You are on page 1of 674

ΑΡΙΑ∆ΝΗ ΣΑΡΑΝΤΟΥΛΑΚΟΥ

ΤΕΧΝΗ ΑΦΗΓΗΣΕΩΣ
ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ
Ἡ ποιμαντική, συμβουλευτική καί παιδαγωγική τους
διάσταση.

∆I∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

ΑΘΗΝΑ 2008
1
2
3

ΤΕΧΝΗ ΑΦΗΓΗΣΕΩΣ
ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ
4

ISBN 978-960-930852-6
Copyright © 2008, Ἀριάδνη Σαραντουλάκου
5

ΑΡΙΑ∆ΝΗ ΣΑΡΑΝΤΟΥΛΑΚΟΥ

ΤΕΧΝΗ ΑΦΗΓΗΣΕΩΣ
ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ
Ἡ ποιμαντική, συμβουλευτική καί παιδαγωγική τους
διάσταση.

∆I∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

ΑΘΗΝΑ 2008
6
7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τό θέμα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων μέ πρωτοαπασχόλησε τό 1995, κατά


τή διάρκεια τῆς ἐκπόνησης τῆς μεταπτυχιακῆς διπλωματικῆς ἐργασίας μου
(master) πού φέρει τόν τίτλο: «Θεολογία καί Μεθοδολογία τῆς ἱεραποστολῆς
κατά τόν βίο τῶν Ἁγίων Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ».
Ὁ διορισμός μου ὡς ΕΤΕΠ στό Τομέα Χριστιανικῆς Λατρείας Ἀγωγῆς καί
∆ιαποιμάνσεως τό 1997, μέ ἔφερε κοντά σέ καταξιωμένους καθηγητές στούς
χώρους τῆς Ἁγιολογίας, Ποιμαντικῆς καί Χριστιανικῆς Ἀγωγῆς· αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι μέ τήν ἀμέριστη συμπαράστασή τους μοῦ δίνουν τό κίνητρο νά
ἀσχοληθῶ εἰδικότερα μέ τό συγκεκριμένο πεδίο καί ἔτσι τό Μάρτιο τοῦ 1999
ἀναλαμβάνω τήν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς μου, μέ θέμα «Τέχνη
ἀφηγήσεως ἀσκητικῶν καί ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ἡ ποιμαντική, συμβου-
λευτική καί παιδαγωγική τους διάσταση».
Πρῶτο βῆμα τῆς ἔρευνας μας ἀποτελεῖ ὁ ἀκριβής καθορισμός κριτηρίων
ἐπιλογῆς τῶν συγκεκριμένων ἀσκητικῶν κειμένων, σέ σχέση μέ τό τεράστιο
ὑπάρχον ὑλικό (Εἰσαγωγή). Ἀκολούθως ἐξετάζεται ἡ θέση τους ὡς φιλολογικό
εἶδος καί ἡ θεματολογία τους. Ὁ συγγραφέας, ὁ ἀφηγητής καί οἱ ἀποδέκτες
αὐτῶν τῶν κειμένων, πού ἀποτελοῦν καί τόν κινητήριο μοχλό τῆς ὅλης
ἀφηγηματικῆς λειτουργίας τους, εἶναι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἀναφορᾶς μας (κεφ.1).
Στή συνέχεια, μέσα ἀπό συνδυαστική σύγκριση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων,
γίνεται προσπάθεια κατάδειξης τῆς ποιμαντικῆς, συμβουλευτικῆς καί
παιδαγωγικῆς τους διάστασης, φέρνοντας σέ ἐπαφή τό ὑλικό μας μέ τά
ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα τῆς θεωρίας τῆς ἀφήγησης (πλοκή, δομικά γνωρίσματα,
ἀφηγηματικές τεχνικές, δρῶντα πρόσωπα καί λειτουργίες τους, σκηνικό) (κεφ.
2, 3 καί 4) . Ἀπώτερος στόχος μας εἶναι ἡ προβολή καί ἡ ἀξιοποίηση τῶν
προτύπων τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στό σήμερα καί εἰδικότερα ἡ σημασία
τῆς χρήσης τους στήν Ἐκπαίδευση (κεφ. 5 καί Παράρτημα).
Γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ δόθηκε ν' ἀσχοληθῶ μέ τήν παρούσα ἐργασία,
ὀφείλω ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας καί τά μέλη
8

τῆς Τριμελοῦς Συμβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς· ἰδιαίτερα στόν ἐπιβλέποντα Ὁμότιμο


Καθηγητή κ. Ἀλέξανδρο Σταυρόπουλο γιά τήν ὑπόδειξή του ν' ἀσχοληθῶ μέ τό
συγκεκριμένο θέμα καί τήν ἐμπιστοσύνη πού μοῦ ἔδειξε, τίς πολύτιμες
συμβουλές του στή δομή τῆς ἔρευνας καί τήν ἀποδοχή τῶν ἐπιλογῶν μου· στόν
Καθηγητή κ. Ἐμμανουήλ Περσελή γιά τή συνεχή συμπαράστασή του καί τίς
καθοριστικῆς σημασίας συμβουλές καί ὑποδείξεις του· στόν Ἐπίκουρο Καθηγητή
π. Κωνσταντῖνο Παπαδόπουλο γιά τίς βελτιωτικές ἐπισημάνσεις του καθώς καί
γιά τό συνεχές ἐνδιαφέρον καί τήν ἠθική ὑποστήριξη πού μοῦ προσέφερε.
Θερμές εὐχαριστίες ὀφείλω στόν Ὁμότιμο Καθηγητή Ἁγιολογίας κ. Π.Β.
Πάσχο πού πάντοτε βρισκόταν κοντά μου καί βοήθησε ἀποφασιστικά στήν
πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς ἔρευνας.
Σημαντική ὑπῆρξε ἡ συμβολή στήν προσπάθειά μου τοῦ Καθηγητῆ κ.
Γεωργίου Φίλια, τοῦ Καθηγητῆ κ. Ἀθανασίου Βουρλῆ, τοῦ Ἐπικούρου Καθηγητῆ κ.
Ἀθανασίου Γλάρου, τοῦ Ἐπικούρου Καθηγητῆ κ. Βασιλείου Γαϊτάνη καί τοῦ
Ἐπικούρου Καθηγητῆ κ. Ἀθανασίου Μελισσάρη πού καί γι’ αὐτό τούς εὐχαριστῶ
πολύ.
Εὐχαριστίες ὀφείλω καί στή Γ.Σ. τοῦ Τμήματος, πού μοῦ ἐνέκρινε
ἐκπαιδευτική ἄδεια ἑπτά μηνῶν, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση τοῦ τότε διευθυντῆ τοῦ
Τομέα Καθηγητῆ κ. Ἐμμανουήλ Περσελῆ καί ἀποδοχή τοῦ Τομέα, χωρίς τήν
ὁποία θά ἦταν πολύ δύσκολο νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ διατριβή.
Τέλος ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ καί σέ ὅλο τό προσωπικό τῆς Βιβλιοθήκης τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς, πού πάντοτε ἦταν καί εἶναι πρόθυμο νά μέ ἐξυπηρετήσει.
Ἡ μελέτη αὐτή ἀφιερώνεται στούς Γέροντες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τούς
ὁποίους αἰσθανόμουν παρόντες σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἔρευνας καί μοῦ
ἄνοιξαν δρόμους καί ὁρίζοντες γιά νά συνεχίσω τή ζωή μου.

Ἀριάδνη Σαραντουλάκου
17η Μαΐου 2007, Ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως
9

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ .............................................................................................................................. 7
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ .............................................................................................. 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................................... 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ........................................................................................................... 33
ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ....................................... 33
1. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς εἶδος φιλολογικό ................................... 33
2. Θεματολογία τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. ............................................. 39
α'. Ὁ τρόπος παρουσίασης τῶν θεμάτων (πιλοτικά ἐρωτήματα) ......... 39
β'. Περιεχόμενο ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων. ................................... 43
γ'. Κριτήρια ἐπιλογῆς συγκεκριμένου ὑλικοῦ............................................. 54
3. Τό ἀφηγηματικό γεγονός τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. ..................... 79
α'. Ὁ συγγραφέας. .............................................................................................. 79
i. Ἀξία ἀναφορικότητας. ................................................................................ 86
ii. Πειστικότητα. ................................................................................................. 91
β'. Ὁ ἀφηγητής. ..................................................................................................... 97
i. Ὀπτική γωνία ............................................................................................ 109
γ'. Οἱ ἀποδέκτες ............................................................................................... 119
δ'. Σκοπός καί κίνητρα γραφῆς. ................................................................... 121
ε'. Σκοπός ἀνάγνωσης. ................................................................................... 128
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ .................................................................................................... 135
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ............... 135
1. Πλοκή ..................................................................................................................... 135
Εἰσαγωγικά ........................................................................................................... 135
α'. ∆όμηση πλοκῆς. ........................................................................................... 145
β'. ∆ομικά γνωρίσματα. .................................................................................. 169
i. Πάθη καί ἀρετές ........................................................................................ 169
ii. Τό καλό καί τό κακό. .............................................................................. 214
10

iii. Θαύματα ὄνειρα καί ὁράματα. ........................................................... 236


iv. Φύση καί ζῶα ........................................................................................... 252
v. Ἡ χρήση τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς ∆ιαθήκης. .................................. 259
γ΄. Ἀφηγηματικές τεχνικές. ............................................................................ 268
i. Χαρακτηριστικά λόγου πού βασίζονται στήν προφορικότητα. .. 268
ii. Ἡ ἀξία τῆς ἐπαναληπτικότητας. ............................................................ 281
iii. Μνήμη καί φαντασία. ............................................................................. 292
iv. Χρονικές σχέσεις. .................................................................................. 303
v. Ρητορικά σχήματα..................................................................................... 310
2. ∆ρῶντα πρόσωπα καί λειτουργίες τους ................................................... 321
Εἰσαγωγικά. .......................................................................................................... 321
α΄. Ὁ κατά χάριν Θεοῦ πνευματικός ὁδηγός.......................................... 325
β΄. Ὁ ἐν δοκιμασίᾳ εὑρισκόμενος ἄνθρωπος. ....................................... 337
i. Αἰτίες δοκιμασίας. .................................................................................... 337
ii. Ἐφόδια ὑπέρβασης δοκιμασίας. .......................................................... 349
γ΄. ∆αιμονολογία. ............................................................................................. 373
δ΄. Ἐνδιάμεσα βοηθητικά πρόσωπα. ............................................................ 381
3. Σκηνικό. ................................................................................................................. 384
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ........................................................................................................... 395
Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ ....... 395
1. Προϋποθέσεις ὀρθῆς συμβουλευτικῆς. ..................................................... 395
α΄. Ὁ συμβουλεύων. ......................................................................................... 396
β΄. ∆εξιότητες γιά μιά καλή συμβουλευτική σχέση. .............................. 405
γ΄. Ὁ συμβουλευόμενος ................................................................................. 412
δ΄. Ἡ συμβουλευτική διαδικασία. .................................................................. 419
2. Ὀρθόδοξη Συμβουλευτική μεθοδολογία ................................................. 431
α΄. Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή. ..................................................................... 431
β'. Συνεργία θείου καί ἀνθρώπινου παράγοντα. ................................... 443
γ'. Τό "παράδειγμα" τοῦ Γέροντα................................................................. 449
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ .................................................................................................... 453
Η ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ .............. 453
11

Εἰσαγωγικά................................................................................................................ 453
1. Προϋποθέσεις ὀρθῆς διδασκαλίας ............................................................ 455
α. Ὁ διδάσκων.................................................................................................... 458
β΄. Ὁ διδασκόμενος. ........................................................................................ 469
2. Παιδαγωγική μέθοδος ................................................................................... 472
α. Ὁ λόγος τοῦ παιδαγωγοῦ. ....................................................................... 473
β΄. Βιωματικότητα............................................................................................... 476
γ΄. Αὐτενέργεια. ................................................................................................ 478
3. Μέσα διδασκαλίας. .......................................................................................... 480
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ..................................................................................................... 495
ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ .............. 495
1. ∆ιαχρονικά στοιχεῖα. ....................................................................................... 495
2. Μετασχηματισμοί. ............................................................................................. 504
3. Φυγή: ∆ιέξοδος τῆς μνήμης. ....................................................................... 510
4. Πρότυπα τῆς ἐποχῆς μας. ............................................................................... 512
5. Ἀξιοποίηση καί προβολή τῶν προτύπων τῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων. .................................................................................... 513
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...................................................................................................................... 525
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ....................................................................... 525
Εἰσαγωγικά................................................................................................................ 525
1. "Παιδικά Γεροντικά". ......................................................................................... 531
2. Ἡ σημασία τῆς χρήσης τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων
στήν Ἐκπαίδευση. ..................................................................................................... 543
3. Ἐφαρμογές ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση. ..................... 553
4. Ἡ πνευματική ὁδοιπορία τῶν Γερόντων στό χῶρο
τῶν ἐκδόσεων..........................................................................................................573

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ................................................................................. 599


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................. 621
1. Κύριες πηγές. ...................................................................................................... 621
12

2. ∆ευτερεύουσες πηγές ................................................................................ 639


3. Βοηθήματα. ........................................................................................................... 651
13

«∆ιηγήματα γὰρ ἀγαθὰ ἐκκλησίαν θεοῦ φαιδρύνει,


πρὸς θεογνωσίαν κρατύνει, τὰς ψυχὰς πρὸς θεοῦ
διεγείρει, ἀπὸ πλάνης ἐπιστρέφει, τοὺς ῥαθύμους
ἐξυπνίζει, τοὺς σαλευομένους στηρίζει, τοὺς
σκανδαλιζομένους πληροφορεῖ, τοὺς σκληροκαρδίους
κατανύσσει, τοὺς ἀφελεῖς φωτίζει. Καὶ μαρτυρεῖ
τοῦτο πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος ὠφέλιμος
ὑπάρχουσα, ἐξ ὧν τυγχάνουσι καὶ αἱ παρακείμεναι
διηγήσεις, ὧν ἡ ἀκρόασις ὄντως ζωὴ αἰώνιός ἐστιν.»1.

1
. Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ καί στηρικτικά γενόμενα ἐν
διαφόροις τόποις, ἐπί τῶν ἡμετέρων χρόνων, Oriens Christianus, 1903, σ.61.
14
15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἡ τέχνη τοῦ γράφειν ἤ ὁμιλεῖν καί ἡ τέχνη τοῦ κατανοεῖν (ἑρμηνευτική) εἶναι
ἄρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους ἐφ' ὅσον ἡ μία εἶναι προϋπόθεση τῆς
ἄλλης1. Ἡ ἀποκάλυψη τῶν σωτηριολογικῶν ἀληθειῶν μέσῳ τῆς ἔρευνας τῆς
ἀφήγησης ἀσκητικῶν καί ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀποτελεῖ τόν ὕψιστο στόχο
τοῦ πιστοῦ μελετητῆ. Πῶς καί γιατί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι δημιουργοῦν ἱστορίες -
ἱστορίες θρησκευτικές, λογοτεχνικές, νομικές, γιά τόν ἑαυτό τους - καί ποιός ὁ
ρόλος τῆς ἀφήγησης τῶν ἱστοριῶν στή ζωή τους; Ἡ τέχνη μιμεῖται τή ζωή ἤ ἡ
ζωή τήν τέχνη; Μαθαίνουν νά δημιουργοῦν ἱστορίες ἤ διαθέτουν μία ἐξαρχῆς
«πυρηνική γνώση» γιά τήν ἀφήγηση;
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις περνώντας ἀπό τόν προφορικό στό γραπτό λόγο
διασκευάζονται, μεταβάλλονται, θεσμοθετοῦνται. Πολλές φορές οἱ
λογοτεχνικές προσαρμογές ἄν καί ἐπέτρεψαν τήν ἐπιβίωσή τους, δέν
ἀξιοποίησαν τίς ἀληθινές προφορικές διηγήσεις. Ἀντίθετα ὁδηγοῦν συχνά στήν
ὑποτίμηση τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τόν ἐπίσημο πολιτισμό (συμπεριλαμβανο-
μένου καί τοῦ σχολείου) πού ἴσως βέβαια ἐν μέρει νά ὀφείλεται στή διάκριση
ἀνάμεσα στήν «ἐγκυρότητα» τοῦ ἐπώνυμου ἔργου καί στό δημιούργημα ἑνός
ἀνωνύμου πολλές φορές, λαϊκοῦ ἀφηγητῆ (μοναχοῦ, λαϊκοῦ, κληρικοῦ) πού
θεωρεῖται ἁπλά ὁ μή συνειδητός μεταβιβαστής μιᾶς παράδοσης.
∆έν εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τό πῶς μιά διήγηση μετασχηματίζει τήν
«κοινοτοπία». Μία «περιπέτεια» (Ποιητική Ἀριστοτέλους), μιά ξαφνική
ἀντιστροφή τῶν περιστάσεων, μετατρέπει μία συνηθισμένη ἀκολουθία
γεγονότων σέ μία ἱστορία· γιά παράδειγμα ἕνας καθ' ὅλα σεβάσμιος μοναχός
νά προσβάλλεται ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας ἤ τῆς κενοδοξίας ἤ τῆς ὀκνηρίας.
Οἱ διηγήσεις σίγουρα δέν εἶναι «ἀθῶες». Πάντα ἔχουν κάποιο μήνυμα, συχνά
καλά κρυμμένο πού ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ ἀφηγητής ν' ἀγνοεῖ τό ὑστερόβουλο

1
. H. Cadamer, Rhetorik und Hermeneutik, Cöttingen,1976, σ.8.
16

κίνητρό του2. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις δέν εἶναι στατικές. Ἡ ἀνταλλαγή


ἀνάμεσα στό γραπτό καί προφορικό λόγο εἶναι συνεχής. Ἡ προφορικότητα
ἐγγράφεται στό λόγο τῆς δημοσιευμένης διήγησης καί ἐπηρεάζεται μέ τή σειρά
της ἀπό αὐτόν. Ἡ ἀφήγηση τοῦ λαϊκοῦ ἀφηγητῆ δέν εἶναι μία μηχανική
ἐπανάληψη κάποιων τετριμμένων θεμάτων, ἀλλά βασίζεται σέ συνειδητές
ἐπιλογές πού ὁδηγοῦν καί στήν ἀναδημιουργία τοῦ παραδοσιακοῦ ὑλικοῦ. Ὁ
ἀφηγητής, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες καί τό ταλέντο του, δίνει μιά ἀποδεκτή καί
ἔγκυρη μορφή σ' ἕνα περιφερόμενο ἀφηγηματικό σχῆμα. Ἔτσι αὐτό πού
διαθέτουμε δέν εἶναι τό ἰδεατό ἀρχέτυπο μιᾶς διήγησης, ἀλλά οἱ πολυάριθμες
ἐκδοχές της3. Οἱ μετασχηματισμοί τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στό διάβα τοῦ
χρόνου καί ἡ δημιουργία συγκεκριμένων ἀφηγηματικῶν τύπων ὀφείλεται στούς
ἀφηγητές. Ἡ δύναμη τοῦ λόγου τους, ἡ προϋπάρχουσα παράδοση καί οἱ στόχοι
(προτιμήσεις) τοῦ ἀκροατηρίου πού μπορεῖ νά εἶναι παιδαγωγικοί,
συμβουλευτικοί ἤ ποιμαντικοί σέ μιά τοπική κοινωνία εἶναι οἱ τρεῖς βασικοί
παράγοντες πού παίζουν ρόλο στή διαδικασία τῆς ἀφηγηματικῆς λειτουργίας.
Οἱ κοινωνικοί μετασχηματισμοί τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα περνοῦν καί στό
πολιτισμικό ἐπίπεδο τῆς ὑπό διαμόρφωση ἀκόμη ἀστικῆς τάξης πού ἀνακαλύπτει,
οἰκειοποιεῖται, συμπληρώνει, μυθοποιεῖ, ἀπορρίπτει τό πλούσιο ὑλικό τῆς
παράδοσης. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀπό τά χειρόγραφα, τούς κώδικες, τίς
μοναστηριακές συλλογές περνοῦν σέ ποικίλα μέσα διάδοσης: στό λαϊκό
βιβλίο, στήν ἀνώνυμη φυλλάδα, στό παιδικό βιβλίο καί περιοδικό, στό θεατρικό
ἔργο, στό σχολικό βιβλίο, στό ἐκπαιδευτικό ἐγχειρίδιο.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἐντάσσονται στά ἐπιστημονικά ἐνδιαφέροντα τῆς
ἁγιολογίας καί ἀποτελοῦν μία ἀπό τίς ὀκτώ πηγές της4. Τό ὑπό ἐξέταση ὑλικό
μας ἔχει καθαρά διηγηματικό χαρακτήρα. Οἱ διηγήσεις αὐτές ἤ α) θά φέρουν
τόν ἐπιθετικό προσδιορισμό «ψυχωφελής» ἤ «πάνυ ὠφέλιμος», δηλ. θά εἶναι

2
. J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες. Νόμος, Λογοτεχνία, Ζωή, ἐπιστ. ἐπιμ. Γιάννης
Κουγιουμτζάκης, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 20042, σ. 40.
3
. M. Καπλάνογλου, Παραμύθι καί ἀφήγηση στήν Ἑλλάδα: Μία παλιά τέχνη σέ μία νέα ἐποχή.
Τό παράδειγμα τῶν ἀφηγητῶν ἀπό τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί ἀπό τίς προσφυγικές
κοινότητες τῶν Μικρασιατῶν Ἑλλήνων, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2002, σ. 29.
4
. Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγή στήν Ἁγιολογία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19972, σ.15.
17

αὐτοχαρακτηριζόμενες, ἤ β) θά χαρακτηρίζονται ἀπό τήν Ἁγιολογία ὡς τέτοιες


μέσα ἀπό τά Ἀνθολόγια ἀποφθεγμάτων καί ἀσκητικῶν ἱστοριῶν.
Βέβαια ἡ ἔννοια τῆς «ψυχωφέλειας» ἀγγίζει ἕνα εὐρύτερο ὁρίζοντα
ἐνδιαφέροντος, ὅπως εἶναι θαύματα ἁγίων, εὕρεση καί ἀνακομιδή τιμίων
λειψάνων, ἅγιες εἰκόνες, τά ὁποῖα ὅμως δέν εἶναι κύριος στόχος τῆς
παρούσης μελέτης, χωρίς βέβαια ν' ἀποκλείεται ἡ συνεπικουρία τους. Συναφῆ
κείμενα ἀποτελοῦν ἡ «∆ιήγησις τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου καί ἐνδόξου
μεγαλομάρτυρος καί θαυματουργοῦ Ἀρτεμίου»5, τοῦ 7ου αἰ. καί ἀποδίδεται στόν
Ἰωάννη τόν Ρόδιο6 καί τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων ἡ «∆ιήγησις θαυμάτων
τῶν ἁγίων Κύρου καί Ἰωάννου τῶν σοφῶν Ἀναργύρων»7.
∆ιάσπαρτο ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων μέ τήν εὐρεία τοῦ ὅρου ἔννοια -
ὅπως προείπαμε- βρίσκεται στή Θεοδώρητου Κύρου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία8,
στήν Εὐσεβίου Καισαρείας Ἐκκλησιαστική Ἱστορία9, στήν Σωκράτους
Σχολαστικοῦ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία10, στήν Σωζομενοῦ, Ἑρμείου Σαλαμινίου
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία11, στήν Εὐαγρίου Σχολαστικοῦ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία12,
στήν Ἐπιτομή τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας Νεκταρίου τοῦ Κρητός13, στήν
Περιγραφή τοῦ Θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ14, στοῦ Ἀναστασίου Σιναΐτου,
πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἐρωτήσεις καί Ἀποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων ἐκ
διαφόρων προσώπων15. Ἀναλυτική βιβλιογραφία γιά Patrum Vitae, Πατερικά,
Γεροντικά (Appendix VI) καί narrationes animae utiles (ψυχωφελῆ) (Appendix IV)
ὑπάρχει στή BHG, τ. ΙΙΙ, σ. 175-214 (Βρυξέλλες 1957) ὅπως καί στό Auctarium
BHG, Subsidia Hag. Gr. ἀρ. 47 (1969) καί στό Novum auctarium BHG ἀρ. 65
(1984).

5
. Α. Papadopoulos- Κerameus, Varia Graeca Sacra, Leipzig 1975, σ. 1-79.
6
. Α. Papadopoulos- Κerameus, Varia Graeca Sacra, σ. 2.
7
Migne, PG. 87, 3423-3675.
8
PG. 82, 881-1280.
9
ΒΕΠ 19,20.
10
PG. 67, 33-841.
11
PG 67, 843-1630.
12
PG 86 ΙΙ, 2416-2885.
13
βλ. Μ. Μανούσακα, Κρητικά Χρονικά 1(1947) 291-332.
14
ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, 1977, προλεγόμενα ὑπό Π. Φ. Χριστόπουλου.
15
PG 89, 312-824.
18

Ἀσκητικά κείμενα πού περιέχουν λόγους μοναχῶν καί Πατέρων - ἀκόμη κι


ἄν χρησιμοποιοῦν ἐμβόλιμες διηγήσεις ὡς παραδείγματα καί ἀπόδειξη τῶν
λεγομένων τους, παρ' ὅτι ψυχωφελῆ,- δέν ἀποτελοῦν κύρια πηγή τῆς μελέτης
μας. Ἐπίσης οἱ βίοι τῶν Ἁγίων καί τά μεταγενέστερα Συναξάρια ἀποτελοῦν
ξεχωριστό κλάδο τῆς Ἁγιολογίας16.
Μία ὀνομάτων ἐπίσκεψη διευκρινίζει πώς: ὁ, ἡ ψυχωφελής, τό ψυχωφελές
εἶναι αὐτός πού ὠφελεῖ τήν ψυχή17. ∆ιήγηση: εἶναι ἡ ἐξιστόρηση γεγονότος,
περιστατικοῦ, ἡ ἀναλυτική περιγραφή τοῦ τί συνέβη· προφορική ἤ γραπτή·
συνεκδοχικά κείμενο πού περιέχει τήν ἀναλυτική περιγραφή γεγονότων· ρῆμα:
διηγοῦμαι(-έο) <δι (α) + ἡγοῦμαι: «εἶμαι ἀρχηγός», πιστεύω, νομίζω· συνώνυμα:
ἀφηγοῦμαι, περιγράφω, ἐξιστορῶ, ἐκθέτω18.
Ἡ παρούσα ἐργασία προσπαθεῖ,-βασιζόμενη σ' ἕνα ἐπιλεγμένο ὑλικό
ψυχωφελῶν διηγήσεων-, ἀκολουθώντας τά βήματα τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας νά
δώσει ἀπάντηση σέ τέσσερα βασικά ἐρωτήματα πού προσδίδουν κατεύθυνση καί
ἐπίκεντρο στή συλλογή καί ἀνάλυση τῶν δεδομένων: 1. Ποῦ λαμβάνουν χώρα
τά γεγονότα; 2. Ποιά εἶναι τά ἐμπλεκόμενα πρόσωπα; 3. Πότε συμβαίνουν τά
γεγονότα; 4. Ποιά εἴδη ἀνθρώπινης δραστηριότητας ἐμπλέκονται19; Οἱ πηγές
μας εἶναι δευτερογενεῖς δηλ. δέν συντίθενται ἀπό δεδομένα πού
προσδιορίζονται ὡς ἀρχέγονα (π.χ. χειρόγραφα) ἀλλά εἶναι ἀξιόπιστες κριτικές
ἐκδόσεις κειμένων.
Κύριες πηγές μας (ἔστω καί δευτερογενεῖς) κατά χρονολογική σειρά
συγγραφῆς εἶναι:
1. Βυζαντινή Βιβλιοθήκη, Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τόμος Α΄, κεφ. 1-44,
Ὀργανισμός Κλασσικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα 1970, Μετάφρασις-Εἰσαγωγή-
Σχόλια Ν.Θ. Μπουγάτσου-∆.Μ. Μπατιστάτου· τόμος Β΄ κεφ. 45-71, ἐκδ. Τῆνος.

16
Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.15.
17
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας μέ σχόλια γιά τή σωστή χρήση τῶν
λέξεων, ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Ἀθήνα1998, σ. 2022.
18
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας..., σ. 511.
19
L. Cohen- L. Manion, Μεθοδολογία ἐκπαιδευτικῆς ἔρευνας, μτφρ. Χ. Μητσοπούλου, Μ.
Φιλοπούλου, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 1994, σ. 76.
19

2. Historia Monachorum in Aegypto, édition critique du texte grec par A. J.


Festugière, Subsidia Hagiographica, n. 34, Société des Bollandistes, Bruxelles
1961.
3. Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων. Εἰσαγωγή Μοναχοῦ
Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια,
Εὑρετήριον θεμάτων ἀπό Π.Β. Πάσχον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1961.
4. «Ἄνθη τῆς Ἐρήμου» (ἀρ. 17): Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, εἰσαγωγικά
-μετάφραση -σχόλια Μοναχοῦ Θεολόγου Σταυρονικητιανοῦ, Ἅγιον Ὄρος
1983 πού χρησιμοποεῖ ὡς πηγή τήν ἀναδημοσίευση τοῦ κειμένου τῆς Ἑλληνικῆς
Πατρολογίας τοῦ Migne τόμος 87, Μέρος Γ, στ. 2848- 3116 (μοναδική
πλήρης ἔκδοση).
5. Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ
ἁγίων Πατέρων, F. Nau, Oriens Christianus, 1902, σ. 58-89 καί Ἀναστασίου
μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ καί στηρικτικά γενόμενα ἐν
διαφόροις τόποις, ἐπί τῶν ἡμετέρων χρόνων, F. Nau, Oriens Christianus, 1903,
σ. 56-90 (ἀμφιβαλλόμενα).
6. Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, et d’ autres auteurs,
Introduction et Texte par John Wortley, Éditions du Centre National de la
Recherche Scientifique, Paris 1987.
7. ∆ιηγήσεις φοβερές καί ὠφέλιμες, Ἀπό τά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας,
Νεοελληνική ἀπόδοση-Σχόλια, Ἱ. Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς, 19973.
8. «Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων
Πατέρων ἀπό πάσης γραφῆς θεοπνεύστου συναθροισθεῖσα καί οἰκείως καί
προσφόρως ἐκτεθεῖσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἐντυγχανόντων, παρά Παύλου τοῦ
ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί κτήτορος μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς
Εὐεργέτιδος, καί Εὐεργετινοῦ ἐπικαλουμένου...», Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως
Κουβαρᾶ Ἀττικῆς,19776.
Κείμενα μέ περιεχόμενο ἀσκητικό καί ψυχωφελές, πού ὅμως παρ' ὅτι θά
γίνονται ἀναφορές δέν θά χρησιμοποιοῦνται σάν ὑλικό κυρίων πηγῶν λόγῳ:
α) τῆς στενῆς ἔννοιας «ψυχωφελής διήγηση» ὅπως ὁρίστηκε πιό πάνω, β) τῶν
20

χρονολογικῶν ὁρίων πού καλύπτει ἡ ἔρευνα καί πού θά ὁριστοῦν στή συνέχεια
καί γ) τῆς ἤδη κάλυψής τους ἀπό τίς κύριες πηγές, εἶναι :
1. Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά (Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια,
πίνακες), Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία», Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1983.
2. Ἀμμωνίου μοναχοῦ, ∆ιήγησις περί τῶν ἀναιρεθέντων ὑπό τῶν βαρβάρων
ἁγίων πατέρων τοῦ Σινᾷ ὄρει καί ἐν τῇ Ραϊθοῦ πού ἐκδόθηκε ἀπό τον F.
Combefis, Illustrium Christi martyrum lecti triumphi… Paris 1660, σ. 88-132. Πηγή
τῆς ἔρευνάς μας ἀποτελεῖ τοῦ Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ
πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ.21-55, Ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα1989.
3. Ἀποφθέγματα Μακαρίου PG 34, 230-262.
4. Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά
(ἐρωταποκρίσεις) (Εἰσαγωγή, Προοίμιο, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια) τ.Α’
(1996) (α’-σιη’), τ.Β’ (1996) (σιθ’-φλγ’), τ. Γ’ (1997) (φλδ’-ωμα’), Ἐκδ. «Ἑτοιμασία»
Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1997.
5. Θεοδώρητου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία ἤ ἀσκητική πολιτεία, PG.
82,1283-1496.
6. Κλῖμαξ, Ἰωάννου τοῡ Σιναΐτου, ἐκδοθεῖσα ὑπό Βίκτωρος Ματθαίου
Καθηγουμένου, Ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος-Κρονίζης
Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, Ἀθῆναι 1965.
7. Π.Β. Πάσχου, Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί
ἀσκητικά κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990,
καί σέ λογοτεχνική μετάφραση, Π.Β. Πάσχου, Γυναῖκες τῆς ἐρήμου. Μικρό
Γεροντικό Γ’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1995.
8. Νείλου Μονάζοντος Ἐρημίτου, ∆ιηγήματα εἰς τήν ἀναίρεσιν τῶν ἐν τῷ
ὄρει Σινᾷ μοναχῶν καί εἰς τήν αἰχμαλωσίαν Θεοδούλου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, PG
79, 589Α-693Β.
9. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν· οἱ ἐκδόσεις «Ἀστήρ» ἐξέδοσαν σέ πέντε
τόμους τό κείμενο τοῦ 1782, τ. Α’ (19825), Β’ (19845), Γ’ (19915), ∆’ (19915),
Ε’ (19925).
Ἕνα βασικό κριτήριο γιά τήν ἐπιλογή τοῦ ὑλικοῦ μας εἶναι ἡ ὀρθόδοξη
χριστιανική πίστη. Γι' αὐτό καί κείμενα καθ' ὅλα ψυχωφελῆ πού ὅμως κατά
21

διαστήματα ἔχουν δεχτεῖ κριτικές ἀπόκλισης ἀπό τό ὀρθόδοξο δόγμα δέν


περιλαμβάνονται στό ὑλικό μας. Ἕνα τέτοιο δεῖγμα ἀποτελεῖ ἡ Ἁμαρτωλῶν
σωτηρία τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου, κατά κόσμον Ἀθανάσιου Λάνδου20· Εἶναι τό
πρῶτο ἔργο πού ἐξέδωσε ὁ Λάνδος (Βενετία 1641 καί 1647) καί τό ἀφιερώνει
στήν Κυρία Θεοτόκο μέ σκοπό νά βοηθήσει τούς ἁμαρτωλούς νά σωθοῦν
γι'αὐτό καί τούς διδάσκει μέ «ἁπλό τρόπο καί σέ ἁπλή γλώσσα» τό πῶς θά
ζήσουν σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγινε τό ἀγαπητό
ἀνάγνωσμα τῶν Ἑλλήνων τῆς Τουρκοκρατίας καί συνέχισε νά διαβάζεται καί
πολύ μετά τήν ἐθνική παλιγγενεσία. Ἔχει ἐκδοθεῖ περίπου σαράντα φορές καί
ἔχει μεταφραστεῖ στά ἀραβικά, ρουμανικά, κουτσοβλαχικά, ρώσικα καί τούρκικα
(καραμανλίδικα). ∆ιασκευή τοῦ βιβλίου μέ τίτλο «Πῶς θά σωθοῦμε» ἔγινε ἀπό
τίς Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς τό 2000. Πηγές τοῦ
κειμένου ἀποτελοῦν ἡ Ἁγία Γραφή, Συναξάρια, ἀσκητικές διηγήσεις, ἐκκλησια-
στικοί συγγραφεῖς, καθώς καί ∆υτικοί συγγραφεῖς πού ἔχουν γράψει βιβλία
συγγενικοῦ περιεχομένου καί γι' αὐτό ὁ Λάνδος λίγα χρόνια μετά τό θάνατό
του ἔγινε ἀντικείμενο διαμάχης μεταξύ παπικῆς καί προτεσταντικῆς ἐκκλησίας
στήν προσπάθειά τους νά προσεταιρισθοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ
συγγραφέας στόν πρόλογο τῆς «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίας» ἀναφέρει: «Περί
πάντων δέ καί ἐν πᾶσι καί μετά πάντα, ἐάν εὑρεθῇ τις λόγος ἤ λέξις ἤ γράμμα
ἐλάχιστον εἰς ταύτην τήν βίβλον ἤ εἰς ἄλλην τινά, ὁποῦ συνθέσω κατά καιρόν,
καί νά μήν εἶναι καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία τῶν Γραικῶν, ἐξαλείφω καί ἀφανίζω το, ὥσπερ ποτέ νά μήν τό ἤθελα
γράψει. Ταῦτα λέγω, διότι οἱ λόγοι οὗτοι εἶναι ἐβγαλμένοι ἀπό βιβλία διάφορα
ἰταλικά καί ρωμαϊκά. Καί ἐάν εὑρεθῇ τι διά ταύτην τήν αἰτίαν, ἤ καί διά τήν
ὀλίγην μου μάθησιν, ἄς τό διορθώσῃ ὅστις διδάσκαλος τό γνωρίσῃ κατά Θεόν
καί ὄχι μέ πάθος τι ἤ ζηλοφθονίαν ποσῶς ἤ κατάκρισιν. Ἐγώ γάρ πιστεύω καί
ὁμολογῶ ὡς οἱ Προφῆται προεκήρυξαν, ὡς οἱ Ἀπόστολοι καί αὐτόπται τοῦ

20
Γιά τή ζωή καί τό ἔργο του βλ. τή διδακτορική διατριβή τῆς ∆. Κωστούλα, Ἀγάπιος Λάνδος ὁ
Κρής -Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἔργου του, Ἰωάννινα 1993.
22

Λόγου ἐδίδαξαν, καί καθώς ὑπό τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί ∆ιδασκάλων
ἡμῶν παρελάβομεν»21.
Ἀσκητικά κείμενα πού περιέχουν διηγήσεις ἀλλά ἀναφέρονται σέ
ἀκραῖες καταστάσεις μοναχικοῦ βίου (στυλίτες, σαλοί) ἐπίσης δέν
ἀποτελοῦν ὑλικό μας. Παρ' ὅλα αὐτά πρέπει νά γίνει μνεία στό ἔργο «Βίος
Συμεών τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ» ὑπό τοῦ Λεοντίου ἐπισκόπου ἐν Κύπρῳ
Νεαπόλεως πού ἤκμασε μεταξύ τῶν ἐτῶν 590-668 καί ἦταν μαζί μέ τόν
Ἰωάννη τό Μόσχο καί τόν Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων στήν ὁμάδα τῶν φίλων τοῦ
Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος22. Ἐξεδόθη ἀρχικά στό Acta
Sanctorum Julii 1, 136- 169 καί ἀνατυπώθηκε στό Migne P.G. 93,1669-1748.
Ὁ H.G. Beck κατατάσσει τούς «διά Χριστόν σαλούς» στούς ἀντικομφορμιστές.
Πρόκειται γιά ἀκραία μορφή ἀσκητικῆς αὐταπάρνησης. Ὁ σαλός προσποιεῖται σέ
ὁλόκληρη τή ζωή του ἤ γιά μερικά χρόνια ὅτι εἶναι τρελός. Ἐκτίθεται στή
σκληρότητα καί τό χλευασμό τῶν ἀνθρώπων καί μ' αὐτό τόν τρόπο ἀσκεῖται
στήν ἐγκαρτέρηση καί τήν ταπείνωση.Ὁ τρελός εἶναι ἕνα διφορούμενο πλάσμα.
Ἀνήκει σ' ἕνα κόσμο συγγενικό μέ ἐκεῖνο τῶν δαιμόνων. Μπορεῖ κανείς νά
τόν κοροϊδεύει ἀλλά πάντα χρειάζεται προσοχή. Ὁ τρελός ἔχει μιά κάποια
ἐλευθερία πού δέν ὀφείλεται ἁπλά στό ὅτι ἔχει τό «ἀκαταλόγιστο». Ὁ Συμεών
ὁ σαλός ἀπό τήν Ἔμεσα τῆς Συρίας ἔζησε τόν 6ο αἰώνα. Στήν ἀρχή ἦταν
«βοσκός» μιά ἄλλη μορφή ἀσκητικῆς ἀκρότητας. Οἱ «βοσκοί» ἤθελαν νά ζοῦν
μέ τρόπο πού νά μή διαφέρει ἀπό ἐκεῖνον τῶν ζώων. Ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τίς
πιό στοιχειώδεις συμβάσεις. Παραιτοῦνται ἀπό κάθε εἶδος στέγης, «ἔβοσκαν»
ὅπου ἔβρισκαν κάποιο χορταρικό καί ἀπέφευγαν κάθε ἐπαφή μέ ἀνθρώπους23.
Ὁ Συμεών μετά ἀπό «βοσκός» γίνεται «σαλός» καί πηγαίνει στήν πόλη γιά νά
ἐκφράσει τίς ἰδέες του μέσα ἀπό τίς «τρέλες» του. Ὑπάρχει περίπτωση τό
ὑπόβαθρο τῆς ἱστορίας νά εἶναι ἕνα συριακό λαϊκό παραμύθι. Εἴτε τά
21
Πῶς θά σωθοῦμε. Ἐπιλογή καί διασκευή ψυχωφελῶν κειμένων ἀπό τό βιβλίο «Ἀμαρτωλῶν
σωτηρία» τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου τοῦ Κρητός, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου,
Ὠρωπός Ἀττικῆς 2000, σ. 12.
22
Κ. Κρουμβάχερ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδου, Βιβλιοθήκη
Μαρασλῆ, ἐκδ. Π.∆. Σακελλαρίου, Ἐν Ἀθήναις 1897-1900, τ.1, σ. 382· πρβλ. P.B. Paschos,
Gabriel l’ Hymnographe (ὑμνογράφος τοῦ κοντακίου τοῦ Συμεών τοῦ Σαλοῦ), Kontakia et
Canons …, Paris-Athènes 1978-1979, σ. 50- 55 καί 138-173.
23
H. Beck, Ἡ Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. ∆. Κουρτόβικ, ἐκδ. Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης,
Ἀθήνα 1992, σ.386.
23

περιστατικά πού περιγράφονται ἀπό τόν Λεόντιο ἔχουν ἱστορική βάση εἴτε ὄχι,
τούς λείπουν ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού συνιστοῦν κατά γενική ὁμολογία τήν
ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Σύνοδος τοῦ Τρούλου κανόνας 60, ἀπορρίπτει τέτοιες
μορφές ἀσκητισμοῦ, φοβούμενη ἔκλυση τῶν ἠθῶν καί ἐξορκίζει τόν σαλό. Τό
10ο αἰώνα ἔχουμε παρόμοια περίπτωση τόν Ἀνδρέα, πού βέβαια εἶναι
λιγότερο αὐθόρμητος στά πειράγματά του ἀπό τόν Συμεών, ἀλλά ἡ ἄρνηση
συμμόρφωσής του μέ τά πρότυπα τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι ἐξίσου σαφής. Πιθανή
περίπτωση σαλοῦ ἦταν καί ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής, πνευματικός πατέρας τοῦ
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού ὑπῆρξε ἐνοχλητικός γιά τά κοινοβιακά
ἰδεώδη τῆς Μονῆς Στουδίου24. Ἡ «διά Χριστόν μωρία» πού θά μποροῦσε νά
ταυτιστεῖ μέ τήν σαλότητα διά Χριστόν, εἶναι στάση πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά
διαφέρει ἀπό τήν σαλότητα πού μέ τή παραδοξότητά της φανερώνει μιά
διαφορετική συναίσθηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ σαλός βέβαια προϋποτίθεται
ὅτι ἔχει ἀποκτήσει τήν ἀπάθεια καί ἐνεργεῖ «ἀγαπῶν τήν ἀτιμίαν πλέον τῆς
δόξης»25.
Τό ὑπό ἐξέταση ὑλικό μας ἀφορᾶ τό χορό τῶν Ὁσίων πού ἀποτελεῖται
κυρίως ἀπό μοναχούς καί ἀσκητές τοῦ ἀναχωρητικοῦ καί μοναχικοῦ βίου, τούς
ἀββάδες26, πού κάνει τήν ἐμφάνισή του στούς ἀποστολικούς χρόνους στά

24
H. Beck, Ἡ Βυζαντινή Χιλιετία, σ.387.
25
Α. Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί Τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1997, σ. 68·
πρβλ. τή διδακτορική διατριβή τῆς Claudia Ludwig, Sonderformen byzantinischer
Hagiographie und ihr literarisches Vorbild, {Berliner Byzantinische Studien 3} Frankfurt am
Main- Berlin 1997, ὅπου γίνεται ἕνας συσχετισμός ἀνάμεσα στούς βίους τοῦ Αἰσώπου ἀπό
τήν μία καί τῶν ὁσίων Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος, Συμεῶνος καί Ἀνδρέου τῶν Σαλῶν
καταλήγοντας στό συμπέρασμα ὅτι ναί μέν δέν ὑπάρχει ἐξάρτηση τῶν βίων τῶν ὁσίων ἀπό
τούς βίους τοῦ Αἰσώπου, ἀλλά διαβλέπει ὅτι ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τοῦ
ὕφους καί τῶν θεμάτων τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς ἀκόμη καί στόν θ´ μ.Χ. αἰώνα (Μέντζου,
Βυζ. Ἁγιολογική Βιογραφία, σ.11).
26
ἀββᾶς / ἀμμᾶς: Ἡ λέξη ἀββᾶς, πού τόσο συχνά συναντιέται στά Γεροντικά, ἔχει ἐβραϊκή καί
συριακή καταγωγή, καί σημαίνει τόν πατέρα, στή συνέχεια τόν πνευματικό πατέρα, τόν
ἡγούμενο, τόν ἅγιο γέροντα - ἤ καί νεώτερο μοναχό ἀλλά ἐνάρετο· ὅταν κάποιος
ξενίζεται γιατί ἕνας νέος σέ ἡλικία μοναχός καλεῖται ἀββᾶς παίρνει τήν ἀπάντηση, ὅτι ἡ
ἀρετή καί ἡ ἁγιότης ἤ «τό στόμα αὐτοῦ ἐποίσεν αὐτόν καλεῖσθαι ἀββᾶν»· ἀπό ἐδῶ πρέπει νά
προέρχεται καί ἡ λέξη abbé τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἱερέων ἤ ἠγουμένων ἱερῶν μονῶν.
Ἀντίστοιχη μέ τή λέξη ἀββᾶς εἶναι, γιά τίς γυναῖκες, ἡ λέξη ἀμμά ἤ ἀμμᾶς πού σημαίνει
μητέρα, ἡγουμένη, γερόντισσα ἤ ἁπλά τήν ἐνάρετη καί ἁγία μοναχή· στή ρωσική παράδοση
ὁ ὅρος «Γέρων» ἐκφέρεται μέ τόν ὅρο «στάρετς»· πρβλ. Migne 65, 336 – Ποιμ. ξα· Π.Β.
Πάσχου, Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά κείμενα περί
τιμίων καί ἁγίων γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000, σ. 21, ὑποσ. 38 καί 39· Tomas
24

ἐδάφη τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας27. Ὑπάρχει ἡ μαρτυρία τοῦ ἰουδαίου


φιλοσόφου Φίλωνα πού ὕστερα ἀπό τή συναντήσή του στή Ρώμη μέ τόν
ἀπόστολο Πέτρο τοῦ γεννᾶται διακαής πόθος νά γνωρίσει τόν βίο καί πολιτεία
τοῦ μαθητῆ τοῦ Πέτρου, τοῦ ἁγίου Μάρκου πού ζεῖ μέ κύκλο μαθητῶν του στήν
Ἀλεξάνδρεια καί ἔτσι ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τούς ἀναχωρητές28. Ὁ ἀναχω-
ρητισμός πρωτοεμφανίζεται στήν Αἴγυπτο μέ τόν Παῦλο τόν Θηβαῖο, τόν
Ὀνούφριο, τόν Μ. Ἀντώνιο «τόν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον» πού θεωρήθηκε
ὑπόδειγμα μοναχικῆς πολιτείας καί τήν πολιτεία του ἐκθέτει «ἐν πλάσματι
διηγήσεως» ὁ Μ. Ἀθανάσιος29 καί τόν Παχώμιο. Στά μέσα τοῦ δ' αἰώνα, ὁ
μοναχισμός μεταφέρεται ἀπό τόν Ἱλαρίωνα -μαθητή τοῦ Ἀντωνίου- μέ τό
σύστημα τῶν Λαυρῶν τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου στήν Παλαιστίνη, Συρία,
Μεσοποταμία, Μ. Ἀσία καί σ' ὅλη τήν Ἀνατολή. Στήν Παλαιστίνη ἱδρύεται ἀπό
τόν Ἐπιφάνιο, μετέπειτα ἐπίσκοπο Κωνσταντίας Κύπρου, κοινοβιακό μοναστήρι
βάσει τῶν Κανόνων τοῦ Παχωμίου πού θεωρεῖται καί ὁ πρῶτος ἱδρυτής
Κοινοβίων30. Μέσῳ τῆς ἐξορίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου διαδίδεται ὁ μοναχισμός
στή ∆ύση, ὅπου προσωπικότητες σάν τόν Ἅγιο Ἰωάννη Κασσιανό καί τόν ἅγιο
Βενέδικτο τόν ἀναδιοργανώνουν. Ὁ κανόνας-τυπικό τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου πού
εἶναι ἡ κύρια πηγή τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ βασίζεται στούς Ὅρους τοῦ Μ.
Βασιλείου καί σέ σχετικές τοπικές παραδόσεις τῆς ∆ύσης. Οἱ ἐξορίες
ὀρθόδοξων ἐπισκόπων τῆς ∆ύσης ἐξαιτίας τοῦ ἀρειανισμοῦ διαδίδουν τό
μοναχισμό στή Β. Ἀφρική, Ἱσπανία, Γαλλία, Ἰταλία31.
Ἡ συγγραφή τῶν κειμένων μας χρονολογεῖται ἀπό τόν 5ο-12ο αἰώνα
μ.Χ, ὅμως πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι τά ἀρχικά κείμενα εἶναι λίγο ἤ πολύ
προγενέστερα (4ος-7ος αἰ.)· αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά σημεῖα πού θά σταθεῖ ἡ
μελέτη μας, δηλ. ὁ χρόνος τοῦ ἀφηγούμενου γεγονότος, ὁ χρόνος τῆς

Spidlik, Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ. Συστηματικό ἐγχειρίδιο, μτφρ. Β.


Ψευτογκᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 47,109,124, 360.
27
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Ἐκδ. Ἀκρίτας,
Ἀθήνα1989, σ. 15 ( Ἱεροκοσμική Ἱστορία Νεκταρίου τοῦ Κρητός).
28
πρβλ. Σ. Ἀγουρίδη, Ἱστορία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη19854, σ. 437-447 (Θεραπευτές).
29
Γρηγ. Ναζιανζηνοῦ, Migne P.G.35,1085.
30
Α. Φυτράκη, Τά ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου κατά τόν ∆’ μ.Χ. αἰ ἐπί τῇ βάσει ἁγιολογικῶν
πηγῶν, ἐν Ἀθήναις 1945, σ.13.
31
Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ. 76.
25

ἀφήγησης καί ὁ χρόνος τοῦ δέκτη-ἀναγνώστη πρᾶγμα πού ἐπιτρέπει τίς


χρονικές μεταμορφώσεις καί παραμορφώσεις.
Ὁ μοναχισμός καί ὁ ἀναχωρητισμός εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τοῦ
γενικώτερου ἀσκητικοῦ ἰδεώδους τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὅπως αὐτός
ἐκφράστηκε τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τή
λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἐν γένει πνευματικό βίο
τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Αὐτό δέν σημαίνει πώς τή μοναχική ἀποταγή
(ἀπάρνηση τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν καί ἀνάληψη μοναχικῶν ὑποχρεώσεων) καί
τή νέκρωση τῶν παθῶν δέν τή συναντοῦμε καί σήμερα. Ἀλλά ἡ κοιτίδα της
βρίσκεται στό χθές, κι αὐτό τό χθές θά προσπαθήσουμε νά δείξουμε πῶς
μεταφέρεται στό σήμερα καί συνεχίζει νά μορφοποιεῖ, νά παιδαγωγεῖ, νά
χαλιναγωγεῖ καί νά γοητεύει. Τό κύριο γνώρισμα τοῦ μοναχισμοῦ αὐτῆς τῆς
περιόδου εἶναι ἡ ἀσκητική ἐνασχόληση σέ ἀντίθεση μέ τούς μέσους αἰῶνες
ὅπου μεταλλάσεται σέ μυστική. Ἡ διαφοροποίηση ἀσαφής, ὅμως σέ γενικές
γραμμές ἡ μέν πρώτη πραγματεύεται τά πάθη καί τίς ἀρετές τοῦ χριστιανικοῦ
βίου ἐνῶ ἡ δεύτερη ἐξετάζει τό μύχιον θρησκευτικό βίο τοῦ χριστιανοῦ σέ μία
ἄμεση, ἔξοχα πνευματική μέ τό Θεό σχέση32.
Τόποι δράσης τῶν πρωταγωνιστῶν τῶν ἱστοριῶν μας ἡ ἔρημος καί τά
μοναστήρια στίς περιοχές Συρίας, Παλαιστίνης, Αἰγύπτου, Ρώμης, Καμπανίας,
Ἀφρικῆς. Γιά νά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε τόν τρόπο σκέψης καί δράσης /
ἀντίδρασης τους τά κριτήριά μας πρέπει νά εἶναι ὄχι αὐτά τοῦ ἐξωτερικοῦ
παρατηρητῆ ἀλλά «ἐνδοβυζαντινά» ἁρμόζοντα στή χριστιανική κοσμοθεωρία
πού εἶναι ἀπόλυτα κατανοητή ἀπό τήν πλευρά τοῦ βυζαντινοῦ πολίτη.
Ὁ Βυζαντινός πολιτισμός εἶναι ἀποτέλεσμα μακροχρόνιας ἀνάμιξης τοῦ
ἑλληνικοῦ, τοῦ ρωμαϊκοῦ, τοῦ χριστιανικοῦ καί ἀνατολικοῦ στοιχείου. Ἡ
Ἀνατολή εἶναι συνδεδεμένη μέ τό ἑλληνικό στοιχεῖο ἀπό τή μυκηναϊκή ἐποχή κι
ἀργότερα μέ τόν Μ. Ἀλέξανδρο πού εἶχε φτάσει μέχρι τό Τουρκεστάν καί τήν
Ἰνδία. Μέ τήν ἐξάπλωσή τους οἱ Ἕλληνες στήν Ἀσία καί Ἀφρική γίνονται
κοσμοπολίτες, ἡ γλώσσα τους παγκόσμια ἀλλά συγχρόνως παθαίνουν καί
πολλές ἐπιδράσεις ἀπό τά ἐδάφη πού καταλαμβάνουν. Ἕδρες ἑλληνικῆς
32
Κ. Κρουμβάχερ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς λογοτεχνίας, τ.1, σ. 278· πρβλ. Πάσχου Ἅγιοι οἱ
φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ. 72.
26

παιδείας γίνονται ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Γάζα στήν Παλαιστίνη, ἡ


Βηρυττός στή Φοινίκη, ἡ Ταρσός στήν Κιλικία, ἡ Ξάνθος στή Λυκία, ἡ Καισάρεια,
ἡ Ἄγκυρα, ἡ Νίκαια, ἡ Νικομήδεια, ἡ Σελεύκεια στόν Τίγρη καί στά
νοτιοανατολικά τῆς Μεσογείου ἡ Αἴγυπτος, Παλαιστίνη καί Συρία. Ἐκπληκτική
γονιμότητα ἔδειξε τό αἰγυπτιακό ἔδαφος μέ τό χριστιανισμό. Παιδιά τῆς
Ἀλεξάνδρειας ἦταν ὁ Ὠριγένης, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Κύριλλος, ὁ Συνέσιος, ὁ
Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καί ἐδῶ γεννιέται ἡ «λογοτεχνία τῆς ἐρήμου» τῶν
ἀναχωρητῶν πού τελικά θά διαμορφωθεῖ στήν Παλαιστίνη καί Συρία. Ὅμως καί
τό συροπαλαιστινιακό ἔδαφος ἔχει νά ἀναδείξει δίπλα στήν κλασσική παιδεία
(σχολή ρητορικῆς στήν Ἀντιόχεια μέ τό Λιβάνιο) τή χριστιανική σχολή τῶν
ἐξηγητῶν (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Θεοδώρητος Κύρου). Ἐδῶ δρᾶ ὁ Ἰωάννης ὁ
Μαλάλας, ὁ πρῶτος χριστιανός χρονογράφος, ὁ θεμελιωτής τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας Εὐσέβιος, ὁ Εὐάγριος, ὁ βιογράφος ἁγίων Κύριλλος
ἀπό τή Σκυθόπολη, ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Σωφρόνιος, ὁ Ἰωάννης ∆αμασκηνός, ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός (ἄνθηση τῆς
ἑλληνικῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης) καί τό πρότυπο του ὁ Ἐφραίμ ὁ Σύρος.
Στά μικρασιατικά παράλια καί δή στήν Καππαδοκία τρεῖς μεγάλοι
ἐκκλησιαστικοί Πατέρες ἀφήνουν τό στίγμα τους, ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Μ.
Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀπέναντι σ' αὐτά τά κέντρα παιδείας ἡ
Εὐρωπαϊκή Ἑλλάδα ἀντιτάσσει τήν Ἀθήνα καί τή Κωνσταντινούπολη. Ὁ
ἐμπορικός πλοῦτος τῆς Ἀνατολῆς ἔγινε γιά τόν αὐτόχθονα ἑλληνισμό πεδίο
δράσης ὄχι μόνο γιά ὑλικό πλουτισμό ἀλλά καί γιά πνευματική καλλιέργεια.
Καί ἀφοῦ κάθε συγγραφέας εἶναι παιδί τοῦ τόπου του ἐπηρεαζόμενος ἀπό τό
περιβάλλον του καί ἀπό τά νεανικά του βιώματα δέν μπορεῖ παρά καί ἡ αἰγυπτο-
συρομικρασιατική λογοτεχνία νά κρύβει ἴχνη τῆς ἐποχῆς της33.
Ὁ χριστιανός ἄνθρωπος πού εἶναι γιά τόν Χριστιανισμό ἡ κύρια καί
ὑπέρτατη ἀποστολή τῆς ἐκκλησίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ χαρακτηριστικός
στόχος τῆς συντεταγμένης πολιτείας, γι' αὐτό καί ἡ ἑρμηνεία τῶν δομῶν τῆς
βυζαντινῆς κοινωνίας δέν εἶναι δυνατή χωρίς τήν ἀναγωγή τους στή βασική

33
Κ. Κrumbacher, Βυζαντινή Λογοτεχνία, μτφρ. Χ. Καρούζου, ἐκδ. Στοχαστή, Ἀθήνα 1925, σ.13-
31.
27

χριστιανική βιοθεωρία καί κοσμοθεωρία34. Ἡ ὅλη ἰδεολογία τοῦ Βυζαντίου πού


διαδέχεται καί ὑποκαθιστᾶ τήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία στηρίζεται στή χριστιανική
πολιτική θεολογία (πολιτική ὀρθοδοξία), ἀποτυπωμένη ἀπό τόν Ἀπόστολο
Παῦλο στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, περί τῆς θείας προελεύσεως ὄχι μόνο
τῆς ἱερατικῆς ἀλλά καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐξυπηρετώντας μ' αὐτό τόν τρόπο
τό ἱστορικό σχῆμα τῆς πολιτειολογίας τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μέ
οἰκουμενικές προοπτικές35. Ὁ ἀναχωρητισμός ὀφείλει τή γένεση καί ἀνάπτυξή
του στήν ἐσωτερική δίψα τοῦ ἀνθρώπου καί τόν θεῖο ἔρωτα τῆς τελείωσης καί
ὁμοίωσης πρός τόν Θεό. Ἡ ἔρημος, ἐλευθερώνει ἀπό τά πάθη τοῦ ἐν τῷ κακῷ
κειμένου κόσμου καί δίνει τή δυνατότητα νά φτάσει κανείς στή Γῆ τῆς
Ἐπαγγελίας. Ὁ ἠθικός βίος τοῦ Βυζαντίου δέν διαφύλαξε τήν αὐστηρότητα τῆς
ἀποστολικῆς καί μεταποστολικῆς περιόδου κι αὐτό ὠφείλετο στή χαλάρωση τῶν
ἐνθουσιαστικῶν τάσεων καί στήν εὐρεία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ κατά τούς
β´ καί γ´ αἰ. Ὡς ἐπισφράγισμα ἔρχεται νά προστεθεῖ ἡ γένεση τῶν αἱρέσεων
(ἀρειανισμός, νεστοριανισμός, μανιχαΐσμός). Ὁ ἐκκλ. ἱστορικός Εὐσέβιος
ἀναφέρει: «ἐκ τῆς ἐπὶ πλέον ἐλευθερίας ἐπὶ χαυνότητα καὶ νωθρίαν τὰ καθ'
ἡμᾶς μετηλλάττετο, ἄλλων ἄλλοις διαφθονουμένων καὶ διαλοιδορουμένων καὶ
μόνον οὐχὶ ἡμῶν αὐτῶν ἐαυτοῖς προσπολεμούντων ὅπλοις, εἰ οὕτω τύχοι, καὶ
δόρασιν τοῖς διὰ λόγων ἀρχόντων τε ἄρχουσι προσρηγνύντων καὶ λαῶν ἐπὶ
λαοὺς καταστασιαζόντων τῆς τε ὑποκρίσεως ἀφάτου καὶ τῆς εἰρωνείας ἐπὶ
πλεῖστον ὅσον κακίας προΐουσης,... οἷα δὲ τίνες ἄθεοι ἀφρόντιστα καὶ
ἀνεπίσκοπα τὰ καθ' ἡμᾶς ἡγούμενοι ἄλλας ἐπ' ἄλλαις προσετίθεμεν κακίας οἱ
τε δοκοῦντες ἡμῶν ποιμένες τὸν τῆς θεοσεβείας θεσμὸν παρωσάμενοι ταῖς
πρὸς ἀλλήλους ἀνεφλέγοντο φιλονεικίαις, αὐτὰ δὴ ταῦτα μόνα, τὰς ἔριδας καὶ
τὰς ἀπειλάς, τὸν τε ζῆλον καὶ τὸ πρὸς ἀλλήλους ἔχθος τε καὶ μῖσος
ἐπαύξοντες, οἷα τε τυραννίδας καὶ φιλαρχίας ἐκθύμως διεκδικοῦντες...»36. Οἱ
ἀναχωρητές λοιπόν σίγουρα ἔχουν ἐνοχληθεῖ ἀπό τήν ἐν γένει ἠθική

34
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, Ἀθῆναι 1985, σ.213· γιά τίς παράλληλες
κοινωνικές καί πολιτικές συναρτήσεις λατρείας Χριστοῦ καί λατρείας Καίσαρα πού μόνο
ἐξωτερικές ὁμοιότητες φέρουν, καθώς οἱ ἐσωτερικές τους διαφορές εἶναι οὐσιώδεις βλ. Σ.
Ἀγουρίδη, Ἱστορία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, σ. 225-234 (Ἡ λατρεία τοῦ
αὐτοκράτορα).
35
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ.112.
36
Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, VIII,2.
28

διαφθορά καί ὄχι μόνον ἀπαραίτητα -ὅπως θέλουν μερικοί νά ὑπερτονίζουν-


ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησίας πού μερικές φορές ὁδηγεῖται σέ
ἀποκλίσεις.
Ἡ βυζαντινή κοινωνία θεωροῦσε ὅτι ἡ κοινωνική ὑπηρεσία πού προσέφερε ὁ
μοναχισμός ἦταν νά λειτουργεῖ σάν ἕνας πνευματικός φάρος, πού ἔδειχνε
στόν κοσμικό Βυζαντινό ἕναν ὑποτιθέμενο ἰδανικό τρόπο ζωῆς37. Ἡ διοικούσα
ἐκκλησία ἀντελήφθη σύντομα τή δύναμη τοῦ μοναχισμοῦ καί ἔσπευσε ἀπό τούς
πρώτους αἰῶνες νά τή θέσει ὑπό τήν αἰγίδα της ξεπερνώντας μικρές ἀναρχικές
ἐκδηλώσεις καί μικροπροστριβές μεταξύ τῶν μοναχικῶν κύκλων. Γεγονός
πάντως εἶναι ὅτι μεγάλο χάσμα δέν ὑπῆρξεκαί οἱ ὅποιες ἐκτροπές ἀπό τήν
ἐκκλησιαστική παράδοση ἀντιμετωπίστηκαν στή ∆´ Οἰκουμενική Σύνοδο
(κανόνας 4) ἀπό τήν μιά ἀποδίδοντας τήν προσήκουσα τιμή στούς ἁγίους
μοναχούς κι ἀπό τήν ἄλλη ἀποδοκιμάζοντας αὐστηρά «τῷ μοναχικῷ
κεχρημένοι προσχήματι, τὰς τε ἐκκλησίας καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι
πράγματα»38. Ἐκτός τῆν νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς μοναχικῆς ἄσκησης
στόν τόπο πού «ἀπετάξαντο» δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε ἄλλο χωρίς τήν
ἄδεια τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου39.
Ἐνδιάμεσος κρίκος ἀνάμεσα στή γνώση καί δημιουργική φαντασία ἑνός
ἀφηγητῆ καί στήν κληρονομημένη παράδοση ἀνά τούς αἰῶνες στέκεται ἡ
κοινότητα, σάν μιά ὁμάδα ἀκροατῶν ἀλλά καί δυνάμει ἀφηγητῶν, ἀφοῦ αὐτές
οἱ ἰδιότητες μποροῦν νά ἐναλλάσσονται στό ἴδιο πρόσωπο κατά τή διάρκεια τῆς
ζωῆς του. Ἐκεῖ τά κληρονομημένα ἀπό τήν παράδοση στοιχεῖα τῶν διηγήσεων
συνδυάζονται μέ τήν πρωτοτυπία τοῦ ἀφηγητῆ σέ μία μορφοποιημένη
διηγηματική πλοκή. Κάθε κοινότητα -πού φέρει πάντα μαζί της καί τό φορτίο τῆς
κουλτούρας της- οὔτε παγιώνει, οὔτε παγώνει τή διήγηση, ἀλλά προσφέρει ἕνα
χῶρο ἀλληλογνωριμίας καί ἐπικοινωνίας μέσα στόν ὁποῖο κινεῖται ὁ ἀφηγητής
καί ἀσκεῖ τήν τέχνη του. Ἡ θεώρηση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ὡς ἱστορικοῦ
ἀντικειμένου τίς ἐπανατοποθετεῖ στίς κοινότητες παραγωγῆς καί πρόσληψής
τους, καθώς αὐτά τά δύο, οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις καί ὁ φορέας τους,

37
H. Beck, Ἡ Βυζαντινή Χιλιετία, σ.298.
38
Α. Φυτράκη, Τά ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου, σ. 60-61.
39
Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.78.
29

ἐξαρτῶνται ἀπόλυτα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Ἡ συσχέτιση τῶν ψυχωφελῶν


διηγήσεων μέ ἕνα πολιτισμικό παρόν, φέρνει στήν ἐπιφάνεια καί τούς φορεῖς
τους, δηλαδή τούς ἀφηγητές (λαΐκούς, κληρικούς, μοναχούς) πού διαμορφώ-
νουν κάθε φορά τή διήγηση, χωρίς ν' ἀποκλείει στό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τή
δυνατότητα διαρκοῦς ἀνανέωσης τοῦ ὑλικοῦ μέ νέες διηγήσεις ἤ διασκευή τῶν
παλαιῶν.
Τό ἀρχικό ὑλικό τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀνάγεται στήν προφορική
παράδοση, στή δημόσια ἀφήγηση (κατά τό πρότυπο τῆς ρητορικῆς ἀγόρευσης,
πού γιά αἰῶνες, ἀκόμη καί σέ ἐγγράμματους καί τυπογραφικούς πολιτισμούς
ἀποτελεῖ τό πρότυπο κάθε λόγου). Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀφήγησης τίποτε
δέν ἀπέμενε πρός μελέτη. Αὐτό πού χρησιμοποιοῦσαν πρός «μελέτη» ἦταν
ἀφηγήσεις πού εἶχαν καταγραφεῖ -ἄλλοτε μετά τήν ἐκφώνησή τους καί ἄλλοτε
πολύ ἀργότερα. Ἡ ἀφήγηση χρησιμεύει στό νά συνδέει τή σκέψη μέ τρόπο
μαζικότερο καί μονιμότερο ἀπό ὅτι τά ἄλλα εἴδη λόγου. Σ' ἕνα προφορικό
πολιτισμό μόλις ἀποκτιόταν ἡ γνώση, ἔπρεπε νά ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς γιά
νά μή χαθεῖ καί τά σταθερά λογοτυπικά πρότυπα σκέψης ἦταν ἀπαραίτητα γιά τή
συνετή καί ἀποτελεσματική διαχείριση. Ἡ γραφή λοιπόν δέν μείωσε τήν
προφορικότητα, ἀλλά τήν ἐνίσχυσε ἐπιτρέποντας τήν ὀργάνωση τῶν «ἀρχῶν» ἤ
τῶν συνιστωσῶν τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων σέ μία ἐπιστημονική «τέχνη», ἕνα
γραμμικά διατεταγμένο ἐξηγητικό σχῆμα πού ἔδειχνε πῶς καί γιατί οἱ
ψυχωφελεῖς διηγήσεις πετύχαιναν καί μποροῦν νά πετύχουν τά διάφορα εἰδικά
τους ἀποτελέσματα. Εἶναι ἡ διάκριση τῆς προφορικῆς ἀφήγησης ἀπό ἐκείνη τῆς
χειρόγραφης-τυπογραφικῆς ἀφήγησης.
Ὁ χειρόγραφος πολιτισμός δημιουργεῖ ἐμπρόθετα κείμενα ἀπό ἄλλα
κείμενα, μέ τόν δανεισμό, τήν προσαρμογή, τό μοίρασμα τῶν κοινῶν, ἀρχικά
προφορικῶν, τύπων καί θεμάτων, ἄν καί τά χρησιμοποιεῖ σέ νέες λογοτεχνικές
μορφές. Ἡ γραφή καί ἡ ἀνάγνωση διαφέρουν ριζικά ἀπό τήν προφορική
ἐπικοινωνία, καθώς ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἀπών ὅταν ὁ συγγραφέας γράφει καί
ὁ συγγραφέας εἶναι ἀπών ὅταν ὁ ἀναγνώστης διαβάζει, ἐνῶ στήν προφορική
30

ἐπικοινωνία ὁ ὁμιλητής καί ὁ ἀκροατής εἶναι παρόντες ἐνώπιος ἐνωπίῳ40. Στή


σχέση ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί στήν ἱστορία καί ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί
στό ἀκροατήριο βρίσκεται ἡ οὐσία τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης. Ἐμφανίζεται ἕνα
νέο εἶδος ἀφηγητή πού οἱ συγγραφεῖς τόν ὀνομάζουν ἱστορητή (histor), τοῦ
ὁποίου τό κῦρος ἀπορρέει ἀπό τά ντοκουμέντα πού διαβάζει καί ὄχι ἀπό τήν
παράδοση πού κληρονομεῖ. Εἶναι ἡ μετακίνηση ἀπό τόν "ἀοιδό τῶν μύθων" στόν
ἱστορητή ὡς ἐρευνητή41.
Σέ ποιούς ὅμως ἀναφέρονται αὐτές οἱ διηγήσεις; Ἀπό ποιούς διαβάζονται
καί γιατί; Οἱ συγγραφεῖς τους ἀνήκουν στούς λογίους ἤ στά λαϊκά στρώματα;
Οἱ διηγήσεις αὐτές εἶχαν ἀρχικό προορισμό τούς μοναχούς ἤ αὐτούς πού
ἐπρόκειτο ν' ἀκολουθήσουν τό μοναχικό σχῆμα ἤ πολύ εὐσεβεῖς ἀνθρώπους
(ἀνεξαρτήτου κοινωνικοῦ στρώματος). Ἡ θεματολογία τους ὅμως (πού θά γίνει
καί ἀντικείμενο μελέτης μας πιό κάτω) δείχνει ὅτι αὐτές οἱ διηγήσεις εἶναι ὁ
καθρέφτης τῆς ἐποχῆς τους, ἀντανακλώντας ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τή ζωή τῆς πόλης,
τῆς οἰκογενείας, ἔθιμα, κοινωνικά προβλήματα (δοῦλοι, εὐνοῦχοι), σχέσεις
ἐκκλησίας-κράτους. Τό ὕφος τῶν κειμένων μαρτυρεῖ δόκιμους συγγραφεῖς
ἀλλά καί οἱ πληροφορίες πού παρέχουν, φανερώνουν ἀνθρώπους ἀρκετές
φορές προσκείμενους στά ἀνάκτορα (π.χ. ὁ Παλλάδιος ἐπίσκοπος Ἑλενοπό-
λεως γράφει τή Λαυσαϊκή ἱστορία ὕστερα ἀπό παράκληση τοῦ θαλαμηπόλου τοῦ
Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β'). Πολλές φορές στά ἁγιολογικά
κείμενα συναντᾶται ἀνωνυμία, εἴτε γιά ἀποφυγή παραπόνων ἤ καί τιμωρίας ἐκ
μέρους τοῦ παλατιοῦ εἴτε γιατί ἔτσι ὁ συγγραφέας εἶναι ἐλεύθερος νά
ἀποκαλύψει ἤ νά ἐπισημάνει τά γεγονότα πού ἐκεῖνος θεωρεῖ σημαντικά καί νά
σκιαγραφήσει τά πρόσωπα κατά τρόπο ἀντικειμενικό ἤ μεροληπτικό σύμφωνα
μέ τούς στόχους πού ἔχει καί τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων του42. Τό ἄν καθώς
προχωροῦν τά χρόνια οἱ γραφεῖς ἀντιγράφουν τίς διάφορες συλλογές καί

40
W. Ong., Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη. Ἡ ἐκτεχνολόγηση τοῦ λόγου, μτφρ. Κ.
Χατζηκυριάκου, ἐπιμ. Θ. Παραδέλλης, Πανεπιστημιακές ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 20012,
σ.247.
41
P. Ricoeur, Ἀφηγηματική λειτουργία, μτφρ. Βαγγέλης Ἀθανασόπουλος, ἐκδ. Καρδαμίτσα,
Ἀθήνα 1990, σ.30.
42
Κ. Μέντζου-Μεϊμάρη, Τά ἁγιολογικά κείμενα ὡς παιδευτικό μέσο τῶν Βυζαντινῶν,
ἐναρκτήρια ὀμιλία στά πλαίσια Β’ συνάντησης Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καί Κύπρου.
Ε.Κ.Π.Α., 24-26 Σεπτεμβρίου 1999, σ.39.
31

παρατηροῦνται κάποιες δυσάρεστες ἐξελίξεις γιά τήν αὐθεντικότητα τοῦ εἴδους


αὐτό θά ἐξεταστεῖ στήν κυρίως μελέτη μας.
Τό δημῶδες ὕφος, ἡ ἁπλή, λιτή καί ἄτεχνη γλώσσα αὐτῶν τῶν διηγήσεων -
σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀττικίζουσα τῶν λογίων- θά νόμιζε κανείς ὅτι θά εἶχε γιά
δέκτη της μόνο τά λαϊκά στρώματα. Οἱ ὑπάρχουσες κατηγορίες πολιτῶν στό
Βυζάντιο δέν βασίζονται σέ ταξικές διακρίσεις αἵματος ἀφοῦ καί ὁ τελευταῖος
πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας μποροῦσε θεωρητικά ν' ἀναδειχθεῖ αὐτοκράτορας
(μᾶλλον ἀνυπόστατο γιά τούς προσφέροντες ἐξαρτημένη γεωργική ὑπηρεσία).
Ὁ μόνος πραγματικά καί ἀντικειμενικά ἐλεύθερος ἀπό κοινωνικές διακρίσεις
χῶρος ἦταν ἡ θρησκευτική κοινότητα ὅπου διακήρυττε τίς ἀρχές τῆς ἰσότητας,
ἐλευθερίας, δικαιοσύνης γιά κάθε βυζαντινό πολίτη γι' αὐτό καί ἡ ἐξαρτημένη
ἀγροτική σχέση δέν ἀποτελοῦσε κώλυμα γιά τήν εἴσοδο καί ἐξέλιξη στόν
κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μόρφωση ἀποτελοῦσε βασική ἐπιδίωξη τοῦ Βυζαντινοῦ
τόσο γιά τή στελέχωση τῆς πολυδαίδαλης γραφειοκρατικῆς κρατικῆς μηχανῆς
ὅσο καί τήν ἀκώλυτη ἐξέλιξή του στή βυζαντινή κοινωνία. Ἡ ἐκπαίδευση τοῦ
Βυζαντινοῦ ἄρχιζε στά ἕξι του χρόνια μέ διδασκαλία γλώσσας καί ἀνάγνωση
ἐπιλεγμένων κλασσικῶν Ἑλλήνων καί χριστιανῶν συγγραφέων μέχρι τά
δεκατρία ὅπου πλέον ἐντρυφοῦσε σέ πρόγραμμα πού περιλάμβανε θεολογία,
ρητορική, φιλοσοφία, μουσική, ἀστρονομία, ἀριθμητική, γεωμετρία, γεωγραφία.
Οἱ σπουδές αὐτές ὁλοκληρώνονταν σέ ἀνώτατης βαθμίδας σπουδές στίς
μεγάλες πόλεις (Κων/πολη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Βηρυττό). Ἡ ἀποτελεσμα-
τικότητα τῆς παιδείας ἐνισχύθηκε καί ἀπό τό θεσμό τῶν Βιβλιοθηκῶν ἀφοῦ
συνεπάγετο τήν εὐρύτητα τῆς κυκλοφορίας χειρογράφων κωδίκων ὄχι μόνο
στά μεγάλα κέντρα ἀλλά καί στίς μικρές πόλεις. Συγχρόνως λειτουργοῦν
σπουδαῖα καλλιγραφικά ἐργαστήρια τόσο σέ μεγάλες μοναστικές κοινότητες
(Στουδίου, Ὀλύμπου Βιθυνίας, Ἁγίου Ὄρους, Ἁγίας Αἱκατερίνης Σινᾶ) ὅσο καί
ἰδιωτικά. Τά εἰλητάρια ἤ οἱ κώδικες ἀπό πάπυρο στούς πρώτους αἰῶνες, οἱ
περγαμηνοί ἀπό τό δ’ αἰ. οἱ χαρτῶοι κώδικες ἀπό τό ιγ’ αἰ. πού φιλοτεχνήθηκαν
ἀπό κάποιο ἀνώνυμο μοναχό ἤ καί ἰδιώτη καλλιγράφο συμπλήρωναν τό
ἐκπαιδευτικό σύστημα τῶν Βυζαντινῶν πού ταύτιζε τήν παιδεία μέ τήν πνευματική
32

ἀνάπτυξη καί τελείωση τοῦ ἀνθρώπου43. Ἡ πριγκήπισσα καί ἱστορικός Ἄννα


Κομνηνή στό ἔργο της «Ἀλεξιάς» ἀναφέρει ὅτι ἡ μητέρα της αὐτοκράτειρα
Εἰρήνη ∆ούκα πάντα διάβαζε κάποιο δογματικό βιβλίο Ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα
μέ προτίμηση στόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὅταν κάποτε λοιπόν τή ρώτησε
πῶς ἐπιχειροῦσε νά φθάσει σέ τέτοιο ὕψος ἐνῶ αὐτή δέν τολμοῦσε κἄν ν'
ἀκούσει καί νά γνωρίσει τή σκέψη τοῦ Μαξίμου, ἡ Εἰρήνη τῆς ἀπάντησε ὅτι ἡ
δειλία της εἶναι ἀξιέπαινη κι ὅτι κι αὐτή πλησιάζει τά συγγράμματα μέ κάποια
ταραχή καί ὅτι πρέπει νά περιμένει λίγο κι ἀφοῦ πρῶτα ἐντρυφήσει σέ ἄλλα
βιβλία πιό ἁπλά (βίους, διηγήσεις, ἀποφθέγματα) θά γευθεῖ καί τήν γλυκύτητα
αὐτῶν. Αὐτό δείχνει ὅτι τά ἁγιολογικά κείμενα εἶναι διαδεδομένα, ἔχουν
διεισδύσει στίς τάξεις ἀνθρώπων πού διαθέτουν παιδεία καί μεταξύ ἐκείνων
πού μποροῦσαν νά δαπανήσουν χρήματα γιά ν' ἀποκτήσουν τό ἀντίγραφο
κάποιου ἔργου44. Ἡ ἀνεπάρκεια μιᾶς τυποποιημένης δογματικῆς κάνει τό
Βυζαντινό νά μήν ἐνδιαφέρεται τόσο γιά τά δόγματα -πού εἶναι ἐνασχόληση
τῶν λογίων- ὅσο γιά θέματα πού ἀφοροῦν τή θεία πρόνοια, τό καλό καί τό
κακό στόν κόσμο, τό θάνατο, τήν ὀρθή πίστη (ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις τοῦ
κανόνα ὅπως τό ἔργο τοῦ Καβάσιλα «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς»). Ἡ δογματική
σπάνια -κατά τούς πρώτους τουλάχιστον αἰῶνες- παίζει ρόλο στήν
ἐνεργοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος κι ἄν παίζει γίνεται συνήθως
γιά νά δικαιολογεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων ἕνα τετελεσμένο γεγονός. Αὐτή ἡ
«ἀδυναμία» ἀνοίγει ἕνα πλατύ πεδίο γιά μιά «θεολογία τῆς καρδιᾶς»
στηριγμένη στίς ἁπλές ἀρχές τῆς πίστης45.
Ἄραγε αὐτό τό λογοτεχνικό εἶδος περιορίζεται σήμερα στό ν' ἀναπαράγει
κάποια πρότυπα; Ἄραγε τό περιεχόμενό του δέν ἔχει καμία σημασία γιά τή δική
μας ἐποχή καί τήν ἑρμηνεία της; ∆έν ἐκφράζει κανενός εἴδους δεσμευτικές
ἀξίες; Καταφέρνει ν' ἀνοίξει δρόμο πρός τήν «ἐπικαιρότητα»; Αὐτά εἶναι τά
σημεῖα πού ἐξετάζει προσεκτικά ἡ μελέτη μας καθώς μεταφέρει μέσα ἀπό τήν
τέχνη τῆς ἀφήγησης τό χθές στό σήμερα.

43
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ. 216-217.
44
Κ. Μέντζου-Μεϊμάρη, Βυζαντινή Ἁγιολογική Βιογραφία. Ἡ ἀγιολογική Βιογραφία στό
Βυζάντιο καί ἡ σημασία της στήν πολιτιστική ἰστορία τῆς Ν.Α. Εὐρώπης, περ. Παρουσία-
Παράρτημα ἀρ.52, Ἀθήνα 2002, σ. 18.
45
H. Beck, Ἠ Βυζαντινή Χιλιετία, σ. 282.
33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς εἶδος φιλολογικό

Τά Ἀσκητικά κείμενα, Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων καί οἱ Ψυχωφελεῖς


διηγήσεις εἶναι ἕνας ἀπό τούς τομεῖς πού συνιστοῦν τίς πηγές τῆς Ἁγιολογίας,
δηλαδή τοῦ ἱστορικοῦ κλάδου τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει
κάθε τι πού ἀφορᾶ καί ἔχει σχέση μέ τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπόλοιποι
τομεῖς τῶν πηγῶν ὀνομαστικά εἶναι α) τά Μαρτύρια (αὐθεντικές περιγραφές
μαρτυρίων ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες ἤ πρόσωπα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν), β)
ἀπόκρυφα βιβλία γιά Μάρτυρες ἤ Ὁσίους γ) «Acta proconsularia» (ἐπίσημα
πρακτικά ἤ ἀντίγραφα δικῶν μαρτύρων ἀπό τίς Ρωμαϊκές ἀρχές) δ) Βίοι καί
Συναξάρια, ε) Λόγοι, Ἐγκώμια, ἔργα ἁγίων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν
συγγραφέων στ) ἔργα ἤ πορίσματα ἐρευνῶν εἰκονογράφων, ἀρχαιολόγων ἤ
ἐπιγραφολόγων καί ζ) Λειτουργικά καί Ὑμνογραφικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας1.
Μέ τόν τίτλο «ψυχωφελεῖς διηγήσεις» («narrationes animae utiles» ἤ
«ἀποφθέγματα Πατέρων» (Verba Seniorum) εἶναι γνωστά στή χριστιανική
γραμματεία καί παράδοση σύντομα ἀνεκδοτολογικοῦ χαρακτήρα ἀφηγηματικά ἤ
διδακτικά κείμενα, πού ἀναφέρονται στή ζωή καί τή διδασκαλία τῶν μεγάλων
ἀναχωρητῶν τῆς Ἀνατολῆς κατά τούς πρώτους κυρίως αἰῶνες τοῦ ἀσκητισμοῦ
(4ος-6ος αἰ.)2. Συναντῶνται καί ὡς «Ἀποφθέγματα ἁγίων γερόντων» ἤ «Βίβλος
περιέχουσα ἀποφθέγματα, διηγήσεις τε καί πράξεις ἁγίων καί μεγάλων
γερόντων» ἤ «Βίβλος τῶν ἁγίων γερόντων, ὁ λεγόμενος Παράδεισος», ἤ
«Λειμωνάριον καί ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων γερόντων» ἤ «Γεροντικόν»3 ἤ

1
Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ. 11-15.
2
Θ. ∆ετοράκη, Εἰσαγωγή στή σπουδή τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων, (Πανεπιστημιακές παραδό-
σεις), Ρέθυμνο 1992, σ. 16.
3
Γεροντικόν: Ἡ λέξη σάν οὐσιαστικό καί ὄχι σάν ἐπίθετο τοῦ οὐδετέρου γένους, ἔχει διάφορες
σημασίες: α) στά παλαιά χρόνια σήμαινε τό Συνέδριο τῶν βουλευομένων καί κυβερνώντων,
34

«Πατερικόν». Ἡ ἀνώνυμη συλλογή σώζεται μέχρι σήμερα σέ πολλές


παραλλαγές καί διασκευές4. Ἄν καί ὑπάρχει σχέση σχεδόν συνέχειας μέ
ἀνάλογα ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ Παλλαδίου, τοῦ Κασσιανοῦ, τοῦ Ἰω.
Μόσχου, ὅπου ἡ λογοτεχνική κατεργασία εἶναι καταφανής, τά «Ἀποφθέγματα»
εἶναι κάτι σάν τό δημοτικό τραγούδι στή νεοελληνική ποιητική παράδοση.
Πρόκειται γιά μιά «λογοτεχνία τῆς ἐρήμου» πού παρουσιάζεται ἄτεχνη καί
ἀπέριττη, ὁλοζώντανη καί δροσερή καθώς ζωγραφίζει τή ζωή τῶν Γερόντων
στό κοινόβιο ἤ στήν «πανέρημον». Πρῶτοι συλλογεῖς τῶν «Ἀποφθεγμάτων»
ἦταν προφανῶς μαθητές τῶν μεγάλων Γερόντων· ἡ προσφιλής παράδοση τῶν
ἐρανιστῶν τῆς ἀρχαιότητας νά συλλέγουν γραπτά χωρία καί προφορικές
γνῶμες μεγάλων ἤ σοφῶν ἀνδρῶν εἰσχώρησε καί στην ἀρχαία χριστιανική
γραμματεία. Καθώς προχωροῦν τά χρόνια οἱ γραφεῖς ἀντιγράφουν τίς
διάφορες συλλογές τῶν ἀποφθεγμάτων καί παρατηροῦνται κάποιες
δυσάρεστες ἐξελίξεις γιά τήν αὐθεντικότητα τοῦ εἴδους πού καμμιά φορά νά
φτάνει σέ σημεῖο νά γίνεται μιά πλαστή ἱστορία μονάχα γιά νά δώσει ἕνα
δίδαγμα ἤ καί μιά ἠθική διδασκαλία5.
Ἡ ἑλληνική συλλογή τῶν «Ἀποφθεγμάτων» διασώθηκε σέ πολλούς
χειρόγραφους κώδικες καί ἐμφανίζεται σέ δύο παραλλαγές: τήν ἀλφαβητική
καί τή συστηματική παραλλαγή. Ἡ ὕλη τους εἶναι περίπου ἴδια, μόνο πού
κατανέμεται διαφορετικά. Τά Ἀποφθέγματα προῆλθαν ἀπό προγενέστερες μή
διασωθεῖσες μέχρι σήμερα συλλογές· ἐκ τῶν βασικῶν παραλλαγῶν τό
κείμενο μέ τό χρόνο ὑπέστη ἀλλοιώσεις πού ὁδήγησαν σέ δευτερεύουσες
παραλλαγές6.

δηλαδή τή βουλή· β) στά βασανισμένα χρόνια τοῦ ἑλληνισμοῦ, πού τό γένος εἶχε τόν βαρύ
ζυγό τῆς δουλείας (τουρκοκρατία), σήμαινε τό Ἀρχοντικό ἤ Ἐπιτροπικό, δηλαδή ἰδιαίτερο χῶρο
στόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ, πού συγκεντρώνονταν καί συνεδρίαζαν γιά τά
μεγάλα τους προβλήματα οἱ δημογέροντες καί οἱ πρόκριτοι τοῦ τόπου μετά τήν ἀπόλυση τῆς
ἐκκλησίας· γ) στά μοναστήρια ἔτσι ὀνομάζεται ὁ τόπος (ἐνίοτε καί τό «ἀρχονταρίκι») ὅπου
μαζεύονταν οἱ «Γέροντες» (μοναχοί) γιά νά συζητήσουν ἤ ἀποφασίσουν γιά τά θέματά τους· δ)
στή θεολογική γλώσσα ὅμως σήμερα «Γεροντικόν» λέγεται τό βιβλίο πού περιέχει τά
ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων· βλ. Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων,
Εἰσαγωγή Μοναχοῦ Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια,
Εὑρετήριον θεμάτων ἀπό Π.Β. Πάσχον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1961, σ. ε.
4
Γ. Νόβακ, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ΘΗΕ, τ.2, Ἀθήνα 1963, σ. 1234.
5
Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ. 193-194.
6
πρβλ. J.C. Guy, Recherches sur la tradition greque des Apophthegmata Patrum, Bruxelles 1962,
σ. 7-12.
35

Ἡ ἀλφαβητική παραλλαγή κατανέμει τίς ρήσεις καί τίς γνῶμες σύμφωνα


πρός τό γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου πού ἀρχίζει τό ὄνομα κάθε ἀναχωρητή, χωρίς
αὐτή ἡ τακτική νά ἀκολουθεῖται πάντοτε πιστά. Ὁ πρῶτος λοιπόν ἀναχωρητής
τῆς σειρᾶς εἶναι ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί τελευταῖος ὁ Ὤρ. Οἱ κώδικες συνήθως
παρουσιάζουν σ' αὐτήν τήν παραλλαγή ν' ἀκολουθεῖται καί ἀπό ἕνα δεύτερο
μέρος πού περιέχει γνῶμες ἀνωνύμων ἀναχωρητῶν διηρημένες σέ κεφάλαια
ἤ παρατεταγμένες κατά σειρά καί ἀρχίζουν μέ τή φράση «Γέρων τις εἶπεν» πού
πιθανῶς ἀπό ἐκεῖ προῆλθε καί ἡ ὀνομασία «Γεροντικόν».
Τό κείμενο τοῦ πρώτου μέρους ἐκδόθηκε ἀπό τόν J.B. Cotelerius, Ecclesiae
graecae monumenta, I, Paris1677, σ. 338-712 ἀπό τόν κώδικα Regius καί
ἀνατυπώθηκε στήν PG 65, 71A- 440D· Τό Γεροντικόν, ἤτοι Ἀποφθέγματα
ἁγίων γερόντων. Εἰσαγωγή μοναχοῦ Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, Πρόλογος,
κείμενο, γλωσσάριο, σχόλια, εὑρετήριο θεμάτων ὑπό Π.Β. Πάσχου, Ἀθῆναι, Ἐκδ.
«Ἀστήρ», 1961 ἀποτελεῖ ἐπανέκδοση τοῦ κειμένου τῆς PG.
Ἐπίσης κυκλοφορεῖ σέ νεοελληνική ἀπόδοση καί σέ μεταφράσεις: Τό
Γεροντικόν ἤτοι θαυμασταί ∆ιηγήσεις ἀπό τή Ζωήν τῶν ἁγίων ἐρημιτῶν τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ἀπόδοσις εἰς τήν ἁπλήν ἑλληνικήν ὑπό Παύλου
μοναχοῦ, ἐκδ. Ὀρθοδόξου Ἱδρύματος «Βαρνάβας», Ἀθῆναι χ.χ· Εἶπε Γέρων, Τό
Γεροντικόν σέ νεοελληνική ἀπόδοση, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1983· Χαμπάκη
Θεοδώρας ἡγουμένη Ἱ.Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου, Γεροντικόν (Σταλαγματιές ἀπό
τήν Πατερική σοφία), ἐκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 20029· Χρήστου Π.Κ., Ἀποφθέγματα Γερόντων, Θεσσαλονίκη
1978· Τσάμη ∆ημητρίου, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, ἐκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική
Ἀδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 20044· Ἄγνωστες σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ,
μτφρ. ἐπιμ. Χρισταφακόπουλου ∆ημ., ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 1996.
Τό δεύτερο μέρος πού ἔχει ὑποστεῖ καί πολλές διασκευές δημοσιεύτηκε
ἐλλιπῶς μόνο σέ ἕνα χειρόγραφο ἀπό τόν F. Nau, Histoire des solitaires
egyptiens, ms. Coislin 126, Revue de l’ Orient Chretien 10 (1905), σ. 409-414·
12 (1907), σ. 48-68, 171-181, 393-404· 13(1908), 47-57, 266-283·
14(1909), σ. 357-379· 17(1912), σ. 204-211, 294-301· 18 (1913), σ. 137-
36

146 (400 ἀποφθέγματα μέ γαλλική μετάφραση) καί κάποιες προσθῆκες τοῦ


ἰδίου στήν PO, 8 (1911- 1912), σ. 164- 1837.
Ἡ συστηματική παραλλαγή (BHG31442v) κατανέμει τίς ρήσεις καί τ'
ἀνέκδοτα σέ 21 κεφάλαια πού ἀναφέρονται σέ διάφορα θέματα τῆς ἀσκητικῆς
ζωῆς. Ἡ παραλλαγή αὐτή πού ἀναφέρεται ἀπό τόν Φώτιο, κωδ. 198, PG 103,
664- 665, ὑπό τόν τίτλο Βίβλος ἀνδρῶν, συνολικά 22 κεφάλαια καί εἶναι ἡ πιό
διαδεδομένη μεταξύ τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν (παραλείπει τό κεφάλαιο 3)
παραμένει ἀνέκδοτη8. Τῆς συστηματικῆς συλλογῆς τό 1993 ἐκδόθηκε στή
σειρά Sources Chretiennes βάσει τῶν καταλοίπων τοῦ J. Cl. Guy ὁ πρῶτος
τόμος πού περιέχει τό κείμενο -μετάφραση τῶν πρώτων ἐννέα κεφαλαίων, μέ
τήν ἐπιμέλεια Bernard Flusin, Les apophtegmes des Pères. Collection
systématique Chapitres I- IX (SC 387)9. Τό κείμενο καί ἡ μετάφραση τῶν
Ἀποφθεγμάτων αὐτῶν ἐκδόθηκε μέ τίτλο Τό Μέγα Γεροντικόν, Θεματική
συλλογή (Εἰσαγωγή-Κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ. Α’, 20002· τ. Γ’, 1997· τ. ∆’,
1999, ἀπό τήν Ἱ.Μ. Ἡσυχ. «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» Πανόραμα
Θεσσαλονίκης.
Ἡ συνένωση τῆς ἀλφαβητικῆς καί συστηματικῆς παραλλαγῆς ἔγινε τόν ια´
αἰώνα ἀπό τόν Παῦλο τόν Εὐεργετινό σέ μία νέα αὐτοτελή συλλογή (BHG3
1450ς): «Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν
θεοφόρων καί ἁγίων Πατέρων».
Ἀπό τό ι´ ἕως καί τό ιγ´ αἰώνα σέ χειρόγραφα βρίσκονται καί
«δευτερεύουσες παραλλαγές», πού πρόκειται γιά ἰδιότυπες παραλλαγές πού ἡ
μελέτη τους δέν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καί οἱ σπουδαιότερες εἶναι τρεῖς: α)

7
Γ. Νόβακ, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ΘΗΕ, τ.2, σ. 1235.
8
F. Cavallera, Apophtegmes, Dictionnaire de Spiritualité, Tome I. σ. 767-770· Ἡ παλαιά λατινική
μετάφραση τῆς παραλλαγῆς, πού σημείωσε μεγάλη διάδοση στή ∆ύση, ἐκδόθηκε ἀπό τόν
H. Roswyde, Vitae Patrum, Antverpiae 1615 καί 1628, σ. 560-661, PL 73, 851- 1024
περιέχει 23 κεφάλαια, δηλαδή, ἔχουν προστεθεῖ τά βιβλία V καί VI τῶν Vitae Patrum.
Σχετικές ἀναφορές γίνονται στόν A. Wilmart, Le recueil latin des Apophtegmes, Revue
Benedictine, 34 (1922), σ.185-198 καί στόν C.M. Battle, De suscepta editione latinae
versionis «Verba Seniorum» communiter adpellatae, Studia Monastica, 1 (1959) σ.115-
120· ὁ W. Bousset δέχεται τήν αὐθεντικότητα μόνο τῶν 19 πρώτων κεφαλαίων καί ὁ
Φώτιος ἐκθέτει αὐτή τήν παραλλαγή «un resume et un conspectus» (συγκεφαλαίωση καί
σύνοψη) τοῦ «Μέγα Λειμωνάριον».
9
Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.195· πρβλ. ∆. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, ἐκδ.
Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 20044, σ. 25.
37

παραλλαγή τῆς συστηματικῆς πού θέτει σέ συστηματική κατάταξη τήν ὕλη τῆς
ἀλφαβητικῆς, β) ἡ σπάνια παραλλαγή τῆς ἀλφαβητικῆς πού κατατάσσει
ἀλφαβητικά τό περιεχόμενο τῆς συστηματικῆς καί γ) ἡ σαββαϊτική παραλλαγή
πού διαμορφώθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα (Ἱεροσόλυμα) καί περιέχει κατά
ἀλφαβητική σειρά ἀποφθέγματα Αἰγυπτίων καί Παλαιστινίων μοναχῶν καί
μεγάλο ποσοστό ἀποσπασμάτων ἀπό παλαιά ἀσκητικά κείμενα καί ψυχωφελεῖς
διηγήσεις10. Ὁ ἁγιολόγος Π.Β. Πάσχος ξεχωρίζει τρεῖς παραλλαγές: α)
ἀλφαβητική, β) τῶν ἀνωνύμων καί γ) τή συστηματική πού διαιρεῖται σέ κα´
κεφάλαια11.
Μετά τό ιγ´ αἰ. κάθε μονή θέλει τό δικό της «Γεροντικό» ἤ «Πατερικό» ὅσο
τό δυνατόν πιό πλούσιο· γι’ αὐτό καί δέν ἀντιγράφονται αὐτούσιες οἱ
παλαιότερες συλλογές τῶν «Ἀποφθεγμάτων» ἀλλά ἐμπλουτίζονται μέ
ἑτερόκλητα ἀσκητικά καί ψυχωφελή κείμενα πού δέν ἦταν πλέον παραλλαγές
τῆς συλλογῆς «Ἀποφθέγματα» ἀλλά ἰδιόμορφες ἀσκητικές ἀνθολογίες μέ
ἰδιαίτερη χειρόγραφη παράδοση. Στίς ἀρχές τοῦ μοναχισμοῦ τό «Ἀπόφθεγμα»
ἦταν μέσο διδασκαλίας ὁρισμένων ἀναχωρητῶν πού εἶχαν τό «χάρισμα» τοῦ
λόγου. Τό ἀπόφθεγμα δέν μεταδιδόταν γραπτά ἀλλά προφορικά. Ἡ αὔξηση τῶν
ἀποφθεγμάτων καί ὁ τρόπος αὐτός διδασκαλίας ἀνάγκασε προφανῶς μαθητές
τῶν ἀναχωρητῶν νά συντάξουν πρός δική τους χρήση καί ὠφέλεια «μικρές
ποικιλόμορφες γραπτές συλλογές». Τά ἀναφερόμενα ἀπό τόν Κασσιανό καί
Εὐάγριο ἀποφθέγματα προέρχονται ἀπό τέτοιου εἴδους συλλογές· στή συνέχεια
οἱ μαθητές τῶν μοναστῶν συγχώνευσαν γιά εὐρύτερη χρήση τίς μικρές
συλλογές σέ μεγαλύτερες πού ἐμφανίστηκαν περίπου τό β´ μισό τοῦ δ´ αἰώνα
καί ἦταν γραμμένα στήν ἑλληνική καί ὄχι στήν κοπτική, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ E.
Amelineau στηριζόμενος σέ «κοπτισμούς» σέ κάποιες σελίδες τῶν ἀρχαίων
ἀποφθεγμάτων12.

10
Γ. Νόβακ, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ΘΗΕ, τ.2, σ. 1236.
11
Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.193.
12
Π. Β. Πάσχου, Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά κείμενα περί
τιμίων καί ἁγίων γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990, σ. 12· πρβλ. W. Bousset,
Apophthegmata. Studien zur Geschichte des ältesten Mönchtums, Tübingen 1923, σ. 90-91·
R. Draguet, Les Apophtegmes des moines d’ Egypte. Problèmes littéraires, Bulletin de l’
Académie Royale de Belgique, Classe des Lettres XLVII, 1961, σ. 136· M. Chaine, Le texte
38

Ἤδη εἶναι γνωστό ἀνάλογο φαινόμενο ἀπό τόν γ´ αἰώνα, ἐποχή Ὠριγένη,
πού τά περισσότερα ἔργα του τά ὑπαγόρευε σέ ταχυγράφους τούς ὁποίους
διαδέχονταν καλλιγράφοι πού πλήρωνε ὁ θερμός θιασώτης καί μαικήνας τοῦ
Ὠριγένη, ὁ Ἀμβρόσιος13.
Ὁ W. Bouset ὑποστήριζε ὅτι ἡ «ἀλφαβητική παραλλαγή» εἶναι παλαιότερη
τῆς «συστηματικῆς» ἐνῶ ὁ O. Bardenhewer ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Σήμερα οἱ
ἐρευνητές δέχονται ὅτι καί οἱ δύο παραλλαγές διαμορφώθηκαν περίπου τήν
ἴδια ἐποχή, δηλαδή, δεύτερο μισό τοῦ ε´ αἰώνα, ἄσχετα ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη μέ
κριτήριο χρονολόγησης τήν συριακή τους μετάφραση πού ἔγινε περίπου στίς
ἀρχές τοῦ στ´ αἰώνα14. Ὁ J. C. Guy πιστεύει ὅτι προτιμότερον εἶναι νά
χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «normaux» (κανονικός) παρά «originaux» (ἀρχικός) καθ'
ὅσον καί οἱ δύο τύποι παραλλαγῶν πού ἐμπλουτίστηκαν προσπάθησαν νά
διατηρήσουν χωρίς μεγάλες ἀλλοιώσεις τήν ἀρχική τους δομή15.
Ἐκτός ἀπό τή λατινική μετάφραση PL. 73, 855/1024, 1025/ 62, πού ἔγινε
πιθανῶς ἀπό τόν πάπα Πελάγιο Α´ (556 -561), τόν πάπα Ἰωάννη Γ´ (561- 574)
καί τόν ρωμαῖο μοναχό Πασχάσιο τόν ἐκ ∆ουμίου16 ὑπάρχουν ἀκόμη ἕξι
μεταφράσεις τῶν «Ἀποφθεγμάτων»: κοπτική, συριακή, ἀραβική, αἰθιοπική,
ἀρμενική καί γεωργιανή17.
Ἡ σημαντική ἄνοδος τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῶν μοναχῶν, ἰδίως ἀπό τίς
ἀρχές τοῦ ε´ αἰ. καί ἡ ἐνασχόλησή τους μέ δογματικά πλέον θέματα ἐξαιτίας
τῶν αἱρέσεων ἀντικαθιστοῦν τό ἀπόφθεγμα τῶν πρώτων αἰώνων μέ τή λιτή
γλωσσική μορφή καί τό ὑπαρξιακό περιεχόμενο σέ ἐπεξεργασμένο
«θεολογικό» ἀπόφθεγμα. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ συλλογές
διευρύνονται καί γράφονται νέες πού ἀναφέρονται σέ μεγάλους ἀσκητές
διαφόρων περιοχῶν (Λαυσαϊκή ἱστορία γιά μοναχούς Αἰγύπτου) ἤ καί
συγκεκριμένων τόπων (Φιλόθεος ἱστορία ἤ Ἀσκητική πολιτεία τοῦ Θεοδωρήτου

original des Apophthègmes des Pères, Mélanges de la Faculté Orientale (Beyrouth), 5,


1911-1912, σ. 541- 569.
13
Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α’. Εἰσαγωγή β’ καί γ’ αἰ., Ἀθήνα 19822, σ. 413.
14
Γ. Νόβακ, Ἀποφθέγματα Πατέρων, ΘΗΕ, τ.2, σ.137.
15
J.C. Guy, Recherches sur la tradition greque des Apophthegmata Patrum, σ. 232.
16
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Εἰσαγωγή Μοναχοῦ Θεοκλήτου
∆ιονυσιάτου, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια, Εὑρετήριον θεμάτων ἀπό Π.Β.
Πάσχον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1961, σ. στ’.
17
F. Cavallera, Apophtegmes, Dictionnaire de Spiritualité, Tome I. σ. 769-770.
39

Κύρου γιά μοναχούς κοντά στήν Ἀντιόχεια). Οἱ νέες μορφές λόγου, πού
ἀνταποκρίνονται ἀποτελεσματικότερα στίς πνευματικές ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς
τους εἶναι συλλογές μέ ἐποικοδομητικές διηγήσεις, θαύματα, ἀποσπάσματα ἀπό
βίους ἁγίων καί ὁμιλίες Πατέρων, Συναξάρια. Τέλος παρουσιάστηκαν καί
ἀνθολογίες πού περιεῖχαν ὅλες τίς προηγούμενες μορφές λόγου μέ θεματική
κατάταξη περιεχομένου (Εὐεργετινός)18.

2. Θεματολογία τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.

Ἡ προσεκτική προσέγγιση τῶν θεμάτων πού συναντῶνται στίς ψυχωφελεῖς


διηγήσεις ὁδηγοῦν τόν ἐρευνητή στή διαπίστωση τοῦ πρακτικοῦ χαρακτήρα τοῦ
περιεχομένου τους. Ἀποτελοῦν μία ἔκκληση πνευματικῆς βοήθειας γιά ἀσφαλή
καθοδήγηση σέ ζητήματα προσωπικοῦ πνευματικοῦ καταρτισμοῦ, ἰδιαίτερα σέ
ἄτομα νεαρῆς ἡλικίας πού οἱ ἐμπειρίες τους εἶναι περιορισμένες καί ὁ κίνδυνος
τοῦ ὑποκειμενισμοῦ καί τῆς φαρισαϊκῆς αὐτάρκειας ὁρατός. Ὁ λόγος τῶν
Γερόντων μέσῳ τῶν διηγήσεων ἀπευθύνεται κατ' ἀρχήν σέ μοναχούς, παρόλο
πού σέ πολλές περιπτώσεις οἱ θέτοντες ἐρωτήματα ἤ τά δρῶντα πρόσωπα τῶν
ἱστοριῶν εἶναι λαϊκοί. Αὐτό ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι δέν πρόκειται γιά
ἐξειδικευμένο ἤ ἀποκλειστικῆς χρήσεως ἀπό μοναχούς ἤ κληρικούς λόγο ἀλλά
ἀναφέρεται στίς πνευματικές ἀνάγκες κάθε εὐσεβοῦς ψυχῆς πού θέλει νά
οἰκοδομηθεῖ στήν κατά Χριστόν ζωή. Ἡ ἔρευνα στηρίζεται σέ τρεῖς ἄξονες, πού
παρουσιάζονται στή συνέχεια.

α'. Ὁ τρόπος παρουσίασης τῶν θεμάτων (πιλοτικά ἐρωτήματα)

Ἡ ἀφορμή γιά τόν λόγο τῶν διηγήσεων πάντοτε εἶναι συγκεκριμένη καί
ὁριοθετεῖται στά σύγχρονα μέ τήν ἐποχή τους τοπικά καί ἱστορικοκοινωνικά
δεδομένα. Οἱ διηγήσεις ἀποτελοῦν ἀπάντηση σέ ἐπίμονα καί ἐναγώνια
ἐρωτήματα τά ὁποῖα συνθέτουν καί τή ραχοκοκαλιά τῆς πλοκῆς τους. Τά
πιλοτικά ἐρωτήματα, πού ἀποτελοῦν καί μοχλούς ἐκκίνησης τῶν διηγήσεων,
ἀναφέρονται:

18
∆. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 23-24.
40

i) Σέ προσωπικά (ἐξατομικευμένα) ζητήματα καί φέρουν τό χαρακτήρα:


«Κύριε θέλω σωθῆναι καὶ οὐκ ἐώσι μὲ οἱ λογισμοί· τί ποιήσω ἐν τῇ θλίψει
μου;»· «πῶς σωθῶ;»· «Κύριε πῶς τινες ὀλιγόβιοι ἀποθνήσκουσι, τινὲς
ὑπεργήρωσι καὶ διατὶ τινὲς μὲν πένονται ἄλλοι δὲ πλουτοῦσι; καὶ πῶς ἄδικοι
μὲν πλουτοῦσι, δίκαιοι δὲ πένονται;»· «πόθεν ἐστὲ καὶ πῶς ἤλθετε εἰς τὴν
ἔρημον ταύτην;»· «Εἰπὲ μοι λόγον.»· «Εἰπὲ μοι ρῆμα.»· «Τί ποιήσω διὰ τὰ πάθη;»·
«Πῶς δύναμαι κτήσασθαι τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ;»· «Ποῖον καλὸν πρᾶγμα ἐστιν,
ἵνα ποιήσω καὶ ζήσωμαι ἐν αὐτῷ;»· «Εἰπὲ μοι ρῆμα, ὅτι ἀπόλλυμαι.»· «∆ὸς μοι
ἐντολὴν καὶ φυλάξω αὐτήν.»· «Ἠρώτησε (ἀδελφός) περὶ ζωῆς· τί φυλάξας τῷ
Θεῷ εὐαρεστήσω;».
ii) Σέ θέματα πού ἀφοροῦν τήν πολιτεία καί τίς σχέσεις τῶν μοναχῶν τόσο
στά πλαίσια τοῦ ἀναχωρητισμοῦ ὅσο καί τοῦ κοινοβίου: «Πῶς ὀφείλομεν
διοικηθῆναι οἱ ἀδελφοὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ;»· «Πῶς ὀφείλουσιν οἱ ἀδελφοὶ
πολιτεύεσθαι;»· «Εἰπὲ λόγον τινὰ σύντομον ἐν κλήρου τάξει... δι' οὗ δυνήσονται
οἱ ἐρωτῶντες ἀδελφοὶ ἐπιβῆναι τῆς ἐν Χριστῷ τελειότητος.»19.
Ἡ ἐρώτηση «τί ποιήσω;» ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τό συμβουλευόμενο καί
δείχνει θέληση πρωτοβουλίας (αὐτενέργεια)· ἄλλοτε δίνεται ἄμεση ἀπάντηση,
ἄλλοτε ἔμμεση (διά τοῦ παραδείγματος) καί ἄλλοτε δέν δίνεται ἀπάντηση· ἡ
ἐρώτηση καθορίζει τήν ἀπάντηση καί συνεπῶς καί τό περιεχόμενο τῶν
διηγήσεων.
iii) Σέ διηγήσεις σύγκρισης: τό ἐρώτημα «εἰς ποῖον μέτρον ἀρετῆς ἔφθασαν»
δύο Γέροντες ἔχουν σά κεντρικό τους θέμα τήν παράθεση προτύπων/
παραδειγμάτων τῆς κατά Χριστόν ζωῆς20.

19
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.1,64· πρβλ. Εὐσ. Βίττη, Ὁ λόγος τῶν
Πατέρων τῆς Ἐρήμου, περ. Θεολογία, τ. 43, τεύχη 3-4, Ἰουλ.-∆εκεμ., Ἐν Ἀθήναις 1972, σ.
585.
20
Πρβλ. ∆ιήγηση Εὐχαρίστου κοσμικοῦ, Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων,
σ.32· Τῇ 17ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου Μνήμη τῶν ὁσίων Ζαχαρίου τοῦ σκυροτόμου καί
Ἰωάννου καί διήγησις ὠφέλιμος, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὑπό τοῦ
ἐν μακαρία τῆ λήξει Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἐπεξεργασθείς ὑπό τοῦ Θ. Νικολαΐδου
Φιλαδελφέως, ἐκδ. Χ. Νικολάου Φιλαδελφέως, Ἀθήνησι 1868, τ.1, σ.227-229· Περί τοῦ
πένητος τοῦ ἐν τῷ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων προσευξαμένου, Les
récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, et d’ autres auteurs, Introduction et Texte
par John Wortley, Éditions du Centre National de la Recherche Scientifique, Paris 1987,
σ.52.
41

Παραλλαγή τοῦ ἐρωτήματος ἀποτελεῖ ἡ ἐρώτηση/παράκληση στό Θεό πού


θέτει ὁ ἀββᾶς Πύρρος: «... ὡς εἰς μέγα μέτρον φθάσαντός μου ὑπὲρ ἅπαντας
τοὺς ἐν ἐρήμῳ ἀσκοῦντας πατέρας ... τοῦ γνωρίσαι μοι μετὰ τίνος ἔχω τὴν
μερίδα, καὶ εἰ ἄραγέ ἐστί τις ἐπὶ γῆς ἐπίσης μου» (πάθος κενοδοξίας). Ἡ
ἀπάντηση ἦταν: «μετὰ Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας ἔχεις τὴν μερίδα»21.
Συναφές ὑλικό συναντᾶται στήν κατ' Αἴγυπτον περί Παφνουτίου μέ τίς ἱστορίες
τοῦ αὐλητῆ, τοῦ πρωτοκομητῆ καί τοῦ ἐμπόρου πολύτιμων μαργαρίτων22 στήν
Λαυσαϊκή μέ τόν ἀββά Πιτηρούμ (περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν)23. Ἐπέκταση
τῆς παραλλαγῆς ἀποτελεῖ ἡ ἐρώτηση τοῦ ἀββᾶ Σούρους: «Καὶ τί θαυμαστὸν ὦ
φίλοι ἐὰν συναντήσῃ ἡμῖν ὁ ἀνὴρ ἑκάστου τὰς πολιτείας διαγορεύων;»24.
iv) Σέ διηγήσεις ἐπιλογῆς: μεγάλος ἀριθμός διηγήσεων ἔχουν γιά
οὐσιαστικό τους θέμα τήν ὑπερίσχυση καί ἑδραίωση τῆς «μίας» ἀλήθειας τοῦ
Χριστοῦ. Ἀνά τίς ἐποχές αὐτό πού ἀλλάζει εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀντιπαράθεσης,
δηλαδή αὐτό πού ἀνατρέπει τή δεδομένη κατάσταση. Ἡ διαφορά ἔγκειται μόνο
ὅτι στίς ἀρχές ὁ χριστιανισμός ἔκανε αὐτή τήν ἀντιπαράθεση γιά ν' ἀποδείξει
τήν ἀλήθειά του καί νά σταθεροποιηθεῖ σέ σχέση μέ ἰδεολογίες «ἐκτός τῶν
χωρικῶν του ὑδάτων» (εἰδωλολατρία), ἐνῶ μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί
ἀφοῦ ἔχει ὑπερισχύσει ἔρχεται σέ ἀντιπαράθεση μέ ἰδεολογίες πού γεννῶνται
μέσα στούς κόλπους του (αἱρέσεις), δηλαδή ἐνδογενεῖς παράγοντες πού εἶναι
καί πολύ πιό πιεστικοί. Μέθοδος ἀντιμετώπισης ἡ ἴδια μέ ἀπώτερο στόχο τή
μεταστροφή. Συνεργός πάντα ὁ Θεός καί ἐφόδιο ἡ προσευχή, ἐμπλουτισμένη
βάσει τῶν προβλημάτων πού ὑπάρχουν: σέ ἐποχή μονοφυσιτικῶν αἱρέσεων
(Σεβῆρος) ὅπου ἡ Παναγία θεωρεῖται Χριστοτόκος καί ὄχι Θεοτόκος: «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας ὁ ὁποῖος καταξίωσες νὰ σαρκωθεῖς ἀληθινὰ γιὰ μᾶς
ἀπὸ τὴ ∆έσποινά μας, τὴν ἁγία Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, δεῖξε μας τὴν

21
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.128.
22
Historia Monachorum in Aegypto, édition critique du texte grec par A. J. Festugière, Subsidia
Hagiographica, n. 34, Société des Bollandistes, Bruxelles 1961, σ.102-109.
23
Βυζαντινή Βιβλιοθήκη, Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Μετάφρασις-Εἰσαγωγή-Σχόλια Ν.Θ.
Μπουγάτσου-∆.Μ. Μπατιστάτου, Ὀργανισμός Κλασσικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα 1970, τ.1,
σ.180.
24
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 90.
42

ἀλήθεια»25. Στό σημεῖο αὐτό γιά ἀκόμη μία φορά πρέπει νά τονιστοῦν τά
«ἐνδοβυζαντινά» ἀξιολογικά κριτήρια, χρονικές περίοδοι ὅπου δέν ὑπάρχει
τυποποίηση δογμάτων καί ὁ Βυζαντινός ἐνδιαφέρεται γιά χειροπιαστές
ἀποδείξεις πού καλύπτουν τό κοσμοθεωρητικό του γίγνεσθαι.
Ἡ ἐρώτηση πού μπορεῖ νά μήν ἐκφέρεται ἄμεσα καί λεκτικά, τίθεται στή βάση
τοῦ ἀληθοῦς-ψευδοῦς, ὀρθοῦ-λάθους: ἀντιπαράθεση Σεβηριανοῦ μοναχοῦ καί
Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἐφραιμίου26· περί Κόπρη (ἀντιπαράθεση μέ μανιχαΐσμό
/ἀποδεικτικό μέσον: ἀκαΐα)27· περί Ἀπολλῶ (ἀντιπαράθεση μέ εἴδωλα/
ἀποδεικτικό μέσον: οἱ εἰδωλολάτρες γίνονται στῆλαι ἅλατος28 καί τό ἴδιο θέμα
σέ ἱστορία μέ τόν ἀββά Ἀντώνιο καί Σαρακηνό σέ σχεδόν ἐπιγραμματικό
χαρακτήρα29· στήν περί τῶν τριῶν μοναχῶν αἰχμαλωτισθέντων στήν Ἀφρική,
ἀντιπαράθεση μέ εἴδωλα (Σαρακηνοί) / ἀποδεικτικό μέσον: οἱ εἰδωλολάτρες
πού ἐπιτίθενται στούς μοναχούς καί τά χέρια τους μετατρέπονται σέ
«ξηρανθεῖσας χεῖρας»30.
Παραλλαγή αὐτοῦ τοῦ μοτίβου ἀποτελεῖ ἡ παράθεση μόνο τοῦ ἑνός
σκέλους, δηλ., τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀληθοῦς τοῦ «ὀρθοδόξου» χωρίς τήν ἀναφορά
τῆς ἄλλης πλευρᾶς (εἰδωλολατρικοῦ, αἱρετικοῦ) καί μέ ἄμεση συνέπεια τό δέος
καί τό θαυμασμό: διήγηση μέ μετασχηματισμό τῶν μερίδων τῆς θείας
Κοινωνίας (τῶν ὀρθοδόξων) «ποὺ βλάστησαν στάχυα» στό ντουλάπι τοῦ
αἱρετικοῦ πραματευτῆ (Σεβηριανός) «καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ πολὺ φόβο καὶ τρόμο
ἀπὸ τὸ πρωτόφαντο καὶ παράδοξο θέαμα... καὶ πῆγε τροχάδην πρὸς τὴν ἁγίαν
ἐκκλησία»31. Ὑπάρχει καί περίπτωση ἡ ἀντιπαράθεση νά μήν ὑπάρξει δημόσια
ἀλλά σέ ἐρώτηση ὀρθοδόξου ποιά πίστη εἶναι σωστή ἤ λάθος, ἕνα ὅραμα νά
λειτουργήσει διασαφηνιστικά: διήγηση μέ περιστέρι μουτζουρωμένο, μαδημένο
καί δύσοσμο πού κάθεται ἐπάνω στό κεφάλι τοῦ ὁπαδοῦ τοῦ Σεβήρου32.

25
«Ἄνθη τῆς Ἐρήμου» (ἀρ. 17): Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, εἰσαγωγικά -μετάφραση -σχόλια
Μοναχοῦ Θεολόγου Σταυρονικητιανοῦ, Ἅγιον Ὄρος 1983, σ.43.
26
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 41-43.
27
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 88.
28
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 56.
29
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.145.
30
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ. 70.
31
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 89.
32
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 117.
43

Ἐπαυξημένη παραλλαγή ἀποτελεῖ ἡ μέσῳ δολιοφθορᾶς τοῦ ἀντιφρονοῦντος


νά δοξάζεται ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ: ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός, μετέπειτα ἐπίσκοπος
Βόστρων, πίνει τό ποτήρι μέ τό κρασί πού τοῦ προσφέρουν οἱ προύχοντες πού
ἦταν «μισόχριστοι» γνωρίζοντας («ἀπό Θεοῦ») ὅτι εἶναι δηλητήριο καί
σταυρώνοντάς το τρεῖς φορές «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος» ἔμεινε ἀβλαβής33.

β'. Περιεχόμενο ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων.

Τά ἄτομα πού θέτουν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τά ἐρωτήματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέν


εἶναι ἄτομα πού ἀγνοοῦν τό σωτήριο μήνυμα τοῦ χριστιανισμοῦ· τά περισσότερα
ἀποτελοῦν ἐνεργά καί στρατευμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχουν βέβαια οἱ διηγήσεις ἐκχριστιανισμῶν πού καί ἐκεῖ παρουσιάζεται
διαβάθμιση:
i) Περίπτωση καθολικῆς ἄγνοιας: λαοί διαφορετικῆς κουλτούρας, τοπικά
ἀπομακρυσμένοι ἀπό τό κέντρο βάρους ἐξελίξεων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατο-
ρίας, ὅπως ἐκχριστιανισμός τῶν Ἰβήρων ἀπό τήν ἰσαπόστολο Νίνα34.
ii) Περίπτωση μερικῆς ἄγνοιας35: τρία ἐπεισόδια αὐτοτελῆ μέ ἀκριβῶς τόν
ἴδιο βασικό ἄξονα, δηλ. τό σωστό τρόπο ζωῆς τῶν πρωταγωνιστῶν παρ' ὅτι
δέν ἔχουν προσχωρήσει στό χριστιανισμό, χωρίς αὐτό νά σημαίνει καί ἄγνοιά
του, καί ὁλοκληρώνονται μέ τήν στό ἑξῆς κατά Χριστόν ζωήν ὕστερα ἀπό τήν
κατήχηση τοῦ Γέροντα. Τό μόνο πού ἀλλάζει εἶναι οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες
(ἐπάγγελμα, παρελθόν, οἰκογενειακή κατάσταση πρωταγωνιστῆ) ἐνῶ ὁ κοινός
τόπος εἶναι ἡ τροπή τους πρός τό καλό καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο.
Ἔχουμε λοιπόν τίς ἱστορίες: 1) ἑνός αὐλητή πού ἔσωσε μιά παρθένο ἀπό τήν ἐκ
ληστῶν διαφθορά καί ἄλλοτε φυγάδευσε μία ταλαιπωρημένη γυναίκα ἐξαιτίας
δημοσίου χρέους τριακοσίων χρυσίνων τοῦ ἄνδρα της πού βρίσκονταν στή
φυλακή μαζί μέ τά τρία τους παιδιά· 2) ἑνός πρωτοκομητή πού ὅπως ὁμολογεῖ
ὁ ἴδιος γιά τόν τρόπο τῆς ζωῆς του: «...οὐ ἐξῆλθεν πένης οὐδὲ ξένος κεναῖς
χερσὶ τὴν ἐμὴν αὐλὴν μὴ πρότερον ἐφοδιασθεῖς κατὰ λόγο. Οὐ παρεῖδον

33
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 104-105.
34
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.164.
35
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Παφνουτίου, σ.102-109.
44

πένητα δυστυχήσαντα μὴ ἱκανὴν παραμυθίαν αὐτῷ χορηγήσας. Οὐκ ἔλαβον


πρόσωπον τέκνου μου ἐν κρίσει. Οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον μου καρποὶ
ἀλλότριοι. Οὐκ ἐγένετο μάχη, ἣν οὐκ εἰρήνευσα. Οὐκ ἐμέμψατο τις ἐπ' ἀτοπία
τοὺς ἐμοῦς παῖδας. Οὐχ ἥψαντο τῶν ἀλλοτρίων καρπῶν οἱ ἀγέλαι μου. Οὐκ
ἔσπειρα πρῶτος τὰς ἐμὰς χώρας, ἀλλὰ πᾶσιν αὐτὰς κοινὰς προθέμενος τὰς
ὑπολειφθείσας ἐκαρπισάμην. Οὐ συνεχώρησα καταδυναστευθῆναι πένητα ὑπὸ
πλουσίου. Οὐ παρελύπησα τινὰ ἐν τῷ βίῳ μου. Κρίσιν πονηρὰν κατ' οὐδενὸς
ποτε ἐξενήνοχα. Ταῦτα θεοῦ θέλοντος σύνοιδα ἐμαυτῷ πεπραγμένα»· 3) ἑνός
ἐμπόρου εὐλαβοῦς καί φιλοχρίστου πού ἀναζητεῖ «πολυτίμους μαργαρίτας» καί
ἔρχεται πρός συνάντησή τοῦ Γέροντα (ἐδῶ ἔχουμε ἀκόμα πιό ἔντονα σημάδια
ἐπίδρασης τοῦ χριστιανισμοῦ), ἀφοῦ πρῶτα μοίρασε ἐμπόρευμα ἀξίας 2000
χρυσίνους πού μετέφερε μέ 100 πλοῖα ἀπό τήν ἄνω Θηβαΐδα στούς φτωχούς
καί τούς μοναχούς, φέρνοντας μαζί του δέκα σάκους ὄσπρια λέγοντας: «ἴδε οἱ
καρποὶ τῆς ἐμῆς ἐμπορίας εἰσὶν εἰς δικαίων ἀνάπαυσιν τῷ Θεῷ προσφερό-
μενοι».
iii) Ἐκχριστιανισμός - μαρτύριο: πρόβλημα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς οἱ διωγμοί
τῶν χριστιανῶν καί συγχρόνως ἡ διάδοσή του μέ τόν ἐκχριστιανισμό τόσο
ἁπλῶν λαϊκῶν ἀνθρώπων ὅσο καί ἀνθρώπων πού κατεῖχαν ἐξουσία. Τό κῦρος
τῆς προσωπικότητας τῶν τελευταίων ἀποτελοῦσε παράδειγμα πρός μίμηση τοῦ
λαοῦ. Ἡ συγχωρητική συμπεριφορά τοῦ χριστιανοῦ Ἀπολλωνίου36 πρός κάθε
ἄνθρωπο ἀκόμη καί αὐτόν πού τόν ἐπιβουλεύεται, τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» εἶναι
ἡ σημαία του. ∆έν εἶναι ὑποχωρητικότητα λόγῳ δειλίας ἤ φόβου ἀλλά ἀντίθετα
εἶναι ὑπόδειξη ἑνός «καινοῦ» τρόπου ζωῆς, τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Στή διήγηση
πού ἀποτελεῖται ἀπό τρία ἐπεισόδια -στά δύο εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο τό ἴδιο
γεγονός μέ διαφορετικούς πρωταγωνιστές (ἐκχριστιανισμοί χοραύλη, δικαστή)
καί τό τρίτο εἶναι ὁμολογία πίστεως καί μαρτύριο- διαβλέπει κάποιος τόν
πυρήνα μιᾶς ἱεραποστολῆς (ἐκχριστιανισμοῦ): α) προσέγγιση ἀλλοθρήσκου, β)
μετάδοση διδασκαλίας, γ) ὁμολογία πίστεως-βάπτισμα, δ) μαρτύριο. Ἡ
θαυματουργκή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὁποία ἀποφεύγεται τό μαρτύριο τήν
πρώτη φορά (κάψιμο στή φωτιά) ἀποτελεῖ τό μέσο: α) γιά τήν ἐξελικτική

36
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Ἀπολλωνίου μάρτυρος, σ. 116-118.
45

διαδικασία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ (προσέλευση καί νέων πιστῶν) καί β) γιά τήν
ἐνδυνάμωση καί σταθεροποίηση τῶν ἤδη πιστευόντων.
iv) Ἡ ἐπαφή τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τήν εἰδωλολατρία δέν σημαίνει ἐξ
ἀνάγκης καί τόν ἐκχριστιανισμό τῆς τελευταίας: Ἡ πίστη κατά Χριστόν καί ἡ
ἐνάρετος πολιτεία μπορεῖ ν' ἀποτελοῦν ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ὅμως δέν
σημαίνει καί ταυτόχρονη προσχώρηση σ' αὐτήν. Μπορεῖ βέβαια ν' ἀποτελεῖ τή
βάση γιά μία τέτοια μελλοντική ἐξέλιξη: «ἐθαύμασαν ὃ τε οὐμυρμνῆς καὶ οἱ
Σαρακηνοὶ ἅπαντες τὴν ἐνάρετον πολιτείαν, εἰ καὶ οὐκ ἴσχυσαν καταλιπεῖν τὴν
οἰκείαν πλάνην καὶ εἰς τὴν τῶν χριστιανῶν ἐπιστρέψαι ἀληθινὴν καὶ βεβαίαν
θρησκείαν, ἐζωγρημένοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα. ἀλλ' ὅμως
θαύμασαν ἐκπληττόμενοι τὴν τοῦ γέροντος πρὸς Θεὸν παρρησία»37.
Τά περισσότερα δρῶντα πρόσωπα, πού εἶναι ἐνεργά μέλη διαπνεόμενα ἀπό
τόν πόθο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας διαπιστώνουν τό ἐπίπονον τῆς πνευματικῆς
ζωῆς καί τόν προσωπικό χαρακτήρα πού φέρει ὁ δρόμος τῆς ἐν Χριστῷ
τελειώσεως. Γι’ αὐτό ζητοῦν καί τήν καθοδήγηση ἀπό ἔμπειρο καί ὥριμο ὁδηγό,
τό Γέροντα, τόσο σέ προσωπικό ἐπίπεδο ὅσο καί διαπροσωπικό (εἰδικότερα γιά
τούς μοναχούς: ἀναφορικά μέ σχέσεις μεταξύ μοναχῶν, ἡγουμένου-μοναχῶν,
μοναχῶν-ἐπίσημης ἐκκλησίας, μοναχῶν-λαϊκῶν). Ἡ κατάδειξη μέσῳ τῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων τῶν προσόντων καί τῶν χαρισμάτων τῶν Γερόντων
(πνευματικῶν Πατέρων) πού ἔχουν ὡς ἀρχέτυπό τους τόν ἴδιο τό Χριστό, ὅπως
καί τό πλαίσιο σχέσεων μέ τά πνευματικά τους παιδιά -πού πολλά ἀπό αὐτά
μποροῦν νά ἐξελιχθοῦν σέ «δυνάμει Πατέρες»- καλύπτουν ἕνα μεγάλο μέρος
τοῦ θεματολογίου.
Τά Γεροντικά πρόσωπα εἶναι δεδοξασμένα καί λάμποντα. Τόσο ὁ τόπος
(γεωγραφικός χῶρος) ὅσο καί οἱ μορφές τους εἶναι καθηγιασμένες. Ὁ τρόπος
πού ζοῦν καί πορεύονται ἀναδύει μυστήριο. Τό «παράδοξο» γι’ αὐτούς ἀποτελεῖ
μέρος τῆς ζωῆς τους καί δέν εἶναι «παράλογο» ἀλλά ἡ φυσική κατάληξη τῆς
βιοθεωρίας τους πού δέν σταματᾶ στόν ἐπίγειο κόσμο. Ἡ ζωή τους εἶναι μία
δοξολογία Θεοῦ καί ἔτσι πρέπει νά δεῖ καί ὁ ἀναγνώστης ὅλες τίς διηγήσεις.
Γεγονότα ὅπως: ἡ σύγχρονη μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως ἐπινικίου ὕμνου

37
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῶν τριῶν μοναχῶν τῶν αἰχμα-
λωτισθέντων ἐν τῇ Ἀφρικῇ, σ.74.
46

ἀπόκριση τῶν βουνῶν: «λέγοντα ἐκ τρίτου Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος καὶ ἔμεινεν ὁ
ἦχος διασυρθείς.»38· ὁ Γέροντας πού γιά νά γλυτώσει τόν κίνδυνο
μεταμορφώνεται σέ φοίνικα νομίζοντας τόν μαθητή του γιά Σαρακηνό39· ὁ
Κοσμᾶς ὁ Ἀρμένιος πού διαπιστώνει ἐξαφάνιση σπηλαίου μέ τρεῖς Γέροντες
μέσα, παρ' ὅτι: «σημειωσάμενος κατὰ πᾶσαν ἀκρίβειαν τὸν τόπον καὶ βαλὼν
σκοπέλους... καὶ πολλὰ ζητήσας τὸν τόπον καὶ τὰ σημεῖα οὐκ ἠδυνήθη εὑρεῖν»40,
μόνον σέ ἐκείνους τούς ἀναγνῶστες μπορεῖ νά γίνει κατανοητό πού κατά τόν
εὐαγγελικό λόγο «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»41. Προϋποτίθεται λοιπόν ὁ
παράγοντας πίστη.
Οἱ Γέροντες διακρίνονται γιά τήν σωματική τους ἀλλοίωση καθώς οἱ κόποι
τῆς ἄσκησης καί ἡ μετά τοῦ Θεοῦ ἕνωση ἀπεκδύεται τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν
καί περιορίζονται στό ἐλάχιστο τά αἰσθήματα κόπου, πείνας, δίψας καί
ἐκλεπτύνονται οἱ αἰσθήσεις τους (πνευματικοί ὀφθαλμοί καί ὦτα). Παρουσιάζουν
ἔκχυση δακρύων μετανοίας (συνδέονται μέ τά πάθη) ἀλλά καί δάκρυα
κατάνυξης πού δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἀνθρώπινη βούληση καί ἀποτελοῦν
δωρεά Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «θείας ἐλλάμψεως». Ἔρχονται σέ
κατάσταση ἔκστασης (ἁρπαγή νοός, λήθη τοῦ χώρου καί τοῦ σώματος) ἀπό τή
θέα θείου φωτός καί ὁδηγοῦνται στή θέωση (χορήγηση τῆς Χάριτος πρός
ἕνωσιν μετά τοῦ Θεοῦ). Ἀποτελοῦν φορεῖς χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί ἔχουν μυστική καί ἄμεση γνώση τῶν θείων μυστηρίων42.
Ἡ κοίμησις καί τελείωσις τῶν Γερόντων γίνεται σέ φωτεινό, λαμπερό καί
κατανυκτικό χρῶμα. ∆ιήγηση ἀναφέρει γιά τόν ἀββά Σισώη: «ὅτε ἔμελλε
τελευτᾶν, καθημένων τῶν πατέρων πρὸς αὐτὸν ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς
ὁ ἥλιος· καὶ λέγει αὐτοῖς ἰδοὺ ὁ Μ. Ἀντώνιος ἦλθε· ... καὶ πάλιν ἰδοὺ ὁ χορὸς
τῶν προφητῶν ἦλθε ... ἰδοὺ ὁ χορὸς τῶν ἀποστόλων ἦλθε ... ἰδοὺ οἱ ἄγγελοι
ἦλθον λαβεῖν μὲ ... βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει φέρετε μοι τὸ σκεῦος τῆς

38
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ. 61.
39
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXIII, σ. 74.
40
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXXI, σ. 78.
41
Ματ.11,15.
42
Πρβλ. Β. Χριστοφορίδου, Πνευματική Πατρότης κατά Συμεών τόν Νέον Θεολόγον, (δ.δ), ἐκδ.
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 39-47.
47

ἐρήμου· καὶ εὐθέως παρέδωκε τὸ πνεῦμα· καὶ ἐγένετο ὡς ἀστραπή· καὶ ἐπλήσθη
ὅλος ὁ οἶκος εὐωδίας»43.
Οἱ ἱστορίες Γερόντων μέ ζῶα ὅπως καί ἱστορίες πού ἀναφέρονται σέ
φυσικά φαινόμενα ὁμολογοῦν τή συμμετοχή ὁλόκληρης τῆς κτίσης στή
δοξολογία τοῦ Κυρίου καί συγχρόνως φανερώνουν τό δρόμο τῆς ἁρμονικῆς
ἐπαναφορᾶς στήν ἀρχέγονη κατάσταση «πρίν ἀπό τήν παράβαση τῆς
ἐντολῆς»44.
Ἐχθρός τῶν ἀσκητῶν τῆς Ἐρήμου τό ἀρνητικό πνεῦμα, ὁ διάβολος πού
διαιρεῖ καί χωρίζει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό Θεό. Βρίσκεται καί βιώνεται ἔξωθεν
ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖται πολλαπλῶς ἤ πλήρως ἀπό τή φυσική του
συνθήκη. Βιώνεται ὡς λογισμός ἤ πάθος ὅταν ἡ ἀλήθεια καί ὁ Θεός ἀποκτοῦν
θέση μέσα του. Οἱ δαίμονες τῶν ἀναχωρητῶν προσωποποιοῦν αἰσθήματα καί
ἐμπειρίες ἀπειλητικά γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα τους· οἱ πειρασμοί ὑποκαθιστοῦν
τά παγανιστικά στοιχεῖα καί ἄλλοτε ὡς θηρία τοῦ ἐξωτερικοῦ χώρου, ἄλλοτε
ὡς τέρατα τῆς ἀνθρώπινης ἐσωτερικότητας προσπαθοῦν νά κατασπαράξουν τόν
ἄνθρωπο ὠθώντας τον σέ παροξυσμό ἀτομικότητας45· «ἀκανθώδεις ριζίδες εἰσὶ
τὰ πάθη· αἰνίττεται δέ, ὅτι ὣς περ ὁ ἐκεῖνας ἀνασπᾶσαι ζητῶν καὶ χεῖρας
αἱμορραγεῖ, οὕτω ὁ τὰ πάθη ἐκριζῶσαι θέλων ἱδρώτων δεῖται καὶ κόπων.»46.
Μέσα ἀπό τόν προσωπικό τους ἀγώνα οἱ Γέροντες μελετοῦν τούς ὀκτώ
λογισμούς τῆς κακίας: γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, λύπη, ἀκηδία,
κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια· μελετοῦν τίς αἰτίες (ἐπιθυμίες), τά συμπτώματα, τόν
τρόπο δράσης καί τίς συνέπειες τῶν πειρασμῶν, προτείνουν θεραπευτική ἀγωγή
καί ἀποθεραπεύουν. ∆ροῦν ἐξασκώντας τόσο προληπτικά ὅσο καί κατασταλτικά
μέτρα. Ἐφόδιά τους καί ἀντίδοτα στά πάθη οἱ ἀρετές τῆς ταπείνωσης, τῆς
ὑπακοῆς, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀοργησίας, τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρητικότητας,
τῆς ἐγκράτειας, τῆς μακροθυμίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς πραότητας· ἡ δύναμη τῆς

43
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιδ’, σ.111.
44
Πρβλ. Η. Οἰκονόμου, Ὀρθοδοξία καί φυσικό περιβάλλον. Ἡ θεία βούληση καί ἡ κτίση, Ἐκδ.
Ἀποστολικῆς διακονίας, Ἀθήνα,1992.
45
Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθῆναι 1994, σ.172.
46
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων Πατέρων ἀπό πάσης
γραφῆς θεοπνεύστου συναθροισθεῖσα καί οἰκείως καί προσφόρως ἐκτεθεῖσα εἰς ὠφέλειαν
τῶν ἐντυγχανόντων, παρά Παύλου τοῦ ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί κτήτορος μονῆς τῆς
ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐεργέτιδος, καί Εὐεργετινοῦ ἐπικαλουμένου..., Ἱερά Μονή
Μεταμορφώσεως Κουβαρᾶ Ἀττικῆς,19776, ἀββᾶ Ποιμένος, τ.1, σ. 404.
48

προσευχῆς, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ ἄσκηση μέ τό διττό της χαρακτήρα, δηλ.


στερητικό καθώς ἐπιδιώκει τή νέκρωση τῶν παθῶν πρός ψυχική κάθαρση καί
οἰκοδομητικό πρός ἀπόκτηση ἀρετῶν ἀποτελοῦν τά ὅπλα τους. Ἡ ἐπιμονή καί ἡ
ὑπομονή ἀποτελοῦν προϋποθέσεις κτήσεως τῆς ἀρετῆς: «διὰ τοῦτο οὐ
προκόπτομεν οὐδὲ ἐπιστάμεθα τὰ μέτρα ἑαυτῶν, ὅτι οὐκ ἔχομεν ὑπομονὴν ἐν ὧ
ἀρχόμεθα ἔργῳ, ἀλλὰ ἀπόνως θέλομεν ἀρετὴν κτήσασθαι.»47.
Ἀλλά πῶς ἀποκτᾶ κάποιος ἀρετές; Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἐκ Κυζίκου
ἐπισημαίνει: «Ἂν θέλει κανεὶς ν' ἀποκτήσει κάποια ἀρετή, ἂν δὲν μισήσει πρῶτα
τὴν ἀντιδιάμετρή της κακία δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει. Ἂν θέλεις τὸ πένθος
μίσησε τὸ γέλιο· θέλεις ταπείνωση μίσησε τὴν περηφάνεια· θέλεις νὰ εἶσαι
ἐγκρατής, μίσησε τὴ λαιμαργία· θέλεις νὰ εἶσαι σώφρων μίσησε τὴ λαγνεία·
θέλεις νὰ εἶσαι ἀκτήμων μίσησε τὴν ὕλη· θέλεις νὰ εἶσαι ἐλεήμων μίσησε τὴ
φιλαργυρία. Ὅποιος θέλει νὰ ζεῖ στὴν ἔρημο μισεῖ τὶς πόλεις, ὅποιος θέλει νὰ
ζεῖ στὴν ἡσυχία μισεῖ τὴν ἐλευθεροστομία, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ξένος μισεῖ
τὴν καλὴ ἐμφάνιση, ὅποιος θέλει νὰ συγκρατεῖ τὴν ὀργὴ του μισεῖ τὴ
συναναστροφὴ μὲ τοὺς κοσμικούς, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ἀμνησίκακος μισεῖ τὶς
κακολογίες, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος μένει μόνος, ὅποιος θέλει νὰ
συγκρατήσει τὴ γλώσσα του ἂς φράξει τ' αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούει πολλά·
ὅποιος θέλει νὰ ἔχει παντοτινὰ τὸ φόβο τοῦ θεοῦ θὰ μισήσει τὴ σωματικὴ
ἀνάπαυση καὶ θὰ ἀγαπήσει τὴ θλίψη καὶ τὴ στεναχώρια κι ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ
ὑπηρετήσει εἰλικρινὰ τὸ Θεό.»48.
Προϋποθέσεις γιά τίς ἀρετές ἀποτελοῦν ἡ πίστη (ὡς ἔμπρακτος λόγος καί
ἐλλόγιμος πράξη), ἡ μετάνοια καί ἡ ἀποκοπή τοῦ θελήματος: «οὐ δύναται
ἄνθρωπος προκόψαι κατὰ Θεόν, εἰ μὴ ἀμέριμνος γένηται ἀπὸ πάντων τῶν τοῦ
αἰῶνος τούτου· δυὸ γὰρ ὗλαι εἰσὶ συνέχουσαι τὴν ψυχήν· μία μὲν ἔξωθεν, ἡ
φροντίζουσα τῆς ἐργασίας τοῦ κόσμου τούτου δι' ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος·
ἑτέρα δὲ ἔνδοθεν, ἡ τῶν παθῶν, κωλύουσα τὰς ἀρετᾶς· ἀλλ' οὐ βλέπει ἡ ψυχὴ
τὴν ἔνδοθεν, ἤτοι τὴν τῶν παθῶν, εἰ μὴ ἐλευθερωθῇ τῆς ἔξωθεν. ∆ιὰ τοῦτο
εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι 'πᾶς ὁ μὴ ἀποτασσόμενος παντὶ θελήματι αὐτοῦ οὐ δύναται
μου μαθητὴς γενέσθαι'. Ἡ μὲν οὖν ἔξωθεν ὕλη ἐκ τοῦ θελήματος πολεμεῖ· ἡ δὲ

47
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀγίου ∆ιαδόχου, τ.1, σ. 415.
48
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 212.
49

ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἔξωθεν πράξεως. Εἰδῶς οὖν ὁ ∆εσπότης ἡμῶν, ὅτι τὸ θέλημά
ἐστι τὸ κατακυριεῦον ἀμφοτέρων, προσέταξε κόψαι αὐτό, ἐπειδὴ νεκροῦται ὁ
νοῦς, ὅσον ἡ ψυχὴ μεριμνᾶ τῶν ἔξωθεν, καὶ λοιπὸν τὰ ἔνδοθεν πάθη πράττει
τὰς ἐνεργείας αὐτῶν ἀδιαφόρως.»49.
Στόχος τῆς ἀπόκτησης ἀρετῶν εἶναι ἡ ἀπάθεια: «Ἐν γὰρ τῇ ὀδῷ τῶν ἀρετῶν
ἔστι πτώματα, ἔστι καὶ ἀνόρθωσις, πόλεμος γὰρ ἐστὶν ἀλλαγή, ἔστιν ἐλάττωσις,
ἔστι πλεονασμός· ἔστιν ἐπιθυμίᾳ, ἔστι χαρά· ἔστι πόνος, ἔστιν ἀνάπαυσις, ἔστι
βία, ἔστι προκοπή· ὁδοιπορία γὰρ ἔστιν ἕως φθάσῃ εἰς τὴν κατάπαυσιν. Ἡ δὲ
ἀπάθεια μακρὰν ἐστὶν ἀπὸ τούτων πάντων, καὶ οὐ χρείαν ἔχει τίνος, ἔστι γὰρ
ἐν τῷ Θεῷ, καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ· ἔχθραν οὐκέτι ἔχει, πτῶμα οὐκέτι ἔχει, οὐκ
ἀπιστίαν, οὐ κόπον φυλακῆς, οὐ φόβον πάθους, οὐκ ἐπιθυμίαν τινὸς ὑλικοῦ
πράγματος, οὐ πόνον περὶ τίνος ἔχθρας, μεγάλαι γὰρ εἰσὶν αἱ δόξαι αὐτῆς καὶ
ἀναρίθμητοι.»50.
Ἡ θεολογία τῶν συγκεκριμένων κειμένων σέ σχέση μέ τίς σύγχρονες
προσεγγίσεις τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς θεολογίας παρουσιάζεται ἐλλιπής,
ὅμως δέν πρέπει νά παραβλέπει κανείς παράγοντες ὅπως μορφωτικό ἐπίπεδο,
δεκτικότητα μηνυμάτων, τρόπο ζωῆς κατηχουμένων, ρεύματα πού δροῦν
συγχρόνως μέ τό χριστιανισμό ἤ ἤδη καθιερωμένα στίς περιοχές μέ
ἀντίστοιχες ἐπιρροές, ὅπως καί τίς ἀπαρχές τῆς ὀργανωσης τῆς χριστιανικῆς
πίστης. Παρά ταῦτα εἶναι εὐδιάκριτη ἡ καταγραφή τῆς δογματικῆς διδασκαλίας:
Τριαδολογία (τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἐν γένει θεῖες ἰδιότητες, πίστη στήν
Ἁγία Τριάδα), Χριστολογία (περί τοῦ προσώπου τοῦ Λυτρωτῆ διδασκαλία),
Κοσμολογία (δημιουργία τοῦ κόσμου, πνευματικός κόσμος, καταγωγή τοῦ
ἀνθρώπου καί ἀρχέγονη κατάσταση, συντήρηση κόσμου - Θεία Πρόνοια, τό
μέχρι τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας στό Ἰσραήλ, ἐθνικός
κόσμος καί ἔλεγχός του, ἡ ἐν Χριστῷ οἰκονομία κέντρο τῆς ὅλης ἱστορίας),
Ἀνθρωπολογία (ἡ μετά τό Βάπτισμα ζωή τοῦ πιστοῦ, ἡ ἐλευθερία τῆς βούλησης
προϋπόθεση κάθε ἠθικῆς ἐνέργειας, ἡ εὐποϊία πρός τό συνάνθρωπο εὐποϊία
πρός τό Θεό, ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, τό ἀσκητικό ἰδεῶδες), Ἐκκλησιολογία (ἡ
περί τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης διδασκαλία, ἡ περί τῶν μυστηρίων

49
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἠσαΐα, τ.1, σ. 341.
50
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἠσαΐα, τ.4, σ.374.
50

διδασκαλία), Ἐσχατολογία (ἡ ἀγαθή ἐλπίδα τοῦ χριστιανισμοῦ, θάνατος - αἰώνια


ζωή, ἡ ∆ευτέρα Παρουσία)51.
Ἡ ἐξαγόρευση λογισμῶν (ἐξομολόγηση) καί ἡ μετάνοια καταλαμβάνουν
μεγάλο χῶρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Βέβαια δέν
πρόκειται γιά τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολογήσεως πού τελεῖται ἀπό
ἐπισκόπους καί ἱερεῖς ἐξουσιοδοτημένους πρός παροχή ἀφέσεως ἀλλά γιά τήν
ἀναδοχή ἤ ἐξαγόρευση λογισμῶν πού ἀποτελεῖ παιδαγωγική διακονία καί
ἀσκεῖται ἀπό μοναχούς πρός παροχή συμβουλῆς52. Τήν ἐξαγόρευση λογισμῶν
ἔχει συστήσει ὁ Παχώμιος ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος του53· ὁ
καθιερώσας ὅμως αὐτήν ὡς νόμον τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχικοῦ βίου ὑπῆρξε ὁ
Μ. Βασίλειος54. Μέσα ἀπό τίς διηγήσεις σκιαγραφοῦνται τόσο τά στάδια
πτώσης ἑνός ἀνθρώπου ὅσο καί οἱ ἐπανακάμψεις του στήν ἀρχική πορεία
δηλαδή τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία. ∆ιαμορφώνονται τά πλαίσια μιᾶς ἀμφίδρομης
διά βίου οἰκοδομούμενης μαθητείας σχέση (Γέροντα-πνευματικοῦ τέκνου) πού
βασίζεται στήν ἀγάπη καί λειτουργεῖ ποιμαντικά, συμβουλευτικά καί
παιδαγωγικά.
Ἡ μετάνοια πρέπει νά γίνεται ἐν ζωῇ καί μέ τό σῶμα πού φέρουμε. Κοινό
θέμα διηγήσεων: Περί τῆς γυναικός τῆς νεκρωθείσης καί πάλιν πρός ζωήν
ἐπανελθούσης55 καί Τῆς 28ης τοῦ μηνός Ἀπριλίου περί τοῦ γενομένου
θαύματος ἐν Ἀφρικῇ ἐν τῇ πόλει Καρθαγένῃ56.
Τό διηγηματικό ὑλικό καλύπτει τόσο τόν «κανόνα» μέ τίς «ὑποδιαιρέσεις»
του ὅσο καί τίς «ἐξαιρέσεις» του. Ἡ μεσιτεία τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων (Τῇ

51
πρβλ. Α. Σαραντουλάκου, Μέθοδοι τοῦ παρελθόντος πρός χρήση τοῦ παρόντος: Μιά κριτική
προσέγγιση τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ, Ἀγάπη καί μαρτυρία, Ἀναζητήσεις
Λόγου καί Ἤθους στό ἔργο τοῦ Ἠλία Βουλγαράκη, σ. 151-162.
52
Ὁ κανονολόγος Βαλσαμών (12ος αἰ.) διακρίνει σαφῶς τήν διακονία τοῦ συμβουλεύειν ἀπό
τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀφιέναι/ Ράλλη καί Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἰερῶν Κανόνων, τ. 4,
Ἀθήνῃσιν 1854, σ. 464.
53
Acta Sanctorum, maii t. III, σ. 40: «καί οὐδείς τῶν ἀδελφῶν ἐφείδετο ἐξομολογήσασθαι κατ'
ἰδίαν αὐτῷ τήν διάνοιαν αὐτοῦ ἕκαστος ὡς ἐπολέμει τόν ἐχθρόν».
54
Ὅροι κατά πλάτος 26, PG 31, 985CD: «∆εῖ δέ τῶν ὑποτεταγμένων ἕκαστον, εἴ γε μέλοι
ἀξιόλογον προκοπήν ἐπιδείκνυσθαι καί ἐν ἕξει τῆς κατά τά προστάγματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ ζωῆς γενέσθαι, μηδέν μέν τῆς ψυχῆς κίνημα ἀπόκρυφον φυλάσσειν παρ'
ἑαυτῷ ... ἀλλ' ἀπογυμνοῦν τά κρυπτά τῆς καρδίας τοῖς πεπιστευμένοις τῶν ἀδελφῶν
εὐσπλάχνως καί συμπαθῶς ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἀσθενούντων»· πρβλ. Β. Χριστοφορίδου,
Πνευματική Πατρότης κατά Συμεών τόν Νέον Θεολόγον, σ.119.
55
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ. 104.
56
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 113.
51

23ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου ∆ιήγησις ὀπτασίας Ἰωάννου τινός πανυ ὠφέλιμος57·
διήγηση γιά τόν κομερκιάριο Μόσχο58) θεωροῦνται καθοριστικοί παράγοντες
στήν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ὑπάρχουν ὅμως προϋποθέσεις: «Ἐρωτήθη Γέρων εἰ
ὠφελοῦνται οἱ τὰς τῶν Πατέρων εὐχὰς ἐξαιτούμενοι, αὐτοὶ δὲ ἀμελοῦντες. Καὶ
ἀπεκρίθη, ὅτι πολὺ μὲν ἰσχύει δέησις δικαίου κατὰ τὸ γεγραμμένον πλὴν
ἐνεργουμένη, ἤγουν βοηθουμένη παρ' αὐτοῦ τοῦ αἰτοῦντος τὴν εὐχήν, ἐν τῷ
φυλάττειν ἑαυτὸν ἐκεῖνον σπουδῇ πάσῃ μετὰ πόνου καρδίας ἀπὸ πονηρῶν
πράξεων καὶ λογισμῶν. Ἐπεὶ ἐὰν ἀδιαφόρως διάγῃ, οὐδὲ μία ὠφέλεια ἔσται,
κἂν Ἅγιοι εὔχωνται περὶ αὐτοῦ. Ἐπέφερε δὲ καὶ τι τοιοῦτο διήγημα εἰπὼν...»59.
Ὕψιστο ἀγαθό γιά τόν κάθε μοναχό ἀλλά καί γιά ὁποιοδήποτε χριστιανό ὁ
Παράδεισος ἤ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν πού θ' ἀποκτηθεῖ βάσει τῶν πράξεών του
ἐπί γῆς. Ἡ ἀπάντηση τῶν μοναχῶν, ὅταν ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τούς
προσέφερε τή δυνατότητα νά γευθοῦν «τὸν παράδεισον ὃν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς
Αἰγύπτου Ἰαννὴς καὶ Ἰαμβρὴς ἐφύτευσαν ἀντίτυπον τοῦ ἀληθινοῦ παραδείσου»,
καθορίζει καί τό ἰδεατόν τοῦ σκοποῦ τους: «Μὴ ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν ψυχῶν τῶν
ἡμετέρων ὁ παράδεισος ἐκεῖνος γέγονεν; εἰ γὰρ αὐτοῦ νῦν ἀπολαύσωμεν,
ἀπειλήφαμεν τὰ ἀγαθὰ ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς. τίνα δὲ ὕστερον μισθὸν ὕστερον
ἕξομαι πρὸς τὸν θεὸν ἀφικόμενοι ἢ ὑπὲρ ποίας ἀρετῆς τιμησόμεθα; καὶ ἔπεισαν
αὐτὸν τοῦ μηκέτι ἀπελθεῖν»60. ∆έν χρειάζονται ἀντίτυπα πού ἁπλά μπορεῖ νά
ξεγελάσουν ἤ νά καθυστερήσουν ἀπό τόν «ἀγώνα» ἀλλά τόν αὐθεντικό
Παράδεισο.
Ἡ μνήμη θανάτου μέ ἀντιθετικές παραστατικές εἰκόνες κόλασης καί
βασιλείας οὐρανῶν61 πού δίνουν ἔμφαση στά συμφραζόμενα, ἀποτελεῖ
ἀγαπημένο περιγραφικό θέμα πού ἀντιστοιχεῖ στόν ἀέναο ἀγώνα καλοῦ-κακοῦ.
Ἡ ἐναλλαγή φωτεινῶν καί ζοφερῶν εἰκόνων ἤ εἰκόνων μόνο τῆς κόλασης
ἀποτελοῦν δομικά στοιχεῖα σύστασης γιά τήν συνεχή ἐγρήγορση τοῦ πιστοῦ.
Αὐτό μεταφράζεται ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πίστη καί ἀγαθά ἔργα. Ἡ

57
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.247.
58
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 209-211.
59
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.281· βλ. Ἰακ. ε’ 16.
60
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 125-127.
61
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, Τῇ 5ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Ὀπτασία
Κοσμᾶ μοναχοῦ, φοβερᾶς καί ὠφελίμου, σ. 103.
52

εὐποϊία πρός τόν πλησίον ἀποτελεῖ μεσιτεία στό Θεό· πληθώρα διηγήσεων
ἔχουν γιά θέμα τους τήν ἐλεημοσύνη, τίς ἀγαθές πράξεις, τήν κοινωνική
62
διακονία καί τό πῶς πρέπει νά γίνονται .
Ἡ ἐνασχόληση τῶν Γερόντων ἀφορᾶ τή μελέτη τοῦ πρακτικοῦ βίου σέ σχέση
μέ τό θεωρητικό: «Οὐ πάντως ὁ τὰ πάθη ἐκκόψας καὶ ψιλοὺς τοὺς λογισμοὺς
ἐργασάμενος, ἤδη αὐτὰ καὶ ἐπὶ τὰ θεῖα ἔτρεψεν, ἀλλὰ δύναται μήτε πρὸς τὰ
ἀνθρώπινα πάσχειν, μήτε πρὸς τὰ θεῖα, ὅπερ ἐπὶ τῶν πρακτικῶν μόνον
ἐπισυμβαίνει καὶ μήπω γνώσεως καταξιωθέντων, ἢ φόβῳ κολάσεως, ἢ ἐλπίδι
Βασιλείας τῶν παθῶν ἀπέχονται... Ἐὰν οὖν χρονίᾳ ἀσκήσει, τῆς τε τῶν ἡδονῶν
ἐγκρατείας, καὶ τῆς τῶν θείων μελέτης κατὰ μικρὸν αὐτὸν ταύτης τῆς σχέσεως
ἀπορρήξωμεν, πλατύνεται ἐν τοῖς θείοις κατ' ὀλίγον προκόπτων καὶ τὸν πόθον
αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θεῖον μεταφέρει ... Ἕκτη ἡμέρα ἐστίν, ἡ τῶν πρακτικῶν περὶ τὴν
ἀρετὴν τῶν κατὰ φύσιν ἐνεργειῶν παντελὴς ἀναπλήρωσις. Ἑβδόμη δὲ ἐστιν, ἡ
τῶν θεωρητικῶν περὶ τὴν ἀρετὴν ἄρρητον γνῶσιν πασῶν τῶν φυσικῶν ἐννοιῶν
ἀποπεράτωσις καὶ ἀπόλαυσις. Ὀγδόη δὲ ἡ πρὸς θέωσιν τῶν ἀξίων, μετάταξις τὲ
καὶ μετάβασις. Ὁ τὴν ἕκτην θεϊκῶς μετὰ τῶν προσφόρων ἔργων καὶ ἐννοιῶν
ἐαυτῷ συμπληρώσας ἡμέραν, καὶ αὐτὸς μετὰ τοῦ Θεοῦ καλῶς τὰ ἑαυτοῦ
συντελέσας ἔργα, διέβῃ τῇ κατανοήσσει πᾶσαν τὴν τῶν ὑπὸ φύσιν, καὶ χρόνον
ὑπόστασιν, καὶ εἰς τὴν τῶν αἰώνων, καὶ τῶν αἰωνίων μεταταξάντων μυστικὴν
θεωρίαν, σαββατίζων ἀγνώστως κατὰ νοῦν τὴν ὁλικὴν τῶν ὄντων ἀπόληψὶν τε
καὶ ὑπέρβασιν. Ὁ δὲ καὶ τῆς ὀγδόης ἀξιωθεὶς ἐκ τῶν νεκρῶν ἀνέστη, τῶν μετὰ
Θεὸν λέγω πάντων αἰσθητῶν τε καὶ νοητῶν καὶ λόγων καὶ νοημάτων, καὶ
ἔζησε τὴν τοῦ θεοῦ μακαρὶαν ζωήν, τοῦ μόνου καὶ ὄντος, οἶα καὶ αὐτὸς
γενόμενος τῇ θεώσει θεός·»63.
Ἀλλά καί ἡ κοινωνική διακονία ἀποτελεῖ μέριμνα τῶν Γερόντων64: ∆ιήγηση
ἀναφέρει ὅτι ὁ ὅσιος Σάββας ἀντί χρηματικοῦ ποσοῦ πού τοῦ προσφέρει ὁ
αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός γιά τούς μοναχούς τοῦ ἁγίου Σάββα, αὐτός τοῦ

62
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον: κεφ. 193, σ.218· κεφ. 195, σ.225· Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων
ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων Πατέρων...: τ.4, παρ.19, σ. 43, · τ.3, παρ.3, σ.
593· τ.3, παρ.10, σ.599· τ.3, παρ.17, σ. 600.
63
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀγίου Μαξίμου, τ.4, σ.393-400.
64
Πρβλ. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Πίωρ: Θεραπεία βιοτικῶν ἀναγκῶν (νερό), τ.1,
σ.218· Περί Ἐφραίμ: λιμός, τ.1, σ. 222.
53

ἀντιπροτείνει κοινωνική μέριμνα: «τοῖς Παλαιστινοῖς ἀτέλειαν ἐπὶ χρόνον τινὰ


χαρίσασθαι, κακῶς ὑπὸ Σαμαρειτῶν παθοῦσι· τοῖς κατὰ προσκύνησιν τοῦ
Ζωοποιοῦ Τάφου πρὸς τὴν Ἁγίαν ἀφικνουμένοις Πόλιν οἶκον τινὰ εἰς
κατάληξὶν τε καὶ κατάλυμα ἀνεγεῖραι· παῦσαι τὰς αἱρέσεις τὰς ἔτι διενοχλούσας
ταῖς Ἐκκλησίαις, καὶ τοῖς ἑαυτοῦ Μοναστηρίοις φρούριον τι εἰς καταφυγὴν ἐξ
ἐφόδου πολεμίας οἰκοδομῆσαι.»65.
Ἕνα ἀπό τά κυριότερα καί εὐαίσθητα θέματα πού πραγματεύονται οἱ
ψυχωφελεῖς διηγήσεις εἶναι ἡ σύσταση, ἡ κανονικότητα καί ἡ συμμετοχή στά
μυστήρια. Τά κείμενα τοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ καί ταπεινοῦ ἐλαχίστου
διηγήματα ψυχωφελῆ καί στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις ἐπί τῶν
ἡμετέρων χρόνων (Oriens Christianus 1903), ἀναφέρονται σέ περίοδο πού
ἄνθιζαν οἱ αἱρέσεις τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, μονοθεληματισμοῦ, τοῦ μονοενεργη-
τισμοῦ. Ἡ Αἴγυπτος ἔχει ὑποκύψει στήν ἀραβική κυριαρχία καί ἔχει χαθεῖ γιά τή
βυζαντινή αὐτοκρατορία, ἐνῶ ἡ Κωστάντια ἡ πρωτεύουσα τῆς Κύπρου
καταλαμβάνεται ἀπό τούς Ἄραβες (649 μ.Χ)66. Ἕνα ἀπό τά προβλήματα πού
ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους στήν καθημερινότητά τους εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ
κανονικότητα τῶν μυστηρίων. Σέ τρεῖς ἱστορίες XLIII, LII, XLIX, διευκρινίζεται ὅτι
ἡ θεία χάρις ἀκολουθεῖ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας χωρίς νά
ἀμαυρώνεται ἀπό τό ἴσως ἄσχημο ἠθικό ποιόν τοῦ ἱερέα καί ὅτι τήν ὥρα τῆς
μετάληψης μεταλαμβάνουμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί ὄχι ψωμί καί κρασί.
Ἡ συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας προϋποθέτει τό μυστήριο
τοῦ Βαπτίσματος67. Οἱ διηγήσεις αὐτές ἔχουν ποιμαντική διάσταση καί
ἀναφέρονται σέ ἐποχές πού ἐπικρατοῦσε σύγχυση γύρω ἀπό δογματικές
διατυπώσεις, καθώς τό δόγμα διαμορφώνεται συγχρόνως μέ τήν ἀνθρώπινη
καθημερινότητα (ἀνάλογο σημερινό φαινόμενο σύστασης καί ἐφαρμογῆς ἑνός
νόμου σέ συγχρονικό του περιβάλλον καί τά συνεπακόλουθα του). Στούς
ἁπλούς Βυζαντινούς καί μέσα ἀπό τήν καθημερινότητά τους ἀνακύπτουν
διλήμματα πού πρέπει ν' ἀπαντηθοῦν. Ἡ γνώση λοιπόν μιᾶς τέτοιας ἱστορίας

65
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ. 284.
66
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ. 51
67
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τοῦ παιδός τοῦ ἰδόντος τήν
ὀπτασίαν ἐν τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι σ. 76.
54

ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς τότε ἐποχῆς θ' ἀποτελέσει καί τό δικό του «μέτρο» γιά
τήν ἀντιμετώπιση τῆς τυχόν δικῆς του ἀπορίας. Παραδειγματικά ἀναφέρεται ἡ
περίπτωση τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ πού ἀντικρούει τήν κατηγορία τοῦ μεγάλου πού
τόν κατηγορεῖ γιά πορνεία, λέγοντάς του: «δὲν νομίζω ὅτι διέπραξα τίποτε
ἄπρεπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι βρῆκα στὸ χωριό μας μοναχοὺς ἀπὸ τὸ δόγμα τοῦ
Σεβήρου καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤξερα ἂν εἶναι κακὸ ἐρχόμουν σὲ μυστηριακὴ κοινωνία
μαζί τους»68.
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι πόσο ἁπλά οἱ ἄνθρωποι ἐκφράζονται καί πορεύονται.
Πιστεύουν στόν Χριστό, θεωροῦν τόν ἑαυτό τους χριστιανό ἀλλά κοινωνοῦν
ἀδιάκριτα (δέν τούς ἐνδιαφέρει ἄν αὐτός πού τούς προσφέρει τήν κοινωνία
εἶναι αἱρετικός) χωρίς νά τούς χωρίζει τίποτε ἀπό αὐτούς, κι οὔτε γνωρίζουν
πῶς θέλουν νά ἐνταφιαστοῦν ὅταν πεθάνουν, δηλ. σάν αἰγύπτιοι μοναχοί
(στούς ὁποίους εἶχε παρεισφρύσει ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ) ἤ σάν
Ἱεροσολυμίτες69. Ἀναφέρεται περίπτωση Γέροντα πού καθ' ὅλα ἅγιος καί
καθαρός (κι αὐτό τό ἀποδεικνύει ὅτι ὅταν ἔκανε τήν προσκομιδή στέκονταν
δεξιά καί ἀριστερά του ἄγγελοι), ὅμως τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς τήν εἶχε
παραλαβει ἀπό αἱρετικούς καί «ἐπειδὴ ἦταν ἄπειρος σχετικὰ μὲ τὰ θεῖα
δόγματα» τήν ἔλεγε ἐσφαλμένα χωρίς νά τό ξέρει70. Σέ ἄλλη διήγηση πάλι
διερωτῶνται ἄν πρέπει νά θεωρηθεῖ κανονικό τό βάπτισμα ἑνός ἀλλοθρήσκου
(ἐβραίου) ἑτοιμοθάνατου πού ἔζησε, διά τῆς τριπλῆς ἐπιχύσεως ἄμμου στό
ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Καί εὐτυχῶς ὑπάρχει πάντα ἡ συνεργία τῆς Θείας
Πρόνοιας (ὅραμα ἀγγέλου) πού βάζει τούς ἁπλούς ἀνθρώπους νά διερωτῶνται
καί νά ἐκφράζουν τίς ἀπορίες τους σέ ἁρμόδια φιλόχριστα πρόσωπα (τούς
εἰδικούς πού θά πάρουν καί ἔγκυρη γνώμη) εἴτε ἀνήκουν στό χῶρο τῆς
ἐπίσημης ἐκκλησίας (∆ιονύσιος ἐπίσκοπος Ἀσκάλωνας), εἴτε ὄχι (Γέροντες)71.

γ'. Κριτήρια ἐπιλογῆς συγκεκριμένου ὑλικοῦ.

Οἱ λόγοι ἐπιλογῆς αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ ἄλλοτε εἶναι φανεροί καί ἄλλοτε
λιγότερο διακριτοί ἕως καί καθόλου. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι τό ἀρχικό κριτήριο

68
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.213.
69
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.195.
70
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 232.
71
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.191-194.
55

εἶναι θεολογικό, καθώς μέλημα τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ἦταν νά
δημιουργηθοῦν οἱ στέρεες βάσεις οἰκοδομῆς τῶν πιστῶν. Σημαντικό στοιχεῖο
τῆς οἰκοδόμησης αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ κατανόηση, ἡ διασάφιση καί συγκεκριμενο-
ποίηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, πού βρίσκονται σέ ἀρχικά ἀκόμη στάδια
ἐπίσημης διατύπωσης καί δέν ἔχουν ἀκόμα προλάβει ν' ἀφομοιωθοῦν ἀπό τούς
ἁπλούς πιστούς. Αὐτό συνειδητοποιεῖται μέσα ἀπό μεγάλο ἀριθμό διηγήσεων
πού ἀναφέρονται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή σύσταση τῶν
μυστηρίων καί στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Συνακόλουθο τοῦ πρώτου κριτηρίου εἶναι τό ἐκκλησιολογικό. Ἡ ἐπίσημη
Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη νά καταδείξει τό θεόπνευστο χαρακτήρα τῶν ἀποφάσεων
της, ὥστε νά κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στό πρόσωπό της. ∆ιήγηση
ἀναφέρει: Ὁ πάπας Ρώμης Λέων ὅταν ἔγραψε ἐπιστολή πρός τόν Φλαβιανό
Κων/λεως ἐναντίον τοῦ Εὐτυχῆ καί Νεστορίου τήν ἔβαλε πάνω στόν τάφο τοῦ
ἀποστόλου Πέτρου «καὶ καταγινόμενος μὲ νηστεῖες, δεήσεις καὶ χαμευνίες»
παρακαλοῦσε: «ὅτι παράλειψα σὰν ἄνθρωπος διόρθωσε σὺ ὁ ἴδιος πού σοῦ
ἔχει ἐμπιστευτεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ θρόνο ὁ Κύριος καὶ Θεὸς καὶ Σωτήρας μας
Ἰησοῦς Χριστὸς»· μετά ἀπό σαράντα μέρες τοῦ φανερώθηκε ὁ ἀπόστολος
Πέτρος καί τοῦ εἶπε: «∆ιάβασα καὶ διόρθωσα» καί τή βρῆκε ὄντως διορθωμένη
ἀπό τό χέρι τοῦ ἀποστόλου.72.
Στήν Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου ἀρχίζουν νά διαφαίνονται καί ἄλλα
προβλήματα πού θά ὁδηγήσουν λίγους αἰῶνες μετά στό Σχίσμα τῶν
Ἐκκλησιῶν. Ἡ ὑπό τοῦ Ρώμης Λέοντος Α´ εἰσαχθεῖσα καινοφανής ἰδέα τῆς
Πετρείου ἀποστολικότητας τῶν θρόνων Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας
ἀποσκοποῦσε στόν περιορισμό τοῦ κύρους τοῦ θρόνου τῆν Κωνσταντινούπολης,
μή διαθέτοντος Πέτρειον ἀποστολικότητα καί στή προβολή τῆς ἐξαιρετικῆς
αὐθεντίας τῶν ἀμέσων διαδόχων τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐπισκόπων Ρώμης ἐν
τῷ δικαίῳ τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων ἐφ' ὁλοκλήρου τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ ἀγώνας ὅμως αὐτῶν τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων δέν προσέκρου-
σε μόνο στήν μητροπολιτική πολυαρχία ἀλλά καί στίς σχέσεις τῶν ἴδιων τῶν
ἐπισκόπων αὐτῶν τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχαν κανονικῶς

72
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 147, σ.161.
56

προκαθορισμένες σφαῖρες ἐπιρροῆς τοῦ καθενός. Ἔτσι οἱ θρόνοι τῆς Πρεσβυ-


τέρας καί Νέας Ρώμης ἦρθαν σέ ρήξη γιά τό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν στό
Ἰλλυρικό, οἱ θρόνοι Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων γιά τίς ἐπαρχίες Φοινίκης καί
Ἀραβίας καί οἱ θρόνοι Κων/λης καί Ἀλεξανδρείας γιά τήν πρωτοκαθεδρία
στήν Ἀνατολή.
Ἡ ἄνοδος τοῦ ∆ιοσκόρου στό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπεδίωξε νά
περιορίσει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ κύρους τοῦ θρόνου τῆς Κων/λης, τόν ὁποῖο
κατεῖχε ὁ Φλαβιανός, ἰδιαίτερα στή διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς (ἄρνηση στήν
Κων/λη ὁποιασδήποτε ὑπερμητροπολητικῆς δικαιοδοσίας, καί δικαίωμα
παρέμβασης Ἀλεξάνδρειας σέ ὅλες τίς διοικήσεις τῆς Ἀνατολῆς). Ἡ καθαίρεση
τοῦ Φλαβιανοῦ καί ἡ χειροτονία τοῦ Ἀνατολίου ἦταν προσωπικός θρίαμβος τοῦ
∆ιοσκόρου, ἀλλ' ὁ θάνατος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ καί ἡ γενική
ἀποδοκιμασία τῶν ἀποφάσεων τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Ἐφέσου (πού τήν
πρωτοκαθεδρία πῆρε ἡ Ἀλεξάνδρεια καί τήν πέμπτη θέση ἡ Κων/λη) μετέβαλαν
τήν κατάσταση. Ἡ ∆’ Οἰκουμενική Σύνοδος καθαιρεῖ τόν ∆ιόσκορο καί
ἐπικυρώνει τήν πρωτοκαθεδρία τῆς Κων/λης στήν Ἀνατολή73. Στήν παρακάτω
διήγηση διαγράφεται τό πιό πάνω ἱστορικό σκηνικό: Ὁ Ἀμώς νέος Πατριάρχης
Ἱεροσολύμων μιλάει στούς Πατέρες καί τούς ζητάει νά προσεύχονται γι' αὐτόν
γιατί σηκώνει μεγάλο φορτίο καί ἰδιαίτερα τόν φοβίζει τό βάρος τῶν χειροτο-
νιῶν. Ἐνισχυτικά ἀναφέρει, ὅτι γιά τόν Λέοντα Ρώμης βρῆκε γραπτή πηγή πού
λέει πώς γιά σαράντα μέρες παρέμενε στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου
παρακαλώντας τον νά πρεσβεύσει γιά συγχώρεση ἁμαρτιῶν του· καί ὅταν
συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες τοῦ φανερώθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τοῦ
εἶπε: «Προσευχήθηκα γιὰ σένα καὶ σοῦ συγχωρέθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες ἐκτὸς
ἀπὸ τὶς χειροτονίες. Τοῦτο λοιπὸν θὰ σοῦ ζητηθεῖ ἂν εἴτε καλὰ εἴτε κάπως
ἀλλιῶς χειροτόνησες ὅσους χειροτόνησες.»74.
Ὁ κίνδυνος τῶν παρερμηνειῶν ὁδήγησε στίς αἱρέσεις πού ὑπῆρξαν ὀλέθρι-
ες γιά τήν πορεία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας σέ περιόδους ἐξωτερικῶν καί
ἐσωτερικῶν ἀναβρασμῶν. Ἡ πληθώρα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, ἰδιαίτερα

73
Β. Φειδᾶ, Ὁ Θεσμός τῆς πενταρχίας Ι. Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ (ἀπ’ ἀρχῆς
μέχρι τό 451), Ἀθῆναι 1977, σ. 240-242 καί 319-322.
74
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 149, σ.164.
57

τοῦ Λειμωναρίου καί τοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα


ψυχωφελῆ καί στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις, ἐπί τῶν ἡμετέρων
χρόνων, O.C., 1903, πού ἀναφέρονται στίς αἱρέσεις (μονοφυσιτισμοῦ,
νεστοριανισμοῦ, σεβηριανισμοῦ, θεοπασχιτῶν, ἀκεφάλων), προσδιορίζουν καί
τό ἑπόμενο κριτήριο πού εἶναι ἀντιαιρετικό.
Περίοδος αἱρέσεων (νεστοριανοί) καί ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος ἐπειδή ἦταν
ταπεινόφρων καί ἠγαπᾶτο ἀπό ὅλους κοινωνοῦσε καί μέ τούς ὀρθοδόξους καί
τούς αἱρετικούς καί ἐπειδή ἡ μία πλευρά κατέκρινε τήν ἄλλη καί τοῦ ἔλεγε ἡ
κάθε μία ὅτι αὐτή εἶναι ἡ σωστή, παρακάλεσε τό Θεό νά τοῦ δείξει τήν ἀλήθεια
καί: «ἀποκρίνεται αὐτῷ ὁ Κύριος· ὅπου εἶ, καλῶς εἶ· καὶ εὐθέως σὺν τῷ λόγῳ,
εὑρέθη πρὸ τῶν θυρῶν τῆς μίας ἐκκλησίας τῶν ὀρθοδόξων τῶν συνοδικῶν»75.
Κάποιος ἀδελφός λέει στόν ἀββᾶ Κυριακό: «Παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ μὲ
πληροφορήσει ἔμπρακτα ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη». Εἶναι ὁ ἀρχάριος στήν
πίστη πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἁπτές ἀποδείξεις. «Μεῖνε στὸ κελλί μου (λέει ὁ
ἀββᾶς Κυριακός) καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ νὰ σοῦ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια καὶ
βγαίνει στὴ Νεκρὰ θάλασσα προσευχόμενος γιὰ τὸν ἀδελφὸ». Ἡ βοήθεια
ἔρχεται μέσῳ ὀπτασίας, ὅταν κάποιος «φοβερὸς» παρουσιάζεται στόν μοναχό
καί τοῦ δείχνει ἕνα τόπο σκοτεινό, βρωμερό καί ὅλο φωτιά (ἀπεικόνιση τῆς
κόλασης) καί μέσα ἐκεῖ βρίσκονται ριγμένοι ὁ Νεστόριος, ὁ Θεόδωρος, ὁ
Ἀπολλινάριος, ὁ Εὐάγριος, ὁ ∆ίδυμος, ὁ ∆ιόσκορος, ὁ Σεβῆρος, ὁ Ἄρειος καί
ὁ Ὠριγένης. Τοῦ λέει δέ ὅτι ὁ τόπος αὐτός ἑτοιμάστηκε γιά τούς αἱρετικούς, γιά
ὅσους μιλοῦν βλάσφημα γιά τήν Παναγία καί γιά ὅσους ἀκολουθοῦν τά
δόγματα τῶν αἱρετικῶν. Τελειώνει καί μέ μιά προτροπή. «Ἂν σ' ἀρέσει αὐτὸς ὁ
τόπος ἐπίμενε στὸ δόγμα σου ἀλλιῶς πρόσελθε στὴν ἁγία καθολικὴ Ἐκκλησία,
στὴν ὁποία ὁ Γέροντας ἀνήκει καὶ διδάσκει». Ὁ φόβος τῆς κόλασης ἀποτελεῖ
κίνητρο γιά ἀντίδραση καί ἀνάπτυξη πρωτοβουλίας (αὐτενέργεια) ἐκ μέρους τοῦ
ξένου76.
Ἀπό τό ἀναφερόμενο ὑλικό γίνεται κατανοητό ὅτι οἱ διηγήσεις δέν
ἐνδιαφέρονται νά εἰσχωρήσουν σέ δογματικοῦ περιεχομένου ἀναλύσεις ἀλλά
περιορίζονται στήν κατάδειξη τῆς ἀλήθειας τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας·

75
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Φωκᾶ, α, σ’.124.
76
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 26, σ.32.
58

ἐντοπίζεται ἄμεση ἀντιπαράθεση μέ τήν ἄλλη πλευρά, ὄχι ὡς πρός τί πρεσβεύει


ἡ κάθε μία (λεκτική ἀντιπαράθεση), ἀλλά τήν φανέρωση τοῦ ἀληθινοῦ καί
ψευδοῦς μέσῳ τοῦ «παραδόξου» τῆς θείας συνεργίας: ∆ύο στυλίτες ὁ ἕνας
ὀρθόδοξος, ὁ ἄλλος μέ τόν Σεβῆρο προσπαθοῦν ὁ ἕνας νά προσελκύσει τόν
ἄλλο στή δική του πίστη. Κι ὅταν ὁ ὀρθόδοξος «σὰν ἀπὸ θεία ἔμπνευση» (Θεία
Πρόνοια) δέχεται τήν «μερίδα κοινωνίας» τοῦ αἱρετικοῦ: «ἔβαλε μπροστὰ του
καζάνι νὰ βράζει κι ἔρριξε μέσα τὴ μερίδα ἡ ὁποία διαλύθηκε ἀμέσως στὸ
καυτὸ νερό. Πῆρε δὲ καὶ τὴν ἁγία κοινωνία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν
ἔβαλε στὸ ἴδιο καζάνι. Καὶ στὴ στιγμὴ τὸ καζάνι ποὺ κόχλασε πάγωσε καὶ ἡ
ἁγία κοινωνία παρέμεινε σῶα καὶ στεγνή, τὴν ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ
φυλάγει.»77.
Σημεῖο ἀναφορᾶς μας πρέπει νά ὑπάρξει καί ἡ ἔντονη θρησκευτικότητα μέ
τήν ὁποία καλύπτεται κάθε γεγονός τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ἐν γένει ζωῆς
τοῦ Βυζαντίου. Ὅλα καθορίζονται ἀπό τήν Θεία βούληση. Αἰτία ἡ πολιτειολογία
βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας: θεία προέλευση ὄχι μόνο τῆς ἱερατικῆς ἀλλά καί τῆς
πολιτικῆς ἐξουσίας. Τό κριτήριο εἶναι πολιτικό. Ἡ σωστή ἤ λανθασμένη
ἐνέργεια ἑνός ταγοῦ ἀκόμη καί τοῦ αὐτοκράτορα θά κριθεῖ καί θ' ἀξιολογηθεῖ
ἀπό τό Θεό. Στίς ἱστορίες αὐτές δίνονται ἱστορικές πληροφορίες πού ὅμως
μόνο ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς τους μπορεῖ νά τίς καταλάβει. ∆έν εἶναι
ἐπεξηγηματικές. Ἁπλά ἀναφέρονται ὡς αἰτίες τῶν καλῶν ἤ κακῶν
ἀποτελεσμάτων. Αὐτό σημαίνει πώς ὅτι καταγράφεται εἶναι πρός χρήση καί
ὠφέλεια «συγχρόνων γενεῶν μέ τόν γράφοντα» χωρίς βλέψεις γιά
διαμόρφωση λογοτεχνικοῦ εἴδους πού νά μείνει. Ἡ καθαίρεση καί ἐξορία στά
Εὐχαΐτα Πόντου τῶν Πατριαρχῶν Κων/λης Εὐφημίου καί Μακεδόνιου, ἐπειδή
ἔμεναν πιστοί στή Σύνοδο τῶν ἐν Χαλκηδόνι Πατέρων -ἐπέμβαση πολιτικῆς
ἐξουσίας στήν ἐκκλησία-, ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο (491-518μ.Χ) πού
προσπαθώντας νά θέσει σέ ἰσχύ τό «Ἑνωτικόν» τοῦ Ζήνωνα κατέληξε τελικά
μονοφυσίτης, παρασυρόμενος ἀπό τό Σεβῆρο, ἀποτελεῖ τό παρασκήνιο τῆς
διήγησης πού ἀναφέρεται στόν θάνατο του. Ἔγινε στόν ἴδιο γνωστός μέ
«ὄνειρο» πού τοῦ τόν χρεώνει ὡς «ἀμοιβή» τῶν πράξεών του: «βλέπει κάποιον

77
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 29, σ.35.
59

ἄνδρα ὥριμης ἡλικίας λευκοντυμένο νὰ κρατᾶ κώδικα γραμμένο καὶ νὰ


διαβάζει, κι ὅταν ξεφύλλισε πέντε φύλλα ... διάβασε τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ καὶ
εἶπε ... ∆ὲς γιὰ τὴν ἀπιστία σου σοῦ σβήνω δεκατέσσερα καὶ τὰ ἔσβησε μὲ τὸ
ἴδιο του τὸ δάκτυλο... καὶ σὲ δυὸ μέρες πέθανε ὁ βασιλιάς.»78.
Ἡ 11ης Αὐγούστου, ∆ιήγησις περί τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος...,79
ἀναφέρεται στά χρόνια τοῦ Ἡρακλείου μέ Πατριάρχη Κων/λης τό Σέργιο Α´
(610-638): «∆ιότι τότε αἱ ρηθεῖσαι καλογραῖαι τοῦ ἐν Μελιτηνῇ μοναστηρίου -
ὅταν οἱ Περσαι ἐλεηλάτουν τὰς χώρας τῶν Ρωμαίων- φοβούμεναι μήπως
αἰχμαλωτισθῶσιν, ἔφυγον ἀπὸ τὸ μοναστήριον ἐκεῖνο, καὶ ὑπῆγον εἰς τὴν
Κωνσταντινούπολιν. καὶ ἐπειδὴ ἦσαν εὐγενοῦς καταγωγῆς ἔδωκεν εἰς αὐτὰς ὁ
τότε Πατριάρχης Σέργιος ἓν μοναστήριον. Μαθὼν δὲ ὅτι αὐταὶ εἶχον τὸν ἅγιον
καὶ ἀχειροποίητον χαρακτῆρα τοῦ Κυρίου, ἐπῆρεν αὐτὸν ἀπὸ τὶς καλογραίας
χωρὶς νὰ θέλωσιν». Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα «ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης» ἀκολούθησαν
πολλές θλίψεις τόν πατριάρχη (βασιλική ἀγανάκτηση ἐναντίον του, αἰφνίδιοι
θάνατοι συγγενῶν του, ταραχές στήν ἐκκλησία) καί τότε βλέπει στό ὄνειρό του:
«ἕναν φοβερὸ ἄνδρα ἐστῶτα καὶ λέγοντα εἰς αὐτόν. ∆ὸς πίσω ταχέως ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖον ἀφήρεσας ἀδίκως ἀπὸ τὸ μοναστήριον». Καταλαβαίνει περί τίνος
πρόκειται καί ἐπιστρέφει τήν εἰκόνα στή θέση της: «καὶ κατέπαυσαν μὲν λοιπὸν
οἱ πειρασμοὶ τοῦ Πατριάρχου, αἱ δὲ καλόγραιαι ἐχάρησαν ἀπολαβοῦσαι τὴν ἐκ
τῆς ἁγίας εἰκόνος προερχομένην χαρὰν καὶ παρηγορὶαν των». Ἡ διήγηση αὐτή
σκιαγραφεῖ τό ἱστορικό παρασκήνιο τῆς ἐποχῆς της. Ὅταν ὁ Ἡράκλειος
ἀνεβαίνει στό θρόνο τό Βυζάντιο διερχόταν μία ἀπό τίς μεγαλύτερες κρίσεις
στήν ἱστορία του γιατί ἦταν ἀποδυναμωμένο καί ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει
ἰσχυρότατους ἐχθρούς. Οἱ Ἄβαροι καί οἱ Σλάβοι εἶχαν ἤδη ἐγκατασταθεῖ στή
Βαλκανική χερσόνησο, ἐνῶ οἱ Πέρσες ἔκαναν ἐπικίνδυνη τήν παρουσία τους
στή Μ. Ἀσία. Ὁ λαός τῆς Κωνσταντινούπολης μέ ἐπικεφαλῆς τόν πατριάρχη
Σέργιο ἐνθάρρυνε τόν αὐτοκράτορα. Ὁ Σέργιος διέθεσε τόν πλοῦτο τῆς
Ἐκκλησίας γιά τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ στρατοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος
ἔδωσε θρησκευτική πνοή στόν ἀγώνα τῆς αὐτοκρατορίας. Τό 619 συνομολογεῖ
εἰρήνη μέ τόν χαγάνο τῶν Ἀβάρων γιά νά ἐξασφαλίσει τίς δυτικές ἐπαρχίες

78
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 38, σ. 45.
79
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 311-312.
60

τῆς αὐτοκρατορίας καί τό 622 ἀρχίζει ἀποφασιστική ἐκστρατεία κατά τῶν


Περσῶν. Ἐπικεφαλῆς βυζαντινῶν στρατευμάτων τίθεται ὁ ἴδιος ἐνῶ στήν
Κων/λη ἀφήνει ἐπιτρόπους τόν Σέργιο καί τόν πατρίκιο Βῶνο. Πετυχαίνει
θριαμβευτική νίκη κατά τῶν Περσῶν εἰσβάλοντας στήν Ἀρμενία. Τό 626 ἡ
Κων/λη πολιορκεῖται ἀπό συντονισμένη προσπάθεια Ἀβάρων καί Περσῶν. Ὁ
πατριάρχης Σέργιος ἦταν ἡ ψυχή τῆς ἄμυνας τῆς φρουρᾶς τῆς Κων/λεως πού
μέ ἡρωϊσμό ἀπέκρουσε ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν πολιορκητῶν. Σύμφωνα μέ τή
σχετική διήγηση80 ὁ πατριάρχης «λαβὼν τὸν ἀχειροποίητον τύπον τοῦ κυρίου...
διὰ τῶν τειχῶν περιήρχετο», πού μᾶλλον πρόκειται γιά τήν ἐν λόγῳ
θαυματουργή εἰκόνα καί μέ αὐτό τόν τρόπο προσπαθοῦσε νά ἐμψυχώνει τήν
πίστη τῶν Βυζαντινῶν σ' αὐτές τίς δύσκολες ὧρες μέ τή συμβολή καί τή
συνεργία τοῦ Θεοῦ. Μέ τή βοήθεια τοῦ Βυζαντινοῦ στόλου ὁ ὁποῖος διέλυσε
τό σλαβικό, οἱ Πέρσες ἀποσύρθηκαν στή Συρία χωρίς βλέψεις γιά διάλυση τοῦ
Βυζαντίου81. Ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Ἡρακλείου ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν
ἐμπειρία πού ἀπέκτησε μέ τίς κατακτήσεις τῶν χωρῶν ὅπου ἐπικρατοῦσε ὁ
μονοφυσιτισμός. Ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας μέ τήν συμπαράσταση τοῦ πάπα
Ὀνωρίου καί τοῦ πατριάρχη Σεργίου ὑποστήριξε τήν νέα αἵρεση τοῦ
Μονοθεληματισμοῦ μέ τήν ἐλπίδα νά πετύχει τήν ἕνωση. Ἡ συμβιβαστική λύση
δέν εἶχε τά ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα γιατί προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις
τῶν ὀρθοδόξων μέ ἀποτέλεσμα καί τήν ἀγανάκτηση τοῦ αὐτοκράτορα ἀπέναντι
στόν πατριάρχη. Ἡ ἁρπαγή θείας εἰκόνας λοιπόν πού στή διήγηση ἀναφέρεται
ὡς αἰτία γιά τά δεινά τοῦ Πατριάρχη, ὑποκρύπτει πίσω της τά ἱστορικά γεγονότα
πού συνέβησαν ἐκείνη τήν ἐποχή καί συγχρόνως δείχνει τήν ἔντονη
θρησκευτικότητα μέ τήν ὁποία χρωματίζονταν ἡ κάθε πτυχή τῆς κοινωνικῆς
ζωῆς. Συγχρόνως ὁ συμπιλητής ἴσως θά ἤθελε νά δείξει καί τίς σχέσεις πού
μπορεῖ μερικές φορές νά διαταράσσονταν μεταξύ τῶν μοναχῶν καί τῆς
ἐπίσημης ἐκκλησίας μέ τίς παρεκκλίσεις ὁρισμένων ἀρχιερέων.

80
P.G. 106, 1335.
81
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ. 46-48.
61

Στήν ἑπόμενη διήγηση παρουσιάζεται ἀκόμη μία πτυχή τῆς πολιτικῆς


σκοπιμότητας, ἡ διεκδίκηση ἐδαφῶν82: «καὶ δὴ καὶ ταύτην τὴν ὀπτασίαν
ἑωρακότες τινὲς Σαρακηνοὶ οἱ ἀνόητοι οὐκ ἐπίστευσαν οὐδὲ ἐπαύσαντο
λοιδωρεῖν αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον (ὅρος Σινᾶ)... Ἐχρῆν δὲ αὐτοὺς μᾶλλον εἰπεῖν
ὅτι εἰ ἐβλασφημεῖτο ὁ Θεὸς παρὰ τῶν Χριστιανῶν οὐκ ἂν τοιαύτας ὀπτασίας
ἐποίει ἐν ταῖς ἐκκλησίαις αὐτῶν ὡς οὐδέποτε ἐποίησεν οὐδὲ παρ' ἡμῖν, οὔτε ἐν
ἄλλῃ πίστει ἢ συναγωγῇ Ἰουδαίων ἢ Ἀράβων». Ἀποδεικτικά στοιχεῖα οἱ ράβδοι
πού κρατοῦσαν οἱ προσκυνητές (Ἀρμένιοι) γιά νά στηρίζονται πού τήν ὥρα τῆς
ὀπτασίας : «... ἔμειναν ἔχουσαι τὸ σημεῖον τῆς καύστρας καρβωνίζουσαι ὡς ἀπὸ
πυρός, μαρτυροῦσαι διὰ τῆς τοιαύτης αὐτῶν εἰδέας καὶ ἐν τῇ χώρᾳ αὐτῶν, ὡς
πάνυ φωνὴν ἀφῆσαι, ὅτι σήμερον ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ πάλιν Κύριος ὤφθη ἐν
πυρί.». Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἱερότητας αὐτοῦ τοῦ τόπου δημιουργεῖ τεῖχος
ὑπερασπιστικό γιά τίς βαρβαρικές μαζικές ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν καί
Ἀράβων, ἐχθροί τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας πού κόστισαν τή ζωή πολλῶν
μοναχῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῆς ∆’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) ἔχουν σοβαρές
συνέπειες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτοκρατορίας. Αἴγυπτος, Συρία καί
Ἀρμενία δεχόμενες τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἀποκόπτονται προοδευτικά
ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ ἄμεση ἀντίστοιχη συνέπεια καί τήν ἀποκοπή τους
ἀπό ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας. Μετά τό 630 πού ὁ Ἡράκλειος ἀναστηλώνει
τόν Τίμιο Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα, γίνεται κατάληψη Συρίας καί Παλαιστίνης
ἀπό Ἄραβες (636) καί τῆς Ἀλεξάνδρειας Αἰγύπτου (646). Παράλληλα οἱ
Ἄραβες τῆς Συρίας καί Μεσοποταμίας εἰσέβαλαν στήν Ἀρμενία (642-643),
στήν Καππαδοκία (647) καί στή Φρυγία83. Ἐδῶ πρέπει νά προσεχθεῖ τό ἑξῆς:
στοῦ Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ...,
ἀναφέρεται: «Ἔθος ἐστὶν Ἀρμενίοις, καθὼς πάντες ἐπίστανται, τοῦ εἰσέρχεσθαι
συχνῶς εἰς τὸ ἅγιον ὄρος τοῦ Σινᾶ»84. Ἡ ἱστορία ὅμως παίρνει ἄλλη διάσταση
στήν Περιγραφή τοῦ Θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ, ιγ´ Ἐπίμετρο: «Οἱ Ἀρμένιοι
ἔβαλαν στὸ μυαλὸ τους κάποτε τοῦτο τὸν κακὸ σκοπό: νὰ πάρουν στὴν ἐξουσία

82
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXXVIII, σ.82.
83
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ. 36, 48-49.
84
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXXVIII, σ.81.
62

τους τὸ ἅγιο μοναστήρι τοῦ Σινᾶ καὶ νὰ διώξουν ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ
ὀρθοδόξους καλογέρους. Ἦρθαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ δαύτους στὸ Μοναστήρι
λέγοντας πὼς ἔφτασαν ἐδῶ γιὰ νὰ προσκυνήσουν. Τότε οἱ Πατέρες τῆς μονῆς
μὴ γνωρίζοντας τὸ δόλιο σκοπό τους καὶ τὴν πανουργία τους, τοὺς δέχτηκαν μὲ
καλὴ καρδιὰ καὶ μὲ ἀγάπη παρ' ὅλο ποὺ ἦταν αἱρετικοί. Καὶ ἐκεῖνοι δίχως νὰ
εἰδοποιήσουν ἢ νὰ πάρουν ἄδεια ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἀνέβηκαν στὴν
Ἁγία Κορυφὴ κ' ἐκεῖ ἐλειτούργησαν. Καθὼς ὅμως προχωροῦσαν τὴ λειτουργία
τους κ' ἔφτασαν στὴν ὥρα τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου παρατηροῦσαν παράξενα
πράγματα...»85.
Στήν 1ῃ τοῦ μηνός Ἰουνίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου
ὀνομαζομένου86, γίνεται προσπάθεια πολιτικῆς προβολῆς προσώπου καί τῆς
οἰκογένειάς του ὅπως καί θεσμῶν (εὐνοῦχοι) πού παρ' ὅτι ἐπιβίωναν δέν ἦταν
ὅτι τό καλύτερο: «Εἰς τὴν τοποθεσίαν τῆς ἐν τῇ Γαλατίᾳ Παφλαγονίας ἦτο
γεωργὸς τις Μέτριος ὀνομαζόμενος...» καί: α) Ἦταν ἄτεκνος: «οὗτος βλέπων
τὸν γείτονὰ του ὅτι εἶχε παιδὶα ἀρσενικά, τὰ ὁποῖα ἐπεμελεῖτο νὰ τὰ εὐνουχίσῃ
καὶ νὰ τὰ ἀποστείλῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ γείνωσιν εὐνοῦχοι καὶ
ἀξιωματικοὶ εἰς ὑπηρεσίαν τῶν κατὰ καιρῶν βασιλέων καὶ τρωθεὶς ἀπὸ τὸν
ὅμοιον ἐκείνου ζῆλον, παρεκάλεσε τὸν Κύριον λέγων 'Κύριε, ἂν καὶ ἐγὼ ὁ
δοῦλος σου ἦμαι ἄξιος, χάρισον καὶ εἰς ἐμὲ παιδίον ἀρσενικὸν διὰ νὰ ἔχω καὶ
ἐγὼ στήριγμα καὶ βακτηρίαν τοῦ γηρατείου μου, καὶ διὰ νὰ δοξάσω τὸ ὄνομά
σου τὸ ἅγιον'». β) Κατά τό ἐτήσιο πανηγύρι τῆς Παφλαγονίας καθώς ὁ Μέτριος
γυρίζει μέ τήν ἅμαξά του, ἀφοῦ εἶχε πωλήσει τήν πραμάτεια του, βρίσκει στό
δρόμο του «βαλάντιον παλαιόν, τὸ ὁποῖον ἐμπεριεῖχε χίλια πεντακόσια
φλωρὶα». Τό φέρνει στό σπίτι του, τό: «ἀπέθεσε σὲ τόπον ἀσφαλῆ χωρὶς νὰ
ἐμπιστευθῇ νὰ εἴπῃ δι' αὐτὸ εἰς κανένα καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξῃ οὔτε αὐτὸς ὁ
ἴδιος καὶ νὰ ἴδη τί καὶ πόσα ἐμπεριέχει». Περνάει ἕνας ὁλόκληρος χρόνος καί
κατά τήν πανήγυριν τῆς ἑπομένης χρονιᾶς συναντάει στό δρόμο του ἕνα
δυστυχισμένο ἄνθρωπο πού μέσῳ διαλογικῆς συζήτησης φθάνει στό ζητούμενο
πού εἶναι ὅτι ὁ δυστυχής ἀποτελεῖ τόν κάτοχο τοῦ χαμένου «βαλαντίου», πού
ὅπως τοῦ ἀποκαλύπτει περιεῖχε 1500 φλουριά. Ὁ γεωργός τοῦ δίνει πίσω τό

85
Π. Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ. 72.
86
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 178-179.
63

βαλάντιο καί μέ τή μέθοδο τῆς καταμέτρησης γνωστοποιεῖται ἡ ἀλήθεια τῶν


λεγομένων του. γ) Ἡ εὐποΐα στό συνάνθρωπο φέρει σάν ἀνταμοιβή τή Θεία
δωρεά: Τό βράδυ ἐκεῖνο καί ἐνῶ κοιμᾶται ὁ Μέτριος βλέπει ὄνειρο ὅτι: «ἦλθεν
εἰς αὐτὸν ἄγγελος λαμπροφανὴς καὶ τῷ λέγει. ἐπειδὴ σὺ οὕτως ἔκαμες διὰ
τοῦτο ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἐχάρισὲ σοι παιδίον ἀρσενικόν, καὶ θέλει κάμει εἰς αὐτὸ ὅτι
ἐπιθυμεῖς τὸ ὁποῖον ἀφοῦ ἀπογαλακτισθῇ καὶ ἔμβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν,
θέλει δοξασθῇ εἰς τὴν γῆν...». Πράγματι ἡ γυναίκα του γεννάει ἕνα ἀγόρι καί
τότε πάλι τοῦ παρουσιάζεται ὁ ἄγγελος καί τοῦ λέει: «Κωνσταντῖνος θέλει
ὀνομασθῆ τὸ παιδίον σου». Τά ὄνειρα καί οἱ ὀπτασίες ἔχουν ρόλο ἀποκαλυ-
πτικό καί ὑποδεικτικό: «Παραλαβοῦσα δὲ αὐτὸ ἡ βασίλισσα τὸ οἰκειοποίησεν εἰς
τὸν βασιλέα Λέοντα τὸν σοφόν... τόσον πολλὰ ἐδόξασε καὶ ὕψωσε τὸ παιδίον,
ὥστε ἀποκατέστησεν πατρίκιον καὶ παρακοιμώμενον... ὅθεν ἐκ τούτου ἐνεπλή-
σθησαν ἀπὸ πᾶν ἀγαθὸν οἱ γονεῖς του καὶ ὅλον τὸ γένος του».
Ὁ εὐνουχισμός ἦταν διαδεδομένος στούς ἀρχαίους ἀσιατικούς λαούς καί
στό Βυζάντιο γνωρίζει μεγάλη διάδοση ἀπό ἀνατολική ἐπίδραση. Οἱ εὐνοῦχοι
καταλάμβαναν ἀνώτατα διοικητικά ἀξιώματα καί γίνονταν πανίσχυροι σάν
ἔμπιστοι συνεργάτες τῶν ἑκάστοτε αὐτοκρατόρων, καθώς δέν εἶχαν
ἀπογόνους γιά νά προσβλέπουν στό θρόνο καί συγχρόνως ὑπῆρχε ἄγραφος
ἀλλ' ἀπαράβατος νόμος γιά τούς ἰδίους νά μήν τούς ἐπιτρέπεται ν' ἀνέβουν
στό θρόνο. Τούς εὐνούχους τούς βλέπουμε νά παρουσιάζονται στά ὄνειρα καί
τίς ὀπτασίες τῶν ἡρώων τῶν ἱστοριῶν μας τίς περισσότερες φορές εὔμορφοι,
μέ ὡραῖα ροῦχα ντυμένοι καί πάντοτε ἔχοντας δύναμη στά χέρια τους ὡς
ἄμεσα ἐκτελεστικά ὄργανα τοῦ Κυρίου τους (ὁ Βυζαντινός ὀνειρεύεται καί
περιγράφει τά ὄνειρά του μέ παραστάσεις παρμένες ἀπό τό πολιτειακό
ὀργανωτικό σχῆμα).
Στήν συγκεκριμένη ἱστορία μᾶς κάνει ἐντύπωση πώς ὁ γεωργός ζηλεύει τό
γείτονα πού ἔχει παιδιά εὐνούχους καί παρακαλεῖ τό Θεό ν' ἀποκτήσει κι αὐτός
ἕνα ἀγόρι πού θά τόν κάνει εὐνοῦχο, ὥστε ν' ἀποκτήσει δύναμη καί ἐξουσία
(ἐπαγγελματική σταδιοδρομία) καί συγχρόνως θά εὐεργετοῦσε καί τούς γονεῖς
του (οἰκονομικά συμφέροντα). Καί σάν νά μή φθάνει αὐτό κάνει ἕνα παιδί πού
τοῦ τό χαρίζει ὁ Θεός. ∆ηλαδή μέ λίγα λόγια ὁ Θεός συμφωνεῖ μέ τήν
64

συνήθεια τοῦ εὐνουχισμοῦ (θεόσταλτη θέση), πράξη πού τόσο πλήγωνε


σωματικά καί ψυχικά τούς νέους ἄνδρες. Πραγματικά περίεργος ὁ τρόπος
σκέψης ἑνός πατέρα γιά τό γιό του πού ὅμως καί πάλι πρέπει νά σκεφθοῦμε μέ
καθαρά βυζαντινά κριτήρια. Φαίνεται ὅτι οἱ εὐνοῦχοι ἦταν μία παγιωμένη
κατάσταση καί εὐχαρίστως οἱ αὐτοκράτορες δέχονταν αὐτούς τούς ἔφηβους μέ
τούς ὁποίους ἀποκτοῦσαν καλές σχέσεις.
Τό συγκεκριμένο παιδί λοιπόν εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος ὁ εὐνοῦχος πού
σταδιοδρόμησε σάν πατρίκιος καί παρακοιμώμενος τοῦ Λέοντος στ’. Ἡ
βασίλισσα εἶναι ἡ τέταρτη σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ, Ζωή Καρβονοψίνα, πού αὐτή
τόν προώθησε. Τό 908 ὁ Λέων χτίζει πρός χάριν τοῦ Κωνσταντίνου μοναστήρι
στίς Νοσιές (μικρό κτῆμα πού ἀνῆκε στόν Μέτριο κατά τό Χρονικό τοῦ Ψευδο-
Συμεῶνος πού περιλαμβάνει παραλλάγή τῆς ἱστορίας). Μετά τό θάνατο τοῦ
Λέοντα, ὁ Κων/νος δέν μπόρεσε νά ἐπιβληθεῖ καί τό Μάρτιο τοῦ 919
ἀπομακρύνθηκε ὁριστικά ἀπό τ' ἀνάκτορα, ὅταν ὁ Ρωμανός Λεκαπηνός
ἐξουδετέρωσε ἐπαναστατική κίνηση μέ πρωτεργάτες τόν παρακοιμώμενο καί
τόν γαμβρό του Λέοντα Φωκᾶ, πού σκοπό εἶχε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ μικροῦ σέ
ἡλικία αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’87.
Ἐπίσης κάνει ἐντύπωση ὁ ὑπερβολικός ἐκθειασμός τοῦ προσώπου τοῦ
Μετρίου γιά μία πράξη πού δέν εἶναι πρωτόγνωρη γιά τήν χριστιανική
νοοτροπία ἀλλά καί γιά τήν ἀνθρώπινη ἐντιμότητα γενικά, χωρίς αὐτό νά
σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη ἐπιβράβευσης τῆς ἀκεραιότητας τοῦ χαρακτήρα
(ἀνεύρεση θησαυροῦ καί ἐπιστροφή στόν κατοχό του) : «Ὅθεν ἂν τὶς ἤθελεν
ὀνομάσῃ τὸν γεωργὸν ἐκεῖνον ἄγγελον καὶ ἀπαθῆ, ἡ ἄλλον τινα ἀπὸ τοὺς
ἁγίους τοὺς πλησιάζοντας εἰς τὸν θεόν, βεβαίως δὲν ἤθελεν ἀπομακρυνθῆ τῆς
ἀληθείας». Προφανῶς ὁ συμπιλητής τοῦ Συναξαρίου μπορεῖ νά ἐπιλέγει ὑλικό
ἀπό τά παλαιότερα συναξάρια ἀλλά συγχρόνως νά ἀναφέρεται σέ πρόσωπα
σύγχρονα καί δρῶντα τοῦ παλατιοῦ (καί γιατί ὄχι ἀπό ἀπαίτηση τοῦ παλατιοῦ) ἤ
στό ἦθος τοῦ οἰκογενειακοῦ τους περιβάλλοντος σάν παράγοντα πού θά

87
Κ. Μέντζου, Βυζαντινή Ἁγιολογική Βιογραφία. Ἡ ἀγιολογική Βιογραφία στό Βυζάντιο καί ἡ
σημασία της στήν πολιτιστική ἰστορία τῆς Ν.Α. Εὐρώπης, σ.31-34· πρβλ. Εἰρ. Χρήστου,
Αὐτοκρατορική Ἐξουσία καί πολιτική πράξη. Οἱ παραδυναστεύοντες. Τιτλοῦχοι καί πολιτικοί
ἀξιωματοῦχοι (780-1025) (δ.δ.), Ἀθήνα 2001.
65

δικαιολογεῖ τήν κοινωνική ἀνέλιξη ἤ τήν ἠθική ἀποκατάσταση ἑνός σημαίνοντος


προσώπου (παρακοιμώμενος).
Ἡ ἴδια ἱστορία συναντᾶται καί στό Γεροντικόν88 μέ πρωταγωνιστή τόν ἀββά
Φιλάγριο καί εἶναι σέ συνοπτική μορφή (εὕρεση βαλαντίου μέ 1000 φλουριά
καί ἐπαναφορά στόν ἰδιοκτήτη του). Ἡ διαφοροποίηση ἔγκειται στό τέλος τῆς
διήγησης, ὅπου: «ὁ δὲ γέρων λάθρα φυγῶν, ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως ἵνα μὴ
δοξασθῇ»· σημεῖο ἐκ παραμέτρου ἀντίθετο μέ τήν ἱστορία τοῦ Μετρίου πατέρα
τοῦ φημισμένου εὐνούχου τοῦ Βυζαντίου, πού ἔγινε αἰτία τῆς δόξας του.
Στήν ἑπόμενη διήγηση89 δέν γίνεται κάποια ἰδιαίτερη μνεία περιστατικῶν
πού νά φανερώνουν τήν ἁγιοσύνη τοῦ ἥρωα τῆς διήγησης, πού ὅμως
συμπερασματικά εἶναι πολύ μεγάλη, ἀφοῦ ὅταν πέθανε: «καὶ ἀνοίξαντες τὸ
μνῆμα (γιὰ νὰ θάψουν κάποιον ἄλλον ἀδελφό) οὐχ εὕρομεν τὸ σῶμα τοῦ
προταφέντος ἀδελφοῦ, μετενεχθέντος αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χώρᾳ τῶν
ζώντων». Συγχρόνως δίνεται ἔμφαση στόν κοσμικό βίο τοῦ συγκεκριμένου
ἀνθρώπου, δηλ. πρίν γίνει μοναχός, χωρίς νά ἀναφέρεται τ' ὄνομά του,
πρᾶγμα περίεργο ἀφοῦ τοῦ ἀποδίδονται γεγονότα πού ἀφοροῦσαν τήν πολιτική
ζωή τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τή μιά καί ἀπό τήν ἄλλη δέν βρίσκεται ἐν ζωῇ γιά
νά διατρέχει κάποιο κίνδυνο ἀπό πιθανούς ἐχθρούς. Τό «παράδοξον» τῆς
ταφῆς του γίνεται αἰτία γιά νά πιθανολογηθεῖ ὅτι πρόκειται γιά τό γιό τοῦ
βασιλιά Μαυρίκιου, πού γλύτωσε ἡ τροφός του ἀνταλλάσσοντάς τον μέ τό δικό
της γιό στή σφαγή πού διέπραξε ὁ τύραννος Φωκᾶς στόν ἱππόδρομο ἐναντίον
τῶν παιδιῶν τοῦ Μαυρικίου. Ὁ «διασωθείς» δέ γιός ὅταν μαθαίνει τήν ἱστορία:
«ἡρετήσατο ἑαυτὸν προσαγαγεῖν τῷ Θεῷ, ἀντίλυτρον τοῦ σφαγέντος ὑπὲρ
αὐτοῦ». Πιθανόν πίσω ἀπό τή διήγηση βρίσκεται τό ἱστορικό παρασκήνιο, δηλ.
ἐποχή πού ἔχει λάβει τέλος ἡ τρομακρατική βασιλεία τοῦ Φωκᾶ πού τελικά
ἐκθρονίστηκε καί φονεύθηκε καί ἡ νέα διοίκηση (Ἡράκλειος καί ἀπόγονοί του)
προσπαθεῖ νά δείξει τόσο τή διαφοροποίησή της ἀπό αὐτήν, ὅσο καί τήν τιμή της

88
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ. 124.
89
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXIX, σ. 77.
66

στήν οἰκογένεια ἑνός ἄδικα ἐκθρονισμένου καί βασανισμένου ἀξιόλογου


αὐτοκράτορα ὅπως ἦταν ὁ Μαυρίκιος90.
Ἕνα ἄλλο κριτήριο πού πρέπει νά ἐπισημάνουμε εἶναι τό ποιμαντικό. Ἡ
ἑπόμενη ψυχωφελής διήγηση91 φανερώνει τά μή ποιμαντικά κριτήρια τοῦ λαοῦ
στήν ἐπιλογή ποιμένων σέ σχέση μέ αὐτά πού πρέπει νά εἶναι: «Καὶ τῶν μὲν ἐν
τέλει πάντων αἱ γνῶμαι, τοὺς προέχειν δοκοῦντας λόγῳ τε καὶ γένει καὶ τῇ
λοιπῇ περηφανείᾳ περιειργάζοντο, καὶ πολλαχῇ ταῖς ψηφοῖς ἐμερίζοντο, ἄλλων
ἄλλον προαιρουμένων»· ἀντίθετα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός κρίνει:
«τὰς περὶ ἑκάστου τῶν ἐψηφισμένων σπουδὰς παραβλέπων, πρὸς ἓν ἀφεώρα
μόνον, εἴ τις καὶ πρὸ τῆς ἀνακηρύξεως δι' ἐπιμελείας βίου καί ἀρετῆς ἐν τρόπῳ
τὴν ἱερωσύνην φέρει». Τελικά αὐτός πού χλευάζεται, αὐτός καί ἐπιλέγεται γιά
ἱερέας (Ἀλέξανδρος ὁ Καρβουνιάρης), καθώς: «σφαλερὸν γὰρ κριτήριον τῆς
τῶν ὄντων ἀληθείας ἡ αἴσθησις, τὴν πρὸς τὸ βάθος τῆς ἀληθείας εἴσοδον δι'
ἑαυτῆς ἀποκλείουσα, ἅμα δὲ καί τῷ τῆς εὐσεβείας ἐχθρῷ δαίμονι τοῦτο φίλον
ἦν πάντως, ἀργῆσαι τὸ τῆς ἐκλογῆς σκεῦος τῇ ἀγνοίᾳ συγκαλυπτόμενον μηδέ
παρελθεῖν εἰς μέσον ἄνδραν, τῆς ἐκείνου δυναστείας καθαιρέτην ἐσόμενον».
Πολλές φορές οἱ διηγήσεις γίνονται αἰτία νά ἔρχονται στό προσκήνιο
θέματα πού ἀφοροῦν τήν ποιμαντική ζωή ὄχι τόσο εὐχάριστα. Ὑπάρχει ὑλικό92
πού ἀφορᾶ ἐκβιασμό πλούσιου κληρικοῦ κατωτέρου (ἴσως ἀναγνώστη) πού εἶχε
συνάψει δεύτερο γάμο καί ἤθελε νά χειροτονηθεῖ διάκονος, πρός τόν
πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωάννη τόν Ἐλελήμονα, πού περνοῦσε δύσκολες
ὧρες αὐτός καί τό ποίμνιό του, ὅπως καί πλῆθος προσφύγων ἀπό τήν περσική
αἰχμαλωσία ἐξαιτίας ἔλλειψης τροφίμων. Ὁ ἐκβιασμός του γίνεται βάσει
Ἀποστολικοῦ λόγου: «ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται»93. Ἡ ἐπιστολή
(ἐπιστολογραφία χωριστό λογοτεχνικό εἶδος, καθρέφτης τῆς ἐποχῆς της)
ἀναφέρει: «τὴν συνέχουσαν στένωσιν τὴν μεγαλόδωρον δεξιὰν τοῦ ἐμοῦ
∆εσπότου καταμαθὼν οὐ δέον ἡγησάμην ἐμὲ μὲν ἐν ἀπολαύσει διάγειν καὶ
ἀφθονίᾳ, τὸν ∆εσπότην δὲ τὸν ἐμόν ἐν στενώσει διατελεῖν· εἰσὶ τοίνυν παρ'

90
Β. Φειδᾶ, Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τἐχνη, σ.44.
91
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.16-17.
92
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 278-280.
93
Ἑβρ. ζ’,12.
67

ἐμοὶ σίτου μὲν χιλιάδες πολλαί, χρυσίου δὲ λίτραι ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα.
Ταῦτα δέομαι δοθῆναι παρά σοῦ τῷ Χριστῷ εἰ μόνον ἄξιος κριθείην τῆς Αὐτοῦ
διακονίας, διὰ τῆς σῆς ἁγίας χειροτονίας· εἴρηται γὰρ που τοιοῦτον παρά τοῦ
Ἀποστόλου λεχθέν, ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται».
Φανερό λοιπόν εἶναι ὅτι στόν ἐπίσημο ἐκκλησιαστικό χῶρο ὑπάρχουν
διαφόρων εἰδῶν προβλήματα πού ὀφείλονται στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ὁ
πνευματικός ταγός ὅμως (πατριάρχης) πρέπει νά εἶναι ἄξιος τῶν περιστάσεων
καί νά μήν κλονίζεται ἀπό λανθασμένες συμπεριφορές.
Ὁ πατριάρχης δέν τοῦ ἀπαντᾶ μέσῳ ἐπιστολῆς ἀλλά τόν καλεῖ προσωπικά
λέγοντάς του: «ἡ μὲν προσαγωγή σου τέκνον, πολλὴ καὶ τῷ νῦν καιρῷ
ἀναγκαία, ἐπίμωμος δέ, καί δι' αὐτὸ τοῦτο καί ἀπαράδεκτος». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ
πρόθεση καί τά ἐλατήρια εἶναι ταπεινά καί τήν καθιστοῦν ἀπαράδεκτη. Ἡ
ἀπάντηση δέ στή χρήση τοῦ ἀποστολικοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος τό εἶχε
πεῖ γιά ἄλλο λόγο πού ἀφοροῦσε τήν Παλαιά ∆ιαθήκη· καί ὅτι στήν προκείμενη
περίπτωση ἐφαρμόζεται αὐτό πού λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ὅστις γὰρ
ὅλον τὰν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος»94· ἡ τελική
ἀπόφαση τοῦ πατριάρχη εἶναι ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν ἐγκαταλείπει τά
δημιουργήματά του καί: «οὐκ ἔστι σοι μερίς, οὐδέ κλῆρος ἐν τούτῳ τῷ μέρει»
(ἀποπομπή σαθροῦ ποιμένα/ριζική λύση/ποιμαντική διάσταση).
Αἰτία κατάκρισης καί φαινόμενο σύνηθες τῆς ἐποχῆς -ἀφοῦ ἀποτελεῖ
ἀντικείμενο διηγήσεων- ἡ σχέση μοναχῶν ἀλλά καί κληρικῶν μέ τό ἄλλο
φύλο στά πλαίσια τοῦ πειρασμοῦ τῆς πορνείας. Ἡ γραμμή πού προτείνεται ἀπό
τόν συμπιλητή μέσα ἀπό τό σχετικό ὑλικό στό βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ
Ἐλεήμονα εἶναι νά ἀποφεύγονται οἱ ἐναντίον τῶν μοναχῶν καί κληρικῶν
κατηγορίες, πού ἐπικυρώνεται καί μέ τήν ἰσχύ τῆς αὐτοκρατορικῆς ρήσης τοῦ
Μεγάλου Κωνσταντίνου στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅταν κατηγορήθηκαν
ἐπίσκοποι γιά πορνεία: «κᾂν πορνεύοντι Ἐπισκόπῳ ἢ Μοναχῷ περιέτυχον, τὴν
χλαμύδα τὴν ἐμὴν ἀνασχών, ἐπέθηκα ἂν αὐτῷ, ὥστε μὴ ὑπό τινος ὀφθαλμοῦ
ὀφθῆναι·»95. Οἱ ἀναφορές διηγήσεων ἀποδεικνύουν ὅτι πολλές φορές «τά
φαινόμενα ἀπατοῦν» καί ὅτι τά συμπεράσματα εἶναι βιαστικά, καθώς: «οὕτω

94
Ἰακ. β’,10.
95
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.10.
68

σχεδὸν οἱ ἄνθρωποι ἕτοιμοι πιστεῦσαι ταῖς ὑπονοίαις, καὶ μάλιστα φαῦλοι καὶ
μοχθηροὶ ὄντες, καὶ οἴκοθεν ἔχειν τὰς τοῦ πιστεύειν ἀφορμὰς δυνάμενοι·
εὐθὺς γὰρ ὥς περ ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ ἐγγυτάτου λαμβάνοντες μάρτυρας,
κατηγοροῦσι τῶν ἄλλων ραδίως, ἅμα μὲ τοῖς τοιούτοις νοήμασί τε καὶ ῥήμασιν
ἐντρυφᾶν βουλόμενοι, ἅμα δὲ καὶ ἑτέρους εἰς μοχθηρίας ὁμοίους ἔχειν
ἐπιθυμοῦντες, καὶ οὕτω φεύγειν σπουδάζοντες τὰς ἐκ τοῦ συνειδότος
πληγάς.»96. Παραδειγματικά ἀναφέρονται: Ἡ ἱστορία μοναχοῦ πού ἔφερε μαζί
του ὡραία γυναίκα καί κατηγορήθηκε ἄδικα, ἀκόμη καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰωάννη
τόν Ἐλεήμονα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἀφοῦ ἦταν εὐνοῦχος καί στήν
πραγματικότητα ἡ γυναίκα ἦταν ἑβραία πού τήν ἔκανε χριστιανή (περίπτωση
ἐκχριστιανισμοῦ). Ἡ περίπτωση τοῦ Γέροντα Βιταλίου πού ἐργαζόμενος ἔδινε τό
μισθό του στίς πόρνες πού εἶχε καταγράψει σ' ὅλη τήν Ἀλεξάνδρεια καί
στάθηκε ἀφορμή γιά πολλές πόρνες νά σωθοῦν: «... κατὰ μίαν τῶν νυκτῶν εἰς
μίαν τῶν πορνῶν πορευόμενος ἐδίδου, λάβε ταυτὶ λέγων, καὶ τήρησόν μοι τῇ
νυκτί τῇ δε σεαυτὴν ἀμόλυντον. Καὶ οὕτω ποιῶν, διετέλει παρ' ὅλην τὴν νύκτα
πρὸς τῇ γωνίᾳ τοῦ καταγωγίου τῆς γυναικός ἐκείνης ἱστάμενος, γόνυ τε
κλίνων, καὶ τὴν γλῶσσαν ἄπαυστον τοῖς ψαλμοῖς ἐπιτρέπων, καί χεῖρας
ἱκεσίους αἴρων ὑπὲρ αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν, ἕωθεν δὲ ἐξιών ὅρκοις αὐτὴν
κατελάμβανε, μηδενὶ τοῦτο ποιῆσαι καταφανές.»97.
Γίνεται προσπάθεια σέ ἀρκετό ἀριθμό διηγήσεων νά καταφανεῖ πώς οἱ
Γέροντες θεωροῦσαν ἀσυμβίβαστο μέ τόν ἑαυτό τους νά χριστοῦν ἱερεῖς ἤ
ἀκόμη καί ἐπίσκοποι, καθώς πίστευαν ὅτι μ' αὐτό τόν τρόπο: «ἐδεδοίκει μήτι
γένηται αὐτῷ πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπόδιον, οἶον τι φορτίον ἡ τῆς ἱερωσύνης
φροντὶς ἐπισαχθεῖσα τῷ βίῳ»98. Σύνηθες τό σκηνικό γιά νά ἀποφύγει ὁ Γέρων
τή χειροτονία νά φεύγει κρυφά καί νά κρύβεται στούς ἀγρούς, νά καταδιώκεται
ἀκόμη καί ἀπό τά ζῶα: ὄνος βόσκωντας μαρτυρᾶ τήν κρυψώνα τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ,
καί στό τέλος χειροτονεῖται· ὁ ἀββᾶς Ματόης παρ' ὅτι χειροτονεῖται ἱερέας
μαζί μέ τόν ἀδελφό του ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μαγδάλων δέν πλησιάζει στό

96
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.12.
97
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.10.
98
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Γρηγορίου Θαυματουργοῦ, τ.4,
παρ.2, σ. 479.
69

θυσιαστήριο: «ἕνεκεν τοῦ ποιῆσαι προσφοράν. Ἔλεγεν δὲ ὁ Γέρων· πιστεύω εἰς


τὸν Θεὸν ὅτι οὐκ ἔχω κρῖμα πολὺ διὰ τὴν χειροτονίαν, ἐπειδὴ οὐ ποιῶ
προσφοράν· τῶν γάρ ἀμέμπτων ἐστιν ἡ χειροτονία»99. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμώνιος
πάλι καθώς δέν πείθει τόν Μητροπολίτη Τιμόθεο, κόπτοντας τό ἀριστερό του
αὐτί, ὅτι δέν μπορεῖ νά χριστεῖ ἐπίσκοπος (ἡ ἀρτιμέλεια παράμετρος στήν
ἐπιλογή ἱεραρχῶν σέ ἀντιπαράθεση μέ τό νά μήν προσμετρᾶται τό γράμμα τοῦ
νόμου ἀλλά ἡ ἀξία τοῦ προτεινόμενου), παραμένει σταθερός στή πρόθεσή του,
λέγοντας: «ὅτι ἐὰν ἀναγκάσητε με καὶ τὴν γλῶσσαν μου ἀποτέμνω· ἐπὶ τούτοις
ἀφέντες αὐτὸν ἀνεχώρησαν.»100.
Βέβαια ὑπάρχουν καί περιπτώσεις διηγήσεων πού ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ
πεδίο διαμάχης ὡ πρός τήν κανονικότητα κάποιων χειροτονιῶν, πού βέβαια
καλύπτεται ἀπό τό ἀφηγηματικό πλαίσιο, πού ἀποτελεῖ καί τήν κατάλληλη
ἐπεξήγηση καί δικαιολογία (ὅπως καί τήν θέση τῆς ἐπίσημης ἐκκλησίας) σέ κάθε
ἐνέργεια τῶν δρώντων προσώπων. Ὁ Φαίδημος ἐπίσκοπος Ἀμασείας καθώς
δέν μπορεῖ νά πείσει τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θαυματουργό ν' ἀναλάβει
ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα: «Τούτου χάριν ὁρμῇ τινι θειοτέρᾳ περὶ τὴν προκειμένην
σπουδὴν ἐπαρθεὶς ὁ Φαίδημος, οὐδὲν προσχών τῷ μεταξύ διαστήματι, ᾧπερ
ἀπὸ τοῦ Γρηγορίου διείργετο, ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἐκείνου ἀπέχοντος, ἀλλὰ
πρὸς τὸν Θεὸν ἀναβλέψας, καὶ εἰπών ὁμοίως ἑαυτόν τε, κἀκεῖνον ἐπί τῆς ὥρας
ἐκείνης, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καθορᾶσθαι, ἀντὶ χειρὸς ἐπάγει τῷ Γρηγορίῳ τὸν
λόγον..... καὶ οὕτως ὁ μέγας ὑπῆλθε τὸν ζυγὸν κατ' ἀνάγκην, πάντων μετὰ
ταῦτα τῶν νομίμων ἐπ' αὐτῷ τελεσθέντων.»101. Ἡ ἀπόφαση τῆς χειροτονίας
γίνεται ἀπουσία τοῦ χειροτονούμενου καί τοῦ ἀποστέλλεται γραπτά καί μάλιστα
στό βαθμό τοῦ ἐπισκόπου χωρίς προηγούμενη χειροτονία σέ διάκονο καί
πρεσβύτερο. Καταφαίνεται ὅμως μέσα ἀπό τή διήγηση, ὅτι ἡ καλούμενη ἐκείνη
χειροτονία πού ἔγινε καί μέ συνεργία τοῦ Θεοῦ, δέν ἀποτελοῦσε χειροτονία
ἀλλά πράξη ἐκλογῆς καί ἡ ἐπίσημη χειροτονία ἔγινε ἀργότερα: «μετὰ ταῦτα τῶν

99
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.5, σ.484.
100
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 5, σ.477.
101
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.479.
70

νομίμων ἐπ' αὐτῷ τελεσθέντων»102. Ἡ ὀπτική γωνία τῆς διήγησης δίνει καί τήν
ἐπιθυμητή ἐξέλιξή της.
Τά ἐπιτίμια καί οἱ ἀφορισμοί εἶναι καταστάσεις πού ἀπασχολοῦν τή ζωή τῶν
κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν103: «Ὅτε ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία καί ὁ διάκονος
ἐφώναζε τό, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἔβλεπον
ὅλοι ἐν τῇ λειτουργίᾳ εὑρισκόμενοι, ὅτι τὸ κιβώτιον (σωρός μάρτυρος) ἀφ'
ἑαυτοῦ κινούμενον χωρὶς νά πιάσῃ τις αὐτό, ἐξήρχετο ἔξω ἀπὸ τὸ βῆμα καὶ ἀπὸ
τὸν ναόν, καὶ ἔστεκεν εἰς τὸν νάρθηκα, ἕως εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας·
ἀφ' οὗ δὲ ἡ λειτουργία ἐτελείωνε, τότε καὶ τὸ κιβώτιο ἀφ' ἑαυτοῦ κινούμενον
ἔμβαινε πάλιν μέσα εἰς τὸν ναὸν καί εἰς τὸ ἅγιον βῆμα. Τοῦτο τὸ θαυμάσιον
γινόταν εἰς κάθε λειτουργίαν... καὶ ἔκαμνε τούς βλέποντας νὰ θαυμάζωσι καὶ
νὰ ἐκπλήττωνται». Ἡ διήγηση στό Μηναῖο ἀναφέρεται σέ μοναχό πού τό
ἐπιτίμιο τοῦ τό εἶχε δώσει ὁ Γέροντάς του, ἐνῶ στοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ
ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., πρόκειται περί πρεσβυτέρου πού
τόν ἀφορισμό τοῦ τόν ἔδωσε ἐπίσκοπος. Τό κείμενο τοῦ Μηναίου πού ὑπάρχει
στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τοῦ Φίλωνα ἀναφέρεται σέ διωγμό τοῦ 238, ἐνῶ
τό ἄλλο κείμενο ἀναφέρεται σέ διωγμό ἐπί Μαξιμίνου, δηλ. μεταξύ 308-311.
Πάντως αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι, ὅτι σέ χρονικό διάστημα περίπου ἑνός
αἰώνα, τά προβλήματα κανονικοῦ δικαίου (διοικήσεως) πού χρήζουν λύσεως
εἶναι τά ἴδια: «Ὅσα δήσετε ἐπί τῆς γῆς ἔσονται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς»104.
Ἡ ἐξήγηση λοιπόν βρίσκεται στό ὅτι ὁ μάρτυρας ναί μέν στέφθηκε μέ τό
στέφανο τιμῆς γιά τό μαρτύριο του, ὅμως στόν πρότερο βίο του εἶχε πέσει σέ
δύο ἀτοπήματα: α) ἀνυπακοή στό Γέροντά του (ἤ ἐπίσκοπο) μέ συνέπεια ἐπιβολῆς
ἐπιτιμίου καί β) καταφρόνηση ἐπιτιμίου καί φυγή του (μέ συνέπεια νά συλληφθεῖ
ἀπό εἰδωλολάτρες καί νά μαρτυρήσει). Τό μαρτύριο του δέν αἴρει τήν ἰσχύ τῶν
σφαλμάτων του, οὔτε τήν ἰσχύ τῶν νόμων (ἐπιτίμιο). Ἡ ἐπαναφορά στό σωστό

102
πρβλ. πρεσβυτέρου Κ. Παπαδόπουλου, Λειτουργικά Σημειώματα, σ. 5-7, ἀνάτυπον ἐκ τῆς
«Κληρονομίας» τ. 12, τεῦχος Α’, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη
1980.
103
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, 15ης τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Μνήμη
ἀθλήσεως μοναχοῦ τινός καί μάρτυρος καἰ ὠφέλιμος διήγησις περί αὐτοῦ, τ.1, σ.133-134.
Τό ἴδιο ὑλικό ἱστορίας συναντᾶται Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα
ψυχωφελῆ, O. C. 1903, ∆ιήγηση LIV, σ. 79.
104
Ματθ. 16,19.
71

τρόπο ζωῆς (μαρτύριο παρά θυσία στά εἴδωλα) εἶναι σεβαστή καί ἐκτιμητέα,
ὅμως δέν διαγράφει τό παρελθόν: «διὰ τοῦτον ἐπειδὴ μὲν ἐβασανίσθη καὶ
ἀπεκεφαλίσθη διὰ τὸν Χριστὸν, ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον, ἐπειδὴ δὲ
εἶχε δεσμὸν διὰ τοῦτο δὲν συγχωρεῖται νὰ στέκῃ μέσα εἰς τὸ ἅγιον βῆμα ὅταν
τελῆται ἡ θεία λειτουργία. Καὶ ἂν ὁ γέρον ὅστις ἔδεσεν αὐτὸν δὲν τὸν λύσῃ,
ἀπὸ ἄλλον τινὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λυθῇ»105. Ἡ ἰσχύς τοῦ ἐπιτιμίου τοῦ Γέροντα πού
βασίζεται στήν ἀποστολική διαδοχή τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» καί ἡ μή ἐκτέλεσή
του (ἀνυπακοή), εἶναι τό κλειδί τοῦ θέματος. Ὁ Γέρων πού ἔδωσε τό ἐπιτίμιο
(πού δέν ἀποτελεῖ τιμωρία ἀλλά παιδαγωγία) μαθαίνοντας ἀπό τόν
ἀγγελιοφόρο Γέροντα τήν ὑπόθεση, προστρέχει στό λείψανο τοῦ πνευματικοῦ
του παιδιοῦ ἔστω καί ἀνυπάκουου μέ πατρικό ἐνδιαφέρον, τό ἁσπάζεται (δεῖγμα
ἀγάπης) καί τοῦ δίνει συγχώρηση. Ἡ συγχώρηση καί τό ἔλεος εἶναι γιά ἀκόμη
μιά φορά πιό δυνατά. Ἡ τάξη ἐπανέρχεται: «...καὶ λοιπὸν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερον
ἔμενεν ὁ μάρτυς ἀκίνητος μέσα εἰς τὸ ἅγιον βῆμα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ θεία
λειτουργία»106.
Στή διήγηση ἴσως ὑποκρύπτεται καί γενικώτερο πρόβλημα σχέσης ἀνάμεσα
σέ Γέροντα-ὑποτακτικό, ἡγούμενο-μοναχό, ἐπίσκοπο-πρεσβύτερο ἤ διάκονο,
δηλ. σχέσεις πού ἀφοροῦν τή διοίκηση καί ἰσχύ τῶν ἀποφάσεων τῶν
προϊσταμένων ἔναντι τῶν ὑφισταμένων. Ἴσως καί σέ τέτοιου εἴδους διενέξεις
πρέπει ν' ἀναζητηθοῦν τά αἴτια τῆς ὑποχώρησης τοῦ ἀναχωρητισμοῦ καί στή
διαμόρφωση τοῦ κοινοβιακοῦ καταστατικοῦ. Σέ κάθε ὀργανωμένο καθεστώς
ὑπάρχουν τά προβλήματα κι αὐτό ὀφείλεται στήν ἀνθρώπινη προαίρεση. Ὁ
ρόλος τῶν ἱερῶν κανόνων καί διατάξεων ἀποτελεῖ σημεῖο ἱερό καί ἀπαράβατο:
«καὶ ἂν ὁ γέρων ὅστις ἔδεσεν αὐτὸν δὲν τὸν λύσῃ, ἀπὸ ἄλλον τινά δὲν
ἠμπορεῖ νὰ λυθῇ»107. Ὅμως ἐπειδή ἡ ζωή εἶναι ἀπρόβλεπτη καί οἱ ἱεροί
Κανόνες πάντα προνοοῦν, κατ' οἰκονομίαν ἔρχονται νά θέσουν μία παράμετρο
ἐπεκτατική πού θά μπορεῖ νά δίνει τή δυνατότητα ἄρσης τοῦ ἐπιτιμίου καί ἀπό
ἀρχιερέα, ἄν ὁ διδών αὐτό ἔχει ἀποβιώσει: «τοῦτο νοεῖται ἐὰν ὁ γέρων ἦναι
ζωντανός, εἰ δὲ αὐτὸς ἀποθάνῃ, δύναται καὶ ἀρχιερεὺς νὰ λύσῃ τὸν

105
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.134.
106
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.134.
107
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.134.
72

δεσμευθέντα.»108. Αὐτή ἡ περίπτωση ἀκριβῶς ἀντιμετωπίζεται στόν Παῦλο


Μονεμβασίας, Περί τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ δεσμευθέντος ὑπό τοῦ ἐπισκόπου
αὐτοῦ109. Ὁ ἐπίσκοπος πεθαίνει, τό ἐπιτίμιον παραμένει (τοῦ μή πράττειν τά τῶν
ἱερέων) καί ἀπευθύνεται στόν ἀρχιεπίσκοπο πού σάν βάση θέτει: «οὐκ ἐστὶν
ἁρμόδιον ἵνα ἄλλος δεσμῇ καὶ ἄλλος λύῃ». Στή συνέχεια ὅμως λέει: «ὡς
βούλεται Κύριος οἰκονομῆσαι σε, ἔχει τὰ κατά σε» καί ζητώντας τήν συμβολή
ἁγίων πατέρων (μεσιτεία καί σεβασμός ἄποψής τους), μέ προσευχή, ἀγρυπνία
καί νηστεία «ἀνασταίνεται ὁ ἀφορίσας τὸν πρεσβύτερον ἐπίσκοπος» καί λέει:
«ὁ Θεὸς συγχωρήσῃ σοι» (ὁ Θεός εἶναι τελικά αὐτός πού ἐλεεῖ). Τελικά οἱ
διηγήσεις αὐτές σκιαγραφοῦν τήν ἴδια τή ζωή μέ τά καθημερινά της
προβλήματα καί ἀποτελοῦν τήν ἐφαρμογή καί συγχρόνως ἑρμηνεία καί
κατανόηση τῶν ὀργανωτικῶν διατάξεων πού ἐπικρατοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή.
Ἀποσαφηνίζουν τό νόημα τους καί συγχρόνως τό λόγο τόν κάνουν πράξη110.
Ἀξιοπρόσεκτο αὐτῆς τῆς διήγησης εἶναι μία προσθήκη στό ὑλικό τοῦ
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., πού
προφανῶς ἀποτελεῖ μᾶλλον προσθήκη τοῦ συγγραφέα καί ὄχι τοῦ ἀρχικοῦ
ὑλικοῦ: «Εἰ μὲν οὖν ἅγιοι ἄγγελοι κατὰ τὸν λόγον τοῦ μάρτυρος οὐ δύνανται
λῦσαι τὰ ὑπὸ τῶν ἱερέων δεσμούμενα, τὶ εἴπω; ὁρῶ νῦν ἄνδρας λαϊκοὺς
ἁμαρτίαις βεβυθισμένους, ἀκυροῦντας τὰ ἱερά, καὶ δεσπότας πάσης ἱερωσύνης
καταστήσαντας ἑαυτοὺς, οὔτε κατ' ἐπιτροπὴν θεοῦ, οὔτε βασιλέως, οὔτε
συνόδου, οὔτε κανόνων, εἰς τοῦτο ἐλθόντας»111. Προφανῶς ἀναφέρεται σέ
κακῶς κείμενα τόσο πολιτικῆς ὅσο καί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως πολύ
μετέπειτα ἐποχῆς, καθώς κατά τόν 3ο αἰώνα ὅλοι αὐτοί οἱ θεσμοί πού
ἀναφέρονται ἦταν στά σπάργανα112.

108
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.134.
109
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ. 58-61.
110
Α. Ἀλεβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἰ Ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἐν Ἀθήναις 19492, γιά τό
ἐπιτίμιο βλ. παρ. 158, 159, 162, 163, 195, 422, 465, 478, 479 καί γιά τόν ἀφορισμό
παρ. 122, 139, 141,143, 501, 511, 520.
111
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.81
112
Πρβλ. Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903,
διήγηση LVΙΙ, σ. 84, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια διήγηση μέ τό Λειμωνάριον, κεφ.192, σ. 216-
218 καί ἀναφέρεται στή παρακοή μοναχοῦ πρός τήν ἐντολή τοῦ πάπα Ρώμης Γρηγορίου γιά
ἀκτημοσύνη καί τιμωρία του μέ ἀφορισμό καί στή συνέχεια ὁ μοναχός πεθαίνει χωρίς νά
ἀρθεῖ ὁ ἀφορισμός· ὅταν τό μαθαίνει ὁ πάπας τό γεγονός «λύει» αὐτόν, ὡς εὐχή γραμμένη
σέ «πιττακίῳ» (σ.85) καί τό δίνει στόν ἀρχιδιάκονο νά τό βάλει πάνω στόν τάφο τοῦ
73

Ἡ θεοπνευστία τοῦ καταστατικοῦ τοῦ κοινοβίου πού δόθηκε στόν Παχώμιο, -


καί περιγράφεται στήν πιό κάτω διήγηση-, ὑποδηλώνει καί τό ὁμαλό πέρασμα
τοῦ ἀναχωρητισμοῦ στό κοινόβιο: «Καθεζομένῳ οὖν αὐτῷ ἐν τῷ σπηλαίῳ ὤφθη
ἄγγελος καὶ λέγει αὐτῷ 'τὰ κατὰ σαυτὸν κατώρθωσας· περιττῶς οὖν καθέζῃ ἐν
τῷ σπηλαίῳ. δεῦρο καὶ ἐξελθὼν συνάγαγε πάντας τοὺς νέους μοναχοὺς καὶ
οἴκησον μετ' αὐτῶν καὶ κατὰ τὸ τύπον ὃν δίδωμί σοι οὕτως αὐτοῖς
νομοθέτησον' καὶ ἐπέδωκεν αὐτῷ δέλτον χαλκῆν ἐν ᾗ ἐγέγραπτο ταῦτα.»113.
Τόν μονόλογο τοῦ ἀγγέλου πού ὑπαγορεύει τίς ἐντολές ἔρχεται νά διακόψει ὁ
ἀντίλογος τοῦ Παχωμίου: «Προσαντιλεγέντος δὲ τοῦ Παχωμίου τῷ ἀγγέλῳ ὅτι
ὀλίγαι εἰσὶν αἱ εὐχαί, λέγει αὐτῷ ὁ ἄγγελος...»114 καί ἀποδεικνύει τή
συνεργασία θείου καί ἀνθρώπινου παράγοντα στή δημιουργία τοῦ καταστατικοῦ.
Γίνεται σαφής τόσο ἡ λειτουργία τοῦ κοινοβίου ὅσο καί οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν
μοναχῶν, μεταξύ μοναχῶν καί ἡγουμένου, μεταξύ ἀνδρῶν καί γυναικῶν πού
φέρουν τό μοναχικό σχῆμα: «Τούτοις (ἀνδρῶν) ἔστι καὶ μοναστήριον γυναικῶν
ὡς τετρακοσίων τὴν αὐτὴν ἔχον διατύπωσιν, τὴν αὐτὴν πολιτείαν, ἐκτὸς τῆς
μηλωτῆς. καὶ οἱ μὲν γυναῖκες πέραν τοῦ ποταμοῦ, οἱ δὲ ἄνδρες ἀντιπέρα. Ὅταν
οὖν τελευτήσῃ παρθένος ἐνταφιάσασαι αὐτὴν οἱ παρθένοι φέρουσι καὶ τιθέασι
παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ. περάσαντες δὲ καὶ ἀδελφοὶ μετὰ πορθμείου μετὰ
βαΐων καὶ κλάδων ἐλαιῶν, μετὰ ψαλμωδίας φέρουσιν αὐτὴν εἰς τὸ πέραν,
θάπτοντες εἰς τὰ ἴδια μνήματα. Παρεκτὸς μέντοι τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ
διακόνου οὐδεὶς περᾷ εἰς τὸ μαναστήριον τῶν γυναικῶν, καὶ τοῦτο κατὰ
κυριακήν»115.

νεκροῦ: «Λέλυται τοῦ ἀφορισμοῦ ὁ τελευτήσας ἀδελφός». Καί τή νύχτα παρουσιάζεται σέ


ὅραμα στόν ἡγούμενο ὁ ἀποθανών λέγοντας: «ὄντως πάτερ εἰς τήν φυλακήν ἥμην καί ἕως
τῆς χθές τίς δέ τῆς ὥρας οὐκ ἀπελύθην ἐξ αὐτῇ.... Ἐγνώσθη οὖν πάσιν ὅτι ἐν οἵᾳ ὥρᾳ
ἀρχιδιάκων τήν εὐχήν εἶπεν ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐλύθη καί τοῦ
ἀφορισμοῦ..».
113
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ὁ Παχώμιος καί οἱ Ταβεννησιῶται, τ.1, σ.170· πρβλ.
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἐν τῷ βίῳ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου
τοῦ νέου ἐπί τῶν Εἰκονομάχων, τ. 1, σ. 478-480, ὅπου ὁ Γέροντας ἀναχωρητής προσχωρεῖ
στό κοινόβιο ὔστερα ἀπό ἀνάγνωση χωρίου τῆς Κλίμακος στό λόγο περί ὑπακοῆς: «ὅς τις
καθ' ἡσυχίαν καθήμενος ἐπέγνω τήν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καί μετελθών πέπρακεν ἑαυτόν
ὑπακοῇ, οὗτος τυφλός ὤν, ἀκόπως πρός Χριστόν ἀνέβλεψε»·
114
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ὁ Παχώμιος καί οἱ Ταβεννησιῶται, τ.1, σ.174.
115
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Τό μοναστήριον τῶν γυναικῶν, τ.1, σ.178.
74

Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὑποβιβασμό τῆς ἀξίας τοῦ ἀναχωρητισμοῦ καί
ἐπισημαίνεται ἀπό τίς διηγήσεις: Κοινοβιάρχης ρωτάει τόν πάπα Ἀλεξανδρείας
Κύριλλο: «...τὶς μείζων ἐν πολιτείᾳ, ἡμεῖς οἱ ἔχοντες ἀδελφούς ὑφ' ἑαυτοὺς καὶ
διαφόρως ἕκαστον χειραγωγοῦντες εἰς σωτηρίαν ἢ οἱ ἐν ἐρήμῳ ἑαυτοὺς
μόνους σώζοντες; Ἀπεκρίθη ὁ Πάπας· ἀνὰ μέσον Ἠλία καὶ Μωϋσέως οὐκ ἔστι
διακρῖναι, ἀμφότεροι γὰρ εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ»116. Ὁ Ἠλίας ἀντιπροσωπεύει
τόν τύπο τοῦ ἀναχωρητῆ καί ὁ Μωϋσῆς αὐτόν πού χειραγωγεῖ ψυχές.
Σέ ἱστορία δύο φίλων πού ἀποφάσισαν νά γίνουν μοναχοί διαλέγοντας ὁ
ἕνας τόν ἀναχωρητικό τρόπο καί ὁ ἄλλος τόν κοινοβιακό, ὁ ἐπιλέξας τό
κοινόβιο παρεκάλει τό Θεό νά τοῦ ὑποδείξει γιατί ὁ ἀναχωρητής θαυματουργεῖ
ἐνῶ αὐτός δέν ἀξιώθηκε τοῦ ἐλαχίστου ἀξιώματος. Καί τότε: «...ὤφθη αὐτῷ
Ἄγγελος Κυρίου λέγων, ὅτι ἐκεῖνος τῷ Θεῷ καθέζεται στενάζων καὶ κλαίων
ἡμέρας καὶ νυκτός, πεινῶν καὶ διψῶν διὰ τὸν Κύριον· σὺ δὲ πολλὰ μεριμνῶν
ἔχεις τὴν τῶν πολλῶν συντυχίαν, καὶ ἀρκεῖ σοι ἡ παράκλησις τῶν
ἀνθρώπων»117.
Οἱ τόποι προσκυνήματος καθαγιάζονται ἀπό τά ἴδια τά ἱερά λείψανα πού
ἀποκαλύπτονται μέ τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος. Τό ὄνειρο –διηγηματικό
ὑλικό- ὑποδεικνύει καί καθοδηγεῖ σ’ αὐτούς: ὁ ἀββᾶς Γεώργιος, ὁ
ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου διηγεῖται ὅτι ὅταν ἦταν νά
οἰκοδομήσουν τό ναό τοῦ ἁγίου Κήρυκα στή Φασιλαΐδα καί ἔσκαβαν τά
θεμέλια, τοῦ ἐμφανίζεται στόν ὕπνο του ἕνας μοναχός νά τοῦ λέει: «πὲς κύριε
ἀββᾶ Γεώργιε τόσο εὔκολα ἀποφάσισες μετὰ τόσους κόπους καὶ τόση ἄσκηση
νὰ μὲ ἀφήσεις ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ ποὺ κτίζεις;»· καί ὅταν τόν ρώτησε ὁ ἀββᾶς
ποιός εἶναι, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Πέτρος ὁ βοσκὸς τοῦ ἁγίου
Ἰορδάνη». Ὁ ἀββᾶς Γεώργιος τότε μεγάλωσε τήν περίμετρο τοῦ ναοῦ καί
καθώς ἔσκαβε βρίσκει τό σῶμα του θαμμένο, ὅπως τό εἶδε στόν ὕπνο του. Κι
ὅταν οἰκοδόμησε τήν ἐκκλησία, ἔκανε ὡραιότατο μνημεῖο στό δεξιό περίστοο.
Κι ἐκεῖ τόν ἔθαψε118. Ὑπάρχει περίπτωση ὁ ναός τοῦ ἱερομάρτυρα (περίπτωση
Ἰουλιανοῦ) νά εἶναι φθαρμένος καί νά χρειάζεται ἐπισκευή καί μέσῳ ὁράματος

116
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 99.
117
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 37, σ.100.
118
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 92, σ.103.
75

νά ὑποδεικνύεται (στόν πατριάρχη Εὐλόγιο) ἡ ἀνακαίνησή του: «...καὶ ἀνέγειρε τὸ


ναό του ἀφοῦ τὸν ξανάκτισε ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ τὸν λάμπρυνε μὲ κάθε λογῆς
στολίδι»119. Εἶναι τά «σημεῖα» (ἱερά προσκυνήματα, θαυματουργές εἰκόνες καί
ἱερά λέιψανα, ἁγιάσματα, μοναστήρια, ἡσυχαστήρια, πρόσωπα πού ἡ φήμη τους
ἔχει ξεπεράσει τήν τοπική ἐμβέλεια) ἐκεῖνα πού ἐντάσσονται σέ μία πνευματική
γεωγραφία, τά ὁποῖα ὅταν ἑνωθοῦν μεταξύ τους χαρτογραφοῦν ὁδοιπορικά
προσκυνηματικοῦ τουρισμοῦ. Ὁ γεωγραφικός τόπος βλέπεται μέ «ἄλλα μάτια»,
μέ πνευματικές αἰσθήσεις καί γινώσκει «αὐτά πού ἀναγινώσκει» μέσα στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις120.
Τελευταῖο κριτήριο ἐπιλογῆς ὑλικοῦ εἶναι τό κοινωνικό. Ὑπάρχουν
διηγήσεις περιγραφικές τοῦ τρόπου ζωῆς πρώην κοσμικῶν πού θέλουν νά
ἀκολουθήσουν τό μοναχικό σχῆμα καί παρ' ὅτι κανείς δέν πιστεύει ὅτι θά τά
καταφέρουν121, αὐτοί ἐπιτυγχάνουν τό στόχο τους καί ἀποτελοῦν παράδειγμα
πρός μίμηση, καθώς καί τ' ἀπίθανα μποροῦν νά γίνουν πιθανά κατ' οἰκονομία
Θεοῦ ἀλλά καί μέ προσωπική πίστη καί ἀγώνα. Ὑπάρχουν διηγήσεις μοναχῶν
πού ἐγκατέλειψαν τό σχῆμα γιά τόν κοσμικό βίο, ἀλλά μήν ἀντέχοντας τίς
φροντίδες καί κόπους τοῦ κόσμου ἐπιστρέφουν σ' αὐτό122. Ἄλλες πάλι
ἀναφέρονται σέ Γέροντες πού στήν πρότερη κοσμική τους ζωή ἦταν ἄνθρωποι
μέ ἀξιώματα καί πλοῦτο123. Ὑπάρχουν περιπτώσεις μοναχῶν πού στόν πρότερο
βίο τους ἦταν ληστές: ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς ὁ Αἰθίωψ, ὁ ἀπό ληστῶν,124 ἦταν
μαῦρος, γι' αὐτό καί τό προσωνύμιο Αἰθίωψ, καί πρίν γίνει μοναχός ἦταν
δοῦλος, κλέφτης, κακότροπος καί ὅταν τό ἀφεντικό του τόν ἔδιωξε, αὐτός
ἔγινε ἀρχηγός συμμορίας ληστῶν καί φονιᾶς· ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος πάλι πρίν
γίνει μοναχός: «...οὗτος ἀρχιληστὴς πρῶτον καὶ νεκρόταφος Ἑλλήνων ὑπάρχων
καὶ διαβόητος ἐπὶ κακίᾳ γενόμενος»125. Ἀλλά καί πόρνες μεταστρέφονται καί

119
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ 146, σ.160.
120
Α. Σταυρόπουλου, Φάκελος Μαθήματος Ποιμαντικῆς (Γυμνάσματα ποιμαντικά), Ἀθήνα 2001,
σ.129-138.
121
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Μακαρίου Αἰγυπτίου, λγ’, σ.69.
122
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Παφνουτίου, γ’, σ.105.
123
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἀρσενίου, λς’, σ.10 καί Ρωμαίου σ.108
ὅπου τό θέμα εἶναι τό ἴδιο ἁπλῶς ἡ περιγραφή τοῦ ὑλικοῦ τροποποιεῖται.
124
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ. 1, σ. 122 καί Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων
Γερόντων, σ. 71-74.
125
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
76

γίνονται μοναχές μετά ἀπό συνεχή καί ἐπίπονο ἀγώνα ἀββάδων126. Τό


ἀσκητικό ἰδεῶδες δέν γνωρίζει στεγανά· δέν κάνει κανενός εἴδους διακρίσεις.
Ἡ θέση τῆς γυναίκας σεβαστή καί ὁ ρόλος της ἐνεργός τόσο στά πλαίσια
τῆς κοινωνικῆς διακονίας ὅσο καί στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ παιδαγωγίας στά
πρόσωπα τῶν ἀμμάδων. Οἱ ἀρετές τους σκιαγραφοῦν τό μεγαλεῖο τους.
Πληθώρα διηγήσεων ὁμολογοῦν τό ἔργο τους127: κοινωνική διακονία,
ἐκχριστιανισμός συγγενικῶν ἀτόμων, προσωπικό τους βίος πού τίς κάνει νά
θεωροῦνται «πρότυπα» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ ἱστορίες πού παραθέτονται
παρατακτικά τῶν Σιλβανία, Ὀλυμπιάδος, Κανδίδας καί Γελασίας ἀποδεικνύουν
ὅτι αὐτές οἱ γυναῖκες πού ἀποτελοῦν φωτεινά παραδείγματα ἦταν ἀπό καλές
οἰκογένειες, πλούσιες καί μορφωμένες128. Ἡ Μελανία ἡ νέα, πού εἶναι ἐγγονή
τῆς ἁγίας Μελανίας: "εἰς ἐφημερίαν ἑαυτὴν τάξασα τῶν ἑαυτῆς δουλίδων ἃς
καὶ συνασκητρίας εἰργάσατο"129. Στή διήγηση Περί Ἀμμᾶ Ταλίδος καί Ταώρ130
ἀναφέρεται: Ἡ Ταώρ ἦταν τριάντα χρόνια κλεισμένη στό μοναστήρι, ποτέ της
δέν θέλησε καινούριο ἱμάτιον, ἤ κάλυμμα κεφαλῆς, ἤ παπούτσια λέγοντας: «οὐ
χρείαν ἔχω, ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν» καί πράγματι ἐνῶ οἱ ἄλλες
πηγαίνουν κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία νά κοινωνήσουν αὐτή παραμένει στό
μοναστήρι μέ τά κουρέλια «ἀδιαλείπτως ἐν τῷ ἔργῳ καθεζομένη».
Στίς ἱστορίες Περί παρθένου τῆς ὑποδεξαμένης τόν μακάριον Ἀθανάσιον
καί Περί Ἰουλιανῆς131 ἀναφέρονται δύο ἱστορίες ἀπόκρυψης: τοῦ Μ. Ἀθανασίου
στήν πρώτη ὅταν τόν καταδίωκαν οἱ ἀρειανοί καί στή δεύτερη ἡ ἀπόκρυψη τοῦ
Ὠριγένη ὅταν τόν καταδίωκαν οἱ εἰδωλολάτρες. Τό σκεπτικό αὐτῶν τῶν
διηγήσεων ὅπως λέει ὁ συγγραφέας Παλλάδιος εἶναι: «Οὐ παρέργως δὲ
τέθεικα καὶ τὰς ἀρετὰς τούτων τῶν γυναικῶν ἵνα μάθωμεν ὅτι πολυτρόπως
ἔνεστι κερδαίνειν ἐὰν ἐθέλωμεν» 132.

126
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σεραπίωνος, α’, σ. 117-118, Τιμοθέου
σ.122· Εὐεργετινοῦ, τ.1, σ. 31.
127
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σάρρας σ.119-120, Συγκλητικῆς, σ.
120-122· Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί τῆς ἁγίας Μελανίας τ.2, σελ. 35-39.
128
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.39-45.
129
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.54.
130
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.48.
131
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, 56-61.
132
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.60.
77

Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις δέν μένουν ἀδιάφορες μπροστά σέ καθημερινά


προβλήματα ζωῆς, πού μπορεῖ ἀρχικά νά φαίνεται ὅτι δέν ἔχουν ἄμεση σχέση
μέ τό θρησκευτικό τους περιεχόμενο. Ὅμως καί πάλι πρέπει νά κρίνονται αὐτές
οἱ «παρενθέσεις» μέ ἐνδοβυζαντινά κριτήρια, δηλ. ὁ βυζαντινός πολίτης εἶχε
πλήρη συνείδηση ὅτι εἶναι χριστιανός καί ἀνήκει στήν οἰκουμενική αὐτοκρατο-
ρία, στήν ὁποία ἡ κεφαλή (αὐτοκράτορας) καί τό σῶμα (λαός) εἶναι οἱ ἐκλεκτοί
τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ θρησκευτική του ταυτότητα ἐπηρέαζε ὄχι μόνο τόν
κοινωνικό ἀλλά καί τόν ἰδιωτικό βίο του. Ἔτσι ἐπιλεκτικά ἀναφέρονται:
α) ∆ύο διηγήσεις ἀσχολοῦνται μέ τό ἴδιο θέμα, τήν τυμβωρυχία, πού
μᾶλλον φαίνεται νά ἦταν κοινωνικό πρόβλημα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλάζει μόνο τό
φύλο τῶν νεκρῶν ἡρώων καί ἡ ἐξέλιξη τῆς διήγησης πού στή μιά περίπτωση
δέν δόθηκε δυνατότητα μετάνοιας καί ὁ τυμβωρύχος ἔλαβε τήν τιμωρία του
ἀπό τόν ἴδιο τό νεκρό (τύφλωση), ἐνῶ στήν ἄλλη παραλλαγή τῆς ἱστορίας
δόθηκε δυνατότητα μετάνοιας καί συγχώρεσης133.
β) Ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας εἶναι ἱερός καί κλονίζεται ἀπό τήν εἰσβολή
τοῦ τρίτου προσώπου (συμβουλευτική γάμου): «∆ιηγήσατο τις, ὅτι Μαγιστριανὸς
τις πράκτωρ, νεώτερος, καλὸς τῷ εἴδει, εἶχε τινὰ φίλον τῶν λαμπρῶν ἔχοντα
γυναῖκα νεωτέραν, ὃς καὶ συνεχῶς τὸν Μαγιστριανὸν εἰς τὸν ἴδιον οἶκον
ἐκάλει, καὶ συνέσθιε μετὰ τῆς γυναικός αὐτοῦ ἀγάπῃ φερόμενος. Ἡ οὖν
γυναίκα ἔλαβε λογισμοὺς εἰς τὸν Μαγιστριανὸν, ἀγνοοῦντος ἐκείνου, καὶ
κατακυριευθεῖσα ὑπ' αὐτῶν ἠσθένει καὶ κατάκειτο. Εἰσκαλῶν οὖν ἰατροὺς ὁ ἀνήρ
αὐτῆς, ἐμάνθανε παρ' αὐτῶν ὡς οὐδὲν πάθος ἔχει σωματικόν, εἰ μή τι γε
ψυχικόν· παρακαλῶν οὖν ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καὶ παντὶ τρόπῳ βιαζόμενος μαθεῖν τὴν
αἰτίαν τῆς νόσου, μόλις ἔπεισεν αὐτὴν φανερῷσαι αὐτῷ τὴν ἀλήθειαν εἰποῦσαν·
οἶδα κύρι, ὅτι εἴτε ἀπὸ ἀγάπης εἴτε ἁπλότητι φερόμενος φέρεις ὧδε πρόσωπα
νεώτερα, καὶ ἐγὼ ὡς γυνή, ἔπαθον εἰς τὸν Μαγιστριανόν. Ἀκούσας δὲ ὁ ἀνὴρ
αὐτῆς ἡσύχασεν. Ὣς δὲ μεθ' ἡμέρας ἦλθεν ὁ Μαγιστριανὸς κατὰ τὰ σύνηθες,
ἐξεῖπεν αὐτῷ τὸ πρᾶγμα ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ὁ δὲ ἀκούσας οὐ μόνον οὐκ ἔλαβε
λογισμὸ εἰς αὐτὴν, ἀλλὰ καὶ πάνυ ἐλυπήθη ἀγάπη φερόμενος, καὶ φησὶ πρὸς
τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός· μηδὲν λυπηθῆς, κύριέ μου, καὶ ἔχει ὁ Θεὸς βοηθῆσαι.

133
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 77, σ.83-85 καί κεφ.78, σ. 85-88· βλ. Α. Ἀλεβιζάτου, Οἱ
Ἱεροί Κανόνες καί οἰ Ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἐν Ἀθήναις 19492, παρ. 422, 423.
78

Ἀπελθὼν οὖν ἐξύρισε τὴν ἑαυτοῦ κεφαλήν, καὶ τὴν ὄψιν ἄχρι τῶν ὀφρυδίων
καὶ ἐπῆρεν ὅλην ἐκείνην τὴν ὡραιότητα, καὶ περιβαλλόμενος φακιόλιον
ἀνέρχεται πρὸς τὴν γυναῖκα καὶ εὑρίσκει αὐτὴν ἀνακειμένην καὶ τὸν ἄνδρα
αὐτῆς παρακαθήμενον αὐτῇ· καὶ ἀποκαλύψας δείκνυσιν αὐτοῖς τὴν κεφαλὴν καὶ
τὸ πρόσωπον, καὶ εἶπεν· οὕτως ἐποιήσέ μοι ὁ Κύριος. Ἐκείνη δέ, ὡς εἶδεν αὐτὸν
ἐκ τοιαύτης μορφῆς εἰς τοιαύτην ἀμορφίαν ἐθαύμασε· καὶ τοῦ Θεοῦ συνεργοῦ-
ντος διὰ τὴν ἀγαθὴν τοῦ Μαγιστριανοῦ προαίρεσιν, ἤρθη ἀπ' αὐτῆς ὁ πόλεμος
καὶ εὐθέως ἀνέστη μηκέτι ὑπό τῶν λογισμῶν ἐκείνων ὀχληθεῖσα· ὁ δὲ
Μαγιστριανὸς συνταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθε καὶ οὐκέτι προσέθετο ἐλθεῖν πρὸς
αὐτούς.»134. Ἡ εἰλικρίνεια συζύγων καί ἡ ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση προβλήματος,
ἡ ψύχραιμη ἀντιμετώπιση χωρίς ἐντάσεις ἐκ μέρους τοῦ συζύγου καί ὁ
διάλογος μέ τήν αἰτία τοῦ προβλήματος, δηλ. τό «τρίτο πρόσωπο», ἡ ἀγαθή
προαίρεση τοῦ ἀντιζήλου, ἡ πίστη στήν ἀπό Θεοῦ βοήθεια καί ἡ λύση τῆς
ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀντιζήλου γιά τή σωτηρία τοῦ γάμου, ἴσως θ' ἀποτελοῦσε
βιβλιογραφικό ὑλικό γιά κάθε σύγχρονο σύμβουλο γάμου...135.
Στή διήγηση Μάγνα Ἀγκύρας136, διαπιστώνεται μιά ἄλλη διάσταση τοῦ
γάμου, ὁ λευκός (χάριν παρθενίας): «Βίᾳ γάρ συναφθεῖσα παρὰ τῆς ἰδίας
μητρός ἀνδρί, δελεάσασα τοῦτον καὶ ὑπερθεμένη, ὥς φασιν οἱ πολλοί,
μεμένηκεν ἄψαυστος». Ὁ Ἀμμοῦν ὁ Νιτριώτης πάλι137, νυμφεύεται ὕστερα ἀπό
ἐπιμονή τοῦ θείου του καί τή πρώτη νύχτα τοῦ γάμου του πείθει τή γυναίκα του
(ἔχοντας τήν Ἁγία Γραφή στά χέρια) νά συνεχίσουν τή παρθενική ζωή, ζώντας
ἀρχικά μαζί σάν μοναχοί στό ἴδιο σπίτι (γιά δεκαοκτώ χρόνια) καί στή συνέχεια
χωριστά κατά τή θέληση τῆς συζύγου του.
Τό ποικιλότροπον τῆς θεματολογίας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων
ὁριοθετοῦν τό χαρακτήρα τους. Παρουσιάζονται ὡς συλλογιστικές
ἀναπαραστάσεις πού ἐκφράζουν τίς παραδοσιακές νοοτροπίες ἀλλά καί ὡς
ἀτομικές μαρτυρίες γιά τή ζωή ἑνός ἀνθρώπου. Ἀποτελοῦν πολιτισμικά

134
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 25-29, σ.473.
135
πρβλ. Th. Bovet, Ὁ Γάμος. Μτφρ. Τ. Γ. Ζαννῆ, ἐκδ. Ἡ Ἔλαφος, Ἀθῆναι 1968· Α.
Σταυρόπουλου, Ποιμαντική προετοιμασία τῶν μελλονύμφων, Ἀθῆναι 1971.
136
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 66.
137
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 64-69. Πρβλ. π. Κ. Παπαδόπουλου, εἰσήγηση του στό
Συνέδριο Ἡ συνάντηση τῶν φύλων, Κολυμπάρι Χανίων 14-18 Ἰουλίου 1988, μέ τίτλο Ἡ
ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος στο παρελθόν, σ.26-27.
79

φαινόμενα πού συνδυάζουν τήν κίνηση καί τήν ἀκινησία καί ἐπιτρέπουν τή
μελέτη τοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἱστορίας138. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἔρευνας εἶναι νά
περιγράψει τίς ἐπιλογές ἐκεῖνες πού συμβάλλουν στήν διατήρηση τῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων μέχρι σήμερα καί τίς θεματικές καί ἰδεολογικές
προσαρμογές τους στίς ἑκάστοτε κοινωνίες πού τίς διαχειρίζονται. Αὐτό βέβαια
πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι ὅτι ἡ μελέτη μας δέν φιλοδοξεῖ στήν κατάληξη
τελικῶν συμπερασμάτων γιά τό ρόλο τους στίς ἑκάστοτε κοινότητες, ἀλλά στή
διατύπωση κάποιων ἐπί μέρους ὑποθέσεων. Ἴσως ἕνα ἑπόμενο βῆμα ἔρευνας
ἀποτελεῖ ἡ σχέση καί ἐξάρτηση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων μέ ἀνάλογα
δείγματα ἄλλων θρησκειῶν.

3. Τό ἀφηγηματικό γεγονός τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.

α'. Ὁ συγγραφέας.

Ἡ ἀρχική διευκρίνηση πού πρέπει νά γίνει στήν ἔρευνα εἶναι ὅτι ἀντικείμενό
της ἀποτελεῖ ὁ «χαρακτήρας» τοῦ βιβλικοῦ συγγραφέα139 καί εἰδικότερα ὅπως
ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις. Ὁ βιβλικός συγγραφέας δέν
εἶναι οὐδέτερος καί φέρει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις εἶναι μία ἀνταλλαγή ἀνάμεσα στίς πράξεις τῆς
θεϊκῆς παντοδυναμίας καί στήν διήγηση τῶν πράξεων αὐτῶν. Ὁ βιβλικός
συγγραφέας ἔχει ἀνάγκη τόν Θεό, διότι δέν μπορεῖ νά τόν «διηγηθεῖ» παρά
μόνο ἄν Αὐτός τοῦ δώσει ἐξουσία γραφῆς (θεοπνευστία), πού τοῦ εἶναι
ἀπαραίτητη. Εἶναι τό προϊόν μιᾶς ἐφαρμογῆς τῆς δύναμης τῆς Θεοῦ πάνω σέ
μία γραφή. Ἀλλά καί ἡ Θεία δύναμη δέν μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἀπόλυτη
ὁλοκλήρωσή της ἄν δέν τήν διηγηθεῖ ὁ συγγραφέας140. Ὁ συγγραφέας τῆς
Historia Monachorum in Aegypto ἀναφέρει: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ θέλων

138
Μ. Μερακλῆ, Ἡ ἱστορικότητα τῶν λαογραφικῶν φαινομένων, περ. Λαογραφικά Ζητήματα,
ἐκδ. Μπούρα, Ἀθήνα 1989, σ. 15-25.
139
Ὁ προσδιορισμός βιβλικός συγγραφέας καί πιό κάτω στήν ἔρευνά μας βιβλικός ἀφηγητής,
δέν πρέπει νά ληφθεῖ μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου ἀλλά μέ τήν εὐρεία του. Οἱ συγγραφεῖς
καί ἀφηγητές τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων διαχειρίζονται καί οἰκειοποιοῦνται ὑλικό
συγγενές καί ἄμεσα ἐξαρτώμενο ἀπό τόν χῶρο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί Ἱερᾶς Παράδοσης,
ἀποδίδοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο στίς διηγήσεις τους τή δυναμική καί τήν αὐθεντική
μαρτυρία τῆς συνέχειας τῆς χριστιανικῆς παράδοσης.
140
Πρβλ. G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, μτφρ. Ἕλενα
Θεοδωροπούλου, Ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1987, σ.91-104 (Ἡ διήγηση εἶναι μία παγίδα).
80

πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, ὁ καὶ ἡμᾶς
καθοδηγήσας ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ δείξας ἡμῖν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ
μνήμης καὶ γραφῆς ἄξια ... πρῶτον μὲν ποιήσομεν τὴν γραφὴν ταύτην ἐκ τῆς τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίας, καὶ ὅτι κατὰ τὴν αὐτοῦ διδασκαλίαν οἱ
ἐν Αἰγύπτῳ μοναχοὶ ἄγουσι τὴν ἑαυτῶν πολιτείαν.»141. Ὁ Παλλάδιος πάλι
ὁμολογεῖ: «... τῇ προνοία πρῶτον ἀνατεθεικὼς τὸ γενναῖον ἐπίταγμα καὶ πολλῇ
προσεχείᾳ χρησάμενος τῇ τῶν ἁγίων πατέρων πρεσβείᾳ πτερούμενος, ἐνέβην
εἰς τοὺς ἀγῶνας τοῦ σκάμματος, καὶ ὡς ἐν ἐπιτομῇ τῶν γενναίων ἀθλητῶν καὶ
μεγάλων ἀνδρῶν τὰ ἔπακρα μόνον ἆθλα τε καὶ σημεῖα ἀναγραψάμενος οὐ
μόνον ἀνδρῶν ἀοιδίμων κατορθωκότων πολιτείαν ἀρίστην ἀλλὰ καὶ γυναικῶν
μακαρίων καὶ εὐσχημόνων ἄκραν πολιτείαν ἐξασκησασῶν»142· καί πιό κάτω: «...
διότι δὲν εἶναι χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι ἐκινήθη ἡ διάνοιά σου
(Λαῦσε) νὰ μὲ διατάξῃ νὰ συγγράψω τὸ βιβλίον αὐτὸ καὶ νὰ παραδώσω
γραπτῶς τούς βίους τῶν ἁγίων αὐτῶν»143· στοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ
ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ, ὁ συγγραφέας τονίζει: «Παρώτρυνέ με ὁ τῆς
ἐκκλησίας πόθος καὶ ἡ τοῦ καλὸς ποιμένος στοργὴ τῇ συρίγγι καὶ τῷ καλάμῳ
ἄδοντος καὶ ἡδύβρωτον ποιοῦντος τὴν χλόην τῷ ποιμνίῳ ... καὶ μαρτυρεῖ τοῦτο
πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος ὠφέλιμος ὑπάρχουσα, ἐξ ὧν τυγχάνουσι καὶ οἱ
παρακείμεναι διηγήσεις, ὧν ἡ ἀκρόασις ὄντως ζωὴ αἰώνιος ἐστιν.»144.
Οἱ βιβλικοί συγγραφεῖς γνωρίζουν τό φορτίο τῶν εὐθυνῶν τους γι' αὐτό
ἐξαρχῆς δηλώνουν τούς φόβους τους: «Ἐγὼ τοίνυν ὁ καὶ τῇ γλώττῃ ἀπαίδευτος
καὶ πνευματικῆς γνώσεως ἀκροθιγῶς πως γευσάμενος καὶ τοῦ καταλόγου τῶν
ἁγίων πατέρων πνευματικοῦ βίου ἀνάξιος, δεδοικὼς τὸ ὑπὲρ ἐμὲ ἄμετρον τῆς
ἐπιταγῆς μέγεθος ... ἀναλογισάμενος δὲ καὶ τὴν τῶν ἐντυγχανόντων
ὠφέλειαν, δεδιὼς δὲ καὶ τὸ ἐν τῇ εὐλόγῳ παρακοῇ κίνδυνον...»145· ἐπίσης
ἐκφράζουν τήν ἀναξιότητά τους: «κἀγὼ μὲν ἀνάξιος ὢν τῆς τοιαύτης

141
Historia Monachorum in Aegypto, σ.5, 7.
142
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.22.
143
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.78.
144
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.61.
145
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.22.
81

ὑφηγήσεως κατάρξασθαι διὰ τὸ μὴ ἱκανὸν εἶναι τοὺς μικρούς τῶν μεγάλων


ἐφάπτεσθαι ὑποθέσεων...»146.
Ὁ συγγραφέας εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά ἐπιβάλλει σέ πολύ μεγαλύτερο
συνειδητό ἔλεγχο τήν ἀσυνείδητη ἔμπνευση ἀπ' ὅτι ὁ προφορικός ἀφηγητής.
Ἀνακαλύπτει ὅτι μπορεῖ νά ἐπανεξετάσει, ν' ἀναθεωρήσει καί νά χειριστεῖ μέ
ἄλλους τρόπους τίς λέξεις πού τελικά ἔγραψε προτοῦ τελικά τίς ἐλευθερώσει.
Κάτω ἀπό τά μάτια τοῦ συγγραφέα τό κείμενο ξεδιπλώνει ἀρχή, μέση, τέλος κι
ἔτσι ὁ συγγραφέας ἐνθαρρύνεται νά θεωρεῖ τό ἔργο του αὐτόνομη διακριτή
μονάδα πού ὁρίζεται ἀπό τό κλείσιμό του.
Ὁ I.A. Richards διακρίνει τέσσερις ὄψεις στό νόημα: τήν ἔννοια, δηλ. τό
περιεχόμενο ἑνός κειμένου· τό συναίσθημα, δηλ. τή συγκινησιακή χροιά τοῦ
πομποῦ· τήν πρόθεση, δηλ. τό σκοπό πού ὑπηρετεῖται μέ τό κείμενο· τόν τόνο,
δηλ. ἡ ἰδιαίτερη χροιά τῆς φωνῆς πού ἀκούγεται σέ ἕνα λόγο.
Ποικίλα συναισθήματα καί διαθέσεις ἀντανακλοῦν τή στάση τοῦ συγγραφέα
ἀπέναντι στίς καταστάσεις ἀλλά κυρίως ἀπέναντι στά μυθικά του προσωπα. Ὁ
συγγραφέας μπορεῖ νά ἔχει τά ἴδια συναισθήματα μέ τόν ἀφηγητή τῆς ἱστορίας
ἤ μέ ἕνα ἀπό τά πρόσωπα ἤ μπορεῖ νά ἔχει σαφῶς τά ἀντίθετα. Γι' αὐτό γιά νά
συλλάβει κανείς τόν τόνο μιᾶς ἱστορίας πρέπει νά ἀποκαλύψει τήν στάση τοῦ
συγγραφέα. Μία ἀπό τις καθαρότερες ἐνδείξεις τοῦ τόνου εἶναι τό ὕφος μέ τό
ὁποῖο παρασταίνεται. Γενικά τό ὕφος ἀναφέρεται στά γενικά χαρακτηριστικά
ἑνός κειμένου, στούς ἰδιαίτερους τρόπους πού διευθετεῖ ἕνας συγγραφέας τίς
λέξεις, ὥστε ν' ἀναγνωρίζεται ὅτι εἶναι δικό του. Ὁ χαρακτήρας ἑνός λόγου
ἐπηρεάζεται ἀπό τή συναίσθηση πού ἔχει ὁ ὁμιλητής γιά τή σχέση του μέ τό
πρόσωπο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται. Ὁ ὁμιλητής ἔχει συνήθως μία στάση ἀπέναντι
στόν ἀκροατή του· ὁ τόνος τῆς ἔκφρασής του ἀντανακλᾶ τή συνείδηση πού ἔχει
γι' αὐτή τή σχέση, τή συναίσθηση δηλ. τοῦ ποιά στάση τηρεῖ ἀπέναντι σ' αὐτούς
πού ἀπευθύνεται147.
Σ'αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά γίνει μία ἀφηματολογική παρατήρηση. Ἐκτός
ἀπό τήν ὀνομαστική ταυτότητα τοῦ συγγραφέα (ὁ Παλλάδιος συγγραφέας τῆς

146
Historia Monachorum in Aegypto, σ.6.
147
Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, ἐκδ. Κώδικας, Ἀθήνα
1993, σ.60.
82

Λαυσαϊκῆς ἱστορίας, Ἰω. Μόσχος συγγραφέας Λειμωναρίου), πού δέν εἶναι


ἀπαραίτητα πάντοτε γνωστή (ἄγνωστος ὁ συγγραφέας τῆς Historia Monachorum
in Aegypto) ὑπάρχει καί ὁ ὑπονοούμενος συγγραφέας. Ὁ ὅρος ἀνήκει στόν
Booth καί ἔχει τίς ἀκόλουθες σημασίες: α) τό ἀντικειμενικό πρόσωπο πού ὁ
πραγματικός συγγραφέας θέλει νά γίνει γιά νά μᾶς δώσει μία πραγματική
ἱστορία· β) τίς διάφορες ὄψεις τοῦ ἑαυτοῦ τους πού οἱ συγγραφεῖς δείχνουν
στά διάφορα ἔργα τους· γ) τό δημιουργό σέ ἀντίθεση μέ τά δημιουργήματα· δ)
τό πρόσωπο πού ἐπιλέγει καί ἀξιολογεῖ· ε) τίς νόρμες καί τίς ἀξίες πού
ἐκφράζει τό κείμενο, ἀντί τῶν ὅρων «θέμα», «συμβολική σημασία». Ὁ
ὑπονοούμενος συγγραφέας εἶναι ὁ σκοπός τοῦ κειμένου πού πρέπει ν'
ἀνασυγκροτηθεῖ κατά τήν ἀνάγνωση. Ἡ ἀνάγνωση τοῦ κειμένου περιλαμβάνει
δύο ἐνδιάμεσες κατασκευές: μία μέσα στό κείμενο πού τό ἐφευρίσκει τό
κείμενο σέ κάθε ἀνάγνωση (τόν ὑπονοούμενο συγγραφέα) καί μία ἔξω ἀπό τό
κείμενο πού τό ἑρμηνεύει σέ κάθε ἀνάγνωση (τόν ὑπονοούμενο ἀναγνώστη). Ὁ
Ζενέτ ἀντίθετα ταυτίζει τόν ἐξωδιηγητικό ἀποδέκτη μέ τόν πραγματικό
ἀναγνώστη· ἐξορίζει τόν ὑπονοούμενο συγγραφέα καθώς δέχεται, ὅτι ὁ ὅρος
δέν ἀνήκει στό πεδίο τῆς ἀφηγηματολογίας καί ὁ Booth τόν ἐπινόησε πρίν ἀπό
τήν ἐπικράτηση τοῦ ὅρου «ἀφηγητής»148.
Ἀντικείμενα τῆς ἔρευνά μας ὑπῆρξαν ὄχι μόνο μεμονωμένα ἔργα (Λαυσαϊκή
ἱστορία, Historia Monachorum in Aegypto, Λειμωνάριον, Les récits édifiants de
Paul, Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ) ἀλλά καί
ἀνθολογίες κειμένων (Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων,
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Συναξαριστής τῶν
δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ). Ὁ συμπιλητής δέν εἶναι ἕνα ἁπλός ἀντιγραφέας,
ἀλλά φέρει τά χαρακτηριστικά τοῦ συγγραφέα. Παραθέτουμε στοιχεῖα πού
πιστοποιοῦν αὐτό:
Στό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀρχικό στάδιο
ἀνθολόγησης 6ος ἤ 7ος αἰ., ὁ συμπιλητής πού εἶναι ἄγνωστος ἁπλά παραθέτει
χωρίς παρεμβάσεις, ἀφοῦ ὅμως ἔχει συλλέξει ὑλικό καί τό ἔχει κατατάξει
ἀλφαβητικά (ἀλφαβητική παραλλαγή ἡ πηγή μας). Κριτήριο του τό ὄνομα τοῦ

148
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Ἀφήγηση-Ἀφηγηματολογία, περ. Νέα Ἑστία, Ἰούνιος 2001,
σ.1004.
83

δρῶντος προσώπου πού διηγοῦνται ἄλλοι γι’ αὐτόν ἤ διηγεῖται αὐτός γιά
ἄλλους ἤ αὐτοβιογραφεῖ.
Στόν Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁ συμπιλητής ἁπλῶς
παραθέτει μετά ἀπό ἀκριβή κριτικό ἔλεγχο τῶν πηγῶν χωρίς νά παρεμβαίνει
ἐπί τῆς οὐσίας, ὅμως πραγματοποιεῖ καί λεκτική κάθαρση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος
στήν εἰσαγωγή του ἀναφέρει ὅτι: «μετέφρασα οὐ μόνον τὰ τοῦ τυπωμένου
Συναξαριστοῦ Συναξάρια ἀλλὰ καὶ τὰ τοῦ χειρογράφου ... πανταχοῦ δὲ καὶ ὡς
ἐπὶ τό πλεῖστον ὡς πρωτότυπον καὶ κείμενον ἐμεταχειρίσθηκα τὸν
χειρόγραφον Συναξαριστὴν ὡς πολὺ τελειώτερον καὶ ἀκριβέστερον ὄντας τοῦ
τετυπωμένου ...»149. Ὁ ἐκδότης Θ. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς στόν πρόλογό του
στήν ἐπεξεργασία τοῦ Συναξαριστῆ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, διευκρινίζει ὅτι:
«Τόσῳ δὲ θαρραλεώτερον ἐπιχείρησα τὴν ἐπεξεργασία τοῦ λεκτικοῦ, καθόσον
τὸ περὶ τούτου παράδειγμα μοὶ ἔδωκεν αὐτὸς οὗτος ὁ ἐν μοναχοῖς ἀοίδιμος
Νικόδημος, κατὰ πολὺ ἐπὶ τὸ καθαρεῦον διασκευάσας τὴν αὑτοῦ μετάφρασιν,
καθ' ἅπερ ὁμολογεῖ, ἀφ' ὅτι ὁ πρὸ αὐτοῦ μεταφράσας τὸν Συναξαριστὴν
Μάξιμος ὁ Μαργούνιος»150. Παρατηρεῖται λοιπόν μία προσεγμένη καί
συγκροτημένη προσπάθεια γιά τήν ὅσο τό δυνατόν πιό πλήρη παράθεση τῆς
ἀρχικῆς πηγῆς, μέ τήν ἀπομάκρυνση τῶν ὁποιοδήποτε «ἀπροσεξιῶν» πού
ἐπιφέρει ὁ χρόνος.
Στήν ἀνθολογία τοῦ Εὐεργετινοῦ ὁ συμπιλητής παρεμβαίνει μέ τό ρόλο τοῦ
ἱστορητῆ, καθώς παρουσιάζει μέ δικό του τρόπο καί ἐξυπηρετώντας εἰδικούς
σκοπούς (κατά θέματα) τό ἤδη ὑπάρχον ἐγγεγραμμένο ὑλικό, ἐνσωματωμένο
καί μέ ἄλλο ὑπάρχον δικό του ὑλικό (προφορικό). Ἡ συνολική ἐπεξεργασία
προσφέρει μία νέα διάσταση στή δεδομένη κατάσταση, ἀφοῦ δέν ἀποτελεῖ μία
ἁπλή ἀντιγραφή τοῦ παρελθόντος. Οἱ διηγήσεις ἔχουν θέση ἀποδεικτική καί
παραδειγματική, δέν δίνεται σημασία στό ὕφος τους ὅσο στό πλῆθος τους γιά
πιό δυναμική πιστοποίηση τῶν κεντρικῶν θέσεων πού ὑποστηρίζουν. Τό ὕφος
εἶναι αὐστηρό, ἐλεγκτικό, καθοδηγητικό. ∆έν ἐνδιαφέρεται γιά τό λογοτεχνικό
πλαίσιο τῆς ἱστορίας. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει τόν συμπιλητή εἶναι τό ποιμαντικό
μήνυμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί ἡ κατανόηση τοῦ ἠθικοῦ κώδικα

149
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. ιε’.
150
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. α’.
84

συμπεριφορᾶς πού ἁρμόζει στήν κάθε περίπτωση πού ἐξετάζεται ἀπό ὅλες τίς
δυνατές ὀπτικές γωνίες της. Στόχος νά μήν μείνει ἀπορία ἀναπάντητη καί νά
γίνουν γνωστές οἱ τιμωρίες πού ἐπέρχονται ἀπό τίς τυχόν παραβάσεις.
Ἀποτελεῖ καθαρά ποιμαντικό ἐγχειρίδιο συμβουλευτικοῦ καί διδακτικοῦ
χαρακτήρα πρός οἰκοδόμηση μοναχῶν ἤ ὑποψηφίων μοναχῶν (εἰδικῆς ὁμάδας
ἀνθρώπων), χωρίς αὐτό νἀ ἀποκλείει ἀπό τήν ἀνάγνωσή του καί τόν ἁπλό
πιστό· ὑπαρχουν καί ἀκραῖες συστάσεις (ἐξειδικευμένες συμβουλές) πού δέν
ἀφοροῦν τόν κοσμικό ἄνθρωπο, κι αὐτό τονίζεται καί μέσα στό κείμενο, ἀφοῦ
σέ πολλά σημεῖα γίνεται ἀντιπαράθεση κοσμικοῦ καί μοναχικοῦ φρονήματος. Ἡ
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., σέ σχέση μέ τά
ὑπόλοιπα κείμενα τοῦ ὑλικοῦ μας εἶναι αὐτό πού περισσότερο θυμίζει κατηχητική
διδασκαλία μέ ὕφος κηρυγματικό. Παραθέτουμε κάποιες ἐπισημάνσεις γιά τόν
τρόπο ἐργασίας τοῦ συμπιλητῆ:
Ὑπόθεση Α’, ἱστορία Α’ (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.23): παρατίθεται διήγηση πού ἀποδίδεται στόν Παλλάδιο,
ὅμως βρίσκεται στήν Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση α’, παρ. 37-44,
σ. 22-26. Αὐτό δείχνει -βλ. Βιβλιογραφία τῆς ἔρευνας-, ὅτι τά δύο κείμενα
Λαυσαϊκή ἱστορία καί Historia Monachorum in Aegypto, σέ ἄλλα χειρόγραφα
ἦταν συνεχόμενα κείμενα, ἐνῶ σέ ἄλλα χειρόγραφα ἀναμεμειγμένα κείμενα
χωρίς νά γίνεται ἡ διάκριση αὐτῶν τῶν δύο, μέ συνέπεια ν' ἀποδίδεται στόν
Παλλάδιο. Ὁ συμπιλητής δέν γνώριζε τή διαφοροποίηση.
Ὑπόθεση Θ’, ἱστορία Γ’, (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.109-110)· παρατίθεται διήγηση πού στό κείμενο
ἀναφέρεται Παλλαδίου, ὅμως ἀνήκει στήν Historia Monachorum in Aegypto καί
εἶναι παρμένη ἀπό ὑλικό πού ἀποδίδεται στόν Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ151. Ἐπίσης ἡ
διήγηση τελειώνει μέ παράγραφο πού ἔχει καί θέση συμπεράσματος, πού δέν
ἀνήκει στό ἀρχικό ὑλικό ἀλλά στόν συμπιλητή καί ἐξυπηρετεῖ τόν κεντρικό
ἄξονα τῆς ὑπόθεσης. Συγχρόνως δίνεται μία νέα τροπή στήν ἱστορία, ἀφοῦ ὁ
μοναχός μέν μετανόησε ὅμως ἔχασε τή δωρεά τῆς τροφῆς πού τοῦ παρεῖχε ὁ

151
Historia Monachorum in Aegypto, παρ. 45-58, σ. 26-32.
85

Θεός ὡς ἀντιμισθία. Τό ἀρχικό ὑλικό σταματᾶ στή μετάνοια τοῦ μοναχοῦ


χωρίς περαιτέρω συνέπειες.
Ὑπόθεση ΚΘ’, ἱστορία Α’, (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν...,τ.2, σ. 353)· ἀποδίδεται στόν Παλλάδιο ἐνῶ ἀνήκει στήν Historia
Monachorum in Aegypto152. Ἡ ἱστορία τελειώνει μέ προσθήκη συμπεράσματος
πού ἀνήκει στόν συμπιλητή.
Ὑπόθεση ΜΣΤ’, ἱστορία Α’, (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 687)· ἐπιγράφεται Ἐν τῷ Γεροντικῷ, καί ἀναφέρεται σέ
γεγονός πού διηγεῖται ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς· εἶναι ὑλικό πού συναντᾶται ὄχι στό
Γεροντικόν ἀλλά στό Λειμωνάριον, κεφ. 219, σ.252, μέ τίτλο Γιὰ τὸν μοναχὸ
ὁ ὁποῖος νίκησε μὲ τὴν ταπείνωση, καί ἀφηγητής δέν εἶναι ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς
ἀλλά ἕνας ἀνώνυμος Γέροντας, τό σκηνικό εἶναι τό ἴδιο δηλ. ἡ λαύρα τοῦ
ἁγίου Γερασίμου καί τό περιεχόμενο τό ἴδιο.
Ὑπόθεσις ΛΓ’, ἱστορία ∆’ (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 487)· ὁ συμπιλητής ἀναφέρει ἱστορία μέ μοναχό πού τοῦ
ζητεῖται ἀπό τόν ἀββᾶ Σισώη νά ρίξει τό παιδί του στό ποταμό κι ἄν δέν τόν
σταματοῦσε ἄλλος μοναχός κατ' ἐντολήν τοῦ Σισώη, θά τό ἔκανε. Στή συνέχεια
ὁ συμπιλητής προσθέτει: «...ὅμοιον καὶ τὸ τοῦ Πατερμουθίου διήγημα ὃ
διηγήσατο ὁ Ἅγιος Κασσιανός.», πού σημαίνει ὅτι ἔχει κάνει τόσο ἐπιλογή ὅσο
καί σύγκριση ὑλικοῦ καί ὅτι γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει τό ἴδιο ὑλικό καί μέ ἄλλους
πρωταγωνιστές. Ἐπιτελεῖ ἔργο ἱστορητῆ.
Ὑπόθεση Α’, ἱστορία Γ’ (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 27): ἀναφέρεται σέ ἱστορία πού ὑπάρχει στήν Λαυσαϊκή
ἱστορία, Περί Μωϋσῆ τοῦ Αἰθίοπος. ∆έν παραθέτει ὅμως ὅλη τήν ἱστορία153
ἀλλά ἕνα περιστατικό (ἀκριβής παράθεση) καί τελειώνει πάλι μέ τόν ἐπίλογο
πού τελειώνει καί ἡ Λαυσαϊκή ἱστορία.
Ὑπόθεση Α’, ἱστορία Ε’ (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.34): Τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχείου περί τοῦ μή ἀπογινώσκειν.
Τό ὑλικό δέν εἶναι ὅλο παρμένο ἀπό τόν Ἀμφιλόχειο· ἀπό τίς δέκα
παραγράφους πού χωρίζεται ἡ ἱστορία ἡ 10η εἶναι ἀκριβής παράθεση ἀπό τό

152
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 21-22.
153
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.119-125.
86

Γεροντικόν154, καί μάλιστα ἀντί τό κεντρικό πρόσωπο νά ὀνομάζεται Παϊσία


(Γεροντικόν) ἐδῶ ἀναφέρεται Ταϊσία καί ὀφείλεται προφανῶς σέ λανθασμένη
ὀρθογραφική μετεγγραφή τοῦ ἀντιγραφέως. Ἐπίσης ἡ παρ. 7 εἶναι ἀπό τό
Γεροντικόν155.
Ὑποθέσεις ΜΑ’ καί ΜΕ’, (Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.542 καί σ.543, 571-572)· τή θέση τῶν λιτῶν γεροντικῶν
διηγήσεων παίρνουν ἀναλυτικοί καί λεπτομερεῖς κώδικες συμπεριφορᾶς σέ
κείμενα μέ συμβουλές καί νουθεσίες πρός μοναχούς τῶν κοινοβίων πού
ξεφεύγουν προφανῶς τῆς γεροντικῆς αὐθορμησίας καί αὐθεντικότητας.
Καθίστανται ἀπαραίτητοι ὅμως, καθώς μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ
προσέλευση στό μοναχισμό αὐξάνει καί συγχρόνως αὐξάνονται καί τά
ἀνακύπτοντα προβλήματα στή σχέση του μέ τον κοσμικό ἄνθρωπο.
Εὔκολα διακρίνει κάποιος στόν βιβλικό συγγραφέα/συμπιλητή τῶν ψυχωφε-
λῶν διηγήσεων τά στοιχεῖα μόρφωσης ἑνός μηνύματος κατά τήν μετάδοσή του:
α) Καθορισμός τοῦ περιεχομένου καί ὕπαρξη ἑνός μονοσήμαντου λεξιλογίου
(ὅροι, εἰκόνες, λέξεις, στάσεις, ἕνας κώδικας ὥστε νά μήν ὑπάρχει πιθανότητα
νά παρεξηγηθεῖ ἤ νά παρανοηθεῖ). β) Προγραμματισμός ἤ προδιαγεγραμμένη
εὐαισθησία· ἀναφορά τοῦ μηνύματος σέ εἰδικές κατηγορίες ἤ ὁμάδες πιστῶν,
πού ἡ κάθε μία ἔχει δικές της ἐφέσεις, προβλήματα, ἀνάγκες, τοποθετήσεις
ἀξιῶν, προτιμήσεις (μοναχοί, δόκιμοι μοναχοί, πρώην εἰδωλολάτρες, αἱρετικοί,
ἄνθρωποι βρισκόμενοι σέ σύγχιση, νέοι, ἔγγαμοι, ἄγαμοι, ἀναξιοποαθοῦντες).
γ) Ἐπιλογή τῶν πληροφοριῶν· ἡ ἀντίληψη τῆς πληροφορίας εἶναι ἐκλεκτική καί
δέν φθάνει αὐτούσια στόν ἀποδέκτη. Ρόλος τοῦ συγγραφέα εἶναι νά βοηθήσει
στήν κατάλληλη ἐπιλογή. δ) Ἀμφίδρομη ἐπικοινωνία, δηλ. ἡ ἀντίδραση τοῦ
ἀποδέκτη πρός τήν διεύθυνση τοῦ ἐκπέμποντος156.

i. Ἀξία ἀναφορικότητας.

Ὁ συγγραφέας ἀναφέρεται σέ μία «πραγματικότητα» ἀπ' ὅπου ἀποκτᾶ τήν


ἀναφορική του ἀξία. Τό «ἐκεῖ καί τότε», εἶναι μιά πραγματικότητα παρελθούσα

154
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἰωάννη Κολοβοῦ, μ´, σ.49.
155
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.20.
156
Α. Σταυρόπουλου, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, τ.2,
Ἀθήνα, χ.χ., σ. 62-66.
87

καί ὑπαρκτή ἱστορικά. Αὐτός «ὁ κόσμος» λειτουργεῖ παραδειγματικά ἀναπαρι-


στώντας μέ ἕναν ἀποκλειστικό τρόπο ἕνα «ἐκεῖ καί τότε» καί θέτει ἕνα πρότυπο
τοῦ ἀνθρώπινου βίου πού λειτουργεῖ σάν μέτρο σύγκρισης γιά τή σύγχρονη του
πραγματικότητα. Ὁ συγγραφέας θέλει νά στηρίζεται σέ γεγονότα σαφή καί
ἐξακριβωμένα καί ὄχι σέ πράξεις τῆς φαντασίας του, γι' αὐτό καταφεύγει σέ
μία ἀναφορική ἀξία τῆς μυθιστορίας του, σέ μία ἀντικειμενική πραγματικότητα.
Ἐδῶ παρεισφρεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀληθοφάνειας, δηλ. ἡ πραγματικότητα πού
εἰκόνα της εἶναι τό λογοτεχνικό ἔργο· δέν εἶναι μία ἀντικειμενική
πραγματικότητα ἀλλά ἡ πραγματικότητα ἑνός λόγου πού μοιάζει μέ τήν
ἀντικειμενική πραγματικότητα καί λειτουργεῖ ὡς ἡ ἀλήθεια157.
Στή συνέχεια παραθέτουμε, μέσῳ παραδειγμάτων ἀπό τίς διηγήσεις,
τρόπους ἐκφορᾶς τῆς ἀναφορικότητας :
α) Ἀναφορά στό ἀντικειμενικό καί ὑποκειμενικό ὡς προσωπικές ἀναμνή-
σεις καί βιώματα. Ὁ συγγραφέας εἶναι διαφορετικός ἀπό τό πρόσωπο τοῦ
ἀφηγητῆ (τοῦ τά διηγοῦνται ἄλλοι)· ἡ ἱστορία δέν ἐπινοήθηκε ἀλλά
ἀνακαλύφθηκε κάπου... (διήγηση ἀπό κάποιον ἄλλον ἤ ἀπ' εὐθείας παράθεση
στό γ´ ἑνικό προσωπο):
«Ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς ∆ανιήλ περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀρσενίου...»158·
«Ἦταν κάποιος Γέροντας στὴ λαύρα τῶν Πυργίων στὸ ὄνομα Μυρογένης...»159·
«Βασιλικός τις νοτάριος διηγήσατο ὅτι ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς
χαλκοπρατείοις -ἐν μιᾷ παρασκευῇ...»160.
Ὑπάρχουν διηγήσεις ὅπου παρ' ὅτι ὁ συγγραφέας δέν εἶναι αὐτόπτης καί
αὐτήκοος μάρτυρας τῶν γεγονότων, τονίζει ὅμως ὅτι εἶναι αὐτήκοος μάρτυρας
τῆς ἀφήγησης αὐτῶν:
«Ἐν τῷ προειρημένῳ Ἀρσελάου γέγονεν καὶ ὁ ἀββᾶς Γεώργιος ... . Περί οὗ
πολλοὶ πολλὰ καὶ μεγάλα ἡμῖν διηγοῦνται θαυμάσια ἐξ ὧν βραχέα τινὰ
διελθεῖν πειράσομαι»161·

157
Β. Ἀθανασόπουλου, Ἡ Θεωρία καί ἡ πράξη τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης τοῦ Φώτη Κόντογλου,
ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα, χ.χ., σ.35-36.
158
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ. 6.
159
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.18.
160
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.52.
161
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.65.
88

«∆ιηγήσατο ἡμῖν ὁ ἀββᾶς Κυριακὸς περὶ τοῦ ἀββᾶ Στεφάνου...»162·


«Ὁ ἀοίδιμος Εὐθύμιος ἐνάρετος μοναχὸς καὶ τοῦ Θεοῦ ἱερεύς, ... διηγήσατο
μοι ὅτι γυνὴ ἐνδοξοτάτου ... ἀπῆλθεν πρὸς τὸν ἀββᾶν Νεόφυτο»163·
«Μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Λεόντιος ἀπὸ τὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου τὰ
ἑξῆς...»164.
Σέ ἄλλες διηγήσεις ὁ συγγραφέας εἶναι αὐτήκοος τῆς διήγησης κάποιου
πού διηγεῖται ὅτι ἄκουσε ἀπό κάποιον ἄλλον νά διηγεῖται... :
«Ὁ μακάριος καὶ ἐν Ἁγίοις Μάρκος ὁ μοναχός, ὁ συστησάμενος τὸ εὐαγὲς
μοναστήριον τὸ πλησίον τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Ἀγαθονίκου ... διηγήσατο μοι ὅτι
μοναχός τις ἱερεὺς εὐλαβέστατος διηγήσατο ὡς ὅτι ἀνερχομένου μου ἀπό τῆς
πρεσβυτέρας Ρώμης ... ἤλθομεν εἰς νῆσόν τινα ...»165·
«Μοναχός τις εὐλαβὴς λεγόμενος Γρηγόριος διηγήσατο μοι ὅτι πόθος μοι
ὑπεισῆλθεν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα... ὡς οὖν ἐπορευόμην, ἦλθον εἴς τινα
τόπον καὶ ἦν ἐκεῖσε κρημνὸς... ὑποκάτω τοῦ κρημνοῦ ἦν μοναστήριον καὶ
ἔλεγόν μοι οἱ τοῦ μοναστηρίου ἐκείνου ὅτι πρὸ καιροῦ εἷς ἐξ ἡμῶν
ἀδελφός...»166·
«Ὁ ἀββᾶς Πολυχρόνιος μᾶς διηγήθηκε ὅτι εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἀββὰ
Κωνσταντίνο τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Θεοτόκου τῆς
νέας, ὅτι...»167.
Ἄλλες πάλι διηγήσεις τονίζουν τή χρονική ἀπόσταση τοῦ συγγραφέα ἀπό τό
ἀφηγούμενο γεγονός:
«Ἐν τῷ τόπῳ τὰ Ἀρσελάου ᾤκησεν ἀββᾶς Μιχαὴλ ὁ Ἴβηρος πρὸ πέντε ἐτῶν
ἀπελθὼν πρὸς κύριον... Οὗτος ἐκέκτητο μαθητὴν Εὐστάθιον... βουλόμενος
περιοδευθῆναι τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα διηγήσατο, τοῦτο....»168·
«Πρὸ χρόνων ὀλίγων γέγονεν κατ' ἐπιτροπὴν Κυρίου ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ἐρήμῳ
θανατικόν, καὶ τελευτήσαντος ...»169·

162
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.67.
163
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.46.
164
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.16.
165
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.96.
166
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.82.
167
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.17.
168
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.65.
169
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.62.
89

«Τριαχίδες χωρίον ἐστὶ τῆς Κυπρίων νήσων ... Γέγονέ τις πρεσβύτερος πρὸ
δέκα χρόνων τῆς ἁλώσεως ... Ἀρκαδίου τοῦ τῆς ὁσίας μνήμης ἀρχιεπισκόπου
τῆς νήσου ὑπάρχοντος»170.
Ὁ συγγραφέας συχνά ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀφηγητῆ:
«Ἐμοῦ δέ ποτε εἰρηκότος αὐτῷ (στό ∆ωρόθεο)· ‘Τί ποιεῖς πάτερ, ἐν γήρᾳ
τοσούτῳ ἀποκτείνων σοῦ τὸ σωμάτιον ἐν τοῖς καύμασι τούτοις;’ ἀπεκρίνατο
λέγων· ‘Ἀποκτείνει με, ἀποκτείνω αὐτό.’»171·
«Ἀσπασάμενος οὖν (ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ) μὲ ἔλεγε δι' ἑρμηνέως· 'Πόθεν εἶ
καὶ τί παραγέγονας;' εἶπον ὅτι ... Τότε χαριεντιζόμενος τῇ δεξιᾷ χειρί εἰς τὴν
ἀριστεράν μου σιαγόνα ἠρέμα κασσίσας λέγει μοι... Εἶτα πάλιν λέγει μοι
χαριεντιζόμενος· 'θέλεις ἐπίσκοπος γενέσθαι;'...»172·
«Γυνή τις ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἄννα λεγομένη ... ἠσθένησε βαρέως ...
βωβωθεῖσα ἀπενεκρώθη ... ἤρξατο σαλεύειν τὸν δεξιόν δάκτυλον αὐτῆς ...
ἀπελθόντος δέ μου καὶ θεασαμένου αὐτὴν ἠρώτων τί ἔπαθεν...»173.
β) Αὐτοαναφορά. Ὁ συγγραφέας διηγεῖται τόν ἑαυτό του. Ἡ αὐτοβιογραφία
ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά εἴδη τοῦ ἀφηγηματικοῦ λόγου:
«Ὀλίγα τοίνυν περὶ τοῦ συνόντος μοι ἀπὸ νεότητος ἀδελφοῦ ἕως τὴν σήμερον
εἰρηκὼς καταπαύσω τὸν λόγον. Τοῦτον ἔγνων ἐγὼ ἐν μακρῷ χρόνῳ..»174
(αὐτοβιογραφία Παλλαδίου)·
«∆ιηγήσατο περὶ ἑαυτοῦ ὁ ἀββᾶς Μακάριος λέγων· ὅτε ἤμην νεώτερος... αὕτη
ἐστὶν ἡ ἀρχὴ τῆς αἰτίας δι' ἣν ἦλθον ὧδε»175.
Ὑπάρχει ὄμως καί περίπτωση προσωπικά βιώματα νά τά διηγεῖται κάποιος σά
βιώματα ἄλλων: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς ∆ανιήλ, ὅτι διηγήσατο ἡμῖν ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος
ὡς περὶ ἄλλου τινός, τάχα δὲ αὐτὸς ἦν.»176.
γ) Ἀναφορά στό ἀντικειμενικό μέ βάση γραπτές πηγές καί ἱστορικά
γεγονότα. Ὁ συγγραφέας ἐκτός ἀπό ὑλικό προφορικῆς παράδοσης χρησιμο-
ποιεῖ καί γραπτή παράδοση:

170
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C.1903, σ.69.
171
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.46.
172
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.188-190.
173
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.104.
174
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 74.
175
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.64.
176
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.9.
90

Ὁ Παλλάδιος ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως, συγγραφέας τῆς Λαυσαϊκῆς ἱστορίας,


γιά τή διήγηση Περί Ἰουλιανῆς λέει: «Εὗρον δὲ ταῦτα ἐγὼ γεγραμμένα ἐν
παλαιοτάτῳ βιβλίῳ στιχηρῷ ἐν ᾧ ἐγέγραπτο χειρὶ Ὠριγένους 'τοῦτο τὸ βιβλίον
εὗρον ἐγώ παρὰ Ἰουλιανῇ τῇ παρθένῳ ἐν Καισαρείᾳ κρυπτόμενος παρ'
αὐτῇ'»177.
Ὁ Ἰωάννης Μόσχος, συγγραφέας τοῦ Λειμωναρίου χρησιμοποιεῖ καί γραπτές
πηγές: «Ὁ δὲ Ρουφῖνος ὁ συγγραφέας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἔγραψε
κάτι παρόμοιο ποὺ ἔγινε τὸν παλιὸ καιρό. ... λέει λοιπὸν γιὰ τὸν Ἅγιο
Ἀθανάσιο ...»178.
Στοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ...,
ἀναφέρεται: «Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ ἱστορία Φίλωνος τοῦ φιλοσόφου εὗρον...»179.
Στόν Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀναφέρεται: Τῇ 31ῃ τοῦ
μηνός Ὀκτωβρίου, ∆ιήγησις ὁμολογητοῦ τινος ἀνωνύμου ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου180. Πηγή τοῦ συμπιλητῆ εἶναι ἡ
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τοῦ Θεοδώρητου Κύρου Γ’, 10 (Migne PG 82, 1101-
1104).
Ἄλλοτε εἶναι γραπτή ἡ πηγή τοῦ ἀφηγητῆ, πού τήν διηγεῖται στό συγγραφέα:
«Μοναχός τις ὀνόματι Ἀμβακοὺμ ἐξηγήσατο μοι οὕτως· ὅτι ἐν Ταμιάθη τῆς
Αἰγύπτου εὗρον βιβλίον παλαιὸν καὶ ἀναπτύξας αὐτὸ εὗρον τὴν περιοχὴν
ταύτην. ὅτι μοναχὸς ὀνόματι Ἐλπίδιος...»181.
Ὑπάρχει καί περίπτωση ὅπου ὁ συγγραφέας ἐκτός ἀπό αὐτήκοος μάρτυς τῆς
διήγησης νά γνωρίζει καί γραπτή πηγή πού τήν περιέχει: «Μοναχὸς εὐλαβὴς
Σωφρόνιος ... διηγήσατό μοι πρᾶγμα ὅμοιον τοῦ γεγραμμένου ἐν τῇ ἱερᾷ
βίβλῳ τῆς Κλίμακος...»182.

177
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.60.
178
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.197, σ. 228.
179
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C.1903, διήγηση LIV,
σ.80.
180
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 177.
181
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.126.
182
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.43.
91

ii. Πειστικότητα.

Ὁ συγγραφέας-συμπιλητής στέκεται μπροστά στήν ἀφήγηση σάν προνομι-


οῦχος ἀναγνώστης, ἕνας ἀναγνώστης πού εἶχε τήν τύχη νά τή διαβάσει σέ
κάποιο χειρόγραφο, ἤ νά τήν ἀκούσει ἀπό τόν ἴδιο τόν ἥρωα καί πού τώρα τή
μεταφέρει γιά χάρη καί τῶν ὑπολοίπων ἀναγνωστῶν. Αὐτή ἡ ἔμμεση καί
λανθάνουσα ἐμπλοκή τοῦ ἀναγνώστη μέσα στήν ἀφήγηση προϋποθέτει τήν
ἐξασφάλιση τῆς πίστης τοῦ ἀναγνώστη καί ὁ λόγος πού προβάλλεται ἀπό τό
συγγραφέα γιά τήν ἀπαίτηση αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι πώς ἡ ἀφήγηση εἶναι
πράγματι ἀληθινή. Ἡ πίστη στήν ἀλήθεια τῶν ἀφηγημένων ἐκ μέρους τοῦ
ἀναγνώστη ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή λειτουργία τῆς ἀφήγησης,
δηλ. γιά τίς ἀμοιβαῖες ἀντιμεταθέσεις ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί τόν ἀκροατή.
Αὐτή ἡ πίστη ἐγγυᾶται τή συγκατάθεση τοῦ ἀναγνώστη, δηλ. τή συμμετοχή του
στήν ἀνάπτυξη τῆς ἀφήγησης. Μέσο γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ἀποτελεῖ
ἡ πειστικότητα. Ἡ πειστικότητα τοῦ συγγραφέα ἐξαρτᾶται ἀπό τήν εὐαισθησία πού
διαθέτει γιά τήν ἰσορρόπηση τοῦ ἀσυνήθιστου μέ τό συνηθισμένο· παράμετρος
πού δέν πρέπει νά παραβλεφθεῖ ἀποτελεῖ τό εὐλογοφανές ἤ καί ἀληθοφανές
(ἡ τοπική καί χρονική μετάθεση τῶν ἱστοριῶν στηρίζει τήν ἀληθοφάνειά
τους)183.
Ὁ συγγραφέας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων συχνά συμμετέχει στήν ὁμάδα
αὐτῶν πού ἦρθαν σέ ἐπαφή μέ τό ἴδιο τό δρῶν πρόσωπο, πού γνώρισαν τόν
τρόπο ζωῆς του καί τό ἄκουσαν νά διηγεῖται· εἶναι δηλ. αὐτόπτης καί αὐτήκοος
μάρτυς· ἡ προσωπική ἐμπειρία καί αὐτοψία συνεπάγεται αὐθεντικότητα πού εἶναι
ἰσοδύναμη τοῦ ἀληθινοῦ:
Ὁμάδα προσκυνητῶν σέ συνάντησή τους μέ τόν Γέροντα Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ
ὁμολογοῦν: «πρὸς ὑμᾶς ἐληλύθαμεν, ἵνα ἅπερ δι' ἀκοῆς παρειλήφαμεν, ταῦτα
καὶ ὄψεσιν παραλάβωμεν -ὦτα γὰρ πέφυκεν εἶναι ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν- καί
ὅτι τῇ ἀκοῇ πολλάκις λήθη τις ἕπεται, τῆς δὲ ὁράσεως ἡμῖν ἡ μνήμη οὐκ
ἀπαλείφεται ἀλλ' ἡ ἱστορία τῇ διανοίᾳ οἰονεὶ ἐντετύπωται»184·

183
Β. Ἀθανασόπουλου, Ἡ Θεωρία καί ἡ πράξη τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης τοῦ Φώτη Κόντογλου,
σ. 41.
184
Historia Monachorum in Aegypto, σ.16.
92

Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει: «Καὶ τῶν μὲν τὰ ἱεροπρεπῆ πρόσωπα αὐτοπροσώπῳ


θέᾳ ἰδεῖν καταξιώθην, τῶν δὲ προτελειωθέντων ἐν τῷ σκάμματι τῆς εὐσεβείας
παρὰ θεοφόρων ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ τὴν οὐράνιον πολιτείαν μεμάθηκα.
Πολλὰς δὲ πόλεις καὶ πλείστας κώμας, σπήλαιον τε ἅπαν καὶ πάσας σκηνὰς τῆς
ἐρήμου τῶν μοναχῶν, πεζῇ τῇ πορεία περινοστήσας θεοσεβείας σκοπῷ μετὰ
πάσης ἀκρίβειας, ἃ μὲν αὐτὸς ἱστορήσας ἀνεγραψάμην, ἃ δὲ παρὰ τῶν ἁγίων
πατέρων ἀκήκοα, ἄθλους μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἀνδρειοτέρων τῆς φύσεως
γυναικῶν διὰ τὴν εἰς Χριστόν ἐλπίδα ἐνσημάνας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ,
ἀπέσταλκα τῇ τῶν θείων λογίων φίλῃ ἀκοῇ σου, ἀνδρῶν ἀρίστων καὶ
θεοφιλῶν ἐγκαλλώπισμα καὶ τῆς πιστοτάτης καὶ θεοφιλοῦς βασιλείας
ἀγλάϊσμα, γνήσιε καὶ φιλόχριστε δοῦλε Θεοῦ Λαῦσε.»185·
Ὁ Ἰω. Μόσχος λέει : «Γι' αὐτὸν τὸν κυρ-Κοσμᾶ τὸ σχολαστικὸ πολλοὶ πολλὰ
μᾶς διηγήθηκαν ... ὅσα ὅμως ἐμεῖς εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ παρακολουθή-
σαμε μὲ προσοχή, αὐτὰ γράφουμε γιὰ νὰ ὠφελήσουμε τούς ἀναγνῶστες»186·
Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τοῦ συγγραφέα στό ἀφηγηματικό γεγονός
προσδιορίζεται ἀπό τά ρήματα εἴδομεν, ἐθεασάμεθα, ἔγνων:
«Εἴδομεν δὲ καὶ ἕτερον πρεσβύτην ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἀντινόου.. Ἠλίαν
ὀνόματι...»187·
«Ἐθεασάμεθα καὶ ἕτερον ἄνδρα ἅγιον, ὀνόματι Ἀπολλῶ ...»188·
«Ἔγνων δὲ καὶ Βενερίαν τὴν Βαλλοβίκου τοῦ κόμητος... καὶ Θεοδώρα τὴν τοῦ
τριβούνου ... ἔγνων Ὁσίαν, ὀνόματι, ... καὶ τὴν ταύτης ἀδελφὴν Ἀδολίαν...
ἔγνων ἐγὼ καὶ Βασιανίλλαν, τὴν (σύζυγον) Κανδιδιανοῦ τοῦ στρατηλάτου ...
εἶδον δὲ καὶ ἐν Ρώμῃ τὴν καλὴν Ἀσέλλαν...»189.
Ὁ συγγραφέας τονίζει τήν ἐπιλεκτική του στάση ἀπέναντι στή πληθώρα τῶν
προσωπικῶν ἐμπειριῶν του πρός συγγραφή: «Εἴδομεν δὲ καὶ ἄλλους μοναχοὺς
πολλοὺς καὶ πατέρας κατὰ πᾶσαν τὴν Αἴγυπτον πολλὰς δυνάμεις καὶ σημεῖα

185
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.22-24.
186
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.188.
187
Historia Monachorum in Aegypto, σ.45.
188
Historia Monachorum in Aegypto, σ.46.
189
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 224-226.
93

ἐπιτελοῦντας ὧν διὰ τὸ πλῆθος οὐκ ἐμνημονεύσαμεν, ἀλλ' ὀλίγα ἀντὶ πολλῶν


διηγησάμεθα.»190.
Συχνά ὁ συγγραφέας προβληματίζεται γιά τό τί πρέπει νά καταγράψει: «Ταῦτα
τε καὶ ἕτερα πλείονα ἡμῖν ὁ πατὴρ (Ἀπελλῆς) περὶ τοῦ ἀνδρὸς διηγεῖτο, ἅπερ δι'
ὑπερβολὴν θαύματος πάντα οὐκ ἐγράψαμεν οὐχ ὅτι οὐκ ἦν ἀληθῆ, ἀλλὰ διὰ τήν
τινων ἀπιστίαν. Ἡμεῖς δὲ ἱκανῶς πεπληροφορήμεθα πολλῶν καὶ μεγάλων ταῦτα
ἡμῖν διηγουμένων καὶ αὐταῖς ὄψεσιν ἑωρακότων.»191·
Ἄλλοτε πάλι ὁ συγγραφέας προειδοποιεῖ τούς θέτοντες θέμα ἀξιοπιστίας:
«Ταῦτα πρὸς τὴν τῶν πολλῶν ὠφέλειαν, εἰ μὲν ψευδῆ συγγράφομεν, πάρεστιν
ὁ λέγων· Ὅτι ἀπωλεῖ κύριος πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος, εἰ δὲ ἀληθῆ
καὶ πιστὰ ὥσπερ οὖν εἰσὶ καὶ ἀληθῆ, δυσωποῦμεν μετὰ πίστεως αὐτὰ
δέξασθαι»192.
Ὁ ὀνοματισμός ἀπό τόν συγγραφέα τῶν προσώπων πού ἀποτελοῦν πηγές
τῶν ἀφηγητῶν καί πού ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τους ἀποτελοῦν πρότυπον
χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, ὅπως καί ἡ μαθητεία τους κοντά σέ μεγάλους
Γέροντες, θεωροῦνται δεδομένα ἀξιοπιστίας τῶν ἀφηγουμένων:
Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει: «Ὁ μακάριος οὗτος Ἰσίδωρος συντετυχηκὼς Ἀντωνίῳ
τῷ μακαρίτῃ γραφῆς ἄξιον διηγήσατό μοι πρᾶγμα, ἀκηκοὼς παρ' αὐτοῦ ὅτι
Ποταμιαίνα τὶς οὕτω καλουμένη κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Μαξιμιανοῦ τοῦ διώκτου
ὡραιοτάτη κόρη ὑπῆρχε παιδίσκη τινός·»193·
Ὁ ἴδιος γιά τόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο λέει: «Τούτῳ ἐγὼ οὐ συντετύχηκα· πρὸ
ἐνιαυτοῦ γὰρ τῆς εἰσόδου μου τῆς εἰς τὴν ἔρημον ἐκεκοίμητο... διηγεῖτο δὲ ἡμῖν
Παφνούτιος ὁ μαθητὴς αὐτοῦ, ὅτι μιᾷ τῶν ἡμερῶν...»194·
Καί ἀλλοῦ ὅταν γράφει γιά τόν Παύλο τόν ἁπλό: «διηγεῖτο δὲ καὶ τοῦτο ὁ
Κρόνιος καὶ ὁ ἅγιος Ἱέραξ καὶ πλείονες ἄλλοι περὶ ὧν μέλλω λέγειν...»195·
Πολλές ἀπό τίς διηγήσεις πού καταγράφονται στό Λειμωνάριον ἀκούστηκαν
ὄχι μόνο ἀπό τόν συγγραφέα ἀλλά καί τόν συνοδοιπόρο του Σωφρόνιο καί

190
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 135
191
Historia Monachorum in Aegypto, σ.101.
192
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C.1903, σ.66.
193
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 48.
194
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.116.
195
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.138.
94

προσδίδουν σ' αὐτές τό κῦρος τῆς συνμαρτυρίας: «Ὅταν ἤμασταν στὴν


Ἀλεξάνδρεια ἐγὼ κι ὁ σύντροφός μου Σωφρόνιος πήγαμε κάποτε...»196· καί
ἀλλοῦ: «Πῆγα στὸν ἀββὰ Ἰωάννη τὸν τῆς Πέτρας μαζὶ μὲ τὸ σύντροφο
Σωφρόνιο καὶ τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς πεῖ λόγο...»197.
Ὁ συγγραφέας συχνά δέν ἐξειδικεύει τίς πηγές του, στοιχεῖο πού μπορεῖ
ἴσως νά προκαλέσει θέμα πειστικότητας· ὅμως καί μόνο ἠ ἀπόδοση τῶν
λεγομένων γενικά σέ πρόσωπα πού χαρακτηρίζονται ὡς: Γέροντας, Πατέρας,
ἡγούμενος, ἀναχωρητής, εἶναι ἀρκετά γιά νά μήν ἀμφισβητηθεῖ ἡ αὐθεντικότητα
τῆς διήγησης ἀπό τόν πιστό ἀναγνώστη:
«Κάποιος ἀπὸ τοὺς γέροντες μᾶς διηγήθηκε...»198·
«Θρέμμα θαυμαστὸν... γέγονεν Ὁρέντιος ... περὶ οὗ καὶ ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν ὁ
ἡγούμενος καὶ ἕτεροι τινες θαυμαστὰ ἡμῖν διηγήσαντο πράγματα·»199·
«Ἀναχωρητής τις διηγήσατο τοῖς ἀδελφοῖς λέγων...»200·
«∆ιηγήσατο τις τῶν Πατέρων, ὅτι...»201·
Ἡ καλλιέργεια τῆς ἀλήθειας ὡς αὐθεντικότητας ἀποτελεῖ μέσο τῆς
πειστικότητας καί δυνατότητα τοῦ συγγραφέα ὅσον ἀφορᾶ τή δέσμευση πού τοῦ
δημιουργεῖ ἡ ἀναφορικότητα τῶν διηγήσεων του σέ ἕνα προγενέστερο μυθικό
σύμπαν (ὄχι σύγχρονό του). Τή «διαλεκτική τοῦ καθιερωμένου καί τοῦ πιθανοῦ»
ἀκολουθοῦν οἱ θρησκευτικές ἱστορίες ἀντλώντας τήν ἀξιοπιστία τους
ἐπικαλούμενες τό παρελθόν, μέ τήν ἀναφορά τους στό θρησκευτικό
προηγούμενο (προβλεψιμότητα). Συχνά ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ εἰσαγωγι-
κά δηλώνοντας ὅτι μεταφέρει αὐτούσιο τό λόγο τῆς Παλαιᾶς ἤ Καινῆς
∆ιαθήκης μέσα στό δικό του κείμενο ἀλλά ταυτόχρονα καί στή δική μας
γλώσσα. Ἔτσι τό κείμενό του περιβάλλεται μέ ἀξίες ἑτερόφωτες ὅπως αὐτή
τῶν θεόπνευστων ἁγίων Γραφῶν. Ὑπάρχουν ὅλα τά εἴδη τῶν παραθέσεων:
ἄμεση, ἔμμεση, παραδειγματική, ἁπλή ἀναφορά γιά τή χρήση της, μέ ἤ χωρίς
περαιτέρω ἑρμηνευτικό σχολιασμό ἀλλά πάντοτε μέ ἕναν πλῆρες νοήματος

196
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.125.
197
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.127.
198
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.53.
199
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.70.
200
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.118.
201
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.15.
95

κάθε φορά τρόπο. Οὐσιαστικά εἶναι ἡ αὐθεντική μαρτυρία τῆς συνέχειας τῆς
χριστιανικῆς παράδοσης ἀποτελώντας ταυτόχρονα μιά ἀναγκαστική, λόγῳ τοῦ
ἑτερόχρονου τῆς γραφῆς καί τῆς ἀφήγησης, παραλλαγή της.
Τό κανονικό καί τό πιθανό βρίσκονται σέ διαρκή ἔνταση μεταξύ τους πού
παρακινεῖ καί πλήττει τή ζωή. Ἡ λογοτεχνία ὑποτάσσει, κάνει κάτι νά φαίνεται
παράξενο, καθιστᾶ τό προφανές καί τό ἀκατάληπτο λιγότερο προφανές καί
ἀκατάληπτο, κάνει τά ζητήματα ἀξιῶν πιό ἀνοικτά στή λογική καί τή διαίσθηση.
Γιά νά πετύχει τήν ἐπίδρασή της ἡ λογοτεχνική ἀφήγηση πρέπει νά ἔχει τίς
ρίζες της στό ἔδαφος τοῦ οἰκείου, στό φαινομενικά πραγματικό· πρέπει νά
φέρνουν στό νοῦ τοῦ ἀκροατῆ οἰκεῖες συμβατικές πραγματικότητες ἔστω καί γιά
νά τονίσουν τίς παραβατικές ἀποκλίσεις ἀπό αὐτές202.
Στοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ...,
ἀναφέρεται: «Τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ παραδόξου σημείου πάρεισι μάρτυρες
νῦν, πλείους πεντακοσίων ἀνδρῶν ἱερέων καὶ μοναζόντων κληρικῶν καὶ
λαϊκῶν καὶ ἐγχωρίων... μαρτυροῦσι καὶ τ' ἁπλώματα τῆς ἁγίας τραπέζης, ἔτι τὸν
τύπον ἔχοντα τῶν ἁγίων ἐκείνων τοῦ ἀχράντου αἵματος ρανίδων... μαρτυρεῖ καί
ὁ ὅσιος στυλίτης ... μαρτυρῶ κἀγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἀνάξιος δοῦλος
(συγγραφέας), ἀξιωθεὶς καὶ ἰδεῖν καὶ προσκυνῆσαι, καὶ μερίδα λαβεῖν καὶ ἔχειν
τῆς αὐτῆς θεοσάρκου μερίδος καὶ ἔργοις πιστωθῆναι περὶ τῆς τοιαύτης θεϊκῆς
θαυματουργίας.»203·
Ὁ Ἰω. Μόσχος ἐπισημαίνει: «Κι αὐτὸ τὸ μεγάλο καὶ φοβερὸ τὸ πάνω ἀπὸ κάθε
λογικὴ καὶ κάθε ἔννοια καὶ κάθε ἐνθύμηση θαῦμα δὲν τὸ εἶδαν δύο ἢ τρεῖς,
οὔτε λίγοι καὶ μετρημένοι, ἀλλ' ὅλη ἡ Ἐκκλησία, κάτοικοι τῆς πόλεως καὶ
χωρικοί, ντόπιοι καὶ ἐπισκέπτες, ὅσοι βαδίζουν στὴ στεριὰ καὶ ὅσοι πλέουν στὴ
θάλασσα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες γέροντες καὶ μεσόκοποι, νέοι καὶ πρεσβύτεροι,
ἀφέντες καὶ ὑπηρέτες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, σοφοὶ καὶ
ἀδαεῖς, οἱ κληρικοί, οἱ παρθένοι, οἱ ἀσκητές, οἱ χῆροι, ὅσοι ζοῦσαν μὲ σεμνὸ
γάμο, οἱ ἐξουσιαστὲς καὶ οἱ δυνάστες»204·

202
J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.50.
203
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C.1903, σ.63.
204
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.90.
96

Ὁ συγγραφέας τῆς Historia Monachorum in Aegypto λέει: «Ὃν καὶ ἡμεῖς ἐν τῷ


μαρτυρίῳ εὐξάμενοι ἐθεασάμεθα ἅμα τοῖς σὺν αὐτῷ μαρτυρήσασιν. καὶ
προσκυνήσαντες τῷ Θεῷ ἠσπασάμεθα αὐτῶν τὰ σκηνώματα ἐν τῇ Θηβαΐδι»205.
Στίς περισσότερες διηγήσεις ὑπάρχει μία εἰσαγωγή πρίν τήν κυρίως ἀφήγη-
ση πού ὀνοματίζει κάποια ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ δρῶντος προσώπου.
Λίγες σύντομες δηλώσεις πού προσδιορίζουν τόν κύριο χαρακτήρα, τόν
τοποθετοῦν γεωγραφικά, ἀναγνωρίζουν σημαντικές οἰκογενειακές σχέσεις καί
παρέχουν ἕνα συνοπτικό ἠθικό, ἱστορικο-κοινωνικό πλαίσιο τῆς ζωῆς τοῦ
πρωταγωνιστῆ. Ἡ ἐναρκτήρια ἐπεξήγηση εἶναι προ-χρονική καί ἀπαριθμεῖ
δεδομένα πού δέν εἶναι συνδεδεμένα μέ εἰδική στιγμή τοῦ χρόνου. Εἶναι
γεγονότα πού στέκονται πρίν τό χρόνο τῆς κύριας ἱστορίας καί συγχρόνως
ὑποστηρίζουν τήν αὐθεντικότητα αὐτῶν πού πρόκειται ν' ἀκολουθήσουν:
Ὁ Παλλάδιος γράφει γιά τήν ἀμμά Πιαμοῦν: «Πιαμοῦν γέγονε παρθένος ἥτις
τὰ ἔτη τῆς ζωῆς αὐτῆς ἔζησε μετὰ τῆς μητρός τῆς ἰδίας μίαν παρὰ μίαν ἐσθιούσα
ἐν ἑσπέρᾳ καὶ νήθουσα λίνον. Αὕτη κατηξιώθη χαρίσματος προρρήσεων. Ἐν οἷς
συνέβη ποτὲ ἐν Αἰγύπτῳ...»206.
Γιά τόν ἀββά Κόπρη ἀναφέρεται: «πρεσβύτερος, ἔχων πλησίον ἐκεῖ
μοναστήριον ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐτῶν σχεδὸν ἐνενήκοντα, ἡγούμενος ἀδελφῶν
πεντήκοντα. ὃς καὶ αὐτός πλείστας δυνάμεις ἐποίει θεραπεύων τὰς νόσους καὶ
ἰάσεις ἐπιτελῶν καὶ δαίμονας ἀπελαύνων καὶ πολλά θαύματα διαπραττόμενος
τινὰ γοῦν καὶ ἐν ὄψεσιν ἡμετέραις.»207.
Στή διήγηση Περί τοῦ παιδός τοῦ ἰδόντος τήν ὀπτασίαν ἐν τῷ ἀγίῳ βαπτίσματι,
ἀναφέρεται: «Ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασιλέων Λέοντος καὶ Ἀλεξάνδρου ἄρχων
τὶς ἐν Πελοποννήσῳ ἠγόρασε παῖδα, σκύθην τῷ γένει, καὶ τοῦτον παρέδωκε τῷ
πρεσβυτέρῳ τῷ ἱερουργοῦντι ἐν τῷ εὐκτηρίῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, τοῦ παιδεύειν
αὐτὸν καὶ ἐκδιδάσκειν τὰ ἱερὰ γράμματα»208.
Τό μέσο τοῦ συγγραφέα πού κυριαρχεῖ καί κυρίως προσιδιάζει στό ὅλο
ὕφος τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων εἶναι ἡ ἁπλότητα τόσο τῆς ἀφήγησης ὅσο καί

205
Historia Monachorum in Aegypto, σ.118.
206
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱσορία, τ.1,σ.166.
207
Historia Monachorum in Aegypto, σ.75.
208
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.76.
97

τοῦ ὑποκειμένου τῆς ἀφήγησης πού φιλοδοξοῦν νά λειτουργήσουν ὑπέρ τῆς


αὐθεντικότητας. Σέ αὐτό συμβάλλουν: α) ἡ χρήση μιᾶς γλώσσας ἁπλῆς, ἄμεσης,
λαϊκῆς, ἑνός λόγου ἀνεπιτήδευτου καί ταπεινοῦ· β) ἠ ἐπιλογή μιᾶς ἀφηγηματικῆς
τεχνικῆς ἀνάλογης μέ τήν γλώσσα· γ) ἡ ἐπιλογή θεμάτων - καθώς καί τοῦ
τόνου τῶν θεμάτων - ἀναλόγων μέ τήν γλώσσα καί τήν ἀφηγηματική τεχνική·
δ) ἡ ἐπιλογή χαρακτήρων πού τό κοινό τους χαρακτηριστικό εἶναι ὁ ἐν
δοκιμασίᾳ εὑρισκόμενος ἄνθρωπος καί ἡ πορεία του πρός τήν κατά Χριστόν
ζωήν· ε) ἡ λεπτομερής περιγραφή καθώς καί ἀνάμειξη τοῦ συνηθισμένου καί
καθημερινοῦ μέ τό ἀσυνήθιστο καί ἐξαιρετικό. Εἶναι τό ὕφος πού δέν φτιάχνεται
ἀλλά μορφώνεται καί γίνεται φανερό πώς πίσω ἀπό αὐτό κρύβονται ἔννοιες,
ὅπως τῆς πίστης, πού θεμελιώνουν τήν πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου.

β'. Ὁ ἀφηγητής.

Ἀρχική ἐπισήμανσή μας καί πάλι ἀποτελεῖ ὅτι ἀντικείμενο μελέτη μας εἶναι
ὁ βιβλικός ἀφηγητής καί εἰδικότερα ὅπως ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις. Ὁ βιβλικός ἀφηγητής δέν εἶναι οὐδέτερος. Ζητήματα ὅπως: ποιό
σύστημα ἀξιῶν ὑποστηρίζει πού να γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἰδεολογία πού διέπει τήν
ἀφήγηση· ποιά ἱεραρχία ἀξιῶν ὑπάρχει πολλές φορές ὑπογείως· ἄν ὑπάρχει ἡ
δυνατότητα στόν ἀφηγητή μέ τήν προσωπική του στάση νά προκαλέσει τήν
συμπάθεια ἤ ἀντιπάθεια τοῦ ἀναγνώστη εἴτε μέ ἄμεσο εἴτε μέ ἔμμεσο
σχολιασμό, παίρνουν ἀπάντηση μέσα ἀπό μία προσεκτική ἀνάλυση τῶν
στοιχείων πού συνθέτουν τό «χαρακτήρα» του209. Ἡ δουλειά τοῦ ἀφηγητῆ εἶναι
σχεδόν ὅλο ἀπαγγελία (recit), σκέτη ἀφήγηση δράσεων καί λόγου καί σπάνια
συζήτηση (discours) ἐπί καί γύρω ἀπό τά ἀφηγούμενα γεγονότα καί τίς σημασίες
τους. Ὁ τρόπος τῆς ἀφήγησης διαβιβάζει τήν διπλή ἔννοια τῆς συνολικῆς
καθαρῆς γνώσης διαθέσιμης στό Θεό (καί κατ' ἐπέκταση στόν ἀναπληρωτή του,
τόν ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο ἔγκυρο ἀφηγητή) καί τῆς ἀτελοῦς ἀνθρώπινης γνώσης

209
D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte, editions Cerf, Paris 2003 καί εἰδικότερα στό κεφ.
Entrer dans le monde du récit σ. 28· βλ. D. Marguerat et Y. Bourquin, Pour lire les récits
bibliques, Paris- Genève- Montréal, Ed. Cerf-Labor et Fides Novalis, 2002.
98

τῆς ὁποίας πολλά στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα, τοῦ κινήτρου καί τῆς ἠθικῆς θα
παραμείνουν καλυμμένα μέ ἀμφιβολία210.
Ἀφηγητής διατείνεται: «...τὴν τῶν ἁγίων καὶ μεγάλων πατέρων πολιτείαν
διηγούμενος, ὅτι καὶ νῦν ὁ σωτὴρ τὰ ἑαυτοῦ δι’ αὐτῶν ἐνεργεῖ, ἅπερ διὰ τῶν
προφητῶν καὶ ἀποστόλων ἐνήργησεν»211·
Ὁ Γέροντας Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ, διηγούμενος διευκρινίζει: «Ταῦτα οὖν, ὦ
τέκνα, ὑμῖν ὑφηγησάμην, ἵνα τὴν ταπεινοφροσύνην πρῶτον ἀσκήσητε, κἂν
μικροῖς κἂν ἐν μεγάλοις δόξητε εἶναι -αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πρώτη τοῦ σωτῆρος
ἐντολὴ λέγοντος μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν- καὶ ἵνα μὴ ἀπατηθῆτε ὑπὸ τῶν δαιμόνων τῶν φαντασίας ὑμῖν
ἐγειρόντων»212.
Παλαιότερα ταύτιζαν τόν συγγραφέα μέ τόν τριτοπρόσωπο ἀφηγητή.
Σήμερα εἶναι γενικά ἀποδεκτό ὅτι ὁ ἀφηγητής τῆς ἱστορίας εἶναι διαφορετικός
ἀπό τόν συγγραφέα. Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ὅμως (ἀπομνημονεύματα,
ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις, αὐτοβιογραφία) ὁ ἀφηγητής καί ὁ συγγραφέας εἶναι
τό ἴδιο πρόσωπο. Πάντως θά ἦταν λάθος νά μιλήσει κάποιος μέ βεβαιότητα γιά
ταύτιση ἤ ἀπόλυτη διάκριση τῶν δύο προσώπων. Ὁ συγγραφέας δέν διηγεῖται
ἄμεσα τήν ἱστορία ἀλλά μέσῳ ἑνός ἄλλου προσώπου πού τό ἐπινοεῖ ὁ ἴδιος καί
αὐτός εἶναι ὁ ἀφηγητής. Ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ ἀφηγητῆ μεταδίδεται ἡ
ἱστορία στόν ἀναγνώστη. Τρεῖς παράγοντες ἐμπλέκονται καί ἐξαρτῶνται ὁ ἕνας
ἀπό τόν ἄλλον: ὁ συγγραφέας, ὁ ἀφηγητής καί ὁ ἀναγνώστης. Ὁ πρῶτος εἶναι
ὁ σκηνοθέτης καί οἱ ἄλλοι δύο εἶναι ρόλοι πού ἐπινοήθηκαν ἀπό τό
συγγραφέα. Ὁ ἀφηγητής εἶναι ὁ διαμεσολαβητής ἀνάμεσα στό συγγραφέα καί
τόν ἀναγνώστη. Ἡ συνεργασία ἀφηγητῆ καί ἀναγνώστη ἀποτελεῖ σημαντική
παράμετρο καθώς προϋποθέτει κοινή κουλτούρα καί συνεννοήση τόσο στό
γλωσσολογικό κώδικα ὅσο καί στό περιεχόμενο τοῦ μηνύματος. Ἀπό πολύ
νωρίς ὁ συγγραφέας ἐπιχειρεῖ νά διαχωρήσει τή θέση του ἀπό τόν ἀφηγητή
του. Ὅταν ὁ ἀφηγητής ἀπευθύνεται στόν ἀναγνώστη καί λέει «ἀδελφοί»,

210
βλ. R. Alter, The art of Biblical Narrative, National Jewish Book Award for Jewish Thought
1981.
211
Historia Monachorum in Aegypto, σ.9.
212
Historia Monachorum in Aegypto, σ.32.
99

«τέκνον», δέν ἀπευθύνεται στόν καθένα μας, ἀλλά στόν ἀναγνώστη πού
δημιουργεῖ ὁ ἴδιος καί πού συμμετέχει στό ποιητικό σύμπαν213. Ὁ βιβλικός
ἀφηγητής πρέπει νά ἔχει «μία βιωμένη σχέση» μέ τό ἀντικείμενο πού
καταπιάνεται, δηλ. μία προ-κατανόηση πού δέν εἶναι κλειστή ἀλλά ἀνοιχτή ὥστε
νά μπορεῖ νά ὑπάρξει μία ὑπαρκτική συνάντηση καί μία ὑπαρκτική ἀπόφαση. Ἡ
κατανόηση αὐτή ποτέ δέν εἶναι ὁριστική ἀλλά μᾶλλον παραμένει ἀνοιχτή ἐπειδή
τό νόημα τῶν Γραφῶν ἀποκαλύπτεται ἐκ νέου σέ κάθε μέλλον214.
Ὁ ἀφηγητής ἐπώνυμος ἤ ἀνώνυμος εἶναι ἔγκυρος και τέλεια ἀξιόπιστος.
Κάποιες φορές μπορεῖ νά ἐπιλέξει νά μᾶς κάνει νά ἀναρωτηθοῦμε ἀλλά ποτέ
δέν μᾶς παραπλανᾶ. Αὐτό σημαίνει πώς μιλάει ἤ ἐνεργεῖ σύμφωνα μέ τίς
νόρμες τοῦ κειμένου ἐνῶ στήν ἀντίθετη περίπτωση εἶναι ἀναξιόπιστος:
Σχετικά μέ διήγηση ἰδιόχειρου ὑπογεγραμμένου γραμματίου τοῦ φιλοσόφου
Εὐαγρίου, πού βρέθηκε στόν τάφο του, καί ἀναφέρει ὅτι ὁ Συνέσιος ἐπίσκοπος
Κυρήνης δέν τοῦ χρωστάει τίποτα, ἀφοῦ τήν εὐποϊΐα του ἐν ζωῇ τοῦ τήν
ξεπλήρωσε ὁ Θεός μετά θάνατον, ὁ ἀφηγητής διηγεῖται: «Ὅταν ἤμασταν στὴν
Ἀλεξάνδρεια, ὁ Λεόντιος ἀπὸ τὴν Ἀπάμεια ... μᾶς διηγήθηκε ὅταν συναντηθή-
καμε ... Μᾶς διαβεβαίωνε δὲ καὶ τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ κύριος Λεόντιος ὅτι τὸ
χειρόγραφο ποὺ ἔχει τήν ὑπογραφή τοῦ φιλοσόφου σώζεται μέχρι σήμερα καὶ
βρίσκεται στὸ σκευοφυλάκιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κυρήνης κι ὅποιος ἀναλαμβάνει
σκευοφύλακας ἐκεῖ, παραλαμβάνει κι αὐτό μαζὶ μὲ τὰ ἱερά σκεύη, τὸ φυλάει
ἐπιμελῶς καὶ μαζὶ μ' αὐτὰ τὸ παραδίδει σῶο καὶ ἀβλαβές.»215·
Ὁ ἀββᾶς Κόπρης διηγούμενος γιά τόν Πατερμούθιο ὅτι ἀνελήφθει ἀναφέρει:
«ἐν ὀπτασίᾳ στοὺς οὐρανοὺς καὶ τεθεᾶσθαι ὅσα μένει ἀγαθὰ τοὺς κατὰ ἀλήθει-
αν μοναχούς, ἅπερ οὐδεὶς λόγος ἐξειπεῖν δύναται. καὶ ἀπῆχθαι δὲ αὐτόν ἐν
σαρκὶ ἔφη, εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἑωρακέναι πλῆθος ἁγίων, μετειληφέναι δὲ
αὐτὸν ἐκ τῶν καρπῶν τοῦ παραδείσου.». Γιά ἀποδεικτικό στοιχεῖο μάλιστα
ἔφερε ἕνα σῦκο στούς μαθητές του: «ὅπερ σῦκον ὁ διηγούμενος ἡμῖν ταῦτα
Κόπρης, ὁ πρεσβύτερος νεανίας τότε ὑπάρχον ἐν ταῖς χερσὶ τῶν μαθητῶν

213
Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ.25-38.
214
R. Bultman, Ὕπαρξη καί πίστη. ∆οκίμια Ἑρμηνευτικῆς Θεολογίας, μτφρ. Φώτη Τερζάκη, ἐκδ.
Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1995, σ. 30.
215
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.226.
100

αὐτοῦ ἐθεάσατο καὶ κατεφίλησεν... Πολλοῖς γάρ ἔτεσι, φησί, διέμεινεν παρὰ
τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς εἰς ἐπίδειξιν φυλαττόμενον. ἦν γάρ παμμεγέθες. μόνον
γὰρ τις ὀσφρήσατο αὐτοῦ τῶν κακουμένων, εὐθέως τῆς νόσου ἀπηλλάττε-
το.»216·
Τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ μοναχοῦ Ἀθανασίου τοῦ μοναστηρίου Τραϊανοῦ -
ὅπως εἶχε προαγγελθεῖ σέ ὀπτασία τοῦ μοναχοῦ Κοσμᾶ πού εἶναι καί
ἀφηγητής- «...κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ ὁ ὅσιος
Κοσμᾶς εἶδε τήν ρηθεῖσαν ὀπτασίαν καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν του», ἀποτελεῖ
ἀπόδειξη τῆς αὐθεντικότητας τῆς ἱστορίας καί ἀξιοπιστίας τοῦ ἀφηγητῆ217.
Συχνά σέ ἀφηγήσεις παρελθοντικές φανερώνεται ἡ σκηνοθετική βούληση
τοῦ συγγραφέα, καθώς αὐτά τά γεγονότα δέν ἀπομονώνονται χρονικά καί
τοπικά ἀπό τόν τόπο καί τήν ὥρα τῆς ἀρχικῆς σκηνοθεσίας. Αὐτό πετυχαίνεται
μέ τή συνεχή παρουσία τῶν ἀκροατῶν πού παρεμβαίνουν διακόπτωντας τήν
ἀφήγηση καί κυρίως τοῦ ἀφηγητῆ. Ὁ ἀφηγητής ἐπιζητεῖ νά ἔχει στήν ὁμήγυρι
του ἐκτός ἀπό τούς ἄμεσα ἐνδιαφερόμενους καί τρίτα πρόσωπα ἀδιάφορα:
Ὁ ἀφηγητής Κόπρης ἐνῶ διηγεῖται: «ἄγροικος κύαθον ἔχων μεστὸν ψάμμου καὶ
παρειστήκει πληρῶσαι αὐτὸν ἐκδεχόμενος τὴν διήγησιν», γιατί ὅπως ἀναφέρει:
«οὐκ ἐχρῆν καυχήσασθαι πρὸς ὑμᾶς οὐδὲ ἐξειπεῖν τὰ τῶν πατέρων ἡμῶν
κατορθώματα, ἵνα μὴ ἐπαρθέντες κατὰ διάνοιαν τὸν μισθὸν ἀπολέσωμεν διὰ
δὲ τὴν ὑμῶν σπουδὴν καὶ ὠφέλειαν ὅτι ἐκ τοσούτου μήκους πρὸς ἡμᾶς
ἐληλύθατε, οὐ ζημιῶ ὑμᾶς τῆς ὠφελείας ἀλλ' ἅπερ ὁ Θεός ᾠκονόμησεν
παρόντων τῶν ἀδελφῶν διηγήσομαι.»218.
Οἱ τεχνικές εἶναι συμβάσεις τῆς ρεαλιστικῆς ἀφηγηματογραφίας καί δίνουν
μεγαλύτερη ἑνότητα καί συνοχή στό μύθο διατηρώντας σέ συνεχή ἐπικαιρότητα
τήν ὑπόθεση ἔρευνας πού θέτει ὁ συγγραφέας. Ἀφετέρου οἱ συνεχεῖς
ἐναλλαγές τῶν ἀφηγηματικῶν ὑποκειμένων καί οἱ συνακόλουθες ἀλλαγές τῆς
ἑστίασης διασποῦν τή μονοτονία τῆς μίας ἀφηγηματικῆς φωνῆς μέ τήν ποικιλία
τῆς πολυφωνίας:

216
Historia Monachorum in Aegypto, σ.84.
217
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.106.
218
Historia Monachorum in Aegypto, σ.86.
101

Στήν Historia Monachorum in Aegypto, (διήγηση ι’, σ.75) ἀφηγητής εἶναι ὁ


Κόπρης τόσο προσωπικῶν του βιωμάτων: «Ἓν δέ μοι μέγα, φησίν, ὁ Θεός
πολλῶν παρόντων θαῦμα παρέσχεν. Κατελθὼν γάρ ποτε ἐν τῇ πόλει...»219, ὅσο
καί βιωμάτων πού ἀφοροῦν ἄλλους Πατέρες (ἱστορική ἀναδρομή): «Ἦν γὰρ
πατήρ τις πρὸ ἡμῶν, ὀνόματι Πατερμούθιος ... ταῦτά τε καὶ ἄλλα πλείονα καὶ
μεγάλα, φησίν, κατώρθωσεν ὁ πατήρ ἡμῶν Πατερμούθιος ...»220· στή συνέχεια
τή σκυτάλη τῆς ἀφήγησης παίρνει ὁ ἀββᾶς Ἀπελλῆς πού διηγεῖται περί ἀββᾶ
Ἰωάννου: «Ἔστι γάρ, φησὶν ἐν τῇ ἐρήμω ταύτῃ ἀδελφὸς ἡμέτερος ὀνόματι
Ἰωάννης ... ταῦτα τε καὶ ἕτερα πλείονα ἡμῖν (καί στό συγγραφέα) ὁ πατὴρ
(Ἀπελλῆς) περὶ τοῦ ἀνδρός (Ἰωάννου) διηγεῖτο...»221.
Οἱ βιβλικοί συγγραφεῖς προτιμοῦν ν' ἀποφεύγουν τόν πλάγιο λόγο222. Ἡ
βιβλική ἀφήγηση εἶναι προσανατολισμένη πρός στόν διάλογο. Ὅταν ὁ λόγος
ἐμπλέκεται σ' ἕνα ἀφηγηματικό γεγονός, παρουσιάζεται ὡς εὐθύς λόγος. Ἡ
διαφορά μεταξύ τῶν δύο μορφῶν παρουσίασης δέν εἶναι ἀσήμαντη, ἐπειδή ἡ
ἐκδοχή τοῦ εὐθύ λόγου ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀμεσότητα, δηλ. νά φέρει τό

219
Historia Monachorum in Aegypto, σ.87.
220
Historia Monachorum in Aegypto, σ.85.
221
Historia Monachorum in Aegypto, σ.101· γιά πολυφωνία ἀφήγησης βλ. καί πιό πάνω στήν
ἔρευνά μας, συγγραφέας: ἀναφορικότητα.
222
Οἱ ἀφηγητές διαφέρουν σημαντικά κατά τό βαθμό καί τόν τύπο τῆς ἀπόστασης πού τούς
χωρίζει ἀπό τόν συγγραφέα ἤ τόν ἀναγνώστη καί τά ἄλλα προσωπα τῆς ἱστορίας πού
ἀφηγοῦνται. Χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι «εἰρωνεία», «τόνος» ἤ «αἰσθητική ἀπόσταση». Τά
στοιχεῖα πού σχετίζονται μέ τήν αἰσθητική ἀπόσταση εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό χρόνο καί
τό χῶρο, οἱ κοινωνικές διαφορές, οἱ διαφορές στήν ἐνδυμασία, οἱ συμβάσεις τοῦ λόγου.
Τό πρόβλημα τῆς ἀπόστασης συνδέεται μέ τήν προσπάθεια πού καταβάλλει ὁ συγγραφέας
νά διατηρήσει ἤ νά καταστρέψει «τή ρεαλιστική ψευδαίσθηση». Αὐτές οἱ ἀποστάσεις εἶναι οἱ
ἀκόλουθες: α) ὁ ἀφηγητής μπορεῖ νά εἶναι σέ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη πνευματική, φυσική,
χρονική ἀπόσταση ἀπό τόν ὑπονοούμενο συγγραφέα· β) ὁ ἀφηγητής μπορεῖ νά εἶναι σέ
μικρότερη ἤ μεγαλύτερη πνευματική, ἠθική, ἡλικιακή, συγκινησιακή ἀπόσταση ἀπό τά
πρόσωπα τῆς ἱστορίας· γ) ὁ ἀφηγητής μπορεῖ νά εἶναι σέ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη ἀπόσταση
ἀπό τίς προσωπικές νόρμες τοῦ ἀναγνώστη φυσικά καί συγκινησιακά, ἠθικά καί
συγκινησιακά· δ) ὁ ὑπονοούμενος συγγραφέας μπορεῖ νά εἶναι σέ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη
πνευματική, ἠθική ἀπόσταση ἀπό τόν ἀναγνώστη· ε) ὁ ὑπονοούμενος συγγραφέας καί ὁ
ἀναγνώστης μπορεῖ νά εἶναι σέ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη ἀπόσταση ἀπό τά ἄλλα πρόσωπα
τῆς ἱστορίας. Γιά τόν Genette ἡ ἀπόσταση ἀντανακλᾶται μέ τή μετάδοση τοῦ λόγου τῶν
χαρακτήρων καί διακρίνει τρία εἴδη: α) τόν ἀφηγηματοποιημένο λόγο ὅπου ὁ λόγος
μετατρέπεται σέ γεγονός· β) τόν μετατιθέμενο λόγο ὅπου μεταδίδεται ὁ λόγος τοῦ ἥρωα
σέ ἁπλή παράφραση εἴτε μέ τήν υἱοθέτηση κάποιων χαρακτηριστικῶν λέξεων· γ) τόν
ἀναφερόμενο λόγο ὅπου παρατίθεται ὁ λόγος σέ μορφή μονολόγου ἤ διαλόγου ἤ
πλαγίου λόγου. Πρβλ. Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ.
34-55· Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Ἀφήγηση-Ἀφηγηματολογία, περ. Νέα Ἑστία, Ἰούνιος
2001, σ. 972-1017 · R. Alter, The art of Biblical Narrative καί εἰδικότερα τό κεφ. Between
narration and dialogue, σ. 63-88.
102

λόγο-δράση στό προσκήνιο, κάνοντάς μας νά νιώσουμε τούς ἥρωες μέ σάρκα


καί ὀστά ζωντανούς καί ἀπευθυνόμενοι στό ἀκροατήριο τους νά προκαλέσουν
συγκεκριμένη ἀντίδραση. Ἡ βιβλική προτίμηση γιά τόν εὐθύ λόγο εἶναι τόσο
ἔντονη πού ἡ σκέψη σχεδόν πάντα ἀποδίδεται σέ πραγματικό λόγο, δηλ. ὡς
παρακείμενος μονόλογος.
Ἐπιλέγουμε ἀποσπάσματα ἀπό τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων
Γερόντων, πού ἀναφέρονται ὡς εὐθύς λόγος καί διακρίνουμε:
α) ∆ιαδικασία συλλογισμοῦ βάσει λογικῶν συνειρμῶν: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς
Λογγίνος τῷ ἀββᾷ Ἀκακίῳ· ἡ γυνὴ τότε γινώσκει ὅτι συνέλαβεν, ὅταν σταλῇ τό
αἷμα αὐτῆς· οὕτως ἦν καὶ ἡ ψυχή, τότε γινώσκει ὅτι συνέλαβε πνεῦμα ἅγιον
ὅταν σταλῆ τὰ ρέοντα ἀπ' αὐτῆς κάτωθεν πάθη· ἐν ὅσῳ δὲ ἐνέχεται ἐν αὐτοῖς,
πῶς δύναται κενοδοξεῖν ὡς ἀπαθής; δὸς αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα»223.
β) ∆ιευθέτηση συναισθημάτων: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ὢρ· ἐάν καταλαλήσῃς τοῦ
ἀδελφοῦ σου καὶ πλήξῃ σὲ τὸ συνειδός σου, ἄπελθε βάλε αὐτῷ μετάνοιαν, καὶ
εἰπέ, ὅτι κατελάλησά σου, καὶ ἀσφαλίσαι μηκέτι ἐμπαιχθῆναι· θάνατος γὰρ τῆς
ψυχῆς ἐστὶ ἡ καταλαλιά.»224.
γ) Ζύγιση ἐναλλακτικῶν δυνατοτήτων: «λέγει ὁ γέρων (Ἀμμοῦν Νιτριώτης)· εἰ
οὐ δύνασαι σιωπᾶν καλόν ἐστι μᾶλλον ἐν τοῖς λόγοις τῶν γερόντων (νά
μιλᾶς) καὶ μὴ ἐν τῇ γραφῇ· κίνδυνος γάρ ἐστι οὐ μικρός.»225.
δ) Λήψη ἀποφάσεων: «καί ἀπεκρίθη (ἀββᾶς Σιλουανός) οὐδέποτε ἀφῆκα εἰς τήν
καρδίαν μου λογισμόν παροργίζοντα τόν Θεόν»226.
Ἡ ἀφήγηση συχνά ὑποβιβάζεται στό ρόλο τῆς ἐπιβεβαίωσης τῶν ἰσχυρισμῶν
πού γίνονται στό διάλογο ἤ στή μορφή μιᾶς ἐπεξηγηματικῆς ἐπίφασης. Ἡ
ἀφήγηση σέ τρίτο πρόσωπο εἶναι συχνά μόνο γέφυρα μεταξύ τῶν πολύ
μεγαλυτέρων ἑνοτήτων εὐθύ λόγου. Ὅσον ἀφορᾶ στήν προοπτική τῆς
ἀφήγησης, ἡ ἐπαναδήλωση σέ τρίτο πρόσωπο τοῦ ὅ,τι ἔχει εἰπωθεῖ στό
διάλογο, κατευθύνει τήν προσοχή μας πίσω στούς ὁμιλητές, στίς ἐμφάσεις πού
ἐπιλέγουν, στούς τρόπους πού οἱ δηλώσεις τους μποροῦν ν' ἀποκλίνουν ἀπό

223
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.63.
224
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιε’, σ.127
225
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.18.
226
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.116.
103

τήν ἐπιτακτική ἀναφορά τοῦ ἀφηγητῆ γιά τό τί συμβαίνει. Οἱ βιβλικοί


συγγραφεῖς ἐνδιαφέρονται συχνά λιγότερο γιά τίς ἐνέργειες αὐτές καθαυτές
ἀπό τό πῶς ὁ προσωπικός χαρακτήρας ἀνταποκρίνεται στίς ἐνέργειες ἤ τίς
προκαλεῖ. Ὁ εὐθύς λόγος ἀποτελεῖ τό κύριο ὄργανο γιά νά ἀποκαλύψει τίς
ποικίλες καί πότε-πότε ἀποχρῶσες σχέσεις τῶν προσώπων στίς ἐνέργειες στίς
ὁποῖες ἐμπλέκονται.
Τρία εἴδη λειτουργίας ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τήν ὕπαρξη ἀφήγησης στό μέσον
διαλογικῶν τμημάτων· ἐπιλέγουμε τή διήγηση Περί τῶν τριῶν μοναχῶν τῶν
αἰχμαλωτισθέντων ἐν τῇ Ἀφρικῇ227:
α) Μεταφορά οὐσιαστικῶν δράσεων στό ξεδίπλωμα τῆς πλοκῆς πού δέν θά
μποροῦσαν νά δειχθοῦν μέσῳ τοῦ διαλόγου: «εἷς οὖν αὐτῶν τῶν μοναχῶν
εὗρε παιδίον πιπρασκόμενον»· στή συνέχεια: «ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἔδοξε
τρισὶ μοναχοῖς κατελθεῖν ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ ἀλιεῦσαι·... ἥρουν μεθ' ἑαυτῶν καὶ
τὸν παῖδα, καὶ ὡς ἔφθασαν εἰς τὴν θάλασσαν, εὑρέθησαν ἐκεῖσε Σαρακηνοί,
ἐληλυθότες ἀπὸ Ἀφρικῆς μετὰ τοῦ πλοίου αὐτῶν καὶ ᾕρουν αὐτούς.»· στή
συνέχεια: «... συνῆξε ἔνθεν κἀκεῖθεν ἑκατὸν νομίσματα. ταῦτα λαβών, ἀπῆλθεν
ἐν Ἀφρικῇ»· καί πιό κάτω: «ἰδοὺ ὁ κύριος αὐτοῦ ὁ σαρακηνὸς ἐρχόμενος, καὶ
ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁμιλοῦντα, ὑβρίσας τὸν μοναχὸν ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τοῦ
ραπίσαι αὐτόν, καὶ εὐθὺς ἔμεινεν ἡ χεὶρ αὐτοῦ ξηρὰ καὶ ἀνενέργητος.».
β) Ἐπικοινωνία μέ δευτερεύοντα ὡς πρός τήν πλοκή δεδομένα (πού μπορεῖ νά
μήν ἀποτελοῦν καί μέρος της): «Ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Καλαβρίας ἐστὶ μοναστήριον
ἐν ᾧ οἰκοῦσι μοναχοί εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι»· στή συνέχεια: «... ἐνέτρεφεν
ἐπιμελῶς, διδάσκων αὐτὸ καὶ γράμματα, βουλόμενος ἀποκεῖραι καὶ ἐνδῦσαι τὸ
τῶν μοναχῶν σχῆμα»· καί πιό κάτω: «ταῦτα ἀκούσας ὁ Σαρακηνός, ἐξῆλθεν ἐξ
αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξας τοὺς Σαρακηνοὺς τοὺς μέλλοντας κυβερνᾶν καὶ ἐλαύνειν
τὸ πλοῖον, εἰσῆλθεν ἐν αὐτῷ, εἰσάξας καὶ τοὺς μοναχοὺς σὺν τοῖς
αἰχμαλώτοις.».
γ) Ἀντικατοπτρισμός, ἐπιβεβαίωση, ἀνατροπή, ἤ ἑστίαση στήν ἀφήγηση
δηλώσεων πού ἔγιναν σέ εὐθύ λογο ἀπό τούς ἥρωες: «πληρωθέντος δὲ τούτου
καὶ ἔτι ἐνισταμένων τῶν ἐναντίων ἀνέμων, πάλιν προσῆλθον τῷ μοναχῷ

227
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.68-75.
104

πάντες αἰτούμενοι ἐλεῆσαι αὐτοὺς τῇ δίψῃ κινδυνεύοντας. ὁ δὲ προσέταξεν


αὖθις τὰ κεράμια γεμισθῆναι ἐκ τῆς θαλάσσης... πάλιν προσευξάμενος ὁ
μοναχὸς καὶ σφραγίσας τὰ κεράμια, ἐγλυκάνθησαν. θαυμαζόντων οὖν τῶν
Σαρακηνῶν καὶ ὡς ἄγγελον Θεοῦ βλεπόντων αὐτόν,...»· στή συνέχεια:
«ὑποστρεψάντων δὲ τῶν Σαρακηνῶν τῶν ἀπεσταλμένων διακενῆς καὶ εἰπόντων
τὰ τοῦ γέροντος ῥήματα, ἐθαύμασαν ὅ τε οὐμυρμνῆς καὶ οἱ Σαρακηνοί ἅπαντες
τὴν ἐνάρετον πολιτείαν.».
Ὅταν δέν ὑπάρχει ἀπόκλιση μεταξύ μιᾶς δήλωσης ὅπως ἀπαντᾶται σέ
ἀφήγηση καί ὅπως ἀπαντᾶται σέ διάλογο, ἤ ἀντιστρόφως, ἡ ἐπανάληψη αὐτή
γενικά ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά δίνει βαρύτητα ἔμφασης σέ εἰδικούς ὅρους
τούς ὁποίους ὁ ὁμιλητής ἐπιλέγει γιά τό λόγο του. Στή διήγηση Περί Πιαμοῦν, ἡ
σύγκλιση ἀφήγησης καί διαλόγου προσδίδουν βαρύτητα στή δύναμη τῆς
προσευχῆς: «Ἐκείνη διὰ παντὸς εὐχομένη... καὶ δεομένη τοῦ Θεοῦ ὅτι ‘Κύριε ὁ
κρίνων τὴν γῆν, ὧ οὐδὲν τῶν ἀδίκων ἀρέσκει, τῆς προσευχῆς ταύτης ἐλθούσης
πρὸς σὲ ἡ δύναμίς σου ἡλωσάτω αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον ὅπου ἂν αὐτοὺς
καταλάβῃ’... Καὶ περὶ ὥραν πρώτην ἀπὸ τριῶν μιλίων ἡλωθέντες εἰς τὸν τόπον
σαλευθῆναι οὐκ ἠδυνήθησαν·»228.
Ἀφηγητές στό πρῶτο ἤ στό τρίτο πρόσωπο διηγοῦνται τίς ἱστορίες τους εἴτε
μέ τόν τρόπο τῆς σκηνῆς ἤ μέ μία περίληψη ἤ συνδυάζοντας καί τά δύο
[ἀριστοτελική διάκριση διήγηση/μίμηση ἤ τό νεώτερο λέω (telling) / δείχνω
(showing)]229. Τίποτε δέν ἐπιτρέπεται νά μπεῖ στή σκηνή πού θά μειώσει τήν
προσοχή ἀπό τό διάλογο. Ἡ σκηνή συλλαμβάνεται ὡς προφορική ἐπικοινωνία,
μέ τήν προϋπόθεση ὅτι αὐτό πού εἶναι σημαντικό γιά ἕνα χαρακτήρα, μπορεῖ νά
ἐκδηλωθεῖ σχεδόν ἀμιγῶς στό λόγο τοῦ χαρακτήρα. Ἡ τεχνική τοῦ
ἀντιπαραβαλλόμενου διαλόγου, περιορίζει τίς σκηνές σέ δύο χαρακτῆρες ἤ

228
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.166· πρβλ. R. Alter,The art of Biblical Narrative, σ.63-
88.
229
Ὁ ἀφηγητής ὑποκρίνεται ὅτι παραχωρεῖ τό λόγο του στό πρόσωπο πού δημιουργεῖ· τό εἶδος
τοῦ λόγου αὐτοῦ πού υἱοθετήθηκε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου (ἔπος) καί ὑποστηρίχθηκε ἀπό
τραγωδία, κωμωδία, μυθιστόρημα ἀποδίδεται καλά μέ τή χρήση τοῦ ὅρου σκηνή. Ὁ
ἀναγνώστης βρίσκεται ἀπό τήν πρώτη γραμμή στή σκέψη τοῦ βασικοῦ προσώπου πού μιλάει
καί πληροφορεῖ γιά ὅ,τι κάνει καί ὅ,τι τοῦ συμβαίνει (ἐσωτερικός μονόλογος πού ὁ Genette
ὀνόμασε ἄμεσο λόγο), Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ.Β’, σ.
43.
105

κάποιες φορές στή συνδιαλλαγή ἑνός χαρακτῆρος μέ μία ὁμάδα μιλώντας ὡς


συλλογικός συνομιλητής.
Μία κατηγορία διαλόγου δεμένου μέ ἀφήγηση πού δέν ἐμπεριέχει κατά
λέξη ἀντικατοπτρισμό διαλόγου εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ γεγονότος, ὅτι ὁ λόγος
ἔχει συμβεῖ. Τό ἁπλούστερο καί πανταχοῦ παρόν παράδειγμα αὐτῆς τῆς
κατηγορίας εἶναι οἱ φορμουλαστικές φράσεις πού εἰσάγουν τόν εὐθύ λόγο
κάθε ὁμιλητῆ στό διάλογο: «γέρων εἶπε», «εἶπε», «ἔλεγε πάλιν», «καὶ εἶπε». Στό
πλαίσιο τῶν σταθερῶν καί μηχανικῶν αὐτῶν συμβάσεων, ὁ λακωνικός τρόπος
ἀφήγησης δίνει συχνά τήν ἐντύπωση παρουσίασης τῶν γεγονότων σχεδόν
χωρίς μεσολάβηση. Τό στοιχεῖο τοῦ διαλόγου εἶναι τόσο ἰσχυρό πού μόνο τό
ἐλάχιστο «εἶπε» ὑπενθυμίζει τή παρουσία τοῦ ἀφηγητῆ. Αὐτό πού ἀναφέρεται
ἐκτός διαλόγου εἶναι οὐσιαστική δράση χωρίς ἐπεξεργασία ἤ ἐμφανή
ἐπέμβαση ἀπό τόν ἀφηγητή.
Ἡ πιό γενική χρήση στή ὁποία ἡ ἀφήγηση τοποθετεῖται εἶναι νά παρέχει ἕνα
χρονικό, μία περιληπτική ἄποψη παρά μία σκηνική ἀναπαράσταση δημόσιων
γεγονότων· μία σύνοψη λόγου παρά πραγματικό ἀπόσπασμά του. Χρήσιμο νά
ρωτήσει κάποιος γιατί στό συγκεκριμένο σημεῖο ὁ συγγραφέας ἐπιλέγει ν'
ἀποκλίνει ἀπο τόν σχεδόν κανόνα τοῦ διαλόγου καί νά συνοψίσει ἀντί αὐτοῦ.
Οἱ λόγοι θά κυμαίνονταν ἀπό μία συναισθανόμενη ἀνάγκη γιά γρήγορη κίνηση
σέ συγκεκριμένο σημεῖο στήν ἀφήγηση, μιά ἐπιθυμία ν' ἀποφύγει ὑπερβολική
ἐπανάληψη, κάποια σκέψη ἀπόκρυψης ἤ εὐπρέπειας ἤ μιά ὑποτίμηση αὐτοῦ πού
λέγεται:
«Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν ὅτι τὸ φυλάσσειν, καὶ ἑαυτῷ προσέχειν καὶ ἡ διάκρισις,
αἱ τρεῖς αὗται ἀρεταί, ὁδηγοὶ εἰσὶ τῆς ψυχῆς.»230·
«Γιὰ τὸν ἀββὰ Θεοδόσιο τὸν ἡσυχαστὴ μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κυριακός, ὁ
μαθητής του ὅτι ὁ γέροντας ἔκανε τριάντα πέντε χρόνια ἡσυχάζοντας,
τρώγωντας κάθε δύο ἡμέρες, σιωπώντας ἐντελῶς καὶ μὴ λέγοντας τίποτε σὲ
κανένα. Ἂν ἤθελε λοιπὸν νὰ πεῖ τίποτε τὸ παρέγγελνε γραπτά.»231.
Τά ρήματα «σωθῶ» καί «ποιήσω» κυριαρχοῦν στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις.
Συγχρόνως ὅμως σέ ἀφηγηματικά κομμάτια τείνουν νά ἐπικρατήσουν πυκνές

230
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λε’, σ.89.
231
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 67, σ. 72.
106

συγκεντρώσεις ρημάτων συνδεδεμένες μ' ἕνα ὑποκείμενο τό ὁποῖο δείχνει


κάποια χαρακτηριστική ἔνταση, ταχύτητα ἤ εἰλικρινή σκοπιμότητα δραστηριότη-
τας:
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος: «ἤκουσε φωνῆς (Θεοῦ) λεγούσης αὐτῷ: φεῦγε, σιώπα,
ἡσύχαζε αὗται γάρ εἰσιν αἱ ρίζαι τῆς ἀναμαρτησίας.»232.
Στή διήγηση Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν, ἀναφέρεται: «Ταύτην μασωμένην
οὐκ εἶδεν οὐδεμία τῶν τετρακοσίων τὰ ἔτη τῆς ζωῆς αὐτῆς· ἐπὶ τραπέζης οὐκ
ἐκαθέσθη, οὐ κλάσματος μετέλαβεν ἄρτου, ἀλλὰ τὰς ψῖχας σπογγίζουσα τῶν
τραπεζῶν καὶ τὰς χύτρας περιπλύνουσα τούτοις ἠρκεῖτο· μὴ ὑβρίσασα ποτέ τινα,
μὴ γογγύσασα, μὴ λαλήσασα μικρὸν ἢ μέγα, καίπερ κονδυλιζομένη καὶ
ὑβριζομένη καὶ καταρωμένη καὶ μυσαττομένη.»233.
Γιά τόν ἀββά Βῆ διηγοῦνται: «... μηδέποτε ὀμωμοκέναι, μηδὲ ψεύσασθαί ποτε,
μηδὲ ὀργισθῆναι κατά τινος, μηδὲ ἐπιπλῆξαι λόγῳ τινὶ πώποτε. ἦν γὰρ ὁ βίος
αὐτοῦ λίαν ἡσύχιος καὶ ὁ τρόπος ἐπιεικής, ἀγγελικὴν κατάστασιν ἔχοντος.»234.
Οἱ ἀφηγητές σχολιάζουν ἄλλοτε ἔμμεσα (συνοπτικές διηγήσεις τοῦ
Γεροντικοῦ), ἤ ἀπευθείας παραθέτουν μία διήγηση πού ἡ γραμμή τους εἶναι
ἐνσωματωμένη σ' αὐτή. Ἄλλοτε τά σχόλια εἶναι ἄμεσα στήν ἀναπαραστατική
δομή τοῦ κειμένου εἴτε μέ τήν μορφή τῆς παρέμβασης πού μπορεῖ νά εἶναι
ἐπεξηγηματική ἤ διασαφηστική, εἴτε τῆς προσθήκης καθαρά προσωπικῆς γνώμης
ἤ τοῦ συμπεράσματος/ἐπιλόγου. Ἐπιλέγουμε τήν ἀνθολογία τοῦ Εὐεργετινοῦ καί
τίς διηγήσεις τοῦ Συναξαριστῆ γιά παραδείγματα:
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν...:
Ὑπόθεση ΜΘ’, ἱστορία Γ’235, ὑπάρχει σχόλιο ἐν εἴδει διδάγματος περί
μακροθυμίας τοῦ Συμπιλητῆ: «τοῦ Πατρός ἤγουν τοῦ Εὐεργετινοῦ».
Ὑπόθεση ΛΖ’, ἱστορία Ζ’236, ἔχουμε προσθήκη ἀπόψεως συμπιλητῆ πού μέ βάση
τό ὑλικό τῶν διηγήσεων πού ἀφορᾶ τήν συγχωρητικότητα πού πρέπει καί
ὀφείλουν νά δείχνουν οἱ χριστιανοί, κάνει μία ἀντιπαράθεση τοῦ τρόπου ζωῆς
τῶν συγχρόνων τῆς ἐποχῆς του μοναχῶν μέ ἐκείνη τῶν «ἀρχαίων» Γερόντων.

232
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἀρσενίου, σ. 6.
233
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.180.
234
Historia Monachorum in Aegypto, σ.40.
235
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 660.
236
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ. 3, σ. 476-477.
107

Ὑπόθεση ΛΕ’, ἱστορία Ζ’237, ὁ συμπιλητής προσθέτει καί προσωπικό ὑλικό


ἐμπειρίας του (συνομιλία μέ τόν Σέργιο ἡγούμενο Πεδιάδος) πού ἔχει θέση
ἀνάλυσης καί ἑρμηνείας τῶν λόγων τῶν Γερόντων πού ἔχουν ἤδη παρατεθεῖ
ὡς κυρίως θέμα.
Ὑπόθεση ΛΕ’, ἱστορία Α’238, ὁ συμπιλητής προσθέτωντας δικό του συμπέρασμα
ἀντιπαραθέτει κατά τή γνώμη του, πού ὁπωσδήποτε δέν εἶναι μόνο δικιά του,
κατά πόσον μπορεῖ νά λειτουργεῖ καί νά συμβαδίζει τό διοικητικό ἔργο τοῦ
ἐπισκόπου μέ τή θεωρία τοῦ ἀναχωρητοῦ: «Οἶμαι ὅτι ἐβιάσθη ὁ γέρων
γενέσθαι Ἐπίσκοπος, διὸ καὶ τοῦ νόμου τῶν ἀναχωρητῶν μᾶλλον φρόντιζε ἢ
τοῦ τοῖς Ἐπισκόποις καθήκοντος».
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ :
Στή διήγηση Τῇ 5ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Ὀπτασία Κοσμᾶ μοναχοῦ, φοβερᾶς
καί ὠφελίμου, ὑπάρχει σέ μορφή ἐπιλόγου ἡ περαιτέρω ζωή τοῦ μοναχοῦ:
«Ζήσας δὲ ὁ ὅσιος Κοσμᾶς τριάκοντα χρόνους μετὰ τὴν ἀνωτέρω ὀπτασίαν...
εἰς δόξαν Θεοῦ ἡμῶν. Ἀμήν.»239.
Στή διήγηση Τῇ 15ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου Μνήμη τῆς ἀθλήσεως μοναχοῦ τινος
καί μάρτυρος, καί ὠφέλιμος..., ὑπάρχει σέ μορφή ἐπιλόγου καί σύνοψης τῆς
ἱστορίας ἡ περαιτέρω κατάσταση: «... καὶ λοιπὸν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερον ἔμενεν ὁ
μάρτυς ἀκίνητος μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία»240.
Στή διήγηση Τῇ 31ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ὁμολογητοῦ τινος ἀνωνύμου ἐκ τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου, ὑπάρχει σέ μορφή
ἐπιλόγου καί σύνοψης τῆς ἱστορίας ἡ περαιτέρω κατάσταση: «Ὁ νέος λοιπὸν
οὗτος καὶ ἄλλους ἕλληνας ὁδηγήσας εἰς τὴν τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσιν μὲ τὰ
λόγια του καὶ μὲ τὴν ἐνάρετον πολιτείαν του, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους
μονάς.»241.
Στή διήγηση Τῇ 11ῃ τοῦ μηνός ∆εκεμβρίου Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος
Μείρακος ..., ὑπάρχει σέ μορφή ἐπιλόγου ἡ περαιτέρω κατάσταση: «...καὶ ἀπὸ
τότε ἕως τώρα ἀναβλύζει πάντοτε μῦρον εὐῶδες καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰς καὶ

237
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 451.
238
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ. 5, σ.441.
239
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.106.
240
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.134.
241
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.178.
108

διαφόρους ἰατρείας, εἰς δόξαν μὲν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς
πληροφορίαν δὲ τῶν σκανδαλιζομένων καὶ δισταζόντων περὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς
δόξης αὐτοῦ, καὶ τῶν ὁμοίων αὐτοῦ.»242.
Ὑπάρχουν βέβαια καί σχόλια, πού θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ὡς
«διακοσμητικά», δηλ. πού δέν ἐξυπηρετοῦν ἄμεσα τή συγκεκριμένη διήγηση:
Οἱ διηγήσεις τοῦ Συναξαριστῆ : Τῇ 5ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Ὀπτασία Κοσμᾶ
μοναχοῦ, φοβερᾶς καί ὠφελίμου· Τῇ 15ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου Μνήμη τῆς
ἀθλήσεως μοναχοῦ τινος καί μάρτυρος, καί ὠφέλιμος διήγησις περί αὐτοῦ· Τῇ
23ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου, ∆ιήγησις ὀπτασίας Ἰωάννου τινός, πάνυ ὠφέλιμος·
Τῇ 26ῃ τοῦ μηνός Μαρτίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος Μάλχου μοναχοῦ
αἰχμαλωτισθέντος, τελειώνουν μέ τό σχόλιο: «Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις
Χριστὲ ὁ Θεός ἐλέησον ἡμᾶς.»243.
Ἡ διήγηση Περί τῶν ἐν τῇ Νιτρίᾳ244, τελειώνει μέ μία παράγραφο πού ἀφορᾶ
νιτριώτη μοναχό τόν Ἀρσίσιο καί δέν ἀναφέρεται στό βίο του, ἀλλά μέ ποιούς
ἄλλους μεγάλους Γέροντες ἦταν σύγχρονος καί οὔτε ἀποτελεῖ συνδετικό κρίκο
γιά τήν ἑπόμενη διήγηση: «Οὗτος ὁ Ἀρσίσιος καὶ ἄλλοι πολλοὶ σὺν αὐτῷ
γέροντες... σύγχρονοι ἦσαν τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου... οὗτος ἔλεγε καὶ
Παχώμιον εἰδέναι τὸν Ταβεννησιώτην, ἄνδρα προφήτην, ἀρχιμανδρίτην
ἀνδρῶν τρισχίλιων, περὶ οὗ ἐς ὕστερον διηγήσομαι.».
Στή διήγηση Περί Οὐάλεντος, ἀναφέρεται ἀδιάφορο σχόλιο ὡς πρός τή
δεδομένη περίσταση γιά τούς Κορινθίους: «Οὐάλης τις γέγονε τῷ μὲν
Παλαιστῖνος, τῇ δὲ γνώμῃ Κορίνθιος. Κορινθίοις γὰρ προσῆψε τὸ πάθος τῆς
φυσιώσεως ὁ ἅγιος Παῦλος...»245.
Στή διήγηση Περί Ἰωάννου τοῦ ἐν Λυκῷ, ὑπάρχει ἀναφορά στό ἐπάγγελμα τοῦ
ἀδελφοῦ τοῦ Γέροντα πού εἶναι ἀδιάφορο ὡς πρός τό θέμα: «Γέγονέ τις
Ἰωάννης ἐν Λυκῷ τῇ πόλει... ᾧ ἀδελφός ὑπῆρχε βαφεύς.»246.

242
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.293.
243
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.106,134,247.
244
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.64.
245
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.152.
246
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.184.
109

i. Ὀπτική γωνία (point of view) ἤ προοπτική (perspective) ἤ ἀπόσταση (distance).

Ἀποκαλεῖται ἡ ἀναγνώριση ταυτότητας ἀφηγητῆ (narrator), ὁ ρόλος πού


διαδραματίζει στήν ἱστορία καθώς καί τά ὅρια τῆς γνώσης του μέ αὐτά πού
ἀφηγεῖται247.
Ὁ βιβλικός ἀφηγητής εἶναι παντογνώστης. Γνωρίζει ὅ,τι τά αὐστηρά φυσικά
μέσα θά τοῦ ἐπέτρεπαν νά περιορίζεται σέ μία γνώση σχετική καί
συμπεράσματα ρεαλιστικά. Τό ἀπόλυτο ὅμως προνόμιο τῆς παντογνωσίας του
τό ὀφείλει στό ὅτι πηγή τῆς γνώσης του εἶναι ὁ Θεός (θεοπνευστία). Βλέπει ὡς
ἐπί τό πλεῖστον μέσα ἀπό ὅλα τά πρόσωπα:
Στή διήγηση Περί ἀναγνώστου συκοφαντηθέντος, ἡ ὀπτική γωνία τοῦ ἀφηγητῆ
εἶναι ἀπό τήν πλευρά τοῦ συκοφαντηθέντος, τῆς συκοφαντήσαντος, τοῦ
συνεργοῦ τῆς συκοφαντήσαντος, τοῦ πατέρα τῆς συκοφαντήσαντος, τοῦ
ἐπισκόπου248·
Στήν ἱστορία τοῦ Σάγκτουλου πού κατοικοῦσε στή περιοχή τῶν Λογγοβάρδων...,
ἡ ὀπτική γωνία τοῦ ἀφηγητῆ εἶναι ἀπό τή πλευρά τοῦ φιλόχριστου Σάγκτουλου,
τοῦ φυλακισμένου διακόνου, τῶν διωκτῶν Λογγοβάρδων, τοῦ λαοῦ τῶν
Λογγοβάρδων, τοῦ δημίου249·

247
∆ιακρίνονται δύο κατηγορίες ἀφηγητῆ:
1)δραματοποιημένος ἀφηγητής (Genette: ἐσωτερική ἑστίαση/ὁμοδιηγητικός): μεταδίδει
περιορισμένη ἐμπειρία, τή δική του πού δηλώνεται μέ ἕνα ἐγώ, τό ὁποῖο μπορεῖ νά εἶναι ἤ τό
βασικό ἤ ἕνα δευτερεῦον πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς ἀτομικῆς
συνείδησης ὁ κόσμος, τά δρώμενα οἱ καταστάσεις σχετικοποιοῦνται καί ἡ γνώση τῶν
πραγμάτων παρουσιάζεται περιορισμένη στήν ἀτομικότητα. Ἡ ἀντικειμενικότητα παραχωρεῖ τή
θέση της στήν ὑποκειμενικότητα. Ὑπάρχουν ἀφηγητές ὡς καθαροί παρατηρητές τῶν
γεγονότων ἀλλά καί ὡς ἐνεργητικοί ἀφηγητές (Genette/αὐτοδιηγητικός) δηλ. πού ἔχουν μία
σημαντική ἐπίδραση στήν πορεία τῶν γεγονότων.
2) ἀμέτοχος στά δρώμενα (Genette: ἐξωτερική ἑστίαση/ἑτεροδιηγητικός): ἀφηγοῦνται τήν
ἱστορία σέ τρίτο πρόσωπο καί ὑπάρχουν τέσσερις ὑποδιαιρέσεις: α) ὁ παντογνώστης
ἀφηγητής πού βλέπει μέσα ἀπό ὅλα τά πρόσωπα (Genette: ἀφήγηση χωρίς ἑστίαση ἤ
ἑστίαση βαθμός μηδέν)· β) ὁ ἀφηγητής πού βλέπει μέσα ἀπό τό βασικό πρόσωπο· γ)
ἀφηγητής πού βλέπει μέσα ἀπό ἕνα δευτερεῦον πρόσωπο· δ) ὁ ἀντικειμενικός ἀφηγητής
πού δέν βλέπει μέσα ἀπό κανένα πρόσωπο. Γενικά ὁ ἀφηγητής τῆς ἱστορίας τοποθετεῖται
καί στό παρελθόν ὅπου διαδραματίστηκαν τά γεγονότα καί στό παρόν τῆς ἀφηγηματικῆς
στιγμῆς πού εἶναι κατά κανόνα μεταγενέστερη. Ὁ ἀφηγητής ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι
συγχρόνως σέ δύο διαφορετικούς τόπους καί νά ζεῖ σέ δύο χρονικά συστήματα: στό
παρελθόν τῶν προσώπων του καί στό παρόν τό δικό του. Μεταβολή ὀπτικῆς γωνίας μπορεῖ
νά σημαίνει ἀλλαγή ἑστίασης τῆς ἀφήγησης. Πρβλ. Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική
Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ. 31-55· Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Ἀφήγηση-
Ἀφηγηματολογία, περ. Νέα Ἑστία, Ἰούνιος 2001, σ. 972-1017.
248
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.70.
249
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 486-487.
110

Ἐν τῷ βίῳ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ἡ ὀπτική γωνία τοῦ ἀφηγητῆ
εἶναι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Γρηγορίου, τοῦ διακόνου του, τοῦ καταδότη, τῶν
διωκτῶν250.
Ἄλλοτε πάλι, ὁ βιβλικός ἀφηγητής ἀμέτοχος στά δρώμενα, βλέπει μέσα
ἀπό ἕνα δευτερεῦον πρόσωπο:
Ὑπόθεσις ΙΒ’, ἱστορία Α’251: Οἱ διηγήσεις θυμίζουν λόγο Σαιξπηρικοῦ κοπετοῦ,
ἰδιαίτερα οἱ μονόλογοι τῶν μανάδων μαρτύρων πού μέσα ἀπό τούς
ἐκτεταμένους θρήνους τους ἀναδύεται δοξολογία Θεοῦ (μητέρα νεαροῦ
μάρτυρα ἐν Σινᾶ καί Ραϊθώ ἀναιρεθέντος). Οἱ διηγήσεις πλέον δέν εἶναι λιτές
καί συνοπτικές ἀλλά ἔχουν μεγαλύτερη ἔκταση καί περισσότερη συναισθηματική
ἔνταση. Στή βασική διήγηση προστίθενται καί ἄλλες ἀνάλογες διηγήσεις σέ
παρατακτική σύνδεση ὡς παραδείγματα καί περαιτέρω ἀπόδειξη τοῦ βασικοῦ
κεντρικοῦ νοήματος252. Στίς διηγήσεις αὐτές παρ' ὅτι τά δρῶντα προσωπα εἶναι
οἱ μάρτυρες, ὁ βίος τους καί ἡ τελείωσή τους, ἡ ὀπτική γωνία (τό κεντρικό θέμα
τῆς ὑπόθεσης) ἀλλάζει τήν πορεία καί τό κέντρο βάρους πέφτει στό ρόλο τῶν
γονέων τόσο στό στάδιο τῆς ἀνατροφῆς ὅσο καί στήν τοποθέτησή τους
ἀπέναντι στή στάση τῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν τους μέχρι καί τόν θάνατό τους.
∆ίνεται περισσότερο προσοχή στό ρόλο τῆς μητέρας, καθώς ὁ ρόλος της
ἐκείνη τήν ἐποχή εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικός στό μεγάλωμα τῶν παιδιῶν.
Ὑπόθεσις ΙΘ’, ἱστορίες Α’ καί Β’253: Ἀφηγηματολογικά ἡ ὀπτική γωνία δέν
ἐπικεντρώνεται στό φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ἀλλά στήν ἐν ζωῇ
παραδειγματική τιμωρία τῶν ἐνόχων πού ἀποτελεῖ καί προγευση τῆς μέλλουσας
κρίσης. Εἶναι ἡ ἀφηγηματική «σύμβαση» τῆς ἀναγκαιότητας τῆς δικαιοσύνης γιά
τήν παραμυθία τοῦ πιστοῦ: ὁ ἔνοχος γιά τόν φόνο τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ
Νέου: «...δαιμονίᾳ πληγῇ παταχθείς, τοὺς ὀδόντας δὲ δεινότατα τετριγὼς καὶ
ἀφρὸν παραπτύων τοῦ στόματος καὶ διέμενεν οὕτως ἡ χαλεπή αὕτη μάστιξ ἄχρι
τέλους συνέχουσα τὸν ἄθλιον καὶ παιδεύουσα.». Ὁ αἴτιος τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ
τοῦ δικαίου διακόνου στή χώρα Μάρση (ἕνας Λογγοβάρδος) δαιμονίζεται. Ἡ

250
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, 239-240.
251
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 171
252
π.χ. στήν ἱστορία Γ’, περί Ἀλυπίου, σ.179, προστίθεται ἡ διήγηση τῆς Ἁγίας Σοφίας σ.180.
253
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.233-240.
111

φύση δέν δέχεται τόν ἄδικο θάνατο εὐλαβῶν ἀνθρώπων χωρίς ἀντίδραση· ὁ
Λογγοβάρδος πού φονεύει μέ μαχαίρι τόν δίκαιο Σουρανό: «τοῦ δὲ
σκηνώματος αὐτοῦ ἐν τῇ ὕλῃ πεσόντος, πᾶσα ἡ ὕλη καὶ τὸ ὄρος ἐδονήθη,
φωνῆς ὥς περ ἀφιείσης τῆς γῆς, μὴ δύνασθαι τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ τὸ βάρος
ὑποφέρειν».
Ἡ ἀφήγηση γίνεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον στό τρίτο πρόσωπο ἄλλοτε Ab ovo,
δηλ. ἀπό τήν ἀρχή τῶν γεγονότων (Περί τῆς πλουσίας παρθένου254· ∆ιήγησις
Ἱππολύτου255· Γιά τό πηγάδι πού ἀνάβλυσε ἀπό θαῦμα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου256)
καί ἄλλοτε In medias, δηλ. ἀπό τό μέσον τῶν γεγονότων257 εἴτε ὡς ἱστορικές
ἀναδρομές σέ κατορθώματα κοιμηθέντων Γερόντων ἤ ἀναφορά μιᾶς
δεδομένης κατάστασης καί στή συνέχεια διήγηση τοῦ ἱστορικοῦ της (διηγήσεις
πού ἀναφέρονται σέ Γέροντες πού στήν πρότερη κοσμική τους ζωή ἦταν
ἄνθρωποι μέ ἀξιώματα καί πλοῦτο : Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων
Γερόντων, Ἀρσενίου, λς’, σ.10 καί Ρωμαίου α’, σ.108· Περί τῆς γυναικός τῆς
εὑρεθείσης ἐν τῇ νήσῳ μετά τοῦ υἱοῦ αὐτῆς258· Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν
φανερωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως259).
Οἱ ἑστιάσεις τοῦ ἀφηγητῆ εἶναι ἐξωτερικές, ἐκτός καί πρόκειται γιά
αὐτοβιογραφία. Στή διήγηση Περί Ἀμοῦν τοῦ Νιτριώτου260 (συναντᾶται τόσο
στήν Historia Monachorum in Aegypto ὅσο καί στή Λαυσαϊκή ἱστορία), μποροῦν
νά γίνουν οἱ ἑξῆς ἐπισημάνσεις261:

254
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.55.
255
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 60.
256
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.91.
257
Α. Βερτσέτη, ∆ιδακτική. Γενική ∆ιδακτική, τ. Α’, Ἀθήνα 20035, σ. 139-141.
258
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.96.
259
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.28.
260
Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση κβ’, σ.128-130 καί Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία
διήγηση VIII, τ.1, σ.64-69.
261
Ἡ Historia Monachorum in Aegypto μέ τή Λαυσαϊκή ἱστορία ἔχουν παραπλήσια θεματική μέ
ἀναφορές σέ ἀρκετά μεγάλο ποσοστό στά ἴδια πρόσωπα· τά περιεχόμενα ὅμως δέν
ταυτίζονται κι ἄν ὑπάρχουν καί κοινές ἀναφορές διαφέρουν στόν τρόπο ἔκθεσης.
Εἰδικότερα διακρίναμε: 1) Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση α’, Περί Ἰωάννου τοῦ
ἐν Λυκῷ, σ. 9, καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση ΧΧΧV τ. 1, σ.185· 2) Historia Monachorum in
Aegypto, διήγηση β’, Περί ἀββᾶ Ὤρ, σ.35 καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση X, τ.1, σ. 69· 3)
Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση γ’, Περί Ἄμμωνος, σ.39 καί Λαυσαϊκή ἱστορία,
διήγηση XI, τ.1, σ.75· 4) Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση ζ’, Περί Ἠλία, σ. 45 καί
Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση LI, τ.2, σ.33· 5) Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση ιδ’,
Περί Παφνουτίου, σ.102 καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση XLVII, τ.2, σ.17· 6) Historia
Monachorum in Aegypto, διήγηση ις’, Περί Εὐλογίου, σ. 112 καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση
112

Παρ' ὅτι εἶναι κείμενα σχεδόν τῆς ἴδιας ἐποχῆς, παρ' ὅλα αὐτά ἡ προσοχή τους
ἑστιάζεται σέ διαφορετικά γεγονότα ἤ στά ἴδια μέ διαφορετικό τρόπο. ∆ηλ.
ἐνῶ στήν Historia Monachorum in Aegypto ἁπλά ἀναφέρεται τό γεγονός τοῦ
«λευκοῦ» γάμου τοῦ Ἀμοῦν λόγῳ παρθενίας, στή Λαυσαϊκή ἱστορία ὑπάρχει
ὁλόκληρη διήγηση νά καλύπτει τό γεγονός μέ τους πρωταγωνιστές νά
διαλέγονται σέ εὐθύ λόγο (ἀναλυτική σκέψη). Ἐπίσης ἐνῶ στήν Historia
Monachorum in Aegypto ἀναφέρεται ὅτι δέν «συμπαρθενεύσανε» ἀρκετό καιρό:
«μετ' οὐ πολλὰς δὲ ἡμέρας ἐκεῖνος μὲν ἐπὶ τάς Νιτρίας ἐξῄει ἐκείνη δὲ τὴν
οἰκετίαν πᾶσαν πρὸς παρθενείαν προεκαλεῖτο καὶ δὴ τὸν οἶκον αὐτῆς
μοναστήριον κατεσκεύασεν» (σ.129), στή Λαυσαϊκή ἱστορία ἀναφέρεται: «...
ζήσας οὖν ἔτη δεκαοκτὼ μετ' αὐτῆς (συμπαρθενεύσαντες) ἐν τῷ αὐτῷ οἴκῳ διὰ
πάσης ἡμέρας ἐσχόλαζε τῷ κήπῳ καὶ τῷ βαλσαμῶνι. βαλσαμουργὸς γὰρ ἦν.»
(σ.66).
Ἀντίθετα: τό γεγονός τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἀμοῦν ἀναφέρεται πιό ἀναλυτικά στήν
Historia Monachorum in Aegypto καί σέ διαλογική μορφή (σ.130): «ἐπειδὴ δὲ
πρὸς Ἀντώνιον παρεγένοντο, πρῶτος ὁ Ἀντώνιος λέγει πρὸς αὐτόν 'τοῦ θεοῦ
μοι περὶ σοῦ πολλὰ ἀποκαλύψας καὶ τὴν μετάθεσίν σου δηλώσαντος,
ἀναγκαίως σε πρὸς ἐμαυτὸν προασεκαλεσάμην, ἵνα ἀλλήλων πρεσβεύσωμεν'
τάξας δὲ αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ κεχωρισμένῳ μακράν, μὴ ἀναχωρεῖν ἐκεῖθεν ἄχρι
τῆς μεταθέσεως προετρέψατο. τελειωθέντος δὲ καταμόνας εἶδεν αὐτοῦ τὴν
ψυχὴν ὑπό ἀγγέλων ἀναλαμβανομένην εἰς τὸν οὐρανόν.». Στή Λαυσαϊκή
ἱστορία ὑπάρχει ἁπλή ἀναφορά: «Οὗτος τοίνυν ὁ Ἀμοῦν οὕτως ἐβίωσε καὶ
οὕτως ἐτελειώθη ὡς τὸν Μακάριον Ἀντώνιον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἰδεῖν ὑπὸ
ἀγγέλων ἀναγομένην.» (σ.68).
Ἐπίσης ἀναφέρονται ἀνεξάρτητα γεγονότα (ἰάσεις-θαυματουργίες) πού δέν
ἀποτελοῦν παράλληλο ὑλικό τῶν δύο κειμένων.

XXI, τ.1, σ.128· 7) Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση ιη’, Περί Σαραπίωνος, σ.114
καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση XXXVII, τ.1, σ.198· 8) Historia Monachorum in Aegypto,
διήγηση κα’, Περί Μακαρίου, σ.123 καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση XVII, τ.1, σ.92· 9)
Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση κβ’, Περί Ἀμοῦν, σ. 128 καί Λαυσαϊκή ἱστορία,
διήγηση VIII, τ.1, σ.64· 10) Historia Monachorum in Aegypto, διήγηση κγ’, Περί Μακαρίου
τοῦ πολιτικοῦ, σ.130 καί Λαυσαϊκή ἱστορία, διήγηση XVIII, τ.1, σ.100· 11) Historia
Monachorum in Aegypto, διήγηση κδ’, Περί Παύλου ἁπλοῦ, σ.131 καί Λαυσαϊκή ἱστορία,
διήγηση XXII, τ.1, σ.138.
113

Ὅλα αὐτά ὀφείλονται προφανῶς στίς διαφορετικές προφορικές πηγές


ὑλικοῦ καί συγχρόνως στό πρόσωπο τοῦ ἀφηγητῆ γιά τό τί θεωροῦσε
σημαντικότερο γιά τήν συγκεκριμένη περίσταση καί μέ τόν τρόπο πού ἔπρεπε νά
τό πεῖ. Ἄν τό ἀκροατήριο (ὑποτιθέμενο καί ὄχι ἀναγνωστικό κοινό) τοῦ κειμένου
Λαυσαϊκή ἱστορία ἦταν μοναχοί πού ἐνοχλοῦντο ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας,
ἔπρεπε νά μήν γίνει ἁπλή ἀναφορά τῆς ἀρετῆς τῆς παρθενίας, ἀλλά νά τονιστεῖ
ἀκόμη καί μέσα στό γάμο, δηλ. νά ὑπάρξει κάτι πιό ζωντανό καί παραστατικό
πού θά γίνει βίωμα. Ἀπό τήν ἄλλη πάλι μεριά τό ἀκροατήριο (ὑποτιθέμενο καί
ὄχι ἀναγνωστικό κοινό) τοῦ κειμένου Historia Monachorum in Aegypto μπορεῖ
νά ἔδινε σημασία στό τρόπο κοίμησης τοῦ Γέροντα ὡς σημάδι ἁγιωσύνης πού
στήν προκείμενη περίπτωση τό ὑπερτόνιζε ἡ παρουσία καί ὁ διάλογος μέ τήν
ἀναμφισβήτητη κύρους μορφή τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Ὑπάρχει λοιπόν διαφορετική
ὀπτική γωνία μέ κοινό ὅμως στόχο262.
Ἡ διήγηση XL τοῦ Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί
τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.83, εἶναι ἡ ἴδια μέ αὐτή πού βρίσκεται στόν
Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, 28η Ἀπριλίου, ∆ιήγησις περί τοῦ
γενομένου θαύματος κατά τήν Ἀφρικήν ἐν τῇ πόλει Καρθαγένῃ263. Ἡ μόνη
διαφορά πού ὑπάρχει εἶναι στόν τρόπο ἀφήγησης: στήν πρώτη περίπτωση εἶναι
πιό ζωντανός ἀφοῦ γίνεται μέ παραστατικό καί ἀναλυτικό τρόπο ἡ ὅλη
ἐξιστόρηση καί ἰδιαίτερα ἡ ἀντιθετική εἰκόνα παραδείσου/κόλασης, στοιχεῖο πού

262
Πρβλ. ∆ιήγηση Περί Μακαρίου Αἰγυπτίου (συναντᾶται τόσο στήν Historia Monachorum in
Aegypto, διήγηση κα’, σ.128 ὅσο καί στή Λαυσαϊκή ἱστορία διήγηση XVII, τ.1, σ.94-96)
ὅπου τό θέμα εἶναι κοινό καί στίς δύο ἱστορίες, δηλ. ἡ θεραπεία ἀπό τόν Γέροντα
γυναίκας πού εἶχε μετασχηματιστεῖ σέ φοράδα. Ὁ τρόπος ὅμως ἀφήγησής τους εἶναι
διάφορος. Οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες ἀλλάζουν: στήν πρώτη περίπτωση (Historia
Monachorum in Aegypto), οἱ γονεῖς ὁδηγοῦν τήν κόρη στόν Γέροντα, στή δεύτερη
(Λαυσαϊκή ἱστορία) ἡ γυναίκα εἶναι παντρεμένη καί ὁ σύζυγος εἶναι αὐτός πού τήν
συνοδεύει. Στήν πρώτη περίπτωση (Historia Monachorum in Aegypto), ἡ ἴαση γίνεται
μέσῳ χρίσης ἐλαίου καί προσευχῆς, ἐνῶ στή δεύτερη (Λαυσαϊκή ἱστορία) μέ ραντισμό
νεροῦ καί προσευχῆς. Ἡ πρώτη περίπτωση (Historia Monachorum in Aegypto), τελειώνει
μέ τήν ἴαση τῆς γυναίκας, ἐνῶ στή δεύτερη (Λαυσαϊκή ἱστορία) δίνονται καί ὁδηγίες
ἀποθεραπείας, δηλ. γιά τό πῶς πρέπει νά ζεῖ στό μέλλον. Ὁ ἀφηγητής ἑστιάζεται σέ
διαφορετικά σημεῖα ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀκροατηρίου. Στήν πρώτη ἐκδοχή
διήγησης (Historia Monachorum in Aegypto), γίνεται ἁπλή ἀναφορά στή μαγεία ὡς
φαινόμενο ἐποχῆς. Τό ἀκροατήριο τῆς Λαυσαϊκῆς ἱστορίας ὅμως πρέπει νά ἦταν
ἀκροατήριο σέ περίοδο πού γνώριζε ἔξαρση ἡ μαγεία καί ἡ δεισιδαιμονία καί
συγχρόνως γινόταν προσπάθεια ἐξυγίανσης μέσῳ τῆς ἐνεργοῦς συμμετοχῆς τῶν
πιστῶν στά θεῖα μυστήρια.
263
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 113-114.
114

δέν καταγράφεται στόν Συναξαριστή. Ἐπίσης στήν πρώτη περίπτωση διήγησης


τονίζεται περισσότερο ἡ ἐνεργός παρουσία τοῦ Θαλασσίου, πρόσωπο πού
ὑπάρχει σύγχιση γύρω ἀπό αὐτό, πού στόν Συναξαριστή ἁπλῶς ἀναφέρεται
ὀνομαστικά (ἑστιάσεις ἀφηγητῆ)264. Ἡ ἀφηγηματολογία δέν ἐνδιαφέρεται νά
ἐξακριβώσει ἄν ἡ ἀφήγηση εἶναι ἀληθινή ἤ ἀναπαριστᾶ τήν ἱστορική
πραγματικότητα γιά τήν ὁποία μιλᾶ· ἡ ἐμμονή της στήν ἀφηγηματικότητα δέν τήν
ἀφήνει νά ἀναχθεῖ στήν ἄλλη πλευρά τῆς ἀφηγημένης ἱστορίας καί νά πάρει
θέση πάνω στή φύση τῶν γεγονότων ὅπως κάνει ἡ ἱστορικοκριτική. Ἡ
ἀφηγηματολογία ὁδηγεῖται σωστά ὅταν ἀρνεῖται ν' ἀνακατασκευάσει τόν
ἱστορικό συγγραφέα καί ἀναγνώστη πρός ὄφελος βέβαια τοῦ ὑπονοούμενου
συγγραφέα καί ἀναγνώστη265.
Μία διήγηση πού ἡ Historia Monachorum in Aegypto266 τήν ἀποδίδει στόν
Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, ἡ Λαυσαϊκή ἱστορία267τήν ἀποδίδει στόν Μακάριο
Ἀλεξανδρείας (πολιτικό). Προφανῶς οἱ διάφοροι ἀφηγητές μπέρδεψαν τυχαῖα
ἤ ὄχι, κι αὐτό δέν εἶναι καθόλου δύσκολο μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, τίς πηγές
τοῦ προφορικοῦ ὑλικοῦ τους γιά τούς δύο Μακάριους. Οἱ δύο διηγήσεις
παρουσιάζουν διαφοροποίση μεγάλη τόσο στό περιεχόμενο ὅσο καί στήν
περιγραφή τοῦ τόπου παρ' ὅτι οἱ δύο Μακάριοι ἦταν σύγχρονοι (στήν Historia
Monachorum in Aegypto ὑπάρχει περιστατικό συνάντησής τους, σ.131). Ἡ
διήγηση στή Λαυσαϊκή ἱστορία δέν ἀποσκοπεῖ σέ κάποιον ἰδιαίτερο στόχο σέ
ἀντίθεση μέ αὐτή τῆς Historia Monachorum in Aegypto πού ἔχει συμβουλευτική
διάσταση σέ σχέση μέ τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Κάθε διήγηση δέν μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό τήν προοπτική πού κυριαρχεῖ στήν
ἀφηγηματική δομή της. Συχνά συναντᾶται «ἐπιλεκτική ἐπιφυλακτικότητα» στίς

264
Ὁ Θαλάσσιος στοῦ Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ...,
ἀποκαλεῖται «μέγας» καί «δοῦλον τοῦ Θεοῦ τόν πᾶσαν τήν Ἀφρικήν κοσμήσαντα» (σ.84),
ἐνῶ ὁ Συναξαριστής ἀναφέρει: «Θαλάσσιος δέ ὁ τότε Πάπας τῆς Ἀφρικῆς ...»· ὁ Π.Β.
Πάσχος στό Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ. 191
ἀναφέρει ὄτι ὁ Θαλάσσιος εἶναι ἀββᾶς: «... τόν ἀββᾶ Θαλάσσιο πού μέ τήν ἀρετή του
κατεστόλιζε ὅλη τήν Ἀφρική..»· οἱ ∆ιηγήσεις φοβερές καί ὠφέλιμες, Ἀπό τά Μηναῖα τῆς
Ἐκκλησίας μας, Νεοελληνική ἀπόδοση-Σχόλια, Ἱ. Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς,
19973, σ.83, ὑποστηρίζουν ὅτι πρόκειται γιά ἀντιγραφικό λάθος προφανῶς, καθώς δέν
ὑπάρχει τέτοιο ὄνομα στούς πατριαρχικούς καταλόγους Ἀλεξανδρείας.
265
D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte, σ.18
266
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 125-126
267
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.102.
115

ἀναφορές τοῦ ἀφηγητῆ268. Ἡ ὕπαρξη σκόπιμης ἀμφισημίας (στό νά ὑπάρχουν


δηλ. δύο ἐκδοχές πού ὅμως δέν ἀποκρύπτονται ἀλλά δημοσιοποιοῦνται, δέν
συνιστοῦν οὐσιαστική ἀντίφαση ἀλλά δροῦν συμπληρωματικα). Ἡ μέθοδος τῆς
ἐνσωμάτωσης πολλαπλῶν προοπτικῶν ἐμφανίζεται νά μήν εἶναι συγχώνευση
ἀπόψεων σέ μία ὁμιλία ἀλλά ἕνα μοντάζ ἀπόψεων τακτοποιημένα σέ
ἀκολουθία:
Ὑπόθεσις Α’, ἱστορία ∆’269: παρ' ὅτι γίνεται ἐκθειασμός τοῦ βίου τοῦ ἁγίου
Μαρκέλλου, ἀκούγεται καί ὁ ἀντίλογος καί συμπεραίνεται ὅτι ὑπάρχουν
προβλήματα μεταξύ τῶν σχέσεων τῶν μοναχῶν τόσο σέ ἐπίπεδο
διαπροσωπικό ὅσο καί σέ ἐπίπεδο διοικητικό: «Ποτὲ οὖν ἀποδημοῦντος
Μαρκέλλου, λόγοι τινὲς ἐγίνοντο πρὸς Ἰωάννην περὶ αὐτοῦ. Τῶν μοναχῶν οὖν
οἱ μὲν σπουδαιότεροι τ' ἄλλα τε τοῦ ἀνδρός θαυμάζοντες ἦσαν καὶ ὅτι τῆς
ἀρχῆς ἐξέστη καὶ τὸν θρόνον οὕτω ραδίως ἀπέλιπεν. Οἱ ράθυμοι δὲ καὶ τὸ
μέγεθος ἀγνοοῦντες τῆς τοῦ Μαρκέλλου ψυχῆς, αὐτὸ τοῦτο τὸ δόξαν φυγεῖν
ἐκ φιλοδοξίας αὐτὸν πρᾶξαι ἔλεγον· εἰδὼς γὰρ ὡς ὁ Ἰωάννης αὐτοῦ μᾶλλον
προτιμηθήσεται, καὶ μὴ θέλων ἑαυτὸν ἐκείνου φανῆναι δεύτερον, διὰ τοῦτο τῆς
μονῆς ἀπεδήμησε».
Ὑπάρχει περίπτωση τό ἴδιο ὑλικό νά τό δεῖ ὁ ἀφηγητής καί θετικά καί
ἀρνητικά:
Ὑπόθεσις ΛΑ’, ἱστορία Γ’270: γίνεται χρήση διηγηματικοῦ ὑλικοῦ (Γέρων πού
προσετάχθη νά προσφέρει θυσία τό παιδί του στό Θεό) ὑποστηριζόμενο κατά
δύο τρόπους· ἀρνητικά, καθώς ὁ Γέρων δέν εἶχε τή διάκριση νά καταλάβει ὅτι
τόν πρόσταζε δαίμονας καί ὄχι ἄγγελος Κυρίου ἀλλά καί θετικά θεωρούμενο
σάν ἐντολή πού ἐκτελεῖται στά πλαίσια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ὑπακοῆς. Ἡ κατάληξη
καί στίς δύο περιπτώσεις εἶναι κοινή, δηλ. ἀποτρέπεται τό μοιραῖο μέ
διαφορετικό τρόπο στήν κάθε μιά. Στήν πρώτη τό ἴδιο τό θύμα ὑποπτεύεται αὐτό
πού πρόκειται νά συμβεῖ καί φεύγει γιά να σωθεῖ, ἐνῶ στή δεύτερη ὁ
ἐντολοδόχος σταματάει τήν ὁλοκλήρωση τῆς πράξης μέ νέα ἐντολή.

268
Πρβλ. R. Alter, The art of Biblical Narrative, καί εἰδικότερα κεφ. 7: Composite Artistry, σ.
131-154.
269
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 20-21.
270
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.380.
116

Ἄλλοτε πάλι κοινός διηγηματικός ἄξονας ὁδηγεῖ σέ διαφορετικά


συμπεράσματα:
Ὑπόθεσις ΙΕ’, ἱστορία Α’, (θέμα παρακοή)271: ἔχει ἀκριβῶς τό ἴδιο ἀφηγηματικό
πλαίσιο μέ τήν ὑπακοή272, δηλ. δημόσια παρουσίαση τῶν καρπῶν τῶν κόπων
ἑνός μοναχοῦ, μόνο πού στή πρώτη περίπτωση (ἐξώγαμο παιδί) ἀποτελεῖ
ἀρνητικό δεῖγμα καί στοιχεῖο συνετισμοῦ τῶν ὑπολοίπων, ἐνῶ στή δεύτερη (τά
καρύδια πού βγῆκαν μετά ἀπό καθημερινό πότισμα ἑνός ξύλου) ἀποτελεῖ
παράδειγμα πρός μίμηση.
Ἡ στρατηγική τοῦ ἀφηγητῆ ὑφίσταται ἐκλεκτικές ἀλλαγές ὅπως τήν
ὑπαινικτική ἀπόκρυψη στοιχείου βάσει σχολίου μέ τήν κατά διαστήματα ἐπίδειξη
μιᾶς ἄποψης παντογνωσίας:
Ὑπόθεσις ΙΖ’ ἱστορία Α’273: Ὅταν ὁ Μακάριος θέλει νά παρακολουθήσει τό
βίο τῶν μοναχῶν στήν Ταβέννησο πού εἶναι ἀρχιμανδρίτης ὁ Παχώμιος: «...καὶ
προαγγελθῆναι περί αὐτοῦ ἠτεῖτο τῷ Ἀρχιμανδρίτῃ Παχωμίῳ, ἀνδρὶ προφητικῷ,
ὧ καὶ κατὰ θείαν οἰκονομίαν οὐκ ἐγνώσθη τὰ κατὰ τὸν Μακάριον τότε παρά
τοῦ Πνεύματος». Στή συνέχεια ὅμως ἀφοῦ καί ὁ Μακάριος ἔκανε τήν ἄσκησή
του καί ἔγινε παράδειγμα γιά τούς ἄλλους μοναχούς: «Ἀπεκαλύφθῃ οὖν αὐτῷ
(στόν Παχώμιο) ὅτι οὗτός ἐστι Μακάριος ὁ Μοναχός.».
Μερικές φορές ὁ ἀφηγητής γίνεται μεροληπτικός, καθοδηγητικός, καί
προδιαθέτει τήν ἄποψη τοῦ ἀναγνώστη χωρίς νά τοῦ ἀφήνει περιθώρια
ἀνάπτυξης προσωπικῆς κριτικῆς. Ὁ λόγος του εἶναι κηρυγματικός καί ἔχει
ἀγωνιστικό ὕφος. Τό δίκαιο εἶναι μονομερές· ἡ ἄλλη πλευρά (αἱρέσεις, εἴδωλα)
δέν ἀκούγεται καθόλου· ἁπλά θεωρεῖται ψεῦδος καί δυσεβεία· ἡ χροιά τοῦ
πολεμικοῦ τόνου ἀποσκοπεῖ στόν ἀπώτερο στόχο τους πού εἶναι ὁ ἀντιαιρετικός
ἀγώνας καί ὁ θριάμβος τῆς ὀρθόδοξης πίστης:
Στή διήγηση Ὁ θάνατος τοῦ ἀσεβῆ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου274, ἀναφέρεται:
«...γιὰ τὴν ἀπιστία του, ... παρέδωσε τὸ πνεῦμα μὲ πολλὴ ταλαιπωρία γιὰ ὅσα
ἀσεβῆ ἔπραξε ἐναντίον τῆς ἁγιότατης τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας Ἐκκλησίας.».

271
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.193.
272
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487.
273
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.220.
274
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.38, σ.45.
117

Στή διήγηση Γιά τόν ἀσεβή Θαλέλαιο ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης275,


ἀναφέρεται: «...ὁ ἄγγελος ποὺ κυβερνᾶ τὴν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων μαζὶ
μὲ τὸν μεγαλομάρτυρα ∆ημήτριο τὸν πρόλαβε καὶ στὸν τόπο ποὺ καθόταν καὶ
μηχανευόταν τὰ ἐπίβουλα σχέδια ἐναντίον τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας...
στὸν ἴδιο τόπο κάρφωσε τὴν ἀνίερη κεφαλή αὐτοῦ τοῦ ἄχρηστου δούλου...».
Ἄλλοτε πάλι ὁ ἀφηγητής διαχειρίζεται τό ἴδιο ὑλικό σέ περισσότερες τῶν
μία δυνατοτήτων χρήσεώς του:
Ἡ Ὑπόθεσις ΚΒ’, ἱστορία Β’, (Ἐν τῷ βίῳ τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς)276, εἶναι
ἐπανάληψη τοῦ ὑλικοῦ Ὑπόθεσις ΙΕ’, ἱστορία Α’277, μέ διαφορετικό ὅμως
συμπέρασμα βάσει τῆς ὀπτικῆς γωνίας τῆς ὑπόθεσης.
Στίς Ὑπόθεσις ΣΤ’, ἱστορία Γ’278 καί Ὑπόθεσις Ζ’, ἱστορία Α’279, χρησιμοποιεῖται
ἡ ἴδια ἱστορία τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας· ἡ πρώτη ἀναφέρεται στή
φιλαργυρία καί ἡ δεύτερη στήν κλοπή.
Ὑπάρχει καί περίπτωση ἐπανάληψης τοῦ ἴδιου ὑλικοῦ μέ προέκταση του:
Ὑπόθεσις ΛΘ’, ἱστορία Α’, (Περί τῶν δύο παρθένων πού εἶχαν τιμωρηθεῖ ἀπό
τόν Ἅγιο Βενέδικτο μέ τό ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καί Περί Ἀκοιτίου280). Τό
συγκεκριμένο ὑλικό ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ καί ἐδῶ παρουσιάζεται σάν προέκταση
αὐτῶν πού ἤδη ἔχουν εἰπωθεῖ στίς: α) Ὑπόθεσις ΛΕ΄, ἱστορία Α’281 καί β)
Ὑπόθεσις Α’, ἱστορία Β’282 (γίνεται λόγος περί Αἰκύτιου καί ὄχι Ἀκοιτίου).
Ὁ ἀφηγητής δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει τό ὑλικό του βάσει τῶν
ἰδιαιτεροτήτων τοῦ ἀκροατηρίου του (ἀνδρικό ἤ γυναικεῖο):
Ὑπόθεσις ΛΓ’, ἱστορία ∆’283: ἀναφέρεται μία ἱστορία πού τό θέμα της τό ἔχουμε
ξαναδεῖ στή Λαυσαϊκή ἱστορία ἀλλά μέ δρῶν πρόσωπο γυναικεία φιγούρα:
Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν284. Ἐδῶ πρόκειται γιά συνοπτική ἀφήγηση, μέ
δρῶν πρόσωπο ἄνδρα, χωρίς ἰδιαίτερη προσοχή στό ὕφος.

275
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.43, σ.53.
276
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.264.
277
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.200.
278
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.115.
279
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.124.
280
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.583.
281
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 4, σ.542-543.
282
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.13.
283
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ. 14, σ.489.
284
Παλλαδίου, Λαυσαῖκή ἱστορία, τ.1, σ. 180.
118

Ἡ «αἰσθητική» ἀπόσταση ἀποτελεῖ παράμετρο διαφοροποίησης τοῦ ὑλικοῦ.


Ὑλικό πού ἀναφέρεται σέ ἀνώνυμο δρῶν πρόσωπο συγκεκριμενοποιεῖται:
Ὑπόθεσις Α’, ἱστορία Α’285: παρατίθεται ἡ διήγηση τῆς Λαυσαϊκῆς ἱστορίας, Περί
τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν286, μέ τή διαφορά ὅτι ἐδῶ τό δρῶν πρόσωπο (ἡ
σαλή) ἔχει ὄνομα: Ἰσιδώρα. Μήπως τό προϋπάρχων ὑλικό ἀπό ἀφηγητῆ σέ
ἀφηγητῆ ἐξυπηρετοῦσε δεδομένες ἀνάγκες πού ἀναφέρονταν σέ ἐπώνυμο
πρόσωπο τῆς συγκεκριμένης χρονικῆς στιγμῆς; (διαφορά περίπου 6 αἰώνων πού
ἔχουν γραφτεῖ τά κείμενα).
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἀντίθετη περίπτωση:
Ὑπόθεσις Α’, ἱστορία ∆’, παρ.6287: δέν ἀποτελεῖ ἀκριβή παράθεση ἀλλά
παραλλαγή ὑλικοῦ πού ὑπάρχει στό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων
Γερόντων, γιά πόρνες πού μεταστράφησαν καί ἀποδίδεται σέ ἐπώνυμους
Γέροντες (Σεραπίων καί Τιμόθεον)288. Ἐδῶ ἀναφέρεται σέ ἀνώνυμο Γέροντα:
«ἀδελφός τις ἐκάθητο» καί διαδραματίζεται σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἡ
νουθεσία γίνεται στήν ἴδια του τήν ἀδελφή.
Ὁ ἀφηγητής μπορεῖ νά διακόπτει τήν ἱστορία στό σημεῖο πού ἐπιθυμεῖ
δινοντάς της συγχρόνως καί διαφορετική τροπή νοήματος (φτιάχνει μία νέα
ἱστορία):
Ὑπόθεσις ΚΑ’, ἱστορία Β’289: ἀναφέρεται περιστατικό μεταξύ Ἀντωνίου καί
Ἀμοῦν γιά τό πόσο πρέπει ν' ἀπέχουν τά κελλιά τῶν μοναχῶν μεταξύ τους,
ὥστε νά μήν ὑπάρχουν περισπασμοί. ∆έν ἀναφέρεται ὅμως ἡ ἀκριβής
ἀπόσταση πού ὑπάρχει στό ἀρχικό κείμενο: «ἐστι δὲ τὸ διάστημα σημεῖα
δεκαδύο»290· ἴσως αὐτό ἀποτελεῖ σημάδι τῶν νεώτερων χρόνων, δηλ. «ἡ
ἐλαστικότερη» ἄσκηση τῶν μοναχῶν, πού ὅμως βασίζεται στά λεγόμενα τῶν
ἀρχαίων Πατέρων (διαφορά περίπου 6 αἰώνων πού ἔχουν γραφτεῖ τά κείμενα).

285
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 9.
286
Παλλαδίου, Λαυσαῖκή ἱστορία, τ.1, σ. 180.
287
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 31.
288
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.117,122.
289
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.258.
290
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λγ’, σ.5.
119

γ'. Οἱ ἀποδέκτες (narrataires)

Ἡ ἀφήγηση ὡς ἐπικοινωνία προϋποθέτει ἕναν ἀποστολέα καί ἕνα


παραλήπτη291. Ἀποστολέας εἶναι ὁ συγγραφέας, ὁ ὑπονοούμενος συγγραφέας
καί ὁ ἀφηγητής. Παραλήπτης εἶναι ὁ πραγματικός ἀκροατής (ἀκροατής, ἀναγνώ-
στης, θεατής), ὁ ὑπονοούμενος ἀκροατής πού ἀντιστοιχεῖ στόν ὑπονοούμενο
συγγραφέα καί ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀφήγησης. Ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀφήγησης δέν
πρέπει νά συγχέεται μέ τόν ἀναγνώστη γιατί ὁ ἕνας εἶναι φανταστικός καί ὁ
ἄλλος πραγματικός, ἀλλά οὔτε καί μέ τόν ἐν δυνάμει ἀναγνώστη καθώς αὐτός
κατ' ἀρχήν εἶναι ἀπροσδιόριστος. Ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἕνας μεσολαβητής πού
παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί τόν ἀναγνώστη.
Συχνά ἀναφέρονται συγκεκριμένοι ἐξωτερικοί ἀποδέκτες μέ σχετικές
ἐπισημάνσεις στά προσωπά τους στό κείμενο:
Ἡ Λαυσαϊκή ἱστορία, τό ὄνομά της τό ὀφείλει στόν Λαῦσο πού εἶναι καί ὁ
ἀποδέκτης, θαλαμηπόλο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, πού
ὕστερα ἀπό παράκλησή του ὁ Παλλάδιος ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως, γράφει τήν
ἱστορία καί τοῦ τήν ἀφιερώνει: «... λόγους οἰκοδομῆς διδάσκεσθαι θέλεις.
Ἀδίδακτος γάρ ἐστι μόνος ὁ τῶν ὅλων θεὸς ἐπειδή καὶ αὐτοφυὴς καὶ πρὸ
αὐτοῦ ἄλλον οὐκ ἔχων. τὰ δ' ἄλλα πάντα ἐστὶ διδακτά, ἐπειδὴ ποιητὰ καὶ κτιστὰ
... Οἱ τοίνυν οἱόμενοι διδασκάλων μὴ χρήζειν, ἢ μὴ πειθόμενοι τοῖς ἐν ἀγάπῃ
διδάσκουσιν, ἄγνοιαν νοσοῦσιν τὴν μητέρα τῆς ὑπερηφανίας»292· καί ἀλλοῦ :
«Νὰ προσεύχεσαι δι' ἐμὲ νὰ διατηρῆσαι (πνευματικῶς) ὅπως σὲ ἐγνώρισα ἀπὸ
τὴν (ἐποχήν) τῆς ὑπατείας τοῦ Τατιανοῦ μέχρι σήμερον, καὶ ὅπως πάλιν σὲ
εὗρον, ὅταν διωρίσθης βασιλικὸς θαλαμηπόλος τοῦ εὐσεβεστάτου κοιτῶνος
...»293.

291
Κατά τόν Genette ὁ ἀφηγητής καί ὁ ἀποδέκτης εἶναι τοποθετημένοι στό ἴδιο διηγητικό
ἐπίπεδο· διακρίνει τόν ἐνδοδιηγητικό ἀποδέκτη (ἐσωτερικός, πρόσωπο ἐντός τοῦ μύθου)
πού ἀντιστοιχεῖ στόν ἐνδοδιηγητικό ἀφηγητή καί τόν ἐξωδιηγητικό ἀποδέκτη (ἐξωτερικός,
πρόσωπο ἐκτός τοῦ μύθου) πού ἀντιστοιχεῖ στόν ἐξωδιηγητικό ἀφηγητή. πρβλ. Γ. Παγανοῦ,
Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’ σ. 56-58· Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη,
Ἀφήγηση-Ἀφηγηματολογία, περ. Νέα Ἑστία, Ἰούνιος 2001, σ. 972-1017· G. Prince,
Θεωρία τῆς ἀφήγησης, μτφρ. Ἀγγέλα Κουφοῦ, ἐκδ. Ἑξάντας, Ἀθήνα 1991, καί εἰκότερα
Εἰσαγωγή στή μελέτη τοῦ ἀποδέκτη τῆς ἀφήγησης, σ. 185-219.
292
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία, Ἐπιστολή πρός Λαῦσον, τ.1, σ.26.
293
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 78.
120

Στήν περίπτωση τοῦ Λειμωναρίου ὁ μοναχός Ἰωάννης Μόσχος ἀφιερώνει τίς


διηγήσεις του στόν Σωφρόνιο πνευματικό του παιδί, μετέπειτα Πατριάρχη
Ἱεροσολύμων (ἀποδέκτης) : «Κάτι τέτοιο νὰ θεωρεῖς καὶ τοῦτο τὸ πόνημα ἱερὸ
καὶ πιστό μου παιδὶ Σωφρόνιε... γιατί μέσα σ' αὐτὸ θά βρεῖς ἀρετὲς ἁγίων...»294.
Ἡ παρουσία τοῦ ἀποδέκτη φαίνεται ἀπό τίς ἀποστροφές πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ
ἀφηγητής ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα ἀπό ἄλλους ἐκφραστικούς τρόπους (ταξινομήσεις
ὅταν ὁ ἀφηγητής ὁμαδοποιεῖ τούς ἀναγνῶστες π.χ. μοναχοί) πού προδίδουν
ὅτι ἐξελίσσεται κάποιος διάλογος ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί τόν λανθάνοντα
συνομιλητή του:
«Ταῦτα ἐκ τῶν πολλῶν ὀλίγα σοι (Λαῦσε) ἐσήμηνα τοῦ ἁγίου Μακαρίου.»295·
«Πρόσεχε ὁ ἀναγινώσκων, καὶ μὴ ἀδιακρίτως καὶ ἁπλῶς οὕτω τὴν διήγησιν
ἐκλαβόμενος ...»296·
«Ὁρᾷς, πῶς ὁ Ἅγιος τοὺς μὴ διὰ τὸ ποιῆσαι ἐρωτῶντας συντόμως...»297·
«Ὁρᾷς τί δύναται ἡ ταπείνωσις, ἤτοι τὸν ἑαυτὸν μέμφεσθαι;...»298.
Ὁ ἀποδέκτης συντελεῖ στόν προσδιορισμό τοῦ πλαισίου τῆς ἀφήγησης, στό
χαρακτηρισμό ἤ τήν ἐξέλιξη τοῦ ἀφηγητῆ, στήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς. Μιά ἱστορία
δέν χρειάζεται μόνο νά εἰπωθεῖ, χρειάζεται νά ὑπάρχει καί κάποιος νά τήν
ἀκούσει, νά τήν κατανοήσει, νά τήν νοηματοδοτήσει. Ὁ ἀποδέκτης ἀποτελεῖ τήν
αἰτία τῆς διηγήσεως μέ ἀπώτερο στόχο :
1) τήν θεραπεία τῶν ψυχικῶν παθῶν καί τήν σωτηρία:
«...ταῦτα τε καὶ ἄλλα πάμπολλα ἡμῖν διηγούμενος τὰς ψυχὰς ἡμῶν
ἐθεράπευεν.»299·
«Ὠφελείας ψυχῶν ἕνεκεν ἀπὸ Ἱεροσολύμων πρὸς ὑμᾶς ἐληλύθαμεν, ἵνα ἅπερ
δι' ἀκοῆς παρειλήφαμεν ταῦτα καὶ ὄψεσι παραλάβωμεν ὦτα γὰρ πέφυκεν εἶναι
ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν – καὶ ὅτι τῇ ἀκοῇ πολλάκις λήθη τις ἕπεται, τῆς δὲ

294
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.11.
295
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.118.
296
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.658.
297
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.567.
298
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 687.
299
Historia Monachorum in Aegypto, σ.34.
121

ὁράσεως ἡμῖν ἡ μνήμη οὐκ ἀπαλείφεται ἀλλ' ἡ ἱστορία τῇ διανοίᾳ οἱονεὶ


ἐντετύπωται.»300·
«...μὴ ἀποκρύψης ἀπ' ἐμοῦ τὰς σὰς ἀρετὰς ἵνα κἀγώ, ταύτας ζηλώσας καὶ
ποιήσας, τύχω τῆς συγχωρήσεως τῶν πολλῶν μου ἁμαρτημάτων.»301.
2) Τήν μίμηση τοῦ τρόπου ζωῆς:
«.... ὁ δὲ μηδὲν ὑπερήφανον λογισάμενος ὑφηγεῖτο ἡμῖν τόν τε ἑαυτοῦ βίον καὶ
τῶν αὐτοῦ προγενεστέρων μεγάλων καὶ πολλῷ μειζόνων αὐτοῦ γεγονότων,
ὧν τὴν πολιτείαν αὐτὸς ἐμιμήσατο. 'Οὐδὲν γάρ, φησί, θαυμαστόν, ὦ τέκνα, τό
ἐμὸν ἔργον πρὸς τὸ τῶν πατέρων ἡμῶν πολίτευμα'»302 (ἱστορική ἀναδρομή).
3) Τήν δόξα τοῦ Θεοῦ:
«...ὑπεστρέψαμεν ὑμνοῦντες τὸν Χριστόν τὸν Θεὸν ἡμῶν τὸν ποιοῦντα
θαυμάσια καὶ παράδοξα τέρατα ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς
αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν.»303·
«Ταῦτα ἀκούσας ἐδόξασα τὸν Θεόν καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ ἐθάρρησα
ταῦτα ἐξειπεῖν πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἀκουόντων.»304·
«...ἰδόντες οὖν ὅ τε ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ πατέρες τό γενόμενον σημεῖον,
ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τόν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα τέρατα ὧν οὐκ
ἔστιν ἀριθμός.»305.

δ'. Σκοπός καί κίνητρα γραφῆς.

Οἱ γραπτές θρησκεῖες (ἰουδαϊσμός, χριστιανισμός, ἰσλάμ, βουδισμός,


ἰνδουϊσμός), βοήθησαν στήν ἐξάπλωση τῆς γραφογνωσίας ὅσο καί ἡ
γραφογνωσία βοήθησε στήν ἐξάπλωση αὐτῶν. Ἦταν πλατιά διαδεδομένες στό
ἐσωτερικό μιᾶς χώρας καί μποροῦσαν εὐκολότερα νά υἱοθετηθοῦν ἀπό τούς
ἐκτός συνόρων αὐτῆς κατοίκους. Εἶχαν μεγαλύτερες πιθανότητες νά εἶναι
«παγκόσμιες» παρά «ἐθνικές» θρησκεῖες. Σ' αὐτές τό δόγμα καί τά λατρευτικά
κείμενα, συγκριτικά μέ τίς προφορικές θρησκεῖες, εἶναι παγιωμένα καί ὅταν
ἐπέρχεται ἀλλαγή, συχνά παίρνει τή μορφή μιᾶς ἀποσχιστικῆς κίνησης

300
Historia Monachorum in Aegypto, σ.16.
301
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.56.
302
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
303
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.34.
304
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.56.
305
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.60.
122

(αἱρέσεις)· ἡ γραφή μπορεῖ νά προμηθεύσει ἀκόμη καί στήν ἀμφισβήτηση μία


σχετικά μόνιμη βάση. Συνδέονται μέ τό χαρακτηριστικό τοῦ οἰκουμενισμοῦ τό
ὁποῖο ἀντιτίθεται στόν ἰδιομορφισμό τῶν τοπικῶν θρησκειῶν. Οἱ γραπτές
διατυπώσεις ὑποβοηθοῦν τήν ἀποπλαισίωση ἤ τή γενίκευση τῶν κανόνων.
Μακροπρόθεσμα ἡ «προσαρμογή» τῆς θρησκείας στήν κοινωνία προσλαμβάνει
διαφορετικό σχῆμα στήν μετακίνηση ἀπό τήν προφορική στή γραπτή
ἐπικοινωνία. Ὁ θρησκευτικός λόγος ἀποκτᾶ μία δική του φυσιολογική
ἐνσάρκωση καί ἀντί νά ἀποτελεῖ ἕνα λίγο-πολύ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς
κουλτούρας, μετατοπίζεται σέ ἕνα περισσότερο ἤ λιγότερο ξεχωριστό, ἐνίοτε
καθοριστικό, ἀργότερα πιό περιορισμένο ρόλο μέ μεγαλύτερη δομική
αὐτονομία. Γίνεται μία μετατόπιση ἀπό τήν κοσμοθεωρία στήν ἰδεολογία. Ἡ
σχετικά στενή ἐναρμόνιση θρησκείας καί ἄλλων ὄψεων τοῦ κοινωνικοῦ
συστήματος σέ προφορικές κοινωνίες, στίς γραπτές θρησκεῖες ἀντικαθίσταται
ἀπό μία σημαντική ἔλλειψη προσαρμογῆς, ἤ ἀκόμα ἀπό μία κατάσταση ὅπου ἡ
θρησκεία ἀντί νά «ἀντανακλᾶ» τό κοινωνικό σύστημα, μπορεῖ ὄντως νά τό
ἐπηρεάζει μέ ποικίλους σημαντικούς τρόπους.
Οἱ γραφογνωστικές θρησκεῖες παρ' ὅτι στήν πραγματικότητα ἀλληλοσυ-
μπληρώνονται ἀπό τίς τοπικές πρακτικές, ἀξιώνουν κυριαρχία, συχνά
ἀποκλείοντας τίς τοπικές λατρεῖες ἀπό τή σοβαρή θεολογική ἤ πνευματική
θεώρηση καί τίς χαρακτηρίζουν ἀποτρεπτικά σάν «μαγεία» ἤ σάν «λαϊκά ἔθιμα»
ἤ σάν παρεκκλίσεις ἀπό τήν ὀρθή ὁδό306.
Οἱ πολιτισμοί ἔχουν περάσει ἀπό τήν περίοδο τῆς πρωταρχικῆς
προφορικότητας στή χειρογραφική παράδοση καί ἀπό ἐκεῖ στήν τυπογραφική
γιά νά καταλήξουν σήμερα στή δευτερογενή προφορικότητα πού ἀναπτύσσεται
πλέον μέσα σ' ἕνα περιβάλλον ἠλεκτρονικῆς ψηφιακῆς ἀ-γράμματης ἀπεικόνι-
σης τῆς γραφῆς. Ἡ γραφή ἀποτελεῖ «τεχνολογία» καθώς προϋποθέτει ὑλικά
μέσα γιά τήν παραγωγή της· ἐξωτερικεύει τή σκέψη καί τή γνώση, ἀπομακρύνει
καί ἀλλοτριώνει τόν «ἑαυτό» ἀπό τούς ἄλλους. Ταυτόχρονα προωθεῖ τήν

306
J.Goody, Ἡ λογική τῆς γραφῆς καί ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, μτφρ. Νάσια Ποταμιάνου,
ἐκδ. τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου, Ἀθήνα 2001, εἰδικότερα τό κεφ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (τά
πορίσματα βασίζονται σέ συγκριτικές μελέτες ἀφρικανικῶν καί εὐρασιατικῶν θρησκειῶν), σ.
21-81.
123

ἐξατομίκευση τῆς συνείδησης, τή γραμμική διάταξη τῆς σκέψης ἄρα καί τήν
ἀναλυτική σκέψη. Μετατρέπει τήν πολεμικότητα τῆς προφορικότητας σέ μιά
ἀποστασιοποιημένη «εἰρηνική» διαδικασία λογικοῦ ἐλέγχου. Ἀποδίδει ὁρισμένα
μόνο γνωρίσματα τῆς ὁμιλουμένης γλώσσας ὅπως εἶναι τά φωνήματα, τά
λεξήματα καί ἡ σύνταξη· ἀδυνατεῖ ὅμως ν' ἀποδώσει τό πῶς εἰπώθηκε καί μέ
ποιά πρόθεση. Ἡ ἰδιόχειρη γραφή μεταφέρει κάτι ἀπό τήν προσωπικότητα καί
τήν ἰδοσυγκρασία τοῦ ὁμιλητῆ-γραφέα. Στήν τυπογραφική ἐποχή ὁ λόγος
μετατρέπεται σέ κάτι ἀφηρημένο καί ἀπομακρυσμένο ἀπό τήν προσωπική
ἐκφορά, σέ ὁμοιόμορφα κείμενα307.
Μιά θρησκευτική παράδοση παρ’ ὅτι στηρίζεται σέ κείμενο μπορεῖ νά
συνεχίσει ν' ἀποδίδει μέ πολλούς τρόπους ἐγκυρότητα στήν πρωταρχικότητα
τοῦ προφορικοῦ. Στόν χριστιανισμό ἡ Βίβλος διαβάζεται δυνατά στή λειτουργία.
Πάντα φανταζόμαστε τό Θεό νά μᾶς «μιλᾶ» καί ὄχι νά μᾶς γράφει.
Τό ἀρχαιοελληνικό δράμα ἦταν τό πρῶτο λογοτεχνικό εἶδος πού ἐλέγχονταν
ἀπό τή γραφή· ἄν καί παρουσιάζονταν προφορικά, πρίν ἀπό τήν παρουσίασή του
εἶχε συγγραφεῖ ὡς κείμενο. Ἀλλά καί ἡ «τέχνη» τῆς ρητορικῆς, δηλαδή ἕνα
σῶμα ἀπό διαδοχικά ὀργανωμένες ἐπιστημονικές ἀρχές πού ἑρμήνευαν καί
ὑποστήριζαν αὐτό στό ὁποῖο συνίσταται ἡ προφορική πειθώ, ἄν καί ἀσχολεῖται
μέ τήν προφορική ὁμιλία ἦταν κι αὐτή προϊόν τῆς γραφῆς. Ἡ ἀνάπτυξη ἑνός
θέματος θεωρεῖτο διαδικασία «εὑρέσως» ἐπιχειρημάτων, πού καί ἄλλοι
χρησιμοποιοῦσαν καί ταίριαζαν στή συγκεκριμένη περίπτωση (loci communes,
κοινοί τόποι, Κοϊντιλιανός) εἴτε ὡς ἀναλυτικοί κοινοί τόποι («θέσεις» τῶν
ἐπιχειρημάτων ἤ στή σημερινή διάλεκτο «ἐπικεφαλίδες» πού περικλείουν
ὁρισμό, αἰτία, ἀποτέλεσμα, ἀντιθέσεις, ὁμοιότητες κ.λπ.) εἴτε ὡς ἀθροιστικοί
κοινοί τόποι (συλλογές ρητῶν πού κάποιος θά μποροῦσε νά ἐπεξεργαστεῖ στήν
δική του ὁμιλία)308.
Ἡ γραφή θεμελιώνει αὐτό πού ὀνομάστηκε γλώσσα «ἀνεξάρτητη συμφραζο-
μένων» ἤ «αὐτόνομος» λόγος, δηλ. λόγος πού δέν μπορεῖ ν' ἀμφισβητηθεῖ
ἄμεσα ἤ ν' ἀντικρουστεῖ ὅπως ὁ προφορικός, καθώς ὁ γραπτός λόγος ἔχει
ἀποχωρισθεῖ ἀπό τόν δημιουργό του. Οἱ προφορικοί πολιτισμοί γνωρίζουν ἕνα

307
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ. χι-χνιι.
308
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.158.
124

εἶδος αὐτόνομου λόγου στούς τελετουργικούς λογότυπους, στίς προφητεῖες καί


τούς χρησμούς, ὅπου ὁ ἐκφωνῶν ἤ ἡ ἐκφωνούσα δέν θεωρεῖται ἡ πηγή ἀλλά
τό μέσον μεταβίβασης τῶν λεγομένων. Ἡ προφορική γλώσσα καί σκέψη δέν
διακρίνονται γιά τήν ἀναλυτική τους ἀκρίβεια. Μέ τή γραφή λέξεις μποροῦν νά
ἀπαλειφθοῦν, νά σβηστοῦν, νά ἀλλαχτοῦν («ἀνάδρομος ἔλεγχος»)· δέν
ὑπάρχει τό ἀντίστοιχο σέ μία προφορική τέλεση· οἱ διορθώσεις δέν καταργοῦν
μία ἀτυχή ἔκφραση ἤ ἕνα λάθος· ἁπλῶς τῆς προσθέτουν μία ἄρνηση πού εἶναι
ἀντιπαραγωγική καί καθιστοῦν τόν ὁμιλούντα μή πειστικό309.

309
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.148.
∆ημιουργήθηκαν διάφορες θεωρίες/Σχολές ὡς προς τήν κειμενικά ἐπεξεργασμένη σκέψη:
α) Νέα Κριτική καί Φορμαλισμός: Ἡ Νέα Κριτική ἐπέμενε στήν αὐτονομία τοῦ ἀτομικοῦ
ἔργου κειμενικῆς τέχνης· ἡ γραφή ὀνομάστηκε «αὐτόνομος λόγος» σέ ἀντιπαράθεση μέ
τήν προφορική ἐκφορά πού δέν εἶναι ποτέ αὐτόνομη ἀλλά πάντα ἐνσωματωμένη στή μή
λεκτική ὕπαρξη. Οἱ νέοι κριτικοί ἐξομοίωναν τό λογοτεχνικό ἔργο μέ τόν ὀπτικό κόσμο-
ἀντικείμενο τῶν κειμένων μᾶλλον παρά μέ τόν προφορικό-ἀκουστικό κόσμο τῶν
συμβάντων. Ἐπέμεναν ὅτι καθε λογοτεχνικό εἶδος πρέπει νά θεωρεῖται ἀντικείμενο
«λεκτική εἰκόνα».
Ὁ ρωσικός Φορμαλισμός (Πρόπ, Σκλόφσκι) ἔχει περίπου τίς ἴδιες ἀπόψεις μέ τή Νέα
Κριτική· θεώρησε τήν ποίηση ὡς μιά «προβεβλημένη» γλώσσα, δηλ. μιά γλώσσα πού
προσελκύει τήν προσοχή στίς ἴδιες τίς λέξεις, στή σχέση πού διατηροῦν μεταξύ τους στόν
κλειστό χῶρο τοῦ ποιήματος. Ἐξαλείφουν ἀπό τήν κριτική καθε ἐνδιαφέρον γιά τό
«μήνυμα», τίς «πηγές», τήν «ἱστορία» τοῦ ποιήματος ἤ τή σχέση του μέ τή βιογραφία τοῦ
συγγραφέα.
β) ∆ομισμός (στρουκτουραλισμός): Ὁ C. Lévi-Strauss με τή δομική ἀνάλυση ἐπικεντρώθηκε
κυρίως στήν προφορική ἀφήγηση καί πέτυχε ν' ἀπελευθερωθεῖ ἐν μέρει ἀπό τή
χειρογραφική καί τυπογραφική μεροληπτικότητα. Θεμελιώδης ἀναλογία τοῦ Lévi-Strauss
γιά τήν ἀφήγηση, ἡ γλώσσα μέ τό σύστημα τῶν ἀντιτιθέμενων στοιχείων της: φώνημα,
μόρφημα, κλπ. Οἱ Parry, Lord, Peabody, Havelock ἐπεξεργάστηκαν τή ψυχοδυναμική τῆς
προφορικῆς ἔκφρασης
γ) Κειμενιστές καί ἀποδομιστές: Οἱ Greimas, Todorov, Barthes, Sollers, Derrida προέρχονται
ἀπό τήν παράδοση τοῦ Husserl. Ἐνδιαφέρονται ἐλάχιστα γιά τίς ἱστορικές συνέχειες (πού
εἶναι καί ψυχολογικές)· σημεῖο ἐκκίνησής τους ὁ διάλογος τοῦ Derrida μέ τόν Jean Jacques
Rousseau. Ὁ Derrida ἐπιμένει ὅτι ἡ γραφή δέν εἶναι «συμπλήρωμα τοῦ προφορικοῦ λόγου»
ἀλλά μία τελείως διαφορετική τέλεση· ἡ γλώσσα εἶναι δομή, καί ἡ δομή της δέν εἶναι ἴδια
μέ αὐτήν τοῦ ἐξωνοητικοῦ κόσμου· ἡ λογοτεχνία καί κατ' οὐσίαν ἡ ἴδια ἡ γλώσσα δέν εἶναι
«ἀναπαραστατική» οὔτε ἐκφραστική κάποιου πράγματος πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ἴδια.
Ἡ ἀποδόμηση ἀναπτύχθηκε ἀπό τό ἔργο τῶν κειμενιστῶν. Οἱ ἀποδομιστές ὑπογραμμίζουν
ὅτι: «οἱ γλῶσσες, τουλάχιστον οἱ δυτικές, ταυτοχρόνως ἐπιβεβαιώνουν καί ἀνατρέπουν τή
λογική» (Miller)· κι αὐτό τό ἐπιτυγχάνουν δείχνοντας ὅτι ἄν ἐξετάσουμε ὅλα ὅσα
συνεπάγεται ἕνα ποιήμα, θά δοῦμε ὅτι τό ποιήμα δέν εἶναι τελείως συνεπές μέ τόν ἑαυτό
του.
δ) Θεωρίες ὁμιλιακοῦ ἐνεργήματος καί ἀναγνωστικῆς πρόσληψης: ∆ιακρίνεται ἠ «λεκτική»
πραξη, ἡ «ἐνδολεκτική» (κατάσταση ἀλληλεπίδρασης ἀνάμεσα σέ ὁμιλητή καί ἀποδέκτη π.χ.
χαιρετισμός, ὑπόσχεση...) καί ἡ «περιλεκτική» πράξη (πού προκαλεῖ στόν ἀκροατή τά
ἐπιδιωκώμενα ἀποτελεσματα). Χρησιμοποιεῖται ἡ ἀρχή τῆς «συνεργασίας» (συνεισφορά
κάποιου σέ μία συνομιλία ν' ἀκολουθεῖ τήν ἀποδεκτή κατεύθυνση τῆς συζήτησης) καί
ἐμπλέκεται ἡ ἔννοια τῆς «συνεπαγωγῆς», δηλ. τά διάφορα εἴδη λογισμῶν πού κάνουμε γιά
νά ἐννοήσουμε αὐτά πού ἀκοῦμε. Οἱ Wolfagang Iser, Norman Holland, Derrida, Paul Ricoeur
τονίζουν ὅτι ἡ γραφή καί ἡ ἀνάγνωση διαφέρουν ριζικά ἀπό τήν προφορική ἐπικοινωνία καί
125

Ποιό ὅμως εἶναι τό κίνητρο τῆς γραφῆς καί εἰδικότερα τό κίνητρο τοῦ
ἀντικειμένου τῆς ἔρευνάς μας, δηλ. τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, ἀφοῦ κι αὐτές
πρίν γίνουν ἀντικείμενο γραφῆς ἀποτελοῦσαν προϊόν προφορικῆς ἐπικοινω-
νίας, ἀπό στόμα σέ στόμα μέσῳ τῶν ἀφηγητῶν; Ὁπωσδήποτε ὄχι αὐτό τῆς
ματαιοδοξίας. ∆εχόμαστε ὡς κίνητρο πάντα κάτι πού λειτουργεῖ κατά
περίπτωση· τυχαίνει κάποιος νά γράψει κάτω ἀπό κάποια παρόρμηση ἤ πίεση
ψυχική· μιά ἀδυναμία πού τόν βιάζει νά φανερώσει «τά ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς»
καί νά μοιραστεῖ συγκινήσεις μέ ἄλλους· ἄλλος ἔχει ἀνάγκη νά κατακρίνει τό
μή σωστό καί νά δείξει στόν ἀναγνώστη γιατί εἶναι ἀξιοκατάκριτο...· εἶναι ὁ
ἐμπρόθετος στόχος μιᾶς ἔκφρασης πού καλεῖται «δύναμη τῆς ἀνταπόκρισης».
Σέ τί στόχευε ὁ ὁμιλητής μέ τήν ἀφήγησή του στό συγκεκριμένο ἀκροατή στή
συγκεκριμένη περίσταση; Καί ἡ Σεχραζάτ εἶχε ἕνα ἀπώτερο «ἀνέκφραστο»
κίνητρο ὅταν ἀφηγεῖτο τίς χίλιες καί μία ἱστορίες στό Σουλτάνο σύζυγό της, ὁ
ὁποῖος μετά ἀπό κάθε γαμήλια νύχτα συνήθιζε νά διατάζει τή δολοφονία τῆς
ἑκάστοτε συζύγου. Ἡ ἀφηγηματική «συναλλαγή» ἀποτελεῖ δεῖγμα ἐξουσίας. Ἡ
ἀφηγηματική δύναμη μπορεῖ νά εἶναι ἡ μοναδική στρατηγική πού ἔχει ἀπομείνει
στούς ἀδυνάτους· εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά μπορέσουν ν' ἀκουστοῦν καί νά
διασφαλίσουν τή ζωή τους, διηγούμενοι μία καλή ἱστορία, μία ἱστορία
«ἀξιανάγνωστη»310.
Γιά νά ὑπάρξει μία ἱστορία πρέπει νά συμβεῖ κάτι ἀπρόβλεπτο· ἀποτελεῖ ἕνα
ὄργανο ὄχι τόσο γιά τήν ἐπίλυση προβλημάτων ὅσο γιά τόν ἐντοπισμό τους.
Ἱστορίες λέγονται ὄχι μόνο γιά νά καθοδηγήσουν ἀλλά καί γιά νά
προειδοποιήσουν. Ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια εἶναι τό νόμισμα καί τό συνάλλαγμα
μιᾶς κουλτούρας πού κατασκευάζει καί ἐπιβάλλει τό ἀναμενόμενο ἀλλά κατά
παράδοξο τρόπο εἶναι καί αὐτή πού συντάσσει ἀκόμη καί περιθάλπει ὕπουλα τίς

ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀπουσία: ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἀπών ὅταν ὁ συγγραφέας γράφει καί ὁ
συγγραφέας εἶναι ἀπών ὅταν ὁ ἀναγνώστης διαβάζει, ἐνῶ κατά τήν προφορική
ἐπικοινωνία ὁ ὁμιλητής καί ὁ ἀκροατής εἶναι παρόντες ἐνώπιος ἐνωπίῳ. Ἀντιδροῦν ἐπίσης
στήν ἀποθέωση τοῦ φυσικοῦ κειμένου τῆς Νέας Κριτικῆς θεωρώντας τήν ἀντικειμενικότητα
τοῦ κειμένου ψευδαίσθηση (βλ. W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.232-247).
310
J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.65.
126

ἀποκλίσεις (παραβάσεις)· δέν ἀφορᾶ μόνο τόν κανόνα ἀλλά καί τή διαλεκτική
σχέση ἀνάμεσα στούς κανόνες καί στό ἀνθρωπίνως δυνατόν311.
Στήν Ἱστορία συχνά οἱ πολιορκίες λύνονται, οἱ ναυμαχίες κερδίζονται ἀπό
τούς ἀδυνάτους, ἡ ἀντίσταση κάμπτει τούς ἰσχυρούς, ἡ ἐμμονή δικαιώνει τήν
ὑπομονή. Ἡ μή πιθανή ἔκβαση τῶν πραγμάτων βάσει τῶν ὑπολογισμένων
μεταβλητῶν καί σταθερῶν δέν εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ὁποιασδήποτε τύχης ἤ
τοῦ τυχαίου ἀλλά ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στή ζωή τοῦ σύμπαντος
κόσμου. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού δέν παρεμβαίνει ἐπωνύμως ἀλλά
διακριτικά, διατηρώντας τήν ἀνωνυμία Του καί δρᾶ ἀφήνοντας μεγάλα
περιθώρια πολλαπλῶν ταυτίσεων μέ κίνδυνο νά Τόν... ἀγνοήσουμε312.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία κατά Χριστόν τῶν Γεροντικῶν μορφῶν τῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀποτελεῖ διαχρονικό «τύπο» ζωῆς πρός μίμηση:
«Ἐν τῇ δε τῇ βίβλῳ ἀναγέγραπται ἐνάρετος ἄσκησις καὶ θαυμαστὴ βίου διαγωγὴ
καὶ ρήσεις ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων, πρὸς ζῆλον καὶ παιδείαν καὶ μίμησιν
τῶν τὴν οὐράνιον πολιτείαν ἐθελόντων κατορθῶσαι, καὶ τὴν εἰς βασιλείαν
οὐρανῶν ἄγουσαν βουλομένων ὁδεύειν ὁδόν.»313.
Ἡ ψυχική ὠφέλεια πρός σωτηρίαν ἀποτελεῖ πρωτεῦον κίνητρο τῶν
συγγραφέων: «...παρακληθεὶς συνεχῶς ὑπὸ τῆς εὐλαβοῦς ἀδελφότητος τῆς ἐν
τῷ ἁγίῳ ὄρει τῶν ἐλαιῶν πολιτευομένης γράψαι αὐτοῖς τὰς τῶν ἐν Αἰγύπτῳ
μοναχῶν πολιτείας ἃς ἐθεασάμην, τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτῶν καὶ πολλὴν
ἄσκησιν, ταῖς αὐτῶν εὐχαῖς καταπιστεύσας ἐτόλμησα πρὸς τὴν διήγησιν ταύτην
τραπῆναι, ἵνα κἀμοί τι κέρδος γένηται τῆς αὐτῶν ὠφελείας μιμησάμενος αὐτῶν
τὴν πολιτείαν καὶ τὴν παντελῆ τοῦ κόσμου ἀναχώρησιν καὶ ἡσυχίαν διὰ τῆς
ὑπομονῆς τῶν ἀρετῶν, ἧς μέχρις τέλους κατέχουσιν.»314.
Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν Γερόντων δέν μπορεῖ νά μένει στήν ἀφάνεια. Ὁ βίος
τους ἀποτελεῖ θεραπευτικό μέσο κάθε ψυχικοῦ περισπασμοῦ: «...ὅπως σεμνὸν
καὶ ψυχωφελὲς ὑπομνηστικὸν ἔχων τε ἀδιάλειπτον τε φάρμακον λήθης πάντα
μὲν νυσταγμὸν τὸν ἐξ ἀλόγου ἐπιθυμίας, πᾶσαν δὲ διψυχίαν καὶ κιμβικίαν

311
J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.54· πρβλ. Καΐλα-Ξανθάκου, Κουλτούρα καί παραμύθι,
Ἐπιθεώρηση παιδικῆς Λογοτεχνίας, τ.1, σ.246-257, Ἀθήνα 1986.
312
Α., Σταυρόπουλου, Ποιμαντική πολλαπλῶν διαδρομῶν, Ἀθήνα 1995 σ. 41-43.
313
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ. ιγ’.
314
Historia Monachorum in Aegypto, σ.6.
127

(φιλαργυρία) τὴν ἐν ταῖς χρείαις, πάντα τε ὄκνον καὶ μικροψυχίαν τῶν ἐν τῷ


ἤθει, ὀξυθυμίαν τε καὶ τάραχον καὶ λύπην καὶ ἄλογον φόβον διὰ τούτου
ἀποσκευαζόμενος καὶ τὸν μετεωρισμόν τοῦ κόσμου, ἀδιαλείπτῳ πόθῳ
προκόπτῃς ἐν τῇ προθέσει τῆς εὐσεβείας, ὁδηγὸς καὶ σαυτοῦ καὶ τῶν μετὰ σοῦ
καὶ τῶν ὑπὸ σὲ καὶ τῶν εὐσεβεστάτων γινόμενος βασιλέων·»315.
Τό σημαντικό γι’ αὐτούς δέν εἶναι ὅτι ἀποφάσισαν νά ζήσουν στήν ἔρημο
ἀλλά ἡ προαίρεση τους: «Οὐ γὰρ ὁ τόπος ἐστὶν ὁ ζητούμενος ἔνθα κατώκησαν
οὗτοι, ἀλλ' ὁ τρόπος τῆς προαιρέσεως»316 καί ὅτι πορεύτηκαν τό δρόμο τῆς
μετανοίας μέχρι τό τέλος: «Ταῦτα δὲ γράφω ἵνα μὴ καταφρονῶμεν τῶν
γνησίως μετανοούντων.»317.
Καί δέν εἶναι μόνο ἄνδρες οἱ κάτοικοι τῆς ἐρήμου ἀλλά καί γυναῖκες, οἱ
γνωστές Ἀμμάδες: «Οὐ παρέργως τέθεικα καὶ τὰς ἀρετὰς τούτων τῶν
γυναικῶν, ἵνα μάθωμεν ὅτι πολυτρόπως ἔνεστι κερδαίνειν ἐὰν θέλωμεν.»318.
Πολλοί ἀπό αὐτούς ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τό σπαθί τῶν βαρβάρων: «Καί
ἀφοῦ ἔγραψα σὲ χαρτί ὅλα τοῦτα τὰ καθέκαστα γιὰ τοὺς σφαγμένους ἁγίους
ἀββάδες καὶ τοῦ Σινᾶ καὶ τῆς Ραϊθῶ δὲν χόρταινα νὰ τὸ διαβάζω, ξανὰ καὶ
ξανὰ, παίρνοντας χαρὰ κ' εὐφροσύνη ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ τὸ μακάριο
τέλος τους, δοξάζοντας κ' εὐλογώντας τὸ Θεὸ στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμη, ἡ
δόξα, ἡ τιμή καὶ ἡ προσκύνησις σὺν Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καί εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»319.
Ὁ λόγος τους εἶναι ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς: «Οὐ γὰρ δὴ τοῦτο τὸ
ἔργον ἐστὶ θεϊκῆς διδασκαλίας σεσοφισμένως φράζειν, ἀλλά πείθειν τὴν
γνώμην νοήμασιν ἀληθείας, κατὰ τὸ εἰρημένον 'Ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ
Θεοῦ' καὶ πάλιν 'Μὴ ἀστοχήσης διηγήματος γερόντων, καὶ γὰρ καὶ αὐτοὶ παρὰ
τῶν πατέρων ἔμαθον'»320.
Γι’ αὐτό καί ὁ γνωρίζων αὐτούς τούς «μαργαρίτες» δέν πρέπει νά τούς
ἀποκρύπτει, καθώς προσμετρᾶται σέ βάρος τοῦ χριστιανισμοῦ: «...συνέγραψα,

315
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.32.
316
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.42.
317
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.70.
318
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.60.
319
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ.55 (Βίος καί
πολιτεία τῶν ἐν Σινᾶ καί Ραϊθώ ἀναιρεθέντων Πατέρων, Ἀμμωνίου μοναχοῦ).
320
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.32.
128

φοβηθεὶς τὸ κρῖμα τοῦ κρύψαντος τὸ τάλαντον καὶ πείθοντος τοὺς ἀπειθεῖς μὴ


εἶναι ἄλλην ἀληθῆ πίστιν εἰ μὴ μόνην τὴν τῶν χριστιανῶν.»321.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀποτελοῦν στέρεα βάση ἑρμηνείας, κατοχύρωσης
καί κατανόησης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά τόν πιστό: «∆ιηγήματα γὰρ
ἀγαθὰ ἐκκλησίαν θεοῦ φαιδρύνει, πρὸς θεογνωσίαν κρατύνει, τὰς ψυχὰς πρὸς
θεὸν διεγείρει, ἀπὸ πλάνης ἐπιστρέφει, τοὺς ῥαθύμους ἐξυπνίζει, τοὺς σαλευο-
μένους στηρίζει, τοὺς σκανδαλιζόμενους πληροφορεῖ, τοὺς σκληροκαρδίους
κατανύσσει, τοὺς ἀφελεῖς φωτίζει.»322.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὁμολογοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ: «...οὐ δίκαιον
ἡσυχάσαι, ἀλλὰ ταῦτα γραφῇ παραδοῦναι εἰς οἰκοδομὴν τῶν ἐντυγχανόντων
καὶ δόξαν τῆς ἀγαθότητος τοῦ σωτῆρος ἡμῶν...»323.

ε'. Σκοπός ἀνάγνωσης.

Ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἐκεῖνος πού κυρίως ἀναπτύσσει τόν κόσμο τοῦ


κειμένου μέ τήν διαδικασία τῆς ἀνάγνωσης ξεκινώντας ἀπό αὐτό πού λέει τό
κείμενο ἀλλά καί ἀπό αὐτό πού δέν λέει ἀλλά ἐμμέσως ἐννοεῖται. Ὁ ἰταλός
σημειολόγος Umberto Eco μιλᾶ γιά «ἑρμηνευτική συνεργασία τοῦ ἀναγνώστη»
(coopération interprétative du lecteur)· ζητᾶ ἀπό αὐτόν ἐνεργό δράση-
συμμετοχή, δηλ. δουλειά ἀποκρυπτογράφησης, κάτι πού κάθε συγγραφέας
περιμένει καί ἐλπίζει. Ἡ ἀνάγνωση εἶναι αὐτό πού «ἀφυπνίζει» τό κείμενο324.
Ἡ τυπογραφία φέρνει στήν ἐπιφάνεια τήν διακειμενικότητα καθώς ἕνα
κείμενο δέν μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ ἁπλά μέσα ἀπό τήν ὕπαρξη κάποιου
συγκεκριμένου βιώματος. Ὁ δημιουργός τοῦ κειμένου πρέπει νά γνωρίζει τό
εἶδος τῆς κειμενικῆς ὀργάνωσης καί στή δική μας περίπτωση τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων. Ὁ χειρογραφικός πολιτισμός τό θεωροῦσε αὐτό δεδομένο, καθώς
ἦταν ἀκόμη σέ ἐπαφή μέ τήν παράδοση τοῦ προφορικοῦ κόσμου. ∆ημιουργοῦσε
ἐμπρόθετα κείμενα ἀπό ἄλλα κείμενα μέ τόν δανεισμό, τήν προσαρμογή, τό
μοίρασμα τῶν κοινῶν ἀρχικά προφορικῶν τύπων καί θεμάτων, ἄν καί τά
χρησιμοποιοῦσε σέ νέες λογοτεχνικές μορφές, ἀνέφικτες χωρίς τή γραφή. Τό

321
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.75.
322
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.61.
323
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 208.
324
D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte, σ. 9-37 (Entrer dans le monde du récit).
129

πνεῦμα τῆς τυπογραφίας εἶναι ἀπό τή φύση του διαφορετικό· ἀντιλαμβάνεται


ἕνα ἔργο ὡς «κλειστό» ὡς ἀνεξάρτητη μονάδα· ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια οἱ
ἰδέες τῆς «πρωτοτυπίας» καί «δημιουργικότητας» πού ξεχωρίζουν τό κάθε ἔργο
ἀπό τά ἄλλα θεωρώντας τίς ἀπαρχές καί τό νόημά του ἀνεξάρτητα ἀπό
ἐξωτερικές ἐπιδράσεις, τουλάχιστον ἰδεωδῶς. Μέ τήν τυπογραφία ἔρχεται στήν
ἐπιφάνεια «ἡ πάγια ὀπτική γωνία» (McLuhan) καί γεννιέται τό «ἀναγνωστικό
κοινό», ἄγνωστο προσωπικά στό συγγραφέα, ἀλλά ἱκανό νά διαχειριστεῖ
ὁρισμένες καθιερωμένες ὀπτικές γωνίες τοῦ συγγραφέα325.
Ὁ Γκανταμέρ ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ ἀνάγνωση προϋποθέτει τήν ὑλικότητα τῆς
γραφῆς (δέν εἶναι αὐτοδύναμη καί εἶναι μία δεύτερη ζωή τοῦ λόγου, μέ
δυνατότητάς της τό γραπτό κείμενο)· ἔχει τήν ἀνάγκη περιχάραξης μιᾶς
ἰδιωτικῆς σφαίρας· προϋποθέτει τήν ἑτερότητα τοῦ κειμένου, δηλ. μία αὐτοτέλεια
πού ὑπερβαίνει κάθε προ-εννόηση τοῦ ἀναγνώστη μέ τό προκείμενο θέμα.
Θεωρεῖται ἀναγκαία μία κοινή παράδοση ἀνάμεσα στό κείμενο καί τόν
ἀναγνώστη καί τέλος ἀξιώνει ἐσωτερική συνοχή τοῦ κειμένου χωρίς αὐτό
βέβαια ν' ἀποκλείει τήν ἐμπειρική ἐκ τῶν ὑστέρων διαπίστωση ὅτι ἕνα κείμενο
ἀποδεικνύεται ἀνάξιο τοῦ σεβασμοῦ326.
Τό κείμενο παραπέμπει στήν πραγματικότητα πού ὅμως δέν εἶναι παρά
εἴδωλο τῆς πραγματικότητας καί δημιουργεῖται ἀπό τόν ἀφηγητή. Γι' αὐτό καί οἱ
ἀναγνῶστες δέν πρέπει νά ταυτίζονται μέ τούς ἀποδέκτες. Τό κείμενο
ἀναπαριστᾶ/ἀντικατοπτρίζει τόν ἑαυτό του μέ ἐξεικόνιση, πράγμα πού δημιουρ-
γεῖ μιά διαφορά μεταξύ τοῦ κειμένου καί τοῦ ἑαυτοῦ του ἤ ἕνα χῶρο πού
προ(σ)καλεῖ τήν ἀναγνωστική ἑρμηνεία. Ἡ ἀφήγηση μιᾶς ἱστορίας ἰσοδυναμεῖ μέ
μία πρόσκληση ὄχι γιά τήν ἀναπαραγωγή τῆς ἱστορίας ἀλλά γιά νά δεῖ κανείς
τόν κόσμο ὅπως εἶναι ἐνσωματωμένος μέσα στήν ἱστορία. Οἱ ἱστορίες λειτουρ-
γοῦν σέ δύο χώρους, σέ ἕνα τοπίο δράσης μέσα στόν κόσμο καί σέ ἕνα τοπίο
συνείδησης, ὅπου διαδραματίζονται οἱ σκέψεις, τά συναισθήματα καί τά μυστικά
τῶν πρωταγωνιστῶν· διαμορφώνουν ὄχι μόνο ἕναν κόσμο ἀλλά καί τό
ἀνθρώπινο μυαλό πού ἐπιζητεῖ νά τοῦ ἀποδώσει τά νοήματά του.

325
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.191-193.
326
Π. Κόντου, Ὅμαιμες, ἡ ἀνάγνωση καί ἡ φιλία εἶναι ἡ μία ὁ θάνατος τῆς ἄλλης, Περ. Εὐθύνη,
τ. 376, σ. 163-166, Ἀπρίλιος 2003.
130

Στό κείμενο ἡ πρόθεση τοῦ συγγραφέα δέν εἶναι δεδομένη ὑπό μία ἄμεση
μορφή ὅπως συμβαίνει σέ μία συζήτηση, ἀλλά πρέπει ν' ἀνοικοδομηθεῖ ταυτό-
χρονα μέ τό νόημα καί τή σημασία τοῦ κειμένου. Ἡ ὑποκειμενικότητα τοῦ
ἐπαρκοῦς ἤ ἀνεπαρκοῦς ἀναγνώστη εἶναι καθοριστική· ἔχει νόημα κυρίως σέ
σχέση μέ ἕναν ὁρισμό τοῦ κειμένου νοουμένου ὡς μεσολάβησης χάρη στήν
ὁποία κατανοεῖται ἤ γίνεται ἡ γνωριμία μέ τόν «ἑαυτό» μας. Στή φάση τῆς
γνωριμίας του μ' ἕνα ἔργο ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά διαλέγεται μέ τόν ἑαυτό
του. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά κινεῖται μέ βάση τή λογική τῆς ἐρώτησης-
ἀπάντησης, μπορεῖ νά θέσει ἐρωτήματα στό ἔργο, μπορεῖ νά ἀπαντήσει ὁ ἴδιος
στόν ἑαυτό του, μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ ὅτι ἐρωτᾶται ἀπό τόν συγγραφέα ἀλλά
δέν μπορεῖ ν' ἀνταλλάξει τίς ἀπόψεις του καί νά δημιουργήσει ἕνα νέο λόγο,
τοῦ ὁποίου ἡ εὐθύνη θά ἀνῆκε καί στίς δύο πλευρές. ∆ημιουργεῖται ὁ
«ἀντιήρωας», δηλ. «ὁ ἀναγνώστης ἑνός κειμένου τή στιγμή πού τό ἀπολαμβά-
νει» (Ronald Barthes)327.
Ἀνάγνωση σημαίνει ἀναγνώριση ἀλλά καί ἀνάμνηση. Ὁ Πλάτωνας θεωρεῖ
ὅτι ὁ πνευματικός πλοῦτος εἶναι ἀνάμνηση τῶν Ἰδεῶν, πού ἡ ψυχή μας εἶδε σ'
ἕνα ἐπουράνιο τόπο, πρίν ἔλθει καί σαρκωθεῖ στόν κόσμο αὐτό. ∆ιαβάζοντας
θυμοῦμαι τίς Ἰδέες, ἀναγνωρίζω τίς Ἰδέες καί ἡ ἀναγνώριση αὐτή μέ μεταρσιώ-
νει, μέ μεταφέρει ἔστω καί πρόσκαιρα στόν κόσμο τῶν Ἰδεῶν, στόν ἰδεατό
κόσμο, τόν κόσμο τοῦ πνεύματος. Τούτη ἡ ἀνάγνωση ὅμως δέν εἶναι μόνον
ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου, ἀλλά συνάμα καί ἀναγνώριση ἤ καλύτερα, γνωριμία
τοῦ «ἑαυτοῦ» μου· διαβάζοντας ξέρω ποιός εἶμαι ἤ ποιός πρέπει νά εἶμαι328. Ὁ
«ἑαυτός» εἶναι τό κοινό νόμισμα τῆς ἐπικοινωνίας· καμιά συζήτηση δέν
προχωρεῖ χωρίς τήν ἀνενδοίαστη χρησιμοποίησή του. Συνεχῶς κατασκευάζει
καί ἀνακατασκευάζει τόν «ἑαυτό» προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τίς ἀνάγκες τῶν
καταστάσεων πού συναντᾶ καί δρᾶ ἔτσι ὑπό τήν καθοδήγηση τῶν ἀναμνήσεων
τοῦ παρελθόντος καί τῶν ἐλπίδων καί τῶν φόβων γιά τό μέλλον. Ἡ δημιουργία
τοῦ «ἑαυτοῦ» πραγματοποιεῖται καί ἀπό τόν ἔσω καί ἀπό τόν ἔξω κόσμο. Ὁ

327
Στ. Καραγιάννη, Ὁ ἀντιήρωας ἤ ἡ ἀνάγνωση ἀπό ἑρμηνευτική ἄποψη, Περ. Εὐθύνη, τ. 376, σ.
154-156, Ἀπρίλιος 2003.
328
Σαρ. Καργάκου, Ἀνάγνωση μία γέφυρα γνωριμίας καί φιλίας, Περ. Εὐθύνη, τ. 376, σ.159,
Ἀπρίλιος 2003· πρβλ. Ν. Γεωργοπούλου, Ὁ πλατωνικός μῦθος τῆς ∆ιοτίμας, Ἀθήνα 1989,
σ. 105-165.
131

ἐσωτερικός εἶναι ἡ μνήμη, τά συναισθήματα, οἱ ἰδέες, οἱ πεποιθήσεις, ἡ


ὑποκειμενικότητα, ἡ αἴσθηση τῆς ἀκαταμάχητης συνέχειάς μας στό χῶρο καί τό
χρόνο καί ἡ αἴσθηση τῆς σωματικῆς στάσης τοῦ «ἑαυτοῦ» μας. Ἡ ἐπίδραση τοῦ
ἐξωτερικοῦ κόσμου βασίζεται στήν προφανή ἐκτίμηση πού ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά
μᾶς καί στά ἄρρητα ὑπονοούμενα πολιτισμικά πρότυπα σχετικά μέ τό τί πρέπει
νά εἶναι, τί θά μποροῦσε νά εἶναι καί φυσικά τί δεν πρέπει νά εἶναι ὁ «ἑαυτός».
Ὁ «ἑαυτός» εἶναι ἐπίσης ὁ ἄλλος! Ὁ «ἑαυτός» καί ἡ ψυχή ὑπῆρξαν βασικά
δομικά στοιχεῖα τῆς χριστιανοϊουδαϊκῆς παράδοσης. Ἡ ἐξομολόγηση τῶν
ἁμαρτιῶν καί ἡ κατάλληλη μετάνοια ἐξάγνιζαν τήν ψυχή καί ἀνύψωναν τό
πνεῦμα τοῦ κοσμικοῦ «ἑαυτοῦ» (συνεργία θείου παράγοντος/Ἐξομολογήσεις
Αὐγουστίνου).
Ὁ «καλός ἑαυτός» ὑπῆρξε ἐπίσης ἕνα πιλοτικό ζήτημα πού ἀπασχόλησε τήν
παιδαγωγική. Καθιστᾶ ἡ παιδεία πιό γενναιόδωρο τό πνεῦμα διευρύνοντας τόν
νοῦ; Ὁ Hegel ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ νέος πρέπει νά ἐμπνευστεῖ γιά νά ὑψωθεῖ πάνω
ἀπό τίς ἄμεσες ἀπαιτήσεις διδασκόμενος τήν εὐγενή ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ
«ἑαυτός» ἀποτελεῖ «δημόσιο θέμα» καί ἡ βελτίωσή του δέν θεωρεῖται μόνο
προσωπικό ζήτημα ἀλλά καί φροντίδα ὅσων ἔχουν ἐπιφορτιστεῖ μέ τό ἔργο
διατήρησης μιᾶς δέουσας ἠθικῆς τάξης ὅπως εἶναι ἡ ἐκκλησία, τό σχολεῖο, ἡ
οἰκογένεια, τό κράτος329.
Τό κείμενο χρειάζεται διπλή ἀνάγνωση: ἀφηγηματική καί κειμενική. Στήν
ἀφηγηματική λειτουργία ὁ ἀποδέκτης ἀπολαμβάνει τή δύναμη τοῦ ἀφηγητῆ
μέσῳ τῆς συμμετοχῆς του στή διαδικασία τοῦ ἀφηγεῖσθαι. Ἡ δύναμη αὐτή στήν
κειμενική λειτουργία γίνεται ἀντικείμενο εἰρωνείας (ἀποδεικνύονται οἱ τρόποι
μέσῳ τῶν ὁποίων ἀποκτᾶται ἡ δύναμη), ἀπομακρύνει τόν ἀποδέκτη ἀπό τόν
ἀναγνώστη καί μετατρέπει τήν ἀφηγηματική λειτουργία σέ ἀντικείμενο ἑρμηνεί-
ας. Σήμερα πιστεύεται ὅτι τό νόημα τοῦ κειμένου συνεχῶς μεταβάλλεται, καθώς
μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς πρόσληψής του. Κατά συνέπεια ἡ ἱστορία
διαμορφώνεται σέ συνδυασμό ἐξωκειμενικοῦ καί ἐνδοκειμενικοῦ λόγου. Τό
ἐρώτημα δέν εἶναι πλέον πῶς εἶναι κατασκευασμένο τό κείμενο, ἀλλά τί εἶναι
αὐτό πού ἐπιτρέπει στό «ἴδιο» κείμενο νά σημαίνει διαφορετικά πράγματα σέ

329
J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.118-119.
132

διαφορετικούς ἀναγνῶστες. Ἀνάγνωση σέ αὐτά τά συμφραζόμενα εἶναι ἡ


ἀπελευθέρωση ἀπό τή μοναδικότητα τοῦ νοήματος330.
Ὁ σκοπός τῆς ἀνάγνωσης καί εἰδικότερα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων
πρέπει ν' ἀνταποκρίνεται στούς σκοπούς τῆς γραφῆς. ∆έν πρέπει ν' ἀποσκοπεῖ
σέ μία φιλολογική ἀνάλυση τοῦ κειμένου ἤ στήν προσπάθεια ἀνακάλυψης
ἐπιδράσεων ἤ στήν ἀξιολόγηση τοῦ συγγραφέα. Ἡ διάθεση συμμετοχῆς στό
πνεῦμα αὐτῶν τῶν κειμένων μέσῳ μιᾶς «δημιουργικῆς κατανόησης», οὐσιαστικά
διεισδύει ἐπιμελῶς στό σῶμα τῶν ἀρχικῶν κατευθυντηρίων γραμμῶν καί
δομῶν τοῦ χριστιανισμοῦ καί λειτουργώντας βάσει «δεδικασμένων καταστάσε-
ων» προχωρεῖ στήν ἑρμηνεία ἀλλά καί στήν κατ' οἰκονομία ἐπέκτασή τους
βάσει τῶν δεδομένων τοῦ συγχρονικοῦ τους παρόντος. Ὁ ἀφηγηματικός
λόγος εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἱστορική μας προϋπόθεση (ἀμοιβαιότητα στήν πράξη τῆς
ἀφήγησης ἤ τῆς συγγραφῆς τῆς Ἱστορίας καί στό δεδομένο ὅτι ὑπάρχουμε
μέσα στήν Ἱστορία). Ἡ μυθοπλασία δέν εἶναι μία περίπτωση ἀναδημιουργικῆς
φαντασίας ἀλλά δημιουργικῆς φαντασίας. Ἀναφέρεται στήν πραγματικότητα
ὄχι μέ σκοπό νά τήν ἀντιγράψει ἀλλά νά ὑποδείξει μία νέα ἀνάγνωση.
Ὅλα τά συμβολικά συστήματα κατασκευάζουν καί ἀνακατασκευάζουν τήν
πραγματικότητα331. Οἱ ἀναφορές τῆς «ἀληθινῆς Ἱστορίας» καί τῆς «μυθοπλαστι-
κῆς ἱστορίας» διασταυρώνονται πάνω ἀπό τή βασική ἱστορικότητα τῆς ἀνθρώπι-
νης ἐμπειρίας, πού φθάνει στή γλώσσα μόνο ὡς ἀφηγηματικότητα. Ἡ ἐπιλογή
330
Ὁ Bakhtin διακρίνει τρεῖς τρόπους ἀνάγνωσης: α) νά προσπαθεῖ κάποιος νά βρεῖ τό νόημα
πού ἤθελε ὁ συγγραφέας· β) νά διαβάζει κάποιος τό ἔργο ἐρήμην τῶν νοημάτων πού
ὑπάρχουν σέ αὐτό, σύμφωνα μέ τά ἐνδιαφέροντα τῆς δικῆς του ἐποχῆς (μοντερνοποίση καί
παραποίηση)· γ) «δημιουργική κατανόηση»· ὁ ἄλλος δέν κατανοεῖται μέσῳ τῆς ἐξήγησης
/ἑρμηνείας καί τῆς ταύτισης μαζί του· δημιουργική κατανόηση δέν σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ
ἑαυτοῦ, τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, ἀλλά διάλογος πού δέν καταλήγει σέ σύμμειξη ἀλλά ὁ
κάθε πολιτισμός διατηρεῖ τήν ἑνότητα καί τήν ἀνοιχτή ὁλότητά του καί ἐμπλουτίζονται
ἀμοιβαία· Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Ἀφήγηση-Ἀφηγηματολογία, σ. 1010, περ. Νέα Ἑστία,
Ἰούνιος 2001.
331
Γιά τόν Ρικαίρ σύμβολο θεωρεῖται: «κάθε σημασιολογική δομή ὅπου ἕνα νόημα ἄμεσο,
στοιχειῶδες, κυριολεκτικό, δηλώνει ἕνα ἄλλο ἐπιπλέον νόημα ἔμμεσο, δευτερογενές καί
μεταφορικό πού δέν μπορεῖ νά συλληφθεῖ παρά διά τοῦ πρώτου. Ὑπάρχει σύμβολο ὅταν
βρισκόμαστε ἐνώπιον ὄχι ἑνός ἁπλοῦ σημείου πού δηλώνει κάτι -πού εἶναι ἴδιον ὅλων τῶν
σημείων- ἀλλά ὅταν βρισκόμαστε ἐνώπιον μιᾶς πολύπλοκης σύνθεσης σημείων ὅπου τό
νόημα ἀντί νά παραπέμπει σέ πρᾶγμα παραπέμπει σέ ἄλλο νόημα· τό σύμβολο ἐξωθεῖ τή
σκέψη. Τό νόημά του προϋπάρχει ὡς αἴνιγμα, καί ἄν καί δέν τίθεται ἀπό τό ἄτομο,
ταυτόχρονα ὅλα εἶναι ἀνοιχτά γιά τήν σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος μόνο ὡς ἑρμηνευτής μπορεῖ ν'
ἀποσπάσει τό νόημα του· ἄν τό σύμβολο δέν γίνει ἀντικείμενο ἑρμηνευτικῆς ἐπεξεργασίας,
πεθαίνει., P. Ricoeur, Λόγος καί Σύμβολο, μτφρ. Μαβίνας Πανταζάρα, Εἰσαγωγή Εὐδοξίας
∆ελλῆ, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2002. σ.27-28.
133

αὐτοῦ πού φαίνεται σημαντικό σ' ἕναν συγκεκριμένο ἱστορικό (ἀξιομνημόνευτο),


ἤ ἡ ἱκανότητα συγκράτησης τῶν ἴδιων μας προκαταλήψεων, πεποιθήσεων καί
ἀπόψεων ἤ ἡ ἑτερότητα τοῦ ἄλλου νά διατηρεῖται μέ τή διαφορά της καί ν'
ἀποτελεῖ μία κατάσταση ἀπογραφεισῶν διαφορῶν, ἀποτελοῦν τρόπους
διαλεκτικῆς καί τοποθετοῦν τήν Ἱστορία σέ γειτνίαση μέ τήν μυθοπλασία. Κι’
αὐτό ἐπειδή ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀξιῶν τοῦ παρελθόντος μέσα στά πλαίσια τῶν
διαφορῶν τους μέ τίς δικές μας ἀξίες προσφέρουν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ
πραγματικοῦ πρός τό δυνατό. Οἱ «ἀληθινές» ἱστορίες τοῦ παρελθόντος
ἀποκαλύπτουν τίς κρυμμένες δυνατότητες τοῦ παρόντος. Ἡ μυθοπλαστική
ἀφήγηση ἔχει μερίδιο στή ρεαλιστική πρόθεση τῆς Ἱστορίας, μέσῳ τῆς μιμητικῆς
πρόθεσης (ὄχι ὡς ἀπομίμηση ἀλλά σάν δημιουγία). Ὁ κόσμος τῆς μυθοπλασίας
μᾶς ὁδηγεῖ στόν πυρήνα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου τῆς πράξης332.

332
P. Ricoeur, Ἡ ἀφηγηματική λειτουργία, σ.55-79.
134
135

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ

Στό κεφάλαιο πού ἀκολουθεῖ θά γίνει προσπάθεια νά ἔρθει σέ ἐπαφή τό ὑλικό


τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων μέ τά ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα τῆς θεωρίας τῆς
ἀφήγησης, καθώς ὑπάρχει ἡ αἴσθηση ὅτι τό ποιμαντικό στοιχεῖο ὑπερέχει.
Ἡ ἀπάντηση στά ὀκτώ ἐρωτήματα: ποιός καί ὡς τί ποιμαίνει (συμβουλεύει καί
παιδαγωγεῖ), ποιόν, ποῦ, πῶς, πότε, γιατί, πρός τί, σέ τί, στοιχειοθετοῦν τό σκοπό
καί τούς στόχους τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, πού εἶναι ἡ συγκρότηση τῆς
Ἐκκλησίας καί ἡ ἐπίτευξη τῆς ἀσφαλοῦς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου
ἐντός αὐτῆς. Καθαρά σωτηριολογική διάσταση ὅπου ἐνυπάρχει καί ἡ ἔννοια τῆς
ἐπανόδου στούς κόλπους τοῦ Πατρός. Στόχος τελικός καί ἔσχατος νά
κληρονομήσει ὁ ἄνθρωπος τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά εἰσέλθει σ' αὐτήν. Οἱ
Γέροντες ἐργαζόμενοι θεραπευτικά-ἰαματικά ἀπεργάζονται τήν ἀπάλειψη τῆς
ἀμαύρωσης καί μεταμορφώνουν τούς ἀνθρώπους σέ υἱούς φωτός1.

1. Πλοκή

Εἰσαγωγικά

Μία συνεπής ἀνάγνωση κάθε λογοτεχνικῆς ἐργασίας ἀπαιτεῖ λεπτομερή γνώση


τῶν «συμβάσεων» βάσει τῶν ὁποίων λειτουργεῖ. Περίτεχνη σειρά συμφωνιῶν
ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή/συγγραφέα καί τό κοινό γιά τή διάταξη τῆς
ἐργασίας. Ἡ γνώση αὐτῶν τῶν «συμβάσεων» ν' ἀναγνωρίζει σημαντικά ἤ ἁπλά
εὐχάριστα πρότυπα ἐπανάληψης, συμμετρίας, ἀντίθεσης· κάνει διάκριση μεταξύ
ἀληθοφανοῦς καί μυθώδους· ἀναζητεῖ κατευθυντήρια στοιχεῖα στήν ἀφηγηματική
ἐργασία· ἐπισημαίνει τί εἶναι νεωτεριστικό καί τί εἶναι σκόπιμα παραδοσιακό σέ
κάθε σύνδεσμο τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας.

1
Α. Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί Τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1997, σ.36-39.
136

Ἡ βιβλική ἀφήγηση φαίνεται, λίγο πολύ, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία συχνά νά λέγεται δύο
ἤ τρεῖς φορές γιά διαφορετικά πρόσωπα ἤ μερικές φορές γιά τόν ἴδιο χαρακτήρα
σέ διαφορετικές περιστάσεις. Ἐπαναλαμβανόμενα ἐπεισόδια ἔχουν προκαλέσει
διαφορετικές ἑρμηνεῖες καί ἡ πιό κοινή στρατηγική στούς μελετητές εἶναι ν'
ἀποδίδουν τήν ὅλη φαινομενική ἐπανάληψη στίς ἀφηγήσεις, σέ μία ἐπανάληψη τῶν
πηγῶν στή διαδικασία τῆς μετάδοσης, εἴτε γραπτῆς εἴτε προφορικῆς. Ὁ Robert C.
Culley2 ὅμως, μέσα ἀπό τήν ἔρευνά του, καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι οἱ
παραλλαγές στά παράλληλα ἐπεισόδια δέν εἶναι καθόλου τυχαῖες.
Ἀντίστοιχα οἱ ἐρευνητές στή μελέτη τοῦ Ὁμήρου, ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι
ὑπάρχουν μερικά προεξέχοντα στοιχεῖα ἐπαναληπτικοῦ συνθετικοῦ προτύπου πού
ἔχουν ὁριστεῖ ὡς «χαρακτηριστική σκηνή» (type-scene). Τήν ἰδέα ἐπεξεργάστηκε
πρῶτος ὁ Walter Arend τό 1933, καί ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένες
σταθερές καταστάσεις τίς ὁποῖες ὁ ποιητής ἀναμένεται νά συμπεριλάβει στήν
ἀφήγησή του καί τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐκτελέσει μέ μία σταθερή σειρά κινήσεων
ὅπως ἡ ἄφιξη, τό ἄγγελμα, τό ταξίδι, ἡ συνέλευση, ὁ χρησμός, ὁ ἐξοπλισμός τοῦ
ἥρωα. Ἡ «χαρακτηριστική σκηνή» τῆς ἐπίσκεψης π.χ., θά ἔπρεπε νά ξεδιπλωθεῖ
σύμφωνα μέ τόν ἀκόλουθο σταθερό πρότυπο: ἕνας καλεσμένος πλησιάζει, κάποιος
τόν ἐντοπίζει, σηκώνεται, τρέχει νά τόν χαιρετήσει, παίρνει τόν ἐπισκέπτη ἀπό τό
χέρι, τόν ὁδηγεῖ σ' ἕνα δωμάτιο, τόν προσκαλεῖ νά λάβει τιμητική θέση, ὁ
ἐπισκέπτης διατάσσεται νά γιορτάσει, τό ἐπακόλουθο γεῦμα περιγράφεται. Σχεδόν
κάθε περιγραφή ἐπίσκεψης στόν Ὅμηρο θά ἀναπαράγει λίγο πολύ αὐτή τή σειρά
ὄχι ἐξαιτίας μιᾶς σύμπτωσης πηγῶν, ἀλλά ἐπειδή αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πού ἡ
«σύμβαση» ἀπαιτεῖ μιά τέτοια σκηνή ν' ἀποδίδεται.
Μέ βάση αὐτό τό σκεπτικό ὁ βιβλικός ἀφηγητής ξεδιπλώνει στό ἀκροατήριο του
μία «σκηνή» σέ εἰδικές περιστάσεις σύμφωνα μέ μία σταθερή σειρά κινήσεων τήν
ὁποία γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων τόσο ὁ ἀφηγητής ὅσο καί τό ἀκροατήριο. Ἄν
κάποιες ἀπ' αὐτές τίς κινήσεις ἄλλαζαν ἤ καταργοῦνταν ἤ παραλείπονταν γιά τή
σκηνή αὐτό σήμαινε κάποια διαφοροποίηση. Τό πραγματικά ἐνδιαφέρον δέν εἶναι

2
Στή μονογραφία του Studies in the Structure of Hebrew Narrative, Φιλαδέλφεια,1976, ὁρμώμενος
ἀπό πρόσφατες ἐθνογραφικές μελέτες τῆς προφορικῆς μυθολογίας στίς ∆υτικές Ἰνδίες καί
στήν Ἀφρική, διατείνεται ὅτι ὁ ἴδιος μηχανισμός εἶναι παρών καί στήν βιβλική ἀφήγηση· πρβλ.
R.Alter, The art of Biblical Narrative, σ. 50.
137

τό σχῆμα τῆς «σύμβασης» ἀλλά αὐτό πού γίνεται σέ κάθε μία ἀτομική ἐφαρμογή
τοῦ σχήματος νά τῆς δίνει μία ξαφνική κλίση πρός τόν νεωτερισμό ἤ ἀκόμη νά τήν
ἀναδιαμορφώνει δραστικά γιά τούς κοντινούς εὐφάνταστους σκοπούς.
Ἡ διαδικασία τῆς λογοτεχνικῆς δημιουργίας ἀπό τούς ρώσους Φορμαλιστές καί
μετά εἶναι μία ἀκατάπαυστη διαλεκτική μεταξύ τῆς ἀνάγκης χρήσης καθιερωμένων
τύπων γιά τήν ὕπαρξη ὑπεύθυνης ἐπικοινωνίας καί τῆς ἀνάγκης νά χαλάσει κάποιος
καί νά ξαναφτιάξει αὐτούς τούς τύπους, καθώς εἶναι αὐθαίρετοι περιορισμοί καί ὅ,τι
ἁπλά ἐπαναλαμβάνεται αὐτόματα δέν διαβιβάζει κανένα μήνυμα· ὅπως λέει ὁ E.H.
Combrich: «Ὅπου μποροῦμε ν' ἀναμένουμε δέν χρειάζεται ν' ἀκούσουμε»3.
Τό διάβασμα κάθε λογοτεχνικοῦ σώματος περιλαμβάνει ἕναν ἐξειδικευμένο
τρόπο ἀντίληψης πού ὁ ἑκάστοτε πολιτισμός κατευθύνει τά μέλη του ἀπό τήν παιδική
ἡλικία. Ὡς νεότεροι ἀναγνῶστες τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων χρειάζεται νά
μάθουμε κάτι ἀπό αὐτόν τόν τρόπο σκέψης πού ἦταν δεύτερη φύση στά ἀρχικά
ἀκροατήρια. Ἀντί νά ἐξορίζεται κάθε ἐπανάληψη τοῦ κειμένου στή λήθη τῶν
ἐπαναλαμβανόμενων πηγῶν ἤ τῶν σταθερῶν λαογραφικῶν «ἀρχετύπων», μπορεῖ
νά γίνει κατανοητό, ὅτι ἡ ἀναζωπύρωση κάποιων αἰσθητῶν προτύπων σέ
συγκεκριμένα ἀφηγηματικά σημεῖα, ἀναμένονταν συμβατικά ἤ ἀκόμα ὅτι ἦταν καί
ὑπολογισμένα. Ἔναντι αὐτοῦ τοῦ λόγου ἀναμονῆς, οἱ συγγραφεῖς βάζουν λέξεις,
θέματα, πρόσωπα καί δράσεις σέ ἕνα περίτεχνο πλaίσιο νεωτερισμοῦ. Τό
μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης βρίσκεται στό μετατοπισμένο ἄνοιγμα
μεταξύ τῆς σκιώδους εἰκόνας στό προϊδεασμένο μυαλό τοῦ παρατηρητῆ καί τῆς
πραγματοποιηθείσας ἀποκαλυπτικῆς εἰκόνας στό ἴδιο τό ἔργο.
Ὁ W.B. Gallie στό Philosophy and Historical Understanding, ἀναφέρει ὅτι τό νά
παρακολουθεῖ κάποιος μία ἱστορία σημαίνει ὅτι κατανοεῖ μία κίνηση μέ ὁρισμένη
κατεύθυνση καί ἀναταποκρίνεται σ' αὐτή τήν ὤθηση μέ ἀναμονές πού ἀναφέρονται
στήν ἔκβαση καί τήν κορύφωση τῆς διαδικασίας. Μέ αὐτή τήν ἔννοια τό «κλείσιμο»
τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τόν πόλο ἕλξης ὅλης τῆς διαδικασίας. Ἡ ἀφηγηματική
κατάληξη ὅμως δέν εἶναι δυνατόν οὔτε να προβλεφθεῖ οὔτε νά συναχθεῖ. ∆έν
ὑπάρχει ἱστορία, ἄν τήν προσοχή μας δέν τήν κερδίσει ἡ ἀγωνία πού δημιουργεῖται
ἀπό τά πολλά ἐνδεχόμενα καί τίς πάνω ἀπό μία δυνατότητες νά συμβεῖ κάτι. Γι’

3
πρβλ. R. Alter, The art of Biblical Narrative, κεφ. Biblical Type-Scenes and the Uses of Convention,
σ. 47-62.
138

αὐτό καί πρέπει νά τήν παρακολουθήσει κάποιος μέχρι τήν κατάληξή της. Μία
ἱστορία περισσότερο ἀπό τό νά εἶναι προβλέψιμη, πρέπει νά εἶναι ἀποδεκτή4. Μέ
μία ἀναδρομική ματιά ἀπό τήν κατάληξη πρός τά ἐπεισόδια, πρέπει ὁ καθένας νά
εἶναι ἱκανός νά πεῖ ὅτι τό συγκεκριμένο τέλος ἀπαίτησε ἐκεῖνα τά ἐπεισόδια καί
ἐκείνη τήν ἀλυσίδα δράσης (τελεολογικά ὁδηγημένη κίνηση ἀναμονῶν). Τά
ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς ἱστορικῆς ἐξήγησης πρέπει νά θεωροῦνται ὡς
ἐξελίξεις στήν ὑπηρεσία τῆς ἰδιότητας-δυνατότητας ν' ἀκολουθεῖται ἡ βασική
ἱστορία. Ἡ λειτουργία τῶν γενικεύσεων πού ὁ ἀφηγητής ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς νά
δεχτοῦμε ἔχει σκοπό στή διευκόλυνση τῆς διαδικασίας παρακολούθησης τῆς
ἱστορίας, ὅταν αὐτή ἔχει διακοπές ἤ εἶναι σκοτεινή. Οἱ ἐξηγήσεις λοιπόν πρέπει νά
συνυφαίνονται μέ τήν ἀφήγηση. Κάθε ἀφήγηση συνδυάζει δύο διαστάσεις: μία
χρονολογική, δηλ. ἡ διάσταση τῶν ἐπεισοδίων μιᾶς ἀφήγησης καί μία μή-
χρονολογική, δηλ. ἡ πράξη παρακολούθησης μία ἱστορίας μέ τή σύνθεση σκόρπιων
γεγονότων-ὁλότητες μέ νόημα. Ἡ τέχνη ἑπομένως τοῦ ἀφηγεῖσθαι καί τῆς
παρακολούθησης μίας ἱστορίας προϋποθέτει τήν ἱκανότητα ἀπό μία διαδοχή νά
ἀποσπᾶται μία μορφή/διαμόρφωση, δηλ. γίνεται μία ἀναμέτρηση ἀνάμεσα στήν
ἀκολουθία καί στή μορφή. Ὀργανώνοντας (ὁμαδοποιώντας) γεγονότα σέ διαμορ-
φωτικές πράξεις ἡ ἀφηγηματική λειτουργία παίρνει τό χαρακτήρα μιᾶς στοχαστικῆς
κρίσης καί συμπεριλαμβάνει τήν ἔννοια τῆς ὀπτικῆς γωνίας (point of view)5. Ὁ

4
W. Egger, Methodenlehre zum Neuen Testament. Einführung in linguistische und historisch–kritische
Methoden, Herder Freiburg–Basel–Wien, x.x., σ.123· ὁ C. Bremond στήν ἀνάλυση ἀφηγηματικῶν
κειμένων στρέφει τό ἐνδιαφέρον του ἰδιαίτερα στά κομβικά σημεῖα τῆς ἀφήγησης (ἄνοιγμα
δυνατοτήτων)· δηλ. ὑπάρχουν σημεῖα ἀπ' τά ὁποῖα διανοίγονται διέξοδοι γιά τήν περαιτέρω
ἐξέλιξη. Ἡ ἀφήγηση ναί μέν ἐξιστορεῖ μόνο μία ἀπό τίς δυνατές διεξόδους, ἀλλά μπορεῖ κάποιος
μέ βάση λογικές σκέψεις καί γενικευμένες ἐμπειρίες καί μέσα ἀπό τή σύγκριση μέ ἄλλες
ἀφηγήσεις νά διακρίνει σέ ποιά σημεῖα τῆς ἀφήγησης ἀνοίγονται διέξοδοι. Μᾶς προσκαλεῖ νά
συλλογιστοῦμε τί θά εἶχε συμβεῖ ἄν ἕνα ἀπό τά δρῶντα προσωπα εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικά.
Μιά διαδικασία ἀνάλυσης μέ αὐτό τόν προσανατολισμό εἶναι κατάλληλη ἰδιαίτερα γιά κείμενα πού
πραγματεύονται ἀποφάσεις· αὐτό καθιστᾶ σαφή τή σημασία τῶν διεξόδων καί δείχνει τίς
συνέπειες μιᾶς ἀπόφασης.
5
P. Ricoeur, Ἡ ἀφηγηματική λειτουργία, σ.25-30. Μεγάλα βήματα στόν τομέα τῆς ἀφηγηματολογίας
ἐκτός τοῦ Gérard Genette, Discours du recit, στο Figures III, Paris, Seuil, 1972, Nouveau Discours du
recit (1983) καί τοῦ Paul Ricoeur, Temps et recit, τ.1 L’ intrigue et le récit historique, 1983, τ.2 La
configuration dans le récit de fiction, 1984, τ.3 Le temps raconté, 1985, Paris, Seuil, ἔχουν γίνει
ἀπό τούς: Robert Alter, The art of Biblical Narrative, New York, Basic Books, 1981)· Francois
Brossier, Dire la Bible, Récits bibliques et communication de la foi, Paris, Le Centurion, 1986· Jean-
Noël Aletti, L’ art raconter Jésus-Christ. L’ écriture narrative de Evancile de Luc, (Parole de Dieu),
Paris, Seuil, 1989 καί Quand Luc raconte. Le recit comme theologie, Paris, Cerf, 1998· Daniel
Marguerat, Yvan Bourquin, La Bible se raconte. Initiation à l’ analyse narrative,
Paris/Geneve/Montreal, Cerf /Labor et Fides/ Novalis, 1998· Daniel Marguerat, Corina Combet-
139

Ρικαίρ κάνει φανερό πώς ἡ διήγηση ἐμπεριέχει μία «προ-κατανόηση τοῦ κόσμου τῆς
πράξης» καί δέν διστάζει νά «προσδώσει ἤδη στήν ἐμπειρία αὐτήν καθεαυτήν μία
ἀρκτική ἀφηγηματικότητα» ἤ «νά μιλήσει γιά μία προ-αφηγηματική δομή τῆς
ἐμπειρίας». Κάθε διήγηση οἰκοδομεῖται πάνω στήν ἀδιαφανή βάση τοῦ «ζεῖν», τοῦ
«πράττειν» καί τοῦ «ὑποφέρειν». Ἡ ἀνθρώπινη ἐμπειρία δέν παίρνει ἀφηγηματικό
νόημα παρά στό βαθμό πού αὐτή ἡ ἴδια εἶναι ἤδη δυνάμει, διηγήσιμη (Bremond).
Ἡ πράξη γιά νά δώσει ἔδαφος σέ μία ἀφηγηματική ἀνάλυση πρέπει νά πάρει
μία σημειωτική μορφή, ν' ἀποκτήσει τή σύνθεση μηνύματος, νά τοποθετηθεῖ μέσα σ'
ἕνα κείμενο ἤ νά σκηνοθετηθεῖ μέ δύο ἄμεσες συνέπειες: α) τήν ἄρθρωση
ἀφηγηματικότητας πού θά μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ὡς μία ἀλληλένδετη σειρά
ἐκφορῶν καί β) τήν εἰσαγωγή της σέ μία κατάσταση ἐπικοινωνίας πού βάζει σέ
λειτουργία σχέσεις συμβολαίου ἀνάμεσα σέ πομπό καί δέκτη. Ὁ λόγος καί ἡ
ἱστορία θά μποροῦσαν νά εἶναι τά δύο ὅρια τῆς ἀφηγηματικότητας, ὅρια πέρα ἀπό
τά ὁποῖα ἡ διήγηση παύει νά ἀποτελεῖ τό ἀντικείμενο μιᾶς εἰδικῆς προσέγγισης6.
Ὡς ἱστορία (histoire) νοεῖται τό περιεχόμενο ἤ ἡ σειρά τῶν γεγονότων (πράξεις
καί περιστατικά) καί ὅτι ὀνομάζουμε ὑπάρξεις (χαρακτῆρες, στοιχεῖα πλαισίου)· εἶναι
τό τί σέ μία ἀφήγηση ἀναπαρασταίνεται. Ὡς λόγος (discours) νοεῖται ἡ ἔκφραση, τό
μέσο μέ τό ὁποῖο κοινοποιεῖται στόν ἀκροατή ἤ τόν ἀναγνώστη τό περιεχόμενο·
εἶναι τό πῶς καί τί σέ μία ἀφήγηση ἀναπαρασταίνεται.
Τά γεγονότα μιᾶς ἱστορίας συγκροτοῦν μία σύνθεση πού ὀνομάζεται πλοκή. Γιά
τούς ρώσους φορμαλιστές ἡ πλοκή εἶναι τό πῶς ὁ ἀναγνώστης ἐνημερώνεται γιά
ὅ,τι ἔγινε, δηλ., τή σειρά μέ τήν ὁποία ἐμφανίζονται τά γεγονότα στό ἴδιο τό ἔργο,
εἴτε ὡς φυσική διαδοχή εἴτε μέ ἀναδρομές εἴτε in medias res. Στη στρουκτου-
ραλιστική ἀφηγηματική θεωρία τά γεγονότα τῆς ἱστορίας μετατρέπονται σέ πλοκή
ἀπό τό λόγο της, δηλ. τόν τρόπο παράστασής της πού συνεπάγεται ὅτι ἡ πλοκή (ἡ
ἱστορία ὡς λόγος) ὑπάρχει σέ ἕνα πιό γενικό ἐπίπεδο ἀπό ὁποιαδήποτε συγκεκρι-
μένη μορφή της.

Galland, Quand la Bible se raconte, Cerf, 2003. (βλ. ἀναλυτική βιβλιογραφία ἀπό τήν καθηγήτρια
Πρακτικῆς Θεολογίας Elisabeth Parmentier στή Προτεσταντική Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου
Marc Bloch τοῦ Στρασβούργου στό Cahiers de la Bible Contée de bouche à oreille, revue
semmestriella, No. 5- Noël 2000).
6
Πρβλ. G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, κεφ. Τά ὅρια τῆς
ἀφηγηματολογίας, σ. 77-79.
140

Ἡ τάξη παράστασης τῶν γεγονότων δέν χρειάζεται νά εἶναι ἴδια μέ τή φυσική


σειρά τῆς ἱστορίας. Ἡ λειτουργία της εἶναι νά δώσει ἔμφαση ἤ νά ὑποβαθμίσει
ὁρισμένα γεγονότα τῆς ἱστορίας, νά ἑρμηνεύσει μερικά καί ν' ἀφήσει ἄλλα γιά
ἐξαγωγή συμπεράσματος, νά σχολιάσει ἤ νά μείνει σιωπηλή, νά ρίξει φῶς σ' αὐτή
ἤ ἐκείνη τήν ἄποψη ἑνός συμβάντος. Ὁ συγγραφέας μπορεῖ μέ πάρα πολλούς
τρόπους νά διευθετήσει τά συμβάντα στήν ἱστορία. Κάθε διευθέτηση δημιουργεῖ μιά
διαφορετική πλοκή. Ὁ Genette θεωρεῖ ἀδιανόητη τήν ἱστορία χωρίς ἀφήγηση καί
θεωρεῖ ἰσοδύναμες τήν ἀφήγηση μέ τήν πλοκή καί τήν ἱστορία μέ τήν fabula (ὅρος
φορμαλιστῶν γιά τή βασική ὕλη τῆς ἱστορίας)7.
Στοιχεῖα τῆς πλοκῆς εἶναι μία ἀρχή πού προϋποθέτει παραπέρα δράση, μιά μέση
πού προϋποθέτει προηγούμενη καί ἑπόμενη δράση καί ἕνα τέλος πού ἀπαιτεῖ τά
προηγούμενα συμβάντα ἀλλά ὄχι τή συνέχεια τῆς δράσης. Ἡ ἑνότητα τῆς πλοκῆς
εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀναγκαίας σχέσης καί τάξης μεταξύ τῶν γεγονότων.
Ἐδῶ πρέπει νά γίνει μία ἀναφορά στόν ὅρο διήγηση: Ὁ Ἀριστοτέλης (Ποιητική)
ἀναφέρει τή διήγηση σάν ἕναν ἀπό τούς δύο τρόπους τῆς ποιητικῆς μίμησης, ὁ
ἄλλος ὄντας ἡ εὐθεία ἀναπαράσταση συμβάντων ἀπό ἠθοποιούς πού μιλοῦν καί
δροῦν μπροστά στό κοινό. Ἐγκαινιάζεται ἡ κλασσική διάκριση ἀνάμεσα σέ ποίηση
ἀφηγηματική καί ποίηση δραματική. Στόν Πλάτωνα ὁ τρόπος τοῦ λέγειν σέ
ἀντιπαράθεση μέ τόν λόγο πού ὑποδηλώνει αὐτό πού λέγεται («λέξις») διαιρεῖται
θεωρητικά σέ μίμηση καί ἁπλή διήγηση. Μέ τήν ἁπλή διήγηση ὁ Πλάτων ἐννοεῖ ὅσα
διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ποιητής χωρίς νά ζητᾶ νά στρέψει ἀλλοῦ τό νοῦ, ὅτι ἄλλος εἶναι
αὐτός πού διηγεῖται. Αὐτές οἱ δύο ταξινομήσεις συναντιῶνται στό βασικό τους
σημεῖο, στήν ἀντιπαράθεση, δηλαδή, τοῦ δραματικοῦ καί τοῦ ἀφηγηματικοῦ. Γιά τόν
Πλάτωνα ὅπως καί γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ διήγηση εἶναι μιά ἀποδυναμωμένη,
ἀμβλυμένη μορφή τῆς λογοτεχνικῆς ἀναπαράστασης8.
Ἡ ἔννοια τῆς μίμησης στό ἐπίπεδο τῆς λέξης εἶναι ἕνας καθαρός ἀντικατοπτρι-
σμός, πού διαλύεται ὅσο πλησιάζεις πρός αὐτόν: ἕνας λόγος δέν μπορεῖ νά
μιμηθεῖ ἀπόλυτα παρά ἕναν ἀπόλυτα ταυτόσημο λόγο· ἕνας λόγος δέν μπορεῖ νά
μιμηθεῖ παρά τόν ἑαυτό του. Ὁ μόνος τρόπος πού γνωρίζει ἡ λογοτεχνία ὡς
ἀναπαράσταση εἶναι ἡ διήγηση. Ἡ λογοτεχνική ἀναπαράσταση, ἡ μίμηση τῶν

7
Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ.21-23.
8
G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, σ. 16-20.
141

ἀρχαίων δέν εἶναι λοιπόν «διήγηση» σύν τούς «λόγους»· εἶναι ἡ διήγηση καί μόνον
ἡ διήγηση. Μίμηση εἶναι ἡ διήγηση. Πάντα βέβαια ὑπάρχει μία σχετική ἀναλογία
διήγησης μέσα στό λόγο καί μιά σχετική δόση λόγου μέσα στή διήγηση. Ἡ διήγηση
δέν ἐνσωματώνει τόσο εὔκολα αὐτές τίς παρεμβολές τοῦ λόγου, ὅσο εὔκολα ὁ
λόγος ὑποδέχεται τίς ἀντίστοιχες ἀφηγηματικές. Εἶναι εὐκολότερο νά διαφυλαχθεῖ
ἡ καθαρότητα τῆς διήγησης παρά ἡ καθαρότητα τοῦ λόγου. Ὁ λόγος μπορεῖ νά
«διηγηθεῖ» χωρίς νά πάψει νά εἶναι λόγος· ἡ διήγηση δέν μπορεῖ νά «διαλεχθεῖ»
χωρίς νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀλλά δέν μπορεῖ καί νά ἀπέχει ἀπό τό λόγο
χωρίς νά πέσει στήν ξηρότητα καί τήν πενία. Αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία ὥστε ἡ διήγηση
νά μήν ὑπάρχει πουθενά μέ τήν αὐστηρή της μορφή. Ἄλλοτε ὁ συγγραφέας-
ἀφηγητής ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη τῆς ἐκφορᾶς τοῦ ἴδιου του τοῦ λόγου
παρεμβαίνοντας στή διήγηση ἀπευθυνόμενος στόν ἀναγνώστη του σέ τόνο οἰκείας
συνομιλίας· ἄλλοτε μεταθέτει τίς εὐθύνες τοῦ λόγου σ' ἕνα βασικό ἥρωα πού θά
«μιλήσει», δηλ. θά διηγηθεῖ καί συγχρόνως θά σχολιάσει τά συμβάντα στό πρῶτο
πρόσωπο καί ἄλλοτε διανέμει τό λόγο σέ διάφορα πρόσωπα τοῦ ἔργου εἴτε μέ τή
μορφή ἐπιστολῶν εἴτε μέσα ἀπό τούς ἐσωτερικούς μονολόγους τῶν κυρίων
προσώπων9.
Ὁ Claude-Edmond Magny λέει πώς ὁ κινηματογράφος ἐλάχιστα εἶναι ἕνα
θέαμα· εἶναι πολύ περισσότερο μία διήγηση. Ὑπάρχουν σ' αὐτόν, μετατονισμένα
βέβαια, ἀλλά εὔκολα ἀναγνωρίσιμα, τά βασικά χαρακτηριστικά τοῦ ἀφηγηματικοῦ
τρόπου: τή συνέχεια τοῦ λόγου, τή χρονική ἐλευθερία (ἀναδρομή - flash-back) τό
παιγνίδι τῶν ὀπτικῶν γωνιῶν (καδράρισμα, κινήσεις τῆς κάμερας), τήν εὐλυγισία
τῶν ἀρθρώσεων (μοντάζ). Ὁ διάλογος βρίσκεται ὑποταγμένος στόν ἀφηγηματικό
ἰστό, ἐνῶ ἡ κινούμενη εἰκόνα παίζει τόν ἴδιο ρόλο μέ τό λόγο τοῦ ἀφηγητῆ. Ὁ
φανταστικός χῶρος πού ἀναπτύσσεται τό φίλμ εἶναι πιό κοντά στό μυθιστορηματικό
κόσμο ἀπ' ὅτι στό σκηνικό χῶρο. ∆έν ὑπάρχει, ὅπως γίνεται στό θέατρο, τομή
ἀνάμεσα σέ πραγματικούς ἠθοποιούς (σωματικά παρόντες) καί σ' ἕνα τεχνητό
σκηνικό (περισσότερο ἤ λιγότερο στυλιζαρισμένο). Ἀντίθετα πρόσωπα καί
ἀντικείμενα ἐντάσσονται μέσα στόν ἴδιο φανταστικό κόσμο. Οἱ ἴδιες περίπου
παρατηρήσεις θά ταίριαζαν καί στήν περίπτωση τοῦ κινούμενου σχεδίου παρ' ὅτι

9
G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, σ.37-41.
142

ἔχει τίς ρίζες του στήν ἀναπαρασταστική τέχνη. Ὁ Töpffer ἕνας ἀπό τούς
πρωτοπόρους τοῦ εἴδους ἀναφέρει: «τά σχέδια χωρίς τό κείμενο, δέν θά εἶχαν
παρά μία σκοτεινή σημασία. Τό κείμενο χωρίς τά σχέδια, δέν θά ἐσήμαινε τίποτα.
Ὅλα μαζί, σχηματίζουν ἕνα εἶδος μυθιστορήματος, ἕνα βιβλίο πού μιλώντας
ἀπευθείας στά μάτια, ἐκφράζεται μέ τήν ἀναπαράσταση καί ὄχι μέ τή διήγηση».
Χωρίς ἀμφιβολία ἡ ἀνάλυση τῆς διήγησης ἔχει κάτι νά πεῖ πάνω στό κινούμενο
σχέδιο (δομή τῆς πράξης, χειρισμός τῆς χρονικότητας, σύνδεση τῶν εἰκόνων). Ὁ
γραφισμός ὅμως δέν ἐναπόκειται στήν ἁρμοδιότητα τῆς ἀφηγηματολογίας οὔτε καί
τό ὕφος τῶν διαλόγων. Μπορεῖ νά μιλήσει γιά τή θεατρική διήγηση καί νά φέρει
στό φῶς τόν τρόπο λειτουργίας της (σύνθεση τῆς πλοκῆς, κατάτμηση καί σύνθεση
σκηνῶν) ἀλλά ἀφήνει νά ξεφύγουν ὁ παιγνιώδης παράγοντας τῆς θεατρικότητας, ἡ
κωμική κινησιολογία ἤ ἡ σκηνική μεγαλοπρέπεια, ἡ ποίηση τοῦ κειμένου ἤ τό
προφορικό εὕρημα10.
Τό θέατρο σέ ἀντιπαράθεση ἀρχικά μέ τό γεγονός τῆς διήγησης, στό τέλος
γίνεται ἕνας ἀπό τούς τρόπους της. Ἀφοῦ ἡ πράξη πού γίνεται ἀντικείμενο
ἀναφορᾶς συνιστᾶ μία ἱστορία, τότε κάθε λόγος πού τήν ἐπικαλεῖται εἶναι ἄξιος νά
φέρει αὐτό τό ὄνομα, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ μορφή μέ τήν ὁποία παρουσιάζεται.
Θρησκευτικά δρώμενα ὑπάρχουν καί στό χῶρο τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας τῆς
Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ ἀπό ρωμαϊκῆς ἐποχῆς γνωστοί «μῖμοι», ἀναπαριστοῦ-
σαν τήν καθημερινότητα μέ κύρια πρόσωπα ἰατρούς, ρήτορες, ὑπηρέτες, καπήλους
καί μοιχούς. Ὅσο ἡ χριστιανική θρησκεία δέν ἦταν ἡ ἐπίσημη τοῦ κράτους, τούς
ἄρεζε νά διακωμωδοῦν τά τῶν χριστιανῶν, μεταμφιεζόμενοι σέ ἐπισκόπους καί
ἰδιαίτερα τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί τά μαρτύρια τῶν μαρτύρων (τρεῖς περίπου
αἰῶνες). Οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες ὀνόμαζαν τίς παραστάσεις αὐτές σατανική
πομπή καί προτροπή αἰσχρότητας, ἀλλά παρ' ὅλα αὐτά δέν ἦταν δυνατόν νά
ἀποτρέψουν τό λαό ἀπό τέτοια θεάματα. Σκέφτηκαν λοιπόν νά δημιουργήσουν
θρησκευτικό θέατρο λαμβάνοντες θέματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί δίνοντας σ' αὐτά
ὁπωσδήποτε δραματική πλοκή. Στίς ἀρχές τοῦ δ´ μ.Χ. αἰ. ὁ ἐπίσκοπος Πατάρων
Μεθόδιος, ἔγραψε τό Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων, τόν ε´ αἰ. μ.Χ ὁ Σελευκείας
Βασίλειος ἐδραματούργησε τόν Βίο τῆς ὁσιομάρτυρος Θέκλης, ὁ Ἰω. ∆αμασκηνός

10
G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, κεφ.Τά ὅρια τῆς ἀφηγηματολογίας,
σ.54.
143

τόν Βίο τῆς Σωσάννας, ὁ Στέφανος ὁ Σαββαΐτης Τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά
ὅμως δέν ἦταν ἀκόμη θέατρο μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου. Τό θρησκευτικό
θέατρο ἀρχίζει ἀπό τόν στ´ αἰ. καί ἀκμάζει ἀπό τόν θ´ αἰ..
Παλαιότατη θρησκευτική παράσταση εἶναι Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἱεροσόλυμα.
Κατά τά δρώμενα τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων μεταβαίνει
μετά τό μεσημέρι στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν· ἐκεῖ ψάλλονται ὕμνοι καί ἡ περικοπή τοῦ
Εὐαγγελίου ὅπου γίνεται καί λόγος γιά τήν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στά Ἱεροσόλυμα.
Κατόπιν ἀρχίζει μεγαλοπρεπής πομπή ἀπό τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν στά Ἱεροσόλυμα.
Πλῆθος λαοῦ, ἰδιαίτερα παιδιά προπορεύονται κρατώντας κλαδιά φοίνικα καί
ἀκολουθεῖ ἀνεβασμένος σέ μικρό γαϊδούρι ὁ Πατριάρχης εἰκονίζων τόν Χριστό
συνοδευόμένος ἀπό 12 ἱερεῖς πού ἀναπαριστοῦν τούς δώδεκα Ἀποστόλους. Ὅσο
προχωροῦσε ἡ πομπή ἀντηχοῦσαν φωνές: «Ὡσανὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις εὐλογημένος ὁ
ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.»11.
Ἕνα ἄλλο σπουδαῖο κείμενο πού μᾶς διδάσκει πῶς γίνονταν οἱ παραστάσεις
τῶν θρησκευτικῶν δραμάτων ἀποτελεῖ τό εὑρισκόμενο στόν Κώδικα τοῦ Βατικανοῦ
τοῦ ιγ´ αἰ. πού πρέπει νά εἶναι ἀντιγραφή παλαιότερου κειμένου, πιθανῶς τοῦ ια´ ἤ
ιβ´ αἰ. καί τό ὁποῖο πρῶτοι ἐξέδωκαν οἱ Σπυρίδων Λάμπρος καί πατήρ Vogt. Τό
κείμενο αὐτό πού εἶναι γραμμένο σέ δημώδη γλώσσα περιέχει ἐννέα δράματα
ἐπιγραφόμενα: Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Τράπεζα, Νιπτήρ, Προδοσία,
Ἄρνησις τοῦ Πέτρου, Ἐξουθένωσις τοῦ Ἡρώδου, Σταύρωσις καί Ψηλάφησις, Εἰς
ᾌδου κάθοδος. Ὁ βυζαντινολόγος Vogt πιστεύει ὅτι στή σειρά τῶν θρησκευτικῶν
δραμάτων περιλαμβάνεται καί ἡ μεταστροφή στό χριστιανισμό παιζόντων μίμων.Οἱ
ὑποκρινόμενοι μῖμοι τούς χριστιανούς, μετανοοῦντες διεκήρυσσαν μετά ἤ κατά τήν
παράσταση ἀπό σκηνῆς, ὅτι γίνονται χριστιανοί γι’ αὐτό καί φυλακίζονταν καί τέλος
ὑφίσταντο τόν μαρτυρικόν θάνατο.
Τά θρησκευτικά δράματα λάμβαναν τίς ὑποθέσεις τους καί ἀπό τήν Παλαιά
∆ιαθήκη. Ὁ ἐπίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπράνδος ἐρχόμενος στήν Κων/πολη ὡς
πρεσβευτής ἐπί Νικηφόρου Φωκᾶ ἀναφέρει ὅτι τήν εἰκοστή Ἰουλίου στό Ναό τῆς
Ἁγίας Σοφίας (1389): «οἱ κοῦφοι Γραικοὶ πανηγυρίζουν διὰ θεατρικῶν θεαμάτων

11
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινῶν Βίος καί πολιτισμός, τ. ς,. ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθῆναι 1955, σ.111.
144

τὴν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀνάβασιν τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ». Ἄλλο ἀγαπητό θέμα ἦταν
Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ (μαρτυρία τοῦ 1422 ἀπό τόν γάλλο περιηγητή
Bertrandon de la Broquiere). Οἱ παίζοντες δέν ἦταν ἱερεῖς ἀλλά λαϊκοί ἔχοντες
κάποια ὑποκριτική ἱκανότητα. Τό προαναφερθέν κείμενο ἀναφέρει: «Ἐκλογὴν
ποιήσασθαι τῶν προσώπων καὶ καταστῆσαι τοιαῦτα πρόσωπα τὰ δυνάμενα
ὑποκρίνεσθαι καὶ μιμεῖσθαι τὰ πρωτότυπα πρόσωπα· ἀλλὰ καὶ ἐπισταμένους
γράμματα». Κατά τήν παράσταση χρησιμοποιοῦσαν καί μηχανικά μέσα (π.χ.
βροντεῖον, δηλ. μηχάνημα πρός παράσταση τῆς βροντῆς· στούς Τρεῖς παῖδες ἐν
καμίνῳ, κτίζονταν κάμινος καί ἀντί φωτιᾶς ἄναβαν πολλές λαμπάδες καί ἔκαιαν
θυμιάματα καί κατά τό: «ὁ δὲ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς παισί τοῖς περὶ
τόν Ἀζαρίαν εἰς τὴν κάμινον» κατέβαζαν ἀπό τήν ὀροφή ὁμοίωμα ἀγγέλου)12.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, μύθοι (ἐθνογερτικοί, ἡρωϊκοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί)
νά ὑποβάλλουν καί νά καλιεργοῦν στό ἀνύποπτο ἀνθρώπινο μυαλό μία ὁρισμένη
ἄποψη καί ἀντίληψη γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς ὥστε νά ρυθμίζουν
ἀνάλογα τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Ὁδηγούμαστε σέ πηγές μύθων πού δέν
εἶναι καθόλου φανερές, ἀλλά καί στούς «κατασκευαστές μύθων» ἤ καί στούς
παραποιητές πού κατασκευάζουν μυθοτροπικές ἐκδοχές ἀπό μύθους (π.χ. μύθος
Ἡλακάτης καί Ἀνάγκης, Πολιτεία Πλάτωνα, βιβλίο δέκατο, 616, πού ἔχει ὡς στόχο
του τήν ὑποταγή τῶν πολιτῶν στίς ἐπιθυμίες τοῦ κράτους). Ὁ Ernst Cassirer τονίζει:
«ὅτι ὁ μύθος κατασκευάζεται βάσει σχεδίου καί ἀπαιτεῖ προσεγμένη τεχνική καί
μεθοδολογία γιά τή διάδοσή του»13.

12
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινῶν Βίος καί πολιτισμός, τ.ς, σ.112-113· πρβλ. Ι. Βιβιλάκη, Ἡ σκηνή τοῦ βίου:
ἡ παραβολή τοῦ κοσμοθεάτρου στούς Ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, περ. Σύναξη, τ. 62, Ἀπρίλιος-
Ἰούνιος 1997, σ. 109-120.
13
Χ. Σακελλαρίου, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας, Μύθοι καί μυθοποιοί. Ἀφιέρωμα., ἐκδ.
Καστανιώτη, Ἀθήνα 1987, σ.43-48. Ὁ Cassirer μελετώντας τούς πολιτικούς μύθους τοῦ 20ου
αἰώνα στό ἔργο του Ἡ τεχνική τῶν σύγχρονων πολιτικῶν μύθων, ἔχει ἐπισημάνει
χαρακτηριστικά τους ὅπως: Τή μαγεία πού ἐκδηλώνεται σάν ἔκφραση συλλογικῶν ἐπιθυμιῶν καί
τή πρόληψη. Τή προβολή τοῦ χαρισματικοῦ ἡγέτη πού εἶναι πάνω ἀπό τό κοινό μέτρο. Τή μαγική
χρήση τῆς γλώσσας: νέες λέξεις μέ μαγική δυναμική πού ἐξοβελίζει τή σημασιολογική μέ σκοπό
τους νά διεγείρουν ὁρισμένα συναισθήματα καί νά προκαλέσουν βίαια πάθη. Τή δύναμη τῆς
τελετουργίας. Οἱ σύγχρονοι πολιτικοί ἡγέτες δέν καταφεύγουν πιά σέ μάντεις ἀλλά γνωρίζο-
ντας ὅτι οἱ μάζες κινοῦνται πιό πολύ ἀπό τή δύναμη τῆς φαντασίας παρά ἀπό τήν ὠμή φυσική βία,
μεταβάλλονται σ' ἕνα εἶδος «δημόσιου προφήτη». Τέλος ἡ καλλιέργεια τοῦ πνεύματος
μοιρολατρίας πού ἀκολουθεῖ τή διάψευση τῶν ὑποσχέσων μέ σκοπό νά μειώσει τήν
ἀγωνιστικότητα τῶν λαϊκῶν στρωμάτων καί τήν ἀποδοχή μίας ἀπαράδεκτης κατάστασης.
145

α'. ∆όμηση πλοκῆς.

Ἡ ὕπαρξη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ὡς εἰδικῆς κατηγορίας (λογοτεχνικῆς)


γίνεται ἀποδεκτή ὡς ἀναγκαία ὑπόθεση ἐργασίας. Θά ἐπιχειρήσουμε τήν συνδυα-
στική σύγκριση τῶν ὑποθέσεων αὐτῶν τῶν διηγήσεων. Θά ξεχωρίσουμε τά
συστατικά τους μέρη καί θά διακρίνουμε τή σχέση τῶν μερῶν μεταξύ τους καί πρός
τό σύνολο. Τό κείμενο πρέπει νά μετασχηματιστεῖ σέ ὁμοιογενές ἀντικείμενο
μελέτης πού συνεπάγεται μετασχηματισμό εὐθέων καί πλαγίων λόγων. Ἐπειδή στήν
ἀφηγηματική ἀνάλυση ἐξετάζονται μόνο πράξεις, οἱ εὐθεῖς λόγοι πού συχνά
συναντῶνται δέν ἀποτελοῦν ἄμεσο ἀντικείμενο· ὅμως, τά ρήματα τοῦ λόγου μέ τά
ὁποῖα εἰσάγεται ὁ εὐθύς λόγος δέν ἐπιτρέπεται ν' ἀποχωριστοῦν ἀπό τήν ἀνάλυση
τῆς ὑπόθεσης, καθώς αὐτά τά ρήματα ὡς μέσο διαπροσωπικοῦ ἐπηρεασμοῦ
ἐμπεριέχουν δράση κι ἔτσι εἶναι σημαντικά γιά τήν ἀφηγηματική ἀνάλυση. Ἡ
γλωσσολογία χρησιμοποιεῖ γι' αὐτά τήν ἔκφραση «γλωσσικές πράξεις»14.
Ἐπιλέγουμε κάποιους «τύπους» (μοτίβα) ψυχωφελῶν διηγήσεων, 6 (ἕξι) στόν
ἀριθμό:
1) Ἰάσεις δαιμονισμένων: α) Συμπτώματα δαιμονιζομένου. β) Προσέλευση στόν
Γέροντα. γ) Προσευχή Γέροντα (τονισμός τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ) καί θεραπεία.
δ) Ἐκδίωξη δαιμόνων. ε) Ὁμολογία πίστεως15.
2) Θεραπεία βιοτικῶν ἀναγκῶν (νερό): α) ∆ιαπιστωμένη ὕπαρξη προβλήματος.
β) Ἀπόγνωση μή δυναμένης λύσεως. γ) Θεία συνεργία μέσῳ τοῦ Γέροντος-
θεραπεία προβλήματος. δ) Ἑδραίωση πίστης. Προϋποθέσεις: πίστη στή Θεία βοήθεια.
Ἐφόδιο: προσευχή Γέροντα. Ὁ Γέροντας τούς μαλώνει γιά τήν ὁλιγοπιστία. ∆έν
περνοῦσε τυχαῖα ἀπό ἐκεῖ. Βρισκόταν σέ ἀποστολή. ∆έν περιμένει νά πᾶνε νά τοῦ
ζητήσουν βοήθεια ἀλλά πηγαίνει μόνος του γνωρίζοντας (θεία συνεργία) ὅτι
ὑπάρχει πρόβλημα16.
3) ∆ιήγηση μέ ζῶα: Ἔχει γιά θέμα της τόν ἀντιπερισπασμό τοῦ πειρασμοῦ μέ
ἐφόδιο τήν ὑπομονή τοῦ μοναχοῦ. Μέ τή χρήση τῆς ἀλληγορικῆς μεθόδου καί τοῦ
σχήματος τῆς μεταφορᾶς, ἡ διήγηση πλαισιώνεται ἀπό εἰκόνες τοῦ ζωϊκοῦ
βασιλείου (πρβλ. μῦθοι Αἰσώπου). Τόσο ἡ αἰτία ὅσο καί ἡ λύση τοῦ προβλήματος

14
W. Egger, Methodenlehre zum Neuen Testament, σ.126.
15
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, σ.144-146.
16
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, Περί Πιώρ, σ. 218-221.
146

δίνονται ἀπό τά ζῶα: α) ∆εδομενη κατάσταση: ἀπόφαση μοναχοῦ νά περάσει


ἔγκλειστος σέ σπήλαιο τή Μ. Τεσσαρακοστή. β) Ἀνατροπή κατάστασης: «ὁ
διάβολος ὁ ἀεὶ τοῖς ἀγωνιζαμένοις φθονῶν» γέμισε τό σπήλαιο μέ κοριούς. γ)
Ἀπόφαση μοναχοῦ νά ὑπομείνει τόν πειρασμό προσευχόμενος ἔστω κι ἄν πεθάνει
χωρίς νά ἐξέλθει ἀπό τό σπήλαιο μέχρι τό Πάσχα. δ) Λύση δίνεται τήν τρίτη
ἑβδομάδα νηστειῶν ὅταν πλῆθος ἀπό μυρμήγκια εἰσβάλουν στό σπήλαιο καί
ἐξολοθρεύουν τούς κοριούς (ἐπέμβαση Θείας ἐνέργειας). ε) Αἰτία διήγησης -
Συμπέρασμα: «διό καλή ἡ τῶν πειρασμῶν ὑπομονή»17.
4) ∆ιήγηση ἐπιλογῆς σωστοῦ λάθους: α) ∆εδομένη κατάσταση: Γέροντας πού
ἦταν καθ' ὅλα ἅγιος καί καθαρός κι αὐτό τό ἀποδεικνύει ὅτι ὅταν ἔκανε τήν
προσκομιδή στέκονταν δεξιά καί ἀριστερά του ἄγγελοι. β) Ἀνατροπή κατάστασης:
τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς τήν εἶχε παραλάβει ἀπό αἱρετικούς καί «ἐπειδή ἦταν
ἄπειρος σχετικά μὲ τὰ θεῖα δόγματα» τήν ἔλεγε ἐσφαλμένα χωρίς νά τό ξέρει. γ)
∆ιάγνωση προβλήματος: κάποια στιγμή τόν Γέροντα τόν διορθώνει ἕνας διάκονος
ἀλλά ἐκεῖνος δέν ὑπακούει. ε) Ἐπέμβαση Θείας Ἐνέργειας: κι ὅταν ἐπαναλαμβάνε-
ται ἡ διόρθωση ἀπό τόν διάκονο τότε ὁ Γέροντας ρωτάει τούς ἀγγέλους καί
ἐκεῖνοι τοῦ λένε ὅτι ὁ διάκονος ἔχει δίκιο· ὁ Γέροντας τούς ρωτᾶ γιατί δέν τοῦ τό
εἶπαν αὐτοί καί οἱ ἄγγελοι ἀπάντησαν: «...γιατὶ ὁ Θεός ἔτσι οἰκονόμησε, ὁ
ἄνθρωπος ἀπὸ ἀνθρώπους νὰ διορθώνεται». στ) ∆ιόρθωση κατάστασης: κι ἀπό
τότε διορθώθηκε εὐχαριστώντας τό Θεό καί τόν ἀδελφό18.
5) Θεραπεία λογισμῶν: α) ∆εδομένη κατάσταση: κάποιος Γέρων ἰσχυρίστηκε ὅτι
σκότωσε τήν πορνεία, τήν φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία. β) Ἀνατροπή κατάστασης:
διαπιστώνεται ἄν ἰσχύει τό δηλούμενον βάσει ἀνιχνευτικῶν ἐρωτήσεων καί
ἀποκαλυπτικῶν ἀπαντήσεων: 1) βλέπεις γυναίκα στό ψιάθιον καί μπορεῖς νά
σκεφθεῖς ὅτι δέν εἶναι γυναίκα ; ὄχι ἀλλά πολεμῶ μέ τόν λογισμό νά μήν ἀγγίξω
αὐτήν· 2) βλέπεις στό δρόμο πέτρες καί ὄστρακα καί ἀνάμεσα τους καί χρυσό καί
μπορεῖς νά θεωρήσεις τά χρυσό ὅπως τίς πέτρες καί τά ὄστρακα; ὄχι ἀλλά πολεμῶ
μέ τόν λογισμό νά μήν τό πάρω· 3) ἀκοῦς ὅτι θά σέ ἐπισκεφθοῦν δύο ἀδελφοί πού
ὁ ἕνας σ' ἀγαπᾶ καί ὁ ἄλλος σέ μισεῖ καί σέ κακολογεῖ καί μπορεῖς νά τούς

17
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXVII, σ.76.
18
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.199, σ.232-233.
147

βλέπεις ἐξ' ἴσου; ὄχι ἀλλά πολεμῶ μέ τό λογισμό νά ἔχω τήν ἴδια ἀγαθή
προαίρεση μέ τόν ἀγαπώντα με καί πρός τόν μισοῦντα με. γ) ∆ιόρθωση
κατάστασης: ἀπόδειξη ἤ μή τοῦ ἰσχυροῦ τῆς δήλωσης. δ) Αἰτία διήγησης/
Συμπέρασμα: «... ὥστε οὖν ζῶσι τὰ πάθη, μόνον δὲ δεσμοῦνται ὑπὸ τῶν ἁγίων.»19.
6) ∆ιήγηση ἀναφορικά μέ τά στάδια πτώσης τοῦ ἀνθώπου καί τά ἐφόδια
ἀνόρθωσής του: Περιέχει τήν πορεία μιᾶς συμβουλευτικῆς σχέσης20:
α) ∆εδομένη κατάσταση: μοναχός πού θέλει νά ζήσει μόνος του σέ σπήλαιο ζητάει
τή γνώμη τοῦ ἡγουμένου του πού προσπαθεῖ νά τόν ἀποτρέψει λέγοντάς του: «ὁ
γὰρ ἡσυχάσαι βουλόμενος, διδάσκαλος ὀφείλει εἶναι, οὐχί διδασκαλίας δεόμε-
νος». Ἡ πνευματική ὡριμότητα ἔχει διαβαθμίσεις. Ὁ ἀρχάριος δέν μπορεῖ κατ'
εὐθείαν νά εἰσέλθει στά ἀνώτατα πεδία (θεωρία) ἀλλά: «...πολὺ γὰρ κρεῖττόν ἐστιν
ἐξυπηρετεῖν σε τοῖς πατράσι καὶ τὰς τούτων εὐχάς κομίζεσθαι καὶ μετ' αὐτῶν ἐν
ταῖς δεούσαις ὥραις δοξολογεῖν καὶ ὑμνεῖν... ἢ μόνον εἶναι σὲ πυκτεύοντα μετὰ
λογισμῶν ἀκαθάρτων» (πρακτικός βίος). Γιατί ὁ ἀρχάριος ἀγνοεῖ τούς ποικίλους
τρόπους τοῦ διαβόλου.
β) Ἀνατροπή κατάστασης: ὁ μοναχός παραμένει ἀμετάπειστος (δέν ὑπακούει/
χρήση αὐτεξουσίου) καί ὁ ἡγούμενος: «ἐπέτρεψεν αὐτῷ ποιῆσαι ὃ θέλει».
γ) Ὁ μοναχός ἀρχίζει νά πειράζεται ἀπό τόν διάβολο: 1) ὁ διάβολος: «εἰς ἄγγε-
λον φωτός μετασχηματισθείς» τοῦ λέει κολακεύοντάς τον καί ξυπνώντας μέσα του
τήν ὑπερηφάνεια: «πάντα ὅσα ἐποίησας μεγάλα καὶ ὑψηλὰ εἰσί, ὅτι τοῦ κόσμου
καταλείψας πάντα τὰ τερπνά, γέγονας μοναχὸς καί νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις καὶ
προσευχαῖς ἐσχόλασας, καὶ πάλι καταλιπὼν τὸ μοναστήριον, ἐνταῦθα κατῲκησας·
καὶ πῶς μὴ διακονήσουσιν ἄγγελοι τὴν σὴν τιμιότητα;»· 2) «...ὑπὸ τοῦ διαβόλου
ἐμφορούμενος ἑκάστῳ ἔλεγε τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ ἢ καὶ τὰ μέλλοντα πολλάκις
γενέσθαι»· 3) ὁ δαίμων τοῦ λέει, ὅτι τή δεύτερη μέρα τῆς ἑβδομάδας τῆς
Ἀναλήψεως θά ἔρθει μαζί μέ ἄλλους ἀγγέλους: «ὅπως οὕτως μετά τοῦ σώματος
ἀνενέγκωσί σε εἰς τοὺς οὐρανούς ὥστε ἐκεῖ βλέπειν σε τὰ ἀθέατα κάλλη μετὰ
πάντων τῶν ἀγγέλων».
δ) Ἡ Θεία Πρόνοια δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τό δημιούργημά της καί: «ἐνέβαλεν στὴν
καρδίαν αὐτοῦ ἀναγγεῖλαι ταῦτα πάντα τῷ ἡγουμένῳ».

19
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ἀβραάμ, α’, σ.19.
20
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί μοναχοῦ τοῦ ἐν τῷ σπηλαίῳ, σ.82-88.
148

ε) Ὁ ἡγούμενος-σύμβουλος μέ πατρικό ἐνδιαφέρον «ἀναστὰς ταχέως ἦλθεν» καί


ὁ μοναχός ἀρχίζει νά τοῦ λέει ὅτι ὅλα σ' αὐτόν τά χρωστάει, γιατί: «διὰ σοῦ καὶ
ἀγγέλους θεωρεῖν καὶ συνομιλεῖν τούτοις ἠξιώθην· διὰ σοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ καὶ
τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος ἠξιώθην· ... καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἀναλήψεως ὑπ' αὐτῶν
(ἀγγέλων) ἀνυψοῦσθαι μέλλω εἰς τοὺς οὐρανοὺς μετὰ σώματος τούτου ... τοῦτο
βούλομαι αἰτήσασθαι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἵνα καὶ σὲ ἀνενέγκωσιν οἱ
ἄγγελοι ἵνα σὺν ἐμοί ᾖ εἰς τὴν δόξαν ἐκείνην». Ἔχει πέσει στό πάθος τῆς
κενοδοξίας.
στ) Συνεργασία Θείου καί ἀνθρώπινου παράγοντα. Ὁ ἡγούμενος-σύμβουλος ἔχει
κάνει διάγνωση τῆς κατάστασης: «ἐδαιμονίσθης ἄθλιε; ἐξέστης;». Ἡ διάκριση τοῦ
ἡγουμένου εἶναι καθοριστικός παράγοντας γιά νά ἐφαρμόσει θεραπεία. Μένει μαζί
του γιά νά ἀντιμετωπίσουν ὁμοῦ τό πρόβλημα. Ὁ ἀπατηθείς μόλις βλέπει τούς
δαίμονες λέει: «ἦλθον πάτερ» καί ὁ ἡγούμενος κράζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ καὶ
λόγε τοῦ Θεοῦ βοήθησον τὸν πλανηθέντα δοῦλον σου καὶ μὴ ἐάσῃς αὐτὸν
κυριευθῆναι ὑπὸ τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων». Πράγματι οἱ δαίμονες δέν μπόρεσαν
νά τόν ἁρπάξουν παρά μόνο τό «παλίον» του καί ἀφοῦ τό σήκωσαν ψηλά μετά τό
ἔρριξαν στή γῆ. Ὁ ἡγούμενος μαλώνει τόν μοναχό συμβουλεύοντάς τον: «βλέπεις
ἀφρονέστατε καὶ ἐλεεινὲ τί ἐποίησαν οἱ δαίμονες εἰς τὸ παλίον σου; οὕτως
ἐβούλοντο καὶ σὲ ποιῆσαι ... ἀναβιβάσωσί σε ἕως τοῦ ἀέρος καὶ τὸτε ἀπολύσωσί
σε ὥστε συντριβῆναι καὶ ἐν κακοῖς παραδοῦναι τὴν ψυχήν σου.».
ζ) ∆ιόρθωση κατάστασης: ὁ ἡγούμενος παίρνει μαζί του τόν μοναχό καί μέ
αὐστηρότητα: «προσέταξεν αὐτὸν ὑπηρετεῖν ἔν τε τῷ μαγειρίῳ καὶ τῷ μαγκιπίῳ καὶ
εἰς τὰς λειπὰς χρείας τῶν μοναχῶν ὅπως ταπεινωθῇ ὁ αὐτοῦ λογισμός καὶ
μετανοήσῃ ἀξίως». Ἡ κενοδοξία χρειάζεται τό ἀντίδοτό της γιά νά θεραπευτεῖ πού
εἶναι καί ἀκριβῶς τό ἀντιθετό της, δηλ. ἡ ταπείνωση.
Στίς παραπάνω περιπτώσεις ἀπαντοῦν ἀξίες σταθερές καί μεταβλητές. Τά
πρόσωπα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ὅσο ποικίλα κι ἄν εἶναι (μεταβολές
ὀνομάτων καί ἰδιοτήτων), συχνά ἐπιτελοῦν τό ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα· ὁ τρόπος τῆς
ἐπιτέλεσης μπορεῖ νά μεταβάλλεται (μεταβλητή ἀξία), ὅμως ἡ λειτουργία, δηλ. ἡ
ἐνέργεια ἑνός προσώπου πού ὁρίζεται ἀπό τήν ἄποψη τῆς σημασίας της γιά τήν
πορεία τῆς δράσης παραμένει σταθερή. Οἱ λειτουργίες εἶναι ἐξαιρετικά λίγες ἐνῶ
149

τά πρόσωπα ἐξαιρετικά πολλά· ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ διπλή ποιότητα τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων, δηλ. ἡ πολυμορφία καί ποικιλοχρωμία τους ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ
ὁμοιομορφία καί ἐπαναλήπτικότητά τους ἀπό τήν ἄλλη21. Αὐτές οἱ διαπιστώσεις μᾶς
ὁδηγοῦν στή μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων κατά τίς λειτουργίες τῶν
δρώντων προσώπων.
Τά μόνιμα καί σταθερά στοιχεῖα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων εἶναι οἱ
λειτουργίες τῶν δρώντων προσώπων ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιοί καί πῶς τίς
ἐπιτελοῦν. Ἀποτελοῦν τά θεμελιώδη συστατικά μέρη τους. Ἡ ἀκολουθία τῶν
στοιχείων εἶναι αὐστηρά ἡ ἴδια, δηλ. συνεπής καί λογική (π.χ. δέν προηγεῖται ἡ
θεραπεία ἀπό τή διάγνωση τοῦ προβλήματος). Ἡ ἐλευθερία στήν ἀκολουθία εἶναι
περιορισμένη (δέν ἀφορᾶ ἀφηγήσεις πού μπορεῖ νά κατασκευαστοῦν τεχνητά).
Ὅλες οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις δέν δίνουν ὅλες τίς λειτουργίες· αὐτό ὅμως δέν
τροποποιεῖ τό νόμο τῆς ἀκολουθίας, καθώς ἡ ἀπουσία ὁρισμένων λειτουργιῶν δέν
μεταβάλλει τήν διάταξη τῶν ὑπολοίπων.
Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων πρέπει νά γίνεται ἐπαγωγικά, δηλ. πορεία
ἀπό τό ἐρευνώμενο ὑλικό πρός τ' ἀποτελέσματα· ἡ ἔκθεση συμπερασμάτων πάλι
μπορεῖ νά λειτουργήσει ἀντίστροφα, καθώς πιό εὔκολα συντάσσεται ἄν ὁ
ἀναγνώστης γνωρίζει ἀπό πρίν τίς βασικές δομές. Ἕνα ζήτημα πού πρέπει νά
διευκρινιστεῖ εἶναι σέ τί λογῆς ὑλικό μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ αὐτή ἡ ἐπεξεργασία.
Μία πρώτη ἄποψη ἴσως δείχνει ἀπαραίτητο νά καλύπτει ὅλο τό ὑπάρχον ὑλικό·
ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἀπαραίτητο καθώς μελετοῦμε τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις κατά
τίς λειτουργίες τῶν δρώντων προσώπων. Ἡ συσσώρευση τοῦ ὑλικοῦ μπορεῖ ν'
ἀνασταλεῖ ἀπό τή στιγμή πού γίνεται φανερό ὅτι νεότερες ψυχωφελεῖς διηγήσεις
δέν προάγουν καμία νέα λειτουργία. Φυσικά ὁ ἐρευνητής πρέπει να ἐξετάσει τό
μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὑλικοῦ πού εἶναι πρός ἔλεγχο· ἀλλά δέν εἶναι ἀπαραίτητο
νά εἰσαγάγει ὅλο αὐτό τό ὑλικό στήν ἐργασία του. Ἡ ἐπαναληπτικότητα τῶν
θεμελιωδῶν συστατικῶν μερῶν (ὅπως θά δοῦμε στό ὑλικό μας) εἶναι τόσο συχνή
πού ἀποτελεῖ κριτήριο περιορισμοῦ τοῦ ὑλικοῦ μας. Ἡ οὐσία δέν βρίσκεται στήν
ποσότητα τοῦ ὑλικοῦ ἀλλά στήν ποιότητα τῆς ἐπεξεργασίας του. Οἱ κύριες πηγές
μας εἶναι τό ὑλικό τῆς ἐργασίας μας· τό ὑπόλοιπο εἶναι ὑλικό ἐλέγχου, πού μπορεῖ

21
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ. Ἡ διαμάχη μέ τόν Κλώντ Λέβι-Στρώς καί ἄλλα κείμενα,
μτφρ. Ἀριστέα Παρίση, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 19912, σ.27.
150

νά παρουσιάζει ἐνδιαφέρον γιά τόν ἐρευνητή, ἀλλά δέν ἔχει εὐρύτερο


ἐνδιαφέρον.
Λειτουργίες δρώντων προσώπων (δανειζόμαστε τόν ὅρο ἀπό τό Πρόπ)22:
1) Ἀρχική κατάσταση: τό μελλοντικό δρῶν πρόσωπο εἰσάγεται διά τῆς μνείας τοῦ
ὀνόματός του ἤ τῆς καταστάσεως του.
2)Στόν ἥρωα προβάλλεται μία ἀπαγόρευση.
3) Ἡ ἀπαγόρευση παραβαίνεται· εἰσάγεται νέο πρόσωπο πού ὡς στόχο του ἔχει τήν
διατάραξη τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἥρωα καί τήν πρόκληση δυστυχίας
(διάβολος/ἔννοια τοῦ κακοῦ)· ἔχει τό χαρακτήρα τοῦ ἀνταγωνιστῆ.
4) Ὁ ἀνταγωνιστής προσπαθεῖ νά «διερευνήσει» τόν χῶρο καί τόν τρόπο ζωῆς τοῦ
ἥρωα μέ σκοπό τήν μέ δόλο προσέγγισή του (χρήση ἀνιχνευτικῶν ἐρωτήσεων).
5) Στόν ἀνταγωνιστή δίνονται πληροφορίες γιά τό θύμα του καί ἐπιχειρεῖ νά τό
ξεγελάσει γιά νά γίνει κύριος αὐτοῦ.
6) Τό θύμα ἐνδίδει στήν ἀπάτη καί βοηθάει τόν ἐχθρό (οἱ ἀπαγορεύσεις πάντοτε
παραβαίνονται καί οἱ ἐξαπατητικές προτάσεις γίνονται δεκτές καί ἐκπληρώνονται)·
εἰδική περίπτωση ἡ «ἐξαπατητική συμφωνία», δηλ. ἐκβιασμός.

22
Ὁ Greimas περιορίζει τόν ἀριθμό τῶν συντελεστιακῶν ὅρων σέ μοντέλο ἕξι ρόλων πού
στηρίζονται σέ τρία ζεύγη συντελεστιακῶν κατηγοριῶν πού κάθε μία ἀπό αὐτές συνιστᾶ μία
δυαδική ἀντίθεση. Ἡ πρώτη κατηγορία ἀντιτάσσει ὑποκείμενο πρός άντικείμενο καί ἡ μεταβατική
ἤ τελεολογική της σχέση λειτουργεῖ στή σφαίρα τῆς ἐπιθυμίας (ὁ ἥρωας βάζει σκοπό νά βρεῖ τό
ἀναζητούμενο πρόσωπο). Ἡ δεύτερη κατηγορία συντελεστῶν στηρίζεται στη σχέση ἐπικοινωνίας:
ἕνας ἀποδέκτης ἀντιτάσσεται σ' ἕνα ἀποστολέα. Ἡ τρίτη κατηγορία στηρίζεται στή δράση καί
εἶναι παραδειγματική καί συνδυάζεται εἴτε μέ τή σχέση ἐπιθυμίας ἤ μέ τή σχέση ἐπικοινωνίας:
ἀντιπαραθέτει τό βοηθό στόν ἀνταγωνιστή. Τό ζευγάρι «ἀντιπαράσταση-ἐπιτυχία» πού συνιστᾶ τή
δοκιμασία, ἐνσωματώνεται ἀντίστοιχα σέ μία εὐρύτερη ἀκολουθία, τήν ἀναζήτηση, τῆς ὁποίας ὁ
διαχρονικός χαρακτήρας δέν εἶναι δυνατόν νά ξεπεραστεῖ.
Οἱ Scholes καί Kelogg μιλοῦν γιά μία ἀφηγηματική παράδοση πού μεταβιβάζει κατασταλ-
λαγμένες φόρμες. Ἡ ἀνάλυση μπορεῖ νά ὀργανωθεῖ σύμφωνα μέ γενικές καί συνεχιζόμενες
ἀπόψεις τῆς ἀφήγησης ὅπως εἶναι αὐτές τοῦ νοήματος, τοῦ χαρακτήρα, τῆς πλοκῆς καί τῆς
ἀφηγηματικῆς σκοπιᾶς. Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχουν ἀπόψεις πού ἐπιτρέπουν σέ κάποιον νά μιλᾶ γιά
«στερεότυπα τῆς μορφῆς» ἤ «γιά παραδείγματα διαδικασίας» ( πρβλ. P. Ricoeur, Ἡ ἀφηγηματική
λειτουργία, σ. 41-50)
Ὁ Kenneth Burke ἀναφέρει ὅτι μιά ἱστορία (πλασματική ἤ πραγματική) ἀπαιτεῖ κατ' ἐλάχιστον: ἕνα
δράστη ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ μία δράση γιά νά πετύχει ἕνα στόχο σέ μία ἀναγνωρίσιμη συνθήκη μέ
τή χρήση ὁρισμένων μέσων. Αὐτό πού βάζει σέ κίνηση μία ἱστορία εἶναι κάτι ἀταίριαστο μεταξύ
τῶν στοιχείων τῆς πεντάδας, δηλ. ἕνα πρόβλημα. Οἱ ἀνισορροπίες ἀναφέρονται σέ ἀνθρώπινα
δεινά πού γίνονται καλούπια γιά τήν ἐμπειρία· αὐτό πού καθιστᾶ τήν καλά ἐπεξεργασμένη
ἀφήγηση τόσο ἰσχυρή, ἀνακουφιστική, ἐπικίνδυνη, πολιτισμικά οὐσιώδη εἶναι ἡ μετατροπή τοῦ
ἰδιωτικοῦ προβλήματος σέ δημόσιο δεινό (πρβλ. J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.77-78).
Ὁ P. Larivaille προτείνει τό πενταπλό σχῆμα: α. ἀρχική κατάσταση· β. δέσιμο/σύνδεση· γ.
μετασχηματισμός· δ. λύση· ε. τελική κατάσταση. Ὑφίσταται ὅμως καί τό τριπλό μοντέλο: α.
περιπλοκή· β. μετασχηματισμός· γ. ἀποκατάσταση (πρβλ. D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte,
σ.24).
151

7) Ὁ ἀνταγωνιστής προξενεῖ φθορά ἤ ζημιά· μέ τή «δολιοφθορά» ἐγκαινιάζεται καί


ἡ ἀρχή τῆς πλοκῆς. Ὅλα τά προηγούμενα στάδια προπαρασκεύαζαν αὐτό.
8) Ὁ οἰκεῖος χῶρος τοῦ ἥρωα διακατέχεται ἀπό κάποια ἀνεπάρκεια ἤ ἔλλειψη ἤ
δυστυχία πού γνωστοποιεῖται· ἀπευθύνεται στόν ἥρωα παράκληση-ἐντολή
μεσολάβησης (βοήθεια) /συνδετική στιγμή.
9) Ὁ ἥρωας-ἀναζητητής συμφωνεῖ καί ἀποφασίζει γιά τόν τρόπο αὐτενέργειάς του.
10) Ὁ ἥρωας δοκιμάζεται, δέχεται ἐπίθεση, καταστάσεις πού προετοιμάζουν τήν
λήψη ἐκ μέρους του ἑνός βοηθοῦ (λειτουργία δωρητή / ἀνάγκη Θείας ἐπέμβασης /
προσευχή).
11) Ἡ θεία συνεργία (θαυματουργική ἐπέμβαση) τίθεται στή διάθεση τοῦ ἥρωα. Ὁ
ἥρωας φαινομενικά χάνει ὅλη του τή σημασία· ὁ ἴδιος δέν κάνει τίποτε· ὁ βοηθός
ἐπιτελεῖ τά πάντα. Παρ' ὅλα αὐτά ἡ μορφολογική σημασία του ἥρωα εἶναι μεγάλη,
καθώς οἱ προθέσεις του συνιστοῦν τόν ἄξονα τῆς ἀφήγησης. Ὁ ἥρωας τῆς
ψυχωφελοῦς διηγήσεως εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού εἴτε πάσχει ἄμεσα ἀπό τήν
δράση τοῦ ἀνταγωνιστῆ, εἴτε συμφωνεῖ νά ἐξαλείψει κάποια δυστυχία ἤ ἔλλειψη
κάποιου ἄλλου προσώπου. Στήν πορεία τῆς δράσης ὁ ἥρωας εἶναι τό πρόσωπο
ἐκεῖνο πού ἐφοδιάζεται μέ τή βοήθεια τῆς Θείας συνεργίας.
12) Ὁ ἥρωας ὁδηγεῖται στόν τόπο ὅπου βρίσκεται τό ἀντικείμενο ἀναζήτησης
(τοπική μετακίνηση πρός ὁρισμένο σημεῖο, ταξίδι μέ ὁδηγό). Στόν ἥρωα τίθεται
δύσκολο πρόβλημα (δοκιμασία μέ φωτιά, δοκιμασία ἑρμηνείας ὀνείρου, ὁράματος,
δοκιμασία δύναμης, ἐπιδεξιότητας, δοκιμασία ὑπομονῆς).
13) Ὁ ἥρωας καί ὁ ἀνταγωνιστής του συναντιοῦνται σέ ἄμεση πάλη. Τό πρόβλημα
λύνεται.
14) Ὁ ἀνταγωνιστής νικιέται· ὁ ψεύτικος ἥρωας (εἰδωλολατρία, αἱρέσεις)
ξεσκεπάζεται· ὁ ἐχθρός τιμωρεῖται.
15) Ἡ ἀρχική δυστυχία ἤ ἔλλειψη ἐξαλείφεται.
16) Ὁ ἥρωας ἐπιστρέφει στόν τόπο ἐκκίνησης του δικαιωμένος καί ἀποκατεστη-
μένος (συχνά ἡ ἐπιστροφή φέρει τό χαρακτήρα τῆς φυγῆς).
Ὅλα τά προβλήματα πού ὁδηγοῦν σέ ἀναζήτηση πρέπει νά θεωροῦνται ὡς
στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῆς πλοκῆς καί ὅλα τά προβλήματα πού ὁδηγοῦνται στή λήψη
τῆς θείας συνεργασίας θεωροῦνται ὡς δοκιμασία. Οἱ λειτουργίες συγκροτοῦν τά
152

θεμελιώδη στοιχεῖα πάνω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ἡ πορεία τῆς δράσης. Ἄν


λειτουργίες πού ἀκολουθοῦν ἡ μία τήν ἄλλη ἐκτελοῦνται ἀπό διαφορετικά πρόσω-
πα, τότε τό δεύτερο πρόσωπο εἶναι ὑποχρεωμένο νά ξέρει τί ἔχει συμβεῖ μέχρι
τότε. Ἀναπτύσσεται ἕνα σύστημα πληροφόρησης· διακρίνεται εἴτε σέ ἄμεση
(δυστυχία ἤ ἔλλειψη πού γνωστοποιεῖται) εἴτε στά ἐνδιάμεσα διαστήματα μέ
ποικίλους τρόπους (π.χ. παράπονα ἥρωα γιά τή δυσκολη θέση πού βρίσκεται· μορφή
διαλόγου: ὁ Θεός συνεργεῖ στήν ἐπίκληση βοηθείας τοῦ δημιουργήματός του,
ἀφοῦ πρῶτα μάθει τί ἔχει συμβεῖ).
Κίνητρα νοοῦνται οἱ αἰτίες καί οἱ σκοποί πού ὁδηγοῦν τά πρόσωπα σέ
συγκεκριμένες ἐνέργειες. Ἡ ἀρχική ἀνεπάρκεια ἤ ἔλλειψη ἀντιπροσωπεύει μία
κατάσταση πού μπορεῖ νά διαρκοῦσε χρόνια, ἔρχεται ὅμως μία συγκεκριμένη
στιγμή, πού ὑπόκειται σέ κάποιο κίνητρο, πού γίνεται κατανοητή αὐτή ἡ ἀνεπάρκεια
καί ἀρχίζει ἡ προσπάθεια γιά τήν ὑπέρβασή της (θεραπεία). Τό κίνητρο μιᾶς
κατάστασης ἤ μιᾶς πράξης παίρνει συχνά τή μορφή μιᾶς νέας διήγησης, τῆς
ἐμβόλιμης διήγησης, πού ἀναπτύσσεται στό ἐσωτερικό τῆς κύριας ψυχωφελοῦς
διηγήσεως. ∆έν ἐνδιαφέρει ἄν οἱ δύο διηγήσεις ἔχουν ἄμεση συνάφεια ἀλλά ἄν
ὑποστηρίζουν τό γενικότερο συγκεκριμένο στόχο τοῦ ἀφηγητῆ. Ὀνομάζεται ἔνθεση
ὅταν ἡ εἰσαγωγή μιᾶς ἄλλης διήγησης μέσα στήν κύρια διήγηση ὑποτάσσει τή
δεύτερη στήν πρώτη καί παρεμβολή (ἐγκιβωτισμός) ὅταν οἱ δύο διηγήσεις
συντάσσονται μεταξύ τους εἴτε κατά τρόπο διαδοχικό εἴτε κατά τρόπο
ἐναλλακτικό23:
Στή διήγηση Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν φανερωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ
βασιλέως24, ἡ ἡρωΐδα ἐπικαλεῖται τέχνασμα πού εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό τῆς ∆ιήγησις
Ἱππολύτου25: «ἀλλ' ἔστί μοι πάθος χαλεπὸν καὶ ἔχει δυσωδίαν ἀνείκαστον καὶ
ἕλκος καὶ ἰατρεύομαι. μακροθυμήσατε οὖν ἕως θεραπευθῶ καὶ τότε ἀπέρχομαι
πρὸς αὐτὸν μετὰ πάσης προθυμίας...»· αὐτό ἀποτελεῖ νέα ἐμβόλιμη διήγηση
(ἐγκιβωτισμός) μέσα στή κεντρική διήγηση πού ἐξιστορεῖ τόν τρόπο διάσωσής της
ἀπό τή διαφθορά.

23
G. Genette, L. Marin, M. Mathieu-Colas, Τά ὅρια τῆς διήγησης, κεφ.Τά ὅρια τῆς ἀφηγηματολογίας,
σ. 63.
24
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τοῦ μοναχοῦ τοῦ ἐν τῷ σπηλαίῳ, σ.32.
25
Παλλαδίου, Λαυσαΐκή ἱστορία, τ. 2, σ.60.
153

Στήν Ὑπόθεση Μ’, ἱστορία Β’26 παρουσιάζεται ὁ Γέροντας (ἅγιος Εὐθύμιος) νά


προσπαθεῖ νά νουθετήσει τόν μαθητή του (Κλημάτιο) γιά τήν ἄσχημη συμπεριφορά
του μέ τήν ἀφήγηση νέας διήγησης (ἐγκιβωτισμός) πού ἐξωτερικά δέν φαίνεται νά
ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό πρόβλημα τοῦ μαθητῆ· ὅμως ἡ χρήση της δέν εἶναι τυχαία,
καθώς βρίσκεται σέ συνάφεια μέ τά αἴτια τῆς δεδομένης συμπεριφορᾶς (ἡ
ἀνυπακοή τοῦ μαθητῆ ὀφείλεται στήν βασική αἰτία πού εἶναι ὅτι θέλει ν'
ἀναχωρήσει ἀπό τό μοναστήρι).
Ἡ διήγηση τοῦ Πατερμουθίου27 ἔχει καταχωρηθεῖ στό κεφ. Περί Κόπρη παρ' ὅτι
κανονικά θά ἔπρεπε νά εἶναι ἀπό μόνη της ἔντιτλη ἀνεξάρτητη διήγηση (ἔνθεση) 28.
Ἡ διήγηση περί Ἰωάννου29 (ἔνθεση) καταχωρεῖται στό κεφ. Περί Ἀπελλῆ.
Ὑπάρχουν τριπλασιασμοί σέ ὁμάδες λειτουργιῶν ἤ καί σέ ὁλόκληρες κινήσεις·
ἡ ἐπανάληψη μπορεῖ νά εἶναι ἰσόμετρη (τρία προβλήματα, τρία χρόνια, τρεῖς φορές),
ἤ νά παρέχει ἐπαύξηση (τό τρίτο πρόβλημα εἶναι πιό δύσκολο):
Στό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἀρσενίου, λγ’, σ.9
καταγράφεται: α) Εἰσαγωγή στό θέμα (δείξω σοι τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων).
β) ∆εδομένη κατάσταση (τρία παραδείγματα): 1) Αἰθίοπας κόβει ξύλα κάνοντας
μεγάλο φορτίο πού δέν μπορεῖ νά τό σηκώσει κι ἀντί νά τό ἐλαφρύνει στιβάζει
ἐπάνω του ὅλο καί περισσότερα ξύλα· 2) ἄνθρωπος ἀντλεῖ νερό ἀπό λάκκο καί τό
διοχετεύει σέ δεξαμενή τρύπια μέ ἀποτέλεσμα τό νερό νά ξαναχύνεται στό λάκκο·
γ) δύο ἄνδρες ἀνεβασμένοι σέ ἄλογα κρατοῦν ξύλο πλάγια ὁ ἕνας ἀπέναντι τοῦ
ἄλλου καί θέλουν νά περάσουν ἀπό πύλη ἀλλά δέν μποροῦν καί μένουν ἐκτός,
καθώς: «οὐκ ἐταπείνωσε ὁ εἷς ἑαυτὸν ὀπίσω τοῦ ἑτέρου ἐνέγκαι τὸ ξύλον ἐπ'
εὐθείας».
γ) Ἀνατροπή κατάστασης: ἑρμηνεία παραδειγμάτων: 1) ὁ Αἰθίοπας πού κόβει ξύλα
εἶναι ὁ ἔχων ἁμαρτίες πολλές κι ἀντί νά μετανοήσει προσθέτει κι ἄλλες στίς ἤδη
ὑπάρχουσες· 2) ὁ ἀντλῶν νερό εἶναι αὐτός πού κάνει καλά ἔργα ἀλλά μέ
ἰδιοτέλεια ὁπότε χάνουν τήν ἀξία τους· 3) οἱ ἀναβάτες μέ τό ξύλο εἶναι αὐτοί πού
μέ ὑπερηφάνεια νομίζουν ὅτι ὑπηρετοῦν τό δίκαιο καί τό σωστό· χωρίς ταπείνωση

26
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.565.
27
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
28
Historia Monachorum in Aegypto, σ.75.
29
Historia Monachorum in Aegypto, σ.98.
154

προσπαθοῦν νά διορθώσουν τούς ἑαυτούς τους γιά νά βαδίσουν τήν ὁδό τοῦ
Χριστοῦ καί μένουν ἐκτός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
δ) Τρόπος διόρθωσης κατάστασης (θεραπεία/αἰτία διήγησης): «χρὴ οὖν νήφειν
πάντα ἄνθρωπον εἰς τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἵνα μὴ εἰς κενὸν κοπιάσῃ».
Οἱ πιό πάνω παρατηρήσεις μποροῦν ν' ἀποτελέσουν τή μονάδα μέτρου γιά τίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις μποροῦν νά ἐφαρμόζονται στό
παραπάνω σχῆμα καί ἔτσι νά αὐτοπροσδιορίζονται ἤ νά προσδιορίζεται καί ἡ μεταξύ
τους σχέση· παράμετροι συγγένειας, θέματα, παραλλαγές καί μετασχηματισμοί
μποροῦν νά βοηθηθοῦν.
Παρατηρεῖται ὅτι ὁρισμένες λειτουργίες συνενώνονται σέ συγκεκριμένους
κύκλους δράσης:
α) Κύκλος δράσης ἀνταγωνιστῆ (κακό): δολιοφθορά, καταδίωξη ἥρωα, μορφές
πάλης μέ τόν ἥρωα.
β) Κύκλος δράσης δωρητῆ-βοηθοῦ: ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς ἐπίκλησης γιά
βοήθεια πρός τόν ἥρωα· ἐφοδιασμός τοῦ ἥρωα μέ τή Θεία χάρη, τοπική μετακί-
νηση τοῦ ἥρωα στόν ἀναζητούμενο στόχο· ἐξάλειψη τῆς δυστυχίας ἤ τῆς ἔλλειψης·
διάσωση ἀπό τήν καταδίωξη· λύση τῶν δύσκολων προβλημάτων· νέα τάξη
πραγμάτων γιά τόν ἥρωα. Ὡς πρός τό ρόλο τοῦ βοηθοῦ ἐκτός ἀπό τή Θεία
συνεργασία πού φέρει καί καθολικό χαρακτήρα, καθώς μπορεῖ συνεχῶς νά
ἐκπληρώνει τό ζητούμενο σέ ὅλα τά στάδια τῆς δράσης τῶν λειτουργιῶν, ὑπάρχουν
καί ἄλλοι βοηθοί. Κατηγοροποιοῦνται ὡς τμηματικοί, δηλ. παρουσιάζονται γιά τήν
ἐκπλήρωση ὁρισμένων λειτουργιῶν (χρήση ζώων, δευτερεύοντα πρόσωπα πού μέ
τόν τρόπο δράσης τους βοηθοῦν τήν ἐξέλιξη) καί ὡς εἰδικοί πού ἐπιτελοῦν μόνο
μία λειτουργία (ραβδί πού χτυπάει τό πηγάδι καί ἀναβλύζει νερό· ἔλαιο πού
θεραπεύει· ἄγγελος πού ἀποκαλύπτει). Ὁ βοηθός πολλές φορές ἐπιτελεῖ ἐκεῖνες
τίς λειτουργίες πού ἐξιδιάζουν στόν ἥρωα (μέσα ἀπό τά θαύματα).
γ) Κύκλος δράσης ἥρωα: ἀποστολή πρός ἐπίτευξη στόχου· ἐπίκληση βοήθειας τοῦ
θείου παράγοντα· δοκιμασίες καί ἐπιτυχής ἔκβασή τους· τελική ἐπίτευξη στόχου πού
ἀντιστοιχεῖ σέ νέα τάξη πραγμάτων.
155

Πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῆς πλοκῆς ἐκδηλώνονται οἱ ἰδιότητες τοῦ μελλοντικοῦ
ἥρωα. Τό ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, στή μία κίνηση μπορεῖ νά παίξει ἕνα ρόλο, ἐνῶ
στή δεύτερη κίνηση ἕναν ἄλλο ρόλο (π.χ. μετασχηματισμοί διαβόλου).
Ἰδιότητες δρώντων προσώπων: Μέ τόν ὅρο ἰδιότητες νοεῖται τό σύνολο τῶν
ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν τῶν προσώπων: ἡλικία, φύλο, κοινωνική θέση,
ἐξωτερική ἐμφάνιση, ἰδιομορφίες ἐμφάνισης. Οἱ βασικές ἰδιότητες καλύπτουν τούς
τομεῖς: α) ἐξωτερική ὄψη καί ὀνοματοθεσία· β) ἰδιαιτερότητες ἐμφάνισης· γ)
κατοικία. Τό ὑλικό κάθε τομέα μπορεῖ νά ἐξετάζεται ἀνεξάρτητα μέσα ἀπό ὅλο τό
ὑλικό τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ἄν καί τά μεγέθη αὐτά εἶναι στοιχεῖα
μεταβλητά, παρατηρεῖται μεγάλη ἐπαναληπτικότητα.
Ἀπορρίπτοντας ὅλους τούς δευτερεύοντες σχηματισμούς καί ἔχοντας κρατήσει
μόνο τίς θεμελιώδεις μορφές, ὁδηγούμαστε στή ψυχωφελή διήγηση ἐκείνη πού σέ
σχέση μέ αὐτή ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀποτελοῦν παραλλαγές.
Συγχρόνως ἄν ἀντιγραφοῦν καί ἀποσπαστοῦν ὅλες οἱ θεμελιώδεις μορφές σέ μία
ψυχωφελή διήγηση, τότε ἡ ψυχωφελής διήγηση πού προκύπτει, ἀποκαλύπτει ὅτι
στόν πυρήνα της βρίσκεται ἡ παράσταση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀφήγησης αὐτῆς καθαυτῆς, οἱ δοκιμασίες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο,
παρά μία ἀπό τίς μεθόδους τῆς ἐπικῆς ἐπιβράδυνσης: μπροστά στόν ἤρωα
τοποθετεῖται ἕνα ἐμπόδιο καί ξεπερνώντας το ἀποκτᾶ τό μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν
στόχων του· εἶναι ἀδιάφορο ποιό εἶναι τό ἴδιο τό πρόβλημα. Πολλά ἀπό τά
προβλήματα πρέπει νά ἐξετάζονται ὡς συστατικά μέρη μιᾶς ὁρισμένης
καλλιτεχνικῆς σύνθεσης· σέ σχέση ὅμως μέ τίς θεμελιώδεις μορφές τῶν
προβλημάτων διαπιστώνεται ὅτι ἔχουν ἕνα ἰδιαίτερο, κρυμμένο στόχο. Τό ἐρώτημα
σέ τί οὐσιαστικά δοκιμάζεται ὁ ἥρωας εἶναι ἕνα ἐρώτημα πού ἐπιδέχεται μία μόνο
λύση καί ἐπεξηγεῖται μέσῳ τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Ἀπό ἱστορική λοιπόν ἄποψη
αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ψυχωφελής διήγηση στίς μορφολογικές της βάσεις
ἀντιπροσωπεύει τήν ἀνθρωπολογία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Μορφολογικά, ψυχωφελής διήγηση μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ κάθε ἐξέλιξη στή ζωή τοῦ
ἀνθρώπου (ὄχι ἀπαραίτητα χριστιανοῦ) πού παρά τίς παγίδες τοῦ κακοῦ
(δολιοφθορά, στέρηση), μέσῳ ἐνδιάμεσων λειτουργιῶν, πού ἀποτελοῦν τήν
ἔκβαση-λύση τῆς πλοκῆς, ὁδηγεῖται στή βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Τελικές
156

λειτουργίες μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ἡ ἀνταμοιβή τοῦ ἥρωα, ἡ ἀπόκτηση


ἀναζητουμένου, ἡ διάσωση, ἡ ἐξάλειψη τῆς δυστυχίας. Καθέ τέτοια ἐξέλιξη ἀποτελεῖ
μία κίνηση· ἡ ἐπαναληπτικότητα ἑνός ἐμποδίου ἤ βλάβης ἀποτελοῦν μία νέα κίνηση.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις κατανέμονται κατά τό περιεχόμενό τους.∆ιακρίνονται
δύο ζεύγη λειτουργιῶν ὡς πιλοτικά, γιά τήν ταξινόμησή τους: α) πρόβλημα-ἐπίλυση
καί β) πάλη μέ τόν ἀνταγωνιστή-κακό καί κατανίκησή του. Ὑπάρχουν στοιχεῖα τά
ὁποῖα πάντοτε συνδέονται μέ παραλλαγές πού ἀντιστοιχοῦν ἡ μία στήν ἄλλη:
ἀπαγόρευση-παράβαση· διερεύνηση-ἐκχώρηση πληροφοριῶν· ἐξαπάτηση ἀπό τό
κακό-ἀντίδραση ἥρωα· πάλη-νίκη. Μέσα στά ὅρια ἑνός ζεύγους ἡ μία λειτουργία
μπορεῖ νά προκαλεῖ περισσότερες ἀπό μία ἀντιδράσεις· ἡ ἀντίδραση ὅμως
ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τή μορφή πού προκαλεῖ τήν ἀντίδραση30.
Ὁ ἀφηγητής συχνά ἀλλάζει τήν ἀρχή ἤ τό τέλος τῆς πλοκῆς καί ἀπό παρόμοιες
ἀντιπαραβολές συμπεραίνονται ὁρισμένοι τρόποι μεταλλαγῶν ἤ ἀντικαταστάσεων,
δηλ. μετασχηματισμοί. Ὁ ἀφηγητής δέν εἶναι ἐλεύθερος στήν ἀντικατάσταση
ἐκείνων τῶν στοιχείων τῶν ὁποίων οἱ παραλλαγές συνδέονται μέ ἀπόλυτη ἤ
σχετική ἐξάρτηση· ἐφαρμόζει σχετικά ἐλεύθερα τή δημιουργικότητά του στήν
ἐπιλογή ὀνοματοθεσίας καί ἰδιοτήτων τῶν δρώντων προσώπων, ὅπως καί στήν
ἐπιλογή λειτουργιῶν (στάδια δράσης) πού χρησιμοποιεῖ ἤ παραλείπει.
Οἱ παγίδες (τά ἐμπόδια) πού στήνει τό κακό (ὁ διάβολος) στόν ἄνθρωπο (ὄχι
ἀπαραίτητα χριστιανό) καί ἡ ὑπέρβασή τους μέσα ἀπό προσωπικό συνεχή ἀγώνα σέ
συνεργία μέ τόν Θεῖο παράγοντα, ὁδηγοῦν στήν βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς· αὐτό
ἀποτελεῖ τή βασική σύνθεση (ἀκολουθία λειτουργιῶν μέσα στήν ψυχωφελή
διήγηση) ἀπό τήν ὁποία δημιουργοῦνται οἱ διαφορετικές ὑποθέσεις (πραγμάτωση
σύνθεσης σέ ποικίλες μορφές) τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ἐδῶ βέβαια ὑπάρχει ἡ
δυσκολία γιά τήν ἔννοια τῆς παραλλαγῆς· δηλ. ἤ ἡ κάθε ἀλλαγή δίνει μία νέα
ὑπόθεση ἤ ὅλες οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις δίνουν μία ὑπόθεση σέ ποικίλες
παραλλαγές31.
Οἱ αἰτίες τῶν μετασχηματισμῶν βρίσκονται συχνά ἔξω ἀπό τίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις καί δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἡ ἐξέλιξή τους ἄν δέν ἐπιχειρηθεῖ

30
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ.123.
31
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ.128.
157

προσέγγιση ἀνάμεσα στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καί στό ἀνθρώπινο περιβάλλον


πού αὐτές ζοῦν. Ἡ ἀφήγηση τοῦ μετασχηματισμοῦ ἀποτελεῖ καί τή νομιμότητα τοῦ
ἀφηγούμενου γεγονότος. Ἄμεση γενετική τους ἐξάρτηση ἀποτελεῖ ἡ χριστιανική
θρησκεία. Μέσα σ' αὐτές βρίσκονται καί στοιχεῖα-ἀπομεινάρια ἀπό παγανιστικές
θρησκεῖες· τούς πρώτους αἰῶνες ἦταν φυσιολογική μία τέτοια ἐπίδραση· ἀπό τό
12ο αἰώνα καί μετά ὅταν πιά αὐτές οἱ θρησκεῖες ἔχουν ἐκλείψει, ἡ λαϊκή ἐπική
παράδοση εἶναι αὐτή πού τά διασώζει καί παίζει τό μεσολαβητικό ρόλο τῆς
διατήρησής τους (π.χ. ὁ ἅγιος Γεώργιος στή χριστιανική συνείδηση εἶναι
συνδεδεμένος μέ τή δρακοντομαχία)32.
Μετασχηματισμοί
α) Μείωση : Ἡ θεμελιώδης μορφή εἶναι μειωμένη· θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς
μία ἁπλοποίηση· δείχνει τήν περιορισμένη ἐπικαιρότητα τῆς ψυχωφελοῦς διηγήσεως
σ' ἕνα περιβάλλον, σέ μία ἐποχή ἤ σ' ἕναν ἀφηγητή: Ἀναφέρεται ἱστορία33 μέ
μοναχό πού τοῦ ζητεῖται ἀπό τόν ἀββά Σισώη νά ρίξει τό παιδί του στό ποταμό κι ἄν
δέν τόν σταματοῦσε ἄλλος μοναχός κατ' ἐντολήν τοῦ ἀββᾶ Σισώη θά τό ἔκανε.
Παρουσιάζεται παραλλαγή τῆς ἱστορίας, μέ τή διαφορά πώς ἀντί γιά ποτάμι εἶναι
φοῦρνος καί ὁλοκληρώνεται ἡ ἐνέργεια, δηλ. ὁ γονιός ρίχνει τό παιδί, ἀλλά ἡ
φλόγα διά θαύματος μετατρέπεται σέ δροσιά καί σώζεται34.
β) ∆ιεύρυνση: Ἡ θεμελιώδης μορφή μεγεθύνεται καί συμπληρώνεται· προέρχεται
ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας: στό Λειμωνάριον, κεφ.186, σ.209, ἡ
διήγηση περιέχει ὑλικό πού συναντᾶται τόσο στήν Historia Monachorum in Aegypto,
Περί Παφνουτίου (ἱστορία αὐλητή, σ.102), ὅσο καί στό Les récits édifiants de Paul,
évêque de Monembasie, Περί Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας, σ.126.
Πρόκειται γιά τή γυναίκα πού χρωστάει ὁ ἄνδρας της καί εἶναι φυλακή. Μπορεῖ ν'
ἀλλάζουν δευτερεύοντα στοιχεῖα, ὅμως τό βασικό γεγονός ἀποτελεῖ ἡ ἀρχική
προαίρεση τοῦ ἥρωα στό ἀνταλλάξιμο τῆς προσφορᾶς μέ τό σῶμα τῆς γυναίκας·
στή συνέχεια ὅμως τῆς προσφέρει τό ποσόν λέγοντας: «Βλέπεις ὅτι δὲν σὲ ἄγγιξα
φοβούμενος τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Πάρε καὶ βγάλε τον καὶ προσευχηθεῖτε γιὰ
μένα». Αὐτό τό ὑλικό στήν παρούσα διήγηση (Λειμωνάριον) ἀποτελεῖ τό πρῶτο

32
D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte, σ.24.
33
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.4, σ.487.
34
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.9, σ.489.
158

μέρος γιατί ἡ ἱστορία ἔχει καί συνέχεια. Ἡ ἀφήγηση ἐξελίσσεται σέ δύο χρονικά
ἐπίπεδα. Τό δεύτερο μέρος πού ἀποτελεῖ καί τήν αἰτία τῆς διήγησης εἶναι: ἡ εὐποϊία
πρός τόν πλησίον πού ἀποτελεῖ μεσιτεία στό Θεό (ποιμαντική διάσταση).
Ἀναφέρεται στή συκοφάντηση τοῦ τελώνη (Μόσχου) στό βασιλιά, ὅτι σκόρπισε τά
λεφτά τοῦ τελωνείου μέ συνέπεια τή φυλακισή του. Ἡ λύση δίνεται μέσῳ ὁράματος
τοῦ τελώνη πού βλέπει γυναίκα νά τοῦ λέει (συνολικά τρεῖς φορές) : «Θέλεις νὰ
μιλήσω γιὰ σένα στὸ βασιλιά;...». Καί πράγματι ἀποκαθίσταται πέρνωντας
προαγωγή καί πίσω τήν περιουσία του. Τή νύχτα φανερώνεται ἡ ἴδια γυναίκα στόν
τελώνη καί τοῦ λέει: «Ξέρεις ποιά εἶμαι; αὐτὴ πού σπλαχνίστηκες καὶ δὲν ἄγγιξες τὸ
σῶμα μου γιὰ τὸ Θεό. Νὰ ποῦ σὲ λύτρωσα κι ἐγὼ ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Βλέπεις τὴν
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ;»35.
γ) Παραμόρφωση: Ἀλλοιωμένες μορφές πού μπορεῖ νά ριζώσουν. Παραλλαγή τῆς
προηγούμενης ἱστορίας ὡς προς τό πρῶτο μέρος της (Λειμωνάριον, κεφ.186),
παρουσιάζει τό Λειμωνάριον, κεφ.189, ὅπου ὁ ἄνδρας τῆς γυναίκας δέν ἐπιτρέπει
τήν ἀνταλλαγή τοῦ σώματός της μέ τό χρέος, λέγοντας: «πήγαινε ἀδελφὴ κι
ἀπόρριψε τὴ συμφωνία μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κι ἐλπίζουμε στὸν Κύριο ὅτι δὲν θὰ
μᾶς ἐγκαταλείψει μέχρι τέλους»36. Καί πράγματι συνκρατούμενος ληστής
ἀκούγοντας τή συζήτηση τοῦ ζευγαριοῦ καί θαυμάζοντας τήν σωφροσύνη τους, τούς
μαρτυρεῖ τόπο πού ἔχει κρυμμένο θησαυρό πού ἀποτελεῖ καί τό εἰσητήριο τους γιά
τήν ἐλευθερία37.
δ) Ἀντιστροφή: Ἡ θεμελιώδης μορφή στό ἀντίθετό της (ἀντικατάσταση ἀρσενι-
κοῦ μέ θηλυκό στοιχεῖο): Στή Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ. 14, σ.489, ὑπάρχει μία ἱστορία πού τό θέμα της τό ἔχουμε
ξαναδεῖ ἀλλά μέ δρῶν πρόσωπο γυναικεία φιγούρα (Περί τῆς ὑποκρινομένης
μωρίαν)38. Ἐδῶ πρόκειται γιά συνοπτική ἀφήγηση χωρίς ἰδιαίτερη προσοχή στό
ὕφος καί μέ δρῶν πρόσωπο ἄνδρα. Τό εἶδος τοῦ συγκεκριμένου μετασχηματισμοῦ
παρουσιάζεται συχνά σέ διηγήσεις Μητερικῶν.

35
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.186, σ.211.
36
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 189, σ.214.
37
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 189, σ.215.
38
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 180.
159

ε) Ἐντατικοποίηση καί ἐξασθένιση: ∆ιαφορετικές πράξεις μπορεῖ νά ἐπιτελοῦνται μέ


διαφορετική ἔνταση39: ἡ ἀποστολή τοῦ ἥρωα ὅταν μετασχηματίζεται σέ ἐκδίωξη
ἀποτελεῖ παράδειγμα ἐντατικοποίησης (διήγηση Περί Ἀπολλωνίου μάρτυρος)40· ἡ
παράλειψη ἀποστολῆς ἀποτελεῖ παράδειγμα ἐξασθένισης (διήγηση Περί
Παμμαχίου)41.
στ) Ὑποκατάσταση ρεαλιστική: Ἀντικατάσταση στοιχείων σέ αὐτά τῆς σύγχρονης
καθημερινῆς ζωῆς τοῦ κοινοῦ στό ὀποῖο ἀπευθύνεται ἡ διήγηση: π.χ. νομίσματα
ἐποχῆς, χρήση ἀξιωμάτων ἐποχῆς, ἐνδύματα ἐποχῆς.
ζ) Ὑποκατάσταση θρησκευτική: Περαιτέρω ἑρμηνεία τῶν διατάξεων καί Κανόνων τῆς
ἐκκλησίας γιά ἐφαρμογή τους στήν ἐν γένει χριστιανική ζωή. Οἱ διηγήσεις
καλύπτουν καί ἰδιαίτερες πριπτώσεις: ὅπως τί ἰσχύει γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου
τῆς Θείας Εὐχαριστίας στήν μή ὕπαρξη ἱερέα σέ ἐρημικές τοποθεσίες (διήγηση
ἐπίσκεψης ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου στόν Ὅσιο Λουκά καί ἐρώτηση τοῦ ἐρημίτου
γιά τό προαναφερθέν θέμα42).
η) Ὑποκατάσταση ἀπό πρόληψη: Τοπικές δοξασίες καί προλήψεις εἶναι προφανές ὅτι
ἐπιδροῦν (π.χ. μαγεία). ∆ιήγηση Περί Μακαρίου43: θεραπεία γυναίκας πού εἶχε
μεταμορφωθεῖ σέ φοράδα ἀπό μάγο.
θ) Ἐξομοίωση: Εἶναι ἡ ἀτελής ἀντικατάσταση μιᾶς μορφῆς ἀπό μία ἄλλη, ἔτσι ὥστε
νά προκύπτει συγχώνευση τῶν δύο μορφῶν σέ μία· π.χ. ἡ ὑποκατάσταση τοῦ
δράκοντα ἀπό ἕνα δαίμονα· ὁ τελευταῖος κατοικεῖ σέ λίμνη, ἀκριβῶς ὅπως ὁ
δράκοντας· αὐτή ἡ εἰκόνα τῶν κακῶν ὑδροβίων πλασμάτων μπορεῖ νά μήν ἔχει
τίποτε κοινό μέ τή λεγόμενη λαϊκή μυθολογία τῶν χωρικῶν καί συχνά δέν
ἐξηγεῖται παρά ὡς ἕνα εἶδος μετασχηματισμοῦ44.
Ἡ τέχνη τῆς ἀφήγησης μπορεῖ νά φανερώνεται στήν πετυχημένη σύνδεση τῶν
πολλῶν δράσεων πού συγκροτοῦν τόν διηγηματικό τύπο, ἀλλά συνάμα πιστοποιεῖ-
ται καί ἀπό τήν προσοχή πού δίνεται στίς λεπτομέρειες πού ἐμπλουτίζουν καί
ἐνισχύουν τήν ἐσωτερική λογική καί συνοχή τῆς πλοκῆς. ∆ιηγηματικά ὁ τρόπος

39
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ.190.
40
Historia Monachorum in Aegypto, σ.117.
41
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ. 2, σ.56.
42
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Νέου, τ.4, σ.
586.
43
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.94 καί Historia Monachorum in Aegypto, σ.128.
44
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ.195-196.
160

ἐπίτευξης κάποιου σκοποῦ γίνεται πιό προσεγγίσιμος καί αὐθεντικός ὅταν ἐφαρμό-
ζεται ἀπό σεβαστό καί καταξιωμένο πρόσωπο (Ἀντώνιος, Ἀρσένιος, Ποιμήν,
Παμβῶ). Πάντα ὑπάρχει κάποιο πρόσωπο μοναχός ἤ δοῦλος πού ξεφεύγει ἀπό τά
χέρια τῶν ἐχθρῶν καί διηγεῖται (νέος ἀφηγητής) τά τεκταινόμενα πού δέν ἦταν
γνωστά (περίπτωση ἀσκητῶν πού γλύτωσαν ἀπό τή σφαγή τῶν βαρβάρων ἤ τοῦ
θεωρημένου νεκροῦ ἀλλά τελικά ζωντανοῦ γιοῦ τοῦ ἀββᾶ Νείλου πού διηγεῖται τή
ζωή του μετά τόν ἀποχωρισμό του ἀπό τόν πατέρα του λόγῳ αἰχμαλωσίας)45. Αὐτοί
εἶναι νέοι ἀφηγητές πού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πλοκή καί στήν ἐξέλιξη τῆς
ἀφήγησης, εἰσάγοντας νέες διηγήσεις (ἐγκιβωτισμός) πού βέβαια σχετίζονται
ἄμεσα (ἀποτελοῦν ἀπόρροια) τῆς κυρίας διήγησης.
Ἐπίσης τά στοιχεῖα πού ἀφήνουν πίσω τους οἱ ἄνρωποι λίγο πρίν πεθάνουν,
ἀποτελοῦν παρακαταθήκη καί συγχρόνως φέρουν προφητικό χαρακτήρα αὐτοῦ πού
πρόκειται νά συμβεῖ: ὁ ἄδικα συκοφαντηθείς ἀββᾶς Βιτάλιος λίγο πρίν ἀπό τό
θάνατό του εἶχε γράψει στό ἔδαφος τοῦ κελιοῦ του: «ἄνδρες Ἀλεξανδρεῖς, μὴ πρὸ
καιροῦ τι κρίνετε ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος.»46.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς πολλές φορές πραγματοποιεῖται μέσῳ τεχνασμάτων· στό
ἐρευνώμενο ὑλικό ἐπισημάνθηκαν:
Κατ' οἰκονομίαν ψεῦδος: Ἡ ὡραία χριστιανή κοπέλλα ἀπό τήν Κόρινθο «ἀσκουμένη
ἐν τῇ παρθενίᾳ» καταγγέλεται ἐπί ἐποχῆς διωγμῶν στόν εἰδωλολάτρη δικαστή ὅτι
ὑβρίζει τά εἴδωλα· αὐτός «γυναικομανὴς οὖν ὑπάρχων» κι ἀφοῦ δέν μπόρεσε μέ
κάθε μέσο νά τήν κάνει ν' ἀρνηθεῖ τίς ἀρχές της, σέ πορνεῖο τήν στέλνει μέ
ἐντολή νά λαμβάνει καθημερινά τρία νομίσματα ἀπό τήν ἔκδοσή της. Ἐκείνη ὅμως
γιά ν' ἀποφύγει τήν «ἁμαρτία», ἐκλιπαρώντας ἔλεγε σ' αὐτούς πού πλήρωναν ἕνα
ψέμα: «Ἕλκος ἔχω τι εἰς κεκρυμμένον τόπον ὅπερ ἐσχάτως ὄζει, καὶ δέδοικα μὴ εἰς
μῖσός μου ἔλθητε. ἔκδοτε οὖν μοι ὀλίγας ἡμέρας, καὶ ἐξουσίαν ἔχετε καὶ δωρεάν
με ἔχειν'...». Προσεύχονταν δέ συνέχεια στό Θεό νά τήν προστατεύσει... .
«...θεασάμενος ὁ Θεός αὐτῆς τὴν σωφροσύνην νεανίσκῳ τινὶ μαγιστριανῷ καλῷ
τὴν γνώμην καὶ τῷ εἴδει» ἐνέπνευσε ζῆλον σ'αὐτόν μέχρι θανάτου γιά νά τήν
σώσει. Πηγαίνει λοιπόν ὁ νέος ἄνδρας στό πορνεῖο, πληρώνει τόν ἰδιοκτήτη πέντε

45
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, κεφ. Περί τῆς
ἀναιρέσεως τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ.75-150.
46
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.11.
161

νομίσματα καί μπαίνωντας στό δωμάτιο λέει στήν κοπέλλα: «Ἀνάστα σῶσον
σεαυτήν», τήν μεταμφιέζει μέ τά δικά του ροῦχα καί «κατασφραγισάμενη» (μέ τό
σημεῖο τοῦ σταυροῦ) τήν φυγαδεύει καί σώζεται χωρίς νά φθαρεῖ καί νά μιανθεῖ47.
Ὁ Ἀπολινάριος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, βοηθᾶ γόνο πρώην πλουσίας
οἰκογένειας πού εἶχε ξεπέσει, πλάθωντας ἱστορία γραμματίου πενήντα λιρῶν πού
χρωστοῦσε ἡ ἐκκλησία στόν πατέρα του, χρησιμοποιώντας μάλιστα τή μέθοδο
πεπαλαίωσης ἐγγράφου, γιά νά γίνει πιό εὔκολα πιστευτός48.
Ὁ ἅγιος Μακάριος, πρεσβύτερος καί προϊστάμενος τοῦ φιλανθρωπικοῦ
ἱδρύματος τῶν ἀναπήρων γιά «κουφισμὸν τῆς πλεονεξίας ... σοφίζεται δρᾶμα
τοιοῦτον...» καί ἀποσπᾶ χρήματα ἀπό τήν πλούσια παρθένο δῆθεν γιά ἀγορά
πολυτίμων λίθων, ἐνῶ αὐτός τά χρησιμοποιεῖ γιά φιλανθωπικό σκοπό49.
Μεταμφίεση: «Ἡ Μακαριωτάτη γυναικῶν Θεοδώρα κόσμῳ καὶ τοῖς ἐν κόσμῳ
ἀποτάξασθαι κρίνασα καὶ σοφωτάταις ἐπινοίαις πτερνίσαι τὸν ἀπατήσαντα,
ἀνδρεῖον σχῆμα περιθεμένη, ὡς ἂν οὕτω λάθοι τὸν ἑαυτοῖς ἄνδρα ταύτην
ἐπιμελῶς ζητεῖν μέλλοντα ἀνδρῶν, πρόσεισι κοινοβίῳ, σημείοις ὀκτωκαιδέκα τῆς
Ἀλεξανδρέων ἀπέχοντι.»50. Ἡ Θεοδώρα λοιπόν ὀνομάζεται πλέον Θεόδωρος.
Ἡ ὁσία Ματρώνα προσέρχεται νά μονάσει (ἀνάλογο περιστατικό τῆς ἁγίας
Θεοδώρας) στό ἀνδρικό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Βασιανοῦ: «...εὐνοῦχον προσποιηθῆ-
ναι»· ὅταν ἀποκαλύπτεται τό μυστικό, ὁ ἡγούμενος τήν καλεῖ σέ ἀπολογία
ρωτώντας την: «πῶς δὲ καὶ γυνὴ τυγχάνουσα τοῖς θείοις Μυστηρίοις γυμνῇ
προσήρχου τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ πρὸς εἰρήνην ἀσπασμῷ τὸ στόμα τοῖς ἀδελφοῖς
ἀδεῶς ὑπεῖχες;»51.

47
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, ∆ιήγησις Ἱππολύτου, τ.2, σ. 60.
48
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 193, σ.218.
49
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ἡ φιλάργυρος παρθένος, τ.1, σ.58· πρβλ. Συναγωγή τῶν
θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.248, περίπτωση ἐπεξεργαστή δερμάτων πρός
ὁμότεχνό του, πού γιά νά τόν πείσει νά προσέρχεται συχνότερα στίς λειτουργικές συνάξεις
χρησιμοποιεῖ τέχνασμα χάριν εὐσεβείας ὅτι στό δρόμο πρός τήν ἐκκλησία βρίσκει χρυσό.
50
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.365.
51
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.8, σ.543,· πρβλ. τ.2, σ.17,
περίπτωση Ἀλέξανδρου καρβουνιάρη πού ἐπιλέγεται γιά ἱερέας ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο καί τ.2, σ.
37, περίπτωση μοναχοῦ Εὐφρόσυνου τοῦ μάγειρα πού: «ἐλάνθανε τούς πολλούς τῇ συνεχεῖ πρός
τήν τέφραν καί τήν ἀσβόλην διατριβῇ, τό τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ λαμπρόν ὑποκρύπτων». Βλ.
Ὑμναγιολογικά Κείμενα καί μελέτες Ν.10, Εὐγ. Ζούκοβα, Μονάστριες πού ἀσκήτεψαν σέ
ἀνδρικά μοναστήρια, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005.
162

Φιλάρετη γυναίκα μεταμφιέζεται σέ στρατιώτη ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας της νά


συναντήσει τόν ἅγιο Συμεών τό Στυλίτη πού δέν θέλει νά ἔρχεται σέ συνάντηση μέ
γυναῖκες· ὁ διορατικός ὅμως ἅγιος τῆς στέλνει μέ ἄλλους στρατιῶτες τήν εὐχή
του, ἀποτρέποντάς την νά πάει μέχρι τό στύλο του52.
Προσποίηση/ ὑποκριτική τέχνη πρός ἐπίτευξη σκοποῦ: Στό Βίο τοῦ Ἁγίου
Ἀβραμίου53, ὁ Γέροντας: «πλάττεται μὲν γὰρ ἐραστοῦ καὶ σχῆμα καὶ τρόπον... ὁ
παρ' ὅλους πεντήκοντα χρόνους μηδὲ γυναικός ἀνασχόμενος ὄψιν, μηδὲ ἄρτου
ποτέ, μηδὲ ὕδατος τῶν ἀναγκαίων μετασχὼν ἄχρι κόρου, οἴνου καὶ κρεῶν
κοινωνεῖ καὶ γυναικί πόρνῃ συνεστιᾶται.».
Ἀναγνώριση: Ὁ ἀββᾶς Πιτηρούμ εἰσέρχεται σέ μοναστήρι, ἀναζητώντας
καλόγρια «διάδημα ἔχουσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς», πού ὅπως τοῦ ἔχει ὑποδειχθεῖ ἀπό
ἄγγελο: «...αὕτη σου ἀμείνων ἐστί.». Ζητάει νά δεῖ ὅλες τίς μοναχές καί τή
διακρίνει μεταξύ ὅλων, παρ’ ὅτι εἶναι κρυμμένη στό μαγειρεῖο καί θεωρεῖται σαλή,
καθώς: «Ἐλθούσης οὖν αὐτῆς ἐθεάσατο τὸ ράκος τὸ ἐπί μετώπου αὐτῆς» (σημάδι
ἀναγνώρισης)· τότε ὁ Πιτηρούμ: «... πέφτει στὰ πόδια της καὶ τῆς λέει 'Εὐλόγησον'
τὸ ἴδιο καὶ ἐκείνη 'Σὺ μὲ εὐλόγησον κύριε'54».
Σέ ἄλλη διήγηση ἄρχοντας ἐπισκέπτεται τόν ἀββά Μωϋσῆ χωρίς νά τόν
γνωρίζει φυσιογνωμικά καί ἐκεῖνος τόν προτρέπει νά φύγει, φοβούμενος τήν
κενοδοξία ἀπό τήν ἀνθρώπινη συναναστροφή. Ὁ ἀββᾶς ὑποδύεται κάποιον ἄλλον,
λέγοντας: «...τί θέλετε ἀπ' αὐτοῦ, ἐκεῖνος σαλὸς ἐστίν.». Ἡ «ἀφηγηματική σύμβαση»
τῆς ἀναγνώρισης λειτουργεῖ, καθώς γίνεται γνωστή ἡ ταυτότητα τοῦ Γέροντα μέσῳ
τῆς περιγραφῆς σημαδιῶν, πού ζητοῦν οἱ κληρικοί ἀπό τόν ἄρχοντα: «ποταπός ἦν ὁ
γέρων ὁ ταῦτα λαλήσας κατὰ τοῦ ἁγίου; ἀπεκρίθη ὁ ἄρχων· Γέρων παλαιὰ φορῶν,
μακρὸς καὶ μελανός· οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· αὐτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς.»55.
Φυγή: ∆ιηγήσεις ἡγουμένων καί μοναχῶν πού ἐγκαταλείπουν τό κοινόβιό τους.
Ὁ ἀββᾶς Πινούφριος: «προσοῦσαν αὐτῷ πολιτείαν καὶ διὰ τὸ γῆρας καὶ διὰ τὴν
ἡγουμενείαν ὑπὸ πάντων δοξαζόμενον καὶ τιμώμενον καὶ μὴ δυνάμενος
ἐγγυμνάζεσθαι τοῖς ταπεινοφροσύνης ἐπιτηδεύμασιν, οἷς περ ἐξ ἀρχῆς διὰ τῆς

52
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.362.
53
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 593-597.
54
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν, τ.1, σ.180.
55
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.324.
163

αὐτῷ περιποθήτου ὑποταγῆς ἐνησκήθη λάθρα φυγὼν ἀπὸ τοῦ ἰδίου Κοινοβίου
ἀνεχώρησε μόνος εἰς τὰ ἔσχατα μέρη τῆς Θηβαΐδος»· καί ὅταν ἀναγνωρίζουν
ποιός εἶναι καί τόν ξαναγυρίζουν μέ παρακλήσεις στό κοινόβιό του, αὐτός κλαίει
καί ὀδύρεται γιατί δέν τόν ἄφησαν νά κατορθώσει τήν ἀγάπημένη του ὑποταγή καί
ταπεινοφροσύνη. Τό συνειδητό δέ τῆς πρώτης ἀπόφασής του ἀποτελεῖ καί ἡ
δεύτερη φυγή του ἀπό τό κοινόβιο ὕστερα ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα πρός
Παλαιστίνη, ἀλλά καί πάλι ἀναγνωρίζεται καί ἐπαναλαμβάνεται τό προηγούμενο
σκηνικό56.
Ἄλλοι μοναχοί φεύγουν ἀπό τό κοινόβιό τους γιατί δέν δέχονται τήν τιμή καί τά
ἐγκώμια γιά τό βίο τους ἀπό τόν ἡγούμενο καί τούς ἄλλους ἀδελφούς (π.χ.
μοναχός Εὐφρόσυνος)57.
Τά δευτερεύοντα πρόσωπα (πόρνες, ἀνταγωνιστές τοῦ ἥρωα, βοηθοί ἤ
μεσολαβητές) ἔχουν ἐνισχυτικό ρόλο στήν ἐξέλιξη τῆς διήγησης καθώς γίνονται
αἰτία τῆς ἀποκάλυψης τῆς ἀλήθειας.Τό μυστικό πού ἀποκαλύπτεται, συχνά ἀκούσια
τῶν ἡρώων, ἐπίσης ἀποτελεῖ ἀφηγηματική πλοκή.
Ὁ Πρόπ χωρίζει σέ δύο ἐπίπεδα τήν προφορική λογοτεχνία: τό ἕνα πού
ἀποτελεῖ τήν οὐσιώδη ὄψη, καθώς προσφέρεται στή μορφολογική μελέτη καί τό
ἄλλο πού ἀποτελεῖ ἕνα περιεχόμενο αὐθαίρετο, πού γιά τό λόγο αὐτό, δέν τοῦ
ἀποδίδεται παρά ἐπουσιώδη σημασία. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἔγκειται καί ἡ διαφορά
φορμαλισμοῦ καί στρουκτουραλισμοῦ. Γιά τόν πρῶτο οἱ δύο χῶροι πρέπει νά εἶναι
ἐντελῶς χωριστοί, γιατί μόνο ἡ μορφή εἶναι νοητή καί τό περιεχόμενο δέν εἶναι
παρά ἕνα ὑπόλειμμα στερημένο ἀπό σημασία. Γιά τόν στρουκτουραλισμό αὐτή ἡ
ἀντίθεση δέν ἰσχύει· δέν ὑπάρχει ἀπό τή μιά μεριά τό ἀφηρημένο καί ἀπό τήν ἄλλη
τό συγκεκριμένο· μορφή καί περιεχόμενο ἔχουν τήν ἴδια φύση, δικαιοῦνται τήν ἴδια
ἀνάλυση. Τό περιεχόμενο ἀντλεῖ τήν πραγματική του ὕπαρξη ἀπό τή δομή του, καί
αὐτό πού ὀνομάζουμε μορφή εἶναι ἡ «δόμηση» τῶν τυπικῶν δομῶν ἀπό τίς ὁποῖες
συνίσταται τό περιεχόμενο. Ἡ ἀδυναμία τοῦ φορμαλισμοῦ βρίσκεται στό ὅτι ἄν δέν
ξαναενσωματωθεῖ κρυφά τό περιεχόμενο στή μορφή, ἡ τελευταία εἶναι καταδικα-

56
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.28-29.
57
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.38.
164

σμένη νά μείνει σέ τέτοιο σημεῖο ἀφαίρεσης ὥστε νά μή σημαίνει πιά τίποτε καί νά
μήν ἔχει εὑριστική ἀξία. Ὁ φορμαλισμός ἐκμηδενίζει τό ἀντικείμενό του58.
Ἡ διήγηση εἶναι συγχρόνως «μέσα στόν χρόνο» (συνίσταται σέ μία διαδοχή
γεγονότων) καί «ἔξω ἀπό τόν χρόνο» (ἡ ἀξία τῆς σημασίας της εἶναι πάντοτε
ἐπίκαιρη). Ὡς τρόπος τῆς γλώσσας οἱ μύθοι μεταχειρίζονται τή γλώσσα «ὑπερ-
δομικά»· σχηματίζουν μία «μετα-γλώσσα», ὅπου ἡ δομή ἐνεργεῖ ἀποτελεσματικά σέ
ὅλα τά ἐπίπεδα. Στή συνηθισμένη διάσταση κανόνες καί λέξεις χρησιμεύουν γιά νά
κατασκευάσουν εἰκόνες καί πράξεις πού εἶναι «κανονικά» σημαίνοντα σέ σχέση μέ
τά σημαινόμενα τοῦ λόγου. Στίς διηγήσεις ὅμως, προστίθενται στοιχεῖα σημασίας,
σέ σχέση μέ ἕνα συμπληρωματικό σημασιολογικό σύστημα πού τίς τοποθετεῖ σέ
ἄλλο ἐπίπεδο59.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὑπάρχει ἐπεισοδιακή πλοκή (intrigue épisidique), δηλ.
ἑνότητα σέ κάθε μία ἐπιμέρους ἀφήγηση . Στήν Historia Monachorum in Aegypto,
στή Λαυσαϊκή ἱστορία, στό Λειμωνάριον, στοῦ Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ
διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902 καί Ἀναστασίου μοναχοῦ
ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C.1903, ὑπάρχει ἐξ ἴσου καί ἑνοτική
πλοκή (intrigue unifiante), δηλ. ἑνότητα τοῦ ὅλου σώματος τοῦ κειμένου· ἡ
ἐπεισοδιακή ὑπακούει (συγκλίνει) στήν ἑνοτική πλοκή60. Ὅλα ὅμως τά κείμενα
ἀποσκοποῦν σέ κοινό στόχο, δηλ. τή δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἀποτελεῖ καί τόν κοινό
παρανομαστή τους.
α) Historia Monachorum in Aegypto: Στή διήγηση (ι’, σ.75) Περί Κόπρη, ἀφηγητής
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κόπρης τόσο προσωπικῶν του βιωμάτων: «Ἓν δέ μοι μέγα, φησίν, ὁ
Θεός πολλῶν παρόντων θαῦμα παρέσχεν. κατελθών ποτε ἐν τῇ πόλει...»61 ὅσο καί
βιωμάτων πού ἀφοροῦν ἄλλους πατέρες (ἱστορική ἀναδρομή): «Ἦν γὰρ πατήρ τις

58
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ. 227 (θέση τοῦ Levi-Strauss).
59
Β. Πρόπ, Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ, σ. 240 (θέση τοῦ Levi-Strauss)· πρβλ. Γ. Τσιώλη, Θεωρία
τῆς Λογοτεχνίας, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1996, σ.37,44 (Derrida /κριτική μέθοδος
ἀποδόμησης)· ὁ Ἑλβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure θεωρεῖ ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι
σύστημα σημείων· κάθε λέξη εἶναι προικισμένη μέ τή διχοτόμιση σέ σημαῖνον καί σημαινόμενο,
σέ ὕλη καί μορφή ὡς προσδιοριστικό χαρακτηριστικό καί ὡς μέσο παραπομπῆς: τό σημαῖνον
τῆς λέξης καθορίζεται ἀπό περιεχόμενο καί μορφή ἐνῶ τό σημαινόμενο τῆς ἴδιας λέξης γίνεται
ἀντιληπτό κατά τόν ἴδιο τρόπο σέ σχέση με τή συμμετοχή του στήν ὕλη καί τή μορφή.
60
D. Marguerat, Ouand la Bible se raconte, σ.24.
61
Historia Monachorum in Aegypto, σ.87.
165

πρὸ ἡμῶν, ὀνόματι Πατερμούθιος...»62 καί πιό κάτω: «Ταῦτά τε καὶ ἄλλα πλείονα καὶ
μεγάλα, φησίν, κατώρθωσεν ὁ πατήρ ἡμῶν Πατερμούθιος...»63. Ἡ διήγηση τοῦ
Πατερμουθίου ἔχει καταχωρηθεῖ στό κεφ. Περί Κόπρη, παρ' ὅτι κανονικά θά ἔπρεπε
νά εἶναι ἀπό μόνη της ἔντιτλη ἀνεξάρτητη διήγηση. Ὑπάρχουν καί ἄλλες
συνεχόμενες ἔντιτλες διηγήσεις πού ἀφηγητής παραμένει ὁ ἴδιος, δηλ. ὁ Κόπρης,
καί αὐτό φανερώνει τήν ὀργανική συνέχεια καί συνοχή τοῦ κειμένου (Περί ἀββᾶ
Σούρους64, Περί ἀββᾶ Ἑλλῆ65). Τήν ἀφήγηση τοῦ Κόπρη συνεχίζει ὁ ἀββᾶς Ἀπελλῆς
πού διηγεῖται Περί Ἰωάννου66: «Ἔστι γάρ, φησίν, ἐν τῇ ἐρήμω ταύτῃ ἀδελφός
ἡμέτερος ὀνόματι Ἰωάννης... ταῦτα τε καὶ ἕτερα πλείονα ἡμῖν (καί στό συγγραφέα)
ὁ πατήρ (Ἀπελλῆς) περὶ τοῦ ἀνδρὸς (Ἰωάννου) διηγεῖτο...». Στή διήγηση Περί
∆ιοσκόρου67, καταχωρεῖται καί διήγηση πού ἀναφέρεται ὡς Περί τῶν ἐν τῇ
Νιτρίᾳ68· ἡ διήγηση Περί Ἀμοῦν69, ἀρχίζει κάνοντας ἀναφορά στίς διηγήσεις κ’ καί
κα’, περί Μακαρίου : «Ἦν δέ τις πρὸ τούτου ἐν ταῖς Νιτρίαις, Ἀμοῦν ὀνόματι... οὗτος
πρῶτος τῶν μοναχῶν τὰς Νιτρίας κατείληφεν».
Ἡ κάθε ἔντιτλη διήγηση ἔχει ἐσωτερική συνοχή παρ' ὅτι ἀναφέρεται σέ διάφορα
περιστατικά· ὁ κεντρικός ἄξονας διήγησης εἶναι τό πρόσωπο, ὁ βίος καί τό ἔργο
τοῦ δρῶντος προσώπου, ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού στή κύρια διήγηση εἰσχωρεῖ
νέα διήγηση· ἀπώτερος στόχος ἀποτελεῖ ἡ κατάδειξη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ μέσῳ
τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
β) Λαυσαϊκή ἱστορία: Παρ' ὅτι εἶναι διηρημένη σέ ἔντιτλες διηγήσεις, ὡς κείμενο
ἔχει ὀργανική συνέχεια, καθώς πολλές φορές ἡ εἰσαγωγή μιᾶς ἔντιτλης διήγησης
βασίζεται στήν προηγούμενη διήγηση. Ἡ διήγηση ΧΧΧΙΙΙ (Περί τοῦ μοναστηρίου τῶν
γυναικῶν) ἀρχίζει: «τούτοις ἔστι καὶ μοναστήριον γυναικῶν ὡς τετρακοσίων...»70· τό
«τούτοις» ἀναφέρεται στή διήγηση ΧΧΧΙΙ (Περί Παχωμίου καί τῶν Ταβεννησιω-
τῶν)71· ἀκολουθεῖ ἡ διήγησις ΧΧΧΙV (Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν) πού ἀρχίζει:

62
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
63
Historia Monachorum in Aegypto, σ.85.
64
Historia Monachorum in Aegypto, σ.89.
65
Historia Monachorum in Aegypto, σ.92.
66
Historia Monachorum in Aegypto, σ.98-101.
67
Historia Monachorum in Aegypto, σ.118.
68
Historia Monachorum in Aegypto, σ.120.
69
Historia Monachorum in Aegypto, σ.128.
70
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.176.
71
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.170.
166

«Ἐν τούτῳ τῷ μοναστηρίῳ ἄλλη γέγονε παρθένος...»72 καί τό «ἐν τούτῳ»


ἀναφέρεται στή διήγηση ΧΧΧΙΙΙ (Περί τοῦ μοναστηρίου τῶν γυναικῶν). Ἡ διήγηση ΙΙ
(Περί ∆ωροθέου) ἀρχίζει: «Παραδοὺς ∆ωροθέῳ τινί ἀσκητῇ Θηβαίῳ....»73, ὅπου τό
«παραδούς» ἀναφέρεται στή διήγηση Ι (Περί Ἰσιδώρου)74· ἀλλά καί ἡ διήγηση ΙΙΙ
(Περί Ποταμιαίνης) ἀρχίζει: «Ὁ μακάριος Ἰσίδωρος συντετηχυκὼς Ἀντωνίῳ...
ἀκηκοὼς παρ' αὐτοῦ ὅτι Ποταμιαίνα...»75 ἀναφέρεται στόν Ἰσίδωρο τῆς διήγησης Ι
(Περί Ἰσιδώρου). Ἡ διήγηση XLIX (Περί Σισσινίου) ἀρχίζει: «Τούτου τοῦ Ἐλπιδίου
μαθητὴς γέγονε Σισσίνιος...» καί ἀναφέρεται στή διήγηση XLVIII (Περί Ἐλπιδίου)76.
Ἡ διήγηση LIV (Ἔτι περί τῆς ἁγίας Μελανίου) ἀρχίζει: «Περὶ τῆς θαυμασίας καὶ ἁγίας
Μελανίου ἀκροθιγῶς μὲν καὶ ἄνω διηγησάμην...»77 καί ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς
διήγησης XLVI (Περί τῆς γραός Μελανίου)78.
Ἀλλά καί ἡ κάθε διήγηση ξεχωριστά παρουσιάζει ὀργανική ἑνότητα παρ' ὅτι τά
γεγονότα (περιστατικά) μπορεῖ νά διαφέρουν κατά τή χρονική στιγμή καί τό
περιεχόμενο. Ἡ διήγηση Χ (Περί Παμβώ)79, ἐνῶ ἀρχίζει μέ περιστατικό συνάντησης
Ἁγίας Μελανίας καί Παμβώ, συνεχίζει: «Οὗτος ὁ Παμβὼ τελευτῶν...» καί
ἀναφέρεται στό θαυμαστό τρόπο μετάβασής του στό Θεό80 καί τελειώνει μέ
διδακτικό παράδειγμα συνάντησης Παμβώ μέ Πιώρ81· κοινός παρανομαστής ὅλων
αὐτῶν: βίος καί πολιτεία Παμβώ.
Ἡ διήγηση XVII (Περί Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου)82 περιλαμβάνει: παρ. 2 ἀναφορά
στά χαρίσματα Μακαρίου, παρ. 3 ἀναφορά στή θεραπεία μαθητῆ του ἀπό τό πάθος
φιλαργυρίας83, παρ. 5 ἀναφορά στό τρόπο ζωῆς Μακαρίου84, παρ. 6 θεραπεία
γυναίκας πού εἶχε μετασχηματιστεῖ σέ φοράδα85, παρ. 11 ἀνάσταση νεκροῦ καί

72
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.180.
73
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.46.
74
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.42.
75
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.48.
76
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.28-30.
77
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 34.
78
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.12.
79
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.71.
80
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.72.
81
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.75.
82
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.92.
83
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.94.
84
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.94.
85
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.94.
167

θεραπεία δαιμονισμένου86. Κοινός παρανομαστής ὅλων αὐτῶν: βίος καί πολιτεία


Μακαρίου.
γ) Λειμωνάριον: Ὡς κείμενο ἔχει ὀργανική συνοχή καθώς οἱ ἔντιτλες
διηγήσεις συνδέονται μεταξύ τους: κεφ. 7,8,9 ἀναφέρονται σέ πρόσωπα πού
ζοῦσαν στό μοναστήρι τῶν Πυργίων87· κεφ.11,12 σέ πρόσωπα τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου
Γερασίμου88· κεφ. 13,14, 15 σέ πρόσωπα τῆς μονῆς Πενθουκλᾶ89· κεφ 16,17,18
σέ πρόσωπα τῆς λαύρας τοῦ ἀββᾶ Πέτρου90· κεφ.24,25 σέ πρόσωπα τοῦ κοινοβίου
Χοζεβᾶ91· τό κεφ. 28 ἀρχίζει: «μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κύριλλος ὁ μαθητὴς τοῦ
προαναφερθέντος ἀββᾶ Ἰουλιανοῦ...»92 καί ἀναφέρεται στήν τελευταία παράγραφο
τοῦ κεφ. 2793· τά κεφ. 62,63,64,65 ἀναφέρονται στό ἴδιο προσωπο94. Ὁ κοινός
χῶρος διαμονῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά βασικά συνδετικά στοιχεῖα μεταξύ τῶν
διηγήσεων στίς ἀναφορές τοῦ συγγραφέα.
δ) Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ...,
O.C.1902): Ὁ συνδετικός κρίκος ὅλων τῶν διηγήσεων εἶναι ἡ ἐντοπιότητα. Κοινός
τόπος διαδραμάτισης τό ὄρος Σινᾶ. Τά χρονικά ὅρια τῶν διηγήσεων εἶναι
εὐμετάβλητα. Π.χ. στή διήγηση 6, τό ἱστορούμενο γεγονός (προφητεία) ἔγινε
κατανοητό σαράντα χρόνια μετά τήν τέλεση του· ἐπίσης, δέν εἶναι γνωστό ἄν εἶναι
καί σύγχρονης χρονολογίας ἤ κατοπινῆς, ἡ καταγραφή τοῦ ὑλικοῦ (ἀπό τήν
ἀφήγηση).
Οἱ ἄτιτλες διηγήσεις ὡς συνολικό κείμενο παρουσιάζουν ὀργανική συνοχή καί
συνέχεια: Ἡ διήγηση VIII ἀρχίζει: «Ἐν τῷ τόπῳ τὰ Ἀρσελάου ᾤκησεν καὶ ὁ ἀββᾶς
Μιχαήλ...»95 ἐνῶ ἡ διήγηση IX μᾶς εἰσάγει στό θέμα: «Ἐν τῷ προειρημένῳ τὰ
Ἀρσελάου, γέγονεν καὶ ὁ ἀββᾶς Γεώργιος....»96· στή συνέχεια οἱ διηγήσεις X, XI,
XII ἀναφέρονται στό ἴδιο πρόσωπο, δηλ. τόν ἀββά Γεώργιο τῆς διήγησης IX. Οἱ

86
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.98.
87
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.18-19.
88
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.20-21.
89
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.22-23.
90
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.23-25.
91
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.29-30.
92
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.34.
93
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.33.
94
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.69-71.
95
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.65.
96
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.65.
168

διηγήσεις XIV, XV, XVII ἀναφέρονται στό ἴδιο πρόσωπο, τοῦ Ἰωάννη τοῦ
Σαββαΐτου97.
ε) Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ...,
O.C.1903: Παρ' ὅτι εἶναι ἀνεξάρτητες ἄτιτλες διηγήσεις (ἀναφορικά μέ τίς πρῶτες
δέκα διηγήσεις, καθώς οἱ ὑπόλοιπες ὀκτώ εἶναι ἀμφιβαλλόμενες) ὑπάρχει μία
μορφή συνέχειας, καθώς ἡ εἰσαγωγή τῆς μιᾶς στηρίζεται στό θέμα τῆς
προηγούμενης καί τό τονίζει (ἡ XLVIΙ στήν XLVI, κι αὐτή στήν XLV). Τό σημαντικό
ὅμως εἶναι, ὅτι ὑπάρχει θεματική συνέχεια πού δίνει συνοχή στό κείμενο. Οἱ δύο
παράμετροι πού ἐξετάζονται στίς ἐν λόγῳ διηγήσεις εἶναι: α) ἡ κανονικότητα τῶν
μυστηρίων καί β) τά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
στ) Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν... : Ὡς ἀνθολογία
(συμπίληση) κειμένων παρουσιάζει τήν παράθεση διηγήσεων μέ κριτήριο τήν ἔννοια
πού περικλείει τό βασικό θέμα πού ἐπεξεργάζεται κάθε φορά (θεματική κατάταξη
περιεχομένου) καί ὀνομάζεται «Ὑπόθεσις». Ἡ κάθε «Ὑπόθεσις» περιέχει διηγήσεις
πού ἀφοροῦν τό μέχρι τότε ὑπάρχον γνωστό προφορικό καί γραπτό ὑλικό· εἶναι
ἔντιτλη καί οὐσιαστικά ὁ τίτλος εἰσάγει σ' αὐτό πού πρόκειται ν' ἀκολουθήσει. Ἡ
ὀπτική γωνία εἶναι καθορισμένη. Ὁ τίτλος ὅμως πού ἔχει διδακτικό καί
συμπερασματικό χαρακτήρα ἀποτελεῖ καί μία θέση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, πού ἄν
προστεθοῦν ὅλοι μαζί καί τῶν τεσσάρων τόμων καταγράφεται μία ποιμαντική
κατήχηση τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος τεκμηριωμένη μέσῳ τῶν διηγήσεων.
Οἱ διηγήσεις τῆς «Ὑπόθεσις» (οὐσιαστικά ἀποτελοῦν ὑποενότητες) φέρουν
ὑπότιτλο πού δέν χαρακτηρίζει τό περιεχόμενό τους ἀλλά τήν πηγή τους ἤ τό ὄνομα
τοῦ δρῶντος προσώπου πού ἀναφέρεται ἡ ἱστορία σέ ὅλη της τήν ἔκταση ἤ στό
κύριο μέρος αὐτῆς. ∆έν εἶναι ὅμως καί ἀπαραίτητο οἱ παράγραφοι πού εἶναι
χωρισμένες ἡ κάθε διήγηση νά εἶναι ὑλικό τῆς πηγῆς τοῦ ὑπότιτλου, καθώς ὑπάρχει
ἀναμεμειγμένο ὑλικό καί ἀπό ἄλλες πηγές, σύγχρονες τοῦ συμπιλητῆ ἤ καί
προφορικές. Μεγάλο μέρος πάντως ἤ τό κύριο ὑλικό εἶναι παρμένο ἀπό τήν πηγή
τοῦ ὑπότιτλου· αὐτό προσδίδει γνησιότητα καί αὐθεντικότητα στίς διηγήσεις καί
συνεπάγεται τήν ἀληθινότητά τους. Ἡ κάθε διήγηση εἶναι χωρισμένη σέ
παραγράφους, πού εἶναι διάσπαρτο ὑλικό ἀφηγήσεων, χωρίς ἀφηγηματική

97
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.68-69.
169

συνέχεια μέ τίς προηγούμενες ἤ ἑπόμενες παραγράφους, ὅμως ἔχουν ὡς κοινό


σημεῖο ἀναφορᾶς τους τό κεντρικό νόημα τῆς «Ὑπόθεσις» πού ἀναφέρονται.
Τό ὑλικό δέν εἶναι μόνο διηγήσεις μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου ἀλλά περιέχονται
καί ἀποφθέγματα καί ἀποσπάσματα λόγων τῶν Πατέρων πού ἀποτελοῦν τή θεωρία
τῆς πράξης. Τό κείμενο παρουσιάζει τήν εἰκόνα τῆς ἀφηγηματικῆς συνέχειας, καθώς
γίνονται ἀναφορές ὅτι για τό συγκεκριμένο πρόσωπο ἔχει γίνει λόγος ξανά (π.χ.
«Λιβερτῖνος ὁ τοῦ δικαίου Ὀνωράτου μαθητής, περὶ οὗ καὶ ἐν ἄλλοις κεφαλαίοις
διείληπται, κατὰ κέλευσιν...»98.
ζ) Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων: Οἱ διηγήσεις φέρουν
ὡς τίτλο τό ὄνομα τοῦ δρῶντος προσώπου (ἀλφαβητική παραλλαγή Γεροντικοῦ, ἡ
πηγή μας) καί ἀναφέρονται γεγονότα πού διηγοῦνται ἄλλοι γι αὐτόν ἤ γεγονότα
πού διηγεῖται αὐτός γιά ἄλλους ἤ αὐτοβιογραφικά γεγονότα. Οἱ διηγήσεις δέν
παρουσιάζουν ἐσωτερική συνοχή καί ἀκολουθία. Κοινός παρανομαστής : ὁ βίος καί
ἡ πολιτεία τῶν ἀσκητῶν.
η) Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ: Ἔντιτλες ἀνεξάρτητες
διηγήσεις χωρίς ὀργανική συνοχή μεταξύ τους. Κοινός παρανομαστής: ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ.
θ) Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie: Ἔντιτλες ἀνεξάρτητες
διηγήσεις, χωρίς ὀργανική συνέχεια μεταξύ τους. Κοινός παρανομαστής: ἡ δόξα
τοῦ Θεοῦ.

β'. ∆ομικά γνωρίσματα.

i. Πάθη καί ἀρετές

Τά πάθη ἤ λογισμοί δέν εἶναι καθ' ἑαυτά ἀρνητικά ἤ καί κακά· μποροῦν νά
μεταμορφώνονται σέ κακά ἤ ἀγαθά σύμφωνα μέ τή χρήση πού κάνει τό ἄτομο·
οὐσιαστικά ἀφοροῦν σέ μία διάθλαση τῆς ἐπιθυμίας στήν ψυχοσωματική της
ἐνεργοποίηση. Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος λέει: «Οὐ γὰρ ἡ προσβολή τοῦ λογισμοῦ ἐστιν
ἁμαρτία, ἀλλ' ἡ πρὸς αὐτὸν προσπάθεια· ... Ἁμαρτήσας, μὴ αἰτιῶ τὴν πρᾶξιν, ἀλλὰ
τὴν ἔννοιαν· εἰ μὴ γὰρ ὁ νοῦς προέδραμεν, οὐκ ἂν τὸ σῶμα ἐπηκολούθησε.
Μέτρον ἔχει καὶ σταθμόν πᾶσα ἔννοια, ἔστι γάρ τὸ αὐτό, ἢ ἐμπαθῶς ἢ μονοτρόπως

98
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 544.
170

λογίσασθαι. Ὅταν πᾶσαν ἑκούσιον ἀποβάλωμεν τῆς διανοίας κακίαν, τότε


δυνησόμεθα ἂν πολεμῆσαι τοῖς κατὰ πρόληψιν πάθεσιν. Πρόληψις ἐστι τῶν
προτέρων κακῶν μνήμη ἀκούσιος, παρὰ μὲν τῷ ἀγωνιστῇ προβῆναι εἰς πάθος
κωλυομένη, παρὰ δὲ τῷ νικητῇ, ἕως προσβολῆς ἀνατρεπομένη. Προσβολή ἐστιν
ἀνείδωλον κίνημα καρδίας, κλεισούρας δίκην ὑπὸ τῶν ἐμπείρων προκατεχομένη·
ὅπου εἰκόνες λογισμῶν, ἐκεῖ συγκατάθεσις γέγονε·...»99.
Ὁ μοναχός τῆς ἱστορίας πού ἀκολουθεῖ κλέβει τρόφιμα ὄχι ἀπό ἀνάγκη: «Ἐν
μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἔρχεται τὶς τῶν ἀδελφῶν καὶ λέγει μοι· Συγχώρησόν μοι κῦρι
καὶ εὖξε ὑπὲρ ἐμοῦ, ὅτι κλέπτω καὶ τρώγω. Λέγω αὐτῷ· διὰ τί; πεινᾶς; Λέγοι μοι·
Ναί, οὐκ ἀρκοῦμαι τῇ τραπέζῃ τῶν ἀδελφῶν καὶ οὐ δύναμαι αἰτῆσαι. Λέγῳ αὐτῷ·
∆ιὰ τί μὴ ὑπάγεις ἀνατιθῇ τῷ ἀββᾷ; Λέγει· Αἰσχύνομαι· Λέγῳ αὐτῷ· Καὶ θέλεις
ἀπέρχωμαι ἐγὼ καὶ λέγω; Λέγει μοι· ὡς κελεύεις κῦρι. Ἀπῆλθον οὖν καὶ εἶπον τῷ
ἀββᾷ καὶ λέγει μοι· ποίησον ἀγάπην καὶ φρόντισον αὐτοῦ ὡς οἶδας. Τότε λαμβάνω
αὐτὸν καὶ λέγω τῷ κελλαρίτῃ ἐπί αὐτοῦ· ποίησον ἀγάπην καὶ οἵᾳ ὥρα ἔρχεται οὗτος
ὁ ἀδελφὸς πρὸς σέ, δὸς αὐτῷ ὅσα θέλει, καὶ μηδὲν κωλύσης ἀπ' αὐτοῦ. Ἀκούσας
ὁ κελλαρίτης λέγει μοι. Ἐκέλευσας. Ποιεῖ οὕτως ὀλίγας ἡμέρας ὁ ἀδελφὸς
ἐκεῖνος καὶ ἔρχεται λέγων μοι· Συγχώρησόν μοι κῦρι, ὅτι ἠρξάμην πάλιν κλέπτειν.
Λέγω αὐτῷ· ∆ιὰ τί; οὐ παρέχει σοι ὁ κελλαρίτης εἴ τι θέλεις; Λέγει μοι· ναί·
συγχώρησον ὅτι ὅσα θέλω παρέχει μοι· ἀλλ' ἐγὼ αἰσχύνομαι αὐτόν. Λέγω αὐτῷ·
Μὴ ἐμὲ αἰσχύνῃ; Λέγει μοι. Οὔ. Λέγω αὐτῷ· Οὐκοῦν εἴ τι θέλεις, ἔρχου καὶ
λάμβανε παρ' ἐμοῦ καὶ μηκέτι κλέψῃς. Εἶχον γὰρ τότε τὴν διακονίαν τοῦ
νοσοκομείου· ἤρχετο οὖν ἐκεῖ πρός με καί ἐλάμβανεν ὅσα ἤθελεν· εἶτα ἤρξατο
μετὰ ἡμέρας πάλιν κλέπτειν καὶ ἔρχεται θλιβόμενος καὶ λέγει μοι· Ἰδοὺ πάλιν
κλέπτω. Λέγῳ αὐτῷ· Καὶ διὰ τί κλέπτεις; Λέγει μοι· Συγχώρησόν μοι, οὐκ οἶδα διὰ
τί· ἀλλά ἁπλῶς κλέπτω. Τότε λέγῳ αὐτῷ· τὸ ὄντως σὺ εἰπέ μοι κἂν τί ποιεῖς ἃ
κλέπτεις. Λέγει μοι. Τῷ ὄνῳ παρέχω αὐτά.»100.
Ὁ λογισμός εἶναι σκέψη πού μπορεῖ νά μετατραπεῖ σέ πράξη μέ συνέπεια τήν
ἠθική πτώση· μπορεῖ ὅμως, ν' ἀποτελεῖ καί δοκιμασία γιά τήν ἠθική ἀντίσταση τοῦ
ἀνθρώπου (πειρασμός) πού μέ ἐπίμονο ἀγώνα μπορεῖ ν' ἀναδειχθεῖ νικητής: «Εἶπε

99
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 150-156.
100
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, (Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, πίνακες), Ἐκδόσεις
«Ἑτοιμασία», Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1983, παρ. 121, σ. 282.
171

Γέρων· οὐ τὸ εἰσέρχεσθαι τοὺς λογισμούς εἰς ἡμᾶς, τοῦτο ἐστὶ τὸ κατάκριμα, ἀλλὰ
τὸ κακῶς χρᾶσθαι τοῖς λογισμοῖς· ἔστι γὰρ ἐκ λογισμῶν ναυαγῆσαι καὶ ἔστιν ἐκ
λογισμῶν στεφανωθῆναι»101.
Ἡ δομή τοῦ λογισμοῦ, ἄλλοτε εἶναι ἁπλή καί ἄλλοτε σύνθετη. Ὁ ἅγιος Μάξιμος
λέει: «Οἱ μὲν τῶν λογισμῶν ἁπλοί εἰσιν, οἱ δὲ σύνθετοι· καὶ ἁπλοὶ μέν εἰσιν οἱ
ἀπαθεῖς, σύνθετοι δὲ οἱ ἐμπαθεῖς, ὡς ἐκ πάθους καὶ νοήματος συγκείμενοι. Τούτων
οὕτως ἐχόντων, πολλοὺς τῶν ἁπλῶν ἐστιν ἰδεῖν, ἑπομένους τοῖς συνθέτοις, ὅταν
ἄρξωνται κινεῖσθαι πρὸς τὸ κατὰ διάνοιαν ἁμαρτάνειν... Μέγα μὲν τὸ μὴ πάσχειν
πρὸς τὰ πράγματα, μεῖζον δὲ τούτου πολὺ τὸ πρὸς τὰ τούτων νοήματα ἀπαθῶς
διαμεῖναι... Ἄλλο γάρ ἐστι πρᾶγμα, καὶ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλο πάθος· καὶ πρᾶγμα
μέν ἐστιν, οἷον ἀνήρ, γυνή, χρυσὸς καὶ τά ἑξῆς· νόημα δέ, οἷον μνήμη ψιλὴ τινὸς
τῶν προειρημένων· πάθος δέ ἐστιν ἐμπαθὴς λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ πάθους καὶ
νοήματος. Χωρίσομεν οὖν τὸ πάθος ἀπὸ τοῦ νοήματος καὶ ἀπομένει ὁ λογισμός
ψιλός· χωρίζομεν δὲ δι' ἀγάπης πνευματικῆς καὶ ἐγκρατείας, ἐὰν θέλωμεν. Αἱ μὲν
ἀρεταὶ τῶν παθῶν τὸν νοῦν χωρίζουσιν, ἡ δὲ καθαρὰ προσευχή, Αὐτῷ αὐτὸν
περίστησι τῷ Θεῷ.»102.
Ὁ λογισμός προσβάλλει δέν κυριαρχεῖ· τήν τελική ἀπόφαση παίρνει ὁ
ἄνθρωπος μέσῳ συνειδησιακοῦ ἐλέγχου: «Ἔλεγον οἱ Γέροντες· παντὶ τῷ ἐπαναβαί-
νοντί σοι λογισμῷ, λέγε· ἡμέτερος εἶ ἢ τῶν ὑπεναντίων, καὶ πάντως ὁμολογή-
σει.»103. Ἄν θέλει κάποιος μπορεῖ νά τόν νικήσει. Ἕνας Γέρων ξεγελοῦσε τήν
ἐπιθυμία του χλευάζοντας τόν πειρασμόν του: «Ἤκουσα περί τινος Γέροντος, ὅτι ὅτε
ἠνώχλουν αὐτῷ οἱ λογισμοὶ παραβαλλεῖν πρός τινα, ἠγείρετο καὶ ἐλάμβανε τὸ
μηλωτάριον αὐτοῦ καὶ ἐξήρχετο καὶ ἐκύκλευε τὸ κελλίον αὐτοῦ καὶ εἰσήρχετο καὶ
ἐποίει ἑαυτῷ παράκλησιν τοῦ ξένου καὶ ἀνεπαύετο ἐκ τῆς βίας τῶν λογισμῶν.»104.
Οἱ Γέροντες ἔχουν κύριο ἀντικείμενο μελέτης τους, μέσω τοῦ πρακτικοῦ βίου τους,
τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τήν θεραπεία τους. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἀναφέρει: «εἰ ἐλαλήσε
μοι περί παθῶν ψυχῆς, ἐγὼ ἂν ἀπεκρινάμην αὐτῷ· εἰ δὲ περὶ πνευματικῶν, ἐγὼ
ταῦτα οὐκ οἶδα»105. ∆ιακρίνουν ξεκάθαρα τά στάδια ἐξέλιξης ἑνός ἐμπαθοῦς

101
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 11, σ.137.
102
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 182-184.
103
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.9, σ. 137.
104
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.8, σ. 191.
105
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.86.
172

λογισμοῦ: προσβολή (ὑπόμνηση τοῦ διαβόλου κάνε τοῦτο ἤ ἐκεῖνο)· συνδυασμός


(παραδοχή λογισμοῦ, μελέτη καί ἠδονική συνομιλία μέ τήν προαίρεσή μας)· πάθος
(συνεχής σχετική μελέτη καί φαντασία)· πάλη (ἀντίσταση πρός τό λογισμό ἤ πρός
κατάργηση ἤ πρός συγκατάθεση)· συγκατάθεση: ἐνέργεια, δηλ. πράξη ἐμπαθοῦς
λογισμοῦ· ἤ ἐκεῖνος πού ἀντιμετωπίζει μέ ἀπάθεια τήν προσβολή τή διώχνει
ἀμέσως μέ ἀντίρρηση καί σταθερότητα καί ἀποκόπτεται ἀπ΄ ὅλα τά ἑπόμενα106. Ἡ
ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ στήν πόρνη πού ἀπό τό ἀπέναντι παράθυρο τόν κοιτάζει
μέ ἀναίδεια ἐνῶ ἐκεῖνος μαγειρεύει καί τόν ρωτάει τί χρειάζεται ἀκόμη τό φαγητό
του γιά νά εἶναι ἕτοιμο: «τρεῖς λίθοι καὶ ὀλίγη πηλός, ὥστε τὴν θυρίδα ταύτην
ἀναφραγῆναι»107, ἀποτελεῖ καθοδηγητική ἀπάντηση στή στάση πού πρέπει ν'
ἀκολουθεῖται ἀπέναντι στούς πειρασμούς.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἐπισημαίνει τούς τρόπους ἐμφάνισης ἑνός ἐμπαθοῦς
λογισμοῦ: «Τὸ πάθος τέσσαρας ἔχει τρόπους· πρῶτον ἀπὸ καρδίας, δεύτερον ἀπὸ
ὄψεως, τρίττον γλώσσης· τέταρτον ἐστί, τὸ μὴ ποιῆσαι κακὸν ἀντί κακοῦ· ἐὰν
δύνασαι καθαρίσαι τὴν καρδίαν σου, οὐκ ἔρχεται στὴν ὄψιν· ἐὰν δὲ ἔλθῃ εἰς τὴν
ὄψιν, φυλάττου τὸ μὴ λαλεῖν· ἐὰν δὲ καὶ λαλήσῃς ταχὺ κόψον τοῦ μὴ ποιῆσαι κακὸν
ἀντί κακοῦ.»108.
Οἱ Γέροντες ἔχουν γιά ἄμεσο στόχο τους τόν ἐντοπισμό τῆς αἰτίας τῶν
λογισμῶν. Ὁ ἀββᾶς Σισώης λέει: «ἕκαστος ἡμῶν πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας
ἐπιθυμίας»109. Ἐπιστοῦν δέ, τήν προσοχή στήν αἰτιώδη συνάρτηση τῶν λογισμῶν:
«Εἶπε Γέρων· μὴ πολεμήσῃς πρὸς πάντας ἀλλὰ πρὸς ἕνα, πάντες γὰρ οἱ λογισμοὶ
τῶν μοναχῶν ἔχουσι μίαν κεφαλήν· χρὴ οὖν τὴν κεφαλὴν κατανοεῖν τίς ἐστι, καὶ
πρὸς ἐκείνην πολεμεῖν, καὶ σὺν αὐτῇ καὶ οἱ λοιποὶ λογισμοὶ ταπεινοῦνται»110.
Συγχρόνως ὅμως οἱ ἀββάδες δίνουν καί τή λύση. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς λέει: «ἡ
ὁδὸς ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη αὕτη ἐστί. τὸ βιάζεσθαι τοὺς λογισμούς ἑαυτοῦ, καὶ
κόπτειν διὰ τὸν Θεόν τὰ ἴδια θελήματα»111. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν προσθέτει: «...σὲ
πολεμοῦσι δαίμονες; οὐ πολεμοῦσι μέθ' ἡμῶν, ἐφ' ὅσον τὰ θελήματα ἡμῶν

106
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἰω. ∆αμασκηνοῦ, Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος, τ. Β’, ἐκδ.
«Ἀστήρ» 19845, σ. 235.
107
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.2, σ.197.
108
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λδ’, σ.89.
109
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μδ’, σ.114.
110
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 10, σ.137.
111
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.16.
173

ποιοῦμεν· τὰ γάρ θελήματα ἡμῶν δαίμονες γεγόνασι·»112. Τό πάθος ταυτίζεται μέ


τόν δαίμονα πού κατοικεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο καί πρόκειται γιά τήν πνευματική του
κατάσταση πού νοσεῖ. Ὁ ἀββᾶς Πιτυρίων ἐπεξηγεῖ: «ὁ βουλόμενος ἀπελαύνειν
δαίμονας πρότερον τὰ πάθη δουλώσεται· οἵου γὰρ ἂν πάθους περιγένηταί τις
τούτου καὶ τὸν δαίμονα ἀπελαύνει· ἕπεται φησι, δαίμων τῇ ὀργῇ· ἐὰν τῆς ὀργῆς
κρατήσῃς, ἀπελήλαται ταύτης ὁ δαίμων· ὁμοίως καὶ περὶ ἑκάστου πάθους»113.
Τά πάθη ριζώνουν σάν ἐπιθυμίες πού σάν διορθωτική κίνηση ἐπιδέχονται τή
μεταβολή τους. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ μή συγκατάθεση στόν ἐμπαθή
λογισμό. Σέ ἐρώτηση μοναχοῦ πρός τόν ἀββά Σισώη γιατί δέν ἀναχωροῦν τά πάθη
ἀπό αὐτόν, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «τὰ σκεύη αὐτῶν ἔνδοθεν σου εἰσί· δός αὐτοῖς
τὸν ἀῤῥαβῶνα αὐτῶν καὶ ὑπάγουσι.»114. Ὅταν οἱ λογισμοί δέν γίνονται πράξη
χάνουν τήν ἐπικινδυνότητά τους: «παλαιοὶ καὶ νέοι ζωγράφοι εἰσὶ οἱ λογισμοί μου·
μνῆμαι εἰσὶν ὀχλοῦσαι μοι καὶ γυναικῶν εἴδωλα· ὁ δὲ γέρων (Κῦρος ὁ
Ἀλεξανδρεύς) πρὸς αὐτόν· νεκροὺς μὴ φοβοῦ· ἀλλὰ τοὺς ζῶντας φεῦγε καί
ἐπεκτείνου μᾶλλον εἰς προσευχήν»115. Προτείνεται ὡς λύση ἡ συνεχής ἀναβολή
πραγματοποιήσεώς τους· ὁ ἀββᾶς Ποιμήν τούς παρομοιάζει: «ὥσπερ κάμπτρα μεστὴ
ἱματίων καὶ ἐάν ἀφῇ αὐτά τις, τῷ χρόνῳ σήπονται· οὕτω καὶ οἱ λογισμοὶ ἐὰν μὴ
ποιήσωμεν αὐτοὺς σωματικῶς, τῷ χρόνῳ ἀφανίζονται ἤτοι σήπονται»116· καί ὅπως
λέει πάλι ὁ ἴδιος πρός τόν ἀββά Ἰωσήφ: «ὥσπερ ἐάν τις ὄφιν καὶ σκορπίον εἰς
ἀγγεῖον βάλῃ καὶ φράξῃ, πάντως τῷ χρόνῳ ἀποθνήσκουσιν οὕτω καὶ οἱ πονηροὶ
λογισμοὶ, ἀπό τῶν δαιμόνων βλαστάνοντες, διὰ τῆς ὑπομονῆς ψύγονται καὶ
ἐκλείπουσι»117.
Γι' αὐτό οἱ Γέροντες θεωροῦν σημαντικό τήν ἐξαγόρευση λογισμῶν σέ
ἔμπειρους καθοδηγητές πού θά δράσουν προληπτικά καί κατασταλτικά στά
ἀνθρώπινα διλήμματα. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος: «εἰς πάσας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς τῶν γερόντων, δὶς τὸν μῆνα παρέβαλον αὐτοῖς, ἔχων ἀπ' αὐτῶν τὸ διάστημα
μίλια δώδεκα, καὶ πάντα λογισμόν ἔλεγον αὐτοῖς καὶ οὐδὲν ἕτερον ἔλεγον, ἢ

112
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ξζ’, σ.91.
113
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.104.
114
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.5, σ.136.
115
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.61.
116
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κ’, σ.87.
117
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.2, σ.136.
174

τοῦτο, ὅτι εἰς ὃν ἂν τόπον ἀπέλθῃς μὴ μετρῆς ἑαυτὸν καὶ ἔση ἀναπαυόμενος»118. Ὁ
ἀββᾶς Ποιμήν προτείνει: «... καὶ διηγησάμενος αὐτῷ τὸ πρᾶγμα εὐθέως ἐλαφρύνθη·
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γέρων· μὴ θλίβου τέκνον· ἀλλ' ὅταν ἔρχηται ὁ λογισμὸς οὗτος
λέγε· ἐγὼ πρᾶγμα οὐκ ἔχω· ἡ βλασφημία μου πάνω σου σατανᾶ· τοῦτο γὰρ τὸ
πρᾶγμα οὐ θέλει ἡ ψυχή μου· πᾶν δὲ πρᾶγμα ὃ οὐ θέλει ἡ ψυχή, ὀλιγοχρόνιον
ἐστί· καὶ θεραπευθεὶς ὁ ἀδελφὸς ἀπῆλθεν.»119.
Ἡ ἀντιμετώπιση παράλληλων καταστάσεων ἀποτελεῖ παράγοντα ψυχολογικῆς
ὑποστήριξης: Ὁ ὅσιος Νεῖλος ἐνῶ δέν γνωρίζει ἄν ὁ γιός του ζεῖ ἤ ἔχει σκοτωθεῖ
ἀπό βαρβάρους, διηγεῖται: «ὅταν ἄκουσα τὴ γυναίκα ἐκείνη (μάνα πού σκότωσαν τό
γιό της οἱ βάρβαροι) νὰ λέει ὅλ' αὐτά, αἰσθάνθηκα τὸ πρόσωπό μου νὰ κοκκινίζει...
καὶ δὲν ἤξερα πῶς νὰ τὸ κρύψω, γιατί ἄνδρας ἐγώ, εἶχα τόσο πολὺ μικροψυχήσει
γιὰ τὰ πάθη τοῦ παιδιοῦ μου. Καί, ἀκόμη γιατὶ μιὰ γυναίκα μὲ νίκησε στὴν ὑπομονὴ
καὶ στὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς, κι αὐτὸ μ' ἔκαμε νὰ ντρέπομαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ
βλέπανε· μετὰ ἐνῶ ἐκείνη τὴ γυναίκα τὴν ἐθαύμαζα, τὸν ἑαυτό μου ἄρχισα νὰ τὸν
κατακρίνω, καὶ νὰ νιώθω σὰν πληγὲς ἀπὸ σπαθιὰ στὸ προσωπό μου τὰ λόγια τῆς
ἀνδρείας ἐκείνης γυναίκας· ἀπὸ τὴ μιὰ ἔβλεπα τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ σύνεσή της κι ἀπὸ
τὴν ἄλλη τὴ δική μου ἀφροσύνη καὶ ὀλιγοπιστία. Κ' ἐνῶ πρίν, ἐνόμιζα πὼς δίκαια
παραπονιέμαι στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα, τώρα μὲ τὸ παράδειγμα ἐκείνης τῆς ἡρωϊκῆς
γυναίκας, ἔμαθα πῶς ἔπεφτα σὲ ἁμαρτία· γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ
ὑποφέρει κάθε λογῆς συμφορὰ ὄχι μονάχα μ' εὐχαρίστηση ἀλλά καὶ μ'
εὐγνωμοσύνη.»120.
Ἡ μεθοδολογία τῶν Γερόντων κατανοεῖται ἀπό τίς ποικίλες περιπτώσεις
διηγήσεων πού ἀκολουθοῦν. Προσεκτική ἔρευνά τους φέρνει στήν ἐπιφάνεια τούς
βασικούς ἄξονες γύρω ἀπό τούς ὁποίους περιστρέφεται ἡ πλοκή τους, πού
ὑποστηρίζεται καί μέ ἀφηγηματικό ὑλικό πέραν τοῦ στενοῦ ὅρου τῆς ἔννοιας
διήγησης. Οἱ διακριτοί ἄξονες εἶναι: ἀφορμές καί αἰτίες, τρόπος δράσης, στάδια
πτώσης καί συνέπειες, θεραπεία καί ἐξυγίανση παθολογικῆς κατάστασης· αὐτό πού
πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι ὅτι οἱ Γέροντες μέ ἐφόδια τήν πίστη τους στήν ἀέναη

118
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.105.
119
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κγ’, σ.93.
120
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, κεφ. Περί τῆς
ἀναιρέσεως τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ.126.
175

προστατευτική παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐπιμονή καί ὑπομονή τους ἤλεγχαν,
ἐπιτιμοῦσαν καί χλεύαζαν τούς λογισμούς. Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἀναφέρει: «καὶ
ἐπιτιμήσας τῷ λογισμῷ τῷ ὀχλούντι αὐτῷ ἤλεγχεν αὐτόν, λέγων εἰ οὐ δύνασαι
ποιῆσαι τὰ ἔργα τῆς ἐρήμου, κάθου εἰς τὸ κελλίον σου μεθ' ὑπομονῆς κλαίων τὰς
ἁμαρτίας σου καὶ μὴ πλάζου· πανταχοῦ γὰρ ὁ τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμὸς βλέπει τὰ ἔργα
τῶν ἀνθρώπων καὶ οὐδὲν αὐτῷ λανθάνει, καὶ συνιεῖ τοὺς ἀγαθὸν ἐργαζομέ-
νους»121. Ἡ τιθάσευση τῆς ἐπιθυμίας συντελεῖ στό ἐπιδιωκώμενο: «Ἐπείνασε τις
τῶν ἀδελφῶν ἀπὸ πρωΐ· καὶ ἐπολέμησε τῷ λογισμῷ μὴ φαγεῖν ἕως οὖ γένηται
τρίτη ὥρα· ἐνστάσης δὲ τῆς τρίτης πάλιν ἠγωνίσατο μὴ φαγεῖν ἕως γένηται ἕκτη
ὥρα· καὶ καταλαβούσης τῆς ἕκτης, ἔβρεξε τοὺς ἄρτους καὶ εἶπε τῷ λογισμῷ·
μείνομεν ἕως ὥρας ἐνάτης· καὶ γενομένης τῆς ἐνάτης, εὐχὴν ἐποίει· καὶ εἶδε τὴν
ἐνέργειαν ὡς καπνὸν ἐκ τοῦ ἐργοχείρου ἐξιοῦσαν, καὶ ἀνιοῦσαν εἰς τὸν ἀέρα· καί
εὐθὺς ἐπαύσατο ἡ πεῖνα ἐξ αὐτοῦ.»122.
Τά ὀκτώ πάθη ἤ πονηροί λογισμοί εἶναι: ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ
φιλαργυρία, ἡ λύπη, ἡ ὀργή, ἡ ἀκηδία, ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια.
Ταξινομοῦνται συνήθως σύμφωνα μέ τήν τριμερή διαίρεση τῆς ψυχῆς· τά τρία
πρῶτα ἀναφέρονται στό ἐπιθυμητικό, τά τρία δεύτερα στό θυμοειδές καί τά δύο
τελευταῖα στό λογιστικό123.
Γαστριμαργία: ∆έν ἀναφέρεται ἄμεσα ὡς κύριο θέμα διηγήσεων. Καθίσταται
ὅμως σαφές ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς γενεσιουργές αἰτίες τῶν ἄλλων παθῶν: «Γι'
αὐτὸ καὶ οἱ ἔμπειροι μοναχοὶ ἀναλαμβάνουν νὰ καθοδηγοῦν σωστὰ τοὺς
ἀρχάριους καὶ ἀπειροπόλεμους καὶ τοὺς συμβουλεύουν ν' ἀγωνίζονται καὶ ν'
ἀντιστέκονται γενναῖα καὶ μὲ ἐγκράτεια στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας· διότι
ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνεται στὶς ἀπολαύσεις τῶν φαγητῶν γίνεται πολὺ εὔκολα θῦμα
τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ καθὼς νικιέται ἀπὸ αὐτὰ λίγο-λίγο πέφτει βαθύτερα στὴν
ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας.»124. Ἰδιαίτερος λόγος γίνεται ὡς αἰτίας τοῦ πάθους τῆς
πορνείας: «Ἠρωτήθη γέρων· πόθεν μοι τὸ εἰς πορνείαν πειράζεσθαι; Καὶ ἀπεκρίθη·

121
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.27.
122
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.414.
123
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Κάστορα Ἐπίσκοπον. Περί τῶν
ὀκτώ τῆς κακίας λογισμῶν, τ.Α’, σ. 61-80· πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική
καί Ἐξομολογητική (∆ιδακτικές Σημειώσεις), Ἀθήνα 2001, σ.85.
124
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, κεφ. Περί τῆς
ἀναιρέσεως τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ.98.
176

ἐκ τοῦ πολλὰ ἐσθίειν καὶ κοιμᾶσθαι. Εἶπε πάλιν· ἐὰν ἡ φύσις ἐγείρη τὰς ἐπιθυμίας,
ἀλλ' ἡ τῆς ἀσκήσεως ἐπίτασις ἀποσβέννυσι ταύτας.»125.
Πορνεία: Στίς δύο ἱστορίες Τῇ 24ῃ τοῦ μηνός ∆εκεμβρίου Μνήμη τοῦ ὁσίου
πατρός ἡμῶν Νικολάου μοναχοῦ, τοῦ ἀπό στρατιωτῶν καί διήγησις ὠφέλιμος126
καί Τῇ 28ῃ τοῦ μηνός Ἀπριλίου ∆ιήγησις περί τοῦ γενομένου θαύματος ἐν Ἀφρικῇ
ἐν τῇ πόλει Καρθαγένῃ127: τό σκηνικό ἀλλάζει, ὁ ἀφηγητής συνθέτει, αὐτοσχε-
διάζει, ἐπινοεῖ κάτι καινούριο πού τό πλουτίζει μέ τήν παραστατικότητα, τή φαντασία
καί τή δύναμη τῆς μνήμης του, ὅμως τό θέμα του εἶναι συγκεκριμένο καί εἶναι ὁ
πειρασμός τῆς πορνείας. Ὑπάρχουν δύο διαφορετικές ἀντιμετωπίσεις τοῦ αὐτοῦ
προβλήματος ἀπό τούς πρωταγωνιστές τῶν δύο ἱστοριῶν. Στή μία περίπτωση ὁ
πρωταγωνιστής εἶναι ἔγγαμος (οἰκογενειακή κατάσταση), ἀξιωματικός (κοινωνική
θέση), ἐν ἔτει 625, ἐπί βασιλείας Ἡρακλείου στήν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς·
προσβάλλεται καί πίπτει στήν ἁμαρτία τῆς μοιχείας μέ τίς ἀρνητικές ἐπακόλουθες
συνέπειές της. Στήν ἄλλη περίπτωση ὁ πρωταγωνιστής εἶναι ὁ Νικόλαος, μετέπειτα
ὅσιος, ἄγαμος στρατιώτης ἐπί βασιλείας Νικηφόρου ἐν ἔτει 802· προσβάλλεται
ἐπανειλημένα ἀπό τόν πειρασμό τῆς πορνείας καί ἀντιδρᾶ σθεναρά μέ θετικές
ἐπακόλουθες συνέπειες γιά τή ζωή του. Θά λέγαμε ὅτι ἡ μιά ἱστορία ἀποτελεῖ τή
συνέχεια τῆς ἄλλης, παρ΄ ὅτι συμβαίνουν σέ διαφορετικά τοπικά καί χρονικά
πλαίσια. ∆ιακρίνονται ξεκάθαρα τά στάδια ἐξέλιξης ἑνός ἐμπαθοῦς λογισμοῦ· στή
μία περίπτωση ἡ τελική συγκατάθεση, δηλ. πραγματοποίηση τοῦ ἐμπαθοῦς λογισμοῦ
(διήγηση ἀξιωματικοῦ), ἐνῶ στήν ἄλλη περίπτωση ἄρνηση συγκατάθεσης μέ σθένος
καί σταθερότητα (διήγηση στρατιώτη Νικολάου).
Ἡ καλή ἤ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου παίζει πρωτεύοντα ρόλο στήν πλοκή τῶν
ἱστοριῶν. Κάποιος συχνά μπορεῖ νά νομίζει ὅτι θά βγεῖ νικητής στήν ἀναμέτρηση
(περίπτωση ἀξιωματικοῦ πού κατέφυγε σ΄ ἕνα προάστιο μέ τή γυναίκα του γιά νά
γλυτώσει ἀπό τό θανατικό -πανώλη-)· παρ΄ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ἀποτυχημένη ἡ
προσπάθειά του γιατί οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί (δαίμονες) συνηθίζουν ν΄ ἀποτραβιοῦ-
νται μέ δόλο προσωρινά γιά νά ξεθαρρέψει τό «θῦμα» νά νομίσει ὅτι ἔγινε «ἀπα-
θής» καί νά περιπέσει στήν ἁμαρτία (μοιχεία μέ γυναίκα κηπουροῦ). Ἀντίθετα ὁ

125
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.290.
126
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 335.
127
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 113.
177

στρατιώτης μέ ὅπλο τήν προσευχή κατανικᾶ τόν πειρασμό, δηλ. τήν κόρη τοῦ
πανδοχέα πού τρεῖς φορές προσπάθησε νά τόν παρασύρει μετά τό δεῖπνο πού εἶχε
μέ τόν πατέρα της (πάθος γαστριμαργίας)128.
Ὁ στρατιώτης Νικόλαος ρωτᾶ τήν κόρη τοῦ πανδοχέα (πού εἶναι ὁ πειρασμός):
«δὲν βλέπεις ὅτι καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ὑπάγω εἰς ἔθνη βάρβαρα καὶ εἰς πόλεμον
καὶ αἱματοχυσίαν, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν; πῶς λοιπὸν νὰ μολύνω τὴν σάρκα
μου ἐνῶ ἀπέρχομαι εἰς πόλεμον; Καὶ ξαναέκανε τὴν προσευχή του». Τό ἱστορικό
πλαίσιο τῆς ἀφήγησης εἶναι πόλεμος τῶν Ρωμαίων (Βυζαντινοί) κατά τῶν
Βουλγάρων. Περίοδος μεγάλης γεωγραφικῆς συρρίκνωσης γιά τήν βυζαντινή
αὐτοκρατορία (ἀραβική ἐπέκταση ἀνατολικά, σλαβικές καί βουλγαρικές κατακτήσεις
στά Βαλκάνια) μέ συνέπεια γιά πολλές γενιές τό Βυζάντιο νά εἶναι ἕνα
στρατοκρατικό κράτος, πού ἡ τύχη του θά ἐξαρτᾶται σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό τίς
ἐπιτυχίες ἤ ἀποτυχίες τῶν στρατευμάτων του129. Τό ὅραμα λοιπόν τοῦ κάθε
ἀξιωματικοῦ καί στρατιώτη εἶναι ἡ κραταίωση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ
ἦττα τῶν ἐχθρῶν· κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖ ψυχοσωματικό σθένος καί ὑγιεῖς
προσωπικότητες μέ ἰδανικά πού δέν θά περισπῶνται ἀπό ἀνθρώπινες ἀδυναμίες,
συνήθειες, ἤ πάθη πού θά ἦταν θανάσιμα γιά τήν πορεία τῆς αὐτοκρατορίας.
Συγχρόνως ὅμως μέσα ἀπό τήν ἱστορία δηλώνεται καί ὁ πόλεμος τοῦ Νικολάου
καί ὁποιουδήποτε ἄλλου πιστοῦ (Ρωμαῖοι) ἔναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἀπεριοριστίας τῶν
ἐπιθυμιῶν πού ἐξαγριώνουν τόν ἄνθρωπο καί τή βουλιμία τῶν ἀποχαλινωμένων
ἐνστίκτων πού τόν παραμορφώνουν. Ὡς θεραπευτική ἀγωγή προτείνεται ὁ
θυσιαστικός αὐτοπεριορισμός, ἡ ὑπαγωγή δηλ. τῶν ἐπιθυμιῶν σέ πνευματικά
αἰτήματα· ἡ ἐγκράτεια ὡς αὐτοσκοπός τροφοδοτεῖ ἐξ ἴσου μέ τήν βουλιμία τούς
ἀντικειμένους130.
Ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ἕνα βραδινό ὄνειρο (προφητικό καί
ἑρμηνευτικό), πού βγαίνει καί πραγματικό βάσει τῶν ἱστορικῶν στοιχείων. Οἱ
Ρωμαῖοι (πιστοί) ἀρχικά νικοῦν τούς Βούλγαρους (πάθη), ἀλλά στό τέλος ἐπειδή οἱ
Ρωμαῖοι ὑπερηφανεύονται γιά τήν προσωρινή τους νίκη γίνονται ἀπρόσεχτοι καί

128
Ὁ Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος ἀναφέρει ὡς μία ἀπό τίς αἰτίες τῆς πορνείας τήν γαστριμαργία· πρβλ.
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Κάστορα Ἐπίσκοπον. Περί τῶν
ὀκτώ τῆς κακίας λογισμῶν, τ.Α’, σ.63.
129
H. Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ.402.
130
Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ. 182.
178

χάνουν τόν πόλεμο ἀπό τούς Βουλγάρους πού ἀνασυγκροτοῦνται· ὁ Νικόλαος


σώζεται ψυχικά καί σωματικά, γιατί τό προηγούμενο βράδυ μπόρεσε καί
ἀπομάκρυνε μέ σύνεση τό «τρισδόλιο φίδι ποὺ τρεῖς φορές τοῦ ρίχτηκε γιὰ νὰ τὸν
θανατώσει». Μέσα ἀπό τό ὄνειρο καταδεικνύονται τρεῖς ἀκόμη διαστάσεις τῆς
πορνείας: α) Ὁ σαρκικός πόλεμος εἶναι διπλός καί στό σῶμα καί στήν ψυχή· κάτι
παρόμοιο ὁμολογεῖ καί ὁ ∆ιγενής Ἀκρίτας στό ἔπος του, μετά τόν βιασμό κάποιας
κοπέλας: «καὶ ἐμιάνθη ἡ ὁδὸς ὑπό τῆς ἀνομίας συνεργείᾳ σατανικῇ καὶ ψυχῆς
ἀμελείᾳ»131. β) ∆έν εἶναι ἀρκετή ἡ σωματική νηστεία γιά τήν τέλεια σωφροσύνη καί
ἀληθινή ἁγνότητα ἀλλά ἀπαιτεῖται: ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ ἀπό ρυπαρούς λογισμούς, ἡ
συντριβή καρδίας καί ἡ προσευχή στό Θεό (θεραπευτική). γ) Ἀφοῦ νικηθεῖ ὁ
πειρασμός τῆς πορνείας νά μήν ὑπερηφανευθεῖ κάποιος ὅτι τά κατάφερε μέ τίς
δικές του δυνάμεις ἀλλά χάριν τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ132.
Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος κάνει τή διάγνωση τῶν αἰτίων τοῦ πάθους: «Τὸ σῶμα ἔχει
κίνησιν φυσικὴν συναφυρεῖσαν αὐτῷ, ἀλλ' οὐκ ἐνεργεῖ μὴ θελούσης τῆς ψυχῆς·
μόνον δὲ σημαίνει ἐν τῷ σώματι ἀπαθῆ κίνησιν. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη κίνησις, ἐκ τοῦ
τρέφειν καὶ θάλπειν τὸ σῶμα βρώμασι καὶ πόμασιν, ἐξ ὧν ἡ θέρμη τοῦ σώματος
διεγείρει τὸ σῶμα πρὸς ἐνέργειαν· ... ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα τις κίνησις τοῖς ἀγωνιζομέ-
νοις ἐξ ἐπιβουλῆς καὶ φθόνου δαιμόνων ἐπιγινομένη. Ὥς τε εἰδέναι δεῖ τρεῖς εἰσὶν
αἱ τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας κινήσεις ... χρὴ οὖν τὸν ἀγωνιζόμενον, τὴν τούτων
διαφορὰν ἐπιστάμενον καὶ μὴ ἀγνοοῦντα τὰ αἴτια, καταλλήλως πρὸς ἑκάστην καὶ
προσφυῶς ἀγωνίζεσθαι.»133.
Ὁ τρόπος δράσης τοῦ πειρασμοῦ περιγράφεται βῆμα πρός βῆμα. Ὁ ἅγιος
Μάξιμος ἀναφέρει: «Λεληθότως γὰρ τῇ λειότητι τῆς ἡδονῆς ὑποκλέπτων τὸν νοῦν,
μετέπειτα ἐπεμβαίνει διὰ τῆς μνήμης ἡσυχάζοντι, τό τε σῶμα ἐμπυρίζων καὶ
ποικίλας μορφὰς τῷ νῷ παριστῶν, πρὸς τὴν συγκατάθεσιν τῆς ἁμαρτίας αὐτὸν
ἐκκαλεῖται.»134.

131
H. Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ.364.
132
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Κάστορα Ἐπίσκοπον. Περί τῶν
ὀκτώ τῆς κακίας λογισμῶν, τ.Α’, σ. 63-65.
133
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 294.
134
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.293.
179

Ὡς θεραπεία προτείνεται: α) Καταπόνηση σώματος. Ὁ Εὐάγριος ὁ διάκονος


ἔμεινε μία ὁλόκληρη νύχτα γυμνός στό πηγάδι γιά νά παγώσουν οἱ σάρκες του· ὁ
ἀββᾶς Ἀμμώνιος ἔκαιγε τά μέλη τοῦ σώματός του μέ πυρακτωμένο σίδερο135.
β) Ὁ ἅγιος Μάξιμος συνιστᾶ: «Ἐὰν θέλῃς μή ἐγχρονίζειν ἐν σοὶ νηστείαν
ἀναλαβοῦ καὶ κόπον, καὶ ἀγρυπνίαν καὶ τὴν καλὴν ἡσυχίαν μετ' ἐκτενοῦς
προσευχῆς.»136.
γ) Φυγή. Νέος πού ὑπακούει στή συμβουλή τοῦ Γέροντά του νά πάει στήν ἔρημο καί
νά ἐργαστεῖ ἀντί νά συγκατατεθεῖ στόν πειρασμό, βλέπει σέ ὀπτασία (ἀποκαλυπτική)
τόν πειρασμό συγχρόνως μέ τίς συνέπειές του: «εἶδε τὴν ἐνέργειαν ὡς αἰθιόπισ-
σαν παραστᾶσαν αὐτῷ· τοιαύτην δὲ δυσωδίαν ἀπέπνει, ὡς μηδὲ δύνασθαι τὸν νέον
ὅλως καρτερῆσαι αὐτήν· διὸ καὶ σπουδαίως ἐδίωκεν αὐτήν·»137.
δ) Καταλλαγή πάθους μέ ὑποτίμηση τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐπιθυμίας. Γυναίκα
προσπαθεῖ νά καταστείλει τό πάθος τοῦ μοναχοῦ, ὑποτιμώντας τή γυναικεία φύση
της: «εἶμαι στὰ ἔμμηνα καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πλησιάσει οὔτε ν' ἀντέξει τὴ
δυσοσμία... ξεφτιλίζοντας ἔτσι τὸ σῶμα της ... ἀκούγοντας λοιπὸν αὐτὰ καὶ ἄλλα
τέτοια ὁ μοναχὸς ἀηδίασε ἦρθε στὰ λογικὰ του...»138.
Στοιχεῖο ἀποθεραπείας καί ἐξυγίανσης ἀπό τό πάθος, γιά τόν ἀββά Κασσιανό
ἀποτελεῖ: «...τὸ μηδεμιᾷ εἰκόνι αἰσχρᾶς φαντασίας ἐν τοῖς ὕπνοις τὴν ψυχὴν
προστρέχειν. Εἰ γὰρ καὶ μὴ λογίζεται ἁμαρτία ἡ τοιαύτη κίνησις, ὅμως τεκμήριον
ὑπάρχειν καὶ νοσεῖν τὴν ψυχὴν καὶ μήπω τοῦ πάθους ἀπηλλάχθαι, καὶ τούτου χάριν
τὰς συμβαινούσας ἡμῖν ἐν τοῖς ὕπνοις αἰσχρὰς φαντασίας, ἔλεγχον εἶναι τῆς
προλαβούσης ραθυμίας, καὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἀσθενείας πιστεύειν ὀφείλομεν.»139.
Στόν Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ140, διακρίνονται τά στάδια πτώσης τοῦ πειραζομένου:
α) Τό παιγνίδι τῆς φαντασίας καί τῶν αἰσθήσεων: «ὁ δὲ πειράζων αὐτόν, καὶ δὴ
φαντασίαν αὐτῷ παρέχεται γυναικὸς εὐμόρφου πλανωμένης κατὰ τὴν ἔρημον· ὁ δ'
ὡς ἠλέησεν ὅπερ οὐκ ὄφειλεν, ἐδέξατο ἐν τῷ σπηλαίῳ ... ἡ δ' ὡς ἀπήγγειλεν καὶ
λόγους αὐτῷ κολακείας καὶ ἀπάτης ὑπέσπειρεν καὶ γέλως καὶ μειδίαμα ... ἁφῇ

135
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.287.
136
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.293.
137
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.296.
138
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.240.
139
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.311.
140
Historia Monachorum in Aegypto, σ.21-22.
180

χειρὸς καὶ γενείου καὶ αὐχένος καὶ αἰχμαλώτισεν τέλος τὸν ἀσκητὴν... ὡς δὲ
ἐστρέφετο μὲν ἐκεῖνος ἔνδοθεν τοῖς λογισμοῖς (δηλ. ὁ διάβολος) ... συγκατέθετο
λοιπὸν τῇ διανοίᾳ καὶ δὴ συνελθεῖν αὐτῇ ἐπειρᾶτο, ἄφρων ἤδη καὶ θηλυμανὴς ἵππος
γενόμενος.».
β) Οἱ δαίμονες ἐμπαίζουν τό θῦμα: «... πολὺς ἀκούεται τῶν διαμόνων ἐλεγχόντων
αὐτὸν τῶν τῇ ἀπάτῃ παραγαγόντων καὶ μεγάλῃ φωνῇ πρὸς αὐτὸν βοώντων. 'Πᾶς ὁ
ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται', σὺ δὲ ὑψώθης ἕως τῶν οὐρανῶν, ἐταπεινώθης δὲ
ἕως τῶν ἀβύσσων'.»
γ) Συνέπεια: «...ἀπογνοὺς ἑαυτοῦ τῆς σωτηρίας, ὅπερ οὐκ ὤφειλεν, εἰς τὸν κόσμον
πάλιν ὑπέστρεψεν.».
δ) Αἰτία διήγησης: «Τοῦτο γὰρ ἐστὶ τοῦ πονηροῦ τὸ ἐπιτήδευμα, ὅταν τινὰ
καταπαλαίσῃ, εἰς ἀφροσύνην αὐτὸν καθίστησιν, ἵνα τοῦ λοιποῦ μηκέτι δύνηται
ἀναστῆναι. Ὅθεν, ὦ τέκνα, οὐ συμβάλλεται ἡμῖν ἡ πλησίον τῶν χωρῶν οἴκησις,
οὐδὲ ἡ τῶν γυναικῶν συντυχία, ...».
Οἱ Γέροντες δέν προτείνουν ἐξόντωση τοῦ σώματος. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
ἀναφωνεῖ: «ἡμεῖς οὐκ ἐδιδάχθημεν σωματοκτόνοι ἀλλὰ παθοκτόνοι»141. Φθάνουν
στό σημεῖο ν' ἀπολογοῦνται γι' αὐτό: «Οὐ τὴν σάρκα ἀποθέσθαι βουλόμεθα, ἀλλὰ
τὴν φθορὰν. Οὐ τὸ σῶμα ἀλλὰ τὸν θάνατον... τὸ μὲν σῶμα ἔργον ἐγένετο τοῦ
Θεοῦ, ἡ δὲ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας εἰσήχθη. Τὸ γοῦν ἀλλότριον
ἀποδύσασθαι βούλομαι, οὐ τὸ οἰκεῖον. Ἀλλότριον οὐ τὸ σῶμα ἀλλὰ ἡ φθορὰ...
τοσαύτη γὰρ αὐτοῦ ἐστιν ἡ εὐγένεια... καὶ θεογνωσίας ἡμῖν αἴτιον γέγονεν
αὐτό.»142. Ἡ ὁμολογία τοῦ Γέροντα : «τὸ σῶμα μου ἐξησθένησε καὶ τὰ πάθη μου οὐκ
ἐξασθενοῦσι»143 φανερώνει, ὅτι τό πεδίο ἀντιπαράθεσης δέν εἶναι τό σῶμα ἀλλά
οἱ σωματικές καί ψυχικές ἐπιθυμίες τοῦ ἐγώ μας, δηλ. τά πάθη μας.
Φιλαργυρία: Αἰτίες: «Τῶν ἄλλων παθῶν οἱ ἐρεθισμοί, θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας ἐκ
τοῦ σώματος δοκοῦσιν ἔχειν τὰς ἀφορμὰς καὶ τρόπον τινα ὡς ἔμφυτα καὶ ἀπὸ
γενέσεως ἔχοντα τὴν ἀρχὴν καὶ διὰ μακροῦ χρόνου νικῶνται. Ἡ δὲ τῆς
φιλαργυρίας νόσος ἔξωθεν ἐπερχομένη εὐχερέστερον ἐγκόπτεσθαι δύναται, εἰ

141
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρπγ’, σ.101.
142
Εὐ. Θεοδώρου, Μαθήματα Κατηχητικῆς ἤ Χριστιανικῆς παιδαγωγικῆς, ἐκδ. Πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 19782, σ. 213.
143
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρξα’, σ.99.
181

ἐπιμελείας τύχοι καὶ προσευχῆς· ἀμεληθεῖσα δέ, ὀλεθριωτέρα τῶν ἄλλων παθῶν
καὶ δυσαπόβλητος γίνεται· 'ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία' (Α’
Τιμ.10)»144. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας ἔκανε τούς δημίους νά μήν θέλει
κάποιος ἀπό αὐτούς νά τόν ἀποκεφαλίσει καί τότε: «...πάντων δὲ τὴν ὑπουργίαν
ἀπαγορευόντων καὶ ὀκνούντων τὴν ἐπιχείρησιν, σφόδρα γὰρ αὐτοὺς εἷλεν ἡ τοῦ
ἀνδρὸς ἀρετή, μηχανῶνται τι τοιοῦτον, ὥστε χρυσοῦς ἕκαστον πέντε καθεῖναι· οὗ
δὴ γενομένου, καὶ ἑνός, τοῦ ἔχοντος, δανείσαντος καὶ τοῖς ἄλλοις ὁ πλείονα τῷ
χρυσῷ τὴν ροπὴν διδούς, ἀνελόμενος τὰ καταβληθέντα, τὴν ἐκτομήν ἐνεργεῖ, καὶ
τέμνει τὴν θείαν ὄντως ἐκείνην καὶ μαρτυρικὴν κεφαλήν.»145.
Προϋποθέσεις: Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ἐπισημαίνει τόν ἐπικίνδυνο καί ὕπουλο
χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ πάθους: «Αὕτη οὖν ἡ νόσος ὅταν χλιαρωτάτην καὶ ἄπιστον ἐν
ἀρχαῖς τῆς ὑποταγῆς εὕρῃ ψυχήν, δικαίας τιμὰς καὶ τῷ δοκεῖν εὐλόγους αὐτῇ
προφάσεις ὑποβάλλει πρὸς τὸ κατασχεῖν τίποτε ὧν κέκτηται...»146. Μία πολύ
πλούσια παρθένος στήν Ἀλεξάνδρεια, ἁπλή στήν ἐμφανισή της, δέν ἔδινε παρά τίς
συστάσεις τῶν Πατέρων, ἐλεημοσύνη οὔτε σέ φτωχό οὔτε στήν ἐκκλησία οὔτε σέ
παρθένο οὔτε σέ ξένο. Υἱοθέτησε καί τήν κόρη τῆς ἀδελφῆς της καί μέ πρόφαση
τήν κληρονόμο της, αὔξησε τήν πλεονεξία της147.
Τέτοιες συμπεριφορές ἀποτελοῦν ἀπόρροια τῶν τρόπων δράσεως τοῦ πάθους.
Καταγράφονται τρεῖς τρόποι: α) «ὃς παρασκευάζει τοὺς ἐλεεινούς, ἅπερ οὔτε ἐν τῷ
κόσμῳ εἶχον, ταῦτα κτᾶσθαι καὶ θησαυρίζειν» (παράδειγμα Γιεζῆ στήν Π.∆., πού γιά
τά χρήματα ἔχασε τό προφητικό χάρισμα καί κληρονόμησε λέπρα)· β) «ὃς
μεταμέλεσθαι ποιεῖ τοὺς ἅπαξ τοῖς χρήμασιν ἀποταξαμένους, ὑποβάλλων αὐτοῖς
ζητεῖν ταῦτα ἅπερ τῷ Θεῷ προσήνεγκαν» (παράδειγμα Ἰούδα)· γ) «ὅς τις κατὰ τὴν
ἀρχὴν ἀπιστίᾳ καὶ χλιαρότητι τὸν Μοναχὸν ἐνδύσας οὐ συγχωρεῖ τοῦτον τῶν τοῦ
κόσμου πραγμάτων τελείως ἀπαλλαγῆναι, ἀλλὰ παρακατασχεῖν τι ὑποτίθεται,
φόβον πενίας ὑποβάλλων...» (παράδειγμα Ἀνανία καί Σαπφείρας στήν Κ.∆)148.

144
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.2, σ.114.
145
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., βίος Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας, τ.4,
σ. 590.
146
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.114.
147
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ἡ φιλάργυρος παρθένος, τ.1, σ. 56-61.
148
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.115.
182

Τήν παρθένον λοιπόν τῆς προαναφερόμενης διήγησης, ὁ ἅγιος Μακάριος,


πρεσβύτερος καί προϊστάμενος τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἱδρύματος τῶν ἀναπήρων γιά:
«κουφισμὸν τῆς πλεονεξίας... σοφίζεται δρᾶμα τοιοῦτον». Καθώς στά νεανικά του
χρόνια ἦταν χρυσοχόος (καβιδάριος) πηγαίνει καί τῆς λέει: «Λίθοι ἀναγκαῖοι
σμάραγδοι καὶ ὑάκινθοι ἐμπεπτωκάσί μοι, καὶ εἴτε εὑρεσιμαῖοι εἰσὶν εἴτε κλεψιμαῖοι
οὐκ ἔχω εἰπεῖν. Τιμῇ οὐχ ὑποβάλλονται ὑπέρ διατίμησιν ὄντες. Πιπράσκει δὲ αὐτοὺς
πεντακοσίων νομισμάτων ὁ ἔχων». Τή δελεάζει μάλιστα λεγοντάς της πώς καί
μόνον νά πουλήσει τόν ἕνα πολύτιμο λίθο θά πάρει πεντακόσια νομίσματα ἐνῶ
τούς ὑπολοίπους μπορεῖ νά τούς χρησιμοποιήσει γιά στολίδια μαζί μέ τήν ἀνηψιά
της. Ὁ Μακάριος τήν προτρέπει νά πάει στό σπίτι του γιά νά τούς δεῖ, ἐκείνη ὅμως
ἀρνεῖται γιατί δέν θέλει νά δεῖ τόν πωλητή, ἀλλά δέχεται νά τούς ἀγοράσει. Ὁ
Μακάριος παίρνει τά πεντακόσια νομίσματα καί τά καταθέτει στό φιλανθρωπικό
ἵδρυμα.
Μεθοδολογία: Πόλεμος μέ τά ὅπλα τοῦ ἐχθροῦ. Τό ἴδιο τό πάθος (στήν
προκείμενη περίπτωση τό κέρδος ἀπό τούς πολύτιμους λίθους) ἀποτελεῖ τή
θεραπευτική ἀγωγή πού θά ὁδηγήσει σέ ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπό τά
ἀναμενόμενα (εὐποιΐα πρός τόν πλησίον) καί γίνεται ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ὑποκειμένου. Ὁ
Μακάριος γνωρίζει ὅτι: «Ἡ δὲ τῆς φιλαργυρίας νόσος ἔξωθεν ἐπερχομένη
εὐχερέστερον ἐγκόπτεσθαι δύναται, εἰ ἐπιμελείας τύχοι καὶ προσευχῆς· ἀμεληθεῖσα
δέ, ὀλεθριωτέρα τῶν ἄλλων παθῶν καὶ δυσαπόβλητος γίνεται·»149. Περνάει ἕνας
χρόνος χωρίς νέα γιά τήν ἀγορά τῶν λίθων, ἡ παρθένος ντρέπεται νά ρωτήσει -
ἀφοῦ ὁ Μακάριος εἶναι ἕνα καθ' ὅλα σεβάσμιο πρόσωπο- ἀλλά κάποια στιγμή
παίρνει τήν ἀπόφαση καί τόν ρωτάει. Ἐκεῖνος τῆς λέει ὅτι ἀπό τότε πού πῆρε τά
νομίσματα τά κατέθεσε γιά τήν ἀγορά τῶν λίθων πού βρίσκονται στό σπίτι του· τήν
προσκαλεῖ νά τούς δεῖ κι ἄν δέν τῆς ἀρέσουν νά πάρει πίσω τά χρήματά της.
Συνέπειες: Στό πρόσωπο τῆς παρθένου σκιαγραφεῖται ἡ ψυχολογία τοῦ
φιλάργυρου: «...καὶ ὅλος τῇ τοῦ κέρδους ἐνθυμήσει δεθείς, οὐδὲν τῶν ἐναντίων
σκοπεῖ, οὐκ ὀργῆς μανίαν, εἴ ποτε συμβῇ αὐτῷ ζημία περιπεσεῖν, οὐ λύπης σκότος,
εἰ ἀποτύχοι τῆς ἐλπίδος τοῦ κέρδους ἀλλὰ γίνεται ὡς ἄλλοις ἡ γαστὴρ Θεός, οὕτω
τούτῳ ὁ χρυσός... ἀποστήσας γὰρ τὸν νοῦν ἑαυτοῦ ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ

149
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.114.
183

εἴδωλα ἀνθρώπων ἐγγεγλυμένα τῷ χρυσῷ ἀγαπᾷ... οὐδὲ μίαν ταπείνωσιν ἢ


ὑπακοήν ἔχειν δύναται, ἀλλά ἀγανακτεῖ καὶ ἀναξέει τῷ πάθει·...»150.
Θεραπεία: Ἡ παρθένος ἐπισκέπτεται τόν Γέροντα κι ἐκεῖνος τή ρωτᾶ: «Τὶ θέλεις
πρῶτον ἰδεῖν τοὺς ὑακίνθους ἢ τοὺς σμαράγδους; Ὃ δοκεῖ σοι». Τήν ἀνεβάζει στόν
ἐπάνω ὄροφο καί τῆς δείχνει ἀκρωτηριασμένες γυναῖκες μέ κατεστραμμμένα
πρόσωπα λέγοντάς της: «Ἰδοὺ οἱ ὑάκινθοι». Ὕστερα τήν κατεβάζει στό ἰσόγειο καί
τῆς δείχνει τούς ἄνδρες λέγοντας: «Ἰδοὺ οἱ σμάραγδοι, ἐάν σοι ἀρέσκουσι, ἐπεὶ
λαβέ σου τὸ χρυσίον». Ἡ παρθένος ἔφυγε τρέχοντας πολύ λυπημένη γιατί τήν
ἐλεημοσύνη τήν εἶχε κάνει ἐν ἀγνοία της κι ὄχι «κατὰ Θεὸν».
Ἀποθεραπεία: Ἀργότερα κι ἀφοῦ ἡ θετή της κόρη πέθανε ἄτεκνη, εὐχαρίστησε
τόν Μακάριο γιά τήν ἐλεημοσύνη τήν ὁποία τήν εἶχε βάλει νά κάνει.
Σέ ἄλλη διήγηση χρεώνεται ἀρνητικά ἡ ἐνέργεια μοναχοῦ νά πλησιάσει τόν
καλό σιτοδότη μέ πνεῦμα πλεονεξίας καί φιλοκερδίας καί ὄχι βάσει τοῦ μέτρου τῆς
ἱκανοποιήσεως τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν. Ἡ τιμωρία του ἀπό τόν Μέγα Παχώμιο εἶναι
ἀνάλογη τῆς πράξεως, ὥστε νά ἐπανέλθει καί ἡ ἰσορροπία. Τοῦ ἐπιβάλεται νά
πουλήσει τό σιτάρι πού ἔφερε στό Κοινόβιο στήν τιμή πού τό ἀγόρασε, δηλ.
δεκατρεῖς ἀρτάβες γιά κάθε χρυσό νόμισμα ἐνῶ τό κανονικό ἦταν πέντε ἀρτάβες
ἀνά ἕκαστον νόμισμα· τά χρήματα δέ πού θά συγκεντρώσει νά τά παραδώσει ὁ
ἴδιος ὁ μοναχός στόν πιστωτή σιταριοῦ· στή συνέχεια θ' ἀγοράσει τόσο σιτάρι ὅσο
ἀντιστοιχεῖ στά ἑκατό χρυσά νομίσματα καί στήν τιμή πού τό ἀγοράζουν καί οἱ
ἄλλοι ἄνθρωποι151.
Παραλλαγή τοῦ θέματος ἀποτελεῖ ἡ πώληση δερμάτινων σανδάλων ἀπό τόν
μοναχό στό τριπλάσιο τῆς τιμῆς πού εἶχε ὁρισθεῖ μέ τή δικαιολογία τῆς καχυποψίας
ἐκ μέρους τῶν πελατῶν μήπως ἀποτελοῦσαν προϊόν κλοπῆς ἐξ αἰτίας τῆς μικρῆς
τιμῆς τους. Ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ: «τοσοῦτον δὲ ἐκελεύσθην πωλῆσαι· ὅσον δὲ
θέλετε δοῦναι, δότε μοι·»152 ἀποτελεῖ ἡμίμετρο καί δέν δικαιολογεῖται ἀπό τό
μοναχικό πνεῦμα ἀκριβείας.
Οἱ Γέροντες δέν ἀφήνουν τίς διαπραγματεύσεις καί τίς οἰκονομικές συναλλα-
γές νά σταθοῦν τεῖχος ἀνάμεσα σ' αὐτούς καί τόν πλησίον τους ταράσσοντας τήν

150
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.2, σ.114.
151
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.530.
152
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.528.
184

ψυχική τους ἀνάπαυση: «Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος, καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ,
ὅτι ὅτε ἐπίπρασκον σκεῦος, ἅπαξ ἔλεγον τὴν τιμήν· καὶ τὸ διδόμενον αὐτοῖς ἐλάμ-
βανον σιωπῶντες μετὰ ἀναπαύσεως· καὶ ὅτε δὲ ἦλθον ἀγοράσαι τι, τὸ λεγόμενον
αὐτοῖς παρεῖχον μετὰ σιωπῆς, καὶ ἐλάμβανον τὸ εἶδος οὗ ἔχρηζον, καθόλου μὴ
φθεγγόμενοι.»153.
Λύπη καί ὀργή: ∆ιευκρινίζεται ὅτι παρ΄ ὅτι διαχωρίζονται οἱ ἔννοιες ὀργῆς,
θυμοῦ, λύπης, μνησικακίας (ὁ Κασσιανός μιλάει γιά ὀργή καί λύπη· ὁ Εὐάγριος καί ὁ
ἅγιος ∆ιάδοχος τῆς Φωτικῆς γιά θυμό καί λύπη· ὁ Ἰω. ∆αμασκηνός γιά θυμό, ὀργή,
μισανθρωπία, μνησικακία, λύπη χωρίς λόγο· ὁ Ἰω. Χρυσόστομος γιά θυμό καί
μνησικακία) τά ὅριά τους εἶναι πολύ δυσδιάκριτα καί ἴσως θά ἔπρεπε ν΄
ἀναζητηθοῦν στίς αἰτίες τους. Τά «πάθη» ὅπως ὀνομάζει ὁ Ἀριστοτέλης τά
συναισθήματα, εἶναι θυμικές καταστάσεις (μερικά χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἐπικρά-
τηση τῆς ἠδονῆς (φιλία, χαρά, θράσος) καί ἄλλα ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς λύπης (ὀρ-
γή, μῖσος, φόβος). Ἡ λύπη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παρεμπόδισης τῆς ἔκφρασης τῶν
ψυχικῶν λειτουργιῶν154.
Ἡ διήγηση Τῇ 3η τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος
∆ιονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου155 σκιαγραφεῖ τό συγκεκριμένο πάθος. Ἡ ματαίωση
τῶν κινήτρων συνεπιφέρει δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις πού στή
προκείμενη περίπτωση ἡ μή μεταστροφή ἑνός εἰδωλολάτρη στό χριστιανισμό καί
συγχρόνως ἡ ἀπώλεια ἀκόμη ἑνός χριστιανοῦ, ἐκφράζονται ἀσυνείδητα ὡς λύπη
τοῦ Κάρπου πού συνοδεύεται ἀπό σωματικές ἐκδηλώσεις (ὀνειροπόληση τοῦ
Κάρπου πού προσπαθεῖ νά ρίξει στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή τούς δύο πού τοῦ
προξένησαν λύπη). Ἡ μνησικακία εἶναι σύζυγος καί σύνευνος τοῦ θυμοῦ. Εἶναι μία
ἐνθύμηση τοῦ κακοῦ -ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰω. Σιναΐτης στήν Κλίμακα- καί ἐξομοιοῦται
μέ ἀναμμένους ἄνθρακες πού εἶναι κρυμμένοι καί σκεπασμένοι στήν αἰθάλη καί
παρ’ ὅτι ἔχει σβησθεῖ ἡ φλόγα τους, μένουν πεπυρωμένοι, ἄσβεστοι καί καῖνε156.
Μέσα ἀπό τό ψυχογράφημα τοῦ Κάρπου περιγράφεται ἡ συμπτωματολογία τῆς
λύπης: δέν προσεύχεται μέ προθυμία, αἰσθάνεται ἀγανάκτηση καί πικρία, δέν

153
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.6, σ.532.
154
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, Ἀθήνα 2002 σ. 496.
155
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.96.
156
Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδοθεῖσα ὑπό Βίκτωρος Ματθαίου Καθηγουμένου, Ἐκδ. Ἱ. Μονῆς
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος-Κρονίζης Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, Ἀθῆναι 1965, σ.138.
185

ἀνέχεται νά αἰσθάνεται συμπάθεια γιά τούς συνανθρώπους του. Ἀντίθετα αἰσθάνε-


ται ἐμπαθή λύπη καί στεναχώρια, φθάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά παρακαλεῖ τό
Θεό νά ρίξει κεραυνό γιά νά δώσει τέλος στή ζωή καί τῶν δύο ἀνθρώπων πού τόν
λύπησαν (τῶν ἀπίστων). Ὁ Κάρπος ὁδηγεῖται στό σημεῖο τῆς ὀργῆς, τοῦ θυμοῦ καί
ὀργή εἶναι τό κακό ἐναντίον τοῦ κακοῦ· ὁ ἀμείλικτος πόλεμος πού κηρύσσει τό Ἐγώ
σέ ὅ,τι τό ἐμποδίζει. Ὁ Κάρπος ἐνδιαφέρεται νά νικηθεῖ μόνο τό ἐμπόδιο, νά
ἐπιβεβαιωθεῖ τό Ἐγώ χωρίς νά σταματήσει τό κακό157.
Καθοριστική γιά τή θεραπεία τῆς λύπης εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ158 σέ
κάποιον πού τόν ρωτᾶ γιατί ἔφτυσε αἷμα ἀπό τό στόμα του: «λόγος ἐστὶν ἀδελφοῦ
λελυπηκότος με καὶ ἠγωνισάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτὸν καὶ ἐδεήθην τοῦ Θεοῦ
ἵνα ἀρθῇ ἀπ΄ ἐμοῦ· καὶ γέγονεν ὁ λόγος ὡς αἷμα ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἔπτυσα
αὐτὸν καὶ ἀνεπάην, καὶ τὴν λύπην ἐπελαθόμην». Ἀντί ν΄ ἀνταποδώσει τήν κακοή-
θεια, τήν ἔφτυσε σάν αἷμα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τέτοια ἦταν ἡ θλίψη πού πῆρε
καί ἡ προσπάθεια πού κατέβαλλε. Μήπως ἔκανε αἱμόπτυση τόν πληγωμένο ἐγωϊ-
σμό του;
Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική τονίζει τήν ἀνάγκη εὕρεσης τῆς αἰτίας καί ἐξυγίανσης τῆς
λύπης: «καλὸν τὸ μὴ ὀργίζεσθαι· εἰ δὲ καὶ γένηται οὐδὲ μέτρον σοι ἡμέρας πρὸς
τὸ πάθος συνεχώρησεν, εἰπών·... τί μισεῖς τὸν λυπήσαντα ἄνθρωπον; οὐκ αὐτός
ἐστιν ὁ ἀδικήσας ἀλλ' ὁ διάβολος· μίσησον τὴν νόσον καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα»159. Ὁ
ἀββᾶς Μᾶρκος λέει ὅτι: «τὸ τοῦ θυμοῦ πάθος ἐξαιρέτως ὑπερηφανίᾳ στηρίζεται καὶ
κραταιοῦται, καὶ ἀκατάλυτον γίνεται»160, ἐνῶ ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος ὑποστηρίζει ὅτι: «ὁ
μὴ κρατῶν γλώσσης αὐτοῦ ἐν καιρῷ ὀργῆς, οὐδὲ παθῶν κρατήσει ὁ τοιοῦτος.»161.
Θεραπεία: α) Ὁ Σέργιος ἡγούμενος Πεδιάδος κατανομάζει τό θυμό ὡς μέθοδο
τοῦ σατανᾶ καί ἀντιπροτείνει νήψη καί σύνεση: «πολλῆς ἡμῖν χρεία νήψεως καί
φρονήσεως πρὸς τὰς ποικίλας μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ἔστι γὰρ ὅτε ἐκ τοῦ μηδε-
νός ποιεῖ τινὰ ταραχθῆναι, ἔστι δὲ ὅτε φέρει εὔλογον πρόφασιν ἵνα δόξῃ τις ὅτι
δικαίως ἐθυμώθη, καὶ τοῦτο δὲ τῆς αὐτοῦ μισανθρωπίας ὑποβολὴ...»162.

157
Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ.256.
158
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.17.
159
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.121.
160
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.442.
161
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.452.
162
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.452.
186

β) Σιωπή: « Ἔλεγεν ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς, ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ κρατῆσαι θυμοῦ ἐστὶ τὸ
ταράττεσθαι καὶ μὴ λαλεῖν, ἐξ οὗ ἔρχεται τις, χάριτι Θεοῦ, καὶ εἰς τὸ μηδόλως
ταράττεσθαι». Κάνει χρήση παραδείγματος δε ἀπό τούς ἴδιους τούς Γέροντες μέ τήν
ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ τοῦ Αἰθίοπα πού ἀρχικά ὅταν τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό δέρμα
του (φυλετικές διακρίσεις) ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε· τή δεύτερη ὅμως φορά οὔτε
ταράχτηκε ἀλλά ἐπιτίμησε καί τόν ἑαυτό του λέγοντας: «σποδόδερμε, μελανέ,
καλῶς σοι ἐποίησαν· μὴ ὤν ἄνθρωπος, τί ἔρχει ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων;»163.
γ) Ριζική καί ἄμεση ἀντιμετώπιση τοῦ πάθους ἔστω κι ἄν μεταφράζεται ὡς φυγή.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος ἀκολουθεῖ τή συμβουλή τοῦ ἀββᾶ Σισώη: «οἵαν ὥραν ἔρχεται
τὸ πάθος κόψον αὐτό.»164· καί ἔτσι ἡ φυγή ἀπετέλεσε τό μέσον, ὅταν: «ἀπῆλθον
ποτε εἰς τὴν ἀγορὰν πωλῆσαι σκεύη μικρά, καὶ ἰδὼν τὴν ὀργὴν ἐγγίζουσάν μοι
ἐάσας τὰ σκέυη ἔφυγον».165.
δ) Μνήμη Θεοῦ: «∆ιὰ γὰρ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἧς ἀναλογίζεται,
ἐπεξελθόντων τῶν θεμελίων τοῦ τῆς ὑπερηφανίας πάθους, ὅλον τὸ οἰκοδόμημα
τῆς ἀνομίας τοῦ θυμοῦ εὐχερῶς καὶ αὐτομάτως καταλύεται.»166.
Ἀποθεραπεία: Ἡ ριζική ἀπαλλαγή ἀπό τή δεδομένη κατάσταση ὁλοκληρώνεται
μόνο ὅταν γίνεται κατανοητή: «Τὸ γὰρ κεφάλαιον τῆς ἡμετέρας διορθώσεως οὐκ
ἐκ τῆς τοῦ πλησίον μακροθυμίας τῆς πρός ἡμᾶς γινομένης κατορθοῦται, ἀλλ' ἐκ τῆς
ἡμετέρας ἀνεξικακίας...»167.
Ἀκηδία: Αἰτίες: Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐπισημαίνει: «Πάντα τὰ ἄλλα πάθη τοῦ θυμι-
κοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μόνον ἐφάπτεται ἢ καὶ τοῦ λογιστικοῦ, ὡς
ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια· ἡ δὲ ἀκηδία πασῶν τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων ἐπιδρασσομένη
πάντα σχεδὸν ὁμοθυμαδὸν κινεῖ τὰ πάθη, διὸ τῶν ἄλλων παθῶν ἐστι βαρύτε-
ρον.»168.
Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός κάνει χρήση τοῦ χωρίου τοῦ Παύλου (Β’ Θεσ. γ’, 6-13) πού τό
ἐπεξηγεῖ λέξη πρός λέξη (χρήση Γραφῶν) ἀναφερόμενος στίς αἰτίες τῆς ἀκηδίας:
«Ἀκούσωμεν πῶς σαφῶς ἡμῖν ἀποδείκνυσιν ὁ Ἀπόστολος τὰς αἰτίας τῆς ἀκηδίας·

163
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.451.
164
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κα’, σ.113.
165
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.439· παραπλήσιο ὑλικό μέ ἀββᾶ
Ἰωάννη Κολοβοῦ, παρ.4, σ. 452.
166
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Μάρκου, τ.2, σ. 442.
167
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.2, σ.445-446.
168
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.169.
187

ἀτάκτους γὰρ καλεῖ τοὺς μὴ ἐργαζόμενους, ἑνὶ ῥήματι πολλὴν κακίαν ἐμφαίνων· ὁ
γὰρ ἄτακτος καὶ ἀνευλαβὴς τυγχάνει, καὶ προπετὴς περὶ λόγων, καὶ εἰς λοιδορίαν
πρόχειρος, καὶ λοιπόν εἰς ἡσυχίαν ἀνεπιτήδειος καὶ τῆς ἀκηδίας δοῦλος.»169.
Ἡ ἁγία Συκλητική τή θεωρεῖ φθοροποιό λύπη: «...ὅτι ἐστὶ λύπη ἐπωφελής, καὶ ἐστὶ
λύπη φθοροποιός· τῆς οὖν χρησίμης λύπης τὸ μὲν ἔστι περὶ τῶν οἰκείων ἁμαρτιῶν
στένειν, τὸ δὲ περὶ τῆς τοῦ πλησίον ἀγνωσίας, τὸ δὲ πρὸς τὸ μὴ ἐκπεσεῖν τῆς
προθέσεως· τὸ δὲ ἵνα τῆς τελειοτάτης ἐφάψηται ἀρετῆς. Ἔστι δὲ καὶ παρὰ τοῦ
ἐχθροῦ τις ὑποβαλλομένη λύπη, ἀλογίας μεστή, ἥτις καὶ ἀκηδία παρά τινων ὀνομά-
ζεται· δεῖ δὲ ταύτην εὐχῇ μάλιστα καὶ ψαλμῳδία ἀποσοβεῖν, λογιζομένας ἡμᾶς ὡς
οὐδεὶς ἐν τῷ βίῳ ἄφρων καὶ ἄλυπός ἐστι.»170.
Ἡ συμπτωματολογία της μπορεῖ νά καταγράφεται μέσα ἀπό περιπτώσεις
μοναχῶν, ὅμως μποροῦν νά συσχετιστοῦν μέ ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο πού ὀκνεῖ
μπροστά στό στόχο του: «...περὶ ὥραν ἕκτην ἐπιπίπτει τῷ Μοναχῷ ἀγωνίαν αὐτῷ
ἐμποιῶν καὶ ἀπεχθῶς ἔχειν πρὸς τὸν τόπον, μᾶλλον δὲ καὶ τοὺς συνδιατρίβοντας
ἀδελφοὺς καὶ πᾶν ἔργον καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Θείας Γραφῆς.
Ἀναγινώσκων δὲ χασμᾶται πολλά, πρός ὕπνον καταφέρεται εὐχερῶς, τρίβει τὰς
ὄψεις καί διατείνει τὰς χεῖρας, καὶ τοῦ βιβλίου τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀποστήσας
ἐνατενίζει τῷ τοίχῳ· πάλιν ἐπιστρέψας, ἀνέγνω μικρόν, καὶ ἀναπτύσσων τὰς ἀρχὰς
καὶ τὰ τέλη τῶν λόγων περιεργάζεται, ἀριθμεῖ τὰ φύλλα καὶ τὰς τετράδας
ἐπιψηφίζει... μεταβαίνει συνεχῶς ἐκ τούτου εἰς τοῦτο καί ἐξ ἐκείνου πάλιν εἰς ἄλλο·
πᾶσιν ἐπιχειρεῖ καὶ πάλιν δυσαρεστεῖ καὶ οὐδέ ἓν τελειοῖ. Ἀσθενούντων
ἐπισκέψεις, ἢ ἀδελφῶν πνευματικῶν ὁμιλίας, ἢ μνείας Ἁγίων καὶ πανηγύρεις
προβάλλεται ὁ ἀκηδιαστὴς... εἰς μὲν ἀργολογίαν εὐπρόθυμος, εἰς δὲ προσευχὴν
λίαν ἀπρόθυμος· βάλλων ἐν τῇ κέλλῃ τὴν σύναξιν περισπασμῶν προφάσεις ζητεῖ,
καὶ τοῦτο μέν, φησίν, ἀνεπιτηδείως κεῖται·...»171.
Θεραπεία: α) Ἐργόχειρο καί προσευχή. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος σέ κατάσταση
ἀκηδίας λέει πρός τό Θεό: «Κύριε θέλω σωθῆναι καὶ οὐκ ἐῶσι με οἱ λογισμοί· τί
ποιήσω ἐν τῇ θλίψει μου; πῶς σωθῶ;»· ἡ ἀπάντηση εἶναι ἄμεση μέσῳ ὁράματος
ἀγγέλου πού τοῦ δείχνει τί πρέπει νά κάνει γιά να σωθεῖ· ὁ ἄγγελος φέρει τή

169
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.163.
170
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 149.
171
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἀντιόχου Πανδέκτου, τ.3, σ. 157.
188

μορφή τοῦ Ἀντωνίου πού: «καθεζόμενος καὶ ἐργαζόμενος εἶτα ἀνιστάμενος ἀπὸ
τοῦ ἔργου καὶ προσευχόμενος καὶ πάλιν καθεζόμενος καὶ τὴν σειρά πλέκοντα καὶ
εἶτα πάλιν τὴν προσευχὴν ἀνιστάμενος.»172.
Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ἀναφέρεται στά εὐεργετικά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας
στούς μοναχούς: «Μηδὲν ἐργαζόμενοι ἀλλὰ περιεργαζόμενοι, ἀπὸ ἀργίας ἀταξία,
ἀπὸ ἀταξίας πᾶσα κακία. Τούτοις τοῖς ἀποστολικοῖς διδάγμασιν οἱ κατὰ τὴν
Αἴγυπτον Ἅγιοι Πατέρες πεπαιδευμένοι, οὐδένα καιρὸν ἀργοὺς εἶναι τοὺς
Μοναχοὺς ἐπιτρέπουσι, καὶ μάλιστα τοὺς νεωτέρους, εἰδότες ὡς διὰ τῆς ὑπομονῆς
τοῦ ἔργου καὶ ἀκηδίαν ἀπελαύνουσι καὶ τὴν ἑαυτῶν τροφὴν προσπορίζουσι καὶ τοῖς
δεομένοις βοηθοῦσιν· οὐ μόνον γὰρ τῆς ἑαυτῶν χρείας ἐργάζονται ἕνεκα, ἀλλὰ
καὶ ξένοις καὶ πτωχοῖς καὶ τοῖς ἐν φυλακαῖς ἐκ τοῦ ἰδίου ἔργου ἐπιχορηγοῦσι,
πιστεύοντες τὴν τοιαύτην εὐποιΐαν θυσίαν ἁγίαν εὐάρεστον τῷ Θεῷ γίνεσθαι· καὶ
τοῦτο δὲ λέγουσιν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ ἐργαζόμενος ἑνὶ δαίμονι πολλάκις πολεμεῖ,
καὶ ὑπ' αὐτοῦ θλίβεται, ὁ δὲ ἀργός ὑπὸ μυρίων πνευμάτων αἰχμαλωτίζεται»173. Οἱ
μοναχοί ἄλλοι κουβαλοῦσαν ξύλα, ἄλλοι ἀσχολοῦντο στήν ὑπηρεσία μουλαριῶν,
στίς ἐργασίες τοῦ κήπου, στό φοῦρνο, στό μαγειρεῖο, ἄλλοι μέ τή ταχυγραφία καί
τή μελέτη βιβλίων καί ἄλλοι μέ τό πλέξιμο καλαθιῶν. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι παρ'
ὅλα αὐτά δέν παραμονεύει πάντα ὁ κίνδυνος τῆς πτώσης, γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται
συνεχής προσπάθεια. Ἡ ἐργασία δέν γίνεται μόνο γιά τήν κάλυψη βιοτικῶν
ἀναγκῶν ἀλλά γιά τόν κόπο καί τήν ἡσυχία ἀπό λογισμούς: «Γέρων κόπτων
φυλλίδια ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἔπλεκε σειρὰν καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν ποταμόν· οὐ διὰ γὰρ τὸ
χρήζειν εἰργάζετο, ἀλλὰ διὰ τὸν κόπον καὶ τὴν ἡσυχίαν.»174.
β) Μνήμη θανάτου. Σέ ἐρώτηση ἀδελφοῦ γιατί ἀκηδιᾶ ὅταν κάθεται στό κελλί
του, ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «διότι οὐχ ἑώρακας ἀκμὴν οὔτε τὴν ἐλπιζομένην ἀνά-
παυσιν, οὔτε τὴν ἐσομένην κόλασιν· εἰ γὰρ ταῦτα ἀκριβῶς εἶδες, εἰ σκωλήκων
ἔγεμε τὸ κελλίον σου, ὥστε σε ἐν αὐτοῖς ἕως τραχήλου δεδυέναι, ἤτοι κεχωρισμέ-
νον εἶναι, ὑπέμενες ἂν μὴ ἀκηδιῶν.»175.

172
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.169.
173
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.163.
174
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.88.
175
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.170.
189

γ) Μνήμη Θεοῦ μέσῳ αὐτοσυνειδησιακοῦ ἐλέγχου καί ἀπολογισμοῦ: «Ἀδελφός


τις ἐν τῇ ἐρήμῳ... ὑπὸ τῆς ἀκηδείας ἐπολεμεῖτο δεινῶς ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ κελλίου
ἔλεγε πρὸς ἑαυτόν· διατὶ ἀκηδιᾷς, ἄθλιε, καὶ ζητεῖς ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ κελλίου; οὐκ
ἀρκεῖ σοι τοῦτο, εἰ καὶ μηδὲν ποιεῖς ἀγαθόν, τὸ μηδένα σκανδαλίζειν ἢ θλίβειν, ἢ
καὶ αὐτὸς σκανδαλίζεσθαι καὶ θλίβεσθαι ὑπό τινος; γνῶθι ἀπὸ πόσων κακῶν
ἐῤῥύσατό σε ὁ Κύριος· οὐκ ἀργολογεῖς, οὐκ ἀκούεις τὰ μὴ συμφέροντα, οὐχ ὁρᾷς
τὰ βλάπτοντα, εἷς σοι πόλεμος ἐστι, τῆς ἀκηδίας, καὶ δυνατός ἐστιν ὁ Θεός καὶ
τοῦτον καταργῆσαι, εἰ ἐν ταπεινώσει καὶ συντριβῇ καρδίας ἀδιαλείπτως προσπίπτεις
αὐτῷ καὶ ἐπικαλῇ τὴν Αὐτοῦ βοήθειαν· γινώσκει δέ σου καὶ τὴν ἐν πᾶσιν ἀσθένειαν,
καὶ οὐ συγχωρήσει σοι πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασαι·...»176.
δ) Θεραπεία βάσει συμπτωμάτων. Πάθηση: ἀμελεῖς καί ὀκνηρές ψυχές· σύμπτω-
μα: ἀπογοήτευση καί ἀπόγνωση· θεραπεία: 1) ἔπαινος 2) ὑπερτίμηση τοῦ ἐλαχίστου
καλοῦ 3) ὑποτίμηση τοῦ σοβαροῦ σφάλματος 4) παραμυθία (ἔνστοργος παρηγορία)
5) ὑπενθύμηση τῆς ἀνεξάντλητης εὐσπλαχνίας καί καλωσύνης τοῦ Θεοῦ. Ἡ
θεραπεία βασίζεται στή διάγνωση τῶν αἰτίων· τονίζεται ἡ μέθοδος τοῦ διαβόλου
πού εἶναι ἰσοδύναμη τοῦ διαστρέφειν μέ συνέπειες: στούς ἀσταθεῖς στήν πίστη
ἐμφανίζει ἐξογκωμένα τά λάθη τους ὥστε νά βρίσκονται σέ ἀπόγνωση177.
Κενοδοξία / ὑπερηφάνεια: Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ἀναφέρει: «Τὸ τῆς κενοδοξίας
πάθος πολύμορφον ἐστι καὶ λεπτότατον καὶ οὐδὲ ταχέως οὐδὲ ὑπ' αὐτοῦ τοῦ
πειραζομένου καταλαμβανόμενον ... καὶ γὰρ ἐν παντὶ ἐπιτηδεύματι παρυφίσταται, ἐν
σχήματι, ἐν φωνῇ, ἐν λόγῳ, ἐν ἔργῳ, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν εὐχῇ, ἐν
ἀναγνώσει, ἐν ἡσυχίᾳ, ἐν μακροθυμίᾳ· διὰ πάντων τούτων ἐπιχειρεῖ τὸν στρατιώτην
τοῦ Χριστοῦ κατατοξεύειν»178. Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ θεωρεῖ συνεπακόλουθα τῆς
κενοδοξίας τήν ὀκνηρία, τόν ἔρωτα τῆς κατά κόσμον ζωῆς καί τήν πορνεία179.
Σέ πολλούς Πατέρες τό πάθος τῆς κενοδοξίας δέν διαχωρίζεται ἀπό αὐτό τῆς
ὑπερηφανείας· σέ ἄλλους ὅμως γίνεται ὁ διαχωρισμός. Ὁ κενόδοξος εἶναι αὐτός
πού ἀρέσκεται στούς εὐτελεῖς καί ἐπιπόλαιους ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων ἐνῶ ὁ
ὑπερήφανος εἶναι αὐτός πού περιφρονεῖ τούς ἀνθρώπους ἐξαιτίας αἰσθήματος

176
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.8, σ.170-171.
177
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίας Συγκλητικῆς, τ.1, σ.26-27.
178
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.303.
179
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 29-32.
190

ὑπεροψίας. Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ἀναφέρει: «Ὁ τῆς ὑπερηφανείας δαίμων διπλῆν


ἔχει τὴν πονηρίαν· ἢ γάρ ἑαυτῷ ἀναπείθει τὸν Μοναχὸν ἐπιγράφειν τὰ
κατορθώματα καὶ οὐχί τῷ Θεῷ, τῷ πάντων τῶν καλῶν χορηγῷ καὶ βοηθῷ πρὸς
κατόρθωσιν, ἢ τούτῳ μὴ πειθόμενον, τοὺς ἔτι ἀμελεστέρους τῶν ἀδελφῶν
ὑποβάλλει ἐξουθενεῖν.»180.
Ὁ ἀββᾶς Νισθερώ ἀπομακρύνεται ἀπό μεγάλο φίδι πού βρίσκει στό δρόμο του, ὄχι
ἐξαιτίας φόβου· ἀποφεύγοντας τόν κίνδυνο, ἀπομακρυνόμενος ἀπό αὐτό,
συγχρόνως ἀποφεύγει καί τήν κενοδοξία (τήν ταυτίζει μέ τήν ὑπερηφάνεια) πού θά
προκαλοῦσε ἡ ὑποτιθέμενη ἀναμέτρηση μαζί του181.
Ἄλλοτε πάλι συναντᾶται ἰδιόμορφη συμπεριφορά ἀπό τούς ἀββάδες ὡς πρός τίς
συναναστροφές τους: «Εἶπε γέρων· ἢ φεύγων φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους, ἢ ἐμπαίζων
ἔμπαιξον τῷ κόσμῳ καὶ τοῖς ἀνθρώποις, μωρὸν σεαυτόν ὡς τὰ πολλά ποιῶν.»182.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀποφεύγει νά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ ἀββᾶς
Θεόδωρος ἀπό τή Φέρμη στίς συναναστροφές του γίνεται ἀπότομος ὥστε νά μήν
εἶναι συμπαθής183·
Τό συχνό διηγηματικό πλαίσιο τῆς διαφορετικῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἀββάδων
ἀπέναντι στούς φιλοξενούμενους σέ σχέση μέ τήν κανονική ροή τῆς ζωῆς τους,
ἀποσκοπεῖ στήν ἀποφυγή ἐπαίνων καί περιφρούρηση τῆς ψυχῆς τους ἀπό τήν
κενοδοξία: Ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ στήν Πανεφώ ὅταν εἶναι μέ τούς μοναχούς του, πίνουν
ὑφάλμυρο νερό καί ψάλλουν, ἐνῶ ὅταν ἔχουν ἐπισκέπτες (τόν Εὐλόγιο) πίνουν
κρασί καί δέν ψάλλουν κατ' οἰκονομία καί διάκριση ὥστε οὔτε νά σκανδαλίζουν
οὔτε ὅμως καί νά διεγείρουν τά ἐγκώμια τῶν ἀνθρώπων184.
Σέ παρόμοια διήγηση (ἐπίσκεψη ἐπισκόπου Ἠλιουπόλεως Ἀδέλφιου στόν ἀββά
Σισώη)185, ὁ ἐπίσκοπος ἀναφωνεῖ: «συγχώρησόν μοι, Ἀββᾶ, ὅτι ἀνθρώπινον τι
ἐλογισάμην, σὺ δὲ τὸ τοῦ Θεοῦ ἐποίησας· ἀπεκρίθη δὲ αὐτῷ ὁ Ἀββᾶς Σισώης· ἐὰν
μὴ ὁ Θεός δοξάσῃ ἄνθρωπον, ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου οὐδὲν ἐστίν.»· ὁ λόγος τῆς
μετάνοιας τοῦ ἐπισκόπου εἶναι γιατί συνέστησε στόν ἀββά Σισώη ν' ἀποκρύψει τήν

180
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ. 358.
181
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.15, σ.316.
182
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.6, σ. 298.
183
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.311.
184
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.7-8, σ.314.
185
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.17-19, σ.317.
191

παρατυπία ὅτι τρώγανε λόγῳ φιλοξενίας ἀπό τούς ἐλθόντας ἀδελφούς γιά νά μήν
κατηγορηθεῖ· ὁ ἀσκητής ὅμως προτίμησε τήν κατάκριση τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τήν
ἀνθρωπαρέσκεια.
Ὅσοι ἐπιδιώκουν τήν ἀρετή κατευθυνόμενοι ἀπό εὐτελή ἐλατήρια, ὅπως
ἀνθρωπαρέσκεια ἤ ὑπερηφάνεια ἤ ἀποβλέπουν σέ διεφθαρμένους σκοπούς, τούς
ἐγκαταλείπει ὁ Θεός καί περιπίπτουν σέ σφάλματα ἀνάλογα τοῦ ἁμαρτωλοῦ τους
σκοποῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἄλλοτε σφάλλει κατά τήν πρόθεση καί ἄλλοτε κατά τήν
πράξη. ∆ιάσταση κενοδοξίας μπορεῖ νά ἐμφανιστεῖ καί σέ περιπτώσεις πού ἀρχικά
δέν ἐπισημαίνεται. Μοναχός τοῦ Κοινοβίου τοῦ Ἁγίου Παχωμίου ἐν καιρῷ εἰρήνης
ἐπιθυμεῖ νά γίνει Μάρτυρας186· Στό ἱστορικό προσκήνιο τῆς διήγησης (περίοδος Μ.
Κωνσταντίνου) σκιαγραφεῖται ἡ διάθεση τόσο τοῦ οἰκειοθελοῦς μαρτυρίου χωρίς
νά ὑφίσταται ἰδιαίτερος λόγος ὅσο καί ἡ «ἐπιφυλακτική» θέση τῆς Ἐκκλησίας πρός
αὐτό. Ὁ Ἅγιος Παχώμιος νουθετεῖ τόν μοναχό καί τοῦ λέει νά προσέχει μήπως
ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα ἀντί νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό τόν ἀρνηθεῖ· τονίζει μάλιστα
ὅτι: «...ἀληθῶς γὰρ σφάλλει ὁ αὐτομολῆσαι βουλόμενος καὶ ἐμπεσεῖν εἰς
πειρασμόν, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κελεύοντος ἡμῖν προσεύχεσθαι μὴ
ἐμπεσεῖν εἰς πειρασμόν.». Ὅταν ὁ προορατικός Γέροντας Παχώμιος καταλαβαίνει
ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς δοκιμασίας τοῦ μοναχοῦ, πάλι τόν διδάσκει καί τόν στηρίζει
μέ γραφικά χωρία ἀλλά συγχρόνως καί τόν ἐνημερώνει γιά τό τί πρόκειται νά
συμβεῖ. Ὁ μοναχός πράγματι συλλαμβάνεται ἀπό εἰδωλολάτρες ληστές, τούς
Βλέμμυες: «Ὁ δὲ ἰδὼν γυμνὰ τὰ ξίφη, καὶ τὸ ἦθος αὐτῶν τὸ ἄγριον φοβηθείς,
ἔλαβε καὶ ἔσπεισε τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν, καὶ ἔφαγε μετ' αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν κρεῶν
τῶν εἰδωλοθύτων καὶ δειλιάσας τὸν σωματικόν θάνατον, τὸν ψυχικόν ἀπέθανε,
τὸν ∆εσπότην Χριστόν ἀρνησάμενος». Στή συνέχεια ἀπελευθερώνεται ἀπό τούς
ληστές καί γυρίζει πίσω συντετριμμένος ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του στό
Γέροντά του.
Ὁ Γέροντας καί πάλι ἐπικαλούμενος τήν εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου
τόν παρηγορεῖ δίνοντάς του ἐλπίδα στή μετάνοιά του: «Σὺ μὲν ἄθλιε, παντελῶς
σεαυτόν ἀλλότριον τοῦ Κυρίου κατέστησας, ἀγαθὸς δέ ἐστιν ὁ Θεός, καὶ οὐδέποτε

186
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 431-432. πρβλ. π. Κ.
Παπαδόπουλου, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες εἰς τήν ζωήν καί τήν πίστιν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι
1997, σ. 198 κ.ἑ.
192

συνέσχεν εἰς μαρτύριον ὀργὴν αὐτοῦ, ὅτι θελητὴς ἐλέους ἐστί, καὶ τὰς ἁμαρτίας
ἡμῶν αἴρει ἐξ ἡμῶν μετανοούντων· οὐ γὰρ τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὴν
μετάνοιαν καὶ τὸν πεσόντα μὴ ἐμμένειν τῷ πτώματι, ἀλλὰ ἀναστῆναι· διὰ τοῦτο μὴ
ἀπογνῶς σεαυτοῦ, ἔστι γὰρ ἐλπὶς σωτηρίας· ἐὰν γάρ, φησίν, ἐκκοπῇ δένδρον,
πάλιν ἀνθήσει. Ἐάν οὖν θέλῃς ἀκοῦσαι μου κατὰ πάντα, ἅπερ ἂν εἴπω σοι, ἕξεις
συγχώρησιν παρὰ Θεοῦ.».
Προτερήματα πού δίνονται κατ' οἰκονομία Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, ὅταν δέν
χρησιμοποιοῦνται μέ σκοπό τό ἀγαθό παύουν νά εἶναι προτερήματα καί ἀποτελοῦν
αἰτία βλάβης. « Ἔλεγον περὶ τίνος γέροντος ὅτι ἑπτὰ ἔτη ἠτεῖτο τὸν Θεόν περί τινος
χαρίσματος, καὶ ἐδόθη αὐτῷ· ἀπῆλθεν οὖν πρός τινα μέγαν Γέροντα καὶ
ἀνήγγειλεν αὐτῷ διὰ τὸ χάρισμα, ἐκεῖνος δὲ ἀκούσας ἐλυπήθη καὶ εἶπε· μέγας
κόπος· καὶ εἶπε τῷ γέροντι· ὕπαγε ποίησον ἄλλα ἑπτὰ ἔτη παρακαλῶν τὸν Θεόν ἵνα
ἀρθῇ ἀπὸ σοῦ, οὐ γὰρ συμφέρει σοι· καὶ ἀπελθὼν ἐποίησεν οὕτως, ἕως οὗ ἦρθη
ἀπ' αὐτοῦ.»187.
Μεταξύ τῶν παθῶν παρατηροῦνται ἀμφίδρομες σχέσεις. Ὁ ἅγιος Μάξιμος
ἐπισημαίνει: «Πάντα τὰ ἄτιμα πάθη τῆς ψυχῆς τὸν τῆς κενοδοξίας ἀπελαύνουσι
λογισμόν· καὶ πάντων τῶν προειρημένων ἡττημένων, ἐπ' αὐτὴν αὐτὸν ἀναλύουσιν...
Ὁ μὲν γὰρ κενόδοξος δαίμων, πνευματικὴν γνῶσιν ὑποκρινόμενος παραπέμπει τῷ
δαίμονι τῆς πορνείας, ὁ δὲ τῆς πορνείας καθ' ὑποχώρησιν, καθαρότητα προσποιού-
μενος, ἀναπέμπει τῷ δαίμονι τῆς κενοδοξίας· διὸ λαμπρὰν περιθεὶς ἐσθῆτα, φησίν,
ὁ Ἡρώδης ἀνέπεμψε Πιλάτῳ τὸν Ἰησοῦν... Κενοδοξία καὶ φιλαργυρία ἀλλήλων εἰσὶ
γεννήτριαι· οἱ μὲν γάρ κενοδοξοῦντες πλουτοῦσιν, οἱ δὲ πλουτοῦντες κενοδο-
ξοῦσιν, ἀλλ' ὡς κοσμικοί· ἐπεὶ ὁ Μοναχὸς ἀκτήμων ὢν μᾶλλον κενοδοξεῖ·»188.
Θεραπεία: α) Αὐτομεμψία. Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός προτρέπει: «Μηδὲν ποιείτω
περιβλεπόμενος τὸ τῶν ἀνθρώπων ἔπαινον, ἀλλὰ τὸν παρὰ τοῦ Θεοῦ μισθὸν
ἐπιζητείτω μόνον, ἀπορρίπτων ἀεὶ τοὺς ἐπερχομένους ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ

187
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 15, σ.451.
188
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.306· παραδειγματική χρήση
Γραφῶν: ὁ Πιλάτος ἐκπρόσωπος τῆς Ρώμης, ἐνδιαφερόμενος μόνο γιά τήν ἐξωτερική
λαμπρότητα ἐνσαρκώνει τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας ἐνῶ ὁ Ἡρώδης μέ τούς ἀνόμους ἔρωτές του
τό πνεῦμα τῆς πορνείας, πού συμφιλιώνονται μπροστά στήν παράνομη καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ πού
εἶναι ἡ ἐνσαρκούμενη ἀρετή.
193

λογισμούς, καὶ ἐπαινοῦντας αὐτὸν καὶ ἐξουθενείτω ἑαυτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· οὕτω
γὰρ δυνήσεται σὺν Θεῷ ἀπαλλαγῆναι τοῦ πνεύματος τῆς κενοδοξίας.»189.
β) Μετατροπή τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἔπαρσής σέ ἀντικείμενο ἐξευτελισμοῦ : Ὁ
μέγας Παχώμιος ἐπιτιμεῖ μοναχό πειραζόμενο ἀπό κενοδοξία, καθώς ὁ κανόνας
του ἦταν νά κάνει μία ψάθα καθημερινά κι αὐτός ἔκανε δύο ἐπιδεικνύοντάς τες
τόσο στό Γέροντα ὅσο καί στούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, ὡς ἑξῆς190:
1) «...ἐρχομένων τῶν ἀδελφῶν, κατέχων τὰ δύο ψιάθια, στὰς ὄπισθεν αὐτῶν εἴπῃ·
δέομαι ὑμῶν. ἀδελφοί, εὔξασθε ὑπὲρ τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς, ἵνα ὁ πανοικτίρμων
Θεὸς ταῖς ὑμετέραις εὐχαῖς, ἐλεήσῃ αὐτὴν, προκρίνασαν μᾶλλον τὰ δύο ψιάθια
ταῦτα τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ»·
2) «...ἐν τῷ ἐσθίειν τοὺς ἀδελφούς, ἐκέλευσε τὸν αὐτὸν τρόπον ἐστάναι ἐν μέσῳ
μετά τῶν ψιαθίων, ἕως οὗ ἀναστῶσιν ἐκ τῶν τραπεζῶν οἱ ἀδελφοί.»·
3) «...ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐγκλεισθῆναι μόνον εἰς κελλίον, καὶ ἐπὶ πενταμηνιαῖον
χρόνον καθ' ἑκάστην ἡμέραν δύο ψιαθία ποιεῖν, καὶ ἐσθίειν ἄρτον μετὰ ἅλατος
μόνον καὶ μηδένα τῶν ἀδελφῶν συντυγχάνειν αὐτῷ.».
γ) Ἡ διάκριση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κενοδοξίας: «Εἶπε
γέρων· νοῦν μὲν πλανώμενον ἵστησιν ἀνάγνωσις καὶ ἀγρυπνία καὶ προσευχή·
ἐπιθυμίαν δὲ φλεγομένην, μαραίνει πεῖνα καὶ κόπος καὶ ἀναχώρησις· θυμὸν
ταρασσόμενον, καταπαύει ψαλμωδίᾳ καὶ μακροθυμία καὶ ἔλεος καὶ ταῦτα τοῖς
προσήκουσι χρόνοις τε καὶ μέτροις γινόμενα· τὰ γὰρ ἄκαιρα καὶ ἄμετρα,
ὀλιγοχρόνια· τὰ δὲ ὀλιγοχρόνια, βλαβερά μᾶλλον καὶ οὐκ ὠφέλιμα.»191.
Ἡ σύνεση πρέπει νά καθοδηγεῖ: «Εἶπε γέρων· ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου ὧν πράττω,
ἐννοῶ πρότερον καὶ ἀποβλέπω εἰς τὸν καρπὸν αὐτοῦ τί τάξεται, εἴτε ἐν τοῖς
λογισμοῖς εἴτε ἐν ταῖς πράξεσιν»192· καί ἀλλοῦ: «Εἶπε γέρων ὅτι τὰ ὑπέρμετρα
πάντα τῶν δαιμόνων εἰσίν.»193.
Ἡ μέση ὁδός ἤ τό «πᾶν μέτρον ἄριστον» ἀποτελεῖ καί μέτρο τῶν Γερόντων: «... καὶ
γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν γραφῶν καὶ ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου
οὐκ ἐστι τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα· ... ὁ γὰρ τὴν ἀγάπην κατορθώσας,

189
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.3, σ.304.
190
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.3, σ.329-330.
191
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.372.
192
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.12, σ.373.
193
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.9, σ.373.
194

καθαρὸς ἐστὶ τῇ καρδίᾳ, καὶ τὸν Θεὸν ἐν ἑαυτῷ ἔχει, καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ μετά τοῦ
Θεοῦ ἀεί ἐστι, καὶ τὸ ἐκείνου κάλλος φαντάζεται... . Ἡ γὰρ διάκρισις ἀκρόπολις
ἐστι καὶ βασιλίς τις ἐν ταῖς λοιπαῖς ἀρεταῖς· ... ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπισημοτάτων τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος χαρισμάτων μία τυγχάνει· καθὼς καὶ ὁ Ἀπόστολος διδάσκει
λέγων· 'ᾧ μὲν δίδοται διὰ τοῦ πνεύματος λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος
γνώσεως, κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἄλλῳ δὲ διάκρισις πνευμάτων'194... αὕτη γὰρ ᾧ
ἐὰν προσγένηται, διδὰσκει αὐτὸν πᾶσαν ἔλλειψιν καὶ ὑπερβολήν ἐκκλίνειν καὶ ὁδῷ
βασιλικῇ ὀδεύειν ἀεί, καὶ οὔτε ἐκ τῶν δεξιῶν διὰ τῶν ὑπερβολικῶν καὶ εὐλογοφα-
νῶν πραγμάτων συγχωρεῖ κλέπτεσθαι, οὔτε ἐκ τῶν ἀριστερῶν κατασύρεσθαι πρὸς
ῥᾳθυμίαν καὶ χαύνωσιν.»195.
δ) Θεραπεία βάσει συμπτωμάτων. Πάθηση: ὑπερηφάνεια· θεραπεία: ἀναφορά
παραδειγμάτων πού εἶναι συγκριτικά σέ καλύτερη θέση ἀπό τούς πάσχοντες. Ἡ
θεραπεία βασίζεται στή διάγνωση τῶν αἰτίων. Ἡ μέθοδος τοῦ διαβόλου εἶναι τό
«διαστρέφειν», μέ ἀποτέλεσμα τούς ἀγαπῶντες τήν ἄσκησιν νά προσπαθεῖ νά τούς
κάνει νά ξεχνοῦν ὅτι σφάλλουν γιά νά πέσουν στό λάθος τῆς ὑπερηφάνειας196.
Ἡ ὑποτίμηση τοῦ «ἑαυτοῦ» ἀποτελεῖ μέθοδο ἀντιμετώπισης τοῦ πάθους: Ὁ ἀββᾶς
Ἰσίδωρος τῆς Σκήτεως ὅταν ὁ λογισμός τοῦ ἔλεγε ὅτι ἦταν μεγάλος, ἐκεῖνος
σύγκρινε τόν ἑαυτό του -θεωρώντας τον ὑποδεέστερο- μέ τόν Ἀντώνιο, Παμβώ καί
τούς ἄλλους Πατέρες197.
ε) Θεραπεία διά τοῦ ἐναντίου ἀγαθοῦ, δηλ. τήν ταπεινοφροσύνη: «μέγιστον γάρ
ἐστιν ἐν κακοῖς ὑπερηφανία· καὶ τοῦτο δῆλον, ἐκ τοῦ ἐναντίου αὐτοῦ ἀγαθοῦ τῆς
ταπεινοφροσύνης, ἥτις, οὕτω μεγάλη ἐστίν, ὡς πάσας μὲν τὰς ἀρετὰς μιμεῖσθαι τὸν
διάβολον, ταύτην δὲ μὴ εἰδέναι ὅλως τί ἐστιν.»198.
Οἱ Γέροντες παρατηρεῖται νά ἀποφεύγουν νά κάνουν θαύματα δημόσια μήν
ἐπιθυμώντας τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τόν θαυμασμό. Τονίζουν μάλιστα σέ
περιπτώσεις πού πραγματοποιοῦνται θαύματα, ὅτι αὐτός πού θεραπεύει εἶναι ὄχι
αὐτοί ἀλλά ὁ Θεός. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν γιά θαῦμα ἰάσεως παιδιοῦ λέει στόν πατέρα:
«Ὁ Θεός ἴασαι τὸ πλᾶσμα σου, ἵνα μὴ κυριευθεῖ ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ· καὶ σφραγίσας

194
Α’ Κοριν., ιβ’, 8-10.
195
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.3, σ.377-381.
196
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Συγκλητικῆς, τ.1, σ.26.
197
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ. 50.
198
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Συγκλητικῆς, τ.3, παρ.10, σ.342.
195

αὐτὸ εὐθέως ἐθεράπαυσε καὶ ἀπέδωκε τῷ πατρί αὐτοῦ ὑγιές.»199. Ὁ ἀββᾶς


Σισώης200 ἀνασταίνει παιδί χωρίς νά ξέρει ὅτι εἶναι πεθαμένο λέγοντάς του:
«ἀνάστα, ἔξελθε ἔξω»· ὁ ἀββᾶς Βησαρίων θεραπεύει δαιμονισμένο πού ἐπί τούτου
ἔχουν βάλει οἱ μοναχοί νά κοιμᾶται μπροστά στό ἱερό γιά νά τόν βρεῖ ὁ ἀββᾶς καί
νά τόν θεραπεύσει201· ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος θεραπεύει σφραγίζοντας γυναίκα
ἔχουσα καρκίνο μαστοῦ λέγοντάς της: «ἄπελθε καὶ ὁ Θεός σε θεραπεύει·
Λογγῖνος γάρ, οὐδὲν σὲ δύναται ὠφελῆσαι.»202.
Ἡ ἑπόμενη διήγηση203 ἀναφέρεται στό κατά πόσον πρέπει νά δοκιμάζεται τό
ὄνομα τοῦ Θεοῦ αἰτώντας θαυματουργικές ἐνέργειές Του πρός ἀπόδειξη τῆς
ἀλήθειας τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντος Παχωμίου -πού
ἀντιπροσωπεύει καί τή θέση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας-εἶναι σαφής: «... παρεγγυᾶτο
τοῖς ἀδελφοῖς μὴ ἐπὶ οἰκείοις κατορθώμασι μέγα φρονεῖν, μηδὲ ἐπτοῆσθαι
ὀπτασίαις τισί, μηδὲ πειράζειν διὰ τοιούτων αἰτήσεων τὸ Θεῖον, ὅτι πολλαὶ αἱ
μηχαναὶ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα πάντα παντί ἀνθρώπῳ περιττὰ καὶ
ἐπικίνδυνα ὑπάρχει, φήσαντος πρὸς τὸν ἐχθρὸν τοῦ σωτηρίου λόγου οὐκ
ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεὸν Σου.». Πιλοτικά ἐρωτήματα τοῦ ἐρευνώμενου
διηγηματικοῦ ὑλικοῦ γιά τό ποιό ἀπό τά δύο εἶναι τό ἀληθινό καί σωστό, τόσο σέ
σχέση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τήν εἰδωλολατρία ἤ μέ τίς αἱρέσεις ἤ ἀκόμη καί μεταξύ
ὁμοπίστων (γιά τό μέγεθος τῆς πίστεως τους), κλονίζονται ἀπό τήν προηγούμενη
θέση. Ὁ Παχώμιος στή συγκεκριμένη περίπτωση ἀπορρίπτει τό αἴτημα τῶν
αἱρετικῶν, νά ἀναμετρήσουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης τους μέ αὐτή τῶν ὀρθοδόξων,
διαβαίνοντας ποταμό σά νά περπατοῦσαν σέ ξηρά, λέγοντας: «...οὗτοι κατὰ
συγχώρησιν Θεοῦ ἠδύναντο ἴσως τὸν ποταμόν περάσαι ὡς διά ξηρᾶς,
συνεργοῦντος αὐτοῖς τοῦ διαβόλου πρὸς τὸ τὴν αἵρεσιν τῆς ἀσεβείας αὐτῶν τοῖς
ἐπερειδομένοις ἐπ' αὐτῷ βεβαιωθῆναι, καὶ τῷ δράματι τούτῳ πίστιν τισὶ τῶν ἤδη
ἠπατημένων παρ' αὐτοῦ παρασχεῖν, ἐμοὶ δὲ οὐκ ἀναγκαῖον τοῦτο.». Ὁ πνευματικά
ὥριμος πιστός δέν ἔχει ἀνάγκη τά θαύματα γιά νά πιστέψει.

199
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ζ’, σ.85.
200
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιη’, σ.112.
201
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.21, σ.460.
202
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.63.
203
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.9-13, σ.451.
196

Στήν ἀντίληψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀρετές ἐκπροσωποῦν τή θετική


πτυχή αὐτοῦ πού τά πάθη παρουσιάζουν, δηλ. τήν ἀρνητική. Ἐάν τά πάθη συνιστοῦν
μία παθολογία τοῦ ἀτόμου, οἱ ἀρετές ἀποκαλύπτουν μία κάποια ὑγεία καί τήν
πορεία πρός τήν τελειότητα. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἐπισημαίνει: «εἰ μέλλῃ ἄνθρωπος
οἰκοδομῆσαι οἶκον, πολλὰς ὕλας συνάγει, ὅπως δυνηθῇ στῆσαι τὸν οἶκον καὶ
διάφορα εἴδη συνάγει· οὕτω καὶ ἡμεῖς, λάβωμεν πρὸς μικρὸν ἀπό πασῶν τῶν
ἀρετῶν.»204. Τό κτίσιμο (οἰκοδόμηση) τοῦ «ἑαυτοῦ» γίνεται μεταφορικά ὅπως στήν
τέχνη τῆς οἰκοδόμησης καί πολύ πετυχημένα περιγράφει ὁ ἀββᾶς ∆ωρόθεος:
πρῶτα πρέπει νά πέσει τό θεμέλιο πού εἶναι ἡ πίστη· ἀπό κεῖ καί πέρα κτίζεται
συμμετρικά ἡ οἰκοδομή· δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά κάνεις ὑπακοή; βάλε λιθάρι ὑπακοῆς·
συνέβη νά ὀργισθεῖ κάποιος μαζί σου, βάλε λιθάρι μακροθυμίας· σοῦ δόθηκε
εὐκαιρία γιά ἐγκράτεια; βάλε λιθάρι ἐγκράτειας· ἔτσι σέ κάθε εὐκαιρία πού
συναντᾶς γιά ἀρετή βάζεις ἕνα λιθάρι στήν οἰκοδομή· καί ἔτσι ὁλόγυρα νά τήν
καλύπτεις μ' ἕνα λιθάρι συμπάθειας, μ' ἕνα λιθάρι ἐκκοπῆς θελήματος, ἕνα λιθάρι
πραότητας. Πάνω ἀπ' ὅλα νά καλλιεργεῖς τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνδρείας
γιατί αὐτές εἶναι οἱ γωνίες καί μ' αὐτές στερεώνεται ἡ οἰκοδομή καί ἑνώνονται οἱ
τοῖχοι μεταξύ τους χωρίς νά γέρνουν καί νά κάνουν ἐνδιάμεσα ρωγμές. Καί
ἐνδιάμεσα στά λιθάρια πρέπει νά μπαίνει λάσπη γιατί ἀλλιῶς σπάζουν τά λιθάρια
καί γκρεμίζεται ἡ οἰκοδομή. Λάσπη εἶναι ἡ ταπείνωση ἐπειδή γίνεται ἀπό χῶμα καί
πατιέται ἀπ' ὅλους. Ἡ στέγη εἶναι ἡ ἀγάπη πού εἶναι ἡ τελείωση ὅλων τῶν ἀρετῶν,
ἀλλά καί τό περιτείχισμα τῆς ταράτσας ἔχει ἀνάγκη ἀπό λάσπη, δηλ. ἀπό ταπείνωση
καθώς ὅσο πλησιάζει κανείς στό θεό τόσο πιό ἁμαρτωλό βλέπει τόν ἑαυτό του. Κι
ὁ τεχνίτης (οἰκοδόμος) πρέπει νά κτίζει μέ ἐπίγνωση γιατί ἄν στραβοκτίζει
γκρεμίζεται ἡ οἰκοδομή205.
∆έν ἀποκτᾶ κάποιος ὅλες τίς ἀρετές μαζί· πρέπει νά βάζει στόχο γιατί ἀλλιῶς
μπορεῖ νά κοπιάζει μάταια. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐπιστᾶ τήν προσοχή: «οὕτω καὶ
ἡμεῖς ὀφείλομεν λογίζεσθαι ποίαν ἀρετήν μετερχόμεθα, ἵνα μὴ εἰς κενὸν
κοπιάσωμεν.»206. Συχνά ὑπάρχουν δυσκολίες καί παρεκτροπές ἀπό τό δρόμο τῆς
ἀρετῆς, ἐξαιτίας τῆς δυσκολίας του· ὁ ἀββᾶς Ἠλίας σέ μία σύγκριση μέ τούς

204
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρλ’, σ.97.
205
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.150-153, σ.330-331.
206
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.5.
197

προγενεστέρους του λέει: «Στὶς μέρες τῶν Πατέρων μας ἀγαπιόνταν τρεῖς ἀρετές:
ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια. τώρα ὅμως κυριαρχοῦν στοὺς μοναχούς
ἡ πλεονεξία, ἡ γαστριμαργία καὶ ἡ θρασύτητα. Ὅποιο θέλεις κράτησε.»207.
Οἱ πειρασμοί δέν ἐπέρχονται ἄδικα. Ὅλα συμβαίνουν κατά τή δίκαια κρίση το
Θεοῦ. Ἄλλοτε πάσχουμε ἐξ αἰτίας τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἄλλοτε ἐξ αἰτίας
τῶν κακῶν πού προξενήσαμε στόν πλησίον μας. Οἱ θλίψεις καί οἱ τιμωρίες εἶναι
κατά τόν ἀββά Μάρκο «παιδευτικαί συμβάσεις»208· δέν εἶναι πάντοτε κατά τήν
ἐξωτερική μορφή ἀνάλογες καί ὅμοιες πρός τίς αἰτίες πού τίς προκαλοῦν. Ἐκεῖνο
πού ὁδηγεῖ μερικούς νά μήν πιστεύουν στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χρονική
ἀπόσταση καί ἡ ἀνομοιότητα τοῦ τρόπου μεταξύ ἁμαρτίας καί τιμωρίας. Ἡ ἀρετή δέν
μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ, ἄν πρῶτα δέν δοκιμαστεῖ: «Πᾶσα θλῖψις κατὰ θεὸν ἔργον
ἐστιν ἐνυπόστατον εὐσεβείας· ἡ γὰρ ἀληθινὴ ἀγάπη δι' ἐναντίων δοκιμάζεται· μὴ
λέγε κεκτῆσθαι ἀρετὴν ἐκτός θλίψεως, ἀδόκιμος γάρ ἐστι διὰ τὴν ἄνεσιν· πάσης
ἀκουσίου θλίψεως ἀναλογίζου τὴν ἔκβασιν, καὶ εὑρήσεις ἐν αὐτῇ ἁμαρτίας ἀναίρε-
σιν· διὰ θλίψεως τὰ ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις ἡτοίμασται, ὁμοίως καὶ τὰ κακὰ διὰ
κενοδοξίας καὶ ἡδονῆς.»209. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάνης Κολοβός τονίζει210: «∆ιὰ γὰρ τῶν
πολέμων προκόπτει ἡ ψυχή. Καὶ ἐλθόντος τοῦ πολέμου οὐκ ἔτι εὔξατο ἀρθῆναι
αὐτὸν ἀπ' ἀυτοῦ· ἀλλ' ἔλεγε δός μοι Κύριε ὑπομονὴν ἐν τοῖς πολέμοις»· ὅταν πῆρε
τέλος ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν ἄρθηκε συγχρόνως ἡ ταπείνωση καί συντριβή του.
Γι’ αὐτό κι ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων συνιστᾶ: «Ὅταν ἐν εἰρήνη τυγχάνῃς καὶ οὐ
πολεμεῖσαι, τότε μᾶλλον ταπεινοῦ· μήπως χαρᾶς ἀλλοτρίας ἐπεισελθούσης
καυχησώμεθα καὶ παραδοθῶμεν εἰς πόλεμον· πολλάκις γὰρ ὁ Θεὸς διὰ τὰς
ἀσθενείας ἡμῶν οὐ συγχωρεῖ ἡμᾶς παραδοθῆναι, ἵνα μὴ ἀπολώμεθα.»211. Ἡ
ἐξήγηση κατά τόν ἀββά Ποιμένα εἶναι ὅτι: «Πίστις ἐστὶ τὸ ἐν ταπεινοφροσύνῃ
διάγειν καὶ ποιεῖν ἔλεος»212 καί «ὁ ἄνθρωπος δέεται τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τοῦ
φόβου Θεοῦ ὥσπερ τῆς πνοῆς τῆς ἐκπορευομένης ἐκ τῆς ρινός αὐτοῦ.»213.

207
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.62.
208
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 8, σ.400.
209
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Μάρκου, τ.3, παρ.29, σ.403.
210
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.46.
211
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.22.
212
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ξθ’, σ.91.
213
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μθ’, σ.89.
198

Ὁ ἅγιος Βενέδικτος ἀπό ταπεινοφοσύνη δέν δέχεται ὅτι εἶναι ὑπεύθυνος


θαυματουργικῆς ἐνέργειας ἀλλά τήν προσδίδει στήν ὑπακοή τοῦ μαθητῆ. Ὁ μαθητής
ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀκολουθώντας τήν πορεία πού τοῦ χαράσσει ὁ δασκαλος, τό
ἀρνεῖται λέγοντας ὅτι αὐτός ἐκτέλεσε ἐντολή δασκάλου. Ἡ λύση ἀφηγηματικά
(σύμβαση) δίνεται ἀπό τόν δεχόμενο τήν θαυματουργική ἐνέργεια πού ὀμολογεῖ:
«ἐγὼ ἐν ὅσῳ ἐσυρόμην ἀπὸ τοῦ βάθους ἐπὶ τὴν χέρσον, ἐπάνω τῆς κεφαλῆς μου
τοῦ Ἀββᾶ μου (Βενέδικτου) τὴν μηλωτὴν ἐθεώρουν καὶ αὐτὸν μὲ ἐκ τῶν ὑδάτων
ἐκβάλλοντα κατενόουν.»214.
Ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα διευκρινίζει, χρησιμοποιώντας τήν ἐπαγωγική μέθοδο διά
παραδειγμάτων, ὅτι: «καὶ πάντα τὰ ἐνάντια, ἐὰν θέλωμεν, κέρδη γίνονται ἡμῖν.»215·
ἐξαγορά περηφάνειας μέ ταπεινοφροσύνη καί μακροθυμία, ἐξαγορά ἀτιμίας μέ
ἀνεξικακία, ἐξαγορά ψευδοκατηγορίας μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
διαπιστώνει: «ἡ πονηρία τὴν πονηρίαν οὐδαμῶς ἀναιρεῖ ... διὰ τῆς ἀγαθοποιΐας
ἀνέλῃς τὴν πονηρίαν»216. Κάτι παρόμοιο ἐπικαλεῖται καί ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας: «Εἴ τις
γὰρ ἔγνω τὴν γλυκύτητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἔγνω τὴν πικρίαν τοῦ ἐχθροῦ·
εἴ τις ἔγνω τὴν Βασιλείαν, αὐτὸς ἔγνω τὴν ἀκαθαρσίαν τῶν δυσωδιῶν· εἴ τις ἔγνω
τὸν καρπόν τῶν ἀρετῶν, αὐτὸς ἔγνω τίς ὁ καρπός τῆς κακίας· ἐὰν γὰρ μὴ φάγῃ τις
ἐξ ἀμφοτέρων, οὐ δύναται ἐπιγνῶναι τὴν διαφοράν αὐτῶν. Πῶς γάρ τις
ἐπιγνώσεται τὴν μανίαν τῆς φιλαργυρίας ἐὰν μὴ γεύσηται τῆς ἀναπαύσεως τῆς κατὰ
Θεόν πτωχείας; πῶς ἐπιγνώσεται τὴν πικρίαν τῆς ὀξυχολίας ἐὰν μὴ κτήσηται τὴν
γαλήνην τῆς πραότητος; πῶς ἐπιγνώσεται τὴν ταραχὴν τῆς ὀργῆς, ἐὰν μὴ κτήσηται
τὴν εἰρήνην τῆς μακροθυμίας; πῶς ἐπιγνώσεται τὴν ἀναίδειαν τῆς ὑπερηφανείας,
ἐὰν μὴ κτήσηται τὴν προσοχὴν τῆς ταπεινοφροσύνης; πῶς ἐπιγνώσεται τὴν ταραχὴν
τῆς ἀκηδίας ἐὰν μὴ κατασταθῶσιν αἱ αἰσθήσεις αὐτοῦ καὶ κατανοήσῃ τὸ φῶς τοῦ
Θεοῦ; Καὶ τὰ λοιπὰ δὲ πάθη οὐδαμῶς τις ἐπιγνῶναι δυνήσεται, εἰ μὴ τὰς ἀρετὰς
κτήσηται τὰς ἐναντιουμένας αὐτοῖς, καὶ ἀναιρούσας αὐτά.»217.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας θεωρεῖ προϋπόθεση τήν ἐπίγνωση τῆς αἰτίας τοῦ πειρασμοῦ
γιά νά μπορεῖ κάποιος νά ἐπιλέξει τό ἀντίδοτο: «Κατενόει δὲ καὶ τοὺς ταράσσοντάς

214
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.502.
215
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.43.
216
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρος’, σ.100.
217
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 374.
199

σε (λογισμούς) ἐκ ποίας προφάσεως θορυβοῦσι· πολλάκις γὰρ φέρουσι σοι


ὀλιγωρίαν, ἐκλέξασθαι τόπον αἰτίαν μὴ ἔχοντα καὶ πάλιν μεταμελόμενος κάθῃ·
τοῦτο δὲ ποιοῦσιν ὅπως γένηται ὁ νοῦς μετέωρος καὶ ἀργὸς. Οἱ δὲ ἐπιγνῶντες τὴν
κακουργίαν αὐτῶν ἀτάραχοι μένουσιν, εὐχαριστοῦντες τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τῷ τόπῳ ἐν ὧ
ὑπομεῖναι ἔδωκεν αὐτοῖς. Ἡ γάρ ὑπομονή, καὶ ἡ μακροθυμία καὶ ἡ ἀγάπη ἐπί τοῖς
κόποις καὶ μόχθοις εὐχαριστεῖ· ἡ δὲ ἀκηδία καὶ ἡ ὀλιγωρία, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὴν
ἀνάπαυσιν, ζητοῦσιν τόπον ἐν ὧ δοξάζονται· καὶ λοιπόν ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δόξης
ἐξασθενοῦσιν οἱ αἰσθήσεις καὶ ἀναγκαίως καὶ ἡ αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καταδυνα-
στεύει αὐτῶν καὶ ἀπόλλυσι τὴν ἐγκράτειαν τὴν κρυπτὴν διὰ τοῦ μετεωρισμοῦ καὶ τοῦ
κόρου.»218.
Ἡ ἐγκράτεια πρός τό ἴδιον θέλημα καί τήν ἐπιθυμία ἀποτελεῖ καί τή βασική
προϋπόθεση γιά τήν κτήση τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἀββᾶς Ἑλῆς ὅταν στήν ἔρημο τοῦ ἦλθε ἡ
ἐπιθυμία νά γευθεῖ μέλι καί βρῆκε πέτρα μπροστά του μέ κηρύθρα εἶπε: «ἄπελθε ἀπ'
ἐμοῦ ἡ ἀκόλαστος ἐπιθυμία. γέγραπται γὰρ πνεύματι περιπατεῖται καὶ ἐπιθυμίαν
σαρκὸς μὴ τελέσητε219. καὶ καταλιπὼν αὐτὰ ἀπηλλάγη.»220. Ἡ ἐγκράτεια εἶναι
βασική ἀρχή ὄχι μόνον γιά ἕναν Πατέρα ἀλλά γιά ὅλους· αὐτοί πού καταπατοῦν
τόν κανόνα εἶναι ἁπλά οἱ ἐξαιρέσεις· ἐνδεικτική ἡ παρακάτω διήγηση πού ἀφορᾶ
τόν ἀββά Μακάριο: «Ἄλλοτε δὲ σταφυλὰς πεμφθείσας αὐτῷ νεαρὰς ἐπιθυμήσαντι
μεταλαβεῖν ἐνδεικνύμενος τὴν ἐγκράτειαν ἀπέστειλεν αὐτὰς πρός τινα ἀδελφὸν
κάμνοντα καὶ αὐτὸν σταφυλὰς ἐπιθυμοῦντα. ὃς δεξάμενος καὶ λίαν περιχαρὴς
γενόμενος κρύπτειν αὐτοῦ τὴν ἐγκράτειαν βουλόμενος πρὸς ἄλλον ἀδελφὸν
αὐτὰς ἐξαπέστειλεν ὡς αὐτὸς ἀνορέκτως ἔχων περὶ τὸ βρῶμα. δεξάμενος δὲ
κἀκεῖνος τὸ βρῶμα ὡσαύτως πάλιν ἐποίησεν καὶ αὐτὸς λίαν ποθῶν μεταλαβεῖν. ὡς
δὲ λοιπόν εἰς πολλοὺς ἀδελφοὺς ἦλθον αἱ σταφυλαὶ μηδενὸς βουληθέντος αὐτῶν
μεταλαβεῖν, ὁ τελευταῖος αὐτὰς λαβών πρὸς Μακάριον αὐτὰς ἐξαπέστειλεν ὡς
μέγα δῶρον χαριζόμενος. ἐπιγνοὺς δὲ αὐτὰ ὁ Μακάριος καὶ πολυπραγμονήσας
ἐθαύμασεν εὐχαριστῶν τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ αὐτῶν ἐγκρατείᾳ. καὶ οὐδὲ αὐτὸς
αὐτῶν τέλος μετείληφεν.»221.

218
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.192.
219
Γαλ. 5.
220
Historia Monachorum in Aegypto, Περί ἀββᾶ Ἑλῆ, σ.92.
221
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Μακαρίου, σ.127.
200

Ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν θέλει κατάλληλη προετοιμασία (ἄσκηση): σταδιακή


χειραγώγηση τοῦ «ἑαυτοῦ»· δέν μπορεῖ κάποιος ἀπευθείας νά κερδίσει τήν
ἀκτημοσύνη ἄν προηγουμένως δέν περάσει ἀπό τό στάδιο τῆς ἀποκοπῆς τῆς
γαστριμαργίας καί τῆς φιληδονίας, δηλ. τῆς προσκολλήσεως σέ ὑλικά ἀγαθά. Ἡ
ἁγία Συγκλητική ἐπισημαίνει: «βαρὺ γὰρ οἶμαι τέχνης παρούσης, ὄργανα μὴ
τυγχάνειν... ∆ιὰ τοῦτο καὶ ὁ Σωτὴρ πρὸς τὸν πλησίον διαλεγόμενος, οὐκ ἀθρόως
αὐτῷ τὴν ἀποβολὴν τῶν χρημάτων προστάττει, ἀλλά πρῶτον ἐρωτᾷ αὐτὸν εἰ τὰ τοῦ
νόμου πεποίηκε, πρόσωπον γνησίου διδασκάλου ἀναδεξάμενος καὶ οἰονεὶ φάσκων·
εἰ τὰ στοιχεῖα ἔμαθες, εἰς τὰς συλλαβὰς παρείληφας, εἰ τῶν ὀνομάτων ἐν ἐπιστήμῃ
γέγονας δεῦρο λοιπὸν ἐπὶ τὴν τελειοτάτην ἀνάγνωσιν.»222.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ τονίζει: «μὴ νόμιζε φιλοκτημοσύνην μόνον εἶναι τὴν κτῆσιν τοῦ
χρυσίου καὶ τοῦ ἀργυρίου, ἀλλὰ πᾶν ὁ,τιοῦν ἐν ᾧ τὸ θέλημά σου κρέμαται...· ἐκτὸς
ἀκτημοσύνης, οὐ δύναται ψυχὴ ἐλευθερωθῆναι ἐκ τῆς ταραχῆς τῶν λογισμῶν· καὶ
ἐκτὸς ἡσυχίας τῶν αἰσθήσεων, τῆς εἰρήνης τῆς διανοίας οὐκ αἰσθηθήσεται· ἐκτὸς
δὲ γαλήνης λογισμῶν, ὁ νοῦς ἐν ἀποκρύφοις μυστηρίοις οὐ κινηθήσεται.»223.
Γέροντας προτείνει σέ ἐρωτώντα αὐτόν, νά μήν κρατήσει τά δύο ὁλοκότινα
(νομίσματα) γιά περίπτωση ἀσθενείας γιατί: «οὐκ ἔστι καλὸν κρατῆσαι πλεῖον τῆς
χρείας· τὰ οὖν δύο ὁλοκότινα κρατήσῃς εἰς αὐτὰ εὑρίσκεται ἡ ἐλπίς σου· καὶ ἐὰν
συμβῇ αὐτοῖς ἀπώλεια, οὐκέτι ὁ Θεός φροντίζει σου. Ἐπ' Αὐτὸν οὖν τὴν φροντίδα
ἡμῶν ἐπιρρίψωμεν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ἡμῶν.»224.
Ἡ προσφορά τῶν Γερόντων δέν φέρει τό χαρακτήρα τῆς ἀνταλλαγῆς·
ἀποδέχονται τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ εὐεργετούμενου χωρίς ἀντίτιμο σέ εἶδος:
«Γέρων τις σκητιώτης ἔμενεν εἰς τὸ ὄρος τὸ Παΐσιον, καὶ ἠνέχθη αὐτῷ τις
δαιμονιζόμενος, καὶ ἰάσατο αὐτόν· ὁ δὲ προσήνεγκεν αὐτῷ θαλλὶν μεστὸν χρυσοῦ·
ὁ δέ Γέρων οὐκ ἤθελε δέξασθαι· ἰδὼν δὲ αὐτὸν λυπούμενον ἐκράτησε τὸ θαλλὶν
κοῦφον, καὶ λέγει αὐτῷ· τὸ χρυσίον δὸς τοῖς πτωχοῖς ἀγάπην. Καὶ ἐποίησεν ὁ
Γέρων τὸ θαλλὶν κολόβιν, ἦν γὰρ τρίχινον καὶ σκληρόν καὶ ἐπὶ χρόνον πολὺν
ἐφόρεσεν αὐτό, ἵνα κατατρίψη τὰς σάρκας αὐτοῦ.»225.

222
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίας Συγκλητικῆς, τ.4, σ.17.
223
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.27.
224
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.8, σ.33.
225
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.2, σ.23.
201

Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις σκιαγραφεῖται ἡ στάση ὑποδοχῆς (οὐμανιστική


ψυχολογία Carl Rogers) μέ τίς ἐπί μέρους στάσεις τῆς «ἀνεκτικότητας», τοῦ
«σεβασμοῦ» καί τῆς «παραδοχῆς» πού μποροῦν νά ἐγγυηθοῦν τήν ἄνθηση τοῦ
ἀνθρώπινου προσώπου· θεωροῦνται βασικές καί θεμελιώδεις, προδιαθέτουν σέ μία
συμπεριφορά, εὐνοοῦν τίς διανθρώπινες σχέσεις καί δημιουργοῦν τίς κατάλληλες
συνθῆκες γιά τήν ἐπίτευξη κοινωνίας καί ἐπικοινωνίας226.
Ἡ κατανόηση ἀναφέρεται στήν ἀντίληψη τοῦ νοήματος τῶν λόγων ἤ καί τῶν
λοιπῶν ἐκφραστικῶν μέσων τοῦ ἄλλου· συνίσταται σέ μία ὀρθή ἀντίληψη τοῦ ὑπο-
κειμενικοῦ κόσμου τοῦ ἄλλου, πού περιλαμβάνει τό πλαίσιο ἀναφορᾶς του μαζί μέ
τίς προσωπικές ἀξίες πού συνάπτονται σ' αὐτό χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει ταύτιση μέ
τόν ἄλλον. Ἡ κατανόηση προϋποθέτει τήρηση ἀποστάσεως: ὁ ἀββᾶς Ἀμμώης λέει
σέ ἀδελφό: «ἄπελθε, πρόσεχε σεαυτῷ· ἐμοῦ τέως αἱ ἁμαρτίαι γεγόνασι τεῖχος
σκοτεινὸν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ.»227.
Τό νά ἐνεργεῖ κάποιος ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, σημαίνει κατανόηση τοῦ
ἄλλου. Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ἀναφέρει: «ὅτε οὖν ἐστι παρουσία ἀδελφῶν, μετὰ
παρρησίας δεξώμεθα αὐτούς· ὅτε δὲ καταμόνας ἐσμέν, χρείαν ἔχομεν τοῦ πένθους
ἵνα παραμείνῃ ἡμῖν.»228.
Χάριν φιλοξενίας οἱ Γέροντες καταλύουν τόν κανόνα τῆς νηστείας τους καί τρῶνε
μαζί μέ τούς φιλοξενούμενους. Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ρωτᾶ Γέροντα γιατί καταλύουν
τόν κανόνα τῆς νηστείας ὅταν ὑποδέχονται (φιλοξενοῦν) ἀδελφούς καί ἐκεῖνος τοῦ
ἀπάντησε: «οὐ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος νηστεύειν, ἐφ' ὅσον χρόνον ὁ
νυμφίος μετ' αὐτῶν ἐστιν· ὅταν δὲ ἀρθῇ ὁ νυμφίος, τότε μετ' ἐξουσίας
νηστεύουσιν»229.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν σέ ἐπισκέπτη του πού διερωτᾶτο ἄν θά τοῦ ἄνοιγε τήν πόρτα τοῦ
κελιοῦ του γιατί ἦταν Σαρακοστή, ὁ ἀββᾶς ἀπήντησε: «ἡμεῖς οὐκ ἐμάθομεν κλείειν
τὴν ξύλινην θύραν, ἀλλά μᾶλλον τῆς γλώσσης τὴν θύραν»230.

226
Α. Σταυρόπουλου, Ἡ τέχνη τῆς ἀγάπης, Ἱερά Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίου Νεοφύτου,
Πάφος 1998, σ.19.
227
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.18.
228
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἰωσήφ τοῦ εἰς Πανεφώ, α, σ.53.
229
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.58. πρβλ. Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων
ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.12, σ.548.
230
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.7, σ.548.
202

Ὁ ἀββᾶς Σιλουανός μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του Ζαχαρία φθάνουν σ' ἕνα
μοναστήρι καί οἱ ἀδελφοί ἐξ ἀγάπης τούς ὑποχρέωσαν νά φᾶνε πρίν ἀναχωρή-
σουν· ἀφοῦ ἀνεχώρησαν ἀπό τό μοναστήρι καί προχωροῦσαν στήν ἔρημο συνα-
ντοῦν μία πηγή κι ὁ μαθητής ρωτάει τόν Γέροντα ἄν μπορεῖ νά πιεῖ νερό: «ὁ δὲ
Γέρων ἔφη· νηστεία ἐστὶ σήμερον Ζαχαρία· ὁ δὲ ἔφη· οὐκ ἐφάγομεν πάτερ; καὶ
εἶπεν ὁ Γέρων· ἐκεῖνο τῆς ἀγάπης ἦν, ἡμεῖς δὲ τὴν ἑαυτῶν νηστεία, τέκνον
κρατήσωμεν.»231.
Ἐπισκέπτης ζητάει συγγνώμη ἀπό ἀββά γιατί ἔγινε αἰτία νά καταλύσει τόν κανόνα
νηστείας του κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «ὁ ἐμὸς κανών ἐστιν, ἵνα ἀναπαύσω σε καὶ
ἀπολύσω ἐν εἰρήνη»232.
Κατανόηση σημαίνει διάλογος μέ τόν ἄλλον ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπάρχει
συμφωνία ἀπόψεων. Σέ περίπτωση λεκτικῆς διαμάχης ὁ ἀββᾶς Ματώης προτείνει
διαλεκτικότητα: «μὴ φιλονεικήσῃς μετ' αὐτοῦ· ἀλλ' ἐὰν καλῶς λέγει, εἰπὲ ναί· ἐὰν
δὲ κακῶς, εἰπέ· σύ οἶδας πῶς λαλεῖς· καὶ μὴ ἔριζε μετ' αὐτοῦ περὶ ὧν ἐλάλησε.»233.
Τό νά γνωρίζει ἐπίσης κάποιος τά ὅρια καί τίς ἀντοχές τοῦ ἄλλου, σημαίνει ὅτι
κατανοεῖ τίς ἀνάγκες του. Ὁ Γέροντας Βαρσανούφιος βλέποντας τίς δυνάμεις τοῦ
μαθητῆ του νά εἶναι ἐξασθενημένες: «... καὶ μετὰ τὴν παραίνεσιν, ἐποίει εὐχὴν καὶ
ἀπέλυεν αὐτὸν κοιμηθῆναι.»234.
Μιά κατανόηση πού δέν ξεκινάει ἀπό τούς Γέροντες ἀλλά ἀπό τόν «καλός μας
ἄγγελο», πού μᾶς ἀκολουθεῖ πάντα καί στά καλά καί τά ἄσχημα καί χαίρεται καί
λυπᾶται μέ τίς χαρές καί τίς λύπες μας ἀντίστοιχα. ∆ιήγηση ἀναφέρει γιά μοναχό:
«...τὸν δὲ ἄγγελον αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν ἀκολοθοῦντα σκυθρωπόν τε καὶ κατηφῆ
(πού τόν ἔβλεπε παρασυρόμενο) ... τὸν δὲ Ἅγιον Ἄγγελον ἐγγὺς αὐτῷ παρεπόμε-
νον καὶ χαίροντα ἐπ' αὐτῷ σφόδρα (πού τόν ἔβλεπε νά ἔχει μετανοήσει)»235.

231
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.554.
232
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων
καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 8, σ.548· τό γεῦμα τῶν ἀσκητῶν περιεῖχε παξιμάδια πολλές φορές
πεπαλαιωμένα ἤ λίγο πληγοῦρι ἤ ὄσπρια· ὅποτε ἦταν κατάλυση πρόσθεταν λίγο λάδι καί
σπανίως τυρί. Οἱ Πατέρες ἔτρωγαν μία φορά τήν ἡμέρα πού ἦταν τό ἑσπέρας κάθε ἡμέρας. Ἡ
γενόμενη λύσις δέν ἀφοροῦσε τό εἶδος τοῦ φαγητοῦ ἀλλά τήν ὥρα καθώς χάριν τῶν ξένων
παρέθετον γεῦμα πρό τῆς κεκανονισμένης ὥρας.
233
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ια’, σ.75.
234
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.559.
235
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Περί τοῦ Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, τ.1, σ.45.
203

Ἡ ἀνοχή ἤ ἀνεκτικότητα ἄνευ ὅρων συνίσταται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου πού
τοῦ ἐπιτρέπει νά ἐκφράσει τουλάχιστον λεκτικά, τήν ἐμπειρία του, τίς σκέψεις του,
τίς συγκινήσεις καί ἐπιθυμίες του ὅπως ἀκριβῶς τίς αἰσθάνεται καί ἀνεξάρτητα ἀπό
τό κατά πόσο συμφωνοῦν πρός τούς κοινωνικούς καί ἠθικούς κανόνες πού
ἐπικρατοῦν στό περιβάλλον του, διατηρώντας συγχρόνως τή συμπάθεια ἤ τήν
ἐκτίμηση προσώπων σημαντικῶν γι' αὐτό. Κάποιος ἀπό τούς διακόνους ἔβριζε τόν
Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἀλέξανδρο μπροστά σέ ὅλους τούς κληρικούς· τότε ὁ
Ἀλέξανδρος τοῦ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρα με κύριε ἀδελφέ.»236.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Πέρσης πάλι ὅταν: «...κακούργων αὐτῷ ἐπιστάντων, νιπτῆρα
προσέφερε καὶ ἠξίου τοὺς πόδας αὐτῶν νίπτειν.»237.
Σύγχρονο ποιμαντικό πρόβλημα ἀποτελεῖ ἡ δυσκολία πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι
νά συγχωροῦν. Ἡ σπουδαιότητα τῆς συγγνώμης· συγχώρηση μπορεῖ νά σημαίνει
ἄφεση σέ ἀδέξιους χειρισμούς, προσβολές, περιφρονήσεις καί δῆθεν αὐτάρκειες.
Μπορεῖ συν-χώρηση νά σημαίνει παράλληλη συμπόρευση ἀλλά κι ὅταν κάνεις
χῶρο στόν ἄλλο ὥστε νά περιχωρήσει στό χῶρο σου, δηλ., νά μπεῖ μέσα σου νά
μείνει καί νά συνεργαστεῖ μαζί σου μέ τήν προϋπόθεση νά σέβεται τίς ἀρχές τῆς
συγκατοικήσεως γιά νά εἶναι ἐφικτή ἡ παραμονή καί ἡ σχέση238.
Μοναχοί καλοῦν στή Σκήτη νά ἔρθει ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοπας γιά νά κρίνει
καί νά σωφρονίσει μοναχό πού ἔχει σφάλλει· ἐκεῖνος δέν δέχεται· τόν ξανακα-
λοῦν στή Σκήτη καί ἐκεῖνος ἔρχεται κρατώντας καλάθι τρύπιο γεμάτο ἄμμο κι ὅταν
τόν ρωτοῦν τί εἶναι αὐτό, ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «αἱ ἁμαρτίαι μου εἰσιν ὀπίσω μου καταρ-
ρεόυσαι καὶ οὐ βλέπω αὐτάς· καὶ ἦλθον ἐγὼ σήμερον, ἁμαρτήματα ἀλλότρια κρῖναι·
οἱ δὲ ἀκούσαντες, οὐδὲν ἐλάλησαν τῷ ἀδελφῷ· ἀλλὰ συνεχώρησαν αὐτῷ.»239.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ὁμολογεῖ: «... καὶ ἴδω αὐτὸν ἁμαρτάνοντα, ὑπερβαίνω αὐτὸν καὶ
οὐκ ἐλέγχω αὐτόν.»240. Καί αὐτό γιατί ὁ Γέροντας ἑστιάζεται στή ρίζα τοῦ
προβλήματος: «ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέ-

236
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.40.
237
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.56.
238
Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.94-95.
239
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.72· τό ἴδιο ὑλικό μέ παραλλαγή
συναντᾶται καί στόν ἀββά Πιώρ, γ’, σ.104.
240
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.85 καί ριγ’, σ.95.
204

ψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου»241· καί ἀλλοῦ:
«Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν· ἐάν ἁμαρτήσῃ ἄνθρωπος καὶ ἀρνήσηται λέγων οὐχ
ἥμαρτον, μὴ ἐλέγξης αὐτόν· εἰ δὲ μὴ γε ἐκκόπτεις αὐτοῦ τὴν προθυμίαν· ἀλλὰ
μᾶλλον εἰπὲ αὐτῷ· μὴ ἀθυμήσῃς ἀδελφὲ ἀλλὰ φύλαξαι τοῦ λοιποῦ· καὶ διεγείρεις
αὐτοῦ τὴν ψυχὴν εἰς μετάνοιαν.»242.
Ὁ ἅγιος Βενέδικτος εἶχε γιά ὅλους μία συγγνώμη: «Ὁ οὖν συμπαθέστατος Πατὴρ
ἀφῆκεν αὐτοῦ τὸ ἁμάρτημα, καὶ τοὺς λοιπούς δὲ ἐπανελθόντας τῇ ἐπαύριον ὁμοίως
διελέγξας καὶ ἱκανῶς ἐπιστύψας τοῖς λόγοις, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ ἡμαρτηκέναι
ὡμολόγουν, ἑαυτοὺς καταβαλόντες εἰς ἔδαφος καὶ ἀξιοῦντες συγχωρηθῆναι, καὶ
συγγνώμην καὶ αὐτοῖς τοῦ σφάλματος ἐδωρήσατο πληροφορίαν λαβὼν παρ'
αὐτῶν, τοῦ λοιποῦ μηκέτι παραβῆναι τὴν παραδεδομένην ὑπ' αὐτοῦ ἐντολὴν μέχρι
τελευταίας ἀναπνοῆς.»243.
Ὁ ἄνθρωπος πάντα ἔχει μέσα του τήν ἀδυναμία τοῦ νά μήν συγχωρεῖ ἤ νά
θέλει νά ἐκδικηθεῖ γιά κάτι πού ἄδικα τοῦ ἔκαναν. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν γράφει σέ
ἀσκητή πού παρέδωσε ληστές σέ ἄρχοντα: «Ἐννόησον τὴν πρώτην προδοσίαν
πόθεν γέγονε, καὶ τότε βλέπεις τὴν δευτέραν· ἢ μὴ γὰρ προεδόθης πρότερον ἐκ
τῶν ἔσωθεν, τουτέστι δειλιάσας ἐξ ἀπιστίας, οὐκ ἂν τὴν δευτέραν προδοσίαν
ἐποίησας, ἤτοι παραδοὺς τῷ ἀρχόντι τοὺς ληστάς.»244.
Οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν συγχωρητικότητα ὄχι λόγῳ ἀδυναμίας ἀλλά: «ἐὰν
ἀκούσῃς τι κακόν γεγενῆσθει σοι παρά τινος, σπούδασον ἀντιστῆναι τὸ θέλημά
σου τὸ καλόν, τοῦ μὴ ἀνταποδοῦναι ἐν τῇ καρδίᾳ σου τῷ λυπήσαντί σε, καὶ ἢ
μέμψασθαι ἢ κρῖναι αὐτόν, ἢ καταλαλῆσαι καὶ παραδοῦναι αὐτὸν εἰς στόματα
ἄλλων. Εἰ γάρ ἐστιν ἐν σοὶ ὁ φόβος τῆς γεένης, κατακυριεύσει τοῦ λογισμοῦ σου
τοῦ βουλομένου ἀνταποδοῦναι τῷ πλησίον, λέγω σοι· ταλαίπωρε ἄνθρωπε, εὔχῃ σὺ
διὰ τὰς ἁμαρτίας σου, καὶ βαστάζει σε ὁ Θεός ἕως τῆς σήμερον μὴ φανερῶν
αὐτάς, σὺ δὲ πῶς τολμᾶς τῷ πλησίον μηνιῶν βαλεῖν αὐτὸν εἰς τὰ στόματα τῶν
ἀνθρώπων;»245.

241
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ποιμένος, ρλα’, σ.97.
242
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.5, σ.654.
243
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Γρηγορίου τοῦ ∆ιαλόγου, τ.2, σ.260.
244
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.478.
245
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἠσαΐα, τ.2, σ.465.
205

Τό διηγηματικό πλαίσιο τῆς ἀλλαγῆς τῶν λόγων τῆς προσευχῆς μέ παρότρυνση τοῦ
Γέροντα Σιλουανοῦ πρός τό μαθητή πού θέλει νά ἐκδικηθεῖ, ἀποτελεῖ θεραπευτική
ἀγωγή: «Ἀναστάντες οὖν καὶ εὐχόμενοι ὡς ἦλθον εἶπεῖν, 'καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ
ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν', εἶπεν ὁ γέρων· καὶ
μὴ ἀφήσῃς ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς οὐδὲ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις
ἡμῶν. Καὶ λέγει ὁ ἀδελφός τῷ γέροντι· μὴ οὕτω πάτερ. Ἔφη δὲ ὁ γέρων· ναί, οὕτω
τέκνον, φύσει γάρ, ἐὰν πρὸς τὸν ἄρχοντα βούλει ἀπελθεῖν ἵνα ἐκδικήσῃ σε,
Σιλουανός ἄλλην εὐχὴν οὐ ποιεῖ σοι. Καί βαλὼν μετάνοιαν ὁ ἀδελφός
συνεχώρησε τῷ ἐχθρῷ αὐτοῦ.»246.
Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς παραγγέλνει βιβλία σέ καλλιγράφο καί ὅταν αὐτά εἶναι ἕτοιμα
κάποιος μοναχός προφασιζόμενος ὅτι εἶναι σταλμένος ἀπό τόν Ζωσιμᾶ δίνει τό
ἀντίτιμο καί τά παίρνει. Ὅταν λοιπόν τά ζητάει ὁ Ζωσιμᾶς ἀπό τόν καλλιγράφο καί
ἐκεῖνος καταλαβαίνει τί ἔχει συμβεῖ, ζητάει ἐκδίκηση γιατί πρῶτα ὁ μοναχός τόν
ἐξαπάτησε καί ἔπειτα γιατί πῆρε κάτι πού δέν ἦταν δικό του. Τότε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς
τοῦ ἀπαντᾶ: «οἶδας, ἀδελφέ μου, ὅτι τὰ βιβλία διὰ τοῦτο κτώμεθα, ἵνα μάθωμεν ἐξ
αὐτῶν ἀγάπην, ταπείνωσιν, πραότητα. Εἰ δὲ ἡ ἀρχὴ τῆς κτήσεως τῶν βιβλίων μάχη
ἐστίν, οὐ θέλω κτήσασθαι βιβλίον, καὶ μόνον μὴ μαχήσωμαι· δοῦλον γάρ φησι
Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι.»247.
Ἡ μακροθυμία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ
ἀναφέρει: «∆έξαι οὖν τὸν πλανηθέντα καὶ μετανοοῦντα εἰ ὄντως καθαρὰν καὶ
γνησίαν ἐνδείκνυται τὴν μετάνοιαν· καὶ ἄκουσον τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· Ὥστε
τοὐναντὶον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ
καταποθῇ ὁ τοιοῦτος, διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρώσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην.»248.
Καθημερινή στάση ἀποτελεῖ ἡ δημόσια προβολή τοῦ παραπτώματος, ἡ προσβολή, ἡ
μομφή, ὁ ὀνειδισμός, ἡ διαπόμπευση τοῦ ἄλλου, ἡ κατάργηση τῶν ἀπορρήτων, ἡ
καταγγελία σέ προϊσταμένους, σέ ἐχθρούς καί φίλους. Ὁ Γέρων πού ἔχει δώδεκα
μαθητές γνωρίζει τήν κατ' ἐξακολούθησιν πτώση τοῦ ἑνός μαθητοῦ του στόν
πειρασμό τῆς πορνείας, ἀλλά παρ' ὅλα αὐτά δέν τόν ἐλέγχει προκαλώντας
ἀρνητικά σχόλια τῶν ὑπολοίπων ἀδελφῶν. Ὁ Γέρων ἐπισκέπτεται μιά ἡμέρα στό

246
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.462· πρβλ. τ.2, σ.461.
247
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.4, σ.477.
248
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἁγίου Ἐφραίμ, τ.4, παρ. 6, σ. 656.
206

κελλί του τόν μοναχό πού μόλις ἔχει γυρίσει ἀπό τόν τόπο τῆς ἀνομίας του καί
κατά λάθος ἔχει φέρει στό κελλί του ἀντί γιά τό ράσο του τό γυναικεῖο πανωφόρι
(ἀφηγηματική σύμβαση: λανθασμένη κίνηση γίνεται αἰτία ἀποκάλυψης τοῦ ἤδη
γνωστοῦ μυστικοῦ ἀλλά καί συγχρόνως αἰτία τῆς μετανοίας τοῦ μοναχοῦ). Τότε:
«Ὡς δὲ τοῦτο ἰδὼν ὁ ἀδελφὸς ἔγνω ὅτι τῆς γυναικός ἐστι, ῥίπτει ἑαυτὸν εὐθὺς
χαμαὶ εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἀββᾶ λέγων· συγχώρησόν μοι, καὶ οὐκέτι τοῦτο ποιῶ. Ὁ
δὲ συνεχώρησε, καὶ ἀναστήσας αὐτόν, παρεκάλεσε λέγων· πρόσεχε σεαυτῷ
τέκνον τοῦ λοιποῦ. Τί γὰρ κερδαίνεις ἐκ τῆς ἀκαθαρσίας ἐκείνης; εἰμὴ ἐνταῦθα μὲν
παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, αἰσχύνην καὶ ὄνειδος, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι, πῦρ
ἄσβεστον καὶ σκώληκα ἀκοίμητον; Μὴ παρακαλῶ, τέκνον, μηκέτι τῇ σαπρᾷ ταύτῃ καὶ
βδελυρᾷ ἐγκυλισθῆς πράξει.»249. Ἡ παραπάνω διήγηση ἀποτελεῖ ἕνα νουθετικό
πατρικό λόγο χωρίς ἐνδείξεις αὐστηρότητας καί ἐπιτήμησης πού συγχρόνως θέτει
τόν ἁμαρτάνοντα πρό τῶν εὐθυνῶν του.
Ἡ συγχωρητικότητα ὅμως δέν περικλείεται μόνο στά ὅρια τοῦ νά ὑπομένεις τήν
ἀδικία μέ μακροθυμία ἀλλά καί νά μεταβάλλεις τήν συμπεριφορά τοῦ ἄλλου ἐξαιτί-
ας τῆς ἀνεξικακίας σου. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἀνέχεται τόν ἔμπορο πού ἐνῶ τόν
πλήρωσε γιά ἐνενήντα ἐννέα κατσίκες, ἐκεῖνος ἔβγαζε ἀπό τό μαντρί ἑκατό· δέν
καταλάβαινε ὅμως ὁ ἔμπορος γιατί ἀντιστέκονταν ἡ ἑκατοστή κατσίκα καί
ξαναγυρνοῦσε στό μαντρί της. Καί ὅταν αὐτό συνέβη δύο καί τρεῖς φορές, ἡ
τοποθέτηση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔμπορο: «ὅρα, τέκνον, μήποτε οὐ μάτην ταῦτα τὸ
ζῶον οὔτε μὴν ἀλόγως ἀχθήσεται τῇ ἀπαγωγῇ, ἀλλ' ὅτι μὴ καὶ αὐτῆς λαθὼν τὴν
τιμὴν προκατέθου», γίνεται αἰτία: «ἐκεῖνος τὴν καρδίαν πληγεὶς εἰς νοῦν ἀνήνεγκε,
καὶ εἰς αἴσθησιν ἐλθὼν οὗ περ ἔδρασεν, αὐτό τε διωμολόγει καὶ συγγνώμην
ἠτεῖτο.»250.
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἀντιλαμβάνεται σέ περίοδο μεγάλης φτώχειας τούς δύο
σιτοκλέπτες τῶν ὑπόγειων ἀποθηκῶν τοῦ μοναστηριοῦ· παίρνει μάλιστα τή θέση τοῦ
ἑνός στό κουβάλημα, καθώς ἐκεῖνος τράπηκε σέ φυγή, ὅταν κατάλαβε ὅτι τούς
εἶδε. Ὁ ἄλλος κλέπτης μετά τήν κλοπή εἶναι ἕτοιμος νά φύγει καί τότε ὁ ἅγιος

249
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.660· παρόμοια εἶναι καί ἡ
περίπτωση τοῦ ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ πού κάλυψε τόν μοναχό πού εἶχε κρυμμένη γυναίκα στό κελλί του
κλείνοντάς την σέ πυθάρι. Βλ. Ἀλ. Κακαβούλη, Ἡ συγγνώμη στίς διαπροσωπικές σχέσεις.
Ψυχοπαιδαγωγική θεώρηση, ἐπιμ. Θ. Μοσχούδη, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1998.
250
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.487.
207

Εὐθύμιος τοῦ λέει: «τοὺς τύρους ἐκείνους ἐάσαντες ἀπίωμεν;» ὑποδεικνύοντας του
καί τόν τόπο πού εἶναι. Ὁ σιτοκλέπτης βρίσκει καί τά τυριά καί ὅταν ἀντιλαμβάνεται
ποιός εἶναι αὐτός πού τόν βοήθησε: «αἰσχύνῃ καὶ φόβῳ κατάσχετος ἐγεγόνει καὶ
ὥς περ ἀποπαγεὶς τῷ δέει τοῖς ποσίν ἐκείνου προσεκυλίετο». Ὁ δέ ἅγιος Εὐθύμιος
τόν παρηγορεῖ: «σὰ γὰρ ταῦτα καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἴ τι ἀφείλου, οὐκ ἐκ τῶν
ἀλλοτρίων, ἀλλὰ τῶν σῶν ἀφελόμενος ἴσθι· εἰ δὲ καὶ αὖθις βούλοιο, πάρεσο καὶ
ἀφαιροῦ τὰ ἐν χρείᾳ.»251.
Ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος βοηθᾶ τούς ληστές πού τόν κλέβουν νά κουβαλήσουν τά
πράγματά του· κι ὅταν τό μόνο πού μένει στό κελλί εἶναι τό ραβδί ἑνός κλέπτη ὁ
Εὐπρέπιος στεναχωρεῖται καί τρέχει πίσω τους γιά νά τούς τό δώσει252. Ὁ ἀββᾶς
Ἰωάννης ὁ Πέρσης πάλι, ὅταν ἦρθαν ληστές στό κελλί του νά τόν κλέψουν, αὐτός
βάζει λεκάνη μέ νερό καί ζητεῖ νά τούς πλύνει τά πόδια γιά νά τούς ξεκουράσει
(στάση φιλοξενίας)· τότε ἐκεῖνοι μετανοοῦν καί ἀποχωροῦν ντροπιασμένοι253.
Ἡ συγχωρητικότητα φθάνει στά ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἐχθροῦ· εἶναι φιλανθρωπία.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρει: «φιλάνθρωπος ἐκεῖνος ἐστιν ὁ καὶ ἐχθροῖς
ἡμέρως καὶ εὐεργετικῶς προσφερόμενος· τὴν γὰρ φιλανθρωπίαν ἐκ δύο μοι νόει
συγκεῖσθαι μερῶν, ὧν τὸ μὲν αὐτῆς ἐλεημοσύνη, τὸ δὲ ἀγάπη ἐστὶν ἡ πρὸς τὸν
πλησίον. Πλησίον δὲ ἀνθρώπῳ ἐστὶν ὁ πᾶς ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος γὰρ ἐστὶ καὶ ὁ
κακὸς καὶ ὁ ἀγαθός· καὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ ὁ φίλος. Χρὴ οὖν τὸν φιλανθρωπίαν
ἀσκοῦντα, μιμητὴν εἶναι Θεοῦ, εὐεργετοῦντα δικαίους τε καὶ ἀδίκους, ὡς αὐτὸς ὁ
Θεὸς ἐν τῷ νῦν κόσμῳ τόν τε νῦν κόσμῳ τόν τε ἥλιον καὶ τοὺς ὑετοὺς αὐτοῦ πᾶσι
παρέχων. Εἰ δὲ θέλεις ἀγαθοὺς μὲν εὐεργετεῖν, κακοὺς δὲ κολάζειν, κριτοῦ ἔργον
πράττειν ἐπιχειρεῖς.»254.
Ὁ ἅγιος Λογγίνος φιλοξενεῖ ἐν γνώσει του τούς μελλοντικούς του δολοφόνους
κι ὅταν αὐτοί τοῦ δίνουν τή δυνατότητα νά γλυτώσει ἀπό τό θάνατο, παρ' ὅτι οἱ ἴδιοι
κινδυνεύουν γιά ἀθέτηση ἐντολῆς τοῦ Πιλάτου, ἐκεῖνος ἀρνεῖται γιατί: «οὐ θάνατος
ἐμοὶ τὸ παρόν, ἀλλὰ ζωῆς ἀπαρχή· ἐμοὶ τῷ ὄντι θάνατος μᾶλλον ἡ ἐνταῦθα
διαγωγή, ὅτι μὴ τῷ ἐμῷ δεσπότῃ παρίσταμαι, καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἀπολαύω μακαριό-

251
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.492.
252
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.495.
253
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.495.
254
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου παρά
Κλήμεντος, τ.2, σ.514.
208

τητος. τὸ τέλος, τέλος τῶν κακῶν, οὐχὶ καὶ τέλος τῆς ζωῆς προξενήσει μοι, ἀλλὰ
πρὸς τὴν ἀληθινὴν διαβιβάσει ἀϊδιότητα.»255.
Ἡ ἁγία Θεοδώρα ἀρνεῖται, προφασιζόμενη ὑπνηλία, νά κατανομάσει αὐτούς πού
τήν ἔστειλαν νύχτα σέ ἀσκητήριο μέ πρόφαση ἐπίδοση ἐπιστολῆς, ἀλλά στήν
πραγματικότητα γιά νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά ἄγρια θηρία256.
Ὁ Ἀλέξανδρος πατριάρχης Ἀντιοχείας, ἐξαγοράζει καί σώζει ἀπό βαρβάρους
Αἰγυπτίους τόν πρώην γραμματέα του· ὁ τελευταῖος εἶχε φύγει ἀπό κοντά του
ἐξαιτίας κλοπῆς χρυσῶν νομισμάτων πού ἦταν γιά τά ἔξοδα τῆς Ἐκκλησίας257.
Ὁ σεβασμός τοῦ ἄλλου ἄνευ ὅρων δέν ὀφείλεται σ' ἕνα προτέρημα ἤ ἀξίωμα
ἤ προσόν ἀλλά θεμελιώνεται στό γεγονός τῆς μοναδικότητας τοῦ ἄλλου καί ὡς ἐκ
τούτου δέν ὑπάρχουν περιθώρια συγκρίσεως, κρίσεως καί κατακρίσεως258. Ὁ
ἀββᾶς Ἀπολλῶ ἐπισημαίνει: «∆εῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφούς προσκυνεῖν. οὐ γὰρ
αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκήνυσας. εἶδες γὰρ φησίν, τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες
Κύριον τὸν Θεόν σου. καὶ τοῦτο, φησίν, παρὰ τοῦ Ἀβραάμ παρειλήφαμεν.»259.
Ὁ ἀσπασμός ἐν εἰρήνη («ἤσπασατο ἡμᾶς»), τό νίψιμο τῶν ποδῶν, τό νά ψάλλουν
μαζί, νά προσευχηθοῦν μαζί, νά φᾶνε μαζί, ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς στάσεως
φιλοξενίας τῶν Γερόντων260. Γιά τόν ἀββά Ποιμήν διήγηση ἀναφέρει: «καὶ ἰδὼν
αὐτὸν ὁ γέρων τεθλιμμένον ἀναστὰς ἠσπάσατο· καὶ χαριεντιζόμενος μετ' αὐτοῦ
παρεκάλεσε γεύσασθαι·... καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους μετά χαρᾶς ἐκάθισαν.»261.
Γιά τόν ἀββά Ἀπολλῶ καταγράφεται: «ὁ δέ πατὴρ τῶν ψαλλόντων ἀκούσας,
ὑπήντησε καὶ αὐτὸς ἡμῖν καθὼς καὶ πρὸς πάντας ἐποίει τοὺς ἐρχομένους
ἀδελφούς, καὶ πρῶτος ἐπὶ τὴν γῆν προσεκύνησε, καὶ ἀναστὰς ἠσπάσατο, καὶ
εἰσαγαγὼν προσηύξατο, καὶ ταῖς χαιρσίν αὐτοῦ τοὺς πόδας ἡμῶν νίψας, πρὸς
ἀνάπαυσιν προετρέψατο. Ταῦτα δέ, οὐ πρὸς ἡμᾶς μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς πάντας
ἔθος ἦν αὐτῷ ποιεῖν.»262·

255
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν...,Μαρτύριο Ἁγίου Λογγίνου, τ.2, σ.518.
256
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίας Θεοδώρας, τ.2, σ.522.
257
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.528.
258
Α. Σταυρόπουλου, Ἡ τέχνη τῆς ἀγάπης, σ.22.
259
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Ἀπολλῶ, σ.68 καί Τό Γεροντικόν, σ.20.
260
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Πιώρ, τ.1, σ.220 · βλ. Α. Σταυρόπουλου, Μνήμη καί λήθη στή
Θεία Λειτουργία, ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα 1989.
261
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ποιμένος, ς’, σ.85.
262
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγωνρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.538.
209

Ὁ σεβασμός ἀναγνωρίζεται καί ὡς τρόπος προσέγγισης τοῦ πλησίον. Γιά νά


φέρεται κάποιος ὅπως προτείνουν οἱ Γέροντες, προϋποθέτει ἕναν ἐξαναγκασμό τοῦ
«ἑαυτοῦ». Συμπεριφορά χωρίς μομφή, θυμό ἤ πάθος, ἀκόμα κι ὅταν διακρίνεται κάτι
κακό στόν ἄλλον (εἴτε στήν πίστη του εἴτε στά ἔργα του). Χρειάζεται πραγματικά
μεγάλη προφύλαξη, καθώς βλέποντας ἀρνητικά στοιχεῖα στόν πλησίον καί
κάνοντας του παρατηρήσεις, μπορεῖ νά παρακινηθεῖ ἐκεῖνος σέ θυμό καί ἐμεῖς σέ
φθόνο ἤ ἀποστροφή γι’ αὐτόν. Ἄν χρειαστεῖ πάλι νά εἰπωθεῖ κάποιος λόγος, δέν
πρέπει νά εἶναι ἐλεγκτικός, ἐπιτιμητικός καί μέ ἐξάψεις θυμοῦ. Ἡ γνώση ὅτι ὑπάρχει
Κριτής γιά ὅλους στούς οὐρανούς, χαρίζει τό ταπεινό φρόνημα πού εἶναι καρπός
τῆς ἐν Χριστῷ συνειδήσεως: Γιά τόν ἀββά Μακάριο τόν Αἰγύπτιο σέ διήγηση
ἀναφέρεται: «καὶ πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολάτρες) ἐγένοντο δι' αὐτὸν
χριστιανοί· ἔλεγεν οὖν ὅτι ὁ λόγος ὁ κακὸς καὶ τοὺς καλοὺς ποιεῖ κακούς· καὶ ὁ
καλός λόγος καὶ τοὺς κακοὺς ποιεῖ καλούς.»263.
Σεβασμός διαφαίνεται καί στή συμπεριφορά πρός τόν μεγαλύτερο στήν ἡλικία
(σειρά ἀρχαιότητας), ξεκινώντας ἀπό τόν μικρότερο στήν ἡλικία ἤ καί τό ἀντίθετο.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν μικροτέρων ἀδελφῶν ἔλεγε· σφραγίσατε
τὸ παιδίον· ποιήσας δὲ πάντα κατὰ ἀκολουθίαν σφραγίσαι αὐτό, ὕστερον ἤνεγκε τῷ
ἀββᾷ Ποιμένι·...»264· ὅταν πάλι κάποιοι τόν ἐπισκέπτονταν: «... ἀπέστελλεν αὐτοὺς
πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀνούβ πρῶτον, ὅτι αὐτὸς μείζων τοῖς ἔτεσιν· ... εἰ δὲ ἐκάθητο ἐκεῖ ὁ
ἀββᾶς Ἀννούβ ἐγγὺς τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος, οὐκ ἐλάλει ὅλως ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν
παρόντος αὐτοῦ.»265.
Ἡ παραδοχή συνίσταται ὄχι σέ κάτι ἀφηρημένο πχ. τόν ἄλλον ὡς ἀνθρώπινο
ὄν, ἀλλά τή συγκεκριμένη ὕπαρξή του στήν καθολικότητα της. ∆έν παραδέχομαι τόν
ἄλλον λόγῳ «προτέρου ἐντίμου βίου». Ἡ ὅλη του συμπεριφορά καθίσταται ψυχολο-
γικά καί ὄχι κατ' ἀνάγκη καί ἠθικά παραδεκτή: σαλός δέχεται ἐλεημοσύνη πού
ἀποτελεῖ «εὐλογία» γι’ αὐτόν πού τήν κάνει, καί στήν συνέχεια «βάζει μετάνοια στὸ
Θεὸ καὶ ἀφήνει τὰ νομίσματα στὴ γῆ»266.

263
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λη’, σ.70.
264
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ζ’, σ.85.
265
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρη’, σ.95.
266
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 125· πρβλ. κεφ.27, σ.142.
210

Ὁ ἀββᾶς Ματώης τονίζει ὅτι: «αὕτη γὰρ ἐστὶν ἡ τελειότης, ὥστε τὸν πλησίον ἑαυτοῦ
δοξάζειν ὑπὲρ ἑαυτόν.»267. Ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος «...σκεπάζων τὰ ἐλαττώματα ἃ
268
ἔβλεπεν ὡς μὴ βλέπων καὶ ἃ ἤκουεν ὡς μὴ ἀκούων» δέν τό κάνει ἀπό
ἀδιαφορία ἤ ἀνεχτικότητα ἀλλά ἀπό φροντίδα καί προσπάθεια θεραπείας.
Ἡ προσέγγιση τῆς στάσης ὑποδοχῆς μέ τή στάση τῆς ἀγάπης ὁδηγεῖ στήν
ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖται καί οἱ ἐνέργειές της
γνωρίζονται κατά τρόπο ἐμπειρικό στήν καθημερινή πρακτική τῶν διανθρωπίνων
σχέσεων. Τήν ἀγάπη ὁρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος269 ὡς: α) μετάθεση μας στή θέση
τοῦ ἄλλου ὥστε νά χαιρόμαστε μέ τήν προοδό του καί νά λυπούμαστε μέ τήν
ἀδικία εἰς βάρος του· β) ἐπικέντρωση τῆς προσοχῆς μας στόν ἄλλον ἐπιζητώντας
τό καλό του μέ συνέπεια τήν ἀποφυγή ἐπάρσεως, ἐπιδείξεως ἀνωτερότητας,
ζήλειας ἤ φθόνου· γ) ἀποδοχή τοῦ ἄλλου στήν ἐλλειμματική καί ὑπολειπόμενη
διάσταση τῆς συμπεριφορᾶς καί τοῦ εἶναι του. Τότε ὁ καθένας ὑπομένει καί
καλύπτει καταστάσεις πού ἀνάγονται στό παρελθόν· ὄχι μόνο δέν λαμβάνει ὑπόψη
τό κακό, πού ὁ ἄλλος προξενεῖ γιά νά ρυθμίσει τήν τωρινή στάση του, ἀλλά
ἐμπιστεύεται καί ἐλπίζει στό μέλλον τοῦ ἀγαπημένου προσώπου270.
Ὁ ἀββᾶς Σαραπίων πωλοῦσε τόν ἑαυτό του ὡς «δοῦλο» (περίπτωση εἰδωλολατρῶν
ἠθοποιῶν καί περίπτωση Μανιχαίου) καί ἔμενε μαζί τους μέχρι νά τούς ἀποσπάσει
ἀπό τά εἴδωλα ἤ τήν αἵρεση καί ὕστερα ὅπως ἦταν φυσικό τόν ἀπελευθέρωναν271.
Ὁ ἀββᾶς Λέων θέτει τόν ἑαυτό του σέ ὁμηρία, πού τοῦ στοίχισε καί τή ζωή του, στή
θέση ἄλλου ἀββᾶ (Ἰωάννη)272.
Ἡ ἀγάπη δέν κατορθώνεται ἅπαξ διά παντός ἀλλά εἶναι ἄσκηση διά βίου· ὁ
ἀββᾶς Ματώης προτείνει: «...ὑπάγετε, ἀγαπήσατε τὴν θλῖψιν ὑπὲρ τὴν ἀνάπαυσιν, καὶ
τὴν ἀτιμίαν πλέον τῆς δόξης καὶ τὸ διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν.»273.
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἀναφέρεται στήν ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τόν συνδετικό κρίκο ὅλων
τῶν ἀρετῶν: «...ἡ ἀγάπη σύνδεσμος οὖσα τῆς τῶν ἀρετῶν τελειότητος· ὥς περ γὰρ
οἱ ἅλες τῷ ἄρτῳ, τοῦτο ταῖς ἀρεταῖς ἡ ἀγάπη, καὶ χωρὶς αὐτῆς ἀρετὴν ὡς χρὴ

267
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ζ’, σ.75.
268
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λβ’, σ.69.
269
Α’ Κορινθίους Ἐπιστολή 12,31-14,1.
270
Α. Σταυρόπουλου, Ἡ τέχνη τῆς ἀγάπης, σ.26-28.
271
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Σαραπίωνος, τ.1, σ. 198, καί σ. 202.
272
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.126.
273
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ι’, σ.75.
211

κατορθῶσαι ἀδύνατον· ἐπεὶ καὶ ἀρετὴ πᾶσα δι' ἀγάπης καὶ ταπεινοφροσύνης βεβαία
γνωρίζεται. Ἡ μὲν ταπεινοφροσύνη πρὸς ὕψος ἤδη κατορθωμάτων ἀνάγει τὸν
μετιόντα, ἡ δὲ ἀγάπη συνέχεται ἀσφαλῶς, καὶ τοῦ ὕψους ἐκείνου καταπεσεῖν οὐκ
ἐᾷ ... ὅπερ καὶ ἀπ' αὐτοῦ δῆλον τοῦ κατὰ τὸν ∆εσπότην καὶ ∆ημιουργὸν ὑποδείγμα-
τος· ... καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ἐνετείλατο τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· ἐν τούτῳ γνώσο-
νται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.»274.
Ἡ ἀγάπη πραγματώνεται μέσῳ τοῦ πλησίον. Ἡ ποιμαντική τέχνη ἔγκειται στήν
ἄρση τῶν ἐπιφυλάξεων ἐκ μέρους τοῦ ποιμαινόμενου. Ἡ προσφορά τῆς σωτηρίας
χρειάζεται νά γίνει μέ τρόπο ὥστε νά μπορέσει νά γίνει ἀποδεκτή. Ὁ ποιμένας
λαμβάνει ὑπόψη του καί τίς ἐλάχιστες ἐπιφυλάξεις τοῦ πλησίον. Ἡ γραμμή τῶν
Πατέρων ἀφήνει εὐρέα περιθώρια συμπεριφορᾶς, ἀκόμη καί ὅταν τά ὅρια
στενεύουν. Πάντα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα μιᾶς κλιμακώσεως· ἄν δέν μπορεῖ κάποιος
νά μπεῖ στή θέση τοῦ πταίοντα, τουλάχιστον νά τόν ὑπομείνει καί νά μή τόν
καταισχύνει. ∆έν εἶναι εὔκολο νά λές: «παίρνω ἐπάνω μου τά λάθη σου σά νά
'τανε δικά μου. Μετανοῶ καί προσεύχομαι γιά σένα». Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης Κολοβός
ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά κτιστεῖ κατοικία ἀπό πάνω πρός τά κάτω ἀλλά ἡ
ἀρχή γίνεται ἀπό τά θεμέλια: «ὁ θεμέλιος ὁ πλησίον ἐστιν ἵνα αὐτὸν κερδάνῃς· καὶ
ὀφείλει τοῦτο γίνεσθαι πρῶτον· εἰς αὐτὸν γὰρ κρέμανται πᾶσαι αἱ ἐντολαὶ τοῦ
Χριστοῦ.»275·
Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων μέ ἀκραῖο παράδειγμα ἑρμηνεύει τήν τέλεια ἀγάπη: «Ἔλεγεν ὁ
ἀββᾶς Ἀγάθων· εἰ δυνατόν μοι εὑρεῖν κελεφὸν (λεπρόν) καὶ δοῦναι αὐτῷ τὸ ἐμὸν
σῶμα, καὶ λαβεῖν τὸ αὐτοῦ, ἡδέως ἂν εἶχον· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τελεία ἀγάπη.»276.
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος γιά νά εὐχαριστήσει τήν ἐπιθυμία ἀρρώστου ἀναχωρητῆ πού
ἤθελε παστέλι δέν σκέφθηκε τήν ἀπόσταση πού τόν χώριζε ἀπό τήν ἔρημο μέχρι
τήν Ἀλεξάνδρεια277.
Ὁ ἀββᾶς Σισώης πάλι στή δύσκολη στιγμή δέν σκέπτεται μέ ἐπίκεντρο τό «ἐγώ»
του ἀλλά ἀντιμετωπίζει τόν πλησίον του ἐπί ἴσοις ὅροις· μετά ἀπό ληστεία
Σαρακηνῶν πού δέν ἄφησαν οὔτε ἐφόδιο οὔτε ἔνδυμα σ' αὐτόν καί τόν ἀδελφό

274
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 1-2, σ.468.
275
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 5, σ.471.
276
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 7, σ.471.
277
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.16, σ.478.
212

του μαζεύει κόκκους κριθάρι πού βρίσκει στή γῆ, τρώγοντας ἕναν αὐτός καί ἕναν
κρατώντας στό χέρι του γιά τόν ἀδελφό του· «...ἐλθὼν δὲ ἀδελφὸς καὶ εὑρὼν
αὐτὸν ἐσθίοντα, λέγει· αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη, ὅτι εὗρες βρώσιμον καὶ μόνος ἐσθίεις
καὶ οὐκ ἐφωνήσας με; ἀπεκρίθῃ αὐτῷ ὁ Γέρων· οὐκ ἠδίκισά σε ἀδελφέ, ἰδοὺ τό
μέρος σου ἐν τῇ χειρί μου ἐτήρησα.»278.
Τό γεγονός τοῦ προσφέρειν καί ἐλεεῖν ὑπερβαίνει τήν ματαιοδοξία. Χάριν
ἀγάπης ἐξετέλει μή ἁμαρτήσας μοναχός τόν ἴδιο κανόνα μετανοίας μέ
ἁμαρτήσαντα εἰς πορνείαν μοναχόν σά νά εἶχε καί ὁ ἴδιος ἁμαρτήσει· ὁ Θεός
βλέποντας τόν κόπο πού καταβάλλει ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιά τόν πλησίον,
ἀπεκάλυψε σέ ἐνάρετο Γέροντα, ὅτι γι' αὐτήν τήν ἀγάπη συνεχωρήθη καί ὁ
ἁμαρτήσας279 (αὐτοπροσφορά).
Ὁ ἅγιος Νικόλαος κρυφά ἐλεεῖ πρώην πλούσιο, πού ἔχει ξεπέσει οἰκονομικά,
χορηγώντας του τρία σακουλάκια μέ ἰσόποσα χρυσά νομίσματα πού ἀντιστοιχοῦν
στίς προῖκες τῶν τριῶν θυγατέρων του, διασώζωντάς τες ἀπό τή διαφθορά280.
Μοναχός παραπονεῖται σέ ἄλλον μοναχό ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς ἀγορᾶς κι
αὐτός δέν ἑτοίμασε χειρολαβές νά βάλει στά ζεμπίλια του· τότε ὁ ἄλλος:
«...ἀπελθὼν ἀνέλυσε τῶν ἑαυτοῦ σπυριδίων τὰ ὠτία, καὶ ἤνεγκε τῷ ἀδελφῷ λέγων·
ἰδοὺ ταῦτα περισσά ἔχω, βάλε ταῦτα εἰς τὰ σπυρίδιά σου· καὶ ἐποίησε τὸ ἔργον τοῦ
ἀδελφοῦ προχωρῆσαι, τὸ δὲ ἴδιον ἀφῆκε.»281.
Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται· περισσότερο ἀπό τίς ἀρετές ἑνός ἀνθρώπου
καλύτερα ν' ἀγαποῦμε τίς ἀδυναμίες του. Μοναχός αὐτοτιμωρεῖται νά κάνει τό ἴδιο
λάθος στό πλέξιμο σειρῶν μέ τόν ἄλλον μοναχό πού πλέκουν μαζί, ὥστε οὔτε ὁ
ἕνας νά λυπήσει τόν ἄλλον σέ περίπτωση ἐπίπληξης ἀλλά οὔτε καί ὁ ἀδέξιος νά
καταλάβει τί ἔκανε ὁ ἄλλος γιά νά μήν τόν λυπήσει 282.
Μέ βάση τό ἀρχέτυπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ αὐτοθυσία γιά τόν πλησίον γίνεται αἰτία
σωτηρίας πολλῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης Νώλων τῆς
Καμπανίας Παυλῖνος ἀντικαθιστᾶ τό μοναχογιό χήρας πού ἔχει συλληφθεῖ ἀπό

278
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.22, σ.472.
279
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.16, σ.506.
280
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 519-520· πρβλ. Στ. Ράμφου,
Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ. 427.
281
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.524.
282
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.526.
213

τούς Βάνδαλους στήν Ἀφρική ὡς δοῦλος283· ὁ Σάγκτουλος δέχεται νά φρουρεῖ καί


φυγαδεύει μελλοθάνατο διάκονο πού ἔχει συλληφθεῖ ἀπό τούς Λογγοβάρδους μέ
τόν ὅρο ὅτι ἐάν δραπετεύσει θά πεθάνει αὐτός στή θέση του284.
Ὁ ἀββᾶς Ἀπολῶ: «...εἰ ἤρχετο τις αἰτῶν αὐτὸν εἰς οἱονδήποτε ἔργον, μετὰ χαρᾶς
ἀπήει λέγων· μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχω σήμερον ἐργάσασθαι ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου.»285.
Οἱ στάσεις ὑποδοχῆς καί ἀγάπης παρουσιάζουν συγγενεῖς ἔννοιες πού μπο-
ροῦν νά προβοῦν καρποφόρες σέ περιπτώσεις ἀνταλλαγῶν· αὐτή ἡ «ἀντίδοση
ἰδιωμάτων» θά ἐπιτελεσθεῖ μέ σεβασμό τῶν ὁρίων τῶν δύο περιοχῶν σκέψεως
καθώς καί τῶν πηγῶν ἐμπνεύσεως τῆς κάθε μιᾶς. Ὑπάρχει ἀκόμη καί γλωσσική
συγγένεια, καθώς στήν ἀρχαία ἑλληνική ἀγαπάω ἐπί προσώπων σημαίνει
ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι κάποιον. Μιά τέτοια στάση ὑποδοχῆς καί ἀγάπης πού θ'
ἀσκεῖται στό πλαίσιο τοῦ ὀρθοδόξου ποιμαντικοῦ ἔργου μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ
στάση φιλοξενίας στό μέτρο πού ἡ φιλοξενία συνιστᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνατολικοῦ
χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς286. Ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης ἀποτελεῖ ὁ θεῖος ἔρωτας:
«Ἀγάπη μέν ἐστι διάθεσις ψυχῆς ἀγαθή, καθ' ἣν οὐδὲν τῶν ὄντων τῆς τοῦ Θεοῦ
γνώσεως προτιμᾶ· ἀδύνατον δὲ εἰς ἕξιν ταύτης ἐλθεῖν τῆς ἀγάπης, τὸν πρός τι τῶν
ἐπιγείων ἔχοντα προσπάθειαν... . Ὁ πιστεύων τῷ Κυρίῳ φοβεῖται τὴν κόλασιν, ὁ δὲ
φοβούμενος τὴν κόλασιν ἐγκρατεύεται ἀπὸ τῶν παθῶν· ὁ δὲ ἐγκρατευόμενος ἀπὸ
τῶν παθῶν ὑπομένει τά θλιβερά, ὁ δὲ ὑπομένων τὰ θλιβερὰ ἕξει τὴν εἰς Θεὸν
ἐλπίδα· ἡ δὲ εἰς Θεόν ἐλπίς, χωρίζει τὸν νοῦν πάσης γήϊνης προσπαθείας, ταύτης
δὲ ὁ νοῦς χωρισθείς, ἕξει τὴν εἰς Θεόν ἀγάπην. Πᾶσαι μὲν αἱ ἀρεταὶ συνεργοῦσι
τὸν νοῦν πρὸς τὸν θεῖον ἔρωτα, πλέον δὲ πάντων ἡ καθαρὰ προσευχή· διὰ ταύτης
γὰρ πρὸς τὸν Θεὸν ὁ νοῦς ἐκδημεῖ... Ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν οὐ δύναται μὴ καὶ πάντα
ἄνθρωπον ἀγαπῆσαι ὡς ἑαυτὸν εἰ καὶ πρὸς τὰ πάθη δυσχεραίνει τῶν μήπω
κεκαθαρμένων· διὸ καὶ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν βλέπων καὶ διόρθωσιν ἀμετρήτῳ καὶ
ἀνεκλαλήτῳ χαίρει χαρᾷ.»287. Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ συνεπιφέρει σωματική ἀλλοίω-
ση: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θερμή ἐστι τῇ φύσει καὶ ὅταν ἀμέτρως ἐπιπέσῃ τινὶ ποιεῖ
αὐτὸν ἐκστατικὸν ὅλον καὶ σύννουν καὶ κατὰ μέτρον τῆς ποιότητος τῆς

283
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.7-19, σ. 485-486.
284
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.20-27, σ.486-487.
285
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.12, σ.471.
286
Α. Σταυρόπουλου, Ἡ τέχνη τῆς ἀγάπης, σ.29-30.
287
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου Μαξίμου, τ.4, σ. 76-78.
214

ἐπεισελθούσης αὐτῷ ἀγάπης ὁρᾶται ἐν αὐτῷ ἀλλοίωσις ἀσυνήθης. Καὶ ταῦτα τὰ


σημεῖα αὐτῆς τὰ αἰσθητά· γίνεται τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου πυρὸν καί περιχαρὲς
καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ θερμαίνεται ἀφίσταται ἀπ' αὐτοῦ ὁ φόβος, καὶ ἡ αἰδώς καὶ ἡ
δύναμις ἡ συνάγουσα τὸν νοῦν πρὸς ἑαυτήν. Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὡς
ἐκστατικὸς καί ἔκφρων, καὶ τὸν φοβερόν θάνατον ἠγεῖται χαράν, καὶ οὐδέποτε ἡ
θεωρία τοῦ νοός αὐτοῦ διακοπήν τινα πάσχει ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων διανοήσεως, καὶ
ἡ διάνοια αὐτοῦ ἀεὶ ὡς μετὰ ἄλλου ἀδολεσχεῖ καὶ οὐκ αἰσθάνεται αἰσθητῶς τῆς
κινήσεως αὐτοῦ, ἧς ἐν τοῖς πράγμασι κινεῖται· κἂν γὰρ πράττῃ τι, οὐ τελείως αὐτοῦ
αἰσθάνεται ὡς τὸν νοῦν ἔχων ἐν τῇ θεωρίᾳ μετέωρον.»288.
Τελικός στόχος τῶν Γερόντων ἡ ἀπάθεια: «Μισθοὶ τῶν πόνων τῆς ἀρετῆς εἰσὶν
ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ γνῶσις· αὗται γὰρ πρόξενοι γίνονται Βασιλείας οὐρανῶν, ὡς καὶ τὰ
πάθη καὶ ἡ ἀγνωσία κολάσεως αἰωνίου· ὁ οὖν τούτους διὰ δόξαν ἀνθρώπων ζητῶν,
καὶ μὴ δι' αὐτὸ τὸ καλόν, ἀκούσῃ παρὰ τῆς Γραφῆς λεγούσης· αἰτεῖτε καὶ οὐ
λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε.»289.
Ἀπάθεια δέν σημαίνει ἀδιαφορία ἤ ἀναισθησία ἀλλά: «Ἀπάθεια ἐστιν οὐ τὸ μὴ
πολεμεῖσθαι ὑπὸ τῶν δαιμόνων, ἐπεὶ ἄρα ὀφείλομεν ἐξεληλυθέναι ἐκ τοῦ κόσμου,
κατὰ τὸν Ἀπόστολον, ἀλλὰ τὸ πολεμουμένους ὑπ' αὐτῶν ἀπολεμήτους μένειν· καὶ
γὰρ οἱ σιδηροφόροι πολεμισταὶ τοξεύονται μὲν παρὰ τῶν ἀντιπάλων, καὶ τοῦ ἤχου
τῆς τοξίας ἀκούουσιν ἀλλὰ καὶ αὐτὰ βλέπουσι τὰ πεμπόμενα κατ' αὐτῶν βέλη σχε-
δόν ἅπαντα, οὐ πλήττονται δὲ διὰ τὴν τῶν πολεμικῶν ἐνδυμάτων στεῤῥότητα.»290.

ii. Τό καλό καί τό κακό.

Ὁ χριστιανός δέν ἐνδιαφέρεται γιά μία ζωή ὑπό τό σχῆμα τῆς ἁπλῆς ἐπιβίωσης
ἀλλά γιά ποιότητα ζωῆς πού προκύπτει ἀπό Ἐκεῖνον πού μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι εἶναι
ὁ ἴδιος ἡ Ζωή291. «Ἡ συνείδηση ἐκ μέρους μας ὅτι τό ἔργο μας κρίνεται καί τώρα
ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τή ∆εύτερη Παρουσία, μᾶς καθιστᾶ προσεκτικούς καί μᾶς
βοηθάει νά θυμόμαστε τόν θάνατό μας καί τήν εὐθύνη πού ἔχουμε νά δώσουμε
λόγο, καλήν ἀπολογίαν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ. Καλλιεργοῦμε
μνήμη καί μελέτη θανάτου πού δέν εἶναι μία μεμψίμοιρη στάση πρός τήν ἀνθρώπινη

288
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἰσαάκ, τ.4, σ. 82-83.
289
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Γρηγορίου τοῦ ∆ιαλόγου, τ.3, σ.90.
290
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ∆ιαδόχου, τ.4, σ.380.
291
Ἰω. 14,6.
215

κατάσταση, ἀλλά μιά στάση ζωῆς πού δέν ἀρκεῖται στά δεδομένα τῆς στιγμῆς.
Ὑπάρχει ἕνα μέλλον· ὑπάρχει ὁ θάνατος, ἀλλά ἡ ἀνάσταση εἶναι μία πραγματικό-
τητα. Στήν οὐσία ἡ μελέτη θανάτου εἶναι μελέτη ζωῆς, μελέτη ἀναστάσεως. Μελέτη
δέν σημαίνει θεωρητική ἐνασχόληση ἀλλά ἄσκηση, ἐξάσκηση, δοκιμή. Ἡ μνήμη τοῦ
θανάτου πού μέ ἕνα τρόπο καθιστᾶ παρόν τό μέλλον, ὁδηγεῖ στή συμφιλίωση τοῦ
ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του. Φαινόμενο σύγχρονο βέβαια
ἀποτελεῖ ἡ λήθη θανάτου, ἀφοῦ ὅτι φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος τό ἀπωθεῖ καί ἀπουσιάζει
κάθε λόγος περί θανάτου.»292.
Ἡ ἐπίπονη καί ἐπίμονη προσπάθεια ἀναμόρφωσης καί μεταμόρφωσης τοῦ
ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἐπί τό ἀρχαῖον κάλλος, ὅπου ὅλα ὅσα ἔγιναν ἦσαν
«καλά λίαν» κατά τή διήγηση τῆς Γενέσεως, ἀλλά καί ἐπιδέχονταν καί περαιτέρω
πρόοδο, διαμορφώνει τήν ὀρθόδοξη στάση ζωῆς πού ὀνομάζεται φιλοκαλική.
Φιλόκαλος ἤ φιλοκαλικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού δέχεται τήν κλήση νά
συμμετάσχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ «ὁδός τῆς φιλοκαλίας» ἤ «δρόμος τῶν
νηπτικῶν» εἶναι ἀναζήτηση τοῦ θείου καί ἐγκατάλειψη τοῦ ἰδίου θελήματος καί
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου· «Ἀνὴρ ἀπείραστος, ἄπειρος καὶ ἀδόκιμος ἐστί· καὶ
σχῶμεν ἐν τῷ νῷ ὅτι πᾶν πρᾶγμα ἀγαθὸν ἄνευ θλίψεως οὐ τελειοῦται· ἔχει γὰρ
τὸν ἀντικείμενον φθόνον τοῦ διαβόλου.»293. Ἡ ἐργασία δέν γίνεται σέ συνθῆκες
εἰρήνης ἀλλά πολέμου πνευματικοῦ καί ἀοράτου. Ἔχει νά κάνει μέ τούς λογισμούς
πονηρίας καί τά πάθη. Ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο ἐπιφυλακή ἀλλά καί κάθαρση τοῦ νοῦ καί
τῆς καρδιᾶς γιά νά φθάσουμε ν' ἀξιωθοῦμε κάποτε τή θέα τοῦ Θεοῦ. Μοναχός
ρωτᾶ τόν ἀββά Σισώη: «...τί ποιήσω ἀββᾶ ὅτι πέπτωκα; λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἀνάστα
πάλιν· λέγει ὁ ἀδελφός· ἀνέστην καὶ πάλιν πέπτωκα· καὶ λέγει ὁ γέρων· ἀνάστα
πάλιν καὶ πάλιν· εἶπεν οὖν ὁ ἀδελφός· ἕως πότε; λέγει ὁ γέρων· ἕως ἂν
καταληφθῇς εἴτε ἐν τῷ ἀγαθῷ εἴτε ἐν τῷ πτώματι· ἐν ᾧ γὰρ εὑρίσκεται ἄνθρωπος
ἐν αὐτῷ καὶ πορεύεται.»294.
Ὅλα αὐτά περικλείονται στή νήψη, δηλ. στή στάση τῆς ἐπαγρύπνησης καί
νηφαλιότητας πού συντελεῖ στήν ἑνότητα τοῦ συνόλου ψυχοσωματικοῦ εἶναι τοῦ
ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά (νοῦς ἐν καρδίᾳ)· ὄχι ἁπλῶς τῆς

292
Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.60-62.
293
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ.555.
294
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σισώη, λη’, σ.114.
216

λογικῆς μας ἐνέργειας, τῆς διάνοιας ἀλλά καί τοῦ νοῦ ὡς ἐκείνου τοῦ ὀργάνου
πού μεσολαβεῖ γιά τή σχετική ἀντίληψη τοῦ ἀκατάληπτου Θεοῦ295.
Προϋπόθεση αὐτῆς τῆς κατάστασης ἀποτελεῖ ἡ μετάνοια. Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική
ἀναφέρει: «...τρίτον οὖν ἐν τῷ βίῳ τικτόμεθα· ἅπαξ μὲν ἐκ τῶν μητρικῶν λαγόνων,
καὶ ἀπὸ γῆς εἰς γῆν ἐρχόμεθα· διὰ δὲ τῶν λοιπῶν δύο ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν
μεθιστάμεθα· τούτων δὲ ἡ μὲν μία ἐστὶν ἐκ χάριτος ἡ διὰ Θείου Βαπτίσματος, ἣν καὶ
ἀληθῶς παλιγγενεσίαν καλοῦμεν· ἡ δὲ ἑτέρα ἐκ τῆς μετανοίας ἡμῖν καὶ τῶν
ἀγαθῶν πόνων προσγίνεται, ἐν ἧ καὶ ἑστήκαμεν.»296.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός παρομοιάζει τήν ψυχή ὡς: «...πόρνη ἦν ὡραία ἐν τίνι πόλει
καὶ πολλοὺς φίλους εἶχεν· ἐλθὼν δὲ πρὸς αὐτὴν εἷς ἄρχων, εἶπεν αὐτῇ· σύνθου μοι
σωφρονεῖν κἀγὼ σὲ λαμβάνω εἰς γυναῖκα· ἡ δὲ συνέθετο αὐτῷ... οἱ δὲ φίλοι αὐτῆς
ζητοῦντες αὐτῆς (κι ἐπειδή φοβόταν τόν ἄρχοντα μήν τούς τιμωρήσει ἄν πᾶνε ἀπό
τήν κύρια εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ, προτίμησαν νά πᾶνε ἀπό τήν πίσω πλευρά τοῦ σπιτιοῦ
καί νά τῆς σφυρίξουν γιά νά τούς ἀκούσει) ... ἀκούσασα οὖν τοῦ συριγμοῦ
ἐσφράγισε τὰ ὦτα αὐτῆς καὶ εἰσεπήδησεν εἰς τὸν ἐνδότερον κοιτῶνα καὶ ἔκλεισε
τὰς θύρας.». Ἑρμηνεύοντας δέ ὁ Γέροντας τά λεγόμενά του: «ἔλεγε δέ, τὴν πόρνην
εἶναι τὴν ψυχήν· οἱ δὲ φίλοι αὐτῆς εἰσὶ τὰ πάθη καὶ οἱ ἄνθρωποι· ὁ δὲ ἄρχων ἐστὶν
ὁ Χριστός· ἡ δὲ οἰκία ἡ ἐσωτέρα ἡ αἰωνία μονή· οἱ δὲ συρίζοντες αὐτῇ εἰσὶν οἱ
πονηροὶ δαίμονες· αὐτὴ δὲ διαπαντὸς φεύγει πρὸς τὸν Κύριον.»297.
Σέ ἄλλη διήγηση ἀναφέρεται: «...ἀδελφὸς οἰκῶν εἰς τά μονύδρια πολλάκις ἐξ
ἐνεργείας διαβόλου ἔπιπτεν εἰς πορνείαν καὶ ἔμενε βιαζόμενος ἑαυτὸν μὴ
καταλεῖψαι τὸ σχῆμα, ἀλλὰ βάλλων τὴ μικρὰν αὐτοῦ λειτουργίαν παρεκάλει τὸν
Θεὸν μετὰ στεναγμοῦ... Κύριε κἂν θέλω κἂν μὴ θέλω, σῶσον με». Ἀφήνει τόν
ἑαυτό του ὁλότελα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παρ' ὅτι πέφτει στήν ἁμαρτία συνεχίζει νά
προσεύχεται. Ἡ ἐπιμονή καί ἡ ὑπομονή ἀποτελοῦν ἐφόδια πρός διόρθωση· συγχρό-
νως δηλώνεται ἡ κατ' ἐπίγνωση ἀδυναμία πού συνιστᾶ καί δυνατότητα ἀνάκαμψης:
«ὀφθαλμοφανῶς παραστὰς» ὁ δαίμων διαλέγεται μέ τόν ἁμαρτωλό καί ὁ ἁμαρτω-

295
Σταυρόπουλου Α., Ὁ φιλοκαλικός ἄνθρωπος. Μία ὀρθόδοξη πρόταση ζωῆς, ἀνάτυπο ἀπό τό περ.
Κοινωνία, ἔτος ΜΒ, τ.2, σ. 141-151, Ἀπρ.-Ἰουν. 1999· πρβλ. Ἰ. Κορναράκη, Φιλοκαλικά Θέματα
ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1975· Κ. Κορναράκη, Ἡ διαλεκτική
τοῦ φιλοκαλικοῦ ἤθους, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2002.
296
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.93.
297
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἰωάννη Κολοβοῦ, ις’, σ.46.
217

λός θεολογεῖ: «Τὸ κελλίον τοῦτο χαλκεῖον ἐστί· μία σφύρα διδὼς καὶ μίαν
λαμβάνεις· ὑπομείνω ἕως θανάτου σὲ παλαίων καὶ ὅπου φθασθῶ τῇ ἐσχάτῃ μέρα·
... καὶ θαρρῶν εἰς τὴν ἄπειρον τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα λέγω μὰ τὸν ἐλθόντα καλέσαι
ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν καὶ σῶσαι οὐ μὴ παύσομαι κατὰ σοῦ προσευχόμενος τῷ
Θεῷ ἕως καὶ σὺ παύσῃ τοῦ πολεμεῖν με. Καὶ ἴδωμεν τίς νικᾷ σὺ ἢ ὁ Θεός.»298.
Ἕνας ἀγώνας συνεχής μέχρι τελικῆς πτώσεως.
Σημασία δέν ἔχει τό μέγεθος τῆς παράβασης ἀλλά ἡ οὐσιώδης ἐσωτερική
μεταστροφή. Ὑπάρχει πλειάδα διηγήσεων πού ἀναφέρεται στή μεταστροφή ληστῶν
ὅπως ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίωψ πού γίνεται χριστιανός καί μοναχός299: «...ἐλέγετο γὰρ
καὶ μέχρι φόνων φθάνειν». Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἐκτός ἀπό τήν περιγραφή τῶν
ἐσωτερικῶν συγκρούσεων τοῦ πρώην ληστῆ καί τό σημεῖο πού καί ἄλλοι ληστές
(δηλ. ἄνθρωποι παρασυρόμενοι) βλέποντας τήν ἀλλαγή ἑνός πρώην «δικοῦ» τους,
ἀποκτοῦν τό θάρρος καί γιά τήν δική τους ἀναγέννηση. Καί ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος
ἦταν πρώην ληστής: «οὗτος ἀρχιληστὴς πρῶτον καὶ νεκροτάφος Ἑλλήνων ὑπάρχων
καὶ διαβόητος ἐπί κακίᾳ γενόμενος...» 300.
Ἀκόμη καί ἀκραῖες περιπτώσεις ἁμαρτίας, καί ἀνωτάτων κληρικῶν, συγχωροῦ-
νται ὅταν γίνονται μέ συντριβή καρδίας. ∆ιήγηση ἀναφέρεται σέ πτώση ἐπισκόπου
καί μοναχῆς στή πορνεία πού ὅμως μπροστά στήν εἰλικρινή τους μετάνοια, ἡ
φιλευσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ἀρωγός: «...καί ἐγερθεὶς ἐκ τῆς ἀρρωστίας
εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀπέθετο τὸ ὠμοφόριον αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον
(ἀπεκδύεται τό ἐπισκοπικό σχῆμα λόγῳ ἀναξιότητας) ... καὶ ἐξελθὼν ἔλαβε ράβδον
... καὶ ὥρμησεν ἀπελθεῖν εἰς Μοναστήριον τι... (τόπος μετανοίας)»301.
Ἡ μετάνοια εἶναι τρόπος ζωῆς καί συνεπάγεται τό ἀνεπανάληπτο τῆς ἁμαρτίας:
«Ἠρώτησεν ἀδελφὸς τόν Ἀββᾶν Ποιμένα· τί ἐστὶ μετάνοια τῆς ἁμαρτίας; Καὶ εἶπεν
ὁ γέρων· τὸ μὴ τοῦ λοιποῦ ποιεῖν αὐτή.ν»302. Σημαίνει ὄχι μεταμέλεια γιά ὁρισμένο
παράπτωμα ἀλλά μεταβολή πνεύματος ζωῆς· στροφή ἀπό τό ψέμα, πού ἀποτελεῖ
πνευματική ἧττα, στήν ἀλήθεια. Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται ἀλλά

298
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.53.
299
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Μωϋσῆ τοῦ Αἰθίοπος τ.1, σ.119-125.
300
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
301
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ. 6, σ.56· στή παρ. 3, σ.54
ὑπάρχει παραλλαγή ὑλικοῦ μέ πτώση διακόνου καί μοναχῆς.
302
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.96.
218

γίνεται ἅγιος, ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς ὁμολογεῖ: «...θέλω ἄνθρωπον ἁμαρτήσαντα, εἰ


οἶδεν ὅτι ἥμαρτε καὶ μετανοεῖ, ὑπὲρ ἄνθρωπον μὴ ἁμαρτήσαντα καὶ ἔχοντα ἑαυτὸν
ὡς δικαιοσύνην ποιοῦντα.»303. Ἡ ἀναμαρτησία δέν προϋποθέτει ἐλευθερία, ἐνῶ ἡ
μετάνοια ἀντίθετα ἀπαιτεῖ.
Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ ριζική μεταβολή τοῦ κέντρου ἐπιθυμίας. Γέροντας
πολεμεῖτο ἀπό λογισμό πορνείας καί ἔλεγε ὅτι: «...ἐὰν λάβω δέκα γυναῖκες, οὐ
πληρῶ τὴν ἐπιθυμίαν μου»· δέν πείθεται στίς παραινέσεις τοῦ ἀββᾶ Παφνουτίου μέ
συνέπεια νά ἐγκαταλείψει τήν ἔρημο καί νά πάρει γυναίκα. Μετά ἀπό δέκα χρόνια
σέ συνάντησή τους ὁ Παφνούτιος τόν ρωτᾶ ἄν ἔλαβε δέκα γυναῖκες καί ἐκεῖνος
τοῦ ἀπαντᾶ: «...φύσει μίαν ἔλαβον καὶ ταλαιπωρῶ πῶς αὐτὴν χορτάσω ἄρτον· καὶ
λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· δεῦρο πάλιν μέθ' ἡμῶν· καὶ εἶπεν· ἔνι μετάνοια ἀββᾶ; ὁ δὲ
εἶπεν· ἔνι· καὶ καταλείψας πάντα, ἠκολούθησεν αὐτόν· καὶ εἰσελθών εἰς Σκῆτιν, ἀπὸ
τῆς πείρας γέγονε δόκιμος μοναχός.»304. Ἡ πείρα (ἐμπειρία) τόν ὁδήγησε
ἐλεύθερα στήν ἐπιλογή του.
∆έν πρόκειται γιά ἁπλή μεταμέλεια πού ἀναζητεῖ τήν ἄφεση ἀλλά γιά παραδοχή
τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας πού ἀποτελεῖ καί ἐφαλτήριο τῆς ἀναχαίτισης τῆς
ἁμαρτίας. Ὁ ἀββᾶς Λώτ γιά τόν ἀδελφό πού ἔπεσε στό παράπτωμα τῆς πορνείας
καί θυσίασε στά εἴδωλα, τόν παρώτρυνε λέγοντάς του: «... ὁμολόγησον μοι αὐτὴν
κἀγώ βαστάζον αὐτήν·»· καί ὅταν ἐκεῖνος ἀποκάλυψε τά λάθη του, ἐκεῖνος τοῦ
ἀπάντησε: «...θάρσει ὅτι ἐστὶ μετάνοια· ὕπαγε κάθου εἰς τό σπήλαιον, καὶ νήστευσον
δύο δύο, κἀγὼ βαστάζω μετὰ σοῦ τὸ ἥμισυ τῆς ἁμαρτίας· πληρωθεισῶν οὖν τῶν
τριῶν ἑβδομάδων, ἐπληροφορήθη ὁ γέρων ὅτι ἐδέξατο ὁ Θεός τήν μετάνοιαν τοῦ
ἀδελφοῦ.»305.
∆έν παίζει ρόλο ἡ χρονική διάρκεια γιά τήν πραγμάτωση τῆς μετανοίας. Ὁ
ἀββᾶς Ποιμήν ἐπισημαίνει: «... λέγω, ὅτι ἐὰν ἐξ ὅλης καρδίας μετανοήσῃ ἄνθρωπος
καὶ μὴ προσθῇ ἔτι ποιεῖν τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας δέχεται αὐτὸν ὁ
Θεός.»306· καί ἀλλοῦ: «...ἐν ἧ ὥρᾳ ὑποπίπτει ἄνθρωπος σφάλματι καὶ εἴπῃ ἥμαρτον,
παραυτὰ πέπαυται.»307.

303
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.117.
304
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.105.
305
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.62.
306
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, ιβ’, σ.87 καί Σισώη, κ’, σ.112.
307
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, κθ’, σ.94.
219

Ἡ ἀμεσότητα τῆς ἀπόφασης εἶναι καθοριστική. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ προειδοποιεῖ:


«Ἀδελφὲ μὴ εἴπῃς σήμερον ἁμαρτάνω, καὶ αὔριον μετανοῶ· οὐ γὰρ ἔχεις τὸ
ἀσφαλές· περὶ τῆς αὔριον τῷ Κύριῳ μελήσει.»308.
Τό ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τοῦ ἁμαρτωλοῦ: «ἔνι μετάνοια» ἀποτελεῖ θεμελιῶδες
στοιχεῖο γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Προϋποθέτει πίστη καί
ὠριμότητα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης Κολοβός βάζει ὡς μέλημά του νά μεταστρέψει κόρη
ὀρφανή μέ τό ὄνομα Παησία πού ἔχει καταλήξει πόρνη. Ἐπισκεπτόμενος αὐτή στό
πορνεῖο, τῆς λέει: «...τί κατέγνως τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι εἰς τοῦτο ἦλθες; Καὶ κλίνας κάτω
τὴν κεφαλήν αὐτοῦ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης, ἤρξατο κλαίειν σφοδρῶς· λέγει αὐτῷ αὐτή·
Ἀββᾶ τί κλαίεις; ... καὶ λέγει αὐτῇ· βλέπω ὅτι ὁ σατανᾶς παίζει εἰς τὴν ὄψιν σου καὶ
οὐ μὴ κλαύσω; ἀκούσασα δὲ λέγει αὐτῷ· ἔνι μετάνοια Ἀββᾶ; λέγει αὐτῇ· ναί· λέγει
αὐτῷ· λάβε με ὅπου θέλεις· λέγει αὐτῇ· ἄγωμεν· καὶ ἀνέστη ἀκολουθῆσαι αὐτῷ·
προσέσχε δὲ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὅτι οὐδὲν διετάξατο ἢ ἐλάλησε περὶ τοῦ οἴκου
αὐτῆς καὶ ἐθαύμασεν· ὡς οὖν ἔφθασαν εἰς τὴν ἔρημον, βράδιον ἐγένετο· ποιήσας
ἐκ τῆς ἄμμου μικρὸν προσκεφάλιον αὐτῆς καὶ σφραγισάμενος, λέγει αὐτῇ·
καθεύδησον ἐνταῦθα· ποιήσας δὲ καὶ ἑαυτῷ ἀπὸ μικροῦ διαστήματος καὶ πληρώσας
τὰς εὐχὰς αὐτοῦ ἀνεκλίθη· περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον διυπνισθείς, βλέπειν ὁδόν τινα
φωτεινὴν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ἕως αὐτῆς ἐστηριγμένην· καὶ εἶδε τοὺς ἀγγέλους τοῦ
Θεοῦ ἀναφέροντας τὴν ψυχήν αὐτῆς· ἀναστὰς οὖν καὶ ἀπελθὼν ἔνυξεν αὐτῇ τῷ
ποδί· ὡς δὲ εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν, ἔρριψεν ἑαυτὸν ἐπί πρόσωπον δεόμενος τοῦ
Θεοῦ· καὶ ἤκουσεν ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας αὐτῆς, προσεδέχθη ὑπὲρ μετάνοιαν
πολλῶν χρονιζόντων καὶ μὴ ἐνδεικνυμένων τὸ θερμὸν τῆς τοιαύτης μετανοίας»309.
∆ιαφέρει ὁ τρόπος μετανοίας ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο. Ἡ ἀξία της δέν
ἔγκειται στόν τρόπο ἀλλά στήν προαίρεση (εἰλικρίνεια) τῆς μετανοίας. ∆ιήγηση
ἀναφέρει ὅτι ἕνας μοναχός σκέπτονταν τίς ἁμαρτίες του καί τήν κόλαση ἡ ὁποία
θά ἐπέλθει μετά θάνατον καί ἀπό τό φόβο τῆς τιμωρίας κόλλησε τό δέρμα του στά
ὀστά του· ἕνας ἄλλος μοναχός εὐχαριστοῦσε τό Θεό πού δέν τόν ἄφησε νά
πεθάνει στήν ἁμαρτία καί τόν ἔβγαλε ἀπό τήν ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου καί

308
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου Ἐφραίμ, τ.1, σ.66.
309
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μ’, σ.49.
220

ἐνθυμούμενος συνεχῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχαιρε πνευματικά310. Τόσο ἡ


ἀρνητική ὅσο καί ἡ θετική σκέψη στήν προκείμενη περίπτωση ὁδηγοῦν στό ἴδιο
ἀποτέλεσμα.
Μέτρο γιά τήν πρακτική ἐφαρμογή ἑνός λογισμοῦ (ἔλεγχος συνειδήσεως),
ἀποτελεῖ ἡ ἐρώτηση: «... ἄρτι ἐάν καλέσῃ ἡμᾶς ὁ Θεὸς τί γίνεται; καὶ βλέπε τί
ἀποκρίνεται ἡ συνείδησίς σου· καὶ τάχυνον ποιῆσαι εἰ τι λέγει σοι.»311. Ὁ φόβος
θανάτου, πού σέ τελική ἀνάλυση εἶναι φόβος Θεοῦ, ἀποτελεῖ συνεχές Γεροντικό
μέλημα γιατί: «... ἀλλ' ἄνθρωπος εἰμί· πόθεν οἶδα εἰ τὸ ἔργον μου εὐηρέστησε τῷ
Θεῷ; ... ἕτερον γὰρ ἐστὶ τὸ τοῦ Θεοῦ κριτήριον, καὶ ἕτερον τὸ τῶν ἀνθρώπων.»312.
Ἀλλά καί κοσμικός ἄρχοντας ὅταν τοῦ ζητεῖται ἀπό ἁμαρτωλό νά τόν κρίνει
ὁμολογεῖ: «ὅτι σὺ ἀφ' ἑαυτοῦ ἐξωμολογήσω, οὐ τολμῶν κρῖναι σε πρὸ τοῦ
Θεοῦ»313. Ἡ κοσμική ἐξουσία ὑποκλίνεται στήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Οἱ κάθε εἴδους
δοκιμασίες πού συνεπάγονται φόβο Θεοῦ, μᾶς προστατεύουν ἀπό φαινόμενα
ἀνθρώπινης κενοδοξίας καί ὑπερηφάνειας: «Κύριε, οὐ φοβοῦμαι σε, καὶ διὰ τοῦτο
πέμψον μοι κεραυνόν, ἢ ἄλλην τινὰ τιμωρίαν, ἢ ἀσθένειαν ἢ δαίμονα, ἵνα κἂν
οὕτως ἔλθῃ εἰς φόβον ἡ πεπωρωμένη μου ψυχή.»314· καί ἀλλοῦ: «ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν
λύπην, χαλινός ἐστι τῆς ψυχῆς, μὴ ἐῶν αὐτὴ πεσεῖν.»315.
Οἱ Γέροντες διαχειρίζονται τίς δεδομένες καταστάσεις βάσει τοῦ τρόπου
σκέψης τους. Στόν ἀββά Ἰωάννη τῶν κελλίων, ὑπάρχει ἡ διήγηση πόρνης πού
θέλησε νά εἰσέλθει στήν ἐκκλησία καί ὁ ὑποδιάκονος δέν τῆς τό ἐπέτρεψε γιατί τή
θεωροῦσε ἀκάθαρτη. Τό ἴδιο τῆς εἶπε καί ὁ ἐπίσκοπος πού ἄκουσε τή συζήτηση· «...ἡ
δὲ κατανυγεῖσα λέγει αὐτῷ· οὐκ ἔτι πορνεύω· λέγει αὐτῇ ὁ ἐπίσκοπος· ἐὰν φέρῃς
ὧδε τὰ χρήματά σου, οἶδα ὅτι οὐ πορνεύεις ἔτι· ὡς δὲ ἤνεγκεν, λαβὼν ἔκαυσε αὐτὰ
πυρί· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κλαίουσα καὶ λέγουσα· εἰ ὧδε οὕτω μοι γέγο-
νεν, ἐκεῖ τὶ ἔχω παθεῖν; καὶ μετανόησε καὶ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς.»316.
Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος τοῦ ἔφεραν μπροστά του ἀνύπανδρη
ἔγγυο μέ σκοπό τό ἐπιτίμιο τόσο τῆς γυναίκας ὅσο καί τοῦ ὑπεύθυνου ἄνδρα γιά τό

310
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.7, σ.70.
311
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.80.
312
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἀγάθωνος, σ.14.
313
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.2, σ.69.
314
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ. 3, σ.69.
315
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.4, σ.70.
316
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.55.
221

συμβάν. Ἀντί ὅμως γιά ἐπιτίμιο ὁ ἀββᾶς τῆς δίνει ἕξι ζευγάρια σεντόνια, μή τυχόν
στή γέννα πεθάνει ἡ γυναίκα ἤ τό παιδί καί: «...μὴ εὕρη κηδευθῆναι... καθὼς βλέπετε
ἀδελφοὶ ἐγγὺς ἐστί τοῦ θανάτου· καὶ τί ἔχω ἐγὼ ποιῆσαι; καὶ οὐκ ἐτόλμησεν ὁ
γέρων κατακρῖναι τινά.»317.
∆ιά τῆς μελέτης τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητας ἐμπεδώνεται ἡ θεωρία. Ὁ
Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων γιά νά ἔχει πάντοτε πρό τῶν ὀφθαλμῶν του τή «μνήμη θανά-
του», βάζει νά τοῦ φτιάξουν τόν τάφο του. Τόν ἀφήνει ὅμως μισοτελειωμένο ὥστε
νά τοῦ θυμίζουν οἱ τεχνίτες κατά τακτά χρονικά διαστήματα ὅτι πρέπει νά τόν
ἀποτελειώσουν, καθώς: «ἄδηλον γὰρ ὁποίᾳ ὥρα ὁ κλέπτης ἔπεισι θάνατος.»318.
Ἡ μνήμη θανάτου γίνεται πιό οἰκεία μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν ἀντιθετικῶν
εἰκόνων καλοῦ καί κακοῦ· παραδείσου καί κόλασης: «Μνήσθητι μέρας θανάτου. ἴδε
τότε τοῦ σώματος τὴν νέκρωσιν. ἐννόει τὴν συμφοράν. λάβε τὸν πόνον· κατάγνωθι
τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ματαιότητος ... μνήσθητι καὶ τῆς ἐν τῷ ἄδῃ νῦν καταστάσεως.
Λογίζου τὸ πῶς εἰσίν ἐκεῖ αἱ ψυχαὶ... ἐν ποίῳ πικροτάτῳ στεναγμῷ καὶ πηλίκῳ
φόβῳ καὶ ἀγῶνι καὶ προσδοκίᾳ· τὴν ἄπαυστον ὀδύνην... ἀλλὰ καὶ τὴν ἡμέραν τῆς
ἀναστάσεως μνήσθητι καὶ παραστάσεως τῆς πρὸς τὸν Θεόν· φαντάζου τὸ
φρικῶδες καὶ φοβερὸν ἐκεῖνο βῆμα ... αἰσχύνην τὴν κατ' ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ
ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ πάντων ἀνθρώπων· τοὐτέστι κολαστήρια, πῦρ αἰώνι-
ον, σκώληκα τὸν ἀκοίμητον, τὸν τάρταρον, τὸ σκότος, τὸν τῶν ὀδόντων βρυγμόν,
τοὺς φόβους καὶ τὰς βασάνους. Ἄγε δὴ καὶ τὰ τοῖς δικαίοις ἀποκείμενα ἀγαθὰ
παρρησίαν τὴν μετὰ Θεοῦ Πατρός καὶ Χριστοῦ αὐτοῦ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ
παντὸς δήμου τῶν ἁγίων, βασιλείαν οὐρανῶν καὶ τὰ ταύτης δωρήματα, τὴν χαρὰν
καὶ τὴν ταύτης ἀπόλαυσιν·...»319.
Ἀλλοῦ πάλι συναντᾶται ἡ περιγραφή μόνο τοῦ ἀρνητικοῦ σκέλους: ἄσβεστον πῦρ
τῆς γεένης· πῦρ ἐξώτερον· ἀκοίμητος σκώληξ· κλαυθμός καί βρυγμός ὀδόντων·
αἰώνιος ντροπή ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως·
νοητός δράκων μέ θανατηφόρα κεντρίσματα καί ὡς εἶδος ροφήματος νά μᾶς
καταπίνει320.

317
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.16.
318
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.79.
319
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Εὐαγρίου, σ.34.
320
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἠσαΐα, τ.1, σ.86.
222

Οἱ γνώσεις γύρω ἀπό τίς σχετικές περιγραφές προέρχονται τίς περισσότερες


φορές ἀπό ἀνθρώπους πού νομίζει κάποιος ὅτι ἔχουν πεθάνει καί ἀμέσως ἐπανέρ-
χονται στή ζωή· ἐξηγεῖται δέ ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ ∆ιαλόγου: «...οὐχὶ πλάνη ἀλλὰ
νουθεσία ὑπάρχει· ἡ γὰρ τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνία διὰ μεγίστην ἐλέους δωρεάν,
οἰκονομικῶς τοῦτο ποιεῖ ὥς τε πολλοὺς μετὰ τὴν ἔξοδον πάλιν ἐν τῷ σώματι
ὑποστρέψαι, ἵνα τὰς τοῦ ᾅδου βασάνους, ἅς περ ἀκούοντες οὐκ ἐπίστευον, μᾶλλον
θεωροῦντες φοβηθῶσιν». Βέβαια ὑπάρχει καί περίπτωση καθώς: «...ἀνθρωπίνη
καρδία σφόδρα βαρείας σκληρότητας ... οἳ καὶ μετὰ τὸ ἰδεῖν ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ εἰς
τὴν παρούσαν ζωήν, ὑποστρέψαντες πάλιν ὁμοίως ἔμειναν ἀδιόρθωτοι· καὶ
ἀπολογία τοῖς τούτοις οὐχ ὑπολείπεται.»321.
Ὁ μοναχός Κοσμᾶς διηγεῖται τήν ὀπτασία του: «Ἐκεῖ ὅπου ἐκαθήμην εἰς τὴν
κλίνην μου, ... ἔβλεπα ἀπὸ τὸ ἀριστερόν μου μέρος πλῆθος πολὺ ἀνθρωπαρίων
τινῶν μελανῶν στὰ πρόσωπα. εἰς ὅλους ἡ μελανία δὲν ἦταν ἡ αὐτή, ἀλλ' εἰς
ἄλλους περισσοτέρα εἰς ἄλλους δὲ ὀλιγωτέρα. καὶ ἄλλοι εἶχον ὄμματα ἀνάστρο-
φα γυρισμένα, ἄλλοι δὲ εἶχον αὐτὰ μαῦρα ὡς τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, ἄλλοι δὲ
εἶχον αὐτὰ αἱματωμένα καὶ ἔβλεπον ὡς ἂν φονεῖς καὶ θηρία. Καὶ ἄλλος μὲν ἀπὸ
ἐκείνους εἶχε μαῦρα τὰ χείλη καὶ πολλὰ ἐξωγγωμένα καὶ φουσκωμένα, ἄλλος δὲ
εἶχε μαῦρον καὶ φουσκωμένον μόνον τὸ ἓν χεῖλος· καί ἄλλος μὲν εἶχε τοιοῦτον
τὸ ἄνω χεῖλος, ἄλλος δὲ τὸ κάτω ... μὲ πολλὴν θρασύτηταν μὲ ἐπῆραν... φέροντές
με εἰς ἕνα μεγαλώτατον καὶ βαθύτατον κρημνόν... μὲ βίαν μεγάλην μὲ κατεβίβα-
σαν. Εἰς τὸ ἕνα μέρος τοῦ κρημνοῦ ἦτο μία ὁδός τόσον στενή, ὥστε μόλις ἐδύνατο
νὰ χωρέσῃ εἰς αὐτὴν ἓν ἶχνος ποδός. ... Εἰς δὲ τὸ χάος ἐκεῖνο ἐφαίνετο ὅτι
διαπερᾷ εἷς ποταμὸς τοῦ ὁποίου ἡ ροὴ ἔκαμε μεγάλη βοήν. Ἀφ' οὗ μὲ πολὺν
φόβον διαπεράσαμεν ἐκείνη τὴ στενωτάτη ὁδό εὕρομεν μία θύραν μεγάλη ... εἰς
ταύτην κάθητο ἀνῆρ μέγας καὶ γιγαντιαῖος κατὰ τὸ σῶμα· μαῦρος κατὰ τὴν μορφήν,
φοβερὸς δὲ κατὰ τὸ πρόσωπον, διότι οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν ἀναστρόφως γυρισμέ-
νοι, μεγάλοι πολλὰ καὶ αἱματώδεις καὶ φλόγα πολλὴν πυρὸς ἐξέβαλλε, ἀπὸ δὲ τῆς
ρινός του ἐξήρχετο καπνός. Ἡ γλῶσσα του ἦταν κρεμασμένη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα του
ἕως μία πῆχυν καὶ ἡ μὲν δεξιά του χείρ ἦτο τελείως κατάψυχρος καὶ πεπαγωμένη, ἡ
δὲ ἀριστερὰ ἦτο χονδρή, ὡς κολόνα γυμνὴ καὶ πολλὰ μακρά. Μὲ ταύτην τὴν χείρα

321
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 121-122.
223

ἐπίανεν ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἔρριπτε μέσα στὸ ἄμετρον
χάος, οἵτινες ῥιπτόμενοι, ὅλο τὸ οὐαί! καὶ τὸ οἴμι! ἐφώναζον. Καθὼς λοιπὸν ἡμεῖς
ἐπλησιάσαμεν... ἐφώναξεν αὐτὸς... οὗτος εἶναι φίλος μου καὶ ἥπλωσε τὴν χεῖρά
του, ζητῶν νὰ μὲ πιάσῃ. Ἐγώ... ἐτρόμαξα καὶ συνεστάλην· καὶ παρευθὺς ὡς νὰ
ἐστάλησαν δύω ἄνδρες λευκοὶ τὰς τρίχας καὶ ἱεροπρεπεῖς, τοὺς ὁποίους ἐνόμισα,
ὅτι εἶναι ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Τούτους βλέποντας ὁ
ἀσχημότατος ἐκεῖνος γίγας, ἐφοβήθη καὶ ἀπεκρύβη. Ὅθεν λαβόντες μὲ εὐμένειαν
οἱ δύω ἐκεῖνοι διεπέρασαν μίαν ἐσωτέραν πεδιάδα ὅπου ἦσαν κάλλιστα χωρία καὶ
ὡραιότατα... στὸ τέλος τῆς πεδιάδος εὕρομεν μίαν κοιλάδα χλοερὰ καί πανευφρό-
συνον... Εἰς τὸ μέσον τῆς κοιλάδος ἐκάθητο γέρων χαριεὶς καὶ τίμιος ἔχων
τριγύρω αὐτοῦ πολὺ πλῆθος παιδίων,... τότε ἀποδιώξας τὸν φόβον ἐκ τῆς καρδίας
μου ἠρώτησα μὲ ἥσυχον φωνὴν τούς δύω ὁδηγούς μου, ποῖος ἄρά γε εἶναι ὁ
γέρων... Οἱ δέ, ὁ Ἀβραάμ εἶναι, εἶπόν μοι, καὶ ὁ κόλπος ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον
ἀκούεις τοῦ Ἀβραάμ... πῆγα καὶ προσεκύνησα καὶ ἠσπασάμην... ἀφοῦ ἐπεράσαμεν
τὴν κοιλαδαν ἐκείνην ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα μεγαλώτατον ἐλαιῶνα, τοῦ ὁποίου τόσον
πολυάριθμα ἦσαν τὰ δένδρα, ὅσα εἶναι τ' ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἰς ἕκαστον δένδρο
ἦτο μία σκηνή, εἰς ἕκαστην σκηνή ἦτο μία κλίνη καὶ εἰς ἕκαστη κλίνη ἦτο ἕνας
ἄνθρωπος... ἐγνώρισα πολλοὺς οἵτινες ἐν τῇ γῇ ζῶντες ἀνεστρέφοντο ἐντὸς τῶν
βασιλικῶν παλατίων... ἄλλοι ἦσαν κατοικοῦντες εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ...
ἄλλοι ἀπὸ τὸ ἰδικόν μας μοναστήρι... ὅλοι δέ οὗτοι ἦσαν ἤδη προαποθανόντες. Οἱ
μετ' ἐμοῦ δύω γέροντες μοι λέγουσι, τί διαλογίζεσαι καὶ ἀπορεῖς ποιὸς εἶναι οὗτος
καὶ ὡραιότατος ἐλαιών... εἶναι ἐκεῖνα διὰ τὰ ὁποῖα ἀκούεις νὰ λέγουν οἱ πατέρες
καὶ ἡ Γραφή 'πολλαὶ μοναὶ παρὰ σοὶ Σῶτερ πεφύκασι κατ' ἀξίαν πᾶσι μεριζόμεναι
κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀρετῆς'. Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα ἐκεῖνον ἦτο μία πόλις
τῆς ὁποίας τὸ κάλος καὶ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν τοῦ τείχους ἁρμονίαν καὶ σύνθεσιν
δὲν εἶναι δυνατόν νὰ διηγηθῇ τις. Εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ τεῖχος ἦσαν δώδεκα στίχοι,
οἵτινες περιεκύκλουν αὐτὸ ὡς ζῶναι, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶχον ἕν χρῶμα ἀλλὰ πολλὰ
καὶ διάφορα. Ἐπειδὴ αἱ ζῶναι ἦσαν ἀπὸ τοὺς δώδεκα τιμίους λίθους· ἑκάστη δὲ
ζώνη ἦτον συνηρμοσμένη ἀπὸ ἕναν λίθον καὶ ἐσχημάτιζαν ἕνα κύκλο ξεχωριστόν.
Εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἐκείνης ἦσαν πύλαι στολισμέναι μὲ χρυσίον καὶ ἀργύριον,
ἐντός δὲ τῶν πυλῶν ἦτο πάτωμα χρυσότευκτον καὶ κατόπιν τοῦ πατώματος ἦσαν
224

οἰκίαι χρυσαῖ καὶ χρυσαῖ καθέδραι καὶ χρυσαῖ τράπεζαι. Ὅλη ἡ πόλις ἦτον γεμάτη
ἀπὸ ἀνεκλάλητον φῶς, γεμάτη ἀπὸ εὐωδίας ... ∆ὲν εἴδομεν ἐκεῖ ἄνθρωπον, οὔτε
κτῆνος τετράποδον, οὔτε πτηνόν,... εἰς τὰ ἄκραν τῆς πόλεως ἦτο κτισμένα θαυμαστὰ
βασίλεια, εἰς τῶν ὁποίων τὴν θύραν καὶ εἴσοδον ἦτο εἷς θάλαμος... (ὅπου) ἦτο
ἐξηπλωμένη μία τράπεζα κατεσκευασμένη ὅλη ἀπὸ μάρμαρον Ῥωμαϊκόν,... ἦτον
γεμάτη ἀπὸ συμποσιάζοντας. ... πλησίον δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ θαλάμου ἐκείνου ἦτον
μία οἰκοδομὴ μικρά, ... καὶ πλησίον ἓν ἡλιακὸν ὡραῖον καὶ πανευφρόσυνον... Ἀπό
τοῦτο λοιπὸν τὸ ἡλιακὸν ἔσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι εὐνοῦχοι, ὅμοιοι στὸ
πρόσωπον μὲ τὴν ἀστραπὴν καὶ γεμάτοι ἀπὸ πᾶσαν λαμπρότητα, οἵτινες εἶπον στοὺς
δύω γέροντας ἐκείνους περὶ ἐμοῦ· Ἂς καθίσῃ καὶ οὗτος εἰς τὴν τράπεζαν...
ἐμβῆκαν δῆθεν εἰς τὸ ἐνδότερον μέρος τῆς λαμπρᾶς ἐκείνης οἰκίας... Τότε λοιπὸν
ἐγώ θεωρῶν μὲ περιέργειαν τὰ τῆς τραπέζης ἐκείνης, ἐγνώριζον πολλοὺς τοὺς
ὁποίους εἶχον φίλους ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, καὶ λαϊκοὺς καὶ κοσμικοὺς, οἵτινες
ἀνεστρέφοντο εἰς τὰ βασίλεια καὶ μοναχούς τοῦ ἰδικοῦ μας μοναστηρίου... Ἀφ' οὗ
δὲ ἐπέρασαν ὧραι πολλαὶ πάλιν ἔσκυψαν ἀπὸ τὸ ἡλιακὸν οἱ νέοι ἐκεῖνοι εὐνοῦχοι
καὶ εἶπον πρὸς τοὺς μετ' ἐμοῦ δύω γέροντας, 'Ἐπιστρέψατε τοῦτον ὀπίσω, διότι
πολλὰ λυποῦνται καὶ πενθοῦσι δι' αὐτὸ τὰ πνευματικά αὐτοῦ τέκνα· ὅθεν ὁ
βασιλεύς, παρακινηθεὶς ἀπὸ τοὺς στεναγμούς των, θέλει νὰ μένῃ οὗτος ἀκόμη εἰς
τὴν μοναδικήν ζωήν· ἐπιστρέφοντες λοιπὸν τοῦτον δι' ἄλλης ὁδοῦ, λάβετε ἀντ'
αὐτοῦ μοναχὸν Ἀθανάσιον, τὸν ὄντα ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Τραϊανοῦ' ... οἱ δύω
γέροντες παραλαβόντες ἐμὲ ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν θάλαμον καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ἀπὸ
ἄλλης ὁδοῦ συντομωτέρας. ... ἀπηντήσαμεν ἑπτά λίμνας γεμάτας ἀπό διαφόρους
κολάσεις καὶ τιμωρίας, διότι ἄλλη μὲν λίμνη ἦτο γεμάτη σκότος, ἄλλη ἀπὸ φωτία,
ἄλλη ἀπὸ βρωμεράν ὁμίχλην, ἄλλη ἀπὸ σκώληκας καὶ ἄλλη ἀπὸ ἄλλας βασάνους
καὶ τιμωρίας... ἦσαν γεμάται ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων ἀναριθμήτων, οἵτινες ἐλεεινῶς
καὶ γοερῶς ἔκλαιον καὶ ὠδύροντο. Ἀφ' οὗ δὲ τὰς λίμνας ἐπεράσαμεν,... εὕρομεν
τὸν γέροντα ἐκεῖνον, ὅς τις ἦτον Ἀβραάμ, τὸν ὁποῖον εὐθὺς προσκυνήσας καὶ
ἠσπασάμην. Ἐκεῖνος δὲ μοὶ ἔδωκε ποτήριον χρυσοῦν πλῆρες οἴνου γλυκυτέρου τοῦ
μέλιτος. Ἔδωκέ μοι καὶ τρία κομμάτια ξηροῦ ἄρτου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, τὸ μὲν ἓν
ἐβούτησα μέσα εἰς τὸ κρασίον, καὶ μοὶ ἐφάνη ὅτι τὸ ἔφαγον καὶ ἐπίον καὶ ὅλον τό
κρασίον. Τὰ δὲ ἄλλα κομμάτια τὰ ἔβαλον δῆθεν μέσα εἰς τὸν κόλπον μου, τὰ
225

ὁποῖα καὶ ἐζήτουν χθὲς ἀπὸ σᾶς... μετ' ὁλίγον ὑπήγομεν πάλιν εἰς τὸν τόπον
ἐκεῖνον, ὅπου ὁ γιγαντιαῖος ἐκεῖνος εὑρίσκετο, ὁ ἀσχημότατος καί ὅμοιος ὢν μὲ
τὴν σκοτεινὴν νύκτα κατὰ τὸ πρόσωπον, ὅς τις βλέπων με ἔβρυχε τοὺς ὀδόντας του
καὶ μὲ θυμόν καὶ πικρίαν ἔλεγε πρὸς ἐμὲ, τώρα μὲν ἐγλύτωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας
μου, εἰς τὸ ἑξῆς ὅμως δὲν θέλω παύσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ κατασκευάζω σκάνδαλα καὶ
κακὰ ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον τοῦ μοναστηριοῦ σου.»322.
Ὁ θάνατος πάντα προκαλεῖ τόν ἀνθρώπινο φόβο. Γι' αὐτό ὑπάρχουν καί
διηγήσεις πού ἀναφέρονται μέ φωτεινά χρώματα στό γεγονός, φτάνει βέβαια νά
πρόκειται γιά ἀγαθές ψυχές. Ἡ ἑπόμενη διήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ∆ιαλόγου323
ἀναφέρεται σέ μελλοθάνατο ἐνάρετο πρεσβύτερο πού βλέπει ὀπτασία λίγο πρίν
πεθάνει καί τελειώνει μέ τό συμπέρασμα: «Ὅθεν δῆλον ὅτι καὶ τοῦτο τῇ τοῦ Θεοῦ
φιλανθρωπία συμβαίνει ἐν τοῖς δικαίοις· ἵνα τῷ θανάτῳ γενόμενοι, ὀπτασίας τινῶν
ἁγίων θεάσωνται, ὡς ἂν μὴ ἐν τῇ ἀποφάσει τοῦ θανάτου βάσανον δειλιάσωσιν·
ἀλλ' ἐν τῷ ἐπιδεικνῦσθαι αὐτοῖς τῷ ἔνδοθεν λογισμῷ μετὰ τίνων συμμέτοχοι
ὑπάρχουσιν, ἐκ τοῦ δεσμοῦ τῆς σαρκός ἄνευ πόνου καὶ φόβου ἀπολυθῶσι.». Τό ἴδιο
συμβαίνει καί στόν Πρόβο ἐπίσκοπο Ρεάτης πού: «...ἐθεάσατο αἴφνης ἄνδρας τινας
πρὸς αὐτὸν εἰσερχομένους στολὰς λευκὰς ἠμφιεσμένους, οἵτινες τῷ φωτί τοῦ
προσώπου αὐτῶν τὴν λαμπροτητα τῶν ἱματίων αὐτῶν ὑπερέβαλλον· ... τούτους
ἐπέγνω καὶ ὅλος εὐφροσύνης ἀναπλησθείς, τὸν κράζοντα παῖδα (αὐτόπτης μάρτυ-
ρας τοῦ γεγονότος) παρεκάλει λέγων, μὴ φοβοῦ· πρὸς μὲ ὁ Ἅγιος Ἰουβενάλιος
καὶ ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος οἱ Μάρτυρες ἦλθον.».
Πολλές φορές μάλιστα ὅταν ἐξέρχονται οἱ ψυχές ἐκλεκτῶν ἀνθρώπων ἀπό τό
σῶμα, ἐκτός ἀπό τήν ἔντονη εὐωδία, ἀκούγεται ὕμνος στούς οὐρανούς κι αὐτό
δικαιολογεῖται ὡς Θεία πρόνοια γιά νά ἀκούει ἡ ψυχή τόν ὕμνο καί νά μήν
αἰσθάνεται τό χωρισμό ἀπό τό σῶμα. Τεκμηριώνεται δέ ἀπό τίς περιπτώσεις τοῦ
Σέρβουλου τοῦ παραλύτου καί τῆς Ρωμίλλας τῆς μοναχῆς πού: «...καθὼς δὲ ἔλεγεν
ἡ διδάσκαλος αὐτῆς καὶ συμμαθήτρια (αὐτόπτες μάρτυρες) δύο φύσεων φωνὰς ἐκ
τῆς τοῦ ἄσματος ψαλμωδίας διεγίνωσκον· ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀντιφωνούντων·
ἐν δὲ τῷ ταύτην τήν οὐράνιον δοξολογίαν ἔμπροσθεν τοῦ κελλίου ἐπιτελεῖσθαι, ἡ

322
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 5ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Ὀπτασία Κοσμᾶ
μοναχοῦ, φοβερᾶς καί ὠφελίμου, τ.1, σ.103-106.
323
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 103-107.
226

ἁγία ἐκείνη ψυχὴ ἐκ τῶν τοῦ σώματος δεσμῶν ἀπελύθη· ἧς τινος ἐν τῷ οὐρανῷ
ἀνερχομένης, ὅσον οἱ τῶν ψαλλόντων χοροὶ ἐν τοῖς ὑψηλοτέροις ἀνέβαινον,
τοσοῦτον ἡ ψαλμωδία ἐξ ὕψους ἠκούετο· ἕως οὗ λοιπὸν καὶ ὁ ἦχος τῆς ψαλμωδίας
καὶ ἡ τῆς εὐωδίας ὄσφρησις μακρυνθεῖσαι ἀπῆλθον». Συχνά «διὰ παράκλησιν τῆς
ἐξερχομένης ψυχῆς» παρουσιάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ἀναφέρεται τό
παράδειγμα τῆς Ταρσίλας (θείας τοῦ ἀφηγητῆ): «Αἴφνης δὲ ἡ κειμένη ἄνω
θεασάμενη εἶδε τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον καὶ μετὰ μεγίστης προθυμίας τῆς ψυχῆς
τοῖς παρισταμένοις αὐτῇ μετὰ κραυγῆς ἔλεγεν· ἀπόστητε, ἀπόστητε ὁ Ἰησοῦς
ἔρχεται· καὶ ἐν τῷ προσέχειν αὐτὴν εἰς ὅν περ ἐθεώρει ἡ ἁγία ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ
σώματος ἐξῆλθε.».
Ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς βέβαια, δέν φαίνεται πάντα κατά τήν ἔξοδο· φανερώνεται καί
μετά θάνατον ὅπως γίνεται μέ τούς μάρτυρες πού ὑπέμειναν τήν ὡμότητα τῶν
βασανιστηρίων. ∆οξάζονται μετά θάνατον: «...ἐν τοῖς νεκροῖς αὐτῶν ὀστέοις
σημείοις καὶ θαύμασι» καί ἄλλοτε: «...πρὸ τῆς τελευτῆς, ὁ παντοδύναμος Θεός,
τινῶν δειλιώντων τοὺς διαλογισμούς ἀποκαλύψεσι τισιν ἐπιστηρίζει, ἵνα ἐν τῷ
θανάτῳ γενόμενοι μηδὲν φοβηθῶσι.». Οἱ ψυχές τῶν ἐκλεκτῶν μέ λαμπρότητα
ἐξέρχονται ἀπό τό σῶμα: «Ἀγγέλων τάγματα, Ἀποστόλων στίφη, Προφητῶν
χορούς, Μαρτύρων τάξεις καὶ μέσων αὐτῶν τὴν Παύλου (Θηβαίου) τὴν ψυχήν,
χιόνος λαμπρότητα νικῶσαν, καὶ φαιδρότερον αὐτῆς ἀπολάμπουσαν...»324.
Ὁ ἅγιος Βενέδικτος: «.. εἶδε τῆς ὁσίας αὐτοῦ ἀδελφῆς τὴν ψυχήν ὡς ἐν εἴδει
περιστερᾶς ἀστραπτούσης ἀναγομένην εἰς οὐρανόν»325, ἐνῶ γιά τοῦ ἰδίου τόν
θάνατο ἀναφέρεται: «...καί ἰδοὺ ὁδός τις θαυμαστὴ ὑπὸ τοῦ κελλίου τοῦ ὁσίου
μέχρι τοῦ οὐρανοῦ πρὸς ἀνατολάς ἀνετείνετο ἐκ λαμπρῶν τινῶν ἱματίων καὶ
σηρικῶν ἐστρωμένη ὅλη· ἐν αὐτῇ δὲ καί τινες ἄνδρες ἐξαίσιοι λαμπάδας
κατέχοντες, ἐνορδίνως βαδίζοντες ἀνήρχοντο ... δι' ἧς ὁ τοῦ Θεοῦ ἀγαπητὸς
Βενέδικτος εἰς οὐρανὸν ἀνέρχεται.»326.
Συγχρόνως ὑπάρχουν μαρτυρίες διηγήσεων ἁρπαγῆς ἀπό δαίμονες. ∆ιήγηση
ἀναφέρεται στό Θεόδωρο, νέο ἀπείθαρχο καί ἀκατάστατο καί περιγράφει τήν
ἁρπαγή του ἀπό δράκο τήν ὥρα τῆς ἀρρώστιάς του· ὅπλα ὑπεράσπισής του τό

324
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 138.
325
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 145.
326
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 149.
227

σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἡ προσευχή αὐτῶν πού τοῦ παραστέκονταν: «...ἰδοὺ γὰρ τῷ
δράκοντι ἐδόθην εἰς βρῶσιν· ὃς διὰ τὴν ὑμετέραν παρουσίαν φαγεῖν μὲ οὐ
δύναται· τὴν γὰρ κεφαλήν μου ἤδη κατέπιεν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ· δότε οὖν τόπον
ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖόν με κρίνῃ, ἀλλ' ὅπερ ἔχει ποιῆσαι ἐν τάχει ποιήσῃ· ἐπειδὴ αὐτῷ εἰς
βρῶσιν ἐδόθην· καὶ διὰ τί βραδυτῆτα ὑπομένω; οἱ δὲ ἀδελφοὶ εἶπον αὐτῷ· ποίησον
ἀδελφέ, τὴν σφραγίδα τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐπὶ σέ· ἐκεῖνος δὲ
ἀπεκρίθη λέγων· θέλω ἐμαυτὸν σφραγίσαι ἀλλ' οὐ δύναμαι· ἐκ γὰρ τοῦ σιέλου τοῦ
δράκοντος τούτου βαροῦμαι. Τοῦτο οἱ ἀφελφοὶ ἀκούσαντες ... θερμοτέρως ηὔχο-
ντο... καὶ ὁ ἀρρωστῶν... ἔκραξεν· δότε εὐχαριστίαν τῷ θεῷ· ἰδοὺ γὰρ ὁ δράκων...
ἔφυγε διὰ τῶν εὐχῶν ὑμῶν...»327. Στό Θεόδωρο δόθηκε ἡ εὐκαιρία παράτασης τῆς
ζωῆς. Ὑπάρχει ὅμως καί τό ἀντίθετο ἐνδεχόμενο, δηλ. παρ' ὅτι ζητεῖται διορία
μετανοίας δέν δίνεται. Ὁ Χρυσαώριος: «...ἀπελπίσας οὖν τὸ ἐξ αὐτῶν λυτρωθῆναι
στενωθείς, μεγάλῃ τῇ φωνῇ κράζων ἤρξατο· κἂν ἕως πρωΐ διορίαν· κἂν ἕως πρωΐ
διορίαν· καὶ ἐν ταῖς φωναῖς ταύταις ἐκ τοῦ σώματος ἐξῆλθεν.»328.
Τό πόσο ὅμως σημαντικό εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο νά «θεραπεύσει» τά πάθη του
καί δή τῆς πορνείας πρίν τόν βρεῖ ὁ βιολογικός θάνατος, καθοριστική εἶναι Τῇ 28ῃ
τοῦ μηνός Ἀπριλίου ∆ιήγησις περί τοῦ γενομένου θαύματος ἐν Ἀφρικῇ ἐν τῇ πόλει
Καρθαγένῃ329, πού ἐξετάζει τήν ἀπορία κάθε πιστοῦ -διαχρονικά- τί συμβαίνει ἄν
πεθάνει κάποιος καί δέν ἔχει μετανοήσει.
Ὁ ἀξιωματικός μετά τήν πτώση του στή μοιχεία ἀρρωσταίνει βαριά καί πεθαίνει καί
τρεῖς ὧρες μετά τήν ταφή του ἀκούγονται κραυγές ἀπό τό μνῆμα: «Ἐλεῆστε με!».
Ζητοῦσε ἔλεος καί ἀπό ποιόν; καί γιατί; Καί ἀφοῦ πέρασε ἀρκετό χρονικό διάστημα
(4 μέρες) -πού καταδεικνύουν τήν παραδοξότητα τοῦ γεγονότος- ὁ ἀναστηθείς
νεκρός ἀρχίζει νά διηγεῖται μέ ζωηρό, περιγραφικό ὕφος τήν ὕπαρξη δύο κόσμων
ἑνός σκοτεινοῦ καί ἑνός φωτεινοῦ, ἀπό τή μιά μαύρους Αἰθίοπες καί ἀπό τήν ἄλλη
ὡραῖοι ἄγγελοι, ἀπό τή μιά κολασμένοι καί ἀπό τήν ἄλλη εὐλογημένοι. ∆ύο
πραγματικότητες ἐκτός τῆς ἐπίγειας· μία τοῦ οὐρανοῦ (Παράδεισος) καί μία στά
βάθη τῆς γῆς (κόλαση). Εἶναι τό δράμα τῆς πάλης, ὅπως τό ὀνομάζει ὁ Στ.
Παπαλεξανδρόπουλος στό «Ἄστρο τοῦ Νυχτογέρακου» (σ. 124), μεταξύ τοῦ καλοῦ

327
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 124· πρβλ. τ.1, σ. 132.
328
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 125.
329
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 113.
228

καί τοῦ κακοῦ. Ὁ ἐξευτελισμός τοῦ καλοῦ εἶναι τό εἶδος τῆς μεταχείρισης πού τό
κακό ἐπιφυλάσσει στό καλό κι αὐτό γιατί συνεχῶς τό καλό διώκεται. Τό καλό εἶναι
τραγικό, ἐπειδή ὑποφέρει στόν κόσμο.
Καί ἐνῶ τά τελώνια τοῦ ψεύδους, τῆς πλεονεξίας, τοῦ φθόνου μποροῦσαν ν΄
ἀντισταθμιστοῦν καί νά ἐξουδετερωθοῦν ἀπό τά καλά ἔργα, τό τελώνιο τῆς
πορνείας ἦταν αὐτό πού ὁδήγησε τόν ἀξιωματικό στό μαρτύριο τῆς κόλασης. Ὁ
ἀββᾶς ∆ωρόθεος ἀναφέρει χαρακτηριστικά γιά τήν εὐποιΐα: «Τὸ δὲ ζητῆσαι ἐστιν
τὸ ἐρευνᾶν πῶς ἔρχεται αὕτη ἡ ἀρετή, τί ἐστιν τὸ φέρον αὐτήν, τί ὀφείλομεν
ποιῆσαι ἵνα κτησώμεθα αὐτήν. Τὸ οὕτως καθ’ ἑκάστην ἐρευνῶν ἐστι τό ‘Ζητεῖτε καὶ
εὑρήσετε’. Τὸ δὲ κροῦσαι ἐστι τὸ ἐνεργῆσαι τὰς ἐντολάς. Ἕκαστος γὰρ κρούων, διὰ
τῶν χειρῶν κρούει, αἱ δὲ χεῖρες εἰς τὴν πρακτικὴν λαμβάνονται.»330. Ἡ πορνεία
ὅμως εἶναι ἕνα ἀπό τά 8 θανάσιμα ἁμαρτήματα (θανάσιμα γιατί πεθαίνει
πνευματικά ἡ ψυχή) καί εἶναι πηγή πολλῶν ἄλλων παθῶν ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστο-
μος: «Ὅπου πορνεία καὶ ἀσέλγεια καὶ τοσαύτη ἀκολασία, εἰκὸς καὶ μέθην καὶ
παροινίαν καὶ πολλὴν ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν καὶ τὰ μυρία τίκτεσθαι κακά.»331. Τό
πιό ὅμως ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο τῆς ἱστορίας εἶναι ὅταν ὁ νεκρός ἀξιωματικός
θρηνώντας ζητάει μιά εὐκαιρία νά μετανοήσει, ἀφοῦ πέθανε χωρίς μετάνοια. Ἐδῶ
ὑποκρύπτεται ἕνα καθαρά δογματικό θέμα: «Ἅπαντα τὰ ἁμαρτήματα, μικρὰ ἢ μεγάλα
ἐξαλείφονται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος, διότι ἡ θεία χάρις ὑπὸ τὴν
κατεύθυνσιν τῆς ὁποίας κατορθοῦται ἡ μετάνοια, δὲν ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως, ἀλλά
ζητεῖ καὶ τὴν ἀνθρώπινην συμβολήν. Ζητεῖ συνέργειαν καὶ δὴ τὴν συν-ενέργειαν
τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα αὕτη ἐνεργήση.»332. Καί ἐδῶ σ΄ αὐτό τό σημεῖο τῆς ἱστορίας
συμβαίνει ἀκόμη ἕνα παράδοξο γεγονός. ∆ίνεται ἡ εὐκαιρία στόν ἀξιωματικό νά
μετανοήσει ἀλλά γυρνώντας πάλι στή ζωή καί μπαίνοντας ἡ ψυχή του μέσα στό ἐν
ζωῇ συγκεκριμένο σῶμα του: «...ἀδύνατον εἶναι κατ’ ἄλλον τρόπον νὰ μετανοήσης,
ἂν δὲν ἔμβῃς εἰς τό σῶμά σου, καὶ ἂν μὲ αὐτὸ δὲν κοπιάσῃς νὰ μετανοήσῃς,
καθὼς καὶ μὲ αὐτὸ ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν·» καί μέ θεραπευτική ἀγωγή: «...χωρὶς νὰ
φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος».

330
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, σ.336.
331
Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία Ἰω. Χρυσοστόμου, ὑπό Βασιλείου ∆. Χαρώνη μέ τή συνεργασία
Οὐρανίας Λαναρά, ἐκδ. Ἐλευθερίου Μερετάκη «Τό Βυζάντιον», Ἀθήνα 1993, τ. Γ’, σ. 186.
332
Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου ∆ογματικῆς Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί παραδόσεις
∆ογματικῃς, Ἀθήνα 1984, σ.322.
229

Τό θέμα τῆς διήγησης (γιά τή μετάνοια) εἶναι κοινό μέ αὐτό τῆς διήγησης πού
βρίσκεται στόν Παῦλο Μονεμβασίας, Περί τῆς γυναικός τῆς νεκρωθείσης καί πάλιν
πρός ζωήν ἐπανελθούσης333. Οἱ ἀλλαγές ἐπισημαίνονται στό φύλο τοῦ ἥρωα (ἐκεῖ
πρόκειται γιά γυναίκα μέ τό ὄνομα Ἄννα, στό Μηναῖο γιά ἀξιωματικό ἐπί βασιλείας
Ἡρακλείου καί πατρικίου Νικήτα), στόν τόπο τῶν τεκταινομένων (ἐκεῖ ἀναφέρεται
ὡς τόπος ἡ Κων/πολη, στό Μηναῖο προάστιο τῆς Καρθαγένης), στήν αἰτία τῆς
νεκρανάστασης γιά μετάνοια (ἐκεῖ πρόβλημα μέ τ' ἀδέλφια τοῦ ἄνδρα της, στό
Μηναῖο γιά μοιχεία). Ἐπίσης «κοινός τόπος» εἶναι καί ἡ περιγραφή γιά τό τί
συμβαίνει λίγο πρίν ἡ ψυχή βγεῖ ἀπό τό σῶμα, πού ἀρχίζει ἡ ἀντιπαλότητα τοῦ
καλοῦ καί κακοῦ βάσει τῶν ἔργων τοῦ καθενός γιά τήν τελική κρίση.
Παραλλαγή τοῦ θέματος συναντᾶται στήν Historia Monachorum in Aegypto, Περί
Πατερμουθίου334, μόνο πού δέν ὑπάρχει νεκρανάσταση ἀλλά δυνατότητα
παράτασης τῆς ζωῆς βαριά ἀσθενοῦντος γιά εἰλικρινή μετάνοια μέ τό σῶμα πού
φέρει. Ἐπίσης ἀπουσιάζει ἡ περιγραφή κόλασης καί παραδείσου καί αὐτό ἴσως
ὀφείλεται στή χρονική ἀπόσταση πού γράφτηκαν τά ἐν λόγῳ κείμενα. Ὁ
Πατερμούθιος ἐπισκεπτόμενος τόν ἄρρωστο τόν βλέπει: «...δυσφοροῦντα πρὸς τὴν
τελευτὴν δεινῶς ὑπὸ τῆς συνειδήσεως ἐλεγχόμενος»· ὁ ἀσθενής παρακαλεῖ τόν
Γέροντα: «...πρεσβεύειν ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν χρόνον ἐνδοῦναι αὐτῷ μικρὸν
τῇ ζωῇ, μέλλοντα ἐπανορθοῦσθαι». Τότε μέ ἀγωνιστικό καί ἐλεγκτικό ὕφος ὁ
Πατερμούθιος ἀπαντᾶ: «Νῦν καιρόν μετανοίας ζητεῖς ὅταν ἡ ζωή σου πεπλήρωται; τί
ἐποίεις πάντα τὸν βίον; οὐκ ἐδύνου τὰ σαυτοῦ τραύματα θεραπεῦσαι ἀλλὰ καὶ ἕτερα
προσετίθης;»· στή συνέχεια ὅμως, καί ἐπειδή ὁ ἄρρωστος συνεχῶς τόν ἱκέτευε, τοῦ
λέει: «...εἰ μὴ ἕτερα τῇ ζωῇ σου προσθήσεις κακά, εἰ κατὰ ἀλήθειαν μετανοήσεις,
δεόμεθα ὑπὲρ σοῦ τῷ Χριστῷ ... καὶ χαρίζεταί σοι ἔτι μικράν ζωήν (τρία ἔτη) ἵνα τὸ
πᾶν ἀποδώσῃς ... καὶ λαβόμενος χειρός αὐτοῦ ἀνέστησεν παραχρῆμα.».
Μία ἀκόμη ἱστορία τοῦ Μηναίου, Τῇ 8ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, ∆ιήγησις περί
ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος335, παρουσιάζει παράλληλο θέμα: ἀναφέρεται στήν ἀγάπη
μεταξύ ἑνός ἱερέα καί ἑνός διακόνου πού γιά κάποια αἰτία μετατρέπεται σέ μῖσος
καί στό μεταξύ πεθαίνει ὁ ἱερέας χωρίς νά «εἰρηνεύσουν» μεταξύ τους· τότε ὁ

333
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.106.
334
Historia Monachorum in Aegypto, σ.83.
335
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.25-27.
230

χαρτουλάριος Νικήτας ὁδηγεῖται μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς ν' ἀναστήσει τό


νεκρό ἱερέα γιά νά εἰρηνεύσει μέ τόν διάκονο. Ὅτι ἔχει σχέση μέ τήν ἐπίγεια ζωή
(βιολογική), πρέπει νά ὁλοκληρώνεται στά «ὅριά της» καί ὄχι μετά θάνατον.
Τό καλό καί τό κακό ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τήν εἴσοδο ἤ ὄχι στή Βασιλεία
τῶν οὐρανῶν.Τιμωρία καί ἀμοιβή βάσει τῶν ἔργων τοῦ καθενός. Οὐδέν κρυπτόν
καί τίποτε χωρίς σημασία ὅσο κι ἄν φαίνεται ἀσήμαντο. Μετάνοια καί γιά τά
σημαντικά καί γιά τά ἀσήμαντα. Στή διήγηση Περί τοῦ λογοθετηθέντος πρό τριῶν
ἡμερῶν τῆς τελευτῆς αὐτοῦ336, δυνατό σημεῖο της ἀποτελεῖ ἡ περιγραφή κατά τήν
ἐξομολόγηση καί μετάνοια τοῦ ἑτοιμοθανάτου ἐν εἴδει ὀπτασίας (σάν νά εἶχε
παραισθήσεις), ὁ ἔλεγχος τῶν καλῶν καί κακῶν πράξεών του πού θά εἶναι καί τό
εἰσητήριο του γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (ἐσχατολογική διδασκαλία): «...ναί,
ἀληθῶς αὐθέντα μου, τοῦτο ἐποίησα, ἀλλ' ἐξήγγειλα αὐτὸ τῷ πρεσβυτέρῳ»· καί
πάλι: «...καὶ αὐτὰ αὐθέντα μου ἐποίησα ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἐξηγόρευσα ... ψεύδονται
αὐθέντα μου αὐτὰ οὐκ ἐποίησα. κατηγοροῦσι μου ... διὰ τὸν χάρτην αὐθέντα μου ὃν
λέγουσι, οἶδεν ὁ Κύριος ὅτι οὐκ ἤθελον ἆραι αὐτὸν ἀλλά παρωδήγησάν με ἄλλοι
μωροὶ ὅμοιοί μου ... ψεύδονται αὐθέντα μου κατηγοροῦσι μου. ὅμως ἐρεύνησον καὶ
ἐὰν εἰσὶν ἀληθῆ..., ἵνα με ἀποκτείνῃς». Ἡ ἐρώτηση τοῦ Πάρδου πρός τόν ἑτοιμοθά-
νατο: «Τί ἦσαν ἀδελφέ, ἅπερ ἔλεγες καὶ τίνι προσωμίλεις;», ἀποτελεῖ καί τό κλειδί
ἑρμηνείας γιά αὐτά πού ἔλεγε στό παραμιλητό του (μαιευτική μέθοδος). Ὁ
ἑτοιμοθάνατος ἀπαντᾶ: «...τυφλοί ἐστε καὶ οὐκ ἐβλέπετε τὸν βασιλικὸν καὶ τοὺς
ἐνδόξους ἄνδρας τοὺς μετ' αὐτὸν ἐλθόντας καὶ τοὺς αἰθίοπας τοὺς ἱσταμένους
πρὸς τὴν θύραν; ... τοὺς αἰθίοπες κατηγοροῦντες μου καὶ λέγοντες ὅσα ἐποίησα καὶ
οὐκ ἐποίησα ... καὶ τοῦ βασιλικοῦ (εὐνοῦχος) πρός με λέγοντος, εἰ ἀληθῆ εἰσί, ἅπερ
λέγουσι.». Τίποτε δέν μένει κρυφό γι' αὐτό κι' ὅλα πρέπει κάποιος νά τά
ἐξομολογεῖται, γιατί στήν ἐρώτηση τοῦ Παδρου γιά ποιό χαρτί μιλοῦσε («χάρτην»),
ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀπαντᾶ: «...ἐνόμιζον ὅτι τοῦτο οὐδὲν ἐστὶ καὶ οὐκ ἐξήγγειλα
αὐτό.»337. Ἡ ὀπτασία τελειώνει μέ τόν βασιλικό νά διώχνει τούς αἰθίοπες καί νά
λέει στόν ἑτοιμοθάνατο: «ἄπελθε ἑτοίμασον σεαυτὸν καί ἀποκαρθεὶς ἔνδυσαι τὸ

336
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.36-40.
337
Πρόκειται γιά χαρτί ἐλευθερίας ἑνός δούλου πού θά τόν ἐλευθέρωνε ἡ μητέρα του μετά τό
θάνατό της· ἔπεισαν ὅμως τόν ἄρρωστο νά τό κλέψει ἀπό αὐτήν, μέ ἀντάλλαγμα ἕνα νόμισμα
πού δέν τοῦ τό ἔδωσαν καί ὁ δοῦλος ἐλευθερώθηκε
231

τῶν μοναχῶν ἅγιον σχῆμα καὶ μετὰ τρίτη ἡμέραν ἔρχομαι καὶ παραλαμβάνω σε».
Ἔτσι καί ἔγινε: «...ἀμφιασάμενος τὸ τῶν μοναχῶν σχῆμα, μετέστη πρὸς Κύριον μετὰ
τρίτην ἡμέρα.».

Ἡ εὐποιΐα, τά καλά ἔργα, μέ εἰδικότερη ἀναφορά στήν ἐλεημοσύνη, ἀποτελοῦν


μεσιτεία στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβραβεύονται.
Ὁ φιλόσοφος Συνέσιος γίνεται ἐπίσκοπος Κυρήνης καί μετά ἀπό πολλούς κόπους
ἐκχριστιανίζει καί τό φίλο του φιλόσοφο Εὐάγριο μαζί μέ τήν οἰκογένειά του. Ὁ
Εὐάγριος προσφέρει τρία χρυσά δηνάρια ὡς ἐλεημοσύνη γιά τούς φτωχούς καί
βάζει τόν Συνέσιο νά ὑπογράψει γραμμάτιο, ὅτι θά τοῦ τά ξοφλήσει ὁ Χριστός
στόν μέλλοντα αἰώνα. Λίγο πρίν πεθάνει ζητάει ἀπό τούς γιούς του νά τόν θάψουν
βάζοντάς του στό χέρι τό γραμμάτιο. Τήν τρίτη νύχτα μετά τήν ταφή παρουσιάζεται
στόν ὕπνο τοῦ Συνεσίου καί τοῦ ζητάει νά πάει στόν τάφο καί νά πάρει πίσω τό
γραμμάτιο, καθώς τό χρέος ξεπληρώθηκε· καί μάλιστα γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές, τό
ὑπέγραψε καί μέ τό χέρι του. Τό γραμμάτιο ἀποτελεῖ ἕνα μέσο στή διήγηση πού
προϋποθέτει ἀνταλλαγή, ἐξόφληση καί χρησιμοποιεῖται στό ἐμπόριο. Στηρίζεται
στήν ἰδιοτέλεια καί μόνο σάν μιά τέτοιου εἴδους σχέση θά μποροῦσε νά
κατανοηθεῖ ἡ ἀρχάρια καί ἀνώριμη πίστη τῶν Βυζαντινῶν338.
Ἡ διήγηση τοῦ ὁράματος ἑνός ἀρρώστου πού πρόκειται νά τοῦ κόψουν τό πόδι,
διδάσκει καί ποιμαίνει: «...φαινούσης οὖν τῆς φωταγωγίας ὁρᾷ κατὰ τὸ μεσονύκτιον
ἄνθρωπον διὰ τῆς ἄνωθεν θυρίδος κατιόντα καὶ ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν· ὃς καὶ
ἐπιστὰς αὐτῷ εἶπε· τί κλαίεις; τί λυπῇ; ὁ δέ ἀπεκρίθῃ· Κύριε οὐ θέλεις με κλαίειν, ὅτι
ἐκλάσθην καὶ αὔριον βούλονται οἱ ἰατροί ἐκκόψαι μου τὸν πόδα; ὁ δὲ ἔφη· δεῖξον
μου τὸν πόδα σου· καὶ ὑποδείξαντος ἀλείφει αὐτὸν ὁ φανείς καὶ λέγει· ἀνάστα καὶ
περιπάτει. Ὁ δὲ μαγιστριανὸς εἶπε· Κύριε οὐ δύναμαι ὅτι κέκλασται· ὁ δὲ πρὸς
αὐτόν· ἐπιστηρίχθητι εἰς ἐμέ· καὶ ἐπιστηριχθεὶς ἀνέστη καὶ περιεπάτησεν ὑγιῶς. Εἶτα
πάλιν ὁ φανείς ἔφη· ἴδε ὑγιὴς γέγονας, πεσὼν οὖν ἀναπαύθητι, καὶ μὴ ἀθύμει. Εἶτα
καὶ περὶ ἐλεημοσύνης λόγους αὐτῷ τινὰς προέτεινεν φάσκων ὅτι εἶπεν ὁ Κύριος·
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται339, καὶ ἀνέλεος ἡ κρίσις τῷ μὴ

338
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 195, σ.225.
339
Ματθ. ε’, 7.
232

ποιήσαντι ἔλεος340· καὶ ἄλλα τινὰ τοιαῦτα. Εἶτα λέγει αὐτῷ, σώζου. Καὶ ὁ μαγιστρια-
νός· ὑπάγεις; Ἔφη ἐκεῖνος· τί γὰρ θέλεις ἐξ ὅτου ὑγίανας; καὶ πάλιν ὁ
μαγιστριανός· διὰ τὸν Θεὸν τὸν πέμψαντά σε, εἰπέ μοι τίς εἶ; ἀπεκρίθη ὁ φανείς·
βλέψον εἰς ἐμέ, καὶ βλέψαντος λέγει· ἐπιγινώσκεις τοῦτο τὸ ὀθώνιον ὃ φορῶ; ὁ
μαγιστριανὸς εἶπε· ναί Κύριε ἐμόν ἐστι. Καὶ πάλιν ἐκεῖνος· ἐγὼ εἰμὶ ὃν εἶδες
νεκρὸν ἐρριμένον ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ἔρριψας μοι τὸ ἱμάτιόν σου, καὶ ἀπέστειλέ με ὁ
Θεὸς ἰάσασθαί σε· εὐχαρίστει οὖν διὰ παντός τῷ Θεῷ. Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀνῆλθε
πάλιν, δι' ἧς εἰσῆλθε θυρίδος, καὶ ὁ μαγιστριανὸς οὐκ ἐπαύσατο εὐχαριστῶν τῷ
Θεῷ, καὶ τοῖς δεομένοις ἀφθόνως ὧν εἶχε μεταδιδούς.»341.
Συναντᾶται μεγάλος ἀριθμός διηγήσεων μέ θέση παραδειγματική καί
ἀποδεικτική τῆς ἀρχῆς τῆς ἐλεημοσύνης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δείχνει ἀνεκτικότητα ἀπέναντι στό ἴδιο πρόσωπο πού ζητᾶ τρεῖς
συνεχόμενες φορές ἐλεημοσύνη (συμβολικό ποσόν ἕξι χρυσά νομίσματα)· κι ὅταν
πλέον δέν ὑπαρχει τίποτε ἄλλο στό ταμεῖο τοῦ δίνει τήν ἀσημένια λεκάνη πού τοῦ
342
ἔστελνε μέ φαγητό ἡ μητέρα του Σίλβια . Τό ἴδιο διηγηματικό ὑλικό βρίσκεται
καί στόν Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα μέ τή διαφορά ὅτι τήν τρίτη φορά ἀντί γιά ἕξι
νομίσματα λέει στόν ὑποτακτικό του νά δώσει στόν ἐπαίτη δώδεκα (εἶναι τό ἴδιο
πρόσωπο πού μεταμφιέζεται), φοβούμενος: «...μήποτε καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ Κύριός
μου ἐστι καὶ πειράζει με.»343.
Ὁ Βονιφάτιος συνήθιζε νά ἐπιστρέφει στό σπίτι του ἄλλοτε χωρίς ὑποκάμισο κι
ἄλλοτε χωρίς ἔνδυμα, καθώς ὅποιον φτωχό ἔβρισκε στό δρόμο του τόν ἔντυνε μέ
τά ροῦχα του, παρ' ὅλο πού ἦταν καί ὁ ἴδιος φτωχός344.
Ἀρχέτυπον τοῦ κοινοβιάρχη Μεγάλου Θεοδοσίου εἶναι ὁ Χριστός: «...
ὀφθαλμός ἦν μὲν τυφλῶν, ποῦς δὲ χωλῶν, ἀμφίεσις γυμνῶν, ἀστέγων σκέπη,
νοσούντων ἰατρός, χορηγός, ὑπουργός, οἰκέτης, πᾶσι τὰ πάντα διὰ τὸ περιὸν τῆς
φιλανθρωπίας γενόμενος, αἵματα πλύνων, τραῦμα καθαίρων, χείλη προσάπτων
χείλεσι τῶν τὴν σάρκα λελωβημένων, καὶ οὕτω λίαν σοφῶς ἐκείνους παραμυθού-
μενος καὶ πείθων πρᾲως φέρειν τὴν συμφοράν, ὥς τε κοινὸν αὐτὸν εἰ τις εἴποι

340
Ἰακ. β’,13.
341
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.19, σ. 43.
342
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.580.
343
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 10, σ.599.
344
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.583.
233

λιμένα, κοινὸν ἰατρεῖον, κοινὴν ἑστίαν, κοινὸν ταμεῖον καλῶς ἐρεῖ καὶ συμφώνως
τῇ ἀληθείᾳ. Πάντες γὰρ προνοίας ἀπέλαυον παρ' αὐτοῦ τῆς δεούσης.»345. Ἡ
κακοπάθεια καί φροντίδα θεωροῦνται αὐξητικά ἀνάλογα μεγέθη: «Ἀμελούμενον δὲ
ἢ παραθεωρούμενον εἰκῇ, εἰ ἐζήτησας ἐκεῖ δι' εὐτέλειαν, εὗρες ἂν τῶν πάντων
οὐδένα· ἀλλά δι' αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο τὸ εὐτελές φημι καὶ ἐλάχιστον, καὶ πλείονος
ἀξιούμενον τῆς προνοίας, ἐπεὶ καὶ ὁ Χριστὸς ἐν τοῖς ἐλαχίστοις καὶ τὰ ἐκείνων
μᾶλλον φανερῶς οἰκειούμενος.»346.
Πρότυπον ἀποτελεῖ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἑορτή Βαΐων καί λόγῳ πείνας
προσέρχονται χιλιάδες ἀνθρώπων στό μοναστήρι τοῦ Μ. Θεοδοσίου γιά νά φᾶνε.
Ἡ ἀγαθή προαίρεση ἐπιβραβεύεται μέ τή θαυματουργική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ: «Τί
οὖν ὁ τῶν θαυμασίων Θεός; ἤρκει καὶ αὖθις δι' ὀλίγων τρέφειν πλήθη πολλά, ὥς
περ ἄρα καὶ τοῖς πέντε ἄρτοις τοὺς πεντακισχίλιους τὸ πρότερον· καὶ ἅμα γοῦν
αὐτοί τε τὰς γαστέρας ἐμπίμπλαντο καὶ οἱ ἀρτοθῆκαι κατάπλεω τῶν ἄρτων
ἐδείκνυντο· καὶ οἱ μὲν πάντα ἐπιλιπεῖν ἐνόμιζον, αἱ δὲ πλήρεις ἦσαν, πλέον ὅπερ
ἔσχον ἀντιλαβοῦσαι καὶ δι' εὐχῆς, ὥς περ εἰς τὰς τῶν πενήτων γαστέρας,
πολυγονώτατα γεωργήσασαι.»347.
Σύνηθες διηγηματικό πλαίσιο εἶναι τό νά μήν ὑπάρχει ἄρτος ἤ σιτάρι ἤ λάδι στίς
ἀποθῆκες παρά ἐλάχιστο καί νά χορταίνουν πλῆθος ἀνθρώπων καί νά ὑπάρχει καί
περίσσευμα: Ἄδεια ἀποθήκη σιταριοῦ γεμίζει ὕστερα ἀπό προσευχή τοῦ
Βονιφάτιου348. Πυθάρι γεμίζει λάδι καί ἀποθήκη μέ ἄρτους ἐνῶ ὑπάρχει ἔλειψη,
ὕστερα ἀπό προσευχή τοῦ Βενέδικτου στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου349· ἀπό τήν
πληθώρα μάλιστα οὔτε ἡ πόρτα δέν ἄνοιγε καί ἔτσι μπόρεσαν νά τραφοῦν οἱ
τετρακόσιοι Ἀρμένιοι πού κατέφθασαν σάν ἐπισκέπτες: «... εὑρίσκει Θείᾳ τινι
Προνοίᾳ καὶ σοφῇ τὴν οἰκίαν οὕτως ἄρτων μεστήν,... ἀμύθητον πλῆθος οἴνου τε καὶ
ἐλαίου πολλὴν ἀφθονίαν καὶ ἀνάλογον τῇ περί τῷ διδόναι πάντως Εὐθυμίου
φιλοτιμίᾳ.»350.

345
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.593.
346
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.593.
347
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.593.
348
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.583.
349
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.585.
350
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.586.
234

Ὁ ἅγιος Μαρκιανός καθώς ἀπό ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔχει προσφέρει ὡς
ἐλεημοσύνη καί τό ροῦχο του μένοντας γυμνός, ὅταν τοῦ ζητεῖται τιμῆς ἕνεκεν νά
τελέσει τή Θεία μυσταγωγία στά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς μάρτυρος Ἀναστασίας πού
στήν ἀνοικοδόμησή του εἶχε πρωτοστατήσει, τραβοῦσε τό φελώνιο γιά νά μήν
ἀποκαλυφθεῖ ἡ γύμνια του· ὅμως: «...οἱ δέ γε παρεστῶτες καὶ σὺν αὐτοῖς ὁ
Ἀρχιερεὺς πρὸς αὐτὸν ἀπιδόντες, ὁρῶσι τι θαῦμα καινὸν καὶ ἀπόρρητον καὶ
σχεδὸν αὐτοῖς μόνοις πιστὸν τοῖς θεασαμένοις· βασιλικήν τινα στολήν καὶ χρυσίῳ
λαμπρῷ κατάστικτον εἴσω περιβεβλημένον, ἥτις καὶ τότε φανερώτερον διὰ τῶν
χειρῶν διεφαίνετο, ὅτε τοῦ θείου σώματος μετεδίδου τοῖς προσιοῦσι.». Ἡ στολή
αὐτή ἀποτελεῖ καί ἀφορμή κατάκρισης ἐκ μέρους τῶν φθονούντων αὐτόν, καθώς ὁ
ἴδιος ἀρνεῖται ὅτι φορεῖ τέτοια λαμπρή στολή, καί μόνο ὅταν ὁ Πατριάρχης τοῦ
κάνει σωματικό ἔλεγχο (ἀφηγηματική σύμβαση ἁπτῆς ἀπόδειξης) ἀποδεικνύται ἡ
γύμνια ἀλλά συγχρόνως καί τό μεγαλεῖο τοῦ προσώπου τοῦ Μαρκιανοῦ351.
Τά φαινόμενα ὅμως πολλές φορές ἀπατοῦν, καθώς πολλές ἐνέργειες φέρουν
τυπικό ἤ ἐπιδεικτικό ἤ παραπλανητικό καί ὄχι οὐσιαστικό χαρακτήρα, γι’ αὐτό καί
πρέπει νά ὑπάρχουν κάποια ἀξιολογικά κριτήρια ὡς προϋποθέσεις ἐλεημοσύνης.
α) Ὡς πρός τόν αἰτούμενο: «Μοναχός τις Θηβαῖος ἔσχε χάρισμα διακονίας
παρὰ Θεοῦ, ἵνα ἑκάστῳ τῶν προασερχομένων οἰκονομῇ τὰ πρὸς τὴν χρείαν· ποτὲ
οὖν εἰς κώμην τινὰ διδόντος αὐτοῦ ἀγάπην, ἦλθε πρὸς αὐτὸν γυνή τις αἰτουμένη
ἀγάπην, φοροῦσα παλαιὰ καὶ ἰδών αὐτήν, ὅτι παλαιὰ φορεῖ, ἐχάλασε τὴν χεῖρα
αὐτοῦ δοῦναι αὐτῇ πολλᾶ· συνεστάλη δὲ ἡ χεὶρ αὐτοῦ καὶ ἀνήνεγκεν ὀλίγα· ἔπειτα
ἦλθε πρὸς αὐτὸν ἑτέρα φοροῦσα καλῶς, καὶ ἰδών αὐτῆς τὰ ἱμάτια, ἐχάλασε δοῦναι
αὐτῇ ὀλίγα, καὶ ἠπλώθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ καὶ ἀνήνεγκε πολλά. Ἠρώτησεν οὖν περὶ
ἀμφοτέρων καὶ ἔμαθεν, ὅτι ἡ μὲν τὰ καλὰ φοροῦσα ἀπὸ ἀξιολόγων οὖσα,
ἐπτώχευσε καὶ ὑπολήψεως χάριν ἐχρήσατο τοῖς ἱματίοις· ἡ δὲ ἄλλη χάριν τοῦ
λαβεῖν ἐχρήσατο παλαιοῖς.»352.
β) Ὡς πρός τόν εὐεργετούντα/ἐλεήμονα: Ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος ἐπισημαίνει:
«...ἐὰν θλίβῃ σε ἡ σκνιφεία δοῦναι τὴν χρείαν τῷ πλησίον πρὸς τὸ πρᾶγμα ποίησον·
ἐὰν ἔχῃς πολύ, δὸς ὀλίγον περισσόν· ἐὰν δὲ ὀλίγον, τὴν χρείαν δὸς μετὰ
ἀκριβείας· ἐὰν δὲ κατὰ κενοδοξίαν ἢ ἀνθρωπαρέσκειαν πολεμῇ σε ὁ λογισμὸς

351
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.588.
352
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.9-10, σ.606.
235

δοῦναι, μὴ δώσῃς παρα ἤτοι πλέον ἢ ἔλαττον τῆς χρείας, ἀλλὰ τὴν χρείαν μετ'
ἀκριβείας.»353.
Ἡ ψυχική διάθεση καί ἀγαθή προαίρεση ἀποτελοῦν βασικές παραμέτρους. Ὁ
Ἀπολινάριος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας βοηθᾶ γόνο πρώην πλουσίας οἰκογένειας
πού εἶχε ξεπέσει, πλάθωντας ἱστορία γραμματίου πενήντα λιρῶν πού χρωστοῦσε ἡ
ἐκκλησία στόν πατέρα του. Βάζει νά συμμετέχουν κι ἄλλα βοηθητικά πρόσωπα
(ἐπίτροπος) καί κάνει χρήση διαφόρων μέσων (μέθοδος πεπαλαίωσης ἐγγράφου)
γιά νά γίνει πιό εὔκολα πιστευτός· ὅλα αὐτά ἀποδεικνύουν τή δύναμη τῆς πίστης του
καί τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς πράξης του, καθώς ποτέ δέν ἔγινε γνωστή στόν ἴδιο τόν
εὐργετημένο354.
Ἡ ἀμμᾶς Συγλητική τονίζει: «...ἡ ἐλεημοσύνη, διὰ τὸ ἐμποιῆσαι τοῖς ἀνθρώποις τήν
εἰς ἀλλήλους ἀγάπης ὡρίσθη· οἷς οὖν ἡ ἀγάπη ἐκ θείας Χάριτος προσεγένετο,
περιττὴ ἡ ἐλεημοσύνη ... Καὶ τοὺς κοσμικοὺς δὲ οὐχ ἁπλῶς καὶ ἀδιακρίτως δεῖ τὴν
ἐλεημοσύνην ἐνδείκνυσθαι, ἀλλὰ τὸν Ἀβραάμ μιμεῖσθαι, καὶ δι' ἑαυτῶν ἐνδείκνυ-
σθαι τὸ φιλάνθρωπον·»355. Ὁ ἀββᾶς Μάρκος ἀναφέρεται στή ψυχική ὡφέλεια πού
ἀποφέρει: «Μέγα μὲν τῷ ἔχοντι χρήματι τὸ μεταδιδόναι τοῖς πένησιν, ἐλεεῖν δὲ
τοὺς πλησίον ἐπὶ ἁμαρτήμασι τοσούτῳ μεῖζόν ἐστι πρὸς ἄφεσιν, ὅσῳ ψυχὴ
τιμιωτέρα σώματος κατὰ φύσιν ὑπάρχει.»356.
γ) Εἰδική μέριμνα πρέπει νά λαμβάνεται γιά τούς φέροντες μοναχικό σχῆμα. Οἱ
μοναχοί καλύτερα νά μήν διαχειρίζονται χρήματα ἕνεκα φιλανθρωπίας, γιατί ὑπάρ-
χει ὁ κίνδυνος φιλοχρηματίας. Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος δέν δέχεται οἰκονομική ἐνίσχυ-
ση ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο πού θά τόν βοηθοῦσε στό φιλανθρωπικό του
ἔργο, γιατί: «... ἐλεημοσύνην ὑποβαλὼν καὶ τὴν περὶ τοὺς πένητας εὐποιΐαν,
ἐντεῦθεν ἔρωτα χρημάτων αὐτοῖς ἐνῆκε καὶ πρὸς φιλαργυρίαν ἐξέμηνεν.»357. Τό
ἔργο τῆς εὐποιΐας δέν πρέπει νά γίνεται ἀδιάκριτα. Ὡς πρός τούς μοναχούς,
πρέπει νά ἐξετάζεται ἡ παράμετρος μήπως βλάπτονται ψυχικά καί πνευματικά ἀπό
τόν περισπασμό τους σέ βιοτικές μέριμνες καί ταραχές, παρά τό ἀγαθόν τῆς
προαιρέσως τοῦ δωρητῆ. Ὁ ἀββᾶς Βησσαρίωνας διηγούμενος στόν ἀββά Μίλη

353
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.611.
354
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 193, σ.218.
355
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.612.
356
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.618.
357
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.616.
236

παρόμοιο προσωπικό του βίωμα, τοῦ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ δωρεά ἀγροκτήματος σέ


ἀσκήτριες θά ἦταν ἐπιβλαβής· προτιμώτερο θά ἦταν ν' ἀκολουθήσει τή συμβουλή
τοῦ Γέροντα Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη, δηλ. νά πουλήσει μόνος του τό κτῆμα καί νά
τούς προσφέρει τό ἀντίτιμο· οἱ ἀνάγκες τοῦ κτήματος θά τίς ἔφερναν σέ
περισπασμό, ἀφοῦ θά ἦταν ἀναγκασμένες νά ζητήσουν βοήθεια ἀπό ἀνδρικά
ἐργατικά χέρια μέ συνέπεια τήν πτώση τους στόν πειρασμό τῆς πορνείας358.
δ) Ἐλεημοσύνη χωρίς ἀνταλλάγματα/ ὑπέρβαση δικαιοσύνης στήν προσφορά
ἑαυτοῦ πρός πλησίον. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ τοῦ Σύρου λέει: «Ὅταν τῇ ψυχῇ σου ὅρους
βάλῃς τοῦ δι' ἐλέους οἰκοδομηθῆναι σαυτόν, ἔθιζε τήν ψυχήν σου μὴ ζητεῖν τὸ
δικαίωμα ἐν ἑτέροις πράγμασιν, ἵνα μὴ εὑρεθῇς τῇ μέν μιᾷ χειρί ἐργαζόμενος, τῇ
δὲ ἑτέρα σκορπίζων· ... ὅταν δὲ νικήσῃ τὴν δικαιοσύνην τῇ ἐλεημοσύνη τότε
στεφανοῦται οὐ τοῖς στεφάνοις τῶν ἐν τῷ κόσμῳ δικαίων, ἀλλὰ τοῖς τῶν τελείων
τῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ.»359. Ὁ ἅγιος Σεραπίων μή ἔχοντας τι ἄλλο νά δώσει σέ
φτωχό, ἔβγαλε καί τοῦ ἔδωσε καί τόν ἐσωτερικό του χιτώνα (στιχάριον) μένοντας
ἔτσι γυμνός, κρατώντας μόνο τό Εὐαγγέλιο στό χέρι του· «Εἶτα πρός τινος
ἐρωτηθεὶς τίς ὁ γυμνώσας εἴη; τοῦτο, ἔφη, δείξας τὸ Εὐαγγέλιον· ὥς δὲ καὶ τοῦτο
πωλήσας τὴν αὐτοῦ τιμὴν τοῖς πένησι παρέσχετο, πειθόμενος τῷ λέγοντι πώλησόν
σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, οὐδὲ αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἐν ὧ τοῦτο ἐγέγραπτο,
φείσασθαι διενοησάμην.»360.

iii. Θαύματα ὄνειρα καί ὁράματα.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ θαύματος δέν μπορεῖ να συνδέεται μέ τό ἄν κάτι ἐμπειρικά


συμβαίνει, ἀλλά μέ τό πῶς συμβαίνει καί τί ρόλο διαδραματίζει στήν πνευματική
συνοχή τῆς ζωῆς. Νά ἐξηγεῖ κάποιος λογικά τά θαύματα εἶναι ἐξ' ἴσου ἄτοπο μέ τό
νά προσπαθεῖ νά ἐξηγεῖ μέ τή λογική τό Θεό. Ὁ Θεός, ὅπως καί τά θαύματα,
«νοεῖται» ὑπερλόγως διά τῆς πίστεως. Ἐκτός Του, ὁ κόσμος εἶναι ἀκατανόητος,
ἀνεπίδεκτος ἀπαντήσεων καί ἄρα σημασίας361.

358
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.646-648.
359
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τ.3, παρ. 1-3, σ.626.
360
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.17, σ.600.
361
Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ. 443· πρβλ. Ἀθ. ∆εληκωστόπουλου,
Τό θαῦμα. Συμβολή εἰς τήν σύγχρονον ἀπολογητικήν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐν Ἀθήναις 1971· Χρ.
Καρακόλη, Ἡ θεολογική σημασία τῶν θαυμάτων στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, Θεσσαλονίκη
1997· Σουλτ. Λάμπρου, Ἀναστάσεις νεκρῶν στούς βίους τῶν ἁγίων, δ.δ., Θεσσαλονίκη 1998.
237

Φυσικό λοιπόν εἶναι, ἀναφορικά μέ τήν ἑπόμενη διήγηση, ὅταν ἐπικρατεῖ μία
σύγχιση (αἵρεση Θεοπασχιτῶν) στούς ἁπλούς πιστούς, γιά τό τί πρέπει νά κάνουν
στούς κόλπους τῆς ἐκκλησίας μέ τόν τρισάγιο ὕμνο καί ὅταν ἡ «πειθώς τοῦ λόγου»
ἴσως εἶναι ἐξ' ἴσου σθεναρή κι ἀπό τήν πλευρά τῶν «ἀντιφρονούντων», τότε νά
χρειάζεται κάτι πιό δραστικό πού θά δείξει τήν σωστή κατεύθυνση, δηλ. «...πῶς νὰ
ὑμνῶσιν ὀρθῶς τὸν Θεὸν.». Αὐτό γίνεται μέ θαυματουγική ἐπέμβαση τῆς Θείας
Πρόνοιας, πού μέσῳ τῆς ἁρπαγῆς ἑνός παιδιοῦ στόν ἀέρα καί τοῦ καταβιβασμοῦ
του ἀπό νεφέλη (παράδοξο), ἀποκαλύπτει σέ ὅλους: «... ὅτι οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων
ἀναφέρουσιν εἰς τὸν Θεὸν τὸν τρισάγιον ὕμνον χωρὶς τῆς προσθήκης του, ὁ
σταυρωθείς, λέγοντες ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος ἐλέησον
ἡμᾶς.»362. Ὁ Θεός ὁ ἴδιος ποιμαίνει μέσῳ τοῦ παιδιοῦ.
Οἱ ἀββάδες ζοῦν τό θαῦμα μέ τήν ἴδια ἁπλότητα πού βιώνουν τό Θεό.
Ἀναφέρονται γεγονότα πού ἡ Θεία παρέμβαση ἀνατρέπει τήν τάξη τοῦ κόσμου καί
τούς νόμους του. Ἡ κάλυψη βιοτικῶν ἀναγκῶν ἐπιτελεῖται μέ θαυματουργική
ἐπέμβαση: Σέ περίοδο λιμοῦ ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ προμηθεύει μέ ψωμί ὅλους ὅσους
ἔρχονταν πρός αὐτόν ἀπό τούς γύρω τόπους· καί ἐνῶ: «...ὑπολειφθέντων δὲ τριῶν
σπυρίδων (σάκοι) μεγάλων μετὰ τῶν ἄρτων καὶ τοῦ λιμοῦ ἐπικρατοῦντος», ζητάει νά
φέρουν στό μέσον τά τρία σακιά τά ἐναπομείναντα καί: «... εἰς ἐπήκοον πάντων τῶν
μοναχῶν καὶ τῶν ὄχλων εἶπεν 'Μὴ οὐκ ἰσχύειν ἡ χεὶρ Κυρίου πληθῦναι ταῦτα; καὶ
τάδε λέγειν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. οὐ μὴ ἐκλείψει ἄρτος ἐκ τῶν σπυρίδων τούτων
ἄχρις ἂν κορεσθῶμεν ἅπαντες τοῦ νέου σίτου' καὶ διαβεβαιώσαντο πάντες οἱ
παραγενόμενοι τότε τετράμηνον πᾶσιν ἐπαρκέσει τοὺς ἄρτους. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ
ἐλαίου καὶ σίτου πεποίηκεν.»363.
Σέ περίοδο πού δεν ὑπῆρχε λάδι διά θαυματουργικῆς παρέμβασης τοῦ ἀββᾶ
Γεωργίου Ἀρσελαΐτη, τό ἕνα ἄδειο πιθάρι γεμίζει λάδι καί ἀπό αὐτό ἀντλοῦν καί
γεμίζουν καί τά ὑπόλοιπα πιθάρια. Ἡ παρέμβαση γίνεται στό ὄνομα τῆς Παναγίας
(περίοδος αἱρέσεων, γιά τόν τονισμό ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος)364.

362
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 25ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, Ἀνάμνησις τοῦ
μεγάλου σεισμοῦ, καί τῆς εἰς τόν ἀέρα ἁρπαγῆς τοῦ παιδός, τ.1, σ. 66.
363
Historia Monachorum in Aegypto, σ.64.
364
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση IX,
σ. 65-66.
238

Κατάσταση λειψυδρίας σέ καράβι καί τό νερό τῆς θάλασσας μετατρέπεται σέ γλυκό


ἀπό εὐνοῦχο ἀναχωρητή πού προσευχήθηκε365· συναντᾶται παραλλαγή τῆς
διήγησης ὅταν βρέχει μετά ἀπό προσευχή καπετάνιου366.
Περίοδος ἀνομβρίας καί ἀνυδρίας καί μέ τήν προσευχή τοῦ Μωϋσῆ τοῦ Αἰθίοπα:
«... νεφέλη βροχῆς ἦλθε κατ' αὐτῆς τῆς Πέτρας· καὶ ἐγέμισεν ὅλα τὰ ἀγγεῖα
αὐτοῦ.»367· τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἀββά Ξοΐο: «... πάντως οὐκ εὔχεσθε
ἐκτενῶς· θέλεις σὲ γνῶναι ὅτι οὕτως ἐστίν; καὶ ἐξέτεινε τὰς χεῖρας εἰς τὸν
οὐρανὸν ἐν προσευχῇ· καὶ παραχρῆμα ἔβρεξεν.»368.
Ἡ προσευχή κάνει τό θαῦμα της. Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἀνασταίνει παιδί πού κατά
λάθος ἔχει σκοτώσει ὁ κελλαρίτης, ἐπειδή ἔφαγε τό ψάρι πού προορίζονταν γιά
τόν Γέροντα: «Ὁ δὲ (Γελάσιος) παραγγείλας αὐτῷ (κελλαρίτη) μηδενὶ ἄλλῳ εἰπεῖν,
ἐκέλευσεν αὐτῷ μετὰ τὸ πάντας ἡσυχάσαι ἑσπέρας, εἰσενέγκαι αὐτὸ εἰς τὸ
διακονικὸν καὶ θεῖναι ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ἀναχωρῆσαι· καὶ ἐλθὼν ὁ
γέρων εἰς τό διακονικόν, ἔστη εἰς προσευχήν· καὶ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτερινῆς
ψαλμωδίᾳς, συναχθέντων τῶν ἀδελφῶν, ἐξῆλθεν ὁ γέρων ἔχων ἀκολουθοῦν
αὐτῷ τὸ μειράκιον μηδενὸς τὸ γενόμενον εἰδότος, πλήν αὐτοῦ καὶ τοῦ κελλαρίτου,
ἕως τῆς αὐτοῦ τελευτῆς.»369.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ δρᾶ χορηγητικά. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶχε μία κόρη, μέ τό
ὄνομα Εἰρήνη πού πέθανε ἀφοῦ πρῶτα κάποιος τῆς εἶχε δώσει νά φυλάξει κάποιο
κόσμημα· μετά τό θάνατό της ὁ κάτοχος τοῦ κοσμήματος τό ἀναζητεῖ ἀπό τόν
πατέρα της, κι ἐκεῖνος: «... ἐλθὼν ἐπὶ τὸ μνημεῖον τῆς θυγατρός, ἐπεκαλεῖτο τὸν
Θεόν, πρὸ καιροῦ δεῖξαι αὐτῷ τὴν ἐπηγγελμένην ἀνάστασιν· καὶ δὴ τῆς ἐλπίδος
οὐχ ἥμαρτε· ζῶσα γὰρ αὖθις ἡ παρθένος φαίνεται τῷ πατρί· καὶ τόπον σημάνασα
ἔνθα τὸ κόσμιον ἐνεκέκρυπτο, αὖθις ἀπεχώρει· καὶ λαβὼν τὴν παραθήκην ὁ γέρων,
ἔδωκεν αὐτήν.»370.
Τά θαύματα ἐμφανίζονται σάν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν κλήση τοῦ ἀνθρώπου·
ἀποτελοῦν ἀποτυπώσεις καί ἐπιβεβαιώσεις τῆς ἐνανθρωπίσεως καί προϋποθέτουν

365
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.173, σ.189.
366
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.174, σ.190· πρβλ. Les récits édifiants de Paul, évêque de
Monembasie, Περί τῶν τριῶν μοναχῶν τῶν αἰχμαλωτισθέντων..., σ.72.
367
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.73.
368
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.82.
369
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.25.
370
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.119.
239

τή ∆ημιουργία πού ἀποτελεῖ καί τό σκηνικό τελέσεώς τους, καθώς ἐκτός αὐτῆς δέν
εἶναι δυνατή ἡ ὕπαρξη τοῦ ὑπέρ-φύσιν.
Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος ἐναπέθεσε τήν κρίση του στό Θεό ζητώντας τήν ἀποκάλυψη τῆς
ἀλήθειας: περίοδος αἱρέσεων (νεστοριανοί) καί ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος ἐπειδή ἦταν
ταπεινόφρων καί ἠγαπᾶτο ἀπό ὅλους κοινωνοῦσε καί με τούς ὀρθοδόξους καί τούς
αἱρετικούς· ἐπειδή ἡ μία πλευρά κατέκρινε τήν ἄλλη καί τοῦ ἔλεγε ἡ κάθε μία ὅτι
αὐτή εἶναι ἡ σωστή, παρακάλεσε τό Θεό νά τοῦ δείξει τήν ἀλήθεια καί: «...
ἀποκρίνεται αὐτῷ ὁ Κύριος· ὅπου εἶ, καλῶς εἶ· καὶ εὐθέως σὺν τῷ λόγῳ, εὑρέθη
πρὸ τῶν θυρῶν τῆς ἁγίας ἐκκλησίας τῶν ὀρθοδόξων τῶν συνοδικῶν.»371.
Ἐτυμολογικά τό παράδοξον σημαίνει παρά τήν δόξαν. Κάτι λοιπόν πού
ἀντιτίθεται στή δόξα, στή συνηθισμένη γνώμη καί κατ' ἐπέκταση κάτι τό ἀπρόσμενο
καί παράξενο. Ἀπό αὐτήν τήν ἔννοια προῆλθε καί ἡ τοῦ ἐκπληκτκοῦ, τοῦ μοναδικοῦ,
τοῦ θαυμασίου γεγονότος. Φανερός λοιπόν καί ὁ σαφής διαχωρισμός τοῦ
παραδόξου ἀπό τό παράλογο. Τό παράδοξο δέν ἀντιτίθεται στή λογική ἀλλά στή
γνώμη. Τό παράδοξο εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὑπάρξεως κάθε ἱδρυτοῦ θρησκείας
καί γενικά κάθε νεωτερισμοῦ372.
Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ ὅταν βλέπει Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) νά περιφέρουν ξύλινο
ξόανο καί νά τελοῦν τελετή ὑπέρ τοῦ ποταμοῦ -σέ παραπλήσια κώμη τήν ὁποία
εἶχε ἐπισκεφθεῖ μέ μερικούς ἀκόμη ἀδελφούς-: «...κάμψας τὰ γόνατα καὶ
προσευξάμενος τῷ σωτήρι πάντας ἐξαίφνης τοὺς Ἕλληνας ἀκινήτους ἐποίησεν ὡς
δὲ προελθεῖν ἐκείνου τοῦ τόπου οὐκ ἠδύναντο...» (πρβλ. Στῆλαι ἅλατος). Οἱ ἱερεῖς
τῶν εἰδώλων τότε τόν καλοῦν καί: «...κατῆλθεν ὡς τάχιστα πρὸς αὐτοὺς ὁ τοῦ
Θεοῦ ἄνθρωπος καὶ προσευξάμενος ἔλυσεν τοὺς δεσμούς. οἱ δὲ ὁμοθυμαδὸν
ἅπαντες ἐπ' αὐτὸν ὥρμησαν τῷ σωτήρι τῶν ὅλων καὶ παραδοξοποιῷ θεῷ
καταπιστεύσαντες καὶ τὸ εἴδωλον εὐθὺς τῷ πυρί παραδόντες. οὓς ἅπαντας
κατηχήσας ταῖς ἐκκλησίαις προσέθηκεν.»373.
Πολλές παράδοξες ἐνέργειες καταγράφονται στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις:
Ἀνοίγουν οἱ πόρτες τῆς φυλακῆς γιά νά πάει ὁ ἀδίκως εὑρισκόμενος ἐνάρετος

371
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Φωκᾶ, α’, σ.124.
372
πρβλ. Κ. Νικολακόπουλου, Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά
ἱστορικά βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1993, σ. 67-70.
373
Historia Monachorum in Aegypto, σ.56-58.
240

ἱερέας νά τελέσει στό ναό του τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί γιά νά ξαναγυρίσει
στόν τόπο τῆς κρατήσεως του μετά τήν τέλεση τῆς εὐχῆς374.
Γυμνοί ἀσκητές δέν κρυώνουν τό χειμώνα καί δέν ζεσταίνονται τό καλοκαίρι κατά
τήν θείαν οἰκονομίαν375.
Σεισμός «προσδιορισμένης ἀκτίνας» γίνεται στόν τόπο μετανοίας: «... ἐγένετο
σεισμὸς φοβερώτατος, οὐκ εἰς τὴν πόλιν πᾶσαν, ἀλλ' εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς
μόνον.»376.
Πρόνοια Θεοῦ γιά ἐπιβίωση δημιουργήματός του: Μοναχή πού ἔχει πέσει σέ
παράπτωμα πορνείας μέ μοναχό καί ἀπεσύρθει στήν ἔρημο γιά τριάντα χρόνια,
διηγεῖται: «...καὶ οὐξ ἐδεξάμην ἄνθρωπον πλήν σου ... ἡ μὲν οὖν σπυρίς τῶν
βρεκτῶν καὶ τὸ βαυξάλιον τοῦ ὕδατος διήρκεσαν μοι ἄχρι τοῦ νῦν μηδ' ὅλως
λείψαντα. Τὰ δὲ ἱμάτια μου τῷ χρόνῳ ἐφθάρησαν καὶ αὐξανθείσης μου τῆς κόμης
συγκαλύπτομαι ἐν αὐτῇ ἀντὶ περιβολαίου ψῦχος καὶ καῦμα οὐ λυμαίνεταί με χάριτι
τοῦ Χριστοῦ.». Ἡ αὐτοψία τοῦ ἀναχωρητῆ-ἀφηγητῆ καταμαρτυροῦν τήν ἀλήθεια τοῦ
πράγματος: «...παρεκάλει μεταλαβεῖν με τῶν βρεκτῶν καὶ μεταλάβομεν καὶ ἐπίομεν.
Κορεσθεὶς ἐγώ προσέβλεπον τῇ σπυρίδι καὶ ἑώρων αὐτὰ τὰ βρεκτὰ ὡς ἦσαν,
ὁμοίως καὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν.»377.
Ἡ εἰκόνα τοῦ καλλινίκου μάρτυρος Θεοδώρου ματώνει στό δεξιό ὦμο ἀπό σαΐτα
πού τοῦ ἔρριξε Σαρακηνός· καί ἐπειδή οἱ Σαρακηνοί συνέχισαν ν' ἀσεβοῦν,
ἐπέρχεται καί ὁ θάνατος ὅσων διέμεναν στό ναό378. Ἡ θαυματουργική παρέμβαση
συχνά ἀποτελεῖ καί προειδοποίηση, πού ὅμως δέν ἀποκωδικοποιήθηκε σωστά στήν
προκείμενη περίπτωση.
Περιγράφονται ἐξαφανίσεις τόπων. Στό Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ
διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., καταγράφεται: ∆ιήγηση XXII: κελλί καί
δένδρα μέ πλούσιους καρπούς καί φωνή Γερόντων ν' ἀνταλλάσσουν χαιρετισμό
μέ τούς ἐρχόμενους πατέρες· ὅμως: «... καὶ σὺν τῷ λόγῳ πάντα ἀφανὴ γέγονεν καὶ
τὸ κελλίον καὶ τὰ δένδρα». ∆ιήγηση XXIV: «... κηπίον παντοίους καρπούς ἔχοντος,

374
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.108, σ.122.
375
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.64· πρβλ. Les récits édifiants de Paul,
évêque de Monembasie, σ.32.
376
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῆς γυναικός τῆς ἀπελθούσης πρός τόν
ἀββᾶν Νεόφυτον τοῦ έξαγγεῖλαι, σ.50.
377
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῆ κανονικῆς γυναικός, σ. 120.
378
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.64.
241

καὶ πηγίδιον ὕδατος καί ὁρῶ ἄνδρα γηραλὲον ἐν τῷ πηγαδίῳ καθήμενον καὶ
πλῆθος αἰγαγρίων ἐρχομένων καὶ πινόντων» πού ἐξαφανίζονται. Μάρτυρες αὐτῶν
εἶναι Σαρακηνοί (δηλ. ἀλλόθρησκοι εἰδωλολάτρες) πού κάνει ἀκόμα πιό πιστευτή
τήν αὐθεντικότητα τῆς ἱστορίας. ∆ιήγηση XXVI: Γέροντας κατασφραγίζει (σταυρώνει)
μέ τό δεξί του χέρι καλό χριστιανό (τόν Γεώργιο τόν δραάμ) καί ὅταν γυρίζει νά
πάρει καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα: «...ζητήσας οὐκ ἔτι εἶδον αὐτόν, καίτοιγε τοῦ τόπου
καθαροῦ καὶ ἀύλου ὑπάρχοντος.»379. Ἡ ἐξήγηση αὐτῶν τῶν παραδόξων δίνεται ἀπό
τό ἴδιο τό κείμενο, καθώς: «Ἔθος γὰρ τοῦτο τοῖς ἁγίοις ἀναχωρηταῖς καὶ ἐν τῇ ζωῇ
καὶ μετά θάνατον, ὅτε θέλουσι φαίνεσθαι, καὶ ὅτε θέλουσι κρύπτεσθαι τῇ δυνάμει
τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.»380. Τό θαῦμα περνᾶ μέσῳ τῆς ἐλευθερίας γι' αὐτό
δέν εἶναι καί ὑποχρεωτικό νά γίνει δεκτό. Προϋποθέτει τόν ἄνθρωπο συνεργάτη
τοῦ Θεοῦ, πού ἄν δέν προσφέρει τήν πίστη του, θαῦμα δέν ὑφίσταται ἀλλά καί δέν
μπορεῖ νά κατανοηθεῖ.
Στήν ἐπιτέλεση τῶν θαυματουργικῶν ἐνεργειῶν μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις διαφαίνεται καί ἡ δύναμη τῶν σημείων καί ἰδιαίτερα τοῦ σταυροῦ καί τῆς
μερίδος τῆς Θείας κοινωνίας. Τά σημεῖα δέν εἶναι ἁπλά σύμβολα ἀλλά δοχεῖα
Θείας Χάριτος.
Γέροντας: «... βάζει τρεῖς μετάνοιες στὸ Θεὸ καὶ σφραγίζει τὸ πλοῖο τρεῖς φορές
μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί τό πλοῖο
ρίχτηκε στή θάλασσα (ἐνῶ πρίν δέν μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ γιατί τοῦ εἶχαν κάνει
μάγια)381.
Ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός, ἐπίσκοπος Βόστρων: «...γνωρίζοντας (ἀπό Θεοῦ) ὅτι εἶναι
δηλητήριο καὶ σταυρώνοντάς το τρεῖς φορές καὶ λέγοντας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πίνω τοῦτο τὸ ποτήριο», ἔμεινε
ἀβλαβής382.
∆ιά τοῦ σήματος τῆς μερίδος «τῆς δεθείσης ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ παιδιοῦ»
383
ἐπιτεύχθη θεραπεία .

379
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.73-76.
380
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.79.
381
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 83, σ.93.
382
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 94, σ.105.
383
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, σ.64.
242

Συνέβη θεραπεία δαιμονισμένου μέ: «Σταυρίον ἀργυροῦν, εἰς ὅπερ εἶχον μερίδα
τιμίαν καὶ τελείαν καὶ ἀληθῆ τοῦ ἁγίου καὶ ζωοποιοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ... κρεμάσαι
αὐτὸν ἐν τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ.»384.
Φυλακισμένος προειδοποιεῖ τόν ὑπεύθυνο τῆς φυλακῆς: «...μηδέποτε καθήσῃς εἰς
ἐξέτασιν ἡμῶν τῶν τεσσάρων φαρμακῶν (φυλακισμένοι), ἐὰν μὴ πρότερον
κοινωνήσης καὶ φορέσῃς σταυρὸν ἐπὶ τοῦ τραχήλου σου, κακοὶ γὰρ ἄνθρωποι εἰσὶν
οἱ ἑταῖροί μου καὶ θέλουσι βλάψαι σε, ἀλλ' ἐὰν ποιήσῃς ὡς εἶπον σοι, οὐδὲ αὐτοὶ
οὐδὲ ἄνθρωπος ἄλλος δύναται ἀδικῆσαί σε.»385.
Μαθητής τοῦ ἀββᾶ Γεωργίου Ἀρσελαΐτη, πού τόν εἶχε δαγκώσει φίδι (ἀσπίδα)
ἀναστήθηκε, ὅταν ὁ ἀββᾶς: «...σφραγίσας τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.»386.
Προστασία ἀπό τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ δίνεται ἀκόμα καί σέ ἀπίστους: «Φοβηθεὶς
δὲ τὰ ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ γινόμενα μιάσματα, καίτοι πίστιν εἰς τὸν σταυρὸν μὴ
ἔχων, ἑαυτὸν τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ κατασφαλισάμενος ἀνεκλίθη». Ὅταν τό
ἀντιλαμβάνονται οἱ δαίμονες, ἐλέγχουν νά δοῦν ποιός εἶναι καί βλέποντας ὅτι
εἶναι ἐσφραγισμένος μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, λέγουν: «Βαβαί! σκεῦος σάβουρον
καὶ ἐσφραγισμένον ὑπάρχει.»387.
Σέ διηγήσεις ἰάσεων (δαιμονισμένων, ἀρρώστων, κάλυψη βιοτικῶν ἀναγκῶν)
διαπιστώνεται ἡ μεταστοιχείωση τῆς θείας δύναμης:
α) Στό ἔλαιο: Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ σέ συγκλητικοῦ γυναίκα πού εἶχε χάσει
τήν ὅρασή της -χωρίς νά ἀθετήσει τόν ὅρκο του νά μή συναναστρέφεται γυναῖκες-:
«...ἔλαιον ἐξαπέστειλεν χρίσασα ἐπὶ μόνον τρίτον τοὺς ὀφθαλμούς μετὰ τρεῖς
ἡμέρας ἀνέβλεψεν καὶ τῷ θεῷ φανερῶς ηὐχαρίστησεν.» (ἐξ ἀποστάσεως θερα-
πεία)388.
Ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν, παιδί πού: «...τὸν δράκοντα θεασάμενος ἐν ἐκστάσει γενόμενος
ἐλιποψύχησεν... καὶ ἐλαίῳ αὐτὸν χρίσαντος ἀνέστη.»389.

384
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.65.
385
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.68.
386
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XI ,
σ.67.
387
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Γρηγορίου τοῦ ∆ιαλόγου, τ.2, σ.355-
356.
388
Historia Monachorum in Aegypto, σ.13.
389
Historia Monachorum in Aegypto, σ.75.
243

β) Στό ὕδωρ: Ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος θεραπεύει τή γυναίκα πού ἔχει μετασχη-


ματιστεῖ σέ φοράδα μέ ἔλαιο: «... τῇ δὲ ἑβδόμη ἡμέρᾳ εἰσελθὼν μετὰ τῶν γονέων
ἔλειψεν αὐτὴν ὅλην ἐλαίῳ καὶ κλίνας τὰ γόνατα ηὔξατο σὺν αὐτοῖς καὶ ἀναστάντες
εὗρον αὐτὴν εἰς κόρην μεταβληθεῖσαν.»390. Τό ἴδιο περιστατικό ὅμως, συναντᾶται
στή Λαυσαϊκή ἱστορία, ἡ θεραπεία νά γίνεται μέ ραντισμό: «...καὶ ἀφοῦ εὐλόγησε
νερό, τὴν ράντισε καὶ προσευχήθηκε καὶ παραχρῆμα ἐποίησεν αὐτὴν γυναῖκα
φανῆναι πᾶσι.»391.
γ) Στίς εἰκόνες: Θεραπεία τῆς πατρικίας Μαρίας, πού εἶχε προσβληθεῖ ἀπό
ἀνίατη ἀρρώστεια, ἀπό τήν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέ ἐναπόθεσή της στό
σημεῖο πού πονοῦσε392.
Τό πηγάδι στήν περιοχή τῆς Ἀπάμειας ἀνάβλυσε νερό, ὅταν ἔριξαν στό πηγάδι τήν
εἰκόνα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου393.
Τά ὄνειρα καί τά ὁράματα-ὀπτασίες ἀποτελοῦν ἀκόμη δύο παραμέτρους πού
συναντῶνται συχνά στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις μέ δευτερεύοντες ἀλλά καθοριστι-
κούς ρόλους γιά τήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς τῶν διηγήσεων. Ὅραμα ἀποτελεῖ ὅτι
ὑποπίπτει στήν ἀντίληψή μας (πού δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά τό βλέπουν καί οἱ ἄλλοι)
διά τῶν ὀφθαλμῶν. Χρησιμοποιεῖται εἰδικότερα ὑπό τήν ἔννοια τῆς ψευδαίσθησης
τῆς ὅρασης, ὀπτασία καί μεταφορικά νοεῖται ὡς ἀντικείμενο ἐπίμονης ψυχικῆς
ἐπιθυμίας394. Τό ὄνειρο εἶναι σύνολο ἤ σειρά, πολλές φορές ἀσυνάρτητων, ἰδεῶν,
παραστάσεων, συγκινήσεων ἤ ἀλληλουχία φανταστικῶν γεγονότων πού παρουσιά-
ζονται σέ κατάσταση ὕπνου395.
∆ιαφοροποίηση ὑφίσταται ἀνάμεσα στούς ὅρους ὅραση καί ἀποκάλυψη: «Οὐ
ταὐτόν ἐστιν ἡ ὅρασις τῇ ἀποκαλύψει ἀλλὰ διάφορον· ἡ μὲν γὰρ ὅρασις, ἀπὸ τῆς
ἀποκαλύψεως δύναται λέγεσθαι, καθὸ γὰρ τὸ κρυπτὸν δι' αὐτῆς φανεροῦται,
δύναται πᾶσα ὅρασις ἀποκάλυψις λεγέσθαι, οὐκέτι δὲ ἡ ἀποκάλυψις ὅρασις· ἡ μὲν
γὰρ ἀποκάλυψις, ὡς ἐπὶ πολὺ ἐπὶ τῶν γινωσκομένων καὶ ὑπὸ τοῦ νοῦ γευμένων
λαμβάνεται διὰ καθαρότητος. Ἡ δὲ ὅρασις, ὡς ἐν εἰκόνι καὶ τύποις, ὡς ἐπίπαν

390
Historia Monachorum in Aegypto, σ.128.
391
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.96.
392
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, 11ης Αὐγούστου..., τ.2, σ. 311.
393
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 81, σ.91.
394
Ἐγκυκλ. Ἥλιος, τ. 14, σ. 946· πρβλ. Χριστ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, Ἀθήνα 2002,
σ.123.
395
Ἐγκυκλ. Ἥλιος, τ.14, σ. 902· πρβλ. Χριστ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, σ. 594-608.
244

γίνεται, ὥσπερ πάλαι πρὸς τοὺς ἀρχαίους ἐγίνοντο, εἴτε ἐγρηγορότος τοῦ ὁρῶντος
εἴτε ὡς ἐν ὕπνῳ κατεχομένου βαθεῖ καὶ ἐξεστηκότι· διὸ καὶ αὐτὸς ὁ ὁρῶν πολλάκις
οὐ γινώσκει εἴτε ἐγρηγορῶν θεωρεῖ εἴτε καθεύδων. Καὶ ποτὲ μέν αἱ ὁράσεις
ἀκριβῶς καὶ τρανῶς δείκνυνται πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ποτὲ δὲ ὡς ἐν τύπῳ καὶ
ὡς ἐν φάσματι ἀμυδρότερον, αἳ καὶ ἐπὶ τῶν ἀτελεστέρων γίνονται, ἐν τοῖς
ἐρημικωτέροις τόποις, καὶ πόῤῥω τῶν ἀνθρώπων διεστηκόσιν, ἔνθα ἀναγκαίως
δέεται αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ μὴ ἔχειν τινα ἐκ τοῦ τόπου βοήθειαν ἢ
παράκλησιν.»396. Οἱ αἰτίες τῶν ὁράσεων καί ἀποκαλύψεων, ὅπως ἀναφέρει ὁ
ἀββᾶς Ἰσαάκ, καταχωροῦνται: «...κατὰ τρεῖς τρόπους ταῦτα οἰκονομοῦνται εἰς τοὺς
ἀνθρώπους διὰ τὸ τοῦ Θεοῦ ἔλεος· ἢ γὰρ τοῖς τελείοις καὶ ἁγίοις ἀνδράσιν ἡ τοῦ
Πνεύματος Χάρις ἀποκαλύπτεται καὶ ἐνεργεῖ διὰ τὴν τῆς καρδίας αὐτῶν
καθαρότητα, ἢ τοῖς ἁπλουστέροις καὶ ὑπερβαλλόντως ἀκάκοις διὰ τὸ τοῦ ἤθους
αὐτῶν ἄπλαστον καὶ ἀπόνηρον καὶ μὴ εἰς φυσίωσιν ἀρθῆναι δυνάμενον, ἢ τοῖς
σχοῦσι ζῆλον Θεοῦ ἔμπυρον καὶ ἀποταξαμένοις τῷ κόσμῳ τελείως καὶ γυμνοῖς
ὀπίσω τοῦ Θεοῦ ἐξελθοῦσι καὶ πόῤῥω τῶν ἀνθρώπων ἀναχωρήσασιν.»397.
Ὁ Γρηγόριος τοῦ ∆ιαλόγου398 θεωρεῖ ὅτι κάποιος βλέπει ὄνειρα ὅταν τό
στομάχι του εἶναι γεμάτο ἤ ἄδειο. Ἄλλοτε οἱ σκέψεις καί οἱ λογισμοί
μεταβάλλονται σέ ὄνειρα, ἄλλοτε ὁ διάβολος ἐμπαίζει μέσῳ τῶν ὀνείρων καί
ἄλλοτε ὑπάρχει συνδυασμός σκέψεων καί λογισμῶν μέ ἐμπαιγμό διαβόλου. Τέλος
διά τῶν ὀνείρων ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τίς βουλές Του στόν ἄνθρωπο. ∆έν πρέπει
κάποιος νά στηρίζεται στίς παραστάσεις τῶν ὀνείρων καί νά ἐξάγει συμπεράσματα,
γιατί ἄν τά ὄνειρα ἦταν ἐξασφαλισμένα ἀπό διαβολικές παγιδεύσεις δέν θά
ἔλεγαν οἱ Γραφές: «... πολλοὺς τὰ ἐνύπνια πλανηθῆναι πεποιήκασι, καὶ ἀπώλοντο
ἐλπίζοντες ἐπ' αὐτοῖς.... μήτε μαντεύεσθαι μήτε παραφυλάττειν ἐνύπνια ... πολλαὶ
μέριμναι ἀκολουθοῦσι τοῖς ἐνυπνίοις.»399. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά πολλά ὄνειρα
ὀφείλονται καί σέ ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο (χρήση
παραδείγματος τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰωσήφ πού εἶδε στόν ὕπνο του ὅτι θά γίνει κύριος
τῶν ἀδελφῶν του καί ἐπαληθεύθηκε ἀργότερα ὕστερα ἀπό τήν πώλησή του στούς

396
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἰσαάκ, τ.4, παρ. 12-14, σ.456.
397
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἰσαάκ, τ.4, παρ.7, σ.456.
398
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 352-354.
399
Σοφία Σειράχ, λα’, 5-7.
245

Αἰγυπτίους400, ἀλλά καί τοῦ Ἰωσήφ μνηστήρα τῆς Παρθένου πού μέσῳ ὀνείρου τόν
πληροφόρησε ὁ Ἄγγελος νά πάρει τό Θεῖο βρέφος καί νά φύγουν στήν
Αἴγυπτο401). Ἄλλα ὄνειρα προκαλοῦνται ἀπό συνδυασμό προσωπικῶν σκέψεων καί
ἀποκαλυπτικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ· αὐτό διδάσκει ὁ προφήτης ∆ανιήλ ἐξηγώντας
τό ὄνειρο τοῦ βασιλιά Ναβουχοδονόσωρ πού ἡ κύρια σκέψη του ἦταν: «τί πρόκειται
νὰ γίνει στὸ μέλλον» καί ὅτι «ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει τὰ μέλλοντα»402. Οἱ ἅγιοι
ἄνδρες κατορθώνουν νά διακρίνουν τίς παραστάσεις τῶν ὀνείρων ἄν προέρχονται
ἀπό ἐμπαιγμό τοῦ διαβόλου ἤ ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ· κατέχουν τήν ἱκανότητα
διακρίσεως ὥστε νά ξεχωρίζουν τί λαμβάνουν ἀπό τό ἀγαθό πνεῦμα καί τί
ὑποφέρουν ἀπό τό πονηρό. Γιατί ἄν ὁ νοῦς ἐξετάζει προσεχτικά τήν προέλευση τῶν
ὀνείρων, τό πνεῦμα πού παραπλανᾶ δέν θά μπορεῖ νά ἐξαπατᾶ γιά πολύ, καθώς
προλέγει συνήθως πραγματα πού ἐπαληθεύονται μόνο καί μόνο γιά νά μπορεῖ στό
τέλος νά παγιδεύσει ὁριστικά μέ ὁποιαδήποτε πλάνη τόν πειραζόμενο.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος403 ὑποστηρίζει ὅτι δέν πρέπει νά θαυμάζονται οἱ δαίμονες,
γιατί δέν μποροῦν νά γνωρίζουν ἐκ τῶν προτέρων αὐτά πού πρόκειται νά συμβοῦν:
«...οὗτοι δὲ ἃ βλέπουσιν ὡς κλέπται προτρέχοντες ἀπαγγέλουσι. Τοῦτο καὶ πᾶς τις
ταχυδρόμος ποιῆσαι δύναται, καὶ προδραμεῖν τὸν βραδύνοντα. Ὃ δὲ λέγω τοιοῦτον
ἐστίν, ἄν τις μὴ ἄρξηται περιπατεῖν, οὐκ ἴσασιν εἰ περιπατήσει, περιπατοῦντα δὲ
τοῦτον ἑωρακότες, τρέχουσι, καὶ πρὶν ἐλθεῖν αὐτὸν ἀπαγγέλουσι, καὶ οὕτω
συμβαίνει τοῦτον μεθ' ἡμέρας ἐλθεῖν... οὐδὲν ἄρα γινώσκουσιν ἀφ' ἑαυτῶν ἀλλ'
ὡς κλέπται ἃ παρ' ἄλλοις ὁρῶσι ταῦτα διαβάλλουσι, καὶ μᾶλλον στοχασταί εἰσιν, ἢ
προγνῶσται.». Κάνει παραδειγματική χρήση τοῦ λόγου μέ περιπτώσεις γιατροῦ,
γεωργοῦ καί ναυτικοῦ πού συμπεραίνουν τήν ἐξέλιξη κάθε περίπτωσης μέ γνώμονα
τήν ἐμπειρία καί τή συνήθεια. Τά ὄνειρα πού ἐμφανίζονται ἀπό Θεοῦ δέν ἀλλάζουν
σχῆμα, οὔτε μεταβάλλονται ἀπό μία εἰκόνα σέ ἄλλη, οὔτε ἐκφοβίζουν τήν ψυχή,
οὔτε προκαλοῦν συγχρόνως γέλιο καί σκυθρωπότητα. Ἀντίθετα: «...αἱ δὲ τῶν
δαιμόνων φαντασίαι διὰ πάντων ἐναντίως ἔχουσιν· οὔτε γὰρ ἐν τῷ αὐτῷ μένουσι
σχήματι, οὔτε μορφὴν ἐπὶ πολὺν ἀτάραχον ἐπιδείκνυνται· ὁ γὰρ ἐκ προαιρέσεως

400
Γεν., λζ’, 5-8.
401
Ματθ., β’, 13.
402
∆ανιήλ, β’, 27-45.
403
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Ἀντωνίου, τ.4, σ. 356-
361.
246

μὲν οὐκ ἔχουσιν ἐκ δὲ τῆς οἰκείας κεχρῶνται μόνον πλάνης, ἀρκεῖν αὐτοῖς
ἐπιπλεῖστον οὐ δύνανται ἀλλὰ καὶ μεγάλα λέγουσι, καὶ ἀπειλοῦσι πλεῖστα, εἰς
στρατιωτῶν εἶδος πολλάκις ἑαυτοὺς σχηματίζοντες, ποτὲ δὲ καὶ προσψάλλουσι
μετὰ κραυγῆς τῇ ψυχῇ. Ὅθεν ἐπιγινώσκων αὐτοὺς ὁ νοῦς, ὅτε καθαρεύει πεφαντα-
σμένως διϋπνίζει τὸ σῶμα.». Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση καί ὄνειρα προερχόμενα
ἀπό τό Θεό, νά προξενήσουν λύπη: «...πλὴν ἔστιν ὅτε καὶ τὰ χρηστὰ ἐνύπνια χαρὰ
μὲν οὐ φέρουσι τῇ ψυχῇ, λύπην δὲ αὐτῇ ἡδεῖαν ἐμποιοῦσιν καὶ δάκρυον· τοῦτο δὲ
γίνεται ἐπί τῶν εἰς πολλὴν ταπεινοφροσύνην προκοπτόντων.». Ἡ λύση λοιπόν πού
προτείνει εἶναι: «Ἀρκείτω δὲ ἡμῖν πρὸς ἀρετὴν μεγάλην τὸ μηδὲ μιᾷ ὅλως
πείθεσθαι φαντασίᾳ, οἱ γὰρ ὄνειροι, οὐδὲν ἕτερον ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰσίν, ἢ
εἴδωλα λογισμῶν πλανωμένων ἢ πάλιν ὡς ἔφην δαιμόνων ἐμπαιγμός. Ὁπότε οὖν
κἂν ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καταπεμφθῇ ἡμῖν ὅραμα καὶ μὴ τούτῳ
καταδεξώμεθα οὐκ ἂν ἡμῖν ὀργισθείη διὰ τοῦτο ὁ πολυπόθητος ἡμῶν Κύριος
Ἰησοῦς· οἶδε γὰρ ὅτι διὰ τοὺς δόλους τῶν δαιμόνων τοῦτο οὐ καταδεξάμεθα· ἡ μὲν
γὰρ προειρημένη διάκρισις ἀκριβής ἐστι· συμβαίνει δὲ ἐκ συναρπαγῆς τινος, ἀνε-
παισθήτως ῥυπωθεῖσαν τὴν ψυχήν οὖπερ ἐκτὸς οὐδείς, ὡς οἶμαι, εὑρίσκεται, ἀπολέ-
σαι τὸ ἴχνος τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, καὶ πιστεῦσαι τοῖς καλοῖς ὡς μὴ καλοῖς.».
Ὁ Adler (ἀτομική ψυχολογία) πιστεύει πώς τά ὄνειρα μποροῦν νά δώσουν
ἀπαντήσεις στά ἄμεσα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Μποροῦν νά φέρουν στήν
ἐπιφάνεια τό πρόβλημα καί νά βοηθήσουν στή σωστή δραστηριοποίηση τοῦ
ἀνθρώπου γιά νά τό ξεπεράσει.
Ὁ Freud πάλι θεωρεῖ πώς τά ὄνειρα μποροῦν νά βοηθήσουν στή λύση παλαιοτέρων
προβλημάτων404. Τό ὄνειρο διακρίνεται σέ αὐτό πού θυμᾶται κάποιος ὅταν ξυπνήσει
καί χαρακτηρίζεται ἔκδηλο ὄνειρο καί στή σημασία του πού βρίσκεται στή βάση
αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου καί ὀνομάζεται ἄδηλο ὄνειρο. Ἡ διαδικασία κατά τήν ὁποία τό
ἔκδηλο παράγεται ἀπό τό ἄδηλο (ἐμπλουτισμένο μέ ἀλλαγές ἀποδεκτές ἀπό τό
Ἐγώ) ὀνομάζεται ὀνειρική διεργασία καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ Ἐγώ νά καλύψει τήν
πραγματική φύση τοῦ ὀνείρου, καλεῖται ὀνειρική παραμόρφωση. Τό ὄνειρο εἶναι μέ
τόν τρόπο του ἕνας ψυχικός συμβιβασμός405.

404
Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 19994, σ. 93.
405
Τ. Κίρναν, Ψυχοθεραπεία. Θεωρίες καί πρακτικές ἀπό τόν Φρόϋντ μέχρι σήμερα, ἐκδ. Ἐπίκουρος,
Ἀθήνα 1977, σ. 24-25.
247

Ὁ πόλεμος πού συμβαίνει στήν ψυχή τοῦ Κάρπου406 διαγράφεται ξεκάθαρα στή
διήγηση τῆς ὀνειροπόλησής του (αὐτιστική σκέψη). Τά ἀνικανοποίητα κίνητρά του
κρύβονται ὅπως καί στά ὄνειρα, στά βάθη τοῦ ἀσυνειδήτου. Τό περιεχόμενό της
εἶναι λίγο-πολύ δείκτης τῆς ἀσυνείδητης πλευρᾶς τῆς προσωπικότητας, τῶν ἀπαγο-
ρευμένων καί ἀπραγματοποιήτων κινήτρων, συναισθημάτων καί παραστάσεων του.
Ὅτι δέν ζεῖ ὁ Κάρπος στήν πράξη τό ζεῖ στό ὄνειρο πού δέν εἶναι παρά
ἀπαγορευμένοι πόθοι καί ἀνεπίτρεπτες ἐπιθυμίες407. Βλέπει τό σπίτι (πίστη στό
Χριστό) νά σείεται καί νά χωρίζεται στά δύο· στό οὐράνιο στερέωμα βρίσκεται ὁ
Ἰησοῦς μέ ἄπειρους ἀνθρωπόμορφους ἀγγέλους καί στό χάσμα κάτω ἀπό τό σπίτι
στέκουν τρομαγμένοι οἱ δύο ἄπιστοι ἕτοιμοι νά πέσουν (ψυχολογία κάθε
ἀνθρώπου πού πρέπει νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό). Κάτω δέ ἀπό τό
χάσμα βγαίνουν φίδια (εἰδωλολατρία) πού πασχίζουν νά τούς παρασύρουν μέ
χίλιους δυό τρόπους, ὅπως καί ἀγριάνθρωποι πού τούς παρακινοῦν καί τούς
σπρώχνουν χτυπώντας τους (κακές συναναστροφές). Οἱ δύο «ἄπιστοι» ὁδηγοῦνται
πρός τήν καταστροφή καί ὁ Κάρπος λυπᾶται πού δέν πέφτουν μέσα στό χάσμα μιά
ὥρα ἀρχίτερα, παρ΄ ὅτι προσπάθησε πολλές φορές νά τούς ρίξει. ∆ιαγράφεται
λανθασμένος τρόπος ἀντιμετώπισης δύο «πονεμένων» ἀνθρώπων: ἀντί νά
προσευχηθεῖ καί γιά τούς δύο καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά ἐπαναφέρει τόν ἕνα
στήν Ἐκκλησία καί τόν ἄλλο νά κερδίσει μέ τήν καλοσύνη καί τίς νουθεσίες του -
λύση πού προτείνει ἡ ἴδια διήγηση ὡς θεραπεία-, αὐτός ἀγανακτεῖ μαζί τους καί τήν
ἀγάπη πού τοῦ ἔχει διδάξει ὁ Κύριος του, τήν ἀντιστρέφει σέ κατάρες, ὀργή, μῖσος
καί σκληροκαρδία. Καί τότε ὁ Κάρπος σηκώνει τό βλέμμα του ψηλά στόν οὐρανό
καί βλέπει τόν Ἰησοῦ γεμάτο ἔλεος νά ἁπλώνει τό ἕνα χέρι Του πρός βοήθεια τῶν
δύο «ἀπίστων» καί τό ἄλλο Του χέρι σ΄ αὐτόν λέγοντάς του: «Χτύπα ἐμένα λοιπόν.
Γιατὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ πάθω καὶ πάλι πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν
ἀνθρώπων.». Γιά ἀκόμη μιά φορά προτείνεται ὁ δρόμος τῆς θυσίας καί τῆς
σταυρωμένης ἀγάπης πού ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση, κάτι πού εἶχε ξεχάσει ὁ Κάρπος.
Ἀλλά καί ἡ ὀπτασία μέ σκηνικό δικαστήριο μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, σωστοῦ καί
λάθους, πάθους καί ἀρετῆς καί τίς ἀντίστοιχες συνέπειες (τιμωρία - ἀμοιβή) εἶναι τό

406
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 3η τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Μνήμη τοῦ ἁγίου
ἱερομάρτυρος ∆ιονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τ.1, σ.96.
407
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, σ. 598.
248

καθρέφτισμα τῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς διαμάχης τοῦ Εὐάγριου Ποντικοῦ μέ αἰτία τόν
ἔρωτά του γιά μία παντρεμένη γυναίκα. ∆εσμεύεται μέ ὅρκο γιατί γνωρίζει ποιό
εἶναι τό «καλό» καί πρέπει νά παραμείνει σταθερός σ' αύτό. Ὁ ὅρκος -σημεῖο
ἐξέλιξης πλοκῆς διήγησης- ἀποτελεῖ δεσμευτικό μέσο γιά νά μή παρρεκλίνει τῆς
πορείας. Βοηθός του πάντα ὁ «καλός ἄγγελος» πού δείχνει τή συνεργία τοῦ θείου
παράγοντα στή σταθεροποίηση τοῦ φρονήματός του408.
Ὅτι μπορεῖ νά προσκόψει στήν ἀνθρώπινη ἀντίδραση μπορεῖ νά ἱεροποιηθεῖ
μέσῳ τοῦ ὀνείρου καί συγχρόνως νά ὑποδείξει τήν ἁρμόζουσα ἐνέργεια. Ὁ ἀββᾶς
Κυριακός βλέπει στό ὄνειρό του τήν Παναγία νά τοῦ ὑπαγορεύει νά μήν διαβάζει
αἱρετικά βιβλία: «Χρησιμοποίησα ἕνα βιβλίο τοῦ μακαρίου Ἡσυχίου, τοῦ πρεσβυτέ-
ρου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ καθὼς τὸ ξεφύλλιζα βρίσκω δύο λόγους τοῦ Νεστορίου
τοῦ δυσσεβῆ ... κι εὐθὺς κατάλαβα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐχθρὸς τῆς ∆έσποινάς μας, τῆς
Ἁγίας Θεοτόκου (πού στό ὄνειρο δέν ἤθελε νά μπεῖ στό κελλί του) ... καὶ πῆγα κι
ἔδωσα τὸ βιβλίο σ' αὐτὸν ποῦ μοῦ τὸ εἶχε δώσει ... γιατὶ δέν βρῆκα τόση ὠφέλεια
σ' αὐτό, ὅση ζημιὰ μοῦ προξένησε ... καὶ ὅταν τοῦ διηγήθηκα τὰ συμβάντα ... ἐκεῖνος
ἔκοψε τούς δύο λόγους τοῦ Νεστορίου ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ τοὺς πέταξε στὴ φωτιὰ
λέγοντας '∆ὲν θὰ μείνει στὸ κελλί μου ὁ ἐχθρὸς τῆς ∆έσποινάς μας Θεοτόκου
καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας'»409. Συμπέρασμα γιά τούς ἀναγνῶστες νά μήν
διαβάζουν αἱρετικές γραφές.
Ὁ ρόλος τοῦ ὀνείρου συχνά εἶναι προειδοποιητικός, ἐλεγκτικός καί σωφρονι-
στικός: Ὁ ἀνάξιος τοῦ σχήματος ἀρχιεπίσκοπος Ἀμώς, παρ' ὅλα τά ἔργα του
(κτίσιμο ναῶν), δέν ἐξιλεώνεται καί ὅπως τόν προειδοποιεῖ καί τό ὄνειρο: «... τί
οὕτως ἐποίησας ἀτιμάσας τὸ σχῆμα μου, ὦ ἄνθρωπε; μέλλω δίκην ποιεῖν μετὰ σοῦ
τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἐπὶ τοῦ βήματος τοῦ φοβεροῦ.»410.
Ὁ Γρηγόριος τοῦ ∆ιαλόγου ἀναφέρει γιά τόν ἅγιο Αἰκύτιο: «Παῖς ἐκ τοῦ
Πατριάρχου πρὸς Ἰουλιανόν κατέλαβε, παραγγέλων αὐτῷ ἵνα τὸν τοῦ Θεοῦ
δοῦλον (Ἅγιον Αἰκύτιον) μὴ τολμήσῃ κινῆσαι ἐκ τῆς μονῆς αὐτοῦ ... ὅτι τῇ

408
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Εὐαγρίου, τ.1, σ. 210-212.
409
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.46, σ.57.
410
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.88.
249

διελθούσῃ νυκτὶ δι' ὀπτασίας θείας ὁ Πατριάρχης ἔμφοβος γέγονεν, ὅτι


ἀποστεῖλαι ἐτόλμησεν ἵνα τὸν τοῦ Θεοῦ δοῦλον ἀγάγῃ.»411.
Σέ ἐκεῖνον πού χλεύαζε τόν Ἀλέξανδρο τόν καρβουνιάρη, πού χρίστηκε ἄξιος
ἱερέας: «...ὅν φασιν ἐκ θειοτέρας ὄψεως σωφρονισθῆναι, περιστερῶν ἀγέλην
ἰδόντα ἀμηχάνῳ τινὶ κάλλει διαλαμπουσῶν καί τινος ἀκηκοέναι λέγοντος·
Ἀλεξάνδρου τὰς περιστερὰς εἶναι ταύτας, ἃς ἐν γέλωτι ἐκεῖνος ἐπεποίητο.»412.
Ὁ Γιούνγκ θεωρεῖ τά ὄνειρα σημαντικά γιατί τό περιεχόμενο τους μπορεῖ ν'
ἀποκαλύψει διάφορα πράγματα σχετικά μέ τή δύναμη τῶν συλλογικῶν ἀρχετύπων
πού κατοικοῦν στό ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου· μποροῦν νά τοῦ ποῦν γιά τή φύση καί
τήν ἔκταση τῆς ἀντιστάθμισης τοῦ ἀτόμου, ὡς ἄμυνα ἀπέναντι στήν ἀδυναμία τῆς
προσωπικότητάς του. Τά ὄνειρα εἶναι συμβολικά καί ὄχι συμπτωματικά. ∆ιηγοῦνται
ζωτικά πράγματα πού τά ἄτομα δέν τά γνωρίζουν ἐπειδή τό ἀσυνείδητό τους εἶναι
μυστικό, ἀλλά πού πρέπει ὡστόσο νά τά μάθουν. Τά μηνύματα αὐτά μποροῦν νά
γίνουν κατανοητά μόνο μέσα ἀπό τά σύμβολα πού ἔχουμε ὅλοι μας στά ἀτομικά
ἀσυνείδητά μας καί πού ἐξουσιάζονται ἀπό τό συλλογικό ἀσυνείδητο. Ἡ
ἀντιμετώπιση τοῦ ἀσυνειδήτου ἑαυτοῦ καί σέ προσωπικό καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο
ἀποτελεῖ ἀφετηριακό σημεῖο. Ἡ θρησκευτική ἐπιθυμία εἶναι αὐτό πού κινεῖ τό ἄτομο
περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπέρβασης εἶναι θεμελιακή
κινητήρια ὁρμή τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Εἶναι τό πρῶτο ἀρχέτυπο τοῦ
ἀσυνειδήτου γιατί ὑπῆρξε στό συλλογικό ἀσυνείδητο κάθε φυλῆς καί πολιτισμοῦ. Κι
ὅμως ὁ σύγχρονος πολιτσμός ἀρνεῖται αὐτή τήν ὁρμή γι' αὐτό καί ἀπωθεῖται καί
ἔτσι δημιουργεῖται ἡ συλλογική ἱκανότητα γιά νεύρωση κι ἀπό αὐτή προκύπτει ἡ
ἀτομική ἱκανότητα γιά νεύρωση413.
Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ ἐπικοινωνεῖ μέσῳ ὀνείρου μέ γυναίκα τριβούνου πού εἶχε
διακαή πόθο νά τόν δεῖ, χωρίς νά ἀθετήσει τόν ὅρκο του νά μή συναναστρέφεται
γυναῖκες: «Ὀφθήσομαι αὐτῇ τῇ νυκτί ταύτῃ κατ' ὄναρ, καὶ μὴ προστιθέτω ἔτι ἰδεῖν ἐν
σαρκὶ τὸ πρόσωπόν μου.»414.

411
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.13.
412
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.17.
413
Τ. Κίρναν, Ψυχοθεραπεία. Θεωρίες καί πρακτικές ἀπό τόν Φρόϋντ μέχρι σήμερα, σ.154-156.
414
Historia Monachorum in Aegypto, σ.11.
250

Τά ὄνειρα καί οἱ ὀπτασίες λειτουργοῦν παιδαγωγικά καί θεραπευτικά: Ἐν


ἐκστάσει (ὀπτασία) ὁ Ἰωάννης: «...καθὼς οἱ εὐνοῦχοι ἤρχισαν νὰ σπρώχνωσι χωρὶς
ἔλεος τὸν Ἰωάννην εἰς τὸν λάκκον, εὐθὺς ἐκεῖνος ἐπικαλεῖται τὴν βοήθειαν τῆς
Θεοτόκου. Ὅθεν ἐφάνη εἰς αὐτόν, ὅτι εἶδε τὴν Θεοτόκον ἐκεῖ εἰς τὸ μέσον, καὶ
μετὰ ταῦτα ἤκουσε τοῦ Βασιλέως νὰ λέγη. ἄφετε αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ διὰ τὴν παράκλη-
σιν τῆς μητρός μου...». Συγχρόνως τά ὄνειρα δίνουν τή δυνατότητα νά
προλαμβάνονται δυσμενεῖς συνέπειες ἀφοῦ ἀφήνουν περιθώρια διόρθωσης. Στήν
παραπάνω διήγηση, μετά τήν ὀπτασία, ὁ μοναχός λέει στόν Ἰωάννη: «... δὸς δόξαν
τῷ Θεῷ ἀδελφέ, ὅτι ἠξιώθης νὰ λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν, καὶ λοιπὸν ξύπνησον,
ἀγαπητέ...»415. Καί σέ ἄλλη διήγηση: «...εἰ οὖν θέλετε ἵνα ἔλθω μεθ' ὑμῶν,
θεραπεύσατέ μου τὸν λογισμόν περὶ τῆς προσφορᾶς. Ἀνάστα, ἐλθὲ μεθ' ἡμῶν καὶ
παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν ἵνα σοι δείξῃ τὴν θείαν δύναμιν κατερχομένην... μετὰ δὲ
τὴν σύναξιν ... οἱ πατέρες ἐρώτησαν τὸν ἀδελφὸν λέγοντες ἀπάγγειλον ἡμῖν εἴ τι
σοι ἔδειξεν ὁ Θεός, ἵνα καί ἡμεῖς ὠφεληθῶμεν.»416.
Ἄλλοτε ὁ ρόλος τῶν ὀνείρων εἶναι προφητικός καί πληροφοριακός. Ὁ
νεοφώτιστος Φίλιππος: «ἀνοιγέντων αὐτοῦ τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ἐθεώρησε
πᾶσαν τὴν μυστικὴν λειτουργίαν τῶν οὐρανίων δυνάμεων, τὴν ἐν τῇ ἁγία ἐκκλησία
τῶν χριστιανῶν ἐπιτελουμένην... ἔνθα γὰρ ποιμένος ἀγαθοῦ παρουσία ὑπῆρχεν ὁ
τὸν Φίλιππον βαπτίσας οὗτος ὁ θεῖος Ἰωάννης, κατὰ γὰρ τὴν πρόρρησιν ἣν προεῖπε
τῷ Φιλίππω, οὕτω καὶ τὰ πράγματα γέγονεν... ἰδοὺ εἰσέρχεται ὁ προειρημένος
ἐπίσκοπος εἰς ἐπίσκεψιν...»417.
Ἄλλοτε πάλι τά ὄνειρα λειτουργοῦν ἑρμηνευτικά καί ἐπεξηγηματικά ὅπως ὅταν
ἡ Παναγία ἐπεξηγεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου418.
Σέ ἄλλες διηγήσεις τά ὄνειρα καί τά ὁράματα δροῦν ἀποκαλυπτικά:
Στό συμπέρασμα ὅτι ἁρμόδιο ὄργανο γιά τήν κριτική τῶν θείων λειτουργῶν εἶναι ἡ
θεία δύναμις καί ὄχι ἡ ἀνθρώπινη κατάκριση, ὁδηγεῖ διήγηση πού ἀναφέρεται σέ
ἀνάξιο ἱερέα πού πάει νά τελέσει τήν εὐχή τῆς προσφορᾶς· τότε ἄγγελος Κυρίου:
«...ἔθηκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ κληρικοῦ καὶ ἐγένετο ὁ κληρικὸς ὡς

415
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 23ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου, ∆ιήγησις
ὀπτασίας Ἰωάννου τινός πάνυ ὠφέλιμος, σ. 247.
416
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.76.
417
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.74.
418
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.63.
251

στῦλος πυρός· καὶ ἄκουσε φωνὴ ὁ γέροντας ποὺ ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ νὰ τοῦ λέει:
'ἄνθρωπε τί τεθαύμακας ἐπί τῷ πράγματι τούτῳ; εἰ γὰρ βασιλεὺς ἐπίγειος οὐ μὴ
ἐάσῃ τούς μεγιστάνας αὐτοῦ ρυπαροὺς στῆναι ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐὰν μὴ μετὰ δόξης
πολλῆς· πόσῳ μᾶλλον ἡ θεία δύναμις οὐ καθαρίσει τοὺς λειτουργοὺς τῶν ἁγίων
μυστηρίων, στήκοντας ἔμπροσθεν τῆς οὐρανίου δόξης;'»419.
Μετά ἀπό ἕξι χρόνια ὑποταγῆς σέ Γέροντα μοναχός βλέπει: «...κατὰ τούς ὕπνους,
τινὰ βαστάζοντα χάρτην μέγαν, οὗ τὸ μὲν ἥμισυ ἀπηλειμμένον ἦν, τὸ δὲ ἥμισυ
γεγραμμένον, καὶ ὑποδεικνύοντα τῷ ἀδελφῷ τὸν χάρτην καὶ λέγοντα· ἰδοὺ τὸ
ἥμισυ τοῦ χρέους σου ἐλείανεν ὁ δεσπότης Θεός, ἀγωνίσαι καὶ περὶ τῶν
λοιπῶν.»420.
Ὀπτασία ἡγουμένου ἀποκαλύπτει τήν ἁγιότητα τοῦ μοναχοῦ Εὐφρόσυνου421: ὁ
ἡγούμενος ἀνηρπάγη σέ τόπο ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς (παράδεισο) μέ κάθε εἴδους
δένδρα· δέν μποροῦσε ὅμως νά φτάσει τούς καρπούς γιά νά δοκιμάσει καί τότε
βλέπει τό νεαρό μοναχό Εὐφρόσυνο νά ἀπολαμβάνει ἀπό αὐτούς τούς καρπούς καί
μάλιστα τοῦ προσέφερε καί τρία μῆλα τά ὁποῖα ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν ὀπτασία τά
βρῆκε στά χέρια του. Τά τρία μῆλα, ὅπως καί ἡ ὁμολογία τοῦ μοναχοῦ Εὐφρόσυνου
ὅτι τό προηγούμενο βράδυ ἦταν μαζί, ἀποτελοῦν τήν ἀποδεικτική ἀξία τῆς
αὐθεντικότητας τῆς ὀπτασίας.
Ἡ θέση τῶν μεγάλων μορφῶν τῆς ἱερῆς ἱστορίας στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων,
πιστοποιεῖται καί ἐπικυρώνεται ἀπό τόν Θεό, μέσῳ ὁράματος. Ὄμορφος ἄνδρας
ἐρωτώμενος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἀδέλφιο γιά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο τοῦ ἀπαντᾶ:
«Γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς μετανοίας λές; Κανένας ἄνθρωπος μὲ σάρκα δὲν μπορεῖ νὰ
δεῖ ἐκεῖνον. Γιατὶ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου κι ὁ θρόνος ὁ δεσποτικός.»422.
Τέλος δέν ἀποτελεῖ μόνιμη κατάσταση τό γεγονός νά βλέπει ὁράματα κάποιος
ἀλλά παροδική· ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν ἐν γένει ψυχολογική κατάσταση πού διανύει.
Ὁ Φίλιππος: «...ἐπεὶ γὰρ τοῦτο (νά βλέπει ὁράματα) ἀπεδύσατο, οὐκέτι οὐδὲν
τοιοῦτον ἐθεάσατο, διὸ καὶ ὠδύρετο ἐν ταῖς λοιπαῖς συνάξεσιν ἐπιποθῶν ἰδέσθαι,
ἅπερ νεοφώτιστος ὑπάρχων ἔβλεπεν...»423.

419
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Μάρκου τοῦ Αἰγυπτίου, σ.79.
420
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.533.
421
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.42.
422
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.128, σ.144.
423
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.75.
252

iv. Φύση καί ζῶα

Ἡ διήγηση Τῇ 25ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου Ἀνάμνησις τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, καί
τῆς εἰς τόν ἀέρα ἁρπαγῆς τοῦ παιδός, ἀναφέρει: «Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἠβουλήθη μὲ
τοὺς τρόπους τοὺς ὁποίους οὗτος ἠξεύρει νὰ πληροφορήσῃ τοὺς ἀνθρώπους καὶ
τὴν κοινὴν καὶ ἐσχάτην πάντων ἀνάστασιν, καὶ ὅτι πρέπει νὰ ὑμνῶσιν ὀρθῶς τὸν
Θεόν. ∆ιὰ τοῦτο συνεχώρησε νὰ γένῃ σεισμὸς φοβερός.»424. Γιά ἀκόμη μιά φορά
ἔρχεται στό προσκήνιο ἡ μέρα τῆς Κρίσεως καί ἡ ἀνάσταση τῶν πάντων πού θά
σηματοδοτήσει καί τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ Ἀποκάλυψη λέει: «...καὶ εἶδον ὅτε
ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο καὶ ὁ ἥλιος μέλας
ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ
οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν ὡς συκῆ βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς, ὑπὸ ἀνέμου
μεγάλου σειομένη, καὶ ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἐλισσόμενον καὶ πᾶν
ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ
μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροί καὶ πᾶς δοῦλος καὶ
ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων, καὶ
λέγουσι τοῖς ὄρεσι καί ταῖς πέτραις. Πέσατε ἐφ' ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ
προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν
ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ καὶ τίς δύναται σταθῆναι;»425. Παιδαγωγικοῦ
χαρακτήρα λοιπόν, αὐτή ἡ κατ' οἰκονομίαν παραχώρηση φυσικῶν φαινομένων
(καταστροφικῶν πολλές φορές), καθώς ἡ λειτουργία τῆς μνήμης δέν μπορεῖ νά
μένει ἀνενεργός. Τό μνημονικό ἐρέθισμα ἐξωθεῖ ἤ πρέπει νά ἐξωθεῖ στήν πράξη
καί νά εἶναι συνώνυμο μέ τό «ἔσο ἕτοιμος»426. Αὐτη τήν ἐγρήγορση λοιπόν
περικλείει καί ἡ παραπάνω διήγηση: «...ὅτι πρέπει νὰ ὑμνῶσιν ὀρθῶς τὸν Θεόν.»427.
Ὁ σεισμός γίνεται στά χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (408-450 μ.Χ) καί
μάλιστα ἀνάμεσα στά ἔτη 434-446 ἐπί πατριαρχίας Πρόκλου· σημαντικό θέμα πού
ἐρίζει τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τήν ἐποχή εἶναι ἡ αἵρεση τῶν
«Θεοπασχιτῶν», πού ἀποτελεῖ μία ὑποδιαίρεση τῶν Μονοφυσιτῶν καί δέχεται τήν
ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Πέτρου Γναφέως (+488) εἰσαγωγή στόν

424
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 66.
425
Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, Στ’,12-17.
426
Α. Σταυρόπουλου, Μνήμη καί λήθη στή Θεία Λειτουργία, σ.103.
427
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1,σ. 66.
253

Τρισάγιο Ὕμνο τῆς φράσης: «Ὁ Σταυρωθείς δι' ἡμᾶς»· οὐσιαστικά ὁμολογεῖ ὅτι
κατά τήν Σταύρωση παθαίνει ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ428, πρᾶγμα πού δέν δέχτηκαν
οὔτε οἱ μονοφυσίτες καί ἀργότερα ὁ Σύρος συγγραφέας καί μονοφυσίτης
ἐπίσκοπος Ἀμίδης ∆ιονύσιος Βαρ Σαλίμπι ὑποστήριξε πώς ἡ παραπάνω φράση
ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσθήκη πάντως καταδικάστηκε
ἐπίσημα ἀπό τήν ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο (καν. πα’)429.
Ὑπάρχουν ὅμως καί διηγήσεις πού διακρίνεται ἡ ὑποταγή τῶν φυσικῶν στοι-
χείων στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος: «...ποτε ἐκ τῆς ἐρήμου κατήει εἰς
ἐπίσκεψιν ἀδελφῶν τῶν παρ' αὐτοῦ μαθητευόντων νόσοις κατειλημμένων, μέλλο-
ντος τοῦ ἑνός αὐτῶν τελευτᾶν τοῦτο τοῦ Θεοῦ αὐτῷ ἀποκαλύψαντος. ἡ δὲ ἑσπέρα
ἤδη προσήγγιζεν καὶ ἡ κώμη πόῤῥῳ ἐτύγχανεν. μὴ βουλομένου δὲ αὐτοῦ νυκτὸς
εἰσελθεῖν εἰς τὴν κώμην τὴν ἀκαιρίαν ἐκκλίνοντος ... δύνοντος οὖν λοιπόν τοῦ
ἡλίου φωνὴν ἐφθέγξατο πρὸς αὐτὸν λέγων 'Ἐν ὀνόματι κυρίου Ἰησοῦ Χριτοῦ στῆθι
μικρὸν ἐπ' αὐτὸ τῆς ὁδοῦ σου, ἄχρις ἂν εἰς τήν κώμην ἀφίκωμαι'· ὁ δὲ ὡς
ἡμικύκλιον δυόμενος περιέστη καὶ οὐ πρὶν ἔδυ, ἄχρις ἄν ἐκεῖνος ἧκεν τοῦ
χωρίου.»430. Τό ἴδιο ὑλικό σέ πιό συνοπτική μορφή συναντᾶται καί μέ τόν ἀββά
Βησσαρίωνα πού πήγαινε πρός κάποιον Γέροντα καί ἦλθε ἡ ὥρα νά δύσει ὁ ἥλιος:
«...καὶ εὐξάμενος ὁ γέρων εἶπε· δέομαί σου Κύριε, στήτω ὁ ἥλιος, ἕως οὗ φθάσω
εἰς τὸν δοῦλον σου. καὶ ἐγένετο οὕτως.»431.
Ἡ μορφή τῆς παγανιστικῆς κοινωνίας πού προϋπάρχει τοῦ χριστιανισμοῦ, καί
ὁπωσδήποτε κάποια ἀπομεινάρια της ἔχουν εἰσχωρήσει καί σ' αὐτόν, ὅπως ἡ
ἀπόδοση ἀνθρώπινων χαρακτηριστικῶν σέ ζῶα, φυτά ἤ καί σέ ἀντικείμενα καί σέ
στοιχεῖα τῆς φύσης, εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἁπλή φαντασία. Εἶναι ἕνα μέσο μέ
τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πασχίζει νά κατανοήσει τόν κόσμο γύρω του καί τή σχέση
του μέ αὐτόν ὅπως καί γιά νά μετριάσει τόν ἐγωϊσμό του. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος
ἔχει τήν προσωπικότητά του ἔτσι καί κάθε λύκος εἶναι εἰδική περίπτωση, κάθε
ἀλεπού διαφέρει ἀπό τό σόϊ της, κάθε ὄνος διαθέτει διαφορετικό βαθμό ἐξυπνά-
428
πρβλ. Ὁ ΜέγαςΣυναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοση καί ἐπιμέλεια Βίκτωρος
Ματθαίου, καθηγουμένου τῆς ἐν Κρονίζῃ, Κουβαρᾶ Ἀττικῆς Ἱερᾶς καί Σεβάσμιας ∆εσποτικῆς
Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 19723, σ.548.
429
πρβλ. ∆ιηγήσεις φοβερές καί ὠφέλιμες. Ἀπό τά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας, Νεοελληνική
ἀπόδοση -Σχόλια, Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς, 19973, ὑποσ. 10, σ. 105.
430
Historia Monachorum in Aegypto, σ.80.
431
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.22.
254

δας κι ἄλλο «ψυχισμό». Ἀπό τόν Αἴσωπο μαθαίνει κάποιος ὅτι ὑπάρχουν ἄπειρες
ἀποχρώσεις ἀνάμεσα στό ἄσπρο καί τό μαῦρο, ἄρα πρέπει νά κρίνει κατά
περίπτωση καί νά μή βολεύεται σέ ἁπλοϊκές γενικεύσεις τοῦ τύπου: «πᾶς μὴ Ἕλλην
βάρβαρος». Βέβαια παρατηρώντας τή φύση γίνεται φανερό ὅτι τά ἐλάφια εἶναι
δειλά, τά παγόνια ματαιόδοξα, τά φίδια φαρμακερά. Θά ἦταν ἀφύσικο νά βρεθοῦν
ἀντίθετα περιγεγραμμένα στούς μύθους. Ἀλλά ὄχι μόνο ἀπό μύθο σέ μύθο, ἀλλά
καί στόν ἴδιο τό μύθο τά ζῶα μποροῦν νά ἐξελιχτοῦν διαλεκτικά, νά διδαχτοῦν, νά
μεταμορφωθοῦν πρός τό καλύτερο ἤ τό χειρότερο καί ἀναγκάζουν τόν καθένα νά
στέκει μπροστά τους σέ μία ἐγρήγορση, κρίνοντας ὄχι ἁπλά κατά περίπτωση μά καί
μέ τά διαφορετικά δεδομένα κάθε στιγμῆς. Τό γενικό μάθημα πού δίνει ὁ Αἴσωπος
εἶναι: «Παρατηρεῖτε ἀμερόληπτα». Ἄν ὅλα του τ' ἀρνιά ἦταν ἀθῶα καί ὅλοι του οἱ
λύκοι ἀδίστακτοι θά εἶχε γίνει βαρετός κι ἀσφαλῶς δέν θά εἶχε ἐπιβιώσει γιά 25
αἰῶνες καί νά ἔχει γίνει πηγή ἔμπνευσης γιά ἐπώνυμους καί ἀνώνυμους. Ὅλα τά
ζῶα χρησιμοποιοῦν «νόμιμα» ὅση δύναμη καί ἐξυπνάδα διαθέτουν γιά νά
ἐπιβιώσουν432.
Ὁ Lessing, σπουδαῖος ἐκποσωπος τοῦ γερμανικοῦ διαφωτισμοῦ, ἀναφέρει ὅτι ὁ
διδακτικός χαρακτήρας τοῦ μύθου δέν προκύπτει ἀπό τήν ἠθική διδαχή ἀλλά ἀπό τό
γεγονός, ὅτι ὁ μύθος παρουσιάζει σέ πράξεις ζώων τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώ-
πων, τήν ὁποία ὁ ἀναγνώστης πρέπει νά τήν κρίνει καί νά βγάλει συμπεράσματα
γιά τή δική του συμπεριφορά. Ἡ βασική μέθοδος τοῦ μύθου εἶναι ἡ ἀναλογία.
Σημαντικό ἐπίσης στοιχεῖο ἀποτελεῖ ἡ περιγραφή τυπικῶν χαρακτήρων κάτω ἀπό
τυπικές συνθῆκες. Ἐνῶ τό δρᾶμα καί τό ἔπος ἔχουν τή δυνατότητα ν' ἀποδίδουν
στούς ἥρωές τους ἀτομικά χαρακτηριστικά, οἱ χαρακτῆρες στό μύθο εἶναι
ἀδιαφοροποίητοι και μονομερεῖς γι' αὐτό καί εἶναι πιό πρόσφορος γιά τήν ἄμεση
διδασκαλία ὁ ἀμετάβλητος καί γι' αὐτό γενικά γνωστός χαρακτήρας ἑνός ζώου μέ
τά χαρακτηριστικά καί τίς ἀναλλοίωτες ἰδιότητες τοῦ εἴδους του433.
Κι ὅμως μέ τούς Γέροντες πολλές φορές οἱ ἀναλογίες ἀνατρέπονται. «Σὲ
ἐκεῖνον ποὺ ἀποκτᾶ τὴν πνευματική καθαρότητα, τὰ πάντα ὑποτάσσονται ὅπως εἰς

432
Λ. Χατζοπούλου-Καραβία, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας, Μύθοι καί μυθοποιοί, σ.94-95.
433
Λ. Κοτζιά, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας, Μύθοι καί μυθοποιοί, σ. 115-117.
255

τὸν Ἀδάμ μέσα στὸν Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς»434.
Παραδειγματικά γίνεται ἀναφορά στή διήγηση τοῦ ἁγίου Γεράσιμου τοῦ
Ἰορδανίτη435 (ἱστορία πού θυμίζει μύθο τοῦ Αἰσώπου): Ὁ ἀββᾶς Γεράσιμος
περπατώντας στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη συναντᾶ ἕνα λιοντάρι πού οὔρλιαζε ἀπό τόν
πόνο τοῦ ποδιοῦ του, γιατί τοῦ εἶχε μπεῖ μία ἀγκίδα μέ ἀποτέλεσμα νά διογκωθεῖ
τό πόδι του καί νά γεμίσει πύον. Βλέποντας τόν Γέροντα τό λιοντάρι ἔρχεται κοντά
του· τοῦ δείχνει τό πονεμένο πόδι του καί ἀφοῦ ὁ Γέροντας τό περιποιήθηκε (ἔπιασε
καί ἔσχισε τό πόδι, ἔβγαλε τό καλάμι μέ πολλά ὑγρά τῆς πληγῆς, καθάρισε καί
ἔδεσε τό τραῦμα), τό λιοντάρι δέν ἄφησε πιά τό Γέροντα· τόν ἀκολούθησε σάν
γνήσιος μαθητής του, ὅπου κι ἄν πήγαινε, δείχνοντάς του τήν εὐγνωμοσύνη του·
τρέφονταν δέ μέ ψωμί καί ὄσπρια πού τοῦ ἔδινε ὁ Γέροντας. Στή λαύρα ὑπῆρχε κι
ἕνας γάϊδαρος πού κουβαλοῦσε τό νερό γιά τίς ἀνάγκες τῶν Γερόντων ἀπό τόν
Ἰορδάνη ποταμό πού ἀπεῖχε ἕνα μίλι. Ἔδιναν λοιπόν οἱ Πατέρες τό γάϊδαρο στό
λιοντάρι γιά νά τόν βόσκει. Μιά μέρα ο γάϊδαρος ἀπομακρύνθηκε καί κάποιοι
καμηλιέρηδες ἀπό τήν Ἀραβία βρῆκαν τό γάϊδαρο καί τόν πῆραν μαζί τους. Ὅταν
γύρισε τό λιοντάρι στή λαύρα χωρίς τόν γάϊδαρο, ὁ ἀββᾶς Γεράσιμος νόμιζε ὅτι
τόν ἔφαγε καί τοῦ δίνει ἐντολή: «ὅτι ἔκανε ὁ γάϊδαρος ἀπὸ δῶ καὶ στό ἑξῆς ἐσὺ
θὰ τὸ κάνεις». Κι ἀπό τότε τό λιοντάρι κουβαλοῦσε τά κοφίνια μέ τέσσερις στάμνες
μέσα κι ἔφερνε νερό. Κι αὐτό συνεχίστηκε μέχρι πού ἕνας στρατιώτης
σπλαχνίστηκε τό λιοντάρι κι ἔδωσε στούς Πατέρες τρία νομίσματα γιά νά
ἀγοράσουν γαϊδούρι καί νά ἀπελευθερωθεῖ ἔτσι τό λιοντάρι. Πράγματι κι ἔτσι
γίνεται. Καί μιά μέρα τό λιοντάρι συναντάει στό δρόμο του τόν καμηλιέρη πού εἶχε
πάρει τόν γάϊδαρο. Ἐκεῖνος μόλις βλέπει τό λιοντάρι τρομάζει ἐγκαταλείποντας τό
γάϊδαρο καί τίς καμῆλες. Τά παίρνει τό λιοντάρι καί τά φέρνει χαρούμενο στό
Γέροντά του. Τότε κατάλαβε ὁ Γέροντας ὅτι ἄδικα κατηγορήθηκε τό λιοντάρι καί τόν
ὀνόμασε Ἰορδάνη. Κι ἔκατσε πέντε χρόνια τό λιοντάρι μέ τόν Γέροντα ἀληθινά
ἀχώριστοι. Ὁ Γέροντας κάποια στιγμή πεθαίνει, ἐνῶ τό λιοντάρι δέν βρίσκεται
κοντά του κατ' οἰκονομία Θεοῦ. Ὅταν ἦρθε τό λιοντάρι καί ζητοῦσε τό Γέροντα τοῦ
λένε: «Ἰορδάνη ὁ γέροντάς μας μᾶς ἄφησε ὀρφανοὺς καὶ ἀποδήμησε πρὸς Κύριον,

434
πρβλ. Εὐ. Θεοδώρου, Μαθήματα Κατηχητικῆς ἤ Χριστιανικῆς παιδαγωγικῆς, σ. 201· βλ. Β.
Ἐράστου, Χορευέτω ἡ φύσις, περ. Ἀκτίνες, Ἀπρίλιος 1961.
435
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 107, σ.118-120.
256

ἀλλά ἔλα φάε». Αὐτό ὅμως δέν ἤθελε νά φάει, στριφογυρνοῦσε ἐδῶ κι ἐκεῖ τά
μάτια του καί οὔρλιαζε δυνατά μήν ὑποφέροντας τήν ἀπουσία του. Τότε ἀναγκά-
στηκαν οἱ Πατέρες νά τό πᾶνε νά τοῦ δείξουν τό μέρος πού θάψανε τόν Γέροντα
γιά νά ἡρεμήσει. Μόλις τοῦ εἴπανε: «Νὰ ὁ γέροντάς μας», ἐκεῖνο πέθανε στή
στιγμή πάνω στόν τάφο τοῦ Γέροντα χτυπώντας τό κεφάλι του δυνατά στή γῆ καί
οὐρλιάζοντας.
Εἶναι μία διήγηση πού ἀναφέρεται ὄχι μόνο σέ ἁρμονική συμβίωση ζώου καί
ἀνθρώπου (λιοντάρι-Γερόντων) ἀλλά καί σέ ἁρμονκή συμβίωση ζώου μέ ζῶο
(λιοντάρι μέ γαϊδούρι). Μιά σχέση πού δέν βασίζεται σέ τυφλή ὑπακοή τοῦ ζώου,
ὅσο ἄγριο κι ἄν θεωρεῖται, στόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς ἀλλά μία
ἀμφίδρομη σχέση πού βασίζεται στήν ἀγάπη μέχρι θανάτου!
Ἡ συμβίωση μέ τά ἄγρια θηρία δέν σημαίνει ὅτι οἱ Γέροντες δέν φοβοῦνται
(πολλοί Γέροντες στίς ἐρήμους ἔχουν πέσει θύματα θηρίων), ὅμως ἡ Θεία Χάρις
εἶναι αὐτή πού τούς διοχετεύει τή δύναμη νά τά χειραγωγήσουν. Γιά τόν ἀββά
Ἀμοῦν ἀναφέρεται: «Ἄλλοτε δέ, φησίν, ἑνός μεγάλου δράκοντος τὴν πλησίον
χώραν λυμαινομένου καὶ τὰ πολλὰ τῶν ζώων ἀναιροῦντος ἦλθον οἱ προσοικοῦ-
ντες τὴν ἔρημον πάντες ὁμοῦ πρὸς τὸν πατέρα δεόμενοι ἀφανισθῆναι ἐκ τῆς
χώρας αὐτῶν τὸ θηρίον, ὁ δὲ ὡς μηδὲν δυνάμενος αὐτοὺς ὠφελεῖν λυπουμένους
τοὺς ἄνδρας ἀπέστρεψεν. ἕωθεν δὲ ἀναστὰς ἐπὶ τὴν δίοδον τοῦ θηρίου ἀπήρχετο.
ὡς δὲ ἔκλινεν τὰ γόνατα εἰς προσευχὴν ἐπὶ τρίτον ἤρχετο πρὸς αὐτὸν τὸ θηρίον
ῥοιζήματι μεγάλῳ ἆσθμα δεινὸν προπέμπον καὶ φυσῶν καὶ συρίζον καὶ πνοὴν
πονηρὰν ἀποπέμπον. ὁ δὲ οὐδὲν φοβηθείς, ἐπιστραφεὶς πρὸς τὸν δράκοντα εἶπεν:
'Χειρώσεταί σε Χριστός ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ μέλλων τὸ μέγα κῆτος
χειρώσασθαι' καὶ τοῦτο εἰπόντος εὐθὺς ὁ δράκος ἐῤῥάγη πάντα τὸν ἰὸν μετά τοῦ
αἵματος διὰ τοῦ στόματος ἐξεμέσας. ἐλθόντες δὲ οἱ ἀγροικοὶ μεθ' ἡμέρας καὶ τὸ
μέγα ἐκεῖνο θεασάμενοι καὶ τὴν πνοὴν μὴ φέροντες ἄμμον πολλὴν ἐπί τό ζῶον
ἐσώρευσαν παρεστῶτος αὐτοῖς ἐκεῖ τοῦ πατρός· οὐ γὰρ ἐτόλμων προσιέναι καίτι
νεκροῦ τοῦ δράκοντος ὄντος.»436.
Ὁ ἀββᾶς Ἑλῆς ὅταν στή σύναξη τῆς Κυριακῆς δέν παραβρέθηκε ὁ πρεσβύτερος
ἀπό τήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, γιατί ὁ πόρος (διαβατό μέρος ποταμοῦ) ἦταν

436
Historia Monachorum in Aegypto, σ. 74.
257

βαθύς καί ὑπῆρχε καί ἕνας κροκόδειλος πού φόβιζε τούς μοναχούς, «...ὥρμησεν
ἐπὶ τὸν πόρον», πέρασε ἀπέναντι, βρῆκε τόν πρεσβύτερο καί γιά νά γυρίσουν μαζί
πίσω: «...φωνὴν ἠφίετο ἀββᾶ Ἑλλῆ προσκαλούμενος τὸν κροκόδειλον. ὁ δὲ εὐθὺς
ὑπήκουσεν αὐτῷ παρῆν τὸν νῶτον ὑποστρωσάμενος. ἠξίου δὲ τὸν πρεσβύτερον
συνεπιβῆναι αὐτῷ.»437.
Τά ζῶα στό κόσμο τῶν διηγήσεων, τῶν παραμυθιῶν καί τῶν μύθων
ἀπεικονίζουν τόν κόσμο κατά τόν ἴδιο τρόπο: τά πρόσωπα εἶναι ἡ ἐνασάρκωση εἴτε
τῆς θηριωδίας εἴτε τῆς ἀφιλοκερδοῦς καλοσύνης. Ἕνα ζῶο εἶναι εἴτε ἀδηφάγο εἴτε
πάντα πρόθυμο νά προσφέρει βοήθεια. Κάθε πρόσωπο εἶναι οὐσιαστικά μονοδιά-
στατο, ἐπιτρέποντας ἔτσι ἰδιαίτερα στό παιδί νά ταξινομήσει τά πολύπλοκα καί
ἀμφιθυμικά αἰσθήματά του, ὥστε αὐτά ν' ἀρχίζουν νά μπαίνουν τό καθένα σέ
ξεχωριστή θέση, ἀντί νά εἶναι σέ ἀνακάτωμα. Τόσο τά ἐπικίνδυνα ὅσο καί τά
πρόθυμα νά βοηθήσουν ζῶα, παριστάνουν τή ζωώδη φύση μας, τίς ἐνστικτώδεις
ἐνορμήσεις μας. Τά ἐπικίνδυνα ζῶα συμβολίζουν τό μή ἐξημερωμένο μέ ὅλη του
τήν ἐπικίνδυνη ἐνέργεια Ἐκεῖνο, πού δέν ἔχει ὑποταχθεῖ στόν ἔλεγχο τοῦ Ἐγώ καί
τοῦ Ὑπερεγώ. Τά ἐξυπηρετικά ζῶα ἀντιπροσωπεύουν τή φυσική μας ἐνέργεια, πάλι
τό Ἐκεῖνο, ἀλλά διαμορφωμένο τώρα γιά νά ἐξυπηρετήσει τά καλύτερα
συμφέροντα τῆς συνολικῆς προσωπικότητας. Ὑπάρχουν ἐπίσης μερικά ζῶα,
συνήθως ἄσπρα πουλιά, ὅπως τά περιστέρια, πού μποροῦν νά πετοῦν ψηλά στόν
οὐρανό καί συμβολίζουν ἕνα πολύ διαφορετικό εἶδος ἐλευθερίας· ἐκείνη τῆς
ψυχῆς νά πετᾶ, νά ἀνυψώνεται φαινομενικά ἐλεύθερη ἀπό ὅσα μᾶς δένουν μέ τήν
ἐπίγεια ὕπαρξή μας πού ἀντιπροσωπέυουν τά ζῶα τοῦ ἐδάφους. Τά πουλιά
ἀντιπροσωπεύουν (συμβολίζουν) τό Ὑπερεγώ μέ τίς ἐπενδύσεις του σέ ὑψηλούς
στόχους καί ἰδανικά, τά ἐξυψωτικά πετάγματα τῆς φαντασίας καί τῶν φανταστικῶν
τελειοποιήσεων. Μόνο ὅταν ξημερώνεται ἡ ζωώδης φύση, ὅταν ἀναγνωρίζεται ὡς
σημαντική καί ἔρχεται σέ συμφωνία μέ τό Ἐγώ καί τό Ὑπερεγώ, δίνει τή δύναμή της
στή συνολική προσωπικότητα. Ὅταν κάποιος ἀποκτᾶ ὁλοκληρωμένη προσωπικό-
τητα, μπορεῖ νά κατορθώσει πράγματα πού μοιάζουν μέ θαύματα438.

437
Historia Monachorum in Aegypto, σ.95· πρβλ. Ἀλ. Κοσματόπουλου, Θηριομαχία, ἐκδ. Ἀκρίτας,
Ἀθήνα 2003
438
Μπρ. Μπετελχάιμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μία ψυχαναλυτική προσέγγιση, ἐκδ. Γλάρος,
Ἀθήνα 1995, σ.109-114,147· πρβλ. Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.163, σ.179 καί κεφ.167,
σ.182.
258

Κοντά στή σπηλιά τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου ἦταν ἡ σπηλιά μιᾶς ὕαινας ἡ ὁποία:
«...εὐχομένου αὐτοῦ ἐπέστη καὶ τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἥπτετο. καὶ λαβομένη αὐτοῦ ἠρέμα
τοῦ κρασπέδου εἷλκεν ἐπὶ τὸ οἰκεῖον σπήλαιον. ὁ δὲ ἠκολούθει αὐτὴν... ὡς δὲ
ἤγαγεν αὐτὸν ἄχρι τοῦ ἑαυτῆς σπηλαίου, εἰσελθοῦσα ἐξάγει πρὸς αὐτὸν τοὺς
ἑαυτοὺς σκύμνους τυφλοὺς γεννηθέντας. ὁ δὲ ἐπευξάμενος θεωροῦντας τοὺς
σκύμνους τῇ ὑαίνῃ ἀπέδωκεν. ἡ δὲ ὥσπερ δῶρον εὐχαριστίας φέρουσα τῷ ἀνδρί
δέρμα μέγιστον κριοῦ μεγάλου τοῖς ποσίν αὐτοῦ παρέθηκεν. ὁ δὲ ἐπιγελάσας αὐτῇ
ὡς εὐγνώμονι καὶ αἴσθησιν ἐχούσῃ λαβὼν ἑαυτῷ ὑπεστρώσατο. ὅπερ δέρμα μέχρι
νῦν παρά τινι διασέσωσται.»439. Τό ἴδιο θέμα, δηλ. θαυματουργική θεραπεία
τυφλῶν μικρῶν ζώου, ἀποδίδεται καί στόν Ἰωάννη Σαβαΐτη440 μέ τή διαφορά ὅτι τό
ζῶο ἐδῶ εἶναι χοιρόγρυλος, τό μικρό ζῶο πού θεραπεύεται εἶναι μόνο ἕνα, κι ὅτι ὁ
Γέροντας δέν κάνει δεκτό τό δῶρο τῆς μάνας (ἕνα λάχανο), γιατί εἶναι κλεμμένο·
αἰσθανόμενη μάλιστα ντροπή ἡ μάνα τό ξαναγυρίζει ἐκεῖ πού τό βρῆκε καί αὐτό
ἀποτελεῖ στοιχεῖο νέου διηγητικοῦ ὑλικοῦ, δηλ. ἡ ὑπακοή καί συνέτιση τοῦ ζώου.
Τά ζῶα ἀποτελοῦν συχνά δευτερεύοντα βοηθητικά πρόσωπα στήν ἐξέλιξη τῆς
πλοκῆς τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων: λεοπάρδαλις φυλάει λαχανόκηπο Γέροντα441·
ἐλάφι δείχνει πού εἶναι θαμμένο τό λείψανο τοῦ Γέροντα, ἐνῶ οἱ μοναχοί δέν
μποροῦν νά τό βροῦν442· σκυλάκι ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ Γέροντα δείχνει τό δρόμο
σέ μοναχό γιά νά βρεῖ τό μοναστήρι καί νά δώσει μήνυμα443.
Τόν ἀββά Φλωρέντιο ὑπηρετεῖ ἀρκούδα· ὁδηγεῖ στή βοσκή τά τέσσερα προβατά του
καί τά φέρνει πίσω σέ καθορισμένη ὥρα· τήν ἀρκούδα τήν ἀποκαλεῖ «ἀδελφόν»444.
Στή διήγηση Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν φανερωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ
βασιλέως445, ἕνα παράδοξο γεγονός προσελκύει τήν προσοχή τοῦ ἀφηγητῆ καί
τίθεται ὡς ἐρώτηση: «πῶς οὐκ ἐσθίουσι τὰ ὄρνεα τοὺς καρποὺς ἀλλ' αἴρουσιν
αὐτοὺς μετὰ τῶν κλάδων;»· ἀπό τήν ὁμήγυρι ἐπιβεβαιώνεται ὡς μία ἐπαναλαμβα-

439
Historia Monachorum in Aegypto, σ.127.
440
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XV,
σ.68.
441
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XIII,
σ.67.
442
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.84, σ.94.
443
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.157, σ.174.
444
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ.546.
445
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.28-30.
259

νόμενη κατάσταση καί ὄχι τυχαῖο γεγονός: «σήμερον ἤδη ἑνδέκατος ἐνιαυτὸς ἐστὶ
καὶ οὕτως κατὰ καιρὸν ποιοῦσιν τὰ ὄρνεα»· αὐτό ἀποτελεῖ καί αἰτία γιά τήν ἐξέλιξη
τῆς πλοκῆς στή διήγηση. Ἡ φράση: «γινώσκετε ὅτι εἰς μοναχούς τινας ἐν ὄρεσιν
ὄντας ἀποκομίζουσι τὰ ὄρνεα τοὺς τοιούτους καρπούς» προϊδεάζει γιά τή συνέχεια·
ἕνα κοράκι εἶναι τό μέσον (βοηθητικό πρόσωπο)· αὐτό μέ ἀνθρώπινη φωνή (ἐπιρροή
ἀπό μύθους) θά ζητήσει ἀπό τόν ἀφηγητή καί τούς μοναχούς νά τό ἀκολουθήσουν
(σέ προστακτική): «ἀκολουθήσατέ μοι». Τούς ὁδηγεῖ σέ μία δύσβατη ἄκρη γκρεμοῦ,
ὅπου ρίχνοντας πέτρες γιά νά δοῦν ἄν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ζωή ἀκούγεται μία
φωνή: «ἐάν ἐστε χριστιανοί, μὴ ἡμᾶς ἀποκτείνετε» καί ρωτώντας νά μάθουν ποιοί
εἶναι, τούς ἀπαντοῦν: «ἐάν θέλετε ἰδεῖν ἡμᾶς, ῥίψατε τρεῖς χιτώνας, ὅτι γυμνοί
ἐσμεν, καὶ τότε πρὸς τὸ κάταντες τοῦ ὄρους ἐλθόντες εὑρήσετε ὁδὸν μικρὰν
δύσβατον καὶ δι' αὐτῆς ἐλθεῖν ἔχετε πρὸς ἡμᾶς.». Καί ἀφοῦ ρίξανε τρεῖς χιτῶνες
ἔρχονται πρός συνάντησιν: «καὶ ἰδοὺ τρεῖς γυναῖκες αἵτινες ἡμᾶς θεασάμεναι
ἀπήντησαν ἡμῖν καὶ προσεκύνησαν ἐπὶ τὴν γῆν· προσκυνησάντων δὲ καὶ ἡμῶν καὶ
εὐξαμένων ἐκαθέσθημεν.».
Στήν ἑπόμενη διήγηση446 τόσο ἡ αἰτία ὅσο καί ἡ λύση τοῦ προβλήματος δίνονται
μέσα ἀπό τά ζῶα· μέ χρήση τῆς ἀλληγορικῆς μεθόδου καί τό σχῆμα τῆς μεταφο-
ρᾶς, ἡ διήγηση πλαισιώνεται μέ εἰκόνες ἀπό τό ζωϊκό βασίλειο. Ἡ ἀπόφαση
μοναχοῦ νά περάσει ἔγκλειστος σέ σπήλαιο τή Μ. Τεσσαρακοστῆ δοκιμάζεται,
ὅταν «ὁ διάβολος ὁ ἀεὶ τοῖς ἀγωνιζαμένοις φθονῶν» γέμισε τό σπήλαιο μέ
κοριούς. Ἡ σθεναρή ὅμως ἀπόφαση τοῦ μοναχοῦ νά ὑπομείνει τόν πειρασμό ἔστω
κι ἄν πεθάνει χωρίς νά ἐξέλθει ἀπό τό σπήλαιο μέχρι τό Πάσχα καί ἡ συνεργία τῆς
Θείας ἐπέμβασης δίνουν τή λύση, καθώς τήν τρίτη ἑβδομάδα νηστειῶν πλῆθος ἀπό
μυρμήγκια εἰσβάλουν στό σπήλαιο καί ἐξολοθρεύουν τούς κοριούς.

v. Ἡ χρήση τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς ∆ιαθήκης.

Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις διανθίζονται ἀπό πληθώρα αὐτούσιων χωρίων ἤ


παραπομπές σέ γεγονότα, πρόσωπα καί λόγους τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς ∆ιαθήκης.
Ὁ ρόλος τους εἶναι ὑποστηρικτικός ἀλλά συγχρόνως διαγράφουν τό θεολογικό
ὑπόβαθρο καί τά πλαίσια κινήσεως τους. Οἱ ἀναφορές αὐτές ἀποτελοῦν καί τό

446
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXVII, σ.76.
260

δεδομένο τῆς ἀξιοπιστίας τους. ∆έν εἶναι κάτι ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης
ἀλλά γεννῶνται καί καρποφοροῦν ἐντός αὐτῆς. Εἰδικότερα ἡ χρήση τους μέσα στά
κείμενα φέρουν θέση:
α) Πλήρωση τῶν Γραφῶν:
Γιά τόν ἀββά Ἀπολλῶ ἀναφέρεται: «Ἐθεασάμεθα δὲ καὶ ἕτερον ἄνδρα ἅγιον,
ὀνόματι Ἀπολλῶ... τὴν προφητείαν ἀναπληρῶν λέγοντος· ἰδοὺ κύριος κάθηται ἐπὶ
νεφέλης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον καὶ σεισθήσονται τὰ χειροποιητὰ Αἰγύπτου
ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ πεσοῦντα ἐπὶ τὴν γῆν.(Ἠσ. 19,1)»447. Καί στή συνέχεια:
«Ἐγένετο δὲ συνοικία τῶν ἀδελφῶν ὁμοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει ἄχρι
πεντακοσίων, ... καὶ τὸ τῆς γραφῆς ἐπ' αὐτοῖς πεπληρῶσθαι λεγούσης· εὐφράνθητι
ἔρημος διψῶσα· ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου
μᾶλλον ἢ τῆς ἔχουσης τὸν ἄνδρα (Ἠσ. 35,1· 54,1)»448.
Στήν περίπτωση μεταστροφῆς ἀρχιληστῆ ἐξαιτίας τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλῶ: «...ἐπληροῦτο
δὲ καὶ ἐπ' αὐτῷ ἡ προφητεία Ἠσαΐου λέγοντος· λύκοι καὶ ἄρνες ἅμα βοσκηθήσονται
καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα. (Ἠσ. 65,25)»449.
Στόν Ἰωάννη Κολοβό ἐνῶ ἦταν νύχτα δύο ἄγγελοι φώτιζαν μέ λαμπάδες τό
δρόμο του: «...καὶ πᾶσα πόλις κατέδραμε βλέπουσα τὴν δόξαν· καὶ ὅσον ἔδοξε
φεύγειν τὴν δόξαν, πλέον ἐδοξάσθη ... 'ἐν τούτοις πληροῦται τὸ γεγραμμένον· πᾶς
ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται' (Λουκ.14,1)»450.
β) Τοῦ ἰσχυροῦ τῶν Γραφῶν:
Σέ κατάσταση λιμοῦ στή Θηβαΐδα ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ λέει: «... 'Μὴ οὐκ ἰσχύειν ἡ χεὶρ
Κυρίου πληθῦναι ταῦτα; καὶ τάδε λέγειν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον. οὐ μὴ ἐκλείψει ἄρτος
ἐκ τῶν σπυρίδων τούτων ἄχρις ἂν κορεσθῶμεν ἅπαντες τοῦ νέου σίτου' (Βασ.
17,14) καὶ διαβεβαιώσαντο πάντες οἱ παραγενόμενοι τότε τετράμηνον πᾶσιν
ἐπαρκέσει τοὺς ἄρτους. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ ἐλαίου καὶ σίτου πεποίηκεν.»451.
Ὁ ἀββᾶς Ἑλλῆς ὅταν πεθύμησε μέλι καί «...εὐθὺς δὲ ὑπὸ πέτραν κηρία εὑρόμενος»
λέει: «...ἄπελθε ἀπ' ἐμοῦ ἡ ἀκόλαστος ἐπιθυμία. γέγραπται γάρ· πνεύματι περιπατεῖ-

447
Historia Monachorum in Aegypto, σ.46.
448
Historia Monachorum in Aegypto, σ.54.
449
Historia Monachorum in Aegypto, σ.60.
450
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λη’, σ.49.
451
Historia Monachorum in Aegypto, σ.64.
261

ται καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς μὴ τελέσητε (Γαλ. 5). καὶ καταλιπὼν αὐτὰ ἀπηλλάγη.»452.
Ὁ ἴδιος μετά ἀπό νηστεία τριῶν ἑβδομάδων βρίσκει μπροστά του «ὀπώρας
ἐρριμένας» καί λέει: «...γέγραπται οὐκ ἐπ' ἄρτω μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος (Ματ. 4,4)·
νηστεύσας δὲ καὶ ἄλλην ἑβδομάδαν ὕστερον ἀπενύσταξεν...»453.
Ὁ Μ. Ἀντώνιος λέει στόν ἀββά Μακάριο πού ἐπιθύμησε τά βάϊα του: «γέγραπται
'οὐκ ἐπιθυμήσεις τὰ τοῦ πλησίον σου' (Ἔξ. 20,17) καὶ μόνον εἰπόντος εὐθέως τὰ
βάϊα πάντα ὡς ὑπὸ πυρὸς ἐφρύγη.»454.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἐπισημαίνει: «τὸ γὰρ κλαίειν ἐστιν ἡ ὁδὸς ἣν παρέδωκεν ἡμῖν ἡ
γραφὴ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν λέγοντες κλαύσατε· ἄλλη ὁδὸς οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ
αὕτη.»455.
γ) Αὐθεντική καί ἔγκυρη παρακαταθήκη· ἡ χρήση τους εἶναι διευκρινιστική ὡς
ἀπαντήσεις ἐρωτημάτων:
Ὅταν πῆγαν ἀρειανοί στόν ἀββά Σισώη καί ἄρχισαν νά καταλαλοῦν τούς
ὀρθοδόξους, τότε ἐκεῖνος ζήτησε ἀπό τό μαθητή του Ἀβραάμ νά φέρει τό βιβλίο
τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί νά διαβάσει· καί τότε: «ἐγνώσθη ἡ αἵρεσις αὐτῶν.»456.
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ὁ Θηβαῖος λέει: «...εἰς τὴν καινὴν γραφὴν ἀναγινώσκω καὶ εἰς
τὴν παλαιὰν ἀνακάμπτω.»457.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἀναφέρει: «...ἐὰν μνησθῇ ἄνθρωπος τοῦ γεγραμμένου ρητοῦ, ὅτι
ἐκ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδιακασθήσῃ, αἱρεῖται
μᾶλλον τὸ σιωπᾶν.»458.
δ) Παραδειγματική χρήση:
Ἡ ὑποτιθέμενη ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ἔχει γιά αἰτία της κρυφή
ἀρετή, ὅπως ἡ περίπτωση Ἰωβ: «Μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρῖμα, μηδέ οἴου με ἄλλως σοι
κεχρηματικέναι, ἀλλ' ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος (Ἰώβ μ,3)»459. Ἐπίσης τήν ἀπομάκρυνση

452
Historia Monachorum in Aegypto, σ.92.
453
Historia Monachorum in Aegypto, σ.93.
454
Historia Monachorum in Aegypto, σ.124.
455
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, ριθ’, σ.96.
456
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σισώη, κε’, σ.113.
457
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σισώη, λε’, σ.114.
458
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, μβ’, σ.89.
459
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.24.
262

τῆς περηφάνιας, ὅπως συνέβει στήν περίπτωση τοῦ Παύλου: «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ
σαρκί ἄγγελος σατᾶν ἵνα μὲ κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι (Β’ Κορ., ιβ’, 7).»460.
Ὁ ἀββᾶς Μάρκελος ὁ Σκητιώτης διηγεῖται: «Γιατί ὅλη μὲν ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι
ὠφέλιμη καὶ λυπεῖ ὄχι λίγο τοὺς δαίμονες. Ἀλλὰ τίποτε δὲ λυπεῖ τόσο αὐτοὺς ὅσο
τὸ ψαλτήρι· ... Ἐπειδὴ μελετώντας τοὺς Ψαλμούς μ' ἄλλα μὲν λόγια προσευχόμαστε
γιὰ μᾶς, μ' ἄλλα δὲ τούς δαίμονες καταριόμαστε. Ὅπως ὅταν λέμε: 'Ἐλέησόν με ὁ
Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον
τὸ ἀνόμημά μου (Ψ. ν’,9)' ... καὶ 'Λάκκον ὤρυξεν καὶ ἀνέσκαψεν αὐτὸν καὶ
ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον ὃν εἰργάσατο· ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ
καὶ εἰς κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται (Ψ. ζ’,16-17)'.»461.
Ὅταν κάποιος ρωτᾶ τόν ἀββά Ἰωάννη τόν Πέρση ἄν θά κερδίσουν τή Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν, ὕστερα ἀπό τόσους κόπους, ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «...φιλόξενος ὡς ὁ Ἀβραὰμ
γέγονα, πραῢς ὡς ὁ Μωυσῆς, ἅγιος ὡς ὁ Ἀαρών, ὑπομονητικὸς ὡς ὁ Ἰώβ,
ταπεινόφρων ὡς ὁ ∆αυΐδ, ἐρημίτης ὡς ὁ Ἰωάννης, πενθικὸς ὡς ὁ Ἱερεμίας,
διδάσκαλος ὡς ὁ Παῦλος, πιστὸς ὡς ὁ Πέτρος, σοφὸς ὡς ὁ Σολομών· καὶ πιστεύω
ὡς ὁ ληστὴς, ὅτι ὁ ταῦτα μοι χαρισάμενος δι' οἰκείαν ἀγαθότητα, καὶ τὴν βασιλείαν
παράσχῃ.»462.
Ὁ ἀββᾶς Νισθερῶος στήν ἐρώτηση «ποῖον καλόν ἔργον ἐστίν, ἵνα ποιήσω;»
ἀπαντᾶ: «ἡ γραφή λέγει, ὅτι Ἀβραὰμ φιλόξενος ἦν καὶ ὁ Θεός ἦν μετ' αὐτοῦ· καὶ
Ἠλίας ἠγάπα τὴν ἠσυχίαν καὶ ὁ Θεός ἦν μετ' αὐτοῦ· καὶ ὁ ∆αυΐδ ταπεινὸς ἦν καὶ ὁ
Θεὸς ἦν μετ' αὐτοῦ· ὃ οὖν θεωρεῖς τὴν ψυχήν σου θέλουσαν κατὰ Θεὸν, τοῦτο
ποίησον καὶ φύλαξον τὴν καρδίαν σου.»463.
ε) Ἀποδεικτική χρήση:
Στή διήγηση Περί Ἰωάννου τοῦ ἐν Λυκῷ, καταγράφεται περιστατικό ἀναμέτρησης
νεαροῦ ἁμαρτωλοῦ καί δαίμονος, μέ τελικό συμπέρασμα: «...ἐκ τούτου πλεῖστοι καὶ
τῶν σφόδρα ἀπεγνωκότων ἑαυτῶν μετῆλθον τὰς καλὰς πράξεις καὶ κατώρθωσαν
καὶ γέγονεν αὐτοῖς τὸ τῆς γραφῆς λεγούσης πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται
(Λουκ. 14,1).»464.

460
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.26.
461
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.152, σ.168.
462
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.56.
463
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.80.
464
Historia Monachorum in Aegypto, σ.26.
263

Ὁ διάβολος κάνει χρήση τῶν Γραφῶν πρός ἀπόδειξη τῆς ἀκριβῶς ἀντίθετης
κατάστασης στόν πειρασθέντα: «...πολὺς ἀκούεται τῶν δαιμόνων ἐλεγχόντων
αὐτόν τῶν τῇ ἀπάτῃ παραγαγόντων καὶ μεγάλῃ φωνῇ πρὸς αὐτὸν βοώντων. 'Πᾶς ὁ
ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται' (Λουκ.14,11), 'σὺ δὲ ὑψώθης ἕως τῶν οὐρανῶν'
(Λουκ. 18,14), ἐταπεινώθης δὲ ἕως τῶν ἀβύσσων.»465.
Συναντᾶται ὁλόκληρη διήγηση γιά τόν ἀββά Μωϋσή τόν Αἰθίοπα πού ἀρχίζει:
«Γέγραπται γὰρ...»466 καί εἶναι μία ποιμαντική κατήχηση σ' ἕναν μοναχό, μέσα ἀπό
διάλογο, πού βασίζεται στήν ἀποδεικτική σημασία τῶν γραφῶν.
Γιά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας διήγηση ἀναφέρει: «...ὥσπερ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ
Ἀδὰμ διὰ τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ ἐγένετο σάρξ, καὶ ἐνεφύσησεν αὐτῷ πνεῦμα ζωῆς,
καὶ ἡ μὲν σάρξ ἐχωρίσθη εἰς τὴν γῆν, τὸ δὲ πνεῦμα ἔμεινεν. Οὕτως καὶ νῦν ὁ
Χριστὸς δίδωσι τὴν ἑαυτοῦ σάρκα σὺν τῷ ἁγίῳ πνεύματι, καὶ ἡ μὲν σάρξ σπανίζεται
εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ δὲ πνεῦμα ἴσταται εἰς τὴν καρδίαν.»467.
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ στούς μετανοοῦντες ἀποδεικνύεται μέ παραδείγματα: «...
ὅτι Ραάβ πόρνη ἦν, ἀλλ' ἐσώθη διὰ πίστεως· Παῦλος διώκτης ἦν· ἀλλὰ σκεῦος
ἐκλογῆς γέγονε· καὶ ὁ ληστὴς ἐσύλα καὶ ἐφόνευεν· ἀλλ' ἑνὶ λόγῳ τὴν θύραν
πρῶτος τοῦ Παραδείσου ἀνέωξεν·»468.
στ) Χρήση Γραφῶν σέ θέση δικῶν μου λόγων:
Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ ὅταν δαίμονες τόν περιέπαιζον λέγοντες: «... 'Συγχώρησον
ἡμῖν ἀββᾶ, ὅτι κόπους σοι παρεσχήκαμεν ὅλη τὴ νύκτα'», ἐκεῖνος ἀπάντᾶ: «...
'Ἀπόστητε ἀπ' ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, οὐ γὰρ μὴ ἐκπειράσητε
δοῦλον Θεοῦ' (Ψ.6,9· Ματθ.7,23 καί 4,7).»469.
Ὁ μάρτυρας Ἀπολλώνιος παραδομένος στίς φλόγες ἀναφωνεῖ πρός τόν Θεό: «...
Μὴ παραδῷς, δέσποτα τοῖς θηρίοις ψυχὴν ἐξομολογουμένην σοι, (Ψ. 73,19) ἀλλά
σ' αὐτὸν ἐμφανῶς ἡμῖν ἐπίδειξον.»470.
Ἀσκητής ἔλεγε καί πρός ἑαυτόν: «Ἐπίστρεψον, ψυχὴ μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι
Κύριος εὐηργέτησέ σε (Ψ. ριδ’, 7).»471.

465
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Ἰωάννου τοῦ ἐν Λυκῷ, σ.22.
466
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιη’, σ.73-74.
467
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.77.
468
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.26.
469
Historia Monachorum in Aegypto, σ.33.
470
Historia Monachorum in Aegypto, σ.117.
264

∆ιήγηση ἀναφέρει: «Εἶπε γέρων ὅτι ὅσα καταλαβεῖν ἠδυνήθην, οὐκ ἐδευτέρωσα, ὅτι
ὅσα κατώρθωσα, οὐδ' ἀνελογισάμην αὖθις, τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς
μὲν ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος (Φιλιπ. γ’, 14).»472.
Γιά τόν ἀββά Παλλάδιο ἀναφέρεται: «Εἶπε πάλι: παιδιά μου ἂς μὴν ἀγαπήσουμε 'τὸν
κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ' (Α’ Ἰω. β’,15)'.»473.
ζ) Ἑρμηνευτική /ἐπεξηγηματική χρήση:
Εἶπε κάποιος ἅγιος: «...‘μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν (Ματθ. στ’,13)’ δὲν τὸ
λέμε γιὰ νὰ μὴν πειραστοῦμε ποὺ εἶναι ἀδύνατον, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μᾶς καταπιεῖ ὁ
πειρασμὸς καὶ κάνουμε κάτι ποὺ δὲν ἀρέσει στὸ Θεό.»474.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν λέει: «γέγραπται· ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν
ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχὴ μου πρός σέ ὁ θεός· ἐπειδὴ αἱ ἔλαφοι...»475.
Στήν ἀμμά Συγκλητική συναντᾶται: «γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς
οἱ περιστεραί· τὸ μὲν γὰρ γίγνεσθαι ... τὸ δὲ ...»476.
Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ ἀναφέρει: «... 'Τηρεῖν γὰρ ἡμῖν, φησίν, ὁ Θεὸς ἐντέταλται τὴν
κεφαλὴν τοῦ ὄφεως' (Γεν. 3,15) τοῦτο δὲ ἐστίν, ἵνα...»477.
η) Ἀλληγορική χρήση:
Ὁ Παφνούτιος πού: «... ἠξίου δηλωθῆναι αὐτῷ τίνος ἂν εἴη ὅμοιος. ἔφη δὲ πάλιν ἡ
θεία φωνή πρὸς αὐτόν· 'ἐμπόρῳ ἔοικας ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας' (Ματ. 13,45)
ἀλλὰ ἀνάστηθι λοιπὸν καὶ μὴ μέλλε...»478.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφερόμενος στήν ἀναποφασιστικότητα τῶν ὀκνηρῶν λέει: «...
'ὀκνηρὸς εἰς ὁδόν ἀποσταλεὶς ἐρεῖ· λέων κατὰ τὴν ὁδόν, καὶ φονίσκος κατὰ τὰς
πλατείας' (Παροιμ. κστ’ 13)· ὡς οἱ εἰπόντες· 'υἱοὺς γιγάντων ἑωράκαμεν καὶ ἦμεν
ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες' (Ἀριθ. ιγ’, 34 καί ∆ευτ. α’, 28)... Οὗτοι εἰσὶν οἱ ἐν ἀεὶ
θέλοντες εἶναι σοφοί, βαλεῖν δὲ ἀρχὴν παντελῶς μὴ βουλόμενοι.»479.

471
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.20, σ. 348.
472
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.25, σ. 349.
473
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 69, σ.75.
474
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 209, σ.244-245.
475
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λ’, σ.88.
476
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιη’, σ.122.
477
Historia Monachorum in Aegypto, σ.51.
478
Historia Monachorum in Aegypto, σ.108.
479
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 407.
265

Μοναχός παρομοιάζεται μέ τό πουλί ἐρωδιό πού ἀγαπᾶ τήν ἔρημο καί δέν
φροντίζει γιά τήν κατασκευή φωλιᾶς: «Εἶπε γέρων· ὅπου ἐὰν ὑπάγῃς, πρόσεχε
σεαυτῷ διαπαντός, ὅτι τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ κατοικία ἡγεῖται αὐτῶν.»480
θ) Παράλληλες καταστάσεις (ἀναλογία) :
Στή διήγηση Περί τῆς γυναικός τῆς ἀπελθούσης πρός τόν ἀββᾶν Νεόφυτον τοῦ
ἐξαγγεῖλαι, ἀναφέρεται γιά τήν ἁμαρτωλή πού θέλει νά ἐξομολογηθεῖ ἀλλά ὁ
ἀββᾶς τῆς τό ἀρνεῖται, γιατί εἶνα γυναίκα: «...ἅγιε Κύριε Πάτερ, ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός ὁ ἀληθινὸς Θεός, τὴν ἡμετέραν ἐνδυσάμενος μορφήν, τελῶναις
καὶ ἁμαρτωλοῖς συνανέκειτο, καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου συνεσθίων,
οὐκ ἀπεβάλλετο τὴν προσελθοῦσαν αὐτῷ πόρνην, τὴν μετὰ δακρύων καταφιλοῦσαν
τοὺς ἀχράντους αὐτοῦ πόδας καὶ ἐξαγορεύουσαν τὰς οἰκείας ἁμαρτίας (Λουκ.
7,36)· καὶ σὺ ἀποδιώκεις με μετανοεῖσθαι θέλουσαν καὶ σωθῆναι;»481. Καί ἀφοῦ ὁ
μοναχός δέχεται νά τήν ἐξομολογήσει, τότε ἐκείνη: «...'τοῦ Ἰησοῦ γενομένου ἐν
Βηθανία, ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου
ἔχουσα βαρυτίμου' (Ματθ. 26,6) καὶ τὰ ἑξῆς, αὐτή, λαβομένη ἀγγεῖον μύρου,
προσῆλθε τῷ μοναχῷ καὶ κατέχεεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καταφιλοῦσα τούτους καὶ
τοῖς δάκρυσι βρέχουσα καὶ ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐκμάσσουσα καὶ
ἐξαγγέλλουσα τὰς ἑαυτῆς ἁμαρτίας.»482·
Ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος βαδίζοντας: «...νυκτὸς εἰσελθεῖν εἰς τὴν κώμην τὴν
ἀκαιρίαν ἐκκλίνοντος καὶ τὸ σωτήριον παράγγελμα μελετῶντος 'περιπατεῖτε ὡς τὸ
φῶς ἐν ὑμῖν ἔχετε καὶ ὁ πορευόμενος ἐν τῷ φωτί οὐ μὴ προσκόψῃ' (Ἰω. 12,35)
δύνοντος οὖν λοιπὸν τοῦ ἡλίου φωνὴν ἐφθέγξατο πρὸς αὐτὸν λέγων· ‘Ἐν ὀνόματι
τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στῆθι μικρὸν ἐπ’ αὐτὸ τῆς ὁδοῦ σου, ἄχρις ἂν εἰς τὴν
κώμην ἀφίκωμαι.»483.
ι) Παραποιημένη χρήση :
Στή διήγηση Περί Οὐάλεντος, συναντᾶται σέ θέση συμπεράσματος: «Εἶδον δίκαιον
ἀπολλύμμενον ἐν δικαιώματι αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης»484· τό χωρίο
ἐπικαλεῖται τόν Ἐκκλησιαστή ζ’,16 καί τό ἀκριβές κείμενο τῶν Ο' εἶναι: «Σύμπαντα

480
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.288.
481
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.46.
482
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.50.
483
Historia Monachorum in Aegypto, σ.80.
484
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.156.
266

εἶδον ἐν ἡμέραις ματαιότητός μου. Ἔστι δίκαιος ἀπολλυμμένος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ, καὶ
ἔστι ἀσεβὴς μένων ἐν τῇ κακίᾳ αὐτοῦ.».
Ὁ Ἥρων: «...ἐπεχρήσατο δὲ καὶ τῇ μαρτυρίᾳ πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἑαυτοῦ μωρίας
καὶ ἔλεγεν ὅτι 'Αὐτὸς ὁ σωτήρ εἶπε· Μὴ καλέσητε διδάσκαλον ἐπὶ τῆς γῆς'.»485· τό
χωρίο ἐπικαλεῖται τό Ματθ. κγ’ 8-10: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν
ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστὸς... μὴ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ
καθηγητής, ὁ Χριστός.»
κ) Ἐλεύθερη ἀπόδοση Γραφῶν:
Στή διήγηση Περί Σαραπίωνος, σέ διάλογο τοῦ ἀββᾶ μέ παρθένο πού
μεγαλοφρονοῦσε, ἀναφέρεται: «Τότε λέγει αὐτῇ· ‘ Ἴδε οὖν μηκέτι μέγα φρόνει ἐπὶ
σεαυτῇ ὡς πάντων εὐλαβεστέρα καὶ ἀποθανοῦσα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ γάρ σου
νεκρότερός εἰμι καὶ ἔργῳ δείκνυμι ὅτι ἀπέθανον τῷ κόσμῳ· ἀπαθῶς γὰρ καὶ
ἀνεπαισχύντως τοῦτο ποιῶ.'»486· στηρίζεται στό Κολ. γ’,5: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη
ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς.».
Στό Γεροντικόν, ἀναφέρεται: «Ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ περί τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος, ὅτι
εἶπεν, ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, ὅτι ὁ ἔχων
ἱμάτιον, πωλήσατω αὐτὸ καὶ ἀγοράσατω μάχαιραν· τοὐτέστιν ὁ ἔχων ἀνάπαυσιν,
ἀφήσει αὐτὴν καὶ κρατήσει τὴν στενὴν ὁδόν.»487.
κα) Προληπτική χρήση:
Ὁ Βαβύλας, ὁ ἠθοποιός (εἰδωλολάτρης): «Μία μέρα λοιπὸν πῆγε στὴν ἐκκλησία,
ὅπου κατ' οἰκονομία Θεοῦ διαβαζόταν τό Εὐγγέλιο, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει τὸ χωρίο
ποὺ λέει: 'Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν' (Ματθ. γ’,3).»488.
Ὁ ἐπίσκοπος πού ἐγκατέλειψε τήν καθέδρα του καί δούλευε σάν ἐργάτης,
ὁμολογεῖ: «Ὅπως λοιπὸν σᾶς εἶπα, ὑπὲρ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας
ἀγωνιστεῖτε· 'τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός' (Ἑβρ. ιγ’,16).»489.
Ὁ τραγικός θάνατος τοῦ ἀσεβῆ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Θαλέλαιου,
μαρτυρεῖ: «τὰ σημάδια τῆς κρίσεως ποὺ πρόκειται νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ καὶ πόσο εἶναι

485
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἥρωνος, τ.1, σ.156.
486
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.208.
487
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ριβ’, σ.95.
488
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 32, σ.38.
489
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 37, σ.45-46.
267

'φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ τοῦ ζῶντος' (Ἑβρ. ι’,31).»490.


Κάποιος Αἰγύπτιος Γέροντας διηγεῖται: «Γιατὶ οἱ δαίμονες λένε παντοτινὰ στήν
ψυχή: 'Πότε ἀποθανεῖται καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;' (Ψ. μ’,6). Ἂν λοιπὸν νήψει ἡ
ψυχή, κι αὐτὴ θὰ τοὺς ἀντιμιλήσει καὶ θὰ τοὺς πεῖ 'οὐκ ἀποθανοῦμαι, ἀλλὰ ζήσομαι
καὶ διηγήσομαι τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου' (Ψ. ριη’,17). Ἐπειδή λοιπόν ἔχουν πολλή
ἀναίδεια οἱ δαίμονες, κι αὐτοί ξανααντιμιλοῦν λέγοντας 'μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη
ὡς στρουθίον' (Ψ. ι’,1)· γι αὐτὸ κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ τοὺς λέμε: 'καὶ γὰρ αὐτὸς
Θεός μου καὶ Σωτήρ μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω' (Ψ. ξα’,7).»491.
Ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος ἀναφερόμενος στό θαυμασμό αὐτῶν πού ἔβλεπαν νά μή
δύει ὁ ἥλιος, παρ’ ὅτι εἶχε νυχτώσει, μέχρι νά εἰσέλθει ὁ Γέροντας στό χωριό, λέει:
«... 'Οὐ μέμνησθε τὴν τοῦ Σωτῆρος φωνὴν λέγουσαν· ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον
σινάπεως, καὶ μείζονα τοιούτων ποιήσετε σημεῖα;' (Ματ. 17,20)»492.
κβ) Ἐπιβεβαίωση λεγομένων:
Ἡ συνετή κόρη ἀποτρέπει μοναχό ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας, λέγοντας: «Γιὰ νὰ τὸ
καταλάβεις, σὲ βεβαιώνω μὲ ὅρκο: Μὰ αὐτὸν ποὺ εἶπε 'οὐ ψεύσεσθε' (Λουκ. ιθ’,11),
ἂν μὲ ταπεινώσεις, θὰ ἀπαγχονιστῶ καὶ εἶναι σὰν νὰ κάνεις φόνο...»493.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς μονῆς Γιγάντων, μιλώντας μέ συντετριμμένο
νεαρό πού θέλει νά μετανοήσει, τοῦ λέει γιά τό Χριστό: «...ὅλα τὰ ἔπαθε γιὰ τὴ δικὴ
μας σωτηρία ... καὶ μὲ τοὺς τελῶνες ἔφαγε, τὴ δὲ πόρνη δὲν ἀποστράφηκε καὶ τὸ
ληστὴ προσδέχτηκε ... θὰ δεχτεῖ καὶ σένα μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια γεμάτος
ἀγαλλίαση ἂν μετανοήσεις καὶ ἐπιστρέψεις 'οὐδὲ γὰρ βούλεται τὸν θάνατον τοῦ
ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν' (Ἰεζ. λγ’,11)»494.
Γιά τόν ἀββά Πατερμούθιο μετά ἀπό θαυματουργική ἐνέργεια ἀναφέρεται: «...οἱ δὲ
παρόντες πάντες ἐξεπλάγησαν λέγοντες 'ἀληθῶς ἄνθρωπος Θεοῦ ἐστιν οὗτος'
(Ματ. 27,24)»495.

490
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.43, σ.53.
491
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριο, κεφ.110, σ.124-125.
492
Historia Monachorum in Aegypto, σ.81.
493
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 39, σ.47.
494
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 78, σ.86.
495
Historia Monachorum in Aegypto, σ.82.
268

κγ) Παρατακτική ἀναφορά γεγονότων τῆς ζωῆς προσώπων τῆς Παλαιᾶς


∆ιαθήκης.
Γιά τόν προφήτη Ἱερεμία496, χωρίς κανένα σχόλιο, καταγράφεται: Ἡ περιγραφή τῶν
κακουχιῶν καί τῶν βασανιστηρίων ποῦ τοῦ ἔκαναν γιά νά σιωπήσει· ἡ ἀλληγορία
τῶν λόγων του· τό προφητικό του χάρισμα· ἡ ἐναντίωσή του στούς κοντόφθαλμους
καί ἄδικους βασιλεῖς. Ἐπίσης ὁ ἁπλοϊκός, σχεδόν ἀφελής, διάλογός του μέ τό
Θεό: «Παρακαλῶ σε, Κύριε, συγχώρησόν μοι τῷ δούλῳ σου νὰ λαλήσω
ἔμπροσθέν σου. καὶ εἶπε ὁ Κύριος. λάλει. Τότε εἶπεν ὁ Ἱερεμίας. Κύριε, παραδίδεις
τὴν πόλιν...»· καί πιό κάτω: «Τότε ὁ Ἱερεμίας ἐλάλησε λέγων. ∆έομαι σου Κύριε
πρόσταξον νὰ λαλήσω ἔμπροσθέν σου. καὶ εἶπε Κύριος, λάλει καὶ εἶπεν Ἱερεμίας.
Ἰδοὺ ἐπληροφορήθημεν, ὅτι θέλεις...»· καί στή συνέχεια: «Παρακαλῶ σε Κύριε τὶ νὰ
κάμω εἰς τόν Αἰθίοπα Ἀβιμέλεχ, ὅτι πολλὰς εὐεργεσίας ἐποίησεν εἰς ἐμὲ τὸν
δοῦλον σου; ... καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἱερεμία ἀπόστειλον αὐτὸν εἰς τὸν ἀμπελώνα
τοῦ Ἀγρίππα καὶ θέλω σκεπάσει αὐτὸν ὑποκάτω εἰς τὴν σκιὰν τοῦ βουνοῦ, ἕως νὰ
γυρίσῃ ὁ λαός ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία». Οἱ ἀφηγήσεις γίνονται σέ ζωντανό
παραστατικό λόγο μέ κομμάτια διαλογικά σέ εὐθύ λόγο· ἀποτελοῦν παράγοντες
ἐνεργοποίησης μνήμης καί φαντασίας τῆς ἀνθρώπινης νόησης καί συντελοῦν στήν
σταθεροποίηση τῆς πίστης καί τῆς ὑπέρβασης τῶν κάθε λογῆς δυσκολιῶν. Ὁ
ἄνθρωπος ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης μέχρι σήμερα «ὑπόκειται» πάντοτε
«διωγμούς». Τό πλαίσιο ἁπλῶς ἀλλάζει.

γ΄. Ἀφηγηματικές τεχνικές.

i. Χαρακτηριστικά λόγου πού βασίζονται στήν προφορικότητα.

Ἀρχικά πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς λογοτεχνικό


εἶδος ἀνήκει σέ πολιτισμούς πού γνωρίζουν καί ἐξαρτῶνται ἀπό τήν γραφή, ἀλλά
συγχρόνως διατηροῦν ζωντανή ἐπαφή με τήν προφορικότητα. Ὁ δυναμισμός τῆς
προφορικῆς γλωσσικῆς ἐκφορᾶς τους, ἡ κινητικότητά τους, ἡ συνεχής μεταβολή
τους, ἡ συμμετοχικότητά τους, ἡ συνάρτησή τους μέ τίς ἑκάστοτε περιστάσεις, ἡ

496
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 4ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου, ∆ιήγησις εἰς τόν
θρῆνον τοῦ προφήτου Ἱερεμίου περί τῆ Ἱερουσαλήμ, καί εἰς τήν ἅλωσιν ταύτης, καί περί τῆς
ἐκστάσεως Ἀβιμέλεχ, τ.1, σ. 189· πρβλ. Ἰω. Στεφούλη, Ἡ μελέτη καί ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς
∆ιαθήκης ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου. Συμβολή στήν Ἱστορία τῆς Βιβλικῆς Ἑρμηνευτικῆς, ἐκδ.
Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2002.
269

βιωματική τους διάσταση, ἀποτελοῦν στοιχεῖα πού ἀναιροῦνται σέ μία ἐγγράμματη


προσέγγιση, καθώς τό καταγεγραμμένο παγιώνεται καί ἀπό τήν πλευρά τῆς
προφορικότητας διαστρεβλώνεται. Ὑφίσταται μία διαδρασιακή διάσταση πού
συνδέει τόν ὁμιλητή μέ τό ἀκροατήριό του καί τή ρητορική καί ἀγωνιστική διάσταση
τῶν μεταξύ τους ἀνταλλαγῶν. Πρόκειται γιά τόν συγκεκριμένο τρόπο πού
συνδέεται ἡ προφορικότητα μέ τό βιόκοσμο.
Τό ἀγωνιστικό, προτρεπτικό ἀκόμη καί πολεμικό ὕφος ἀλλά καί λεξιλόγιο, εἶναι
συχνά στοιχεῖο βασικό. Ἡ χρήση τῆς προστακτικῆς ἔγκλισης συνεπικουρεῖ: «...
πρόσεχε ἀδελφέ, ὅτι τοῖς ἀγωνιζομένοις διαφόρως πολεμεῖ ὁ ἐχθρός.»497· «...εἰ
ἀπετάξω τῷ κόσμῳ ... μὴν ἐάσῃς τὸν λογισμὸν σου θλῖψαι ... μηδὲ πάλιν καταφρο-
νήσης ... νῆφε ἀδελφέ»498· «...νῆφε ἀδελφὲ καὶ πρόσεχε σεαυτῷ»499· «Ἀντώνιε,
ἀναστάς, ἔξελθε καὶ βλέπε...»500· «...εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἀγῶνα· πόθεν ὀφείλει
ἄρχεσθαι τῆς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν πάλης;»501· «ὅθεν, ὦ τέκνα, οὐ συμβάλλεται ἡμῖν ἡ
πλησίον τῶν χωρῶν οἴκησις, οὐδ’ ἡ τῶν γυναικῶν συντυχία...»502.
Ἡ χρήση τοῦ α´ πληθυντικοῦ προσώπου συμβάλλει στή μεγαλύτερη συμμετοχική
προσέγγιση ἀφηγητῆ καί ἀκροατηρίου. Γίνεται μία προσωπική ὑπόθεση: «...ἂς
ἀγαπήσωμεν τὴν ταπεινοφροσύνην, ἂς ἐπιζητήσωμεν τὴν τιμὴν τοῦ πλησίον μας...,
ἂς περιφρονήσωμεν τὴν μέριμναν τοῦ κόσμου..., ἂς διδάξωμεν τὴν γλώσσαν μας...,
ἂς ἀγαπήσωμεν τὴν εἰρήνην..., ἂς ἀποκτήσωμεν μακροθυμίαν...»503.
Τόσο ἡ ἀγωνία τῶν ἁμαρτωλῶν πού ρωτοῦν γιά τό τί πρέπει νά κάνουν
(ἄνθρωποι ἐν δράσει), ὅσο καί ἡ δυναμικότητα τῶν λύσεων πού προτείνονται,
ἀνάλογα τῶν περιστάσεων κάθε φορά, ὁμολογοῦν αὐτή τήν ἀγωνιστικότητα.
Χρησιμοποιοῦνται ἔννοιες σέ λειτουργικά πλαίσια ἀναφορᾶς πού εἶναι ἐλάχιστα
ἀφηρημένα καί παραμένουν κοντά στόν κόσμο τῆς καθημερινῆς ἀνθρώπινης ζωῆς:
Στόν ἀνάξιο ἱερέα πού ἐπιθυμεῖ νά μετανοήσει, προτείνεται: «...ὅμως ἐπεὶ
φιλάνθρωπον Θεόν ἔχομεν, δεχόμενον τοὺς εἰλικρινῶς διὰ μετανοίας αὐτῷ
προσιόντας, ἄπελθε ἐν μοναστηρίῳ καὶ μετανόησον γνησίως τὸ ἐπίλοιπον τῆς

497
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.48.
498
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.49.
499
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.334.
500
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.155.
501
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.410.
502
Historia Monachorum in Aegypto, σ.22.
503
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.158.
270

ζωῆς σου χρόνον· ἵλεως ἔσται σοι κύριος ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ ἁμαρτίᾳ...»504. Ἡ χρήση τῆς
πολεμικότητας γίνεται ὄχι πρός ἐξόντωση ἀλλά πρός σωτηρία. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
διακηρύσσει: «...ἀλλ' ἐάν τις σέ κακοποιήσῃ, εὖ ποίησον, ἵνα διὰ τῆς ἀγαθοποιΐας
ἀνέλῃς τὴν πονηρίαν.»505· καί ἀλλοῦ: «...ἀπόσχου δὲ ἀπὸ κακῆς συνοδίας.»506.
Ὁ ἀγωνιστικός προσανατολισμός διαφαίνεται καί στόν ἐκθειασμό τῆς
σωματικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ ἐνθουσιώδης περιγραφή τῆς σωματικῆς βίας
σημαδεύει συχνά τήν προφορική ἀφήγηση· βέβαια εἶναι λιγότερο ἀποκρουστική
ὅσο λεπτομερής κι ἄν εἶναι, ὅταν περιγράφεται μέ λέξεις καί δέν παρουσιάζεται σέ
εἰκόνες (μαρτύριο Ἀπολλώνιου507, θάνατος τοῦ ἀσεβῆ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονί-
κης Θαλέλαιου508). Στήν ἐξέλιξή της ἡ λογοτεχνική ἀφήγηση παρασύρει τήν ἑστία
δράσης ὅλο καί περισσότερο σέ ἐσωτερικές παρά ἐξωτερικές κρίσεις. Ἡ βία ὅμως
συνδέεται καί μέ τή δομή τῆς προφορικότητας, καθώς ἡ λεκτική ἐπικοινωνία εἶναι
ἕνα δυναμικό δοῦναι καί λαβεῖν τοῦ ἤχου καί οἱ διαπροσωπικές σχέσεις
παραμένουν ἰσχυρές τόσο στό ἐπίπεδο τῆς συμπάθειας ὅσο καί τοῦ ἀνταγωνισμοῦ.
Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχει καί ἡ περίπτωση τῶν ὑπερβολικῶν ἐπαίνων. Ὁ ἔπαινος
συνοδεύει τόν ἔντονα πολωμένο, ἀγωνιστικό προφορικό κόσμο τοῦ καλοῦ καί τοῦ
κακοῦ, τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας, τῶν δικαίων καί ἁμαρτωλῶν (διήγησεις πού
ἀναφέρονται στήν περιγραφή παράδεισου καί κόλασης, σωστοῦ καί λάθους
ἀναφορικά μέ τίς αἱρέσεις καί τήν εἰδωλολατρία).
Ἡ ἀφήγηση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ἔχει σάν ἀντίκτυπο τήν ἀντίδραση τοῦ
ἀτόμου ὄχι ὡς ἀτόμου ἤ ὑποκειμένου ἀλλά σάν ἀντίδραση κοινότητας. Εἶναι
ἀντίδραση συμμετοχικοῦ χαρακτήρα πού ἀναφέρεται στό εἰδικό ἀντικείμενο πού
διαχειρίζεται, δηλ. τή μόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ καί μοναχικοῦ ἰδεώδους. Ἀντίθετα
ἡ γραφή διαχωρίζει τόν γνώστη ἀπό αὐτό πού γνωρίζει κι ἔτσι δημιουργεῖ
συνθῆκες «ἀντικειμενικότητας» μέ τήν ἔννοια τῆς προσωπικῆς ἀποδέσμευσης. Στήν
ἀφήγηση οἱ λέξεις ἀποκτοῦν τή σημασία τους μόνο ἀπό τό πάντα ἄμεσο περιβάλ-
λον τους πού δέν συνίσταται μόνο σέ λεκτική ἐπικοινωνία ἀλλά περιλαμβάνει
νεύματα, ἀλλοιώσεις τοῦ τόνου φωνῆς, ἐκφράσεις προσώπου καί ὁλόκληρο τό

504
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.80.
505
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρος’, σ.100.
506
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρξζ’, σ.99.
507
Historia Monachorum in Aegypto, σ.115.
508
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.43, σ. 51-53.
271

ἀνθρώπινο ὑπαρξιακό πλαίσιο. Ἀντανακλοῦν παροῦσες πολιτισμικές ἀξίες μιᾶς


κοινωνίας καί ὄχι ἕνα ἐνδιαφέρον γιά τό παρελθόν.
Ὁ ρεαλισμός τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀποπνέεται ἀπό τήν περιγραφή
στοιχείων πού ἐνισχύουν τήν ἐσωτερική ἀλήθεια τους: κατάσταση λιμοῦ, κατάσταση
λειψυδρίας, περίοδος πλημμυρῶν, λεηλασίες ληστῶν (Βλέμμυες), μαγεία, αἱρέσεις,
εἰδωλολατρία.
Ἀναφέρονται κοσμικά ἀξιώματα σύγχρονα τῆς ἐποχῆς τῶν τεκταινομένων: βασι-
λεύς τῶν Ρωμαίων, Αὐγουστάλιος, τριβοῦνος, συγκλητικός, πατρικία, χαρτουλάριος,
μαγιστριανός, παρακοιμώμενος (εὐνοῦχος), πραιπόζιτος (ἀρχιευνοῦχος), δούξ,
δρακονάριος (σημαιοφόρος ἀξιωματικός), κανδιδάτος (ἀξιωματικός), τοποτηρητής,
στρατιώτης, ἀξιωματικός βασιλικοῦ στρατοῦ, εἰς τούς Ἀνατολικούς διοικητής,
σκριβών (σωματοφύλακας), σχολάριος, ὕπαρχος.
Ἀναφέρονται καί ἐκκλησιατικά διακονήματα: ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Πάπας
Ἀλεξανδρείας, ἐπίσκοπος Βόστρων, πρεσβύτερος, διάκονος καί διακόνισσα,
ἡγούμενος, μοναχός, ξενοδόχος (πτωχοτρόφος), κοσμητής (αὐτός πού σκουπίζει τή
μονή), σέκρετος, σταυροφύλαξ, νεωκόρος (εἰδωλολατρικό ἀξίωμα), βορδονάριος
(μοναχός πού φροντίζει ὑποζύγια).
Ἀναφέρονται ἐπαγγέλματα τῆς καθημερινότητας: καβιδάριος (χρυσοχόος), σκυτο-
τόμος (παπουτσής), γεωργός, γραφεύς ἤ καλλιγράφος, χαλκεῖον (σιδηρουργεῖο),
ἀρτοκοπεῖον, κομέρκιον (τελωνεῖο)/ κομερκιάριος, πόρνη.
Ἀναφέρεται τό ἐργόχειρο μοναχῶν: οἱ μοναχοί ἔπαιρναν θαλλία (βλαστοί
φοινίκων) καί ἔπλεκαν «σειρές» (πλεγμένα φοινικόφυλλα) καί ἔκαναν κανίσκια
(κάνιστρα), μαλάκια (ζεμπιλάκι), ψιάθιον (πλεκτό στρωσίδι).
Ἀναφέρεται ἡ ἐνδυμασία ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν: μαφόριον, μηλωτάριον, παλλίον,
λεβήτων, κολόβιον, κεντονάριον. Ἐπίσης καί κοσμικῶν: «ἐκεῖνον τὸν εὐνοῦχον... ὁ
ἱματισμός αὐτοῦ ὡς φῶς ἐξήστραπτεν»509· ὁ μαγιστριανός «...καί ἐκδύσας αὐτὴν καὶ
μεταμφιάσας τοῖς ἰδίοις ἱματίοις, τοῖς τε καμισίοις καὶ τῇ χλανίδι καὶ τοῖς ἀνδρίοις
πᾶσι...»510· ἄλλη διήγηση καταγράφει: «...ἕνα φοβερώτατον βασιλέα καθεζόμενον
εἰς θρόνον καὶ ἐνδεδυμένον βασιλικήν ὁμοῦ καί ἀρχιερατικήν στολήν.»511.

509
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.38.
510
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 62.
511
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 247.
272

Ἀναφέρονται σύγχρονες μονάδες μετρήσεως: μόδιος, ρωμαϊκή λίτρα, (μέτρο


βάρους)· ξέστης, σαΐτης (μέτρο χωρητικότητας/ὑγρῶν)· χρυσά ὁλοκότινα, χρύσινον,
νουμμία, φλουριά, τριμήσιον, δηνάριον, κεράτιο, φόλις (νομίσματα)· σημεῖα,
στάδιον, ὀργυιά (μέτρο ἀποστάσεως).
Στούς προφορικούς πολιτισμούς, οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν πολλά, ἀλλά δέν
«μελετοῦν»· μαθαίνουν συμμετέχωντας, μαθητεύοντας, ἀκούγοντας καί ἐπαναλαμ-
βάνοντας ὅσα ἄκουσαν. Μαθαίνοντας νά συνδυάζουν καί νά ἐπανασυνδυάζουν
συμμετέχουν σ' ἕνα εἶδος συλλογικῆς ἀναδρομῆς στό παρελθόν. Ἡ ὁμιλία εἶναι
ἀναπόσπαστη ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου512. Ὅταν παύει ν' ἀκούγεται μία
χιλιοειπωμένη ἱστορία, ὅτι ἀπομένει ἀπό αὐτήν εἶναι ἡ δυνατότητα πού ἔχει κάποιος
νά τήν ἐπαναλάβει. Ἡ ἐγγραμματοσύνη ἔχει δυνατότητες προσαρμογῆς.
Ἐλεγχόμενη σωστά μπορεῖ ν' ἀποκαταστήσει τήν μνήμη τῶν προφορικῶν της
προγόνων (σχετική ἀνασυγκρότηση καθώς τό οἰκεῖο παρόν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο
ἀνάπλασης τοῦ παρελθόντος στό ἀκέραιό του)513.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις διακρίνονται ὁρισμένες λέξεις (οὐσιαστικά, ἐπίθετα,
ρήματα, ἐπιρρήματα) πού συχνά ἐπαναλαμβάνονται αὐτολεξεί ἤ διαφοροποιημένες

512
πρβλ. W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ. 7-8· στούς ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ γοητεία
αὐτή φαίνεται στή ρητορική τέχνη πού ἀναφέρονταν κυρίως στή δημόσια ἀγόρευση· ἡ γραφή
δέν μείωσε τήν προφορικότητα ἀλλά τήν ἐνίσχυσε, ἐπιτρέποντας τήν ὀργάνωση τῶν «ἀρχῶν» ἤ
τῶν συνιστωσῶν τῆς ρητορικῆς σέ μία ἐπιστημονική «τέχνη», ἕνα γραμμικά διατεταγμένο σχῆμα
πού ἔδειχνε πῶς καί γιατί ἡ ρητορεία πετύχαινε καί μποροῦσε νά πετύχει τά διάφορα εἰδικά της
ἀποτελέσματα. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀγόρευσης, τίποτε δέν ἀπέμενε πρός μελέτη. Αὐτό
πού χρησιμοποιοῦσαν πρός «μελέτη» ἦταν ἀγορεύσεις πού εἶχαν καταγραφεῖ μετά τήν
ἐκφώνησή τους καί συνηθέστερα πολύ ἀργότερα· ἔτσι ἀκόμα καί οἱ ἀγορεύσεις πού εἶχαν
συντεθεῖ προφορικά μελετοῦνταν ὄχι ὡς ὁμιλίες ἀλλά ὡς γραπτά κείμενα. Ἐπιπλέον ἐκτός ἀπό
τήν καταγραφή προφορικῶν τελέσεων ὅπως οἱ ἀφηγήσεις, ἡ γραφή παρήγαγε τελικά αὐστηρά
γραπτές συνθέσεις, σχεδιασμένες ν' ἀφομοιωθοῦν κατευθείαν ἀπό τή γραμμένη ἐπιφάνεια,
μολονότι πολλές ἀπό αὐτές ἀκούγονταν μᾶλλον, παρά διαβάζονταν σιωπηλά.
513
πρβλ. W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ. 20-32· ὁμηρικό ζήτημα: Ὁ Robert Wood
πίστευε πώς ὁ Ὅμηρος ἦταν ἀναλφάβητος καί ὅτι ἡ δύναμη τῆς μνήμης του, τοῦ ἐπέτρεπε νά
παράγει αὐτή τήν ποίηση· τήν ἐξήγηση πού δέν ἔδωσε στήν ὁμηρική μνημοτεχνική τήν ἔδωσε ὁ
Millman Parry μέ τό ἀξίωμα «τῆς ἐξάρτησης τῆς ἐπιλογῆς τῶν λέξεων καί τῶν μορφῶν τους ἀπό
τό σχῆμα τοῦ ἑξαμέτρου». Ὁ ἐπικός ποιητής διέθετε ἕνα πληθωρικό ρεπερτόριο ἐπιθέτων,
ἀρκούντως διαφοροποιημένο ὥστε νά τοῦ παρέχει ἕνα ἐπίθετο γιά κάθε μετρική του ἀνάγκη
καθώς συνέρραπτε τήν ἱστορία του· ἦταν διαφορετικό μάλιστα σέ κάθε ἀπαγγελία καθώς οἱ
ἐπικοί ποιητές δέν ἀπομνημονεύουν κατά λέξη τήν ποίησή τους. Ὁ Ὅμηρος ἐπαναλάμβανε
λογότυπους τόν ἕνα μετά τόν ἄλλο (ραψωδεῖν=συρράπτω ἄσματα), συνέραπτε προκατασκευα-
σμένα μέρη. Συγχρόνως οἱ τυποποιημένοι λογότυποι (δηλ. ὁμάδα λέξεων πού χρησιμοποιεῖται
τακτικά κάτω ἀπό τίς ἴδιες μετρικές συνθῆκες, γιά νά ἐκφράσει μιά δεδομένη βασική ἰδέα ἤ
ἐπαναλαμβανόμενες φράσεις ἤ καθιερωμένες ἐκφράσεις, ὅπως οἱ παροιμίες, σέ πεζό ἤ
ποιητικό λόγο πού ἔχουν εὐρύτερη καί κρισιμότερη λειτουργία σέ ἕνα προφορικό ἀπ' ὅτι
ἐγγράμματο πολιτισμό) ὁμαδοποιοῦνται γύρω ἀπό ἐξίσου τυποποιημένα θέματα.
273

εἴτε σέ θέση ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ εἴτε ὡς ἐνεργητικά ρήματα εἴτε ὡς


προσδιορισμοί ἰδιότητας τοῦ δρῶντος προσώπου εἴτε ὡς ἐνάρξεις ἤ κατακλεῖδες
μιᾶς καταστάσεως. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται: ὁ, ἡ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἤ φίλος
γίνεται Θεοῦ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος· σκεῦος ἐκλογῆς ἤ δοχεῖον χάριτος· ἦν γάρ
τις τῶν μοναχῶν ἤ ἦν γάρ τις ἕτερος νεανίας ἤ γέγονεν γάρ τις ἕτερος μοναχός·
Ἠρώτησε τις ἤ ἀδελφός ἐρώτησε τὸν...· Ἦλθέ ποτε μοναχός τις... ἤ Ἄλλοτε πάλιν
ἦλθον..· Ἔλεγεν ὁ μαθητής τοῦ...· Ἐθεασάμεθα... ἤ Εἴδομεν... ἤ Παραγενόμεθα... ἤ
Ἀκούσας ποτε...· Παρέβαλεν ὁ ἀββᾶς...· Εἶπεν ὁ ἀββᾶς... ἤ Εἶπεν πάλιν· Ἄγωμεν
ἔνθεν· Ποίησον ἀγάπην· Εἰπέ μοι τί ποιήσω ἤ Εἰπέ μοι τί ποιήσω Πάτερ· Εἰπέ μοι ρῆμα
ἤ Εἰπέ μοι ρῆμα πῶς σωθῶ ἤ Πάτερ πῶς δύναμαι σωθῆναι ἀπὸ... ἤ Τί ποιήσω ἵνα
σωθῶ; ἤ Πῶς σωθῶ;· Τί ἐστί τοῦτο;· Εὔξασθε ὑπέρ ἐμοῦ· Ποίησον εὐχήν· καὶ
ἀπεκρίθη ὁ γέρων· ἔβαλον μετάνοιαν· συγχώρα με κύριε ἀδελφέ· πές μας τὴν
αἰτία...· Θέλω νὰ σοῦ πῶ λογισμό· κυριέ μου... ἤ ἀββᾶ μου· Εἰπέ (προστακτική)·
ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι· ἀδελφέ· δοῦλε Θεοῦ· ὡς δοκεῖ σοι ἀββᾶ· Ταῦτα οὖν, ὦ
τέκνα, ὑμῖν ὑφηγησάμην, ἵνα... ἤ Ὥστε οὖν καὶ ὑμεῖς τέκνα... . Ἀπό τίς δεκαέξι
συνολικά διηγήσεις τοῦ Συναξαριστῆ οἱ τέσσερις τελειώνουν μέ τήν ἐπανάληψη:
«ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς» καί δύο μέ τό
«Ἀμήν.». Ἑπόμενο στάδιο ἀποθήκευσης γνώσης μετά τόν μνημονικό λογότυπο
ἀποτελεῖ τό γραπτό κείμενο, πού ἀπελευθερώνει τό μυαλό σέ μία πιό πρωτότυπη καί
ἀφαιρετική σκέψη.
Ἡ προφορική ἀπομνημόνευση ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Ὁ
Lord σέ ἐργασία του ἀναφερόμενος σέ τεράστια συλλογή προφορικῶν
μαγνητοφωνήσεων τῶν ἀφηγηματικῶν ποιητῶν τῆς σύγχρονης Γιουκοσλαβίας -πού
τώρα βρίσκεται στή συλλογή Parry στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ- ἀποκαλύπτει,
ὅτι τά μαγνητοφωνημένα τραγούδια ἄν καί ἔχουν τό ἴδιο μέτρο, ποτέ δέν
τραγουδήθηκαν μέ τόν ἴδιο τρόπο δύο φορές. Ἐμφανίζονταν τά ἴδια θέματα καί
λογότυποι ἀλλά συρραμμένα διαφορετικά ἀκόμη κι ὅταν τά ἐπαναλάμβανε ὁ ἴδιος
ποιητής· σημαντικό ρόλο ἔπαιζε ἡ ἀντίδραση τοῦ ἀκροατηρίου, ἡ διάθεση τοῦ ποιητῆ
ἤ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς περίστασης ὅπως καί μέ ἄλλοι κοινωνικοί καί ψυχολογικοί
παράγοντες. Ὁ βάρδος ὅταν ἀνακαλεῖ καί ἐπαναλαμβάνει τήν ἱστορία, δέν
«ἀπομνημονεύει» μέ τήν ἐγγράμματη ἔννοια τοῦ ὅρου, τήν ἔμμετρη ἀπόδοση τοῦ
274

ἄλλου ἀοιδοῦ, ἀλλά προετοιμάζει τή δική του ἐκδοχή. Τό σταθερό ὑλικό στή μνήμη
τοῦ βάρδου εἶναι ἕνα ἐπιπολάζον σύνολο θεμάτων καί λογοτύπων ἀπό τά ὁποῖα
κατασκευάζονται ὅλες οἱ διαφορετικές ἱστορίες.
Παραδειγματικά ἀναφέρεται γιά τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις τό σύνηθες
διηγηματικό πλαίσιο γιά τήν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας ἑνός ἐνάρετου ἀνθρώπου, πού
εἶναι ἡ μορφή μιᾶς ὄμορφης γυναίκας. Τίς περισσότερες φορές πρόκειται γιά
πόρνη μέ παραλλαγές τή διαφθαρείσα κόρη ἤ κόρη μένουσα μόνη πού φιλοξενεῖ
τό δρῶν πρόσωπο ἤ κόρη πού φιλοξενεῖται ἀπό τό δρῶν πρόσωπο καθώς δέν ἔχει
πού να πάει. Ἡ πλοκή σ' αὐτές τίς ἱστορίες ἐξελίσσεται μέ ὁμολογία τῆς ἀλήθειας
ἐκ μέρους τοῦ ἐπιβουλευόμενου τήν ἀλήθεια (διήγηση Συκοφαντηθέντος
ἀναγνώστη514). Σέ παραλλαγή τῆς διήγησης μέ τόν ἀββά Μακάριο, ὑπάρχει καί τό
στοιχεῖο τῆς διαπόμπευσης τοῦ ὑποτιθέμενου «ἐνόχου»: «Καὶ ἐξελθόντες οἱ τῆς
κώμης συνέλαβόν με καὶ ἐκρέμασαν περὶ τὸν τράχηλόν μου ἠσβολωμένας χύτρας
καὶ ὠτία κούφων, καὶ πομπεύοντες περιήγαγόν με κατὰ τὰς ἀμφόδους τῆς κώμης,
τύπτοντες ἅμα καὶ λέγοντες· οὗτος ὁ Μοναχὸς ἔφθειρεν ἡμῶν τὴν παρθένον,
λάβετε αὐτὸν λάβετε, καὶ ἔτυψάν με παρὰ μικρὸν τοῦ ἀποθανεῖν»515. Σέ ἄλλη
παραλλαγή ὑλικοῦ, προστίθεται ἡ παράμετρος τοῦ συκοφαντήσαντος πού κακοπαθεῖ
ἀμέσως μετά τήν ἀνομία του· ἀποτελεῖ ἀποδεικτικό στοιχεῖο γιά τήν σπίλωση τοῦ
ἥρωα καί ἀκολουθεῖ θεραπεία τοῦ ἐνόχου διά τῆς προσευχῆς τοῦ συκοφαντηθέ-
ντος: πόρνη πού συκοφάντησε τόν Μέγα Γρηγόριο Θαυματουργό, παίρνοντας τά
λεφτά πού ὑποτίθεται ὅτι τῆς χρωστοῦσε ἀπό ἀνόσιες πράξεις μαζί της, «...πνεύματι
δαιμονίῳ στρεβλωθεῖσα καὶ βρυχηθμῷ θηριώδει παρὰ τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν
ἀνοιμώξασα πίπτει πρηνής, κατὰ τὸ μέσον τῶν συνειλεγμένων, θέαμα φρικτόν τε
καὶ φοβερὸν τοῖς παροῦσιν ἀθρόως, τῶν τριχῶν τε διερρηγμένων καὶ ταῖς ἰδίαις
χερςὶ σπαρασσομένων καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀνεστραμμένων, καὶ τοῦ στόματος τὸν
ἀφρὸν παραπτύοντος, καὶ οὐ πρότερον ἀνῆκε καταπνίγον αὐτὴν τὸ δαιμόνιον, πρὶν
αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν μέγαν ἐπικαλέσασθαι τὸν Θεόν, καὶ ὑπέρ αὐτῆς ἱλεώσασθαι»516.
Στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκραγαντίνων ὄχι μόνο τό
«δόλωμα», δηλ. ἡ γυναίκα δαιμονίστηκε, ἀλλά καί οἱ «ἠθικοί αὐτουργοί» τῆς

514
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 557-558.
515
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 564.
516
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 561.
275

συκοφαντίας, δηλ. οἱ Σαβῖνος καί Κρισκεντῖνος: «...τούτων νεύσει θείᾳ τοῦ συνεδρί-
ου ἐνώπιον λαίλαπι ζοφερᾷ περισχεθέντων ἅμα παντὶ τῷ ἐκείνων συστήματι ἐφ'
ὥραν ἱκανήν. Εἶτα μετὰ τὸ διαλυθῆναι τὴν λαίλαπα πάντων ὀφθέντων μεμελανω-
μένων τὰ πρόσωπα καὶ πεπελιδνωμένων τὰ χείλη, καὶ μάλιστα τῶν ἀρχηγῶν τῆς
συκοφαντίας, ὡς μήτε συσφίγγειν αὐτά, μήτε λαλεῖν ὅλως δύνασθαι καὶ φανερῶς
ἐκ Θεοῦ δεξαμένων τὴν τιμωρίαν, ἣν ἐξ ἐκείνου καὶ τὸ γένος αὐτῶν διεδέξατο,
ἀνίερον εἶναι κατακριθὲν καὶ λειτουργὸν ἐκ τούτου Κυρίου μὴ γίνεσθαι.»517.
Ἀξιοσημείωτο στοιχεῖο εἶναι ὅτι τό στίγμα τῆς συκοφαντίας ἀκολούθησε καί τίς
ἑπόμενες γενεές τῶν συκοφαντούντων ἀποκλειοντάς τους ἀπό τό ἀξίωμα τῆς
ἱεροσύνης. Στήν περίπτωση τοῦ πατέρα Νίκωνα πού συκοφαντήθηκε ἄδικα γιά
διαφθορά κόρης Αἰγυπτίου, μετά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ὅταν τοῦ ζητήθηκε
συγγνώμη ἀπό ὅλους πού δέν τόν πίστεψαν (λαός καί Πατέρες), ἐκεῖνος
ἀποκρίθηκε στηλιτεύοντας τήν ἀνθρώπινη σκληροκαρδία: «συγχωρῆσαι ὑμῖν ὁ
Θεός, ἐγὼ δὲ οὐκέτι ὧδε μενῶ μεθ' ὑμῶν, ὅτι οὐχ εὑρέθη εἷς ἔχων διάκρισιν τοῦ
συμπάθειάν τινα ἐνδείξασθαι εἰς ἐμέ. Καὶ ἀνεχώρησεν εὐθύς ἐκεῖθεν ὁ
γέρων.»518. Οἱ διηγήσεις ἔχουν τό δικό τους τρόπο νά δείχνουν τή σημασία καί τίς
συνέπειες τῆς κάθε ἀνθρώπινης ἐνέργειας μέ βάση τό ἴδιο ὑλικό.
Ἡ προφορική ἀπομνημόνευση ἀπαιτεῖ περισσότερη καί λεπτομερέστερη μελέτη,
ἰδίως στήν τελετουργία. Ὁ Chafe (1982) μελετώντας τή γλώσσα τῶν ἰνδιάνων
Seneca δέχεται πώς ἡ τελετουργική γλώσσα συγκρινομένη μέ τήν καθομιλουμένη,
μοιάζει μέ τή γραφή ὡς πρός τό ὅτι: «ἔχει μιά διάρκεια πού ἡ καθομιλουμένη δέν
ἔχει· ἡ ἴδια προφορική τελετουργία παρουσιάζεται ξανά καί ξανά ὄχι κατά λέξη
ἀλλά μέ περιεχόμενο, ὕφος καί λογοτυπική δομή πού δέν ἀλλάζει ἀπό τέλεση σέ
τέλεση»519. Ἀκόμη καί σέ πολιτισμούς πού γνωρίζουν καί ἐξαρτῶνται ἀπό τήν
γραφή ἀλλά διατηροῦν ζωντανή ἐπαφή μέ τήν προφορικότητα, ἔχουν δηλ. ὑψηλό
προφορικό ὑπόλειμμα, ἡ τελετουργική προφορική ἔκφραση συχνά δέν ἐπανα-
λαμβάνεται κατά λέξη. Μήπως καί αὐτός εἶναι ἕνας παράγοντας πού συνέβαλε
στήν ὕπαρξη τῶν αἱρέσεων; Ἡ μή χρησιμοποίηση τῶν ἰδίων λέξεων καί ἡ
ἀντικατάσταση τους ἀπό συναφεῖς ὅρους μήπως ὁδηγοῦν πολλές φορές σέ

517
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 563.
518
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 567.
519
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.88.
276

ἠθελημένες ἤ ἀθέλητες παρερμηνεῖες; Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται Τῇ 25η τοῦ μηνός


Σεπτεμβρίου ∆ιήγησις περί τοῦ μεγάλου σεισμοῦ520, μέ κεντρικό της θέμα τήν
αἵρεση τῶν Θεοπασχιτῶν πού προσέθεταν στόν τρισάγιο ὕμνο τή φράση:
«σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς».
Παραμονεύει καί ὁ κίνδυνος τῆς γνησιότητας τῶν τετελεσμένων: στό κεφ. 199
τοῦ Λειμωναρίου (σ.232), ὑπάρχει περίπτωση Γέροντα πού καθ' ὅλα ἅγιος καί
καθαρός (κι αὐτό τό ἀποδεικνύει ὅτι ὅταν ἔκανε τήν προσκομιδή στέκονταν δεξιά
καί ἀριστερά του ἄγγελοι), ὅμως τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς τήν εἶχε παραλάβει ἀπό
αἱρετικούς· καί: «ἐπειδὴ ἦταν ἄπειρος σχετικὰ μὲ τὰ θεῖα δόγματα», τήν ἔλεγε
ἐσφαλμένα χωρίς νά τό ξέρει. Οἱ προσδοκίες τοῦ κοινοῦ μποροῦν νά βοηθήσουν
στήν παγίωση θεμάτων καί λογοτύπων.
Ἡ προφορική μνήμη διαφέρει σημαντικά ἀπό τήν κειμενική μνήμη καθώς ἡ
προφορική διαθέτει μιά ὑψηλή σωματική συνιστώσα. Ὁ Peabody παρατήρησε ὅτι σ'
ὅλο τόν κόσμο καί ὅλες τίς ἐποχές ἡ παραδοσιακή σύνθεση ἔχει συνδεθεῖ μέ τή
δραστηριότητα τῶν χεριῶν. Οἱ ἰθαγενεῖς τῆς Αὐστραλίας ὅταν τραγουδοῦν
φτιάχνουν φιγοῦρες μέ σπάγκους. Ἄλλοι λαοί παίζουν μέ κομπολόγια. Οἱ βάρδοι
ἔχουν τύμπανα ἤ ἔγχορδα ὄργανα. Τό Ταλμούδ ἄν καί κείμενο, ἀπαγγέλλεται ἀπό
ὀρθόδοξους Ἑβραίους στό Ἰσραήλ, μέ μπρός-πίσω κίνηση τοῦ στήθους. Οἱ
ἁγιορεῖτες μοναχοί ὅταν προσεύχονται φτιάχνουν κομποσχοίνια. Ἡ προφορική
λέξη ἀντίθετα μέ τή γραμμένη οὐδέποτε ὑπάρχει σ' ἕνα ἁπλό λεκτικό πλαίσιο. Οἱ
προφερόμενες λέξεις εἶναι πάντα τροποποιήσεις μιᾶς ὁλικῆς ὑπαρξιακῆς
κατάστασης, ἡ ὁποία πάντα ἐμπλέκει τό σῶμα.
Μέσα ἀπό τίς κινήσεις καί χειρονομίες τόσο τῶν Γερόντων ὅσο καί τῶν ἐν
δοκιμασία εὑρισκομένων ἀνθρώπων τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων σκιαγραφεῖται
μέ πιό ἔντονα χρώματα ἡ διακύμανση τοῦ συναισθηματικοῦ καί ψυχικοῦ τους
κόσμου. Οἱ Γέροντες ἐνδιαφέρονται καί συμπάσχουν μέ τούς δοκιμαζόμενους. Τά
δάκρυα, μία κίνηση συμπάθειας ἤ ἐνθάρρυνσης πλαισιώνουν τόν λόγο τους.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται:

520
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 66.
277

«Ταῦτα ὁ γέρων ἰδὼν ἐδάκρυσε· καὶ τῇ χειρί τύψας τὸ στῆθος, ἐκάθισε πρὸ τῆς
ἐκκλησίας, ἀποκλαιόμενος σφόδρα τὸν ἀδελφὸν τὸν οὕτως ὀφθέντα αὐτῷ·»521·
«...ἐπὶ τῆς γῆς πάντες πεσόντες, μετὰ δακρύων ὑπὲρ τῆς λυτρώσεως αὐτοῦ σφοδρο-
τέρως καί θερμοτέρως ηὔχοντο.»522·
«Εἶτα κατασχὼν τὴν χεῖρα τοῦ ἀδελφοῦ, ἔφη αὐτῷ· ‘Πρόσεχε σεαυτῷ ἀδελφέ’ καὶ
τοῦτο εἰπὼν ἀπῆλθεν.»523·
«...ὁ δὲ γέρων, δοὺς αὐτῷ χεῖρα καὶ ἀναστήσας, λέγει πρὸς αὐτόν· θάρσει ὅτι ἔστι
μετάνοια.»524.
Ὁ σεβασμός καί ἡ ἐκτίμηση στό πρόσωπο τῶν Γερόντων ἀκόμη καί ἀπό τούς
ὕπατους ἄρχοντες τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας καταδεικνύεται μέσῳ ὀφθαλμοφανῶν
κινήσεων: «Τούτου (ἁγίου Σάββα) οὖν τῇ πόλει ἐγγίσαντος, καὶ λαμπρῶς λίαν ὑπὸ
τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ εἰσδεχθέντος, καὶ γὰρ ἐπειδὴ πόῤῥωθεν ἔτι προϊόντα
διέγνω ὁ βασιλεύς, τῆς καθέδρας, ὡς εἶχεν, ἐξαναστάς, εὐλαβῶς ἄγαν τὴν ἱερὰν
ἐκείνην κεφαλὴν κατησπάζετο.»525.
Ἡ προσευχή τῶν ἀββάδων ἀποτελεῖ τό μόνιμο ἐφόδιο πρός ἀποφυγή τῶν
κινδύνων. Γιά τόν ἅγιο Μαρτίνο πού εἶχε θέσει ὅρο στόν ἑαυτό του νά μήν βλέπει
γυναίκα, ἀναφέρεται: «Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἅγιος ἐκ μήκους ἐρχομένην καὶ ἐκ τῶν
ἱματίων ἐπιγνοὺς ὅτι γυνή ἐστιν, ἑαυτὸν εἰς εὐχὴν δέδωκε, καὶ ἐν τῇ γῇ τὴν ἑαυτοῦ
ὄψιν ἐπεστήριξεν· ἐπί τοσοῦτον δὲ ἡπλωμένος ἐν τῇ προσευχῇ προσεκαρτέρησεν
ἕως οὗ τὸ ἀναιδὲς ἐκεῖνο γύναιον ἀτονῆσαν ἐκ τῆς θυρίδος τοῦ κελλίου αὐτοῦ
ἀπέστη.»526. Καί σέ ἄλλη διήγηση: «...ταῦτα δὲ ὁ ἐπίσκοπος ἀκούσας καὶ ἐπιγνοὺς,
εὐθέως ἐν τῇ γῇ κατακλιθεὶς ἑαυτὸν εἰς προσευχὴν δέδωκεν.»527.
Ἄλλοτε πάλι σκιαγραφεῖται ὁ θρῆνος τοῦ μετανοοῦντος. Μοναχός: «...μετὰ τὸ
τελέσαι τὴν ἁμαρτίαν... βλέπων τὸν σεβάσμιον χαρακτήρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἔρριπτεν ἑαυτὸν ἔμπροσθεν αὐτοῦ μετά πικρῶν δακρύων... ἔρχεται
δρομαίως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, θρηνῶν καὶ στένων καὶ ὀλοφυρόμενος.»528.

521
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.45.
522
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.124.
523
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.44.
524
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.306.
525
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.284.
526
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.360.
527
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.356.
528
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.34-35.
278

Ἄλλος πάλι μοναχός: «Οὕτως αὐτοῦ ἐπὶ ἐνιαυτὸν ὅλον μετανοοῦντος καὶ ταῦτα
μετὰ δακρύων θερμῶς καὶ ὁλοψύχως ἱκετεύοντος ἔν τε νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ
τῇ λοιπῇ κακουχία τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ καταπαδανῶντος καὶ
συντρίβοντος, ἐν μιᾶ καθημένου αὐτοῦ χαμαί, καὶ θρηνοῦντος συνήθως καὶ γοερὸν
ἀνοιμωζόντος ἀπὸ τῆς πολλῆς ἀθυμίας...»529.
Ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Ἀλυπίου ἐκφράζει τήν ἀμηχανία της: «...τῇ δεξιᾷ τὸ μέτωπον
τύπτουσα, τί τοῦτο ἔλεγε;»530.
Στόν ἀββά Σιλουανό ἐντοπίζεται ὁ ἐκστασιασμός τῶν Γερόντων: «Καθεζόμενος
ὁ ἀββᾶς Σιλουανός μετὰ ἀδελφῶν ἐγένετο ἐν ἐκστάσει καὶ πίπτει ἐπὶ πρόσωπον·
εἶτα μετὰ βραχὺ ἀναστάς, ἔκλαιεν...»531.
Στήν προφορική ἐκφορά τοῦ λόγου ἰδιαίτερα τή δημόσια, ἀκόμη καί ἡ ἀπόλυτη
ἀκινησία εἶναι ἀπό μόνη της μία ἰσχυρή χειρονομία. Πρόκειται γιά λογοκίνητο
τρόπο ζωῆς. Πρῶτος τόν ὅρο χρησιμοποίησε ὁ Jousse ἀναφερόμενος στόν ἀρχαῖο
ἑβραϊκό καί ἀραμαϊκό πολιτισμό, πού παρ' ὅτι γνώριζαν γραφή εἶχαν προφορικό
ἀπόθεμα.
Ὑπάρχει ἐδῶ καί εἴκοσι χρόνια ὁ ACRB (Association canadienne des récitatifs
bibliques/ Καναδικός σύλλογος Βιβλικῆς ἀπαγγελίας)· ξεκίνησε ὑπό τήν αἰγίδα τῆς
Louise Bisson πού δίδασκε στό Πανεπιστήμιο τοῦ Laval στό πρόγραμμα Θεολογίας
τήν διδασκαλία μουσικῶν ἀπαγγελιῶν. Ἡ Bisson εἶχε διδαχθεῖ στή Γαλλία, στό
ἵδρυμα Marcel Jousse πού συνεχίζει τό πρωτοποριακό ἔργο τοῦ ὁμώνυμου Ἰησουίτη
πατέρα. Ὁ ACRB ἔχοντας σάν βάση ἀνθρωπολογικές μελέτες προσπαθεῖ νά
ἐξηγήσει καί νά κατανοήσει τί εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζει τή μετάδοση τῆς γνώσης
στούς πολιτισμούς προφορικῆς παράδοσης· ἀνακαλύπτει τή σπουδαιότητα τοῦ
ρυθμοῦ καί τῆς ἐπανάληψης σάν στηρίγματα τῆς μνήμης. Ἡ ἐπαλήθευση τῶν λόγων
του γίνεται μέσῳ τῆς ρυθμικῆς καί μελωδικῆς ἐπένδυσης εὐγγελικῶν κειμένων
(μετάφραση παραβολῶν Ἰησοῦ στά ἀραμαϊκά)· μέ τή βοήθεια τῆς συνεργάτιδάς του
Gabrielle Baron τά ὁρίζει κινησιολογικά καί ἀρχίζει νά τά διαδίδει (αὐτό ἀργότερα
θά ὀνομαστεῖ «μουσική ἀπαγγελία»). Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀξιοσημείωτο: ἀπό τόν
πιό μικρό ὡς τόν πιό μεγάλο συμμετέχοντα καταφέρνουν νά συγκρατήσουν στή

529
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.69.
530
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.180.
531
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.151.
279

μνήμη τους κείμενα πού πολλές φορές εἶναι ἐκτενή· ὁ «λόγος τοῦ θεοῦ» παίρνει
σάρκα καί ὀστά μέσῳ τῆς συμμετοχῆς τοῦ δρῶντος προσώπου σ' αὐτόν. Στόχος
τοῦ ACRB νά φτιάξει ὅλο τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο σέ μουσική ἀπαγγελία. Οἱ
εἰκόνες, τά σύμβολα καί ἡ δυναμική τῶν κειμένων ἀφομοιώνονται σέ περιόδους
ψυχο-πνευματικῆς ἐμβάθυνσης. Ἡ Βίβλος θέτει ἐρωτήματα στή διανόηση, στή μνήμη,
στήν καρδιά καί γιά τόν ACRB καί στό σῶμα. Μέ κάθε φύσημα τῆς ἀναπνοῆς ἀπό
στίχο σέ στίχο, ἕνα κείμενο ἀπομνημονεύεται βάζοντάς το μέσα στό ἀνθρώπινο
σῶμα· τό τραγούδι κάθε φυσήματος ἀναπνοῆς ἐπιτρέπει στό λόγο τοῦ Θεοῦ νά
μπεῖ σιγά-σιγά μέσα στό αὐτί, στό λαρύγγι καί στό σῶμα τοῦ συμμετέχοντος. Ἡ
Louise Bisson τό ὀνομάζει «ἐσωτερικό τατουάζ». Ἡ μουσική πού ἀκολουθεῖ τήν
ἔννοια τῶν λέξεων ὀνομάζεται «σημαντική τῆς μελωδίας» καί ἀντικαθιστᾶ σήμερα
τίς παλαιστινιακές μελωδίες πάνω στίς ὁποῖες ὁ Marcel Jousse καί ἡ ὁμάδα του
ἔφτιαξαν τίς πρῶτες μουσικές ἀπαγγελίες. Σ' αὐτό τό τραγούδι προστίθενται καί
χειρονομίες πού παίρνουν τή σημασία τους, ἀφοῦ τό κείμενο ἔχει μελετηθεῖ στό
περιεχόμενο, τή δομή καί τό λεξιλόγιο του. Ἡ συμβολική τῶν χειρονομιῶν εἶναι
σχετικά ἁπλή: πρός τά πάνω καί δεξιά ἀντιστοιχεῖ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ λατρεία·
πρός τά κάτω καί ἀριστερά ἡ κόλαση, τό κακό, ἡ ἁμαρτία· ὁ «Λόγος» βγαίνει ἀπό
τήν καρδιά ἀπό τό λαιμό καί ἐκπνέεται μέ τήν ἀναπνοή. Ἡ χειρονομία ἐκφράζει τήν
πραγματικότητα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ἐκτός ἀπό τίς χειρονομίες ὑπάρχει
καί ἡ αἰώρηση τοῦ σώματος (οἱ Ἑβραῖοι χρησιμοποιοῦσαν τήν αἰώρηση κατά τήν
προσευχή) πού ἐπιτρέπει στόν ἐσωτερικό μας κόσμο νά γίνει δεκτικός στό Λόγο
τοῦ Θεοῦ (χαλάρωση). Ἡ αἰώρηση τοῦ σώματος ἐπιτρέπει στό μηχανισμό τῆς
μνήμης νά τεθεῖ σέ κίνηση532.
Ἡ σιωπή εἶναι στάση ζωῆς γιά τούς Γέροντες τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Γιά
τόν ἀββά Κρόνιο ἀναφέρεται: «...αὐτὸς δὲ εἴ τι ἐποίει, σιωπῶν ἐποίει· καὶ τοῦτό με
ἐδίδαξε, τὸ ποιεῖν σιωπῶντα.»533.
Ἡ ἁγία Μελανία πάλι ὅταν κάνει μία γενναία οἰκονομική προσφορά στόν ἀββά
Παμβώ περιμένει νά τήν τιμήσει (ἀνθραπαρέσκεια) γι’ αὐτή τήν χειρονομία· ἐπειδή
αὐτό δέν γίνεται, τοῦ ἀναφέρει τήν ἀξία (τριακόσιαι λίτραι) τῆς δωρεᾶς καί τότε ὁ

532
Ἐνημερωτικό ὑλικό Συνεδρίου τοῦ ACRB, Νοέμβριος 2000, Κεμπέκ.
533
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ἰσαάκ, β’, σ.51.
280

Γέροντας χωρίς νά κάνει καμία σωματική κίνηση (ὅτι ἔκανε, συνέχισε νά τό κάνει,
δηλ. νά πλέκει καλάθι) τῆς ἀπαντᾶ αὐτό πού ἀποτελεῖ καί τό σωφρονισμό της
(παιδαγωγική μέθοδος): «ᾯ ἤνεγκας αὐτά, τέκνον, σταθμοῦ χρείαν οὐκ ἔχει. Ὁ
γὰρ τὰ ὄρη σταθμίζων πολλῷ μᾶλλον ἐπίσταται τὴν ποσότητα τοῦ ἀργυρίου. Εἰ μὲν
γὰρ ἐμοὶ αὐτὸ ἐδίδως, καλῶς ἔλεγες. εἰ δὲ θεῷ, τῷ τοὺς δύο ὀβολοὺς μὴ
παριδόντι, σιώπα.»534. Αὐτό πού παίζει ρόλο δέν εἶναι ἡ προσφορά ἀλλά ὁ λόγος
γιά τόν ὁποῖον γίνεται, δηλ. ἡ προαίρεση. Ὄχι ἀπό ἀνθραπαρέσκεια ἀλλά ἀπό πίστη
ὅτι ἡ προσφορά γίνεται στόν ἴδιο τό Θεό. Σημασία δέν ἔχει ἡ ἐμπορική ἀξία τοῦ
τιμήματος -πού ἀναμφισβήτητα καλύπτει ἀνθρώπινες ἀνάγκες- ἀλλά τό κίνητρο
αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, δηλ. ἄν εἶναι κατά Χριστόν ἤ ὄχι (ὑστερόβουλες σκέψεις).
Ἡ πρωταρχική προφορικότητα ὑποθάλπει δομές προσωπικότητας πού κατά
κάποιο τρόπο εἶναι πιό κοινοβιακές καί ἐξωστρεφεῖς καί λιγότερο ἐσωστρεφεῖς
ἀπό ἐκεῖνες πού ἀπαντῶνται ἀνάμεσα στούς ἐγγράμματους. Ἡ προφορική ἐπικοινω-
νία ἑνώνει τούς ἀνθρώπους σέ ὁμάδες. Ἡ γραφή καί ἡ ἀνάγνωση εἶναι μοναχικές
δραστηριότητες πού ἀναδιπλώνουν τήν ψυχή στόν ἑαυτό της. Ἡ μνημοτεχνική
δημιουργεῖ ἡρωϊκούς χαρακτῆρες ὄχι τόσο γιά διδακτικούς λόγους ἀλλά γιά νά
ὀργανώσει τήν ἐμπειρία σέ κάποια μόνιμα ἀπομνημονεύσιμη μορφή. Αὐτό δέν
σημαίνει ὅτι καί ἄλλες δυνάμεις (ψυχαναλυτική θεωρία) πέρα ἀπό τή μνημοτεχνική
λειτουργία παράγουν ἡρωϊκούς χαρακτῆρες καί ὁμαδοποιήσεις. Ἡ ἴδια μνημοτεχνι-
κή ἤ νοητική οἰκονομία ἐπικρατεῖ καί στούς ἐγγράμματους πολιτισμούς πού
διατηροῦν προφορικές πρακτικές (π.χ. ἀφήγηση παραμυθιῶν).
Παράλληλες καταστάσεις συναντῶνται καί στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις: ἡ μορφή
τοῦ Γέροντα μέ τ' ἀλλοιωμένα χαρακτηριστικά τόσο ἀπό τόν τρόπο ζωῆς του ὅσο
καί ἀπό τήν συναρπαγή του μέ τόν Θεό ἀποτελεῖ πρότυπο μίμησης ὁρμούμενο ἀπό
τό ἀρχέτυπον τοῦ Χριστοῦ· ὁ δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος μέ τίς ἀδυναμίες, τά πάθη
καί τίς παρεκτροπές του· ὁ μισάνθρωπος καί μισόκαλος535 (αὐτός πού μισεῖ τό
καλό) διάβολος μέ τίς πολυποίκιλες παγίδες του.
Οἱ παράδοξοι χαρακτῆρες προσθέτουν μνημοτεχνική βοήθεια: μετασχηματισμοί
διαβόλου σέ αἰθίοπα, δράκο, ὡραία γυναίκα· ἡ παρουσία ἀγγέλων σημεῖο παρουσί-

534
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 72.
535
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.456.
281

ας τῆς Θείας δύναμης· ὁ δαιμονισμένος πού θεραπεύεται· ὁ ἀσθενής πού γιατρεύε-


ται μέσῳ θαυματουργικῆς ἐπέμβασης.
Οἱ λογοτυπικές ἀριθμητικές ὁμαδοποιήσεις συνεπικουροῦν: τρία πράγματα
φοβᾶται ὁ διάβολος (τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τό βάπτισμα καί τή Θεία κοινωνία536)·
τήν τρίτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν πραγματοποιεῖται ἡ θαυματουργική ἐπέμβαση
πρός βοήθεια τοῦ μοναχοῦ537· κάποιος γέρων ἰσχυρίστηκε ὅτι σκότωσε τρία πάθη:
τήν πορνεία, τήν φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία538· τρεῖς φορές παρουσιάζεται ἡ
Θεοτόκος στό ὄνειρο τοῦ ἠθοποιοῦ Γαϊανοῦ539.
Καθώς ἡ γραφή καί τελικά ἡ τυπογραφία ἐξελίσσεται, ἀλλάζουν καί οἱ παλιές
νοητικές δομές· ἡ ἀφήγηση στηρίζεται ὅλο καί λιγότερο σέ «διογκωμένους»
χαρακτῆρες μέχρι νά φτάσει τό μυθιστόρημα νά κινεῖται στό πλαίσιο τῆς
συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς.
Ἡ σύνδεση τῶν προτάσεων τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων εἶναι παρατακτική παρά
ὑποτακτική, δηλ. τά κύρια στοιχεῖα μιᾶς δήλωσης εἶναι σέ μιά σειρά ἁπλῶν παραλ-
λήλων, συνδεδεμένων μέ «καί». Ἡ ὑπόταξη τοποθετεῖ δηλώσεις σέ δευτερεύουσες
καί κύριες προτάσεις, καθορίζοντας τίς σχέσεις μεταξύ τους μέ δευτερεύοντες
συνδέσμους ὅπως «ὅταν», «ἐπειδή», «μολονότι». Οἱ προφορικές δομές συχνά
φροντίζουν τήν εὐκολία τοῦ ὁμιλητῆ ἀντίθετα ἀπό τίς χειρογραφικές δομές πού
ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τή σύνταξη (ὀργάνωση τοῦ λόγου)· κι αὐτό γιατί τό
νόημα ἐξαρτᾶται περισσότερο ἀπό τή γλωσσική δομή, ἀφοῦ δέν διαθέτει τό πλῆρες
ὑπαρξιακό πλαίσιο πού περιβάλλει τήν ὁμιλία καί βοηθᾶ στόν καθορισμό τοῦ
νοήματός της ἀνεξάρτητα ἀπό τή γραμματική540.

ii. Ἡ ἀξία τῆς ἐπαναληπτικότητας.

Ἄμεσο ἐνδιαφέρον τῆς ἔρευνάς μας ἀποτελεῖ τό ποιό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς
ἀφήγησης πάνω στόν ἀναγνώστη καί ὄχι ἡ ὕπαρξη «λογοτεχνικοῦ πλεονασμοῦ»
(ἐπανάληψη). Παρ' ὅλα αὐτά ἀνακύπτουν ἐρωτήματα τοῦ τύπου: Ποιά εἶναι ἡ θέση
κάθε φορά τῆς ἀνάδυσης τοῦ πλεονασμοῦ μέσα στήν πλοκή τοῦ βιβλίου; Ποιό

536
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.79.
537
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.76.
538
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ἀβραάμ, σ. 19.
539
Ἰω. Μόσχου, Λειμωναριον, κεφ. 47,σ.57.
540
R. Alter, The art of Biblical Narrative, σ.26· πρβλ. W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ.49.
282

ρόλο ν' ἀποδώσει κάποιος στήν ἐπιμονή μεταξύ πρώτης καί δεύτερης ἐμφάνισης; Τί
εἶναι αὐτό πού ἔχει καταλάβει ὁ ἀναγνώστης ὅτι τροποποιεῖται κατά τήν κατανόηση
τῆς ἀφήγησης; Μπορεῖ κάποιος νά ἐξηγήσει τίς διαφορές τῆς μίας ἐκδοχῆς ἀπό τήν
ἄλλη ἐξαιτίας ἀλλαγῶν πρωταγωνιστῶν ἤ ἐξαιτίας ἀλλαγῆς ἀκροατηρίου; Ποιά
ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς ἐξηγεῖ αὐτές τίς διαφορές;
Ἐντοπίστηκε ὑλικό πού ἔχει εἰπωθεῖ ἀπό διαφορετικούς χαρακτῆρες. Ὁ ἀββᾶς
Ἀνδρέας λέει: «πρέπει τῷ μοναχῷ τὰ τρία ταῦτα: ἡ ξενιτεία, ἡ πτωχεία καὶ ἡ σιωπὴ
ἐν ὑπομονῇ»541. Τό ἴδιο ὑλικό συναντᾶται νά ἔχει εἰπωθεῖ καί ἀπό τόν Θεόδωρο
Φέρμης542.
Ὁ Εὐάγριος ἀναφέρει: «κόπτε τῶν πολλῶν τὰς σχέσεις. μή σου ὁ νοῦς περιστατι-
κὸς γένηται καὶ τὸν τῆς ἡσυχίας ταράξῃ τρόπον.»543. Τό ἴδιο ὑλικό ἀποδίδεται καί
στόν ἀββά ∆ουλᾶ544.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του νεκρό γιά τόν κόσμο· γι' αὐτό κι ὅταν
κληρονομεῖ ἀπό κάποιον συγγενή του πού πέθανε περιουσία λέει στό μαγιστριανό
πού τοῦ ἔφερε τή διαθήκη: «...ἐγὼ πρὸ ἐκείνου ἀπέθανον· αὐτὸς δὲ ἄρτι ἀπέθανε·
καὶ ἀντέπεμψεν αὐτήν, μηδὲν δεξάμενος.»545. Τό ἴδιο ὑλικό ἀποδίδεται καί στόν
ἀββά Κασσιανό546.
Ὁ ἀββᾶς Σιλουανός λέει: «Οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ ὃς ἔχει τὸ ὄνομα αὐτοῦ
μείζον τῆς ἐργασίας αὐτοῦ.»547. Τό ἴδιο ὑλικό συναντᾶται καί στόν ἀββά Ὤρ548.
Ὑλικό διήγησης ὅπου ἄγαλμα λιθοβολεῖται καί μεταφορικά ὑποδεικνύει τή στάση
τοῦ μοναχοῦ πού πρέπει νά εἶναι ἡ ἀπάθεια ὅταν ὑβριστεῖ ἤ δοξασθεῖ, συναντᾶται
στόν ἀββά Ἀμμωνᾶ549, στόν Ἀνούβ550 καί στόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο551: «...οὕτω
καὶ σὺ ἐὰν θέλῃς σωθῆναι, γενοῦ νεκρός· μήτε τὴν ἀδικία τῶν ἀνθρώπων, μήτε τὴν
δόξαν αὐτῶν λογίσῃ.».

541
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.21.
542
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.39.
543
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.34.
544
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.30.
545
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κθ’, σ.8.
546
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.59.
547
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ι’, σ.116.
548
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ι’, σ.126.
549
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.16.
550
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.18.
551
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κγ’, σ.68.
283

Σέ διήγηση πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Σπυρίδωνα552 συναντᾶται τό ἴδιο ὑλικό μέ


αὐτή τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου553. Ἀλλάζουν βέβαια τά χαρκτηριστικά τῶν
προσώπων, ὅπως στήν πρώτη ὁ ἀναζητητής εἶναι «γνώριμος τις», στή δεύτερη χήρα·
στήν πρώτη ὁ νεκρός εἶναι ἡ παρθένος Εἰρήνη, στή δεύτερη ὁ σύζυγος· ἐπίσης
διαφοροποιοῦνται τό ἀντικείμενο τῆς «παραθήκης» καί οἱ συνέπειες τῆς μή
ἀνεύρεσης. Ὅμως ἡ οὐσία εἶναι ἡ ἴδια: τό παράδοξον τῶν «ἀναστάσεων» τῶν
νεκρῶν μέσῳ τῆς ἐπεμβάσεως τῶν Γερόντων καί ἀμέσως μετά τήν ἀνακάλυψη τοῦ
«μυστικοῦ τόπου» καί πάλι ἡ κοίμησή τους.
Ἐντοπίστηκε ἀκριβής παράθεση ὑλικοῦ ἀπό διαφορετικούς ἀφηγητές. Ὑλικό πού
ἔχει εἰπωθεῖ ἀπό τόν ἀββά Ἠλία βρίσκεται τόσο στό Γεροντικόν, η’, σ.38 ὅσο καί
στό Λειμωνάριον, κεφ.52, σ.62: «Στὶς μέρες τῶν Πατέρων μας ἀγαπιόνταν τρεῖς
ἀρετές: ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια. τώρα ὅμως κυριαρχοῦν στοὺς
μοναχοὺς ἡ πλεονεξία, ἡ γαστριμαργία καὶ ἡ θρασύτητα. ὅποιο θέλεις κράτησε».
Ἡ διήγηση τοῦ Συναξαριστή, Τῇ 28η Ἀπριλίου περί τοῦ γενομένου θαύματος ἐν
Ἀφρικῇ ἐν τῇ πόλει Καρθαγένῃ, τ.2, σ.113 συναντᾶται καί στοῦ Ἀναστασίου
ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XL,
σ.83.
Ἡ διήγηση LVII τοῦ Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα
ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ. 84 εἶναι ἡ ἴδια μέ τοῦ Λειμωναρίου, κεφ.192, σ.217
καί ἀναφέρεται σέ ἐπιτίμιο πού ἔβαλε ὁ Πάπας Γρηγόριος σέ μοναχό πού δέν
ὑπάκουσε στήν ἐντολή του γιά ἀκτημοσύνη.
Σέ μερικές περιπτώσεις βέβαια ὑπάρχουν διαφοροποιήσεις στίς λεπτομέρειες. Ἡ
διήγηση Εὐχαρίστου κοσμικοῦ554 ξεκινώντας ἀπό τό γνωστό ἐρώτημα (πιλοτικό):
«εἰς ποῖον μέτρον ἀρετῆς ἔφθασαν» δύο Γέροντες, παρουσιάζει ὑλικό συναφές μέ
Τῇ 17ῃ τοῦ μηνός Νοεμβρίου Μνήμη τῶν ὁσίων Ζαχαρίου τοῦ σκυροτόμου καί
Ἰωάννου καί διήγησις ὠφέλιμος555, καί μέ τή διήγηση Περί τοῦ πένητος τοῦ ἐν τῷ
ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων προσευξαμένου556. Θέμα: Ἡ
κατά Χριστόν ζωή (ἀρετές) Τά στοιχεῖα πού ἀλλάζουν εἶναι τ' ὄνομα τῆς ἐκκλησίας,

552
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.119.
553
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ζ’, σ.66.
554
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.32.
555
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 227.
556
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.52.
284

ἡ κοινωνική κατάσταση τῶν ἡρώων καί τά ὀνόματα (στά Μηναῖα ὁ σκυροτόμος


ὀνομάζεται Ζαχαρίας καί ὁ ἀναζητητής Ἰωάννης· στό Γεροντικόν τό ὄνομα τοῦ
πρωταγωνιστῆ εἶναι Εὐχάριστος· στόν Παύλο Μονεμβασίας τά δρῶντα πρόσωπα
εἶναι ἀνώνυμα).
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις τό πιθανότερο εἶναι ὅτι γράφτηκαν γιά προφορική
παρουσίαση. Οἱ ἀφηγήσεις θά μποροῦσαν νά διαβαστοῦν σέ κάποιο εἶδος
συγκεντρωμένου ἀκροατηρίου (μοναχοί), παρά νά περαστοῦν σέ ὅλους ἀντίτυπα καί
νά διαβαστοῦν ὑπό τή φροντίδα τοῦ καθενός. Τό ξετύλιγμα τοῦ κυλίνδρου ἤ τοῦ
παπύρου εἶναι κατά μία ἄποψη σάν τό ξετύλιγμα τῆς μπομπίνας ἑνός προβολέα
ταινίας· ὁ χρόνος καί ἡ ἀκολουθία τῶν γεγονότων πού παρουσιάζονται δέν θά
μποροῦσαν συνήθως νά σταματήσουν ἤ νά τροποποιηθοῦν καί ὁ μόνος βολικός
τρόπος νά σταθεροποιηθεῖ μία συγκεκριμένη ἐνέργεια ἤ δήλωση εἶναι νά
ἐπαναληφθεῖ. Ἡ γλώσσα στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ποτέ δέν συλλαμβάνεται ὡς
διαφανής φάκελος ἀφηγούμενων γεγονότων ἤ αἰσθητικός ἐξωραϊσμός τους ἀλλά
ὡς δυναμικό συστατικό. Ὑπάρχει ἀνώτατη πεποίθηση σέ μιά τελική συνοχή
νοήματος μέσῳ γλώσσας πού πληροφορεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν
ἀνθρωπότητα. Ὅταν ἡ δράση καί ὁ λόγος ἀνδρῶν καί γυναικῶν πού πάντοτε
ἀντιμετωπίζονται σέ κάποια μοιραία πορεία σύγκλισης ἤ ἀπόκλισης ἀπό τή θεϊκή
καθοδήγηση ἀναφέρονται σέ μᾶς, συνεχῶς θέτει τίς ζωές τους σ' ἕνα πρότυπο
λέξεων. Ξανά καί ξανά γινόμαστε ἐνήμεροι τῆς δύναμης τῶν λέξεων πού κάνει τά
πράγματα νά συμβαίνουν. Ὁ Θεός ἤ ἕνας ἀπό τούς μεσολαβητές Του ἤ μιά καθαρά
ἀνθρώπινη ἐξουσία μιλάει: ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπαναλάβει καί νά ἐκπληρώσει,
νά ἐπαναλάβει καί νά διαγράψει, νά ἐπαναλάβει καί νά μεταμορφώσει· ἀλλά πάντα
βάσει τοῦ ἀρχικοῦ μηνύματος πού ἡ δύναμη τῆς συγκεκριμένης προφορικῆς
μορφοποίησης δέν τοῦ ἐπιτρέπει οὔτε νά ξεχασθεῖ οὔτε ν' ἀγνοηθεῖ. Οἱ ἀνθρώπι-
νες φιγοῦρες μπορεῖ νά δροῦν βάσει τῶν παρορμήσεών τους, ὅμως οἱ ἐνέργειές
τους σέ τελική ἀνάλυση ἐμπίπτουν σέ συμμετρίες καί ἐπαναλήψεις τοῦ σχεδίου τοῦ
Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἀναπόδραστη ἔνταση μεταξύ ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί θεϊκοῦ
ἱστορικοῦ σχεδίου, πού παρουσιάζεται τόσο φωτεινά μέσῳ τῶν ἐπικρατούμενων
ἐπαναλήψεων τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης.
285

Τό διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο πρότυπο τοῦ δοκιμαζόμενου ἀνθρώπου πού


βρίσκει θεραπεία στήν ὑπό τοῦ Γέροντος καθοδήγηση ἐπιβεβαιώνει μιά ὑποβόσκου-
σα ὄψη ἱστορικῆς αἰτιολογίας. Μεταφράζει μ' ἕνα κεντρικό ἀφηγηματικό τέχνασμα
τήν ἀπαρέγκλιτη πρόνοια καί ἐξουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐκδηλούμενου σέ
γλώσσα.
Ἀφηγητές διηγοῦνται: «...ὑπεστρέψαμεν ὑμνοῦντες τὸν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν τὸν
ποιοῦντα θαυμάσια καὶ παράδοξα τέρατα ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν.»557· καί ἀλλοῦ: «ταῦτα ἀκούσας ἐδόξασα τὸν Θεὸν
καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ ἐθάρρησα ταῦτα ἐξειπεῖν πρὸς ὠφέλειαν τῶν
ἀκουόντων»558· καί ἀλλοῦ: «ταῦτα ἀκούσαντες οἱ μοναχοὶ ... ἀπεχώρησαν
θαυμάζοντες καὶ ἐκθαμβούμενοι μεγάλως ἐπί τοῖς παραδόξοις ἔργοις τοῦ
ἐλεήμονος Θεοῦ.»559· καί ἀλλοῦ: «...ἰδόντες οὖν ὅ τε ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ πατέρες
τὸ γενόμενον σημεῖον, ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα
τέρατα ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.»560.
Τό ἐπαναδηλούμενο ὑλικό ἀποκτᾶ συγκεντρωτική δύναμη. Ἡ συνεχής παράθεση
ἱστοριῶν πού ἀναφέρονται σέ δικαίους πού περιέπεσαν σέ πνευματική πτώση ἐξαιτί-
ας τῆς ὑπερηφανείας (Περί Οὐάλεντος, Περί Ἥρωνος, Περί Πτολεμαίου, Περί
ἐκπεσούσης Παρθένου)561 γίνεται μέ τό σκεπτικό τῆς κατάδειξης: «πολλάκις γὰρ
καὶ ἀρετή ὑπόθεσις γίνεται πτώσεως, ὅταν μὴ σκοπῷ ὀρθῷ ἐπιτελεσθῇ»562.
Ἡ παράθεση ὑλικοῦ πού ἀναφέρεται στό βίο ἐνάρετων γυναικῶν μέ συναφές ὑλικό
πού αὐξομειώνεται (Περί Γυναικῶν ἁγίων, Ἔτι περί τῆς ἁγίας Μελανίου, Περί
Σιλβανίας, Περί Ὀλυμπιάδος, Περί Κανδίδας καί Γελασίας, Περί παρθένου τῆς
ὑποδεξαμένης τόν μακάριον Ἀθανάσιον, Περί Ἰουλιανῆς) ἀποδεικνύει σύμφωνα μέ
τά λεγόμενα τοῦ συγγραφέα: «...οὐ παρέργως δὲ τέθεικα καὶ τὰς ἀρετὰς τούτων
τῶν γυναικῶν, ἵνα μάθωμεν ὅτι πολυτρόπως ἔνεστι κερδαίνειν ἐὰν ἐθέλωμεν.»563.
Ὅταν κάποιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ μία λιτή ἀφήγηση σημαδεμένη ἀπό
τυπικές συμμετρίες, πού ἐπιδεικνύει ὑψηλό βαθμό λογοτεχνικῆς ἐπανάληψης, αὐτό

557
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.34.
558
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.56.
559
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.44.
560
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.60.
561
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 152-162.
562
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 156.
563
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 222· τ.2, σ.35-45, 56-60.
286

πού πρέπει ν' ἀναζητήσει εἶναι οἱ μικρές ἀλλά ἀποκαλυπτικές διαφορές στίς
φαινομενικές ὁμοιότητες· τούς κόμβους τῶν ἀναδυόμενων νέων ἐννοιῶν στό
πρότυπο τῶν προσδοκιῶν πού δημιουργοῦνται ἀπό σαφή ἐπανάληψη. Κάθε
ἐπαναδήλωση εἶναι μία νέα δήλωση. Ἐπαναλαμβάνεται ἐνισχύωντας, ἐξειδικεύο-
ντας, σχολιάζοντας, χαρακτηρίζοντας, ἀντιπαραθέτοντας, ἐπεκτείνοντας τό σημα-
σιολογικό ὑλικό κάθε ἀρχικοῦ θέματος.
Ὁλόκληρες δηλώσεις ἐπαναλαμβάνονται εἴτε ἀπό διαφορετικούς χαρακτῆρες,
εἴτε ἀπό τόν ἀφηγητή ἤ ἀπό τόν ἀφηγητή καί ἕνα ἤ περισσότερους χαρακτῆρες μέ
μικρές ἀλλά σημαντικές ἀλλαγές· εἰσαγόμενες ἀλλαγές πού προκαλοῦν
ψυχολογικές, ἠθικές καί δραματικές περιπλοκές στήν ἀφήγηση. Οἱ ἐπαναλήψεις μέ
παραλλαγές καταδεικνύουν ἐνίσχυση, κλιμάκωση, ἐπιτάχυνση ἐνεργειῶν καί
συμπεριφορῶν ἤ κάποια ἀναπάντεχη νέα ἀποκάλυψη χαρακτήρα ἤ πλοκῆς.
Στό Λειμωνάριον, τό κεφ. 186, σ.209-211, εἶναι διήγηση μέ ὑλικό πού ἔχει
συναντηθεῖ τόσο στήν Historia Monachorum in Aegypto, Περί Παφνουτίου, σ. 103
(αὐλητής), ὅσο καί στό Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί
Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας, σ.127. Πρόκειται γιά τή γυναίκα πού χρωστάει
ὁ ἄνδρας της καί εἶναι φυλακή. Μπορεῖ ν' ἀλλάζουν δευτερεύοντα στοιχεῖα, ὅμως
τό κύριο ἀφηγούμενο γεγονός εἶναι: ἡ ἀρχική προαίρεση τοῦ ἥρωα γιά τό
ἀνταλλάξιμο τῆς οἰκονομικῆς προσφορᾶς μέ τό σῶμα τῆς γυναίκας· στή συνέχεια
ὅμως τῆς προσφέρει τό ποσόν λέγοντας: «Βλέπεις ὅτι δὲν σὲ ἄγγιξα φοβούμενος
τὴ κρίση τοῦ Θεοῦ. Πάρε καὶ βγάλε τον καὶ προσευχηθεῖτε γιὰ μένα.».
Αὐτό τό ὑλικό στή διήγηση τοῦ Λειμωναρίου ἀποτελεῖ τό πρῶτο μέρος, γιατί ἡ
ἱστορία ἔχει καί συνέχεια (προσαυξημένη ἐπανάληψη). Ἡ ἀφήγηση ἐξελίσσεται σέ
δύο χρονικά ἐπίπεδα. Τό δεύτερο μέρος πού ἀποτελεῖ καί τήν αἰτία τῆς διήγησης
εἶναι: ἡ εὐποϊία πρός τόν πλησίον ἀποτελεῖ μεσιτεία στό Θεό. Ἀναφέρεται σέ
συκοφάντηση τοῦ τελώνη (Μόσχου) στό βασιλιά ὅτι σκόρπισε τά λεφτά τοῦ
τελωνείου μέ συνέπεια τή φυλακισή του. Ἡ λύση δίνεται μέσῳ ὁράματος πού βλέπει
ὁ τελώνης (συνολικά τρεῖς φορές) μέ γυναίκα νά τοῦ λέει: «Θέλεις νὰ μιλήσω γιὰ
σένα στὸ βασιλιά;». Καί πράγματι ἀποκαθίσταται πέρνωντας προαγωγή καί πίσω τήν
περιουσία του. Τή νύχτα φανερώνεται ἡ ἴδια γυναίκα στόν ὕπνο του καί τοῦ λέει:
«Ξέρεις ποιά εἶμαι; αὐτὴ ποὺ σπλαχνίστηκες καὶ δὲν ἄγγιξες τὸ σῶμα μου γιὰ τὸ
287

Θεό. Νὰ ποῦ σὲ λύτρωσα κι ἐγὼ ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Βλέπεις τὴν φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ;».
Παραλλαγή τῆς ἱστορία ὡς προς τό πρῶτο μέρος της παρουσιάζει τό κεφ.189 τοῦ
Λειμωναρίου, σ. 214· ὁ ἄνδρας τῆς γυναίκας δέν ἐπιτρέπει τήν ἀνταλλαγή τοῦ
σώματός της μέ τό χρέος (ὑποβίβαση ἐπανάληψης). Τῆς λεει: «πήγαινε ἀδελφὴ κι
ἀπόρριψε τὴ συμφωνία μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κι ἐλπίζουμε στὸν Κύριο ὅτι δὲν θὰ
μᾶς ἐγκαταλείψει μέχρι τέλους», ὑποδηλώνει τήν παράμετρο τῆς πίστης καί τήν
ἀνάθεση τῆς ζωῆς του στό Θεό. Καί πράγματι συνκρατούμενος ληστής ἀκούγοντας
τή συζήτηση τοῦ ζευγαριοῦ καί θαυμάζοντας τήν σωφροσύνη τους, τούς μαρτυρεῖ
τόπο πού ἔχει κρυμμένο θησαυρό, πού ἀποτελεῖ καί τό εἰσητήριο τους γιά τήν
ἐλευθερία.
Στό Γεροντικόν, α’, σ.63, ὑπάρχει ὑλικό τοῦ Μακάριου Αἰγυπτίου παρεμφερές μέ
τοῦ ἀββᾶ Νίκωνα, Γεροντικόν, σ.81 καί τή Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί ἀναγνώστου
συκοφαντηθέντος, τ.2, σ.70. Κύριο ἀφηγούμενο γεγονός εἶναι ἡ συκοφαντία.
Παρουσιάζει ὅμως μικρές παραλλαγές: ἄλλοτε ὑπάρχει ἐγκυμοσύνη, ἄλλοτε μόνο
διακόρευση· ἄλλοτε μαρτυράει τή συκοφαντία ἡ ἴδια ἡ γυναίκα, ἄλλοτε ὁ
διακορευτής· ἐπίσης ὑπάρχουν πρόσθετα παράδοξα στοιχεῖα ὅπως ὅταν πάει ὁ
πατέρας τῆς κοπέλας νά φονεύσει τόν ἄδικα κατηγορηθέντα Νίκωνα μέ ξίφος καί
τοῦ ξεραίνεται τό χέρι, ὑλικό πού ἔχουμε δεῖ καί σέ ἄλλη ἱστορία πού ἀφοροῦσε
διαφορετικό θέμα564 (ἀναφέρεται σέ ἀναμέτρηση χριστιανισμοῦ- εἰδωλολατρίας).
Ἐμπέδωση διά τῆς ἐπαναλήψεως: Στήν ὅτι λέει ὁ ἀφηγητής ἐξαφανίζεται μόλις
τό προφέρει. Ὁ πλεονασμός ἤ ἡ ἐπανάληψη αὐτοῦ πού μόλις εἰπώθηκε κρατοῦν
σίγουρα τόσο τόν ὁμιλητή ὅσο καί τόν ἀκροατή στό σωστό δρόμο. Ὁ πλεονασμός
εὐνοεῖται ἀπό τίς φυσικές συνθῆκες τῆς προφορικῆς ἔκφρασης μπροστά σ' ἕνα
μεγάλο ἀκροατήριο παρά στήν πρόσωπο πρός πρόσωπο συνομιλία. Λόγῳ
ἀκουστικῶν προβλημάτων κανένα ἀπό τά μέλη μεγάλου ἀκροατηρίου δέν ἀκούει
καί κατανοεῖ ὅλες τίς λέξεις τοῦ ὁμιλητῆ· ὁπότε πρός ὄφελος τοῦ ὁμιλητῆ
ἐπαναλαμβάνεται τό ἴδιο πράγμα ἤ περίπου τό ἴδιο, δύο καί τρεῖς φορές... (σήμερα
ἡ ἠλεκτρική ἐνίσχυση ἔχει μειώσει στό ἐλάχιστο τά ἀκουστικά προβλήματα).

564
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῶν τριῶν μοναχῶν τῶν
αἰχμαλωτισθέντων ἐν τῇ Ἀφρικῇ, σ.70.
288

Στή διήγηση Περί Παφνουτίου565, μέ ἀφορμή τό: «ἐδέετο τοῦ Θεοῦ γνωρισθῆναι
αὐτῷ τινὸς τῶν κατορθωσάντων ἁγίων εἴη ἂν ὅμοιος» ὑπάρχουν τρεῖς ἐπιμέρους
διηγήσεις: α) ἑνός αὐλητή β) ἑνός πρωτοκομητή γ) ἑνός ἐμπόρου πού ἀναζητεῖ
πολυτίμους μαργαρίτας. Ἐπεισόδια αὐτοτελῆ μέ ἀκριβῶς τόν ἴδιο βασικό ἄξονα,
δηλ. τό σωστό τρόπο ζωῆς τῶν πρωταγωνιστῶν, παρ' ὅτι δέν ἔχουν γνωρίσει τό
χριστιανισμό καί ὁλοκληρώνονται μέ τήν στό ἑξῆς κατά Χριστόν ζωήν, ὕστερα ἀπό
τήν κατήχηση τοῦ Γέροντα. Τό μόνο πού ἀλλάζει εἶναι οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες
(ἐπάγγελμα, παρελθόν, οἰκογενειακή κατάσταση πρωταγωνιστή), ἐνῶ ὁ κοινός
τόπος εἶναι ἡ τροπή τους πρός τό καλό καί ἡ ἀγάπη τους πρός τόν συνάνθρωπο.
Στή διήγηση Περί Ναθαναήλ566, ὁ ἄξονας τῆς διήγησης εἶναι ἕνας: ἡ ὑπομονή καί ἡ
ἐπιμονή τοῦ μοναχοῦ ὥστε νά μήν ἐγκαταλείψει τό κελλί του παρά τίς
ἐπαναλαμβανόμενες (τρεῖς στόν ἀριθμό) προσπάθειες τοῦ πειρασμοῦ· παρουσιάζο-
νται διαφορετικές ἐξωτερικές συνθῆκες μέ πρωταγωνιστῆ τό ἴδιο πρόσωπο.
Οἱ Martin Buber καί Franz Rosenzweig στούς ἐπεξηγηματικούς προλόγους τῆς
γερμανικῆς μετάφρασης τῆς Βίβλου, πού ἔγινε σχεδόν μισό αἰώνα πρίν, ἦταν οἱ
πρῶτοι πού ἀναγνώρισαν τό εἶδος τῆς σκόπιμης ἐπανάληψης τῶν λέξεων πού
ἀποτελεῖ ξεχωριστή σύμβαση τοῦ βιβλικοῦ πεζοῦ λόγου· τήν ἀπεκάλεσαν
Leitwortstil (κυριολεκτικά: «μορφή ἠγετικῆς λέξης»), κόβοντας τή Leitwort στό
μοντέλο τοῦ Leitmotiv567. Μία Leitwort εἶναι μία λέξη ἤ μία λέξη-ρίζα πού
ἐπαναλαμβάνεται σημαντικά σ' ἕνα κείμενο, σέ μία συνέχεια κειμένων, ἤ σέ μία
διαμόρφωση κειμένων. Ἀκολουθώντας αὐτές τίς ἐπαναλήψεις κάποιος εἶναι ἱκανός
νά ἀποκωδικοποιήσει τή σημασία ἑνός κειμένου. Ἡ ἐπανάληψη δέν χρειάζεται νά
εἶναι ἁπλά μία λέξη ἀλλά ἐπίσης καί μία λέξη-ρίζα, στήν πραγματικότητα ἡ ἴδια ἡ
διαφορά τῶν λέξεων μπορεῖ συχνά νά ἐντείνει τή δυναμική δράση τῆς
ἐπανάληψης.
Οἱ «λέξεις-κλειδιά» χρησιμοποιοῦνται πιό χαρακτηριστικά σέ μεγαλύτερες
ἀφηγηματικές ἑνότητες γιά νά διατηρήσουν μία θεματική ἀνάπτυξη καί νά
προσδιορίσουν διαφωτιστικές συνδέσεις μεταξύ φαινομενικά ἀνόμοιων ἐπεισοδί-

565
Historia Monachorum in Aegypto,σ.102-109.
566
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.88-90.
567
R. Alter, The art of Biblical Narrative, σ.93· πρβλ. Α. Γλάρου, Ἡ μνημοτεχνία τοῦ Θείου Λόγου
κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2007.
289

ων. Ὑποστηρίζονται ἀπό σύνολο δευτερευόντων λέξεων-μοτίβων πού σημαδεύουν


τίς συνδέσεις μεταξύ θεματικά παραλλήλων ἀφηγηματικῶν ἑνοτήτων. Στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἡ ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδας καί ἰδιαίτερα τοῦ δευτέρου
προσώπου της, τοῦ Χριστοῦ, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐπιτελοῦνται ἰάσεις, θαύματα καί
δίνονται λύσεις στά δύσκολα γιά τά ἀνθρώπινα μέτρα προβλήματα εἶναι μία τέτοια
Leitwort. Στόν ἀντίποδα της στέκεται ὁ δαίμονας (πειρασμός, αἵρεση, πάθος) μέ τίς
πολυποίκιλες παγίδες του. Ἡ μετάνοια τοῦ δοκιμαζόμενου ἀποτελεῖ ἀκόμη μία
«λέξη-κλειδί» καί φράσεις ὅπως: εἰπέ μοι ρῆμα πῶς σωθῶ ἤ πάτερ πῶς δύναμαι
σωθῆναι ἀπὸ... ἤ τί ποιήσω ἵνα σωθῶ ἤ πῶς σωθῶ;, ἀποτελοῦν τό πλαίσιο της.
Ἐνδεικτικά παραθέτονται στή συνέχεια ἀφηγηματικές ἑνότητες μέ «λέξεις-κλειδιά»
πού σημασιοδοτοῦν καί τόν βασικό στόχο τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων:
Στή διήγηση Περί Εὐλογίου καί τοῦ λελωβημένου, ὁ Μέγας Ἀντώνιος
ἀπευθυνόμενος στό λελωβημένο λέει: «...λελωβημένε, πεπηρωμένε, οὐ παύῃ
θεομαχῶν; οὐκ οἶδας ὅτι ὁ Χριστός ἐστιν ὁ ὑπηρετῶν σοι; πῶς τολμᾶς κατὰ τοῦ
Χριστοῦ ταῦτα φθέγγεσθαι; οὐ διὰ τὸν Χριστὸν ἑαυτὸν ἐδούλωσεν εἰς τὴν σὴν
ὑπηρεσίαν;»568.
Στή διήγηση Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, ὁ Παῦλος λέει στό δαίμονα: «Ἐκβαίνεις, ἤ
ὑπάγω λέγω τῷ Χριστῷ. Μὰ τὸν Ἰησοῦν, ἐάν οὐκ ἐκβαίνῃς ἤδη ἄρτι ὑπάγω λέγω
τῷ Χριστῷ καὶ οὐαί σοι ἔχει ποιῆσαι.»569.
Ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός, μετέπειτα ἐπίσκοπος Βόστρων, πίνει τό ποτήρι μέ τό κρασί πού
τοῦ προσφέρουν οἱ προύχοντες πού ἦταν «μισόχριστοι», γνωρίζοντας («ἀπό Θεοῦ»)
ὅτι εἶναι δηλητήριο καί σταυρώνοντάς το τρεῖς φορές καί λέγοντας: «εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πίνω τοῦτο τὸ ποτήριο», ἔμεινε
ἀβλαβής570.
Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἐφραίμιος ἀπευθυνόμενος πρός αἱρετικό Σεβηριανό
μοναχό λέει: «...καὶ μὲ τὶ τρόπο θέλεις νὰ σὲ θεραπεύσω πλήρως καὶ νὰ σοῦ
ἀποδείξω ὅτι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ καὶ Κυρίου Θεοῦ μας, εἶναι ἐλεύθερη ἡ
ἁγία Ἐκκλησία ἀπό κάθε ἀκαθαρσία αἱρετικῆς διδασκαλίας;»571.

568
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.132-134.
569
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.144.
570
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ 94, σ.105.
571
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 36, σ.42.
290

Ἡ αἱρετική Κοσμιανή ἐνῶ ἤθελε νά προσκυνήσει τό μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, δέν τήν
ἄφησε ἡ Παναγία πού τῆς παρουσιάστηκε σέ ὅραμα καί κατάλαβε ὅτι: «...ἂν δὲν
προσέλθει στὴν Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, δὲν μπαίνει·
κάλεσε εὐθὺς τὸν διάκονο κι ὅταν ἦρθε τὸ ἅγιο ποτήριο, μετάλαβε τὸ ἅγιο σῶμα
καὶ αἷμα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.»572.
Ὁ ἀββᾶς Στέφανος ὁ πρεσβύτερος ὁμολογεῖ: «...ἐγὼ νύχτα καὶ μέρα, δὲν βλέπω
τίποτε ἄλλο παρὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό κρεμασμένο στὸ σταυρό.»573.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης λέει σ' ἕναν τυμβωρύχο πού δυσκολεύεται νά ἐξομολογηθεῖ τά
κρίματά του: «Παιδί μου, ἄκουσέ με... ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς εἶναι σὲ θέση νὰ σοῦ
δώσει τὴ βοήθειά Του· γιατὶ Αὐτὸς μὲ τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία του καὶ τὴν ἄμετρη
εὐσπλαχνία Του ὅλα τὰ ἔπαθε γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ μὲ τοὺς μὲν τελῶνες
ἔφαγε στὸ ἴδιο τὸ τραπέζι, τὴ δὲ πόρνη δὲν ἀποστράφηκε καὶ τὸν ληστὴ
προσδέχτηκε καὶ διατέλεσε φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν κι ὕστερα καταδέχτηκε νὰ
σταυρωθεῖ, θὰ δεχτεῖ καὶ σένα μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια γεμᾶτος ἀγαλλίαση, ἂν
μετανοήσεις καὶ ἐπιστρέψεις.»574.
Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος, ἐπίσκοπος Σελευκείας, διηγούμενος θαυματουργική ἐνέργεια
ἀναφέρει: «Ὅλοι εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεὸ γιὰ τὰ ἀνεκδιήγητα καὶ παράδοξα θαύματά
Του καὶ πολλοὶ πίστεψαν ἀπ' αὐτὸ τὸ θαῦμα καὶ προσῆλθαν στὴν ἁγία καθολικὴ καὶ
ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.»575.
Ὁ ἀββᾶς Θεόδουλος παρακαλεῖ: «∆έσποτα Χριστέ, ὁ Θεός μας, Σὺ ὁ ὁποῖος ἀπὸ
τὴν ἄφατη καὶ ἄμετρητή Σου φιλανθρωπία ἔγειρες τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκες γιὰ
τὴ δική μας σωτηρία, Σὺ ὁ ὁποῖος σαρκώθηκες ἀπὸ τὴ ∆έσποινα τὴν Ἁγία Θεοτόκο
καὶ Ἀειπάρθενο Μαρία, ἀποκάλυψέ μου ποιοί πιστεύουν καλὰ καὶ ὀρθά· ἐμεῖς, οἱ
τῆς Ἐκκλησίας ἢ ὅσοι πιστεύουν τὶς δοξασίες τοῦ Σεβήρου.»576.
Στόν ἀββά Ἐπιφάνιο: «...ἐν ἀρχαῖς τοῦ ἐγκλεισθῆναι, ἄγγελος Κυρίου ἐπιστὰς λέγει·
ὅτι ἐὰν μεθ' ὑπομονῆς δουλεύσῃς τῷ Χριστῷ, ἀξιοῦσαι τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου

572
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 48, σ. 58.
573
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 64, σ. 70.
574
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 78, σ. 85.
575
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 79, σ.90.
576
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 106, σ.116.
291

Πνεύματος, ὅπερ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ γέγονεν, πολὺν γὰρ πλοῦτον καὶ φωτισμὸν
τῆς ἐκλάμψεως τοῦ ἁγίου πνεύματος δεξάμενος διὰ τοῦ θείου φωτός.»577.
Ἐκτός ἀπό «λέξεις-κλειδιά» διακρίνονται καί «χαρακτηριστικές σκηνές» ἤ
«σκηνή-τύπος». Εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο πού συμβαίνει σέ μία δυσοίωνη στιγμή τῆς ζωῆς
τοῦ ἥρωα τό ὁποῖο συντίθεται ἀπό μία σταθερή ἀκολουθία μοτίβων. Συχνά
συνδέεται μέ κάποια ἐπαναλαμβανόμενα θέματα. ∆έν εἶναι συνδεδεμένη μέ
«λέξεις-κλειδιά» ἄν καί περιστασιακά ἕνας ἐπαναλαμβανόμενος ὅρος ἤ φράση
μπορεῖ νά βοηθήσει γιά νά σημαδεύσει τήν παρουσία μιᾶς «χαρακτηριστικῆς
σκηνῆς». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ δοκιμαζόμενου ἀνθρώπου στό Γέροντα γιά ἐξαγόρευση
λογισμῶν ἀποτελεῖ μία τέτοια σκηνή. Ἄλλες τέτοιες σκηνές εἶναι: ἡ ἀντιπαλότητα
τοῦ δοκιμαζόμενου μέ τόν πειρασμό καί τίς περισσότερες φορές ἡ τελική του νίκη·
ἡ διαδικασία θεραπείας δαιμονισμένου ἤ ἀρρώστου ἤ ἡ θαυματουργική κάλυψη
βιοτικῶν ἀναγκῶν.
Ἐντοπίστηκε ἐπαναληπτικότητα καί στά θέματα. Μία ἰδέα ἡ ὁποία εἶναι μέρος τοῦ
συστήματος ἀξιῶν πού καλύπτουν τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις (μέ χροιά ἠθική, ἠθικο-
ψυχολογική, νομική, πολιτική, θεολογική) γίνεται ἐμφανής σέ κάποιο ἐπαναλαμβα-
νόμενο πρότυπο: ὑπακοή ἔναντι ἀνυπακοῆς· ταπεινοφροσύνη ἔναντι ὑπερηφάνειας
καί κενοδοξίας· ἀκτημοσύνη ἔναντι φιλαργυρίας· ἄσκηση ἔναντι ἀκηδίας· ἐγκράτεια
ἔναντι ἐπιθυμίας· πίστη ἔναντι ἀγνωσίας· ὑπομονή καί ἐπιμονή πρός ἐπίτευξη στόχου
ἤ ἀντιμετώπισης προβλήματος· ἀοργησία ἔναντι θυμοῦ578.
Ἡ πρωτοτυπία τῆς ἀφήγησης συνίσταται ὄχι στήν ἐπινόηση νέων ἱστοριῶν, ἀλλά
στήν ἐπιτευξη μιᾶς ἰδιαίτερης ἀλληλοδράσης μέ τό δεδομένο κοινό (ἀκροατήριο)
στή συγκεκριμένη στιγμή. Σέ κάθε ἀφήγηση ἡ ἱστορία πρέπει νά εἰσαχθεῖ κατά
τρόπο μοναδικό σέ μία κατάσταση μοναδική, γιατί τό κοινό πρέπει νά ὁδηγηθεῖ στό
νά ἀντιδράσει συχνά μέ τρόπο ἔντονο. Αὐτό βέβαια δέν ἀποκλείει καί εἰσαγωγή
νέων στοιχείων στίς παλιές ἱστορίες. Τό ἐπιχειρηματικό πνεῦμα τοῦ ἀφηγητῆ,
καθώς καί οἱ παλιοί λογότυποι καί τά παλιά θέματα πρέπει νά ἔρθουν σέ
ἀλληλοδράση μέ νέες καί συχνά περίπλοκες καταστάσεις.

577
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, σ.72.
578
R. Alter, The art of Biblical Narrative, κεφ. Οἱ τεχνικές τῆς ἐπανάληψης, σ.88-113.
292

iii. Μνήμη καί φαντασία.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα ὄχι μόνο νά μαθαίνει, ἀλλά καί νά διατηρεῖ τά


ὅσα ἔμαθε· αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι μπορεῖ νά τά ἀναπλάσει. Μεταξύ
μάθησης καί ἀνάπλασης μεσολαβεῖ ἡ διατήρηση, πού χωρίς αὐτή ἡ ἀνάπλαση θά
ἦταν ἀδύνατη καί ἡ μάθηση ἄσκοπη. Στή διατήρηση συμβάλλουν ἡ φυσιολογική
κατάσταση τοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ λειτουργία τοῦ νευρικοῦ συστήματος, ψυχολογικοί
παράγοντες (κίνητρα, μέθοδοι ἀπομνημόνευσης καί μάθησης), τό περιβάλλον, τό
ποιόν καί ποσόν τῆς πρός μάθηση ὕλης. Ἐπίσης ὁ συναισθηματικός τόνος τῆς ὕλης
(τά εὐχάριστα διατηροῦνται καλύτερα ἀπό τά δυσάρεστα) καί ἡ ἡλικία τῆς ἐντύπωσης
(πρωϊμότερες ἐντυπώσεις διατηροῦνται περισσότερο ἀπό ὄψιμες, δηλ. ἡ
σταθερότητα τοῦ συναισθηματικοῦ σθένους).
Τή διατήρηση ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση, δηλ. ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου νά θεωρεῖ
σά γνωστό ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο ἔμαθε στό παρελθόν. Συνοδεύεται ἀπό ἕνα
συναίσθημα οἰκειότητας πρός τό ἀναγνωριζόμενο ἀντικείμενο. Ὁ βαθμός ἔντασης
δέν εἶναι πάντα ὁ ἴδιος. Ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο οἱ νέοι ἐρεθισμοί συμφωνοῦν μέ
τούς παλιούς καί τή δυναμικότητα μέ τήν ὁποία ἐντυπώθηκαν οἱ παλιοί ἐρεθισμοί. Ἡ
ἀνάπλαση ἤ ἀναπαραγωγή στηρίζεται στόν συνειρμό τῶν παραστάσεων καί
σημαίνει τή συνειδητοποίηση τῶν ἐμπειριῶν ἤ παραστάσεων τοῦ παρελθόντος πού
διατηροῦνται ὡς τότε στό ἀσυνείδητο. Καλή διατήρηση δέν σημαίνει καί καλή
ἀνάπλαση. Σημαντικό ρόλο παίζει ἡ σχέση ἀναπλάθουσας μέ τήν ἀναπλαθόμενη
παράσταση, ἡ ἀνασταλτική ἐπίδραση ἑνός παρεμβαλλόμενου ψυχικοῦ φαινόμενου,
ἡ συγκέντρωση τῆς προσοχῆς (ἑκούσια ἀνάπλαση) καί τά κίνητρα καί συναισθήματα
τοῦ ἀνθρώπου. Καμιά ἀνάπλαση δέν εἶναι πλήρης φωτογράφιση τοῦ περιεχομένου
τῆς ἱστορίας. Ἀκόμη καί ὅταν ἀποδίδεται μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια, διαφέρει ὁ τόνος, ἡ
ἔμφαση ἤ ἡ συναισθηματική χροιά μεταξύ ἀπόδοσης καί πραγματικοῦ περιεχομέ-
νου579.
Ὁ ὅσιος Νεῖλος θρηνώντας τό χαμό τοῦ γιοῦ του ὁμολογεῖ: «Καὶ ἂν μποροῦσε
κάποιος νὰ μοῦ φέρει κάποιο ἀπ' τὰ μέλη τοῦ κορμιοῦ σου... θὰ λάβαινα ἔστω καὶ
μία μικρὴ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὸν πόνο μου! διότι ὅσοι ὑποφέρουν
λιγότερο στὶς δυστυχίες αἰσθάνονται μιὰ κάποια ἀνακούφιση, ὅταν φτάσουν τὰ

579
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή Ψυχολογία, σ.204-221.
293

δεινά· δηλ. ἂν κάποιοι βλέπουν τοὺς δικούς τους νὰ πεθαίνουν καὶ παραστέκονται
στὴν ἀρρώστεια τους, αἰσθάνεται κάποια παρηγοριὰ ἡ καρδιά τους· καὶ καθὼς τοὺς
παραστέκονται ὅταν ψυχομαχοῦν καὶ τοὺς ἀκοῦν νὰ λὲν τὰ τελευταῖα θελήματα καὶ
λόγια τους, ἔχουν νὰ τὰ θυμοῦνται ὅλ' αὐτὰ βάζοντάς τα στὴν καρδιά τους. Ἀκόμη
ἀκολουθώντας τους στὸ μνῆμα καὶ βλέποντας ποῦ τοὺς θάβουν καθὼς καὶ τὶς
τελευταῖες εἰκόνες τοῦ μνήματος, ὅλ' αὐτὰ δίνουν στὸν πονεμένο καὶ χαροκαμ-
μένο μιὰ μεγάλη παρηγοριά, ὅπως ἀκριβῶς ξαλαφρώνει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν τόση
πίκρα της, ἡ πορεία μὲ τὴν συντροφιὰ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων πρὸς τὸ
κοιμητήριο καὶ τὸν τάφο. Ὅμως ἐγὼ ὁ δύστυχος, μὲ τί ἀπ' ὅλα αὐτὰ νὰ παρηγο-
ρήσω τὸν πόνο μου ποὺ δὲν γνωρίζω γιέ μου, μὲ τί λογῆς θάνατο πέθανες; Κι οὔτε
μπορῶ νὰ φέρω κἂν στὸ νοῦ μου τὸ νεκρό σου πρόσωπο, πῶς ἤτανε. ∆ιότι ὅσες
εἰκόνες πραγμάτων ἤ προσώπων δὲν τὶς ἔδωκε ἡ ὅραση στὴ μνήμη, αὐτὲς εἶναι
ὁλωσδιόλου ἀκατάστατες καὶ ἀσταθεῖς, γιατὶ ὁ λογισμὸς τὶς φαντάζεται κάθε
φορὰ καὶ διαφορετικές, καὶ μ' αὐτὲς τὶς συχνὲς ἀλλαγὲς τῆς φαντασίας γελιέται
καὶ τὴν παθαίνει ὁ ἄνθρωπος. Ὤ τι φοβερὸ κακὸ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀφανέρωτη
συμφορά.»580.
Κάθε τι πού γίνεται ἀντιληπτό παρουσιάζεται πάντοτε σάν αὐτό πού εἶναι· κατέχει
μία αὐστηρά καθορισμένη θέση χωρική καί χρονική καί κάθε ἰδιοτητά του εἶναι
καθορισμένη. Ὑπόκειται δηλ., στήν ἀρχή τῆς ἀτομίκευσης κάτι πού δέν ἰσχύει στίς
παραστάσεις (μνημονικές καί φανταστικές), καθώς ἐπηρεάζονται ἀπό συναισθηματι-
κούς παράγοντες. Γι’ αὐτό καί ἀκολουθεῖται ἡ ἀρχή τῆς αὐτοψίας στίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις, γι’ αὐτούς πού θέλουν νά ἔρθουν σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τό πρός μελέτη
ἀντικείμενο. Ἐπισκέπτες στούς Γέροντες ὁμολογοῦν ὅτι: «...τῆς δὲ ὁράσεως ἡμῖν ἡ
μνήμη οὐκ ἀπαλείφεται ἀλλ' ἡ ἱστορία τῇ διανοίᾳ οἱονεὶ ἐντετύπωται.»581. Ἀλλά καί
οἱ ἴδιοι οἱ Γέροντες ὅταν τούς ζητηθεῖ ἡ γνώμη τους γιά κάποιον μαθητή τους,
ἀκολουθοῦν αὐτή τή ἀρχή: Γέροντες ἐπισκέπτονται τόν ἀββά Σιλουανό: «καὶ
ἐνεκάλουν αὐτῷ περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· ὁ δὲ λαβὼν αὐτοὺς ἐξῆλθε καὶ
διερχόμενος τὰ κελλία τῶν ἀδελφῶν, ἔκρουε εἰς ἕκαστον κελλίον...»582.

580
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Περί τῆς ἀναιρέσεως
τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ. 80.
581
Historia Monachorum in Aegypto,σ.16.
582
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.516.
294

Λήθη εἶναι ἡ λειτουργία πού ἀντιστρατεύεται τήν διατήρηση ἤ τήν ἀνάπλαση.


Βασικότερο αἴτιο τῆς λήθης εἶναι ὁ χρόνος, ὄχι ὁ ἀντικειμενικός, ἀλλά τά βιώματα
πού ζεῖ ὁ καθένας μέσα στό χρόνο καί τά ὁποῖα μεσολαβοῦν μεταξύ τῆς μάθησης
καί τῆς ἀνάπλασης· ἐπίσης καί ἡ ἔλλειψη κινήτρων583. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις
ὄχι μόνο ἀναφέρονται σ' αὐτήν, ἀλλά γνωστοποιοῦν τίς αἰτίες καί τή θεραπεία της:
«Λήθη καθ' ἑαυτήν, οὐδὲ μίαν ἔχει δύναμιν, ἀλλ' ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀμελειῶν κατὰ
ἀναλογίαν κρατύνεται· ἀπὸ φιληδονίας ἀμέλεια καὶ ἀπὸ ἀμελείας, λήθη προσγί-
νεται· τῶν συμφερόντων γὰρ τὴν γνῶσιν ὁ Θεὸς πᾶσι δεδώρηται. Μνήμη Θεοῦ
ἐστὶ πόνος καρδίας ὑπὲρ εὐσεβείας γινόμενος· πᾶς δὲ ὁ ἐπιλανθανόμενος τοῦ
Κυρίου, ἡδυπαθὴς καὶ ἀνάλγητος γίνεται. Μὴ λέγε ὅτι ἀπαθὴς θλίβεσθαι οὐ
δύναται· κἂν γὰρ μὴ ὑπέρ ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦ πλησίον τοῦτο κεχρεώστηκεν.»584.
Οἱ αἰτίες τῆς λήθης εἶναι συγκεκριμένες: «Πρόσεχε οὖν σεαυτῷ, ἀδελφέ, μήπως
τις τῆς ἀπωλείας ἀποστήσει σε τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἥγουν χρυσός, ἢ ἄργυρος, ἢ
οἰκήματα, ἢ ἡδονή, ἢ μῖσος, ἢ ὀνειδισμός, ἢ ὕβρις, ἢ κάκωσις, ἢ πᾶς ἰὸς τοῦ
δράκοντος τοῦ ἐμφυσώντος ἐν τῇ καρδία ἡμῶν.»585.
Ἡ θεραπεία τῆς λήθης ἐπιτυγχάνεται μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή. Στόν ἀββά
Σέριδο586 συναντᾶται ὑλικό πού ὑπάρχει καί στό Γεροντικόν καί ἀποδίδεται στόν
Ἰωάννη Κολοβό587. Ὁ Σέριδος (πού εἶναι καί ἡγούμενος) ἐπισκέπτεται τόν ἀββά
Ἰωάννη πού εἶναι ὁ Γέροντας του, ἐκεῖνος τοῦ ζητάει νά κάνει κάτι, κι ὁ Σέριδος τό
ξεχνάει. Ὅταν αὐτό ἐπαναλαμβάνεται ἀρκετές φορές, τότε ρωτάει τό Γέροντά του
γιατί συμβαίνει αὐτό, κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ τοῦτο ἐγένε-
το, ἵνα ἴδῃς τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν μακροθυμίαν τοῦ Γέροντος καὶ γένῃ αὐτοῦ
μιμητής.».
Ἡ ἴδια ἱστορία βρίσκεται καί στόν Εὐεργετινό588, μέ τήν παραλλαγή ὅτι ὁ μαθητής
δέν ἔχει τό θάρρος νά ξαναπάει στό Γέροντα καί σέ τυχαία συνάντησή του μ' αὐτόν
τοῦ ἐκθέτει τό λόγο· τότε ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ διά παραδείγματος: «...καὶ λέγει
αὐτῷ ὁ Γέρων· ὕπαγε ἅψαι λύχνον· καὶ ἤψε. Εἶπε δὲ αὐτῷ πάλιν· φέρε ἄλλους

583
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή Ψυχολογία, σ.207.
584
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου Μάρκου, τ.4, σ.208.
585
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.18, σ.202.
586
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, Ἐκδ. «Ἑτοιμασία» Ἱ. Μονῆς
Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1997, σ.64.
587
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιη’, σ.46-47.
588
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.618.
295

λύχνους καὶ ἄψον ἐξ αὐτοῦ· καὶ ἐποίησεν οὕτως. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης
μὴ τίποτε ἐβλάβη ὁ λύχνος ὅτι ἀνῆψας ἐξ αὐτοῦ καὶ ἄλλους λύχνους; Ἀπεκρίθη
ἐκεῖνος οὐχί· Καὶ λέγει ὁ Γέρων· οὕτως οὐδὲ Ἰωάννης, ἐὰν ἡ Σκῆτις ὅλη ἔρχεται
πρός με, οὐ μή με ἐμποδίσει ἀπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ· τοίνυν ὅτε θέλεις ἔρχου,
μηδὲν διακρινόμενος. Καὶ οὕτω διὰ τῆς ὑπομονῆς ἀμφοτέρων ἧρε τὴν λήθην ὁ
Θεὸς ἀπὸ τοῦ Γέροντος».
Μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀνακύπτει καί ἡ παράμετρος τῆς
«ἐπιλεκτικῆς» λήθης πού βασίζεται στήν ἀνθρώπινη προαίρεση: «Εἶπε γέρων· θαῦμα
πῶς τὰς μὲν εὐχὰς εὐχόμεθα ὡς καὶ παρόντος τοῦ θεοῦ, καὶ ἀκούοντος ἃ
λέγομεν, τὰς δὲ ἁμαρτίας οὕτως ἀδεῶς πράττομεν, ὡς Αὐτοῦ ἀπόντος καὶ μὴ
βλέποντος ἡμᾶς καὶ τὰ ἡμέτερα.»589.
Ἀπό τούς ψυχοδυναμικούς παράγοντες οἱ σημαντικότεροι γιά τή λήθη εἶναι οἱ
ἀσυνείδητοι, δηλ. ἐκεῖνοι πού ἐνεργοῦν αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἔλλογη
βούληση καί γνώση μας στά βάθη τοῦ ἀσυνείδητου. Ὁ ψυχολογικός μηχανισμός
πού κατεξοχήν ὁδηγεῖ τά κίνητρα στό ἀσυνείδητο εἶναι ἡ ἀπώθηση. Εἶναι ἡ
περίπτωση πού τό ἄτομο ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη ὁρισμένων κινήτρων ἤ ἄλλων
ψυχικῶν φαινομένων του, τά ὁποῖα τοῦ εἶναι κατά κάποιο τρόπο δυσάρεστα καί τά
καταπιέζει στό ἀσυνείδητο πού ὅμως ἐξακολουθοῦν νά δροῦν ἐν κρυπτῷ ἀλλά ἡ
συνείδηση δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξή τους καί γι' αὐτό λησμονοῦνται, δηλ. δέν
συνειδητοποιοῦνται590.
Σέ μία διήγηση591, ἄλλη ἐρώτηση κάνει ὁ συμβουλευόμενος καί γιά ἄλλο θέμα
παίρνει ἀπάντηση ἀπό τόν Γέροντα. Αὐτό ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ διορατικοῦ
χαρίσματος τοῦ Γέροντα πού καταλαβαίνει καί ἀποκρυπτογραφεῖ αὐτά πού θέλει
πραγματικά νά ρωτήσει καί νά μάθει ὁ συμβουλευόμενος γιά νά θεραπεύσει τήν
ψυχή του: Ὁ ἀββᾶς Συμεών ρωτεῖται ἀπό τόν τυφλό Γέροντα Ἰουλιανό, πού ἐξαιτίας
τῆς ὅρασης ἔχει καιρό νά κοινωνήσει, ὅπως ὁ ἴδιος τοῦ ἀναφέρει, γιά τό τί πρέπει
νά κάνει μέ ἀδελφό πού πόρνευε κι ἄλλον πού εἶχε κάνει ὅρκο μαζί του. Ἡ
ἀπάντηση εἶναι: «μὴν ἀναχωρήσεις καὶ ἀποσχιστεῖς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία... καὶ ὑπάρχει
κάποιος γέροντας μὲ τὸ ὄνομα Πατρίκιος... καὶ λέει καὶ αὐτὸς τὴν εὐχὴ τῆς

589
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.6, σ.210.
590
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή Ψυχολογία, σ.211.
591
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 96, σ. 106.
296

προσκομιδῆς καὶ δική του λογίζεται ἡ ἁγία ἀναφορά». Ὁ παντογνώστης ἀφηγητής


φέρει ὡς δεδομένα στοιχεῖα τῆς διήγησης ὅτι ὁ συμβουλευόμενος ἦταν σκανδα-
λισμένος μέ τόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο στόν ὁποῖο ἀνῆκε τό κοινόβιό
του καί ἀπέφευγε νά ἔρθει σέ μυστηριακή κοινωνία μαζί του.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀναφέρονται στό πραγματικό μέ δύο τρόπους: μέ
ἕνα μνημονικό παρελθόν καί μέ κάποιες γραπτές ἤ προφορικές πηγές. Μέ αὐτό
τόν τρόπο, τό περιεχόμενο τῆς ἀφήγησης δέν εἶναι ποτέ κάτι ὑπαρκτό μέ ἐκεῖνον
τόν τρόπο πού θά τό ἔκανε νά εἶναι παρόν στή συνείδηση τῶν συγχρόνων του (τοῦ
συγγραφέα-συμπιληττῆ). Τήν ἀναφορικότητά της ἡ ἀφήγηση δέν τή στηρίζει στή
σύγχρονη πραγματικότητα καί οἱ σχέσεις τοῦ ἀφηγήματος μέ αὐτήν τοποθετοῦνται
στό πλαίσιο μιᾶς ἔμμεσης ἤ καί ἄμεσης κριτικῆς πάνω σ' αὐτήν τή σύγχρονη
πραγματικότητα. Ἔτσι αὐτό πού ἀφηγεῖται ὁ ἀφηγητής δέν εἶναι κάτι φανταστικό
ἀλλά ἦταν κάτι πραγματικό: τό φανταστικό εἶναι τό παρελθόν, δηλ. τό πραγματικό
πού πέρασε καί πού δέν ἰσχύει πιά ὡς τέτοιο στή σύγχρονη του πραγματικότητα.
Συμβαίνει μετατροπή τοῦ συγγραφέα-συμπιλητῆ σέ ἱστορητῆ, δηλ., σέ κάποιον πού
ἀφηγεῖται γεγονότα πού εἶναι ἱστορικά ἀλλά ἡ προθεσή του δέν εἶναι νά δώσει
ἐξακριβωμένες πληροφορίες· ἁπλά ἀναζητεῖ καί ἀντλεῖ ἀπό τήν ἱστορία τά στοιχεῖα
ἐκεῖνα πού ταιριάζουν μέ τόν κόσμο της φαντασίας του καί ἔτσι γίνονται ὑλικό
κατάλληλο γιά τίς ἀφηγήσεις του. Ἡ φαντασία τοῦ συγγραφέα-συμπιλητῆ εἶναι
ἀναπλαστική καί ἔχει πολλά κοινά μέ τή μνήμη καί δέν λειτουργεῖ συνειρμικά ἀλλά
ἐλέγχεται ἀπό τή βούληση. Ἡ μνήμη τοῦ συγγραφέα εἶναι περισσότερο ἑκούσια καί
λιγότερο ἀκούσια, εἶναι μία μνήμη περισσότερο ἱστορική καί λιγότερο προσωπική.
Εἶναι ἑκούσια μέ τή σημασία πώς ἐλέγχεται ἀπό τή βούληση· ὑπηρετεῖ μία πρόθεση
ἀνασύστασης παρελθόντος, μέσα στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας ψάχνει στοιχεῖα καί
καταστάσεις πού ἀνταποκρινόμενα σέ κάποια στοιχεῖα τῆς ὕπαρξής του, θά τόν
βοηθήσουν στόν καθορισμό τῆς προσωπικῆς του ταυτότητας. Τά στοιχεῖα πού
ἀνακαλεῖ, ἄλλα ἀνήκουν σέ μνήμη ἱστορική (κείμενα πηγῶν) καί ἄλλα σέ προσωπι-
κή (προσωπικά βιώματα). Ἡ μνήμη τοῦ συγγραφέα λειτουργεῖ σάν μία πραγματική
«ὅραση», δηλ. μία ἱκανότητα νά βλέπει ὄχι μόνο τά ἐφήμερα ἀλλά καί τά αἰώνια·
μία δύναμη ἀναγωγῆς ἀπό τά αἰσθητά στά νοητά· μιά δύναμη πού μετατρέπει τό
χρόνο ἀπό παράγοντα διαφοροποίησης ὅρασης καί μνήμης σέ παράγοντα
297

συμφιλίωσης καί συνεργασίας τους. Ὁ χρόνος δέν εἶναι αὐτός πού ἐμποδίζει
κάποιον νά δεῖ αὐτό πού πέρασε χρονικά, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι αὐτός πού τό φέρνει
μπροστά στήν ὅρασή του. Αὐτή ἡ χρονική ἀπόσταση ἀφοῦ καθάρει τά πρόσωπα καί
τά γεγονότα ἀπό τό περιστασιακό καί τό μικρόλογο, φέρνει μαζί της καί τό
ἀξιομνημόνευτο αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ ἐπέμβαση τοῦ
συγγραφέα μέ τό ἔργο του. Πρόκειται γιά μνήμη-ἐπίκληση, μνήμη-ἀναζήτηση592.
Ὁ ρόλος τῆς φαντασίας εἶναι πρωταρχικός στή λογοτεχνική δημιουργία. Μέ τό
παιγνίδι ἀνάμεσα στό παγματικό καί τό φανταστικό, ὁ συγγραφέας ἐπιδιώκει νά
παγιδεύσει τόν ἀναγνώστη του. Χρησιμοποιεῖ γι' αὐτό τό σκοπό τήν ἀληθοφάνεια,
δηλ. μιά ρητορική στρατηγική τήν ὁποία ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει ὡς «κατά τὸ εἰκὸς καὶ
τὸ ἀναγκαῖον». Παράγοντας πού μπορεῖ ν' ἀμφισβητήσει τό κριτήριο τῆς ἀληθοφά-
νειας εἶναι ἡ διαφορετική ἐμπειρία. Ἀνάλογα δηλ. μέ τό πλῆθος καί τό εἶδος τῶν
ἐμπειριῶν του κάποιος μπορεῖ νά βρεῖ μία ἱστορία πιθανή ἐνῶ ἄλλος νά τή
θεωρήσει ἀπίθανη ἤ φανταστική. Πάντως ἡ ἀτομική ἐμπειρία ἐκ τῶν πραγμάτων
εἶναι περιορισμένη. Συμβαίνουν γεγονότα στόν κόσμο πού θά μποροῦσαν νά
θεωρηθοῦν φανταστικά. Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀληθοφάνεια ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀτομική
ἐμπειρία, δέν εἶναι κάτι δεδομένο καί ἔχει νόημα ὅταν συναρτᾶται μέ τήν ἐμπειρία
τοῦ μέσου ὅρου. Σ' αὐτήν ἀκριβῶς ἀποβλέπουν οἱ παραδοσιακοί μυθιστοριογράφοι
πού χρησιμοποιοῦν εἰδικές λεπτομέρειες γιά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τό πλαί-
σιο (φυσικό καί γεωγραφικό περιβάλλον, κοινωνικός περίγυρος, ἐπαγγέλματα). Ἡ
Σημειωτική μετέθεσε τό πρόβλημα ἀπό τήν πραγματικότητα στό κείμενο, μέ τήν
ἀντικατάσταση τῆς ἔννοιας τῆς πραγματικότητας ἀπό τήν ἔννοια τῆς ἀναφορικότη-
τας. Ἀπό τή φύση του τό γλωσσικό σημεῖο, ἐφόσον ἀποτελεῖ ἐσωτερική συνάφεια
ἀνάμεσα στήν ἀκουστική εἰκόνα καί τή σημασία της, στό σημαῖνον καί τό σημαινό-
μενο, δέν ἔχει καμμιά σύνδεση μέ κάτι ἄλλο ἔξω ἀπό αὐτό. Τό σημαινόμενο συν-
δέεται ἔμμεσα μέ τά ἀναφερόμενα (πράγματα, πρόσωπα, ἔννοιες) κι ἐδῶ ἐμπλέ-
κεται ἡ ἐξωτερικότητα. Ὡστόσο δέν ὑπάρχει ἀπευθείας συνάφεια ἤ σχέση ἀνάμεσα
στίς λέξεις καί τά ἀναφερόμενα. Μιά τέτοια πίστη ἀποτελεῖ ψευδαίσθηση. Τό

592
πρβλ. Β. Ἀθανασόπουλου, Ἡ Θεωρία καί ἡ πράξη τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης τοῦ Φώτη Κόντογλου,
σ.22-28.
298

λογοτεχνικό φαινόμενο τοποθετεῖται στίς σχέσεις τοῦ κειμένου μέ τόν ἀναγνώστη


καί ὄχι τοῦ κειμένου μέ τό συγγραφέα ἤ τοῦ κειμένου μέ τήν πραγματικότητα593.
Ἡ φαντασία συνίσταται στό σχηματισμό νέων παραστάσεων σέ ἀντίθεση μέ τή
μνήμη πού συνίσταται στή διατήρηση καί ἀνάπλαση αὐτούσιων, κατά τό δυνατό,
παλιῶν καί γνωστῶν παραστάσεων. Τό νέο ὅμως καί πρωτότυπο δημιούργημα, τό
προϊόν τῆς φαντασίας, δέν ἀποτελεῖται ἀπό νέα ὑλικά γιατί εἶναι οἱ παλιές
παραστάσεις τῆς ἐμπειρίας, πού ἡ μνήμη διατήρησε στό ἀσυνείδητο καί πού ὁ
ἄνθρωπος ζυμώνει, ἀλλοιώνει καί ἀναδομεῖ σχηματίζοντας ἔτσι τίς νέες παραστά-
σεις τῆς φαντασίας. Χωρίς τή διατήρηση τῶν παραστάσεων τοῦ παρελθόντος,
χωρίς τή μνήμη, δέν ὑπάρχει φαντασία. Ἡ ἀναδόμηση καί ἡ ἀλλοίωση καθώς καί ὁ
συνδυασμός παραστάσεων συμβαίνουν κυρίως ἀσυνείδητα. Εὐδιάκριτα ἀναδύονται
ἀπό τά συμφραζόμενα τοῦ ὁσίου Νείλου, ἡ περιγραφή τῶν λειτουργιῶν τῆς μνήμης
καί τῆς φαντασίας: «Ὡστόσο θέλω νὰ πῶ μονάχα ἐκεῖνο, ποὺ μὲ ἀναγκάζει κατὰ
κάποιο τρόπο τὸ πάθος μου νὰ τὸ πῶ ἐλπίζοντας νὰ ξαλαφρώσω ἔτσι καὶ νὰ
λευτερωθῶ ἀπ' τὴν πολλὴν ὀδύνη, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ θυμοῦμαι τὰ ὅσα εἶδα. ∆ὲν
ξέρω πῶς νὰ ὑποφέρω ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ μήτε νὰ τὸ θυμηθῶ δὲν μπορῶ
εὔκολα. Λίγο ἀκόμη καὶ θ' ἀρχίσω νὰ ἐχθρεύομαι τὰ ἴδια μου τὰ μάτια, ποὺ εἶναι ἡ
αἰτία νὰ φέρνω στὴ φαντασία μου τὶς τοποθεσίες ἐκείνων τῶν φοβερῶν κακῶν,
ὅπου μὲ βία ὁ νοῦς μὲ φέρνει καὶ μὲ κάνει νὰ στοχάζομαι· πότε φέρνει τὸ πάθος
μου νὰ μὲ τριβελίζει τὴ νύχτα μὲ τὰ ὄνειρα πότε τὴ μέρα μὲ τοὺς λογισμούς κ' ἔτσι
μὲ χτυπάει παντοτινά. Κι αὐτὴ ἡ φροντίδα δὲν μὲ ἀφήνει οὔτε στὸν ὕπνο νὰ
κοιμηθῶ, δίχως νὰ μὲ ταράξει κάποια φαντασία ἐκείνων τῶν συμβάντων
δείχνοντάς μου τὰ σχήματα καὶ τὶς ματωμένες μορφὲς τῶν πρὶν λίγο μόλις
σφαγμένων, ποὺ τὰ κορμιά τους ἀκόμη σπαράζουν! Κ' ἔτσι ὡσὰν νὰ ἦταν καινούρια
τὰ παθήματα, μοῦ τ' ἀνανεώνει ἡ φαντασία. Κρίνω λοιπόν ἀπαραίτητο, ἂν ὁ καιρὸς
μᾶς παίρνει, νὰ σᾶς διηγηθῶ γιὰ τὴ ζωή τῶν Ἁγίων ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖνο τὸν
τόπο, καθὼς καὶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν βαρβάρων ἐκείνων Ἀράβων ποὺ τοὺς σκότωσαν,
γιὰ νὰ πάρει ὁ λόγος τὸ φυσικό του δρόμο, μὴν ἀφήνοντας τίποτε ἀπ' ὅσα πρέπει
νὰ μάθει κανείς, ὅταν θέλει ν' ἀκούσει ὅλα τά γεγονότα μὲ λεπτομέρειες.»594.

593
πρβλ. Γ. Παγανοῦ, Ἡ Νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ.17-19.
594
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Περί τῆς ἀναιρέσεως
τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ. 90-91.
299

Τό φανταστικό ἀποτελεῖ γιά τόν συγγραφέα ἕνα συμβατικό τρόπο φυγῆς. Ἴσως
ἡ ἀποστροφή του γιά τή σύγχρονή του πραγματικότητα, γίνεται ἕνα τρόπος
«ἀναχώρησης» ἀπό τόν κόσμο. Καταφεύγει σ' ἕνα ὑπαρκτό ἱστορικό κόσμο τοῦ
παρελθόντος πού εἶναι κοιτίδα μιᾶς παράδοσης πού τή θεωρεῖ σάν τή μόνη
ἀμόλυντη πραγματικότητα. Αὐτή ἡ τάση ἐπιστροφῆς-καταφυγῆς στή παράδοση
καθορίζεται καί τοπικά. Καί μιά καί ὁ τόπος πού ἀναπτύχθηκε γιά τό ἐρευνώμενο
ὑλικό μας, εἶναι τόπος κατακτημένος καί χαμένος γιά τή Βυζαντινή αὐτοκρατορία,
ἀποκτᾶ ἐκτός ἀπό μία θεολογικοῦ περιεχομένου σωτηριολογική διάσταση καί μία
ἰδεολογική ἀπόχρωση στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Εἶναι ἕνας διάλογος
ἀνάμεσα στή συνείδηση τοῦ παρόντος καί στήν ἀνάμνηση τοῦ παρελθόντος. Αὐτή ἡ
προσπάθεια ἐπικαιροποίησης καί διατήρησης ἑνός παρελθόντος-παράδοσης
ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπό τήν προσέγγιση τοῦ χρόνου τῆς γραφῆς μέ τόν χρόνο τῆς
ἀφήγησης. Πετυχαίνεται διά τοῦ ὕφους καί τῆς γλώσσας πού χρησιμοποιεῖται καί
ταιριάζουν ἀπόλυτα μέ τά ἀφηγούμενα. Ἔτσι διασώζεται ἡ χρονική διάσταση τοῦ
παρελθόντος ἀλλά ἐξασφαλίζεται καί μία ἐπανοικείωση τοῦ χώρου ἐκείνου μέσα
ἀπό μία ἀνανεωμένη γνωριμία του. Μία γνωριμία πού καθορίζεται ἀπό τήν πείρα
πού ἀποκτήθηκε στό χρονικό διάστημα πού ἀκολούθησε τό χρόνο τῆς βίωσης,
μέχρι τό χρόνο πού γίνεται ἡ ἀναδρομή-ἀναπόληση-ἀνάπλαση, δηλ. μιά γνωριμία
τοῦ παρελθόντος ἀνανεωμένη μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ παρόντος595.
Ἡ διά τῆς ἱστορικῆς ἀναδρομῆς ἀναδόμηση τοῦ παρελθόντος εἶναι συχνή μέσα
στά κείμενα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας προτείνει: «Ζήτησον
γὰρ τὸν βίον ἑκάστου τῶν ἁγίων καὶ εὑρήσεις αὐτοὺς κακὰ ὑπομείναντας, καὶ μὴ
ἀνταποδεδωκότας· ἤγουν τοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρας, καὶ
τοὺς λοιποὺς τῶν ἁγίων, ὧν πάντων τὸ αἷμα ἀναβοᾷ, ἐκδίκησον ἡμᾶς ἀπὸ τῶν
κατοικούντων τὴν γῆν. Καὶ γὰρ οὗτοι πάντες κακῶς πάσχοντες ἐμακροθύμουν, μὴ
ἀνταποδιδόντες τινί, μηδὲ ὀργιζόμενοι, καὶ ἀποκτεινόμενοι, ἢ λιθαζόμενοι, ἢ
κατακαιόμενοι, ἢ καταποντιζόμενοι, ἢ κατακοπτόμενοι, ἐμακροθύμουν πρὸς τοὺς
κολάζοντας καὶ ηὔχοντο ὑπὲρ αὐτῶν, ἵνα συγχωρηθῇ αὐτοῖς, εἰδότες ὅτι οὐ κατὰ τὸ

595
πρβλ. Β. Ἀθανασόπουλου, Ἡ Θεωρία καί ἡ πράξη τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης τοῦ Φώτη Κόντογλου,
σ.125.
300

φυσικὸν θέλημα πράττουσιν, ἀλλὰ ἀδικία ἐστὶ τοῦ διαβόλου, ὑφ' ἧς σκοτιζόμενοι
ἀναγκάζονται ταῦτα ποιῆσαι αὐτοῖς.»596.
Ἡ ἐμπειρία βοηθάει στήν πιό συνετή ἀντιμετώπιση σύγχρονης κατάστασης. Τό
περιστατικό εὐνούχου μοναχοῦ πού κατηγορήθηκε γιά πορνεία ἄδικα στό
παρελθόν, ἀποτελεῖ τή βάση γιά τήν ἀντιμετώπιση παρόμοιου σύγχρονου
περιστατικοῦ τοῦ ἀββᾶ Βιταλίου ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Ἐλεήμονα597. Ὁ
προαναφερθείς μάλιστα Πατριάρχης συνήθιζε: «Ἔθος δὲ ἦν τῷ μακαρίῳ Ἰωάννη, ὡς
ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῶν ἐπὶ ἐλεημοσύνῃ βεβοημένων Πατέρων ἀνιχνεύειν τοὺς βίους,
ἅτε τὴν αὐτὴν ἐκεῖνοις ὁδεύειν προελομένῳ· ἐντυχὼν οὖν ποτε τῷ τοῦ θείου
Σεραπίωνος βίῳ τοῦ Σιδωνίου...»598.
Ἡ χρήση τῆς μεθόδου τῆς ἱστορικῆς ἀναδρομῆς εἶναι καθοριστική καί γιά τήν
ἔκβαση πλοκῆς τῆς παρακάτω διηγήσεως599. Τίθεται τό ἐρώτημα γιατί ὁ Θεός
ἄφησε νά γίνει ἡ σφαγή τῶν ἁγίων ἀσκητῶν, καθώς πολλές φορές στό παρελθόν
εἶχε ἀποτρέψει σέ διάφορες περιπτώσεις τόν ἀφανισμό τῶν δικαίων. Ἀναφέρονται
τά παραδείγματα καταστροφῆς Βαβυλωνίων ὅταν ξεσηκώθηκαν ἄδικα ἐναντίον τοῦ
Ἐζεκία, τῶν Ἀσσυρίων ἐναντίων τοῦ προφήτη Ἐλισσαίου, τῶν Σοδομιτῶν ἐναντίων
ἀγγέλων στό σπίτι τοῦ Λώτ. Ὁ ἀφηγητής στή συνέχεια κάνοντας χρήση τῆς ἰδίας
μεθόδου, ἀποδεικνύει περιπτώσεις ὅπου ὁ Θεός παραχώρησε κατ' οἰκονομίαν τή
δοκιμασία δικαίων: παραδείγματα φόνου Ἄβελ ἀπό τόν Κάϊν, λιθοβολισμός
Ναβουθαί ἀπό παράνομη Ἰεζάβελ, Προφῆτες καί ἀπόστολοι πού χάθηκαν ἀπό βίαιο
θάνατο ἀπό χέρια παρανόμων. Ἡ ἀπάντηση πού βέβαια δίνεται προϋποθέτει τόν
παράγοντα «πίστη»: «Ποιός μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσει τ' ἀφανέρωτα κρίματα τοῦ Θεοῦ
καὶ νὰ φανερώσει μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ δίκαια σχέδια τῆς θείας Οἰκονομίας ποὺ
παραχώρησε καὶ ἐπέτρεψε νὰ γίνει αὐτὸ τὸ μεγάλο κακό; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου
δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐξετάζει τέτοια πράγματα καὶ νικημένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία
του νά κατανοήσει, γκρεμίζεται καὶ πέφτει σὲ ἀδράνεια, μὴ μπορώντας πιὰ νὰ βρεῖ
τὴν πραγματικὴ αἰτία γιὰ τοῦτα τὰ φοβερὰ δεινά.».

596
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.466.
597
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.14.
598
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.16, σ.599.
599
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Περί τῆς ἀναιρέσεως
τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ. 89.
301

Ἡ ἱστορική ἀναδρομή μπορεῖ ν' ἀποσκοπεῖ καί σέ λόγους παραμυθίας. Ὁ


μοναχός Μάλχος γιά νά παρηγορεῖται πού ὁ αἰθίοπας ἀφέντης του τόν ἔβαλε νά
βόσκει πρόβατα, συλλογιζόταν τίς μεγάλες μορφές τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης, τόν
Πατριάρχη Ἰακώβ μέ τούς γιούς του καί τό βασιλιά ∆αβίδ πού ἦταν κι αὐτοί
ποιμένες προβάτων600.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις διακρίνεται ἡ ὕπαρξη δημιουργικῆς φαντασίας.
Ἀποδίδονται συμπυκνωμένα χαρακτηριστικά μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς ἤ μιᾶς ὁμάδας
ἀνθρώπων. Ὁ συγγραφέας-συμπιλητής κατορθώνει νά συμπυκνώνει μέσα στό
πρόσωπο ἑνός ἥρωά του τά χαρακτηριστικά πολλῶν ὁμοειδῶν συνανθρώπων του.
Ἡ μορφή ὅμως αὐτή ἀντικατοπτρίζει τά τυπικά χαρακτηριστικά τῶν πολλῶν
ὁμοειδῶν καί θά μετατρέπονταν σέ ἐπιστήμη (π.χ. τυπολογία) ἄν ὁ συγγραφέας δέν
ἀπέδιδε στή μορφή αὐτή ἀτομικά γνωρίσματα, ἄν δέν μεταμόρφωνε δηλ. τό γενικό
σέ ἀτομικό. Ἡ φαντασία διαποτίζει τίς μνημονικές παραστάσεις, ὥστε πολλές
φορές νά ἀποτελεῖ δύσκολο ἐγχείρημα νά διακρίνεται τό καθαρά μνημονικό ἀπό
τό καθαρά φανταστικό. Σέ ποιό βαθμό ἡ φαντασία ὑπεισέρχεται στή μεταμόρφωση
τῶν μνημονικῶν παραστάσεων, ἐξαρτᾶται ἀπό πολλούς παράγοντες ὅπως εἶναι ἡ
ἡλικία, ἡ δομή τῆς προσωπικότητας, οἱ φυλετικές ἰδιομορφίες601.
Τή διάκριση φανταστικό-πραγματικό, ἀκολουθεῖ ἡ διάκριση φανταστικό-
διδακτικό. Ἡ κατευθυνσή τους εἶναι διαφορετική καθώς τό φανταστικό κατευθύνεται
πρός τό παρελθόν, ἐνῶ τό διδακτικό πρός τό παρόν ἤ τό μέλλον. Ἡ κατάληξή τους
ὅμως ἀποβαίνει ἡ ἴδια, δηλ. ἡ ἀναμόρφωση τοῦ παρόντος μέ βάση τά πρότυπα τοῦ
παρελθόντος. Ἡ μίμηση, ὡς διδακτική μέθοδος, προϋποθέτει τόσο τή μνήμη ὅσο καί
τή φαντασία. Τό μοντέλο μίμησης συμπεριφορᾶς προτύπων τοῦ Αlbert Bandura
ὑποστηρίζει, ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς μάθησής μας προέρχεται ἀπό αὐτήν602.
Οἱ μορφές τῶν ἀββάδων ἀποτελοῦν τέτοια πρότυπα. Ὁ ἀββᾶς Κρόνιος λέει: «...
ἐὰν θέλῃ, ὃ βλέπει μὲ ποιοῦντα ποιήσει καὶ αὐτός· ἀπὸ τότε οὖν προελάμβανον καὶ
ἐποίουν εἴτι ἔμελλεν ὁ γέρων ποιεῖν·»603.

600
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 26η μηνός Μαρτίου ∆ιήγησις ὠφέλιμος
Μάλχου μοναχοῦ αἰχμαλωτισθέντος, τ.2, σ.55-59.
601
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή Ψυχολογία, σ.376-382.
602
Α. Βερτσέτη, ∆ιδακτική. Γενική ∆ιδακτική, τ.Α’, Ἀθήνα 20035, σ. 222.
603
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἀββᾶ Ἰσαάκ, β’, σ.51.
302

Σκοπός γιά τόν παιδαγωγούμενο δέν εἶναι μόνο νά διηγεῖται τά τοῦ δασκάλου
του ἀλλά νά τόν μιμεῖται. Ὄχι νά τόν ἀντιγράφει, ἀλλά νά βιώνει τή μαθητεία
μέσῳ τῆς συναναστροφῆς καί νά φτιάχνει τό δικό του δρόμο μέσῳ τῆς μνήμης τῶν
βιωμάτων του μέ τό δάσκαλό του καί τήν ἀνάπτυξη τῆς δημιουργικῆς του
φαντασίας: «...μόνος δέ τις Ἀέτιος, ἀνὴρ καὶ αὐτὸς τῷ διδασκάλῳ κατ' ἴχνος
βαίνων, καὶ μαθητὴς εἶναι Θεοδοσίου οὐκ ἀπὸ τοῦ τὰ ἐκείνου εἰδέναι καὶ
διηγεῖσθαι μόνον, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ καὶ μιμεῖσθαι μᾶλλον βουλόμενος.»604.
Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι ἡ μίμηση πάντα εἶναι θεαματικά καρποφόρα
(ἀναφορικά μέ θετικά πρότυπα). Πάντως δέν ἀποβαίνει καί ζημιογόνος. Κάποιος
Γέροντας λέει: «ἐὰν ἀκούσης τὰς μεγάλας πολιτείας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ
θερμανθεὶς θελήσῃς μιμήσασθαι, ἐπιχείρησον καὶ σὺ ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου, ἵνα ἐνισχύσῃ σε εἰς τὸ ἔργον ὃ ἡρετίσῳ· καὶ εἰ βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ
τελειώσῃς ἔχε τὴν χάριν τῷ βοηθήσαντι· εἰ δὲ μὴ δυνηθῆς τελειῶσαι, ἐπίγνωθι τὴν
σεαυτοῦ ἀδυναμίαν καὶ ἀσθένειαν, καὶ καταγνοῦς σεαυτοῦ, ταπείνωσόν σου τὸν
λογισμὸν ἕως ἡμέρας θανάτου, ἔχων σεαυτὸν ἀνίκανον καὶ πτωχὸν καὶ
ἀνυπομόνητον καὶ ἐλέγχων τὴν ἰδίαν ψυχὴν πάντοτε, ὡς ἀρξαμένην καὶ μὴ
τελειώσασαν· καὶ οὕτω καὶ σὺ δύνασαι σωθῆναι.»605.
Ἀλλά καί ἡ ὑποκριτική τέχνη (προσποίηση), ὑποστηρίζεται ἀπό τίς λειτουργίες τῆς
μνήμης καί τῆς φαντασίας. Ἄν δέν ὑπάρχουν οἱ παραστάσεις (μνημονικές ἤ
φανταστικές) δέν μπορεῖ κάποιος νά ὑποδυθεῖ ρόλους. Στή διήγηση Περί Σεργίου
τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας, ὁ Σέργιος606 μέ συνεργούς τίς πόρνες πού δούλευαν
γι αὐτόν, τίς μεταμφιέζει σέ καλόγριες καί τίς καλόγριες τίς κρύβει κάπου πού νά
μήν μπορεῖ νά τίς βρεῖ κανείς: «μέχρις... ἀνεχώρησε τῆς πόλεως ὁ κακοδαίμων
ἐκεῖνος ἄρχων.». Ἀφοῦ πέρασε ὁ κίνδυνος καί ἐπανῆλθαν τά πράγματα στήν
προτέρα κατάσταση, οἱ πόρνες: «θεασάμεναι τὰς δούλας καὶ νύμφας Χριστοῦ...
λέγουσαι 'ἐπειδὴ κατεξίωσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς κἂν διὰ προφάσεως φορέσαι τὸ ἅγιον
τοῦτο σχῆμα, μὴ γένοιτο ἡμᾶς τοῦ λοιποῦ ὑποστρέψαι ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ ἐκείνῃ καὶ
ἀπωλείᾳ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.». Ἡ «ὑποκριτική τέχνη» ὁδήγησε τίς πόρνες στό
μοναχικό βίο. Συμμετέχωντας ἔστω καί «διὰ προφάσεως» βίωσαν τό «ρόλο τους».

604
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν...,τ.1, σ.504.
605
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.657.
606
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ. 136.
303

Ὑπάρχουν φορές πού τό παίξιμο ρόλων στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀγγίζουν


ἀκραῖες καταστάσεις. Ὅμως ἄς μή λησμονεῖται τό «θαυμαστό» αὐτῶν τῶν
περιπτώσεων, ἀφοῦ ὅλα γίνονται πρός δόξαν Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀβράμιος607:
«πλάττεται μὲν γὰρ ἐραστοῦ καὶ σχῆμα καὶ τρόπον.... τοῦ πότου τοίνυν πολυτελῶς
τελεσθέντος, ὁ παρ' ὅλους πεντήκοντα χρόνους μηδὲ γυναικὸς ἀνασχόμενος
ὄψιν, μηδὲ ἄρτου ποτέ, μηδὲ ὕδατος τῶν ἀναγκαίων μετασχὼν ἄχρι κόρου, οἴνου
καὶ κρεῶν κοινωνεῖ καὶ γυναικὶ πόρνῃ συνεστιᾶται.».
Ἡ κριτική πού ἀσκεῖται καί οἱ λύσεις-θεραπεῖες πού προτείνονται μέσῳ τῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀφοροῦν τή συμπεριφορά ἀνθρώπων καί ὄχι γενικότερη
λειτουργία κοινωνικῶν ὁμάδων καί θεσμῶν. Ὁ συνδυασμός τοῦ θαυμαστοῦ καί
ἀσυνήθιστου μέ τό διδακτικό γίνεται μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή στηρίζεται σέ
ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις. Ἀντίθετα συνδυάζονται ὥστε ὅσο λιγότερες θυσίες ὡς
πρός τό θαυμαστό κάνει ὁ συγγραφέας, χάριν τοῦ πιθανοῦ, τόσο ἀποτελεσματι-
κότερα ὑπηρετεῖ τόν τελικό σκοπό τῆς ἀφήγησης, πού δέν εἶναι μόνο ἡ ἠθική
διάσταση μιᾶς θρησκευτικῆς ἀνθρωπολογίας ἀλλά πάνω ἀπ' ὅλα ἡ μνήμη τοῦ
Θεοῦ. Αὐτό τό θαυμαστό στοιχειοθετεῖ τήν ἐξέχουσα ἀρετή τῶν δρώντων προσώ-
πων· ἀρετή πού προτείνεται μέσα ἀπό τήν ἀφήγηση ὡς πρότυπο συμπεριφορᾶς τοῦ
σύγχρονου ἀνθρώπου ἀλλά καί ὡς μέτρο σύγκρισης αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς. Τό
ὅτι ὁ συγγραφέας δέν ἀντιτάσσει ἀπέναντι στήν καθιερωμένη κατάσταση κάτι νέο,
ἀλλά κηρύσσει τήν ἐπιστροφή σέ κάτι παλαιό, σέ κάτι πού ἅρμοζε σέ ἄλλες
κοινωνικές συνθῆκες καί δομές, ἐπισημαίνει τήν ἐξεικόνιση τῆς κυρίαρχης καί
καθιερωμένης ἰδεολογίας τοῦ χριστιανισμοῦ καί εἰδικότερα τήν κατευθυντήρια
γραμμή τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας πού φυσικά ὁ συγγραφέας-συμπιλητής τήν
ἀσπάζεται καί τήν ὑπηρετεῖ.

iv. Χρονικές σχέσεις.

Ἡ τέχνη τῆς διήγησης μιᾶς ἱστορίας τοποθετεῖ τήν ἀφήγηση «μέσα» στό χρόνο.
∆έν εἶναι τόσο ἕνας τρόπος στοχασμοῦ πάνω στό χρόνο, ὅσο ἕνας τρόπος
ἀποδοχῆς τοῦ χρόνου ὡς δεδομένο. Ὅταν κάποιος ἀφηγεῖται, τότε ὅλα
ἁπλώνονται στό χρόνο. Ἡ ἀφηγηματική δραστηριότητα, θεωρημένη χωρίς παραπέρα

607
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Ἀβραμίου, τ.4, σ.593-
597.
304

προέκταση, συμμετέχει στή συγκάλυψη καί τῆς ἱστορικότητας καί τῆς χρονικότητας.
Ταυτόχρονα σιωπηρά βεβαιώνει τήν ἀλήθειά της μέσα-στό-χρόνο-ὕπαρξης, στό
μέτρο πού αὐτή κατέχει τή δική της αὐθεντικότητα. Ὁ χρόνος μιᾶς ἀφήγησης εἶναι
χρόνος δημόσιος, ἀλλ' ὄχι μέ τή σημασία τοῦ κανονικοῦ χρόνου, ἀδιάφορος στά
ἀνθρώπινα ὄντα, στή δράση τους καί τά πάθη τους. Εἶναι μέ τή σημασία πού εἶναι ἡ
μέσα-στό-χρόνο-ὕπαρξη πρίν ἰσοπεδωθεῖ ἀπό τόν κανονικό (συνήθη) χρόνο. Ἡ
τέχνη διήγησης ἱστοριῶν διατηρεῖ τό δημόσιο χαρακτήρα τοῦ χρόνου ἐνῶ
παράλληλα τόν συγκρατεῖ ἀπό τήν πτώση του στήν ἀνωνυμία. Ὁ Cadamer δίνει
στήν ἀφήγηση καί μία δευτερεύουσα σχέση μέ τόν δημόσιο χρόνο· τόν ὀνομάζει
ἐξωτερικό δημόσιο χρόνο ἤ ὁ χρόνος τοῦ κοινοῦ· τό κοινό μιᾶς ἱστορίας εἶναι τό
ἀκροατήριο της· μόνο μέσῳ τοῦ γραμμένου κειμένου ἡ ἱστορία ἀνοίγεται σέ ἕνα
κοινό πού ἀποκτᾶ σημασία γιά ὁποιονδήποτε μπορεῖ νά διαβάσει608.
Ἡ πλοκή (κατανοητή ὁλότητα πού ρυθμίζει μιά διαδοχή γεγονότων σέ κάθε
ἱστορία) ἀποτελεῖ τό σημεῖο συνάντησης χρονικότητας καί ἀφηγηματικότητας. Οἱ
χρονικές ἐπιπτώσεις τῆς διπλῆς δομῆς τῆς πλοκῆς, ὁδηγοῦν στήν ὑπόθεση πώς ἡ
ἀφήγηση κάνει κάτι περισσότερο ἀπό τό νά ἑδραιώνει τήν ἀνθρώπινη κοινότητα
«μέσα» σέ χρόνο. Οἱ χρονικές αὐτές ἐπιπτώσεις ξαναφέρνουν ἀπό τόν «ὑπολογι-
σμό» τοῦ χρόνου στήν «ἀνάμνησή» του· δηλ. ἡ ἀφήγηση παρέχει μία μετάβαση ἀπό
τήν μέσα-στό-χρόνο-ὕπαρξη στήν ἱστορικότητα. Πρῶτον χάρη στήν ἐπεισοδική του
διάσταση: ὁ ἀφηγηματικός χρόνος τείνει πρός μία γραμμική ἀναπαράσταση τοῦ
χρόνου (ἀπάντηση στό ἐρώτημα «τί συμβαίνει στή συνέχεια;»). ∆εύτερον τά ἐπεισό-
δια συνιστοῦν μία ἀνοιχτή πρός τό τέλος της σειρά γεγονότων πού ἐπιτρέπει σέ
κάποιον νά προσθέσει στό «μετά» ἕνα «καί μετά» καί ἕνα «οὕτω καθεξῆς»· τελικά
τά ἐπεισόδια ἀκολουθοῦν τό ἕνα τό ἄλλο σύμφωνα μέ τήν ἀναστρέψιμη σειρά τοῦ
χρόνου πού εἶναι κοινός στά ἀνθρώπινα καί τά φυσικά γεγονότα609.

608
P. Ricoeur, Ἡ ἀφηγηματική λειτουργία, σ. 109-111.
609
P. Ricoeur, Ἡ ἀφηγηματική λειτουργία, σ. 92-94,119· Ὁ Heidegger θεωρεῖ πώς ἡ συνήθης
ἀναπαράσταση τοῦ χρόνου ὡς μιά γραμμική σειρά ἀπό «τώρα» ἀποκρύπτει τήν ἀληθινή σύσταση
τοῦ χρόνου πού διαιρεῖται σέ τρία ἐπίπεδα: α) σ' ἐκεῖνο τῆς συνήθους ἀναπαράστασης τοῦ
χρόνου, δηλ. ἀντίληψη τοῦ χρόνου ὡς ἐκεῖνο μέσα στό ὁποῖο συμβαίνει κάτι· β) σ' ἐκεῖνο τῆς
«ἱστορικότητας», δηλ. ἔμφαση στό βάρος τοῦ παρελθόντος καί περισσότερο, σύμφωνα μέ τή
δύναμη τῆς ἀνάκτησης, τῆς «παράτασης» ἀνάμεσα στή γέννηση καί τό θάνατο μέσα στό ἔργο
τῆς «ἐπανάληψης»· αὐτό εἶναι καί τό στοιχεῖο πού ἐπιτρέπει στήν ἀντικειμενική Ἱστορία νά
θεμελιώνεται στήν ἱστορικότητα· γ) πέρα ἀπό τήν ἱστορικότητα ὑπάρχει ἡ χρονικότητα πού
ἀναβλύζει μέσα στήν πολυμερή ἑνότητα τοῦ μέλλοντος, τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος.
305

Ἡ τέχνη τῆς ἀφήγησης δέν προφυλάσσει μόνο ἀπό τήν ἰσοπέδωση ἀπό τό
μετρημένο καί ἀνώνυμο χρόνο, ἀλλά προκαλεῖ ἐπίσης τήν κίνηση ἀπό τόν
ἀντικειμενικό χρόνο πρός τή γνήσια χρονικότητα. Αὐτό πετυχαίνεται μέσῳ τῆς
«ἀφηγηματικῆς ἐπανάληψης» διαβάζοντας τό τέλος στήν ἀρχή καί τήν ἀρχή στό
τέλος. Μαθαίνεται νά διαβάζεται ὁ χρόνος πρός τά πίσω, σάν τήν ἀνακεφαλαί-
ωση τῶν ἀρχικῶν συνθηκῶν μιᾶς πορείας δράσης μέσα στίς τελικές συνέπειές της.
Μέ αὐτό τόν τρόπο μία πλοκή ἑδραιώνει τήν ἀνθρώπινη δράση ὄχι μόνο μέσα στό
χρόνο ἀλλά καί μέσα στήν μνήμη καί ἡ μνήμη ἐπαναλαμβάνει τήν πορεία τῶν
γεγονότων σύμφωνα μέ μία τάξη ἀνάμεσα σέ μία ἀρχή καί σέ ἕνα τέλος. Κι ἔτσι
ἐρχόμαστε πιό κοντά στήν χαϊντεγκεριανή ἔννοια τῆς «ἐπανάληψης», δηλ. τήν
ἀνάκτηση τῶν πιό βασικῶν μας δυνατοτήτων πού κληρονομήθηκαν ἀπο τό παρελ-
θόν μας στή μορφή τῆς προσωπικῆς μοίρας καί τοῦ συλλογικοῦ πεπρωμένου. Τό
φανταστικό ταξίδι ὑποβάλλει τήν ἰδέα ἑνός μεταχρονικοῦ τρόπου ἀναζήτησης πού
δεν εἶναι ἀχρονικός ἀλλά «χωρίς χρόνο» καί ἀντιγράφει τήν ἐπεισοδική διάσταση
τῆς ἀναζήτησης. Ἡ ἴδια ἡ ἀναζήτηση παίρνει τή μορφή μιᾶς ἐπιστροφῆς στήν
ἀφετηρία-ἀρχή. Ἡ χρονική ἐπιστροφή τοῦ Ὀδυσσέα στόν ἑαυτό του ὑποστηρίζεται
ἀπό τή γεωγραφική ἐπιστροφή στόν γενέθλιο τόπο του. Τό τέλος τῆς ἱστορίας εἶναι
ἐκεῖνο πού ἐξισώνει τό παρόν μέ τό παρελθόν, τό ὑπαρκτό μέ τό δυνατό610.
Ὁ χρόνος εἶναι σημαντική παράμετρος τῆς ἀφήγησης καί διέπεται ἀπό διπλή
χρονικότητα: αὐτήν τῆς ἱστορίας (Erzählzeit) καί αὐτή τῆς ἀφήγησης (erzählteZeit)
ὅπως παρατήρησε πρῶτος ὁ Müller611. Προφανές εἶναι ὅτι ἡ ἀφήγηση δέν μπορεῖ
παρά νά εἶναι μεταγενέστερη ἀπό αὐτό πού ἀφηγεῖται. Αὐτό βέβαια συχνά
διαψεύδεται, μέ ἕνα εἶδος προλεκτικῆς ἀφήγησης κάτω ἀπό διάφορες μορφές
(προφητική, ἀποκαλυπτική, μαντική, ὀνειρική).
Ὁ Genette διακρίνει τέσσερις τύπους ἀφήγησης:
α) Τήν μεταγενέστερη. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει ἡ πλειάδα τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων.
β) Τήν προγενέστερη (προλεκτική). Περιπτώσεις ἀποκαλυπτικῶν ὀνείρων, ὁραμά-
των, ὀπτασιῶν: Τό προφητικό ὄνειρο τοῦ στρατιώτη Νικολάου στή διήγηση Τῇ 24ῃ

610
Ricoeur P., Ἡ ἀφηγηματική λειτουργία, σ.134-135,149.
611
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., Ἀφήγηση-Ἀφηγηματολογία, περ. Νέα Ἑστία, σ.993. πρβλ. Παγανοῦ Γ.,
Ἡ Νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ. Β’, σ.48-50.
306

τοῦ μηνός ∆εκεμβρίου Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικολάου μοναχοῦ, τοῦ ἀπό
στρατιωτῶν612· τό προφητικό ὄνειρο τοῦ πατριάρχη Σεργίου στή διήγηση Τῇ 11η
Αὐγούστου, περί τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος...613· διήγηση μέ ὄνειρο πού
ὑποδεικνύει καί καθοδηγεῖ στήν ἀνεύρεση ἱερῶν λειψάνων614.
γ) Τήν σύγχρονη μέ τήν πράξη. Κυριολεκτικά καμμία ἀφήγηση δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἰσόχρονη μέ τήν ἱστορία. Πάντως τέτοιες ἀφηγήσεις δέν περιέχονται στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις.
δ) Τήν ἐμβόλιμη (βλ. περί ἔνθεσης καί ἐγκιβωτισμοῦ στή παρ. ∆όμηση πλοκῆς τῆς
ἔρευνά μας).
Ὁ Genette διακρίνει τρεῖς βασικές κατηγορίες χρονικῶν σχέσεων ἀνάμεσα
στήν ἀφήγηση (récit) καί τήν ἱστορία:
1) Σχέσεις ἀνάμεσα στή χρονική τάξη τῆς διαδοχῆς τῶν γεγονότων στήν
ἱστορία καί στήν τάξη μέ τήν ὁποία αὐτά ρυθμίζονται στήν ἀφήγηση. Οἱ χρονικές
ἀσυμφωνίες ἀνάμεσα στήν ἱστορία καί τήν ἀφήγηση ὀνομάζονται ἀναχρονίες καί
διακρίνονται σέ: α) πρόληψη, δηλ. πρόωρη ἀναφορά σέ γεγονότα πού θά συμβοῦν
μελλοντικά. Μέ βάση τά στοιχεῖα τῆς πιό κάτω διήγησης πού γίνεται ἀναφορά σέ
γεγονότα πού κράτησαν τουλάχιστον δώδεκα ἡμέρες, ὁ ἀφηγητής ἀναφέρει: «Οἷος
δὲ καὶ ὁ θάνατος τοῦ μεγάλου τούτου πατέρος γέγονεν, μᾶλλον δὲ ἡ μετάστασις ἡ
διὰ θανάτου πρὸς ζωὴν αἰώνιον, ἀναγκαῖον διηγήσασθαι. Ἀσθενήσας γὰρ ἐν τῷ
σπηλαίῳ...»615· β) ἀνάληψη, δηλ. ἀναδρομικές ἐκθέσεις παρελθοντικῶν γεγονότων:
ἡ μή ἀνεύρεση στόν τάφο τοῦ νεκροῦ σώματος ἀδελφοῦ, γίνεται αἰτία ν'
ἀναφερθεῖ τό ἱστορικό του (θεωρεῖτο γιός τοῦ βασιλιά Μαυρικίου...)616.
2) Σχέσεις ἀνάμεσα στήν ποικίλη διάρκεια αὐτῶν τῶν γεγονότων ἤ τμημάτων
τῆς ἱστορίας καί τήν ψευδοδιάρκεια (στήν πραγματικότητα τό μῆκος τοῦ κειμένου)
τῆς ἀπαγγελίας τους στήν ἀφήγηση. Πολύ δύσκολο νά συγκρίνει κάποιος τόν
χρόνο τῆς ἱστορίας πού μπορεῖ νά διαρκεῖ μέρες, μῆνες μέ τόν χρόνο τῆς
ἀφήγησης πού δέν μπορεῖ νά μετρηθεῖ. Ἡ ἀφήγηση δέν ἔχει δική της χρονικότητα,

612
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 335.
613
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 312.
614
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 92, σ.103.
615
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XII,
σ.67.
616
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση XXIX,
σ.77.
307

ἐκτός ἄν μποροῦσε ν' ἀντιστοιχήσει κανείς μιά χρονική διάρκεια μέ ἀντίστοιχη


ἔκταση κειμένου (σειρές, παράγραφοι, σελίδες). Ἀφήγηση χωρίς ἀνισοχρονίες
εἶναι ἀδύνατη:
Ἀδέλφια μέ πατέρα ἔμπορο, ὅταν πεθαίνει ὁ πατέρας ἀφήνοντάς τους μεγάλη
περιουσία, ὁ μέν ἕνας μοιράζει τήν περιουσία σέ ἀσκητήρια, ἐκκλησίες καί φυλακές,
μαθαίνει μία τέχνη γιά νά κερδίζει τό ψωμί του καί ἀφιερώνεται στήν ἄσκηση καί
τήν προσευχή. Ὁ ἄλλος χωρίς νά δώσει τίποτε ἀπό τήν περιουσία ἱδρύει μοναστήρι,
ἔχοντας κοντά του λίγους μοναχούς καί περιθάλπτει κάθε ξένο, ἄρρωστο, φτωχό,
γέροντα καί παραθέτει κάθε Σάββατο καί Κυριακή τρεῖς ἤ τέσσερις τράπεζες.
Πεθαίνουν τά δυό ἀδέλφια, πολλοί ἔπαινοι ἀκούγονται γι' αὐτούς, ὅμως οἱ πιστοί
θέλουν νά ξέρουν ποιός τρόπος ζωῆς μεταξύ τῶν δύο, ὑπῆρξε τελειότερος. Ὁ
μόνος ἁρμόδιος εἶναι ὁ ἀββᾶς Παμβώ πού ἀφοῦ τούς ἐξηγεῖ ὅτι καί οἱ δύο τρόποι
εἶναι τέλειοι: «...τοῦ μέν σκοποῦ εἴχοντο ἕκαστος τοῦ ἀρέσαι τοῦ Θεοῦ,
ἐνηλλαγμένῃ δὲ πολιτείαν», στή συνέχεια τούς λέει: «ἐκδέξασθε δὲ ἵνα καί παρά
Θεοῦ δέξωμαι τήν ἀποκάλυψιν καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθόντες μαθήσεσθε»· καὶ ἐκεῖνοι
ἐρχόμενοι μετά ἀπό λίγες μέρες νά τόν ρωτήσουν τούς ἀπαντᾶ: «Ἀμφοτέρους ἅμα
εἶδον ἑστῶτας ἐν τῷ παραδείσῳ...»617.
Στήν πιό πάνω ἱστορία διακρίνονται ἐκτός ἀπό τό ἀφηγηματικό γεγονός (χρόνος
ἀφήγησης), δύο χρονικά ἐπίπεδα: ὁ τρόπος ζωῆς τῶν δύο ἀδελφῶν μέχρι τό
θάνατό τους καί ἡ ἀπορία πού γεννᾶ αὐτό τό συγκεκριμένο γεγονός σέ κάποια
μεταγενέστερη ἐποχή, πού πάλι ὅμως εἶναι παρελθόν γιά τή στιγμή τῆς ἀφήγησης.
Μέ ἄλλα λόγια ἡ συγκεκριμένη ἀφήγηση πού καλύπτει κείμενο δύο σελίδων
ἀναφέρεται σέ γεγονότα πού διαρκοῦν κάποια χρόνια... .
Ὁ Genette καθορίζει τέσσερα χαρακτηριστικά ἀφηγηματικά μέρη στήν ποικιλία
ταχύτητας μιᾶς ἀφήγησης πού καθορίζεται ἀπό τήν ἀνισοχρονία: α) Ἔλλειψη, ὅπου
ἕνα ἀνύπαρκτο τμῆμα τῆς ἀφήγησης ἀντιστοιχεῖ σέ μία διάρκεια τῆς ἱστορίας: Στή
διήγηση Τῇ 11η Αὐγούστου, Περί τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος...618, ἀναφέρεται ἡ
θαυματουργία τῆς εἰκόνας ἐπί ἐποχῆς βασιλιᾶ Τιβερίου Α΄ (578-582) καί τί συνέβη
μέ αὐτήν τήν εἰκόνα ἐπί πατριαρχείας Σεργίου (610-638). Ὑπάρχει ἕνα διάστημα

617
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παϊσίου καί Ἠσαΐου, τ.1, σ.82-84.
618
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.2, σ. 312.
308

περίπου τριάντα ἐτῶν πού δέν ἀναφέρεται τίποτα· προφανῶς ὅμως ἡ εἰκόνα θά
παρέμενε θαυματουργή καί σ' αὐτό τό διάστημα.
β) Παύση, ὅπου κάποιο περιγραφικό τμῆμα τῆς ἀφήγησης ἀντιστοιχεῖ σέ μία
ἀνύπαρκτη διάρκεια τῆς ἱστορίας. Στή διήγηση Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν
φανερωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως619, ὑπάρχει περιγραφή τοῦ
δύσβατου τοπίου στό ὁποῖο, ὕστερα ἀπό ὑπόδειξη ὀρνέων, ἀνευρέθησαν οἱ τρεῖς
γυναῖκες ἀπό τούς μοναχούς καί ἀρχίζει ἡ ἀφήγηση τῆς κυρίας διήγησης.
γ) Ἡ σκηνή, πού εἶναι ἡ συμβατική ἰσότητα χρόνου ἀνάμεσα στήν ἀφήγηση καί τήν
ἱστορία. Στή διήγηση Ἱππολύτου620, ὁ νεαρός μαγιστριανός πηγαίνει στό πορνεῖο,
πληρώνει τόν ἰδιοκτήτη πέντε νομίσματα καί μπαίνωντας στό δωμάτιο λέει στήν
κοπέλλα: «Ἀνάστα σῶσον σεαυτὴν»· τήν μεταμφιέζει μέ τά δικά του ροῦχα καί
«κατασφραγισάμενη» (μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ) τήν φυγαδεύει καί σώζεται χωρίς
νά φθαρεῖ καί νά μιανθεῖ.
δ) Περίληψη, ὅπου μιά μορφή μέ ποικιλία ρυθμοῦ καλύπτει τό διάστημα ἀνάμεσα
στή σκηνή καί τήν ἔλλειψη. ∆ιήγηση ἀναφέρει: «Ἤκουσε ποτε ὁ ἄρχων περὶ τοῦ
ἀββᾶ Μωϋσέως καὶ ἀπῆλθεν εἰς Σκῆτιν ἰδεῖν αὐτόν· καὶ ἀνήγγειλάν τινες τῷ
γέροντι τὸ πρᾶγμα· καὶ ἀνέστη φυγεῖν στὸ ἕλος...»621.
3) Σχέσεις συχνότητας, δηλ. ἡ σχέση ἐπανάληψης ἀνάμεσα στήν ἀφήγηση καί
τήν ἱστορία. Ἕνα γεγονός δέν εἶναι ἀρκετό νά παραχθεῖ πρέπει ν' ἀναπαραχθεῖ ἤ
νά ἐπαναληφθεῖ. Ἡ ἐπανάληψη εἶναι μία κατασκευή τοῦ πνεύματος πού ἀφαιρεῖ ἀπό
κάθε συμβάν κάθε τι πού ἀνήκει ἀποκλειστικά σ' αὐτό, γιά νά διατηρήσει μονάχα
αὐτό τό ὁποῖο μοιράζεται μέ ὅλα τά ἄλλα πού ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία. Οἱ
ἐπαναληπτικές σχέσεις ἀνάμεσα στήν ἀφήγηση καί τήν ἱστορία ταξινομοῦνται στούς
ἑπόμενους τέσσερις τύπους:
α) Ἀφήγηση μιά φορά αὐτοῦ πού ἔγινε μία φορά: ἡ πλειάδα τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων.
β) Ἀφήγηση πολλῶν φορῶν αὐτοῦ πού ἔγινε μία φορά. Στή διήγηση Περί τοῦ
πρεσβυτέρου τοῦ δεσμευθέντος ὑπό τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ622, συναντᾶται

619
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.28.
620
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 62.
621
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.72.
622
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.4.
309

ἐξαγόρευση τοῦ πταίσματος, πού εἶναι καί ἡ αἰτία τοῦ ἐπιτιμίου, στόν ἀρχιεπίσκοπο
καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀπευθυνόμενος στούς Πατέρες λέει: «τάδε καὶ τάδε συνέβη
εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς, ἅγιοι πατέρες, διὰ τὸν Κύριον,
σκοπήσατε...».
γ) Ἀφήγηση πολλῶν φορῶν αὐτοῦ πού ἔγινε πολλές φορές. Στή διήγηση Γιά τόν
Ἅγιο Γεράσιμο τόν Ἰορδανίτη, τό λιοντάρι μαθαίνει τό θάνατο τοῦ ἀββᾶ Γερασίμου
ἀπό τούς ἄλλους Γέροντες, πού τοῦ εἶπαν: «Ἰορδάνη, ὁ γέροντάς μας μᾶς ἄφησε
ὀρφανούς·»· τό λιοντάρι δέν ἤθελε νά φάει, καί οὔρλιαζε δυνατά· κι ὅταν τό εἶδαν
νά κάνει ἔτσι ἔτριβαν τή πλάτη του καί τοῦ ἔλεγαν: «Ἔφυγε ὁ γέροντας πρὸς Κύριον
καὶ μᾶς ἄφησε...», καί δέν μποροῦσαν νά τό σταματήσουν ἀπό τίς κραυγές· «Κι ὅσο
νόμιζαν ὅτι μὲ τὰ λόγια τὸ παρηγοροῦν καὶ τοῦ ἀλλάζουν τὴ διάθεση, τόσο αὐτὸ
συνέχιζε νὰ οὐρλιάζει καὶ ἐπαύξανε τὸ θρῆνο μὲ κραυγές·»623.
δ) Ἀφήγηση σέ μιά φορά αὐτοῦ πού ἔγινε πολλές φορές. ∆ιήγηση ἀναφέρει: «Γι'
αὐτὸν τὸν ἀββὰ Θεοδόσιο... μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κυριακός, ... ὅτι ὁ γέροντας
ἔκανε τριανταπέντε χρόνια ἡσυχάζοντας, τρώγωντας κάθε δύο μέρες, σιωπώντας
ἐντελῶς...»624.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὁ χρόνος τῆς ἀφήγησης καί ὁ χρόνος τοῦ
ἀφηγήματος ἔχουν σαφή χρονική ἀπόσταση μεταξύ τους· στό τέλος αὐτό πού μένει
εἶναι ὅτι οἱ δύο χρόνοι ταυτίζονται καί τό παρελθόν ἔρχεται νά ἐγκατασταθεῖ ἐντός
ἑνός αἰωρούμενου διαρκοῦς παρόντος, πού ἀπορροφᾶ τόσο τό ἀντικείμενο τῆς
ἀναπαράστασης ὅσο καί τό ὑποκείμενο πού ἀναπαρασταίνει. Τό σχέδιο τῆς
σωτηρίας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀγωνιζόμενου ἀνθρώπου βρίσκεται πάντα πρό τῶν Πυλῶν.
Τό πεδίο τοῦ βλέμματος δέν περιορίζεται αὐστηρά στήν τοπικότητα τῆς μιμητικῆς
δράσης, δηλαδή σ' ἕνα δυναμικό ἱστορικό πεδίο πού οἱ χωρικοί ἄξονες ἐκτείνονται
στά σύνορα συγκεκριμένων ἐθνῶν καί ἠπείρων· τονίζεται ἡ ὕπαρξη ἑνός ὁλικοῦ
χώρου, ἑνός εὐρύτερου χώρου πού δέν συνιστᾶ ὀντολογική ἀπειλή στόν
πραγματικό κόσμο τοῦ ἀναγνώστη. Τό ἴδιο καί ἡ κατασκευή τῶν χαρακτήρων· ἡ
ταυτότητα καί ἡ ὑποκειμενικότητά τους δέν εἶναι παρά ἕνα πλέγμα διαμορφούμενο
ἀπό κοινωνικές, πολιτικές, ἐθνικές καί πολιτισμικές δυνάμεις πού ἐπαναπροσδιο-
ρίζει καί τοποθετεῖ τήν «ἑτερότητα» μέσα στίς δυναμικές μετακινούμενες προοπτι-

623
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 107, σ. 117.
624
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 67, σ. 72.
310

κές τῆς Ἱστορίας τῆς Σωτηρίας. Αὐτό ἔχει σάν συνέπεια τήν προβολή τοῦ κειμενικοῦ
ἀντί τοῦ μιμητικοῦ χώρου στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καί συμβάλλει στήν κειμενική
διασπορά τῆς ἐγωτικῆς ἑνότητας.

v. Ρητορικά σχήματα.

Τό συγγραφικό ὕφος, ἡ ἁπλή γλώσσα τῆς ἐποχῆς, ἡ τεχνική δομή καί ὁ σκοπός
συγγραφῆς τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων δέν παρουσιάζουν κανένα προγραμματι-
σμένο καί ἐπιμελημένο ρητορικό πλαίσιο. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει παντελή
ἔλλειψη ρητορικῶν στοιχείων. ∆έν εἶναι κείμενα ἀπογυμνωμένα ἀπό κάθε
φιλολογική ἐπιμέλεια καί ἐσωτερική ρητορική ὑποδομή. ∆ιακρίνεται χρήση
ρητορικῶν σχημάτων πού ἀποδεικνύονται χρησιμότατα στήν ἑρμηνευτική ἐπεξεργα-
σία αὐτῶν τῶν κειμένων. Βέβαια αὐτό πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι ὅτι ὁ ἀφηγητής ἤ
ὁ συγγραφέας-συμπιλητής τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων δέν χρησιμοποιεῖ τόν
προφορικό ἤ γραπτό λόγο γιά νά πείσει (περίπτωση ἀρχαίων ρητόρων), ἀλλά
ὑπηρετεῖ τήν «τῆς ἀληθείας ἀποκάλυψιν» καί τήν διακήρυξη τῆς κατά Χριστόν ζωῆς.
Ὁ συγγραφέας ἤ ὁ ἀφηγητής τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων δέν προβάλλει καί δέν
καυχᾶται γιά τήν πειθώ του, γιατί πίσω ἀπό κάθε λόγο του ὑπάρχει ἡ αὐθεντία τοῦ
Θεοῦ (ζήτημα θεοπνευστίας). Τά ρητορικά σχήματα αὐτά συμβάλλουν στή δημιουρ-
γία συναισθηματικῆς φόρτισης καί συμμετοχικῆς ἐνεργοποίησης τοῦ ἀκροατηρίου-
ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ.
Τό «σχῆμα» ὡς τεχνικός ὅρος στή γλώσσα τῆς ρητορικῆς, ὅπως ὁρίζει ὁ
ρήτορας Ἀλέξανδρος, σημαίνει «ἐξάλλαξις λόγου ἐπί τό κρεῖττον κατά λέξιν ἤ
κατά διάνοιαν ἄνευ τρόπου» καί διακρίνεται: α) σέ σχήματα λέξεως πού εἶναι οἱ
γλωσσικοί τύποι πού παρρεκλίνουν τῆς καθημερινῆς συνομιλίας καί ἀφοροῦν κατ'
ἐξοχήν στό ἐκφραστικό μέρος τοῦ λόγου, στή σύνδεση τῶν λέξεων καί στή
διαμόρφωση τῶν ἐκφράσεων (παραλληλισμός, κλῖμαξ, ὑπερβατό, ἀποστροφή,
πλεονασμός)· β) σέ σχήματα διανοίας πού ἀφοροῦν τή σύλληψη ἰδεῶν (ὑπερβολή,
ρητορική ἐρώτηση, ἀλληγορία, λογοπαίγνιο)625. Ἡ ἔρευνά μας θά ἐπικεντρωθεῖ στά
σχήματα πού ἐξυπηρετοῦν τά θεολογικά δεδομένα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.

625
Κ. Νικολακόπουλου, Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά ἱστορικά
βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, σ. 17-48· πρβλ. ∆. Κούκουρα, Ἡ ρητορική καί ἡ ἐκκλησιαστική
ρητορική. ∆ιαχρονική μελέτη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003.
311

Τό σχῆμα τῆς ὑπερβολῆς, πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά αὐξάνει τήν ἔνταση τῶν
λεγομένων καί νά κορυφώνει τήν ἔκφραση τῶν σκέψεων συναντᾶται συχνά.
Μέσῳ αὐτοῦ τονίζονται οἱ ἰδιαίτερες ἀρετές καί χαρίσματα τῶν Γερόντων.
Ἐνδεικτικά παρατίθενται:
Ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς ὁ Αἰθἰοπας: «Κατηξιώθη δὲ οὗτος χαρίσματος κατὰ δαιμόνων,
οὕτως ὡς τὰς μυΐας ταύτας ἡμᾶς φοβεῖσθαι μᾶλλον ἤ ἐκεῖνον τοὺς δαίμονας.»626.
Ὁ ἀββᾶς Σισσίνιος: «...μνήματι ἑαυτὸν καθεῖρξε καὶ ἐπὶ τρία ἔτη ἐν τῷ μνήματι ἐν
προσευχαῖς διετέλει, μὴ νύκτωρ μὴ καθ' ἡμέραν μὴ καθίσας, μὴ ἀναπεσών, μὴ
βαδίσας ἔξω.»627.
Γιά κάποιον ἀνώνυμο Γέροντα ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐνοῦχος ἀναφέρει: «ἐκεῖ ὅπου ἔβαζε
μετάνοιες ὁ γέροντας ἦταν πλάκα... καὶ ὅπου ἀκουμποῦσε τὰ γόνατα καὶ τὰ χέρια
του, εἶχε βαθουλώσει ἡ πλάκα πάνω ἀπὸ τέσσερα δάκτυλα. τόσες πολλὲς
μετάνοιες ἔβαζε.»628·
Γιά τόν ἀββά Θεόδουλο ἀναφέρεται: «κι ἄλλο Γέροντα εἴδαμε στὴν ἴδια μονή, τὸ
Θεόδουλο, πρώην στρατιώτη, ὁ ὁποῖος νήστευε καθημερινὰ καὶ δὲν κοιμήθηκε ποτὲ
ξαπλωμένος.»629.
Ἡ Θεία συνεργία εἶναι γιά τούς Γέροντες μόνιμος χορηγός: «...λιποθυμήσας ἐν τῷ
πράγματι εἰσελθὼν ἐν τῷ κελλίῳ τρεῖς εὗρον ἄρτους· καὶ φαγόντων εἴκοσι ὄντων
εἰς κόρον ἀπ' αὐτῶν εἷς περίσσευσεν, ᾧ ἐχρησάμην ἐπὶ εἰκοσιπέντε ἡμέρας.»630.
Ἡ περιγραφή τῆς ὑδρωπικίας τοῦ ἀναχωρητῆ Βενιαμίν631, (δέν μποροῦσε λόγῳ
διόγκωσης τοῦ σώματος νά κοιμηθεῖ σέ κρεβάτι· τό κάθισμα του συνέχεια τό
φτιάχνανε πιό μεγάλο· πέθανε καί χρειάστηκε νά γκρεμίσουν τά στηρίγματα τῆς
πόρτας τοῦ κελιοῦ του γιά νά τόν βγάλουν ἔξω) ἤ ἡ λεπτομερής περιγραφή σέ ὅλα
τά στάδια τῆς ἀρρώστιας τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς πού φτάνουν στά ὅρια τῆς ὑπερβο-
λῆς632, σέ ἀντιδιαστολή μέ τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς τους, ὁδηγοῦν τόν ἀναγνώστη
σέ μιά πιό ἔντονη ἀφομοίωση τῆς ἀντιθετικότητας τῶν δύο καταστάσεων ἀλλά καί
στήν διαπίστωση τῆς ἀέναης πάλης τοῦ καλοῦ καί κακοῦ.

626
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Μωσέως τοῦ Αἰθίοπος, τ.1, σ. 124.
627
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Σισιννίου, τ.2, σ. 30.
628
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.205.
629
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ. 28.
630
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἠλία, τ.2, σ. 32.
631
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 244.
632
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.249-250.
312

Ἡ ἐξάπλωση τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι γεγονός καί ὑπερτονίζεται: «...οὓς ἂν εἰ


βούληται τις ἰδεῖν ἅπαντας, οὐκ ἂν φθάνοι διὰ παντὸς τοῦ βίου ὅλους
θεάσασθαι.»633.
Συναντᾶται τό σχῆμα τῶν ρητορικῶν ἐρωτήσεων, δηλ. ἐρωτήσεις πού δέν
ἀποζητοῦν ὁπωσδήποτε κάποια ἀπάντηση ἀπό τόν ἀκροατή-ἐρωτώμενο, ἀλλά
περισσότερο σκοπεύουν μέσα ἀπό τήν ἐρώτηση νά διατυπώσουν κάποιο ἰσχυρισμό
καταφατικῆς ὑφῆς634. Ὁ ἀββᾶς Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, μέσα ἀπό πλειάδα
ρητορικῶν ἐρωτήσεων κάνει ἀντιπαράθεση καλοῦ καί κακοῦ, κόλασης καί
βασιλείας τῶν οὐρανῶν μέ σκοπό νά διδάξει, νά συμβουλεύσει ἀλλά καί νά
καυτηριάσει καί ν’ ἀφοπλίσει τούς ἐναντίους: «τότε ποῦ ἡ καύχησις τοῦ κόσμου; ποῦ
ἡ κενοδοξία; ποῦ ἡ τρυφή; ποῦ ἡ ἀπόλαυσις; ποῦ ἡ φαντασία; ποῦ ἡ ἀνάπαυσις; ποῦ
ὁ κόμπος; ποῦ τὰ χρήματα; ποῦ ἡ εὐγένεια; ποῦ πατήρ; ποῦ μήτηρ; ... ποταπήν ἀγάπην
ὀφείλομεν κτήσασθαι; ποταπήν ἀγωγήν; ποταπήν πολιτείαν; ποταπόν δρόμον;
ὁποίαν ἀκρίβειαν; ὁποίαν προσευχήν; ὁποίαν ἀσφάλειαν;...»635.
Ἡ ἀλληγορία εἶναι ἕνα ἀκόμη σύνηθες σχῆμα μέσῳ τοῦ ὁποίου ὑπονοοῦνται
ἄλλες ἔννοιες. Χρησιμοποιεῖται:
α) Θεραπευτικά: Ἡ φιλάργυρος παρθένος ζητάει νά μάθει ἀπό τό σεβάσμιο
Μακάριο τί ἀπέγιναν τά 500 χρυσά νομίσματα πού τοῦ ἔδωσε γιά ἀγορά
πολυτίμων λίθων· ἐκεῖνος τά ἔχει χρησιμοποιήσει σέ φιλανθρωπικό ἵδρυμα
ἀναπήρων καί τήν προσκαλεῖ γιά νά τούς δεῖ: «Τί θέλεις πρῶτον ἰδεῖν τοὺς
ὑακίνθους ἢ τοὺς σμαράγδους; Ὃ δοκεῖ σοι». Τήν ἀνεβάζει στόν ἐπάνω ὄροφο καί
τῆς δείχνει ἀκρωτηριασμένες γυναῖκες μέ κατεστραμμμένα πρόσωπα λέγοντάς της:
«Ἰδοὺ οἱ ὑάκινθοι». Ὕστερα τήν κατεβάζει στό ἰσόγειο καί τῆς δείχνει τούς ἄνδρες
λέγοντας: «Ἰδοὺ οἱ σμάραγδοι, ἐάν σοι ἀρέσκουσι, ἐπεὶ λαβέ σου τὸ χρυσίον». Ἡ
παρθένος ἔφυγε τρέχοντας πολύ λυπημένη, γιατί τήν ἐλεημοσύνη τήν εἶχε κάνει ἐν
ἀγνοίᾳ της κι ὄχι «κατὰ Θεόν»636.
Σέ μοναχό πάλι, πού ἤθελε νά παντρευτεῖ τήν κόρη ἱερέα τῶν εἰδώλων καί μέ τή
σωστή καθοδήγηση θεραπεύτηκε, ἡ θέση τοῦ περιστεριοῦ συμβολίζει καί τήν ἐξέλιξη

633
Historia Monachorum in Aegypto, σ.71.
634
Κ. Νικολακόπουλου, Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά ἱστορικά
βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, σ.217.
635
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Θεοφίλου τοῦ ἀρχιεπισκόπου, δ’, σ.42-43.
636
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ἡ φιλάργυρος παρθένος, τ.1, σ.58-60.
313

τῆς θεραπείας: περιστέρι κατέναντι τῆς κεφαλῆς του, ἐγγύς τῆς κεφαλῆς του καί
πάνω τῆς κεφαλῆς του637.
β) Πρός διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων καί σωφρονισμό. Ὁ ἀββᾶς Ὀρέντης
πηγαίνει μία Κυριακή στήν Ἐκκλησία μέ ἀναποδογυρισμένο τό ροῦχο του (φορώ-
ντας ἀπ' ἔξω τή μάλλινη πλευρά του) καί οἱ νεωκόροι τοῦ λένε: «Καλόγερε γιατὶ
μπῆκες ἔτσι καὶ μᾶς ἐκθέτεις μπροστὰ στοὺς ξένους;»· κι ὁ Ὀρέντης τότε τούς
ἀπάντησε: «Ἐσεῖς ἀναποδογυρίσατε τὸ Σινᾶ καὶ κανεὶς δὲν σᾶς εἶπε τίποτα. Κι
ἐμένα ὅταν ἀναποδογύρισα τὸ ροῦχο μου μὲ κατηγορεῖτε; Πηγαίνετε κι ἐγὼ
διορθώνω ὅτι ἀναποδογύρισα.»638.
γ) Πρός παιδαγωγία. Ρωτάει ἀδελφός τόν Γέροντα τί νά κάνει πού οἱ λογισμοί
του τοῦ λένε, ὅτι σέ λάθος καιρό ἔγινε μοναχός κι ὅτι δέν πρόκειται νά σωθεῖ· ὁ
Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὸ ξέρεις ἀδελφέ, ὅτι κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ γῆ
τῆς ἐπαγγελίας, συμφέρει τὰ λείψανά μας νὰ πέσουν στὴν ἔρημο παρὰ νὰ
ἐπιστρέψουμε στὴν ἔρημο;». ∆ιά τῆς ἀληγορικῆς μεθόδου τονίζεται ἡ σημασία τοῦ
ἀγώνα πού μπορεῖ νά μήν ὁδηγήσει στό στόχο, ἀλλά τουλάχιστον θά ἔχει
προχωρήσει (βελτιωθεῖ) ἀπό τό σημεῖο ἐκκίνησης639.
δ) Προληπτικά. Ἀναφορικά μέ τό πάθος τῆς πορνείας, Γέροντας λέει: «Παιδιά
μου, τὸ ἁλάτι ἀπὸ τὸ νερὸ προέρχεται καὶ ἂν πλησιάσει τὸ νερὸ διαλύεται καὶ
ἐξαφανίζεται. Παρόμοια κι ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴ γυναίκα προέρχεται κι ἂν πλησιάσει
γυναίκα διαλύεται καί καταλήγει στὴν ἀνυπαρξία.»640.
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση ἀναφορικά μέ τήν ἐναπόθεση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στή
μέριμνα τοῦ Θεοῦ, συναντᾶται: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε Γέροντα λέγων· τί ποιήσω
Πάτερ, ὅτι δειλιῶ τὰς νύκτας; Καί ἀπεκρίθη ὁ Γέρων· ἕως τότε φοβοῦνται οἱ τῆς
πόλεως τοὺς βαρβάρους, ἕως οὐκ ἔχουσι τὴν τοῦ Βασιλέως βοήθειαν, ἐπὰν δὲ
πληροφορηθῶσιν ὅτι ἔφθασεν ἐν τῇ πόλει, ἢ ∆ούξ, ἢ Στρατηλάτης, οὐκέτι
φροντίζουσιν, εἰδότες ὅτι ἐκεῖνοι φροντίζουσιν ὑπὲρ αὐτῶν· ἀλλὰ κἂν ἀκούσωσιν,
ὅτι ἐπέστησαν βάρβαροι, οὐ μεριμνῶσιν ἔχοντες τὸν ὑπὲρ αὐτῶν πολεμοῦντα.»641.

637
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.55.
638
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.139.
639
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.244.
640
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.251.
641
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 9, σ.349.
314

Τά μέσα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν κατάδειξη τῶν ὑπονοούμενων ἐννοιῶν


εἶναι συμβολικές εἰκόνες τῆς καθημερινότητας:
Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική ἀναφέρει: «Ὅσον γὰρ ἑαυτὰς ἀσφαλιζόμεθα πρὸς σωφροσύ-
νην, τοσοῦτον δριμυτέροις παλαίομεν λογισμοῖς· ὅσον γὰρ προκόπτουσιν οἱ ἀθλη-
ταί, τοσοῦτον καὶ μείζοσι συμπλέκονται ἀνταγωνισταῖς.»642 (ἀναλογικός λόγος).
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ λέει: «Ἀδελφοί, ἔμποροί ἐσμεν πνευματικοί, καὶ ἐοίκαμεν τοῖς
βιοτικοῖς ἐμπόροις, οἵτινες καθ' ἑκάστην ἡμέραν ψηφίζουσι τὸ κέρδος καὶ τὴν
ζημίαν καὶ ἐὰν εὕρωσιν ἑαυτοὺς ζημιωθέντας, σπουδάζουσι καὶ μεριμνῶσι πῶς
ἀνασώσωσι τὴν ζημίαν.»643·
Στόν ἅγιο ∆ιάδοχο συναντᾶται: «Τῆς πλάστιγγος τῆς τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης
ἀντισταθμίζειν μελλούσης μηδὲ μιᾶς ἀνεχομένης λείψεως τοῖς τὰ ἔργα τῆς
δικαιοσύνης διαπραξαμένοις ἐν πνεύματι ταπεινώσεως.»644.
Χρησιμοποιοῦνται εἰκόνες τῆς φύσης καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ
σχετικά μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἀναφέρει: «οὐ γὰρ ὁ θεμέλιος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν
ᾠκοδομήτο, ἤτοι τὴν ταπεινοφροσύνην, καὶ τὴν πίστην τὴν ἄσειστον, ἀλλ' ἐπὶ τὴν
ἄμμον, ἤγουν τὴν ἀνθρωπαρέσκειαν καὶ ὑπερηφάνειαν· διὸ καὶ κατασεισθεὶς ὑπὸ
τῆς βροχῆς καὶ τῶν ποταμῶν καὶ τῶν ἀνέμων, ἔπεσεν εἰς τὸν τῆς ἀπογνώσεως
βυθὸν τὸν ὄλεθρον.»645·
∆ιήγηση σχετικά μέ τήν τελειότητα τῆς ψυχῆς, ἀναφέρει: «Εἶπε Γέρων·... Ὥσπερ γὰρ
τὰ χερσαῖα ζῶα, ἐὰν βυθισθῇ εἰς τὸ ὕδωρ, ἀποθνήσκει, ἐπειδὴ ἐκ τῆς οὐσίας τῆς
γῆς ἐστι, καὶ οἱ ἰχθύες δέ, ἐὰν ἑλκυσθῶσιν εἰς τὴν γῆν ἀποθνήσκουσιν, ὅτι ἐκ τῆς
οὐσίας τοῦ ὕδατός εἰσιν· ὁμοίως καὶ τὰ πετεινὰ ἐν μὲν τῷ ἀέρι ὄντα ἀναπαύεται,
ἐπὰν δὲ θελήσωσι εἰς τὴν γῆν ἐλθεῖν, φοβοῦνται μήποτε θηρευθῶσι. Τοιαύτη ἐστὶ
καὶ ἡ τελεία ψυχή, ἡ τὰ παρὰ φύσιν ἀποβαλοῦσα, καὶ εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐλθοῦσα·
ἐφόσον μὲν μένει ἐν τῇ ἰδίᾳ φύσει, ζῇ τε καὶ ἀναπαύεται, ἐὰν δὲ καταλείψῃ τὴν
ἑαυτῆς φύσιν, εὐθὺς ἀποθνήσκει.»646·
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφερόμενος στά πάθη, λέει: «Ἐοίκασι τὰ πάθη κυναρίοις τοῖς
εἰωθόσι σχολάζειν ἐν τοῖς μακελλαρίοις, ἅτινα μόνῃ φωνῇ ἀποδιδράσκουσιν, ἀμε-

642
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίας Συγκλητικῆς, τ.2, σ.327.
643
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἐφραίμ, τ.3, σ.121.
644
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου ∆ιαδόχου, τ.3, σ.138.
645
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἐφραίμ, τ.3, σ.333.
646
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 15-16, σ.202.
315

λούμενα δὲ ὡς λέοντες παμμεγέθεις ἐπέρχονται... οἱ γὰρ λογισμοί τῷ ἐν σωλῆνι


ὕδατι ὁμοιοῦνται, καὶ ὅσον μὲν συνέχονται πάντοθεν, ἐν εὐταξίᾳ πορεύονται, ἐὰν
δὲ μικρὰν ἔξοδον εὕρωσι, κατάλυσιν φραγμοῦ καὶ ἐρήμωσιν πολλὴν ἐργάζο-
νται.»647.
Ἀκόμη καί βιολογικά δεδομένα ἀξιοποιήθηκαν στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις. Ὁ
ἀββᾶς Λογγῖνος ἀναφέρει: «ἡ γυνή τότε γινώσκει ὅτι συνέλαβεν, ὅταν σταλῇ τὸ
αἷμα αὐτῆς· οὕτως οὖν καὶ ἡ ψυχή, τότε γινώσκει ὅτι συνέλαβε πνεῦμα ἅγιον ὅταν
σταλῇ τὰ ρέοντα ἀπ' αὐτῆς κάτωθεν πάθη· ἐν ὅσῳ δὲ ἐνέχεται ἐν αὐτοῖς, πῶς
δύναται κενοδοξεῖν ὡς ἀπαθής; δὸς αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα.»648.
Ἀλληγορικά ἀξιοποιοῦνται καί τά γεωμετρικά σχήματα. Ὁ ἀββᾶς ∆ωρόθεος
κάνοντας χρήση τῆς ἀλληγορίας, δείχνει πώς ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό περνάει ἀπό
τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον: «Καὶ λέγω ὑμῖν ὑπόδειγμα ἐκ τῶν Πατέρων, ἵνα
νοήσητε τὴν δύναμιν τοῦ λόγου. Ὑποθέσθέ μοι κύκλον εἶναι ἐν τῇ γῇ· οἷον
χαραγμά τὶ ποτε στρογγύλον ἀπὸ διαβήτου καὶ κέντρου. Κέντρον λέγεται αὐτὸ
ἰδικῶς τὸ μεσώτατον τοῦ κύκλου ἕως τοῦ κέντρου. Θέτε τὸν νοῦν ὑμῶν εἰς τὸ
λεγόμενον. Τοῦτον τὸν κύκλον νομίσατέ μοι εἶναι τὸν κόσμον, αὐτὸ δὲ τὸ μέσον
τοῦ κύκλου τὸν Θεόν, τὰς δὲ εὐθείας τὰς ἀπὸ τοῦ κύκλου ἐπὶ τὸ μέσον τὰς ὁδούς
ἤτοι τὰς πολιτείας τῶν ἀνθρώπων. Ἐφ' ὅσον οὖν εἰσέρχονται οἱ ἅγιοι ἐπὶ τὰ ἔσω
ἐπιποθοῦντες ἐγγίσαι τῷ θεῷ κατὰ ἀναλογίαν τῆς εἰσόδου πλησίον γίνονται τοῦ
Θεοῦ καὶ ἀλλήλων· καὶ ὅσον πλησιάζουσιν τῷ Θεῷ, πλησιάζουσιν ἀλλήλοις, καὶ
ὅσον πλησιάζουσιν ἀλλήλοις πλησιάζουσιν τῷ Θεῷ. Ὁμοίως νοήσατε καὶ τὸν
χωρισμόν. Ὅταν γὰρ ἀφιστῶσιν ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἀποστρέφωσιν ἐπὶ τὰ
ἔξω, δῆλόν ἐστιν ὅτι ὅσον ἐξέρχονται καὶ μακρύνουσιν ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ,
τοσοῦτον μακρύνονται ἀπ' ἀλλήλων, καὶ ὅσον μακρύνονται ἀπ' ἀλλήλων, τοσοῦτον
μακρύνονται καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ τοιαύτη ἐστὶν ἡ φύσις τῆς ἀγάπης. Ἐφ' ὅσον
μέν ἐσμεν ἔξω καὶ οὐκ ἀγαπῶμεν τὸν Θεὸν, ἐπὶ τοσοῦτον ἔχομεν διάστασιν
ἕκαστος πρὸς τόν πλησίον· ἐὰν δὲ ἀγαπήσωμεν τὸν Θεόν, ὅσον ἐγγίζομεν τῷ
Θεῷ διὰ τῆς εἰς αὐτὸν ἀγάπης, τοσοῦτον ἑνούμεθα τῇ ἀγάπῃ τοῦ πλησίον, καί ὅσον
ἑνούμεθα τῷ πλησίον, τοσοῦτον ἑνούμεθα τῷ Θεῷ.»649.

647
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἰσαάκ, τ.3, σ.141.
648
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.63.
649
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.78, σ.202.
316

Ὁ ἀββᾶς Ματώης θέλοντας νά δείξει τή δυσκολία πού ἐνέχουν οἱ ἀνθρώπινες


συναναστροφές λέει: «ὁ δὲ καθήμενος μετὰ ἀδελφῶν, οὐκ ὀφείλει εἶναι τετραγω-
νιαῖος ἀλλὰ στρογγυλός, ἵνα πρὸς πάντας κυλίηται.»650.
Οἱ τεχνικές γνώσεις ἐπίσης ἀποτελοῦν ὑλικό πρός χρήση. Ὁ ἅγιος ∆ιάδοχος
λέει: «ὃν τρόπον μὴ μαλαχθεὶς ἢ καὶ θερμανθεὶς ὁ κηρὸς ἐπί πολύ, οὐ δύναται τὴν
ἐπιτιθεμένην αὐτῷ σφραγῖδα δέξασθαι, οὕτως οὐδὲ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν μὴ διὰ
πόνων καὶ ἀσθενειῶν δοκιμασθῇ, οὐ δύναται χωρῆσαι τῆς τοῦ Θεοῦ ἀρετῆς τὴν
σφραγῖδα.»651.
Ὁ ἅγιος Ἠσαΐας ἀναφερόμενος στό μοναχό πού ὑπολείπεται τῆς ἀρετῆς, λέει: «...
ὥς περ γὰρ πλοῖον παρά τι ὂν τῆς χρείας αὐτοῦ οὐ δύναται πλεῦσαι, οὕτως
ἀδύνατον τὴν ψυχὴν περάσαι τὰ κύματα τῶν παθῶν, ἔχουσαν παρά τι τῶν ἀρετῶν·
καὶ ὥς περ στρατιώτης ἐξερχόμενος πολεμῆσαι τοὺς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως, οὐ
δύναται ἀντιστῆναι αὐτοῖς, ἔχων παρά τι τῆς πανοπλίας, οὕτως ἀδύνατον Μοναχὸν
ἀντιστῆναι τοῖς πάθεσιν ἔχοντα παρά τι τῶν ἀρετῶν· καὶ ὥς περ πόλις τετειχισμένη
ἔχουσα μικρόν τι τοῦ τείχους κατεστραμμένον, εὐάλωτός ἐστι τοῖς ἐχθροῖς κἂν οἱ
φύλακες παρὰ τὰς θύρας εἰσίν, ἀλλ' οὐ δύνανται κωλύσαι τοὺς πολεμίους τοῦ μὴ
εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν, εἰ μὴ οἰκοδομηθῇ τὸ κατεστραμμένον, οὕτως ἀδύνατον τῷ
ἀσκητῇ Μοναχῷ ἀντιστῆναι τοῖς ἐχθροῖς κατακυριευομένῳ ὑπὸ πάθους.»652.
Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀναφερόμενος στό τρόπο δράσης τῶν δαιμόνων, λέει: «ὡς γὰρ
ἐπὶ τῶν τεχνῶν ὁ ἐπιστάτης παραδίδωσι τὴν τέχνην τῷ μαθητῇ καὶ ἐᾷ αὐτὸν λοιπὸν
καθ' ἑαυτὸν ἐργάζεσθαι καὶ οὐκέτι ἔχει χρείαν διηνεκῶς αὐτῷ παρακαθέζεσθαι,
μόνον δὲ ἐκ διαλειμμάτων ἐπισκέπτεται αὐτὸν μήπως ἠμέλησεν ἢ ἠφάνισεν. Οὕτω
καὶ οἱ δαίμονες· ἐὰν ἴδωσι ψυχὴν ὑπείκουσαν αὐτοῖς καὶ εὐχερῶς δεχομένην
πονηροὺς λογισμούς, παραδιδόασιν αὐτῇ τὴν σατανικήν τέχνην, ἤτοι τὴν ἑαυτῶν
κακίαν καὶ πονηρίαν, καὶ οὐ χρείαν ἔχουσι λοιπὸν παρακαθῆσθαι αὐτῇ εἰδότες ὅτι
ἀρκεῖ ἑαυτῇ πρὸς ἐπιβουλὴν καὶ ἀπώλειαν· μόνον δὲ παραβάλλουσι διὰ χρόνου
ἐπισκεπτόμενοι μήπως ἠμέλησε τοῦ ἔργου, οὗ ἐξ ἐκείνων παρέλαβεν.»653.

650
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.75.
651
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου ∆ιαδόχου, τ.3, παρ.2, σ.221.
652
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἠσαΐου, τ.3, σ.127.
653
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.68.
317

Ἐντοπίστηκε τό σχῆμα τοῦ λογοπαίγνιου πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν παραπλήσια


τοποθέτηση ὁμόηχων λέξεων πού μπορεῖ νά ἔχουν ἀκόμη καί ἐντελῶς ἀντίθετη
σημασία ἤ παράθεση λέξεων ἤ ὁμάδων λέξεων μέ διπλή νοηματική ἔννοια654.
Ὁ Μακάριος πολιτικός συναντᾶ κάποια στιγμή τό Μέγα Μακάριο καί: «καὶ ὡς
ἔμελλον διαπορθμεύειν τὸν Νεῖλον, συνέβην εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς πορθμεῖον
μέγιστον»· ἐκεῖ βρίσκονταν δύο τριβοῦνοι μέ ὁλόλαμπρες στολές ντυμένοι,
ἀκολουθήμενοι ἀπό «ρέδιον» μέ ἄλογα, στρατιῶτες καί δούλους. Βλέποντας οἱ
τριβοῦνοι τούς δύο Γέροντες μέ «ράκη παλαιά ἐνδεδυμένους», λέει ὁ ἕνας πρός
αὐτούς: «Μακάριοί ἐστε ὑμεῖς οἱ τῷ κόσμῳ ἐμπαίξαντες» καί ἀπαντᾶ ὁ Μακάριος
πολιτικός: «Ἡμεῖς μὲν τῷ κόσμῳ ἐνεπαίξαμεν, ὑμῖν δὲ ὁ κόσμος ἐμπαίζει. γίνωσκε
δὲ ὅτι οὐχ ἑκών, ἀλλ' ἐκ προφητείας τοῦτο εἴρηκας· ἀμφότεροι γὰρ Μακάριοι
καλούμεθα»· ὁ τριβούνος τότε κατανυγείς: «ἀπεδύσατο τὰ ἱμάτιά του καὶ μονάζειν
ᾑρήσατο ποιήσας πολλὰς ἐλεημοσύνας.»655.
Ἐν τῷ μαρτυρίῳ τοῦ ἁγίου Νικηφόρου ἀναφέρεται: «...τὴν διὰ ξίφους ὁ καλὸς Νικη-
φόρος τελείωσιν δέχεται, ὀλίγου καιροῦ καὶ πόνου βασιλείαν οὐράνιον ὠνησάμε-
νος καὶ νικηφόρος μᾶλλον ἀναφανεὶς ἐκ τοῦ πράγματος ἢ τοῦ ὀνόματος.»656.
Σέ ἄλλη διήγηση πάλι, δύο φιλόσοφοι ἐπισκέπτονται Γέροντα καί τοῦ ζητοῦν νά
τούς πεῖ λόγο ὠφέλιμο. Ὁ Γέροντας σιωπᾶ. Ἐκεῖνοι τόν ξαναρωτοῦν καί τότε τούς
λέει: «Ὅτι μὲν εἶστε φιλόλογοι (ἀγαπᾶτε τά λόγια) τὸ ξέρω, ὅτι ὅμως δὲν εἶστε
ἀληθινοὶ φιλόσοφοι (ἀγαπᾶτε τήν σοφία) τὸ δηλώνω. Ἂς σᾶς γίνει λοιπὸν ἔργο
φιλοσοφίας τὸ νὰ μελετᾶτε παντοτινὰ τὸ θάνατο καὶ νὰ φυλάγεστε μὲ τὴ σιωπὴ καὶ
τὴν ἡσυχία.»657.
Τό εὐφυολόγημα ἀποτελεῖ καί αὐτό ἕνα σχῆμα διανοίας πού ἔρχεται σέ ἄμεση
σχέση μέ τήν εἰρωνεία, ἀφοῦ τό κωμικό ἀποτελεῖ βασικό συστατικό της. Πηγάζει
μέσα ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί ἀπό τήν τραγικότητα, ἀλλά δέν
ἐπιδιώκει νά προσβάλλει ἤ νά πληγώσει658.

654
Κ. Νικολακόπουλου, Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά ἱστορικά
βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, σ.183.
655
Historia Monachorum in Aegypto, σ.131.
656
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.536.
657
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.173.
658
Κ. Νικολακόπουλου, Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας στά ἱστορικά
βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, σ.275-278.
318

Πεθαίνει ἀδελφός, πού ὁ Γέροντάς του τόν εἶχε πολύ ἔγνοια, καθώς ἀμελοῦσε τά
τῆς ψυχῆς του καί τόν περίμενε ἡ κόλαση· προσευχόμενος ὁ Γέροντας γιά νά
μάθει τί γίνεται μέ τήν ψυχή τοῦ μοναχοῦ, ἔρχεται σέ ἔκσταση· «καὶ βλέπει ἕνα
πύρινο ποτάμι καὶ μέσα σ' αὐτὴν τὴ φωτιά πολλοὺς καὶ στὴ μέση τὸν ἀδελφὸ
χωμένο μέχρι τὸ λαιμό. Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας· 'Γι' αὐτὴν τὴν τιμωρία δὲν σὲ
παρακαλοῦσα νὰ φροντίσεις γιὰ τὴν ψυχή σου παιδί μου;'· καὶ ἀποκρίθηκε ὁ
ἀδελφός· 'εὐχαριστῶ τὸ Θεό, πάτερ, ἐπειδή τουλάχιστον τὸ κεφάλι μου ἀνακουφί-
ζεται. Γιατὶ μὲ τὶς εὐχές σου στέκομαι πάνω στὸ κεφάλι ἐπισκόπου.»659. Ἡ διήγηση
λειτουργεῖ παιδαγωγικά (μνήμη θανάτου), ἀλλά συγχρόνως γίνονται αἰχμές γιά τίς
παρεκκλίσεις τῆς ἐπίσημης ἐκκλησίας πού ἄν καί διαφεύγουν τοῦ ἀνθρώπινου
δικαίου δέν παραβλέπονται ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ἀββᾶς ∆οσίθεος ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν Γέροντά του, τόν ἀββά ∆ωρόθεο:
«...οὐδέποτε ἐποίησεν ἓν θέλημα αὐτοῦ, καὶ τὴν ἀδιάκριτον αὐτοῦ ὑπακοήν ὅτι, εἰ
ἔτυχέν ποτε τὸν μακάριον ∆ωρόθεον εἰπεῖν αὐτῷ ῥῆμα ὡς διασύρων αὐτόν,
ἀπήρχετο τρέχων καὶ ἐποίει αὐτὸ ἀδιακρίτως. Οἷον τι λέγω· Οὗτος παρὰ τὰς ἀρχὰς
ἐλάλει τραχυτέρως. Ὁ οὖν μακάριος, ὡς διασύρων αὐτόν, ἐν μιᾷ λέγει αὐτῷ·
Βουκακράτου χρήζεις, ∆οσίθεε· καλῶς, ὕπαγε λαβὲ βουκάκρατον. Ἐκεῖνος ἀκούσας
ἀπέρχεται καὶ φέρει φιάλην ἔχουσαν οἶνον καὶ ἄρτον καὶ ἐπιδίδωσιν αὐτῷ, ὡς ἵνα
λάβῃ εὐλογίαν. Ὁ δὲ ἀγνοήσας προσέσχεν αὐτῷ ὡς ξενιζόμενος καὶ λέγει· Τί
θέλεις; Ἀποκρίνεται αὐτῷ· ἐκελεύσας με λαβεῖν βουκάκρατον· δός μοι εὐλογίαν·
τότε λέγει αὐτῷ· Μωρέ, ἐπειδὴ κράζεις ὥσπερ καὶ οἱ Γότθοι· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι ὅταν
ἐκχολοῦνται, χολοῦσιν καὶ κράζουσιν· διὰ τοῦτο εἶπόν σοι· λαβὲ βουκάκρατον, ὅτι
καὶ σὺ ὡς Γότθος κράζεις. Ὡς οὖν ἤκουσεν ταῦτα, βάλλει μετάνοιαν καὶ ἀπέρχεται
καὶ τιθεῖ αὐτό.»660.
Ἡ κλῖμαξ εἶναι ἀκόμη ἕνα σχῆμα ὅπου ἔννοιες παρατάσσονται ἀνάλογα τοῦ
βαθμοῦ καί τῆς σημασίας των, ἐν εἴδει κλίμακος, ἀρχίζοντας ἀπό τίς μικρότερες
καί πιό ἀσήμαντες καί φθάνοντας στίς μεγαλύτερες καί πιό σημαντικές661.

659
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, σ.54.
660
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, σ.68· βουκάκρατο: ψωμί βουτηγμένο στό κρασί· μέ ἄλλα
λόγια βάλε κάτι στό στόμα σου γιά νά πάψεις νά μιλᾶς.
661
Εὐ. Θεοδώρου, Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, σ. 142.
319

Μοναχός ρωτάει πόσο χρόνο χρειάζεται γιά νά μετανοήσει ξεκινώντας ἀπό τρία
χρόνια, ἕνα χρόνο, σαράντα μέρες καί ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος παραμένει
σταθερά ἐπαναλαμβανόμενη: «πολύ ἐστι», μέχρι νά καταλήξει: «λέγω, ὅτι ἐὰν ἐξ
ὅλης καρδίας μετανοήσῃ ἄνθρωπος καὶ μὴ προσθῇ ἔτι ποιεῖν τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς
τρεῖς ἡμέρας δέχεται αὐτὸν ὁ Θεός.»662.
Ὁ ἀββᾶς ∆ωρόθεος χρησιμοποιεῖ τό συγκεκριμένο σχῆμα γιά νά καταδείξει τήν
ἔννοια τῆς ἁγιότητας: «Μέμνημαι ὅτι ἐλαλοῦμέν ποτε περὶ ταπεινώσεως καί τις τῶν
λαμπρῶν Γάζης ἀκούων ἡμῶν λεγόντων τοῦτον, ὅτι ὅσῳ ἐγγίζει τις τῷ Θεῷ
τοσοῦτον βλέπει ἑαυτὸν ἁμαρτωλόν, ἐξενίζετο καὶ ἔλεγε· Πῶς ἐνδέχεται τοῦτο; καί
ἠγνόει θέλων μαθεῖ τόν λόγον. Λέγῳ αὐτῷ· Κῦρι ὁ πρωτεύων, εἰπέ μοι, τί ἔχεις
σεαυτόν εἰς τήν πόλιν σου; Λέγει μοι ἐκεῖνος· Ἔχω ἐμαυτὸν μέγαν καὶ πρῶτον τῆς
πόλεως. Λέγῳ αὐτῷ· ἐὰν δὲ ἀπέλθῃς εἰς Καισάρειαν, τί ἔχεις ἑαυτὸν ἐκεῖ; λέγει·
Ἔχω ἐμαυτὸν εὐτελέστερον τῶν μεγάλων ἐκεῖ. Λέγω αὐτῷ. Ἐὰν δὲ ἀπέλθῃς εἰς
Ἀντιόχειαν, τί ἔχεις σεαυτόν; Λέγοι μοι· Ἔχω ἐμαυτὸν ὡς ἕναν παγανόν. Λέγω
αὐτῷ· Ἐὰν δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπέλθῃς ἐγγὺς τοῦ Βασιλέως, ἐκεῖ τί ἔχεις
σεαυτόν; Λέγει μοι ἐκεῖνος· Ἔχω ἐμαυτὸν ἕνα πένητα. Τότε λέγω αὐτῷ· Ἰδοὺ οὕτως
εἰσὶν οἱ ἅγιοι· ὅσον ἐγγίζουσι τῷ Θεῷ τοσοῦτον ἁμαρτωλοὺς βλέπουσιν
ἑαυτούς.»663.
Ἐντοπίστηκαν τά σχήματα ἀσύνδετο (παράταξη λέξεων ἤ φράσεων χωρίς χρήση
συμπλεκτικῶν, διαζευκτικῶν συνδέσμων ἤ ἄλλων συνδετικῶν μορίων664) καί
πολυσύνδετο (ὁ διά συνεχόμενων συμπλεκτικῶν καί ἄλλων συνδέσμων
συναπτόμενος665).
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος: «...ἤκουσε φωνῆς (Θεοῦ) λεγούσης αὐτῷ: Ἀρσένιε, φεῦγε,
σιώπα, ἡσύχαζε αὗται γάρ εἰσιν αἱ ρίζαι τῆς ἀναμαρτησίας.»666.
Ὁ Θεός ἀπαιτεῖ τρία πράγματα ἀπό τούς βαπτισθέντες: «πίστιν ὀρθὴν ἀπὸ τῆς
ψυχῆς, καὶ ἀλήθεια ἀπὸ τῆς γλώσσης καὶ σωφροσύνη ἀπὸ τοῦ σώματος.»667.

662
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιβ’, σ.87.
663
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.34, σ.120-122.
664
Ἐγκυκλοπαίδεια Ἥλιος, τ.3, σ.848.
665
Ἐγκυκλοπαίδεια Ἥλιος, τ.16, σ.249.
666
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.5.
667
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Γρηγορίου Θεολόγου, σ.24.
320

Ὁ ἀββᾶς Ἀνδρέας λέει: «...πρέπει τῷ μοναχῷ τὰ τρία ταῦτα: ἡ ξενιτεία, ἡ πτωχεία


καὶ ἡ σιωπή ἐν ὑπομονῇ.»668·
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ὐποστηρίζει: «...ὅτι τὸ φυλάσσειν, καὶ ἑαυτῷ προσέχειν καὶ ἡ
διάκρισις, αἱ τρεῖς αὗται ἀρεταί, ὁδηγοί εἰσι τῆς ψυχῆς.»669.
Ἡγούμενος συμβουλεύει τούς μοναχούς: «...ἑαυτοὺς ὁπλίσωμεν... ἐν νηστείαις καὶ
ἀγρυπνίαις καὶ προσευχαῖς καὶ δάκρυσι καὶ πάσαις ταῖς κατὰ Θεὸν ἀρεταῖς.»670.
Γιά τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀναφέρεται: «∆ιηγήματα γὰρ ἀγαθὰ ἐκκλησίαν Θεοῦ
φαιδρύνει, πρὸς θεογνωσίαν κρατύνει, τὰς ψυχὰς πρὸς Θεὸν διεγείρει, ἀπὸ πλά-
νης ἐπιστρέφει, τοὺς ραθύμους ἐξυπνίζει, τοὺς σαλευομένους στηρίζει, τοὺς
σκανδαλιζομένους πληροφορεῖ, τοὺς σκληροκαρδίους κατανύσσει, τοὺς ἀφελεῖς
φωτίζει.»671.
Τό σχῆμα τῆς ἀντίθεσης εἶναι ἀκόμη ἕνα εὑρισκόμενο σχῆμα στίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις. Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης ἔλεγε: «βίος ἄνευ λόγου μᾶλλον
ὠφελεῖν πέφυκεν, ἢ λόγος ἄνευ βίου· ὁ μὲν γὰρ καὶ σιγῶν ὠφελεῖ· ὁ δὲ καὶ βοῶν
ἐνοχλεῖ· εἰ δὲ καὶ λόγος καὶ βίος συνδράμοιεν, ἓν φιλοσοφίας ἁπάσης
ἀποτελοῦσιν ἄγαλμα.»672· καί ἀλλοῦ: «ἐπειδὴ μέγα τῆς ταπεινοφροσύνης τὸ ὕψος,
καὶ τῆς ἀλαζονείας τὸ πτῶμα, συμβουλεύω ὑμῖν ἐκεῖνο μὲν ἀσπάσασθαι, τούτῳ δὲ
μὴ περιπεσεῖν.»673.
Ὑπάρχουν ὁλόκληρες παράγραφοι διηγήσεων πού ἐντάσσονται στό συγκεκριμένο
σχῆμα, ἀφοῦ περιγράφουν τήν ἀντιθετική διάσταση καλοῦ καί κακοῦ (κόλαση-
Παράδεισος). Μία τέτοια διήγηση εἶναι Τῇ 5ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, Ὀπτασία
Κοσμᾶ μοναχοῦ, φοβερᾶς καί ὠφελίμου674. Ἀλλοῦ πάλι ἡ ἀντίθεση διαγράφεται
ἀναφορικά μέ χώρους ἤ καταστάσεις πού φαινομενικά ὑποστηρίζουν τό κακό, ἀλλά
ὅπως ἀποδεικνύεται σ' αὐτές κυριαρχεῖ τό καλό· τέτοια διήγηση εἶναι ἡ Περί
Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας675 (ὁ Σέργιος εἶναι προϊστάμενος πορνείου καί

668
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.21 καί Θεοδώρου Φέρμης, σ.39.
669
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λε’, σ. 89.
670
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.90.
671
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O. C. 1903, σ.61.
672
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.51.
673
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.51.
674
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.103-106.
675
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.126.
321

καπηλείου ἀλλά παρά ταῦτα οἱ πράξεις του εἶναι ἰσάξιες τοῦ ταπεινοῦ Γέροντα
Πύρρου).
Συναντᾶται ἐπίσης τό σχῆμα τῆς ἀποστροφῆς. Ὁ συγγραφέας-συμπιλητής /
ἀφηγητής ἀπευθύνεται πρός κάποιο πρόσωπο εἴτε ἀπόν ἤ καί τεθνεόν καί ὁμιλεῖ μέ
αὐτό σάν νά εἶναι παρόν676.
Συγγραφέας-συμπιλητής προτρέπει: «Σκόπει ὁ ἀναγινώσκων τὴν προσοχήν τοῦ
Γέροντος καὶ ἀκρίβειαν, πῶς τοὺς ὑποδεχθέντας ἀναπαύων καὶ δοκῶν αὐτοῖς
συνεσθίειν...»677· καί ἀλλοῦ: «Πρόσεχε ὁ ἀναγινώσκων, καὶ μὴ ἀδιακρίτως καὶ
ἁπλῶς οὕτω τὴν διήγησιν ἐκλαβόμενος, ἀντί τοῦ ὠφεληθῆναι βλαβῇς...»678· καί
ἀλλοῦ: «Ὁρᾷς τί δύναται ἡ ταπείνωσις, ἤτοι τὸ ἑαυτόν μέμφεσθαι;...»679.
Τέλος πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ συγκεκριμένη παράγραφος δέν ἀσχολήθηκε
μέ τό σχῆμα τοῦ παραδόξου, γιά τό ὁποῖο ἡ ἔρευνά μας ἔκανε εἰδική ἀναφορά
στήν παρ. Θαύματα, ὄνειρα, ὁράματα (βλ. πιό πάνω). Ἡ ὕπαρξη τῆς παραδοξολογίας
δίνει ἕνα ἰδιαίτερα νοηματικά φορτισμένο χαρακτήρα πού ἔχει σάν συνέπεια τήν
πιό ἀποτελεσματική μεταβίβαση νοημάτων στούς ἀκροατές, ἐκφράζει ἔμμεσα τό
ἐπιδιωκόμενο διδακτικό νόημα καί προσελκύει ἔντονα τήν προσοχή τῶν ἄλλων.

2. ∆ρῶντα πρόσωπα καί λειτουργίες τους

Εἰσαγωγικά.

Ἡ ἐπιλογή χαρακτήρων στρέφεται πρός τό εἶδος τοῦ θετικοῦ διδακτισμοῦ,


δηλαδή ἥρωες μέ θετικές ἰδιότητες, χωρίς βέβαια νά ἐκλείπουν και ἱστορίες μέ
ἥρωες πού φέρουν ἀρνητικά χαρακτηριστικά· ἀκολουθοῦν τόν τύπο τῆς ἱστορίας πού
ὁδηγεῖται σ' ἕνα ἥρωα-πρότυπο. Οἱ ἥρωες αὐτοί μᾶς διδάσκουν ὄχι κάνοντας
κήρυγμα, ἀλλά μέ τίς πράξεις τους καί τά παθήματά τους. Μέσα σ' αὐτούς τούς
θετικούς ἥρωες παρουσιάζονται καί ληστές, πειρατές, πόρνες (μεταστροφές), πού
μόνο μέσα ἀπό τό χριστιανικό πνεῦμα μποροῦν νά ἑρμηνευθοῦν. Οἱ χαρακτῆρες
παρ' ὅτι μέ τίς συγκεκριμένες πράξεις τους γίνονται πρότυπα δράσης, ἐν τούτοις
δροῦν ἐντελῶς φυσικά, χωρίς νά θεωροῦν ὅτι κάνουν κάτι ἐξαιρετικό πού εἶναι

676
Εὐ. Θεοδώρου, Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, σ.141.
677
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 3, σ. 550.
678
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 1, σ. 658.
679
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 1, σ. 687.
322

πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Συγχρόνως θεωροῦν ὅτι κάθε τι πού
κατακτοῦν δέν εἶναι δικό τους ἐπίτευγμα ἀλλά Θεία δωρεά. Αὐτή ἡ φυσικότητα,
εἶναι τό θεμελιῶδες χαρακτηριστικό τους πού ἐμπερικλείει καί τήν ἀνεξαρτησία τῶν
ἡρώων ἀπό τίς συμβατικές ἠθικές δεσμεύσεις. Ζοῦν σέ πλήρη συνάρτηση μέ τό
γύρω φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον τους. Ἀπό τή μία μεριά πραγματώνουν μιά
προσωποποίηση τοῦ περιβάλλοντος καί ἀπό τήν ἄλλη τό περιβάλλον ἀποτελεῖ μιά
σωματική καί ἠθική τους ἅπλωση. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑπάρχει κάποια διαλεκτική
σχέση μεταξύ τους. Οὔτε τό περιβάλλον φαίνεται νά διαμορφώνει χαρακτῆρες,
οὔτε καί οἱ χαρακτῆρες διαμορφώνουν περιβάλλον. Ἁπλά τό ἕνα ἀντιστοιχεῖ ἀνα-
λογικά στό ἄλλο. Χαρακτήρας καί σκηνικό συνδέονται ὄχι μέ σχέσεις ἀλληλοε-
πίδρασης ἀλλά μέ σχέσεις ἀντιστοιχίας-ταυτότητας. ∆έν συνδέονται μεταξύ τους
δυναμικά ἀλλά μέ τρόπο στατικό. Ζοῦν στό περιβάλλον (ἔρημος, κελλί) μέ ἕνα
τρόπο πού δέν εἶναι καθόλου παθητικός. Ἀντιστέκονται καί προσπαθοῦν νά
σπάσουν τά δεσμά πού αὐτό τούς ἐπιβάλλει, ἀποκτώντας ἔτσι κάποια ὑπεράνθρωπα
χαρακτηριστικά· ἀποτέλεσμα οἱ χαρακτῆρες νά δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι
περισσότερο ἰδανικοί παρά ρεαλιστικοί680.
Τά προσωπικά, ἀτομικά χαρακτηριστικά ἐπαναλαμβάνονται ἀπό ἱστορία σέ
ἱστορία καί ἀπό χαρακτήρα σέ χαρακτήρα σχεδόν τά ἴδια· μέσα ἀπό μία συνολική
τους θεώρηση συνθέτουν ὅλα μαζί δύο ἤ τρεῖς χαρακτῆρες πού μποροῦν νά
θεωρηθοῦν στερεότυπα καί πού μέ τή σειρά τους εἶναι δυνατόν ν' ἀναχθοῦν σ' ἕνα
καί μόνο στερεότυπο (ἀρχέτυπο). Οἱ χαρακτῆρες εἶναι ἐξελισσόμενοι καί σύνθετοι.
Μεταβάλλονται ἐσωτερικά (χριστιανικό στοιχεῖο ἀφηγηματικῆς λογοτεχνίας),
γνωρίζουν μεταστροφές καί διλήμματα. Ὅσο προχωρεῖ κάποιος πρός τόν
χειρογραφικό καί τυπογραφικό ἔλεγχο, οἱ χαρακτῆρες γίνονται ὅλο καί πιό
«σφαιρικοί», δροῦν δηλ. μέ τρόπους πού εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως ἀπρόσμενοι· κατ'
οὐσίαν ὅμως εἶναι συνεπεῖς μέ τούς ὅρους τῆς σύνθετης δομῆς τοῦ χαρακτήρα καί
τῶν περιπλόκων κινήτρων μέ τά ὁποῖα εἶναι προικισμένος ὁ σφαιρικός681. Ἡ

680
πρβλ. Θ. Παπαγιάννη, ἱερομ. Ἐλισαίου Σιμωνοπετρίτη, Φυσικός χῶρος καί μοναχισμός. Ἡ
διατήρηση τῆς Βυζαντινῆς παράδοσης στό Ἅγιον Ὄρος, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1994.
681
W. Ong, Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη, σ. 218-222· σ' αὐτόν τό χαρακτήρα τοῦ
«μυθιστορήματος» συνέβαλλαν κατά τούς Scholes καί Kellog ἡ τάση πρός ἐσωτερίκευση στήν Π.
∆ιαθήκη, ἡ ἐντατικοποίησή της στόν χριστιανισμό, ἡ δραματική ἑλληνική παράδοση, ἡ ὀβιδιακή
323

ἐνδοσκόπηση καί ἡ ὁλοένα μεγαλύτερη ἐσωτερίκευση τῆς συνείδησης χαρακτηρί-


ζουν ὁλόκληρη τήν ἱστορία τοῦ χριστιανικοῦ ἀσκητισμοῦ. Κατά τόν Freud ἡ δομή τῆς
ἀνθρώπινης ψυχολογίας εἶναι ὅπως ἐκείνη τοῦ δραματικοῦ ἥρωα Οἰδίποδα. Ἡ
ψυχολογία τοῦ βάθους ἀναζητεῖ κάποιο βαθύτερο νόημα κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια
τῆς συνηθισμένης ζωῆς. Ἔτσι καί οἱ συγγραφεῖς προσκαλοῦν τόν ἀναγνώστη νά
αἰσθανθεῖ κάποιο πιό ἀληθινό νόημα κάτω ἀπό τή ραγισμένη ἤ ἀπατηλή ἐπιφάνεια
πού ἀπεικονίζουν. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἀπαιτεῖται ἡ κειμενική ὀργάνωση τῆς
συνείδησης. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι ἡ γραφή καί ἡ τυπογραφία
ἀπαλλάχτηκαν τελείως ἀπό τόν «ἐπίπεδο» ἤ «διογκωμένο» χαρακτήρα, δηλ.
ἐκεῖνον πού ποτέ δέν ἐκπλήσσει τόν ἀναγνώστη, ἀλλά μᾶλλον τοῦ δίνει ἀπόλαυση
ἐκπληρώνοντας μονότονα τίς προσδοκίες του καί προέρχεται ἀπό τήν πρωταρχική
προφορική παράδοση.
Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων μᾶς ὁδήγησε σέ μία τελική καταγραφή
κάποιων χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων ἀλλά καί κινήτρων682 πού ὁδήγησαν στή

καί Αὐγουστίνεια παράδοση ἐνδοσκόπησης καί ἡ ἐσωστρέφεια τῆς μεσαιωνικῆς κέλτικης


ἐρωτικῆς λογοτεχνίας καί ἡ αὐλική ἐρωτική παράδοση.
682
Τά κίνητρα ἀποτελοῦν τόν παράγοντα τῆς δράσης τῶν πράξεων καί γενικά τῆς συμπεριφορᾶς
μας. Κινητοποιοῦν τόν ὀργανισμό πρός ἕνα στόχο, μία ὁρισμένη κατεύθυνση· παρουσιάζονται
χωρίς καμιά συνειδητή προσπάθεια (μέ ἐξαίρεση τίς ἔλλογες βουλητικές προσπάθειες).
Βιώνονται μέ σαφήνεια γίνονται δηλ. συνειδητές δυνάμεις, βιώματα, πού ἀπαιτοῦν ἐπίμονα
ἱκανοποίηση· τίς περισσότερες φορές βιώνονται σάν κατάσταση ἀνάγκης κάποιας ἔλλειψης,
κάποιας ἔνδοιας. Ὠθοῦν τόν ψυχοφυσικό ὀργανισμό νά δράσει μέ στόχο διάφορα ἀντικείμενα
τοῦ περιβάλλοντος πού καλοῦνται ἐλατήρια, τά ὁποῖα τόν ἱκανοποιοῦν καί τόν λυτρώνουν ἀπό
δυσάρεστες ἐντάσεις. Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις διαγράφονται ποικιλία κινήτρων πού
ὑποστηρίζονται ἀπό τά δρῶντα πρόσωπα· γι' αὐτό καί κρίθηκε ἀπαραίτητο, πρίν ἀκολουθήσει ἡ
ψυχογράφηση τῶν πρόσώπων, νά δοθοῦν ἐν εἴδει ὑποσημειώσεως, κάποιες γενικές
κατευθυντήριες γραμμές, ψυχολογικοῦ περιεχομένου, πού θά μπορέσουν νά βοηθήσουν τόν
ἀναγνώστη στήν ἑρμηνεία δράσεων καί ἀντιδράσεων τῶν πρωταγωνιστῶν. Τά κίνητρα ἑνός
ἀνθρώπου μποροῦν νά προωθηθοῦν μέ τή χρησιμοποίηση κατάλληλων ἐλατηρίων: α) ἀμοιβές
καί τιμωρίες· β) ἄμιλλα· γ) κοινωνική ἐπιδοκιμασία (ἀποδοχή ἀπό τήν ὁμάδα καί τῆς
προϊσταμένης ἀρχῆς, ἐγκωμιασμός συμπεριφορᾶς καί προβολή ἔργου)· δ) ἐπιτυχία (ἐπίτευξη
στόχου). Ἄλλοτε πάλι παρατηρεῖται σύγκρουση κινήτρων: πάλη μεταξύ δύο ἤ περισσοτέρων
ἀντιπάλων κινήτρων· ὅταν στά ἀντίπαλα κίνητρα τό ἕνα ἀπό τά ἄλλα εἶναι πολύ ἰσχυρότερο,
τότε ἤ δέν ἐπέρχεται καθόλου σύγκρουση ἤ αὐτή εἶναι τελείως ἀνεπαίσθητη καθώς ἐπικρατεῖ τό
ἰσχυρότερο. Ἡ σύγκρουση παρουσιάζει διάρκεια καί γίνεται αἰσθητή ὅταν τά ἀντίπαλα κίνητρα
εἶναι ἰσοδύναμα ἤ σχεδόν ἰσοδύναμα· διακρίνονται τότε: α) συγκρούσεις μεταξύ δύο θετικῶν
δυνάμεων ἤ ἀξιῶν ἤ ἐλατηρίων· β) συγκρούσεις μεταξύ μιᾶς θετικῆς καί μία ἀρνητικῆς ἀξίας· γ)
συγκρούσεις μεταξύ δύο ἀρνητικῶν ἀξιῶν. Ἄτομο καί κοινωνία δέν βρίσκονται πάντοτε σέ
ἁρμονικές σχέσεις· δημιουργοῦνται συγκρούσεις μεταξύ τῶν ἀτομικῶν κινήτρων καί τῶν
κανόνων τῆς ὁμάδας, πού ἐσωτερικοποιούμενοι βαθμιαῖα θά σχηματίσουν τό ὑπερεγώ καί τήν
ἠθική συνείδηση τοῦ ἀτόμου· αὐτοί οἱ ἀπαγορευτικοί κανόνες τῆς ὁμάδος ὀνομάζονται ταμπού.
Ἡ θρησκευτικότητα ἀποτελεῖ τόν σοβαρότερο ἀνασταλτικό παράγοντα ἐναντίον τῆς ἠθικῆς
ἔκλυσης καί τῶν ἐγωϊστικῶν τάσεων τοῦ ἀνθρώπου· μέ αὐτήν ἐξασφαλίζεται ἡ ἁρμονική
συμβίωση τοῦ ἀτόμου στήν κοινωνία. Οἱ φραγμοί τῆς θρησκευτικῆς ἠθικῆς ἀποτελοῦν ἐχέγγυο
324

τῆς ἁρμονικῆς, συνεκτικῆς καί ὀργανωμένης κοινωνικῆς ζωῆς· συγχρόνως ἀποτελεῖ σημαντικό
συντελεστή τῆς ψυχικῆς ὑγείας γιατί ἐνοποιεῖ τήν προσωπικότητα καί δίνει νόημα στήν ζωή,
ἐξασφαλίζει στό ἄτομο συναίσθημα ἀσφάλειας καί ἐμπιστοσύνης στόν ἑαυτό του. Ἄλλο
σημαντικό κίνητρο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ὁρμή τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἀξίας του ἀπό τούς
συνανθρώπους του καί σχετίζεται ἄμεσα μέ τό συναίσθημα τῆς τιμῆς.
Ἄν τό βασικό γνώρισμα τοῦ κινήτρου εἶναι τό γεγονός ὅτι λειτουργεῖ ἀσυνείδητα καί
κατευθύνεται πρός τό στόχο του αὐθόρμητα, χωρίς συνειδητή πρόθεση, βασικό γνώρισμα τῆς
βούλησης εἶναι ἡ συνειδητή προσπάθεια γιά πραγματοποίηση ἑνός σκοποῦ τόν ὁποῖο ἡ
προσωπικότητα θέτει ἀπό πρίν καί πρός τόν ὁποῖο συνειδητά κατευθύνεται. Ἡ βούληση ἀποτελεῖ
τό τελευταῖο στάδιο μιᾶς ἐξελικτικῆς πορείας πού ἀρχίζει μέ τήν ἀντανακλαστική κίνηση καί
ὁδηγεῖ στήν ἐνστικτώδη ἐνέργεια καί στήν ὁρμή καί τελειώνει μέ τή βούληση πού ἀποτελεῖ
καθαρά ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Ἡ βουλητική διαδικασία κλιμακώνεται ἀκολούθως: 1) συνειδητο-
ποίηση τοῦ σκοποῦ 2) σύγκρουση ἤ διάσκεψη 3) ἀπόφαση 4) συνειδητοποίηση τῶν μέσων καί
τοῦ τρόπου γιά τήν πραγμάτωση τῆς ἀπόφασης 5) ἐκτέλεση τῆς ἀπόφασης. Ἐνισχυτική ἀγωγή τῆς
βούλησης ἀποτελεῖ ἡ ἄσκηση (ὡς πρός τίς παραπάνω φάσεις) καί ἡ υἱοθέτηση ἑνός ἰδανικοῦ ἤ
ἰδεώδους πού ἀποτελεῖ ἕνα συναισθηματικά φορτισμένο ἐλατήριο, ἕνα δυναμικό σκοπό γιά τήν
πραγμάτωση τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια κατορθώνωντας νά
ὑπερνικήσει πολλές φορές καί ἀνυπέρβλητες δυσκολίες.
Τό συναίσθημα εἶναι μία λίγο-πολύ δυναμική κατάσταση εὐαρέσκειας ἤ δυσαρέσκειας (ἀνάλογα
μέ τήν ἱκανοποίηση ἤ μή ὁποιουδήποτε κινήτρου) πού γεννιέται καί ἐκδηλώνεται χωρίς τήν
καταβολή συνειδητῆς προσπάθειας καί πού συνοδεύεται ἀπό διάφορες σωματικές ἀλλαγές.
Αὐτές χαρακτηρίζουν ἐμφανέστερα τίς ἔντονες συγκλονιστικές καί συνήθως σύντομες
συναισθηματικές καταστάσεις τίς λεγόμενες συγκινήσεις ἤ ἀψιθυμίες. Χωρίς κίνητρο τό
συναίσθημα εἶναι τυφλό, δηλ. εἶναι μία ἀόριστη ἐσωτερική-ὑποκειμενική κατάσταση χωρίς
ἀντικείμενο· ἡ ἀγάπη καί τό μίσος, ὁ φόβος καί ὁ θυμός ἀναφέρονται σ' ἕνα ἀντικείμενο γιατί
ἐμπεριέχουν κινητήριες δυνάμεις. Ὁ φόβος ἀποτελεῖ μία δυσάρεστη συναισθηματική ἀντίδραση
ἀπέναντι σ' ἕναν κίνδυνο φανερό, συνειδητό καί ἀντικειμενικό. Τό ἄγχος ἀποτελεῖ δυσάρεστη
ἀντίδραση ἀπέναντι σέ κίνδυνο ἀφανή, ἀσυνείδητο καί ὑποκειμενικό. Ὁ φόβος ἀντιμετωπίζεται
ἐνεργητικά εἴτε μέ τή φυγή εἴτε καί μέ ἐπίθεση ἐναντίον του. Ἡ ἀγωνία ἀντιμετωπίζεται παθητικά,
νευρικά, σπασμωδικά, χωρίς σαφεῖς ἐνέργειες γιατί δέν εἶναι φανερός ὁ κίνδυνος. Ὀ κίνδυνος
πού ἀποτελεῖ τό αἴτιο τῆς ἀγωνίας εἶναι ἐσωτερικός, ὑποκειμενικός· εἶναι τ' ἄλυτα προβλήματα
καί οἱ ἀσυνείδητες συγκρούσεις τοῦ ἴδιου τοῦ ἀτόμου.
Ἡ περιέργεια ἀνήκει στά λογικά ἤ διανοητικά συναισθήματα πού σχετίζονται μέ τήν
ἱκανοποίηση ἤ ὄχι τῆς ὁρμῆς γιά γνώση, ἐξερεύνησης καί χρήσης τῶν νοητικῶν μας δυνάμεων.
Ἡ παιδαγωγική της σημασία εἶναι μεγάλη καθώς συντελεῖ στή συγκέντρωση προσοχῆς καί στήν
ἐξερεύνηση τοῦ νέου, τοῦ παράδοξου. Ὁ καλός παιδαγωγός ξέρει νά τήν ξυπνάει μέ τήν
προσφορά κάθε τόσο νέων ἐρεθισμῶν ἤ τῆς ἴδιας ἐμπειρίας μέ νέο τρόπο.
Ὁ Dreikurs θεωρεῖ τό συναίσθημα ἀνεπάρκειας ἤ μειονεκτικότητας (συνειδητό ἤ ἀσυνείδητο) σάν
ἕνα φαινόμενο πού εἶναι μέν ἐνοχλητικό ἀλλά μπορεῖ νά παρακινήσει τό ἄτομο σέ δημιουργική
δράση γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀνεπαρκειῶν του καί γιά τήν ἀνάπτυξη θετικῶν ἰδιοτήτων.
Ἀντίθετα τό σύμπλεγμα ἤ κόμπλεξ μειονεκτικότητας δέν ὁδηγεῖ σέ δημιουργική δράση γιά νά
ἀρθοῦν τά μειονεκτήματα τοῦ ἀτόμου ἀλλά σέ μία κατάσταση ἀπελπισίας. Κεντρικό αἴτιο της, ἡ
μή ἱκανοποίηση τῆς τάσης γιά ἐπιβολή, ἐπικράτηση καί ἀνωτερότητα· τό ἄτομο αἰσθάνεται
ἡττημένο καί κατώτερο. Ἡ ἀποτυχία ἱκανοποίησης βασικῶν ἀναγκῶν, ἰδίως ὅταν ἐκλαμβάνεται
ὡς προσωπική ἀδυναμία ἀποτελεῖ τή γενικότερη αἰτία αἰσθήματος μειονεκτικότητας πού
ἐπιτείνεται μέ τή σύγκριση τῶν δυνάμεων καί τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων. Ἐπίσης ἡ δεσποτική
αὐταρχικότητα ἤ οἱ αὐστηρές ἀπαγορεύσεις, ἤ οἱ ὑπερβολικές ἀπαιτήσεις ἤ οἱ ταπεινωτικές
προσβολές γιά ἀσήμαντα λάθη ἀποτελοῦν σοβαρούς παράγοντες μείωσης τῆς προσωπικῆς
ἀξίας ἤ καταπάτησης τῆς ἰδιοτυπίας καί τῶν ἀναγκῶν τῆς προσωπικότητας. Ἡ ἀποζημίωση καί ἡ
ὑπεραποζημίωση εἶναι ἡ σωτήρια ἔξοδος τῆς μειονεξίας. Σέ ἀντίθεση μέ τή στάση ὑποταγῆς, ἡ
ἀποζημίωση εἶναι μία στάση μαχητική, μιά στάση διαμαρτυρίας ἔναντι τῆς ἀνεπάρκειας· εἶναι ὁ
ἀσυνείδητος μηχανισμός προσαρμογῆς κατά τόν ὁποῖο τό ἄτομο τοῦ ὁποίου ματαιώνεται μία
ἀνάγκη κάνει ἀντικατάσταση (ἀσυνείδητα) αὐτῆς μέ μία ἄλλη ἤ κάνει ἀντικατάσταση τοῦ τρόπου
ἱκανοποίησης τῆς ματαιωμένης ἀνάγκης μέ ἄλλη.
325

σύνθεση τῶν βασικῶν «τύπων» τῶν δρώντων προσώπων. Ἐντοπίστηκαν ὁ τύπος τοῦ
κατά χάριν Θεοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὁ τύπος τοῦ ἐν δοκιμασία εὑρισκόμενου
ἀνθρώπου καί ὁ τύπος τοῦ ἀνταγωνιστῆ (δαιμονολογία). Τέλος ἀναφορά γίνεται
καί σέ δευτερεύοντα πρόσωπα, πού ὁ ρόλος τους πολλές φορές καθορίζει ἤ δίνει
συνοχή στήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.

α΄. Ὁ κατά χάριν Θεοῦ πνευματικός ὁδηγός.

Ἡ σταθερή, ζωντανή καί ἐναργής πίστη στόν Τριαδικό θεό, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ
μετοχή στή μυστηριακή ζωή καί ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ἀγάπη ἀποτελοῦν τίς
βασικές προϋποθέσεις τῆς μόρφωσης τοῦ κατά χάριν πνευματικοῦ ὁδηγοῦ
(Γέροντας ἤ ἀββᾶς). Στή διήγηση τοῦ προθανάτιου μονόλογου τοῦ ἀββᾶ Ἀνούφ
διακρίνονται γνωρίσματα τῆς ἁγιωσύνης τῶν Γερόντων. Μπορεῖ τά γνωρίσματα νά
φέρουν ἀτομικό χαρακτήρα, ὅμως ὅπως ἔχει προειπωθεῖ ἡ γοητεία τῆς
λογοτεχνίας βρίσκεται στήν «ἐξατομίκευση» τοῦ γενικοῦ: «Ἐξ οὗ τὸ τοῦ σωτῆρος
ὄνομα ἐπὶ τῆς γῆς ὡμολόγησα, οὐ προῆλθε ψεῦδος ἐκ τοῦ στόματός μου. γήϊνον
οὐδὲν διαιτήθην τοῦ ἀγγέλου με τρέφοντος τὴν οὐράνιον τροφὴν καθ' ἡμέραν.
οὐδενὸς ἑτέρου ἐπιθυμία ἀνῆλθεν εἰς τήν καρδίαν μου πλὴν τοῦ Θεοῦ. οὐδὲ
ἀπέκρυψεν ὁ Θεός τι τῶν γηΐνων, ὃ οὐκ ἐγνώρισέν μοι. οὐκ ἔληξεν φῶς τοῖς

Ἡ ἐπιθετικότητα εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ματαίωσης. Ματαίωση (frustration) ὀνομάζεται ἡ


παρεμπόδιση τῆς πραγματοποίησης ἑνός κινήτρου λόγῳ παρεμβαλλόμενων ἐμποδίων (φυσικῶν,
ψυχολογικῶν, κοινωνικῶν, ἠθικῶν) πού συνοδεύεται ἀπό ψυχική καί σωματική ἔνταση. Ἡ
ἐπιθετική συμπεριφορά μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σάν ἕνας μηχανισμός προσαρμογῆς τοῦ ἀτόμου
μετά τήν ματαίωση τῶν κινήτρων του. Ἐκτός ἀπό τήν ἐπιθετικότητα εἶναι δυνατόν τή ματαίωση νά
τήν ἀκολουθήσει ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄλλος προσαρμοστικός μηχανισμός, ὅπως ἡ ἀποζημίωση,
ἡ προβολή, ἡ φυγή, ἡ παλινδρόμηση, ἡ ὀνειροπόληση, ἡ ἀπώθηση. Πολλές φορές ἡ
ἐπιθετικότητα ἀναστέλλεται λόγῳ τοῦ φόβου καί τῆς τιμωρίας· ἄν ὅμως ἡ παρόρμηση πρός τήν
ἐπίθεση ὑπερβεῖ ὁρισμένα ὅρια, τότε ἡ φανταστική βίωση τῆς τιμωρίας ὑπερπηδᾶται καί τό ἄτομο
προβαίνει σέ ἔκδηλη ἐπιθετική συμπεριφορά ἐνάντια στόν παράγοντα πού δημιούργησε τή
ματαίωση ἤ ἐνάντια σ' ἕνα ὑποκατάστατό του. Κανονικά ἡ ἐπιθετικότητα στρέφεται ἐνάντια
ἐκείνου πού ἀποτελεῖ πηγή τῆς ματαίωσης· μπορεῖ ὅμως ν' ἀποζημιωθεῖ (λόγῳ φόβου καί
τιμωρίας) καί πρός ἄλλους στόχους. Ἰδιάζων τρόπος ἔμμεσης ἐπιθετικότητας ὅταν οἱ ἄμεσοι
τρόποι παρεμποδίζονται, εἶναι ἡ ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ πιό
δραματική μορφή τῆς ὁποίας εἶναι ἡ αὐτοκτονία. Ἡ κοινωνικοποίηση τοῦ ἀτόμου, ἡ προσαρμογή
του δηλ. στούς παραδομένους καί παραδεδεγμένους κανόνες τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων μέσα
στίς ὁποῖες ζεῖ συνεπάγεται ματαιώσεις καί ἐπιθετικότητα (Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή
Ψυχολογία, σ.409, 458-460, 462-475, 478-484, 497-498, 526-537· πρβλ. Β.Ν. Τατάκη,
Παιδαγωγική, Ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1978· Ι.Σ. Μαρκαντώνη, Παραδόσεις Παιδαγωγικῆς
Ψυχολογίας, Ἀθήνα 1984· Α. Αὐγουστίδη, Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθετικότητα. Ποιμαντική καί
ψυχολογική προσέγγιση στήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Ἀθήνα 1999· Εὐ.
Κωσταρίδου, Ψυχολογία κινήτρων, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999).
326

ὀφθαλμοῖς μου· οὐκ ἐν ἡμέρᾳ ὕπνωσα οὐκ ἐν νυκτὶ ἀνεπαυσάμην τό θεόν ἐκζητῶν,
ἀλλ' ἄγγελός μοι ἀεὶ συμπαρῆν τὰς τοῦ κόσμου δυνάμεις ἐπιδεικνύων. τὸ φῶς τῆς
διανοίας μου οὐκ ἐσβέσθη. πᾶν αἴτημα παρὰ τοῦ θεοῦ μου εὐθὺς ἐλάμβανον. εἶδον
πολλάκις μυριάδας ἀγγέλων τῷ θεῷ παρεστώσας. εἶδον χοροὺς δικαίων. εἶδον
μαρτύρων ἀθροίσματα. εἶδον μοναχῶν πολιτεύματα. εἶδον πάντων τὸ ἔργον τῶν
τὸν θεὸν εὐφημούντων. εἶδον τὸν σατανᾶν πυρὶ παραδιδόμενον. εἶδον τοὺς
ἀγγέλους αὐτοῦ κολαζομένους. εἶδον τοὺς δικαίους αἰωνίως εὐφραινομένους.»683.
Οἱ κατά Χάριν πνευματικοί ὁδηγοί εἶναι φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς
παραδόσεως καί γνῶστες τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. ∆ιακρίνουν τή πρακτική
(περί παθῶν) ἀπό τή θεωρητική ἐνασχόληση (κοινωνία, Θεοπτία καί μέθεξη Θεοῦ).
Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ κάνοντας διάκριση πρακτικοῦ καί θεωρητικοῦ βίου,
ἀναφέρεται καί σέ ἀνάλογη διαβάθμιση τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ «καλοῦ» ἀσκητῆ:
«...καλὸς μὲν γὰρ κἀκεῖνος ὁ ἀσκητής ὁ συνεχῶς ἐν τῷ κόσμῳ γυμναζόμενος καὶ
περὶ τὰς καλὰς πράξεις ἀσχολούμενος, ὁ τὴν φιλαδελφίαν ἐπιδεικνύμενος καὶ τὴν
φιλοξενίαν καὶ τὴν ἀγάπην καὶ ἐλεημοσύνας διαπραττόμενος καὶ εὐεργετῶν τοὺς
παρόντας καὶ τοῖς κάμνουσιν βοηθῶν καὶ ἀσκανδάλιστος διαμένων. καλὸς μὲν
οὗτος καὶ πάνυ καλός· πρακτικὸς γὰρ καὶ ἐργάτης ἐστὶν τῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ περὶ τὰ
γήϊνα ἀσχολεῖται. κρείττων γε μὴν τούτου καὶ μείζων ὁ θεωρητικός ἐκεῖνος ὁ ἀπὸ
τῶν πρακτικῶν ἐπὶ τὴν νόησιν ἀναδραμὼν παρεὶς ἑτέροις ταῦτα φροντίζειν, αὐτὸς
δὲ καὶ ἑαυτὸν ἀπαρνησάμενος καὶ ἑαυτοῦ λήθην ἔχων πολυπραγμονεῖ τὰ οὐράνια
εὔλυτος πάντων τῷ θεῷ παριστάμενος, ὑπ' οὐδεμιᾶς φροντίδος ἑτέρας ὄπισθεν
κατασπώμενος. ὁ τοιοῦτος γὰρ σὺν θεῷ διάγει, σύν θεῷ πολιτεύεται, ἀπαύστοις
ὕμνοις ὑμνῶν τὸν θεόν.»684.
Ἡ ἐνασχόληση μέ τόν πρακτικό ἤ τόν θεωρητικό βίο, ἀποτελεῖ δύο
διαφορετικούς τρόπους ἀντιμετώπισης τῆς ἴδιας ἀλήθειας.
∆ιήγηση ἀναφέρει: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε Γέροντα περὶ τῶν ἑξῆς ζητημάτων, εἰς ἃ
ἔλαβε τὰς ἀκολούθους ἀπαντήσεις:
Ἐρώτησις: Πῶς οὖν οἱ Σκητιῶται τῷ ἀντιρρητικῷ εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ;

683
Historia Monachorum in Aegypto, σ.91-92· πρβλ. Ἰ. Ζηζιούλα, Μητροπ. Περγάμου, Ἡ θέωση τῶν
ἁγίων ὡς εἰκονισμός τῆς Βασιλείας. Ἁγιότητα, ἕνα λησμονημένο ὅραμα, ἐπετειακός συλλογι-
κός τόμος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001, σ. 23-41.
684
Historia Monachorum in Aegypto, σ.34.
327

Ἀπόκρισις: Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἁπλότητι καὶ φόβῳ Θεοῦ ἐποίουν, διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς
ἀντελαμβάνετο αὐτῶν, καὶ ὕστερον αὐτὴ ἡ ἐργασία τῆς θεωρίας ἦλθεν εἰς αὐτοὺς,
εὐδοκίᾳ Θεοῦ, διά τε τὸν πολὺν αὐτῶν κόπον καὶ τὴν φιλοθεΐαν.». Ὁ Γέροντας
μάλιστα ἀφηγεῖται καί προσωπικό του βίωμα· ἐπισκέφθηκε ἄλλον Γέροντα τόν
πρακτικό βίο διερχόμενος, ἐνῶ ἐκεῖνος ἀσχολεῖτο μέ τη θεωρία ἐν σιωπῆ·
ἐρωτεῖται λοιπόν ἀπό τόν Γέροντα πού ἐπισκέφθηκε: «ἀδελφέ, πόθεν ἔσχες τὴν
ἐργασίαν ταύτην; Λέγῳ αὐτῷ· ἡμεῖς ἐκ παιδιόθεν ταύτην τὴν ἐργασίαν ἐδιδάχθημεν
ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν. Ἐκεῖνος δὲ ἔφη· ἐγὼ μὲν τοιαύτην ἐργασίαν οὐ παρέλαβον
ἐκ τῶν Πατέρων μου, ἀλλ' ὥσπερ ὁρᾶς με ἄρτι, οὕτως ἔμεινα ὅλον τὸν χρόνον
μου, μικρόν ἐργόχειρον, καὶ μικρὰν μελέτην, καὶ κατὰ δύναμιν καθαρεύειν τῷ
λογισμῷ καὶ ἀντιλέγειν τοῖς ἐπερχομένοις καὶ οὕτω τὸ τῆς θεωρίας πνεῦμα ἦλθεν,
ἐμοῦ μὴ εἰδότος, μηδὲ ὅλως μαθόντος, ὅτι τοιαύτην ἐργασίαν τινὲς ἔσχον.»685.
Ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία τῶν Γερόντων μέ τό Θεό εἶναι ἀφοπλιστική. Ἡ προσευχή
εἶναι τό μέσο τους: Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος: «εὔξατο τῷ Θεῷ λέγων· Κύριε ὁδήγησόν
με πῶς σωθῶ.»686. Ὁ Μ. Ἀντώνιος ἀναφωνεῖ: «Κύριε θέλω σωθῆναι καὶ οὐκ ἐῶσι
με οἱ λογισμοί· τί ποιήσω ἐν τῇ θλίψει μου; πῶς σωθῶ;»· τό σημαντικό ὅμως τῆς
διήγησης εἶναι ὅτι ἡ ἀπευθείας ἐρώτηση στό Θεό, δέχεται ἀπάντηση ἄμεση μέσῳ
ὁράματος ἀγγέλου πού δείχνει στόν Ἀντώνιο τί πρέπει νά κάνει γιά νά σωθεῖ687.
Ὁ Παῦλος ὁ ἁπλός «συνομιλεῖ» μέ τόν Ἰησοῦ καί ἀποδεικνύει τήν ἄνευ ὅρων
ὑποταγή του στό Θεό, ἀλλά συγχρόνως καί τήν ἐπιμονή του (δέν θά κατέβει ἀπό
τόν βράχο ἄν δέν τοῦ κάνει ὁ Χριστός τό θέλημα). Θά μποροῦσε κανείς νά τόν
χαρακτηρίσει ἀφελή, ὅμως θά ἦταν βιαστικό τό συμπέρασμα. Σκιαγραφεῖ τήν ἀρετή
τῆς ἀσκητικῆς ὑπακοῆς πού ἀπό τήν στιγμή πού πιστεύει κάποιος, ἐμπιστεύεται καί
ἀγαπᾶ, παραδίδεται ἀπόλυτα καί ζεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σκιρτᾶ μέσα του:
«Ἐκβαίνεις ἢ ὑπάγω λέγῳ τῷ Χριστῷ... καὶ οὐαί σοι ἔχει ποιῆσαι»· βγαίνει ἔξω ἀπό
τό κελλί του «χολέσας» ὁ Παῦλος στέκεται ἐπάνω σ' ἕνα βράχο καί προσεύχεται:
«Σὺ βλέπεις Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ σταυρωθεὶς ἐπί Ποντίου Πιλάτου ὅτι οὐ μὴ κατέλθω

685
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.27, σ. 421.
686
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.5.
687
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.1.
328

ἀπὸ τῆς πέτρας, οὐ φάγω οὐ πίω ἕως οὗ ἀποθάνω, ἐὰν μὴ ἐκβάλῃς τὸ πνεῦμα ἀπὸ
τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐλευθερώσῃς τὸν ἄνθρωπον.»688.
Ἡ περιγραφή τῶν ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν, σκιαγραφεῖ τούς Γέροντες
ἐπιβλητικούς ἀλλά συγχρόνως καί «ἀλλοιωμένους» σωματικά· οἱ κόποι τῆς
ἄσκησης καί ἡ μετά τοῦ Θεοῦ ἕνωση ἀπεκδύεται τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν καί
περιορίζονται στό ἐλάχιστο τά αἰσθήματα κόπου, πείνας, δίψας· ἐπίσης ἐκλεπτύνο-
νται οἱ αἰσθήσεις τους (πνευματικοί ὀφθαλμοί καί ὦτα).
Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ: «Ἦν δὲ ἰδεῖν αὐτὸν ἐνενηκοστὸν ἤδη ἄγοντα ἔτος
τετηγμένον ὅλον τῷ σώματι, ὡς ὑπ' ἀσκήσεως μηδὲ τὸν πώγωνα φῦναι εἰς τὸ
πρόσωπον. ἤσθιεν γὰρ οὐδὲν ἕτερον πλὴν ὀπώρας, καὶ τούτου μετὰ τὴν ἡλίου
δύσιν ἐν τῷ γήρει, πολλά προασκήσας πρότερον καὶ μήτε ἄρτου μετειληφὼς μήτε
ὅσα διὰ πυρὸς ἔχει τὴν χρῆσιν.»689.
Ὁ ἀββᾶς ∆ανιήλ διηγεῖται γιά τόν ἀββά Ἀρσένιο: «...ἦν δὲ τὸ εἶδος αὐτοῦ
ἀγγελικόν, ὥσπερ τοῦ Ἰακώβ· ὁλοπόλιος, ἀστεῖος τῷ σώματι· ξηρὸς δὲ ὑπῆρχεν·
εἶχε δὲ τὸν πώγωνα μέγα φθάνοντα ἕως τῆς κοιλίας· αἱ δὲ τρίχαι τῶν ὀφθαλμῶν
αὐτοῦ, ἔπεσον ἀπὸ τοῦ κλαυθμοῦ· μακρὸς δέ ἦν, ἀλλ' ἐκηρτώθη ἀπὸ τοῦ γήρως·
ἐγένετο δὲ ἐτῶν ἐνενηκονταπέντε...»690.
Ὁ ἀββᾶς Βῆ περιγράφεται ὡς: «...μηδέποτε ὀμωμοκέναι, μηδὲ ψεύσασθαί ποτε,
μηδὲ ὀργισθῆναι κατά τινος, μηδὲ ἐπιπλῆξαι λόγῳ τινὶ πώποτε. ἦν γὰρ ὁ βίος αὐτοῦ
λίαν ἡσύχιος καὶ ὁ τρόπος ἐπιεικής, ἀγγελικὴν κατάστασιν ἔχοντος.»691.
Οἱ ἀββάδες διαθέτουν ὀξύνοια πνεύματος καί ἀντίληψης· ἑτοιμότητα γιά
σωστούς χειρισμούς ὑποθέσεων, διοικητικές ἱκανότητες (ἰδιαίτερα ὅταν πρόκειται
γιά κοινόβια), ἱκανότητα διάκρισης καλοῦ καί κακοῦ, ἀλήθειας καί ψεύδους, σωστοῦ
καί λάθους, δίκαιου και ἀδίκου ἔστω κι ἄν μερικές φορές ἡ φαινομενική ὁμοιότητα
μπορεῖ νά ἐξαπατήσει καί νά ὁδηγήσει σέ λανθασμένες ἀποφάσεις. Ἐπινοοῦν καί
βρίσκουν τά μέσα γιά νά θεραπεύουν τίς προκύπτουσες ἀνάγκες. Προνοοῦν καί
προλαμβάνουν -ὅσο εἶναι δυνατόν- δυσάρεστες καταστάσεις καί ἔχουν τή συνεχή
ἐποπτεία τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν, ὥστε γνωρίζοντας τίς ἀνάγκες τους νά

688
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.145.
689
Historia Monachorum in Aegypto, σ.15.
690
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μβ’, σ.11.
691
Historia Monachorum in Aegypto, σ.40.
329

μποροῦν νά τά καθοδηγοῦν692. Στίς ἀπαντήσεις τους εἶναι φειδωλοί καί μόνο ὅταν
βεβαιοῦνται γιά τήν τοῦ πράγματος ὀρθότητα ἀποφαίνονται. Ὁ ἀββᾶς Παμβώ:
«...οὐδέποτε ἐρωτηθεὶς λόγον γραφικὸν ἢ ἄλλον τινὰ πραγματικὸ παραυτά
ἀπεκρίνατο, ἀλλ' ἔλεγεν· Οὐδέπω εὕρηκα. Πολλάκις δὲ παρῆλθε καὶ τρίμηνον καὶ
ἀπόκρισιν οὐκ ἐδίδου, λέγων μὴ κατειληφέναι. Οὕτω μέντοι τὰς ἀποφάσεις αὐτοῦ
ἐδέχοντο, γινομένας περιεσκεμμένως κατὰ θεόν, ὡς ἀπὸ θεοῦ. Ταύτην γὰρ τὴν
ἀρετὴν ἐλέγετο καὶ ὑπὲρ τὸν μέγαν Ἀντώνιον καὶ ὑπὲρ πάντας ἐσχηκέναι, τὴν εἰς
τὸ ἀκριβὲς τοῦ λόγου.»693.
Παρά ταῦτα οἱ Γέροντες θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ταπεινό καί εὐτελή. Ὁ Ἰωάννης
ὀ ἐν Λυκῷ τονίζει σ' αὐτούς πού ἦρθαν νά τόν ἐπισκεπτοῦν: «...ἤλθατε ἀνθρώπους
ταπεινοὺς καὶ εὐτελεῖς ὁρᾶν ἐπιθυμήσαντες οὐδὲν ἄξιον θεωρίας οὐδὲ θαύματος
ἔχοντας.»694.
Στή διήγηση Περί τοῦ πένητος τοῦ ἐν τῷ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν
Χαλκοπρατείων προσευξαμένου695, ὁ ἥρωας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο καί
παρακαλεῖ νά μή μαθευτεῖ τίποτε γιά τόν τρόπο ζωῆς του πρίν πεθάνει, καθώς:
«...ἐγὼ κύριέ μου ξένος ὑπάρχω πάσης ἀρετῆς. ἐπειδή κατέκρινάς με εἰπεῖν σοι
ἅπερ (Θεοῦ μοι ἐνισχύοντος) ποιῶ, οὐ μὴ ἀποκρύψω τῇ σῇ τιμιότητι, ἀλλὰ διὰ τὸν
Κύριον, μὴ εἴπῃς τινὶ τὰ κατ' ἐμέ, ἕως οὗ ὁ Θεός ἀπὸ τῆς γῆς ἀπολύσει με.».
Ἡ ἠθική τῆς ταπείνωσης ξεπερνᾶ τά διλήμματα ἀρεσκείας καί ἀπαρεσκείας, καί
κυριεύει τήν συνείδηση ὡς ἀπαίτηση ἐπίμονη ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ· φτάνει νά γίνεται
αὐτομεμψία. Μοναχός πού κατηγορεῖται ἄδικα γιά κάτι πού δέν ἔκανε τό ἀποδέχε-
ται σκεπτόμενος: «ὁ διάκονος μὲ ἀγαπᾶ γνήσια καὶ πῆρε τὸ θάρρος νὰ μοῦ πεῖ
αὐτὸ πού εἶχε στὴν καρδιά του γιὰ ν' ἀνανήψω καὶ νὰ φυλαχτῶ ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα
καὶ νὰ μὴν τὸ κάνω. Ὅμως ἄθλια ψυχή μου ποὺ λές πῶς δὲν ἔκανες αὐτὸ τὸ
πρᾶγμα, μήπως δὲν ἔπραξες μύρια κακὰ καὶ τὰ ξέχασες; ποῦ εἶναι αὐτὰ ποὺ
ἔπραξες ἐχθὲς ἢ προχθὲς ἢ πρὶν δέκα μέρες; Τὰ θυμᾶσαι; Λοιπὸν κι αὐτὸ ἔκανες
ὅπως ἐκεῖνα καὶ τὸ ξέχασες... ἄρχισα λοιπὸν νὰ εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ καὶ τὸ διάκονο,

692
πρβλ. Β. Γιαννακοπούλου, Ποιμαντική κατά τήν θεολογία καί πράξη τῶν Ἁγίων, (∆ιδακτικές
Σημειώσεις), Ἀθήνα 2004, σ.120-129.
693
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.72.
694
Historia Monachorum in Aegypto, σ.16.
695
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.56.
330

γιατὶ δι' αὐτοῦ μὲ ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ γνωρίσω τὸ σφάλμα μου καὶ μετανόησα γι'
αὐτό.»696.
Ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ στάση ζωῆς καί κινεῖται ὡς ἐσωστρεφής δυναμισμός μή
συμμορφούμενος μέ τά προδιαγεγραμμένα. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἐπιτιμᾶ τόν Μωϋσή
τόν Αἰθίοπα θέλοντας νά τόν δοκιμάσει καί τοῦ λέει: «ὕπαγε ἔξω Αἰθίοψ»· καί
ἐκεῖνος μονολογώντας ἔλεγε: «καλῶς σοι ἐποίησαν, σποδόδερμε μελανέ· μὴ ὤν
ἄνθρωπος, τί εἰσέρχῃ ἐν μέσῳ ἀνθρώπων;»697.
Οἱ Γέροντες φοβοῦνται ν' ἀποδεχτοῦν ἀκόμη καί τήν κλήση πού τούς ἀπευθύνει
ὁ Θεός, μήπως δέν ἀποδειχθοῦν ἄξιοι αὐτῆς καί περιπέσουν στό ἁμάρτημα τῆς
κενοδοξίας. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ παρακαλεῖ: «Ἄφελε ἀπ' ἐμοῦ δέσποτα, τὴν
ἀλαζονείαν, μήπως ἐπαρθεὶς ὑπὲρ τὴν ἀδελφότητα τὸ πᾶν ἀγαθὸν ζημιωθῶ»· καί
τοῦ λέει ἡ Θεία φωνή: «Ἐπίβαλε τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸν αὐχένα σου καὶ καθέξεις
καὶ κατορύξεις αὐτὴν ἐν τῇ ἄμμῳ»· κι' αὐτός κάνοντας ὅτι τοῦ λέει ἡ Θεία φωνή:
«...ἐδράξατο Αἰθίοπος μικροῦ καὶ κατέχωσεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ βοῶντα καὶ
λέγοντα· 'Ἐγώ εἰμι τῆς ὑπερηφανίας ὁ δαίμων'»· καί τότε πάλι ἀκούγεται ἡ φωνή νά
τοῦ λέει: «Πορεύου, ὅτι πᾶν ὁ ἐὰν αἰτήσῃ παρά τοῦ Θεοῦ λήψῃ.»698.
Οἱ Γέροντες προσπαθοῦν νά μήν ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τόν κόσμο, ὄχι γιατί
εἶναι ἀντικοινωνικοί, ἀλλά γιατί «ἀρχὴ κακῶν ἐστιν ὁ περισπασμός»699· τό
πρόσωπο καί τό ἔργο τους ἔχει γίνει γνωστό στήν εὐρύτερη κοινωνία καί
φοβοῦνται μήπως ἡ δημοσιότητα τούς βλάψει: Ὁ ἀββᾶς Σίμωνας ὅταν ἔρχονται νά
τόν δοῦν ἐπισκέπτες, βγαίνει ἀπό τό κελλί του καί κάνει μιά ἐργασία (καθαρίζει ἕνα
φοίνικα)· ὅταν τόν ρωτοῦν ποῦ εἶναι ὁ ἀναχωρητής -ἀφοῦ δέν τόν γνωρίζουν
φυσιογνωμικά-, ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀναχωρητής». Ἄλλοτε πάλι, ὁ
ἴδιος ἀββᾶς, κάνει πράξεις πού δέν ἀνταποκρίνονται στό σχῆμα του, ὥστε νά
παύσει νά εἶναι πόλος ἔλξης δημοσιότητας: «φορέσας οὖν τὸ κεντόνιον αὐτοῦ καὶ
λαβὼν ἄρτον καὶ τυρὸν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, ἀναστὰς εἰς τὸν πυλῶνα ἐκάθισεν
ἐσθίων... καὶ ἐλθὼν ὁ ἄρχοντας μετὰ τῆς τάξεως αὐτοῦ καὶ ἰδόντες αὐτόν,

696
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 219, σ. 254.
697
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.72· πρβλ. Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι
ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ. 308.
698
Historia Monachorum in Aegypto, σ.48· πρβλ. κλήση προφητῶν καί Ἀποστόλων.
699
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, μγ’, σ.89.
331

ἐξουθένησαν αὐτὸν λέγοντες· οὗτος ἐστιν ὁ ἀναχωρητής περὶ οὗ ἠκούσαμεν; καὶ


εὐθέως ἀνέκαμψαν.»700.
Σέ πολλές διηγήσεις ἐντοπίστηκε ἔντονη ἐπιθυμία διατήρησης ἀνωνυμίας τῶν
δρώντων προσώπων.
Στή διήγηση Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν, ἀναφέρεται: «...ἡ δὲ σαλὴ μὴ
ἐνεγκοῦσα ἐκείνη τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴ τῶν ἀδελφῶν καὶ ταῖς ἀπολογίαις
βαρυνθεῖσα ἐξῆλθε τοῦ μοναστηρίου καὶ ποῦ ἀπῆλθεν ἢ ποῦ κατέδυ ἢ πῶς
ἐτελεύτησεν ἔγνω οὐδείς.»701.
Στή διήγηση Περί τῆς γυναικός τῆς εὑρεθείσης μετά τοῦ υἱοῦ αὐτῆς702, συναντᾶται ἡ
παράμετρος τῆς ἀνωνυμίας μέχρι τήν ὥρα τοῦ βιολογικοῦ θανάτου· μετά μπορεῖ
κάποιος νά τά διηγηθεῖ: «διὰ τὸν Κύριον ἀπερχομένου σου ἐν τῷ πλοίῳ μὴ
ἀναγγείλης ἃ ἐθεάσω... εἰ θέλεις διηγήσασθαι ἅπερ Κύριος ὁ Θεὸς ὑπέδειξέ σοι,
διηγήσαι ἀποκρύπτων τὴν νῆσον μήπως ἐκ τῆς φήμης ἔλθωσί τινες καὶ εὕρωσιν
ἡμᾶς.». Σημεῖο τελείως διάφορο τῶν καιρῶν μας (φῶτα δημοσιότητας).
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση Ἐπίσκοπος ἀφήνει τήν ἐπισκοπή του καί δουλεύει σάν
ἐργάτης· παρακαλεῖ μάλιστα τόν ἀφηγητή: «∆ῶσε μου τὸ λόγο σου ὅτι, ὅσο
βρίσκομαι σ' αὐτὴν τὴ ζωή, δὲν θ' ἀποκαλύψεις σὲ κανέναν τὴν ἱστορία μου κι ἐγὼ
θὰ σοῦ ἀνακοινώσω τὰ δικά μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομά μου καὶ τὴν πόλη.»703.
Θεωροῦν τόν ἑαυτό τους νεκρό γιά τόν κόσμο. Τόσο ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ὅσο
καί ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ὅταν κληρονομοῦν ἀπό κάποιον συγγενή τους πού πέθανε
περιουσία, λένε στό μαγιστριανό πού τούς ἔφερε τή διαθήκη: «ἐγὼ πρὸ ἐκείνου
ἀπέθανον· αὐτὸς δὲ ἄρτι ἀπέθανε· καὶ ἀντέπεμψεν αὐτήν, μηδὲν δεξάμενος.»704.
Ἡ παιδεία τους ποικίλει. Ἀρκετοί κατέχουν φιλολογική παιδεία καί κάνοντας
χρήση τῆς δύναμης τοῦ λόγου, ἀμύνονται καί ἐπιτίθενται κατά τῶν πολεμίων τῆς
πίστης, θεραπεύουν τούς πάσχοντες, καθοδηγοῦν πνευματικά καί ἀνιστοῦν τούς
πεπτωκότες. Ἐπίσης γνωρίζουν καλά γιά τό τί συμβαίνει γύρω τους, παρ' ὅτι
βρίσκονται στήν ἔρημο ἤ στό κοινόβιο καί διαθέτουν τό κριτήριο ἐκεῖνο ὥστε νά
μποροῦν ν' ἀντιμετωπίζουν τίς προσβολές τόσο ἐξωτερικές (εἰδωλολατρία) ὅσο καί

700
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, β’, σ.117.
701
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.184.
702
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.96.
703
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.37, σ. 44.
704
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κθ’, σ.8· η’, σ.59.
332

ἐσωτερικές (αἱρέσεις, μεμονωμένες ἀκραῖες συμπεριφορές πού ἀντιτίθενται στό


χριστιανικό ἰδεῶδες).
Ὁ ἀββᾶς Θεωνᾶς: «πεπαιδεύετο δὲ ὁ ἀνὴρ τριπλῇ τῶν διαλέξεων χάριτι ἐν τε
ἑλληνικοῖς καὶ ρωμαϊκοῖς καὶ αἰγυπτιακοῖς ἀναγνώμασιν...»705.
Ὁ ἀββᾶς Ὤρ: «...ἀγράμματος μὲν ὢν τὸ πρῶτον, ἐπεὶ δὲ ἐκ τῆς ἐρήμου ἐπὶ τὴν
οἰκουμένην ἤρχετο, χάρις αὐτῷ θεόθεν δίδοται καὶ τὰς γραφὰς ἔξοθεν
ἀποστήθιζεν... πολλὰ δὲ ἡμῖν τῶν γραφῶν λύσας κεφάλαια καὶ τὴν ὀρθόδοξον
πίστιν παραδοὺς προετρέπετο.»706.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος: «οὐδέποτε ἤθελε λαλεῖν τὶ ζήτημα ἐκ τῆς γραφῆς, καίπερ
δυνάμενος λαλῆσαι εἰ ἤθελεν· ἀλλ' οὐδὲ ἐπιστολὴν ταχέως ἔγραφεν.»707.
Τό οὐσιῶδες ὅμως τῆς παιδείας τους βρίσκεται στήν πνευματική ὠριμότητα καί
ὄχι στή συσσωρευμένη γνώση. Ρώτησε κάποιος τόν ἀββά Ἀρσένιο, πού τόν εἶδε νά
συμβουλεύεται ἕνα Γέροντα Αἰγύπτιο: «πῶς τοσαύτην παίδευσιν Ρωμαϊκὴν καὶ
Ἑλληνικήν ἐπιστάμενος, τοῦτον τὸν ἀγροῖκον περὶ τῶν σῶν λογισμῶν ἐρωτᾶς; ὁ
δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὴν μὲν Ρωμαϊκὴν καὶ Ἑλληνικὴν ἐπίσταμαι παίδευσιν, τὸ δὲ
ἀλφάβητον τοῦ ἀγροίκου τούτου, οὔπω μεμάθηκα.»708.
Ἡ παιδεία τῆς ἐρήμου ἀφορᾶ ἀνθρώπους πού θέλουν ν' ἀλλάξουν καί ὄχι ἁπλά
νά ἱκανοποιήσουν τήν διανοητική τους ἀνησυχία καί περιέργεια. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
ἔμενε σιωπηλός στούς λόγους κάποιου μέ φήμη ἀνθρώπου πού εἶχε ἔρθει νά τόν
δεῖ, κι αὐτό στεναχώρησε τόν ἐπισκέπτη· ὅταν ρωτήθηκε λοιπόν ὁ Γέροντας γιατί
σιωποῦσε, αὐτός ἀπήντησε: «αὐτὸς τῶν ἄνω ἐστὶ καὶ ἐπουράνια λαλεῖ· ἐγὼ δὲ τῶν
κάτω εἰμὶ καὶ ἐπίγεια λαλῶ· εἰ ἐλάλησε μοι περὶ παθῶν ψυχῆς, ἐγὼ ἂν ἀπεκρινάμην
αὐτῷ· εἰ δὲ περὶ πνευματικῶν, ἐγὼ ταῦτα οὐκ οἶδα.»709.
Ὁ γεροντικός λόγος εἶναι θεραπευτικός καί ὄχι θεωρητικός. Συνδυάζει τήν
πνευματική προοπτική μέ πρακτική ἐφαρμογή. Ἀρχή τῆς παιδευτικῆς τέχνης τους
εἶναι τό νά μιλᾶς γιά ὅτι ἐξ ἰδίας πείρας γνωρίζεις. Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος
Πηλουσιώτης ἀναφέρει: «βίος ἄνευ λόγου μᾶλλον ὠφελεῖν πέφυκεν, ἢ λόγος

705
Historia Monachorum in Aegypto, σ.44.
706
Historia Monachorum in Aegypto, σ.37.
707
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μβ’, σ.11.
708
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.5.
709
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.85.
333

ἄνευ βίου· ὁ μὲν γὰρ καὶ σιγῶν ὠφελεῖ· ὁ δὲ καὶ βοῶν ἐνοχλεῖ· εἰ δὲ καὶ λόγος
καὶ βίος συνδράμοιεν, ἓν φιλοσοφίας ἁπάσης ἀποτελοῦσιν ἄγαλμα.»710.
Φωτεινό στοιχεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν Γερόντων ἀποτελεῖ ἡ χαρισματική
τους δύναμη· στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καταγράφησαν:
α) Προόραση: Μόνο ὁ Θεός προγινώσκει τά πάντα ἐν πᾶσι· δημιούργησε κάθε
πρᾶγμα ἤ λόγον τῆς Θείας Γραφῆς καί κατά χάριν χορήγησε στούς ἀξίους τό
«γινώσκειν»711.
∆ιήγηση ἀναφέρει γιά τόν ἀββά Ἰουλιανό νά λέει: «ὁ ἀδελφός μας Συμεὼν ποὺ
ἀσκήτευε στὶς Αἰγαιές, χτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ καὶ νὰ ποῦ φεύγει τώρα ἡ ψυχή του
μὲ χαρά· ... καὶ ἀπεῖχαν μεταξύ τους εἰκοσιτέσσερα σημεῖα.» (δηλ. 24 μίλια)712.
Ὁ ἀββᾶς Σέργιος λέει: «Παιδί μου ἐγὼ ποιός εἶναι ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος δὲν ξέρω,
αὐτὸ ποὺ μόνο ξέρω εἶναι, ὅτι πατριάρχη δέχτηκα στὸ κελλί μου...»· πρᾶγμα τό
ὁποῖο ἐπαληθεύτηκε ἀφοῦ μετά ἀπό ἕξι χρόνια ἀξίωσε ὁ Θεός τόν ἀββά Γρηγόριο
νά γίνει πατριάρχης στή Θεούπολη713.
Ὁ ἡγούμενος Ἀναστάσιος προλέγει γιά τό νεαρό μαθητή του Ἰωάννη, ὅτι θά γίνει
ἡγούμενος Σινᾶ: «Βαβαί, ἀββᾶ Μαρτύριε, τίς εἴπει ὅτι ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ὄρους
ἐκούρευσας;» 714.
Ὁ Ἰωάννης Σαββαΐτης πάλι λέει: «πίστευσον, ἐγώ τίς ἐστιν ὁ παῖς οὐκ οἶδα, ἀλλ'
ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ἐδεξάμην καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἡγουμένου ἔνιψα.»715.
β) ∆ιόραση: ἡ ἱκανότητα διεισδύσεως στόν «κρυπτὸ τῆς καρδίας ἄνθρωπον». Ὁ
διορατικός προχωρεῖ «πέρα ἀπό τίς συμβατικές χειρονομίες καί συνήθειες μέ τίς
ὁποῖες κρύβουμε τήν ἀληθινή μας προσωπικότητα ἀπό τούς ἄλλους καί ἀπό τόν ἴδιο
μας τόν ἑαυτό· πέρα δέ ἀπό ὅλες αὐτές τίς κοινοτοπίες συλλαμβάνει τό μοναδικό
πρόσωπο, τό δημιουργημένο κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ. Ἡ δύναμη αὐτή εἶναι
πνευματική καί ὄχι φυσική· δέν εἶναι ἕνα κάποιο εἶδος ὑπεραισθητῆς ἀντίληψης,

710
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.51.
711
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Ὁσίου Πέτρου τοῦ ∆αμασκηνοῦ, Περί διακρίσεως, τ. Γ’, σ.138-
141.
712
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 57, σ. 66.
713
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.139, σ.153.
714
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXXIV, σ.81.
715
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση VI,
σ.64.
334

οὔτε μία ἁγιασμένη μαντεία, ἀλλά καρπός τῆς χάριτος πού προϋποθέτει συνεχῆ
προσευχή καί ἀδιάλειπτο ἀσκητικό ἀγώνα.»716.
Ὁ ἀββᾶς Ἑλλῆς ἀξιώθηκε χάρισμα διόρασης: «...τὰ ἑκάστου ἐν κρυπτῷ βουλεύματα
φανερῶς ἐξαγγέλλων.»717.
Τό ἴδιο καί ὁ ἅγιος Εὐθύμιος. Ἀφηγητής ἀναφέρει: «...ἀπηγγέλη μοι παρὰ τῶν
Πατέρων πρὸς τοῖς ἄλλοις θείοις χαρίσμασιν, καὶ τοῦτο πρὸς Θεοῦ δοθῆναι τῷ
Εὐθυμίῳ, ὥστε τὰς ἔνδον τῆς ψυχῆς κινήσεις ἀπὸ τῆς ἐκτὸς ὄψεως, οἱονεὶ διά τινος
ἐσόπτρου, κατανοεῖν, καὶ ἀκριβῶς ἔχειν εἰδέναι τίσιν ἄρα παλαίει λογισμοῖς
ἕκαστος, καὶ οἵων μὲν περιγίνεται, οἵων δὲ ἥττων ὑπὸ τοῦ πονηροῦ γίνεται.»718.
γ) ∆ιάκριση, δηλ. ἡ ἀνιδιοτελής, ἡ ἀπό θέσεως τοῦ ἄλλου σωστή ἄποψη. Ἡ
πνευματική καθοδήγηση δέν εἶναι ἔργο πάντων: «οὐ πάντων γὰρ ἐστιν ὁδηγῆσαι
καὶ ἄλλους, ἀλλ' οἷς ἐδόθη ἡ θεία διάκρισις, κατὰ τὸν Ἀπόστολον (Παῦλον),
διάκρισις πνευμάτων ἡ διαιροῦσα τὸ χεῖρον ἀπὸ τοῦ κρείττονος, τῇ μαχαίρᾳ τοῦ
λόγου. Ἕκαστος γὰρ ἰδίαν γνῶσιν, καὶ διάκρισιν φυσικὴν ἢ πρακτικὴν ἢ μαθηματικὴν
κέκτηται καὶ οὐ τὴν τοῦ Πνεύματος ἅπαντες. ∆ιὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ σοφὸς Σειράχ, οἱ
εἰρηνεύοντές σοι ἔστωσαν πολλοί, οἱ δὲ σύμβουλοί σου εἷς ἀπὸ χιλίων.»719. Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στήν Κλίμακα, διαιρεῖ τή διάκριση σέ τρεῖς ἀναβαθμούς:
σέ αὐτή τῶν ἀρχαρίων πού ὁρίζεται ὡς αὐτογνωσία· ἡ διάκριση τῶν μεσαίων πού
εἶναι ἡ νοερή αἴσθηση τοῦ κυρίως ἀγαθοῦ ἀπό τό φυσικό ἀγαθό καί τό κακό· ἡ
διάκριση τῶν τελείων πού εἶναι ἡ διά Θείας ἐλλάμψεως ἐνυπάρχουσα γνώση.
«∆ιάκρισις εἶναι μία ἀληθὴς κατάληψις καὶ κατανόησις τῆς ψυχῆς ὁποῦ τὴν ποιεῖ νὰ
γνωρίζῃ καλῶς καὶ ἀπταίστως τὸ τοῦ Κυρίου θέλημα, καὶ νὰ τὸ φυλάττῃ
ἀπαρασαλεύτως μὲ τὸν λογισμὸν καὶ θέλησιν, καὶ λόγον καὶ ἔργον, ἐν παντὶ
καιρῷ καὶ τόπῳ ὁποῦ ἤθελεν εὑρεθῇ, καὶ ἐν πάσῃ ὑποθέσει, ὁποῦ ἤθελε τύχει αὐτῇ
χωρὶς νὰ φοβῆται οὐδ' αὐτὸν τὸν θάνατον·»720.
Ἡ διάκριση τῶν δρώντων προσώπων στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀφορᾶ
διλημματικές καταστάσεις πού ἀπαιτοῦν φρόνηση (ἐπιλογή καλοῦ-κακοῦ, σωστοῦ-

716
πρβλ. Β. Γιαννακοπούλου, Ποιμαντική κατά τήν θεολογία καί πράξη τῶν Ἀγίων, σ.134· Ἐπισκόπου
∆ιοκλείας Καλλίστου Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, σ. 126.
717
Historia Monachorum in Aegypto, σ.96.
718
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 1, σ.524.
719
Γρηγορίου Σιναΐτου, Περί τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι τόν ἡσυχάζοντα εἰς τήν εὐχήν καί μή ταχέως
ἀνίστασθαι, P.G. 150, 1341.
720
Ἰω. τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, λόγος εἰκοστός ἕκτος, μέρος πρῶτον, περί διακρίσεως, σ. 277-278.
335

λάθους) κι αὐτό εἶναι τό πιό εὔκολο. Ὅμως ἀφορᾶ καί καταστάσεις πού συνδέονται
μέ ἐπίγνωση λογισμῶν καί ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία, καθώς ἡ συνδρομή τῆς Θείας
χάριτος θεωρεῖται ἀπαραίτητη. Ὁ βαθμός ψυχικῆς καθαρότητος ἀποτελεῖ τό δείκτη
γιά τό κατά πόσον ὁ ἄνθρωπος θά πετύχει τήν διάκριση λογισμῶν ἤ θά παραμείνει
στή διάκριση πραγμάτων καί καταστάσεων.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν λέει σέ μοναχούς: «...ὑμεῖς ἐφάγετε καὶ οὐδεὶς ἐσκανδαλίσθη·
ἐγὼ δὲ εἰ ἔφαγον, ἐπειδὴ πολλοὶ ἀδελφοὶ ἔρχονται ἔγγιστά μου, εἶχον βλαβῆναι,
λέγοντες· Ποιμὴν ἔφαγε κρέα καὶ ἡμεῖς οὐκ ἐσθίομεν;»721. Ὁ ἴδιος πάλι προτιμᾶ
νά μήν ἀπαντήσει σέ ἔπαινον Πατέρων, γιατί: «εἰ ἀπεκρίθην αὐτοῖς ηὑρισκόμην ὡς
καταδεξάμενος τὸν ἔπαινον.»722 καί θά ἔπεφτε στό πάθος τῆς κενοδοξίας
(ὑπερηφάνεια).
Ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ τῆς Πανεφῶ συμβουλεύει: «...ὅτε οὖν ἐστι παρουσία ἀδελφῶν
μετὰ παρρησίας δεξώμεθα αὐτούς· ὅτε δὲ καταμόνας ἐσμέν, χρείαν ἔχομεν τοῦ
πένθους, ἵνα παραμείνῃ ἡμῖν.»723.
Μέτρο σύγκρισης γιά τήν ἀπόδοσή μας δέν πρέπει νά εἶναι ὁ «ἄλλος» ἀλλά ἄν
ἡ ἀπόδοσή μας εἶναι βάσει τῶν δυνατοτήτων μας. Κι αὐτό προτρέπει ὁ ἀββᾶς
Μακάριος πολιτικός τόν Παύλο τῆς Φέρμης: «Εἰ δὲ σὺ τριακοσίας (προσευχάς)
ποιῶν ὑπὸ τοῦ συνειδότος κρίνῃ, δῆλος εἶ καθαρῶς αὐτὰς μὴ εὐχόμενος, ἢ
δυνάμενος πλείονας εὔχεσθαι καὶ μὴ εὐχόμενος.»724.
δ) Ἰάσεις-θαύματα: ∆ιήγηση ἀναφέρει γιά τόν Παύλο τόν ἁπλό: «...ὁ Παῦλος
χάριτος ἠξιώθη κατὰ δαιμόνων καὶ νοσημάτων.»725.
Ὁ ἀββᾶς Ὤρ: «...εἰλήφει δὲ καὶ ἑτέραν χάριν τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων ἐλασίαν·
ἰάσεις τε ἄλλας ἐπιτελῶν οὐκ ἐπαύετο.»726.
Ὁ ἀββᾶς Θεωνᾶς: «...ὃς πλείστας δυνάμεις ἐπιτελῶν ὡς προφήτης παρ' αὐτοῖς
ἐνομίζετο... ἐξήρχετο πρὸς αὐτὸν τὸ πλῆθος τῶν ἀσθενούντων καὶ διὰ θυρίδος
ἐπιθεὶς αὐτοῖς τὴν χεῖρα, ὑγιεῖς ἀπέλυεν ἀπελθεῖν.»727.
Ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν: «...καὶ ἐλαίῳ αὐτὸν χρίσαντος ἀνέστη.»728.

721
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρξθ’, σ.100.
722
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, νε’, σ.90.
723
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.53.
724
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παύλου, τ.1, σ.126.
725
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, τ.1, σ.142.
726
Historia Monachorum in Aegypto, σ.37· Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.69.
727
Historia Monachorum in Aegypto, σ.43-44.
336

Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ θεραπεύει καί ἐξ ἀποστάσεως συγκλητικοῦ γυναίκα πού


εἶχε χάσει τήν ὅρασή της (χωρίς νά ἀθετήσει τόν ὅρκο του νά μή συναναστρέφεται
γυναῖκες): «...ἔλαιον ἐξαπέστειλεν χρίσασα ἐπὶ μόνον τρίτον τοὺς ὀφθαλμούς μετὰ
τρεῖς ἡμέρας ἀνέβλεψεν καὶ τῷ θεῷ φανερῶς ηὐχαρίστησεν.»729.
Ὁ ἀββᾶς Ὀρέντιος τή χάρη θεραπείας δαιμόνων δέν τήν ἔχει μόνο ἴδιος ἀλλά
καί τά ἀντικείμενα πού φέρουν τήν εὐλογία του. Ὁ ἴδιος δέν ἐπισκέφθηκε νεαρή
δαιμονισμένη γυναίκα ἀλλά τῆς ἔστειλε ὡς δῶρο ἕνα τσαμπί σταφύλι: «...ὃν
θεασάμενος ὁ δαίμων ὁ ἐν τῷ κορασίῳ ἤρξατο κράζειν· Ἀββᾶ Ὀρέντιε τί ἦλθες
ὧδε. Καὶ ρήξας τὴν κόρην, ἀνεχώρησεν ἀπ' αὐτῆς.»730.
Πολλοί ἀπό τούς ἀββάδες εἶναι προικισμένοι ὄχι μέ ἕνα ἀλλά μέ πολλά
χαρίσματα, πού εἶναι ἐπακόλουθο τῆς πορείας τῆς ἁγιότητάς τους.
Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ: «προφητείας χάρισμα κεκτημένος· προεγίνωσκεν τὰ
ἐσόμενα καὶ τὰ κρυφίως ἑκάστῳ πεπραγμένα· ἰάσεις οὐκ ἐπετέλει, ἔλαιον δὲ
διδοὺς πλείστους τῶν καμνόντων ἐθεράπευεν.»731.
Τόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο τόν ἀποκαλοῦσαν «παιδαριογέροντα», δηλ. παιδί μέ
γνώση γέροντος· ἔφερε τό χάρισμα διακρίσεως καί κατά πνευμάτων (θεραπεία
δαιμονιζομένων)· ἔλαβε χάριν ἰαμάτων καί προρρήσεων732.
Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ: «...πᾶν γὰρ αἴτημα αὐτῷ εὐθὺς ἐδίδοτο παρὰ Θεοῦ αἰτουμένῳ»·
προσευξάμενος ἔλυσεν τούς δεσμούς: «...ἐρωτήσω μου τὸν δεσπότην ἀφεθῆναι
σου τὰς ἁμαρτίας»· ἦταν προορατικός: «...δεικνύντες ἡμᾶς καὶ λέγοντες· 'Ἰδοὺ
ἥκασιν οἱ ἀδελφοὶ περί ὧν ὁ πατὴρ πρὸ τριῶν ἡμερῶν προείρηκεν.»· ἦταν
διορατικός: «Ἀπολλῶ τὴν αἰτίαν καὶ τὰ ἐν κρυπτῷ τῆς καρδίας ἑκάστου ἀπήγγελεν»·
«...καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶν θαυμαστάς.»733.
Γεροντικές φυσιογνωμίες ὅπως ὁ Μέγας Σισώης, ὁ Παμβώ, ὁ Σιλουανός
ὑπῆρξαν θεοφόροι καί κυριολεκτικά φωτοφόροι: «Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Παμβῶ, ὅτι
ὡς ἔλαβε Μωϋσῆς τὴν εἰκόνα τῆς δόξης Ἀδάμ, ὅτε ἐδοξάσθη τὸ πρόσωπον αὐτοῦ,

728
Historia Monachorum in Aegypto, σ.75.
729
Historia Monachorum in Aegypto, σ.13.
730
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XVIII, σ.70.
731
Historia Monachorum in Aegypto, σ.9-12· πρβλ. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.185.
732
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.92.
733
Historia Monachorum in Aegypto, σ.49-67.
337

οὕτω καὶ τοῦ ἀββᾶ Παμβῶ ὡς ἀστραπὴ ἔλαμπε τὸ πρόσωπον καὶ ἦν ὡς βασιλεὺς
734
καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου αὐτοῦ·» .
Φθάνουν στή θέωση. Γιά τόν ἀββά Σιλουανό διήγηση ἀναφέρει: «Εἰσῆλθεν ὁ
μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ, Ζαχαρίας καὶ εὗρεν αὐτὸν ἐν ἐκστάσει καὶ οἱ χεῖρες
αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν ἡπλωμέναι· καὶ κλείσας τὴν θύραν ἐξῆλθε· καὶ ἐλθὼν περὶ
ἕκτην ὥραν καὶ ἑνάτην εὗρεν αὐτὸν οὕτως· καὶ περὶ ὥραν δεκάτην ἔκρουσε καὶ
εἰσελθών εὗρεν αὐτὸν ἡσυχάζοντα· καὶ λέγει αὐτῷ· τί ἔχεις σήμερον, πάτερ; ὁ δὲ
εἶπεν· ἠσθένησα σήμερον τέκνον· ὁ δὲ κρατήσας τοὺς πόδας αὐτοῦ, ἔλεγεν· οὐ μή
σε ἐάσω, ἐάν μὴ εἴπῃς μοι τί εἶδες· λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἐγὼ εἰς τὸν οὐρανὸν
ἡρπάγην καὶ εἶδον τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖ ἱστάμην ἕως ἄρτι καὶ νῦν
ἀπελύθην.»735.
Ἡ καθαρότητα τῶν γεροντικῶν προσώπων φανερώνει τήν ἀδιάκοπη Ἀνάσταση
ὡς ἀπόκτηση τοῦ ἑνός αὐθεντικοῦ ἑαυτοῦ καί ἐγκατάλειψη τῆς πληθώρας τῶν
κοσμικῶν ρόλων. Πρόκειται γιά μία ἀγαπητική καί ὄχι δεοντολογική ἕνωση τῆς
ἀξίας καί τῆς ὕπαρξης πού ὁδηγεῖ στήν ἀνθρώπινη σωτηρία.

β΄. Ὁ ἐν δοκιμασίᾳ εὑρισκόμενος ἄνθρωπος.

i. Αἰτίες δοκιμασίας.

Ἁμαρτία εἶναι νά θέλει νά ζεῖ κάποιος γιά τόν ἑαυτό του, μέ τίς δικές του
δυνάμεις ἀντί τήν ἀπόλυτη παράδοση στό Θεό. Ἡ ἀρχαία δογματική τήν ἀναφέρει
ὡς superbia, δηλ. ὑπεροψία. Ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτή κατά τή ριζική
αὐτοπαραίτησή του, δηλ. στήν πίστη. Τότε εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν ἑαυτό του
(ἀνθρώπινες συμβάσεις, κριτήρια καί ἀξίες) ὅπως ἀναδύεται ἀπό τό παρελθόν του
καί ὡς ἄνθρωπος τῆς πίστης ἔχει περάσει ἀπό τό θάνατο στή ζωή. Ἡ ἐλευθερία του
αὐτή δέν εἶναι μία στατική ποιότητα ἀλλά συνίσταται στή σταθερή ἀνανεούμενη
διάθεση τῆς πίστης. Πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι τό να ζεῖ
διαρκῶς ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπό τή συγχώρεση· ἀλλιῶς ἀναπτύσσεται μία ἐπιδίωξη
ἠθικῆς τελειότητας πού οὐσιαστικά εἶναι ἀδιαχώριστη ἀπό τόν ἰουδαϊκό νομικι-

734
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιβ’, σ.102.
735
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.115.
338

σμό736: «Εὐκαίρησε ποτὲ ἀββᾶς Θεόδωρος μετὰ ἀδελφῶν· καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν
ἐλάμβανον τὰ ποτήρια σιωπῶντες καὶ οὐκ ἔλεγον τό 'συγχώρησον' καὶ εἶπεν ὁ
ἀββᾶς Θεόδωρος· ἀπώλεσαν οἱ μοναχοὶ τὴν εὐγένειαν αὐτῶν τὸ λέγειν
'συγχώρησον'»737. Σέ ἄλλη διήγηση ἐντοπίζεται καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης:
«Εἶπε γέρων· τὸ ἐλαφρὸν φορτίον ἐάσαντες, τουτέστι τὸ ἑαυτούς μέμφεσθαι, τὸ
βαρὺ ἐβαστάσαμεν, τὸ δικαιοῦν ἑαυτούς.»738.
Σύμφωνα μέ τήν χριστιανική πίστη ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο· αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τόν ἑαυτό του ἀπό τό Θεό καί μόνο μέ αὐτό
τόν τρόπο μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἑαυτός του, ἀναγνωρίζοντας δηλ. ὅτι ὑπάρχει ἀπό τό
Θεό καί μέσῳ τοῦ Θεοῦ· αὐτό μέ τή σειρά του σημαίνει πώς ὑπάρχει γιά τό Θεό.
∆ικαιοσύνη ὡς διεκδίκηση τοῦ ἀτομικοῦ δικαίου τῶν ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρός τά
εἰδικά τους συμφέροντα βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τή Θεία ἐντολή. Ὁ Θεός ζητάει
ὄχι τήν ἀποκήρυξη τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ἔννοια τῶν καθηκόντων τά ὁποῖα
ρυθμίζουν τή ζωή τῆς κοινότητας· ζητάει μᾶλλον τήν ἐκ μέρους τοῦ ἀτόμου
ἀπάρνηση τῶν ἰδίων του δικαιωμάτων στή συγκεκριμένη στιγμή, δηλ. ἡ χρήση πού
μπορεῖ νά κάνει κάποιος τῆς δικαιοσύνης προκειμένου νά ἐπεκτείνει τά δικά του
συμφέροντα εἰς βάρος τοῦ πλησίον739.
Ὅταν ὁ ἀββᾶς Σέριδος ὡς ἡγούμενος θέλει ν' ἀγοράσει γειτονικό τμῆμα γῆς
τοῦ κοινοβίου, γιά νά κτίσει ἐκκλησία καί ξενώνα καί βρίσκει ἀρνητικό τόν
ἰδιοκτήτη, ρωτάει τόν Γέροντα του (Ἰωάννη) τί πρέπει νά κάνει καί ἐκεῖνος τοῦ
ἀπαντᾶ: «δεῖ τὸν τόπον πάντως ἐλθεῖν, ἀλλ' οὔπω καιρός· ἐὰν δὲ θλίψῃ σε ὁ
λογισμός, εἰπὲ αὐτῷ· νόμισον ὅτι ἡ στράτα ἡ βασιλική ἐστι, μὴ δυνάμεθα αὐτὴν
ἀγορᾶσαι; Καὶ οὕτως ἀναπαύῃ». Ἡ μέθοδος ἀναίρεσης λογισμοῦ μέ τήν ὑποθετική
δέσμευση πού πηγάζει ἀπό τήν ὑποτέλεια στή βασιλική ἐξουσία σημαίνει ὅτι, ἄν ἡ
ἀνθρώπινη σχέση ὑποχρεώνει νά κοπεῖ τό «θέλημά μας», πόσο μᾶλλον ἕνας
χριστοκεντρικός τρόπος ζωῆς προτρέπει νά μπεῖ πάνω ἀπ' ὅλα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
καί μέσα ἀπό αὐτό νά τεθοῦν στόχοι μας ὄχι ἀπό νομικό ἐξαναγκασμό ἀλλά ἀπό
προαίρεση. Στή συγκεκριμένη διήγηση ὅταν ὁ ἀγοραστής δέχεται κάποια στιγμή νά

736
R. Bultman, Ὕπαρξη καί πίστη. ∆οκίμια Ἑρμηνευτικῆς Θεολογίας, μτφρ. Φώτη Τερζάκη, ἐκδ. Ἄρτος
Ζωῆς, Ἀθήνα 1995, σ. 186-188.
737
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.11, σ.649.
738
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.19, σ.650.
739
R. Bultman, Ὕπαρξη καί πίστη. ∆οκίμια Ἑρμηνευτικῆς Θεολογίας,σ.301.
339

γίνει ἡ ἀγοραπωλησία, ὁ ἀββᾶς Σέριδος ρωτάει ἄν αὐτό στεναχωρεῖ ἕναν ἀδελφό


πού μένει ὡς πάροικος στό χῶρο αὐτό· κι αὐτό γιατί: «οὐκ ἐζήτουν θλῖψαι τὸν
ἀδελφὸν καὶ τὸ πρᾶγμα ἔρριψα εἰς τὸν Θεόν, δοκιμάζων δι' αὐτοῦ τὸ τοῦ Θεοῦ
θέλημα, καὶ πιστεύσας ὅτι, ἐὰν θέλῃ ὁ Θεὸς ἡμᾶς νῦν λαβεῖν τὸν τόπον, αὐτὸς
πληροφορεῖ τὸν ἀδελφὸν μὴ λυπηθῆναι· ἐὰν δὲ λυπηθῇ φανεροῦται, ὅτι οὔπω θέλει
ἡμᾶς λαβεῖν τὸν τόπον. Καὶ ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἐπληροφόρησεν αὐτὸν καὶ ἐν χαρᾷ
συνήνεσε καὶ ἐγένετο τὸ πρᾶγμα μετ' εἰρήνης.»740.
Γέροντας παρομοιάζει τό ἀνθρώπινο θέλημα μέ τόν Σατανᾶ: «Παρέβαλέ τις τῶν
γερόντων πρὸς ἄλλον γέροντα, καὶ λαλούντων αὐτῶν εἶπεν ὁ εἷς· ἐγὼ ἀπέθανον
τῷ κόσμῳ· λέγει αὐτῷ ὁ ἄλλος· μὴ θαρρήσης ἑαυτῷ ἀδελφέ, ἕως ἂν ἐξέλθῃς ἐκ
τοῦ σώματος· εἰ γὰρ σὺ λέγεις ὅτι ἀπέθανον, ἀλλ' ὁ Σατανᾶς οὐκ ἀπέθανεν.»741.
Κι αὐτό γιατί, ὅπως λέει καί ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου τεῖχός ἐστι
χαλκοῦν ἀνάμεσον αὐτοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ πέτρα ἀντιδέρουσα· ἐὰν οὖν καταλείψῃ
αὐτὸ ἄνθρωπος λέγει καὶ αὐτός· ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος· ἐὰν οὖν τὸ
δικαίωμα συνέλθῃ τῷ θελήματι, κάμνει ὁ ἄνθρωπος.»742.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ συμβουλεύει τούς μοναχούς: «Ἐὰν οἰκῇς μετὰ ἀδελφῶν, μὴ
θέλε προστάσσειν αὐτοῖς, ἀλλὰ μᾶλλον τύπος εἶναι αὐτοῖς εἰς τὰ καλὰ ἔργα,
ὑπακούων αὐτοῖς ἐν οἷς σοι λέγουσι. Εἰ δὲ χρείας γενομένης λαλήσεις, λέγε ὡς
συμβουλεύων ἐν ταπεινώσει. Ἐὰν δὲ ἕτερος ἀδελφὸς ἀντείπῃ τοῖς ὑπὸ σοῦ
λεγομένοις, μὴ κινηθῆς τῇ διανοίᾳ, ἀλλὰ κατάλιπε τὸ σὸν θέλημα ἕνεκεν τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης...»743.
Στή διήγηση πού ἀκολουθεῖ τό «θέλημα» ἤ «δικαίωμα» (δυνατότητα ἀνθρώπου νά
καθοδηγεῖται ἀπό τίς ἐπιθυμίες του) δέν ὑπάρχει. Ἔχει ὑποχωρήσει στήν ἔννοια τῆς
ταπείνωσης καί τῆς πρός τόν πλησίον ἀγάπης: ∆ύο Γέροντες ζοῦν πολλά χρόνια
μαζί καί δέν ἔχουν μαλώσει ποτέ· ἀποφασίζουν λοιπόν νά μαλώσουν γιά νά
δοκιμάσουν πῶς εἶναι. Ὁ ἕνας Γέρων λέει ὅτι δέν γνωρίζει τί εἶναι τό νά
μαλώνεις μέ κάποιον καί τότε ὁ ἄλλος τοῦ λέει ὅτι θά βάλουν στή μέση ἕνα
τοῦβλο καί θά λέει ὁ καθένας ὅτι εἶναι δικό του· ἔτσι θά γίνει ἡ ἀρχή τοῦ

740
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.68-70.
741
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.98.
742
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, νδ’, σ.90.
743
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.626.
340

μαλώματος. Λέει λοιπόν ὁ πρῶτος Γέροντας ὅτι τό τοῦβλο εἶναι δικό του, ἀπαντᾶ ὁ
δεύτερος ὅτι κάνει λάθος καί εἶναι δικό του καί τότε ὁ πρῶτος ἀνταπαντᾶ: «εἰ σόν
ἐστιν, ἆρον αὐτὸ καὶ ὕπαγε» καί ἀνεχώρησαν χωρίς νά μπορέσουν νά μαλώσουν
μεταξύ τους744. Τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος ὁ Μέγας Βαρσανούφιος τή θεωρεῖ
προκοπή κατά Θεόν: «τὸ κόψαι τὸ θέλημα προκοπή ἐστιν κατὰ Θεόν· ἔστι δὲ τοῦτο,
ἵνα ἐν μὲν τοῖς δοκοῦσι καλοῖς τὸ ἴδιον κόπτῃ τις θέλημα, τὸ δὲ τῶν Ἁγίων ποιῇ·
ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἀφ' ἑαυτοῦ φεύγῃ τὰ ἄτοπα.»745.
Ἡ ἀναδόμηση τοῦ «ἑαυτοῦ» κατά Χριστόν ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση. Ὁ
ἀββᾶς Ἀλώνιος ἔχει συνειδητοποιήσει ὅτι: «εἰ μὴ τὸ ὅλον κατέστρεψα, οὐκ ἂν
ἠδυνήθην ἐμαυτὸν οἰκοδομῆσαι· ἤγουν εἰ μὴ πᾶν ὃ ἐδόκει μοι ἀγαθὸν ἐκ τοῦ
οἰκείου θελήματος κατέλιπον, οὐκ ἂν ἴσχυσα τὰς ἀρετὰς κτήσασθαι.»746.
Γι' αὐτό καί θεωρεῖται δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία καί ὁ φόβος τοῦ μοναχοῦ:
«Ἠρωτήθη Γέρων· διατὶ εἰς τὴν ἔρημον περιπατῶν φοβοῦμαι; Καὶ ἀπεκρίθη· ἀκμὴν
ζῇς.»747, καθώς μέσα του τό «θέλημα» ὑπῆρχε ζωντανό. Ἡ ἀπομόνωση τοῦ
ἐρημικοῦ σκηνικοῦ δέν βοηθᾶ, καθώς ἡ λύση τοῦ προβλήματος βρίσκεται στόν ἔσω
ἄνθρωπο.
Ἡ καλή ἤ κακή χρήση τοῦ αὐτεξούσιου ἀποτελεῖ αἰτία δοκιμασίας. Ἡ ἀρνητική
χρήση ἑστιάζεται στήν παθολογία τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπινου βίου καί δή στήν
πάσχουσα αὐτοσυνειδησία. Ἀντίθετα ὁ συνεχής συνειδησιακός ἔλεγχος ὁδηγεῖ στή
θετική χρήση αὐτοῦ. Στήν πιό κάτω ἱστορία ὁ Γέροντας ἀφήνει τούς μοναχούς νά
κάνουν κακή χρήση αὐτεξουσίου, παρ' ὅτι τούς δείχνει ὅτι εἶναι «λυπημένος» γιά
τήν ἀπόφασή τους. Μέσα δέ ἀπό τό λάθος τους στή συνέχεια τούς σωφρονίζει,
δείχνοντάς τους τίς διάφορες παράμετρους του: Ὑπῆρχε συνήθεια στό μοναστήρι
τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, κάθε Μεγάλη Πέμπτη νά ἔρχονται οἱ φτωχοί καί ὀρφανοί
τῆς περιοχῆς καί νά παίρνουν μισό μόδιο στάρι, πέντε πρόσφορα, πέντε φολερά
(χάλκινα νομίσματα), ἕνα ξέστιο κρασί καί μισό ξέστιο μέλι. Λόγῳ ἔλλειψης
σιταριοῦ καί ὑποβόσκουσας φιλαργυρίας (πουλιόταν ἕνα χρυσό νόμισμα οἱ δύο
μόδιοι), οἱ μοναχοί πιέζουν τόν ἀββά λέγοντάς του: «δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι

744
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.10, σ.623.
745
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.521.
746
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1,παρ.5, σ.623.
747
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, παρ.7, σ.349.
341

νὰ δώσουμε καὶ δὲν δίνουμε». Ὁ ἡγούμενος λυπημένος τούς λέει: «Πηγαίνετε καὶ
κάνετε ὅτι θέλετε» καί πράγματι δέν ἔδωσαν «εὐλογία» στούς ἀνήμπορους τή Μ.
Πέμπτη. Ἀλλά συνέβη τό ἑξῆς παράδοξο: ὅταν πῆγε ὁ δοχειάρχης, καί ἄνοιξε τήν
πόρτα τῆς ἀποθήκης βλέπει ὅτι τό στάρι βλάστησε κι ἔτσι ἀναγκάστηκαν νά τό
ρίξουν στή θάλασσα. Τότε ὁ ἀββᾶς λέει στούς ἀδελφούς (αἰτία διήγησης): «ὅποιος
ἀθετεῖ τὶς παραγγελίες τοῦ Πατέρα του, αὐτὰ παθαίνει· τρυγῆστε τοὺς καρπούς τῆς
παρακοῆς. Θὰ φεύγανε 500 μόδιοι, ἀλλὰ καὶ τὸν Πατέρα μας τὸν Θεοδόσιο θὰ
ὑπηρετούσαμε μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς φτωχοὺς θ' ἀνακουφίζα-
με· νὰ ὅμως ποὺ χάσαμε σιτάρι γύρω στοὺς πέντε χιλιάδες μόδιους. Τί ὠφεληθή-
καμε; Στὴν παραγματικότητα κάναμε αὐτὰ τὰ δύο κακά: ἕνα ὅτι παραβήκαμε τὴν
ἐντολὴ τοῦ πατέρα μας καὶ δεύτερο ὅτι δὲν εἴχαμε τὴν ἐλπίδα μας στὸ Θεὸ ἀλλὰ
στὸ κελάρι.»748.
Ὁ Γρηγόριος τοῦ ∆ιαλόγου ἀναφέρεται σέ ἐνέργειες πού θεωροῦνται ὡς
«καλά ἔργα», πού ὅμως παύουν νά εἶναι ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης προθέσεως: «...
εἰσί τινα πολλὰ καλὰ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων γινόμενα, ἀλλ' οὐ καλὰ πάλιν διά τινα
αἰτίαν, οἷον νηστεία καὶ ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ψαλμῳδία, ἐλεημοσύνη καὶ
ξενοδοχίᾳ· φύσει οὖν ταῦτα καλά ἔργά εἰσίν, ἀλλ' ὅταν διὰ κενοδοξίαν γίνονται,
οὐκ ἔστι καλά.»749.
Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος ἐπισημαίνει σέ ἀρχάριο στήν πίστη, τή διάσταση τῆς
«πρόφασης» πού οὐσιαστικά ἀποτελεῖ τό κάλυμμα τῆς αἰτίας μιᾶς ὑποκρύπτουσας
ἐνέργειας: «ἔκβαλε πρῶτον τὰ φύλλα, ἤγουν τὰς ἐνεργείας τῶν παθῶν, καὶ
κελεύσει Θεοῦ ἐκβαλεῖς καὶ τοὺς καρπούς, ἤτοι αὐτὰ τὰ πάθη· μὴ εἰδὼς οὖν τὸ
συμφέρον ἐξακολούθησον τοῖς εἰδόσιν· αὕτη ἐστὶν ἡ ταπείνωσις καὶ εὑρίσκεις τὴν
Χάριν τοῦ Θεοῦ.»750.
Παρουσιάζονται διηγηματικές περιπτώσεις ὅπου παρ' ὅτι ἀββάδες ὑποδεικνύουν
στούς μοναχούς νά μήν ἐγκαταλείψουν τό κελλί τους, αὐτοί μέ τήν πρόφαση ἴασης
ἀσθενειῶν (πού συνειδησιακά εἶναι δικαιολογημένη ὄχι ὅμως καί ποιμαντικά),
ὁδηγοῦνται σέ τραγική πτώση ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς τους. Καταγράφονται καί
διαβαθμίσεις συμπεριφορῶν.

748
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.85, σ.95.
749
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.90.
750
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.6, σ.198.
342

Μοναχός ἐξαιτίας σωματικῆς ἀσθένειας ἐγκαταλείπει τήν Σκήτη, παρά τήν ἀντίθετη
σύσταση τοῦ ἀββᾶ Μωυσῆ, πέφτει σέ πορνεία καί γεννᾶ ἐξώγαμο παιδί (περίπτωση
«ἰδίου θελήματος» χωρίς ἀναστολές)751.
Τό δάγκωμα φιδιοῦ ὁδηγεῖ μοναχό γιά θεραπεία στήν πόλη· ἐκεῖ δοκιμάζεται ἀπό
τόν πειρασμό τῆς πορνείας, πού ὅμως δέν ὁλοκληρώνεται ἐξαιτίας τῆς σύνεσης τῆς
γυναίκας (ὁ ρόλος τῆς γυναίκας δέν εἶναι μόνο αἰτία πτώσης ἀλλά καί σωτηρίας·
ἐξωγενής παράγων συμβάλλει στήν ἀναστολή τοῦ ἰδίου θελήματος)752.
Ὁ μοναχός Ἠλίας πηγαίνει γιά ἰαματικά λουτρά, παρά τό ἀντίθετο τῆς συμβουλῆς
τοῦ Ἁγίου Ἰωαννικίου· λυποθυμᾶ ὅμως ἐξαιτίας τῆς ἐσωτερικῆς ταραχῆς του καί
ἐπιστρέφει χωρίς νά μπεῖ στό νερό (περίπτωση ἰσχυρῆς ἐσωτερικῆς ἀμφιταλά-
ντευσης μέ ὑπερίσχυση τῆς βασικῆς προτεραιότητας)753.
Στά κείμενα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων βρέθηκε καί ὑλικό πού βασίζεται στό
πιλοτικό ἐρώτημα ποιό ἀπό τά δύο εἶναι πιό σωστό, ἀλλά πού δέν εἶναι πάντα τόσο
ξεκάθαρο (διηγήσεις ἐπιλογῆς). Ἡ πορεία πού πρέπει ν' ἀκολουθηθεῖ γιά νά βρεθεῖ
ἡ σωστή ἀπάντηση, καθώς ὑπάρχουν ἐρωτήσεις πού καί τά δύο σκέλη τους μπορεῖ
νά φαίνονται ἀγαθά καί ὠφέλιμα, εἶναι τό ὀρθόδοξο κριτήριο τῶν προτεραιοτήτων.
Ἡ ἐπιλογή δέν γίνεται μόνο ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό, στό δίκαιο καί τό
ἄδικο ἀλλά ὑπάρχουν καί ἐνδιάμεσες διαβαθμίσεις.
Χήρα πού ἔχει ἀνάγκη νά γράψει γράμμα στό ∆ομέστικο (ἀξίωμα βυζαντινῆς
αὐτοκρατορίας), ζητᾶ ἀπό μοναχό νά τήν βοηθήσει· ἐκεῖνος ρωτάει τόν Γέροντα
Βαρσανούφιο τί πρέπει νά κάνει, καθώς δύο λογισμοί τόν διακατέχουν: «ὁ εἷς
λέγοι μοι, ὅτι εἰς νέκρωσιν ἦλθες ὧδε· καὶ ἐὰν γράψῃς αὐτῷ παραβαίνεις τὴν
ἐντολὴν τῆς νεκρώσεως· ὁ δὲ ἕτερος ὑποβάλλει μοι· ὅτι εἰ μὴ γράψεις αὐτῷ,
παραβαίνεις τὴν ἐντολὴν τήν κελεύουσαν βοηθεῖν τοῖς δεομένοις·». Ὁ Γέροντας
τότε τοῦ ἀπαντᾶ διά ρητορικῆς ἐρωτήσεως: «εἰ ἦς νεκρὸς καὶ ἦλθε χήρα ἀδικουμέ-
νη, ἠδύνω αὐτῇ βοηθῆσαι;», πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντηση στήν τεθείσα ἐρώτηση.
Στή συνέχεια κάνει καί περαιτέρω ἐξήγηση, δηλ. ὅτι ἄν βοηθήσει μία φορά γίνεται

751
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.194.
752
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.7, σ.194.
753
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 3-4, σ.208.
343

ἡ βάση γιά ἐπανάληψη τοῦ σκηνικοῦ ἀπό ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις καί αὐτό
συνεπάγεται περισπασμό τοῦ νοῦ754.
Στό ἴδιο μῆκος κυμαίνεται καί ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα στόν ἄρχοντα τῆς
χώρας πού εἶχε συλλάβει τό γιό τῆς ἀδελφῆς του, μέ ἀπώτερο στόχο τή γνωριμία
του μέ τόν Γέροντα: «ἐξέτασον τὰ περὶ αὐτοῦ κατὰ τοὺς νόμους· καὶ εἰ ἄξιός ἐστι
θανάτου, ἀποθανέτω· εἰ δὲ οὐκ ἔστιν, ὡς βούλει ποίησον.»755.
Ἡ καταλαλιά ἐπίσης καταγράφεται μέσα στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς σοβαρή
αἰτία ἀνθρώπινης δοκιμασίας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει: «Ὁ ἀπαθῶς λέγων
ἁμάρτημα ἀδελφοῦ, κατὰ δύο αἰτίας λέγει· ἢ ἵνα αὐτὸν διορθώσηται, ἢ ἄλλον
ὠφελήσῃ· εἰ δὲ ἐκτὸς τούτων λέγει, εἴτε αὐτῷ, εἴτε ἄλλῳ ὀνειδίζων ἢ διασύρων
αὐτὸ λέγει, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγῃ τὴν θείαν ἐγκατάλειψιν, ἀλλ' ἢ τῷ αὐτῷ ἢ ἄλλῳ
πταίσματι πάντως περιπεσεῖται, καὶ ὑπὸ ἑτέρων ἐλεγχθεὶς καὶ ὀνειδισθεὶς
καταισχυνθήσεται.»756.
Ἡ καταλαλιά διαχωρίζεται ἀπό τήν κατάκριση: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε γέροντα
λέγων· τί ἐστι καταλαλιά καὶ τί ἐστι τὸ κατακρίνειν; Καὶ ἀπεκρίθη ὁ γέρων· ἡ
καταλαλιὰ καὶ ἐν τοῖς ἀφανέσι καὶ κρυπτοῖς λέγεται, τὸ δὲ κατακρίνειν ἐπί τοῖς
φανεροῖς ἁμαρτήμασι· πᾶν οὖν ρῆμα ὃ μὴ δύναται τις λαλῆσαι ἔμπροσθεν τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καταλαλιά ἐστιν· οἷον ἐάν τις εἴπῃ, ὁ δεῖνα ὁ ἀδελφὸς καλός ἐστι
καὶ ἀγαθός, ἀσύστροφος δὲ καὶ οὐκ ἔχει διάκρισιν, τοῦτο καταλαλιά ἐστιν. Ἐὰν δέ
τις εἴπῃ, ὅτι ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος πραγματευτής ἐστι καὶ φιλάργυρος, τοῦτο ἐστι τὸ
κατακρῖναι· κατέκρινε γὰρ αὐτοῦ τὰς πράξεις καὶ ὅλον τὸν βίον αὐτοῦ, τοῦτο δὲ
χεῖρόν ἐστι τῆς καταλαλιᾶς.»757.
Καλύτερα νά προσέχει κάποιος τόν ἑαυτό του παρά νά παρακολουθεῖ καί νά
ἐλέγχει τούς ἄλλους. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ κριτική, ἀλλά ὅτι
προϋποθέτει πνευματική ὠριμότητα καί σταθερότητα. Χρησιμοποιώντας τήν ἀλληγο-
ρία οἱ Γέροντες διδάσκουν: Ὁ ἀββᾶς Πιώρ, ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦσαν γιά μοναχό
πού ἔσφαλε, ἐκεῖνος σιωποῦσε, καί: «ὕστερον ἀναστάς ἐξῆλθε καὶ λαβὼν σάκκον
ἐπλήρωσε ψάμμου καὶ ἐβάστασεν εἰς τὸν ὦμον αὐτοῦ· καὶ βαλὼν εἰς μαλάκιον

754
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.350.
755
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 347-348.
756
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.596.
757
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.2, σ.592.
344

(σακουλάκι) μικρὸν τῆς ψάμμου ἐβάστασεν ἔμπροσθεν· ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν


πατέρων, τί ἂν εἴη τοῦτο λέγει· οὗτος ὁ σάκκος ὁ ἔχων τὴν πολλὴν ψάμμον, τὰ ἐμά
ἐστι πλημμελήματα, ὅτι πολλά ἐστι· καὶ ἀφῆκα αὐτὰ ὀπίσω μου, τοῦ μὴ πονῆσαι περὶ
αὐτῶν καὶ κλαῦσαι· καὶ ἰδοὺ ταῦτα τὰ μικρὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου ἔμπροσθέν μού εἰσι
καὶ εἰς αὐτὰ ἀδολεσχῶ κρίνων αὐτόν· ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἐμὰ ἔμπροσθέν μου
ἐνεγκεῖν καὶ αὐτὰ φροντίσαι καὶ παρακαλεῖν τὸν Θεὸν συγχωρῆσαι μοι· καὶ
ἀναστάντες οἱ πατέρες, εἶπον· ὄντως αὕτη ἐστὶν ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας.»758.
Ἡ καταλαλιά ἀποτελεῖ μηδενισμό τοῦ πλησίον στή συνείδησή μας. Βλέπει
κάποιος κριτικά τόν ἄλλον καί παραβλέπει τόν ἑαυτό του: Ἕνας μοναχός ρωτάει
κάποιο Γέροντα: «Γιατὶ κρίνω συνεχῶς τοὺς ἀδελφούς;»· κι ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:
«Ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν γνώρισες τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅποιος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του
δὲν βλέπει τὰ τῶν ἀδελφῶν του.»759. Ἡ αὐτογνωσία ἀποτελεῖ σανίδα σωτηρίας.
Στήν κατάκριση ὑπάρχει ὄχι μόνο κίδυνος ἐσφαλμένης κρίσης, ἀλλά καί ἀρνητική
διάθεση γιά τόν ἄλλον. Ἡ συνείδηση δέν συγχωρεῖ τίποτε διάφορο καί ὁδηγεῖται
στόν ἑκάστοτε ἀποκλεισμό: Ὅταν ζητήθηκε ἀπό τόν ἡγούμενο τοῦ Κοινοβίου ἡ
γνώμη τοῦ μοναχοῦ Τιμοθέου γιά μοναχό πού ἁμάρτησε, ὁ Τιμόθεος πρότεινε ν'
ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό μοναστήρι ὅπως καί ἔγινε. Στή συνέχεια ὅμως ὁ Τιμόθεος
ἐνοχλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο πειρασμό τοῦ ἐκδιωχθέντος μοναχοῦ καί παραλίγο νά
πέσει σέ ἁμαρτία. «Ἔκλαιεν οὖν ὁ Τιμόθεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ λέγων· Ἡμάρτηκα,
συγχώρησόν μοι· καὶ ἦλθεν αὐτῷ φωνῇ λέγουσα· Τιμόθεε, μὴ νομίσῃς, ὅτι ταῦτά
σοι δι' ἄλλο τι συνέβη, ἢ ὅτι παρεῖδες τὸν ἀδελφόν σου ἐν καιρῷ πειρασμοῦ
αὐτοῦ.»760.
Γι' αὐτό κι ὡς θεραπευτική ἀγωγή προτείνεται ὁ αὐτοέλεγχος: «Ὁ ἀββᾶς
Ἀγάθων ὅτ' ἔβλεπε πρᾶγμα, ἤτοι σφάλμα παρά τινος γενόμενον καὶ ἤθελεν ὁ
λογισμὸς αὐτοῦ κατακρῖναι, ἔλεγεν ἑαυτῷ· Ἀγάθων, πρόσεχε σὺ μὴ ποιήσῃς αὐτό·
καὶ οὕτως ὁ λογισμὸς αὐτοῦ ἡσύχαζεν.»761.

758
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.104· παρόμοιο ὑλικό βλ. γιά Μωϋσή
τόν Αἰθίοπα, β’, σ.72.
759
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.144, σ.158.
760
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.17, σ.46.
761
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.43.
345

Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συνιστᾶ: «ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ
τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου»762· καί
ἀλλοῦ: «ἐὰν καταλαλήσῃ ἀδελφὸς ἀδελφοῦ ἔμπροσθέν σου, βλέπε μὴ διατραπῇς
αὐτὸν καὶ εἴπῃς· ναί, οὕτως ἐστίν· ἀλλὰ ἢ σιώπα, ἢ εἰπὲ αὐτῷ· ἐγώ, ἀδελφέ,
κατακεκριμένος εἰμί, καὶ οὐ δύναμαι κρῖναι ἄλλον· καὶ σώζεις καὶ σεαυτὸν καὶ
ἐκεῖνον.»763.
Ἡ ἀσκητική θεραπευτική κλιμακώνεται σέ διάφορα ἐπίπεδα:
α) Νά μήν πηγαίνει ὁ νοῦς στίς ἐνδεχόμενες ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου (ἀκακία).
«Ἤκουσα περί τινος ἀδελφοῦ ὅτι, ὅτε παρέβαλε ἑνὶ τῶν ἀδελφῶν, εἰ ἔβλεπε τὸ
κελλίον αὐτοῦ ἀσύστροφο, ἀφιλοκάλητον ἔλεγεν ἐν ἑαυτῷ· Μακάριος ἐστιν οὗτος
ὁ ἀδελφός· πῶς ἠμερίμνησεν ἀπὸ ὅλων τῶν γήϊνων, καὶ οὕτως ὅλον τὸν νοῦν
αὐτοῦ ἔλαβεν ἄνω, ὅτι οὐδὲ τὸ κελλίον αὐτοῦ σχολάζει καταστῆσαι. Πάλιν, εἰ
ἀπήρχετο πρὸς ἄλλον καὶ ἔβλεπεν τὸ κελλίον αὐτοῦ κατεσταμένον, καθαρὸν
πεφιλοκαλημένον, ἔλεγε πάλιν ἐν ἑαυτῷ· Ὥσπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ
τούτου καθαρά, οὕτως ἐστὶ καὶ τὸ κελλίον αὐτοῦ καθαρόν· καὶ πρὸς τὴν κατάστασιν
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐστι καὶ ἡ κατάστασις τοῦ κελλίου αὐτοῦ. Καὶ οὐδέποτε ἔλεγε περί
τινος ὅτι οὔτε οὗτος ἀσύστροφός ἐστιν ἢ οὗτος πέρπερος· ἀλλ' ἐκ τῆς καλῆς
καταστάσεως αὐτοῦ ὠφελεῖτο ἀπὸ ἑκάστου.»764.
β) Ἀνεπιφύλακτη ἄφεση τῶν καταστάσεων στήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος
συμβουλεύει: «Τοῦτον τὸν νόμον καὶ ὁ νομοθέτης Χριστός φανεροποιῶν εἴρηκε·
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε καὶ μὴ καταδικάσητε, ἵνα μὴ καταδικασθῆτε· ἄφετε καὶ
ἀφεθήσετε ὑμῖν... Ἕνα οὖν σκοπὸν ὀφείλομεν ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ πράγματι
τὸ ὑπὸ ἀνθρώπων διαφόρως ἀδικούμενοι, χαίρειν καὶ μὴ λυπεῖσθαι· χαίρειν δέ,
οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ἀκόπως, ἀλλ' ὅτι εὕρομεν ἀφορμὴν ἀφιέναι τῷ ἁμαρτήσαντι καὶ
λαβεῖν ἄφεσιν τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀληθὴς θεογνωσία καὶ
πάσης γνώσεως περιεκτικωτάτη, δι' ἧς δυνάμεθα παρακαλεῖν τὸν Θεόν καὶ
εἰσακούεσθαι·»765.

762
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρλα’, σ.97.
763
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.4, σ. 592.
764
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.183, σ.396.
765
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.32.
346

Ὑπάρχουν δέ καί περιπτώσεις διηγήσεων πού φτάνουν στό σημεῖο κάλυψης τῆς
ἐπιλήψιμης ἐνέργειας· ἔτσι ὁ προαστατευόμενος «μαλακώνει» ἀντί ἐπικρινόμενος
νά ἐξαγριώνεται: Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν στά μέρη τῆς Αἰγύπτου, γνωρίζει ὅτι δίπλα του
διέμενε μοναχός ἔχων συνείσακτον γυναίκα, καί οὐδέποτε τόν ἤλεγξε γιά τήν
παράβαση αὐτή· ὅταν δέ ἡ γυναίκα γέννησε ἔστειλε ὡς δῶρο ἀγάπης «κνίδιον
οἴνου» πού ἔγινε ἀφορμή μετάνοιας καί σωφρονισμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ766.
Σέ παρόμοιο περιστατικό ὅταν Γέροντας ρωτήθηκε ἄν τό εἶχε ἀντιληφθεῖ ἀπήντησε:
«ὁ ἐμὸς λογισμός κατ' ἐκείνην τὴν ὥραν, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἦν
στήκων καὶ κλαίων.»767.
Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς πάλι ἐνῶ γνωρίζει ὅτι μοναχός κρύβει μέσα σέ πυθάρι στό
κελλί του γυναίκα, δέν τό φανερώνει στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς πού ἔχουν
μάθει τίς φῆμες καί ἔχουν ἔρθει γιά νά τόν διώξουν ἀπό τό κελλί· μάλιστα κάθεται
καί ἐπάνω στό πυθάρι, ὥστε νά μήν βρεθεῖ ἀποδεικτικό στοιχεῖο καί ἔτσι σώζεται ὁ
μοναχός: «καὶ εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς· τί ἐστι τοῦτο; ὁ Θεός συγχωρῆσαι ὑμῖν· καὶ
εὐξάμενος, ἐποίησε πάντας ἀναχωρῆσαι· καὶ κατασχὼν τὴν χεῖρα τοῦ ἀδελφοῦ,
εἶπεν αὐτῷ· πρόσεχε σεαυτῷ ἀδελφέ· καὶ τοῦτο εἰπὼν ἀνεχώρησεν.»768.
Στίς διηγήσεις συναντᾶται καί ἡ παράμετρος ὅτι συχνά ἐνῶ στά μάτια τῶν
ἀνθρώπων κάποιοι ἔχουν διαπράξει λάθη, νά ἔχουν ἤδη συγχωρεθεῖ ἀπό τόν Θεό:
«Πολλοὶ γὰρ πολλάκις ἐνώπιον ἀνθρώπων ἁμαρτάνοντες, εἶτα κρυπτῶς τῷ θεῷ
ἐξομολογούμενοι, τὴν ἄφεσιν ἐκομίσαντο, καὶ εὐαρεστήσαντες Πνεῦμα Ἅγιον
ἔλαβον. Καὶ οἱ παρ' ἡμῖν νομιζόμενοι ἁμαρτωλοί, εἰσὶ παρὰ τῷ Θεῷ δίκαιοι. Τὴν
μὲν γὰρ ἁμαρτίαν ἐθεασάμεθα, τὰς δὲ ἀγαθοεργίας, ἃς κρυπτῶς εἰργάσαντο, οὐκ
ἔγνωμεν. ∆ιὸ οὐκ ὀφείλομέν τινα κατακρίνειν, κἂν αὐτοῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν
ἴδωμεν αὐτὸν ἁμαρτάνοντα. ... Εἰσὶ δέ τινες οἵ καὶ διὰ δικαίων ἀνδρῶν τὴν ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν ἐκομίσαντο. Θέλημα γὰρ τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος.
Καὶ τούτου μάρτυς ἡ θεία Γραφή. Καὶ γὰρ Ἀαρών, δι' εὐχῶν τοῦ Μωϋσέως
συνεχωρήθη, ποιήσας τὸν μόσχον τῷ Ἰσραήλ ἐν Χωρήβ. Ὁμοίως καὶ ἡ ἀδελφὴ
αὐτοῦ Μαριάμ τῆς λέπρας ἐκαθαρίσθη, τοῦ Μωϋσέως ὑπὲρ αὐτῆς τὸν Θεὸν
δυσωπήσαντος. ... Ἆρα γὰρ εἰ κρυπτῶς ἐπράχθη τὸ ἐπ' αὐτῷ μυστήριον, ἐπίστευσεν

766
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.22, σ.58.
767
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.26, σ.47.
768
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ι’, σ.16.
347

ἂν ὅλως ἄνθρωπος τῶν ἐπὶ τῆς γῆς; ὅτι ἐκεῖνος ὁ μιαρός, ὁ πολλοὺς συλήσας καὶ
ἀποκτείνας μικρούς τε καὶ μεγάλους δικαίους τε καὶ ἀδίκους, ὁ καὶ ἄλλους τὴν
λῃστρικὴν διδάξας παρανομίαν, οὗτος δι' ἑνὸς ρήματος, ἐν τῷ τέλει τοῦ βίου
ἐδικαιώθη, καὶ πρὸ πάντων τὸν παράδεισον ᾤκησε;»769.
γ) Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐπισημαίνει ὅτι οἱ διάφορες δοκιμασίες (πειρασμοί) πού
ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι, γίνονται κατά παραχώρηση Θεοῦ: «Παραχωρεῖ δὲ ὁ
Θεὸς πειρασθῆναί σε γιὰ πέντε λόγους: ἵνα πολεμοῦντες καὶ ἀντιπολεμοῦντες εἰς
διάκρισιν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας ἔλθωμεν· δευτέραν δέ, ἵνα πολέμῳ καὶ πόνῳ
τὴν ἀρετὴν κτώμενοι, βεβαίαν καὶ ἀμετάπτωτον ἕξωμεν· τρίτην δέ, ἵνα προκόπτοντες
εἰς τὴν ἀρετήν, μὴ ὑψηλοφρονῶμεν, ἀλλὰ μάθωμεν ταπεινοφρονεῖν· τέταρτην ἵνα
πειραθέντες τῆς κακίας, τέλειον μῖσος αὐτὴν μισήσωμεν· πέμπτην δὲ ἐπὶ πάσαις, ἵνα
ἀπαθεῖς γενόμενοι, μὴ ἐπιλαθώμεθα τῆς οἰκείας ἀσθενείας, μήτε τῆς τοῦ βοηθήσα-
ντος δυνάμεως.»770.
Οἱ κάθε εἴδους δοκιμασίες συνεπάγονται φόβο Θεοῦ καί μᾶς προστατεύουν
ἀπό φαινόμενα ἀνθρώπινης κενοδοξίας καί ὑπερηφάνειας: Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀνα-
φωνεῖ: «Κύριε, οὐ φοβοῦμαι σε, καὶ διὰ τοῦτο πέμψον μοι κεραυνόν, ἢ ἄλλην τινὰ
τιμωρίαν, ἢ ἀσθένειαν ἢ δαίμονα, ἵνα κἂν οὕτως ἔλθῃ εἰς φόβον ἡ πεπωρωμένη
μου ψυχή.»771.
Οἱ δοκιμασίες δίνονται, βάσει τοῦ μέτρου τοῦ δυνατοῦ τῆς ἀντοχῆς τοῦ
πειραζομένου: Τό κελλί Γέροντα ἀπεῖχε ἀπό τήν πηγή νεροῦ δώδεκα μίλια. Κάποια
στιγμή βαρυγκομεῖ καί σκέπτεται νά ἐγκατασταθεῖ κοντά στήν πηγή· μόλις κάνει
αὐτή τήν σκέψη αἰσθάνεται κάποιος νά τόν ἀκολουθεῖ καί ρωτώντας τον ποιός
εἶναι, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἄγγελος Κυρίου εἰμὶ καὶ ἀπεστάλην μετρῆσαι τὰ βήματά
σου καὶ δοῦναι σοι μισθόν». Ὅταν ἄκουσε αὐτό ὁ Γέροντας πῆρε θάρρος καί
ἀνεχώρησε στή βαθυτέρα ἔρημο ἄλλα πέντε μίλια, δηλ. ἀπεῖχε δεκαεπτά μίλια ἀπό
τήν πηγή772.

769
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἀναστασίου Σιναΐτου, τ.3, σ. 37-38.
770
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.426.
771
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.69.
772
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.441.
348

Ὡς μία τέτοια δοκιμασία νοοῦνται καί οἱ ἀσθένειες: «Γέρων τις ἦν, καὶ συνεχῶς
ἐκακοῦτο καὶ ἠσθένει· συνέβη δὲ αὐτὸν ἕνα ἐνιαυτὸν μὴ κακωθῆναι, καὶ ἐδυσφόρει
δεινῶς καὶ ἔκλαιε λέγων· ἐγκατέλιπέ με ὁ Θεὸς καὶ οὐκ ἐπεσκέψατό με.»773.
Σέ ἄλλη διήγηση ὁ Εὐάγριος Ποντικός ἀρρωσταίνει ἐξαιτίας τῆς κενοδοξίας: «...καὶ
ἐν τῇ διαλέκτῳ ἐκάρου αὐτὸν ἡ κενοδοξία... ὁ δὲ ἐμποδιστὴς τῶν πάντων ἡμῶν
ἀπωλείας Θεὸς ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς περίστασιν πυρετοῦ, κακεῖθεν εἰς νόσον
μακρὰν ἑξαμηνιαίω χρόνῳ ταριχεύσας αὐτοῦ τὸ σαρκίον δι' οὗ ἐνεποδίζετο». Οἱ
γιατροί δέν μποροῦν νά βροῦν θεραπεία, μέχρι πού ἡ Ἁγία Μελανία ἐντοπίζει τήν
αἰτία της: «οὐκ ἀρέσει μοι υἱέ μου ἡ σὴ μακρονοσία. Εἰπὲ οὖν μοι τὰ ἐν τῇ διανοία
σου. οὐκ ἔστι γὰρ ἀθεής σου ἡ νόσος αὕτη.»774.
Θεωροῦνται μάλιστα οἱ ἀσθένειες καί ὡς ὑποκατάστατα τῶν μαρτυρίων τῶν
ἁγίων τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ: «Ἡμεῖς δὲ νῦν ἀσθενείας τοὺς
πονηροὺς λογισμοὺς λέγομεν, καὶ τὰς σωματικὰς ἀνωμαλίας· τότε μὲν γὰρ ἐπειδὴ
αἰκίαις θανατηφόροις καὶ διαφόροις ἑτέραις θλίψεσι τὰ σώματα τῶν κατὰ τῆς
ἁμαρτίας ἀγωνιζομένων Ἁγίων παρεδίδοντο, ἐπάνω ἦσαν πολὺ τῶν τῇ ἀνθρωπίνῃ
φύσει ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐπεισελθόντων παθῶν· νῦν δέ, ἐπειδή διὰ τὸν Κύριον ἡ
εἰρήνη πληθύνεται τῶν ἐκκλησιῶν, διὰ τοῦτο δεῖ συνεχέσι μὲν ἀνωμαλίαις
θλίβεσθαι τὸ σῶμα, λογισμοῖς δὲ πονηροῖς τὰς ψυχάς δοκιμάζεσθαι τῶν τῆς
εὐσεβείας ἀγωνιστῶν, ἵνα καὶ πάσης κενοδοξίας καὶ μετεωρισμοῦ ἐκτὸς ὑπάρχωσι,
καὶ χωρῆσαι δυνηθῶσιν, ὡς ἔφην, ἐν ταῖς καρδίαις, διὰ τῆς πολλῆς ταπεινώσεως,
τὴν τοῦ θείου κάλλους σφραγῖδα, κατὰ τὸν λέγοντα Ἅγιον· ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς τὸ
φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε. ∆εῖ οὖν εὐχαριστοῦντας ὑπομένειν τὴν βουλήν τοῦ
Κυρίου· οὕτω γὰρ ἡμῖν εἰς λόγον δευτέρου μαρτυρίου λογισθήσεται τό τε συνεχὲς
τῶν νόσων, καὶ ὁ πρὸς τοὺς δαιμονιώδεις λογισμοὺς πόλεμος·»775.
∆ιηγήσεις μέ ἀντιπαράθεση συμπτωμάτων σωματικῶν ἀσθενειῶν καί πλούτου
ψυχικῆς ὑγείας, πού ἐνδυναμώνει καί ὑπερβαίνει κάθε δοκιμασία (τύφλωση/ νοεροί
ὀφθαλμοί δόξας Κυρίου· κωφότητα/νοερά ὦτα γιά ἄκουσμα λόγων Κυρίου·

773
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.1, σ.230.
774
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Εὐαγρίου, τ.1, σ.214.
775
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ∆ιαδόχου, τ.3, σ. 221.
349

ἀσθένεια ἄκρων/ χέρια καί πόδια ψυχῆς πού θά μᾶς ὁδηγήσουν στή Βασιλεία τῶν
οὐρανῶν) ἀποτελοῦν ἐλπιδοφόρο καί παραμυθητικό λόγο πρός τούς νοσούντας776.
Οἱ μικρές δοκιμασίες γίνονται ἀφορμές μνήμης θανάτου: Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας παρ'
ὅτι εἶναι σοβαρά ἀσθενής, παρηγορεῖ τόν μαθητή του Πέτρο, λέγοντάς του: «...
μόλις ἐγγίζων ἐν ταῖς τοιαύταις ἀσθενείαις δύναμαι μνησθῆναι τῆς πικρᾶς ὥρας
τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως· διότι ἡ ὑγεία τῆς σαρκός ὠφέλειαν οὐκ ἔχει· ζητεῖ
γὰρ τὴν ἰδίαν ῥῶσιν πρὸς τὸ ἐχθρεῦσαι τῷ Θεῷ·»777.
Συγχρόνως ἀποτελοῦν καί ἀφορμές συνειδησιακοῦ ἐλέγχου. Ὁ ἀσκητής τοῦ ὄρους
τῆς Νιτρίας Βενιαμίν, εἶχε πάθει ὑδρωπικίαν ὥστε: «μὴ δύνασθε τὸν μικρὸν
δάκτυλον τῆς χειρός αὐτοῦ ταῖς δυσὶ χερσὶ παριλαβεῖν»· ὅμως, ὁ ἴδιος τόνιζε στούς
μοναχούς πού στεναχωριόνταν μέ τήν ἀρρώστεια του: «εὔξασθε τέκνα, ἵνα μή μου
ὁ ἔσωθεν ἄνθρωπος ὑδρωπιάσῃ· τοῦτο γὰρ τὸ σῶμα οὔτε εὐπαθοῦντα μέ τι
ὤνησεν, οὔτε δυσπαθοῦντα παρέβλαψε.»778.

ii. Ἐφόδια ὑπέρβασης δοκιμασίας.

Προσευχή: Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖ τό πρωταρχικό ἐφόδιο. Ὁ ἀββᾶς


Μάρκος λέει: «Καὶ γὰρ πᾶν ἀγαθόν, διὰ προσευχῆς τοῖς πιστοῖς γίνεται, οὐ μόνον
ἡ εἰς Θεόν ἐλπίς, ἀλλὰ καὶ βεβαία πίστις καὶ ἀνυπόκριτος ἀγάπη καὶ ἀμνησικακία
καὶ φιλαδελφία καὶ ἐγκράτεια καὶ ὑπομονὴ καὶ γνῶσις ἐσωτέρα καὶ πειρασμῶν
λύτρωσις καὶ ἐξομολόγησις καρδιακὴ καὶ δάκρυον ἐκτενὲς καὶ τῶν θλιβερῶν
ὑπομονὴ καὶ εἰλικρινὴς τοῦ πλησίον ἄφεσις καὶ νόμου πνευματικοῦ ἐπίγνωσις καὶ
δικαιοσύνης Θεοῦ εὕρεσις, καὶ Πνεύματος Ἁγίου ἐπιφοίτησις, καὶ πάντα ὅσα
ἐπηγγείλατο ὁ Θεὸς παρέχειν τοῖς πιστοῖς ἀνθρώποις, καὶ ὧδε καὶ ἐν τῷ μέλλοντι
αἰῶνι. Καὶ ἁπαξαπλῶς κατ' εἰκόνα φανῆναι Θεοῦ τὴν ψυχὴν ἀδύνατον εἰμὴ διὰ
Χάριτος Θεοῦ καὶ πίστεως ἀνθρώπου, μετὰ πολλῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀμετεωρί-
στου προσευχῆς τῇ διανοίᾳ παραμένοντος.»779.
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν
Λυκῷ ὑποστηρίζει ὅτι ἀποβαίνει μάταια, ἄν ἀντισπᾶται ἀπό γήϊνους περισπασμούς:
«Ὁρᾶτε εἰ εὖ ἔχει ὑμῖν ἐν ταῖς προσευχαῖς, εἰ μὴ τὸ καθαρὸν τῆς διανοίας ὑμῶν

776
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Συγκλητικῆς, τ.3, σ.226.
777
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 227.
778
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.244.
779
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 265.
350

τεθόλωται, εἰ μὴ ὁ νοῦς ὑμῶν ρεμβασμοὺς τινὰς πάσχει εἰς εὐχὴν τῷ θεῷ


παριστάμενπς, μὴ ἕτερος τις παρεισελθὼν λογισμὸς τὸν νοῦν ἐπ' ἄλλο τι στρέφῃ,
μὴ μνήμη τις τῶν ἀτόπων ἐνθυμημάτων παρενοχλῇ τῇ διανοίᾳ. Ὁρᾶτε εἰ κατὰ τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἀπετάξασθαι τῷ κόσμῳ, εἰ μὴ πρὸς κενοδοξίαν τὰς ἡμετέρας
ἀρετὰς θηρᾶτε, ἵνα δὴ ὡς ἐπιδεικτιῶντες φαίνησθε τοῖς ἀνθρώποις τὰ ἡμῶν ἔργα
μιμούμενοι. Ὁρᾶτε μὴ πάθος ὑμῖν ἐνοχλήσῃ, μὴ τιμή καὶ δόξα καὶ ἔπαινος
ἀνθρώπινος, μὴ ἱερατείας ὑπόκρισις καὶ φιλαυτίας, μὴ τὸ νομίζεσθαι εἶναι δικαίους,
μὴ τὸ ἐπὶ δικαιοσύνῃ καυχᾶσθαι, μὴ μνήμη συγγενείας ἐν τῇ διανοίᾳ, μὴ μνήμη
εὐπαθείας ἢ ἄλλης τινὸς διαθέσεως, μηδ' αὐτοῦ ὅλου τοῦ κόσμου. εἰ δὲ μή,
ματαιότης τὸ πρᾶγμα γίνεται, ὅταν τις ὁμιλῶν τῷ δεσπότῃ ὑπὸ τῶν ἀντισπώντων
λογισμῶν καταφέρηται.»780.
Βασικό κριτήριο τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖ ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ,
πού φθάνει μέχρι τοῦ σημείου τῆς εὐχῆς ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ζήνων,
ὅτι ὁ θέλων ἵνα ταχὺ ἀκούῃ ὁ Θεός τῆς εὐχῆς αὐτοῦ, ἡνίκα ἀναστῇ καὶ ἐκτείνῃ τὰς
χεῖρας αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ εὐχέσθω ἀπὸ ψυχῆς καὶ τότε
εἴ τι ἂν καὶ αὐτὸς παρακαλέσῃ τὸν Θεὸν ὑπακούει αὐτοῦ.»781.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὑποστηρίζοντας τό ἀπερίσπαστον τῆς προσευχῆς, μετά
τήν δεύτερη παραίνεση ἔβγαζε ἐκτός τοῦ ναοῦ ὅποιον συζητοῦσε ἀπερίσκεπτα
λέγοντας: «τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, οἶκον δεῖ προσευχῆς εἶναι»782.
Ὁ Ἀντίοχος τοῦ Παντέκτου ὑποστηρίζει ὅτι: «εἰώθασι γὰρ οἱ δαίμονες, ὅταν ἴδωσί
τινα προθύμως ψάλλοντα ἢ προσευχόμενον, τότε ὑποτίθενται νοήματα τινῶν
πραγμάτων, δῆθεν ἀναγκαίων, κινοῦντες τὸν νοῦν πρὸς ζήτησιν αὐτῶν, ἵνα
ἐνσχεθείς τῇ αὐτῶν μνήμῃ ὁ νοῦς ἀπολέσῃ τὴν γλυκύτητα τῆς ψαλμωδίας.»783.
Ἡ ἀποκοπή τοῦ «θελήματος» συντελεῖ στήν ἐσωτερική καταλλαγή τοῦ
προσευχόμενου: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς· ἐὰν μὴ συμφωνήσῃ ἡ πρᾶξις μετὰ τῆς
εὐχῆς, εἰς μάτην κοπιᾷς. Καὶ ἠρώτησεν αὐτόν τις λέγων· τί ἐστι συμφώνησις
πράξεως μετὰ εὐχῆς; Καὶ εἶπεν Γέρων· ἵνα ὑπὲρ ὧν εὐχόμεθα, μηκέτι ποιῶμεν αὐτά·

780
Historia Monachorum in Aegypto, σ.18.
781
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.5, σ. 293.
782
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 175.
783
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 177.
351

ὅταν γάρ ἄνθρωπος ἀφήσῃ τὰ θελήματα αὐτοῦ, τότε καταλλάσσεται αὐτῷ ὁ Θεὸς
καὶ δέχεται τὴν εὐχὴν αὐτοῦ.»784.
Ἡ προσευχή δέν εἶναι ἐφόδιο μόνο γιά τούς πνευματικά ὥριμους ἀλλά καί γιά
τούς ἀρχαρίους στήν πίστη: «Εἶπε Γέρων· ἐὰν μὴ ἔχῃς ταπείνωσιν πνευματικήν, ἢ
προσευχὴν πνευματικήν, κτῆσαι αὐτὰ κἂν σωματικά, καὶ δι' αὐτῶν ἔρχονταί σοι
κἀκεῖνα.»785. Πρόκειται γιά τίς ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν αὐτῶν, πού μέ
τό πέρασμα τοῦ χρόνου ὡριμάζουν πνευματικά καί ἐξελίσσονται σέ ἐσωτερική καί
ἀδιάλειπτη κατάσταση τῆς ψυχῆς πού βιώνεται σάν διαρκής συντριβή καί συνεχής
προσευχή.
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἐφαρμόζοντας τήν ἀρχή τῆς διά τῆς ἀσκήσεως καί
ἐπαναλήψεως ἐμπέδωση, ζητᾶ ἀπό μοναχό ἀμελή νά προσευχηθεῖ γι αὐτόν (ἀντί νά
τοῦ πεῖ τί πρέπει νά κάνει τοῦ ζητάει χάρη, πού τόν καθιστᾶ ὑπόχρεο στό μαθητή). Ὁ
μαθητής τό ἐκτελεῖ, ἀλλά συγχρόνως κάνει μία προσευχή καί γιά τόν ἑαυτό του. Ὁ
δάσκαλος εὐχαριστώντας τον, τοῦ ζητάει ἀκόμη μία προσευχή κατά τή διάρκεια τῆς
νύχτας καί ἔτσι ὁ μαθητής κάνει σύνολο τέσσερις προσευχές, δύο γιά τό δάσκαλο
καί δύο γιά τόν ἴδιο. Ἡ πορεία τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας ἐστέφθη ἐπιτυχῶς μέ
ἀπώτερο στόχο τό «προσεύχεσθαι ἀδιαλείπτως»786.
Ἀλλά καί ὁ τρόπος πού προσεύχεται ὁ πνευματικά ὥριμος πιστός ἀποτελεῖ
«ὑπόδειγμα» πρός μίμηση τοῦ ἀρχαρίου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός,
καθώς τόν ἔχουν καταδώσει σέ περίοδο διωγμοῦ γιά τό ποῦ κρύβεται καί δέν
ἀπομένει παρά ἡ σύλληψή του, τό μόνο ὅπλο σ' αὐτόν καί τόν διάκονό του, ἕναν
πρώην εἰδωλολάτρη, εἶναι ἡ θερμή προσευχή στό Θεό. Αὐτή ἀποτελεῖ καί τή
σωτηρία τους, καθώς ὅταν ἔρχονται οἱ διῶκτες τό μόνο πού βλέπουν στό
συγκεκριμένο μέρος εἶναι δύο δένδρα τό ἕνα κοντά στό ἄλλο (μετασχηματισμός /
μεταμόρφωση στά μάτια τῶν διωκτῶν): «ἐκεῖνος δὲ διακελευσάμενος τῷ μεθ'
αὑτοῦ στεῤῥᾷ τε καὶ ἀδιστάκτῳ τῇ πεποιθήσει στῆναι πρὸς τὸν Θεόν, καὶ πιστεῦσαι
τὴν σωτηρίαν, ὁμοίως αὐτῷ τὰς χεῖρας εἰς Θεὸν ἀνατείναντι, μηδὲ εἰ πλησίον
γένωνται οἱ διώκοντες, ἐκκρουσθῆναι τῷ φόβῳ τὴν πίστιν. Ὑπόδειγμα τῆς
παραγγελίας ἑαυτόν ἐποιεῖτο τῷ ∆ιακόνῳ, βλέπειν τε πρὸς τὸν οὐρανὸν

784
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.17, σ.282.
785
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.13, σ. 214.
786
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.150.
352

ἀμετατρέπτῳ τῷ ὄμματι, καὶ τεταμέναις ταῖς χερσὶν ἐν ὀρθίῳ τῷ σχήματι. Καὶ οἱ μὲν
ἐν τούτοις ἦσαν.»787.
Ἡ προσευχή δέν ἔχει περιστασιακό χαρακτήρα καί πρέπει νά εἶναι συνεχής καί
παντός καιροῦ: «Εἶπε Γέρων: οὐ μόνον τὸ στῆναι ἐν καιρῷ προσευχῆς, ἐκεῖνο
λέγεται προσευχὴ ἀλλὰ τὸ πάντοτε. Λέγει ὁ ἀδελφὸς πῶς πάντοτε; Καὶ εἶπεν ὁ
Γέρων· εἴτε ἐσθίεις, εἴτε πίνεις, εἴτε ἐν ὁδῷ περιπατεῖς, εἴτε ἔργον ποιεῖς, μὴ
ἀποστῇς τῇς εὐχῆς.»788.
Πρέπει ὄμως νά προσεχθεῖ ὁ κίνδυνος χρήσης τῆς προσευχῆς γιά κατάδειξη
πρός τά ἔξω ἰδανικῆς εἰκόνας πιστοῦ. Ὁ ἀββᾶς Λούκιος ἀποστομώνει μοναχούς
πού ἰσχυρίστηκαν ὅτι δέν ἀγγίζουν ἐργόχειρο (πρακτική ἐργασία) ἀλλά τό μόνο
πού κάνουν εἶναι νά προσεύχονται συνεχῶς (Εὐχίτες), κατά τά λόγια τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου (ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε789). Τούς ἀποδεικνύει ὅτι αὐτό δέν
ἰσχύει, καθώς στήν ἐρώτησή του ἄν προσεύχονται ὅταν κοιμοῦνται, δέν μπόρεσαν
νά ἀπαντήσουν. Εἶναι ἕνας ἔμμεσος τρόπος ἀποκοπῆς πιθανῆς ὕπαρξης ἔπαρσης
(κενοδοξία) στούς μοναχούς. Στή συνέχεια τούς διδάσκει μέσῳ προσωπικῶν του
βιωμάτων, ὅτι ἡ κάθε κατά Θεόν ἐργασία ἀποτελεῖ μορφή προσευχῆς: «Ὁ δὲ εἶπεν
αὐτοῖς· συγχωρήσατέ μοι, ἰδοὺ οὐ ποιεῖτε καθὼς λέγετε, ἐγὼ δὲ δεικνύω ὑμῖν, ὅτι
ἐργαζόμενος τὸ ἐργόχειρόν μου ἀδιαλείπτως προσεύχομαι· καθέζομαι γὰρ σὺν
Θεῷ βρέξας τὰ μικρά μου θαλλία καὶ πλέκων αὐτὰ σειρὰν λέγω· ἐλέησόν με ὁ
Θεός κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον
τὸ ἀνόμημά μου· οὐκ ἔστιν οὖν τοῦτο εὐχή; Οἱ δὲ εἶπον· ναί. Καὶ ὁ Γέρων· ὅταν οὖν
ἐμμείνω δι' ὅλης τῆς ἡμέρας ἐργαζόμενος, ποιῶ, πλέον ἢ ἔλαττον, δεκαὲξ νουμία,
καὶ παρέχω ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν θύραν τινὶ ἀδελφῷ, τὰ δὲ λοιπὰ ἐσθίω καὶ εὔχεται
ὑπὲρ ἐμοῦ ὁ λαμβάνων τὰ νουμία, ὅτε ἐσθίω ἢ κοιμῶμαι, καὶ διὰ τῆς Χάριτος τοῦ
Χριστοῦ πληροῦται μοι τὸ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι.»790.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἐντοπίστηκαν προσδιοριστικές ἰδιότητες πού
ἀκολουθοῦν μία προσευχή:

787
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.239.
788
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 14-15, σ.214.
789
Α´ Θεσ. ε’,17.
790
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 10-11, σ.214.
353

1) Θαυματουργική: Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ, ὅταν βλέπει Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) νά


περιφέρουν ξύλινο ξόανο καί νά τελοῦν τελετή ὑπέρ τοῦ ποταμοῦ -σέ παραπλήσια
κώμη τήν ὁποία εἶχε ἐπισκεφθεῖ μέ μερικούς ἀκόμη ἀδελφούς-: «...κάμψας τὰ
γόνατα καὶ προσευξάμενος τῷ σωτήρι πάντας ἐξαίφνης τοὺς Ἕλληνας ἀκινήτους
ἐποίησεν ὡς δὲ προελθεῖν ἐκείνου τοῦ τόπου οὐκ ἠδύναντο...». Οἱ ἱερεῖς τῶν
εἰδώλων τότε τόν καλοῦν καί: «κατῆλθεν ὡς τάχιστα πρὸς αὐτοὺς ὁ τοῦ Θεοῦ
ἄνθρωπος καὶ προσευξάμενος ἔλυσεν τοὺς δεσμούς. οἱ δὲ ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες
ἐπ' αὐτὸν ὥρμησαν τῷ σωτήρι τῶν ὅλων καὶ παραδοξοποιῷ θεῷ καταπιστεύσαντες
καὶ τὸ εἴδωλον εὐθὺς τῷ πυρί παραδόντες. οὓς ἅπαντας κατηχήσας ταῖς ἐκκλησίαις
προσέθηκεν.»791.
Στή διήγηση Περί τοῦ πένητος τοῦ ἐν τῷ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν
Χαλκοπρατείων προσευξαμένου792, ὁ ἥρωας: «...ὡς ἦλθε πρὸς τὰς πύλας τοῦ ναοῦ
τοῦ ἁγίου εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τοῦ λεγομένου ∆ιΐπην, κλίνας
τρίτον τὰ γόνατα καὶ προσευξάμενος, αἱ κεκκλισμέναι πύλαι τοῦ αὐτοῦ ἁγίου ναοῦ
αὐτομάτως ἠνοίχθησαν καὶ εἰσῆλθεν ἐν αὐτῷ.».
2) Χορηγητική: Γέροντας στό ὄρος Σινᾶ συναντᾶ ἀδελφό πού εἶναι λυπημένος
ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας· καί τότε ὁ Γέρων τόν ρωτάει γιατί δέν προσεύχονται γιά νά
βρέξει: «Ἔφη ἀδελφός· καὶ εὐχόμεθα καὶ λιτανεύομεν, καὶ οὐ βρέχει. Καὶ λέγει ὁ
Γέρων· πάντως οὐκ εὔχεσθε ἐκτενῶς· θέλεις δὲ γνῶναι ὅτι οὕτως ἐστί; στῶμεν εἰς
προσευχήν. Καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ηὔξατο καὶ εὐθέως κατέβη ἡ
βροχή.»793.
Ὁ ἄτεκνος Μέτριος παρακαλεῖ: «Κύριε, ἂν καὶ ἐγὼ ὁ δοῦλος σου ἦμαι ἄξιος,
χάρισον καὶ εἰς ἐμὲ παιδίον ἀρσενικὸν διὰ νὰ ἔχω καὶ ἐγὼ στήριγμα καὶ βακτηρίαν
τοῦ γηρατείου μου, καὶ διὰ νὰ δοξάσω τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον.»794.
3) Θεραπευτική: Ἡ προσευχή εἶναι ὅπλο καί ἐφόδιο κατά τῆς «ἀσθένειας» πού ἡ
ρίζα της βρίσκεται στόν ἔσω ἄνθρωπο: «Ἡ δὲ (Μελανία) λέγει αὐτῷ '∆ὸς μοι
λόγον ἐπί Κυρίου, ὅ,τι ἔχῃ τοῦ σκοποῦ τοῦ μονήρους βίου. Καὶ εἰ καὶ ἁμαρτωλή

791
Historia Monachorum in Aegypto, σ.56-58.
792
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.52.
793
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.4, σ.250.
794
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 1ῃ τοῦ μηνός Ἰουνίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος
γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου, τ.2 σ. 178.
354

τυγχάνω προσεύχομαι, ἵνα δοθῆ σοι κομίατος ζωῆς'. Ὁ δὲ συνέθετο. Ἐντὸς οὖν
ὀλίγων ἡμερῶν ὑγίανε·»795.
Ἡ ἰσαπόστολος Νίνα, γνώρισε τόν χριστιανισμό στούς Ἴβηρες μέ τίς θεραπεῖες
ἀρρώστων διά τῆς προσευχῆς796.
4) Ἀποκαλυπτική: Γιά τήν ἀπόφαση τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου πού διέταξε τήν
καταστροφή τῶν εἰδωλολατρικῶν ἱερῶν τόν 4ο αἰώνα, σέ διήγηση καταγράφεται:
«...εἶτα ἐκάθισαν λαλεῖν περὶ τῆς θεωρίας ἣν εἶδεν ἐν τῇ προσευχῇ ὁ Ἀββᾶς
Βησσαρίων, καὶ εἶπεν ὅτι· ἀπόφασις ἐξῆλθεν, ἵνα καθαιρεθῶσι τὰ ἱερά. Ἐγένετο δὲ
οὕτω καὶ καθῃρέθησαν.»797·
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση Γέροντας μέ τήν προσευχή του ζητᾶ νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ
αἰτία τοῦ «θαύματος» (μετακίνηση κιβωτίου μάρτυρα τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας
ἀπό τό Ναό στό Νάρθηκα) καί ἄγγελος μέ ἀνθρώπινη φωνή ἔρχεται ὡς
ἑρμηνευτής αὐτοῦ798.
5) Ἀποδεικτική: Νεαρή γυναίκα τήν πιάνουν οἱ ὠδῖνες τοκετοῦ ἀλλά δέν
μποροῦσε γιά ἑφτά μέρες νά γεννήσει καί κραύγαζε: «Οἴμοι τῇ ἀθλίᾳ κινδυνεύω
συκοφαντήσασα τόνδε τὸν ἀναγνώστη». Οἱ ἀσκήτριες τρέχουν καί τό ἀναφέρουν
στόν πατέρα της ἀλλά ἐκεῖνος ἀπό φόβο μήπως τόν κατηγορήσουν γιά συκοφαντία
δέν κάνει τίποτε καί περνοῦν ἀκόμη δύο μέρες χωρίς νά γεννήσει. Οἱ ἀσκήτριες
μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τίς κραυγές της πηγαίνουν καί τό ἀναφέρουν στόν
ἐπίσκοπο κι αὐτός στέλνει διακόνους στόν ἀναγνώστη νά τοῦ ποῦν: «Εὖξαι ἵνα
γεννήσῃ ἡ συκοφαντήσασά σε». Ὁ ἀναγνώστης, πού παραμένει κλεισμένος στό
κελλί του ἀπό τότε πού ἔγινε ἡ συκοφαντία, δέν τούς δίνει ἀπάντηση καί συνεχίζει
νά προσεύχεται στό Θεό. Πηγαίνει ὁ πατέρας τῆς κοπέλας στόν ἐπίσκοπο, κάνουν
προσευχή στήν ἐκκλησία καί πάλι δέν γεννᾶ. Τέλος πηγαίνει ὁ ἐπίσκοπος στόν
ἀναγνώστη καί τοῦ λέει: «Εὐστάθιε, ἀνάστα, λῦσον ὃ ἔδησας». Τή στιγμή πού
γονατίζει ὁ ἀναγνώστης μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο γιά νά προσευχηθοῦν, γέννησε καί ἡ
κοπέλα. «Ἰσχυσε δὲ ἡ τούτου δέησις καὶ ἡ παραμονὴ τῆς προσευχῆς ἀναδεῖξαι καὶ

795
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Εὐαγρίου, τ.1, σ. 214.
796
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 27ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, διήγησις περί τῶν
Ἰβήρων ὅπως ἦλθον εἰς θεογνωσίαν...", τ.1, σ.165.
797
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.9,σ. 250.
798
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τῇ 15ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου Μνήμη τῆς
ἀθλήσεως μοναχοῦ τινος καί μάρτυρος, καί ὠφέλιμος διήγησις περί αὐτοῦ, τ.1,σ.133.
355

τὴν συκοφαντίαν καὶ παιδεῦσαι καὶ τὴν συκοφαντήσασαν. ἵνα μάθωμεν προσκαρ-
τερεῖν ταῖς προσευχαῖς καὶ εἰδέναι αὐτῶν τὴν δύναμιν.»799.
6) Καθοδηγητική: Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ὅταν πηγαίνει πρός συνάντηση τοῦ Μ.
Ἀντωνίου, χάνει τό δρόμο του καί προσευχόμενος: «Κύριε ὁ θεός μου, μὴ
ἀπολέσῃς τὸ πλάσμα σου καὶ εὐθὺς ὤφθη αὐτῷ χεὶρ ἀνθρώπου κρεμαμένη ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ δεικνύουσα αὐτῷ τὴν ὁδόν, ἕως ἦλθε καὶ ἔστη ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου τοῦ
Ἀββᾶ Ἀντωνίου.»800.
7) ∆ιορθωτική: Ὁ Γέροντας πού ἀπό ἁπλότητα ἔλεγε ὅτι ὁ Μελχισεδέκ εἶναι
υἱός τοῦ Θεοῦ, πληροφορεῖται καί διορθώνεται γιά τό λάθος του μέσῳ τῆς
προσευχῆς: «...ὡς ἐδεόμην τοῦ Θεοῦ ἀπεκάλυψε μοι ὅλους τοὺς Πατριάρχας καὶ
παρήρχετο ἕκαστος ἐνώπιόν μου ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ ἕως Μελχισεδέκ· καὶ παριόντος
ἐκείνου, λέγει μοι ὁ Ἄγγελος· οὗτός ἐστιν ὁ Μελχισεδέκ· θάρσει οὖν ὅτι οὕτως
ἐστὶ τὸ ἀληθές. Ἔκτοτε δὲ δι' αὐτοῦ ἐκήρυττεν ὁ Γέρων ὅτι ἄνθρωπός ἐστιν ὁ
Μελχισεδέκ.»801.
8) Τάμα-ἀνταπόδωση: Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁμολογεῖ: «Ὲγὼ ἀπὸ τὴ δική μου πλευρά,
τὸν καιρό ἐκεῖνο ποὺ εἶχα τὴ μεγάλη θλίψη γιὰ σένα, ἄνοιξα σὲ προσευχὴ τὸ
στόμα μου πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ τοῦ ὑποσχέθηκα νὰ κάνω μεγάλες καὶ
αὐστηρὲς νηστεῖες κι ἄλλες σκληρὲς κακοπάθειες τοῦ σώματος μόνο νὰ μοῦ
δώσει τὴ χαρὰ νὰ σὲ ξαναϊδῶ ζωντανό. Καὶ δὲν παρέβλεψε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν
παράκληση καὶ ὑπόσχεσή μου... κ' ἕνας λόγος παραπάνω, μάλιστα, γιατὶ τοῦτο τὸ
χρέος τὸ πληρώνω στὸν ἴδιο τὸ Θεὸ, πού γνωρίζει πάντα νὰ τὸ ἀνταποδίδει μὲ μία
δεύτερη χάρη. Συμβαίνει δηλ., τὸ χρέος ποὺ τοῦ ξεπληρώνουμε νὰ μὴν τὸ παίρνει
ὡσάν χρέος μὰ σὰν δάνειο κ' ἔτσι μᾶς ὑπόσχεται ξανὰ τὴν ἀμοιβή μας μὲ τὴν
ἀνοιχτόκαρδη καὶ χαρούμενη διάθεση τοῦ ὀφειλέτη.»802.
9) Μαρτυρία: Ὁ ἀββᾶς Μίλης διά τῆς προσευχῆς ἀνασταίνει φονευθέντα πρός
ὁμολογία τοῦ ἐνόχου καί ἀθώωση ἄδικα ἐνοχοποιημένου κατηγορουμένου803.

799
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί ἀναγνώστου συκοφαντηθέντος, τ.2, σ. 74.
800
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.33, σ. 253.
801
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.24, σ.252.
802
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Περί τῆς ἀναιρέσεως
τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ.147.
803
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.34, σ.253.
356

10) ∆ιαμεσολαβητική: Στήν ἱστορία τοῦ Μηναίου Τῇ 8ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου,


∆ιήγησις περί ἀγάπης πανυ ὠφέλιμος804, πού ἀναφέρεται στήν ἀγάπη μεταξύ ἑνός
ἱερέα καί ἑνός διακόνου πού γιά κάποια αἰτία μετατρέπεται σέ μῖσος καί στό μεταξύ
πεθαίνει ὁ ἱερέας χωρίς νά «εἰρηνεύσουν» μεταξύ τους, ὁ χαρτουλάριος Νικήτας
μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς ἀνασταίνει τόν νεκρό ἱερέα γιά νά εἰρηνεύσει μέ τόν
διάκονο.
Ἄσκηση: Ὁ ἀγωνιστικός χαρακτήρας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων βιώνεται
μέσα ἀπό τόν σωματικό κόπο καί πράξη καί ὑποδηλώνει μία ἰδιαίτερη πτυχή τῆς
μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκητής ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα ν' ἀναστηθεῖ ἀπό τήν πτώση,
νά μήν λυγίσει στίς ἀπανωτές ἧττες καί νά μήν χάσει τό θάρρος του στήν σκληρή
ἀναμέτρηση μέ τά πάθη του. Στόν Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ μετά ἀπό πειρασμό
κενοδοξίας: «...πλὴν ὁ ἐθισμός ἐκ τῶν πρόσθεν ἀπῆγέ πως ἔτι τὸν ἀσκητήν, ὥσπερ
ρύμη τις ἐκ τῆς ὁρμῆς ἐκείνης καὶ διέσωζεν τέως»· ξαναπέφτει στόν πειρασμό τῆς
κατά κόσμον ζωῆς, ὅμως: «ἐπισχὼν ἑαυτὸν τέως εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἐπὶ τὴν
συνήθη τρεπόμενος ἄσκησιν καὶ εὐξάμενος καὶ ὑμνήσας... ἀνεκτήσατο»· ξαναπέφτει
στόν πειρασμό τῆς πορνείας ἀλλά καί πάλι: «...ἐξῆλθεν ὁμοίως καὶ τὴν τρίτην
ἡμέραν ἐπὶ τὸ ἔργον καὶ τὴν εὐχὴν καὶ τοὺς ὕμνους, οὐκέτι καθαρὰς ἔχων τὰς
ἐνθυμήσεις, ἀλλὰ πυκνὰ μεταστρεφόμενος ἐμετεωρίζετο τοὺς ὀφθαλμοὺς ὧδε
κἀκεῖ ἀκοντίζων. διέτεμνον γὰρ αὐτοῦ τὸ καλὸν ἔργον αἱ μνῆμαι τῶν ἐνθυ-
μημάτων.»805.
Οἱ πειρασμοί γίνονται πολλές φορές αἰτία ὑποχώρησης καί ἀναχώρησης ἀπό
τούς στόχους. Τά ἐφόδια πρέπει νά εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὑπομονή καί ἡ ἐπιμονή. Τούς
μοναχούς, τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν, τούς ὁδηγοῦν στήν ἀναχώρηση ἀπό τό κελλί
τους ἄν εἶναι ἀναχωρητές ἤ ἀπό τό κοινόβιο καί γενικά στήν ἀλλαγή τόπου μήπως
ξεφύγουν ἀπό αὐτούς. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τή θωράκισή τους. Οἱ ἀσκητές
ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τό ἄν θά «πάθουν» ἀλλά γιά τόν ἄν εἶναι
σέ πνευματική ἑτοιμότητα νά τό ἀντιμετωπίσουν. Συχνά χρησιμοποιοῦν τήν
σωματική ἄσκηση πού μερικές φορές φθάνει στά ὅρια ἐξουθένωσης τοῦ σώματος:
Ὁ Μακάριος Ἀλεξανδρείας ἐπειδή ἐνοχλεῖτο ἀπό δαίμονες, γέμισε μία σπυρίδα
(σακί) μέ ἄμμο βάρους 2 μοδίων (17 λίτρα), τά φόρτωσε στόν ὦμο του καί βάδιζε

804
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.25.
805
Historia Monachorum in Aegypto, σ.29-30.
357

στήν ἔρημο. Τόν συναντᾶ ὁ Θεοσέβιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας καί τοῦ ζητάει νά δώσει σ'
αὐτόν τό φορτίο γιά νά μή βασανίζεται. Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Σκύλλω τὸν
σκύλλοντά με. ἄνετος γὰρ ὣν ἀποδημίας μοι ὑποβάλλει.»806.
Ἄλλοτε πάλι χρησιμοποιοῦν τήν ἄσκηση τῆς ἔνθεης λογικῆς τους: Ἕνας
μοναχός κοινοβιάτης πού ἐπειράζετο ν' ἀναχωρήσει, κατέγραψε ὅλες τίς αἰτίες τοῦ
πειρασμοῦ του· ἔδινε μάλιστα καί ἀπάντηση ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, σέ χαρτί πού
ἔφερε πάντα μαζί του, ὅτι τά ὑπομένει ὅλα «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι
ὅποτε ἐπειράζετο ἐδιάβαζε τό χαρτί καί μονολογοῦσε: «ὅρα ταλαίπωρε· οὐκ
ἀνθρώπῳ ἀλλὰ τῷ Θεῷ συνετάξω καὶ εὐθὺς ἀνεπαύετο.»807.
Ἄλλος μοναχός πάλι πολεμεῖτο ἐννιά χρόνια ν' ἀναχωρήσει ἀπό τό κοινόβιο· καί
γιά ἐννιά χρόνια κάθε μέρα πού ἑτοίμαζε τό πανωφόρι του γιά νά φύγει, ἀνέβαλε
τήν ἀπόφασή του γιά τήν ἑπόμενη μέρα λέγοντας: «βιασώμεθα ἑαυτοὺς καρτερῆσαι
καὶ τὴν σήμερον διὰ τὸν Κύριον.»808.
Ὁ ἀθλητής ἀγωνίζεται γιά τή νίκη. Τό ἴδιο καί ὁ ἀσκητής. Μέ μία διεκδίκηση ὄχι
περιστασιακή καί ἐφήμερη ἀλλά συνεχή καί διά βίου. Λίγο πρίν τό θάνατό του ὁ
Εὐάγριος Ποντικός ὁμολογεῖ: «τρίτον ἔτος ἔχω μὴ ὀχλούμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας
σαρκικῆς, μετὰ τοσοῦτον βίον καὶ κόπον καὶ πόνων καὶ προσευχὴν ἀδιάλειπτον»809.
Ἡ ἀμμᾶς Σάρρα λέει: «δεκατρία χρόνια πολεμουμένη ἀπὸ τοῦ δαίμονος τῆς πορ-
νείας καὶ οὐδέποτε ηὔξατο ἀποστῆναι τὸν πόλεμον, ἀλλὰ μᾶλλον ἔλεγεν· ὁ Θεὸς
δός μοι ἰσχύν.»810.
Ἡ ἄσκηση ὅμως δέν πρέπει ν' ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῆς αὐστηρότητας ἀλλά τῆς
ἐπιείκειας, καθώς ὅπως τονίζει καί ἡ ἁγία Συγκλητική: «...οὐ πᾶσα ἄσκησις δόκιμος
(γνήσια)· ἔστι γὰρ καὶ ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἐπιτεταμένη ἄσκησις, καὶ γὰρ οἱ ἑαυτοῦ
μαθηταὶ τοῦτο ποιοῦσιν. Πῶς οὖν διακρίνωμεν τὴν θείαν καὶ βασιλικὴν ἄσκησιν, τῆς
τυραννικῆς καὶ δαιμονιώδους; δῆλον ὡς ἀπὸ τῆς συμμετρίας.»811.
Ὁ ζῆλος τοῦ Μακάριου Ἀλεξανδρείας νά μιμηθεῖ καί νά ὑπερβεῖ τόν τρόπο
ἄσκησης τῶν Ταβεννησιωτῶν μοναχῶν, ἀποτελεῖ παρακινδυνευμένη ἐνέργεια γιά

806
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.106.
807
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.594.
808
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.595.
809
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.216.
810
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.119.
811
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.231.
358

ἕναν ἀρχάριο μοναχό: «Ἀκούσας οὖν παρά τινος ὅτι οἱ Ταβεννησιῶται διὰ πάσης
τῆς τεσσαρακοστῆς ἐσθίουσιν ἄπυρον, ἔκρινεν αὐτῷ ἐπὶ ἑπταετίαν τοῦ πυρός ρῆσιν
ἀρνήσασθαι· ἤσθιε δὲ λάχανα ὠμὰ καί εἴ ποτέ τι παρεῦρεν ὀσπρίου βρεκτοῦ...»812.
Ὁ προχωρημένος στήν ἄσκηση γνωρίζει καί τά ὅρια του, πού σέ περίπτωση
ὑπέρβασης τοῦ μέτρου συνεπάγεται καί τήν πτώση του στό πάθος τῆς κενοδοξίας:
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος θέλοντας νά συγκρατήσει τόν νοῦ του ἐπί πέντε ἡμέρες εἰς τόν
Θεό χωρίς ν' ἀπομακρυνθεῖ σέ τίποτε ὑλικό, μετά τή δεύτερη μέρα ὁμολογεῖ:
«οὕτω παρώξυνα τὸν δαίμονα ὡς γενέσθαι τοῦτον φλόγα πυρὸς καὶ κατακαῦσαι
μου πάντα τὰ ἐν τῷ κελλίῳ ἐπὶ τοσοῦτον, ὡς καὶ τὸ ψίαθον ἐφ' ὃν εἱστήκειν
ἐμπρῆσαι. Κἀμὲ λοιπὸν νομίσαντα καὶ ἑαυτὸν ἐμπίπρασθαι καὶ φοβηθέντα,
ἀποστῆναι τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ τῆς ὑπερκοσμίου θεωρίας ἐκείνης, καὶ πρὸς τὴν τοῦ
κόσμου τούτου κατελθεῖν θεωρίαν καὶ ὑλικὰς ἐννοίας ἀναλαβεῖν, ἵνα μὴ τὸ πρᾶγμα
λογισθῇ μοι εἰς τῦφον.»813.
Ἡ «βασιλική ὁδός», δηλ. ἡ ὁδός τοῦ μέτρου, ἀποτελεῖ ἀρχή τῶν Γερόντων καί
ἀπόσταγμα πείρας: «καὶ ταῦτα πάντα δοκίμασαν οἱ πατέρες, ὡς δυνατοί· καὶ εὗρον
ὅτι καλόν ἐστι τὸ καθ' ἡμέραν ἐσθίειν, παρὰ μικρὸν δέ· καὶ παρέδωκαν ἡμῖν τὴν
βασιλικὴν ὁδόν, ὅτι ἐλαφρά ἐστιν.»814. Τό ἐφαρμόζουν στήν καθημερινότητά τους:
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν λέει: «ἐὰν ἴδω τὸν ἀδελφὸν νυστάζοντα, τιθῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἀναπαύω αὐτόν.»815.
Ὁ Μέγας Εὐθύμιος ἀναφέρει: «...ἀρίστην εἶναι ἐγκράτειαν τὴν μὴ τὸν κόρον
φθάνουσαν, καὶ δεομένοις ἡμῖν ἔτι τὴν τροφὴν ἱστῶσαν, ὅπερ ἐστὶ τὸ παρὰ μικρὸν
τῆς χρείας τροφῆς κοινωνεῖν.»816. Ὁ ἀββᾶς Μάρκος προχωρεῖ ἀκόμη πιό πέρα: «Εἰ
οὖν ἐν τῷ κορέννυσθαι ἄρτου ἐπιθυμοῦμεν ἑτέρων, τοῦτο ἐσθίοντες μὴ κορεσθῶ-
μεν, ἵνα τοῦτον πεινῶντες, πάντοτε ἐπιθυμοῦμεν κορεσθῆναι ὅπως καὶ τὴν βλάβην
τὴν ἐκ τῆς ἐπιθυμίας ἐκφύγωμεν, καὶ τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τῆς ἐγκρατείας
ἀπενεγκώμεθα ... Οὐ μόνον δὲ τῆς πλησμονῆς ἐστι τό κινδυνευόμενον, ἀλλὰ καὶ
τὸ τῆς ἀκηδίας·»817.

812
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 218.
813
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 220.
814
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, λα’, σ.88.
815
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κβ’, σ.93.
816
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.230.
817
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.238.
359

Ἡ ἄσκηση συνδυάζεται μέ τήν ποικιλία γιά νά μήν ἐξουθενώνει: Ὁ Μακάριος ὁ


Ἀλεξανδρεύς βλέπει τούς ἀδελφούς στήν Ταβέννησο (κοινόβιο ἁγίου Παχωμίου)
ἄλλος νά τρώει μόνο τό βράδυ, ἄλλος κάθε δύο ἡμέρες, ἄλλος κάθε πέντε, ἄλλος
ν' ἀγρυπνεῖ ὄρθιος ὅλη τή νύκτα καί τό πρωΐ νά ἐργάζεται καί ὅλοι νά ἐπιδίδονται
σέ: «ἄλλο εἶδος ἀσκήσεως ἐπιτηδεύοντα, ὡς ἡ προθυμία ἑκάστῳ ὑπέβαλλε καὶ ἡ
δύναμις.»818.
Οἱ ἀσκήσεις ἀποδίδουν μόνο ὅταν γίνονται σέ συνδυασμό μέ τό ὁλοκληρωτικό
δόσιμο τοῦ ἀθλούμενου στό στόχο του, δηλ. τό Θεό: Σέ Μοναχό πού ἐπειράζετο
ἀπό λογισμό πορνείας, οἱ Γέροντες τοῦ ἔδωσαν διάφορες ἀσκήσεις νά ἐκτελεῖ γιά
νά τό ξεπεράσει· ὅμως τόν ἐξασθένησαν σωματικά χωρίς νά ἐξαλειφθεῖ τό πάθος.
Καί τότε ξενομερίτης Γέροντας (διηγηματική σύμβαση) ἀκούσας τό πρόβλημα τοῦ
λέει: «οἱ μὲν Πατέρες ὡς δυνατοὶ καλῶς ἐπέθεντό σοι τὰς πολιτείας, πλὴν εἴ μου
ἀκούεις τῆς ταπεινώσεως, ἔασον λοιπὸν τὰς πολιτείας, ἐπεὶ μὴ εὗρες ὠφέλειαν ἐξ
αὐτῶν, καὶ μεταλάμβανέ σου τὴν μικρὰν τροφὴν εἰς τὸν καιρὸν αὐτῆς καὶ ποιῶν τὴν
μικράν σου σύναξιν. Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου καὶ τὴν ἀδυναμίαν σου·
ἐν γὰρ τοῖς σοῖς πόνοις οὐ δυνήσει τοῦ πολέμου περιγενέσθαι.»819.
Ἡ ἄσκηση δέν γίνεται γιά τή δόξα τῶν ἀνθρώπων. ∆ιεκδικεῖ ἀσφαλῶς τή δόξα
τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως σάν ὑπερφυσική ἐπιβράβευση ἀλλά σάν βίωση αὐθεντικῆς
ζωῆς: Ὁ ἀββᾶς Νετρᾶν ὅσο ζοῦσε στό κελλί του στό ὄρος Σινᾶ ζοῦσε μέ μέτρο
χωρίς ὑπερβολές· ὅταν ὅμως ἔγινε ἐπίσκοπος τῆς Φαράν ἐφήρμοσε μεγαλύτερη
σκληραγωγία· ἔλεγε ὅτι: «ἐκεῖ ἔρημος ἦν καὶ ἡσυχία καὶ πτωχεία, καὶ ἤθελον
κυβερνῆσαι τὸ σῶμα, ἵνα μὴ ἀσθενήσω, καὶ ζητήσω ἃ οὐκ εἶχον· ὧδε δὲ κόσμος
ἐστὶ καὶ ἀφορμαί εἰσι, καὶ ἐὰν ἀσθενήσω ὧδε, ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενός μου, ἵνα
μὴ ἀπολέσω τόν Μοναχόν.»820.
Περιεχόμενο τῆς ἀσκητικῆς προσπάθειας ἀποτελεῖ ἡ ἀνάσταση ἐκ τῆς πτώσεως,
δηλ. κίνηση πρός τά ἔσω καί ὄχι πρός τά ἔξω μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἕνωση τῆς
ἀνθρώπινης θέλησης μέ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση δέν συνάδει
μέ ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση ἐπίδειξης: Ἀσκητής φιλοξενεῖτο μαζί μέ ἄλλους σέ
κελλί Γέροντος· ὁ Γέρων ψήνει ὀλίγον φαγητό καί τούς τό παραθέτει· ὁ ἀσκητής

818
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.219.
819
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.314.
820
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.233.
360

ὅμως ἔβγαλε λίγα βρεμμένα ρεβίθια κι ἔτρωγε ἐνώπιον ὅλων· τότε ὁ Γέρων τοῦ
λέει: «ἀδελφέ, ἐάν παραβάλης τινί, μὴ ἐκφαίνῃς σου τὴν πολιτείαν· εἰ δὲ θέλεις
κρατεῖν σου τὴν ἄσκησιν, κάθου ἐν τῷ κελλίῳ σου καὶ μηδαμοῦ ἐξέρχου.»821.
Ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία ἀποτελοῦν βασικά στοιχεῖα τῆς ἄσκησης. Ὁ ἅγιος
Μάξιμος τίς ἀποκαλεῖ σωματικές ἀρετές δικαιολογώντας καί τή διαφοροποίησή
τους ἀπό τίς ψυχικές: «καὶ σωματικαὶ μέν εἰσιν οἷον νηστεία, ἀγρυπνία, διακονία,
χαμευνία, ἐργόχειρον πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαι τινα, ἢ πρὸς μετάδοσιν καὶ τὰ ἑξῆς·
ἐὰν οὖν ἔκ τινος ἀνάγκης ἢ περιστάσεως σωματικῆς, οἷον ἀῤῥωστίας, ἢ τινος τῶν
τοιούτων, συμβῇ ἡμῖν μὴ δυνηθῆναι ἐκτελέσαι τὰς προειρημένας σωματικὰς ἀρετάς,
συγγνώμην ἔχομεν παρὰ Κυρίου, τοῦ καὶ τὰς αἰτίας εἰδότος· τὰς δὲ ψυχικὰς μὴ
ἐκτελοῦντες, οὐδεμίαν ἕξομεν ἀπολογίαν· οὐ γάρ εἰσιν ὑπὸ ἀνάγκην.»822.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ τονίζει τή «διάκριση» ὡς μέτρο ἐφαρμογῆς τους καί τίς θεωρεῖ
τή βάση γιά τήν περαιτέρω κατά Χριστόν πορεία τοῦ πιστοῦ: «Πάσης ἀρετῆς
θεμέλιος ἡ νηστεία ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγρυπνία· αὗται γὰρ ἐν διακρίσει γινόμεναι,
συνεργοῦσι τῷ ἀνθρώπῳ εἰς πᾶν ἀγαθόν· ἀρχὴ γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἡ
ἀνάπαυσις τῆς γαστρός καὶ ἡ χαυνότης τοῦ ὕπνου, ἡ ἐξάπτουσα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς
πορνείας, καὶ ἀμβλύνουσα τὸν νοῦν, καὶ παχὺν καὶ ἐσκοτεισμένον ἀποδεικνύουσα·
...ἀκολουθεῖ τῇ νηστείᾳ, τῇ μετά διακρίσεως γινομένῃ, ἡ ἐπιθυμία τῆς εὐχῆς...
ἐχθρός ἐστι τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ματαίων συντυχιῶν... ὁ ἀμελῶν αὐτῆς
πάσας τὰς ἀρετάς διασείει.»823.
Ἡ ἔννοια τῆς νηστείας δέν ἐπικεντρώνεται μόνο στή συχνότητα γευμάτων καί
ποσότητα ἀλλά καί στήν ποικιλία. Ὁ Ἀντίοχος τοῦ Παντέκτου ἀναφέρει: «Νηστεία
ἐστὶν οὐ τὸ βραδυφαγῆσαι μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ βραχυφαγῆσαι· καὶ οὐ τὸ διὰ δύο ἢ
τριῶν ἐσθίειν τοῦτο ἄσκησίς ἐστιν, ἀλλὰ τὸ μὴ ποικιλοφαγῆσαι. Ἄσκησις γάρ ἐστι
τράπεζα ἐν μονοειδεῖ συνεσταλμένη, νηστεία δέ ἐστιν ἄλογος, ἡ τὸν μὲν
ὡρισμένον καιρόν ἀναμένουσα, ἐν δὲ τῇ ὥρᾳ τῆς τροφῆς ἀχαλινώτως ὁρμῶσα
πρὸς τήν τράπεζαν, καὶ μετὰ τῆς σαρκός καὶ τὸν νοῦν πρὸς ἡδονήν τῶν παρακειμέ-
νων δεσμοῦσα.»824.

821
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.6, σ.576.
822
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.187.
823
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.411.
824
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.236.
361

Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις θεωρεῖται προϋπόθεση γιά τόν σωστό τρόπο ζωῆς
τοῦ πιστοῦ ἡ ἀρχή τῆς ἐγκράτειας. Στή διήγηση Περί τοῦ πένητος τοῦ ἐν τῷ ναῷ τῆς
ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων προσευξαμένου825, ὁ ἥρωας διηγεῖται
τόν τρόπο ζωῆς του: «...τήν σκυροτομικήν τέχνην μετέρχομαι, καὶ εἴ τι ἐργάζομαι
ποιῶ ταύτας τρεῖς μοίρας. τὴν μίαν εἰς τὴν ἡμετέραν χρείαν, τὴν δὲ ἑτέραν εἰς τοὺς
ἀδελφούς μου τοὺς πένητας, τὴν δὲ τρίτην εἰς τὸ ἀγοράσαι τὴν χρείαν τοῦ ἔργου
μου. νηστεύομεν καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἕως ἑσπέρας, ἐγὼ καὶ αὕτη ἡ δούλη σου
μηδὲν ἄλλο ἐσθίοντες εἰ μὴ ἄρτον καὶ ὕδωρ πίνοντες, καὶ προσευχόμενοι διὰ
πάσης τῆς νυκτός. ἐστὶ δὲ σήμερον εἴκοσι ἑπτὰ ἔτη ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐζεύχθημεν καὶ
Κύριος ὁ Θεὸς διεφύλαξεν ἡμᾶς ἐν παρθενείᾳ.».
Ἐπισημάνθηκαν στίς διηγήσεις συνεχεῖς ἀναφορές στόν κανόνα νηστείας τῶν
μοναχῶν:
Ἡ ἁγία Συγκλητική ἔτρωγε ἄρτο ἀπό πίτουρα κι αὐτόν μέ πολύ προσοχή καί
ἐγκράτεια καί πολλές φορές δέν ἔπινε καθόλου νερό826.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀρκεῖτο γιά ὅλο τόν χρόνο σ' ἕνα ζεμπίλι σιτάρι· «...καί ἡμεῖς
ὅτε παρεβάλομεν αὐτῷ ἐξ ἐκείνου ἠσθίομεν.»827.
Ὁ ἀββᾶς Βενιαμίν θεωρεῖ σημαντικό γιά τόν ἑαυτό του, ὅτι ἐνῶ τοῦ πᾶνε λάδι σέ
μπουκάλι αὐτός δέν τό τρώει, ἀλλά μόνο μέ μιά βελόνη τρυπᾶ τό γύψο μέ τόν
ὁποῖο ἦταν κλεισμένο καί δοκιμάζει. Ὁμολογεῖ ὅμως τήν ἀπογοήτευσή του, ὅταν:
«συναχθέντων τῶν ἀγγείων εὑρέθη τὰ μὲν τῶν ἀδελφῶν ἀνεπιχείρητα ὅλως καὶ
τῷ γύψω οὕτως ἠσφαλισμένα, ὡς κατ' ἀρχάς ἐδόθη αὐτοῖς, τὸ δὲ ἐμὸν τετρυπημέ-
νον καὶ ὡς πορνεύσας ἠσχύνθην.»828.
Ὁ ἀββᾶς ∆ιόσκορος συνδυάζει τή νηστεία καί μέ ἄλλες μορφές ἀσκήσεως. Βάζει
ὁ ἴδιος ὅρους (κανόνα) στόν ἑαυτό του: «τὸ ἔτος τοῦτο οὐκ ἀπαντῶ τινι, ἢ οὐ λαλῶ
ὅλως, ἢ οὐ τρώγω ἔψημα, ἢ ὀπώραν, ἢ λάχανα καὶ ἑνός ἐργασία, ἀπήρχετο τοῦ
ἄλλου, καὶ οὕτω τὴν πρὸς πάντα κατώρθωσεν ἀπροσπάθειαν καὶ πάντων περιεγένε-
το εἰς ἃ ἔβλεπεν ἑαυτὸν ἐλαττούμενον.»829.

825
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.56.
826
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.201.
827
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.211.
828
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.212.
829
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.212.
362

Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὅταν βρίσκονταν μέ ἄλλους ἀδελφούς καί τρώγανε ἔβαζε


ὅρο στόν ἑαυτό του ἄν τοῦ πρόσφεραν κρασί γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν νά τό πίνει·
ὅμως εἶχε ὡς κανόνα του: «ἀντὶ ἑνός ποτηρίου οἴνου, μίαν ἡμέρα μὴ πίῃς ὕδωρ»830.
Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἡδονῆς. Ἡ μνήμη ὅμως εἶναι ἡ λειτουργία πού
ἐπαναφέρει τήν ἰσορροπία. Ὄφις κρύβονταν στόν καρπό πού ἐξαιτίας του χάθηκε ὁ
παράδεισος γιά τούς πρωτοπλάστους, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Σάββας ὅταν ἐπιθύμησε
νά κόψει μῆλο ἀπό τό δένδρο καί νά τό φάει, κάνοντας τόν προηγούμενο
συλλογισμό, τό ρίχνει στό ἔδαφος καί τό καταπατεῖ, καθώς μαζί μέ τό μῆλο
καταπάτησε καί τήν ἐπιθυμία του. Ἡ ἄσκησή του δέν σταματάει ἐκεῖ· ἀλλά
αὐτοτιμωρεῖ τόν ἑαυτό του ὅσον ζεῖ νά μήν ξαναφάει μῆλο, μέ ἀποτέλεσμα νά
χαλιναγωγήσει καί τό πάθος τῆς γαστριμαργίας του831.
Ἄλλος Γέροντας πού ἐπιθύμησε νά φάει συκαλάκι δέν νικήθηκε ἀπό τήν ἐπιθυμία
τῆς βρώσεως· τό κρέμασε μάλιστα ἀπέναντί του νά τό βλέπει, ὥστε νά βάζει σέ
συνεχή δοκιμασία τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἀρχικά εἶχε νικηθεῖ ἀπό τήν ἐπιθυμία832.
Σέ περίπτωση οἰνοποσίας προτείνονται ἀπό ἕνα ἕως τρία ποτήρια (σύγχρονο
ἀλκοτέστ), καθώς ὁ οἶνος: «ἀνακαινίζει ὅλα τὰ πάθη καὶ ἐκδιώκει τὸ φόβο τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ τῆς ψυχῆς.»833.
Ὁ ἅγιος ∆ιάδοχος περιγράφει λεπτομερῶς τή δράση τοῦ οἴνου στόν ἀνθρώπινο
ὀργανισμό: «Ὅταν ὁ νοῦς ἡμῶν τῷ τῆς πολυποσίας ἐννήχηται κύματι οὐ μόνον τοῖς
ὑπὸ τῶν δαιμόνων ἐν τῷ ὕπνῳ σχηματιζομένοις ἐμπαθῶς ἐνορᾷ εἰδώλοις, ἀλλὰ
καὶ ἐν ἑαυτῷ ὄψεις τινὰς ἀναπλάττων εὐπρεπεῖς, ταῖς αὐτῶν φαντασίαις ὡς ἐρωμέ-
ναις τισὶ κέχρηται διαπύρως· θερμαινομένων γὰρ τῶν συνουσιαστικῶν ὀργάνων
ὑπὸ τῆς τοῦ οἴνου ζέσεως ἀνάγκη πᾶσα παριστᾶν ἑαυτῷ σκιὰν τοῦ πάθους ἐνήδο-
νον. Χρὴ οὖν τῇ συμμετρίᾳ ἡμᾶς κεχρημένους τὴν ἐκ τοῦ πλεονάζοντος διαφεύγειν
βλάβην. Ὅταν γὰρ οὐκ ἔχῃ τὴν ὑποσύρουσαν αὐτὸν ἡδονὴν πρὸς τὴν ζωγραφίαν
τῆς ἁμαρτίας, ἀφάνταστος ὅλος διαμένει καὶ ἀθήλυντος.»834.
Ἀναφορικά τώρα μέ τήν ἀγρυπνία καί πάλι ἡ ἀρχή τοῦ μέτρου ὑπερισχύει. Ὁ
Ἠσαΐας ὁ ἀναχωρητής, συμβουλεύει: «...ποίησον τὴν ἀγρυπνίαν σου ἐν σεμνότητι

830
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.213.
831
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.262.
832
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.269.
833
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.237.
834
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.241.
363

καὶ μὴ ἀποστερήσῃς τό σῶμα σου τῆς χρείας αὐτοῦ, ἀλλὰ τέλεσον τὰς λειτουργίας
σου μετ' ἐπιεικείας καὶ γνώσεως, μήποτε ἐκ τῆς πολλῆς ἀγρυπνίας σκοτωθῇ ἡ ψυχὴ
καὶ φύγῃ ἐκ τοῦ σταδίου. Ἀρκεῖ οὖν σοι λογίζεσθαι, ὅτι τὰ ἔργα τῶν ἀρετῶν εἰσὶν
οἱ σωματικοὶ κόποι ἐν γνώσει, τὰ δὲ γεννήματα τῶν παθῶν γίνονται ἀπὸ τῆς
ἀμελείας. Τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλατυσμὸν ἐκδιώκει τὴν γνῶσιν, τὸ δὲ ἀγαπᾶν τὸν κόπον
μῖσος ἐστὶ πρὸς τὰ πάθη· ἡ δὲ ὀκνηρία φέρει αὐτὰ ἀκόπως.»835.
Θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἐντοπίζονται κάποιες
ὑπερβολές:
Ὁ μοναχός Θεόδουλος δέν κοιμήθηκε ποτέ ξαπλωμένος836.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ἔλεγε: «...ὅτι ἀρκετὸν τῷ μοναχῷ, ἵνα κοιμᾶται μίαν ὥραν, ἐὰν
ἦ ἀγωνιστής.»837.
Αὐτό ὅμως ἴσως θέλει νά δείξει ὅτι οἱ Γέροντες μέσα ἀπό τήν ἄσκηση μποροῦν,
χρησιμοποιώντας ἀκόμη καί τεχνάσματα, νά χαλιναγωγήσουν τόν ὕπνο τους. Ὁ
ὅσιος Παλαμών μαζί μέ τόν Μέγα Παχώμιο, ὅταν τούς ἔπιανε ὁ ὕπνος ἐξήρχονταν
στό ὄρος καί γέμιζαν ζεμπίλια μέ ἄμμο καί τήν μετέφεραν ἀπό τόπο σέ τόπο καί
τήν ἄδειαζαν. Ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς πάλι μέ τή νηστεία καί τήν ἐγκράτεια τόσο νίκησε
τόν ὕπνο, ὥστε ὅταν τοῦ ἔλεγε: «ὕπαγε, ὑπῆγε καὶ ὅταν εἶπεν ἐλθέ, ἤρχετο.»838.
Ὁ Μακάριος Ἀλεξανδρείας: «ἔκρινεν ὕπνου περιγενέσθαι, καὶ διηγήσατο ὅτι οὐκ
εἰσῆλθεν ὑπὸ στέγην ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρας, ἵνα νικήσῃ ὕπνον, τοῖς μὲν καύμασι
φλεγόμενος, τῇ δέ νυκτί στυφόμενος τῇ ψυχρότητι. Καὶ ὡς ἔλεγεν ὅτι 'εἰ μὴ τάχιον
εἰσῆλθον ὑπὸ στέγην καὶ ἐχρησάμην τῷ ὕπνῳ, οὕτω μου ἐξηράνθη ὁ ἐγκέφαλος,
ὡς εἰς ἔκστασίν με ἐλάσαι λοιπόν. Καὶ τὸ μὲν ὅσον ἐπ' ἐμοὶ ἐνίκησα· τὸ δὲ ὅσον
ἐπὶ τῇ φύσει τὴν χρείαν ἐχούσῃ τοῦ ὕπνου παρεχώρησα'·»839.
Ὑπακοή: Παρακοή ἦταν ἡ αἰτία τῆς πτώσης τῶν πρωτοπλάστων, γι' αὐτό καί ἡ
ὑπακοή θά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀποκατάστασης στήν ἀρχέγονη κατάσταση. Ὁ Παῦλος ὁ
ἁπλός ἀποτελεῖ πρότυπο ὑπακοῆς. Ἐξαιτίας της: «ὁ Παῦλος χάριτος ἠξιώθη κατὰ

835
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.184.
836
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.23, σ. 28.
837
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιε’, σ.6.
838
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.183.
839
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.102.
364

δαιμόνων καὶ νοσημάτων»840. Σκιαγραφεῖται ἴσως σάν ἐξωτερική ἐκδήλωση


ὑποταγῆς τοῦ ἀτόμου, πού μπορεῖ νά φθάνει στήν ἐξουθένωσή του: Ἡ μοιχαλίδα
σύζυγος τοῦ Παύλου γίνεται ἡ αἰτία γιά νά τόν ὁδηγήσει στόν Μέγα Ἀντώνιο καί
νά τοῦ ζητήσει νά τόν κρατήσει κοντά του· ὁ Μ. Ἀντώνιος τοῦ ἀπαντᾶ: «δύνῃ
σωθῆναι ἐὰν ἔχῃς ὑπακοήν, καὶ ὅπερ παρ' ἐμοῦ ἀκούσης τοῦτο ποιήσῃς»· ὁ Παῦλος
ἀνταπαντᾶ: «Πάντα ποιήσω ὅσαπερ προστάξῃς». Καί ἀρχίζει ἡ δοκιμασία: α) Ὁ Μ.
Ἀντώνιος τοῦ λέει: «στῆθι καὶ πρόσευξαι ἐν τῷ τόπῳ τοῦτο ἕως εἰσελθὼν
ἐξενέγκω σοι ἔργον, ὅπερ ἐργάσῃ», κι ἔμεινε ὁ Παῦλος ἔτσι ἀκίνητος ὅλη τήν
ἑβδομάδα. β) Ὁ Μ. Ἀντώνιος τοῦ λέει: «∆εῦρο μετάλαβε τῆς τροφῆς. Κάθισον καὶ
μὴ φάγης ἕως ἑσπέρας, ἀλλὰ πρόσεχε μόνον τοῖς ἐδωδίμοις». Χωρίς νά ἔχει φάει
ὁ Παῦλος, ὁ Μ. Ἀντώνιος τοῦ λέει: «Ἀναστὰς εὖξαι καὶ κάθευδε». γ) Ὁ Μ.
Ἀντώνιος μεσάνυχτα σήκωνει τόν Παύλο γιά προσευχή μέχρι τῆς ἐνάτης πρωϊνῆς.
δ) Ὁ Μ. Ἀντώνιος: «ὡς δὲ μόνον τὸν ἄρτον τρίτον τῷ στόματι προσενήνοχεν» καί
ἀπαγορεύοντάς του νά πίνει νερό, τόν στέλνει στήν ἔρημο λέγοντας του νά
γυρίσει σέ τρεῖς μέρες. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά διεργασία τῆς ἐσωτερι-
κότητας τοῦ ἀνθρώπου: «ὡς δὲ λοιπὸν τρίτη ἑβδομὰς ἐπληρώθη μὴ βεβρωκότος
τοῦ Παύλου, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἐρώτησαν τίνος ἕνεκεν σιωπᾷ. τοῦ δὲ μὴ ἀποκρινόμε-
νου λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος 'τί σιωπᾶς; ὁμίλησον τοῖς ἀδελφοῖς'· ὁ δὲ
ὡμίλησεν».
Ὑποτασσόμενος ὁ μοναχός στόν Γέροντα παραιτεῖται ἀπό τούς λογισμούς του
καί τό «ἴδιον θέλημα»: «Παρέβαλόν ποτε τέσσαρες Σκητιῶται τῷ μεγάλῳ Παμβῷ,
... καὶ ἀνήγγειλεν ἕκαστος τὴν ἀρετὴν τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ· ὁ μὲν εἷς ἐνήστευε πολλά·
ὁ δεύτερος ἀκτήμων ἦν· καὶ ὁ τρίτος ἐκτήσατο πολλὴν ἀγάπην· λέγουσι δὲ καὶ περὶ
τοῦ τετάρτου, ὅτι εἴκοσι δύο ἔτη ἔχει ἐν ὑπακοῇ γέροντος· ἀπεκρίθη αὐτοῖς ἀββᾶς
Παμβῶ· λέγω ὑμῖν, ἡ ἀρετὴ τούτου μείζων ἐστίν· ἕκαστος γὰρ ὑμῶν ἣν ἀρετὴν
ἐκτήσατο, θελήματι αὐτοῦ ἐκράτησεν· οὗτος δὲ τὸ θέλημα αὐτοῦ κόψας, ἄλλου ποιεῖ
θέλημα· τοιοῦτοι γὰρ ἄνδρες ὁμολογηταὶ εἰσιν, ἐὰν εἰς τὸ τέλος φυλάξωσι.»841.
Οἱ ἀκραῖες περιπτώσεις πού συναντῶνται στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις δέν
συνιστοῦν δουλικότητα ἀλλά ἐλευθερία. Ὡς στάση ζωῆς ἔχει τή δική της ἀλήθεια

840
Παλλαδίου, Λαυσαική ἱστορία, τ. 1, σ. 139-142· πρβλ. Historia Monachorum in Aegypto, σ.132-
133.
841
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.102.
365

καί λογική γι’ αὐτό καί πρέπει νά δοκιμαστεῖ: Ὁ Μέγας Παχώμιος κάνοντας ὑπακοή
στόν Γέροντά του Παλαμώνα, πήγαινε γιά ξύλα στο βουνό καί καθώς ἦταν
ξυπόλητος καί τόν τρυποῦσαν τ' ἀγκάθια τό ὑπέμενε, φέρνοντας στό μυαλό του
(μετάθεση) τά καρφιά πού κάρφωσαν πάνω στό Σταυρό τόν Χριστό842.
Ὑπακούοντας ὁ μοναχός, ἐπιτελεῖ ἔργο ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας ἔστω κι ἄν
νοεῖται ὡς «παράλογη» ἐνέργεια: Μοναχός ποτίζει ἕνα ξερό κλαρί γιά τρία χρόνια
μέ μία στάμνα νερό, πού γιά νά βρεῖ τό νερό ἔπρεπε νά ξεκινήσει τό βράδυ καί νά
ἐπιστρέψει τό πρωΐ· αὐτό τό κλαρί ἄνθισε καί ἔδωσε καρύδια γιά καρπούς· φέρνει
τόν καρπό στήν ἐκκλησία καί λέει στούς ἄλλους ἀδελφούς: «λάβετε, φάγετε
καρπὸν ὑπακοῆς», καθώς ἔτσι τοῦ εἶχε ζητηθεῖ ἀπό τόν πνευματικό του Γέροντα843.
Ἄλλοτε πάλι τά «παράλογα» αἰτήματα δέν ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια:
περίπτωση καταφατικῆς ἀπάντησης τοῦ μαθητῆ σέ ὅτι τοῦ ἔλεγε ὁ δάσκαλος, ὅταν
τόν δοκίμαζε δείχνοντάς του μικρόν σύαγρον (ἀγριογούρουνο) καί τοῦ ἔλεγε ὅτι
ἦταν βουβάλιον844.
Ὑπάρχουν δέ καί περιπτώσεις πού δέν συνάδουν μέ τό ἠθικό καί τό δίκαιο. Στόν
ἀββά Σαϊώ γιά νά καμφθεῖ ἡ σκληρότητά του: «ἔλεγεν αὐτῷ ὁ γέρων πειράζων·
ὕπαγε σύλησον· καὶ ὑπῆγε καὶ ἐσύλα τοὺς ἀδελφοὺς διὰ τὴν ὑπακοήν, εὐχαριστῶν
τῷ Κυρίῳ ἐπὶ πᾶσιν· ὁ δὲ γέρων ᾖρεν αὐτὰ καὶ παρεῖχε κρυφίως·»845.
Ἡ ὑπακοή εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν ἐξωτερική πειθαρχία πού
χρειάζεται γιά τή μηχανική ὀργάνωση τῆς ζωῆς· ἡ ἐξωτερική πειθαρχία ἄν
ἐφαρμοστεῖ στήν πνευματική ζωή προκαλεῖ ἐσωτερική παραμόρφωση, καθώς ὁ
ἄνθρωπος καθηλώνεται στό φυσικό ἐγωτισμό του. Ὅταν κρατᾶς τήν ἀτομική λογική
καί ἐμμένεις στήν προσωπική σου θέληση συνεπάγεται ὅτι στηρίζεις τόν ἐγωϊσμό
καί τήν περηφάνεια. Ἡ τυφλή παράδοση τῶν ὑποτακτικῶν στούς Γέροντες ἀποτελεῖ
παιδαγωγία καί μορφή ταπεινώσεως:
Μοναχός πού ἔχει ἁμαρτήσει, ζητᾶ συμβουλή Γέροντος καί ὅταν τοῦ δίνεται,
ἀναλογίζεται: «Πάτερ ὠφέλησόν μοι, καὶ δός μοι ὑποθήκας ὁδοῦ σωτηρίας... εἰ τι

842
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.477.
843
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487· τά καθήκοντα τῶν
ὑποτακτικῶν στό μοναχικό βίο θεωροῦνται θεραπευτικά μέσα καί ὄχι τιμωρητικά: «διό
εὐγνωμόνως ὑπομένειν ὀφείλεις πάντα τά παρ' αὐτοῦ κἄν ἀλγεινά ἦ, ὡς ἰατρευόμενος, οὐχί
κολαζόμενος».
844
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.517.
845
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.119.
366

ἐὰν εἴπῃς μοι, ἀκούσω σου ὡς Ἀγγέλου... ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ τολμῶν ἀντειπεῖν
λαβὼν ἀπῄει κλαίων καὶ ἀνιώμενος καὶ λέγων ἐν ἑαυτῷ· οἴμοι! ἐκ ποίας νηστείας
εἰς τί κατήντησα; (τόν ἔβαλε νά τρώει ἀκόμη καί κρέας) ἆρα ποιήσω ἢ οὐ; ἀλλ' ἐὰν
μὴ ποιήσω, παρακούσῳ τῷ Θεῷ, ὅτι λόγον δέδωκα ἵνα, ὃ ἐὰν εἴπῃ μοι ὁ Γέρων,
τοῦτο ποιήσω ὡς ἀπὸ Θεοῦ δεξάμενος· καὶ νῦν ἔπιδε, Κύριε, ἐπὶ τὴν ἀθλιότητά μου,
καὶ ἐλέησόν με, συγχωρήσας τὰς ἁμαρτίας μου, ὅτι ἰδοὺ ἀναγκάζομαι πρᾶξαι παρὰ
πρόθεσιν, ἣν εἶχον, τῆς ἐγκρατείας μου.»846.
Σέ ἄλλη διήγηση μοναχός πηγαίνει σέ κοινόβιο χωρίς νά τοῦ ἄρει ὁ Γέροντας του
τήν ἐντολή πού ἦταν νά σιωπᾶ· κι αὐτός παραμένει σιωπῶν μέχρι τόν θάνατό του.
Ὅλοι δέ τόν θεωροῦν μουγγό847.
Ὁ μαθητής τοῦ ἀββᾶ Παύλου, Ἰωάννης δένει μιά ὕαινα ἀφοῦ αὐτή ἦταν ἡ ἐντολή
τοῦ ἀστειευόμενου Γέροντα του, καθώς τόν ἐμπόδιζε νά μαζέψει βολβούς848.
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ζητᾶ ἀπό μοναχό νά ρίξει τό παιδί του στό ποταμό κι ἄν δέν τόν
σταματοῦσε ἄλλος μοναχός, κατ' ἐντολήν τοῦ Σισώη, ἐκεῖνος θά τό ἔκανε849.
Μαθητής ἀφήνει τόν δάσκαλο νά ταπεινωθεῖ γι' αὐτόν, ἀφοῦ αὐτό τοῦ ζητήθηκε
ἀπό τόν δάσκαλο (Μ. Βασίλειος πλένει τά πόδια τοῦ μοναχοῦ)850.
Παράλληλα στό διηγηματικό ὑλικό τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων συναντῶνται
καί περιπτώσεις ἀνυπακοῆς πού ἀποτελοῦν δείγματα ἀρνητικῆς συμπεριφορᾶς:
Στή διήγηση Τῇ15ῃ τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου Μνήμη τῆς ἀθλήσεως μοναχοῦ τινος καί
μάρτυρος851, ἡ «παράδοξη» μεταφορά τήν ὥρα τῆς λειτουργίας τῆς λάρνακα τοῦ
μάρτυρα ἀπό τό ναό στό νάρθηκα καί μόλις τελειώνει ἡ λειτουργία ἡ ἐπαναφορά
της, ἐξηγεῖται μέ τό ὅτι ὁ μάρτυρας ναί μέν στέφθηκε μέ τό στέφανο τιμῆς γιά τό
μαρτύριο του, ὅμως στόν πρότερο βίο του εἶχε πέσει σέ δύο ἀτοπήματα: α) στήν
ἀνυπακοή στό Γέροντά του μέ συνέπεια ἐπιβολῆς ἐπιτιμίου· β) στήν καταφρόνηση
τοῦ ἐπιτιμίου καί φυγή του.
Σέ ἄλλη διήγηση παρακοῆς ὑπάρχει τό ἴδιο ἀφηγηματικό πλαίσιο μέ τήν ὑπακοή. Ἡ
δημόσια παρουσίαση τῶν καρπῶν τῶν κόπων ἑνός μοναχοῦ, στή συγκεκριμένη

846
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 5-20, σ.346-348.
847
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487.
848
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.507.
849
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487.
850
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.516.
851
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.133.
367

περίπτωση ἕνα ἐξώγαμο παιδί, ἀποτελεῖ ἀρνητικό δεῖγμα καί στοιχεῖο συνετισμοῦ
τῶν ὑπολοίπων852. Ἀντίθετα στή διήγηση γιά τήν ὑπακοή (τά καρύδια πού βγῆκαν
μετά ἀπό καθημερινό πότισμα ἑνός ξύλου) ἀποτελεῖ παράδειγμα πρός μίμηση. Ἡ
δημόσια ὁμολογία: «υἱός τῆς παρακοῆς ἐστίν» καί τό ἀντίστοιχο «λάβετε φάγετε
καρπὸν ὑπακοῆς»853, ἀποτελοῦν δύο διαφορετικές πορεῖες πού ὁδηγοῦν καί σέ
ἀνάλογα συμπεράσματα.
Ὁ ἄνθρωπος προκόβει ἐλευθερούμενος· μία ἐλευθερία πού δέν μεταφράζεται
μόνο σέ μεγαλύτερες δυνατότητες πράξεως ἀλλά καί σέ δυνατότητες παραιτήσεως
ἀπό τά «δικαιώματα» ἐν ὀνόματι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Μιὼς ὁ
τοῦ Βελέου, ὅτι ἡ ὑπακοή, ἀντὶ ὑπακοῆς ἐστίν· εἴ τις ὑπακούει τῷ Θεῷ, ὁ Θεὸς
ὑπακούει αὐτόν.»854. Μέ κριτήριο τήν ἐλεύθερη ἀπόφαση ὅσον ἀφορᾶ τήν μοναχική
ὑποταγή, ἡ μή προβολή ἀντίστασης δέν σημαίνει ἀδυναμία ἀλλά ἀρετή· προϋποθέτει
παραίτηση ἀπό τόν ἀτομικό σκοπό καί ὡς πράξη πίστης μέ ἀρχή καί τέλος ἀντί ἐμοῦ
τόν Θεόν, φέρνει στή ζωή μας τό ἔσχατον.
Ὑπομονή: Ὁ ὑπομένων νικᾶ μέ τόν θάνατο τῶν ἐγχρονικῶν θελημάτων του
τόν θάνατο· ὄχι ἐπειδή δέν πεθαίνει ἀλλά διότι ἀνασταίνει ἐντός του τόν χρόνο σ'
ἕνα παρόν πού ἀντί νά περνᾶ διαστέλλεται. Ἔτσι ἡ ὑπομονή ἀναδεικνύεται συν-
κίνηση τοῦ χρόνου. Εἶναι ἐλπίδα καί πίστη σ' ἕνα χρόνο τελικό καί ἔσχατο, καθώς
χωρίς τελικό χρόνο ἡ ἐλπίδα γίνεται ἁπλή ἀναμονή καί ἀγωνιώδης παράταση τοῦ
ὑπολογισμένου χρόνου. Τό τέλος αὐτό δέν βρίσκεται στό μέλλον ἀλλά στό παρόν
τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ἔρθει καί ἔρχεται855. Τό παράδειγμα τοῦ Γέροντος Σπαῖ πού γιά
σαράντα χρόνια ὑπῆρξε τυφλός χωρίς νά βαρυγγομήσει καί μετά θεραπεύθηκε,
ἀποδεικνύει κατά τά λόγια τοῦ ἁγίου ∆ιαδόχου: «...ταύτην δὲ τὴν μάστιγα οὐδεὶς
ὑπενέγκαι δύναται, εἰ μὴ αὐτὸς ὁ ἐλεήμων Πατὴρ ὁ τὴν βάσανον παρέχων
ὑπομονὴν δωρήσηται· διὰ γὰρ τῆς ἀνυπομονησίας τισὶν ἁμαρτίαν ἡ παίδευσις αὕτη
καί οὐκ ὠφέλειαν προστίθησι. τούτου ἕνεκα εἰδὼς ὁ Θεὸς τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν

852
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.193.
853
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487.
854
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.78· πρβλ. Ράμφου Στ., Πελεκάνοι ἐρημικοί.
Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ.191-205.
855
Στ. Ράμφου, Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, σ.68-69.
368

ταῖς μάστιξιν Αὐτοῦ καὶ ὑπομονὴ ἀναμίσγει, ἵνα καὶ παιδεύων τὰ ἐκλεκτὰ Αὐτοῦ
τέκνα δίκαιος φανῇ, εἶτα καὶ δικαίως αὐτοῖς σπλαχνισθῇ.»856.
Τό ὑπομένω διαφέρει τοῦ ὑποφέρω· τό μένω ἐνέχει διάρκεια, ἐνῶ στό φέρω
ἐνυπάρχει ἡ μηχανική ἐνέργεια πού τό προσδιορίζει ὡς «βαστῶ», «σηκώνω». Ὁ
ἀρχαῖος ὑπέμενε θλίψεις, πόνους, βάσανα. Ὑπέμενε ἀπό ἀντικείμενο σαφῶς
διακεκριμένο τοῦ ὑποκειμένου. Ὁ χριστιανός μέσῳ τῆς ἐμπειρίας τοῦ διωγμοῦ καί
τοῦ μαρτυρίου ἀναδεικνύει τήν ὑπομονή σέ χάρισμα, σέ παθητικότητα πού
προηγεῖται τοῦ πάθους. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἐν Ἑλλάδι πού βασανίζεται ἀπό
ἀσθένεια τῶν γεννητικῶν του ὀργάνων, παρ' ὅτι τοῦ ὑποδεικνύεται θεραπευτικό
βότανο τό ἀρνεῖται, καθώς θά χάσει τήν ἀμοιβή τῆς ὑπομονῆς πού τόσο ἀγόγγυστα
ἀντιμετώπιζε τήν ἀσθένεια (ἀφηγηματικό πλαίσιο: σέ ὄνειρο τοῦ ὑποδεικνύεται ἀπό
τόν διάβολο τό θεραπευτικό βότανο ἀλλά τοῦ τίθεται συγχρόνως καί τό δίλημμα
προτεραιότητας: ὑγεία ἤ ἀμοιβή ὑπομονῆς)857.
Ὁ Γέροντας Ζακχαῖος στό κοινόβιο τοῦ Παχωμίου παρ' ὅτι νοσεῖ ἀπό λέπρα
συνεχίζει νά ἐργάζεται πλέκοντας ψιάθια, ἐνῶ κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει·
ἐκεῖνος ἀπαντᾶ σέ ὅλους ὅτι: «ἀδύνατόν μοί ἐστι μὴ ἐργάζεσθαι»· ἐπειδή τά χέρια
του εἶναι καταματωμένα, κάποιος μοναχός τοῦ λέει νά τά ἀλείφει μέ λάδι· ἡ
ἐπισήμανση ὅμως τοῦ Παχωμίου: «ὑπολαμβάνεις, ἀδελφέ, ὅτι σε τὸ ἔλαιον ὠφελεῖ;
τίς δέ σε καὶ ἠνάγκασεν οὕτω κοπιᾶν, ὥς τε προφάσει τοῦ ἔργου τῷ αἰσθητῷ
ἐλαίῳ μᾶλλον ἢ τῷ Θεῷ τὰς ἐλπίδας τῆς ὑγείας ἀναθῆναι; μὴ γὰρ ἀδύνατον ἦν τῷ
Θεῷ θεραπεῦσαί σε; ἢ ἀγνοεῖ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν καὶ ὑπομνήσεως δεῖται; ἢ παρο-
ρᾶ μισῶν ἡμᾶς ὁ φύσει φιλάνθρωπος; ἀλλὰ τὴν ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς οἰκονομῶν,
συγχωρεῖ τὰς θλίψεις, ἵνα φέροντες γενναίως, καρτερίαν ἐπιδειξώμεθα, Αὐτῷ τὸ
πᾶν ἀνατιθέντες, ὅτε θέλει καὶ ὡς θέλει τὴν τῶν πόνων ἀνάπαυσιν χαρίσασθαι.»,
τόν κάνει νά σταματήσει τή θεραπεία μέ τό λάδι. Γιά ἕνα χρόνο μάλιστα
αἰσθανόμενος πένθος, πού δέν ἀφέθηκε στή πρόνοια τοῦ Θεοῦ, νηστεύει
τρώγοντας κάθε δύο μέρες ἐλάχιστο ψωμί.858.
Ἡ ὑπομονή οὐσιαστικά ἀποτελεῖ ἐνεργό ἀπραξία μέ φαινομενικά ἀποτρεπτικό
χαρακτήρα πού στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀνατρεπτικός· εἶναι πράξη ἀντίστα-

856
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.219.
857
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.186.
858
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.180.
369

σης. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν λέει στόν ἀββά Ἰωσήφ: «ὥσπερ ἐάν τις ὄφιν καὶ σκορπίον
εἰς ἀγγεῖον βάλῃ καὶ φράξῃ, πάντως τῷ χρόνῳ ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ οἱ
πονηροὶ λογισμοί, ἀπὸ τῶν δαιμόνων βλαστάνοντες, διὰ τῆς ὑπομονῆς ψύγονται
καὶ ἐκλείπουσι.»859.
Ἡ ὑπομονή ὡς καρτερία συνιστᾶ μακαρία κατάσταση:
Μοναχός ὑπομένει καί ἐπιμένει στήν ἀπόφασή του νά μείνει ἔγκλειστος στό κελλί
του ὅλη τή Μ. Τεσσαρακοστή, παρ' ὅτι εἶναι γεμάτο κοριούς860.
Ὁ ἀββᾶς Πιώρ: «εἰς τὸν τόπον ὃν ᾤκησεν ὀρύξας εὗρεν ὕδωρ πικρότατον· καὶ
μέχρις οὗ ἐτελεύτησεν ἐκεῖ παρέμεινε, στοιχήσας τῇ πικρότητι τοῦ ὕδατος ἵνα δείξῃ
τὴν ἑαυτοῦ ὑπομονήν. Πολλοὶ οὖν τῶν μοναχῶν μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ φιλονει-
κήσαντες μεῖναι ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν οὐκ ἴσχυσαν ἐκτελέσαι· ἔστι γὰρ
φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ἀπαράκλητος.»861.
Ὁ πλούσιος καί μορφωμένος Εὐλόγιος ἀναλαμβάνει νά ἐξυπηρετεῖ ἕναν ἀνάπηρο,
προσευχόμενος πρός τόν Θεό: «Κύριε, ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου λαμβάνω τοῦτον τὸν
λελωβημένον καὶ διαναπαύω αὐτὸν μέχρι θανάτου, ἵνα διὰ τούτου κἀγὼ σωθῶ.
Χάρισαί μοι ὑπομονὴν τῆς τούτου ὑπηρεσίας»· καί αὐτό κράτησε δεκαπέντε χρόνια
μέχρι πού τούς χώρησε ὁ βιολογικός θάνατος862.
Κατάνυξη: ∆ύο σαρκικοί ἀδελφοί γίνονται μοναχοί καί ὑποτάσσονται σέ
Γέροντα· καί οἱ δύο εἶχαν τό χάρισμα τῶν δακρύων καί τῆς κατανύξεως. Ὁ
Γέροντας μιά μέρα βλέπει σέ ὅραμα τούς δύο ἀδελφούς νά προσεύχονται καί νά
κρατοῦν ἀπό ἕνα γραμμένο χαρτί πού τό ἔβρεχαν μέ τά δάκρυά τους· τοῦ ἑνός
ὅμως τά γράμματα ἀπό τό χαρτί ἔσβηναν μέ τά δάκρυα του, ἐνῶ τοῦ ἄλλου μέ
κόπο σβήνονταν σάν νά ἦταν χαραγμένα ἀπό πυρωμένο σίδηρο. Ὁ Γέροντας
ζήτησε νά τοῦ ἐξηγηθεῖ τό ὅραμα καί τότε παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου πού τοῦ
εἶπε ὅτι τά γράμματα στό χαρτί εἶναι τ' ἁμαρτήματα τοῦ καθενός· τοῦ ἑνός πού
σβήνουν εὔκολα εἶναι ἁμαρτήματα ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσης· τά
ἄλλα πού δεν σβήνουν εἶναι ἀκαθαρσίες καί ρυπαρά πταίσματα· «...καὶ τούτου χάριν
κόπου περισσοτέρου χρήζει εἰς τὸ μετανοῆσαι γνησίως καὶ σφόδρα ταπεινωθῆναι».

859
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.2, σ.136.
860
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
XXVII, σ.76.
861
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.218.
862
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.130.
370

Ὁ Γέροντας δέν φανέρωσε τό ὅραμα στόν ἀδελφό μέχρι τό θάνατό του: «...ἵνα μὴ
ἀμβλύνῃ τὴν προθυμία αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸν ρηθέντα λόγον ἀεί ἔλεγεν αὐτῷ· κοπίασον
ἀδελφέ, ὅτι ἔγκαυστά εἰσιν.»863.
Ἡ ἔκχυση δακρύων ἐξαιτίας τῆς μετανοίας πού συνεπάγεται ἄμεση σύνδεση μέ
τά ἀνθρώπινα πάθη, ἀποτελεῖ τήν ἐξωτερική ἐκδήλωση τῆς ἐσωτερικῆς συντριβῆς. Ὁ
ἀββᾶς Θαλέλαιος ὁ Κίλικας, ἑξήντα χρόνια μοναχός δέν σταμάτησε ποτέ νά
κλαίει καί ἔλεγε: «αὐτὸν τὸν καιρό μᾶς ἔδωσε ὁ θεὸς γιὰ μετάνοια καὶ πολὺ θὰ
τὸν ἀναζητήσουμε.»864. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὁ ἀπό Ἀναζαρβοῦ, ἔχυνε πάμπολλα
δάκρυα καθημερινά865. Ὁ ἀββᾶς Μακάριος λέει στόν ἀββᾶ Ἀϊώ: «φεῦγε τοὺς
ἀνθρώπους· κάθισον εἰς τὸ κελλίον σου καὶ κλαῦσον τὰς ἁμαρτίας σου· καὶ μὴ
ἀγαπήσῃς λαλιὰν ἀνθρώπων· καὶ σώζῃ.»866 ∆έν πρόκειται γιά ἐπίδειξη κάποιου
«ὕφους» ἀλλά γιά μιά καρδιακή διάθεση πού προϋποθέτει ἄκρατη ταπείνωση. Ὁ
Μέγας Παχώμιος λέει: «διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ δακρύειν πρόχειρον ἔχει, ἐκ τοῦ
πρόχειρον ἑαυτὸν ἐξευτελίζειν καὶ μὴ λογίζεσθαι μηδέν τῶν παρ' αὐτοῦ γινομένων
κατορθωμάτων· οὐδὲν γὰρ οὕτω τὸν διάβολον ἐκνευρίζει, ὡς ἡ μετὰ πρακτικῆς
δυνάμεως ἐξ ὅλης ψυχῆς γινομένη ταπεινοφροσύνη.»867.
Ἡ μνήμη θανάτου εἶναι αὐτή πού συντηρεῖ ἀλλά καί συγχρόνως προσφέρει τό
πνευματικό πλαίσιο ἀλλαγῆς νοοτροπίας: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν αὐτὸν γέροντα
(ἀββά Ποιμένα) λέγων· τί ποιήσω ἵνα σωθῶ; καὶ ἀπεκρίθη ὁ γέρων· Ἀβραάμ, ὅτε
εἰσῆλθεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, μνημεῖον ἠγόρασεν ἑαυτῷ καὶ διὰ τοῦ τάφου
ἐκληρονόμησε τὴν γῆν. Λέγει ὁ ἀδελφός· τί ἐστι τάφος; Καί φησιν ὁ γέρων· τόπος
κλαυθμοῦ καὶ πένθους.»868.
Ὁ Γρηγόριος τοῦ ∆ιαλόγου διακρίνει δύο κατηγορίες κατάνυξης, αὐτή πού
προκαλεῖται ἀπό τόν φόβο Θεοῦ καί αὐτή πού προκαλεῖται ἀπό τόν πόθο Θεοῦ:
«∆ύο τοίνυν εἰσὶ κεφαλαιωδέστερα γένη τῆς κατανύξεως· ὅταν γὰρ τὸν Θεὸν
διψήσῃ ἡ ψυχή, πρῶτον μὲν τῷ φόβῳ κατανύσσεται, ἔπειτα δὲ τῷ πόθῳ. Ἐν πρώτοις

863
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.414.
864
Ἰω Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.59, σ. 67.
865
Ἰω Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.41, σ.50.
866
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μα’, σ.71.
867
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.639· πρβλ. Κ. Γαλιγαλίδου, Ἡ
ἀρετή τῶν δακρύων κατά τούς Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας, περ. Θεοδρομία, τ.2, σ. 66-78,
Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1999.
868
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.12 σ.412· παραλλαγή τῆς
ἱστορίας ἀποτελεῖ ἡ παρ. 22, σ.414.
371

μὲν γὰρ δάκρυσιν ἑαυτὴν κατατήκει, ὑπόμνησιν τῶν κακῶν αὐτῆς λαμβάνουσα,
φοβουμένη περὶ αὐτῶν, ἵνα μὴ αἰωνία κολάσει ὑποπέσῃ. Ἡνίκα λοιπὸν ἐν πολλῇ
στεναχωρίᾳ λύπης ὑπάρξῃ, τότε ἡ μὲν δειλία τέλος λαμβάνει, ἀμεριμνία δέ τις περὶ
τῆς συγχωρήσεως καὶ παρρησία ἐν αὐτῇ γεννᾶται καὶ λοιπὸν ἐν τῷ πόθῳ τῆς
οὐρανίου χαρᾶς ἡ ψυχὴ ἐκκαίεται· καὶ ἥτις πρότερον ἔκλαιε φοβουμένη, ἵνα μὴ εἰς
κρίσιν ἀπενεχθῇ ἐν ὑστέρῳ πάλιν ἄρχεται κλαίειν πικρῶς, ὅτι ἀπέχει τῆς
βασιλείας.»869.
Ὁ ἀββᾶς Γεώργιος ὁ ἔγκλειστος κλαίει καί ὅταν ρωτήθηκε τό γιατί λέει: «Πῶς
νὰ μὴν κλάψω, ὅταν ὁ δεσπότης δὲν θέλει νὰ συνδιαλλαγεῖ μαζί μας; Ἐμένα παιδί
μου, μοῦ φάνηκε ὅτι στάθηκα μπροστὰ σὲ κάποιον ὁ ὁποῖος καθόταν σὲ ὑψηλὸ
θρόνο. Καὶ πολλὲς μυριάδες γύρω του παρακαλοῦσαν καὶ ἱκέτευαν γιὰ κάποιο
πρᾶγμα· αὐτὸς ὅμως δὲν συγκατάνευσε. Μετὰ προσέρχεται σ' αὐτὸν κάποια γυναί-
κα πορφυροντυμένη, ἡ ὁποία ἔπεφτε στὰ πόδια του καὶ ἔλεγε: τουλάχιστον γιὰ
μένα κάνε δεκτὲς τίς ἱκεσίες. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε ἀμετάπειστος. Καὶ γι’ αὐτὸ κλαίω,
ἐπειδὴ φοβᾶμαι γι’ αὐτὸ, ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ». Αὐτά τά ἔλεγε ἡμέρα Πέμπτη καί
τήν Παρασκευή: «σείεται πολὺ ἡ γῆ καὶ κατεδαφίζονται πόλεις τῆς παραθαλάσσιας
Φοινίκης.»870.
Ἡ διάσταση τοῦ φόβου τοῦ ἀββᾶ Γεωργίου γίνεται πόθος στή διήγηση πού
ἀναφέρεται στόν ἀββά Σιλουανό: «...καθεζόμενος ποτε μετὰ ἀδελφῶν, ἐγένετο ἐν
ἐκστάσει καὶ πίπτει ἐπὶ πρόσωπον· καὶ μετὰ πολὺ ἀναστὰς ἔκλαιε· καὶ παρακάλεσαν
αὐτὸν οἱ ἀδελφοί, λέγοντες· τί ἔχεις πάτερ; ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ ἔκλαιεν· ἀναγκαζό-
ντων δὲ αὐτῶν εἰπεῖν, εἶπεν· ἐγὼ εἰς τὴν κρίσιν ἡρπάγην· καὶ εἶδον πολλοὺς τοῦ
γένους ἡμῶν ἀπερχομένους εἰς κόλασιν, καὶ πολλούς τῶν κοσμικῶν ἀπερχομέ-
νους εἰς βασιλείαν· καὶ ἐπένθει ὁ γέρων· καὶ οὐκ ἤθελεν ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ κελλίου
αὐτοῦ· εἰ δὲ ἠναγκάζετο ἐξελθεῖν, ἔσκεπε τῷ κουκουλίῳ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ,
λέγων· τί θέλω ἰδεῖν τὸ φῶς τοῦτο τὸ πρόσκαιρον, καὶ οὐδὲν ἔχον ὄφελος;»871.
Τά δάκρυα τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ δέν εἶναι τά «ἔγκαυστα» δάκρυα τῆς μετανοίας
ἀλλά ἀποτελοῦν δωρεά Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «Θείας
ἐλλάμψεως».

869
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 392.
870
Ἰω Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.50, σ.61.
871
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.115.
372

Θεία Πρόνοια: Ἡ ἐναπόθεση κάθε ἀνθρώπινης φροντίδας στό Θεό εἶναι τό


ἰσχυρό ὅπλο τοῦ δοκιμαζόμενου. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ προτρέπει: «Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον
τὴν μέριμνάν σου872 καὶ οὐ μὴ πτοηθῇς πτόησιν ἐπερχομένην σοι· καθάπερ ἑαυτὸν
ἀφιέρωσας τῷ Θεῷ, ἐν ἀναπαύσει νοὸς δίαγε.»873.
Ὁ ταπεινός πιστός ἄνθρωπος δέν βεβαιώνεται στόν ἑαυτό του ἀλλά στό Θεό. Τό
γεγονός τῆς ἀνάστασης εἶναι τό γεγονός τῆς τῶν πάντων ἑνότητας. Ὁ Θεός ὡς
πηγή χρόνου μεταβάλλει τό θάνατο σέ γεγονός ὑπερατομικό. Ἡ μεταμορφωτική
ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος στήν ἀνθρώπινη καρδιά σώζει καί ἀναδομεῖ τό
περιεχόμενο τῶν θελήσεων, τῶν ἀποφάσεων καί τῆς ἐν γένει πνευματικότητας τοῦ
ἀνθρώπου ἐκτός τοῦ ἐγώ του. Παραμερίζει κάθε συμβατικό κριτήριο κοινωνικῆς
ἐπιδοκιμασίας σέ μία ἄνευ ὅρων παράδοση. Χάρις Θεοῦ σημαίνει κάθοδος ἀπό τήν
πληρότητα καί αὐτάρκεια τοῦ «ἐγώ μου», στήν «ἀνάγκη σου». Αἴτημα μᾶλλον
σχεδόν ἀκατόρθωτο γιά τήν τόσο δυναμικά αὐτονομημένη σύγχρονη ἐποχή.
Ὁ κοινοβιάρχης Μέγας Θεοδόσιος ἀφήνει τόσο τόν ἑαυτό του ὅσο καί τούς
ὑποτακτικούς του στή Θεία φροντίδα. ∆έν ἀνησυχεῖ πού ξημερώνει Πάσχα καί δέν
ἔχουν τά ἀπαραίτητα πρός βρῶσιν τρόφιμα, δηλ. ἄρτο καί ἔλαιο, ἀλλά οὔτε κι αὐτά
πού χρειάζονται γιά νά τελέσουν τή Θεία Κοινωνία. Ἡ πίστη του εἶναι σταθερή: «ὁ
γὰρ πάλαι τὸν Ἰσραήλ ἐν ἐρήμῳ τὰς τοσαύτας χιλιάδας, εἶτα καὶ ὕστερον οὐκ
ὀλίγον πλῆθος διαθρέψας εἰς κόρον, αὐτὸς οὖν καὶ ἡμῶν ἐστι προνοῶν, οὔτε περὶ
τὴν δύναμιν ἀσθενέστερος νῦν, οὔτε περὶ τὴν χορήγησιν ἀτονώτερος γεγονώς.».
Καί πράγματι μετά τή δύση τοῦ ἡλίου ἔρχεται ἄνθρωπος μέ δύο ἡμιόνους
φορτωμένους τροφές διαφόρων εἰδῶν καί φυσικά δέν ἔλειπαν καί τά πρόσφορα
γιά τήν τέλεση τῆς Θείας λειτουργίας. Τά τρόφιμα δέ αὐτά τούς ἔφτασαν μέχρι τήν
Πεντηκοστή874.
Οἱ μαθητές (καί κατά προέκταση οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ἀδυναμίες τους), συχνά δέν
ἐπιδεικνύουν τό ἴδιο σθένος μέ τόν δάσκαλο. Συχνά προσπαθοῦν νά καταστήσουν
γνωστή τήν ἔνδειά τους σέ διανομεῖς τροφίμων, πρᾶγμα πού στεναχωρεῖ τόν
Θεοδόσιο. Ἡ φροντίδα τῆς Θείας Πρόνοιας γίνεται πράξη μέ παραλλαγή προηγού-
μενου διηγηματικοῦ ὑλικοῦ, ὅταν τό φορτωμένο μέ τρόφιμα ζῶο ἐκτελεῖ τό

872
Ψαλμ., νδ’, 23.
873
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.3, σ.267.
874
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.256.
373

δρομολόγιο πρός τό κοινόβιο τοῦ Θεοδοσίου χωρίς νά εἶναι ὁ προορισμός του


γιά ἐκεῖ. Τό ζῶο γίνεται ὄργανο τῆς Θείας Πρόνοιας875.
Ὁ ἅγιος Σάββας πού στερεῖται τά ἀπαραίτητα ἐφόδια μαζί μέ τούς μοναχούς
του πού κτίζουν κελλιά στό Καστέλλι, σώζονται ἀπό τόν Μαρκιανό, πού πληροφο-
ρήθηκε μέσῳ ἀποκαλυπτικοῦ ὁράματος τήν καταστασή τους καί τούς στέλνει τά
ἀπαραίτητα ὑλικά ἀγαθά876. Στή περίπτωση δέ πού ὁ ἅγιος Σάββας ἤθελε ν'
ἀγοράσει καί τά γύρω κελλιά ἀπό τή λαύρα καί δέν ἔχει καθόλου χρήματα, τοῦ
προσφέρεται δωρεά ἀπό ξένο φιλάνθρωπο πού τοῦ ἐπιτρέπει τόσο τήν ἀγορά τῶν
κελλίων ὅσο καί κτίσιμο νέου οἰκήματος πρός φιλοξενία ξένων μοναχῶν877.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἀντίθετη περίπτωση διήγησης πού ὁδηγεῖ πάλι στό ἴδιο
συμπέρασμα· δηλ. αὐτός πού σταματᾶ νά ἀφήνει τόν ἑαυτό του στήν ἀρωγή τῆς
Θείας Πρόνοιας καί προφασιζόμενος γηρατειά878 ἤ φιλαργυρία879 ἀρχίζει νά
μαζεύει χρήματα· ἐξανεμίζονται ὅμως ἐξαιτίας ἀσθένειας (σύνηθες θέμα σάπιο
πόδι πού πρέπει νά κοπεῖ). Ὁ ἄγγελος Κυρίου (ὄργανο Θεοῦ) εἶναι αὐτός πού μέ
τόν ἐλεγκτικό του χαρακτήρα, τούς φανερώνει τό λάθος τρόπο σκέψης καί τούς
προτρέπει σέ μετάνοια πού ἔχει σάν ἀποτέλεσμα καί τή θεραπεία τους.

γ΄. ∆αιμονολογία.

Ἡ πολεμική ἀναμέτρηση μέ τόν ἐχθρό δέν ἀπαιτεῖ μόνο ψυχική καί σωματική
ἀντοχή ἀλλά καί βαθύτερη ἀντίληψη τῆς ἔννοιας τοῦ «κακοῦ» ἀντιμετωπιζόμενης
ὡς ἐσωτερικῆς πραγματικότητας πού ἐμφανίζει ὅμως καί ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις.
Οἱ παρεμβάσεις ἄλλοτε εἶναι ἄμεσες καί ἄλλοτε φέρουν εἰδικό χαρακτήρα
ἀνάλογα τῶν περιπτώσεων. Αὐτό προϋποθέτει πνευματική οἰκοδομή πού βασίζεται
στήν καλή γνώση τοῦ «ἀνταγωνιστῆ τοῦ καλοῦ». Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός λέει: «Οὐ
πάντες ἅμα οἱ δαίμονες πάντα τά πάθη τοῖς ἀνθρώποις ὑποβάλλουσιν, ἀλλ' ἓν
ἕκαστον πάθος εἰδικά καὶ ὡρισμένα πνεύματα ἔχει τὰ τοῦτο ὑποβάλλοντα.»880.
Ὁ ἀββᾶς Ματώης ἀναφέρει: «εἶδεν ὁ σατανᾶς ποίῳ πάθει ἡττᾶται ἡ ψυχή· σπείρει
μὲν ἀλλ' οὐκ οἶδεν εἰ θερίσει· τοὺς μὲν περὶ πορνείας, τοὺς δὲ περὶ καταλαλιᾶς

875
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.258.
876
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.261.
877
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.262.
878
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.272.
879
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.273.
880
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.437-438.
374

λογισμοὺς καὶ ὁμοίως τὰ λοιπά πάθη· καὶ εἰς οἷον πάθος ἴδῃ τὴν ψυχήν κλίνασαν,
χορηγεῖ αὐτῇ.»881.
Ἄλλα πονηρά πνεύματα ἀσχολοῦνται μέ τίς ἡδονές, ἄλλα μέ τίς βλασφημίες,
ἄλλα μέ τήν ὀργή καί τήν μανία, ἄλλα μέ τήν λύπη, ἄλλα μέ τήν κενοδοξία καί τήν
ὑπερηφάνεια. ∆αίμονας ἀναφερόμενος σέ ἁμαρτωλό πιστοποιεῖ αὐτό: «∆ὲν
μνησικάκησες ἐναντίον του γιὰ τὸ μᾶττιν τῆς φακῆς; κι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἁρμόδιος γιὰ τὴ
μνησικακία καὶ ἀπὸ τότε εἶσαι δικός μου.»882.
Προτιμοῦν νά ὑποβάλλουν τόν πειραζόμενο στό πάθος πού δέχεται ἡ ψυχή του πιό
εὐχάριστα. ∆έν παρενοχλοῦν τούς ἀνθρώπους κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀλλά
ἀναλόγως τῶν εἰδικῶν συνθηκῶν πού παρουσιάζουν οἱ περιστάσεις, τά πρόσωπα
καί οἱ τόποι. Μεταξύ τους τά πονηρά πνεύματα ἤ συνεργάζονται ἤ παραχωροῦν τή
θέση τους τό ἕνα στό ἄλλο, καθώς δέν εἶναι δυνατόν συγχρόνως νά ἐμπαίζουν
τόν ἄνθρωπο. Οἱ δαίμονες δέν ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια ἀγριότητα ἤ τήν ἴδια δύναμη μέ
τήν ὁποία πολεμοῦν καί ἐξαρτᾶται καί ἀπό τήν ἐπιθυμία πού ἐμπνέουν. Ὁ ἀρχάριος
ἀγωνιστής πολεμᾶ μέ ἀσθενῆ πονηρά πνεύματα πού ὅταν νικηθοῦν τά διαδέχονται
ἰσχυρότερα στήν ἐπιθετικότητα· ἡ δύσκολη πάλη διεξάγεται βάσει τῆς ἀνθρώπινης
δύναμης.
Καί στίς δύο ἀντίπαλες παρατάξεις παρατηρεῖται ἀγωνιώδης προσπάθεια, κόπος
καί πόνος. Κι ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ χαίρεται ὅταν νικήσει καί
θλίβεται ὅταν ἡττηθεῖ τό ἴδιο πάσχει καί ὁ δαίμονας. Ἡ συντριβή τοῦ δαίμονα ὅταν
νικηθεῖ εἶναι διπλή· δηλ. καί οἱ ἄνθρωποι πετυχαίνουν τήν ἁγιωσύνη πού αὐτός εἶχε
καί τήν ἔχασε καί παρ' ὅτι πνεῦμα αὐτός νικήθηκε ἀπό γήϊνο καί σαρκικό
δημιούργημα.
Ὁ Μ. Ἀντώνιος διακρίνει διαβάθμιση δαιμόνων. Ὅταν τοῦ φέρνουν νά
θεραπεύσει δαιμονισμένο ἀναφέρει ὅτι τό δαιμόνιο ἀνήκει σέ «τάγμα ἀρχοντικό»
καί δέν μπορεῖ νά τό θεραπεύσει παρά μόνο ὁ Παῦλος ὁ ἁπλός: «Οὐκ ἔστιν ἐμὸν
τοῦτο τὸ ἔργον· κατὰ γὰρ τούτου τοῦ τάγματος τοῦ ἀρχοντικοῦ οὔπω ἠξιώθην
χαρίσματος, ἀλλὰ τοῦτο Παύλου ἐστίν.»883.

881
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.74.
882
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.161, σ.176.
883
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, τ.1, σ. 144· πρβλ. Συναγωγή τῶν
θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, Βίος Ἁγίου Ἀντωνίου, σ. 327-338.
375

Οἱ δαίμονες δέν εἶναι κατασκευασμένοι ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἀπό ὑλικά σώματα.


Ἐπειδή εἶναι ἄϋλα ὄντα μποροῦν νά εἰσέρχονται στίς οἰκίες μας κι ὅταν ἀκόμη εἶναι
κλειστές οἱ πόρτες. Ἀλλά καί στόν ἀέρα ὑπάρχουν καί κινοῦνται κι αὐτοί καί ὁ
ἀρχηγός τους ὁ διάβολος. Θέλουν τό κακό καί εἶναι ἕτοιμοι γιά νά βλάψουν.
Ὅπως δέ εἶπε ὁ Κύριος: «ἐξ' ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν ὁ τῆς κακίας πατὴρ
διάβολος»884.
Ἡ ἀμετρία εἶναι στοιχεῖο πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο πού ζεῖ ὑπό τήν
ἐπίδραση δαιμόνων: «ἐστι καὶ ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἐπιτεταμένη ἄσκησις... πῶς οὖν
διακρίνωμεν τὴν θείαν βασιλικὴν ἄσκησιν τῆς τυραννικῆς καὶ δαιμονιώδους; δῆλον
ὡς ἀπὸ τῆς συμμετρίας... πανταχοῦ γὰρ ἡ ἀμετρία φθοροποιὸς τυγχάνει...»885. Ἡ
ἐνάρετος πολιτεία καί ἡ πίστη στό Θεό ἀποτελοῦν ὅπλο κατ' αὐτῶν, γιατί εἶναι
δειλοί καί πονηροί. Οὔτε ὁ τόπος τούς ἐμποδίζει νά ἐπιβουλεύονται, ἀφοῦ εἶναι
ἄϋλα ὄντα, οὔτε ὡς φίλους βλέπουν τούς ἀνθρώπους γιά νά τούς λυπηθοῦν οὔτε
ἀγαποῦν τό ἀγαθό γιά νά διορθωθοῦν. Γιά νά μήν τούς φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι
πρέπει νά σκεφθοῦν ὅτι ἄν εἶχαν τή δύναμη νά τούς κακοποιήσουν οἱ δαίμονες δέν
θά ἔρχονταν ὡς πλῆθος ἐναντίον τῶν Ἡσυχαστῶν τῆς ἐρήμου οὔτε θά
σκηνοθετοῦσαν φαντασίες οὔτε θά μετασχηματίζονταν γιά ν' ἀποπλανήσουν.
Οἱ δαίμονες φοβοῦνται τή νηστεία τῶν ἀσκητῶν, τήν ἀγρυπνία, τή συνεχή
προσευχή, τήν πραότητα, τό φιλήσυχον, τήν ἀφιλαργυρία, τήν ἀποστροφή τῆς
κενοδοξίας, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἀγάπη πρός τούς φτωχούς, τήν ἐλεημοσύνη,
τό εἰρηνικόν καί ἀόργητον τήν εἰς Χριστόν εὐσέβειαν καί τό σφράγισμα μέ τό
σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Πολλές φορές πρός ἀποπλάνηση προσποιοῦνται ὅτι ψάλλουν
χωρίς νά φαίνωνται· ἀναφέρουν λέξεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ὅταν κοιμοῦνται οἱ
ἄνθρωποι τούς ξυπνοῦν γιά νά προσευχηθοῦν. Ἄλλοτε χορεύουν μέ ἀναίδεια
σχηματίζοντες διάφορες φανταστικές σκηνές· λαλοῦν, θορυβοῦν, πράττουν καί
ὑποκρίνονται, κτυποῦν καί κροτοῦν, γελοῦν ἀνοήτως καί σφυρίζουν γιά νά
ἐξαπατήσουν τούς ἀκεραίους.
Οἱ ὀπτασίες τῶν ἁγίων (ἀγγελολογία) δέν παρουσιάζουν οὐδεμία ταραχή.
Ὅπως εἶναι γεγραμμένο: «οὐ κεκράξεται γάρ, φησιν, οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀνήσει,

884
Ἰωάν., η’, 44.
885
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Συγκλητικῆς, ιε’, σ.121.
376

οὐδὲ ἀκουσθήσεται ἔξω ἡ φωνὴ αὐτοῦ.»886. Παρουσιάζονται μέ ἡσυχία καί


πραότητα, ὥστε ἀμέσως νά παρουσιασθεῖ στήν ψυχή ἀγαλλίαση, χαρά καί θάρρος.
Κι ἄν συμβεῖ μερικοί ἄνθρωποι νά φοβηθοῦν ἀπό τήν ὀπτασία καλῶν ἀγγέλων οἱ
ἐμφανιζόμενοι ἀφαιροῦν ἀμέσως μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης αὐτό τόν φόβο, ὅπως
ἔκανε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ στόν Ζαχαρία887, ὁ ἄγγελος στίς Μυροφόρες στό
μνημεῖο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου888 καί ὁ ἄγγελος πού εἶπε στούς Ποιμένες
τήν ὥρα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ «μὴ φοβῆσθε»889.
Ἀντίθετα οἱ ἐπιδρομές τῶν φαύλων καί πονηρῶν πνευμάτων συνοδεύεται ἀπό
τρομακτικούς κτύπους, περίεργους ἤχους καί κραυγές πού θυμίζουν ἄτακτα κινήματα
ληστῶν ἤ νέων πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἐκπαιδευθεῖ. Αὐτά δέ τά χαρακτηριστικά
προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο δειλία, ψυχική ταραχή, ἀταξία, μελαγχολικές σκέψεις,
κατάπτωση λογισμῶν, μῖσος πρός τούς ἀσκητές, ἀποστροφή πρός τά πνευματικά
καθήκοντα, λύπη, ἐνθύμηση τῶν συγγενῶν καί φόβο θανάτου, ἐπιθυμία διαφόρων
κακῶν πράξεων, ἀδιαφορία πρός τήν ἀρετή καί ἀκαταστασία στήν καθημερινότητα
τοῦ καθενός. Σέ ὀπτασίες δαιμόνων ἡ ψυχή ἐξακολουθεῖ νά φοβᾶται ἀπ' ὅσα
βλέπει ἤ αἰσθάνεται, γιατί οἱ δαίμονες δέν ἀφαιροῦν τή δειλία ὅπως κάνουν οἱ
Ἅγιοι. Ἀντίθετα μάλιστα ὅταν δοῦν ὅτι μερικοί ἄνθρωποι δειλιάζουν, αὐξάνουν τίς
φαντασίες γιά νά τούς τρομάξουν περισσότερο· κι ἀφοῦ γίνουν κύριοι τῆς ψυχῆς
ἐμπαίζουν τόν ἄνθρωπο ζητώντας του νά τούς προσκυνήσει.
Μέθοδος διακρίσεως τῆς ὀπτασίας (ἀγγελική ἤ δαιμονική) εἶναι νά μή
καταπέσει ἐκ τῶν προτέρων τό ἠθικό ἀπό δειλία ἀλλά ὅτι κι ἄν εἶναι αὐτή ἡ ὀπτασία
ἄς ἐρωτηθεῖ μέ θάρρος: «τίς εἶ σύ; καὶ πόθεν; κἂν μὲν ᾖ Ἁγίων ὀπτασία, πληροφο-
ροῦσί σε, καὶ τὸν φόβον σου εἰς χαρὰν μεταβάλλουσιν· ἐὰν δὲ διαβολική τις ᾖ,
ἐξασθενεῖ βλέπουσα ἐῤῥωμένην τὴν διάνοιαν». Στόν ἀββά Ὤρ: «ἦλθον πρὸς αὐτὸν
ἐν φαντασίᾳ οἱ δαίμονες ἀγγελικὰς στρατιὰς ἐπιδεικνύντες καὶ ἅρμα πυρὸς καὶ
δορυφορίαν πολλήν, οἷά τε βασιλέως τινὸς ἐπιδημοῦντος καὶ λέγοντος αὐτῷ·
'Κατώρθωσας πάντα, ὦ ἄνθρωπε· προσκύνησόν με καὶ ὡς Ἠλίαν σε ἀναλήψομαι'»·

886
Ἠσ., μβ’, 2.
887
Λουκ., α’,13.
888
Ματθ., κη’, 5.
889
Λουκ., β’,10.
377

καί αὐτός ἀπάντησε: « Ἔχω τὸν ἐμὸν βασιλέα Χριστόν, ὃν ἀεὶ προσκυνῶ. σὺ δὲ οὐκ
εἶ ἐμὸς βασιλεύς.»890.
Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀναφέρεται στή σωματικότητα καί στόν τρόπο δράσης τῶν
δαιμόνων καί τά λεγόμενά του χρησιμοποιοῦνται ἀποδεικτικά στίς ἀφηγήσεις τοῦ
ἀββᾶ Κασσιανοῦ: «Εἰ γὰρ καὶ λέγομεν πνευματικὰς εἶναι φύσεις, οἷον Ἀγγέλων καὶ
δαιμόνων, καὶ αὐτῆς ὁμοίως τῆς ψυχῆς, ἀλλ' ὅμως γυμνὰς ὅλως σωμάτων ταύτας
οὐχ ὑπολαμβάνομεν· ἔχουσι γὰρ καὶ αὗται σῶμα εἰ καὶ τὰ μάλιστα πολλῷ τοῦ
ἡμετέρου λεπτότερον, καθὼς καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει· ‘σώματα ἐπουράνια καὶ
σώματα ἐπίγεια’. Ἐκ τούτων οὖν σαφῶς μανθάνομεν, μηδένα κυρίως ὑπάρχειν
ἀσώματον, εἰ μὴ τὸν Θεὸν μόνον, ὃς δύναται ἐρευνᾶν τὰ κρύφια καὶ διήκειν πάσας
τὰς νοεράς οὐσίας, διότι μόνος καὶ ὅλος, πανταχοῦ ἐν πᾶσιν ὑπάρχει· διότι καὶ τὰς
ἐνθυμήσεις τῶν ἀνθρώπων μόνος Ἐκεῖνος θεωρεῖ... Καὶ οὕτω λεπτῶς ἐκζητοῦσι καὶ
περισκοποῦσι τίνι ἐλαττώματι ἥττηται, καὶ γὰρ ἐκείνῳ τῷ πάθει ἕκαστον ἡμῶν
τέρπεσθαι προδήλως ἐπιγινώσκουσιν, οὗτινος πρὸς τὴν ὑποβολὴν μὴ θεάσωνται
ἡμᾶς δυσχεραίνοντας, ἀλλὰ διὰ τῆς σιωπῆς καὶ ἡσυχίας, τὴν πρὸς αὐτὸ φιλίαν καὶ
ἀδολεσχίαν ἐμφαίνοντας καὶ θαυμαστὸν οὐδέν, εἰ οἱ δαίμονες ἀερίοις σώμασι
κεχρημένοι διὰ τοῦ σώματος τὰς τῆς ψυχῆς διαθέσεις καταλαμβάνουσι·»891.
Οἱ δαίμονες παρουσιάζονται σέ σχῆμα γυναίκας: «οὐκ οἶδας ὅτι γυνὴ εἶ καὶ διὰ
τῶν γυναικῶν ὁ ἐχθρὸς πολεμεῖ τοὺς ἁγίους;’892· σέ σχῆμα μοναχοῦ, ἤ Σαρακηνό
παιδί πού φορεῖ μαζάριο893, κι ἄλλοτε ὡς αἰθίοπες. Στόν ἅγιο Παχώμιο παρουσιά-
ζονται ὡς γαυγίσματα σκύλων πού ἤθελαν νά τόν τρομάξουν καί ἄλλοτε τοῦ
δημιουργοῦν σεισμικές δονήσεις στό κελλί του. Ἄλλοτε παίρνουν χονδρά σχοινιά
καί δένουν ἕνα φύλλο δένδρου καί ἀφοῦ σχηματίσουν δύο παράλληλους ζυγούς
προτρέπουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον νά σύρουν τό φύλλο, λές καί ἐπρόκειτο γιά κανένα
τεράστιο βράχο, ὥστε νά κάνουν τόν ἅγιο νά γελάσει μαζί τους καί αὐτοί νά
καυχηθοῦν ὅτι τούς ἔδωσε σημασία894. Τόν Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ τόν περιπαίζουν:
«Συγχώρησον ἡμῖν ἀββᾶ, ὅτι κόπους σοι παρεσχήκαμεν ὅλη τὴ νύκτα.»895.

890
Historia Monachorum in Aegypto, σ.38.
891
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 364-365.
892
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἀρσενίου, κη’, σ.8.
893
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.160, σ.176.
894
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 339-341.
895
Historia Monachorum in Aegypto, σ.33.
378

Ὅταν δέν τά καταφέρνουν νά ἐξαπατήσουν ἄλλοτε χάνονται ὡς καπνός καί


ἄλλοτε γίνονται σκόνη καί γεμίζει δυσοσμία τό κελλί. ∆ιήγηση ἀναφέρει: «ἡ
ἐνέργεια τοῦ δαίμονος ἐφάνη νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν κόλπον μου ὡς φλόγα
φωτιᾶς καὶ ἐγέμισεν ὁλόκληρον τὸν οἶκον μὲ δυσοσμίαν, ὥστε οἱ
παρευρισκόμενοι νὰ νομίζουν, ὅτι κάπου καίεται θειάφι.»896. Ἀλλοῦ πάλι ἡ
δυσοσμία πού ἀναδύει ὁ ἄνθρωπος (Αἰμιλιανός) φανερώνει τό φοβερό πάθος τῆς
πορνείας897. Ὑπάρχει περίπτωση ὅπου μετά ἀπό συνεχεῖς πειρασμούς κι ἀφοῦ δέν
ἐνδίδει ὁ πιστός, οἱ δαίμονες νά ὁμολογοῦν: «...ἀπελθόντες οὖν ἐκεκράγεισαν
λέγοντες: ἐνίκησας, ἐνίκησας, ἐνίκησας.»898.
Οἱ δαίμονες φοβοῦνται τόν Ἰησοῦ: Πηγαίνει ὁ δαίμονας μέ «σχῆμα μοναχοῦ»,
στό κελλί ἑνός Γέροντα καί ἀνοίγοντας τήν πόρτα ὁ Γέροντας τοῦ λέει «εὐλόγησε»·
κι ὁ δαίμονας ἀπαντᾶ: «Νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»· κι ὁ
Γέροντας τοῦ λέει: «Καλῶς ἦλθες εὐλόγησε καὶ πὲς ∆όξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ
Πνεύματι, πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»· κι ὁ
δαίμονας ἔγινε ἄφαντος σάν νά διώχτηκε ἀπό φωτιά899.
Φοβοῦνται καί τούς ἅγιους τόπους: «...φοβερὸν τοῖς δαίμοσιν καὶ αὐτοὶ οἱ
σεβάσμιοι καὶ ἅγιοι τοῦ Χριστοῦ τόποι, ἔνθα γὰρ σωτήρια πάθη ὑπέμεινεν... ἐξ
ἁμαρτιῶν μου φαρμακός εἰμι, καὶ μὴ φέρων τήν ὄχλησιν τῶν δαιμόνων, ἀεὶ
προσφεύγω εἰς τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, καὶ οὐ τολμᾶ δαίμων εἰσελθεῖν τὴν θύραν
τοῦ περιπάτου καὶ σιάναι με...»900.
Ὁ ἀββᾶς Μάρκελος ὁ Σκητιώτης διηγούμενος ἀναφέρει: «...σᾶς βεβαιώνω παιδιά
μου, τίποτε δὲν ταράζει τόσο καὶ διεγείρει καὶ παροξύνει καὶ τραυματίζει καὶ
καταστρέφει καὶ στεναχωρεῖ καὶ φέρνει ἐναντιόν μας τοὺς δαίμονες καὶ τὸν ἴδιο
τὸν ἀρχέκακο σατανὰ ὅσο ἡ παντοτινὴ μελέτη τῶν Ψαλμῶν»901.

896
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Παχωμίου, τ.4, σ.339-341
καί τ.1, σ.279· πρβλ. Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.
1903, σ.72.
897
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 325.
898
Historia Monachorum in Aegypto, σ.25.
899
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.119, σ.133.
900
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, σ.66.
901
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.152, σ.168.
379

Ὁ δαίμων ὁμολογεῖ γιά τόν Παῦλο τόν ἁπλό: «Ὦ βία, ἐλαύνομαι· ἡ ἁπλότης με τοῦ
Παύλου ἐλαύνει, καὶ ποῦ ἀπέλθω;... καὶ εἰς δράκοντα μέγαν ἑβδομήκοντα πήχεων
μετεβλήθη συρόμενος ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν ἐρυθράν,...»902.
Σέ ἄλλη διήγηση903 ὁ διάβολος ὁμολογεῖ τά ἀδύνατα σημεῖα του: 1) οἱ προσευχές
«Πάτερ ἡμῶν», «ὁ κατοικῶν, μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» εἶναι ὠφέλιμες γιά τούς
χριστιανούς· 2) τό «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ»
καταργεῖ τή δύναμη τοῦ διαβόλου· 3) ὁ Σταυρός· 4) τό Βάπτισμα· 5) καί περισσότερο
ἡ Θεία Εὐχαριστία.
Τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἡ μερίδα τῆς Θείας κοινωνίας κυριαρχοῦν σέ
πολλές διηγήσεις ὡς αἰτία κατάργησης τῆς δαιμονικῆς δύναμης.
∆ιήγηση ἀναφέρει: «διὰ τοῦ σήματος τῆς μερίδος τῆς δεθείσης ἐπὶ τὸν τράχηλον
τοῦ παιδιοῦ... ὁ παῖς ὄφιν μαῦρον τέλειον ἐξελθόντα ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ πλευροῦ»904.
Ὁ Ἀναστάσιος μοναχός, διηγεῖται: «...ἀτενίσας οὖν ἐγὼ εἶδον τὸν ἐμὸν μαθητήν,
φοροῦντα ἐν τῷ τραχήλῳ τὸν ἐμὸν σταυρίον ἀργυροῦν, εἰς ὅπερ εἶχον μερίδα
τιμίαν καὶ τελείαν καὶ ἀληθῆ τοῦ ἁγίου καὶ ζωοποιοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ. Καὶ τότε
πάντες οἱ παρόντες ἔγνωμεν, ὅτι δι' αὐτὴν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἔτρεμε καὶ
ἐταράττετο καὶ ἔκραζε.»905.
Κάποιος ἰουδαῖος μέ τό ὄνομα ∆ανιήλ ὁμολογεῖ: «...κατηργεῖτο μου ὑπὸ τῆς
κοινωνίας πᾶσα μου ἡ ἰσχὺς ἡ δαιμονικὴ τῆς φαρμακείας»906.
Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός διηγεῖται: «...ὡς δὲ τὴν εὐχὴν ἐτέλεσεν, ὁρᾶ αἰθίοπα στάντα
πλησίον τοῦ κελλίου καὶ βέλη ἀφιέντα κατὰ τοῦ γέροντος· ὁ δὲ γέρων εὐθὺς
ἀναπηδήσας ὡς ἐκ μέθης· ὧδε κἀκεῖσε περιεστρέφετο·»907.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός διηγεῖται: «ἐπεκράτει δὲ κατὰ τὸν τόπον
ἐκεῖνον δαίμων τις ἀνθρωποκτόνος, ἐγχωριάζων τῷ λουτρῷ... τούτου χάριν
ἄβατον ἦν μετὰ τὰς ἡλίου δυσμὰς καὶ ἀνενέργητον... φάσματα παντοδαπὰ πύρινα
καὶ καπνώδη τὴν φύσιν, ἐπιδεικνύμενα ἐν ἀνθρώπων καὶ θηρίων μορφῇ, τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἐμπίπτοντα, ταῖς ἀκοαῖς ἐνηχοῦντα, τῷ ἄσματι προσεγγίζοντα κύκλῳ

902
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, τ.1, σ.146.
903
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση LIIΙ, σ.78.
904
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.64.
905
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.65.
906
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C. 1903, σ.70.
907
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.291.
380

περὶ τὸ σῶμα χεόμενα. Ὁ δὲ (διάκονος) τὴν σφραγῖδα αὐτοῦ προβαλλόμενος καὶ


τὸ τοῦ Χριστοῦ ἀνακαλῶν ὄνομα ἀπαθὴς τὸν πρῶτον διεξῆλθε τῶν οἴκων ... ἐπὶ δὲ
τὸν ἐνδότερον χωρήσας, χαλεπωτέροις ἐνέτυχε τοῖς θεάμασιν· εἰς φοβερωτέραν
μετασκευασθέντος τοῦ δαιμονίου τὴν ὄψιν καὶ ἅμα σεισμῷ τὸν οἶκον ὤετο
κατακλονεῖσθαι καὶ τὸ ἔδαφος ὑπορρηγνύμενον, γυμνὴν ἐπιδείκνυσθαι τὴν κάτω
φλόγα, σπινθῆρας τε φλογώδεις ἀπὸ τῶν ὑδάτων ἐκπέμπεσθαι. Ὁ δὲ (διάκονος)
τὴν σφραγῖδα αὐτοῦ προβαλλόμενος καὶ τὸ τοῦ Χριστοῦ ἀνακαλῶν ὄνομα τὰ
φοβερὰ τῶν φαινομένων τε καὶ γινομένων διέχεεν... ἐκωλύετο τοῦ δαιμονίου τῆς
θύρας ἀντειλημμένου. Ὁ δὲ (διάκονος) τὴν σφραγῖδα αὐτοῦ προβαλλόμενος καὶ τὸ
τοῦ Χριστοῦ ἀνακαλῶν ὄνομα τὸ κώλυμα τῆς θύρας ὑποχωρούσης...»908.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις οἱ ἀναφερόμενες ἀντιπαραθέσεις μέ τό διάβολο
δέν σκιαγραφοῦν καταστάσεις πού ἔχουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια καί μετά
ἐπέρχεται ἡρεμία διά παντός. Πρόκειται γιά συνεχή ἀγώνα μέχρι καί τήν τελευταία
στιγμή τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ὁ ἀββᾶς Ἀλέξανδρος ὁ Κίλικας κυριεύεται ἀπό
δαίμονα στά βαθειά του γεράματα λίγες μέρες πρίν πεθάνει· κι ἔλεγε στό δαίμονα:
«...βραδιάτικα ἦλθες ἄθλιε. Αὐτὸ δὲν εἶναι μεγάλο, γιατὶ βρίσκομαι στὸ κρεβάτι καὶ
εἶμαι ἀκίνητος. Ἔδειξες φανερά, ἄθλιε, τὴν ἀδυναμία σου. Ἐπειδὴ ἂν ἤσουν δυνατός,
ἔπρεπε νὰ ἔρθεις πρὶν πενήντα ἢ ἑξήντα χρόνια γιὰ νὰ σοῦ ἔδειχνα τὴν ἀδυναμία
σου διὰ τοῦ ‘ἐνδυναμοῦντος με Χριστοῦ’909 καὶ νὰ σοῦ ἐξευτέλιζα τὴν αὐθάδη
ἀλαζονεία καὶ νὰ σοῦ συνέτριβα τὸν ἄκαμπτο αὐχένα. Τώρα ὅμως δὲν εἶναι δική
μου ἡ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἡ ἀρρώστεια ποὺ μὲ καταπονεῖ. Ὅμως εὐχαριστῶ τὸ Θεό,
πρὸς τὸν ὁποῖο πηγαίνοντας θὰ δείξω τὴν ἀδικία ποὺ μοῦ ἔκανες, ὅτι δηλαδή, μετὰ
τὴν κακοπάθεια τόσων χρόνων στὴν ἄσκηση μοῦ ἐπιτέθηκες ἄσπλαχνα κατὰ τὴν
ἔξοδο.»910.
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση Γέροντας διαλεγόμενος μέ δαίμονα, λέει: «ὡς πότε δὲν
ὑποχωρεῖς; Φύγε λοιπόν, γέρασες μαζί μου.»911.
Ὁ καθένας, ἀκόμη κι ἄν ἔχει ἀγγίξει τήν τελειότητα ὑπάρχει πάντα κίνδυνος νά
πέσει. Ἡ ἀμμᾶς Σάρρα ὁμολογεῖ: «δεκατρία χρόνια πολεμουμένη ἀπὸ τοῦ δαίμονος

908
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.548-549.
909
Φιλιπ., γ,15.
910
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.182, σ.201.
911
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 45, σ.54.
381

τῆς πορνείας καὶ οὐδέποτε ηὔξατο ἀποστῆναι τὸν πόλεμον, ἀλλά μᾶλλον ἔλεγεν· ὁ
Θεὸς δός μοι ἰσχύν.»912.

δ΄. Ἐνδιάμεσα βοηθητικά πρόσωπα.

Τά βοηθητικά πρόσωπα στίς διηγήσεις ἔχουν ποικιλία ρόλων:


Στή διήγηση Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν913, μοναχές ἐξομολογοῦνται στόν
Γέροντα Πιτηρούμ ὅτι κακομεταχειρίζονται τή «σαλή» (ἄλλη τήν γρονθοκόπησε,
ἄλλη τῆς μελάνιασε τή μύτη, ἄλλη πέταξε ἐπάνω της ἀποφάγια) γιατί δέν ζεῖ μέ
βάση τά δικά τους στερεότυπα. Ἡ συμπεριφορά τους ὅμως αὐτή γίνεται τό μέσον
γιά ν' ἀναδειχθεῖ τό μεγαλεῖο τῆς «σαλῆς». Μέσα ἀπό ἔντονες ἀντιθέσεις
διακρίνεται πιό ξεκάθαρα «τό πρόσωπον» τῆς ἀμμᾶ.
Στή διήγηση Περί ἀναγνώστου συκοφαντηθέντος914, ἡ θέση τῶν βοηθητικῶν
προσώπων εἶναι μεσολαβητική. Οἱ ἀσκήτριες τρέχουν καί ἀναφέρουν στόν πατέρα
τῆς συκοφαντήσασας ὅτι ἡ κόρη του ἔχει πόνους τοκετοῦ ἀλλά δέν μπορεῖ νά
γεννήσει· περνοῦν δύο μέρες καί μή μπορώντας νά ὑποφέρουν τίς κραυγές της
πηγαίνουν καί τό ἀναφέρουν στόν ἐπίσκοπο κι αὐτός στέλνει διακόνους στόν
ἀναγνώστη νά τοῦ ποῦν: «Εὖξαι ἵνα γεννήσῃ ἡ συκοφαντήσασά σε». Πηγαίνει ὁ
πατέρας τῆς κοπέλλας στόν ἐπίσκοπο, κάνουν προσευχή στήν ἐκκλησία καί πάλι
δέν γεννᾶ. Τέλος πηγαίνει ὁ ἐπίσκοπος στόν ἀναγνώστη καί τοῦ λέει: «Εὐστάθιε,
ἀνάστα, λῦσον ὃ ἔδησας».
Στή ∆ιήγησις Ἱππολύτου915, τίθεται στή διάθεση τῆς ἡρωΐδας ἕνα ἄλλο πρόσωπο,
πού ἀποτελεῖ τό μέσο τῆς Θείας συνεργίας. Ὁ βοηθός πολλές φορές ἐπιτελεῖ
ἐκεῖνες τίς λειτουργίες πού ἐξιδιάζουν στόν ἥρωα. Τό βοηθητικό πρόσωπο παίρνει
τήν κατάσταση στά χέρια του καί δίνει λύση σωτηρίας: «...θεασάμενος ὁ Θεὸς
αὐτῆς τὴν σωφροσύνην, νεανίσκῳ τινὶ μαγιστριανῷ καλῷ τὴν γνώμην καὶ τῷ
εἴδει...», ἐνέπνευσε ζῆλον μέχρι θανάτου γιά νά τήν σώσει. Πηγαίνει λοιπόν στό
πορνεῖο, πληρώνει τόν ἰδιοκτήτη πέντε νομίσματα καί μπαίνωντας στό δωμάτιο λέει
στήν κοπέλλα: «Ἀνάστα σῶσον σεαυτήν»· τήν μεταμφιέζει μέ τά δικά του ροῦχα καί

912
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.119.
913
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.180.
914
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.74.
915
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.62.
382

«κατασφραγισάμενη» (μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ) τήν φυγαδεύει καί σώζεται χωρίς
νά φθαρεῖ καί νά μιανθεῖ. Τήν ἑπόμενη γίνεται γνωστό τό γεγονός, ὁ νεαρός
παραδίδεται στούς δικαστές καί ρίχνεται στά θηρία καί «ἐν τούτῳ ὁ δαίμων
καταισχυνθῇ ὅτι διπλοῦς ἐγένετο μάρτυς καὶ ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς μακαρίας
ἐκείνης.».
Τά δευτερεύοντα πρόσωπα στήν ἑπόμενη διήγηση, ἀποτελοῦν μέσο ἐνέργειας
τοῦ Θεοῦ καί τήν αἰτία σωφρονισμοῦ τοῦ δοκιμαζόμενου: Κάποιος μοναχός
ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τήν ἔρημο καί νά πάει στήν πόλη ἐνοχλούμενος ἀπό
πειρασμούς (κενοδοξία, τοῦ κόσμου ἔρωτα, πορνεία)· συναντᾶ στό δρόμο του
μοναστήρι πού οἱ μοναχοί τοῦ ζητοῦν νά τούς πεῖ πνευματικούς καί ὠφέλιμους
λόγους καί μέ ποιές μεθόδους μποροῦν νά σωθοῦν ἀπό τίς παγίδες τοῦ
διαβόλου. Αὐτός λοιπόν τούς λέει λόγους ἐποικοδομητικούς καί: «παυσάμενος τῆς
νουθετήσεως καὶ μικρὸν ἐν ἑαυτῷ γενόμενος διελογίζετο πῶς ἄλλους νουθετῶν
αὐτὸς ἀνουθέτητος ἔμεινεν καὶ συνειδὼς αὐτοῦ τὴν ἧτταν, δρομαῖος ἐπὶ τὴν ἔρημον
πάλιν ἐχώρει ἀποδυρόμενος.»916 (δάσκαλε πού δίδασκες καί νόμους δέν
ἐκράτεις).
Σέ ἄλλη διήγηση τό βοηθητικό πρόσωπο καθοδηγεῖ καί δίνει τή δυνατότητα
λύσης. Τό πηγάδι στά μέρη τῆς Ἀπάμειας πού ἄνοιξε ἡ φιλόχριστη γυναίκα μέ
πολύ κόπο δέν ἀπέδωσε καρπούς· ἀνάβλυσε νερό μόνο ὅταν κάποιος τῆς εἶπε:
«Στεῖλε καὶ φέρε τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ εἰς τὸν Σκόπελον καὶ μὲ τὶς
πρεσβεῖες του ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει τὸ νερό»· καί ἔτσι κι ἔγινε917.
Σέ ἄλλο διηγηματικό ὑλικό918 ἀναφέρεται ἐνταφιασμός Γέροντα ἀνάμεσα σέ
δίδυμους ἀδελφούς καθ' ὅλα ἀγαπημένους στήν ἐπίγεια ζωή τους καί «ἀπόρριψη
λειψάνου» του. Οἱ συλλογισμοί τοῦ μαθητῆ (τό βοηθητικό πρόσωπο διήγησης
ταυτίζεται μέ τόν ἀφηγητή, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι νεκροί) μπροστά στό
θέαμα (ἀπόρριψη λειψάνου) εἶναι καί ἡ αἰτία ἑρμηνείας τῆς δεδομένης κατάστασης:
«Τίνα αἵρεσιν εἶχεν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ὁ γέρων ἢ τίνα ἁμαρτίαν», δίνουν ὤθηση
στήν ἐξέλιξη τῆς διήγησης. ∆ημιουργοῦνται ἐρωτηματικά πού ἀπαντῶνται διά τοῦ

916
Historia Monachorum in Aegypto, σ.32.
917
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.81, σ.91.
918
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση V,
σ.63.
383

παραδόξου τῆς ἀνάστασης τῶν διδύμων γιά νά ἐξηγήσουν, μέσῳ ρητορικῆς


ἐρωτήσεως, ὅτι ἀφοῦ ἦταν σέ ὅλη τους τή ζωή μαζί, ἀπό τήν ὥρα πού γεννήθηκαν
μέχρι τήν ὥρα πού πέθαναν, πῶς εἶναι δυνατόν: «χωρῆσαι ἡμᾶς καὶ θεῖναι ἄλλον
μέσον ἡμῶν».
Τά δευτερεύοντα πρόσωπα (ὑποτακτικοί, ἔμπιστα πρόσωπα τοῦ ἥρωα) συχνά
προσπαθοῦν νά μειώσουν τό μέγεθος τῆς ἀγαθοεργίας λόγῳ ἀπιστίας (προϋόθεση
πίστης στήν ὁλοκληρωτική ἄφεση τοῦ ἑαυτοῦ μας στή φροντίδα τοῦ Θεοῦ)· αὐτό
ὅμως ἀποκαλύπτεται καί ἐπιτιμᾶται. Ἀποδεικνύεται διά τῆς θαυματουργικῆς Θείας
παρέμβασης ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια πάντοτε εἶναι παρούσα: Ὁ ἀποθηκάριος μοναχός
παρακούει τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου νά δώσει στόν ὑποδιάκονο Ἀγαπητό τό
τελευταῖο ἐναπομείναν μπουκάλι λάδι πού τοῦ ζήτησε· τοῦ δίνει μόνο μέρος αὐτοῦ.
Ἔτσι ὅταν τό μαθαίνει ὁ Βενέδικτος ὀργισμένος πετάει τό μπουκάλι μέ τό λίγο λάδι
ἔξω ἀπό τό παράθυρο, καθώς δέν ἀνέχεται μέσα στό μοναστήρι, περιεχόμενο
παρακοῆς. Τό μπουκάλι οὔτε ἔσπασε οὔτε τό λάδι χύθηκε καί δόθηκε στόν
ὑποδιάκονο γιά τόν ὁποῖο προορίζονταν. Κι ἐνῶ πλέον στό μοναστήρι ἔχουν μείνει
χωρίς λάδι, προσευχόμενοι νά τούς εὐσπλαχνισθεῖ ὁ Θεός, τό σκέπασμα ἀπό
μεγάλο ἄδειο πυθάρι ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ, καθώς τό πυθάρι ἦταν ξέχειλο ἀπό
λάδι919.
Στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος, πού ἐνῶ ἔχει δώσει ἐντολή
νά δοθεῖ ποσόν δεκαπέντε λίτρες χρυσό σέ πτωχό πρώην εὐγενή, κι ἀντί αὐτοῦ,
ἀπό τόν παρακούσαντα τήν ἐντολή ἁρμόδιο, δίνεται τό ποσόν τῶν πέντε λίτρων
χρυσοῦ, γίνεται φανερή ἡ ἐνέργεια μέσῳ τῆς ἀνταπόδοσης-ἀντιμισθίας. Πλούσια
χήρα προσφέρει στόν Ἰωάννη δωρεά διά ἐγγράφου μέ ποσόν πεντακοσίων λιτρῶν
στήν ἐκκλησία· ὅπως ὁμολογεῖ ὅμως ἡ ἴδια: «ὡς ταῖς ἀληθείαις ∆έσποτα, χιλίας
πεντακοσίας λίτρας τῷ ἐπιδοθέντι σοι χάρτη ἐγγράψασα ἤμην· ὀλίγαις δὲ
πρότερον ἡμέραις ἀνελίξασα τοῦτον τὰς χιλίας, οὐκ οἶδ' ὅπως κατὰ τὸ αὐτόματον
εὗρον ἀπηλειμμένας, κἀντεῦθεν ἔκρινα μὴ δοκοῦν εἶναι τῷ Θεῷ πάντως πλεῖον με
τῶν πεντακοσίων προσενεγκεῖν.»920. Οἱ δύο τελευταῖες διηγήσεις ἀποτελοῦν
ἀφηγηματικές συμβάσεις πλοκῆς πού φανερώνουν τά ἐμπόδια ἐξωτερικῶν παραγό-
ντων πού μποροῦν νά παρεισφρύσουν ἀκούσια στήν ὁποιαδήποτε ἐνέργεια.

919
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.585.
920
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.599.
384

Οἱ μαθητές τῶν Γερόντων πού ἀποτελοῦν καί τό ἀκροατήριο τους, εἶναι


βοηθητικά δευτερεύοντα ἀνώνυμα πρόσωπα πού ὅμως μέ τίς ἐρωτήσεις τους
συμβάλλουν στήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ἐπίσης τά ζῶα
στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἔχουν βοηθητικό ρόλο πού ἀναπτύχθηκε στήν
παράγραφο τῆς ἔρευνά μας «Γέροντες καί ζῶα».

3. Σκηνικό.

Γιά τούς βιβλικούς συγγραφεῖς τό ἀφηγηματικό σκηνικό ἀντανακλᾶ συχνά μία


συμβολική διάσταση. Πρέπει κάποιος νά εἶναι προσεκτικός γιά τόν τρόπο πού κάθε
ἀφηγητής ἑρμηνεύει αὐτή τή συμβολική τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ ἤ στήν ὁποία
ἀνατρέχει. Τό σκηνικό τῆς ἐρήμου εἶναι πολυδύναμο. Ἡ εἰκόνα της εἶναι ἀδιάστατη,
χωρίς ὁροθετικές γραμμές καί ἄρα χωρίς σχῆμα. Κάθε προσπάθεια λοιπόν τοπικῆς
ἀντίληψης τῆς ἐρήμου ὁδηγεῖ σέ κάτι ἀπέραντο καί ἀπροσδιόριστο. Σέ μία περιοχή
ὑπαρξιακῆς σιωπῆς· αὐτός ὁ χῶρος, μέ τίς τόσο ἀκραῖες κλιματικές διαφοροποιή-
σεις, γίνεται τό πνευματικό πλαίσιο τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξαγόρευσης τῶν
ἀνθρώπινων λογισμῶν καί παθῶν921.
Ὁ ἀναχωρητής ἀφήνει τή ματαιότητα τοῦ κόσμου γιά νά ζήσει στήν ἔρημο, ἐκεῖ
ὅπου δέν ὑπαρχει γυναίκα, δηλ. ἀπόλαυση καί ἄνεση. Ὁ ἀββᾶς Σισώης λέει στόν
μαθητή του: «ὅπου οὐκ ἔνι γυνή, ἐκεῖ ἀπέλθωμεν· λέγει αὐτῷ ὁ μαθητὴς αὐτοῦ· καὶ
ποῦ ἐστι τόπος ὁ μὴ ἔχων γυναῖκα, εἰ μὴ ἡ ἔρημος; λέγει οὖν ὁ γέρων· εἰς τὴν
ἔρημον ἆρόν με.»922.
Στήν ἐρημιά μέ τήν μοναξιά της, μπορεῖ κάποιος καί βιώνει τήν ἐλευθερία ἀφοῦ
συνειδητοποιεῖ τά ὅριά του, συντρίβει τό Ἐγώ του καί πληρώνεται ἀπό τήν Χάρη τῆς
ἐν Χριστῷ δημιουργίας. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμοῦν βλέπει στεναχωρημένο τόν ἀββά Σισώη
ἐπειδή ἔχει ἐγκαταλείψει τήν ἔρημο καί ἔχει ἔλθει στό Κλύσμα (πόλις τῆς Αἰγύπτου
στόν ἀραβικό κόλπο) καί τόν ρωτάει: «...διατὶ θλίβει Ἀββᾶ, τί γὰρ ἐδύνω ποιῆσαι
εἰς τὴν ἔρημον ἀπ' ἄρτι οὕτω γηράσας; Ὁ δὲ Γέρων προσέσχεν αὐτῷ μετὰ

921
πρβλ. Ι. Κορναράκη, Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, ἐκδ. Ὀρθόδ. Κυψέλη,
Θεσσαλονίκη 1975, σ. 11-15.
922
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.110.
385

στυφότητος λέγων· τί μοι λέγεις Ἀμμοῦν; οὐκ ἤρκει γάρ μοι ἡ ἐλευθερία μόνη τοῦ
λογισμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ;»923.
Ἡ ἐπιλογή τῆς μοναξιᾶς δέν συνεπάγεται ἀπόρριψη τοῦ πλησίον. Ὁ Θεόδωρος
τῆς Φέρμης λέει: «ἄνθρωπος μαθὼν τὴν γλυκύτητα τοῦ κελλίου οὐχ ὡς ἀτιμάζων
τὸν πλησίον αὐτοῦ φεύγει.»924.
Βασικός πνευματικός προσανατολισμός τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ συνειδητοποίηση
μέσα ἀπό τίς συνεχεῖς ἐνδοσκοπήσεις τῶν κρυμμένων τραυμάτων καί τῆς
«ἐσχηματισμένης εὐσέβειας».
Μέσον τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ἡσυχία: «Ἡσυχίᾳ τῷ μοναχῷ μεγάλα συμβάλλεται·
οὐ μόνον γὰρ ἀργίαν τῶν κακῷν παρέχε,ι ἀλλὰ καὶ τὴν προσευχὴν καθαίρει, καὶ τῷ
νοΐ πένθος καὶ κατάνυξιν ἐμποιεῖ, ἔχουσα δηλονότι μεθ' ἑαυτῆς τὰς τέσσαρας
ταύτας ἀρετάς, τὴν μακροθυμίαν καὶ τὴν πραότητα, τὴν ἀγρυπνίαν καὶ τὴν
ἐγκράτειαν· ὑπὸ τούτων γὰρ βοηθουμένη, καὶ τὴν προσευχὴν φυλάττουσα
ἀδιάλειπτον συντόμως προξενεῖ τῷ μοναχῷ τὴν ἀπάθειαν.»925.
Τόπος διεξαγωγῆς τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος· παρομοιάζεται ἡ ζωή τοῦ
μοναχοῦ μέ αὐτή τοῦ πτηνοῦ ἐρωδιοῦ: «...ἡ ἡσυχία τὰς αἰσθήσεις τὰς ἔξω νεκροῖ καὶ
τὰς ἔσω κινήσεις τῆς ψυχῆς ἐγείρει καὶ ἀκμαιοτέρας ποιεῖ καὶ τὰς νοερὰς κινήσεις
νεκροῖ... Ὁ ἐρωδιός, τὸ ὄρνεον, ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ χαίρει καὶ ἀγάλλεται κατὰ τὸν
λόγον τῶν σοφῶν, ὅταν ἀφορίσῃ ἑαυτὸν ἐκ τῆς οἰκουμένης, καὶ ἀπελθὼν εἰς
ἔρημον τόπον οἰκήσῃ ἐν αὐτῷ· οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ μονάζοντος, τότε δέχεται τὴν
χάριν τὴν οὐράνιον, ὅταν μακρυνθῇ ἐκ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐν ἡσυχίᾳ διάγῃ,
προσδοκῶσα ἐκεῖ τὸν καιρὸν τῆς ἐξόδου αὐτῆς.»926.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός: «...ὡς ὑπέστρεφεν ἐκ τοῦ θέρους ἢ παραβαλὼν
Γέρουσιν ἐσχόλαζεν εἰς τήν εὐχὴν καὶ εἰς τὴν μελέτην καὶ εἰς τὴν ψαλμωδίαν, ἕως
οὗ ἀποκατεστάθη ὁ λογισμὸς αὐτοῦ εἰς τὴν προτέραν κατάστασιν.»927.
Ὁ ὅσιος Νεῖλος ἐπισημαίνει τή φροντίδα τῶν μοναχῶν ὡς πρός «...τὸ μεγαλεῖο
τῆς ἀρετῆς, ὄχι στὸ φρόνημα ἀλλὰ στὸ προχώρημα καὶ στὸ περίσσεμα τοῦ καλοῦ.

923
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.13, σ. 97.
924
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιδ’, σ. 39.
925
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἀντιόχου τοῦ Παντέκτου, τ.4, παρ.1
σ.119· πρβλ. Ἰω. Κορναράκη, Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, σ. 33.
926
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἀββᾶ Ἰσαάκ, τ.4, παρ.14,21, σ. 128.
927
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 27, σ. 99.
386

Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ζοῦν στὴν ἔρημο, διότι μὲ
τὸ νὰ δείχνει κανεὶς τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα καὶ τὶς ἀρετές του στοὺς ἀνθρώπους,
χάνει καὶ τὴν προθυμία του ἀλλὰ καὶ τὸ μισθό του συγχρόνως. Ἀπὸ τὴ μιὰ κόβει
τὴν προθυμία του μὲ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἐπίδειξη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη λιγοστεύει καὶ
τὸ μισθό του ἐξ αἰτίας τῶν ἐπαίνων ἀπὸ ἀνθρώπους. Γιατὶ βέβαια ὅποιος ζητάει τὴν
ἀνθρώπινη δόξα καὶ τὸν ἔπαινο ὡς μισθὸ γιὰ τὶς ἀρετές του, αὐτὸς χάνει τὸν
ἀληθιὸ μισθό του ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ νικημένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δόξα, στερήθηκε
γιὰ πάντα τὴν ἀληθινὴ δόξα.»928.
Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε λογισμό καί κάθε νοητική παράσταση (ἔννοια
περισπασμοῦ), ἀποτελεῖ μία συγκλονιστική προσπάθεια πού ἐκδιπλώνεται στήν
ἐρημική ἐμπειρία: Ὁ ἀββᾶς Ὀλύμπιος ὅταν ρωτήθηκε πῶς κάθεται κοντά στόν
Ἰορδάνη (λαύρα Ἁγίου Γερασίμου) πού ἔχει τόσο καύσωνα καί σκνίπες ἀποκρίθηκε:
«Ὑπομένω τὶς σκνίπες γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὸ σκουλήκι τὸ ἀκοίμητο. Παρόμοια
ἀντέχω καὶ τὸν καύσωνα τοῦτο, ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον· γιατὶ ὁ
καύσωνας εἶναι πρόσκαιρος, ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἔχει τέλος.»929.
Ἡ μόνωση δέν νοεῖται μόνο ἡ ἀπόσταση σέ σχέση μέ τήν πόλη: «Ἔλεγεν ὁ
ἀββᾶς Μακάριος περὶ τῆς ἐρημώσεως τῆς Σκήτεως, τοῖς ἀδελφοῖς· ὅταν ἴδητε
κελλίον οἰκοδομούμενον ἐγγὺς τοῦ ἕλους, μάθετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ ἐρήμωσις
αὐτῆς· ὅταν ἴδητε δένδρα, ἐπὶ θυρῶν ἐστιν· ὅταν δὲ ἴδητε παιδία, ἄρατε τὰ
μηλωτάρια ὑμῶν καὶ ἀναχωρήσατε.»930. Ἀλλά καί ἡ ἀπόσταση σέ σχέση μέ τή
λαύρα καί τό κοινόβιο: ὁ Μ. Ἀντώνιος ἀναφέρει τό διάστημα πού ἀπεῖχαν τά
κελλιά μεταξύ τους· ἦταν «σημεῖα δεκαδύο»931.
Ἡ ἀσκητική εὐσέβεια δέν εἶναι μία ἁπλή θεωρητική προσπάθεια, ἕνα θρησκευτικό
προσωπεῖο. Εἶναι μία «ζωοποιός νέκρωση» τοῦ ὅλου ἀνθρώπου πού ὁδηγεῖ
κατανυκτικά στή θεώρηση «τῆς θεοειδοῦς εἰκόνος» πού φιλοξενεῖ στό βάθος τῆς
ἐρημικῆς του ἐσωτερικότητας932. Τό κελλί εἶναι ὁ τόπος τῆς μετανοίας τοῦ

928
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, Περί τῆς ἀναιρέσεως
τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων, σ.96.
929
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.141, σ. 154.
930
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.65.
931
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λγ’, σ.5.
932
πρβλ. Ι. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς Πατερικῆς Θεολογίας
εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου, Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος
Μελίτωνος 1977, σ. 287-323· Α. Κοσμόπουλου, Ἡ ἀγωγή ὡς ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
387

μοναχοῦ, γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά τό ἀποχωρίζεται: «Τὸ κελλίον τοῦτο χαλκεῖον
ἐστί· μίαν σφῦραν δίδως, καὶ μίαν λαμβάνεις· ὑπομείνω ἕως θανάτου πρὸς σὲ
παλαίων, καὶ ὅπου φθασθῶ τῇ ἐσχάτῃ μέρα· ... καὶ θαρρῶν εἰς τὴν ἄπειρον τοῦ
Θεοῦ ἀγαθότητα λέγω· μὰ τὸν ἐλθόντα καλέσαι ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν καὶ
σῶσαι, οὐ μὴ παύσομαι κατὰ σοῦ προσευχόμενος τῷ Θεῷ, ἕως οὗ καὶ σὺ παύσῃ τοῦ
πολεμεῖν με. καί ἴδωμεν τίς νικᾷ· σὺ ἢ ὁ Θεός.»933. Ἀγώνας συνεχής πού ὁδηγεῖ
στήν ἀσκητική ἐρήμωση τοῦ ἀσυνειδήτου ἀπό κάθε βλαβερό λογισμό. Σπηλιά
σκοτεινή εἶναι τό ἀνθρώπινο ἀσυνείδητο πού προσπαθεῖ νά φωτιστεῖ ἀπό
ἐνστικτικές ἐσωτερικές ἀπειλές.
∆ιήγηση ἀναφέρει γιά Γέροντα πού εἶπε: «...ὁ μοναχὸς περιστερά ἐστι, καὶ ὥσπερ ἡ
περιστερὰ ἐξέρχεται τῷ καιρῷ αὐτῆς εἰς τὸν ἀέρα ἐκτινάξαι τὰς πτέρτυγας αὐτῆς,
καὶ ἐὰν βραδύνῃ ἔξω τῆς κοίτης ὑπὸ τῶν ἁγρίων πετεινῶν κολαφιζομένη ἀπόλλει
τὴν εὐπρέπειαν ἑαυτῆς, οὕτω καὶ ὁ Μοναχὸς ἐξέρχεται τῷ καιρῷ τῆς συνάξεως
ἐκτινάξαι τοὺς λογισμοὺς ἑαυτοῦ καὶ ἐὰν βραδύνῃ ἔξω τοῦ κελλίου, κολαφίζεται
ὑπὸ τῶν δαιμόνων καὶ σκοτίζονται οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ.»934. ∆ιηγηματικά πρέπει νά
προσεχθεῖ ἡ ἐπιλογή τῶν ζώων: τό περιστέρι ἔχει τό ἴδιον ὅταν φεύγει νά
ἐπιστρέφει γι' αὐτό χρησιμοποιεῖται καί ὡς ταχυδρόμος καί ἀπό τήν ἄλλη διατρέχει
καί τόν κίνδυνο τῶν ἁρπαχτικῶν πουλιῶν.
Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ κελλιοῦ εἶναι σάν νά λοξοδρομεῖ κάποιος ἀπό τό δρόμο
τῆς σωτηρίας. Παρ' ὅλα αὐτά ἐμφανίζονται διλήμματα πού πολλές φορές
ἀντανακλοῦν τίς εὐαίσθητες ἰσορροπίες στά πιστεύω καί τά καθήκοντα. Ἡ διήγηση
πού ἀναφέρεται στόν ἀββά Ναθαναήλ σκιαγραφεῖ τά διάφορα ἐμπόδια πού
προσπαθοῦν ν' ἀνατρέψουν τόν μοναχό ἀπό τό σκοπό του καί νά τόν ὁδηγήσουν
στήν ἐγκατάλειψη τοῦ κελλιοῦ του. Ἀρχικά τοῦ φαίνεται ὅτι: «ἀκηδιᾶν εἰς τὴν
πρώτην κέλλαν», γι’ αὐτό καί τό ἐγκαταλείπει καί κτίζει ἕνα καινούργιο κελλί πιό
κοντά σέ κατοικημένη περιοχή. Μετά ἀπό τέσσερις μῆνες τοῦ παρουσιάζεται ὁ
διάβολος τή νύκτα: «ταυρέαν κατέχων καθάπερ οἱ δήμιοι καὶ σχῆμα ἔχων

ἀνάτυπο ἀπό τό περ. «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1974· Ἰ. Καραβιδόπουλου,


Προσωπεῖο καί πρόσωπο κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, Λόγος στήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,
Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1979.
933
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.53· πρβλ. Ι. Κορναράκη,
Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, σ. 41.
934
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.43, σ. 100.
388

στρατιώτου ρακοδυτοῦντος καὶ ψόφους εἰργάζετο ἐν τῇ ταυρέᾳ». Ὅταν λοιπόν τόν


ρωτᾶ ὁ Ναθαναήλ ποιός εἶναι αὐτός πού κάνει τόση φασαρία αὐτός τοῦ ἀπαντᾶ ὅτι
εἶναι ἐκεῖνος πού τόν ἔδιωξε ἀπό τό πρῶτο του κελλί καί ἦλθε τώρα νά τόν διώξει
καί ἀπό αὐτό. Ὁ Γέροντας καταλαβαίνει τόν ἐμπαιγμό τοῦ διαβόλου καί
ξαναγυρνάει στό πρῶτο κελλί του πού δέν τό ἐγκατέλειψε πιά γιά 37 ὁλόκληρα
χρόνια. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι μέσα στά 37 χρόνια δέν ὑπῆρχαν μεταπτώσεις, δηλ.
ὁ διάβολος νά προσπαθεῖ νά τόν βγάλει ἀπό τό κελλί του· ὅμως ὁ ἀναχωρητής
παραμένει σταθερός στό σκοπό καί τήν πίστη του. Ὁ διάβολος τόν παραμονεύει
ὅταν ἑπτά ἐπισκοποι ἔρχονται πρός ἐπίσκεψη τοῦ Γέροντα. Ὁ Γέροντας ὅμως δέν
τούς συνοδεύει στήν ἔξοδο ὅπως θά ἔπρεπε καί οἱ διακόνοι τους τοῦ λένε:
«Ὑπερήφανον πρᾶγμα ποιεῖς, ἀββᾶ, μὴ προπέμπων τοὺς ἐπισκόπους». Ἐκεῖνος τότε
τούς ἀπαντᾶ: «ἐγὼ καὶ τοῖς κυρίοις μου τοῖς ἐπισκόποις καὶ τῷ κόσμῳ ὅλῳ
ἀπέθανον. ἔχω γὰρ κεκρυμμένον σκοπόν, καὶ οἶδεν ὁ Θεὸς τὴν καρδίαν μου, διὸ
οὐ προπέμπω αὐτούς». Ἀλλά κι ἀκόμη ἐννέα μῆνες πρό τοῦ θανάτου τοῦ
Ναθαναήλ, ὁ διάβολος τόν παραμονεύει σέ σχῆμα δωδεκάχρονου ἀγοριοῦ πού
ὁδηγεῖ ὄνο φορτωμένο μέ ἄρτους· μπροστά στό κελλί τοῦ Γέροντα πέφτει ὁ ὄνος
καί τό παιδί τόν φωνάζει πρός βοήθεια, λέγοντάς του ὅτι τούς ἄρτους τούς
πηγαίνει σέ ἐκδήλωση ἀγάπης κάποιου ἀδελφοῦ πού θά γίνει τήν ἑπόμενη μέρα
πού εἶναι Σάββατο κι ὅτι φοβᾶται μήν κατασπαραχθεῖ ἀπό τίς ὕαινες. Καί τότε ὁ
Ναθαναήλ σκέφτεται: «Ἢ τῆς ἐντολῆς ἔχω ἐκπεσεῖν, ἢ τῆς προθέσεως» καί ἀπαντᾶ:
«Ἄκουσον, παιδίον· πιστεύω εἰς τὸν θεὸν ᾧ λατρεύω, ὅτι, εἰ χρεία σοι ἐστί, πέμποι
σοι ὁ θεὸς βοήθειαν καὶ οὔτε ὕαιναί σε ἀδικήσουσιν οὔτε ἄλλος τις· εἰ δὲ
πειρασμὸς εἶ, τὸ πρᾶγμα ἐντεῦθεν ἤδη ἀποκαλύψει ὁ θεός.»935.
Κριτήριο ἐπιλογῆς τόπου γιά τό φτιάξιμο τοῦ κελλιοῦ ἤ ἐπιλογῆς σπηλαίου ἐκτός
ἀπό τήν ἀπόσταση ἀπό κατοικημένη περιοχή, εἶναι καί ἡ ὕπαρξη νεροῦ: Ὁ ἀββᾶς
Χρόνιος: «ἀπομετρήσας ἀπὸ τῆς ἰδίας κώμης πλησίον οὔσης τῆς ἐρήμου μύρια
πεντακισχίλια βήματα τῷ δεξιῷ ποδὶ ἀριθμούμενα, ἐκεῖσε προσευξάμενος ὤρυξε
φρέαρ· καὶ εὑρών κάλλιστον ὕδωρ ἀπέχον ὀργυϊὰς ἑπτὰ ὠκοδόμησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ
ξενίαν μικράν. ... ηὔξατο τῷ Θεῷ μὴ ἀνακάμψαι μηκέτι εἰς οἰκούμενον τόπον.»936.

935
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ναθαναήλ, τ.1, σ. 88-90.
936
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 16.
389

Τό σπήλαιο τοῦ ἀββᾶ Χαιρέμωνος: «...ἀπεῖχε ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας μίλια


τεσσαράκοντα, ἀπὸ δὲ τοῦ ἕλους καὶ τοῦ ὕδατος μίλια δώδεκα.»937.
Ἡ βιοτή τοῦ κελλιοῦ εἶναι ἡ φύλαξη τῆς ἔσω τάξεως τοῦ μοναχοῦ: Ὁ ἀββᾶς
Ἀρσένιος συμβουλεύει: «ὕπαγε, φάγε, πίε, κοιμῶ καὶ μὴ ἐργάσῃ· μόνον τοῦ κελλίου
μὴ ἀποστῆς· ἤδει γὰρ ὅτι ἡ ὑπομονὴ τοῦ κελλίου φέρει τὸν μοναχὸν εἰς τὴν τάξιν
αὐτοῦ.»938.
Ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίωψ τονίζει: «ὕπαγε κάθισον εἰς τὸ κελλίον σου καὶ τὸ κελλίον
σου διδάσκει σε πάντα.»939.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἀντίθετη περίπτωση. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ἐπισημαίνει: «ἐστὶν
ἄνθρωπος ὃς ποιεῖ ἑκατὸν ἔτη ἐν τῷ κελλίῳ καὶ οὐ μανθάνει πῶς δεῖ ἐν τῷ κελλίῳ
940
καθίσαι.» .
∆έν κρατεῖ ὁ τόπος τόν μοναχό ἀλλά ὁ μοναχός φυλάττει τόν τόπο, γιατί μέ
τόν τρόπο τῆς ζωῆς του φέρνει ἐκεῖ τό Θεό. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀρετή φυλάττει τόν
τόπο. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν λέει: «τὸ ἐν τῷ κελλίῳ καθίσαι, τὸ φανερὸν τοῦτό ἐστι, τὸ
ἐργόχειρον καὶ τὸ μονοσιτίσαι καὶ τὸ σιωπᾶν καὶ ἡ μελέτη· τὸ δὲ ἐν κρυπτῷ
προκόπτειν εἰς τὸ κελλίον ἐστί, τὸ βαστάζειν τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν ἐν παντὶ τόπῳ ὅπου
ἐὰν ἀπέρχῃ, καὶ τῶν συνάξεων τὰς ὥρας καὶ τῶν κρυπτῶν μὴ ἀμελεῖν· ἐὰν δὲ καὶ
συμβῇ καιρὸν ἀργῆσαι τοῦ ἐργοχείρου σου, εἰσελθὼν εἰς τὴν σύναξιν ἀταράχως
ἐπιτέλεσον· τὸ δὲ τέλος τούτων, συνοδίαν καλὴν κτῆσαι, ἀπόσχου δὲ ἀπὸ κακῆς
συνοδίας.»941.
Μοναχοί καί λαϊκοί μετακινοῦνται συνέχεια γιατί δέν τούς χωρᾶ ὁ τόπος καί
ὀφείλεται στό ἀνυπότακτο ἐγώ τους. Ὁ ἀββᾶς Σεραπίων λέει: «καρτέρησον ἐν τῷ
κελλίῳ σου καὶ πρόσεχε σεαυτῷ καὶ τῷ ἐργόχειρῳ σου· οὐ γὰρ φέρει σοι τὸ
προέρχεσθαι τασαύτην ὠφέλειαν, ὅσον τὸ καθέζεσθαι.»942. Τό κελλί εἶναι «τόπος»
ἐσωτερικῆς ἐργασίας· ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ βοήθεια πού προσφέρει στόν μοναχικό
ἀγώνα. Ἀπό αὐτή τήν ἐντός τοῦ κελλίου φύλαξη, ὁ ἀσκητής μπορεῖ νά περάσει στήν
κατά πολύ δυσκολότερη ἐκτός κελλίου ἐσωτερική τάξη πού ἐπεδίωκε ὁ ἀββᾶς

937
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.125.
938
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ια’, σ.6.
939
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.72.
940
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κς’, σ.94.
941
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρξζ’, σ.99.
942
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.118.
390

Σέρινος: «οὐκ ἔστιν αὕτη μεγάλη ἀρετή, ὅταν ἐν τῷ κελλίῳ σου φυλάττης τὴν τάξιν
σου, ἀλλ' ὅταν ἐκ τοῦ κελλίου σου μᾶλλον ἐξέλθῃς.»943.
Ὁ ἐγκλεισμός στό κελλί μπορεῖ νά γίνει τόπος συνάντησης Θεοῦ καί κόσμου·
ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια χρειάζεται ἀπαραίτητα γαλήνη τοῦ πνεύματος, ἀμεριμνησία καί
μνήμη Θεοῦ. Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος, ἐπιθυμώντας τόσο πολύ τήν ἡσυχία,
στεναχωρεῖτο ὅταν ἔρχονταν πρός αὐτόν ἐπισκέπτες, ἐπειδή δέν ἤθελε νά
περισπᾶται. Γι' αὐτό τό κελλί του, ὅπως καί τῶν ἄλλων μοναχῶν, ἀπεῖχαν μεταξύ
τους μεγάλη ἀπόσταση καί ἦταν ἀπομακρυσμένα καί ἀπό κατοικήσιμους χώρους.
Ἔφτασε στό σημεῖο νά πετροβολήσει ἐπισκέπτη γιά νά τόν ἀπομακρύνει. Ἐνεργοῦσε
βάσει ἀξιολογικῶν κριτηρίων, μέ αὐτούς πού ἤθελαν ἐπικοινωνία μαζί του· «Πλὴν
ἀλλὰ καὶ οὕτως οὐχ ἁπλῶς ἐποίει· ἀλλ' ᾔδει τίνας μὲν ἀπωθεῖσθαι δεῖ, ὡς τὸ
ἥσυχον ἐπιταράττειν αὐτῷ δυναμένους, τίνας δὲ καὶ προσίεσθαι καὶ λόγου
μεταδιδόναι· καὶ τίνας δ' αὖ προσίεσθαι μέν, οὐ μέντοι καὶ λόγου αὐτοῖς κοινωνεῖν,
ἀλλὰ τὴν σιωπὴν ἐν τούτοις ἀσκεῖν, ὡς δηλώσει τὸ ῥηθησόμενον.»944.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος πάλι: «...ὅτε παρέβαλέ τις αὐτῷ, εἰ προήσθετο ὁ Γέρων, ἔφευγεν
εἰς τὸ ἐνδότερον κελλίον, ἵνα μὴ εὑρεθῇ· ἐρωτώμενος δὲ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν, διατὶ
φεύγει; ἀπεκρίνατο, ὅτι καὶ τὰ θηρία φεύγοντα εἰς τὰς κοίτας αὐτῶν σώζονται.»945.
Μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις σκιαγραφεῖται καί ἡ παράμετρος τῆς
δυσκολίας τῆς ἐπιτυχοῦς προσαρμογῆς στόν μοναχικό βίο. Ὑπάρχουν πνευματικά
στάδια πού πρέπει νά περάσει κάποιος ἀρχάριος στήν πίστη ἤ λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς
ἡλικίας του γιά νά μπορέσει νά ζήσει μόνος του σέ κελλί. Χρειάζεται προσοχή
καθώς ἀποτελεῖ παγίδα, ἀφοῦ ἀγνοεῖ τούς ποικίλους τρόπους τοῦ διαβόλου: Ὁ
ἀββᾶς Ροῦφος ἐπισημαίνει: «ὁ καθήμενος ἐν ὑποταγῇ πατρὸς πνευματικοῦ, πλείονα
μισθὸν ἔχει τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ καθ' ἑαυτὸν ἀναχωροῦντος... ὁ τὴν ὑπομονὴν ἔχων
πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ καταλείψας, κρέμαται τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἰδίῳ πατρί.»946.
Προτείνεται ἡ ζωή σέ μοναστήρι (κοινόβιο). Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀκολουθοῦν
τό ρεῦμα τῶν πεπραγμένων στό χῶρο τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας. Ὁ ἀναχωρητικός
βίος ἀρχίζει νά ἐξασθενεῖ καί τήν θέση του δίνει στό κοινοβιακό καθεστώς947. Στή

943
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.118.
944
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.12, σ.88.
945
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.7, σ.97.
946
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.109.
947
πρβλ. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Ὁ Παχώμιος καί οἱ Ταβεννησιῶται τ.1, σ.170.
391

διήγηση Περί τοῦ μοναχοῦ τοῦ ἐν τῷ σπηλαίῳ948, ὁ μοναχός Γρηγόριος πού θέλει
νά ζήσει μόνος του σέ σπήλαιο, ζητάει τή γνώμη τοῦ ἡγουμένου του πού προσπαθεῖ
νά τόν ἀποτρέψει λέγοντάς του: «ὁ γὰρ ἡσυχάσαι βουλόμενος, διδάσκαλος
ὀφείλει εἶναι, οὐχὶ διδασκαλίας δεόμενος». Ὁ ἀρχάριος δέν μπορεῖ κατ' εὐθείαν
νά εἰσέλθει στά ἀνώτατα πεδία (θεωρία), ἀλλά: «πολὺ γὰρ κρεῖττόν ἐστιν ἐξυπηρε-
τεῖν σε τοῖς πατράσι καὶ τὰς τούτων εὐχὰς κομίζεσθαι καὶ μετ' αὐτῶν ἐν ταῖς
δεούσαις ὥραις δοξολογεῖν καὶ ὑμνεῖν ... ἢ μόνον εἶναι σὲ πυκτεύοντα μετὰ
λογισμῶν ἀκαθάρτων.» (πρακτικός βίος). Ὁ μοναχός παραμένει ἀμετάπειστος,
ἀρχίζει νά πειράζεται ἀπό τόν διάβολο καί σώζεται μόνο ὕστερα ἀπό τήν ἔγκαιρη
καί καθοριστικῆς φύσεως παρέμβαση τοῦ ἡγουμένου του.
Ὁ Μέγας Εὐθύμιος ὀνομάζει «φροντιστήριο» τό μοναστήρι: «Ὁ μέντοι Μέγας
Εὐθύμιος, ἄριστος ὢν τὰ τοιαῦτα παιδοτριβεῖν, οἷα διὰ πάσης καὶ αὐτὸς πείρας τῶν
πνευματικῶν ἀγώνων ἐλθών, ἐπεὶ νέον ἔτι τὸν Σάββαν ἑώρα, οἰηθείς μὴ θερμότης
μόνον ὀξύρροπος εἴη τὸ σπουδαζόμενον, τὴν ἐκ τῶν λογισμῶν κρίσιν καὶ τὸ
ἐκεῖθεν βάρος οὐκ ἔχουσα, οὐ πρότερον ἐφῆκεν αὐτῷ τῶν ἐν τῇ Λαύρᾳ Μοναχῶν
τὴν συνοίκησιν, ἕως ἀγωγήν πᾶσαν ἐν Κοινοβίῳ μετῆλθε Μοναχικήν, καὶ τὴν
ἀπαιτουμένην ἀκρίβειαν ἐπεδείξατο». ∆έν ἀποφασίζει καί διατάσσει, ἀλλά προτεί-
νει: «ὦ τέκνον, νέον ὄντα σε εἰς λαύραν οἰκεῖν ... οὔτε σοὶ προσήκει ἀλλ' εἰς τὸ
κάτω νῦν φροντιστήριον εἴ μου ἀκούεις πρὸς τὸν Ἀββᾶν ἀφίξῃ Θεόκτιστον, παρ' ὧ
μεγίστην, εὖ οἶδα, περιποιήσῃ σαὐτῷ τὴν ὠφέλειαν.»949.
Ὁ ρόλος τοῦ ἡγούμενου εἶναι καθοριστικός στή μόρφωση τῆς προσωπικότητας
τοῦ μοναχοῦ: Ὁ ἀββᾶς Σέριδος ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα ἡγουμένου καί ὄχι μόνο,
καθώς μπορεῖ ν' ἀποτελέσει πρότυπο γιά κάθε ἕναν πού ὡς λειτούργημά του
(διακονία) ἔχει νά χειραγωγεῖ ἀνθρώπινες ψυχές: «Ἐν οὐδενὶ γὰρ ὅλως ἀντεῖπε
ποτέ, οὐδὲ ὡς Ἀββᾶν ἑαυτὸν ἐλογίζετο, ἀλλ' ὡς μαθητήν τοῦ Γέροντος καὶ ὡς
χρεωστῶν αὐτῷ τελείαν ὑπακοήν, ὅπερ ἦν δεῖγμα καὶ τῆς ἄκρας αὐτοῦ ταπεινοφρο-
σύνης... Πρότερον γὰρ ἑαυτὸν εἰρηνοποιήσας καὶ τοῖς ἄλλοις τῆς εἰρήνης ἐγένετο
πρόξενος, καὶ εἰς αὐτὸν ἐπληροῦτο, τό 'μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ
κληθήσονται'. Ἦν δὲ μακρόθυμος καὶ ἀτάραχος καὶ προσηνὴς τοῖς προσιοῦσι, καὶ ὁ

948
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.82-86.
949
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Συμεών, τ.2, σ.84.
392

λόγος αὐτοῦ ἱλαρὸς ἐν σεμνότητι καὶ ἅλατι ἠρτυμένος. Καὶ εἶχε κατὰ τὴν Γραφὴν
τὴν φρόνησιν καὶ τὴν ἀκεραιότητα. Ἦν δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς σφόδρα περιπόθητος,
τὰς αὐτῶν ψυχάς τῷ πνευματικῷ τῆς νουθεσίας λόγῳ κατευφραίνων καὶ
προτρέπων εἰς ἀρετήν, τῷ καλῷ τοῦ βίου καὶ τῆς ἐναρέτου πράξεως ὑποδείγματι.
Ἐκεῖνα διδάσκων, ἅπερ ἔπραττε, καὶ συγκρίνων τῷ κατὰ Θεὸν φόβῳ τὴν πραότητα
καὶ ἐν καιρῷ ἑκάστῳ κεχρημένος, ἐλέγχων, ἐπιτιμῶν, παρακαλῶν, κατὰ τὸν τοῦ
Ἀποστόλου λόγον.»950. Λίγο πρίν πεθάνει καθιστᾶ κληρονόμους τῆς διοίκησης τοῦ
μοναστηριοῦ τούς ἀδελφούς κατά σειράν ἀρχαιότητας, μήν ἀδικώντας κανέναν.
Τελευταῖο στή σειρά βάζει καί τόν ἀββά Αἰλιανό (κατοπινό Ἡγούμενο) παρ' ὅτι δέν
εἶχε καρεῖ ἀκόμη μοναχός· κάνει μία τολμηρή κίνηση ποιμαντικῆς εὐθύνης καί
διακονίας, καθώς προχωρεῖ βάσει τῆς οὐσιαστικῆς ἀξίας (ἀνθρώπινης καί
χαρισματικῆς) τοῦ προσώπου καί χωρίς νά θεσμοθετήσει καμμία ἀντικανονική
μεθόδευση: «εἰ γένηται μοναχός»951.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς μοναχικῆς βιοτῆς στέκει ἡ «πόλις». ∆έν πρέπει νά
νοηθεῖ μέ την στενή ἔννοια τοῦ τόπου. ∆ηλώνει τό πλαίσιο τῆς κοσμικῆς
περίσπασης. ∆ηλώνει τήν συνεχή ἔκθεση σέ πειρασμούς, τό δέσιμο μέ συνθῆκες
καί πράγματα. Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ θεωρεῖ ὅτι: «ἡ γὰρ πλησίον τῶν χωρῶν
διαγωγὴ πολλάκις καὶ τοὺς τελείους ἔβλαψεν»952. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος μιλώντας
ἀλληγορικά ἀναφέρει: «ὥσπερ οἱ ἰχθύες ἐγχρονίζοντες τῇ ξηρᾶ τελευτῶσιν, οὕτω
καὶ οἱ μοναχοὶ βραδύνοντες ἔξω τοῦ κελλίου, ἢ μετά κοσμικῶν διατρίβοντες, πρὸς
τὸν τῆς ἡσυχίας τόνον ἐκλύονται.»953.

950
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.66.
951
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.86· αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
ἡ συμβουλευτική τῶν ἀναχωρητῶν Γερόντων ἀντικαθίσταται ἤ ὑποτονεῖ ἤ παρεμποδίζεται ἀπό τό
ρόλο τοῦ ἡγουμένου τοῦ κοινοβίου μέ σκοπό τή προβολή τοῦ ἀξιώματός του· οὔτε ὅμως
ἀποκλείει καί τόν ἡγούμενο ἀπό τήν συμβουλευτική διαποίμανση τῶν μοναχῶν. Κάποια
διαφοροποίηση ἀρχίζει νά διακρίνεται στή ∆ύση· στή Regula Magistri τοῦ Κασσιανοῦ -σέ
ἀντίθεση μέ τά ὑπόλοιπα ἔργα του De institutis coenobiorum καί 24 Collationes Patrum πού
φέρουν τήν ἐπίδραση τοῦ ἀνατολικοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους- παρουσιάζεται ὑποτονικός ὁ
συμβουλευτικός παράγοντας στήν ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας ἑνός μοναχοῦ ἐξαιτίας τῆς
ἀπουσίας τοῦ συγκεκριμένου ἔργου τῶν Γερόντων λόγῳ τῆς πνευματικῆς πατρότητας καί
ἡγεμονικῆς προβολῆς τοῦ ἡγουμενικοῦ ἀξιώματος, Βλ. Φ. Ἰωαννίδη, Ὁ πνευματικός Γέροντας
στά ἀσκητικά ἔργα τοῦ Ἰωάννη Κασσιανοῦ καί τή Regula Magistri, περ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ.
776, Ἰαν.-Φεβρ. 1999, σ. 37-45.
952
Historia Monachorum in Aegypto, σ.20.
953
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ι’, σ.2.
393

Ἡ σωτηρία δέν βρίσκεται στήν πόλη ἀλλά στήν ἔρημο: «ἀδελφὸς ἠτεῖτο
γέροντος εὐχήν, σπεύδων ἐπὶ τὴν πόλιν· ὁ δὲ γέρων πρὸς αὐτὸν ἔφη· μὴ σπεῦδε
ἐπὶ τὴν πόλιν, ἀλλὰ σπεῦσον τοῦ φυγεῖν τὴν πόλιν καὶ σώζῃ»954.
∆ιήγηση ἀναφέρει: Τρία ἀδέλφια διάλεξαν διαφορετικούς τρόπους πνευματικῆς
ζωῆς. Ὁ πρῶτος ἐπέλεξε νά εἰρηνεύει ἀνθρώπους πού φιλονικοῦσαν, ὁ δεύτερος
νά παραστέκεται σέ ἀρρώστους· ὁ τρίτος ν' ἀναχωρήσει γιά τήν ἔρημο καί νά
ἐπιδοθεῖ στήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση. Τά δύο ὅμως ἀδέλφια δέν μπόρεσαν γιά
πολύ νά παραμείνουν σταθεροί στήν ἐπιλογή τους καί πηγαίνουν πρός συνάντηση
τοῦ τρίτου ἀδελφοῦ· ὅταν συναντιοῦνται τόν ρωτοῦν νά μάθουν τί ἀπεκόμισε ἀπό
τήν ἡσυχία. Τότε ἐκεῖνος τούς ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ νεροῦ πού
πρωτομπαίνει στό μπουκάλι καί εἶναι ταραγμένο ἐνῶ μετά τό πέρασμα τοῦ χρόνου
ἡρεμεῖ. Εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ: «...μοναχοῦ ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων· ἀπὸ τῆς ταραχῆς
οὐ βλέπει τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας· ὅταν δὲ μακρὰν τοῦ κόσμου γενόμενος ἐν ἐρημικῷ
γένηται τόπῳ, καὶ ἡσυχάσῃ τὰ αἰσθητήρια τότε βλέπει τὰ ἴδια ἐλαττώματα· καὶ ἑαυτῷ
διορθοῦται εἰ βούλεται, συνεργεία τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος.»955.
Ὁ Γρηγόριος τοῦ ∆ιαλόγου λέει: «ἀμήχανον γάρ ἐστιν ἐκ τῆς τῶν κοσμικῶν
γλώσσης τὸν νοῦν μὴ ρυπωθῆναι· ἐν ὅσῳ γὰρ ἐν συντυχίαις τισὶν ὅλως αὐτοῖς
συγκαταβαίνομεν, ἐθίζομεν κατ' ὀλίγον συντυγχάνειν αὐτοῖς, συντυχίαν τὴν ἡμῖν
οὐχ ἁρμόζουσαν· ... οὐκέτι ἐπιστρέφειν ἐξ αὐτῆς θέλομεν, ἀλλὰ τῷ ἔθει βιαίως
ἡμῶν περιγίνεται. Ὅθεν καὶ συμβαίνειν ἐκ τῶν ἀργῶν εἰς τὰ βλαβερά καὶ ἐκ τῶν
ἐλαφρῶν ἐν τούτοις εἰς τὰ βαρέα ρήματα ἡμᾶς καταντῆσαι.»956.
Ὁ ἀββᾶς Εὐλόγιος ὅταν ἔστελνε τούς μαθητές του (διηγοῦνται οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές)
στήν πόλη γιά νά πουλήσουν τά ἐργόχειρά τους: «...ἐδίδουν ἡμῖν ἐντολὰς μὴ
πλεῖον ἢ τρεῖς ἡμέρας ποιήσωμεν. Εἰ δὲ πλείων τῶν τριῶν ἡμερῶν ποιήσετε, φησίν,
ἀθῶος εἰμὶ ἐγὼ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν.». ∆ιηγούμενος δέ προσωπικό του βίωμα
καί ἐπικαλούμενος καί τή μαρτυρία τῶν Πάπα Εὐσεβίου καί Ἀββᾶ ∆ανιήλ, ὅταν μετά
ἀπό τριάντα ὀκτώ χρόνια συνεχόμενου ἐγκλεισμοῦ στό κελλί του ἐπισκέφτηκαν τήν
πόλη (Ἀλεξάνδρεια): «ἐθεώρουν μοναχοὺς τοὺς μὲν ἐξ αὐτῶν ὑπὸ κοράκων
ραπιζομένους, τοὺς δὲ γυναῖκας γυμνὰς ἀγκαλιζομένας αὐτούς, ... τοὺς δὲ ὑπὸ

954
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.317.
955
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.197.
956
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.314.
394

παιδαρίων ἀρρένων γυμνοὺς ὄντας καὶ αὐτοὺς κασσιζομένους καὶ κόπρῳ


ἀνθρωπείᾳ χριομένους ... καὶ ἔγνων ὅτι ἕκαστος τῶν μοναχῶν οἵῳ πάθει
προσπταίει, τοιούτους ἔχει καὶ δαίμονας ὀψικεύοντας αὐτῷ καὶ ὁμιλοῦντας κατὰ
διάνοιαν.». Γι’ αὐτό δέν ἤθελε νά χρονίζουν στήν πόλη οἱ μαθητές του: «ἵνα μὴ ὑπὸ
τῶν τοιούτων λογισμῶν, μᾶλλον δὲ δαιμόνων» ἐνοχληθοῦν957.
Οὐσιαστικά ἡ ἔρημος καί ἡ πόλις -μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις- εἶναι
δύο ἀντιθετικοί «τόποι» δοκιμασίας. Αὐτό δέν συνηγορεῖ ὅτι ἡ μόρφωση τοῦ ἐν
Χριστῷ ἀνθρώπινου προσώπου μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο στό «σκηνικό τῆς
ἐρήμου». Τό κελλί ἀποτελεῖ τόπο ἐσωτερικῆς καταλλαγῆς, ὅπως ὅμως καί κάθε
ἄλλος τόπος ἀποσυρμοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει κατά τό ἔργο του ἀντί νά
μηχανεύεται τή ζωή. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὅμως, ὑποστηρίζοντας εἰδικότερα τό
μοναχικό ἰδεῶδες -οἱ μοναχοί καί οἱ ἐν δυνάμει μοναχοί ἀποτελοῦν τό ἄμεσο
κοινό ἀποστολῆς τοῦ μηνύματός τους- ἀφήνουν νά διαφαίνεται πιό ἔντονα αὐτή ἡ
διάσταση: «Πότε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ἐδέξατο Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως
γράμματα, ἵνα ἔλθῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν· καὶ ἐσκόπει τί ποιῆσαι· καὶ λέγει τῷ
Ἀββᾶ Παύλῳ τῷ μαθητῇ αὐτοῦ· ὀφείλω ἀπελθεῖν; ὁ δὲ λέγει αὐτῷ· ἐὰν ἀπέλθῃς
Ἀντώνιος λέγῃ· εἰ δὲ οὐκ ἀπέλθῃς Ἀββᾶς Ἀντώνιος· καὶ ὑπήκουσεν αὐτῷ καὶ οὐκ
ἀπῆλθεν.»958.

957
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.317.
958
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.541.
395

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ

1. Προϋποθέσεις ὀρθῆς συμβουλευτικῆς.

Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑπεύθυνη καί συγχρόνως εὐαίσθητη κατά τήν ἄσκηση
τῆς συμβουλευτικῆς της. Ἀπό τή μιά μεριά πρέπει νά εἶναι ἀνοικτή στήν ἀκρόαση τοῦ
ὁποιουδήποτε πού ἔρχεται νά τῆς ἐκθέσει τά προβλήματά του καί ν' ἀναζητήσει
κάποια λύση καί ἀπό τήν ἄλλη γνωρίζει ὅτι κατά κύριο λόγο ἡ λύση στό πρόβλημα
πού τῆς τίθεται πρέπει νά προέλθει ἀπό τίς δικές της πηγές, ἀσχέτως ἄν
χρησιμοποιοῦνται μέ ἐπιτυχία καί ἄλλες θύραθεν πηγές καί μέθοδοι. Ὁ,τιδήποτε τῆς
ζητηθεῖ ὡς λύση ἤ ὡς ἀπόφαση πρέπει νά θεωρηθεῖ κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς
συμφωνίας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάγνωση τοῦ συγκεκριμένου προβλήματος,
ἡ διευκρίνηση κάποιων καθοριστικῶν παραμέτρων, ἡ διαπίστωση τῶν αἰτιῶν τῆς
συγχύσεως, ἡ εὕρεση δυνατοτήτων γιά διέξοδο ἀπό τά προβλήματα, ἡ ἐπιλογή
συγκεκριμένης λύσης, ἡ λήψη ἀπόφασης, ἡ ἐφαρμογή της, ἡ συμπαράσταση κατά
τήν ἐφαρμογή τῆς ἀποφάσεως ἀπαιτοῦν συσπείρωση πολῶν δυνάμεων ὑπό τήν
δημιουργική ὁδηγητική πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ μή
ἐπιτυχής ἀντιμετώπιση μιᾶς κατάστασης, ἑνός γεγονότος, συνίσταται σέ μία
ἀβασάνιστη ἐξέταση τῶν δεδομένων τῆς στιγμῆς, σέ στερεοτυπική ἐπανάληψη καί
ἐφαρμογή ἐντολῶν, σέ προκατασκευασμένες λύσεις, σέ ἀκαταλληλότητα χρόνου.
Πολλές φορές ὑπάρχει ἀνικανότητα εὑρέσως λύσεως ἐκ μέρους τοῦ συμβούλου ἤ
καί ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν σύμβουλο καί ἀναζήτηση διαδοχικῶν συμβουλῶν
μέ τήν ὑποβόσκουσα ἐλπίδα τοῦ συμβουλευόμενου νά βρεῖ κάποιον πού νά
συμφωνήσει μέ τή δική του γνώμη. Ἄλλοτε πάλι ἐφαρμόζεται μία γενικευμένη καί
ὄχι ἐξατομικευμένη καί ἐξειδικευμένη θεώρηση περιπτώσεων1.

1
Ποιμαντική Συμβουλευτική (Pastoral Counseling) ἤ πνευματική καθοδήγηση, ποιμαντική διαφώτιση,
ποιμαντική καθοδήγηση, συμβουλευτική ποιμαντική. Γιά τούς ὅρους καί ὁρισμούς τῆς
Συμβουλευτικῆς καί τῶν διαφοροποιήσεων μεταξύ ὀρθοδόξου, καθολικοῦ, προτεσταντικοῦ
δόγματος βλ. Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.37-41,121-124·
εἰδικότερα ἑρμηνευτικά σχόλια πρβλ. Rodney J. Hunter, Dictionary of Pastoral Care and Counseling,
396

α΄. Ὁ συμβουλεύων.

Ὁ Γέροντας πού ζεῖ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀναδεικνύεται σέ


πνευματικό σύμβουλο ὄχι γιατί τό ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος ἀλλά γιατί οἱ ἄλλοι διακρίνουν
σ' αὐτόν τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά τούς συμβουλεύσει καί θά τούς καθοδηγήσει.
Μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διακρίνουν σ' αὐτόν ταπείνωση καί ἀγάπη
πρός τόν Θεό, ἀπάθεια καί διάκριση, περιεκτικές ἀρετές καί πνευματικά χαρίσματα
τέτοια πού συνιστοῦν θεμελιώδη προσόντα γιά ν' ἀσκήσει ὁ ἴδιος τό ἔργο τῆς
πνευματικῆς καθοδήγησης καί πατρότητος. Αὐτός ἀφοῦ ἀποδεχθεῖ τό λειτούργημα,
ὀφείλει νά διδάσκει μέ λόγο καί συμβουλή, νά προσεύχεται γι’ αὐτούς, νά ἔχει
συναίσθηση τῆς εὐθύνης γιά τή σωτηρία τους, νά τούς ἀγαπᾶ ἐπιδεικνύοντας ὅταν
καί ἐφόσον χρειάζεται τήν ἀνάλογη αὐστηρότητα2.
Ὁ Γέροντας δέν ἐκφράζει γνώμη προσωπική ἀλλά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
(γραπτή καί προφορική διά τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων). Ἡ συμφωνία του μέ
αὐτήν ἀποτελεῖ καί κριτήριο ἀποδοχῆς τῶν συμβουλῶν. Γι αὐτό καί ὁ λόγος τους
πλαισιώνεται μέ τή χρήση χωρίων Παλαιᾶς καί Καινῆς ∆ιαθήκης.
∆έν εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ σύμβουλος θά προσφέρει ὁπωσδήποτε συμβουλευτικό
λόγο ἤ ὅτι θά δεχτεῖ πάντοτε αὐτόν πού ἐπιζητεῖ συμβουλή. Μπορεῖ ἡ περιέργεια νά
κινεῖ ἕναν ἄνθρωπο νά συμβουλευθεῖ. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «...'Ἀδελφὲ
Μακάριε, ἦλθόν τινες ἀδελφοὶ ὧδε;' ἀπεκρίνατο· 'Ναί'· 'Αἰγύπτιοί εἰσιν ἢ
Ἱεροσολυμῖται;'· σημεῖον δὲ αὐτῷ δεδώκει ὡς 'Ἐὰν ἀπραγοτέρους ἴδῃς, λέγε ὅτι
Αἰγύπτιοί εἰσιν· ὅταν δὲ εὐλαβεστέρους καὶ λογιωτέρους, λέγε Ἱεροσολυμῖται'» ...
καὶ ὁ Μακάριος ἀπαντᾶ: «Μίγμα εἰσίν.». Ἄν ὁ Μακάριος τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι
Αἰγύπτιοι, ὁ Ἀντώνιος ἀπαντοῦσε: «Ποίησον φακὸν καὶ δὸς αὐτοῖς φαγεῖν καὶ

σ. 591- 593, 771- 772, 775-776, 893- 894· Μichael D. Clifford, Psychology of Religion, The
Encyclopedia of Religion, Vol.12, σ.57-81· ἐπίσης Diane Greenwood, Psychology and the use of
stories in religious education, British Journal of Religious Education, Summer 1982, σ.120-123· γιά
τήν γενικότερη ἔννοια τῆς Συμβουλευτικῆς ψυχολογίας βλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική
Ψυχολογία, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 19994, σ.15-31.
2
πρβλ. Μοναχοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ὀρθόδοξος Πνευματικότης, μτφρ. Σάββα Ἀγουρίδη,
Ἀθῆναι, Ἐκδ. Γρηγόρη, χ.χ., 128σ.· Hausherr, Direction spirituelle, Ρώμη 1955· Ἰ. Κορναράκη,
Στοιχεῖα Νηπτικῆς Ψυχολογίας, Θεσ/κη 1963 καί Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητος,
Ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1975· Β. Χριστοφορίδου, Ἡ πνευματική πατρότης κατά Συμεών
τόν Νέον Θεολόγον, Θεσ/κη 1977· Ε. Βίττη, Ἀπό τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, περ. «Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς» 61, 1978.
397

ἐποίει αὐτοῖς εὐχὴν μίαν, καὶ ἀπέλυεν αὐτούς.». Ὅταν τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι
Ἱεροσολυμίτες: «ἐκάθητο διὰ πάσης νυκτός, λαλῶν αὐτοῖς τὰ πρὸς σωτηρίαν.»3.
Ὁ Γέροντας ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ἀνθρώπους πού τόν ἔχουν πραγματικά
ἀνάγκη καί γνωρίζουν τί θέλουν ἀπό αὐτόν. Ἀλλιῶς δέν ὑπάρχει λόγος κοσμικῆς
συναναστροφῆς: ∆ύο ἀδελφοί ζητοῦν νά συναντήσουν τό Γέροντα Ἀρσένιο κι
αὐτός ρωτάει τόν ἀββά Ἀλέξανδρο νά μάθει γιά ποιό λόγο βρίσκονται ἐκεῖ: «καὶ
μαθὼν ὅτι εἰς Θηβαΐδα διὰ λινάρια ὑπάγουσιν» τό λέει στό Γέροντα κι αὐτός
ἀποκρίνεται: «φύσει οὐ βλέπουσι τὸ πρόσωπον Ἀρσενίου, ὅτι δι’ ἐμὲ οὐκ ἦλθον,
ἀλλὰ διὰ τὸ ἔργον αὐτῶν· ἀνάπαυσον αὐτοὺς καὶ ἀπόλυσον ἐν εἰρήνῃ, εἰπὼν
αὐτοῖς ὅτι ὁ γέρων οὐ δύναται ἀπαντῆσαι.»4. Ἄλλος πάλι μπορεῖ νά εἶναι πολύ
περιπλεγμένος μέ τό πρόβλημά του, πού ὁποιοσδήποτε λόγος νά ἔπεφτε στό κενό.
Εἶναι δυνατόν ὁ Γέροντας νά μήν μπορεῖ νά δεχθεῖ τό συγκεκριμένο πρόσωπο καί
ν' ἀντιμετωπίσει τό συγκεκριμένο πρόβλημά του. Οἱ Γέροντες ἔχουν ἀνάγκη τῆς
σχετικῆς προετοιμασίας διά τῆς προσευχῆς. Εἶναι σαφές ὅτι δέν αἰσθάνονται
πάντοτε ἀνάγκη νά συμβουλεύσουν, ἄν δέν ἔχουν κάτι νά ποῦν ἤ δέν ξέρουν τί νά
ποῦν. Τότε ἀπαντοῦν εὐθέως «δέν ξέρω», «ἔλα μετά ἀπό τόσες ἡμέρες», «νά
ξανάρθεις», καθώς εἶναι ἀνοιχτοί πρός κάθε κατεύθυνση γιά ὅποια ἐνδεχόμενη
λύση ἤ ἐξέλιξη· μποροῦν καί περιμένουν. Ἄλλες φορές οἱ Γέροντες δέν ἀρκοῦνται
σέ μία συμβουλή, ἀλλά ἐπιζητοῦν τή συνάντησή τους μέ τόν ταλαιπωρημένο
ἄνθρωπο πού τόν περιβάλλουν μέ τήν ἀγάπη τους καί προσεύχονται γι’ αὐτόν. Τοῦ
κάνουν συντροφιά, τοῦ διασκεδάζουν τή θλίψη του, τοῦ ζητοῦν ἐξυπηρετήσεις ὥστε
ὁ ἄλλος νά νιώσει κι αὐτός ὡς δίδων καί ὄχι μόνο ὡς λαμβάνων. Αὐτή ἡ τακτική
ἐξακολουθεῖ γιά ὅσο χρονικό διάστημα ὑπάρχει ἀνάγκη· ὅταν ὁ συμβουλευόμενος
ἀνακτήσει τίς δυνάμεις του, οἱ Γέροντες ἀποσύρονται διακριτικά καί δέν
ἀσχολοῦνται πλέον μαζί του παρά μόνο ὅταν ὁ ἄλλος τούς τό ζητήσει:
«Παρέβαλεν ἀδελφὸς πρός τινα γέροντα καὶ λέγει αὐτῷ· ἀββᾶ εἰπέ μοι ρῆμα πῶς
σωθῶ; Ὁ δέ εἶπεν αὐτῷ· ἐὰν παραβάλῃς τινί, μὴ προλάβῃς λαλῆσαι πρὶν ἐξετάσῃς.

3
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.132.
4
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κς’, σ.7
398

Ὁ δὲ ἐπὶ τῷ λόγῳ κατανυγεὶς ἔβαλεν αὐτῷ μετάνοιαν λέγων· ὄντως πολλὰ βιβλία
ἀνέγνων καὶ τοιαύτην παιδείαν οὐδέποτε ἔγνων· καὶ ὠφεληθεὶς ἐξῆλθεν.»5.
Ἡ Γεροντική συμβουλή καί νουθεσία ἀποτελεῖ συνειδητό λόγο: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς
Ἠσαΐας· οὐκ ἔστι σοφία τὸ λαλῆσαι, σοφία δέ ἐστι τὸ γνῶναι τὸν καιρόν ὅτε δεῖ
λαλῆσαι καὶ ἀποκριθῆναι τὰ δέοντα. Γενοῦ ἄγνωστος ἐν γνώσει, ἵνα ἐκφύγης ἐκ
πολλῶν κόπων· ἑαυτῷ γὰρ ἐγείρει κόπους ὁ ἐμφανίζων ἑαυτὸν ἐν γνώσει. Μὴ
καυχῶ ἐν γνώσει σου· οὐδεὶς γὰρ οὐδὲν οἶδεν.»6.
Ἡ ἐξαγόρευση λογισμῶν ὀφείλει νά γίνεται σέ ἀνθρώπους πού μποροῦν νά
καθοδηγήσουν (σύμβουλοι). Γέροντας συμβουλεύει: «ὀφείλει ἐξαγγεῖλαι ἀνθρώπῳ
δυναμένῳ ὠφελῆσαι αὐτόν, καὶ μὴ θαρρῆσαι ἑαυτῷ· οὐ γὰρ δύναταί τις ἑαυτῷ
βοηθεῖν, καὶ μάλιστα ὑπὸ τῶν παθῶν καταπονούμενος.»7.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ τονίζει: «Ἐκεῖνον λοιπὸν μεταχειρίζου σύμβουλον, ὅστις ἐδοκίμασε
διὰ τῆς ὑπομονῆς τὰ πράγματα μετὰ διακρίσεως· ἐπειδὴ ἕκαστος δὲν εἶναι ἱκανὸς
νὰ συμβουλεύῃ, παρὰ μόνον ὅστις ἐκυβέρνησε τὴν ἰδίαν αὑτοῦ ἐλευθερίαν καλῶς
καὶ δὲν φοβεῖται κατηγορίας καὶ συκοφαντίας.»8.
Στήν ἑπόμενη ψυχωφελή διήγηση9 ἐντοπίζονται οἱ προϋποθέσεις τοῦ συμβού-
λου:
α) ∆ιάκριση: «...ὁ γέρων ἐνόει με ἔχοντα λογισμούς, οὐκ ἤλεγχε δέ με, ἀναμένων
αὐτὸν ἐμὲ ἀναγγεῖλαι τούτους· ἐδίδασκε δέ με περὶ ὀρθοῦ βίου καὶ ἀπέλυεν.».
β) Κατανόηση καί συναισθηματικό πλησίασμα: «...καὶ ἰδών με βασανιζόμενον ὑπὸ
τῶν λογισμῶν, κρούει μου τὸ στῆθος καὶ λέγει μοι· τί ἔχεις; κἀγὼ ἄνθρωπός εἰμι.
Τοῦτο δὲ αὐτοῦ εἰπόντος, ἐνόμισα ὅτι ἡ καρδία μου ἠνοίγη.»
γ) Στήν ἐρώτηση τοῦ πολεμούμενου ἄν ξέρει τί τοῦ συμβαίνει, ἐκεῖνος (Γέροντας-
σύμβουλος) ἀπαντᾶ: «σὲ δεῖ τοῦτο εἰπεῖν»· γιά νά γίνει διάγνωση καί θεραπεία
πάθησης πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενής νά ὀνομάσει τό προβλημά του (ἐξαγόρευση) πού
μπορεῖ νά εἶναι καί χρόνιο (στήν παρούσα διήγηση τρία ἔτη).

5
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.3, σ.574· πρβλ. Α. Σταυρόπου-
λου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.143-144.
6
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.6, σ. 574.
7
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 266.
8
Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικοί Λόγοι, Λόγος ΜΣΤ, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1961, σ. 168.
9
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.266-267· πρβλ. Στ. Κουμαρό-
πουλου, Ἡ συμβουλευτική διάσταση τοῦ Θεολόγου Καθηγητῆ στή ∆ευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, δ.δ. ,
Ἐτήσια Ἐκπαιδευτική Ἐπετηρίδα Εἰρμός, τεῦχος 2 (2005), ἐκδ. Ἀποστολική ∆ιακονία, Ἀθήνα 2006,
σ.117-462.
399

δ) ∆ίνεται ἀνάλογη θεραπεία: «...ὕπαγε μὴ ἀμέλει τῆς εὐχῆς σου καὶ μηδενὸς
καταλαλήσεις.».
ε) Ἀνεκτικότητα: ὁ ἀσθενής πάντα κάνει καί δεύτερες σκέψεις γιά τό ἄν τόν ἔκανε
καλά ὁ Γέρων ἤ μήπως τόν εὐσπλαχνίσθηκε ὁ Θεός καί θέλει νά τόν δοκιμάσει· ὁ
Γέροντας ὅμως δεχόμενος τήν δοκιμασία καί δίνοντας του νά καταλάβει ὅτι
γνωρίζει τό λανθασμένο λογισμό του, ἑδραιώνει περισσότερο τή θέση του στήν
καρδιά τοῦ ἀσθενῆ.
Ἡ πείρα καί ἡ διάκριση εἶναι καθοριστικές προϋποθέσεις σωστῆς νουθεσίας καί
ἐπιδέξιων χειρισμῶν καταστάσεων: Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφέρει: «Μὴ ζητήσης λαβεῖν
βουλὴν παρά τινος μὴ ὄντος ἐν τῇ διαγωγῇ σου, κἂν λίαν σοφὸς ὑπάρχῃ· ἀνάθου
δὲ μᾶλλον τὰ σὰ ἰδιώτῃ ἐν πείρᾳ γεγονότι τῶν πραγμάτων, ἤπερ φιλοσόφῳ λόγῳ
ὁμιλοῦντι ἐκ τῆς ἐξετάσεως, ἄνευ τῆς πείρας τῶν πραγμάτων. Ἡ πεῖρα δέ ἐστιν ... τό
αἰσθανθῆναι τῆς ὠφελείας πραγμάτων καὶ τῆς ζημίας ἐνεργῶς διὰ τοῦ χρονίσαι ἐν
αὐτοῖς ... Ἐκείνῳ οὖν συμβούλῳ χρῆσαι, τῷ ἐκ τῆς πείρας ἐπισταμένῳ τὰς φύσεις
καὶ τὰς δυνάμεις τῶν πραγμάτων καὶ ἀπταίστως ταῦτα διακρίνειν εἰδότι.»10. Ὁ
ἅγιος Ἐφραίμ λέει: «...ἀλλὰ χρὴ ἀκούσαντά σε τὰς ἀρχὰς τῶν λεγομένων, ἐκ
τούτων τῶν τὰ ἑπόμενα νοεῖν, καὶ οὕτω παρακαλεῖν τὸν θλιβόμενον, ἀφ' ὧν
προειλήφαμεν ἐξ Ἁγίων ἀνδρῶν ἢ ἀφ' ὧν ἐπειράθημεν ἡμεῖς·»11.
Περιπτώσεις ἀπαντήσεων Γερόντων σέ διηγήσεις, ὅπως: «ἀπεκρίθη, ἄπειρος ὤν
διακρίσεως· ἀπωλέσάς σου τήν ψυχήν»12 ἤ ἡ περίπτωση Γέροντα χωρίς τό χάρισμα
τῆς διάκρισης, πού μόλις ἀκούει τήν ἐξομολόγηση ἀγανακτεῖ καί ἀποκαλεῖ τόν
ἀδελφό ἄθλιο καί ἀνάξιο τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, μέ συνέπεια τήν ἀπελπισία τοῦ
ἐξομολογούμενου καί τήν ἐπιστροφή του στά κοσμικά13, εἶναι ἐξ' ὁλοκλήρου
ἐσφαλμένες. Συναντᾶται ὅμως καί μία παράδοξη μορφή προσαρμογῆς· ὅταν ὁ
Γέροντας εἶναι «ἄπειρος» καί δέν ξέρει ἤ δέν μπορεῖ νά πάρει ἐπάνω του τούς
λογισμούς, τούς πειρασμούς, τά λάθη τῶν ἄλλων καί τούς ἀπελπίζει καί τούς
περιφρονεῖ, ὁ Θεός τότε ἐπιτρέπει νά μεταστραφοῦν οἱ πειρασμοί καί νά τεθοῦν
ἐπάνω του, γιά τό συμφέρον του ὥστε νά καταλάβει τί ἔκανε φερόμενος κατ'

10
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.240.
11
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.287.
12
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.285.
13
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.293.
400

αὐτόν τόν ἀφιλάνθρωπο τρόπο. Ὅταν ζητήθηκε ἡ συμβουλή τοῦ ἀββᾶ Τιμοθέου γιά
πειραζόμενο ἀδελφό, ἐκεῖνος ἀπήντησε ὅτι πρέπει ν' ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀδελφός.
Τότε: «ἐτέθη ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀδελφοῦ ἐπάνω τοῦ Τιμοθέου ἕως οὗ ἐκινδύνευσεν·
ἔκλαιεν οὖν ὁ Τιμόθεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ λέγων· ἡμάρτηκα, συγχώρησόν μοι· καὶ
ἦλθεν αὐτῷ φωνὴ λέγουσα· Τιμόθεε, μὴ νομίσῃς ὅτι ταῦτα ἐποίησά σοι δι' ἄλλο τι,
ἢ ὅτι παρεῖδες τὸν ἀδελφόν σου ἐν καιρῷ τοῦ πειρασμοῦ αὐτοῦ.»14.
Οἱ Γέροντες γιά τήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ τους λειτουργήματος θεωροῦσαν
ἀπαραίτητη μία ἀνθρωπογνωσία. Ἐπεδίωξαν νά τήν ἀποκτήσουν μέ μέσα ἀνθρώπινα
καί θεῖα. Τό τελευταῖο ἐπιτυγχάνεται μέ τή βοήθεια καί τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ πού
ἐπιτρέπει νά γνωρίσει τήν κατάσταση τοῦ ἄλλου· αὐτή ἡ θεανθρώπινη γνώση
στοιχειοθετεῖ καί οἰκοδομεῖ αὐτό πού ἀποκαλεῖται Ποιμαντική ἀνθρωπολογία. Στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις διακρίνεται ἐπίγνωση τοῦ Γέροντα-συμβούλου γιά τή Θεία
συνεργία στή κάθε νουθεσία του. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλῶ λέει: «...μὴ οὖν ἀθυμήσῃς ἐπὶ τῇ
τοσαύτῃ πυρώσει, ἥτις οὐ τοσοῦτον ἀνθρωπίνῃ σπουδῇ θεραπεύεται, ὅσον τῇ τοῦ
Χριστοῦ φιλανθρωπία·»15.
Συγχρόνως τονίζεται ὅτι ἡ συμβουλευτική ὑποστήριξη πρέπει νά γίνεται βάσει τῶν
μέτρων τῶν δυνατοτήτων τοῦ συμβούλου: «Εἶπε Γέρων· ἐὰν ἴδης τινὰ ἐμπεσόντα, καὶ
δύνασαι αὐτῷ βοηθῆσαι, χάλασον αὐτῷ τὴν ῥάβδον σου, καὶ ἕλκυσον αὐτόν· εἰ δὲ
οὐ δυνηθῆς ἑλκύσαι αὐτόν, κατάλιπε αὐτῷ τὴν ράβδον σου, ἵνα μὴ σὺν αὐτῷ καὶ σὺ
ἀπόλλῃ. Εἰ δὲ δώσεις αὐτῷ τὴν χεῖρα σου, καὶ μὴ δυνηθῆς ἑλκύσαι αὐτόν, ἕλξει σε
αὐτὸς κάτω καὶ ἀμφότεροι ἀποθανεῖσθε. Τοῦτο δὲ ἔλεγε πρὸς τοὺς ἐμβάλλοντας
ἑαυτοὺς βοηθῆσαι τινὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον αὐτῶν.»16.
Οἱ ἀποφάσεις πού παίρνονται γιά θέματα πού γεννοῦν διλήμματα μποροῦν νά
εἶναι συνδυασμός καταστάσεων βάσει προτεραιοτήτων (χωρίς παρέκκλιση βασικοῦ
στόχου). Ἡ ἐπίσκεψη ἑτοιμοθάνατου σέ ἡμέρα νηστείας δημιουργεῖ τήν ἀκόλουθη
συλλογιστική διαδικασία στόν ἀββά Σισώη: «Ἐὰν ἀπέλθω μήπως ἀναγκάσωσί με οἱ

14
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, ο’, σ.91· πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Ἡ
τέχνη τῆς ἀγάπης, σ.62· βλ. τοῦ ἰδίου, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς
διακονίας, τ.3, Ἀθήνα, χ.χ., σ.41-80.
15
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Κασσιανοῦ, τ.1, σ. 291· πρβλ. Α.
Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.99.
16
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 6-7, σ. 568.
401

ἀδελφοὶ φαγεῖν· καὶ ἐὰν παραμείνω εἰς τὴν αὔριον μήποτε τελευτήσῃ· πλὴν τοῦτο
ποιῶ, ὑπάγω καὶ οὐκ ἐσθίω· πληρώσας τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ...»17.
Σέ περίπτωση πού κάποιος αἰσθάνεται νά μεροληπτεῖ (ἐμπάθεια) γιά ἕνα ζήτημα,
ὅταν συμβουλεύει: «συμφέρον ἦν αὐτῷ εἰπεῖν οὐκ οἶδα, καὶ ἑαυτὸν ἐλευθερῶσαι· εἰ
δὲ ἐλευθέρωται ἀπὸ πάθους οὐ κατακρίνει τινά· ἑαυτὸν δὲ αἰτιώμενος λέγει· φύσει
ἐγώ ἀσύστροφός εἰμι, καὶ τάχα οὐ συμφέρει σοι· καὶ ἐὰν ὁ ἐρωτῶν συνετός, οὐκ
ἔτι ὑπάγει πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα περὶ οὗ ἠρώτησε τὸν γέροντα· οὐ γὰρ διὰ
κακίαν εἶπεν ὁ γέρων, ἀλλ' ἵνα τὸ μὴ αὐξηθῇ κακόν· τοὐτέστι, προνοούμενος τῆς
τοῦ ἐρωτήσαντος σωτηρίας ἐλάλησε, διὸ καὶ δυνατός ἐστιν ὁ λόγος πληροφορῆ-
σαι τὸν ἀκούοντα· εἴ γε κἀκεῖνος συνετὸς ὤν ἐν πίστει δέχεται, καὶ τῆς πληροφο-
ρίας αἰσθανθεὶς τὸ συμβουλευθὲν ἐκπληροῖ.»18.
Μεταξύ τῶν Γερόντων-συμβούλων παρατηρεῖται ἀλληλεγγύη καί σεβασμός. Ὁ
ἀββᾶς Ποιμένας δέχεται καί τήν ἄποψη ἄλλου μοναχοῦ, πού ἔχει ρωτήσει ὁ ἴδιος
ἀδελφός, γιά τό θέμα του· μάλιστα ἐξυψώνει τήν ἄποψη τοῦ ἄλλου, καθώς μέ βάση
αὐτή, προχωρεῖ πιό πέρα δίνοντας πιό συγκεκριμένες καί σαφεῖς ὁδηγίες. Τό
ἐρώτημα εἶναι ἀντιμετώπιση λογισμοῦ πορνείας· ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος
εἶναι: «ἐὰν κρατήσῃ μοναχὸς τὴν κοιλίαν καὶ τὴν δόξαν καὶ τὴν ξενιτείαν, θάρσει
οὐκ ἀποθνήσκει», σέ σχέση μέ τήν ἀπάντηση τοῦ ἄλλου Γέροντα πού ἦταν: «οὐκ
ὀφείλεις ἐάσαι αὐτὴν χρονίζει ἐπὶ σέ·»19· ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «οὐδέποτε ἤθελε δοῦναι
τὸν λόγον αὐτοῦ ἐπάνω ρήματος ἄλλου γέροντος, ἀλλὰ μᾶλλον κατὰ πάντα ἐπήνει
αὐτόν.»20.
Ἡ ἀρχή τῆς ἐξατομίκευσης21, τηρεῖται στή συμβουλευτική τῶν Γερόντων.
Λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἀπό τόν Γέροντα ἡ μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, μέ τίς
φυσικές καταβολές του, τόν παράγοντα κληρονομικότητας, τήν ἡλικία, τά φυσικά καί
ἐπίκτητα προσόντα του, τά τάλαντά του, τίς ἀρετές του, τίς ἀδυναμίες του, τό
πνευματικό καί μορφωτικό του ἐπίπεδο, τό ἀξίωμα πού τυχόν κατέχει, τίς βιοτικές
του συνθῆκες, τά κίνητρα τῶν λόγων καί τῶν ἔργων του. Ἀνάλογα μέ τό
χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς του. Βάσει τῶν δυνατοτήτων

17
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λβ’,114.
18
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.32, σ.48.
19
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ξβ’, σ.91.
20
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρε’, σ.95.
21
Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ' ἐπιτομήν, σγ’, P.G. 31, 1140Α: ... ὅτι οὐκ ἔστιν ἕν μέτρον τοῖς πᾶσι.
402

τοῦ συμβουλευόμενου χορηγεῖται ἀγωγή θεραπείας στηριζόμενη στή διάκριση τοῦ


συμβούλου:
∆ύο μοναχοί ζητοῦν τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ22 νά τούς πεῖ μία σαγήνη (κάτι πού θά τούς
εὐχαριστήσει καί ὠφελήσει)· στόν ἕνα μοναχό ἀρνεῖται, γιατί γνωρίζει πώς δέν θά
αἰσθανθεῖ λύπη ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Γέροντα πού δέν μπορεῖ ἐκείνη τή στιγμή· στόν
ἄλλο ὅμως (πού ἔχει κακή φήμη) δέχεται νά πεῖ, γιατί μπορεῖ νά νομίσει, ὅτι
ἐξαιτίας τῶν ἀνομιῶν του ὁ Γέροντας τοῦ τό ἀρνεῖται.
Παρόμοιο περιστατικό ἀναφέρεται καί στόν ἀββά Ἄρη: «διατὶ ὅλοις τοῖς ἀδελφοῖς
μετὰ ζυγοῦ ἐλαφροῦ λαλεῖς, τῷ δὲ ἀδελφῷ τούτῳ φορτία βαρέα ἐπιτιθεῖς; οἱ
ἀδελφοὶ καθώς ἔρχονται ζητοῦντες οὕτω καὶ ὑπάγουσιν.»23.
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση χήρα συγκλητικοῦ δέν βοηθεῖται ψυχικά ἀπό τήν κοπέλλα τήν
ταπεινή πού ὑπακούει στά θελήματά της, ἀλλά ἀπό τήν αὐστηρή πού δέν τῆς κάνει τά
χατίρια καί τήν ἀποπαίρνει24.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἔμμεσα ἀναφερόμενος σέ στάδια πνευματικῆς ὡριμότητας
σχετικά μέ τήν χορήγηση θεραπείας, λέει πρός τόν ἀββά Ἰωσήφ: «ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ
τὰ πάθη καὶ δῷς καὶ λάβῃς μετ' αὐτῶν, δοκιμώτερόν σε καθιστῶσιν· ἐγὼ δὲ ὡς
ἐμαυτῷ ἐλάλησά σοι· εἰσὶ δὲ ἄλλοι, οἷς οὐδὲ προσεγγίσαι τὰ πάθη συμφέρει· ἀλλ'
εὐθέως ἐκκόψαι αὐτὰ χρείαν ἔχουσιν.»25.
Ὁ ἀββᾶς Ματώης ὁμολογεῖ: «θέλω ἐργασίαν ἐλαφρὰν καὶ ἐμμένουσαν ἢ
ἐπίπονον ἐξ ἀρχῆς καὶ ταχέως ἐκκοπτόμενην»26, ἐνῶ ὁ ἀββᾶς Σεραπίων προτείνει
ἐλαστική θεραπεία γιά τή μεταστραφεῖσα πόρνη: «ἀλλ' εἴ τι θέλει αὐτῇ καὶ ὡς θέλει
συγχώρησον αὐτῇ πορεύεσθαι·»27.
Ἄλλοτε πάλι ὁ Γέροντας συνειδητά παραχωρεῖ κατ' οἰκονομίαν, γιά
θεραπευτικούς λόγους. Μοναχός ζητᾶ νά σπέρνει τό χωράφι του καί νά κάνει ἐξ'
αὐτοῦ ἀγάπη· στήν ἀρχή ὁ Γέροντας ἦταν θετικός καί μετά ἀρνητικός: «ἐξ ἀρχῆς
ἤδειν ὅτι οὐκ ἔστιν ἔργον μοναχοῦ· ἀλλὰ πρὸς τὸν λογισμὸν αὐτοῦ ἐλάλησα καὶ

22
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.16· πρβλ. Β. Γιαννακοπούλου,
Συμβουλευτική Ποιμαντική, Ἀθήνα 2005, σ. 69.
23
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.20.
24
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 206, σ.241.
25
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.53.
26
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.74.
27
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.118.
403

ἔδωκα αὐτῷ προθυμίαν εἰς τὴν προκοπὴν τῆς ἀγάπης· νῦν δὲ ἀπῆλθε λυπούμενος
καὶ πάλιν τὸ αὐτὸ ποιεῖ.»28.
Ὁ καλός συμβουλος καί ψυχολόγος ψάχνει πάντα πίσω ἀπό τίς καταστάσεις, τά
κίνητρα πού ὁδηγοῦν σ' αὐτές. Ὑπεύθυνος γιά τήν ἐκτέλεση μιᾶς ἐνέργειας πού
φανερώνει πάθος δέν εἶναι τό ἐκτελεστικό ὄργανο (αὐτουργός), ἀλλά ὁ ἠθικός
αὐτουργός, δηλ. αὐτός πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση σκέψης ἔτσι ὥστε νά
ἐπιτελεστεῖ ἡ ἐνέργεια. Παραδειγματικά ἀναφέρεται τό περιστατικό διηγήσεως
γεμίσματος καλαθιοῦ ἀπό μαθητή τοῦ ἀββᾶ Θεοδώρου Φέρμης μέ ἀκάθαρτο σιτάρι
ἀντί καθαροῦ, ἐπειδή ὑποβόσκει τό πάθος τῆς φιλαργυρίας29.
Στά μέτρα τῆς ἀνθρώπινης σκληροκαρδίας, ὁ καλός σύμβουλος ἔρχεται νά
ἀντιπαραβάλλει τήν ἐπιείκεια. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, γιά τόν ἀδελφό κοινοβίου πού
ἁμάρτησε ἀλλά μετανόησε κοντά του καί ὅταν γίνεται καλά τόν στέλνει πίσω στή
μονή του καί οἱ μοναχοί δέν τόν δέχονται, τούς λέει: «πλοῖον ἐναυάγησεν ἐν τῷ
πελάγει καὶ ἀπώλεσε τὸν γόμον καὶ μετὰ καμάτου ἐσώθη ἐπὶ τὴν γῆν· ὑμεῖς δὲ τὰ
σωθέντα ἐπὶ τὴν γῆν θέλετε καταποντίσαι·»30.
Μέσα ἀπό τό λάθος μαθαίνει κανείς. Ὑπόκειται βέβαια στή διάκριση τοῦ
συμβούλου γιά τίς δυνατότητες τοῦ συμβουλευόμενου ἄν μπορεῖ ν' ἀντιδράσει καί
νά διορθωθεῖ: «ἡμέρας γενομένης μαθὼν ὁ ὁδηγῶν αὐτοὺς ὅτι ἐπλανήθησαν τὴν
ὁδόν, λέγει αὐτοῖς· συγχωρήσατέ μοι ὅτι ἐπλανήθην· καὶ εἶπον πάντες· καὶ ἡμεῖς
ἤδειμεν ἀλλὰ ἐσιωπήσαμεν· ὁ δὲ ἀκούσας ἐθαύμασε, λέγων, ὅτι ἕως θανάτου
ἐγκρατεύονται οἱ ἀδελφοὶ τοῦ μὴ λαλεῖν·»31.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καταγράφονται διαβαθμίσεις καί στάδια νουθεσίας:
«...ὁ Πατριάρχης (Γεννάδιος) προσπάθησε νὰ νουθετήσει τὸν ἱερέα καὶ ἀναγνώστη
Χαρίσιο, ποὺ ἀσχολεῖτο μὲ φόνους καὶ μαγεῖες. Καθὼς λοιπὸν δὲν τὸν ὠφέλησε
καθόλου μὲ τὴν νουθεσία, ἐπέτρεψε καὶ τὸν τιμώρησε πατρικὰ καὶ ἐκκλησιαστικά.».
Καί ἐπειδή αὐτός συνέχιζε, ἔστειλε ἀποκρισάριο στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλευθέριου,
πού ἦταν ἀναγνώστης ὁ Χαρίσιος, νά παρακαλέσει ἐκ μέρους του τό Θεό, ἤ νά τὸν

28
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ποιμένος, κβ’, σ.88.
29
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κβ’, σ.40.
30
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κ’, σ.3.
31
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σισώη, λ’, σ.113.
404

διορθώσει ἤ νά τόν ἀποκόψει. «Καὶ τὴν ἄλλη μέρα βρέθηκε μὲ τοὺς νεκροὺς ὁ
ἐργάτης τῶν κακῶν.»32.
Ἄλλοτε πάλι ἀφοῦ διαγνωσθεῖ ἡ πάθηση, δίνεται ἀγωγή (εἴτε αὐστηρή, εἴτε
ἐλαστική) πού στηρίζεται στή διάκριση τοῦ Γέροντα μέ ἀπώτερο στόχο τή θεραπεία.
Γιά τόν μοναχό Ἀβράμιο διήγηση ἀναφέρει: «Ὃν οἱ πατέρες διαχωρίσαντες τῆς
ἐρήμου, καὶ ἐπὶ τὸ παχύτερον καὶ ἀδιαφορώτερον ἀγάγοντες βίον, ἀπεθεράπευσαν
τῆς ὑπερηφανίας, εἰς γνῶσιν αὐτὸν ἀναγόντες τῆς οἰκείας ἀσθενείας παιχθέντα
ὑπὸ τοῦ δαίμονος.»33.
Τά κλιμακωτά στάδια θεραπείας, ἀπό τά πιό ἀνώδυνα στά πιό ἐπώδυνα καί
πάντα μέ διάκριση, σκιαγραφοῦνται στήν περίπτωση τοῦ Οὐάλη: «Ὃς ἐπὶ τοσοῦτον
ἤλασεν ὑπερηφανίας ὡς ὑπὸ δαιμόνων ἀπατηθῆναι... ὡς ἀγγέλων αὐτῷ συντυγχα-
νόντων ... ὡς καὶ τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων αὐτὸν καταφρονῆσαι»· καί μή
δεχόμενος δῶρο (φροῦτα) πού τοῦ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Μακάριος εἶπε: «Ἄπελθε καὶ
εἰπὲ Μακαρίῳ. Οὐκ εἰμί σου χείρων, ἵνα σὺ ἐμοὶ εὐλογίαν πέμψῃς... Ἐγὼ κοινωνίας
χρείαν οὐκ ἔχω· τὸν γὰρ Χριστὸν ἑώρακα σήμερον.»34.
α) Παραινετική ἐπίσκεψη Μακαρίου. ∆έν προσεβλήθη ὁ Γέροντας ἀπό τήν μή
ἀποδοχή δώρου, ἀλλά κατάλαβε ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα καί προστρέχει στόν
«ἀσθενούντα» γιά νά κάνει «διάγνωση» τῆς παθήσεως: «Οὐάλη, ἐνεπαίχθης·
παῦσαι. Καὶ ὡς οὐκ ἤκουσεν αὐτοῦ τῶν παραινέσεων ἀνεχώρησε.».
β) «Τότε δήσαντες αὐτὸν οἱ Πατέρες καὶ σιδηρώσαντες ἐπὶ ἔτος ἓν ἀπεθεράπευσαν,
εὐχαῖς καὶ ἀδιαφορίᾳ καὶ ἀπραγοτέρῳ βίῳ τὸ οἴημα αὐτοῦ καθελόντες, καὶ ὡς
λέγεται· Τὰ ἐνάντια τοῖς ἐναντίοις ἰάματα.».
Ἡ ἀγωγή τῆς θεραπείας μπορεῖ ν' ἀλλάζει ἀναλόγως τῶν νέων δεδομένων
κατά τήν πορεία. Σέ διήγηση τοῦ Βαρσανουφίου γίνεται παραδειγματική χρήση
γραφῶν μέ τήν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα καί τοῦ βασιλιά Ἐζεκία· ἀρχικά ὁ
προφήτης διεμήνυσε στό βασιλιά ὅτι θά πεθάνει ἀλλά λόγῳ ἀλλαγῆς
συμπεριφορᾶς τοῦ Ἐζεκία ὁ ἴδιος προφήτης τοῦ λέει, ὅτι ὁ Θεός τοῦ προσέθεσε
ἄλλα δεκαπέντε ἔτη ζωῆς35.

32
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.145, σ.159.
33
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἀβραμίου, τ.2, σ. 34.
34
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.154-156.
35
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, παρ.3, σ. 295.
405

Προτεραιότητα στή θεραπεία ἔχει πάντοτε αὐτός πού τήν ἔχει ἄμεση ἀνάγκη· γι'
αὐτό καί ὁ Γέροντας (σύμβουλος) πρέπει νά διαθέτει διάκριση: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν
οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχοντες»36.
Ὁ Παλλάδιος μιλοῦσε μέ τόν Γέροντα Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ· ἐκείνη τή στιγμή
εἰσέρχεται στόν προθάλαμο ὁ Ἀλύπιος καί ὁ Γέροντας τόν ἄφησε γρήγορα γιά νά
πάει νά μιλήσει μαζί του. Ἡ συνομιλία παρατάθηκε καί ὁ Παλλάδιος: «...σιανθεὶς τὴν
διάνοιαν ἐσκεπτόμην ἀναχωρῆσαι καταφρονήσας αὐτοῦ». Ὅταν ὁ Γέροντας γυρίζει
κοντά του, τοῦ λέγει: «...σὲ ὅτε θέλω εὑρίσκω, καὶ σὺ ἐμέ. Καὶ ἐὰν μὴ ἐγὼ σέ
παρακαλέσω, ἄλλοι σε ἀδελφοί παρακαλοῦσι καὶ ἄλλοι πατέρες. Οὗτος δέ ἐστιν
ἐκδεδόμενος τῷ διαβόλῳ διὰ τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ βραχεῖαν ἀναπνεύσας
ὥραν, ὡς δραπετεύσας οἰκέτης δεσπότην παρεγένετο ὠφεληθῆναι· ἄτοπον οὖν ἦν
καταλείψαντας αὐτόν σοὶ προσδιατρίψαι, σοῦ ἀδιαλείπτως τῇ σωτηρίᾳ σχολάζο-
ντος.»37.
Τό ἐνδιαφέρον τῶν Γερόντων ἑστιάζεται εἰδικά στόν ἀσθενή σέ σχέση μέ τόν ὑγιή.
∆ιήγηση ἀναφέρει γιά Γέροντα: «Εἶχε δέκα μαθητές, ἕνας ὅμως ἀμελοῦσε πολὺ γιὰ
τὴν ψυχή του... αὐτὸν νουθετοῦσε καὶ παρακαλοῦσε...»38.

β΄. ∆εξιότητες γιά μιά καλή συμβουλευτική σχέση.

Σέ μία συνολική θεώρηση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων θά μποροῦσε κάποιος


νά σταθεῖ σέ βασικές γενικές συμβουλευτικές δεξιότητες πού καταγράφονται μέσα
ἀπό τούς διαλόγους τῶν δρώντων προσώπων:
α) ∆εξιότητες προσεκτικῆς παρακολούθησης: 1) Ἡ ὀπτική ἐπαφή τῶν ἐπικοινω-
νούντων· 2) ἡ σωματική γλώσσα: ἡ στάση τοῦ σώματος τοῦ συμβούλου, οἱ κινήσεις
καί οἱ χειρονομίες του, ἡ ἀπόσταση πού κρατᾶ ἀπό τόν συμβουλευόμενο· 3) οἱ
ἐκφράσεις τοῦ προσώπου καί οἱ νύξεις τοῦ κεφαλιοῦ· τό πρόσωπο τοῦ συμβούλου
ἐκφράζει τό συναίσθημα πού θά ἀντιστοιχεῖ σέ ὅσα λέγονται καί βιώνονται στή
συμβουλευτική σχέση· 4) τό φωνητικό ὕφος: ἀλλαγές στό ρυθμό τῆς ὁμιλίας, στήν
ἔνταση καί στόν τόνο συχνά ὑποδηλώνουν ἐνδιαφέρον ἤ ἀδιαφορία· δισταγμοί καί
κομπιάσματα συμβαίνουν σέ σημεῖα ἔντασης· 5) ἡ λεκτική ἀκολουθία: παραμονή στό

36
Λουκ. ε’, 31.
37
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἰωάννου τοῦ ἐν Λυκῷ τῇ πόλει, τ.1, σ.188.
38
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.44, σ.53.
406

συγκεκριμένο θέμα πού ἀπασχολεῖ τόν συμβουλευόμενο χωρίς νά μεταπηδᾶ σέ


ἄλλο θέμα ἤ νά διακόπτει τόν συνομιλητή του39.
β) Ἡ χρήση τῶν ἐρωτήσεων: Ὁ τρόπος, ἡ συχνότητα μέ τήν ὁποία γίνονται
ἐπηρεάζει τή συμβουλευτική διαδικασία. Οἱ ἐρωτήσεις πού καταγράφονται μέσα
στούς διαλόγους τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων θεωροῦνται «ἀνοιχτές», δηλ. αὐτές
πού βοηθοῦν τόν συμβουλευόμενο νά ἐμβαθύνει τή σκέψη του καί ὄχι «κλειστές»,
δηλ. αὐτές πού ἀπαιτοῦν σύντομες απαντήσεις «ναί» ἤ «ὄχι».
Ὑπάρχουν καί περιπτώσεις ψυχωφελῶν διηγήσεων ὅπου ἡ αἰνιγματική ἀπάντηση
τοῦ Γέροντα ἀποσαφηνίζεται μέσῳ ἀνιχνευτικῆς ἐρωτήσεως: «Ἠρώτησέ τις τὸν
Ἀββᾶν Πέτρον τοῦ Ἀββᾶ Λώτ λέγων· ὅταν εἰμὶ ἐν τῷ κελλίῳ, ἐν εἰρήνη ἐστὶν ἡ
ψυχή μου· ἐπὰν δὲ ἀδελφὸς παραβάλῃ μοι, καὶ τοὺς λόγους τῶν ἔξω εἴπῃ μοι,
ταράσσεται ἡ ψυχή μου· καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Πέτρος ὅτι ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς
Λώτ· τὸ κλειδίον σου ἀνοίγει τὴν θύραν μου. Ἔφη ἀδελφός· τί ἐστι τὸ ῥῆμα τοῦτο;
ἀπεκρίθη ὁ Γέρων· ἐάν παραβάλῃ σοι τις, λέγεις αὐτῷ· πῶς ἔχεις; πόθεν ἦλθες;
πῶς ἔχουσιν οἱ ἀδελφοί; προσεβάλοντό σου ἢ οὔ; καὶ τότε ἀνοίγεις τὴν θύραν τῷ
ἀδελφῷ σου, καὶ ἀκούεις ἃ οὐ θέλεις.»40.
γ) Ἀντανακλαστικές δεξιότητες: Οἱ δεξιότητες πού χρησιμοποιεῖ ὁ σύμβουλος
γιά νά ἀντικατοπτρίσει, νά ἀποδώσει πίσω στόν συμβουλευόμενο τό συναίσθημα ἤ
τό περιεχόμενο τῶν ὅσων εἶπε.
Παραινέσεις σέ αὐστηρό τόνο καί στίς δύο πλευρές τῶν διαπλεκομένων. Στή
διήγηση Περί Εὐλογίου καί τοῦ λελωβημένου, ἐντοπίστηκε διαλλαγή (συνθήκη
εἰρήνης) πού θά ἐξελιχθεῖ σέ συγχώρηση: «Λέγει αὐτῷ (τόν Εὐλόγιο) ὁ Ἀντώνιος
ἐμβριθεῖ καὰ αὐστηρᾷ τῇ φωνῇ· 'Ῥίπτεις αὐτόν; ἀλλ' ὁ ποιήσας αὐτὸν οὐ ῥίπτειν
αὐτόν'... Καὶ καταλείψας πάλιν τὸν Εὐλόγιον ἄρχεται τῇ γλώττῃ μαστίζειν τὸν
λελωβημένον καὶ ἀποβοᾶν· 'Λελωβημένε, πεπηρωμένε ἀνάξιε τῆς γῆς καὶ τοῦ
οὐρανοῦ, οὐ παύῃ θεομαχῶν;'...»· καί ἀφοῦ συνομίλησε μέ τούς ὑπολοίπους
ἀδελφούς ἐπανέρχεται στούς δύο καί τούς λέει: «Μὴ περιστραφῆτε μηδαμοῦ,

39
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ.355.
40
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2, σ.540.
407

ἀπέλθετε· μὴ χωρισθῆτε ἀπ' ἀλλήλων, ἀλλ' ἢ εἰς τὴν κέλλαν ὑμῶν εἰς ἣν
ἐχρονίσατε. Ἤδη γὰρ ἀποστέλλει ὁ θεὸς ἐφ' ὑμᾶς.»41.
Σέ ἄλλη διήγηση παραπλήσιου γεγονότος, σχετικά μέ τόν συμβουλευόμενο,
κατεγράφησαν οἱ ἀρνητικές συνέπειες, καθώς τό δρῶν πρόσωπο δέν ἔπραξε
σύμφωνα μέ τή συμβουλή πού τοῦ δόθηκε: «ὁ δὲ μοναχὸς εἶπεν αὐτῷ. δὸς δόξαν
τῷ Θεῷ ἀδελφέ, ὅτι ἠξιώθης νὰ λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν, καὶ λοιπὸν ξύπνησον
ἀγαπητέ, μήπως καὶ ἐσὺ πάθῃς τὰ ὅμοια ἐκείνου, περὶ τοῦ ὁποίου θέλω σοι
διηγηθῆ.»42.
Πολλές φορές ὁ Γέροντας ἀφήνει τόν μαθητή νά φύγει αἰσθανόμενος μή
ὠφελημένος (τοῦ δίνει χρόνο νά σκεφτεῖ) καί στή συνέχεια τόν ξανακαλεῖ κοντά
του πρός οἰκοδόμηση43.
Σέ διήγηση καταγράφεται ἄλλη ἐρώτηση νά κάνει ὁ συμβουλευόμενος καί γιά
ἄλλο θέμα νά παίρνει ἀπάντηση ἀπό τόν Γέροντα· αὐτό ἀποτελεῖ αἰτία τοῦ
διορατικοῦ χαρίσματος τοῦ Γέροντα πού καταλαβαίνει καί ἀποκρυπτογραφεῖ αὐτά
πού θέλει πραγματικά νά ρωτήσει καί νά μάθει ὁ συμβουλευόμενος γιά νά
θεραπεύσει τήν ψυχή του: μοναχός ρωτᾶ γιά τό τί πρέπει νά κάνει μέ ἀδελφό πού
πόρνευε κι ἄλλον πού εἶχε κάνει ὅρκο μαζί του, καί ἡ ἀπάντηση ἦταν: «...μὴν
ἀναχωρήσεις καὶ ἀποσχιστεῖς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία... καὶ ὑπάρχει κάποιος γέροντας μὲ
τὸ ὄνομα Πατρίκιος... καὶ λέει καὶ αὐτὸς τὴν εὐχὴ τῆς προσκομιδῆς καὶ δική του
λογίζεται ἡ ἁγία ἀναφορά.». Στοιχεῖα δεδομένα τῆς διήγησης ἀποτελοῦν ὅτι ὁ
συμβουλευόμενος ἦταν σκανδαλισμένος μέ τόν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο
στόν ὁποῖο ἀνῆκε τό κοινόβιό του καί ἀπέφευγε νά ἔρθει σέ μυστηριακή κοινωνία
μαζί του44.
δ) ∆εξιότητες διευκρίνισης: Ὁ σύμβουλος διευκρινίζει ὅσα λέει ὁ συμβουλευό-
μενος χρησιμοποιώντας ἐνθάρρυνση. Μή λεκτικοί τρόποι ἐνθάρρυνσης: κλίσεις
κεφαλιοῦ, χειρονομίες, σιωπή. Λεκτικοί τρόποι ἐνθάρρυνσης: σύντομες ἐκφράσεις,
παράφραση (ἀνατροφοδότηση τοῦ συμβουλευόμενου μέ τήν οὐσία ὅσων εἶπε,

41
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.134· πρβ. Α. Σταυρόπουλου, Μνήμη καί λήθη στή Θεία
Λειτουργία, σ. 71.
42
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.247.
43
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Σισώη, ιθ’, σ.112 καί Ρωμαίου, α’, σ.108.
44
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.96, σ.106.
408

συντομεύοντας καί διευκρινίζοντας αὐτά πού εἶπε), περίληψη (μοιάζει μέ παράφραση


μόνο πού καλύπτει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα καί περισσότερη πληροφόρηση).
ε) Ἡ παραπεμπτικότητα. Ὅταν κάποιος Γέροντας-σύμβουλος καταλαβαίνει ὅτι ἡ
περίπτωση ἀφορᾶ κάποιον ἄλλον πιό εἰδικό, πιό ἔμπειρο, τότε ὁ πρῶτος αἰσθάνεται
ὅτι πρέπει ν' ἀναζητήσει βοήθεια ἤ ἐξειδίκευση γιά τόν συμβουλευόμενό του σέ
κάποιον ἄλλο. Ὁ τελευταῖος ἔχει παντοτε τήν ὑποχρέωση νά ἐνημερώσει τόν
ἀποστείλαντα κι αὐτό σημαίνει προτεραιότητα τοῦ πρώτου στή θεραπευτική σχέση:
«Ἀπέρχεται τοίνυν πρὸς τοὺς ἐκ γειτόνων ἀσκητὰς ὁ Εὐλόγιος καὶ λέγειν αὐτοῖς·
'Τί οὖν αὐτῷ (λωβιασμένος) ποιήσω, οὐκ οἶδα. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· 'Ὡς ἔτι ζῇ ὁ
μέγας', οὕτω γάρ ἐκάλουν τόν Ἀντώνιον, 'ἄνελθε πρὸς αὐτὸν.... καὶ ἀνένεγκε
αὐτῷ τῷ κρῖμα.»45.
Ὁ Ἀντώνιος παρ' ὅτι μέγας, θεωρεῖ τόν μαθητή του Παύλο τόν ἁπλό, πιό ἄξιο
στήν ἐλασία δαιμόνων καί τό δηλώνει ἀπερίφραστα, χωρίς νά φοβᾶται μέ αὐτό
μείωση τοῦ κύρους του: «Οὐκ ἔστιν ἐμὸν τοῦτο τὸ ἔργον· κατὰ γὰρ τούτου τοῦ
τάγματος τοῦ ἀρχοντικοῦ οὔπω ἠξιώθην χαρίσματος, ἀλλά τοῦτο Παύλου ἐστίν.»·
πηγαίνει τόν πάσχοντα στόν Παύλο, τοῦ λέει: «Ἀββᾶ Παῦλε, ἔκβαλε τὸ δαιμόνιον
τοῦτο ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἵνα ὑγιαίνων ἀπέλθῃ εἰς τὰ ἴδια.» καί ξαναγύρισε στό
κελλί του. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ Παῦλος κάνει τόν ἐξορκισμό ἀρχικά στό ὄνομα
τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου κι αὐτό ἀποδεικνύει τόν σεβασμό καί τήν ὑπακοή στόν δάσκαλό
του: Ὁ Παῦλος «προσευξάμενος ἐνεργῆ προσευχήν» λέει στόν δαιμονισμένο:
«Εἴρηκεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι ἔξελθε ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου...»46.
Ὁ ἀββᾶς ∆ωρόθεος ὅταν: «...ποτὲ Μελάνιον ἡ νεωτέρα, ... ἀπέστειλε πεντακόσια
νομίσματα, παρακαλέσασα αὐτόν διακονῆσαι τοῖς ἐκεῖ ἀδελφοῖς. Ὁ δὲ τρία λαβὼν
μόνα, τὰ λοιπὰ παρέπεμψε ∆ιοκλεῖ τῷ ἀναχωρητῇ, ἀνδρὶ γνωστικοτάτῳ, λέγων ὅτι
'Σοφώτερός μού ἐστιν ὁ ἀδελφὸς ∆ιοκλῆς, καὶ δύναται αὐτὰ ἀβλαβῶς διοικῆσαι,
ἐπιστάμενος τοὺς ὀφείλοντας ἐπικουρηθῆναι εὐλόγως. ἐγὼ γὰρ τούτοις
ἀρκοῦμαι.’...»47.

45
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Εὐλογίου καί τοῦ λελωβημένου, τ.1, σ.132.
46
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Παύλου τοῦ ἁπλοῦ, τ.1, σ.144.
47
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί τῷ ἐν Ἀντινόῳ, τ.2, σ.44.
409

Ὁ ἀββᾶς Ἀννούβ πάλι, ὅταν ρωτήθηκε γιά κάτι, εἶπε: «...πρὸς τὸν ἀδελφὸν Ποιμένα
ὑπάγετε, ὅτι αὐτὸς ἔχει τοῦ λόγου τὸ χάρισμα.»48.
στ) Ἡ ἐποπτεία. Ἡ ἀντίληψη τῆς ἐξωτερικῆς πραγματικότητας μέ τίς αἰσθήσεις, καί
ὄχι μόνο τῆς ὅρασης, συνιστοῦν τήν ἐξωτερική ἐποπτεία. Ὁ Μέγας Ἰωάννης ὅταν
μαθαίνει ὅτι ὁ προστατευόμενος του, πού τόν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στόν ἐπίσκοπο
Πάτμου, ἔχει γίνει ἀρχηγός ληστῶν, ἐπιστρέφει ἄμεσα στό νησί καί ἀφοῦ ἐπιτιμᾶ
τόν ἐπίσκοπο (διαφοροποίηση ἀνθρωπίνων συμπεριφορῶν πού ἀσκοῦν ποιμαντικό
ἔργο), ζητᾶ ἕνα ἄλογο γιά νά πάει νά τόν βρεῖ: «...καὶ ἡγεμὼν δεδόσθω μοι τῆς
ὁδοῦ καὶ αὐτίκα ἐπιβάς, ἤλαυνεν ὅλαις ἡνίαις, τὸ τοῦ ἵππου τάχος πρὸς τὴν αὐτοῦ
σπουδὴν μηδὲν εἶναι οἰόμενος». Ἡ πατρική ἀγωνία νά φτάσει ὅσο τό δυνατόν πιό
γρήγορα στό παιδί του πού πάσχει, διαγράφεται ξεκάθαρα. Συλλαμβάνεται ἀπό
τούς ληστές καί ζητάει νά τόν ὁδηγήσουν στόν ἀρχηγό τους. Ἐκεῖνος βλέποντας
ποιός εἶναι ὁ αἰχμάλωτος (σκηνή ἀναγνώρισης) ἀπό ντροπή φεύγει σέ βαθύτερα
κρησφύγετα. Ὁ Ἰωάννης παρά τήν παράμετρο τῶν γηρατειῶν του, τόν ἀκολουθεῖ (ὁ
σύμβουλος προστρέχει στόν ἔχοντα ἀνάγκη καί ὄχι ὁ ἔχων ἀνάγκη στόν
σύμβουλο). Ὁ λόγος του δέν εἶναι αὐστηρός οὔτε ἐλεγκτικός ἀλλά στοργικός,
γεμάτος ἐλπίδα σωτηρίας: «τί με, τέκνον, εἶπε, τὸν πατέρα φεύγεις τὸν σόν;
αἰδέσθητι τὴν ἐμὴν πολιάν· τὸ τῆς σῆς ἡλικίας ἄνθος ἐλέησον· ζωῆς ἐλπὶς ἔτι σοι
περιλέλειπται· ἐγώ τὸν ὑπὲρ σοῦ λόγον ὑφέξω· στῆθι κατὰ χώραν, τέκνον, Χριστὸς
ἀπέσταλκέ με πρὸς σέ. Τούτων ἀκούσας ὁ νεανίσκος, πρῶτα μὲν ἔστη, τῷ ἐδάφει
ἀτενὲς ἑνορῶν, μηδὲ ἀνανεῦσαι ὑπὸ τῆς αἰδοῦς δυνάμενος, εἶτα δίδωσι τὰ ὅπλα τῇ
γῇ· καὶ οἰκτρόν τι καὶ περιπαθὲς ἀνοδύρεται· καί προσελθόντα περιβάλλει τὸν
Γέροντα· ποίων μὲν διὰ τὰς οἰμωγάς, ποίων δὲ διὰ τὰ θερμὰ δάκρυα στεναγμῶν
καὶ θρήνων οὐκ ἄξιος; Ὁ δέ, οἷα πατὴρ φιλοστοργότατος καὶ εὐσπλαχνικώτατος,
ἐγγυᾶται τῷ νεανίσκῳ τὴν ἄφεσιν· ἵλεων ὑπισχνεῖται τὸν ∆ικαστήν· καὶ τῆς δεξιᾶς
λαβόμενος καταφιλεῖ, καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπανάγει τὸν νεανίσκον.»49.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἐποπτείας γιά τούς ἀρχαρίους:
«Καὶ ἡμεῖς οὖν μὴ ἐκκακῶμεν (λυποψυχοῦμε) τοὺς ὑφ' ἡμᾶς παιδεύοντες,
νουθετοῦντες, παρακαλοῦντες, ἐπιτιμῶντες, ἐλέγχοντες, πᾶσαν σπουδὴν καὶ
ἐπιμέλειαν ἐνδεικνυόμενοι, ἵνα βοηθείᾳ Θεοῦ δυνηθῶμεν ἐξ ἀναξίου ἐξαγαγεῖν

48
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρη’, σ.95.
49
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.606.
410

τίμιον καὶ τῆς ὑπερφυοῦς δόξης ἀξιωθῶμεν. Γνωστὸν δὲ ἔστω ὑμῖν ὅτι εἴ τις ὑμῶν
οὐχ ὑπετάγη μειζοτέρῳ καθὼς χρή, δεῖ αὐτὸν ἀσθένειαν ἀρχαρίου βαστάζειν, ἵνα
διὰ τούτου τοῦ πόνου ἀνασώσῃ κόπους τοῦ παρελθόντος χρόνου.»50.
Ἡ ἐσωτερική ἤ ἔμμεση ἐποπτεία δημιουργεῖται ἀπό τή λειτουργία τῆς ἀνάμνησης
καί τῆς φαντασίας μέσῳ τῆς μετοχῆς στόν ἀφηγηματικό λόγο τοῦ συμβούλου-
διδάσκοντος μέ συνειρμικές ἀνακλήσεις γεγονότων, βιωμάτων καί πείρας ἀπό τήν
προσωπική τους ζωή. Οἱ Γέροντες συζητοῦν καί συμβουλεύονται τούς «χαρισματι-
κούς» Γέροντες γιά προβλήματα ἀδελφῶν, ὥστε νά ἔχουν μιά πιό ἐμπεριστατω-
μένη ἄποψη καί καθοδήγηση (συζήτηση μέ τούς πιό εἰδικούς τῶν συναφῶν
θεμάτων, χρήση βιβλιογραφίας): «ἠρώτησεν ὁ Ἀββᾶς Τιμόθεος ὁ πρεσβύτερος τὸν
ἀββᾶν Ποιμένα λέγων· ὑπάρχει... καί εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ποιμένας...»51.
Συμβάλλει τόσο στήν προετοιμασία ὅσο καί στήν ἄσκηση τοῦ συμβουλευόμενου.
Παραδειγματικά ἀναφέρεται ἡ διήγηση τοῦ ἀββᾶ Μωυσῆ γιά τόν ἀββά Ἀπολλώ καί
τήν ἀνάγκη ἐξαγορεύσεως λογισμῶν σέ «ἔμπειρους» Γέροντες. Ἐπίσης ἡ διήγηση
γιά τόν ἀββά Σεραπίωνα πού εἶχε ἐθιστεῖ νά κλέβει ὅποτε σηκώνονταν ἀπό τό
τραπέζι φαγητοῦ ἕνα παξιμάδι ἀπό τό Γέροντα του, ἀλλά ντρέπονταν νά τό
ὁμολογήσει. Καί ὅταν κατ' οἰκονομίαν Θεοῦ ἔρχονται ἀδελφοί στό Γέροντα πρός
ὠφέλειά τους, ἀκούει τό Γέροντα νά τούς λέει ὅτι τίποτε ἄλλο δέν βλάπτει τούς
μοναχούς καί δέν χαροποιεῖ τούς δαίμονες, ὅσο τό νά κρύβει κάποιος τούς
λογισμούς του ἀπό τούς πνευματικούς Πατέρες καί στή συνέχεια τούς μιλᾶ γιά τήν
ἐγκράτεια. Ὁ Σεραπίων σκέπτεται, ὅτι ὁ Θεός φανέρωσε στό Γέροντα τά
παραπτώματά του καί ἐρχόμενος σέ κατάνυξη, βγάζει ἀπό τόν κόρφο του τό
κλεμμένο παξιμάδι, πέφτει στό ἔδαφος καί ζητάει συγγνώμη γιά τά περασμένα,
ὑποσχόμενος ὅτι δέν θά τό ξανακάνει. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Ὦ τέκνο, σὲ
ἐλευθέρωσε, καὶ χωρίς νὰ μιλήσω ἐγώ, ἡ ἐξομολόγησή σου, καὶ τὸν δαίμονα ποὺ
σὲ τραυμάτιζε μὲ τὴ σιωπή σου τὸν ἔσφαξες, αὐτὸν ποὺ σὲ κυρίευε μέχρι τώρα μὲ
τὴ θέλησή σου, καθὼς οὔτε ἀντίρρηση τοῦ ἔφερνες οὔτε τὸν ἔλεγχες. Στὸ ἑξῆς
δὲν θὰ ἔχει τόπο πλέον στὴν καρδιά σου, ἀφοῦ τὸν φανέρωσες.»52.

50
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.609.
51
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.122.
52
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Κασσιανοῦ, Λόγος πρός τόν ἡγούμενο Λεόντιο γιά τούς ἁγίους
Πατέρες τῆς Σκήτης καί τή διάκριση, τ.Α΄, σ. 81-93· πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική
Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.92· γιά τόν ὅρο ἐποπτεία καί ἀπόψεις τῶν Comenius, Pestalozzi,
411

Μέσα συμβουλευτικά καί συγχρόνως ἐποπτικά ἀποτελοῦν:


1) Ἐπιστολογραφία: Γιά τόν Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ διήγηση ἀναφέρει: «... γράφει
πᾶσιν ἐπιστολὰς διὰ τοῦ πρεσβυτέρου ὅτι ἐκεῖνοι μὲν ῥαθυμοῦσιν, οὗτοι δὲ
σπεύδουσι πρός ἀρετήν. ... γράφει δὲ καὶ τοῖς αὐτῶν πατράσιν ὅτι τινὲς αὐτῶν
ὀλιγωροῦσι περὶ τῆς τῶν ἀδελφῶν σωτηρίας, ἄλλοι δὲ ἱκανῶς παρακαλοῦσιν, καὶ
ἑκατέρων τὰς τιμὰς καὶ τὰς κολάσεις ἀπήγγελλεν. καὶ πάλιν ἄλλους πρὸς τὴν
τελειοτέραν κατάστασιν προσκαλούμενος ὑπεμίμνησκεν ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ
νοητὰ ἀναχωρεῖν·»53.
Γιά τόν ἀββά Θεοδόσιο λέγεται: «Ἂν λοιπὸν ἤθελε νὰ πεῖ τίποτε τὸ παράγγελνε
γραπτά.»54.
Ἄλλη πάλι διήγηση ἀναφέρει: «Ὁ δὲ ἀρχιεπίσκοπος Πέτρος, ἐπειδὴ λυπήθηκε γιατὶ
τὸν παράκουσε ὁ γέροντας, στέλνει γράμματα πρὸς τὸ γέροντα καὶ τὸν ἐπίσκοπο
Φαράν, τὸν ἀββά Φώτιο, καὶ πρὸς τοὺς πατέρες τοῦ Σινᾶ ... πῆγε ὁ γραμματοκο-
μιστὴς κι ἔδωσε τὶς ἐπιστολὲς...»55.
Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος γράφει στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας: «δέξαι γὰρ τὰ τέκνα
σου, μετενόησαν γὰρ ἐν ἀληθείᾳ...»56.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων γράφει πρός τόν πατρίκιο Νικήτα57· ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
γράφει σέ ἀνώνυμο ἀσκητή58.
2) Ἐπισκέψεις Γερόντων: ∆έν πᾶνε μόνο οἱ ἔχοντες ἀνάγκη στούς Γέροντες,
ἀλλά καί οἱ Γέροντες ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη καί πραγματικό πρόβλημα προσέρχο-
νται σ' αὐτούς:
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν γιά τήν περίπτωση τῆς μεταστροφῆς μιᾶς πόρνης, λέει στόν ἀββά
Τιμόθεο: «...μᾶλλον σὺ ἄπελθε καὶ σύντυχε αὐτῇ· καὶ ἀπῆλθεν ἀββᾶς Τιμόθεος καὶ
συνέτυχε αὐτῇ.»59.

Kant, Rousseau πρβλ. Α. Βερτσέτη, ∆ιδακτική, τ. Α’, Γενική ∆ιδακτική, σ.172-175· Β.Ν. Τατάκη,
Παιδαγωγική, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1978, σ.122-123· «ὁ μύθος γίνεται τό ἐποπτικό ἐκεῖνο μέσο
πού κάνει δυνατή τήν οἰκειοποίηση τῆς ἀλήθειας, ὅταν δέν ἔχει ἡ νόηση ἱκανότητα γιά νά τήν
πλησιάσει», Ν. Γεωργοπούλου, Ὁ πλατωνικός μῦθος τῆς ∆ιοτίμας, Ἀθήνα 1989, σ.41.
53
Historia Monachorum in Aegypto, σ.101.
54
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.67, σ.72.
55
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.127, σ.140.
56
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.656.
57
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.504.
58
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.478.
59
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.122.
412

Ὁ Μέγας Ἰωάννης ὅταν μαθαίνει ὅτι ὁ προστατευόμενος του, πού τόν εἶχε
ἐμπιστευθεῖ στόν ἐπίσκοπο Πάτμου, ἔχει γίνει ἀρχηγός ληστῶν, ἐπιστρέφει ἄμεσα
στό νησί γιά νά πάρει τήν κατάσταση στά χέρια του60.
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος δέν προσεβλήθη ἀπό τήν μή ἀποδοχή δώρου ἀπό τόν Οὐάλη,
ἀλλά κατάλαβε ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα καί προστρέχει στόν «ἀσθενούντα»61.
ζ) ∆εξιότητα χειρισμοῦ συμπεριφορῶν καί καταστάσεων, ὥστε νά ἀποβοῦν
ὠφέλιμες. Προϋποθέτει τή διάκριση τοῦ Γέροντα.
Γίνεται χρήση τοῦ κατ' οἰκονομίαν ψεύδους: Τροποποίηση τοῦ λόγου ἐπίσκεψης
μοναχοῦ σέ ἀδελφό πού ἐγκατέλειψε τήν ὑπηρεσία του λόγῳ παγωνιᾶς. Ἡ
πραγματική αἰτία ἐπίσκεψης εἶναι νά ζητηθεῖ ἀπό τόν ἄρρωστο νά ἐπιστρέψει στήν
ἐργασία του ἐξαιτίας παραπόνων μερικῶν ἀδελφῶν· βλέποντας ὅμως ὁ μεσολα-
βητής ὅτι πραγματικά ἦταν ἄρρωστος, ἁπλά τοῦ λέει ὅτι ἦρθε ἐκ μέρους τῶν
ὑπολοίπων νά δεῖ τί κάνει καί νά μή στεναχωριέται, καθώς τήν ὑπηρεσία του θά τήν
καλύψουν οἱ ὑπόλοιποι. Αὐτό γίνεται ἀφορμή γιά ἀνάλογη ἀντιμετώπιση ἀπό τόν
ἄρρωστο: «μνησθείη ὑμῶν ἡ ἀγάπη· κἀγὼ ἤθελον συγκοπιάσαι ὑμῖν, ἀλλ' ἡ
ἀσθένειά μου ἐμποδίζει με», ὥστε νά μήν ὑπάρξει ἔρεισμα μετέπειτα διένεξης
ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς62·
Σέ ἄλλη διήγηση Γέροντας ἄρρωστος, ζητάει ἀπό ἀδελφό νά μεσολαβήσει γιά νά
συμφιλιωθεῖ μέ ἄλλο Γέροντα πού εἶναι σέ ἔχθρα. Τό τέχνασμα τῆς ἀνταλλαγῆς
φρούτων ὡς δῶρα μεταξύ τῶν εὑρισκομένων σέ διένεξη, ἀποτελεῖ καί τή βάση τῆς
συνένωσής τους: «καὶ ἐφιλιώθησαν οἱ γέροντες διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς
τοῦ ἀδελφοῦ συνέσεως, ὃς συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην διὰ τῶν τριῶν σύκων
καὶ ὀλίγων συκαμίνων, καὶ οὐκ ἔγνωσαν οἱ γέροντες, τί ἐποίησεν ὁ ἀδελφός.»63.

γ΄. Ὁ συμβουλευόμενος

Ἡ ἀναζήτηση καί ἐπιλογή πνευματικοῦ πρέπει νά γίνει πολύ προσεκτικά μέ


ἐπιμονή καί ὑπομονή. Γιά νά ἔχει κάποιος σωστό κριτήριο ἐπιλογῆς πρέπει νά
βρίσκεται σέ συνεχή πνευματικό ἀγώνα: «Πρὸς τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ στραφῇ
πρωτίστως πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπον καὶ νὰ γνωρίσῃ ἑαυτόν, διότι ὁ γνωρίζων

60
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.606.
61
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.154.
62
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.554.
63
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.555.
413

ἑαυτὸν δύναται νὰ γνωρίσῃ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀντιθέτως ὁ ἀγνοῶν ἑαυτὸν


ὁμοιάζει πρὸς τυφλὸν μὴ δυνάμενον νὰ διακρίνῃ μεταξύ τυφλοῦ ἢ βλέποντος, ἤτοι
μεταξὺ γνησίου καὶ μὴ γνησίου πνευματικοῦ πατρός.» 64. Ὁ συμβουλευόμενος μετά
τήν ἀναζήτηση καί τήν ἐπιλογή τοῦ συμβούλου του, ὀφείλει μέ εἰλικρίνεια νά
ἐκθέτει σ' αὐτόν ὅτι ἀφορᾶ στή σωματική καί ψυχική του κατάσταση, νά τόν
ὑπακούει γιά ὅσα τοῦ ὑποδεικνύει, νά τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη, νά τόν ἀγαπᾶ καί νά
τόν τιμᾶ. Ἐνεργώντας μ' αὐτό τόν τρόπο πέρα ἴσως ἀπό τήν προσωπική του
τελείωση ἴσως ἀναδειχθεῖ κι αὐτός ἐν καιρῷ σύμβουλος ἱκανός να καθοδηγήσει
καί να διαφωτίσει.
Ἡ προαίρεση, δηλ. τό νά θέλει κάποιος τή βοήθεια, συμβουλή, νουθεσία γιά κάτι
πραγματικά καί ὄχι γιά λόγους δευτερεύοντες ἤ περιεργείας, ἀποτελεῖ ἀκόμη μία
παράμετρο τῆς ὀρθῆς συμβουλευτικῆς. Ὁ θετικός ἤ ἀρνητικός ρόλος τῆς
προαίρεσης σέ ὁποιαδήποτε σκέψη σκιαγραφεῖται ἀπό τόν ἀββά Θεόδωρο Φέρμης:
«Ὁ θέλων ὠφεληθῆναι ὠφεληθῇ· ὁ θέλων σκανδαλισθῆναι, σκανδαλισθῇ, ἐγὼ δὲ
ὡς δ' ἂν εὑρεθῶ οὕτως ἀπαντῶ.»65.
Ὁ ἀββᾶς Μάρκος λέει: «...προηγουμένως γνώσεως καὶ μαθήσεως ἐπιμελητέον διὰ
τῆς ἀδιαλείπτου ἐν αὐτῷ τῶν λογισμῶν ἐρεύνης καὶ πολλῆς μερίμνης περὶ
σωτηρίας, καὶ ἐρωτήσεως τῶν ὁμοφρόνων καὶ συμψύχων δούλων τοῦ Θεοῦ, καὶ
τὸν αὐτὸν ἀγῶνα ἀγωνιζομένων, ἵνα μὴ ἀγνοῶν ποῦ καὶ πῶς περιπατεῖ, ἐν σκότει
ἄνευ φωτὸς λύχνου ὁδεύῃ.»66.
Ἀπό τήν ἄλλη ἡ συχνή ἐρώτηση στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀπό τά χείλη τοῦ
ἔχοντος ἀνάγκη ἀνθρώπου «ἔνι μετάνοια ἀββᾶ;» ἀποδεικνύει καί περιγράφει τή
συναισθηματική φόρτιση καί ἀγωνία τοῦ ἁμαρτωλοῦ (ἀσθενῆ, πάσχοντος)67.
Στήν ἑπόμενη ψυχωφελή διήγηση68 διαπιστώνονται τά στάδια μέχρι τελικῆς
συνειδησιακῆς συγκατάβασης γιά ἐπίσκεψη στόν εἰδικό καί ἀναζήτηση βοηθείας:
α) Ἀναποφασιστικότητα: Ὁ Γέροντας πού πολεμεῖτο ἀπό λογισμό ἤξερε ὅτι ὁ
ἀββᾶς Ζήνων θά μποροῦσε νά τόν θεραπεύσει (ἀφοῦ ἦταν γνωστό ὅτι θεράπευε

64
Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ, λόγος ∆’, Περί ὑπακοῆς, παρ. ζ’, σ.39· πρβλ. Β. Χριστοφορίδου, Πνευματική
πατρότης κατά Συμεών τόν Νέον Θεολόγον, σ. 118-138.
65
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κη’, σ.41.
66
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.237.
67
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.54.
68
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.266.
414

παρόμοιες περιπτώσεις)· ὁ σατανᾶς ὅμως τόν ἐμποδίζει νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά


ἐξομολογηθεῖ τούς λογισμούς του. Ἡ μέθοδος τοῦ σατανᾶ στοιχειοθετεῖται ἀπό τό
νά μιλάει στόν πολεμούμενο μέ ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα: «...ἐπειδὴ οἶδας τί
ὀφείλεις ποιῆσαι, χρῆσαι ὡς ἀναγινώσκεις· καὶ τὶ ὑπάγεις καὶ περικόπτεις τὸν
γέροντα;»
β) Ψυχολογικές μεταπτώσεις (πισωγυρίσματα): Ὁ πολεμούμενος ὅταν ἔπαιρνε
τήν ἀπόφαση νά μήν μεταβεῖ στόν Γέροντα κυριεύονταν πάλι ἀπό τό πάθος· κι ὅταν
πολλές φορές πήγαινε, δέν τοῦ ἐξομολογεῖτο ἀπό ντροπή τούς λογισμούς του.
γ) Ὁ ρόλος τῆς προσωπικότητας τοῦ συμβούλου: Ὁ πολεμούμενος λυπᾶται τόν
ἴδιο του τόν ἑαυτό καί παίρνωντας θάρρος ἀπό παρόμοιες καταστάσεις πού
θεράπευσε ὁ Γέρων ἀποφασίζει νά μιλήσει.
Ἡ ἐμπιστοσύνη στήν καθοδηγητική θεραπεία τοῦ συμβούλου θεωρεῖται
ἀπαραίτητη. Τό «ὁδήγησόν με» πού λέει ἡ μεταστραφεῖσα πόρνη στόν ἀββά
Σεραπίωνα εἶναι δηλωτικό αὐτῆς69. Ὀφείλει κάποιος νά μαθαίνει ν' ἀκούει, νά
σέβεται καί νά ὑπολογίζει τά λόγια τοῦ ἄλλου, ὅταν εἶναι μέ καλοπροαίρετη
διάθεση, ὅπως αὐτή ἑνός δασκάλου-συμβούλου: «ἐὰν οὖν θέλῃς ταπεινός εἶναι, τὰ
παρ' ἄλλων ἐπαγόμενά σοι μάθε φέρειν γενναίως, καὶ μὴ ρήματα ἀργὰ κάτεχε
σεαυτῷ·»70.
Ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν σύμβουλο ἀπειλεῖται:
α) Ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἀπειρία τοῦ συμβουλευόμενου νά διαγνώσει τά
κίνητρα τῶν πράξεων ἤ τῶν ἐπιλογῶν τοῦ Γέροντα. Ὅταν ὁ Γέρων συγκαταβαίνει
στά ἀνθρώπινα πάθη, ἄς μή λησμονεῖται ἡ Παύλειος ἀρχή: «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ
πάντα ἵνα πάντως τινὰς σώσω»71. Οἱ Κατηχήσεις ἐπισημαίνουν: «Ἐὰν ἴδης μετὰ
πορνῶν καὶ τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν συνεσθίοντα, μηδὲν λογίσῃ ἐμπαθὲς καὶ
ἀνθρώπινον, ἀλλ' ἀπαθῆ πάντα καὶ ἅγια καὶ τὸ τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα
πάντως τινὰς κερδήσω, κατὰ νοῦν λογίζου βλέπων αὐτὸν τοῖς ἀνθρωπίνοις
συγκαταβαίνοντα πάθεσιν. Ἀλλὰ μηδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς βλέπων τούτους πιστεύσης
τὸ σύνολον· πλανῶνται γὰρ καὶ οὗτοι ὡς ἔργῳ μεμάθηκα.»72.

69
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.118.
70
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.118.
71
Α’ Κοριν. 9,22.
72
Κατηχ. 20, 80-87.
415

β) Ἀπό συκοφαντίες προερχόμενες ἀπό φθόνο ἤ κακόβουλη προαίρεση.


γ) Ἀπό ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ἤ πιθανές πτώσεις τοῦ συμβούλου. Στή συν-
πόρευση περικλείεται καί ἡ ἀμοιβαιότητα σέ σχέση Γέροντα-μαθητή· καί ὁ μαθητής
καλεῖται μερικές φορές μέ τήν ταπεινή του ὑπομονή καί ἀγάπη νά συμβάλλει στήν
μετάνοια καί πνευματική πρόοδο τοῦ πνευματικοῦ73.
Οἱ προϋποθέσεις τοῦ συμβουλευόμενου ἀποκωδικοποιοῦνται μέσα ἀπό τούς
διαλόγους τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων:
α) ∆ύο ἀδελφοί μέ λογισμούς ἀναφέρονται στόν ἴδιο Γέροντα, τόν ἀββά
Ζήνωνα, καί ὁ ἕνας θεραπεύεται ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι. Ὀφείλεται στό ὅτι ὁ ἕνας ζητάει
ἀπαλλαγή ἀπό λογισμούς: «μετὰ πόνου καὶ ἐξ' ὅλης καρδίας», ἐνῶ ὁ ἄλλος: «ὁ
ἀμελῶς ἐξαγγέλλων ἢ πειράζων, οὐ μόνον ὠφελεῖται ἀλλὰ καὶ κατακρίνεται»74.
β) Ὁ εἰδικός πρέπει νά εἶναι καταξιωμένος στό χῶρο του. Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ
τονίζει: «...μὴ παντὶ ἀνθρώπῳ ἔκφαινέ σου τοὺς λογισμούς, ἀλλ' οἷς ἐὰν δοκιμά-
σης, ὅτι πνευματικοί εἰσι, μὴ προσέχων σχήματι ἢ πολιαῖς.»75. ∆ιήγηση ἀναφέρει
γιά μοναχό πού ἔχει ἀνάγκη συμβουλῆς: «Ἀπερχόμενος δὲ ἐνεθυμήθη ἀπελθεῖν
καὶ πρὸς τὸν Ἀββᾶν Σιλουανόν, ὄντα μέγαν διακριτικόν, καὶ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ τὸν
λογισμὸν ἐκεῖνον·»76.
γ) Ἡ πρόληψη σημαίνει ἀσφάλεια. Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας λέει: «Ἐὰν ἐρωτᾷς γέροντας
περὶ λογισμῶν σου, μὴ μετὰ τὸ ποιῆσαι ἐρωτήσῃς, ἀλλ' εἰπὲ ὃ πολεμεῖ σοι ἐπὶ τοῦ
παρόντος· ... εἰπὲ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἑτοίμασον ἑαυτὸν, ἵνα ὃ ἐὰν εἴπωσί σοι
ποιήσῃς»77. Ἕνας Γέροντας συμβουλεύει: «...ἐὰν ὀχλῶσί σοι ρυπαροὶ λογισμοί, μὴ
κρύψης αὐτούς, ἀλλ' εὐθέως εἰπὲ αὐτοὺς τῷ πνευματικῷ σου Πατρί καὶ ἔλεγξον
αὐτούς· ὅσον γὰρ κρύβει ἄνθρωπος τοὺς λογισμοὺς αὐτοῦ, τοσοῦτον πληθύνονται
καὶ λαμβάνουσιν δύναμιν·»78.
δ) Ἀλλά καί στή περίπτωση πού ἔχει γίνει ὁ λογισμός πράξη, πρέπει νά συνει-
δητοποιήσει ὁ συμβουλευόμενος ὅτι ἡ ἐλλιπής ἐνημέρωση ὁδηγεῖ σέ λανθασμένα

73
πρβλ. Βαρ. Γιαννακοπούλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική, σ.81-83.
74
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.285.
75
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.287.
76
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.285.
77
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.289.
78
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.268.
416

συμπεράσματα: «καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ τὴν πρᾶξιν, ἀλλὰ μόνον τὸν λογισμόν.»79.
Κάθε πάθηση ἔχει ἰδιαίτερη θεραπευτική ἀγωγή. Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ καί προϋπόθεση
γιά τήν θεραπεία ἡ ἀκριβής καί εἰλικρινής περιγραφή τῆς παθήσεως στόν θεράπο-
ντα. Ἀββᾶς προτρέπει: «...πές μου μὲ εἰλικρίνεια τὶς πράξεις σου, γιὰ νὰ προσφέρω
κι ἐγὼ τ' ἀνάλογα ἐπιτίμια. Γιατὶ ἀλλιῶς θεραπεύεται ὁ πόρνος καὶ διαφορετικὰ ὁ
φονιὰς κι ἀλλιῶς ὁ μάγος κι ἄλλο εἶναι τοῦ πλεονέκτη τὸ βοήθημα.»80.
ε) Ἡ ἀμοιβαία διάθεση συνεργασίας καί ἐμπιστοσύνης θεωρεῖται δεδομένη. Ὁ
συμβουλευόμενος πρέπει: «καὶ ταῖς αὐτοῦ θεραπείαις μὴ ἀντιλέγειν, ἀλλ' εὐχαρί-
στως δέχεσθαι ταύτας.»81.
στ) Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος τονίζει ὅτι ὁ συμβουλευόμενος πρέπει νά εἶναι σέ
θέση νά κρίνει αὐτά πού τοῦ δίνονται καί νά τά διαχειρίζεται πρός τό συμφέρον
του, κάνοντας συγχρόνως μία διαβάθμιση τῶν ἐννοιῶν συμβουλή καί ἐντολή: «οὐ
πάσας, ἀλλὰ τὰς κατ' ἐντολὴν αὐτῷ παρεχομένας· ἄλλο γάρ ἐστιν ἁπλῆ κατὰ Θεὸν
συμβουλή, καὶ ἄλλο ἐντολή· ἡ μὲν γὰρ συμβουλή, νουθεσία ἐστὶ χωρὶς ἀνάγκης,
δεικνύουσα τῷ ἀνθρώπῳ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῆς ζωῆς· ἡ δὲ ἐντολή, ὡς ζυγὸς
ἐπιτίθεται, καὶ ἀπαραίτητον ἀπαιτεῖ τὴν βασταγὴν καὶ ἐργασίαν... ἐὰν δὲ μὴ θελήσῃς
ποιῆσαι ὃ ἤκουσας (σέ θέμα συμβουλῆς), οὐκ ἔδοξας μὲν παραβαίνειν ἐντολήν,
οὐδὲ γὰρ κατὰ ἐντολὴν αὐτὸ ἔλαβες, ἀλλ' ἔδοξέ σοι παριδεῖν τὸ συμφέρον·»82.
Οἱ συμβουλές καί οἱ διδασκαλίες πρέπει ἀπό τόν μαθητευόμενο νά ἀποκωδικο-
ποιοῦνται μέ κριτήρια ἀντικειμενικά καί κριτικό πνεῦμα καί ὄχι ὑποκειμενικά βάσει
τῶν μέτρων τοῦ καθενός. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα Σαρματᾶ: «ὅτε πεινᾶς φάγε· ὅτε
διψᾶς, πίε· ὅτε νυστάζεις κοιμῶ» δέν εἶναι κυριολεκτική, ἀλλά: «ὅταν πεινᾶς τόνῳ
καὶ διψήσῃς ἕως μηκέτι δυνηθῆς, φάγε τότε καὶ πίε· καὶ ὅταν ἀγρυπνήσῃς πάνυ πολὺ
καὶ νυστάξης, κοιμῶ·»83.
ζ) Ὁ συμβουλευόμενος πρέπει νά συγκεκριμενοποιεῖ τό πρόβλημά του: «οὐ χρὴ
περὶ πάντων ἐρωτᾶν τῶν φυομένων λογισμῶν· παρερχόμενοι γάρ εἰσι· ἀλλὰ περὶ
τῶν μενόντων καὶ πολεμούντων·»84.

79
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.285.
80
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.78, σ.86.
81
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.292.
82
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.297.
83
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.117.
84
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ. 310.
417

η) Ὁ συμβουλευόμενος δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε αὐστηρός μέ τόν ἑαυτό του


οὔτε ὅμως καί ἐπιεικής. Ἄν λάβει ἐντολή, πού εἶναι ἀντίστοιχο τῆς θεραπείας του
καί τήν παραβεῖ νά μήν ἀπελπισθεῖ καί τήν καταργήσει, ἀλλά νά θυμηθεῖ ὅτι: «Ὁ
δίκαιος ἑπτάκις τῆς ἡμέρας πίπτει καὶ ἐγείρεται»85· κάθετι πού μέ τήν παράβαση
καταργεῖται, ἀναδεικνύεται καί πάλι ἰσχυρό μέ τήν μετάνοια86.
θ) Προτείνεται νά μήν παραμελοῦνται τά μικρά ἀτοπήματα γιατί μποροῦν νά
ἐξελιχτοῦν σέ μεγάλα. Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος λέει: «...μηδὲ ἐπὶ τοῖς δοκοῦσι
μικροῖς πράγμασι καταφρονήσης τῆς ἐντολῆς, ἀλλά κἂν γένηταί τις ἐν αὐτοῖς
ἀμέλεια, σπούδασον διορθώσασθαι, εἰδὼς ὡς ἀπὸ τῆς εἰς τὰ μικρὰ ραθυμίας,
ἔρχεταί τις ἐπὶ τὰ μεγάλα σφάλματα.»87.
ι) Νά ζητάει κάποιος πάντα νά μαθαίνει τό ὀρθόν· γιατί ἄν δέν τό γνωρίζει καί
ἁμαρτήσει, δέν θά μπορεῖ νά καταδικάσει τόν ἑαυτό του ὡς πταίοντα, μέ συνέπεια
τά πάθη του νά μένουν ἀθεράπευτα88.
κ) Γι' αὐτό δέν πρέπει ὁ συμβουλευόμενος νά ἀλλάζει τόν Γέροντα-σύμβουλο
του: «...οὐκ ὀφείλει τίς ποτε ἀλλάξαι τὸν ἐρωτώμενον ἅγιον, ἀλλ' αὐτὸν πάλιν
ἐρωτᾶν, εἴ ποτε χρεία γένηται, ἵνα ἀλλάξῃ ὁ Θεὸς τὴν ἀπόκρισιν, προφάσεως
γενομένης, καὶ γίνεται δι' αὐτοῦ, ἵνα μὴ εὑρεθῆ σκάνδαλον.»89.
Στήν παρακάτω διήγηση αὐτό γίνεται ξεκάθαρο: «Ἠρώτησέ τις τὸν ἀββᾶν Ἰωάν-
νην περὶ πραγματος. Καὶ λαβὼν ἀπόκρισιν, ἔπεμψε περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος ἐρω-
τῶν τὸν ἀββᾶν Βαρσανούφιον, μὴ εἰπὼν ὅτι ἤδη ἠρώτησε τὸν ἄλλον Γέροντα περὶ
αὐτοῦ· καὶ ἀπεκρίθη ὁ Γέρων· καθὼς εἶπέ σοι ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννης ποίησον· καὶ
πάλιν μετά τινα χρόνον συνέβη τὸν αὐτὸν ἀδελφὸν ἐρωτῆσαι τίποτε τὸν ἀββᾶν
Ἰωάννην καὶ ἀκούσας τὴν ἀπόκρισιν, ἔπεμψε ἐρωτῶν τὰ αὐτὰ τὸν ἀββᾶν Βαρσανού-
φιον. Ὁ δὲ Γέρων ἐδήλωσεν αὐτῷ λέγων: Ἀρκεῖ σοι λοιπόν· ὁ Θεὸς Βαρσανου-
φίου καὶ Ἰωάννου εἷς ἐστι. Καὶ οὐκ ἔτι προσέθηκεν ἐκεῖνος τοὺς δύο ἐρωτῆσαι ποτὲ
περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἀρκούμενος τῇ τοῦ ἑνὸς ἀποκρίσει.»90.

85
Παροιμ. κδ’,16.
86
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ.298.
87
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ.298.
88
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ.299.
89
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βαρσανουφίου, τ.1, σ.296.
90
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ.Β’, σκδ’, σ.17.
418

Συναντήθηκαν περιπτώσεις ψυχωφελῶν διηγήσεων, ὅπου ὁ συμβουλευόμενος


ζητάει καί δεύτερη καί τρίτη γνώμη· δέν ἀφήνεται νά οἰκοδομηθεῖ στήν ἀρχική
ἀπάντηση. Μοναχός: «...ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἀββᾶν Παφνούτιο καὶ ἀνήγγειλεν
αὐτῷ τὸν λογισμόν·... καὶ μὴ πεισθῆς αὐτῷ, ἦλθε δὲ καὶ πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ἰωάννην
καὶ ἀνήγγειλε τὰ ρήματα τοῦ Ἀββᾶ Παφνουτίου... καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν
Ἀββᾶν Ἀρσένιον καὶ ἀνήγγειλεν αὐτῷ πάντα· καὶ λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· κράτει ὡς
οἱ πατέρες σοι εἶπον· πλεῖον γάρ τούτων, οὐκ ἔχω σοί τι εἰπεῖν·»91.
Ἡ ἀνθρώπινη ἀνασφάλεια καί καχυποψία πού διακατέχει τόν συμβουλευόμενο, τόν
ὁδηγεῖ στό νά προτιμᾶ νά ἐκμηστηρευθεῖ καί νά συμβουλευθεῖ γιά τό πρόβλημά του
μακριά, ἀπό τόν τόπο του. Ὁ ἀββᾶς Συμεών ὁ Στυλίτης συμβουλεύει δαιμονισμένο
μοναχό πού ἦρθε κοντά του γιά βοήθεια: «Ἀπορῶ ἀδελφέ, μὲ τὸν τόσο κόπο ποὺ
ἔκανες καὶ τὸν τόσο δρόμο ποὺ διάνυσες... ἐνῶ ἔχεις τέτοιους πατέρες στὴ λαύρα
σου. Πήγαινε λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἀνδρέα καὶ βάλε του μετάνοια νὰ προσευχηθεῖ
γιὰ σένα κι ἀμέσως θεραπεύεσαι.»92.
Οἱ ἐπισκέψεις στούς Γέροντες, πού τίς ἐπεδίωκαν ὄχι μόνο οἱ ψυχικά ἀσθενεῖς
ἀλλά καί οἱ ὑγιεῖς, ἔχουν σά στόχο τους τήν παραμυθία-παρηγοριά καί τή θεραπεία
τῶν ψυχῶν. Γι' αὐτό τό λόγο ὀνομάζονται καί ποιμαντικές. Ὁ Παλλάδιος τονίζει
ὅτι: «καλὸν τὸ παραβάλλειν γέρουσιν ἢ τὸ ἡσυχάζειν», καθώς: «δεῖ μεταδιώκειν
τὰς τῶν ὁσίων ἀνδρῶν συντυχίας, ἵνα διὰ τούτων καθάπερ λεπτόγραφον βιβλίον
δυνηθῇ τις ἰδεῖν καὶ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν, καὶ διὰ τῆς ἀντιπαραθέσεως τὴν ραθυμίαν
ἢ τὴν ἐπιμέλειαν ἑαυτοῦ ἐπιγνῷ». Εἶναι πολλές οἱ ἐκδηλώσεις τῶν ἐναρέτων πού
μαρτυροῦν τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους, ὅπως τό χρῶμα τῶν προσώπων τους
κατά τήν Θεόν πολιτεία, ὁ στολισμός τοῦ φορέματος, ἡ ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρα, τό
ταπεινό κατά τίς συζητήσεις, ἡ ἔλλειψη φιλοπερίεργης διάθεσης ἀπό τούς λόγους,
ἡ σύνεση τῶν νοημάτων καί ἡ εὐλάβεια τῶν τρόπων πού ἐγχαράσσουν στίς ψυχές
ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς93. Παραδειγματικά ἀναφέρονται περιπτώσεις διηγήσε-
ων μέ ποιμαντικές ἐπισκέψεις σέ Γέροντες:

91
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Παφνουτίου, δ’, σ.106.
92
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.117, σ.131.
93
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.232.
419

Ὁ Μωσῆς ὁ Αἰθίοψ: «παραγενόμενος οὖν πρὸς τὸν μέγαν Ἰσίδωρον τὸν ἐν τῇ


σκήτει ἀνήνεγκε τὰ τοῦ πολέμου... Πάλιν παρέβαλεν ἄλλῳ τινὶ τῶν ἁγίων καὶ λέει
αὐτῷ· 'Τί ποιήσω...»94.
Ἡ Μελανία κόρη ὑπάτου, χήρα ἀξιωματούχου: «...εἰσῆλθεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Νιτρίας,
τοῖς πατράσι περιτυγχάνουσα τοῖς περὶ Παμβώ καὶ Ἀρσίσιον καὶ Σαραπίωνα τὸν
μέγαν... Καὶ ἐχρόνισε παρ’ αὐτοῖς ἕως ἥμισυ ἔτους ἀνὰ τὴν ἔρημον κυκλεύουσα καὶ
ἱστοροῦσα πάντας τοὺς ἁγίους»95.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁμολογεῖ: «ὅταν ἥμουν νεότερος ποθοῦσα νά πηγαίνω στούς
μεγάλους καί ὀνομαστούς γέροντες γιά νά παίρνω εὐλογία καί ὠφέλεια ἀπ'
αὐτούς»96.
Ὑπάρχουν δέ περιπτώσεις ὅπου, ὅταν κάποιος ἔχει ἀνάγκη συμβουλῆς καί δέν
μπορεῖ ὁ ἴδιος νά ἐπισκεφθεῖ τόν Γέροντα, νά τό πράττει μέσῳ ἀντιπροσώπου:
Γέροντας ζητᾶ ἀπό ἄλλον Γέροντα νά κάνει ἐρώτηση στόν ἀββά ἀντ' αὐτοῦ, ἐπειδή
εἶναι τυφλός97.

δ΄. Ἡ συμβουλευτική διαδικασία.

Γιά τόν Ρότζερς τό μόνο ἔμφυτο στόν ἄνθρωπο ἔνστικτο, ἐκτός ἀπό τήν
ἱκανοποίηση τῶν βιολογικῶν του ἀναγκῶν εἶναι ἡ ὁρμή του πρός τήν
αὐτοπραγμάτωση· ἀντανακλᾶ τήν ἀνάγκη του ν' ἀναπτυχθεῖ καί νά ἐπεκτείνει τήν
ἐμπειρία του μέ περιπλοκότερους καί δημιουργικότερους τρόπους καθώς ὡριμάζει.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀτόμου δημιουργεῖται ἀπό τίς ἀντιλήψεις τῆς πραγματικότητας
πού ἐπηρεάζει τή συμπεριφορά του, ἀλλά δέν εἶναι κατ' ἀνάγκη αὐτό πού εἶναι
ἀλήθεια, ἀλλά «αὐτό πού νομίζει ὅτι εἶναι ἀλήθεια». Ἔτσι ὁρμᾶται νά πραγματώσει
τόν ἑαυτό του σύμφωνα μέ τήν παραγματικότητα πού ἀντιλαμβάνεται καί ἐπειδή
ὑπάρχει μία ποικιλία τρόπων συμπεριφορᾶς, τό ἄτομο εἶναι ἐλεύθερο νά διαλέξει
ἀνάμεσα σέ ἐναλλακτικές λύσεις καί συνέπειες πού εἶναι προσιτές στήν ἀντίληψή
του. Ὅταν μία ἐμπειρία ἐκτιμηθεῖ σέ ἀλληλοεπίδραση μέ τό περιβάλλον σάν
κατάλληλη (θετική ἐκτίμηση), τό ἄτομο τείνει νά τήν ξαναεπιδιώξει· ἐνῶ ἄν ἐκτιμηθεῖ

94
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 122.
95
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 14.
96
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.137, σ.151.
97
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.96, σ.106.
420

σάν ἀκατάλληλη (ἀρνητική ἐκτίμηση), δέν πρόκειται νά τήν ξαναεπιδιώξει καί θ'
ἀποφύγει τίς μορφές συμπεριφορᾶς πού συνδέονται μαζί της.
Ὅταν οἱ αὐτοεμπειρίες γίνονται πηγές ἀρνητικῆς αὐτοεκτίμησης, ἔρχονται σέ
σύγκρουση μέ τήν ἀνάγκη τοῦ ἀτόμου γιά θετική αὐτοεκτίμηση καί τότε
ἀναπτύσσονται συνθῆκες ἀξίας πού ἀποτελοῦν προστατευτικούς μηχανισμούς τῆς
αὐτοπραγμάτωσης. Ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα στήν αὐτοεμπειρία πού ἔχει ἐσωτερικά
κίνητρα, καί στίς ἐξωτερικά ἀποκτημένες συνθῆκες ἀξίας (ἀποκτήθηκαν ἀπό τήν
ἀρνητική ἐκτίμηση τῶν ἄλλων μέσα στήν κοινωνία), ὁδηγοῦν στήν ἐμπειρία τοῦ
ἄγχους πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀντίδραση καί ἡ ἀντίσταση98 τοῦ ἀτόμου
στήν ἀπειλή νά ἐπικρατήσουν οἱ ἀληθινές αὐτοπραγματωτικές ἐμπειρίες πάνω στίς
παραμορφωμένες καί νά συμβολιστοῦν μέ ἀκρίβεια στή συνείδησή του99.
Ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἐγώ100 νά ἐλέγχει τήν ἔκφραση τῶν ὁρμῶν τοῦ Ἐκείνου καί ἡ
κριτική πού δέχεται ἀπό τό Ὑπερεγώ, ὁδηγοῦν συχνά σέ συμπτώματα ἄγχους στόν
ἄνθρωπο· γιά ν' ἀποφευχθοῦν ἀναπτύσσονται διάφοροι μηχανισμοί πού βοηθοῦν
στό ν' ἀποκατασταθεῖ ἡ ἰσορροπία μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν ἐπιπέδων τῆς προσωπι-
κότητας, πού ἀποκαλοῦνται μηχανισμοί ἄμυνας101.

98
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ.113· ἀντιστάσεις εἶναι ὅλες οἱ
ἐσωτερικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνθίστανται στό νά γίνουν συνειδητές οἱ ἀσυνείδητες
σκέψεις καί ἐπιθυμίες του· γιά νά ξεπεραστοῦν αὐτές οἱ καταστάσεις πού δημιουργοῦν ἐνοχές,
ἄγχος, ντροπή, ὁ ψυχοθεραπευτής θά χρησιμοποιήσει (τεχνικές) ὅπως τή κατά πρόσωπο
ἀντιμετώπιση, τή διευκρίνηση, τήν ἑρμηνεία καί τή θεραπευτική ἐπεξεγασία.
99
Τ. Κίρναν, Ψυχοθεραπεία. Θεωρίες καί πρακτικές ἀπό τόν Φρόυντ μέχρι σήμερα, ἐκδ. Ἐπίκουρος,
Ἀθήνα 1977, σ. 219-223.
100
Γιά τό Ἐγώ, Ἐκεῖνο, Ὑπερεγώ βλ. Γ. Κρουσταλλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση πορεία ζωῆς. Θεωρία καί
πράξη τῆς ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου, Ἀθήνα 20046, σ. 223-232· Σ. Φρόϋντ, Εἰσαγωγή στήν
Ψυχανάλυση, ἐκδ. Γκοβόστης, μτφρ. Α. Πάγκαλος, χχ.· Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία,
σ. 582-586.
101
Γνωστοί μηχανισμοί ἄμυνας εἶναι:
Ἐκλογίκευση ἤ αὐτοδικαίωση: τό ἄτομο δίνει ἐσφαλμένες ἀλλά κοινωνικά ἀποδεκτές ἑρμηνεῖες
γιά νά δικαιολογήσει τήν ἀμφισβητήσιμη συμπεριφορά του.
Προβολή: τό ἄτομο κατηγορεῖ ἄλλους γιά προσωπικές ἀτέλειες ἤ ἀδυναμίες ἤ ἀποδίδει σέ
ἄλλους τίς μή-ἀποδεκτές προσωπικές του ἐπιθυμίες ἤ ὁρμές.
Παλινδρόμηση: γιά ἀποφυγή προβλημάτων ἤ γιά κερδίσει τή συμπάθεια τῶν ἄλλων ὁ ἄνθρωπος
ὑποχωρεῖ σέ προηγούμενη πιο παιδική συμπεριφορά.
Ἀπώθηση: προσπάθεια τοῦ Ἐγώ νά κρατήσει τίς ἀνεπιθύμητες παρορμήσεις τοῦ Ἐκείνου νά
φτάσουν στή συνείδηση. Ἡ ἀπώθηση διαφέρει ἀπό τήν καταστολή πού πρόκειται γιά συνειδητή
προσπάθεια τοῦ ἀτόμου νά ξεχάσει κάτι.
Ὑπεραναπλήρωση ἤ ἀντιδραστική συμπεριφορά: μετατροπή μιᾶς ἀνεπιθύμητης ὁρμῆς ἤ συμπερι-
φορᾶς στήν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετή της.
Μετουσίωση ἤ ὑποκατάσταση: ἕνα εἶδος μετάθεσης ὅπου μία μή ἀποδεκτή ὁρμή μετατρέπεται σέ
μία ἄλλη πού εἶναι δημιουργική καί κοινωνικά ἀποδεκτή.
421

Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ὁδηγεῖ τόν ἐρευνητή σέ κάποιες


διαπιστώσεις:
Ὁ Γέροντας-σύμβουλος ἀναγνωρίζει καί καθορίζει στόχους:
α) Στόχους διαδικασίας (process goals) πού συνδέονται μέ τήν ὕπαρξη
κατάλληλων συνθηκῶν ἤ προϋποθέσεων γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπιθυμητή ἀλλαγή
συμπεριφορᾶς. Ὁ συμβουλος προσπαθεῖ γιά τή δημιουργία μίας μή-ἀπειλητικῆς
ἀτμόσφαιρας καί τήν κατανόηση τῶν συναισθημάτων, προβλημάτων, ἀνησυχιῶν τοῦ
συμβουλευόμενου. Ὁ συμβουλευόμενος πάλι θά βοηθηθεῖ νά φτάσει στούς
τελικούς του στόχους μέσα ἀπό τούς διαδικαστικούς στόχους τῆς αὐτογνωσίας καί
αὐτο-αποκάλυψης.
Ἡ αὐτογνωσία συνίσταται στή γνωριμία καί ἐπίγνωση τῶν ἀντιδράσεων τοῦ
ἑαυτοῦ. Εἶναι ἡ γνώση πού ἔχει τό ἄτομο γιά τή συμπεριφορά του, τίς στάσεις, τίς
ἀξίες, τίς πεποιθήσεις καί τά συναισθήματά του. ∆έν βρίσκονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
στό ἴδιο ἐπίπεδο αὐτογνωσίας. Σημαντικό ρόλο παίζει ὁ ἀριθμός, ἡ ποιότητα, ἡ
ποικιλία καί ἡ διάρκεια τῆς ἐπικοινωνίας πού ἔχει κάθε ἄνθρωπος μέ τά ἄλλα
ἄτομα τοῦ περιβάλλοντός του. Γιά νά ἔχει κάποιος αὐτογνωσία πρέπει νά ἔχει καί
τήν ἐμπειρία τοῦ πῶς ἀντιδροῦν οἱ ἄλλοι μαζί του. Μπορεῖ νά πιστεύει πράγματα
γιά τόν ἑαυτό του πού μποροῦν νά ἐπιβεβαιωθοῦν ἤ ν' ἀπορριφθοῦν ἀπό τίς
ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων. Ἡ ἐπικοινωνία ἐπικυρώνει ἤ καταρρίπτει τή γνώση πού
πιστεύει ὅτι ἔχει κάποιος γιά τόν ἑαυτό του. Οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων δέν
ἐπικυρώνουν ἤ ἀπορρίπτουν, ἀλλά βοηθοῦν στή γνωριμία μέ τόν ἑαυτό.
Ἡ αὐτο-αποκάλυψη (ἐμπνευστής τοῦ ὅρου ὁ Jourard) εἶναι ἡ διαδικασία τῆς
ἀποκάλυψης πτυχῶν τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τόσο στόν ἴδιο του τόν

Μετάθεση: ἡ διαδικασία κατά τήν ὁποία ἡ συναισθηματική ἀξία πού ἔχει συνδεθεῖ μέ μία ἰδέα ἤ
ἕνα ἄτομο μεταφέρεται σέ μία ἄλλη ἰδέα ἤ ἄνθρωπο.
Ἄρνηση: ἡ ἄρνηση νά παραδεχθεῖ κανείς τήν πραγματικότητα.
Ταύτιση /ἐνδοβολή: τό ἄτομο ἀποκτᾶ ἕνα αὐξημένο αἴσθημα προσωπικῆς ἀξίας ταυτιζόμενο μέ
ἄλλα σημαντικά πρόσωπα ἤ καταστάσεις.
Ματαίωση: ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται ἤ πράττει μέ βάση μία ἀνεπιθύμητη ὁρμή προσπαθεῖ νἀ
ἀποζημιωθεῖ κάνοντας κάτι πού θά ἀποσβέσει τήν ἀνεπιθύμητη ὁρμή.
Ὀνειροπόληση ἤ φαντασίωση: ἀποφεύγοντας ἰδιαίτερα ὁ νέος τήν ἀνεπιθύμητη πραγματικότητα
δημιουργεῖ ἕναν προσωπικό ὀνειρώδη κόσμο στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σκηνοθετεῖ καταστάσεις
καί συνθέτει ἕνα προσωπικό ἰδανικό περιβάλλον πού ἀπομονώνεται γιά νά τό ἀπολαύσει. Πρβλ.
Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ.110-111· Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση,
σ.356-361· Ι.Σ. Μαρκαντώνη, Παραδόσεις Παιδαγωγικῆς Ψυχολογίας, σ.87-92· Ι.Ν. Παρασκευ-
όπουλου, Κλινική Ψυχολογία, Ἀθήνα 1988.
422

ἑαυτό ὅσο καί σέ ἄλλα ἄτομα τά ὁποῖα ἐμπιστεύεται. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν
τρόπων μέ τούς ὁποίους ἀντιδρᾶ σέ διάφορες καταστάσεις καί ἡ παροχή πληροφό-
ρησης γιά τό παρελθόν του πού σχετίζεται καί βοηθᾶ στήν κατανόηση τῆς τωρινῆς
συμπεριφορᾶς του. Τό νά αὐτο-αποκαλύπτεται κάποιος σημαίνει νά μοιράζεται μέ
ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο τό πῶς αἰσθάνεται γιά κάτι πού εἰπώθηκε ἤ ἔγινε. Στήν
συμβουλευτική ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ἡ αὐτο-αποκάλυψη τοῦ συμβούλου βοηθᾶ καί
παροτρύνει τόν συμβουλευόμενο στή δική του αὐτο-ἀποκάλυψη. ∆έν πρέπει ὅμως
νά γίνεται ἀδιάκριτα. Πρέπει νά γνωρίζει κανείς πού, πότε καί πόσο μπορεῖ νά
αὐτο-αποκαλυφθεῖ γιά νά μή γίνει εὐάλωτος σέ μερικούς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἀποκαλύπτει πολλά γιά τόν ἑαυτό του σέ πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα, χωρίς νά γνωρίζει καλά τόν συνομιλητή του, μπορεῖ καί νά τόν τρομάξει.
Οἱ διαπροσωπικές σχέσεις ἀναπτύσσονται σταδιακά καί σταδιακά ἀποκτιέται ἡ
ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη γιά αὐτο-αποκαλύψεις.
β) Στόχους ἔκβασης (outcome goals), δηλ. οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ζητᾶ
βοήθεια τό ἄτομο. Ἄν εἶναι ἀσαφεῖς θά πρέπει ν' ἀποσαφηνιστοῦν κι ἄν εἶναι
σαφεῖς θά πρέπει νά συμφωνήσουν ὅτι θά συνεργαστοῦν γιά νά τούς πετύχουν. Οἱ
στόχοι τῆς συμβουλευτικῆς ξεπηδοῦν μέσα ἀπό τήν ἐκτίμηση τοῦ προβλήματος τοῦ
ἀνθρώπου (διάγνωση)102.
Ὁ Γέροντας ἐπιλέγει συμβουλευτική τεχνική: τί εἴδους συμπεριφορά του θά
ἔχει τί εἴδους ἐπίδραση, σέ ποιό εἶδος συμβουλευόμενου καί σέ ποιό στάδιο τῆς
συμβουλευτικῆς διαδικασίας; Ἡ συμβουλευτική διαδικασία τελειώνει στίς περισ-
σότερες ψυχωφελεῖς διηγήσεις θετικά. Ὁ Γέροντας-σύμβουλος: α) προσπαθεῖ νά
ἐνισχύσει τίς νέες συμπεριφορές τοῦ συμβουλευόμενου· β) ἐπιδιώκει νά εἶναι
σίγουρος, πώς ὁ συμβουλευόμενος δέν ἔχει ἄλλα προβλήματα νά τόν
ἀπασχολοῦν σ' αὐτή τήν φάση· γ) βοηθάει τόν συμβουλευόμενο νά καταλάβει «πώς
ἡ πόρτα του εἶναι πάντοτε ἀνοιχτή». Ἡ συνεχιζόμενη παρακολούθηση ἀποτελεῖ ἕνα
τρόπο ἐκτίμησης του γιά τό ἄν οἱ στόχοι πού τέθηκαν σταθεροποιήθηκαν στή
διάρκεια τοῦ χρόνου.
Ἡ ἐπικοινωνία μέσῳ τῆς ὁμιλίας μπορεῖ νά εἶναι λεκτική, δηλ. φαινόμενα πού
ἀφοροῦν στόν προφορικό καί γραπτό λόγο καί ἐπικουρεῖται ἀπό συνοδευτικά

102
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ. 279-295.
423

φαινόμενα, ὅπως εἶναι οἱ δισταγμοί, οἱ σύντομες παύσεις, ἡ συναισθηματική ἔνταση


τοῦ τόνου, οἱ ἐπαναλήψεις λέξεων, ἡ χρήση ἀντωνυμιῶν πού δείχνουν ἐπίπεδο
οἰκειότητας τῶν ἐπικοινωνούντων· ἤ μή λεκτική πού περιλαμβάνει τήν ὅλη ἔκφραση
καί χρήση τοῦ σώματος καί τίς αἰσθήσεις γιά τή μετάδοση μηνυμάτων.
∆ιακρίνονται περιπτώσεις ὅπου ὁ ρόλος τοῦ Γέροντα-συμβούλου εἶναι: α)
θεραπευτικός ἤ ἀποκατάστασης, δηλ. βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους πού βιώνουν ἄμεσα
κάποια δυσκολία· β) προληπτικός, δηλ. προβλέπει, παρακάμπτει ἤ προλαμβάνει
δυσκολίες πού μποροῦν νά ἐμφανιστοῦν στό μέλλον· γ) ἐκπαιδευτικός καί
ἐξελικτικός, καθώς βοηθάει στήν ἀναμόρφωση τοῦ ἀτόμου μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες
του, πού θά βοηθήσουν νά ἀνακαλύψουν καί νά ἐκπληρώσουν τίς δυνατοτητές του
στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Χαρακτηριστικό τοῦ Γέροντα ἀποτελεῖ αὐτό πού
σήμερα οἱ σύγχρονες συμβουλευτικές-ψυχοθεραπευτικές θεωρίες ἀποκαλοῦν
ἐνσυναίσθηση, μή-κτητική ζεστασιά καί γνησιότητα τοῦ ψυχοθεραπευτῆ στή σχέση
του μέ τό θεραπευόμενο. Ὁ Rogers ἐνσυναίσθηση ὀνομάζει τό: «ν' ἀντιλαμβάνεται
κάποιος τό ἐσωτερικό πλαίσιο ἀναφορᾶς ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου μέ ἀκρίβεια, μέ τά
συναισθηματικά στοιχεῖα καί νοήματα πού ἐνυπάρχουν σ' αὐτό, σά νά ἦταν ὁ ἄλλος
ἄνθρωπος, χωρίς ὅμως νά ξεχάσει ποτέ τόν ὅρο ‘σάν’»103.
Ἡ συμβουλευτική διαδικασία ἀποτελεῖ τήν οὐσία, τή βασική ἑνότητα τῆς ὅλης
συμβουλευτικῆς προσπάθειας. Ὁ ὅρος «διαδικασία» ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς
διαδοχικῆς ἀλληλουχίας γεγονότων πού συμβαίνουν μέσα στό χρόνο. Μία
διαπροσωπική ἐπικοινωνία εἶναι ἀποτελεσματική ὅταν: α) εἶναι ἐνδο-ατομική, δηλ. ὁ
κάθε ἄνθρωπος δίνει λεκτικά καί μή λεκτικά μηνύματα πού βρίσκονται σε
συμφωνία μέ ὅσα νιώθει μέσα του καί β) εἶναι διαπροσωπική, δηλ. ἄν ὁ
παραλήπτης ἑρμηνεύει τό μήνυμα τοῦ ἀποστολέα μέ τόν τρόπο πού τό ἐννοοῦσε
ἐκεῖνος104.
Ὅσον ἀφορᾶ τούς συμβουλευόμενους πρέπει νά γίνει ἕνας διαχωρισμός
μεταξύ αὐτῶν πού ἀποζητοῦν ἀπό μόνοι τους καί μέ τή θέληση τους τή βοήθεια τοῦ
Γέροντα (ἡ προσωπική βούληση κάνει πιό εὔκολη τήν ἐπικοινωνία) καί ἐκείνων πού
παραπέμπονται σέ Γέροντες ἀπό ἄλλα ἄτομα πού ἐνοχλοῦνται ἀπό τή συμπεριφορά
τους (ἡ παραπομπή δυσχεραίνει τήν ἐπικοινωνία).

103
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ.327.
104
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ.287.
424

Ἀντίθετες στάσεις καί ἀξίες Γέροντα καί συμβουλευόμενου δυσκολεύουν τή


δημιουργία μιᾶς θετικῆς συμβουλευτικῆς σχέσης καί παρεμποδίζουν τή συμβουλευ-
τική διαδικασία. Τό θεμα εἶναι ὁ Γέροντας νά μήν ἐπιβάλει στόν συμβουλευόμενο
συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ἀξίες, ἀλλά νά τοῦ δίνει τήν ἐλευθερία νά ἐπιλέξει αὐτό
πού ὁ ἴδιος πιστεύει ὅτι εἶναι καλό γιά τόν ἑαυτό του105.

105
πρβλ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου, Συμβουλευτική Ψυχολογία, σ. 365- 376.
Στή σύγχρονη συμβουλευτική ψυχολογία οἱ Delaney καί Eisenberg ὁμαδοποίησαν τίς τεχνικές
σέ διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις βάσει τῶν ἀρχῶν πού διέπουν τήν ἀνθρώπινη
συμπεριφορά:
1) Οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν νέες συμπεριφορές ἀκολουθώντας τίς ὁδηγίες πού παίρνουν ἀπό
ἄλλα σημαντικά πρόσωπα ὅπως γονεῖς, δάσκαλοι. Τεχνικές: παράδοξη πρόθεση /πρβλ.
χλευασμός δαιμόνων ἀπό Γέροντες· ἄμεση διδασκαλία/πρβλ. ποιμαντικές ἐπισκέψεις στούς
Γέροντες· βιβλιοθεραπεία / πρβλ. ἀνάγνωση Γραφῶν, βίων ἁγίων.
2) Οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν νέες συμπεριφορές μιμούμενοι τή συμπεριφορά, τίς δοξασίες, τίς
ἀξίες καί τίς στάσεις ἄλλων σημαντικῶν προσώπων. Τεχνικές: μίμηση προτύπων, παιχνίδι
ρόλων/ πρβλ. ψυχωφελή διήγηση ὅπου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅταν ἦταν παιδί «παίζοντας» τόν
ἐπίσκοπο βάπτιζε κατηχουμένους (Λειμωνάριον, κεφ.197, σ. 229).
3) Οἱ ἐνδεχόμενες ἐνισχύσεις στό περιβάλλον ἑνός ἀνθρώπου ἐπηρεάζουν τή συμπεριφορά
του στό περιβάλλον αὐτό· μιά ἀλλαγή αὐτῶν τῶν πιθανῶν ἐνισχύσεων θά ἐπιφέρει κάποια
ἀλλαγή στή συμπεριφορά του.
α) τεχνική τῆς συντελεστικῆς ἐξάρτησης:
θετικές ἐνισχύσεις (ἔπαινος, δῶρο/ πρβλ. ψυχωφελή διήγηση πού ἀναφέρεται στό ἔργο τῶν
Σκητιωτῶν μοναχῶν: «αὕτη δέ ἦν ἡ ἐργασία τῶν Σκητιωτῶν, διδόναι προθυμίαν τοῖς
πολεμουμένοις· καί βιαζουμένους ἑαυτούς εἰς τό κερδῆσαι ἀλλήλους εἰς τό ἀγαθόν» (Τό
Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἰωάννη Κολοβοῦ, ιη’, σ.47) καί
ἀρνητικές ἐνισχύσεις (ἀφαίρεση δικαιωμάτων ἤ προνομίων, τιμωρίες /πρβλ. ἐπιτίμια Γερόντων)·
β) τεχνική βαθμιαίων προσεγγίσεων/ πρβλ. Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί
διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 593-597, Βίος Ἁγίου Ἀβραμίου (ἐξετάζεται ἐκτενέστερα πιό κάτω)·
γ) ἀπόσβεση συμπεριφορᾶς μέσῳ τῆς μή-ἐνίσχυσης/πρβλ. ψυχωφελή διήγηση ὅπου ὁ ἀββᾶς
Ποιμήν στά μέρη τῆς Αἰγύπτου, γνωρίζει ὅτι δίπλα του διέμενε ἀδελφός ἔχων συνείσακτον
γυναίκα καί οὐδέποτε τόν ἤλεγξε γιά τήν παράβαση αὐτή· ὅταν δέ γέννησε ἡ γυναίκα ἔστειλε
καί δῶρο ἀγάπης κνίδιον οἴνου πού ἔγινε ἀφορμή μετάνοιας καί σωφρονισμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ·
(Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.2 σ.58).
4) Μερικοί ἄνθρωποι μαθαίνουν νά λειτουργοῦν πιό ἀποτελεσματικά ἀποκτώντας ἐπίγνωση τοῦ
ἑαυτοῦ τους καί τοῦ περιβάλλοντός τους (προσωποκεντρική προσέγγιση τοῦ Rogers)/ πρβλ. τήν
κάθε μορφή διαλόγου μεταξύ Γέροντος καί συμβουλευομένου/μαθητευόμενου στίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις πού ἀποσκοπεῖ στήν οἰκοδόμηση ἐπίγνωσης «ἑαυτοῦ καί περιβάλλοντος».
5) Μερικοί ἄνθρωποι μαθαίνουν νά λειτουργοῦν πιό ἐποικοδομητικά υἱοθετώντας μία
συγκεκριμένη μέθοδο λήψης ἀποφάσεων (ἀναγνώριση προβλήματος, καθορισμός στόχων,
περιγραφή ὑπαρχουσῶν καταστάσεων πού συνδέονται μέ τό πρόβλημα, παραγωγή ὅλων τῶν
πιθανῶν ἐναλλακτικῶν λύσεων καί ἀξιολόγησή τους, πρόβλεψη ὅλων τῶν δυνατῶν
ἐπιπτώσεων καί ἀξιολόγησή τους, ἐφαρμογή ἐπιλεγμένης ἐναλλακτικῆς λύσης καί ἀξιολόγηση
τῶν πραγματικῶν ἐπιπτώσεων):
α) τεχνική συμβολαίου (συμφωνίας): πρβλ ψυχωφελή διήγηση ὅπου ἕνας μοναχός κοινοβιάτης
πού ἐπειράζετο ν' ἀναχωρήσει, κατέγραφε ὅλες τίς αἰτίες τοῦ πειρασμοῦ του καί ἔδινε καί
ἀπάντηση ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, ὅτι τά ὑπομένει ὅλα «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» σέ
χαρτί πού ἔφερε πάντα μαζί του· κι ὅποτε ἐπειράζετο, ἐδιάβαζε τό χαρτί καί μονολογοῦσε: «ὅρα
ταλαίπωρε· οὐκ ἀνθρώπῳ ἀλλὰ τῷ Θεῷ συνετάξω καὶ εὐθὺς ἀνεπαύετο» (Συναγωγή τῶν
θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.594· γραπτή συμφωνία μέ τό Θεό/φόβος
Θεοῦ)·
β) κατ' οἶκον ἐργασία / πρβλ. ἄσκηση διά βίου/μοναχικό κελλί·
425

Στή συνέχεια παρατίθενται τρία ὑποδείγματα ψυχωφελῶν διηγήσεων πού


διαγράφουν τά στάδια κλιμάκωσης μιᾶς συμβουλευτικῆς διαδικασίας106:
1) Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 5-20,
σ.346-348:
Προϋποθέσεις συμβουλευόμενου:
α) ∆ιαπίστωση ἀνάγκης ἔξωθεν εἰδικῆς βοήθειας: «ἔρχεται οὖν αὐτῷ ἔννοια, καὶ
ἐλογίσατο, ὅτι φησὶν ὁ Ἀπόστολος, οὐχ ἱκανοί ἐσμεν ἐξ ἑαυτῶν τι λογίσασθαι· εἰ
οὖν ὁ τοιοῦτος εἶπεν οὐχ ἱκανός εἰμι, πόσον μᾶλλον ἐγὼ διδασκαλίας δέομαι;
ἀπέλθω οὖν πρὸς τόν δε τὸν Ἀναχωρητήν, καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ μοι καὶ συμβουλεύσῃ, ὡς
ἐκ Θεοῦ δέξομαι ὁδηγίαν εἰς τὸ σωθῆναι».
β) Ψυχική διάθεση καί πρόθεση: «Πάτερ ὠφέλησόν μοι, καὶ δός μοι ὑποθήκας
ὁδοῦ σωτηρίας».

γ) τεχνική προσομοίωσης: ὁ συμβουλευόμενος προβάλει τόν ἑαυτό του σέ διάφορες


καταστάσεις ὥστε νά μπορέσει νά ἀξιολογήσει τίς πιθανότητες ἐπιτυχίας σ' αὐτές/ πρβλ.
ψυχωφελελή διήγηση μέ τόν ἀββά Ὀλύμπιο πού ἔπλασε τή γυναίκα σέ κέρινο ὁμοίωμα καί
φαντάζονταν τίς οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις πού τοῦ ἀναλογοῦσαν, μέ συνέπεια νά ἐπιλέξει
τόν μοναχικό βίο. (Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.83).
106
Οἱ πολυποίκιλες ἱστορίες μέ Γέροντες στή σχέση τους μέ τούς πάσχοντες ἀνθρώπους
παρουσιαζουν κοινούς «ἀφηγηματικούς τόπους» μέ ἱστορίες τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἱστορία τῆς
Σαχραζάτ (χίλιες καί μία νύχτες) καί ἡ ἐξαγορά τῆς ποινῆς τοῦ θανάτου μέ τήν ἀφήγηση
παραμυθιῶν εἶναι ἕνα θέμα μέ τό ὁποῖο ἀρχίζει ὁ κύκλος τῶν ἱστοριῶν καί τό ὁποῖο
ἐπανεμφανίζεται στή διάρκεια καί στό τέλος του. Σύμφωνα μέ τήν ἱστορία-πλαίσιο δύο
πρωταγωνιστές συναντιοῦνται στή διάρκεια μεγάλων κρίσεων τῆς ζωῆς τους: ὁ βασιλιάς
ἀηδιασμένος ἀπό τή ζωή καί γεμάτος μίσος γιά τίς γυναῖκες· ἡ Σαχραζάτ φοβούμενη γιά τή ζωή
της ἀλλά ἀποφασισμένη νά πετύχει τόσο τή δική της ὅσο καί τή σωτηρία τοῦ βασιλιᾶ, πετυχαίνει
τό στόχο της λέγοντας πολλά παραμύθια. Τά ψυχολογικά προβλήματα εἶναι πολύπλοκα καί
δυσεπίλυτα· μονάχα εὐρεία ποικιλία παραμυθιῶν θά μποροῦσε νά ὠθήσει σέ τέτοια κάθαρση.
Χρειάζονται σχεδόν τρία χρόνια συνεχοῦς ἀφήγησης παραμυθιῶν γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ
βασιλιάς ἀπό τήν βαθιά κατάθλιψή του, γιά νά θεραπευτεῖ. Ἡ ἐσωτερική ὁλοκλήρωση δέν εἶναι
κάτι πού ἐπιτυγχάνεται μία γιά πάντα· εἶναι κάτι πού ἀντιμετωπίζεται διά βίου σέ διαφορετικές
μορφές καί διαφορετικό βαθμό κάθε φορά. Ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραμύθια πού τό καθένα
ἔχει γιά θέμα του κάποια διαφορετική μορφή μιᾶς βασικῆς σύγκρουσης· στό συνδυασμό τους οἱ
ἱστορίες δείχνουν ὅτι στή ζωή συναντῶνται πολλές συγκρούσεις πού πρέπει ν' ἀντιμετωπιστοῦν.
Ὁ βασιλιάς συμβολίζει ἕνα πρόσωπο πλήρως κυριαρχούμενο ἀπό τό Ἐκεῖνο, ἐπειδή τό Ἐγώ του,
λόγῳ σοβαρῶν ἀπογοητεύσεων στή ζωή του, ἔχει χάσει τή δύναμη νά συγκρατεῖ ἐντός ὁρίων
τό Ἐκεῖνο του. Ἡ Σαχραζάτ ἀντιπροσωπεύει τό Ἐγώ· σέ μία μακρόσυρτη διαδικασία τό
ἀνεξέλεγκτο Ἐκεῖνο (βασιλιάς) ἐκπολιτίζεται τελικά μέσα ἀπό μία ἐπίδραση τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ
Ἐγώ· ἑνός Ἐγώ ὅμως κυριαρχούμενου ἀπό τό Ὑπερεγώ, σέ τέτοιο βαθμό πού ἡ Σαχραζάτ εἶναι
ἀποφασισμένη νά διακινδυνεύσει τή ζωή της: «ὁ θάνατός μου θά εἶναι μία ἐξαγορά γιά τίς
ἄλλες». Ἕνα τέτοιο πρόσωπο λέει ἡ ἱστορία εἶναι δυνατόν νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τό κακό,
κερδίζοντας τήν εὐτυχία γι' αὐτό ἀλλά καί γιά τόν «σκοτεινό ἄλλον» πού πίστευε ὅτι δέν ὑπῆρχε
κανένας διαθέσιμος γι' αὐτόν. Καθώς δηλώνει ἡ Σαχραζάτ τήν ἀγάπης της γιά τό βασιλιά, τῆς
δηλώνει κι αὐτός τή δική του ἀγάπη· τό φονικό μῖσος ἔχει μεταβληθεῖ σέ αἰώνια ἀγάπη. πρβλ.
Μπρ. Μπετελχάιμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μία ψυχαναλυτική προσέγγιση, ἐκδ. Γλάρος,
Ἀθήνα 1995, σ.129-132.
426

γ) Ὑπακοή, ὑποταγή καί ἐμπιστοσύνη: «εἴ τι ἐὰν εἴπῃς μοι, ἀκούσω σου ὡς
Ἀγγέλου»· καί ὅταν τοῦ δίνεται ἡ θεραπεία: «Ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ τολμῶν
ἀντειπεῖν, λαβὼν ἀπῄει κλαίων καὶ ἀνιώμενος, καὶ λέγων ἐν ἑαυτῷ· οἴμοι! ἐκ ποίας
νηστείας εἰς τί κατήντησα; (ὁ Γέροντας τόν ἔβαλε νά τρώει ἀκόμη καί κρέας) ἆρα
ποιήσω ἢ οὐ; ἀλλ' ἐὰν μὴ ποιήσω, παρακούσῳ τῷ Θεῷ, ὅτι λόγον δέδωκα, ἵνα, ὃ
ἐὰν εἴπῃ μοι ὁ Γέρων, τοῦτο ποιήσω ὡς ἀπὸ Θεοῦ δεξάμενος· καὶ νῦν ἔπιδε, Κύριε,
ἐπὶ τὴν ἀθλιότητά μου, καὶ ἐλέησόν με, συγχωρήσας τὰς ἁμαρτίας μου, ὅτι ἰδοὺ
ἀναγκάζομαι πρᾶξαι παρὰ πρόθεσιν, ἥν εἶχον τῆς ἐγκρατείας μου.».
Προϋποθέσεις συμβούλου:
α) ∆υνατότητα σωστῆς διάγνωσης προβλήματος· πείρα καί διάκριση: Ὁ διορατι-
κός Γέροντας βλέπει γιά τό μοναχό πού πολεμεῖται ἀπό κενοδοξία, ὅραμα μέ δύο
πιθήκους νά κάθονται στούς ὤμους του, ὁ ἕνας ἀπό τή δεξιά καί ὁ ἄλλος ἀπό τήν
ἀριστερή πλευρά, νά τοῦ ἔχουν δέσει μέ ἀλυσίδες τό λαιμό καί νά τόν τραβοῦν μέ
αὐτές ὁ καθένας πρός τό μέρος του (ἀποκαλυπτικός καί πληροφοριακός ρόλος
ὁράματος).
β) Βεβαιότητα ἀποδοχῆς τοῦ προσώπου του ἐκ μέρους τοῦ δοκιμαζομένου: «οὐχ
ἱκανός εἰμι, τέκνον εἰς τοῦτο· καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς χρήζω χειραγωγίας· ὁ δὲ πρὸς
αὐτόν· μὴ παραιτοῦ, κῦρι-Ἀββᾶ τοῦ ὠφελῆσαὶ με·... Ὁ δὲ πάλιν ἀνένευε λέγων· ὅτι
οὐκ ἀκούεις μου, διά τοῦτο παραιτοῦμαι..».
γ) Σωστή διάγνωση ὁδηγεῖ σέ σωστή θεραπευτική ἀγωγή: ἡ θεραπεία ἦταν τό
ἀντίδοτο τῆς νόσου, δηλ. ἡ ταπείνωση ὡς ἀντίδοτο τῆς κενοδοξίας. Τόν ἔβαλε νά
παραβεῖ τόν κανόνα τῆς ἐγκράτειας του πού ἦταν καί αἰτία τῆς κενοδοξίας του,
ὥστε μέ τήν αὐτοεξευτέλισή του νά θεραπευθεῖ διά τῆς ταπεινώσεως.
δ) Στάδιο ἀποθεραπείας καί συντήρησης στόν ὀρθό τρόπο ζωῆς (μέτρο): «Σὺ οὖν
ὁδῷ βασιλικὴν πορεύου, κατὰ τὴν γραφήν, καὶ μὴ ἐκκλίνης δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ἀλλὰ
μεσότητι κέχρησο ἐν τῇ μεταλήψει, μέτρῳ ἐσθίων τὸ καθ' ἑσπέραν· εἰ δὲ γένηταί
σοι χρεία ἢ διὰ πάθος, ἢ δι' ἄλλην τινὰ αἰτίαν λύσαι τὴν ὡρισμένην ὥραν ἢ πάλιν
παρ' ἡμέραν μεταλαμβάνειν, μὴ διακριθῇς· οὐ γὰρ ὑπὸ νόμον ἀλλ' ὑπὸ Χάριν
ἐσμέν.».
2) Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Μακαρίου Αἰγυπτίου, γ’,
σ.64-65:
427

Ἡ διήγηση καταγράφει τά στάδια προσέγγισης τοῦ συμβουλευόμενου καί τήν


ἐφαρμογή θεραπείας. Χωρίζεται σέ δύο ἐπίπεδα: α) στή δεδομένη κατάσταση πού
ἀρχίζει νά γίνεται προβληματική καί β) στήν ἐξυγίανση τῆς κατάστασης μετά τήν
ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος καί στήν ἀποθεραπεία.
Τά μέρη τῆς διήγησης εἶναι: α) Εἰσαγωγή στό θέμα (διάλογος μέ τό σατανᾶ καί
ὑποψία ἐντοπισμοῦ προβλήματος-δεδομένη κατάσταση. Ἀφηγηματολογικά στή
συγκεκριμένη περίπτωση ὁ διάβολος παίζει τό ρόλο τοῦ πληροφοριοδότη καί εἶναι
αὐτός πού γίνεται ἡ ἀφορμή ἐξυγίανσης τῆς κατάστασης).
β) Κυρίως θέμα (ἀνατροπή δεδομένης κατάστασης μέ θεραπεία (λύση) τοῦ
προβλήματος.
γ) Ἑδραίωση νέας ὑγιοῦς κατάστασης (ἀποθεραπεία-αἰτία διήγησης).
Χρησιμοποιώντας τό διάλογο καί τή μαιευτική μέθοδο ὁ Γέροντας-σύμβουλος
(Μακάριος) συνδιαλέγεται μέ τόν διάβολο: «...ὁρᾷ τὸν σατανᾶν ἀνερχόμενον ἐν
σχήματι ἀνθρώπου, παρελθεῖν δι' αὐτοῦ· ἐφαίνετο δὲ ὡς στιχάριον φορῶν λινοῦν
τρωγλωτὸν· καὶ κατὰ τρυμαλίαν ἐκρέματο ληκύνθιον·» καί μαθαίνει ὅτι πάει νά
προσφέρει ποικιλία γευμάτων (ἐναλλακτικές λύσεις-πειρασμοί) στούς μοναχούς
(πάθος γαστριμαργίας πού ἀποτελεῖ καί τήν αἰτία γιά τήν ἀκολουθία κι ἄλλων
παθῶν). Ὁ σατανᾶς γνωρίζει ὅτι: «πάντες ἄγριοί μοι ἐγένοντο καὶ οὐδείς μου
ἀνέχεται» (ἀντίσταση στήν ἐπιμονή τοῦ πειρασμοῦ), ἐκτός ἀπό ἕναν τόν Θεόπεμπτο,
πού: «καὶ κἂν αὐτός μοι πείθεται καὶ ὅτε ὁρᾷ με, στρέφεται ὡς ἀνέμη·» (πάντα
ὑπάρχει καί κάποιος ἀσταθής στήν πίστη του πού ἀμφιταλαντεύεται ἀνάμεσα στό
καλό καί τό κακό πού ἀποτελεῖ καί πιό εὔκολη λεία ἀλλά καί στόχο τοῦ πειρασμοῦ).
Ὁ συγκεκριμένος στόχος (ὁ Θεόπεμπτος) εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀνάγκη
στήριξης καί βοηθείας (εἶναι ὁ ἀσθενής ἀνάμεσα στούς ὑγιεῖς)· κι αὐτόν πηγαίνει νά
ἐπισκεφθεῖ ὁ Μακάριος (παρ' ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοί εὐπρεπίζουν τά κελλιά τους γιά
νά τόν ὑποδεχτοῦν). Ὁ τρόπος πού προσεγγίζει τόν «ἀσθενή» ἀποτελεῖ τή βάση γιά
τήν ἐπιτυχία ἤ μή τῆς θεραπείας. Ξεκινώντας ὁ ἀββᾶς τή συζήτηση μέ προσωπικά του
βιώματα, τοῦ ὁμολογεῖ ὅτι ἐνοχλεῖται ἀπό πειρασμούς, δείχνοντας στόν
Θεόπεμπτο ὅτι ὅπως κάθε ἄνθρωπος ἔχει κι αὐτός τίς ἀδυναμίες του, ἄρα ὑπάρχει
καί κοινός τόπος (πεδίο) γιά συζήτηση· στή συνέχεια: «προεφασίζετο καὶ ἑτέρους
428

λογισμοὺς πολεμεῖν αὐτῷ,...» καί τέλος κάνει τόν μοναχό νά τοῦ ἐξωτερικευθεῖ:
«ἕως ποιήσει αὐτὸν ὁμολογῆσαι».
Ἀφοῦ γίνεται ἐντοπισμός τοῦ προβλήματος ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς θεραπείας:
«νήστευε ἕως ὀψὲ καί ἄσκει· καὶ ἀποστήθιζε τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῶν ἄλλων
γραφῶν· καῖ ἐάν σοι ἀναβῇ λογισμός, μηδέποτε πρόσχῃς κάτω, ἀλλὰ πάντοτε ἄνω·
καὶ εὐθέως σοι ὁ Κύριος βοηθεῖ· καὶ τυπώσας ὁ γέρων τὸν ἀδελφόν, ἐξῆλθεν εἰς
τὴν ἰδίαν ἔρημον».
Ὁ Γέρων (σύμβουλος) ὅμως δέν παύει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπιτυχία ἤ μή
τῆς θεραπείας, ἔστω κι ἄν δέν βρίσκεται πλάϊ στόν «ἀσθενή» του. Ἡ πατρική ἀγάπη
του καί τό ἐνδιαφέρον του φανερώνονται στό διάλογο μέ τόν ἄμεσα προσβαλό-
μενο ἀπό τή θεραπεία (διάβολο-πάθος) πού σέ ἐρώτηση γενικοῦ περιεχομένου τοῦ
Γέροντα, χωρίς νά δείχνει εἰδικό ἐνδιαφέρον γιά συγκεκριμένο πρόσωπο,
μαθαίνει: «καὶ ὃν εἶχον φίλον ὑπακούοντά μοι, καὶ αὐτὸς οὐκ οἶδα πόθεν
διεστράφη καὶ οὐδὲ αὐτός μοι πείθεται, ἀλλά πάντων ἀγριώτερος ἐγένετο».
3) Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 593-597,
Βίος Ἁγίου Ἀβραμίου:
∆ιακρίνονται:
1) Κλιμάκωση τῆς ψυχολογικῆς πτώσης τοῦ πάσχοντος:
Ἀνηψιά καί προστατευομένη τοῦ Ἁγίου ὀλισθαίνει ἀπό τόν ἐναρετο βίο της καί
τό μοναχικό σχῆμα πού φέρει, στό ἁμάρτημα τῆς πορνείας: «...καὶ συγγενομένη τῷ
μιαρῷ ἐκείνῳ ἐπλήγη τὴν ψυχὴν εὐθέως. Καὶ σφοδρῶς ἐπὶ τοῖς τολμηθεῖσι
κατανυγεῖσα, περιπαθῶς ἄγαν ἑαυτὴν ὠλοφύρετο· ‘οὐαί μοι, ἐγὼ ἡ δειλαία’ βοῶσα·
‘... φεῦ μοί τῇ ταλαιπώρῳ! φεῦ μοι τῇ πασῶν ἀθλιωτάτῃ γυναικῶν, ὅτι τὰς πρὸς
Θεὸν συνθῆκας ἠθέτησα, ὅτι πάντα τὸν ἔμπροσθεν τῆς ἀσκήσεως χρόνον βραχυ-
τάτης ἡδονῆς ἀπεδόμην’. ... ‘Οἴμοι, τίς γένωμαι; ποῖ τράπωμαι; ἵνα τί ἔτι περίειμι;’ ...
Ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα πικρῶς ἀποδυρομένην, ἁρπάζει δι' ἀμετρίαν λύπης ὁ πονηρὸς
αὐτὴν εἰς ἀπόγνωσιν· καὶ ἀπογνοῦσα τῆς ἑαυτῆς σωτηρίας εἰς Ἀϊσόν τινα πόλιν
ἀποδιδράσκει, ὁδῶν ἡμερῶν δύο ἀπέχουσαν, καὶ πρός τινι καταλύσασα πανδοχείῳ,
τό σχῆμά τε διαμείψασα, καὶ κοσμικὴν ἐσθῆτα μεταβαλοῦσα, πρόχειρος ἦν τῷ
βουλομένῳ παντὶ πικρᾶς ἡδονῆς ὑπηρέτις.» (ἐπιχείρημα ἀπόγνωσης ἡ ἀνταλλαγή
429

τῶν κόπων τῆς πολυετοῦς ἄσκησης μέ τήν στιγμιαία ἡδονή/μεγέθη αὐξητικά


ἀντίθετα).
2) Στάδια προσέγγισης τοῦ ἐν ἀπογνώσει εὑρισκομένου:
α) Ὁ Γέρων καί θεῖος τῆς κοπέλας, Ἀβράμιος, δέν γνωρίζει τή δυστυχία της,
ἀλλά τοῦ ὑποδεικνύεται μέσῳ δύο ἀποκαλυπτικῶν-συμβολικῶν ὁραμάτων, πού
συγχρόνως φανερώνουν καί τόν παράγοντα τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τή σωτηρία
τῶν ἐν ἀπογνώσει εὑρισκομένων ἀνθρώπων. «Γίνεται ὄναρ τοιοῦτον· ἐδόκει αὐτῷ
δράκων μεγέθει μέγιστος καὶ δεινὸν ὑποβλέπων, τῶν οἰκείων φωλεῶν ἀνερπύ-
σας, παρὰ τὸν αὐτοῦ οἰκίσκον περιστερὰν ἔνδον οὖσαν καταπιεῖν, εἶτα πρὸς
χειρισμούς αὖθις τοὺς ἑαυτοῦ καταδῦναι ... Ἐδόκει οὖν ἐν τῇ ἐπιούσῃ νυκτὶ τὸν
δράκοντα πάλιν ἐκεῖνον ὁρᾶν, ἐκεῖθεν ὅπου κατέδυ πρότερον ἀναδύντα, καὶ παρ'
αὐτόν ἑρπύσαντα, τοῖς αὑτοῦ τε ποσὶ τὴν κεφαλήν ὑποσχόντα, τὸν μὲν αὐτίκα μάλα
διαρραγῆναι, τὴν δὲ περιστεράν, ἥν κατέπιε πρότερον, ἄῤῥυπον ὅλην καὶ καθαράν,
ἐκ μέσης αὐτοῦ τῆς γαστρός ἀναπτῆναι...Ταῦτα ἰδών, καί τινα κρίνας τῆς ἀνεψιᾶς
ὄλισθον ψυχῆς ὑποφαίνειν τὴν θέαν, θορύβου τε καὶ ἀθυμίας εὐθέως ὑποπλησθείς,
τῆς θυρίδος προκύψας, Μαρία μου, Μαρία μου, φησίν·» (πατρική ἀγάπη καί
ἐνδιαφέρον).
β) Ὁ Γέροντας βάζει ἀνθρώπους νά μάθει πού βρίσκεται καί ὅταν μετά ἀπό δύο
χρόνια (ἐπιμονή ἀνεξαρτήτου χρονικοῦ διαστήματος) μαθαίνει ὅτι κάνει τήν πόρνη
σέ κάποιο πανδοχεῖο, ἐγκαταλείπει τό κελλί του (αὐτοθυσία γιά τήν ἀγάπη τῆς
προαστατευομένης). Ντύνεται κοσμικά ροῦχα (μεταμφίεση/τρόπος προσέγγισης τοῦ
ἔξω κόσμου βάσει τῶν δεδομένων του): «Καὶ στρατιωτικὴν μὲν χρησάμενος
στολήν, ἐνθέμενος δὲ τῷ κόλπῳ νόμισμα ἕν, τοσούτου γὰρ ἔτυχεν εὐπορῶν, ἵππον
τε μισθωσάμενος καὶ τούτῳ τάχος ἐπιβάς, τῆς ἐπί τῷ πανδοχείῳ φερούσης
ἥψατο...».
γ) Ὁ Γέροντας χρησιμοποιεῖ κάθε τρόπο πού μπορεῖ νά φέρει ἀποτέλεσμα:
«Πλάττεται μὲν γὰρ ἐραστοῦ καὶ σχῆμα καὶ τρόπον... Τοῦ πότου τοίνυν πολυτελῶς
τελεσθέντος, ὁ παρ' ὅλους πεντήκοντα χρόνους μηδὲ γυναικὸς ἀνασχόμενος
ὄψιν, μηδὲ ἄρτου ποτέ, μηδὲ ὕδατος τῶν ἀναγκαίων μετασχὼν ἄχρι κόρου, οἴνου
καὶ κρεῶν κοινωνεῖ, καί γυναικὶ πόρνῃ συνεστιᾶται» (προσποίηση/ ὑποκριτική τέχνη
πρός ἐπίτευξη σκοποῦ/παίζει κάποιον ρόλο τελείως ξένο πρός αὐτόν).
430

δ) Πρώτη συνάντηση ἐπικοινωνίας σύμβουλου καί συμβουλευομένου. Ἐρωτήσεις


πού φανερώνουν τό πραγματικό ἐνδιαφέρον, ἀλλά συγχρόνως ἑστιάζουν τήν
προσοχή τους στήν ἀνεύρεση τῶν αἰτίων αὐτῆς τῆς πτώσης. Γίνεται καί προσπάθεια
ἀναπόλησης τοῦ προηγούμενου τρόπου ζωῆς -διά τῆς λειτουργίας τῆς μνήμης-,
ὥστε νά μπορέσει νά ὑπάρξει πεδίο σύγκρισης. Οἱ ρητορικές ἐρωτήσεις μαρτυροῦν
καί τό πόσο διαφορετικά θά ἦταν τά πράγματα ἄν ὑπῆρχε ἡ ἐξαγόρευση τῶν
λογισμῶν ἄμεσα, δηλ. ἄμεση ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος: «Σπλάχνον μου,
Μαρία, οὐκ οἶδας ὅστις ἐγώ; οὐ ἐπιγινώσκεις τὸν συγγενῆ; τί σοι ἆρα, ψυχὴ ἐμή,
τὸ συμβάν; τίς ὁ πρὸς ἀπώλειαν ὑποσύρας σε; ποῦ νῦν τὸ Ἀγγελικὸν ἐκεῖνο σχῆμα
τῆς παρθενίας; ποῦ ὁ ἐσταυρωμένος βίος; ποῦ τὸ τῆς κατανύξεως δάκρυον; πῶς
ἀπὸ τοσούτου τῶν ἀρετῶν ὕψους εἰς ἔσχατον ἀπάτης βάραθρον κατηνέχθης; ∆ιατί
μοι τὸν τοῦ ἐχθροῦ ἐγνώρισας πόλεμον; διατί μοι τὸ χαλεπόν ἐκεῖνο πτῶμα, μὴ
παρὰ πόδας εὐθὺς ἐθριάμβευσας, ἵνα ἐγώ σοι καὶ ὁ φίλος Ἐφραίμ καὶ δάκρυσι καὶ
δεήσεσι τὰ πρὸς Θεὸν διεπρεσβευσάμεθα;».
ε) Ἀλλά ποτέ δεν εἶναι ἀργά καί πάντοτε ὑπαρχει ἐλπίδα: «∆ιὰ ταῦτα γοῦν ἅψαι,
παρακαλῶ, τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω φερούσης· ναὶ πρὸς τῆς ἐμῆς πολιᾶς· ναὶ πρός τῶν ἐπὶ
σοὶ πόνων καὶ τῶν ἀφορήτων νῦν τῆς ψυχῆς ὀδυνῶν, ἅψαι τῆς προτέρας διαγω-
γῆς·». Ὁ ἀγώνας ὅμως τῆς διάσωσης δέν εἶναι εὔκολος· χρειάζεται ὑπομονή καί
ἐπιμονή: «Ταῦτα πρὸς τὴν ἀνεψιὰν λέγων ὁ Ἀβράμιος παρὰ κωφὸν ᾄδειν ἐώκει·».
Ὁ Γέροντας ὅμως δέν ὑποχωρεῖ· κάνει καί δεύτερη προσπάθεια σηκώνοντας στούς
ὤμους του τό φορτίο τοῦ δικοῦ της προβλήματος: «Οὐκ ἔστι τι τῶν ἀνθρωπίνων
ἁμαρτημάτων, ὅπερ ἀπαγορεύειν προσήκει· οὐκ ἔστι τι τῶν τῆς ψυχῆς τραυμάτων
ἀνίατον, ὃ μὴ τῷ καλῷ πυρί τῆς μετανοίας καιόμενον θεραπεύεται· ἐπ' ἐμὲ ἡ ἀνομία
σου, τέκνον, ἐγὼ τὰς ὑπὲρ σοῦ εὐθύνας ὑφέξῳ Χριστῷ, μόνον ἐλθὲ μετ' ἐμοῦ, καὶ
πρὸς τὸ τῆς ἐρήμου πάλιν οἰκητήριον ἐπανέλθωμεν».
στ) Συγκατάβαση τῆς εὑρισκομένης σέ κατάσταση δουλείας νά ἐπανακάμψει.
∆ιά βίου φροντίδα τοῦ συμβούλου της: «Πρὸς ταῦτα σφοδρῶς ἡ κόρη τὴν ψυχὴν
συντριβεῖσα, πίπτει, κατὰ τὴν πόρνην, καὶ αὐτὴ πρὸς τοὺς πόδας τοῦ διδασκάλου,
πικρῶς ὀλοφυρομένη καὶ δακρύων ποταμοῖς αὐτούς ἐπικλύζουσα. ... Παραλαβὼν
οὖν αὐτήν, ὑπέξεισι λάθρα τοῦ πανδοχείου καὶ ταύτην εἰς τὸν ἵππον ἐπιβιβάσας,
πεζὸς αὐτός προηγεῖτο τὸν ἵππον διὰ τῆς χειρός ἐφελκόμενος. Γενόμενοι δὲ πρὸς
431

τῷ ὄρει, τὴν τῶν οἰκίσκων ἀμείβουσι τάξιν· καὶ τὸν μὲν ἐκτός, αὐτὸς εἴλετο
κατοικεῖν· τῇ ἀνεψιᾷ δὲ ἀπονέμει τὸν ἐνδοτέρῳ· οὗ δὴ καὶ καθείρξασα ἑαυτήν, διὰ
παντός ἦν ἐκεῖ, νηστείαις καὶ δεήσεσι καὶ δάκρυσι τοὺς τῆς ἁμαρτίας σπίλους τῆς
ψυχῆς ἀπαλείφουσα.» (θεραπευτική ἀγωγή)· «Καὶ γὰρ ὡς ἄρτι τῶν τοῦ σώματος
παθῶν ἀνανήψασα, οὕτως αὐτὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἶχεν ἀεὶ στρέφοντα κάτωθεν
τὴν ψυχὴν καὶ σφόδρα πικρῶς τὴν συνείδησιν πλήττοντα, καίτοι τοῦ Θεοῦ τὴν τῶν
ἡμαρτημένων ἄφεσιν πολλάκις αὐτῇ παραδείξαντος, καὶ θαυματουργιῶν κατα-
κοσμήσαντος χάρισιν· ἐφ' οἷς ηὐφραίνετο τὴν καρδίαν Ἀβράμιος καὶ ἀπέδιδον τῷ
Θεῷ τὰ εὐχαριστήρια.» (ἀποθεραπεία).

2. Ὀρθόδοξη Συμβουλευτική μεθοδολογία

α΄. Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή.

Ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς ὀρθόδοξης


συμβουλευτικῆς. Ἡ ἔνταξη βέβαια τοῦ συμβουλευόμενου ἐναπόκειται στή διακριτική
ἱκανότητα τοῦ Γέροντα τόσο γιά τό τί θά συστήσει πρῶτο ἤ δεύτερο ὅσο καί γιά τό
πότε καί πῶς θά τό προτείνει.
Ἡ συχνή συμμετοχή στά μυστήρια καί ἡ ἐπιμέλεια πρός τά πνευματικά ζητήματα
ἀποτελοῦν θεραπεία καί εὐεργεσία ψυχῆς ὄχι μόνο γιά τούς ὑγιεῖς ἀλλά καί γιά
τούς ψυχικά ἀσθενεῖς (δαιμονισμένους). ∆ιήγηση ἀναφέρει γιά τόν ἀββά Σέρρινο:
«Ὁ δέ Γέρων ἀποκριθείς εἶπε ἡμῖν· εἰ πιστεύομεν ὅτι πάντα τὰ γινόμενα οὐκ ἄνευ
Θεοῦ γίνονται, ἀλλὰ καὶ οἱ θλίψεις καὶ οἱ πειρασμοὶ πρὸς τὸ συμφέρον οἰκονο-
μοῦνται τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, οὐ μόνον οὐ καταφρονήσομεν τῶν πασχόντων,
ἀλλὰ καὶ συμπαθήσομεν αὐτοῖς ὡς οἰκείοις μέλεσιν, καὶ ὑπὲρ τούτων ἐσόμεθα ἀεὶ
θερμῶς τοῦ Θεοῦ δεόμενοι, ἀνεχόμενοι αὐτῶν ἐν πολλῇ ἀγάπῃ καὶ εὐσπλαχνίᾳ·
καθὼς καὶ ὁ ἀπόστολος διδάσκει λέγων· 'καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει
πάντα τὰ μέλη'107... Οὐ γὰρ πρὸς τροφὴν τοῦ δαίμονος τὰ Ἅγια δίδονται, τοῦ
εὐεργετουμένου μεταλαμβάνοντος, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς καθαρισμὸν τῆς τε ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματος καὶ πρὸς κατάφλεξιν τοῦ πονηροῦ πνεύματος, τοῦ ἐγκαθημένου
τοῖς τοῦ σώματος μέλεσιν, ὅπερ διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν Ἁγιασμάτων ὡς ὑπὸ

107
Α’ Κοριν. ιβ’, 26.
432

πυρὸς ἐμπιπράμενον φυγαδεύεται· τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ καὶ τὸν Ἀββᾶν Ἀνδρόνικον
πρὸ βραχέως καιροῦ θεραπευθέντα ἔγνωμεν, καὶ ἄλλους πολλούς.»108.
Ἡ ἀναγκαιότητα καί σημαντικότητα τῶν μυστηρίων, διαφαίνεται ἀπό τήν ἐρώτηση
τοῦ ἡγουμένου, στίς τρεῖς γυναῖκες πού ζοῦσαν ἀποκομμένες ἀπό τόν κόσμο καί
βρέθηκαν ὕστερα ἀπό ἔντεκα χρόνια. Τίς ρωτᾶ ἄν θέλουν νά στείλει κάποιον στό
μοναστήρι νά τούς φέρει τά ἀπαραίτητα γιά νά γευματίσουν μαζί. Ἐκεῖνες τότε
ζητοῦν διά τοῦ στόματος τῆς μιᾶς γυναικός «...πρεσβύτερος τοῦ μοναστηρίου ἔλθῃ
ἐνταῦθα καὶ προσενέγκῃ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν Κυρίῳ τῷ Θεῷ, ὅπως μέτοχοι
γενώμεθα τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων ... ἀπ' ὅτε γάρ ὑπεχωρήσαμεν
ἀπὸ τῆς Πόλεως (δηλ. ἔντεκα χρόνια) οὐ ἠξιώθημεν μετασχεῖν...»109.
Ἡ συμμετοχή στήν μυστηριακή ζωή ἀποτελεῖ προσφορά δύναμη ζωῆς καί
κατανίκηση παθῶν. Ὁ ἀδελφός Ἰάκωβος πού ζεῖ σέ σπήλαιο πολεμεῖτο ἀπό
δαίμονα πορνείας. Ὁ ἀββᾶς Φωκᾶς πηγαίνει νά τόν κοινωνήσει καί τόν βρίσκει
ἡμιθανή. Θέλωντας ν' ἀνοίξει τό στόμα του, τό βρῆκε «σφηνωθέν» καί «μὲ
ξυλάριον θάμνου» τοῦ τό ἀνοίγει καί ὅπως λέει: «...ἐνέχεα τοῦ τιμίου σώματος καὶ
αἵματος ὅσο ἐνδέχετο καταλεπτύνας αὐτό· καὶ ἔλαβε δύναμιν ἐκ τῆς Μεταλήψεως
τῆς ἁγίας Κοινωνίας· ... καὶ οὕτω διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μετὰ μίαν ἡμέραν σὺν
ἐμοὶ ἦλθεν, ὁδεύων ἐπὶ τὸ ἴδιον κελλίον· ἀπαλλαγεὶς σύν Θεῷ τοῦ ὀλεθρίου
πάθους τῆς πορνείας.»110.
Οἱ συνέπειες τῆς μή συμμετοχῆς στά μυστήρια ἐντοπίζονται στό βίο τοῦ Ἁγίου
Εὐθυμίου, ὅπου παρουσιάζεται ἐν εἴδει διηγήσεως μέσῳ θαυματουργικῆς ἐνεργείας
ἡ ἔξοδος τοῦ δαίμονος ἀπό τόν Ρωμανό καί ὡς αἰτία τῆς παθήσεως ἡ ἀμελής
πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ καί ἡ μή συμμετοχή του στή Θεία Εὐχαριστία111:
α) Ὁ ἀσθενής ἔχει ταυτότητα: «Ἐν τῇ Βηταγαβααίων πόλει οἰκῶν τις Ρωμανὸς
καλούμενος, εἶχεν ἀδελφὸν Πρεσβύτερον εὐλαβέστατον Ἀχθάβιον τοὔνομα, ἐν τῇ
Μονῇ τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου· ἔζη δὲ ὁ Ρωμανὸς ὑγρῶς τε καὶ ἀνειμένως καὶ ἀπενα-
ντίως πάντῃ τῷ ἀδελφῷ».

108
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 539.
109
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν φανε-
ρωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, σ. 34.
110
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Φωκᾶ, β’, σ.124.
111
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.534-536.
433

β) Ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενής κάνει ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου: «Ἐν
τοσούτῳ δὲ αὐτῷ εἰς νοῦν ἐπελθόν, καὶ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον ἐκάλει κατὰ τοῦ
πάθους καὶ μεσίτην προσῆγε τὸν ἄνδρα Θεῷ, καὶ δι' αὐτοῦ τὴν ἀπαλλαγὴν ηὔχετο».
γ) Ἡ πάθηση του ἦταν ὅτι εἶχε μαζέψει ἡ κοιλία του νερό.
δ) Θεραπεία: «Εἶτα, ὥσπερ ἐν ἐκστάσει γενόμενος, ὁρᾷ τινα τὴν στολὴν
Μοναχόν, τὴν τρίχα λευκόν, ἐπιστάντα, καί, τί βούλει ποιήσω σοι; λέγοντα. Καὶ ὁ
μὲν δέει καὶ ἡδονῇ μερισθείς, φησί· τίς ἄρα σύ, ∆έσποτα εἶ; ἤρετο. Καὶ ὅς·
Εὐθύμιος, ἔφη ὃν ἔναγχος ἐκάλεις αὐτός, καὶ μηδὲν πρὸς τὴν ὄψιν μου
ἀποδειλιάσῃς· ἀλλ' ἴδω, φησίν, ὅτι πάσχεις, καὶ τί σοι ἡ τοῦ σώματος κέχρηται
συμφορά. Τοῦ δὲ τὴν κοιλίαν ὑποδείξαντος, συζεύξας τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς
ὀρθόν, καὶ τούτοις οἷα δὴ καὶ ξίφει χρησάμενος, τέμνει τὸ διῳδηκὸς τῆς γαστρὸς
ἐκεῖνο καὶ τὸ πάθος ἐκκρίνει, καὶ διαχέει, ἐξάγει τε τῆς γαστρός οἱονεὶ πέταλόν τι
κασιτήρου πεποιημένον, χαρακτῆρας ἔχον τινάς, καὶ τοῦτο ἐπὶ τραπέζης τινὸς ὑπ'
ὄψιν αὐτῷ τίθησιν· ἔπειτα καὶ τὴν τομὴν τῇ χειρὶ συνάψας καὶ ἀπαλείψας, ἀκέραιόν
τε τὸ μέρος καὶ ὑγιές ἔθετο.».
ε) Αἰτία πάθησης: Ἡ διήγηση κάνει ἀναφορά στή μαγεία, στή μίσθωση μάγου γιά
νά προκαλέσει κακό, στό ἀντικείμενο τῆς βασκανίας πού ἦταν πέταλο ἀπό κασίτερο,
στήν ἐπίκληση δαιμόνων πού ἀποτελοῦν ἐπίκαιρες παραμέτρους τῆς ἐποχῆς πού
διαδραματίζεται τό γεγονός. Ὅλα αὐτά ὅμως συνέβησαν καί εἶχαν ἰσχύ ἐξαιτίας
τῆς μή ἐνεργοῦς συμμετοχῆς τοῦ πάσχοντα στά τῆς Ἐκκλησίας καί τά Μυστήρια:
«Ἅπαν δ' ἑξῆς αὐτῷ καταλέγει τὸ δρᾶμα· τὴν τῆς οὐσίας βασκανίαν, τὴν τοῦ γόητος
μίσθωσιν, τὴν τῶν δαιμόνων ἐπίκλησιν· οὐκ ἂν δέ σου, φησίν, οὐδέ οὕτως αἱ τοῦ
ἐχθροῦ περιεγένοντο μηχαναί, εἰ μὴ αὐτὸς αὐτῷ τὰς λαβὰς παρέσχες· ἰδοὺ γὰρ
τόσος ὁ μεταξύ χρόνος καὶ οὔτε εἰς Ἐκκλησίαν ἔγνως παραβαλεῖν, οὔτε τοῖς
Ἀχράντοις προσελθεῖν Μυστηρίοις, ἀλλ' ἀμελῶς ἔζης καὶ ἀμερίμνως τό γε εἰς τὴν
ψυχὴν ἦκον τὴν σήν·».
στ) Θεραπεία/συντήρηση (ἀποθεραπεία): «ἐπεὶ τοίνυν ἔλεόν σοι πεποίηκεν ὁ
Θεός, τοῦ λοιποῦ πρόσεχε σεαυτῷ, καὶ μηκέτι μηδαμῶς ἀμέλει τῆς σεαυτοῦ
σωτηρίας.».
Βέβαια παρουσιάζονται καί διηγήσεις μέ περιπτώσεις ἐπιείκειας ὡς πρός τή μή
συμμετοχή στήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ὀφείλεται σέ ἀμέλεια ἀλλά
434

σέ δικαιολογημένη αἰτία: «Καὶ λέγω ὑμῖν περὶ τούτου θαυμαστὸν ὃ ἤκουσα περὶ
μεγάλου γέροντος διορατικοῦ, ὅτι ἱστάμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ὡς ἔβαλλον οἱ
ἀδελφοὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ ψάλλειν, ἔβλεπέ τινα λαμπροφόρον ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ
ἱερατείου κατέχοντα ὡς τρούλλιόν τί ποτε ἔχον ἁγίασμα καὶ μίαν μίλην, καὶ ἔβαπτε
τὴν μίλην ἐκείνην ἐκ τοῦ τρουλλίου, καὶ περιήρχετο ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς
κατασφραγίζων ἕκαστον αὐτῶν· τῶν δὲ μὴ εὑρισκομένων τοὺς τόπους, τοὺς μὲν
ἐσφράγιζε, τοὺς δὲ παρήρχετο· πάλιν ὡς ἔμελλον ἀπολῦσαι, ἔβλεπεν αὐτὸν
ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ ἱερατείου καὶ τὸ αὐτὸ ὁμοίως ποιοῦντα. Ἐν μιᾷ οὖν κατέσχεν
αὐτὸν ὁ γέρων καὶ ῥίπτει ἑαυτὸν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, παρακαλῶν μαθεῖν ὃ ἐποίει
καὶ ὅστις ἐστί· καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος ὁ λαμπροφόρος· ἐγὼ ἄγγελός εἰμι τοῦ
Θεοῦ, καὶ ἐπετράπην παρέχειν τὴν σφραγίδα ταύτην τοῖς εὑρισκομένοις ἐν τῇ ἀρχῇ
τῆς ψαλμωδίας, καὶ τοῖς μένουσιν ἕως τῆς ἀπολύσεως, διὰ δὲ τὴν προθυμίαν καὶ
σπουδὴν καὶ τὴν καλὴν αὐτῶν προαίρεσιν. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· Καὶ πῶς τινῶν μὴ
εὑρισκομένων σφραγίζεις τοὺς τόπους; Ἀποκρίνεται αὐτῷ ὁ ἅγιος ἄγγελος λέγων·
Ὅσοι εἰσὶ τῶν ἀδελφῶν σπουδαῖοι μὲν καὶ καλοὶ τὴν προαίρεσιν, διὰ δέ τινα
ἀναγκαίαν ἀσθένειαν ἀπόντες μετὰ εὐλογίας τῶν πατέρων ἢ πάλιν διά τινα
ἐντολὴν εἰς ὑπακοὴν αὐτῶν ἀσχολούμενοι, καὶ διὰ τοῦτο μὴ εὑρισκόμενοι, οὗτοι καὶ
ἀπόντες τὴν σφραγίδα αὐτῶν λαμβάνουσιν, ἐπειδὴ τῇ διαθέσει μετὰ τῶν
ψαλλόντων εἰσί· μόνοις δὲ τοῖς δυναμένοις εὑρεθῆναι καὶ ἀπὸ ἀμελείας μὴ
εὑρισκομένοις, ἐπετράπην μὴ δοῦναι τήν σφραγίδα, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀναξίους ἑαυτούς
ποιοῦσι.»112.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἐντοπίστηκαν περιπτώσεις πού ἀναφέρονται
εἰδικότερα σέ τρία μυστήρια: τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς
Ἐξομολογήσεως.
α) Μυστήριον Βαπτίσματος:
Σύσταση μυστηρίου. Ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀναφέρει: «Ὅρα γὰρ πῶς καὶ τὸ
Βάπτισμα· τῷ φαινομένῳ μὲν ὕδωρ ἐστί, καὶ ἱερολογιῶν ἀξιωθέν, θείου πληροῦται
Πνεύματος, καὶ τὸ λοιπὸν οὐκ ἔστιν ὕδωρ ἁπλῶς· πῶς γὰρ ὅπερ ἀναγεννᾷ καὶ
ἀναπλάττει τὸν βαπτιζόμενον, καὶ ἁμαρτίας ἐλεύθερον ἀκριβῶς δείκνυσι.»113.

112
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.118, σ.276-278.
113
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἁγίου Ἀρσενίου, τ.4, παρ. 5, σ. 512.
435

Προϋπόθεση συμμετοχῆς στά ὑπόλοιπα μυστήρια ἀποτελεῖ τό ἅγιον Βάπτισμα:


Ἡ τυχαία ἐρώτηση τοῦ ἄρχοντα πρός τό παιδί πού εἶναι Σκύθας, ἄν οἱ Σκύθες εἶναι
χριστιανοί καί ἡ ἀπάντηση τοῦ παιδιοῦ πού εἶναι ἀρνητική καί συγχρόνως δηλωτική
ὅτι εἶναι ἀβάπτιστος, ἀνατρέπουν τήν δεδομένη κατάσταση, καθώς ὁ ἄρχοντας
ρωτᾶ: «καὶ πῶς ἐκοινώνεις, ἀβάπτιστος ὤν; ἐγὼ γὰρ νόμιζον ὅτι χριστιανός εἶ, καὶ
διὰ τοῦτο οὐκ ἐκώλυσα ποτὲ τὸν πρεσβύτερον τοῦ μὴ δοῦναί σοι τοῦ ζωοποιοῦ
σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»· καλεῖ λοιπόν τόν
πρεσβύτερο καί: «προσέταξε βαπτίσαι τὸν παῖδα»114.
β) Μυστήριον Θείας Εὐχαριστίας:
Σύσταση μυστηρίου. ∆ιήγηση ἀναφέρει: «...ὁ θεός, ὁ ἀεὶ πληροφορῶν τοὺς
δούλους αὐτοῦ, ἐποίησε φρικωδεστάτην οἰκονομίαν πρὸς τὴν τοῦ ὁσίου
πληροφορίαν, μᾶλλον δὲ πρὸς πάσης ψυχῆς χριστιανῆς στηριγμὸν καὶ σωτηρίαν.
Μελιζόντων γὰρ τῶν κληρικῶν ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης πρὸ τῆς μεταλήψεως τοῦ
λαοῦ τοῦ παναγίου σώματος, ἀπεκυλίσθη μία μερὶς ἀπὸ τοῦ δίσκου. Καὶ κατῆλθεν
εἰς τὸ ἅγιον θυσιαστήριον καὶ ἐσαρκώθη θεωρούντων πάντων τῶν καλούντων τὸ
ἅγιον θυσιαστήριον. Ὁ δὲ προσενέγκας πρεσβύτερος (αὐτός πού ἁμάρτησε)
θαμβηθεὶς ἐπὶ τῷ παραδόξῳ θεάματι, ἐδοκίμασε τῷ ἑνὶ δακτύλῳ τῆς χειρὸς αὐτοῦ
ψηλαφῆσαι καὶ ἅψασθαι τῆς ἁγίας αὐτῆς μερίδος. Καὶ ὡς μόνον ἥψατο αὐτῆς,
ἐκόλλησεν ὥσπερ ζῶσα σάρξ νεοσφαγὴς ἐν τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ, ὥστε καὶ
κουφίσαντος αὐτοῦ τὸ δάκτυλον, συνεκρεμάσθη ἡ ἁγία μερὶς προσκεκολλημένη ἐν
τῷ ἑνὶ δακτύλῳ. Καὶ ἔσταξεν αἷμα ἐν τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ σταγόνας τρεῖς, ὥστε
πληρωθῆναι καὶ τὸ πρῶτον καὶ τὸ δεύτερον ἅπλωμα τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ φθάσαι
ἕως τοῦ μαρμάρου τὰς ἀχράντους σταγόνας τοῦ θεοσήμου ἐκείνου καὶ παναγίου
αἵματος.»115.
Σέ μοναχό πού κλονίζεται ἡ πίστη του γιά τό ἄν μεταλαμβάνει Σῶμα καί Αἷμα
Χριστοῦ καί ὄχι ψωμί καί κρασί, παρουσιάζεται ὅραμα ἐν ὥρα Θείας Λειτουργίας:
«Ὥς δὲ καὶ τοῦ εὐαγγελίου ἐγένετο ἡ καθοσίωσις, προσῆλθον οἱ κληρικοὶ ἐκ τοῦ
διακονικοῦ, κατέχοντες τὴν τῶν ἁγίων μυστηρίων μετάληψιν. Καὶ εἶδον τοὺς

114
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τοῦ παιδός τοῦ ἰδόντος τήν ὁπτασίαν ἐν
τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι, σ. 76.
115
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση XLIII,
σ.62-63.
436

οὐρανοὺς ἀνοιγέντας καὶ κατερχόμενον πῦρ, καὶ μετὰ τὸ πῦρ πλῆθος ἀγγέλων καὶ
ἀρχαγγέλων, καὶ ἐπάνω αὐτῶν ἄλλα δύο πρόσωπα ἐνάρετα, ... καὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν
τῶν δύο προσώπων, μικρὸν παιδίον, καὶ οἱ μὲν ἄγγελοι, ἔστησαν κύκλῳ τῆς ἁγίας
τραπέζης, τὸ δὲ παιδίον ἐν μέσῳ αὐτῶν. Καὶ ὡς ἐγένετο ἡ καθοσίωσις τῶν θείων
εὐχῶν, καὶ ἤγγισαν οἱ κληρικοὶ κλάσαι τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, εἶδον ἐγὼ τὰ
δύο πρόσωπα ἐπάνω τῆς ἁγίας τραπέζης, πῶς ἐκράτησαν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς
πόδας τοῦ παιδίου ὃ ἦν ἐπάνω αὐτῶν, καὶ κατεῖχον μάχαιραν καὶ ἔσφαξαν τὸ
παιδίον, καὶ ἐξεκένωσαν τὸ αἷμα αὐτοῦ εἰς τὸ ποτήριον ὃ ἦν ἐπάνω κείμενον τῆς
ἁγίας τραπέζης, καὶ κατακόψαντες τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἔθηκαν ἐπάνω τῶν ἄρτων καὶ
ἐγένοντο καὶ οἱ ἄρτοι σῶμα. Τότε ἐμνήσθην, τοῦ ἀποστόλου λέγοντος· Καὶ γὰρ τὸ
πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός. Ὡς δὲ προσήγγισαν οἱ ἀδελφοὶ μεταλαβεῖν
τῆς ἁγίας προσφορᾶς ἐπεδίδοτο αὐτοῖς σῶμα. Καὶ ὡς ἐπεκαλοῦντο λέγοντες.
Ἀμήν, ἐγίνετο ἄρτος εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν. Ὡς δὲ κἀγὼ ἦλθον μεταλαβεῖν ἐδόθη
μοι σῶμα καὶ οὐκ ἠδυνάμην αὐτοῦ μεταλαβεῖν. Καὶ ἤκουσα εἰς τὰ ὦτα μου φωνῆς
λεγούσης μοι· Ἄνθρωπε, διὰ τί οὐ μεταλαμβάνεις, οὐ τοῦτο ἦν ὃ ἐζήτησας; Κἀγὼ
εἶπον. Ἵλεώς μοι, κύριε, σῶμα οὐ δύναμαι μεταλαβεῖν. Πάλιν δὲ εἰπέ μοι. Εἰ
ἠδύνατο ἄνθρωπος σῶμα μεταλαβεῖν, σῶμα εὑρίσκετο καθὼς εὗρες. Ἀλλ' οὐδεὶς
δύναται φαγεῖν σῶμα καὶ διὰ τοῦτον ἔταξεν ὁ κύριος ἄρτους τῆς προθέσεως.»116.
Προϋπόθεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ ἡ μετάνοια:
Ἐπίσκοπος διορατικός, τήν ὥρα πού προσέρχονται νά μεταλάβουν οἱ πιστοί,
ἄλλους τούς βλέπει μέ μαυρισμένα πρόσωπα, ἄλλους μέ πρόσωπα κατακόκκινα σά
φωτιά καί μάτια ματωμένα κι ἄλλους μέ λαμπερά πρόσωπα φορώντας λευκά
ἐνδύματα. Ὁ ἐπίσκοπος λοιπόν παρακαλεῖ τό Θεό (ἀπευθείας ἐπικοινωνία) νά τοῦ
φανερώσει τήν αἰτία τῆς διαφορετικῆς κατάστασης τῶν προσερχομένων. Καί ὁ
Θεός τοῦ ἀποστέλλει ἄγγελο (βοηθητικό πρόσωπο/ἀγγελιοφόρος) πού τοῦ λέει:
«Μάνθανε οὖν, ὡς οἱ μὲν λαμπροὶ τὰς ὄψεις καὶ λευκοὶ τὰς στολάς, ἐν
σωφροσύνῃ καὶ δικαιοσύνη καὶ ἁγνεία ζῶσιν· ἐπιεικεῖς τέ εἰσι καὶ συμπαθεῖς καὶ
ἐλεήμονες οἳ καὶ καθαρῷ συνιδότι τῶν Ἁγιασμάτων μεταλαμβάνοντες, λαμπρύνο-

116
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση XLIX,
σ.76-77· τό ἴδιο περιεχόμενο συναντᾶται καί στό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων
Γερόντων, ζ’, σ. 28-29: «∆ιηγήσατο ὁ Ἀββᾶς ∆ανιήλ ὁ Φαρανίτης, ὅτι εἶπεν ὁ πατὴρ ἡμῶν
Ἀββᾶς Ἀρσένιος περί τινος σκητιώτου, ὅτι ἦν πρακτικὸς μέγας, ἀφελὴς δὲ εἰς τὴν πίστιν... καὶ
ἔλεγεν· οὐκ ἔστι φύσει ὁ ἄρτος ὂν λαμβάνομεν σῶμα Χριστοῦ, ἀλλ' ἀντίτυπον·».
437

νται ὑπ' αὐτῶν καὶ λαμπρότεροι γίνονται. Οἱ δὲ τὰς ὄψεις μελαίνας ἔχοντες,
πορνείας καὶ ἀσελγείας εἰσὶν ἐργάται, ἀσωτίᾳ καὶ τρυφῇ συζῶντες διηνεκεῖ· οἱ δὲ
ὕφαιμοι καὶ πυρώδεις τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ πρόσωπα, πονηρίᾳ καὶ ἀδικίᾳ ἀείποτε
χαίρουσι φιλολοίδοροί τε καὶ βλάσφημοι, δόλιοί τε καὶ φόνιοι τυγχάνουσιν. Οἳ καὶ
τὸ ∆εσποτικὸν μεταλαμβανόμενοι Σῶμα, οὐ μόνον οὐ καθαίρει τούτους, ἀλλὰ καὶ
καταφλέγει μᾶλλον, ὡς ἐν ῥυπαρᾷ συνειδήσει καὶ ἀκαθάρτῳ καὶ μὴ ἐχούσῃ τὴν ἐκ
τῆς μετανοίας βοήθειαν, τῶν τοιούτων Μυστηρίων κατατολμῶντας.»117.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις καλύπτουν καί ἰδιαίτερες περιπτώσεις:
α) Τί ἰσχύει γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας στή μή ὕπαρξη
ἱερέα σέ ἐρημικές τοποθεσίες. ∆ιήγηση ἐπίσκεψης ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου στόν
Ὅσιο Λουκᾶ καί ἐρώτηση τοῦ ἐρημίτου γιά τό προαναφερθέν θέμα118. Καί ἡ
ἀπάντηση πού ἔρχεται ἀπό τά χείλη τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας (ἀρχιεπισκόπου
Κορίνθου) ἰσχύει καί γιά ὅλες τίς ἀνάλογες περιπτώσεις: «∆εῖ τοιγαροῦν
προηγουμένως μὲν παρεῖναι τὸν Ἱερέα· ἐκείνου δὲ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην ἀπόντος
ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης τιθέναι τῶν προηγιασμένων τὸ σκεῦος, ἐὰν εὐκτήριον ᾖ· εἰ
δὲ κελλίον ἐπὶ σκάμνου καθαρωτάτου. Εἶτα καλυμμάτιον ἀφαπλώσας ἐπ' αὐτῷ
θήσεις τὰς ἁγίας μερίδας καὶ θυμίαμα καύσας, τοὺς τῶν τυπικῶν ψαλμούς, ἢ τὸ
Τρισάγιον ἐπάσας, μετὰ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καὶ τρεῖς τὸ γόνυ κλίνας, τὰς
μὲν χεῖρας συστελεῖς, μεθέξεις δὲ τῷ στόματι τοῦ τιμίου Σώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγων τὸ 'Ἀμήν'. Ἀντὶ δὲ νάματος ποτήριον οἴνου πιῇ· τὸ μέντοι
ποτήριον εἰς χρείαν ἑτέραν τὸ μετὰ ταῦτα οὐ κοινωθήσεται· τῷ καλυμματίῳ δὲ
αὖθις τὰς ὑπολοίπους μερίδας συστελεῖς ἐν τῷ σκεύει, πᾶσαν εἰσφέρων
ἀσφάλειαν, ὥστε μὴ ἐκπεσεῖν Μαργαρίτην καὶ καταπαθῆναι. Ἤκουσεν ὁ μέγας καὶ
χάριν ἐπὶ τούτοις διωμολόγησεν.».
β) Ἡ ὁσία Ματρώνα προσέρχεται νά μονάσει (ἀνάλογο περιστατικό τῆς ἁγίας
Θεοδώρας) στό ἀνδρικό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Βασιανοῦ «εὐνοῦχον προσποιηθῆ-
ναι»119 κι ὅταν ἀποκαλύπτεται τό μυστικό, ὁ ἡγούμενος τήν καλεῖ σέ ἀπολογία

117
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.526.
118
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Νέου, τ.4, σ.
586.
119
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.8, σ.543· πρβλ.
Ὑμναγιολογκά Κείμενα καί μελέτες Ν.10, Εὐ. Ζούκοβα, Μονάστριες πού ἀσκήτεψαν σέ ἀνδρικά
μοναστήρια, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005.
438

ρωτώντας την: «πῶς δὲ καὶ γυνὴ τυγχάνουσα τοῖς θείοις Μυστηρίοις γυμνῇ
προσήρχου τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ πρὸς εἰρήνην ἀσπασμῷ τὸ στόμα τοῖς ἀδελφοῖς
ἀδεῶς ὑπεῖχες;».
Ἀφηγηματολογικά, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ καί ἡ κλήση σέ ἀπολογία
ἀποτελεῖ τή «σύμβαση» γιά τήν κατάδειξη τόσο τῆς ἁγιωσύνης τοῦ συγκεκριμένου
προσώπου, ὅσο καί τοῦ ἀνάλογου ποιμαντικοῦ μηνύματος πού θέλει νά προσφέρει
ἡ συγκεκριμένη διήγηση: «Ἡ δὲ περὶ μὲν τὰ θεῖα ∆ῶρα, φησί, προσποιουμένη
ἀσθένειαν, οὐδ' ὅλον τὰ πρὸς τῇ κεφαλῇ κάλυμμα ἕλκουσα, οὕτω τῶν θείων
∆ώρων προσεφερόμην· τὸ δὲ τῆς ἀγάπης πρὸς ἀδελφοὺς σύμβολον, οὐδαμῶς
παρῃτούμην· οὐδὲ γὰρ ἀνθρωπίνοις στόμασιν, ἀλλ' ἀνθρώποις τὴν ἀγγελικὴν
ζηλοῦσιν ἀπάθειαν, προσάγειν ἐμαυτὴν ὑπελάμβανον».
Καταφαίνεται ἡ διαφορετική ἀντιμετώπιση τῶν δύο φύλων ἀναφορικά: α) μέ τό
μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καθώς οἱ γυναῖκες δέν μποροῦν νά μεταλαμβά-
νουν μέ γυμνό τό κεφάλι120 καί β) ἡ ἐπερχόμενη ἐν Χριστῷ πνευματική ὡριμότητα
(ἀπάθεια), ὁδηγεῖ τόν μοναχό ἄνδρα ἤ γυναίκα στόν ἀσπασμό τῆς εἰρήνης (δέν
ὑπάρχει ἄνδρας καί γυναίκα, κύριος καί δοῦλος).
γ) Μυστήριο ἐξομολόγησης:
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης καταγράφεται
στή διήγηση Περί τῆς γυναικός τῆς ἀπελθούσης πρός τόν ἀββᾶν Νεόφυτον τοῦ
ἐξαγγεῖλαι121, καί ἀποτελεῖ: «...ὑπόδειγμα καλὸν καταλείπουσα τοῖς βουλομένοις
ἐξ ὅλης καρδίας προσέρχεσθαι ἐν μετανοία καὶ ἐξομολογήσει τῷ φιλανθρώπῳ
Θεῷ τῷ θέλοντι πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν·»
Ὁ Γέροντας ἀρνεῖται νά ἐξομολογήσει ἐπειδή πρόκειται γιά γυναίκα: «οὐκ ἔστι
μοι πρὸς δύναμιν ὦ τέκνον τὰς τῶν γυναικῶν ἐνωτίζεσθαι πράξεις» καί τότε ἡ
αἰτουμένη τοῦ ἀπαντᾶ: «ἅγιε πάτερ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ... τελώναις καὶ
ἁμαρτωλοῖς συνανέκειτο, καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου συνεσθίων, οὐκ
ἀπεβάλλετο τὴν προσελθοῦσαν αὐτῷ πόρνην...122 καὶ σὺ ἀποδιώκεις με μετανοεῖ-
σθαι θέλουσαν καὶ σωθῆναι;».

120
Α’ Κοριν. ια’, 5-6.
121
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.46-50.
122
Λουκ. 7,36.
439

Ἀφοῦ γίνεται κατανοητό ὅτι ἅπαντες ἀνεξαρτήτου διακρίσεως μποροῦν νά


ἐξομολογηθοῦν, ἡ ψυχωφελής διήγηση προχωρεῖ στίς προϋποθέσεις τοῦ
μυστηρίου. Ἡ ἐξομολόγηση γίνεται στό Θεό, καί ὄχι στόν ἐξομολόγο καί
προϋποθέτει συντετριμμένη καρδία καί ταπεινό φρόνημα. Ὁ μοναχός ἀπεκρίθη:
«...εἰσέλθωμεν ἅμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ λέγε μετὰ συντετριμμένης καρδίας καὶ
ταπεινοῦ φρονήματος πρὸς τὸν φιλάνθρωπον καὶ ἐλεήμονα Θεὸν τὰς σὰς πράξεις,
ἀκούοντος ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου.».
Στή συνέχεια καταγράφεται ἡ συμβουλευτική μέθοδος πού ἀκολουθεῖ ὁ
ἐξομολόγος, ὥστε νά βοηθήσει τόν πιστό στήν ἐξομολόγησή του: ἡ ἐξομολογου-
μένη δέν μπορεῖ νἀ ἐξομολογηθεῖ, γιατί ὅπως ὁμολογεῖ: «συνέχομαι γὰρ ἀπὸ
λογισμῶν ποκίλων» καί τότε ὁ ἐξομολόγος τῆς λέει:
α) «...καί εἰ οὕτως, ὦ τέκνον, ὑπὸ τῶν λογισμῶν συσχεθεῖσα, οὐδὲν βούλει εἰπεῖν,
γράψον αὐτὰς καὶ ἀναγιγνώσκω αὐτὰς κατ' ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ...»·
β) τῆς κάνει διάφορες βοηθητικές-ἀνιχνευτικές ἐρωτήσεις γιά νά φτάσει στό
ζητούμενο: «...μὴ τοῦτο ἐποίησας ἢ ἐκεῖνο ἢ τόδε;». Καθοριστικός ἀποδεικνύεται ὁ
ρόλος τοῦ ἐξομολόγου γιά νά μπορέσει νά αἰσθανθεῖ «ὥριμος» κάποιος πρός
ἐξομολόγηση.
Παρ' ὅλα αὐτά ἡ γυναίκα δέν μπόρεσε νά ἐξομολογηθεῖ· καί ἐδῶ ἡ πλοκή τῆς
διήγησης παρουσιάζει μία ἄλλη πτυχή τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν· ἐκτός τῆς ἐξομολόγησης, εἶναι καί ἡ εὐποιΐα πρός τόν
συνάνθρωπο: Συναντᾶ ἡ γυναίκα στό δρόμο της μοναχό πληγωμένο καί τελείως
ἀτιμέλητο καί τοῦ λέει: «θέλεις ἐπαρῶ σε εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ ἀναπαῦσαί σε
παντοίως, ὅπως ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀναξιότητος ἐκδυσωπῇς τόν Θεόν;»· ὁ δέ ἀπήντησε:
«εἴθε κυρία μου ἐποίεις ἔλεος εἰς ἐμὲ τὸν ταλαίπωρον καὶ ἁμαρτωλόν.». Καί
πράγματι τόν περιποιεῖται μέ τό δυνατόν καλύτερο τρόπο, ὥσπου τήν Μ. Πέμπτη
κατά τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελίου πού λέει: «...τοῦ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανία ἐν οἰκίᾳ
Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθε αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτί-
μου»123, κατ' ἀναλογία κι αὐτή λαμβάνουσα ἀγγεῖο μύρου: «...προσῆλθε τῷ μοναχῷ
καὶ κατέχεεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καταφιλοῦσα τούτους καὶ τοῖς δάκρυσι
βρέχουσα καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐκμάσσουσα καὶ ἐξαγγέλουσα τὰς

123
Ματ. 26,6.
440

ἑαυτῆς ἁμαρτίας.»· καί τότε σεισμός μεγάλος γίνεται μόνο στό σπίτι της κι ὄχι σ'
ὅλην τήν πόλιν, κι ἀκούγεται φωνή: «ἀφέωνταί σοι οἱ ἁμαρτίαι σου», ἐνῶ ὁ
μοναχός σηκώνεται ὑγιής χωρίς μώλωπα.
Στή διήγηση Περί τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐμπεσόντος εἰς πορνείαν124,
ἐντοπίζονται, μέσῳ τῶν δύο περιπτώσεων ἐξομολόγων πού ἐξετάζονται, οἱ
προϋποθέσεις τοῦ καλοῦ ἐξομολόγου.
Ἡ ἐρώτηση τοῦ πάσχοντος: «τί ποιήσω ἵνα τύχω συγχωρήσεως τῶν ἐμοὶ
πεπραγμένων;» (ἀνάπτυξη πρωτοβουλίας-αὐτενέργεια) πού ἔχει σά βάση της τό
φόβο τοῦ θανάτου καί τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀποτελεῖ τόν κινητήριο μοχλό γιά
τήν ἐξέλιξη τῆς διήγησης. Σέ αὐτό συμβάλλει καί ἡ συνεργία τοῦ Θείου
παράγοντος: «ὁ δὲ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὁ μὴ θέλων τινὰ ἀπολέσθαι
ἀνέβαλεν εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ...» νά πάει στό ὄρος Ὄλυμπος καί νά
ἐξομολογηθεῖ σέ κάποιο Γέροντα.
Ἡ διάκριση τοῦ Γέροντα ἀποτελεῖ παράγοντα καταλλαγῆς ἤ μή τοῦ
ἐξομουλογούμενου. Οἱ δύο διαφορετικές ἀντιμετωπίσεις ἀποδεικνύουν τή σημασία
πού ἔχει γιά τή συμβουλευτική ὑποστήριξη τοῦ ἐξομολογούμενου ἡ σωστή
τοποθέτηση τοῦ ἐξομολογητῆ (συμβούλου).
Στή πρώτη περίπτωση: Ἐξομολόγος: «ἐτόλμησας ἱερουργῆσαι; ... γίνωσκε
τέκνον ὅτι ἑὰν ἱερεὺς εἰς τὸ τοιοῦτον ἁμάρτημα περιπέσῃ ἄλλην ἴασιν οὐκ ἔχει... εἰ
δὲ τολμήσει μετὰ τὸ πεσεῖν ἱερουργῆσαι, ὡς νομίζω, συγχώρησιν οὐκ ἔχει.».
Ἐξομολογούμενος: «καὶ οὐκ ἔστι μετάνοια πάτερ, ἀλλ' ἵνα ἀπογνῶ ἑμαυτόν;».
Ἐξομολόγος: «συγχώρησόν μοι διὰ τὸν Κύριον τέκνον, τίς γάρ εἰμι ἐγὼ τὰ τοιαῦτα
ἀκούειν καὶ κρίνειν καὶ διακρίνειν; εἴθε καὶ τὰ ἐμὰ κακὰ ἐδυνάμην κλαίειν.».
Ἐξομολογούμενος: «ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας, βαλὼν μετάνοιαν, ὑπεχώρησε κατηφής.».
∆ιαγράφεται μία αὐστηρή, ἐλεγκτική, ἐπιτιμιτική καί «ξύλινη» γλώσα πού δέν ἀφήνει
περιθώρια ἐλπίδας.
Στή δεύτερη περίπτωση: Ἐξομολογούμενος: «εἰς τόνδε τόν Γέροντα ἀπῆλθον...
καὶ εἰς ἀπόγνωσιν ἤνεγκέ με.».
Ἐξομολόγος: «νομίζω, τέκνον, οὐκ ἔστιν ἁμαρτία ἡ νικῶσα τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ
Θεοῦ... ἀληθῶς εἰπέ σοι ὁ ἅγιος Γέρων ὅτι εἰς τὸν ἱερέα τοῦτο τό ἁμάρτημα βαρύ

124
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.63-64.
441

ἐστι καὶ ἀσυγχώρητον. ἀληθῶς, ἀλλ' ἐπειδὴ συνέβη, τί ποιήσομεν; σὺ ἀπὸ τοῦ νῦν
μηκέτι ἱερουργήσεις καί, ἀποκαρείς, ἔνδυσαι τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν καὶ μετανόη-
σον γνησίως, καὶ ἐλπίζομεν εἰς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτι
ποιῆσαι ἔχει ἔλεος μετὰ σοῦ, ὡς καὶ μετὰ πάντων τῶν μετανοούντων».
Ἐξομολογούμενος: «ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ λέγων· ‘ἐπεὶ Κύριος ὁ Θεὸς
ἀπέστειλέ με εἰς τὰς ἁγίας σου χεῖρας, οὐ μὴ ὑποχωρήσω ἀπὸ σοῦ.’...».
Ἐξομολόγος: βλέποντας τά δάκρυα καί τό συντετριμμένο φρόνημα εἶπε: «εἰ ἀρέσκει
σοι τέκνον μου τοῦ εἶναι μετ' ἐμοῦ οὐκ ἀποδιώκω σε·».
∆ιαγράφεται μία ζεστή, πατρική, παρηγορητική συμπεριφορά μέ προσφερόμενη
λύση γιά ἐπανάκαμψη στή σωστή πορεία, ἀλλά καί συγχρόνως περιθώρια ἐλπίδας
γιατί αὐτός πού συγχωρεῖ εἶναι πάντα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Ὁ διακριτικός Γέρων
δέν ἔρριξε εὐθύνη ἤ εἶπε ὅτι ἔκανε λάθος ὁ προηγούμενος Γέρων, πού ἔκανε τόν
ἐξομολογούμενο νά ἔλθει σέ ἀπόγνωση· ἀντίθετα ἀφοῦ ἐπιβεβαίωσε τήν ἀλήθεια
τῶν λόγων ἐκείνου, προχωρεῖ σέ μία ἐπικοινωνία πού ἀποτελεῖ καί βάση μιᾶς
ὑγιοῦς σχέσης ἐμπιστοσύνης ἀνάμεσα στόν ἐξομολόγο (σύμβουλο) πού θά γίνει
παιδαγωγός καί κατηχητής (ποιμαντική διάσταση) καί τοῦ ἐξομολογούμενου: «μεθ'
ἡμέρας οὖν τινας, κατηχήσας αὐτὸν καὶ ἀποθρίξας, ἐνέδυσεν αὐτῷ τὸ τῶν μονα-
χῶν ἅγιον σχῆμα καὶ ἦν σὺν αὐτῷ ἐν μετανοία καὶ νηστείαις καὶ δάκρυσι,
ἐξιλεόμενος τὸν Θεόν.».
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού διαπιστώθηκε ὅτι ἀπασχολεῖ τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις
εἶναι τό ἠθικό ποιόν τῶν λειτουργῶν καί ὁ ρόλος πού παίζει στήν ἐγκυρότητα τῶν
μυστηρίων:
Ἄρχοντας ἀνακρίνει πρεσβύτερο πού τοῦ ἔχει καταγγελθεῖ γιά μιαρές πράξεις καί
τόν ρωτᾶ πῶς: «τὰ ἄχραντα μυστήρια παρεῖχες τῷ λαῷ εἰς μετάληψιν;». Ἐκεῖνος
ἀπαντᾶ: «Μὰ τὸν θεὸν τὸν κολάζοντά με τῇ ὥρᾳ ταύτη διὰ τῶν χειρῶν ὑμῶν, καὶ
μέλλοντα κολάσαι με ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ, οὐ ψεύδομαι,
ἀλλ' ἐξότε ἐγενόμην φαρμακός, οὐ προσήνεγκα ἐγώ, ἀλλ' ἡνίκα εἰσερχόμην εἰς
τὸ ἱερατεῖον, κατήρχετο ἄγγελος τοῦ θεοῦ καὶ ἐδέσμει με εἰς τὸν κίονα
ὀπισθάγκωνα, καὶ αὐτὸς προσέφερε, καὶ αὐτὸς μετεδίδου τῷ λαῷ, καὶ ὅτε ἐπλήρου
πᾶσαν τὴν ἀκολουθίαν, τότε ἔλύε με ἵνα ἐξέλθω.»125.

125
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση LII, σ. 70.
442

Σέ συμπλήρωση αὐτοῦ ἔρχεται ἡ διήγηση πού ὁ Ἰσίδωρος ὁ σχολαστικός


ἀναφέρει γιά χριστιανό μέ χορδύλη στό μέτωπον, πού παρ' ὅτι εἶδε τόν ἱερέα νά
μοιχεύει -καθώς μέσα του ἔχει συνειδητοποιήσει τό χριστιανικό ἰδεῶδες καί τρόπο
ζωῆς- δέν ἀρνήθηκε νά μεταλάβει τ' ἄχραντα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ συγκεκρι-
μένου ἱερέα· ὅπως λέει: «...ὅτι κἂν τάχα καὶ ἥμαρτεν ὁ παραμονάριος, ἀλλὰ πάντως
αὔριον μετανοῆσαι ἔχει καὶ σώζεται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐμὸν κρῖναι αὐτὸν ἄχρις οὗ ὁ
θεὸς κρίνει αὐτόν, πλὴν ἐγὼ οὕτως πιστεύω ὅτι οὐκ ἀπὸ χειρὸς ἀνθρώπων, ἀλλὰ
διὰ χειρῶν ἁγίων ἀγγέλων τὰ ἅγια μυστήρια ἡμῖν μεταδίδονται, πορεύσομαι οὖν
ἀσκανδαλίστως, καὶ τῶν θείων μυστηρίων μέτοχος γενήσομαι.»126. Αὐτή ἡ
ὁμολογία πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τό μέτρο γιά κάθε χριστιανό.
Στήν ἑπόμενη ψυχωφελή διήγηση ἕνα ἀποκαλυπτικό καί διδακτικό ὅραμα, πού
ἀποτελεῖ καί τή συμβολή τῆς Θείας Πρόνοιας, ἀναφέρεται στό μεσολαβητικό ρόλο
τῶν τελούντων τά μυστήρια, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μέσα (ἀγωγούς) διοχέτευσης τῆς
Θείας Χάρης: Ἀναχωρητής πού τοῦ ἔχουν διαβάλλει τόν πρεσβύτερο πού τοῦ
προσφέρει τήν Θεία Εὐχαριστία, προβληματίζεται γιά τό ἄν θά πρέπει νά τήν τελεῖ·
τότε: «Καὶ ἰδοὺ φωνὴ πρὸς τὸν Ἀναχωρητὴν λέγουσα· ἦραν οἱ ἄνθρωποι τὸ κρῖμά
μου. Καὶ ἅμα τῇ φωνῇ γέγονεν ὁ Ἀναχωρητὴς ἐν ἐκστάσει, καὶ ὁρᾷ λάκκον
χρυσοῦν καὶ σχοινίον χρυσοῦν καὶ κάδδον χρυσοῦν καὶ ὕδωρ ἐν τῷ λάκκῳ
καθαρόν τε καὶ διαυγές· κελεφὸς (λεπρός) δέ τις ἄνωθεν τοῦ λάκκου ἑστώς, ἤντλει
ἐξ αὐτοῦ καὶ μετέβαλλε, καὶ βουλόμενος ὁ Ἀναχωρητὴς πιεῖν ἐκ τοῦ ὕδατος,
ὑπεστέλλετο καὶ οὐκ ἔπινε, διὰ τὸ κελεφόν εἶναι τὸν ἀντλοῦντα. Καὶ ἰδοὺ πάλιν
φωνὴ γέγονε πρὸς αὐτὸν λέγουσα· διατὶ οὐ πίνεις ἐκ τοῦ ὕδατος; τί πρᾶγμα ἔχει ὁ
κελεφὸς ἀντλῶν; ἀντλεῖ γὰρ καὶ μεταβάλλει. Ὁ δὲ εἰς ἑαυτὸν ἐλθών, καὶ
διακρίνας τὴν δύναμιν τῆς ὀπτασίας, καλεῖ τὸν Πρεσβύτερον καὶ παρασκευάζει
ποιεῖν αὐτῷ τὴν προσφορὰν ὡς πρότερον.»127. Τά μυστήρια τελοῦνται ὑπό τῶν
κανονικῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἀπό αὐτούς πού ἔχουν λάβει ἐπιτίμιο.
Ὅμως τά μυστήρια τελειοῦνται ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅστις εἶναι ὁ
τελετάρχης τῶν μυστηρίων ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γι' αὐτό καί δέν ἐξαρτᾶται τό
μυστήριον ἐκ τοῦ ἠθικοῦ ποιοῦ τοῦ τελοῦντος αὐτό ἱερέως. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος λέει:
«καὶ δι' ἀναξίων εἴωθεν ἐνεργεῖν ὁ Θεός· ... Οὐδὲν γὰρ ἄνθρωπος εἰς τὰ

126
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση LVΙ, σ.83.
127
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 6-7, σ.489.
443

προκείμενα εἰσάγει, ἀλλὰ τὸ πᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως ἔργον ἐστί, κἀκεῖνός
ἐστιν ἡμᾶς ὁ μυσταγωγῶν.»128.
Αὐτό καταγράφεται καί στή διήγηση Περί τοῦ παιδός τοῦ ἰδόντος τήν ὀπτασίαν
ἐν τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι129, ὅπου μία ὀπτασία (ὄργανο τῆς Θείας Πρόνοιας) ἀποτελεῖ
ἀποκαλυπτικό μέσο γιά τήν ἀλήθεια. Ἄρχοντας ζητάει ἀπό παιδί νά πεῖ στόν
βαπτίσαντα αὐτό ἱερέα, νά ἔρθει κοντά του καί τό παιδί δέν τόν βρίσκει· κάποιο
ἄλλο παιδί τόν βρίσκει καί ρωτώντας ὁ ἄρχοντας: «τίς οὖν οὗτος;», ὁ
νεοβαπτισθείς ἀπαντᾶ: «οὐκ ἐβάπτισέ με οὗτος, κύριέ μου. ὁ γὰρ βαπτίσας με ὡς
ἀστραπὴν εἶχε τὸ πρόσωπον λάμποντα καὶ αὐτὸς καὶ τὴν θείαν ἐτέλεσε μυσταγω-
γίαν· καὶ ὅτε ἐλειτούργει ἐκεῖνος ὁ φωσφόρος, οὗτος ὁ πρεσβύτερος ἔξωθεν τῆς
ἐκκλησίας ἵστατο γυμνός, πεπεδημένος ἀλύσει τὸν τράχηλον καὶ τὰς χεῖρας, καὶ
κατεῖχον αὐτὸν δύο αἰθίοπες φοβεροὶ καὶ δυσώδεις. ὡς δὲ ἐτέλεσεν ὁ ἡλιόμορ-
φος τὴν θείαν μυσταγωγίαν... καὶ ὡς ἀπέστειλάς με καλέσαι αὐτόν, ἀπελθών οὐχ
εὗρον αὐτόν.». Ὁ ἄρχοντας ζητώντας ἐξηγήσεις ἀπό τόν ἱερέα, μαθαίνει ὅτι πρίν
ἔλθει σ' αὐτό τό μέρος, στήν πατρίδα του εἶχε περιπέσει σέ ἠθικό παράπτωμα καί:
«ὁ ἐμὸς ἐπίσκοπος δέδωκε μοι ἐπιτίμιον τὰ τῶν ἱερέων μὴ πράσσειν... ἐγὼ δέ,
πτωχός ὑπάρχων καὶ ἄνευ τῆς ἱερωσύνης μὴ δυνάμενος ζῆσαι, ... ἦλθον ἐνταῦθα ...
καταπατήσας τήν οἰκείαν συνείδησιν καὶ καταφρονήσας τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοκρισίας
καὶ τῶν αἰωνίων καὶ φοβερῶν κολάσεων, ἱερούργουν μέχρι τῆς σήμερον.».
Ἡ φιλανθωπία ὅμως τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σώσει τόν καθένα πού μετανοεῖ
εἰλικρινά, καί αὐτό διαπιστώνεται διά τοῦ στόματος τοῦ ἄρχοντα: «...ὅμως ἐπεὶ
φιλάνθρωπον Θεὸν ἔχομεν, δεχόμενον τοὺς εἰλικρινῶς διὰ μετανοίας αὐτῷ
προσιόντας, ἄπελθε ἐν μοναστηρίῳ καὶ μετανόησον γνησίως τὸ ἐπίλοιπον τῆς
ζωῆς σου.».

β. Συνεργία θείου καί ἀνθρώπινου παράγοντα.

Ἡ ἀρχή τῆς συνεργίας ἤ ἀρχή συνυπολόγισης τοῦ ὑπερβατικοῦ παράγοντα130


βρίσκει ἕνα ἰδανικό πεδίο ἐφαρμογῆς της στή συμβουλευτική ποιμαντική, καθότι
ἀπαιτεῖται τόσο ἡ συνεργασία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἀνθρώπινο παράγοντα

128
Εἰς Α’ Κορ, ὁμιλ. 8,1, PG 61,69· πρβλ. Ν. Μητσόπουλου, Θέματα Ὀρθοδόξου ∆ογματικῆς
Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί παραδόσεις ∆ογματικῆς, Ἀθήνα 1984, σ. 91.
129
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.77-81.
130
Σπ. Τσιτσίγκου, Ψυχολογία τῆς θρησκείας. Σύγχρονες τάσεις, Ἀθήνα 2002, σ. 126.
444

ὅσο καί ἡ συνεργασία τῶν δύο ἀνθρωπίνων παραγόντων, συμβούλου καί


συμβουλευομένου. Οἱ δύο τελευταῖοι συν-βουλεύονται, ὥστε ν' ἀποφασίσουν ἀπό
κοινοῦ, νά συν-ἀποφασίσουν γιά τό ποιά πορεία θ' ἀκολουθήσει αὐτός πού ἦρθε νά
συμβουλευθεῖ. Ἡ εὐθύνη βαρύνει καί τούς δύο. Ὁ ἕνας δέν εἶναι ἄβουλο ὄργανο
τοῦ ἄλλου μέ τήν ἰσχυρή βούληση. Εἶναι μία δέσμευση ἐνώπιον Θεοῦ καί ἐνερ-
γεῖται στά πλαίσια μιᾶς τριπλῆς περιχώρησης: α) τῆς ἀναζήτησης τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ πού συνεπάγεται ἀποκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος· β) τῆς συν-χωρήσεως
συμβούλου καί συμβουλευομένου καί βοηθείας τοῦ τελευταίου ἀπό τόν πρῶτο μέ
τήν προσευχή, ὥστε γ) ὁ τελευταῖος ν' ἀκολουθήσει ἐν ὑπακοῇ τήν ἀπόφαση πού
ἐλήφθη ἀπό κοινοῦ.
Ὁ σύμβουλος δέν παραστέκει ἁπλά, ὅπως συμβαίνει στήν «μή διευθυντική» (non
directive) θεραπεία τοῦ Κάρλ Ρότζερς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ σύμβουλος δέν
κατευθύνει, δέν δίνει γραμμή καί συμβουλές. Στή συμβουλευτική ποιμαντική χωρίς
αὐτό νά θεωρεῖται καταναγκαστικό ἤ καταπιεστικό, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα μιᾶς
«κανονιστικῆς» διευθετήσεως κατά τήν ὁποία ὁ σύμβουλος ὑποδεικνύει μία
κατεύθυνση ὅταν ὁ συμβουλευόμενος τό ζητήσει. Ὁ συμβουλευόμενος ὀφείλει ν'
ἀκούσει καί νά ὑπακούσει στό λόγο καί τή συμβουλή τοῦ Γεροντα πού σέ δεδομένη
στιγμή μπορεῖ νά λειτουργεῖ ὡς ἐντολή πού πρέπει νά ἐκτελεσθεῖ131.
Αὐτός πού χορηγεῖ θεραπεία εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι ὁ Γέρων. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν σέ
θεραπεία παιδιοῦ, λέει πρός τόν πατέρα: «ὁ Θεός ἴασαι τὸ πλᾶσμα σου, ἵνα μὴ
κυριευθεῖ ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ· καὶ σφραγίσας αὐτὸ εὐθέως ἐθεράπευσε καὶ ἀπέδωκε
τῷ πατρί αὐτοῦ ὑγιές.»132. Ἀλλά κι Αὐτός πού πληροφορεῖ ἤ καθοδηγεῖ τόν Γέροντα
εἶναι πάλι ὁ Θεός· εἶναι σέ ὅλους γνωστό ὅτι ὁ ἀββᾶς Παμβῶ: «οὐ ταχέως λαλεῖ,
ἐὰν μὴ πληροφορήσῃ αὐτὸν ὁ Θεός·»133. Ὁ ἀββᾶς Κασσιανός λέει: «οὐκ ἀφ'
ἑαυτῶν κινούμενοι ἀλλ' ἐκ Θεοῦ καὶ τῶν θεοπνεύστων γραφῶν παραδεδώκασι
τοῖς μεταγενεστέροις τὸ ἐπερωτᾶν τοὺς προοδεύσαντας.»134.
Ἡ προσευχή τῶν μοναχῶν ἐπικαλεῖται τή μεσιτεία τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα στό
Θεό στίς δύσκολες στιγμές. Ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν νουθετεῖ τό μαθητῆ του γιά τό πῶς νά

131
Α. Σταυρόπουλου, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, σ.144-145· πρβλ. Τ. Κίρναν,
Ψυχοθεραπεία. Θεωρίες καί πρακτικές ἀπό τόν Φρόυντ μέχρι σήμερα, σ.217-232.
132
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ζ’, σ.85.
133
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.102.
134
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.277.
445

προσεύχεται σέ δύσκολες στιγμές: «ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων εὐχαῖς τοῦ πατρός μου
ἐξελοῦ με». Ὁ Ἀβραάμ μαθητής τοῦ Σισώη, τή δύσκολη στιγμή ἀναφωνεῖ: «Κύριε
διὰ τὰς εὐχὰς τοῦ Πατρός μου σῶσόν με ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ·»135.
Ὁ μοναχός Παῦλος, πού εἶχε δαιμονιστεῖ, διηγεῖται136, ὅτι μόλις τόν
τοποθέτησαν δίπλα στή λάρνακα τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου ἀμέσως σά νά ξαλάφρωσε
ἀπό ἕνα μεγάλο βάρος. Συνῆλθε καί παρακαλοῦσε μέ θερμά δάκρυα τόν Ἅγιο νά
τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ κακοῦ δαίμονος...· τοῦ ἐφάνη ὅτι ἕνα μαῦρο
κουκούλι γεμάτο μαλλιά εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω στό κεφάλι του, πού ὅμως
ἐσωτερικά δέν εἶχε μαλλιά ἀλλά ἀγκάθια σουβλερά σάν καρφιά καί πίεζαν τόσο
δυνατά τό κεφάλι του, πού οὔτε ν' ἀναπνεύσει μποροῦσε. Καί ξαφνικά παρουσιά-
ζεται ὁ ἅγιος μπροστά του: «...ἐπιφαίνεταί μοι πολλῷ τῷ φωτί κύκλῳ περιλαμπόμε-
νος, πολιὸς τὴν τρίχα, στρογγυλὸς τὴν ὄψιν, φαιδρὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τὴν ἡλικίαν
βραχύς, βαθὺς τὸν πώγωνα, μανδύαν μέλανα περικείμενος, ράβδον τε τῇ χειρὶ
κατέχων, καὶ ὅτου δέοι πρός με φησί· τί δὲ βούλει ποιήσω σοι;».
Στήν αἴτηση τοῦ ἀρρώστου νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τό δαίμονα, ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ: «...σὺ
δέ, ἀλλ' ἐπείσθης, φησίν, ὅτι τῶν γινομένων οὐδὲν τὸν Θεὸν λαθεῖν δυνατόν;
Ἔμαθες ἐξ ὧν ἔπαθες ἡλίκον τὸ τοῦ Θεοῦ περιφρονεῖν κακὸν καὶ ὡς ἂν καὶ τύχοι
προΐεσθαι;». Ὁ ἄρρωστος ὑπόσχεται ὅτι στό μέλλον θά εἶναι προσεκτικός. Ὁ ἅγιος
παίρνει τό κουκούλι μέ τό χέρι του καί μετά βίας τό ἀφήρεσε ἀπό τό κεφάλι τοῦ
μοναχοῦ καί τό ἔρριξε μέσα σέ λάκκο· αὐτό δέ εἶχε πάρει μορφή κοντοῦ αἰθίοπα
μέ μάτια ὅμοια μέ φωτιά.
Πρέπει νά προσεχθεῖ ὁ σωφρονιστικός χαρακτήρας τῆς προσβολῆς ἀπό δαίμονα
καί συγχρόνως ὅτι ἡ θεραπεία δέν εἶναι ὁριστική ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἐπιλογές
τοῦ προσβαλομένου. Ὁ ἅγιος λέει στόν δαιμονισμένο: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι
ἁμάρτανε, ἀλλὰ πρόσεχε σεαυτῷ, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται.».
Συχνά μπορεῖ νά νομίζει κάποιος ὅτι τά δεινά πού τόν βρίσκουν ὀφείλονται
στήν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως αὐτό δέν εὐσταθεῖ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει:
«Τέσσαρες εἰσι γενικοὶ ἐγκαταλείψεως τρόποι· ἡ μὲν οἰκονομικὴ ὡς ἐπὶ τοῦ Κυρίου,
ἵνα διὰ τῆς δοκούσης ἐγκαταλείψεως οἱ ἐγκαταλελειμένοι σωθῶσιν· ἡ δὲ πρὸς

135
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.552.
136
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Εὐθυμίου, τ.2, σ. 123-127.
446

δοκιμήν, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰώβ καὶ Ἰωσήφ, ἵνα ὁ μὲν ἀνδρείας, ὁ δὲ σωφροσύνης στῆλαι
ἀναφανῶσιν· ἡ δὲ πρὸς παίδευσιν πατρικήν, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου ἵνα ταπεινοφρο-
νῶν, τὴν ὑπερβολὴν φυλάξῃ τῆς Χάριτος· ἡ δὲ κατ' ἀποστροφὴν ὡς ἐπὶ τῶν
Ἰουδαίων, ἵνα κολαζόμενοι πρὸς μετάνοιαν καμφθῶσι. Σωτήριοι δὲ πάντες τρόποι
ὑπάρχουσι καὶ τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας ἀνάμεστοι.»137.
Ἡ περίπτωση τοῦ μοναχοῦ Αἰμιλιανοῦ, πού δεινοπαθεῖ ἐξαιτίας τῆς πτώσης του
σέ πορνεία, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἀποτελεῖ «ὑπόδειγμα» συνέτισης: «...
Αἰμιλιανός, λέγων, οὗτος ὑμῖν ὑπόδειγμα ἔστω, ὃν καὶ διὰ τοῦτο πάντως ὁ Θεὸς
περιεῖδεν αἰσχρῶς οὐτωσὶ καὶ ἀθλίως ἐν τοῖς ἁπάντων ὑμῶν ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τοῦ
τῆς φιληδονίας κατεργασθῆναι πικροῦ δαίμονος, ἵν' αὐτοί γένησθε βελτίους, καὶ
ἀπὸ τῆς εἰς αὐτὸν τιμωρίας ὑμεῖς κερδάνητε. Ἀλλὰ γὰρ δεηθῶμεν, φησί, τοῦ Θεοῦ
τῆς τοιαύτης ἐπιβουλῆς ἀνεθῆναι τὸν ἄνδρα. ... ὁ λογισμοῖς ἀτόποις προσπαλαίων
τῶν ἀδελφῶν ἀσφαλιζέσθω ὑμῖν ἀεί, καὶ παραινέσεως ἀπολαυέτω διηνεκοῦς καὶ
διδασκαλίας καὶ ὑποθήκης, μὴ λάθῃ κατὰ μικρὸν ὑποσκελισθείς, καὶ πτῶμα χαλεπὸν
τῷ διαβόλῳ γενόμενος.»138.
Ἡ Θεία Πρόνοια δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τό δημιούργημά της. Ἡ ἐρώτηση τοῦ
ἡγουμένου: «πόθεν οὖν κυρία μου ἔχετε τὴν ὑμετέραν τροφήν;» εἶναι ἡ αἰτία γιά τήν
ἀποκάλυψη τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ (γιά ἔντεκα χρόνια): «ὁ ἀγαθὸς καὶ
φιλάνθρωπος Θεός, ὁ θρέψας ἐν ἐρήμῳ τεσσαράκοντα ἔτη λαὸν φυγάδα, αὐτὸς
καὶ τὴν ἡμετέραν τροφὴν ἀποστέλλει... τὰ ὄρνεα φέρουσιν ἡμῖν παντοίας ὀπώρας...
ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπὲρ τὴν χρείαν... ἀλλὰ καὶ γυμνὰς οὔσας σκέπει καὶ θάλπει τῇ αὐτοῦ
χάριτι, ἵνα μήτε τῷ χειμῶνι κρύους αἰσθανώμεθα μήτε τῷ θέρει καύσωνος·»139.
Γιά τόν ἀββά Ἰσαάκ οἱ παράμετροι τῆς πίστης καί τῆς προθυμίας εἶναι καθοριστικοί:
«...ὅτι ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν βοηθὸς εὑρίσκεται ἕτοιμος, καὶ
μισθαποδότης μεγαλόδωρος γίνεται, διδούς τὴν χάριν αὐτοῦ, οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν
ἐργασίαν, ἀλλὰ κατὰ τὴν προθυμίαν καὶ πίστιν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν.»140.
Πολλές φορές ἡ Θεία Πρόνοια δρᾶ ἀπρόβλεπτα καί μέ τρόπους μή
κατανοητούς στόν ἀνθρώπινο πεπερασμένο νοῦ. Στήν περίπτωση τοῦ Ἀνδρέα τοῦ

137
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.466.
138
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Βίος Ἁγίου Εὐθυμίου, τ.2, σ.323.
139
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, Περί τῶν τριῶν γυναικῶν τῶν
φανερωθέντων ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, σ. 32.
140
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.408.
447

ἐνάρετου ἐπισκόπου Φούνδης, πόλη τῆς Ἰταλίας κοντά στή Ρώμη, πού συγκατοικοῦ-
σε γιά χρόνια στό Ἐπισκοπεῖο μέ κάποια μοναχή καί ξαφνικά δοκιμάσθηκε μέ
λογισμό πορνείας γι’ αὐτήν, συμβαίνει τό ἑξῆς: α) Τό ὄργανο μέσῳ τοῦ ὁποίου θά
φανεῖ ἡ Θεία προστασία, εἶναι ἕνας Ἰουδαῖος (προσοχή στήν καταγωγή καί τό
θρήσκευμα) πού πηγαίνοντας γιά τή Ρώμη διανυκτερεύει στό ναό τοῦ Ἀπόλλωνα
(εἰδωλολατρικός ναός) πού βρίσκονταν κοντά στό Ἐπισκοπεῖο. Ἐκεῖ λοιπόν ὁ
Ἰουδαῖος μένοντας ἄγρυπνος βλέπει ἐν ὀπτασία, δαίμονα ν' ἀφηγεῖται τόν
πειρασμό πού ξεσήκωσε στήν ψυχή τοῦ ἐπισκόπου Ἀνδρέα γιά τή μοναχή καί ὁ
ἀρχηγός τῶν δαιμόνων εὐχαριστημένος πολύ τοῦ λέει ὅτι τό κέρδος του θά εἶναι
μεγάλο ἄν καταφέρει νά παρασύρει τήν ψυχή τοῦ ἐπισκόπου στήν πράξη τοῦ
λογισμοῦ του. Γίνεται γνωστό λοιπόν στόν Ἰουδαῖο τό πρόβλημα τοῦ ἐπισκόπου,
πηγαίνει καί τόν συναντᾶ, τοῦ κάνει περιγραφή τῶν συμβάντων στό ναό τῶν
εἰδώλων, ὁ ἐπίσκοπος μετανοεῖ παραδίδεται σέ θερμή προσευχή καί ἀπομακρύνει
ἀπό κοντά του τή μοναχή141.
Ὁ ἅγιος ∆ανιήλ μέ τήν ἱστορία τοῦ Εὐλογίου142, θέτει τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης
δυνατότητας σέ σχέση μέ τήν Θεία Πρόνοια. Καλόν νά μήν ἐπιζητεῖται κάτι, ἀλλά
νά ἀφήνεται στή Θεία Κρίση καί Βούληση πού ὅλα ἐν δικαιοσύνη ποιεῖ, παρ' ὅτι
στόν ἀνθρώπινο νοῦ ἴσως φαίνεται ὅτι θά ἦταν οἰκοδομιτικώτερο νά γίνει κάπως
ἀλλιῶς. Τό νά ἐγγυᾶται κάποιος γιά τήν προαίρεση τοῦ ἄλλου, εἶναι ἐπικίνδυνο,
καθώς σέ περίπτωση μή εὐόδωσης τοῦ ἐπιτευκτέου ἤ ἀκόμη καί ὕπαρξης ἀντιθέτου
ἀποτελέσματος τοῦ προσδοκομένου, ὁ ἐγγυητής θέτει ὑπόλογο τόν ἑαυτό του ὡς
ὑπαίτιο τῆς ψυχικῆς φθορᾶς καί πτώσης τοῦ ἄλλου. Ὁ κάθε ἄνθρωπος προσφέρει
βάσει τῶν μέτρων καί τῶν δυνατοτήτων του χωρίς νά ὑπάρχει λόγος ὑπέρβασής
τους. Ὁ Εὐλόγιος ὡς ταπεινός λατόμος εἶχε τήν ἀγαθή προαίρεση τῆς
ἐλεημοσύνης πρός τόν πλησίον, ἔστω κι ἄν ἦταν φτωχός. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ
ἴδια ψυχική διάθεση θά παρέμενε σταθερή σέ περίπτωση πλουτισμοῦ του, ὅπως
παρακάλεσε καί ἐγγυήθηκε γι' αὐτόν ὁ ἀββᾶς ∆ανιήλ. Τά πάντα ἀνατρέπονται· καί
ὁ Εὐλόγιος πλουτίζοντας καί ἀποκτώντας ἀξιώματα χάνει καί τό χάρισμα τῆς
φιλανθρώπου διαθέσεως.

141
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Γρηγορίου τοῦ ∆ιαλόγου, τ.2, σ.355.
142
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.634-640.
448

Ἄλλοτε πάλι ὁ ἄνθρωπος δέν χρειάζεται νά προσπαθεῖ νά κατανοήσει τόν


τρόπο καί τό μέτρο κρίσης τοῦ Θεοῦ, σέ σχέση μέ τό δίκαιο καί τό ἄδικο τόσο ἐν
ζωῇ ὅσο καί μετά θάνατον, καθώς οἱ κρίσεις Του ἀνήκουν στό χῶρο τοῦ
ἀκαταλήπτου. Κάποιος ἀπό τούς Πατέρες: «Ἔπεσεν οὖν ἐπὶ πρόσωπον δεόμενος τοῦ
Θεοῦ καὶ λέγων· οὐκ ἐγείρομαι Κύριε, ἕως οὗ πληροφορήσῃς με τί εἰσι ταῦτα; ὅτι
ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς καὶ μετὰ θάνατον τοσαύτην ἔσχε φαντασίαν (πλουσιοπάροχη
κηδεία), οὗτος δὲ ὁ δουλεύων σοι νύκτα καὶ ἡμέραν, οὕτως ἀπέθανεν; (κατασπα-
ραγμός ἀναχωρητῆ ἀπό ὕαινα) Ἦλθε δὲ Ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐκεῖνος ὁ
ἀσεβὴς εἶχεν ἔργον μικρὸν καλόν, καὶ ἀπέλαβεν αὐτὸ ὧδε, ἵνα ἐκεῖ μηδὲ μίαν
εὕρῃ ἀνάπαυσιν· οὗτος δὲ ὁ Ἀναχωρητής, ἐπειδὴ κεκοσμημένος ἦν πάσῃ ἀρετῇ εἶχε
δὲ ὡς ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς μικρὸν σφάλμα, καὶ ἀπέλαβεν αὐτὸ ἐνταῦθα, ἵνα ἐκεῖ
εὑρεθῇ καθαρὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ πληροφορηθεὶς ὁ ἄνθρωπος ἀπῆλθε
δοξάζων τὸν Θεὸν ἐπὶ τοῖς κρίμασιν Αὐτοῦ τοῖς δικαίοις καὶ ἀκαταλήπτοις.»143.
Ἡ διαφοροποίηση τῆς Θείας Πρόνοιας ἀπό τήν ἀνθρώπινη φροντίδα ἀποτελεῖ
διηγηματικό πλαίσιο ψυχωφελῶν διηγήσεων, πού ἤδη ἔχει ἀναφερθεῖ στήν ἔρευνά
144
μας στήν παρ. Ἐφόδια ὑπέρβασης δοκιμασίας καί εἰδικότερα στή Θεία Πρόνοια .
Ἡ ἀρχή τῆς συνεργίας φανερώνεται καί στή καλή λειτουργία τῆς διοίκησης τῆς
Ἐκκλησίας. Μία σοβαρή ἀπόφαση σάν αὐτή τῆς διαγραφῆς ἀνώτατου κληρικοῦ
(πρόκειται γιά τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀμώς, Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων) ἀπό τά δίπτυχα τῆς
Ἐκκλησίας, ἐκτός ἀπό τή λαϊκή συνείδηση τῶν πιστῶν, γίνεται καί θεία συναινέσει.
Καταμαρτυρεῖται μέσῳ ἀποκαλυπτικοῦ ὀνείρου τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ στόν ἀνάξιο
κληρικό, πού τοῦ ἀναφέρει τί τόν περιμένει. Αὐτό συνεπικουρεῖ καί τήν ὀρθότητα τῆς
ἀνθρώπινης ἐνέργειας: «...παρελθόντος δὲ τοῦ ἀρχιεπισκόπου τὸν ἀνθρώπινον
βίον, καὶ ἤδη τοῦ πράγματος προγνωσθέντος, οἱ τότε πατέρες ἔκριναν τοῦ
ἐξαλειφθῆναι τὸ αὐτοῦ ὄνομα ἐκ τῶν διπτύχων τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Ἀναστάσεως, ὃ καὶ ἐποίησαν.»145.

143
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.558.
144
πρβλ. Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.256, 258, 261, 262,
264, 272, 273.
145
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ..., O.C.1903, διήγηση LΙΧ, σ. 87.
449

γ. Τό «παράδειγμα» τοῦ Γέροντα.

Ἡ συμβουλευτική ἀρχή ἐπιβάλλει ὁ Γέροντας νά μή δίνει ἐντολές μέ τρόπο


προστακτικό ἀλλά μέ ταπείνωση. Ἔτσι ὁ λόγος γίνεται προτρεπτικός καί ὄχι
ἐπιτακτικός καί πείθει καί ἀναπαύει περισσότερο τόν πλησίον.
Ὁ πιό σπουδαῖος τρόπος ἐπηρεασμοῦ παραμένει τό παράδειγμα, τό ὑπόδειγμα, ἡ
παρουσία τοῦ Γέροντα καί ἡ μορφή του, πού ἡ θεωρία του καί μόνο εἶναι ἀρκετή γιά
νά ἀνακουφίζει καί νά δίνει ἀπαντήσεις. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ρωτᾶ μοναχό: «ἰδοὺ
τοσοῦτον χρόνον ἔχεις ἐρχόμενος ὧδε, καὶ οὐδὲν ἐρωτᾷς με· καὶ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτῷ· ἀρκεῖ μοι μόνον τό βλέπειν σε, πάτερ.»146.
Ὁ Γέροντας ἀποτελεῖ ἕνα «εὐήκοον οὖς» (πρόθυμο ν' ἀκούσει) ἀλλά καί
συγχρόνως καθοδηγεῖ καί στηρίζει τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκη ἄνθρωπο μέσῳ
τοῦ προσωπικοῦ του βιώματος: Ὁ ἀσκητής Πάχων παρ' ὅτι ἑβδομήντα δύο ἐτῶν
ὁμολογεῖ σέ κάποιον μοναχό πού βρίσκεται σέ πειρασμό πορνείας, ὅτι ἐνοχλεῖται
κι αὐτός ἀκόμη ἀπό τόν ἴδιο πειρασμό καί τοῦ διηγεῖται σέ εὐθύ λόγο τί ἔκανε γιά
νά τό ξεπεράσει καί πάλι ὀλίσθαινε, ὥστε στό τέλος: «Μικροψυχήσας οὖν καὶ
ἀπευδοκήσας ἐξῆλθον εἰς τήν πανέρημον ἀλώμενος· καὶ εὑρών ἀσπίδαν μικρὰν
(φίδι) καὶ λαβὼν αὐτὴν προσφέρω τοῖς γεννητικοῖς μορίοις, ἵνα κἂν οὕτω δηχθεὶς
ἀποθάνω. Καὶ προστρίψας τοῦ θηρίου τὴν κεφαλὴν τοῖς μορίοις, ὡς αἰτίοις μοι τοῦ
πειρασμοῦ, οὐκ ἐδήχθην.». Καί ἄκουσε τότε μία ἐσωτερική φωνή νά τοῦ λέει:
«Ἄπελθε, Πάχων, ἀγωνίζου· διὰ γὰρ τοῦτο ἀφῆκά σε καταδυναστευθῆναι, ἵνα μὴ
μέγα φρονήσῃς ὡς δυνάμενος, ἀλλ' ἐπιγνούς σου τὴν ἀσθένειαν μὴ θαρρήσῃς τῇ
σῇ πολιτείᾳ, ἀλλὰ προσδράμῃς τῇ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ.»147. Κάθε τι πού συμβαίνει
ἔχει τό λόγο ὕπαρξής του καί ἴσως τό πάθος τῆς πορνείας, στή δεδομένη
κατάσταση, προστατεύει τόν συγκεκριμένο μοναχό ἀπό κάποιο ἄλλο χειρότερο,
ὅπως εἶναι τό πάθος τῆς κενοδοξίας.
Ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τῶν παθῶν ἀπό τούς ἴδιους τούς Γέροντες, μέσῳ τῆς
ὁμολογίας τῶν ἰδίων πρός τούς πειραζόμενους ἀποτελεῖ ἐκτός ἀπό παρηγοριά καί
ἐνθάρρυνση: «Ἐμοὶ γὰρ, φησί, νέῳ ὄντι, τοιοῦτον τι συνέβη.»148.

146
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κς’, σ.4.
147
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.148-150.
148
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.266.
450

Οἱ δοκιμαζόμενοι δέν ἀγωνίζονται γιά τό ἀκατόρθωτο: Ὁ Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ


λέει: «...κἀμὲ γὰρ οὕτως ἠπάτησαν οἱ δαίμονες πολλάκις ἐν νυκτί, ... φαντασίας μοί
τινας παρέχοντες ὅλην τὴν νύκτα.» καί δέν ἐνέδιδε· καί τότε οἱ δαίμονες τόν
περιέπαιζον λέγοντες: «Συγχώρησον ἡμῖν ἀββᾶ, ὅτι κόπους σοι παρεσχήκαμεν
ὅλην τὴν νύκτα ... ἐγὼ δὲ εἶπον πρὸς αὐτούς· ‘Ἀπόστητε ἀπ' ἐμοῦ πάντες οἱ
ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν· οὐ γὰρ μὴ ἐκπειράσητε δοῦλον θεοῦ’»149.
Ἄλλοτε πάλι οἱ Γέροντες ἀποφεύγουν τόν λόγο. Εἶναι ἄνθρωποι τῆς πράξης. Ὁ
ἀββᾶς Σισώης λέει σέ μαθητή του: «Τί μὲ ἀναγκάζεις λαλῆσαι ἀργῶς; ὃ βλέπεις
ποίησον.»150. Ὁ καινοτόμος τρόπος ζωῆς τοῦ ἑνός γίνεται μέτρο καί γιά τούς
ὑπολοίπους. Στήν παρακάτω διήγηση τό ἱστορικό παρασκήνιο της ἐντοπίζεται στό
πέρασμα ἀπό τόν ἀναχωρητισμό στό κοινόβιο. Οἱ λόγοι δυσκολίας προσαρμογῆς
ἀπό τό ἕνα στάδιο στό ἄλλο, πού ἀκούγονται ἀπό τά χείλη τοῦ ἡγουμένου τοῦ
κοινοβίου πού προσφεύγει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ νέος, ἀλλά ἀφορᾶ ὅλους τούς
ἀναχωρητές, εἶναι: «οὐ δύνασαι γενέσθαι ὑποτακτικὸς τοσούτοις ἔτεσιν ἑαυτῷ
ζήσας καὶ Θεῷ· πολλοὶ γὰρ ἰδίῳ θελήματι στηριζόμενοι, ἧ τινι ἂν τῶν λοιπῶν
ἀρετῶν ἐπεχείρησαν, κατώρθωσαν ταύτην· λέγω δὴ ἐγκράτειαν, νηστείαν, ἀκτημο-
σύνην, κακουχίαν σώματος· οὓς πολλάκις ὁ κοινοβιακὸς δοκιμάσας νόμος, διὰ τὸ
τῆς ταπεινοφροσύνης ἐνδέον, ἀδοκίμους ἀπέφηνε καί ἐν οἷς ἐδόκουν εἶναι
καλοῖς·». Ἡ ταπεινότητα ὅμως τοῦ Ἀντωνίου ἀποδεικνύεται μέ τήν ἴδια του τήν
ἀπάντηση πού εἶναι ἐπίκληση βοηθείας πρός τόν ἡγούμενο: «...φέρων ἐμαυτὸν ὑμῖν
παραδέδωκα εἰς δουλείαν ὡς ἂν δι' ὑμῶν ἀρχὴν βάλω ἐν Χριστῷ τῆς παρ' ἡμῖν
ἐπιστημονικῶς εὐθετουμένης ζωῆς». Ὁ Ἀντώνιος γίνεται δεκτός στό Κοινόβιο καί
ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ κατ' ἐντολή τοῦ ἡγουμένου διάφορες ὑπηρεσίες πού τόν
ἐξουθένωναν· φτάνει ἀκόμη καί νά τόν ταπεινώσει ὁ ἡγούμενος· ὅμως δέν
βαρυγκομεῖ. Ὁ ἡγούμενος γνωρίζει μέ ποιόν ἔχει νά κάνει, ἀλλά δέν τοῦ
συμπεριφέρεται μέ ἐπιείκεια. Μετά τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί βλέποντας ὁ
ἡγούμενος τήν ὑπομονή τοῦ Ἀντωνίου κι ὅτι ἀρκετά: «...ἐπυρώθη τοῖς τῆς ὑποταγῆς
ἐμπύροις ἀθλήμασι, καὶ τέθεικε λοιπὸν τὸν λογισμὸν ἑαυτοῦ ὑπομεῖναι διὰ Θεὸν
πᾶν ὃ ἂν ἐπαχθῇ αὐτῷ μεγαλοψύχως», τόν καλεῖ καί τοῦ λέει: «Πάτερ τῶν

149
Historia Monachorum in Aegypto, σ.33.
150
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, με’, σ.114.
451

ὠφεληθεισῶν ψυχῶν τῇ σῇ πρὸς ἡμᾶς ἀφίξει καὶ κατὰ Θεὸν πολιτεία, ὅτι οὐδέπω
οὕτως ἐβελτιώθησαν οἱ ὑπ’ ἐμὲ ἀδελφοί, ὡς ἐπὶ τῇ σῇ θεοπέμπῳ παρουσίᾳ καὶ
τελείᾳ ὑπακοῇ·»151.

151
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., Ἐν τῷ βίῳ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ
νέου ἐπί τῶν Εἰκονομάχων, τ.1, σ.478-480.
452
453

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΦΕΛΩΝ ∆ΙΗΓΗΣΕΩΝ

Εἰσαγωγικά.

Κατά τή δεκαετία τοῦ 1960 στό δυτικοευρωπαϊκό χῶρο, ὑπάρχει μετατόπιση τοῦ
ἐνδιαφέροντος ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ σέ ἐκείνη
τῆς προσωπικῆς συμβουλῆς καί καθοδήγησης τοῦ νέου μέ σκοπό τήν ἀντιμετώπιση
τῶν πάσης φύσεως προβλημάτων του. Παράγοντες πού ὁδήγησαν σ' αὐτή τήν τάση
εἶναι οἱ σύγχρονες κοινωνικές καί πολιτισμικές ἀλλαγές, ἡ χαλάρωση τῶν
ἐνδοοικογενειακῶν σχέσεων, ἡ ὀρθολογιστική ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, ἡ
ἐξειδίκευση τῶν ἐπαγγελμάτων, ἡ αὐξανόμενη ἀντικοινωνική καί ἐγκληματική
συμπεριφορά τῶν ἀνηλίκων, οἱ συνεχεῖς ἀλλαγές στόν ἐκπαιδευτικό χῶρο. Σκοπός
καί ἐπιδίωξη τῆς ψυχοπαιδαγωγικῆς καθοδήγησης ἀποτελεῖ ἡ ἀντιμετώπιση
προβλημάτων πού ἔχουν σχέση μέ τή σωματική καί διανοητική ἀνάπτυξη, τή
συναισθηματική ὡρίμαση, τήν κοινωνική συμπεριφορά καί ἐκδηλώσεις ἀντικοι-
νωνικότητας, τή θρησκευτική καί ἠθική ἀνάπτυξη. Εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ τή
θρησκευτική καί ἠθική ἀνάπτυξη ἐπικεντρώνεται στήν ἐξέλιξη τῆς παιδικῆς καί
ἐφηβικῆς θρησκευτικότητας· στήν ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς πίστης, τοῦ θρησκευ-
τικοῦ συναισθήματος καί βιώματος· στό πρόβλημα τῆς «κατεστημένης ἰδεολογίας»
στήν ἐφηβεία· στήν ἐξέλιξη τῆς ἠθικότητας· στίς περιπτώσεις ἐξασθένισης τῆς ἠθικῆς
συνείδησης· στά θρησκευτικά καί ἠθικά βιώματα τῆς οἰκογένειας ὡς παιδευτικές
διαδικασίες· στή δημιουργία ἐκ μέρους τοῦ ἐφήβου ἑνός αὐτόνομου ἀξιολογικοῦ
συστήματος καί στήν ἀνάπτυξη μιᾶς προσωπικῆς βιοθεωρίας1.
Στόν ἴδιο ἄξονα κινοῦνται καί οἱ σκοποί τῆς σύγχρονης εὐρωπαϊκῆς παιδείας.
Κύριο μέλημα, ὅπως τονίζει ὁ Ἐμμ. Περσελῆς, ἀποτελοῦν ἡ ἀνάπτυξη τῆς γνώσης,
τῆς κατανόησης καί τῆς ἐμβάθυνσης στίς διάφορες μορφές τῆς ἀνθρώπινης
1
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ. 257-262· πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη, Ἡ ἐξέλιξη τῆς
παιδαγωγικῆς καί διδακτικῆς σκέψης (17ος-20ος αἰ.), τ. Β’, Ἀθῆναι 19802· Α. ∆ανασσῆ-
Ἀφεντάκη, Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία-
Παιδαγωγική Ἠθική, σ.115-127, Ἀθῆναι 1975.
454

ἐμπειρίας. Ἡ ἀνάπτυξη νοητικῶν δεξιοτήτων καί ἱκανοτήτων ὅπως κριτική σκέψη μέ


τήν παρατήρηση, ἀξιολόγηση, γενίκευση τῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς εὐαισθησίας
σέ ἠθικά, θρησκευτικά καί αἰσθητικά θέματα (λεπτότητα, διακριτικότητα, ἀμεροληψία,
ἀνοχή, σεβασμός, δέος, ἀπορία, θαυμασμός, δικαιοσύνη). Ἡ ἀνάπτυξη τῆς
ἐγρήγορσης γιά θέματα συναισθηματικά καί διαπροσωπικῶν σχέσεων (πόνος, λύπη,
συνεργασία, χαρά, ἀδελφοσύνη, ἐκτίμηση, σεβασμός, ἀγάπη). Ἡ ἀνάπτυξη
ἱκανότητας γιά τήν ἐπιλογή στάσεων καί τρόπων ζωῆς καί συμπεριφορᾶς. Ἡ
ἀνάπτυξη δεξιοτήτων καί ἱκανοτήτων πού σχετίζονται μέ τήν πρακτική-καθημερινή
γνώση2.
Ἡ ἀποστολή τῆς ἀγωγῆς δέν ἐξαντλεῖται στήν ἀνάπτυξη τῆς ἱκανότητας τοῦ
παιδιοῦ γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀναφέρεται στόν ἐξανθρωπισμό του,
στήν ἐλευθερία καί συνελευθερία του. Συχνά παρατηρεῖται ἡ παιδεία νά μετατρέ-
πεται σέ ἁπλή ἐκπαίδευση, ἡ γνώση σέ στεγνή πληροφόρηση. Ἡ μόρφωση νά
δίνεται σέ βάρος τῆς μεταμορφώσεως, ἡ ἐξασφάλιση σέ βάρος τῆς δημιουργικότη-
τας, ἡ συμβατική ἀπρόσωπη κοινωνικότητα σέ βάρος τῆς περιπέτειας τῆς ἐλευθερίας
καί τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ἡ ἀτομικιστική συρρίκνωση ἐμφανίζεται ἰδιαίτερα
ἔντονα καί στόν τομέα τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς. Ὁ Ν. Ματσούκας θεωρεῖ ὅτι τό
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στό σχολεῖο κατάντησε νά εἶναι «μία καρικατούρα
ἠθικολογιῶν καί ἀφηρημένων μεταφυσικῶν ἀφορισμῶν, ἐνῶ ὁ πολιτισμός τῆς
Ὀρθοδοξίας μένει ἀπρόσιτος στούς μαθητές»3.
Ἡ σύγχρονη θεολογία, αἰτία τῆς κρίσεως στήν παιδεία θεωρεῖ ἀφ' ἑνός τήν
ἀποκοπή τῆς παιδείας ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση, πυρήνας τῆς ὁποίας εἶναι ἡ
ἰδέα καί ἡ πραγματικότητα τοῦ προσώπου καί ἀφ' ἑτέρου ἡ σύνδεσή της μέ
δυτικότροπα ἀτομικιστικά πρότυπα.
Πρόσωπο (προς+ὤψ) σημαίνει ἀτενίζω, ἀντιμετωπίζω (persona, person,
personne). Τό πρόσωπο χαρακτηρίζεται γιά δυναμισμό, εἶναι ζωή καί κίνηση, εἶναι ἡ
ἀληθινή ἀνθρώπινη ὑπόσταση, εἶναι ἡ ὕπαρξη, τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνήκει στή
δυναμική κατηγορία τοῦ «εἶναι» καί ὄχι στή στατικότητα τοῦ «ἔχειν». Τό πρόσωπο

2
Ἐμμ. Περσελῆ, Χριστιανική Ἀγωγή καί σύγχρονος κόσμος. Θέματα θεωρίας καί πράξης τῆς
χριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1994, σ.99-100.
3
Κ. ∆εληκωνσταντῆ, Ἡ ἀγωγή μεταξύ ἀτόμου καί προσώπου. Θεολογικές ἐκτιμήσεις γιά τή
σύγχρονη κρίση τῆς παιδείας στήν Ἑλλάδα, περ. Γρηγόριος Ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1991,
σ.266-267.
455

τοῦ ἀνθρώπου συγκροτεῖται ἀπό τή σχέση του μέ τά ἄλλα πρόσωπα. Εἶναι διάσπαση
τοῦ ἀπομονωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί σύναψη σχέσης μέ τό «σύ», μέ τόν ἄλλον
ἄνθρωπο ὡς συνάνθρωπο. Περικλείει τήν ἔννοια τῆς σχέσης. Πολλές φορές τό
ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀλλοτριώνεται καί χάνει τήν ἐλευθερία του καί τήν τάση γιά
πρόοδο καί δημιουργικότητα. Γίνεται προσωπεῖο, δηλ. ὑποδουλώνεται σέ δυνάμεις
φθορᾶς καί αὐτοκαταστροφῆς, προσποιεῖται καί ἐγκλωβίζεται σέ ἀμυντικούς
τρόπους συμπεριφορᾶς4.
Ἡ «θρησκευτική παιδεία» πού εἰσάγεται στά σχολεῖα εἶναι ἐλλειπτική ὡς πρός τό
περιεχόμενό της, ἀτελής ὡς πρός τήν ἀνθρωπογνωσία της, ἀναιμική ὡς πρός τήν
ἐκκλησιαστική πνοή της. Ἀπευθύνεται στό λογικό, ξεχνώντας τήν καθαρότητα τῆς
καρδιᾶς καί τή σπουδαιότητα τοῦ «θεϊκοῦ ἔρωτα» καί τελικά, ὅπως ἀναφέρει ὁ Β.
Στογιάννος, ξεκόβει ἀπό τήν πηγή κάθε γνήσιας παιδείας, ἀπό τή συνέχιση στήν
πράξη τοῦ ἀγώνα τῶν ἁγίων5. Ἡ παιδαγωγία τοῦ προσώπου πρέπει ν' ἀποτελέσει
τόν πυρήνα τῆς παιδείας. Κάθε ἀνανεωτική προσπάθεια πρέπει ν' ἀντλεῖ ἀπό τήν
παράδοση γιά νά μπορέσει νά ριζώσει καί νά εὐδοκιμήσει. Ὅ,τι δέν ἐγκεντρίστηκε
στήν παράδοση παρέμεινε καί παραμένει στή χώρα μας χωρίς θεμέλιο στήν ψυχή
τοῦ λαοῦ, ἐπιδερμικό καί παροδικό. Προέχει λοιπόν ἡ σωστή σχέση μέ τά
οὐσιαστικά στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεώς μας6.

1. Προϋποθέσεις ὀρθῆς διδασκαλίας

Ἀρχικά πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι ἡ παρούσα ἔρευνα, μέσῳ τῆς ἐξέτασης τῆς
ποιμαντικῆς, συμβουλευτικῆς καί παιδαγωγικῆς διάστασης τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων ὁδηγεῖται στό συμπέρασμα ὅτι πρόκειται γιά χώρους ἐμφιλοχωρού-
μενους καί συγγενεύοντες. Ὁ Γέροντας ὅταν ποιμαίνει, συγχρόνως συμβουλεύει

4
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ. 196-198· βλ. Ι. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό
πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου, Χαριστήρια εἰς
τιμήν τοῦ Μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος 1977, σ. 287-323· Ι. Καραβιδόπουλου,
Προσωπεῖο καί πρόσωπο κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχες, λόγος στήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,
Ἀριστ. Παν/μιο Θεσ/κης, 1979.
5
Κ. ∆εληκωνσταντῆ, Ἡ ἀγωγή μεταξύ ἀτόμου καί προσώπου. Θεολογικές ἐκτιμήσεις γιά τή
σύγχρονη κρίση τῆς παιδείας στήν Ἑλλάδα, περ. Γρηγόριος Ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1991,
σ.272.
6
Κ. ∆εληκωνσταντῆ, Ἡ ἀγωγή μεταξύ ἀτόμου καί προσώπου. Θεολογικές ἐκτιμήσεις γιά τή
σύγχρονη κρίση τῆς παιδείας στήν Ἑλλάδα, περ. Γρηγόριος Ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1991,
σ.274.
456

καί παιδαγωγεῖ· ὅταν συμβουλεύει, συγχρόνως ποιμαίνει καί παιδαγωγεῖ καί ὅταν
παιδαγωγεῖ, συγχρόνως ποιμαίνει καί συμβουλεύει. Γι' αὐτό πολλές χρήσεις
παραδειγμάτων ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις φαίνεται ὅτι μποροῦν νά
ἀντιστοιχοῦν σέ περισσότερες ἀπό μία διαστάσεις πού καταγράφονται7.

7
Ἡ πρόταση τῆς ἀντικατάστασης τῶν ὅρων «κατήχηση» (εἰδική προετοιμασία προφορικῆς
διδασκαλίας δογματικῶν ἀληθειῶν καί ἠθικῆς πού ἐφήρμοζε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία σέ ὅσους
ἐνηλίκους ἤθελαν νά γίνουν μέλη της καί νά ἐνταχθοῦν στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τό
μυστήριο τοῦ βαπτίσματος) καί «κήρυγμα» (διδασκαλία δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως) ἀπό
τόν ὅρο «χριστιανική παιδεία καί ἀγωγή» ὁδηγεῖ τόσο τόν ἐνήλικο ὅσο καί τό παιδί καί σέ
ἄλλους χώρους τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης ἐκτός τῶν δογματικῶν καί ἠθικῶν
παραγγελμάτων, ὅπως εἶναι ἐμπειρίες καί διαστάσεις μυστηριακές-μυσταγωγικές, συμβολικές,
αἰσθητικές, κοινωνικές, βιωματικές. Ἡ κατήχηση καί τό κήρυγμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
ἀπευθύνονταν σέ ἐνηλίκους πού ἔδειχναν ἐλεύθερη προαίρεση νά γίνουν χριστιανοί· σήμερα
ἰσχύει ὁ νηπιοβαπτισμός πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά διαπαιδαγωγήσει ἐν Χριστῷ
παιδιά καί ἐφήβους ὅπως καί ἐνήλικες πού ἔχουν ποικίλες σωματικές, νοητικές, συναισθημα-
τικές καί βουλητικές ἱκανότητες καί ἀδυναμίες πού ἐπηρεάζονται ἔντονα καί ἀπό τόν κοινωνικό
περίγυρο πού ζοῦν. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά βοηθήσει ὥστε ἀπό τήν πίστη «ἐξ ἀκοῆς» νά
ὁδηγηθοῦν στήν πίστη «τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος». Ἡ θρησκευτική ἀγωγή πρέπει νά
βρίσκει μεθόδους, ὥστε ὁ νέος ἰδιαίτερα ἄνθρωπος νά μπορεῖ νά βοηθηθεῖ στήν κατανόηση τῆς
πολύπλοκης πραγματικότητας πού τόν περιβάλλει (Ἐμμ. Περσελῆ, Κατήχηση καί παιδεία, ἐκδ.
Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003, σ.15-30)
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις μποροῦν ν' ἀποτελέσουν ἕνα ἀπό τά σημεῖα ἀναφορᾶς αὐτῆς ῆς
προσπάθειας. Τό μήνυμα περί τοῦ ζῶντος μορφωτικοῦ προτύπου τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ
ἀνθρώπου μέσῳ τῶν παθῶν του, πού προκύπτει ἀπό αὐτές, ἕλκει καί διαφωτίζει ἀπό τά
προτεινόμενα πρότυπα τους. Συγχρόνως παροτρύνει καί παρακινεῖ σέ κατευθυντήριες ὁδούς
μετασχηματισμένες στό σήμερα, ἐνθαρρύνει στήν ἀπομάκρυνση ὁποιουδήποτε δισταγμοῦ ἤ
δειλίας καί ἐμφυσεῖ θάρρος καί βεβαιότητα γιά πνευματική νίκη. Βέβαια ὑπάρχει ἡ χρήση τῶν
βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων ὡς πηγή τοῦ λειτουργικοῦ κηρύγματος πού κύριο κριτήριο ἐπιλογῆς
τους χρησίμευσε ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ κύκλου τῶν ἑορτῶν (Εὐ. Θεοδώρου,
Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, Ἀθήνα 1983, σ.104). Αὐτό ὅμως δέν
σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει καί ἄλλο ὑλικό πρός χρήση· ἡ τυχόν μονοτονία πού μπορεῖ νά
προκαλέσει ἡ ἐπανάληψη τῶν ἰδίων θεμάτων ἴσως ἀποτελεῖ καί κίνητρο χρησιμοποίησης -
παράλληλα μέ τό ἤδη διαθέσιμο ὑλικό- καί νέου θεματολογίου ἀπό τή ζωή τῶν Γερόντων τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Σέ σχέση δέ μέ τήν τεχνική τῆς ἀφήγησης (ἀπαγγελίας), ὁ ἀφηγητής τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων δέν αποτελεῖ ἕναν ἱεροκήρυκα χωρίς νά ταυτίζεται μαζί του; Ὁ βιβλικός ἀφηγητής
ποτέ δέν εἶναι οὐδέτερος ἔστω κι ἄν μερικές φορές προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει νά τό πιστέψουμε.
Φέρει πάντοτε τήν ταυτότητα τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ πού ἐκφράζει ἀντιπροσωπευτικά τήν
ἄποψη τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν ἄλλη πάλι, μήπως ὁ σύγχρονος ἱεροκήρυκας δέν πρέπει
νά γίνει καί ἀφηγητής; Ὁ Εὐ. Θεοδώρου τονίζει, ὅτι ἕνα ἀπό τά κυριώτερα συμπτώματα τῆς
κρίσης τοῦ κηρύγματος ἀποτελεῖ ἡ στέρηση προσωπικοῦ χαρακτήρα (Εὐ. Θεοδώρου, Ὁ
προσωπικός χαρακτήρας τοῦ ὀρθόδοξου κηρύγματος, ἀνάτυπο ἀπό τό περ. Ἐφημέριος, Ἀθήνα
1960 καί Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, σ. 121· βλ. Κ. Φούσκα, Τό κήρυγμα
καί τά παρεπόμενά του. Πατερική προσέγγιση, Ἀθήνα 2000). Ἀκόμη προτείνει πώς γιά τή
μετάδοση τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν τό κήρυγμα καλύτερα ν' ἀποφεύγει τούς πρακτικούς
ὁρισμούς καί νά χρησιμοποιεῖ πιό συχνά «τήν διήγηση, ἤτοι τήν ἐξήγησιν, ἥτις ἀναφέρεται εἰς
γεγονότα ἤ συμβάντα ὅσον καί τήν περιγραφήν, ἤτοι τήν ἐξήγησιν, ἥτις ἀναφέρεται εἰς
πρόσωπα ἤ τόπους ἤ πράγματα ἤ ἤθη· πάντως δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ἡ διήγησις καί
περιγραφή δέν ἀποτελοῦν ἐν τῷ κηρύγματι αὐτοσκοπόν ἀλλά μέσα πρός τό σκοπόν» (Εὐ.
Θεοδώρου, Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, σ.134). Οἱ σχέσεις λοιπόν τῆς
ἀφήγησης μέ τό κήρυγμα ἔχουν κοινούς τόπους καί συνεργάζονται πρός ἐπίτευξη ἰδίου στόχου.
Συγχρόνως στή τεχνική τοῦ ἱεροκήρυκα καί τοῦ βιβλικοῦ ἀφηγητῆ, παρ' ὅτι σέ ἀρκετά σημεῖα
457

Μία ἀκόμη παρατήρηση πού πρέπει νά γίνει εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ ὅρου
«παιδαγωγική» σέ σχέση μέ τόν ὅρο «διδακτική». Ὁ δεύτερος ὅρος (διδακτική)
ἀναφέρεται εἰδικότερα σέ θεωρητικά καί πρακτικά προβλήματα τῆς διδασκαλίας καί
τῆς μαθήσεως, ἐνῶ ὁ πρῶτος περικλείει τό σύνολο τῶν ἐπιδράσεων πού δέχεται ὁ
ἄνθρωπος σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του ἀπό τό περιβάλλον του (φυσικό,
οἰκογενειακό, οἰκολογικό καί κοινωνικο-πολιτιστικό) καί εἰδικότερα κατά τήν
παιδική καί ἐφηβική του ἡλικία κι ἔχουν σά στόχο τή συμμετρική ἀνάπτυξη ὅλων τῶν
ὄψεων τῆς προσωπικότητας τοῦ νέου ἀνθρώπου, μέ συνέπεια καί τήν τροποποίηση
τῆς συμπεριφορᾶς του8.
Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, ἴσως δώσει κάποια βοηθητικά στοιχεῖα
στό κλάδο τῆς Ἐφαρμοσμένης Παιδαγωγικῆς πού στή διεθνή βιβλιογραφία φέρει
τό ὄνομα «Θεωρία καί πράξη τῆς ἀγωγῆς» καί συγγενεύει μέ τόν ἐπιστημονικό
κλάδο «Γενική καί Εἰδική ∆ιδακτική», καί εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ τό μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν. Ἡ συνένωση τῶν κανόνων καί τῶν ἀρχῶν πού ἐφαρμόζονται στίς
διαδικασίες τῆς διδασκαλίας, μέσω τῆς παιδαγωγικῆς μεθοδολογίας ὁδηγοῦν στή
μετάβαση ἀπό τή θεωρία στήν καθημερινή πράξη τῆς ἀγωγῆς9.

μπορεῖ νά διαφέρει (στάση σώματος, χειρονομίες, τόνος φωνῆς), ὑπάρχει μεγάλος χῶρος
συνεργασίας καί ἀλληλο-συμπλήρωσης (πρβλ. Bernard Reymond, Comment enseigner l’
homilétique? Textes et documents du Colloque de Lyon-Francheville sur les méthodes d’
enseignement en homilétique, organisé par l’ Institut Romand de Pastorale du 15 au 18 mai
1996, Cahiers de l’ IRP, Lausanne 1997 καί εἰδικότερα Harold Kallemeyn, Peut-on enseigner une
«prédication narrative»?, σ. 73-79· ἐπίσης Martin Nicol, Preaching from Within. Homiletische
Positionslichter aus Nordamerika, Pastoraltheologie 86 (1997) 295- 309.
8
πρβλ. Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ. 44· Μαρκαντώνη - Κασσωτάκη, ∆ιδακτική, Στοιχεῖα
διδακτικῆς καί ἀξιολογήσεως τῆς ἐπιδόσεως (Σημειώσεις), τ.Α’, Ἀθήνα 1984, σ.11-12· Ν.
Ἐξαρχόπουλου, Γενική ∆ιδακτική, τ.Α’, ἐκδ. ∆ημητράκου, Ἐν Ἀθῆναις 1946, σ.1-8· Χρ. Φράγκου,
Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα παιδαγωγικῆς ψυχολογίας, Παιδείας, ∆ιδακτικῆς καί μάθησης, σ.44-
62, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1977, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στό πρόβλημα τοῦ ἰδεώδους ἤ τῆς
ἰδεολογίας τῆς ἀγωγῆς καί τίς ἀναζητήσεις τῆς σύγχρονης παιδαγωγικῆς γιά τόν «τύπο τοῦ
ἀνθρώπου»· Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη, Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική
Ἀνθρωπολογία-Παιδαγωγική Ἠθική, σ.172, Ἀθῆναι 1975· Josef Derbolav, Προβλήματα
Παιδαγωγικῆς ἐρεύνης καί διδασκαλίας, μτφρ. Γεωργίου Κουμάκη, Ἀθῆναι 1971, μέ ἰδιαίτερη
ἔμφαση στά κεφ. α) Προκαταρκτικαί σκέψεις διά μίαν «εἰσαγωγήν εἰς τήν παιδαγωγικήν», σ.27-
44 καί β) Τό πρόβλημα μιᾶς φιλοσοφικῆς θεμελιώσεως τῆς παιδαγωγικῆς, σ.45-65.
9
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.167-168· πρβλ. Ἐμμ. Περσελῆ, Χριστιανική Ἀγωγή καί
Σύγχρονος κόσμος, κεφ. Θεολογία, Παιδαγωγική καί Θρησκευτική Ἀγωγή στήν Ἑλλάδα, σ. 33-
42· Εὐ. Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη, Ἡ Πατερική διδαχή στά κατηχητικά σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος. Ἱστορική ἀναδρομή καί διδακτική ἀξιοποίηση (δ.δ.), ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα 2003.
458

α. Ὁ διδάσκων

Ἡ σύγχρονη παιδαγωγική10 ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά


συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα καί τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων του, μέ μία παιδευτική
καί μορφωτική διαδικασία πού διαρκεῖ ὅσο καί ἡ ζωή του, δηλ. μία «διά βίου
ἐκπαίδευση» (long life education), τόν ἀντιμετωπίζει ὡς πολυδιάστατη ὕπαρξη καί ὡς
ὁλότητα χρονική καί δομική. Ἡ παιδεία δέν εἶναι ἕνα συγκεκριμένο περιεχόμενο ἤ
ποσό γνώσεων. Εἶναι μία διαδικασία ἀνάπτυξης καί σταθερῆς προσαρμογῆς, εἶναι ἡ
ἴδια ἡ ζωή, ἡ ὁποία δέν χωρίζεται πιά σέ φάση ἐκπαιδεύσεως (παιδική καί ἐφηβική
ἡλικία) καί σέ περίοδο ἐφαρμογῶν (ζωή ἐνηλίκου). Ἡ ζωή σέ ὅλη τή διάρκειά της
εἶναι μία σταθερή ἐνεργοποίηση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου γιά
ἀντιμετώπιση νέων προβλημάτων, γιά ἀφομοίωση γνώσεων καί γιά δημιουργία
νέων προοπτικῶν.
Στό παρελθόν βασικός στόχος καί σκοπός τῆς ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ ἦταν ἡ
διανοητική μόρφωση καί ἐκπαίδευση, ἐνῶ ἡ φυσική, ἡ κοινωνικό-πολιτική καί ἡ
ἠθικοθρησκευτική του προαγωγή ἀποτελοῦσαν στόχους δευτερεύουσας σημασίας.
Ἀνάλογος πρός τήν παιδευτική λειτουργία τοῦ παλαιοῦ σχολείου ἦταν καί ὁ
παιδαγωγικός ρόλος τοῦ δασκάλου. Ἡ κλασσική ἤ παραδοσιακή παιδαγωγική
πιστεύει πώς ὁ διδάσκων-αὐθεντία, πηγή κάθε γνώσης καί σοφίας, εἶχε σά βασικό
της ἔργο τή μετάδοση ἁπλῶς καί μόνο γνώσεων στούς μαθητές. Ἀντίθετα σήμερα
ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ παιδαγωγός ὀφείλει νά ἐπεκτείνει τίς δραστηριότητές
του καί σέ ἄλλους τομεῖς ὅπως ἐκεῖνοι τῆς προληπτικῆς, τῆς διαγνωστικῆς καί τῆς
συμβουλευτικῆς παιδαγωγικῆς11.

10
Γιά σύγχρονους παιδαγωγούς (Rousseau, Pestalozzi, Fröbel, Ferrer, Steiner, Dewey, Decroly,
Montessori, Makarenko, Ferrière, Cousinet, Freinet, Neill, Rogers) βλ. Jean Houssaye, ∆εκαπέντε
παιδαγωγοί. Σταθμοί στήν ἱστορία τῆς παιδαγωγικῆς σκέψης, μτφρ. ∆έσποινα Καρακατσάνη,
ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2000. Πρβλ. Χρ. Φράγκου, Ἡ σύγχρονη διδασκαλία. Μελέτες
παιδαγωγῶν Ἀνατολῆς καί ∆ύσης. Συνθετική θεώρηση-διδασκαλία-σχόλια. Βασικά κείμενα γιά
τή διδασκαλία, ἐκδ. Gutenberg, Παιδαγωγική σειρά, Ἀθήνα 1986 καί εἰδικότερα : Louis E. Raths,
Τί σημαίνει καλός δάσκαλος (σ. 68-77)· Marie M. Hughes, Τό μοντέλο τῆς καλῆς διδασκαλίας
(σ. 78-82)· Carl Rogers, Προσωπικές σκέψεις γιά τή διδασκαλία καί τή μάθηση (σ. 83-87)·
Jerome S. Bruner, Ἡ πράξη τῆς ἀνακάλυψης (σ.98-103)· W.P. Robinson καί Carol A. Tayler,
Αὐτοεκτίμηση, ἀνία καί ἀποτυχία στούς μαθητές τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης (σ. 129-139).
11
Πρβλ. Κ. Πασσάκου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παιδαγωγικήν, τ.Β’, σ. 936-948, ὅπου γίνεται ἀναφορά
στούς ρόλους τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ καί εἰδικότερα : 1) Ὁ διδάσκαλος ὠς πρόσωπον αὐθεντίας 2)
Ὀ διδάσκαλος ὡς ἐκπαιδευτής 3) Ὁ διδάσκαλος ὡς ψυχολόγος 4) Ὁ διδάσκαλος ὡς
σύμβουλος 5) Ὁ διδάσκαλος ὡς ἐρευνητής 6) Ὁ διδάσκαλος ὡς παράγων πολιτιστικοῦ
κλίματος καί δημοκρατικοῦ ἤθους. Γιά τό μεταβαλλόμενο ρόλο τοῦ δασκάλου βλ. Α. ∆ανασσῆ-
459

Οἱ κύριες λειτουργίες τοῦ ρόλου τοῦ σύγχρονου παιδαγωγοῦ, πού κάποιος


κάνοντας σύγκριση –τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- βρίσκει «κοινούς τόπους» μέ τό
ρόλο τῶν Γερόντων, περικλείουν12:
α) Τήν κυρίως διδακτική λειτουργία μέ ἄμεσο στόχο τή διανοητική ἀνάπτυξη τοῦ
μαθητῆ, ὅπου ὁ ἐκπαιδευόμενος σέ συνεργασία μέ τόν διδάσκοντα (συνεργατική ἤ
συμμετοχική μορφή διδασκαλίας - κατευθυνόμενη αὐτενέργεια) ἐπιλέγει καί προσ-
διορίζει νέες περιοχές μαθήσεως· στό τέλος τῆς πορείας προβαίνει σέ αὐτοξιολό-
γηση (αὐτενεργός καί δυναμική μάθηση). Ὁ ρόλος τοῦ σύγχρονου δασκαλου γίνε-
ται πλέον ρόλος καθοδηγητῆ πού ὑποδεικνύει, προτρέπει καί διορθώνει κατά τήν
παιδευτική διαδικασία. Ἴσως μελλοντικά θά συνίσταται μόνο σέ παρωθήσεις πού θά
δημιουργοῦν στό μαθητή τίς προϋποθέσεις γιά μία δημιουργική μορφή αὐτοαγωγῆς.
β) Τή διαγνωστική, προληπτική καί συμβουλευτική λειτουργία: ἀποσκοπεῖ στή συναι-
σθηματική ἀνάπτυξη καί ὡρίμαση τοῦ μαθητῆ, στήν προαγωγή τῆς κοινωνικῆς καί
ἠθικῆς συμπεριφορᾶς, σέ μία ὁλόπλευρη καί συμμετρική ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς
ἀτόμου καί μέλους τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἐφαρμόζεται κατάλληλη κατά
περίπτωση ἀγωγή (ἐξατομικευμένη), ἀφοῦ πρῶτα ἔχει γίνει κατά τό δυνατόν
ἐπιτυχής διάγνωση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἐκπαιδευόμενου, πού βοηθεῖ στό
ξεπέρασμα τυχόν ἀποκλίσεων ἀπό τή φυσιολογική πορεία.
γ) Τίς παιδευτικές προσπάθειες ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος γιά τήν ἐπιλογή καί
χρησιμοποίηση τῆς καταλληλότερης μεθόδου καί μέσων διδασκαλίας.
δ) Τίς παιδαγωγικές συνεργασίες διδάσκοντος μέ ἄλλα ὑπεύθυνα γιά τή διαπαι-
δαγώγηση πρόσωπα.

Ἀφεντάκη, Εἰσαγωγή στήν Παιδαγωγική ψυχολογία E. Stones, Ἀθῆναι 1978, σ. 383-386.


Ἐπίσης πρβλ. Alan Rogers, Ἡ ἐκπαίδευση Ἐνηλίκων, μτφρ. Μαρία Κ. Παπαδοπούλου καί Μαρία
Τόμπρου, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 1998, σ. 215-234 καί εἰδικότερα: Οἱ ρόλοι καί ὁ ἐκπαιδευτής.
Ποιό ρόλο θά παίξουμε; (ρόλοι καί ἀλλαγή ρόλων, οἱ ρόλοι τῶν ἐκπαιδευτῶν τῶν ἐνηλίκων: ὡς
ἀρχηγός ὁμάδας, ὡς ἐκπαιδευτής, ὡς μέλος ὁμάδας, ὡς «κοινό»).
12
Πρβλ. Χρ. Φράγκου, Παιδαγωγικές ἔρευνες καί ἐφαρμογές, ἐκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη 1983 καί εἰδικότερα: Σύγχρονα διδακτικά μοντέλα, σ. 431-455 (Claser,
Stolurow καί Davis, Carroll, Bloom, Harnischfeger καί Villey, Γκερσσούνσκι, Προύχα)· Χρ.
Φράγκου, Βασικές παιδαγωγικές θέσεις. Πρόσωπα καί πράγματα στήν προσχολική ἡλικία -
παλιά καί νέα παιδαγωγική - ἀντιθέσεις- εἰσαγωγή στή μεθοδολογία τῆς ψυχοπαιδαγωγικῆς,
ἐκδ. Gutenberg, Παιδαγωγική σειρά, Ἀθήνα 1983 καί εἰδικότερα: Ἡ διαμόρφωση τῆς
ψυχοπαιδαγωγικῆς μεθοδολογίας (Binet, Claparède, Thorndike, Dewey, Decroly, Montessori) σ.
179-207· Ἐμμ. Κολιάδη, Θεωρίες μάθησης καί ἐκπαιδευτική πράξη. Γνωστικές θεωρίες, τ. Γ’,
Ἀθήνα,1977 καί εἰδικότερα: Τά δομικά γνωστικά πρότυπα μάθησης κατά τή λογικομαθηματική
μάθηση τοῦ J. Piaget, καί τήν εὑρετική - ἀνακαλυπτική θεωρία μάθησης τοῦ J. Bruner, (σ.102-
186).
460

ε) Τίς δραστηριότητες διδάσκοντος πού συντελοῦν στήν προσωπική του βελτίωση


(αὐτοαξιολόγηση, αὐτομόρφωση) καί στή γενικώτερη ἐξέλιξη τῆς κοινότητας13.
Ἡ παιδαγωγική τῶν Γερόντων δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν ἄγονο
«διδακτισμό», δηλ. τή «λογοκοπία τοῦ δασκάλου καί παθητικότητα τοῦ μαθητῆ»,
ἀλλά κύριο χαρακτηριστικό της ἀποτελεῖ ὁ πραγματικά ἐλεύθερος καί
ἐποικοδομητικός διάλογος καί ἡ αὐτενέργεια τοῦ παιδαγωγούμενου πού εἶναι
βασικό στοιχεῖο στό θεωρητικό πλαίσιο τῆς ἀγωγῆς. Οἱ Γέροντες μήπως ἀποτελοῦν
τό πρότυπο τοῦ σύγχρονου παιδαγωγοῦ;
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις μπορεῖ νά μήν βρίσκουν ἄμεση ἐφαρμογή οἱ
σύγχρονες θεωρίες περί ὀργάνωσης καί πορείας διδασκαλίας14. Ἡ διδασκαλία
εἶναι διαπροσωπική σχέση μεταξύ παιδαγωγοῦ καί παιδαγωγούμενου καί θεωρεῖται
ἐπιτυχής, ὅταν ὁδηγεῖ στή μάθηση. Μόνο ὅμως μία σχέση μαθητείας, στοιχεῖο πού
διαχειρίζονται οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις, μπορεῖ νά συντελέσει στήν αἰτιακή σχέση
διδασκαλίας καί μάθησης καί νά ἀποβεῖ καρποφόρα, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ
διδασκάλου ἀλλά καί τῆς διαθέσεως τοῦ παιδαγωγούμενου. Ἡ ἀποδοχή τοῦ
δασκάλου ἀπό τό μαθητή, προσδίδει στή διδασκαλία καθοδηγητικό ρόλο καί τήν
κάνει μία ὑπεύθυνη καί μεθοδική προσπάθεια πού βασίζεται σέ συγκεκριμένο
θεωρητικό ὑπόβαθρο καί ὀργανωμένο πλαίσιο, χωρίς νά παραγνωρίζει τήν
δημιουργικότητα τοῦ παιδαγωγοῦ15.
Ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα ἀπαριθμεῖ τίς προϋποθέσεις τοῦ διδασκάλου: «ὁ διδάσκα-
λος ὀφείλει εἶναι ξένος φιλαρχίας καὶ ἀλλότριος κενοδοξίας, μακρὰν ὑπερη-
φανίας, μὴ ὑπὸ κολακείας ἐμπαιζόμενος, μὴ ὑπὸ δώρων τυφλούμενος, μὴ ὑπὸ
γαστρὸς νικώμενος, μὴ ὑπὸ ὀργῆς κρατούμενος· ἀλλὰ μακρόθυμος, ἐπιεικής, ὑπὲρ
πάντα ταπεινόφρων· ἔγκριτος εἶναι καὶ ἀνεκτικός· κηδεμονικὸς καὶ φιλόψυχος.»16.

13
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ. 140-146· πρβλ. Ι.Σ. Μαρκαντώνη, Παραδόσεις
Παιδαγωγικῆς Ψυχολογίας, σ.13-15· εἰδικότερα γιά τή Θρησκευτική Ἀγωγή στά σχολεῖα πρβλ.
Ἐμμ. Περσελῆ, Χριστιανική Ἀγωγή καί Σύγχρονος κόσμος, κεφ. Σύγχρονες ἀλλαγές στή
νεοελληνική κοινωνία καί τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, σ.213-222.
14
Θεωρία τοῦ W. Rein στήν Ἑλλάδα, τοῦ Morisson στήν Ἀμερική· γιά τά στάδια διδασκαλίας ἔχουν
γίνει ἀναφορές ἀπό τούς H. Roth, W. Doerpfeld, Ἐξαρχόπουλο, Γεωργούλη, Τρεμπέλα· πρβλ. Α.
Νίκα, ∆ιδακτική τοῦ Θρησκευτικοῦ μαθήματος. Θεωρία καί πράξη, σ. 93-97.
15
Η. Ματσαγγούρα, ∆ιδακτική μεθοδολογία. Θεωρία καί πράξη τῆς διδασκαλίας, Ἀθήνα 1991,
σ.12-13 καί 27· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο
Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000, σ.263-264.
16
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ. 44· πρβλ. Κ. Πασσάκου, Εἰσαγωγή εἰς
τήν Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, τ.Β’, Ἀθῆναι 1979, σ.949-971. Γίνεται ἀναφορά στόν «Εὐδόκι-
461

Στόν ἀββά Ἰσίδωρο τόν πρεσβύτερο, ἔχουμε συμπλήρωμα τῶν προϋποθέσεων σέ


σχέση μέ τούς μαθητές: «χρὴ τοὺς μαθητευομένους καὶ ὡς πατέρας φιλεῖν τοὺς
ὄντως διδασκάλους καὶ ὡς ἄρχοντας φοβεῖσθαι· καὶ μήτε διὰ τὴν ἀγάπην ἐκλύειν
τὸν φόβον, μήτε διὰ τὸν φόβον ἀμαυροῦν τὴν ἀγάπην.»17.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν τονίζει ὅτι ὁ διδάσκων πρέπει νά εἶναι γνώστης τοῦ
ἀντικειμένου πού καλεῖται νά διδάξει: «ὑποκριτής ἐστιν ὁ διδάσκων τὸν πλησίον
αὐτοῦ πρᾶγμα, εἰς ὃ αὐτὸς οὐκ ἔφθασε»18.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας θεωρεῖ ὅτι ὁ δάσκαλος πρέπει ν' ἀποτελεῖ τόν τύπο, τό
πρότυπο καί τό παράδειγμα γιά τόν μαθητευόμενο: «Οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι ἐργασίας
μοναδικῆς ἀπολειπόμενοι, διδάσκειν ἑτέρους τὴν πρακτικὴν ἀρετὴν προπετευόμεθα·
οὐαὶ τῷ πονοῦντι ἑτέροις, ἐπὰν τῶν ἰδίων πόνων ἑαυτὸν ἀποστερῇ· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι τὰ
δίκαια ὁρίζομεν καὶ κρίνομεν καὶ διδάσκομεν, τῆς δὲ ἐργασίας τοῦ ἀγαθοῦ πόῤῥῳ
ἀφεστήκαμεν.»19.
Τό ἀρχέτυπο βέβαια ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τό ταπεινό του φρόνημα καί
ἀκολουθοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ λέει: «Ἐὰν δὲ χρεία ἐστὶν εὔλογος
λαλῆσαι, ἐν τάξει μανθάνοντος λάλησον καὶ μὴ μετὰ αὐθεντίας καὶ ἀναιδείας· καὶ
προκατάλαβε κατακρίνων ἑαυτόν, καὶ δεικνύων ὅτι ὑποδεέστερος εἶ ἐκείνου, πρὸς
ὃν τὸν λόγον ποιεῖς. Καλόν ἐστι τὸ διδάξαι τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀγαθόν, καὶ
ἐπισπάσασθαι αὐτοὺς ἐν τῇ διανομῇ τῆς προνοίας ἐκ τῆς πλάνης εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας· οὗτος γὰρ ἦν ὁ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων τρόπος, καὶ ἔστιν
ὑψηλὸς πάνυ.»20.

μο ἐκπαιδευτικό» καί εἰδικότερα: 1. Περί τοῦ «κακοῦ» ἐκπαιδευτικοῦ 2. Ὁ περισσότερον


προτιμώμενος ἐκπαιδευτικός 3. Μελέται τῶν γνωρισμάτων τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ 4. Ὁ διδάσκαλος
δημιουργός ὁμαδικῆς ἀτμόσφαιρας 5. Στάσεις τοῦ διδασκάλου πρός τό ἔργον του, τούς
μαθητάς καί τόν ἑαυτόν του 6. Ἡ ἐπίδρασις τῆς συμπεριφορᾶς τοῦς διδασκάλου ἐπί τῶν
μαθητῶν 7. Προσδοκίαι διδασκάλων καί ἐπιδόσεις μαθητῶν 8. Βασικαί προσδοκίαι διδασκάλων
9. Βελτιώσεις εἰς τάς στάσεις καί τήν συμπεριφοράν τοῦ διδασκάλου 10. Αὐτοαξιολόγησις.
Πρβλ. Α. Καψάλη, Παιδαγωγική ψυχολογία, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, σ. 403-431 (Ὀ δάσκαλος),
Θεσ/κη 1990.
17
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ. 55· πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη,
Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία-Παιδαγωγική Ἠθική, σ.
72-83 (παιδαγωγικές ἀρετές), Ἀθῆναι 1975.
18
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ριζ’, σ.96.
19
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 27, σ. 570.
20
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 1-2, σ. 576.
462

Ἡ ἐπίκαιρος δραστηριότητα τοῦ δασκάλου γίνεται φανερή ὅταν ἐφαρμόζει τήν


διδασκαλία του ἤ τή συμβουλή του στή σωστή χρονική στιγμή καί ὄχι ἄκαιρα: «Εἶπε
γέρων· μὴ δίδακε πρὸ καιροῦ, εἰ δὲ μή, ἔσῃ ἐλαττούμενος ἐν συνέσει.»21.
Ὁ κάθε λογισμός μπορεῖ νά ἔχει διαφορετικές παραμέτρους, τόσο θετικές ὅσο καί
ἀρνητικές. Τίποτε δέν εἶναι κατ' ἀρχάς θετικό ἤ ἀρνητικό· στήν πορεία γίνεται. Ὁ
δάσκαλος πρέπει νά ἔχει τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά πράγματα μακροπρόθεσμα καί
ὄχι κοντόφθαλμα. Συχνά ἀντίθετα ἤ ἐνάντια τοῦ θεμιτοῦ γεγονότα ὁδηγοῦν σέ
ὄφελος: «Εἶπε Γέρων· ἐμίσησα τῶν νεωτέρων τὰς κενοδοξίας ὅτι κάμνουσι καὶ
μισθὸν οὐκ ἔχουσιν, ἀποβλέποντες εἰς τὰς τῶν ἀνθρώπων δόξας. Λέγει αὐτῷ
ἄλλος Γέρων γνωστικώτατος· ἐγὼ καὶ πάνυ αὐτοὺς ἀποδέχομαι, συμφέρει γὰρ
νεωτέρῳ κενοδοξεῖν, καὶ μὴ ἀμελεῖν· πάντως γὰρ κενοδοξοῦντι αὐτῷ, ἀνάγκῃ καὶ
ἐγκρατεύεσθαι, καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ γυμνητεύειν καὶ ἀγάπην κτᾶσθαι καὶ τὰς θλίψεις
βαστάζειν διὰ τὸν ἔπαινον. Μετὰ οὖν τὸ πολιτεύεσθαι οὕτως ἔρχεται αὐτῷ ἡ Χάρις
τοῦ Θεοῦ λέγουσα· διατὶ οὐ κάμνεις δι' ἐμέ, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ τότε
πείθεται μὴ προσέχειν δόξῃ ἀνθρωπίνῃ ἀλλὰ τῇ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκούσαντες οἱ
λοιποὶ Γέροντες εἶπον· ὄντως οὕτως ἔχει.»22.
Ὁ σεβασμός στό πρόσωπο τοῦ δασκάλου θεωρεῖται ἀπαράβατη προϋπόθεση. Ὁ
Γέροντας ὅσο καταξιωμένος κι ἄν εἶναι, στηρίζεται στην ἐμπειρία τοῦ δασκάλου
του: «...καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Πέτρος ὅτι ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς Λώτ·»23.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μάλιστα συστήνει ὅτι ἡ τιμή στούς Γέροντες, ἀποτελεῖ καί κίνητρο
βελτίωσης στό πνευματικό ἀγώνα γιά τούς ὑπολοίπους (εὐγενής ἄμιλλα):
«Ἀπόνεμε τιμὴν γέρουσι διὰ τὸν Κύριον καὶ διὰ τοὺυς γνωστικότερους τῶν
ἀδελφῶν, οἳ τὴν ἀρετὴν τιμωμένην ὁρῶντες ἐπὶ πλέον ζηλώσουσι.»24.
Ὁ ὑπεύθυνος δάσκαλος στηρίζει καί ἐνθαρρύνει τόν μαθητή του. Τόν
ἐνθαρρύνει νά συμμετάσχει στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία: Ὁ Παχώμιος βάζει τόν
ἱκανό μαθητή νά κηρύξει· μερικοί δέν θέλουν ν' ἀκούσουν γιατί τόν θεωροῦν
ἀρχάριο (νεαρό τῆς ἡλικίας του). Αὐτό σημαίνει: α) δέν ἐμπιστεύονται τήν ἐπιλογή
τοῦ δασκάλου· β) αἰσθάνονται ἀνταγωνιστικά μεταξύ τους· γ) εἶναι ἐγωϊστές καί

21
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 579.
22
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ. 6-8, σ. 636.
23
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 2, σ. 540.
24
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.2, σ.648.
463

περήφανοι. Ὁ δάσκαλος μέσῳ τοῦ διαλόγου (συζήτηση) προσπαθεῖ νά βρεῖ τά αἴτια


συμπεριφορᾶς τῶν ἀδελφῶν. Στηλιτεύει τήν περηφάνεια τους χρησιμοποιώντας ὡς
παραδείγματα: α) τόν ἴδιο τό Χριστό πού ταπεινώθηκε καί ἔγινε ὑπήκοος γιά χάρη
τῶν ἀνθρώπων μέχρι θανάτου25· β) κάνει χρήση γεγονότων τῶν ἁγίων Γραφῶν
(πτώση Ἑωσφόρου, Ναβουχοδονόσωρα). Τέλος ἐνισχύει τήν ἐκπαιδευτική διαδι-
κασία καταδεικνύοντας τό ταπεινό φρόνημα δασκάλου μέ τό νά τονίσει καί τήν
προσωπική του ὠφέλεια ἀπό τό ἄκουσμα τοῦ μαθητῆ του: «οὐ γὰρ ὡς δοκιμάζων
ὑμᾶς ἐπέτρεψα αὐτῷ λαλῆσαι ὑμῖν, ἀλλ' ὡς προσδοκῶν καὶ αὐτὸς ὠφελήσεσθαι...
καὶ τούτοις τοῖς λόγοις ἱκανῶς ἐπιστύψας τὸ τῆς ὑπερηφανίας ἕλκος, παρεμυθεῖτο
τὴν νόσον μετρίως αὐτοὺς ἰασάμενος·». Χρησιμοποιεῖ ὡς μέτρο του ἄλλοτε τήν
αὐστηρότητα καί ἄλλοτε τήν ἐπιείκεια, ἀναλόγως τῶν περιστάσεων: «ἦν γὰρ καὶ
ἀπότομος ἡνίκα ἔδει, καὶ χρηστὸς πάλιν, καιροῦ καλοῦντος, ἐλέγχων τε καὶ
παρορμῶν πρὸς τὸ ἀγαθὸν τοὺς ἁμαρτάνοντας.»26.
Ὁ Θεόδωρος, ὁ μαθητής τοῦ Παχωμίου, ὅταν πάλι οἱ μαθητές ἦσαν ἀδύναμοι:
«τοὺς ἀσθενεστέρους πρὸς τὴν ἄσκησιν συνεκρότει»27. Μέ τά σημερινά δεδομένα
ἴσως θά διέβλεπε κάποιος μία μορφή «ἐνισχυτικῆς διδασκαλίας».
Ἡ ἐνίσχυση ἄλλοτε πρός τό μαθητή παροτρύνεται ὅταν ὁ δάσκαλος γνωρίζει τήν
κλίση τοῦ μαθητῆ, γι' αὐτό καί τοῦ βάζει νά ἐπιτελεῖ τό σχετικό διακόνημα: στή
Λαύρα τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ὁ ἅγιος Εὐθύμιος βάζει τόν μοναχό Αὐξέντιο νά
ἐπιστατεῖ στά ζῶα καθώς : «ἐπιτηδείως ἔχων πρὸς τὴν τῶν ἡμιόνων διακονίαν»28.
Οἱ Γέροντες δέ σταματοῦν ποτέ νά θεωροῦν τόν ἑαυτό τους μαθητευόμενο:
«Εἴρηκε γέρων θέλω διδαχθῆναι ἢ διδάξαι.»29.
Ὁ Παχώμιος πάλι ζητάει νά μάθει ἀπό μαθητή του τήν τεχνική στήν ὕφανση
ψιαθίων: «...δίδαξόν με τὸν τύπον τέκνον· καὶ διδαχθεὶς πάλιν ἐκαθέσθη ἐργάσα-
σθαι σὺν εὐθυμίᾳ πολλῇ.»30.

25
Φιλιπ. β’,8.
26
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.538· πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-
Ἀφεντάκη, Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία-
Παιδαγωγική Ἠθική, σ. 92-94 (Ἡ ἀρχή τῆς παιδαγωγικῆς εὐθύνης), Ἀθῆναι 1975.
27
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.537.
28
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.511· πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-
Ἀφεντάκη, Εἰσαγωγή στήν Παιδαγωγική, Ἡ ἐξέλιξη τῆς παιδαγωγικῆς καί διδακτικῆς σκέψης
(17ος-20ος αἰ.), τ. Β’, σ.144-148 (Ἡ «ἐπί μέτρῳ» ἀγωγή τοῦ Claparède), Ἀθήνα 19802.
29
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.542.
30
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.538.
464

Ἡ σύγχρονη Παιδαγωγική ὀνομάζει αὐτοαγωγή τή συνειδητή παιδευτική


ἐνέργεια καί μορφή ἀγωγῆς, τήν ὁποία ἐπιλέγει καί ἐφαρμόζει οἰκειοθελῶς στόν
ἑαυτό του τό ἄτομο. Παιδαγωγός καί παιδαγωγούμενος εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο.
Κύριος σκοπός του ἡ αὐτοβελτίωση καί εἰδικότερα ἡ παγίωση καί διεύρυνση
ἀγαθῶν συνηθειῶν καί κλίσεων, πνευματικῶν ἱκανοτήτων καί στάσεων καί ἡ
διατήρηση τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Μέθοδοι καί μέσα πού ἐπιλέγει ὁ αὐτοπαιδευόμενος
εἶναι ἡ συνεχής ἐνδοσκόπηση καί αὐτοαξιολόγηση πού ἀνοίγουν τό δρόμο πρός
τήν αὐτογνωσία καί αὐτοσυνειδησία· ἡ ἄσκηση καί ἡ ἰσχυροποίηση τῆς βούλησης· ἡ
αὐτοσυγκέντρωση καί ἡ αὐτοπειθαρχία· ἡ ἐπιλογή καί ἀφομοίωση πολιτιστικῶν
στοιχείων τῆς ἐθνικῆς παράδοσης πού θά συμβάλλουν στή διεύρυνση τοῦ
γνωστικοῦ ὁρίζοντα τοῦ ὑποκειμένου· ἡ ἐπανεξέταση παλαιῶν γνώσεων καί ἀντιλή-
ψεων καί ἡ ἀναθεώρηση τους· ἡ υἱοθέτηση νέων τρόπων καί στάσεων ζωῆς· ἡ
ἐπανάληψη ἐνεργειῶν καί τρόπων συμπεριφορᾶς πού ἀποσκοπεῖ στήν ἐμπέδωση
θετικῶν στοιχείων τοῦ χαρακτήρα καί τῆς προσωπικότητας· ἡ διακοπή καθέξη
ἀνεπιθύμητων ἐνεργειῶν μέ κύριο στόχο τήν τροποποίηση τῆς ὅλης συμπεριφορᾶς
τοῦ ἀτόμου. Ἡ αὐτοπαίδευση ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πνευματική τελείωση. Γιά νά
φτάσει ὅμως στή βαθμίδα τῆς αὐτοαγωγῆς πρέπει νά περάσει ἀπό ὁρισμένα
ἐξελιχτικά στάδια. Ἡ πορεία βασίζεται κυρίως στήν ἀγάπη καί τήν καθοδήγηση τοῦ
παιδαγωγοῦ· ἀφετηρία καί πηγή ἔμπνευσης ἀποτελεῖ ἡ παράδοση (στή περίπτωση
τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας) καί τέρμα της ἡ προσωπική
δημιουργία καί ἡ ἀδέσμευτη πρωτοβουλία τοῦ ἀτόμου31.
Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος κάνει κι αὐτός τήν παρεμβασή του ὡς πρός τήν
ἐκπαιδευτική διαδικασία. Θεωρεῖ ὅτι ἡ αὐτογνωσία τοῦ δασκάλου, πού ἐπιφέρει καί
τήν ἐσωτερική του καταλλαγή, ἀποτελεῖ βασική προϋπόθεση: «Πρότερον γὰρ ἑαυτὸν
εἰρηνοποιήσας καὶ τοῖς ἄλλοις τῆς εἰρήνης ἐγένετο πρόξενος, καὶ εἰς αὐτὸν
ἐπληροῦτο, τὸ ‘μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται’»32.
Ἡ γνώση ἐκ μέρους τοῦ δασκάλου τῶν δυνατοτήτων καί τῆς πνευματικῆς
ὡριμότητας τοῦ μαθητευόμενου, ἀποτελεῖ τό μέτρο γιά τήν διαπαιδαγώγησή του.
∆ιαπιστώνεται κλιμάκωση ἐκπαίδευσης: «...πρὸς τὸ μέτρον τοῦ ἀνθρώπου λαλοῦσιν
οἱ γέροντες. Ἔστιν οὖν καιρὸς ἐν ᾧ τό ὑπηρετεῖν τῷ ἀνθρώπῳ ἁρμόζει, νέῳ ὄντι

31
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.39.
32
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.66.
465

δηλονότι καὶ ἀτελεῖ, καὶ ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἔργα ὀφείλει δεῖξαι διακονίας. Καὶ ἔστι
καιρός, ὅταν ὁ αὐτὸς ἔλθῃ εἰς τὸ διακονεῖσθαι, καὶ ἄλλα ἐστὶ τὰ ἔργα τοῦ μέτρου
τούτου· τὰ γὰρ τέλεια, τοῖς τελείοις εἴρηται, τὰ δὲ ἄλλα, τοῖς ὑπὸ νόμον οὖσιν· ὑπὸ
παιδαγωγὸν γὰρ ἀκμὴν ἐξετάζονται.»33.
Ὁ δάσκαλος ποτέ δέν μένει ἀνενεργός ἀπέναντι στό μαθητή του. Συνεχῶς
θέλει νά τοῦ προσφέρει ὅλο καί περισσότερο, ὅταν βλέπει ὅτι ἡ προσπάθεια του
καρποφορεῖ. Ὁ Γέροντας Βαρσανούφιος παρακαλεῖ τό Θεό νά χορηγήσει στό
μαθητή του τό χάρισμα τῆς διάκρισης: «∆ιὰ τοῦτο γνήσιον αὐτὸν υἱὸν εἶχεν ὁ
Γέρων καὶ ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ παρασχεῖν αὐτῷ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως, ἣν κτησά-
μενος ἐδύνατο τῇ ἄνωθεν χάριτι καὶ ψυχάς εἰς ζωὴν ὁδηγῆσαι, καὶ τεθλιμμένους
θεραπεῦσαι καὶ φάρμακον ἰαματικὸν εἰσενεγκεῖν τὸν ἐκ τοῦ Πνεύματος λόγον, καὶ
εἰρήνην μαχομένοις βραβεῦσαι.»34.
Σέ περιπτώσεις λανθασμένων ἐνεργειῶν καί σφαλμάτων ἐκ μέρους τῶν
μαθητῶν, ὁ δάσκαλος πρέπει νά ἐπιδεικνύει σύνεση καί διορατικότητα. Ἡ τιμωρία
δέν ἀποκλείεται, ὅταν εἶναι ἀναγκαία: «Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀεὶ ποίει· ἐὰν ἴδης
ὅτι συνετός ἐστι καὶ δέχεται, ἤτοι ὁ κατὰ σοῦ ἐν τῇ διακονίᾳ ὑπὸ σὲ ταχθεὶς
ἀδελφός, λέξον αὐτῷ· ἀδελφέ, ἐὰν ἀμελῶς ποιῶμεν τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἀπώλεια
ψυχῆς ἐστιν· ἄρτι καλῶς ἐγένετο τοῦτο; σπούδασον ἀπὸ τοῦ νῦν. Ἐὰν δὲ ἦ
ἀσύνετος, εἰπὲ αὐτῷ· ὅτι πίστευσον, ἀδελφέ, χρείαν ἔχεις παιδευθῆναι· οὕτως
ἀμελεῖς; ἐὰν εἴπω τῷ Ἀββᾷ, ἤτοι τῷ προεστῶτι, καλῶς σε παιδεύσει.»35.
Ἡ κλιμακωτή ἀντιμετώπιση τῶν σφαλμάτων ἀνάλογα τοῦ μεγέθους τους, εἶναι
προτιμητέα ἀλλά σέ καμμιά περίπτωση δέν πρέπει ν’ ἀμελοῦνται αὐτά : «Περὶ δὲ τοῦ
μωροποιεῖν (ἀδιαφορία) πρὸς τὸ σφάλμα ποίει· εἰ μὲν ἦ μικρόν, μωροποίησον· εἰ
μέγα, μηδαμῶς τοῦτο ποιήσης· μὴ βάλῃς δὲ δεσμὸν κατὰ σοῦ περὶ τῆς ἥττης, μηδὲ

33
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.5, σ.605· ἀναφορικά μέ τήν
αὐθεντία τοῦ διδασκάλου καί τή σημασία της εἰς τήν ἀγωγήν, πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη,
Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία-Παιδαγωγική Ἠθική, σ.
139-143.
34
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.66· περί τῆς ἀμοιβῆς, πρβλ.
Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη, Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική Ἀνθρωπολο-
γία-Παιδαγωγική Ἠθική, σ.143-147.
35
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.13, σ.606· περί τῆς ποινῆς,
πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη, Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική
Ἀνθρωπολογία-Παιδαγωγική Ἠθική, σ.147-155.
466

πάλιν καταφρονήσῃς, ὅταν ἔρχῃ εἰς αὐτήν, παρακάλεσον δὲ τὸν Θεὸν συγχωρῆσαι
σοι, εἰ δὲ καταφρονήσεις, ἀμέλεια γίνεται.»36.
Ὁ ἀββᾶς Μάρκος προτείνει γιά καλύτερο, ἡ «διόρθωση» τοῦ μαθητευόμενου νά
μήν ἔχει προσωπικό χαρακτήρα, ἀλλά νά γίνεται ἐπί γενικῆς βάσεως καί
ἀνωνύμως. Κι αὐτό γιατί χρεώνεται στό μαθητευόμενο σάν ἄσκηση ἐξουσίας καί
ὄχι σά συμβουλή: «Τοῦ ἐν ὑποταγῇ σου μὴ ὄντος, σφάλμα μὴ προσενέγκης εἰς
πρόσωπον· τοῦτο γὰρ ἐξουσίας μᾶλλον, ἢ συμβουλίας ἐστί. Τὰ πληθυντικῶς
λεγόμενα, γίνεται πᾶσιν ὠφέλιμα, ἑκάστῳ τὰ ἴδια κατὰ συνείδησιν ἐμφανίζοντα»37.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά διευκρινίζει ὅτι ὁ δάσκαλος δέν πρέπει ἀπό φόβο ἀντιλόγου
στά λεγόμενά του, νά παρασιωπᾶ αὐτά πού πρέπει νά πεῖ πρός «διόρθωσιν»·
ἀλλιῶς θά βρεθεῖ ὑπόλογος στό Θεό: «Κελεύειν ἀδελφοῖς λαχών, φύλαττε τὴν
τάξιν σου καὶ μὴ διὰ τοὺς ἀντιλέγοντας παρασιωπήσῃς τὰ δέοντα. Ἐν οἷς μὲν γὰρ
ὑπακούσωσι μισθὸν ἕξεις ὑπὲρ τῆς ἐκείνων ἀρετῆς· ἐν οἷς δὲ παρακούσωσι πάντως
ἀφήσεις αὐτοῖς, καὶ λήψει τὰ ἴσα παρὰ τοῦ εἰρηκότος· ‘Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς
ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα
ὑμῶν’.»38.
Ἡ σχέση τῆς μαθητείας ἀποτελεῖ σχέση ἀμοιβαιότητας καί ἀγαπητικῆς συνεργα-
σίας. Ὁ Γέροντας Σισώης, ἐπειδή ἀπουσιάζει ὁ μαθητής του, δέν δέχεται κάποιον
ἄλλον νά τόν ἀντικαταστήσει: «ἔχω ἀφεῖναι ἄνθρωπον ἄλλον ποιῆσαι συνήθειαν
μετ' ἐμοῦ, ἐκτὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου; καὶ οὐ κατεδέξατο ἕως οὗ ἦλθεν ὁ μαθητὴς
αὐτοῦ ὑπομένας τὸν κόπον.»39.
Τό πρότυπο τῆς πατρικῆς ἀγάπης ἀκολουθεῖ καί τή σχέση μαθητείας. Τό
ἐνδιαφέρον τοῦ δασκάλου δέν παύει ἀκόμη καί λίγο πρίν τό θάνατό του, μέ τό
φόβο μήπως κινδυνέψει ὁ μαθητής του. Ὁ Μιχαήλ ὁ Ἴβηρος λέει στόν μαθητή του
Εὐστάθιο: «Τέκνον οἶδας ὅτι ἐπικίνδυνός ἐστιν καὶ ἐξόλισθος ἡ κατάβασις τοῦ
μνημείου, καὶ ἐὰν ἀποθάνω κινδυνεύεις τοῦ βαστάξαι με καὶ κατελθεῖν μήπως
πέσῃς καὶ ἀποθάνῃς, ἀλλὰ δεῦρο ἄγωμεν μικρὰ μικρά. Καὶ κατελθόντων αὐτῶν,

36
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.13, σ.607.
37
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.627.
38
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ.622.
39
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μς’, σ.114.
467

ἐποίησεν εὐχὴν ὁ γέρων καὶ ἀσπασάμενος τὸν Εὐστάθιον ... ἀνακλίνας ἑαυτὸν ἐν
τῷ τάφῳ μετὰ πάσης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ἀπῆλθεν πρὸς Κύριον.»40.
Ἀλλά καί ὁ βιολογικός θάνατος δέν εἶναι δυνατός γιά νά διαλύσει μία τέτοια
σχέση. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου ὁ μαθητής του ∆ομετιανός καλεῖται νά
τόν ἀκολουθήσει καθώς: «ἐχαρίσατο ὁ Θεὸς κοινὴν ἡμῖν εἶναι καὶ τὴν ἐνταῦθα
διαγωγήν.»41.
Ἡ ἔμπρακτη ἐμπειρία ἀποτελεῖ γιά τούς Γέροντες γνώση καί συγχρόνως
παρακαταθήκη καθοδήγησης γιά τήν παιδαγωγική τους μεθοδολογία: «Εἶπεν ὁ
ἀββᾶς Ὑπερέχιος· σοφὸς ἀληθῶς ἐστιν οὐχ ὁ τῷ λόγῳ διδάσκων, ἀλλ' ὁ τῷ ἔργῳ
παιδεύων.»42.
Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική τονίζει: «ἐπικίνδυνον, τὸν μὴ διὰ πρακτικοῦ βίου ἀναχθέντα
διδάσκειν... μὴ πρότερον ἑαυτοὺς οἰκοδομήσαντες καὶ τοὺς προσελθόντας αὐτοῖς
ἀπώλεσαν»43· ἐνισχύει δέ τή θέση της καί μέ τόν παραλληλισμό τοῦ σπιτιοῦ, πού
στεριωμένο σέ σαθρά θεμέλια, ὑποδεξάμενο ξένους θά πέσει καί θά τούς
τραυματίσει.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν δέν ἀναπαύεται στή χρήση τοῦ διδακτικοῦ λόγου, ἀλλά
ἐπισημαίνει τή μετάβαση ἀπό τή θεωρία στή πράξη (ἔμπρακτος λόγος): «Ἀπῆλθε
ποτε ὁ Ἀββᾶς Σερῖνος πρὸς τὸν Ἀββᾶν Ποιμένα μετὰ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Ἰσαάκ· καὶ
λέγει αὐτῷ· τί ποιήσω τῷ Ἰσαάκ τούτῳ; ὅτι ἡδέως ἀκούει μου τοῦ λόγου. Ἀπεκρίθη
αὐτῷ ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν· ἐὰν θέλῃς ὠφελῆσαι αὐτόν, ἔργῳ δεῖξον αὐτῷ τὴν ἀρετήν·
ἐπεὶ ὁ τῷ λόγῳ προσέχων, ἀργὸς μένει· ἐὰν δὲ ἔργῳ δείξης αὐτῷ, τοῦτο
παραμενεῖ αὐτῷ.»44. Σέ ἀκολουθία δέ τῆς πρώτης του θέσης καί μέ ἀφορμή
ἐρώτηση ἀδελφοῦ ἄν πρέπει νά συμβουλεύει ἄλλους ἀδελφούς πού μένουν μαζί
του γιά τό τί νά κάνουν, τάσσεται ὑπέρ τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ μαθητευόμενου
γιά τήν πορεία του: «ποίησον πρῶτον τὸ ἔργον καὶ ἐὰν θέλωσι ζῆν, ἑαυτοῖς
βλέπουσι· ... γενοῦ αὐτοῖς τύπος καὶ μὴ νομοθέτης.»45.

40
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση VIII,
σ.65· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα
Κρήτης, σ. 343.
41
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.165.
42
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.4, σ.568.
43
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιβ’, σ.121.
44
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, παρ.3, σ.568.
45
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρογ’, σ.100.
468

Στήν ἐξέλιξη τῆς παιδαγωγικῆς σκέψης ὁ Comenius τονίζει τήν προτίμησή του
γιά τή βιωμένη ἄσκηση σέ ἀντιδιαστολή μέ τόν ἐξαναγκασμό ἤ τήν προφορική
διδασκαλία: «μαθαίνουμε νά εἴμαστε ἐνάρετοι κάνοντας ἐνάρετες πράξεις·
γνωρίζοντας μαθαίνουμε νά γνωρίζουμε καί ἐνεργώντας νά ἐνεργοῦμε». Τρεῖς
εἶναι οἱ βασικές ἀρχές τῆς διδακτικῆς του: α) νά προχωρεῖ κάποιος σταδιακά· β)
αὐτοψία: νά ἐξετάζει τά πάντα κάποιος μόνος του χωρίς νά παραιτεῖται τῆς
αὐθεντίας τοῦ ἐνηλίκου· γ) αὐτοπραξία: ὅτι δήποτε ἐμφανιστεῖ στή νόηση, τή μνήμη,
τή γλώσσα, τά χέρια, οἱ μαθητές νά τό ἐρευνήσουν, νά τό ἀνακαλύψουν, νά τό
συζητήσουν, νά τό κάνουν, νά τό ἐπαναλάβουν ἀφήνοντας τούς δασκάλους μόνο
νά ἐπιβλέπουν ἄν γίνεται αὐτό πού πρέπει κι ἄν γίνεται ὅπως πρέπει46.
Ἡ «ἐνεργητική παιδαγωγική» τοῦ Piaget στηρίζεται: α) στήν ἐργασία κατά ὁμάδες
(πρβλ. στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὁμάδες «ἀδελφῶν» γύρω ἀπό τόν Γέροντα) πού
προϋποθέτει τήν ἐλεύθερη συνδιαλλαγή τῶν μαθητῶν καί συνεπῶς τήν συνεργασία
πού συμβάλλει στή μείωση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί δίνει στά παιδιά τήν εὐκαιρία νά
προσαρμόσουν τά προσωπικά τους ἐνδιαφέροντα στή πειθαρχική λογική τοῦ
συνόλου· β) στήν αὐτοδιακυβέρνηση· μία ἐκπαιδευτική διαδικασία (κοινωνική ἀγωγή)
πού ἀναθέτει στά παιδιά τήν ὀργάνωση τῆς σχολικῆς πειθαρχίας. Ὁ μαθητής
ἀναπτύσσει στή τάξη μία νέα ἀλληλεγγύη, ἕνα αἴσθημα ἰσότητας καί δικαιοσύνης
καί μία ἔννοια τῆς τιμωρίας πού βασίζεται στήν ἀμοιβαιότητα. Ἡ διαδικασία αὐτή
τείνει «νά μάθει στά ἄτομα νά ξεπερνοῦν τόν ἐγωκεντρισμό τους γιά νά
συνεργάζονται μεταξύ τους καί νά ὑπακοῦν σέ κοινούς κανόνες». Ζητᾶ ἀπό τό
δάσκαλο ὄχι μόνο νά ἐνθαρρύνει τή συνεργασία, νά ἐπιλέγει λειτουργικά
ἐργαλεῖα καί ἐνδιαφέρουσες καταστάσεις ἀλλά νά γίνει καί ὁ ἴδιος ἐρευνητής,
ὥστε νά κατανοεῖ καλύτερα τά στάδια τῆς ἐξέλιξης καί νά προκαλεῖ στό παιδί τήν
ἀνάγκη γιά παρατήρηση. Ἡ πειθαρχία πού προέρχεται ἀπό τήν αὐτοδιακυβέρνηση
εἶναι ταυτόχρονη πηγή ἐσωτερικῆς αὐτονομίας καί ἀληθινῆς ἀλληλεγγύης. ∆έν
εἶναι ἡ κοινή ὑπακοή ἀλλά μία «ἐσωτερική ὀργανική ἀλληλεγγύη ὅπου διαφορο-

46
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, ἐπιστ. θεώρηση Σταυρούλα Σαμαρτζῆ, μτφρ. Μαρία Ἀραβιτσιώτη,
ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2000, σ.253-255· βλ. Α. Κομενίου, Μεγάλη ∆ιδακτική, μτφρ.
∆. Ἰωαννίδη-Ὀλυμπίου, Ἐν Ἀθήναις 1912· πρβλ. Α. ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη, Ἡ ἐξέλιξη τῆς
παιδαγωγικῆς καί διδακτικῆς σκέψης (17ος-20ος αἰ.), τ. Β’, σ.16-25.
469

ποιημένες προσωπικότητες ἑνώνουν τίς προσπάθειές τους γιά τόν ἴδιο σκοπό καί
νιώθουν ὑπεύθυνες γιά τή μονιμότητα τοῦ κοινωνικοῦ δεσμοῦ»47.

β΄. Ὁ διδασκόμενος.

Ὁ Παλλάδιος θέτει ὡς ἀρχή κάθε λανθασμένης ἀνθρώπινης πορείας τήν


ἀδιδασκαλία καί ἀνορεξία λόγου. Ἡ ἔλλειψη ἐπιθυμίας πρός μάθηση ἀποτελεῖ
ἐμπόδιο: «ἀρχὴ γὰρ ἀποστασίας, ἀδιδασκαλίας λόγος καὶ ἀνορεξία λόγου, ὃν ἀεὶ
πεινᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ φιλοθέου». Ὑποστηρίζει ὅτι καλύτερα νά ὑπάρχει ἡ «περιέργεια»
τῆς μάθησης, ἔστω κι ἄν δέν συνδυάζεται μέ τή γνώση καί κατανόηση, παρά νά
ὑπάρχει ἡ παντελής ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος: «οὕτως ἐστὶν ἡ ψυχή· καὶ γὰρ εἰ καὶ
οὐδὲν κατέχει ἐξ ὧν ἐρωτᾷ, ὅπερ οὐκ οἶμαι, ὅμως πλέον καθαρίζεται τοῦ μὴ
ἐρωτῶντος ὅλως»48.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ τοῦ Σύρου προτείνει τή «διά βίου μαθητεία», ἐρχόμενος σέ
πλήρη σύγκλιση μέ τό σωκρατικό «ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα», ὅταν λέει: «Ἐν παντὶ
πράγματι νόμιζε σεαυτὸν ἐνδεῆ εἶναι διδαχῆς καὶ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ σου σοφὸς
εὑρεθήσῃ.»49.
Συνακόλουθη προϋπόθεση τοῦ διδασκόμενου εἶναι νά ἐφαρμόζει ὅσα
διδάσκεται. Αὐτό ὅμως ἀποτελεῖ θέμα πρός συζήτηση καθώς ὁ ἀββᾶς Φήλικας
κάνει τή παρακάτω διαπίστωση: «...ἄρτι οὐκ ἔνι λόγος· ὅτε γὰρ ἠρώτων οἱ ἀδελφοὶ
τούς γέροντες καὶ ἐποίουν ἃ ἔλεγον αὐτοῖς οἱ γέροντες, ὁ Θεὸς ἐχορήγει λόγον,
διὰ τὴν τῶν ἐρωτώντων ὠφέλειαν· νῦν δὲ ἐπειδὴ ἐρωτῶσι μέν, οὐ ποιοῦσι δὲ ἃ
ἀκούουσιν, ἦρεν ὁ Θεὸς τὴν χάριν ἀπὸ τῶν γερόντων καὶ οὐχ εὑρίσκουσι τί
λαλῆσαι·»50. Ἡ μή συμμετοχή τοῦ μαθητῆ στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία ἀποτελεῖ
τροχοπέδι καί γιά τό δάσκαλο.
Ὁ Μέγας Βαρσανούφιος ἐπισημαίνει καί τήν καλοπροαίρετη διάθεση τοῦ
μαθητευόμενου πρός ὅσα ἀκούει: «Ἐὰν πιστὸς καὶ κατὰ Θεὸν ζῶν ἦ, εἰ κατ' ἔχθραν
εἶπεν ὁ εἰπὼν περὶ αὐτοῦ, ἐκεῖνος μέντοι ὀφείλει λογίσασθαι, ὅτι θέλων ὁ
ἀδελφὸς ὠφελῆσαί με ταῦτα εἶπε, καὶ πληροῦται εἰς αὐτὸν τὸ εἰρημένον· 'ὁ ἀγαθὸς

47
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, σ.20-31, 161-162.
48
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.231.
49
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.238.
50
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.239.
470

ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ ἐκβάλλει τὰ ἀγαθά'· καὶ ταῦτα


ἐνθυμούμενος, πλεῖον ὀφείλει τὸν ἀδελφὸν ἀγαπᾶν καὶ εὐχαριστεῖν αὐτῷ.»51.
Ἡ ἀγάπη τοῦ μαθητῆ πρός τό δάσκαλο ἀποτελεῖ ἀμφίδρομη διά βίου σχέση.
Καταγράφονται παρόμοιες ψυχωφελεῖς διηγήσεις μέ αὐτές πού συναντήθηκαν καί
ἀπό τήν πλευρά τοῦ διδάσκοντος, ὅπου ἡ ἀγαπητική σχέση δέν τερματίζεται μέ τόν
βιολογικό θάνατο ἀλλά συνεχίζεται στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν: Λίγο πρίν τό
θάνατο τοῦ δασκάλου (τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη Σαβαΐτη) ὁ μαθητής του (Γεώργιος
ἐπίσκοπος) αἰσθάνεται τήν ἀδυναμία, τήν ἔλλειψη καί τό κενό πού τοῦ προξενεῖ ὁ
θάνατος αὐτός: «...ἰδοὺ ἀφίης με καὶ ὑπάγεις. Ἐγὼ ηὐχόμην ἵνα σὺ μὲ προπέμψῃς·
οὐδὲ γὰρ εἰμι ἱκανὸς ἐκτός σου ποιμαίνειν τὴν συνοδίαν, ὦ κύριέ μου»· ἀλλά καί ὁ
δάσκαλος ἀκόμη καί τήν ὕστατη ὥρα σκέπτεται καί φροντίζει γιά τόν μαθητή: «μὴ
θλιβοῦ, μηδὲ μερίμνα, ἐὰν γὰρ εὕρω παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν, οὐκ ἀφῶ σε
πληρῶσαι ἐνιαυτὸν ὄπισθέν μου.»52.
Ἡ ὑπακοή καί ὁ σεβασμός τοῦ μαθητῆ (ὑποτακτικοῦ) πρός τόν Γέροντα, ὅπως ἔχει
εἰπωθεῖ πιό πάνω δέν ἔχει καμμία σχέση μέ μορφή ἐξωτερικῆς πειραρχίας (βλ.
ἔρευνά μας παρ. περί Ὑπακοῆς, στά Ἐφόδια ὑπέρβασης τῆς δοκιμασίας, στήν
ἑνότητα Ὁ ἐν δοκιμασίᾳ εὑρισκόμενος ἄνθρωπος). Στή πραγματικότητα πρόκειται
γιά διεργασία τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποτελεῖ παιδαγωγία καί
μορφή ταπεινώσεως.
Στή σύγχρονη παιδαγωγική, προσαρμόζοντας στοιχεῖα τοῦ χθές στό σήμερα, ὁ
Bovet ἀναφέρεται σέ δύο εἴδη σεβασμοῦ53: α) τόν μονομερή, πού ὑπονοεῖ τήν
ἀνισότητα μεταξύ αὐτοῦ πού σέβεται καί αὐτοῦ πού τόν σέβονται (σεβασμός μικροῦ
πρός μεγάλο, ὑφισταμένου πρός προϊστάμενο, παιδιοῦ πρός γονιό, μαθητή πρός
δάσκαλο) καί ἐπιφέρει τόν ἀναπόφευκτο ἐξαναγκασμό τοῦ ἀνώτερου πρός τόν
κατώτερο· β) τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό (πρβλ. σχέση Γέροντα-ὑποτακτικοῦ) ὅπου τά
ἄτομα πού ἔρχονται σέ ἐπαφή θεωροῦν τό ἕνα τό ἄλλο ἴσο καί ταυτόχρονα τό ἕνα
σέβεται τό ἄλλο· ἀναπτύσσεται σχέση συνεργασίας.

51
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.11, σ.606.
52
Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ ..., O.C.1902, διήγηση
ΧΧΧΙΙ, σ.79.
53
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, σ. 39-40.
471

Συνεργασία ἀποκαλεῖται ἡ δημιουργία σχέσης ἀνάμεσα σέ ἀπόψεις, σέ


ἀντίθεση μέ τήν ἐξομοίωση ἤ τήν οὐτοπική ἀναζήτηση μιᾶς ἀπόλυτης ἄποψης. Ὁ
Piaget, τονίζει ὅτι οἱ δύο τύποι σεβασμοῦ ὁδηγοῦν σέ δύο ἀντίστοιχα εἴδη ἠθικῆς:
α) ὅταν ἀναπτύσσεται αἴσθημα καθήκοντος πού προκύπτει ἀπό τήν καταπίεση τοῦ
μεγαλυτέρου πρός τόν μικρότερο καί εἶναι ἑτερόνομο (ὁ Durkheim θεωρεῖ τήν
ὑπακοή στούς κανόνες μέσα στό πνεῦμα τῆς πειθαρχίας, ὡς τό πρῶτο στοιχεῖο τῆς
ἠθικῆς)· β) ὅταν ἀναπτύσσεται αἴσθημα τοῦ καλοῦ πού ἀποτελεῖ περισσότερο μέρος
τῆς συνείδησης καί τοῦ ὁποίου τό ἰδεῶδες τῆς ἀμοιβαιότητας τείνει νά γίνει
τελείως αὐτόνομο.
∆ημιουργοῦνται καί δύο τύποι ἀλληλεγγύης: α) ἐξωτερική σέ μία δεδομένη ὁμάδα,
ὅταν τά ἄτομα ἀποδέχονται ἕναν ἐξωτερικό κανόνα, αἰσθανόμενα μονομερή
σεβασμό γιά ὁρισμένα ἄτομα πού ἐπιβάλλουν αὐτό τόν κανόνα· β) ἐσωτερική ὅταν
τά ἄτομα μιᾶς ὁμάδας διαμορφώνουν μόνα τους τόν κανόνα καί τόν ἀποδέχονται
στό βαθμό πού σέβονται ὁ ἕνας τόν ἄλλον54.
Συνακόλουθο τά δύο εἴδη κανόνων πού συμβαδίζουν μέ τούς δύο τύπους
σεβασμοῦ: ὁ ἐξωτερικός ἤ ἑτερόνομος κανόνας καί ὁ ἐσωτερικός κανόνας. Μόνο
ὁ δεύτερος καταλήγει σέ μία πραγματική τροποποίηση τῆς αὐθόρμητης συμπεριφο-
ρᾶς. Ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀπωθεῖ τόν ἐγωκεντρισμό. Ἡ συνεργασία καταλήγει στή
συγκρότηση τῆς πραγματικῆς προσωπικότητας, δηλ. τή πραγματική ὑποταγή τοῦ ἐγώ
στούς κανόνες πού ἔχουν γίνει ἀποδεκτοί ὡς σωστοί. Ἡ προσωπικότητα καί ἡ
αὐτονομία συνεπάγονται ἡ μία τήν ἄλλη, ἐνῶ ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἑτερονομία
συνυπάρχουν χωρίς νά ἀλληλοεξουδετερώνονται. Ὅσο ὁ μονομερής σεβασμός
ὑπερισχύει τοῦ ἀμοιβαίου, τόσο ἡ ἐξουσία ὑπερισχύει τῆς δικαιοσύνης. Ὅσον
ἀφορᾶ τήν ἀνταποδοτική δικαιοσύνη ἤ τήν ἔννοια τῆς κύρωσης στήν περίπτωση τοῦ
ἐξαναγκασμοῦ μεταφράζεται ὡς τιμωρία (ἐξιλαστήριες κυρώσεις), ἐνῶ ἀντίθετα ἡ
παραβίαση τῶν κανόνων συνεργασίας ἤ τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ δέν προκαλεῖ
τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τή στιγμιαία κατάργηση τοῦ δεσμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης
(κυρώσεις μέσῳ τῆς ἀμοιβαιότητας)55.

54
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, σ.83.
55
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, σ.39-43· πρβλ. Alan Rogers, Ἐκπαίδευση Ἐνηλίκων, σ. 81-107, μέ
ἰδιαίτερη ἀναφορά στούς ἐνήλικες ἐκπαιδευόμενους (προφίλ, διά βίου ἐκπαίδευση,
χαρακτηριστικά ἐνηλίκων ἐκπαιδευομένων, συνέπειες γιά τόν ἐκπαιδευτή ἐνηλίκων).
472

2. Παιδαγωγική μέθοδος

Ἡ παιδαγωγική τῶν Γερόντων στοχεύει στή δημιουργία καί ἑδραίωση τοῦ


χριστιανικοῦ ἤθους τόσο στίς καρδιές τῶν μαθητῶν τους ὅσο καί τῶν ἐν δυνάμει
μαθητῶν τους. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν περιορίζει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου σέ κλειστά
σχήματα καί κανόνες, ἀλλά: «...ὁ χριστιανισμός σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου καί ταυτίζει τήν ἠθική ὁλοκλήρωσή του μέ τήν ἀνακαίνισή του μέσα στό
πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.»56. Τό ἦθος τοῦ ἐν Χριστῷ ἐκπαιδευόμενου
διαμορφώνεται μέ βάση τήν οἰκείωση τῆς ζωῆς, τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας τοῦ
Χριστοῦ: «Τό ἦθος φανερώνει αὐτό πού εἶναι καταρχήν ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ, δηλ. ὡς πρόσωπο, ἀλλά καί αὐτό πού γίνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν
περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας του: ὕπαρξη ἀλλοιωμένη ἤ 'καθ' ὁμοίωσιν' τοῦ Θεοῦ.»57.
Αὐτόνομη καί ἀνεξάρτητη ἠθική παιδαγωγία δέν ὑπάρχει γιά τούς Γέροντες. Ἡ
πίστη αἰτιολογεῖ τήν ἠθική πράξη καί ἡ ἠθική πράξη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης. Ἡ
μετάνοια καί ἡ ἀλλαγή στάση ζωῆς μέ τήν ἐπιστροφή στό Θεό, ἀποτελοῦν τήν ὁδό
τῆς σωτηρίας καί τό ἀντίδοτο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό συνεπάγεται ὅτι ὁ ἀπώτερος
σκοπός τῶν Γερόντων πού εἶναι ἡ σωτηρία τῶν παιδαγωγούμενων πραγματοποι-
εῖται: α) μέ τήν ὅσο τό δυνατόν πιό ἀκριβή γνώση τοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανι-
κῆς πίστης· β) μέ τήν καλλιέργεια τῆς γνήσιας πίστης στά ἐκκλησιαστικά πλαίσια
καί τήν παράλληλη προσαρμογή τῶν «ἐκπαιδευομένων» στό νέο τρόπο ζωῆς58.
Ἡ παιδαγωγική μέθοδος εἶναι κάθε ἐνσυνείδητη, συστηματική καί ὀρθολογιστικά
ὀργανωμένη παιδευτική ἐνέργεια ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος πού ἔχει σκοπό της

56
Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ.33.
57
Χ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1989, σ.40.
58
Ὁ Ἀθ. Γλάρος, στό Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα
Κρήτης, σ. 178-179 ἀναφέρει: «Τό ἀξιολογικό-ἠθικό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς τῶν
νέων δέν διακρίνεται ἀπό ἐκεῖνο τῆς ἐν γένει ἀγωγῆς τους. Ἄλλωστε ἡ ἐκκλησιαστική γραμματεία
ἔχει πλοῦτο παιδαγωγικῶν ἰδεῶν καί ἀρχῶν πού τώρα ‘ἀνακαλύπτει’ ἡ ‘θύραθεν παιδεία’, ὄπως ἡ
ἀρχή τῶν ἀτομικῶν διαφορῶν, ὅτι ἡ ἀγωγή πρέπει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τά προβλήματα τῶν
διαπροσωπικῶν σχέσεων, τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί μέ τόν ἑαυτό του, ὅτι τό παιδί
δέν εἶναι μεγάλος σέ σμικρογραφία ἀλλά ἐξελισσόμενος ὀργανισμός, ὅτι φέρει μέσα του
ποικίλες καταβολές καί προδιαθέσεις, ὅτι χρειάζεται εἰδική ἱεράρχηση ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητα
τοῦ μορφούμενου .... Ἔχουν προβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀπό τούς πρώτους κιόλας χριστιανικούς
χρόνους: ἡ μοναδικότητα τῆς ψυχῆς, ἡ ἐλευθερία στήν ἀνάπτυξη τῆς συνείδησης, ἡ ἀναγνώριση τῶν
ἔμφυτων ταλέντων τοῦ παιδαγωγουμένου καί ἡ ἀνάπτυξή τους, ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τοῦ παιδιοῦ
καί ἡ προστασία του, ἡ ἀναγωγή του ἀπό ἀντικείμενο σέ ὑποκείμενο, ἡ χρησιμότητα τῶν βοηθῶν
παιδαγωγῶν, ἡ οἰκολογική συνείδηση, ἡ αἰσθητική ἀγωγή, οἱ ἰδιαιτερότητες καί ἡ ἰσοτιμία τῶν δύο
φύλων»· πρβλ. Α. Μπιτσάκη, Ἡ ∆ιαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἱστορική
Παιδαγωγική ἔρευνα, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2005, σ.334.
473

τήν ὁμαλή καί ἁρμονική ἀνάπτυξη τῆς ὅλης προσωπικότητας. Γίνεται ἐφαρμογή
εἰδικῶν διδακτικῶν μεθόδων καί μέσων μέ προσχεδιασμένους τρόπους παιδαγω-
γικῆς καί διδακτικῆς παρέμβασης καί πιό συγκεκριμένα: μέ τή συμβουλή, τήν
ὑπόδειξη, τήν ἐνθάρρυνση τοῦ μαθητῆ κυρίως κατά τήν πορεία τῆς μάθησης, τήν
προτροπή ἤ ἀποτροπή, τήν ἀπαγόρευση, τήν ἄρνηση, τήν ἀμοιβή καί τήν ποινή, τόν
ἔπαινο, τήν προβολή τοῦ παραδείγματος (βιωματική διδασκαλία), τήν προσπάθεια
πρόληψης πιθανῶν ἀποκλίσεων τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀτόμου (προληπτική ἀγωγή),
τήν παροχή εὐκαιριῶν καί κινήτρων γιά ἔκφραση καί δημιουργία, τήν ἐκδήλωση
ἀγάπης ἐκ μέρους τοῦ παιδαγωγοῦ59.
Ἡ διδακτική μέθοδος, πού συχνά τροποποιεῖται καί ἀναθεωρεῖται, ἀναλόγως
τῶν περιπτώσεων, μέ ἀπώτερη ἐπιδίωξη τή μεγιστοποίηση τῆς ἀπόδοσης τῆς
παιδευτικῆς προσπάθειας, εἶναι ἡ ὁδός πού ἀκολουθοῦν ὁ δάσκαλος καί ὁ μαθητής
προκειμένου νά πραγματοποιήσουν τούς σκοπούς τῆς διδακτικῆς ἐπικοινωνίας. Γιά
νά εἶναι ἀποτελεσματική πρέπει νά προσαρμοστεῖ στό ἐπίπεδο τῆς φυσικῆς,
διανοητικῆς, συναισθηματικῆς κοινωνικῆς καί ἠθικῆς ἀνάπτυξης τοῦ ὑποκειμένου στό
ὁποῖο ἀπευθύνεται τό ἐρέθισμα. Θεμελιακές παιδευτικές ἀρχές πού ἐντοπίστηκαν
στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀποτελοῦν ὁ λόγος τοῦ παιδαγωγοῦ πού εἶναι
καθοριστικός, ἡ ἀρχή τῆς βιωματικότητας καί ἡ ἀρχή τῆς αὐτενέργειας. Παράγοντες
καθοριστικῆς συμβολῆς στή διαδικασία αὐτή ἀποτελοῦν: α) ἡ προσωπικότητα τοῦ
ἀνθρώπου πού ἀσκεῖ τήν ἀγωγή· β) ἡ ψυχοβιολογική καί μορφωτική κατάσταση τοῦ
ὑποκειμένου τῆς ἀγωγῆς (δέκτης)· γ) ὁ προγραμματισμός-σχεδιασμός καί ἡ ὀργά-
νωση τῆς ἐκπομπῆς τοῦ μηνύματος (ἐννοιολογικό, ἰδεολογικό, συναισθηματικό,
πολιτιστικό καί πραγματολογικό περιεχόμενο τοῦ μηνύματος)· δ) ἡ πραγματοποίηση
ἐκπομπῆς μηνύματος60.

α. Ὁ λόγος τοῦ παιδαγωγοῦ.

Ὁ παιδαγωγικός λόγος ἀνήκει στά ἀποτελεσματικότερα μέσα ἀγωγῆς, ἐφόσον


βέβαια χρησιμοποιεῖται μέ τρόπο ὀρθολογικό, στόν κατάλληλο χρόνο καί μέ τόν
ἁρμόζοντα τρόπο: Ὁ ἀββᾶς Ψενθαΐσιος λέει: «...ὅτι ἀκούοντες τῶν λόγων τοῦ
πατρός ἡμῶν τοῦ ἀββᾶ Παχωμίου μεγάλως ὠφελούμεθα εἰς ζῆλον ἀγαθῶν ἔργων

59
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.55.
60
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.21-30.
474

διεγειρόμενοι.»61. Ὁ Γέροντας ἄλλοτε χρησιμοποιεῖ τήν ἀφηγηματική μέθοδο


(ἀφήγηση, ἀνάγνωση κειμένου, ἀπαγγελία), ἄλλοτε ἀκολουθεῖ διαλογική μορφή
ἐπικοινωνίας καί ἄλλοτε παρεμβαίνει παιδαγωγικά-ὁδηγητικά, συμβουλεύει,
ἐνθαρρύνει, προτρέπει, ἐπαινεῖ ἤ ψέγει, ἀξιολογεῖ ἤ κρίνει ἐπιδόσεις. Γνώμονας τοῦ
Γέροντα-παιδαγωγοῦ εἶναι ὅτι, ὅσα διδάσκει τά ἔχει ἤδη ἐφαρμόσει· ὁ ἀββᾶς
Κασσιανός λέει: «...οὐδὲ τινὰ ἐδίδαξα, ὅπερ πρότερον οὐκ ἐποίησα.»62.
Ἡ ἀκρίβεια τοῦ λόγου ἀποτελεῖ προϋπόθεση. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ ὀρθότητα τῆς
ἀπάντησης καί ὄχι τό ἐπεῖγον μιᾶς ἀπάντησης, πού μπορεῖ νά μήν εὐσταθεῖ. Ὁ
Γέροντας δέν διστάζει νά πεῖ ὅτι δέν γνωρίζει κάτι. Γιά τόν ἀββά Παμβώ διήγηση
ἀναφέρει: «Οὐδέποτε ἐρωτηθεὶς λόγον γραφικὸν ἢ ἄλλον τινὰ πραγματικὸ
παραυτὰ ἀπεκρίνατο, ἀλλ' ἔλεγεν· οὐδέπω εὕρηκα. Πολλάκις δὲ παρῆλθε καὶ
τρίμηνον καὶ ἀπόκρισιν οὐκ ἐδίδου, λέγων μὴ κατειληφέναι. Οὕτω μέντοι τὰς
ἀποφάσεις αὐτοῦ ἐδέχοντο, γινομένας περιεσκεμμένως κατὰ Θεόν, ὡς ἀπὸ Θεοῦ.
Ταύτην γὰρ τὴν ἀρετὴν ἐλέγετο καὶ ὑπὲρ τὸν μέγαν Ἀντώνιον καὶ ὑπὲρ πάντας
ἐσχηκέναι, τὴν εἰς τὸ ἀκριβὲς τοῦ λόγου.»63.
Κι ὅταν ὁ Γέροντας δίνει ἀπάντηση, ἡ ἀπάντηση δέν προέρχεται ἀπό τά χείλη
του ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη Θεοῦ (θεοπνευστία). Ὁ Παμβώ ὅταν ρωτήθηκε γιά τούς
ἀδελφούς Παΐσιο καί Ἠσαΐα, γιά τό πού βρίσκονται μετά τόν θάνατό τους (Παράδει-
σος-Κόλαση), ἀπάντησε: «...ἐκδέξασθε δὲ ἵνα καὶ παρὰ Θεοῦ δέξωμαι τὴν
ἀποκάλυψιν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθόντες μαθήσεσθε.»· καί ἐρχόμενοι μετά ἀπό λίγες
μέρες νά τόν ρωτήσουν ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἀμφοτέρους ἅμα εἶδον ἑστῶτας ἐν τῷ
παραδείσῳ.»64.
Ὁ παιδαγωγικός λόγος τοῦ Γέροντα περικλείει καί μία ἄλλη διάσταση· αὐτή τῆς
σιωπῆς:
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος συμβουλεύει τόν Παύλο τόν ἁπλό: «Σιωπῶν διακόνησον τοῖς
ἀδελφοῖς.»65.
Ὁ Ἀμοῦν ὁ Νιτριώτης, φοβούμενος τίς παγίδες πού μπορεῖ νά κρύβει ἡ «χρήση τοῦ
λόγου» ὡς ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, συμβουλεύει: «εἰ οὐ δύνασαι σιωπᾶν καλόν ἐστι

61
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ.125.
62
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.59.
63
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.72.
64
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.84.
65
Historia Monachorum in Aegypto, σ.133.
475

μᾶλλον ἐν τοῖς λόγοις τῶν γερόντων καὶ μὴ ἐν τῇ γραφῇ· κίνδυνος γάρ ἐστι οὐ
μικρός.»66.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν τονίζει τό βαθμό ἐπικινδυνότητας πού μπορεῖ νά περικλείει ὁ
λόγος γιά τόν ἴδιο τόν παιδαγωγό, ἀφοῦ ἀποτελεῖ κριτήριο θετικοῦ ἤ ἀρνητικοῦ
χαρακτηρισμοῦ του: «ἐάν μνησθῇ ἄνθρωπος τοῦ γεγραμμένου ρητοῦ, ὅτι ἐκ τῶν
λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ, αἱρεῖται μᾶλλον τὸ
σιωπᾶν.»67. Γι’ αὐτό κι ὅπως λέει: «ἡμεῖς οὐκ ἐμάθομεν κλείειν τὴν ξύλινην θύραν,
ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς γλώσσης θύραν.»68.
Ὁ κατ' ἐπίγνωση αὐτοέλεγχος τοῦ ἐκφερόμενου «λόγου», ὁδηγεῖ στήν ὁμαλή
καί ἁρμονική συμβίωση μέ τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ σέ ἀντίθετη περίπτωση, πού
ἀποτελεῖ (ψυχική) ἀσθένεια, προτείνεται ἡ ἀπομόνωση: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν
ἀββᾶν Ματώην λέγων· τί ποιήσω, ὅτι ἡ γλῶσσα μου θλίβει με; καὶ ὅταν ἔρχωμαι
μέσον τῶν ἀνθρώπων, οὐ δύναμαι κατασχεῖν αὐτήν, ἀλλὰ κρίνω αὐτοὺς ἐν παντὶ
ἔργῳ ἀγαθῷ καὶ ἐλέγχω αὐτούς· τί οὖν ποιήσω; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ γέρων εἶπεν· εἰ
οὐ δύνασαι κατέχειν ἑαυτόν, φύγε κατὰ μόνας· ἀσθένεια γάρ ἐστιν. Ὁ δὲ
καθήμενος μετὰ ἀδελφῶν, οὐκ ὀφείλει εἶναι τετραγωνιαῖος, ἀλλὰ στρογγυλός, ἵνα
πρὸς πάντας κυλίηται· ἐγὼ δὲ οὐ κατὰ ἀρετὴν κάθημαι κατὰ μόνας, ἀλλὰ κατὰ
ἀσθένειαν· δυνατοὶ γάρ εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι εἰς τὸ μέσον τῶν ἀνθρώπων.»69.
Ἡ σιωπή ὅμως παίρνει καί μία ἄλλη διάσταση γιά τούς Γέροντες. Ὁ ἀββᾶς
Σιλουανός ὅταν πρέπει νά ποτίσει τόν κῆπο μέ τά λαχανικά, γιατί ὁ μαθητής του
Ζαχαρίας λείπει σέ διακονία, ἐκεῖνος κάνει αὐτή τήν ἐργασία φορώντας
«κουκούλιον», γιατί ὅπως λέει ὁ ἴδιος: «...ἵνα μὴ ἴδωσιν οἱ ὀφθαλμοί μου τὰ
δένδρα καὶ ἀπασχοληθῇ ὁ νοῦς μου ἀπὸ τῆς ἐργασίας αὐτῆς εἰς αὐτά.»70.
Τό ὑποκείμενο τῆς θρησκευτικῆς πίστης μπορεῖ νά λάβει τό δῶρο τῆς ὑπερβατικῆς
σιωπῆς μόνο ἄν παραιτηθεῖ ἀπό τή συνειδητή θέληση γι'αὐτήν. Ἡ συνείδηση πρέπει
νά σβήσει ὡς πρός τόν ἑαυτό της, προκειμένου ὁ πόθος νά διαβεῖ τήν ἔρημο καί νά
συναντηθεῖ ἐκεῖ μέ τό προθετικό του ἀντικείμενο πού εἶναι τό ἄφατο. «Τό νά εἶναι
κανείς παρών» σημειώνει ὁ Γκανταμέρ, «ὡς ὑποκειμενική πράξη τῆς ἀνθρώπινης

66
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.18.
67
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, μβ’, σ.89.
68
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, νη’, σ.90.
69
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.7, σ. 575.
70
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, δ’, σ.116.
476

στάσης, ἐνεχει τήν ἰδιότητα τοῦ νά εἶναι κανείς ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του»· τό νά
βρίσκεται κάποιος «ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό ἀποτελεῖ τή θετική δυνατότητα τοῦ νά εἶναι
κανείς ἐξ ὁλοκλήρου μέ κάτι ἄλλο. Αὐτός ὁ τρόπος παρουσίας εἶναι ἡ λήθη τοῦ
ἑαυτοῦ... ὡς προσήλωση πρός τό ἀντικείμενο ... Ἐκεῖνο πού ἀποσπᾶ κάποιον ἀπό τό
καθετί, τοῦ ἐπιστρέφει τό ὅλον τῆς ὑπόστασής του». Γράφει ὁ Ἔλιοτ:
Τό σημεῖο τῆς διασταύρωσης τοῦ αἰωνίου μέ τό χρόνο,
εἶναι μιά ἐνασχόληση γιά τόν Ἅγιο.
Ὄχι ἐνασχόληση, ἀλλά κάτι πού δίνει καί παίρνει
σέ μιάν ὁλόκληρη ζωή θανάτου μέσα στήν ἀγάπη.
Πάθος καί αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία71.

β΄. Βιωματικότητα.

Στήν Παιδαγωγική θεωρεῖται ὅτι δημιουργεῖται βιωματική κατάσταση, ὅταν τό


ὑποκείμενο τῆς μάθησης (μαθητής) καί τό ἀντικείμενο τῆς μάθησης (μορφωτικό
ἀγαθό) συμπλησιάζουν μέ ροπή ἁγαστῆς συλλειτουργίας ἤ καί ταύτισης72.
Τό βίωμα ἀναπτύσσεται στόν παιδαγωγούμενο ὅταν συγκαλλιεργοῦνται ὅλες οἱ
ψυχικές του λειτουργίες (ἱκανοποίηση νόησης, ἐνεργοποίηση συναισθήματος,
ἐπηρεαμός βούλησης) καί ὄχι μόνο τό συναίσθημα, ὅπως πιστεύονταν πιό παλιά73.
Ὁ Κ. Γεωργούλης θεωρεῖ ὅτι: «τά ἀξιολογικά συναισθήματα καί οἱ βουλητικές
διεγέρσεις ἀσκοῦν ἀποφασιστική ἐπίδραση στήν προσωπικότητα, καλλιεργοῦν τή
συναισθηματική της εὐαισθησία, δυναμώνουν τήν ἀποφασιστικότητά της, εἰσδύουν
στά βαθύτατα στρώματα τῆς ψυχικῆς ζωῆς καί ὁλοκληρώνουν τήν προσπάθειά της
νά πραγματώσει τή μορφολογική τελειότητα. Γι’ αὐτό ἡ βιωματική ἐνεργητικότητα

71
Τζ. Πολίτη, Στά ὅρια τῆς Γραφῆς, ∆οκίμια γιά τούς Μπέκετ, Κάφκα, Τζόϋς. ἐκδ. Ἄγρα, Ἀθήνα
1999, σ.87.
72
Α. Βερτσέτη, ∆ιδακτική. Γενική ∆ιδακτική, τ.Α’, Ἀθήνα 20035, σ.177· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία
Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ. 216-224· Κ.
Γεωργούλη, Γενική ∆ιδακτική, Ἀθῆναι 1972, σ. 362-363· F. Kopp, ∆ιάρθρωσις διδακτέας ὕλης,
ΜΠΕ (1968) 131-132· Κ. Γρηγοριάδη, Περί τῆς μεθόδου καί τῆς πορείας τῆς διδασκαλίας εἰς τό
θρησκευτικόν μάθημα, Κοινωνία 17, (1974) 256-278.
73
πρβλ. Ν. Μαρκαντώνη, ∆ιδακτική τῶν θεολογικῶν μαθημάτων. Συμμετοχή στόν ἐκσυγχρονισμό
τοῦ μαθήματος, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1998, σ.28· Α. Νίκα, ∆ιδακτική τοῦ Θρησκευτικοῦ
μαθήματος, θεωρία καί πράξη, Ἐκδόσεις Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1992σ.81· Κ. Γεωργούλη, Γενική
∆ιδακτική, σ. 449-471 (Τό διδασκόμενο μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα τῆς Μέσης
Ἐκπαίδευσης).
477

ἐθεωρήθηκε ὡς μέσο κατ' ἐξοχήν παιδευτικό καί προσωποπλαστικό, ἱκανό ν'


ἀφυπνίσει τίς καθαύδουσες μέσα στό ψυχικό βάθος δημιουργικές δυνάμεις.»74.
Ἡ προσωπική ἐπαφή τοῦ συγγραφέα τῆς Λαυσαϊκῆς ἱστορίας, Παλλαδίου, μέ τόν
Γέροντα Ἰωάννη τόν ἐν Λυκῷ πού «κατηξιώθη χαρίσματος προρρήσεων», δίνει ἄλλη
διάσταση στή κατάθεση τῶν ἀφηγήσεών του. Ἄλλο εἶναι ν' ἀκοῦς ἱστορίες πού
συνέβησαν σέ ἄλλους ἤ ἀπό τό στόμα ἑνός ἄλλου Γέροντα ἤ ἀπό τό στόμα ἄλλων
ἀφηγητῶν, κι ἄλλο νά τόν ἐπισκέπτεσαι ἐσύ ὁ ἴδιος καί ν' ἀκοῦς γιά τό τί πρόκειται
νά συμβεῖ στήν ἴδια σου τή ζωή. Κι αὐτό βέβαια ἀποδεικνύεται μέ τό πέρασμα τοῦ
χρόνου. Ὁ Παλλάδιος διηγεῖται ὅτι, ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Ἀμφότεροι (ἐννοεῖ τόν
ἀδελφό καί ἀδελφή του) ἐσώθησαν· ἀπετάξαντο γάρ. Καὶ ὁ πατήρ σου ζῆσαι ἔχει
ἀκμὴν ἄλλα ἔτη.... ἐπίσκοπος ἔχεις χειροτονηθῆναι καὶ πολλὰ καμεῖν καὶ θλιβῆναι·
εἰ τοίνυν φεύγεις τὰς θλίψεις μὴ ἐξέλθῃς τῆς ἐρήμου· ἐν γὰρ τῇ ἐρήμῳ ἐπίσκοπόν
σε οὐδεὶς ἔχει χειροτονῆσαι». Γι’ αὐτό καί ὁ Παλλάδιος ὁμολογεῖ: «Ὠφεληθεὶς οὖν
ἐκ τῶν ῥημάτων τούτων καὶ στυφθεὶς ἱκανῶς ηὐχαρίστησα τῷ θεῷ τὰς ἐλαυνούσας
με προφάσεις ἠνυσμένας μαθών.»75.
Σέ περιπτώσεις δέ ἀρχαρίων στήν πίστη ἤ χαμηλοῦ ἐπιπέδου παιδείας ὑπάρχει
ἀνάγκη ἀπό χειροπιαστές ἀποδείξεις. ∆ιήγηση ἀναφέρει γιά εἰδωλολάτρη: «...καὶ
ἐπειδὴ πείστηκε ἀπ' αὐτὸ τὸ θαῦμα καὶ γνώρισε ἐκ πείρας καὶ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν
ἀλήθεια, ἔγινε χριστιανός.» (τά πενήντα μιλαρήσια πού ἔδωσε στούς φτωχούς
χριστιανούς, ἐξαργυρώθηκαν ἀντί τριακοσίων μιλαρησίων μέ πολύτιμη πέτρα πού
βρέθηκε στή κοιλιά ψαριοῦ)76.
Ὁ ἀββᾶς Παμβώ μέ μέτρο τά προσωπικά του βιώματα, συγκρίνει καί τίς πράξεις
τῶν ἄλλων καί δίνει ἀπάντηση πρός οικοδομή: «Παμβῶ δύο δύο νηστεύων καὶ
ζεῦγος ἐσθίων ψωμίων· ἆρα ἐν τούτῳ γίνεται μοναχός; οὐχί· Παμβῶ ἐργάζεται
δύο κεράτια καὶ δίδωσιν αὐτὰ ἀγάπην· ἆρα ἐν τούτῳ γίνεται μοναχός; οὐχί·...»77.
Στό χῶρο τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἀρχή τῆς βιωματικότητας ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία καθώς τά γεγονότα τῆς ἀποκάλυψης καί οἱ ἀλήθειες πού ἐμπεριέχουν,

74
Κ. Γεωργούλη, Ἡ οὐσία καί ἡ διδακτική τῶν θρησκευτικῶν, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθῆναι 1975, σ.191-
192.
75
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἰωάννου τοῦ ἐν Λυκῷ τῇ πόλει, τ.1, σ.190.
76
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.187, σ.208· πρβλ. Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, ∆ιήγησις περί τῶν Ἰβήρων· ἤτοι τῶν νῦν καλουμένων Γκιουρτζίδων, ὅπως ἦλθον εἰς
Θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός, τ.1, σ.164-165.
77
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.102.
478

γίνονται κατανοητά ὡς πνευματικές ἐμπειρίες. Ἡ κατανόηση καί ἀποδοχή τους εἶναι


κυρίως ζητήματα βιωματικῆς προσέγγισης καί προσωπικῆς ἐμπειρίας μέ τό Θεό καί
τά λοιπά μέλη τῆς Ἐκκλησίας78. Ὁ Χρ. Βασιλόπουλος μάλιστα διακρίνει τήν
πρωτογενή, δηλαδή ἄμεση ἐμπειρία καί τή δευτερογενή ἐπεξεργασία πού
παρατηρεῖται στίς ἀνθρωπιστικές ἐπιστῆμες καί εἶναι ὁρισμένες ἐξωτερικές
ἐκδηλώσεις πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς πρωτογενοῦς ἐμπειρίας79.
Ὁ Παχώμιος ὀργιζόμενος ἀπό τόν σαρκικό του ἀδελφό, γιά τά ὅρια μοναστηριοῦ
πού ἔκτιζε, παρ' ὅτι δέν τόν ἐξύβρισε αἰσθάνθηκε θυμό. Κατανοώντας ὅτι ὁ
διδάσκαλος πρέπει νά ἔχει βιώσει αὐτά πού πρόκειται νά διδάξει, ζητᾶ τή
συνεργασία τοῦ Θεοῦ: «Οἱ μὲν γὰρ ἀπ' αἰῶνος ἅγιοί σου βοηθούμενοι ὑπὸ τῆς σῆς
χάριτος κατήσχυναν τὸν ἐχθρόν, καὶ μεγάλως διέλαμψαν, ἐγὼ δὲ πῶς διδάξω,
Κύριε, οὓς καλεῖν ἐπηγγείλω δι' ἐμοῦ εἰς τὴν τῶν μοναχῶν πολιτείαν, μὴ πρότερον
νικήσας τὰ πάθη τὰ διὰ τῆς σαρκὸς τῇ ψυχῇ προσπαλαίοντα, μήτε τὸν νόμον σου
ἀμέμπτως διαφυλάξας; Ἀλλὰ πιστεύω Κύριε, ὅτι τῆς παρὰ σοῦ συμμαχίας παρούσης
μοι, πάσας τὰς ἁμαρτίας μου συγχωρήσεις.»80.

γ΄. Αὐτενέργεια.

Μεγάλοι παιδαγωγοί τῶν νεοτέρων χρόνων ἐπισημαίνουν, ὅτι κάθε ἀληθινή


γνώση στηρίζεται σέ φυσικές διαδικασίες μάθησης καί εἶναι σέ μεγάλο βαθμό
αὐτομόρφωση. Ἡ διδακτική ἀρχή τῆς αὐτενέργειας, στή σύγχρονη παιδαγωγική,
ἀξιολογεῖ τήν ἀντίδραση τοῦ μαθητῆ καί ὄχι τήν δραστηριότητα τοῦ δασκάλου ὅπως
συνέβαινε στό παρελθόν. Τό κύριο ζητούμενο εἶναι ἡ αὐτενεργός δράση τοῦ
μαθητῆ πού ἐνεργώντας μέ δική του προαίρεση, φθάνει σέ ἐπιθυμητή ἀποδοτικότητα
καί προωθεῖται ἡ ὅλη μαθησιακή λειτουργία81.

78
Χ. Βασιλόπουλου, ∆ιδακτική τῶν Θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη,
Θεσ/κη 1989, σ. 19-20.
79
Χ. Βασιλόπουλου, Ὁ μαθητής ὡς κριτήριο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 19932, σ.128.
80
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.458.
81
Α. Βερτσέτη, Γενική ∆ιδακτική, τ.Α’, σ.167· πρβλ. Α. Νίκα, ∆ιδακτική τοῦ Θρησκευτικοῦ μαθήματος.
Θεωρία καί πράξη, σ. 80-81· Κ. Γεωργούλη, Γενική ∆ιδακτική, σ. 363-366· Ἀθ. Τριλιανοῦ,
Μεθοδολογία τῆς διδασκαλίας. Κριτική προσέγγιση τῆς ἀποτελεσματικῆς διδασκαλίας μέ βάση
πορίσματα τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, Ἀθήνα 19912, σ.30-31· Β. Κονιδιτσιώτου, Ἡ νεωτέρα
παιδαγωγική καί ἡ ἀρχή τῆς αὐτενεργείας. Ἡ διαλεκτική σχέση ἀγωγῆς καί αὐτενεργείας,
Ἀθῆναι 1968, σ. 206 κ.ε.· Ἀθ. Γλάρου, Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο
Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ. 209. Βλ. Ἀθ. Παππᾶ, Μαθητοκεντρική διδασκαλία, τ.1-3, Ἀθήνα
479

Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις καί πάλι καταγράφησαν «παράλληλοι τόποι» μέ τή


σύγχρονη παιδαγωγική. Σέ περιπτώσεις ἐκτάκτων ἀναγκῶν, ὅπως στή προκείμενη
περίπτωση ὁ λιμός πού θανάτωνε καθημερινά πολλούς φτωχούς καί οἱ πλούσιοι
ἀδρανοῦν (κοινωνικά προβήματα), τό ἀγωνιστικό καί καυστικό πνεῦμα τοῦ διακόνου
μοναχοῦ Ἐφραίμ ξεσηκώνει γιά νά βρεθεῖ λύση: «τίνος ἕνεκεν οὐκ ἐλεᾶτε τὴν
ἀνθρώπινην φύσιν διαφθειρομένην, ἀλλὰ τὸν πλοῦτον ὑμῶν σήπετε εἰς κατάκριμα
τῶν ψυχῶν ὑμῶν;». Συγχρόνως αὐτενεργεῖ αὐτοδιορίζοντας τόν ἑαυτό του
«ξενοδόχο» (πτωχοτρόφο): «Οὐκοῦν ἐμοί, φησίν, ἐμπιστεύσατε. ἰδοὺ δι' ὑμᾶς
χειροτονῶ ἐμαυτὸν ξενοδόχον». Καί αὐτό ὄχι γιατί τοῦ ἀρέσουν τ' ἀξιώματα, ἀφοῦ:
«τὸν ἥσυχον οὖν ἀεὶ ἐξασκήσας βίον καὶ τοὺς παρατυγχάνοντας οἰκοδομῶν ἐπὶ ἔτη
ἱκανά, ἐς ὕστερον προῆλθε τῆς κέλλης ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε·» (λιμός), ἀλλά γιά νά
μπορέσει νά ὀργανώσει τήν κοινωνική διακονία. «Πληρωθέντος οὖν τοῦ ἐνιαυτοῦ
καὶ διαδεξαμένης τῆς εὐθηνίας καὶ πάντων οἴκοι πορευομένων, μηκέτι ἔχων ὃ
πράξει εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ κέλλαν καὶ ἐτελεύτησε μετὰ μῆνα...»82.
Τόσο ἡ προαναφερθεῖσα ὅσο καί ἡ ἑπόμενη διήγηση, θά μποροῦσαν νά
χαρακτηριστοῦν ὡς αὐθόρμητη αὐτενέργεια, ὅπου τό πρός μάθηση ἀντικείμενο καί
ὁ σκοπός τῆς συγκεκριμένης μάθησης προσδιορίζονται ἀπό τούς ἴδιους τούς
μαθητές: Ὁ ἀββᾶς Ὀλύμπιος ὑποτιμᾶ τίς δυνατότητές του σέ σχέση μέ τίς
ἀπαιτήσεις τοῦ πάθους του (θέλει νά λάβει γυναίκα), αὐτενεργώντας: «καὶ λέγει
αὐτῷ ὁ λογισμός· ὕπαγε, λάβε γυναῖκα· καὶ ἀναστὰς ἐποίησε πηλὸν καὶ ἔπλασε
γυναῖκα· καὶ λέγει ἑαυτῷ· ἰδοὺ ἡ γυνή σου· χρεία οὖν ἐργάζεσθαι πολλά, ἵνα
θρέψης αὐτήν· καὶ εἰργάζετο κοπιῶν πολλά· καὶ μεθ' ἡμέραν πάλιν ποιήσας πηλόν,
ἔπλασεν ἑαυτῷ θυγατέρα· καὶ λέγει τῷ λογισμῷ αὐτοῦ· ἔτεκεν ἡ γυνή σου· χρείαν
ἔχεις περισσότερον ἐργάζεσθαι, ἵνα δυνηθῆς θρέψαι τὸ τέκνον σου καὶ σκεπάσαι·
καὶ οὕτω ποιῶν ἔτηξεν ἑαυτόν· καὶ λέγει τῷ λογισμῷ· οὐκ ἔτι ἰσχύω ὑποφέρειν τὸν
κόπον· καὶ εἶπεν· εἰ οὐκ ἰσχύεις ὑποφέρειν τὸν κόπον μηδὲ γυναῖκα ζητήσης· καὶ
ἰδὼν ὁ Θεὸς τὸν κόπον αὐτοῦ, ἦρεν ἀπ' αὐτοῦ τὸν πόλεμον καὶ ἀνεπάη.»83.

19902· Σιδ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Ἡ παιδαγωγική σκέψη ἀπό τόν Πλάτωνα ὡς τή Μ.


Μοντεσσόρι. Ἀνθολόγιο κειμένων, Θεσσαλονίκη 1996.
82
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί Ἐφραίμ, τ.1, σ.222.
83
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.83· πρβλ. Α. Βερτσέτη, Γενική ∆ιδακτική,
τ.Α’, σ. 169.
480

Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, νουθετώντας τόν μαθητή του γιά
συνεχή ἀγώνα γιά τή διεκδίκηση τοῦ ἀγαθοῦ, ὑποστηρίζει μία ἄλλη μορφή
αὐτενέργειας, τήν καθοδηγούμενη84, δηλ. αὐτή πού προκαλεῖται ὡς πρός τό ἀρχικό
ἐρέθισμα ἀπό τό δάσκαλο: «Τί ποιήσω ἀββᾶ ὅτι πέπτωκα; λέγει αὐτῷ ὁ γέρων·
ἀνάστα πάλιν· λέγει ὁ ἀδελφός· ἀνέστην καὶ πάλιν πέπτωκα· καὶ λέγει ὁ γέρων·
ἀνάστα πάλιν καὶ πάλιν· εἶπεν οὖν ὁ ἀδελφός· ἕως πότε; λέγει ὁ γέρων· ἕως ἂν
καταληφθῇς εἴτε ἐν τῷ ἀγαθῷ εἴτε ἐν τῷ πτώματι· ἐν ᾧ γὰρ εὑρίσκεται ἄνθρωπος
ἐν αὐτῷ καὶ πορεύεται.»85.

3. Μέσα διδασκαλίας.

Παιδαγωγικά μέσα ἤ μέσα ἀγωγῆς, πού ἐντοπίστηκαν καί στίς ψυχωφελεῖς


διηγήσεις, νοοῦνται οἱ διάφορες παιδευτικές ἐνέργειες, στίς ὁποῖες προβαίνει ἤ
ἔχει τή δυνατότητα νά προβεῖ ὁ παιδαγωγός γιά νά πραγματοποιήσει τούς στόχους
πού ἔχει ἤδη θέσει καί κατά συνέπεια νά ἐπιδράσει εὐεργετικά στούς μαθητές του.
Θά πρέπει ὁ παιδαγωγός κατά τήν ἀγωγή ν' ἀκολουθήσει διαφορετικούς δρόμους
πού θά τόν ὁδηγήσουν σέ κάθε μαθητή χωριστά (ἐξατομικευμένη παιδαγωγική
παρέμβαση). ∆ιακρίνονται παιδευτικά μέσα μέ θετική κατεύθυνση πού ἐπιδιώκεται
ἐνθάρρυνση ἀγαθῶν προδιαθέσεων καί τάσεων ἤ ἀνάπτυξη ἐπιθυμητῶν νέων
γνωρισμάτων. Ὑπάρχουν ὅμως και μέσα μέ σκοπό τήν παρεμπόδιση ἐξέλιξης μή
ἀγαθῶν προδιαθέσεων καί κλίσεων ἤ ἐξάλειψη ἀνεπιθύμητων γνωρισμάτων
προσωπικότητας (κατασταλτικά, προληπτικά μέσα ὅπως εἶναι ἡ ἐπίβλεψη, ἡ
συμβουλή, ἡ νουθεσία, ἡ προτροπή, ἡ ἀπαγόρευση, ἡ πειθαρχία)86.
Κυριότερα μέσα ἀγωγῆς ἀποτελοῦν: α) ἡ μάθηση καί β) ἡ διδασκαλία πού εἶναι
μία διαπροσωπική σχέση μεταξύ διδάσκοντος καί διδασκομένου.
Μάθηση εἶναι ἡ μόνιμη τροποποίηση τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν
ἀγώνα του γιά προσαρμογή καί ἡ ὁποία συντελεῖται ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν νέων
ἐμπειριῶν καί τῆς ἐξάσκησης πού προκύπτουν στήν προσπάθεια αὐτή. Παράγοντες

84
Χρησιμοποιεῖται καί ὁ ὅρος «κατευθυνόμενη διερεύνηση»· πρβλ. Η. Ματσαγγούρα, Θεωρία καί
πράξη τῆς διδασκαλίας, τ.2, Στρατηγικές διδασκαλίας, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1998, σ.184.
85
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, λη’, σ.114· πρβλ. Α. Βερτσέτη, Γενική
∆ιδακτική, τ.Α’, σ. 169.
86
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.49-53· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά
στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ.301-389.
481

ἐνισχυτικοί ἀποτελοῦν: α) Τό διαφέρον γιά μάθηση· προσδιορίζεται ἀπό τήν


συγκέντρωση προσοχῆς σ' ἕνα ἀντικείμενο· ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς
δραστηριότητας ἐντοπίζεται παθητικό ἤ ἐνεργητικό διαφέρον. β) Μαθησιακή
ἑτοιμότητα· προδιάθεση μαθητῶν γιά κάποια ἐπίδοση πού ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά
τήν ἀπόκτηση γνώσεων. γ) Ἐνίσχυση (ἀμοιβή/τιμωρία). δ) Παρώθηση· ἐνεργητική
ἰδιότητα πού δημιουργεῖ τήν ἔφεση γιά μάθηση καί δραστηριότητα· ε) Ἐπανάληψη· ἡ
σύγχρονη ἀγωγή δέν τή θεωρεῖ εὔστοχη διαδικασία μάθησης· ὅταν γίνεται πρέπει
νά εἶναι ἔμμεση καί ὄχι ἄμεση, δηλ. νά μήν ἐπιδιώκεται αὐτούσια ἀπόδοση τῆς
διδαγμένης ὕλης, ἀλλά μελέτη της ἀπό ποικίλες πλευρές. στ) Ἄσκηση. Ἀποτέλεσμα
τῆς ἄσκησης ἀποτελεῖ ὁ ἐθισμός πού βρίσκεται πολύ κοντά στήν ἕξη («ἐκ τῶν
ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίγνονται», Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομ. 1103 Β΄ 21)· ἡ
ἕξη, δηλ. ἡ αὐτόματη ἐπανάληψη ὁμοίων ἐνεργειῶν, εἶναι ἐπίκτητο φαινόμενο πού
ἀποκτήθηκε ἐνεργώντας μέ σχέση καί ἀποβλέποντας σέ ὁρισμένο σκοπό87.
Ὡς πρός τή διδακτική μεθοδολογία88 οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις κάνουν, ὡς ἐπί
τό πλεῖστον, χρήση τῆς ἐπαγωγικῆς ἤ ἐπαγωγῆς ἤ σύνθεσης· ξεκινώντας δηλ. ἀπό
τά ἐπί μέρους προχωροῦν στό ὅλον· ἀπό τά συγκεκριμένα πρός τά γενικά καί
ἀφηρημένα. ∆ιακρίνεται: α) ἁπλή ἤ ἀναπλαστική σύνθεση, δηλ. ἐπισημαίνονται τά
ἰσχύοντα στά ἐπιμέρους στοιχεῖα καί ἀθροιστικά συνάγεται ὁ κανόνας περί τοῦ
ὅλου· β) δημιουργική ἤ παραγωγική σύνθεση, δηλ. τά ἐπιμέρους στοιχεῖα
διασυνδεόμενα μεταξύ τους, δίνουν συνολικό ἀποτέλεσμα πού συνιστᾶ νέα

87
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ. 339· πρβλ. Β. Τατάκη, Παιδαγωγική, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι
1978, σ. 106· Χρ. Φράγκου, Παιδαγωγικές ἔρευνες καί ἐφαρμογές, μέ εἰδικότερη ἀναφορά
στά κεφ. : α) Μία νέα θεωρία γιά τή σχολική μάθηση (ἀρχές λειτουργικότητας, σύνδεσης,
μεταλλαγῆς, συμμετοχῆς, προώθησης, προσαρμογῆς), σ. 457-465 καί β) Συμβολή στή
δημιουργία ἑνός συστήματος ταξινόμησης τῶν διδακτικῶν ἀρχῶν (1) ∆ιδακτικό κλῖμα ὅπου
ἐξετάζονται οἰ ἀρχές ἐλεύθερης συμμετοχῆς, ἀναγνώρισης καί παραδοχῆς τοῦ ἄλλου, ἠρεμίας
καί σύμμετρης ἐκτόνωσης, ἐπιστημονικῆς καί παιδευτικῆς ἐντιμότητας, ἀτομικῆς ἰδιαιτερότητας,
ὁμαδικῆς ἐκδήλωσης. 2) Γενικές μεθοδολογικές κατευθύνσεις στή γνωστική περιοχή ὅπου
ἐξετάζονται οἰ ἀρχές τῆς συνερεύνησης, βίωσης καί ἀναβίωσης, λογικοῦ προγραμματισμοῦ,
ἑλκυστικότητας. 3) Εἰδικές τεχνικές γιά τή γνωστική περιοχή ὅπου ἐξετάζονται οἰ ἀρχές
προσφορᾶς καί κατανόησης πληροφοριῶν, ἐποπτείας, συνδυασμοῦ, ὀργάνωσης καί πολλαπλῶν
θεωρήσεων, ἐναλλακτικῆς ἐπανάληψης, σχηματοποίησης, συγκεκριμενοποίησης καί
ἐπαγωγικότητας, συνολικότητας. 4) Ἀνάπτυξη συνθετικῶν ἱκανοτήτων ὅπου ἐξετάζονται οἰ ἀρχές
ἐκμετάλλευσης, ἀνακάλυψης, ἀντιμετώπισης καί ἐπίλυσης προβλημάτων, δημιουργικότητας),
σ.467-494.
88
Χρ. Φράγκου, Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα Παιδαγωγικῆς Ψυχολογίας, παιδείας, διδακτικῆς καί
μάθησης, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1977, σ.327-337, ὅπου γίνεται παρουσίαση τῶν παλαιῶν
μεθόδων διδασκαλίας ἀλλά ἀναφέρονται καί οἱ διδακτικές θέσεις πού ἀναπτύχθηκαν στό
χῶρο τῆς νέας ἀγωγῆς, ὅπως ἡ διδακτική μέθοδος τῶν Pestalozzi, Froebel, Decroly, Dewey,
Cousinet.
482

κατάσταση. Ὁ Β. Τατάκης τή θεωρεῖ ἀναγκαία γιά τό δημοτικό καί τή μέση


ἐκπαίδευση, καί εἰδικότερα γιά τή θρησκευτική ἀγωγή. Στηριζόμενη στίς ἐπί μέρους
περιπτώσεις, δηλ. τά παραδείγματα, κάνει ὅσο τό δυνατόν περισσότερο ἐποπτική τή
διδασκαλία. Αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο γιατί ἔτσι ἐξασφαλίζεται σιγά-σιγά ἡ σωστή
παράσταση-ἀντίληψη τῶν πραγμάτων τοῦ περιβάλλοντος καί ἀπό αὐτή θά προκύψει
ἡ ἐμπέδωση ἐννοιῶν, δηλ. ἑτοιμάζεται τό παιδί νά ὁδηγηθεῖ ἀπό τό μερικό στό
γενικό89.
Ἡ ἔρευνά μας ἐντόπισε καί κατέγραψε ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων τά παρακάτω παιδαγωγικά μέσα:
Ἐνθάρρυνση: Ἡ Παιδαγωγική ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἐνθάρρυνση πρέπει νά εἶναι
συνυφασμένη μέ τήν «ἀκριβοδικαίαν κρίσιν περὶ τῆς ἐπιδόσεως» τοῦ ἀνθρώπου γιά
τήν κατάκτηση μέ ὑγιή τρόπο τῶν ἀρετῶν90.
Ὁ μαθητής-παιδαγωγούμενος ὁποιασδήποτε ἡλικίας, στήν καθημερινή του
προσπάθεια πρέπει ν' ἀντιμετωπίζει μόνος κάθε ἀντίξοη προβληματική κατάσταση.
∆ιήγηση ἀναφέρει: «αὕτη δὲ ἦν ἡ ἐργασία τῶν Σκητιωτῶν, διδόναι προθυμίαν τοῖς
πολεμουμένοις· καὶ βιαζουμένους ἑαυτοὺς εἰς τό κερδῆσαι ἀλλήλους εἰς τὸ
ἀγαθόν.»91.
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση ὁ ἀββᾶς Σέριδος, πού εἶναι καί ἡγούμενος, ἐπισκέπτεται
τόν ἀββά Ἰωάννη πού εἶναι ὁ Γέροντας του· ἐκεῖνος τοῦ ζητάει νά κάνει κάτι κι
ἐκεῖνος τό ξεχνάει. Ὅταν αὐτό ἐπαναλαμβάνεται ἀρκετές φορές, τότε ρωτάει τόν
Γέροντά του γιατί συμβαίνει αὐτό κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ
τοῦτο ἐγένετο, ἵνα ἴδῃς τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν μακροθυμίαν τοῦ Γέροντος καὶ γένῃ
αὐτοῦ μιμητής.». Στόν Εὐεργετινό συναντᾶται παραλλαγή τῆς διήγησης, ὅπου ὁ
μαθητής δέν ἔχει τό θάρρος νά ξαναπάει στόν Γέροντα ἐπειδή ξεχνάει καί σέ
τυχαία συνάντησή του μέ αὐτόν τοῦ ἐκθέτει τό λόγο καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ διά
παραδείγματος: «καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Γέρων· ὕπαγε ἅψαι λύχνον· καὶ ἧψε. Εἶπε δὲ
αὐτῷ πάλιν· φέρε ἄλλους λύχνους καὶ ἅψον ἐξ αὐτοῦ· καὶ ἐποίησεν οὕτως. Καὶ

89
Α. Βερτσέτη, Γενική ∆ιδακτική, τ.Α’, σ.126-129· πρβλ. Β. Τατάκη, Παιδαγωγική, σ. 115· γιά τίς
ἐφαρμογές καί τή μεταφορά τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν ἐκπαίδευση ὑπάρχει εἰδική
παράγραφος στήν ἔρευνά μας: Ἡ χρήση τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση.
90
Ν. Μελανίτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παιδαγωγικήν, Ἐν Ἀθήναις 1976, σ.311· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου,
Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ.304-314.
91
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιη’, σ.46-47.
483

εἶπεν αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης μὴ τίποτε ἐβλάβη ὁ λύχνος ὅτι ἀνῆψας ἐξ αὐτοῦ καὶ
ἄλλους λύχνους; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· οὐχί. Καὶ λέγει ὁ Γέρων· οὕτως οὐδὲ Ἰωάννης,
ἐὰν ἡ Σκῆτις ὅλη ἔρχεται πρός με, οὐ μή με ἐμποδίσει ἀπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ·
τοίνυν ὅτε θέλεις ἔρχου, μηδὲν διακρινόμενος. Καὶ οὕτω διὰ τῆς ὑπομονῆς
ἀμφοτέρων ἦρε τὴν λήθην ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ Γέροντος.»92.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν δίνει τό βῆμα τοῦ λόγου καί στόν μαθητευόμενο93· ὁ ἴδιος
παροτρύνει γιά μιά μέτρια ἤ σχετική προσπάθεια, παρά ἀπροσπάθεια (διήγηση
σχετικά μέ γεωργό πού σπείρει καί θερίζει μικρά καί ἀκάθαρτα καί ἐπιβιώνει σέ
περίοδο λιμοῦ, σέ σύγκριση μέ ἄλλον πού δεν σπέρνει καθόλου καί πεθαίνει)94.
Ἐπισημάνθηκαν ἐνισχυτικές μέθοδοι, καθώς σύμφωνα μέ τή θεωρία τῆς
κοινωνικῆς μάθησης (A. Bandura), ἡ μάθηση καί ἡ ἐπίλυση προβλημάτων ἀπαιτοῦν τή
διερεύνηση ἐναλλακτικῶν δυνατοτήτων95. Παραδειγματικά ἀναφέρονται:
Τοῦ μή χεῖρον βέλτιστον: μοναχός πού ἔχει παγώσει ἀπό τό κρύο τῆς νύκτας
παρηγορεῖ τόν ἑαυτό του εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τ' ἀγαθά πού τοῦ προσφέρει,
καθώς στή μνήμη του ἔρχονται εἰκόνες χειροτέρων καταστάσεων ἀπό αὐτή τῆς
δικιᾶς του96.
Συνολικός ἀπολογισμός θετικῶν καί ἀρνητικῶν στοιχείων (ζυγοστάθμισμα):
μοναχός πού θέλει νά ἐγαταλείψει τό κελλί του, ἀναλογίζεται τά θετικά σημεῖα τῆς
διαμονῆς στό κελλί πού ὑπερισχύουν τῆς ἀπόφασής του γιά νά φύγει97.
Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική τονίζει ὅτι: «ὅσον προκόπτουσιν οἱ ἀθληταί, τοσοῦτον
συνάπτουσιν ἀνταγωνιστῇ μείζονι»98. Ὁ ἀγώνας καί ἡ ἄσκηση εἶναι συνεχεῖς καί
ὅσο αὐξάνονται, τόσο αὐξάνεται καί ὁ ἀνταγωνισμός πού εἶναι καί ἡ αἰτία τῆς
τελείωσις τοῦ ἀθλητῆ. Οἱ Ἀντώνιος καί Ἀρσένιος ἐπιστοῦν τή προσοχή: «ἐὰν
εὑρεθῇ ἀδελφὸς ἔχων ἀσθένειαν ἐλαττώματος, χρὴ βαστάζειν αὐτόν· ἐὰν δὲ

92
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ. Γ’, σ.64· τό ἴδιο ὑλικό ὑπἀρχει
στό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, Ἰωάννου Κολοβοῦ, ιη’, σ.46-47 καί
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 4, σ.618.
93
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ρθ’, σ.95.
94
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, να’, σ.90.
95
J. Bruner, Learning about learning. A Conference report, U.S. Department of Health, Education
Welfare, Cooperatives Research Monograph, n.15, 1966, σ.126.
96
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.173.
97
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.8, σ.174.
98
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιδ’, σ.121.
484

κλέπτῃ καὶ νουθετούμενος οὐ παύεται, διώξατε αὐτόν· ὅτι καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ζημιοῖ, καὶ ὅλους ἐν τῷ τόπῳ ταράττει.»99.
Ἡ ἀμοιβή καί ἡ ποινή ἀποτελοῦν συνέπειες ἐπιδοκιμασίας ἤ ἀποδοκιμασίας τῶν
διαφόρων ἐκδηλώσεων τῆς διαγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος τῆς κολάσεως
χρησιμοποιεῖται ὡς ἀμυντικός μηχανισμός χειραγώγησης τοῦ πιστοῦ· ἀπό τήν ἄλλη
πλευρά ἡ νοσταλγία τοῦ παραδείσου ἐπιστρατεύεται γιά νά τονώσει τόν φοβισμένο
ἀπό τά πάθη του ἄνθρωπο καί νά τόν βγάλει ἀπό τά ἀδιέξοδά του (βλ. ἔρευνά μας:
Πάθη καί ἀρετές· Τό καλό καί τό κακό.)
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν παιδευτική ἀποτελεσματικότητα, ἡ ἐκ μέρους
τοῦ μαθητῆ κατανόηση τῆς σκοπιμότητας πού ἐμπεριέχει ἡ χρήση αὐτῶν τῶν μέτρων
καί συγχρόνως ἡ ἀποδοχή τῆς κρίσης τοῦ δασκάλου ὡς ἀντικειμενικῆς καί δίκαιης.
Πραγματώνονται: α) μέ τόν λόγο (ἔπαινοι, παρατηρήσεις, ψόγοι)· β) μέ τήν παροχή
ἤ στέρηση διαφόρων ὑλικῶν μέσων καί ἀπολαύσεων· γ) μέ τήν ἐκτέλεση ἤ μή
διαφόρων ἐπιθυμιῶν· δ) μέ τήν ἐπίδειξη εὐνοϊκῆς στάσεως ἤ μέ τήν ἐκδήλωση
δυσμενοῦς διαθέσεως· ε) μέ τήν ἀπονομή κάποιας διακρίσεως100.
Ἡ σύγχρονη Παιδαγωγική ἐπιδοκιμάζει τήν παρουσία τῶν ποινῶν στήν πρακτική
της ὡς «φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς κατάχρησης κάποιου δικαιώματος ἤ προνομίου πού
μετά τήν παράβαση αἴρεται» καί μάλιστα τονίζεται ὅτι πρέπει νά προσιδιάζουν στό
παράπτωμα101. Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή ἐπιβάλλει «πνευματικές ποινές» (ἐπιτίμια) στά
πνευματικά παραπτώματα (βλ. ἔρευνά μας: Θεματολογία τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων), ὅπως ἀποστέρηση Θείας Κοινωνίας, μελέτη τῶν Γραφῶν, προσευχή σέ
συνδυασμό μέ νηστεία καί μετάνοια, ἐλεημοσύνη102.
Σέ μερικές περιπτώσεις δέν μεσολαβεῖ κάποιος ἐξωτερικός φορέας πού
ἐπιβάλλει ποινή ἤ παρέχει ἀμοιβή (δάσκαλος), ἀλλά ὁ μαθητής πού προϋποθέτει νά
βρίσκεται σέ ὑψηλό μορφωτικό ἐπίπεδο καί συνεπῶς διαθέτει αὐτογνωσία,

99
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, σ. 28.
100
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.57-59.
101
Ἠλ. Ματσαγγούρα, Ὀργάνωση καί διεύθυνση τῆς σχολικῆς τάξης. Ἐφαρμογές τῆς σύγχρονης
∆ιδακτικῆς, Ἀθήνα 19983, σ.121-124.
102
Τ. Ματθαιάκη, Ἐξομολογητική, Ἀθῆναι 19762, σ.341κ.ε.· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία Παιδαγωγία.
Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ.325.
485

αὐτοαμείβεται ἤ αὐτοτιμωρεῖται· λογικό πάντως νά μή γίνεται κατάχρηση οὔτε τοῦ


ἑνός οὔτε τοῦ ἄλλου103.
Περιπτώσεις αὐτοτιμωρίας κατεγράφησαν καί στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις: Ὁ
Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρείας104 ἐνῶ κάθονταν κάποιο πρωΐ στό κελλί του, ἕνα
κουνούπι τόν τσιμπάει στό πόδι κι αὐτός ἐπειδή πόνεσε τό «κατέαξεν αὐτὸν τῇ χειρὶ
μετὰ κόρον τοῦ αἵματος». Κατηγόρησε ὅμως τόν ἑαυτό του, ὅτι μέ τήν πράξη αὐτή
πῆρε ἐκδίκηση (πῆρε τό αἷμα του πίσω) καί: «κατεδίκασεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἕλος τῆς
Σκήτεως, ὅ ἐστιν ἐν τῇ πανερήμῳ, καθίσαι γυμνὸν ἐπὶ μῆνας ἕξ, ἔνθα οἱ κώνωπες
καὶ συάγρων δέρματα τιτρώσκουσιν, ὡς σφῆκες ὄντες»· πρήστηκε δέ τόσο πολύ
ἀπό τά τσιμπίματα, ὥστε ὅταν γύρισε στό κελλί του μόνο «ἀπὸ τῆς φωνῆς»
κατάλαβαν ποιός εἶναι.
Σέ ἄλλη πάλι διήγηση ἁμαρτήσας καί μετανοήσας μοναχός: «...ἔβαλεν ἑαυτῷ
σίδηρα εἰς τοὺς πόδας, καὶ εἰς τὸν τράχηλον καὶ ἀπέκλεισεν ἑαυτὸν εἰς κελλίον καὶ
εἰ ποτὲ παρέβαλλέ τις καὶ ἠρώτα λέγων· τίς ἔβαλε σοι Ἀββᾶ, τὰ τοιαῦτα βαρύτατα
σίδερα; ἀπεκρίνατο· 'ὁ ἄρχων'...»105.
Ἡ χρήση παραδειγμάτων ἀποτελεῖ ἀκόμη ἕνα μέσο ἀγωγῆς μέ μεγάλη
παιδαγωγική ἀξία. Ὁ ὅρος «βιωματική διδασκαλία» ἀναφέρεται στό «ζωντανό
παράδειγμα» πού προέρχεται ἀπό τούς μορφωτικούς παράγοντες ἀγωγῆς, τήν
ἔμπρακτη προβολή τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς. Ὁ Χριστός ὑποδειγμάτισε τή ζωή Του
καί οἱ Ἀπόστολοι καί μαθητές Του ἀκολούθησαν τό παράδειγμά Του· ὁ χορός τῶν
μαρτύρων μέ πρότυπο τους τόν Χριστό, ὁδηγοῦνται στό μαρτύριο καί ἀσκοῦν
ἐπίδραση στούς ἄλλους· οἱ Ἅγιοι καί οἱ Γέροντες πού ἡ ζωή τους εἶναι μία συνεχής
τριβή μέ τήν ἀρετή ἀνάγονται σέ διαχρονικά πρότυπα καί ἀποτελοῦν τούς
μορφωτικούς φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας, πού ὀφείλουν νά εἶναι «ζωντανά
παραδείγματα»106.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις κάνουν χρήση καί ἀρνητικῶν παραδειγμάτων πρός
ἀποφυγή καί συνετιμό. Ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος εἶναι ἐλεύθερος καί τολμᾶ πρός
ποιμαντική καί πνευματική οἰκοδόμηση ν' ἀναφέρει καί ἀρνητικά πρότυπα, πού

103
Γ. Κρουσταλάκη, ∆ιαπαιδαγώγηση, σ.58.
104
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.103.
105
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.69.
106
Α. Τσιρίμπα, Γενική Παιδαγωγική, Ἀθῆναι 1969, σ.250κ.ε.· πρβλ. Γ. Κρουσταλάκη, Ἡ Παιδαγωγική
σήμερα, τ. Α’, ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα 1985., σ.55.
486

μάλιστα νά ἔχουν φτάσει στά ὕπατα τῶν ἀξιωμάτων, ὅπως π.χ. ὁ ἀρχιεπίσκοπος
Ἀμώς πού διεγράφει ἀπό τά δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας107 ἤ περιπτώσεις ὅπως τοῦ
Οὐάλη, τοῦ Ἥρωνα, τοῦ Πτολεμαίου. Ὁ Παλλάδιος λέει: «Ἀναγκαῖον δέ ἐστι καὶ
τοὺς τοιούτων βίους ἐνθεῖναι τῷ βιβλιδαρίῳ πρὸς ἀσφάλειαν τῶν ἐντυγχανόντων,
καθάπερ καὶ ἁγίοις φυτοῖς τοῦ παραδείσου τὸ ξύλον τὸ γνωστὸν καλοῦ καὶ
πονηροῦ· ἵνα εἴ ποτε αὐτοῖς συμβαίη κατόρθωμά τι, μὴ μέγα φρονήσωσιν ἐπὶ τῇ
ἀρετῇ.»108.
Ἐκτός ἀπό τό«ζωντανό παράδειγμα» ὑπάρχει καί τό «θεωρητικό παράδειγμα»
πού πρόκειται γιά ἕνα ἐρέθισμα, πού συλλέγει ὁ παιδαγωγούμενος, τό εἰσάγει
στόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τό ἐντάσσει στά ἀποκτήματα τῆς πείρας του109. Οἱ
παραβολές, οἱ διηγηματικές ἀπεικονίσεις, οἱ μεταφορές εἶναι τέτοια παραδείγματα
καί ὀνομάζονται «συμβολικά πρότυπα», γιατί ἡ αὐτονόητη γνώση τους ἔχει ἤδη
σχηματοποιηθεῖ σέ ἐσωτερικευμένα νοητικά πρότυπα110.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος διά τοῦ τόξου πού ἄν τό τεντώσει πέραν τοῦ μέτρου θά
σπάσει, διδάσκει ὅτι: «καὶ εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν πλεῖον τοῦ μέτρου τείνωμεν
κατὰ τῶν ἀδελφῶν ταχὺ προσρήσσουσι· χρὴ οὖν μίαν μίαν συγκαταβαίνειν τοῖς
ἀδελφοῖς»111· ἔρχεται νά ἐπικροτήσει τό ἀρχαϊκό «Πᾶν μέτρον ἄριστον» καί νά
ὑποστηρίξει τή «μέση (βασιλική) ὁδό».
Τό σύνηθες διηγηματικό ὑλικό τοῦ ἀγάλματος πού λιθοβολεῖται, συναντᾶται
στόν Ἀμμωνά, στόν Ἀνούβ καί στόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο καί ἑρμηνεύεται: «οὕτω
καὶ σὺ ἐὰν θέλῃς σωθῆναι, γενοῦ νεκρός· μήτε τὴν ἀδικία τῶν ἀνθρώπων, μήτε τὴν
δόξαν αὐτῶν λογίσῃ.»112.
Τόν κίνδυνο ἀπό τήν παραμέληση τῶν παθῶν διηγεῖται μέσῳ τοῦ παραδείγμα-
τος ἡ παρακάτω διήγηση: «Εὐκαίρησε τις μέγας γέρων μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν
τόπῳ τινί, ἐν ὦ ἦσαν κυπαρίσσια διάφορα, μικρὰ καὶ μεγάλα. Καὶ λέγει ὁ γέρων ἑνὶ

107
Ἀναστασίου μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ ..., O.C. 1903, διήγηση LΙΧ, σ.
87.
108
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.153-161.
109
Ν. Μελανίτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παιδαγωγικήν, σ.321.
110
Ε. Κολιάδη, Κοινωνικογνωστικές θεωρίες, τ. 2, Ἀθήνα 19974, σ.141· πρβλ. Ἀθ. Γλάρου, Θεία
Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, σ.344-349. Βλ.
ἔρευνά μας: ∆ιαχρονικά στοιχεῖα· Μετασχηματισμοί· Ἀξιοποίηση καί προβολή τῶν προτύπων
τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.
111
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.2.
112
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, η’, σ.16· α’, σ.18· κγ’, σ.68.
487

τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· Ἀνάστισον τὸ κυπαρίσσιον τοῦτο· ἦν δὲ μικρὸν πάνυ καὶ


εὐθέως τῇ μιᾷ χειρὶ ἀνέσπασεν αὐτὸ ὁ ἀδελφός. Εἶτα δεικνύει αὐτῷ ὁ γέρων ἄλλο
μειζότερον τοῦ πρώτου καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀνάσπασον καὶ τοῦτο· ὁ δὲ σαλεύσας ταῖς
δύο χερσὶν ἀνέσπασε κἀκεῖνο· Πάλιν δεικνύει αὐτῷ ὁ γέρων ἄλλο μειζότερον· ὁ
δὲ μετὰ πλείονος κόπου ἀνέσπασε κἀκεῖνο. ∆εικνύει αὐτῷ καὶ ἄλλο μειζότερον· ὁ
δὲ πολλὰ κοπιάσας καὶ σαλεύσας καὶ ἱδρώσας ἐπῆρε κἀκεῖνο. Εἶτα δεικνύει αὐτῷ ὁ
γέρων ἄλλο μειζότερον· ὁ δὲ πολλὰ κοπιάσας καὶ ἱδρώσας οὐκ ἠδυνήθη ἐπᾶραι
αὐτό. Ὡς οὖν εἶδεν αὐτὸν ὁ γέρων μὴ δυνάμενον, ἐπέστρεψεν ἄλλῳ ἀδελφῷ
ἀναστῆναι καὶ βοηθῆσαι αὐτῷ, καὶ οὕτως ἠδυνήθησαν ἀμφότεροι ἀνασπᾶσαι αὐτό.
Τότε λέγει ὁ γέρων τοῖς ἀδελφοῖς· ἰδοὺ οὕτως εἰσὶ τὰ πάθη, ἀδελφοί· ἐφ' ὅσον
εἰσὶ μικρά, ἐὰν θέλωμεν, δυνάμεθα μετὰ ἀναπαύσεως ἐκκόψαι αὐτά. Ἐὰν δὲ
ἀμελήσωμεν αὐτῶν ὡς μικρῶν, σκληρύνονται, τοσοῦτον πλείονος δέονται κόπου.
Εἰ δὲ ἐπὶ πλεῖον ἀνδρυνθῶσι καθ' ἡμῶν, οὐκ ἔτι οὐδὲ μετὰ κόπου δυνάμεθα ἐκκό-
ψαι αὐτὰ ἀφ' ἑαυτῶν, ἐὰν μὴ καὶ βοήθειαν σχῶμέν τινων ἁγίων ἀντιλαμβανομέ-
νων ἡμῶν μετὰ Θεόν.»113.
Ἡ χρήση παραβολῶν ἀποτελεῖ ἀκόμη μία παιδευτική δυνατότητα ἐξυπηρέτησης
τῶν στόχων τοῦ παιδαγωγοῦ: Στόν ἀδελφό πού συκοφαντήθηκε γιά πορνεία καί οἱ
ὑπόλοιποι μοναχοί ἄρχισαν νά τόν ἐλέγχουν γιά τό ἄν τό ἔκανε ἤ ὄχι, ὁ ἀββᾶς
Παφνούτιος δίνει ἀπάντηση μέσῳ παραβολῆς: «Εἶδον εἰς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ
ἄνθρωπον βληθέντα εἰς βόρβορον ἕως τῶν γονάτων αὐτοῦ, καὶ ἐλθόντες τινὲς
δοῦναι αὐτῷ χεῖρα κατεπόντισαν αὐτὸν ἕως τοῦ τραχήλου·»· σ' αὐτό τό σημεῖο ὁ
Μέγας Ἀντώνιος δίνει τό στίγμα τοῦ σωστοῦ παιδαγωγοῦ-συμβούλου (καθοδηγη-
τῆ): «ἰδοὺ ἄνθρωπος ἀληθινός, δυνάμενος θεραπεῦσαι καὶ σῶσαι ψυχάς.»114.
Ὁ Ἰωάννης Κολοβός σέ ἄλλη περίπτωση, ἀντί νά χρησιμοποιήσει τήν «ξύλινη»
γλώσσα συνετισμοῦ: «λέγει αὐτῷ ὁ γέρων παραβολὴν διὰ τὴν καταλαλιάν.»115.
Ἡ ἀνάγνωση ἤ χρησιμοποίηση χωρίων ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς βίους τῶν
ἁγίων (ψυχωφελεῖς διηγήσεις) πρός οἰκοδομή ἤ πρός ἀπάντηση συγχρόνων
προβλημάτων, πρέπει νά γίνεται μέ μέτρο καί σύνεση κατά τόν Μέγα Βαρσανούφιο.
Ἀπό τή προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς Γραφῆς, πού μπορεῖ ν' ἀποβεῖ ἐπικίνδυνο,

113
Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, παρ.115, σ.272.
114
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, κη’, σ.4.
115
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιε’, σ.46.
488

καλύτερη ἡ χρήση τῶν λόγων τῶν Πατέρων (βίοι ἁγίων) καί πάλι ἔχοντας τό φόβο
τῆς πτώσης αὐτοῦ πού διηγεῖται σέ ὑψηλοφροσύνη ἤ ἀτοπία λεχθέντων:
Ἐρώτησις: «Ἆρα τὰ καλὰ διηγήματα ἀπὸ Γραφῆς καὶ βίον Πατέρων, καλόν ἐστι
πάντοτε διηγεῖσθαι ἢ οὐ;»
Ἀπόκρισις: «Ὅτι ἡδὺ τὸ μέλι, γνωστόν ἐστι πᾶσι· καὶ ὅτι ὁ Παροιμιαστὴς εἶπε, 'μέλι
εὑρών φάγε τὸ ἱκανόν, μήποτε ἐμπλησθεὶς ἐμέσῃς', καὶ τοῦτο οὐκ ἐστιν ἀγνώστως·
Ἔστι γὰρ σακκία καὶ σακκία· ἔστι σακκίον, ὅπερ χωρεῖ ἓν μόδιον· καὶ ἄλλο χωρεῖ
τρία· ἐὰν οὖν θελήσῃ τις ἀναγκάσαι τὸ τοῦ ἑνὸς μοδίου χωρῆσαι τὸ μέτρον τῶν
τριῶν, οὐ δύναται δέξασθαι. Οὕτω καὶ ἐνταῦθα οὐ δυνάμεθα ἰσῶσαι πάντας
ἀνθρώπους· καῖ γὰρ δύναται ὁ μὲν ἀβλαβῶς λαλῆσαι ὁ δὲ οὐ δύναται. Καλὴ μὲν
οὖν καὶ θαυμαστὴ ἡ σιωπὴ πρὸ πάντων· καὶ αὐτὴν ἐτίμων οἱ πατέρες καὶ ἠσπάζοντο
καὶ ἐν αὐτῇ ἐδοξάσθησαν... Ἀλλ' ἐπειδὴ ἡμεῖς διὰ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν οὐκ
ἐφθάσαμεν τὴν τῶν τελείων βαδίζειν ὁδόν, λαλήσωμεν τὰ συντείνοντα πρὸς
οἰκοδομήν, ἀπὸ τῶν ρημάτων τῶν Πατέρων καὶ μὴ βάλωμεν ἑαυτοὺς εἰς διηγήματα
Γραφῶν· καὶ γὰρ κίνδυνον ἔχει τὸ πρᾶγμα τὸ μὴ εἰδότι. Πνευματικῶς γὰρ εἴρηνται
καὶ ὁ σαρκικὸς διακρῖναι τὰ πνευματικὰ οὐ δύναται· φησὶ γάρ, 'τὸ γράμμα ἀποκτένει
τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ'. Φύγωμεν οὖν εἰς τὰ ρήματα τῶν Πατέρων καὶ εὑρίσκομεν
τὴν ἐν αὐτοῖς ὠφέλειαν. Καὶ τοῦτο μετὰ συντομίας, μνημονεύοντες τοῦ εἰπόντος·
'ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν'. Κἂν εἴπῃ ὁ λογισμὸς καλοί εἰσιν οἱ λόγοι ἤ
τὰ διηγήματα, μνησθῶμεν ὅτι οὐκ ἐσμεν ἐργάται τῶν ὑφ' ἡμῶν λαλουμένων καὶ
νομίζομεν ὅτι καὶ ἄλλους οἰκοδομοῦμεν ταῦτα λέγοντες· κατακρινόμεθα δὲ
μᾶλλον, μὴ ὄντες αὐτῶν ἐργάται· ἀλλ' οὐ παρα τοῦτο κωλύομεν τὴν κατὰ Θεὸν ἐν
αὐτοῖς ὁμιλίαν. Συμφέρει γὰρ ἐν αὐτοῖς ὁμιλεῖν, ἢ εἰς ἄλλα ἄτοπα· ἀλλ' ἵνα μὴ
ἐμπέσωμεν εἰς ὑψηλοφροσύνην ἢ καυχήματος λογισμόν, ὀφείλομεν ἔχειν ὡς καί
ἐστιν, ὅτι μὴ πράξαντες τὰ παρ' ἡμῶν λαλούμενα, εἰς κατάκρισιν λαλοῦμεν αὐτά.
Καὶ περὶ τούτων ὡς καὶ περὶ τῶν ἄλλων σφαλμάτων, δεηθῶμεν τοῦ Θεοῦ
λέγοντες· μὴ κρίνῃς με λαλήσαντα ταῦτα.»116.
Οἱ Πατέρες οἰκοδομοῦν τούς μαθητευόμενους ὡς πρός τή σταθερότητα τοῦ
φρονήματος τους μέ δοκιμασίες (σύγχρονα τέστ): Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ εἰς Πανεφώ,
πού ἔβαλε μαθητή του νά φάει ἡμέρα Παρασκευή, ἐνῶ ἦταν νηστεία, ὁμολογεῖ: «οἱ

116
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ.Β’. νξθ’, σ.410-412.
489

πατέρες ἐξ ἀρχῆς οὐ λαλοῦσι τοῖς ἀδελφοῖς τὸ ὀρθόν, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ στρεβλά·


καὶ ἐὰν ἴδωσιν ὅτι ποιοῦσι τὰ στρεβλά, οὐκ ἔτι λαλοῦσιν αὐτοῖς στρεβλά, ἀλλὰ τὴν
ἀλήθειαν· εἰδότες, ὅτι εἰς πάντα ὑπήκοοι εἰσίν.»117.
Ὁ ἀββᾶς Σιλουανός χρησιμοποιεῖ τήν ἀρχή τῆς αὐτοψίας: Ὅταν οἱ Γέροντες
τόν ἐπισκέπτονται: «καὶ ἐνεκάλουν αὐτῷ περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· ὁ δὲ λαβὼν
αὐτοὺς ἐξῆλθε καὶ διερχόμενος τὰ κελλία τῶν ἀδελφῶν, ἔκρουε εἰς ἕκαστον
κελλίον...»118, ὥστε κατ' αὐτόν τόν τρόπο νά γίνουν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι
μάρτυρες αὐτῶν.
Ἡ δοκιμασία πολλές φορές φθάνει μέχρι τήν ἐξουθένωση: «Γέγονε ποτὲ
συνέδριον ἐν τῇ σκήτει· καὶ θέλοντες οἱ Πατέρες δοκιμάσαι τὸν Ἀββᾶν Μωϋσῆν
ἐξουδένωσαν.»119.
Ἄλλοτε πάλι μέσῳ τῆς δοκιμασίας, διαπιστώνεται ἄμεση ἀντιμετώπιση καί
διόρθωση τοῦ προβλήματος στή ρίζα του, ἐν γενέσει. Ὁ δάσκαλος ἐπαναλαμβάνει
τήν κατ' ἐπίγνωση λανθασμένη ἐνέργεια τῶν μαθητῶν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν
συνέτισή τους: Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων θέλει νά διορθώσει τή ραθυμία
ἐκείνων πού δέν εἶχαν τήν ὑπομονή νά περιμένουν τό τέλος τῶν ἱερῶν συνάξεων
καί νά ἐξέρχονται ἀπό τό ναό μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελίου καί ν'
ἀργολογοῦν. Ἔτσι κι αὐτός σέ μία ἐπίσημη ἡμέρα ἀφήνει τή θεία λειτουργία,
ἐξέρχεται ἀπό τό ναό καί πάει καί κάθεται μαζί μέ τούς ὑπολοίπους. Ἐκεῖνοι
παραξενεύονται καί τότε τούς ἐξηγεῖ: «...οὐ χρή, ἔφη, θαυμάζειν· ὅπου γὰρ τὰ
πρόβατα, ἐκεῖ δεῖ παντὸς εἶναι καὶ τὸν ποιμένα, ἐπεὶ γὰρ δι' ὑμᾶς καὶ τὴν ὑμετέραν
ὠφέλειαν εἰώθαμεν τὰς συνάξεις ἐπιτελεῖν· ὑμῶν δὲ ἔξω διατριβόντων ἀνόνητον
ἡμῖν τὸν κόπον συμβαίνει γίνεσθαι. Πέπεικα οὖν ἐμαυτὸν ἐξιοῦσί τε ὑμῖν συνέρχε-
σθαι, καὶ αὖθις εἰσερχομένοις συνεισιέναι. Τοῦτο πολλούς διώρθωσε καὶ τῆς μὴ
καλῶς γινομένης ἀπήλλαξε συνηθείας.»120.
Κατεγράφει περίπτωση διήγησης, ὅπου ὁ δάσκαλος δοκιμάζει τό μαθητή
κάνοντας χρήση ἀκόμη καί συνειδητά ἀνυπόστατων ἰσχυρισμῶν, ὥστε βάσει τῶν
ἀπαντήσεων τοῦ μαθητῆ, ὁδηγεῖται στή βαθύτερη ἀνάλυση τῶν σκέψεών του,

117
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ε’, σ.53.
118
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.516.
119
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.58,
120
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.148.
490

προλαμβάνοντας ἔτσι καταστάσεις: Ὁ ἅγιος Σάββας ρωτάει τό νεαρό μαθητή του,


ἄν ἡ ὡραία κοπέλλα πού πέρασε ἀπό μπροστά τους εἶχε ἕνα μάτι. Ἐκεῖνος
ἀπαντώντας ὅτι εἶχε δύο ὡραῖα καί λαμπερά μάτια, τοῦ δίνει τήν ἀφορμή γιά νά
καταλάβει τόν τρόπο διαπαιδαγώγησης τοῦ δόκιμου μοναχοῦ, ὥστε νά μπορεῖ νά
διαφύγει ἀπό τήν ἡδονή τῶν αἰσθήσεων121. Ἡ προληπτική αὐτή ἀγωγή θά ὁδηγήσει
στή κατάλληλη θεραπεία, καθώς ὁ Γέροντας γνωρίζει ὅτι ὁ πόλεμος τῶν
αἰσθήσεων καί ἰδαίτερα τῆς ὅρασης εἶναι ὀδυνηρός: «∆ιὰ μὲν γὰρ τῶν λοιπῶν
αἰσθήσεων ὁ νοῦς προσφάτως τὸν πόλεμον δέχεται, καὶ ἀπελθόντος τοῦ
πράγματος ἢ τοῦ ἐναντίου ἐπισυμβαίνοντος, συναπῆλθε καὶ ἀπηλάθη καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ
πόλεμος. Ὁ δὲ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ παρόντος τοῦ πράγματος καὶ ἀπόντος
δεινῶς πολεμεῖ, μᾶλλον δὲ καὶ πλέον ἀπόντος ἢ παρόντος ὀδυνᾷ τὴν ψυχήν, τὴν
ἐπιθυμίαν ἀνάπτων.»122.
Οἱ καλές συναναστροφές θεωροῦνται θετικά πρότυπα διαπαιδαγώγησης, γι'
αὐτό καί ἐπιδιώκονται. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν προτείνει σέ μαθητή του: «ἄπελθε
κολλήθητι ἀνθρώπῳ φοβουμένῳ τὸν Θεόν· καὶ ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐκείνῳ διδάσκῃ καὶ
σὺ φοβεῖσθαι τὸν Θεόν.»123.
Τό παιδικό παιγνίδι ἀποτελεῖ ἀκόμη ἕνα μέσο διαπαιδαγώγησης. ∆ιήγηση
ἀναφέρει: «...παιδιὰ ἐλᾶτε νὰ κάνουμε λειτουργία καὶ νὰ προσφέρουμε προσφορὰ.
... ἀνάδειξαν ἕναν ἀπ' αὐτοὺς τάχα σὲ θέση πρεσβυτέρου κι ἄλλους δύο τάχα σὲ
θέση διακόνων... κι ἦρθαν σ' ἕνα λεῖο βράχο καὶ τοποθέτησαν τοὺς ἄρτους σὰν σὲ
θυσιαστήριο καὶ σ' ἕνα πήλινο δοχεῖο κρασί ... κι ὁ μὲν ἕνας ἔκανε τὴν εὐχὴ
προσκομιδῆς κι οἱ δὲ ἄλλοι ἔκαναν ἀέρα μὲ τὰ φακιόλια...»124.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος πάλι ὅταν ἦταν παιδί «παίζοντας» τόν ἐπίσκοπο, βάπτιζε
κατηχουμένους125. Ἡ παιδική μίμηση τῶν πράξεων ἀποτελεῖ μέθοδο ἐντρυφήσεως
σέ ρόλους πού ἀργότερα θά παίξουν καθοριστικό ρόλο στήν ἐνηλικίωση τοῦ
ἀτόμου (τά κορίτσια παίζουν μέ κοῦκλες, τ' ἀγόρια μέ ὅπλα / κατανομή ρόλων). Στά
εἴδη παιγνιδιῶν ἀνήκουν καί τά παιγνίδια ρόλων ἤ παραισθητικά ἤ φαντασιωτικά ἤ

121
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.326.
122
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., ἁγίου Ἐφραίμ, τ.2, σ.334.
123
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ξε’, σ.91· πρβλ. Κ. Γεωργούλη, Γενική
∆ιδακτική, σ.359.
124
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.196, σ. 227· Κ. Γεωργούλη, Γενική ∆ιδακτική, σ. 356-358.
125
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.197,σ. 229.
491

μιμητικά, ὅπου τό παιδί ταυτίζεται μέ ἕνα πρόσωπο, ζῶο ἤ ἄψυχο ἀντικείμενο, τό


μιμεῖται, κατά κάποιο τρόπο γίνεται ἕνα μέ αὐτό καί παίζει τό ρόλο του. Σέ ὅλα αὐτά
τά παιγνίδια φαντασία καί ἀντίληψη, φανταστικό καί πραγματικό εἶναι
ἀδιαφοροποίητα, γι' αὐτό καί τά παιδιά παίζουν τό ρόλο τους μέ μεγάλη
σοβαρότητα. Ἡ σημασία τῶν παιγνιδιῶν, γιά τή σωματική καί ψυχική ἐξέλιξη τοῦ
παιδιοῦ εἶναι ἀνυπολόγιστη. Βοηθοῦν στήν ὡρίμανση τῶν διαφόρων σωματικῶν
λειτουργιῶν, συμβάλλουν στή διαμόρφωση δεξιοτήτων, ἐξασκοῦν τήν ἀντίληψη τοῦ
χώρου, τήν παρατηρητικότητα καί τή συγκέντρωση τῆς προσοχῆς, ἀναπτύσσουν τήν
ἱκανότητα εὕρεσης σχέσεων, δηλ. τήν νοητική ἱκανότητα καί τήν εὐφυΐα καί καλ-
λιεργοῦν τή φαντασία. Συμβάλλουν δέ στή καλλιέργεια ἀρετῶν προσωπικότητας
(ὑπομονή, πρωτοβουλία, ἐνεργητικότητα, ὑπακοή, σεβασμοῦ πρός τούς ἄλλους)126.
Σύγχρονοι παιδαγωγοί μιλοῦν γιά συμβολικό παιγνίδι, δηλ. μιά μέθοδο
ἔκφρασης πού δημιουργεῖ ξεχωριστά κάθε ἄτομο σχεδόν μόνο του, χρησιμοποιώ-
ντας ἀντιπροσωπευτικά ἀντικείμενα καί νοερές εἰκόνες πού συμπληρώνουν τή
γλώσσα. Οἱ βασικές του λειτουργίες εἶναι νά ἐπιτρέπει τήν πραγματοποίηση τῶν
ἐπιθυμιῶν, τήν ἀντιστάθμιση σέ σχέση μέ τό πραγματικό, τήν ἐλεύθερη ἱκανοποίηση
τῶν ὑποκειμενικῶν ἀναγκῶν, δηλ. τήν ὅσο δυνατόν ἀπόλυτη διερεύνηση τοῦ ἴδιου
τοῦ ἐγώ ὡς ὀντότητα πού διαφέρει ἀπό τήν ὑλική καί κοινωνική πραγματικότητα127.
Φανερή ἐπίσης γίνεται, πόσο συνδεδεμένη εἶναι γιά τό παιδί ἡ ἀνάπτυξη τῆς
ἠθικῆς τῆς αὐτόνομης συνεργασίας μέ τήν ἐφαρμογή ὁμαδικῶν παιγνιδιῶν.
Ἀποτελέσματα καλλιέργειας καλοσύνης καί διαμόρφωσης χαρακτήρα μέσῳ τοῦ
κινήτρου τῆς ἀπό κοινοῦ ἔρευνας καί προσωπικῆς δραστηριότητας, στοιχεῖα πού
περικλείονται στήν παιδαγωγική τῶν Γερόντων, στό σήμερα μεταφερόμενα θά
μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν: Οἱ Ἑνώσεις τῆς καλοσύνης πού πρωτοπαρουσιάστη-
καν στό συνεδριο ἠθικῆς τῆς Χάγης τό 1912 (μέλη τῆς ἕνωσης ἀποτελοῦν παιδιά
πού ἀναλαμβάνουν νά ἀναρωτιοῦνται κάθε πρωΐ τί καλό θά μπορέσουν νά κάνουν
κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας· τό βράδυ θά λάβουν ὑπόψη τους τό ἀποτέλεσμα τῶν
προσπαθειῶν τους καί ὅποιο καλό εἶδαν νά κάνουν οἱ γύρω τους· τά καταγράφουν

126
Χρ. Τομασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, σ. 392-396· πρβλ. Μ. Μιράσγεζη, Τό παιγνίδι στή
παιδική Λογοτεχνία, Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ κύκλου τοῦ Ἑλληνικοῦ παιδικοῦ βιβλίου,
ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1988, σ. 38-68.
127
J. Piaget, Περί παιδαγωγικῆς, σ.235.
492

ἀνώνυμα σ' ἕνα χαρτί καί τά ρίχνουν σέ κουτί τῆς τάξης στό μάθημα τῆς ἠθικῆς ἀπ'
ὅπου καί διαβάζονται). Ὁ προσκοπισμός πού προσπαθεῖ στήν προοδευτική
ἐξομοίωση τῆς ἠθικῆς τοῦ καθήκοντος μ' ἐκείνη τῆς συνεργασίας καί τοῦ καλοῦ.
Κινήσεις ἐνεργοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στά σχολεῖα (ἐπισκέψεις καί ὑλική βοήθεια
σέ ἀνθρώπους ἔχοντες ἀνάγκη, φιλοξενία/ἐπικοινωνία παιδιῶν ἀπό ἄλλες χῶρες,
δημιουργία ἐκδηλώσεων (ὁμιλίες, σχολική ἐφημερίδα, γιορτές, bazaar) πρός
ἐξέρευση χρηματικοῦ ποσοῦ γιά κάλυψη φιλανθρωπικοῦ σκοποῦ (ἀγορά ἀναπηρικοῦ
ἀνθρωποκαθίσματος ἤ θερμαντικοῦ σώματος ἤ κάλυψη εἰσητηρίων ταξιδίου γιά
λόγους ὑγείας).
Ὡς πρός τή διδασκαλία κατεγράφησαν ἡ χρήση :
Τῆς ἀλληγορικῆς μεθόδου (βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, στίς
Ἀφηγηματικές τεχνικές: ρητορικά σχήματα).
Τῆς ἱστορικῆς ἀναδρομῆς (βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, στίς
Ἀφηγηματικές τεχνικές: Μνήμη καί φαντασία).
Τῆς μίμησης (βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, στίς Ἀφηγηματικές
τεχνικές: Μνήμη καί φαντασία)128.
Τό παίξιμο ρόλων (βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, στίς
Ἀφηγηματικές τεχνικές: Μνήμη καί φαντασία)129.
Ἡ μαιευτική /ἀνιχνευτική. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος: «καὶ θέλων ὁ γέρων δοκιμάσαι
αὐτούς, προεβάλετο ρῆμα ἐκ τῆς γραφῆς, καὶ ἤρξατο ἐρωτᾶν ἀπὸ τῶν μικροτέρων,
τί ἐστι τὸ ρῆμα τοῦτο· καὶ ἕκαστος ἔλεγε κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν·»130.
Ἡ μύηση σέ μορφές τέχνης καί εἰδικότερα στήν ἁγιογραφία· ὁ ἅγιος Ἐφραίμ τονίζει
ὅτι: «πολλοὶ δὲ καὶ τὰς τῶν ἁγίων ἀθλήσεις ἐν τοῖς εὐκτηρίοις οἴκοις διαγράφουσι
πρὸς ζῆλον τῶν νωθροκαρδίων καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀγωνισαμένων καὶ ἀριστευσά-
ντων κατὰ τῶν ἐναντίων.»131.

128
Α. Καψάλη, Παιδαγωγική ψυχολογία, σ. 260-280, ὄπου γίνεται ἀναφορά στή μάθηση μέ μίμηση
καί ταύτιση.
129
M. Bigge, Θεωρίες μάθησης γιά ἐκπαιδευτικούς, μτφρ. Ἀριστ. Κάντα, Ἀλεξ. Χαντζή, ἐπιμ. Ν.
Ράπτης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1987, σ.224-239, ὅπου γίνεται ἀναφορά στό ποιά εἶναι ἡ φύση τῆς
κοινωνικῆς μάθησης.
130
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ις’, σ.2· πρβλ. Χρ. Φράγκου, Ἐφαρμογή τῆς
Μαιευτικῆς μεθόδου τοῦ Σωκράτη σέ παιδιά. Ἔρευνα σέ μαθητές τοῦ ∆ημοτικοῦ καί τοῦ
Γυμνασίου, ἐκδ. Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, Ἰωάννινα 1973.
131
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.332.
493

Εὑρετικές μέθοδοι (βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, στή ∆όμηση
πλοκῆς). Στή σύγχρονη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία, πού ἔχει κυρίως προβάλει
ὁ J. Bruner (εἰσηγητής τῆς ἰδέας ὁ J. Dewey), σέ ὑπάρχουσες προβληματικές
καταστάσεις, διδάσκονται τρόποι ἐνέργειας καί στρατηγικές διερευνητικῆς φύσης,
μέ τίς ὁποῖες ἐπιτυγχάνονται λύσεις τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων. Στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἐντοπίστηκαν τέτοιου εἴδους μέθοδοι, γιά τήν ὑπέρβαση
ἐμποδίων τόσο σέ ἐπίπεδο θεσμῶν καί δομῶν ὅσο καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, πού
ἴσως θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ὄχι τόσο «ὀρθόδοξες» καί ἀκραῖες. Ὅμως αὐτό
πού πρέπει πάντοτε νά εἶναι ἀποτυπωμένο στόν ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι τό ὅτι αὐτά τά
κείμενα καθοδήγησαν πνευματικά καί ἐνέπνευσαν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σέ
δύσκολες ἱστορικές συγκυρίες, γι’ αὐτό καί πρέπει νά κρίνονται μέ σύνεση καί
132
προσοχή .
Εἰδικότερα κατεγράφησαν:
Ὁ διάβολος νά θεολογεῖ: διάλογος Γέροντα Μακαρίου μέ τόν διάβολο (διάλογος
καλοῦ-κακοῦ) καί στή συγκεκριμένη περίπτωση δίνεται καί ἡ αἰτιολόγηση αὐτοῦ τοῦ
διαλόγου, δηλαδή, ὅτι κατά θείαν οἰκονομία γίνεται ἡ συνάντηση: «εἰς τοῦτο γὰρ
ἐφάνης, ἵνα μάθωμέν σου τὰς πολυτρόπους μαγγανείας, καὶ μὴ συστιθέμεθά σου
τῇ γνώμῃ· ὁ δὲ ἔφη· λέγω σοι καὶ μὴ θέλων τὴν ἐμὴν ἐπιστήμην, ὁ γὰρ ἰδεῖν σε
ταῦτα παρασκευάσας, ἐκεῖνος κᾀμὲ λέγειν σοι περὶ τούτων βιάζεται·»133.
Κατ' οἰκονομίαν ψεῦδος: διήγησις Ἱππολύτου134· Ἡ φιλάργυρος παρθένος135·
μέθοδος πεπαλαίωσης ἐγγράφου (πλαστό)136.
Συγκάλυψη πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν ἐνεργειῶν ὑπό τή Θεία συνεργία137.

132
Α. Βερτσέτη, Γενική ∆ιδακτική, σ.154· πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί Τέχνη τῆς Ποιμαντι-
κῆς, σ.114-121· M. Bigge, Θεωρίες μάθησης γιά ἐκπαιδευτικούς, σ.328-364, ὅπου γίνεται
ἀναφορά στό πῶς πραγματεύεται τή μάθηση καί τή διδασκαλία ἠ γνωριστική ψυχολογία τοῦ
Bruner.
133
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.99.
134
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ. 60.
135
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 58.
136
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 193, σ.218.
137
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.147,148,149, σ.161-164· Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν
τοῦ ἐνιαυτοῦ, ∆ιήγησις 11ης Αὐγούστου περί τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ
καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τ.2, σ.310-312.
494
495

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1. ∆ιαχρονικά στοιχεῖα.

Ἡ ἔννοια τῆς μεταφορᾶς ἔρχεται ν' ἀντικαταστήσει αὐτή τοῦ συμβόλου,


κληρονομώντας ὁρισμένες ἰδιότητές του. Ἐντάσσεται ὅπως καί τό σύμβολο σέ μία
ἑρμηνευτική διαδικασία· ἐπαναπεριγράφει τό πραγματικό. Ἡ μεταφορά στήν
παραδοσιακή ρητορική, συνιστᾶ τρόπο μέ τόν ὁποῖο μία λέξη ἀποκτᾶ ἕνα νόημα
διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει στήν καθημερινή κυριολεκτική χρήση τοῦ λόγου. Ἡ
μετάθεση νοήματος, πραγματοποιεῖται προκειμένου νά ὑποκατασταθεῖ ἡ ἀπουσία
μιᾶς λέξης πού δέν ὑπάρχει, γιά νά μεταδώσει τήν ἰδέα πού ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητής ἤ
συγγραφέας, ὥστε νά παραγάγει στόν ἀκροατή ἤ ἀναγνώστη ἕνα ὁρισμένο
συγκινησιακό ἀποτέλεσμα. Ὁ Ρικαίρ προτείνει ἀντιστροφή τῆς προβληματικῆς τῆς
μεταφορᾶς, παραχωρώντας της δημιουργική ἀντί εἰκονογραφική λειτουργία1· τήν
μελετᾶ στό πλαίσιο τῆς φράσης καί ὄχι τῆς λέξης· ἐκεῖ ἐντοπίζει τό φαινόμενο τῆς
συστροφῆς, τῆς ἔντασης τῶν στοιχείων πού τήν ἀποτελοῦν δημιουργώντας τό νέο
νόημα· αὐτή ἡ καινοποιός λειτουργία τῆς γλώσσας παίρνει τόν χαρακτήρα τῆς
«ζωντανῆς μεταφορᾶς», χωρίς ὡστόσο νά παραμερίζεται ὁ ρόλος τῆς ὁμοιότητας
ἀπό τή λειτουργία τῆς μεταφορᾶς· ἡ ὁμοιότητα ὅμως δέν προηγεῖται τῆς εἰκόνας
ἀλλά προβάλλεται δι' αὐτῆς.
Ἴδιον τοῦ συμβόλου ἀποτελεῖ ἡ πληθωρικότητα τοῦ νοήματός του, ἡ ἰδιαίτερη
σχέση του μέ τό βίωμα, ἡ διαχρονική του σταθερότητα καί ἡ ἀνεξάντλητη
γονιμότητά του. Στήν ψυχανάλυση τό ὄνειρο λειτουργώντας ὡς ὄχημα συμβόλων,

1
Ὁ Φίλιππος Γουηλαράιτ στό ἔργο του Metaphor and Reality περιγράφει τή λειτουργία τῆς
μεταφορᾶς σέ διάφορα ἐπίπεδα ὀργανώσεως: μεταφορές σέ μεμονωμένες φράσεις, τό
μεταφορικό δίκτυο πού ὑποστηριζει ἕνα δεδομένο ποιήμα, οἱ μεταφορές πού δεσπόζουν σέ
σύνολο στό ἔργο ἑνός ποιητῆ, στίς στερεότυπες μεταφορές μιᾶς γλωσσικῆς ἤ πολιτισμικῆς
κοινότητας πού ἐνδέχεται νά ἐκτείνονται σέ ὁλόκληρη πολιτισμική σφαίρα (π.χ. τῆς
χριστιανοσύνης) καί τέλος κάποιες μεταφορές τόσο ριζικές πού τίς ὀνομάζει ἀρχέτυπες καί
φαίνεται νά σκιάζουν τόν λόγο ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας (πρβλ. Eliade συμβολικός
παραδειγματισμός, στή Συγκριτική Ἱστορία τῶν Θρησκειῶν· Πώλ Ρικαίρ, Λόγος καί σύμβολο,
μτφρ. Μαβίνας Πανταζάρα, Εἰσαγωγή Εὐδοξίας ∆ελλῆ, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2002, σ. 83-84).
496

προσφέρει πρόσβαση στό χῶρο τοῦ ἀσυνειδήτου ὅπου διενεργεῖται ἡ διαπλοκή


παρορμήσεων καί ἀπωθήσεων. Τό ὄνειρο χρειάζεται νά εἰπωθεῖ γιά νά ἑρμηνευθεῖ.
Ὡστόσο ἡ πραγματικότητα πού ἀναπαριστᾶ δέν ἐξαντλεῖται στή γλωσσική ἐκδοχή
του. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό ἱερό· οἱ μῦθοι φιλοξενοῦν στόν λόγο, τά στάδια
καί τά αἰνίγματα τῆς ζωῆς, τῆς γέννησης, τοῦ θανάτου. Ἡ συμβολική δραστηριότητα
καθρεπτίζει τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐσωτερικεύσει ὅτι ὑπερβαίνει ἤ
κλονίζει τόν ἴδιο του τόν πυρήνα, δηλ. τήν βιαιότητα τῆς ἐπιθυμίας, τίς πολλαπλές
ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς, τήν καταγωγή καί τήν δομή τοῦ κόσμου.
Μεταφορά καί σύμβολο συναντῶνται παρά τίς διαφορές τους στή γλώσσα. Ἡ
μεταφορά μπορεῖ ν' ἀναδείξει τό γλωσσικό ὑπόστρωμα τοῦ συμβόλου καί νά
διαστείλει τό νόημά του, ἀνασύροντας «πληροφορίες» ἀπό τό βάθος τοῦ σημασιο-
λογικοῦ του ὁρίζοντα. Ἀποτελεῖ λοιπόν ἡ ἔννοια τῆς μεταφορᾶς ἑρμηνευτικό
ἐργαλεῖο. Τό σύμβολο ἐρχόμενο μέσα ἀπό τό μακρινό κόσμο τῆς παράδοσης, ἄν
καί παραμένει ἐπιφανειακά ἀμετάβλητο, ταυτόχρονα συντονίζεται ἐσωτερικά μέ τόν
«χρόνο» τοῦ ἑρμηνευτῆ. Ἡ ἑρμηνεία, καθίσταται μέσῳ τῆς μεταφορᾶς, ἡ «ἰδανική»
σχέση μέ τήν παράδοση· τό παρελθόν (κείμενα, σύμβολα) μιλᾶ ὅσο τό ρωτοῦν οἱ
ζωντανοί ἄνθρωποι καί ἀληθινοί κληρονόμοι γίνονται μόνο οἱ ἑρμηνευτές του. Ἄν
διά τῶν συμβόλων ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομεῖ ἑαυτόν καί τήν σχέση του μέ τόν κόσμο
καί ἐπικοινωνεῖ μέ τούς συνανθρώπους του προσχωρώ-ντας σ' ἕνα κοινό σύστημα
ἀξιῶν καί πράξεων, κι ἄν ἡ ψυχική ὑγεία ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο πού
ἀναπαριστᾶται ὁ κόσμος μέσα μας, γίνεται κατανοητό ὅτι τό σύμβολο ἀποτελεῖ
«πυρηνικό» στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης καί τῆς ἱστορίας2.
Τό σύμβολο δεν εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ ἐννοιολογικά, περιέχει πολύ
περισσότερα ἀπ' ὅτι τό ἐννοιολογικά ἀντίστοιχο ἤ ἀντίθετό του. Ἡ μεταφορά
βρίσκεται στήν ἤδη κεκαθαρμένη σφαίρα τοῦ λόγου. Ὁ ἴδιος οὐράνιος συμβο-
λισμός θέτει σέ ἐπικοινωνία τίς διάφορες ἐπιφάνειες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες
ταυτόχρονα παραπέμπουν πολωτικά στό θεῖο πού ἐνυπάρχει στίς ἱεροφάνειες τῆς
ζωῆς (Eliade,Otto)3. Στό ὑπερβατικό θεῖο ἀντιτάσσεται ἕνα ἐγγύς ἱερό πού

2
Πώλ Ρικαίρ, Λόγος καί σύμβολο, σ. 32-36.
3
Ὁ Eliade συλλέγει ὅσο τό δυνατόν περισσότερες ἀπό τίς μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐμφανίζεται τό
ἱερό στήν ἱστορία καί ἀφαιρώντας τίς διαφοροποιήσεις πού ἔχει προκαλέσει ἤ δημιουργήσει ἡ
τελευταία, φτάνει στόν διϊστορικό πυρήνα, στίς κοινές τους συντεταγμένες· τίς μορφές αὐτές
ὀνομάζει ἱεροφάνειες· δέν ὑπάρχει τομέας τῆς πραγματικότητας πού νά μήν θεωρήθηκε κάποτε
497

μαρτυρεῖται στή γονιμότητα τοῦ ἐδάφους, στήν ἀφθονία τῶν φυτῶν, στό μέγεθος
τῶν κοπαδιῶν. Στό ἱερό Σύμπαν δέν ὑπάρχουν ζωντανά ὄντα ἐδῶ καί ἐκεῖ· ὑπάρχει
ἡ ζωή ὡς σύνολη καί διάχυτη ἱερότητα, πού φανερώνεται στούς κοσμικούς
ρυθμούς, στήν ἐπανάληψη τοῦ κύκλου τῆς βλαστήσεως, τήν ἐναλλαγή γεννήσεων
καί θανάτων. Ὁ συμβολισμός του συνδέεται μέ τά ὑλικά του ἀντίστοιχα: τά σύμβο-
λα εἰσέρχονται στή γλώσσα, στόν βαθμό πού τά ἴδια τά κοσμικά στοιχεῖα γίνονται
διαφανῆ· στό ἱερό σύμπαν ἡ ἱκανότητα τοῦ λέγειν βασίζεται στήν ἱκανότητα τοῦ
κόσμου νά σημαίνει. Ἡ λογική τῆς σημασίας προβαίνει ἀπό τήν ἴδια δομή τοῦ ἱεροῦ
κόσμου· τό ἱερόν τῆς φύσεως φανερώνεται λεγόμενο συμβολικῶς· ἡ φανέρωση
θεμελιώνει τό λόγο καί ὄχι ἀντιστρόφως4.
Ὁ ἑλβετός ψυχίατρος Jung τοποθετεῖ τήν πηγή τῆς θρησκείας στά βαθύτερα
στρώματα τοῦ ὁμαδικοῦ κληρονομικοῦ ἀσυνειδήτου. Συσχετίζει τούς τομεῖς τοῦ
πολιτισμοῦ πρός ἀντίστοιχα πανανθρώπινα ἰδανικά, πού ἐμφωλεύουν στούς
ἀρχετύπους τοῦ ἀσυνειδήτου καί συμφωνεῖ κατ' οὐσίαν πρός τήν Ἀξιολογική
Φιλοσοφία πού παρουσιάζει τόν πολιτισμό ὡς βίωση καί πραγμάτωση τῶν
διαφόρων ἀξιῶν. Τά ἀρχέτυπα, δηλ. οἱ θεμελιακές ἀρχές πού εἶναι καθολικές καί

ἀπό κάποια θρησκεία, ὡς φορέας ἤ ἐκφραστής τοῦ ἱεροῦ. Γι' αὐτό καί οἱ ἱεροφάνειες εἶναι
ἄπειρες· σταθερή ὅμως εἶναι ἡ διαδικασία τῆς ἱεροποίησης τῆς πραγματικότητας κι αὐτό σημαίνει
ὅτι ὑπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά καί κοινές παράμετροι πού ἀντιστοιχοῦν στήν ἀνθρώπινη
ἀντίληψη περί ἱεροῦ καί πού τήν ἐκφράζουν ἀντικειμενικά ἄρα καί τήν προσδιορίζουν. Βλέπει
στούς μύθους μιά σαφή μαρτυρία τῆς αἰώνιας ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου νά ξαναζήσει τήν
παραδεισιακή κατάσταση· κατανοεῖ τους μύθους ὡς ἀρχέτυπους καί κυρίως κοσμογονικούς (ὅλοι
οἱ μύθοι ἀναφέρονται στό ἴδιο πράγμα καί ἔχουν τήν ἴδια σχέση ὑπαγωγῆς στούς
κοσμογονικούς μύθους) κι αὐτό τοῦ δίνει ἄλλο ἕνα ἐπιχείρημα ὡς πρός τή δυνατότητα νά εἶναι
διαπολιτιστικά συγκρίσιμοι· ὁ μύθος μᾶς μεταφέρει σ' ἐκεῖνον τόν αἰώνιο χρόνο (τῶν ἀρχῶν)
καί ἑπομένως χρόνος τῆς δημιουργίας ὅπου ἡ διαπολιτιστική σύγκριση τῶν μύθων ἀπό κάθε
τόπο ἤ ἐποχή εἶναι δυνατή. Βλ. Eliade Mircea, Προσφορά Τιμῆς καί σεβασμοῦ στή Μνήμη του
(23-4-1986), ἐπιμ. ∆ημήτρη Σταθοπούλου, ἐκδ. Χατζηνικολῆ, Ἀθήνα 1988: ∆. ∆ακουρᾶ, Mircea
Eliade καί ἡ ἐρμηνεία τῶν Μύθων, σ. 75-95· Στ. Παπαλεξανδρόπουλου, Ἡ ἔννοια τῆς
θρησκείας στόν Eliade, σ.108-127· Ἀφρ. Ἀβαγιανοῦ, Mircea Eliade καί Μύθος, σ.128-133.
Στό χῶρο τῆς Ψυχολογίας τῆς Θρησκείας ὁ Rudolf Otto ἀναλύοντας τό θρησκευτικό βίωμα τοῦ
«ἁγίου» βρίσκει ὅτι ἀποτελεῖται ἀπό δύο χαρακτηριστικά τό tremendum (φόβος πού προκαλεῖται
ἀπό τή συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς ἐξαιτίας τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀπόστασης ἀπό τό Θεό ἐξαιτίας τοῦ
θανάτου) καί τό fascinans (ἀγάπη πού πηγάζει ἀπό τή γοητεία τοῦ Θεοῦ ὡς μία ἕλξη τοῦ
ἀνθρώπου πρός Αὐτόν), ὡς πόθος γιά λύτρωση ἀπό τό κακό καί κατάκτηση τοῦ ἀγαθοῦ, μέ τό
ὁποῖο ταυτίζεται τό Ἅγιο πού εἶναι τό ἀπόλυτα ἀγαθό. Τά δύο ἀντίθετα χαρακτηριστικά πού
βρίσκει ὁ Otto στό θρησκευτικό βίωμα ἐκφράζονται μέ τά λόγια τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
«Φρικιῶ (ἀπό τρόμο, φόβο) ἐφόσον εἶμαι ἀνόμοιός Του. ∆ιαφλέγομαι (ἀπό ἀγάπη) ἐφόσον
εἶμαι ὅμοιός Του». πρβλ. Μ. Μακράκη, Ψυχολογία τῆς Θρησκείας. Εἰσαγωγή, ἱστορία καί
θεματολογία ἡ ψυχική πηγή τῆς θρησκείας καί ἡ ἔκφρασή της ὡς βίωμα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα
1993, σ.93-103.
4
Πώλ Ρικαίρ, Λόγος καί σύμβολο, σ.76-79.
498

περιλαμβάνουν ἔμφυτες προδιαθέσεις γιά σχηματισμό συμβολικῶν εἰκόνων,


πρέπει νά διακρίνονται ἀπό τά προσωπικά σύμβολα (εἰκόνες). Μέ τό ν' ἀνήκουν στό
συλλογικό ἀσυνείδητο ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας κάθε
ἀνθρώπου. Ἕνα σύμβολο εἶναι συνδυασμός τοῦ ἀρχετύπου πού βρίσκεται στά βάθη
τῆς συνείδησης μέ τήν ἴδια τή συνείδηση. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ
ἀρχετύπου καί ἡ ἔκφρασή του μέ μία λέξη, μιά συμβολική παράσταση, μία εἰκόνα.
Τό σύμβολο ὅμως, παρά τήν ὁποιαδήποτε σημασία του, μπορεῖ κάποτε νά χαθεῖ σέ
ἀντίθεση μέ τό ἀρχέτυπο πού μένει πάντα ἀνεξίτηλο στά βάθη τῆς συνείδησης,
ἀφοῦ ὅλα τά ἀρχέτυπα εἶναι ἔμφυτα καί κυρίαρχα στό συλλογικό ἀσυνείδητο, ὅπου
τά τοποθετεῖ ὁ Jung ὡς κληρονομικές προδιαθέσεις. Ἡ βίαιη εἰσβολή αὐτοῦ τοῦ
ἀρχετύπου ἀπό τό ἀσυνείδητο στήν περιοχή τῆς συνείδησης (ὁ Jung τό θεωρεῖ
θεμέλιο τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος) συντελεῖ στήν ὅλη διαδικασία γιά τήν
ἐξατομίκευση5.
Ἕνα στοιχεῖο πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι αὐτό τῆς σχέσης μεταφορᾶς καί
προτύπου: στήν ἐπιστημονική γλώσσα τό πρότυπο εἶναι οὐσιαστικά μία εὑρετική
μέθοδος πού χρησιμεύει γιά νά ἀνατρέψει μία ἀνεπαρκή ἑρμηνεία καί γιά ν'
ἀνοίξει τόν δρόμο πρός μία καινούργια, πληρέστερη. Ἡ Μαίρη Ἔσσε τό ἀποκαλεῖ
μέσον «ἐπανα-περιγραφῆς»6.
Οἱ σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες μιλοῦν γιά «μεταφορά τῆς μάθησης». Ὁ
J. Bruner λέει πώς: «ἡ κατανόηση μίας εἰδικῆς περίπτωσης ὅτι ἀνήκει σ' ἕνα
γενικότερο ζήτημα, σημαίνει ὅτι τό ἄτομο ἔχει μάθει ὄχι μόνο αὐτή τήν εἰδική
περίπτωση, ἀλλά καί ἕνα πρότυπο πού συμβάλλει στήν κατανόηση ἄλλων
περιπτώσεων ὅμοιων μέ τήν πρώτη». Αὐτό φανερώνει πώς βασικός σκοπός τῆς
ἀγωγῆς ἀποτελεῖ ὄχι ἡ προσφορά κομματιασμένων καί μωσαϊκῶν γνώσεων ἤ

5
Μ. Μακράκη, Ψυχολογία τῆς θρησκείας, σ. 55-57· πρβλ. Χρ. Βάντσου, Τά σύμβολα ἀπό ἄποψη
Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, στά Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (πρακτικά Ἱ.
Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας,1991), σ.105-128.
6
Ὁ Μάξ Μπλάκ διακρίνει τρεῖς βαθμίδες προτύπων: α) τά κατά βαθμίδες πρότυπα πού μοιάζουν
ὑλικῶς μέ τό πρωτότυπο· β) τά κατ' ἀναλογίαν πρότυπα τά ὁποῖα ἀφοροῦν στήν ταυτότητα δομῆς
καί γ) τά θεωρητικά πρότυπα πού ἀπό ἐπιστημολογικῆς ἄποψης εἶναι πραγματικά πρότυπα καί
σκοπό ἔχουν νά κατασκευάσουν ἕνα φανταστικό ἀντικείμενο περιγραφόμενο εὐκολώτερα καί
νά μεταφέρουν τίς ἰδιότητες τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ σέ ἕνα πολυπλοκώτερο τομέα τῆς
πραγματικότητας· τό θεωρητικό πρότυπο εἶναι τρόπος νά δοῦμε τά πράγματα ἀλλιῶς, προσαρ-
μόζοντας τή γλώσσα μας κατά θέμα. Ἡ γλωσσική προσαρμογή ὀφείλεται στήν κατασκευή ἑνός
εὑρετικοῦ μύθου καί τήν μετάθεση αὐτῆς τῆς εὑρετικῆς λειτουργίας στήν ἴδια τήν πραγματικότητα
(Πώλ Ρικαίρ, Λόγος καί σύμβολο, σ. 87-89).
499

εἰδικῶν περιπτώσεων, ἀλλά ἡ κατανόηση γενικῶν ἀρχῶν καί νόμων πού θά


βοηθήσουν τό μαθητή νά ἑρμηνεύει ὅλες τίς ὅμοιες περιπτώσεις, πού ἀναφέρονται
σ' αὐτές τίς γενικές ἀρχές (R. Travers / πρόβλημα μεθόδου προσφορᾶς καί εἴδους
τῆς πρός μάθηση ὕλης). Ὁ F. Harlow, προχωρώντας πιό πέρα, μιλάει καί γιά
«μαθησιακή διάθεση» ὡς παράγοντα μεταφορᾶς, καθώς γενικές μέθοδοι
ἀντιμετώπισης ἑνός προβλήματος, πού μαθαίνονται κατά τή διάρκεια
προηγούμενων ἀσκήσεων (στή δική μας περίπτωση ἡ ἀφήγηση ψυχωφελῶν
διηγήσεων), μεταφέρονται σέ νέα παρόμοια σύγχρονα ἤ μελλοντικά προβλήματα7.
Ἡ ἐπανερμηνεία προγενεστέρων γραφῶν στό πλαίσιο ἑνός νέου κηρύγματος ἤ
μιᾶς νέας ἀφήγησης-διήγησης, συνιστᾶ ἕνα ἑρμηνευτικό μοντέλο πού συχνά
παρουσιάζεται μέ τό ὄνομα τυπολογία ἤ ἀλληγορία· διέπει μερικές ἀπό τίς φάσεις
τῆς μεταγενέστερης ἐπανιδιοποίησης τῶν κειμένων μέσα σέ κοινότητες ἑρμηνείας,
πού μέ τή σειρά τους ἀμφισβητοῦν τά ὅρια πού συνδέονται μέ τίς ἀνάγκες καί
προσμονές τῆς πρωτόγονης χριστιανικῆς κοινότητας. Τό κείμενο εἶναι πολυσήμα-
ντο. ∆ιαβάζεται ἀπό μία ἱστορική κοινότητα, πού εἶναι φορέας ἑτερογενῶν
ἐνδιαφερόντων ταυτόχρονα σέ πολλά ἐπίπεδα. Ὁ ἀναγνώστης ἔτσι ἐντάσσεται στό
κείμενο καί ἀποτελεῖ μέρος τοῦ κειμένου8.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἔχουν ἐξαιρετική δύναμη, καθώς ὁ ἀναγνώστης παρά
τή φυσική καί ἱστορική ἀπουσία του, εἶναι ἐνεργά παρών σέ ὅλη τήν ἀφήγηση καί σέ
ὅλες τίς λεπτομέρειες της. Οἱ ἐπιμέρους ἀφηγήσεις τοῦ κάθε σώματος οὐσιαστικά
ἀποτελοῦν ἡμι-αφηγήσεις. Φέρουν τό ἀνεξάρτητο τοῦ χαρακτήρα τους καί ἀφήνο-
ντας στήν ἀφηγηματική συνοχή τήν ἰδιαιτερότητα τους, πού δέν ἀνάγεται σέ μία
λογική ἤ ἀλυσιδωτή σειρά, παρουσιάζονται ὡς νά ἔγιναν «μία φορά». Συγχρόνως
διαφαίνεται μεταφορά χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων μιᾶς πρώτης «ἀρχικῆς ἱστο-
ρίας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου». Μέ αὐτό τόν τρόπο παρουσιάζεται
μία πολλαπλότητα θεμελιωτικῶν συμβάντων. Τό «θεμελιωτικό» γεγονός ἀκολουθεῖ
μία συνέχεια (ἀρχίζειν/συνεχίζειν), ὅτι ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ (πιστότητα) ποτέ δέν θά
ἐγκαταλείψει τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Μόνο ἡ συνέχεια πιστοποιεῖ τήν «ἀρχική
ἱστορία», πού θεωρεῖται στόν ὁρίζοντα μιᾶς ἀναδρομικῆς πορείας πού βαδιζει πρός

7
πρβλ. Χρ. Τμασίδη, Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, σ. 174-179.
8
Πρβλ. Ricoeur Paul & LaCocque André, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, μτφρ. Ἀλεξάνδρα Παπαθανασο-
πούλου, Φώτης Σιατίτσας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2005, σ. 18-19.
500

τά πίσω στό χρόνο διά μέσου πολλῶν «σχετικῶν ἀρχικῶν ἱστοριῶν», πού μέ τή
σειρά τους παραπέμπουν σέ μία πρώτη ἀρχική ἱστορία δηλ. τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ9.
Τί ὅμως μπόρεσε νά σηματοδοτηθεῖ μέσῳ τῶν ἀναπαραστάσεων στίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις; Ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶναι ἐνσωματωμένη σέ
ἀφήγηση. Ὁ Calum Carmichael ὑπογραμμίζει τό κειμενικό χαρακτήρα τῆς σχέσης
ἀνάμεσα στά δύο εἴδη γραπτοῦ λόγου, δηλ. τό ἀφηγηματικό καί τό ἐντολοδοτικό
(στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ ἰουδαϊκοῦ Νόμου πού
ἐπισύρει τήν ἔννοια τῆς διαταγῆς, ὅμως ὑπό τόν ὅρο ἐντολοδοτικό θά ἐννοηθεῖ ἡ
κατανόηση καί ἐφαρμογή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας·
ἐξάλλου ἡ ἐντολή εἶναι ὑπόσχεση καί ὄχι νόμος, ἐπειδή ἀπουσιάζει ὁ δεσποτισμός
ἐκείνου πού διατάσσει· ἡ ἐντολή εἶναι ἔκφραση ἀγάπης· ἐξηγεῖ εὐσπλαχνικά τί εἶναι
ἐκεῖνο πού στέκεται ἐμπόδιο στήν ἐκπλήρωση τῆς ∆ιαθήκης). Τό ἀφηγηματικό ἐκτός
ἀπό τό ἱστορικό ὑπόβαθρο (τῆς ἐφαρμογῆς ἤ μή τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους ὡς
ἱστορική πρακτική) μᾶς προσανατολίζει σέ μία τελεολογία, δηλ. τή δυναμική
διεργασία τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό χριστιανικό ἰδεῶδες
γίνεται ἱστορική ἐπιλογή καί ἔτσι τό ἀφηγηματικό παραπέμπει στό ἐντολοδοτικό καί
τό ἐντολοδοτικό στό ἀφηγηματικό. Μέσα στήν ἐναλλασσόμενη αὐτή κίνηση, ἡ
ἀφήγηση ἀποτελεῖ παράδειγμα τοῦ κανόνα καί ὁ κανόνας ἀνεβάζει τήν ἀφήγηση
στό ἐπίπεδο τοῦ παραδείγματος. Τό ἀφηγηματικό καί ἐντολοδοτικό ἔχουν κοινό
σκοπό. Ἡ συνεχής ἐπανερμηνεία τῶν ἀφηγήσεων ὁδηγεῖ στήν «οἰκειοποίηση» τῆς
χριστιανικῆς διδασκαλίας10.
Ἱστορίες ὅπως: τοῦ ἀββᾶ Εὐπρέπιου νά βοηθᾶ τούς ληστές πού τόν κλέβουν11·
τοῦ ἁγίου Λογγίνου νά φιλοξενεῖ ἐν γνώσει του τούς μελλοντικούς του
δολοφόνους12· τῆς ἁγίας Θεοδώρας πού ἀρνεῖται νά κατανομάσει τούς ἐχθρούς
της, προφασιζόμενη ὑπνηλία13· τοῦ πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἀλεξάνδρου πού
ἐξαγοράζει ἀπό τούς βαρβάρους τόν καταχραστή γραμματέα του14, μᾶς κατευθύ-
νουν σέ αὐτό πού ὁ Ρικαίρ ἀποκαλεῖ ἀξίωμα ἀναστολῆς τοῦ ἠθικοῦ. Ὁ χρυσός

9
πρβλ. Paul Ricoeur & Andre LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ.76-87.
10
πρβλ. Paul Ricoeur & Andre LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ.121-122.
11
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ. 495.
12
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ. 518.
13
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ. 522.
14
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ. 528.
501

κανόνας πού προτείνει ὁ Χριστός, ἀνήκει σέ μία «λογική ἰσοδυναμίας» (κάνε στούς
ἄλλους ἐκεῖνο πού θέλεις νά κάνουν οἱ ἄλλοι σέ σένα), ἐνῶ ἡ ἀγάπη γιά τούς
ἐχθρούς ἐντάσσεται σέ μία «λογική ὑπεραφθονίας». Ἡ λογική ἰσοδυναμίας εἶναι
ἠθική, ἡ λογική ὑπεραφθονίας θρησκευτική. Τά ὅρια τοῦ ἠθικοῦ βρίσκονται στήν ἴδια
τή γενικότητά του (κιρκεκαρντιανή ἔννοια)· ἡ γενικότητα πρέπει νά διακρίνεται ἀπό
τήν καθολικότητα. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἐχθρό καί ὄχι ἡ γενική ἀγάπη ὑψώνει τό ἠθικό
στό ἐπίπεδο τοῦ καθολικοῦ· τό χωρίς ἀντάλλαγμα στήν παραίτηση ἀπό τήν
προσδοκία τῆς ἀμοιβαιότητας. Βέβαια τό ἠθικό καί τό θρησκευτικό δέν εἶναι
ἀνεξάρτητες περιοχές τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοποθετεῖ
δίπλα στό χρυσό κανόνα τήν ἐντολή ν' ἀγαπᾶμε τόν ἐχθρό μας, δείχνει ὅτι ὁ
χρυσός κανόνας πρέπει νά ἑρμηνεύεται ὑπό τό φῶς αὐτῆς τῆς ἐντολῆς, ὁπότε τό
ἠθικό μεταβάλλεται ἀλλά δέν καταργεῖται ἀπό τό θρησκευτικό, ἁπλά σχετικοποιεῖ-
ται. Ὁ Ἰησοῦς, καί κατ' ἀναλογία καί οἱ Γέροντες, δέν στέλνουν στό πῦρ τό
ἐξώτερον ἐκείνους πού δέν ἀνέρχονται στό δικό τους ἐπίπεδο. Πάντα ὑπάρχει ὁ
κίνδυνος οἱ «ἅγιοι» νά κατέβουν τά σκαλιά καί νά ἐπιστρέψουν στή γενικότητα καί
ὑπάρχει πάντα ἡ δυνατότητα στά ἄτομα πού ἀνήκουν στή «μάζα» νά γίνουν
«ἅγιοι»15.
Ἱστορίες ὑπακοῆς ὅπως: τῆς προσχώρησης τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Νέου, στό
κοινόβιο16· τοῦ Παύλου τοῦ ἁπλοῦ17· τοῦ ξεροῦ κλαριοῦ πού ἄνθισε καί ἔβγαλε
καρπούς ἐξαιτίας κανόνα ὑπακοῆς μοναχοῦ στό Γέροντά του18· τοῦ Μ. Βασιλείου νά
πλένει τά πόδια μοναχοῦ19, καί πού πολλές φορές θεωροῦνται ἀκραῖες, δέν
ἀντιστοιχοῦν στό αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης, δηλ. στήν ἁπλή ὑπακοή, ἀλλά ἀποκτοῦν
τήν παράδοξη μορφή τῆς «ὑπακοῆς ἀπό ἀγάπη», ὅπου ἡ ἐξάρτηση λαμβάνει τό
γνώρισμα τοῦ ἀγαπώμενου ὄντος. Ἡ δύναμη ἐπέκτασης πού ἁπλώνεται ἔξω ἀπό τό
Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον. Μόνη ἡ ἀγάπη πού ἔχουμε δεχτεῖ ἀπό τό Θεό
καθιστᾶ τήν πράξη τῆς ἀγάπης «κατ' ἐντολήν ἀγάπη». Ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον τείνει νά
ὠθήσει τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του πρός τήν ἀπεριόριστη πληθυντικότητα

15
πρβλ. Paul Ricoeur & Andre LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ.149-156.
16
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ. 478-480.
17
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.139-142 καί Historia Monachorum in Aegypto, σ. 132-133.
18
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.487.
19
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.1, σ.516· βλ. ἔρευνά μας, ∆ρῶντα
πρόσωπα καί λειτουργίες τους, παρ. Ἐφόδια ὑπέρβασης δοκιμασίας.
502

τῶν ἄλλων πού ἔχει ἀπεναντί του. Ἡ ἐλευθερία δέν ἔγκειται στό ν' ἀκολουθοῦμε
τίς αὐθόρμητες ἐπιθυμίες μας, ἀλλά στό νά τίς ξεπερνᾶμε. Ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι
στατική, εἶναι καρπός προσπάθειας, ἀποτέλεσμα κόπου20.
Ἱστορίες μεταστροφῆς ληστῶν (Περί Πατερμουθίου21, Μωσῆς ὁ Αἰθίωψ22)·
μεταστροφῆς πορνῶν (ἀββᾶ Σεραπίωνος23, ἀββᾶ Τιμοθέου24)· ἐξαγορᾶς φυλακι-
σμένων καί γενικότερα σωτηρίας δεινοπαθούντων ἀνθρώπων ἀπό «ἀνυπόληπτους»
σύμφωνα μέ τά κοινωνικά δεδομένα πολίτες (Περί Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξαν-
δρείας25, Περί Παφνουτίου (διήγηση Αὐλητῆ)26, καταδεικνύουν τήν ἀγάπη νά
μεταστρέφει τή δικαιοσύνη στό ὑψηλότερο ἰδεατό της, μέσῳ τῆς παραδειγματικῆς
δύναμης τῆς ἐξαίρεσης στήν πραγματική καθολίκευση τοῦ ἠθικοῦ κανόνα. Ὁ
φυλακισμένος, ἡ πόρνη, ἡ χήρα, ὁ ξένος ἀπεικονίζουν παραδειγματικά τήν πίεση
πού ἀσκεῖται ἀπό τήν ἀγάπη ἐπί τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἡ δικαιοσύνη νά ἐπιτεθεῖ
μετωπικά στίς πρακτικές ἀποκλεισμοῦ πού εἶναι ἴσως τό ἀντιστάθμισμα κάθε
ἰσχυροῦ κοινωνικοῦ δεσμοῦ. Ἡ ἐντολή ν' ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας διευρύνει τήν
ἔννοια τοῦ πλησίον. Τό διεθνές δίκαιο δέν εἶναι σήμερα ἱκανό νά προσφέρει στήν
οἰκουμενικότητα, χωρίς περιορισμούς, τήν κατάλληλη θεσμική μορφή τοῦ κανόνα
δικαιοσύνης. Στήν οὐτοπία θά πρέπει λοιπόν νά βρεῖ καταφύγιο τό ἰδεατό τῆς
αἰώνιας εἰρήνης, κατά τόν ὁμώνυμο τίτλο τοῦ ἔργου τοῦ Κάντ, πού ἐπιχειρηματο-
λογεῖ μέ τούς ὅρους ὀφειλόμενης δικαιοσύνης καί ἀπαιτητοῦ δικαίου, ὑπέρ τοῦ
ἀποκλεισμοῦ τοῦ πολέμου ἀπό τό πεδίο σχέσεων μεταξύ τῶν κρατῶν. ∆έν
ἐναπόκειται ἄραγε στήν ἀγάπη τοῦ πλησίον νά κεντρίσει τίς συγκεκριμένες
προσεγγίσεις τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς πρός τήν κατεύθυνση τῆς αἰώνιας εἰρήνης;
∆έν ἐναπόκειται ἄραγε στή φαντασία τῆς ἀγάπης νά διευρύνει τό προνόμιο τοῦ
πρόσωπο μέ πρόσωπο σέ ὅλες τίς σχέσεις μέ τούς ἄλλους χωρίς πρόσωπο; Ἡ
ἀγάπη εἶναι αὐτή πού ἀρνεῖται τήν ἐγκυρότητα τῆς πολιτικῆς διαφορᾶς μεταξύ

20
πρβλ. Paul Ricoeur & Andre LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ. 132,170-173.
21
Historia Monachorum in Aegypto, σ.76.
22
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ. 118.
23
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.117.
24
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.122.
25
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.126.
26
Historia Monachorum in Aegypto, σ.102-104.
503

φίλων καί ἐχθρῶν, ἀλλά καί αἴρει τό χάσμα μεταξύ τοῦ «ἐσύ» καί τοῦ τρίτου
προσώπου27.
Ἱστορίες ἀπόκτησης ἀρετῶν μέσα ἀπό τήν ἐνδοσκόπηση καί θεραπεία τῶν
παθῶν28, ἀποτελοῦν μεθοδικές προσεγγίσεις συμπληρωματικοῦ χαρακτήρα τοῦ
χριστιανικοῦ ἰδεώδους. Ἡ γνώση τῶν συνθηκῶν παραγωγῆς καί τῆς σύνθεσης τοῦ
κειμένου, ἐπιτρέπουν τήν ἀποπλαισιοποίηση τοῦ μηνύματος καί τήν ἐπαναπλαισιοποί-
ηση του σ' ἕνα πλέγμα συμφραζομένων, πού ὡς στόχο του ἔχει τήν «σύγχρονη
καθημερινότητα» καί εἶναι διαφορετικό ἀπό τό ἀρχικό: Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἀνέχεται
τόν ἔμπορο πού ἐνῶ τόν πλήρωσε γιά ἐνενήντα ἐννέα κατσίκες, ἔβγαζε ἀπό τό
μαντρί ἑκατό. Ὁ ἔμπορος δέν καταλάβαινε γιατί ἀντιστέκονταν ἡ ἑκατοστή κατσίκα
καί ξαναγυρνοῦσε στό μαντρί της· καί ὅταν αὐτό συνέβη δύο καί τρεῖς φορές ἡ
τοποθέτηση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔμπορο: «ὅρα, τέκνον, μήποτε οὐ μάτην ταῦτα τὸ
ζῶον οὔτε μὴν ἀλόγως ἀχθήσεται τῇ ἀπαγωγῇ, ἀλλ' ὅτι μὴ καὶ αὐτῆς λαθὼν τὴν
τιμὴ προκατέθου», γίνεται αἰτία: «ἐκεῖνος τὴν καρδίαν πληγεὶς εἰς νοῦν ἀνήνεγκε,
καὶ εἰς αἴσθησιν ἐλθὼν οὗ περ ἔδρασεν, αὐτό τε διωμολόγει καὶ συγγνώμη
ἠτεῖτο.»29. Ὁ πυρήνας τῆς διήγησης ἀντιστοιχεῖ στή συγχωρητικότητα πού δέν
περικλείεται μόνο στά ὅρια τοῦ νά ὑπομένεις τήν ἀδικία μέ μακροθυμία, ἀλλά καί
νά μεταβάλλεις τήν συμπεριφορά τοῦ ἄλλου ἐξαιτίας τῆς ἀνεξικακίας σου. Αὐτός ὁ
πυρήνας καθίσταται παραδειγματικός καί ἐπικοινωνήσιμος, κατά κάποιο τρόπο
«ἐκτός πλαισίου ἀναφορᾶς». Χρησιμεύει ὡς διαθέσιμη «συνταγή» στούς χώρους
λατρείας γιά τήν ἔκφραση τῶν παραλλαγῶν τοῦ ἀτομικοῦ παραπόνου. Τό παιγνίδι
μεταξύ ἐξατομίκευσης καί γενίκευσης (διαδικασία ἀποεξατομίκευσης) ἀφορᾶ τόσο
τήν προσωπικότητα τοῦ ἀκροατῆ-ἀναγνώστη ὅσο καί τήν πίστη του. Ὁ μετασχηματι-
σμός τοῦ «ἐγώ» σέ κενή θέση, καταλαμβάνεται κάθε φορά ἐκ νέου ἀπό διαφο-
ρετικό ἀναγνώστη-ἀκροατῆ.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις εἶναι ἱστορίες γιά τήν ἀνθρώπινη ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Ἀποτελοῦν ἕνα πέρασμα ἀπό τό ἐν δυνάμει στό ἐνεργείᾳ. Ἐκτυλίσσονται σέ
προσωπικό (ἀτομικό) ἐπίπεδο πού ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο διαχρονικά κοινωνικό. Οἱ

27
πρβλ. Paul Ricoeur & Andre LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ.179-185.
28
πρβλ. ἔρευνά μας, κεφ. Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, ἑνότητα ∆ομικά γνωρίσματα, παρ. Πάθη
καί ἀρετές.
29
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ. 2, σ.487· πρβλ. Paul Ricoeur & Andre
LaCocque, Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, σ.283-287.
504

μεγάλες πτώσεις καί ἄνοδοι, οἱ ἀκραῖες ταπεινώσεις καί ἐξυψώσεις ἀποτελοῦν σέ


γενικές γραμμές γνωρίσματα μύθου. Στίς ἱστορίες αὐτές ὁ Θεός μιλᾶ ὡς ἐπί τό
πλεῖστον μέσα ἀπό τή σχέση Γέροντα-μαθητή. Ἡ ἀνάκληση τους στή μνήμη τοῦ
(χριστιανοῦ) ἀκροατῆ-ἀναγνώστη, βοηθοῦν στό ρίζωμα μιᾶς ἀνακτημένης ἐμπιστο-
σύνης στό πρό αἰώνων σχέδιον σωτηρίας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο.

2. Μετασχηματισμοί.

Τί νόημα ἔχει μία συλλογή ψυχωφελῶν διηγήσεων; Ἡ ἐσωτερική συνοχή καί


ἀκολουθία ἑνός κειμένου (Λαυσαϊκή ἱστορία, Historia Monachorum in Aegypto) θά
μποροῦσε νά σημαίνει γιά τήν πρωτόγονη χριστιανική σκέψη ἕνα «πρότυπο» καινοῦ
τρόπου ζωῆς, τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, μέ δρῶντα πρόσωπα μιά ἰδιαίτερη ὁμάδα
ἀνθρώπων τούς ἀσκητές (μέ ἡρωϊσμούς, περιπέτειες καί ὑπερβάσεις τῶν
ἀνθρώπινων ὁρίων καί ἀπώτερο στόχο τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία); Ἤ ἡ εὕρεση
μεμονομένων ψυχωφελῶν διηγήσεων συνεπάγεται μήπως διαδικασία ἐκφυλισμοῦ
καί ἀποδιοργάνωσης τοῦ φαινομένου, δηλ. νά βρίσκονται μόνο διασκορπισμένα
στοιχεῖα αὐτοῦ πού σέ μία προηγούμενη ἐποχή ὑπῆρξε ἕνα ὅλον μέ νόημα; Ἤ
μήπως ἡ ἀσύνδετη κατάσταση ἦταν ἀρχαϊκή καί πώς οἱ διηγήσεις τοποθετήθηκαν
μαζί, σέ μία σειρά, ἀπό αὐτόχθονες φωτισμένους μοναχούς, πού δέν ὑπάρχουν
παντοῦ ἀλλά μόνο σέ ὁρισμένες κοινωνίες ἑνός δεδομένου τύπου (Ἀναστασίου
μοναχοῦ...) καί πού συγχρόνως ἐνδιαφέρονταν ἐξίσου γιά τή συλλογή δεδομένων
καί ἀπό ἄλλες συγγενεῖς ὁμάδες (π.χ. μοναχοί τοῦ Σινᾶ ρωτοῦσαν καί μάθαιναν
γιά τόν τρόπο ζωῆς μοναχῶν τῆς Ραϊθῶ, στό κείμενο τοῦ Ἀμμωνίου); Μέ τό
πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ σκυτάλη δίνεται στούς ἀντιγραφεῖς καί στούς συμπιλητές,
πού καί αὐτοί,οἱ περισσότεροι, ἀνήκουν στό χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ συλλογές
ἀποτελοῦν δυνατότητα στοιχειώδους ἐκπαίδευσης καί μόρφωσης τοῦ χριστιανικοῦ
ἰδεώδους· ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν καί τῶν ἐν δυνάμει μοναχῶν πού διδάσκονται
τίς ἀρχές τοῦ μοναχισμοῦ ἀπό τήν κοιτίδα του, ἀλλά καί τοῦ ἁπλοῦ πιστοῦ.
Συγχρόνως ἰσχυροποιοῦν διεκδικήσεις τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας γιά ἐδαφικά
σύνορα ἱερῶν τόπων ἀπό ἀλλοθρήσκους ἤ ἑτεροδόξους ἀλλά καί πολιτειακές
ἐκκρεμότητες σέ σχέση μέ τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική καί μοναχική ζωή. Οἱ
ἱστορίες αὐτές διαθέτουν ἴδια βασική δομή, ἀλλά τό περιεχόμενο τοῦ πυρήνα
505

μπορεῖ νά ποικίλει. Εἶναι ἕνα εἶδος μικρο-μύθου πού εἶναι βραχύς καί
συμπυκνωμένος· παρ' ὅλα αὐτά διαθέτει τήν ἰδιότητα τοῦ μύθου, κατά τό ὅτι μπορεῖ
νά τόν παρατηρήσει κάποιος κάτω ἀπό διαφορετικούς μετασχηματισμούς· κι ὅταν
ἕνα στοιχεῖο μετασχηματίζεται τότε καί τά ἄλλα στοιχεῖα πρέπει να
ἐπαναδιευθετηθοῦν ἀναλόγως. Ὅλες αὐτές οἱ διηγήσεις εἶναι ἐξαιρετικά
ἐπαναλαμβανόμενες. Ὁ ἴδιος τύπος γεγονότος μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ἀρκετές
φορές γιά νά περιγράψει διαφορετικά συμβάντα. Ἄλλοτε περιγράφονται ὅμοια
συμβάντα πού δέν λαμβάνουν χώρα στόν ἴδιο τόπο, δέν ἀφοροῦν τούς ἴδιους
ἀνθρώπους καί μπορεῖ ν' ἀπέχουν χρονολογικά. Σ' αὐτές τίς ἱστορίες βρίσκονται
τά ἴδια μυθικά στοιχεῖα νά συνδυάζονται πάλι καί πάλι, ἀλλά βρίσκονται μέσα σ'
ἕνα κλειστό κύκλωμα σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν Ἱστορία πού φυσικά εἶναι ἕνα
σύστημα ἀνοικτό. Αὐτό δείχνει πώς χρησιμοποιώντας τό ἴδιο ὑλικό, ἐπειδή αὐτό
εἶναι ἕνα εἶδος κοινῆς κληρονομιᾶς ἤ κοινῆς πατρικῆς περιουσίας ὅλων τῶν
ὁμάδων, μπορεῖ κάποιος παρόλα αὐτά νά πετύχει νά συστήσει μιά πρωτογενή
ἀφήγηση. ∆ύο ἀφηγήσεις πού δέν εἶναι ὅμοιες παρ' ὅτι περιγράφουν τό ἴδιο
γεγονός, σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ταυτόχρονα ἀληθεῖς μέ τή μόνη διαφορά
πώς ἡ μία ἀφήγηση θεωρεῖται καλύτερη ἤ πιό ἀκριβής ἀπό τήν ἄλλη. Εἶναι ἐξίσου
ἔγκυρες γατί οἱ διαφορές ἀνάμεσα σέ αὐτές δέν νοοῦνται ὡς διαφορές30.
∆ειγματοληπτικά, ἡ διήγηση Περί Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας31, εἶναι
μία διήγηση μέ σύνθετη μορφή. Τόν κορμό της γεννᾶ ἡ ἐρώτηση-παράκληση στό
Θεό, πού θέτει ὁ ἀββᾶς Πύρρος: «...τοῦ γνωρίσαι μοι μετὰ τίνος ἔχω τήν μερίδα,
καὶ εἰ ἄραγέ ἐστί τις ἐπὶ γῆς ἐπίσης μου·»· ἀποτελεῖ ἀπόρροια τοῦ πάθους τῆς
κενοδοξίας: «ὡς εἰς μέγα μέτρον φθάσαντός μου ὑπέρ ἅπαντας τοὺς ἐν ἐρήμῳ
ἀσκοῦντας πατέρας.». Ἡ ἀπάντηση εἶναι: «μετὰ Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας
ἔχεις τὴν μερίδα». Αὐτό τόν τύπο διήγησης τό ἔχουμε ξανασυναντήσει: α) στήν
Historia Monachorum in Aegypto, Περί Παφνουτίου μέ τίς ἱστορίες τοῦ αὐλητῆ, τοῦ
πρωτοκομητῆ καί τοῦ ἐμπόρου πολύτιμων μαργαρίτων (σ.102-109)· β) στήν

30
πρβλ. Claude Lévi-Strauss, Μύθος καί νόημα, μτφρ. Βαγγέλη Ἀθανασόπουλου, ἐκδ. Καρδαμίτσα,
Ἀθήνα 1986, σ. 89-93.
31
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.126-136.
506

Λαυσαϊκή ἱστορία, Περί τῆς ὑποκρινομένης μωρίαν (τ.1, σ.180). Παρατηρεῖται


λοιπόν, σέ διαφορετικά πρόσωπα νά ἀποδίδεται ἡ ἴδια μυθική πλοκή ἱστορίας.
Στή διήγηση Περί Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας, ὁ πρωταγωνιστής εἶναι ἕνας
καί οἱ ἱστορίες πού ἀναφέρονται σ' αὐτόν εἶναι δύο, πού τά θέματά τους τά ἔχουμε
κι αὐτά ξανασυναντήσει: Τό πρῶτο θέμα περιέχει τό ὑλικό τῆς ἱστορίας τοῦ αὐλητῆ
(Περί Παφνουτίου, Historia Monachorum in Aegypto, σ.102-104)· ἐνῶ τό δεύτερο
περιέχει μέρος ἀνάλογου ὑλικοῦ μέ τή διήγηση Ἱππολύτου στή Λαυσαϊκή ἱστορία,
(τ.2, σ.60): μεταμφίεση προσώπων καί φυγάδευσή τους καί κοινός τόπος
διεξαγωγῆς τοῦ περιστατικοῦ ἕνα πορνεῖο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἀφηγητής τῆς
διήγησης Περί Σεργίου τοῦ δημότου Ἀλεξανδρείας, εἶναι γνώστης τοῦ ὑλικοῦ τῶν
προηγουμένων ἱστοριῶν μέ ἀποτέλεσμα στό πέρασμα τοῦ χρόνου νά «ραψωδεῖ»
(πρβλ. ὁμηρικό ζήτημα), δηλ. νά συρράπτει μεμονωμένα περιστατικά καί νά τά
συνθέτει ὑπό νέα μορφή, διανθίζοντάς τα μέ στοιχεῖα καταστάσεων ἐπηρεασμένα
τῆς σύγχρονης πραγματικότητας (τοῦ ἀφηγητῆ).
Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις, μέσῳ τῶν Γεροντικῶν
φυσιογνωμιῶν, ὡς ὁ διδάσκαλος πού κηρύσσει· κηρύσσει τόν ἑαυτό Του μέ τήν
ἔννοια, ὅτι καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά μετάσχει σέ Αὐτόν. Οἱ λόγοι καί τό κήρυγμα
Του ἀποκτοῦν νόημα ὡς ὑπογράμμιση τοῦ μυστηρίου αὐτῆς τῆς μετοχῆς καί
μεταστοιχειώσεως καί εἶναι προσκλητήριοι λόγοι. Ἡ μόνη ὁδός γιά νά λεχθεῖ κάτι
γνήσιο καί ὀρθό πέρα ἀπό τούς εὐαγγελικούς λόγους καί πάνω φυσικά ἀπό τίς
ἀνθρώπινες νοητικές δυνάμεις εἶναι ἡ προσωπική μετοχή στό Χριστό, στήν
Ἀλήθεια.
Ἡ γλώσσα τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων τῶν χρόνων τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης δέν
εἶναι καθαυτό μυθική, ἀλλά εἶναι ἡ γλώσσα τῶν φιλοσόφων, τῶν κοσμολόγων,
τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης, δηλ. τῆς ἐποχῆς πού εἶχε σημαντικά ξεπεράσει τό μύθο καί
εἶχε γενικά κάποιο λόγο, συχνά ἐπιστημονικό γιά τά μεγάλα θέματα ἀνεξαρτήτως
τῆς ὀρθότητάς του ἤ μή. Οἱ συγγραφεῖς φυσικό ἦταν νά χρησιμοποιοῦν τή γλώσσα,
τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον συνεννοοῦνταν οἱ ἄνθρωποι τότε καί πού βέβαια δέν
εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος μέ τό δικό μας τρόπο σήμερα. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι
τό ποιά συνείδηση εἶχαν οἱ συγγραφεῖς ὅταν χρησιμοποιοῦσαν τή γλώσσα τῆς
ἐποχῆς καί ὄχι καθαυτό τό γεγονός, ὅτι δηλ. χρησιμοποιοῦσαν τή γλώσσα τῆς
507

ἐποχῆς. Ἄν οἱ συγγραφεῖς στόν ἄλφα ἤ βῆτα ἐποχικό ὅρο εἶχαν τήν ἐντύπωση ὅτι
διαπίστωναν τήν ἀλήθεια, τότε ἀναμφίβολα καί λάθος ἔκαμαν καί ἀπομύθευση
χρειάζονται· ἤ ἄν ἀκόμα χρησιμοποιοῦσαν χωρίς ἐπεξήγηση ἐποχικούς ὅρους πάλι
χρειάζονται ἀπομύθευση. Ὅμως με τούς συγκεκριμένους συγγραφεῖς συμβαίνει τό
ἀντίθετο: εἶχαν βαθειά ἐπίγνωση ὅτι χρησιμοποιώντας τούς ἐποχικούς ὅρους
δηλώνουν κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού δηλώνουν οἱ ὅροι αὐτοί. Χρησιμοποιήθη-
καν π.χ. πολιτειακοί, κοσμολογικοί καί φιλοσοφικοί ὅροι. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Κύριος
καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. ∆ιαθήκης ἔχουν σαφή συνείδηση, ὅτι δέν ὑπάρχει
ἀναλογία ἤ ἀντιστοιχία μεταξύ τοῦ ἐγγενοῦς περιεχομένου τῶν παραπάνω ὅρων
καί τῆς ἀλήθειας πού ἐπιθυμοῦσαν μέ αὐτούς νά δηλώσουν. Ἑπομένως ἡ γλώσσα
πού χρησιμοποιοῦσαν δέν ἦταν μυθική ἀλλά καιρική καί συμβατική. Αὐτό πού
κυρίως εἶναι ἀπαραίτητο πρός κατανόηση, γνώση, βίωση, τῆς δηλούμενης ἀλήθειας
εἶναι ἀναγκαστικά ἡ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας-φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν
ὁποία οἱ συγγραφεῖς εἶχαν, ὅταν χρησιμοποιοῦσαν τούς «μύθους» (παραβολές,
παραδείγματα, εἰκόνες). ∆έν ὑπάρχει πραγματική ἀναλογία μεταξύ βιβλικῆς λέξης
καί δηλούμενης ἀλήθειας. Ἡ λέξη εἶναι κτιστή, ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄκτιστη.
Ἡ προσπάθεια τῆς ἀπομύθευσης (θεωρία τοῦ προτεστάντη Rudolf Bultman -
Entmythologisierung-, στηριζόμενος στήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί στή θεωρία περί
ἐξελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ τοῦ A. Harnack), ἀποβαίνει φαῦλος κύκλος καθώς
αὐτό πού θά προβληθεῖ ὡς ἀληθές νόημα τῆς μυθικῆς γλώσσας, θά συνιστᾶ πάλι
μυθική γλώσσα. Ἡ «ἀλήθεια» θά δηλωθεῖ πάλι μέ κάποιο γλωσσικό σχῆμα
σύγχρονης ἐποχῆς (ἀναμύθευση, R. Prenter, Karl Jaspers / Remythologisierung) πού
πάλι δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἀλήθεια. Στή γνώση τῆς ἀλήθειας προηγεῖται ἡ ἐμπειρία
τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας καί ἀκολουθεῖ μετά ἡ γλωσσική διατύπωση· καί ἔτσι ἔχουμε
θεολογία32.
Οἱ λέξεις πού ἐπιλέγει πρός χρήση ὁ θεολόγος εἶναι μόνο σημαντικές ἤ
δηλωτικές ἤ σημειωτικές τῆς ἀλήθειας. Οἱ λέξεις στή θεολογία μόνο σημαίνουν ἤ
δηλώνουν τήν ἀλήθεια· δέν τήν περιέχουν οὔτε ταυτίζονται μέ αὐτήν μερικά ἤ
ὁλικά. Ἡ δυνατότητα τῶν λέξεων καί τῶν εἰκόνων τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητας
φθάνει μόνο μέχρι τήν ἐπισήμανση, τή δήλωση, τήν ὑπογράμμιση, ἑνός γεγονότος

32
Στ. Παπαδόπουλου, Θεολογία καί γλῶσσα, σ.25-38.
508

πού εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας. Γι αὐτό καί καθ' ἑαυτήν ἡ γλώσσα δέν ἀποβαίνει
σύμβολο ἱερό, φορέας θείας δυνάμεως καί ἅρα σεβαστή καθεαυτήν. Ἄν ἡ γλώσσα
λειτουργοῦσε ὡς σύμβολο-φορέας θείας δυνάμεως θά ἦταν ἀπό μόνη της,
καθεαυτήν σωτηριώδης καί πηγή Θείας χάρης. Ἡ θεολογία εἶχε πάντα συνείδηση
τῆς συμβατικότητας τῆς γλώσσας καί τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ δυσκολίες της
ὀφείλονται πρώτιστα στή βίωση τῆς αλήθειας καί ἔπειτα στίς γλωσσικές μορφές
πού θά δήλωναν τήν ἱερή αὐτή βίωση. Ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί μετά
γνωρίζουμε τήν ἀλήθεια, διότι κοινωνοῦμε μέ τήν ἀλήθεια καί ὄχι γιατί ἀκοῦμε γι'
αὐτήν33.
Οἱ εἰκόνες, τά σύμβολα, οἱ μύθοι δέν εἶναι ἀνεύθυνες δημιουργίες τῆς ψυχῆς.
Ἀνταποκρίνονται ὅπως ἀναφέρει ὁ Εliade σέ μία ἀναγκαιότητα, δηλ. νά
ἀνακαλύψουν τίς πιό μυστικές ἰδιότητες τοῦ εἶναι. Τό σύμβολο μέ τήν αἰσθητή θέα
καί τή νοητή σημασία του γίνεται σημαντικό μέσο ἔκφρασης στήν τέχνη καί τή
θρησκεία καί ἀποτελεῖ γέφυρα πού συνδέει τό ὁρατό μέ τό ἀόρατο. Οἱ διηγήσεις
εἶναι ἕνα εἶδος συμβόλου καί τά σύμβολα ἕνα εἶδος διηγήσεων· ὑπηρετοῦν τόν
ἴδιο σκοπό μέ τόν ἴδιο τρόπο· καί τά δύο ἔχουν ἀνάγκη ἑρμηνείας γιά νά
κατανοηθοῦν σωστά καί σωστικά καί νά ὁδηγήσουν τόν πιστό στό «φωτισμόν τῆς
γνώσεως τῆς δόξεως τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ».
Τό σύμβολο βέβαια δέν εἶναι μόνο ἡ διήγηση καί ἡ εἰκόνα ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ
λόγος, γραπτός ἤ προφορικός, ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα ὡς συμβατικό μέσο
ἐπικοινωνίας καί συνεννοήσεως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ γνώση τοῦ λεκτικοῦ
συμβόλου καί ἡ κατανόησή του διανοίγει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου γιά νά συλλάβει
τήν ἐκφραζόμενη μέ τό λόγο πραγματικότητα ἤ ἔννοια34.
Κατά τόν ψυχολόγο Igor Caruso τό σύμβολο εἶναι μία προσπάθεια πού
καταβάλλει τό ἐγώ, δηλ. τό ὑποκείμενο νά συναντηθεῖ μέ τόν ἐξωτερικό κόσμο (μέ
τό ἀντικείμενο). Τό σύμβολο παίζει μεσάζοντα ρόλο καί δημιουργεῖ πεδίον

33
Στ. Παπαδόπουλου, Θεολογία καί Γλώσσα. Ἐμπειρική Θεολογία-Συμβατική γλώσσα, ἐκδ.
Παρουσία, Ἀθήνα 1997, σ.54-59, 72-77· πρβλ. Στ. Καραχάλια, Ἡ σύγχρονη γλωσσοαναλυτική
φιλοσοφία καί ἡ ἐφαρμογή της ὡς μέθοδος ἑρμηνείας στά θεολογικά μαθήματα τοῦ Λυκείου,
σ. 62-71 ἀπό τά Πρακτικά Ἐπιστημονικῆς Συνάντησης Θεολόγων Γ’ ∆ιεύθυνσης Ἀθηνῶν, ∆υτ.
Ἀττικῆς, Βοιωτίας, μέ θέμα «Ἡ Μαρτυρία τοῦ Θεολόγου στή σύγχρονη Ἐκπαίδευση», 28-29
Ἀπριλίου 2004, Χορηγός ἔκδοσης ∆ῆμος Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἀθήνα 2006.
34
πρβλ. Ι. Φουντούλη, Ἡ συμβολική γλῶσσα τῆς Θείας Λατρείας στά Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (πρακτικά Ἱ. Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας,1991), σ.52-53.
509

συναντήσεως· καί ἡ πιό ἁπλή ἀντίληψη ἔχει συμβολικό χαρακτήρα. Γιά ν' ἀποφέρει
ὅμως καρπό δέν φθάνει μόνο ἡ συνάντηση ἀλλά καί ἡ συγχώνευση. Ἕνα ἀπό τά
κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ συμβόλου εἶναι ὁ ἀμφιρροπικός του
χαρακτήρας, δηλ. ἀποκαλύπτει καί ἀποκρύπτει. Καλύτερη ἀπόδοση αὐτῆς τῆς ἔννοιας
εἶναι οἱ διηγήσεις· εἶναι γεμάτες ἀπό σύμβολα πού μέσῳ αὐτῶν, πού εἶναι καί ὁ
ἁπλούστερος τρόπος, γνωρίζουμε τίς μεγάλες ἀλήθειες. Γιά νά φθάσει ὅμως
κάποιος σ' αὐτές τίς ἀλήθειες, δέν χρειάζεται μόνο ἡ νόηση ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ
βούληση, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Γιά νά γνωρίσουμε τό Θεό, τό κατεξοχήν
σύμβολο τοῦ Πατέρα, πρέπει νά Τόν ἀγαπήσουμε35.
Ἡ παιδαγωγική ἐπεξεργασία καί ἡ ποιμαντική ἀξιοποίηση τοῦ συμβόλου πρέπει
νά γίνεται ὕστερα ἀπό σωστή ἀξιολόγηση πού προϋποθέτει βαθειά θεολογική
πεῖρα, γνώση συμβολικῆς θεολογίας, γνώση συμβολικῆς γλώσσας, γνώση τῆς
ψυχολογίας τοῦ ἀτόμου, κατηχητική ἱκανότητα, κηρυγματική δεξιοτεχνία καί
κοινωνική παρρησία. Αὐτός πού θ' ἀναλάβει αὐτό τό ρόλο πρέπει νά πετύχει τή
συντριβή τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καί ἰουδαϊκοῦ κόσμου (ἀπ' ὅπου καί οἱ ἐπιρροές) μέ τό
σύνθημα «τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντας σώσω»36.
Κατά τόν J.W. Fowler, ἀπό τό 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου, (στάδιο 4, τῆς
λεγόμενης ἐξατομικευμένης-στοχαστικῆς πίστης), παρατηρεῖται ἕνα εἶδος ἀπομυθο-
ποίησης τῶν συμβόλων, τῶν μύθων καί τῶν τελετουργιῶν μέ θετικές καί ἀρνητικές
ἐπιπτώσεις στή διαμόρφωση τῆς πίστης καί τῆς κοσμοθεωρητικῆς ἀντίληψης του.
Στίς ἀρνητικές καταλογίζεται ὁ πιθανός κλονισμός ἀπέναντι στή μυστική διάσταση,
τό ρόλο καί τήν ἀξία τοῦ συμβόλου. Ἕνα εἶδος ὑποκειμενισμοῦ ἀκολουθεῖ
ἀναπόφευκτα τή διαδικασία τῆς ἀπομυθοποίησης, πού θά μποροῦσε νά πιστωθεῖ καί
στίς θετικές παραμέτρους, καθώς ἡ δυνατότητα ἐξαγωγῆς προσωπικῶν καί
συγκεκριμένων νοημάτων καί ἀξιῶν συμβάλλουν στήν προσπάθεια τοῦ ἀτόμου γιά
αὐτοεπίγνωση καί αὐτοπροσδιορισμό. Μετά τό 30ο ἔτος, (στάδιο 5, τῆς συνενω-
τικῆς πίστης), τό ἄτομο κατανοεῖ τά σύμβολα, τίς ἀφηγήσεις, τά δόγματα καί τίς
τελετουργίες τόσο τῆς δικῆς του ὅσο καί τῆς θρησκευτικῆς παράδοσης τῶν ἄλλων,

35
πρβλ. Χρ. Βάντσου, Τά Σύμβολα ἀπό ἄποψη Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας στά Σύμβολα καί
Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (πρακτικά Ἱ. Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
∆ράμας,1991), σ.125-127.
36
Γ. Βεργωτῆ, Ποιμαντική ἀξιοποίηση τοῦ συμβόλου, στά Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας (πρακτικά Ἱ. Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας,1991), σ. 101.
510

ὡς ἀναπόφευκτα συγκεκριμένες, μερικές καί περιορισμένες ἐκφάνσεις τῆς


ἐμπειρίας τῶν ἀνθρώπων γιά τό Θεό. Τονίζεται ἡ σχετικότητά τους ἀπέναντι στήν
ἴδια τήν ὑπερβατική καί ὀντολογική πραγματικότητα. Οἱ θρησκευτικές παραδόσεις
ἐκλαμβάνονται ἀπό τό ἄτομο ὡς φορεῖς διαμεσολάβησης στή δημιουργία σχέσης
μέ τήν ὕψιστη, ἀπόλυτη ὑπερβατική πραγματικότητα37.

3. Φυγή: ∆ιέξοδος τῆς μνήμης.

Οἱ κρίσιμες καμπές στή ζωή ἑνός ἀνθρώπου (στάδια ζωῆς κατά τόν Erikson)38,
ὅταν δηλ. οἱ περιστάσεις τόν ἑτοιμάζουν γιά ἀλλαγές, τότε στρέφεται στούς
ἄλλους πού ἔχουν βιώσει κάτι παρόμοιο καί γίνεται δεκτικός σέ καινούριες τάσεις
καί νέους τρόπους ἀντιμετώπισης τοῦ ἑαυτοῦ του μέσα στόν κόσμο.
Ἐρευνητές ψυχολογίας τοῦ βάθους τονίζουν τίς ὁμοιότητες μεταξύ τῶν
φανταστικῶν γεγονότων στούς μύθους, στίς διηγήσεις, στά παραμύθια καί ἐκείνων
στά ὄνειρα καί στίς ὀνειροπολήσεις τῶν ἐνηλίκων (ἐκπλήρωση ἐπιθυμιῶν,
κατατρόπωση ὅλων τῶν ἀνταγωνιστῶν, ἐξόντωση τῶν ἐχθρῶν). Συμπεραίνουν ὅτι
ἕνας ἀπό τούς λόγους τῆς ἕλξης πού ἀσκεῖ ἡ λογοτεχνία εἶναι ὅτι ἐκφράζει αὐτό
πού συνήθως ἐμποδίζεται στή συνειδητοποίησή του. Ὑπάρχουν ὅμως καί σημαντικές
διαφορές, ὅπως στά ὄνειρα τίς περισσότερες φορές ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας
εἶναι μεταμφιεσμένη, ἐνῶ στίς διηγήσεις κατά μεγάλο μέρος ἐκφράζεται ἀνοιχτά.
Τά ὄνειρα εἶναι τό ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν πιέσεων ἀπό τίς ὁποῖες τό ἄτομο δέν
βρίσκει ἀνακούφιση. Ἡ διήγηση προβάλλει τήν ἀνακούφιση ἀπό ὅλες τίς πιέσεις καί
ὄχι μόνο προτείνει τρόπους λύσεως προβλημάτων, ἀλλά ὑπόσχεται καί αἴσια
ἔκβαση. ∆έν μπορεῖ κάποιος νά ἐλέγξει τί συμβαίνει στά ὄνειρά του· ἄν καί ἡ
ἐσωτερική λογοκρισία ἐπηρεάζει αὐτό πού ὀνειρεύεται, ὁ ἔλεγχος συντελεῖται στό
ἐπίπεδο τοῦ ἀσυνειδήτου. Ἀντίθετα ἡ διήγηση, εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς διαμόρφω-
σης ἑνός συνειδητοῦ καί ἀσυνειδήτου περιεχομένου, ἀπό τή συνειδητή νόηση ὄχι
ἑνός συγκεκριμένου ἀτόμου ἀλλά στή βάση τῆς συναίνεσης πολλῶν ἀνθρώπων,
ἀναφορικά μέ ὅτι θεωροῦν ἀνθρώπινα προβλήματα καί ἀποδέχονται θεμιτές
37
Ἐμμ. Περσελῆ, Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2005, σ.262, 280· πρβλ. τοῦ
ἰδίου, Ψυχοκοινωνικά στάδια ἀνάπτυξης τῆς πίστης καί χριστιανική ἀγωγή, στό τόμο Ἀντίδωρον
τῷ Μητροπολίτῃ Μεσσηνίας Χρυσοστόμῳ Θεμέλῃ, τ. 2, σ. 213-229, Καλαμάτα 2006.
38
βλ. Ἐμμ. Περσελῆ, Θεωρίες θρησκευτικῆς ἀνάπτυξης καί ἀγωγῆς. Erik H. Erikson καίJean Piaget,
Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2000.
511

λύσεις. Ἄν μία διήγηση δέν περιεῖχε ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα δέν θά μεταφέρονταν
ἀπό γενεά σέ γενεά· κανένα ὄνειρο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου δέν θά μποροῦσε να
προκαλέσει τόσο ἔντονο ἐνδιαφέρον, ἐκτός κι ἄν μετατρέπονταν σέ μύθο,
παράδειγμα ἡ ἱστορία μέ τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ ὅπως τά ἑρμηνεύει ὁ Μωϋσῆς στή
Βίβλο39.
Ὁ χαρακτήρας τῶν ὀνείρων εἶναι ἀποκαλυπτικός ἀλλά καί προσωπικός, καθώς
ἔχουν μία ἄμεση ἐξάρτηση μέ τούς πόθους καί τίς ἐπιθυμίες μας ὅπως καί μέ τούς
φόβους καί ἀνησυχίες μας. Ὁ Jung ἀναφέρει, ὅτι τά «ὄνειρα δύσκολα κατανο-
οῦνται», γι' αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος λέει: «∆ιὰ τοῦτο καὶ ἡ τῶν ὀνείρων φύσις
ἀσαφὴς καὶ πλαγία καὶ οὐ μικρᾶς δεομένης τῆς ἐκ τοῦ νοῦ ἐντρεχείας· καὶ πολλὴ
συγγένεια πρὸς τὰ ἐκ τῶν ὀνείρων αἰνίγματα τοῖς κατὰ ἐπίκρυψιν ἐν τῇ Γραφῇ
δηλουμένοις. Ὅθεν καὶ Ἰωσὴφ καὶ ∆ανιήλ τῷ προφητικῷ χαρίσματι τὰ ὄνειρα
διεγίγνωσκον, ἐπειδὴ οὐκ αὐτάρκη τὰ τῶν ἐννοιῶν πρὸς τὴν θήραν τῆς ἀληθείας.».
Τό προφητικό χάρισμα λοιπόν (πρβλ. ψυχωφελεῖς διηγήσεις πού ἀναφέρονται σέ
ὁράματα, ὀπτασίες, ὄνειρα) εἶναι ἀπαραίτητο γιά τόν ἱ. Πατέρα καί ἔτσι ἴσως
ἑρμηνεύεται, αὐτό πού σήμερα καθιστοῦν σαφές οἱ σύγχρονοι ψυχολόγοι, ὅπως
ἀναφέρει ὁ Ἰ. Κορναράκης, δηλ. ὅτι: «τά συνειδητά βιώματα καί οἱ σχετικές πρός
αὐτά ἔννοιες δέν ἐπαρκοῦν γιά τήν καθολική κατανόηση τοῦ προβληματισμοῦ πού
μᾶς δημιουργεῖ ἡ ὀνειρική εἰκόνα.»40.
Ἡ κατασκευή τοῦ ἑαυτοῦ φαίνεται ὅτι δεν μπορεῖ νά προχωρήσει χωρίς τήν
ἱκανότητα τοῦ ἀφηγεῖσθαι41. Τά μεγάλα δραματικά ἔργα, ὅπως οἱ θεμελιώδεις

39
Μπρ. Μπετελχάιμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μία ψυχαναλυτική προσέγγιση, ἐκδ. Γλάρος,
Ἀθήνα 1995, σ. 56· πρβλ. Κενανίδη Κων., Ἡ κρίση τῶν ἐφήβων στή σύγχρονη οἰκογένεια.
Συμβουλευτική ποιμαντική προσέγγιση, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2005, ὅπου τονίζεται ὁ
παιδαγωγικός ρόλος τῶν διηγήσεων κατά τόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο καί δημιουργοῦνται τά
κίνητρα στήν παιδική ἡλικία γιά τίς διαδικασίες τῆς «δομῆς τῆς ταυτότητας καί ἀνεύρεσης
προτύπων».
40
Χρ. Βάντσου, Τά Σύμβολα ἀπό ἄποψη Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας στά Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (πρακτικά Ἱ. Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας,1991), σ.104-128.
41
Ὑπάρχει μία νευρολογική διαταραχή πού ὀνομάζεται «δυσαφηγησία» (dysnarrativia). Εἶναι μία
σοβαρή βλάβη τῆς ἱκανότητας τοῦ ἀτόμου νά λέει ἤ νά κατανοεῖ ἱστορίες, ἡ ὁποία συνδέεται μέ
νευρολογικές νόσους, ὅπως τό σύνδρομο Korsakov καί ἡ νόσος Alzheimer· εἶναι κάτι περισσό-
τερο ἀπό ἁπλή βλάβη τῆς μνήμης γιά τά συμβάντα τοῦ παρελθόντος ἀφοῦ ἀπό μόνη της
ἀποδιοργανώνει τήν αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ.
Στό Κολλέγιο Παθολογίας καί Χειρουργικῆς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Columbia
τῆς Νέας Ὑόρκης διαμορφώθηκε πρόγραμμα «ἀφηγηματικῆς ἰατρικῆς», τό ὁποῖο ἀσχολεῖται μέ
τή λεγόμενη «ἀφηγηματική δεοντολογία» πού ὀργανώθηκε ὡς ἀντίδραση στήν αὐξανόμενη
συνειδητοποίηση τοῦ πόνου, ἀκόμη καί τοῦ θανάτου, τῶν ἀνθρώπων, πού προέκυψε ἐν μέρει ἤ
512

μύθοι, δέν εἶναι πρότυπα πρός ἀντιγραφή, ἀλλά τρομερές παραβιάσεις τῆς
καθημερινῆς συνήθειας πού πρέπει νά κατανοηθοῦν, νά ἐξημερωθοῦν, νά
ἐνσωματωθοῦν σέ μία πολιτισμική παράδοση. Ἡ ἀφηγηματική μυθιστοριογραφία
δημιουργεῖ πιθανούς κόσμους, ἀλλά εἶναι κόσμοι πού συνάγονται ἀπό τόν κόσμο
τόν ὁποῖο γνωρίζει κάποιος, ὅσο κι ἄν ἐκτινάσσονται πέρα ἀπό αὐτόν. Ἡ τέχνη τοῦ
πιθανοῦ εἶναι μία ἐπικίνδυνη τέχνη. ∆ελεάζει τόν καθένα νά σκεφθεῖ τίς
ἐναλλακτικές λύσεις· προκαλεῖ ὅσο καί ἀνακουφίζει· στό τέλος ἔχει τή δύναμη ν'
ἀλλάξει τίς συνήθειες, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο συλλαμβάνει κάποιος τί εἶναι
πραγματικό καί τί κανονιστικό. Ἡ τέχνη τοῦ πιθανοῦ μπορεῖ νά ὑπονομεύσει τίς
ἐπιταγές τοῦ νόμου γι' αὐτό πού συνιστᾶ κανονιστική πραγματικότητα (ἡ καλύβα τοῦ
μπαρμπα-Θωμᾶ ὑπονόμευσε τήν ἀποδοχή τῆς δουλείας) ἤ ἀκόμη ν' ἀποτελέσει καί
τόν σπόρο τῆς ἀνατροπῆς.

4. Πρότυπα τῆς ἐποχῆς μας.

Γνωρίσματα τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἀποτελοῦν ἡ δίψα γιά ἀπόκτηση καί


κατανάλωση ὑλικῶν ἀγαθῶν (κοινωνία ἀφθονίας, καταναλωτική κοινωνία)· ὁ
ἀνταγωνισμός γιά ἐπαγγελματική προόδο καί γιά κοινωνική ἐπικράτηση καί
ἀναγνώριση· ἡ ἐξειδίκευση καί ἡ διαφοροποίηση τῶν ἀτόμων· ἡ αὐτοματοποίηση
ζωῆς· ἡ μαζοποίηση· ἡ ἀλλοτρίωση· τό ἄγχος γιά ἐπιβίωση καί κοινωνική
ἀναγνώριση καί ἐπιβολή (ἄγχος θανάτου· προσαρμογῆς τοῦ ἀτόμου στόν
ἐπιταχυνόμενο ρυθμό τῆς σύγχρονης κοινωνικῆς ἐξέλιξης· τῆς μονώσεως).
Ἡ ἀπελευθέρωση καί ἡ πολιτιστική προσαρμογή στό παρόν προϋποθέτουν
ἀπαλλαγή ἀπό τίς κοινωνικές καί πολιτιστικές δεσμεύσεις. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά
ταυτίζεται μέ τίς πολιτιστικές διαμορφώσεις τοῦ παρελθόντος καί τίς πολιτικές καί
ἱστορικές «χρήσεις» τοῦ ὀνόματός του. Καί ὄχι μόνον εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ

συνολικά ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ γιατροί δέν ἔδωσαν σημασία σέ ὅσα τούς ἔλεγαν οἱ ἀσθενεῖς
γιά τήν νόσο τους· ἦταν γιατροί «πού ἔμεναν πιστοί στά γεγονότα» χωρίς νά ἀκοῦν «τίς
ἱστορίες» τῶν ἀσθενῶν μέ συνέπεια μερικοί ἀσθενεῖς νά σταματοῦν νά παλεύουν γιά τή ζωή.
Στό τμῆμα ἐργοθεραπείας τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Νότιας Καλιφόρνιας
ὑπάρχει πρόγραμμα πού ἐπιδιώκει νά ὑποβάλει τά βαριά τραυματισμένα παιδιά ἤ ὅσα
ἀναρρώνουν ἀπό ἀσθένειες πού προκαλοῦν σοβαρές ἀναπηρίες, σέ μία "ἐργασιακοῦ τύπου"
θεραπεία πού ὁδηγεῖ σέ λειτουργική ἀποκατάσταση· ἡ θεραπεία συνδυάζεται μέ ἀφήγηση γιά τήν
πιθανή ἀποκατάσταση ἀκόμη καί μέ μία φανταστική τελείως ἱστορία, πού δίνει ρόλους στό παιδί-
ἀσθενή, στόν φυσιοθεραπευτή, στόν γονέα (J. Bruner, ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ. 138,160-
161).
513

ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς πολιτιστικές πραγματικότητες τοῦ παρελθόντος


ἀλλά καί ἀπό τίς κατηγορίες καί πρακτικές πού συνθέτουν τήν θρησκευτική
τυπολατρία. Ὁ χριστιανισμός ὁδηγεῖ στήν ὑπέρβαση τῆς θρησκείας ἀφοῦ εἶναι
κυρίως τρόπος ζωῆς καί σχέσεων.
Ἡ λειτουργία τῆς παράδοσης εἶναι δυναμική στή σύγχρονη πραγματικότητα ὅταν
γίνεται ἀντιληπτό ὅτι: α) Οἱ ρόλοι πού δίνουν οἱ ἄνθρωποι στόν ἑαυτό τους εἶναι
ἀποτέλεσμα τοῦ συνδυασμοῦ κοινωνικῶν συνθηκῶν, κατανόησης, ἐλεύθερης
ἐπιλογῆς καί συμφωνίας τους. β) Ἐκφράζεται ρητά καί μέ σαφήνεια ὅτι πρέπει νά
βρεθεῖ τρόπος ὥστε νά συνδυάζεται ἡ ἐλευθερία μέ τή δικαιοσύνη στήν κοινωνική
ζωή καί καλλιεργεῖται ἡ κοινωνία καί ἡ ἀλληλεγγύη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. γ)
Θετικό εἶναι ἡ δημιουργία ὁμαλῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀρνητικό ἡ ἀνάπτυξη
νέων μορφῶν ἐξουσίας καί ἐπιβολῆς· ἑπομένως σημαντικό βῆμα ἡ ὑπέρβαση
μορφῶν ἐξουσίας καί διαφορες μορφές διακρίσεων. δ) Προηγεῖται ἡ ἀνθρώπινη
ταυτότητα ἀπό τίς πολιτιστικές ταυτότητες. ε) Συνύπαρξη μέ τά προβλήματα τῆς
κοινωνικῆς ζωῆς καί τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. στ) Κήρυγμα ἁπλό, κατανοητό,
ἀπελευθερωτικό, ἐλπιδοφόρο· στόχος ἡ συνάντηση τῶν ἀνθρώπων πέρα ἀπό τίς
διαιρέσεις· συνεργασία Ἐκκλησιῶν καί ἀμοιβαῖος ἐμπλουτισμός μέ τήν ἀνταλλαγή
ἐμπειριῶν. ζ) Ἡ παγκοσμιοποίηση ἀπαιτεῖ εὐρύτερη σύμπραξη καί τή δημιουργία μιᾶς
ἄλλης οἰκουμένης πού βλέπει τόν κόσμο ὄχι μέσα ἀπό τήν προτεραιότητα τοῦ
οἰκονομικοῦ παράγοντα, ἀλλά ἀπό τήν προτεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου42.

5. Ἀξιοποίηση καί προβολή τῶν προτύπων τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.

Οἱ παραπάνω ἐπισημάνσεις, ἀναφορικά μέ τήν ἔρευνά μας, ὁδηγοῦν στήν


προσπάθεια ἀξιοποίησης καί προβολῆς τοῦ ὑλικοῦ τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.
Πολύ σημαντικό, διερευνώντας τά κείμενα, νά μπορέσει κάποιος νά «μεταφέρει»
στή σημερινή ποιμαντική πράξη, πρακτικές καί ἀντιμετωπίσεις πού εἶναι ἀποτυπω-
μένες σέ αὐτά. Κύριο ἐρώτημά μας παραμένει τό πῶς διαβάζεται ἕνα κείμενο καί
πῶς ἐφαρμόζεται ἡ διδασκαλία πού περιέχεται σ' αὐτό σήμερα («ἆρα γε γινώσκεις

42
Ι. Πέτρου, Παράδοση καί πολιτισμική προσαρμογή στή δεύτερη νεωτερικότητα, περ. Σύναξη, τ. 75,
Ἰουλ.-Σεπτ. 2000, σ. 25-34.
514

ἃ ἀναγινώσκεις;»)43. Ἀρκεῖ μία μεταφορά σέ γλώσσα πιό κατανοητή ἀπό ἐκείνη τοῦ
πρωτοτύπου ἤ θά «χρειαζόταν... μιά ἄλλου εἴδους μετάφραση, κι ὄχι γλωσσική, ἔτσι
ὥστε νά γίνει ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ ὅσο τό πιό ρεαλιστική προσέγγιση τῆς ἀγωνίας,
χωρίς αὐτό νά σημαίνει τήν ἐκκοσμίκευση ἀλλά τήν ἀποκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας...
νά μιλήσει στόν καθένα.. γιά πράγματα Ἔσχατα κι Ἀπόκοσμα, στό οἰκεῖο ἰδίωμα
τοῦ καθενός;»44.
Ἡ «κοινωνιοποιμαντική παρέμβαση» (intervention socio pastorale) -ὅπως καί ἡ
«ἐνεργός ἔρευνα» (recherche-action)- εἶναι μέθοδοι πού ξεπερνώντας τεχνικές ἤ
τυπικές διεισδύσεις στόν ποιμαντικό χῶρο, κρατοῦν ἐν ἐγρηγόρσει ἐρευνητές καί
ἐρευνωμένους σέ μία διαδικασία συμμετέχουσας παρατήρησης ἤ παρατηρούσας
συμμετοχῆς (observation participante, participation observante)45. ∆έν εἶναι ἀνάγκη
νά διαιωνίζονται πρακτικές πού δέν ἔχουν πιά ἐπιτυχία, ἀπεναντίας θά πρέπει μέ
σύνεση καί διάκριση νά δοκιμάζονται ἄλλες ἀπό τίς ὁποῖες προσδοκᾶται κάποιο
καλύτερο ἀποτέλεσμα, πού καί αὐτό στή συνέχεια θά ἐκτιμᾶται καί θά ἀξιολογεῖται
ἀνάλογα.
Τά ἀσκητικά κείμενα (καί πιό συγκεκριμένα οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις) δέν
μποροῦν ν' ἀγνοηθοῦν. ∆ιαπιστώνονται σαφῶς μεθοδεῖαι τοῦ διαβόλου ἐνεργού-
μενες ἐν πράξει ἤ λόγῳ ἤ κατά διάνοιαν πού ἀντιμετωπίζονται μέ τό Λόγο καί τό
Πνεῦμα. Γιά νά ἀνταπεξέλθει ὁ πιστός στίς ἐφευρέσεις τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ πρέπει

43
Πράξεις, η’,30.
44
Ἐρώτηση ἀνοιχτῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ν. Φωκᾶ πρός τόν Μοναχό Συμεών, μεταφραστῆ τῆς Λαυσαϊκῆς
Ἱστορίας τοῦ Παλλαδίου στήν Φιλολογική Καθημερινή τῆς Πέμπτης 25 ∆εκεμβρίου 1980, μέ
ἐπίτιτλο «Ἡ θρησκεία στή γλώσσα τῆς ἐποχῆς μας»· πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί τέχνη
τῆς Ποιμαντικῆς, σ.96-97· πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκη, Ὀρθοδοξία καί κοινωνική μεταβολή στήν
νεοελληνική κοινωνία, περ. Σύναξη, 1997, σ. 101-107.
45
Ἡ κοινωνιο-ποιμαντική παρέμβαση προϋποθέτοντας μία σαφή θεωρητική τοποθέτηση (ἐκείνη τῆς
ἔρευνας-δράσης), ἀποσκοπεῖ στό νά προσφέρει τά κατάλληλα ἐργαλεῖα πού θά καταστήσουν
ἀποτελεσματικότερες τίς ποιμαντικές πρακτικές. Ἀποβλέπει σέ μία ἐκ μέρους τῶν χριστιανῶν
ἀποκωδικοποίηση τῶν σημείων τῶν καιρῶν στό συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο πού ζοῦν. ∆έν
τήν ἐνδιαφέρει μόνο ἡ ἀτομική ὑπόσταση τῶν πιστῶν, ἀλλά κυρίως ἡ ἔνταξή τους στό σῶμα τῆς
κοινωνίας ἡ ὁποία δέν ἀντιμετωπίζεται τελικά ὡς στατική πραγματικότητα ἀλλά μέ προοδευτική
προοπτική ἀνοιχτή στίς κοινωνικές ἀλλαγές. Μιά τέτοια ἔρευνα παραμένει ἀνοιχτή καί μέ
ἑτοιμότητα διορθωτικῶν παρεμβολῶν κατά τήν πορεία καί ἐξέλιξή της· χωρίς νά ἐξαφανίζεται ὁ
ἐρευνητής δέν ὑπο-βάλλει οὔτε ἐπι-βάλλει ἀπόψεις. Προσπαθεῖ μέ τρόπο ἀντικειμενικό νά
συλλέξει τά ὑπό διερεύνηση στοιχεῖα καί νά προσδιορίσει τά μεγέθη τους, διατηρώντας μία
ποιότητα στήν ἀνάλυση, ποιότητα πού ὑπερβαίνει τό ποσοτικό καί λαμβάνει ὑπόψη ὅλες τίς
δυνατές παραμέτρους πού δυνατόν νά ἐπηρεάσουν μία γνώμη καί νά διαμορφώσουν ἕνα
γεγονός. Σέ συνεργασία μέ τούς ὑπό διερεύνηση παράγοντες ἐπαναπροσδιορίζονται οἱ στόχοι
καί ὁ τρόπος συνέχισης τῆς ἔρευνας· ὑφίσταται ἡ κυκλικότητα θεωρίας - ἔρευνας - πρακτικῆς (Α.
Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, σ.99-100).
515

καί ἐκεῖνος νά μηχανευθεῖ. Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, ἀποτελεῖ τριβή


μέ τή «μέθοδο τῆς ἀρετῆς». Οἱ βίοι καί ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων Γερόντων (πού
δέν εἶναι παρά μία μέθοδος ἀντιμετώπισης καταστάσεων βάσει τῆς ἐν Χριστῷ
ζωῆς) βοηθοῦν στόν ἐντοπισμό τοῦ ἰδιαίτερου τρόπου πού οἱ Γέροντες δίνουν
μαρτυρία, λατρεύουν, κοινωνοῦν καί διακονοῦν.
Μέ πρωτοβουλία τῆς ∆ιεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Ποιμαντικῆς Φροντίδος καί
Συμβουλευτικῆς, πραγματοποιήθηκε ἀπό 10 ἕως 17 Αὐγούστου τοῦ 1983 διεθνές
συνέδριο στό San Francisco τῶν Η.Π.Α. μέ θέμα «∆ιηγήσεις καί σύμβολα στήν
Ποιμαντική καί τήν Συμβουλευτική». Στόχος τοῦ συνεδρίου ἦταν νά διερευνήσει καί
νά διευκρινήσει τίς σχέσεις ἀνάμεσα στίς διηγήσεις πού χρησιμοποιοῦν ποιμένες,
σύμβουλοι καί συμβουλευόμενοι καί στά θρησκευτικά σύμβολα πού ἀναφύονται σ'
αὐτές, καθώς καί νά ἐπισημάνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προάγεται τελικά μέσῳ
αὐτῶν ἡ πνευματική ζωή46.
Ἀρκετός ἀριθμός ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀναφέρεται σέ ἱστορίες μέ ζῶα. Τά
ζῶα συμβολίζουν κατά κανόνα τήν ἐνστικτώδη ζωή τοῦ πρωτογόνου καί πάμπολλοι
μύθοι ἔχουν σχέση μέ κάποιο ἀρχέγονο ζῶο πού πρέπει νά θυσιασθεῖ προκειμένου
νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ γονιμότητα ἤ καί ἡ διάσωση τῆς δημιουργίας. Στό χριστιανικό
θρύλο τοῦ ἄη-Γιώργη καί τοῦ δράκου ξανασυναντᾶται ἡ ἴδια ἀρχέγονη τελετουργική
θυσία. Ἀλλά καί ὅλοι οἱ τοπικοί ἥρωες πού σκότωναν δράκους στούς μύθους
ταυτίστηκαν μέ τόν ἄη-Γιώργη47. Στή θρησκευτική τέχνη ὁρισμένες ἰδιότητες ζώων
συνδυάστηκαν μέ τούς κυριώτερους θεούς ἤ αὐτοί οἱ θεοί ἀπεικονίζονται ὡς ζῶα.
Οἱ Εὐαγγελιστές ἔχουν ὡς ἔμβλημα ζῶα. Ὁ Χριστός συμβολίζεται ὡς ὁ ἀμνός τοῦ
Θεοῦ.
Ἐπίσης συναντῶνται στοιχεῖα τοῦ φυτικοῦ βασιλείου. Τό δένδρο εἶναι ἕνα ἀπό τ'
ἀρχαιότερα σύμβολα στούς μύθους καί στήν εἰκονογραφία τῶν λαῶν ὅλου τοῦ
κόσμου. Σύμβολο τῆς δύναμης, τῆς ζωῆς, τῆς συνεχοῦς ἀναγέννησης, τῆς ἀνάστα-
σης. Εἶναι αὐτό πού συνδέει-ἑνώνει οὐρανό, γῆ καί ἅδη γι' αὐτό καί γίνεται ὁ
ἄξονας πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό48.

46
Α. Σταυρόπουλου, Φάκελλος μαθήματος Συμβουλευτικῆς Ποιμαντικῆς, Ἀθήνα 1997, σ.176.
47
πρβλ. Θ. Καλογιάννη, Ἱστορίες ἀπό τίς Γραφές, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2001.
48
πρβλ. Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Χρονικόν, εἰσηγήσεις, πορίσματα
Ἱερατικοῦ συνεδρίου Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας, ∆ράμα 1991, σ.29.
516

Ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τύχης καί τῆς ἀναγκαιότητας. Ἡ συγκρό-
τηση μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας ἐμπνέει μέτρα προληπτικά καί θεραπευτικά τῆς
κρίσεως καί ἐντάσσει τόν κόσμο προοπτικά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία.
Ἀσφαλῶς ἡ κρίση δέν εἶναι τό πρωτεῦον, ἀλλά ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία ν'
ἀσχοληθεῖ λόγῳ τῶν δυσμενῶν ἐπιπτώσεων τῆς κρίσεως πάνω στόν ἄνθρωπο καί
τή φύση. Καί τότε δρᾶ συμβουλευτικά περιλαμβάνοντας στήν ποιμαντική της
μέριμνα τό οἰκολογικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ὑποδεικνύει ἐνέργειες βάσει
παραδειγμάτων πρός μίμηση μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις (π.χ. Γέροντες),
πού μᾶς ὁδηγεῖ στό ἐρώτημα ἄν εἴμαστε χρῆστες ἤ καταχραστές καί σέ μία ἐν
γένει ἠθική τῆς οἰκολογικῆς συνείδησης49.
Τό ἐπιτίμιο τοῦ Γέροντα Ἀμφιλόχιου πού προέτρεπε τούς ἐξομολογούμενους, σέ
ἔνδειξη μετάνοιας γιά μία ἁμαρτία, νά φυτεύουν ἕνα πεῦκο (αἰτία τῆς αὔξησης τῶν
πεύκων, οἱ λεγόμενες Ἀμφιλοχίες, στή Πάτμο) ἀποτελεῖ πρόταση-πρόκληση γιά τόν
καθένα μας σήμερα καθώς εἶναι βῆμα πρός ἀληθινή μετάνοια, δηλ. ἀλλαγή στάσης
ζωῆς. Οἱ καταστροφές πού προκαλοῦν οἱ πόλεμοι μέ τῆς σύγχρονης τεχνολογίας
ὅπλα καί ἡ εἰκόνα φρίκης πού ἀποκομίζει κάποιος ἀπό τήν τύχη τῶν καταστροφῶν
τοῦ φυτικοῦ καί ζωϊκοῦ βασιλείου πού κύριος αἴτιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀναδεικνύ-
ουν ἕναν ἄνθρωπο κυρίαρχο καί ἐξουσιαστή πού ἔχει ἀφήσει πίσω του τήν ἐντολή
τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὀνομάτιζε τά ζῶα κι ἔμπαινε σέ προσωπική σχέση μαζί τους ὡς
φύλακας καί προστάτης τους. Οἱ Γέροντες τῆς Ἐκκλησίας μας προσπάθησαν νά
ἐπανεύρουν αὐτή τή σχέση μέ τά ζῶα καί ἰδιαίτερα μέ τ' ἄγρια ζῶα (θηρία). Ν'
ἀποκαταστήσουν τήν διαταραχθείσα σχέση τῆς ἀπείθειας καί τῆς ἀποστασίας πού
ὀφειλόταν στήν ἄρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. Αἰτία αὐτῆς τῆς
ἀποκατάστασης τῶν σχέσεων ἦταν ἡ τήρηση ἐκ μέρους τῶν Γερόντων τοῦ «κατ'
εἰκόνα». Ὁ ὅσιος Κόπριος (24 Σεπτεμβρίου), ὅπως λέει τό Συναξάρι του, «τὸ κατ'
εἰκόνα φυλάξας τὰ θηρία ὑπέταξεν» καί μάλιστα τά χειρίζονταν καί μέ παιδαγωγικό
τρόπο, καθώς ὅταν ἡ ἀρκούδα τραυμάτισε τό γαϊδούρι του πού μετέφερε τά ξύλα,
τότε τήν ἀντικατέστησε στή θέση τοῦ γαϊδάρου μέχρι νά θεραπευθεῖ ὁ τελευταῖος.
Πολλοί ἅγιοι ἀναχωροῦντες ἀπό κατοικημένες περιοχές «οἰκοῦν μετὰ τῶν θηρίων»
ἤ θεραπεύουν τά μικρά ἄρρωστα τῶν θηρίων, ἤ τρέφουν μέ τά ἴδια τους τά χέρια τά

49
Α. Σταυρόπουλου, Ἐπιστήμη καί τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, σ.50· πρβλ. Νικ. Γεωργοπούλου, Ἠθική τῆς
οἰκολογικῆς συνείδησης, Ἀθήνα 1995
517

θηρία. Ἄλλοτε πάλι παρεμβαίνουν ὅταν θηρία (δράκοι, κροκόδειλοι) ἤ ὄφεις δροῦν
καταστροφικά ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τούς δαίμονες. Τό
εὐχολόγιον τῆς Ἐκκλησίας περιέχει εὐχές ὑπέρ τῶν ζώων: εἰς τό εὐλογῆσαι
ποίμνην, εἰς νόσον βοῶν, ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου Μοδέστου Ἀρχιεπι-
σκόπου Ἱεροσολύμων (16 ∆εκεμβρίου) πού θεωρεῖται καί προστάτης τῶν παραγω-
γικῶν ζώων, ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγαλομάρτυρα Μάμαντα (2 Σεπτεμβρί-
ου), εἰδική εὐχή γιά τούς ζωόφιλους σέ ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
∆ημητριάδος τό 1988, εἰδική εὐχή γιά τά μελίσσια· αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ποιμαντική
συνεχῶς ἐμπλουτίζεται βάσει τῶν νέων ἀναγκῶν πού προκύπτουν στήν
καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τά ζῶα ἀποτελοῦν σκεύη διαποιμάνσεως. Πολλές
φορές προστατεύουν τούς ἁγίους Γέροντες ἀπό κινδύνους πού προέρχονται ἀπό
φυσικά φαινόμενα (κροκόδειλος γίνεται γέφυρα γιά νά περάσει ὁ Γέροντας στήν
ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ πού εἶχε φουσκώσει) ἤ ἀπό ἀνθρώπινο χέρι (ἀποφυγή
καταστροφῆς ἤ κλοπῆς κελλιοῦ ἀπό προστασία θηρίων). Αὐτές οἱ διηγήσεις μέ τά
ζῶα ἀποτελοῦν μία παραδειγματική ἀποκατάσταση σχέσεων ἀνθρώπου καί ζώων
(καί μάλιστα στή σύγχρονη ἐποχή ὅπου ὅλες οἱ μορφές σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου
ἔχουν διαταραχθεῖ) καί ἀκόμη παραπέρα μία πρόταση-πρόκληση ἐπανόδου σέ μία
παραδεισιακή κατάσταση50.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν πρότυπο τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.
Εἶναι ὅπως λέει ὁ ἴδιος «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»51 καί αὐτό τό δρόμο
ἀκολουθοῦν πιστά οἱ Γέροντες. Ἡ μνήμη δέν εἶναι μόνο νοητική λειτουργία ἀλλά
ἐξωθεῖ καί στήν πράξη· ἡ ποιμαντική διακονεῖ τόν ἄνθρωπο ὅταν τοῦ τό θυμίζει
συνέχεια αὐτό. Ἡ μνήμη μέ τήν πράξη βρίσκεται σέ σχέση ἀναδραστική. Οἱ μνῆμες
τῶν Γερόντων γίνονται ἀφορμή γιά μίμησή τους. Ὁ δύσκολος καθημερινός τους
ἀγώνας, μέ θηρία τόσο κυριολεκτικά ὅσο καί μεταφορικά (πάθη), ἀπευθύνει

50
Α. Σταυρόπουλου, Ποιμαντική πολλαπλῶν διαδρομῶν, Ἀθήνα 1995, σ.217-225· πρβλ. Α. Νίκα,
«Γεροντική» Οἰκολογία, περ. Μαρτυρία, Ἱ. Μ. Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, τ.188, σ. 7-12,
Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1997· Σ. Λυσικάτου, Οἱ ἅγιοι καί τά ζῶα, περ. Θεοδρομία, τ.2, σ. 42-55,
Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1999· Σ. Λάμπρου, Ἀναστάσεις ζώων στούς βίους τῶν ἁγίων, περ.
Θεοδρομία, τ.2, σ. 42-55, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1999· Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου καί ∆ικαίου
Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος, σ.81, Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας 2002· Α. Κοσματόπουλου,
Θηριομαχία, Τά τέκνα τῆς ἐρήμου, σ. 59-93, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2003.
51
Ἰωάννου, ιδ’, 6.
518

ἐπίκαιρο καί διαχρονικό μήνυμα στόν ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα τόν νέο, ὅτι: «ὁ καιρός
τῶν πολέμων καιρός ἐργασίας ἐστί.»52.
Στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις διδάσκεται:
Ὁ πολιτισμός τῆς συγγνώμης. ∆ιηγήσεις μέ πάγια γραμμή τους, ἀκόμη καί τήν
μονομερή ἐπιδίωξη συμφιλίωσης καί τήν ὑπέρβαση τῆς κατάστασης· σέ περίπτωση
μή ἐπιτεύξεως τοῦ ποθουμένου παραμένει τό συναίσθημα τῆς λύπης (8ης
Σεπτεμβρίου, διήγησις περί ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος53· τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως54· τοῦ
ἀββᾶ Πιώρ55· τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος56· διήγηση ἁγίου Βενεδίκτου57· διήγηση ἀββᾶ
Σιλουανοῦ58· διήγηση ἀββᾶ Ζωσιμᾶ59).
Ἡ μάθηση τῆς ὑπομονῆς: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»60.
∆ιηγήσεις ὅπως τοῦ Γέροντος Σπαῖ61· τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ἐν Ἑλλάδι62· τοῦ Γέροντος
Ζακχαίου63· τοῦ ἀββᾶ Πιώρ64· τοῦ Εὐλογίου καί τοῦ λελωβημένου65, ὑποδεικνύουν
τόν τρόπο κατάκτησής της.
Ἡ ποιμαντική ψυχραιμία, δηλ. ἡ στάση τοῦ ποιμένος κατά τήν ἀντιμετώπιση
ποικίλων καταστάσεων στήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ του λειτουργήματος· χωρίς
αὐτήν θά μποροῦσε νά ἐκτραπεῖ καί νά παραφερθεῖ, νά ὀργισθεῖ ἤ νά ἀπελπισθεῖ,
νά ἐπιτιμήσει ἤ νά ἐπαινέσει ἄκαιρα66. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται:
Ἡ μή ὑπόκυψη τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωάννη Ἐλεήμονος σέ ἐκβιασμό
πλουσίου κατώτερου κληρικοῦ διακόνου, σέ ἐποχή ἐλλείψεως τροφίμων67.
Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου πού ἀντιλαμβάνεται σέ περίοδο μεγάλης φτώχειας
δύο σιτοκλέπτες τῶν ὑπόγειων ἀποθηκῶν τοῦ μοναστηριοῦ. Παίρνει τή θέση τοῦ
ἑνός στό κουβάλημα, καθώς ἐκεῖνος τρέπεται σέ φυγή ὅταν κατάλαβε ὅτι τούς εἶδε

52
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ.Γ’, φμγ’, σ. 257β-258α.
53
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, τ.1, σ.25-27.
54
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ. 72.
55
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.104.
56
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ς’, σ.85, ριγ’, σ.95, ρλα’, σ.97.
57
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.260.
58
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.462.
59
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.477.
60
Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ∆’, περί ὑπακοῆς, παρ.113.
61
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.219.
62
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.186.
63
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.180.
64
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.218.
65
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.130.
66
πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, σ.72.
67
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 278-280.
519

ὁ Γέροντας. Ὅταν ὁ ἄλλος κλέπτης τελειώνει καί εἶναι ἕτοιμος νά φύγει, ὁ ἅγιος
Εὐθύμιος τοῦ λέει: «τοὺς τύρους ἐκείνους ἐάσαντες ἀπίωμεν;» ὑποδεικνύοντας του
καί τόν τόπο πού εἶναι. Ὁ σιτοκλέπτης βρίσκει καί τά τυριά καί ὅταν ἀνεβαίνει
ἐπάνω καί ἀντιλαμβάνεται ποιός εἶναι αὐτός πού τόν βοήθησε: «αἰσχύνῃ καὶ φόβῳ
κατάσχετος ἐγεγόνει καὶ ὥς περ ἀποπαγεὶς τῷ δέει τοῖς ποσὶν ἐκείνου προσεκυλί-
ετο». Ὁ δέ ἅγιος Εὐθύμιος τοῦ λέει: «...σὰ γὰρ ταῦτα καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἴ τι
ἀφείλου, οὐκ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων, ἀλλὰ τῶν σῶν ἀφελόμενος ἴσθι· εἰ δὲ καὶ αὖθις
βούλοιο, πάρεσο καὶ ἀφαιροῦ τὰ ἐν χρείᾳ.»68.
Ἡ συνετή ἀντιμετώπιση καί θεραπεία ἀπό τούς Γέροντες, μοναχῶν ἀλλά καί λαϊκῶν
πού ἔχουν περιπέσει σέ διάφορες παθογόνες καταστάσεις (τοῦ ἀββᾶ Μακάριου τοῦ
Αἰγυπτίου69· βίος Ἁγίου Ἀβραμίου70· διήγηση Παχωμίου μέ μοναχό πού πειράστηκε
ἀπό κενοδοξία71).
Τό ποιμαντικό τάκτ (διακριτικότητα) πού οἱ ἄνθρωποι δείχνουν σέ τυχόν
ἀπροσεξία μας, ἀμέλεια ἤ σφᾶλμα μας μή δίνοντας ἔμφαση μέ τήν προσοχή τους
σ' αὐτό πού μᾶς συνέβη, μένωντας φαινομενικά ἀδιάφοροι σά νά μή συνέβη τίποτε,
σά νά μήν εἶδαν, σά νά μήν ἄκουσαν. Αὐτή ἡ «διάκριση» πρέπει νά χαρακτηρίζει
τόν ποιμένα στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους72. ∆ιηγήσεις ὅπως τοῦ ἀββᾶ
Ποιμένος πού γνωρίζει ὅτι δίπλα του διέμενε ἀδελφός ἔχων συνείσακτον γυναίκα,
καί οὐδέποτε τόν ἤλεγξε γιά τήν παράβαση αὐτή καί ὅταν γέννησε ἡ γυναίκα
ἔστειλε καί δῶρο ἀγάπης κνίδιον οἴνου πού ἔγινε ἀφορμή μετάνοιας καί
σωφρονισμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ73· ἀλλά καί σέ περίπτωση παρόμοιου περιστατικοῦ, πού
ὅταν Γέροντας ρωτήθηκε ἄν τό εἶχε ἀντιληφθεῖ, ἀπήντησε: «ὁ ἐμὸς λογισμὸς κατ'
ἐκείνην τήν ὥραν, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἦν στήκων καὶ κλαίων»74,
ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ἡ ποιμαντική φαντασία καταγράφεται ὡς δημιουργική φαντασία μέ διακριτικό-
τητα (θέοθεν κίνησιν) καί ἀποφυγή φιλανθρωπικῆς ἐπιδείξεως. Χαρακτηριστικές οἱ
παρακάτω διηγήσεις:

68
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ. 492.
69
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, γ’, σ.64-65.
70
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.4, σ. 593-597.
71
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ.330.
72
πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, σ.76.
73
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 22, σ.58.
74
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ. 26, σ.47.
520

Τοῦ ἀββᾶ Ἀπολινάριου, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, πού βοήθησε γόνο πρώην


πλουσίας οἰκογένειας πού εἶχε ξεπέσει. Πλάθει ἱστορία γραμματίου πενήντα λιρῶν
πού χρωστοῦσε τάχα ἡ ἐκκλησία στόν πατέρα του· βάζει νά συμμετέχουν κι ἄλλα
βοηθητικά πρόσωπα (ἐπίτροπος), καί χρησιμοποιεῖ διάφορα μέσα (μέθοδος πεπαλαί-
ωσης ἐγγράφου) γιά νά γίνει πιό εὔκολα πιστευτός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ἡ δύναμη
τῆς πίστης του καί ἡ ἀνιδιοτέλεια τῆς πράξης του, καθώς ποτέ αὐτή δέν ἔγινε
γνωστή στόν ἴδιο τόν εὐργετημένο75.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος κρυφά ἐλεεῖ πρώην πλούσιο πού ἔχει ξεπέσει οἰκονομικά,
χορηγώντας του τρία σακουλάκια μέ ἰσόποσα χρυσά νομίσματα πού ἀντιστοιχοῦν
στίς προῖκες τῶν τριῶν θυγατέρων του, διασώζωντας αὐτές ἀπό τή διαφθορά (τά
ρίχνει βραδινή ὥρα μέσα ἀπό ἕνα παραθυράκι τοῦ σπιτιοῦ, παραφυλώντας μήπως
τόν δεῖ κανείς.)76.
Τό ποιμαντικό χιοῦμορ: Συμβαίνει πολλές φορές στόν ποιμαντικό διάλογο τό
ἐρώτημα νά μήν βρίσκει ἀπάντηση καί διέξοδο. Συνεπαρμένος κάποιος ἀπό τό
πρόβλημα πού τόν ἀπασχολεῖ κι ἀπό τίς πιθανές λύσεις πού ὁ ἴδιος φέρνει μαζί
του, φαίνεται νά εἶναι κλειστός πρός κάθε τί διαφορετικό. Τότε ξαφνικά ἕνας
πνευματώδης λόγος, ἕνα ὑποβόσκον χαμόγελο, μία συμβολική χειρονομία, ἕνας
ἀμφισβητικός μορφασμός, μία εὑρηματική κίνηση πού δείχνει νά μήν παίρνει στά
σοβαρά τήν κατάσταση ἤ ἀντίθετα ὅτι τήν παίρνει πολύ στά σοβαρά, τροχιοδρομεῖ
σέ μία νέα προοπτική τό ζήτημα. Ἡ παρεμβολή ἤ ἡ εἰσχώρηση μιᾶς ἄλλης ἑρμηνείας
ἤ τό μέχρι τήν ἔσχατη συνέπειά του φανέρωμα τῆς ἀντιλήψεως καί τῆς νοοτροπίας
μας μέ πνευματώδη τρόπο, ἀποδεσμεύει καί ἐλευθερώνει ἀπό μία μονοσήμαντη
θεώρηση τοῦ προβλήματος77.
Χαρακτηριστική ἡ διήγηση μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο: «Ἦν δέ τις κατὰ τὴν ἔρημον
θηρεύων ἄγρια ζῶα, καὶ εἶδε τὸν ἀββᾶν Ἀντώνιον χαριεντιζόμενον μετὰ τῶν
ἀδελφῶν καὶ ἐσκανδαλίσθη· θέλων δὲ αὐτὸν πληροφορῆσαι ὁ γέρων, ὅτι χρὴ
μίαν-μίαν συγκαταβαίνειν τοῖς ἀδελφοῖς, λέγει αὐτῷ· βάλε βέλος εἰς τὸ τόξον
σου, καὶ τεῖνον· καὶ ἐποίησεν οὕτω· λέγει αὐτῷ· πάλιν τεῖνον· καὶ ἔτεινεν· καὶ πάλιν
φησί· τεῖνον· λέγειν αὐτῷ ὁ θηρευτής· ἐὰν ὑπὲρ τὸ μέτρον τείνω, κλᾶται τὸ τόξον·

75
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.193, σ.218.
76
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, σ. 519-520,
77
πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, σ.67.
521

λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· οὕτω καὶ εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν πλεῖον τοῦ μέτρου
τείνωμεν κατὰ τῶν ἀδελφῶν ταχὺ προσρήσσουσι· χρὴ οὖν μίαν μίαν συγκαταβαί-
νειν τοῖς ἀδελφοῖς· ταῦτα ἀκούσας ὁ θηρευτής, κατενύγη· καὶ πολλὰ ὠφεληθεὶς
παρὰ τοῦ γέροντος ἀπῆλθε· καὶ οἱ ἀδελφοὶ στηριχθέντες, ἀνεχώρησαν εἰς τὸν
τόπον αὐτῶν.»78.
Καταγράφησαν μάλιστα ψυχωφελεῖς διηγήσεις, μέ τή μορφή λογοπαιγνίου
(Μακάριου πολιτικοῦ79· Μαρτύριον Ἁγίου Νικηφόρου80· Ἀπάντηση κάποιου Γέροντα
σέ δύο φιλοσόφους81) καί εὐφυολογήματος82.
Ἡ ἀλληλεγγύη στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καταδεικνύεται μέσα ἀπό διηγήσεις
ὅπως: Τοῦ μοναχοῦ πού παραπονεῖται σέ ἄλλον μοναχό ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς
ἀγορᾶς κι αὐτός δέν ἑτοίμασε χειρολαβές νά βάλει στά ζεμπίλια του· τότε ὁ
ἄλλος: «ἀπελθὼν ἀνέλυσε τῶν ἑαυτοῦ σπυριδίων τὰ ὠτία, καὶ ἤνεγκε τῷ ἀδελφῷ
λέγων· ἰδοὺ ταῦτα περισσὰ ἔχω, βάλε ταῦτα εἰς τὰ σπυρίδιά σου· καὶ ἐποίησε τὸ
ἔργον τοῦ ἀδελφοῦ προχωρῆσαι, τὸ δὲ ἴδιον ἀφῆκε.»83. Σέ ἄλλη διήγηση μοναχός
αὐτοτιμωρεῖται νά κάνει τό ἴδιο λάθος στό πλέξιμο «σειρῶν» μέ τόν ἄλλον
μοναχό πού πλέκουν μαζί, ὥστε οὔτε ὁ ἕνας νά λυπήσει τόν ἄλλον σέ περίπτωση
ἐπίπληξης, ἀλλά οὔτε καί ὁ ἀδέξιος νά καταλάβει τί ἔκανε ὁ ἄλλος γιά νά μήν τόν
λυπήσει84.
Ἡ εἰρήνη τῶν ψυχῶν μέσῳ τῆς καταλλαγῆς τῶν ἔντονων συναισθηματικῶν
συγκρούσεων: «Ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὁ κοσμήτης καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
ἐκαθέζοντο ἐν τῇ Σκήτει· καὶ πολλαχῶς ἐγίνετο μεταξύ αὐτῶν ἀντιλογία· λέγει ὁ
ἀββᾶς Παῦλος· ἕως πότε μένομεν οὕτως; λέγει αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Τιμόθεος· ποίησον
ἀγάπην· ὅταν ἔρχομαι ἐπάνω σου, βάσταξόν με· καὶ ὅταν ἔρχῃ καὶ σὺ ἐπάνω μου,
βαστάζω σε κἀγώ· καὶ ποιήσαντες οὕτως, ἀνεπάησαν τὰς ἐπιλοίπους αὐτῶν
ἡμέρας.»85.

78
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ιγ’, σ.2.
79
Historia Monachorum in Aegypto, σ.131.
80
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, 536.
81
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.156, σ.173.
82
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.44, σ.53· πρβλ. Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, σ.68.
83
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.4, σ.524.
84
Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.3, παρ.5, σ.526.
85
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, α’, σ.106· πρβλ. ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ
Αἰγυπτίου, κα’, σ. 67.
522

Σέ ἄλλη διήγηση ταπεινός ἐπίσκοπος πού ἤθελε νά λυθεῖ ἡ παρεξήγηση μέ τόν


συνεπισκοπό του, ὅταν τοῦ δίνεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία: «...πηγαίνει πρὸς αὐτόν·
καὶ καθὼς ἐρχόταν μὲ τὴ λιτανεία, μόλις πλησίασαν, πέφτει στὰ πόδια του μαζὶ μὲ
τὸν κλῆρο του καὶ λέει: 'συγχώρα μας δέσποτα, δοῦλοι σου εἴμαστε'. Ἐκεῖνος τότε
ἔκπληκτος ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, μετανιωμένος κατὰ τὴν ψυχή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς
μαλάκωσε τὴν καρδιά του, πιάνει τὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: 'Ἐσὺ δεσπότης καὶ
πατέρας μου'. Κι ἀπό τότε ἐπικράτησε μεγάλη ἀγάπη μεταξύ τους.»86.
Τήν κοινωνική ἰσότητα καί τό σεβασμό τοῦ προσώπου: ὁ βίος τῆς περί Μελανίου
τῆς νέας πού εἶναι ἐγγονή τῆς ἁγίας Μελανίας ἀναφέρει, ὅτι ἡ: «ἄσκησις αὐτῆς ἦν
αὕτη· ἤσθιε μίαν παρὰ μίαν -ἐν δὲ ταῖς ἀρχαῖς καὶ ὑπὲρ πέντε- εἰς ἐφημερίαν
ἑαυτὴν τάξασα τῶν ἑαυτῆς δουλίδων ἃς καὶ συνασκητρίας εἰργάσατο.»87.
Ὁ ἀββᾶς Μιώς: «Εἶπε πάλιν περί τινος γέροντος, ὅτι ἦν ἐν τῇ Σκήτει· ἦν δὲ ἀπὸ
δούλων· ἐγένετο δὲ διακριτικός σφόδρα· καὶ ἤρχετο κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρει-
αν, φέρων τὴν μισθοφορίαν αὐτοῦ τοῖς κυρίοις αὐτοῦ· καὶ ὑπήντων αὐτῷ καὶ
προσεκύνουν αὐτῷ· ὁ δὲ γέρων, ἔβαλεν ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ ἔφερεν ἵνα νίψῃ
τοὺς πόδας τῶν κυρίων αὐτοῦ· οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔλεγον· μὴ πάτερ, μὴ βαρῇς ἡμᾶς·
ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγεν· ὁμολογῶ ὅτι δοῦλος ὑμῶν εἰμι· καὶ εὐχαριστῶν ὅτι
ἀφήκατέ με ἐλεύθερον δουλεύειν τῷ Θεῷ, ἀλλὰ κἀγὼ νίπτω ὑμᾶς καὶ δέξασθαι
τὴν μισθοφορίαν μου ταύτην· οἱ δὲ ἐφιλονείκουν μὴ καταδεχόμενοι· ἔλεγεν οὖν
αὐτοῖς· ἐὰν μὴ θέλητε δέξασθαι, κάθημαι ὧδε δουλεύω ὑμῖν· καὶ εὐλαβούμενοι
αὐτόν, ἤφιαν ὃ ἐβούλετο ποιῆσαι· καὶ προέπεμπον αὐτὸν μετὰ πολλῶν χρειῶν καὶ
πολλῆς τιμῆς, ἵνα ποιῇ ὑπὲρ αὐτῶν ἀγάπας· καὶ διὰ τοῦτο ἐγένετο ὀνομαστὸς εἰς
Σκῆτιν καὶ ἀγαπητός.»88.
Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ὑποστηρίζεται σέ πληθώρα διηγήσεων: (Περί
Ἀπολλῶ89· Περί τοῦ πένητος τοῦ ἐν τῷ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν
Χαλκοπρατείων προσευξαμένου90· Τῇ 1ῃ τοῦ μηνός Ἰουνίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος
γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου91· Περί Εὐαγρίου92· Τῇ 27ῃ τοῦ μηνός

86
Ἰω. Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ.210, σ.245.
87
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.54.
88
Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ.78.
89
Historia Monachorum in Aegypto, σ.56-58.
90
Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, σ.52.
91
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ. 478.
523

Ὀκτωβρίου, διήγησις περί τῶν Ἰβήρων ὅπως ἦλθον εἰς θεογνωσίαν..."93· Τῇ 15ῃ
τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου Μνήμη τῆς ἀθλήσεως μοναχοῦ τινος καί μάρτυρος, καί
ὠφέλιμος διήγησις περί αὐτοῦ94· Περί ἀναγνώστου συκοφαντηθέντος95· Περί τῆς
ἀναιρέσεως τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει Σινᾶ Ἀββάδων96· Τῇ 8ῃ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου,
∆ιήγησις περί ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος97).
Τά Ποιμαντορικά χαρίσματα, τά θρησκευτικά καί διανοητικά προσόντα τῶν
ποιμένων καταγράφονται καί στοιχειοθετοῦν τήν ἰδανική διαχρονική μορφή τοῦ
ποιμένα98.
Ὁριοθετεῖται ἡ σωστή σχέση μαθητείας (προϋποθέσεις καί ὑποχρεώσεις
διδασκόντων καί διδασκομένων)99.

92
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.1, σ.214.
93
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.165.
94
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.133.
95
Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τ.2, σ.74.
96
Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ.147.
97
Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.1, σ.25.
98
βλ. ἔρευνά μας, Ἐπικοινωνιακά ἐργαλεῖα ἀφηγητῆ, ∆ρῶντα πρόσωπα, Ὁ κατά χάριν Θεοῦ
πνευματικός ὁδηγός· πρβλ. Βαρ. Γιαννακοπούλου, Ποιμαντική κατά τήν θεολογία καί πράξη τῶν
ἁγίων, σ.131-144.
99
βλ. ἔρευνά μας, Ὁ παιδαγωγικός ρόλος τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων.
524
525

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΣΤΙΣ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ∆ΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Εἰσαγωγικά.

Ὁ ἀμερικανός θεολόγος καί ἀναπτυξιακός ψυχολόγος James W. Fowler


τονίζει, ὅτι στήν ἡλικία 2-6 ἤ 7 χρονῶν τοῦ ἀναπτυσσόμενου προσώπου, (στάδιο 1,
τῆς διαισθητικῆς-προβολικῆς πίστης), ἡ ἱκανότητα γιά τήν ἀνάληψη τοῦ ρόλου ἤ τῆς
ἄποψης τῶν ἄλλων εἶναι αὐστηρά περιορισμένη καί ὁ τρόπος σκέψης καί βίωσης
τῶν ἀξιῶν εἶναι ἐγωκεντρικός. Εἶναι τό στάδιο τῆς «πρώτης αὐτογνωσίας»· γιά
πρώτη φορά συνειδητοποιεῖται ὁ θάνατος, τό φῦλο καί τά ἰσχυρά ταμποῦ μέ τά
ὁποῖα οἱ πολιτισμοί καί οἱ οἰκογένειες θέτουν αὐστηρούς περιορισμούς1.
Ἡ ἀντίληψη, τά συναισθήματα καί ἡ φαντασιακή διαδικασία, συνθέτουν τούς
πρωταρχικούς τρόπους γνώσης καί μετασχηματισμοῦ τῶν ἐμπειριῶν τῶν παιδιῶν.
Οἱ ἀφηγήσεις ἱστοριῶν, παραμυθιῶν καί βιβλικῶν διηγήσεων, καθώς καί τά
σύμβολα πού ἀναδύονται ἀπ' αὐτές, παίζουν σπουδαῖο ρόλο στόν ἐμπλουτισμό τοῦ
φαντασιακοῦ κόσμου τους. Ὁ J. Fowler στηριζόμενος στήν ψυχαναλυτική
προσέγγιση ἑρμηνείας τῶν παραμυθιῶν τοῦ Bruno Bettelheim2, ἀναφέρεται στίς
προσωρινές ὅσο καί στίς διαρκεῖς λύσεις πού προσφέρουν στίς πιεστικές
δυσκολίες, ἀλλά καί στό χρήσιμο ρεαλισμό τους, πού βοηθοῦν ἀποτελεσματικά τά

1
Ἐμμ. Περσελῆ, Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, σ.204· τά παιδιά σέ ἡλικία 3-6 ἐτῶν χαρακτηρίζονται
ἀπό τήν ἐπιθυμία ν' ἀκοῦν ἱστορίες, ἐνῶ ἀπό 8 καί μετά ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ καί ἀρχίζει ἡ
ἡλικία τοῦ Ροβινσώνα, γνωστή καί σάν ἡλικία τῆς κριτικῆς καί τοῦ ρεαλισμοῦ· πρβλ. Χρ.
Τομασίδη, Εἰσαγωγή στή Ψυχολογία, σ.398.
2
Μπρ. Μπετελχάϊμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μία ψυχαναλυτική προσέγγιση, ἐκδ. Γλάρος, Ἀθήνα
1995· στά παραμύθια ἀφθονοῦν τά θρησκευτικά θέματα· πολλές βιβλικές ἱστορίες εἶναι τῆς
ἴδιας φύσης μέ τά παραμύθια· οἱ συνειδητοί καί ἀσυνείδητοι συνειρμοί πού προκαλοῦν τά
παραμύθια στό μυαλό τοῦ ἀκροατῆ ἐξαρτῶνται ἀπό τό γενικό πλαίσιο ἀναφορᾶς του καί τά
προσωπικά ἐνδιαφέροντα· ἑπομένως θρησκευόμενα ἄτομα θά βροῦν σέ αὐτά πολλά προσωπικά
στοιχεῖα· τά περισσότερα παραμύθια πρωτοδημιουργήθηκαν σέ περιόδους πού ἡ θρησκεία
ἀποτελοῦσε πολύ σημαντικό μέρος τῆς ζωῆς κι ἔτσι πραγματεύονται ἔμμεσα ἤ ἄμεσα
θρησκευτικά θέματα.
526

παιδιά. Προειδοποιεῖ ὅμως, γιά τήν ἐπικινδυνότητα παντός εἴδους ἀφηγήσεων,


ἐξαιτίας τῆς κακῆς χρήσης καί παραμόρφωσή τους, πού μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει μία
δραματική «ἐμπειρία μεταστροφῆς» στήν ἡλικία αὐτή, μέ ἀποτέλεσμα ὅταν
ἐνηλικιωθεῖ συχνά τό παιδί νά διαθέτει μία αὐστηρή, ἔθραυστη καί αὐταρχική
προσωπικότητα.
Ἡ θρησκευτική ἀγωγή μέσῳ τῶν ἀφηγήσεων εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν ποιότητα
τῶν νοητικῶν εἰκόνων καί τῶν ἱστοριῶν πού συντηροῦν καί καλλιεργοῦν τή
φαντασία καί τή διαδικασία πού αὐτή συνεπάγεται (ἀνθρωπομορφικές παραστάσεις).
Γι’ αὐτό καθοριστικός καί ὁ ρόλος τοῦ γονιοῦ πού θά πρέπει νά δημιουργεῖ μιά
ἀτμόσφαιρα τέτοια, ὥστε τό παιδί νά μπορεῖ νά ἐκφράζει προφορικά καί μή
προφορικά τίς νοητικές εἰκόνες πού διαμορφώνει. Ἀποτελέσματα συνεντεύξεων μέ
παιδιά ἡλικίας μέχρι 6 ἐτῶν φανερώνουν τόν ἀποσπασματικό καί ἰδιόμορφο τρόπο
μέ τόν ὁποῖο σκέπτεται τό παιδί γιά τά σοβαρά θέματα τῆς ζωῆς καί τό Θεό.
Συγχρόνως γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἀνεξάρτητα τοῦ γονεϊκοῦ περιβάλλοντος γιά τό
ἄν ἔτυχαν θρησκευτικῆς ἀγωγῆς ἤ ὄχι, ἡ θρησκευτική γλώσσα καί σύμβολα εἶναι
τόσο διαδεδομένα στήν κοινωνία μας, ὥστε κανένα παιδί πηγαίνοντας γιά πρώτη
φορά στό σχολεῖο νά ἔχει ἀδιαμόρφωτη κάποια νοητική εἰκόνα γιά τό Θεό3.
Ἡ ἡλικία 6 ἤ 7 ἕως 11 ἤ 12 χρόνων (στάδιο 2, τῆς μυθικῆς-κυριολεκτικῆς
πίστης) ἔχει γιά κυριότερα νοητικά γνωρίσματά της, τόν εὐθύγραμμο καί ἀρκετά
τακτοποιημένο καί ταξινομημένο τρόπο σκέψης τοῦ ἀναπτυσσόμενου ἀνθρώπου. Τό
παιδί μπορεῖ νά ἐκτελεῖ μιά νοητική ἐπιχείρηση πού τό ὁδηγεῖ σ' ἕνα βασικό
συμπέρασμα, ἐπιμένει στήν ἐπίδειξη ἤ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας καί διευθετεῖ τό
πραγματικό ἀπό τό πιστευτό. Ὑποχωρεῖ ἡ ἐγωκεντρικότητα καί εἶναι σέ θέση νά
λαμβάνει ὑπόψη του, σέ μεγάλο βαθμό, τήν προοπτική τοῦ συνομιλητῆ του καί τή
θέση τοῦ ἄλλου. Αὐτό σημαίνει ὅτι μποροῦν ν' ἀφηγοῦνται ἱστορίες μέ ἀρκετή
ἀκρίβεια καί πλοῦτο καί ὅτι στή σκέψη τους γιά τό σωστό καί τό λάθος, τό καλό καί
τό κακό, μποροῦν ν' ἀναπτύξουν μία ἰσχυρή αἴσθηση ἐντιμότητας βασισμένη στήν
ἀμοιβαιότητα (ἐπιβράβευση γιά τήν ἐπιτέλεση τοῦ καλοῦ, τιμωρία γιά τό κακό). Οἱ
ἀφηγήσεις τῆς θρησκευτικῆς, ἐθνικῆς καί πολιτιστικῆς παράδοσης ἀποτελοῦν
δεῖκτες καί κριτήρια ταυτότητας καί ἀξιολόγησης τοῦ ἑαυτοῦ, τῶν ἄλλων ἤ καί τῶν

3
Ἐμμ. Περσελῆ, Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, σ.186-200.
527

κοινοτήτων στίς ὁποῖες ἀνήκουν· «... σ' αὐτό τό στάδιο ἀναπτύσσεται ἡ ἱκανότητα νά
διηγεῖται κανείς τήν ἐμπειρία του... ἑνοποιεῖ τίς ἐμπειρίες σέ νόημα μέσῳ τῶν
ἱστοριῶν... τά στοιχεῖα συνηγοροῦν στήν ἀξιοποίηση καί τήν ἀναδιήγηση... ἀρχίζουν
νά διηγοῦνται αὐτοσχέδιες ἱστορίες μέ τίς ὁποῖες καθίσταται δυνατόν νά
διατηροῦν, ν' ἀνακοινώνουν καί νά συγκρίνουν τίς ἐμπειρίες καί τά νοήματά τους».
Ἡ νέα ἱκανότητα σ' αὐτό τό στάδιο εἶναι ἡ ἀνάδυση τῆς ἀφηγηματικότητας καί ἡ
ἐμφάνιση τῆς ἱστορίας (διήγησης) τοῦ δράματος καί τοῦ μύθου ὡς τρόπων μέ τούς
ὁποίους ἐφευρίσκεται καί ἐξασφαλίζεται συνοχή στήν ἐμπειρία4.
Ἡ διάχυτη σύγκρουση ἤ οἱ ἀντιθέσεις πού διαπιστώνονται στό περιεχόμενο τῶν
ἱστοριῶν (διηγήσεων) καί πού ὁδηγοῦν στό στοχασμό πάνω στά νοήματα
ἀντιστοιχεῖ στήν ἡλικία ἀπό τά 11 ἤ 12 χρόνια ἕως 17 ἤ 18, (στάδιο 3, τῆς
συνθετικῆς-συμβατικῆς πίστης). Τό ἄτομο στήν ἐφηβική ἡλικία ἀρχίζει νά συνθέτει
τίς προσωπικές του ἱστορίες γιά τό παρελθόν, πού ὁπωσδήποτε διακρίνονται γιά
τήν ἀφηγηματική τους ἰδιαιτερότητα καί θεματολογία. Συγχρόνως συνθέτει ἕνα
εἶδος ἀφήγησης πού ὁ Fowler ἀποκαλεῖ «ἱστορία τῶν ἱστοριῶν μας». Τό εἶδος αὐτό
δίνει τήν δυνατότητα στό νέο ἄνθρωπο ν' ἀναφέρεται σέ πιθανά σχέδιά του πού
σχετίζονται μέ ἀνάληψη μελλοντικῶν ρόλων καί σύναψη διαπροσωπικῶν
σχέσεων. Ἡ ὠφέλεια μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ θετική καί ἀρνητική· ἀφ' ἑνός ἡ
προβολή μέσῳ τῆς ἀφήγησης τῶν μελλοντικῶν σχεδίων τοῦ ἀτόμου ἐνισχύει τήν
πίστη καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί ἀφ' ἑτέρου προκαλεῖ τρόμο στήν ἰδέα
ὅτι ὁ ἑαυτός θά μποροῦσε ν' ἀποτύχει γιά διαφόρους λόγους στίς μελλοντικές
ἐπιδιώξεις του. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πλέον ἀνθρωπομορφική ἀλλά
βασίζεται σέ προσωπικές ἰδιότητες τῆς θεότητας (συμπαραστάτης, φίλος, καθοδηγη-
τής τῆς ζωῆς) καί συμπληρώνει τό ἀνεξάντλητο κενό τῆς προσωπικότητας τοῦ
ἀτόμου, καθ' ὅσον θεωρεῖται ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀπεριόριστο βάθος καί εἶναι ἱκανός
νά γνωρίζει προσωπικά ἐκεῖνα τά μυστηριώδη βάθη τοῦ ἑαυτοῦ καί τῶν ἄλλων πού
γνωρίζουμε ὅτι ἐμεῖς ποτέ δέν θά γνωρίσουμε. Ὁ Θεός, δηλ. ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ
σπουδαιότερος ἀπό τούς σημαντικούς «ἄλλους»5.
Ἡ βαθύτερη γνώση τῶν διαδικασιῶν στό ἐσωτερικό τοῦ μικροῦ παιδιοῦ εἶναι σέ
μεγάλο βαθμό θέμα πείρας, ἀναζήτησης καί ταλέντου. Ἡ μεγάλη πρόκληση εἶναι νά

4
Ἐμμ. Περσελῆ, Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, σ.206-220.
5
Ἐμμ. Περσελῆ, Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, σ.226-230.
528

βλέπεις τά πράγματα μέ τά μάτια τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Ἀντίθετα ἀπό τόν μεγάλο, τό
παιδί βλέπει τά πράγματα μέ πολύ ὀξύτερη ματιά. Στήν ἐπαφή του μέ τήν ἄμεση
φυσική πραγματικότητα, ἀνακαλύπτει τήν ταυτότητα τῶν πραγμάτων σχεδιάζοντας
ἀμοιβαῖες σχέσεις, λειτουργίες καί σημασίες χωρίς πολλή προηγούμενη πείρα. Τό
πρόβλημα μέ μεγάλο μέρος τῆς θεωρούμενης «καλῆς παιδικῆς λογοτεχνίας» εἶναι
ὅτι πολλές ἱστορίες καθηλώνουν τή φαντασία τοῦ παιδιοῦ στό ἐπίπεδο πού ἔχει ἤδη
φθάσει ἀπό μόνο του.
Ὁ Τόλκιες περιγράφει τίς πλευρές πού εἶναι ἀναγκαῖες γιά μία καλή διήγηση:
φαντασίωση, ἐπανόρθωση (ἀπό βαθιά ἀπελπισία), φυγή (ἀπό μεγάλο κίνδυνο)
παρηγοριά. Ἡ παρηγοριά ἀπαιτεῖ ἀποκατάσταση τῆς τάξης πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν
ἐξάλειψη τοῦ κακοῦ ἀπό τόν κόσμο τοῦ ἤρωα, ὁπότε τίποτε δέν στέκεται ἐμπόδιο
στήν εὐτυχία του· τό στοιχεῖο τῆς απειλῆς εἶναι ζωτικό γιά τή διήγηση· ἡ εὐτυχία καί
ἡ ἐκπλήρωση εἶναι ἡ τελική παρηγοριά6.
Ὡς πρός τήν τεχνική τῆς ἀφήγησης, καλό θά ἦταν νά προτιμᾶται ἡ ρέουσα
ἀφήγηση, σ' ἕνα ἐπίπεδο, σέ εὐδιάκριτο τόπο καί χρόνο· καθοριστικός ὁ ἑρμηνευτι-
κός ρόλος τοῦ ἀφηγητῆ, ἡ ὕπαρξη μόνο μιᾶς λύσης στά προβλήματα, ἡ ἑνότητα τῆς
ἄποψης τοῦ συγγραφέα, τό ἠθικό δίδαγμα πού ὑποβάλλεται στόν ἀναγνώστη. Ὁ
τσέχος θεωρητικός τῆς τέχνης Václav Stejskal θεωρεῖ θεμελιώδεις δημιουργικές
ἀρχές γιά τά βιβλία πού ἀπευθύνονται στά παιδιά: α) Τήν ποιότητα. β) Τήν
καταλληλότητα ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητες τῆς συγκεκριμένης ἡλικίας τοῦ παιδιοῦ·
ἡ λέξη στά παιδιά λειτουργεῖ ὄχι ἁπλά ὡς δηλωτική τῶν πραγμάτων ἀλλά ὁδηγεῖ
σέ ὁλόκληρο τό νοηματικό πλοῦτο τῆς γλῶσσας. γ) Τήν ἀλληλεπίδραση λέξης καί
εἰκόνας, δηλ. εἰκονογράφηση, ἰδιαίτερα στά παιδιά ἡλικίας 3-9. Ὁ Κομένιος
ἀναφέρει: «μαζί μέ τίς λέξεις τά παιδιά πρέπει νά μάθουν νά καταλαβαίνουν τά
πράγματα». Στή γένεση τῆς παιδικῆς φαντασίας, ἡ εἰκόνα προηγεῖται τῆς λέξης πού
ὅμως χρειάζεται νά συμπληρωθεῖ ἀπό λέξεις εἰπωμένες εἴτε ἀπό τό παιδί εἴτε ἀπό
τόν μεγάλο. Ἄς θεωρηθεῖ λοιπόν ἡ εἰκόνα σάν λέξη καί ἡ λέξη σάν ἡ εἰκονική της
αἴσθηση. δ) Ἡ ἀρχή νά ἐνθαρρύνεται στό παιδί ἡ αἴσθηση τῆς ἐσωτερικῆς ταυτότη-
τας (ἀνακάλυψη σκέψης καί πράξης ἄλλων ἀνθρώπων, ἐκτείνει τή φαντασία του σέ
σκηνές καί καταστάσεις ἀπρόσιτες μέ τήν ἄμεση ἐπαφή, ἀποκαλύπτει νέες περιοχές

6
Μπρ. Μπετελχάϊμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν, σ.192-209.
529

συναισθήματος καί σκέψης, νέες ἀνθρώπινες σχέσεις). ε) Ἡ ἀρχή τῆς αἰσιοδοξίας


γιά τή ζωή, πού πηγάζει ἀπό τήν ἰδιαιτερότητα τῆς ἡλικίας ὅτι ἡ προσωπικότητα τοῦ
παιδιοῦ ἀναπτύσσεται πιό εὐνοϊκά σέ κλῖμα συναισθηματικῆς ἀσφάλειας, ἀμοιβαίας
ἐμπιστοσύνης καί ἀγάπης. στ) Ἡ ἀρχή τῆς θεματικῆς ἐπάρκειας: νά εἰσάγουν τό
παιδί στίς βασικές ἀρχές τοῦ ἠθικοῦ κώδικα τῶν ἀνθρώπων (καλό καί κακό,
ἀλήθεια καί ψέμα, ἐγωϊσμός καί συμπάθεια, σεμνότητα, σεβασμός τοῦ ἀνθρώπινου
μόχθου, αἴσθηση δικαιοσύνης καί ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων). Ὁ λαϊκός πολιτισμός
εἰσάγει τα παιδιά μέ τόν πιό φυσικό καί ἀπροκατάληπτο τρόπο στήν ὑφή τῆς ἐθνικῆς
κουλτούρας καί ζωῆς, στό γενικό συναισθηματικό κλῖμα τῶν παραδόσεων. ζ) Ἡ
ἀρχή τῆς ἀλήθειας καί τῆς πιστότητας σέ σχέση μέ τή ζωή. η) Ἡ ἀρχή τῆς ἀντίθεσης:
τό στοιχεῖο τῆς ἀντίθεσης ταιριάζει στήν ψυχολογική ἰδιοσυγκρασία τῆς παιδικῆς
ἡλικίας. Γι' αὐτό καί τά βιβλία σ' αὐτήν τήν ἡλικία παρουσιάζουν μιά ἔντονη
ἀντιθετική ἀπεικόνιση καταστάσεων, καλό καί κακό, ἀλήθεια καί ψέμα, ὀμορφιά καί
ἀσχήμια, τιμιότητα καί παλιανθωπιά, ἐπιμέλεια καί τεμπελιά, φτώχεια καί πλοῦτος.
θ) Ἡ ἁπλότητα καί ἡ λιτότητα· ἡ λιτότητα συνεπάγεται ἀπόρριψη ἄσχετων
λεπτομερειῶν καί παρουσιάση οὐσιωδῶν στοιχείων7.
Ἡ εἰκόνα προκαλεῖ τά πρῶτα παιγνιδίσματα τῆς φαντασίας. Ξυπνᾶ τήν
εὐαισθησία καί τροφοδοτεῖ τήν ἔκφραση τοῦ παιδιοῦ μέ εἰκονικές παραστάσεις καί
μέ τό λόγο. Παίζει ρόλο στήν κατανόηση καί τό ζωντάνεμα τοῦ κειμένου. Ἡ εἰκόνα
δέν συντελεῖ μόνο στήν αἰσθητική ἀγωγή ἀλλά προσφέρει καί γνώσεις· θεμελιώ-
νει τή βιοθεωρία τοῦ παιδιοῦ μέ τήν ἔκφραση καί μέ τίς σχέσεις ἀνθρώπων, ζώων
καί πραγμάτων πού παρουσιάζει. Γι' αὐτό καί οἱ εἰκόνες πρέπει νά δείχνουν τόν
ἔμψυχο καί τόν ἄψυχο κόσμο ἀληθινό, γνήσιο, ζωντανό καί ὄχι ἄψυχο, ἀφύσικο8.
Ὁ συντονισμός λόγου καί εἰκόνας θά ὑπῆρχε ἄν ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας
μποροῦσε νά διακοσμήσει τό βιβλίο γιά παιδιά· γιατί αὐτός ξέρει τό μήνυμα πού

7
∆. Θεοδούλου, Ἡ Παιδική Λογοτεχνία καί τό μικρό παιδί, Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ κύκλου
τοῦ Ἑλληνικοῦ Παιδικοῦ Βιβλίου, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1988, σ. 69-84.
8
∆έν πρέπει νά παραλειφθεῖ καί ἡ ἀντίθετη ἄποψη ὅτι τά εἰκονογραφημένα βιβλία μέ ἱστορίες πού
τόσο τά προτιμοῦν ἐξίσου οἱ ἐνήλικες καί τά παιδιά δέν ἐξυπηρετοῦν τίς βαθύτερες ἀνάγκες τοῦ
παιδιοῦ· οἱ εἰκονογραφήσεις εἶναι μᾶλλον διασκεδαστικές παρά χρήσιμες· οἱ μελέτες γιά τά
εἰκονογραφημένα ἀλφαβητάρια δείχνουν ὅτι οἱ εἰκόνες μᾶλλον παρεκτρέπουν ἀπό τή
διαδικασία μάθησης παρά τήν ὑποστηρίζουν, γιατί ἡ εἰκονογράφηση ἐμποδίζει τό παιδί να βιώσει
ἀπό μόνο του μέ τή φαντασία του τήν ἱστορία. Ἡ εἰκονογράφηση ἀφαιρεῖ πολλά ἀπό τό
προσωπικό νόημα τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά ἔχει ἡ ἱστορία γιά τό παιδί, ἄν αὐτό
χρησιμοποιοῦσε μόνο τούς δικούς του ὀπτικούς συνειρμούς σέ σχέση μέ τή διήγηση ἀντί
ἐκείνους τοῦ εἰκονογράφου (βλ. Μπρ. Μπετελχάϊμ, Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν, σ. 87).
530

θέλει νά μεταδώσει. Ὁ ζωγράφος πρέπει νά μπεῖ στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ κειμένου,


νά κάμει δική του, τή σκέψη τοῦ συγγραφέα καί τήν εὐαισθησία τοῦ παιδιοῦ. Τά
παιδιά 5-6 ἐτῶν παίρνουν σωστό μήνυμα, ὅταν οἱ εἰκόνες εἶναι ζωντανές καί
ἀληθινές. ∆έν ἐπηρεάζονται ἄσχημα ἀπό θηρία καί τέρατα, δέν τά φοβίζουν· δέν
ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἀνάμειξη πραγματικοῦ μέ φανταστικό9. Ὑπάρχουν βιβλία
ὅπου οἱ εἰκόνες ἁπλῶς συνοδεύουν τό λόγο καί ἡ εἰκονογράφηση παίζει ρόλο
διακοσμητικό, μέ σκοπό νά ξεκουράζει τό μάτι καί νά εὐχαριστεῖ τόν ἀναγνώστη.
Σέ ἄλλα βιβλία ἡ εἰκόνα τοποθετημένη ἐδῶ ἤ ἐκεῖ ἔχει σκοπό νά τονίσει ἕνα
γεγονός, νά χαρακτηρίσει πρόσωπα καί πράγματα ἤ νά ἐξηγήσει ἕνα σημαντικό
περιστατικό. Καί σέ ἄλλα βιβλία ὁ λόγος καί ἡ εἰκόνα ἔχουν ἀπόλυτη ἰσοτιμία καί ἡ
ἀπόδοση τῆς ἱστορίας εἶναι τό ἀποτέλεσμα στενῆς συνεργασίας συγγραφέα καί
ζωγράφου. Ὅσο μικραίνει ἡ ἡλικία τοῦ παιδιοῦ τόσο μεγαλύτερη σημασία ἀποκτᾶ ἡ
εἰκονογράφηση σέ σχέση μέ τό κείμενο. Ὁ ζωγράφος πού εἰκονογραφεῖ πρέπει
νά μένει πιστός στό ὕφος τοῦ κειμένου· ὄχι ἁπλά νά κάνει καλή ζωγραφική ἀλλά
νά κάνει καλή ζωγραφική «γι' αὐτό τό κείμενο»10.
Ὁ εἰκονογράφος ἐπικοινωνεῖ μέ τό θέμα τοῦ κειμένου μέ ἄλλο ἐκφραστικό
μέσο· εἰκονογραφεῖ τό περιεχόμενο τοῦ μύθου11. Εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ τίς
ψυχωφελεῖς διηγήσεις, ἰδανικό θά εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ παιδικοῦ βιβλίου, ἐκτός
ἀπό πιστός χριστιανός νά ἔχει καί ἐπαρκεῖς θεολογικές γνώσεις. Ὅσον ἀφορᾶ δέ
τήν εἰκονογράφηση, ἡ γνώση ἁγιογραφίας τοῦ ζωγράφου θά κατόρθωνε νά

9
Ε. Βασιλειάδου, Τό παιδί τῆς προσχολικῆς ἡλικίας καί τό παραμύθι, Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ
κύκλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Παιδικοῦ Βιβλίου, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1988, σ. 103-119.
10
Α. Μενδρινοῦ, Ἡ σημασία τῆς εἰκονογράφησης καί ὁ ρόλος τοῦ εἰκονογράφου στό παιδικό
βιβλίο, Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ κύκλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Παιδικοῦ Βιβλίου, ἐκδ.
Καστανιώτη, Ἀθήνα 1988, σ. 145-149.
11
Τό σημεῖο αὐτό εἶναι καί ἡ εἰδοποιός διαφορά μέ τόν δημιουργό τῶν κόμικς. Στά κόμικς ἡ κάθε
εἰκόνα ἀποτελεῖ κρίκο σέ μία συνέχεια· εἶναι μία στιγμή στό χρόνο ἤ μία στάση στό χῶρο κατά
τήν ἐξέλιξη τοῦ μύθου· ἡ κάθε εἰκόνα εἶναι καθόλα ἐξαρτημένη ἀπό τήν προηγούμενη καί
ἑπόμενή της· παίρνει νόημα ἀκριβῶς ἀπό τή συνέχεια μεταξύ τῶν εἰκόνων πού εἶναι καί φορέας
ἐξέλιξης τῆς πλοκῆς τοῦ μύθου μέσα στό χρόνο. Στήν εἰκονογράφηση σέ ἀντιδιαστολή μέ τό
κόμικ, τό κείμενο εἶναι ὁ φορέας τῆς ἐξέλιξης τοῦ μύθου μέσα στό χρόνο· τό κείμενο εἶναι ἡ
ραχοκοκαλιά τῆς χρονικῆς ἐξέλιξης τοῦ μύθου ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτῶνται τά γεγονότα, οἱ
ἐπιμέρους σημαίνουσες μορφές/θέματα τοῦ εἰκονογράφου· ὁ εἰκονογράφος, δηλ. δέν
ἐξελίσσει τή διήγηση μέσα στό χρόνο, ἀλλά ἑρμηνεύει τό περιεχόμενο τῆς διήγησης
συμπυκνώνοντάς το σέ αὐτόνομες ὡς μορφή καί σημασία εἰκόνες. βλ. Τζ. Παρμενίδη, Ἡ
εἰκονογράφηση στό ἔντεχνο παραμύθι. ∆ύο βασικές ἐπιλογές κατά τή δημιουργία τῆς εἰκόνας,
Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ κύκλου τοῦ Ἑλληνικοῦ Παιδικοῦ Βιβλίου, ἐκδ. Καστανιώτη,
Ἀθήνα 1988, σ.170-175· πρβλ. Θ. Ἀγραφιώτη, Τά «κόμικς» ὡς μέσο ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν.
Χριστιανοπαιδαγωγική θεώρηση, ἐκδ. «Αφοι Κυριακίδη», Σειρά χριστιανοπαιδαγωγικές μελέτες
καί ἔρευνες, Θεσσαλονίκη 2005.
531

ἐνισχύσει τήν αὐθεντικότητα τῆς διήγησης. Ἡ σχέση ἀναλογίας ἀνάμεσα στό θέμα
τῆς εἰκόνας καί τοῦ κειμένου ἱδρύεται μέσα ἀπό τήν ἀνταπόκριση τοῦ συγκεκριμέ-
νου στοιχείου τῆς εἰκόνας μέ τό περισσότερο ἀφηρημένο στοιχεῖο τῆς ἀντίστοιχης
περιγραφῆς πού ὑπάρχει μέσα στό κείμενο, καί ἀντίστροφα.

1. «Παιδικά Γεροντικά».

Μία πολύ θετική παρουσίαση δουλειᾶς ἀποτελεῖ τό Παιδικό Γεροντικό,


Προσαρμογή κειμένων: Μοναχός Ἐφραίμ-Λυκοῦργος Μαρκούδης, Εἰκονογράφη-
ση: Γιῶργος Μποζάς, ἐκδόσεις «Ἡ Χρυσοπηγή», Ἀθήνα 1996. Στό πρόλογό τους
οἱ συγγραφεῖς ἀναφέρουν: «Θά θέλαμε νά σᾶς ποῦμε πολλά πράγματα γιά τόν
Θεό καί τήν ἀγάπη σέ ὅλα τά πλάσματά του. Μά δέ βρίσκαμε τόν τρόπο. Ὥσπου
μία πανάρχαια συνταγή μᾶς ἔδειξε τό δρόμο. Πέστο μέ μία ἱστορία. Ἀκοῦστε
λοιπόν τί ὄμορφες ἱστορίες ἔρχονται ἀπό τό Γεροντικό γιά νά γίνουν δικές σας
...». Οἱ ἱστορίες τους εἶναι γραμμένες σέ ἁπλή δημοτική γλώσσα καί παρατίθεται
ἐπεξηγηματικό «γλωσσάρι» στήν ἀρχή τῆς ἔκδοσης. Στή συνέχεια θά παρατεθοῦν
δύο ἱστορίες ὅπως εἶναι ἐκ τοῦ πρωτοτύπου καί ὅπως ἔχουν ἀποδοθεῖ (κειμενικά -
εἰκονογραφικά) ἀπό τό «Παιδικό Γεροντικό».
1. Historia Monachorum in Aegypto, Περί Μακαρίου (σ.126-127): «Ἄλλοτε δὲ
σταφυλὰς πεμφθείσας αὐτῷ νεαρὰς ἐπιθυμήσαντι μεταλαβεῖν ἐνδεικνύμενος τὴν
ἐγκράτειαν ἀπέστειλεν αὐτὰς πρός τινα ἀδελφὸν κάμνοντα καὶ αὐτὸν σταφυλὰς
ἐπιθυμοῦντα. ὃς δεξάμενος καὶ λίαν περιχαρὴς γενόμενος κρύπτειν αὐτοῦ τὴν
ἐγκράτειαν βουλόμενος πρὸς ἄλλον ἀδελφὸν αὐτὰς ἐξαπέστειλεν ὡς αὐτὸς
ἀνορέκτως ἔχων περὶ τὸ βρῶμα. δεξάμενος δὲ κἀκεῖνος τὸ βρῶμα ὡσαύτως πάλιν
ἐποίησεν καὶ αὐτὸς λίαν ποθῶν μεταλαβεῖν. ὡς δὲ λοιπὸν εἰς πολλοὺς ἀδελφοὺς
ἦλθον αἱ σταφυλαὶ μηδενὸς βουληθέντος αὐτῶν μεταλαβεῖν, ὁ τελευταῖος αὐτὰς
λαβὼν πρὸς Μακάριον αὐτὰς ἐξαπέστειλεν ὡς μέγα δῶρον χαριζόμενος.
ἐπιγνοὺς δὲ αὐτὰ ὁ Μακάριος καὶ πολυπραγμονήσας ἐθαύμασεν εὐχαριστῶν τῷ
Κυρίῳ ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ αὐτῶν ἐγκρατείᾳ· καὶ οὐδὲ αὐτὸς αὐτῶν τέλος μετείληφεν.».
Παιδικό Γεροντικό: «Τά σταφύλια τῆς ἀγάπης» (σ. 31-35):
«Γύρω στό 330 μ.Χ. ἐγκαταστάθηκε στή Σκήτη ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Κοντά στόν Ἅγιο Μακάριο μαζεύτηκαν σιγά-σιγά χιλιάδες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι
532

δέχονταν τίς συμβουλές καί τούς λόγους του. Ἀλλά καί πολλοί λαϊκοί ἀπό ὅλη τήν
Αἴγυπτο ἔρχονταν στόν Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, γιά νά δεχθοῦν τούς καρπούς τῆς ἀγάπης
του. Ἡ φήμη του εἶχε ἁπλωθεῖ σ' ὅλη τήν πολιτεία. Μιά μέρα κάποιοι προσκυνητές
ἦρθαν στό καλογερικό χωριό γιά νά δοῦν τόν Ἀββά Μακάριο. Μάλιστα τοῦ
ἔφεραν ἀπό τήν πόλη ἕνα καλάθι γεμᾶτο σταφύλια. Κάθισαν ἀρκετή ὥρα κοντά
του, ἄκουσαν τίς πολύτιμες συμβουλές του καί ὠφελημένοι ψυχικά ξεκίνησαν γιά
τήν πόλη.
-Αὐτά εἶναι γιά σένα, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπαν φεύγοντας. Τά σταφύλια ξέρουμε πώς
σοῦ ἀρέσουν πολύ. Κράτησέ τα σέ παρακαλοῦμε.
Ὁ Ἀββᾶς Μακάριος εὐχαρίστησε τούς προσκυνητές καί τούς ξεπροβόδισε μέ
χαμόγελο. Καταμεσῆς στό φτωχικό καλυβάκι ἦταν ἕνα καλάθι γεμᾶτο ὄμορφα
μυρωδικά σταφύλια. ∆ῶρο σπάνιο, ἀφοῦ ὁ τόπος δέν εἶχε τίποτε ἀπ' αὐτά. Σίγουρα
θά εἶναι πολύ γλυκά, σκέφθηκε ὁ Ἀββᾶς. Καί ἔκαμε νά δοκιμάσει. Μά σάν ἔσκυψε,
ἀπ' τό παραθυράκι τῆς καλυβούλας ἀντίκρυσε τούς ἄλλους ἀσκητές καί αἰσθάνθηκε
ἔνοχος.
-∆έν εἶναι σωστό νά τά κρατήσω ἐγώ. Οἱ ἄλλοι Πατέρες δέν ἔχουν δοκιμάσει
καθόλου σταφύλια. Θά τά πάω στόν Ἀββά Πέτρο, εἶναι γέροντας καί θά τοῦ
ἀρέσουν πολύ.
Τά παίρνει λοιπόν καί μιά καί δυό τά πηγαίνει στόν Ἀββά Πέτρο, πού ἦταν
πράγματι ὁ γεροντότερος στή σκήτη.
-Ἔ, Ἀββᾶ. Μοῦ ἔφεραν αὐτά τά σταφύλια καί σκέφθηκα πώς σοῦ ἀρέσουν πολύ.
Θά 'θελα νά κάνεις ἀγάπη καί νά τά κρατήσεις, εἶπε καλοσυνάτα ὁ Ἀββᾶς
Μακάριος.
-Εὐχαριστῶ, Ἀββᾶ, ὁ Θεός νά σ' εὐλογεῖ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
Κι ὁ Ἀββᾶς Μακάριος πῆρε τόν δρόμο γιά τό καλυβάκι του. Ὁ Ἀββᾶς Πέτρος
πῆρε τά σταφύλια καί ἔκαμε νά δοκιμάσει.
-Μά γιά στάσου, σκέφθηκε, οἱ ἄλλοι Ἀββάδες δέν ἔχουν δοκιμάσει καθόλου.
Ξέρω πώς τά σταφύλια ἀρέσουν πολύ στόν Ἀββά Ἰσίδωρο. Χωρίς νά τό
πολυσκεφτεῖ πῆρε τό καλάθι καί τοῦ τό πῆγε.
533
534

-Γέροντα μοῦ ἔφεραν αὐτά τά σταφύλια. Κάνε ἀγάπη καί κράτησέ τα. Ξέρω πώς
σοῦ ἀρέσουν πολύ, εἶπε ὁ Ἀββᾶς Πέτρος προσφέροντας τό δῶρο του στόν Ἀββά
Ἰσίδωρο.
-Ὁ Θεός νά σ' εὐλογεῖ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καί τά κράτησε. Μά οὔτε καί ὁ
τρίτος Ἀββᾶς κράτησε τά λαχταριστά σταφύλια.
-∆έν εἶναι σωστό νά τά κρατήσω, εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος καί τά πῆγε στόν
ἑπόμενο. Καί ἐκεῖνος σέ ἄλλον. Μέχρι τό τέλος τῆς ἡμέρας τό καλάθι μέ τά
σταφύλια εἶχε περάσει ἀπ' ὅλα τά φτωχικά καλυβάκια καί κανείς δέν τό εἶχε
κρατήσει, γιατί σκεφτόταν πώς κάποιος ἄλλος τό εἶχε περισσότερο ἀνάγκη. Ὅταν
ἔφτασαν τά σταφύλια καί στήν τελευταία καλυβούλα, ὁ μοναχός πού ἔμενε ἐκεῖ
σκέφθηκε.
-Αὐτά τά σταφύλια εἶναι ἁμαρτία νά τά κρατήσω ἐγώ. Ἀρέσουν πολύ στόν Ἀββά
Μακάριο.
Καί πῆρε τόν δρόμο γιά τό καλύβι του.
-Ἀββᾶ, συμπάθα με, μά ξέρω πώς αὐτά τά σταφύλια σοῦ ἀρέσουν, κάνε ἀγάπη
νά τά κρατήσεις.
Τότε ὁ Ἀββᾶς Μακάριος βλέποντας τό καλάθι ἀπείραχτο μέ ὅλα τά σταφύλια,
ἔτσι ὅπως τό εἶχε πάρει ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἡμέρας, δόξασε τό Θεό, ἀφοῦ ἡ Σκήτη
εἶχε τέτοιους μοναχούς, πού διακρίνονταν γιά τήν ἀγάπη καί τήν εὐσπλαχνία τους.
Ἐκείνη τή στιγμή κάποιοι μοναχοί ἀπό πολύ μακριά ἦρθαν νά πάρουν τήν εὐχή
τοῦ Γέροντα. Καί ἐκεῖνος μέ χαρούμενο πρόσωπο τούς εἶπε:
-Φᾶτε παιδιά μου, ἀπό τά σταφύλια τῆς ἀγάπης. Εἶναι τά πιό γλυκά σταφύλια τοῦ
κόσμου. Καί τούς διηγήθηκε ὅλη τήν ἱστορία.».

2. Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, σ.461-462 :


«Καὶ ἕτερος δέ τις ἀδελφὸς Λιβυκὸς ἦλθε πρὸς τὸν ἀββᾶν Σιλουανὸν εἰς τὸ ὄρος
εἰς Πανεφώ. Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀββᾶ, ἐχθρὸν ἔχω πολλὰ κακὰ ποιήσαντά μοι· καὶ γὰρ
καὶ τὸν ἀγρόν μου, ὡς ἤμην ἐν τῷ κόσμῳ, ἀφήρπασε καὶ πολλάκις μοι ἐπεβούλευ-
σε· νῦν δὲ φαρμακοὺς ἐκίνησε πρὸς τὸ θανατῶσαί με καὶ βούλομαι παραδοῦναι
αὐτὸν τῷ ἄρχοντι. Ἔφη αὐτῷ ὁ γέρων· ὡς ἀναπαύῃ, τέκνον, ποίησον. Λέγει ὁ
ἀδελφός· φύσει, ἀββᾶ, ἐὰν παιδευθῇ, μεγάλως ὠφελεῖται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Ἀπεκρίθη
535

ὁ γέρων· ὡς δοκεῖ σοι, τέκνον, ποίησον. Καὶ εἶπεν ὁ ἀδελφός· ἀνάστα, πάτερ,
ποιήσωμεν εὐχήν, καὶ ἀπέρχομαι πρὸς τὸν ἄρχοντα. Ἀναστάντες οὖν καὶ εὐχόμενοι
ὡς ἦλθον εἰπεῖν, ‘καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς
ὀφειλέταις ἡμῶν’, εἶπεν ὁ γέρων· ‘καὶ μὴ ἀφήσῃς ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς
οὐδὲ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν’. Καὶ λέγει ὁ ἀδελφὸς τῷ γέροντι· μὴ
οὔτω πάτερ. Ἔφη δὲ ὁ γέρων· ναί, οὕτω τέκνον, φύσει γάρ, ἐὰν πρὸς τὸν ἄρχοντα
βούλει ἀπελθεῖν ἵνα ἐκδικήσῃ σε, Σιλουανὸς ἄλλην εὐχὴν οὐ ποιεῖ σοι. Καὶ βαλὼν
μετάνοιαν ὁ ἀδελφὸς συνεχώρησε τῷ ἐχθρῷ αὐτοῦ.».
Παιδικό Γεροντικό: «ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν...» (σ. 60-64).
«Ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός ἦταν ἀπό τούς γεροντάδες πού κοντά τους μάζευαν πολύ
κόσμο, τόσο καλόγερους, ὅσο καί ἁπλούς λαϊκούς. Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη πού ἔδειχνε
σέ ὅλους, ἀλλά καί ἡ βαθιά γνώση του στά θεολογικά τόν ἔκαναν νά ξεχωρίζει.
Ἄν κάποιος βρίσκονταν κοντά του, δέν ἤθελε τίποτε ἄλλο παρά νά τόν ἀκούει. Γιά
ὅλα τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες εἶχε ἕναν παρήγορο λόγο νά πεῖ καί μία
συμβουλή νά δώσει.
Πολύς κόσμος πήγαινε μόνο γιά ν' ἀκούει τά εὐλογημένα λόγια του ἀλλά δέν
ἦταν καί λίγοι ἐκεῖνοι πού πήγαιναν συχνά στόν Ἀββά γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί
νά τοῦ ζητήσουν τή βοήθεια στόν πνευματικό ἀγώνα.
Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Γεώργιος, ἕνας εὐσεβής οἰκογενειάρχης πού
καλλιεργοῦσε τό κτῆμα του στήν Ἀνατολή. Πήγαινε πολύ συχνά στόν Γέροντα καί
τόν συμβουλευόταν γιά ὁ,τιδήποτε τόν ἀπασχολοῦσε.
Τελευταῖα ὅμως εἶχε πολύ καιρό νά πάει στόν Ἀββά. Εἶχε προβλήματα μέ ἕναν
γείτονα πού τοῦ προξενοῦσε κακό. Πολλές ταλαιπωρίες εἶχε ὑποστεῖ ἀπ' αὐτόν
ἀλλά ἔκανε ὑπομονή καί τίς ξεπερνοῦσε μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Ὅσο
περνοῦσαν οἱ μέρες, ὁ γείτονας γινόταν ὅλο καί χειρότερος καί οἱ ταλαιπωρίες
ὅλο καί περισσότερες γιά τόν ταπεινό Γεώργιο. Κάποια μέρα ἡ ὑπομονή του
ἐξαντλήθηκε καί ἡ θλίψη του ἦταν τόσο ἀβάσταχτη, πού ἀγανάκτησε μέ τόν γείτονά
του καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά τόν τιμωρήσει. Ὁ ἴδιος ὅμως δέν μποροῦσε νά τόν
βλάψει. Ἔτσι θεώρησε καλύτερη λύση νά πάει τό γείτονά του στά δικαστήρια.
Γιά μιά τέτοια ἀπόφαση ὅμως θά ἔπρεπε νά ρωτήσει τόν Γέροντα τῆς ἐρήμου.
536
537

Καί πραγματικά ξεκίνησε γιά τή σκήτη τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ. Σάν ἔφτασε, ὁ Ἀββᾶς
τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά καί ἀμέσως πῆγαν στό ἐκκλησάκι τῆς σκήτης. Στήν
ἐξομολόγησή του ὁ Γεώργιος ἀποκάλυψε στόν Γέροντα τήν περιπέτειά του μέ τόν
σκληρόκαρδο γείτονα ἀλλά καί τή δική του ἀπόφαση νά τόν πάει στά δικαστήρια.
-∆έν πάει ἄλλο Ἀββᾶ μου, εἶπε ὁ Γεώργιος. Προσπάθησα σκληρά.
Προσευχόμουν μέ ὅλη μου τή δύναμη. Ἀλλά εἶμαι ἄνθρωπος καί 'γώ. ∆έν ἄντεξα
ἄλλο. Βλέπετε, στήν ἀρχή ἁπλῶς ἦταν ἐχθρικός μαζί μου. Στή συνέχεια κατόρθωσε
μέ ἀπάτες νά μοῦ πάρει τό μισό κτῆμα. Ἔκανα πάλι ὑπομονή. Μέ συκοφαντοῦσε
παντοῦ. Ἔχασα τούς φίλους καί τούς γνωστούς μου. ∆ιέδιδε κατηγορίες διάφορες
γιά μένα καί ὁ κόσμος ἔπαψε νά μοῦ μιλάει. Μά τό χειρότερο ἀπ' ὅλα, Ἀββᾶ, εἶναι
ὅτι πρίν ἀπό μερικές μέρες προσπάθησε νά μέ δηλητηριάσει. Αὐτό ἦταν. Ἡ
ἀγανάκτηση μέ κατέλαβε καί ἀποφάσισα νά τόν τιμωρήσω γιά ὅσα μοῦ ἔχει κάνει.
Μά δέν ἔχω οὔτε τή δύναμη οὔτε τό κουράγιο, Γέροντα. Γι' αὐτό θά τόν πάω στά
δικαστήρια καί ἔτσι αὐτός θά βρεῖ τήν τιμωρία πού τοῦ ἀξίζει καί 'γώ θά βρῶ τό
δίκιο μου.
Αὐτά εἶπε ὁ Γεώργιος καί ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός, σιωπηλός καί ἀτάραχος, τοῦ
εἶπε:
-Κάνε ὅπως θέλεις, παιδί μου.
-∆έν νομίζεις ὅμως, Γέροντα, ὅτι ἄν τιμωρηθεῖ αὐστηρά θά εἶναι πιό δίκαιο;
Ἔχω γνωστούς δικαστικούς πού θά φροντίσουν γι' αὐτό, εἶπε ὁ Γεώργιος.
-Κάνε ὅ,τι σέ ἀναπαύει, ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς μέ ἀδιαφορία.
-Θά 'ναι καλύτερα καί γιά τήν ψυχή του, ἔ Ἀββᾶ; ρώτησε ὁ Γεώργιος, μά ὁ
Γέροντας δέν ἀπάντησε.
-Τότε λοιπόν νά πηγαίνω σιγά-σιγά, εἶπε ὁ Γεώργιος, νά μήν κουράζω ἄλλο τήν
ἀγάπη σου. Θά φύγω γιά τόν δικαστή κατευθείαν.
-Στάσου λίγο, παιδί μου. Μή βιάζεσαι τόσο, εἶπε ὁ Ἀββᾶς. Ἔλα νά
προσευχηθοῦμε πρῶτα, νά εὐλογήσει ὁ Θεός τήν πράξη σου.
Σηκώθηκε ὁ Γέροντας καί πῆρε τόν Γεώργιο καί στάθηκαν μπροστά στήν εἰκόνα
τοῦ Παντοκράτορα. Ἀφοῦ ἔκανε τόν σταυρό του ὁ Ἀββᾶς, ἄρχισε νά λέει: «Πάτερ
ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γεννηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν
538

ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον καί μή ἀφίῃς ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς
ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Στά τελευταῖα αὐτά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ ὁ Γεώργιος
φώναξε:
-Μά Γέροντα δέν λέει ἔτσι ἡ Κυριακή Προσευχή. Μήπως κάνετε κάποιο λάθος;
-Πραγματικά, παιδί μου, δέν λέει ἔτσι ἡ Κυριακή Προσευχή, εἶπε μέ σταθερή
φωνή ὁ Ἀββᾶς. Ἔτσι ὅμως εἶναι ἡ πραγματικότητα. Ἀφοῦ ἐσύ ἀποφάσισες νά
παραδώσεις τόν ἀδελφό στήν δικαιοσύνη, ἐγώ δέν μπορῶ νά κάνω ἄλλη
προσευχή γιά σένα.
Ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄναυδος. Πῆρε εὐχή καί ἐπέστρεψε σπίτι του. Τά λόγια τοῦ
Ἀββᾶ χαράχτηκαν βαθιά μές τή ψυχή του. Ἔκανε ὑπομονή μέ τήν κακία τοῦ γείτονα
ὡς τή στιγμή πού ὁ σκληρός γείτονας πέθανε. Ὁ Γεώργιος συνέχισε τήν ἐνάρετη
ζωή του ἐπαναλαμβάνοντας τό δίδαγμα τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ: «Ἄφες ἡμῖν τά
ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν...».

Μία ἀξιόλογη προσπάθεια πού ἀναφέρεται σέ μεγαλύτερα παιδιά, ἀλλά καί


ἐνήλικες, ἀποτελεῖ αὐτή τοῦ Ἰωάννη-Χαρίλαου Βρανοῦ, Ἀναζητώντας τό φῶς ὁ Van
Gogh καί ὁ Μεγάλος Γέροντας Βαρσανούφιος, Ἐκδοτικός Οἶκος Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 1991. Μέσα ἀπό τήν ἀντιπαράθεση τῶν εἰκονογραφημένων
βιογραφιῶν τῶν δύο προσώπων πού ἀναζητοῦσαν τό φῶς (τήν ἀλήθεια) σέ
διαφορετικούς δρόμους καί μέ διαφόρους τρόπους, προβληματίζεται καί ἀγωνιᾶ
γιά τόν σύγχρονο κόσμο:
539
540
541
542

Ἡ παιδική λογοτεχνία ἐμπλουτίζεται συνεχῶς μέ θετικές προσπάθειες


ἀναφορικά μέ τό ἀντικείμενο τῆς ἔρευνάς μας καί γενικότερα μέ ἁγιολογικά
θέματα πού ἐπικεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον τους σέ διηγήσεις· ἀνάλογα δείγματα
παρουσιάζονται καί στίς ξένες παιδικές λογοτεχνίες12.
Ὡς πρός τήν ἑλληνική βιβλιογραφία ἐνδεικτικά ἀναφέρονται σέ σχέση μέ τά
Γεροντικά καί τά Συναξάρια:
- Ζούρα Παντελῆ, Ὁ θησαυρός τοῦ Γέροντα, εἰκονογράφηση Χρήστου Γουσίδη, ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20053.
- Κανάβα Ζωή, Ἱστορίες μέ τόν παππού Νικόδημο, εἰκονογράφηση Χρ. καί Νικ.
Λιόνδα, ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἀθήνα 20005.
- Κανάβα Ζωή, Ἱστορίες ὅλο φῶς, εἰκονογράφηση Μάρκου Καμπάνη, ἐκδ.
Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2004.
- Νικολοπούλου Ἀγγελική, Τά μυστικά τῆς ἐρήμου, εἰκονογράφηση Εὐτυχίας
Βλάχου - Μπάτση, Ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 19952.
- Ὁ ἅγιος Ζωτικός ὁ ὀρφανοτρόφος, ἐπιμέλεια καί ἔκδοση Ἱερά Μονή Τιμίου
Προδρόμου Καρέα, 2000.
- Ὁ γιός τῆς ἐρήμου, Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, εἰκονογράφηση Ξεν. Μπόκος,
ἐπιμέλεια καί ἔκδοση Ἱ. Μονή Παναγίας Χρυσοπηγῆς, Ἀθήνα 2002.
- Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου, ἐπιμέλεια καί ἔκδοση Ἱερά Μονή
Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 2001.
- Παιδικός Συναξαριστής τῶν μηνῶν Ἰανουαρίου (2002), Φεβρουαρίου καί Μαρτίου
(2003), Ἀπριλίου, Μαΐου καί Ἰουνίου (2004), Ἰουλίου καί Αὐγούστου (2005), ἐνῶ
βρίσκονται ὑπό ἔκδοση οἱ μῆνες Σεπτέμβριος-∆εκέμβριος, ἐπιμέλεια ∆ημητρίου
Φωτοπούλου καί Ἄννας Φωτοπούλου, ἐκδ. Ἄθως.
- Ποταμίτου ∆ιονυσίου καί Αἴγλης-Αἰκατερίνης, Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης,
ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005.
- Τό πρῶτο μου συναξάρι (σύγχρονοι ἅγιοι), ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, Ἀθήνα 20048.

12
πρβλ. Μιγιαζάουα Κένζι, Τό ἄστρο τοῦ νυχτογέρακου, μτφρ. ἀπό τά ἰαπωνικά Μαρία Ἀργυράκη,
Εἰκονογράφηση Ἄννα Σαράντη, Ἐπίμετρο Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου, Ἐκδόσεις ΟΛΚΟΣ,
Ἀθήνα 1999· Jesus erzählt Geschichten, Von L. De Horna, Verlag Ars Sacra Josef Müller-
München 1976· Mit Jesus leben, Von L. De Horna, Verlag Ars Sacra Josef Müller-München 1980.
543

-Cowie Sarah Elizabeth, Selby Sarah, Μία γάτα ἐξομολογεῖται. Ὁ ἡγούμενος κι


Ἐγώ, ἐκδ. Πέτρου Μπότση.
Οἱ ἅγιοι, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶναι Γέροντες (π.χ. Ἅγιος Ἀντώνιος, Ἅγιος
Εὐθύμιος, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός), ἀποτελοῦν πόλο ἕλξης παιδικῶν ἀφηγήσεων μέ
διηγήσεις μέσα ἀπό τούς βίους τους,. Ἐπιτυχεῖς καί συγχρόνως ἀφομοιώσιμες ἀπό
τόν παιδικό νοῦ, ἀποτελοῦν οἱ προσπάθειες:
- Ἡ Ζωή τῶν Ἁγίων μας εἰκονογραφημένη, τ.1-17, κείμενα Σοφία Γουριώτη,
εἰκονογράφηση Εὐγενία Γουριώτη, ἐκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", ἀπό 2003-2005.
- Μαρίνη Σπυρίδωνος - Μαρίνη Ἄννα, Χρωματίζω τίς γιορτές καί μαθαίνω. Οἱ
Ἅγιοι, τ. 3 καί 4. ἐκδόσεις Παναγόπουλος ∆ημ. Νεκτάριος, Ἀθήνα 2003 καί
2006.
- Ντεκάστρο Μαρίζας, ∆ιαβάζοντας τίς βυζαντινές εἰκόνες (Studying Byzantine
Icons), εἰκονογράφηση Λιάννα Ἰωαννίδου, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1992.
Προσπάθεια μύησης τῶν παιδιῶν στή βυζαντινή τέχνη μέ ἔγχρωμες εἰκόνες 12
ἁγίων πού περιγράφεται παράλληλα ὁ βίος τους· συνδυάζονται μέ ἀσκήσεις καί
παιγνίδια.
Στήν ἑπόμενη παράγραφο τῆς ἔρευνά μας θά γίνει μία ἀναφορά στή σημασία
τῆς χρήσεως τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση. Θ' ἀκολουθήσει μία
ἐπιλογή κειμένων (ψυχωφελῶν διηγήσεων) μέ βάση τίς ψυχολογικές καί
κοινωνικές ἀναζητήσεις τῶν διδασκομένων (κατά ἡλικίες ἀνάπτυξης) καί
ἐπεξεργασία τῶν στοιχείων τους γιά πνευματική οἰκοδομή. Τέλος θά γίνει μία
γενική βιβλιογραφική καταγραφή (ὅσο τό δυνατόν πιό ἐνημερωμένη), πού κρίθηκε
σκόπιμο νά μήν προηγηθεῖ, γιά τό τί ἰσχύει σχετικά μέ τό ὑπό ἐξέταση ἀντικείμενό
μας στά σύγχρονα ἐκδοτικά δρώμενα.

2. Ἡ σημασία τῆς χρήσης τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση.

Ἡ ἀφήγηση πρέπει ν' ἀποτελεῖ βασικό συστατικό τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης,


καθώς προσφέρει ἕνα πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο οἱ μαθητές ἀκοῦνε, ἐξετάζουν,
δημιουργοῦν καί ζοῦν ἱστορίες.
«Στίς τάξεις τοῦ Γυμνασίου καί Λυκείου τά διδασκόμενα στό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν ἱστορικά γεγονότα διδάσκονται λεπτομερειακά (ἱστορισμός) καί οἱ
544

χρησιμοποιούμενες ἄφθονες θεολογικές ἔννοιες καί ἐκφράσεις δέν ἀναλύονται


ἐπαρκῶς (διανοητισμός). Οἱ προτροπές γιά κατανόηση καί ἀντιμετώπιση τῶν
σύγχρονων προβλημάτων πού ἀπασχολοῦν τά παιδιά ἀπό ἄποψη βιωματική-
χριστιανική καί ἡ τοποθέτηση τῶν ἴδιων παιδιῶν σέ αὐτά, παραμένουν ‘κενοί λόγοι’.
Ὁ μαθητής καί ἡ μαθήτρια δέν εἶναι δυνατόν νά τοποθετηθοῦν μέ μόνη τήν
ἀφήγηση-ἐξιστόρηση αὐτόματα καί χωρίς προσωπική συμμετοχή στή θέση τῶν
δρωμένων. Χρειάζεται κατάλληλη ἐνεργοποίηση τῶν παιδιῶν, ὥστε δεδομένη
στιγμή τῆς προσωπικῆς ἤ κοινωνικῆς τους ζωῆς νά συμπεριφερθοῦν κατά
χριστιανικό τρόπο. Ἡ μετάδοση τῆς θρησκευτικῆς ὕλης στό σχολεῖο δέν ξεκινᾶ ἀπό
τίς συγκεκριμένες παραστάσεις καί προβληματισμούς τῶν παιδιῶν, οἱ ὁποῖες
προοδευτικά εὐρύνονται καί ἐμπλουτίζονται. Ἀντίθετα ἐπιβάλλεται στά παιδιά ἀπό
τό χῶρο τῆς ἱστορίας καί τῆς θεολογίας κατά τρόπο ἀπόλυτο καί ἀξιωματικό χωρίς
νά σχετίζεται μέ τήν καθημερινή πραγματικότητα καί τίς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν.
Ἡ 'κηρυγματική θεολογική προσέγγιση' ἀδυνατεῖ νά λάβει ὑπόψη της τίς
ἀναπτυξιακές ἀνάγκες καί ἐμπειρίες τῶν διδασκομένων. Στήν προσπάθειά της νά
εἰσαγάγει τούς διδασκομένους, ὅσο τό δυνατόν συντομότερα στό 'χριστοκεντρικό
κήρυγμα σωτηρίας' τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, περικλείει μέσα σ' ἕνα διδακτικό ἔτος τή
λεπτομερειακή διδασκαλία τεράστιου ὑλικοῦ ἀπό τήν Παλαιά καί Καινή ∆ιαθήκη.
Ὑπερεκτιμᾶ τίς συναισθηματικές καί γνωστικές ἱκανότητες τῶν παιδαγωγουμένων,
καθώς ἐπιχειρεῖ πρόωρα νά ἐκλογικεύσει τό παραβολικό/συμβολικό μήνυμα τῶν
διηγήσεων πού εἶναι σέ βάρος τοῦ αὐθορμητισμοῦ καί τῶν περιορισμένων
ἐμπειριῶν καί γνωστικῶν δυνατοτήτων τῶν διδασκομένων.»13.
Ἡ ἀφήγηση θρησκευτικῶν γεγονότων δίνει σχῆμα στήν ἐμπειρία καί μεταβάλλει
σέ νόημα τά ἀκατέργαστα δεδομένα της. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ ἱστορίες
μεταφέρονται αὐτόματα καλά. Οἱ ἐπαγγελματίες ἀφηγητές συχνά περνοῦν μῆνες
ἐπεξεργαζόμενοι μιά ἱστορία πρίν νά εἶναι ἕτοιμοι νά τήν διηγηθοῦν. Γι’ αὐτό εἶναι
σημαντικό καί ἐπιτακτικό νά γνωρίζει ὁ θρησκευτικός ἐκπαιδευτής/ἀφηγητής14 τό
πῶς πρέπει νά ἐπικοινωνεῖ μέσῳ τῆς ἀφήγησης μέ τόν μαθητή.

13
Ἐμμ. Περσελῆ, Χριστιανική Ἀγωγή καί σύγχρονος κόσμος. Θέματα θεωρίας καί πράξης τῆς
χριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1994 σ.187, 220-221.
14
Ὁ ἀφηγητής θρησκευτικῶν ἱστοριῶν γιά τά δεδομένα τῆς σύγχρονης ἐκπαίδευσης στήν Ἑλλάδα
δέν εἶναι μόνο ὁ θεολόγος (Μέση Ἐκπαίδευση) ἀλλά καί ὁ δάσκαλος (Στοιχειώδης Ἐκπαίδευση)
545

Ἡ ἐπιλογή τῆς κατάλληλης ἱστορίας καθορίζεται ἀπό τό ἀκροατήριο-μαθητές,


τούς στόχους τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης καί τόν περιβάλλοντα χῶρο.
α) Μαθητές/ἀκροατήριο: στόχος τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης δέν εἶναι
πρωταρχικά ἡ κατανόηση τῆς θεολογίας, ἀλλά τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς καί τῆς
συμμετοχῆς σ' αὐτήν. Οἱ ἐκπαιδευτές πρέπει νά γνωρίζουν τούς μαθητές τους, ὥστε
νά ἐπιλέγουν ἱστορίες πού συνάδουν μέ τίς ἐμπειρίες τους, καθώς ὅσο πιό κοντινή
εἶναι ἡ ταύτιση τόσο καί πιό ἰσχυρή ἡ ἀφηγηματική ἐμπειρία. Οἱ μαθητές μπορεῖ νά
ταυτιστοῦν μέ τόν πρωταγωνιστή μιᾶς ἱστορίας ἀκόμα κι ὅταν ὁ χαρακτήρας του
εἶναι ἀρκετά διαφορετικός ἀπό τόν δικό τους. Αὐτό μπορεῖ νά ὀφείλεται στό ὅτι ἡ
ἱστορία μοιράζεται ἕνα συναίσθημα πού ἔχουν βιώσει οἱ μαθητές ἤ ἀσχολεῖται μέ
σχέσεις πού θεωροῦν σημαντικές. Οἱ ἐκπαιδευτές πρέπει ν' ἀναρωτηθοῦν ποιές
εἶναι οἱ ἱστορίες ἐκεῖνες πού θά κερδίσουν τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν; Ποιές
συνάδουν μέ τίς ἐμπειρίες τους; Ποιές ξυπνοῦν κατάλληλες συναισθηματικές
ἐμπειρίες; Ποιές εἶναι ἕτοιμοι οἱ μαθητές ν' ἀκούσουν; Ποιές τούς ἐπιτρέπουν νά
εἰσχωρήσουν στό ρόλο τοῦ ἀφηγούμενου χαρακτήρα; Ποιές θά ἐπιφέρουν τό
ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα;
β) Ὁ γενικός στόχος τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης εἶναι πολύ εὐρύς. Γι’ αὐτό ὁ
ἐκπαιδευτής πρέπει νά ὁρίσει συγκεκριμένους στόχους πού μπορεῖ νά ἐμπίπτουν
στόν γνωστικό τομέα, στόν συγκινησιακό ἤ στόν τρόπο ζωῆς. Ἀνάλογα μέ τό
στόχο, οἱ ἀφηγηματικές ἐμπειρίες μποροῦν νά διαμορφωθοῦν, ὥστε νά εἰσάγουν
πληροφορίες, νά ἐνθαρρύνουν τήν ἀνάλυση, νά ἐμπλέκουν συναισθήματα, νά
προσκαλοῦν σέ συμμετοχή καί νά διαπλάθουν τήν ἀλλαγή συμπεριφορᾶς.
Οἱ ἐπιλογές γιά τή μετάδοση ἱστοριῶν περιλαμβάνουν ἀφήγηση, παίξιμο ρόλων,
δραματοποίηση, μιμητική, μουσική, χορό, σχέδιο, ζωγραφική, βίντεο (δημιουργία καί
παρακολούθηση) μαγνητοφώνηση, ἀνάγνωση καί γράψιμο.
γ) Περιβάλλον: Πότε καί ποῦ ἀφηγούμαστε μία ἱστορία ἔχει βαθιά ἐπίδραση
στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ μαθητές βιώνουν τήν ἱστορία. Τό ποῦ βρίσκεται ἕνα
κτίριο, πῶς εἶναι τακτοποιημένο ἕνα δωμάτιο καί πόση σωματική ἀπόσταση ἔχουν οἱ
ἄνθρωποι μεταξύ τους ἐπιδροῦν ἀποφασιστικά στή μαθησιακή ἐμπειρία. Πρέπει νά
εἶναι μία δραστηριότητα μέ οἰκειότητα, ὅπου ἐκπαιδευτές καί μαθητές νά ἐμπλέκο-

καί ὁ ἱερέας (Μέση Ἐκπαίδευση, Κατηχητικά). Γι’ αὐτό στήν ἔρευνά μας ἔγινε ἐπιλογή τοῦ ὅρου
(θρησκευτικός) ἐκπαιδευτής, ἐννοώντας ὅλα τά προηγούμενα.
546

νται ἀμοιβαῖα. Ἕνα ἡμικύκλιο ἤ ἕνας κύκλος προσφέρουν πιό ἀνοικτό καί ἰσότιμο
περιβάλλον, ὅπου οἱ μαθητές ἐνθαρρύνονται νά συμμετάσχουν ἐνεργά στή
διαδικασία οἰκοδόμησης καί γνώσης. Οἱ ἐκπαιδευτές μποροῦν νά μετακινοῦνται
μέσα στήν αἴθουσα καθώς ἀφηγοῦνται ἱστορίες ἤ νά στέκονται μπροστά σ' ἕνα
θρανίο ἤ νά κάθονται μέσα στόν κύκλο. Κινούμενοι κοντά στούς μαθητές μπορεῖ
νά κάνουν χρήση τῆς ἐγγύτητας γιά νά μεταβιβάσουν τήν ἀποδοχή, τήν οἰκειότητα
καί τό αἴσθημα τοῦ ἀνήκειν, πού ἀποτελοῦν σημαντικά περιβαλλοντικά στοιχεῖα τῆς
θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης. Στενά συνδεδεμένη μέ τήν τακτοποίηση τοῦ φυσικοῦ
χώρου εἶναι καί ἡ δημιουργία ψυχολογικοῦ-συναισθηματικοῦ χώρου. Σημαντικό
ρόλο σ' αὐτό παίζει ἡ μή λεκτική ἐπικοινωνία τῶν ἐκπαιδευτῶν, ἡ στάση καί οἱ ἀξίες
πού μεταφέρουν15.
Οἱ ἱστορίες πρέπει νά μεταδίδονται σέ κατάλληλα ἐπιλεγμένες χρονικές
στιγμές, προκειμένου νά ἀποδώσουν στό μέγιστο. Μπορεῖ νά χρησιμοποιηθοῦν
στήν ἀρχή τοῦ μαθήματος γιά νά τραβήξουν τήν προσοχή· μπορεῖ αὐθόρμητα νά
προκύψουν κατά τή διάρκεια τῆς διδασκαλίας ὡς ἀπάντηση σέ μία ἐρώτηση· μπορεῖ
ν' ἀποτελέσουν τό ἐπίκεντρο τῆς διδασκαλίας καί νά τούς παραχωρηθεῖ τό
μεγαλύτερο μέρος τοῦ χρόνου ἤ κάποιες φορές μπορεῖ μία ἱστορία νά
χρησιμοποιηθεῖ ὡς κατακλεῖδα.
Οἱ ἐκπαιδευτές συχνά διστάζουν νά χρησιμοποιοῦν ἱστορίες, γιατί πιστεύουν ὅτι
δέν μποροῦν νά βροῦν τίς κατάλληλες. Τό κλειδί στήν ἀνεύρεση εἶναι ἡ
ἐγρήγορση. Πρέπει νά ψάχνουν συνεχῶς γιά ἱστορίες πού θά μποροῦσαν ν'
ἀποτελέσουν πολύτιμο ἐργαλεῖο. Πρέπει νά κατανοήσουν σέ βάθος τήν ἱστορία καί
τήν δυναμική της, ὥστε νά καταλάβουν ἄν μποροῦν νά διευκολύνουν τήν
ἀφομοίωση τῆς γνώσης καί νά τήν μεταδώσουν σωστά. Ἀρχικά πρέπει νά βρεθεῖ
τό «πιό σημαντικό στοιχεῖο» τῆς ἱστορίας πού συνδέεται στενά μέ τόν ἐκπαιδευτικό
στόχο. Ἔπειτα πρέπει νά ἐξεταστοῦν καί ν' ἀναπτυχθοῦν οἱ χαρακτῆρες τῆς ἱστορίας:
οἱ ἰδιότητες τοῦ χαρακτήρα, ἡ ἐμφάνισή του, τό φυσικό του περιβάλλον, ἡ σχέση
του μέ τούς ἄλλους χαρακτῆρες τῆς ἱστορίας, οἱ κινήσεις του, ὁ περίγυρός του, τά
συναισθήματά του καί τά κίνητρά του. Ἡ ἐπίγνωση τῆς ὀργάνωσης τῆς ἱστορίας ἤ
τῆς πλοκῆς ἀποτελεῖ σημαντικό παράγοντα προετοιμασίας. Ὁ ἐντοπισμός τῶν

15
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, Religious Education Press, Birmingham, Alabama,
1999, σ.4-9.
547

καίριων σημείων τῆς ἱστορίας δίνει στόν ἀφηγητή ἰδέες γιά τήν κίνηση καί τήν
φωνή. Ἐπίσης πρέπει νά ἐξετάζεται προσεκτικά ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ἱστορίας· μπορεῖ
νά κρύβει μυστήριο, νά εἶναι λυπητερή ἤ ἀστεία.
Ποτέ δύο ἀφηγήσεις τῆς ἴδιας ἱστορίας δέν εἶναι ταυτόσημες. Ἀλλάζει ἡ
ἐπιλογή τῶν λέξεων, ὁ τονισμός, οἱ κινήσεις. Ἡ γενική ὅμως ἔννοια τῆς ἱστορίας, ἡ
πλοκή, ἡ ἀτμόσφαιρα καί οἱ χαρακτῆρες πρέπει νά διατηροῦνται ἀνέπαφοι. Παρ'
ὅλα αὐτά, προσαρμογή μπορεῖ νά γίνει σέ ἀρκετά σημεῖα· π.χ. ὁ ἀφηγητής ἴσως
θελήσει νά χρησιμοποιήσει πρῶτο καί ὄχι τρίτο πρόσωπο, ν' ἀλλάξει τό ἱστορικό
πλαίσιο (ἀπό βιβλικούς χρόνους σέ σύγχρονη ἐποχή), νά διαμορφώσει
μικρολεπτομέρειες, νά ἐπιμηκύνει ἤ νά συντομεύσει τήν ἱστορία. Ὅλα αὐτά ἔχουν
σάν τελικό στόχο τήν ἐπίτευξη τοῦ ἐπιθυμητοῦ ἀποτελέσματος.
Ἡ προετοιμασία τῶν μαθητῶν γιά μία ἱστορία θεωρεῖται ἐνισχυτική καθώς
βοηθᾶ στή καλύτερη συγκράτησή της. Μποροῦν νά τούς προσκαλέσουν σέ
ἀναπαράσταση τῆς ἱστορίας, ὥστε πρέπει νά τούς δοθοῦν ἐπαρκῆ στοιχεῖα· ἤ ἀκόμη
νά συμμετέχουν ἐνεργά μέ ἐπιφωνήματα ἤ ἐπαναλαμβάνοντας κάποιο ρεφραίν
κατά τή διάρκεια τῆς ἀφήγησης ἤ νά ἐκετελοῦν κάποιες κινήσεις· κατ' αὐτόν τόν
τρόπο ὑπάρχει ἐνεργή συμμετοχή16.
Οἱ ἱστορίες χάνουν τήν ἀποτελεσματικότητά τους ἄν δέν τίς διηγηθοῦμε καλά·
γι' αὐτό ὁ ἀφηγητής χρειάζεται καλή προετοιμασία, πρακτική ἐξάσκηση καί
πειθαρχία. Ἡ μνήμη εἶναι μία σημαντική ἱκανότητα γιά ἕναν ἀφηγητή. Ὁ ἀφηγητής
δέν ἀπομνημονεύει ἀλλά θυμᾶται ἱστορίες. Ἡ μετά-μνήμη εἶναι ἡ γνώση πού ἔχουν
οἱ ἄνθρωποι γιά τίς ἀδυναμίες, τά δυνατά σημεῖα καί τίς λειτουργίες τῆς μνήμης
τους. Σέ αὐτήν ἐμπλέκονται τρεῖς ἱκανότητες: ἡ ἐπίγνωση (ἀντίληψη), ἡ διάγνωση καί
ἡ παρακολούθηση (ἐξέταση). Ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι πρέπει νά θυμοῦνται ἱστορίες οἱ
ἀφηγητές διαβάζουν καί ἀκοῦνε ἱστορίες μέ τήν ἀπαιτούμενη προσοχή στά
καθοριστικά σημεῖα. Ἡ διάγνωση ὁρίζεται ἀπό δύο ἀλληλένδετες ἱκανότητες: τήν
ἐκτίμηση τῆς δυσκολίας (ποσότητα τῶν πληροφοριῶν πού πρέπει ν' ἀπομνημονευτεῖ
ἤ ταχύτητα μετάδοσης τῶν πληροφοριῶν, πῶς εἶναι ὀργανωμένες οἱ πληροφορίες)
καί τόν καθορισμό τῶν ἀπαντήσεων (τί εἴδους κωδικοποίηση ἀπαιτεῖται προκειμένου
ν' ἀνακαλοῦνται ἐπιτυχῶς τά δεδομένα ἀπό τή μνήμη). Ἕνας μαθητής ἀκούει μέ

16
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, σ.12-17.
548

διαφορετικό τρόπο μία ἱστορία ἀνάλογα μέ τό ἐάν πρέπει νά ἐντοπίσει σέ αὐτή


στοιχεῖα ἤ νά τήν ἀναπαραγάγει, δηλ. νά τή διηγηθεῖ ἐκ νέου. Ἡ παρακολούθηση
(ἐξέταση) ἐπιτρέπει στόν ἐκπαιδευτή/ἀφηγητή νά γνωρίζει πόσο ἐπαρκῶς μία
ἱστορία ἔχει ἀφομοιωθεῖ καί τί δουλειά ἀπαιτεῖται περαιτέρω.
Ἡ κωδικοποίηση ἔχει νά κάνει μέ τόν τρόπο πού ἀποθηκεύεται τό ὑλικό στή
μνήμη καί εἶναι ἀποτελεσματική ὅταν ἡ γνώση ἔχει ὑποστεῖ ὀργάνωση καί
ἐπεξεργασία. Ἡ πρόβα εἶναι σημαντική διαδικασία κωδικοποίησης· ἐμπλέκει τήν
ἐπανάληψη τοῦ ὑλικοῦ, τό ὁποῖο πρέπει νά καταγραφεῖ στή μνήμη. Ὑπάρχουν δύο
εἴδη πρόβας: συντήρησης (συνεχής ἐπανάληψη πληροφοριῶν ἕως ὅτου μείνει στήν
μνήμη) καί ἐπεξεργασίας/τελειοποίησης (συσχετισμός πληροφορίας μέ ὑλικό
ἄλλων ἱστοριῶν). Ἄλλη χρήσιμη διαδικασία κωδικοποίησης εἶναι οἱ εἰκόνες
(σύνδεση λόγων καί εἰκόνας). Ἡ κωδικοποίηση εἶναι ἡ μισή διαδικασία· χρειάζεται
καί ἡ ἀνάκληση στή μνήμη, δηλ. ἡ ἀνακατασκευή τῆς ἱστορίας πού δέν στηρίζεται
στήν ἀνάκληση κάθε λεπτομέρειας ἀλλά τῶν βασικῶν σημείων καί ἀκολουθεῖ ἡ
σύνδεσή τους μέ τή γενικότερη γνώση.
Ἡ φωνή καί ὁ τονισμός κατά τήν ἀφήγηση (ἔνταση, ροή, ρυθμός) φανερώνουν
συναισθήματα καί εἶναι πολύτιμα στοιχεῖα τῆς μή λεκτικῆς ἐπικοινωνίας. Ὅπως και ἡ
κίνηση, οἱ χειρονομίες εἶναι τριῶν εἰδῶν: περιγραφικές (γιά νά δείξουν τό ὕψος ἤ
τό μέγεθος), κατευθυντήριες καί ἐμφατικές.
Ἀρχίζοντας μία ἱστορία εἶναι μία πρόσκληση: «ἦταν κάποτε...»· μπορεῖ νά
χαμηλώσει ὁ φωτισμός, ν' ἀνάψει ἕνα κερί, κάτι πού νά προκαλέσει τό ἐνδιαφέρον
τῶν μαθητῶν. Ἀφηγούμενοι τήν ἱστορία οἱ ἐκπαιδευτές δέν πρέπει νά αἰσθάνονται
νευρικότητα ἤ νά εἶναι ἄπειροι, γιατί αὐτό θά φανεῖ. Πρέπει νά χαλαρώνουν πρίν
τήν ἀφήγηση μέ ἁπλές κινήσεις (ζέσταμα φωνῆς τραγουδώντας, τέντωμα τοῦ
στόματος κάνοντας γκριμάτσες, βαθιές ἀναπνοές, χαλαρή στάση τοῦ σώματος),
πού μαθαίνονται εἴτε κάνοντας ἐξάσκηση μπροστά σέ καθρέφτη ἤ παρακολουθώ-
ντας ἔμπειρους ἀφηγητές. Ἕνα καλό τέλος τῆς ἀφήγησης εἶναι ἐξίσου σημαντικό μέ
μία καλή ἀρχή, γιατί εἶναι ἡ γέφυρα πού συνδέει τήν ἐμπειρία τῆς ἀφήγησης μέ ὅτι
ἀκολουθεῖ. Μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ φράση κλισέ ἤ νά σβηστεῖ τό ἀναμμένο
κερί.
549

Οἱ μαθητές ἐπίσης, πρέπει νά ἐνθαρρύνονται νά δημιουργοῦν δικές τους


ἱστορίες17. Μπορεῖ ὁ ἀφηγητής ν' ἀρχίσει μία ἱστορία καί νά τήν συνεχίσουν οἱ
μαθητές σέ ὁμάδες. Στό τέλος πρέπει νά ὑπάρχει πάντα χρόνος γιά συζήτηση.
Ἐρωτήσεις, πού θεωροῦνται βασικές, εἶναι τοῦ τύπου: Πῶς νιώσατε ἀκούγοντας τήν
ἱστορία; Σᾶς φάνηκε ἐνδιαφέρουσα; Εἴχατε παρόμοιες ἐμπειρίες μέ αὐτές πού
ἀκούσατε; Τί ἀκριβῶς σᾶς ἔχει συμβεῖ; Τί μάθατε ἀπό τήν ἱστορία; Πῶς μπορεῖτε νά
τό ἐφαρμόσετε στή ζωή σας; Καθώς οἱ μαθητές γίνονται συνειδητοί ἀφηγητές, θά
βιώνουν τήν πίστη μέ διαφορετικούς τρόπους, πρῶτα ἀναλογιζόμενοι τίς ἐμπειρίες
τους καί σέ ἑπόμενο ἐπίπεδο νιώθοντας δέος στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφήγηση
ἀποτελεῖ ἰσχυρό μέσο γιά τή διευκόλυνση τῆς ζωντανῆς χριστιανικῆς πίστης18.
Σκοπός τῶν ἐκπαιδευτῶν/ἀφηγητῶν, ἄν καί μέσῳ τῶν ἱστοριῶν ἐκφράζουν τήν
πίστη τους, δέν εἶναι νά προσηλυτίσουν. Ὑποχρέωση τους ἀποτελεῖ ἡ φανέρωση τῆς
ἀλήθειας καί ὄχι ἡ εὐχαρίστηση τοῦ ἀκροατηρίου. Οἱ ἀφηγητές ἐμπλέκονται σέ μία
διαδικασία, ὅπου τό ἀόρατο γίνεται ὁρατό, τό ἄφατο ρητό καί τό μυστήριο
ἐνσαρκώνεται σέ ἐμπειρία. Ταξινομώντας τίς ἐμπειρίες τους μέσῳ τῶν ἱστοριῶν, οἱ
ἀφηγητές ἀποδεικνύουν τήν πίστη τους σ' ἕνα κόσμο ὅλο νόημα μέ τήν ἐλπίδα ὅτι
οἱ ἄνθρωποι θά μεταμορφωθοῦν. Οἱ ἱστορίες ἐκφράζουν τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώ-
πων νά κατανοήσουν τόν κόσμο ὡς ἔχοντα μία συνοχή καί συνάφεια, ὡς ἔχοντα
νόημα. Ἡ δημιουργία ἱστοριῶν δείχνει τήν πεποίθηση ὅτι τό σύμπαν δέν εἶναι
παράλογο ἤ ἀκαθόριστο· ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἐπιλέγει τό νόημα ἔναντι τῆς
ἀσάφειας καί ἀνοίγει χῶρο στήν πίστη. Ἡ θεολογία εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ
τήν ἀφήγηση, ὡς πρωταρχική μορφή ἔκφραση τῆς πίστης. Οἱ ἱστορίες προσφέρουν
τό γραμματικό πλαίσιο γιά τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καί ἐπιτελοῦν τρεῖς
βασικούς σκοπούς: ἀποκαλύπτουν, διακηρύττουν καί μορφοποιοῦν (ἤ προσαρμόζουν
στά καινούρια δεδομένα). Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιά ἀποδείξεις τοῦ Θεοῦ

17
Πῶς νά ποῦμε ἤ νά γράψουμε μία καλή ἱστορία; Ὁ J. Bruner, στό ∆ημιουργώντας ἱστορίες, σ.121,
προτείνει: μία ἱστορία χρειάζεται πλοκή· οἱ πλοκές χρειάζονται ἐμπόδια στήν ἐκπλήρωσή τους·
τά ἐμπόδια ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ ἀναθεωρήσεις· μίλησε μόνο γιά τό παρελθόν πού
σχετίζεται μέ τήν ἱστορία· δῶσε στούς χαρακτῆρες σου συμμάχους καί συνδέσεις· ἄφησε τούς
χαρακτῆρες σου ν' ἀναπτυχθοῦν, ἀλλά διατήρησε ἄθικτες τίς ταυτότητές τους· κράτα τίς
συνέχειές τους φανερές· τοποθέτησε τούς χαρακτῆρες σου στό κόσμο τῶν ἀνθρώπων· ἄφησε
τούς χαρακτῆρες σου νά ἐξηγήσουν τόν ἑαυτό τους ὅπως χρειάζεται· ἄφησε τούς χαρακτῆρες
σου νά ἔχουν διαθέσεις· ν' ἀνησυχεῖς ὅταν οἱ χαρακτῆρες σου δέν βγάζουν νόημα καί κάνε
τους νά δείχνουν ὅτι κι ἐκεῖνοι ἀνησυχοῦν.
18
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, σ.18-33.
550

στή ζωή τους, καταλήγουν νά ἐπιστρέφουν στίς ἀναμνήσεις τους, στίς ἱστορίες,
τόσο τίς δικές τους ὅσο καί τῶν ἄλλων. Οἱ προσωπικές ἀναμνήσεις, οἱ βιβλικές
ἀφηγήσεις, ἡ προφορική παράδοση, οἱ μνῆμες τῶν πιστῶν ἀνθρώπων τῆς
κοινότητας, καθώς καί ἡ συλλογική μνήμη καί πίστη τῆς ἴδιας τῆς κοινότητας
ἐπιδροῦν ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς σύνδεσης μεταξύ τῶν ἀνθρωπίνων ἱστοριῶν καί τῆς
ἱστορίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πίστης εἶναι ἄνθρωποι πού βρίσκονται σ' ἕνα
ταξίδι· ὁ Θεός καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ ταξίδι, τούς ὁδηγεῖ καί τούς δίνει δύναμη
κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ· τό ταξίδι εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση στό
καλεσμα τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπό τίς ἀτομικές προσκλήσεις ὅλη ἡ κοινότητα καλεῖται
σ' ἕνα ὁμαδικό ταξίδι/προσκύνημα πού χαρακτηρίζεται ἀπό πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη·
τό προσκύνημα εἶναι ἕνα αἴτημα γιά ὁλοκλήρωση μέσα ἀπό μεταμορφώσεις πού
συμβαίνουν κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ. Τό ταξίδι εἶναι ἡ ἱστορία ἐπιστροφῆς
στήν πατρίδα, δηλ. στή θεολογική γλώσσα ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί τόν Θεό.
Κι αὐτό βέβαια δέν γίνεται χωρίς κόστος· σέ καθε ταξίδι πάντα κάτι ἀφήνεται πίσω·
ἡ ἀλλαγή πλεύσης δέν εἶναι ἡ εἴσοδος σ' ἕνα ἀσφαλές λιμάνι ἀλλά μία συνεχής
κίνηση μέ προκαθορισμένο στόχο19.
Οἱ ἱστορίες προσφέρουν ἐμπειρίες, τίς ὁποῖες τό ἄτομο δεν βιώνει ἄμεσα ἀλλά
μποροῦν νά τό ἐπηρεάσουν (διωγμοί χριστιανῶν, πόλεμος διαβόλου). Μία ἱστορία
εἶναι ἀπό μόνη της ἕνα σύστημα ἀξιῶν. Οἱ θρησκευτικές ἱστορίες εἶναι μία ἔκκληση
σέ δέσμευση. Ἀπαιτοῦν νά γίνει ἐπιλογή, ν' ἀποδεχτεῖ ἤ ν' ἀπορρίψει τ' ἄτομο
ἀξίες καί νά ἐπανεξετάσει τόν τρόπο ζωῆς του. Συχνά τά χριστιανικά
μυθιστορήματα μπορεῖ ν' ἀπέχουν πολύ ὡς πρός τό περιεχόμενο ἀπό τό ἰδανικό·
ἴσως νά μιλᾶνε γιά ἔκπτωτους ἱερεῖς, ἀγνωστικιστές καί κολασμένους, ὅμως κάτω
ἀπό τήν ἐπιφάνεια οἱ μαθητές μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν τά ἴχνη τῆς πάλης γιά τήν
αὐθεντική ζωή. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, γι’ αὐτό καί ἡ ἀγάπη εἶναι τρόπος νά
λειτουργοῦμε καί νά συμπεριφερόμαστε στή ζωή· δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα
ἀλλά μία δέσμευση.
Ὁ γνωστικός στόχος τῆς ἀφήγησης εἶναι ἡ ἀφομοίωση καί κατανόηση τοῦ
χριστιανικοῦ ἰδώδους, ἡ ἀνάλυση ἠθικῶν διλημμάτων καί ἡ ἀξιολόγηση νέων
τάσεων στή χριστιανική σκέψη. Οἱ ἱστορίες βοηθᾶνε τά παιδιά νά μάθουν

19
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, σ.67-92.
551

λεξιλόγιο καί καλλιεργοῦν τήν ἐπικοινωνία. Προσφέρουν πλαίσιο γιά τήν


ἀπομνημόνευση γεγονότων μέσῳ τῆς πλοκῆς τῆς ἱστορίας, πού θά ἦταν δύσκολο
νά τά θυμηθοῦν ἀποκομμένα.
Ἡ κατανόηση μέσῳ τῆς ἀφήγησης περιλαμβάνει τήν ἑρμηνεία καί τή μετάφραση.
Ἡ βιωματική ἐμπειρία μεταφράζεται σέ λεκτικό ὑλικό καί τελικά ἑρμηνεύεται ἐκ
νέου, ἀφοῦ ἐντοπίζονται νέες πτυχές καί προεκτάσεις.
Ἡ ἐφαρμογή μέσῳ τῆς ἀφήγησης πετυχαίνεται μέ τή χρήση τῶν ἀφηρημένων
ἐννοιῶν σέ συγκεκριμένες καταστάσεις. Οἱ χαρακτῆρες τῶν ἱστοριῶν φέρονται
σύμφωνα μέ τίς ἀξίες πού διδάσκονται οἱ μαθητές. Συγχρόνως μέ τίς ἱστορίες
προσφέρεται πρότυπο συμπεριφορᾶς γιά ἐφαρμογή στήν πράξη.
Ἡ ἀνάλυση μέσῳ τῆς ἀφήγησης γίνεται ὅταν οἱ μαθητές ἀναλύουν τά στοιχεῖα
τῆς ἱστορίας. Ἐξερευνοῦν τόν τρόπο πού συνδέονται μεταξύ τους καί ἀλληλεπι-
δροῦν. Οἱ ἱστορίες δέν εἶναι ἁπλά μία σειρά προτάσεων· ἡ ἀνάλυσή τους συνεπά-
γεται νά ἑρμηνεύσει κάποιος τό ἀμφίσημο καί τήν πολυπλοκότητα τῶν διαφόρων
ἰδεῶν καί θεμάτων πού θίγουν.
Ἡ σύνθεση μέσῳ τῆς ἀφήγησης εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἄθροισμα μερῶν,
καθώς δείχνει τήν πολυπλοκότητα καί τήν ἑνότητα πού ὑπερβαίνει τήν ἁπλή
συνένωση ἐπιμέρους στοιχείων.
Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν ἀξιολόγηση μέσῳ τῆς ἀφήγησης καί κριτικῆς διά τῆς
ἀνακαλύψεως καί ἐξερευνήσεως ἰδεῶν, ἠθικῶν ἀξιῶν καί θεμάτων πού
ἀνακύπτουν. Οἱ ἱστορίες ἐκθέτουν προβλήματα καί θίγουν ζητήματα πού
ἀναγκάζουν τούς μαθητές νά πάρουν θέση20.
Ἡ ἀφήγηση τελικά ἀποτελεῖ μία δομική ἐμπειρία. Οἱ μαθητές ἐμπλέκονται σέ μία
δραστηριότητα, τήν ἐξετάζουν κριτικά, τήν ἀναλύουν βγάζοντας συμπεράσματα καί
τά ἐφαρμόζουν τελικά στήν πράξη. Αὐτό τό μοντέλο περιλαμβάνει πέντε κινήσεις:
α) Ἐμπειρία: Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία, τό ἀφηγούμενο γεγονός εἴτε ἀπό τόν ἀφηγητή εἴτε
ἀπό τούς μαθητές καί ἡ συζήτηση πού ἀκολουθεῖ.
β) Κοινολόγηση: Μοίρασμα τῶν ἀτομικῶν ἐμπειριῶν ἀπό τή δραστηριότητα τόσο σέ
γνωστικό ὅσο καί συναισθηματικό ἐπίπεδο. Σχετικές ἐρωτήσεις πού μπορεῖ νά

20
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, σ.127-135.
552

τεθοῦν εἶναι: Τί συνέβη; Πῶς ἔνιωσες γι' αὐτό; Ὑπῆρξαν ἐκπλήξεις; Τί παρατήρησες;
Τί νιώθεις τώρα γι' αὐτήν τήν ἐμπειρία;
γ) Ἐπεξεργασία: Συστηματική ἐξερεύνηση τῶν ἐμπειριῶν πού μοιράστηκαν οἱ
συμμετέχοντες. Σχετικές ἐρωτήσεις πού μπορεῖ νά τεθοῦν εἶναι: Ποιές δυναμικές
παρατηρήσατε; Τί σᾶς ἐξέπληξε στίς ἐμπειρίες πού κοινολογήθηκαν; Τί σᾶς
ἀποκάλυψαν γιά τήν ἀλληλεπίδραση τῆς ὁμάδας; Τί κατανοεῖτε καλύτερα τώρα
στόν ἑαυτό σας; Καί τί στήν ὁμάδα; Ἐπίσης μπορεῖ νά ἐξεταστεῖ ἡ ἀλληλοεπίδραση
μέ τόν ἀφηγητή (στό στάδιο αὐτό δέν ἐξετάζεται τό νόημα τῆς ἱστορίας ἀλλά μόνο
οἱ ἀντιδράσεις).
δ) Γενίκευση: Ἐξάγονται συμπεράσματα καί ἀφηρημένες ἔννοιες πού σχετίζονται μέ
τήν καθημερινότητα καί μποροῦν νά ἐφαρμοστοῦν σέ ἀνάλογες καταστάσεις.
Σχετικές ἐρωτήσεις πού μπορεῖ νά τεθοῦν εἶναι: Τί μάθατε; Τί προτείνει γενικότερα
αὐτό πού μάθατε; Ποιές ἀρχές βλέπετε νά τίθενται σέ ἐφαρμογή; Πῶς συνδέονται
αὐτές μέ ἄλλες ἐμπειρίες; Στό στάδιο αὐτό γίνεται συζήτηση καί ἐξερεύνηση τοῦ
νοήματος τῆς ἱστορίας, καθώς καί σύνδεσής του μέ τίς ἀτομικές ἱστορίες τῶν
μαθητῶν καί τήν εὐρύτερη χριστιανική ἱστορία.
ε) Ἐφαρμογή: Κρίσιμο ἐρώτημα στό τελικό στάδιο «καί τώρα τί;». Οἱ μαθητές πρέπει
νά βροῦν τρόπο νά ἐφαρμόσουν τίς ἀρχές καί τά συμπεράσματα πού προέκυψαν
στή ζωή τους. Σχετικές ἐρωτήσεις πού μπορεῖ νά τεθοῦν εἶναι: Πῶς μποροῦν νά
ἐφαρμοστοῦν αὐτές οἱ ἀρχές στήν καθημερινότητα; Ποιές τροποποιήσεις μπορεῖτε
νά κάνετε πού νά εἶναι ἀποτελεσματικές γιά σᾶς; Τί μπορεῖτε νά φανταστεῖτε γι'
αὐτή τήν κατάσταση; Ἐρωτήσεις πού μποροῦν ν' ἀκολουθήσουν κατά τή διάρκεια τῆς
συζήτησης, μετά τήν ἀφήγηση εἶναι: Πῶς ἦταν αὐτή ἡ μαθησιακή ἐμπειρία γιά σᾶς; Τί
σᾶς ἄρεσε; Τί ὄχι; Τί θά κάνατε διαφορετικά21;

21
πρβλ. S. Shaw, Storytelling in Religious Education, σ.134-139· βλ. Μ. Παρασκευόπουλου, Ἡ
σύζευξη τοῦ «θεωρητικοῦ» λόγου τῆς τάξης μέ τόν «ἔμπρακτο λόγο» πρός τό συνάνθρωπο μέ
ἄξονα τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ἕνα διδακτικό πείραμα, ἀπό τά Πρακτικά Ἐπιστημονικῆς
Συνάντησης Θεολόγων Γ’ ∆ιεύθυνσης Ἀθηνῶν, ∆υτ. Ἀττικῆς, Βοιωτίας μέ θέμα: Ἡ Μαρτυρία
τοῦ Θεολόγου στή σύγχρονη Ἐκπαίδευση, 28-29 Ἀπριλίου 2004, Χορηγός ἔκδοσης ∆ῆμος
Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἀθήνα 2006, σ. 77-82.
553

3. Ἐφαρμογές ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση22.

Τά σύγχρονα ἀναλυτικά προγράμματα τῆς Ἐκπαίδευσης συμπεριλαμβάνουν τόσο


μοναθεματικές ὅσο καί διαθεματικές διαδικασίες. Ἡ διαθεματική διδασκαλία
ἀποσκοπεῖ στή διεπιστημονική προσέγγιση ἐφαρμογῶν μέ τή μορφή προγραμμάτων
Ρrojects, πού θά ἐνεργοποιοῦν τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν, θά προωθοῦν τή

22
Πρακτική ἐφαρμογή τῆς δυναμικῆς τῆς ἀφήγησης, ἀποτελεῖ ὁ ∆ιαγωνισμός Ἐκπαιδευτικῶν ἔτους
2006, ὅπου τό Ἀνώτατο Συμβούλιο Ἐπιλογῆς Προσωπικοῦ, ἀναφορικά μέ τό Κλάδο ΠΕ 01
Θεολόγων, στήν Ἐξέταση τῆς ∆εύτερης Θεματικῆς Ἑνότητας τήν Κυριακή 28-1-2007 καί
εἰδικότερα στήν Εἰδική ∆ιδακτική μέ συντελεστή βαρύτητας 60% ἐπέλεξε ὡς θέμα πρός
ἐπεξεργασία ἀπό τούς ὑποψηφίους μία ψυχωφελή διήγηση σέ νεοελληνική ἀπόδοση (πρβλ. Τό
Γεροντικόν, λθ, σ. 71). Στή συνέχεια παραθέτουμε τό ὅλον κείμενο πρός ἀνάδειξη τῶν καίριων
σημείων τῆς διδακτικῆς διαδικασίας ὅπως πηγάζουν μέσα ἀπό τήν ἀφηγηματική λειτουργία:
ΕΙ∆ΙΚΗ ∆Ι∆ΑΚΤΙΚΗ
(συντελεστής βαρύτητας 60%)
Να απαντήσετε στα επόμενα δύο (2) ισοδύναμα ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ με βάση το κείμενο που σας
δίνεται. Για τίς απαντήσεις σας να χρησιμοποιήσετε το ειδικό ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ.
Σύμφωνα με τη συλλογή αποφθεγμάτων που αποδίδονται στον Μακάριο τον Αιγύπτιο (4ος
αιώνας):
«Κάποτε ο αββάς Μακάριος οδοιπορούσε με τον υποτακτικό του. Καθώς έφθαναν στον
προορισμό τους, έστειλε το μαθητή μπροστά να ειδοποιήσει. Ο μαθητής συναντήθηκε μ' έναν εθνικό
ιερέα και του φώναξε με όλη του τή δύναμη: 'Ε, ε, δαίμονα πού τρέχεις;'.
Ο εθνικός ιερέας γύρισε κι άρχισε να τον κτυπάει, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Στη συνέχεια
πήρε τη μαγκούρα του και συνέχισε να τρέχει. Λίγο παρακάτω τόν συναντά ο αββάς Μακάριος και,
βλέποντάς τον να τρέχει του είπε: 'Σε βλέπω που αγωνίζεσαι· μακάρι να βρεις και συ τη σωτηρία,
μακάρι να σωθείς'.
Ο ιερέας κατάπληκτος πλησίασε και ρώτησε τον αββά: 'Τί καλό μου βρήκες και απευθύνθηκες
σε μένα;' Του απάντησε ο γέροντας: 'Επειδή σε είδα να μοχθείς χωρίς να ξέρεις ότι άδικα
κοπιάζεις'.
Ο ιερέας του είπε: 'Πολύ συγκινήθηκα με το χαιρετισμό σου και αισθάνθηκα πως εσύ είσαι με
το μέρος του Θεού, ενώ λίγο πριν ένας μοναχός, κακός μοναχός, με πρόσβαλε κι εγώ σχεδόν τον
σκότωσα στο ξύλο'. Ο γέροντας κατάλαβε πως επρόκειτο για τον υποτακτικό του.
Ο ιερέας εκείνη τη στιγμή, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε λέγοντας: '∆εν θα σε
αφήσω αν δεν με κάνεις τώρα μοναχό'. Και γύρισαν πίσω μαζί και πήραν και μετέφεραν τον
κτυπημένο υποτακτικό στην εκκλησία της Σκήτης (στο όρος της Νιτρίας).
Οι μοναχοί, βλέποντας μαζί με τον αββά να έρχεται κι ο εθνικός ιερέας, στην αρχή
παραξενεύτηκαν, σύντομα όμως συμφώνησαν και τον έκαμαν μοναχό και αδελφό τους. Καί χάρη σ'
αυτόν πολλοί εθνικοί έγιναν χριστιανοί.
Με αφορμή αυτό το γεγονός, έλεγε λοιπόν ο αββάς Μακάριος ότι 'ο λόγος ο κακός και τους
καλούς κάνει κακούς, ενώ ο λόγος ο καλός και τους κακούς κάνει καλούς'».
ΕΡΩΤΗΜΑ 1ο
Το παραπάνω κείμενο περιέχει έννοιες που μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της
διδακτικής του μαθήματος των Θρησκευτικών. Να αναφέρετε ποιές κατά τη γνώμη σας, είναι αυτές
οι έννοιες.
ΕΡΩΤΗΜΑ 2ο
Μέ βάση τήν προηγούμενη ανάλυσή σας:
α) Να επιλέξετε δύο τάξεις (μια γυμνασιακή και μια λυκειακή) στις οποίες θα προτιμούσατε να
διδάξετε την παραπάνω ιστορία και καταρτίστε το αντίστοιχο για κάθε τάξη σχέδιο διδασκαλίας,
προσδιορίζοντας τους διδακτικούς στόχους, καθώς και τα επιμέρους στάδια προσφοράς του υλικού
σας.
β) Να αναφέρετε τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να αξιολογήσετε την πρόσληψη του
συγκεκριμένου διδακτικού υλικού εκ μέρους των διδασκομένων.
554

συνεργασία καί τήν κριτική σκέψη καί θά καλλιεργοῦν στούς μαθητές, σέ ὅλα τά
ἐπίπεδα καί τίς φάσεις τῆς μαθησιακῆς διαδικασίας, τίς εἰδικές γνώσεις, στάσεις
καί δεξιότητες πού ἀπαιτεῖ ἡ σημερινή ἑλληνική κοινωνία23. Ἡ κατανόηση ἀπό τούς
μαθητές τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ κόσμου, ἡ συστηματοποίηση τῆς γνώσης καί ἡ
ἀνάπτυξη συγκροτημένης σκέψης καί μεθοδολογικῆς δράσης, ἀποτελοῦν τά
κριτήρια πού συμβάλλουν στήν κατανόηση τῆς ἀνάγκης μίας τέτοιας προσέγγισης.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ περίπτωση μιᾶς συνδυαστικῆς πρότασης ὅπου διατηροῦνται
διακριτά τά μαθήματα, ἐνῶ ἐπιχειροῦνται οἱ διεπιστημονικές συσχετίσεις, μέ
ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τήν ὀργάνωση τοῦ διδακτικοῦ χρόνου καί τή μεθόδευση
τῆς διδασκαλίας. Ἡ σχολική τάξη εἶναι μία σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα μέ
συνεχεῖς ἐπιδράσεις ἑνός πλουραλιστικοῦ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος. Ἕνα ἀπό τά
μοντέλα πού προβάλλονται στό σχεδιασμό Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος ἀποτελεῖ τό
Ἀνθρωπιστικό μοντέλο, μέ κύριο στόχο του τήν αὐτοπραγμάτωση καί τήν ἀνάπτυξη
τοῦ μαθητῆ ὡς ἰδιαίτερου καί μοναδικοῦ προσώπου, τήν καλλιέργεια τῆς
δημιουργικότητας, τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς γνώμης καί τῆς κριτικῆς του σκέψης24.
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις μποροῦν νά συνεισφέρουν τόσο σέ μία
μονοθεματική ὅσο καί σέ μία διαθεματική25 ἤ συνδυαστική διαδικασία διδασκαλίας.
Μποροῦν ν' ἀποτελέσουν τήν ἀφορμή γιά τό ξεκίνημα ἑνός προβληματισμοῦ ἤ ὁ
ρόλος τους νά εἶναι παρεμβατικός, ἑρμηνευτικός, προσδιοριστικός ἤ ἀκόμη καί
ἐναλλακτικός ἤδη ὑπάρχοντος διδακτικοῦ ὑλικοῦ. Ἔχοντας μπροστά μας τά σχολικά
ἐγχειρίδια τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν Πρωτοβάθμιας καί ∆ευτεροβάθμιας

23
Γιά τή διαθεματικότητα βλ. Κώστα Χρυσαφίδη, Βιωματική-Ἐπικοινωνιακή ∆ιδασκαλία, ἐκδ.
Gutenberg, Ἀθήνα 1994· Ἠλία Ματσαγγούρα, Ὁμαδοκεντρική διδασκαλία καί μάθηση, ἐκδ.
Γρηγόρη, Ἀθήνα 1995· Ἠλία Ματσαγγούρα, Ἡ διαθεματικότητα στή σχολική γνώση, ἐκδ.
Γρηγόρη, Ἀθήνα 2004· Φώτη Κούσουλα, Σχεδιασμός καί ἐφαρμογῆς διαθεματικῆς διδασκαλίας,
ἐκδ. Ἀτραπός, Ἀθήνα 2004· Ἀλεξάνδρου Σταυρόπουλου, Ἡ διαπλοκή στή γνώση, περ.
Ἐφημέριος, τεῦχος 9, Σεπτέμβριος 2005, σ.20-22· Εὐαγγελία Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη, ∆ιαθεμα-
τικές-∆ιεπιστημονικές διδασκαλίες, Ἀθήνα 2007·.
24
Πρβλ. Εὐαγγελία Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη, ∆ιαθεματικές-∆ιεπιστημονικές διδασκαλίες, σ. 22-25·
βλ. Κωνσταντίνου ∆εληκωνσταντῆ, Σύγχρονη Παιδαγωγική καί Παιδεία Ὀρθοδοξίας στό
Ὀρθοδοξία ὡς πρόταση ζωῆς (συλλογική ἐργασία), ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993· Μαίρης
Ἰωαννίδου-Κουτσελίνη, Τό Ἀναλυτικό Πογραμμα ὡς προϊόν καί ὡς πράξη, Λευκωσία, 1997·
Εὐαγγελία Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη, Τό ἀναλυτικό πρόγραμμα καί οἱ διδακτικές-μαθησιακές
διαδικασίες, Ὀρθοδοξία καί Παιδεία, 4 (2005), σ.227-239.
25
∆ύο σχετικές καί πολύ ὡραῖες προσπάθειες ἀποτελοῦν αὐτές τῆς Ἑλένης Κονδύλη, Μικρή
Φιλοκαλία τῆς καρδιᾶς, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20072 καί τῆς Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες
μέ παιδιά. Μεταδίδοντας τήν πίστη, Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου
Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2007.
555

Ἐκπαίδευσης γιά τό ἀκαδ. ἔτος 2007-2008, παρατηροῦμε τή σχετικά μικρή ἔκταση


ἀναφορᾶς τῶν βιβλίων σέ ψυχωφελεῖς διηγήσεις πού θά μποροῦσαν νά
προβληματίσουν τό μαθητή/μαθήτρια. ∆ειγματοληπτικά ἀναφέρονται:
Γ’ Λυκείου26: Στό κεφ. Α’ πού ἐπιγράφεται Προϋποθέσεις τῆς ἠθικῆς ζωῆς, ἡ ἑνότητα
Ἡ ἠθική συνείδηση (σ. 24-30), διαπραγματεύεται τίς ἔννοιες αὐτογνωσία,
ὑποσυνείδητο, συγχώρηση, μετανοῶ. Ὡς παράθεμα ὑπάρχει ἕνα σχετικό κείμενο
τοῦ ἀββᾶ ∆ωροθέου καί τά Θέματα γιά συζήτηση βασίζονται σέ αὐτό τό κείμενο.
Θά ἦταν ὅμως πιστεύουμε ἀρκετά βοηθητικό τό ἄν ὑπῆρχε καί κάποια σχετική
ψυχωφελής διήγηση πού νά λειτουργοῦσε παραδειγματικά.
Στήν ἑνότητα Τά κίνητρα τῶν πράξεων στήν ἠθική ζωή, τή βάση γιά προβληματισμό
ἀποτελεῖ μία ψυχωφελής διήγηση σέ νεοελληνική ἀπόδοση ἀπό τήν Λαυσαϊκή
ἱστορία, P.G. 34, 1018A-1019C (σ. 31-32).
Στήν ἑνότητα Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου στίς ἐπιλογές καί τίς πράξεις του (σ. 40-
47), θά μποροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων πού βασίζεται
στήν ἐπιλογή μεταξύ ἀληθοῦς-ψευδοῦς, ὀρθοῦ-λάθους ἤ καί μεταξύ δυσδιάκριτων
καταστάσεων (ἠθικά διλήμματα/ἐπιλογές βάσει προτεραιοτήτων).
Στήν ἑνότητα Οἱ ἐξτρεμιστές τῆς ἐλευθερίας. Ἡ περίπτωση τῶν «διά Χριστόν
σαλῶν» (σ. 48-54), ὑπάρχουν ἀποσπάσματα διηγήσεων γιά τούς σαλούς Συμεών
(6ος αἰ.) καί Νικόλαο (16ος αἰ.) ὡς ἐπεξηγηματικά καί διασαφηστικά.
Στό κεφ. Β’ πού ἐπιγράφεται Τό χριστιανικό ἦθος καί ἡ σύγχρονη κοινωνία (σ.55-
70), ὑπάρχουν ἑνότητες πού φέρουν ὑπότιτλους: Μία νέα θέαση τοῦ κόσμου·
∆ιαχείριση-ὄχι ἰδιοποίηση· Ἐπίλυση κι ὄχι ἐπικάλυψη τῶν προβλημάτων· Ἀγωνιστές
τῆς εἰρήνης· Βούληση καί ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου. Σέ αὐτό τό πλαίσιο μπορεῖ νά
γίνει χρήση ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων πού θά λειτουργήσει παραδειγματικά
καί ἐπεξηγηματικά.
Στήν ἑνότητα Ἡ Ἐκκλησία καί τό οἰκολογικό πρόβλημα (σ.144-153) καί ἰδιαίτερα
στή παρ. Ἡ θεολογική ὑπέρβαση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μπορεῖ νά γίνει
παραδειγματική χρήση ψυχωφελῶν διηγήσεων (Γέροντες σέ σχέση μέ ζῶα·
Γέροντες σέ σχέση μέ φυσικά φαινόμενα) πού καταδεικνύουν τήν ὑπευθυνότητα τοῦ
ἀνθρώπου ὡς διαχειριστῆ καί ὄχι ὡς ἰδιοκτήτη ἤ καταχραστή τῆς φύσης.

26
Μ. Μπέγζου-Α. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Γ’ Ἐνιαίου Λυκείου. Ὀργανισμός
Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
556

Στήν ἑνότητα Ὁ ἄνθρωπος στίς χαρές καί στίς λύπες τῆς ζωῆς (σ.175-182), μέ
ὑπότιτλους Πάσχω ἅρα ὑπάρχω· Οὔτε συμβιβασμός οὔτε ἀποφυγή· Ἡ Ἐκκλησία
προτείνει τήν ἀντίσταση στό κακό, ὑπάρχει δυνατότητα χρήσης πλούσιου ὑλικοῦ
ψυχωφελῶν διηγήσεων πού ν' ἀναφέρονται στήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου, τῆς
ἀρρώστειας, τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν κατάδειξη τῆς ὀρθόδοξης στάσης πού
ἀποτελεῖ ἡ δικαίωση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Β’ Λυκείου27: Στήν ἑνότητα Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση σ. (124-132), στά Κείμενα ὑπάρχει
παράφραση ἀπό τό Γεροντικόν, κεφ. δ’, γιά τόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ἐπίσκοπο Κύπρου.
Ἐπίσης στά Θέματα γιά συζήτηση, τό πρῶτο ἐρώτημα ἑστιάζεται σέ φράση
(ἀπόφθεγμα) τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα. Θά μποροῦσε ὅμως ἡ ἑνότητα νά ἐνισχυθεῖ ἀπό
πλούσιο ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων πού θά ὑποστήριζαν τούς ὑπότιτλους τῶν
παραγράφων: Τί εἶναι ἄσκηση· Χαρακτηριστικά τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης· Ἐμπόδια
στήν ὀρθόδοξη ἀσκητικότητα.
Στήν ἑνότητα Γιατί ὑπάρχει τό κακό στόν κόσμο (σ. 100-107), θά μποροῦσε νά
γίνει μία ἀναφορά σέ ἀσκητικές ψυχωφελεῖς διηγήσεις γιά τό πῶς οἱ ἀσκητές
πολεμοῦσαν καί πολεμοῦντο ἀπό τό κακό (δαίμονες).
Στήν ἑνότητα Τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας (σ. 108-116) καί
εἰδικότερα στήν παρ. 3 πού ἐπιγράφεται Ἀσκητικότητα, θά μποροῦσε νά γίνει χρήση
κάποιας ἀνάλογης ψυχωφελοῦς διήγησης· βοηθητική πρός αὐτό εἶναι καί ἡ
ἐρώτηση 3 στά Θέματα γιά συζήτηση : Ποιές οἱ διαφορές μεταξύ Ὀρθοδόξων καί
∆υτικῶν χριστιανῶν στό θέμα τῆς ἀσκητικότητας;
Στήν ἑνότητα Ἡ δικαιοσύνη τοῦ κόσμου καί ἡ δικαιοσύνη τῆς Ἐκκλησίας (σ.139-
145), θά μποροῦσε νά γίνει χρήση ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων πού θά
καταδείκνυε τήν ὀρθόδοξη στάση ἀπέναντι στήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀδικίας.
Βοηθητική εἶναι ἡ ἐρώτηση 6 στά Θέματα γιά συζήτηση : Ποιά εἶναι ἡ σχέση ἀγάπης
καί δικαιοσύνης;
Στήν ἑνότητα Ὁ συνάνθρωπος ὡς ἀδελφός (σ.147-153), στήν παρ. Ὀρθόδοξος
ἀνθρωπισμός πού γίνεται ἀναφορά στίς ἔννοιες ἐλευθερίας, ἰσότητας,
ἀλληλεγγύης, δικαιοσύνης, μπορεῖ παραδειγματικά νά ἐμφιλοχωρήσει ὑλικό
ψυχωφελῶν διηγήσεων.

27
∆. ∆ρίτσα - ∆. Μόσχου - Στ. Παπαλεξανδρόπουλου, Χριστιανισμός καί Θρησκεύματα, Β’ Ἐνιαίου
Λυκείου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
557

Α’ Λυκείου28: Στήν ἑνότητα Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας (σ.135-140), ὑπάρχει


φωτογραφία τοῦ σύγχρονου Γέροντος π. Πορφυρίου Μπαϊρακτάρη (1906-1991)
ὡς πρότυπο πνευματικοῦ καθοδηγητῆ πού ἀνάπαυσε πολλές ψυχές μέ τήν ἁγιότητα
καί τίς συμβουλές του. Θά μποροῦσε ὅμως ἡ ἑνότητα νά ἐνισχυθεῖ ἀπό πλούσιο
ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων πού θά ὑποστήριζαν τούς ὑπότιτλους τῶν
παραγράφων: Ἔννοια, σύσταση καί ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας·
Ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας· Τό μυστήριο τῆς Μετάνοιας καί
ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Στήν ἑνότητα Ἡ γυναίκα στή λατρεία (σ.176-177) καί ἰδιαίτερα στήν παρ. Ἡ ἀνάγκη
γιά πλήρη ἰσοτιμία τῆς γυναίκας μέ τούς λαϊκούς ἄνδρες στή λατρεία, μπορεῖ νά
γίνει χρήση ἀνάλογου ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων πού ἀναφέρονται σέ
«ἀμμάδες» καί τόν τρόπο ἀντιμετώπισής τους.
Στήν ἑνότητα Ἵδρυση καί ἱστορική ἐξέλιξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (σ.124-127), καί
ἰδιαίτερα στά Θέματα γιά συζήτηση, ἡ 1η ἐρώτηση: Ποιά ἡ σημασία τῆς σύστασης
τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τό Χριστό, μπορεῖ νά ἐνισχυθεῖ
παραδειγματικά ἀπό χρήση ψυχωφελῶν διηγήσεων πού ἀναφέρονται στή σύσταση
τοῦ μυστηρίου.
Στήν ἑνότητα Ἡ μνήμη τῶν ἁγίων, ἀφορμές γιά ἕνα σύγχρονο ἀνθρωπολογικό
προβληματισμό (σ.108-111), θά μποροῦσε νά γίνει χρήση κάποιας ψυχωφελοῦς
διήγησης ἤ ἑνός γεροντικοῦ ἀποφθέγματος πού θά ἀναδείκνυαν πτυχές τῶν ἁγίων
προσώπων.
Στήν ἑνότητα Ἡ λειτουργική ἀνάμνηση τῶν ἀγώνων κατά τῶν αἱρέσων (σ.95-98)
καί ἰδιαίτερα στά Θέματα γιά συζήτηση, ἡ ἐρώτηση 3 (Εἶναι δυνατή ἡ διαφύλαξη τῆς
πίστης χωρίς τή γνώση της) καί ἡ ἐρώτηση 4 (Ποιές οἱ συνέπειες τῶν πιστῶν ἀπό
τήν παραχάραξη τῆς πίστης) μποροῦν νά ἐνισχυθοῦν παραδειγματικά ἀπό χρήση
ὑλικοῦ ψυχωφελῶν διηγήσεων πού ἀναφέρονται στά πρῶτα χρόνια τοῦ
χριστιανισμοῦ πού τά δόγματα δέν εἶχαν συγκεκριμενοποιηθεῖ καί διασαφιστεῖ καί
μποροῦσαν οἱ χριστιανοί νά πέφτουν σέ ἀκούσια λάθη.

28
Χρ. Γκότση - π. Γ. Μεταλληνοῦ - Γ. Φίλια, Ὀρθόδοξη πίστη καί Λατρεία, Α’ Γενικοῦ Λυκείου,
Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
558

Γ’ Γυμνασίου29: Στήν ἑνότητα Χριστιανική ἄσκηση-Μοναχισμός, σ. 65-67, ὑπάρχει


εἰκαστική παρέμβαση μέ ἔργα τοῦ Γ. Κόρδη πού ἀναφέρονται σέ ἐπίσκεψη μοναχοῦ
στόν ἅγιο Ἀντώνιο καί ἄλλο πού ἀπεικονίζει ἀσκητή μέ τό ἐργόχειρό του. Θά
μποροῦσε ἡ ἑνότητα νά ἐμπλουτιστεῖ μέ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀφοῦ ὡς ὑπότιτλοι
παραγράφων ἀναφέρονται: α) Ἡ ἀσκητική ζωή στήν Ἐκκλησία β) Ἀναχωρητισμός καί
κοινόβιο: οἱ δρόμοι τῆς ἄσκησης στή χριστιανική ζωή γ) Ἡ συμβολή τοῦ
μοναχισμοῦ στήν κοινωνική ἀλληλεγγύη, στήν πνευματική ζωή καί τήν τέχνη.
Β’ Γυμνασίου30: Ὑπάρχει ἕνα πλούσιο καί καλοδουλεμένο ὑλικό μέ διαθεματικές
προεκτάσεις ἀναφορικά μέ τίς παραβολές τοῦ Χριστοῦ. Τό ὑλικό μπορεῖ νά
ἐμπλουτιστεῖ καί μέ ἀσκητικές ψυχωφελεῖς διηγήσεις, ἀφοῦ καί οἱ Γέροντες
λειτουργοῦν ὡς πνευματικοί καθοδηγητές μέ πρότυπο τους τόν ἴδιο τό Χριστό.
Ἐνισχυτικό στοιχεῖο ἀποτελοῦν οἱ ὑπότιτλοι τῶν ἑνοτήτων: π.χ. Ἡ παραβολή τοῦ
σπλαχνικοῦ πατέρα. Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους (σ.63-66)· Ἡ παραβολή
τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη. Ὁ πλησίον μας καί ἐμεῖς (σ.67-69)· Ἡ παραβολή τῆς
τελικῆς κρίσης: Πῶς ἀξιολογοῦνται οἱ ἄνθρωποι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (σ. 70-72).
ΣΤ’ ∆ημοτικοῦ31 : Στήν ἑνότητα Καί οἱ δύο προσεύχονταν ἀλλά... (σ. 35-37),
ὑπάρχει παράθεμα ρήσης τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ὅμως ἡ ἑνότητα προσφέρεται καί
γιά χρήση μιᾶς ψυχωφελοῦς διήγησης ἐκτός ἀπό αὐτή τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου
καί τοῦ Φαρισαίου.
Στήν ἑνότητα Νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους (σ. 37-41), σάν παράθεμα
χρησιμοποιεῖται σχετική διήγηση σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση μέ βάση τό Συναξάρι τοῦ
Ἁγίου ∆ιονυσίου. Μπορεῖ ἐναλλακτικά νά χρησιμοποιηθεῖ κάποιο Γεροντικό
ἀπόφθεγμα ἤ ψυχωφελής διήγηση.
Στήν ἑνότητα Μετανιώνω καί συμφιλιώνομαι ἀληθινά (σ. 81-83), μπορεῖ νά γίνει
χρήση κάποιας ἀνάλογης διήγησης ὡς παραθέμα.

29
Στ. Καραχάλια, Π. Μπράτη, ∆. Πασσάκου, Γ. Φίλια, Θέματα ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας,
Θρησκευτικά Γ’ Γυμνασίου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
30
Γ. Τσανανᾶ-Ἀπ. Μπάρλου, Καινή ∆ιαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό ἔργο του, Θρησκευτικά Β’
Γυμνασίου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
31
Κ. Γούλα, Κ. ∆εληκωνσταντῆ, Ι. Κομνηνοῦ, Ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια στή ζωή μας, Θρησκευτικά
Στ’ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
559

Ἡ ἑνότητα Ἕνα περιστατικό ἀπό τή δράση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (σ.121-
123), μέ κάνει νά σκέπτομαι πώς θά μποροῦσε νά εἶχε προστεθεῖ μία ἑνότητα μέ
τίτλο Ἕνα περιστατικό ἀπό τή δράση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.
Ε’ ∆ημοτικοῦ32: Στήν ἑνότητα Ἀγώνας μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης (σ.15-17), γίνεται
ἀναφορά στήν προσφορά τοῦ Ἁγίου Ἀγάθωνα.
Ὑπάρχει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο (Β) μέ τόν τίτλο Ἀγωνιστές καί μάρτυρες (25-46),
πού θά μποροῦσε νά φιλοξενήσει ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων. Παραδειγματικά
ἀναφέρω στή σ.40, στίς Ἐργασίες, τήν ἐρώτηση 2: «Μέ ἀφορμή τή σχέση τοῦ
Ἁγίου Μάμα μέ τά ζῶα, συζητοῦμε ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας
ἀπέναντι σέ αὐτά. Ἀναφέρουμε παραδείγματα κακῆς μεταχείρισης ἤ ἐκμετάλλευσής
τους ἀπό τούς ἀνθρώπους, καθώς καί παραδείγματα ὀργανώσεων ἤ ἀνθρώπων
πού προσφέρουν προστασία καί περίθαλψη σέ ὅσα ἀπό αὐτά ἔχουν ἀνάγκη».
Ὑπάρχουν πολλές ὄμορφες καί οἰκοδομητικές ψυχωφελεῖς διηγήσεις πού θά
μποροῦσαν νά συνεισφέρουν.
Στήν ἑνότητα Ὁ ληστής πού ἔγινε ἅγιος (σ.51-53), ὑπάρχει στά παραθέματα ἕνα
γεροντικό ἀπόφθεγμα σέ παράφραση, ἀλλά ἡ ἑνότητα ἐνδείκνεται γιά χρήση
ψυχωφελῶν διηγήσεων πού ἀναφέρονται στήν μετάνοια.
Στήν ἑνότητα Ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (σ.57-59), θά μποροῦσε ν'
ἀναφερθεῖ μία διήγηση ἀπό τό βίο του.
Στίς ἑνότητες Ἀγῶνες γιά νά προστατέψουμε τό περιβάλλον (πλάση) (σ. 100-102),
Ἀγῶνες γιά τή δικαιοσύνη (σ.103-105), Ἀγωνιζόμαστε γιά τήν εἰρήνη (σ. 109-
111), μποροῦν νά φιλοξενηθοῦν ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς παραθέματα ἤ ὡς
ἀφορμή προβληματισμοῦ.
∆’ ∆ημοτικοῦ33: Στήν ἑνότητα Ἐπίσκεψη στό μοναστήρι (σ.64-66), θά μποροῦσε νά
φιλοξενηθεῖ μία ψυχωφελής διήγηση πού ἀναφέρεται σέ τρόπο ζωῆς μοναχῶν
μέσα σέ μοναστήρι.
Οἱ ἑνότητες μέ τίτλους Ἀναζητώντας τό χαμένο πρόβατο (σ.68-69), Ἀγκάθια στό
δρόμο (σ.72-74), μποροῦν νά φιλοξενήσουν, ἐκτός τοῦ ὑπάρχοντος ὑλικοῦ,

32
Κ. Κορναράκη, Κ. Πρέντου, π. ∆. Γιαννακόπουλου, Οἱ Χριστιανοί στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς,
Θρησκευτικά Ε ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
33
Π. Ζούρα, ∆. Θερμοῦ, Α. Παναγάκη, Μ. Βούκανου, Α. Μαστρομιχαλάκη, Ἡ Πορεία μας στή ζωή,
Θρησκευτικά ∆ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
560

ψυχωφελεῖς διηγήσεις ὡς παραθέματα ἤ ὡς ἀφορμή προβληματισμοῦ. Μάλιστα


ὑπάρχει μία Ἄσκηση μέ τίτλο: Ζωγραφίζω μία εἰκόνα καί ζητεῖται ἀπό τούς μαθητές
νά ζωγραφίσουν καί νά δώσουν τίτλο σέ μία εἰκόνα πού τούς ἔρχεται στό μυαλό,
ὕστερα ἀπό σχετική συζήτηση στή τάξη. Μέ ἐπιτυχία θά μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ
αὐτή ἡ ἄσκηση μετά τήν ἀφήγηση μιᾶς ψυχωφελοῦς διήγησης.
Στήν ἑνότητα Τά μικρά λάθη γίνονται μεγάλα (σ.75-76), ὑπάρχει μία πολύ ὡραία
ἄσκηση γιά τή τάξη, ὅπου δίνεται ἡ βασική ἰδέα ἑνός μύθου τοῦ Αἰσώπου καί
ζητεῖται ἀπό τούς μαθητές μέ λέξεις πού τούς δίνονται, νά γράψουν τό μύθο μέ
διαλόγους ὅπως τόν θυμοῦνται καί τόν ξέρουν. Κάτι ἀνάλογο μπορεῖ νά
ἐφαρμοστεῖ καί μέ μία ψυχωφελή διήγηση.
Στήν ἑνότητα Ἐργαζόμαστε γιά τήν ἑνότητα ὅλων (σ.90-94), ὅπου πολύ πετυχημένα
γίνονται διαθεματικές προεκτάσεις ὅπως αὐτές τῶν ἀνθρωπιστικῶν ὀργανισμῶν
«Γιατροί χωρίς σύνορα», UNESCO, «Ἀλληλεγγύη» ἤ τῆς ἰδέας τοῦ ὀλυμπισμοῦ, θά
μποροῦσε νά ἐμφιλοχωρήσει μία ψυχωφελής διήγηση πού ἀναφέρεται σέ σχέσεις
ἀλληλεγγύης καί συνεργασίας τῶν μοναχῶν.
Γ’ ∆ημοτικοῦ34 : Στό κεφ. Γ’ πού ἐπιγράφεται Ἡ ζωή θέλει ἀγάπη καί προσπάθεια,
μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων: Στήν ἑνότητα Χαρίσματα
τοῦ ἀνθρώπου (σ. 36-37), μπορεῖ νά γίνουν ἀναφορές σέ ἀρετές Γερόντων. Στήν
ἑνότητα Ὅταν ἡ ζωή μας κινδυνεύει (σ.41-43), ὑπάρχει παράθεμα γεροντικοῦ
ἀποφθέγματος σέ νεοελληνική ἀπόδοση, ὅμως μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί
κάποια διήγηση. Στήν ἑνότητα Ἐμπιστοσύνη στό Θεό (σ.50-52), ὑπάρχει μία ἄσκηση
Σκέφτομαι καί γράφω πού ρωτάει τούς μαθητές: «Ποιούς ἐμπιστεύομαι στή ζωή μου
καί γιατί;»· θά μποροῦσε νά τεθεῖ αὐτή ἡ ἐρώτηση ὕστερα ἀπό τήν ἀφήφηση μίας
σχετικῆς ψυχωφελοῦς διήγησης.
Στό κεφ. Ε’ πού ἐπιγράφεται Ἡ χαρά στή ζωή, καί εἰδικότερα στήν ἑνότητα Ἡ
ὀνομαστική μου ἑορτή, ὑπάρχει ἄσκηση πού ἐπιγράφεται Ψάχνω, ρωτῶ καί βρίσκω·
παιδιά λοιπόν πού φέρουν τό ὄνομα κάποιου Γέροντα (Ἀντώνιος, Εὐθύμιος,
Θεοδόσιος) μποροῦν νά μαζέψουν ὑλικό καί ἰδιαίτερα ἱστοριοῦλες πού
ἀναφέρονται στά πρόσωπά τους.

34
Π. Ζούρα, ∆. Θερμοῦ, Α. Παναγάκη, Μ. Βούκανου, Α. Μαστρομιχαλάκη, Ὁ Θεός στή ζωή μας,
Θρησκευτικά Γ’ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
561

Στό κεφ. Στ’ πού ἐπιγράφεται Ἡ ζωή μέ τούς γύρω μας, καί εἰδικότερα στήν ἑνότητα
Ζοῦμε μέ τούς ἄλλους (σ.86-87), στήν ἄσκηση Μαθαίνω τίς λέξεις, ὑπάρχουν οἱ
λέξεις: συνεργάζομαι, συμβίωση· οἱ ὁρισμοί πού δίνονται μποροῦν νά συνοδευτοῦν
μέ παραδείγματα ἀπό ψυχωφελεῖς διηγήσεις. Τό ἴδιο μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ στίς
ἑνότητες Ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί συγχωρεῖ (σ.93-94) μέ τίς λέξεις: μετανοῶ,
παραβολή, σπλαχνίζομαι καί Ὁ καλός Σαμαρείτης (σ.95-96) μέ τίς λέξεις: πλησίον,
ἐλέησε.
Στό ἴδιο κεφάλαιο περιλαμβάνεται καί ἡ ἑνότητα Ἡ Ἁγία Φιλοθέη: Παράδειγμα
καλοσύνης (σ. 97-98). Στήν ἄσκηση Συζητῶ καί γράφω ὑπάρχει ἡ ἐρώτηση : Τί ἦταν
ἐκεῖνο πού ἔκανε τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Φιλοθέης νά ξεχωρίζει ἀπό τ' ἄλλα;
Αὐτή ἡ ἐρώτηση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀφορμή ὥστε τά παιδιά νά μαζέψουν
πληροφορίες (ὑλικό ψυχωφελῶν διηγήσεων πού θά τούς προτείνει ὁ ἴδιος ὁ
δάσκαλος) γιά τό πῶς λειτουργοῦσαν τά μοναστήρια σέ δύσκολες ἐποχές
(στέγαζαν γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, πτωχοκομεῖο, ἐργαστήρια).

Στή συνέχεια θά προσπαθήσουμε νά προτείνουμε κάποιες ἐφαρμογές


ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν Ἐκπαίδευση (κατά ἡλικίες ἀνάπτυξης), πού μπορεῖ νά
ἐμφιλοχωροῦν σέ ἤδη ὑπάρχον ὑλικό τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων ἤ νά ἀποτελοῦν
νέα θέματα προβληματισμοῦ γιά τούς μαθητές.
Στή διαθεματική δέ προοπτική τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων μποροῦν νά
προστεθοῦν καί ὁ κλάδος Λογοτεχνίας (συγκρίσεις μέ Ντοστογιέφσκι, Ἐλύτη,
Σεφέρη, Εὐριπίδη)· ὁ κλάδος Φυσική καί Χημεία (π.χ. Τό νερό καί ἡ σημασία του.
Μεγάλος ἀριθμός ψυχωφελῶν διηγήσεων, ἀναφέρεται σέ ἀνεπάρκεια φυσικῶν
πόρων -πού πολλές φορές ὑπαίτιος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς κακῆς
χρήσης- πού θεραπεύονται μέσῳ τῆς Θείας Πρόνοιας)· μία ἔκθεση φωτογραφικοῦ
ὑλικοῦ ὅταν ἀφορᾶ ἕνα γενικώτερου ἐνδιαφέροντος θέμα (βία, οἰκολογική
καταστροφή).
Κριτήρια ἐπιλογῆς αὐτῶν τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων θά ἀποτέλεσουν: α) Τό ἄν
ἀφοροῦν πραγματικά καί προβληματίζουν τά θέματα πού θίγονται τά παιδιά καί τούς
ἐφήβους (δεκτικότητα). β) Νά ἀντιμετωπιστοῦν μέ πνεῦμα «ἐλευθερίας» καί ὄχι σά
μορφή κηρύγματος ἤ κάτι πού ἐντάσσεται στά σχολικά καθήκοντα. γ) Οἱ ἱστορίες
562

δέν ἀποτελοῦν ἕτοιμο ὑλικό πρός διδασκαλία, ἀλλά ὁ δάσκαλος ἀνακαλύπτει μαζί
μέ τό παιδί/ἔφηβο τή γνώση πού ἀπορρέει ἀπό αὐτές σέ σχέση καί μέ τίς ἐμπειρίες
τῶν συμμετεχόντων. Κάθε ἄποψη μπορεῖ ν' ἀκουστεῖ, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀρνητική,
ἀφοῦ μέ αὐτό τό τρόπο πολλές φορές ἐκφράζονται οἱ ἀμφιβολίες τῶν νέων
ἀνθρώπων. Ἀκολουθεῖ συζήτηση καί ἐπεξεργασία δεδομένων. Ὁ δάσκαλος βέβαια
μπορεῖ νά βοηθήσει τή συζήτηση μέ τήν προσωπική καί εἰλικρινή του τοποθέτηση
(σεβασμός παιδιοῦ). δ) Οἱ ἱστορίες πρέπει νά ἐπιλέγονται προσεκτικά, καθώς
πολλές ἀπό αὐτές μποροῦν νά φανοῦν ὑπερβολικές ἤ οὐτοπικές. ε) Οἱ διηγήσεις
δίνονται στά παιδιά σέ μετάφραση (ἤ παράφραση) γιά νά γίνουν κατανοητές· αὐτό
δέν σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν νά ἔρθουν σέ ἐπαφή μέ τό πρωτότυπο κείμενο
(ἀνήκει στίς καθοδηγήσεις τοῦ δασκάλου) καί νά προβληματιστοῦν γιά τή σημασία
κάποιων λέξεων (βοηθητικό θά ἦταν ὁ καταρτισμός ἀπό τό δάσκαλο κάποιου
«Γλωσσαρίου» πού ἀφορᾶ τή συγκεκριμένη διήγηση) καί τά κοινωνικά δεδομένα
διαφορετικῶν ἐποχῶν.

Ἐφαρμογή ψυχωφελοῦς διήγησης γιά τάξεις Λυκείου35.


Τίτλος : Ὁ θυμός.
«Βρέθηκα κάποτε στήν Κρήτη -γράφει ὁ Ἅγιος ∆ιονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης-
καί μέ φιλοξένησε ὁ Κάρπος, ἕνας ἄνθρωπος καθόλα εὐσεβής χριστιανός καί μέ
καθαρότητα πνεύματος.
Ἔλεγε λοιπόν ὁ Κάρπος, πώς κάποτε τόν εἶχε λυπήσει ἕνας εἰδωλολάτρης κι αὐτό
γιατί ὁ τελευταῖος εἶχε κάνει εἰδωλολάτρη καί ἕναν χριστιανό. Αὐτό πού ὄφειλε νά
κάνει ὁ Κάρπος, σάν σωστός χριστιανός, ἦταν νά προσευχηθεῖ μέ ἀγαθότητα καί
γιά τούς δύο στό Θεό, ὥστε μέ τή βοήθειά Του τόν ἕνα νά ἐπαναφέρει στό δρόμο
τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἄλλο νά κερδίσει μέ τήν καλοσύνη του καί τίς συμβουλές του.
Ἔτσι θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει καί τούς δύο στή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Αὐτός ὅμως ἔπαθε κάτι πού δέν τοῦ εἶχε ξανασυμβεῖ. Ἄφησε νά φωλιάσει στή
ψυχή του πικρία καί ἀγανάκτηση γι αὐτούς τούς δύο ἀνθρώπους κι ἔπεσε νά
κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα, ὅπως συνήθιζε κάθε βράδυ, σηκώθηκε νά προσευχηθεῖ.
Καθώς ὅμως στάθηκε νά προσευχηθεῖ, ἔνιωσε ἐμπαθή λύπη καί στεναχώρια κι

35
Ἡ ἀπόδοση (παράφραση) στή νεοελληνική γλώσσα τῶν διηγήσεων ἔγινε ἀπό τήν ὑποφαινομένη,
μόνο καί μόνο γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῆς ἔρευνά μας.
563

ἔλεγε πώς δέν εἶναι δίκαιο νά ζοῦν ἄνθρωποι ἄθεοι καί εἰδωλολάτρες πού
διαστρέφουν τούς ἴσιους δρόμους τοῦ Κυρίου. Καί λέγοντας αὐτά παρακαλοῦσε
τόν Θεό νά ρίξει κεραυνό καί νά δώσει χωρίς ἔλεος τέλος μεμιᾶς στή ζωή καί
τῶν δύο ἀπίστων.
∆έν τελείωσε καλά-καλά τά λόγια του καί τοῦ φαίνεται πώς ξαφνικά τό σπίτι πού
βρισκόταν ἄρχισε νά σείεται καί νά χωρίζεται στά δύο ἀπό τήν ὀροφή μέχρι τά
θεμέλια. Ὁ οὐρανός ἄνοιξε καί φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς μέ ἄπειρους ἀνθρωπόμορ-
φους ἀγγέλους δίπλα του. Αὐτά ἔβλεπε ὁ Κάρπος κοιτάζοντας πρός τά πάνω καί
ἐθαύμαζε. Ὅταν ὅμως σκύβει πρός τά κάτω, βλέπει τό ἔδαφος σκισμένο σ' ἕνα
ἀπύθμενο καί σκοτεινό χάσμα. Βλέπει κι ἐκείνους τούς δύο ἀνθρώπους πού
καταριόταν, νά στέκονται στό στόμιο τοῦ χάσματος μέ τρεμάμενα πόδια,
τρομοκρατημένοι καί ἐλεεινοί, ἕτοιμοι νά γκρεμιστοῦν ἀπό στιγμή σέ στιγμή. Κάτω
ἀπό τό χάσμα ἔβγαιναν φίδια, πού σέρνονταν μέχρι τά πόδια τῶν δύο,
πασχίζοντας νά τούς παρασύρουν μέ κάθε τρόπο, ἄλλοτε κουλουριάζοντας τά
σωματά τους καί τραβώντας τους πρός τά κάτω καί ἄλλοτε δαγκώνοντάς τους μέ
τά δόντια τους καί χτυπώντας τους μέ τίς οὐρές τους. Καί φαίνονταν ἕτοιμοι οἱ δύο
δυστυχισμένοι ἄνθρωποι θέλοντας καί μή θέλοντας νά πέσουν, ἐξαναγκαζόμενοι
ἀπό τό κακό.
Ὁ Κάρπος βλέποντας αὐτά, ἔπαυσε νά κοιτάζει πρός τόν οὐρανό πού βρισκόταν καί
ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἀδημονοῦσε καί στεναχωριόταν γιατί αὐτοί οἱ δύο ἄνθρωποι δέν
εἶχαν πέσει ἀκόμη μέσα στό χάσμα. Προσπάθησε μάλιστα καί ὁ ἴδιος νά τούς ρίξει
ἀλλά δέν τά κατάφερε καί γι’ αὐτό ἀγανακτισμένος ἄρχισε νά τούς καταριέται.
Κάποια στιγμή ὁ Κάρπος, μέ πολύ κόπο σηκώνει τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό,
καί βλέπει τόν Ἰησοῦ, μέ ἔλεος γιά τά γινόμενα, νά σηκώνεται ἀπό τόν
ὑπερουράνιο θρόνο Του, νά κατεβαίνει μέχρι τούς δύο ἀνθρώπους καί νά τούς
προσφέρει τό πανάγαθο χέρι Του σέ βοήθεια.
Ὁ Ἰησοῦς τό ἄλλο χέρι Του τό ἅπλωσε στόν Κάρπο καί τοῦ λέει: 'Χτύπα ἐμένα
λοιπόν! Εἶμαι ἕτοιμος νά πάθω καί πάλι καί πολλές φορές ἀκόμη γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων. Καί θά τό κάνω μέ χαρά, ἄν πρόκειται νά μήν ἁμαρτήσουν ἄλλοι.
Ὅμως ἐσύ Κάρπε σκέψου, ἄν εἶναι συμφέρον γιά σένα ν' ἀνταλλάξεις τή
παραμονή σου κοντά στό Θεό καί τούς ἀγγέλους μέ αὐτή τή παντοτεινή συντροφιά
564

τῶν φιδιῶν καί τῶν δαιμόνων.'». (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ,
τ.1, σ. 96-97).
Γλωσσάριο
Ἀββᾶς : λέξη συριακή πού σημαίνει ὁ Γέροντας, ὁ πνευματικός Πατέρας.
Πάθος : Πράξη πού ὑποτάσσεται σέ ἄλογη ἐπιθυμία καί πού μέ τήν ἐπανάληψη
ἀποκτᾶ δύναμη καί ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο. Τά ὀκτώ πάθη ἤ πονηροί λογισμοί
εἶναι: ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ λύπη, ἡ ὀργή, ἡ ἀκηδία, ἡ
κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια. Ταξινομοῦνται συνήθως σύμφωνα μέ τήν τριμερή
διαίρεση τῆς ψυχῆς· τά τρία πρῶτα ἀναφέρονται στό ἐπιθυμητικό, τά τρία δεύτερα
στό θυμοειδές καί τά δύο τελευταῖα στό λογιστικό.
Τά πάθη ἤ λογισμοί δέν εἶναι καθ' ἑαυτά ἀρνητικά ἤ καί κακά· μποροῦν νά
μεταμορφώνονται σέ κακά ἤ ἀγαθά σύμφωνα μέ τή χρήση πού κάνει τό ἄτομο.
Λογισμοί : Σκέψεις πού μποροῦν νά μετατραποῦν σέ πράξη μέ συνέπεια τήν ἠθική
πτώση· μπορεῖ ὅμως, ν' ἀποτελεῖ καί δοκιμασία γιά τήν ἠθική ἀντίσταση τοῦ
ἀνθρώπου (πειρασμός) πού μέ ἐπίμονο ἀγώνα ἡ ψυχή μπορεῖ ν' ἀναδειχθεῖ
νικήτρια.
Θυμός: Παρ΄ ὅτι διαχωρίζονται οἱ ἔννοιες ὀργῆς, θυμοῦ, λύπης, μνησικακίας (ὁ
Κασσιανός μιλάει γιά ὀργή καί λύπη, ὁ Εὐάγριος καί ὁ ἅγιος ∆ιάδοχος τῆς
Φωτικῆς γιά θυμό καί λύπη, ὁ Ἰω. ∆αμασκηνός γιά θυμό, ὀργή, μισανθρωπία,
μνησικακία, λύπη χωρίς λόγο, ὁ Ἰω. Χρυσόστομος γιά θυμό καί μνησικακία) τά
ὅριά τους εἶναι πολύ δυσδιάκριτα καί ἴσως θά ἔπρεπε ν΄ ἀναζητηθοῦν στίς αἰτίες
τους. Τά «πάθη» ὅπως ὀνομάζει ὁ Ἀριστοτέλης τά συναισθήματα, εἶναι θυμικές
καταστάσεις (μερικά χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς ἡδονῆς (φιλία, χαρά,
θράσος) καί ἄλλα ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς λύπης (ὀργή, μῖσος, φόβος). Ἡ λύπη εἶναι
ἀποτέλεσμα τῆς παρεμπόδισης τῆς ἔκφρασης τῶν ψυχικῶν μας λειτουργιῶν.
Κίνητρα: Ἀποτελοῦν τόν παράγοντα τῆς δράσης τῶν πράξεων καί γενικά τῆς
συμπεριφορᾶς μας· κινητοποιοῦν τόν ὀργανισμό πρός ἕνα στόχο, μία ὁρισμένη
κατεύθυνση· παρουσιάζονται χωρίς καμιά συνειδητή προσπάθεια (μέ ἐξαίρεση τίς
ἔλλογες βουλητικές προσπάθειες)· βιώνονται μέ σαφήνεια γίνονται δηλ.
συνειδητές δυνάμεις, βιώματα, πού ἀπαιτοῦν ἐπίμονα ἱκανοποίηση· τίς περισσότερες
φορές βιώνονται σάν κατάσταση ἀνάγκης κάποιας ἔλλειψης, κάποιας ἔνδοιας·
565

ὠθοῦν τόν ψυχοφυσικό ὀργανισμό νά δράσει μέ στόχο διάφορα ἀντικείμενα τοῦ


περιβάλλοντος πού καλοῦνται ἐλατήρια, τά ὁποῖα τόν ἱκανοποιοῦν καί τόν
λυτρώνουν ἀπό δυσάρεστες ἐντάσεις.
Ἕλληνας : εἰδωλολάτρης, ἐθνικός.
Ἄξονες παιδαγωγικοῦ προσανατολισμοῦ:
Ἡ ἐφηβεία εἶναι ἡ ἡλικία πού ἴσως θυμώνουμε πολύ καί εὔκολα, μέ ἀποτέλεσμα
συχνά νά χάνεται ὁ ἔλεγχος καί νά ἐρχόμαστε σέ δύσκολη θέση τόσο μέ τούς
ἄλλους, ὅσο καί μέ τόν ἑαυτό μας. Γι αὐτό καί ὁδηγούμαστε σέ ἀδιέξοδα
ἐπικοινωνίας. Ὅμως πάντα ὑπάρχει «ἔξοδος κινδύνου» καί ὀνομάζεται κατανόηση
καί ἐπιείκεια, πού πρῶτος δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις
ἀποτελοῦν κείμενα πού δείχνουν τό δρόμο πρός αὐτή τή διέξοδο... .
Ἡ ἀφήγηση τῆς ἱστορίας ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι ἡ ματαίωση τῶν κινήτρων
συνεπιφέρει δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις. Στή προκείμενη περίπτωση
ἀφορᾶ τή μή μεταστροφή εἰδωλολάτρη στό χριστιανισμό καί συγχρόνως τήν
ἀπώλεια ἑνός χριστιανοῦ, πού ἐκδηλώνονται χωρίς συνειδητή προσπάθεια καί
πολλές φορές συνοδεύονται ἀπό σωματικές ἐκδηλώσεις (ὀνειροπόληση τοῦ
Κάρπου πού προσπαθεῖ νά ρίξει στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή τούς δύο πού τοῦ
προξένησαν λύπη). Ἡ μνησικακία εἶναι σύνευνος τοῦ θυμοῦ.
Μέσα ἀπό τό ψυχογράφημα τοῦ Κάρπου περιγράφεται ἡ συμπτωματολογία τῆς
λύπης: δέν προσεύχεται μέ προθυμία, αἰσθάνεται ἀγανάκτηση καί πικρία, δέν
ἀνέχεται νά αἰσθάνεται συμπάθεια γιά τούς συνανθρώπους του. Ἀντίθετα αἰσθάνε-
ται ἐμπαθή λύπη καί στεναχώρια, φθάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά παρακαλεῖ τό
Θεό νά ρίξει κεραυνό γιά νά δώσει τέλος στή ζωή καί τῶν δύο ἀνθρώπων πού τόν
λύπησαν (τῶν ἀπίστων). Ὁδηγεῖται στό σημεῖο τῆς ὀργῆς, τοῦ θυμοῦ. Ὀργή εἶναι τό
κακό ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ὁ ἀμείλικτος πόλεμος πού κηρύσσει τό Ἐγώ σέ ὅ,τι τό
ἐμποδίζει. Ἐνδιαφέρεται νά νικηθεῖ μόνο τό ἐμπόδιο, νά ἐπιβεβαιωθεῖ τό Ἐγώ
χωρίς νά σταματήσει τό κακό.
Καθοριστική γιά τή θεραπεία τῆς λύπης εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ σέ
κάποιον πού τόν ρωτᾶ γιατί ἔφτυσε αἷμα ἀπό τό στόμα του: «λόγος ἐστὶν ἀδελφοῦ
λελυπηκότος με καὶ ἠγωνισάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτὸν καὶ ἐδεήθην τοῦ Θεοῦ
ἵνα ἀρθῇ ἀπ΄ ἐμοῦ· καὶ γέγονεν ὁ λόγος ὡς αἷμα ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἔπτυσα
566

αὐτὸν καὶ ἀνεπάην, καὶ τὴν λύπην ἐπελαθόμην». Ἀντί ν΄ ἀνταποδώσει τήν κακοή-
θεια, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν ἔφτυσε σάν αἷμα. Τέτοια ἦταν ἡ θλίψη πού πῆρε
καί ἡ προσπάθεια πού κατέβαλλε. Μήπως ἔκανε αἱμόπτυση τόν πληγωμένο ἐγωϊ-
σμό του;
Ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική τονίζει τήν ἀνάγκη εὕρεσης τῆς αἰτίας καί ἐξυγίανσης τῆς
λύπης καί ὄχι νά καταφερόμαστε πρός τόν ἐνεργούντα αὐτό (ἐκτελεστικό ὄργανο):
«καλὸν τὸ μὴ ὀργίζεσθαι· ... τί μισεῖς τὸν λυπήσαντα ἄνθρωπον; οὐκ αὐτός ἐστιν ὁ
ἀδικήσας ἀλλ' ὁ διάβολος· μίσησον τὴν νόσον καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα». Ὁ ἀββᾶς
Μᾶρκος ἑστιάζει «τὸ τοῦ θυμοῦ πάθος» στήν περηφάνεια, ἐνῶ ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος
ὑποστηρίζει ὅτι «ὁ μὴ κρατῶν γλώσσης αὐτοῦ ἐν καιρῷ ὀργῆς» εἶναι ἐπιρρεπής σέ
ὅλα τά πάθη.
Ὁ Σέργιος ἡγούμενος Πεδιάδος κατανομάζει τό θυμό ὡς μέθοδο τοῦ σατανᾶ
καί ἀντιπροτείνει ὡς θεραπεία νήψη καί σύνεση. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς πάλι προτιμᾶ τή
σιωπή: «Ἔλεγεν ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς, ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ κρατῆσαι θυμοῦ ἐστὶ τὸ
ταράττεσθαι καὶ μὴ λαλεῖν...». Ἀναφέρει μάλιστα τήν ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ τοῦ
Αἰθίοπα πού ἀρχικά ὅταν τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό δέρμα του (φυλετικές διακρίσεις)
ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε· τή δεύτερη ὅμως φορά οὔτε ταράχτηκε ἀλλά καί
ἐπιτίμησε τόν ἑαυτό του λέγοντας: «σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μὴ
ὤν ἄνθρωπος, τὶ ἔρχει ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων;».
Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος ἀκολουθεῖ τή συμβουλή τοῦ ἀββᾶ Σισώη γιά ριζική καί ἄμεση
ἀντιμετώπιση τοῦ πάθους ἔστω κι ἄν μεταφράζεται ὡς φυγή: «οἵαν ὥραν ἔρχεται τὸ
πάθος κόψον αὐτό·». Καί ἔτσι ἡ φυγή ἀπετέλεσε τό μέσον, ὅταν: «ἀπῆλθον ποτε εἰς
τὴν ἀγορὰν πωλῆσαι σκεύη μικρά, καὶ ἰδὼν τὴν ὀργὴν ἐγγίζουσάν μοι ἐάσας τὰ
σκεύη ἔφυγον».
Ὁ ἀββᾶς Μάρκος βρίσκει ἀνακούφιση στή Μνήμη Θεοῦ: «∆ιὰ γὰρ τῆς
ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ ... ὅλον τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀνομίας τοῦ θυμοῦ εὐχερῶς
καὶ αὐτομάτως καταλύεται».
Τέλος ὁ ἀββᾶς Κασσιανός ἐπισημαίνει ὅτι ἡ διόρθωση καί ἀπαλλαγή ἀπό τή
δεδομένη κατάσταση κατορθώνεται ὄχι ὅταν οἱ συνάνθρωποί μας μᾶς δείχνουν
μακροθυμία καί μᾶς συγχωροῦν, ἀλλά ὅταν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κατορθώσουμε νά
ἀποκτήσουμε ἀνεξικακία. Ἔχει μεγάλη σημασία νά ἐντοπίσουμε τήν ἀδυναμία
567

ἐπικοινωνίας μας μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο στό ὅτι δέν ἐφαρμόζουμε τό «ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν»36.
Ἐργασίες
1. Ὁ Χριστός εἶπε : «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ
τὴν ἄλλην». Τί σημαίνει αὐτό γιά σένα; Ὅταν εἶσαι θυμωμένος μπορεῖς νά
συμβιβαστεῖς μέ αὐτή τήν ἄποψη;
2. Συζητῆστε στή τάξη γιά τό τί εἶναι πάθος, καί ποιά πάθη γνωρίζετε. Χωριστεῖτε σέ
ὁμάδες καί ἀναλάβετε νά περιγράψετε ἕνα ἀπό αὐτά (αἰτίες, συμπτώματα,
θεραπεία).
3. Ὁ θυμός (ὀργή, μῖσος, μνησικακία) ὁδηγεῖ σέ βίαιες ἐνέργειες. Ἡ χρήση βίας
συμβιβάζεται μέ τό χριστιανικό ἰδεῶδες; Κι ἄν ναί σέ ποιές περιπτώσεις;
∆ιατυπῶστε τίς ἀπόψεις σας.

Ἐφαρμογή ψυχωφελοῦς διήγησης γιά τάξεις Γυμνασίου.


Τίτλος : ∆ιδάσκοντας τή Συγγνώμη ...
∆ίνονται δύο διηγήσεις:
α) «Μοναχοί ἀποφασίζουν νά καλέσουν τόν ἀββά Μωϋσῆ τόν Αἰθίοπα γιά νά
κρίνει καί νά σωφρονίσει μοναχό πού ἔχει περιπέσει σέ σφάλμα. Ἐκεῖνος δέν
δέχεται. Τόν ξανακαλοῦν στή Σκήτη καί ἐκεῖνος ἔρχεται κρατώντας καλάθι τρύπιο
πού ἦταν γεμάτο ἄμμο καί ἔπεφτε στό διάβα του. Ὅταν οἱ μοναχοί τόν ρωτοῦν τί
εἶναι αὐτό ἐκεῖνος τούς ἀπαντᾶ: 'Οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πού τίς ἔχω ἀφήσει πίσω
μου καί δέν τίς βλέπω· ἦλθα ὅμως σήμερα ἐδῶ γιά νά κρίνω ἄλλες ξένες
ἁμαρτίες'. Οἱ μοναχοί ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια, κατάλαβαν καί τίποτα δέν εἶπαν
γιά τόν ἀδελφό πού εἶχε πέσει σέ σφάλμα, ἀλλά τόν συγχώρησαν.» (Τό
Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, β’, σ. 72)

β) «Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς παραγγέλνει βιβλία σέ ἕναν σπουδαῖο καλλιγράφο καί ὅταν


ἐκεῖνα εἶναι ἕτοιμα κάποιος μοναχός προφασιζόμενος ὅτι εἶναι σταλμένος ἀπό
τόν ἀββά Ζωσιμᾶ δίνει τό ἀντίτιμο καί τά παίρνει. Ὅταν λοιπόν ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς,

36
Ἡ Ἑλένη Κονδύλη πολύ πετυχημένα, στό Μικρή Φιλοκαλία τῆς καρδιᾶς, ἀναφερόμενη στό θυμό,
ἐξετάζει παράλληλα μέ Πατερικά κείμενα καί τήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη «Ἑλένη»
(διαθεματικότητα), πού διδάσκεται στή Γ’ Γυμνασίου (σ. 221-222).
568

στέλνει κάποιον ἀπό τή συνοδεία του μέ τό ἀντίτιμο καί ζητάει τά βιβλία ἀπό τόν
καλλιγράφο, ἐκεῖνος καταλαβαίνει τί ἔχει συμβεῖ καί ζητάει ἐκδίκηση, γιατί πρῶτα ὁ
μοναχός τόν ἐξαπάτησε καί ἔπειτα γιατί πῆρε κάτι πού δέν ἦταν δικό του. Τότε ὁ
ἀββᾶς Ζωσιμᾶς στέλνει μήνυμα στόν καλλιγράφο λέγοντάς του: 'Ἀδελφέ μου
ἀποκτοῦμε βιβλία γιά ἕνα καί μόνο λόγο· γιά νά μάθουμε ἀπό αὐτά τήν ἀγάπη, τήν
ταπείνωση καί τήν πραότητα. Ἄν ὅμως ἡ ἀρχή τῆς ἀποκτήσεως βιβλίων εἶναι ἡ
διαμάχη, δέν θέλω νά τά ἀποκτήσω, μόνο καί μόνο γιά νά μήν ἔλθω σέ φιλονικία·
δέν πρέπει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ νά μαλώνει μέ ἄλλους.'» (Συναγωγή τῶν
θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν..., τ.2, παρ.4, σ. 477).
Γλωσσάριο
Ἀββᾶς : λέξη συριακή πού σημαίνει ὁ Γέροντας, ὁ πνευματικός Πατέρας.
Σκήτη : οἰκισμός μοναχῶν πού ἀποτελεῖται ἀπό "κελλιά", δηλ. κατοικίες μοναχῶν.
Καλλιγράφος : Ἐκείνη τήν ἐποχή τά βιβλία ἦταν ὅλα χειρόγραφα· γι’ αὐτό ὑπῆρχαν
εἰδικοί ἀντιγραφεῖς, πού ἦταν καί καλλιγράφοι γιά νά διαβάζονται εὔκολα τά
γράμματά τους, πού ἀναλάμβαναν τό ἔργο τῆς ἀντιγραφῆς ἔναντι ἱκανοποιητικῆς
ἀμοιβῆς.
Ἄξονες παιδαγωγικοῦ προσανατολισμοῦ:
Σύγχρονο πρόβλημα, ἡ δυσκολία πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι νά συγχωρήσουν. Ἡ
σπουδαιότητα τῆς συγγνώμης. Συγχώρηση μπορεῖ να σημαίνει ἄφεση σέ ἀδέξιους
χειρισμούς, προσβολές, περιφρονήσεις καί δῆθεν αὐτάρκειες. Μπορεῖ συν-χώρηση
νά σημαίνει παράλληλη συμπόρευση ἀλλά κι ὅταν κάνεις χῶρο στόν ἄλλο, ὥστε
νά περιχωρήσει στό χῶρο σου, δηλ., νά μπεῖ μέσα σου νά μείνει καί νά
συνεργαστεῖ μαζί σου μέ τήν προϋπόθεση νά σέβεται τίς ἀρχές τῆς
συγκατοικήσεως γιά νά εἶναι ἐφικτή ἡ παραμονή καί ἡ σχέση.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ὁμολογεῖ: «...καὶ ἴδω αὐτόν ἁμαρτάνοντα, ὑπερβαίνω αὐτόν
καὶ οὐκ ἐλέγχω αὐτόν·» (...ὅταν βλέπω κάποιον νά ἁμαρτάνει τόν προσπερνῶ καί
δέν τόν ἐλέγχω). Αὐτό δέν συνεπάγεται ἀνθρώπινη ἀδιαφορία ἀλλά ὁ Γέροντας
ἑστιάζεται στή ρίζα τοῦ προβλήματος: «ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ
σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου»·
(βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί ὕστερα θά βλέπεις νά βγάλεις καί τό
ἄχυρο ἀπό τό μάτι τοῦ πλησίον σου).
569

Ὁ ἄνθρωπος πάντα ἔχει μέσα του τήν ἀδυναμία τοῦ νά μήν συγχωρεῖ ἤ νά
θέλει νά ἐκδικηθεῖ γιά κάτι πού ἄδικα τοῦ ἔκαναν. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν γράφει σέ
ἀσκητή πού παρέδωσε ληστές στούς ἄρχοντες: «Ἐννόησον τὴν πρώτην προδοσίαν
πόθεν γέγονε, καὶ τότε βλέπεις τὴν δευτέραν·» καί στή συνέχεια τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ἡ
πρώτη προδοσία βρίσκεται μέσα του, δηλαδή ὅτι δείλιασε ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας καί
ἔτσι ὁδηγήθηκε στή παράδοση τῶν ληστῶν. Οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν
συγχωρητικότητα ὄχι λόγῳ ἀδυναμίας ἀλλά ἔχοντας στή σκέψη τους τή μέλλουσα
κρίση. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Κριτής τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, κι ὅμως δείχνει
ἔλεος καί κατανόηση· πῶς λοιπόν ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά κρίνει καί νά
κατακρίνει τόν πλησίον του; : «...ταλαίπωρε ἄνθρωπε, εὔχῃ σὺ διὰ τὰς ἁμαρτίας σου,
καὶ βαστάζει σε ὁ Θεὸς ἕως τῆς σήμερον μὴ φανερῶν αὐτάς, σὺ δὲ πῶς τολμᾶς
τῷ πλησίον μηνιῶν βαλεῖν αὐτὸν εἰς τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων;».
Ἡ μακροθυμία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συγχωρητικότητα
ὅμως δέν περικλείεται μόνο στά ὅρια τοῦ νά ὑπομένεις τήν ἀδικία μέ μακροθυμία
ἀλλά καί νά μεταβάλλεις τήν συμπεριφορά τοῦ ἄλλου ἐξαιτίας τῆς ἀνεξικακίας
σου: Ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος βοηθᾶ τούς ληστές πού τόν κλέβουν νά κουβαλήσουν τά
πράγματά του· κι ὅταν τό μόνο πού μένει στό κελλί εἶναι τό ραβδί ἑνός κλέπτη ὁ
Εὐπρέπιος στεναχωρεῖται καί τρέχει πίσω ἀπό τούς κλέπτες γιά νά τούς τό δώσει.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Πέρσης πάλι, ὅταν ἦρθαν ληστές στό κελλί του νά τόν
κλέψουν, αὐτός ἔβαλε λεκάνη μέ νερό καί ζητοῦσε νά τούς πλύνει τά πόδια γιά νά
τούς ξεκουράσει (στάση φιλοξενίας)· τότε ἐκεῖνοι μετανόησαν καί ἀποχώρησαν
ντροπιασμένοι.
Ἡ συγχωρητικότητα φθάνει στά ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἐχθροῦ· εἶναι φιλανθρωπία.
Ὁ ἅγιος Λογγίνος φιλοξενεῖ ἐν γνώσει του τούς μελλοντικούς του δολοφόνους·
κι ὅταν αὐτοί τοῦ δίνουν τή δυνατότητα νά γλυτώσει ἀπό τό θάνατο, παρ' ὅτι οἱ ἴδιοι
κινδυνεύουν γιά ἀθέτηση ἐντολῆς τοῦ Πιλάτου, ἐκεῖνος ἀρνεῖται γιατί: «οὐ θάνατος
ἐμοί τὸ παρόν, ἀλλὰ ζωῆς ἀπαρχή·», ἐννοώντας βέβαια τό κέρδος τῆς Βασιλείας
τῶν Οὐρανῶν.
Ἡ ἁγία Θεοδώρα ἀρνεῖται, προφασιζόμενη τήν ὑπνηλία τῆς νύχτας, νά κατα-
νομάσει αὐτούς πού τήν ἔστειλαν νύχτα σέ ἀσκητήριο μέ πρόφαση ἐπίδοση
ἐπιστολῆς, ἀλλά στήν πραγματικότητα γιά να κατασπαραχθεῖ ἀπό τά ἄγρια θηρία.
570

Ὁ Ἀλέξανδρος πατριάρχης Ἀντιοχείας, ἐξαγοράζει καί σώζει ἀπό βαρβάρους


Αἰγυπτίους τόν πρώην γραμματέα του πού εἶχε φύγει ἀπό κοντά του ἐξαιτίας
κλοπῆς χρυσῶν νομισμάτων πού ἦταν γιά τά ἔξοδα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτά ὅλα βέβαια μπορεῖ νά ἀκούγονται ἀνεδαφικά στά αὐτιά ἑνός σύγχρονου
νέου ἀνθρώπου, καθώς δέν εἶναι λίγες οἱ φορές, πού ὄχι μόνο δέν συγχωρεῖ
ἀλλά οὔτε καί δείχνει μιά σχετική ἀνεκτικότητα σέ αὐτά πού τοῦ συμβαίνουν. Ὅταν
χάνεται τό πρότυπο, ἐξαιτίας πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ἤ ἀπό ἀνάγκες τῆς στιγμῆς ἤ
τοῦ μέλλοντος, τότε ἀλλάζουν οἱ προσανατολισμοί καί ἀκούγονται λόγοι πού
ξενίζουν. Ὁ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στή κηδεία τριῶν ἀπό τά θύματα ἑνός
ἀποτυχημένου πραξικοπήματος διακηρύσσει: «∆έν θά ὑπάρξει συγγνώμη γιά
ἐκείνους πού ἐπιχείρησαν νά καταλάβουν τήν ἐξουσία». Ὁ ποιητής Ὀδυσσέας
Ἐλύτης διατυπώνει δυναμικά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ: «τή συγγνώμη δέν
ἔδωσα, τήν ἱκεσία δέν ἔστερξα», ἐνῶ ἡ ποιήτρια Μελισσάνθη ἐκφράζει τήν ἴδια
κατάσταση εἰσχωρώντας ἀκόμα πιό βαθιά: «τά μάτια μας δέν θέλουν νά βρέξουν
τήν ἄφεση γιά τούς ἄλλους, πού 'ναι ἡ ἄφεση γιά τόν ἑαυτό μας»37.
Ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτή πού δίνει τή δυνατότητα τῆς συγγνώμης· ὁ
Χριστός μᾶς δίδαξε ν' ἀγαπᾶμε· καί γιά τόν ἄνθρωπο πού βιώνει τό Θεό τῆς
ἀγάπης, ὅλα εἶναι συμφιλιωμένα καί οἱ ἔχθρες ἔχουν γεφυρωθεῖ: Κάποτε ὁ
Γέροντας Παΐσιος προσεύχονταν γιά ἕνα μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό.
Τότε τοῦ παρουσιάζεται ὁ Χριστός καί τόν ρωτᾶ: «Γιά ποιόν ἱκετεύεις Παΐσιε; ∆ὲν
ξέρεις πῶς μὲ ἀπαρνήθηκε;». Ὅμως ὁ Παΐσιος ἀπάντησε: «Κύριε, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι
Ἐλεήμων, συγχώρεσέ τον». Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἔγινες λοιπὸν ὅμοιος μὲ Μένα
στὴν ἀγάπη, ἔτσι ἀγαπάω καὶ Ἐγώ.»38.
Ἐργασίες
1. Ποιά εἶναι ἡ σχέση ἀγάπης καί συγχωρητικότητας;
2. Ἔχεις ζητήσει συγνώμη γιά κάτι πού ἔκανες; Ἔχεις συγχωρήσει κάποιον γιά κάτι
πού σοῦ ἔκανε; Τί ἀξία νομίζεις ἔχουν ἡ συγνώμη καί ἡ συγχώρεση στίς
ἀνθρώπινες σχέσεις καί γιατί;
3. Σχολιᾶστε τό στίχο τῆς ποιήτριας Μελισσάνθης : «τά μάτια μας δέν θέλουν νά
βρέξουν τήν ἄφεση γιά τούς ἄλλους, πού 'ναι ἡ ἄφεση γιά τόν ἑαυτό μας».

37
Α. Μ. Σταυροπούλου, Si amas veni, στό Ποιμαντική τῆς καθημερινῆς ζωῆς, σ. 111-112.
38
Ἑλένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία τῆς καρδιᾶς, σ. 185.
571

Ἐφαρμογή ψυχωφελοῦς διήγησης γιά τάξεις ∆ημοτικοῦ (Ε’ καί Στ’) .


Τίτλος : Ἕνας Γέροντας καί μία Ὕαινα.
«Κοντά στή σπηλιά τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου ἦταν ἡ σπηλιά μιᾶς ὕαινας. Μιά μέρα κι
ἐνῶ ὁ Γέροντας προσεύχονταν, ἔρχεται ἡ ὕαινα καί πέφτοντας στά πόδια τοῦ
Γέροντα, τόν τραβάει πρός τά ἔξω δείχνοντας του τόν δρόμο πρός τή δική της
σπηλιά. Ὁ ἀββᾶς Μακάριος, βλέποντας τήν ἀγωνία της τήν ἀκολουθεῖ. Μόλις
φτάνουν στό σπήλαιο τῆς ὕαινας, ἐκείνη μπαίνει μέσα καί σέ λίγο βγαίνει
φέρνοντας μαζί της καί τά νεογέννητα μικρά της, πού ὅμως δέν ἔβλεπαν γιατί ἦταν
τυφλά. Τότε ὁ ἀββᾶς Μακάριος προσεύχεται καί τά μικρά τῆς ὕαινας ἀποκτοῦν τό
φῶς τους. Ἡ ὕαινα δέν ἤξερε πῶς νά εὐχαριστήσει τόν Γέροντα γιά τό καλό πού
τῆς ἔκανε καί τοῦ φέρνει σά δῶρο εὐγνωμοσύνης ἕνα δέρμα ζώου, πού ὁ
Γέροντας τό δέχτηκε μέ χαρά καί τό ἔστρωσε στή σπηλιά του.». (Historia
Monachorum in Aegypto, σ.127)
Γλωσσάριο
Ἀββᾶς : λέξη συριακή πού σημαίνει ὁ Γέροντας, ὁ πνευματικός Πατέρας.
Ὕαινα : ἄγριο σαρκοφάγο θηλαστικό ζῶο.
Σπηλιά : φυσικό βαθύ κοίλωμα μέσα στό ἔδαφος ἤ μέσα σέ βράχους.
Ἄξονες παιδαγωγικοῦ προσανατολισμοῦ:
Οἱ Γέροντες πολλές φορές ἀνατρέπουν τίς ἀναλογίες. Σέ ἐκεῖνον πού ἀποκτᾶ
τήν πνευματική καθαρότητα, τά πάντα ὑποτάσσονται ὅπως στόν Ἀδάμ μέσα στόν
Παράδεισο πρίν ἀπό τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς. Ἡ συγκρότηση μιᾶς θεολογικῆς
οἰκολογίας ἐμπνέει μέτρα προληπτικά καί θεραπευτικά τῆς κρίσεως καί ἐντάσσει
τόν κόσμο προοπτικά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία. Ἀσφαλῶς ἡ κρίση δέν
εἶναι τό πρωτεῦον, ἀλλά ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία ν' ἀσχοληθεῖ λόγῳ τῶν
δυσμενῶν ἐπιπτώσεων τῆς κρίσεως πάνω στόν ἄνθρωπο καί τή φύση. Καί τότε δρᾶ
συμβουλευτικά περιλαμβάνοντας στήν ποιμαντική της μέριμνα τό οἰκολογικό
περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ὑποδεικνύει ἐνέργειες βάσει παραδειγμάτων πρός
μίμηση μέσα ἀπό τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις (π.χ. Γέροντες), πού μᾶς ὁδηγεῖ στό
ἐρώτημα ἄν εἴμαστε χρῆστες ἤ καταχραστές καί σέ μία ἐν γένει ἠθική τῆς
οἰκολογικῆς συνείδησης.
572

Τό ἐπιτίμιο τοῦ Γέροντα Ἀμφιλόχιου πού προέτρεπε τούς ἐξομολογούμενους, σέ


ἔνδειξη μετάνοιας γιά μία ἁμαρτία, νά φυτεύουν ἕνα πεῦκο (αἰτία τῆς αὔξησης τῶν
πεύκων, οἱ λεγόμενες Ἀμφιλοχίες, στή Πάτμο) ἀποτελεῖ πρόταση-πρόκληση γιά τόν
καθένα μας σήμερα καθώς εἶναι βῆμα πρός ἀληθινή μετάνοια, δηλ. ἀλλαγή στάσης
ζωῆς. Οἱ καταστροφές πού προκαλοῦν οἱ πόλεμοι μέ τῆς σύγχρονης τεχνολογίας
ὅπλα καί ἡ εἰκόνα φρίκης πού ἀποκομίζει κάποιος ἀπό τήν τύχη τῶν καταστροφῶν
τοῦ φυτικοῦ καί ζωϊκοῦ βασιλείου πού κύριος αἴτιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀναδεικνύ-
ουν ἕναν ἄνθρωπο κυρίαρχο καί ἐξουσιαστή πού ἔχει ἀφήσει πίσω του τήν ἐντολή
τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὀνομάτιζε τά ζῶα κι ἔμπαινε σέ προσωπική σχέση μαζί τους ὡς
φύλακας καί προστάτης τους. Οἱ Γέροντες τῆς Ἐκκλησίας μας προσπάθησαν νά
ἐπανεύρουν αὐτή τή σχέση μέ τά ζῶα καί ἰδιαίτερα μέ τ' ἄγρια ζῶα (θηρία). Ν'
ἀποκαταστήσουν τήν διαταραχθείσα σχέση τῆς ἀπείθειας καί τῆς ἀποστασίας πού
ὀφειλόταν στήν ἄρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. Αἰτία αὐτῆς τῆς
ἀποκατάστασης τῶν σχέσεων ἦταν ἡ τήρηση ἐκ μέρους τῶν Γερόντων τοῦ «κατ'
εἰκόνα». Ὁ ὅσιος Κόπριος (24 Σεπτεμβρίου), ὅπως λέει τό Συναξάρι του, «τὸ κατ'
εἰκόνα φυλάξας τὰ θηρία ὑπέταξεν» καί μάλιστα τά χειρίζονταν καί μέ παιδαγωγικό
τρόπο καθώς ὅταν ἡ ἀρκούδα τραυμάτισε τό γαϊδούρι του πού μετέφερε τά ξύλα,
τότε τήν ἀντικατέστησε στή θέση τοῦ γαϊδάρου μέχρι νά θεραπευθεῖ ὁ τελευταῖος.
Πολλοί ἅγιοι ἀναχωροῦντες ἀπό κατοικημένες περιοχές «οἰκοῦν μετὰ τῶν θηρίων»
ἤ θεραπεύουν τά μικρά ἄρρωστα τῶν θηρίων, ἤ τρέφουν μέ τά ἴδια τους τά χέρια τά
θηρία. Ἄλλοτε πάλι παρεμβαίνουν ὅταν θηρία (δράκοι, κροκόδειλοι) ἤ ὄφεις δροῦν
καταστροφικά ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τούς δαίμονες. Τό
εὐχολόγιον τῆς Ἐκκλησίας περιέχει εὐχές ὑπέρ τῶν ζώων: εἰς τό εὐλογῆσαι
ποίμνην, εἰς νόσον βοῶν, ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου Μοδέστου Ἀρχιεπι-
σκόπου Ἱεροσολύμων (16 ∆εκεμβρίου) πού θεωρεῖται καί προστάτης τῶν παραγω-
γικῶν ζώων, ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγαλομάρτυρα Μάμαντα (2 Σεπτεμβρί-
ου), εἰδική εὐχή γιά τούς ζωόφιλους, εἰδική εὐχή γιά τά μελίσσια, πού μᾶς κάνει νά
βλέπουμε ὅτι ἡ ποιμαντική συνεχῶς ἐμπλουτίζεται βάσει τῶν νέων ἀναγκῶν πού
προκύπτουν στήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Τά ζῶα ἀποτελοῦν σκεύη διαποιμάνσεως. Πολλές φορές προστατεύουν τούς
ἁγίους Γέροντες ἀπό κινδύνους πού προέρχονται ἀπό φυσικά φαινόμενα
573

(κροκόδειλος γίνεται γέφυρα γιά νά περάσει ὁ Γέροντας στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ
ποταμοῦ πού εἶχε φουσκώσει) ἤ ἀπό ἀνθρώπινο χέρι (ἀποφυγή καταστροφῆς ἤ
κλοπῆς κελλιοῦ ἀπό προστασία θηρίων). Αὐτές οἱ διηγήσεις μέ τά ζῶα ἀποτελοῦν
μία παραδειγματική ἀποκατάσταση σχέσεων ἀνθρώπου καί ζώων (καί μάλιστα στή
σύγχρονη ἐποχή ὅπου ὅλες οἱ μορφές σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν
διαταραχθεῖ) καί ἀκόμη παραπέρα μία πρόταση-πρόκληση ἐπανόδου σέ μία
παραδεισιακή κατάσταση.
Ἐργασίες39
1. Μέ ἀφορμή τή σχέση τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου μέ τήν ὕαινα, συζητοῦμε ποιά πρέπει
νά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στά ζῶα γενικά. Ἀναφέρουμε παραδείγματα
κακῆς μεταχείρισης ἤ ἐκμετάλλευσής τους ἀπό τούς ἀνθρώπους, καθώς καί
παραδείγματα ὀργανώσεων ἤ ἀνθρώπων πού προσφέρουν προστασία καί
περίθαλψη σέ ὅσα ἀπό αὐτά ἔχουν ἀνάγκη.
2. Ὁ ἄνθρωπος ἐφάρμοσε μέ τόν σωστό τρόπο τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά
κυριαρχία πάνω στόν φυτικό καί ζωϊκό πλοῦτο τῆς γῆς; Ἀναφέρετε πηγές μόλυνσης
πού γνωρίζετε καθώς καί τά ἀποτελέσματά τους.
Παράθεμα
«...Καὶ εὐλόγησε αὐτούς (τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα), ὁ Θεός λέγοντας· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν
ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ
πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.» (Γένεσις, 1,28)

4. Ἡ πνευματική ὁδοιπορία τῶν Γερόντων στό χῶρο τῶν ἐκδόσεων.


Ὁ συγγραφικός χῶρος γύρω ἀπό τό ὑπό ἐξέταση θέμα μας, παρουσιάζει εὐρύ
φάσμα καί ποικιλία στό ἑλλαδικό ἔδαφος. Παρουσιάζονται ἐπανεκδόσεις κειμένων
εἴτε ὡς παράθεση κειμένων εἴτε ὡς μετάφραση στή καθομιλουμένη εἴτε ὡς
παράλληλη παράθεση κειμένου, μετάφρασης καί σχολίων. Σημειώνεται ὅτι ἡ

39
Ὁ κύριος κορμός τῶν ἐργασιῶν ἤδη ὑπάρχει στό σχολικό ἐγχειρίδιο τῆς Ε’ δημοτικοῦ, σ.40,
102.
574

παράθεση τῆς σχετικῆς ἑλληνικῆς βιβλιογραφίας εἶναι ἐνδεικτική, κι ὅτι ἡ


ἐπισήμανση ὁποιασδήποτε παράβλεψης νά γίνεται κατανοητή ἀπό τόν ἀναγνώστη40.
-Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά (Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια,
πίνακες), ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1983.
-Ἁγίου Ἀθανασίου, Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἐκδ. «ΦΩΣ» Χ.Ε.Ε.Ν, Ἀθήνα 2001.
-Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μέγα, Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Βίος καί Πολιτεία, ἐκδ. Λύχνος,
Ἀθήνα 2004.
-Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ ἀόρατος πόλεμος, ἐκδ. Παναγόπουλου
Νεκτάριου, Ἀθήνα 1992.
-Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, ἐκδ. Παναγόπουλου
Νεκτάριου, Ἀθήνα 20015.
-Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἐξομολογητάριον, ἐκδ. Παναγόπουλου
Νεκτάριου, Ἀθήνα 20047.
-Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτη, Συναξαριστής τῶν ∆ώδεκα Μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ (3
τόμοι), ἐκδ. ∆όμος, 2005.
-Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο (Ἀπόδοση στή
Νεοελληνική), ἐκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος,
2006.
-Ἄνθη τῆς Ἐρήμου 2: Βίος τοῦ Ἁγίου Παχωμίου, μτφρ. Ἀγαθονίκου Φατούρου, ἐκδ.
Τῆνος, Ἀθῆναι 19953 (ἀρχαῖο κείμενο ἀπό ΕΠΕ, τ. 40, ἐκδ. Ἀποστολικῆς
∆ιακονίας).
-Ἄνθη τῆς Ἐρήμου (ἀρ. 17): Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, εἰσαγωγικά -
μετάφραση -σχόλια Μοναχοῦ Θεολόγου Σταυρονικητιανοῦ, Ἅγιον Ὄρος 1983
πού χρησιμοποεῖ ὡς πηγή τήν ἀναδημοσίευση τοῦ κειμένου τῆς Ἑλληνικῆς
Πατρολογίας τοῦ Migne τ. 87, Μέρος Γ’, στ. 2848- 3116 (μοναδική πλήρης
ἔκδοση).

40
Στήν ἀνεύρεση τοῦ ὑλικοῦ αὐτῆς τῆς ἑνότητας πρέπει νά τονιστεῖ ὁ καθοριστικός καί ἐνισχυτικός
ρόλος τοῦ κ. Νεκτάριου Παναγόπουλου (ἐκδόσεις Παναγόπουλος)· τοῦ κ. Πέτρου Μπότση· τοῦ π.
∆ιονυσίου Τάτση ἀπό τή Κόνιτσα· τοῦ κ. Χίτογλου ἀπό τή Θεσσαλονίκη (ἐκδ. Τό περιβόλι τῆς
Παναγίας)· οἱ χῶροι τῶν βιβλιοπωλείων «Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
Ἀθηνῶν, «Ἀκρίτας», «Ἁρμός», «Γρηγόρης», «Φῶς», πού μέ φιλοξένησαν γιά ἀρκετές ὧρες
στούς χώρους τους· ὁ κατάλογος Βιβλίων Ὀρθόδοξης καί Ἑλληνικῆς Παράδοσης 2006, ἐκδ.
Σταμούλη Α.Ε· ὁ κατάλογος Βιβλίων 2006 ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη.
575

- Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά (ἐρωταποκρί-σεις)


(Εἰσαγωγή, Προοίμιο, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια) τ. Α’ (1996) (α’-σιη’), τ. Β’
(1996) (σιθ’-φλγ’), τ. Γ’ (1997) (φλδ’-ωμα’), ἐκδ. «Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου
Προδρόμου, Καρέας 1997.
-Βυζαντινή Βιβλιοθήκη, Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία, τόμος Α΄, κεφ. 1-44,
Ὀργανισμός Κλασσικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα 1970, Μετάφρασις-Εἰσαγωγή-
Σχόλια Ν.Θ. Μπουγάτσου -∆.Μ. Μπατιστάτου, τόμος Β΄ κεφ. 45-71, ἐκδόσεις
Τῆνος.
-Εἶπε Γέρων, Τό Γεροντικόν σέ νεοελληνική ἀπόδοση, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1983.
-Ἐπισκόπου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
(νεοελληνική ἀπόδοση κειμένου), Ἐκδ. Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας, Ἀθήνα, Ἰαν.
2004., Φεβρ. Μαρ. Ἀπρ. 2005, Μάϊος 2006.
-Εὐεργετινός (μετάφραση), τ.Α’ (2001) Β’ (2003) καί Γ’ (2006), ἐκδ. «Τό Περιβόλι
τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη.
-Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά, τ. Β’ (1) (2005), Λόγοι Α’-Γ’· τ. Β’(2) (2006)· τ. Β’ (3),
Λόγοι ΙΒ’-ΜΑ’ (2005), ἐκδ. Θεσβίτης.
-Ἰωάννου τοῡ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδοθεῖσα ὑπό Βίκτωρος Ματθαίου Καθηγουμένου,
Ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος-Κρονίζης Κουβαρᾶ Ἀττικῆς,
Ἀθῆναι 1965.
-Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Βίος καί πολιτεία ὑπό Μ. Ἀθανασίου πατριάρχου
Ἀλεξανδρείας, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 19843.
-Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοση καί ἐπιμέλεια
Βίκτωρος Ματθαίου, καθηγουμένου τῆς ἐν Κρονίζῃ, Κουβαρᾶ Ἀττικῆς Ἱερᾶς καί
Σεβάσμιας ∆εσποτικῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 19723.
-Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ (κείμενο-μετάφραση), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου,
Ὠρωπός Ἀττικῆς, 20029.
-Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ (μετάφραση), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 200518.
-Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία, ἐκδ. Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα Ἁγ. Ὄρους.
-Πατήρ Πατέρων (Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας), μτφρ.-ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Ἰωαννικίου, Ἱ.
Ἡσυχ. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κουφάλια Θεσσαλονίκης, 20025.
576

-Παύλου Εὐεργετινοῦ, Μικρός Εὐεργετινός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,


20044.
-Περιγραφή τοῦ Θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ. Ἐπανεκδίδεται δαπάνῃ μέν τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Σινᾶ, ἐπιμελείᾳ δέ Παναγιώτου Φ. Χριστοπούλου, Ἐν Ἀθήναις 1977.
-Σκουτέρη Κων., Abba Dorotheos – Practical Teaching on the Christian Life, Athens
2000.
-Συλλογικό ἔργο, Φιλοκαλία, Ἐπόπται: Παν. Κ. Χρήστου, Θεοδ. Ν. Ζήσης, ἐπιμ.
Ἐλευθ. Μερετάκης, ἐκδ. Μερετάκη-Τό Βυζάντιον, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Πατερικαί ἐκδόσεις, Θεσσαλονίκη: τ.1 (1978) Ἀποφθέγματα Γερόντων· τ.2
(1987) Μόσχου Ἰωάννη, Πνευματικός Λειμών· τ.4 (1989) Θεοδώρητου Κύρου,
Φιλόθεος Ἱστορία· τ.6 (1996) Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία· τ.7 (1985)
Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. 50 Πνευματικές Ὁμιλίες· τ.8Α’ (1991), Ἰσαάκ τοῦ Σύρου,
Λόγοι Ἀσκητικοί Α’-ΚΣΤ’· τ.8Β’ (1991), Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί ΚΖ’-
ΞΑ’· τ.8Γ (1991), Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί ΞΒ’-ΠΣΤ’, Ἐπιστολές· τ.9
(1986), ∆ιαδόχου Φωτικῆς, Ἰωάννου Καρπαθίου Κεφάλαια, Λόγοι,
Ἐρωταποκρίσεις· τ.10Α’ (1988) Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἐρωταποκρίσεις Α’-
ΣΚΘ’· τ.10Β’ (1988) Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἐρωταποκρίσεις ΣΛ’-ΦΚΒ’·
τ.10Γ’ (1988) Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἐρωταποκρίσεις ΦΚΓ’-ΩΜ’· τ.11Α’
Εὐαγρίου καί Νείλου Ἔργα· τ.11Β’ Νείλου τοῦ Μοναχοῦ, Ἅπαντα τά ἔργα· τ.11Γ’
Νείλου τοῦ Μοναχοῦ, Ἅπαντα τά ἔργα. Α’. Λόγοι Β’. Ἐπιστολαί· τ.11∆’ Νείλου
τοῦ Μοναχοῦ Ἅπαντα τά ἔργα. Ἐπιστολές, Βιβλία Β’-∆’· τ.12 (1981) Ἀββᾶ
Ἠσαΐου, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἀββᾶ ∆ωροθέου Λόγοι, Κεφάλαια Ὠφέλιμα,
Πραγματεῖες, Ἐπιστολές· τ.13 (1998) Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου, Ἡσυχίου
Ἱεροσολύμων, Ἅπαντα τά ἔργα· τ.13Α’ (1998) Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἅπαντα τά
ἔργα 1.∆ιάλογος 2. Λόγος περί Ἁγίας Συνάξεως· τ.13Β’ (1998) Ἀναστασίου
Σιναΐτου, Ἅπαντα τά ἔργα Ἐρωταποκρίσεις Α’-ΞΑ’· τ.13Γ’ (1998) Ἀναστασίου
Σιναΐτου, Ἅπαντα τά ἔργα Ἐρωταποκρίσεις ΞΕ’-ΡΝΑ’. Λόγοι· τ.13∆’ (1998),
Ἀντιόχου Μοναχοῦ, Ἅπαντα τά ἔργα Ἐπιστολή, Κεφάλαια.
-Συλλογικό ἔργο, Θαυμαστός Συναξαριστής, τ.Α’ (Ἰανουάριος-Ἰούνιος), τ.Β’
(Ἰούλιος-∆εκέμβριος), Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου
Ἀττικῆς.
577

-Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, Βίος καί πολιτεία τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ
Κοινοβιάρχου, εἰσαγωγή -μτφρ.-σχόλια Παπαδημητροπούλου Γ., ἐκδ. Ἀποστολική
∆ιακονία, 1999.
-Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, Βίος καί πολιτεία Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ καί
Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, εἰσαγωγή -μτφρ.-σχόλια Παπαδημητροπούλου Γ., ἐκδ.
Ἀποστολική ∆ιακονία, 2000.
-Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὑπό τοῦ ἐν μακαρία τῆ λήξει
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, τόμοι πρῶτος καί δεύτερος, ἐπεξεργασθείς ὑπό τοῦ Θ.
Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, ἐκδ. Χ. Νικολάου Φιλαδελφέως, Ἀθήνησι 1868. Ἡ
πρώτη ἔκδοση ἔγινε στή Βενετία τό 1819, ἡ δεύτερη μετατύπωση στήν
Κωνσταντινούπολη τό 1842 ἀπό τόν ἱερέα Σωφρόνιο Χ. Ἀσλάνογλου σέ
δεκατρεῖς τόμους, καθ' ὅλα ἀπαράλλακτη τοῦ πρωτοτύπου καί κατά τό λεκτικό
καί κατ' αὐτά τά τυπογραφικά παροράματα. Ἡ τρίτη τὀ 1868 στή Ζάκυνθο, ἡ
τέταρτη καί νεώτερη τοῦ Κ.Χ. Σπανοῦ, Ἀθῆναι 1973.
-«Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων Πατέρων
ἀπό πάσης γραφῆς θεοπνεύστου συναθροισθεῖσα καί οἰκείως καί προσφόρως
ἐκτεθεῖσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἐντυγχανόντων, παρά Παύλου τοῦ ὁσιωτάτου
μοναχοῦ καί κτήτορος μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐεργέτιδος, καί
Εὐεργετινοῦ ἐπικαλουμένου...», Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Κουβαρᾶ
Ἀττικῆς,19776.
-Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων. Εἰσαγωγή Μοναχοῦ
Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια, Εὑρετήριον
θεμάτων ἀπό Π.Β. Πάσχον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 19611, 19702, 19803.
-Τό Γεροντικόν ἤτοι θαυμασταί ∆ιηγήσεις ἀπό τή Ζωήν τῶν ἁγίων ἐρημιτῶν τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ἀπόδοσις εἰς τήν ἁπλήν ἑλληνικήν ὑπό Παύλου
μοναχοῦ, ἐκδ. Ὀρθοδόξου Ἱδρύματος «Βαρνάβας», Ἀθῆναι, χ.χ.
-Τό Μέγα Γεροντικόν (Εἰσαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ.Α’, 20002·
τ.Β’,1995· τ.Γ’,1997· τ.∆’,1999, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἡσυχ. «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου»
Πανό-ραμα Θεσσαλονίκης.
-Τσάμη ∆ημ., Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, ἐκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα
«Λυδία», Θεσσαλονίκη 20044.
578

-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν Α’, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1990.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν Β’, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1991.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν Γ’, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1992.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν ∆’, ἐκδ. Ι.Μ. Παναγίας τοῦ Ἕβρου Ἀλεξανδρού-πολης,
1993.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν Ε’, ἐκδ. Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν Ζ’, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι
Ὠρωποῦ.
-Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α’ (19825), Β’ (19845), Γ’ (19915), ∆’ (19915),
Ε’ (19925), ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα.
-Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Μεταφρασμένη στή νεοελληνική γλώσσα,
Εἰσαγωγή-σχόλια Θεόκλητος μοναχός ∆ιονυσιάτης, μτφρ. Ἀντ. Γαλίτης, φιλ.
ἐπιμέλεια Ἰγνάτιος Σακαλῆς, τ. Α’ (1984), Β’ (1985), Γ’ (1986), ∆’ (1987), Ε
‘(1988), ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη.
-Χαμπάκη Θεοδ. ἡγουμένη Ἱ.Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου, Γεροντικόν (Σταλαγματιές ἀπό
τήν Πατερική σοφία), ἐκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα «Λυδία»,
Θεσσαλονίκη 200210.
-Χρήστου Π.Κ., Ἀποφθέγματα Γερόντων, Θεσσαλονίκη 1978.

Ὁ ἁγιολόγος καί λογοτέχνης Π.Β. Πάσχος, ἀποδίδει ψυχωφελεῖς διηγήσεις σέ


σύγχρονη νεοελληνική καί λογοτεχνική γλώσσα:
-Πάσχου Π.Β., Τό ἔαρ τῆς ἐρήμου. Μικρό Γεροντικό Α’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1989.
-Πάσχου Π.Β., Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1989.
-Πάσχου Π.Β., Γυναῖκες τῆς ἐρήμου, Μικρό Γεροντικό Γ’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1995.
579

-Πάσχου Π.Β., Ἡ ἐσωτέρα ἔρημος (ὁ ἀναχωρητικός Μοναχισμός κατά τόν δ’ αἰ.),


ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι 1995.
-Πάσχου Π.Β., Ἔρως Ἐρήμου, Μικρό Γεροντικό ∆’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1998.
-Πάσχου Π.Β., Ἀγγελοτόκος ἔρημος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2001.
-Πάσχου Π.Β., Ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος. Θαυμαστές ἱστορίες τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς
Αἰγύπτου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας, Ἀθήνα 2004.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ πόλεμος τῶν πειρασμῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006.

Συναντήθηκε ἀπόδοση ψυχωφελῶν διηγήσεων στήν ἁπλή καθομιλουμένη


νεοελληνική γλώσσα:
-Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, ∆ιηγήσεις-Ἐπιστολές-∆ιδασκαλίες, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου,
Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1980.
-Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Κεφάλαια ὠφέλιμα, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1999.
-Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Κοινοβιακές διατυπώσεις, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 1997.
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἡ ἄσκηση στή ζωή μας, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 200417.
-Ἀγγέλου Χ., Γεροντικό Ἡμέρας, Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου
Ἀττικῆς, χ.χ.
-Ἀγγέλου Χ., Ἁγιοθησαύρισμα, Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου
Ἀττικῆς, χ.χ.
-Ἀγγέλου Χ., Ἁγιομητερικό, Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου
Ἀττικῆς, χ.χ.
-Ἀγγέλου Χ., Μία Γυναίκα ἡγούμενος Ἀνδρικοῦ Μοναστηριοῦ, Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου
Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου Ἀττικῆς, χ.χ.
-Ἀγγέλου Χ., Παχώμιος, Ὁ Πρῶτος τῆς Κοινοβιακῆς Ἀγγελικῆς Πολιτείας, Ἱ.Μ. Ὁσ.
Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου Ἀττικῆς, χ.χ.
-Ἀγγέλου Χ., Ἀσκητικό, Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου Ἀττικῆς,
χ.χ.
-Πατερικά ∆ιαμάντια. Παραδείγματα καί στιγμιότυπα ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί
ἀπό τή Βυζαντινή περίοδο, Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1996.
580

-Ἄμμωνος ὁσίου, Ἡ ζωή στό πρῶτο κοινόβιο μοναστήρι, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1991.
-Ἄνθη Ἐρήμου 10, Βίος τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, παράφρασις Ἀρχιμ.
Νικοδήμου Γιαννακόπουλου, Ἱ. Μονή Μεταμορφώσεως Σωτῆρος, Κύμη 1990.
-Ἀνθολόγιο ἀπό τήν ἀσκητική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἑρμηνευτική
ἀπόδοση-ἐπιμέλεια Κων/νου Καρακόλη, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη χ.χ.
-Βουλγαράκη Ἠλ., Καθημερινές Ἱστορίες Ἁγίων καί ἁμαρτωλῶν στό Βυζάντιο, ἐκδ.
Μαΐστρος, Ἀθήνα 2001.
-Βουλγαράκη Ἠλ., Στιγμιότυπα ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995.
-∆ιηγήσεις φοβερές καί ὠφέλιμες, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,
19973.
-Ἕνας ἀσκητής ἐπίσκοπος, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,20068.
-π. Ἐφραίμ Ἱερομονάχου, Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (Ἡ κοινωνική
προσφορά τοῦ μοναχισμοῦ), ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Νικολάου τοῦ Νέου Καμπίων, 2005.
-Ζιώγα Ἰωάννου, Μηνύματα Ἀσκητῶν στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἱ. Μητροπόλεως
Γρεβενῶν, 1993.
-Κωστόπουλου Νεκτ. ἀρχιμ., Ἡγουμένου Ἱ. Μονῆς Γόλας Λακωνίας, Θαυμαστές
διηγήσεις, Ἀθῆναι 2005. Ἔργα τοῦ ἰδίου ἀποτελοῦν α. Μικρές καί ὠφέλιμες
διηγήσεις β. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης.
-Λιαμῆ Ἠλ., Ψίθυροι τῶν ἀγγέλων. 7+1 Συναξαρικοί διάλογοι μέ τούς φίλους τοῦ
Θεοῦ, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006.
- Μπακογιάννη Βασ., Ἱστορίες ἀπό τήν Γραφή, ἐκδ. Θαβώρ.
-Οἱ ἀσκητικοί Λόγοι Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. Ἀπόστολος Βαρνάβας, χ.χ..
-Πυλαρινοῦ Γερ., Ὁ μοναχός Ἀντώνιος πορευόμενος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999.
-Scognamiglio Rosario, Στοχασμοί καί ἀποφθέγματα Πατέρων καί ∆ιδασκάλων τῆς
Ἐκκλησίας καθώς καί ἄλλων συγγραφέων Ἀνατολῆς καί ∆ύσης, ἐκδ. Λύχνος,
Ἀθήνα 1994.
-Σωτήρχου Π.Μ., Ἡ «Κλίμακα» γιά ὅλους (Τί διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐιτης),
ἐκδ. Νεκτάριου Παναγόπουλου, Ἀθήνα 2005.
-Σωτήρχου Π.Μ., Ὁ Μέγας Γέρων. Ἅγιος Βαρσανούφιος καί ὁ μαθητής του Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Προφήτης, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1988.
581

-Σωτήρχου Π.Μ., Ὁ ἐμός φιλόσοφος. Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα
1998.
-Σωτήρχου Π.Μ., Ὁ Ποιητής καί ὁ ἅγιος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1993.
-Τσακιρίδη Λαζ., Ἅγιος Ἀντώνιος. Ὁ πατέρας τῆς ἐρήμου, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη
1995.

Ἐπισημάνθηκαν νέες ἐκδόσεις ἀνέκδοτων κειμένων ἀναφορικά μέ τό


μοναχισμό:
-Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, Βίοι ἀγνώστων ἀσκητῶν, Εἰσαγωγή, μτφρ.,
Σημειώσεις ὑπό Στεφάνου δ.μ., ἐκδ. Ἀδελφότητος Ἱερομ. Ἰωάννου «Κοίμησις τῆς
Θεοτόκου» Ἁγία Ἄννα, Ἅγιον Ὄρος 1988.
-Ἄγνωστες σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ, μτφρ. ἐπιμ. Χρισταφακόπουλου ∆ημ., ἐκδ. «Τό
Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1996.
-Πάσχου Π.Β., Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά
κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων Γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990.
-Πάσχου Π.Β., Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ. Ἀνέκδοτα Φιλοκαλικά καί Κολλυβάδικα
ὑμναγιολογικά κείμενα γιά τόν Μοναχισμό, τούς Νεομάρτυρες καί τήν
Παράδοση, τῶν ἁγίων Νικοδήμου Ἁγιορείτου καί Ἀθανασίου Παρίου. Στό
ἐπίμετρο ἐκδίδεται ὁλόκληρη ἡ δυσεύρετη Ἀπολογία καί Ὁμολογία Πίστεως τοῦ
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1996.

Ἄλλοτε παρουσιάζονται συγγραφικές προσπάθειες ἐμβάθυνσης στήν


ἐσωτερικότητα αὐτῶν τῶν κειμένων:
-Ἀθωνικά Ἄνθη 1, Μωϋσέως μοναχοῦ, Ἡ κοινωνία τῆς Ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν
πόλεων, ἐκδ. Τῆνος, χ.χ9.
-Ἀλφέγιεφ Ἱλ., Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα
2005.
-Γέροντος ∆ανιήλ Κατουνακιώτου, Μοναχικά ἐντρυφήματα, ἐκδ. Μοναστικῆς
Ἀδελφότητος ∆ανιηλαίων, Κατουνάκια Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1982.
-Γέροντος ∆ανιήλ Κατουνακιώτου, Πατρικαί ∆ιδαχαί, ἐκδ. Μοναστικῆς Ἀδελφό-
τητος ∆ανιηλαίων, Κατουνάκια Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1983.
582

-Γέροντος ∆ανιήλ Κατουνακιώτου, Ἐξ ἐρήμου ∆ιατυπώσεις, ἐκδ. Μοναστικῆς


Ἀδελφότητος ∆ανιηλαίων, Κατουνάκια Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1985.
-Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α’. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο
ἄνθρωπο, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή
Θεσσαλονίκης, 1998.
- Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Β’. Πνευματική Ἀφύπνιση, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1999.
- Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ’. Πνευματικός ἀγώνας, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2001.
- Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι ∆’. Οἰκογενειακή ζωή, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2002.
-Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἐκδ. Ἱερά Μονή
Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2003.
-Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περί Πνευματικῆς ζωῆς, ἐκδ. Ἱερά
Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004.
-Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περί τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, ἐκδ.
Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004.
-Γοντικάκη Βασ. Ἀρχιμ. - Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων, Τό κάλλος θά σώση τόν
κόσμο, Ἱ. Μονή Ἰβήρων 2005.
-π. ∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου, Χριστοκεντρικές ἐμπειρίες ἑνός Ἐρημίτου, ἐκδ. Ἀστήρ,
Ἀθήνα 1991.
-Deseille Placide. ἀρχιμ., Φιλοκαλία. Ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ
ἀκτινοβολία της στόν κόσμο, μτφρ. ἀπό τά γαλλικά Ἄννας Κωστάκου-Μαρίνη,
Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 67, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999.
-Ζαχαριάδη Ν., Βιώματα καί ∆ιδαχές Συγχρόνων Γερόντων, τ.∆’, Πύργος Ἠλείας,
2002.
-Καλλιντέρη ∆ημ., Πάθη καί ἀπάθεια κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ
Σύρου, ἐκδ. Βρυένιος, Ἀθήνα 1997.
-π. Καρδαμάκη Μιχ., Ἡ σοφία λέγει. Ἡ σοφία τῆς ἀσκήσεως ἤ ἡ ἄσκηση τῆς σοφίας,
ἐκδ. Ἁρμός 1997.
-Καριώτογλου Ἀλ., Μαθητικό Συναξάρι, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001.
583

-Κορναράκη Ἰω., Πατερικά βιώματα τῆς ἐνδεκάτης ὥρας. Ἀπό τήν ψυχολογίαν τῆς
κατανύξεως, Θεσσαλονίκη 1971.
-Κορναράκη Ἰω., Ἀνταύγειες τῆς πατερικῆς ἐρήμου μέσα στό σύγχρονο κόσμο.
Ψήγματα ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1972.
-Κορναράκη Ἰω., Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, ἐκδ. Ὀρθόδ.
Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1975.
-Κορναράκη Ἰω., Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ ψυχολογικές προοπτικές ὑπό τό πρῖσμα τῶν
συγχρόνων γνώσεων, Πρακτικά Α’ Συμποσίου Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί
Ἐξομολογητικῆς, ἐπιμ. Ἰω. Κορναράκης-Α.Μ. Σταυρόπουλος, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 1981.
-Κορναράκη Ἰω., Βιβλικά ψυχογραφήματα, ἐκδ. «Ἀδελφῶν Κυριακίδη»,
Θεσσαλονίκη 1986.
-Κορναράκη Κων., Ἡ διαλεκτική τοῦ φιλοκαλικοῦ ἤθους. Παθογόνος καί νηπτική
αὐτοσυνειδησία, δύο πόλοι μετανοίας κατά τόν ἀββά ∆ωρόθεο, Ἐκδ. Ἁρμός,
Ἀθήνα 2002.
-Κοσματόπουλου Ἀλ., Θηριομαχία, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
-Lossky Vl., Ἡ μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. πρεσβυτέρας
Στέλλας Κ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 19732.
- Οἱ δαίμονες καί τά ἔργα τους, ἐπιμέλεια καί ἔκδοση Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 20052.
-Παπανικολάου Φ.Ν., Ἡ ἔρημος καί ἡ πόλη στήν ἀσκητική γραμματεία τῶν πρώτων
αἰώνων, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2000.
-Ράμφου Στ., Πελεκάνοι ἐρημικοί (Ξενάγησι στό Γεροντικόν), ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι
1994.
-Ράντοβιτς Ἀμφιλ. (νῦν Μητροπολίτου Μαυροβουνίου), Ἡ φιλοκαλική Ἀναγέννησι
τοῦ XVIII καί XIX αἰ. καί οἱ πνευματικοί καρποί της, Ἀθῆναι 1984.
-Σπηλιώτη Γ., Οἱ Γέροντες καί τά παιδία. Ἡ διαπαιδαγώγηση τῶν Νέων σύμφωνα μέ
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθήνα 1998.
584

-Σταυρόπουλου Α.Μ., Ὁ φιλοκαλικός ἄνθρωπος. Μία ὀρθόδοξη πρόταση ζωῆς,


Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική (∆ιδακτικές σημειώσεις), Ἀθήνα
2001.
-Χαρίσματα καί χαρισματοῦχοι, τ.1ος (1987), 2ος (1989), 3ος (1990), ἐπιμέλεια καί
ἔκδοση Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς.
-Σωτήρχου Π.Μ., Συνομιλίες μέ Ἀσκητές. Γιά τήν ἐν Χριστῷ Ζωήν καί τήν
Ὀρθόδοξη Πίστη, ἐκδ. Ἀστήρ, 20062.
-Τέλη Ὁσιακά. Πῶς δηλαδή ἐβίωσαν τήν ὥρα τοῦ θανάτου ὅσιοι ἄνδρες καί
γυναῖκες, ἐπιμέλεια Κων/νου Καρακόλη, ἐκδ. "Ὀρθόδοξος Κυψέλη",
Θεσσαλονίκη 2006.
-π. Χρυσαυγῆ Ἰω., Ἡ σιωπή τῶν δακρύων, μτφρ. Ἰωσήφ Ροηλίδη, ἐκδ. Ἀκρίτας,
Ἀθήνα 2003.

Σοβαρές καί οἱ ἐκδοτικές προτάσεις ἐξειδικευμένου ἱστορικοῦ, ἐπιστημολογικοῦ


καί θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος γύρω ἀπό τόν ἀναχωρητισμό καί μοναχισμό τοῦ
ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ κόσμου:
-Ἀγουρίδη Σ., Μοναχισμός. Ἐρευνητική μελέτη, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα
1997.
-Γαβριηλίας μοναχῆς, Ἡ ἀσκητική τῆς ἀγάπης, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, 200517.
-Γεροντικόν περί ὀνείρων καί ὁραμάτων. ∆ιδαχές καί παραδείγματα, πρόλογος π.
Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, εἰσαγωγή π. Θεοδ. Ζήση, ἐκδ. Ἱ. Κοινοβίου Ὁσίου
Νικοδήμου, Γουμένισσα 2004.
-Deseille Placide ἀρχιμ., Ὁ Παχωμιανός μοναχισμός, μτφρ. Νικοδήμου Μπαρούση
ἱερομ., ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι 1992.
-Ζούκοβα Εὐγ., Μονάστριες πού ἀσκήτεψαν σέ ἀνδρικά μοναστήρια ἤγουν ὅσιες
γυναῖκες ὁπού ἄθλησασαν μέ ἀνδρική μοναχική ἐνδυμασία, ἐκδ. Ἁρμός 2005.
-Κολλιάντερ Τ., Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1978.
-Μαρτίνη Παν., Ἀσκητικές «ἀκρότητες» στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἐδ. Τῆνος,
Ἀθῆναι χ.χ.
585

-Novakshonoff Varlaam ἐπισκόπου, Ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν (Βίος καί πολιτεία
ὁσίων σαλῶν), ἐκδ. Ἱ. Καλύβη Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Νέα Σκήτη-Ἁγίου
Ὄρους, 2005.
-Παπαγιάννη Θύμ., ἱερομ. Ἐλισαίου Σιμωνοπετρίτη, Φυσικός χῶρος καί μοναχισμός.
Ἡ διατήρηση τῆς Βυζαντινῆς παράδοσης στό Ἅγιον Ὄρος, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-
Χόρν, Ἀθήνα 1994.
-Παπαχρυσάνθου ∆ιον., Ὁ ἀθωνικός μοναχισμός. Ἀρχές καί Ὀργάνωση,
Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1992.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ ἀναχωρητικός Μοναχισμός κατά τόν δ’ αἰώνα (ἀνάτυπο), Ἀθήνα
1990.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ Μοναχισμός, οἱ Νεομάρτυρες καί ἡ Παραδοση (ἀνάτυπο), Ἀθήνα
1992.
-Συλλογικό ἔργο (Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Κ. Γουέαρ, Π. Εὐδοκίμωφ, Ο. Κλεμάν, Σ.
Φωτίου), Ὀρθόδοξος μοναχισμός, Ἐκδ. Ἁρμός χ.χ..

Συναντῶνται διηγήματα ὅπου στίς διαδραματίσεις τῶν γεγονότων τους


ἀνιχνεύονται πρόσωπα καί πηγές τῶν Γεροντικῶν ὡς σημεῖα ἔμπνευσης τῶν
συγγραφέων τους41:
-Πάσχου Π.Β., Τό γεράκι τοῦ προφήτη, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1993.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ Γέροντας καί ἄλλες ἀποκαλυπτικές ἱστορίες, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα
1996.
-Σωτήρχου Π.Μ., Ἡ γειτονιά τῶν ἀγγέλων. Ἱστορίες τῆς Ἀνατολῆς, ἐκδ. Ἀκρίτας,
Ἀθήνα 1996.

Πλούσιο ἐκδοτικό ὑλικό ὑπάρχει ἀναφορικά μέ Γέροντες μοναχούς τῶν


νεοτέρων χρόνων τῆς Ὀρθοδοξίας. Στά σύγχρονα Γεροντικά κείμενα, οἱ
συγγραφεῖς τους μπορεῖ νά προέρχονται εἴτε ἀπό τόν ἐξειδικευμένο ἐπιστημονικό
χῶρο τῆς Ἁγιολογίας, εἴτε εἶναι πνευματικά παιδιά τῶν συγκεκριμένων Γερόντων
καί καταγράφουν ἀφηγούμενοι προσωπικές τους ἐμπειρίες καί ἀναμνήσεις. Ἄλλοτε

41
πρβλ. π. Κ. Παπαδόπουλου, Ὁ ἱερεύς τοῦ χωρίου κι ὁ Παπατρέχας, πού ἀναφέρεται στό διήγημα
τοῦ Χρυσόστομου Παπαδόπουλου «Ὁ ἱερεύς τοῦ χωρίου» σέ συνάφεια μέ τόν Παπατρέχα τοῦ
Κοραῆ, περ. Σύναξη, τ.42, 1992, σ. 59-63.
586

πάλι πρόκειται γιά περιστατικά καί γεγονότα πού ἔχουν ἀκούσει ἀπό τρίτους καί τά
διηγοῦνται. Συχνά παρατηρεῖται καί προσπάθεια καταγραφῆς τοῦ βίου Γερόντων-
καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν ἀπό μοναχούς αὐτῶν τῶν Μονῶν, μετά τή κοίμησή
τους ἤ καί ἀκόμη εὑρισκομένων ἐν ζωῇ. Τά σύγχρονα Γεροντικά κείμενα, κατά
μεγάλο ποσοστό ἀποτελοῦν βιογραφίες καί καταγραφή τῆς πολιτείας τῶν
προσώπων στά ὁποῖα ἀναφέρονται. Ὅμως ὁ καθένας ὀφείλει νά εἶναι πολύ
προσεκτικός στή χρήση κριτηρίων, πού δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς παρούσης
μελέτης, γιά τή προσφώνηση κάποιου ὡς «Γέρων» μέ τήν ἔννοια τῶν
παραδοσιακῶν Γεροντικῶν. Μία γρήγορη συστηματική ἀποτύπωση πνευματικῶν
Πατέρων καί συμβούλων τόσο τοῦ πρόσφατου παρελθόντος, ὅσο καί αὐτῶν πού
εἶναι ἀκόμη ἐν ζωῇ καί δροῦν, ἴσως θά ἔκρυβε κάποιες παραμέτρους
ἐπικινδυνότητας ἄν δέν γίνονταν βάσει συγκεκριμένων ἀξιολογικῶν κριτηρίων42.
Ἡ Πνευματική Γεωγραφία εἶναι ἕνα ζωντανό καί συνεχῶς καρποφόρο κομμάτι
τῆς Ποιμαντικῆς, πού δίνει τήν ἐγγύηση τῆς πνευματικότητας αὐτῶν τῶν κειμένων. Ἡ
«ἀρχαιότητα» καί «παντοπιότητα» τῶν παραδοσιακῶν Γεροντικῶν συνεχίζεται μέ
νέες μορφές πού βαδίζουν σέ ἤδη ἰχνηλατημένο δρόμο. Μεταφέρουν καί
μεταπλάσσουν τό πνεῦμα τῶν «διηγήσεων τῆς ἐρήμου», σέ νέους Γέροντες. Ἡ
πνευματική ζωή τοῦ τότε, καταγράφτηκε καί ἀποτυπώθηκε· ὅμως καί ἡ πνευματική
ζωή τοῦ σήμερα συνεχίζεται καί δίνεται μέ τρόπο ἀφηγηματικό, στηριζόμενη σέ
«πρότυπα παλιά καί διαχρονικά»43. Ἐνδεικτικά παρατίθενται:
-Ἀγαλιώτη Παν., Ὁ γέρων Καλλίνικος (1914-1999) ὁ ἐξομολογῶν, «Ὁ
τελευταῖος τῆς παλαιᾶς φρουρᾶς», Ἀθῆναι 2006.
-Ἀγγέλου Χ., Σάββας ὁ Ἡγιασμένος. Ἕνα Πολυεδρικό Παραδείσιο ∆ιαμάντι, Ἱ.Μ.
Ὁσ. Θεοδοσίου Κοινοβιάρχου, Ἁγ. Στεφάνου Ἀττικῆς, χ.χ..
-Ἁγίου Συμεών Κολμογκόρωφ, Γέροντας Γαβριήλ ὁ Ἀναχωρητής, ἐκδ. Πέτρου
Μπότση, 1998.
-Ἀνθούσας μοναχῆς, Ἐρημίται τῆς Πάτμου καί Ἐρημητήρια, ἐκδ. Ἱ. Μονή
«Εὐαγγελισμός», Ἀθῆναι 1988.

42
πρβλ. Α. Σταυρόπουλου, Τιμή εἰς πρόσωπον γέροντος, τοῦ Εὐγένιου Βουλγάρεως, Στιγμιότυπα καί
περιπλανήσεις σέ δρόμους Ποιμαντικῆς διακονίας, τ.3, σ. 157-163· τοῦ ἰδίου, Συμβουλευτική
Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική, Ἀθήνα 2001, σ.128-140.
43
πρβλ. Α. Σταυρόπουλου σέ συνεργασία Β. Γιαννακοπούλου, Ποιμαντική Βιβλιοθήκη. Πρόσωπα καί
κείμενα, Βιβλιογραφικός ὁδηγός ἐρευνητικῶν γυμνασμάτων, Ἀθήνα 1991.
587

-Ἀντωνόπουλου Νεκ. ἀρχιμ., Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ἐκδ. Ἀκρίτας,


1998.
-Ἀνώνυμο, Ὁ Ἀσκητής Ἐπίσκοπος. Ἅγιος Νήφων, Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς, ἐκδ.
Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
-Ἀνώνυμο, Γερόντισσα Θεοσέμνη, ἐκδ. Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004.
-Βαγενᾶς Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος καί καλόγερος, Ἱ. Μονή Παντοκράτορος
Κέρκυρα, 2006.
-Γέροντος Πορφυρίου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Μεταμορφώσεως τοῦ
Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, 20034.
-Γέροντος Πορφυρίου, Θαυμαστά Γεγονότα καί συμβουλές, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, 2006.
-Γιαννιτσιώτη Κων., Κοντά στόν Γέροντα Πορφύριο. Ἕνα πνευματικό του παιδί
θυμᾶται, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, Ἀθήνα
2006.
-π. ∆ιονυσιάτη Θεοκλήτου, Ὁ ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θαψά-νων
Πάρου Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα.
-Ἕνας ἅγιος Γέροντας, ὁ μακαριστός π. Ἰάκωβος, ἐπιμέλεια καί ἐκδ. Ἱ.Μ. Ὁσ. ∆αϋίδ
Λίμνης Εὐβοίας, 1996.
-Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος. Ὁ Ἅγιος Νήφων, Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,
20068.
-π. Εὐθυμίου Γεωρ., Αὐθεντικοί Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 2006.
-Εὐσταθίου Κων., Ὁ Γέρων Βησσαρίων καί ἡ θαυμαστή πορεία του, Λαμία 2006.
-Ζαμπακίδη Ἀριστ., Νεόφυτος ∆ούκας. Ὁ ἠπειρώτης λόγιος ἱερομόναχος καί τό
ἐκπαιδευτικό του ἔργο, ἐκδ. «Ἀδελφῶν Κυριακίδη», σειρά χριστιανοπαι-
δαγωγικές μελέτες καί ἔρευνες, Θεσσαλονίκη 2005.
-Ζωσιμᾶ Μοναχοῦ, Ἱερομόναχος Σίμων Ἀρβανίτης (1901-1988). Ἡ ζωή καί τό
ἔργο του, Ἀθῆναι, χ.χ..
-Ἡ ἡγουμένη Ταϊσία, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 19982.
-Ἱ. Ἡσυχ. Ἅγιοι Θεόδωροι, Ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζανῆς ὁ πνευματικός, ἐκδ.
Τῆνος, Ἀθήνα 2004.
588

-Ἰωαννίδη Κλ., Γεροντικό τοῦ 20ου Αἰῶνος, ἐκδ. Παναγόπουλου Νεκτάριου, Ἀθήνα
1992.
-Ἰωαννίδη Κλ., Σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Μαρίνας καί Ραφαήλ
Ξυλοτύμπου, Λευκωσία 1994.
-Ἰωαννίδη Κλ., Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καί ἐμπειρίες, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, Ἀθήνα 2001.
-Ἰωαννίδη Κλ., Ἐγκόλπιο Γεροντικό τοῦ 20ου αἰώνα, Ἐπιλογές, τίτλοι, τακτοποίηση
τῶν κειμένων, Βιογραφικά τῶν Γερόντων καί διορθώσεις Κων/νου Καρακόλη,
ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2006.
-π. Καλαϊτζίδη Νικ., Ὁ Γέρων Σεραφείμ Σαββαΐτης, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη
2004.
-Καλλιάτσου Ἀνάρ., Ὁ πατήρ Πορφύριος. Ὁ διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ
Ἰαματικός, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, Ἀθήνα
2002.
-Κελεκίδη Λαζ., Τά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας. Μνῆμες Φαρασιωτῶν Γερόντων, ἐκδ.
Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1994.
-Κορναράκη Ἰω., Ταρσώ ἡ διά Χριστόν Σαλή, Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη
Ἁγ. Ὄρους, 2004.
-Κουλοπούλου Ἑλ., Ἡ μακαριστή Γερόντισσα Εὐστοχία (1903-1981). Καθηγουμένη
τῆς Ἱ. Μονῆς «Εὐαγγελισμός Μητρός ἠγαπημένου» Πάτμου, Ἀθῆναι 2005.
-Κρουσταλάκη Γ., Γέρων Πορφύριος. Ὁ πνευματικός Πατέρας καί Παιδαγωγός, ἐκδ.
Ἐν πλῷ, Ἀθῆναι 20067.
-Μεταλληνοῦ-Καλογεροπούλου Βαρ., Ὁ μοναχός Νεόφυτος Προδρομι-νός καί τό
θεολογικό του ἔργο, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1996.
-Μιχαλᾶ Τ., Ἕνας σύγχρονος ἐρημίτης. Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Τσαλίκης
ἡγούμενος Ἱ.Μ. Ὁσίου ∆αβίδ, ἐκδ. Ἐπέκταση, 2004.
-Μπότση Π., Γέροντας Ἱερώνυμος ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἴγινας, ἐκδ. Πέτρου Μπότση,
Ἀθήνα 20015.
-Μπούσια Χαρ., Ὁ Γέρων Ἄνθιμος ὁ Ἀγιαννανίτης, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη
2001.
-Μπούσια Χαρ., Σύναξις πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἁγίων, ἐκδ. Ἵδρυμα ὄρους Σινᾶ.
589

-Νούση Σ., Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, 20006.


-Ὁ ἀββᾶς ∆ανιήλ τῆς Σκήτεως, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη
1988.
-Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἡ βακτηρία τῶν σκλάβων, τό καύχημα τῶν Αἰτωλῶν,
ἐπιμ. Κων. Τριανταφύλλου, ἐκδ. Ὀρθοδ. Φιλανθρωπικοῦ Συλλόγου «Μικρή
Ζύμη», Θέρμον Τριχωνίδος, 2003.
-Ὁ Γέρων Βησσαρίων τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀγάθωνος. Ἡ ἁγία Ζωή καί τό ἄφθαρτο
σκήνωμα, πρόλογος π. Θεοδ. Ζήση, ἐκδ. Ἑταιρείας Ὀρθόδοξων Σπουδῶν,
Θεσσαλονίκη 20064.
-Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος (ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος) 1884-1980,
τ.1(1980), τ.2 (1988), ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη.
-Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Νέος, ὁ διά Χριστόν σαλός, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς
Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1994.
-Ὅσιος ∆αβίδ, ὁ «Γέρων», ὁ ἐν Εὐβοία, ὁ θαυματουργός, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ὁσ. ∆αϋίδ
Λίμνης Εὐβοίας.
-Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, Πάντα πώλησον. Μᾶρκον ἀγόρασον, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κουφαλίων Θεσσαλονίκης, 20022.
-Παπαδόπουλου Στ., Ὁ μακαριστός Ἰάκωβος Τσαλίκης, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20038.
-Πάσχου Π.Β., Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1985.
-Παταπίου Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906). Βίος καί
ἔργα, ἐκδ. Βρυένιος, Θεσσαλονίκη 2003.
-Πατήρ Ἀρσένιος, ὁ κατάδικος «ΖΕΚ-18376», τ.1, Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 2006.
-Πατήρ Ἀρσένιος, τ.2, μαρτυρίες, Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 2006.
-Σίμωνος Μοναχοῦ, Νικηφόρος ὁ Λεπρός τῆς καρτερίας ἀθλητής λαμπρός,
πρόλογος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Χίου κ.κ. ∆ιονύσιον, ἐκδ. «Ὁ Ἅγιος
Στέφανος», Ἀθῆναι 2004.
-Σκιαδᾶ Β., Ἅγιοι καί Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας, ἐκδ. Ἄθως.
-π. Σταυροβουνιώτη Ἀθαν., Ὁ Γέρων Γερμανός Σταυροβουνιώτης (1906-1982),
ἐκδ. Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου Κύπρου, 1997.
590

-Σωτήρχου Π.Μ., Γεροντικόν τῆς ἐποχῆς μας (Λόγοι καί πράξεις Ἁγίων Γερόντων
τῶν ἡμερῶν μας εἰς ἐνίσχυσιν καί παρηγορίαν τῶν πιστῶν), ἐκδ. Παρουσία,
Ἀθήνα 2000.
-π. Τάτση ∆ιον., Ἀββᾶ τί ποιήσω ἵνα σωθῶ, Κόνιτσα 2001.
-π. Τάτση ∆ιον., Ἄρωμα Γέροντος Πορφυρίου, Κόνιτσα 2003.
-π. Τάτση ∆ιον., ∆ιδαχές Γερόντων, Κόνιτσα 20044.
-π. Τάτση ∆ιον., Ἐν Ὄρεσι Πλανώμενος (Βιωματικές Σημειώσεις).
-π. Τάτση ∆ιον., Νέον Γεροντικόν (ἤτοι Θαυμαστά Γεγονότα καί ἀποφθέγματα
Συγχρόνων Γερόντων), Κόνιτσα 20043.
-π. Τάτση ∆ιον., ∆ιηγήσεις γιά τόν Γέροντα Πορφύριο, Κόνιτσα 2004.
-π. Τριανταφύλλου Γεωρ., Ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος ὁ ἐν Πάρῳ. Ἄγγελος
ἐπίγειος, Ἄνθρωπος οὐράνιος, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θαψάνων Πάρου Παναγία ἡ
Μυρτιδιώτισσα, 2005.
-Τζαβάρα Ἀναστ., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ, 1992.
-Τριάντη Ἰγνατίου Λ., Μητρ. Βερατίου Αὐλῶνος καί Κανίνης, Ὁ Γέροντας τῆς
Πάτμου, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς (1889-1970). Βίος, Ὑποθῆκαι, Μαρτυρίαι, ἐκδ. Ἱ.
Μονῆς «Εὐαγγελισμός», Πάτμος 1997.
-Τρίτου Μιχ., Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ φωτιστής τοῦ Γένους, ὁ προφήτης, ἐκδ.
Ἀποστολική ∆ιακονία, 2000.
-Τσιάρτα Στεφ. Ἡ μαρτυρία μου γιά ἕνα θαῦμα ἀπό τόν Γέροντα Πορφύριο, Ἀθήνα
2005.
-Ὑποθῆκες ζωῆς. Ἀπό τή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ πατρός Ἐπιφανίου
(Θεοδωρόπουλου), ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, 2002.
-Φερούση ∆., Ὁ παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανᾶς, ἐκδ. Ἀστήρ, 1992.
-Χαλδαιάκη Ἀχ., Ὁ Γέρων Ἱερόθεος (1762-1814). Ἡ πολιτεία τοῦ κτίτορος τῆς Ἱ.
Μ. Προφήτου Ἠλίου Ὕδρας καί κριτική ἔκδοση τοῦ βίου του, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς
προφήτου Ἠλίου Ὕδρας, Ἀθῆναι 2000.
-Χαροκόπου Ἀντ., Ὁ Γέροντας Παχώμιος Ἱδρυτής τῆς ἱερᾶς Σκήτης τῶν Ἁγίων
Πατέρων τῆς Χίου (1839-1905), ἐκδ. Ἱ. Σκήτης Ἁγίων Πατέρων Χίου καί ἱεροῦ
Παρθενῶνος τῶν Ἁγίου Κων/νου καί Ἑλένης Χίου, 2003.
591

Τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ τή πνευματική κοιτίδα τοῦ σύγχρονου ὀρθόδοξου


μοναχισμοῦ, γι’ αὐτό καί πολλές οἱ συγγραφές πού ἀφοροῦν τίς γεροντικές
φιγοῦρες πού ἀσκητεύουν σέ αὐτό:
-Ἀβραάμ μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἐπίσκεψη ἑνός Νέου στήν Καλύβη ἑνός Ἁγιορείτου,
ἐκδ. ὁ Ποιμενικός Αὐλός, 2005.
-Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγ. Ἐφραίμ Κατουνακίων, Ἅγιον
Ὄρος 2000.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής καί ἡ Πατερική
Παράδοσις, ἐκδ. Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 5, 1997.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, ἐκδ. Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινά 10, 1999.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, ∆ιδαχές ἀπό τόν Ἄθωνα, ἐκδ. Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινά 8, 19993.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ἀθωνικά μηνύματα, ἐκδ. Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 9,
19993.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ἄσκηση. Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἐκδ. Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινά 7, 20022.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Χαρισματοῦχος Ὑποτακτικός Γέροντας Ἐφραίμ ὁ
Κατουνακιώτης, ἐκδ. Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 12, 20022.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁσίων Μορφῶν Ἀναμνήσεις, ἐκδ. Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινά 4, 20032.
-Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, ἐκδ. Ψυχωφελῆ
Βατοπαιδινά 1, 20067.
-Γέροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον
Ὄρος 20067.
-Γέροντος Παΐσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Γέρων Χατζη-Γεώργης ὁ Ἀθωνίτης, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1986.
-Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καί Ἁγιορείτικα, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
«Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1994.
592

-Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Χαριτωμένες ∆ιδαχές. Μέ παραβολές καί


παραδείγματα, ἐκδ. Βρυένιος, Θεσσαλονίκη 2003.
-Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἀποφθέγματα καί Ἀλληλογραφία, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ.
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ (ὑπό ἔκδοση).
-∆ιονυσιάτου Γαβριήλ ἀρχιμ., Ἀπό τόν κῆπο τοῦ παπποῦ. Ἁγιορείτικες ∆ιηγήσεις,
ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1994.
-π. ∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου, Ὁ Γέροντάς μου Γαβριήλ ∆ιονυσιάτης, ἐκδ. Ἀστήρ,
1987.
-π. ∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου, Ἀθωνικά Ἄνθη, τ. Α’ (19962), Β’ καί Γ’ (1989), ∆’
(1992), ἐκδ. Ἀστέρος.
-∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου μοναχοῦ, Ἁγιονικοδημικόν Ἀνθολόγιον, ἐκδ. Σπηλιώτη,
2005.
-∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου μοναχοῦ, Ἀθωνικά Ἄνθη, τ. Ε’, Ζ’, Η’, Θ’, Ι’, ΣΤ’, ἐκδ.
Σπηλιώτη, χ.χ..
-∆ιονυσιάτου Θεοκλήτου μοναχοῦ, Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης. Ὁ θερμός
λάτρης τῆς Πορταΐτισσας, ἐκδ. Σπηλιώτη.
-Ζαχαριάδη Ν., Ἐμπειρίες ἀπό τόν Ἀμίλητο Κόσμο τοῦ Ἄθω, τ. Α’, Β’, Πύργος
Ἠλείας, 1995.
-Ζαχαριάδη Ν., Ἅγιον Ὄρος, τό Ἀγέρωχο Κάστρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τ.Γ’, Πύργος
Ἠλείας 2000.
-Ζαχαριάδη Ν., Ἅγιον Ὄρος, οἱ Ἀσκητικοί Γέροντες εἶναι Πρότυπα Πνευματικῆς
Ζωῆς, τ. Ε’, Πύργος Ἠλείας 2004.
- Θεοφιλόπουλου Ἀν. Χαρ. Ἁγιορείτου μοναχοῦ, Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τ.Α’,
ἐκδ. ΣΤ, Ἀθήνα 1998· τ. Β’, Ἀθήνα 1981.
-Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Χαλκιδικῆς, 2004.
-Ἱερά Μονή Καρακάλου Ἁγίου Ὄρους, Πνευματικαί ἐμπειρίαι Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ
Ἡσυχαστοῦ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξη Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2005.
-Ἰωσήφ Μ.∆., Ὁ Γέρων Ἀρσένιος ὁ Σπηλαιώτης (1886-1983). Συνασκητής Ἰωσήφ
τοῦ Ἡσυχαστοῦ, Θεσσαλονίκη 20043.
593

-π. Κοτσώνη Ἰωαν., Ἀθωνικόν Γεροντικόν, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,
Κουφαλίων Θεσσαλονίκης, 1991.
-π. Κοτσώνη Ἰωαν., Ἀνθοδέσμη ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κουφαλίων Θεσσαλονίκης.
-Λαζάρου Μοναχοῦ ∆ιονυσιάτου, ∆ιονυσιατικαί ∆ιηγήσεις, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ.
∆ιονυσίου Ἁγ. Ὄρους, 1988.
-Μακαρίου ἱερομ., Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι σοφίας καί χάριτος, Ἅγιον
Ὄρος «Ἁγία Ἄννα», 2004.
-Μαρκίδη Κυρ., Τό Ὄρος τῆς Σιωπῆς. Ἀναζητώντας τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα,
ἐκδ. ∆ιόπτρα, 2004.
-Μαρτυρίες Προσκυνητῶν. Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994), ἐπιμέλεια
Ζουρνατζόγλου Νικ., ἐκδ. Ἁγιοτόκος Καππαδοκία, 2005.
-Μελινοῦ Μαν., Ὁ Γέροντας Νεκτάριος (Συκέα Λακωνίας), 1999.
-Μελινοῦ Μαν., Ὁ Ἅγιος καί ὁ Γέροντας, 2003.
-Μελινοῦ Μαν., Ὁ Ἁγιορείτης Γ. Παΐσιος Σύν αὐτῷ Ἀθωνιτῶν Γερόντων χορός.
Μιλοῦν Ἁγιορεῖτες γιά τούς χαρισματούχους Γέροντές τους: Παΐσιον
Ἁγιορείτην, Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην, Ἐφραίμ Κατουνακιώτην, Σωφρόνιον
Σαχάρωφ καί ἄλλους Ἀθωνίτες Πατέρες, 2000.
-Μελινοῦ Μαν., Πείρα Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Συζητήσεις σέ Μοναστήρια τοῦ
Ἄθωνα, 2001.
-Μελινοῦ Μαν., Ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀσκητικοί διάλογοι βάθους σέ ἀθωνικά
ἀσκητήρια ὕψους, 2002.
-Μελινοῦ Μαν., Τῶν Σκητῶν Ἁγιορεῖται. Ἐμπειρία Σκητιωτῶν τοῦ Ἄθωνος, 2003.
-Μελινοῦ Μαν., Ἁγιορεῖτες Ἐρημίτες. Βοή σιωπῆς «Ἀνωνύμων» στόν παράδεισο τῆς
Ἀθωνικῆς ἐρήμου, 2003.
-Μελινοῦ Μαν., Ἀθωνίται Βαλκανίων. Ροή χαρισμάτων Σέρβων καί Ρουμάνων
Ἁγιορειτῶν Γερόντων, 2004.
-Μελινοῦ Μαν., Ἁγιορεῖτες εὐλογεῖτε. Εἰσπνοή αἰωνιότητος Ἀθωνιτῶν Γερόντων,
2005.
-Μελινοῦ Μαν., Ἐπίγειοι ἄγγελοι οἱ Ἁγιορεῖται. Ἀπόσταγμα σταυρωμένης καρδίας
Ἀθωνιτῶν, 2005.
594

-Μελινοῦ Μαν., Γέροντες ἐν Ἄθω. ∆ιδάσκει ὁ Ἄθως μέ τή γλώσσα τῶν Πατέρων


του, 2005.
-Μελινοῦ Μαν., Λόγος Ἄθωνος. Πνεῦμα, ἀνάταση, γοητεῖες μυστικές, ἀνάβλυσμα
κατακόρυφο φανερώματος ἱεροῦ, 2006.
-Μελισσάρη Ἀθαν., Παΐσιος, Ὀρθοδοξίας Ἄνθος Εὔοσμον, ἐκδ. Ἐπέκταση, 1997.
-Μελισσάρη Ἀθαν., Παϊσίου Ρήματα Ζωῆς, ἐκδ. Ἐπέκταση, 1997.
-Μιά βραδιά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Συζήτηση μέ ἐρημίτη γιά τήν «εὐχή»,
ἐκδ. Ἱ. Μονή Τιμίου Σταυροῦ Ἔδεσσα 1986.
-Μιχαλᾶ Τ., Τέσσερις ὧρες μέ τόν π. Παΐσιο. Ὁ φωτισμένος καλόγερος πού
μαγνήτιζε τούς ἀνθρώπους, ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 2005.
-Μωϋσέως ἁγιορείτου μοναχοῦ, Ἀγρυπνία στό Ἅγιο Ὄρος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα
1990.
-Μωϋσέως μοναχοῦ, Ἁγιορείτικες διηγήσεις τοῦ Γέροντος Ἰωακείμ, ἐκδ. «Τό
Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 19982.
-Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Μοναχός Γεώργιος ὁ ἐρημίτης τοῦ Ἄθω (1920-
1972), ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20052.
-Ρωϊμπᾶ Κων., Πνευματικές νουθεσίες Γέροντος π. ∆ιονυσίου Ρουμάνου Ἁγιορείτου,
ἐκδ. Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, 2004.
-Ρωϊμπᾶ Κων., Ἀμάραντη Ἀθωνική Ἀνθοδέσμη, ἐκδ. Ἱ Καλύβη Κοιμ. Ἁγ. Ἄννης
Σκήτη Καυσοκαλυβίων Ἁγ. Ὄρους.
-π. Τάτση ∆ιον., Ὁ Γέροντας Παΐσιος (Βιογραφικά στοιχεῖα, ∆ιδαχές, Ἐπιστολές,
Περιστατικά, Κείμενα), Κόνιτσα 1995.
-π. Τάτση ∆ιον., Ὑπαίθριο Ἀρχονταρίκι. Καταγραφή ∆ιδαχῶν τοῦ π. Παϊσίου.
-π. Τάτση ∆ιον., Ὁ ἀσκητής τῆς Παναγούδας, Κόνιτσα 20064.
-π. Τάτση ∆ιον., ∆ιηγήσεις γιά τόν Γέροντα Παΐσιο, Κόνιτσα 2004.
-Χριστόδουλου ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, τ.1 Ὁ Γέρων Παΐσιος, τ.2 Σκεῦος
Ἐκλογῆς. Γέρων Παΐσιος (1924-1994), ἐκδ. Ἱ. Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου
«Παναγία ἡ φοβερή προστασία», Χαλκιδική, 2000.
-Στίς ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωποῦ Ἀττικῆς περιέχονται καί σύγχρονες
ἁγιορειτικές μορφές: Ἰωακείμ Ἁγιαννανίτης· Ἀθανάσιος Γρηγοριάτης·
Καλλίνικος ὁ ἡσυχαστής· ∆ανιήλ Κατουνακιώτης· Ἰσαάκ ∆ιονυσιάτης· Σάββας ὁ
595

πνευματικός· Ἰγνάτιος ὁ πνευματικός· Κοδρᾶτος Καρακαλληνός· Φιλάρετος


Κωνσταμονίτης· Γεράσιμος Μενάγιας.

Ἕνα σύγχρονο καί συνάμα ἀναπτυσσόμενο ἐκδοτικό κομμάτι ἀποτελεῖ ὁ σέ


πολλούς ἀθέατος ἀλλά ὑπαρκτός ὀρθόδοξος χριστιανισμός κρατῶν, πού μέχρι
πρόσφατα τό πολιτικό καθεστώς τους ἀπαγόρευε τήν ὕπαρξή του. Πάντοτε ὅμως
ὑπάρχουν «μαχόμενοι» Γέροντες τῆς πρώτης γραμμῆς. Σημαντικό ρόλο σέ αὐτά τά
κείμενα ἀποτελεῖ ἡ ὀρθή μετάφρασή τους. Ἐνδεικτικά παρατίθενται:
-Ἁγιασμένες Μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας, μτφρ.-ἐπιμέλεια ὑπό
ἀδελφῶν Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
χ.χ.
-Ἀντωνόπουλου Νεκτ. ἀρχιμ., Ὁ Στάρετς Σεραφείμ τῆς Βυρίτσα (1866-1949), ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
-Ἀντωνόπουλου Νεκτ. ἀρχιμ., Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς. Ἕνας ἅγιος Ποιμένας καί
γιατρός χειρουργός, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 200616.
-Ἀντωνόπουλου Νεκτ. ἀρχιμ., Ὁσία ∆οσιθέα τοῦ Κιέβου, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2005.
-Ἀρσένιεφ Νικ., Ἡ ρώσικη εὐσέβεια, μτφρ. Ἰω. Μπούμη, ἐκδ. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 1973.
-Στάρετς Βαρσανουφίου, Μοναχός Νικόλαος τῆς Ὄπτινα. Ὁ κατά κόσμον Γιουσούφ
Ἀμπντούλ Ὀγκλί (1820-1893), ἐπιμέλεια Ἀντωνόπουλου Νεκταρίου ἀρχιμ., ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005.
-Γκοραΐνωφ Εἰρ., Οἱ διά Χριστόν σαλοί, μτφρ. Μαρία Λαγουροῦ-Κουμπέτσου, Ἀθαν.
Λαγουροῦ, ἐκδ. Τῆνος 1993.
-Ἡ ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη, 2002.
-Ἱλαρίωνος μοναχοῦ, Ὁ Στάρετς Γρηγόριος Θεοδώροβιτς, ὁ ἄγγελος τῶν
φυλακισμένων, ἐκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Χαραλάμπους Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος,
χ.χ· τοῦ ἰδίου, Γερόντισσα Ματρώνα ἡ ἀόμματη.
-Ἱλαρίωνος μοναχοῦ, Ματωμένο Πάσχα (Τρεῖς σύγχρονοι μάρτυρες), ἐκδ. Ἱ.
Καλύβης Ἁγίου Χαραλάμπους Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος, 20062.
596

-Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς, ἐπίσκοπος Σαγγάης καί Σάν Φρανσίσκο, ὁ


θαυματουργός (1896-1966), ἐπιμέλεια ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νεκταρίου,
Φωκίδος 2006.
-π. Κόμαν Κων., Ὁ Γέροντας Παΐσιος Ὀλάρου τῆς Ρουμανίας, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, χ.χ..
-Larchet Jean Claude, Στάρετς Σέργιος, μτφρ. Εὐαγγελία Κισλᾶ-Κοντογουλίδου,
ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006.
-Λόσσκυ Βλ., Ἅγιοι Γέροντες τῆς Ὄπτινα. Β’. Ὁ Στάρετς Μακάριος, ἐκδ. Ἅγιος
Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, Κάλαμος 1999.
-Λόσσκυ Βλ., Ἅγιοι Γέροντες τῆς Ὄπτινα. Α’. Ὅσιος Ἀμβρόσιος, ἐκδ. Ἅγιος Συμεών
ὁ Νέος Θεολόγος, Κάλαμος 2002.
-Μελινοῦ Μαν., Ἄνθη Ἁγίας Ρωσίας. Συνομιλίες συγχρόνων προορατικῶν καί
διορατικῶν Στάρετς, Ἱερομαρτύρων, διά Χριστόν Σαλῶν, Ὁμολογητῶν. Θαύματα
εἰκόνων καί Λειψάνων Ρώσων Ἁγίων, 1995.
-Μελχισεδέκ ἀρχιμ., Βίος, νουθεσίες καί λόγοι τοῦ Γέροντος Ὑακίνθου, ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2001.
-Μερκουρίου μοναχοῦ, Τό μαρτυρικό τέλος Μοναχῶν τοῦ Νέου Ἄθωνος, ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, χ.χ..
-Μοτοβίλωφ Νικ., Ἀποκαλυπτικό Ὑπόμνημα (Μία εἰλικρινής φανέρωσις θαυμαστῶν
γεγονότων καί ἀποκαλύψεων τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Νικολάου
Μοτοβίλωφ μέ τήν συνεργεία τῶν ἁγίων Σεραφείμ (Σαρώφ), Μητροφάνους καί
Ἀντωνίου Βαρονέζ πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους), μτφρ. Ἀντωνίου Νταλίνιν, ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2005.
-Μπάλαν Ἰωαν. ἱερομ., Ρουμάνικο Γεροντικό, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1985.
-Μπάλαν Ἰωαν. ἀρχιμ., Ψυχωφελεῖς διάλογοι τοῦ Γέροντος Ἀρσενίου, ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, 2001.
-Μπότση Πέτ., Ἡ Θηβαΐδα τοῦ Βορρᾶ,1981.
-Μπότση Πέτ., Φιλοκαλία τῶν Ρώσσων Νηπτικῶν, τ.Α’ Ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ
Σαρώφ. Βίος, διδαχές, ἀκολουθία (1983)· τ. Β’ Ἀββᾶς Ναζάριος (1983)· τ.Γ’ Ὁ
597

ὅσιος Γερμανός τῆς Ἀλάσκας (1995)· Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, Τό


εἰλητάριο (2005).
-Μπότση Πέτ., Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, 1990.
-Μπότση Πέτ., Οἱ φιλόθεες: τ.Α’ (1992) Ὁσία Μαρία τοῦ Ὀλονετς· τ.Β’ (1993)
Ὁσία Ἀθανασία.
-Μπότση Πέτ., Στάρετς Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα, 1995.
-Μπότση Πέτ., Ἡ Ὁσία Πελαγία Ἰβάνοβνα. Ἡ διά Χριστόν σαλή, 1996.
-Μπότση Πέτ., Στάρετς Μωϋσῆς τῆς Ὄπτινα, 1997.
-Μπότση Πέτ., Τό Γεροντικό τοῦ Βορρᾶ, τ.Α’ (1999) καί Β’ (2001), ἐκδ. Π. Μπότση.
-Μπότση Πέτ., Στάρετς Μακάριος τῆς Ὄπτινα, 1999.
-Μπότση Πέτ., Στάρετς Ἀντώνιος τῆς Ὄπτινα, 1999.
-Μπότση Πέτ., Ὁ Ὅσιος Γέροντας Θεόδωρος τοῦ Σβίρ, 2000.
-Μπότση Πέτ., Στάρετς Λεωνίδας τῆς Ὄπτινα, 2000.
-Μπότση Πέτ., Πατερικό τῆς Ὄπτινα, 2002.
-Μπότση Πέτ., Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἡ ἀνυπόδητη, 2004.
-Νινίκα Σόλ., Ρώσικο Γεροντικό, Ἀθήνα 1996.
-Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Βίριτσα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003.
-Ὁσίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἡ Κασσιανή ἡ συγκύπτουσα Ὁσία, ἐκδ. Π. Μπότση,
2000.
-Ὁ Στάρετς Ἰωνᾶς τοῦ Κιέβου, ἐκδ. Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, 1998.
-Ὁσίου Στάρετς Νίκωνος Μπελιάεφ. Ρήματα Ζωῆς. Τό ἡμερολόγιο του (+1931),
ἐπιμ. καί ἔκδοση Ἱ. Μητρόπολη Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006.
-Παναγόπουλου Ἀλ., Ὁ Νεομάρτυρας Πλάτων ἐπίσκοπος Μπανιαλούκα (+1941),
ἐκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1996.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ Μεγάλος Ἅγιος τῆς Ρωσίας. Ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994.
-Πιπεράκη Γ., Ἅγιοι τῆς Ἀλάσκας. Ὀρθόδοξο Συναξάρι, ἐκδ. Μυριόβιβλος 2004.
-Πόποβιτς Ἰου., Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, βίος, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς
Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1983.
-Τιμοθέου ἀρχιμ. καθηγουμένου Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ,
ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1988.
598

-Τό ὁδοιπορικό ραβδί, Ἱ. Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 200511.


-Τοῦ ἐν ὁσίοις πατρός ἡμῶν Νείλου Σόρσκυ. Ἅπαντα τά σωζόμενα Ἀσκητικά,
πρόλογος Μητρ. Λένιγκραντ καί Νοβγκορόντ Ἀντωνίου (Mel’nikov), Εἰσαγωγή,
μτφρ., βίος, σχόλια μοναχοῦ Βασιλείου (Grolimund), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη, 1985.
∆έν παραβλέπονται βέβαια καί περιπτώσεις τοῦ ∆υτικοῦ κόσμου πού συνάμα μέ
τόν καταιγισμό τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς τεχνολογίας, ἀναδεικνύουν καί «ἄνθη τῆς
ἐρήμου»:
-∆αβίτη ∆ήμ., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ἐκδ. Ἄθως,
20044.
-∆αμασκηνοῦ Ἱερομονάχου, π. Σεραφείμ Ρόουζ. Ἡ ζωή καί τά ἔργα του (τ.Α’), ἐκδ.
Μυριόβιβλος, Ἀθήνα 20063. Ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος
Ἀμερικανός podvizhnik (ἀσκητής)· σ' αὐτήν τήν κατηγορία συγκαταλέγονται ὁ
ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς καί ὁ ἅγιος Γερμανός τῆς Ἀλάσκας, ὅπως ἀναφέρει
ὁ ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος, πρώην πατήρ Ἀλέξιος Γιάνγκ, ἀπό τό ἐρμητήριο τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ, στό Σουέην τῆς ∆υτικῆς Βιρτζίνια (σ. 14).
-Ζαχαρία Ἀρχιμ., Ἀναφορά στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, Ἱ. Μονή
Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2000.
-Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός (910-1004). Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου,
ἐκδ. Ἱ. Μετοχίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ὀρμυλία 1991.
599

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σέ μία διάχυτη στή σημερινή μας ἐποχή ἀντίληψη γιά τό πῶς πρέπει νά
λειτουργοῦν ποιμαντικά, συμβουλευτικά καί παιδαγωγικά οἱ σύγχρονες τάσεις τῶν
συναφῶν ἐπιστημονικῶν ἀντικειμένων, βλέπουμε ὅτι ἡ δική μας ἔρευνα ὡς μιά
ματιά πρός τά πίσω μπορεῖ νά γίνει καί μιά ματιά πρός τά ἐμπρός καί νά δώσει
σαφεῖς ἀπαντήσεις σέ συγκεκριμένα ἐρωτήματα. Ὁλοκληρώνοντας λοιπόν, τήν
ἔρευνα ἐπί τῆς τέχνης ἀφηγήσεως ἀσκητικῶν καί ψυχωφελῶν διηγήσεων κατά τή
ποιμαντική, συμβουλευτική καί παιδαγωγική τους διάσταση, σημειώνουμε τά βασικά
συμπεράσματα τῆς παρούσης μελέτης.
Ἀρχικά ἔγινε ἀκριβής καθορισμός τῶν κριτηρίων ἐπιλογῆς τῶν συγκεκριμένων
ἀσκητικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν ἀντικείμενο μελέτης μας σέ σχέση μέ τό
θεολογικό-δογματικό περιεχόμενό τους· διευκρινίστηκαν τά χρονικά πλαίσια, οἱ
τόποι δράσης τους, ποιοί εἶναι οἱ συγγραφεῖς τους, σέ ποιούς ἀναφέρονται, ἀπό
ποιούς διαβάζονται. Τονίστηκε ὅτι γιά νά μπορέσει κάποιος νά κατανοήσει τόν
δεδομένο τρόπο σκέψης καί δράσης-ἀντίδρασης πρέπει νά εἶναι ὀρθόδοξος
χριστιανός καί τά κριτήριά του νά εἶναι ὄχι αὐτά τοῦ ἐξωτερικοῦ παρατηρητῆ, ἀλλά
«ἐνδοβυζαντινά» ἁρμόζοντα στή χριστιανική κοσμοθεωρία πού εἶναι ἀπόλυτα
κατανοητή ἀπό τήν πλευρά τοῦ βυζαντινοῦ πολίτη.
Στή συνέχεια ἐξετάστηκαν οἱ «ψυχωφελεῖς διηγήσεις» ὡς εἶδος φιλολογικό
τῆς χριστιανικῆς γραμματείας καί παράδοσης.
Ἡ προσεκτική προσέγγιση τῶν θεμάτων πού συναντῶνται στίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις ὁδηγοῦν τόν ἐρευνητή στή διαπίστωση τοῦ πρακτικοῦ χαρακτήρα τοῦ
περιεχομένου αὐτῶν. Ἀποτελοῦν μία «φωνή» πνευματικῆς βοήθειας γιά ἀσφαλή
καθοδήγηση σέ ζητήματα προσωπικοῦ πνευματικοῦ καταρτισμοῦ, ἰδιαίτερα σέ ἄτομα
νεαρῆς ἡλικίας Ὁ λόγος τῶν Γερόντων μέσῳ τῶν διηγήσεων ἀπευθύνεται κατ'
ἀρχήν σέ μοναχούς, παρόλο πού σέ πολλές περιπτώσεις οἱ θέτοντες ἐρωτήματα ἤ
τά δρῶντα πρόσωπα τῶν ἱστοριῶν εἶναι λαϊκοί. Αὐτό ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι
δέν πρόκειται γιά ἐξειδικευμένο ἤ ἀποκλειστικῆς χρήσεως ἀπό μοναχούς ἤ
600

κληρικούς λόγο, ἀλλά ἀναφέρεται στίς πνευματικές ἀνάγκες κάθε εὐσεβοῦς ψυχῆς
πού θέλει νά οἰκοδομηθεῖ στήν κατά Χριστόν ζωή.
Ἡ ἀφορμή γιά τόν λόγο τῶν διηγήσεων πάντοτε εἶναι συγκεκριμένη καί
ὁριοθετεῖται στά σύγχρονα μέ τήν ἐποχή τους τοπικά καί ἱστορικοκοινωνικά
δεδομένα. Ἀποτελοῦν ἀπάντηση σέ ἐπίμονα καί ἐναγώνια ἐρωτήματα τά ὁποῖα
εἶναι ἡ ραχοκοκαλιά τῆς πλοκῆς τῶν διηγήσεων. Ἀναφέρονται σέ προσωπικά
(ἐξατομικευμένα) ζητήματα· σέ θέματα πού ἀφοροῦν τήν πολιτεία καί τίς σχέσεις
τῶν μοναχῶν τόσο στά πλαίσια τοῦ ἀναχωρητισμοῦ ὅσο καί τοῦ κοινοβίου· σέ
θέματα ἐπιλογῆς σωστῶν ἀποφάσεων σέ διλημματικές καταστάσεις, στή βάση τοῦ
ἀληθοῦς-ψευδοῦς, ὀρθοῦ-λάθους.
Τά ἄτομα πού θέτουν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τά ἐρωτήματα ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέν
εἶναι ἄτομα πού ἀγνοοῦν τό σωτήριο μήνυμα τοῦ χριστιανισμοῦ (χωρίς ν'
ἀποκλείονται καί οἱ περιπτώσεις ἐκχριστιανισμῶν). Τά περισσότερα δρῶντα
πρόσωπα, πού εἶναι ἐνεργά μέλη διαπνεόμενα ἀπό τόν πόθο τῆς ἐν Χριστῷ
σωτηρίας, διαπιστώνουν τό ἐπίπονον τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τόν προσωπικό
χαρακτήρα πού φέρει ὁ δρόμος τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως. Γι' αὐτό ζητοῦν καί τήν
καθοδήγηση ἀπό ἔμπειρο καί ὥριμο ὁδηγό, τόν Γέροντα, τόσο σέ προσωπικό
ἐπίπεδο ὅσο καί διαπροσωπικό. Ἡ κατάδειξη μέσῳ τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων
τῶν προσόντων καί τῶν χαρισμάτων τῶν Γερόντων (πνευματικῶν Πατέρων) πού
ἔχουν ὡς ἀρχέτυπό τους τόν ἴδιο τό Χριστό, ὅπως καί τό πλαίσιο σχέσεων μέ τά
πνευματικά τους παιδιά, πού πολλά ἀπό αὐτά μποροῦν νά ἐξελιχθοῦν σέ «δυνάμει
Πατέρες», καλύπτουν ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ θεματολογίου.
Τό διηγηματικό ὑλικό καλύπτει τόσο τόν «κανόνα» μέ τίς «ὑποδιαιρέσεις» του
ὅσο καί τίς «ἐξαιρέσεις» του. Ἡ ἐνασχόληση τῶν Γερόντων ἀφορᾶ τή μελέτη τοῦ
πρακτικοῦ βίου σέ σχέση μέ τό θεωρητικό. Ἐχθρός τῶν ἀσκητῶν τῆς Ἐρήμου τό
ἀρνητικό πνεῦμα, ὁ διάβολος πού διαιρεῖ καί χωρίζει τούς ἀνθρώπους ἀπό τό Θεό.
Οἱ δαίμονες τῶν ἀναχωρητῶν προσωποποιοῦν αἰσθήματα καί ἐμπειρίες ἀπειλητικά
γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα τους. Οἱ πειρασμοί ἄλλοτε ὡς θηρία τοῦ ἐξωτερικοῦ
χώρου καί ἄλλοτε ὡς τέρατα τῆς ἀνθρώπινης ἐσωτερικότητας προσπαθοῦν νά τούς
κατασπαράξουν.
601

Μέσα ἀπό τόν προσωπικό τους ἀγώνα οἱ Γέροντες μελετοῦν τούς ὀκτώ
λογισμούς τῆς κακίας: γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, λύπη, ἀκηδία,
κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια· μελετοῦν τίς αἰτίες (ἐπιθυμίες), τά συμπτώματα, τόν
τρόπο δράσης καί τίς συνέπειες τῶν πειρασμῶν, προτείνουν θεραπευτική ἀγωγή καί
ἀποθεραπεύουν. ∆ροῦν ἐξασκώντας τόσο προληπτικά ὅσο καί κατασταλτικά μέτρα.
Ἐφόδιά τους καί ἀντίδοτα στά πάθη εἶναι οἱ ἀρετές τῆς ταπείνωσης, τῆς ὑπακοῆς,
τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀοργησίας, τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρητικότητας, τῆς
ἐγκράτειας, τῆς μακροθυμίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς πραότητας. Ἡ δύναμη τῆς
προσευχῆς, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐπιμονή, ἡ ὑπομονή καί ἡ ἄσκηση μέ τό διττό
της χαρακτήρα, δηλ. στερητικό καθώς ἐπιδιώκει τή νέκρωση τῶν παθῶν πρός
ψυχική κάθαρση καί οἰκοδομητικό πρός ἀπόκτηση ἀρετῶν, ἀποτελοῦν τά ὅπλα τους.
Ἡ ἐξαγόρευση λογισμῶν καί ἡ μετάνοια θεωρεῖται ἀκρογωνιαῖος λίθος τους.
Μέσα ἀπό τίς διηγήσεις σκιαγραφοῦνται τόσο τά στάδια πτώσης ἑνός ἀνθρώπου,
ὅσο καί οἱ ἐπανακάμψεις του στήν ἀρχική πορεία, δηλ. τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.
∆ιαμορφώνονται τά πλαίσια μιᾶς ἀμφίδρομης διά βίου οἰκοδομούμενης μαθητείας
σχέση (Γέροντα-πνευματικοῦ τέκνου) πού βασίζεται στήν ἀγάπη καί λειτουργεῖ
ποιμαντικά, συμβουλευτικά καί παιδαγωγικά. Ὕψιστο ἀγαθό γιά τόν κάθε χριστιανό
ὁ Παράδεισος, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν πού θ' ἀποκτηθεῖ βάσει τῶν πράξεών του
ἐπί τῆς γῆς.
Ἡ θεολογία τῶν συγκεκριμένων κειμένων σέ σχέση μέ τίς σύγχρονες
προσεγγίσεις τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς θεολογίας παρουσιάζεται ἐλλιπής, ὅμως
δέν πρέπει νά παραβλέπει κάποιος παράγοντες ὅπως μορφωτικό ἐπίπεδο, δεκτικό-
τητα μηνυμάτων, τρόπο ζωῆς κατηχουμένων, ρεύματα πού δροῦν συγχρόνως μέ τό
χριστιανισμό ἤ ἤδη καθιερωμένα στίς περιοχές μέ ἀντίστοιχες ἐπιρροές, ὅπως καί
τίς ἀπαρχές τῆς ὀργάνωσης τῆς χριστιανικῆς πίστης. Παρά ταῦτα εἶναι εὐδιάκριτη ἡ
καταγραφή τῆς δογματικῆς διδασκαλίας: Τριαδολογία, Χριστολογία, Κοσμολογία,
Ἀνθρωπολογία, Ἐκκλησιολογία.
Τό ποικιλότροπον τῆς θεματολογίας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων, ὁριοθετοῦν
τό χαρακτήρα τους ὡς συλλογιστικές ἀναπαραστάσεις πού ἐκφράζουν τίς παραδο-
σιακές νοοτροπίες, ἀλλά καί ὡς ἀτομικές μαρτυρίες γιά τή ζωή ἑνός ἀνθρώπου καί
ἀποτελοῦν πολιτισμικά φαινόμενα πού ἐπιτρέπουν τή μελέτη τοῦ πολιτισμοῦ ὡς
602

ἱστορίας. Οἱ λόγοι ἐπιλογῆς αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ γιά τήν δημιουργία «συλλογῶν
ψυχωφελῶν διηγήσεων» ἄλλοτε εἶναι φανεροί καί ἄλλοτε λιγότερο διακριτοί ἕως
καί καθόλου. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι τό ἀρχικό κριτήριο εἶναι θεολογικό, καθώς
μέλημα τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ἦταν νά δημιουργηθοῦν οἱ στέρεες
βάσεις οἰκοδομῆς τῶν πιστῶν. Σημαντικό στοιχεῖο τῆς οἰκοδόμησης αὐτῆς ἀποτελεῖ
ἡ κατανόηση, ἡ διασάφηση καί συγκεκριμενοποίηση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν, πού
βρίσκονται σέ ἀρχικά ἀκόμη στάδια ἐπίσημης διατύπωσης καί δέν ἔχουν ἀκόμα
προλάβει ν' ἀφομοιωθοῦν ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς. Αὐτό συνειδητοποιεῖται μέσα
ἀπό μεγάλο ἀριθμό διηγήσεων πού ἀναφέρονται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, στή σύσταση τῶν μυστηρίων, στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνακόλουθο
τοῦ πρώτου κριτηρίου εἶναι τό ἐκκλησιολογικό. Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη νά
καταδείξει τό θεόπνευστο χαρακτήρα τῶν ἀποφάσεων της, ὥστε ἐκτός ἀπό τήν
ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στό πρόσωπό της νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει καί τίς
αἱρέσεις. ∆έν μπορεῖ νά παραβλεφθεῖ ἡ ἔντονη θρησκευτικότητα μέ τήν ὁποία
καλύπτεται κάθε γεγονός τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ἐν γένει ζωῆς τοῦ
Βυζαντίου. Ὅλα καθορίζονται ἀπό τή Θεία βούληση. Αἰτία ἡ πολιτειολογία τῆς
βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας: Θεία προέλευση ὄχι μόνο τῆς ἱερατικῆς ἀλλά καί τῆς
πολιτικῆς ἐξουσίας. Συγχρόνως ἐπισημαίνεται τό ποιμαντικό κριτήριο. Πολλές
φορές οἱ διηγήσεις γίνονται αἰτία νά ἔρχονται στό προσκήνιο θέματα πού ἀφοροῦν
τήν ποιμαντική ζωή ὄχι τόσο εὐχάριστα (μή σωστή ἐπιλογή ἱερέων· σχέσεις πού
ἀφοροῦν τή διοίκηση καί ἰσχύ τῶν ἀποφάσεων τῶν προϊσταμένων ἔναντι τῶν
ὑφισταμένων ὅπως: γέροντα-ὑποτακτικοῦ, ἡγούμενου-μοναχοῦ, ἐπίσκοπου-πρεσβυ-
τέρου ἤ διακόνου· σχέση μοναχῶν ἀλλά καί κληρικῶν μέ τό ἄλλο φύλο στά
πλαίσια τοῦ πειρασμοῦ τῆς πορνείας· ἐπιτίμια καί ἀφορισμοί). Φανερό λοιπόν
γίνεται, ὅτι στόν ἐπίσημο ἐκκλησιαστικό χῶρο ὑπάρχουν διαφόρων εἰδῶν
προβλήματα πού ὀφείλονται στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ὁ πνευματικός ταγός ὅμως
πρέπει νά εἶναι ἄξιος τῶν περιστάσεων καί νά μήν κλονίζεται ἀπό λανθασμένες
συμπεριφορές.
Τελευταῖο κριτήριο ἐπιλογῆς ὑλικοῦ εἶναι τό κοινωνικό. Τό ἀσκητικό ἰδεῶδες δέν
γνωρίζει στεγανά. ∆έν κάνει κανενός εἴδους διακρίσεις. Ὑπάρχουν διηγήσεις
περιγραφικές τοῦ τρόπου ζωῆς πρώην κοσμικῶν πού θέλουν νά ἀκολουθήσουν τό
603

μοναχικό σχῆμα ἀλλά καί διηγήσεις μοναχῶν πού ἐγκαταλείπουν τό σχῆμα γιά τόν
κοσμικό βίο. Ἄλλες πάλι ἀναφέρονται σέ Γέροντες πού στήν πρότερη κοσμική τους
ζωή ἦταν ἄνθρωποι μέ ἀξιώματα καί πλοῦτο. Ἀναφέρονται περιπτώσεις μοναχῶν
πού στόν πρότερο βίο τους ἦταν ληστές ἀλλά καί πόρνες πού μεταστρέφονται καί
γίνονται μοναχές, μετά ἀπό συνεχή καί ἐπίπονο ἀγώνα ἀββάδων. Ἡ θέση τῆς
γυναίκας παρουσιάζεται σεβαστή καί ὁ ρόλος της ἐνεργός τόσο στά πλαίσια τῆς
κοινωνικῆς διακονίας ὅσο καί στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ παιδαγωγίας στά
πρόσωπα τῶν ἀμμάδων. Οἱ ἀρετές τους σκιαγραφοῦν τό μεγαλεῖο τους. Πληθώρα
διηγήσεων ὁμολογοῦν τό ἔργο τους. Ἐπίσης θίγονται καθημερινά προβλήματα
ζωῆς, πού μπορεῖ ἀρχικά νά φαίνεται ὅτι δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τό
θρησκευτικό τους περιεχόμενο (τυμβωρυχία, συμβουλευτική γάμου, λευκός γάμος
χάριν παρθενίας), ἀλλά μία κριτική ματιά καταδεικνύει τό ἀντίθετο.
Σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ἔρευνας ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς βασικοί μοχλοί κινητήριας
δύναμης πού καθορίζουν τήν ἀφηγηματική λειτουργία τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων:
ὁ συγγραφέας, ὁ ἀφηγητής καί οἱ ἀποδέκτες.
Αὐτά τά κείμενα ἀποτελοῦν μία ἀνταλλαγή ἀνάμεσα στίς πράξεις τῆς θεϊκῆς
παντοδυναμίας καί στή διήγηση τῶν πράξεων αὐτῶν μέσῳ τῶν ὁποίων γίνονται
φανερά τ' ἀποτελέσματα τῆς πρώτης. Ὁ συγγραφέας/συμπιλητής τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων (πού ὅπως τονίστηκε κατά τήν ἔρευνα δέν εἶναι ἁπλά ἕνας ἀντιγραφέας
ἀλλά φέρει τά χαρακτηριστικά τοῦ συγγραφέα) ἔχει ἀνάγκη τό Θεό, διότι δέν
μπορεῖ νά τόν «διηγηθεῖ», παρά μόνο ἄν Αὐτός τοῦ δώσει ἐξουσία γραφῆς
(θεοπνευστία) πού τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη. ∆ιακρίνονται σ' αὐτόν τά στοιχεῖα
μόρφωσης ἑνός μηνύματος (χριστιανικό ἰδεῶδες) κατά τή μετάδοσή του·
ἀναφέρεται σέ μία «πραγματικότητα» παρελθούσα καί ὑπαρκτή ἱστορικά πού
λειτουργεῖ παραδειγματικά καί θέτει ἕνα πρότυπο τοῦ ἀνθρώπινου βίου σάν μέτρο
σύγκρισης γιά τή σύγχρονη πραγματικότητα. Ἐξετάστηκε ἡ ἀξία τῆς ἀναφορικότητας
-χωρίς νά παραβλεφθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀληθοφάνειας- ἀλλά καί ἡ πειστικότητα τοῦ
συγγραφέα πού ἐξαρτᾶται ἀπό τή διατήρηση ἰσορροπίας μεταξύ ἀσυνήθιστου καί
συνηθισμένου· μέσον ἐπιτεύξεως ἀλλά συγχρόνως καί δυνατότητα, ἡ καλλιέργεια
τῆς ἀλήθειας ὡς αὐθεντικότητας.
604

Ὁ ἀφηγητής τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων δέν εἶναι οὐδέτερος. Ζητήματα ὅπως:


ποιό σύστημα ἀξιῶν ὑποστηρίζει πού να γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἰδεολογία πού διέπει
τήν ἀφήγηση· ποιά ἱεραρχία ἀξιῶν ὑπάρχει πολλές φορές ὑπογείως· ἄν ὑπάρχει ἡ
δυνατότητα μέ τήν προσωπική του στάση νά προκαλέσει τήν συμπάθεια ἤ ἀντιπάθεια
τοῦ ἀναγνώστη εἴτε μέ ἄμεσο εἴτε μέ ἔμμεσο σχολιασμό, παίρνουν ἀπάντηση μέσα
ἀπό μία προσεκτική ἀνάλυση τῶν στοιχείων πού συνθέτουν τόν «χαρακτήρα» του. Ἡ
δουλειά τοῦ ἀφηγητῆ εἶναι σχεδόν ὅλο ἀπαγγελία (recit), ἀφήγηση δράσεων καί
λόγου καί σπάνια συζήτηση (discours) πραγματεία ἐπί καί γύρω ἀπό τά ἀφηγούμενα
γεγονότα καί τίς σημασίες τους. Ὁ ἴδιος ὁ τρόπος τῆς ἀφήγησης διαβιβάζει τήν
διπλή ἔννοια συνολικῆς καθαρῆς γνώσης διαθέσιμης στό Θεό (καί κατ' ἐπέκταση
στόν ἀναπληρωτή του, τόν ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο ἔγκυρο ἀφηγητή) καί τήν ἀτελή
ἀνθρώπινη γνώση τῆς ὁποίας πολλά στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα, τοῦ κινήτρου καί τῆς
ἠθικῆς θα παραμείνουν καλυμμένα μέ ἀμφιβολία. Ὁ ἀφηγητής εἶναι παντογνώστης,
χωρίς ν' ἀποκλείονται περιπτώσεις νά εἶναι ἀμέτοχος στά δρώμενα καί νά βλέπει
μέσα ἀπό ἕνα δευτερεῦον πρόσωπο (ὀπτική γωνία/point of view). Ἑστιάζεται σέ
διαφορετικά σημεῖα τῶν δρωμένων ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀκροατηρίου καί
ὑποστηρίζει σύστημα ἀξιῶν ὥστε νά γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἰδεολογία (χριστιανική) πού
διέπει τήν ἀφήγηση. Χωρίς νά ταυτίζεται μέ τόν συγγραφέα ἐκτός περιπτώσεων
(ἀπομνημονεύματα, ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις, αὐτοβιογραφία) καί κάνοντας χρήση
ὡς ἐπί τό πλεῖστον τοῦ εὐθύ λόγου σέ τρίτο ἤ πρῶτο πρόσωπο, ἄλλοτε Ab ovo καί
ἄλλοτε In medias, σχολιάζει εἴτε ἔμμεσα (συνοπτικές διηγήσεις Γεροντικῶν,
ἀπευθείας παράθεση διήγησης) εἴτε ἄμεσα (ἐπεξηγηματική ἤ διασαφηστική
παρέμβαση, προσθήκη προσωπικῆς γνώμης ἤ συμπεράσματος-ἐπιλόγου).
Ἡ ἔρευνα διαχωρίζει καί κάνει τίς σχετικές διευκρινήσεις ἀναφορικά μέ τούς
ὅρους συγγραφέας, ὑπονοούμενος συγγραφέας, ἀφηγητής πού ἀποτελοῦν τόν
ἀποστολέα τῆς ἀφήγησης καί τούς ὅρους πραγματικός ἀκροατής (ἀκροατής,
ἀναγνώστης, θεατής), ὑπονοούμενος ἀκροατής (ἀντιστοιχεῖ στόν ὑπονοούμενο
συγγραφέα), ἀποδέκτης (μεσολαβητής ἀνάμεσα στόν ἀφηγητή καί τόν ἀναγνώστη)
πού ἀποτελοῦν τόν παραλήπτη τῆς ἀφήγησης ψυχωφελῶν διηγήσεων. Ἡ βῆμα-βῆμα
μελέτη τῆς ἀφηγηματικῆς λειτουργίας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων καταδεικνύει ὅτι
ἀποτελοῦν μία στέρεα βάση ἑρμηνείας, κατοχύρωσης καί κατανόησης τῆς χριστια-
605

νικῆς διδασκαλίας γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανό (σύγκλιση σκοποῦ συγγραφῆς καί
ἀνάγνωσης).
Μέ προϋπόθεση ἐργασίας τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ὡς εἰδικῆς
λογοτεχνικῆς κατηγορίας ἐπιχειρήθηκε συνδυαστική σύγκριση τῶν ὑποθέσεων
αὐτῶν τῶν διηγήσεων. Ἔγινε ἐπιλογή ἕξι (6) τύπων (μοτίβων) ψυχωφελῶν
διηγήσεων καί ξεχωρίζοντας τά συστατικά τους μέρη, μελετήθηκε ἡ σχέση τῶν
μερῶν μεταξύ τους καί ὡς πρός τό σύνολο. Ἀπαντήθηκαν ἀξίες μόνιμες καί
σταθερές (λειτουργίες δρώντων προσώπων) πού ἀποτελοῦν τά θεμελιώδη
συστατικά μέρη, ἀλλά καί μεταβλητές πού ὅμως ἀντιστοιχοῦν σέ ἰδιότητες
προσώπων καί ὄχι ἐνέργειες (λειτουργίες), ὁπότε αὐτό ἔδωσε τή δυνατότητα νά
μελετηθοῦν οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις κατά τίς λειτουργίες τῶν δρώντων
προσώπων. Οἱ παρατηρήσεις πού κατεγράφησαν σέ σχέση μέ τή δόμηση τῆς
πλοκῆς ὁδήγησαν στή μονάδα μέτρου γιά τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις.
∆ιαπιστώθηκαν κύκλοι δράσεως τῶν λειτουργιῶν (ἀνταγωνιστῆ, δωρητῆ-βοηθοῦ,
ἥρωα), διευκρινίστηκαν οἱ ἰδιότητες τῶν δρώντων προσώπων, μελετήθηκαν
δευτερεύοντες σχηματισμοί-μετασχηματισμοί καί τελικά ἔχοντας κρατήσει μόνο τίς
θεμελιώδεις μορφές, φτάσαμε στό σημεῖο ὕπαρξης μιᾶς ψυχωφελοῦς διήγησης
πού ἀποκαλύπτει, ὅτι στόν πυρήνα της βρίσκεται ἡ παράσταση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας
τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ψυχωφελής διήγηση στίς μορφολογικές της
βάσεις, ἀπό ἱστορική ἄποψη, ἀντιπροσωπεύει τήν ἀνθρωπολογία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Στοιχεῖο πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι, ὅτι ὅλο αὐτό τό ἀφηγηματικό ὑλικό
ὑποστηρίζεται ἀπό πληθώρα αὐτούσιων χωρίων ἤ παραπομπές σέ γεγονότα, πρό-
σωπα καί λόγους τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς ∆ιαθήκης πού διαγράφουν τό θεολογικό
ὑπόβαθρο, τά πλαίσια κινήσεως του καί ἀποτελοῦν τό δεδομένο τῆς ἀξιοπιστίας
του.
Ἡ ἔρευνα ἐπικεντρώθηκε στά δομικά γνωρίσματα (ποιμαντική διάσταση) αὐτῶν
τῶν κειμένων. Τό πάθος ἤ λογισμός εἶναι ἕνα ἀπό αὐτά. Τονίζεται ἡ σημασία τοῦ
συνειδησιακοῦ ἐλέγχου μέσα ἀπό μία ξεκάθαρη διάκριση τῶν σταδίων ἐξέλιξης
ἑνός ἐμπαθοῦς λογισμοῦ καί ἐπισημαίνονται οἱ βασικοί ἄξονες τῆς μεθοδολογίας
τῶν Γερόντων (ἀφορμές καί αἰτίες, τρόπος δράσης, στάδια πτώσης καί συνέπειες,
θεραπεία καί ἐξυγίανση παθολογικῆς κατάστασης). Στόν ἀντίποδα τῶν παθῶν
606

στέκονται οἱ ἀρετές. Ἄν τά πάθη συνιστοῦν μία παθολογία τοῦ ἀτόμου, οἱ ἀρετές


μαρτυροῦν ὑγεία καί πορεία πρός τήν τελειότητα. Γιά τήν ἀπόκτησή τους χρειάζεται
κατάλληλη προετοιμασία. Ἡ προτεινόμενη στάση ὑποδοχῆς (πρβλ. οὐμανιστική
ψυχολογία Carl Rogers) μέ τίς ἐπιμέρους στάσεις «ἀνεκτικότητας», «σεβασμοῦ» καί
«παραδοχῆς» πού ὑποστηρίζεται ἀπό τούς Γέροντες, προδιαθέτουν σέ μία
συμπεριφορά καί δημιουργοῦν τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά τήν ἐπίτευξη κοινωνίας
καί ἐπικοινωνίας.
Ἡ φιλοκαλική ὀρθόδοξη στάση ζωῆς πού ἀποτελεῖ ἐπίπονη καί ἐπίμονη
προσπάθεια ἀναμόρφωσης καί μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἐπί τό
ἀρχαῖον κάλλος -(ἡ Θεία Χάρις διοχετεύει τή δύναμη χειραγώγησης στούς
Γέροντες τῶν φυσικῶν φαινομένων ἀλλά καί τῶν θηρίων καταδεικνύοντας ὅτι ἡ
πνευματική καθαρότητα ἐπιτρέπει τρόπο ζωῆς ἀνάλογο τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο
πρίν ἀπό τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς)- προϋποθέτει μετάνοια· οὐσιώδη, δηλ.
ἐσωτερική μεταστροφή καί ὅσο βέβαια κάποιος βρίσκεται ἐν ζωῇ. Ἡ ἐπιλογή τοῦ
καλοῦ καί ὄχι τοῦ κακοῦ θά εἶναι ἡ βάση γιά τήν εἴσοδο στή Βασιλεία τῶν
οὐρανῶν.
Ἡ πλοκή τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων διανθίζεται ἀπό παραμέτρους ὅπως τά
θαύματα, τά σημεῖα (σταυρός, μερίδα θείας κοινωνίας), τά ὄνειρα, τά ὁράματα, οἱ
ὀπτασίες πού ἄν καί ἔχουν δευτερεύοντες ρόλους εἶναι ὅμως καθοριστικοί, καθώς
προειδοποιοῦν, ἐλέγχουν, σωφρονίζουν, παιδαγωγοῦν, θεραπεύουν, διορθώνουν,
προφητεύουν, πληροφοροῦν, ἀποκαλύπτουν καί ἐνισχύουν τό δρόμο πρός τήν ἐν
Χριστῷ σωτηρία.
Ἡ μελέτη τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν πού χρησιμοποιοῦνται στό ἐν γένει ὑλικό
μας, ὁδηγοῦν στή διαπίστωση χαρακτηριστικῶν λόγου πού βασίζονται στήν
προφορικότητα (ἀγωνιστικό, προτρεπτικό, ἀκόμη καί πολεμικό ὕφος, χρήση
ἔγκλισης προστακτικῆς, χρήση πρώτου πληθυντικοῦ προσώπου, παρατακτική σύνδεση
προτάσεων, ἐκθειασμός σωματικῆς συμπεριφορᾶς, ἄνθρωποι ἐν δράσει, περιγραφή
στοιχείων πού ἐνισχύουν τήν ἐσωτερική τους ἀλήθεια, χρήση λογοτύπων, χρήση
ρητορικῶν σχημάτων, κινήσεις καί χειρονομίες). Τέτοιοι ὅμως τύποι ἐπικρατοῦν καί
στούς ἐγγράμματους πολιτισμούς πού διατηροῦν προφορικές πρακτικές (π.χ.
ἀφήγηση παραμυθιῶν).
607

Ἡ πλοκή ἀποτελεῖ τό σημεῖο συνάντησης χρονικότητας καί ἀφηγηματικότητας. Ἡ


ἀφήγηση κάνει κάτι περισσότερο ἀπό τό νά ἑδραιώνει τήν ἀνθρώπινη κοινότητα
«μέσα» σέ χρόνο. Οἱ χρονικές ἐπιπτώσεις ξαναφέρνουν ἀπό τόν «ὑπολογισμό»
τοῦ χρόνου στήν «ἀνάμνησή» του. Ὁ χρόνος τῆς ἀφήγησης διέπεται ἀπό διπλή
χρονικότητα, δηλ. αὐτή τῆς ἱστορίας καί αὐτή τῆς ἀφήγησης. Ὁ ἐντοπισμός
χρονικῶν σχέσεων μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο παραμέτρων (ἀναχρονίες, ἀνισοχρο-
νίες, συχνότητα) ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ὁ χρόνος τῆς ἀφήγησης καί ὁ
χρόνος τοῦ ἀφηγήματος ἔχουν σαφή χρονική ἀπόσταση μεταξύ τους, πού ὅμως
στό τέλος αὐτό πού μένει εἶναι ὅτι οἱ δύο χρόνοι ταυτίζονται καί τό παρελθόν
ἔρχεται νά ἐγκατασταθεῖ ἐντός ἑνός αἰωρούμενου διαρκοῦς παρόντος, τό ὁποῖο
ἀπορροφᾶ τόσο τό ἀντικείμενο τῆς ἀναπαράστασης ὅσο καί τό ὑποκείμενο πού
ἀναπαρασταίνει. Τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀγωνιζόμενου ἀνθρώπου
βρίσκεται πάντα πρό τῶν Πυλῶν.
Ὑπογραμμίζεται ἡ ἀξία τῆς ἐπαναληπτικότητας. Τό διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο
πρότυπο τοῦ δοκιμαζόμενου ἀνθρώπου πού βρίσκει θεραπεία στήν ὑπό τοῦ Γέρο-
ντος καθοδήγηση ἐπιβεβαιώνει μία ὑποβόσκουσα ὄψη ἱστορικῆς αἰτιολογίας.
Μεταφράζει μ' ἕνα κεντρικό ἀφηγηματικό τέχνασμα τήν ἀπαρέγκλιτη πρόνοια καί
ἐξουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐκδηλούμενου σέ γλώσσα. Τό ἐπαναλαμβανόμενο
ὑλικό ἀποκτᾶ συγκεντρωτική δύναμη καί συγχρόνως ἀποτελεῖ μία νέα δήλωση
καθώς ἐνισχύει, ἐξειδικεύει, σχολιάζει, χαρακτηρίζει, ἀντιπαραθέτει, ἐπεκτείνει τό
σημασιολογικό ὑλικό κάθε ἀρχικοῦ θέματος.
Ἡ συμβολή τῆς μνήμης στήν ἀναδόμηση τοῦ παρελθόντος (ἱστορική ἀναδρομή)
καί τῆς ὕπαρξης δημιουργικῆς φαντασίας (ἀπόδοση συμπυκνωμένων χαρακτηριστι-
κῶν μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς ἤ μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων ἔστω κι ἄν οἱ μορφές
φέρουν ἀτομικά γνωρίσματα), ὑποβοηθοῦν στή διδακτική κατεύθυνση τοῦ παρόντος
ἤ τοῦ μέλλοντος, ἀφοῦ ἡ ἀναμόρφωση συντελεῖται μέ βάση τά πρότυπα τοῦ
παρελθόντος (μοντέλο μίμησης συμπεριφορᾶς προτύπων, ὑποκριτική τέχνη, παίξιμο
ρόλων).
Τό ἀφηγηματικό σκηνικό ἀντανακλᾶ συχνά μία συμβολική διάσταση. Ἡ
προσεκτική μελέτη αὐτῶν τῶν κειμένων ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα τοῦ ἰδιαίτερου
τρόπου μέ τόν ὁποῖο ὁ κάθε ἀφηγητής ἑρμηνεύει αὐτή τή συμβολική τήν ὁποία
608

χρησιμοποιεῖ ἤ στήν ὁποία ἀνατρέχει. Τό σκηνικό τῆς ἐρήμου εἶναι πολυδύναμο. Ἡ


εἰκόνα της εἶναι ἀδιάστατη, χωρίς ὁροθετικές γραμμές καί ἄρα χωρίς σχῆμα·
μετατρέπεται σέ μιά περιοχή ὑπαρξιακῆς σιωπῆς. Αὐτός ὁ χῶρος, μέ τίς τόσο
ἀκραῖες κλιματικές διαφοροποιήσεις, γίνεται τό πνευματικό πλαίσιο τῆς μετάνοιας
καί τῆς ἐξαγόρευσης τῶν ἀνθρώπινων λογισμῶν καί παθῶν. Ἡ βιοτή τοῦ κελλιοῦ
εἶναι ἡ φύλαξη τῆς ἔσω τάξεως τοῦ μοναχοῦ, μιά διαδικασία καθόλου εὔκολη γιά
τήν ἐπιτυχή προσαρμογή της. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά στέκει ἡ «πόλις», ὄχι μέ στενή
τοπική ἔννοια, ἀλλά στό πλαίσιο τοῦ κοσμικοῦ περισπασμοῦ. Ἡ σωτηρία δέν
βρίσκεται στή πόλη ἀλλά στήν ἔρημο, χωρίς ὅμως νά σημαίνει ὅτι ἡ μόρφωση τοῦ
ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινου προσώπου μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο στό «σκηνικό τῆς
ἐρήμου». Τό κελλί ἀποτελεῖ τόπο ἐσωτερικῆς καταλλαγῆς, ὅπως ὅμως καί κάθε
ἄλλος τόπος ἀποσυρμοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει κατά τό ἔργο του ἀντί νά
μηχανεύεται τή ζωή.
Ἡ ἔρευνα διαπιστώνει ὅτι τά προσωπικά, ἀτομικά χαρακτηριστικά ἐπαναλαμβά-
νονται ἀπό ἱστορία σέ ἱστορία καί ἀπό χαρακτήρα σέ χαρακτήρα σχεδόν τά ἴδια καί
μέσα ἀπό μία συνολική τους θεώρηση συνθέτουν ὅλα μαζί δύο ἤ τρεῖς χαρακτῆρες,
πού μποροῦν νά θεωρηθοῦν στερεότυπα καί πού μέ τή σειρά τους εἶναι δυνατόν ν'
ἀναχθοῦν σ' ἕνα καί μόνο στερεότυπο (ἀρχέτυπο). Οἱ χαρακτῆρες εἶναι ἐξελισσό-
μενοι καί σύνθετοι· μεταβάλλονται ἐσωτερικά (χριστιανικό στοιχεῖο ἀφηγηματικῆς
λογοτεχνίας), γνωρίζουν μεταστροφές καί διλήμματα. ∆ιακρίναμε τόν τύπο τοῦ
κατά χάριν Θεοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, τόν τύπο τοῦ ἐν δοκιμασία εὑρισκόμενου
ἀνθρώπου, καί τόν τύπο τοῦ ἀνταγωνιστῆ (δαιμονολογία). ∆έν πρέπει νά παραλει-
φθεῖ ὅτι συναντήθηκαν καί κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα, πού ὅμως ὁ ρόλος τους
πολλές φορές καθορίζει ἤ δίνει συνοχή στήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς. Καταγράφησαν
καί ἀναλύθηκαν οἱ βασικές προϋποθέσεις μόρφωσης τοῦ κάθε τύπου· εἰδικότερα
ἐντοπίστηκαν:
Ὡς πρός τόν τύπο τοῦ κατά χάριν Θεοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ: ἡ σταθερή, ζωντανή
καί ἐναργής πίστη στόν Τριαδικό Θεό, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ μετοχή στή μυστηριακή
ζωή καί ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ἀγάπη, ἡ ὀξύνοια πνεύματος καί ἀντίληψης, ἡ
ἑτοιμότητα γιά σωστούς χειρισμούς ὑποθέσεων, διοικητικές ἱκανότητες (ἰδιαίτερα
ὅταν πρόκειται γιά κοινόβια), ἱκανότητα διάκρισης καλοῦ καί κακοῦ, ἀλήθειας καί
609

ψεύδους, σωστοῦ καί λάθους, δίκαιου και ἀδίκου, ἡ ταπεινότητα, ἡ ἐπιθυμία


διτήρησης ἀνωνυμίας, ἡ χαρισματική τους δύναμη (προόραση, διάκριση, διόραση,
ἰάσεις-θαύματα).
Ὡς πρός τόν τύπο τοῦ ἐν δοκιμασία εὑρισκόμενου ἀνθρώπου: αἰτίες δοκιμασίας τό
ἀνθρώπινο «θέλημα» ἤ «δικαίωμα», ἡ καλή ἤ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, ἡ
καταλαλιά· ἐφόδια ὑπέρβασης δοκιμασίας ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση, ἡ νηστεία καί
ἀγρυπνία, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑπομονή, ἡ κατάνυξη, ἡ ἐναπόθεση κάθε ἀνθρώπινης
φροντίδας στό Θεό.
Ὡς πρός τόν τύπο τοῦ ἀνταγωνιστῆ (δαιμονολογία): ἡ ἔννοια τοῦ «κακοῦ»
ἀντιμετωπιζόμενης ὡς ἐσωτερικῆς πραγματικότητας ἐμφανίζει ἐξωτερικές ἐκδηλώ-
σεις, τρόπους δράσης, παρεμβάσεις ἄλλοτε ἄμεσες καί ἄλλοτε εἰδικοῦ χαρακτῆρος
πού προϋποθέτουν πνευματική οἰκοδομή καί καλή γνώση τοῦ ἐχθροῦ τοῦ «καλοῦ»,
πτυχές πού διαχειρίζεται τό ἐρευνώμενο ὑλικό.
Ἡ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ὑπεύθυνη καί συγχρόνως εὐαίσθητη
κατά τήν ἄσκηση τῆς συμβουλευτικῆς της. Ἡ λύση στό πρόβλημα πού τῆς τίθεται
πρέπει νά προέλθει ἀπό τίς δικές της πηγές, ἀσχέτως ἄν χρησιμοποιοῦνται μέ
ἐπιτυχία καί ἄλλες θύραθεν πηγές καί μέθοδοι. Ἡ ὅποια λύση ἤ ἀπόφαση πρέπει νά
θεωρηθεῖ κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς συμφωνίας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό
ἐρευνώμενο ὑλικό μας ἀποδεικνύεται ἀναμφισβήτητο ἐργαλεῖο της. Ἀναδεικνύει
τόν Γέροντα πού ζεῖ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή ἐν Ἐκκλησίᾳ σέ πνευματικό
σύμβουλο, ὄχι γιατί τό ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος, ἀλλά γιατί οἱ ἄλλοι διακρίνουν σ' αὐτόν,
τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά τούς συμβουλεύσει καί θά τούς καθοδηγήσει. Μέ τή
βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διακρίνουν σ' αὐτόν ταπείνωση καί ἀγάπη πρός τόν
Θεό, ἀπάθεια καί διάκριση, περιεκτικές ἀρετές καί πνευματικά χαρίσματα τέτοια πού
συνιστοῦν θεμελιώδη προσόντα ἄσκησης συμβουλευτικοῦ ἔργου. Ἡ ἀρχή τῆς
συνεργίας βρίσκει ἕνα ἰδανικό πεδίο ἐφαρμογῆς της στήν συμβουλευτική
ποιμαντική, καθότι ἀπαιτεῖται τόσο ἡ συνεργασία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τόν
ἀνθρώπινο παράγοντα ὅσο καί ἡ συνεργασία τῶν δύο ἀνθρωπίνων παραγόντων,
συμβούλου καί συμβουλευομένου. Ὁ σύμβουλος δέν παραστέκει ἁπλᾶ, ὅπως
συμβαίνει στήν «μή διευθυντική» (non directive) θεραπεία τοῦ Κάρλ Ρότζερς, ἀλλά
χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται καταναγκαστικό ἤ καταπιεστικό ὑπάρχει ἡ δυνατότητα μιᾶς
610

«κανονιστικῆς» διευθετήσεως κατά τήν ὁποία ὁ σύμβουλος ὑποδεικνύει μία


κατεύθυνση, ὅταν ὁ συμβουλευόμενος τό ζητήσει. Ὁ συμβουλευόμενος ὀφείλει ν'
ἀκούσει καί νά ὑπακούσει στό λόγο καί τή συμβουλή τοῦ Γέροντα πού σέ δεδομένη
στιγμή μπορεῖ νά λειτουργεῖ ὡς ἐντολή πού πρέπει νά ἐκτελεσθεῖ καθώς Αὐτός πού
χορηγεῖ θεραπεία εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι ὁ Γέρων.
Καταγράφονται ξεκάθαρα οἱ προϋποθέσεις ἑνός συμβούλου: πείρα, διάκριση,
ἀνθρωπογνωσία, ἀποφάσεις βάσει ἐπιδέξιων χειρισμῶν (προτεραιότητες χωρίς
παρέκκλιση βασικοῦ στόχου), ἐξατομίκευση κάθε περίπτωσης, συναδελφική
ἀλληλεγγύη καί σεβασμός, διαπίστωση κινήτρων κάθε ἐνεργούμενης πράξης,
ἐπιείκια, θεραπεία ἀνάλογη τῶν δεδομένων, χρήση δεξιοτήτων: ἀντανακλαστικές,
διευκρινιστικές, ἐρωτήσεις, παραπεμπτικότητα, ἐποπτεία (ἐσωτερική ἤ ἔμμεση μέ
χρήση συμβουλευτικῶν καί ἐποπτικῶν μέσων ὅπως ἐπιστολογραφία, ἐπισκέψεις),
«ἰδιαίτεροι» χειρισμοί συμπεριφορῶν καί καταστάσεων μέ κριτήριο διακρίσεως
(κατ' οἰκονομίαν ψεῦδος, τροποποίηση λεγομένων).
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τό ὑλικό μας διαχειρίζεται τίς προϋποθέσεις τοῦ
συμβουλευόμενου: ὑπομονή καί ἐπιμονή στήν ἀναζήτηση καί ἐπιλογή σωστοῦ
πνευματικοῦ καθοδηγητῆ, προαίρεση, συναισθηματική φόρτιση καί ἀγωνία
πάσχοντος. ∆ιαπιστώνονται τά στάδια μέχρι τελικῆς συνειδησιακῆς συγκατάβασης
γιά ἀναζήτηση βοήθειας ἀπό τόν εἰδικό (ἀναποφασιστικότητα, ψυχολογικές
μεταπτώσεις, ρόλος προσωπικότητας συμβούλου), ἐμπιστοσύνη στήν καθοδηγητική
θεραπεία τοῦ συμβούλου πού συχνά ἀπειλεῖται (ἄγνοια καί ἀπειρία
συμβουλευόμενου, συκοφαντίες, ἀνθρώπινες ἀδυναμίες συμβούλου).
∆ιακρίνεται καθαρά στίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις, ὅτι ἡ συμβουλευτική διαδικασία
ἀποτελεῖ τή βασική ἑνότητα τῆς ὅλης συμβουλευτικῆς προσπάθειας καί ὅτι ὁ
Γέροντας ἐπιλέγει συμβουλευτική τεχνική. Ὁ ρόλος του εἶναι: α) θεραπευτικός ἤ
ἀποκατάστασης· β) προληπτικός· γ) ἐκπαιδευτικός καί ἐξελικτικός, καθώς βοηθάει
στήν ἀναμόρφωση τοῦ ἀτόμου μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες του πού θά βοηθήσουν νά
ἀνακαλύψουν καί νά ἐκπληρώσουν τίς δυνατοτητές του στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ
ζωῆς. Χαρακτηριστικό του ἀποτελεῖ αὐτό πού σήμερα οἱ σύγχρονες συμβουλευ-
τικές-ψυχοθεραπευτικές θεωρίες ἀποκαλοῦν ἐνσυναίσθηση, μή-κτητική ζεστασιά καί
γνησιότητα τοῦ ψυχοθεραπευτῆ στή σχέση του μέ τόν θεραπευόμενο.
611

Ἀναπόσπαστη προϋπόθεση τῆς ὀρθόδοξης συμβουλευτικῆς μεθοδολογίας


ἀποτελεῖ ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή. Ἡ συχνή συμμετοχή καί ἡ ἐπιμέλεια πρός τά
πνευματικά ζητήματα ἀποτελοῦν θεραπεία καί εὐεργεσία ψυχῆς ὄχι μόνο γιά τούς
ὑγιεῖς ἀλλά καί γιά τούς ψυχικά ἀσθενεῖς (δαιμονισμένους). Ἡ συμμετοχή στή
μυστηριακή ζωή (οἱ ἀναφορές γίνονται στό Βάπτισμα, Θεία Εὐχαριστία, Ἐξομολόγη-
ση) ἀποτελεῖ δύναμη ζωῆς καί κατανίκηση παθῶν ἐνῶ οἱ συνέπειες τῆς μή
συμμετοχῆς ἀποδεικνύονται ὀλέθριες.
Στήν πορεία της ἡ ἔρευνα κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ θρησκευτική ἀγωγή
πρέπει νά βρίσκει μεθόδους, ὥστε ἰδιαίτερα ὁ νέος ἄνθρωπος νά μπορεῖ νά
βοηθηθεῖ στήν κατανόηση τῆς πραγματικότητας πού τόν περιβάλλει καί ὅτι οἱ
ψυχωφελεῖς διηγήσεις μποροῦν ν' ἀποτελέσουν ἕνα ἀπό τά σημεῖα ἀναφορᾶς
αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Ἡ ἐξέταση τῆς ποιμαντικῆς, συμβουλευτικῆς καί παιδαγωγι-
κῆς διάστασης τῶν κειμένων αὐτῶν καταδεικνύει, ὅτι πρόκειται γιά χώρους
ἀλληλοπεριχωρούμενους καί συγγενεύοντες. Ἡ ἀπάντηση στά ὀκτώ ἐρωτήματα:
ποιός καί ὡς τί ποιμαίνει/ συμβουλεύει/ παιδαγωγεῖ ποιόν, ποῦ, πῶς, πότε, γιατί,
πρός τί, σέ τί, στοιχειοθετοῦν τό σκοπό καί τούς στόχους τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων, πού εἶναι ἡ συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐπίτευξη τῆς ἀσφαλοῦς
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἐντός αὐτῆς. Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν
διηγήσεων, δίνει κάποια βοηθητικά στοιχεῖα στόν κλάδο τῆς Ἐφαρμοσμένης
Παιδαγωγικῆς καί εἰδικότερα, ὅσον ἀφορᾶ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Τό ὑπό ἔρευνα ὑλικό μας κατέγραψε ξεκάθαρα: α) Τίς προϋποθέσεις τοῦ
διδάσκοντος: νά μήν εἶναι φίλαρχος, κενόδοξος, ὑπερήφανος, νά μήν ἐμπαίζεται
ἀπό κολακεῖες, νά μήν δωροδοκεῖται, νά μήν εἶναι ἐπιρρεπής σέ πάθη· νά εἶναι
μακρόθυμος, ἐπιεικής, ταπεινός, ἔγκριτος, ἀνεκτικός, κηδεμονικός, φιλόψυχος, μέ
πατρική ἀγάπη νά φέρεται στούς μαθητευόμενους, νά εἶναι γνώστης τοῦ
ἀντικειμένου πού καλεῖται νά διδάξει, νά ἔχει αὐτογνωσία πού τοῦ ἐπιφέρει
ἐσωτερική καταλλαγή, ν' ἀποτελεῖ τόν τύπο, τό πρότυπο καί τό παράδειγμα γιά τόν
μαθητευόμενο, νά ἐφαρμόζει τή διδασκαλία του στή σωστή χρονική στιγμή, νά
σέβεται τούς δικούς του δασκάλους, νά στηρίζει καί νά ἐνθαρρύνει τόν μαθητή του.
β) Τίς προϋποθέσεις τοῦ διδασκομένου: ἐπιθυμία πρός μάθηση (διά βίου μαθητεία),
νά ἐφαρμόζει ὅσα διδάσκεται, καλοπροαίρετη διάθεση πρός ὅσα ἀκούει, ἀγάπη
612

πρός τό δάσκαλο, ὑπακοή καί σεβασμός (ὄχι μέ τή μορφή ἐξωτερικῆς πειθαρχίας


ἀλλά ὡς παιδαγωγία καί μορφή ταπείνωσης).
Ἡ σχέση τῆς μαθητείας ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα αὐτῶν τῶν κειμένων.
Καταγράφεται ὡς σχέση ἀμοιβαιότητας καί ἀγαπητικῆς συνεργασίας πού ἀκολουθεῖ
τό πρότυπο τῆς πατρικῆς ἀγάπης καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐπηρεάσει οὔτε ὁ
βιολογικός θάνατος. Ἡ παιδαγωγική μεθοδολογία τῶν Γερόντων καθορίζεται ἀπό
τήν «ἔμπρακτη ἐμπειρία» πού τή θεωροῦν γνώση καί συγχρόνως παρακαταθήκη
καθοδήγησης. Στήν ἐξέλιξη τῆς Παιδαγωγικῆς, ὁ Comenius τονίζει τήν προτίμησή
του γιά τή βιωμένη ἄσκηση σέ ἀντιδιαστολή μέ τόν ἐξαναγκασμό ἤ τήν προφορική
διδασκαλία, ἐνῶ ἡ «ἐνεργητική παιδαγωγική» τοῦ Piaget στηριζόμενη α) στήν
ἐργασία κατά ὁμάδες καί β) στήν αὐτοδιακυβέρνηση, δηλ. μία ἐκπαιδευτική
διαδικασία πού ἀναθέτει στά παιδιά τήν ὀργάνωση τῆς σχολικῆς πειθαρχίας, κάνει
τόν μαθητή ν' ἀναπτύσσει στήν τάξη μία ἀλληλεγγύη, ἕνα αἴσθημα ἰσότητας καί
δικαιοσύνης καί μία ἔννοια τῆς τιμωρίας πού βασίζεται στήν ἀμοιβαιότητα.
Ἡ παιδαγωγική τῶν Γερόντων στοχεύει στή δημιουργία καί ἑδραίωση τοῦ
χριστιανικοῦ ἤθους τόσο στίς καρδιές τῶν μαθητῶν τους ὅσο καί τῶν ἐν δυνάμει
μαθητῶν τους. Θεμελιακές παιδευτικές ἀρχές πού ἐντοπίστηκαν στίς ψυχωφελεῖς
διηγήσεις (καί πού τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν συγκλίνουν μέ αὐτές τῆς
σύγχρονης Παιδαγωγικῆς) εἶναι ὁ λόγος τοῦ παιδαγωγοῦ, ἡ βιωματικότητα καί ἡ
αὐτενέργεια. Παιδαγωγικά μέσα πού χρησιμοποιήθηκαν καί κατεγράφησαν γιά τήν
εὐόδωση τῶν παιδαγωγικῶν στόχων ἀποτελοῦν: ἡ ἐνθάρρυνση, ἐνισχυτικές
μέθοδοι (ἀμοιβή, ποινή), χρήση παραδειγμάτων (καί ἀρνητικῶν), χρήση παραβολῶν,
δοκιμασίες σταθερότητας φρονήματος (τέστ), καλές συναναστροφές, τό παιδικό
παιγνίδι. Γιά τήν ὑποστήριξη τῆς διδασκαλίας τους οἱ Γέροντες ἔκαναν χρήση:
ἀλληγορικῆς μεθόδου, μαιευτικῆς-ἀνιχνευτικῆς μεθόδου, ἱστορικῆς ἀναδρομῆς,
μίμησης, παίξιμο ρόλων, μύησης σέ μορφές τέχνης, εὑρετικῶν μεθόδων.
Ἡ παιδαγωγική τῶν Γερόντων δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν ἄγονο
«διδακτισμό», ἀλλά κύριο χαρακτηριστικό της ἀποτελεῖ ὁ πραγματικά ἐλεύθερος καί
ἐποικοδομητικός διάλογος καί ἡ αὐτενέργεια τοῦ παιδαγωγούμενου πού ἀπετέλεσε
βασικό στοιχεῖο στό θεωρητικό πλαίσιο τῆς ἀγωγῆς. Ἡ σύγχρονη παιδαγωγική
ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν ἄνθρωπο ἀλλα συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα καί τά
613

ὅρια τῶν δυνατοτήτων του, μέ μία «δια βίου ἐκπαίδευση» (long life education), τόν
ἀντιμετωπίζει ὡς πολυδιάστατη ὕπαρξη καί ὡς ὁλότητα χρονική καί δομική. Εἶναι μία
διαδικασία ἀνάπτυξης καί σταθερῆς προσαρμογῆς, πού δέν χωρίζεται πιά σέ φάση
ἐκπαιδεύσεως (παιδική καί ἐφηβική ἡλικία) καί σέ περίοδο ἐφαρμογῶν (ζωή
ἐνηλίκου). Σέ ὅλη τή διάρκειά της εἶναι μία σταθερή ἐνεργοποίηση ὅλων τῶν
δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου γιά ἀντιμετώπιση νέων προβλημάτων, γιά ἀφομοίωση
γνώσεων καί γιά δημιουργία νέων προοπτικῶν. Γι αὐτό ἐπικρατεῖ καί ἡ ἀντίληψη ὅτι
ὁ παιδαγωγός ὀφείλει νά ἐπεκτείνει τίς δραστηριότητές του καί σέ ἄλλους τομεῖς
ὅπως ἐκεῖνοι τῆς προληπτικῆς, τῆς διαγνωστικῆς καί τῆς συμβουλευτικῆς παιδαγωγι-
κῆς, παράμετρο τήν ὁποία εἶχε συλλάβει ἡ παιδαγωγική μεθοδολογία τῶν
Γερόντων.
Ἡ ἔρευνα ἐπισημαίνει: α) Τή σχέση μεταξύ τῶν ἐννοιῶν «σύμβολο» (πού δέν
εἶναι δυνατόν νά ἐξαντληθεῖ ἐννοιολογικά) καί «μεταφορά» (ὑπό τήν ἔννοια τῆς
δημιουργικῆς ἀντί εἰκονογραφικῆς λειτουργίας). β) Ἡ μεταφορά μπορεῖ ν'
ἀναδείξει τό γλωσσικό ὑπόστρωμα τοῦ συμβόλου (σέ μία καιρική καί συμβατική
γλώσσα καθώς δέν ὑπάρχει πραγματική ἀναλογία βιβλικῆς λέξης καί δηλουμένης
ἀληθείας) καί μέσῳ αὐτοῦ νά διαστείλει τό νόημά του, ἀνασύροντας
«πληροφορίες» ἀπό τό βάθος τοῦ σημασιολογικοῦ του ὁρίζοντα (ἑρμηνευτικό
ἐργαλεῖο). γ) Προχωρεῖ στόν ἐντοπισμό τοῦ τί μπόρεσε νά σηματοδοτηθεῖ μέσα
ἀπό μία ἐπανιδιοποίηση τῶν κειμένων τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων:
- Ἀποτελοῦν δυνατότητα στοιχειώδους ἐκπαίδευσης καί μόρφωσης τοῦ χριστιανι-
κοῦ ἰδεώδους, ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν καί τῶν ἐν δυνάμει μοναχῶν πού
διδάσκονται τίς ἀρχές τοῦ μοναχισμοῦ ἀπό τήν κοιτίδα του, ἀλλά καί τοῦ ἁπλοῦ
πιστοῦ. Συγχρόνως ἰσχυροποιοῦν διεκδικήσεις τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας γιά ἐδαφικά
σύνορα ἱερῶν τόπων ἀπό ἀλλοθρήσκους ἤ ἑτεροδόξους ἀλλά καί πολιτειακές
ἐκκρεμότητες σέ σχέση μέ τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική καί μοναχική ζωή.
Ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶναι ἐνσωματωμένη σέ ἀφήγηση. Τό ἀφηγηματικό ἐκτός
ἀπό τό ἱστορικό ὑπόβαθρο (τῆς ἐφαρμογῆς ἤ μή τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους ὡς
ἱστορική πρακτική) μᾶς προσανατολίζει σέ μία τελεολογία, δηλ. τή δυναμική
διεργασία τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό χριστιανικό ἰδεῶδες
γίνεται ἱστορική ἐπιλογή καί ἔτσι τό ἀφηγηματικό παραπέμπει στό ἐντολοδοτικό
614

(κατανόηση καί ἐφαρμογή τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας γιά ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας)
καί τό ἐντολοδοτικό στό ἀφηγηματικό. Μέσα στήν ἐναλλασσόμενη αὐτή κίνηση ἡ
ἀφήγηση ἀποτελεῖ παράδειγμα τοῦ κανόνα καί ὁ κανόνας ἀνάγει τήν ἀφήγηση στό
ἐπίπεδο τοῦ παραδείγματος. Τό ἀφηγηματικό καί ἐντολοδοτικό ἔχουν κοινό σκοπό.
Ἡ συνεχής ἐπανερμηνεία τῶν ἀφηγήσεων ὁδηγεῖ στήν «οἰκειοποίηση» τῆς
χριστιανικῆς διδασκαλίας.
- Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἐχθρό καί ὄχι ἡ γενική ἀγάπη ὑψώνει τό ἠθικό στό ἐπίπεδο τοῦ
καθολικοῦ· τό χωρίς ἀντάλλαγμα, στήν παραίτηση ἀπό τήν προσδοκία τῆς
ἀμοιβαιότητας. Συγχρόνως μεταστρέφεται ἡ δικαιοσύνη στό ὑψηλότερο ἰδεατό της.
Ὁ φυλακισμένος, ἡ πόρνη, ἡ χήρα, ὁ ξένος ἀπεικονίζουν παραδειγματικά τήν πίεση
πού ἀσκεῖται ἀπό τήν ἀγάπη ἐπί τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἡ δικαιοσύνη νά ἐπιτεθεῖ
μετωπικά στίς πρακτικές ἀποκλεισμοῦ πού εἶναι ἴσως τό ἀντιστάθμισμα κάθε
ἰσχυροῦ κοινωνικοῦ δεσμοῦ. Ἡ ἐντολή ν' ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας διευρύνει τήν
ἔννοια τοῦ πλησίον πού δέν ξεφεύγει ἀπό τούς πολιτιστικούς περιορισμούς πού
συγκροτοῦν τόν πολιτικό δεσμό, πράγμα πού δέν ἀπέχει ἀπό τή σύγχρονη
πραγματικότητα.
- Ἡ ἔννοια τῆς ὑπακοῆς δέν ἀντιστοιχεῖ στό αἴσθημα τῆς ἐξάρτησης, δηλ. στήν ἁπλή
ὑπακοή, ἀλλά ἀποκτᾶ τήν παράδοξη μορφή τῆς «ὑπακοῆς ἀπό ἀγάπη», ὅπου ἡ
ἐξάρτηση λαμβάνει τό γνώρισμα τοῦ ἀγαπώμενου ὄντος. Ἡ δύναμη ἐπέκτασης πού
ἁπλώνεται ἔξω ἀπό τό Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον. Μόνη ἡ ἀγάπη πού ἔχουμε
δεχτεῖ ἀπό τό Θεό καθιστᾶ τήν πράξη τῆς ἀγάπης «κατ' ἐντολήν ἀγάπη». Ἡ ἀγάπη
τοῦ πλησίον τείνει νά ὠθήσει τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του πρός τήν
ἀπεριόριστη πληθυντικότητα τῶν ἄλλων πού ἔχει ἀπεναντί του.
- Ἡ ἀπόκτηση ἀρετῶν μέσα ἀπό τήν ἐνδοσκόπηση καί θεραπεία τῶν παθῶν
ἀποτελοῦν μεθοδικές προσεγγίσεις συμπληρωματικοῦ χαρακτήρα τοῦ χριστιανικοῦ
ἰδεώδους, καθώς ἡ γνώση τῶν συνθηκῶν παραγωγῆς καί τῆς σύνθεσης τοῦ
κειμένου ἐπιτρέπουν τήν ἀποπλαισιοποίηση τοῦ μηνύματος καί τήν ἐπαναπλαισιο-
ποίηση του σ' ἕνα πλέγμα συμφραζομένων, πού ὡς στόχο του ἔχει τήν «σύγχρονη
καθημερινότητα» καί εἶναι διαφορετικό ἀπό τό ἀρχικό.
Ἡ λειτουργία τῆς παράδοσης καθίσταται δυναμική ἄν γίνει ἀντιληπτό πῶς μπορεῖ
κάποιος ν' ἀξιοποιήσει καί νά προβάλλει τά στοιχεῖα της. Συγκεκριμένα, ὅσον
615

ἀφορᾶ τά κείμενα τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων σημαντικό εἶναι κάποιος νά


μπορέσει νά «μεταφέρει» στή σημερινή ποιμαντική πράξη πρακτικές καί ἀντιμετω-
πίσεις πού εἶναι ἀποτυπωμένες σέ αὐτά. Ἡ «κοινωνιοποιμαντική παρέμβαση»
(intervention socio pastorale) -ὅπως καί ἡ «ἐνεργός ἔρευνα» (recherche-action)-
εἶναι μέθοδοι πού ξεπερνώντας τεχνικές ἤ τυπικές διεισδύσεις στόν ποιμαντικό
χῶρο, κρατοῦν ἐν ἐγρηγόρσει ἐρευνητές καί ἐρευνωμένους σέ μία διαδικασία
συμμετέχουσας παρατήρησης ἤ παρατηρούσας συμμετοχῆς.
Ἡ μελέτη τῶν ψυχωφελῶν διηγήσεων ἀποτελεῖ τριβή μέ τήν «μέθοδο τῆς
ἀρετῆς». Οἱ βίοι καί ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων Γερόντων (πού δέν εἶναι παρά μία
μέθοδος ἀντιμετώπισης καταστάσεων βάσει τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς) βοηθοῦν στόν
ἐντοπισμό τοῦ ἰδιαίτερου τρόπου πού οἱ Γέροντες δίνουν μαρτυρία, λατρεύουν,
κοινωνοῦν καί διακονοῦν.
Εἰδικότερα διδάσκεται:
- Οἱ διηγήσεις μέ τά ζῶα (σκεύη διαποιμάνσεως) ἤ τῆς χειραγώγησης φυσικῶν
φαινομένων ἀποτελοῦν μία παραδειγματική ἀποκατάσταση σχέσεων ἀνθρώπου καί
ζώων-φύσης στήν ἀρχέγονη παραδεισιακή κατάσταση καί συμβάλλουν στή
συγκρότηση μιᾶς θεολογικῆς οἰκολογίας πού ἐμπνέει μέτρα προληπτικά καί
θεραπευτικά τῆς κρίσεως, ἐνῶ συγχρόνως ἐντάσσει καί τόν κόσμο προοπτικά στό
σωτήριο σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
- Ἡ ἔννοια τῆς συγγνώμης. ∆ιηγήσεις μέ ποκίλο περιεχόμενο, καθώς ἐκτός ἀπό τίς
περιπτώσεις ὅπου διακρίνονται θετικά βήματα ἀπό κάθε συμπλεκόμενη πλευρά,
καταγράφονται καί ἱστορίες μέ μονομερή ἐπιδίωξη τῆς συμφιλίωσης καί ὑπέρβαση
τῆς δύσκολης κατάστασης, ἐνῶ σέ περίπτωση μή ἐπιτεύξεως τοῦ ποθούμενου
παραμένει τό συναίσθημα τῆς λύπης.
- Ἡ μάθηση τῆς ὑπομονῆς.
- Ἡ ποιμαντική ψυχραιμία, δηλ. ἡ στάση τοῦ ποιμένος κατά τήν ἀντιμετώπιση
ποικίλων καταστάσεων στήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ του λειτουργήματος, πού
χωρίς αὐτήν θά μποροῦσε νά ἐκτραπεῖ καί νά παραφερθεῖ.
- Τό ποιμαντικό τάκτ (διακριτικότητα) πού οἱ ἄνθρωποι δείχνουν σέ τυχόν ἀπροσε-
ξίες, σφάλματα καί ἀμέλειες τῶν ἄλλων.
616

- Ἡ ποιμαντική φαντασία καταγράφεται ὡς δημιουργική φαντασία μέ διακριτικότητα


καί ἀποφυγή φιλανθρωπικῆς ἐπιδείξεως.
- Τό ποιμαντικό χιοῦμορ πού ἀντιστοιχεῖ σ' ἕνα πνευματώδη λόγο, ἕνα χαμόγελο,
μία συμβολική χειρονομία, ἕνα ἀμφισβητικό μορφασμό, μία εὑρηματική κίνηση πού
δείχνει νά μήν παίρνει στά σοβαρά τήν κατάσταση ἤ ἀντίθετα ὅτι τήν παίρνει πολύ
στά σοβαρά, τροχιοδρομεῖ σέ μία νέα προοπτική κάποιο ζήτημα.
- Ἡ ἀλληλεγγύη στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί ὁ συνδυσμός ἐλευθερίας μέ
δικαιοσύνη στήν κοινωνία.
- Ἡ εἰρήνη τῶν ψυχῶν μέσῳ τῆς καταλλαγῆς τῶν ἔντονων συναισθηματικῶν
συγκρούσεων.
- Ἡ κοινωνική ἰσότητα καί ὁ σεβασμός τοῦ προσώπου.
- Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς.
- Ἡ συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
- Τά ποιμαντορικά χαρίσματα, τά θρησκευτικά καί διανοητικά προσόντα τῶν
ποιμένων πού στοιχειοθετοῦν τήν ἰδανική διαχρονική μορφή τοῦ ποιμένα.
- Ἡ ὁριοθέτηση τῆς σωστῆς σχέσης μαθητείας (προϋποθέσεις καί ὑποχρεώσεις
διδασκόντων καί διδασκομένων).
Παράμετρος πού τονίζεται μέσῳ τῆς ἔρευνας εἶναι ἡ ἐπικινδυνότητα πού
ὑποβόσκει σέ παντός εἴδους ἀφηγήσεων, ὅταν γίνεται κακή χρήση καί
παραμόρφωσή τους. Μελετώντας γιά τό τί ἀντιπροσωπεύει τό ἄκουσμα μιᾶς
ἱστορίας στά ἐξελικτικά στάδια μέχρι τήν ἐνηλικίωση ἑνός ἀτόμου (ἀλλά καί μετά
ἀπό αὐτήν), ὁδηγούμαστε στό σημαντικό ρόλο πού παίζει ἡ διήγηση ἱστοριῶν στή
πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν.
Γι' αὐτό πρέπει ἡ θρησκευτική ἀγωγή νά εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν ποιότητα τῶν
νοητικῶν εἰκόνων καί τῶν ἱστοριῶν πού συντηροῦν καί καλλιεργοῦν τή φαντασία
καί τή διαδικασία πού αὐτή συνεπάγεται. Σκοπός τῶν ἐκπαιδευτῶν-ἀφηγητῶν, ἄν καί
μέσῳ τῶν ἱστοριῶν ἐκφράζουν τήν πίστη τους, δέν εἶναι νά προσηλυτίσουν·
ὑποχρέωση τοῦ ἀφηγητῆ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας. Ἡ θεολογία εἶναι στενά
συνδεδεμένη μέ τήν ἀφήγηση ὡς πρωταρχική μορφή ἔκφραση τῆς πίστης. Οἱ
ἱστορίες προσφέρουν τό γραμματικό πλαίσιο για τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καί
617

ἐπιτελοῦν τρεῖς βασικούς σκοπούς: ἀποκαλύπτουν, διακηρύττουν καί μορφοποιοῦν (ἤ


προσαρμόζουν στά καινούρια δεδομένα).
Ὁ γνωστικός στόχος τῆς ἀφήγησης, πού τελικά ἀποτελεῖ μία δομική ἐμπειρία,
εἶναι ἡ ἀφομοίωση καί κατανόηση τοῦ χριστιανικοῦ ἰδώδους, ἡ ἀνάλυση ἠθικῶν
διλημμάτων καί ἡ ἀξιολόγηση νέων τάσεων στή χριστιανική σκέψη. Οἱ ἱστορίες
βοηθᾶνε τά παιδιά νά μάθουν λεξιλόγιο καί νά καλλιεργοῦν τήν ἐπικοινωνία·
προσφέρουν πλαίσιο γιά τήν ἀπομνημόνευση γεγονότων μέσῳ τῆς πλοκῆς τῆς
ἱστορίας πού θά ἦταν δύσκολο νά τά θυμηθοῦν ἀποκομμένα. Ἡ κατανόηση μέσῳ
τῆς ἀφήγησης περιλαμβάνει τήν ἑρμηνεία καί τή μετάφραση. Ἡ βιωματική ἐμπειρία
μεταφράζεται σέ λεκτικό ὑλικό καί τελικά ἑρμηνεύεται ἐκ νέου, ἀφοῦ ἐντοπίζονται
νέες πτυχές καί προεκτάσεις. Ἡ ἐφαρμογή μέσῳ τῆς ἀφήγησης ἐπιτυγχάνεται μέ τή
χρήση τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν σέ συγκεκριμένες καταστάσεις. Οἱ χαρακτῆρες
τῶν ἱστοριῶν συμπεριφέρονται σύμφωνα μέ τίς ἀξίες πού διδάσκονται οἱ μαθητές.
Συγχρόνως μέ τίς ἱστορίες προσφέρεται πρότυπο συμπεριφορᾶς γιά ἐφαρμογή
στήν πράξη.
Ἰδιαίτερη προσοχή πρέπει νά δίνεται τόσο στή τεχνική τῆς ἀφήγησης (ρέουσα
ἀφήγηση, σ' ἕνα ἐπίπεδο, σ' εὐδιάκριτο τόπο καί χρόνο, καθοριστικός ὁ ἑρμηνευ-
τικός ρόλος τοῦ ἀφηγητῆ, ἡ ὕπαρξη μόνο μιᾶς λύσης στά προβλήματα, ἡ ἑνότητα
τῆς ἄποψης τοῦ συγγραφέα, τό ἠθικό δίδαγμα πού ὑποβάλλεται στόν ἀκροατή-
ἀναγνώστη) ὅσο καί στίς βασικές ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τά βιβλία πού
ἀπευθύνονται στά παιδιά (ποιότητα· καταλληλότητα λεξιλογίου ἀνάλογα μέ τίς
δυνατότητες τῆς συγκεκριμένης ἡλικίας τοῦ παιδιοῦ· ἀλληλεπίδραση λέξης καί
εἰκόνας· νά ἐνθαρρύνεται στό παιδί ἡ αἴσθηση τῆς ἐσωτερικῆς ταυτότητας·
αἰσιοδοξία γιά τή ζωή· εἰσαγωγή τοῦ παιδιοῦ στίς βασικές ἀρχές τοῦ ἠθικοῦ κώδικα
τῶν ἀνθρώπων· ἀλήθεια καί πιστότητα σέ σχέση μέ τή ζωή· ἀντιθετική ἀπεικόνιση
καταστάσεων· ἁπλότητα καί λιτότητα).
Εἰδικότερα ὅσον ἀφορᾶ τίς ψυχωφελεῖς διηγήσεις, πού στό χῶρο τῆς παιδικῆς
λογοτεχνίας ἐμπλουτίζονται συνεχῶς μέ θετικές προσπάθειες, ἰδανικό θά εἶναι ὁ
συγγραφέας τοῦ παιδικοῦ βιβλίου, ἐκτός ἀπό πιστός χριστιανός νά ἔχει καί
ἐπαρκεῖς θεολογικές γνώσεις. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν εἰκονογράφηση ἡ γνώση
618

ἁγιογραφίας τοῦ ζωγράφου θά κατόρθωνε νά ἐνισχύσει τήν αὐθεντικότητα τῆς


διήγησης.
Ἕνα τελευταῖο σημεῖο τῆς ἔρευνας μας ὑπῆρξε ἡ παρουσίαση, ἔστω καί
ἐνδεικτική, τοῦ τί συμβαίνει στό σύγχρονο συγγραφικό ἑλλαδικό χῶρο σέ σχέση
μέ τό ὑπό ἐξέταση θέμα μας. Τό φάσμα τῶν ἐκδόσεων εἶναι εὐρύ καί πολυποίκιλο.
Παρουσιάζονται ἐπανεκδόσεις κειμένων εἴτε ὡς παράθεση κειμένων εἴτε ὡς
μετάφραση στή καθομιλουμένη εἴτε ὡς παράλληλη παράθεση κειμένου,
μετάφρασης καί σχολίων. Συναντήθηκε ἀπόδοση ψυχωφελῶν διηγήσεων σέ
σύγχρονη νεοελληνική καί λογοτεχνική γλώσσα ἀλλά καί στήν ἁπλή
καθομιλουμένη. Ἐπισημάνθηκαν νέες ἐκδόσεις ἀνέκδοτων κειμένων ἀναφορικά μέ
τόν μοναχισμό ἀλλά καί συγγραφικές προσπάθειες ἐμβάθυνσης στήν ἐσωτερικό-
τητα αὐτῶν τῶν κειμένων. ∆ιακρίθηκαν σοβαρές ἐκδοτικές προτάσεις ἐξειδικευμέ-
νου ἱστορικοῦ, ἐπιστημολογικοῦ καί θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος γύρω ἀπό τόν
ἀναχωρητισμό καί μοναχισμό τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ κόσμου ἀλλά καί
διηγήματα ὅπου στίς διαδραματίσεις τῶν γεγονότων τους, ἀνιχνεύονται πρόσωπα
καί πηγές τῶν Γεροντικῶν ὡς σημεῖα ἔμπνευσης τῶν συγγραφέων τους. Πλούσιο
ἐκδοτικό ὑλικό ὑπάρχει ἀναφορικά μέ Γέροντες μοναχούς τῶν νεοτέρων χρόνων
τῆς Ὀρθοδοξίας (κατά μεγάλο ποσοστό ἀποτελοῦν βιογραφίες καί καταγραφή τῆς
πολιτείας τῶν προσώπων στά ὁποῖα ἀναφέρονται). Ἰδιαίτερη ἔμφαση δίνεται στό
Ἅγιον Ὄρος πού ἀποτελεῖ τήν πνευματική κοιτίδα τοῦ σύγχρονου ὀρθόδοξου
μοναχισμοῦ καί πολλές εἶναι οἱ συγγραφές πού ἀφοροῦν τίς γεροντικές μορφές
πού ἀσκητεύουν σέ αὐτό. Τέλος ὑπάρχουν ἐκδόσεις μεταφρασμένες στήν ἑλληνική
γλώσσα, πού ἀφοροῦν εἴτε τόν ἀθέατο ἀλλά ὑπαρκτό ὀρθόδοξο χριστιανισμό
κρατῶν πού μέχρι πρόσφατα τό πολιτικό καθεστώς τους ἀπαγόρευε τήν ὕπαρξή του
εἴτε Γερόντων τοῦ τεχνοκρατούμενου ∆υτικοῦ κόσμου.
Αὐτό πού συμπεραίνεται εἶναι ὅτι ἡ Πνευματική Γεωγραφία εἶναι ἕνα ζωντανό
καί συνεχῶς καρποφόρο κομμάτι τῆς Ποιμαντικῆς πού δίνει τήν ἐγγύηση τῆς
πνευματικότητας αὐτῶν τῶν κειμένων. Ἡ «ἀρχαιότητα» καί «παντοπιότητα» τῶν
παραδοσιακῶν Γεροντικῶν συνεχίζεται μέ νέες μορφές πού βαδίζουν σέ ἤδη
ἰχνηλατημένο δρόμο... . Μεταφέρουν καί μεταπλάσσουν τό πνεῦμα τῶν «διηγήσεων
τῆς ἐρήμου» σέ νέους Γέροντες. Ἡ πνευματική ζωή τοῦ τότε καταγράφτηκε καί
619

ἀποτυπώθηκε· ὅμως καί ἡ πνευματική ζωή τοῦ σήμερα συνεχίζεται καί δίνεται μέ
τρόπο ἀφηγηματικό, στηριζόμενη σέ «πρότυπα παλιά καί διαχρονικά».
Οἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανό κομμάτι τῆς ὀρθόδοξης
Παράδοσης. Εἶναι ἱερές ἱστορίες πού διηγοῦνται-τακτοποιοῦν τίς ἀτομικές ἤ
κοινωνικές ἐμπειρίες καί ἀναδομοῦν τήν πραγματικότητα στά πλαίσια τοῦ σχεδίου
σωτηρίας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀνοίγουν τό δρόμο πρός τήν ἱερή
πραγματικότητα καθώς οἱ ἄνθρωποι κάνουν τήν ὑπέρβαση. Εἶναι ἀληθινές μέ τήν
ἔννοια ὅτι δίνουν ἱκανοποιητικές ἀναπαραστάσεις τῆς ἀτομικῆς ἤ κοινωνικῆς
ἀντίληψης τοῦ κόσμου. Ἐμπνέουν τό δέος καί τό θαῦμα γιά τό μυστήριο τοῦ
σύμπαντος. ∆ίνουν ἀπαντήσεις καί ἐξηγήσεις, ἀποκαλύπτουν ἐνοράσεις καί ἀφυπνί-
ζουν τή συνείδηση. Προκαλοῦν συναισθήματα καί προσφέρουν παραδείγματα
ἀλλαγῆς τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Συγχρόνως ξαφνιάζουν καί προκαλοῦν.
Θίγουν τίς συμβατικές ἀντιλήψεις γιά τόν κόσμο καί ἐνθαρρύνουν τούς
ἀνθρώπους νά ἐξετάζουν ἐκ νέου τή ζωή τους. Ἀπό μόνες τους εἶναι ἕνα μήνυμα·
δέν εἶναι ἁπλά μία δήλωση ἐνάντια στήν προκατάληψη ἀλλά μία ἀπευθείας
πρόκληση τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀκροατῶν-ἀναγνωστῶν. Φέρνουν τούς ἀκροατές-
ἀναγνῶστες σέ ἐπαφή μέ τά συναισθήματά τους, ἀλλά ὄχι μέ ἄμεσο τρόπο, μέ
ἀποτέλεσμα οἱ ἄμυνες νά ὑπερνικῶνται πιό εὔκολα. Οἱ ἀκροατές-ἀναγνῶστες
ἀναγνωρίζουν ἀκούγοντας-διαβάζοντας τήν διήγηση, τόν συμβατικό τρόπο
σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ζοῦν κι ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δυνατότητα
ἐπαναπροσανατολισμοῦ τους πρός ἕναν νέο τρόπο ζωῆς. Οἱ ψυχωφελεῖς
διηγήσεις ποιμαίνουν, συμβουλεύουν καί παιδαγωγοῦν ἐν Χριστῷ.
620
621

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ἡ ἀλφαβητική Βιβλιογραφία περιλαμβάνει κύριες καί δευτερεύουσες πηγές πού


ἀποτελοῦν καί τό ἄμεσο ὑλικό πού χρησιμοποιήθηκε γιά τήν στοιχειοθέτηση τῆς
παρούσης ἔρευνας. Θεωρήθηκε γι’ αὐτές ἀναγκαῖο νά δοθοῦν ἀναλυτικά
γραμματολογικά στοιχεῖα ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά ἔχει μία ὅσο τό δυνατόν πιό
ὁλοκληρωμένη ἄποψη γι' αὐτές. Στό τέλος τῶν δευτερευουσῶν πηγῶν
καταχωρήθηκε καί μία παράγραφος μέ Πατερικά κείμενα, πού ὁ ρόλος τους ὑπῆρξε
διαφωτιστικός γιά πτυχές τῆς ἐργασίας μας. (Τό ὑλικό τῶν πληροφοριῶν, ὅπου δέν
γίνεται εἰδική ἀναφορά, ἀντλεῖται ἀπό τούς Προλόγους, Εἰσαγωγές καί Σχόλια τῶν
κειμένων πού χρησιμοποιοῦνται ὡς κύριες ἤ δευτερεύουσες πηγές).
Στή συνέχεια παρατίθενται τά Βοηθήματα (ἑλληνικά καί ξενόγλωσσα) πού
συνέβαλλαν στή τεκμηρίωση τῆς ἔρευνας. Πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι συμπεριελή-
φθησαν ὁρισμένοι τίτλοι πού ὁδηγοῦν σκόπιμα πέρα ἀπό τόν προβληματισμό τῆς
παρούσης φάσεως τῆς ἔρευνας.

1. Κύριες πηγές.

1. Ἀναστασίου ταπεινοῦ μοναχοῦ διηγήσεις διάφοροι περί τῶν ἐν Σινᾷ


ἁγίων Πατέρων, F. Nau, Oriens Christianus, 1902, σ. 58-89 καί Ἀναστασίου
μοναχοῦ ταπεινοῦ ἐλαχίστου διηγήματα ψυχωφελῆ καί στηρικτικά γενόμενα ἐν
διαφόροις τόποις, ἐπί τῶν ἡμετέρων χρόνων, F. Nau, Oriens Christianus, 1903,
σ. 56-90 (ἀμφιβαλλόμενα).
Ἀποδίδεται στόν Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη πού τό ἔτος καί ὁ τόπος γεννήσεώς του
εἶναι ἄγνωστος, ἀλλά ἤκμασε μεταξύ τῶν ἐτῶν 640-700. Ὑπῆρξε σύγχρονος καί
νεώτερος τοῦ Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπό τόν ὁποῖο καί ἐπηρεάζεται. Ἦταν
μοναχός στήν Ἁγία Αἰκατερίνη τοῦ Σινᾶ, περιόδευε στήν Αἴγυπτο καί Συρία γιά νά
συζητᾶ μέ μοναχούς αἱρετικούς -στά χρόνια του ἦταν διαδεδομένος ὁ μονοφυσιτι-
σμός καί ὁ σεβηριανισμός-, ἴσως ἔγινε ἡγούμενος στή μονή Σινᾶ, πάντως δέν
ἔγινε Πατριάρχης Ἀντιοχείας. Τό πρόβλημα τῶν ἔργων του, δέν ἔχει λυθεῖ ἀκόμη
καί συνδέεται μέ τήν χειρόγραφη ἔρευνα πού παραδίδει ἐπώνυμα Ἀναστασίου
622

ἔργα, σέ συνδυασμό μέ ἄλλους πού φέρουν τό ἴδιο ὄνομα. Ἡ μνήμη του


γιορτάζεται τήν 21η Ἀπριλίου (βλ. ΘΗΕ, τ. 2ος, σ. 574, Ἀθῆναι1963· πρβλ.
∆ημ.Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 27-28, ὑποσ. 18 καί 19· Π.Β. Πάσχου, Οἱ
Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, σ. 58-66, ὅπου γίνεται
ἀναφορά-μέ πηγή τήν Περιγραφή τοῦ Θεοβάδιστου Ὄρους Σινᾶ- σέ τρεῖς μορφές
τοῦ Σινᾶ πού φέρουν τό ὄνομα Ἀναστάσιος· Σ. Σάκκου, Περί Ἀναστασίων Σιναϊτῶν,
Θεσσαλονίκη 1964· Εὐαγ. Χρυσοῦ, Νεώτεραι ἔρευναι περί Ἀναστασίων Σιναΐτῶν,
περ. Κληρονομία 1, 1969, σ. 121-143).
Ὁ Χ. Μπούσιας στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν
Ἀθανασίου τοῦ Πεντασχοινίτου μετά παρακλητικοῦ Κανόνος καί χαιρετιστηρίων
Οἴκων. Ἐν οἷς προσετέθῃ καί ὁ ἀνέκδοτος βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου συγγραφείς
ὑπό τοῦ ὁσίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου τοῦ Κυπρίου, ἔκδ. Ἱ. Μητρ. Κιτίου, Λάρνακα
2001, ἀναφέρει ὅτι ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἀνήκει στό «... διηγήματα
ψυχωφελῆ καί στηρικτικά» τοῦ Ἀναστασίου (σ. 60) καί ὅτι σχετικά μέ τήν καταγωγή,
τήν προσωπικότητα καί τό ἔργο του ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ καθηγητής στή Σορβώννη
Bernard Flusin. Τήν κυπριακή καταγωγή τοῦ Ἀναστασίου (Κώδικας Vatic. Gr. 2592,
φ.135ν γράφει «ἐν τῇ ἐμῇ πατρίδι Ἀμαθοῦντι») καί τήν πατρότητα τοῦ πιό πάνω
ἔργου, τεκμηριώνει στή μελέτη του Demons et Sarasins Travaux et Memoires
11(1991) 381- 409.
Ὁ F. Nau, στό Oriens Christianus, 1902, σ. 58-89, παρουσιάζει σαράντα
διηγήσεις πού ἀποδίδονται στόν Ἀναστάσιο μοναχό καί ταπεινό ἐλάχιστο. Τά
χειρόγραφα πού ἀποτελοῦν πηγή του εἶναι: Grec 914, τοῦ XII αἰ., φ.162-171· Crec
917 τοῦ XII αἰ., φ. 109- 121· Grec 1629, τοῦ XVI αἰ, φ. 98- 107· Grec 1093 τοῦ
XIV αἰ., φ.150- 153· Grec. 1596 τοῦ XI αἰ., φ. 352- 412· Grec 1598 τοῦ X αἰ.,
φ.178· Suppl grec 147 τοῦ XIV αἰ., φ. 209· Coislin 257 τοῦ XI αἰ., φ.85· Coislin
283 τοῦ XI αἰ., φ.58 καί 61. Θεωροῦνται ὡς πηγή ἀνέκδοτου ἀνώνυμου ὑλικοῦ
πού δέν ἔχει ἀποδοθεῖ ἀκόμη στόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί βρίσκεται στό Acta
Sanctorum, Maii τ. ΙΙΙ, σ. 183 καί Migne P.G. τ. LXXXVIII, σ. 607-610. Ἔχει
συνταχθεῖ μετά τό θάνατο τοῦ Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, δηλ. μετά τό 649 καί
ὑπάρχουν πληροφορίες σ' αὐτές τόσο γιά τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ὅσο καί γιά
τόν Ἰω. Μόσχο. Τό κείμενο τελειώνει μέ ἕνα παράρτημα μιᾶς διήγησης πού
623

ἀναφέρεται στήν ἅλωση τοῦ Σινᾶ ἀπό τούς Ἄραβες καί εἶναι γραμμένο στό β’ μισό
τοῦ 7ου αἰ. καί ὁ Nau πιστεύει ὅτι κι αὐτή ἀνήκει στόν Ἀναστάσιο. Ὁ F. Nau στό
Oriens Christianus,1903, σ.56-90 παρουσιάζει δεκαοκτώ διηγήσεις τίς ὁποῖες δέκα
πρῶτες τίς ἀποδίδει (XLII-LI) στόν Ἀναστάσιο μοναχό καί ταπεινό ἐλάχιστο. Ἄλλες
δύο διηγήσεις, ἡ LII πού φέρει τήν προσθήκη «Περί τῆς ἁγίας προσφορᾶς» καί ἡ LIII
πού προηγεῖται μιᾶς διήγησης (LIV) πού ἀποδίδεται στόν Ἀναστάσιο, ἴσως ἀνήκουν
στόν Ἀναστάσιο. Ἡ LIV βρίσκεται σέ πέντε χειρόγραφα, πού τά δύο τήν ἀποδίδουν
στόν Ἀναστάσιο τῆς μονῆς Σινᾶ, δύο στόν Ἀναστάσιο Πατριάρχη Ἀντοχείας καί
ἕνα σέ κανέναν. Οἱ διηγήσεις LV-LVII ἀναφέρονται στόν Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη
ὅμως ἔχουν συνταχθεῖ ἀπό ἀνώνυμο συγγραφέα (σ. 56). Ἡ LVII βρίσκεται καί στό
Λειμωνάριον, σ. 217 τοῦ Ἰωάννη Μόσχου, ὅμως ἡ ἔρευνα δέν ἔχει ἀποφανθεῖ ἄν
ἐκ τῶν ὑστέρων μπῆκε στό Λειμωνάριο ἤ ἐνῶ ἦταν στό Λειμωνάριο ἐκ τῶν
ὑστέρων ἀποδόθηκε στόν Ἀναστάσιο (σ. 59). Στό τέλος δημοσιεύονται ὡς
Παράρτημα (appendice) δύο διηγήσεις οἱ LVIII καί LIX πού δέν ὑπάρχει κανένας
λόγος γιά νά ἀποδοθοῦν στόν Ἀναστάσιο, ὅμως ἀναφέρονται σέ σημαντικές
πληροφορίες γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπως καί οἱ
προηγούμενες διηγήσεις XLIII, XLIV, XLVI, καί ἰδιαίτερα στόν ἔκλυτο βίο τοῦ
Πατριάρχη Ἀμώς, πού οἱ Πατέρες ἀναγκάστηκαν μετά τό θάνατό του νά
διαγράψουν τό ὄνομά του ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἄνθη τῆς Ἐρήμου (ἀρ. 17): Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, εἰσαγωγικά-
μετάφραση-σχόλια Μοναχοῦ Θεολόγου Σταυρονικητιανοῦ, Ἅγιον Ὄρος
1983· χρησιμοποεῖ ὡς πηγή τήν ἀναδημοσίευση τοῦ κειμένου τῆς Ἑλληνικῆς
Πατρολογίας τοῦ Migne τόμος 87, Μέρος Γ’, στ. 2848- 3116.
Λειμών ἤ Λειμωνάριον ἔργο τοῦ Ἰωάννη Μόσχου γνωστοῦ μέ τήν ἐπωνυμία
Εὐκρατᾶς εἴτε δηλαδή ὡς ἐγκρατής εἴτε ἀπό τό εἶδος τοῦ ποτοῦ εὔκρατον. Ἔζησε
στά χρόνια τοῦ Τιβερίου καί Μαυρικίου (578-602) καί μέ τή συνοδεία τοῦ
Σωφρονίου, μετέπειτα Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, στόν ὁποῖο ἀφιερώνει καί τό
ἔργο του, ἐπισκέφθηκε σάν προσκυνητής τήν Παλαιστίνη, τήν Αἴγυπτο, τό Σινᾶ, τή
Συρία, τή Μικρασία, τήν Κύπρο καί ἄλλα μέρη. Πέθανε στή Ρώμη τό 619. Τό ἔργο
ἔχει πολλές φορές δημοσιευθεῖ ἀπό τό 1624 καί μετά καί ἡ ἀξία του εἶναι
τεράστια, παρά τήν κάποια ἄτακτη ἔκθεση τῶν ἀφηγήσεων, καθώς δίνει πολύτιμες
624

πληροφορίες γιά τήν μοναχική ζωή τῶν χρόνων του. Αὐτό ἀποδεικνύουν καί οἱ
πολλές μεταφράσεις καί ἀπανωτές ἐπανεκδόσεις του. Μερικοί νεώτεροι ἀπέδωσαν
συνεργασία καί συμμετοχή στή συγγραφή καί στόν Σωφρόνιο: ἐκδόσεις
Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης, Λειμωνάριον τό παλαιόν..., βιβλίον ψυχωφελέστατον
Ἰωάννου Εὐκρατᾶ καί Σωφρονίου τοῦ Σοφιστοῦ, ἔκδ. γ’, ἐν Βόλῳ 1959, ὅπου στή
συγκεκριμένη ἔκδοση ἡ μετάφραση εἶναι μερική καί ὑπάρχουν καί προσθῆκες
παραλλήλων ἀποφθεγμάτων ἤ διηγήσεων. Ἡ νεώτερη μετάφραση βρίσκεται στή
σειρά «Ἄνθη τῆς Ἐρήμου» (ἀρ.17): Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, πού
χρησιμοποεῖ ὡς πηγή τήν ἀναδημοσίευση τοῦ κειμένου τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας
τοῦ Migne τόμος 87, Μέρος Γ’, στ. 2848- 3116 (μοναδική πλήρης ἔκδοση), τό
ὁποῖο διορθώθηκε σέ μερικά σημεῖα μέ βάση τό κριτικό ὑπόμνημα, τήν ἀρχαία
λατινική μετάφραση πού παρατίθεται καί ἕνα ἄρθρο τοῦ καθηγητῆ Ε. Κριαρᾶ. Γιά
πρώτη φορά τό Λειμωνάριον τυπώθηκε στό Παρίσι τό 1624 ἀπό τόν Fronto
Ducaeus, τό δέ 1686 δημοσίευσε τά γνωστά σ' αὐτόν κεφάλαια (συνολικά 219) ὁ
Cotelerius. Ὁ καθηγητής Ε. Κριαρᾶς δημοσίευσε παρατηρήσεις του στό Λειμωνά-
ριον πού γίνονται μέ ἀφετηρία τή συλλογή ἀποσπασμάτων πού δημοσίευσε ὁ D.C.
Hesseling στό ἔργο του Bloemlezing uit het Pratum Spirituale van Johannes Moschus,
Οὐτρέχτη 1916 (στά γαλλικά μέ τόν τίτλο Morceaux choisis du Pre Spirituel de
Jean Moschos, Παρίσι 1931), καθώς καί τά 14 ἀνέκδοτα διηγήματα τοῦ
Λειμωνάριον πού δημοσίευσε τό 1938 ὁ Th. Nissen μέ τόν τίτλο Unbekannte
Erzählungen aus dem Pratum Spirituale στή Byzantinische Zeitschrift, τόμος 38, σελ.
351-376. Ἐπίσης γιά τό δημοσίευμα τοῦ Elpidio Mioni: Il Pratum Spirituale di
Giovanni Mosco, Ρώμη 1951, ὁ Ε. Κριαρᾶς δημοσίευσε βιβλιοκρισία στά Ἑλληνικά,
τόμος 12, σ. 188-194 (βλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ. 196-197·
∆ημ. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 26· Νικ. Τωμαδάκη, Σύλλαβος Βυζαντινῶν
μελετῶν καί κειμένων, τεῦχος πρῶτον, σ.295).
3. Βυζαντινή Βιβλιοθήκη, Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ἱστορία τόμος Α΄, κεφ. 1-
44, Ὀργανισμός Κλασσικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα 1970, Μετάφρασις -Εἰσαγωγή-
Σχόλια Ν.Θ. Μπουγάτσου -∆.Μ. Μπατιστάτου, τόμος Β΄ κεφ. 45-71, ἐκδόσεις
Τῆνος).
625

Πλήρης τίτλος τῆς Λαυσαϊκῆς Ἱστορίας εἶναι Ἡ πρός Λαῦσον ἱστορία,


περιέχουσα βίους ὁσίων πατέρων· ὀνομάζεται καί Παράδεισος, ἤ Λαυσαϊκόν ἤ
Λαυσιακόν. Γράφτηκε στή Γαλατία τό 419-420 μ.Χ. ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἑλενοπόλεως
Παλλάδιο, ὕστερα ἀπό παράκληση τοῦ θαλαμηπόλου τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα
Θεοδοσίου τοῦ Β’ (379-395 μ.Χ) Λαύσου, πρός τόν ὁποῖον προσφέρθηκε ὡς δῶρο
ὑπό τοῦ συγγραφέως καί πῆρε καί τό ὄνομά του. Ἡ Λαυσαϊκή ἱστορία περιέχει
προσωπικές ἀναμνήσεις τοῦ συγγραφέα ἤ πληροφορίες του γιά τή ζωή πάνω ἀπό
160 προσώπων ὁσίων (ἁγίων) ἤ ἁμαρτωλῶν πού οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἦταν
μοναχοί τῆς Αἰγύπτου, Παλαιστίνης, Συρίας, Ρώμης καί Καμπανίας. Εἶναι ἀπό τά
ἀρχαιότερα ἱστορικά-βιογραφικά ἔργα γιά τή ζωή τῶν μοναχῶν καί σπουδαία πηγή
ποικίλων πληροφοριῶν γιά τήν ψυχολογία τῶν μορφωμένων ἀλλά καί ἁπλοϊκῶν
χριστιανῶν, γιά τή λαογραφία καί τήν ἀρχαιολογία τῆς ἐποχῆς τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου
αἰώνα μ.Χ.. Τό ὕφος τοῦ ἔργου εἶναι ἁπλό καί ἀφελές. Ἡ γλώσσα του (λεξιλόγιο,
ἐκφράσεις καί σύνταξη) ἀσυνήθιστη μερικές φορές, ὥστε ὁ μέν S. Linner νά
συντάξει διδακτορική διατριβή γιά το συντακτικό καί τή γλώσσα τοῦ κειμένου, ὁ δέ
R.T. Meyer νά δημοσιεύσει μελέτη γιά τό λεξιλόγιό του. Ὑπῆρξε πηγή δημιουργίας
καί γιά ἄλλα παρεμφερῆ ἔργα, ὅπως π.χ. Εὐεργετινός. Ἐπίσης ἡ διάδοσή του
συνετέλεσε στό ν' ἀναμιγνύεται καί ν' συμπληρώνεται ἀπό ἄλλα ἀντίστοιχα ἔργα,
ὅπως π.χ. τό ἔργο Historia Monachorum in Aegypto.
Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στήν ἔκδοση τοῦ Migne, τόμος 34, στ. 995-1261,
ἀλλά δέν εἶναι οὔτε ἡ ἀρχαιότερη οὔτε ἡ καλύτερη. Ἡ κριτική ἔκδοση τοῦ ἄγγλου
ἱερέα Cuthbert Butler, The Lausiac History of Palladius, Texts and Studies 6, 1- 2,
Cambridge, τόμ. Α' 1898, Β'1904, ἄν καί δέν εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπέδωσε τήν ἀρχική
μορφή τοῦ κειμένου, θεωρεῖται ἡ καλύτερη κριτική ἔκδοση ἀπό τίς ὑπάρχουσες· αὐτή
ἀποτελεῖ καί τήν πηγή μας. Ἐκδόθηκε στά Γαλλικά ἀπό τόν A. Lucot, Palladius,
Histoire Lausiαque, Texte grec, introduction et traduction, Paris 1912.
Μεταφράστηκε στά Λατινικά (Λατινική Πατρολογία τοῦ Migne, τόμος 74, στ.
249-342, 342-382, ε’ αἰ.)· στά ἱσπανικά (καταλανικά) ἀπό τόν Don Antoni Ramoni
(Palladi, Istoria lausiaca,Text revisat I traduccio de Don Ant. Ramoni I Arrufat Monjo
de montserrat. Ex professor al Seminari Sitia a de Jerusalem, Barcelona 1927)· στή
νεοελληνική ὑπό Ἀνωνύμου Ἰβηρίτου μοναχοῦ, στή δημοτική τοῦ ιη’ αἰώνα.
626

Ἐκδόθηκε μέ πολλά σφάλματα ἀπό τόν Ἐφραίμ, τόν μετέπειτα Πατριάρχη


Ἱεροσολύμων, τό 1758 στή Βενετία ἀλλά δέν στηρίζεται σέ κριτική ἔκδοση.
∆ιορθώθηκε καί ἀνατυπώθηκε στή Βενετία τό 1764, 1807, 1852, 1870, στήν
Ἀθήνα τό 1913 καί στό Βόλο τό 1963· ἐκδόθηκε καί ἀπό τόν μοναχό Συμεών στή
σειρά «Ἄνθη τῆς ἐρήμου», Ἅγιο Ὄρος 1980· στήν τουρκική (καραμανλίδικα) ἀπό
τόν ἱερομόναχο ∆ημήτριο Πελοποννήσιο ὅπου ἐκδόθηκε στή Βενετία μέ δαπάνη
τοῦ Ζαχαρίου Ν. Χατζησάββα καί μέ ἐπιμέλεια-διόρθωση τοῦ ἱερομονάχου
Νικοδήμου Γεωργιάδου τοῦ Κυπρίου τό 1806 (βλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ
Θεοῦ, σ.179).
Συγγραφέας τῆς Λαυσαϊκῆς Ἱστορίας εἶναι ὁ Παλλάδιος Ἑλενοπόλεως. Ὁ
Παλλάδιος γεννήθηκε στή Γαλατία περίπου τό 364 μ.Χ. Στά εἴκοσι χρόνια του
γίνεται μοναχός καί ζεῖ στήν Αἴγυπτο, κυρίως στήν Παλαιστίνη, ὅπου γνωρίζει
προσωπικά περίπου 2000 χιλιάδες μοναχούς καί ἀσκητές ἀπό τούς ὁποίους
πληροφορεῖται τόν τρόπο ζωῆς καί ἀσκήσεώς τους μέ σκοπό νά ὠφεληθεῖ
πνευματικά. Ἐνδιαδέροντα βιογραφικά καί γιά τήν πνευματική ζωή στοιχεῖα τοῦ
Παλλαδίου ὑπάρχουν στό κεφ. 71. Τό 400 μ.Χ. χειροτονεῖται, πιθανόν ἀπό τόν
Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως τῆς Βιθυνίας. Τό 403 μ.Χ.
στή Σύνοδο «ἐπί ∆ρῦν» τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἄδικα καταδικάστηκε ὁ
Χρυσόστομος, κατηγορήθηκε καί ὁ Παλλάδιος, ἐπειδή ἦταν φίλος τοῦ
Χρυσοστόμου, ὡς ὠριγενιστής. Τό 405 πηγαίνει στή Ρώμη, μαζί μέ ἄλλους
ἐπισκόπους, γιά νά μεσιτεύσει ὑπέρ τοῦ Χρυσοστόμου· ἐπιστρέφοντας στήν
Κωνσταντινούπολη ἐξορίζεται ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο στή Συήνη τῆς
Θηβαΐδας (Αἴγυπτος). Τό 412 ἐπιστρέφει στή Γαλατία χωρίς νά ἀναλάβει τή
διοίκηση τῆς Ἑλενοπόλεως· τό 417 γίνεται ἐπίσκοπος τῶν Ἀσπούτων τῆς Γαλατίας
καί πεθαίνει πρίν τό 431 μ.Χ. Ἔχει γράψει ἐπίσης ∆ιάλογον ἱστορικόν... περί τοῦ
βίου καί τῆς Πολιτείας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (θεωρεῖται ὁ σπουδαιότερος
βιογράφος τοῦ Χρυσοστόμου)· στόν ἴδιο ἀποδίδεται καί τό Περί τῶν τῆς Ἰνδίας
ἐθνῶν καί τῶν βραχμάνων, παρ' ὅτι μόνο τό πρῶτο τέταρτο τοῦ ἔργου ἐγράφει
ἀπό αὐτόν καί ἀναφέρεται στίς ἀπόψεις Αἰγύπτιου πεπαιδευμένου πού ἐπισκέφθηκε
τίς Ἰνδίες.
627

4. ∆ιηγήσεις φοβερές καί ὠφέλιμες. Ἀπό τά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας,


Νεοελληνική ἀπόδοση -Σχόλια, ἔκδοση τρίτη, Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 1997.
Ὅπως ἀναφέρεται στό προλογικό σημείωμα τῆς παρούσης ἐκδόσεως «ὅσοι
ἐντρυφοῦν προσευχητικά στά Μηναῖα ἤ μελετοῦν συστηματικά τό Συναξαριστή, δέν
ἀγνοοῦν τίς διηγήσεις πού ἀκολουθοῦν».
Στά Λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας (Μηναῖα κυρίως), ἀνάμεσα στήν στ’ καί ζ’
ὠδή τοῦ Κανόνος, στόν Ὄρθρο, μετά τό Κοντάκιο, τόν Οἶκο καί τό Μηνολόγιον,
ὑπάρχει μερικές φορές καί μία προσθήκη: «Καί διήγησις Ψυχωφελής» ἤ «διήγησις
περί ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος» πού ἀποτελοῦν καί πηγή μας. Πιό συγκεκριμένα:
1) Η´ Σεπτεμβρίου, διήγησις περί ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος (Συναξαριστής τῶν
δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 25).
2) Ε´ Ὀκτωβρίου, ὀπτασία ΚΟΣΜΑ μοναχοῦ φοβερά καί ὠφέλιμος (Συναξαριστής
τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.Α’, σ.103).
3) ΙΕ´ Ὀκτωβρίου, διήγησις περί ἀθλήσεως τινός ΜΟΝΑΧΟΥ· καί ὅπως διά τό
ἐκπεσεῖν αὐτόν τῆς ὑπακοῆς, οὐκ ἠξιοῦτο παρά Θεοῦ τελείας τῆς δόξης
(Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.Α’, σ. 133).
4) ΚΖ´ Ὀκτωβρίου, διήγησις περί τῶν ΙΒΗΡΩΝ ἤτοι τῶν νῦν καλουμένων Γκιουρτζί-
δων, ὅπως ἦλθον εἰς Θεογνωσίαν παρά τινος γυναικός (Συναξαριστής τῶν
δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.Α’, σ.164).
5) ∆´ Νοεμβρίου, διήγησις εἰς τόν θρῆνον τοῦ προφήτου ΙΕΡΕΜΙΟΥ περί τῆς Ἰερου-
σαλήμ, καί εἰς τήν ἅλωσιν ταύτης, καί περί τῆς ἐκστάσεως Ἀβιμέλεχ (Συναξαριστής
τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ.Α’, σ.188).
6) ΙΖ´ Νοεμβρίου, Μνήμη τοῦ ἁγίου ΖΑΧΑΡΙΟΥ τοῦ σκυτοτόμου καί ΙΩΑΝΝΟΥ, καί
διήγησις πάνυ ὠφέλιμος (Συναξαριστής, τ. Α, σ.227).
7) ΚΓ´ Νοεμβρίου, ∆ιήγησις ὀπτασίας ΙΩΑΝΝΟΥ τινός, πάνυ ὠφέλιμος
(Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 246).
8) ΙΑ´ ∆εκεμβρίου, Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ΜΕΙΡΑΚΟΣ, καί διήγησις πάνυ ὠφέ-
λιμος (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 292).
628

9) Κ∆´ ∆εκεμβρίου, Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ΝΙΚΟΛΑΟΥ τοῦ ἀπό
στρατιωτῶν, καί διήγησις ὠφέλιμος (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, τ.Α’, σ. 335).
10) ΚΣΤ´ Μαρτίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος ΜΑΛΧΟΥ μοναχοῦ αἰχμαλωτισθέντος,
(Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β’, σ.56).
11) ΚΗ´ Απριλίου, ∆ιήγησις περί τοῦ γενομένου θαύματος κατά τήν Ἀφρικήν ἐν τῇ
πόλει Καρθαγένῃ (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β’, σ.113).
12) Α´ Ἰουνίου, ∆ιήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος ΜΕΤΡΙΟΥ ὀνομαζόμενου
(Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β’, σ.177).
13) ΚΖ´ Ἰουνίου, ∆ιήγησις Συνεσίου Ἐπισκόπου Κυρήνης περί Εὐαγρίου τινός
φιλοσόφου, καί χρυσίου λιτρῶν τριακοσίων (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, τ. Β’, σ. 227). Ἡ παρούσα διήγηση δέν ὑπάρχει στήν πηγή μας.
14) ΙΑ´ Αὐγούστου, ∆ιήγησις περί τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ
καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ,
τ. Β’, σ. 310).
Στήν πηγή μας ὑπάρχουν καί κάποιες ἀφηγήσεις πού ὅμως δέν ὀνομάζονται
«διηγήσεις»˚ αὐτές εἶναι:
1) ΚΕ´ Σεπτεμβρίου, Ἀνάμνησις τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, καί τῆς εἰς τόν ἀέρα ἁρπαγῆς
τοῦ παιδός (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 66).
2) Γ´ Ὀκτωβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ∆ΙΟΝΥΣΙΟΥ τοῦ Ἀρεοπαγίτου
(πρόκειται γιά ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου ∆ιονυσίου πρός τόν θεραπευτή
(μοναχό) ∆ημόφιλο καί περιλαμβάνεται στό συναξάρι του (Συναξαριστής τῶν
δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 96).
3) ΛΑ´ Ὀκτωβρίου, Μνήμη ὁμολογητοῦ τινος ἀνωνύμου ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου, (P.G 82, 1101- 1104· Συναξαριστής τῶν
δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Α’, σ. 177)· στήν πηγή μας φέρει τήν ὀνομασία
«διήγησις» στόν Συναξαριστή ὅμως ὄχι.
Ἡ λέξη Συναξάριο δηλώνει ὅτι πρόκειται γιά κείμενο προοριζόμενο νά ἀναγι-
γνώσκεται κατά τίς συνάξεις, δηλαδή, τίς ἑόρτιες συγκεντρώσεις τῶν πιστῶν στούς
λατρευτικούς χώρους· ἔτσι κατ' αὐτή τήν ἔννοια κάθε ἁγιολογικό κείμενο πού
ἀναγιγνώσκεται στίς ἐκκλησίες καί πληροφορεῖ τούς πιστούς γιά τό περιεχόμενο
629

μιᾶς ἑορτῆς (ἁγιολογικῆς, δεσποτικῆς, θεομητορικῆς) μπορεῖ νά λέγεται συναξάριο.


Χαρακτηριστικό ὅτι ὁ K. Krumbacher στήν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τ.Α’,
σ.353, τό σχετικό μέ τήν ἁγιολογική λογοτεχνία κεφάλαιο τό ὀνομάζει Συναξάρια·
ἔτσι ἡ ἁγιολογική λογοτεχνία λέγεται καί συναξαριακή. Ὁ ἀντίστοιχος λατινικός
ὅρος εἶναι Legenda ἀπό τό ρῆμα lego = ἀναγιγνώσκω, ἀλλά υἱοθετήθηκε καί
ἐπισημοποιήθηκε ὁ ἑλληνικός ὅρος Synaxarium (γαλλικά = synaxaire).
Στή γλώσσα τῶν εἰδικῶν ὁ ὅρος δηλώνει σύντομο ἀφηγηματικό κείμενο μέ μορφή
ὑπομνήματος πού ἀναγιγνώσκεται σέ μία γιορτή καί πληροφορεῖ τούς πιστούς γιά
τό ἑορταζόμενο γεγονός ἤ γιά τόν τιμώμενο ἅγιο· τοποθετεῖται εὐθύς μετά τό
μηνολόγιο ὑπόμνημα γι’ αὐτό καί σέ πολλά χειρόγραφα ταυτίζεται μέ τόν ὅρο
Μηνολόγιο (βλ. Θ. ∆ετοράκη, Εἰσαγωγή στή Σπουδή τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων, σ.
13).
Ὁ κορυφαῖος ἁγιολόγος Συμεών ὁ Μεταφραστής (ἤ Μεταφράστης) ἀποτελεῖ
κυρίαρχη μορφή τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας τοῦ ι΄ αἰώνα· οἱ ἐρευνητές δέν
ἔχουν ἐκφραστεῖ ὁριστικά γιά τά ἀκριβῆ χρονικά ὅρια τῆς ἐποχῆς πού ἔζησε. Ἦταν
ἀξιωματοῦχος τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς (μάγιστρος καί λογοθέτης), τοποθετεῖται στήν
ἐποχή τῶν αὐτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκᾶ, Ἰωάννου Τσιμισκῆ καί Βασιλείου Β’ (ι’
αἰ.). Πιθανόν στό τέλος τοῦ βίου του νά ἔγινε μοναχός· ἡ ὅλη του ζωή ἦταν
ἐνάρετη καί ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ ἐτιμᾶτο ὡς ἅγιος.Τό ἔργο του
εἶναι τεράστιο, ἐκεῖνο ὅμως πού ἐνδιαφέρει εἶναι οἱ «μεταφράσεις» παλαιοτέρων
ἁγιολογικῶν κειμένων σέ μία στιλπνή ἀττικίζουσα γλώσσα. Εἶναι ἀπό τίς σπάνιες
περιπτώσεις πού μεταφράζει παλαιότερα κείμενα ἐπί τό ἑλληνικώτερον, δηλ.
ἀρχαιοπρεπέστερον. Ὁ Ν. Τωμαδάκης στό Σύλλαβος Βυζαντινῶν μελετῶν καί
κειμένων, τεῦχος πρῶτον, σ.208-209, ἀναφερόμενος στό Ἐγκώμιο τοῦ Ψελλοῦ
γιά τόν Συμεών, παραθέτει: ὅσον ἀφορᾶ τά γραφέντα ἀπό τούς ἀνθρώπους
«οὐμενοῦν τῆς μεγαλοπρεπείας ἐκείνων ἐφίκοντο, ἀλλὰ τὰ μὲν αὐτῶν κατεψεύσα-
ντο, τὰ δὲ μὴ δυνηθέντες κατάλληλα θεῖναι, ἄκομψον ἐκείνοις τὸ ἀγαθὸν καὶ
ἀφιλότιμον συγγεγράφασιν, οὔτε καλὴν ὑποθέμενοι ἔννοιαν, οὔτε μὴν εὐπρεπέσι
κατακοσμήσαντες λέξεσιν...» (Scripta Minora I,100, 5-10)· δηλαδή καί κατά τό
περιεχόμενο, καί κατά τή μορφή καί κατά τό ὕφος ἔσφαλαν οἱ προηγούμενοι
ἁγιογράφοι, ἀδικώντας ἔτσι τούς μάρτυρες καί ἀσκητές, μέ ἀποτέλεσμα: «οἱ μὲν
630

οὐδὲ ψιλὴν ἐκαρτέρουν τὴν τῶν ὑπομνηματισθέντων ἀνάγνωσιν, τοῖς δὲ καὶ


γέλωτος ἀφορμὴ τά λεγόμενα ἐγνωρίζετο» (Scripta Minora I, 100, 15- 17), χωρίς
ὅμως νά προχωροῦν καί σέ κάποια διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων, τήν ὁποία
κλήθηκε νά κάνει ὁ Συμεών. «Ὡς πρὸς ἀρχέτυπα δὲ τὰ ἀρχαιότερα τῶν πραγμάτων
ἐνατενίζων ἐκείνων τε οὐκ ἀφίσταται, ἵνα μὴ δόξῃ ἄλλο τι ποιῶν καὶ παρὰ τὸ
παράδειγμα, καὶ τὴν ὅλην ἰδέαν μετατυποῖ, οὐκ ἐναλλάττων τὴν ὕλην, ἀλλὰ τὸ
ἡμαρτημένον τῶν εἰδῶν διορθούμενος, οὐδὲ καινοτομῶν τὰς ἐννοίας, ἀλλὰ τὸ τῆς
λέξεως σχῆμα μετατιθείς.». Σημαντικές εἶναι ἀκόμη δύο πληροφορίες: α) ὅτι τή
μετάφραση δέν τήν ἀνέλαβε οἰκειοθελῶς ἀλλά: «βασίλειοι δὲ τοῦτον παρακλήσεις
ἐπὶ τοῦτο προήνεγκαν καὶ οἷς ἐφροντίζετο λόγος καὶ σύνεσις» (Scripta Minora I,
105, 18-19) καί β) ὅτι ὁ Συμεών χρησιμοποίησε «συνεργεῖο» γιά τή συγγραφή καί
ἱστορική ἐπαλήθευση τῶν μεταφράσεων: «καὶ ἦν αὐτῷ ἡ παρασκευὴ ἐξ ἑτοίμου
κύκλος τε οὐ βραχὺς τῶν τε πρώτως ἐνσημαινόντων τὴν λέξιν καὶ τῶν μετὰ ταῦτα
τιθέντων· καί ἄλλος ἐπ' ἄλλου, ὁ μέν τά πρῶτα ποιῶν, ὁ δέ τά δεύτερα· καί ἐπί
τούτοις οἱ τὰ συγγεγραμμένα ἐξακριβούμενοι, ἵν' ὅτι τοὺς ὑπογραφέας λάθοι, πρὸς
τὴν ὑποκειμένην διορθώσωνται ἔννοιαν, οὐ γὰρ ἐνῆν αὐτῷ διὰ τὸ πλῆθος τῶν
συγγραμμάτων πολλάκις τὰ αὐτὰ ἀνακυκλεῖν τε καὶ ἐφορᾶν.» (Scripta Minora I,
105,19-27). Ἡ γλώσσα βέβαια πού χρησιμοποίησε ὁ Συμεών ἔγινε αἰτία νά
χαθοῦν παλαιότερα κείμενα πού περιέπεσαν σέ ἀχρησία καί ἀχρηστία, μιά πού
ἐπίσημα στήν Ἐκκλησία μπῆκε τό Μηνολόγιο μέ τά κείμενα τοῦ Συμεών (148
συνολικά πού περιέχονται στήν Πατρολογία τοῦ Migne P.G, τόμ. 114,115,116).
Στά μέσα τοῦ ι´ αἰώνα πρέπει νά δημιουργήθηκε τό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως πού ἐξέδωκε ὁ Hip. Delehaye σάν Propylaeum στά AASS
Novembris μέ Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, e codice Sirmondiano …,
Bruxellis 1902. Τό κείμενο παραδίδεται ἀνώνυμα, ἀλλά ὁ συντάκτης του γράφει
πρός διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐκδότης, κορυφαῖος ἀπό τούς Bollandistes καί
τούς ἁγιολόγους τοῦ κ΄ αἰώνα δίνει ἕνα καθαρώτατο κείμενο, μέ διακριτικό κριτικό
ὑπόμνημα, καί μερικά παράλληλα «synaxaria selecta», πού ἐκεῖνος θεωρεῖ χρήσιμα
ἤ ἀπαραίτητα.
Ἀκολουθεῖ τό Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου τοῦ Β´ (976-1025), γραμμένο ἀπό
ἄνθρωπο τοῦ παλατιοῦ, ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα, τοῦ ὁποίου φέρει καί
631

τό ὄνομα. Τό συναξάριο αὐτό συμπληρώνει σέ πολλά σημεῖα τό τῆς Κωνσταντινου-


πόλεως.
Στά χρόνια τοῦ ια´-ιβ´ αἰώνα, ὁ Μαυρίκιος διάκονος τῆς Ἐκκλησίας ἀξιοποιεῖ
ὅλο τό ὑλικό ἀπό τόν Συμεών τόν Συναξαριστή καί μετά, εἴτε χρησιμοποιημένο εἴτε
ὄχι, καί παραδίδει ἕνα Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Περιέλαβε
ὅλα τά συναξάρια πού διαβάζονταν στίς καθημερινές ἀκολουθίες ἀπό τά
ὑπάρχοντα Μηναῖα, καί στήν ἀρχαιοπρεπή γλώσσα τῶν Μηναίων, ὅπου καί ὅπως
σώζονται ἀκόμη, στίς σύγχρονες ἐκδόσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων. Τόν
Συναξαριστή τοῦ Μαυρικίου συμπλήρωσε καί μετέφρασε στήν ἁπλοελληνική τῆς
ἐποχῆς του ὁ Μάξιμος Μαργούνιος καί τόν ἐξέδωκε τό 1607, 1685, 1691 στή
Βενετία μέ τόν τίτλο Συναξάρια, πού ὅμως ἐξαιτίας τῆς ἀγραμματοσύνης τοῦ λαοῦ
ἐξέπεσε σ' ἕνα τέτοιο γλωσσικό ἰδίωμα πού πολλοί ἄρχισαν νά νοσταλγοῦν καί
νά ἀναζητοῦν τήν ἔστω καί δύσκολη ἀλλά ἀνθηρή γλώσσα τοῦ Μαυρικίου.
Πρός τά τέλη τοῦ ιη΄ αἰώνα, ἀρχές ιθ΄ αἰώνα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
ἀναπλάθει (μεταφράζοντας, διορθώνοντας, συμπληρώνοντας ὅπου χρειάζεται) τόν
Συναξαριστή τοῦ Μαυρικίου, δουλεύοντας πάνω στά ἴδια τά χειρόγραφα (κυρίως
τῶν Μονῶν Παντοκράτορος, Πρωτάτου ∆ιονυσίου καί Κουτλουμουσίου. Ἡ ἀπόφασή
του στηρίχτηκε σέ τρεῖς λόγους: α) ἡ γλώσσα τῆς προηγούμενης μετάφρασης εἶναι
«ἀσαφής καί κακόφραστη»· β) ἡ μετάφραση τοῦ Μαργουνίου παρά τίς ἀδυναμίες
της εἶναι δυσεύρετη καί ἐξαντλημένη καί γ) ἡ παράκληση πολλῶν κληρικῶν καί
λαϊκῶν νά ἐπιχειρήσει τό «πολυφελές καί μεγαλωφελές» ἔργο τῆς μεταφράσεως
καί τῆς συμπληρώσεως. Ἀκολούθησαν καί ἄλλα ἔργα σχετικά, ὅπως ὁ
Συναξαριστής τοῦ Κ.Χ. ∆ουκάκη (τέλη ιθ´ αἰ.) καί τό δεκατετράτομο ἔργο Ὁ Μέγας
Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοση καί ἐπιμέλεια Βίκτωρος Ματθαίου,
καθηγουμένου τῆς ἐν Κρονίζῃ, Κουβαρᾶ Ἀττικῆς Ἱερᾶς καί Σεβάσμιας ∆εσποτικῆς
Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἔκδοσις τρίτη, ἀθῆναι 1972, (μέσα κ’ αἰ.).
Σημαντική προσπάθεια ἀποτελεῖ ἡ σειρά τοῦ Μιχ. Γαλανοῦ, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς
∆ιακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καί τοῦ Βασίλη Μουστάκη μέ ὅλα τά
συναξαριστικά κείμενα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ἔκδοση Ἀστέρος (βλ. Π.Β.
Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.184-191).
632

Πηγή τοῦ κειμένου μας θά ἀποτελέσει ὁ Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ ὑπό τοῦ ἐν μακαρία τῆ λήξει Νικοδήμου Ἁγιορείτου, τόμοι πρῶτος καί
δεύτερος, ἐπεξεργασθείς ὑπό τοῦ Θ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, ἐκδ. Χ. Νικολάου
Φιλαδελφέως, Ἀθήνησι 1868. Ἡ πρώτη ἔκδοση ἔγινε στή Βενετία τό 1819, ἡ
δεύτερη μετατύπωση στήν Κωνσταντινούπολη τό 1842 ἀπό τόν ἱερέα Σωφρόνιο Χ.
Ἀσλάνογλου σέ δεκατρεῖς τόμους, καθ' ὅλα ἀπαράλλακτη τοῦ πρωτοτύπου καί κατά
τό λεκτικό καί κατ' αὐτά τά τυπογραφικά παροράματα· ἡ τρίτη τό1868 στή Ζάκυνθο,
ἡ τέταρτη εἶναι τό κείμενό μας καί ἡ νεώτερη τοῦ Κ.Χ. Σπανοῦ, Ἀθῆναι 1973.
(πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.18). Ὁ Θ. Νικολαΐδης
Φιλαδελφεύς στόν πρόλογό του στήν ἐπεξεργασία τοῦ Συναξαριστῆ τοῦ Ἁγίου
Νικοδήμου, διευκρινίζει ὅτι: «Τόσῳ δὲ θαρραλεώτερον ἐπιχείρησα τὴν ἐπεξεργασία
τοῦ λεκτικοῦ, καθόσον τὸ περὶ τούτου παράδειγμα μοὶ ἔδωκεν αὐτὸς οὗτος ὁ ἐν
μοναχοῖς ἀοίδιμος Νικόδημος, κατὰ πολὺ ἐπὶ τὸ καθαρεῦον διασκευάσας τὴν αὐτοῦ
μετάφρασιν, καθ' ἅπερ ὁμολογεῖ, ἀφ' ὅτι ὁ πρὸ αὐτοῦ μεταφράσας τὸν
Συναξαριστήν Μάξιμος ὁ Μαργούνιος.» (Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ, σ.α’). Ἀκολούθησε καθ' ὅλα τ' ἄλλα πιστά τό πρωτότυπο, μέ ἀντιπαραβολή
τήν ἔκδοση τοῦ Μαργουνίου καί τά Μηναῖα, χωρίς καμμία παράλειψη. Ὅσα
σφάλματα μεταφραστικά ἀναφέρει ὁ Νικόδημος ὅτι ὑπάρχουν στά Μηναῖα ἔχουν
ἐπανορθωθεῖ ἀπό τόν Βαρθολομαῖο τόν Κουτλουμουσιανό στήν ἔκδοση τῶν
Μηναίων, ὁπότε ἡ παρούσα ἔκδοση δέν τά παραθέτει (Συναξαριστής τῶν δώδεκα
μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, σ.δ’). Ὁ ἐκδότης ἐπίσης σημειώνει: «Ὅ,τι δήποτε δὲ προσέθηκα
ἐν ὑποσημειώσει ἢ χάριν ἱστορικῆς ἀκριβείας, διότι παρετηρήθη ὅτι ἐν τῷ
πρωτοτύπῳ πολλαί χρονολογίαι ἦσαν ἐσφαλμέναι, ἢ πρὸς ἐξήγησιν λέξεων τινῶν
λατινικῆς καταγωγῆς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Βυζαντινοῖς, ἢ ἄλλο τι· ταῦτα πάντα
διέκρινα ἀπὸ τοῦ πρωτοτύπου ἐπισημειώσας τὸ Σ.Ε (Σημείωσις ἐκδότου)», Συναξαρι-
στής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, σ.δ’).
5. Historia Monachorum in Aegypto, édition critique du texte grec par A. J.
Festugière, Subsidia Hagiographica, n. 34, Société des Bollandistes, Bruxelles
1961.
Ἀρχαῖο πολυμελετημένο κείμενο πού θυμίζει πολύ τή Λαυσαϊκή ἱστορία καί τό
Λειμωνάριον. Ἐκτός ἀπό τό ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο πού δημοσιεύει ὁ Erwin
633

Preuschen, Palladius und Rufinus, L’ Historia Monachorum σ. 1-97, Giessen 1897


(πρβλ. Festugiere, σ. v’), ὑπάρχει καί μία λατινική μετάφραση ἀπό τόν Ρουφῖνο
Τυράννιο, πού εἶναι μετάφραση ἀπό τήν ἑλληνικήν ὡς πρός τη συλλογή Vitae
patrum (Historia eremitica, Historia monachorum: P.L. 21, 387- 462) (πρβλ. Π.Β.
Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.197· ΘΗΕ, τ.10, σ.864).
Ὁ Festugiere ἐκτός ἀπό τήν παρούσα κριτική ἔκδοση, ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τά
φιλολογικά προβλήματα τοῦ κειμένου Le Problème Littéraire de l’ Historia
Monachorum, Hermes1955, σ. 257-284 καί τή μετάφρασή του στά γαλλικά Les
Moines d’ Orient, τ. IV/1, Enquête sur les Moines d’ Egypte: Historia Monachorum in
Aegypto, Cerf, Paris 1964. Ὁ Festugiere στήν κριτική ἔκδοση ἀκολουθεῖ τήν
ἀρίθμηση τοῦ Preuschen, καί τά χειρόγραφα πού χρησιμοποιεῖ σάν πηγή του -καί
πηγή τοῦ Preuschen- ἔχουν ἀπό τόν ἴδιο ἐλεγχθεῖ ἐκτός ἀπό τρία (πρβλ. Festugiere
σ.vii). Τά χειρόγραφά του τά χωρίζει σέ δύο κατηγορίες: α) σέ αὐτά πού
χρησιμοποίησε γιά τήν καταγραφή τῆς ἐργασίας του (les manuscrits de recension)
καί σ' ἐκεῖνα πού ἀποκλίνουν πολύ ἤ λίγο ἀπό τό ἀρχικό κείμενο (les manuscrits
aberrants) καί τά παραθέτει μέ σκοπό νά δείξει ὄχι πώς ὁ ἐπιμελητής τοῦ
χειρογράφου χρησιμοποίησε τή φαντασία του ἀλλά πώς διακόσμησε (στόλισε) τό
κείμενο (imagination/ fantaisie le texte) (πρβλ. Festugiere, σ.lxx). Τά χειρόγραφά
του τά χωρίζει σέ οἰκογένειες ὡς ἑξῆς:
Χειρόγραφα καταγραφῆς:
Οἰκογένεια χ: 1) (Vp) Codex Vaticanus Palatinus Graecus 41.
2) (B) Codex Marcianus Graecus 338.
3) (M) CodexMonacensis 498 (olim Augustanus 20).
4) (P1) Codex Parisinus Graecus 853.
5) (C1) Codex Coislinianus 83.
6) (A) Codex Musei Britannici Arundelianus 546.
Οἰκογένεια y: 1) (L) Codex Vossianus Fol. 46.
2) (P3) Codex Parisinus Graecus 1600.
3) (H) Codex Hierosolymitanus bibl. Patr. 112.
Χειρόγραφα ἀποκλίνοντα:
1) (C2) Codex Coislinianus 282.
634

2) (P2) Codex Parisinus graecus 1628.


3) Οἰκογένεια P: a) (P6) Codex Parisinus graecus 1596 b) (P7) Codex Parisinus
1597.
4) a) (P5) Codex Parisinus graecus 1627 b) (Par. Gr. 919) Codex Parisinus graecus
919.
5) Οἰκογένεια V: a) (V1) Codex Vindobonensis hist. Gr. 84 b) (V2) Codex
Vindobonensis hist. Gr. 9 c) P9 Codex Parisinus graecus 1532.
Σάν κείμενο καταχωρεῖται ἀμέσως μετά τήν Λαυσαϊκή ἱστορία -στά προαναφερ-
θέντα χειρόγραφα (Vp -τό ἀποδίδει στόν Παλλάδιο-· M -μέρος του ὑπάρχει μέσα
στήν Λαυσαϊκή ὑπό τό ὄνομα τοῦ Παλλαδίου, καί τό ὑπόλοιπο χωρίς ἰδιαίτερο τίτλο
ἀκολουθεῖ τήν Λαυσαϊκή (πρβλ. Festugiere,σ.Xviii)· C1 καί Α– μέ τόν τίτλο
Ἱερωνύμου ἡ κατ' αἴγυπτον τῶν μοναχῶν ἱστορία, κύριε εὐλόγησον (πρβλ.
Festugiere, σ.xxv)· H -ὑπάρχει πρόλογος, ἐπίλογος καί κεφάλαια τῆς Κατ' Αἴγυπτον
ἱστορίας· P2 -ὑπό τόν τίτλο Ἡ κατ' Αἴγυπτον ἱστορία ἥν καί Παράδεισον ἄλλον ὁ
συγγραφεύς ὀνομάζει διά τό τερπνότατον τοῦ κατά Θεόν βίου τῶν ἁγίων καί
ἀξιαγάστων (πρβλ. Festugiere, σ.xcvi)· P7 -μέρος του καταχωρεῖται στό ἐσωτερικό
τῆς Λαυσαϊκῆς καί ἄλλο ὑπό τόν τίτλο Ἡ κατ' αἴγυπτον μοναχῶν ἱστορία καί στή
συνέχεια ἕνας πρόλογος (πρβλ. Festugiere, σ.ci)· P5 καί Par. 919 ἀναμεμειγμένο
μέ τήν Λαυσαϊκή. Ἀπό τά παραπάνω καταλαβαίνει κάποιος ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ
κειμένου δέν μᾶς εἶναι γνωστός. Χρονολογικά τό κείμενο πρέπει νά εἶναι
συγγενές τῆς Λαυσαϊκῆς ἱστορίας.
6. Les récits édifiants de Paul, évêque de Monembasie, et d’ autres auteurs,
Introduction et Texte par John Wortley, Éditions du Centre National de la
Recherche Scientifique, Paris 1987.
Ὁμάδα κειμένων πού κυκλοφορεῖ σέ χειρόγραφα ἤ ἔντυπα καί φέρει τ' ὄνομα
Παύλου Μονεμβασίας. Ἀναλυτικά καί κατατοπιστικά εἶναι τά στοιχεῖα πού ἀναφέρει
ὁ Ἀθανάσιος Κομίνης στό ἄρθρο του Paolo di Monembasia στό Byzantion 29/30,
1959-1960, σελ. 231-238, καί ἀφοροῦν τόσο τήν ἐπισκοπεία του, ὅσο καί ἕνα
Νέο Κατάλογο, τῆς ἀθωνιτικῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας πού περιέχει μία σειρά
κωδίκων πού ἀναφέρονται στόν Παύλο καί ὑπάρχουν στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα
Βυζαντινῶν Σπουδῶν 29 (1959). Ὁ Παῦλος, ἐπίσκοπος Μονεμβασίας, τοποθετεῖται
635

στό β´ μισό τοῦ ι’ αἰώνα, καί ἀναφέρεται ὡς ἐπίσκοπος ἀπό τούς V. Laurent, La liste
episcopale du synodicon de Monembasie, Êchos d’ Orient 32 (1933), σ. 145, καί J.
Gouillard, Le Synodicon de l’ Orthodoxie, τομ.2, 1967, σ.117. Ὡς πρός τήν
χρονολόγησή του στό β’ μισό τοῦ ι’ αἰώνα, καθοριστικά εἶναι τά στοιχεῖα: α) τῆς
σφραγίδας πού βρέθηκε στήν Κόρινθο καί φέρει τήν ὑπογραφή «Παῦλος, ἐλέῳ
Θεοῦ ἐπίσκοπος Μονεμβασίας» καί οἱ εἰδικοί V. Laurent καί G. R. Davidson τήν
τοποθετοῦν στό β’ μισό τοῦ ι’ αἰώνα (πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ,
σ.200-201) καί β) τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Βίο τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ νέου, τοῦ ἐν
Λάτρῳ, (ἁγιολογικό κείμενο πού δημοσιεύτηκε ἀπό τόν Hippolyte Delehaye,
Analecta Bollandiana 11 (1892), 19-74, 136-181) πού ἡ κοίμησή του τοποθετεῖται
στίς 15 ∆εκεμβρίου τοῦ 955· αὐτό βοηθάει νά τοποθετηθεῖ καί ὁ παλιός
συμμοναστής του στό ἴδιο μοναστήρι τοῦ Λάτρου «Παῦλος Μονεμβασίας» μέ τίς
ψυχωφελεῖς του διηγήσεις, πού ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος Μονεμβασίας τό 955, καί γιά
λόγους πνευματικούς -ἐκκλησιαστικούς ἔλειπε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπό τά κείμενα πού ἀποδίδονται στό Παῦλο τά πρῶτα δέκα θεωροῦνται γνήσια,
ἐνῶ τά 11-14 θεωροῦνται ἀμφιβαλλόμενα (opera dubia). Σημαντική εἶναι στήν ὅλη
τοποθέτηση τῆς συλλογῆς καί μία ἀραβική μετάφραση τοῦ J.M. Sauget, Le Paterikon
du MS Arabe 276 de la Bibliotheque Nationale de Paris, Le Museon 82 (1969),
363- 403, καί μέ παράρτημα Les Histoires utiles à l’ âme de Paul de Monembasie,
395-404. Ἡ παρούσα συλλογή ὁλοκληρώνεται μέ τήν προσθήκη ὡς
«Παραρτήματος» (Annexe) δύο ἀκόμη κειμένων ἀνωνύμου συγγραφέως: α) Περί
τῆς κανονικῆς γυναικός (de canonika nuda, BHG 1449x) καί β) Περί Σεργίου τοῦ
δημότου Ἀλεξανδρέως (Serge, le dêmotês d’ Alexandrie, BHG 1449i), πού ὁ μόνος
λόγος ὕπαρξή τους εἶνα ἡ συγγένεια τοῦ εἴδους καί τοῦ ὕφους τους μέ τά
προηγούμενα κείμενα (ψυχωφελεῖς διηγήσεις) καί ἀποτελοῦν συγχρόνως κατά τόν
Wortley (σ.18) πρόσθετο ἀποδεικτικό στοιχεῖο γιά τήν ἱστορική ἀξία αὐτῶν τῶν
διηγήσεων πού τίς ὀνομάζει «récits tardifs» (παράκαιρες, παρωχημένες, περασμένες
ἱστορίες).
Οἱ ἀντιγραφεῖς τῶν «διηγήσεων τοῦ Παύλου» χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες:
α) σέ αὐτούς πού ἀπέδωσαν πιστά (πολύ ἤ λίγο) τό ἀρχικό κείμενο· β) αὐτοί πού τό
ἐπεξεργάστηκαν (retoucheurs) καί γ) αὐτοί πού τό μετασχημάτισαν. Τό κείμενο τῆς
636

παρούσης συλλογῆς ἀνήκει στήν πρώτη κατηγορία καί οἱ πηγές γιά τίς 1-10
διηγήσεις εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Le Cod. Athous Iviron 408 (Lambros 4528).
2. Le Cod. Athen B.N. 513.
3. Le Cod. Venet Marcian. App. Ii 101 (1592).
4. Le Cod. Vatic. Archivio di S. Pietro graec. C 149, (1611).
5. Cod. Paris suppl. Graec. 28.
6. Cod. Paris Coisl. 378.
7. Cod. Paris graec. 1613.
8. Cod. Paris Coisl 381, (1609) (Wortley, 10-12).
Ὁ Wortley λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη του ὅλη τήν προηγούμενη χειρόγραφη
παράδοση, δίνει ἕνα καθαρό ἑλληνικό κείμενο μέ παράλληλη μετάφρααη στά
γαλλικά.
7. «Συναγωγή τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καί διδασκαλιῶν τῶν θεοφόρων
Πατέρων ἀπό πάσης γραφῆς θεοπνεύστου συναθροισθεῖσα καί οἰκείως καί
προσφόρως ἐκτεθεῖσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἐντυγχανόντων, παρά Παύλου τοῦ
ὁσιωτάτου μοναχοῦ καί κτήτορος μονῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς
Εὐεργέτιδος, καί Εὐεργετινοῦ ἐπικαλουμένου...», στ΄ ἔκδοση, Ἱερά Μονή
Μεταμορφώσεως τοῦ Κουβαρᾶ Ἀττικῆς,1977.
Σημαντικό Ἀνθολόγιο ἀποφθεγμάτων καί ψυχωφελῶν διηγήσεων εἶναι ὁ
Εὐεργετινός ἤ Εὐεργετινόν. ∆ημιουργός του ὁ Παῦλος εὐσεβής χριστιανός καί
καλλιεργημένος Κωνσταντινουπολίτης, ἀποτραβήχτηκε τό 1048 ἀπό τά ἐγκόσμια
καί ἔχτισε τό μοναστήρι τῆς Εὐεργέτιδος. Πεθαίνει τό 1054 ἀφοῦ προηγουμένως
ἔχει προλάβει νά συνθέσει γιά ψυχική ὠφέλεια τῶν μοναχῶν του τό παραπάνω
πολυσέλιδο ἀνθολόγιο, πού χωρίζεται σέ 4 Βιβλία 50 κεφαλαίων τό καθένα. Ὁ
καθηγητής κ. Π.Β. Πάσχος τόν Εὐργετινό τόν γράφει με η σέ ἀντίθεση μέ τήν στ´
ἔκδοση πού ἀποτελεῖ τήν πηγή μας πού τόν γράφει μέ ι (πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι
οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.198-199).
Τό βιβλίο αὐτό ὑπῆρχε σέ χειρόγραφα τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Ἡ πρώτη
ἔκδοση ἔγινε στή Βενετία τό 1783 ἀπό τό τυπογραφεῖο τοῦ Ἀντωνίου Βορτόλι καί
χορηγία Ἰωάννου Καννᾶ. Ἡ δεύτερη μέ συνδρομή τῶν ἀθωνιτῶν Πατέρων ἀπό τούς
637

Κ.Λ. Υἱῶν Θ. Φωκαέως στήν Κωνσταντινούπολη τό 1861. Ἡ τρίτη στήν Ἀθήνα τό


1900 ἀπό τόν ∆ημήτριο Γ. Τάκο. Ἡ τέταρτη στήν Ἀθήνα τό 1901 ἀπό τόν Ἀντώνιο
Στ. Γεωργίου. Ἡ πέμπτη στήν Ἀθήνα τό 1957 ἀπό τήν Ἱερά Μονή τῆς Μεταμορ-
φώσεως τοῦ Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, μέ ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ Βίκτωρος καθηγουμένου
πού χρησιμοποιεῖ ὡς πρωτότυτυπον κειμένου τήν πρώτη ἔκδοση ἐν Βενετίᾳ, μέ
κείμενο αὐτούσιο χωρίς καμμία ἀλλοίωση γλωσσική ἤ ἐκφραστική. Ἡ ἕκτη ἔκδοση
ἔγινε τό 1977 πάλι ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Κουβαρᾶ Ἀττικῆς καί
ὅπως δηλώνει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος στό Πρόλογο, ἡ μόνη διαφορά της ἀπό
τήν πέμπτη ἔκδοση εἶναι ὅτι στήν πέμπτη ἔκδοση παρατίθετο τό κείμενο μέ πληθώρα
ἑρμηνευτικῶν σχολίων στό περιθώριο, ἐνῶ στήν παρούσα ἔκδοση παρατίθεται τό
κείμενο καί στή συνέχεια πλήρης ἑρμηνεία αὐτοῦ στήν καθομιλουμένη γλώσσα.
Τήν πρώτη φροντίδα, διόρθωση καί ἐπιμέλεια τῶν χειρογράφων πρός ἔκδοση
ἔκανε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Τά βιβλία πού χρησιμοποίησε ὁ συμπιλητής εἶναι: τό Γεροντικόν, τό Μηνολόγιον
τοῦ Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, τό Λαυσαϊκόν, οἱ Πανδέκτες τοῦ Ἀντιόχου, οἱ
∆ιάλογοι τοῦ Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, πνευματικά κείμενα τοῦ Βαρσανουφίου,
Κασσιανοῦ, ∆ιαδόχου Φωτικῆς, Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Μάρκου ἐρημίτου, Μαξίμου τοῦ
Ὁμολογητοῦ. Ἐπίσης μεμονωμένα κείμενα τοῦ Ψευδο-Ἀμφιλοχίου, Ἀναστασίου
Σιναΐτου, Ἁγίου Βασιλείου, Ἀποστολικῶν ∆ιαταγῶν, Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ καί
Θεοδώρητου Κύρου. Ὁ Εὐεργετινός ξεχωρίζει ἀπό ἄλλα βιβλία τοῦ ἀντίστοιχου
εἴδους ἀπό τή συχνή ἀναφορά του σέ βίους ἁγίων.
8.Τό Γεροντικόν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων. Εἰσαγωγἠ Μοναχοῦ
Θεοκλήτου ∆ιονυσιάτου, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια, Εὑρετή-
ριον θεμάτων ἀπό Π.Β. Πάσχον, ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἀθήνα 1961.
Συλλογή τοῦ ἕκτου ἤ ἑβδόμου μ.Χ αἰῶνα, πού ἔγινε στήν Αἴγυπτο καί τήν
ἐπεξεργάστηκε κάποιος ἄγνωστος· ἔχει διασωθεῖ σέ διάφορες μορφές καί τύπους.
Ὁ πιό διαδομένος εἶναι αὐτός πού ἐξέδωσε στή Γαλλία ὁ Joannes Baptista
Cotellerius, Ecclesiae Graecae Monumenta (tom.III), σ.171, Luteciae Parisiorum,
MDCLXXVII (1677) ἀπ' ὅπου πῆρε καί σχεδόν πιστά ἐξέδωσε τό κείμενο ὁ J.P.
Migne στήν Ἑλληνική Πατρολογία P.G. 65, 71-440 καί στή λατινική P.L., 73, 855-
1024 73, 1025-62 πού ἔγινε πιθανότατα ἀπό τόν πάπα Πελάγιο τόν Α’ (556-
638

561), τόν πάπα Ἰωάννη τόν Γ’ (561-574) καί τόν ρωμαῖο μοναχό Πασχάσιο τόν ἐκ
∆ουμίου.
Ὁ ἄγνωστος ἐπιμελητής τῆς παρούσης συλλογῆς κατατάσσει τήν ὕλη του κατ'
ἀλφαβητική σειρά, ἐρανιζόμενος τό ὑλικό του ἀπό βίους, ἐπιστολές, προφορικές
παραδόσεις καί διηγήσεις· παραθέτει τά ἀποφθέγματα 127 Γερόντων καί 3 Ἀμμά-
δων, σύνολο 130. Στό τέλος τοῦ προοιμίου του λέει: «Ἐπειδή δέ εἰσι καί ἕτεροι
λόγοι γερόντων ἁγίων καί πράξεις, μή ἐμφαίνοντες τά ὀνόματα τῶν τε εἰρηκότων
αὐτούς καί πραξάντων, τούτους μετά τήν συμπλήρωσιν τῶν κατά στοιχεῖον ἐν
κεφαλαίοις ἐξεθέμεθα», πού ὅμως ὅπως φαίνεται τό συμπλήρωμα αὐτό μᾶλλον
χάθηκε καί δέν στάθηκε δυνατόν νά ἐκδοθεῖ μέ τό κύριο σῶμα τοῦ Γεροντικοῦ.
Συγγενεύουν πολύ μέ τό Λαυσαϊκόν τοῦ Παλλαδίου.
Ἡ κατ' Ἀλφάβητον παραλλαγή ἔχει ἐπανειλημμένα ἐκδοθεῖ σέ μεταφράσεις
(μοναχῆς Θεοδ. Χαμπάκη, Β. Πέντζα, Π.Κ. Χρήστου· πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ
φίλοι τοῦ Θεοῦ, σ.195).
Πρόσφατα ἄρχισε ἡ κριτική ἔκδοση τῶν Ἀποφθεγμάτων τῆς Θεματικῆς
παραλλαγῆς στή σειρά Sources Chrétiennes Jean Claude Cuy, Les apophtegmes des
Pères. Collection systématique Chapitres I- IX (SC 387), Paris 1993, ἐνῶ τό κείμενο
καί ἡ μετάφραση τῶν Ἀποφθεγμάτων αὐτῶν ἐκδόθηκε ἀπό τό Ἱ. Ἡσυχαστήριο «Τό
Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» μέ τίτλο Τό Μέγα Γεροντικόν, σέ τέσσερις τόμους,
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1994-1999 (πρβλ. ∆ημ. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ,
σ.25)
Ὁ τύπος τῶν Ἀποφθεγμάτων, δηλαδή συλλογή γνωμῶν, ρητῶν, χωρίων ἀπό
διαφόρους συγγραφεῖς ἤ καί ἀπό προφορικές παραδόσεις εἶναι γνωστός ἀπό τήν
ἀρχαιότητα (ἔργα Πλουτάρχου, Ἑπτά Σοφῶν). Ὅμως ὁ τύπος τῶν Ἀποφθεγμάτων
πού ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Θεολογική Γραμματεία, ἔχει ἀποβάλλει τόν
φιλολογικό μανδύα καί ἔχει ἐνδυθεῖ τό μοναχικό τριβώνιο· ἀποτελεῖ τό
προσφιλέστερο μοναχικό ἀνάγνωσμα, γιατί οἱ συγγραφεῖς καί οἱ συλλογεῖς ἦταν
ἁπλοί ἄνθρωποι καί «ἐν διηγήματος εἴδει ἐξέθεντο, ἁπλῷ τινι καί ἀκατασκευάστῳ
λόγῳ· εἰς ἕν γάρ τοῦτο μόνο ἑώρων, ὠφελῆσαι τούς πολλούς».
639

2. ∆ευτερεύουσες πηγές.

1. Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, (Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση,


σχόλια, πίνακες), Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία», Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου,
Καρέας 1983.
Ὁ Ἀββᾶς ∆ωρόθεος ἔζησε περί τά μέσα τοῦ στ’ αἰώνα. Ὑπάρχουν ἐλάχιστες
βιογραφικές πληροφορίες γι' αὐτόν παρμένες: α) ἀπό τή Βίβλο Βαρσανουφίου καί
Ἰωάννου καί β) ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου ∆οσιθέου (γραμμένος ἀπό ἀνώνυμο στά τέλη
τοῦ στ’ αἰ., πού δέν ἀποκλείεται νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ∆ωρόθεος ἐν ΟCP XXVI, 78,
89-123). Κατάγονταν πιθανότατα ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Εἶχε ἕνα ἀδελφό «καλὸν
χριστιανὸν καὶ φιλομόναχον» πού χρηματοδότησε τήν ἀνέγερση νοσοκομείου στή
Μονή Σερίδου. Ἡ οἰκογένειά του πρέπει νά ἦταν χριστιανική καί πλούσια, ὅπως
διαφαίνεται ἀπό τήν ἐξαιρετική μόρφωση πού πῆρε κοντά σέ κάποιο φιλόσοφο τῆς
ἐποχῆς πού πιθανόν ἦταν ὁ Προκόπιος ὁ Γαζαῖος (528 μ.Χ). Ἀπό τή διακονία του
στό νοσοκομεῖο συμπεραίνεται ὅτι εἶχε καί ἰατρικές γνώσεις. Χειραγωγήθηκε στή
Μονή Σερίδου ἀπό τούς Γέροντες Βαρσανούφιο καί Ἰωάννη τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καί
ὑποτακτικός μέχρι πού κοιμήθηκε. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει: «Εἰ καὶ συνέβη με ἔχειν
λογισμόν, ἐλάμβανον τὸ πινακίδιον καὶ ἔγραφον τῷ Γέροντι» (καθώς ὁ Βαρσανού-
φιος ἦταν ἔγκλειστος οἱ μοναχοί τοῦ ἔθεταν τούς λογισμούς τους ἐγγράφως καί
τούς μετέφερε ὁ Ἀββᾶς Σέριδος). Ἦταν κράση ἀσθενική γι' αὐτό καί ἡ ἀγωγή του
ὡς δοκίμου μοναχοῦ δέν ἦταν τόσο σκληρή. Ὁ σαρκικός πόλεμος τόν ἔφερε
κάποτε σέ ἀπόγνωση: «Ἐπειδή σφόδρα πολεμοῦμαι ὑπό τῆς πορνείας καί κινδυνεύω
εἰς ἀπόγνωσιν ἐλθεῖν, καί οὐκ ἐγκρατεύσασθαι δύναμαι διά τήν ἀσθένειαν τοῦ
σώματός μου, εὖξαι ὑπέρ ἐμοῦ... καί εἰπέ μοι τί ποιήσω;» (πρβλ. Βαρσανουφίου καί
Ἰωάννου, Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ.Β’, σνε’). Σέ ὅλη του τήν πάλη εἶχε
μόνιμο συμπαραστάτη τήν προσευχή τῶν Γερόντων του πού ποτέ δέν τόν ἀφήνουν.
Παρ' ὅλη του τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό ὅλη του τήν περιουσία δέν παίρνει
τήν ἄδεια τοῦ Γέροντα Βαρσανούφιου πού τόν συμβουλεύει νά κρατήσει ἕνα μικρό
κομμάτι γῆ νά τό συντηρεῖ γιατί: «Τὸ ἀφεῖναι τὸ ἴδιον θέλημα αἱματοχυσία ἐστι.
τουτέστι τὸ φθάσαι τινὰ κοπιάσαι ἕως θανάτου καὶ ἀθετῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ. τὸ δὲ
ἰδοῦ ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμεν σοι περὶ τελειότητός ἐστι καὶ οὐ περὶ
640

χωρίων καὶ χρημάτων μικρῶν, ἀλλὰ καὶ περὶ λογισμῶν καὶ θελημάτων;» (πρβλ.
Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά, τ.Β’, σνδ’). Ἐκτός
ἀπό ὑποτακτικός τοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννη ὑπῆρξε διακονητής στόν ξενώνα τῆς Μονῆς, στό
νοσοκομεῖο, στήν πνευματική καθοδήγηση τῶν ἀδελφῶν καί ἴσως ὑπῆρξε καί
θυρωρός. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἀββᾶ Σερίδου ἡ τάξη προέβλεπε αὐτόν γιά
ἡγούμενο. Ὅμως αὐτός παραιτήθηκε -μέ σύμφωνη γνώμη τῶν δύο Γερόντων του-
ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί γιά νά γίνει ἡγούμενος ὁ τελευταῖος στήν τάξη πού
ὀνομάζονταν Αἰλιανός. Μετά τήν κοίμηση καί τῶν δύο Γερόντων του θέλησε ν'
ἀναχωρήσει γιά τήν ἔρημο (κάπου μεταξύ Γάζας καί Μαϊουμᾶ). Ὅμως στήν Μονή
Σερίδου ὑπῆρχαν Πατέρες πού ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν καί ἔτσι δημιούργησε
«ἴδιον Μοναστήριον» μεταξύ Γάζας καί Ἀσκάλωνα γύρω στά 540 μ.Χ.. Κοιμήθηκε
μεταξύ τῶν ἐτῶν 560-580μ.Χ.. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 13 Αὐγούστου.
Ἁπό τό ὕφος καί τή σύνταξη τοῦ ἔργου γίνεται κατανοητό ὅτι οἱ ∆ιδασκαλίες
εἶναι μᾶλλον προφορικές ὁμιλίες τοῦ ἀββᾶ πρός τούς μαθητές του πού
διασώθηκαν μέ χειρόγραφα τῶν ἀκροατῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀρχικά κατέγραψαν τά
κεντρικά σημεῖα καί νοήματα καί ἀργότερα ὑπό τήν ἐπίβλεψή του τά ἀνέπτυξαν. Οἱ
λόγοι του παρ' ὅτι ἀναφέρονται σέ κοινοβιάτες μοναχούς γιά προβλήματα
πνευματικῆς ζωῆς, ἀνθρώπινες σχέσεις καί πρακτικούς τρόπους συμμόρφωσης
στούς μοναχικούς θεσμούς καί στό τυπικό τῆς Μονῆς, ἀποκτοῦν γενικότερη
σπουδαιότητα καί σημασία γιά «πάντας τοὺς θέλοντας εὐσεβῶς ζεῖν». Συχνά
συναντῶνται στό λόγο του παρομοιώσεις, ἱστορίες ἀπό τή ζωή τῶν Γερόντων,
προσωπικές του ἀναμνήσεις ἀπό τόν καιρό τῆς μαθητείας του στή Μονή Σερίδου,
πράξεις καί ἀδυναμίες του, παραδείγματα ἐμπνευσμένα ἀπό τά φυσικά φαινόμενα,
τή συμπεριφορά ζώων, τίς ἐπιστῆμες καί τέχνες πού κάνουν τό κείμενο
περισσότερο εὔληπτο καί εὐχάριστο. Αὐτές οἱ παράγραφοι πού θά εἶναι κύρια πηγή
μας εἶναι οἱ 22, 31, 55-57, 78, 85-87, 89-91, 98-99, 106,115-121,150-
152,163,183. Ἐπίσης ὑλικό μας ἀποτελοῦν οἱ παράγραφοι 2-13 πού ἀναφέρονται
σέ περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ ἀββᾶ ∆οσιθέου κοντά στόν ἀββᾶ ∆ωρόθεο (σ.53-71).
Κατά τόν 10ο αἰ. τά ἔργα του διαδίδονται στά Ἑλληνικά μοναστήρια τῆς
Μεσημβρινῆς Ἰταλίας καί ἀπό ἐκεῖ γίνονται γνωστά στούς Βενεδεκτίνους. Ἀπό τόν
11ο αἰώνα μεταφράστηκαν τμηματικά στή λατινική στό Mont Cassin. Ἐπίσης οἱ
641

μοναχοί τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου μετέφρασαν στή λατινική τό ἔργο του. Τό1564
δημοσιεύεται ἄλλη μετάφραση πού ἔχει ἀναλάβει ὁ Χρυσόστομος de Calabre.
Μεταφράστηκε στά γαλλικά καί φλαμανδικά. Ἐπίσης ὑπάρχει γερμανική ἔκδοση τοῦ
1928 πού ἔκανε ὁ Dom Basilius Hermann. Ἡ τελευταία καί πιό ἐπιμελημένη πού
ἀποτελεῖ καί βοήθημα γιά τό παρόν ἔργο εἶναι αὐτή πού περιλαμβάνεται στή σειρά
τῶν Sources Chretiennes No 92. Τέλος ὁ Κωνσταντῖνος Σκουτέρης ἐκδίδει μία
ἀξιόλογη μελέτη ἀναφορικά μέ τή διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ ∆ωροθέου πού
συνοδεύεται ἀπό εἰσαγωγή, μετάφραση καί γλωσσάριο (Abba Dorotheos. Practical
Teaching on the Christian Life, Translation, introduction and glossary by Constantine
Scouteris, Athens 2000).
2. Ἁγία Γραφή
Συχνά στά κείμενα τῶν πηγῶν μας γίνονται παραπομπές σέ χωρία τῆς Παλαιᾶς
καί Καινῆς ∆ιαθήκης, πού ἴσως μερικές φορές προσεγγίζονται καί μέ ἕναν
ἰδιαίτερο τρόπο. Ὁδηγός στή δική μας ἔρευνα ἀποτελοῦν:
-Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece, Deutsche Bilelgesellschaft Stuttgart,
1988.
-Rahlfs Alfred, Septuaginta, vol. I Leges et historiae, vol. II Libri poetici et
prophetici, Privilegiert Württembergische Bibelanstalt, Stuttgart, 1935.
3. Ἀμμωνίου μοναχοῦ, ∆ιήγησις περί τῶν ἀναιρεθέντων ὑπό τῶν βαρβάρων
ἁγίων πατέρων τοῦ Σινᾷ ὄρει καί ἐν τῇ Ραϊθοῦ πού ἐκδόθηκε ἀπό τον F. Combefis,
Illustrium Christi martyrum lecti triumphi… Paris 1660, σ.88-132. Στή διήγηση
σημειώνεται ὅτι συγγραφέας εἶναι ὁ Αἰγύπτιος μοναχός Ἀμμώνιος καί ὅτι
μεταφράστηκε στά ἑλληνικά ἀπό τόν πρεσβύτερο Ἰωάννη. Χρόνος συγγραφῆς
θεωρεῖται ἡ περίοδος πατριαρχείας τοῦ Πέτρου Β’ Ἀλεξανδρείας καί εἰδικότερα τό
χρονικό διάστημα 375-378 (πρβλ. ∆ημ. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 27).
Πηγή τῆς ἔρευνάς μας ἀποτελεῖ τοῦ Π.Β. Πάσχου, Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι
τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1989, σ.21-55.
4. Ἀποφθέγματα Μακαρίου PG 34, 230-262.
Ἀποφθέγματα πού ἀναφέρονται καί στούς δύο Μακαρίους δηλ. τόν Αἰγύπτιο καί
τόν ἐξ Ἀλεξανδρείας, καί πού κατά τό πλεῖστον συναντῶνται στό Γεροντικόν ἤτοι
Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, πού ἀποτελεῖ κύρια πηγή μας.
642

5. Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου. Κείμενα διακριτικά καί ἡσυχαστικά (ἐρωτα-


ποκρίσεις) (Εἰσαγωγή, Προοίμιο, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια) τ.Α’ (1996) (α’-
σιη’), τ.Β’ (1996) (σιθ’-φλγ’), τ.Γ’(1997) (φλδ’-ωμα’), Ἐκδ. «Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς
Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1997.
Ἀποτελεῖ μετάφραση καί σχολιασμό τῆς νεώτερης ὁλοκληρωμένης ἔκδοσης-
χρησιμοποιώντας βοηθητικά καί τήν ἀποσπασματική κριτική ἔκδοση της ἀπό τόν
Derwas James Chitty - πού ἔγινε στό Βόλο ἀπό τό Σωτήριο Σχοινᾶ τό 1960. Εἶναι
ἀκριβέστατη ἀνατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τῆς α΄ ἐκδόσεως τοῦ
1816, μέ τόν τίτλο Βίβλος Ψυχωφελεστάτη Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐν Βενετίᾳ
τῷ 1816. Πρώτη ἔκδοση ἐλαχίστων Ἀποκρίσεων ἔγινε στή Βασιλεία τό 1569 ἀπό
τον J. Grinaeus πού μαζί μέ τα συγγράμματα τοῦ ἀββᾶ ∆ωροθέου ἐκδίδει καί 9
ἀποκρίσεις τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ προφήτου. ∆εύτερη ἔκδοση μερικῶν
Ἀποκρίσεων πού ἀφοροῦσαν τίς ὠριγενιστικές δοξασίες, ἔγινε στό Παρίσι τό
1715 ἀπό τόν B. Montfaucon καί ἀνατυπώθηκε ἀπο τόν Migne στόν 86ο τόμο
τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας (Παρίσι 1860). Τελευταία ὁλοκληρωμένη ἔκδοση ἔγινε
ἀπό τίς Ἐκδ. «Γρηγόριος Παλαμᾶς» ΕΠΕ, Θεσ/κη 1988 σέ κείμενο καί μετάφραση.
Ὁ Π.Μ. Σωτῆρχος ἐξέδωσε Ἀπάνθισμα Ἐρωταποκρίσεων, σέ κείμενο καί
μετάφραση ἀπό τίς ἐκδ. Ἀκρίτας τό 1988. Τό 1794 μεταφράζεται στά σλαβικά ἀπό
τόν Ἀρχιμ. Παΐσιο Βελιτσκόβσκι, στή Μονή Νέμτσουλ, στή Μολδαβία τῆς
Ρουμανίας. ∆εύτερη ἔκδοση τῆς μτφρ. αὐτῆς ἔγινε στή Μόσχα τό 1852 ἀπό τό
τυπογραφεῖο τῆς Ἱ. Συνόδου. Στά ρωσικά μεταφράστηκε τό κείμενο τοῦ Νικοδήμου
ἀπό κάποιον ἄγνωστο τό 1855, καί ἔκανε τέσσερις ἐκδόσεις μέ τήν τελευταία νά
γίνεται τό 1905 στήν Πετρούπολη. Ἡ ρωσική Φιλοκαλία, ἡ ὁποία καταρτίστηκε ἀπό
τόν Ἐπίσκοπο Θεοφάνη Ζατβορνίκο παρέλαβε ἀπό τήν τελευταία αὐτή μετάφραση
137 Ἀποκρίσεις, ἐνῶ ἡ δούκισσα Μίλιτσα Νικολάεβνα, κατήρτισε συλλογή
ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων ἀπό αὐτή τή μτφρ. καί τή δημοσίευσε στην Πετρούπολη τό
1908. Στά γαλλικά μετάφραση λίγων Ἀποκρίσεων βρίσκουμε στόν S. Vailhe στά
ἄρθρα του στό περιοδικό Echos d’ Orient. Ὁλοκληρωμένη τή συλλογή τῶν
Ἀποκρίσεων περιλαμβάνουν δύο χειρόγραφα: α) τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς
Ἑλλάδος β) τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στό Ἅγιον Ὄρος. Χειρόγραφα μέ
ἀποσπάσματα ἤ τό σύνολο τῶν ἐρωτοαποκρίσεων κατέχουν ἡ Ἐθνική Βιβλιοθήκη
643

τῶν Παρισίων (60), ἡ Βοδλιανή Βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης (6), ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Ἱ.
Συνόδου στή Μόσχα, ἡ Βασιλική Βιβλιοθήκη τοῦ Μονάχου, ἡ Ἱεροσολυμιτική, ἡ
Σιναϊτική, οἱ Ἁγιορείτικες Βιβλιοθῆκες καί ἡ Πατμιακή. Μικροφίλμς χειρογράφων
διατίθενται στή Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς τῆς Οὐάσικτων καί στό Ἰνστιτοῦτο Ἐρεύνης
καί Ἱστορίας τῶν κειμένων.
Στό σύνολό της ἡ συλλογή περιέχει 841 Ἐρωταποκρίσεις. Οἱ 397 εἶναι τοῦ
Ἀββᾶ Βαρσανουφίου, τοῦ μεγάλου Γέροντα καί οἱ 444 τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ
προφήτου. Οἱ Ἐρωταποκρίσεις σώθηκαν μέχρι σήμερα, ὄχι μέ τή μορφή
ἀποσπασμάτων, ἀλλά μέ τή μορφή ἑνιαίας συγκροτημένης συλλογῆς. Ἡ συλλογή
φαίνεται ὅτι ἀπαρτίστηκε ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ Πατρολόγοι ἀπό τόν ἀββά
∆ωρόθεο, ἄνδρα λόγιο καί «πεφωτισμένον» πού ἦταν μοναχός στή Μονή Σερίδου,
πνευματικό τέκνο τῶν δύο Γερόντων. Ἡ μοναδική βιογραφία τοῦ Ἁγίου
Βαρσανουφίου τοῦ Μέγα ὑπάρχει μόνο στή λατινική γλώσσα καί δέν μπορεῖ ν'
ἀποδειχθεῖ ἀξιόπιστη πηγή τοῦ βίου του, καθώς οἱ D. Pepebrochio καί S. Vailhe
ἀναφέρουν ὅτι ὁ βίος αὐτός μπορεῖ ν' ἀνήκει σέ ἄλλον Βαρσανούφιο πού ἔζησε
παλαιότερα. Ἀπό μαρτυρία τοῦ Εὐάγριου τοῦ Σχολαστικοῦ δίνεται ἡ πληροφορία ὅτι
γεννήθηκε στά μέσα τοῦ ε´ αἰ.. Στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-
565) ἔχαιρε μεγάλης φήμης. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Στό Κοινόβιο
τοῦ Σερίδου πού ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ στ´ αἰώνα καί βρίσκεται μεταξύ Γάζας καί
Ἀσκάλωνα καί ἡγούμενός της εἶναι ὁ ἀββᾶς Σέριδος, πηγαίνει μέ τήν καθοδήγηση
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποσύρεται σέ ἰδιαίτερο ἡσυχαστικό κελλί πού ζεῖ σάν
ἔγκλειστος. Ἀργότερα παραχωρεῖ τό κελλί του στόν ἀββά Ἰωάννη καί αὐτός
πηγαίνει σέ ἄλλο κελλί, ἄνωθεν τῆς μονῆς, ὅπου παραμένει γιά 18 χρόνια μέχρι
τήν κοίμησή του, πού ὁ M. Lequien τήν καθορίζει χρονολογικά τό 540. Εἶναι ἄξιος
μεγάλων χαρισμάτων: τῆς ταπεινώσεως, τῆς διακρίσεως, τῆς διοράσεως, τῆς
προοράσεως, τῆς προφητείας, τῆς πρός τό Θεό καί πλησίον ἀγάπη, τῆς
θαυματουργίας, τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας, τῆς ἁρπαγῆς ἀπό τό Θεό. Ἐνῶ
ἀκόμη ζοῦσε ἐτιμᾶτο ὡς Ἅγιος καί Θαυματουργός. Οἱ σύγχρονοί του τόν
ἀποκάλεσαν «Μέγα». Μετά τήν κοίμησή του ἄρχισαν νά κυκλοφοροῦν διάφοροι
θρύλοι ὅτι ζεῖ στήν ἐγκλείστρα του χωρίς τροφή παρά μόνο μέ τή θεωρία τοῦ
Θεοῦ. Μεταγενέστερα ἐπικρατεῖ ἡ φήμη ὅτι ἦταν μονοφυσίτης ὅμως αὐτό
644

ἀποδίδεται σέ σύγχυση, γιατί ταυτίστηκε μέ κάποιον ὁμώνυμό του μονοφυσίτη πού


ἔζησε στά μέσα τοῦ ε΄ αἰώνα στήν Αἴγυπτο καί πού ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύ-
μων τόν ἀναθεματίζει στό λίβελλό του καί τόν ἐντάσσει στό «∆εκακέρατον».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ προφήτης εἶναι σύγχρονος «μαθητής καί συνασκητής» τοῦ
ἁγίου Βαρσανουφίου. Ἀγνοεῖται τό ἔτος γέννησής του καί ἡ καταγωγή του, ἀλλά
ἀφοῦ ἦταν συνασκητής τοῦ Βαρσανουφίου ἔζησε καί ἔδρασε κι αὐτός τά χρόνια τῆς
αὐτοκρατορίας τοῦ Ἰουστινιανοῦ. ∆έν εἶναι γνωστό πότε ἔγινε μοναχός. Τά
τελευταῖα 18 χρόνια τῆς ζωῆς του τά ἔζησε στό πρώην κελλί τοῦ Βαρσανουφίου
ἔγκλειστος δεχόμενος μόνο τόν ἡγούμενο Σέριδο καί τόν ἄμεσο ὑποτακτικό του
τόν ἀββά ∆ωρόθεο. Μέ τά πνευματικά του παιδιά ἐπικοινωνοῦσε μέ ἐπιστολές. Ἔχει
τό χάρισμα τῆς διόρασης, γι' αύτό ὀνομάστηκε καί προφήτης. Ὅμως δέν φαίνεται
νά ἔχει τό χάρισμα «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας». Προεῖδε μάλιστα καί τό θάνατό του.
Ἀφηγεῖται ὁ ἀββᾶς ∆ωρόθεος πώς ὅταν ἐκοιμήθη ὁ ἀββᾶς Σέριδος, ἀναδείχθηκε
ἡγούμενος ὁ ἀββᾶς Αἰλιανός πού ἦταν νέος μοναχός καί ἀρχάριος. Ὁ ὅσιος
Ἰωάννης ὁ προφήτης ἀναφέρει στόν Αἰλιανό καί τόν ∆ωρόθεο ὅτι πρόκειται ν'
ἀναχωρήσει ἀπό αὐτή τή ζωή. Τότε ὁ ἀββᾶς Αἰλιανός ἀρχίζει νά τόν παρακαλεῖ νά
μείνει κοντά τους ἔστω καί γιά δύο ἑβδομάδες γιά νά τόν καταρτίσει στό βαρύ
διακόνημα τῆς ἡγουμενίας. Καί πράγματι ὁ Κύριος χάρισε στόν ὅσιο δύο
ἑβδομάδες: «καὶ ἔμεινεν ὁ ἀββᾶς Αἰλιανὸς ἐρωτῶν αὐτὸν περὶ ἑκάστου
πράγματος τῆς διοικήσεως τοῦ κοινοβίου· καὶ καλέσας πάντας τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῷ Κοινοβίῳ ἠσπάσατο ἕκαστον καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς. Καὶ
ἀπολύσας πάντας τοὺς ἀδελφούς παρέδωκε ἐν εἰρήνη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τῷ Θεῷ.»
(τ.Β’, σκδ’). Ἡ τελευτή του πρέπει νά ἔγινε μεταξύ 527-540.
Ἡ διδασκαλία τους δέν εἶναι θεωρητική, ἀλλά ἄμεση καί προσωπική. Ἀπευθύνε-
ται σέ μοναχούς· ὅμως ἐπειδή ἀναφέρεται σέ πρακτικά θέματα ὅπως τήν ἀναμόρ-
φωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τό ξεπέρασμα τῶν παθῶν, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις,
τήν ἐν Χριστῷ τελείωση καί τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἔχει μεγάλη
σημασία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπίκεντρο στόν ἀγώνα τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ
τό «θέλημα» καί τό «δικαίωμα» πού πρέπει νά κοποῦν. Ἀποφεύγεται ἡ δογματική
διδασκαλία ὅπως καί ἡ ἀναφορά τους στίς δογματικές ἔριδες: «Ζήτει τὸν Κύριον
καὶ μὴ ἐρεύνα ποῦ οἰκεῖ.» (τ.Α’, ξα’) καί ἀλλοῦ: «Ἀδελφέ, ἐπειδὴ ἀργοί ἐσμὲν ἐγὼ
645

καὶ σύ, ἀφίεμεν τὰ πάθη ἡμῶν καὶ ἄλλα ἀντ' ἄλλων ἐρωτῶμεν» (τ.Β’, τπε’). Πηγές
τῆς διδασκαλίας τους ἀποτελοῦν: α) ἡ Ἁγία Γραφή, β) οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γ)
τά Γεροντικά δ) ἡ Λαυσαϊκή ἱστορία.
Ἀπό αὐτό τό ἔργο γιά τή μελέτη μας ὡς κύρια πηγή θά χρησιμοποιηθεῖ τό ὑλικό
πού φέρει τόν χαρακτηρισμό «διήγηση» καί εἰδικότερα στόν τόμο Γ’, Ἀποκρίσεις
πρός διαφόρους ἀδελφούς, σ. 64-71, πού εἶναι ἐμβόλιμες διηγήσεις, καί στόν ἴδιο
τόμο Ἀποκρίσεις πρός τόν ἀββά Αἰλιανό, φοδ’, σ. 86-89.
6. Θεοδώρητου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία ἤ ἀσκητική πολιτεία, PG. 82
(1283-1496).
Τό κείμενο πού γράφτηκε γύρω στό 444 ἐξιστορεῖ τούς βίους 28 ἀσκητῶν καί
3 ἀσκητριῶν ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἀντιόχειας. Ὁ συγγραφέας γνώριζε τούς
περισσότερους προσωπικά, καί στά πρῶτα εἴκοσι κεφάλαια ἀναφέρεται σέ ἀσκητές
πού δέν βρίσκονταν στή ζωή ἐνῶ στά ὑπόλοιπα σέ ἀσκητές πού ζοῦσαν ἀκόμη.
Κριτική ἔκδοση τοῦ ἔργου παρουσιάστηκε ἀπό P. Canivet, A. Leroy-Molinghen,
Théodoret de Cyr. Histoire des Moines de Syrie. «Histoire Philothée», (SC 234, 257),
Paris 1977, 1979. (πρβλ. ∆ημ. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 25-26).
7. Κλῖμαξ, Ἰωάννου τοῡ Σιναΐτου, ἐκδοθεῖσα ὑπό Βίκτωρος Ματθαίου
Καθηγουμένου, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος-Κρονίζης
Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, Ἀθῆναι 1965.
Βασίζεται στήν ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τόν Ἁγιορείτη Μοναχό Σωφρόνιο τόν
Ἐρημίτη τό 1883 στήν Κωνσταντινούπολη. Πρωτοεκδόθηκε τό 1633 στό Παρίσι
ἀπό τόν Matthaus Raderus μέ ἐκτενή εἰσαγωγή τοῦ Βίου του ἀπό τόν ∆ανιήλ καί
σχόλια. Ἀνατυπώνεται στό Migne P.G 88, 596-1209. Τό1774 ἐκδίδεται στή
Βενετία ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἱερεμία τόν Σιναΐτη τόν Κρήτα. Μεταφράσεις τῆς
Κλίμακος ὑπάρχουν σέ διάφορες γλῶσσες· λατινική ἀπό τόν Angelus de Cingulo
τό 1294, ἀναθεωρήθηκε ἀπό τον Ambrosius Camaldulensis τό 1531 καί ἐκδόθηκε
στή Βενετία· μία δημώδη ἑλληνική ἐκδίδει ὁ Μάξιμος Μαργούσιος στή Βενετία τό
1590, μία ἀρχαία ἰταλική βρίσκεται στό Collezione di opere inedite o rare 31,
Bologna 1875, μία ἀραβική στόν κώδικα Panorm. Bibl. Nation. III D 2, καί μία
σλαβική μνημονεύει ὁ Fabricius 9, 527. Ὅπως γίνεται γνωστό ἀπό τόν ∆ανιήλ πού
εἶναι μοναχός τῆς Μονῆς Ραϊθοῦ κοντά στήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί ἔγραψε γι'
646

αὐτόν, ὁ Ἰωάννης ὀνομάζεται Σχολαστικός, Σιναΐτης καί τῆς Κλίμακος καί


γεννήθηκε τό 525. ∆εκαέξι χρονῶν εἰσέρχεται στή Μονή Σινᾶ ὅπου ὁ Μαρτύριος
καί ὁ Ἀναστάσιος Πατριάρχης κατόπιν Ἀντιοχείας τόν μυοῦν στό μοναχικό βίο.
Μετά τό θάνατο τοῦ Μαρτυρίου ἐπιλέγει τόν βίο τοῦ ἀναχωρητοῦ καί γιά 40
χρόνια ζεῖ σέ μιά σπηλιά στούς πρόποδες τοῦ Σινᾶ ὅπου προσήρχονταν συχνά
ἀσκητές γιά νά τοῦ ζητήσουν τή συμβουλή του. Κληθείς ἀπό τούς μοναχούς τοῦ
Σινᾶ πού τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενο ἐπιστρέφει στή Μονή γιά λίγα χρόνια, ἔπειτα δέ
ἀποσύρεται πάλι στήν ἔρημο ὅπου καί κοιμήθηκε περί τό 600 μ.Χ. Τό ἀσκητικό του
ἔργο πού τό συνέγραψε ὕστερα ἀπό παράκληση τοῦ Ἰωάννου ἡγουμένου τῆς
Μονῆς Ραϊθοῦ, τό ὀνομάζει Κλίμακα, σέ συσχετισμό μέ τήν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ καί
τό διαιρεῖ σέ 30 μέρη, σύμφωνα μέ τά 30 χρόνια τοῦ ἀφανοῦς βίου τοῦ Χριστοῦ.
Κατά τό περιεχόμενο διαιρεῖται σέ δύο τμήματα πού τό μέν πρῶτο πραγματεύεται
περί τῶν ἐναντίων εἰς τόν χριστιανικόν βίον κακιῶν (κεφ. 1-23), τό δέ δεύτερον
περί τῶν ἠθικῶν καί θεολογικῶν ἀρετῶν (κεφ. 24-30). Πηγές του εἶναι ἡ Ἁγία
Γραφή καί ἡ προσωπική του πνευματική πείρα. Συμβουλεύεται προγενέστερους
ἀσκητικούς ὅπως ἀναφέρει τόν Εὐάγριον, τόν Κασσιανόν, τόν πάπα Γρηγόριον Α´
καί κάποιον Γεώργιον Ἀρσιλαΐτην. Τό ὕφος του δημῶδες καί κάνει συχνή χρήση
παροιμιῶν. Ὁ αὐθύπαρκτος λόγος Πρός ποιμένα ἀποτελεῖ τό τέλος τῆς Κλίμακος
καί ἀποτείνεται στόν Ἰωάννη τῆς Ραϊθοῦ. (πρβλ. Κρουμβάχερ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς
Λογοτεχνίας, τ.1, σ. 283-285).
8. Μητερικόν.
Τόν ιβ´-ιγ´ αἰώνα κυκλοφορεῖ ὡς Μητερικόν μία συλλογή ἤ συρραφή
ἀποφθεγμάτων ἤ πατερικῶν κειμένων ἀπό τόν ἀββά Ἠσαΐα, ἄγνωστον ἀπό ἄλλες
πηγές, ἐκτός ἀπό μερικά χειρόγραφα (πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Νέον Μητερικόν.
Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων
Γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990, ὑποσ. 17, σ.14). Ἔγινε γνωστό ἀπό μία
δυσεύρετη σήμερα ἀπόδοσή του στή νεοελληνική Συμβουλαί τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐου πρός
τήν μοναχήν Θεοδώραν καί τάς ἀδελφάς αὐτῆς, μετάφρασις ὑπό Νικηφόρου τοῦ
Χίου, ἔκδοσις ὑπό Ἀρχιμ. Χριστοφόρου, Ἑρμόπολις 1885. Μέ βάση αὐτή, γίνεται
μιά νέα στή ρωσική ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ταμπώβ Θεοφάνη Goronov, Μόσχα 1891,
β’ ἔκδ. 1898, γ’ 1908. Βάσει τῆς τελευταίας ὁ Ir. Hausherr μέ τή μελέτη του Le
647

Meterikon de l’ Abbe Isaie, OCP, 12, 1946, καί ὁ προηγηθείς Jean Gouillard μέ τήν
Une compilation spirituelle du XIIIe siecle. Le livre II de l’ abbe Isaie, EO 38, 1939,
μᾶς πληροφοροῦν πώς πρόκειται γιά ἕνα εὐκαιριακό ἔργο, συμπιληματικοῦ
χαρακτήρα, πού τά κείμενα του ἀνθολογήθηκαν ἀπό εἰδικά πατερικά καί ἀσκητικά
κείμενα, πού προσαρμόστηκαν ἀλλάζοντας μερικές φορές καί τά ὀνόματα ἤ τό
φῦλο τοῦ γράφοντος ἤ τοῦ παραλήπτη γιά ν' ἀποτελέσουν μοναστικό ἐγχειρίδιο
πνευματικῶν συμβουλῶν καί παραινέσεων στήν πνευματική θυγατέρα τοῦ ἀββᾶ
Ἠσαΐου, τήν μοναχή Θεοδώρα Ἀγγελίνα κόρη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα
Ἰσαακίου Β’ τοῦ Ἀγγέλου (τέλος ιβ’ ἀρχές ιγ’ αἰ.).
Ὁ συμπιλητής τό βάφτισε Μητερικόν ἀλλάζοντας πρός τό γυναικεῖο φῦλο τά
ὀνόματα καί τά θέματα εἰδικοῦ ἐνδιαφέροντος, μέ ἀρκετούς ἀναχρονισμούς.
Πηγές του ἀποτελοῦν: ἀποφθέγματα ἁγίων Γυναικῶν, βίοι Ἁγίων, ἀββᾶς
Θαλάσσιος, βίοι Συγκλητικῆς, Μελανίας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ἰω.
Χρυσόστομος καί Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Μπορεῖ στό περιεχόμενό του νά βρίσκει
κάποιος γνωστά πράγματα καί κοινοτοπίες, ὅμως καθώς ὁ συμπιλητής προσθέτει
καί δικές του συμβουλές καί διατάξεις γιά τήν πνευματική ζωή, οἱ δύο
προηγούμενοι ἐρευνητές τό θεωροῦν σταθμό ἀνάμεσα στόν ἅγιο Συμεών τό Νέο
θεολόγο καί τόν ἡσυχασμό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (ιδ’ αἰ). Εἶναι
χωρισμένο σέ τρία μέρη: α) ἐπιστολή πρός τή Θεοδώρα· β) ἀνθολόγιο ἀποφθε-
γμάτων· γ) «ὑπομνηστικόν» μέ διάφορα κεφάλαια χωρίς συνοχή καί ἁρμονική
συγκρότηση. Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας εἶναι ὁ πρῶτος πού τόλμησε νά γράψει «Βιβλίο
γυναικεῖο» χωρίς νά σκεφθεῖ τίς πιθανές ἀποδοκιμασίες ἀνδρῶν μοναχῶν (πρβλ.
Π.Β. Πάσχου, Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά
κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων Γυναικῶν, σ.16· ∆ημ. Τσάμη, Μητερικόν, τ.Α’,
∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου, ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν
τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ Ἁγία Μακρίνα», Θεσ/κη 1990,
σ.19-20).
Τοῦ Π.Β. Πάσχου, Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί
ἀσκητικά κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων γυναικῶν, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα
1990,1992 καί πού κυκλοφορεῖ καί σέ λογοτεχνική μετάφραση, Π.Β. Πάσχου,
Γυναῖκες τῆς ἐρήμου, Μικρό Γεροντικό Γ’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1995, εἶναι μία
648

συστηματική ἀνθολογία ψυχωφελῶν διηγήσεων ἤ ἀποφθεγμάτων πού ἀφοροῦν


γυναικεῖα πρόσωπα πού πρωταγωνιστοῦν στίς συγκεκριμένες διηγήσεις, ἤ
εἰπώθηκαν γιά ἤ ἀπό διακεκριμένες γυναῖκες τοῦ ἀρχαίου καί τοῦ βυζαντινοῦ
μοναχισμοῦ. Καί ἐδῶ εἶναι ἕνα σημεῖο πρός ἔρευνα, δηλαδή, ἡ θέση τῆς γυναίκας
στό μοναχισμό· ἡ προσαρμογή της, οἱ δυσκολίες της -πού φθάνουν ἀκόμη καί στήν
ἀπόκρυψη τοῦ φύλου της καί μόνον μετά θάνατον γίνεται ἡ φανέρωση- ἡ
ἀντιμετώπισή της ἀπό τούς ἄνδρες μοναχούς, οἱ λόγοι πού τίς ὁδηγοῦν στό
μοναχισμό καί οἱ λύσεις πού δίνουν στά εἰδικά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν
(πάθη-ἀρετές). Αὐτό βέβαια δέν ἀποκλείει καί περιπτώσεις πού φθάνουν στήν
ὑπερβολή (φιλοασκητικές τάσεις - πού πρέπει ν' ἀντιμετωπίζονται μέ κριτική διάθε-
ση - ἤ καί τολμηρές περιγραφές πού θά μποροῦσαν νά παρεξηγηθοῦν, ἀλλά ὅμως
πρέπει νά κατανοηθοῦν μέσα ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ σκοποῦ πού ἐξυπηρετοῦν.
Ἀπό τό χαρακτήρα τῆς ἐπιλογῆς καί ἀνθολόγησης τῶν κειμένων, μπορεῖ νά
ὑποθέσει κανείς πώς ὀφείλεται σέ κάποιον λόγιο ἤ ἀσκητή ἤ καί πνευματικό
κάποιου γυναικείου μοναστηριοῦ τοῦ ιβ’ ἤ ιγ’ αἰώνα. Μπορεῖ ἀφορμή του νά
στάθηκε τό Μητερικόν τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα, ὅμως ἡ δομή καί τό περιεχόμενό του δέν
ἔχουν καμμία ἐξάρτηση ἀπό αὐτό. Εἶναι βασισμένο στά πρότυπα τῶν ἀρχαίων
Γεροντικῶν ἀπ' ὅπου ἀντλεῖ καί μεγάλο μέρος τῶν κειμένων του (συλλογή κατ'
ἀλφάβητον, ἀνώνυμη καί συστηματική). Ἐπίσης πηγές του εἶναι τό Λειμωνάριον τοῦ
Ἰωάννου Μόσχου, οἱ ψυχωφελεῖς ἱστορίες τοῦ Παύλου Μονεμβασίας, τό
Λαυσαϊκόν, βίοι ἁγίων τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου καί ἄλλα ἀσκητικά κείμενα μέ
ἐνδιαφέροντα γιά τίς μονάστριες θέματα πού προέρχονται ἀπό τό μοναχισμό τῆς
Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης. Οἱ πηγές του εἶναι γνήσιες, δέν τίς βιάζει, οὔτε
ἀλλάζει ὀνόματα, ξαναβαφτίζοντας ἤ ἀλλάζοντας φῦλο στούς συγγραφεῖς τῶν
κειμένων ὅπως κάνει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Ὁ κώδικας 513 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης
τῆς Ἑλλάδος πού περιέχει τά κείμενα τοῦ Νέου Μητερικοῦ χαρακτηρίζεται ὡς
patristicus et monasticus γιά τό περιεχόμενό του. Οἱ Βernard Flusin καί Joseph
Paramelle τοποθετοῦν χρονολογικά τό κείμενο στό ιγ΄-ιδ΄ αἰ. ἐνῶ ὁ Fr. Halkin στόν
ιδ΄-ιε΄ αἰ. Ὁ Π.Β. Πάσχος πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά ἔχει γραφεῖ ἀπό ιγ΄ ἕως ιε΄ αἰ.,
ἀφοῦ τά περιεχόμενά του εἶναι διάφορα ἀλλά καί ἡ γραφή του (χέρι καί μελάνι)
καί ἡ κατά σελίδα τῶν φύλλων του γεμάτη ἐπιφάνεια ποικίλει κατά διαστήματα καί
649

τό χαρτί εἶναι διαφόρων ἀποχρώσεων. Τό κείμενο ἐκδόθηκε ἐπί τῇ βάσει ἑνός καί
μόνο γνωστοῦ κώδικα καί ἔγιναν προσπάθειες διόρθωσης, ὅσο τό δυνατόν
λιγώτερο στούς ἀσυνήθεις τύπους στή γραμματική καί σύνταξη. Αὐτό πού ἐνδιαφέ-
ρει στό κείμενο εἶναι ἡ βαθύτερη γνώση τῆς πνευματικῆς ἐξέλιξης τῆς ἀσκητικῆς
ζωῆς καί ἰδεωδῶν τοῦ μοναχισμοῦ καί μάλιστα ἀφοῦ ἡ ἀνθολόγηση εἶναι ἀπό
διάφορες πηγές γίνεται φανερό ὅτι διαφοροποίηση θά ὑπάρχει καί στό λόγο καί
στή γραμματική καί στή σύνταξη. Ὅπως κάθε μοναστήρι εἶχε τό Γεροντικόν του
ἴσως καί κάθε γυναικεῖο μοναστήρι νά φιλοδοξοῦσε νά ἔχει τό Μητερικόν του
(πρβλ. Π.Β. Πάσχου, Νέο Μητερικόν, σ. 19-24).
Ὁ ∆ημ. Τσάμης ἀπό τό 1990, μέ τή συνεργασία ὁμάδας ἐπιστημόνων,
ἐπιμελεῖται μία σειρά ἀνθολογιῶν πού φέρουν τό τίτλο Μητερικόν καί
ἀναφέρονται σέ μητέρες τῆς ἐρήμου, ἀσκήτριες καί ὅσιες γυναῖκες ἀπό τόν δ΄
αἰῶνα καί μετά: Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν, τ.Α’, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων
Μητέρων τῆς ἐρήμου, ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας,
ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ Ἁγία Μακρίνα» Θεσσαλονίκη 1990· τ.Β’, ἐκδ. Ἀδελφότητας
«Ἡ Ἁγία Μακρίνα» Θεσσαλονίκη 1991· τ.Γ’, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ Ἁγία Μακρίνα»
Θεσσαλονίκη 1992· τ.∆’, ἐκδ. Ἱ.Μ. Παναγίας τοῦ Ἕβρου Ἀλεξανδρούπολης, 1993·
τ.Ε’, ἐκδ. Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά· τ.Ζ’, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Μεταμορφώσεως τοῦ
Σωτῆρος, Μήλεσι Ὠρωποῦ.
9. Νείλου Μονάζοντος Ἐρημίτου, ∆ιηγήματα εἰς τήν ἀναίρεσιν τῶν ἐν τῷ
ὄρει Σινᾷ μοναχῶν καί εἰς τήν αἰχμαλωσίαν Θεοδούλου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, PG 79,
589Α-693Β.
Συγγραφέας τοῦ ἔργου ἀναφέρεται ὁ ἐρημίτης Νεῖλος (ὁ Π.Β. Πάσχος, στό Οἱ
Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι
1989, σ. 57 καί 75, μέ πηγή του τήν Ἱεροκοσμική Ἱστορία τοῦ Νεκταρίου, ἀναφέρε-
ται στόν Νεῖλο ἐξ Ἐπάρχων, καθώς πρίν γίνει μοναχός εἶχε λάβει καί τό ἀξίωμα
τοῦ Ἐπάρχου στή Κωνσταντινούπολη) πρόσωπο διαφορετικό ἀπό τόν Νεῖλο
Ἀγκύρας, παρ' ὅτι κατά καιρούς δημιουργήθηκε σύγχυση γιά τό ποιός ἀπό τούς δύο
εἶναι ὁ συγγραφέας μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητά του (πρβλ. ∆ημ.
Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, σ. 28). Τό διήγημα πού γράφτηκε κατά τήν περίοδο
614-633, ἐξέδωσε ὁ P. Possinus. Ὁ F. Conca παρουσίασε κριτική ἔκδοση μέ τίτλο
650

Nilus Ancyranous Narratio, Leipzig, 1983 (πρβλ. ∆ημ. Τσάμη, Τό Γεροντικό τοῦ
Σινᾶ, σ. 29).
10. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, οἱ ἐκδόσεις «Ἀστήρ» σέ πέντε τόμους
ἐξέδοσαν τό κείμενο τοῦ 1782, τ.Α’ (19825), Β’ (19845), Γ’ (19915), ∆’
(19915), Ε’ (19925), ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναχωρεῖ τό 1777 γιά τίς Καρυές τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὅπου συναντιέται μέ τόν ἅγιο Μακάριο ἐπίσκοπο Κορίνθου, ἐκθρονισθέντα
ἀπό τούς Τούρκους γιά τή συμμετοχή τῆς βυζαντινῆς οἰκογένειάς του τῶν
Νοταράδων, στήν ἐξέγερση τοῦ 1770. Ἐκεῖ τοῦ παραδίδει χειρόγραφα ἀπό
ἀνθολογίες πατερικῶν κειμένων (μοναστικῶν, ἀσκητικῶν, ἡσυχαστικῶν, θεολογι-
κῶν) γιά νά τά ἐπεξεργαστεῖ πρός ἔκδοση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος παραδίδει μετά ἀπό
δύο χρόνια τό ἔργο φιλολογικά διορθωμένο, μέ προοίμιο καί σύντομες
βιογραφίες τῶν συγγραφέων στόν Μακάριο, ὁ ὁποῖος μέ τήν σειρά του τό δίνει
στόν πρίγκιπα Μολδοβλαχίας Ἰωάννη Μαυροκορδάτο, πού ἀναλαμβάνει καί τίς
δαπάνες τῆς ἔκδοσης, πού γίνεται στή Βενετία τό 1782. ∆όθηκε ὁ τίτλος
Φιλοκαλία, δηλ. ἡ φιλία τοῦ καλοῦ στά ὑψηλά πνευματικά ἐπίπεδα πού ἀνήκει στούς
Νηπτικούς, δηλ. τούς ἀσκητικούς ἁγίους Πατέρες πού ἔφτασαν στή θεία κατάσταση
τῆς ἀδιάλειπτης νήψεως καί ἐγρηγόρσεως τοῦ θεωθέντος νοῦ τους.
Ἔχει μεταφραστεῖ στή Σλαβονική ἀπό τόν Ρῶσο ἱερομόναχο Παΐσιο
Βελιτσκόφσκυ καί τόν ἀκολουθεῖ ὁ Ἰωάννης τοῦ Ταμπώφ τό 1877, ἀλλά
καινοτομεῖ ἀφαιρώντας τό ἔργο τοῦ Πέτρου ∆αμασκηνοῦ, τῶν Κεφαλαίων τοῦ
Καλλίστου Καταφυγιώτου καί τῶν Πρακτικῶν Κεφαλαίων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ· τή θέση τους καλύπτει μέ πρακτικότερα κείμενα τῶν ἁγίων Ἐφραίμ τοῦ
Σύρου, Βαρσανουφίου, Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί Κατηχήσεων τοῦ Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου. Βάσει τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1782, ὁ Παν. Τζαλάτης τυπώνει τήν Φιλοκαλία
στήν Ἀθήνα τό 1893, προσθέτοντας καί τά Περί Προσευχῆς Κεφάλαια τοῦ ἁγίου
Καλλίστου.
Μεταφράζονται ἀποσπάσματα της μετά τό Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στά γερμανικά,
ἀγγλικά, γαλλικά. Ὁ π. ∆. Στανιλοάε τή μεταφράζει στά ρουμανικά σέ 10 τόμους.
Ἀπό τό 1984 καί ἑξῆς ἔγινε μετάφραση στήν νεοελληνική ἀπό τόν Ἀντώνιο Γ.
Γαλίτη, (Εἰσαγωγή-Σχόλια Θεόκλητος ∆ιονυσιάτης, Φιλολογική Ἐπιμ. Ἰγνάτιος
651

Σακαλῆς) ἀπό τίς Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», τ.Α’ (1984), Β’ (1985), Γ’
(1986), ∆’ (1987), Ε’ (1988), Θεσσαλονίκη.
11. Πατερικά Κείμενα
-Ἀναστασίου Σιναΐτου Πατριάρχη Ἀντιοχείας, Ἐρωτήσεις καί Ἀποκρίσεις περί
διαφόρων κεφαλαίων ἐκ διαφόρων προσώπων, PG 89, σ. 312-824.
-Ἁγίου Αὐγουστίνου, Αἱ Ἐξομολογήσεις, τεύχη Α’-Β’, εἰσαγωγή-μετάφραση-
σημειώσεις Ἀνδρέου ∆αλεζίου, Ἀθῆναι 19806.
-Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατά πλάτος 26, PG 31, 906-1051.
-Εὐαγρίου Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία PG 86 ΙΙ, 2416-2885.
-Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ΒΕΠ 19,20.
-Θεοδώρητου Κύρου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG. 82 (881- 1280).
-Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικοί Λόγοι, Λόγος ΜΣΤ’, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1961.
-Α. Papadopoulos-Κerameus, ∆ιήγησις τῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου καί ἐνδόξου
μεγαλομάρτυρος καί θαυματουργοῦ Ἀρτεμίου, Varia Graeca Sacra, Leipzig
1975, σ. 1-79.
-Σωζομενοῦ Ἑρμείου Σαλαμινίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG 67, 843-1630.
-Σωκράτους Σχολαστικοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, PG. 67, 33-841.
-Σωφρονίου Ἱεροσολύλων, ∆ιήγησις θαυμάτων τῶν ἁγίων Κύρου καί Ἰωάννου τῶν
σοφῶν Ἀναργύρων 10, PG. 87, 3453.
-Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τήν πρός Τιμόθεον Α’ ἐπιστολή, ΙΓ’, α’, P.G. 62, 565.

3. Βοηθήματα.

-Ἀγουρίδη Σ., Ἱστορία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, ἐκδ. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 19854.
-Ἄγνωστες σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ, μτφρ. ἐπιμ. Χρισταφακόπουλου ∆ημ., ἐκδ. «Τό
Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1996.
-Ἀγραφιώτη Θ., Τά «κόμικς» ὡς μέσο ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν. Χριστιανοπαιδαγω-
γική θεώρηση, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Σειρά χριστιανοπαιδαγωγικές μελέτες καί
ἔρευνες, Θεσσαλονίκη 2005.
-Ἀδαμίδη Σωτ., Θεραπευτική τῶν Πατέρων καί ψυχανάλυση, ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλη,
Ἀθήνα 2002.
652

-Ἀθανασόπουλου Β., Ἡ Θεωρία καί ἡ πράξη τῆς ἀφηγηματικῆς τέχνης τοῦ Φώτη
Κόντογλου, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα, χ.χ.
-Ἀθανασόπουλου Θεοκλ. Ἀρχιμ., Τό ἀσκητικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, περ.
Ἀλιεύς, ἔτος ΛΕ’, ἀριθμ. 229, Τρίπολις Ἰαν.-Φεβρ.-Μάρ. 2002, σ.4-8.
-Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου καί ∆ικαίου Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος, ἐπιμ. καί ἔκδ.
Ἀρχιμανδρίτου Φιλαρέτου Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας, 2002.
-Ἀλεβιζάτου Ἁμ., Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἐν Ἀθήναις
19492.
-Ἀλμπέρτι Ἀλ., Θέματα ∆ιδακτικῆς. Λεξικό βασικῶν ὅρων σύγχρονης διδα-κτικῆς,
μτφρ. Μαριάννα Κονδύλη, ἐπιμ. Χρῆστος Φράγκος-Μαριάννα Κονδύλη, ἐκδ.
Gutenberg, Ἀθήνα 1994.
-Alter Rob., The art of Biblical Narrative, National Jewish Book Award, for Jewish
Thought 1981.
-Ἀνάσα ζωῆς. 20 κείμενα Πατερικῆς εὐωδίας, Ἐπιμ. Ἀρχιμ. Νικ. Πρωτοπαπᾶ,
Φυλλάδια ἐπικαιρότητας, ἀριθμ. 37, ἐκδ. Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας.
-Ἀντίδωρον τῷ Μητροπολίτῃ Μεσσηνίας Χρυσοστόμῳ Θεμέλῃ, τ. 2: Ἐμμ. Περσελῆ,
Ψυχοκοινωνικά στάδια ἀνάπτυξης τῆς πίστης καί χριστιανική ἀγωγή, σ. 213-229,
Καλαμάτα 2006.
-Αὐγουστίδη Ἀδαμ., Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθετικότητα. Ποιμαντική καί Ψυχολογική
προσέγγιση στήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου (Βιβλιοθήκη Ἱ. Μ.
Θηβῶν καί Λεβαδείας 8), Ἀθήνα 1999.
-Auctarium BHG, Subsidia Hag. Gr. ἀρ. 47,1969.
-BHG, τ. ΙΙΙ, σ. 175-214, Βρυξέλλες 1957.
-Βάντσου Χρ., Τά σύμβολα ἀπό ἄποψη Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, στά Σύμβολα καί
Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Χρονικόν, εἰσηγήσεις, πορίσματα
Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας ἔτους 1991), ∆ράμα 1991,
σ.104-128.
-Βασιλόπουλου Χρ., ∆ιδακτική τῶν Θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση, ἐκδ. Αφοι
Κυριακίδη, Θεσ/κη 1989.
-Βασιλόπουλου Χρ., Ὁ μαθητής ὡς κριτήριο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἐκδ.
Αφοι Κυριακίδη, Θεσ/κη 19932.
653

-Bauer Ol., Faire lire la Bible comme à l’ école: un mode d’ emploi, Ėglise protestante
francophone de Washington, Congrès SITP- 20 août 2004.
-Beck H.G., Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. ∆ημοσθένη Κουρτόβικ, Μορφωτικό Ἵδρυμα
Ἐθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992.
-Βεργωτῆ Γ., Ποιμαντική ἀξιοποίηση τοῦ συμβόλου, στά Σύμβολα καί Συμβολισμοί
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Χρονικόν, εἰσηγήσεις, πορίσματα Ἱερατικοῦ
Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας ἔτους 1991), ∆ράμα 1991, σ.91-103.
-Βερτσέτη Ἀθαν., ∆ιδακτική. τ.Α’ Γενική ∆ιδακτική, Ἀθήνα 20035.
-Βιβιλάκη Ἰω., Ἡ σκηνή τοῦ βίου: ἡ παραβολή τοῦ κοσμοθεάτρου στούς
ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, περ. Σύναξη, τ. 62, Ἀπρ. - Ἰουν. 1997, σ. 109-120.
-Bigge M., Θεωρίες μάθησης γιά ἐκπαιδευτικούς, μτφρ. Ἀριστ. Κάντα, Ἀλεξ. Χαντζή,
ἐπιμ. Ν. Ράπτης, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 1987.
-Βίττη Εὐσ., Ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐρήμου, περ. Θεολογία, τ.43, τεύχη 3-4,
Ἰουλ.- ∆εκεμ., σ. 584-609, Ἐν Ἀθήναις1972.
-Βουλγαράκη Ἠλ., Πρακτική τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, Ἀθήνα 1984.
-Βουλγαράκη Ἠλ., Στιγμιότυπα ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995.
-Βουλγαράκη Ἠλ., Καθημερινές Ἱστορίες Ἁγίων καί Ἁμαρτωλῶν στό Βυζάντιο, ἐκδ.
Μαΐστρος, Ἀθήνα 2001.
-Bovet Th., Ὁ Γάμος. Μτφρ. Τ.Γ. Ζαννῆ, ἐκδ. Ἡ Ἔλαφος, Ἀθῆναι 1968.
-Βρανοῦ Ἰω., Ἀναζητώντας τό φῶς, ὁ Van Gogh καί ὁ Μεγάλος Γέροντας
Βαρσανούφιος, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991.
-Bruner J., Learning about learning. A Conference report, U.S. Department of Health,
Education Welfare, Cooperatives Research Monograph, n.15, 1966.
-Bruner Jer., ∆ημιουργώντας ἱστορίες. Nόμος, Λογοτεχνία, Ζωή, ἐπιστ. ἐπιμέλεια
Γιάννης Κουγιουμτζάκης, Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 20042.
-Bultman Rud., Ὕπαρξη καί πίστη. ∆οκίμια Ἑρμηνευτικῆς Θεολογίας, μτφρ. Φώτη
Τερζάκη, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1995.
- Butler Cuth., The Lausiac History of Palladius, Texts and Studies 6, 1- 2, Cambridge,
τόμ. Α' 1898, Β' 1904.
-Γαλιγαλίδου Κερ., Ἡ ἀρετή τῶν δακρύων κατά τούς Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας, περ.
Θεοδρομία, τ.2, σ. 66-78, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1999.
654

-Γεωργοπούλου Νικ., Ὁ πλατωνικός μῦθος τῆς ∆ιοτίμας, Ἀθήνα 1989.


-Γεωργοπούλου Νικ., Ἠθική τῆς οἰκολογικῆς συνείδησης, Ἀθήνα 1995.
-Γεωργούλη Κ., Γενική ∆ιδακτική, Ἀθῆναι 1972.
-Γεωργούλη Κ., Ἡ οὐσία καί ἡ διδακτική τῶν θρησκευτικῶν, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθῆναι
1975.
-Γιανναρᾶ Χρ., Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1989.
-Γιανναρᾶ Χρ., Τό ρητό καί τό ἄρρητο, Τά γλωσσικά ὅρια ρεαλισμοῦ τῆς
μεταφυσικῆς, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1999.
-Γιαννακοπούλου Βαρ., Ποιμαντική κατά τήν Θεολογία καί Πράξη τῶν Ἁγίων
(∆ιδακτικές Σημειώσεις), Ἀθήνα 2004.
-Γιαννακοπούλου Βαρ., Συμβουλευτική Ποιμαντική, Ἀθήνα 2005.
-Γιοκαρίνη Κ., Ἡ τεχνική τῶν ἐρωτήσεων στή διδακτική πράξη καί στήν ἀξιολόγηση,
ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 19952.
-Γκότση Γ., Θρησκεία, Νεωτερικότητα καί σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα, ἐκδ.
Σάκκουλα, Ἀθήνα-Κομοτηνή 1996.
-Γλάρου Ἀθαν., Θεία Παιδαγωγία. Παιδαγωγικά στοιχεῖα στό Μεγάλο Κανόνα τοῦ
Ἀνδρέα Κρήτης, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2000.
-Γλάρου Ἀθαν., Ἡ μνημοτεχνία τοῦ Θείου Λόγου κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ.
Γρηγόρη, Ἀθήνα 2007.
-Γρηγοριάδη Κ., Περί τῆς μεθόδου καί τῆς πορείας τῆς διδασκαλίας εἰς τό
θρησκευτικόν μάθημα, Κοινωνία 17, (1974) 256-278.
-Cahiers de la Bible Contéè de bouche à oreille, revue semestrielle, Nº5-Noël 2000.
-Cahiers de la Bible Contéè de bouche à oreille, revue semestrielle, Nº4-Pentecôte
2000.
-Cuy J.C. S.J, Recherches sur la tradition grecque des apophthegmata Patrum, Societe
des Bollandistes. 24, Bonlevard Saint Michel, Bruxelles 4, 1962.
-Cuy J.C., Les apophtegmes des Pères. Collection systématique Chapitres I- IX,
Sources Chrétiennes 387, Paris 1993.
-Cadamer H.G., Rhetorik und Hermeneutik (Veröffentlichung der Joachim Jungius-
Gesellschaft der Wissenschaften), Cöttingen 1976.
655

-Clifford M., Psychology of Religion σ.57-73 καί Psychotherapy and Religion, σ. 74-
80, The Encyclopedia of Religion, Vol. 12, Mircea Eliade editor in Chief,
Macmillan Publishing Company, New York, Collier Macmillan Publishers London.
-Chitty D.J., The Desert a city. An Introduction to the study of Egyptian and
Palestinian Monasticism under the Christian Empire, St. Vladimir’s Seminary Press,
Crestwood, New York 10707, 19993.
-Chantal Mor., Les récitatifs bibliques au coeur de la tradition orale, Notre- Dame du
Cap, Novembre 2000.
-Cohen L., Manion L., Μεθοδολογία ἐκπαιδευτικῆς ἔρευνας, μτφρ. Μητσοπούλου
Χρυσούλα, Φιλοπούλου Μάνια, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 1994.
- ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη Α., Θεματική τῆς Παιδαγωγικῆς Ἐπιστήμης, 1ον Παιδαγωγική
Ἀνθρωπολογία-Παιδαγωγική Ἠθική, Ἀθῆναι 1975.
-∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη Α., Εἰσαγωγή στήν Παιδαγωγική ψυχολογία E. Stones, Ἀθῆναι
1978.
- ∆ανασσῆ-Ἀφεντάκη Α., Ἡ ἐξέλιξη τῆς παιδαγωγικῆς καί διδακτικῆς σκέψης (17ος-
20ος αἰ.), τ. Β’, Ἀθῆναι 19802·
-∆εληκωσταντῆ Κ., Ἡ ἀγωγή μεταξύ ἀτόμου καί προσώπου. Θεολογικές ἐκτιμήσεις
γιά τή σύγχρονη κρίση τῆς παιδείας στή Ἑλλάδα, περ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
Θεσσαλονίκη 1991, σ.262-282.
-∆εληκωνσταντῆ Κ., Σύγχρονη Παιδαγωγική καί Παιδεία Ὀρθοδοξίας στό
Ὀρθοδοξία ὡς πρόταση ζωῆς (συλλογική ἐργασία), ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993.
-∆εληκωνσταντῆ Κ., Ἡ παιδαγωγική τοῦ Kant. Θεμελίωση, ἐπικαιρότητα καί κριτική
τῶν ἀντιλήψεών του γιά τήν ἀγωγή, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Ἀθήνα 20012.
-∆εληκωστόπουλου Ἀθ., Τό θαῦμα. Συμβολή εἰς τήν σύγχρονον ἀπολογητικήν τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ἐν Ἀθήναις 1971.
-∆ετοράκη Θ., Εἰσαγωγή στή Σπουδή τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων (Πανεπιστημιακές
παραδόσεις), Ρέθυμνο 1992.
-Derbolav J., Προβλήματα Παιδαγωγικῆς ἐρεύνης καί διδασκαλίας, μτφρ. Γεωργίου
Κουμάκη, Ἀθῆναι 1971.
656

-∆ρίτσα Ἀθαν., Οἱ Θεραπευτικές ἰδιότητες τῆς μουσικῆς. Ὁ αὐλός τοῦ Πάνα στό
φῶς τῆς Σύγχρονης τομογραφίας, διάλεξη 10 Απριλίου 2002, Μέγαρο
Μουσικῆς Ἀθηνῶν.
-Dictionnaire de Spiritualité, Cavallera F., Apophtegmes, Tome I. σ. 767-770·
Richard Μ., Florileges grecs, σ. 475-512, (Florileges Monastiques σ. 499-510)
τ.5, Paris 1964.
-Dictionary of Pastoral Care and Counseling, General editor Rodney J. Hunter, H.
Newton Malony – Liston O. Mills – John Patton (Associate Editors), Abingdon
Press, Nasbville: Interpretation and Hermeneutics, σ.591-593· Mythology and
Psychology, σ. 771-772· Narrative\Narrative Theology σ. 775· Personal story,
symbol, and Myth in Pastoral care, σ.893-894.
-Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμος 21, ἐκδόσεις Πάπυρος,
∆ιήγημα: σ. 40 -47.
-Egger Wil., Methodenlehre zum Neuen Testament. Einführung in linguistische und
historisch–kritische Methoden, Herder Freiburg–Basel–Wien (σ.119-133/
Abschnitt: Narrative Analyse), x.x.
-Eliade Mircea, Προσφορά Τιμῆς καί σεβασμοῦ στή Μνήμη του (23-4-1986), ἐπιμ.
∆ημήτρη Σταθοπούλου, ἐκδ. Χατζηνικολῆ, Ἀθήνα 1988: ∆ιονυσίου ∆ακουρᾶ,
Mircea Eliade καί ἡ ἑρμηνεία τῶν Μύθων, σ. 75-95· Στ. Παπαλεξανδρόπουλου,
Ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας στόν Eliade, σ. 108-127· Ἀφροδίτης Ἀβαγιανοῦ,
Mircea Eliade καί Μύθος, σ.128-133.
-Ἐράστου Β., Χορευέτῳ ἡ φύσις, περ. Ἀκτῖνες, Ἀπρίλιος 1961.
-Ἐξαρχόπουλος Ν., Γενική ∆ιδακτική, τ. Α’-Β’, ἐκδ. ∆ημητράκου, Ἐν Ἀθήναις 1946.
- Flusin Ber., Demons et Sarasins Travaux et Memoires 11(1991) 381- 409.
-Ζηζιούλα Ἰ., Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς Πατερικῆς
Θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου. Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητρ.
Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος 1977, σ. 287-323.
-Ζηζιούλα Ἰ., (Μητροπ. Περγάμου), Ἡ θέωση τῶν Ἁγίων ὡς εἰκονισμός τῆς
Βασιλείας. Ἁγιότητα, ἕνα λησμονημένο ὅραμα, ἐπετειακός συλλογικός τόμος,
ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001, σ. 23-41.
657

-Ζήση Θ., Τέχνη παρθενίας, ἐκδ. Πατραρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν,


Θεσσαλονίκη 1973.
-Ζιώγα Ἰ., Μηνύματα ἀσκητῶν στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Γρεβενῶν, 1993.
-Ζιώγου-Καραστεργίου Σιδ., Ἡ παιδαγωγική σκέψη ἀπό τόν Πλάτωνα ὡς τή Μ.
Μοντεσσόρι. Ἀνθολόγιο κειμένων, Θεσσαλονίκη 1996.
-Ζούκοβα Εὐγ., Μονάστριες πού ἀσκήτεψαν σέ ἀνδρικά μοναστήρια ἤγουν ὅσιες
γυναῖκες ὁπού ἄθλησασαν μέ ἀνδρική μοναχική ἐνδυμασία, Ὑμναγιολογικά
Κείμενα καί μελέτες Ν.10, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005.
-Genette G., Marin L., Mathieu-Colas M., Τά ὅρια τῆς διήγησης, μτφρ. Ἕλενα
Θεοδωροπούλου, Ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1987.
-Goody J., Ἡ λογική τῆς Γραφῆς καί ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, μτφρ. Νάσια
Ποταμιάνου, ἐκδ. τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου, Ἀθήνα 2001.
-Gerkin Ch. V., The living human document. Re-Visioning Pastoral Counseling in a
Hermeneutical Mode, Abingdom Press, Nashville (Changing the story: Myth and
Parable in Pastoral Counceling, σ. 161-176).
-Gizelis Gr., Narrative Rhetorical devices of persuation. Folklore Communication in a
Creek-American Community, Athens 1974.
-Guylain Pr., La parole en récitatif. L’ ACRB: l’ un des secrets les mieux gardés, L’
Ėglise canadienne- Vol. 34, numéro 2, Février 2001.
-Greisch J., Οἱ μεταφορές τῆς ἀνάγνωσης. Ζητήματα μεθόδου, μτφρ. Ἕλενα
Θεοδωροπούλου-Καλογήρου, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1993.
-Hesseling D.C., Bloemlezing uit het Pratum Spirituale van Johannes Moschus,
Οὐτρέχτη 1916.
-Houssaye J., ∆εκαπέντε παιδαγωγοί. Σταθμοί στήν ἱστορία τῆς παιδαγωγικῆς
σκέψης, μτφρ. ∆έσποινα Καρακατσάνη, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2000.
-Hooke S.H., Μυθολογία τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἐκδ. Γερ. Ἀναγνωστίδη.
-Ἡ παιδική λογοτεχνία καί τό μικρό παιδί. Εἰσηγήσεις στό Β’ Σεμινάριο τοῦ κύκλου
τοῦ Ἑλληνικοῦ παιδικοῦ βιβλίου, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1988: Μιράσγεζη
Μαρίας, Τό παιγνίδι στή παιδική Λογοτεχνία, σ. 38-68· Θεοδούλου ∆ώρου, Ἡ
παιδική Λογοτεχνία καί τό μικρό παιδί, σ. 69-84· Βασιλειάδου Ἔλλη, Τό παιδί τῆς
658

προσχολικῆς ἡλικίας καί τό παραμύθι, σ. 103-119· Μενδρινοῦ Ἄννας, Ἡ


σημασία τῆς εἰκονογράφησης καί ὁ ρόλος τοῦ εἰκονογράφου στό παιδικό
βιβλίο, σ.145-149· Παρμενίδη Τζώρτζη, Ἡ εἰκονογράφηση στό ἔντεχνο
παραμύθι. ∆ύο βασικές ἐπιλογές κατά τή δημιουργία τῆς εἰκόνας, σ. 170-175.
-Θεοδωρούδη Γ., Τά ἀσκητικά τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, περ.
Θεοδρομία, ἔτος Α’, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1999, τ.1, σ. 26-32.
-Θεοδώρου Εὐ., Ὁ προσωπικός χαρακτήρ τοῦ ὀρθοδόξου κηρύγματος. Ἀνάτυπον
ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ἐφημέριος», Ἐν Ἀθήναις 1960.
-Θεοδώρου Εὐ., Οἱ δύο πόλοι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, Ἀθῆναι 1971.
-Θεοδώρου Εὐ., Μαθήματα Κατηχητικῆς ἤ Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς, ἐκδ.
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 19782.
-Θεοδώρου Εὐ., Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ρητορικῆς ἤ Ὁμιλητικῆς, Ἐν Ἀθήναις
1983.
-Θεοδώρου Εὐ., Θρησκευτικόν βίωμα, ΘΗΕ, τ.6, σ.553-555.
-Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 1-12, ἐκδ. Ἀθ. Μαρτῖνος, Ἀθῆναι 1962.
-Ἱερά Μητρόπολις ∆ράμας, Σύμβολα καί Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
(Χρονικόν, εἰσηγήσεις, πορίσματα Ἱερατικού Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μ. ∆ράμας ἔτους
1991), ∆ράμα 1991.
-Ἰωαννίδη Φωτ., Ὁ πνευματικός Γέροντας στά ἀσκητικά ἔργα τοῦ Ἰωάννη
Κασσιανοῦ καί τή Regula Magistri, περ. Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσνίκη, ἔτος 82, τ.
776, Ἰανουάριος - Φεβρουάριος 1999.
-Ἰωαννίδου-Κουτσελίνη Μ., Τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ὡς προϊόν καί ὡς πράξη,
Λευκωσία, 1997.
-Jesus erzahlt Geschichten, Mit Bildern von L. De Horna, Verlag Ars Sacra Josef
Muller-Munchen –1976.
-Καΐλα - Ξανθάκου Γ., Κουλτούρα καί παραμύθι, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας,
ἐτήσια ἔκδοση ἔρευνας καί μελέτης, ἔτος Α’, ἀρ. τ. 1, Ἀθήνα 1986, σ. 246-257.
-Κακαβούλη Ἀλ., Ἡ συγγνώμη στίς διαπροσωπικές σχέσεις. Ψυχοπαιδαγωγική
θεώρηση, ἐπιμ. Θ. Μοσχούδη, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1998.
-Καλογιάννη Θεοφ., Ἱστορίες ἀπό τίς Γραφές, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2001.
659

-Καπλάνογλου Μαρ., Παραμύθι καί ἀφήγηση στήν Ἑλλάδα: Μία παλιά τέχνη σέ μία
νέα ἐποχή. Τό παράδειγμα τῶν ἀφηγητῶν ἀπό τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί ἀπό τίς
προσφυγικές κοινότητες τῶν Μικρασιατῶν Ἑλλήνων, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2002.
-Καραβιδόπουλου Ἰ., Προσωπεῖο καί πρόσωπο κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, λόγος
στήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1979.
-Καρακόλη Χρ., Ἡ θεολογική σημασία τῶν θαυμάτων στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο,
Θεσσαλονίκη 1997.
-Καρακόλη Χρ., Θέματα Ἑρμηνείας καί Θεολογίας τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, Βιβλική
Βιβλιοθήκη 24, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002.
-Καψάλη Α., Παιδαγωγική ψυχολογία, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσ/κη 1990.
-Κενανίδη Κων., Ἡ κρίση τῶν ἐφήβων στή σύγχρονη οἰκογένεια. Συμβουλευτική
ποιμαντική προσέγγιση, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2005.
-Κένζι Μιγ., Τό ἄστρο τοῦ νυχτογέρακου. Μτφ. ἀπό τά ἰαπωνικά Μαρία Ἀργυράκη,
Εἰκονογράφηση Ἄννα Σαράντη, Ἐπίμετρο Στελ. Παπαλεξανδρόπουλος, Ἱστορίες
γιά παιδιά τοῦ Μιγιαζάουα Κένζι, ἐκδ. ΟΛΚΟΣ, Ἀθήνα 1999.
-Κίρναν Τ., Ψυχοθεραπεία. Θεωρίες καί πρακτικές ἀπό τόν Φρόϋντ μέχρι σήμερα,
ἐκδ. Ἐπίκουρος, Ἀθήνα 1977.
-Κογκούλη Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Παιδαγωγική, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
19913.
-Κολιάδη Ἐμμ., Κοινωνικογνωστικές θεωρίες, τ. 2, Ἀθήνα 19974.
-Κολιάδη Ἐμμ., Θεωρίες μάθησης καί ἐκπαιδευτική πράξη. Γνωστικές θεωρίες, τ. Γ’,
Ἀθήνα,1977.
-Κομενίου Α., Μεγάλη ∆ιδακτική, μτφρ. ∆. Ἰωαννίδη-Ὀλυμπίου, Ἐν Ἀθήναις 1912.
-Κομίνη Ἀθαν., Βυζαντινῶν Ἀγωγή καί ∆ιαγωγή. Ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ Κς’, 1956,
τόμου τῆς Ἐπετηρίδος τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Ἐν Ἀθήναις 1956.
-Kominis A., Paolo di Monembasia, Extrait de Byzantion, T. XXIX-XXX (1959- 1960)
Mélanges Ciro Giannelli, Bruxelles 1960.
-Κονιδιτσιώτου Β., Ἡ νεωτέρα παιδαγωγική καί ἡ ἀρχή τῆς αὐτενεργείας. Ἡ
διαλεκτική σχέση ἀγωγῆς καί αὐτενεργείας, Ἀθῆναι 1968.
-Κονδύλη Ἑλ., Μικρή Φιλοκαλία τῆς καρδιᾶς, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 20072.
-Kopp F., ∆ιάρθρωσις διδακτέας ὕλης, ΜΠΕ (1968) 131-132.
660

-Κορναράκη Ἰ., Στοιχεῖα Νηπτικῆς Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1963.


-Κορναράκη Ἰ., Πατερικά βιώματα τῆς ἐνδεκάτης ὥρας. Ἀπό τήν ψυχολογίαν τῆς
κατανύξεως, Θεσσαλονίκη 1971.
-Κορναράκη Ἰ., Ἀνταύγειες τῆς πατερικῆς ἐρήμου μέσα στό σύγχρονο κόσμο.
Ψήγματα ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1972.
-Κορναράκη Ἰ., Ποιμαντική μετά στοιχείων Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας. Βοήθημα διά
τούς ἱεροσπουδαστάς μέσων καί ἀνωτέρων ἱερατικῶν σχολῶν, Γενική
∆ιεύθυνσις Ἐκκλ. Παιδείας, Ἀθῆναι 1972.
-Κορναράκη Ἰ., Φιλοκαλικά θέματα ἐρημικῆς ἐσωτερικότητας, ἐκδ. Ὀρθόδοξος
Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1975.
-Κορναράκη Ἰ., Ποιμαντικά θέματα. Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ὁ Ἐφημέριος»
1973-1979, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1979.
-Κορναράκη Ἰ., Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ ψυχολογικές προοπτικές ὑπό τό πρῖσμα τῶν
συγχρόνων γνώσεων, Πρακτικά Α’ Συμποσίου Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί
Ἐξομο-λογητικῆς, ἐπιμ. Ἰ. Κορναράκης-Α.Μ. Σταυρόπουλος, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη,
Θεσ-σαλονίκη 1981.
-Κορναράκη Ἰ., Βιβλικά ψυχογραφήματα, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986.
-Κορναράκη Ἰ., Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας. Ἡ ψυχική σύγκρουση
(περιλήψεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων) τ.Α’, ἐκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσα-
λονίκη 1984.
-Κορναράκη Κων., Ἡ διαλεκτική τοῦ φιλοκαλικοῦ ἤθους. Παθογόνος καί νηπτική
αὐτοσυνειδησία, δύο πόλοι μετανοίας κατά τόν ἀββά ∆ωρόθεο, ἐκδ. Ἁρμός,
Ἀθήνα 2002.
-Κοκοσαλάκη Ν., Ὀρθοδοξία καί κοινωνική μεταβολή στήν νεοελληνική κοινωνία,
περ. Σύναξη, τ.62, Ἀπρ.-Ἰούνιος 1997, σ. 101-107.
-Κουκουλέ Φ., Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός, τ. ς’, Τό θρησκευτικόν θέατρον τῶν
Βυζαντινῶν, σ.110-114· Παραμύθια, μύθοι καί εὐτράπελοι διηγήσεις παρά
Βυζαντινοῖς σ. 326-333, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθῆναι 1955.
-Κοσματόπουλου Ἀλ., Θηριομαχία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
661

-Κοσμόπουλου Α., Ἡ ἀγωγή ὡς ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάτυπο ἀπό τό περ.


«Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1974.
-Κοσμόπουλου Α., Ἡ ἄσκηση τοῦ συμβουλευτικοῦ-ποιμαντικοῦ ἔργου στούς κόλπους
τῆς ἐκκλησίας. Παιδαγωγία ζωῆς, ἐπιμ. Σ. Φωτίου, Ἐκδ. Ἁρμός.
-Κούκουρα ∆., Ἡ ρητορική καί ἡ ἐκκλησιαστική ρητορική. ∆ιαχρονική μελέτη, ἐκδ.
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003.
-Κουμαρόπουλου Στ., Ἡ συμβουλευτική διάσταση τοῦ Θεολόγου Καθηγητῆ στή
∆ευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, Ἐτήσια Ἐκπαιδευτική Ἐπετηρίδα Εἰρμός, τεῦχος 2
(2005), ἐκδ. Ἀποστολική ∆ιακονία, Ἀθήνα 2006, σ.117-462.
-Κούσουλα Φ., Σχεδιασμός καί ἐφαρμογές διαθεματικῆς διδασκαλίας, ἐκδ.
Ἀτραπός, Ἀθήνα 2004.
-Κοτζιά Λ., Ἡ συμβολή τοῦ Αἰσώπειου μύθου στή Λογοτεχνία τοῦ γερμανικοῦ
∆ιαφωτισμοῦ καί ὁ Lessing, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας. Μῦθοι καί
Μυθοποιοί. Ἀφιέρωμα, σ. 114-124, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1987.
-Κριαρᾶ Ε., βιβλιοκρισία στά «Ἑλληνικά», τόμος 12, σ. 188-194 γιά τό δημοσίευμα
τοῦ Elpidio Mioni: Il Pratum Spirituale di Giovanni Mosco, Ρώμη 1951.
- Kρουμβάχερ K., Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, μτφρ. ὑπό Γ. Σωτηριάδου, τ.
Α´-Γ´, Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, ἐκδ. Π.∆. Σακελλαρίου, ἐν Ἀθήναις 1897-1900.
- Krumbacher K., Βυζαντινή Λογοτεχνία, μτφρ. Χ. Καρούζου, ἐκδ. «Στοχαστή», Ἀθήνα
1925.
-Κρουσταλάκη Γ., Ἡ Παιδαγωγική σήμερα, τ. Α’, ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα 1985.
-Κρουσταλάκη Γ., ∆ιαπαιδαγώγηση πορεία ζωῆς. Θεωρία καί πράξη τῆς ἀγωγῆς τοῦ
νέου ἀνθρώπου, Ἀθήνα 20046.
-Κωσταρίδου Εὐ., Ψυχολογία κινήτρων, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999.
-Κωστούλα ∆., Ἀγάπιος Λάνδος ὁ Κρής. Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἔργου του,
Ἰωάννινα 1993.
-Λάμπρου Σουλτ., Ἀναστάσεις νεκρῶν στούς βίους τῶν ἁγίων, δ.δ., Θεσσαλονίκη
1998.
-Λάμπρου Σουλτ., Ἀναστάσεις ζώων στούς βίους τῶν ἁγίων, περ. Θεοδρομία, τ.2,
σ. 42-55, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1999.
-Le conte, nouvelle parole de la ville, Le Monde, 10/8/2002.
662

-Leddell H.- Scott R., Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τ. I-V.
-Lévi-Strauss Cl., Μύθος καί νόημα, μτφρ. Βαγγέλης Ἀθανασόπουλος, ἐκδ.
Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1986.
-Ludwig Cl., Sonderformen byzantinischer Hagiographie und ihr literarisches Vorbild,
{Berliner Byzantinische Studien 3} Frankfurt am Main- Berlin 1997.
-Λυσικάτου Σωτ., Οἱ ἅγιοι καί τά ζῶα, περ. Θεοδρομία, τ.2, σ. 42-55, Ἀπρίλιος-
Ἰούνιος 1999.
Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ παιδιά. Μεταδίδοντας τήν πίστη, Ἱερά
Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2007.
-Μακράκη Μ., Ψυχολογία τῆς Θρησκείας. Εἰσαγωγή, ἱστορία καί θεματολογία. Ἡ
ψυχική πηγή τῆς θρησκείας καί ἡ ἔκφρασή της ὡς βίωμα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα
1993.
-Μακράκη Μ., Ψυχαναλυτική ἑρμηνεία τῆς Θρησκείας. Ἡ πρώτη προσέγγιση τῆς
θρησκείας στήν ἱστορία τῆς ψυχανάλυσης: Ἡ θεωρία τοῦ Φρόϋντ γιά τήν ψυχική
πηγή τῆς θρησκείας ὡς οἰδιπόδεια «ἀμφιρροπία» πρός τό φόβο καί τήν ἀγάπη,
ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995.
-Μαλικιώση-Λοΐζου Μ., Συμβουλευτική Ψυχολογία, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα
19994.
-Μανούσακα Μ., Ἐπιτομή τῆς Ἱεροκοσμικῆς Ἱστορίας τοῦ Νεκταρίου Ἱεροσολύμων
καί οἱ πηγαί αὐτῆς, Κρητικά Χρονικά 1(1947) σ.291-332.
-Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ἠθική, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983.
-Μαρκαντώνη Ι.Σ., Παραδόσεις Παιδαγωγικῆς Ψυχολογίας, Ἀθῆναι 1984.
-Μαρκαντώνη Ι.Σ. - Κασσωτάκη Μ.Ι., ∆ιδακτική. Στοιχεῖα διδακτικῆς καί ἀξιολογή-
σεως τῆς ἐπιδόσεως (Σημειώσεις), τ. Α’, Ἀθήνα 1984.
-Μαρκαντώνη Ν., ∆ιδακτική τῶν θεολογικῶν μαθημάτων. Συμμετοχή στόν
ἐκσυγχρονισμό τοῦ μαθήματος, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1998.
-Μαρτίνη Παν., Ἀσκητικές «ἀκρότητες» στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἐκδ. Τῆνος,
Ἀθῆναι χ.χ.
-Marguerat D. et Bourquin Y., Pour lire les récits bibliques, Paris- Genève- Montréal,
Ed. Cerf-Labor et Fides Novalis, 2002.
-Marguerat D., Quand la Bible se raconte, Les Éditions du Cerf, Paris 2003.
663

-Ματθαιάκη Τ., Ἐξομολογητική, Ἀθῆναι 19762.


-Ματσαγγούρα Ἠλ., ∆ιδακτική μεθοδολογία. Θεωρία καί πράξη τῆς διδασκαλίας,
Ἀθήνα 1991.
-Ματσαγγούρα Ἠλ., Ὁμαδοκεντρική διδασκαλία καί μάθηση, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα
1995.
-Ματσαγγούρα Ἠλ., Ὀργάνωση καί διεύθυνση τῆς σχολικῆς τάξης. Ἐφαρμογές τῆς
σύγχρονης ∆ιδακτικῆς, Ἀθήνα 19983.
-Ματσαγγούρα Ἠλ., Θεωρία καί πράξη τῆς διδασκαλίας, τ.2, Στρατηγικές
διδασκαλίας, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1998.
-Ματσαγγούρα Ἠλ., Ἡ διαθεματικότητα στή σχολική γνώση, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα
2004.
-Μέγα Γ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Λαογραφίαν, Ἀθῆναι 19783.
-Μελανίτου Ν., Εἰσαγωγή εἰς τήν Παιδαγωγικήν, Ἐν Ἀθήναις 1976.
-Μέντζου-Μεϊμάρη Κων., Τά ἁγιολογικά κείμενα ὡς παιδευτικό μέσο τῶν
Βυζαντινῶν, ἐναρκτήρια ὁμιλία στά πλαίσια τῆς Β’ συνάντησης Βυζαντινολόγων
Ἑλλάδος καί Κύπρου, Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, 24-26
Σεπτεμβρίου 1999.
-Μέντζου-Μεϊμάρη Κων., Βυζαντινή Ἁγιολογική Βιογραφία. Ἡ ἁγιολογική
Βιογραφία στό Βυζάντιο καί ἡ σημασία της στήν πολιτιστική ἱστορία τῆς Ν.Α.
Εὐρώπης, περ. «Παρουσία» - Παράρτημα ἀρ. 52, Ἀθήνα 2002.
-Μερακλῆ Μ.Γ., περ. Λαογραφικά Ζητήματα, Ἡ ἱστορικότητα τῶν λαογραφικῶν
φαινομένων, σ. 15-25, ἐκδ. Μπούρα, Ἀθήνα 1989.
-Μητσόπουλου Νικ., Θέματα Ὀρθοδόξου ∆ογματικῆς Θεολογίας. Πανεπιστημιακαί
παραδόσεις ∆ογματικῆς, Ἀθήνα 1984.
-Μιχαηλίδη Κώστα, Εἰσαγωγή στήν Ἑρμηνευτική, Λευκωσία 1984.
-Mit Jesuς leben von L. de Horna, Verlag Ars Sacra Josef Muller-Munchen –1980.
-Millet M. et Luiggi M.H., Conter la Bible, Les Éditions de l’ Atelier, Paris 2000.
-Μοναχοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ὀρθόδοξος Πνευματικότης, μτφρ. Σάββα
Ἀγουρίδη, Ἀθῆναι, Ἐκδ. Γρηγόρη, χ.χ.
-Morissette Ch., Les récitatifs bibliques au coeur de la traditin orale, Notre-Dame du
CAP, Novembre 2000, σ. 14-15.
664

-Μπαμπινιώτη Γ., Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας μέ σχόλια γιά τή σωστή
χρήση τῶν λέξεων, ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Ἀθήνα 1998.
-Μπετελχάϊμ Μπρ., Ἡ γοητεία τῶν παραμυθιῶν. Μία ψυχαναλυτική προσέγγιση,
ἐκδ. Γλάρος, Ἀθήνα 1995.
-Μπιτσάκη Ἀντ., Ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἱστορική Παιδαγωγική ἔρευνα, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2005.
-Μπούσια Χ., Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ
Πεντασχοινίτου μετά παρακλητικοῦ Κανόνος καί χαιρετιστηρίων Οἴκων. Ἐν οἷς
προσετέθῃ καί ὁ ἀνέκδοτος βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου συγγραφείς ὑπό τοῦ
ὁσίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου τοῦ Κυπρίου, ἐκδ. Ἱ. Μητρ. Κιτίου, Λάρνακα 2001.
-Μωραΐτη ∆ημ., Βίωμα, Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαίδεια, 3ος τόμος, Ἀθήνα
1963.
-Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΣ", τ. Ι∆´, Ἀθῆναι,χ.χ.
-Νίκα Α., ∆ιδακτική τοῦ Θρησκευτικοῦ μαθήματος. Θεωρία καί πράξη, ἐκδ.
Βιβλιογονία, Ἀθήνα 1992.
-Νίκα Α., «Γεροντική» Οἰκολογία, περ. Μαρτυρία, Ἱ. Μ. Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου,
τ.188, σ. 7-12, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1997.
-Νικολακόπουλου Κων., Καινή ∆ιαθήκη καί Ρητορική. Τά ρητορικά σχήματα διανοίας
στά ἱστορικά βιβλία τῆς Καινῆς ∆ιαθήκης, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1993.
-Nicol Mar., Preaching from Within. Homiletische Positionslichter aus Nordamerika,
Pastoraltheologie 86 (1997) 295- 309.
-Nicol Mar., Leben deuten mit der Bibel, Wege zum Menschen 50 (1998) σ. 2-17.
-Nissen Th., Unbekannte Erzählungen aus dem Pratum Spirituale, Byzantinische
Zeitschrift, τόμος 38, σελ. 351-376.
-Νόβακ Γρηγ., Ἀποφθέγματα Πατέρων, Θρησκευτική καί Ἠθική ἐγκυκλοπαίδεια, 2ος
τόμος, Ἀθήνα 1963.
-Novum auctarium BHG ἀρ. 65, 1984.
-Οἰκονόμου Ἠλ., Ὀρθοδοξία καί φυσικό περιβάλλον. Ἡ θεία βούληση καί ἡ κτίση,
Ἀθήνα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας, Ἀθήνα,1992.
665

-Ong J. W., Προφορικότητα καί ἐγγραμματοσύνη. Ἡ ἐκτεχνολόγηση τοῦ λόγου,


μτφρ. Κώστας Χατζηκυριάκου, ἐπιμέλεια Θεόδωρος Παραδέλλης,
Πανεπιστημιακές ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 20012.
-Παγανοῦ Γ., Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, ἐκδ. Κώδικας, Ἀθήνα
1983.
-Παγανοῦ Γ., Ἡ Νεοελληνική Πεζογραφία. Θεωρία καί πράξη, τ.Β’, ἐκδ. Κώδικας,
Ἀθήνα 1993.
-Παπαγιώργη Κ., Λάδια ξίδια, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 19993.
-Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία Ἰω. Χρυσοστόμου: τόμος Α’: Ἀγωγή (σ. 339-379)·
τόμος Β’: ∆ιδασκαλία -∆ιδακτική (σ. 376-433)· τόμος Γ’: Θυμός (σ. 242-272),
μνησικακία (σ. 507-508), πάθη (σ. 576-588), παιδαγωγία, παιδαγωγική σχέση,
παιδαγωγός, παιδεία, παίδευση, παιδική ἡλικία, παραβολές, παράδειγμα, (σ.
589-649)· τόμος ∆’: Ποιμαντική (σ.103-105), πορνεία (σ. 181-191), συμβουλή,
Συμβουλευτική, (σ. 312- 368) ὑπό Βασιλείου ∆. Χαρώνη μέ τή συνεργασία
Οὐρανίας Λαναρά, ἐκδ. Ἐλευθερίου Μερετάκη «Τό Βυζάντιον», Ἀθήνα 1993
(τόμος ∆΄ 1996).
-Παιδικό Γεροντικό, Προσαρμογή κειμένων: Μοναχός Ἐφραίμ-Λυκοῦργος
Μαρκούδης. Εἰκονογράφηση: Γιῶργος Μποζάς, Ἀθήνα 1996, ἐκδ. «Ἡ
Χρυσοπηγή», Ἀθήνα 1996.
-Παππᾶ Ἀθ., Μαθητοκεντρική διδασκαλία, τ.1-3, Ἀθήνα 19902.
-Παπαδόπουλου Κων. πρεσβ., Λειτουργικά Σημειώματα, ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Κληρονο-
μίας» τ.12, τεῦχος Α’, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη
1980.
-Παπαδόπουλου Κων. πρεσβ., εἰσήγηση στό Συνέδριο «Ἡ συνάντηση τῶν φύλων»
Κολυμπάρι Χανίων 14-18 Ἰουλίου 1988, μέ τίτλο Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος
στό παρελθόν.
-Παπαδόπουλου Κων. πρεσβ., Οἱ ἅγιοι μάρτυρες εἰς τήν ζωήν καί τήν πίστιν τῆς
Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1997.
-Παπαδοπούλου Στυλ., Πατρολογία Α. Εἰσαγωγή Β’ καί Γ’ αἰ., Ἀθήνα 19822.
666

-Παπαδοπούλου Στυλ., Ἀντώνιος ὁ μέγας, διαμορφωτής τοῦ ἀναχωρητικοῦ


μοναχισμοῦ. Ἀνάτυπον ἐκ τῆς 25ετηρίδος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Πατριάρχου
Ἱεροσολύμων ∆ιοδώρου, Ἱεροσόλυμα 1988, σελ. 142-152.
-Παπαδοπούλου Στυλ., Θεολογία καί Γλώσσα. Ἐμπειρική Θεολογία-Συμβατική
γλώσσα, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 1997.
-Παρασκευόπουλου Ἰω., Κλινική Ψυχολογία, Ἀθήνα 1988.
-Πασσάκου Κ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Παιδαγωγικήν Ψυχολογίαν, τ.Β’, Ἀθῆναι 1979.
-Paschos P.B., Gabriel l’ Hymnographe (ὑμνογράφος τοῦ κοντακίου τοῦ Συμεών τοῦ
Σαλοῦ), Kontakia et Canons …, Paris-Athènes 1978-1979, σ. 50- 55 καί 138-
173.
-Πάσχου Π.Β., Τό ἔαρ τῆς ἐρήμου. Μικρό Γεροντικό Α, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1989.
-Πάσχου Π.Β., Οἱ Γέροντες τοῦ Σινᾶ. Μέλι τό ἐκ πέτρας. Μικρό Γεροντικό Β’, ἐκδ.
Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1989.
-Πάσχου Π.Β., Νέον Μητερικόν. Ἄγνωστα καί ἀνέκδοτα πατερικά καί ἀσκητικά
κείμενα περί τιμίων καί ἁγίων Γυναικῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990.
-Πάσχου Π.Β., Γυναῖκες τῆς ἐρήμου, Μικρό Γεροντικό Γ’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1995.
-Πάσχου Π.Β., Ἡ ἐσωτέρα ἔρημος (ὁ ἀναχωρητικός Μοναχισμός κατά τόν δ’ αἰ.),
ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι 1995.
-Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγή στήν Ἁγιολογία τῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19972.
-Πάσχου Π.Β., Ἔρως Ἐρήμου, Μικρό Γεροντικό ∆’, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1998.
-Πάσχου Π.Β., Ἀγγελοτόκος ἔρημος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2001.
-Πάσχου Π.Β., Ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος. Θαυμαστές ἱστορίες τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς
Αἰγύπτου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς ∆ιακονίας, Ἀθήνα 2004.
-Πάσχου Π.Β., Ὁ πόλεμος τῶν πειρασμῶν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2006.
-Πατερικά διαμάντια. Παραδείγματα καί στιγμιότυπα ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί
ἀπό τή Βυζαντινή περίοδο, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ἡ Ζωή» Ἀθήνα
1996.
-Περιγραφή τοῦ Θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ, προλεγόμενα ὑπό Π. Φ. Χριστόπουλου
ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, 1977.
667

-Περιοδικό Εὐθύνη, τ. 376, Ἀπρίλιος 2003, «Ἡ ἀνάγνωση ὡς γνωριμία καί ὡς


φιλία»: Στέλιου Καραγιάννη, Ὁ ἀντιήρωας ἤ ἡ ἀνάγνωση ἀπό ἑρμηνευτική
ἄποψη, σ. 154-155· Σαράντου Καργάκου, Ἀνάγνωση μιά γέφυρα γνωριμίας καί
φιλίας, σ. 159· Παύλου Κόντου, Ὅμαιμες, ἡ ἀνάγνωση καί ἡ φιλία εἶναι ἡ μιά ὁ
θάνατος τῆς ἄλλης, σ. 164-166.
-Περσελῆ Ἐμμ., Χριστιανική Ἀγωγή καί σύγχρονος κόσμος. Θέματα θεωρίας καί
πράξης τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1994.
-Perselis Emmanuel, Religious Pluralism and Religius education in Europe and Greece.
Comparative tendencies and perspectives, Ἀθῆναι 1997.
-Περσελῆ Ἐμμ., Θεωρίες θρησκευτικῆς ἀνάπτυξης καί ἀγωγῆς Erik H. Erikson καίJean
Piaget, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2000.
-Περσελῆ Ἐμμ., Κατήχηση καί Παιδεία. Μελετήματα Χριστιανικῆς Θρησκευτικῆς
Ἀγωγῆς, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2003.
-Περσελῆ Ἐμμ., Πίστη καί Χριστιανική Ἀγωγή, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2005.
-Πέτρου Ἰω., Παράδοση καί πολιτισμική προσαρμογή στή δεύτερη νεωτερικότητα,
περ. Σύναξη, τ. 75, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σ. 25-35.
-Piaget J., Περί Παιδαγωγικῆς, ἐπιστ. θεώρηση Σταυρούλα Σαμαρτζῆ, μτφρ. Μαρία
Ἀραβιτσιώτη, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2000.
-Prince Ger., Εἰσαγωγή στή μελέτη τοῦ ἀποδέκτη τῆς ἀφήγησης, στό Θεωρία τῆς
ἀφήγησης, σ. 185-219, μτφρ. Ἀγγέλα Κουφοῦ, ἐκδ. Ἑξάντας, Ἀθήνα 1991.
-Prince G., La Parole en récitatif. L’ ACRB (Association canadienne des récitatifs
bibliques): l’ un des secrets les mieux gardé, L’ Église canadienne, Vol. 34,
numéro 2, Février 2001, σ. 49-50.
-Πολίτη Τζ., Τά ὅρια τῆς Γραφῆς. ∆οκίμια γιά τούς Μπέκετ, Κάφκα, Τζόϋς, ἐκδ.
Ἄγρα, Ἀθήνα 1999.
-Πολίτη Τζίνα, Ἡ ποιητική καί ἡ Ἱστορία τῆς ἁμαρτίας (Εἰσαγωγή) στό συλλογικό
ἔργο Ὀκτώ Θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα.
-Πρακτικά, Ἐπιστημονικῆς συνάντησης Θεολόγων Γ’ ∆ιεύθυνσης Ἀθηνῶν, ∆υτ.
Ἀττικῆς, Βοιωτίας μέ θέμα ἡ Μαρτυρία τοῦ Θεολόγου στή σύγχρονη ἐκπαίδευση,
28-29 Ἀπριλίου 2004, ἐκδ. ∆ῆμος Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἀθήνα 2006: α)
Καραχάλια Στεφάνου, Ἡ σύγχρονη γλωσσοαναλυτική φιλοσοφία καί ἡ
668

ἐφαρμογή της ὡς μέθοδος ἑρμηνείας στά θεολογικά μαθήματα τοῦ Λυκείου,


σ.62-71· β) Παρασκευόπουλου Μιχαήλ, Ἡ σύζευξη τοῦ «θεωρητικοῦ» λόγου τῆς
τάξης μέ τόν «ἔμπρακτο λόγο» πρός τό συνάνθρωπο μέ ἄξονα τό μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν. Ἕνα διδακτικό πείραμα, σ.77-82.
-Πρόπ Β. Γ., Μορφολογία τοῦ παραμυθιοῦ. Ἡ διαμάχη μέ τόν Κλώντ Λέβι-Στρώς καί
ἄλλα κείμενα, μτφρ. Ἀριστέα Παρίση, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 19912.
-Πῶς θά σωθοῦμε, Ἐπιλογή καί διασκευή ψυχωφελῶν κειμένων ἀπό τό βιβλίο
«Ἁμαρτωλῶν σωτηρία» τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου τοῦ Κρητός, Ἱερή Μονή
Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2000.
-Ράλλη Γ.Α- Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τ. 4, Ἀθήνῃσιν
1854.
-Ράμφου Στ., Πελεκάνοι ἐρημικοί. Ξενάγησι στό Γεροντικόν, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι
1994.
-Randel H., Gospel Fictions, ἐκδ. Prometheus Books, χ.χ.
-Religious Education through Story, ἀφιέρωμα τοῦ περ. British Journal of Religious
Education, Summer 1982: David Ford, Narrative in Theology, σ.115-119· Diane
Greenwood, Psyclology and the use of stories in religious education, σ.120-123·
Barbara Watson, The imagination, human development and the importance of the
story, σ.124-128· Geoffry Robson, Religion for young humanists: some religious
themes in contemporary children’ s literature, σ.132-139.
-Reymond Ber., Comment enseigner l’ homilétique? Textes et documents du Colloque
de Lyon-Francheville sur les méthodes d’ enseignement en homilétique, organisé
par l’ Institut Romand de Pastorale du 15 au 18 mai 1996, Cahiers de l’ IRP,
Lausanne 1997 καί εἰδικότερα Harold Kallemeyn, Peut-on enseigner une
«prédication narrative?», σ. 73-79.
-Ricoeur P., Ἡ Ἀφηγηματική λειτουργία, μτφρ. Βαγγέλης Ἀθανασόπουλος, ἐκδ.
Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1990.
-Ρικαίρ Π., Λόγος καί Σύμβολο, μτφρ. Μαβίνας Πανταζάρα, Εἰσαγωγή Εὐδοξίας
∆ελλῆ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2002.
-Ricoeur P. & LaCocque A., Ἄς σκεφτοῦμε τή Βίβλο, μτφρ. Ἀλεξάνδρα Παπαθανασο-
πούλου, Φώτης Σιατίτσας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2005.
669

-Ροζάνη Στέφ., Ἡ λύτρωση μέσῳ τῆς ἀπουσίας. Ἕνα δοκίμιο γιά τή Γραφή, ἐκδ.
Παρουσία, Ἀθήνα 1994.
-Rogers A., Ἡ ἐκπαίδευση Ἐνηλίκων, μτφρ. Μαρία Κ. Παπαδοπούλου καί Μαρία
Τόμπρου, ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα 1998.
-Σακελλαρίου Χ., Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας, Μύθοι καί μυθοποιοί.
Ἀφιέρωμα, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1987, σ.43-48.
-Σαραντουλάκου Ἀρ., Μέθοδοι τοῦ παρελθόντος πρός χρήση τοῦ παρόντος: Μία
κριτική προσέγγιση τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ στό τόμο Ἀγάπη
καί μαρτυρία, Ἀναζητήσεις Λόγου καί Ἤθους στό ἔργο τοῦ Ἠλία Βουλγαράκη, σ.
151-162, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001.
-Σάκκου Σ., Περί Ἀναστασίων Σιναϊτῶν, Θεσσαλονίκη 1964.
-Σογιαννίδη Ἀθαν., Ἐπιστῆμες, Τεχνολογίες αἰχμῆς καί Ὀρθοδοξία, περ.
Παρεμβολή, τ.55, Ὀκτ.-Νοεμ.-∆εκεμ. 2000, σ. 32-35.
-Σταματάκου Ἰωάννου, Λεξικόν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τ.1-4, ἐκδ. Ὁ Φοῖνιξ,
Ε.Π.Ε., Ἀθῆναι 1971.
-Σταυρόπουλου Α.Μ., Ποιμαντική προετοιμασία τῶν μελλονύμφων, Ἀθῆναι 1971.
-Σταυρόπουλου Α.Μ. σέ συνεργασία Βαρβάρας Γιαννακοπούλου, Ποιμαντική
Βιβλιοθήκη. Πρόσωπα καί κείμενα, Βιβλιογραφικός ὁδηγός ἐρευνητικῶν
γυμνασμάτων, Ἀθήνα 1988 καί 1991.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Μνήμη καί λήθη στή Θεία Λειτουργία, ἐκδ. Λύχνος, Ἀθήνα
1989.
-Σταυρόπουλου Α.Μ., Μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν, περ. Θεραπευτική ∆ιακονία, Ἀθήνα
1989, σ.69-73.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Ποιμαντική τῆς καθημερινῆς ζωῆς, Ἀθήνα 1992.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς
διακονίας, τεύχη 1,2,3, Ἀθήνα, χ.χ..
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Ποιμαντική πολλαπλῶν διαδρομῶν, Ἀθήνα 1995.
-Σταυρόπουλου Α.Μ., Ἐπιστήμη καί τέχνη τῆς Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα
1997.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Ἡ Τέχνη τῆς ἀγάπης, Ἱερά Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή
Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος 1998.
670

-Σταυρόπουλου Α.Μ, Ὁ φιλοκαλικός ἄνθρωπος. Μία ὀρθόδοξη πρόταση ζωῆς,


ἀνάτυπο ἀπό τό περ. Κοινωνία, ἔτος ΜΒ, τ.2, σ. 141-151, Ἀπρ.-Ἰουν. 1999.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Συμβουλευτική Ποιμαντική καί Ἐξομολογητική (∆ιδακτικές
Σημειώσεις), Ἀθήνα 2001.
-Σταυρόπουλου Α.Μ, Φάκελος Μαθήματος Ποιμαντικῆς (Γυμνάσματα Ποιμαντικά),
Ἀθήνα 2001.
-Σταυρόπουλου Α.Μ., Ἡ διαπλοκή στή γνώση, περ. Ἐφημέριος, τεῦχος 9, Σεπτέμ-
βριος 2005, σ.20-22.
-Στεφούλη Ἰω., Ἡ μελέτη καί ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης ἀπό τούς Πατέρες
τῆς Ἐρήμου. Συμβολή στήν Ἱστορία τῆς Βιβλικῆς Ἑρμηνευτικῆς, ἐκδ. Βάνιας,
Θεσσαλονίκη, 2002.
-Σχολικά Ἐγχειρίδια Πρωτοβάθμιας καί ∆ευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης ἀκαδ. ἔτους
2007-2008 :
Μπέγζου Μ.- Παπαθανασίου Α., Θέματα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς. Γ’ Ἐνιαίου Λυκείου.
Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
∆ρίτσα ∆.- Μόσχου ∆.-Παπαλεξανδρόπουλου Στ., Χριστιανισμός καί Θρησκεύματα,
Β’ Ἐνιαίου Λυκείου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
Γκότση Χρ.-π. Μεταλληνοῦ Γ.- Φίλια Γ., Ὀρθόδοξη πίστη καί Λατρεία, Α’ Γενικοῦ
Λυκείου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
Καραχάλια Στ., Μπράτη Π., Πασσάκου ∆., Φίλια Γ., Θέματα ἀπό τήν Ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας, Θρησκευτικά Γ’ Γυμνασίου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν
Βιβλίων, Ἀθήνα.
Τσανανᾶ Γ.-Μπάρλου Ἀπ., Καινή ∆ιαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό ἔργο του,
Θρησκευτικά Β’ Γυμνασίου, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
Γούλα Κ., ∆εληκωνσταντῆ Κ., Κομνηνοῦ Ἰ., Ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια στή ζωή μας,
Θρησκευτικά Στ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα.
Κορναράκη Κ., Πρέντου Κ., π. Γιαννακόπουλου ∆., Οἱ Χριστιανοί στόν ἀγώνα τῆς
ζωῆς, Θρησκευτικά Ε’ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν Βιβλίων,
Ἀθήνα.
671

Ζούρα Π., Θερμοῦ ∆., Παναγάκη Α., Βούκανου Μ., Μαστρομιχαλάκη Α., Ἡ Πορεία
μας στή ζωή, Θρησκευτικά ∆’ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν
Βιβλίων, Ἀθήνα.
Ζούρα Π., Θερμοῦ ∆., Παναγάκη Α., Βούκανου Μ., Μαστρομιχαλάκη Α., Ὁ Θεός
στή ζωή μας, Θρησκευτικά Γ’ ∆ημοτικοῦ, Ὀργανισμός Ἐκδόσεις ∆ιδακτικῶν
Βιβλίων, Ἀθήνα.
-Shaw S.M., Storytelling in Religious Education, Religious Education Press, Birmingham,
Alabama, 1999.
-Spidlik T., Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ. Συστηματικό Ἐγχειρίδιο,
μτφρ.-ἐπιμέλεια Βασ. Ψευτογκᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000.
-Τατάκη Β., Παιδαγωγική, ἐκδ. "Ἀστήρ", Ἀθῆναι 1978.
-Τεχνῶν Ἐπίσκεψις, Ἐθνικό καί Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Σεπτέμβριος
2002, Τετάρτη 25/9/2002 : Σατιρικά Παραμύθια. Μάνια Καπλάνογλου: «Ἀκοῦς
τό παραμύθι;» «Τ' ἀκούω». Ἡ τέχνη τῆς παραδοσιακῆς ἀφήγησης παραμυθιῶν.
-Τομασίδη Χριστ., Εἰσαγωγή στήν Ψυχολογία, Ἀθήνα 2002.
-Τό Μέγα Γεροντικόν (Εἰσαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ.Α’-∆’ (1994-
1999), ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἡσυχ. «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» Πανόραμα Θεσσαλονίκης.
-Τραλλιανοῦ Β., ∆ιδακτική ἀνατολική διήγησις, περ. Ἐφημέριος, ἔτος ΜΗ’, τεῦχος 2,
Φεβρουάριος 1999, σ.16-17.
-Τριλιανοῦ Ἀθ., Μεθοδολογία τῆς διδασκαλίας. Κριτική προσέγγιση τῆς
ἀποτελεσματικῆς διδασκαλίας μέ βάση πορίσματα τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας,
Ἀθήνα 19912.
-Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη Εὐ., Ἡ Πατερική ∆ιδαχή στά Κατηχητικά σχολεῖα τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἱστορική ἀναδρομή καί διδακτική ἀξιοποίηση (δ.δ), ἐκδ.
Λύχνος, Ἀθήνα 2003.
-Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη Εὐ., Τό ἀναλυτικό πρόγραμμα καί οἱ διδακτικές-μαθησιακές
διαδικασίες, Ὀρθοδοξία καί Παιδεία, 4 (2005), σ.227-239.
-Τσαγκαρλῆ-∆ιαμάντη Εὐ., ∆ιαθεματικές - ∆ιεπιστημονικές διδασκαλίες, Ἀθήνα
2007.
672

-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν, Α´, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1990.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν, Β´, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1991.
-Τσάμη ∆ημ., Μητερικόν, Γ’, ∆ιηγήσεις καί βίοι τῶν ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου,
ἀσκητριῶν καί ὁσίων γυναικῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀδελφότητας «Ἡ
Ἁγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1992.
-Τσάμη ∆ημ., Τό Γεροντικό τοῦ Σινᾶ, ἐκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα
«Λυδία», Θεσσαλονίκη 20044.
-Τσιρίμπα Α., Γενική Παιδαγωγική, Ἀθῆναι 1969.
-Τσιτσίγκου Σπ., Ψυχολογία τῆς θρησκείας. Σύγχρονες τάσεις, Ἀθήνα 2002.
-Τσιώλη Γ., Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1996.
-Τωμαδάκη Νικ., Σύλλαβος Βυζαντινῶν μελετῶν καί κειμένων, τεῦχος πρῶτον, Ἐν
Ἀθῆναις 1961.
-Φαρίνου-Μαλαματάρη Γεωρ., Ἀφήγηση - Ἀφηγηματολογία. Μία ἐπισκόπηση, περ.
Νέα Ἑστία, Ἰούνιος 2001, σ. 972-1017.
-Φειδᾶ Βλ., Βυζάντιο. Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Τέχνη, Ἀθῆναι 1985.
-Φειδᾶ Βλ., Ὁ θεσμός τῆς πενταρχίας Ι. Προϋποθέσεις διαμορφώσεως τοῦ θεσμοῦ
(ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τό 451), Ἀθῆναι 1977.
-Φριλίγκου Ἰω., Θεολογία καί Τέχνη ἤ Θεολογική προσέγγιση τοῦ ἔργου τέχνης,
περ. Εὐθύνη, Ἰανουάριος 2000.
-Φουντούλη Ἰω., Ἡ συμβολική γλώσσα τῆς Θείας Λατρείας, στά Σύμβολα καί
Συμβολισμοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Χρονικόν, εἰσηγήσεις, πορίσματα
Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ∆ράμας ἔτους 1991), ∆ράμα 1991,
σ.51-90.
-Φούσκα Κων. Πρωτ., Τό κήρυγμα καί τά παρεπόμενά του. Πατερική προσέγγιση,
Ἀθήνα 2000.
-Φράγκου Χρ., Ψυχοπαιδαγωγική. Θέματα παιδαγωγικῆς ψυχολογίας, Παιδείας,
∆ιδακτικῆς καί μάθησης, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1977.
673

-Φράγκου Χρ., Ἡ σύγχρονη διδασκαλία. Μελέτες παιδαγωγῶν Ἀνατολῆς καί


∆ύσης. Συνθετική θεώρηση-διδασκαλία-σχόλια. Βασικά κείμενα γιά τή
διδασκαλία, ἐκδ. Gutenberg, Παιδαγωγική σειρά, Ἀθήνα 1986.
-Φράγκου Χρ., Ἐφαρμογή τῆς Μαιευτικῆς μεθόδου τοῦ Σωκράτη σέ παιδιά. Ἔρευνα
σέ μαθητές τοῦ ∆ημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου, ἐκδ. Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων,
Ἰωάννινα 1973.
-Φράγκου Χρ., Παιδαγωγικές ἔρευνες καί ἐφαρμογές, ἐκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη 1983.
-Φράγκου Χρ., Βασικές παιδαγωγικές θέσεις. Πρόσωπα καί πράγματα στήν προ-
σχολική ἡλικία-παλιά καί νέα παιδαγωγική-ἀντιθέσεις- εἰσαγωγή στή
μεθοδολογία τῆς ψυχοπαιδαγωγικῆς, ἐκδ. Gutenberg, Παιδαγωγική σειρά,
Ἀθήνα 1983.
-Φρόϋντ Σ., Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, ἐκδ. Γκοβόστης, μτφρ. Α. Πάγκαλος, χχ..
-Φυτράκη Ἀν., Τά ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου κατά τόν ∆’ μ.Χ. αἰ. ἐπί τῇ βάσει
ἁγιολογικῶν πηγῶν, ἐν Ἀθήναις 1945.
-Φυτράκη Ἀν., Παιδαγωγικά ∆ιδάγματα ἐκ τῶν Πατερικῶν «Ἀποφθεγμάτων», ἐν
Ἀθήναις 1945.
-Φυτράκη Ἀν., Οἱ μοναχοί ὡς κοινωνικοί διδάσκαλοι καί ἐργάται ἐν τῇ ἀρχαίᾳ
Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι 1950.
-Χατζοπούλου-Καραβία Λ., Ὁ μῦθος τῆς ἀλεποῦς μές στούς αἰῶνες καί ὁ
Λαφοντέν, Ἐπιθεώρηση παιδικῆς λογοτεχνίας. Μῦθοι καί Μυθοποιοί. Ἀφιέρωμα,
σ. 91-112, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1987.
-Χρήστου Εἰρ., Αὐτοκρατορική Ἐξουσία καί πολιτική πράξη. Οἱ παραδυναστεύοντες.
Τιτλοῦχοι καί πολιτικοί ἀξιωματοῦχοι (780-1025) (δ.δ.), Ἀθήνα 2001.
-Χριστοφορίδου Βεν., Πνευματική Πατρότης κατά Συμεών τόν Νέον Θεολόγον,
(δ.δ), ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 1977.
-Χρυσαφίδη Κ., Βιωματική-Ἐπικοινωνιακή ∆ιδασκαλία, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1994.
-Χρυσοῦ Εὐαγ., Νεώτεραι ἔρευναι περί Ἀναστασίων Σιναΐτῶν, περ. Κληρονομία 1,
1969, σ. 121-143.
-Ware Καλ. Ἐπισκόπου ∆ιοκλείας, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, μτφρ. Ἰωσήφ Ροηλίδη,
ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1994.

You might also like