You are on page 1of 72

Γλωσσικές και γραμματικές παρατηρήσεις

της κρητικής
1. «Ια» γίνεται «α» : κεράσα – κερασιά, δροσά – δροσιά, νησά –
νησιά...
2. «Ιου» γίνεται «ου» : του κρασού – του κρασιού, του κονοστασού
– του εικονοστασίου...
3. «Ιω» γίνεται «ω» : αξιώνω – αξώνω...
4. Αποβάλλεται το «λ» : αιμός – λαιμός, εμόνι – λεμόνι, καές –
καλές... Πρέπει να σημειωθεί όμως : στο αιμό, και ουχί στον
ΚΡΗΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟ αιμό, ένα εμόνι, και ουχί έναν εμόνι.
5. «Ια» στο τέλος της λέξης γίνεται «ε» : ελέ – ελιά, φωλέ –

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ φωλιά...
6. Το «λ» μπορεί να προφέρεται «ου» : θάουσσα – θάλασσα,
ουόγος – λόγος, κατάουαβες – κατάλαβες, πουάκα – πλάκα...
7. Στην Κρήτη προ συμφώνου το «λ» ετρέπετο εις «υ»
προφερόμενον ως υπερωϊκόν «ου» : αυκά (προφέρεται
«αουκά») – αλκά, καυχός (προφέρεται «καουχός») – χαλκός,
επευθών (προφέρεται «επεουθών») – επελθών...
8. Το «ου» αποβάλλεται εντελώς : γάα – γάουα – γάλα, μουάρι –
μουουάρι – μουλάρι, έα – έουα – έλα, άδι – ουάδι – λάδι... Ούτω
λέγουν : «Πάμε στσι Καούς Λάκκους, έφαες λάχανο σήμερο;
Ήπιες λάδι; Ο μεγάος λαγγός.» Και ουχί : «Πάμε σρσι Καλούς
Άκκους, έφαες άχανο σήμερο; Ήπιες άδι, ο μεγάλος αγγός.»
Ενώ αντιθέτως : «Πάμε στσι Άκκους, δεν έουνε άχανα, έχομε
καλό άδι, πέρασε απού το αγγό του Κατρέ.»
9. Το «σ» προ του «μ», «δ» μεταμορφώνεται εις ημίφωνον «ι» :
διάβαϊμα – διάβασμα, καταπλάϊματα – καταπλάσματα,
μπαϊμένος – μπασμένος, πέϊ μου – πες μου, πώϊ δε ντην έχω
θωρεμένα; – πώς δεν την είδα;, ο καιρόϊ δεν είναι καλός – ο
καιρός δεν είναι καλός... Εις περίπτωσιν αλλεπαλληλίας : ο
κόϊμο μας – ο κόσμος μας, ο σκαϊμό μας – ο σκασμός μας, 18. Το «ρι» μεταμορφώνεται εις «ρκ, ργι, ρτζ, ρκι, ργκ, ρζ» :
τσ΄άλλεϊ μέρες – τις άλλες μέρες, τσ΄άλλουϊ μήνες – του χέρκα – χέρια, χέρτζα – χέρια...
άλλους μήνες... 19. Χρησιμοποίηση της Γενικής αντί της Αιτιατικής : σου
10. Αποβάλλεται το «σ» προ του «μ» : ο κήπο μας – ο κήπος μας, γροικώ – σε ακούω, μού΄γγιξε – με άγγιξε, μου θυμάσαι – με
ο αφέντη μου – ο αφέντης μου, τσι δικού μας – τους δικούς θυμάσαι, εσιοξέχασέ μου – με ξέχασε εντελώς, του
μας... αφουγγράται – τον ακούει (σ΄ό,τι του πει), του πιστεύγει – τον
11. Το «να» μεταμορφώνεται εις το «νια» : πώϊ νια σου πω; - πώς πιστεύει, μου κλουθά – με ακολουθεί, επάντηξέ μου – με
να σου πω;, επήγ΄ ο πειρασμόϊ νια τόνε πειράξει (εις την συνήντησε, μου καταράται – με καταριέται, ζηλεύγω σου – σε
φρλασιν παρατηρούμεν, ότι εις την αλλεπαλληλίαν σμ-σνι – ο ζηλεύω, φκαριστώ σου – σε ευχαριστώ...
πειρασμόϊ νια – το πρώτον «σ» μένει αμετάβλητον προς 20. Αποβολή του «να» : δεν έχω πού πάω – δεν έχω πού να πάω,
αποφυγήν κακοφωνίας εξ ενδεχομένης προφοράς «ο πειραϊμόϊ δεν έχω είντα κάμω – δεν έχω τι να κάνω, δεν έχω είντα φάγω
νια») – πήγε ο πειρασμός να τον πειράξει, να πάμε σε γιατρού – δεν έχω τι να φάω, «Λε, κατέεις, παπά, σφυρίζεις; – Ξέρεις,
νια δούμε – να πάμε σε γιατρούς να δούμε, δε ντο ζητήξαμενε παπά, να σφυρίζεις;»...
εμεί νια του πούμε – δεν το ζητήσαμε εμείς να του πούμε... 21. Η σύνταξη «να΄χεν, να΄χε» που σημαίνει «αν, να, ας» : να΄χε
12. Η προσθήκη της συλλαβής «-νε» εις την κατάληξιν διαφόρων ντο ξέρω – αν το ΄ξερα, να΄χε βρεθεί κιανείς – να βρισκόταν
ρηματικών τύπων ακούγεται εις αρκετήν κλίμακα και εις τα κανένας, να΄χεν αστράψ΄ο ουρανός – ας άστραφτε ο ουρανός...
χωριά Μαθές, Γεωργιούπολις, Δράμια, Αλίκαμπος και 22. Τα ρήματα με «-εύω» γίνονται «-εύγω» και «-έω» : χορεύγω,
Μπρόσνερος της επαρχίας Αποκορώνου : ζητήξαμενε – χορέω – χορεύω, γυρεύγω, γυρέω – γυρεύω, πιστεύγω, πιστέω –
ζητήσαμε, έλεγενε – έλεγε, είπενε – είπε... πιστεύω, κόω, κόβγω – κόβω...
13. Αποβολή του τελικού «σ» προ αρχικού «λι» : κι εμεί λιέμε – Γυρέω Κόω
και εμείς λέμε, αυτού λιέμε έτσα – αυτού λέμε έτσι Γυρές, γυρέεις Κόεις, κος
14. Τα επίθετα με την κατάληξη «-υς, εια» αλλάζουνε αυτήν σε
Γυρέει Κόει
«-ες, ε» : ο βαθές, η βαθέ – ο βαθύς, η βαθειά...
Γυρέομε, γυρέομενε, γυρέμε, Κόμε, κόμενε
15. Θέματα σύνταξης : μου δώσε – δώσε μου, έδωκέ μου – μου
γυρέμενε
έδωσε, δίδω σου – σου δίνω, θωρώ το – το βλέπω, παρακαλώ σε
Γυρέτε Κότε
– σε παρακαλώ, χαρώ σε – να σε χαρώ, αγόρασά τσι – τις (τους)
Γυρέουνε, γυρένε κόνε
αγόρασα, είχαμε ντα – τα είχαμε, είπα των το – τους το είπα,
ένα νερό μου φέρε – φέρε μου ένα νερό, εκειά το βάλε – βάλ΄το 23. Το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού στον ενεστώτα αντί «-
εκεί... ουμε» λαμβάνει κατάληξη «-ομε», υποτακτική – «-ωμε» :
16. «Ρια, ριο, ριου» μεταμορφώνονται εις «ργα, ργο, ργου» : έχομε, να έχωμε – έχουμε, να έχουμε, βλέπομε, να βλέπωμε –
καινούργος – καινούριος, χέργια – χέργα... βλέπουμε, να βλέπουμε...
17. Το «γ» γίνεται «ζ» : ζυναίκα – γυναίκα, ζυμνάσιο – γυμνάσιο...
24. Η κατάληξη «-ζω» των ρημάτων μεταμορφώνεται εις «- 33. Αντικατάσταση του «λ» με το «ρ» : γάρα – γάλα, καρά –
σσω» : τρομάσσω – τρομάζω, φαντάσσω – φαντάζω... καλά, δάσκαρος – δάσκαλος, επάγγερμα – επάγγελμα, ερπίδα
25. Το δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού του αορίστου αντί «- – ελπίδα...
ατε» λαμβάνει κατάληξη «-ετε» : είδετε – είδατε, εφάγετε – 34. Καταλήξεις «-ουν(ε)», «-ούν(ε)» και «-άν(ε)», «-αν(ε)», «-
φάγατε, επήγετε – πήγατε... ονται» στην Κρήτη αντικαθιστούνε με αρχαιοπινείς «-
26. Η κατάληξη «-ησα» του παρελθόντος γίνεται «-ηξα» : ουσι», «-ούσι» και «-άσι», «-ασι», «-οιτσι» : παίζουσι –
ετραγούδηξα – τραγούδησα, ερώτηξα - ρώτησα... παίζουν, γλακούσι – γλακούν, επαίξασι – έπαιξαν, κάθοιτσι –
27. «Ξ» αντί «σ» του μέλλοντας και του αορίστου : έφταξε – κάθονται...
έφτασε, θα ρωτήξει – θα ρωτήσει, να στεγνώξει – να 35. Τα «τ», «ντ», «στ» μεταμορφώνονται εις τα «θ», «δ», «σ»
στεγνώσει, να φτερουγίξει – να φτερουγίσει, θα κρατήξουνε – αντίστοιχα : τέθοιος – τέτοιος, αρρώσια – αρρώστια...
θα κρατήσουνε... 36. Το «τ» μεταμορφώνεται εις «ντ» : έρωντας – έρωτας,
28. Προστακτική των ρημάτων β΄ συζυγίας : κράτει – κράτα, ερωντεμένη – ερωτευμένη...
θώρει – βλέπε... 37. Στη θέση της καταλήξεως «-οτανε» είναι «-εντο», «-εντονε»,
29. Το πρόθημα «ανα-» μεταμορφώνεται εις «ανε-» : ανεκατώνω «-έντον», «-ειντο» (αντί να είναι η αρχαιοπινής κατάληξη «-
– ανακατώνω, ανεμπουκώνομε – ανασκουμπώνουμε... ετο») : εφαίνεντο – φαινότανε, ήρχεντο – ερχόταν, γίνεντονε –
30. Η προσθήκη του «ρ» : φαρσαρία – φασαρία, αιμορραργία – γινόταν, εχριγιάζεντον – χρειαζότανε, ευρίσκεντονε –
αιμορραγία... βρισκόταν, εχώνεντο – χωνότανε, εσκέφτεντονε – σκεφτότανε,
31. Η κλίση των ρημάτων «έω» και «κατέω» : επρόκειντο – πρόκειτο...
Νομός Χανίων Νομός Ρεθύμνης 38. Ο τόνος στον αόριστο μετατίθεται στη προλήγουσα :
κατέω έω κατέω έω εσταματήσαν – σταματήσανε, εφοβηθήκα – φοβήθηκα...
39. Αντί «-ότανε» του παρατατικού η κατάληξη «-ούντανε» :
κατέεις έεις κατές έεις
εφοβούντανε – φοβότανε...
κατέει έει κατέει έει
40. Στον αόριστο και παρατατικό πάντα προτίθεται «ε» :
κατέομε έομε κατέμε, έομενε
εκάμαμε – κάναμε, εμπουμπούνισε – μπουμπούνισε...
κατέχομενε,
41. Αν η λέξη αρχίζει από το φωνήεν, αντικαθίσταται το
κατέμενε
τελευταίο με «ε» : άγγιξα – έγγιξα...
κατέχετε έχετε κατέτε έχετε
42. Τα σύνθετα ρήματα που έχουν «-ποιώ» στο τέλος και
κατέουνε έουνε κατένε έουνε
μερικά άλλα της β συζυγίας, κλίνονται όπως το ρήμα
32. «Ο» αντί «ου» : του Μανούσο – του Μανούσου, του Σπύρο – του «αγαπώ» : ειδιποιά – ειδοποιεί, τιμωρά – τιμωρεί, λειτουργά –
Σπύρου, του γέρο – του γέρου, του ήλιο – του ήλιου... λειτουργεί... Αντιθέτως : εχτιμούμε – εκτιμάμε...
43. Αντικατάσταση των «χ» και «κ», «φτ» και «πτ» : ευκές – 53. «Ο» γίνεται «α» : πορτακάλι – πορτοκάλι, μαναστήρι –
ευχές, πραχτικά – πρακτικά, αναφτήρας – αναπτήρας, μοναστήρι...
καθρέπτης – καθρέφτης... 54. «Ε» γίνεται «ο» : κρομμύδι – κρεμμύδι, ψόμμα – ψέμμα...
44. Αποβολή του «ν» : άθρωπος – άνθρωπος... 55. Η κατάληξη «-ίδι» στην Κρήτη άλλοτε έχει υποκοριστική
45. Αποβολή του «μ» : έψυχο – έμψυχο, παψηφεί – παμψηφεί... σημασία και άλλοτε δείχνει την έννοια της πλησμονής :
46. Οι εξής καταλήξεις : -ουμουνε – -όμουνα, -ούντανε – - φωνιαρίδια – μεγάλες φωνές, κατακαυλίδι – πλήθος από
ούντουσαν, -ουνα – -ούσα, -ειε – ούσε. καρπαζιές, ελίδι – μικρή ελιά...
Ελάλουνα – λαλούσα, εθώρουνα – θωρούσα, εθώρειε – 56. Ο πληυθντικός των επωνύμων : Πετρουλάκης – Πετρουλήδες,
θωρούσε, εφόρειε – φορούσε, εμπόριε – μπορούσε, Καβουλάκης – Καβούληδες, Κρεβετζάκης – Κρεβέτζηδες...
εστενοχώριουμουνε – στενοχωριόμουνα, αγαπιούντανε – 57. Οι Κρήτες χωρικοί συνομιλούντες μεταξύ τους αναφέρουν
αγαπιούντουσαν, αγάπανε – αγαπούσε, ερώτανε – ρωτούσε... συχνά τα επώνυμα χωρίς την κατάληξη «-άκης» : Κρεβετζός
Αρχαιοπινείς τύποι : επήδα, επολέμα, εξεκίνα, εβάστα, – Κρεβετζάκης, Πετρουλός – Πετρουλάκης, Καβουλός –
επελέκα... Καβουλάκης...
47. Η κατάληξη «-μέστανε» αντί «-μαστε» στον ενεστώτα : 58. Οι Κρητικοί συχνά ονομάζουν ή προσφωνούν κάποιον με
ασχολουμέστανε – ασχολούμαστε, λέγομέστανε (διπλός όνομα σύνθετο από το επώνυμο και το βαπτιστικό : ο
τονισμός) – λεγόμαστε, είμεστανε – είμαστε, αλλά Ριζιτομανούσος – ο Μανούσος Ριζιτάκης...
ηρχομέστανε – ερχόμαστε... 59. Πολύ σημαντικός Γενικός Κανόνας Συγκοπής (δεν
48. Η κατάληξη «-τος» της Γενικής μεταμορφώνεται εις «-του» : ισχύει για τις δυτικές επαρχίες του νησιού) είναι ο
του κρέατου – του κρέατος, του γάλακτος – του γαλάτου, του
ακόλουθος – Συλλαβές όπως -σια-, -ζια-, -τσια-, -τζια, -
μνήματου – του μνήματος...
ξια-, -ψια-, γράφονται και λέγονται αντίστοιχα –σα-, -
49. Η μεταμόρφωση των ουδυτέρων ουσιστικών : το τέμπλος –
το τέμπλο, το πέπλος – το πέπλο, το μέτρος – το μέτρο, το
ζα-, -τσα-, -τζα-, -ξα-, ψα :
γλάκιος – το γλάκιο ( = τρέξιμο), το μούγκρος – μούγκρισμα, το Εκκλησά, κερασά, νησά, βυζά, ατζά, κεράσα, ρύζα,
κλάδος – το κλάδεμα... κορίτσα, σάζω, πρωτοβρέξα, ανήψα κλπ αντί των
50. Μεταχείριση της Γενικής αντί της Αιτιατικής : να τση εκκλησιά, νησιά, βυζιά, ατζιά, κεράσια, ρύζια, κορίτσια,
πιστέψουμε – να την πιστέψουμε, ΄γγίζοντάς του – αγγίζοντάς (ι)σιάζω, πρωτοβρέξια, ανήψια, σαρνίτσα ...
του, να ξαναθυμυθεί τση τέχνης – να ξαναθυμυθεί την τέχνη, 60. Ομοίως και αποβάλλεται το ι (είτε είναι «ι», είτε «η»,
καταράται τση τύχης του – καταριέται την τύχην του... είτε «υ», είτε «ει» και από όλες τις συλλαβές –που
51. Η κατάληξη «-οντι» αντί «-ουσι» : λανκάνοντι – λαγχάνουσι, ακούγονται ως -σιε-, -ζιε-,-τσιε-, -τζιε, -ξιε-, -ψιε. Σε
ομόσοντι – ομόσουσι... (Προσταγή προς τα ζώα, ερμηνεία: σείε, κούνησε).
52. Η κατάληξη «-άσινε» αντί «-ανε» : εφαγάσινε – φάγανε...
Ομοίως και αποβάλλεται το ι (είτε είναι «ι», είτε «η»,
είτε «υ», είτε «ει» και από όλες τις συλλαβές –που ευφωνικώς η συλλαβή «γι». Δεν αναπτύσεται όμως
ακούγονται ως –σιο-, -ζιο,-τσιο-, -τζιο, -ξιο-, -ψιο και – μετά το άρθρα: τση», «τσοι», «τα» : η Ασπασώ → η γι-
σιου-, -ζιου-,-τσιου-, -τζιου, -ξιου-, -ψιου : του κερασού, Ασπασώ, οι ωρες → οι γι-ώρες, η αρμύρα → η γι –
του ρυζού, του ανηψού, οι φορεσές, οι κατεβασές... Ακόμα αρμύρα, οι αθρώποι → οι γι-αθρώποι, οι ουρανοί → οι γι-
έχουμε συγκοπή στα θηλυκά που τελειώνουν σε –ριά. ουρανοί, όμως τσοι εκατό → τσ’ εκατό (και όχι τσοι γι-
Έτσι θηλυκά που τελιώνουν σε –ριά αποββάλουν το «ι» εκατό). Ο κανόνας δεν ισχύει για το άρθρο «Ο» του
και γίνονται –ρά : κρεμασταρά, βυζασταρά, αγγουρά, αρσενικού. Έτσι λέμε υποχρεωτικά: ο άθρωπος, ο
όμως στα ουδέτερα το –ριά διατηρείταιχωριά, ουρανός...
καμπαναριά, πλυσταριά... 63. Στην Πρόταξη σε αντίθεση με την Αποβολή, δεν
61. Αποκοπή έχουμε όταν χάνεται ένα σύμφωνο μεταξύ αφαιρείται αλλά προστίθεται φωνήεν : μοναχός →
δύο φωνηέντων (συμπεριλαμβανομένων και των αμοναχός, δυνατός → αδυνατός ( τονισμός στο –ός),
διψήφων φωνήεντων) ή όταν χάνεται ένα σύμφωνο σκιανό → ασκιανό (=σκιά), τζιγγάνος → ατζίγγανος
στην αρχή μιας λέξης : (προφέρεται ατζίgανος, με ανάβαση του τόνου), νεράϊδα
βλοημένος (=βλογημένος) → ανεράϊδα, βδέλλα → αβδέλλα, σκορδαλλός
καωμένος (=καμωμένος) (=κορυδαλλός) → ασκορδαλλός, βάσαρμος (βάλσαμο) →
λεωμένος (=λεγωμένος, ειπωμένος) αβάσαρμος, φορδακός (βάτραχος) → αφορδακός,
φαωμένος (φαγωμένος) ξυπόλητος → αξυπόλητος...
συλλοΐζομαι (=συλλογίζομαι) 64. Μετάθεση έχουμε όταν δύο φωνήεντα ή σύμφωνα
απηλοούμαι (=αποκρίνομαι, απολογούμαι) αλλάζουν θέση αμοιβαία :
ραίζω (=ραγίζω) ντρουβάς (=ντορβάς), λειτρουγώ (=λειτουργώ, λέγεται
διάολος μόνο για εκκλησία), γρωνίζω (=γνωρίζω), ασιρνικός
καούκι (=καβούκι, από τουρκ. kavuk) (=αρσενικός), αρδάχτι (=αδράχτι), τζαγκουρνώ
νταούλι (από τουρκ. davul) (=τζουγκρανώ).
φοράδα (από αρχ. φορβάς) 65. Η μεσαιωνική κατάληξη –έας, έα έγινε σε όλη την
ρολόϊ (ρολόγι) Κρήτη –ιάς, -ιά όπως δηλαδή και στην κοινή
ύψος (=γύψος) νεοελληνική. Στο Ρέθυμνο έγινε –ές, έ : πλατανές
62. Πρώτος Γενικός Κανόνας Ανάπτυξης: Ανάμεσα στα (=πλατανιάς), βορρές (=βοριάς), αμυγδαλέ (=αμυγδαλιά)...
άρθρα «η», « «οι», και στην επόμενη λέξη όταν αυτή 66. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, θα μπορούσαμε να
αρχίζει από φωνήεν (ή δίψηφο φωνήεν) αναπτύσσεται διακρίνουμε και τι είναι κρητικό στο λόγο και τι όχι.
Παράδειγμα: Η φράση «Από είντα επόθανε;» είναι νοικοκύρηδες, τω νοικοκυρώ ή τω νοικοκύρηδω, τσοι
νεολογισμός, διότι έχει δύο χασμωδίες ο+ει και α+ε. Αν νοικοκυρούς ή τσοι νοικοκύρηδες, νοικοκυροί ή
πούμε «Από είντα ’πόθανε» η μια χασμωδία νοικοκύρηδες. Επίσης το ουσιαστικό «αμανίτης»
απαλείφθηκε. Η άλλη είναι αδύνατον να απαλειφθεί (=μανιτάρι) έχει αποκλειστικά πληθυντικό «οι
διότι ούτε απ’είντα, αλλά ούτε και από’ντα λέμε. Άρα η αμανίτοι» και κλίνεται : οι αμανίτοι (και όχι οι αμανίτες),
κρητική έκφραση πρέπει αλλού να αναζητηθεί. Να η των αμανίτω, τσ’ αμανίτους, αμανίτοι).
σωστή κρητική έκφραση: «Ειντά’χε κι επόθανε». 70. Το Ουσιαστικό: «πάππους» κλίνεται ως εξής: ο
67. Προπαροξύτονα αρσενικά που τελειώνουν σε –ας και - πάππους, του πάππου, το μπάππου, πάππου, οι
ος και παροξύτονα αρσενικά που τελειώνουν σε –ίας παππούδες, τω μπαππούδω, τσοι παππούδες, παππούδες.
και –ος : γείτονας, ταμίας, χωροφύλακας, κόρακας, 71. Τα αρχαιόκλητα σε –έας (κουρέας, γραμματέας,
άγγελος, δρόμος. Η γενική του ενικού των αρσενικών δεκανέας) έχουν τον εξής ιδιότυπο πληθυντικό: οι
της παραπάνω κατηγορίας σχηματίζεται σε –ου. Έτσι κουρέηδες, τω γκουρέηδω, τσοι κουρέηδες, κουρέηδες
λέμε: του γειτόνου, του ταμίου, του χωροφυλάκου, του Εξαίρεση: ο γονέας, του γονέα, το γονέα, γονέα με
κοράκου, του αγγέλου, του δρόμου, αντίστοιχα. Πληθυντικό: οι γονέοι, τω γονέω, τσοι γονέους, γονέοι.
68. Η ονομαστική του πληθυντικού των αρσενικών της 72. Γενικά η κλίση των θηλυκών δεν παρουσιάζει
παραπάνω κατηγορίας σχηματίζεται σε –οι και διαφοροποίηση από την κοινή νεοελληνική : των
τονίζεται πάντα στην παραλήγουσα : οι γειτόνοι, οι γκαρδιώ (=των καρδιών), των ωρώ, τω θαλασσώ, των
ταμίου, οι χωροφυλάκοι, οι κοράκοι, οι γι-αγγέλοι (κατά την ελπίδω (ή των ερπίδω), τω σαλπίγγω, τω μπψυχώ (=των
παρατήρηση 1.10.1), οι δρόμοι. Η γενική του πληθυντικού ψυχών), τω νικώ (=των νικών), τω γιαγιάδω, των αλεπούδω
των αρσενικών της παραπάνω κατηγορίας 73. Ενικός: η σκέψη, τση σκέψης, τη σκέψη, σκέψη.
σχηματίζεται σε –ω και τονίζεται πάντα στην Πληθυντικός: οι σκέψες, –, τσοι σκέψες, σκέψες.
παραλήγουσα : τω γειτόνω, τω νταμίω, τω χωροφυλάκω, Έτσι ο τόνος κατεβαίνει στον πληθυντικό στα
τω γκοράκω, των αγγέλω, τω δρόμω. Η αιτιατική του προπαροξύτονα αρχαιόκλητα. Γενική πληθυντικού
πληθυντικού των αρσενικών της παραπάνω δεν υπάρχει και αντικαθίσταται με ισοδύναμη
κατηγορίας σχηματίζεται σε –ους και τονίζεται πάντα σύνταξη της αιτιατικής, ή σχηματίζεται λογίως: τω
στην παραλήγουσα : τσοι γειτόνους, τσοι ταμίους, τσοι σκέψεω.
χωροφυλάκους, τσοι κοράκους, τσοι αγγέλους. 74. Η γενική του πληθυντικού σχηματίζεται σε –ω : τω γκρεάτω,
69. Το ουσιαστικό «νοικοκύρης» έχει συνεθέστερο τω γκυμάτω, τω γαλάτω, των ονομάτω, τω χρωμάτω.
πληθυντικό το «οι νοικοκυροί» : οι νοικοκυροί ή οι
75. Τα υποκοριστικά σε –άκι (συνηθέστατα στην Κρήτη) όμωςπ αράουρος (=καθυστερημένος, ελαττωματικός,
γίνονται στη γενική του ενικού –κιού και γενική σακάτης), παράουρη, παράουρο, παλαρός
πληθυντικού – κιώ : του αρνακιού, των αρνακιώ. (=καθυστερημένος, ελαττωματικός, σακάτης), παλαρή,
76. Ενικός: το κρύος, του κρύους, το κρύος, κρύος παλαρό.
Πληθυντικός: τα κρύατα, – , τα κρύατα, κρύατα. Αντί για 82. ΕΝΙΚΟΣ
γενική πληθυντικού χρησιμοποιούμε ισοδύναμη σύνταξη Ονομ. ο γλυκύς η γλυκή το γλυκύ
με αιτιατική. Γεν. του γλυκύ τση γλυκής του γλυκύ
77. Το πλούτος και το φέγγος έχουν χρησιμοποιηθεί και Αιτ. το γλυκύ τη γλυκή το γλυκύ
στην νεοελληνική ποίηση (Δ.Σολωμός). Πληθυντικός Κλητ. γλυκύ γλυκή γλυκύ
στο πλούτος: τα πλούτη, ενώ πληθυντικός στο φέγγος ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
δεν υπάρχει. Ονομ. οι γλυκοί οι γλυκές τα γλυκά ή τα
78. Το «όνειρο» έχει πληθυντικό τα «ονείρατα» (χωρίς γλυκυά
γενική πληθυντικού). Το «θάρρος» έχει πληθυντικό τα Γεν. τω γλυκώ τω γλυκώ τω γλυκώ
«θάρρητα» (χωρίς γενική πληθυντικού). Αιτ. τσοί γλυκούς τσοι γλυκές τα γλυκά ή
79. Έχουμε τις ακόλουθες κυριότερες υποκοριστικές τα γλυκυά
καταλήξεις -άκης, -άκι, -αράκι, -αλάκι, -ουλάκι, -ιδάκι, - Κλητ. γλυκοί γλυκές γλυκυά ή γλυκά
όπουλος, -οπούλα, -πουλο, -ίδι : δασκαλάκης, μαθητάκι, 83. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι: θετικός (π.χ. στενός),
μυλαράκι, πορταλάκι, σωρουλάκι, γραμμιδάκι, συγκριτικός (πια στενός ή στενότερος), σχετικός
παπαδόπουλος (= ο γιός του παπά), κοπελοπούλα, ελίδι υπερθετικός (ο πια στενός ή ο στενότερος), απόλυτος
(=μικρή ελιά). Οι καταλήξεις: -άκος, ίτσα, -ούδα, ούδι, - υπερθετικός (καλά στενός, καλά καλά στενός).
ούλα, -ούλης, -ούλι της κοινής νεοελληνικής δεν 84. Ο δεύτερος όρος της συγκρίσεως στον συγκριτικό
υφίστανται ή χρησιμοποιούνται σπάνια. εκφέρεται με τους παρακάτω τρόπους
80. Έχουμε τις ακόλουθες κυριότερες μεγενθυτικές Από+Αιτιατική: Τουτονά το ρούχο ’ναι πια φτενό (=πιο
καταλήξεις : -α, -άρα, -αράς, -άρος, -ακας, -αρόνα λεπτό) από τ’ άλλο
(σπιταρόνα). Παρά+Αιτιατική: Τουτονά το ρούχο ’ναι πια φτενό (=πιο
81. Αξίζει να σημειωθεί το θηλυκό σε –α στα επίθετα που λεπτό) παρά τ’ άλλο
λήγουν σε –ρος : καθαρός, καθαρά, καθαρό, αρμυρός Γενική: Ο Μιχάλης είναι πια ύστερος μου (=νεότερος μου)
(=αλμυρός), αρμυρά, αρμυρό, ζωηρός, ζωηρά, ζωηρό, 85. Ο απόλυτος υπερθετικός βαθμός σχηματίζεται με τους
πονηρός, πονηρά, πονηρό σκούρος, σκούρα, σκούρο, παρακάτω τρόπους
καλά (=πολύ) + θετικός βαθμός: καλά όμορφος Το «αυτού» γίνεται «αυτουνέ» ή «αυτουνουγέ»
καλά καλά (=εντελώς) + θετικός βαθμός: καλά καλά Το «αυτόν» γίνεται «αυτονά»
κουζουλός (=τελείως τρελλός) Το «αυτοί» γίνεται «αυτοινοιέ»
με ποικίλλες περιφραστικές εκφράσεις. Οι Το «αυτών» γίνεται «αυτονώ» ή «αυτωνογέ»
συνηθέστερες είναι: Το «αυτούς» γίνεται «αυτουσές» ή «αυτουσάς»
από+τσοι/τα+θετικός βαθμός, Το «αυτή» γίνεται «αυτηνηέ» ή «αυτηνηά»
από+τσοι/τα+καλά+θετικός βαθμός, Το «αυτής» γίνεται «αυτησάς» ή «αυτηνηάς»
θετικός βαθμός + «απού δεν υπάρχει», Το «αυτές» γίνεται «αυτοισές» ή «αυτεσές»
θετικός βαθμός + «όσο γκι α μπείς» (=όσο κι αν πεις), Το «αυτών» γίνεται «αυτονώ» ή «αυτωνογέ»
θετικός βαθμός + «μα δε γατές» (=δεν ξέρεις πόσο), Το «αυτόν» γίνεται «αυτονέ»
θετικός βαθμός + «απού δε γατές» (=δεν ξέρεις πόσο) Το «αυτού» γίνεται «αυτουνέ» ή «αυτουνουγέ»
Είναι καλός τραγουδιστής από τσοι καλούς Το «αυτά» γίνεται «αυτανά»
Είναι καλός τραγουδιστής από τσοι καλά καλούς Το «αυτών» γίνεται «αυτονώ» ή «αυτωνογέ»
Είναι καλός τραγουδιστής απού δεν υπάρχει (εννοείται 88. Το «εκειός» γίνεται «εκειοσές» ή «εκειοσάς» ή «κειοσές»
καλύτερος) ή «κειοσάς».
Είναι καλός τραγουδιστής όσο γκι α μπεις Το «εκειού» γίνεται «εκειουνού» ή ακόμα και
Είναι καλός τραγουδιστής μα δε γατές «εκειουνουγέ» ή «κειουνουγέ» ή «κειουνέ»
Είναι καλός τραγουδιστής απού δε γατές Το «εκειόν» γίνεται «εκειονά» ή «εκειονέ» ή «κειονά» ή
86. Με σύνθετα με τις λέξεις: θεός, κατά, όλος, παν(τ), «κειονέ»
πέντε, τετρά, τρις, εφτά, αρχί. Θεόφτωχος, κατακίτρινος, Το «εκεινοί» γίνεται «εκεινοιέ» ή «κεινοιέ» ακόμα και
ολόδρωτος, παντέρμος, πεντάρφανος, τετράπαχυς, «εκεινοιγέ» ή «κεινοιγέ»
τρισχειρότερος, εφταγεννημένος (= ακριβώς ίδιος), Το «εκεινώ» γίνεται «εκεινωνώ»
αρχικλεφταράς. Το «εκειούς» γίνεται «εκειουσές» ή «εκειουσάς» ή
Με διάφορα λεκτικά σχήματα όπως η παρομοίωση «κειουσές» ή «κειουσάς»
(όμορφος σα ντον άγγελο), η μεταφορά (πουλί τση Το «εκεινή» γίνεται «εκεινηέ» ή «κεινηέ».
κακοσύνης = πολύ κακός), υπερβολή (σαραντάπηχος = Το «εκεινής» γίνεται «εκεινεισάς» ή «εκεινηάς» ή
ψηλός) και με τις μεγεθυντικές καταλήξεις «κεινεισάς» ή «κεινηάς».
(τσιγκουναράς). Το «εκεινές» γίνεται «εκεινεισές» ή «εκεισές» ή
87. Το «αυτός» γίνεται «αυτοσάς». «κεινεισές» ή «κεισές» (ονομαστική και αιτιατική).
Το «εκεινώ» γίνεται «εκεινωνώ». Το «ετούτου» γίνεται «ετουτουνέ» ή «τουτουνέ» ή ακόμα
Το «εκειόν» γίνεται «εκειονά» ή «εκειονέ» ή «κειονά» ή και «ετουνουγέ» ή «τουνουγέ».
«κειονέ». Το «ετούτα» γίνεται «ετουτανά» ή «τουτανά».
Το «εκειού» γίνεται «εκειουνού» ή ακόμα και Το «ετούτων» γίνεται «ετουτονώ» ή ακόμα και
«εκειουνουγέ» ή «κειουνουγέ» ή «κειουνέ». «ετουνουγέ» ή «τουνουγέ».
Το «εκεινά» γίνεται «εκειανά» ή «κειανά» (ονομαστική
90. Το «τόσος» γίνεται «τοσοσές» ή «τοσοσάς» ή
και αιτιατική).
«ετοσοσές» ή «ετοσοσάς»
Το «εκεινώ» γίνεται «εκεινωνώ».
Το «τόσου» γίνεται «τοσουνέ» (σπανιώτερα «τοσουγέ»)
89. Το «ετούτος» γίνεται «ετουτοσές» ή «ετουτοσάς» ή
«ετοσουνέ» (σπανιώτερα «ετοσουγέ»)
«τουτοσές» ή «τουτοσάς».
Το «τόσον» γίνεται «τοσονά» ή «τοσονέ» ή «ετοσονά» ή
Το «ετούτου» γίνεται «ετουτουνέ» ή «τουτουνέ» ή ακόμα
«ετοσονέ»
και «ετουνουγέ» ή «τουνουγέ».
Το «τόσοι» γίνεται «τοσοινιέ» ή «ετουσοινοιέ» .
Το «ετούτον» γίνεται «ετουτονά» ή «ετουτονέ» ή
Το «τόσων» γίνεται «τοσωνών» ή «ετοσωνώ»
«τουτονά» ή «τουτονέ».
Το «τόσους» γίνεται «τοσουσές» ή «τοσουσάς» ή
Το «ετούτοι» γίνεται «ετουτοινοιέ» ή «τουτοινοιέ» .
«ετοσουσές» ή «ετοσουσάς»
Το «ετούτων» γίνεται «ετουτονώ» ή ακόμα και
Το «τόση» γίνεται «τοσηνηέ» ή «τοσηνηά» ή
«ετουνουγέ» ή «τουνουγέ». Το «ετούτους» γίνεται
«ετοσηνηέ» ή «ετοσηνηά»
«ετουτουσές» ή «ετουτουσάς» ή «τουτουσές» ή
Το «τόσης» γίνεται «τοσηνηές» ή «τοσηνηάς» ή
«τουτουσάς».
«ετοσηνηές» ή «ετοσηνηάς»
Το «ετούτη» γίνεται «ετουτηνηέ» ή «ετουτονηά» ή
Το «τόσες» γίνεται «τοσοισές» ή «τοσεσές» ή «τοσοισές»
«τουτηνηέ» ή «τουτονηά».
ή «τοσεσές»
Το «ετούτης» γίνεται «ετουτησάς» ή «ετουτηνηάς» ή
Το «τόσων» γίνεται «τοσωνών» ή «ετοσωνώ»
«τουτησάς» ή «τουτηνηάς».
Το «τόσο» γίνεται «τοσονά» ή «ετοσονά»
Το «ετούτες» γίνεται «ετουτοισές» ή «ετουτεσές» ή
Το «τόσου» γίνεται «τοσουνέ» (σπανιώτερα «τοσουγέ»)
«τουτοισές» ή «τουτεσές».
«ετοσουνέ» (σπανιώτερα «ετοσουγέ»)
Το «ετούτων» γίνεται «ετουτονώ» ή ακόμα και
Το «τόσα» γίνεται «τοσανά» ή «ετοσανά».
«ετουνουγέ» ή «τουνουγέ».
Το «τόσων» γίνεται «τοσωνών» ή «ετοσωνώ»
Το «ετούτον» γίνεται «ετουτονέ» ή «τουτονέ».
91. Το «τέτοιος» γίνεται «τετοιοσάς» ή «τετοιοσές»
Το «τέτοιου» γίνεται «τετοιουνέ»
Το «τέτοιον» γίνεται «τετοιονά» ή «τετοιονέ» Παρατατικός: είχα, είχες, είχε, είχαμε, είχετε, είχαν (ή
Το «τέτοιοι» παραμένει τέτοιοι παλιότερα: είχασι)
Το «τέτοιων» γίνεται «τετοιωνώ» ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ:
Το «τέτοιους» γίνεται «τετοιουσές» ή «τετοιουσάς» Ενεστώτας: έχω, έχεις, έχει, έχομε, έχετε, έχετε (ή
Το «τέτοια» παραμένει τέτοια παλιότερα: έχουσι)
Το «τέτοιας» γίνεται «τετοιανής» ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ:
Το «τέτοιες» γίνεται «τετοιεσές» ή «τετοιεσάς» Ενεστώτας: έχε, έχετε
Το «τέτοιων» γίνεται «τετοιωνώ» ΜΕΤΟΧΗ:
Το «τέτοιο» παραμένει τέτοιο Ενεστώτας: έχοντας
Το «τέτοιου» γίνεται «τετοιουνέ» ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ:
Το «τέτοια» παραμένει τέτοια Ενεστώτας: έχει
Το «τέτοιων» γίνεται «τετοιωνώ» 93. Το ρήμα «είμαι» :
92. Το ρήμα «έχω» : Ενεστώτας: είμαι, είσαι, είναι, είμαστε, είσαστε, είναι
Ενεστώτας: έχω, έχεις, έχει, έχομε, έχετε, έχετε (ή Μέλλοντας α’: δα νά’μαι, δα νά’σαι, δα νά’ναι, δα
παλιότερα: έχουσι) νά’μαστε, δα νά’σαστε, δα νά’ναι
Μέλλοντας α’: δα να έχω, δα να έχεις, δα να έχει, δα να Μέλλοντας β’: νά’μαι θέλει, νά’σαι θες , νά’σαι θέλει,
έχομε, έχετε, δα να έχετε (ή παλιότερα: δα να έχουσι) ή νά’μαστε θέλει, νά’σαστε θέλει, νά’ναι θέλει
συχνότερα με Αφαίρεση δα νά’χω, δα νά’χεις, δα νά’χει, Αόριστος: ήμουναι, ήσουναι, ήτοναι, ήμαστανε,
δα νά’χομε, δα νά’χετε, δα νά’χουνε (ή παλιότερα: δα ήσαστανε, ήτοναι
νά’χουσι) Παρατατικός: ήμουναι, ήσουναι, ήτοναι, ήμαστανε,
Μέλλοντας β’: να έχω θέλει, να έχει θες , να έχει θέλει, ήσαστανε, ήτοναι
να έχομε θέλει, να έχετε θέλει, να έχουνε θέλει (ή ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ:
παλιότερα: να έχουσι θέλει) ή συχνότερα με Αφαίρεση Ενεστώτας: είμαι, είσαι, είναι, είμαστε, είσαστε, είναι
νά’χω θέλει, νά’χει θες , νά’χει θέλει, νά’χομε θέλει, ΜΕΤΟΧΗ:
νά’χετε θέλει, νά’χουνε θέλει (ή παλιότερα: νά’χουσι Ενεστώτας: όντας
θέλει) ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ:
Αόριστος: είχα, είχες, είχε, είχαμε, είχετε, είχαν (ή Ενεστώτας: είναι
παλιότερα: είχασι) 94. Το ρήμα «γράφω», ενεργητική φωνή
Ενεστώτας: γράφω, γράφεις, γράφει, γράφομε, γράφετε, είχασι γράψει) ή συνηθέστερα: είχα γραμμένο, είχες
γράφουνε (ή παλιότερα: γράφουσι) γραμμένο, είχε γραμμένο, είχαμε γραμμένο, είχετε
Παρατατικός: ήγραφα, ήγραφες, ήγραφε, εγράφαμε, γραμμένο, είχανε γραμμένο (ή παλιότερα είχασι
εγράφετε, εγράφανε (ή παλιότερα: εγράφασι) γραμμένο)
Μέλλοντας Στιγμιαίος α’: δα γράψω, δα γράψεις, δα Τετελεσμένος Μέλλοντας: δα νά’χω γράψει, δα νά’χεις
γράψει, δα γράψομε, δα γράψετε, δα γράψουνε (ή γράψει, δα νά’χει γράψει, δα νά’χομε γράψει, δα νά’χετε
παλιότερα: δα γράψουσι) γράψει, δα νά’χουνε γράψει (ή παλιότερα: δα νά’χουσι
Μέλλοντας Στιγμιαίος β’: να γράψω θέλει, να γράψει γράψει) ή δα νά’χω γραμμένο, δα νά’χεις γραμμένο, δα
θες, να γράψει θέλει, να γράψομε θέλει, να γράψετε νά’χει γραμμένο, δα νά’χομε γραμμένο, δα νά’χετε
θέλει, να γράψουνε θέλει (ή παλιότερα: να γράψουσι γραμμένο, δα νά’χουνε γραμμένο (ή παλιότερα: δα
θέλει) νά’χουσι γραμμένο)
Μέλλοντας Συνεχής α’ : δα γράφω, δα γράφεις, δα Δυνητικός Ενεστώτας: ήθελα γράφω (=θα έγραφα, Με
γράφει, δα γράφομε, δα γρέφετε, δα γράφουνε (ή συνεχή σημασία στο παρόν ή στο μέλλον) ήθελα γράφεις,
παλιότερα: δα γράφουσι) ήθελα γράφει, ήθελα γράφομε, ήθελα γράφετε, ήθελα
Μέλλοντας Συνεχής β’ : να γράφω θέλει, να γράφει θες, γράφουνε (ή παλιότερα: ήθελα γράφουσι)
να γράφει θέλει, να γράφομε θέλει, να γράφετε θέλει, να Δυνητικός Αόριστος: ήθελα γράψω (=θα έγραφα. Με
γράφουνε θέλει (ή παλιότερα: να γράφουσι θέλει) στιγμιαία σημασία στο μέλλον ή στο παρόν ή στο
άρνηση: να μη γράφω θέλει, να μη γράφει θες, κλπ παρελθόν), ήθελα γράψεις, ήθελα γράψει, ήθελα
Αόριστος: ήγραψα, ήγραψες, ήγραψε, εγράψαμε, γράψομε, ήθελα γράψετε, ήθελα γράψουνε (ή παλιότερα:
εγράψετε, εγράψανε ήθελα γράψουσι)
(ή παλιότερα: εγράψασι) Δυνητικός Παρακείμενος ήθελα έχω γράψει (=θα είχα
Παρακείμενος: έχω γράψει, έχεις γράψει, έχει γράψει, γράψει. Απραγματοποίητο παρελθόν), ήθελα έχεις
έχομε γράψει, έχετε γράψει, έχουνε γράψει (ή παλιότερα: γράψει, ήθελα έχει γράψει, ήθελα έχομε γράψει, ήθελα
έχουσι γράψει) ή συνηθέστερα: έχω γραμμένο, έχεις έχετε γράψει, ήθελα έχουνε γράψει (ή παλιότερα: ήθελα
γραμμένο, έχει γραμμένο, έχομε γραμμένο, έχετε έχουσι γράψει) ή ήθελα έχω γραμμένο, (=θα είχα γράψει.
γραμμένο, έχουνε γραμμένο (ή παλιότερα έχουσι Απραγματοποίητο παρελθόν), ήθελα έχεις γραμμένο,
γραμμένο) ήθελα έχει γραμμένο, ήθελα έχομε γραμμένο, ήθελα
Υπερσυντελικός: είχα γράψει, είχες γράψει, είχε γράψει, έχετε γραμμένο, ήθελα έχουνε γραμμένο (ή παλιότερα:
είχαμε γράψει, είχετε γράψει, είχανε γράψει (ή παλιότερα: ήθελα έχουσι γραμμένο)
Κοινή παρατήρηση σε όλους τους Δυνητικούς Μέλλοντας Συνεχής α’: δα γράφομαι, δα γράφεσαι, δα
χρόνους: Μπορεί μετά το «θέλω» ή «ήθελα» να γράφετε, δα γραφομέστανε, δα γράφεστε, δα γράφουνται
υπάρχει και το «να»: ήθελα να γράφω, ήθελα να γράψω, Μέλλοντας Συνεχής β’: να γράφομαι θέλει, να γράφεσαι
ήθελα να έχω γράψει, ήθελα να έχω γραμμένο. (Το να θες, να γράφεται θέλει, να γραφουμέστανε θέλει, να
έχω στον προφορικό λόγο εκφέρεται ως «νά’χω»). γράφεστε θέλει, να γράφεστε θέλει
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ Αόριστος: εγράφτηκα, εγράφτηκες, εγράφτηκε,
Ενεστώτας: γράφω (συνεχής σημασία στο παρόν ή στο εγραφτήκαμε, εγραφτήκετε, εγραφτήκανε (ή παλαιότερα:
μέλλον), γράφεις, γράφει, γράφομε, γράφετε, γράφουνε εγραφτήκασι)
(ή παλιότερα: γράφουσι) Παρακείμενος: έχω γραφτεί, έχεις γραφτεί, έχει γραφτεί,
Αόριστος: γράψω (στιγμιαία σημασία στο παρόν ή στο έχομε γραφτεί, έχετε γραφτεί, έχουνε γραφτεί (ή
μέλλον), γράψεις, γράψει, γράψομε, γράψετε, γράψουνε παλιότερα: έχουσι γραφτεί) ή συνηθέστερα είμαι
(ή παλιότερα: γράψουσι) γραμμένος, είσαι γραμμένος, είναι γραμμένος, είμαστε
Παρακείμενος: να/για να/ όταν έχω γράψει κλπ. (ή έχω γραμμένοι, είσαστε γραμμάνοι, είναι γραμμένοι
γραμμένο κλπ) Υπερσυντελικός: είχα γραφτεί, είχες γραφτεί, είχε
Υπερσυντελικός: να/για να/ όταν είχα γραμμένο κλπ. γραφτεί, είχαμε γραφτεί, είχετε γραφτεί, είχανε γραφτεί
95. Το ρήμα «γράφω» στην παθητική φωνή (ή παλιότερα: είχασι γραφτεί) ή συνηθέστερα ήμουναι
Ενεστώτας: γράφομαι, γράφεσαι, γράφετε, γραμμένος, ήσουναι γραμμένος, ήτοναι γραμμένος,
γραφομέστανε, γράφεστε, γράφουνται ήμαστανε γραμμένοι, ήσαστανε γραμμένοι, ήτοναι
Παρατατικός: εγράφουμ(ου)ναι, εγράφουσουναι, γραμμένοι
εγράφουντοναι, εγράφουμέστανε, εγράφουσάστανε, Τετελεσμένος Μέλλοντας: δα νά’χω γραφτεί, δα νά’χεις
εγράφουντοναι (ή παλιότερα: εγράφουντοσι) γραφτεί, δα νά’χει γραφτεί, δα νά’χομε γραφτεί, δα
Μέλλοντας Στιγμιαίος α’: δα γραφτώ, δα γραφτείς, δα νά’χετε γραφτεί, δα νά’χουνε γραφτεί (ή παλιότερα: δα
γραφτεί, δα γραφτούμε, δα γραφτείτε, δα γραφτούνε (ή νά’χουσι γραφτεί) ή δα νά’μαι γραμμένος, δα νά’σαι
παλαιότερα: δα γραφτούσι) γραμμένος, δα νά’ναι γραμμένος, δα νά’μαστε
Μέλλοντας Στιγμιαίος β’: να γραφτώ θέλει, να γραφτεί γραμμένοι, δα νά’σαστε γραμμένοι, δα νά’ναι γραμμένοι
θες, να γραφτεί θέλει, να γραφτούμε θέλει, να γραφτείτε (ή παλιότερα: δα νά’χουσι γραμμένο)
θέλει, να γραφτούνε θέλει (ή παλιότερα: να γραφτούσι Δυνητικός Ενεστώτας: ήθελα γράφομαι (=θα
θέλει) γραφόμουν, Με συνεχή σημασία στο παρόν ή στο μέλλον)
ήθελα γράφεσαι, ήθελα γράφεται, ήθελα γραφομέστανε, Αόριστος: γραφτώ (στιγμιαία σημασία στο παρόν ή στο
ήθελα γράφεστε, ήθελα γράφουνται μέλλον), γραφτείς, γραφτεί, γραφτούμε, γραφτείτε,
Δυνητικός Αόριστος: ήθελα γραφτώ (=θα γραφόμουν, γραφτούνε (ή παλαιότερα: γραφτούσι)
Με στιγμιαία σημασία στο μέλλον ή στο παρόν ή στο Παρακείμενος: να/για να/ όταν έχω γραφτεί κλπ. (ή
παρελθόν) ήθελα γραφτείς, ήθελα γραφτεί, ήθελα είμαι γραμμένος κλπ)
γραφτούμε, ήθελα γραφτείτε, ήθελα γραφτούνε (ή Υπερσυντελικός: να/για να/ όταν είχα γραφτεί κλπ (ή
παλιότερα: ήθελα γραφτούσι) ήμουναι γραμμένος κλπ)
Δυνητικός Παρακείμενος: ήθελα έχω γραφτεί (=θα είχα ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
γραφτεί. Απραγματοποίητο παρελθόν), ήθελα έχεις Ενεστώτας: γράφου, γράφεστε (δηλώνει τη συνεχή
γραφτεί (=θα είχες γραφτεί), ήθελα έχει γραφτεί, ήθελα προσταγή)
έχομε γραφτεί, ήθελα έχετε γραφτεί, ήθελα έχουνε Αόριστος: γράψου, γραφτείτε (δηλώνει τη στιγμιαία
γραφτεί (ή παλιότερα: ήθελα έχουσι γραφτεί) ή ήθελά’μαι προσταγή)
γραμμένος, (=θα ήμουν γραμμένος. Απραγματοποίητο Ο Ενεστώτας υπάρχει στην προσταχτική και
παρελθόν), ήθελά ’σαι γραμμένος, ήθελά ’ναι γραμμένος, χρησιμοποιείτα ενώ στη νεοελληνική έχει περιπέσει σε
ήθελά ’μαστανε γραμμένοι, ήθελά ’σαστε γραμμένοι, αχρησία.
ήθελά ’ναι γραμμένοι ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Κοινή παρατήρηση σε όλους τους Δυνητικούς Αόριστος: γραφτεί
χρόνους: Μπορεί μετά το «θέλω» ή «ήθελα» να ΜΕΤΟΧΗ
υπάρχει και το «να»: ήθελα να γράφομαι, ήθελα να Ενεστώτας: γραφόμενος, -η,. -ο (μόνο σαν
γραφτώ, ήθελα να έχω γραφτεί, ήθελα να είμαι ουσιαστικοποιημένη μετοχή)
γραμμένος. (Το «να έχω» στον προφορικό λόγο εκφέρεται Παρακείμενος: γραμμένος, -η,. –ο
ως «νά’χω» και το «να είμαι» ως «νά’μαι»). 96. Έτσι έχουμε στον Ενεστώτα της Οριστικής και της
Άλλη παρατήρηση Το γραμμένος αντίστοιχα στο Υποτακτικής της α΄ τάξης : αγαπώ, αγαπάς, αγαπά,
θηλυκό γίνεται γραμμένη και στο ουδέτερο γραμμένο. αγαπούμε, αγαπάτε, αγαπούνε (ή παλιότερα: αγαπούσι)
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ Έτσι έχουμε στον Παρατατικό της Οριστικής: εγάπου,
Ενεστώτας: γράφομαι (συνεχής σημασία στο παρόν ή στο εγάπας, εγάπα, εγαπούσαμε, εγαπούσετε, εγαπούσανε (ή
μέλλον), γράφεσαι, γράφεται, γραφομεστανε, γράφεστε, παλιότερα: εγαπούσασι)
γράφουνται Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Οριστικής: εγάπησα,
εγάπησες, εγάπησε, εγαπήσαμε, εγαπήσετε, εγαπήσανε
Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Υποτακτικής: αγαπήσω, εγαπούμαστανε, εγαπούσαστανε, εγαπούντοναι (ή
αγαπήσεις, αγαπήσει, αγαπήσομε, αγαπήσετε, παλιότερα: εγάπουντοσι)
αγαπήσουν (ή παλιότερα: αγαπήσουσι) εκεί που είχαμε: Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Οριστικής: εγαπήθηκα,
γράψω, γράψεις, γράψει, γράψομε, γράψετε, γράψουνε (ή εγαπήθηκες, εγαπήθηκε, εγαπηθήκαμε, εγαπηθήκετε,
παλιότερα: γράψουσι) εγαπηθήκανε (παλαιότερα: εγαπηθήκασι)
Έτσι για παράδειγμα στην οριστική: Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Υποτακτικής: αγαπηθώ,
Παρακείμενος: έχω αγαπήσει (ή έχω αγαπημένο) κλπ αγαπηθείς, αγαπηθεί, αγαπηθούμε, αγαπηθείτε,
Υπερσυντελικός: είχα αγαπήσει (ή είχα αγαπημένο) κλπ αγαπηθούνε (ή παλιότερα: αγαπηθούσι)
Τετελεσμένος Μέλλοντας: δα νά’χω αγαπήσει (ή δα ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
νά’χω αγαπημένο) κλπ. Ενεστώτας: αγάπου, αγαπάστε (δηλώνει τη συνεχή
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ προσταγή) Αόριστος: αγαπήσου, αγαπηθείτε (δηλώνει τη
Ενεστώτας: αγάπα, αγαπάτε (δηλώνει τη συνεχή στιγμιαία προσταγή)
προσταγή) ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Αόριστος: αγάπησε, αγαπήσετε (δηλώνει τη στιγμιαία Αόριστος: αγαπηθεί
προσταγή) ΜΕΤΟΧΗ
Το αγαπήσετε του πληθυντικού δεν συγκόπτεται σε Παρακείμενος: αγαπημένος
αγαπήστε όπως στην κοινή νεοελληνική.
98. Έτσι έχουμε στον Ενεστώτα της Οριστικής και της
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Υποτακτικής της β΄ τάξης: τραγουδώ, τραγουδείς,
Αόριστος: αγαπήσει
τραγουδεί, τραγουδούμε, τραγουδείτε, τραγουδούνε (ή
ΜΕΤΟΧΗ
παλιότερα: τραγουδούσι)
Ενεστώτας: αγαπώντας
Έτσι έχουμε στον Παρατατικό της Οριστικής:
97. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ α΄ τάξης
ετραγούδειου, ετραγούδειες, ετραγούδειε,
ΟΡΙΣΤΙΚΗ – ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ετραγουδούσαμε, ετραγουδούσετε, ετραγουδούσανε (ή
Έτσι έχουμε στον Ενεστώτα της Οριστικής και της
παλιότερα: ετραγουδούσασι)
Υποτακτικής: αγαπούμαι, αγαπάσαι, αγαπάται,
Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Οριστικής:
αγαπούμαστε, αγαπάστε, αγαπούνται (ή παλιότερα:
ετραγούδηξα, ετραγούδηξες, ετραγούδηξε,
αγαπούσι)
ετραγουδήξαμε, ετραγουδήξετε, ετραγουδήξανε (ή
Έτσι έχουμε στον Παρατατικό της Οριστικής:
παλιότερα: ετραγουδήξασι)
εγαπούμουναι, εγαπούσουναι, εγαπούντοναι,
Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Υποτακτικής: ετραγουδηχτήκαμε, ετραγουδηχτήκετε,
τραγουδήξω, τραγουδήξεις, τραγουδήξει, τραγουδήξομε, ετραγουδηχτήκανε (παλαιότερα: ετραγουδηχτήκασι)
τραγουδήξετε, τραγουδήξουν (ή παλιότερα: Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Υποτακτικής:
τραγουδήξουσι) τραγουδηχτώ, τραγουδηχτείς, τραγουδηχτεί,
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ τραγουδηχτούμε, τραγουδηχτείτε, τραγουδηχτούνε (ή
Ενεστώτας: τραγούδειε, τραγουδείτε (δηλώνει τη συνεχή παλιότερα: τραγουδηχτούσι)
προσταγή) ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
Αόριστος: τραγούδηξε, τραγουδήξετε (δηλώνει τη Ενεστώτας: σχηματίζεται με τη βοήθεια υποτακτικής
στιγμιαία προσταγή) Αόριστος: τραγουδήξου, τραγουδηχτείτε (δηλώνει τη
Το τραγουδήξετε του πληθυντικού δεν συγκόπτεται σε στιγμιαία προσταγή)
τραγουδήξτε όπως στην κοινή νεοελληνική. ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ Αόριστος: τραγουδηχτεί
Αόριστος: τραγουδήξει ΜΕΤΟΧΗ
ΜΕΤΟΧΗ Παρακείμενος: τραγουδηγμένος (ή τραγουδημένος με
Ενεστώτας: τραγουδώντας απλοποίηση)
99. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ β΄ τάξης 100. Μονοσύλλαβα ρήματα
ΟΡΙΣΤΙΚΗ – ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ Ζω
Έτσι έχουμε στον Ενεστώτα της Οριστικής και της ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Υποτακτικής: τραγουδούμαι, τραγουδείσαι, ΟΡΙΣΤΙΚΗ:
τραγουδείται, τραγουδούμαστε, τραγουδείστε, Ενεστώτας; ζω, ζεις, ζει, ζείτε, ζείτε, ζούνε (ή παλαιότερα:
τραγουδούνται ζούσι)
Έτσι έχουμε στον Παρατατικό της Οριστικής: Παρατατικός: ήζου, ήζες, ήζε, εζούσαμε, εζούσετε,
ετραγουδούμουναι, ετραγουδούσουναι, εζούσανε (ή παλαιότερα: εζούσασι)
ετραγουδούντοναι, ετραγουδούμαστανε, Αόριστος: ήζησα, ήζησες, ήζησε, εζήσαμε, εζήσετε,
ετραγουδούσαστανε, ετραγουδούντοναι (ή παλιότερα: εζήσανε (ή παλαιότερα: εζήσασι)
ετραγουδούντοσι) ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ:
Έτσι έχουμε στον Αόριστο της Οριστικής: Ενεστώτας; ζω, ζεις, ζει, ζείτε, ζείτε, ζούνε (ή παλαιότερα:
ετραγουδήχτηκα, ετραγουδήχτηκες, ετραγουδήχτηκε, ζούσι)
Αόριστος: ζήσω, ζήσεις, ζήσει, ζήσομε, ζήσετε, ζήσουνε (ή Πρέπει να ερμηνεύουμε επομένως εκείνο το «δα», όχι
παλαιότερα: ζήσουσι) σαν ιδιωματική εκφορά του νεοελληνικού «θα», αλλά
Οι λοιποί χρόνοι: κατ’αναλογίαν σαν άλλο μόριο, το οποίο προέκυψε από το αρχαίο
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ρήμα «δει» (εντελώς ανεξάρτητα από το «θα»).
Ενεστώτας: ζε, ζείτε (δηλώνει τη συνεχή προσταγή) Αντίθετα στο «να γράψω θέλει» που κι αυτό σημαίνει
Αόριστος: ζήσε, ζήσετε (δηλώνει τη στιγμιαία προσταγή) «θα γράψω» έχουμε μια κάποια ανασφάλεια περί του
Το ζήσετε του πληθυντικού δεν συγκόπτεται σε ζήστε πραγματοποιήσιμου. Πρόκειται για ένα πιο ασθενή
όπως στην κοινή νεοελληνική. τύπο Μέλλοντα, ο οποίος μάλιστα θεωρείται και
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ περισσότερο «ευγενικός».
Αόριστος: ζήσει 2η Διαφορά:
ΜΕΤΟΧΗ Μόνο ο Μέλλοντας α’ (Ισχυρός) μπορεί να
Ενεστώτας: ζώντας χρησιμοποιηθεί σε κύρια πρόταση και σε
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ στο «ζω» δεν υφίσταται. δευτερεύουσα πρόταση, ενώ ο Μέλλοντας β’ (Ασθενής)
101. Σε μερικούς τύπους είναι απαραίτητοι δύο τόνοι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κύρια πρόταση.
όπως εγράφουμέστανε διότι προφέρεται εγράφου- Οι υπογραμμισμένοι τύποι του Μέλλοντα α’ δεν
μέστανε. Ομοίως και εγράφουσάστανε. μπορούν στις περιπτώσεις αυτές να αντικατασταθούν
102. Ρήματα που τελειώνουν σε –βω παίρνουν και από αντίστοιχο τύπο του Μέλλοντα β’.
«γ»: παύγω, χάβγω, τρίβγω αντί παύω, χάβω, τρίβω... 105. Διαφορά του «καλά» από το «πολλά»
103. Για το άφτω: Παρατατικός: ήφτα, ήφτες, ήφτε, Μάνα πολλά μαλώνεις με (=με μαλώνεις πολύ, δεν
ήφταμε, ήφτετε, ήφτανε (ήφτασι). Αόριστος: ήψα, ήψες, εννοείται όμως επιτυχώς)
ήψε, ήψαμε, ήψατε, ήψανε (ήψασι). Αόριστος Μάνα καλά μαλώνεις με (=με μαλώνεις πολύ, επιτυχώς)
υποταχτικής: άψω, άψεις, άψει, αψομε, άψετε, άψονε Επίσης το «πολλά» χρησιμοποιείται και με ειρωνική
(άψοσι). σημασία, ενώ το καλά όχι :
Το μπολλά ζόρικο μου κάνεις και δε μ’αρέσεις.
104. Διαφορές:
η
106. Υπάρχουν επίσης και οι αρχαίες προθέσεις: εν,
1 Διαφορά:
εκ, εξ, δια, επί, περί, προ, υπέρ, υπό σε περιορισμένη
Όταν λέμε «δα γράψω» αυτός δηλώνει κάτι που πρέπει
έκταση και κυρίως σε συγκεκριμμένες εκφράσεις : Επί
να γίνει και που θα γίνει (έχει την έννοια του σίγουρα
Μεταξά, με ξορίσανε.
πραγματοποιήσημου στο μέλλον).
Εν τέλει ήρθε το λεωφορείο.
Ο δίσκος είναι υπέρ τσ’ Εκκλησάς.
Ήφυγα απού το χορό, προ του τέλους.
Α
αάπη, η αγάπη, η
αβαρεσά, η τεμπελιά, η
αβαρεσιά, η τεμπελιά, η
αβάσαρμος, ο = βάσαρμος, ο
αβορθακός, ο βάτραχος, ο
άβω ανάβω
αγαθόκαλα, τα άφθονα και εκλεκτά αγαθά
αγαλιανά σιγανά : «Σιγά-σιγά τονε ξυπνά κι΄αγαλιανά του
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΝ λέει...»
αγαποβότανο, το λαογρ. γητευτικό χόρτο
ΛΕΞΕΩΝ αγαπός, ο λαογρ. αγαπημένος, αγαπητικός
αγαπούμενε αγαπάμε, αγαπούμε
αορ. αόριστος αγαπώ 1 μου αρέσει : αγαπώ το και ΄γω, μα... μ΄αρέσει
αρχ. αρχαία λέξη κι΄εμένα, μα...
ειρων. ειρωνικά αγαπώ, η 2 λαογρ. αγαπημένη, αγαπητική
ιταλ. ιταλικά αγαπώς, ο = αγαπός, ο
λαογρ. λαογραφικά αγγός, ο λαγγός
παρατατ. παρατατικός αγειτόνευτος 1) αυτός που μένει μόνος του, χωρίς γειτονιά, 2)
τουρκ. τουρκικά αυτός που δεν μιλάει με τους άλλους
αγένωτος = ακάμωτος
αγιούτο, το βοήθεια, η
αγκαθός, ο 1) εξωρετική γωνία του ματιού, 2) τέλος, άκρη
αγκαίνιαστος 1) που δεν άνοιξε ακόμα (πρόκειται για το
ίδρυμα), 2) καινούριος
αγκαλώ 1) κάνω μήνυση κάποιον, 2) παραπονιέμαι,
καταγγέλλω κάποιον
αγκίνιαστος = αγκαίνιαστος
άγκριγιος άγριος
άγνωθος αγράμματος, αμαθής
αγόρι, το βουνό, το : βγαίνουν στο αγόρι ανεβαίνουν στο αθρούβολη, η χόβολη, η
βουνό άθρωπος, ο άνθρωπος, ο
αγουδαίος, ο κακός άνθρωπος αίγα, η κατσίκα, γίδα
αγρέστρα, η λειρί κόκορα και κόττας αιμορραργία, η αιμορραγία, η
αγριμολόοι, οι κυνηγοί αγριμιών (αιγάγρων) αιμός, ο λαιμός
αγριμούτσα, η ακρίδα, η αιώνω (ήνιωσα (αορ.), ήνιωθα (παρατατ.), να ανιώσω)
αγροκουκουναρά, η πεύκο μαντεύω
αγρουλίδοι, οι αγριελιές, οι ακάμωτος άγγουρος, ανώριμος
αδερφίδες, οι αδερφάδες, οι, αδερφές, οι ακαρντάσης, ο τουρκ. φίλος, σύντροφος
αδευτέρωτα χωρίς αναπαυσία ακαρντασιλίκι, το τουρκ. φίλια, η
άδι, το λάδι ακάτεχος = άγνωθος
αδιάρω βοηθάω : να τσ΄αδιάρουνε να τους βοηθήσουν ακολισαύρα, η σαύρα, η
άδικο, το : άδικο να σου δώσει να έχεις κακό ακόμας ακόμα
αδυνατός δυνατός ακόμη ακόμα
αελέ, η (οι αελές) αγελάδα ακόμης ακόμα
αελιά, η αγελάδα, η ακοστάρισμα, το 1) άραγμα, προσόρμιση, 2) κόλληση (σε μια
αεροκαθίστρα, η αεροδρόμιο, το γυναίκα)
αζάπης, ο καϋμένος ακοστάρω 1) αράζω, προσορμίζω, 2) κολλάω (σε μια γυναίκα)
αθάλη, η χόβολη, η ακούεις ακούς
αθιάρμιστα : αθιάρμαστά τζη να μη βασκαθεί ακούω 1) αισθάνομαι, 2) απροσ. δεν μπορώ να : ακούω έναν
αθιβολή, η = συζήτηση, η πόνο στα πλευρά μου αισθάνομαι έναν πόνο στα πλευρά μου,
αθισμένος ανθισμένος άκουσε ξαφνικά μια μυρωδιά του΄ρθε (αισθάνθηκε) ξαφνικά
αθοκούφη, η χόβολη, η μια μυρωδιά, ακούεται το βούτυρο μυρίζει το βούτυρο, δε
αθός, ο ανθός, ο μ΄ακούει να δεν μπορώ να, δε μ΄ακούει να σηκωθώ απ΄την
άθος, ο στάχτη, η κλίνη δεν έχω τη δήναμι να σηκωθώ απ΄το κρεββάτι, δε
αθούβαλη, η χόβολη, η ντ΄ακούει να βγει τη σκάλα δεν μπορεί ν΄ανεβεί τη σκάλα
αθουδιά, η χόβολη, η ακρίβησε έγινε πιο ακριβό, έκανε πιο ακριβό : είπανε πως
αθουμαλιά, η χόβολη, η θ΄ακριβήση το ψωμί, ακρίβησε ο μπακάλης τ΄αβγά
αθούμπαλη, η χόβολη, η ακωλισαύρα, η σαύρα, η
αθράκη, η χόβολη, η ακωλιτσάφρα, η σαύρα, η
αθρακοβόλη, η χόβολη, η αλάεισι = αλάεισις
αθρακόβολη, η χόβολη, η αλάεισις φίλε μου, καλά να είσαι
αλαζόνι, το γλυκανθής, γλυκάνισον αμακινάριστος μηχανικά ακατέργητος
αλάκερος ολόκληρος αμαλαγιά, η παρθενιά, η
αλαλούκης, ο κωφάλαλος αμανίτης, ο μανιτάρι, το
αλάργα μακρυά αμαρτωλότη, η αμαρτωλότητα, η
αλάργαρα απεμακρύνθην αμασκάλη, η μασκάλη, η (από το ώμος και σκέλος : του ώμου
αλαργεύω απομακρύνομαι το σκέλος)
αλάτσι, το αλάτι, το : Βάλε κι΄άλλο αλάτσι στο φαΐ, γιατί δε αμασκάλη, η μασχάλη, η
γροικάται. Βάλε και άλλο αλάτι στο γαγητό, γιατί δεν το νιώθει άμε πήγαινε, άϊντε
κανείς. αμείντα άμε τι
αλεκάτη, η ηλακάτη, ροδάνιο αμέντε ιταλ. στον νου μου
άλετι, το κατάρα, η : άλετι νά΄χει κατάρα νά΄χει, άλετι αμέντε, τα : έχω τ’ αμέντε μου προσέχω, εποπτεύω
νά΄χει για καιρός και πόθανε μας οφέτος κατάρα νά΄χει για αμέντες ιταλ. στον νου μου
καιρό και μας πέθανε φέτος αμισίρης, ο τουρκ. συμπατριώτης
αλετριβιδιό, το ελαιοτριβείο, το αμνόγω ορκίζομαι
αλεφάντης, ο φεγγίτης, ο αμοναχός μοναχός
αλεφουρόκαψα, η ανεφόκαημα, το αμοναχός : εγώ και αμοναχός μου (εσύ και αμοναχός σου...)
άλλα ντάλλω άλλα αντί άλλων η αντωνυμία αυτή εκφράζει ότι αυτός, αυτή, αυτό έπαθε κάτι και
αλλαξά, η αλλαξιά ευχόμαστε να μη συμβεί σε κανένα άλλο αυτό το δυσάρεστο συμβάν :
αλλαξοκαιριά, η αλλαγή καιρού, μεταφορ. νέα εποχή Η γυναίκα ντου, αυτή και αμοναχή ντση, επνίγηκε στο ναυάγειο.
αλλάσσω αλλάζω : ίδιοι είσαστε, δεν αλλάσσει ο γεις απού Ο κακομοίρης εκουζουλάθηκε, αυτός και αμοναχός ντου.
τον άλλον ίδιοι είστε, δεν αλλάζει ο ένας από τον άλλον αμουντέρνω ορμώ
αλλήλως ο ένας τον άλλον, αμιβαία, μεταξύ αμπασκάλη, η μασχάλη, η
άλλο λίγο παρά λίγο : Άλλο λίγο να μου κόψεις τη χέρα. αμπελονιά, η βελονιά
Παρά λίγο να μου κόψεις το χέρι. αμπλά, η τουρκ. αδελφή, η
αλλοίσμονος αλλοίμονο αμποντερεύγω προσπερνώ
αλλονού αλλουνού αμποντερεύω προσπερνώ
άλοο, το άλογο, το αμποντερέω προσπερνώ
αλότες άλοττε αμπωθιά, η σπρωξιά, η
αλουσιά, η αλισσίβα αμπώθω σπρώχνω
αλυσιδιάζω δένω μ΄αλυσίδες : θελά μάσε πιάσουνε να μας αμπωξιά, η σπρωξιά, η
αλυσιδιάσουν θα μας πήγαιναν δεμένους μέσα αμπωσθιά, η σπρωξιά, η
αλωνεύγω αλωνίζω αμπωσιά, η σπρωξιά, η
αμπωστέ, η σπρωξιά, η αναμάζεψα μάζεψα
αμπωχτέ, η σπρωξιά, η αναμαζώνω συγκεντρώνω
ανάβαλτος, ο σατανάς, ο αναμάζωξα μάζεψα
αναβάνω (ανάβανα) αναθυμάμαι : δεν τ΄αναβάνει ο νους αναμαλάσσω αισθάνομαι τα συμπτώματα νόσου, κυρίως της
μου δεν μπορώ να θυμηθώ, κάποιος σ΄αναβάνει κάποιος σε γρίππης (κοινώς: με φέρνει βόλτα)
αναθυμάται αναμνιάζω θυμάμαι, αναθυμάμαι
αναβιβάνω = αναβάνω αναντρανίζω 1) κοιτάω προς τα πάνω, βαδίζω με ψηλά το
αναβόλεμα, το ανήφορος, ο κεφάλι, 2) παρατηρώ : δε μ΄αναντρανίζει δε με προσέχει, δε με
αναβόλι, το μεταξωτό κάλυμμα που το ρίχνει ο σύντεκνος στα βλέπει, παρατηρεί
κεφάλια του γαμπρού και της μνηστής αναντρανιστός θαρραλέος, ζωηρός : πάμε να βρούμε
αναγκεμένος φρενοβλαβής λυράρη που νά΄ναι λίγα-λίγα αναντρανιστός πάμε να βρούμε
αναγκιρός βλαβερός λυράρη που νά΄ναι κάπως ζωηρός, να μην είναι κανένας
ανάδια απέναντι, αγνάντια : Βλέπε μου την αγάπη μου κι κοιμισμένος
ανάδια σου ΄ναι πούρι. Πρόσεχε μου την αγάπη μου κι απέναντί αναποδαρά, η λάκτισμα
σου ΄ναι εξάλλου. ανάργαρα απεμακρύνθην
αναζητώ γυρεύω, ψάχνω, έχω χάσει : πού ήσουνα τόσο αναργεύω απομακρύνομαι
καιρό και σ΄αναζητήξαμενε; πού ήσουνα τόσο καιρό και σε αναρράφτομαι ράβομαι
χάσαμε; τον τάδε τον έχω χάσει και τον αναζητώ τον τάδε τον αναστορούμαι θυμάμαι
έχω χάσει και τον ψάχνω αναφτήρας, ο αναπτήρας, ο
αναθιβάλλω = αναθιβάνω αναφυλλαδίζω φυλλομετρώ ένα βιβλίο
αναθιβάνω 1) αναφέρω εις την συζήτηση, 2) αναθυμάμαι αναχουρδισμένος αχτένιστος, αυτός που είναι ανακατωμένα
αναθλιβαλμα, το μηχανορραφία, η τα μαλλιά του
ανάκαρα, η δύναμη, η : δεν ανάκαρα να δεν έχω δύναμη να ανέ αν, σαν, ωσάν, άμα : ανέ μπιστές στο θεό αν πιστεύεις
ανάκερος ολόκληρος στο θεό
ανακρέμαμα = ανακρέμαση ανεβόλεμα, το ανηφοριά, η
ανακρέμαση, η 1) επαναληπτικό κρέμασμα, 2) διακοπή, 3) άνεγνοιος ξέγνοιαστος, αμέριμνος
ξηρασία ανεγυρίζω 1) επιστρέφω κάτι, 2) αλλάζω δρόμο
ανακρεμώ (ανακρέμασα) 1) κρεμώ ξανά, 2) κρεμώ ψηλά, 3) ανεγυρίζω λοξοδρομώ, λέω κάτι αλληγορικά ή με υπαινιγμούς
κρεμώ ανάποδα, 4) κρεμώ τις βάρκες στις μεριές του καραβιού, 5) ανεκαμπανίζω σηκώνω ελαφρά κάποιο αντικείμενο πάνω-
ειρων. κρεμιέμαι με στολίσματα (πρόκειται για τις κοπέλλες) : κάτω
ανακρεμά ο καιρός συννεφιάζει ο καιρός ανεκατώνω ανακατώνω
αναλωμή, η ταραχές, οι (στη χώρα) ανεκατώνω ανακατώνω, ανακατεύω
ανελαμπίδι, το προσάναμμα, το ανεχείτωμα, το ρίγος, τρεμούλα
ανελιώ=μεταφέρω το νήμα από το αρδάχτι στο τυλιγάδι ανήβουλα (άνευ της βουλής αρχ.) χωρίς τη θέληση
ανεμαζώνω 1) μαζεύω, 2) ταχτοποιώ ανημένω περιμένω : να τσ΄ανημένω θέλει θα τους περιμένω
ανεμαλάσσω μαλάσσω ανήπλυτος άπλυτος
ανεμαλάσσω = αναμαλάσσω ανηφοράς, ο καπνοδόχος της οικίας
ανεματσώνω μαζεύω με την έννοια του προμηθεύομαι ανήψητος άψητος
ανεμοχρότι, τι υπήνεμον μέρος ανιζόνι, το γλυκανθής, γλυκάνισον
ανεμπουκώνομαι ανασηκώνω τα μανίκια για να αρχίσω ανιψός, ο ανιψιός
κάποια εργασία, προετοιμάζομαι άνιωμα, το αίνιγμα, το (άνιωμα : «Έχω το κι έχεις το, κι α δε
ανεμπουκώνω 1) μπουκιάζω στο στόμα μου, 2) τραβώ πάνω τα σου το πω, δε ντ΄ανιώσεις. Ειντά΄ναι; - Είναι τ΄όνομα.»)
μανίκια μου ανοιγοσφαλίζω ανοιγοκλείνω
ανεμπουκώνω ανασκουμπώνω ανοιμένος ανοιγμένος
ανέν = ανέ ανοιξάρης, ο τόπος στον οποίο παρατηρούνται φλέγες νερού
ανεντρανίζω αναρρώνω κατά το χειμώνα
ανερωτώ ανακρίνω ανουργγά, η ενορία, η
ανερωτώ ρωτώ επίμονα) ανουργγιά, η ενορία, η
ανεσηκώνω ανασηκώνω ανουργιά, η ενορία, η
ανεστασία, η ανάσταση, η ανουργκά, η ενορία, η
ανεσύρνω τραβώ απάνω ανουργκιά, η ενορία, η
ανετάσσω περιποιούμαι γέρο, άρρωστο, μωρό ανουρκά, η ενορία, η
ανετάσσω περιποιούμαι κάποιον που είναι στο κρεββάτικαι ανουρκιά, η ενορία, η
έχει ανάγκη ιδιαίτερης φροντίδας (γέρο, άρρωστο, μωρό) : εγέρασα ανουρτζά, η ενορία, η
κι εσόδωκα, η μοίρα και με΄νετάσσει η θυγατέρα μου γέρασα αντέτι, το τουρκ. συνήθεια, η
και κατέρρευσα, ευτυχώς με περιποιείται η κόρη μου άντζεμπας άραγε;
ανετριχιώ ανατριχιώ αντζηρίτη, η τρέξιμο, το
ανεφόκαημα, το κουφόβρασι, το (συωωεφιά με υψηλήν αντζηριτώ τρέχω
θερμοκρασία) αντί, το ξύλινος επιμήκης κύλινδρος, εξάρτημα του αργαλειού,
ανεφόκαμα, το κουφόβρασι, το (συωωεφιά με υψηλήν στο πισινό αντί τυλίσσεται το νήμα του στημονιού και στο
θερμοκρασία) μπροστινό αντί το ύφασμα που υφαίνεται
ανεφρός, ο νεφρός (ο), νεφρό (το) αντιγιαέρνω γυρίζω πίσω
ανεφτερακίζω ανοιγοκλείνω τα φτερά μου εκδηλώνοντας αντικαταστένω αντικαθιστώ
κατ’αυτό τον τρόπο τη χαρά μου
αντίστεκος 1) βρισκόμενος απέναντι, 2) αντίστοιχος, 3) απάλα, η ματσάκι, το
αντίθετος απάλαφρος ελαφρός, μαλακός, τρυφερός
αντίψυχο, το λαογρ. κερί που καίει τρεις μέρες κοντά στον απαλλαγέντας, ο ελεύθερος από την στρατιωτική θητεία
προσκέφαλο απαλλαξίδι, το βρώμικο ασπρόρουχο
αντράκι, το αγόρι, το απαλοζώ έχω ήσυχη ζωή
αντραλεύω 1) ζαλίζω, 2) επιδιώκω απάμπελο το τέως αμπέλι
αντραλίζω = αντραλεύω απανεμίδα, η υπήνεμον μέρος
αντραλώνω = αντραλεύω απανεμιδερό, το υπήνεμον μέρος
άντρε : τσ΄άντρε τους άντρες απανεμίδι, το υπήνεμον μέρος
αντρίστικα λόγω τιμής απανωδιαστός συχνός
αντροκάλεϊμα, το αντροκάλεσμα απανωταριάζω στοιβάζω, συσσωρεύω, επισωρεύω
αντροκαλώ εξάπτω, φουρκίζω απανωτιάζω = απανωταριάζω
ανυφαντάδα, η μικροελάττωμα του υφαντού, αραίωση σε απάντημος ειρων. σαν
κάποιο σημείο του απαντήχνω συναντώ
αξάβουλα παρά τη θέλησή μου απαντώ εμποδίζω
αξαγόρευτος 1) αμετανόητος, 2) ωμός, άσπλαγχνος, 3) κρυφός, απαπλοχωράδα, η απλοχωριά, η
κρυψινούς απαργιασμένος αυτός που έμεινε χωρίς φροντίδα
αξάμωτος 1) άμετρος, απέραντος, 2) απρόσιτος, άφθαστος απάστρια, η λάσπη, η
αξαργιοτού επίτηδες απαστριά, η = απάστρια, η
αξαργιτού επίτηδες άπαστρος βρώμικος
αξάργου επίτηδες απατή εαυτός : η απατή μου (σου, τζη...) ο εαυτός μου (σου,
αξαργουτού επίτηδες της...), μιλεί με την απατή τζη μιλάει με τον εαυτό της, «και το
αξαργουτού επίτηδες πανί και απατή σου σε πειρασμό με βάνει»
αξαριτού επίτηδες απατός εαυτός : τσ΄απατούς τωνε τους εαυτούς τους
άξαφνα έξαφνα απέ 1) μετά, έπειτα, μετά απ΄αυτό, 2) και επιπλέον, κοντά
αξώνω αξιώνω σ΄άλλα, προσέτι : για τον εαυτό σου φρόντιζε και απέ για μένα
απαβγουλιάζω παύω να ωοτοκώ μη σε νοιάζει για τον εαυτό σου φρόντιζε και για μένα μη σε
απάβγουλο, το τελευταίο αβγό νοιάζει
απαγάδι : είμαστανε απαγάδι είμαστε πάτσι, ξοφλήσαμε απεικασιά, η 1) απεικόνηση, 2) περίγραψη, 3) εικασία
απαδειάζω 1) παύω να γεννώ, 2) γίνομαι άδειος απεικαστό, το αίνιγμα, το
απαιδιά, η ατεκνία, η απεναντινός ο απέναντι βρισκόμενος
άπαιδος άτεκνος απέσω μέσα
απηλογάμαι αποκρίνομαι αποθαμένος πεθαμένος : διάλε τσ΄αποθαμένους σου η
απηλογή, η = απηλογία, η υβριστική φράση
απηλογία, η απόκρηση, η αποθεσιμιό, το 1) προμήθεια, απόθεμα, 2) αποταμίευμα,
απηλοούμαι αποκρίνομαι, απολογούμαι αποταμίευση
απής αφότου αποθέσιμο, το = αποθεσιμιό, το
απής = απήτις αποκάμα απόκαμα, απέκανα
απήτις αφού αποκατωθειό = αποκατωθειός
απίδι, το αχλάδι, το αποκατωθειός από κάτω : αποκατωθειός του σπιτιού μας
απιθώστρα, η μεγάλη πέτρα (αντί του τραπεζιού στις σπιτικές είναι μια λεμονιά από κάτω του σπιτιού μας είναι μια λεμονιά
δουλιές στην αυλή και για την ανάπαυση των χωριανών) αποκιώνω κανονίζω, κάνω αβάκα
απλοχειριάζω αρπάζω με το χέρι αποκλαμός, ο πλοκάμι του χταποδιού, του νήματος ή και
απλοχειριάζω = απλοχειρίζω αναρριχητικού φυτού
από σε : καθίστε από τον καναπέ, από την πολυθρόνα απόκορμο, το πρέμνο, κούρβουλο, κούτσουρο
καθίστε στον καναπέ, στην πολυθρόνα απόκοτος τολμηρός
από μια ντσ΄ αρχής ανέκαθεν αποκούνητο, το αυτοκίνητο, το
απόγδυμα, το αλλαξιά των ασπρορούχων αποκουρά, η πρέμνο, το
απογδύμι, το = απόγδυμα, το αποκρεμάδα, η τσαμπί σταφυλιού (κρεμασμένο για διατήρηση)
απογεύομαι δοκιμάζω (το φαγητό) απολαμπίδα, η 1) λάμψη, 2) μικρή αστραφή
απόγυρος, ο 1) γλέντι, 2) πλάγιος δρόμος απολειφάδι, το απόνιπτο, το
απογύρι, το = απόγυρος, ο : μιλώ με απογύρια μιλάω με απολίγο παρά λίγο
υπεκφυγές, περιστροφές απολλημάρος αποθαμμένος : Διάλε τσ΄απολλημάρους σου!
απογυριά, η = απόγυρος, ο (ήπιας μορφής ύβρης) Διάολε τ΄αποθαμμένα σου!
απογυρίδα, η = απόγυρος, ο απολυσώνας, ο απόλυση, η : του δώκανε τον απολυσώνα
απογυρίζω 1) πάω πλάγιο δρόμο, 2) αποφεύγω, ξεφεύγω, τον απέλυσαν
ξεγλιστρώ, 3) σκάφτω ξανά, 4) μεταπείθω : μην απογυρίζεις τα απομείνανενε απομείνανε
λόγια σου μην τα κλώθεις, μην αποφεύγεις απομεινάρης (-άροι), ο 1) αυτός που απέμεινε, 2) που έμεινε
αποδέλοιπος (δεν μεταφέρεται ο τόνος) υπόλοιπος ζωντανός, επέζησε
αποδεπά αυτού, εδώ κοντά (απάντηση) απομενάρικοι : όσοι ήτονε απομενάρικοι όσοι ήχαν
απόει, το πρωϊνή ψύχρα (από το πόας (πόα), δηλαδή χόρτο, απομείνει
επειδή πάνω σ΄αυτό κάθεται η δροσά από το απόει) απονοικοκυρά, η κακή νοικοκυρά
αποθαμάζω αποθαυμάζω : ν΄αποθαμάσει, να΄ποθαμάξει απονοικοκερά, η = απονοικοκυρά, η
ν΄αποθαυμάσει αποντεν-εδά από τώρα
αποξαρχής από την αρχή απόχαμαι πάνω στη γη, χάμω
αποπανωθειό = αποπανωθειός απύρι, το θειάφι, το
αποπανωθειός εκεί από πάνω : «Αποπανωθειός του κερατά, απυριαστήρα, η = απυριαστήρι, το
ξυλιές του πρέπου γκιόλας.» (Παροιμία: Επιπλέον στον κερατά, απυριαστήρι, το το όργανο, σκεύος με το οποίο θειαφίζουνε τα
χρειάζεται ξυλοδαρμός. Ελεύθερη απόδοση: Δε φθάνει που έπαθα φυτά
ό,τι έπαθα, αλλά επιπλέον μου κάνεις και τούτο.) απυριάστρα, η = απυριαστήρι, το
αποπεραθιό = αποπεραθιός απυριέρα, η = απυριαστήρι, το
αποπεραθιός από πέρα : αποπεραθιός τσ΄εκκλησάς είναι απωθώ αρχ. σπρώχνω
ένα γκυπαρίσσι από πέρα της εκκλησίας είναι ένα κυπαρίσσι απώσταν = απώστον
αποπισωθιό = αποπισωθιός απωστανέ = απώστον
αποπισωθιός από πίσω απώστον από τότε που
αποπώδε από ώδε, προς τα εδώ απωστονέ = απώστον
αποπώδες από ώδε, προς τα εδώ αρά αραιά : αρά και που αραιά και που
αποσπάϊματα, τα αποσπάσματα αραδαρά αραδιαστά
αποστοκώ, α προσβάλλω επίσης με λόγια κάπως άκομψα : αραμάδα, η χαραμάδα, η
όλο αποστοκά με τ΄αφεντικό, μα είντα να κάμω, αφού΄ν΄αφεντικό αραμάδα, η χαραμάδα, η
αποταχά από αύριον Αρβανίτης, ο βορεινός άνεμος
αποταχάς από αύριον αργαστήρι, το αργαλειός, ο
αποτσακίζω στρέφω προς άλλην κατευθείαν αργαστηροδιάτρουσα, η γυναίκα που γνωρίζει όχι μόνο να
απού 1 από υφαίνει αλλά και να διάζεται (εγασία προετοιμασίας του στημονιού
απού 2 που, όπου (αντί ο οποίος...) για να μεταφερθεί στο αντί)
απούς από αργαστηροσάνιδο, το σανίδι πάνω στο οποίο κάθεται η
απούσταν απόσταν: «Απούσταν εγεννήθηκα δεν έφαγα υφάντρια
μπουργούϊ, κι οψές αργά το ψήσαμε κι έφαγα ΄να μουζούϊ.» αργαστηρόσπιτο, το ειδικό δωμάτιο του σπιτιού στο οποίο
απούταν απόσταν : «Απούταν εγεννήθηκα με τα θεργά βρίσκεται ο αργαλειός
μαλλώνω, και με τσι δράκους πολεμώ, με σένα δε νταμώνω.» αργιώ αργώ
αποφάουδα, η ό,τι απέμεινε από το γεύμα κάποιου αρδάχτι, το αδράχτι, το
αποφάουδο, το = αποφάουδα, η : είμαι αποφάουδο τση άρδαχτος, ο μεταλλική βέργα με το κυκλικό αντίβαρο στο
δουλειάς είμαι πολύ κουρασμένος, καταβεβλημένος από τη πάνω μέρος στον οποίο τοποθετούνται τα μασούρια και με
δουλειά κατάλληλη περιστροφή τυλίσσεται σ’αυτά το νήμα από την ανέμη
αποφαωμένος : αποφαωμένα δα νάχουνε θάχουν τελειώσει αρθούνι, το ρουθούνι, το
το γεύμα των, δα νάχουνε αποφάωμένα αρισμαρής, ο δεντρολίβανο, το
άρκαλος, ο άσβος, ασβός ασκορτναλός, ο σκορδιαλός, ο : «Στσ΄ασκορνταλούς τα
αρκαντάσης, ο τουρκ. φίλος, σύντροφος ξόδιασα τα μπαρμπεράσκαγά μου.»
αρκολικός αλκοολικός ασμάρια, τα σμήνη, τα
αρκουδίζω μπουσουλώ αστειεύω αστειεύομαι : τον αστειεύουν τον αστειεύουνται
άρμα, το άλμα, το αστεριασμένος αυτός που έχει άγνωστη νόσο
αρμάκι, το λοφίσκος, ο αστοχισμένος κατεστραμμένος
αρμηνεύγω συμβουλεύω αστρόλογο άτακτο, ανήσυχο παιδί
αρνεύγω ημερώνω αστρόλογος άτακτος, ανήσυχος, πολύ ζωηρός
αρνεύω ημερώνω ατζά, τα πόδια, τα : «Κακά χορεύγεις, παπαδιά, και
αρνέω ημερώνω δείχνουνε τ΄ατζά σου.» «Άσχημα χερεύεις, παπαδιά, και
αρνίθα, η κόττα, η φαίνονται τα πόδια σου.» (Παροιμία.)
αροδαρά, η τριανταφυλλιά ατζόνευρο, το ο τένων της κνήμης κοντά στον αστράγαλο
αρπαμένος : είχε αρπαμένο είχε αρπάξει ατουγιά αυτόυ, εκεί : Είντα καιρό κάμει ατουγιά; Τι καιρό
αρπώ αρπάζω κάνει εκεί;
αρρώθεια, η αρρώστεια, η ατουγιά = ετουγιά
αρρωσειά, η αρρώστεια, η αυκά (προφορά – αουκά) αλκά, αλκή
αρρώσεια, η αρρώστεια, η αυλακιάζω ανοίγω αυλάκια στον κήπο
αρρωσθειά, η αρρώστεια, η αυλέδες, οι αυλές, οι
αρρώσθεια, η αρρώστεια, η αυτηνού αυτουνού
αρρωστάρης, ο άρρωστος, ο αυτογλάκητο, το αυτοκίνητο, το
αρρωστώ, α αρρωσταίνω αφέντης, ο πατέρας, ο
αρχίνηξε άρχισε άφεντος, ο αυτός που δεν έχει τον αφεντικό
αρχινίζω αρχίζω άφης άσε : άφης το ασ΄το
Αρχιχρονιά, η Πρωτοχρονιά, η άφια, τα άμφια, τα
ασιρνικός αρσενικός αφιθέατρο, το αμφιθέατρο, το
ασκανός, ο σκιά, η αφινοκαλιά, η φιλοκαλία, η
ασκαρντί τουρκ. παρ΄ολίγον αφορδακός, ο βάτραχος, ο
ασκελιά, η διασκελισμός, ο αφουγγράμαι ακούω (σ΄ό,τι μου πούνε) : αφουγγράται του
ασκενιάδα, η σκιά, η κυρού του ακούει τον πατέρα του
ασκιανός, ο σκιά, η αφουγκράμαι ακούω : αφουγκράσου μου ακούσατέ μου,
ασκορνταλλός, ο κορυδαλλός, ο : στσ΄ασκορδαλλούς τα ακούστε μου
ξόδιασα τα μπαρμπεράσκαγά μου αφούρα, η συννεφιά, η
αφροκοπώ βράζω απ΄το θυμό μου βαριός βαρύς
αφτούμενος = αφτωμένος βάρκα, η το παιχνίδι «διελκυστίνδα»
άφτω ανάβω βαρμένος : την είχε βαρμένη μέσα την είχε βάλει μέσα, είχα
αφτωμένος αναμμένος βαρμένο στοίχημα είχα βάλει στοίχημα
αφχιά, τα αφτιά, τα βαροπρουκίζω δίδω μεγάλη προίκα
άχανο, το λάχανο βαρύσκω (εβάρυκα (αορ.), εβάρυσκα (παρατατ.), να βαρώ) 1)
αχελώνα, η χελώνη, η χτυπώ ο ίδιος, τραυματίζομαι, 2) χτυπώ τον άλλον, τραυματίζω :
άχι αχ βλέπε, α τση βαρείς θες! πρόσεχε, θα την χτυπήσεις!
αχικαρέ τουρκ. φανερώς βαρώ, ε χτυπάω : μη του βαρείς μη τον χτυπάς
αχίρι, το τουρκ. σταύλος βάσαρμος, ο βάλσαμο, το
αχλαδέ, η αχλαδιά βασιλεύγω βασιλεύω
αχναροσκιά, η φραγκοσυκιά, η βασιλέω βασιλεύω
βασιλιός, ο βασιλιάς, ο
βασίλισσα, η το άνθος μπιγόνια
Β βάστα προστ.: βάστα πάνω 1) σήκω απάνω, 2) μεταφορ.
βαβάζω φωνάζω, κραυγάζω, ουρλιάζω, ωρύομαι, σκούζω ξύπνησε
βαβίζω 1) γαυγίζω, αλυχτώ, υλακτώ, 2) βρίζω, 3) θροΐζω βαστιά, η σπαγάκι, το
βαβουλάτα, τα σύκο, το βαστώ φέρνω (εις καθαρώς κρητικήν) : εβάστα του ένα τυρί
βαβούρα, η φασαρία, οχλαγωγία τούφερε ένα τυρί, να μου βαστάς μιά ολιά ντζικουδιά να μου
βαγιοκλαδίζω επιμελούμαι ιδιαίτερα φέρεις λίγο τσίπ(ου)ρο
βαγιουλεύω 1) θρέφω, αναθρέφω, 2) εξυπηρετώ βαφτίζω προξενώ μεγάλη χαρά
βαζούρα, η = βαβούρα, η βγαίνει (του, σου, μου, μάσε, σάσε, τώνε, τση) του, σου, μου,
βαθέ βαθειά μας, σας, τους, της αξίζει, του, σου, μου, μας, σας, τους, της
βαθές, βαθέ, βαθύ βαθύς, βαθειά, βαθύ ταιριάζει : ένα τέθοιο βρισίδι του΄βγαινε του άξιζε ένα τέτοιο
βαθρακός, ο βάτραχος, ο βρισίδι, έφαγε ένα ξύλο από τη μάννα του, μα του΄βγαινε
βαλαρίζω 1) σκάβω, 2) σβαρνίζω, βωλοκοπώ έφαγε ένα ξύλο από τη μάννα του, αλλά του άξιζε, δε σού΄βγαινε
βαρά 1) η βαριά, 2) βαριά, 3) πολύ : μη δουλεύγεις βαρά μην εσένε ετσά νύφη δεν σού΄ξιζε τέτοια νύφη
δουλεύεις πολύ βγαίνω ανεβαίνω
βαρεμένη, η έγκυος, η βγαίνω ανεβαίνω : δεν μπορεί να βγει την σκάγια δεν
βαρθακός, ο βάτραχος, ο μπορει ν΄ανεβεί την σκάλα
βαρθαλαμίδι, το παρακάσελο, το (η χωριστή θήκη εντός της βγάνω μυρίζω : βγάνει λιβανέα μυρίζει λιβάνει
κασέλας)
βγοδόματα, τα οικιακά ή επαγγελματικά εργαλεία και βλάβος, το βλάβη, η
αντικείμενα βλεπάρης, ο φύλακας χωραφιού
βγοδώνω ευοδώνω βλεπάτορας, ο = βλεπάρης, ο
βγορίζω φαίνομαι από μακρυά βλέπε πρόσεχε
βεγγέρα, η βραδινή συγκέντωση σε σπίτι ή υπαίθριο χώρο βλεπές, ο αγροφύλακας, δραγάτης
βεδέμα, η συγκομιδή, η βλέπομαι προσέχω τον εαυτόν μου
βεδεμιάζω έχω πλούσιαν συγκομιδήν βλεποφάνερα οφθαλμοφανώς
βενετοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η βλέπω προσέχω, φυλάττω
βένη, η κλωστή, η βλησίδι, το 1) το πολύτιμο, τιμαφλές γαμήλιο δώρο στη
βεντέμα, η συγκομιδή, η : οφέτος είχαμε βεντέμα στσ΄ελιές μνηστή, 2) θησαυρός, 3) άφθονη συγκομιδή, 4) κέρδος, συμφέρον,
εφέτος παρήχθη πολύ έλαιον, θα σε πλερώσω στη βεντέμα θα τόκος, 5) δωρεά στην εκκλησία : το λάδι που υστερήθηκε τόβαλε
σου εξοφλήσω το χρέος κατά την εποχήν της συγκομιδής των σε βλησίδι το λάδι που έμεινε πούλησε με συμφέρον
προϊόντων, όντεν είχαμε τσι πολλές βροχές και τα χιόνια είχαμε βλογημένος : «Να σάσε πω είντα σκέφτηκα. – Καλό και
βεντέμες στο στάρι όταν είχαμε τις πολλές βροχές και τα χιόνια βλογημένε, να τ΄ακούσωμε.» «Απόψε είδα – καλό και βλογημένο –
είχαμε και καλές συγκομιδές στο σιτάρι, καλή βεντέμα έκαμε πως είχα ΄ποθάνει.»
τοτεσάς ο χάρος πολλά άτομα πήρε τότε ο χάρος βλογώ ευλογώ : εβλοήσα τζι τους πάντρεψαν
βεντεμιάζω έχω πλούσιαν συγκομιδήν βλοημένος ευλογημένος
βεράνι, το 1) ερείπια, 2) το μέρος της πυρκαϊάς βογώ = βλογώ
βεργέτα, η βέρα, η βοές, οι βολές
βεργέττα, η = βεργέτα, η βολά, η φορά
βεργινάδα, η νεαρή φοράδα βόλαγμα, το ρίξιμο του γρίππου, της τράτας
βεργινάδι, το = βεργινάδα, η βολάζω ρίχνω τον γρίππο, την τράτα
βερτζί, το το ροζέ χρώμα, ο ροζέ χρωματισμός βόλακας, ο μεγάλη πέτρα, κοτρώνα
βηματάρης, ο εκκλησιάρης, νεωκόρος, ψάλτης βόλιτα, η βόλτα, η
βιάζει είναι βιαστικό, είναι επείγον : κάμε το σιγά-σιγά, δεν βορθακός, ο βάτραχος, ο
βιάζει κάνε το σιγά σιγά, δεν είναι επείγον βορνός, ο βορεινός, ο
βίγλα, η σκοπιά, παρατηρητήριο βορράς, ο βοριάς, ο
βιγλώ, α βιγλίζω βορρές, ο βοριάς, ο
βιλλάνος, ο χωριανός, ο βοσκαρά, η βοσκαριά, βοσκή
βιόλα, η λουλούδι, το βοσκός, ο τσομπάνης, ο
βιρανές, ο = βεράνι, το βότυρο, το βούτυρο, το
βιτσίλα, η γυπαετός, ο βουβός κωφάλαλος
βουγιούκαλος τουρκ. μεγάλος βώλακας, ο = βόλακας, ο
βουηθώ βοηθάω
βούϊ, το βόϊδι, το
βουκινίζω 1) διασαλπίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω, 2)
Γ
ντροπιάζω γάα, το γάλα
βούκινο, το τύμπανο, το γαβαθιάρης, ο μπεκρής, μέθυσος
βουλοπλέει φυτοζωεί γαβαθίζω μεθοκοπώ, μεθώ
βουνί, το βουνό, το γαβάθισμα, το μεθύσι, μέθη, οινοποσία
βούργα, η βούργια, η γαβάσι-γαβάσι τουρκ. βραδέως, σιγά-σιγά
βούτυρος, ο βούτυρο, το γάβρα, η ξιππασιά, έπαρση, αυταρέσκεια, αυτοικανοποίηση
βουώνω βουλώνω γάδιαρος, ο γάϊδαρος, ο
βραθίκι, το εύρημα, το γαέρνω επιστρέφω
βρακάμαι (βρυχάμαι αρχ.) φωνάζω (επί του ζώου) γαλανά άσπρα
βρασίλα, η 1) κάψα, καύσωνας, 2) κόχλαση, βράσιμο : απάνω γαλανός άσπρος
στη βρασίλα α) πάνω στην παραφορά, πάνω στον θυμό, πάνω γαλάτου, του γάλακτος, του
στην έξαψη, β) στο άνθος, στην ακμή γάμπα, η κνήμη, ατζί
βραστάρι, το το θερμόν αφέψημα γάρα, το γάλα, το
βράστη, η ζέστη, η : Ήμπηκα στο γιατρείο σου, γιατρέ, και γαργαλιστήρι, το σκάνδαλη του όπλου
ωτιλόγο εγροίκηξα τη βράστη τση σόμπας. Μπήκα στο γαργερός ακάθαρτος, λερωμένος, βρωμερός
γιατρείο σου, γιατρέ, και αμέσως κατάλαβα τη ζέστη από την γατέχω ξέρω, γνωρίζω
σόμπα. γατέω (εγάτεχα παρατ., αορ.) ξέρω, γνωρίζω
βρεμένος : είμαι βρεμένος έχω βραχεί γαύρα, η = γάβρα, η
βρέσκω βρίσκω γγάβω αναχωρώ, φεύγω : θα γγάψω θα φύγω
βρίζω μισοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι γγαλονόμος, ο βοσκός των γαλακτοφόρων προβάτων
βρίστω βρίσκω γγάω = γγάω
βρίχνω βρίσκω γδυμνός γυμνός
βρουχίζω μουγγρίζω, ουρλιάζω γδυμνοχοχλιός, ο γυμνοσαλίγκαρος, ο
βρουχισμός, ο μούγγρισμα, ούρλιασμα, βρυχηθμός γεβεντίζω ντροπιάζω, εξευτελίζω, ρεζελεύω
βρούχος, ο μεγάλος θόρυβος γεις ένας
βρωματίζω (βρώμα αρχ. τροφή) αρχίζω να τρώω χόρτα (επί γειτονεύω κάνω παρέα : Α, ήρθες να γειτονέψεις τα παιδιά!
του ζώου) Α, ήρθες να κάνεις παρέα με τα παιδιά!, Αύριο θάρθω να
βυζά, τα βυζιά γειτονέψωμε. Αύριο θάρθω να κάνουμε παρέα.
γελοχάχαρα, τα θορυβώδη, τρανταχτά γέλια γιάντα; γιατί; γιάντ΄απού λες; γιατί που λες;
γεμώνω γεμίζω : να γεμώσω να γεμίσω γιάντρες, οι άντρες, οι : «Πέτε το, οι γιάντρες, πέτε το τση
γέρα, τα γέρασμα, το τάβλας το τραγούδι!»
γέρα-γέρα γρήγορα γιαράς, ο πληγή, μάστιγα (ιδιάτερως έμπυος)
γερά-γερά γρήγορα-γρήγορα γιάρι, το δηλητήριο, το
γεράδα, η υγεία, η γιασάκι, το ληστεία, λεηλασία
γερά-ερά = γερά-γερά γινωμένος : είναι γινωμένα έχουν γίνει (ωριμάσει)
γη ή γιουρουντώ τουρκ. ορμώ
γηθειά, η ξόρκι, το γκάβγω αναχωρώ, φεύγω : ΄α το γκάψω θα φύγω
γήλιος, ο ήλιος, ο γκάβω = γκάβγω
για κείνο γι΄αυτό : έρχεται πάντα στην ώρα του και για γκαγκανίζομαι κρεμάμαι διά τών χεριών από δένδρου
κείνο τον αγαπώ έρχεται πάντα στην ώρα του και γι΄αυτό τον γκάθα κάθε
αγαπώ γκαμάρι, το : ένα γκαμάρι λεβεντιά, πολύ όμορφος, ένα
για κειονά = για κείνο γκαμάρι είναι ο πατέρας σου λεβεντιά είναι ο πατέρας σου, σου
για τούτο γι΄αυτό φέρανε δγο πετεινούς πού΄ναι ένα γκαμάρι! σου φέρανε δυό
γιαβρής, ο = γιαβρί, το κοκκόρια περίφημα
γιαβρί, το νεογνό, το : γιαβρί μου αγάπη μου, μωρό μου γκαμπουράνι, το το ουράνιον τόξον
γιαβρούμ (από γιαβρί μου) αγάπη μου, μωρό μου γκαργκανίζομαι κρεμάμαι διά τών χεριών από δένδρου
γιαγέρνω ((ε)γιάγειρα, (ε)γιάγυρα) επιστρέφω : την ώρα γκατσούνα, η κατσούνι, το : Ήφηκα τη γκουτσούνα,
πού΄παιζε η καμπάνα του σκολειού εγιάερνα απού τη μπολιτεία, έντρομα στην αυλή, γιατί πηαίνω στο χωράφι. Άφησα το
νια γιαείρω να επιστρέψω κατσούνι πρόχειρα στην αυλή, γιατί πηγαίνω στο χωράφι.
γιαγκίνι, το 1) πυρκαϊά, 2) το πυρ της αγάπης : γιαγκίνι βαρ! γκάω αναχωρώ
πυρκαϊά!, έχω γιαγκίνι στην καρδιά είμαι φλογερά ερωτευμένος γκεβεζελίκι, το (чаще πλ.) 1) болтливость, пустословие, 2)
γιάε! για ιδές!, να!, κύττα! : «γιάε του λόγου σου ζαμάνια τα забавный рассказ, шутка
φτάξαμε – άνομά τζη γιά΄ποχής – ακρίβησέ ντα και τα σπίρτα το γκεβελές, ο 1) болтун, пустомеля, 2) шутник
γκουβέρνο» γκοπανιά, η : μια γκοπανιά αμέσως, για μια στιγμή
γιαείντα = είντα γκουβέντα, η κουβέντα, η : να σ΄αντικόψω απού την
γιαερμός, ο επιστροφή, η γκουβέντα σου, μα πε μου, σύντεκνε να σ΄αντικόψω από την
γιαέρνω = γιαγέρνω κουβέντα σου, αλλά πες μου, σύντεκνε
γιαλελί, το γιλέκο, γελέκι γκουτελώνομαι : δεν κουτελώνεται είναι ασυναγώνιστος
γιαμγάς (διά μιάς) αμέσως, γρήγορα, πάραυτα
γιανελί, το = γιαλελί, το
Γκρήτη, η Κρήτη, η : «Στη Γκρήτη – σαν απού το κατές – δε γουζώ γουρλίζω, γρούζω
σκοτώνει ο γεις τον άλλον, όξω να τ΄αγγίξει στο έρτζι, απού λέει ο γουλαθός, ο κουνουπίδι, το
λόγος, – κακό να μη έωμενε...» γρά (γράδες), η γριά : τση γρας το λουρί, τση γρας το
γκρίση, η διαπραγματεύσεις, οι : εκόψανε τη γκρίση κουλούρι, τση γρας η κουλούρα, τση γρας η λούρα, τση γρας το
διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις ζωνάρι, τση γρας η ζώνη, τση γρας το καπυράνι, τση γρας το
γκρισολογία, η διαπραγματεύσεις, οι : πέσανε εις τη καμπουράνι το ουράνιον τόξον
γκρισολογία άρχισαν διαπραγματεύσεις γράδα, τα βαθμοί πυκνότητος υγρών
γκρούβγομαι (εγκρούφτηκα) 1) λοιγώνομαι από την πείνα, 2) γραδόφωνο, το ραδιόφωνο, το
σβήνω : εγκρούφτηκε η φωθιά έσβησε η φωτιά γραμματσούλια, τα γραμματάκια, τα : ξέρει λίγα
γλάκι, το τρέξιμο, το γραμματούλια ξέρει λίγα γραμματάκια
γλάκιο, το τρέξιμο, το γραμμένος : είμαι γραμμένος έχω γραφτεί
γλάκιος, το = γλάκιο, το γραμμιδάκι, το γραμμούλα, γραμμίτσα : έσυρε ένα
γλακούσι τρέχουν γραμμιδάκι τράβηξε μια γραμμούλα, μια γραμμίτσα
γλακώ τρέχω γρέ (γρέδες), η γριά : τση γρες το λουρί το ουράνιον τόξον,
γλακώ, α τρέχω τση γρες ο σωρός κορυφή των Λευκών Ορέων
γλαμπουτσοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η γροθέ, η γροθιά
γλεντίζω γλεντώ γροθίδι, το πλήθος από γροθιές
γλέπου βλέπω γρόθος, ο μαλάκας, ο
γλήγορα γρήγορα γροικώ 1) ακούω, 2) νοιώθω : Ήρθανε τα κοπέλλια και
γλιέπου βλέπω ντελόγο εγροίκηξα τη χαρά. Ήρθανε τα παιδιά και αμέσως
γνώμη, η η γυναίκα του νάνου ένιωσα τη χαρά.
γνωστός ξύπνιος γρωνίζω γνωρίζω
γοδέρισμα, το τέρψη, απόλαψη γυαγέρνω = γιαέρνω
γοδέρω απολαύω γυαέρνω = γιαέρνω
γοργό γοργά, όπου νά΄ναι γυαλί, το μπουκάλι, το
γοργογαγέρνω = γοργογιαέρνω γυράλι, το η γωνία του τοίχου
γοργογιαέρνω επιστρέφω γρήγορα : να γοργογιαΰρω να γυρεύγω γυρεύω : γύρευγε (να γυρεύγεις) τη δουλιεά σου
επιστρέψω γρήγορα να κάνεις (να κυττάς) τη δουλειά σου
γοργό-γοργό πολύ γοργά, όπου-όπου νά΄ναι γυρέω γυρεύω
γοργοροζονάρω γοργοσυνομιλώ γυρίζω γυρίζω κάποιο αντικείμενο
γόσμα, το κλάμα, λυγμός, αναφυλλητό γυροπόδι, το ποδόγυρος, ο
γούζομαι κλαίω
γύρος, ο : να κάτσεις σ΄ένα γύρο να κάτσεις στη θέσι σου δειλοσκοτίζω = στέκω : «Να σε ρωτήξω ακόμη κατιντίς,
(στ΄αβγά σου, φρόνιμος, ήσυχος), να κάτσεις σ΄ένα γύρο και να σύντεκνε – μα έμπλεξες μετά όνομίς μου και σε δειλοσκοτίζω
μην ανακατωθείς στις δουλειές τους να κάτσεις στ΄αβγά σου τόσην ώρα ΄δά...»
και να μην ανακατευθείς στις δουλειές τους, δεν καθίζεις σ΄ένα δείχνω φαίνομαι : θωρείς το σπίτι εκειονά το άσπρο που
γύρο, λέω, που θέλεις να φλυγεις τέθοια ώρα; δεν κάθεσαι δείχνει εκειά κάτω; βλέπεις το σπίτι εκείνο το άσπρο που
στ΄αβγά σου, λέω ΄γώ, που θέλεις να φύγεις τέτοια ώρα; φαίνεται εκεί κάτω; γυάλινος πύργος έδειξε στσ΄ανατολής τη
γυρού-γυρού : «Είντα΄χετε γυρού-γυρού κι΄είναι βαρειά η μπάντα γυάλινος πύργος φάνηκε στης ανατολής τη μπάντα
καρδιά σας;» Δεκέμπρης, ο Δεκέμβρης, ο : εδά Δεκέμπρης είναι και
σπολλάετη τώρα είναι Δεκέμβρης και σπολλάτη
δελά θα
Δ δεματαρά, η πάσσαλος ή κρίκος ή κορμός του δένδρου, όπου
δα 1) τώρα, 2) θα : δα κρυγιάνει θα κρυώσει (Δεν θα πρέπει προσδένουν οικόσιτον πρόβατον ή αίγα προς βοσκήν
νε μπερδεύομαι το ΄δά (εδά – τώρα) με το δα (εκ του αρχαίου δει).) δέμπλα, η ράβδος για τα ελαιόδενδρα
δαγγανιαρά, η δαγγαναριά δεμπλίζω ραβδίζω
δαγγανιάρης, ο, δαγγανιαρά, η δαγκανιάρης, ο, δαγκανιάρα, δενά θα
η δενδρούλι, το χωριό, το
δακτύλι, το δάχτυλο, το δεξά δεξιά
δάκτυλο, το δάχτυλο, το δέσπολα, η μούσμουλα, η
δαλά θα δέτης, ο γκρεμός, ο : «Είδες ο Τάκης – μόνος κι΄αμοναχός ντου
δαμάκι λιγάκι – είντά ΄παθε; - Ετσούρησε, λε, απού το δέτη κι΄ μισερώθηκε.»
δανά θα δεύτερα δεύτερον
δασκάλι, το μικρός μαθητής Δευτερογούλης, ο Ιούλιος, ο
δάσκαος, ο δάσκαλος δηγάμαι διηγούμαι : μάσε δηγάτονε μας διηγείτο, μας
δάσκαρος, ο δάσκαλος, ο διηγόταν
δάφκος, ο = ντάφκος, ο δηλαδής δηλαδή
δγάλος διάλος, διάβολος δήμα : το άγιο δήμα ο άγιος βωμός
δγο δυό : «Στον άη-Γιώργη, στα Σελλιά, παράνω-παρακάτω, δημοσία δημόσια, δημοσίως
κάθοιτσι δγο νυκοκυροί, δγο βαροκουραδάροι...» διάβαϊμα, το διάβασμα
δειλιάζω κουράζομαι διαβαστά, τα διαβάσματα, τα
δειλιώ (εδείλιασα) φοβάμαι, δειλιάζω : δε δειλιά αυτός να διαβατό, το πεζοδρόμιο, το
πάει, μόνο... δεν φοβάται να πάει αυτός, αλλά... διαγέρνω = γιαγέρνω
διαγύρτης, ο διαβολεύς, διαβολέας, ρουφιάνος
διάζομαι κάνω όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να δίθυρα τρόπος ύφανσης (2 κλωστές από κάθε τρύπα του
προετοιμαστεί και να μεταφερθεί το στημόνι στο αντί του χτενιού)
αργαλειού δικολογιά, η συγγενείς, οι
διαλύζω χτενίζω δικώ, α αρκώ (ε), διοικώ αρχ. (ε) : δικά με μου αρκεί, με
διαναλώ διαλαλώ φθάνει
διανέρι, το κορυφογραμμή, άκρη ορίζοντα διόχνει μούρχεται (αρχ. έδοξέ μοι) : μού΄διοξε μούρθε, μου
διανερίζω διακρίνω αμυδρά κατέβηκε, τι σού΄διοξε να πάεις σήμερο στην αγορά; τι σου ήρθε
διάολος, ο : «ο διάολος – οχρούτσι ντου – τον έβγαλε να...», «ο να πας σήμερα στην αγορά; του διόχνει κάθα τόσο και κάμει
διάολος – οχρούτσι ντου απ΄όπου είναι βαφτισμένοι άνθρωποι...», ευτή την κουταμάρα κάθε τόσο τούρχεται και κάνει αυτή την
«ο διάολος – οχρούτσι ντου – τόνε τσίτωσε να...» «ο διάολος – κουταμάρα
όξ΄από ΄πα κι΄άλαργο...», «ο διάολος – τυφλές και μούζες να δίχω δίχως : δίχω νια πολεμήσου δίχως να πολεμήσουν
είναι...», «ο διάολος – πηλά στη μπούκα μου που πήρα τ΄όνομά δίχως : με δίχως δίχως, χωρίς, απού πού΄ρχεσαι του λόγου
ντου κι΄έω ακόμη τ΄αντίδερο εκειά...» σου με τσε καιρό και με δίχως σάκκο; από πού΄ρχεσαι μα τέτοιο
διάπαντα, τα όλο το μέρος, τα πάντα καιρό και χωρίς σακκάκι;
διαρμίζομαι σιγυρίζομαι δολώνω λεκιάζω, κηλιδώνω, λερώνω, μουτζουρώνω
διαρμίζω καθαρίζω (δωμάτιο), σκουπίζω, σαρώνω δουγειά, η δουλειά, η
διάστρουσα, η γυναίκα που γνωρίζει να διάζεται δούδω δίνω
διατάζω διατάσσω δουλέ, η δουλειά, η
διατάσσω διατάζω δουλεύγω δουλεύω
διαφαλάσσω αρχίζω να φαίνομαι, να κυκλοφορώ δουλέω δουλεύω
διάω (διάεις, διάει, διάομε, διάετε, διάουνε) διάγω δούνω δίνω
δίδει βλεπει : ένα δωμάτιο που δίδει στον κήπο ένα δρίμες, οι 6 πρώτες μέρες του Αυγούστου με διάφορα
δωμάτιο που βλέπει στον κήπο παρατηρήματα γι’αυτές
δίδω δίνω : του δίδει ο διάολος τον σπρώχνει ο διάολος, ετσέ δρόλυκο, το δροσιστικός θερινός καρπός
μου δίδει ο διάολος να πα΄να τόνε δείρω έτσι με σπρώχνει ο δροσά τίποτα : δροσά τση δροσισμέμης τίποτα
διάολος να πάω να τον δείρω, ο διάολος σού΄δψσε και πήες και δροσερεύω δροσίζω, δροσίζομαι : ο καιρός δε λέει να
τόσπασες; σ΄έσπρωξ΄ ο διάολος και πήγες και το έσπασες; θα σε δροσερέψει δεν λέει να δροσίσει ο καιρός (δηλαδή δεν εννοεί να
δώσω του δικηγόρου μου θα σε πάω στο δικηγόρο, α δε μου πέσει η ζέστη), φάε ένα αγγούρι να δροσερέψεις φάε ένα αγγούρι
γυρίσεις τα τζηνέρια, θα σε δώσω του δικηγόρου μου αν δεν να δροσιστείς
μου γυρίσεις τα λεφτά, θα σε πάω στον δικηγόρο μου, επήαμε στο δροσιά τίποτα
κηνύγι και εδώκαμε θάνατο τω λαγώ πήγαμε στο κηνύγι και δρυγιάς, ο δρυς, ο, η
σκοτώσαμε πάρα πολλούς λαγούς, «εξημέρωσε και ήδωκε ο ήλιος» δρώνω ιδρώνω
δυχατέρα, η κόρη, η είναι υπάρχει : ευτοί που λένε πως δεν είναι ο θεός αυτοί
δώμα, το ταράτσα, στεγή που λένε ότι δεν υπάρχει ο θεός, είναι μαγατζί στη χώρα και
δωμάτου, του δωματιού, του πάνε και το βρίστουνε εκειά υπάρχει ένα μαγαζί στη χώρα (στην
πόλη) και πάνε και νο βρίσκουν εκεί ή το πουλάνε εκεί, να μην
είμαι, α δε να μην υπάρχω, αν δεν
Ε είνιαι είναι
έα έλα: «Μωή Μαϊα, έα να σε βογήσωμε (=να σε είνιαι είναι (πληθυντικός)
υπανδρεύσωμεν).» είντα κοντό τι άραγε;
εαυτή εαυτός : η εαυτή μου (σου, τζη...) ο εαυτός μου (σου, είντα; τι; «Είντα κάμεις, σύντεκνε; Καά-καά;»
της...), μιλεί με την εαυτή τζη μιλάει με τον εαυτό της είνται = είντα
εβαρίκασι επλήγησαν είπα μήπως : είπα νάχω μήπως έχω, είπα νάχω κανένα
εβδομηνταρά, η εβδομηνταριά γράμμα από το Μανόλη ή κανένα δέμα απ΄το χωργό σκέφτηκα
έγγαλο, το γαλακτοφόρο πρόβατο μήπως έχω κανένα γράμμα απ΄το Μανόλη ή κανένα δέμα απ΄το
εγγαλονόμος, ο βοσκός των γαλακτοφόρων προβάτων χωριό
εγγάψασι ανεχώρησαν είπενε είπε
έγγιξα άγγιξα : έγγιξέ του τον άγγιξε ειπωμένος : είχε τζη ΄πωμένο της είχε πει
έγινε : έγινε το έγινε έγινε αυτό που έγινε (Παροιμία.) εισέ εις, εν, σε : «Εισέ μεγάλην εξοριά, σ΄ένα λαγκάδι, μιαν
έγνωσα ξύπνησα ταχυνή επήγα το κουράδι...»
εγούγιαλος αλλοίμονο : εγούγιαλος μια σκάγια και εκειά εκεί
διάγοσω νίσε βγω αλλοίμονό μου μια σκάλα που δεν μπορώ εκειά ποθές εκεί κάπου, περίπου
καθόλου να την ανεβώ εκειέ = εκειά
εγώϊ αλλοίμονο : εγώϊ μου αλλοίμονό μου εκείνος αυτός : «εκείνο, τον έπιανε το γλυκό ντου κι΄απού
εδά τώρα ΄κειά μπεσμπελί (=φαίνεται) τον ήπαθε»
εδικός δικός εκειός, εκεινή, εκειόν εκείνος, η, ο
έζιε ζούσε εκκλησά, η εκκλησιά, η
έζιενε ζούσε έκλερος ευλογημένος, εκλεχτός
έθεκα έθεσα, έβαλα έκλερος ευλογημένος, εκλεχτός
εί’ είναι εκόησε εκόλλησε, να κοήση να κολλήσει
είδενε είδε εκούστηκα ακούστηκα
ειδοποιώ, α ειδοποιώ, ε εκουφαλαμάθιασε αδυνάτισε πολύ (από την φράση : τα μάθια
είναι υπάρχει ντου εκάμανε κουφάλες (από την αδυναμία))
εκράθειε κρατούσε, κράταγε
έκω-νάκω έκων-άκων εξοχότη, η εξοχότητα, η : η εξοχότη σου η εξοχότητά σου, η
ελαφρώκαμε ελαφρώσαμε, ησυχάσαμε αυτουνουγέ εξοχότη η αυτού εξοχότητα
ελέ, η (οι ελές) ελιά εξωτικιά, η νεράϊδα, η
έλεγενε έλεγε επά = επαέ
έλεθρα, η ζημιά, η επάγγερμα, το επάγγελμα, το
έλεθρα, η ζυμιά, η επαδά = επαέ
ελιδιά, η ελαιόδενδρο, το επαδαέ = επαέ
ελιδιάς, ο ελαιώνας, ο επαδέ = επαέ
εμαλλιγκουριδιαστήκανε σύρανε τα μαλλιά ντωνε επαέ εδώ : ίδια επαέ εδώ ακριβώς
εμεί εμείς : εμεί λιέμε εμείς λέμε επειδής επειδή
εμόνι, το λεμόνι επέμβω (από επεμβαίνω) επεβώ : να επέμβουν να επεβούνε
έμορφα όμορφα επέξασι εκτύπησαν, επυροβόλησαν
έμορφος όμορφος επευθών (προφορά – επεουθών) επελθών
εν δεν : Επειδής ήμουναι αρρωστάρης, εν ήρθα στο γλέντι. επηγαμένε πήγαμε, επήγαμε
Επειδή ήμουνα άρρωστος, δεν ήρθα στο γλέντι. επιθυμιάρης, ο ο έχων μεγάλη επιθυμία, ηδυπαθής, φιλήδονος
έναι είναι (ενικός) επίκλιν, το κακή φήμη, προελθούσα εκ των κακών πράξεων
ένας κι΄άλλος ο ένας και ο άλλος επιλοήθηκα επιλογήθηκα
έννοιασέ σε δε βαρυέσαι, τι σε νοιάζει εσένα : να φάω επόθανα πέθανα
νηστίσιμο σήμερο; - ε, κακομάζαλε, έννοιασέ σε! να φάω επόθανεν πέθανε
νηστίσιμο σήμερα; - ε, καημένε, δε βαρυέσαι!, έννοιασέ σε και μη εποίκα έκανα, έποιησα
φοβάσαι ας τους να λένε και μη φοβάσαι έπχαινα πήγαινα
ένοιξα άνοιξα επωδή, η λαογρ. μαγικό τραγούδι, εξορκισμός
ενοιχτός ανοιχτός εργατσάλης, ο ριγηλός, ο
εντός ολίγου όπου νάναι εργώ κρυώνω (αρχ. ριγώ)
έντρομα πρόχειρα έρος, ο γέρος, ο
έντρομα πρόχειρα να χρησιμοποιηθεί κάτι ερπίδα, η ελπίδα, η
ενωρίς νωρίς ερχομένος : είν΄ερχομένος έχει έρθει, όσοι ήτονε ερχομένοι
εξά, η εξουσία, η όσοι ήχαν έρθει
εξαποδώ(ς), ο το πονηρό πνεύμα έρχου έλα
εξάργου εξ έργου έρωντας, ο έρωτας, ο
έξε έξη ερωντεμένος ερωτευμένος
έξε έξι, έξη ερωτοδωματάρης, ο ελκυστικός, θελκτικός
εσεκερίφης, ο τουρκ. ηλίθιος εφταξαμένε φτάσαμε, εφτάσαμε : εφτάξαμε(νε) (ν)τα
εσκοτωθήκα σκοτώθηκα ζυγώναμε(νε) φτάσαμε αυτά που καρτερούσαμε (Παροιμία.)
εσομικάνα μίκρυναν πάρα πολύ έχερη, η λαβή του αρότρου
εστενοντέργασα έκλεισε το εντερόν μου, διότι δεν τρώγω πολύ έχνος, το ζώο, το
εστράληξα ξεροστάλιασα στα πόδια μου εψένασι επήγαιναν
ετεοκρητικοί, οι αληθινοί Κρητικοί έψυχος έμψυχος
ετού, (ε)του του : (ε)του λόγου μου χρησιμοποείται για έω έχω
λόγους ευγενείας : έρχου ετού λόγου σου να φας, καλός είναι και
(ε)του λόγου ντου
ετουγιά αυτού
Ζ
ετουτανά τούτα εδώ ζάλο, το βήμα
ετσά έτσι, τέτοιος : δε θέλ΄ετσ΄άνθρωπο δεν θέλω τέτοιον ζαμάνι, το εποχή, η
άνθρωπο, ετσά κράτος ετσά πάει τέτοιο κράτος έτσι πάει Ζάννης, ο Γιάννης
ετσακουμακίζω τσακμακίζω (προσπαθεί να ανάψει τον ζάο = ζάλο
αναπτήρα) ζαρίφικος κομψός
ετσέ = ετσά ζαριφικότη, η κομψότητα, η
ετσιγάργασα ετσιγάριασα : έβαλα το χοίρο και τονε ζάρω συνηθίζω
ετσιγάργασα ούλο Ζεωργία, η Γεωργία
ετσιγέ έτσι (δειχτικό και λίγο πιο ευγενικό) : ετσιγέ λοής με ζηλεύγω ζηλεύω : σου ζηλεύγω σε σε ζηλεύω για
τέτοιο τρόπο, ετσιγέ γράφε γράφε έτσι, κατ΄αυτόν τον τρόπο ζηλέω ζηλεύω
ετσιγιέ = ετσιγέ ζήτημα, το αίτημα, το : του ζητά ζητήματα του υπέβαλεν
ετσιδαέ = ετσιγέ αιτήματα
ευκαιρώ (ευκαίρεσα) αδειάζω ζιώ ζώ
ευκαίρωμα, το λευθέρωση, απολευθέρωση ζόρες, ο ζόρι, το : τρώει τι φαϊ με το ζόρε τρώει το φαγητό με
ευκή, η ευχή, η το ζόρι, με την δυσκολία, με το στάνιο
εύρε βρες ζουγλαίνομαι παραλύω ο ίδιος : εζουγλάθηκα και δε
εφαγάσινε φάγανε μπορ΄α΄κάμω δουλειά
εφέραμενε φέραμε ζουγλαίνω παραλύω κάτι, κάποιον
έφηκε άφησε ζουμπούσα, η τσιμπούσια, γεύματα
εφτάγω φτειάχνω : εφτάγω νάκλι (= νάκλ΄εποίκα το) ζουμπούσι, το τουρκ. συμπόσιο
φτειάχνω, διηγούμαι νάκλι ζουμπούχι, το αρχ. συμπόσιο, το
ζουρίδα, η νυφίτσα, η
ζοφός κούφιος ήτον (ενικός) ήτανε, ήταν
ζυγώνω διώχνω ήτοναι (πληθυντικός) ήτανε, ήταν
ζυμνάσιο, το γυμνάσιο ήτονιε ήτο
ζυμπραγός, ο δίδυμος, ο ήψασι άναψαν
ζυναίκα, η γυναίκα θαλά θα
ζωηρός σωματώδης θανά θα
ζώνη, η : τση κεράς η ζώνη, του παπού μου η ζώνη, τση θανείμαι θάμαι
Παναγίας η ζώνη, του θεού η ζώνητου Χριστού η ζώνη, η αγία θανέρθω θάρθω
ζώνη, η ουράνια ζώνη το ουράνιον τόξον θάρη, τα ελπίδα, εμπιστοσύνη
ζωνό, το = ζωνός, ο θαρρεύγομαι νομίζω, εμπιστεύομαι
ζωνός, ο ζώο που δεν έχει μονόχρωμα τρίχωμα, αλλά θάρρητα, τα θάρρη, τα
παρουσιάζει ζώνες διαδορετικού χρώματος, ιδίως στο μέσο του θαρρώ νομίζω, μου φαίνεται
σώματός του θαρρώ νομίζω, μου φαίνεται
θάφτω θάβω
θειός, ο θεός, ο
Η θελά θα
ήδιδα έδινα θέλημα, το διάταξη, πρόσταξη
ήδωκα έδωσα θέλω : να πάω θέλω θα πάω, νά΄ρθει θέλει θάρθει, ούτε και
ήλα ήθελα : Ο δάσκαλος ήλα σε τιμωρήσει, ανέ σε θώρειε. θέλω κάμει ούτε και θα κάμω
Ο δάσκαλος θα σε τιμωρούσε, αν σε έβλεπε. θενά θα
ήμουναι ήμουνα θεραπεύγω θεραπεύω
ήμουνε ήμουνα, ήμουν θεραπέω θεραπεύω
ήμπηκα μπήκα θεργό, το θεριό, το
ήντα = είντα θέτε θέλετε
ήπιαμενε ήπιαμε θέτω (ήθεκα) 1) ξαπλώνω, κοιμάμαι, 2) βάζω το πουλερικό να
ηρχούμνα ερχόμουνα κλωσσήσει : ήθεκα οψάργας ενωρίς γιατί ήθελα σηκωθώ σήμερο
ηρχούμουνα = ηρχούμνα για το Ηράκλειο
ήσανιε ήσαν θέω θέλω
ήσανιε ήταν, ήτανε θιαμπόλι, το ο ποιμενικός αυλός
ήσουναι ήσουνα θιός, ο θεός, ο : θιός σχωρέσ΄τον αιώνια του η μνήμη
ήσπασα : ήσπασά τη δεν εμμένω σ΄ό,τι συμφωνήσαμε θλιφτά θλιμμένα, παραπονεμένα
ητεύκω γητεύω, εξορκίζω θούβαλη, η χόβολη, η
θρακόβουλη, η χόβολη, η κάβγω καίω
θράψαλο, το θρύψαλο, το καβρός, ο κάβουρας, ο
θρούβαλα, τα ψίχουλα, τα καβρός, ο καβουρός, κάβουρας
θυατέρα, η κόρη, η κάβω καίω
θύμος, ο θυμάρι, το κάδης, ο δικαστής, ο
θωρεμένος : δεν τον έουνε θωρεμένο δεν τον έχουνε δει καερέτι, το τουρκ. υπομονή, θάρρος, κουράγιο
θωρώ βλέπω : το βράζεις και θωρείς και γίνεται – με καές καλές
συχώρεση – σα ντη μύξα το βράζεις και βλέπεις να γίνεται – να καθ΄αργά κάθε βράδυ
με συγχωρέσεις – σαν τη μύξα, πέρα θωρεί κοιτάει προς τα πέρα κάθα κάθε
(έτσι εδήλωναν τον αλλήθωρο) καθαείς καθένας
κάθαεις = καθαείς
καθάργιος καθαρός
Ι καθαριότη, η καθαριότητα, η
ιβάδι, το λιβάδι καθέκλα, η καρέκλα, η
ίδια ακριβώς : ίδια ευτή τη στιμή ακριβώς τώρα, ίδια πως καθέλου καθόλου
σαν καθήκο, το καθήκον, το
ίδια ΄τσά ακριβώς έτσι καθημερνός καθημερινός
ίδια΄δά τώρα αμέσως, κιόλας, ήδη καθημερνώς καθημερινά
ίδια΄παέ εδώ ακριβώς καθρέπτος, ο καθρέφτης, ο
ιδιαδά = ίδια΄δά και να : θες και πεις θέλεις να πεις
ιδιαμένος : την ιδιαμένη ώρα στην ώρα του και κοντό δε εξάλλου
ιδιαπαέ = ίδια΄παέ καινούργιος καινούριος
ίδρος, ο ιδρώτας, ο καινούργος καινούριος : «Καινούργο μου καλάθι, πού να σε
ιδρωτάρι, το δαψιλές ίδρωμα κρεμάσω;» (Παροιμία.)
ιθάρι, το λιθάρι καιρός, ο : του καιρού του χρόνου
ίνομαι γίνομαι κακαποδομένος δυστυχισμένος
ίσιος ίσος κακόβριστος δυσεύρετος
ισότη, η ισότητα, η κακοκαιργά, η κακοκαιριά : «Όντεν είναι κόκκινο βασίλεμα,
ισοτιμάρω το φέρνω ίσα στην τιμή λέμε «ο ήλιος είναι με ποδάργα, θανέχουμε κακοκαιργά.»»
κακομάζαλος καϋμένος : «Λέει τση αφέντης τση: λε,
Κ μπορείς, μωρή πιδί μου, να μου πλύνεις τη βράκα μου; Λ΄όϊ
καά καλά αφεντάκι, δε μου βολεί, κακομάζαλε.» Της λέει ο πατέρας της
«μπορείς, παιδί μου, να μου πλύνεις τη βράκα μου; - Όχι, πατέρα, καληώρα, η : πού στην καληώρα πήγε; πού στο διάολο
δεν μπορώ, καημένε.» πήγε;
κακομοιριά, η μετριότητα, η : η κακομοιριά μου η καλίτσα, η σουσουράδα, η
μετριότητά μου καλιώ καλώ
κακοπέραστος αδιάβατος καλλιά΄χω = καλύτερα έχω
κακός άσχημος καλλιάχω = καλύτερα έχω
κακουρές κακοφτειαγμένος, καχεκτικός καλλικαντζαρίνα, η = καλλακάντζαρος, ο
καλά 1) πολύ, 2) καλά : καλά καλά πολύ καλά, καλά-καλά καλλικάντζαρος, ο λαογρ. χριστουγεννιάτικο πονηρό πνεύμα
εντελώς, τελείως, καλά καλά και το θημήθηκε πολύ καλά που καλλικαντζαρού, η = καλλικάντζαρος, ο
το θημήθηκε, καλά κι΄απού να πάθεις καλά ναν τα πάθεις, καλά καλλιτσάγγαρος, ο = καλλικάντζαρος, ο
κι΄απού να πάθεις! σου ΄λεγα πως θα γλυστρήξεις και δε με καλός όμορφος
άκουσες καλά ναν τα πάθεις! σου ΄λεγα ότι θα γλιστρήσεις και δε καλύτερα έχω προτιμώ να : καλύτερα έχω να μου πουν
μ΄άκουσες, καλά πολύ πάρα πολύ, καλά και, καλά που κουτό παρά άτιμο προτιμώ να μου πούνε κουτό παρά άτιμο, «Να
ευτυχώς, καλά είναι είναι καιρός, καλά΄ναι μπλιο να ΄ρθούμε αύριο ή μεθαύριο; - Καλύτερα έχω ΄γώ αύριο.» «Να
παντρευτείς είναι πια καιρός να παντρευτείς ΄ρθούμε αύριο ή μεθαύριο; - Προτιμώ εγώ αύριο.»
καλαϊτζής, ο γανωτής, κασσιτερωτής καλυτερίζω γίνομαι καλύτερα : καλιτέρισε ο άρρωστος ο
καλά-καλά τελείως, εντελώς : εκουζουλάθηκες καλά-καλά; ασθενής έγινε καλύτερα
τρελλάθηκες εντελώς; κάλφας, ο μαθητευόμενος εργάτης ή τεχνίτης
καλάμι, το τμήμα χοντρού καλαμιού στο οποίο τυλίσσεται το καμάρα, η γέφυρα, η
νήμα του αργαλειού καμάρα, η το ουράνιον τόξον
καλαμίζω τυλίσσω το νήμα στα καλάμια καματεύγω οργώνω
καλαμουκάνι, το = καλάμι, το καματεύω οργώνω
καλανδάρι, το επιτραπέζιο ημερολόγιο καματέω οργώνω
κάλαντρα, τα κάλαντα, τα καμμιά λοής καμμιάς λογής
καλεσμένος : είμαι καλεσμένος μ΄έχουν καλέσει, καλεσμένο κάμνω = κάμω
μ΄είχανε μ΄είχανε καλεσμένο καμπαέτι, το φταίξιμο, υπαιτιότητα
καλημέντα, τα (μόνο πλ.) προκοπές, οι : Ας επήαινα ΄γώ στο καμπανός, ο ακρίδα, η
σκολειό, κι ήθελα ΄θώρειες τα χαέρια μου και τα καλημέντα μου. καμπόσος κάμποσος
καληνωρίζω εύχομαι καλωσορίζοντας ή ξεπροβοδίζοντας καμπουράνι, το το ουράνιον τόξον
«καλή ντου ώρα» κάμω κάνω : ως τόσο μου κάμει, ως τοσονά μου κάμει δε
καλητά, τα (πλ. και εν.) = καλημέντα, τα με νοιάζει καθόλου, τι με νοιάζει, ας τόνε να λέει, μα ως τόσο σου
κάμει ας τον να λέει, τι σε νοιάζει; δεν έχω τι να το κάμω δεν
ξέρω, έχει φέρει δέκα οκάδες ντομάτες και δεν έχω τι να τις καντουνάδα, η γωνία της οικίας
κάμω έχει φέρει δέκα οκάδες ντομάτες και δεν ξέρω τι ναν τις κανωμένος = καωμένος
κάμω, δεν έχω τι κάμω δεν ξέρω τι να κάνω, δεν έχω πού πάω καούκι, το τουρκ. καβούκι, καπέλλο, το (παλαιό είδος)
δεν ξέρω πού να πάω, κάμω μαγαζί έχω μαγαζί, κάμε νάρθεις, καπαροσυκιά, η φραγκοσυκιά, η
να βρεις... κύτταξε (προσπάθησε, βρες τον τρόπο) νάρθεις, να καπελώνα, η χελώνη, η
βρεις..., στις τρεις η ώρα θάμαι εκειά και κάμε νάρθεις στις καπιράνι, το ουράνιον τόξον
τρεις η ώρα θάμαι εκεί και φρόντισε νάρθεις και εσύ, για το θεό καπλοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η
(μωρέ) και κάμε! ως έκφραση θαυμασμού ή απορίας, ως απάντηση καπνοσκιά, η φραγκοσυκιά, η
εις τερατολόγημα ή εις απροσδόκητον είδιση, μου κάμουν ανάγκη καπόϊ ιταλ. και έπειτα
τα χρειάζομαι, τάχω ανάγκη, «κάμω αυτό που λέω, συμβή αυτό καπόϊς ιταλ. και έπειτα
που προβλέπω» (έκφραση), εκάμαμε μπακάλικο στο χωργό καπουράνι, το το ουράνιον τόξον
είχαμε, διατηρούσαμε μπακάλικο στο χωριό, η μάννα μας έκαμε καπροσυκιά, η φραγκοσυκιά, η
καφενείο και μάσε μεγάλωσε η μητέρα μας διετήρει καφενείον καπυράνι, το το ουράνιον τόξον
και από τα εξ αυτού κέρδη μας ανέθρεψε, ποιος κάμει την ΙΖΟΛΑ καρά 1, η καρυδιά
τώρα; ποιος διευθύνει το κατάστημα της ΙΖΟΛΑ; κάμω τον καρα 2 καλά
μπακάλη, κάμω μπακάλης μετέρχομαι το μπακάλη, κάμω τον καράβζα, τα καράβια, τα
καφετζή, κάμω καφετζής ασκώ το επάγγελμα του καφετζή, καρβουνιστιά, η πολλά κάρβουνα μαζί στην παραστιά ή στο
έκαμε το γραμματέα στην κοινότητα διετέλεσε το γραμματέα μαγγάλι
στην κοινότητα, έκαμε νοσοκόμα (δάσκαλος) δούλευε ως καργάτζουλας, ο καργιάτζουλας, ο (σκορπιος)
νοσοκόμα (δάσκαλος), δεν εκάμαμε εμείς ωζά δεν είχαμε εμείς καρέ, η καρυδιά, η
ποίμνια, δεν κάμω δεν φτειάχνω, δεν δημοιυργώ, πάρε τση μιας καρεά, η καρυδιά, η
δώσε τσ΄άλλης και κάμε ντσοι εξίσου πάρε της μιας δώσε στην καριά, η καρυδιά, η
άλλη και κάνε τους εξίσου, τι είναι τα κάμεις; (από αυτήν την καρκάνα, η περιφρον. κεφάλι, κρανίο
φράση έμεινε είν΄τα, είντα) τι είναι αυτά που κάνεις; κάρκανο, το κάτι ξερό, ξεροψημένο
καμωμένος = καωμένος καρναμπίτι, το κουνουπίδι, το
καμώνομαι ωριμάζω ο ίδιος, γίνομαι : εκαμωθήκα ντα καρναμπίτι, το τουρκ. κουνουπίδι, το
σταφύλια στο γιαλό, μα στη γΚεφάλα΄ν΄ακόμη αγένωτα καρντασιλίκι, το τουρκ. φιλία, η
καμώνω κάνω κάτι να ωριμάσει κάρπη, η κάλπη, η
κανάκια, τα χάδια, τα καρποθέρι, το θερισμός την καταλληλότερη στιγμή
κανακίζω κάνω χάϊδια καρπούζα, η καρπούζι, το
κανούπα, η 1) πρώτη τριχοφυΐα στα νεαρά άτομα, 2) πούπουλα κάρτο-τέταρτο, το μονάδα χωρικότητος
των νεοσσών καρτσοβάσταγα, τα καλτσοδέτες, οι
καρτσονοδέτες, οι καλτσοδέτες, οι καταστασεί δωρικ. καταστήσει : δα καταστασεί θα
καρφίχτης, ο καθρέφτης, ο καταστήσει
καρφιχτίζομαι καθρέφτομαι κατατυχεύγω αδυνατίζω : εκατατύχεψε το έχνος και γεννά
κάσα, η βρώμα, το διόθους αδυνάτισε το ζώο και βγάζει σκουλήκια στο δέρμα
κάσα, η λέρα, βρώμα, ρύπος κατατυχεύω = κατατυχεύγω
κασάπης, ο χασάπης, ο κατεβαϊμένος κατεβασμένος
κασέλα, η σεντούκι, το κατευθείας κατευθείαν
κασωμένος λερωμένος κατεχάρης, ο, κατεχαρά, η κατευχαριστημένος,
κατά το φανεί όπως φαίνεται κατευχαριστημένη
κάτα, η γάτα, η κατέχω ξέρω, γνωρίζω (είμαι κάτοχος, τόχω καλά μέσα στο νου
καταβοδώνω κατευοδώνω μου)
κατακαυκαλιά, η κτύπημα κατά της κεφαλής κατέω ξέρω : «Εδά δίχως το χωρατά εφτάξαμε το ζαμάνι
κατακαυλίδα, η = κατακαυλίδι, το που λένε: Λε, κατέεις, παπά, σφυρίζεις; Λε: και τραγουδώ
κατακαυλίδι, το σβερκιά, πλήθος από καρπαζιές : έπαιξέ του κιόλας.» «Τώρα χωρίς αστεία φτάσαμε στην εποχή που λένε:
ένα κατακαυλίδι καλά καλό τον άρχισε στις σφαλιάρες για τα Ξέρεις, παπά, να σφυρίζεις; - Και τραγουδάω κιόλας.» κατέσιν τα
καλά τα ξέρουν
καταλυμένος σκοτωμένος κατέω ξέρω, γνωρίζω : «Πολλά ΄ναι τα φελούμενα, μα λίγοι το
καταλυώ σκοτώνω, φθείρω κατένε.» (Παροιμία.)
καταλυώ φθείρω συχνά ενδύματα ή υποδύματα κάτης, ο γάτος, ο
καταλυώ (καταλεί) καταλύω, ταλαιπωρώ κατιλώ φθείρω συχνά ενδύματα ή υποδύματα
καταμιζερώνομαι γίνομαι πολύ ανάπηρος : ήπεσε απού το κατίνα, η σπονδυλική στήλη
χτήμα και εκαταμιζερώθηκε έπεσε από το γαϊδούρι και έγινε κατιτί κάτι
πολύ ανάπηρος κατιτίς = κατιτί
κατάξυλα, τα ευθύνη, η κατουρημένος : είμαι κατουρημένος έχω κατουρηθεί, έχω
καταπλάϊματα, τα καταπλάσματα κατουρήσει
καταπονώ, α καταβάλλω, νικάω κατράμι, το : Οντό μάσε εκήρυξε ο Μουσολίνης το μπόλεμο –
καταπώς έτσι που πίσσα και κατράμι στα κόκκαλα ντου – ήμουναι εικοσιενούς
καταράμαι καταριέμαι : καταράται τση τύχης του χρονώ.
καταριέται την τύχη του κατσά-κατσά προσεχτικά χωρίς τον παραμικρό θόρυβο
καταρειούμαι καταριέμαι κάτσα-κάτσα = κατσά-κατσά
κατασκεπαστός καλά, πυκνά κλειστός κατσηφάρα, η ομίχλη, η (κατακάθεται στον ορίζοντα και
καταστάμενος ηλικιωμένος, μεσόκοπος πορπατεί)
κατσίγαρη, η κατσιβέλα, η κεραζώνη, η το ουράνιον τόξον
κατσίγερη, η κατσιβέλα, η κεραζώνια, η το ουράνιον τόξον
κατσιφάρα, η ομίχλη, η κερα-Λένη, η το ουράνιον τόξον
κατσλιβερη, η κατσιβέλα, η κερασελένη, η το ουράνιον τόξον
κατσούλι, το γατάκι, το κερασολένη, η το ουράνιον τόξον
κατσούνα, η ποιμενική ράβδος (στην ειπηρωτική Ελλάδα – κερασώζα, η το ουράνιον τόξον
γκλίτσα, η) Κεργακή, η Κυριακή
κατσούνα, η ραβδί, το κεφάα = κεφάλα
κατσόχοιρος, ο σκαντζόχοιρος, ο κεφάλα, η κεφάλι
καύκαλο, το κρανίο, μεγάλο κεφάλι Κεφάλα, η σύνηθες τοπωνύμιο βουνώνπου μιάζουν με κεφάλι
καύκαλο, το κρανίο, το σε πολλά μέρη της Κρήτης
καυκάμαι το έχω για το καύχημα κεφαλαργά, η το καπίστρι τω μουλαργώ και των άλλω
καυκί, το είδος δοχείου μεγάλω ζώων
καύκος, ο παράνομος εραστής γυναικός κεψαλή, η κεφάλι, το
καυχός (προφορά – καπυχός) χαλκός κήδεμα, το 1) θάψιμο, 2) αρχ. περιποίηση
καφαδιά, η χτύπημα εις τον καφάν, τον τράχηλον κηδεύω 1) θάβω, 2) αρχ. περιποιούμαι κάτι : κηδεύω το
καφάς, ο σβέρκος, ο γκήπο, τα μποστανικά χωρίς κήδεμα δεν βγάνουνε πράμα
καωμένος 1) καμωμένος, 2) γινομένος, ώριμος : είχα κι΄απόϊ ύστερα, εν συνεχεία
καωμένα είχα κάνει κι΄όμως αλλά
καώς τσι καλώς τις κιαμέ βέβαια, βεβαίως
κεδιά, η κλωστή βελονιάς κιαμείντα 1) τι, 2) κι αμέ τι : κιαμείντα θαρρείς κι άμε τι
κεινοσές εκείνος νομίζεις, κιαμείντά΄ναι, κιαμείντα είναι κι αμέ τι είναι,
κείτομαι είμαι ξαπλωμένος (λόγω ανάπαυσης ή ασθένειας) : κιαμείντά΄τονε η φασαρία που εγροίκου; και αμέ τι ήταν η
είντα κάμει ο πατέρας σου; - κείτεται τι κάνει ο πατέρας σου; - φασαρία που άκουσα;
ξαπλώνεται κιαμέτι, το τουρκ. Θόρυβος, μεγάλη φασαρία
κεντρουλιάζει πετυχαίνει το κέντρι κιανείς (γεν. κιανενούς, κιανούς) κανείς
κεντώ καίω, βάνω φωτιά : κεντά και λοχίζει κάνει δυνατή κιαπόϊς ιταλ. και έπειτα
ζέστη κιαπός ιταλ. και έπειτα
κερά, η γιαγιά, η κιλίμι, το υφαντή βαριά κουβέρτα
κεραγιώζα, η το ουράνιον τόξον κιρμίζος, ο τουρκ. φρούριο, κάστρο
κεραζώγια, η το ουράνιον τόξον κισιλάς, ο τουρκ. στρατών
κεραζώζα, η το ουράνιον τόξον κισιμέτι, το τουρκ. Μοίρα, η
κισμέτι, το τουρκ. Μοίρα, η κοιμούμαι κοιμάμαι
κλαδεράτος θαμνώδης κοιμούμαι κοιμάμαι : να τήνε κοιμηθεί να κοιμηθεί μαζί της
κλαδεύτηρας, ο κλαδευτήρι, το κόϊσμος, ο κόσμος
κλάδος, το κλάδεμα, το Κοκόλης, ο Νικόλαος, ο
κλάημα, το κλάμα, το κοκονάκι, το παιδικό πέος, το
κλάημα, το κλάμα, το κολισαύρα, η σαύρα, η
κλαμπουτσοσκιά, η φραγκοσυκιά, η κολλέρνω βάζω κόλλα σε πουκάμισο ή αλλού
κλαμπουτσοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η κόλλες, οι φάκελλοι, στυπόχαρτον : μου λέει δεν είναι
κλαποσυκιά, η φραγκοσυκιά, η κόλλες και κυττάζω και δεν ήταν κόλλες μου λέει δεν υπάρχουν
κλαρζά, τα κλαριά, τα φάκελλοι και κοιτάω και δεν ήτανε φάκελλοι
κλαψοσκιά, η φραγκοσυκιά, η κολλω, α χτυπάω : του κολλά με το ραβδί τον χτυπάει με το
κλαψοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η ραβδί
κλειδούρχος, ο κλειδούχος, ο κολύμπα, η λάκκος με νερό
κλειώ κλείνω κόμμα, το : σου κάμω κόμμα γερό σε διαβεβαιώ
κλείω κλείνω κομπί, το κουμπί, το
κλεφτοπέραϊμα, το κλεφτοπέρασμα κομπίτσα, η σκώρος, ο
κλινάρι, το κρεββάτι, το κομπίτσακας, ο σκώρος, ο
κλινάφτης, ο αυτός που έχει προς τα κάτω πεσμένα τα αυτιά κομπίτσαλος, ο σκώρος, ο
του κομπιτσίδα, η σκώρος, ο
κλίνη, η κρεββάτι, το κομπορραχιά, η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά
κλινοσκεπάϊματα, τα κλινοσκεπάσματα κονταρίδα, η ο συντομώτερος δρόμος
κλίστρα, η λειρί, το κοντό άραγε;
κλουθώ, α ακολουθώ, ε κοντο- λίγο-
κνησαρίζω κοσκινίζω με την κνησάρα κοντομοιάζω ομοιάζω λίγο
κόβγω κόβω, κόπτω κοντοσιμώνω πλησιάζω
κοιλιδέ, η το περιεχόμενο της κοιλιάς σε τροφή : έφαγα πολύ κοοκύθι, το κολοκύθι
σήμερο, έκαμα μιαν κοιλιδέ έφαγα πολύ σήμερα, γέμισα για τα κοπανιά, η : μιάς κοπανιάς αμέσως, για μια στιγμή
καλά την κοιλιά μου κοπανιστός έκτυπος (επί νομίσματος)
κοιλιδιάρης, ο αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς κοπέγια, τα κοπέλλια, τα
κοίλιδος, ο κοιλάρα, μεγάλη κοιλιά κοπέϊ, το κοπέλλι
κοιμιιμένος κοιμισμένος κοπέϊα, τα κοπέλλια
κόϊμος, ο κόσμος
κοπέλλι, το παιδί, το : «ε μα, μωρέ, πώς εμεγάλωσε κειονά το κουλούργα, τα κουλούρια
κοπέλλι – αλάβωτά ντου...» κουλούρι, το : του βορριά το κουλούρι, του βορρέ το
κοπελλιά, η κοπέλλα, κορίτσι κουλούρι, του νεροβορρέ το κουλούρι το ουράνιον τόξον
κοπελλούργα, τα παιδιά κουλουροκάμουσες, οι γυναίκες, οι
κορδάτζης, ο αυτός που έχει πολύ λεπτά πόδια, σαν κόρδες κούμος, ο κοτέτσι, ορθινών, ορθινώνας
(χόρδες) κουνάλι, το 1) υπερώριμο σύκο, 2) πολύ ηλικιωμένος (ή που
κορκίδα, η 1 μαλλί που το έχουν ξάνει φαίνεται έτσι) άνθρωπος
κορκίδα, η 2 μαλλί προβάτου κατώτερης ποιότητας κουνενίδα, η πήλινο ή μετάλλινο λευκοσιδηρούν δοχείο που
κόρμος, ο κόσμος χωρούσε μέχρι διόμισυ κιλά
κορφή, η κορυφή, η κουνενός, ο πήλινο ή μετάλλινο δοχείο, χωρητικότητος 600
κόσμος, ο τόπος, ο : αλλάργος κόσμος μακρυνός τόπος περίπου γραμμαρίων, που το μεταχείροζοντο σαν ποτήρι
κοτζιπίδα, η σκώρος, ο κούντουρα κοντά
κοτζίπιδας, ο σκώρος, ο κουντούρα, η 1) είδος των σανταλιών (γυναικίο χωριάτικο
κοτσίμπιδας, ο σκώρος, ο υπόδημα), 2) αχλάδι (είδος), 3) κόκκινο κρασί (είδος)
κοτσιπίδα, η σκώρος, ο κουντουράδικο, το τσαγκαράδικο, υποδηματοποιείο
κοτσιπίδας, ο σκώρος, ο κουντουράς, ο τσαγκάρης, παπουτσής
κουβεδιάζω κουβεντιάζω κουράδι, το κοπάδι, ποίμνιο
κούδαρας, ο οικοδόμος, κτίστης κουραϊμένος κουρασμένος
κουδαρίτικα, τα αργκό των οικοδόμων κουργιαλά πολύ μαύρα
κουζουλαίνομαι τρελαίνομαι κουρκουνώ χτυπώ επανειλημμένα και δυνατά κάτι, κυρίως
κουζουλλός τρελλός την πόρτα του σπιτιού για να μου ανοίξουν
κουζουλός τρέλλος κουρκούτα, η χελώνη, η
κουκίζω επιπάσσω κουρκούτσα, η χελώνη, η
κούκλης, ο (κούκληδες) κοκόρι, το κουρμούλα, η φυτό της αμπέλιας
κουκοσάλια, η χάλαζα, η κούρμουλο, το κοντάκιον του όπλου
κουκουβίζω κάθομαι ανακούρκουδα κούρμπα, η στροφή δρόμου
κουκουλίτης, ο είδος μανιταριού κούρτα, η μάνδρα των προβάτων
κουκούτσα, η χέλωνη, η κουτάλα, η ωμοπλάτη, η
κουλούκι, το σκυλί, το κουτόχορτο, το χόρτο εξετίας οποίου γίνεται κουτός κανείς :
κουλούκι, το σκυλλάκι, το δεν βόσκω κουτόχορτο δεν είμαι χαζός
κουλούρα, η : τση γιαγιάς μου η κουλούρα, του παπού μου κουτσανυχίδια, τα κομμάτια νυχιών που κόπηκαν
η κουλούρα το ουράνιον τόξον κουτσανυχίζω κόβω τα νύχια μου
κουτσο- μισο-, λίγο, όχι καλά, όχι πλήρως κρεμαστός ψηλός : ο Βασίλη μας είναι πλια κρεμαστός ο
κουτσοκαμώ, ε μισοκλείνω τα μάτια, δεν τα κλείνω τα μάτια Βασίλης, ο αδελφός μου, είναι πιο ψηλός, τα κρεμαστά χώρια τα
εντελώς, τα μισοκλείνω : κουτσοκαμεί ο κάτης μισοκλείνει τα ορεινά χωριά, σε μεγάλο υψόμετρο, «Χαμηλά φόρτωνε και
μάτια του ο γάτος κρεμαστά τραγούδειε» (το λαϊκό γνωμικό)
κουτσοπατώ, ε δεν πατάω καλά, δεν στηρίζομαι καλά : κρέματα, τα χρήματα, τα
κουτσοπατεί το τραπέζι δεν πατάει καλά το τραπέζι, δεν κρεσιμέντο, το ιταλ. αύξηση
στηρίζεται καλά το τραπέζι κρέστα, η λειρί, το
κουτσούνα, η κούκλα, η κρητήρια, τα βασανιστήρια, βάσανοι, μαρτύρια
κουτσουναρίζω τρέχω (νερό, υγρό) όπως η κουτσουνάρα, κριάς, το (-τα) κρέας, το
υδροροή : ολημέριως τση μέρας ήσκαφτα κι εκουτσουνάριζε η κριγιός, ο κριάρι, κριός
κεφαλή μου τον ίδρο όλοκλήρη την ημέρα έσκαβα και έτρεχε το κρίμα, το αμάρτημα, το
κεφάλι μου τον ιδρώτα κρίμας κρίμα
κουτσουνικά, τα κουκλόπανα, τα κρισάδες, οι διαπραγματεύσεις, οι : κόβγουνε κρισάδες
κούφος, το στήθος, θώρακας διεξάγουν διαπραγματεύσεις
κοφενίδα, η είδος κυψέλης μελισσών κρίση, η = γκρίση, η
κοφενίδι, το είδος κυψέλης μελισσών κρισολογία, η = γκρισολογία, η
κόχη, η τσάκιση του παντελονιού κρίστα, η λειρί, το (είναι στην άκρη τση κεφαλής, είναι άκρη-
κόω κόβω, κόπτω άκρη – ακρίστα-κρίστα)
κράτει κράτα (προστακτική) κρίστρα, η λειρί, το
κράτηξε κράτα, κράτησε : κράτηξε μου αύριο τα κοπέλλια, κρομμύδι, το κρεμμύδι, το
γιατί δα πάω στου γιατρού κρούβγομαι κρύβομαι : στο ξένο χωράφι ήμπηκες, φύε ή
κρατίζω κρατάω κρούψου να μη σε δούνε στο ξένο χωράφι μπήκες, φύγε ή
κρατώ 1) φέρνω : του κρατούσε ένα τυρί απ΄το χωργό κρύψου να μη σε δούνε
τούφερε ένα τυρί απ΄το χωριό 2) είμαι παντρεμένος : κρατώ την κρούβγω κρύβω
δείνα είμαι παντρεμένος με την δείνα, ο φίλος μου τηνε κρατεί κρυατσάρης, ο ριγηλός, ο
ο φίλος μου είναι παντρεμένος με αυτήν 3) απροσ. με κρατεί κάτι κρυγαίνω είμαι κρύος
έχω νόσον, πάσχω από, υροφέρω από : ένας σύναχος παράξενος κρυγιαδώνομαι αρπάζω κρυολόγημα : γιάντα βήχεις;
με κρατεί πάσχω απ΄ένα συνάχι παράξενο, ρευματισμοί τηνε εκρυγιαδώθηκες; γιατί βήχεις; κρύωσες;
κρατούνε την κακομοίρα πάσχει από ρευματισμούς η καημένη κρυγιός, ο κριάρι, κριός
κρεάτου, του κρέατος, του κρυγιότη, η κρύο, το
κρεμαστά ψηλά κρύος, το κρύο, το
κρεμαστάδα, η το ψηλό μέρος κύλιντρας, ο κοντόχοντρος άνθρωπος
κυνηγάρης, ο, κυνηγαρά, η κυνηγός, ο , η λε λέει : «Δεν είπα ποτές μου ψόματα και δε θα πω. Λε: και
κυνηώ κυνηγώ το καυκάσαι; Λε: το καυκούμαι. Λε: να σε δούμε θέλει. Λε:
κύρης, ο πατέρας, ο καλά.» «Δεν είπα ποτέ μου ψέματα και δε θα πω. Λέει: και το
κωλισαύρα, η σαύρα, η έχεις για το καύχημα; Λέει: τόχω. Λέει: θα σε δούμε. Λέει: καλά.»
κωλιτσάφρα, η σαύρα, η «Ερωτήξανε τσι Τούρκους πώς το λέτε το ζεστό ψωμί; Λε:
κωντώ άραγε; σετζάκ. Λε: κι απής κρυώσει; Λε: Ντα αφηνομέντο;» «Ρωτήσανε
τους Τούρκους πώς λένε το ζεστό ψωμίκαι τους εόπανε «σετζάκ».
Κι άμα κρυώσει; Μήπως τ΄αφήνουμε να κρυώσει;»
Λ λέεις λες
λα ήθελα : Εγώ ΄λα πάω στην εκκλησά, μα δεν εμπόρου. λειτουργώ, α λειτουργώ, ε
Εγώ θα πήγα στην εκκλησία, αλλά δεν μπορούσα. λειτρουγώ λειτουργώ (λέγεται μόνο για εκκλησία)
λαβαίνω τρελλαίνομαι λειωϊμένος λειωσμένος
λαβέτζι, το καζάνι, λέβητας λεκανίδα, η λεκάνη, η
λαγωνάρης, ο, λαγωναρά, η λαγός, ο, λαγουδίνα, η λεμπίδα, η αδιάβροχο χώμα με το οποίο σκέπαζαν τις στεγές
λαδέ, η δυτ.κρητ. = λαδιά των σπιτιών
λαδέα, η δυτ.κρητ. = λαδιά λέργα, τα λέρα, η
λαδιά, η οσμή ελαίου, λαδίλα : βγάνει μια λαδίλα αναδίδει λέρι, το κουδούνι, το (για το ζώο)
οσμήν ελαίου, μυρίζει λαδίλα(ς) λεσκώνω παγιδεύομαι κάπου και δεν μπορώ να πάω ούτε
λαλά, η μάμμη, η μπροστά ούτε πίσω
λαλές, ο παπαρούνα, η λεφτομέρεια, η λεπτομέρεια, η
λάλη, η μάμμη, η λεφτός λεπτός
λαλιώ οδηγώ λέω λέγω
λάμπασμα, το καλλικάντζαρος, ο λεωμένος : μού΄χε λεωμένα μού΄χε πει
λανσάρω λανθάνω ληόκλαδο, το ελαιόκλαδο, το
λαντουρίζω χύνω, βρέχω ληόκλαδο, το ελαιόκλαδο, το
λαός, το λαός, ο λιάδι, το λάδι, το
λαφάσσω λαχανιάζω λιβανέα, η μυρωδιά λιβανιού
λαχανιούμαι πνευστιώ, α λιγαίνω ελαττώνομαι
λαχθιά, η κλωτσιά, η λιγεύω λιγαίνω
λαχταρίζω λαχταρώ λιγοψυχιά, η βιασύνη, έλλειψη υπομονής
λαχτέ, η κλωτσιά, η λιγόψυχος ανυπόμονος
λάψω λάμψω λίλερη, η κατσιβέλα, η
λίνερη, η κατσιβέλα, η λούτα, η γουρούνι, το
λιξάρης, ο λιχούδης, λιχουδιάρης, ο αγαπών τα λιχουδιές, λούτζα, η = λούζα, η
λιχνεύματα λουφάσσω λουφάζω
λιξεύω λιχουδιάζω λουχτούκισμα, το κλάμα, το
λίξης, ο = λιξάρης, ο λουχτουκιώ κλαίω, κλαίω λυγμούς
λιόγος, ο λόγος, ο λούω λούζω
λιοντάρζα, τα λιοντάρια, τα λόχη, η 1) φλόγα, 2) δυνατή ζέστη
λιούνω = λούνω λυκοκάωτζαρος, ο καλλικάντζαρος, ο
λιούρατζης, ο λυρατζής, λυράρης λυσσιάζω λυσσάω
λίπα, η φλαμουριά, φιλύρα λυσσιώ λυσσάω
λιπιά, η = λίπα, η λυσσιώ (ελύσσιαξα) λυσσιάζω
λίτη, η = συζήτηση, η λύχνος, ο λυχνάρι, το
λογάρι, το θησαυρός, ο λυώ λύνω, λυώνω : ανέ λύσανε αν λυθήκανε, στου
λογαριαϊμός, ο λογαριασμός ψηλορείτη το βουνό ποτέ δε λει το χιόνι
λογάτε λοιπόν, συνεπώς, επομένως, ώστε λώ λέω : πού το λέει; από πού ακούγεται; «Κι΄ύστερα του
λογιώ ντω λογιώ = λογιώ-λογιώ κάμω κι΄εγώ, λω: ν΄ανοίξεις θες να μπω; Λε: αργά ΄ναι, μα να
λογιώ-λογιώ λογιών-λογιών σ΄ανοίξω.» «Κι΄ύστερα του κάνω και΄γώ: θα΄νοίξεις να μπω; Είναι
λοής : είντα λοής τίνι τρόπω, μιας λοής ομοιόμορφα, άλλης αργά, μου λέει, αλλά να σ΄ανοίξω.»
λοής ανομοιόρφα
λοιπός λοιπόν, επομένως : το λοιπός λοιπόν
λοϊσμός, ο σκέψη, η
Μ
λόος, ο λόγος, ο μα μάνα
λοτζέτα, η εξώστης της χωρικής οικίας μαγάρι μακάρι
λούγω λούζω μαγατζί, το μαγαζί, το : ο πατέρας μου έκαμε μαγατζί στο
λούζα, η 1) χοιρινό λουκάνικο, 2) ξάνοιγμα Ηράκλειο ο πατέρας μου είχε μαγατζί στο Ηράκλειο
λουϊμένος λουσμένος μαγειρειό, το κουζίνα, η : το μαγειρειό μου δίδει στην αυλή
λούμακας, ο λεβέντης, καλό παλλικάρι η κουζίνα μου έχει θέα, κυττάζει προς την αυλήν
λούνου λούζω μαγλινός λείος
λούνω λούζω μαδάρα, η γυμνό βουνό
λουρί, το : το λουρί τση Παναγίας, το λουρί του Χριστού το μαδάρε : στσι μαδάρε στις μαδάρες
ουράνιον τόξον μαζώνομαι μονομεριώ
λουρίδι, το : του νότος το λουρίδι το ουράνιον τόξον μαθητάδες, οι μαθητές, οι
μάθια, τα μάτια, τα μάσε μας
μάθος, το μάθηση, γνώση μασελά τουρκ. να μη βασκαθείς!
μακινάρω κατεργάζομαι μηχανικά μασιά, η τουρκ. πυράγρα, η
μακρά μακριά μασιώ μασώ, μασάω
μακροσκελίζω ανοίγω φαρδιά τα πόδια μασκαρέομαι περιπαίζω
μαλάσσω ανακατεύω για να κάνω μίγμα μασκαρεύγομαι περιπαίζω
μαλιά, η καυγάς, φιλονοικία, τσακωμός μασκαρεύομαι περιπαίζω
μάλιστας μάλιστα μασουρίζω τυλίσσω το νήμα στα μασούρια
μαλλινίζω δαγκώνω (πρόκειται για τα μεταξωτά ρούχα) ματζαδούρα, η φάτνη, η
μανάρα, η = μανάρι, το ματζιπέτι, το άκρον του δώματος της χωρικής οικίας
μανάρι, το τσεκούρι, το μαχαιρά, η μαχαιριά
μαναρόλια, τα είδος οσπρίων, μπιζέλια μαχαίργα, τα μαχαίρια
μαναστήρι, το μοναστήρι, το μαχιά, η μασιά, πυράγρα
μανίζω θυμώνω μαχιαλά τουρκ. μασαλά, να μη βασκαθείς
μανίτης, ο μανιτάρι, το μαχώνω στρυμώχνω, στρυμώνω
Μανολιός, ο Μανόλης, ο : «Άλλαξε ο Μανολιός κι΄έβαλε τα μεγάλα δυνατά, μεγαλοφώνως : μεγάλα να τα φωνάζεις να
ρούχ΄αλλιώς.» τα λες δυνατά
μάντακας, ο τσιμπούρι, το μεγαλόφυλος εύσωμος, σωματώδης
μαντανεύω 1) ειδοποιώ, αναφέρω, 2) ανακαλύπτω μεγαλόφυλος μεγαλόσωμος
μαξούλι, το σοδειά, η μειλίγματα, τα προσφορές στα πνεύματα
μαξούλι, το τουρκ. προϊόν, το μεϊντάνι, το 1) πλατεία, η, 2) ο ανοιχτός επίπεδος τόπος
μαξουλούδικο πρόβατο πολύ παχύ, εύσαρκο μελανόμαυρος πολύ μαύρος
μαργωτήρα, η χιονίστρα, η μελαχχονία, η μελαγχολία, η
μαργωτίδα, η χιονίστρα, η μελαχχονώ μελαγχολώ
μαργωτίλα, η χιονίστρα, η μελιγκούνι, το μυρμήγκι, το
μαρέντα, η απογευματινό φαγητό και κατ΄επέκταση ώρα που μελίτακας, ο μυρμήγκι, το (μίλια τάγματα – μιλεούνια)
παίρνουν το απογευματινό τους μεναχχολία, η μελαγχολία, η
μαρμάρωμα, το απολίθωμα, το μεναχχολώ μελαγχολώ
μαρμαρώνω απολιθώνω μέντε, τα νους, ο : τα μέντε σου το νου σου, προσοχή
μάρωπο, το θηλυκό αρνί τρίων μηνών μερά, η μεριά
μασα, η τουρκ. πυράγρα, η
μασαλά τουρκ. να μη βασκαθείς!
μετά πριν : εκείνο που σού΄πα μετά το έκαμες; τόκανες μιλώ, ε μιλάω : Όταν ο χωρικός λέει προς άλλους, και δη προς
αυτό που σου είπα πριν; μετά μου είπες ότι θα-ν-΄εφυγε μου είπες σεβαστά πρόσωπα, την προστακτικήν «σώπα, σωπάτε» ως εισαγωγήν
προηγουμένως ότι θάφυγε (ότι θα έχει φύγει) τρόπον τινά των λόγων του , την συνοδεύει με την ευχετικήν φράσιν
μεταγυαέρνω ξαναγυρίζω «και καλά νά ΄στε να μιλείτε»: – Σωπάτ, ατζνόμου, – και καλά νά
μεταξεσύρνω ξεσύρνω ξανά στε να μιλείτε – μα..., το μίλησε το αποφάσισε
μεταξοφάδιαστος αυτός που έχει υφανθεί με μεταξωτό υφάδι μισεύγουσι φεύγουν
μεταπατώ ξαναπατώ μισό, το : ήτανε το μισό πολύ του και το μισό θα του ήταν
μετασάλεμα, το μετακίνηση, η πολύ (αρκετό), έφαε ξύλο σήμερο που ήτονε το μισό πολύ το
μετασαλεύω μετακινώ μέρα, η : την άλλη μέρα αύριο, καμμιά φορά (επί αορίστου
μετασύρνω ξανατραβώ χρόνου εν τω μέλλοντι)
μετζάστρα : σηκώνω τη σημαία μετζάστρα χαμηλώνω τη μέρα, η : την άλλη μέρα μελλοντικά, στο μέλλον
σημαία μερδικοί, ες, α μερικοί, ες, α
μετριότη, η μετριότητα, η μερκοί, ες, α μερικοί, ες, α
μέτρος, το μέτρο, το μεροκαμαθιάρης, ο μεροκαματ(ι)άρης, ο
μετωρίζομαι αστειεύομαι, κάνω πλάκα μερώνω ηρεμώ, ησυχάζω
μέτωρο, το πλάκα, η μεσόστρατα σε μισό δρόμο
μεχέγκι, το η λυδία λίθος, ασημόπετρα μετα- ξανα-
μηλιά, η το ουράνιον τόξον έφαγε ξύλο σήμερα που και το μισό θα του ήταν πολύ
μηλοπεπόνι, το πεπόνι, το μισσεύγω φεύγω
μήμπα μήπως μιστό, το ελεημοσύνη, η
μήμπας μήπως μιστό, το ελεημοσύνη, η
μηνιάτης, ο υπάλληλος που πληρώνεται με το μήνα, που μιτσός μικρός
παίρνει «μηνιάτικο», αντίθετο του «μεροκαματιάρης» μιτσότα, τα παιδικά ηλικία, η
μητάτο, το χωριάτικο τυροκομείο μνημάτου, του μνήματος, του
μια ντση μιας μια και μοναδική φορά που μνόγω ορκίζομαι
μιαρό, το ζώο, το μοίρα, η : «Η μοίρα κι΄ ήτονε ΄κειά ο ΄νωματάρχης απού τσι
μιαρό, το ζώο, το Μοίρες και τονε γλήτωσε η χαρά ντου ΄δα να παίζει με κειονά
μιζερώνομαι γίνομαι ανάπηρος το παπί.» «Κάποιον που γλύστρησε και παρ΄ολίγον να σκοτωθεί
μιζερώνω κάνω κάποιον ανάπηρο και να τον γλυτώσει ήτανε πια η χαρά του να παίζει μ΄εκείνο το
μικιός μικρός παπάκι.» ήτονε τση μοίρας του να βρεθεί εκειά ο... ήτανε
μιλιώ ομιλώ γραμμένο να βρεθεί εκεί ο... , «ο τάδες – άδικο να βρει τη μοίρα
ντου τ΄αναστεναμένου», η μαύρη μου η μοίρα η αμαρτωλότητά
μου, η μοίρα και ευτυχώς, Ήπεσα απού το γάϊδαρο, μα η μοίρα μούγκρος, το μούγκρισμα, το
και δεν εβάρυκα. Έπεσα από το γάίδαρο, αλλά ευτυχώς δε μουδέ ούτε : μουδέ να μη κλέψεις ούτε να κλέψεις, μούδε δε
βάρυνα. πιστεύω πως ούτε να πιστεύω ότι, «Μουδέ γλυκύς και φάσι σε,
μοιρολογάμαι μοιρολογάω πρικύς και ρίξουσί σε.» (Παροιμία.)
μολέρνω 1) φεύγω, εγκαταλείπω βιαστικά, 2) αφήνω να φύγει μουζούρι, το παλιά μονάδα χωριτηκότητος
κάτι : εμόλαρε ο Κοκόλης από το γκαφενέ, γιατί δεν τντού΄ρεσε η μουθουνητό, το ρουθούνισμα, το
κουβέντα, μόλαρε παιδί μου το νερό απού τη στέρνα να ποτίσουμε μουκαλιτζίκι, το αγενής πλάκα, αχρειολογία
το γκήπο, «Μανόλαρε, Μανόλαρε, πήρ΄ο βορριάς και μόλαρε.» μουκαλίτης, ο 1) γελωτοποιός, καραγκιόζης, 2) ο βωμολοχών,
μοναργανιτίς μέσα σε μια νύχτα μόνο αισχρολογών, αχρειολογών άνθρωπος
μονημερίς μέσα σε μια μέρα μόνο μουντέρνω ορμώ
μονιταρίζω 1) ενοποιώ, συνενώνω, 2) συνενώνομαι μούρη, η πρόσωπο, μούτρο : μα ευτή έει μια μούρη σα ντου
μονιτάρου 1) εντελώς, 2) αμέσως χοίρου – με συχώρεση αλλά αυτή έχει ένα πρόσωπο σαν του
μονόθυρα, η είδος ύφανσης (μια κλωστή σε κάθε τρύπα του γουρουνιού – να με συγχωρέσει
χτενιού) μουρνέ, η μουριά, η
μονοκαταπιωμαθιά με μια μπουκιά : έκαμέ ντο μούρτζινος βαθυκόκκινος
μονοκαταπιωμαθιά τόκανε μια μπουκιά μουσκαρεύω κάνω νλαζια, καμώματα
μονομεριάζω συγκεντρώνω : να σάσε μονομεριάσω να σας μουσκάρι, το μοσχάρι, το
συγκεντρώσω μουσλούκι, το = μουσουλούκι, το
μόνο-μόνο, το παραμικρό, το : με το μόνο-μόνο με το μουσουλούκι, το βρύση, κρουνός
παραμικρό, θυμώνει με το μόνο-μόνο θυμώνει με το παραμικρό μουστακαράς, ο αυτός που έχει μεγάλο ή παχύ μουστάκι,
μονόπαντα σε μια μεριά μουστακαλής
μονοπαντίζω 1) βάζω μαζί στην ίδια μεριά, 2) συγκεντρώνω μουστέλα, η κουνάβι, ικτίς, ατσίδι
στο ίδιο μέρος μουτουπάκι, το μαγειρείον της χωρικής οικίας
μονοσκοίνι γρήγορα μουφλοσεύγω χρεωκοπώ
μορμολύκειο, το 1) φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας (με οποίο μουφλοσεύω = μουφλοσεύγω
φοβίζουν, τρομάζουν τα πιαδιά), 2) φόβητρο (πρόκειται για το γέρο μουφλοσέω = μουφλοσεύγω
άνθρωπο) μουφλουζεύω = μουφλοσεύγω
μονοχρονίς μέσα σε ένα μήνα μόνο μουφλούζης, ο χρεωκόπος, ο
μοντέρνω ορμώ μουχλιαϊμένος μουχλασμένος
μος και μόλις μουχτερό, το 1) γαϊδούρι, 2) γουρούνι
μότο μόνο, μονάχα μπα (να) μήπως, μήπως και : Μπα να πας αύριο στο
μουάρι, το μουλάρι Ηράκλειο; Μήπως να πας αύριο στο Ηράκλειο;
μπα να μήπως και : να πάω θέλει αύριο στο γιαλό μπα να μπερδεύω μπερδεύομαι : εμπέρδευεν η δουλειά
βρω ψάρι μπερδευόταν η δουλειά
μπαδιέρα, η ιταλ. σημαία, η μπεσελίκι, το τουρκ. πεντάρι
μπαϊμένος μπασμένος μπέτης, ο στήθος, το
μπαινάμικος αξιέπαινος μπήμπασης, ο τουρκ. χιλίαρχος
μπαΐρι, το απότομη κατωφέρεια μπιτίζω τουρκ. τελειώνει
μπακαλούμου άραγε μπλάβο το μπλε χρώμα
μπακαλούμου μη με νευριάζεις μπλιό πιά, πλέον : «Από την περιφάνεια απού ΄χε σηκωμένη
μπάκιασμα, το υπήνεμον μέρος ήλεγε πως δεν είναι μπλιό θεός στην οικουμένη.»
μπακίρι, το τουρκ. χαλκός μπογιάδες, οι κραγιόνια, τα
μπαλλοθιά, η πυροβολισμός, ο μπογιουκλής, ο τουρκ. μουστακαλής, ο
μπαμπιόλι, το ο ποιμενικός αυλός μπόλια, η είδος ύφανσης ή και το πανί που έχει υφανθεί
μπαντανάς, ο άσπρισμα, ασβεστόχριση κατ’αυτό τον τρόπο
μπαντίζω βολεύω : δε μου μπαντίζει δε με βολεύει μποντικός, ο ποντίκι, το
μπάρε τουλάχιστον μπορεσάμενος πιθανός : αν ήτανε μπορεσάμενο αν ήτανε
μπαρέμου τουλάχιστον δυνατόν
μπάρεμου τουλάχιστον μποσκάδα, η δυτ.κρητ. ενέδρα, η
μπαρτό, το παλτό, το μποτίλια, τα μπουκάλα, τα
μπαρτός, ο παλτό, το μποτόνι, το ιταλ. κουμπί και κατ΄επέκταση χάντρα, μετάλλιο
μπάσης τουρκ. μέγας : μπάσης κλέφτης μέγας κλέφτης, περιδεραίου
αρχικλέφτης μπουδαλάς, ο κουτός, χαζός, μαλάκας
μπασοιυστουνέ τουρκ. εις τας διαταγάς σας μπουζουνέρα, η τσέπη, η
μπάταρε το πιθανόν μπούκα, η στόμα, το
μπαφίλος, ο κάλυκας, ο μπουλίτσα, η ιταλ. αστυνομία, η
μπεγίρι, το τουρκ. άλογο, το μπουμπουρίζω αναποδογυρίζω
μπεδένι, το τουρκ. τείχος, ο μπουνταλάς, ο κουτός, χαζός, μαλάκας
μπειράζομαι : μη μπειράζεσαι απάντηση σε «ευχαριστώ» μπουρδαλάς, ο κουτός, χαζός, μαλάκας
μπελλί τουρκ. φανερό, σίγουρο : μπελλί είναι είναι φανερό, μπουρνταλάς, ο κουτός, χαζός, μαλάκας
είναι σίγουρο, μπελλί΄ναι πως δα κινήσει να βρέχει είναι φανερό μπουτίζω καταβρέχω με το στόμα
ότι θα κινήσει να βρέχει μπόχικος μπόσικος
μπεντένι, το τουρκ. τείχος, ο μπραβείο, το βραβείο, το
μπέρδεξα μπερδεύτηκα μπράβος μπράβο
μπραγός, ο δίδυμος, ο ναιώνιο, το (πληθ. Ναιώνιη, τα) μεγάλο πλήθος : «πίσσα
μπρε βρε: «Εξεάθηκε, μπρε, ο κουζουλός στα γέια πως ναιώνια» κάτι έχει λίαω μελανόν χρώμα, είναι ναιώνιη αχλάδα
εσκότωσα το μιαούακα.» είναι όλο αχλαδιές
μπρισίμι, το τουρκ. μεταξωτόν νήμα νάκαρα, τα σωματική δύναμις, αντοχή
μπρόκα, η πρόκα, η νάκλι, το ιστορία, διήγηση, αφήγηση : να σάσε κάμω το
μπροκαλάκι, το καρφάκι, το νάκλι (την ιστορία) να σας διηγηθώ, να σας πω την ιστορία,
μπροκάλι, το καρφί, το μού΄καμε το νάκλι πώς γνωριστήκαμε μου διηγήθηκε το πώς
μπροκώνω καρφώνω γνωριστήκαμε
μπροσκάδα, η ενέδρα, η (το σωστό ήτονε «προσκάθα» : τάξε ναλώ λαλώ
πάω πρώτα και καθίζω και σ΄ανημένω) νάτε το νάτο, (ι)δέστε το : νάτε το το μωρό! νάτο το μωρό!
μπρόσκαιρο προχείρως, πρόχειρα νάτσαφτα (να τσ΄άφτα) να τις άναβα
μυαλός, ο μυαλό, το νάχε αν : νάχε μπάει αν πήγαινε
μυγιόγγιχτος μυγιάγγιχτος, μυγάγγιχτος νάω (να έω) να έχω
μύος, ο μύλος νεραϊδάρης, ο κομπογιαννίτης (που δουλεύει με την φθορά)
μυρίζομαι μυρίζω, νιώθω : το μυρίστηκα κι΄εγώ κι΄ακούω νεραϊδοπαίρνω μαγεύω, γοητεύω (πρόκειται για την νεράϊδα)
ακόμη τη μυρωδιά το μύρισα και΄γώ και αισθάνομαι ακόμα τη νεραϊδόπαρμα, το μάγεμα, φθορά, γοήτεμα (των νεραϊδών)
μυρωδιά του, να μυριστούμε λίγη Κρήτη να αισθανθούμε λίγο νερατζιά, η το ουράνιον τόξον
κρητική ατμόσφαιρα νερουλιάρικα, τα Οι ποιμένες προφέρουν το «λ»μιμούμενα τους
Σφακιανούς και Ανωγειανούς. Οι μη προφέροντες ούτω περίοικοι
σκώπτοντες την τοιαύτην προφοράν αποκαλούν ταύτην «τα
Ν νερουλιάρικα»και λένε «΄Ητονε μαζί μου ένα από του Φρε κι
να πα να : Να πα γράψεις ένα γράμμα τ΄αδερφού σου, να εμίλειε ντα νερουλιάρικα.»
δούμε είνται κάμει. Να γράψεις ένα γράμμα στον αδελφό σου, να νεσοκομείο, το νοσοκομείο, το
δούμε τι κάνει. νεφρά, τα πλάτη, η : Γροικώ ένα μπόνο στα νεφρά. Νιώθω
να πα να να : Να πα να δεις αν έχει χαρτί στο συρτάρι. Να ένα πόνο στην πλάτη.
δεις αν έχει χαρτί στο συρτάρι. νεφροί, οι νεφρά, τα
να πάει μέχρι : από ΄παέ να πάει κάτω από εδώ μέχρι κάτω νια να : δεν είμαι ικανόϊ νια το κάμω δεν είμαι ικανός να το
νά΄χεν να : νά΄χεν είχαμε να είχαμε κάνω
νάε να δες, να κοίτα νιερό, το νερό
ναίσκε ναι νιμμένος : είναι νιμμένη έχει νιφτεί
ναίσκες ναι νινοξέρεσμα, το νευροκαβαλίκευμα, το
νινοσάλεμα, το νευροκαβαλίκευμα, το
νινοστρίφωμα, το νευροκαβαλίκευμα, το ντεόγγος = ντελόγγος
νινοτάραμα, το νευροκαβαλίκευμα, το ντζάϊ, το τσάϊ, το : ένα ντζάϊ καλά ζεστό μού ΄κάμε κάνε
Νιόμπρης, ο Νοέμβριος, ο (νέα ομπρά, καινούριες βροχές) μου ένα τσάϊ πολύ ζεστό
νιότα, τα νιάτα, τα ντζη της
νιούς (από γεις) ενός (από ένας) ντζηρίτη, η τρέξιμο, το
νιούτσικος νέος, νεαρός ντζηριτώ τρέχω
Νοέμπρης, ο Νοέμβρης, ο ντζης της
νοιάζει : δε με νοιάζει 1) μου είναι αδιάφορο, 2) έχω γούστο ντζι τις, τους
να : δε με νοιάζει νάρθω και΄γώ μου είναι αδιάφορο νάρθω ντζοι τις, τους
και΄γω, δε σε νοιάζει να το κάμεις σαν και προχτές έχει γούστο ντίμπις τουρκ. καθόλου
ναν το κάνεις όπως προχτές ντιντέρνω περνώ απέναντι (συντάσσεται με Αιτιατική ή με από
νοικοκυρομεταχειρισμένο, το σπίτι, το Αιτιατική) : εντίντηρα το μποταμό (= απ΄το μποταμό) και
νομάτοι, οι νοματαίοι, οι εβρέθηκα στην άλλη μπάντα πέρασα απέναντι από τον ποταμό
ντα μα και βράθηκα στην άλλη μπάντα, έβγα στη νησίδα τσ΄
νταμερντζάνα, η νταμετζάνα, νταμιτζάνα «Αλεξάνδρας» να ντιντήρουμε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού
νταμερτζάνα, η νταμετζάνα, νταμιτζάνα έβγα στη νησίδα της «Αλεξάνδρας» να πέρασουμε το γήπεδο του
νταμιρντζάνα, η νταμετζάνα, νταμιτζάνα Παναθηναϊκού
νταμιρτζάνα, η νταμετζάνα, νταμιτζάνα ντιντινίζω επισ.μεταφορ. γεμίζω κρότο, θόρυβο : ντιντινίζει η
νταμώνω ανταμώνω αυλή απού τσοι τσιτσίρους γεμίζει θόρυβο η αυλή από τους
νταμώνω συναντώ τσιτσίρους, εντιντίνισε η μέση μου απού το μπόνο
ντανάς, ο τουρκ. ταύρος, ο ντο = είντα
νταούλι, το τουρκ. τύμπανο, τναβούλι ντογρού τουρκ. 1) κατευθείαν, 2) αμέσως : τράβηξα ντογρού
ντασέρνω αρχίζω για σπίτι πήγα κατευθείαν σπίτι μου
ντάφκος, ο χάσμα της γης, στενή χαράδρα ντογρουτζάς, ο άγνωστη καταγωγή, αλλά υποθετικώς ο δρόμος
ντελικαλής, ο τουρκ. νεανίας, ο (κατά λέξι «αυτός που έχει που πάει κατευθείαν σπίτι κάποιου
τρελλό αίμα», ελληνιστί «βράζει το αίμα του») ντουκιάνι, το τουρκ. μαγαζί, κατάστημα
ντελικανής, ο τουρκ. = ντελικαλής, ο ντουσουμάνης, ο τουρκ. εχθρός
ντελόγγος αμέσως ντουσουντίζω τουρκ. σκέπτομαι
ντελόγκος ιταλ. αμέσως, γρήγορα, πάραυτα ντουχιουντίζω = ντουσουτνίζω
ντελόγο ιταλ. αμέσως, γρήγορα, πάραυτα ντουχοιυμάνης, ο = ντουσουμάνης, ο
ντέμπλα, η ράβδος για τα ελαιόδενδρα ντρακέρνω επισ.μεταφορ. ξεκινάω, αρχίζω : εντράκαρε την
ντεμπλίζω ραβδίζω δουλιεά άρχισε την δουλειά, άρχισε να εργάζεται, εντράκαρε να
βρέχει άρχισε να βρέχει, είδε με και μ΄εντράκαρε με είδε και με ξαμώνω προεξέχω, σημαδεύω, σκοπεύω : Ακλούθα μου στσοι
άρχισε, μου τάψαλλε, εντρακάραμε τσ΄ελιές σήμερο αρχίσαμε το πέρδικες να μάθεις να ξαμώνεις, γιατί ΄σαι ακόμη ατζαμής και
μάζεμα των ελιών σήμερα πράμα δε σκοτώνεις.
ντρασέρνω αρχίζω ξανεγκασάς = ξερανεγκασάς
ντρέτα ίσια, κατευθείαν ξανοίγω κοιτάζω : για ξάνοιξε να δεις αν ήκαμε η πουλάδα
ντρουβάς, ο ντορβάς, ο τ΄αυγό
ντση της ξαπλοσκιά, η φραγκοσυκιά, η
ντσης της ξαργιότου επίτηδες
ντσι τις, τους ξαργιότου επίτηδες
ντσοι τις, τους ξαργιώ τεμπελιάζω
ντυχατέρα, η κόρη, η ξαργότου επίτηδες
ντωνε τους ξαργουτού επίτηδες
ντως τους ξατγίτου επίτηδες
νυματερό, το αιχμηρό (για παρακίνηση), βουκέντρι ξάφτω 1) ανάβω, συνδαυλίζω, 2) αναφλέγομαι
νώμος, ο ώμος, ο ξεβαριέμαι κατασκοτώνομαι : ξεβαρέθηκα να
κατασκοτώθηκα να
ξεβγάνω ξεκάνω
Ξ ξεγαλίζω αφαιρώ με άλλο παιδί το περισσευούμενο γάλα μιας
ξα ανατολ.κρητ. : ξα σου κάνε όπως καταλαβαίνεις, ξα μου μητέρας
κάνω όπως καταλαβαίνω, εγώ σου το΄πα και ξια σου εγώ σου το ξεκουκούλωτος ξεσκούφωτος, χωρίς κάλυμμα τπυ κεφαλιού
είπα και κάνε όπως νομίζεις, αφού δε θέλουνε να ακούσουν, ξια ξεκουνιάζομαι μεθώ υπερβολικά
τωνε επειδή δε θέλουνε να ακούσουνε, να κάνουνε όπως ξεκουρνιάζομαι μεθώ υπερβολικά
καταλαβαίνουνε (νομίζουνε, ξέρουνε), «Όντε λιάζει παίρνε το ξεκουρουνιάζομαι μεθώ υπερβολικά
γαμπά σου κι΄όντε βρέχει ξα σου.» (Παροιμία.), «Αύριο δα πάμε ξεκουτουνιάζομαι μεθώ υπερβολικά
κλαδεύγουμε! – Ξα σας!» ξεκουτρουνιάζομαι μεθώ υπερβολικά
ξαγοράρης, ο επειδή «εξαγόραζε τις αμαρτίες» των ξεμιστεύγω ξεμιστεύω : «Θε μου, ξεμίστευγε, κακό να μην
εξομολογουμένων έωμενε, άλλο ζαράρι να μην έωμενε...»
ξαερίζω δροσίζομαι : επαέ κάθομαι στο ξαερινό και ξαερίζω ξεμπιμπικίζω τσιγκλάω
ξαερινάδα, η δροσιά, η ξενηστηκωσιά, η πρόγευμα
ξαερινό, το δροσιά, η ξενιθειά, η ξενιτειά, η
ξάζω αξίζω : δεν του ξάζου δεν τον αξίζω ξενομπασάρης, ο ξένος
ξακουϊμένος ξακουσμένος ξενομπασάρης, ο ξένος επισκέπτης, ο
ξενομπάτης, ο ξένος επισκέπτης, ο
ξέπαπας, ο αποσχηματισθείς ιερεύς
Ο
ξεπασπουδιώ μουλιάζω (μόνο για ανθρώπινα μέλη) : ήβαλα ο και τα δε = πάλι και δε
τσι χέρε μου πολληώρα στο νερό και εξεπασπουδιάσανε ο και ταδέ ειδεμή
ξεπατώνω ξεριζώνω, ξεφυτρώνω : ξεπατώσανε τσ΄ελιές ό,τι και μόλις
ξερίζωσαν τις ελιές ό,τι να όταν
ξερανεγκασάς με το ζόρι ό,τι νάναι άμα είναι
ξεσκουφίδιστος ξεσκούφωτος, χωρίς κάλυμμα τπυ κεφαλιού οβρή, η υγρά, η
ξεστεργά, η ξαστεριά, ξεστεριά : «Πότες θα κάμει ξεστεργά, οβριαϊμένη, η υγρά, η
πότες θα φλεβαρίση;» οβριαϊμένος οβριασμένος
ξετελεύγω αποπερατώνω, ολοκληρώνω ογλήγορα γρήγορα
ξετρουμισμένος αναστατωμένος, αλαφιασμένος, σε οζό, το ζώο, το
εγρήγορση όθε προς : οθέ΄παε προς τα ΄δώ
ξετσιλακώνομαι μεθώ υπερβολικά όθεν προς : όθεν εκειά προς τα εκεί
ξετυφλιάζομαι μεθώ υπερβολικά οθέπαε προς τα εδώ
ξεχωριστά ιδίως : ξεχωριστά εκείνες ιδίως εκείνες όι όχι
ξια δυτ.κρητ. = ξα όιδα όχι δα
ξόμπλι, το σχέδιο στο υφαντό οιδά = όιδα
ξορίζομαι εξορίζομαι, εκτοπίζομαι, απολαύνομαι οκνεύω τεμπελιάζω, δεμ είμαι στη διάθεση
ξορίζω εξορίζω, εκτοπίζω, απολαύνω οκνηρία, η τεμπελιά, η
ξουθιά, η νεράϊδα, η οκνιά, η τεμπελιά, η
ξύα, τα ξύλα οκνιάρης τεμπέλης
ξυπάζω, -ομαι ξαφνιάζω, -ομαι ολημέριως = ολομέριως
ξυπνητούργα, τα ξυπνητούρια, τα : «Καλά ξυπνητούργα και ολημερνίς καθ΄όλην την ημέραν
στο γάμο σου κουλούργα.» οληνύχτιως = ολονύχτιως
ξυπώ ξαφνιάζω ολιά, η δυτ.κρητ. : μια ολιά λίγο, ολίγον
ξυφαίνω τελειώνω την ύφανση ολιαμόναχος ολομόναχος
ξυφαντίκια, τα κεράσματα που προσφέρονται όταν ολιόγρος ολόγερος
ολοκληρωθεί η ύφανση αλλά και η ολοκήρωση της ύφανσης ολιόγυρα ολόγυρα
ξωτικιά, η νεράϊδα, η ολιόκληρος ολόκληρος
ολιόμαυρος ολόμαυρος
ολιομετάξωτος ολομετάξωτος
ολιότελας ολότελας όξω έξω : όξω και να εκτός εάν, μόνον άμα, θα το πιείς το
όλοι κι΄όλοι όλοι μαζί : να του βοηθήσωμε όλοι κι΄όλοι να γάλα; όξω και νά΄ναι κρύο (μόνον άμα είναι κρύο, αν είναι κρύο,
τον βοηθήσουμε όλοι μαζί ναι), όξω μόνο παρά μόνο
ολοκούφωτος αυτός που έχει δυνατή φωνή (επειδή έχει οπέρσις πέρσι, πέρυσις
μεγάλα πνεμόνια) όπου γειάς όπου νά΄ναι, από ατιγμή σε στιγμή
ολομέριως όλη την ήμερα, ολημερνίς : ολομέριως τση μέρας ορά, η ουρά, η
ολονύχτιως όλη τη νύχτα : ολονύχτιως τση νύχτας όρθα, η κόττα, η
ολότενα ολότελα όρθινα, η κόττα, η
ολοχρόνιως όλο τον χρόνο : ολοχρόνιως του ορνιθολόγος, ο αυτός που κλέβει κόττες
ολπίδα, η ελπίδα, η : σε τούτον είχε τσ΄ολπίδες του σ΄αυτόν ορνό, το ορεινό, το (Ορνό ονομάζεται και χωριό της επαρχίας
στηριζόταν Ιεραπέτρας)
ολπίζω ελπίζω ορπίδα, η ελπίδα, η
ομάδι μαζί : επήαμε ομάδι στο γκήπο πήγαμε μαζί στον ορπίζω ελπίζω
κήπο οσήμεραι σήμερα
όμπασης, ο τουρκ. δεκανέας, ο όσκε όχι
ομπρά, η βροχή, η όσκες όχι
ομπρός μπροστά : καυκάται ομπρός του κυρού του ότινος οποιανού, όποιου
περιφανεύεται μπροστά στον πατέρα του ουλημερνίς καθ΄όλην την ημέραν
ομπρόσκερα πρόχειρα ουρανοκόβγω : εκειά π΄ουρανοκόβγει εις το σημείον όπου
ομπρόσκερας πρόχειρα φαίνεται ότι ενούνται ο ουρανός με τη γην, εις την κορυφογραμμήν
όνατο, το γόνατο, το ουρνίθα, η κόττα, η
ονείρατα, τα όνειρα, τα οφέτος φέτος
ονταλίδικο, το σπίτι, το όφκαιρος μάταια, του κάκου, εις μάτην, ανώφελα
όντε = όντεν οφρός ψητός
οντέ = οντό οφτός οπτός, πάνω στα κάρβουνα ψημμένος
όντεν όταν, «Όντεν έουνε τα λάχανα, δεν έουνε το λάδι, κι οχάλο δεν πειράζει
όντεν έουνε το λάδι, δεν έουνε τα λάχανα.» οχάλος δεν πειράζει
όντιμως αλλά όχερη, η λαβή του αρότρου
οντό όταν : οντό είσ΄αμοναχός σου διάταζε τον απατό σου οχιάλλο δεν πειράζει
(Παροιμία που σημαίνει να πειθαρχείς τον εαυτό σου όταν είσαι οχιάλλος δεν πειράζει
μόνος σου, ώστε να μην δυσκολεύεσαι να τον πειθαρχήσεις, όταν οχιάλλως δεν πειράζει
είναι παρόντες άλλοι.) οψάργας οψές αργά, χτες βράδυ
οψές χθες πανεμερό, το υπήνεμον μέρος
πανεμίδα, η υπήνεμον μέρος
πανεμιδερό, το υπήνεμον μέρος
Π πανεμίδι, το υπήνεμον μέρος
παάμη = πάμη παντέκλερος πανευλογημένος, τρεις φορές εκλεχτός
παβιόνι, το σκηνή, τσαντίρι παντέρμος, ο καημένος, κακομοίρης
παγανός, ο καλλικάντζαρος, ο παντίδει βολεύει, ταιριάζει, αρμόζει : δε μου παντίδει απού
παδέ εδώ ευτού δε με βολεύει από αυτό
παδἐ εδώ παντύχω (επάντυξα) συναντώ : Δε δα μου παντύξεις στη
παέ εδώ στράτα καμμιά ώρα; Στο βουνό μου ΄πάντυξε η πεθερά μου. = Στο
πάεις πάς βουνό επάντυξα τη μπεθερά μου.
παθιώ πατώ παντώ (απάντηξα) εμποδίζω, φρουρώ, επιβλέπω, βόσκω : Οι
παθωμένος : έχω παθωμένα έχω πάθει τερματοφυλάκοι παντούνε τη μπάλλα να μη μπει στα δίχτυα.
παιγνίδια, τα όργανα, τα Ήμουναι στο χωράφι και επάντου τσ΄αίγες.
παιδίν, το παιδί, το πανωτιάζω = απανωταριάζω
παίζω κτυπώ : «έπαιξέ ντου μια στο γκόλο – με συμπάθειο», παπουρές, ο γήλοφος, γεώλοφος
να παίξω μια του πουλιού; να πυροβολήσω το πουλί; παπούρι, το ύψωμα, το
παιΐν, το παιδί, το παπουτσοσυκαλιά, η φραγκοσυκιά, η
παίω = παίζω παπουτσοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η
παλαιά τα παλιά χρόνια παρά! επί αρνητικής απαντήσεως : ήρθε να σε βρει; παρά!
παλάμη, η φτυάρι, το παραγγερμένος : τόχουνε παραγγερμένο τόχουν
παλάμη, η φτυάρι, το παραγγείλει
παλαρός = παράουρος παραγέρνω παραγγέλλω
πάλι και δε αν πάλι δεν, αν όχι, ει δε μη : αν τον βρεις , παραγωνιάς = παράπαντα
άφησέ του το σημείωμα, πάλι και δε, έρχου πίσω και θα του παραθύργα, τα παράθυρα
τηλεφωνήσω αν τον βρεις, άφησέ του το σημείωμα, αν πάλι δεν, παραιτώ παρατάω : παραίτα με ήσυχο άσε με ήσυχο
έλα πίσω και θα τον πάρω τηλέφωνο πεντολοή, η = πεντοζάλης, ο
παλληκάργα, τα παλληκάρια, τα παραλογή, η = πεντοζάλης, ο
παλυαίνω απαλύνω : βρέξε ντάκο να παλύνει βρέξε το παραμάνα, η μαμμή, η (που βοηθεί να γεννά μια γυναίκα)
παξιμάδι να γίνει δροσερός, απαλός παραμπρός πιο πρώτα, πρωτύτερα : «Ντελόγο να πεις του
πάμη, η παλάμη πατέρα σου νά΄ρθει να σε ΄νεμαζώξει να δει είντα δα σε κάμει γιατί
παμπόρι, το βαπόρι, καράβι γυρίζεις ολονύχτιως τση νύχτας. Κι οντό δα ΄ρθεί, μος και δα
φτάξει να του πεις ότι οψάργας πάλι ήλειπες. Παραμπρός μαλλιά σύρριζα, ξεράθηκε η δεσπολιά και θα την κόψω απ΄το
εμαζώνουσουνε ενωρίς στο σπίτι, μα ΄δά εχάλασες. Πότες δα γενείς μπάτο ξεράθηκε η μουσμουλιά και θαν την ξεριζώσω
σα ντον άθρωπο;» πατούχα, η πατούσα, πέλμα
παράουρος καθυστερημένος, ελαττωματικός, σακάτης παύγω παύω
παράπαντα παράμερα παυλοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η
παρασέρνω σκουπίζω παψηφεί παμψηφεί
παρασθιά, η τζάκι, το παωμένος : ήμουνα παωμένος είχα πάει
παρασιφουνίδια, τα δευτερεύοντες βλαστοί που εκφύονται πδί, το παιδί, το
από τους κόμπους του φύλλου φύτου σαν παρακλάδια πε πες: πε μου
Παρασκή, η Παρασκευή, η πεδούλι, το κομμάτι από δέρμα κατεργασμένο, με το οποίο
παραστιά, η πυροστιά, τζακί μπαλώνουν τα υποδήματα : «Μωρή, βοσκό αγάπησες, μωρή, βοσκό
παρασύρα, η σκούπα, η θα πάρεις, απού ΄χουν τα στιβάνια ντου πολλώ λογιώ πεδούλια;»
παραΰστερα πιο ύστερα πεζούλα, η κλιτύς
Παρίσια, τα Παρίσι, το πέϊ = πε
πάρτη, η αφεντιά, η : η πάρτη μου η αφεντιά μου, η πεϊμένος πεσμένος
αφεντομουτσουνάρα μου πειραϊμός, ο πειρασμός
παρτό, το παλτό, το πέμπω στέλνω : πέμπω πουλί στην αγαπώ στέλνω πουλί
παρτός, ο παλτό, το σ΄αυτήν που αγαπώ
πάρωρα αργά πεντοζάλης, ο Κρητικός χορός
πάσα κάθε (Ο τύπος πάσα και για τα τρία γένη: ο πάσα πέπλος, το πέπλο, το
κατώτερος, πάσα μέρα, πάσα καλοκαίρι) περαματίζω μεταφέρω τα νήματα του στημονιού στους μίτους
πάσα ένας καθένας και το χτένι του αργαλειού κατά τρόπο που ταιριάζει στο είδος της
πασαείς, πασαμιά, πασαένα καθένας, καθεμιά, καθένα ύφανσης που έχω επιλέξει
πασίχαρος ολόχαρος, ευτυχισμένος περαματώ = παραματίζω
πασπάροι, οι κονιορτός, σκονές από το χώμα του εδάφους πέρα-πώδε από΄δώ και από΄κεί
πατέλης, ο φαλακρός, ο περατσάδα, η 1) συχνοπέρασμα από έωα μέρος, 2) νυχτερινή
πατέ-πατέ βήμα προς βήμα καντάδα
πατητή, η υφαντό κλινοσκέπασμα περβόλι, το περιβόλι, το
πάτος, ο : τάκοψαν απ΄το πάτο τάκοψαν σύρριζα (επί περγελώ περιγελάω
μαλλιών), τα ξερίζωσαν (επί φυτών), πήγε στρατιώτης και του περισσιοκάνω περισσεύω
κόψανε τα μαλλιά απ΄το πάτο πήγε φαντάρος και του κόψανε τα περίσσιος περίσσος
περισσοκάνω = περισσιοκάνω
περίτα προπαντός πινιά, η ρουφηξιά, γουλιά
περίτου προπαντός πισθιά, η ο οπίσθιος ιμάς του σάγματος
περπατημένος : τάχω περπατημένα τάχω γυρίσει πίσσα, η : «οι Γερμανοί, πίσσα στα κόκκαλα ντων, εκάψανε το
πέρω φέρω χωργό...»
πέτακας, ο ακρίδα, η πιστεύγω πιστεύω
πεταχτήρα, η ρεθυμν. δυχαλωτόν ξύλον, το πιστέω πιστεύω
πέτε πέστε : «Πέτε, οι γιάντρες, τση!» «Πέστε, οι άντρες, πιστιά, η ο οπίσθιος ιμάς του σάγματος
της!» πιταρίδα, η αποξηραμένα στον ήλιο και ψημένα στο φούρνο
πετεινός, ο κόρακας, ο σύκα
Πέφτη, η Πεμπτη, η πιτήδειος κομψός
πέψε στείλε : πέψε μου ένα γράμμα στείλε μου ένα γράμμα πιτσίρικος, ο πλάκα, η : του πιτσιρίκου χάριν αστεϊσμού
πηαίνω = πχαίνω πιωμένος : είμαι πιωμένος έχω πιεί, μ΄έχουν πιεί, είμαι
πηγαιμένος : είμαι πηγαιμένος έχω πάει μεθυσμένος
πηγαινόρχομαι πηγαινοέρχομαι πλατές, πλατέ, πλατύ πλατύς, πλατειά, πλατύ
πήδος, ο πήδημα, το πληθιαίνω πληθαίνω
πηλά, τα λάσπη, η πλήσα πάρα πολλά, άφθονα
πηλοτσίκαλο, το πήλινο τσουκάλι πλήσια άφθονα
πηλοτσίκαο = πηλοτσίκαλο πλια 1 πια
πηλώθω σπρώχνω (πολυώθω) πλια 2 πιο : «Πλια κριματισμένοι είναι κοντό οι καλόγεροι – θε
πήνε πήγαινε μου, συχώρεσέ μου – απού μάσε τσι λαϊκούς...»
πηρουνέ, η πηρουνιά, η πλουμίζω στολίζω, διακοσμώ
πήσσω πήζω πλούτος, το πλούτη, τα
πηχομετρώ μετρώ με την πήχη για να διαπιστώσω τυχόν πλούτος, το πλούτος, ο
σφάλμα πλυμμένος : είμαι πλυμμένος έχω πλυθεί
πια πιο : πια πολύ πιο πολύ, πια καλά πιο καλά πνίομαι πνίγομαι
πιάστρα, η κινητόν ουραίον του όπλου ποβγάνω διώχνω, απομακρύνω
πίβουλος πονηρός πογυρεύω τελειώνω το ψάξιμο
πιδέξιος ικανός, επιδέξιος πογυρίζω 1) κάνω κύκλο, απογυρίδα, 2) απορρίπτω μια
πιδί, το παιδί, το προσφορά : μου πέψανε ένα μπορξενειό, μα το πογύρι
πιθυμιάρης, ο ο έχων μεγάλη επιθυμία, ηδυπαθής, φιλήδονος ποδάργα, τα ποδάρια
πίκλι, το κακή φήμη, προελθούσα εκ των κακών πράξεων : πόδας, ο πόδι, το
«Έλα να σου πω – ν΄ακούσεις κι΄εσύ – τα πίκλια σου...» πόδας, ο πόδι, το
ποδόσα, τα καταντήματα, τα πορεύγομαι φεύγω
ποθαίνω πεθαίνω πορεύομαι φεύγω
ποθενά πουθενά πορίζω βγαίνω από το σπίτι
ποθές πουθενά πορίζω βγαίνω, εξέρχομαι
ποθέτω αποθέτω, αφήνω πορισμένος : είναι πορισμένη όξω έχει βγεί (πορίσει) έξω
ποθιαϊμένος πεθαμένος πορπατημένος = περπατημένος
ποκάμνω αποκάνω πορπατώ περπατώ
ποκάμω = ποκάμνω πορτακάλι, το πορτοκάλι, το
ποκατωθειό = αποκατωθειός πορταλαμίδι, το παρακάσελο, το (η χωριστή θήκη εντός της
ποκατωθειός = αποκατωθειός κασέλας)
ποκρατώ κρατώ ακόμα λίγο πορτέγο, το άγνωστη καταγωγή, αλλά υποθετικώς στοά
πολεμώ 1) πολεμάω, 2) προσπαθώ, 3) κοντεύω να τελειώσω στύλων μέσα στην αυλή
κάποια δουλειά : «Εσυνήρθες απού το σύναχο; Μμ! Πολεμά να πορώ μπορώ
μου ποπεράσει.» ποσυνάσσω συγυρίζω
πολεμώ περιπειέμαι : όλη την ημέρα πολεμώ τον άντρα μου ποσυνάσσω συγυρίζω, τελειώνω το μάζεμα
όλη την ημέρα περιπειέμαι τον άντρα μου ποτάζω 1) αποκτώ, 2) κάνω οικονομία
πολέντα, η χυλός από αλεύρι αραβοσίτου ποταμός, ο ποτάμι, το
πολιο- πολυ- ποτάσσια, η ποτάσσα
πολιοπράσσω συχνάζω καπού ποτάσσω αποκτώ : ποτές μου δεν επόταξα αγάπη και ούτε
Πολιός, ο Παύλος, ο θέλω ποτέ μου δεν ποτέ μου δεν απέκτησα αγάπη και ούτε θέλω
πολλά πολύ : είναι πολλά αλάργο είναι πολύ μακριά πότε-πότε ενίοτε
Πόλος, ο Παύλος, ο πότες-πότες ενίοτε
πόντα, η πούντα, η ποτήργα, τα ποτήρια
ποξεχνώ ξεχνώ τελείως ποτρώνω τελειώνω το φαγητό μου, αποτρώω
ποπανωθειό = αποπανωθειός που και (ένας, καμμιά φορά) πού και πού κανένας
ποπανωθειός = αποπανωθειός που να ώστε να, να
ποπεραθιό = αποπεραθιός πούλος, ο μούντζα, η
ποπεραθιός = αποπεραθιός πούρι βέβαια, αλήθεια, εξάλλου : Χόρεψε παιδά μου, πούρι
ποπερνώ 1) προσπερνώ, 2) ξεπερνώ αρέσει σου ο χορός. Χέρεψε παιδά μου, εξάλλου σ΄αρέσει ο χορός.
ποπισωθιό = αποπισωθιός μα και πούρι σου δα μα εξάλλου, σίγουρα, χωρίς αμφιβολία
ποπισωθιός = αποπισωθιός πουσουνιές, οι ψώνια, τα
πορέομαι φεύγω
πουσουνίζω ψωνίζω : στο Ηράκλειο ήμουναι οψές κι πρικύς, ειά, ύ πικρός, ή, ό
επουσούνισα ένα μπαρτό ήμουνα στο Ηράκλειο χτές και πρινάρι, το πουρνάρι, το
αγόρασα ένα παλτό πρίνος, ο πουρνάρι, το
πράζου συνηθίζω να κάνω κάτι πρίχου πρότου, πριν
πραιδευταρά, η η προξενούσα ζημίας, επί γαλής: πραιδευταρά πριχού = πρίχου
λέμε τη γγάτα απού τρώει τα φαγώσιμα γη πραιδεύει τσι ποντικούς: προβαίνω φαίνομαι, εμφανίζομαι : να προβάλετε θέλει
«Πραιδεύει κειοσές ο κάτης.» ταχειά στο γάμο; θα φανείτε αύριο στο γάμο;
πραιδευτάρης, ο η προξενούσα ζημίας, επί γαλής προβαίρνοντας εμφανιζομένος
πράμα 1 τίποτα : δεν έχω ακουσμένο πράμα δεν έχω προβαίρνω εμφανίζομαι
ακούσει τίποτα, αν έουνε καταλαβωμένο πράμα αν έχουν προβαταρέ, η η αίγα (=αίξ), η οποία βόσκει μεταξύ προβάτων και
καταλάβει τίποτα ακολουθεί ταύτα
πράμα 2, το πράγμα, υπόθεση : πρώτο πράμα πολύ ωραία, προβέ, η κεντροδυτ. κρητ. προβειά, η
περίφημα, είναι ένα τυρί πρώτο πράμα είναι πολύ ωραίο, προβίδι, το υποκορ. προβειά, η
περίφημο τυρί προδούδω παραδίνομαι
πραότη, η πραότητα, η προκιός, α, ο πικρός, η, ο
πράσσω συχνάζω καπού προπαίρνω ρίχνομαι επάνω σε κάποιον
πρατικό, το δοχείο σιτηρών ή οσπρίων χωριτηκότητος 3 με 3.5 προπατώ περπατώ
κιλά προσαλλιώς αλλιώτικα
πραχτικά πρακτικά πρόσαργο, το απόγευμα, το
πρεδεύγω = πρεδεύω προσβέρνω προσβάλλω : καλή΄ναι μα έχει γλώσσα και
πρεδεύω ιταλ. είμαι σε αναζήτηση λείας, λεηλατώ προσβέρνει τσ΄αθρώπους και δα τσοι χάσει από πελάτες του
πρεδέω = πρεδεύω καφενείου
πρέπει φαίνεται : πρέπει πως πήγαινε να κλέψει πράμα πρόσκαιρο προχείρως, πρόχειρα
φαίνεται ότι πήγαινε να κλέψει κάτι, πρέπει πως τού΄πανε πράμα πρόσκιρου προχείρως, πρόχειρα
και θύμωσε φαίνεται ότι του είπαν τίποτα και θύμωσε προύκα, η προίκα, η
πρέπει πως φαίνεται ότι προυκί, το προίκα, η
πρεπίζω ευπρεπίζω πρόφιλιο, το πλαγιά βουνού
πρήσκω πρήζω πρωΐα, η πρωΐ, το : κατά την πρωΐαν το πρωΐ
πρήστω πρήζω πρωτοβρέξα, τα πρωτοβρόχια
πρήχνω πρήζω Πρωτογούλης, ο Ιούνιος, ο
πρι πριν πυροβόλος, ο αναπτήρας, ο
πρικές, έ, ύ πικρός, ή, ό πχαινόρχομαι πηγαινοέρχομαι
πχαίνω πηγαίνω : να πχαίν΄ομάδι να πηγαίνουμε μαζί ρουβάρω ορμώ : ρούβαρέ του με τη χαχαλόβεργα και
πχένω = πχαίνω δόσ΄του μια στην καρκάνα, μ΄αυτό ΄ναι βούϊ όρμα καταπάνω
πώδε από ώδε, προς τα εδώ του με το διχαλωτό ραβδί και χτύπα τον στο κρανίο , αυτός είναι
πώδες από ώδε, προς τα εδώ ένα βόϊδι
πώϊ πώς ρούκουνας, ο 1) εξωτερική γωνία της οικίας (αγκωνάρια), 2)
πως ότι : ίδια πως σαν να : τι με κυττάς ετσά ίδια πως θα ακρογωνιαίος λίθος, 3) το στήριγμα μιας οικογένειας, συνήθως ο
σου κάμω τ΄αβγό; τι με κυττάς έτσι σαν να πρόκειταινα σου πατέρας : «Μα στην ομπρός μερά κρατεί ο ρούκουνας τση χώρας
κάνω τ΄αβγό; ούτε πως θα ... ούτε πως θα δεν θα ... δεν θα κι΄α δε ντου το πιστεύγετε, ξανοίξετέ τον κιόλας.»
ρουμανίζω κλειδώνω την πόρτα

Ρ
ράφτω ράβω Σ
ργάκι, το ρυάκι σα 1 όταν
ρέγομαι 1) ορέγομαι, επιθυμώ, ποθώ, 2) μ΄αρέσει, 3) σα 2 σας : σα λένε σας λένε
ευχαριστιέμαι, αρέσκομαι σάζει βολεύει : δε μου σάζει να δουλεύω ετσά δε μου
ριζίτικα, τα κρητικά άσματα βολεύει να δουλεύω έτσι, δόσε μου ένα ψαλίδι, με το μαχαίρι δε
ριζοσκελώνω αποκτώ βαθιές ρίζες και αναπτύσσομαι μου σάζει δώς΄μου ένα ψαλίδι, με το μαχαίρι δε μου βολεύει
ρίζωμα, το ανήφορος, ο σάζω 1) φτειάχνω, 2) σημαδεύω : με την ασφεντόνα ήσαζα
ριμάσσω ριμάζω τα λαδάκια με τη σφεντόνα σημάδευα τα λαδάκια
ρίνα, η κορυφογραμμή, η σαϊθιά, η ερωτική σαϊτιά
ριπίζω 1) χύνω, 2) πλημμυρίζω, κατακλύζω, 3) αδειάζω : σάϊκα βέβαια, πράγματι, φανερά, μάλλον
ριπίζω τη φωτιά να σβήσει χύνω τη φωτιά να σβήσει, ριπίζω τον σακάς, ο τουρκ., αρχ. αστεϊσμός
κουβά χύνω τον κουβά σαλαβαντίζω προσεύχομαι κατά τον μωαμεθανικό τρόπο
ρίπτω (έριψα) ρίχνω (έριξα) σαλβάρι, το τουρκ. βράκα, η
ρίφι, το ερίφιο, το σαλεύγω 1) κινώ, 2) κινούμαι, 3) δυτ.κρητ. περπατώ : αέρας
ρίφι, το κατσικάκι, το φυσά, δε θωρείς πώς σαλεύγουνε τα δέντρα αέρας φυσάει, δε
ρογδιά, η ροδιά, η βλέπεις πώς σαλεύουνε τα δένδρα
ροδαρά, η ανθοδέσμη σαλεύγω περπατώ
ροδαρά, η τριανταφυλλιά σαλεύω βαδίζω : σαλεύοντας του κόλου κόλου βαδίζοντας
ροδώνομαι καλύπτομαι από χιόνι : η γης ροδώνεται η γη πίσω πίσω
καλύπτεται από χιόνι σαλιαδόρος, ο άγνωστη καταγωγή, αλλά υποθετικώς σαλιάρης
ροζονάρω συνομιλώ σαλός τρελλός
σαμά, η χαρακτηριστηκόν σημείον αναγνωρίσεως ζώου και σεντεφένιος φιλντισένιος
κατ΄επέκτασιν οι ουδήποτε αντοκειμένου σερίφης, ο τουρκ., αρχ. Τούρκος αξιωματούχος
σαμαντάς, ο τουρκ. θόρυβος, ο σέρνω φέρνω, έχω μαζί μου : έσερνε δεκάξε νομάτους στο
σαματάς, ο τουρκ. θόρυβος, ο γάμο έφερε μαζί του δεκαέξι νοματαίους στο γάμο, κάμει να
σαμέ, η = σαμά, η σέρνω και τον αδελφό μου; κάνει να φέρω (μπορώ να φέρω) μαζί
σαμιά, η = σαμά, η μου και τον αδελφό μου; σέρνω τη φωνή βάζω (μπήζω) τις
σαμουντάνι, το τουρκ. κηροπήγιον, το φωνές, σέρνω τ΄αφτί (κάποιου) τραβάω το αφτί
σαντίς κάτι σαν σήμερο σήμερα : ο Ανδρέας θα πάει μέσα σήμερο ο
σάντολος, ο νουνός, ο Ανδρέας θα μεταβεί εις την πόλιν σήμερα
σάντουλος, ο νουνός, ο Σήφης, ο Ιωσήφ, ο
σαντριβάνι, το τουρκ. αναβρυτήριο σιάζω σάζω
σαρής ξανθός : σαρή και μπουγιουκλή μου ξανθέ και σιάχνω φτιάχνω : να σάσε σιάξω θέλω θα σας φτιάξω
μουστακαλή μου σιλτές, ο = σελντές, ο
σάσε σας σιμώνω πλησιάζω : δε του σιμώνω μπλιο δεν τον πλησιάζω
σασιρδίζω = σασιρντίζω πια
σασιρμάς, ο τουρκ., αρχ. έκπληξη σίντερο, το σίδερο, το
σασιρτνίζω τουρκ. υφίσταμαι σύγχυσιν, τα χάνω σιο- = σο-
σαφή = σαφίς σιογεράζω γηράσκω τελείως, γεράζω εντελώς
σαφίς αμιγώς, συνεχώς σιόκαιρος, ο συνομίληκος, ο
σβημένος σβησμένος σιον- = σον-
σε σείε, σειέ σιοξεχνάω ξεχνάω εντελώς
σειραγώ οδεύω, βαδίζω, τραβάω για κάπου σιοπατίζω φθάνω εις σόπατο
σειρόγραφα, τα χειρόφραφα, τα σιοχαλνάω χαλνάω εντελώς
σείσα, η σουσουράδα, η σιόψηστα επί ωών σφιχτοβρασμένων
σεισορά, η σουσουράδα, η σιργουλεύγω καλοπιάνω
σεισοράδα, η σουσουράδα, η σιργουλεύω καλοπιάνω
σεϊτάνης, ο σατανάς, ο σιργουλέω καλοπιάνω
σειτάνης, ο τουρκ. σατανάς, ο σιργούλιο, το γλυκύς τρόπος, καλόπιασμα
σεϊτάνης, ο τουρκ. σατανάς, ο σισιμάνης, ο τουρκ., αρχ. παχύσαρκος
σελντές, ο στρώμα, στρωμνή σισοποί, οι όπλα, τα
σελτές, ο = σελντές, ο σκαϊμός, ο σκασμός
σεντεφένιος φιλντισένιος σκαλίδα, η αξίνα, η
σκαλίδα, η κασμάς, ο σκυλός, ο σκυλί, το
σκαλιμουριά, η ίχνος σκαλίσματος ποδών ζώου σκύος, ο σκύλος
σκανίζει βρωμάει σκώ σκάω
σκανός, ο σκιά, η σκώνω σηκώνω
σκαπέτι, το είδος τσάπας σκώτι, το συκώτι, το
σκάφτω σκάβω σμίγω συναντώ
σκεπαϊμένος σκεπασμένος σμίγω με συναντώ
σκιά, η συκιά, η σο- εντελώς, πληρώς
σκιανιός, ο σκιά, η σοαρπώ αρπάζω ολοκληρωτικά, μετά μανίας
σκιανός, ο σκιά, η σοβαρύσκω βαρύσκω για τα καλά, τραυματίζομαι για τα καλά
σκιαολιάς ούτε μια σταλιά σοβρωμέζω βρωμέζω ολότελα
σκιάς τουλάχιστον σογεράζω = σιογεράζω
σκλαβέργα, τα σκλαβιά, η σογκαύω συγκαίω
σκλαψοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η σογκοκκαλώνω κοκκαλώνω ολοκληρωτικά
σκλόπα, η κουκουβάγια, η : ευτός παίζει τση σκλόπας σογκοπανίζω από την πολλή χειρωνακτική δουλειά
φρασεολογ. αυτός πυροβολεί την κουκουβάγια = αυτός είναι κοπανίζεται όλο το κορμί μου, μου πονούνε όλα μου τα μέλη
τύφλα στο μεθύσι, παίζει τω μπερδίκω φρασεολογ. είναι σοδίδω δίνω μετά μανίας
αλλήθωρος σοδίδω καταρρέω
σκλοποδότι, το τρικλοποδιά, η σόκαιρος, ο συνομίληκος, ο
σκλώπα, η = σκλόπα, η σομάρι, το σαμάρι, το
σκολειό, το σχολείο, το σομπαλαβώνω γίνομαι ολότελα παλαβός
σκολινός όχι τακτικός : πολύ σκολινός είμαι στο σκολειό σομπαλαρώνω γίνομαι ολότελα παλαρός, χαζός,
δεν πάω τακτικά στο σχολείο καθυστερημένος
σκόλιο, το σχόλιο, το σον- συν-
σκορνταλλός, ο = ασκορνταλλός, ο σοντοντονίζω γεμίζω κρότο εντελώς : εσοντιντίνισε τ΄αυτί
σκοτίδι, το σκοτάδι, το μου απού τη μπαλωτιά γέμισε τ΄αυτί μου κρότο εντελώς από τη
σκότος, το σκοτάδι, το μπαλωτιά
σκουδί, το = σκουντί, το σόντροπα με τον τρόπο που αρμόζει
σκουλλί, το ματσάκι, τούφα σοξεχνάω ξεχνάω εντελώς
σκουντί, το κυνηγετικό σκυλλί σοπατίζω = σιοπατίζω
σκουντρώ σκουντώ (-ησα, -ηξα) σορσοράδα, η σουσουράδα, η
σκραφνιά, τα κλήροι, λαχνοί σόρτε, η μοίρα, η
σοσορά, η σουσουράδα, η στένουμι στέκομαι
σοσοράδα, η σουσουράδα, η στενοχωράμαι στενοχωριέμαι
σούπερι-μάρκετι, το σούπερ-μάρκετ, το στενοχωργόμουνα στενοχωριόμουνα
σουρουράδα, η σουσουράδα, η στένω στήνω : στένεται όλη ώρα πάνω μου στέκεται όλη
σουσοράδα, η σουσουράδα, η την ώρα πάνω μου, άμα ιδείς κανένα ταξί άδειο να το στέσεις να
σουχλιά, τα κακολογίες, συκοφαντίες, κοτσομπολιά μάσε πάρετε αν δεις κανένα ταξί άδειο να το σταματλησεις να
σοφιλιάζω ταιριάζω απόλυτα μας πάρεις
σοφράς, ο χαμηλό τραπέζι στετά αβγά τα σφιχτά βρασμένα αβγά
σοχαλνάω = σιοχαλνάω στημονερός γεροδεμένος : στημονερή δουλέ γεροδεμέμη
σοχαλώ χαλάω ολότελα δουλειά, στημονερό τζαναβάρι γεροδεμένο παιδί
σπάγκος, ο σπάγος, ο στημόνι, το κλωστές του αργαλειού που περιτυλίσσονται στο
σπαϊμένος σπασμένος αντί κατά μήκος
σπαράσσω σπαράζω στιβάνι, το υψηλόν κρητικόν υπόδημα, μπόττα
σπήλιο, το = σπήλιος, ο στιμέρνω εκτιμώ
σπήλιος, ο σπηλιά, η στιμή, η στιγμή, η : μια στιμής μιας στιγμής, για μιας
σπίθια, τα σπίτια, τα : του σπιθιού του σπιτιού στιμής για μια στιγμή, προς στιμής προς στιγμή
σπιταρόνα, η μεγάλο σπίτι στιφνοκαρά, η είδος καρυδιάς
σπολλάτη (εις πολλά έτη αρχ.) αντί του «φκαριστώ σου» στραθιά, η πεζοπορία
σπώ σπάω στραλίκι, το σταλίκι, το
σταλάρω σταματώ : στάλαρε σταμάτα στραλίχτρα, η ένθα σταθμεύουν προς ανάπαυσιν τα ποίμνοια
σταλίκι, το σύνορο, όριο, ορόσημο στράτα, η δρόμος, οδός
σταλίστρα, η ένθα σταθμεύουν προς ανάπαυσιν τα ποίμνοια στραταρίζω (επί νηπίου) κάνω τα πρώτα μου βήματα
στάρι, το σιτάρι, το στρατιά, η πεζοπορία
στάρπη, η στάλπη, η στρατός, το στρατός, ο
σταφνίζω υπολογίζω,σταθμίζω στράφι άδικα
Στεία, η Σητεία, η στράφυλο, το στάφυλο, το
στέκει αξίζει, ταιριάζει : έλεγε πως τού΄στεκε ευτή η στρίφωμα, το νευροκαβαλίκευμα, το
γυναίκα έλεγε ότι του ταίριαζε αυτή η γυναίκα στριψούλια, τα κροτίσματα των δακτύλων στον χορό
στέκω στέκομαι συβάζομαι κανονίζω, κάνω αβάκα
στεμένος : ήμουνε στεμένος είχα σταθεί, στεκόμουνα συβάζω 1) πείθω (με τα λόγια), φέρνω κάποιον με τα νερά μου,
στένεψη, η άσθμα, τα 2) συνδυάζω, συμβιβάζω : Ανέ με συβάσεις νάρθω στο χωργό
στένομαι στέκομαι
ταχειά, δα σου πω το είντα είχα παθωμένα! Αν με πείσεις σύρνω = σέρνω
νάρθω αύριο στο χωριό, θα σου πω τι έχω πάθει! συρτός, ο είδος Κρητικού χορού
συβουλογράφος, ο συμβουλαιογράφος, ο συρώνω τρέχει νερό ή ακόμα είναι κάτιτρύπιο ή χαλασμένο
σύζηλο, το ζήλεια, φθόνος και τρέχει το νερό : ξάνοιξα ανέ συρώνει η βρύση, συρώνει η μύτη
συζήτημα, το συζήτηση, λογομαχία μου (μύξα)
συζήτηση, η : είχαμε τη συζήτησή σου κουβεντιάσαμε για συφέρνω συμφέρω : δε το συφέρνει δεν το συμφέρει
σένα, φέραμε κουβέντα για σένα, την κουβέντα σου συχαρίκια, τα συγχαρητήρια, τα
συκαλιά, η φραγκοσυκιά, η συχνέ-συχνέ συχνά, πολύ συχνά
σύκαλος, ο φραγκοσυκιά, η σφάκα, η πικροδάφνη, η
σύλλαθος, το εντελώς λάθος σφάκα, η πικροδάφνη, η (μεταφορικά κάτι πολύ πικρό)
συλλοΐζομαι συλλογίζομαι σφακιελέ, η μούντζα, η
συμπάλλω συνδαυλίζω το πυρ σφακιελιά, η μούντζα, η
συμπώ συνδαυλίζω το πυρ σφαλίζω (εσφάλιξα) κλειδώνω, ασφαλίζω
συναδερφός, ο πνευματικός αδελφός σφάλχτος κλειδωμένος, κλειστός : δεν είναι κιαείς στο σπίτι,
συναλλήλως μεταξύ : συναλλήλως τως μεταξύ των, τα παράθυρα είναι σφάλχτα δεν είναι κανείς στο σπίτι, τα
βοηθούνται συναλλήλως τως βοηθιούνται μεταξύ τους, εφάγα παράθυρα είναι κλειστά
ντα συναλλήλως τως τα φάγανε μεταξύ τους σφεντουρώ εκσφεντονίζω
συναλλήνως = συναλλήλως σφίγγω τρέχω
συναπαρσά, η γαμήλιος πομπή : Τραγούδια τση συνεπαρσάς σφυρέ, η σφύριγμα
σύναχος, ο συνάχι, το σχολειό, το = σκολειό, το
συνιθώ συνηθίζω σχωρώ συγχωρώ : Θεός σχωρέσει του Θεός συγχωρέσ΄τον
συνομίτης, ο καταγόμενος από τον ίδιο νομό με κάποιον σω σείω, κουνώ
άλλον (ασφαλώς φτιάχτηκε κατά το «συντοπίτης») σώτος, το ασωτεία, η
συνταράσσω συνταράζω σώτος, το ασωτεία, η : από τη μπολλή του στενοχωρία
σύντεκνος, ο κουμπάρος, ο ήδωκε στο σώτος από τη πολλή του στενοχώρεια περιέπεσε στη
συντρέμω βοηθώ ασωτεία
συνωρόγαμπρος νεόνυμφος σωφόρια, τα άγνωστη καταγωγή, αλλά υποθετικώς συμφορά ή
συνωροπαντρεμένος νεόνυμφος ατυχία
συργουλεύγω καλοπιάνω
σύρε-ξέσυρε σιγά-σιγά
σύρνει τρέχει νερό
Τ
σύρνω τραβώ τα γύρα τα εγύρισαν, τα επήγαν
τα λαλού τα οδηγούν τζαγκουρνώ γρατσουνάω
τάβλα, η τραπέζι, το τζαγκουρνώ τζουγκρανώ
ταδέ αύριο την επαύριο τζαναβάρι, το νεαρός, νεανίας
ταζέδικος τουρκ. φρέσκος, νωπός τζη της
ταζελεντίζω τουρκ. : να το ταζελεντίσωμε να το τζηνέργα, τα λεφτά, χρήματα (παραφθορά του «δηνάρια») :
ξαναφρεσκώσουμε, να το ανανεώσουμε (επρόκειτο για κρασί) «Τα στραβά μας παραθύργα τα τζηνέργα μας τα φθιεάνου.»
ταΐνι, το τουρκ. συσσίτιο, το (Παροιμία.)
τακτέρου αύριο το πρωϊ τζης = τζη
τάξε (πως) σαν να, τάχα, πες πως τζι τις
ταράσσω ταράζω τζίγκου-τζίγκου σταγόνα-σταγόνα, στάλα-στάλα
τασκέρου αύριο το πρωϊ τζιλβές, ο τουρκ. ερωτικό βλέμμα : «...κατακαημένε Πρώιμε,
τάσσω τάζω δεν κάμεις μπλιό τζιλβέδες...»
τάσσω τάζω τζιμπέ, η : μια τζιμπέ ολίγον
ταστέρου αύριο το πρωϊ τζιτζικάλα, η ακρίδα, η
ταϋτέρου 1) αύριο, 2) αύριο το πρωΐ τζοι τις, τους
ταχειά 1) μελλοντικά, στο μέλλον, 2) αύριο τζόνευρο, το = ατζόνευρο, το
ταχιά = ταχειά τζο-τζο επιφώνημα κατσικών
ταχινή, η πρωΐ, το τζοτζόλα, η κατσίκα, η
ταχταρίζω χορεύω το νήπιον εις τας χείρας μου τζοτζόνα, η = τζοτζόλα, η
ταχτέρου αύριο το πρωϊ τζούφιος πολύ λεπτός, αδύνατος, καχεκτικός
ταχύ, το πρωΐ, το τζυμπαγά, τα δίδυμα παιδιά
ταχυτέρου αύριο το πρωϊ τηάνι, το τηγάνι, το
τέθοιος τέτοιος την άλλη μέρα μεθαύριο
τείντα = είντα τηρέα, η μυρωδιά τυριού : να μυριστούμε λίγη τηρέα να
τελάρο, το αργαλειός, ο καταλάβουμε (νιώσουμε) λίγη μυρωδιά τυριού
τελευταία, τα τέλος, το : τα τελευταία στο τέλος τίβοτσι τίποτα
τελώ φροντίζω (γέρο, άρρωστο, μωρό) : επαέ τελώ τσοι τίγκα εντελώς γεμάτος
γερόντους εδώ φροντίζω τους γερόντους τιμωρώ, α τιμωρώ, ε
τέμπλος, το τέμπλο, το τινάσσω τινάζω
τερεζήδες, οι τερζήδες, οι (ράπτες κρητικών ενδυμασιών) τνο = είντα
Τετραδοπάρασκα, τα οι Τετάρτες και οι Παρασκευές τος δωρικ. τους : τος θεός τους θεούς
τεψά, τα τεψιά, ταψιά
τότες τότε : «τότες απού πέφτανε οι Γερμανοί – ανάθεμά τζι τσάφανο, το είδος ποιμενικού κουδουνιού
και να μη τσι ξαναδούμε μπλιο ΄παέ...» τσάχαλος, ο ελαφρός και συνεχής θόρυβος
τότεσας, τοτεσάς τότε τσεί τσούζει
τουλάϊστο τουλάχιστον τση της
τουτοσές τούτος τσης = τση
τραβώ 1) έχω (φέρνω) μαζί μου 2) πληρώνω : πάμε, μα΄γώ δα τσι τις
τραβώ τα έξοδα πάμε και θα τα κάνω εγώ τα έξοδα, ποιος δα τσιβιδάκι, το μικρό πήλινο κατσαρόλι για μεταφορά φαγητού
τραβά τα εισιτήρια; ποιος θα βγάλει (πληρώσει, κάνει) τα τσιβίδι, το υποκορ. = τσιβιδάκι, το
εισιτήρια; τσιβιδίζει τσούζει
τρακάρω τακκάρω τσιβιδίζω τσούζω
τραούδι, το τραγούδι, το τσιβούρο, το κρύο με πάχνη, παγετώδης άνεμος
τρέχω βαδίζω, περπατάω : ποιος είν΄αυτός που τρέχει μαζί τσιγαργαστός τσιγαρισμένος : «Τσιγαργαστό τόκαμες τα φαϊ;
με τον Νίκο; ποιος είν΄αυτός που πάει πέρα με τον Νίκο; - Ναίσκε, ετσιγάργασά το.»
τρίβγω τρίβω τσιθιά, η τσίμπημα από αγκάθι
τρισκατάρατος σατανάς, διάολος τσικάλι, το τσουκάλι, το
τρίχισμα, το νευροκαβαλίκευμα, το τσιτέ, η τσίμπημα από αγκάθι
τρίχωμα, το νευροκαβαλίκευμα, το τσιτσί, το κρέας, το (παιδικά)
τροζός τρελλός τσοι τις, τους
τρομάσσω τρομάζω τσουδίζω τσουρουφλάω
τρούλλος, ο θόλος, ο (το λένε ΄τσά γιατί από΄κεί όλο τον κόσμο τσούκα, η νεροκολοκύθα, η
τηρείς – τηρούλλος) τσούκος, ο ντενεκές, αμελής μαθητής
τρύγος, το τρύγος, ο τσούκος, ο μεταφορ. κακός μαθητής, ντενεκές
τσακίλι, το γαρμπίλι, το τσουρίστρα, η ειρωνικ. τουρίστρα (αυτή που τσουρά, δηλαδή
τσακουμακίζω τσακμακίζω (προσπαθεί να ανάψει τον κατρακυλάει)
αναπτήρα) τσούρλος, ο μεγάλη πέτρα, βράχος, από τον οποίο μπορεί να
τσάλαχος, ο ελαφρός και συνεχής θόρυβος τσουρήσει κανείς
τσαντιρώνω στρατοπεδεύω τσουρλώ = τσουρώ
τσαρχαλίζω δημιουργώ τσάχαλον θόρυβον, κυριολεκτείται επί τσουρώ κυλάω, κατρακυλάω, γκρεμοτσακίζομαι
φαγητού, το οποίον κατά την μάσησιν εκβάλλει ήχον ωσάν να τσουτσουριστό, το ψιθύρισμα, το
μασεί τις κόκκους άμμου ή χώμα τσυορλάρα, η απόκρημνο μέρος
τσάρχαλος, ο ελαφρός και συνεχής θόρυβος τυλίζω περικυκλώνω, πολιορκίζω
τσάρχαλος, ο τσάχαλος, ο τυλίσσω τυλίγω
τυρέ, η δυτ.κρητ. μυρωδιά τυριού : να μυριστούμε μια ολιά φανισιμιός 1) αυτός που έχει ωραία εμφάνιση, 2) μεταφορ.
τυρέ να καταλάβουμε (νιώσουμε) λίγη μυρωδιά τυριού σημαντικός άνθρωπος
τώνε τους : τώνε λέει τους λέει φάνταϊμα, το φάντασμα
τώνι των : τώνι δυό των δυονών, των δύο φαντάσσω φαντάζω
τως τους : να φυτέψωμε τσι πατάτες – καιρός τως είναι να φανταχτά, τα φαντάσματα, τα
φυτέψουμε τις πατάτες, είναι ο καιρός τους φαντός υφαντός
τώσε τους : τώσε δίδει τους δίνει φαντό, το υφαντό, αυτό που έχει υφανθεί
φαρσαρία, η φασαρία, η
φασόλε : τσι φασόλε τα φασόλια
Υ φαωθήκα φαγώθηκα
υβρίζω βρίζω φέγγος, το ακτινοβολία, μεταφορ. λάμψη
υναίκα, η γυναίκα, η φέγγος, το αντιφεγγιά, η
ύστερας ύστερα φέγγω βλέπω, διακρίνω : δε φέγγω να μπελονιάσω την
υστεριά, η τέλος, το : στην υστεριά, την υστεριά στο τέλος κλωστή δε βλέπω να βελονιάσω την κλωστή, εγέρασε και δε
ύχνος, ο λύχνος φέγγει πλια εγέρασε και δε βλέπει πια, «Φέγγει το φεγγάρι, μα δε
φέγγω ΄γώ» ήλεγε ο παππούς μου και εζήτα να βρει άθρωπο να
Φ τόνε πάει ίσαμε το σπίτι.
φαγητό, το όρεξη (για το φαΐ) φεις φεύγεις
φαγί, το = φαγητό, το φενέρι, το φανάρι, το
φαγωμένος : είμαι φαγωμένος έχω φάει, τα είμαι φέξη, η φως, το
φαγωμένος έχω φάει, μ΄έχουν φάει φερμένος : είμαι φερμένος έχω έρθεί
φάεις φας φεσφεσέ, η τουρκ. υποψία, η : «Κατέω το πως μ΄άγαπάς, μα
φαζός αυτός που έχει χρώμα φαιό, σταχτί πάλι φεσφεσέ ΄χω, μήμπα και ν΄αγαπάς κι αλλού κ΄εγώ δεν το
φαητό, το = φαγητό, το κατέχω;»
φαΐ, το = φαγητό, το φευγατίσανε έφευγαν
φαμέγιος, ο υπηρέτης, ο φέω φεύγω
φαμεγιούρι, το παιδί που το πήραν για υπηρέτη φιαμπιόλι, το ο ποιμενικός αυλός
φαμένος υφασμένος φίλιασα αρθρώσεις των οστών μου έκανε ήχο (απού το ρήμα
φανειά, η φανέρωση, εμφάνιση : εφάνηκε η φανειά του φωλεάζω, επειδή το κόκκαλο έχει μια φωλεά μέσα κι εκειά μέσα
φάνηκε αυτός μπαίνει τ΄άλλο κόκκαλο)
φανιά, η = φανειά, η φιλιότσος βαφτισιμιός
φιλιώ φιλώ
φιλντισοκοκαλένιος, α, ο τουρκ. η εξ ελεφαντοστού φούσκωση, η ντέρτι, θλίψη
κατεσκευασμένος φραγκογκιά, η φραγκοσυκιά, η
φινοκαλέ, η φιλοκαλία, η φραγκοσκιά, η φραγκοσυκιά, η
φινοκαλιά, η φιλοκαλία, η φραίνομαι, το ευφραίνομαι, αγάλλομαι
φιού ντροπή, αλλίμονο Φράντζα, η Γαλλία, η
φκαριστώ ευχαριστώ Φραντζέζος, ο Γάλλος, ο
φκειάνω (έφκειαξα, έφκειασα) φτειάνω, φτειάχνω φρίσσα, η ρέγγα, η
φκόλα εύκολα φρογός, ο χρώματος καφέ-κεραμίδι, κυρίως για κατσίκες
φλάγω φυλάγω φρουδαράς, ο αυτός που έχεο μεγάλα φρύδια
φλακάτορας, ο φύλακας της ψειρούς φρούδι, το φρύδι, το
φλακή, η φυλακή, η φρύο, το λάχανο, το
φλακιάζω βάζω στη φυλακή φσάγι, το παιδί, το
Φλεβάρης, ο Φεβρουάριος, ο (φλέβες ρέουν, γιατί τοτεσάς φταίεις φταις
ανοίγουν οι φλέγες τση γης και βγαίνουνε τα χόρτα) φταμένος : δεν ήτονε φταμένος δεν είχε φτάσει
φλέγα, η φλέβα, η φτενός λεπτός
φλεμόνας, ο πλεμόνι, το φτίλι, το φιτίλι, το
φοβόλη, η χόβολη, η φτύκα, η δεμάτια σιταριού στις στεγές των χωριάτικων σπιτιών
φοβούμαι φοβάμαι : το δε φοβάσαι βλέπε το αυτό που δε – συμβόλιο ευτυχίας
φοβάσαι να το προσέχεις (Παροιμία.) φυλάσσω φυλάγω, φυλάω
φοράδα, η (φορβάς αρχ.) άλογο, το φυλλοστόκα, η εφημερίδα, φυλλάδα, κατεβατό
φορδακός, ο βάτραχος, ο φύτρο, το απόγονος, επίγονος
φορτσέρι, το παρακάσελο, το (η χωριστή θήκη εντός της φύω φεύγω
κασέλας) φωθιά, η φωτιά, η
φούντι, το παρακάσελο, το (η χωριστή θήκη εντός της κασέλας) φωκιάζω τα φορτώνω στην καμπούρα άλλου (πρόκειται για
φουντοράδης, ο αυτός που έχει φουντωτή ουρά την ευθύνη ή το φταίξιμο)
φουντουλάκης, ο ομορφούλης, ο φωλέ, η (οι φωλές) φωλιά
φουντούλης, ο όμορφος, εμφανίσιμος : «Δάσκαλο τόνε θέλω φωναλιάς, ο φανακλάς, ο
΄γώ , μπουμπούληκαι φουντούλη κι΄ας κάνω μήνες να το δω το φωνιάζω φωνάζω
κριθαροπιττούλη...» φωνιαρίδια, τα μεγάλες φωνές, φωνάρες, πλήθος φωνών
φουρεύγω γίνομαι έξαλλος, μαίνομαι, εξαγριώνομαι
(κυριολεκτείται επί ζώων που από ήμερα μετέπεσαν σε άγρια
κατάσταση)
Χ
χάβγω χάβω χαρχάλι, το = χαρχάλα, η
χάζι, το : κάμε το χάζι σου σπάσε πλάκα χατζής, ο προσκυνητής των Αγίων Τόπων
χαζιρεύγομαι τουρκ. ετοιμάζομαι χάφτομαι χάφτω, τρώω : ό,τι σου πούνε χάφτεσαι ό,τι σου
χαζίρι αποκτώμενο χωρίς κόπο, το έτοιμο πούνε πιστεύεις
χαζίρι τουρκ. έτοιμος χαχάλα, η = χαρχάλα, η
χαΐνης, ο τουρκ. ανυπότακτος, αντάρτης (hain – προδότης, χαχάλι, το = χαρχάλα, η
άπιστος, κακός, βάρβαρος, απάνθρωπος, άγριος, αχάριστος) χαχαλόβεργα, η διχαλωτόν ξύλον, το : έπαιξέ ντου μια με τη
χαιράμενος χαρούμενος, ευτυχισμένος χαχαλόβεργα τού΄δωσε μια με τη διχαλωτή ράβδο
χαλαϊμένος χαλασμένος χαχαρίζω χαχανίζομαι, γελώ θορυβωδώς
χάλαρο, το κάτι καταστρεμένο, ερειπωμένο χείστρο, το σείστρο, το
χάμαις χαμαί : Δια να μη θίξει τρόπον τινά την αξιοπρέπειαν χεϊτάνης, ο σατανάς, ο
του συνομιλητού ο λέγων δια της εκστομίσεως απρεπούς τινος χελάλι χαλάλι
λέξεως ή εκφράσεως, κυττάζει προς την γην και παρεμβάλλει είς χελαλίζω χαλαλίζω
τον λόγον του την φράσιν «χάμαις θωρώ και λέω το (τση πέτρας)»: ο χελιός, ο αυτός που έχει το χρώμα του χελιού, κυρίως επί ζώων
κερατάς ευτός – χάμαις θωρώ και λέω το τζη πέτρας – κι΄είντα δε χελώνα, η χελώνη, η
μου ΄πε, και μπουνταλά μπιλέμου με είπε χέρα, η χέρι, το : «καλά που του τό΄καμε – ν΄αγιάσ΄ η χέρα
χαμήλωσε κάθισε ντου...», «μόνο, κούμπαρέ μου, – δα να ξεραθεί η χέρα μου, άνε σου
χαμήωσε = χαμήλωσε λώ ψόματα – μα...», σταυρώνω τσι χέρες απενεργοποιούμαι, δεν
χαμπάργα, τα χαμπάρια κάνω τίποτα
χαμπέργα, τα χαμπάρια : «Είντα χαμπέργα; Πράμα χέργια, τα χέρια
καινούργο;» χερικό, το : βάνω χερικό αρχίζω, βάνει χερικό στην δουλειά
χαμπιόλι, το ο ποιμενικός αυλός άρχισε την δουλειά, άρχισε να εργάζεται, να βάλει πάλι θέλει
χαντούμης, ο τουρκ. ανίκανος προς συνουσία, ευνούχος χερικό να σκάπτει θα αρχίσει πάλιν να σκάπτει
χαντώ νομίζω, μου φαίνεται χερικώνω αρχίζω, κάνω έναρξη : εχερίκωσε την δουλειά
χαράκι, το βράχος, ο άρχισε την δουλειά, άρχισε να εργάζεται, εχερίκωσε να βρέχει
χάρη, η : «μόνο ο Θεός – μεγάλ΄η χάρη ντου – να μάσε άρχισε να βρέχει
συχωρέσει των αμαρτωλώ...», «μόνο ο Θεός – προσκυνούμε τη χέρισο, το ακαλλιέργητος, άγονος τόπος
χάρη ντου – να τσι συχωρέσει...» χέρκα, τα χέρια, τα
χαρθιά, τα χαρτιά, τα : τω χαρθιώ των χαρτιών χέρσος, ο = χέρισο, το
χαρκιάς, ο χαλκιάς, ο χέρτζα, τα χέρια, τα
χαροκόπος, ο γλετζές, γλεντιστής χερτμπέτι, το τουρκ. σερμπέτι, το
χαρχάλα, η 1) δυχαλωτόν ξύλον, 2) ανοικτή παλάμη του χεριού χηράδες, οι χήρες, οι
χιαματάς, ο τουρκ. σαματάς, ο χρισθιανός, ο χριστιανός, ο
χιαχιρδίζω = σασιρντίζω χρισιανός, ο χριστιανός, ο
χιονική, η χιονίστρα, η Χριστόγεννα, τα Χριστούγεννα, τα : Οντό δάρθου ντα
χιονικιά, η χιονίστρα, η Χριστόγεννα, δα σφάξομενε το χοίρο. Όταν θάρθουνε τα
χιράμι, το υφαντό λεπτό κλινοσκέπασμα Χριστούγεννα, θα σφάξουμε το χοίρο.
χισμέτι, το τουρκ. Μοίρα, η χρόνος, ο : κι΄από χρόνου! (ευχή) και του χρόνου!
χλαμποσυκιά, η φραγκοσυκιά, η χτήμα, το γάϊδαρος, ο
χλαμπουτσοσκέ, η φραγκοσυκιά, η χτηματσερή, η γαϊδάρα, η
χλαμπουτσοσυκιά, η φραγκοσυκιά, η χτιιμένος χτισμένος
χνάργα, τα χνάρια χύτης, ο κατήφορος, ο
χναροσκιά, η φραγκοσυκιά, η χωϊμένος χωσμένος
χναροσυκιά, η φραγκοσυκιά, η χώνομαι = κρούβγομαι
χοβόλη, η χόβολη, η χώνω κρύβω
χοιρνός, ο χοιρινός, ο χώρα, η πόλη, η : «να βλαστημήξω θέλω και τη χώρα – όξ΄αν
χοίρος, ο κανάκι, χάϊδι έει άγιο – και το χωργό μπιλέμου»
χορεύγω χορεύω χωρατάδες, οι χωρατά, αστεία
χορέω χορεύω χωρατάς, ο αστείο, το
χοτζερές, ο παρακάσελο, το (η χωριστή θήκη εντός της χωργάτης, ο χωριάτης
κασέλας) χωργό, το χωριό : «Μεσόγεια μου, καλο χωργό, δε θέλω το
χουβίζω (εχούβιξα) φοβερίζω (δια φωνών) κακό σου, γιατί παθιώ το χώμα σου και πίνω το νερό σου.» «Διάλε
χουμάς, ο νερό που απομένει στον τυροκομικό λέβητα ύστερα το χωργό σου, διάλε το χωργό απού σ΄έβγανενε...»
από την εξαγωγή της μυζήθρας χωρζό, το χωριό, το
χούρδος αχτένιστος, αυτός που είναι ανακατωμένα τα μαλλιά χωρίς εκτός : χωρίς ετούτες τσι κλεψιές εκτός απ΄αυτές τις
του κλεψιές
χουσμέτι, το τουρκ. Μοίρα, η χωσά, η ενέδρα, η
χοχλάζω κοχλάζω, βράζω χωστά κρυφά
χοχλακώ κοχλάζω, επί του νερού που βράζει χωστό, το κρυφτό, το (παιχνίδι)
χοχλιός, ο σαλιγκάρι, σαλιαγκάς
χόχλος, ο βρασμός, κοχλασμός
χρειασίδι, το απαραίτητο σκεύος
Ψ
χρειγιάζομαι χρειάζομαι ψακώνω δηλητηριάζω
χριθιανός, ο χριστιανός, ο
ψάρι, το ψάρεμα, το : επαραίτησα το ψάρι μπλιο, γιατί
εγέρασα άφησα το ψάρεμα πια, αφού γέρασα
ψένω πηγαίνω
ψήνω μαγειρεύω, βράζω : είντά΄ψησες σήμερο; τι
μαγείρεψες σήμερα;
ψίκι, το γαμήλια πομπή
ψιμυθευτός καλαίσθητος, κομψός
ψιχάλι, το ψίχουλο, το
ψόμα, το ψέμμα, το
ψοματίζω ψεμματίζω

Ω
ωζό, το πρόβατο, το
ώρα, η : από ώρας από πολλή ώρα, από τόσην ώρα τώρα, μα
΄γώ σε βλέπω από ώρας και νυστάζεις από τόσην ώρα τώρα σε
βλέπω να νυστάζεις, ήρθε από ώρας, δε σε βρήκε και έφυγε
ήρθε πριν από κάμποση ώρα, δε σε βρήκε και έφυγε, η ώρα τόνε
βάνει όπου νάναι θα φανεί, πότε θα γυρίσει αυτός; - η ώρα τόνε
βάνει πότε θα γυρίσει αυτός; - όπου νάναι θα φανεί, τι ώρα
κάμεις; τι ώρα έχεις (λες); ώρα καλή! καλημέρα!
ωρέ μωρέ : ωρέ σώπα!, ωρέ μη μου λες!
ως όπως : ως έγγιστα περίπου
ωσά σαν : επροπάτειε ωσά ντη περδίκα περπατούσε σαν
περδίκα
ώσαμε μέχρι, ίσαμε
ωσάν μόλις, με το πού
ωστοσοσές, ωστοσηνηέ, ωστοσονά τόσος, τός, τόσο :
ωστοσηνηέ θάλασσα και πώς δε τη διαβούμε, τως ήπηρα
ωστοσανά δώρα και παλι δε μ΄αγαπούνε
ώφου ωχ

You might also like