λίδων, ούτινος άσεμνοί τινες σκηναί καταστρέφουσι τήν αξίαν.
κομβολόγια, εικόνας, αλφαβητάρια, ημερολόγια καί τινα άλλα Ο λαός δέν έχει ιδίαν φιλολογίαν, καθότι ό λόγιος τού έθνους
κόσμικώτερα αντικείμενα, οίον βελόνας, κλωστήν κ. τ. λ. δέν καταδέχθη νά έργασθή διά τόν λαόν · είνε όμως βε'βαιον
Δε'μα δεν έχει, άλλ’ ένδον σάκκου σωρεύει τάς πραγματείας ότι δέν ένεθαρρύνθη εις τούτο, ίδρυθησαν έν Αθήναις δια
του. Ο γε'ρων είνε πάντοτε προβεβηκώς, αλλά ρωμαλέος έτι · γωνισμοί ποιητικοί, άποκλεισθείσης τής δημοτικής γλώσσης,
ότέ μέν είνε μοναχός τις τών μοναστηρίων του Αθιυνος ή τής διαγωνισμ,οί βιβλίων φιλοσοφικών, συγκριτικής φιλολογίας, ού-
Ιερουσαλήμ,, καί τότε ενθρονίζεται (ύς επί τό πλείστον ύπό δέν όμ,ως διαγώνισμα κατεστήθη πρός σύνταξιν βιβλίου τινός
τόν πυλώνα εκκλησίας τινός · άλλοτε δέ κοινός τις πραγμα- διά τόν λαόν, δηλαδή τόν χωρικόν, τόν τεχνίτην, τόν ναύτην.
τευτής ή γεωργός τις άπεσυρμε'νος , τότε δέ ή ένδυμασιά του Αν επί τάς γραμμάς ταύτας πέσωσι τά βλέμματα πλουσίου τινός
είνε λίαν αόριστος καί ή καθαριότης του λίαν άμφισβητήσιμος. τέκνου τής Ελλάδος, εκ τών τοσούτων πάντοτε προθύμων εις
Ο γε'ρων κοιμάται συχνάκις εις τό ύ'παιθρον, σταματά προ του βοήθειαν τής πατρίδας των, τόν παρακαλούμεν νά λάβη ύπό
τυχόντος ρυακίου ί'να μαλακυνη τόν ξηρόν του άρτον, καί σκέψιν τάς ταπεινάς αύτάς παρατηρήσεις. Η πρόσκτησις ενός
κινεί πάλιν αδιαφορών προς τόν κακόν καιρόν καί τάς κακάς καλού βιβλίου διά τόν λαόν ίσοδυναμεί πρός τήν ίδρυσιν οίουδή-
συναντήσεις. Αν τις ύπολογίση όποίον δρόμ.ον διατρέχουσιν οί ποτ’ άλλου ευσεβούς έργου. 0 άνθρωπος τών γραμμάτων,
πραγματευταί ούτοι διερχόμ.ενοιπολλάκις ολόκληρον τήν Ελλάδα έκτος έντιμων τινών έξαιρέσεων, υπήρξε μέχρι τουδελίαν αριστο
καί μέρος τής Τουρκίας εις έν έτος, θ’ άμφιβάλη ότι πεζός άν κράτης · άφ’ ής ημέρας τό ελληνικόν έθνος άπωλέσαν τήν ανε
θρωπος δυναται νά περιπατήση τόσον πολύ εντός τόσον μικρού ξαρτησίαν του άπέβαλε καί τήν φιλολογικήν αυτού έπί τής
χρόνου. Ε τ ι δέ περισσότερον θέλει τις εκπλαγή μανθάνων τό Ευρώπης ήγεμονείαν, άφέθη ρυμουλκούμενον ύπό τής Δύσεως.
ακριβές ποσόν τών διά με'σου αυτών ένεργουμένων συναλλαγών. Κατά τήν μακράν αυτήν τεσσάρων αιώνων περίοδον πάσα ιδέα
Αρκουμαι μ,όνον ν’ αναφέρω ότι εις βιβλιοπώλης τών Αθηνών συγκινήσασα τήν Δύσιν άντεκρότησε καί έν Ελλάδα Τό παρά
δευτέρας τάξεως ώμολόγει ότι έκαμνε κατά μέσον όρον ή,«οο τού κυρίου Αν δ ρέου Παπαδοπούλου Βρετοΰ δημοσιευθέν σύγ-
φράγκων συναλλαγάς κατ’ έτος μεθ' ενός τών τοιουτων πραγ γοαμμα ύπό τόν τίτλον : Κ α τ ά λ ο γ ο ς τ ώ ν από πτώσεως τής
ματευτώ·/. Βυζαντικής αύτοκρατορίας μέχρι έγκαθιδρύσεως τής έν Ελλάδι
Εις τόν σάκκον τού γέροντος ευρίσκει τις τρία λίαν αρεστά βασιλείας τυπωθέντων βιβλίο/ν παρ’ Ελλήνων εις τήν όμιλουμέ-
τώ λαφ βιβλία, τόν Ε ρ ω τ ό κ ρ ι τ ο ν , ποίημα τού ι5 αΐώνος, νην ή εις τήν άρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν ( γ4 *3- 1802} μαοτυρεΐ
— 61 —
_ ου —
τήσω τον ορισμόν άθλου έπί τώ καλ/.ιτέρω βιβλ.ίω άναγνώ
τήν διανοητικήν των Ελλήνων δραστηριότητα υπό τήν δου
σεως. Βιβλιοθήκη έθνικών αναγνωσμάτων ού μόνον τά έθνικά
λείαν. Από του ι 832 ή ένέργεια αΰτη έτετραπλασιάσθη, περι
συμ,φέροντα ήθελεν υπηρετήσει, άλλά καί την γλώσσαν αυτήν
έλαβε μείζονα κύκλον, άνέπτη μάλιστα καί προ; υψηλότερα
ή'θελεν όριστικώτερον μορφώσει, τάλαντευομένην μεταξύ τής
πεδία, όπου όμως δυστυχώς άπεπλανήθη ενίοτε, καί κατέλιπε
αρχαίας καί λαλουμένης ελληνικής, μεταξύ τής συντάξεως των
περιφρονώ; σπουδαίας εργασίας είς χεΐρας αρχαρίων. Εχουσιν,
αρχαίων γλωσσών άφ’ ενός καί των νεωτέρων άφ’ ετέρου. Η
έν παραδείγματι, οί Ελληνες εν καλόν βιβλίον άναγνώσεως;
νεοελληνική γλώσσα δεν αποτελεί κυρίως διάφορον τής αρχαίας
Δοκίμιά τινα κατά τό μ-άλλον η ήττον επιτυχή είσί πάντως
ελληνικής ιδίω μα, άλλά μάλλον είπειν ηλικίαν άλλην. Η μέν
αξιέπαινα, δεν έτυχον όμως του σκοπού. Τά Δ ι η γ η ' μ α τ α του
αρχαία ελληνική γλ.ώσσα, πλουσιωτέρα, έχει περιπλοκωτέραν
κυρίου Ραγκαβή εις τρεις τδριους είνε ίσως τό μόνον έργον
δυν άριενον νά μνημ,ονευθή. τήν σύνταξιν καί τήν προσωδίαν αυτής, ποικιλωτε'ραν καί λε-
πτοφυεστέραν τήν μορφήν, ή νεωτέρα δέ γλώσσα, άπλουστέρα
Δεν αναφέρω τον Γ ε ρ ο σ τ ά θ η ν του κυρίου Μελά, καθότι
εκείνης, άναπληροϊ ώς πάσα παράγωγος γλώσσα τήν νευρώδη
τό βιβλίον αύτό, καίτοι έχον άξίαν, είνε οϋχ ήττον μόνον είς
κατασκευήν τής αρχαίας ελληνικής διά του εύχερεστέρου μηχα
άνάγνωσιν παιδίιον χρήσιμον. Οί Ελληνες παραμελουσιν επίσης
τάς μεταφράσεις· άλλοτε, πρό είκοσιπέντε ετών οί διασημότατοι νισμού τής παραθέσεως τών λέξεων.
Η νεοελληνική γλώσσα έν τουτοις πολ.υ απέχει του οριστι
των λογίων δεν περιεφρόνουν τό έργον του μεταφραστοΰ.
κού αυτής σχηματισμού. Ο πρώτος νομοθέτης της ΰπήρξεν ό
οΰτω δΰναταί τις νά μνημονευση ωραίας μεταφράσεως του
Κοραής ( ι ) · ό εύγενής ούτος απόγονος τής γραμμής τών
Παι ί λου καί Β ι ρ γ ι ν ί α ς του Κ. Πικκόλου, ¡κεταφράσεως
Αασκάρεων καί Βησσαριιόνων έπώκησεν έν Παρισίοις περί
πολλά καλής της Κ ο ρ ί ν ν η ς υπό του Κ. 2ίμ.ου, καί άξιολόγου
τάς άρχάς του αιώνας. Η εύρεΐά του παιδεία, ό υψηλός
¡κεταγλωττίσεως των άριστουργημάτων του Ρ α κ ί ν α , όφειλο-
αύτου νους καί ή μεγάλη σκηνή έφ’ ής τον ανέπτυξε περεε-
¡κένης είς τον γλαφυρόν κάλαμον του Κ . Ιακώβου Ρίζου Ραγκα
ποίησαν αύτώ ευρωπαϊκήν ύπόληψιν καί είδός τι φιλολογι
βή. 2 ήμερον αί καλαί μεταφράσεις είσί σπάνιαι, καί ώς επί
κής ηγεμονίας έπί του τόπου του. Ο διάσημος ούτος ελλη
τό πλεΐστον μεταφράζονται έν Ελλ.άδι βιβλία, άτινα έν πρω
νιστής έσκέφθη πρώτος ότι ή νέα γλώσσα έδυνατο νά ΰπο-
τοτυπώ ύποκρύπτουσι καν την ασχήμιαν της ΰλης ΰπό τό έπα-
ταχθή είς κανόνας. Εκ τών υπό τής συνήθειας καθιερωμένων
γωγόν της μορφής, έν ώ ή μετάφρασις μόνον την άνηθικότητά
ή άκ τής άρχαιότητος περιεσωσμένων φράσεων έξη'γαγε γλωσ
των αποδίδει. Μη λησμονη'σωμεν έν τουτοις μεταξύ των
σικά; άρχάς άς έτακτοποίησε, συμβιβάσας τάς ΰπαρχουσας
καλλιτέρων της νέας Ελλάδος μεταφραστών τον Κ . 2κυλίτσην,
άντιφάσεις. Οΰτω δέ συνεδέετο στενώς μετά τής γλώσσης τό
συντάκτην ελληνικής έφημερίδος έν Βιέννη.
Απαιτη'σας ανωτέρω την κατάστασιν αγωνίσματος πρός
σύνταξιν βιβλίων διά τον λαόν, έτι μάλλον δικαιούμαι ν’ άπαι- ( ι) Γ ε ν η θ ϊί: έν \ ί ω τό 1 7 4 8 , άποόανών έν ΙΙα ρ ισ ίο ις τό [8 1 !.
— 02 — — 63 —
πνεύμα τής αρχαίας ελληνικής, εφαρμοζόμενων επί τού νεω- σεως, έκ μεταβολής κοινωνικής θέσεως. Η δ’ έφημερίς απο
τε'ρου ιδιώματος ( ι) . Εκτοτε όμως κατελείφθη ή παρά του βαίνει συχνάκις όπλον χρη'σιμον είς τάς κατα τών θέσεων εφό
Κοραή άριστοτέχνως χαραχθεΐσα οδός. Οϊ μέν ήθέλησαν δους τών σπουδαρχιδών. Η υ π ο ύ ρ γ η μ α μου δ ί δ ε ι ς , η
ν’ άνασύρωσιν άποτόμως τήν γλώσσαν πρός τήν άρχαίαν, οί δε έ φ η μ ε ρ ί δ α γ'ράφ ω , είπε ποτε εις τών ποιητών τής νέας
συνεσκευασαν σύμφυρμα τι παράλογον, γνωστόν ύπό τά όνομα Ελλάδος, καί αυτός είνε ίσως ό ωραιότερος στίχος του, δυνά
μ α κ α ρ ων ι σ μ ό ς . ΤΊλήν έκτοτε βαδίζουν πάντες είκή έν τω μενος έλευθέρως νά μεταφρασθη : τό βαλάντιον ή τήν ζωη'ν.
σκότει. Ελλην πολλάκις, περάνας τάς έγκυκλίους αύτου σπουδάς Οΰδέν εύκολώτερον τής δημοσιεύσεως Ιφημερίδος έν Ελ
καί δυνάμενος νά έννοήση άνευ λεξικού τόν Πλούταρχον, δεν λάδι · ό νόμος ούδεμίαν απαιτεί έγγύησιν · άρκεί νά ήνέ τις
έννοεΐ έν τούτοις συγγραφείς τής νεωτέρας Ελλάδος. Είνε τέλος πολίτης Ελλην· τέλη σημάνσειος είναι άγνωστα ■ τά έξοδα δέ
καιρός νά επέλθη συνενόησίς τις είς τόν φοβερόν αύτόν πύργον τής τυπώσεως καί δημ,οσιευσεως μιας αθηναϊκής έφημ,εριόος
τής Βαβέλ, καί φρονοΰμεν ότι καλά βιβλία άναγνώσεως θε'λου- (τό σχήμα είνε τό ήμισυ τών μεγάλων εφημερίδων τών Παρι-
σιν άποτελεσματικώς συντελε'σει είς τήν παγίωσιν τής ελληνικής σίιυν) εινε 6’ο φράγκα κατ’ αριθμόν, ήτοι 2 {ο φράγκα τόν
( ι ) ’Άλλοι μέν έγραφον μ ε'χρι; έ κ ε ίν η ; τ η ; επο χή ς τήν άρχαίαν έλλη'ηκήν , του ζητηθή τίτλω φιλίας. Μετά τάς συνδρομάς έρχονται αί
άλλοι δέ τήν κ α θ ’ αυτό δημώδη* τρ ίτο ι δε τινες είχον σ χη μ α τίσ ει ευτυ χές τ ι έξ
καταχωρίσεις, δικαστικών καί άλλων πληρονομένων διατριβών
άμφοτέρω ν μ ίγ μ α . Ε ίς τήν π ρ ώ τη ν κ ατη γο ρ ίαν άνηκον οί "Ελληνες ήγεμ όνες
τώ ν παραδουνάβιω ν ή γεμ ο νιώ ν , οί π α τρ ιά ρ χ α ι τ ή : Κ ω ν σ τ. κ αί τινες λόγιοι. Κίς άποτελουσών τό καθαρώτερον τής έφημερίδος εσοδον· ή τιμη
τήν οευτέραν καί τρίτη ν κ α τετάσ σ ο ντο οί δ η μ ο τικ ο ί π ο ιη τα ί κ αί τινες σπάνιοι
τής συνδρομής τών αθηναϊκών έφημεριδων εινε κατα μέσον
σ υγγραφ είς. Άπό του Κ οραή λοιπόν διακριτέον τήν σ χημ α τιζομ ένην όλονέν καί
κυρίω ς νεο-ελληνικήν καλουμένην γλώ σσαν τή ς δη μ ο τικ ή ς ή κοινής, άναφαινο- όρον 5ο-6ο φράγκα έτησιως.
μένης έν τοΐς έλληνικοϊς δημοτικούς ασμασιν.
— 04 — — 65 —
Η έ λ π ί ς , ό Αι ών, καί ή Αθην ά εΐσίν αί τρείς σπουδαιό- τοίχους τής οικίας της- « Θ ά τήν βάλω εις τήν έφημερίδα,"
ετίας, ό δέ άπό εικοσιτριών ήδη ετών. Η Ε λ .π ίς είνε σχεδόν ατόμων κατά τό μάλλον ή ήττον άπομεμονωμένων, καί συμφε
όμήλιξ τού Αίώνος· ή έκδοσίς της όμως διεκόπη πολλάκις. Ο ρόντων όλως ιδιωτικών, άντί νά χρησιμεύη ώς ό'ργανον τής
Α ι ώ ν καί ή Α θ η ν ά δημοσιεύονται δίς, ή δ’ έ λ π ί ς άπαξ δημοσίας γνώμης. Διά τούτο σπανίως ΰψοΰται μέχρι τού γαλ
τής έβδομάδος, καί έκεϊναι ασχολούνται περί τε τών εσωτε λικού τύπου. Δέν διακρίνεται διά τής πολεμικής, οΰ'τε διά
ρικών καί εξωτερικών, αΰτη δέ μόνον περί τών εσωτερικών τής αύστηρότητος τού ύφους της, καί ώς πρός τούτο ομοιάζει
τής έλλάδος. κατά πολλά τήν αγγλικήν έφημεριδογραφίαν.
έν έλλάδι ό δημοσιογράφος είνε διακεκριμένου πρόσωπον ■ έ ν έλλάδι νομίζουσιν ότι δύνανται δ ί ενός άρθρου έφημε
τόν προσέχουσι, τόν περιποιούνται, τόν θωπεύουοι, καί τούτο ρίδος, σπανίως έλλογου καί δικαιολογημένου, νά δημιουργήσωσιν
διότι δέν υπάρχει λαός εύαισθητότερος τών Ελλήνων ώς πρός ή νά καταστρέψωσι τήν ύπόληψιν άνδρός τίνος, καί, μετά
τήν έφημεριδογραφίαν. Αρέσκονται επαινούμενοι καί λυπούνται λύπης τό λέγω, τό κατορθώνουσι σχεδόν πάντοτε, έχει άρά γε
προσβαλλ,όμενοι καί παρ’ έφημεοίδος έτι ήν περιφρονοΰσιν. πραγματικήν επιρροήν ό τύπος έν έλλάδι; καί ναι, καί όχι.
Είδόν ποτε δημόσιον υπάλληλον λέγοντα τήν πρωίαν τά εξ Ναι, καθόσον πολλ.άκις κατώρθωσε νά βλάψν) άτομα καί νά
άμάξης κατά τίνος δημοσιογράφου καί τό εσπέρας γονυκλι- ματακόση ή δυσφημίση τό δείνα ή δείνα μέτρον. Οχι, αν συλ-
νούντα προ αυτού. Περί πλείονος έτι ποιούνται οί έλληνες τόν λογισθή τις ότι ούόέποτε κατώρθωσε τόν θρίαμβον γνώμης
γαλλικόν, τόν κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκόν τύπον. Ξένοι τινές, έν- τινός ήν ύπερησπίζετο.
νοήσαντες τήν αδυναμίαν ταύτην τού ελληνικού λαού, τον Η έφημεριδογραφία είνε έν έλλάδι ό'ργανον καταστρέφον,
άπειλούσι δι’ αυτού τού όπλου, οσάκις τά ιδιωτικά των συα- ούδέν όμως δημιουργούν. Α ί ϋπεκφυγαί, αποσιωπήσεις καί πα-
φέροντα κινδυνεύουσι, καί ό τυχών κατορθοΐ πολλάκις νά φο λινωδίαι πολλών οργάνων τού τύπου συνετέλεσαν είςέλάττωσιντης
βίση καί αυτήν τήν κυβέρνησιν. έπί τού κοινού έπιρροής αύτών, καί διά τούτο πολλάκις έν άρθρον
Αν ό αριθμός τών έξ επαγγέλματος δημοσιογράφων ήνε γαλλικής ή αγγλικής έφημερίδος περί τών ελληνικών πραγμάτων
περιορισμένος, ό τών έκ περιστάσεως όμως είνε απεριόριστος· παράγει πολύ μεγαλειτέραν έντύπωσιν εις τόν τόπον ή τα πλεϊστα
δέν υπάρχει άνθρωπος δυνάμενος νά συνθέση όπωσοΰν μίαν κύρια άρθρα τών καλλιτέρων ελληνικών έφημερίδων.
έπιστολήν , καί μή νομίζων εαυτόν ικανόν νά γράψη άρθρον 0 τύπος απολαύει έν έλλάδι απεριορίστου ελευθερίας. Η
έφημερίδος · θά τ ό ν βάλω εις τ ή ν έφημε ρί δα, είναι μία κυβέρνησις έσυλλογίσθη πολλάκις νά χαλινώση τήν εις παρα
τών κοινότερων έν Ελλάδι απειλών. Γνώριμός μου κυρία, ήναγ- λυσίαν άπολήγουσαν έλευθερίαν ταύτην ( ι) . Είδεν όμως ότι
κάσθη ποτέ ν’ άποβάλη τοιχογράφον τινά ρυπαρώσαντα τούς ( ί) *Αφ’ ού έγράφησαν αί γρ α μ μ α ί α ΰται, ή κ υβέρνησ ι; δεν ένέμεινε εις τήν
— 66 —
αυτήν οδόν. Ε ίνε γνω σ τή ή από τεσσάρω ν ετώ ν σφοδρά καταδίω ξις του τυπου
εν ‘Ελλάδι. (Τ α υ τα έγράφησαν κατά τό !8Γ>2 ϊζ ο ζ.)
ΜΕΛΕΤΙΟ
— 67 —
ρίδος, καί πληρονιομέννι τοίς μετργιτοΐς. Ο δ ιανομ ευς είνε τότε
αμείλικτος καίτοσουτω μάλλον, καθόσον γνωρίζει ότι λαμβάνετε
την εφημερίδα δωρεάν. Η ποίησις πίπτει ώς χάλαζα την πρώτην
τοίί έτους, καί πωλείται ούχί μόνον παρά των διανομέων των
εφημερίδων, άλλα καί παρ’ αύτών των διανομέων των ταχυδρο
μείων, των κλητήρων, των καπνοδοχοκαθαριστών, των υπηρετών
των γραφείων, των ξενοδοχείων. Εύδαίμονες τότε οΐ στιχουργοίί
Εξευρω ότι είκοσι τοιουτοι στίχοι έπληρώθησάν ποτε x 5 φράγκα,
τό ημισυ σχεδόν της τιμής ην έλάμβανεν ό Βύρων διά τους
στίχους του.
§ 3 . Κ α θη γη τα ι καϊ μ αθηταί.
( 1 ) 'Ο νό μ ο ς άπα λλάττει τή ς στρα τολογίας το ύ ς μ α θη τά ς το υ γυμ νασίου. όμως καταλίπη τάς Αθήνας, έστείλεν έκ τών αποταμιευμάτων
του μεγαλοπρεπέστερου δώρον εις τήν μητέρα και ικανήν χρη
ματικήν ποσότητα εις τον πατέρα του.
Εις Λειψίαν τον έβοήθησε καί πάλιν τό εύμήχανόν του ·
εδωκε μαθήματα, έχρησίμευσεν ώς διερμηνευς εις τάς μεγάλας
έμπορικάς πανηγυρεις τής πόλεως ταυτης, καί ώς μεσίτης
εις τους ελληνας εμπόρους- τέλος πάντων έξεπλήρου καί τάχρέη
ψάλτου εις τήν ελληνικήν εκκλησίαν, καί μ’ όλας αύτου τάς
ασχολίας ευρισκε καιρόν νά έξακολουθή καί τάς σπουδάς του
μετ’ επιτυχίας.
Πολλοί νέοι τελειοποιούνται εις τά πανεπιστήμια τής Γερ
μανίας, Γαλλίας καί Ιταλίας. Εν γένει δέ σπανίως ό δυνά-
μενος νά μεταβή προς καιρόν εις Ευρώπην δεν τά κάμει, καί
είνε ελπίς τό άλλοτε άναγκαϊον νά καταστή συνηθες. Βεβαίως,
τό αθηναϊκόν πανεπιστήμιον θάήνε μετ’ ού πολό εις κατάστασιν
νά προσφέρη είς την ελληνικήν νεολαίαν όλα τά δυνατά προς
έκπαίδευσίν της μέσα · ή φοίτησις εν τουτοις ξένων σχολείων
θά ήνε πάντοτε ωφέλιμος. Μή λησμονήσωμεν τό παράδειγμα
τών αγγλικών πανεπιστημίων, άτινα παρέχουσιν οδοιπορικά
έξοδα επί ώρισμένω χρονικω διαστήματι είς τους μάλλον δια-
κριθέντας τών φοιτητών. Οί είς τό εξωτερικόν σπουδάζοντες
Ελληνες σφάλλουσι πολλάκις περιορίζοντες εντός στενού κυκλου
τάς σχέσεις των, καί θέλοντες νά άνευριοσι τήν πατρίδα των
εντός τών ξένων πόλεων · τοΰτο δέ καλοΰσι διά τής γραφι-
κωτάτης φράσεως- Κ ά μ ν ω χωρι ό.
Μακρά διαμονή είς τό εξωτερικόν δυναται ίσως νά μετα-
βάλη καθ’ όλα τον Ελληνα, εκτός ενός μόνου τής φιλοπατρίας
του. Απορροφά τον δυτικόν πολιτισμόν, πλήν μένει πάντοτε
Ελλην · διά τοΰτο δέ καί σπεύδει νά έπανέλθη ές τήν πατρίδα
τον. Τότε πλήν αρχίζει δι’ αύτόν, εϊτε τής νομικής, ή τής ία-
τρικής ή τής φιλοσοφίας διδάκτορα, σειρά απελπιστικών δο
κιμασιών · αί θέσεις εινε κατειλημμέναι, ή πελατεία επίσης.
Πολλάκις αναγκάζεται νά συσκευάση πάλιν τον οδοιπορικόν του
σάκκον καί νά μεταβή είς Τουρκίαν ϊν’ άσκηση εκεί τό ιατρικόν,
δικηγορικόν ή καθηγητικόν επάγγελμα. Αν δέ τις θέλη άπο-
λύτως νά με'νη είς Αθήνας, άναμένων νά πληρώση ή τύχη τάς
προσδοκίας του, γίνεται διδάσκαλος τής γαλλικής ή έρανιστής.
0 κύριος Δημη'τριος Μαυροκορδάτος διδάκτωρ τής νομικής
τών Παρισίων σχολής, γενικός γραμματευς του υπουργείου τής
δημοσίας έκπαιδεύσεως, ανεψιός του κυρίου Αλεξάνδρου Μαυ-
ροκορδάτου, πρώην πρέσβεως τής Ελλάδος έν Παρισίοις, έζησεν
ικανόν χρόνον διδάσκων τήν γαλλικήν.
Π διδασκαλία τών γαλλικών εινε λίαν επικερδές επάγγελμα
έν Ελλάδι· δεν υπάρχει κάτοικος τών Αθηνών μή έπιθυμών
νά μάθη, χείρον ή βέλτιον, τήν γλώσσαν αύτήν, καί όμολογη-
τέον, ότι όσον άν σφάλλη ό Ελλην λαλών καί γράφων τά
γαλλικά, τά λαλεΐ πάντοτε καλλίτερον παντός ξένου. Οί
Ρώσσοι καί οί Πολωνοί λαλοΰσιν, ώς λέγεται, τήν γαλλικήν,
άν όχι καλλίτερον, τουλάχιστον επίσης καλώς, ώς καί αυτοί
οί Γάλλοι. Του προνομίου όμως τούτου απολαύει μόνον ή
ρωσσική αριστοκρατία, έν ώ έν Ελλάδι όλοι, (Λίκροι και ¡¿ε-
γάλοι, όμιλοΰσι τά γαλλικά υποφερτά. Είς διδάσκαλος τής
γαλλικής έλθών είς Αθήνας με διακοσίων φράγκων μισθόν κερ
δίζει σήμερον, ώς με βεβαιοίίσι, δώδεκα χιλιάδας φράγκων
έτησίως. Γαλλις τις, ΰποστηρίζουσα ένώπιόν μου ότι ή Βούδ
είνε ή πρωτεύουσα τής Αυστρίας, κερδίζει ίσον ποσόν. Η
άδελφή τέλος μιας πλυτρίας τών Παρισίων τής κυρίας Βαβέν,
όδό; 2αίντ’ Βάρβ, ήτις είχε μεταβή είς Αθήνας ϊνα άνοιξη κα
τάστημα μικοών αντικειμένων του καλλωπισμού, εύρε πολυ
— 75 —
επικερδέστερου νά είσέλθιρ εις οικίαν τινά ώς διδάσκαλος τής λάμου του έντίμ.ως άποζών, μή βαρόνων τήν κοινωνίαν καί
Ο έρανιστής μετέχει πάντων· του δημοσιογράφου, του έκδο πολιτικών του κράτους νά θεωρήται άτιμος. Διά τούτο δ έ ,
του, του δημοσίου γραφέως , του βιβλιοπώλου, καί αυτού του φαίνεται, Δέν υπάρχει Ελλην μή έπιθυμών νά μετάσχη τής
έμπορου. Γράφει κύρια άρθρα, καί διάφορα, μεταφράζει έκ του κυβερνήσεως του τόπου του. Αν τούτο είνε καλόν ή κακόν, ό ,
γαλλικού, τού αγγλικού καί ιταλικού εί; τό ελληνικόν, καί άντι- χρόνος θ’ άποφασίση. Αλλ’ είνε πατριωτισμός άρά γε ή φιλο
στρο'φως. Συντάσσει γαλλικά; έπιστολάς διά τους τραπεζίτας καί δοξία; Αμφότερα. Η φιλοπατρία τού Ελληνος τώ είνε έμφυτος,
τους έμπορους, δημοσιεύει ίδίαις δαπάναις τώ κάμνουσι π ί- άλλά καί ή φιλαοχία είνε έν τών κυριωτέρων του χαρακτηρι
εύρίσκη καλήν τιμήν, ίν’ άγοράση νέα έκ Παρισίων· γίνεται αν τής θρησκείας εξάψεις. Συναναπτύσσεται μετ’ αύτοΰ άπό τής
ταποκριτή; ξένων έφημερίδων, πολλαπλασιαζο'μενος έπ’ άπειρον, νεαρωτέρας ηλικίας καί κατακυριεύει μάλιστα παντός άλλου
στέλλει διά του αύτοΰ ταχυδρομείου τέσσαρας πέντε έπιστολάς, αισθήματος του, οσάκις ούτος είνε μακράν τή ; πατρίδας καί
δηλαδή πέντε έκδο'σεις τής αυτής άνταποκρίσεως, μ,ηδέποτ’ μάλιστα τής έλευθέρας. ϊξγνώρισα είς ναυτικήν τινα πόλιν τής
έχων τον καιρόν ν’ άναγνώσνι ό'τι γράφει, προσβάλλων αυτός Αδριατικής δεκατετραετές παιδίον άτενίζον ημέρας ολοκλήρους
εαυτόν εις τάς έπιστολάς του ίν’ αποπλάνηση, τό κοινόν · γίνε τά ό'μματά του έπί τήν κυανόλευκον· σημαίαν τής έλευθέρας
ται διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων, έπιθεωρητής τών πολι Ελλάδος. Ο υπέρ παντός πατρίου ένθουσιασμός τών παίδων,
τικών καί φιλολογικών δοκιμίων τών πλουτούντων χρημάτων προπάντων τών άνατραφέντων έπί ξένης, είνε απίστευτος. Προ-
μάλλον ή γραμμάτων. Ο κάλαμός του είναι άξίνη, πτυάριον, βαίνοντος τού καιρού καί τής ηλικίας ή ζέσις αύτη έλαττοΰται.
έργαζόμ.ενον μ.ετ’ έπιμονής καί δραστηριότητος άξίων καλλιτέ- Η μετά τών ανθρώπων συγχρόνισις, αί απαιτήσεις καί αί
Ο έρανιστής είν’ έν Ελλάδι ό άνθρωπος τών γραμμάτων πρός τήν πατρίδα λατρείαν τής φλογερά; έκείνης πίστεως, ήτις
κατά τήν αληθή τής λέξεως σημ.ασίαν, ό άνθρωπος δηλαδή ό παράγει τούς μάρτυρας. Τό αίσθημα ό'μως μένει άκλόνητον.
άνευ έπαγγέλματος, άνευ προσόδου άλλά μόνον άπό του κα Πατρίς δέν είνε πλέον αϊ Αθήναι, ή έλευθέρα Ελλάς καί οί
— 76 —
Τό γένος τών Γραικών είναι καθώς τών Γάλλων · έπί πατριωτισρ-οΰ άκριβολόγοι δέν δύνανται νά όνομάσωσιν
ΙΙοϋ θέλει αύτούς σ’ υποταγή, λάθος έχει μεγάλον. έγκλημα τήν συμπάθειαν αύτήν τής Ελλάδος. ·
Οί προτεστάνται μέμφονται τούς Ελληνα; ότι ταυτίζουσι τήν
π ά ν τ’ άναφέρονται είς τήν Β υζαντινήν α υτο κ ρ α το ρ ία ν, ή τ ις σ υ χ ν ό τα τ α , άλλ’
αδίκω ς διασ ύρετα ι. ‘Η ’Ο θω μα νική δεσ π ο τεία έπήλθε κατόπιν νά συσφίγξιρ έτι θρησκείαν μετά τής έθνικότητος. Αμερικανός τις, δστις, κατά
μάλλον τήν π ολιτικήν τώ ν Ε λλ ή ν ω ν ένό τη τα * ιδού ό ορισμός τού "Ελληνος*
τά έν τώ βιβλίφ του λεγάμενα ( ι) , περιηγείτο έν Ελλάδι κατά
κ α τά τό σ ύ ν τα γμ α τή ς π ρ ώ τ η ; έν Τ ροιζή νι εθνικής συνελεύσεω ς 1821, άρθρον
6ν : "Ελληνες είνε α ' "Ο σ ο ι αύτόχθονες τ ή ; 'Ε λλη νική ς επικ ρ άτεια ς πιστεύουσιν τό ι 85 4 ώς προτεστάντης ιεραπόστολος πιθανώς, ό κύριος
είς Χ ρ ισ τό ν , β' "Ο σοι άπό το ύ ς ύπό τόν ’Ο θω μανικόν ζυγόν π ισ τεύ ο ν τα ς είς
Χ ρισ τόν ήλθαν καί θά ελθωσιν είς τήν 'Ε λληνικήν επικράτεια ν διά νά σ υναγω -
Baird, λέγει* « Δέν άπαιτεΐται μεγάλη οξυδέρκεια ίν’ άνακα-
νισθώ σι κ αί νά κατοική σω σιν είς αύτή ν. γ ' "Ο σ οι είς ξένας έπικ ρ α τεία ς είνε λύψη τις ότι έν τών μεγάλων εμποδίων είς έπιτυχίαν τών είς
γεννη μ ένο ι άπό π α τέρ α "Ελληνα, δ’ "Ο σ ο ι αύτό χθο νες κ αί μ ή , καί οί τού τω ν
απ ό γο νο ι, π ολιτογραφ ηθέντες είς ξένας έπικ ρ α τεία ς πρά τ ή ; δημοσιεύσεω ς του Ελλά δ α πεμπομένων ιεραποστόλων είνε ή πολιτική τού λαού
π α ρ ό ντο ς Σ υ ν τά γ μ α το ς, ελθωσιν είς τήν έλληνικήν έπικ ρ άτεια ν καί όρκισθώ σι τόν
φιλοδοξία, ή περί τού μ.έλλοντος τού τόπου των μέριμ.να
Ιλλ. ό ρ κον. ~! "Ο σ οι ξένοι Ιλθω σι καί π ολιτογραφ η θώ σιν. Ά ρ θ ρ . 9ν "Ο σοι ξένοι
έλθωοι νά κα το ική σ ω σ ιν, ή νά παροικήσ ω σιν ε ϊ; τήν έλλ. επικ ρ ά τεια ν, είναι ίσοι περισπά τό πνεύμα καί αυτών τών μάλλον ανεπτυγμένων
ενώ πιον τώ ν έλληνικών νό μ ω ν.
κλάσεων άπό πάσης θρησκευτικής σκέψεως. >■
(1) Δ η μο τικ ά ά σ μ α τα , συλλεχθέντα ύπό το ύ κυρίου Ζαμπελλίου · Κ έρκυρα,
1852. (1 ) M o d e m G reece, INew-York, 1857.
<»
— 82 —
Ε'.
(1 Λ Η Ϊ Τ Π Ϊ .
νύρεφευσιν των γυναικών των. Γπάρχουσι δέ καί διδόμενα να Εννοείτε ήδη, πόσον ευκολον είνε εις τους κακούργους νά δια-
πιστεύση τις, ότι κατ’ επιφάνειαν ρεόνον είνε χριστιανοί, κατά φύγωσι τών καταδιώξεων, καί τοιουτοτρόποις ή ληστεία δύ-
ναται άποινί νά περιφρονή παν ρεέσον περιστολής της. Μάτην
βάθος δ’ είδωλολάτραι.
Οί Αλβανοβλάχοι καί οί Σαρακατζανοί είνε τίρειοι εις τάς πίπτουσιν ικανοί λησταί υπό τάς σφαίρας τών στρατιωτών
ρεεταξύ των συναλλαγάς καί βοηθοΰνται άρεοιβαίως * προς τούς ή την ρεάχαιραν τής λαιρεοτόρεου · ανωφελείς θά ήνε οίαίδή-
ποτε προς έξόντωσιν τής ληστείας προσπάθειας αν δέν τεθή
άλλους είνε ϋποκριταί, δύσπιστοι, δόλιοι, άστατοι καί απα
εις ενέργειαν εν καί ρ/.όνον ριέσον... αν δέν δοθώσιν εις την
τεώνες. Οί άνδρες άρεφοτέρων των φυλών είνε λιτοί·, ρωρεα-
Ελλάδα όρια φυσικά, άτινα νά δύναται νά προφυλάξη ( ι) .
λέοι, ευκίνητοι καί καρτερικοί. Αγαπώσιν ύπερρεε'τρως τον
0
πολερεικόν βίον, δεν δύνανται όρεως νά ύποταχθώσιν εις την (1) « Τ ί κ α τα μ έμ φ ο ντα ι τ ώ όντι τή ς Ε λ λ ά δ ο ς; το ύ ς ληστάς της. Αλλ’ οί
λησταί έν 'Ελλάδι έρχονται από τού βορρά, δηλ. ά π ό τ ή ς Τουρκίας* ή Τ ου ρ κία
στρατιωτικήν πειθαρχίαν. Οί Σαρακατζανοί είνε φύσει οκνηροί
δέ μ α σ τίζετα ι τήν σ τιγ μ ή ν τα ύ τη ν υπό τώ ν λη σ τώ ν. Δέν ύπ άρ χουσι πλέον λη
καί περιορίζονται εις την κτηνοτροφίαν, Οί Αλβανοβλάχοι σταί έν Π ελοποννήσω κ αί τάϊς νήσοις τού Α ιγαίου, διότι ή Π ελοπόννησος κ αί αί
ν ή σ ο ι τοϋ Α ιγαίου έχουσι φυσικά όρια κ αί δύνανται νά ύπερα σπίσω σιν έ α υ τ ά ς ,
όρεως είνε βιορεηγανικώτεροι. Γίνονται ήρειονηλάται, άλωνισταί έν ω ή βόρειος 'Ελλάς δέν έχει το ιμ ϋ τα . Τ ίς δέ τήν έστέρησεν αυτώ ν ; 'Η Ε υ
(ρεεταχειριζόρεενοι εις τούτο τά άλογά των), αί δέ γυναίκες ρώ πη, καί πρό π ά ντω ν ή Α γγλία, βία τώ ν εύγενώ ν ενστάσεω ν τοϋ π ρ ίγ κ ιπ ο ς
Λεοπόλδου, σήμερον βασιλέως τώ ν Βέλγων* ό π ρ ίγκ ιψ Λεοπόλδος άπ εποιήθη τό
των ύφαίνουσι σκεπάσρεατα ή άντικείρεενα ίρεατισρεοΰ. Αρεφό- ελληνικόν σ τέμ μ α , διότι τ ώ έδίδετο τόπ ος σ τερούμ ενος φυσικώ ν ό ρ ίω ν , κ α ί
διότι ίσω ς προέβλεπεν ό τι ή 'Ελλάς ήθελε σπανίω ς εύνοεΤσθαι π α ρ ά τή ς Α γγλίας.
τεροι δέ, Σαρακατζανοί καί Αλβανοβλάχοι, άποστρέφονται ρεε-
Π ερ ιη γη τή ς τις μ ’ έγραφεν εσ χά τω ς έκ Κ ω νσ τα ντινου πόλεω ς, ό τι δέν είχε δυ-
γάλως τον γεωργικόν βίον. Εκ των δύο λοιπόν τούτων φυλών νηθή νά μ ετα βή χάριν π ερ ιπ ά του εις τό τέσσαρας λεύγας άπ έχον τή ς Κ ω ν σ τ α ν
τινουπόλεω ς δάσος τού Β ελιγραδιού, διότι τό δάσος αυτό δέν ή το άσφαλές. Είνε
στρατολογοΰνται καί υποστηρίζονται οί λησταί. Ιίολλάκις εγέ-
τό αυτό ώ ς άν οί Π αρισιανοί δέν ήδύναντο νά ύπάγω σιν εις JVleudon ή οί κ ά το ι
νετο λόγος νά διωχθώσι τού βασιλείου οί κτηνοτρόφοι οϋτοι, κοι τοϋ Λονδίνου εις R ich m o n d . Τ ίς λαλεϊ ό μ ω ς π ερ ί τώ ν π εριχώ ρω ν τής
Κ ω νσταντινουπόλεω ς ή τή ς Σ μ ύ ρ ν η ς ; ό συρ μ ός τή ς σ τιγ μ ή ς αυτή ς είνε νά γ ί
νεται λόγος π ερ ί τώ ν ληστώ ν τή ς 'Ε λλάδος. Ά ς άναμ είνω μεν νά παρέλθη ό
(1) Π ροφ έρεται ¡Γρ α ί γ ο . Ε ίν ’ αρά γε τ σ Γ ρ α ι κ ύ λ ο ς τω ν 'Ρ ω μ α ίω ν ; συρμ ός. »
(Σ α ιμ μ ά ρκ ος Γιραρδινος έν τ ή Έ φ η μ ερ ίδ ι τώ ν Σ υζητήσεω ν
ή ύπόθεσις αύτη στηρίζει την δόξαν τω ν φρονούντω ν , ό τι οί Βλάχοι είνε από
τή ς 3 Δ εκ. 1856.)
γονοι τω ν επί τοϋ Π ίνδου καταλειφθεισώ ν 'Ρ ω μ α ϊκ ώ ν αποικιώ ν.
— 86 —
— 87 —
Τά έθιμα τών ληστών αύτών είνε περιεργότατα · σέβονται τού καλλιτέρου κηρωτού. 0 λη,στής βολιδοσκοπεί θαυμασίως
τάς γυναίκας ούχί εξ ίπποτισμού ή αδιαφορίας, αλλ’ έκ φό τήν γήν καί οσφραίνεται, ούτως είπεϊν, μακρόθεν τάς διαυγείς
βου μ.ή φονευθώσιν, διότι κατά τινα σωτη'οιον δεισιδαιμονίαν καί δροσερά; πηγάς· άμα ευρών τό ύδωρ, συλλέγει άγρια χόρτα,
πιστεύουοιν ότι ό έγγίζων γυναίκα ελκύει τάς σφαίρας του π ι κ ρ α λ ί δ α ς καλούμενα, άτινα καί οί όψοφάγοι αυτοί τών
έχθρού. Οί λησταί ουδέποτε παραβαίνουσι τον λόγον των, πδλεων νοστιμεύονται - άλλά τά χόρτα ταΰτα δέν τρώγονται
πράττουσι δέ καί τούτο έξ ορθού ΰπολογισμ.οΰ, μή έπιθυμούντες ώμά· κυστις προβάτου χρησιμ.ευει ώς χύτρα· ό δέ ληστής πυ-
ν’ άπολέσωσι τήν άναγκαίαν προς έπίτευξιν τών λύτρων των ρακτοϊ λίθους εις τήν πυράν καί τους ρίπτει είς τό ύδωρ μέχρι;
πίστιν. Καί αυτός ό θηριωδέστερος ληστής διαθέτει πάντοτε νά βράσν), ή τούς μεταχειρίζεται ώς άνημμένον πύραυνον. Αν
μέρος τής λείας του υπέρ τής δείνος ή δεινός εκκλησίας, καί ή πρόκειται νά παρατρέψη τους χωροφύλακας καί νά έξαλείψη,
Παναγία λαμβάνει οΰτω πάντοτε τό μέρος της. 0 ληστής νυμ τά ίχνη τής σκηνώσεώς του, καταφεύγει είς ποιμένα τινα καί
φεύεται, φροντίζει όμως ν’ άπαγάγη τήν μέλλουσαν γυναίκα τάς αιγάς του, όστις έντός ολίγων ώρών τακτοποιεί τα παντα.
του. Ο έρως τής γυναικός τού ληστού όμ,οιάζει μέ τόν έρωτα Αν εΰρεθή μ.εταξυ χωροφυλάκων άφ’ ενός καί βαράθρου άφ’
τού κυνός πρός τόν αύθέντην του. Πολλάκις τόν παρακολουθεί ετέρου, ούδέν άπλούστερον τού να θέση τό βαραθρον μ.εταζυ
αυτή ύπό ανδρικήν ένδυμασίαν εις τάς νυκτερινά; του έκδρο- αυτού καί έκείνων. Κόπτει έν μ-έγα δένδρον, όπερ θά εΰρεθή
μάς, καί μ,άχεται παρ’ αύτώ μ.’ όσην καί έκείνος γενναιότητα. βεβαίως είς τό άκρον τής χαράδρας · ή πρόνοια τό τοποθετεί
Αί γυναίκες αϋται, έκτος τής διαφορά; τού φύλου, ομοιάζουν έκεϊ χάριν τού ληστού· τό μεταχειρίζεται ώς άντίπτωτον,
καθ’ όλα πρός τους ρωμ.αλεωτέρου; άνδρας. 0 ληστής αντέχει καί άμα αύτός καί είς τών εταίρων του εύρεθώσιν είς τό βάθος
εις τήν πείναν, τήν δίψαν, τόν κάματον, μετ’ άπαραμίλλου τού κρημνού, κρατοΰσιν οί δυο τήν κάππαν των ανοικτήν
ΰπομ,ονής καί στωϊκισμού· καταπαύει τήν δίψαν του μασσών όσον ύψηλότερον δυνανται, οί δέ άνω τού βαράθρου παραμ.εί-
μόλυβδον, καί άπατά τήν πεινάν του τρώγων μικρόν τι τέ- ναντες σύντροφοι πηδώσι τότε έπί τής αυτοσχεδίου έκείνης
μαχος προβείου λίπους, όπερ φέρει πάντοτε μεθ’ εαυτού ϊνα στρωμ,νής.
καθαρίζη τά όπλα του. Κοιμάται εις τό ύπαιθρον, τόν έ'ν α 0 αρχιληστής έχει πάντα σχεδόν τά πλεονεκτη'ματα αρχι
μόνον κ λ ε ί ων οφθαλμόν, καί ή ταχύ της τού δρόμου του στρατήγου · οόδείς δυναται κάλλιον αυτού να ύπολογιση τας
είνε απίστευτος. Η έξ αίγείων τριχών κ ά π π α του είνε αδια αποστάσεις, νά ουνδυάση τά διάφορα τής έκστρατειας του
πέραστος είς τήν βροχήν, μ,ανδυας δυνάμ.ενος νά συναγωνισθή κινη'ματα, νά θέτη προσκόπους, νά έπιτηρή τους κατασκόπους,
πρός τα καλλίτερα έκ κομεος ή γούττα-πέρκας προϊόντα τής νά, παρασκευάζη τήν άποχώρησιν, καί να φέρη είς αίσιον πέρας
rue Vivienne. Αν δέν εύρη, άσυλον είς κάνέν σπήλαιον κατά τάς περί λύτρων διπλωματικά; διαπραγματεύσεις.
τής καταιγίδας, κατασκευάζει κλίνην έκ κλάδων, σκεπάζεται 0 ληστής άγαπά τήν δόξαν · ό διάσημος ήρως τής πειραϊκής
ύπό τήν κάππαν του., καί τό ύδωρ παραρρέει επ’ αυτής ώ; έπί όδοΰ Δαβέλλης περί ένός μόνου έμ.ερίμ.να · « Κάνεις ποιητής
— 88 —
<7'·
Ο Κ ΛΕΦΤΗΣ.
στήθος. Α ί κνήμαι καλύπτονται διά μάλλινων καί άρχαιοπρε- προσφιλούς αύτοΰ κλεφτικοΰ έδέσματος, οί δέ γέροντες τής
πώς κεντημένων κνημίδων · οί πόδες φέρουσιν είδο'ς τι σανδάλων όμ.άδος οίωνοσκόπουν έπί τής ώμοπλάτης τού θύμ,ατος.
καλουμένων τσ α ρ ο ύ χ ι α· μακρόν ερυθρόν φέσι κομψώς καμπτό- Τ ’ άσματα παρηκολ,ουθουν τό γεύμα, καί ό τ α μ π ο υ ρ ά ς ,
μενον καλύπτει τήν κεφαλήν. Προσθέσατε είς ταΰτα πάντα λειό- είδος μ.ανδολίνου, συνώδευε τήν φωνήν τών κλεφτών ψαλλόν-
τριχα και λευκόν μ,ανδύαν νωχελώς έρριμένον έπί τών ώμων, των περιπαθώς τούς ύμ.νους τών κατορθωμάτων αύτών ή τών
πυροβύλον άνά χείρας, σπάθην είς τό πλευρόν, ζεύγος πιστο- πατέρων των. « Οί ύμνοι αύτοί, λέγει ό Κολοκοτρώνης, ήσαν
λίων καί γιαταγάνιον είς τό σ ι λ ά χ ι , υψηλόν καί άνάλογον αληθινά στρατιωτικά δελτία. » Ποιηταί των ήσαν συνήθως
ανάστημα, μέλη εύκαμπτα, μελαψήν χροιάν, μακράν μέλαιναν χωρικοί ή τυφλοί έπαΐται. Οί νέοι ούτοι ραψωδοί, οδηγούμενοι
κόμην, μ,ακρόν μύστακα, οφθαλμούς ζωηρούς καί σπινθηροβό- παρά παιδιού τινός ή κυνός, διατρέχουσιν έτι σήμερον τήν
λους, φυσιογνωμίαν ύπερήφανον καί τραχεϊαν, καί έχετε πλήρη Ελλάδα, άδοντες πρός τήν λύραν των, ώς τήν καλοΰσιν, ήοώων
τήν εικόνα τού άρματωλοΰ καί κλέφτου. ανδραγαθήματα.
Εντός μικράς κυτίδος φέρει τόν πρόβειον μυελόν τόν άντι- Ο κλέφτης άγαπά έπίσης τόν χορόν. Οί χορευταί άποτε-
καθιστώντα τό έλαιον είς καθαρισμ-όν τών όπλων του , καί είς λούσι μακράν άλυσιν, ής ό χορηγός έκτελεϊ διάφορα σχήματα*
τό πλευρόν του κρέμαται μ,ικρός χαλκούς κύαθος. Αν ό κλέφτης αυτός είνε ό κατ’ έςοχήν χορευτής, ό δέ λοιπός χορός ακο
έχη χρήματα, τά κρύπτει είς έπί τούτω ζώνην, καλουμένην λουθεί μ-όνον τάς κινήσεις του καί έπαναλαμ.βάνει έκ διαλειμ
κεμέρι . Κατά τόν βίον τών γενναίων αύτών, ολίγα τοϊς μάτων έπωδόν τινα ταχύνουσαν τό βήμα, όπερ συγκεφαλαιούται
έχρειάζοντο είς τροφήν. Αγρυπνοι πάντοτε καί καταδιωκόμενοι^ είς γραφικά πηδήματα, άναμ.ιγνύμ.ενα πολλάκις μέ σοβαρω-
ουδέποτε άνήπτον πΰρ· οσάκις δέ σπανίως τό έπραττον έδεί- τέρας κινήσεις. Ο χορηγός σείει χορεύων τήν κεφαλήν καί
πνουν κάπως καί πολυτελέστερον, δι’ ευφυούς όμως μέσου κρατεί πολλάκις μανδύλιον, σείων αύτό κατά πάσαν διεύθυνσιν.
κατώρθουν νά διασκεδάζωσι τόν άναθρώσκοντα καπνόν, όστις Ο δρόμος, ό δίσκος καί τό πήδημα ήσαν έπίσης έκ τών δια
ήδυνατο νά προδώση τήν κοίτην των, καί ιδού πώς : Εσκαπτον σκεδάσεων τού κλέφτου, καί θαυμασία ήτο πραγματικώς ή είς
αρκετά βαθεϊαν τάφρον έν τή γή, καί έντός αύτής έσώρευον αύτάς δεξιότης του.
άνά δυο παραλλήλως τούς κλάδους είς σχήμα πυραμίδος, ής Ούδέν ζ ωηρότερον καί γραφικώτερον ή κλεφτικόν λημέρι .
ή μέν κορυφή έκλείετο ερμητικώς, είς δέ τάς πλευράς άφίνοντο Ας φαντασθή τις πεντήκοντα παλληκάρια έστοατοπεδευμένα
μ,ικρά ανοίγματα· ούτω δέ ό καπνός, μή δυνάμενος ν’ άναβή έπί τής ράχεως όρους ή είς τό βάθος χαράδρας παρά τήν όχθην
καθέτως, διεχέετο διά τών παραπλεύρων οπών τής πυραμιδο ρυακος· οί μέν καθαρίζουσι τά όπλα των, οί δέ κτενίζουσι τήν
ειδούς πυράς καί δέν άπετέλει συμπεπυκνωμένον σώμ.α. Ανά- μακράν των κόμην · έδώ χορεύουσι κύκλω οί νέοι, παρέκει
ψαντες τήν πυράν, έσφαζον πρόβατον καί έψαινον αύτό ολό γέρων τις κλέφτης στρέφει τόν οβελόν έπί ήμισβέστου ανθρα
κληρον διά ξυλίνου οβελού. Γενναίος οίνος έσπένδετο έπί τού κιάς. Πολλοί είνε έςηπλωμε'νοι ύπτιοι κατά γής, καί άλλοι
καταγίνονται εις τάς προσφιλείς των ασκήσεις. Πρόσκοποί τινες, τον βαρέως, ώστε οί έταίροί του δέν ήδύναντο νά τον παρα-
διεσπαρμένοι εις το βάθος, συμπληροΰσι τον πίνακα. λάβωσι μεθ’ εαυτών, τον ήσπάζοντο τον τελευταΐον ασπασμόν
Οί άρματωλοί, ώς οί κλέφται, έσέβοντο τα μέγιστα τας γυ καί τού έκοπτον τήν κεφαλήν, καθότι έθεώρουν μεγίστην υβριν
ναίκας. όστις προσέβαλλε γυναίκα, έδιώκετο αμέσως τής όμά- ν’ άφήσωσι τοιούτο τρόπαιον εις τούς Τούρκους.
δος ' ή ποινή όλιγώτερον βαρέων παραπτωμ-άτων συνίστατο 0 3τω , βία της δουλείας, τών καταπιέσεων καί κακώσεων
εις αποκοπήν τής κόμης ή εις στέρησιν των ό'πλων. Οί κλέφται άς ύπέφερον οί συμπατριώταί των, οί κλέφται διηώνιζον τό
εΰρισκον προστασίαν καί περίθαλψή εις τα μοναστήρια. Οί άρχαΐον πολεμικόν πνεύμα τών Ελλήνων, καί, ώς παρατηρεί ό
ιερείς καί οί γεωργοί παρείγον αύτοϊς τρόφιμα καί πολεμεφό- Κολοκοτρώνης, διεμαρτυρήθησαν πάντοτε κατά τού τουρκικού
δια · πολλάκις τοίς έγρησίμευον καί ώς σκοποί, καί οσάκις ζυγού. « Η ζωή αύ'τη, προστίθησιν ό γέρων κλέφτης, πλήρης περι
συνέβαινε συμπλοκή μετά των Τούρκων, οί γωρικοί κατέλει- πετειών καί κινδύνων, ύπήρξε τό σχολεΐον εις ό έγυμ,νάσθημεν
πον πολλάκις το άροτρον, καίέτρεχον εις βοήθειαν των ορεσιβίων διά τήν μέλλουσαν έπανάστασιν. Οταν ήλθεν ή στιγμή, έγνω-
αδελφών των. Υπήρξεν εποχή, βέβαιοί ό Κολοκοτρώνης, καθ’- ρίζομεν όλας τάς ατραπούς, όλας τάς πεδινάς καί όρεινάς θέ
ήν το καθ’ ενός Ελληνος αδίκημα έθεωρείτο ιεροσυλία παρά σεις. Ο Τούρκος δέν μάς έφόβιζε πλέον, καί ύπεμένομεν
του κλέφτου · άλλ’ άπ’ άρχής του παρόντος αΐώνος οί ελεύθεροι άδιαφόρως τήν πείναν, τήν δίψαν, τον κάματον καί τούς
Ελληνες έφάνησαν ήττον ευαίσθητοι, καί έκακοποίησαν μάλιστα φθείρας. ”
τους δουλικώς ΰποτασσομένους εις τον οθωμανικόν ζυγόν συμ- Αφ’ ής έλευθερώθη ή Ελλάς, ή αποστολή τού κλέφτου, ήτοι
πατριώτας τιον. Συνέβη καί εις τους κλέφτας ότι καί εις τους τού ανθρώπου τού άγώνος έπεοατώθη · ή διαμαρτύρησις κατά
άντάρτας της Βανδέας (Chouans), οί'τινες μετά τήν ένοπλον τής δουλείας τών ύπό τον οθωμανικόν ζυγόν διαμεινασών ελλη
αυτών κατά τών τρομοκρατών διαμαρτύρησιν κατη'ντησαν νικών επαρχιών περιείχετο έν αύτή τη συστάσει τού ελληνικού
μετά ταΰτα αληθείς λη,στρικαί του μεσαιώνος ομάδες, κακο- βασιλείου, καί ό κλέφτης κατεσκήνωσεν έν αύτω μεχρις ού νέον
πραγη'σαντες καί αυτούς τούς πολιτικούς των όμοδόξους. πολεμιστήριον τον καλέση εις άπελευθέρωσιν τών δούλων αδελ
Οί άρματωλοί πολλάκις συνεκρούοντο μετά τών κλεφτών · φών του.
αί δέ μάχαι αυτών ήσαν ζώσα είκών τών ομηρικών συμπλο ΐίν τή νέα ελληνική κοινωνία ό στρατιώτης τού ύπέρ ανε
κών. Ανήγειρον σωρούς πετρών καί χώματος, όπισθεν τών ξαρτησίας πολέμου καλείται ά γ ω ν ι σ τ ή ς * διατηρεί, ώς καί
όποιων έκρύπτοντο καί έπυροβόλουν · τας οχυρώσεις αύτάς έκά- ή πλειοψηφία τών κατοίκων, τό εθνικόν ένδυμα, καί τό φέρει
λουν τ α μ π ο ύ ρ ι α , έπροκαλοΰντο εκατέρωθεν διά τών ύβρι- ύπερηφάνως, προτάσσων το στήθος, κλίνων αγέρωχος τήν κεφα-
στικωτέρων εκφράσεων, καί του πυροβολικού προηγείτο ή διά ’λήν του δεξιά, καί βαδίζων ώς άρχιτυμπανιστής ηγούμενος τά
λόγων καί χειρονομιών απειλή, ή δέ μάχη έπεραιοΰτο διά θα γματος. Αν ό αγωνιστής έχη άνώτερόν τινα βαθμόν, έχει καί
νατηφόρων μονομαχιών. Οταν κλέφτης τις έπληγώνετο τοσοΰ- συνοδίαν συνήθως καλουμένην ούράν. Συγκροτείται δέ αύτη έξ
— 94 —
(1) ‘Ο Ε υρω παϊκός συρμός εϊσηγαγεν από τίνος άντϊ· του δευτε'ρου ένικού
τό δεύτερον πληθυντικόν πρόσω πον * πολύ εχασεν ή γλώ σσα κ αϊ ούδέν έκέρδη-
σεν ή άβρόπρεπεια.
Ο ΤΑΛΑΙΠ Ω ΡΟ Σ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ.
I.
πωμεν ό εις εις τον άλλον, ότ’ έφθάσαμεν εις τδ μικρόν σου δω-
μάτιον · τί άπαραδειγμάτιστον ευστροφίαν γλώσσης άνεπτύσσο-
μεν επαναλαμβάνοντες πάντοτε τάς φράσεις : — Ενθυμ είσαι
αυτήν τήν φοράν; ενθυμείσαι εκείνην τήν φοράν; ότ’ έπήραμεν
κεράσια καίτά είίρομεν ροδινώτερα των δακτύλων μας; ότ’ εψ'α-
ρεύσαμεν εις τήν λίμνην , καί σύ έπεσες μέσα κατακέφαλα;
ότε μετεχειρίσθημεν τδ κλειδίον τής εκκλησίας ώς κανόνα καί
έτιμωρήθημεν διά τήν γεωμετρικήν μας εκείνην δοκιμήν; καί
ότε σύ, καί εγώ, καί ότε ημείς, καί ότε σύ.... — καί ούτως
εις τδ έπάπειρον.
Λοι πδν , τέλος π ά ν τ ω ν , ώς λέγομεν εδώ εις τδ Βουσαίν,
θέλω νά σέ μεταφέρω πάλιν εις τούς καλούς εκείνους παλαιούς
καιρούς ! Διατηρεί ετι ή μνήμη σου τήν εικόνα του μετανάστου,
του πρώτου διδασκάλου μας εις τά γαλλικά καί τήν ιχνογραφίαν,
του τ α λ α ι π ώρ ο υ Λο υδο βί κ ου, ώς ήοέσκετο ν’ άποκαλή-
ται μόνος του; Πως έτρέχομεν εις προϋπάντησίν του, όσάκις
ήρχετο έκ Ράνδε ρς νά μάς ϊδη ! Νομίζω ότι τδν βλέπω ακόμη
καταβαίνοντα τού παρά τδ πρεσβυτέριον λόφου, μέ τδ μακράν
του βαθύ πρασινόχρουν ένδυμα, όπερ ¿πτερύγιζε δεξιά καί
αριστερά, ώσανεί έδίωκον τά κράσπεδά του αι ραιβαί αύτού
κνήμαι... συγχώρησιν ! δέν ή το κυρίως ραιβοσκελής, αλλά τά
γόνατά του προσέκρουον, ώς εϊξεύρεις, όταν ¿βάδιζε, καί τούτο
ουδόλως τδν ήσχήμιζε. 0 πίλός του, — γηραιός καί λιπό-
θριξ, ώς τδ ένδυμά του, - — ή το πάντοτε καταβιβασμένος επί
τοδ μετώπου του, κλίνων όλίγον προς ΐό αριστερόν ούς, ή
έκρυπτε τδ πρόσωπόν του μέχρι του άκρου τής ρινός, διότι ό
τ α λ α ί π ω ρ ο ς Λο υ δ ο β ί κ ος έκύτταζε πάντοτε τούς πόδας
του · ενίοτε ή'γειρε τήν κεφαλήν, αλλά τήν κατεβίβαζε πάραυτα,
Ασεί θαμβούμ.ενος ύπδ των ηλιακών άκτίνων. ή μικρά ράβδος
— 99 —
III.
Β ο υ σ α ϊν , ’Ιο ύ λ ιο ς 1 8 1 6 .
θότι πάντοτε οσάκις επιστρέφω από τήν οικίαν αισθάνομαι πνέει- όχι ένεκα του γήρως τ η ς , — άναντιρρήτως δεν είνε
τήν διαθεσιν αύτήν εις σκεψιν και θεώρησιν τής σελνι'νν}ς. πλέον ή τεσσαρακοντουτις — άλλ’ ένεκα υψηλής τίνος άςιο-
Αλλα νά μέ πάρτι ό διάβ. . . στάσου! έλησμόνησα δτι δεν πρεπείας διακεχυμένης έπ’ αυτής.
σ’ άρέσκει να βλασφημουν · εις τον στρατόν μας δμ.ως βλασφη Μετά ζωηράν μιας περίπου ώρας συνομιλίαν, αί κυρίαι άπε-
μουν επίσης ώς καί εις θείου Τοβία· θα είνε φαίνεται επιδη σύρθησαν ίνα παρασκευάσωσι το γεύμα! « Πόσον είσθε ευτυχής,
μικόν είς την Φλάνδραν. Ηθελον νά είπω — μά την πίστιν κύριε! » τω είπον. Δάκρυα τω ήλθον είς τούς όφθαλμ.ούς, έστρεψε
μου ¿λησμόνησα καί πάλιν τ ί ηθελον νά είπω. βλέμμα εύγνωμ,οσύνης καί εύλαβείας προς τον ουρανόν καί
Á ! τώρα είζεύρω τ ί ηθελον νά σου είπω · ηθελον νά σου άπήντησεν ; « Ó Θεός μ.’ άντήμειψεν έκατονταπλασίως διά τά
λαλησω περί του Ρουζυ.όν. δεινά τής νεότητάς ρ.ου! » Επειτα προσέθηκε : * Γνωρίζω δτι
Ευθύς μετά τήν άναχώρησιν του φιλτάτου ριου Λουδοβί έχετε συμπαθή καί εύαίσθητον καρδίαν, έλθετε μαζή μου· ενώ
κου, τοσουτον κατελήφθην υπό τής επιθυμίας νά τον ϊδω , αί γυναίκες καταγίνονται μέ το γεύμα, καί μάς άφίνουσι μό
ώστ’ υπήγα είς τον οίκόν του μετά τρεις ημέρας, παραλαβών νους, θά σάς διηγηθώ τήν ιστορίαν μ.ου! »
οδηγόν. Δεν εχω νά σ’ είπω τίποτε περί τής θέσεως τής οι Μ’ έφερεν είς τον κήπον καί μοί διηγήθη τά επόμενα,
κίας, είμή δτι έχει μ.έγαν σύμφυτον κήπον, καί δτι ή Λουΐζα « Εγεννήθην εντός αυτής τής οικίας- είς τον κήπον αύτόν
έκάθητο επί σκάμνου πλησίον τής κιγκλίδος, στρέφουσα τούς έδρεψα τά πρώτα άνθη καί συνέλαβον. τάς πρώτας χρυ
οφθαλμούς προς τήν λεωφόρον. Αμ.α ίδούσά με έδραμε ν’ ά σαλλίδας. Τώρα κάθημ’ εδώ πληρόνων ένοίκιον, μολονότι τά
νοιξη τήν κιγκλιδωτήν θυραν, μ’ ή'ρπασεν άπο τον βραχίονα κτήματα ταυτα άνήκον άπο πολλών αιώνων είς τούς προπά-
καί ¡λ’ εφερεν είς τήν οικίαν χορεύουσα. Ο γέρων Λουδοβίκος τοράς μου.
μ ’ ΰπεδεχθη είς τήν θυραν τής οικίας ¡κ’ εν τόσον προσηνές » Ημην μονογενής υιός, μέλλων κύριος τού Ρουζμόν, άφ’ ού
μειδίαμ,α, ώστε δεν έκρατήθην του νά τον έναγκαλισθώ. έξηρτώντο τότε τρία εύπληθή χωρία. Η μήτηρ μου απίθανε
Ποία φιλοξενία, ποια εγκάρδιος υποδοχή! Μόνον οΐ Γάλλοι πριν δυνηθώ νά αισθανθώ τήν άπώλειάν μ.ου, καί ό πατήρ μου
δυνανται νά ξενίζωσι. Μ’ εφέρθησαν ώς είς παλαιόν φίλον, ώς έχήρευσε · μή δυνάμενος νά μέ άποχωρισθή μ’ έκράτησεν εις
είς μ.έλος τής οικογένειας. Εσπευσαν κύκλω μου, ίνα [κέ περι- τήν οικίαν μέχρι τής δεκαεξαετοΰς μου ηλικίας, καί εκεί έδι-
ποιηθώσιν. Ó πατήρ μ ’ έδωκε κάθισμα, ή κόρη ¡κ’ έφερε δρο δάχθην ξένας γλώσσας, μαθηματικά, ζωγραφικήν, καί δλας
σιστικά· εκείνος δέ ¡κ’ ¿γέμισε ¡κίαν πίπάν καί τήν άνήψεν είς τας σωματικός ασκήσεις. Ó κήπος ήταν ή προσφιλής ρ.ου δια
τον ήλιον. Κατόπιν ήλθεν ή σύζυγός του — είμ.αι βέβαιος δτι μονή καί ή κόρη τού δασοφύλακας Αννέτα ή μόνη σύντροφος
ομοιάζει ολίγον ¡κέ τήν μητέρα μου. Αν το είχον συνειθίσει, τών παιδικών μου παιγνίων. Ο πατήρ της κατώκει εκεί, είς
πλήν είξεύρεις δτι είς Δανιμαρκίαν δεν υπάρχει τοιουτον έθι- τήν μικράν αύτήν οικίαν έμ.προς τού κήπου, δστις έκειτο τότε
μον, ηθελον γονυπετήσει ενώπιον της, τοιουτον σέβας μ’ έμ- εμπρός τού δρυμού, έκτεινομένου μέχρι τού δάσους. Αλλ’ ό
ι
— 109 —
— 108 —
μου εις το στρατιωτικόν στάδιον, να φορέσω το ξίφος υπέρ όλους τους χρόνους. Ηρχίσαμεν άπό τούς π α ρ ω χ η μ έ ν ο υ ς ,
του βασιλέιος [/.ου. Από της μάχης του Μίνδεν, oöεν ό πατήρ — άπό τήν ξυλίνην γέφυραν, τούς άνθοστεφάνους, τά κεράσια,
[/ου είχεν έπιστρέψει μ.’ ήκρωτηριασμένον βραχίονα, άνήοτησε κ. τ. λ., τούς μετεβάλομεν κατόπιν εις λαμπρόν ε ν ε σ τ ώ τ α ,
το ξίφος του εττι της ακηλίδωτου άσπίδος των Σαρόστ. Ηδη καί έσταματήσαμ.εν εις τον μ .έλ λο ντα , ότ’ έξαφνα ό γέρων
¡/.οι το προσέφερε λέγων · « Δια τον βασιλέα, την πατρίδα καί βαρώνος Βεθυνος Σαρόστ μ.άς κατέλαβε κλίνοντας τήν μ.ετο-
« έσταλην εις την στρατιωτικήν σχολήν τής Βριέννης, δπου « Προσεποιήθη ότι ούδέν είδε καί μ ’ έκάλεσε · τον ήκολου-
έσχον επί διετίαν συμμαθητήν τον άνδρα δστις περιεβλήθη θησα μετ’ αλγεινής προσδοκίας, μ.έχρις ού τέλος έστάθη εις τήν
κατόπιν τό στέμμ.α των Βουρβώνων. £ξήλθον του σχολείου στοάν έν μέσω των εικόνων των προγόνων μας, καί στραφείς
ώς ύπολοχαγός ενός συντάγματος θωοακοφόρων, ό'περ δεν είχεν προς εμέ μέ είπε · « Λουδοβίκε Βεθυνε Σαρόστ ! δέν δυνασαι
άλλην έργασίαν ή νά μεταβαίνη από φρουράς εις φρουράν. νά νυμ.φευθής τήν κόρην του δασοφύλακας, καί δέν θά τολμ.ήσης
Οίίτω παρήλ^ον έπτά έτη τής ζωής ¡/.ου, έξ ών δεν έχω νά σάς ποτέ νά άπατήσης άθώαν κόρην! Πήγαινε, έπίσο^ξον τον ίππον
είπώ άλλο τι, είμή ότι εγραφον τακτικώς κατά μήνα εις τον σου, καί επάνελθε εις τήν φρουράν σου. » — Υπήκουσα, ήσπά-
πατέρα ¡/.ου, έσυλλογιζόμην συχνά τό Ρουζμόν, ενίοτε την Αν- σθην τήν χεΐρά του καί κατέλιπον τό Ρουζμόν, χωρίς νά έπα-
νέταν. Ησχόλουν τον καιρόν μου ασκούμενος καί άναγινώσκων · νίδω τήν Αννέταν.
είχον έ'τοιμ.ον τό βαλάντιον διά τους εταίρους ¡/.ου, άλλ’ όχι « ή έπανάστασις έξερράγη. Μικρόν μετά τήν εις Ρουάν επι
καί τήν ψυχήν πρόθυμον διά τάς παραλυσίας των. στροφήν μ.ου συνήχθησαν οί πρόκριτοι. Γνωρίζετε βεβαίως
»Μετά οκταετή απουσίαν έπανεΐδον τον τόπον τής γεννή- αρκετά τά φοβερά αύτά γεγονότα, καί δύναμαι νά περιορίσω
σεώς μου * τό σύνταγμά μου εστάλη φρουρά εις Ρουάν, καί μοί τήν άφήγησίν μου εις μόνον τήν έξιστόρησιν τής ιδίας μου τύ
έδόθη τεσσάρων εβδομάδων άδεια. Τό πρώτον πρόσωπον χης. Τό συνταγμ,ά μ.ου, περιλαμβάνον μόνον αξιωματικούς τής
ό'περ άπήντησα έπιστρέφων ΰπήρξεν ή Αννέτα. Ητον εις τον ύψηλοτέρας εύγενείας, αληθώς βασιλικούς, διελυθη. Ρπανήλθον
πυ'ργον παιδαγωγός δυο ανεψιών ορφανών ας είχεν υιοθετήσει λοιπόν πλησίον του πατρός μου, άλλ’ ή Αννέτα δέν ήτο πλέον
ό πατήρ μου. Επεριπάτουν έκεΐ εις τήν οδόν. Κ ατ’ άρχάς δεν εις Ρουζμ,όν · ό πατήρ μου τή είχε προμ.ηθευσει καλήν τινα
άνεγνώρισα τήν σύντροφον των παιδικών μου χρόνων· ήτο ή'δη θέσιν παιδαγωγού εις Αρράς. Αί ταραχαί ηύξησαν καί ή μ.ετα-
υψηλή, μεγαλοπρεπής τό ανάστημα, εις τό άνθος τής ηλικίας, νάστευσις ήρχίσε. Πολλοί δέ εύγενείς διαβαίνοντες διά τού
καί ένδεδυμε'νη έπιχαρίτως· μ’ άνεγνώρισεν ό'μως εκείνη καί ή Ρουζμ.όν συνεβούλευσαν εις τον πατέρα μου ν’ άκολουθήση το
ταραχή της έδειξεν ότι συχνάκις μ ’ είχε συλλογισθή. Τ ί νά σάς πλήθος. Δέν τον κατέπεισαν όμ.ως· ένόμιζε τήν θύελλαν παρο
εΐπω, κύριε ; μαντεύετε μόνος σας τήν συνέχειαν' πριν παρέλ- δικήν, καί ούδ’ έμ-άντευε κάν ότι τά φοβερά της αποτελέσματα
ήθελον συνταράξει ολόκληρον τον κόσμον. Αιφνίδιος αστραπή
θωσιν αί τέσσαρες εβδομάδες, έκλίνομεν τό ρήμα άγαπώ εις
— 11“2 —
— 113 —
γωρα θά χω ρεύσης την Carmagnole! » 0 έθνοφύλαξ κάμνει εν τήν ζωήν. Αλλά πώς ν’ άντιστή είς τάς παρατηρήσεις τού
βήμα χορού καί μοί προσφέρει τον βραχίονα, λέγων έμπαι- ίερέως, είς τήν επιμονήν τού έραστού; ϊύνυμφεύθημεν λοιπόν ό'σον
κτικώς· « Κυρία, επιτρέψατε νά σάς καλέσω είς τον χορόν ! » έπισήμως ήν δυνατόν εντός φυλακής. Το συνοικέσιον έτελέσθη
Απωθώ τον βραχίονα του καί τρέχω προ αύτοΰ είς τήν φυλα εντός τής κοινής αιθούσης, καί όλοι οί συνδεσμώται μας μ.άς
κήν , δπου μ.’ άνέμενεν η' εύτυχία νά σ’ έπανίδω. » συνεχάρησαν, δεικνύοντες τοσαύτην χαράν, όσην άν ήμεθα εν
« Τήν επαύριον μάς έφεραν τον γηραιόν μας τού Ρουζμον τελώς ελεύθεροι, ό δέ ναός έκείνος τού θανάτου άντήχησεν είς
εφημέριον, αληθή παρη'γορον δΓ ημάς, γενναίον οδηγόν διά τήν φαιδρόν έορτάσιμον θόρυβον. “ Καλά κάμνεις, αδελφέ !>’ μ’
φοβεράν οδόν ή'τις ήπείλει ν’ άνοιγή ό'σον ού'πω προ ημών. έφώναξεν είς πρώην συστρατιώτης μου, » πρέπει νά γελά κανείς
Ανεκάλυψεν εντός ολίγου τήν μετά τής Αννέτας' σχέσιν μου, μέ τον θάνατον, καί νά τού κλέπτη όσας τέρψεις δύναται νά
καί είδεν ό'τι ό πατήρ μου τήν ένέκρινε. « Κύριε λοχαγέ, » μ.έ παράσχη ακόμη ή ζωή. » 0 πατήρ μου εξέβαλε μερικά λου-
είπε μίαν ημέραν, « αγαπάτε τήν Αννέταν καί άνταγαπάσθε· δοβίκια άφ’ όσα είχε κρύψει μεταξύ τών πάτων τών υποδημάτων
ό έρως σας είνε άγνός, διότι τείνει προς τον ούρανόν, άλλ’ άς του, καί μετ’ ολίγον άφθονος έστίασις συνεκάλεσεν όλους τούς
άγιασθή καί εδώ κάτω διά τής θρησκείας'· Ας σάς ενώσω διά φυλακισμένους είς εύωχίαν, ή'τις δια δέκα έξ αύτών ΰπήρξεν
τού ιερού δεσμού τού γάμου'· Οχι ώς έρασταί άλλ’ ώς σύζυγοι ή τελευταία.
πρέπει νά παρρησιασθήτε προ τού θρόνου τού παντοδυνά “ Προς τό τέλος τού συμποσίου, όταν οί συμπόται ήσαν φαι
μου'· » Η σκέψις αυτη , ή'τις δέν μ.’ είχεν έπέλθει έτι έξήγειρε δρότατοι καί προέπινον ζωηρότατα, ό καθημερινός μας ξένος
τά βιαιότερα τής ψυχής μου αισθήματα, ή Αννέτα σύζυγός είσήλθεν, ό άνθρωπος δηλαδή όστις ήρχετο είς άναζήτησιν τών
μου'· καί ό'μως άγνή καί άγία ώς άγγελος ώς ψυχή έξηγια- ενώπιον τού έπαναστατικοΰ δικαστηρίου καλουμένων προσώ
σμένη ! ή ιδέα αύτη είχε τι γλυκύ καί υψηλόν έν τω παραδόξιρ πων , όθεν μόνη έξοδος ύπήρχεν ή προς τήν λαιμ.οτόμον
της. Αλλ’ ή στενωτέρα αύτή ένωσις δέν καθίστα πικοότερον άγουσα, ΐδόντες τον άγγελον τού θανάτου έσίγησαν πάντες,
τον θάνατον; Αν μάλιστα ό είς έπέζη τού άλλου ;... Οί δι καί τά πλήρη ποτήρια άπετέθησαν είς τήν τράπεζαν. “ Τίνος
σταγμοί μου έν τούτοις διελύθησαν προ τής γλυκείας έλπίδος ήλθεν ή σειρά; » διελογίσθησαν όλοι. Η Αννέτα ήρπασε τήν
ό'τι ηθελον δυνηθή νά καλέσω τήν Αννέταν γυναΐκά μου, έστω χεϊρά μου - « Α χ θεέ μου! Λουδοβίκε! » είπε περίτρομος. Ο
καί διά μ.ίαν μόνην ημέραν, ϊύλαλήσαμ.εν περί τούτου εύθύς είς Χάρων — ουτω τον ώνομάζομεν — ή'νοιξε τό χαρτίον του καί
τον πατέρα μου, ό'στις συνεμερίσθη τήν γνώμην τού σεβασμίου ήρχισε ν’ άναγινώσκη τά ονόματα τών θυμάτων. Τό πρώτον
μας φίλου. Η Αννέτα άκούσασα ταΰτα, ήρνήθη, έφερεν έν- ήτο· Λ ο υ δ ο β ίκ ο ς ! Η Αννέτα έβαλε κραυγήν, μ ’ έσφιγξεν
στάσεις· εύρε τήν ιδέαν μας παράτολμον, θρασύτητα κατά είς τάς άγκάλας της, κ’ έκλινε τήν κεφαλήν έπί τού στήθους
τών ανεξερεύνητων βουλών τής προνοίας, ήτις έφαίνετο μ.ή μου, ώς άν ήθελε κατορθώσει ούτω νά μή άκούση τον φοβερόν
θέλουσα νά μάς παραχωρήση εύτυχέστερον σύνδεσμον είς αύτήν ήχον του ονόματος μου. « Λ ο υ δ ο β ίκ ο ς ,... Λ ο υ δ ο β ίκ ο ς ...
— \ 18 —
— 119 —
Βε θ . . . » — έψιθύρισεν εκείνος και δέν ήδυνήθη ν’ άναγνώση το πενταετής έλειποθύμησεν εις τάς άγκάλας της μητρός της.
όνομα. Οποία φοβερά προσδοκία! Προσεκτικός τις θεατής « Α τύραννοι!« άνέκραξεν αύτη, « διατί δεν εκλέγετε την
ήδύνατο νά μετρήσ·^ πόσοι έξ ημών ώνομάζοντο Λουδοβίκοι. δυστυχή μητέρα; * — « Κυρία, παρετήρησεν ό καλλωπιστής,.
Νε'ος τις, πρώην έμπορος, ήγέρθη ανυπόμονος καί είπε · « αΐ νεώτεραι καί ώραιότεοαι προτιμώνται. » — « Β α π τ ι
« Κρίμα νά μην είξεύρουν ν’ άναγινώσκουν οί υπάλληλοι του στής ί'α μ ο ν έ ρ ! » ύπήρξε τό τελευταίου όνομα, καί ό κήρυξ
κράτους, έγ ώ ονομάζομαι Λουδοβίκος, καί επιθυμώ νά μάθω έδίπλωσε πάλιν τον άπαίσιον κατάλογον.
αν είνε σήμερον ή σειρά μου. » Πλησιάσας δέ, άνέγνωσεν “ Οί κατάδικοι άνεχώρησαν μετ’ ολίγον, δεθέντες τάς χείρας
άνωθεν τού ώμου τού Χάρωνος · « Λ ο υ δ ο β ίκ ο ς Β ε θ ο υ λ ιέ ! καί άποχαιρετίσαντες τούς προσφιλεστέρους των · ό δέ καλλω
καλά! είνε τό όνομά μου, » είπε, καί έπιστρέψας εις την θέσιν πιστής παρερχόμενος δέν έκρατήθη νά ε’ίπη αστειότητα τινα
του έπλη'ρωσε τό ποτήριόν του, ΰψωσεν αυτό καί άνεφώνησε εις τήν νεόνυμφον. Οί λοιποί έμειναν έτι έπί τινα χρόνον βυ
φαιδρώς ■ « Κύριοι καί κυρίαι! μέ συγχωρείτε ότι σπουδαία θισμένοι εις κατηφή τινα ρέμ.βην, μεχρις ού ό συστρατιώτης
ύπόθεσις μ’ αναγκάζει ν’ άφήσω τό συμπόσιον αυτό· χαίρετε μου πρώτος άνέλαβε θάρρος κ’ έλυσε τήν σιγήν! « Φίλοι! »
όλοι καί καλήν έντάμωσιν' » ϊίκένωσε τό ποτη'ριόν του καί είπε, « ιδού είκοσιτέσσαρες ιύραι ακόμη κερδημέναι· μή τάς
προσεθηκε · « Λοιπόν, φίλτατε κυβερνήτα, ποίοι ταξειδεύουν σπαταλώμεν εις θρήνους. Συλλογίσθητε ότι εδώ τελείται γά
μαζη' μας ; » — « Πέτρος Γκρινιώ. » Εις καλλωπιστής, προ μος, καί οί νεόνυμφοι πρέπει νά βλέπουν φαιδρά πρόσωπα. »
της έπαναστάσεως διακρινόμενος μεταξύ των ώραιοτεριον νέων Είτα έγέμισε τό ποτη'ριόν του κ’ ήρχισε ψάλλων εΰθυμον άσμα.
της πόλεως, ήγέρθη καί είπε· « Παρών · Λέγουν ότι ή κίνησις Ενηγκαλίσθην τήν σύζυγόν μου μέ μίγμα τι χαράς διά τήν
μετά την τράπεζαν ωφελεί· θά έχω τουλάχιστον κάμμίαν βραχείαν άναβολήν τής άγωνίας διά τό μελανόν καί θυελλο-
σύντροφον; » — « Βεβαιότατα, » άπη'ντησεν ό Χάρων, « ιδού φόρον μέλλον. Ο πατήρ μου ήλθε καί μάς ήσπάσθη άμφο-
μία· ή ΐίρρικέτα Προυνελ! » Ωραία τις ωχρά καί κατηφής νεάνις τέρους!... »
ήγέρθη καί απώθησε τό κάθισμά της · πορφυρά έχύθη επί τό 0 άγαπητός Λουδοβίκος, — δέν ήμπορώ νά συνειθίσω τ ’ ό
μέτωπόν της, καί απροσδόκητος χαρά ¿φώτισε την μορφήν νομα Σαρόστ, — είχε φθάσει αυτού τής διηγήσεώς του ότε
αυτής. « Λοιπόν δεσποινίς, άνέκραξεν ό καλλωπιστής, θά χο- δύο μικραί λευκαί χείρες έκάλυψαν τούς οφθαλμούς του- τάς
ρεύσωμεν τουλάχιστον ημείς οί δυο. » — « Φραγκίσκος Δε- έφερε προς τά χείλη του καί τάς ε’φίλησεν · ήτο ή Λουΐζα.
ρουτ! » έξηκολούθησεν ό Χάρων. Ανθρωπος προβεβηκώς την Μ’ ελαφρότητα συλφίδος είχε πλησιάσει εις τόν σκάμνον όπου
ηλικίαν, πρώην αξιωματικός του ναυτικού, έστράφη νά θεωρήση έκαθήμεθα. Μ’ έθεώοησεν άτενώς έπί τινας στιγμάς, είτα έφερεν
τον άπαγγέλλοντα. « Είμαι εύθύς έτοιμος δι’ άπόπλουν, είπε έπί των παρειών μού τό μανδύλιόν της καί είπε μ’ έπαγωγον
μέ φωνήν ΰπόκωφον, κ’ έκένωσε τό τ ρ υ β λ ίο ν καί την φιάλην μειδίαμα : « Βλέπω ότι αύτό τό δάκρυ άνήκει εις τήν οικογέ
του. « Μ α ρία Μ ουδώ ν! » άπηγγέλθη πάλιν, καί κόρη δεκα- νειαν Σ α ρ ό σ τ · Π απά! έδιηγήθης βέβαια τήν ιστορίαν μας εις
— 120 —
τον άξιαγάπητον αύτόν βάρβαρον;» Εκείνο; έλαβε την χείρα
ρεου καί την έ'θλιψε τρυφερώς, κλινών την κεφαλήν προ; τά
όπισθεν ί'να δεχθή τους άσπασμ,ούς της κόρης του. « Κ ’ εμέ,
παπά! » είπε τότε γλυκεία καί θωπευτική φωνή, καί ή σύζυγος
του καθήσασα παρ’ αύτω τον ένηγκαλίσθη τρυφερώτατα. Τ ί
χαριτωμένη οικογένεια!
Αφού έγευματίσαμεν, έδέησε ν’ αναχωρήσω · μέ χρειάζεται
όμως τό τέλος τής ιστορίας του καί θά τό μάθω αύ'ριον. Ο,τι
ή'κουσα ριέχρι τοΰδε μέ φαίνεται πλάσμα, δεν δύναμαι να φαν-
τασθώ ότι ό κύριος καί ή κυρία Ρουζμόν είνε τά εις θάνατον
καταδικασμένα εκείνα θύματα, καί φλέγομ.αι ύπό περιεργείας
νά μάθω διά τίνος άπιστεύτου τρόπου έσώθησαν. Εν τούτοι;
δεν ονειρεύομαι άλλο, ή δημ,οκράτας, επαναστατικά δικαστή
ρια, λαιμοτόμον καί... γάμους. Η κεφαλή μ.ου γυρίζει·
χαϊρε, Φ Ρ ΙΔ Ε Ρ 1Κ Ε .
σήμερον ό γάμος, αύριον ή κηδεία· αύτό συμβαίνει καί χωρίς ρήλθον πρό τής μνήμης μου ώς όνειρον νεανικόν προ καιρού
λαιμητόμον · άν έσυλλογίζετό τις αιωνίως τον θάνατον, όστις άποπτάν. Ευτυχής πλάνη ! ό χρόνος, ό θεραπεύων όλας τάς
θά πνίξη ίσως τούς τυράννους μας προ ήμών, δέν ήθελε ποτέ πληγάς, τοσοΰτον είχε διαρκέσει εις τήν άσθένειάν μου, ώστε
νυμφευθή, καί ήθελεν αφήσει νά εςαλειφθή το ανθρώπινον γένος. μ’ έφάνη ότι ή βαθεία μου πληγή είχεν ήδη επουλωθή, καί ήτον
Είσαι νεόνυμφος, πολεμιστής, ιππότης γάλλος, καί φοβείσαι τον επομένως όλιγώτερον έπικίνδυνος καί οδυνηρά. Ανευ τής πνευ
θάνατον; » — « Α χ αγαπητέ μου σύντροφε, » είπον μετά στε ματικής αυτής νάρκης, καί τού σωματικού μου κοπου, όεν
ναγμού, « μή μέ πειράζης ! ή λαιμοτόμος είνε όπισθεν τής ήθελον βεβαίως έπιζήσει τής καταστροφής έκείνης, —- τίλέγω ;
νυμφικής κλίνης. » — « Είνε καί όπισθεν τής ίδικής σου, » ή άσθένεια αύτη έσωσε καί έμέ καί τον πατέρα μου τής λαιμο-
προσέθηκε δυσθύμως, * απόλαυσε όσον δυνασαι! όσον βραχύ τόμου. Θά ίδήτε πώς.
τερος είνε ό καιρός σου, τόσον όλιγώτερον έχεις νά χάσης · -< Αφού άνέλαβον, πρώτον έζήτησα τον καλόν μας έφημέριον,
λαβε λοιπόν ότι σοί προσφέρεται! δείξε εις τον θάνατον ότι καί δεύτερον τον Ααφώς · τό όνομα τής Αννέτας δέν ήλθε
γελάς μαζή του, ή εις τήν πρόνοιαν άν θέλης καλλίτερον, ότι πλέον εις τά χείλη μου · είχε ταφή έπί τής καρδίας μου, ώς
δέν άπηλπίσθης ακόμη. » Εσβυσε τό φως, μ’ έλαβεν άπό τον άγιον καί άπόκρυφον , φυλασσόμενου διά τήν αιωνιότητα!
βραχίονα, καί μ’ έσυρε μαζή του · εγώ δ’ άφέθην, καί παρη- 0 πατήρ μου, συνέπλεξε τας χείρας, ύψωσε το βλέμμα προς
κολουθουν ώς μεθυσμένος. Πλησίον τής θόρας τής Αννέτας τον ουρανόν καί είπεν · « ΐίκεί έπάνω, υιέ μου ! ό Θεός άς αντα-
εΰρον τήν γυναίκα τού δεσμοφυλακος κρατούσαν λύχνον, μοί μείψη τάς εύγενείς αύτάς καρδίας, αίτινες ύπέστησαν τον θά
προσεμειδίασεν, είσήγαγεν μίαν κοινήν κλείδα εις ·τό κλεϊθρον νατον διά σέ καί τον πατέρα σου ! Ακούσε κ’ ευλόγησε την
καί ήνοιξεν άψοφητί · ό Λαφώς, μέ ώθησε καί έπανέκλεισε τήν μνήμην των. Προσκύνησε τήν θείαν πρόνοιαν, ήτις σ’ άνακαλεϊ
θυραν. εις τήν ξινήν καί τήν έλευθερίαν. Πρό οκτώ ήμερων δέν είχον
<· f i τύχη μάς άφήκεν οκτώ ημέρας, τήν έννάτην όμως έσή- ίδεΐ άπό είκοσιτεσσάρων ώρών τούς φίλους μας, οϊτινες ήγρύ-
μανεν ή ώρα τού χωρισμού. Ó Χάρων μάς άνέγνω κατά τό πνουν έφ’ ήμών καί μ.άς έπεριποιοΰντο άλληλοδιαδόχως. Ενώ
σύνηθες τα ονόματα των θυμάτων. Τρία αδιάφορα άνεγνώσθη- έκοιμάσο είσήλθον εις τήν κοινήν αίθουσαν, άλλα δέν τους είόον
σαν, τό τέταρτον ήτο ■ Αννέτα Δυβοά ! έπεσα αναίσθητος, καί τούς έζήτησα καί εις τών καταδίκων μοί διηγήθη ότι είχον
ούδ’ ήσθάνθην τό τελευταίον φίλημα, όπερ άφήκεν έπί τού με άποκεφ’αλισθή τήν προτεραίαν, όταν ό κήρυξ έκαλεσε τούς
τώπου μου. Φλογερός πυρετός μέ κατέλαβεν, όστις έπί δεκα Σαρόστ, πατέρα καί υιόν, ό πάτερ-Τιρλεμ.ονν έπροχώρησεν ΰπο
πέντε ημέρας μ’ έστέρησε τού σκέπτεσθαι καί μ ’ έβόθισεν εις τ’ ό'νομά μου, κ’ έκραξεν άποτεινόμενος προς τούς παρεστώτας -
εύδαίμοναλήθην. Οταν τέλος άνέλαβον,μ’ έφάνη ότι έκοιμήθην " Υιέ μ.ου Λουδοβίκε, πού είσαι; » — » Ιδού με, πατερ μ.ου, »
μακρά έτη · ό γάμος μου, ή παροδική μου ευτυχία εις τάς άπήντησεν ό Λαφώς. Οί άξιωματικοί καί οί κλητήρες τού δι
άγκάλας τής συζύγου μου, ή άναχώρησίς της, όλα ταΰτα πα- καστηρίου δέν έγνώριζον ούτε αυτούς ούτε ήμ.άς, οί δέ λοιποί
— 124 —
Εδώ μ.άς διέκοψαν καί πάλιν · ελπίζω όμως νά μάθω εντός θήσω λοιπόν νά μεταβάλω τό ερωτικόν ρ.ου κάλπασμα εις
ολίγου τό τέλος τής ιστορίας του. Η κυρία Σαρόστ είσήλθε καί ίστορικώτερον τρίποδον.
γνωσε, συνέσπασε τάς όφρύς καί τήν έθλιψε μεταξύ των χειρών Χθές ύπήγα εις Ρουζμόν · ό μέλλων πενθερός μου ήτο κατά
του, βημ,ατίζων πολλάκις ζωηρώς περί τήν αίθουσαν , ήσθάνθην τό σύνηθες γλυκύς καί προσηνής, άλλά μ.ελαγχολικός ολίγον, —
ότι ή παρουσία ριου έστενοχώρει καί άπεσύρθην. Διαβαίνων επίσης ή μήτηρ καί ή Λουΐζα. Ας εξετάσω μέ τρόπον, διελο-
έφιππος προ του κήπου, είδον τήν Λουιζαν καθημένην ύπό τό γίσθην κατ’ έμαυτόν. Μένω μόνος μ.έ τον πατέρα καί αρχίζω
φύλλωμα, κλίνουσαν τήν κεφαλήν, καί κρατούσαν μ.ανδύλιον πρό ολίγον τήν άνακάλυψιν, — μανθάνω δέ ότι δέν δύναται ν’ ανα
των οφθαλμών, — τήν είδον όλολύζουσαν. Τότε, Φριδερικε, νέωση τό ένοίκιον τής οικίας, ότι πρέπει νά τήν άφήση, ν’ άφήση
εννόησα τό πάθος ριου· άλγος δριμ,ύ είσέβαλεν εις τό στήθος τό Ρουζμόν, τό αγαπητόν Ρουζμόν, τον τόπον τής γεννήσεώς
μου καί μέ είπε · « Χριστιανέ! τήν άγαπας! » Αλλ’ εκείνη; Ο του, όπου διήγαγε τήν παιδικήν του ηλικίαν, καί δεκαέξ εύδαί-
διάβολος νά πάρη όλας τάς φρουράς, τούς λογαριασμούς καί τά μονα έτη τής ώριμου του ηλικίας. 0 ιδιοκτήτης του άπέθανε,
λογιστικά βιβλία, καί ό,τι έχει σχέσιν με τήν κατηραμένην κληροδοτήσας αύτό εις τούς ίησουΐτας. Κ αί δύναται μέν ή οι
αυτήν ύπηρεσίαν! Μόλις μετά οκτώ ημέρας θά μάθω τήν τύχην κογένεια νά ζήστρ άνέτως, άλλά ν’ άφήση τό Ρουζμόν... —
μου, ·— άν δεν άποθάνω έξ ανυπομονησίας πρότερον. Τότε μ ’ ένέπνευσεν ό ουρανός μίαν ιδέαν ■ εγείρομαι άρμητικώς,
δράττομαι των δύο του χειρών καί τω λέγω· « Εχω έν άλλο
'Ρ ο υ ζμ ό ν, Α ύγουστος 1816.
Ρουζμόν εις Αανιμαρκίαν. » — Θλίβει τάς χεΐράς μου επί τού
στήθους του, δάκρυα βρέχουσι τάς παρειάς του καί λέγει βρα
Φ ιλ τ α τ ε μ ο υ Φ ρ ιδ ε ρ ι κ ε !
δέως ! ■* Καλά δι’ εμέ ίσως, φίλτατε μου λοχαγέ'· άλλά... » —
Σήμερον έχομεν ας ίδωμεν— έξ του μηνός· δεν δύνασαι Αφίνω τάς χεΐράς του, όρμώ εις τήν αίθουσαν, όπου εύρίσκω
λοιπόν νάλάβηςτήν επιστολήν μου εις τάς επτά. Κρίμα! διότι τήν μήτερα καί τήν θυγατέρα καί ταΐς λέγω : — « Κυρία,
τότε ήθελα σέ παρακαλέσει νά κενώσης μίαν βαύκάλιν του Δεσποινίς ! είμαι εύγενής, έχω έν καλόν κτήμα, είμ’ ελεύθερος ,
καλλίτερου σου οίνου εις ύγείαν του εύγενοΰς καί διασήμου λο κύριος των πράξεων μου · » ή Λουίζα ώχρια · — « Εδώ κατα
χαγού Χριστιανού Εόζενβεργ καί τής χαριτοβρύτου δεσποινίδας θέτω όλην μου τήν ελευθερίαν, τήν περιουσίαν, τό ξίφος μου
Λουΐζης Βεθύνου Σαρόστ, οΐτινες τήν ημέραν αύτήν σκοπεύουσι εις τούς πόδας τής αγαπητής μ.ου Λουΐζης. » — Η κυρία 2α-
νά τελέσωσι τούς άρραβώνάς των. Ναι, αγαπητέ ίερεύ ■ είμαι ροστ εγείρεται μ-εγαλοπρεπώς, έλαφρόν ερύθημα έπιφαίνεται καί
ό ευτυχέστερος άνθρωπος επί γης · ή Λουίζα μ ’ άγαπα. εξαλείφεται άλληλοδιαδόχως επί τής εύγενοΰς καί μεγαλοπρε
ΑλΛ’ άληθινά, είσαι ωραίος νέος, τακτικός, θετικός, συστη πούς μορφής της, καί αποκρίνεται · — » Κύριε λοχαγέ, συν-
ματικός, μή αγαπών τήν ραψωδικήν στωμυλίαν · θά προσπα δέεσθε με μίαν οικογένειαν πτωχήν, άστεγον, ξένην. » —
— 128 —
» 2ένην, κυρία, ξένην; αί ϊδέαι μας είναι αί αύταί, ή θρησκεία “ Μ’ έγραψεν ότι είχεμ.άθει παρά τίνος έπανελθόντος μετα
μας ή αύτή, καί άν ό έρως καί ή συμπάθεια μάς ένώσωσιν... » νάστου, ότι έζων εις τήν δανικήν πόλιν Ράνδερς · ότι τά πράγ
Η Λουίζα προχωρεί προς εμέ, έρυθριά ώς ρόδον άνοιγέν πρό ματα είχον πολύ μ.εταβληθή μετά τήν φυγη'ν μου · ότι ήτο ό
μικρού υπό των ζέφυρων · οΐ ώραΐοί της οφθαλμοί πληροΰνται κάτοχος τού Ρουζμ.όν, καί ότι άνοικταί άγκάλαι μέ περιέμενον
δακρύων, κ’ εν μειδίαμα τρε'μει έπί των χειλέων της. Αποσύρει έκεί. Αλλως τε ήδυνάμην νά έπανέλθω άκινδύνως, καί νά λάβω
«
τό χειρόκτιόν της καί μοί τείνει την άλαβαστρίνην της χείρα , ίσως μάλιστα καλήν τινα θέσιν παρά τής νέας Κυβερνήσεως.
λέγουσα μέ τήν αγγελικήν της φωνη'ν · « Κύριε λοχαγέ '· σάς ¿τελείωνε δέ παρακαλών με νά έπισπεύσω τήν επιστροφήν μου,
άφοΰ προσφιλή πρόσωπα τήν άνέμενον άνυπομόνως.
αγαπώ, κατεστήσατε ευτυχείς τους γονείς μου ! » Τήν θλίβω έπί
του στη'θους μου, καί ή μήτηρ της ευλογεί τήν ένωσίν μας, « Ανεχώρησα, έπέταξα, έφθασα τέλος εις Ρουζμ.όν· ή θύρα
τού κήπου, έκεί, ήτο ήμιανοικτή. Επλησίασα εις τήν οικίαν, βα-
έπιθέτουσα τάς χείρας. Η Λουίζα είχε κρύψει τήν κεφαλήν εις
θέως ύπό φαιδρών καί αλγεινών συναισθημάτων ταρασσόμενος ,
τό στήθος μ.ου · τήν άνη'γειρα πάλιν, καί είπε μέ τό έπαγωγόν
καί ύπό εύαρέστων καί λυπηρών αναμνήσεων περικυκλούμενος.
της ήθος· « Αλλ’ οχι καί έπιστομ-ίδα. » — « ϊίκτός αυτής,
Πρό τής οικίας, έπί τής κλίμακος, έκάθητο ώραία μικρά κόρη,
μόνον, » ανέκραξα, δίδων καί λαμβάνων τό πρώτον φίλημα.
πλέκουσα άνθοστεφάνους. — Θεέ· ήτον ή ζώσα είκών τής Α ν
Μετ’ έμέ έτρεξε ν’ άσπασθή τήν μητέρα της, καί τον πατέρα
νέτας μου, ώς όπόταν τήν είχον ΐδεί κατά πρώτον εις τόν λει
της, όστις έκ τής θύρας είχε γείνει μάρτυς τής συγκινητικής
μώνα · τήν έλαβον εις τάς άγκάλας μου, έκάλυψα τό πρόσωπόν
σκηνής
ι · -I·?
της μέ φιλήματα, καί ήρώτησα · — « Τίνος είσαι, άγγελε
Αλλά, μονονότι λαμβάνεις τήν νέαν αύτήν ιστορίαν, δέν θά
μ.ου; » — « Τής μαμάς· » άπεκοίθη τό παιδίον. — « Δέν είσαι
μου χαρίσης βέβαια τόν κόπον νά σοί κοινοποιήσω τό συμπέ
καί τού παπά; » — « Τού παπά; » άπήντησε θεωρούν με μετ’
ρασμα τής παλαιάς. Εχεις, έννοείται, περιέργειαν νά μάθης πώς
έκπλήξεως, « δέν έχω πατέρα. » — « Πώς λέγουν τήν μητέρα
ό ταλαίπωρος Λουδοβίκος έπανευρίσκει τήν Αννέταν του. Ας
σοΰ; » ήρώτησα. — «Τήν λέγουν μ,αμά. » άπεκρίθη. Συγχρόνως
σοί διηγηθη ό ίδιος.
ακούω φωνήν, έγείρω τό βλέμμα, ή Αννέτα είν’ έμπρός μ.ου,
>>Αγαπητέ μου υιέ ! ένθυμείσθε βεβαίως τήν τελευταίαν φο
ωχρά, τρέμουσα έκ χαράς, έτοιμος νά λειποθυμήσ-ρ. Ναι, υιέ
ράν, ό'τε ήλθον εις τήν οικίαν σας, νά σάς αποχαιρετίσω; Μέ
μ.ου, ήτο έκείνη, ή άπολεσθείσα μου σύζυγος, καί τό τέκνον —
παρηκολουθήσατε μέχρι του Ράνδερς, καί μ.’ έδείξατε τήν τρυ-
ήτο ή Λουίζα σου...
φεοωτέραν συμπάθειαν. Δέν πιστεύω ν’ άπεκρίθην μεθ’ όσης
« έκπλήττεσαι άναμ.φιβόλως διά τήν ώς έκ θαύματος σωτη
έπρεπε τρυφερότητος εις τήν παιδικη'ν σας αγάπην, πλήν, φευ'·
ρίαν τής Αννέτας ; Ακουσον, υιέ μου · Αφού μ ’ ανέκφραστου οδύ
ή καρδία μου ήτο εις τήν Γαλλίαν, ή ψυχή' μ.ου έταράττετο
σφοδρώς ύπό άβεβαίας καί αορίστου έλπ ίδος, ήν έπιστολή τού νην άπεσπάσθη τού ημιθανούς έκ τού τρόμου συζύγου τ η ς ,
ώδηγήθη πρό τών αιμοχαρών δικαστών, εις ούς ένέπνευσεν εΐδός
δημοκρατικού μου φίλου Πετή είχε διεγείρει έντός μου.
9
— 130 —
Α ΓΓΕΑΟ Σ ΒΛΑΧΟ Σ.
Αυτός άφησε μίαν γυναίκα χήραν και δύω υιούς νά κλαίουν τήν opcode— Τ ό στοϊκόν ήθος δπού δ Α γ γ λ ο ς περιηγητής αποδίδει εις τον Βηλαρα,
νιαν Ινός αγαθού πατρός. Τ ον πρώτον του υίδν άφοϋ τον έπροκοψεν’άοκετα ήτον ίσως κοινόν εϊς όλους τούς αληθινά πεπαιδευμένους τής Ε λ λ ά δ ο ς ·
εις τον δρόμον της σπουδής καί της αρετής , ζών ακόμη, τον έστειλεν εις επειδή, εις τό πέλαγος τών ήθικών παθημάτω ν δπού ευρισκετο ή πατρίς
Ναύπλιον να συναγωνισθή με τούς άλλους δμογενεΐς του. καί τό έθνος, τί άλλο ήμπορούσε νά κάμη τον εύαίσθητον σπουδαϊον νά
“Οσοι εγνώριζαν τον Βηλαρα, βλοι ήσαν δμόφωνοι διά την π ολυμ ά- άνθε'ξη, παρά μία καρτερία δπερβολική, δπού στά μάτια κάθε ξένου
θειάν του. Έ ν ω έφαίνετο στολισμένος μέ βαθειάν γνώ ρισιν των επιστη έπρεπε νά νομισθή στοϊκισμός ;
μώ ν, ήτον εμπειρότατος εις τήν τέχνην του, χαιρόμενος κατά τούτο τήν Τ ά ποιητικά προτερήματα τού Βηλαρα φαίνονται εις ολα του τά ποιή
γενικήν τών συμπολιτώ ν του Ιμπιστοσύνην. Ε ις δλας τάς συνομιλίας του μ α τα . Τ ό είδος όμως εις τό δποΐον έπέδιδεν εξαίρετα ήτον τό σατυρικόν.
έδειχνε μεγάλην κατανόησιν. Ή τον εγκρατής τής αρχαίας φ ιλολογίας, "Εγραψε πολλούς μύθους, πολλά,εριστικά, καί πολλά κομμάτια εις τό
καί πάντοτε είχε τήν ετοιμότητα νά έμψυχιόνη τον σωρόν τών γνώσεων πεζόν ( ι ) .
του μέ μίαν δραστήριον καί λαμπράν φ αντασίαν· καί εις ολας τάς π ερι Αυτών τών συγγραμμάτω ν του ένα μέρος μόνον έγινε τρόπος, δσον
στάσεις αί φιλολογικαί του γνώσεις άνεφαι'νοντο με,ζω ηρότητα αγχίνοιας. συγχωρούσαν αί περιστάσεις, νά μαζω χθή καί νά τυπω θή, όχι μόνον διά
Α λ λ ά περί τής μεγαλονοίας του Βηλαρα, δλος δ θαυμασμός τών συμ ν ά γίνη κοινόν εις τό έθνος, άλλα καί διά νά δοθή κάποια βοήθεια εις τήν
πολιτών του, καί όλοι οί έπαινοι τών δμογενών του θά ενομίζονταν ϊσως χήραν γυναίκα του , ή δ ποία , διά τά φρικτά τής πατρίδος δυστυχήματα,
φιλοπροσωπία, κοντά εις τήν άδέκαστον μαρτυρίαν οπού δ περίφημος εμεινεν στερημένη τών αναγκαίων καί εί; τήν δποίαν θά δοθούν όλα τά
Α γ γλ ο ς ιατρός Έ νρΐκος “Ολλανδ καταχώ ρισε περί αυτού εις τάς κατά χρήμα τα δπού θά συναχθοΰν από τήν παρούσαν έκδοσιν, άφ’ ού εύγουν τά
τήν Ε λ λ ά δ α περιηγήσεις του, γενομένας τούς 1 8 1 2 καί ι 8 ι 3 , καί τυ αναγκαία τής έκδόσειυς έξοδα. Έ δ ώ πρέπ ει νά κηρυχθή ή μεγάλη ευγνοι-
πω μένος εις Λονδϊνον. Τ ου σοφού τούτου Α γ γ λ ο υ ή μακρυνή διατριβή μοσυνη δπού χρευ/στεΐται εις τήν γενναιότητα τών συνδρομητών, τών
εις ’Ιω άννινα, του εδωσε πολλάς περιστάσεις νά ίδή τον Βηλαρα εις δια δποίων έτυπιόθησαν τά ονόματα εις τό τέλος τού βιβλίου, καί οί δποίοι,
φόρους ήθικάς θέσεις. ευθύς δπού ήκουσαν τον σκοπόν τής έκδόσεως, συνέτρεξαν μέ τήν πλέον
« Ε ις αυτάς καί άλλας συνομιλίας (λέγει δ Κύριος “Ο λλανδ) ηδρα τον καλοπροαίρετον γενναιότητα.
« Βηλαρα άνθρωπον πολυμαθή καί π ολλά ειδήμονα τών φυσικών καί Ή άναγνωσις τού Βιβλιαρίου άρκεϊ νά δώση εις τον καθ’ ένα αρκετήν
η μεταφυσικών επιστημώ ν. Αύτος χαίρεται τήν φ ή μη ν, καί πιστεύω ιδέαν τής χαριτω μένης φαντασίας τού ποιητού. Εις τούς μύθους, εις τά
« άξίως, άτι εΐναι δ πρώτος βοτανικός τής ‘Ελλάδος. “Ε δ ειχνε ότι πολύ σατυρικά, καί εις τήν μετάφρασιν τής Β ατραχομυομαχίας, είναι αξιο
α έσκέφθηκε διά τά διάφορα υποκείμενα τής μεταφυσικής καί ηθικής, καί θαύμαστος, καί γλυκύτερος άφ’ όσους έγραψαν παρόμοια έως τώρα στήν
ιι ή δμιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον του σατυρικού σκε- γλώσσαν μας. Κ αί εις τά ερωτικά του δέν έχει άλλον από τον Α. Χ ριστό-
ιι πτισμού, δπού εκαμνε νά υποφαίνεται εις δλας γενικώς τάς γνώ μ ας του. πουλον νά τού δμοιάζη. Ο ί στίχοι του όλοι τρέχουν απαλά καί γ λ υ κ ά ,
« Τ ο ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήτον κατιότερον τών γνώσεων του χωρίς εκείνους τούς στρεβλισμούς, παραγεμισμούς, ή άνυπόφοραις συνω-
« είς τήν φιλολογίαν καί τάς Ιπ ιστή μ α ς. Ε ίχ α μίαν ευκαιρίαν νά δοκι- νυμίαις, δπού συχνά φαίνονται εϊς τά συγγράμματα τών ολίγων τής γλώ σ
n μάσω τήν ποιητικήν του ευκολίαν δίοωντάς του ένα ή δύω κομμάτια σης μας ποιητώ ν.
« Α γγλικ ής ποιητικής, μέ τό μ.έσον τής ’Ιταλικής γλώ σσης , τά οποία , Ά λ λ ’ ή γλώσσά τ ο υ . . . αυτό είναι ένα δποκείμενον περί τού δποίου ή
« ολίγα λεπτά τού έφθασαν νά φέρη εις γραικικούς στίχους. πρέπει τις νά είπή πάρα ολίγα, ή πάρα πολλά. ‘Ω ς προς τό ιδ ίω μ α ,
« Κ οντά εις αυτά του τά χαρίσμ ατα τής πολυμαθείας καί ευαισθησίας,
(1) Ε ις του ς 1814 ό Β ηλαράς έτύπω σεν εις τήν τυ πογρ αφ ίαν τώ ν Κ ορφών
ιι ήνωνε εις τον χαρακτήρα του εκείνο τό στοϊκόν ήθος, καθώς είπ α , δπού
δνα βιβλιάριου όπου ονομά ζει ή ρ ο μ ε η y.ή γ λ ό σ α , περιέχον ολίγους στίχους
« κάποτε τον άνέβαζεν εις ένα βψος καί έπ α ρ σ ιν, δποΐον θά Ιταίριαζε κ αί ολίγα κ ο μ μ ά τια μεταφράσει»-/ από του ς δεινοτέρους π α λ α ιο ύ ς σ υγγραφείς.
« καλλίτερα εις τούς παλαιούς χρόνους τής ελευθερίας, παρ’ εις τήν νέαν Α ύτό έξεδόθη χ ω ρ ίς τόν τρόπον του γράφειν όπου όνομάζομεν ορθογραφίαν,
ο αυτήν αθλιότητα ( ι ) . » 1)Γ Η . H o lla n d s T r a v e ls iu G r e e c e , p . 2 7 4 . μ εταχειρ ιζόμενος μόνον τόσ α γ ρ ά μ μ α τα , όσα είναι α να γκ α ία διά τήν έκφώ νησιν
τή ς γλώ σσης. ’Αλλά φ αίνεται ν’ άλλαξε σκοπόν από τότε έω ς τ ώ ρ α , έπειδή τά
(1) *0 σοφός περιηγητής, καθώς καί πολλοί άλλοι σύγχρονοί του δέν ήμπό- ίδ ώ χε ιρ ά του αντίγρα φ α, άπό τά όποια ετυπώ θη τό π αρόν, είναι γρ α μ μ ένα
ρεσαν νά γνωρίσουν οτι κάτω άπδ ταΐς στάχθαις εΰρίσκοντο ακόμη πολλά κάρ απαράλλακτα καθώ ς φ αίνονται έδώ τυ π ω μ έν α * εις τά όποια μολοντούτο δείχνει
βουνα αναμμένα. ο τι είχε κ ά π ο ια ς ιδιοτρ οπ ία ς π ερ ί τού τρόπου τού όρθογράφειν.
— 136 —
αυτός έφύλαςε τό τοπικόν του, δηλ. εκείνο δποΰ δμιλούν εις δλην τήν
"Ηπειρον εώς τα μέρη τής Θεσσαλίας. Ε ις αύτό έκαμε, καθώς δ Θεόκρι
τος, καί καθώς όλοι οί νέοι μας ποιηταί από τήν Κρήτην. Πιθανόν τό
ιδίωμα τούτο νά φανή παράξενον εις τήν Θ ράκην, εις τα παράλια τής
μικρας Ά σίας, εις τήν Π ελοπόννησον, ή δπου άλλου δέν συνηθίζεται. Ά λ λ ’
ό Βηλαρας λε'γει ότι έγραψε διά τούς συντοπίτας του, καί μ ’ αύτό έχει
στο μέρος του δλα τά δίκαια.
Περί δέ του ύφους τής γλώ σσης αύτός δ ΐδιος εξηγεί τάς ιδέας του εις
τον Σοφολογιότατου καί Κολοκυθούλην. 'Ο μοναχός σκοπός του, σύμφωνα
με όλους τούς φρονίμους σπουδαίους, ήτον νά γίνη καταληπτός εις τό
έθνος. *Αν τό ύφος δποΰ ήκολούθησε εΤναι τό άρμοδιότεοον μέσον, ή όχι,
αύτός δέν είναι δ αρμόδιος τόπος ν ’ άποδειχθή, επειδή είναι υποκείμενον
δποΰ έδειςεν ώς τώρα, ότι δλίγα λόγια δέν τό τελ.ειώνουν. “Ε να μόνον
πρέπει νά είπωθή, δτι τού Βηλαρα τό ύφος ο χ ι μόνον καταλαμβάνεται
από όλους, άλ,λά καί καταθέλγει καί καθηδύνει ολους, όσους έχουν ψυχήν
καί αισθημ.α έξανθρωπισμένον νά αισθανθούν τά πετάγματα τής ζωηρά ς
του καί ανθήρας φαντασίας.
Κορφοί, 1 8 ο.γ.
Π. Π Ε Τ Ρ Ι Δ Η Σ .
ΝΟΊΉλ ΗΟΤΧΑΙ'Ί
ΙΩ ΑΝ Ν ΟΥ ΒΗΛΑΡΑ
------
Μ Υ Θ Ο Ι.
Τ ά π α ρ α μ ύ θ ια ισ τ ο ρ ώ ,
Τ ο ύ ς μ ύ θ ο υ ς ξεδια λ έγω .
Σ το λ ν ώ τ ό ψ έ μ α όσ ο μ π ο ρ ώ ,
Κ α ι τ ή ν ά λ ή θ ια λ έ γ ω .
ΠΡΟΛΟΓΟΣ.
Εσένα κράζω βοηθόν στής συγγραφής τήν ύλη. Νά πάη νά ζήση, ώς άλλοτε, μαζή μέ τούς ανθρώπους.
Λάμψε σ’ έμενα φωτεινή, κι’ όδήγα τό κοντύλι, Οχ τό πουρνό λοιπόν αυτή σέ σταυροδρόμι βγαίνει,
Ν ά δυνηθώ μέ τών Μουσών τήν γλώσσα καί τον τρόπον Στον κόσμο φανερονεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει.
Νά ιστορήσω, όσα είπώ, ν’ άρέσου τών ανθρώπων. Μόν έβουλήθη ολόγυμνη τά κάλλη κι’ ώμορφιάτης,
Σε μιά εποχή άλλοτεσινή , που πονηριαΐς καί δόλοι, Νά δείξη δίχως σκέπασμα, ιός ήταν μάθημά της.
Τό κύρος είχαν δυνατό στήν οικουμένην όλη, Θαρρούσε άκόμα σώζωνταν καθώς καί πρώτα ιόραία ·
Για τί τό Ψέμα τολμηρό μέ πλάνον είχε φτάση , ί'έσάν καί πρώτα ποθητή καί ζηλεμένη νέα.
Τον εαυτό τούς τών πολλών τή γνώμη νά θρονιάση. Τά νιάτα όγλήγορα άπερνάν τά γηρατιά πλακόνουν,
Μέ παρρησία στο κοινό όπου ήθελε νά τρέχη, Κ αί τούτα μόν ¿φάνηκαν ή χάρες τελειόνουν.
Καί νά τρομάζη τών μικρών καί τών τρανών τό πλήθος. Κανείς δέν καταδέχονταν μηδέ νά τή ρωτήση,
Νά βρίσκη χώρα σ’ όλουνούς * παντού συντροφευμένο. Μόν βιαστικά τό δρόμο του τηρούσε ν’ άκλουθήση.
Σέ κάθε σπίτι αγαπητό, καί περιποιημένο. Στέκει, ή Αλήθεια καρτεράει, στήν άκρα άπορριμμενη,
ή μαύρη Αλήθεια από καιρούς καί χρόνια εξορισμένη, Σέ καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή καί παγομένη.
Σ’ άνήλιον τόπο άνάμερον, καί σέ πυκνό σκοτάδι, Καί δέν εύρέθηκε άθρωπος σέ ταυτη νά ζυγόση.
Κ ι’ εκεί πού διαλογίζεται, στό νοΰ της άποράει,
Ε ίχε άποκάμη κατοικιά μέσ’ σέ βαθύ πηγάδι.
Μ ήτ’ άποκεΐθε έκόταγε νά βγή σέ ημέρας φέξι, Μέ καταισχύνη κ ί εντροπή, τό τί επαθε μετράει.
Μέ δίχως κίνδυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά νά φταίξη. Τής φανερονεται όμπροστά τό ψέμα στολισμένο
Κ εί μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από πετράδια λογιαστά, καί στά χρυσά ντυμένο ·
Από τό φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Πλαστή ήταν όλη ή φορεσιά, κί’ άπό γιαλιά γιομάτη ,
Ωστόσο ¿φάνταζε πολύ, κ ί ¿γέλαε τό μάτι.
Αν ¿πιτόχαινε καιρό τή νύχτα νά ή μπόρεση
Σέ φίλου, ή γνώριμου παλιού τό σπίτι νά χωρέση. Ω καλημ ρα σου αδερφή, τής λέει, καί τί κάνεις ;
Τήν συντροφιά του ¿χαίρονταν στιμαίς μέ τρόμου ζάλη · Πού ήσουν, καιρούς όπώλειπες, Χαί πούθε τώρα ¿φάνης;
Αμ πώς γυμνή ετζι όλότελα, μονάχη τέτοιαν ¿»ρα
Κ αί κλείονταν γλήγορ’ άφαντη μές τήν κρυψιόνα πάλι,
Σέ δρόμου διάβα σαν κ ί αύτό στή μέση άπό τή χώρα;
Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια νά ύπομέννι
Εδώ για στέκω όχ τό ταχύ, τού άπεχρίθη ¿κείνη ·
Βαρέθηκε ώς τό ύστερον πολύ περιορισμένη.
— 141 —
— 140 —
Τά δξω ορέγεται καλά, σ’ εκείνα προσκολλιέται,
Καί στα χαμένα έστάθηκα · του κα'κου έχω προσμείνη *
Τά μέσα δέν παρατηράει ό κόσμος, κι’ άς γελιέται.
Εκρινα τάχατε καλό τήν ερημιά ν’ άφη'σω.
Γιά τούτο εγώ έχω άπέρασι, γιά τούτο κυριεύω,
Στον κόσμο σάν προτήτερα νάρθώ να κατοικήσοι
Γιατί ν’ αρέσω καθενοΰ αδιάκοπα γυρεύω.
Νά έλεη'σω ήθέλησα τους ματαίους ανθρώπους,
Κ ι’ ετζι παντού προτίμησι, παντού εΰρίσκοι χώρα,
Που στήν αμάθεια κείτονται μέ ταλαιπώριας κόπους.
Καί κυβερνώ, ώς ορέγομαι, τόν κόσμον ώς τήν ώρα·
Σ’ αύτους νά λάμψω καθαρή, τήν πλάνη νά σκορπίσω
Νά παρρησιάσης τό κορμί λοιπόν σέ γύμνια τόση ,
Νά ξαλειφθούν ή πρόληψες, καί τά κακά νά σβυσω.
Συμπάθησέ με νά σου είπώ, πώς δέν παραήταν γνώσι.
Νά φέρω πάλι μάθησες, νά φέρω πάλι φώτα"
Ωστόσο τό τί γι'νηκε, πλιό δέν μ,πόρ’ ά ξεγένη.
Νά οδηγήσω τους θνητούς εις τό καλό, σάν πρώτα.
Κ ι’ άς προσπαθήσομε σ’ αύτό ποιος διορθωμός νά γένη ·
Τ ’ ομολογώ έπλανέθηκα στον άγνωμο σκοπο' μου ·
Ελα αδελφή νά κάμωμε, σοΰ τάζω γιά καλό μας,
Καί καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ μέ θαυμ,ασμό μου.
Μιά συμφωνία, άν αγαπάς, μέ διάφορο κοινό μας.
Μικροί μ.εγάλοι μ.έ μισάν · κανένας δέ μέ θέλει.
Σέ τούτο μου τό φόρεμα κι’ οί δυο νά τυλιχτούμε,
Αν είμαι, ή αν δέ βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει.
Σύντροφοι πάντα άχώριγοι μαζί νά περπατούμε.
Καί σά νά μ’ είχαν δχτρητα τό προ'σωπο γυρίζουν ,
Τότες οι φρόνιμοι σά ίόούν πώς βρίσκομαι μέ εσένα ,
Αλλ’ ώς κι’ οί φίλοι μου οί παλαιοί, κι’ αύτοί δέ μέ γνωρίζουν.
Από χατίρι σου θαρρώ δέ μέ μισάν κι’ έμενα.
Κ ι’ άν κανενός άποκοτάω δυο λόγια νά μιλήσω,
Κ ι’ έσε'να πάλι οί τρελλοί νά σέ θωροΰν μαζί μου ,
Φεύγει μέ πάτημα γοργό, μηδέ τηράει όπίσω.
Μεταχαράς σέ δέχουνται άπ’ αφορμή δική μου.
Νογώ τό λάθο, πώκαμα · οί άθρώποι δέ μου φταίγουν.
Σέ ταύτα ή Αλήθεια στρέγοντας, τό ψέμα άγγαλιασμένη,
Σ’ αύτους δέν τύχαινε νά βγώ· ή γριαίς δέν τους άρέγουν.
Στής φορεσιά του έφάνηκε αέ ταΰτο σκεπασμένη.
Δέν είν’ αύτό, άδερφούλα μου, εκείνο που πειράζει.
Κ ι’ άφόντης άνταμόθηκαν τό ψέμ.α κι’ ή Αλήθεια,
Τής λέει τό Ψε'μα, ώς τό φρονείς, κι’ ό νους σου λογαριάζει.
Στής γής τή σφαίρα έπλήθυναν τά τόσα παραμύθια.
Δέν βλάβουν τά γεράματα, μόν αφορμή κι’ αιτία
Τά παραμύθια εξιστορώ · τους μύθους ξεδιαλέγω.
Είν’ τής στολής ή έ'λλεψι · δέν είν’ ή ήληκία.
Στολνώ τό Ψέμα όσο μπορώ καί τήν Αλήθεια λέγω.
Γιατί νομίζουν οί πολλοί, πώς κάθε τί δέν πρέπει,
Μέ δίχως κάνα σκέπασμα καθένας νά τό βλέπει.
Εγώ πολυ παλιότερο καί γέροντότερόν σου,
Μέ τά στολίδια, πού φορώ, φαντάζω νιότερό σου.
Καί ντιούμαι πάντα λογιαστά, καί πάντα συχναλλάζω,
Καί πάσα ημέρα άλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω.
— 143 —
— 142 —
Καί τδ μέλλον δέ μετρούν,
*
— 146 —
Κάθε τί έπιχειρίσου ,
όσο είναι ή δύναμί σου.
Οχ τόν κύκλο σου μή βγαίνεις ,
Οτι αλλιώς κακοπαθαίνεις.
ΜΥΘΟΣ Γ'.
Η ΚοϊΤΖΙΟΝΟΪΡΑ ΑλΟΪΠΟΤ.
μύθος ς ·'.
Μ ΥΘΟΣ Γ .
ι Α α ο ϊπ ο ι· κ α ι Τράγος.
Μ ΥΘΟ Σ 1 Β .
Ο ι Λ α γο ί.
Κοντοστέκοντας ζυγόνουν · Ο Γ λ ιδ λ ρ ο ϊ ν τ τ μ ε ν ο ϊ Λ ιο ν τ ο τ ο μ α ρ ο .
Κ ι’ ένα πλήθος Μπακακάδες
Που έμοΰλοναν σ’ αράδες , ό Γάιδαρος μιά ήμερα
Την πεδοβολή άγρηκόντας Ντυμένος πέρα πέρα
Στα νερά βουτάν πηδόντας. Μέ Λιονταριού τομάρι,
Κ ι’ οί Λαγοί νά ίδοΰν, πώς κι’ άλλοι Σά δυνατό Λιοντάρι,
Ζιουσαν σ’ ό'μια φόβου ζάλη , Τής γειτονιάς τά ζώα,
Τό σκοπό ^αποφασίζουν , Καί άγρια καί αθώα,
Καί στά πλάγιά τους γυρίζουν. Μέ τόλμη κυνηγάει,
Παντουθε τά προνταει·
Οσο καί νά δυστυχάη Εκείνα τρομασμενα
όποτε άνθρωπος μετράει Αναμ,εράν κρυμένα,
Μ’ άλλουνοίϊ όμιοπαθη του Κ αί δίχως ν’ άναμείνου
Την πικρή κατάστασί του, Τον τόπον άδιο άφίνουν.
Κ αί παρατηράει την ξένη Καί τότε τ άφεντιά του
Πλιό πολύ βασανισμ.ένη , Μέ πάσα ¿λευτεριά του
- 1 7 -2 —
Μεγάλοι νά ριετριοΰνται.
Τνι χλοή ροκανίζει
Γιατί των προστυχών ό νους
Ως θέλει ή όρεξί του
Στοχάζεται, πίος σ’ αύτουνους
Χωρίς άντηρησί του.
Η τύχη έχει όόση
Εαπλόνεται, γκυλιε'ται ,
Με τά καλά, καί γνώσι.
Κ-ι’ αφέντης πλιό λογέται ·
Μόν άν ρ.έ ρ,έτρα προσοχής,
Μόν ή Αλπου, που όλο
ή καταντήσουν δυστυχείς,
Υπόφτευε τό 5όλο ,
Ο φρόνψ,ος θελη'ση
Σάν πόνηρη έρευνόντας,
Νά τους παρατήρησή ,
Καλά παρατηρόντας
Θελά του; βρη ούτιδανους,
Από τό ένα αύτίτου
Από προτέρηρια γυρίνους ,
Την ψεύτικη στολή' του ,
Μέ ριόνη φαντασία ,
Κ ι’ από τό γκ.άρισριά του
Καί γνώρ.ης απορία.
Την τέλια γαϊδουριά του ·
Χωστά βεβαιορ-ένη,
Τό άζίωρ,α ό'σα ίίν ει
'Γην είόησι προφταίνει
Στην ΰπόληψιν Ινου,
Εύτυς του νοικοκυρι,
Μόνε λείψη τον άφίνει
όπου ειχε παραδείρει,
Μες τό πλήθος του κοινού.
Πολλά περιπατόντας,
Τό προτέρηρια χαρίζει
Τό γάιδαρο ζητόντας
Αναφαίρετη τιρ,η ,
Κ ι’ όπου σαν τό ριαθαίνε ι,
Καί τον κάνει νά άχρηζη ,
Τάν πιάνει καί τον γδαίνει,
Καί παντού νά εύ^οκιριη.
Του βάνει τό σαρ,άρι,
Καί πάλε σά γοριάρι
Μ ΥΘΟΣ 1Δ '.
Στο σπίτι του τον φέρει,
Καί, ώς έπρεπε, τον Χαίρει · Κ ό ρα κ α ς και Α λοτποτ.
Εγώ σέ προσκυνώ.
Ω ! πόσο ώραΐα κ’ ώρορφα Γιατί ή κολακεία
Που μιά ημέρα γύραις φέρει, Οπού μάς φέρει στήν άρχή,
Μ Υ Θ Ο Σ Ι Θ '.
Γ έρο ς κα ι Θ ά νατος.
Μ Υ Θ Ο Σ Κ '.
¿κείνος το'τε, κι’ άν λαιριαργάει, Μές τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος ’
( ι ) Οί εφεξής δύω μύθοι έχουν τό Γδιον νό η μ α μέ τον Α . και δεύτερον όπου Προς έμενα μέ μια καλοσύνη.
φ αίνονται είς την α ρ χή ν, είναι δμ ω ς γ ρ α μ μ ένο ι μέ σ τίχο υς ανομοιοκατάληκτους Ανεπάντεχα κρύα μ’ έπήραν·
’Ί σ ω ς ό Σ υγγραφ εύς είχε σκοπόν ν ά κάμη δλους το ύ ς π ρ οηγούμ ενους μύθους
κ α τά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Δέν ποτάζω σπειρί νά πορέψω.
Πρόφτασέμε μ’ ολίγο μειράδι
* Δανεικό όχ τήν πλούσια εισοδιά σου.
Μή φοβάσαι καθόλου νά χάσης,
— 188 — — 189 —
Σιάδια κι’ ό'χτοι και σπίτια καί δέντρα Καταντάν των διαβάτων κυνη'γι *
Ε ΙΣ Ν. Β Υ Ρ Ω Ν Α ,
Τ ελεύτησαν τα έν Μ εσολογγίω ετει ,αω κδ' μ η νί Ά πριλίω , ποιηθέν ύ π δ Φ ιλίπ που
Μωάννου, νυν κ αθηγητοϋ το υ έν ΙΑΘήναις Π α νεπ ισ τη μ ίου (1).
(1) ’Έ λ α ι ο ς , πόλις Α ΐτω λίας άρ χαία μ νη μ ονευόμ ενη παρά Π ολυβίω βιβ).
4, G5, 6 . ’Έ κ ε ιτ ο δέ π ιθα νώ ς δπου νυν τό Μ εσολόγγιον, άνθ’ ου εκλαμβάνεται
ένταϋθα. ν Ιδε F o rb ig er, A lte G eographie, III B au d , 901.
- 195 —
« Κούραι Κασταλι'δες, δάφνη; τε κλάδους έριθηλού; « Μουσάων θεράποντα φέριστον άμερσεν άοιδόν.
« Δρέψασαι ξείνου ξανθά; έστέψατ’ έθείρας · « ¿λ στυγερή; αϊση; '· ώ πη'ματο; άλγινόεντο; !
“ Δέξατο καί όπλόδουπο; έλαίου εν πτολιέθρω “ Τδ ξυνδν νήσου λαού; κίχε ποντομεδούση;
« Ελλήνων στρατιή φίλον άνέρα καί επίκουρον , “ Αλβίονο;, ναέτα; τε πολυστο'νου Ελλάδο; αϊης.
« Πουλΰ πλέον χαίρουσα μετά φρεσίν η το παλαιόν χ Αϊλινα Βρεταννίδε; σύν Αχαιίσι κλαίετε Μουσαι ·
» Χαϊρ’ έπί Τυρταίω 2πάρτη; γένος έγχεσίμωρον, χ Είνάλιαι νύμφαι, γλαυκού κο'ραι ύγροκέλευθοι
* Πυθοχρηστο; δτε σφ’ άγος ηλυθεν ένθεα μέλπων. « Νηρέος, αϊ Τρίτωσιν όχούμεναι ώκυπο'ροισι
* Αϊλινα Βρεττανίδε; συν Α χαιίσ ι κλαίετε Μουσαι. χ Λαιψηραί μάλα πλώετ’ έπ’ εύρέα νώτα θαλάσση;.
» Ού μείδν Βύρων έγεγη'θεεν, Ελλάδα πάσαν « Εσπερίην νύν ώκα δι’ οϊδματο; έλθετε νήσον,
« 2τίλβουσαν λευσσων δπλοις καί πάντοθ’ άκούων χ Ασπετον ένθ’ ύδωρ ποταμδ; μέγα; εις άλα βάλλει ·
« Θούριον ηϊθέων μεμαώτων ίφι μάχεσθαι · χ Νύμφη; δ’ έλθοΰσαι αγγείλατε Ταμεσίδεσσιν ,
« Ανδρών δ ’ οί δόατ’ αύθι; δράν γένος έξ ά'ί'δαο χ ή μ α το ; δττι φάος Βύρων λίπε τηλο'θι πάτρη; ,
« Αλκιμον έγρόμενον, τδ τ ’ επί Ξάνθοιο ροησιν, χ Ούδ’ ά'ρ’ έτι σφείων θέλξει φρένα; ήδύ άείδων.
« ή έν Θερμοπύλες, η έν πεδίω Μαραθώνο; χ Κ αι τρίτωσι δ’ ά'νωχθε κο'χλω μέλος έμβυκανησαι
« ΪΙ πόρω έν κλείνω 2αλαμΐνο; βαρβαρικοισι χ Πένθιμον, ώκυάλοι; μηνύον νηυσίν άπάντη ,
11 2τίφεσι μαρνάμενον πάρο; άφθιτον ηρατο κΰδος. χ Ησιν επι Βρετανών περα έθνεα μυρία πο'ντον ,
χ.Τώ ρα μετ’ άγρομένοισιν έν έλαίω άνδράσι Βύρων “ ό τ τ ι πάτρη; σφι μέγ’ εύγο; έρίκλυτο; ώλετ’ άοιδο';.
* 2 τ ά ; τότ’ έυπτολέμοισιν έδν πάλι λάζετο μύθον , χ Αϊλινα Βρεττανίδε; σύν Αχαιίσι κλαίετε Μούσαι.
« Τώ σφιν άναλκείην ώνείδισεν· ηνορέην δέ χ Υμμε; δ’ δβριμοι άνδρες, δσοι πτολίεθρον ίίλαίου
« Αίν/ίσα; σφετέρην καθυπέσχετο συνθανέειν σφι, χ Κλεινδν έρυύμενοι πάτρη; μεγάλη; προμάγεσθε ,
ο Πάτρην ρυομένοι; έπαμύνων προ'φρονι θυμώ. χ Δεύτε τάφον Βύρωνος ορύξατε μουσοπο'λοιο,
« Αϊλινα Βρεττανίδε; συν Α χαιίσι κλαίετε Μουσαι. « Βοζάριο; Μάρκοια πέλα; τάφου άλκιμάχοιο ·
ν Αΐ, αΐ'· άλλ’ ού δηρδν έπηύρατο τη; δ’ έπαρωγη; χ Κ αί νέκυν έγκατάθεσθε γοηφορέοντε; άπ’ δσσων
« Ελλά; δυστλημων · ταχύ γάρ Βύρωνα δυσαλθή; χ Δάκρυα θερμά-φίλω. Παρακείσθω κύδεΐ κΰδος,
« ήπίαλος κατέμαρψε και οί γύι’ άγλαά λΰσεν * χ Κύδει άπ’ ηνορέη;, φρενοτερποΰ; κύδος άοιδη;*
« Ούκ έμάοαινε τέχνη; παιωνίδο; άλθεα φλογμον · χ Γλαύκη; δ’ άμφί τάφον φιτύσατε κύκλω έλαίη;
« Ού χραΐσμον νοσέοντι λιταί τόσαι εύχομένοιο χ Πτο'ρθου; και δάφνη; Ελικωνίου , ένθα λιγεϊαι
« Λαού ύψιμέδονθ’ ύγίειαν οί αύθι; όπάσσαι · * Φυλλάσιν ένδιάουσαι άηδονίδε; μινορ-ρσι
« Νοΰσο; πάνθ’ άλίωσε καί αιώνος γλυκεροίο χ Μολπές έσσομένοι; αεί άνδράσι σημανέουσι
— 198 —
Φ ΙΛ Τ Α Τ Ε Μ Α Ρ ΙΝ Ε Π . Β Ρ Ε Τ Ε ,
-V ;■ , . Ο , Μ Ι Γ Α Ν Ί I R O ' U l 1
■ 1. Π Α Ν Α Γ 1. 0 Υ Η 7 v
ι γ κ ω ρ π ο : X P Y 7 . C 3 ■’ i. 4 Λ ’. Π Τ Ο Β Δ Η Λ Λ Υ
5 } τ γ φ λ μ ο : 0 ” ' · . Ο Κ · λ Μ · ν ·
L___
— 201 —
την Ασίαν προσηλθεν εις Αρταξέρξην υιόν Ξε'ρξου νεωστί τότε λογίοις οίον τόπον τής έν τή φιλολογία ύψηλοτέρας κριτικής ,
βασιλεύοντα. Εφορος όμως, Ηρακλείδης και άλλοι πολλοί συγ ούτως ό Κουτόργας, έάν πείση τό έναντίον, θέλει τιμηθή ώς
γράφεις ίστοροΰσιν ό'τι ά Εέρξης, βασιλεύων έτι, έδέγθη τον Θε έκδούς ούγί άντίρροπον άλλ’ ύπέρτερον έκείνου κριτικής ύπο-
μιστοκλή. Εϊσί δε και οί άναφέροντες ό'τι ούχί τρεις, άλλα πέντε δειγμα, καί θέλει κηρυχθή εστεμμένος έφεδρος, νικητής του
πόλεις έδόθησαν παρά βασιλέως τώ Θεμιστοκλεΐ. Ε ί λοιπόν αί πρώην παμμάχου νικάτορος. Ο καιρός διδάσκαλος.
έπιστολαί αύται έγνωρίζοντο ύπό ένός των ιστορικών τούτων , Ó Αριστοτέλης, παρακαλουμενος ύπό τών ιδίων μ,αθητών
ή τοιαυτη διαφωνία δεν υπήρχε, διότι αυτός ό Θεμιστοκλής ινα όρίση τον εαυτού διάδογον, παρήγγειλε να κομισωσιν αυτω
λέγει ρητώς ό'τι εις τον Αρταξέρξην προσήλθε · και τρεις μ.όνον οίνον Ρ ό δ ι ο ν καί Λ έ σ β ι ο ν · γευοάμενος δέ άμφοτέρων
πόλεις έλαβεν. » 0 δέ Κουτόργας, εις τό εκ διαμέτρου αντι είπεν ότι παρά τον τής Ρόδου, πατρίδας τού Εύδήμου, ήδυ-
κείμενου διά των ερευνών αυτού φθάνων, λέγει · « Αύτή αυτή ή τερον εύρισκε τον τής Λέσβου, πατρίδος τού Θεοφραστου, κη-
διαφωνία των συγγραφέων έπιβεβαιοΐτήν ανέκαθεν ΰπαρξιν τών ρυχθέντος έπειτα διά τούτο διαδόχου. Εάν τις, επί τής προ-
επιστολών. » ΐόπειδή δέ ή ερις αυτή, ύπό Βρεταννοΰ και Ρώσσου κειμένης ύποθέσεως, θελη'ση νά μεταχειρισθή όμοίαν φράσιν ίνα
διεξαγόμενη, ώς έν μ.ονογραφία, τρόπον τινά, παριστα τά δυο δείξη τίνος κριτικήν προτιμά, επειδή αί πατρίδες τών άντι-
ταΰτα έθνη μαχόμενα, διά τούτο είναι πιθανόν ότι πολλοί μέν μαχομένων δέν παράγουσιν οίνον, ει και έν αύταΐς συσσωρεύον
άναγνώσται, ύπό τών τού Βεντλεΰου ετι έμπνεόμενοι, η απλώς ται οί γενναιότεροι τού κόσμου οίνοι, πρέπει άναγκαιως να είπη
οΰτω διατεθ ειμένοι, θέλουσιν έκφωνη'σει ότι ή ύπεράσπισις τών ότι ό λονδ ίνιος ζύθος είναι καλλιώτερος τού φιλλανδικοΰ ή'τοι
του Φαλάριδος καί τών του Αισώπου έσται ώς ή της Σεβαστου τούτήςΠετρουπόλεως, ή τό έναντίον. Αλλ άλις ήδη περι τουτου.