You are on page 1of 588

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών – Α΄ Κύκλος

Ειδίκευση: Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη

Νικόλαος Ε. Ροδοπαίος

«ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ


ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ 10ο ΕΩΣ τον 14ο ΑΙΩΝΑ»

Κύρια Μεταπτυχιακή Εργασία

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
«ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ
ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ 10ο ΕΩΣ ΤΟΝ 14ο ΑΙΩΝΑ»

2
Στην σύζυγό μου Τατιάνα

Στις κόρες μου: Σμαραγδή, Χριστιάνα και Τρυφωνία

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.............................................................................................................8

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ..............................................................................................11

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.............................................................................................................13

ΠΗΓΕΣ...................................................................................................................26

Μ Ε Ρ Ο Σ Α΄
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΑΡΤΟΣ – ΨΩΜΙ

1. Το ψωμί στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής............45

2. Ο άρτος στην Αγία Γραφή..............................................................................47

3. Ο άρτος στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας..................................................51

4. Ο άρτος – ψωμί στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης..............56

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη..............................................................56

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη..................................................................63

γ) Λειτουργικές συνθέσεις..............................................................................77

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΙΝΟΣ – ΚΡΑΣΙ

1. Το κρασί στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής...........85

2. Ο οίνος στην Παλαιά Διαθήκη........................................................................89

3. Ο οίνος στην Καινή Διαθήκη..........................................................................94

4. Ο οίνος στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.................................................101

4
5. Ο οίνος – κρασί στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης............108

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη.............................................................108

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη................................................................110

γ) Λειτουργικές συνθέσεις............................................................................121

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΙΧΘΥΣ – ΨΑΡΙ

1. Το ψάρι στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής...........129

2. Ο ιχθύς στην Αγία Γραφή.............................................................................135

3. Ο ιχθύς – ψάρι στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης..............137

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη.............................................................140

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη................................................................141

γ) Λειτουργικές συνθέσεις............................................................................150

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΚΡΕΑΣ ΚΑΙ ΑΥΓΑ

1. Το κρέας στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής.........152

2. Τα αυγά στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής..........165

3. Τα αυγά στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης........................169

4. Το κρέας στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης.......................179

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη.............................................................180

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη................................................................185

γ) Λειτουργικές συνθέσεις............................................................................187

5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΧΟΡΤΑ

1. Τα λαχανικά και τα χόρτα στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής


εποχής.........................................................................................................191

2. Τα λαχανικά και τα χόρτα στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής


τέχνης..........................................................................................................199

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη.............................................................201

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη................................................................203

γ) Λειτουργικές συνθέσεις............................................................................208

Μ Ε Ρ Ο Σ Β΄
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ..211

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΡΟΠΟΣ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ................217

1. Τρόπος και σκεύη μαγειρέματος.................................................................218

2. Τρόπος κατανάλωσης φαγητού..................................................................237

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΡΟΠΟΣ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑΤΟΣ...............................................................................245

1. Τραπέζι........................................................................................................245

2. Τραπεζομάντηλο και χειρόμακτρα...............................................................261

3. Προσωπικό τραπεζιού.................................................................................270

6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ.........................................................278

1. Επιτραπέζια σκεύη και αγγεία......................................................................279

2. Μαχαιροπήρουνα.........................................................................................323

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.........................................................................338

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Πηγές............................................................................................................348

Β. Ελληνόγλωσση.............................................................................................354

Γ. Ξενόγλωσση.................................................................................................361

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Α. Μνημειακή Ζωγραφική..................................................................................370

Β. Φορητές Εικόνες...........................................................................................389

Γ. Χειρόγραφα...................................................................................................392

Δ. Γλυπτική, Κεντητική & Μικροτεχνία...............................................................401

ΕΙΚΟΝΕΣ

Α. Μνημειακή Ζωγραφική..................................................................................403

Β. Φορητές Εικόνες...........................................................................................523

Γ. Χειρόγραφα...................................................................................................543

Δ. Γλυπτική, Κεντητική & Μικροτεχνία...............................................................582

7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σήμερα, γενικά η διατροφή και οι διατροφικές συνήθειες παγκοσμίως


αποτελούν συχνά ενδιαφέρον θέμα έρευνας και μελέτης. Έτσι πληθώρα
εγχειριδίων μαγειρικής κατακλύζουν τις προθήκες και των πιο κεντρικών
βιβλιοπωλείων, εκατοντάδες τίτλοι, μεταφράσεις, αφιερώματα εφημερίδων και
εξειδικευμένα άρθρα σε θέματα διατροφής, βλέπουν καθημερινά το φως της
δημοσιότητας. Αρκετά συχνά θεματικές εκθέσεις αφιερώνονται στο θέμα φαγητό
και διατροφή, εκπομπές μαγειρικής γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλείς και τα περί της
διατροφής, γίνονται αφορμή για ερμηνείες και αναφορές κοινωνικής, οικονομικής
και εθνικής συμπεριφοράς.
Εξάλλου, το φαγητό ως συμπεριφορά, γευσιγνωσία, έκφραση ευζωίας,
καλού γούστου και κοινωνικότητας, συνεχώς κερδίζει έδαφος, τα τελευταία
χρόνια, έναντι της ιδεολογίας του γρήγορου φαγητού (fast food) και οι διατροφικές
συνήθειες άλλων πολιτισμών, ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο ευρύτερα
στρώματα του πληθυσμού στο δυτικό κόσμο.
Ο λόγος που επέλεξα ως θέμα στην πτυχιακή μου εργασία τη διατροφή και
ειδικότερα τα τρόφιμα και τις διατροφικές συνήθειες, όπως αυτά απεικονίζονται στη
μνημειακή ζωγραφική και τις φορητές εικόνες κατά τη βυζαντινή περίοδο, οφείλεται
στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύπλευρο του θέματος, διότι η διατροφή δεν
καλύπτει απλώς μια βιολογική ανάγκη, αλλά ως στοιχείο της καθημερινότητας
αγγίζει τομείς όπως της οικονομίας, της κοινωνίας, της ιατρικής, αλλά και της
θρησκείας, της τέχνης και της αισθητικής (art de la table).
Ενδιαφέρουσα παράμετρος της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών ήταν η
διατροφή τους. Αρκετές γραπτές πηγές δίνουν πολλές πληροφορίες για τη
διατροφή τους και η έρευνα της καθημερινής ζωής τους μέσα από τα κείμενα της
γραμματείας τους, η οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, έφερε
στην επιφάνεια σημαντικές όψεις της σχέσης των ανθρώπων με τη διατροφή και
τις διατροφικές συνήθειες.
Εξήντα τόσα χρόνια πριν, ο Φαίδων Κουκουλές αφιέρωσε τον ε΄ τόμο του
μνημειώδους έργου του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Α΄- Στ΄, Αθῆναι 1952,
στις τροφές, τα ποτά, τα γεύματα, τα δείπνα και τα συμπόσια των βυζαντινών.
8
Οι νεότερες μελέτες σχετικά με την τέχνη της ορθόδοξης εικόνας έδωσαν το
έναυσμα για μία θετικότερη επανεκτίμηση του βυζαντινού πολιτισμού, μέσα από
την εικόνα.
Μέχρι σήμερα η καταγραφή και ερμηνεία των τροφίμων ήταν μονοδιάστατη
και είχε αποτελέσει θέμα της βυζαντινής εικονογραφίας σε συγκεκριμένες σκηνές
της Αγίας Γραφής, χωρίς να εμβαθύνει στον χρόνο, στον χώρο και τον τρόπο ζωής
καθώς και τη διαιτητική συμπεριφορά του βυζαντινού ανθρώπου.
Η παρούσα εργασία εκτός από τον εντοπισμό, την ανάδειξη και την
καταγραφή των απεικονίσεων της Βυζαντινής περιόδου με θέμα τα τρόφιμα και τις
διατροφικές συνήθειες, αποτελεί μία πολυδιάστατη και στοιχειοθετημένη αναφορά,
που καταδεικνύει αυτά και τα κατατάσσει βάση των βασικών ομάδων τροφών,
αλλά και των τρόπων παρασκευής και κατανάλωσής τους, σύμφωνα με την
βυζαντινή καθημερινότητα.
Εμπλουτίζοντας την σύγχρονη βιβλιογραφία με νέα στοιχεία, που αφορούν
εξειδικευμένες ομάδες τροφίμων και την σχέση τους με την θρησκεία και τον
χριστολογικό συμβολισμό, προσπαθούμε να φωτίσουμε περιοχές που δεν έχουν
ακόμη πλήρως εξιχνιασθεί.
Η ανάθεση της εκπόνησης αυτής της Μεταπτυχιακής Εργασίας αποτέλεσε
για μένα πρόκληση και θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες σε όλους
όσους συντέλεσαν στην ολοκλήρωσή της.
Θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα της εργασίας
μου, τη λέκτορα, του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Αγγελική
Τριβυζαδάκη, για την καθοριστική και αποφασιστική της συμβολή κατά τη διάρκεια
της εργασίας μου, αλλά και κατά την εκπόνηση και συγγραφή της παρούσας
μεταπτυχιακής εργασίας. Ακόμα και για την αμέριστη συμπαράστασή της, την
υπομονή της, την εύστοχη καθοδήγησή της, την συνεχή της υποστήριξη, για την
παροχή πολύτιμων συμβουλών και πληροφοριών, αλλά και για τον πολύτιμο
χρόνο που διάθεσε για την ολοκλήρωση της εργασίας.
Ακόμη, ευχαριστώ θερμά τα μέλη της επιτροπής για τις πολύτιμες και
ουσιαστικές συμβουλές.

9
Φυσικά, δεν θα μπορούσα να παραλείψω από τις ευχαριστίες μου τους
σεβαστούς γονείς μου, Εμμανουήλ και Σμαραγδή, θεωρώντας το ως χρέος μου και
εκφράζοντας έτσι τη βαθειά μου ευγνωμοσύνη προς τα πρόσωπά τους, για την
αμέριστη συμπαράστασή τους κατά τη διάρκεια των σπουδών μου.
Τέλος, σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης, αφιερώνω αυτή την εργασία
στην σύζυγό μου, Τατιάνα Σεραφείμ, την οποία και ευχαριστώ θερμά για την
πολύτιμη βοήθεια, αλλά και για την ανιδιοτελή διαρκή συμπαράστασή της κατά τη
διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Χωρίς την αποφασιστική της
συμβολή, αλλά πολύ περισσότερο με την ψυχολογική υποστήριξη και εμψύχωση,
η εκπόνηση της μεταπτυχιακής μου εργασίας, αλλά και η ολοκλήρωση των
μεταπτυχιακών μου σπουδών, θα ήταν αδύνατη.
Αλλά θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα τρία μου παιδιά και ειδικότερα την
μικρότερή μου κόρη Τρυφωνία, για την υπομονή και την κατανόησή τους και να
τους ζητήσω συγνώμη για το χρόνο που δεν μπόρεσα να διαθέσω μαζί τους, αλλά
και με την υπόσχεση ότι μετά από τη ολοκλήρωση της εργασίας μου θα
αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο.

Θεσσαλονίκη 2015 Νικόλαος Ε. Ροδοπαίος

10
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΔ Ἀρχαιολογικὸ Δελτίο, Ἀθῆναι 1915 ἐξ.

Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών


ΒΕΠΕΣ
Συγγραφέων

ΒΝ Bibliothèque Nationale de France, Paris

ΒΝΒ Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη –Μ.Ι.Ε.Τ.

ΒΧΜ Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών

Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, πέρ. Δ΄, Ἀθήνα


ΔΧΑΕ
1959 ἐξ.

ΕΕΒΣ Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα

ΕΚΒΜΜ Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών & Μεταβυζαντινών Μνημείων

ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1972 ἐξ.

ΕΠΕΘ Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Θεσσαλονίκη 1978 ἐξ.

ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, Ἀθήνα 1962 ἐξ.

ΙΒΕ / ΕΙΕ Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Πρακτικά τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Ἀθῆναι 1872


ΠΑΕ
ἐξ.

Byz Byzantion

ByzSym Βυζαντινά Σύμμεικτα

CahArch Cahiers Archéologiques

CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae

CMG Corpus Medicorum Graecorum

DDC Dictionnaire de Droit Canonique, έκδ. R. Naz, Paris 1957.

Dumbarton Oaks Papers, Cambridge (Mass.), Washington,


DOC
D.C.

Dumbarton Oaks Papers, Cambridge (Mass.), Washington,


DOP
D.C. 1941 ἐξ.
11
Dumbarton Oaks Studies, Cambridge (Mass.), Washington,
DOS
D.C. 1950 ἐξ.

ΕΟ Echos d’Orient

Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, Wien – Köln -


JÖB
Graz 1888 ἐξ.

JGR Jus Graecoromamum

Lexicon byzantinisch-christlicher Symbole, G. Spitzing,


LBCS
München 1989

Liddell H. G., Scott R., Stuart Jones H., A Greek-English


LSJ Lexicon, Oxford 1925-1940 / Revised Supplement P. G. W.
Glare, A. A. Thompson, Oxford 1996.

Lexikon für Theologie und Kirche, έκδ. M. Buchberger , J.


LThK
Höfer, K. Rahner, Freiburg 1957-1967

Sacrorum Consiliorum Nova et Amplissima collectio, (έκδ.) J. D.


Mansi Mansi, Florentiae 1759 – 1798. Eπανέκδοση Paris – Leipzig
1901 – 1927

Oxford Dictionary of Byzantium, εκδ. A. P. Kazhdan, Oxford


ODB
1991

Patrologiae cursus completus, Series graeca, (έκδ.) J. P. Migne,


PG
2η σειρά, Paris 1857 – 1912 (ηλεκτρ. ψηφιοπ. 2006)

Physist et Medici Graeci Minores I-II, έκδ. J. Ideler, Berolini 1841


PhMGM
– 1842 (ανατ. Amsterdam 1963).

REB Revue des Études Byzantines, Paris 1946 εξ.

SH Subsidia Hagiographica

SC Sources Chrétiennes, Paris

TLG Thesaurus Linguae Graecae

ZRVI Zbomik Radova Vizantološkog Instituta

12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία αποτελεί μια προσέγγιση ενός πεδίου που


προκύπτει από την μελέτη φιλολογικών, αρχαιολογικών, αγιολογικών και
εικαστικών πηγών με θέμα απεικονίσεις τροφίμων και διατροφικών ειδών κατά την
βυζαντινή περίοδο (10ος – 14ος αι.).
Επίσης, η εργασία στοχεύει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη προσέγγιση
των αντιλήψεων και της περιγραφής των καθημερινών συνηθειών των ανθρώπων
στο Βυζάντιο, που σχετίζονται με τη διατροφή τους.
Οι διατροφικές συνήθειες, όπως η κατανάλωση και η προετοιμασία της
τροφής είναι στενά συνδεδεμένες με την καθημερινότητα των ανθρώπων σ’ όλες
τις περιόδους της ιστορίας. Αναλυτικότερα αναφερόμαστε ταυτόχρονα σε υλικά, σε
σκεύη σερβιρίσματος, αποθήκευσης και προετοιμασίας, σε καθημερινές
επαναλλαμβανόμενες πράξεις, σε οικονομικές παραμέτρους, σε κοινωνικές
παραμέτρους και σε τρόπους παρασκευής των τροφών. Γι αυτό και η μελέτη τους,
αποτελεί ένα σίγουρο δρόμο για να εξερευνήσει κανείς την κοινωνία που την
χαρακτηρίζουν.1
Το «Βυζάντιο» είναι μια εκτενής χρονικά περίοδος όπου η ελληνορωμαϊκή
αρχαιότητα μεταλλάσσεται σε κάτι νέο μέσα από διάφορους παράγοντες που
προκύπτουν στην πορεία: τον χριστιανισμό που φέρνει νέα ήθη και έθιμα, το νέο
γεωγραφικό κέντρο βάρους που προάγει ελληνικά και ανατολικά πολιτισμικά
στοιχεία, τις συνεχείς αλλαγές του γεωπολιτικού χάρτη και τελικά τον ίδιο το χρόνο
που φέρνει διαφοροποιήσεις στην τεχνογνωσία και τις αντιλήψεις. Ως δείγμα
πολιτισμού, οι γευστικές προτιμήσεις επηρεάζονται από αυτές τις αλλαγές και
εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους. Η τρυφή των ρωμαϊκών συμποσίων έρχεται
σε αντίθεση με το ασκητικό πνεύμα του χριστιανισμού που επιβάλλει νέους
διαιτητικούς κανόνες. Η διπλωματία και οι κατακτήσεις φέρνουν νέα ήθη και είδη

1
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο βυζάντιο», Αρχαιολογία &
Τέχνες 116, Σεπτέμβριος 2010, 9.
13
τροφίμων στο τραπέζι.2 Για παράδειγμα εμφανίζονται αρχικά δίχηλα πιρούνια από
τη Βενετία,3 αργότερα μαχαιροπίρουνα, τραπεζομάντηλα και χειρόμακτρα. Κατά
τον 12ο αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη δοκιμάζεται το χαβιάρι (ή καβιάρι), ένα νέο
έδεσμα προερχόμενο από την Μαύρη Θάλασσα και ακολούθησε η εισαγωγή
παστής ρέγγας από την Βρεττανία. Μεταξύ των νεοεισαχθέντων ειδών ήταν η
μελιτζάνα και αργότερα το νεράντζιον.4
Η εκκλησιαστική παράδοση στο Βυζάντιο επηρέασε καθοριστικά τα
διατροφικά ήθη και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίσημη καθιέρωση των
νηστειών εκτός της Τεσσαρακοστής του Πάσχα και των ημερών της Τετάρτης και
της Παρασκευής, οι μοναστικές επιρροές και γενικά οι θρησκευτικές αντιλήψεις,
διαμόρφωσαν και άλλες νηστείες.5
Σίγουρα, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού,
το οποίο θεωρεί τη γαστριμαργία,6 κορυφαία αμαρτία στην αναζήτηση της
σαρκικής απόλαυσης. Θα παρατηρήσουμε ότι ορισμένα λαχανικά, όπως τα
ραπανάκια, που εικονίζονται σε διάφορες τοιχογραφίες μεταξύ των σκευών και
των εδεσμάτων, λειτουργούν τόσο ως σύμβολα της ασκητικής χορτοφαγίας, όσο

2
Χ. Μαλτέζου, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή
παράδοση: Status quaestionis, Εισαγωγή στα Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα 1989, 19-
25.
3
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Κεφ. Αἱ Τροφαὶ καὶ τὰ Ποτά, Αθήνα 1952,
148.
4
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα. Ιστορία της διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα, Ηράκλειο
2001, 324.
5
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, Αθήνα 2010, 132,
133. Βλ. επίσης, Καππάης Δ., Η Νηστεία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, Λεμεσός
1995. Κούτσας Συμεών, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας. Γιατί, πότε και πως νηστεύουμε. Σειρά
Θεωρία και Πράξη, Αθήνα Δεκέμβριος 1991. Βολουδάκης Ε. Β. Νηστειοδρόμιον, έκδ. Β΄, Αθήνα
1999.
6
«Εἰ κρατήσεις γαστρός, οἰκήσεις τόν παράδεισον, εἰ δέ οὐ κρατήσεις, γέγονος θανάτου
παρανάλωμα», Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, Σχόλιον εις Λόγον ΙΔ΄, Σχόλιον κδ΄, PG 88, 877D. Βλ.
επίσης Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι ἐν τῇ ζωῇ μὲ βάσιν τάς ὑλικὰς τροφάς, Αθήνα
1974, 53-54, όπου αναφέρεται ότι η γαστριμαργία είναι η μανία (μάργον) με την πλήρωση της
γαστέρας (στομάχι) κατά τη σίτιση, όταν η μανία αυτή εκδηλώνεται με βάση τον λαιμό, λέγεται
λαιμαργία. Η απόκλιση αυτή προς την γαστριμαργία δεν είναι μόνο αδυναμία του χαρακτήρα με την
ηθική έννοια, αλλά προκαλεί ασφαλώς και βλάβη της σωματικής υγείας.
14
και της καταπράυνσης των σαρκικών ορέξεων καθώς και της άκρατης οινοποσίας
που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα.
Είδη της καθημερινής δίαιτας χρησιμοποιούνται στη λειτουργική πράξη και
αποκτούν νέους συμβολισμούς, όπως άρτος, οίνος, ιχθύς, νερό, λάδι, κ.ά.
Ειδικότερα ο άρτος είναι σύμβολο ζωής, η ορατή και έκδηλη ζωή. Επίσης
συμβολίζει την ένωση, αφού συγκροτείται από πολλύς σπόρους. Ο τεμαχισμός
του άρτου υποδηλώνει το θάνατο του θύματος της θυσίας και περισσότερο,
μερισμό και κοινωνία.7 Αλλά βασικά συμβολίζει τον Ιησού Χριστό «Ἐγὼ εἶμι ὁ
ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ιω. 6:35) και ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ (Ιω. 6:33), αλλά και της Εκκλησίας.8 Ο άρτος καλείται συμβολικά και
«ὁμοίωμα του σώματος τοῦ μονογενοῦς» και η προσφορά του «ὁμοίωμα τοῦ
θανάτου (αυτοῦ)».9 Εσχατολογικώς δε, είναι σύμβολο της αδιάλειπτης κοινωνίας
μετά του Χριστού στη Βασιλεία του Θεού και της συμμετοχής στα ουράνια αγαθά.10
Ενώ ο οίνος συμβολίζει το αίμα του Χριστού, το δε περιεχόμενο του ποτηρίου
«ομοίωμα τοῦ αίματος».11
Αυτά τα δύο είδη ευχαριστίας, ο άρτος και ο οίνος γίνονται δώρα – σύμβολα
της θυσίας του Χριστού για πραγματοποίηση του μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας και προσφέρονται από τον Μυστικό Δείπνο μέχρι σήμερα.12
Τα είδη αυτά της ευχαριστίας είναι τα πλέον αναγκαία και απλά συστατικά της
καθημερινής ανθρώπινης διατροφής, γι αυτό και η επιλογή τους από τον Χριστό,
ως «αντίτυπα» του σώματος και αίματός Του, είχε ως σκοπό να προβάλει τη
μετοχή στο μυστήριο με την πνευματική και σωστική ψυχική τροφή.13

7
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, τ. 1, Ηράκλειο 1997, 244.
8
Όπ.π. 245. Η Εκκλησία που ήταν διεσπαρμένη και διασκορπισμένη, όπως το σιτάρι στα βουνά,
με τον Χριστό ενώθηκε σε ένα σώμα, κατά τη Διδαχή.
9
Νικ. Σκρέττας, Αρχιμ., Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη Διδασκαλία των
Κολλυβάδων, Θεσσαλονίκη 2008, 289.
10
Λουκ. 14:15 : μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Βλ. επίσης Γ. Ε. Μεντιδάκης,
Τύπος και Συμβολισμός, 245.
11
Νικ. Σκρέττας, Αρχιμ., Η Θεία Ευχαριστία, 289. «Εὐχὴ προσφόρου Σαραπίωνος Ἐπισκόπου».
Βλ. Sarapion Th., P. Rodopoulos, The Sacramentary of Serapion, Thessaloniki 1967, 124-125.
12
Νικ. Σκρέττας, Αρχιμ., Η Θεία Ευχαριστία, 281, 289.
13
Όπ.π. 281.
15
Επίσης και ο ιχθύς είναι το σύμβολο του Χριστού και συνεπώς του
Χριστιανισμού.14 Αλλά και η συνεύρευση άρτου και ψαριού, συμβολίζει την Θεία
Ευχαριστία.15
Η χρήση του νερού προβάλλεται ως σύμβολο του καθαρμού,16 της ζωής και
της γονιμότητας,17 του θανάτου και της καταστροφής,18 αλλά βασικά είναι το
σύμβολο της βάπτισης.19
Το λάδι είναι σύμβολο της συμφιλίωσης, της ειρήνης και του ελέους του
Θεού,20 ενώ το «ἐπορκιστό ἔλαιο» θεωρείται σύμβολο «τῆς πιότητος του Χριστοῦ»

14
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Τύπος και Συμβολισμός, 256.
15
Ν. Γκιολές, Παλαιοχριστιανική Τέχνη. Μνημειακή Ζωγραφική (π. 300-726), Αθήνα 1991, 106.
16
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 64. Επίσης ο Ιωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβῆς τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 905A, αναφέρει το νερό με τη φυσική του δυνατότητα να καθαρίζει το
επέβαλε ως «ῥύπο καθάρσιον». Όπως αναφέρεται και στις τελετουργίες της Παλαιάς Διαθήκης,
Έξοδ. 30,21: Ὅταν εἰσπορεύονται εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, νίψονται ὕδατι, ἵνα μὴ ἀποθάνωσι
και Λευϊτ. 14, 7-8: ... ὕδατι ζῶντι καὶ περιῤῥανεῖ ἐπὶ τὸν καθαρισθέντα ἀπὸ τῆς λέπρας ἑπτάκις, καὶ
καθαρὸς ἔσται. Αλλά βασικά στο χριστιανικό βάπτισμα, όπου το νερό ως αρχή του καθαρμού δεν
περιορίζεται μόνο στη σωματικά κάθαρση, αλλά επεκτείνεται και στην ψυχική, «εἰ προσλάβοι χάριν
τοῦ Πνεύματος» (Ιωάννης Δαμασκηνός, όπ.π., PG 94, 905).
17
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 64-65. Βλ. επίσης Σοφ. Σειρ. 29, 21: Ἀρχὴ ζωῆς ὕδωρ καὶ
ἄρτος. Ιππόλυτος, Λόγος εἰς τὰ ἅγια Θεοφάνεια, PG 10, 852Β: Ὕδωρ τὴν γῆν βαστάζει. Και
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Κατήχησις ΙΣΤ΄ φωτιζ., PG 33, 933Α: Χλοοποιὸν καὶ ζωοποιόν
ἐστι τὸ ὕδωρ.
18
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 65. Βλ. επίσης Α. Schmemann, Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος,
Λειτουργικὴ μελέτη τοῦ βαπτίσματος, Αθήνα 1990, 56.
19
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 66-67. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὁμιλίαι Καταχητικαί, έκδ.
Α. Wenger, Catéchèses Baptismales, SC 50 bis, Paris 1970, Λόγος Γ΄, 161: Τοῦ βαπτίσματος
σύμβολον καὶ τῶν μυστηρίων ἐστὶ τὸ αἷμα ἐκεῖνο καὶ τὸ ὕδωρ, ἐξ ἑκατέρων τούτων ἡ Ἐκκλησία
γεγένηται. Όπου το νερό με τη δύναμη και τη χάρη «ἐκ τῆς του Πνεύματος παρουσίας» (Μ.
Βασιλείου, Περί ἀγίου Πνεύματος, PG 35, 132Α) είναι το «τό ὔδωρ τῆς ζωῆς» (Ιουστίνου
Φιλοσόφου και Μάρτυρος, Πρός Τρύφωνα Ἰουδαῖον διάλογος, PG 6, 504C) και γίνεται «σωτήριον
ὔδωρ, τάφος και μήτηρ» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυστ. Κατηχήσεις, Μυστ. Κατήχησις Β΄, Περί
βαπτίσματος, SC 126, 112), «σύμβολον τοῦ θανάτου» (Κλήμεντος Ρώμης, Διαταγαί τῶν άγίων
ἀποστόλων, VΙΙ, ΚΒ΄, PG 1, 1012C), «ταφῆς καί ἀναστάσεως» (Αμμωνίου Αλεξανδρείας, Εἰς το
κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, PG 85, 1408D), σύμβολο του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού.
20
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 68. Βλ. επίσης Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, PG
155, 225: εἷς δεῖγμα τοῦ ἐλέους ἢν.
16
και η επάλειψη όλου του σώματος «ώς εγκεντρισμός τοῦ ὄλου ἀνθρώπου στήν
καλλιέλαιο τοῦ Χριστοῦ» και ως κοινωνία «τῆς πιότητος τῆς ἀληθινής ἐλαίας».21
Τα σύμβολα είναι τα ορατά σημεία της αόρατης χάρης, όπως αναφέρει και ο
Μ. Αθανάσιος: «ὧν εἶδες τὰ σύμβολα τούτων ἀποδέχου τὰ πράγματα»,22 και έτσι
βλέπουμε το νερό στο βάπτισμα, τον άρτο και τον οίνο στη Θεία Ευχαριστία. 23
Άλλωστε και ο Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: «διὰ συμβόλων ἱερῶν διδάσκει
τὰ ὑπὲρ ἔννοιαν ἡ Ἐκκλησία».24
Οι εικόνες είναι πραγματικά «σύμβολα τῆς πίστεως»,25 γιατί συμβάλουν στην
κατανόηση της πραγματικότητας και επιχειρούν να εκφράσουν τη φανέρωση του
προσώπου του Χριστού.26
Αλλά όπως σημειώνει ο Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, απαντώντας στο
ερώτημα: «για ποιο ακριβώς λόγο υπάρχει η εικόνα», 27 κάθε εικόνα φανερώνει και
δείχνει αυτό που είναι κρυμμένο,28 (Πᾶσα εἰκὼν ἐφαντορικὴ τοῦ κρυφίου ἐστὶν καὶ
δεικτική).
Τρόφιμα και ποτά, αλλά και διατροφικές συνήθειες απεικονίζονται στις
βυζαντινές εκκλησίες μόνο στο πλαίσιο των ιερών μυστηρίων, όπως και στην
περίπτωση της Κοινωνίας των Αποστόλων ή όταν δικαιολογούνται από τη βιβλική
αφήγηση, όπως στην περίπτωση του γάμου της Κανά.
Βασικά η απεικόνιση τροφίμων και διατροφικών συνηθειών πηγάζει από
παραστάσεις βυζαντινών τοιχογραφιών και φορητών εικόνων με θέμα γεύματα,
συμπόσια και τραπεζώματα, τα οποία μας παρέχουν πληροφορίες για τα σκεύη
και τα τρόφιμα (βρώματα).

21
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 68-69. Βλ. επίσης Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Γ. Ε.
Μεντιδάκης, Τύπος και Συμβολισμός, 108.
22
Μέγας Αθανάσιος, Λόγος εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, PG 28, 1080C.
23
Π. Ι. Σκαλτσής, Λειτουργικές Μελέτες Ι, 33.
24
Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τέ τοῦ Θεοῦ Ναοῦ, PG 155, 700D.
25
Νικηφόρος Πατριάρχης, Ἀντίρρησις 3, 3, PG 100, 380B.
26
Δ. Ι. Τσελεγγίδης, Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καὶ ἡ ἀνθρωπολογικὴ σημασία της, Θεσσαλονίκη 1984,
89.
27
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων 3, 17.
28
Χ. Γκότση, Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων, τ. α΄, Αθήνα 1995, 33.
17
Στην εικονογραφία, επίσης, διατροφικά είδη και συνήθειες συχνά
εμφανίζονται ως παραπληρωματικά στοιχεία των συνθέσεων. Είναι δε
χαρακτηριστικό ότι εντοπίστηκαν παραστάσεις με αποκλειστικό και κύριο θέμα. 29
Αυτό αποτελεί απόρροια της τάσης, που επικράτησε μετά την Πενθέκτη
Οικουμενική Σύνοδο (692), καθώς ο 82ος κανόνας απαγόρευσε τη συμβολική
απόδοση του Χριστού.30
Ο κανόνας αυτός δεν επιβάλλει απλώς την αντικατάσταση του ζωόμορφου
συμβολισμού του Χριστού (Αμνός) με κάποιο ανθρωπόμορφο συμβολισμό, αλλά
θεσμοθετεί την υπέρβαση του συμβολισμού και της τυπολογίας, καθόσον τώρα τα
ίδια τα πράγματα έχουν αποκαλυφθεί και έγιναν ιστορία.31
Έτσι, δικαιολογείται η αποστροφή των Βυζαντινών για στοιχεία μέσα στα
έργα τους, τα οποία θα παρέπεμπαν σε λανθασμένους συμβολισμούς.
Η περίοδος μετά την εικονομαχία είναι ιδιαίτερα σημαντική, λόγω της
ευαισθητοποίησης των εικονόφιλων, οι οποίοι τώρα ήταν υποχρεωμένοι να
κινούνται με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή και διάκριση στα θέματα που αφορούσαν
τις εικόνες, για να μην οξύνουν τα πνεύματα.32

29
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, Διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη 2005, 292.
30
Γ. Α. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων
αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων πατέρων,
τόμ. Β΄, Αθήνα 1852-1859, ανατύπ. Θεσσαλονίκη 2002, 492-493. Κανὼν ΠΒ´: Ἔν τισι τῶν σεπτῶν
εἰκόνων γραφαῖς, ἀμνὸς δακτύλῳ τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος ἐγχαράττεται, ὃς εἰς τύπον
παρελήφθη τῆς χάριτος, τὸν ἀληθινὸν ἡμῖν διὰ νόμου προϋποφαίνων ἀμνὸν Χριστὸν τὸν Θεὸν
ἡμῶν. Τοὺς οὖν παλαιοὺς τύπους, καὶ τὰς σκιάς, ὡς τῆς ἀληθείας σύμβολά τε καὶ προχαράγματα,
τῇ ἐκκλησίᾳ παραδεδομένους κατασπαζόμενοι, τὴν χάριν προτιμῶμεν, καὶ τὴν ἀλήθειαν, ὡς
πλήρωμα νόμου ταύτην ὑποδεξάμενοι. Ὡς ἂν οὖν τὸ τέλειον κἀν ταῖς χρωματουργίαις, ἐν ταῖς
ἁπάντων ὄψεσιν ὑπογράφηται, τὸν τοῦ αἴροντος, τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἀμνοῦ, Χριστοῦ τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν, κατὰ τὸν ἀνθρώπινον χαρακτῆρα καὶ ἐν ταῖς εἰκόσιν ἀπὸ τοῦ νῦν, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ
ἀμνοῦ, ἀναστηλοῦσθαι ὁρίζομεν· δι᾿ αὐτοῦ τὸ τῆς ταπεινώσεως ὕψος τοῦ Θεοῦ Λόγου
κατανοοῦντες, καὶ πρὸς μνήμην τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας, τοῦ τε πάθους αὐτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου
θανάτου, χειραγωγούμενοι, καὶ τῆς ἐντεῦθεν γενομένης τῷ κόσμῳ ἀπολυτρώσεως. Βλ. επίσης
Mansi 13, 977-980.
31
Γ. Κορδή, Ιεροτύπως..., Αθήνα 2002, 157, 134.
32
Όπ.π. 179.
18
Τα πρόσωπα, τα γεγονότα και η ιστορία καταγράφονται μέσα στις εικόνες, τα
οποία παρά τις θεολογικές διαστάσεις τους δεν αποτελούν αφηρημένη θεολογική
σκέψη. Στη βάση του, το θεματολόγιο της τέχνης, δεν αποτελεί ανθρώπινο
δημιούργημα, αλλά ορίζεται από την ιστορία της θείας Οικονομίας.33
Βασικό στοιχείο της δίαιτας των Βυζαντινών ήταν το ψωμί και τα δημητριακά
και ακολουθούσαν οι ελιές, το λάδι και το τυρί, ενώ σημαντική θέση κατείχαν τα
λαχανικά,34 τα οποία συνιστούσαν τη βάση της καθημερινής τους διατροφής και
συνήθως καλιεργούνταν σε κάθε νοικοκυριό.35
Το κρέας δεν καταναλωνόταν με μεγάλη συχνότητα, ιδιαίτερα για τα
κατώτερα στρώματα αποτελούσε πολυτέλεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα οικόσιτα
ζώα εκτρέφονταν κυρίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά και όχι τόσο
για το κρέας τους.
Αντίθετα, η κατανάλωση ψαριού ήταν διαδεδομένη σε όλα τα στρώματα του
πληθυσμού και κυρίως στους κληρικούς και τα μοναστήρια, όπου απαγορευόταν η
κρεοφαγία (Κανόνες, ΙΕ΄, ΞΘ΄ και ΝΓ΄ των Αγίων Αποστόλων, Κανών ΝΕ΄ τῆς ἐν
Τρούλλω Πενθέκτης Συνόδου, Κανών ΙΗ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Συνόδου και Τυπικά
μονών, όπως του Παντοκράτορος, Αγίου Όρους κ.ά.).
Τα μεγάλα και ακριβά ψάρια τα απολάμβαναν μόνον οι πλούσιοι, τα
θαλασσινά όμως, όπως τσίροι, σαρδέλες, χταπόδια, καλαμάρια, σουπιές, καθώς
και τα παστά ψάρια ήταν προσιτά σε όλους.36
Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η παραγωγή του κρασιού από σταφύλια που
ήταν συνυφασμένη με το καθημερινό τραπέζι του Βυζαντινού, όπως υποδεικνύεται

33
Όπ.π. 135.
34
J. Köder, Ο Κηπουρός και η Καθημερινή Κουζίνα στο Βυζάντιο, Αθήνα 1992, 19-21. Τα λαχανικά
ήταν αντιπροσωπευτικά για τη βυζαντινή κουζίνα, το μαρτυρούν διάφορα κείμενα της
μεσοβυζαντινής εποχής, όπως χαρακτηριστικά ο Πτωχοπρόδρομος αναφέρει πληθώρα λαχανικών
ο
στο 2 ποίημά του: ...σέλινον, πρασομάρουλον καὶ κάρδαμον καὶ ἰντύβιν, σπανάκιν, χρυσολάχανον,
γιγγύλιν, ματζιτζάνιν, φρύγιον κράμβην καὶ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ κουνουπίδιν... Πρβλ. H. Eideneier
ο
(έκδ.), Ptochoprodromos, Köln 1991, 2 , στ. 40-42 και Πτωχοπρόδρομος, Η. Eideneier, επιμ. Ν.
Τουφεξής, Ηράκλειο Κρήτης 2012, Ποίημα Β΄, 163-172.
35
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα, 13.
36
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος
και Πολιτισμός, Τὰ ἐκ διαφόρων ἰχθύων μαγειρέματα, 79-86.
19
από τη διαρκή του παρουσία σε όλες σχεδόν τις απεικονίσεις τραπεζών και ειδικά
συμποσίων.37
Τα λαχανικά καταναλώνοντας κυρίως ωμά, βραστά και σε σούπες, συχνά
ανακατεύονταν με όσπρια και σιτηρά, και τηγανιτά, όπως σε ομελέτα. 38 Αλλά και
διατηρημένα σε ξύδι και αλάτι, όπως το σημερινό τουρσί.39
Τα αυγά συνήθως τα έτρωγαν βραστά (εκζεστά ή εφθά), ψημένα (οπτά),
τηγανιτά ή ταγηνιστά και ωμά (ροφηκτά).40 Μία πολυτελής συνταγή με αυγά ήταν
το σφουγγάτο, η σημερινή ομελέτα.41
Τα ψάρια μαγειρευόταν βραστά, ψητά (οφτά) στην ψηστιέρα (ἰστίαν), στο
κάρβουνο (ἀνθρακιὰ), τηγανιτά και παστά.42
Τέλος, το κρέας συνήθιζαν να το ψήνουν στα κάρβουνα, σε σούβλα ή σε
κλίβανο (κλιβανωτά) και να το βράζουν.43
Ο γάρος ή το γάρον, ήταν μία συνήθη σάλτσα στο Βυζάντιο για το
καθημερινό τραπέζι και διατηρούνταν καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, η οποία
παρασκευαζόταν από μικρά ψάρια, εντόσθια ψαριών, αλάτι και παλιό κρασί, τα
οποία έβραζαν σε τσουκάλι ή τα άφηναν να ζυμωθούν για περίπου τρεις μήνες. 44
Επίσης υπήρχε το μονόκυθρον,45 είδος φαγητού, που χαρακτηρίζεται ως
καλογερικό, ιδίως των ηγουμένων, το οποίο όμως έτρωγαν και οι λαϊκοί, από

37
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 11.
38
Όπ.π. 89-90, Βλ. επίσης Χ. Μότσιας, Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, Αθήνα 1998, 81.
39
J. Köder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές», στο Βυζαντινών Διατροφή
και Μαγειρείαι, Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 17-18.
40
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, 67.
41
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα, 311.
42
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, 79-80.
43
Όπ.π. 48.
44
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 12, 13
45
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, 78. Βλ. επίσης Μ. Χρόνη, Μ. Χρόνη, Ζωικά
προϊόντα στην διατροφή, 167. Ετυμολ.: μον(ο) + κύθρα «χύτρα». Βλ. Κριαράς, Λεξικό, λλ.
μονοκυθρίτσιν, μονόκυθρον. Και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, τ.ΙΙ,
Leiden 1979, 1.471: Ἰωνικώς, δὲ ἰδιώτισται καὶ τὸ ἐκ τῆς χύτρας συντεθὲν μονόκυθρον...
20
διάφορα λιπαρά υλικά, όπως ψάρια, τυρί, αυγά και λάδι, αλλά και κρασί, πιπέρι,
σκόρδο και κρεμμύδι, που βράζουν στην ίδια χύτρα.46
Το βυζαντινό τραπέζι, συγκέντρωνε γύρω του τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι
έτρωγαν από κοινά για όλους σκεύη αρχικά, μη διαθέτοντας ο καθένας ατομικά
πιάτα, τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα,47 ενώ ήταν γνωστή και η χρήση
πηρουνιών και μαχαιριών.48
Από την συστηματική μελέτη και ανάλυση των αρχαιολογικών ευρημάτων, 49
λαμβάνεται μία καλή εικόνα των επιτραπέζιων σκευών για το δεύτερο μισό του
12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα. Επιβεβαιώνεται η κυριαρχία του ρηχού πινακίου
και της σχετικά βαθιάς κούπας, όπως επίσης τα μεγάλα μεγέθη, η διάμετρος του
χείλους των οποίων κυμαίνεται γύρω στα 23-28 εκ. Η μορφή και το μέγεθός τους,
επιτρέπουν να διατυπωθεί η γνώμη πως τα σκεύη αυτά εξακολουθούν να
χρησιμοποιούνται για την παράθεση των τροφών στο τραπέζι και όχι ως ατομικά
σκεύη. Στα προηγούμενα συνηγορεί και ο αριθμός τους σε απεικονίσεις γευμάτων
και δείπνων της εποχής που είναι μικρότερος από τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι

46
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, 78. Βλ. επίσης Η. Eideneier (εκδ.),
Ptochoprodromos (Πτωχοπρόδρομος), Köln 1991, ΙΙΙ, 178 εξ., περιγράφει το μονόκυθρον: «Εἰ
βούλει πάλιν, μανθάνε καὶ τά του μονοκύθρου, κράμβην καρδίαν τέσσαρας χονδρὰς καὶ χιονάτας
καὶ ξιφιοτράχηλον παστόν, κυπριναρίου τὴν μέσην, γλαύκους χλωροὺς κἀν εἴκοσον, ἀπάκιν
βερζιτίκου, ᾠὰ κάν, δεκατέσσαρα καὶ Κρητικὸν τυρίτσιν, ἀποτυρα κἀν τέσσερα καὶ Βλάχικον ὀλίγον
καὶ λίτραν μίαν ἔλαιον, πιπέριν φούχταν μίαν, σκόρδα κεφάλαια δώδεκα καὶ τσίρους δεκαπέντε». Και
σύμφωνα με τον Πτωχοπρόδρομος ΙV, 204-215, μπορούν κα χρησιμοποιηθούν οκτώ είδη ψαριών:
γλαύκος, γοφός, κυπρῖνος, μύραινα, ξιφίας, σελάχια, σκόμβρος, τσίρος. Επίσης περιγράφετε στα
Βρώματα και μαγειρείες. Αναζητώντας τις βυζαντινές γεύσεις, β΄ έκδ. Βυζαντινό & Χριστιανικό
Μουσείο, επιμ. Π. Βοσνίδης, Ε. Γκότσης , Αθήνα 2005, 5.
47
Δ. Παπανικόλα – Μπακιρτζή, «Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη», στο Βυζαντινών Διατροφή και
Μαγειρείαι, Αθήνα 2005, 119-122.
48
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 16.
49
Όπ.π. 119. Βλ. επίσης Χ. Κριτζάς, Το βυζαντινόν ναυάγιο Πελαγοννήσου Αλοννήσου, ΑΑΑ ΙV
(1971), 176-182. Γ. Φιλοθέου, Μ. Μιχαηλίδου, Βυζαντινά πινάκια από το φορτίο ναυαγισμένου
πλοίου κοντά στο Καστελλόριζο, ΑΔ 41 (1986), Μελέτες, 271-329. Και Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά
ου
Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, 11, αναφέρεται σε ακόμα ένα ναυάγιο του 11 αιώνα, στα
μικρασιατικά παράλια (Serce Liman) κοντά στη Ρόδο.
21
και απλώνουν το χέρι για να πάρουν το μερίδιό τους από τα δύο ή τρία μεγάλα
σκεύη που υφίστανται στη μέση του τραπεζιού.50
Ενώ ο Γ. Σωτηρίου απαριθμεί βυζαντινά χειρόγραφα και μνημεία πριν και
μετά τον 12ο αιώνα με απεικονίσεις πιρουνιών αναιρώντας παλαιότερες απόψεις
που θεωρούσαν ότι το εικονογραφικό θέμα οφείλεται σε δυτική επίδραση μετά τον
12ο αιώνα.51 Σε αντίθεση με το Βυζάντιο, τα πιρούνια απουσιάζουν σταθερά από
τις δυτικές απεικονίσεις δείπνων εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων σε χειρόγραφα.52
Τα είδη διατροφής ποικίλουν ανάλογα με το κοινωνικό και οικονομικό
επίπεδο των κατοίκων του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφοροποίηση
των ειδών, της ποιότητας της τροφής.53 Όπως τα λαχανικά και τα όσπρια
αποτελούσαν συνήθη τροφή των φτωχών, 54 ενώ τα θαλασσινά, το κρέας55 και
ειδικότερα των πτηνών από κυνήγι (φασιανοί, πέρδικες, αγριόχηνες κ.ά)
παρατίθενται σε συμπόσια ευπόρων, λόγω αυξημένου κόστους.56

50
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 119-120. Βλ. επίσης J. Vroom, After Antiquity. Ceramics
th th
and Society in the Aegean from the 7 to the 20 Century A.C. A Case Study from Boeotia, Central
Greece [Archaeological Studies, Leiden University], Leiden 2003, 313-321.
51
Βλ. στη Βιβλιοκρισία 29 του G. Sotiriou, «de Jerphanion: Les églises rupestres de Cappadoce
(Une nouvelle province de l'art byzantin)», Paris 1936. (Texte du tome deuxième, première partie),
ΕΕΒΣ 13 (1937), 460-467.
52
Last Supper, Phaidon editors, Λονδίνο 2000.
53
Πρβλ. G. P. Alivisatos, A. loustinianos, Über den Nahrungsstoffgehalt der hei der griechischen
ος
Landbevölkerung üblichen Getreidearten und Mehlprodukte, Β΄ Πραγματείαι, τόμ. 13 , Αθήνα
1950, 1-24.
54
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Περὶ τῆς βρώσεως διαφόρων χόρτων καὶ
λαχάνων, 88-96.
55
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 4. Όπου μας πληροφορεί χαρακτηριστικά στο ποίημά
ος
του ο Πτωχοπρόδρομος (12 αι.), σε ένα εξεζητημένο και όχι καθημερινό τραπέζι, που μόνο οι
άρχοντες μπορούσαν να γευτούν και παρουσιάζονται διαδοχικά στους συνδαιτυμόνες, στιχ. 172-
179: Πρῶτον διαβαίνει τὸ ἐκζεστὸν ψησσόπουλον μπουρδάτον, καὶ τότε τὸ περέχυμαν. Μαζὸς
βαβαλισμένος, καὶ τρίτον ὀξινόγλυκος κρακάτη μαγειρεῖα, ἔχουσα στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον
τριψίδιν, ἀμανιτάριν, ὄξος τε καὶ μέλιν ἐκ τὸ ἀκάπνιν, καὶ ἀπέσω κεῖται κόκκινος, μεγάλη φιλομῆλα,
καὶ κέφαλος τρισπίθαμος ἀβγάτος ἐκ τὸ Ῥήγιν καὶ συναγρίδα πεπανή, θέε μου μαγειρεῖα! (όπ.π.
σημείωση 46).
56
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 119.
22
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που, από τις εικαστικές αποδόσεις των
γευμάτων προκύπτουν αρκετά στοιχεία για την χρήση των σκευών και ελάχιστα
για την βυζαντινή γαστρονομία και διατροφή, η αποκωδικοποίηση και ταύτισή τους
δεν είναι πάντα εύκολη.
Πλουσιότερες σε πληροφορίες είναι οι παραστάσεις δείπνων και συμποσίων
με παραβολικό ή συμβολικό χαρακτήρα, όπως το συμπόσιο του Ηρώδη, το Δείπνο
του Θεοπίστου, ο Βίος του Ιώβ ή οι πάντοτε απαξιωτικές των αμαρτιών στον
Ιωάννη της Κλίμακας. Αντίθετα, στις παραστάσεις όπως αυτές του Μυστικού
Δείπνου, της Γέννησης της Παναγίας και στη Γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου,
του Γάμου στην Κανά και της Φιλοξενίας του Αβραάμ, όπου απουσιάζουν κατά
βάση, τα πλούσια φαγητά, ενώ υπάρχουν κατά κανόνα ο άρτος, ο οίνος και κατά
περίπτωση το ψάρι και πολύ αργότερα το ρεπάνι.57
Στις συγκεκριμένες παραστάσεις παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς
τα σκεύη ή άλλα χρηστικά αντικείμενα, όπως μαχαιροπήρουνα, χειρόμακτρα και
τραπεζομάντηλα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντανακλούν τις συνήθειες
της εποχής κατά την οποία εκπονήθηκαν τα έργα.58
Η μεθοδολογία της έρευνας μας περιελάμβανε την εύρεση, την απομόνωση
και καταχώρηση του κάθε είδους τροφίμου από κάθε εικόνα και σκηνή, στις

57
Οι παραστάσεις αυτές έχουν κατά καιρούς χρησιμεύσει, σε διάφορες μελέτες για την βυζαντινή
διατροφή και οικονομία, βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. ε΄, Αθήνα 1952, 9-
35 και 136-205. Μ. Kaplan, Les hommes et la terre à Byzance du Vie au Xle siècle. Propriété et
exploitation du sol, Παρίσι 1992. Πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση επιχειρείται για τη σκηνή της
Φιλοξενίας του Αβραάμ από την Τριβυζαδάκη Α., Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη
Αβραάμ, 278-308 και για το Συμπόσιο του Ηρώδη, η Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο
εικονογραφικός κύκλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1998, 119-133.
Βλ. επίσης H. Kοpstein, Gebrauchgegenstände des Alltags in archäologischen und literarischen
Quellen, JOB 31/1, 1981, 355-375.
58
Βλ. τις παρατηρήσεις της Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 130, η
οποία παραπέμποντας και σε παλαιότερη εργασίας της (Les ustensiles dans la peintures murale
buzantine Ve-XVe s., Paris 1983), θεωρεί ορθώς ότι τα απεικονιζόμενα σκεύη είχαν σαφή σχέση με
την πραγματικότητα, αλλά χωρίς αυτό να εμποδίζει τους καλλιτέχνες να αντιγράφουν παλαιότερες
απεικονίσεις συχνότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Βλ. επίσης V. Francois, «La vaisseile de table
a Byzance: un artisanat et un marche peu permeables aux influences exterieures», XXe Congres
International des Etudes Byzantines, Pre-actes 1. Seances plenieres, Παρίσι 2001, 96-101.
23
αντίστοιχες γενικές ομάδες τροφίμων και την αντιστοιχία τους, εφόσον υπάρχει, με
το θρησκευτικό συμβολισμό τους.
Η παρούσα εργασία αποτελείται από δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο
αναφέρεται στα διατροφικά είδη και διαιρείται σε πέντε κεφάλαια: κεφάλαιο Α΄, τα
λαχανικά και χόρτα, κεφάλαιο Β΄, το ψάρι, κεφάλαιο Γ΄ το κρέας και τα αυγά,
κεφάλαιο Δ΄, τον άρτο και κεφάλαιο Ε΄, το κρασί. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται
στις διατροφικές συνήθειες των βυζαντινών και χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, τον
τρόπο μαγειρέματος, τον τρόπο σερβιρίσματος και την κατανάλωση τροφής στο
τραπέζι, όπως αυτά προκύπτουν από τις εικαστικές εκδηλώσεις του βυζαντινού
ανθρώπου.
Η εργασία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των γενικών συμπερασμάτων
και ακολουθούν, τέλος, ο πίνακας της βιβλιογραφίας και ο κατάλογος των εικόνων,
που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη.
Πρόβλημα μπορεί να αποτελεί η μέθοδος που απαιτείται να χρησιμοποιηθεί,
για να επιτρέψει, μέχρι ενός βαθμού, την αναπαράσταση και τον προσδιορισμό
κάποιων στοιχείων της καθημερινότητας των Βυζαντινών. Χωρίς να
παρακάπτουμε τις εικαστικές μαρτυρίες, τα στερεά πρότυπα, τις συμβάσεις και την
συμβολιστική που τις χαρακτηρίζουν, συνδυαζόμενα με κείμενα και αρχαιολογικές
μαρτυρίες.
Άρα, πιθανόν μια παράσταση συμποσίου ή γεύματος, αλλά και κάθε άλλη
απεικόνιση, μιας συγκεκριμένης εποχής, μπορεί να μην δίνει πληροφορίες για τους
τρόπους σερβιρίσματος, μαγειρέματος ή για την χρήση σκευών, φαγητών και
επίπλων.
Τέτοιες απεικονίσεις, όπου υπάρχουν θρησκευτικά μυνήματα και
συμβολισμοί, καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες, στερεότυπες αντιλήψεις και στοιχεία
καθημερινότητας, μπορεί σε κάποιο βαθμό να είναι ακριβείς δείκτες του
πολιτισμού της βυζαντινής εποχής. Αλλά μπορεί να είναι και μία τροποποιημένη
πρόθεση του καλλιτέχνη που αναπαράγει και συνδιάζει αναγνωρίσιμα στοιχεία για
την εποχή του με παλαιότερα πρότυπα.
Επομένως η απλή περιγραφή των αντικειμένων μιας παράστασης μπορεί να
θεωρηθεί ότι δίνει κάποιες πληροφορίες. Η εικονολογική ερμηνεία μπορεί μόνο να
δώσει απαντήσεις για τη χρήση τους, την επιλογή τους, τη σημασίας τους σε

24
ιστορικό και πολιτισμικό επίπεδο, όπου ακόμη και εάν αποτελούν απλές μιμήσεις
δεν στερούνται επαφής και σύνδεσης με την πραγματικότητα.59
Συμπερασματικά, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εφικτή η αναπαράσταση της
πραγματικότητας με την επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε εικαστικές
λεπτομέρειες, όπως τα τρόφιμα και τα σκεύη και την αντιπαράθεσή τους με
αντίστοιχες λεπτομέρειες σε εικόνες, τοιχογραφίες και σε κείμενα.
Άρα όλα τα παραπάνω περιγράφονται σε επιλεγμένες απεικονίσεις και
τοιχογραφίες που μελετούνται στην παρούσα εργασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι αν
και η βυζαντινή τέχνη υπόκειται σε κανόνες, δεν στερείται της δύναμης να ανακαλεί
την πραγματικότητα με διάφορους τρόπους, που όμως πρέπει να ορισθούν και να
μελετηθούν κατά περίπτωση.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εύρεση των παραπάνω θεμάτων και
κατά το δυνατόν η λεπτομερέστερη ανάλυση και περιγραφή τους βάση των πηγών
και της κειμενικής παράδοσης.

59
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού, 4 Νοεμβρίου Θεσσαλονίκη 2001, επιμ. Δ. Παπανικόλα - Μπακιρτζή, Αθήνα 2005, 147.
Για την ιστορική μαρτυρία της τέχνης, για τα προβλήματα της χρήσης των εικόνων ως πηγών στην
αναπαράσταση του καθημερινού βίου παρελθόντων πολιτισμών και για τις μεθόδους της
εικονολογίας και εικονογραφίας βλ. R. Ι. Rotberg - Th. Κ. Rabb (επιμ.), Art and History: Images and
their Meanings, 1988, βλ. επίσης, St. Bann, “Face-to-Face with History”, New Literary History 29
(1998), 235-246, P. Burke, Eye-witnessing: The Uses of Image as Historical Evidence, Λονδίνο
2001 (ελλ. μτφρ., Αυτοψία Οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυριών, Αθήνα 2003). Για
διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στην βυζαντινή εικονογραφία και εικονολογία βλ. Η. Maguire,
Art and Eloquence in Byzantium, Princeton, N.J. 1981, ο ίδιος, Earth and Ocean: The Terrestrial
World in Early Byzantine Art, Pennsylvania 1987, H. Belting, Likeness and Presence, Λονδίνο
1994, A. Littlewood - H. Maguire - J. Wolschke-Bulmahn (ed.), Byzantine Garden Culture,
Washington, D.C. 2002.
25
ΠΗΓΕΣ

Ενδιαφέρον για την εργασία μου παρουσιάζει η διαδικασία παράλληλων


σχετικών πληροφοριών μέσα από μια ποικιλία πηγών, οι οποίες προσδιορίζουν τα
τρόφιμα και τις διατροφικές συνήθειες στο Βυζάντιο. Τέτοιες πηγές είναι: τα
θεολογικά και αγιολογικά κείμενα και τα έργα της γραμματείας, σε σχέση με τα
αντικείμενα τέχνης της εποχής εκείνης, τα οποία επιβεβαιώνουν την χρήση των
διατροφικών ειδών και των συνηθειών, στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών.
Βασική πηγή για την έρευνα υπήρξε Patrologiae Graecae Migne’s (PG),60
καθώς έπρεπε να διερευνηθεί, κατά το δυνατόν, το σύνολο των κειμένων της
βυζαντινής γραμματείας. Κύριες πηγές αποτέλεσαν έργα των οποίων οι
συγγραφείς πραγματεύονται θέματα διατροφής και διατροφικών συνηθειών, αλλά
και όσα αναφέρονται στο ζωικό και φυτικό βασίλειο και την σχέση τους με τον
ανθρώπινο βίο.
Επίσης βασική πηγή, δεν θα μπορούσε να μην καταγραφεί η Αγία Γραφή,
όπου κείμενα που αφορούν τρόφιμα και διατροφικές συνήθειες έχουν άμεση σχέση
με τις απεικονίσεις. Άλλωστε οι πληροφορίες για τα βυζαντινά φαγητά και τρόφιμα
λαμβάνονται από παραστάσεις που είναι κυρίως θρησκευτικές.
Είναι καταγραμμένες στη Καινή Διαθήκη πολλές αναφορές σε γεύματα και
δείπνα. Οι συγκεκριμένες αναφορές που είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως
προτυπώσεις και προεκτάσεις της ευχαριστιακής επιταγής του Ευαγγελίου, έχουν
ως εξής:61 α) χορτασμός του πλήθους, Ματθ. 14:13-21 και 15:32-39, Μαρκ. 6:30-

60
Χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική έκδοση του Jacques-Paul Migne’s Patrologiae Graecae, η
οποία περιέχει ψηφιοποιημένους τους 161 τόμους της πρώτης έκδοσης του Patrologiae Cursus
η
Completus, Series Graeca, 2 Paris, 1857-1866 (ηλεκτρ. ψηφιοπ. 2006
http://phoenix.reltech.org/Ebind/docs/Migne/ Migne.html ή http://purl.org/reltech/Migne και στο
Κέντρο Πατερικών Σπουδών http://graeca.patristica.net/. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων για τη
μελέτη της ιστορίας της Χριστιανικής Εκκλησίας από τις αρχές της μέχρι τη Σύνοδο της Φλωρεντίας
το 1439, από τους πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας που έγραψαν στην ελληνική γλώσσα, καθώς
και τους Χριστιανούς της Δύσης που έγραψαν στα ελληνικά, πριν την επικράτηση της λατινικής
γλώσσας. Περιλαμβάνει έργα γνωστών Πατέρων.
61
Χρ. Νάσσης, Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, Θεσσαλονίκη 2007, 56-57.
26
44 και 8:1-10, Λουκ. 9:7-17 και Ιω. 6:1-15,62 β) μετα-αναστάσιμες χριστοφανειακές
συνεστιάσεις, Μαρκ. 16:14-18, Λουκ. 24:28-35 και 41-43 και Ιω. 21:1-21 και γ)
παραβολικές αναφορές σε γεύματα, Ματθ. 12:1-14 και Λουκ. 14:15-24 και 15:22-
23.63
Ο θάνατος του Ιωάννη του Προδρόμου με αποκεφάλιση, περιγράφεται στα
δύο πρώτα Ευαγγέλια και ιδίως από το Μάρκο, ενώ ο τρίτος ευαγγελιστής Λουκάς
αναφέρει μόνο την φυλάκισή του,64 όπου ο Ηρώδης γιορτάζει τα γενέθλιά του,
παραθέτοντας ένα μεγάλο γεύμα στους άρχοντες της Ιουδαίας και στους
προύχοντες της Γαλιλαίας.65
Η Γέννηση της Θεοτόκου δεν περιγράφεται στα Ευαγγέλια, όπου
αναφέρονται μόνο μετά τον Ευαγγελισμό της, αλλά ανάγεται στα απόκρυφα
Ευαγγέλια: το λεγόμενο «Ευαγγέλιο της Γέννησης της Θεοτόκου» (5ος αιώνας), το
Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου (περίπου το 100) και το Ευαγγέλιο του Ψευδο-
Ματθαίου (περίπου το 600), οι μαρτυρίες των οποίων αποδέχθηκε και η Πατερική
παράδοση,66 όπου αντλούνται αρκετές πληροφορίες για την Γέννηση της

62
Έχουν θέματα: Ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων (και των δύο ιχθύων) στην έρημο και Ο
πολλαπλασιασμός των επτά άρτων. Βλ. Ι. Γαλάνη, Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και
των ιχθύων στην ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2001, 256-286. Ο
πολλαπλασιασμός των άρτων είναι το μόνο θαύμα που καταγράφεται και από τους τέσσερις
ευαγγελιστές,
63
Λουκ.14:15-24, Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου, Η παραβολή των βασιλικών γάμων.....
64
Ματθ. 14:1-12, Μάρκ. 6:14-29 και Λουκ. 3:20. Οι Ευαγγελιστές παρουσιάζουν τον Ιωάννη να
ελέγχει την ανήθικη συμπεριφορά του Βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, ιδιαίτερα του γάμου του με την
Ηρωδιάδα, που τη χώρισε από τον αδερφό του Φίλιππο και την παντρεύτηκε ο ίδιος. Σύμφωνα με
τον ιστορικό Ιώσηπο, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος φυλακίστηκε στα μπουντρούμια του παλατιού του
Ηρώδη στη Μαχαιρούντα, στο νοτιότερο σημείο της Νεκράς Θάλασσας, για να αποφύγει την
πολιτική επανάσταση. Βλ. επίσης Α. Διαλεκτόπουλος, Οι Εικόνες του Δωδεκαόρτου, Καβάλα 1998,
216.
65
Ματθ. 14:6: γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου... και Μάρκ. 6:21: καὶ γενομένης ἡμέρας
εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις
καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας.
66
Α. Διαλεκτόπουλος, Οι Εικόνες του Δωδεκαόρτου, 53-56 και Παράρτημα Α’ Από τα Απόκρυφα
βιβλία της Καινής Διαθήκης, Καβάλα 1998, 221-226. Βλ. επίσης Χ. Γκότσης, Ο μυστικός κόσμος
των Βυζαντινών εικόνων, τ. β΄, Αθήνα 1995, 43-44 C. Tischendorf, Evangelia Apocrypha,
Protoevangelium Jacobi, Lipsiae 1853, κεφ. 1-5.
27
Θεοτόκου και για τους γονείς της, χωρίς να αναφέρεται τίποτα για την χορήγηση
τροφών στην λεχώνα Άννα. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες και στην γέννηση του
Ιωάννη Προδρόμου από την Ελισάβετ.67
Επίσης το απόκρυφο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφει και το
μαρτύριο του Ιωάννη του Πρόδρομου.68
Αρχικά οι πηγές από λογοτεχνικά έργα που αφορούν γενικά διατροφικές
συνήθειες και τροφές του Βυζάντιου, είναι:
Στο μεγάλο έργο του Αθήναιου,69 Δειπνοσοφιστές, υπάρχουν τα πιο
αποκαλυπτικά στοιχεία σχετικά με το θέμα της διατροφής, όπου διαρθρώνονται σε
δεκαπέντε εκτενή βιβλία, έχουν την μορφή συζητήσεων σε φανταστικά συμπόσια
με πλαίσιο την Ρώμη των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ. Το κεντρικό θέμα των
διαλόγων είναι η τροφή, το ποτό και η διασκέδαση των Ελλήνων και κάποιων από
τους γειτονικούς λαούς, κατά την 1η χιλιετία. Το 1ο βιβλίο ασχολείται με την
λογοτεχνία τα διατροφής, την τροφή και το κρασί, τα βιβλία 2ο και 3ο
πραγματεύονται το θέμα των ορεκτικών και του ψωμιού, το 4 ο βιβλίο αφορά την
οργάνωση και την μουσική, ενώ το 7ο και το 8ο με τα ψάρια, το 9ο με το κρέας και
τα πουλερικά, το 10ο με τη λαιμαργία και ξανά με το κρασί, το 11ο βιβλίο
αναφέρεται στις κούπες, ενώ το 14ο εξετάζει το θέμα των επιδορπίων και ξανά με
την μουσική.70
Το έργο Δειπνοσοφιστές επέζησε στα μεσαιωνικά χρόνια και διασώθηκε σ’
ένα χειρόγραφο, αντιγραμμένο από τον Ιωάννη τον Καλλιγράφο, στην
Κωνσταντινούπολη, κατά τον 10ο αιώνα και μεταφερμένο στην Ιταλία κατά τον 15ο

67
Όπ.π., Α. Διαλεκτόπουλος, 59.
68
Χ. Γκότσης, Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων, 80.
69
Ο Αθηναίος καταγόταν από την Ναύκρατη της Αιγύπτου και ήταν εξοικειωμένος με την ζωή και
διατροφή τόσο της Αλεξάνδρειας όσο και της Ρώμης.
70
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, Ηράκλειο 2001, 290. Τα υπόλοιπα βιβλία που δεν αναφέρθηκαν
ο
παραπάνω, γιατί δεν έχουν σχέση με τη διατροφή, αφορούν το 5 βιβλίο που μιλά για την σπατάλη,
ο ο
την επίδειξη και την πολυτέλεια, το 6 ασχολείται με τους παράσιτους και την κολακεία, ενώ το 12
ο
βιβλίο εξετάζει θέματα κοινωνικής συμπεριφοράς και το 13 βιβλίο μιλά για τον έρωτα και τις
ο
γυναίκες. Τέλος το 15 βιβλίο πραγματεύεται τα περί αρωμάτων και στεφάνων (A. Dalby, Σειρήνια
Δείπνα, 290).
28
αιώνα.71 Πρόκειται για ένα μεγάλο και προσεκτικά γραμμένο τόμο, που τώρα
βρίσκεται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και είναι γνωστός ως Μαρκιανός
447.72 Απ’ αυτό το μοναδικό αντίγραφο χάθηκαν εδώ και πολλούς αιώνες τα βιβλία
1 και 2 στο σύνολό τους, η αρχή του 3ου βιβλίου, ένα μέρος από το τελικό 15ο
βιβλίο και κάποιες άλλες σελίδες, συνολικά το 1/5 του αρχικού κειμένου. 73
Οι Δειπνοσοφιστές, όπως και κάθε ιστορική πηγή, πρέπει να
χρησιμοποιηθούν με επιφύλαξη, όμως ο Αθήναιος προσφέρει δυνατότητες στους
ερευνητές, μέσα από τη διαλογική μορφή, για την καλύτερη προσέγγιση του
θέματος της διατροφής και των τροφών γενικά, με πολλές ομοιότητες της
Βυζαντινής διατροφής, γι αυτό και αντιγράφτηκε τον 10ο αιώνα.74
Η Επιτομή του Αθήναιου είναι ένα απαραίτητο υποκατάστατο των χαμένων
βιβλίων και άλλων σελίδων των Δειπνοσοφιστών και είναι μια περίληψη που έγινε
κατά τα ύστερα βυζαντινά χρόνια.75
Προσφέρει σε πολλές περιπτώσεις πολύ πιο πειστικές εκδοχές από ότι ο
Μαρκιανός 447 και συνεπώς πρόκειται για ένα καλό χειρόγραφο της βυζαντινής
περιόδου, όπου ο συντάκτης της εξαρτάται από μία πολύ ισχυρότερη χειρόγραφη

71
N.G. Wilson, “Did Arethas read Athebaeus?”, Journal of Hellenic studies 82 (1962), 147-148 και
W. Dindorf, “Ueber die venetianische handschrift des Athenaeus und deren abschriften“, Philologus
30 (1870), 73.
72
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 298.
73
Βλ. K. Zepernick, «Die Exzerpte des Athenaeus in den Deipnosophisten und ihre
Glaubwurdigkeit», Philologus 77 (1921), 311-363 και L. Nyikos, Athenaeus quo consilio quibusque
usus subsidiis Dipnosophistarum libros composuerit, 1941.
74
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 301.
75
G. Kaibel, De Athenaei epitome, Rostok 1883 και C. Aldick, De Athenaei Dipnosophistarum
codicibus etc., Minster 1928. Η μόνη πλήρης έκδοση της Επιτομής, η editio princeps, είναι αυτή του
S.P. Peppink, Athenaei Dipnosophistarum epitome, Leinten 1937-1939. O C.G. Cobert, Oratio de
arte interpretandi grammatices et critics fundamentis innixa primario philology officio, Leinten 1847,
104 και ο W. Dindorf, 79, κατέληξαν στην άποψη πως ο συγγραφέας της Επιτομής εργάστηκε με
βάση το Μαρκιανό χειρόγραφο, το οποίο εκείνη την εποχή θα πρέπει να ήταν ακέραιο.
29
παράδοση απ’ αυτή την οποία αντιπροσωπεύει ο Μαρκιανός.76
Υπάρχουν και τα κείμενα του επίσκοπου της Κρεμώνης, Λιουτπράνδου, στην
Έκθεση (=Relatio), 10ος αιώνας, όπου εκτός από τις ποικίλες πληροφορίες για την
δυτική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, υπάρχουν και πληροφορίες για τη
διατροφή των Βυζαντινών.77
Σ’ όλη την διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, η διαιτολογία, καθώς και ότι
είχε σχέση με την διατροφή ήταν αντικείμενο των γιατρών. 78 Έτσι τα κείμενα που
αποτέλεσαν την βασικότερη κατηγορία πηγών για τα τρόφιμα και την χρήση τους
στην διατροφή, αλλά και στην ιατρική, στο Βυζάντιο, είναι τα ιατρικά συγγράμματα
και τα ιατρικά εγχειρίδια.79

76
S.P. Peppink, όπ.π. τομ. 1, IX-XVII, Η. Erbse, Untersuchungen zu den attizistischen Lexika,
Berlin 1950, 75-92 και C. Colland, “Athenaeus, the Epitome, Eustathius and quotations from
tragedy”, Rivista di filologia e di istruzione classica 97 (1969), 157-179. Είναι πολύ περίεργο που η
Επιτομή δεν έχει ποτέ τυπωθεί ολόκληρη. Οι βασικές εκδοχές των δύο καλύτερων χειρογράφων,
του Παρισιού και της Φλωρεντίας, έχουν τυπωθεί ως εξής: ο πρώτος τόμος της έκδοσης Bude του
Αθήναιου που σχεδίαζε ο A.M. Desrousseaux, Les deipnosophistes. Livres I et II, Paris 1956,
αποτελεί μία έκδοση συνοδευόμενη από γαλλική μετάφραση των βιβλίων 1-2 της Επιτομής. Το
ου
πρώτο μέρος του 3 βιβλίου βρίσκεται στην έκδοση του Αθήναιου από τον G. Kaibel, Athenaei
Naucratitae Deipnosophistarum libros XV, Lipsiae 1887-1890. Υπάρχει και αγγλική μετάφραση
όλων αυτών των βιβλίων στην έκδοση Loeb του C.B. Gulick, The deipnosophists, Καίμπριτζ,
Μασσαχουσέττη 1927-1941, τομ. 1, 3-319. Ο Peppink με την editio princeps, είναι η μοναδική μέχρι
ου
σήμερα έκδοση, από την μέση του 3 βιβλίου μέχρι το τέλος, πριν από αυτόν, ο Aldick είχε
τυπώσει ένα κατάλογο των διάφορων εκδοχών, ό.π. S.P. Peppink και C. Aldick.
77
Liutprmâs von Cremona Werke, Relatìo de legatìone Constantinopolitana, Quellen zur
Geschichte der sächsischen Kaiserzeit, κείμενο και γερμ. μετ. Α. Bauer - R. Rau, Darmstadt 1977,
496 – 589. Βλ. επίσης, Liutprand, Legatio, έκδ. J. Becker, Hannover - Leipzig 1915 και Ι.
Δημητρούκας, «Παρατηρήσεις σχετικά με το ταξίδι της επιστροφής του Λιουτπράνδου», Σύμμεικτα
11, (1997), 63-82.
78
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 320.
79
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, Αθήνα 2010, 34.
Τα οποία έχουν ως θεματικό πυρήνα οδηγίες για την διατροφής, αλλά και την παρασκευή
φαρμάκων.
30
Στα ιατρικά αυτά έργα εντοπίζονται ποικίλες πληροφορίες, πολύ σημαντικές
για την παρούσα εργασία και ειδικότερα σε μία κύρια ανάγκη του καθημερινού
βίου, την διατροφή.
Είναι απαραίτητη η έρευνα σε παλαιότερα κείμενα, συγγραφέων, κυρίως
ιατρών, τα οποία όμως απολάμβαναν ιδιαίτερης εκτίμησης στο Βυζάντιο, για να
γίνει καλύτερη αξιολόγηση και αξιοποίηση των πληροφοριών για τα διατροφικά
προϊόντα.80 Άλλωστε πολλά από αυτά τα έργα χρησιμοποιήθηκαν και από
νεώτερους συγγραφείς, όπως ο Φαίδων Κουκουλές.
Ένα απ’ αυτά τα έργα είναι και του Ορ(ε)ιβάσιου (325-400 μ.Χ.), Ιατρικαί
Συναγωγαί.81 Τα πρώτα πέντε βιβλία του έργου του είναι αφιερωμένα στις
διαιτολογικές ιδιότητες των τροφίμων, αποτελούν συνεπώς έναν πολύ σημαντικό
οδηγό και για την μελέτη της διαιτολογικής γνώσης που κληρονομεί αυτή η εποχή,
επειδή διασώζουν πολλά αποσπάσματα από χαμένα έργα.
Επίσης, οι συλλογές του Αέτιου του Αμιδηνού (550 μ.Χ) 82 και του Παύλου του
Αιγινίτη (640 μ.Χ.),83 είναι ανάλογες με το περιεχόμενο των έργων του

80
Όπ.π. 35.
81
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 320. Το οποίο συντάχθηκε μετά από παρότρυνση του αυτοκράτορα
Ιουλιανού, χρησιμοποιεί ως βάση τα έργα όχι μόνο του Γαληνού, αλλά και πολλών άλλων
συγγραφέων, λιγότερο σημαντικών. Βλ. και: G. Allburt, Byzantine Medicine, Oribasius of
Pergamum, στο: Greek medicine in Rome, 407-409. R. De Lucia, Oreibasios v. Pergamon, AML,
660-661. P. Scmid, Oribasius, 623-641. Balwin, Oribasius, 85-97. Faro, Oribasio, 263-268.
82
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 48. Αέτιος Αμιδηνός, <Ιατρικόν Υπόμνημα>. Άλλο
έργο του σχετικά για τα ζώα είναι το Περί δακνόντων ζώων και ιοβόλων, ήτοι λόγος δέκατος τρίτος,
εκδ. Ζερβός, Αθήνα 1906. Ο πρωτότυπος τίτλος του πρώτου έργου του δεν έχει σωθεί. Από τους
μελετητές έχουν προταθεί διάφοροι τίτλοι, χωρίς σχετικά επιχειρήματα. Για το θέμα αυτό, βλ.
Pollak, Heilkunde, 423-424. Βλ. και: A. Garzya, Aetios v. Amida, AML, 19-20, G Allburt, Byzantine
Medicine, Aetius of Amida, στο: Greek medicine in Rome, 409-411. Βλ. επίσης, Sideras, Aetius
und Oribasius, 110-130.
83
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 48. Παύλος Αιγινίτης, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ
διῃρημένα βιβλία. Βλ. και P. Pormann, “Paulos v. Aigina“ AML, 681-682. G. Allburt, Byzantine
Medicine, Alexander of Tralles, στο: Greek medicine in Rome, 423-415. A. Βρότσης, Παύλος
Αιγινίτης. Σε μία συγκριτική αξιολόγηση του σωζόμενου έργου των Βυζαντινών ιατρών, ο Pollak,
εκτιμά ότι ο Ορειβάσιος, ο Αέτιος, ο Παύλος και ο Αλέξανδρος Τραλλιανός, αποτελούν το
αποκορύφωμα της ιατρικής γνώσεως στην ύστερη αρχαιότητα.
31
Ορειβάσιου.84 Ακόμα, η διαιτολογική επισκόπηση που συνέταξε ο Συμεών Σηθ
(1075) είναι δομημένη σύμφωνα με την ταξινόμηση της προέλευσης των τροφών
και αντανακλά τα ενδιαφέροντα της βυζαντινής εποχής (11 ος αιώνας).85 Της ίδιας
περίπου εποχής είναι και το ποίημα του Μιχαήλ Ψελλού, Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον
δι’ ἰάμβων, που αποτελεί σύνοψη ιατρικών.86
Όπως και τα ιατρικά, έτσι και τα γεωργικά εγχειρίδια πήραν την μορφή
συλλογών κατά τα ύστερα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια. Όμως το
μεγαλύτερο μέρος αυτών των γεωργικών εγχειριδίων έχει χαθεί. Το βυζαντινό
συμπίλημα που συντάχθηκε γύρω στα 950, γνωστό με τον τίτλο Γεωπονικά,87 του
Κασσιανού Βάσσου,88 αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο,89
αντλεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, από πολυάριθμες αρχαίες αυθεντίες,
συμπεριλαμβανομένου και του Πάξαμου, αν και η εγκυρότητα αυτής της δήλωσης
είναι αμφισβητούμενη.90
Τέλος, οι βυζαντινές γνώσεις τόσο για την γεωργία όσο και για την διαιτητική

84
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 320-321.
85
Όπ.π. 321 και Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 48. Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν
δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον. Βλ. και Brunet, Simeon Seth, J. Niehoff-Panagiotidis, Seth, Symeon,
AML, 799-800. G. Allburt, Byzantine Medicine, Love of Nature, Simeon Seth, στο: Greek medicine
in Rome, 420-421.
86
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 321.
87
Γεωπονικά, εκδ. Η. Beckh, Geoponica sive Cassiani Bassi scholastici de re rustica eclogue,
Stuttgart – Leipzig 1895.
88
M.T. Varro (Βάρρων), De re rustica, I, 1, 10. Πρβ. W. Gemoll, Untersuchungen uber die Quellen
der Verfasser und die Abfassungszeit der Geoponica, Berlin 1984, E. Oder, Beitrage zur
Geschichte der Landwirthschaftbei den Griechen, Rheinisches Museum, 45, 1890, 58-98, 212-222
και 48, 1893, 1-40 και E. Fehrle, Richtlinien zur Textgestaltung der griechischen Geoponica,
Χαϊδελβέργη 1920.
89
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 38. Βλ. επίσης Α. Kazhdan, Geoponica, ODB 2,834.
90
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 321-322. Το έργο αυτό δεν είναι ακριβώς το μοναδικό σωζόμενο
δείγμα του είδους του, αφού υπάρχει παλαιότερο ελληνικό Γεωπονικόν, το οποίο μάλλον πρέπει να
αποδοθεί στον Ανατόλιο της Βηρυτού, γραμμένο γύρω στα 365, γνωστό όμως μόνο από τις
συριακές και αρμενικές μεταφράσεις του (A. Dalby).
32
εφαρμόζονται στη νέα γενιά φυτικών και ζωικών ποικιλιών στο Γεωπονικόν,91 του
μοναχού Αγαπίου Λάνδου του Κρητός,92 που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην
Βενετία το 1643.93
Άλλη λογοτεχνική πηγή θεωρούνται τα Πτωχοπροδρομικά,94 (ή Πτωχοπρο -

91
Αγάπιος Μοναχός του Κρητός, Γεωπονικόν, έκδ. Πρώτη, Εν Καλαμαις 1888 και Δ. Κωστούλα,
Γεωπονικόν, Βόλος 1991. Βλ. επίσης, A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 322, όπου αναφέρεται ότι
πρόκειται για ένα σεμνό και χρήσιμο έργο, το οποίο τυπωνόταν επανειλημμένα για τους Έλληνες
ο
αγρότες, μέχρι τον 19 αιώνα. Αποτελείται από 230 κεφάλαια και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το όνομά
του πάρθηκε από τα πρώτα κεφάλαια που αναφέρονται στους γεωργούς και τους κηπουρούς.
92
Ο κρητικός μοναχός Αγάπιος Λάνδος είναι ένας από τους πολυγραφότερους και
ου
σημαντικότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 17 αιώνα, γνωστός για τις αγιολογικές
συλλογές που κατάρτισε και εξέδωσε. Έργα του: Γεωπονικόν (1620), Αμαρτωλών Σωτηρία (1641),
Νέος Παράδεισος (1641), Εκλογή (1642), Το Ψυχοσωτήριον Ψαλτήριον (1643), Θεοτοκάριον
(1643), Θηκαράς (1643), Εκλόγιον (1644), Τριαδική Οκτώηχος (1656). Βλ. επίσης, Δ. Δ.
Κωστούλα, Αγάπιος Λάνδος ό Κρής. Συμ6ολή ατή μελέτη τον έργον τον, διδακτορική διατριβή,
Ιωάννινα 1983.
93
Πήγε στη Βενετία το 1643 για συνέχιση των σπουδών του και εξέδωσε την ίδια χρονιά το
Γεωπονικόν, έγινε νέα έκδοση από τον ίδιο το 1647 και ακολούθησαν, πάντα στη Βενετία, άλλες 23
εκδόσεις, στην ελληνική γλώσσα. Στην Αθήνα έγιναν επίσης τρεις εκδόσεις, 1888, 1908 και 1929.
Βλ. επίσης Κ. Σαθάς, Βιογραφίαι των εν τοις Γράμμασι Διαλαμψάντων Ελλήνων, Αγάπιος Λάνδος,
Αθήνα 1868, 313-314. Ν. Β. Tomadakis, Un Lando Veneto – cretese. Il Monaco Agapio (secc. XVI-
XVII) editore di testi bizanini e innografo, στον τόμο Bisanzio e l’ Italia. Raccolta di studi in memoria
di Agostino Pertusi, Milano 1980, 379-388. Και Ελ. Κακουλίδη- Πάνου, Ο Αγάπιος Λάνδος και το
έργο του, εισαγωγή στην έκδοση ¨Αμαρτωλών Σωτηρία¨, Θεσσαλονίκη 1972. Αναδημοσίευση στον
τόμο της ιδίας, Συμβολές Νεοελληνικά Μελετήματα, Ιωάννινα 1982, 148-154, Θεοχ. Δετοράκης,
«Κρήτες μεταβυζαντινοί υμνογράφοι», Αριάδνη 1 (1983), 251-252 και του ιδίου Ροδωνία, τ. α΄,
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1994, 123-130.
94
Η πιο πρόσφατη δημοσίευση του έργου, Πτωχοπρόδρομος, είναι σε ελληνική μετάφραση από
τον Ν. Τουφεξή στην Κριτική Έκδοση του Hans Eideneier, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, τον Ιούνιο του 2012. Ενώ έχει αναφερθεί αποσπασματικά στα αγγλικά η Μ. Alexiou M.,
Alexiou M., “The Poverty of Ecriture and the Craft of Writing: Towards a Reappraisal of the
Prodromic Poems”, Byzantine and Modern Greek Studies 10 (1986), 1-40, μεταφρασμένα
αποσπάσματα των ποιημάτων στο Appendix II The Four Poems, 36-40. Επίσης, εκτός από τον Η.
Eideneier, Ptochoprodromos: Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar, Köln
1991, υπάρχουν και άλλες διαφορετικές εκδοτικές προσεγγίσεις και μεταφράσεις, όπως στα
γαλλικά, Poèmes prodromiques en grec vulgaire, επιμ. D.-C. Hesseling, H. Pernot, Amsterdam
33
δρομικά Ποιήματα), του βυζαντινού ποιητή Πτωχοπρόδρομου, 95
τον 12ο αιώνα,96
είναι γνωστή ως μία συλλογή τεσσάρων παρακλητικών ή επαιτικών ποιημάτων,

1910, στα ιταλικά Garzya, A. Teodoro Prodromo. Tre carmi satirici, traduction et texte, Neapel
1972 και στα ισπανικά Egea, José M., El griego de los Poemas Prodrómicos, Veleia 1984.
95
Διαβάζοντας τα ποιήματα αποκτούμε την εξής εικόνα για το βίο του ποιητή Πτωχοπρόδρομου.
Ήταν ένας κοινός άνθρωπος, που προερχόταν από άπορη οικογένεια, γεγονός που στάθηκε
πολλάκις εμπόδιο στη ζωή του. Δεν έμαθε κάποια τέχνη ή επάγγελμα, αλλά από μικρή ηλικία με
παρότρυνση του πατέρα του επιδόθηκε στις σπουδές, κάτι που σε μεγαλύτερη ηλικία μετάνιωσε,
καθώς δεν ήταν σε θέση στιχουργώντας με την πένα του να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το
ζην. Ήταν παντρεμένος με παιδιά και είχε προβλήματα στην οικογένειά του λόγω της ταπεινής του
καταγωγής, της γενικότερης οικονομικής του κατάστασης και του χαρακτήρα της γυναίκας του.
ου
Έζησε στα μέσα και το β΄ μισό του 12 αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και είχε τη δυνατότητα και
θάρρος να απευθύνεται με τα ποιήματα του κατευθείαν προς τον αυτοκράτορα. Μαθαίνουμε επίσης
ότι σε νεαρή ηλικία υπήρξε μοναχός και λόγω της άδικης συμπεριφοράς των ηγουμένων προς το
άτομό του ζήτησε τη βοήθεια του ίδιου του αυτοκράτορα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν
αποσπασματικά στα τέσσερα ποιήματα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να
εκληφθούν ως βιογραφικού τύπου καταγραφή. Παρότι λοιπόν είναι πολύ πιθανόν ότι ο συγγραφέας
όντως απηχεί προσωπικά βιώματα στα πτωχοπροδρομικά, είναι μάλλον πιθανότερο ο
Πτωχοπρόδρομος να αποτελεί λογοτεχνικό προσωπείο, παρά να πρόκειται για υπαρκτό
πρόσωπο. Για το λογοτεχνικό προσωπείο (Die Literarsche Person) βλ. Η. Eideneier, όπ.π. 33-34.
Επίσης, λόγω της δημώδης γραφής, μερικοί συνέδεσαν τη συγγραφή των ποιημάτων με τον
ου
γνωστό λόγιο και πολυγραφότατο συγγραφέα του α΄ μισού του 12 αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο.
Νεότερη αξιολόγηση για την χρονολόγηση και τη ταύτιση του συγγραφέα βλ. Μ. Alexiou, «Ploys of
Performance: Games and Play in the Ptochoprodromic Poems», DOP 53 (1999), 91-109.
96
Η χρονολόγηση των ποιημάτων έχει στηριχτεί στην πραγματολογική εξέταση διαφόρων
στοιχείων στο κείμενο και τη φιλολογική ανάλυση της γλώσσας. Ως παραλήπτης του τρίτου και του
τέταρτου ποιήματος αναφέρεται ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), από την άλλη γίνεται λόγος
για νομίσματα κοινώς γνωστά ως μανοηλάτα, στάμενα, ταρτερά, τα οποία η νομισματική έρευνα
τοποθετεί στο διάστημα 1163-1204. Συνεπώς η συγγραφή των ποιημάτων χρονολογείται στο β΄
ου ου
μισό του 12 ή τα τέλη του 12 αιώνα, χρονολόγηση που δικαιολογεί και τη χρήση καθημερινών
λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως τσαρούκια, δεδομένων των αυξημένων επαφών κατά την
εποχή αυτή μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού στοιχείο στο βυζαντινό χώρο και ειδικότερα
στην Κωνσταντινούπολη (Η. Eideneier, 38-39).
34
δείγματα κοσμικής ποίησης, γραμμένα στη δημώδη γλώσσα. 97
Τα ποιήματα αυτά έχουν αξιολογηθεί επίσης και ως πολύ σημαντικό υλικό
στην έρευνα του καθημερινού βίου των βυζαντινών – διατροφή, συνήθειες,
ενδυμασία κ.λ.π. και αποτελεί κύρια πηγή των έργων του Φαίδωνα Κουκουλέ.98

97
Το πρώτο ποίημα σώζεται μόνο σε ένα χειρόγραφο (κωδ. Paris.gr. 396), που χρονολογείται στο
ου
τέλος του 13 ή στις αρχές του 14 αιώνα. Το ποίημα φέρει τον τίτλο «Τοῦ Προδρόμου κυροῦ
Θεοδώρου πρὸς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην» και σύμφωνα με τον Beck είναι αφιερωμένο στον
Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-43). Αποτελείται από 274 στίχους, «πολιτικούς», κατά δήλωση του
ποιητή, και εξιστορεί με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό και διασκεδαστικό τρόπο τα δεινά που τραβάει ο
ίδιος από τη «μάχιμο» και «τρισαλιτηρία» (παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαληρίας) γυναίκα του
λόγω της φτωχικής του κατάστασης. Το δεύτερο ποίημα είναι το συντομότερο από τα τέσσερα.
Ακολουθεί στον ίδιο κώδικα με την ένδειξη «Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν Σεβαστοκράτορα» Σε έναν άλλο
ου
κώδικα του 14 αι., από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων (Hieros Sabait. 415), το ποίημα σώζεται με
τίτλο «τοῦ αὐτοῦ ὅμοιοι», και ακολουθεί μετά το τέταρτο ποίημα για τη μοναστική ζωή που έχει τίτλο
«Στίχοι τοῦ γραμματικοῦ κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου». Στο δεύτερο ποίημα «ὁ πένης,
ὁ παντάπορος, ὁ περιστατημένος» συγγραφέας επιχειρεί μέσα σε 117 στίχους να ευφράνει τον
«δεσπότη» του, τον σεβαστοκράτορα, με «πολιτικὰ μετριάσματα καὶ πολιτογραφίας» αποβλέπει
στην ευεργεσία του, για να σωθεί από τη την έσχατη ένδεια στην οποία έχει βρεθεί. Το τρίτο ποίημα
είναι η περίφημη σάτιρα της πενίας ενός λογίου. Το κείμενο αποτελείται από 291 στίχους και έχει
ου
διασωθεί σε αρκετά χειρόγραφα του 14 αι. (Paris Gr. Suppl. 1034, Paris Gr. 396, Monac. Gr.
ου ου
525), του 15 αι. (Paris Coislin 382, Paris Gr. 1310, Constantionop. Serail 35) και του 16 αι.
(Adrianop.1237 = Athen. Museum Benaki 44). Στο πρωιμότερο σωζόμενο κείμενο, Paris Gr. Suppl.
1034, του 1364, το ποίημα τιτλοφορείται: «Στίχοι Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου πρὸς τὸν
βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν», δηλαδή πρόκειται για ποίημα αφιερωμένο στον Μανουήλ Α΄
Κομνηνό (1143-1180), όπου ο ποιητής-αφηγητής εμφανίζεται ως ένας φτωχός λόγιος. Και το
τέταρτο ποίημα είναι μία σάτιρα της ζωής σε ένα βυζαντινό μοναστήρι. Το κείμενο απαντάται σε
οκτώ χειρόγραφα, ακέραιο με παραλλαγές και σε αποσπάσματα, γεγονός που καταδεικνύει την
ευρεία απήχησή του. Και αυτό το ποίημα αφιερώνεται στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Στον Paris Gr
Suppl. 1034, του 1364, ο τίτλος είναι: «Ἕτεροι στίχοι Ἱλαρίωνος μοναχοῦ τοῦ Πτωχοπροδρόμου
πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουὴλ Πορφυρογέννητον, τὸν Κομνηνόν». Εδώ η
αναφορά στο όνομα Ιλαρίων μάλλον είναι προϊόν παρεξήγησης στο συγκεκριμένο κώδικα, καθώς
σε άλλα χειρόγραφα δεν μαρτυρείται, αντιθέτως γίνεται μνεία του Θεόδωρου Πρόδρομου ή απλώς
του Πρόδρομου. Μέσα σε 665 δεκαπεντασύλλαβους στίχους ο αφηγητής, ένας νέος μοναχός,
«αγράμματος» και «ρακένδυτος», εξιστορεί στον αυτοκράτορα πώς έχουν τα πράγματα μέσα στο
μοναστήρι (Πτωχοπρόδρομος, 4-11).
98
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Αι τροφαί και τα ποτά, τα γεύματα, τα δείπνα και
τα συμπόσια,..., τ. ε΄, Αθήνα 1952 και του ιδίου, Ο μοναχικός βίος, Αθήνα 1955, 71-109.
35
Δεν υπάρχει για το Βυζάντιο πηγή ανάλογη των Δειπνοσοφιστών και του
Απίκιου,99 που αποτελούν τις βασικές μαρτυρίες για τη ρωμαϊκή και
αρχαιοελληνική κουζίνα.
Υπάρχουν όμως κείμενα ιατρικής φύσης, τυπικά μοναστηριών, νομικά και
λογοτεχνικά κείμενα όπου αναφέρονται με μορφή αποσπασματική όχι μόνο
πληροφορίες για τις πρώτες ύλες της τροφής αλλά και για τις αγορές, την τυπική
διατροφή ανάλογα με τις περιστάσεις αλλά και τη σύλληψη της έννοιας της γεύσης.
Επίσης υπάρχουν μεταγενέστερες πηγές που καταγράφουν τη γευστική
παράδοση του Βυζαντίου κυρίως στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν όρους της
καθημερινής ζωής.
Η έρευνα της διατροφής και των διατροφικών συνηθειών στην
καθημερινότητα των Βυζαντινών, μέσα από τα κείμενα της γραμματείας, η οποία
αναπτύχθηκε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, έφερε στην επιφάνεια σημαντικές
πληροφορίες και στοιχεία για τον τρόπο διατροφής και τις ιδιαίτερες διατροφικές
συνήθειες στο Βυζάντιο.
Σημαντικό κείμενο της νεώτερης γραμματείας για τον παραπάνω τομέα, από-
τελεί το έργο, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός,100 του Φαίδωνα Κουκουλέ, στο
οποίο περιλαμβάνονται πληροφορίες για την χρήση και την επεξεργασία των
τροφών προς κατανάλωση, την λειτουργικότητα των διαφόρων σκευών και τις
συνήθειες κατά την εξέλιξη των γευμάτων. Από το συγκεκριμένη πηγή αντλήθηκαν
και εικόνες.
Επίσης, το έργο του ιδίου, Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Τα Λαογραφικά,101 μας
προσφέρει πλούσιες πληροφορίες για τον καθημερινό βίο και τον πολιτισμό στο
Βυζάντιο, κυρίως κατά τον 11ο και 12ο αιώνα.

99
Η μοναδική πηγή που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την μαγειρική και την κουζίνα είναι
ο
ασφαλώς η λατινική συλλογή συνταγών, που προφανώς συντάχθηκε τον 4 αιώνα, γνωστή με το
όνομα του Απίκιου, ενός θρυλικού, αλλά υπαρκτού, καλοφαγά των πρώτων αυτοκρατορικών
χρόνων, A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 307-308. Βλ. επίσης E. Alfoldi-Rosenbaum, Apicius de re
coquinaria and the Vita Heliogabali και Notes on some birds and fishes of luxury in the Historia
Augusta, Βόννη 1972, 5-18. (in Bonner Historia-Augusta-Colloqium 1970, εκδ. J. Strub).
100
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. α΄- στ΄(ειδικά τ. ε΄), Αθήνα 1947-1955.
101
Φ. Κουκουλές, Ευσταθίου Θεσσαλονίκης. Τα Λαογραφικά, τ. α΄- β΄, Αθήνα 1950.
36
Νεώτερες πηγές σχετικές με την διατροφή στο Βυζάντιο, αποτελούν τα βιβλία
των Βαρβούνης Μ.,102 Σταμπόγλη Ε.,103 και Μότσια Χ.,104 Παπανικόλα -
Μπακιρτζή Δ.105
Πηγές από τη ξένη βιβλιογραφία που ασχολήθηκαν με το θέμα της διατροφής
στο Βυζάντιο, είναι ο Andrew Dalby με το έργο του Σειρήνια Δείπνα, Ιστορία της
διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα.106 Σκοπός του συγγραφέα, είναι να
δώσει μια κατανοητή όσο και αξιόπιστη περιγραφή της δίαιτας που ακολουθούσαν
διάφορες πληθυσμιακές ομάδες στο Βυζάντιο (λαϊκοί, κληρικοί, ευγενείς). Όπως
αναφέρεται στον πρόλογο, βασικό εμπόδιο στην έρευνα είναι η απουσία από τη
βυζαντινή γραμματεία ομοιογενών κειμένων που να ασχολούνται αποκλειστικά με
τη μαγειρική. Δεν υπάρχει για το Βυζάντιο πηγή ανάλογη των Δειπνοσοφιστών και
του Απίκιου,107 που αποτελούν τις βασικές μαρτυρίες για τη ρωμαϊκή και
αρχαιοελληνική κουζίνα.
Ο Α. Dalby προβαίνει σε επεξήγηση της εφοδιαστικής διαδικασίας σε σχέση
με την τροφή κατά τη βυζαντινή περίοδο (παραγωγή, εμπόριο), στη μετάφραση
των κυριότερων βυζαντινών κειμένων αναφορικά με τη γεύση, στην ανασύνθεση
συνταγών και στη δημιουργία γλωσσάριου βυζαντινής μαγειρικής.108
Επίσης άλλες πηγές γραμμένες από ξένους συγγραφείς, αλλά μεταφρασμένα
στην ελληνική γλώσσα είναι το βιβλία του G. Walter, H καθημερινή ζωή στο

102
Μ. Γ. Βαρβούνης, Όψεις της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών από αγιολογικά κείμενα, Αθήνα
1994.
103
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, Αθήνα 1997.
104
Χ. Μότσιας Χ., Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, Αθήνα 1998.
105
Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ., Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα 2002.
106
Ο αγγλικός τίτλος του πρωτότυπου είναι Siren Feasts: a history of food and gastronomy in
Greece, Routledge, London 1996, μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Ε. Πατρικίου,
η
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2 Έκδοση, Ηράκλειο 2001.
107
Η μοναδική πηγή που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την μαγειρική και την κουζίνα είναι
ο
ασφαλώς η λατινική συλλογή συνταγών, που προφανώς συντάχθηκε τον 4 αιώνα, γνωστή με το
όνομα του Απίκιου, ενός θρυλικού, αλλά υπαρκτού, καλοφαγά των πρώτων αυτοκρατορικών
χρόνων (A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 307-308. Βλ. επίσης E. Alfoldi-Rosenbaum, Apicius de re
coquinaria and the Vita Heliogabali και Notes on some birds and fishes of luxury in the Historia
Augusta, Βόννη 1972, 5-18. (in Bonner Historia-Augusta-Colloqium 1970, εκδ. J. Strub)
108
Βλ. επίσης A. Dalby, Flavours of byzantium, Prospect Books, Devon 2003.
37
Βυζάντιο,109 του J. Köder, Ο Κηπουρός και η Καθημερινή Κουζίνα στο Βυζάντιο,110
όπου διαπραγματεύεται γενικότερα την ζωή των απλών ανθρώπων στο Βυζάντιο,
δημογραφικά και την οικονομία, για τη Εκκλησία και τα μοναστήρια και αντλούμε
γενικές πληροφορίες για τα τρόφιμα, με την χρησιμοποίηση παλαιοτέρων
λογοτεχνικών κειμένων (Δειπνοσοφιστές, Πτωχοπρόδρομος, Επαρχικόν Βιβλίο
κ.ά.).
Και δίπλα σ’ όλα αυτά, μπορούμε να βάλουμε την μη εξειδικευμένη
λογοτεχνία, από τα νομικά εγχειρίδια μέχρι τους βίους αγίων και την κοσμική
σάτιρα, που συχνά μας δίνουν εικόνες τόσο της διατροφής όσο και του κοινωνικού
πλαισίου της κατανάλωσης των τροφών.111
Σταθμός για την πορεία της γενικότερης έρευνας για την καθημερινή ζωή και
διατροφή – διατροφικές συνήθειες στο Βυζάντιο, υπήρξαν μερικά Συνέδρια και
Ημερίδες. Αρχικά το Διεθνές Συνέδριο με θέμα: Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο,
(15-17 Σεπτεμβρίου 1988), όπου στα πρακτικά περιλαμβάνονται ανακοινώσεις
που αφορούν και το θέμα των τροφών, της διατροφής, αλλά και το εμπόριο και τα
επαγγέλματα που σχετίζονται με τα τρόφιμα στο Βυζάντιο.112
To Διεθνές Συνέδριο στο Cambridge (8-10 Σεπτεμβρίου 2001), με θέμα:
Material Culture and Well-Being in Byzantium (400-1453), που αναφερόταν στην
καθημερινή ζωή και τον υλικό πολιτισμό στο Βυζάντιο.113
Το Διεθνές Συμπόσιο με θέμα: Ζώα και περιβάλλον στο Βυζάντιο (7ος – 12ος
αι.), (Ιουν 2008), τη σχέση με τα ζώα στο Βυζάντιο και στη καθημερινή διατροφή
τους.114

109
G. Walter, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Λαοί και Πολιτισμοί, Αθήνα 2007.
110
J. Köder, Ο Κηπουρός και η Καθημερινή Κουζίνα στο Βυζάντιο, Διάλεξη στη σειρά Όψεις της
Βυζαντινής Κοινωνίας (18 Μαΐου 1992), υπ. Χ. Μαλτέζου, Αθήνα 1992.
111
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 322 και σημείωση 12 του κεφαλαίου 9 στο ίδιο έργο.
112
Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση,
επιμ. Χ. Αγγελίδη, Αθήνα 1989.
113
Material Culture and Well-Being in Byzantium (400-1453), Proceedings of the International
Conference, εκδ. M. Grunbart – E. Kislinger – A. Muthesius D. Ch. Stathakopoulos, Wien 2007.
114
A. Dalby, Σειρήνια Δείπνα, 12. Διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
38
Αλλά οργανώθηκε και το εξειδικευμένο για το βυζαντινό κόσμο Συμπόσιο 37 th
Annual Spring Symposium of Byzantine Studies (Μάρτιος 2003), με θέμα την
διατροφή στο Βυζάντιο και τίτλο: Eat, Drink and Be Merry (Luke 12:19).
Production, Consumption and Celebration of Food and Wine in Byzantium, στo
οποίo εκφράζει και η στροφή του ενδιαφέροντος της σύγχρονης ιστορικής
επιστήμης προς την έρευνα των σχέσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον και με
την καθημερινότητά του μέσα από την διατροφή.115
Τέλος, πολύ σημαντικό για την πορεία της εργασίας μου, αλλά και για την
έρευνα περί της διατροφής στο Βυζάντιο, υπήρξε η Ημερίδα με θέμα: Βυζαντινῶν
διατροφὴ καὶ μαγειρείαι: Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, (4 Νοεμβρίου 2001),116
καλύπτοντας ευρέως το θέμα της διατροφής, αλλά και των διατροφικών συνηθειών
(χρήση και ρόλος των μαγειρικών και επιτραπέζιων σκευών), στα βυζαντινά
χρόνια, μέσα από τις εισηγήσεις ελλήνων και ξένων ειδικών ερευνητών. 117 Από την
συγκεκριμένη πηγή αντλήθηκαν και εικόνες.
Σημαντικές ήταν και οι διδακτορικές διατριβές, από όπου αντλήθηκαν
πληροφορίες γενικά για την διατροφή στο Βυζάντιο, αλλά και ειδικότερα για κάποια

115
Όπ.π. 12. Πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Birmingham.
116
Βυζαντινῶν διατροφὴ καὶ μαγειρείαι, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο»,
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, επιστ. επιμ. Δ. Παπανικόλα - Μπακιρτζή, Αθήνα 2005. Ήταν στα
πλαίσια της έκθεσης που έγινε στο Λευκό Πύργο: «Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο», η οποία
συγκέντρωσε 1000 περίπου εκθέματα από μουσεία, συλλογές και πρόσφατες ανασκαφές στην
Ελλάδα, αλλά και από μουσεία και συλλογές της Ευρώπης και της Αμερικής, με την οποία
συμμετείχε στη σπονδυλωτή – σε τρεις πόλεις – έκθεση «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο
Βυζάντιο, υπό της αιγίδος του Υπουργείου Πολιτισμού (καλοκαίρι 2001 έως χειμώνα 2002).
117
Περιελάμβανε εννέα εισηγήσεις, οι οποίες κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα και εξέτασαν διάφορες
παραμέτρους του θέματος. Οι καθηγητές του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου της Βιέννης Johannes Koder και Ewald Kislinger, πραγματεύθηκαν γενικότερα
θέματα της δίαιτας των Βυζαντινών. Ο καθηγητής στη Σορβώνη Jean-Claude Cheynet,
παρουσίασε την οικονομική διάσταση του θέματος μελετώντας τις τιμές βασικών ειδών διατροφής.
Το θέμα των μαγειρικών και επιτραπέζιων σκευών ανέπτυξαν σε εισηγήσεις με τίτλους ¨Περί
χύτρας¨ και ¨Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη¨, ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής και η Δήμητρα
Παπανικόλα-Μπακιρτζή, αντίστοιχα.
39
συγκεκριμένα τρόφιμα. Στην διδακτορική διατριβή του ο Ε. Kislinger,
118
πραγματεύεται διάφορα θέματα σχετικά με την διατροφή στο Βυζάντιο.
Για την κατανάλωση των ζωικών προϊόντων βρέθηκαν αρκετά στοιχεία στην
διδακτορική διατριβή της Μ. Χρόνης119 και της Ε. Γιαννακοπούλου.120 Ενώ οι
διδακτορικές διατριβές των Α. Τριβυζαδάκη121 και Α. Κατσιώτη,122 παρείχαν
πληροφορίες για τροφές και διατροφικές συνήθειες βασισμένες πάνω σε
συγκεκριμένα θέματα - εικονογραφικές σκηνές. Εκεί εντοπίστηκαν εικονογραφικές
απεικονίσεις της σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ και των σκηνών της Γέννησης
του Ιωάννη του Πρόδρομου και του Συμποσίου του Ηρώδη, αντίστοιχα.
Η στροφή προς την μελέτη του καθημερινού βίου και πολιτισμού των
Βυζαντινών σηματοδότησε και την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος προς την έρευνα
για την διατροφή και τις διατροφικές συνήθειες.
Σχετικές μελέτες δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως των
123 124 125
E. Kislinger, J. Koder, Η. Αναγνωστάκη – Τ. Παπαμαστοράκη, Μ. Χρό –

118
E. Kislinger, Gastgewerbe und Beherbergung in frühbyzantinischer Zeit: Eine realienkundliche
Studie aufgrund hagiographischer und historiographischer Quellen (Diss. Univ. Wien), Wien 1982,
κυρίως 67 κ.εξ.
119
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο. Συμβολή στην
μελέτη των αντιλήψεων για τα ζώα και της χρήσεως των προϊόντων τους κατά την βυζαντινή
περίοδο. Αθήνα 2010.
120
Ε. Γιαννακοπούλου, Η κρεοφαγία κατά τους Ιερούς Κανόνες και τα πρακτικά των Οικουμενικών
Συνόδων, Αθήνα 2002.
121
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005.
122
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998.
123
E. Kislinger, Gastgewerbe und Beherbergung in frühbyzantinischer Zeit, Wien 1982, 74-91.
124
Μερικές μελέτες του Johannes Köder είναι: Gemüseversorgung in Konstantinopel. Zur Frage
der Ernährungsgrundlagen der byzantinischen Großstadtbevölkerung im 6. Jahrhundert, Wien,
1993, “Stew and salted meat – opulent normality in the diet of every day?”, Food and Wine in
Byzantium, 1988, 59-72 και Uberlegungen zu Aufbau und Eststehung des Eparchikon Biblion, στο
th
Essays presented to J. Hussey her 80 birthday, Camberley 1988, 85-97.
125
Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης, ¨«...και ραπανάκια για την όρεξη», Περί τραπεζών,
ραφανίδων και οίνου¨. Σύμμεικτα 16, Αθήνα 2003, 283-314.
40
νης,126 Τ. Κόλια.127
Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του συγκεκριμένου θέματος για την
εκπόνηση της πτυχιακής μου εργασίας, συντέλεσε το αφιέρωμα Περί Γεύσης, στο
περιοδικό Αρχαιολογία, που καλύφτηκε συνολικά σε τρία τεύχη και περιελάμβανε
συγκεκριμένα το άρθρο: Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο
Βυζάντιο.128 Από την συγκεκριμένη πηγή αντλήθηκαν και εικόνες.129
Στο έργο που δημοσίευσε ο Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς «Διονυσίου τοῦ ἐκ
Φουρνᾶ. Έρμηνεία τῆς ζωγραφικής τέχνης»,130 το 1909, προτείνεται τρόπο
εικαστικής διατύπωσης αρκετών σκηνών, με απεικονίσεις γευμάτων και τραπεζιών
καθώς τροφίμων και σκευών.
Όπως για παράδειγμα από την Παλαιά Διαθήκη, η Φιλοξενία του Αβραάμ (σ.
51), η Κλίμακα του Ιακώβ (σ. 52), ο Νώε μεθυσμένος από τον οίνο (σ. 50). Ενώ
από την Καινή Διαθήκη, ο Μυστικός Δείπνος (σ. 104), ο Πολλαπλασιασμός των
άρτων (σ. 96, 97), οι παραβολές του Βασιλικού Δείπνου (σ. 119) και του πλούσιου
και του φτωχού Λαζάρου (σ. 122), η Κοινωνία των Αποστόλων (σ. 127), η Γέννηση
της Θεοτόκου (σ. 143) κ.ά.

126
Μ. Χρόνη, «Θεραπείες Ασθενειών με Ζωικής Προελεύσεως Ύλες στα Βυζαντινά Ιατρικά
Κείμενα. Συμβολή στην Μελέτη των Αντιλήψεων για τις Ασθένειες και τις Θεραπείες τους στο
Βυζάντιο», Βυζαντινά Σύμμεικτα 20 (2010), 143-194. Και σχετική μελέτη για τα ψάρια βλ. M.
Chrone – A. Vakalopoulos, «Fishes and Other Aquatic Spesies in byzantine Liberature,
Classification, Terminilogy and Scientific Names», ByzSym 18 (2008), 123-157.
127
Η μελέτη αναφέρεται σχετικά για τα ψάρια, το εμπόριο και την κατανάλωση τους στο Βυζάντιο.
Τ. Kolias, “Versorgung des byzantinischen Marktes mit Tieren und Tierprodukten“. Internationales
Symposion Handelswege und Verkehrswege. Commodities and Traffic Routes. Aspects of Supply
th th
and Acommodation in the Eastern Mediterranean (4 to 15 Centuries). Institut fur Byzantinistik der
Univ. Wien – Kommisiion fur die Tabula Imperii Byzantini der OAW – Orterreichische Byzantinische
Gesellschaft. Wien 19-22 Oktober 2005, Wien 2010, 179-188.
128
Π. Καλαμαρά, Τριμηνιαίο Περιοδικό Αρχαιολογία & Τέχνες, Τεύχος 116, Αθήνα 2010, 9-17.
Αφιέρωμα στη Γεύση, είχε κάνει το περιοδικό σε τρία τεύχη από το 115 – 117, οργάνωση
αφιερώματος Ζ. Ξεκαλάκη.
129
Όπως το άρθρο της Π. Καλαμαρά, Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο
βυζάντιο, Περιοδικό Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχος 116, Σεπτέμβριος 2010, αλλά και από άλλα
άρθρα του περιοδικού.
130
Α. Παπαδοπουλος – Κεραμέως, Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Έρμηνεία τῆς ζωγραφικής τέχνης,
Πετρούπολη 1909. Με δαπάνη της Αυτοκρατορική Ρωσικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.
41
Εκτός από την μνημειακή ζωγραφική και τις φορητές εικόνες, βασική πηγή
είναι τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, τα οποία είναι συνήθως έργα υψηλής
ποιότητας, γιατί προέρχονταν από το περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής και
του Πατριαρχείου, συχνά χρονολογημένα.131 Στην παρούσα εργασία, κατά βάση,
χρησιμοποιούνται δύο Τετραευαγγέλια, όπου σχεδόν κάθε φράση του κειμένου
των τεσσάρων ευαγγελίων εικονογραφείται με διαδοχικές μικρές σκηνές.
Το πρώτο αυτού του είδους είναι το παρισινό χειρόγραφο αρ. 74,132 του 11ου
αιώνα, όπου απεικονίζονται κείμενα και από τα τέσσερα ευαγγέλια, με θέματα από
σκηνές με τραπέζια, γεύματα ή συμπόσια.
Τα χειρόγραφα παρουσιάζονται σε δύο τόμους από τον Η. Omont,133 το
1908.
Εκτός από το Μυστικό Δείπνο ανευρίσκουμε και άλλες σκηνές που έχουν την
παράθεση τραπεζιού προς τον Ιησού μετά από θαύματα, όπως του Σίμωνα
Πέτρου, μετά την θεραπεία της πεθεράς του (φ. 15), στο σπίτι του Σίμωνα του
λεπρού. Επισκέψεις του Ιησού σε σπίτια και η παράθεση γεύματος, όπως του
Ματθαίου του τελώνη (φ. 18), με τον Φαρισαίο (φ. 122), με τον Ζακχαίο στην
Ιεριχώ (φ. 149ν) και στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας (φ. 132) κ.ά. Αλλά και
της απεικόνιση των δύο θαυμάτων του Πολλαπλασιασμού των πέντε και επτά
άρτων, του Γάμου της Κανά καθώς και απεικονίσεις Γεννήσεων.
Το δεύτερο χειρόγραφο προέρχεται από τη Μονή Ιβήρων, αρ. 5, του 12 ου αι -

131
Ν. Πανσελήνου, Βυζαντινή Ζωγραφική. Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, Αθήνα 2000,
153.
132 ο
Βρίσκεται στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, εκδόθηκε τον 12 αιώνα, σε 215 φύλλα από
περγαμηνή, διαστάσεων 235 Χ 190 χιλ., με άγνωστη προέλευση. Παρουσιάζονται 372
μικρογραφίες και από τα τέσσερα Ευαγγέλια, εκ των οποίων: 108 από το Κατά Ματθαίο, 67 από το
Κατά Μάρκο, 102 από το Κατά Λουκά και 95 από το Κατά Ιωάννη (τ. Ι, σ. 1-2).
133
Η. Omont H., Evangiles avec peintures byzantines du XIe siècle, I-II, Paris 1908.
42
ώνα,134 περιέχοντα τα τέσσερα ευαγγέλια κατά σειρά, τα οποία παρουσιάζονται
αρχικά από τον Α. Ξυγγόπουλο,135 το 1932. Απεικονίζονται σκηνές της Φιλοξενίας
του Αβραάμ (457β), του Μυστικού Δείπνου (φ. 117α), του Θαύματος
Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων (φ. 63β) και της Παραβολής των Βασιλικών
Γάμων (φ. 94β).
Ένα ακόμα χειρόγραφο αποτελούν οι Οκτάτευχοι Vat. gr 746, β΄ τέταρτο 12ου
αιώνα και Vat. gr 747, 11ος/13ος αιώνας, όπου συναντάμε σκηνές με τράπεζες,
όπως αυτή της Φιλοξενίας του Αβραάμ (φ. 72r-v, 39r).136
Έτσι η αναζήτηση θρησκευτικών παραστάσεων και εικονογραφίες διάφορων
χειρογράφων με ποικιλία θεμάτων, πραγματοποιήθηκε εκτός από τις
προαναφερθείσες πηγές, χρονολογικά τοποθετημένα και από τους Σωτηρίου Γ. &
Μ.,137 Πελεκανίδη Σ.,138 Τσιγαρίδα Ε.,139 Δρανδάκη Ν.,140 Μουτσόπουλο Ν. και
Δημητροκάλλη Γ.141
Από την ξένη βιβλιογραφία βάση χρονολογίας, είναι των Μ. Panayotidi,142 Ν.

134
Είναι χειρόγραφο σε περγαμηνή, σε 460 φύλλα, διαστάσεων 0,225 Χ 0,17 εκ. Δεν φέρει
ο
χρονολογία, αλλά έχει αποδεχτεί ότι γράφτηκε και διακοσμήθηκε κατά τον 12 αιώνα. Το
χειρόγραφο είναι δωρεά στη Μονή των Ιβήρων από κάποιον ονόματι Ιωάννη, αγνώστων λοιπών
στοιχείων, του οποίου η προσωπογραφία βρίσκεται στο τέλος του Ευαγγελίου (πίν. 53, 55, 56). Ο
Κώδικας φαίνεται ότι προήλθε κάποτε στα χέρια καθολικού, ο οποίος σε μικρογραφία, όπου
εικονίζεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (πίν. 43), έξυσε τις ζωγραφισμένες ελληνικές επιγραφές στα
βιβλία και στα ειλητάρια της εικόνας και τα αντικατέστησε με λατινικές (σ. 7) (Ξυγγόπουλος Α.).
135
Ξυγγόπουλος Α., Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932.
136
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 212.
137
Σωτηρίου Γ. & Μ., Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), 1956.
138
Πελεκανίδης Σ., Χρήστου Π., Μαυροπούλου-Τσιούμη Χ., Καδάς Σ., Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α'. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα. αρχικά γράμματα, Ι-IV,
Αθήνα 1974-1991.
139
Τσιγαρίδας Ε. Ν., Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996.
140
Δρανδάκης Ν. Β. Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995.
141
Μουτσόπουλος Ν., Δημητροκάλλης Γ., Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Κέντρο Βυζαντινών
Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1981.
142
Panagiotidi M., «La peinture monumantale en Grece de la fin de l’iconoclasme jusqu’ a l ;
avenement des Comnenes», CahArch 34 (1986), 75-108.
43
Thierry,143 Μ. Quenot.144
Η Εκδοτική Αθηνών εξέδωσε το 1994-1995, σειρά με τίτλο: Ελληνική Τέχνη,
όπου παρουσιάζονταν τμηματικά θέματα, όπως: οι Βυζαντινές Τοιχογραφίες, από
την Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, τα Βυζαντινά Ψηφιδωτά, από την Ν. Χατζηδάκη
και οι Βυζαντινές Εικόνες από τον Π. Βοκοτόπουλο.
Οι μελέτες της J. Lafontaine-Dosogne,145 περιγράφουν λεπτομερώς την
εικονογραφία από τον κύκλο της ζωής της Παναγίας (Γέννηση, Εισόδια, κ.ά),
καλύπτοντας το θέμα εικονογραφικά για τη βυζαντινή τέχνη, όπου παρουσιάζονται
διάφορα τρόφιμα ως προσφορές, αλλά βασικά εμφανίζονται αυγά.
Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν εικόνες από το φωτογραφικό αρχείο του
Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΒΜΜ).
Τέλος, εκτός από τις παραπάνω πηγές χρησιμοποιήθηκαν εγκυκλοπαίδειες,
εικονογραφικά λεξικά και αρχαιολογικά ή θρησκευτικά δελτία και περιοδικά,
ελληνικά και ξένα.146

143
Thierry Ν., Haut Moyen Age en Cappadoce, Les églises de la région de Cavusin, Paris 1994.
144
Quenot M., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, Αθήνα
1999.
145
Lafontaine – Dosogne J., Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, I, Bruxelles 1964. Επίσης, η ίδια, Iconography of the Cycle of the Life of the Virgin. The
Kariye Djami, IV, 161-194.
146
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και
Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ), Βυζαντιναί Μελέται (ΒΜ), Αρχαιολογικό Δελτίο (ΑΔ),
Δελτίο Χριστιανική; Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΔΧΑΕ), Βυζαντινά Σύμμεικτα, Oxford Dictionary of
Byzantium (ODB), Tusculum Lexicon (TL), Antike Medizin, Ein Lexicon (AML) κ.α.
44
Μ Ε Ρ Ο Σ Α΄
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΑΡΤΟΣ – ΨΩΜΙ

1. Ο άρτος στη βυζαντινή κοινωνία

Ο άρτος ή το ψωμί, είναι το πιο βασικό στοιχείο της διατροφής του


ανθρώπου, έπαιξε, παίζει και θα παίζει συνεχώς τον πρωτεύοντα ρόλο στην
επιβίωση του ανθρώπινου γένους.147
Έτσι και η κύρια τροφή των Βυζαντινών ήταν ο άρτος, το ψωμί(ν) 148 και ήταν
το πιο σημαντικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής τους.149
Αμφίβολο ήταν πολύ εάν οι Βυζαντινοί μεταχειρίζονταν σε προγενέστερους
χρόνους την λέξη καρβέλι (ή γαρβέλι),150 για να δηλώσουν τον άρτο, την οποία
εμείς συχνά χρησιμοποιούμε.
Από παραστάσεις γνωρίζουμε ότι το σύνηθες σχήμα του άρτου ήταν το
κυκλικό, το οποίο κατά τον 12ο αιώνα πιστοποιείται και από τον εν Θεσσαλονίκη
Ευστάθιο.151
Το ψωμί ήταν ένα είδος διατροφής που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι οι -

147
Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, Αθήνα 2002, 14.
148
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Ο άρτος, τα προσφάγια και ο τύρος, τ. ε΄,
Αθήνα 1952, 12. Βλ. επίσης Δ. Β. Οικονομίδης, «Άρτος», ΘΗΕ 3, 289-295, όπου ο άρτος είναι το
κύριο διατροφικό προϊόν, εις τρόπον ώστε η λέξη να σημαίνει και το στήριγμα του ανθρώπου.
149
Γενικά για το ψωμί, βλ. Ε. Battaglia, Artos. Il lessico della panificazione nei papyri greci, Milano
1989. Ο Πτωχοπρόδρομος ισχυρίζεται μια φορά, ότι 12 μέδιμνοι στάρι του φθάνουν μόλις για
τέσσερις μήνες, για να θρέψει τα 13 (!) άτομα της οικογένειάς του, ΙΙ, 25-27, ενώ διαβεβαιώνει, ΙΙΙ
234 ότι: σκότος δὲ πάλι ἀφεγγὲς τὸν σκοτασμόν μου κρίνω / ὂν ἔχω τότε, βασιλεῦ, ὅταν ψωμὶν οὐκ
ἔχω. Επίσης λέει στο ΙΙΙ 206: καὶ ἐγὼ τσικνώνω διὰ χωμὶν καὶ ὀθκ ἔχω τὸ να φάγω!
150
Όπως αναφέρεται στον Κώδικα των Προδρομείων ποιημάτων: Τὸ δὸς εἰς κόσκινον ψιλόν, τὸ
δὸς εἰς τὸ γαρβέλιν, Hesseling-Pernot, Poemes Prodomiques, ΙΙ, 52.
151
Ο οποίος στα Ελάσσονα έργα του περιγράφει: «ἀρτιδίου περιηγμένου ὡς εἰς κρίκον ὅσον ἂν
ἀντίχειρ καὶ λιχανὸς διαγράψαιεν», Tafel, Eustathii opuscula, 298,86.
45
κονομικά ασθενείς και αποτελούσε τη βασική τροφή τους,152 λόγω της χαμηλής
τιμής του.153
Υπήρχαν πολλές ποικιλίες ψωμιού στα βυζαντινά χρόνια, όπως το άσπρο και
το μαύρο ψωμί, που διακρίνονταν κυρίως σε καθαρό και ρυπαρό.154
Επίσης, ο σιλιγνίτης, κυρίως από άσπρο σιτάρι και το κριθαρένιο ψωμί.155
Ανάλογες πληροφορίες μας παρέχονται και από άλλες βυζαντινές πηγές,
όπου συνήθως τονίζεται η χαμηλή αξία των πιτυρούχων ψωμιών,156 και η καλή
ποιότητα του σεμιδαλάτου ή σεμιδάλινου ψωμιού.157
Στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου μαρτυρούνται, επίσης, παρ’ όλες τις
υπερβολές τους, πολύτιμες πληροφορίες και για άλλες ποικιλίες ψωμιού, όπως: τα
φρέσκα προφούρνια, το ψωμίν αφρατίτσιν, τα οποία ήταν περιζήτητα, κυρίως από
τους πλούσιους, ενώ ο μεσοκάθαρος που προορίζονταν κυρίως για τους πτωχούς
και το τριπτούτσικον, που ήταν μέτριας ποιότητας.158

152
Μ. Γ. Βαρβούνης, Όψεις της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών από αγιολογικά κείμενα, Κεφ.
VIII, Τροφές, ζητήματα παραδοσιακής διατροφής. Αθήνα 1994, VII, 49. Επίσης ο Πτωχοπρόδρομος
ΙV, 245, αναφέρει ότι για τους φτωχούς πολλές φορές έμενε μόνο ὁ ἄρτος ὁ ξηρὸς με ἁγιοζούμιν,
που ήταν σούπα από νερό και κρεμμύδια με λίγο λάδι, αλάτι και μαντζουράνα.
153
Αναφέρεται από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης ότι η συνήθης τιμή έκαστου άρτου, όχι της πρώτης
ποιότητας, αλλά του κρίθινου άρτου, ήταν ένας οβολός, Πτωχοπρόδρομος, 299,3.
154
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 20 και Hesseling-Pernot, Poemes Prodomiques, IV, 81:
Κατάλληλοι μὲν γὰρ πένητι οἱ ῥυπαροί, πλουσίω δὲ παντελῶς οἱ καθαροὶ.
155
Dalby A. Σειρήνεια δείπνα. Ιστορία της διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα, Ηράκλειο
2001, 325.
156
Ή πιτεράτα, η χρήση των οποίων δήλωνε έσχατη ένδοια, Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της
Αρτοκλασίας, 21. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος και Hesseling-Pernot, Poemes Prodomiques, ΙΙΙ,
316.
157
J. Köder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές», Αθήνα 2005, 19, 20.
Πτωχοπρόδρομος III 146 κ.ε., 166, 169 κ.ε., 173. Βλ. επίσης, Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 49,
ή άσπρον σεμιδαλάτον.
158
Ο Πτωχοπρόδρομος στα Ποιήματά του, IV 399-401, συγκρίνει πλούσιος με φτωχούς, λέγοντας:
ἐκεῖνοι τὴν σεμίδαλαν, ἡμεῖς τὸν πιτυρούντα, ἐκεῖνοι τ’ ἀφράτο τὸ ζεστὸν ἀεὶ μὲ τὸ σησάμιν, ἡμεῖς δὲ
τὸν χονδρόγυλον καὶ στακτοκυλισμένον. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή, 19, 20. Βλ. επίσης, Π.
Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο βυζάντιο», Περιοδικό
Αρχαιολογία & Τέχνες 116, Σεπτέμβριος 2010, 9.
46
Το ψωμί παρασκευάζονταν στο σπίτι, αλλά και μαζικά σε φούρνους, οι
φουρνάρηδες δε στην Κωνσταντινούπολη ήταν η πιο ευνοημένη συντεχνία, 159
αφού δεν υποχρεούνταν στην εκτέλεση δημοσίων υπηρεσιών, ούτε οι ίδιοι, ούτε τα
ζώα τους, προκειμένου να μην εμποδιστεί η απρόσκοπτη παρασκευή άρτων.160
Όμως, όπως καθοριζόταν από τη νομοθεσία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄
του Σοφού, σε κάθε παράβαση των διατάξεων Περὶ τῶν ἀρτοποιῶν ἤτοι
μαγκίπων,161 οι ποινές εκτός από τις σύνηθες, οι οποίες ήταν κοινές για τις
περισσότερες συντεχνίες στο Βυζάντιο και εκτός της διαπόμπευσης, υπήρχε και η
επιβολή της μόνιμης εξορίας.162

2. Ο άρτος στην Αγία Γραφή

Ο άρτος είναι μία από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες λέξεις της Αγίας
Γραφής και βασικότατο κομμάτι των τελετουργικών της Παλαιάς Διαθήκης.
Για άλλη μια φορά λοιπόν, η εικόνα και η ομοίωση της εκπλήρωσης, ξεκινάει
από τον καιρό της Εξόδου και σχετίζεται με το ουράνιο μάνα. 163
Από αυτό το γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι
εκτός από το φυσικό άρτο προς βρώση, υπάρχει και ένας άλλος συμβολικός
άρτος, ο άρτος ο επουράνιος που στέλνει ο Θεός, δηλαδή ο Λόγος Του. Όπως
διαφαίνεται και απ’ το βιβλικό κείμενο του Δευτερονομίου (8:3): ... καὶ ἐψώμισέ σε

159 ος
Στο Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 10 αιώνας, εμπεριέχονται κανόνες «Περὶ τῶν ἀρτοποιῶν ἤτοι
μαγκίπων», 18.1-18.5, που στην Κωνσταντινούπολη εμφανίζονται οργανωμένοι σε συντεχνία. Βλ.
σχετικά Τ. Γ. Κόλιας, Μ. Χρόνη, Το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον Λέοντος ς του Σοφού, Αθήνα 2010 και Α.Π.
Χριστοφιλοπούλου, Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω,
Θεσσαλονίκη 2000. Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 9 και J. Köder, Das
Eparchenbuch Leons des Weisen, Βιέννη, 1991, 128-131.
160
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, «Περὶ τῶν ἀρτοποιῶν ἤτοι μαγκίπων», 18.2: Οἱ ἀρτοποιοὶ μηδεμιὰ
λειτουργία ὑποκείσθωσαν, μήτε αὐτοὶ μήτε τὰ τούτων ζῶα, ὡς ἂν ἀπερικόπως τὸν μαγκίπιον ἄρτον
ἐργάζωνται.
161
Ε. Trapp, Lexikon zur byzantinischen Gräzität, Wien 1994 κ.έξ., η λέξη μαγκίπων, προέρχεται
από το λατινικό manceps > μάγκιψ = αρτοποιός. Βλ. επίσης Lexikon, λλ. μάγκιψ και μαγκίπιον.
162
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 18.5: ...εἰδήσει τοῦ ἐπάρχου, ὁ τοιοῦτος τὴν διὰ δαρμοῦ καὶ κουρᾶς καὶ
θριάμβου καὶ διηνεκοῦς ἐξορίας ὑπομενέτω τιμωρίαν.
163
Εξ. 16:15, όταν ο Θεός στέλνει το μάννα στο λαό του Ισραήλ, ο Μωυσής το περιγράφει ως εξής:
Οὗτος εἲναι ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος σᾶς δίδει διὰ να φάγητε.
47
τὸ μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ
ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ
ζήσεται ὁ ἄνθρωπος.164
Ο συμβολικός αυτός άρτος όμως ξεκινάει με το μάννα, αλλά στην Καινή
Διαθήκη γίνεται η πραγματική του εκπλήρωση και ο αποσυμβολισμός του κατά
τον καιρό της έλευσης του Μεσσία και Κυρίου μας165 και δηλώνοντας το
σωτηριολογικό Του έργο.166
Άλλωστε ο ίδιος ο Ιησούς επεξηγεί την συμβολική έννοια του μάννα,
συγκρίνοντας τον εαυτό Του με αυτό, στην ομιλία του στην Καπερναούμ (Ιω. 6:32-
33): «... οὐ μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀλλ ὁ πατήρ μου
δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινὸν. ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ θεοῦ ἐστιν ὁ
καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζώῃν διδοὺς τῷ κοσμῶ». Και καθορίζεται
ξεκάθαρα, ότι ο άρτος συμβολίζει τον Ιησού Χριστό: ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. οἱ
πατέρες ὑμῶν ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμω τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον. οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων ἵνα τὶς ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνη. ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος
ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἐὰν τὶς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν
αἰῶνα (...) οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβὰς οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες
καὶ ἀπέθανον ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα.167 Ο ουράνιος άρτος
δίνει στους ανθρώπους την ουράνια ζωή.168
Η έννοια του άρτου δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, κυρίως, στην Καινή
Διαθήκη, γιατί περιλαμβάνεται στην προσευχή της Κυριακής, όμως ως πνευματική
καθημερινή τροφή: «πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
ἐλθέτω ἡ βασίλειά σου γενηθητω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανὼ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὸν
ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον».
Ο άρτος στη Καινή Διαθήκη αποκτά τεράστια σημασία λόγω του συμβόλου
που αποκτά. Ο άρτος πολλές φορές ευλογήθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, όπως η

164
Βλ. επίσης Ματθ. 4:4 και Λουκ. 4:4.
165
Ιω. 6:22-58, Ὁ Κύριος εἲναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.
166
Ιω. 6:51, καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὂν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ μού ἐστιν ὑπὲρ τῆς του κόσμου ζώῃς.
167
Ιω. 48-51, 58.
168
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία και η Θεία Κοινωνία, Αθήνα, 2001, 52.
48
ευλογία και η κλάση του άρτου στους Εμμαούς,169 αλλά η πιο χαρακτηριστική είναι
η ευλογία και ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων στην έρημο, η οποία
αναφέρεται από όλους τους Ευαγγελιστές.170
Το κυρίαρχο γεγονός στο θαύμα είναι ο πολλαπλασιασμός των άρτων, με το
οποίο ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν πέντε χιλιάδες άνδρες,171 συσχετίζοντας
το θαύμα με το ευχαριστιακό Μυστήριο, όπου ο Χριστός είναι ο Άρτος, ο πάντοτε
ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος.172

Ο Πολλαπλασιασμός των άρτων.


Λεπτομέρεια μικρογραφίας, Μονή
ος
Ιβήρων, Άγιο Όρος, 13 αιώνας.
(Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους,
Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τ. Δ΄,
Αθήνα 1991)

Ο Ιησούς, που παρέχει στο παραπάνω θαύμα τις εσχατολογικές δωρεές του
Γιαχβέ, υπερβαίνει και συγχρόνως σχετίζει τη μανναδοσία της Εξόδου, καθώς
εκείνο το μάννα δε λυτρώνει από το θάνατο, ενώ ο δικός Του άρτος, που είναι ο
ίδιος του ο εαυτός, οδηγεί στην αιώνια ζωή.173 Όμως οι Ευαγγελιστές
υπογραμμίζουν ιδιαίτερα ορισμένες πράξεις του Κυρίου κατά την ιερουργία του

169
Λουκ. 24:30: καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν λαβὼν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ
κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς.
170
Ματθ. 14:15-21, Μαρκ. 6:30-44, Λουκ. 9:7-17 και Ιω. 6:1-15. Βλ. επίσης, ο πολλαπλασιασμός
των επτά άρτων, Ματθ. 15:32-39, Μαρκ. 8:1-10.
171
Η σίτιση των πέντε χιλιάδων εξιστορείται σε κάθε ευαγγέλιο, πλην του Ματθαίου και του Μάρκου
που αναφέρουν τέσσερεις χιλιάδες. Στο κεφ. Ο πολλαπλασιασμός των επτά άρτων (Ματθ. 15:32-
39), αναφέρονται στο στίχ. 38: οἱ δὲ ἐσθίνοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ
παιδιῶν. Βλ. επίσης Ιω. 6:10 : ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. Ενώ στο
κεφ. Ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων εις την έρημον ο Ματθαίος αναφέρει σίτιση πέντε
χιλιάδων (Ματθ. 14:21): οἱ δὲ ἐσθίνοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ
παιδιῶν.
172
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία, 51.
173
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 181.
49
Μυστικού Δείπνου, που έχουν σχέση με τον άρτο και τον οίνο, ως βασικά
συστατικά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.174

Ο Χριστός αφού έλαβε τον άρτο τον ευλόγησε, τον τεμάχισε και κοινώνησε
τους Μαθητές: «Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλόγησας ἔκλασε
καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» (Μαρκ.
14:22).175
Επίσης υπάρχουν και άλλες αναφορές από τον Απόστολο Παύλο, που έχουν
σχέση με τον άρτο και το Σώμα Χριστού «ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ κυρίου ὁ
καὶ παρέδωκα ὑμῖν ὅτι ὁ κύριος ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ἡ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον . καὶ
εὐχαριστησας ἔκλασεν καὶ εἶπεν λάβετε φάγετε τοῦτό μού ἐστιν τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ
ὑμῶν κλωμενον τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Κορ. Α΄ 11:23,24).
Αναφέρει και ότι ο Κύριος είναι ο άρτος και δίνει άρτο και ο άρτος ακόμα πιο
συγκεκριμένα είναι η σάρκα Του, που καλούμαστε να μεταλάβουμε κατά το
μυστήριο της Θείας Κοινωνίας και ότι αποτελούμε ένα σώμα, γιατί όλοι τρώμε από
το ίδιο άρτο. 176
Αναφέρεται ο άρτος και σε ψαλμούς, όπως στο στίχο: Ἄρτον οὐρανοῦ
ἔδωκεν αὐτοῖς, ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος,177 φανερώνει όπως σημειώνει
και ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας «ότι δεν θα πρέπει να νοηθεί άλλος άρτος και
τροφή για τις ουράνιες Δυνάμεις, παρά ο μονογενής Υιός του Θεού Πατρός. Αυτός,
λοιπόν, είναι το αληθινό μάννα, ο ουράνιος Άρτος ο οποίος χορηγείται από τον
Θεό Πατέρα σε όλη την λογική κτίση (Αγγέλους και ανθρώπους)».178
Όλες οι παραπάνω αναφορές κατά κύριο λόγο στην Καινή Διαθήκη, όπου
πολλές φορές ευλογήθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, χρησιμοποιήθηκε στον Μυστικό

174
Ματθ. 26:20-29, Μαρκ. 14:22-25 και Λουκ. 22:7-20.
175
Μαρκ. 14:22 και Λουκ. 22:19
176
Κορινθ. Α΄ 10:16-17, 16. τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὁ εὐλογοῦμεν οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ
χριστοῦ ἐστιν τὸν ἄρτον ὂν κλῶμεν οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; 17. ὅτι εἰς ἄρτος
ἐν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν.
177
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία, 54. Βλ. Ψαλμός 77, 4-5
178
Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον, PG 73, κεφ. ς΄, 504D: Ἀλλ’ ἐστίν,
οἶμαι, πᾶσι δαφανές, ὅτι τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς δυνάμεων λογικῶν, οὐχ ἕτερος ἂν νοοῖτο καὶ ἄρτος
καὶ τροφή, παρὰ τὸν ἐκ Θεοῦ Πατρὸς Μονογενῆ. Αὐτὸς οὖν ἄρα τὸ μάννα τὸ ἀληθές, ὁ ἄρτος ὁ ἐξ
οὐρανοῦ, ὁ πάσῃ κτίσει λογικῇ παρὰ Θεοῦ Πατρὸς χορηγούμενος. Βλ. επίσης όπ.π., 54.
50
Δείπνο, αλλά και η αναφορά του ως Σώμα Χριστού στη Καινή Διαθήκη, μας
προκαλούν ευλάβεια, δέος, σεβασμό και τιμή ως προς τον άρτο.

3. Ο άρτος στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας

Ο συμβολισμός του Κυρίου ως «ἄρτος τῆς ζωής»179 και «ὡς ἄρτος τοῦ ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ καταβάντος»,180 πραγματώθηκε με τον άρτο, όπου συμβολίζεται το σώμα
ή μάλλον ότι ο άρτος είναι το σώμα, η βάση, η πεμπτουσία του Μυστηρίου της
Θείας Μετάληψης.181
Η ευλογία του άρτου και η ευχαριστία του Χριστού αποτελούν το κεντρικό
σημείο του Μυστηρίου, όπου μετέβαλε τον άρτο και τον οίνο σε άγιο Σώμα και
Αίμα Του.182 Ο άρτος συμβολίζει το Σώμα του Χριστού μέσω του Μυστηρίου της
Θείας Μετάληψης.183
Ο προσφερόμενος άρτος και οίνος, «προσλαμβανόμενα τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
Εὐχαριστία γίνεται, ὅπερ ἐστὶ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ».184
Άλλωστε τα θαύματα του πολλαπλασιασμού των άρτων, αλλά και της Κανά,
ήταν προεικονίσεις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.185
Στη περίπτωση του Θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων δίνεται η
εξήγηση της σημασίας που συνδέει σαφώς το ψωμί ως μέσο διατροφής, 186 με την

179
Ιω. 6:35 : εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Ὁ ἐρχόμενος πρὸς μὲ οὐ μὴ
πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.
180
Ιω. 6:33, ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζώῃν διδοὺς τῷ κοσμῶ.
181
Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, 15.
182
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία, 58.
183
Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ομιλία Ι΄, Εις το μυστικόν δείπνον, PG 77, 1017C: ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
Πατρὸς ἐνυπόστατος Σοφία, τὸ ἑαυτῆς σῶμα ὡς ἄρτον διανέμει (....). Ὢ μυστηρίου φοβεροῦ!
184
Άγ. Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αἰρέσεων, βιβλ. Ε΄, β΄, 3, PG 7, 1127ΑΒ και PG 7, 1125Β. Βλ. ο
ίδιος, βιβλ. Δ΄, ιη΄, 5, PG 7, 1028Β-1092Α: Ὡς ... ἀπὸ γῆς ἄρτος προσλαμβανόμενος τὴν ἔκκλισιν
τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι κοινὸς ἄρτος ἐστίν, ἀλλ’ εὐχαριστία, ἐκ δύο πραγμάτων συνεστηκυῖα, ἐπιγείου τε
καὶ οὐρανίου. Βλ. επίσης Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Βίος τῶν ἁγίων Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ, ἤτοι
ἱστορία ψυχωφελὴς, κεφ. ιθ΄, PG 96, 1029D: Δέχου καὶ τὴν μετάληψιν τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ
μυστηρίων, πιστεύων ἐν ἀληθείᾳ σῶμα καὶ αἷμα ὑπάρχειν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
185
P. A. Underwood, Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The Kariye Djami. τ. 4,
New Jersey 1975, 260, 264-265.
186
Ιω. 6:26 : (...) ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε.
51
ευχαριστιακή θυσία, τονίζοντας ότι η αιώνια ζωή θα αποκτηθεί από εκείνον που
λαμβάνει τη σάρκα Του (αναφερόμενος στο πραγματικό νόημα του ψωμιού).187
Ο Ιησούς με την πράξη της ευχαριστίας που κάνει στο θαύμα, η οποία
προέρχεται καταρχήν από τα ιουδαϊκά έθιμα της τράπεζας, θα πρέπει να
ερμηνευτεί και ως τύπος της χριστιανικής Ευχαριστίας, όπου αυτός που μετέχει και
λαμβάνει ως άρτο το Χριστό και μαζί με αυτόν τη δωρεά της αιώνιας ζωής. 188
Άλλωστε αυτό διακηρύσσεται και από τον ίδιο τον Ιησού στο ευχαριστιακό
τμήμα της ομιλίας περί του άρτου της ζωής.189
Ο Ωριγένης, μαζί με άλλους σχολιαστές, είδαν τον άρτο του θαύματος, ως
ένα είδος της θείας ευχαριστίας.190 Απευθυνόμενος στον τρίτο αιώνα, σε μια
κοινότητα πιστών, οι οποίοι γνώριζαν αυτόν τον συμβολισμό, είπε: «καὶ εἶσιν,
οἶμαι, μέχρι τοῦ δεῦρο, καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, οἱ πλήρεις κόφινοι
δώδεκα τῶν κλασμάτων ἄρτου ζῶντος,».191
Επίσης το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων δείχνει την εσχατολογική
αφθονία της δωρεάς του Ιησού, αφού ο άρτος αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης για
να διατηρηθεί ο άνθρωπος στη ζωή.192
Ο άρτος έχει χρησιμοποιηθεί συμβολικά και ως μέσο σωτηρίας, λύτρωσης,
άφεσης αμαρτιών και ζωής αιώνιας,193 με την Θεία Μετάληψη και θεραπείας και

187
P. A. Underwood, Programs of Ministry Cycles, 265.
188
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 181.
189
Ιω. 6:22-59.
190
P. A. Underwood, Programs of Ministry Cycles, 265.
191
Ωριγένης, Commentaria in Evangelium secundum Matthaeum, XI 2, PG 13, 908B.
192
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 181.
193
Ιω. 6:48,51, 48: ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς και 51: ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καταβας ἐὰν τὶς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὂν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ
μού ἐστιν ὑπὲρ τῆς του κόσμου ζώῃς. Βλ. επίσης, Άγ Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις Δ΄, 3:
μεταλαμβάνοντες σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ σύσσωμοι καὶ συναιμοὶ αὐτοῦ καὶ χριστοφόροι
γινόμενοι, τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τοῦ αἵματος εἰς τὰ ἡμέτερα ἀναδιδόμενα μέλη. Γενικά, ο άρτος
είναι ο ίδιος ο Ιησούς, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, η ενσαρκωμένη Θεϊκή Διδασκαλία. Ο
τρώγων τη σάρκα του Ιησού, ο τρώγων δηλαδή από τον άρτο τον επουράνιο, είναι αυτός που
γίνεται μέτοχος της Θεϊκής Διδασκαλίας, του Θείου Νόμου. Μιας διδασκαλίας που οδηγεί στη
σωτηρία και την αιώνια ζωή.
52
Προσφορά Άρτων, κώδ. 602, φ. 70α,
Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος.
(Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους,
Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τ. Δ΄,
Αθήνα 1991, εικ. 55).

ευλογίας, μέσω της Αρτοκλασίας.194


Γίνετε παρότρυνση από τον Άγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας για να «Ἔλθετε,
φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον», για να ανακαινιστεί η φύση του ανθρώπου και να καθαρι -

194
Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, 14. Η αρτοκλασία είναι μια απλή τελετή -
ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς μυστηριακό χαρακτήρα και διακρίνεται σε δύο μέρη,
της «ευλογήσεως των άρτων» και της «αρτοκλασίας», που σημαίνει διαμερισμός των άρτων σε
τεμάχια και διανομή αυτών στους πιστούς, σύμφωνα με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε
άρτων στην έρημο, Ματθ. 14:13-21, Μαρκ. 6:30-44, Λουκ. 9:7-17 και Ιω. 6:1-15. Εμπνευσμένη από
τις «αγάπες» της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, με μοναστική προέλευση. Βλ. επίσης Γ. Ρήγας
(Οικονόμου), Ζητήματα Τυπικού, Θεσσαλονίκη 1999, 23. Αλλά όπως αναφέρεται Θ. Χριστοδούλου,
Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, 19 και 26, από τον Άγιο Συμεών Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης στο
Διάλογος, Κεφ. 342, 155, 617Β και 620Α, σκοπός της αρτοκλασίας είναι: Ὅτι αὔτη ἑξαιρέτως διὰ
τὸν κόπον διετυπώθη τῆς ἀγρυπνίας, ἵνα καὶ εὐλογίας Χριστοῦ καὶ μικρὰς παρακλήσεως οἱ ἀδελφοὶ
διὰ τὸν κόπον τυχόντες, ἔκτοτε προσευχὴν διὰ τὴν κοινωνίαν τῶν φρικτῶν μυστηρίων ἔχωσι καὶ
μάλιστα οἱ ἱερωμένοι. Και: οἱ ἄρτοι δὲ καὶ ὁ οἶνος ὡς ἠγιασμένοι τῇ εὐλογίᾳ μεταδίδονται τοῖς
παροῦσι, ἅπερ καὶ τοῖς μεταλαμβάνουσιν μετὰ πίστεως μεταδοτικὰ εἶσι χαρισμάτων, ἰάσεών τε καὶ
ἄλλων δώρων πολλῶν. Τέλος, στη Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, 44,
αναφέρεται ότι στην Τυπική ¨Διάταξις της Αγρυπνίας¨ του Αρχιμανδρίτη Δοσιθέου, εκδ. Ι. Μ.
Παναγίας Τατάρνης, 1993, 58 και Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, 288: Ὁ δὲ
εὐλογημένος ἄρτος, ἐστὶν ἀλεξιτήριος παντοίων κακῶν, εἰ μετὰ πίστεως λαμβάνοιτο. Βλ. επίσης A.
Dmitrievskij, Opisanie liturgiceskich rucopisej chanjachthichcla v bibliotekach pravoslavnago
Vostoka, Typika III, Kiev 1901: όπου αναφέρεται στο Τυπικόν της Λαύρας του Αγίου Σάββα του
ου
12 αι.: Ἡ ἀρτοκλασία καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς εὐλογηθεὶς ἄρτος ἀποξηρόμενος καὶ διαφυλλασόμενος
ἀποστέλλεται σὲ κάθε ἀσθενῆ ¨πρὸς ἴασιν ψυχικῶν παθῶν καὶ σωματικῶν, πινομένη μετὰ τοῦ
ὕδατος καὶ μεταλαμβανομένη. Σε άλλο Τυπικό της Μονής Φιλοθέου του 1813, αναφέρεται: Ὁ δὲ
εὐλογηθεὶς ἄρτος ἔχει χαρίσματα διάφορα, ἤγουν παύει πυρετούς, πινόμενος μετὰ ὕδατος, φρίκην
διώκει καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἰᾶται, πρὸς δὲ τούτοις καὶ σῆτας (=σαράκια) ἀπὸ τῶν γεννημάτων
(=σιτάρια) ἐλαύνει. Τα ίδια ακριβώς απαντώνται και στο Τυπικόν της Μονής Γρηγορίου του 1851.
53
στεί η πικρία της πρώτης αμαρτίας.195
Ο Χριστός είναι ο Ἄρτος τῆς ζωής, όπως αναφέρει ο Άγ. Γρηγόριος ο
Θεολόγος, «η νέα τροφή όσων έχουν την καλή πνευματική πείνα... ὁ ἄρτος ὁ ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων και διδούς τῷ κόσμῳ την άφθαρτη και ακατάλυτη
ζωή».196
Ο Άγ. Συμεών Νέος Θεολόγος επισημαίνει στα κείμενά του ότι ακόμη και ο
θάνατος για τον πιστό είναι η μετάβαση σε αυτή την ζωή, γι αυτό παρακαλά να
έχει στο τελευταίο ταξίδι του συνοδοιπόρο και βοηθό τον Χριστό, τον Ἄρτος τῆς
ζωής.197
Αλλά και εσχατολογικώς, ο άρτος θεωρήθηκε εικόνα της Βασιλείας του Θεού,
καθώς οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν θα βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό δια
της βρώσεως του ουρανίου άρτου, που βρίσκεται στην τράπεζα του Κυρίου:
«μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14:15).
Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, αναφέρει ότι: «μεταλαμβάνοντες σώματος
καὶ αἵματος Χριστοῦ σύσσωμοι καὶ συναιμοὶ αὐτοῦ καὶ χριστοφόροι γινόμενοι, τοῦ
σώματος αὐτοῦ καὶ τοῦ αἵματος εἰς τὰ ἡμέτερα ἀναδιδόμενα μέλη».198 Δηλαδή, ο
άρτος είναι ο ίδιος ο Ιησούς, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, η ενσαρκωμένη
Θεϊκή Διδασκαλία. Ο τρώγων τη σάρκα του Ιησού, ο τρώγων δηλαδή από τον άρτο

195
Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ομιλία Ι΄, Εις το μυστικόν δείπνον, PG 77, 1017C, 1020Β: (...) ὂν
κεκέρακα ὑμῖν, ἀπολείπετε ἀφροσύνην, καὶ ζήσεσθε καὶ ζητήσατε φρόνησιν, ἵνα βιώσητε καὶ
κατορθῶσστε ἐν γνώσει σύνεσιν. (...) Ἐξέτεινεν Ἀδὰμ κακῶς τὴν χεῖρα, μὴ τιμῶν αἰδοῖ τὴν σωτήριόν
μου ἐντολὴν (...).
196
Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ 2, 126. Βλ. επίσης Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία
και η Θεία Κοινωνία, 54.
197
Άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος, ΕΠΕΦ 19ς΄, 298: Τοῦτο αἰτούμεθα καὶ νῦν, τοῦτο σὲ
δυσωποῦμεν, τοῦτό προσπίπτομεν λαβεῖν ἀναφαίρετον, Σῶτερ, ὅπως καὶ νῦν τρεφώμεθα,
Πανοικτίρμιον, ἐκ τούτου τοῦ Ἄρτου τοῦ ἐξ οὐρανοῦ νοητὼς κατιόντος Καὶ πᾶσι τοῖς μετέχουσι ζωῆς
μεταδιδόντος, καὶ ἀπιόντες καὶ πρὸς Σὲ τὴν πορείαν ποιοῦντες συνοδοιπόρον ἐξῶμεν, βοηθόν τε καὶ
ῥύστην καὶ σὺν αὐτῷ καὶ δι’ αὐτοῦ προσαχθῶμεν σοί, Σῶτερ. Βλ. επίσης όπ.π. Γρηγορἰου
Ιερομονάχου, 54.
198
Άγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Δ΄, Περί σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
γ΄, PG 33, 1100Α.
54
τον επουράνιο, είναι αυτός που γίνεται μέτοχος της Θεϊκής Διδασκαλίας, του Θείου
Νόμου. Μιας διδασκαλίας που οδηγεί στη σωτηρία και την αιώνια ζωή.
Επίσης ο άρτος αναφέρεται και ως «ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει»
στους Ψαλμούς του Δαβίδ, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγ. Κύριλλο Ιεροσολύμων
είναι ο άρτος που λαμβάνεται με την μετάληψη που στηρίζει πνευματικά την
καρδιά του ανθρώπου.199
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα λόγια στα ευαγγελικά κείμενα, που
δηλώνουν ότι ο οίνος και ο άρτος είναι τα βασικά στοιχεία της Θείας Ευχαριστίας:
«Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβῶν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε, λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου, καὶ λαβῶν τὸ
ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο γὰρ
ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν. Λέγω δὲ ὑμὶν ὅτι οὐ μὴ πιῶ ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς
ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τὴ βασιλεία
τοῦ πατρός μου». (Ματθ. 26:26-29. Πρβλ. Μαρ. 14:22-25. Λουκ. 22:17-20 και Α΄
Κορ. 11:23-26).
Αν και τον άρτο τον τιμούσαν από την αρχαία εποχή και κατά το σύνολό τους
όλες γενικά οι θρησκείες, για τον χριστιανισμό παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί ο άρτος
συμβολίζει την Εκκλησία, τον άρτο της ζωής «τὸν ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε
δαπανώμενον», δηλαδή Ιησού Χριστό, ο οποίος ἁγιάζει τοὺς μετέχοντες.200 Αλλά
και γιατί «ὁ ἄρτος συνίσταται ἀπὸ κόκκους σίτου, πρὶν διασκορπισμένων καὶ τώρα
συνηνωμένων καὶ ὅλοι εἶναι ἕνα σῶμα, σῶμα Χριστοῦ».201
Ο Άγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων επισημάνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει καμία
αμφιβολία ότι: «Αὐτοῦ οὖν ἀποφηναμένου (του Ιησού Χριστού), καί εἰπόντες περὶ
τοῦ ἄρτου. Τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα (Α΄ Κορ. 11:24), τὶς τολμήσει ἀμφιβάλλειν
λοιπόν;».202 Και ο ίδιος λέει ότι: «Ταῦτα μαθών, καὶ πληροφορηθεὶς ὡς ὁ

199 ΄
Όπ.π. θ , PG 33, 1104C: στηρίζου τὴν καρδίαν, μεταλαμβάνων αὐτοῦ ὡς πνευματικοῦ καὶ
ἰλάρυνον τὸ τῆς ψυχῆς σου πρόσωπον.
200
Θ. Χριστοδούλου, Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, 14.
201
Διδαχή των Αποστόλων, ΙΧ, ΒΕΠ, Β΄, 218, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, 287 και
Δ. Κόκορης, Ορθόδοξος Ιερός Ναός, Σκεύη και μέσα Λατρείας, Συμβολισμοί, Αθήνα 2000, 206.
202
Άγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις, α΄, PG 33, 1097A.
55
φαινόμενος ἄρτος οὐκ ἄρτος ἐστίν, εἰ καὶ τῇ γεύσει αἰσθητός, ἀλλὰ σῶμα
Χριστού.».203
Κατά τους ερμηνευτές το τεμάχιο του άρτου, το εμβαπτιζόμενο στο κρασί
συμβολίζει την Θεία Ευχαριστία.204
Τέλος, έχει τιμηθεί ιδιαίτερα στην Χριστιανική Εκκλησία, η οποία θεωρεί τον
άρτο, ως το κατ’ εξοχήν ευλογημένο από τον Ιησού Χρηστό είδος διατροφής.205

4. Εικονογραφικές Παραστάσεις

Υπάρχουν αρκετές σκηνές όπου απεικονίζεται το ψωμί, όπως άλλωστε και οι


σκηνές με το κρασί, στις περισσότερες συνυπάρχοντας και
αλληλοσυμπληρώνοντας τον βασικό συμβολισμό τους, που είναι η Θεία
Ευχαριστία. Κατά κύριο λόγο, ο άρτος υπάρχει στη σκηνή της Φιλοξενία του
Αβραάμ και στη σκηνή τραπεζιού στην οικία του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης και σε
αρκετές σκηνές της Καινής Διαθήκης, στο Συμπόσιο του Ηρώδη, στο Γάμο της
Κανά, στο Πολλαπλασιασμό των Άρτων, στο Μυστικό Δείπνο, στη Πορεία προς
στους Εμμαούς και στη Κοινωνία των Αποστόλων. Επίσης βρίσκεται σε δύο
σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου, στη Γέννηση και τα Εισόδια της.
Τέλος, το ψωμί υφίσταται και σε δύο ακόμα σκηνές με γεύματα, όπως το
Γεύμα του Θεοπίστου και η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ ή Ουράνια Κλίμακα του Ιακώβ.

α) Παλαιάς Διαθήκης

Η σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Σε παραστάσεις της Φιλοξενίας του Αβραάμ, προτάσσεται ως στοιχείο


έκφρασης της φιλόξενης διάθεσης του πατριάρχη Αβραάμ, ο άρτος,206 «καὶ
λήψομαι ἄρτον καὶ φάγεσθε» (Γεν. 18,5).

203 ΄
Όπ. π. θ , PG 33, 1104Β.
204
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι ἐν τῇ ζωῇ μὲ βάσιν τάς ὑλικὰς τροφὰς, Αθήνα 1974,
82. Βλ. επίσης λεπτομέρειες για τον άρτο και τον οίνο στο κεφ. Κρασί-Οίνος της παρούσας
εργασίας.
205
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 41.
206
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη, 2005, 292.
56
Ο Αβραάμ καλεί τη Σάρα και όχι κάποια θεραπαινίδα να ετοιμάσει τον
άρτο,207 που σύμφωνα με το βιβλικό κείμενο αναφέρεται σε έναν τύπο άρτου, τον
εγκρυφία.208
Ο εγκρυφίας άρτος εμφανίζεται σε διάφορες μορφές στο τραπέζι. Υπάρχουν
άρτοι στρογγυλοί, που φέρουν τομή χιαστί στην άνω επιφάνειά τους, βοηθώντας
την διαίρεση ή κλάση (τεμαχισμό), χωρίς να καταργούνται οι συμβολικές του
παραστάσεις.209
Τέτοιοι άρτοι, τρεις σε αριθμό, ένας για κάθε φιλοξενούμενο - άγγελο,
εμφανίζονται σε τοιχογραφία στο Ιερό Βήμα του καθολικού ναού της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου, της μονής στη Gračanica της Σερβίας (εικ. 12),210 1320-1321, σε
τοιχογραφία στη Bela Crkva στο Karan Σερβίας (εικ. 15),211 το 1335 και σε
μικρογραφία χειρόγραφου κώδικα αρ. 1242 της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού

207
Όπ.π. 292.
208
Γεν. 18:6 : «...φύρασον τρία μέτρα σεμιγδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας...». Όπ.π. 292, ο
Εγκρυφίας = άρτος οπτώμενος εν σπουδώ, επ’ ανθράκων, σταχτόπιτα (Lidell-Scott, II, λ.
εγκρυφίας), δηλ. είναι το ψωμί που ψήνεται στη χόβολη και μάλιστα για την κατασκευή του
χρησιμοποιείται σιμιγδάλι. Για λεπτομέρειες βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 15-17, όπου το
«άσπρον σεμιδάλατον» ή «σεμιδάλινον», χαρακτηρίζεται από τους μεσαιωνικούς συγγραφείς ως
«φωτοφόρος» ή «υπέρλευκος» άρτος, εξαιτίας του χρώματός του. Είναι η δεύτερη ποιότητα άρτου
μετά το σιλιγνίτη και κατασκευάζεται από σιμιγδάλι.
209
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 293. Ο άρτος με τις τομές,
που διαιρείται σε τέσσερα μέρη, ονομάζεται στην καθημερινή γλώσσα «βρωμιαίος» (Lidell-Scott, I,
λ. βλωμός).
210
Όπ.π. 240 εικ. 141 και λεπτ. 286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica.
Symposium de Gracanica : Le debut du XIVes (1973), Beograd 1978, πίν. 54a.
211
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242 εικ. 143. Βλ. επίσης Β.
Todic, Serbian Medieval Painting: The age of King Milutin, Belgrade 1999, εικ. 112.
57
(εικ. 187),212 μεταξύ 1371-1375.
Επίσης απεικονίζεται ένας άρτος με σταυρό ή χιαστή, ο οποίος ευλογείται
από έναν απ’ τους αγγέλους, σε τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στη
Σαρακίνα Σελίνου Κρήτης (εικ. 16),213 το 1340 και σε τοιχογραφία στην Παναγία
την Χρυσαφίτισσα στα Χρύσαφα της Λακωνίας (εικ. 10),214 1289-1290.
Ακόμα παρουσιάζονται τρεις στρόγγυλοι άρτοι, χωρίς εγχαράξεις στην άνω
επιφάνειά τους, σε ψηφιδωτό μωσαϊκό τοίχου στον κυρίως ναό στη Capella
Palatina, στο Παλέρμο Σικελίας (εικ. 2),215 1140 ή 1154-1166.216
Σε τοιχογραφίες όπως στο ανατολικό τοίχος στο Παρεκκλήσι της Παναγίας
στη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στη Πάτμο (εικ. 4),217 1185-1190, στην
εξωτερική επιφάνεια του δυτικού τοίχου στο παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας στο

212
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 245, εικ. 147, εικ. 148 λεπτ.,
με θέμα: Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός ως αυτοκράτορας και ως μοναχός. Βλ. επίσης Ι. Spatharakis,
The Portrait in byzantine Illuminated Manuscripts, Leiden 1976, 131 και Ντ. Μουρίκη, «Η
παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)»,
ΔΧΑΕ (1964), 89, ιστορήθηκε μεταξύ των ετών 1371-1375, πίν. 36, εικ. 1 (λεπτ.), Βλ. Η. Οmont,
Miniatures des plus anciens manuscrits Grecs de la Bibliothèque Nationale du VIe au XIVe siècle,
Paris 1929, 59, πίν. CXXVIIb, έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine (Skira),
Γενεύη, 1953, 184.
213
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 144. Βλ. επίσης Στ.
Μαδεράκης, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, Αθήνα 1991, πίν. 46.
214
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238 εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa – Kirche in Chrysapha /
Lakonien, Athen 2000, πίν. 35b.
215
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18, και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ. 402 (Φιλοξενία του
Αβραάμ) και F. di Pietro, I Mosaici, Milano, 1954, πίν. XXXVII.
216
Η βιβλιογραφία αναφέρει δύο ημερομηνίες, λεπτομέρειες βλ. στα Λαχανικά και Χόρτα, της
παρούσης εργασίας.
217
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 235, εικ. 134 και λεπτ. 294,
εικ. 204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η.
Κόλλιας, Μ. Χατζηδάκης, Πάτμος, Αθήνα 1986, εικ. 8 και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ
Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Πάτμου, Αθήνα 1970, εικ. 3.
58
Karlukovo της Βουλγαρίας (εικ. 11),218 του 13ου -14ου αιώνα, στο ναό του Αγίου
Ιωάννου Προδρόμου στην Κριτσά Κρήτης (εικ. 17),219 1359-1360, στο παρεκκλήσι
των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 10), 220 το 1380 και
σε φορητή εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών (εικ. 177),221 β΄ μισό 14ου
αιώνα. Περισσότερους από τρεις διάσπαρτους στρογγυλούς άρτους, διακρίνουμε
σε τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου στο Νιο χωριό Αποκορώνου των Χανίων
Κρήτης (εικ. 14),222 του 14ου αιώνα.
Σε ορισμένες εικόνες της συγκεκριμένης σκηνής παρατηρούνται τριγωνικά
ψωμάκια, ως τμήματα από τεμαχισμένο άρτο. Οι απεικονίσεις όπου απαντώνται
είναι στην ορειχάλκινη θύρα του καθεδρικού ναού της Γένεσης της Θεοτόκου (εικ.
249),223 στο Suzdal, της Βόρειας Ρωσίας, το 1230, στην τοιχογραφία στο νότιο
τοίχος του κυρίως ναού της Αγίας Τριάδος (εικ. 8),224 στο Κρανίδι Αργολίδας,
1244-1245 και σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος του κράλη της
Σερβίας Δραγούτιν στο Djurdjevi Stupovi (εικ. 9),225 1283-1285.

218
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 239 εικ. 139. Βλ. επίσης L.
Mavrodinova, Skalnite Skitove pri Karlukovo, Sofia, 1985, εικ. 20.
219
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 241, εικ. 145. Βλ. επίσης Στ.
Μαδεράκης, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πιν. 47.
220
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ. 287,
εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, Belgrade 1986, 143, εικ.
78.
221
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 209, εικ. 109. Βλ. επίσης Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ε. Κυπραίου, Εικόνες Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1998, αρ.
23, λεπτομέρεια.
222
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 289, εικ. χωρίς αρίθμηση.
Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης», Κρητικά Χρονικά (1969), εικ. 103.
223
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, εικ. 136 και λεπτ. 289, εικ.
200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg 1984, 31 και A. N. Orchinnikov, Golden
Gates in Suzdal, Moscow, 1978.
224
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης S.
Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), München, 1975, πίν.
19.
225
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης B.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, πίν. II.
59
Συνύπαρξη και των δύο τύπων άρτου, αλλά και άλλων, ολόκληρου ή
τεμαχισμένου (στρόγγυλοι και τριγωνικοί ή και ήμισυ), επάνω στο τραπέζι,
παρατηρούμε σε μικρογραφία από Ψαλτήρι της Biblioteca Apostolica Vaticana
(Βαρβερινός κώδικας 372) (εικ. 184),226 το 1092, σε τοιχογραφία στο βόρειο χορό
του ναού της Μεταμορφώσεως (εικ. 18),227 στο Novgorod της Ρωσίας, το 1378 και
σε ποδέα της Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους (εικ. 252), 228 κατασκευασμένη σε
εργαστήριο της Μολδαβίας, την εποχή του Στεφάνου του Μεγάλου, το 1347.
Σε φορητή εικόνα του Μουσείου Μπενάκη Αθηνών (εικ. 180),229 τέλη 14ου
αιώνα, ο άρτος παρουσιάζει μία άλλη μορφή, η οποία υιοθετείται και από άλλες
σκηνές του 14ου αιώνα και θα κυριαρχήσει ως φόρμα πάνω στις τράπεζες μέχρι
και τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για δύο μέρη άνισης διαμέτρου άρτου, που
τοποθετούνται το ένα επάνω στο άλλο.230
Τέλος, τον άρτο ή άρτους προσκομίζει ο Αβραάμ στους φιλοξενούμενους –
αγγέλους, όπως αυτό φαίνεται από το Ειλητάριο της Θείας Λειτουργίας αρ. 109,
της Βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων (εικ. 183),231 περί το 1070.
Εκτός από τους τρεις άρτους που υπάρχουν πάνω στην τράπεζα, στα
αριστερά ο Αβραάμ εικονίζεται να τρέχει κρατώντας άρτο στα καλυμμένα χέρια
του,232 σε τοιχογραφία στην τράπεζα της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους

226
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 234, εικ. 132 και 288, εικ.
198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg, 1984, 31.
227
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, Torino, 1986, 309.
228
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 215, εικ. 117. Βλ. επίσης G.
Millet, Broderles religleuse de style byzantin, Paris 1947, πίν. CLXX.
229
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 150 και λεπτ. 290,
εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του
Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ 1964, 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου, Μουσείον
Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture
Byzantine, 192 και στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei, Essen 1961, 75.
230
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 293-294.
231
Όπ.π. 234, εικ. 133. Βλ. επίσης Π. Βοκοτόπουλου, Μικρογραφίες των βυζαντινών χειρογράφων
του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Αθήνα - Ιεροσόλυμα, 2002, εικ. 54.
232
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 234.
60
(εικ. 13),233 το 1320, ο Αβραάμ πλησιάζει από τα αριστερά την τράπεζα κρατώντας
αγγείο με τρεις στρόγγυλους αρτίσκους και σε τοιχογραφία στο βόρειο τοίχο του
μεσαίου κλίτους της βασιλικής στο Monreale (εικ. 3),234 1180-1190, ο Αβραάμ από
τα δεξιά πλησιάζει προσφέροντας στρόγγυλο καρβέλι ψωμί στα καλυμμένα χέρια
του.235 Επίσης υπάρχει μία ακόμη εμφάνιση του Αβραάμ που συναντάται με τον
βασιλιά Μελχισεδέκ,236 που περιγράφεται σε ψηφιδωτό στον πρώτο κύκλο
τρούλου του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (εικ. 7),237 το 1225. Ο Μελχισεδέκ
εικονίζεται μπροστά σε τράπεζα, στο αριστερό του χέρι που είναι καλυμμένο,
κρατάει τρεις άρτους.

Σκηνή τραπεζιού στην οικία του Ιώβ

Μία σκηνή πλούσια σε παράθεση συμποσίου, εμπλουτισμένη με διάφορα


στοιχεία τρυφηλής δίαιτας τράπεζα, εικονίζεται στο χειρόγραφο του Ιώβ, της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (εικ. 240),238 μία από τις πιο
αντιπροσωπευτικές μικρογραφίες πλούσιων τραπεζών, που χρονολογείται το
1361-1362.239

233
Όπ.π. 241 εικ. 142. Βλ. επίσης Β. Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade, 1999, εικ. 112.
234
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, “City of the Golden Temple”, Palermo,
2002, 64.
235
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 108.
236
Όπ.π. 111. «Οὗτος γὰρ (ὁ Χριστὸς) ὁ Μελχισεδέκ, βασιλεὺς Σαλήμ, ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ
ὑψίστου, ὁ συναντήσας Ἀβραὰμ ὑποστρέφοντι ἀπὸ τῆς κοπῆς τῶν βασιλέων καὶ εὐλόγησας
αὐτόν...ὅτι σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» (Εβρ. 7, 1-17).
237
Όπ.π. 109, εικ. 12. Βλ. επίσης Ε. Vio (εκδ.), The Basillica of St. Mark in Venice, Florence, 1999,
εικ. 64.
238
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises (κατάλογος
έκθεσης), Paris 1992, no. 354, 460.
239
Αναγνωστάκης Η. – Παπαμαστοράκης Τ., «”...και ραπανάκια για την όρεξη”, Περί τραπεζών,
ραφανίδων και οίνου», 289. Το χειρόγραφο γράφτηκε από τον Μανουήλ Τζυκανδύλη και πρέπει να
ζωγραφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1361 ή στο Μυστρά το 1362.
61
Στο 1ο Κεφάλαιο του βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης «Ο Ιώβ»,240 αναφέρεται
ότι ο Ιώβ είχε επτά γιούς και τρεις κόρες,241 οι γιοί του συνήθιζαν να μεταβαίνουν
με την σειρά, στο σπίτι του καθενός και να παραθέτουν συμπόσιο κάθε μέρα, μαζί
τους έτρωγαν και έπιναν και οι τρεις αδελφές τους: «συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν,
συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿
αὐτῶν» (Ιώβ 1:4).
Η μικρογραφία αποδίδει το γεύμα στην οικία του μεγαλύτερου από τους γιούς
του Ιώβ.242
Και αναπαριστά ακριβώς το παραπάνω κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης
αντικατοπτρίζοντας τον πλούτο του Ιώβ και της οικογένειάς του.243
Τα αδέλφια τρώνε και πίνουν συζητώντας καθισμένοι στις δύο πλευρές μιας
αρχοντικής τράπεζας, μία εκ των αδελφών κρατάει έναν ένσταυρο άρτο έτοιμη να
τον τεμαχίσει, ενώ κομμάτια άρτου βρίσκονται πάνω στη τράπεζα, ένα εκ των
οποίων άλλος αδελφός ετοιμάζεται να εμβαπτίσει στο ποτήρι του με κρασί.
Επίσης άλλη μία μικρογραφία με την ίδια σκηνή, στο σπίτι του μεγαλύτερου
αδερφού, βρίσκουμε στο κώδ. Par. Gr. 135, φ. 9ν, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του
Παρισιού (εικ. 241 & λεπτ.),244 το 1362, όπου εκτός από τα επτά αδέρφια, στο
τραπέζι παρίστανται οι γονείς τους και ένας ακόμα γηραιότερος άνδρας, δίπλα
στον Ιώβ. Παρατηρούμε πάνω στο τραπέζι δύο ένσταυρους άρτους, ίδιοι με την

240
Ο Ιώβ είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ελληνικό κανόνα
εντάσσεται στη συλλογή των Ποιητικών ή Διδακτικών βιβλίων. Η ιουδαϊκή Βίβλος κατατάσσει το
ο
έργο στην ομάδα «Αγιόγραφα». Το 1 Κεφάλαιο έχει τίτλο: Η πρώτη δοκιμασία της πίστης και της
ευσέβειας του Ιώβ. (Αναγνωστάκης Η. – Παπαμαστοράκης Τ., «”...και ραπανάκια για την όρεξη”,
Περί τραπεζών, ραφανίδων και οίνου», 289).
241
Ιώβ 1:2 : ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.
242
Αναγνωστάκης Η. – Παπαμαστοράκης Τ., «”...και ραπανάκια για την όρεξη”, Περί τραπεζών,
ραφανίδων και οίνου», 289.
243
Ιώβ 1:3 : καὶ ἦν τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα ἑπτακισχίλια, κάμηλοι τρισχίλιαι, ζεύγη βοῶν
πεντακόσια, θήλειαι ὄνοι νομάδες πεντακόσιαι, καὶ ὑπηρεσία πολλὴ σφόδρα καὶ ἔργα μεγάλα ἦν
αὐτῷ ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν.
244
Ε. Βλάχου, «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο», Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93, εικ. 108. Για την λεπτομέρεια βλ. Λ. Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», στο ίδιο έργο, 86,
εικ. 97.
62
προηγούμενη απεικόνισης της σκηνής και μία υπηρέτρια, στα δεξιά της εικόνας,
μεταφέρει καλάθι πιθανόν με άρτους, αποθέτοντας έναν πάνω στο τραπέζι.

β) Καινής Διαθήκης

Η σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Ο άρτος εμφανίζεται στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, μετά το 13ο
αιώνα, όπου παρατηρείται και αλλαγή στην τεχνοτροπία της απεικόνισης της
σκηνής με τετράγωνο τραπέζι, πλούσιο σε εδέσματα και σκεύη, συγκεκριμένα σε
τοιχογραφίες, στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Θεσσαλονίκης (εικ. 62 &
λεπτ.),245 το 1328-1334, στο ναό της Θεοτόκου στο Peć, της πρώην
Γιουγκοσλαβίας (εικ. 63),246 περίπου το 1330, στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο
Βαπτιστήριο (εικ. 64 & λεπτ.),247 πριν από το 1343, στην Μονή Αγίου Ιωάννη
Προδρόμου, στις Σέρρες (εικ. 65),248 το 1345-1355, στον Άγιο Νικόλαο, στην

245
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques de
l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C.
Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu
Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού,
Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
246
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles annexes des églises
byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques, Paris, 1969, εικ., 105 και M.
Ivanocic, “L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec”, Antiquités de Kosovo et Metohija
2-3 (1963), εικ. 63.
247
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 316, εικ. 178 και 179 αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F.
Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A. Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac
Cormick New Testament. III, Chicago 1932, εικ. XXII και R. Tozzi, “I mosaici del Battistero di S.
Marco a Venezia e l’arte Bizantina”, Bolletino d’Arte 26 (1932-1933), εικ. 4, 8.
248
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A. Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς
Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, Θεσσαλονίκη, 1973, πίν. 36.
63
Μπουκοβίνα της Ρουμανίας (εικ. 66),249 το 1360-1370, στην Παναγία ή ¨Κερά¨
Κριτσάς στην Κρήτη (εικ. 67),250 του 14ου αιώνα, στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο
στα Κοσοίκια Ικαρίας (εικ. 68),251 περίπου το 1400 και στον Άγιο Φανούριο στο
Βαλσαμόνερο (εικ. 69),252 το 1408.
Επίσης εκτός από τις παραπάνω βασικές παραστάσεις συμποσίων,
υπάρχουν κι άλλες, όπου υφίσταται ο άρτος.

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

Στις παραστάσεις του Γάμου της Κανά, σταθερό στοιχείο πάνω στο τραπέζι
του Γάμου αποτελεί ο άρτος. Όπως σε σκαλιστό πλακίδιο από ελεφαντόδοντο (εικ.
251),253 στο Σαλέρνο, στα τέλη του 11ου αιώνα, όπου το τραπέζι εμφανίζεται λιτό
με την συνήθη τριλογία (άρτος, οίνος και ιχθύς), οι άρτοι είναι στρόγγυλοι και
ατομικοί.
Ενώ από τον 12ο αιώνα και μετά, παρουσιάζεται η τράπεζα του Γάμου
πλουσιότερη σε εδέσματα και σκεύη. Συγκεκριμένα, σε χειρόγραφο με παράσταση
του Γάμου της Κανά, της Μονής Ιβήρων, του Αγίου Όρους (εικ. 207),254 οι άρτοι
είναι λευκοί, ατομικοί και στρογγυλοί.

249
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,
324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea d’ Arges, Paris, 1931, πίν. Ι,
Χ, 2.
250
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,
328, εικ. 206. Βλ. επίσης M. Barboudakis, Panhagia Kera: Byzantinische Fresken in Kritsa,
Athènes 1980, εικ. 31.
251
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,
335, εικ. 218.
252
Όπ.π. 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta,
München, 1983, 319 και Φωτ. αρχείο Λ. Καραπιδάκη.
253
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 155, εικ. 9. Βλ. επίσης Κ.
Weitzmann, «The Ivories of the So-called Grado-Chair», DOP 26 (1972), 60-63.
254
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. β΄, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ.
38. Και Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
64
Επίσης στην τοιχογραφία του ναού του Παντοκράτορα, στη Μονή Dečani
(εικ. 79),255 στο Κόσσοβο της Σερβίας, το 1335-1355, παρουσιάζονται δύο άρτοι
μικροί, στρογγυλοί και ένας ένσταυρος μεγαλύτερος άρτος, μπροστά στο Χριστό.
Ενώ, σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο Ορφανού (εικ. 74), 256 στη
Θεσσαλονίκη, το 1310-1320, και οι τρεις άρτοι που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι
δεν είναι ρεαλιστικά αποτυπωμένοι, αλλά συμβολικοί, απεικονίζονται ως κύκλοι
στους οποίους τα ζευγάρια των κάθετων και οριζόντιων παράλληλων γραμμών
σχηματίζουν σταυρούς (λεπτ. εικ. 64).257
Τέλος, στην απεικόνιση της σκηνής του Γάμου της Κανά, που περιγράφεται
και σε φορητή εικόνα της Θεοτόκου με θαύματα του Χριστού (εικ. 163, εικ. 164, &
εικ. 165, λεπτ.),258 12ος αιώνας, στην δεύτερη σειρά, αριστερά, κάτω από την
Παναγία την Βλαχερνίτισσα, παρουσιάζοντα τρεις μικροί στρογγυλοί και λευκοί
άρτοι.

Η σκηνή του Πολλαπλασιασμού των άρτων

Στην πρώιμη χριστιανική τέχνη το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων


αντιπροσωπεύεται πιο συχνά από εκείνο του θαύματος στο Γάμο της Κανά. 259

255
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. Βλ. επίσης
V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, Βελιγράδι, 1941, πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural
Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies, Βελιγράδι, 1995, έγχρωμη εικόνα χωρίς
αρίθμηση.
256
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη, 1986, πιν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Αγιος Νικόλαος Ορφανός: οι
τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα, 2003, εικ. 60. Χ.
Μαυροπούλου-Τσιούμη, Ο Αγιος Νικόλαος ο Ορφανός, Θεσσαλονίκη 1970. Βρίσκεται στα νότια του
νάρθηκα και στο ανατολικό άκρο της δεύτερης σειράς του βόρειου τοίχου.
257
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, 282. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι
τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, εικ. 91, 92 και 178 και Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα, 1994, 161-162, εικ.
142.
258
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), Αθήνα 1956, VII, εικ. 146, 147 και
148, αντίστοιχα.
259
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 266.
65
Αρχικά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων άρχισε να αποτυπώνεται
καλλιτεχνικά από τον τρίτο αιώνα. Συνήθως στη ζωγραφική των σαρκοφάγων του
4ου αιώνα, ο Χριστός εμφανίζεται να αγγίζει τα καλάθια με μία ράβδο, ευλογώντας
το ψωμί και τα ψάρια που μεταφέρονται από δύο μαθητές σε κάθε πλευρά.260
Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, το θαύμα του πολλαπλασιασμού των
άρτων συνδυάζεται με εκείνο του κρασιού, όπως σε έργα στην Ρωμαϊκή
κατακόμβη του Petrus και Marcellinus, στη σοφίτα ενός αρκοσολίου, τον τέταρτο
αιώνα, στη Regione delle Agapi. Όπου απεικονίζεται στα δεξιά ο Χριστός, να
αλλάζει το νερό σε κρασί και στα αριστερά, ο Χριστός να ευλογεί το ψωμί, οι δύο
σκηνές αναπαριστούν την καθαγίαση της ευχαριστιακής θυσίας, σύμφωνα με τον
Wilpert.261
Παρόμοιο τυπικό εμφανίζεται σε τετράγωνο καπάκι από ασημένια
λειψανοθήκη στο San Nazaro Maggiore, στο Μιλάνο (εικ. 149),262 περιγράφοντας
τους στίχους 52-58 απ’ το 6ο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο. Ο Χριστός
εμφανίζεται να κάθεται μετωπικά σε ένα θρόνο, στα δεξιά του είναι πέντε
απόστολοι πάνω από πέντε γεμάτα καλάθια με ψωμί και στα αριστερά του έξι
μαθητές πάνω από έξι αγγεία.263
Επίσης σε ξύλινη πόρτα στην εκκλησία S. Sabina στη Ρώμη, στη κορυφή του
δεύτερου φύλλου, στο βάθος αριστερά απεικονίζονται τρία θαύματα, το ένα πάνω
στο άλλο: στην κορυφή είναι η Έγερση του Λαζάρου και κάτω από αυτό είναι τα
θαύματα του ψωμιού και του κρασιού. Στην πρώτη από αυτές ο Χριστός στέκεται
δεξιά αγγίζοντας ένα από τα επτά καλάθια με ράβδο και στο δεύτερο στέκεται στα
αριστερά και αγγίζει ένα από τα επτά αγγεία.264

260
Όπ.π. 266.
261
Όπ.π. 266. Βλ. J. Wilpert, Die Malereien der Katakomben Roms, Freiburg im Breisgau, 1903,
302 f, εικ. 186,1.
262
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, εικ. 1.
263
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 266. Βλ. W. F. Volbach, Frühchristliche
Kunst: Die Kunst der Spatantike in West- und Ostrom, Münich, 1958, εικ. 111,
χρονολογημένη από τον Volbach στα τέλη του τέταρτου αιώνα.
264
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 267. Βλ. W. F. Volbach, Frühchristliche
Kunst, εικ. 103, χρονολογημένη, από τον ίδιο, το 432. Επίσης, S. Bottari (ed.), Tesori d’arte
cristiana, I: Dal paleocristiano al romanico, Bologna, 1966, 91, εικ. 2.
66
Στο κλίτος, στο πάνω μέρος του βόρειου τοίχους στο ναό του Αγ. Νικολάου,
στο Curtea-de-Arges της Ρουμανίας (εικ. 88α),265 το 1340-1360, απεικονίζονται τα
τέσσερα κύρια επεισόδια που περιγράφονται στα ευαγγελικά κείμενα που αφορούν
το θαύμα του πολλαπλασιασμών των άρτων: η ευλογία των άρτων, 266 η κλάση
των άρτων,267 η παράδοσή τους στους μαθητές με τα δώδεκα γεμάτα καλάθια από
άρτους και η διανομή των άρτων από τους Απόστολους.268
Και σε τοιχογραφία στο ναό της Μονής Kalenić, (εικ. 88), 269 το β΄ μισό 14ου
αιώνα, μοιάζει το μοντέλο της σκηνής με εκείνο της Curtea-de-Arges,270 με
ορισμένες διαφορές. Στο αριστερό άκρο, η ευλογία των ψωμιών, στην οποία ο
Χριστός βρίσκεται δεξιά, αντί αριστερά και κατέχει στοιβαγμένα στα χέρια του τα
πέντε ψωμιά και επάνω μερικά ψάρια. Ακολουθεί το επεισόδιο του Χριστού που
μοιράζει κομμάτια ψωμιού σε δύο μαθητές του,271 αλλά με δύο αντί για τρία

265
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, εικ. 22.
266
Όπ.π. 285. Οι Συνοπτικοί Ευαγγελιστές λένε ότι ο Χριστός ευλόγησε τόσο το ψωμί όσο και τα
ψάρια, αλλά ο Ιωάννης μιλά για ευλογία μόνο του άρτου, παρόλο που ο ίδιος αναφέρει ότι υπήρχαν
δύο ψάρια. Αλλά ο Ιωάννης γράφει ότι οι μαθητές διανέμουν στο πλήθος ψωμί και ψάρια (Ιω. 6:11).
267
Όπ.π. 285. Ο Ιωάννης υπονοεί ότι ο Χριστός έσπασε (έκλασε) και τα ψάρια (Ιω. 6:11).
268
Όπ.π. 285. Μόνο ο Ματθαίος λέει ότι οι μαθητές διανέμουν τον άρτο, σύμφωνα με τους άλλους
Ευαγγελιστές διανέμονται και ψάρια: (...),καὶ κλάσας ἔδωκε τοὺς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ
μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις (Ματθ. 14:19).
269
O. Bihalz Merin, Fresques et Icones c’ ert Medieval Serbe et Macedonien, München 1959, πίν.
647. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 188, πίν.
ΧΧΧΙΙ. P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, τ. 4, εικ. 26. Και V. R. Petkovic, Z.
Tatic, Manastir Kalenic, Vrsac 1926, 60, εικ. 51.
270
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 288. Η ημερομηνία της ζωγραφικής της
Curtea είναι αμφιλεγόμενη. Βλ. I. D. Stefanescu, La peinturé religieuse en Valachie et en
Transylvanie depuis les origines jusqu' au XIXe siècle, Paris 1930, Album, 27, πίν. 6. Ο Stefanescu
επισημαίνει (όπως κάνει και ο O. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea de Arges) ότι οι πίνακες
έχουν αρκετά αποκατασταθεί και υπάρχουν τρεις περιόδους, τα πρώτα έργα ζωγραφικής, των
οποίων η σίτιση είναι ένα μέρος, χρονολογείται περίπου το 1340-1360 (σ. 387). Στο Buletinul
comisiunii: Monumentelor istorice, Bucuresti 1900, 31 και 49, εικ. 34, παρουσιάζονται ως έργα του
ου
δεύτερου μισού του 14 αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ο O. Tafrali, όπ.π. XVII, προσπαθεί να
ο
πείσει για την χρονολόγηση τον 13 αιώνα.
271
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 288. Παρόμοιο μοτίβο απεικονίζεται και
σε τοιχογραφία της Μονής της Χώρας (Kariye Djami), στη Κωνσταντινούπολη.
67
καλάθια στο έδαφος μεταξύ τους.272 Προς τα δεξιά δύο μαθητές μεταφέρουν ο
καθένας από ένα καλάθι και κινούνται προς μία ή δύο ομάδες καθήμενου
πληθυσμού. Στο φόντο, πίσω τους, τρεις μαθητές φέρουν επίσης καλάθια για
διανομή.
Από τον 11ο αιώνα και μετά η αφήγηση του συγκεκριμένου θέματος έρχεται
ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. 273 Ο
αριθμός των χειρόγραφων που απεικονίζει αυτό το θαύμα είναι μεγάλος, αλλά
μόνο λίγα που χρονολογούνται από τον 11 ο με 14ο αιώνα σχετίζονται με ορισμένες
εκδόσεις στη μνημειακή τέχνη.274
Το χειρόγραφο που παρουσιάζει το θαύμα του Πολλαπλασιασμού των άρτων
σε κάθε λεπτομέρεια (όπως οι πέντε χιλιάδες κατά τον Ματθαίο) είναι στο
Laurentianus Plut. VI. 23, του 11ου αιώνα, η συγκεκριμένη αφήγηση δεν φαίνεται
να υπαινίσσεται το θαύμα ως ευχαριστηριακό, απλά το περιγράφει ως
επεισόδιο.275
Επίσης υπάρχουν έξι συνθέσεις από της σίτισης από το θαύμα του
Πολλαπλασιασμού των άρτων, που περιγράφονται σε χειρόγραφο gr. 74 της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του 11ου αιώνα,276 όπου απεικονίζονται με
σειρά τρία διακριτά επεισόδια: η ευλογία των πέντε ή επτά άρτων και δύο ιχθύων,
η ομάδα των δώδεκα ή επτά καλαθιών, με τους μαθητές πίσω τους, εκ των
οποίων ένας ή και περισσότεροι διανέμουν τρόφιμα σε ανθρώπους και μία ή δύο
ομάδες από το πλήθος. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις συνομιλίες μεταξύ του
Χριστού και των μαθητών σχετικά με το τι θα πρέπει να γίνει για να ταϊστεί το
πλήθος (fols, 29v, 77v, 123ν και 179ν). Σε κανένα χειρόγραφο δεν υπάρχει
ξεχωριστή ευλογία του άρτου και σε μία (fol. 29v) δεν φαίνεται η κατανομή. Μερικά

272
Όπ.π. 288. Βλ. G & S. Millet, Recherches sur l'iconographie de l'Evangile, Paris 1960, 48, εικ.
652, δίνει ένα γραμμικό σχέδιο της τοιχογραφίας Kalenic, αλλά δείχνει σε αυτό το σημείο μόνο ένα
καλάθι, η καθαρισμένη τοιχογραφία απεικονίζεται από τον S. Radojcic, η οποία δείχνει αμυδρά ίχνη
της δεύτερης (S. Radojcic & Moderna Galerija Lazarevac, Slavoljub caja Radojcic. Academija,
Beograd 2002).
273
Όπ.π. P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 286.
274
Όπ.π. 286. Όπως σε μωσαϊκό της Μονής της Χώρας.
275
Όπ.π. 286. Βλ. σχετικά στη Laurentian Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας.
276
Στα φύλλα (fols.): 29ν, 30, 32ν, 77ν, 123ν και 179ν.
68
χειρόγραφα δεν απεικονίζουν τα δώδεκα ή επτά καλάθια (fols. 29v, 77v, 123v,
179v), αλλά σε μικρογραφία στο φύλλο 30, τα γεμισμένα καλάθια είναι η πηγή από
την οποία διανέμεται το φαγητό, γεγονός που είναι σε αντίθεση με την ευαγγελική
αφήγηση του θαύματος.277 Σε μία περίπτωση οι ομάδες του πλήθους
παραλείπονται (fol. 29v). Χαρακτηριστικό όλων των μικρογραφιών είναι η διαίρεση
σε τρεις διακριτές ομάδες προσώπων (fols. 29v, 30, 32v, 77v), ή ακόμα και δύο
(fols. 123v, 179v). Πράγματι, τα επεισόδια που απεικονίζονται δεν είναι πολύ
πιστά με τα ευαγγελικά κείμενα που περιγράφουν το θαύμα του Πολλαπλασιασμού
των άρτων.278 Όπως η σίτιση των πέντε χιλιάδων εξιστορείται σε κάθε ευαγγέλιο,
πλην του Ματθαίου και του Μάρκου που αναφέρουν τέσσερεις χιλιάδες, έτσι
βρίσκονται έξι διαφορετικές αναφορές στα παραπάνω χειρόγραφα, αλλά δεν
φέρουν σημαντικές διακρίσεις για το θαύμα που απεικονίζεται.279
Επίσης σε μικρογραφία από το παραπάνω εικονογραφημένο χειρόγραφο,
fol. 29v (εικ. 151), διακρίνεται μία λεπτομέρεια, που περιγράφεται και στα
ευαγγελικά κείμενα, στην κάτω δεξιά πλευρά, στην οποία φαίνονται έξι νεαρά
αγόρια που μαζεύουν τα κομμάτια άρτου που περίσσεψαν από αυτούς που
διανεμήθηκαν.280

277
Σύμφωνα με τα ευαγγελικά κείμενα, μετά την κλάση, ο Ιησούς έδωσε στους Μαθητές να
μοιράσουν τους άρτους στο πλήθος. Ματθ. 15:36 : (...) εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Μαρκ. 8:6 : (...) καὶ λαβὼν τοῦ ἑπτὰ ἄρτους
.
εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι καὶ παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ.
Λουκ. 9:16 : λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν
εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ. Ιω. 6:11 : ἔλαβε δὲ
.
τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις
ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.
278
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 286.
279
Όπ.π. 286. Βλ. Ματθ. 29ν και 30 (πέντε χιλιάδες), Ματθ. 32ν b (τέσσερεις χιλιάδες), Μαρκ. 77ν
(τέσσερεις χιλιάδες), Λουκ. 123ν (πέντε χιλιάδες), Ιω. 179ν (πέντε χιλιάδες).
280
Όπ.π. 286. Και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρονται στην περισυλλογή των περισσευμάτων.
Ματθ. 14:20 : καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων
δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Μαρκ. 6:43 : καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ
τῶν ἰχθύων. Λουκ. 9:17 : καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεύσαν αὐτοῖς
κλασμάτων κόφινοι δώδεκα. Ιω. 6:13 : συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ
τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν.
69
Η εικόνα των γεμάτων καλαθιών με άρτους είναι συμβολική, προεικονίζοντας
τον ευχαριστηριακό άρτο, που πρόκειται να τροφοδοτήσει όλη την ανθρωπότητα,
μέσω του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας στην Εκκλησία.281
Επίσης απεικονίζεται το θαύμα σε δύο χειρόγραφα του 13 ου αιώνα, όπως της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, gr. 54, fol. 55 (εικ. 217)282 και στο Ιβήρων 5, φ.
63ν, της Mονής Ιβήρων του Αγίου Όρους (εικ. 216).283
Και οι δύο μινιατούρες είναι επιμήκεις συνθέσεις σε πλαίσιο, στις οποίες η
αφήγηση παρουσιάζεται σε τρεις ζώνες. Σε εκείνο της Μονής Ιβήρων τα δώδεκα
καλάθια είναι στη σειρά κατά μήκος του κάτω άκρου, ενώ στο άλλο είναι σε δύο
στήλες, στο δεξί άκρο, κατά τ’ άλλα οι δύο σκηνές είναι πανομοιότυπες και
μπορούν να περιγραφούν από κοινού.284
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η απεικόνιση του πολλαπλασιασμού των
άρτων υπέστη μεγάλη μεταμόρφωση τόσο στη μικροτεχνία όσο και στην
τοιχογραφία.
Στην τελευταία κατηγορία έφθασε στο ανώτατο επίπεδο ανάπτυξής της στη
Μονή της Χώρας (Kariye Djami),285 στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέλαβε
λογικά την αφηγηματική αναπαράσταση ακολουθώντας την, πιο αυστηρά από τις

281
Όπ.π. 287.
282
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, εικ. 25. Ένα χειρόγραφο σε ελληνική και
λατινική γλώσσα. Βλ. H. Omont, Miniatures des plus anciens manuscrits grecs de la Bibliothèque
Nationale du VIe au XIVe siècle, Paris 1929, πίν. XCTI, 4. Και G. & S. Millet, Recherches sur
l'iconographie de l'Evangile, 9, εικ. 654. Για βιβλιογραφία δείτε Κ. Weitzmann, “Constantinopolitan
η
Book Illumination in the Period of the Latin Conquest”, GBA 25 (1944), 6 σειρά, 200-205. Όπου ο
Weitzmann, χρονολογεί και το χειρόγραφο Ιβήρων 5, εντός των ορίων της λατινικής κατάκτησης,
ο
τον 13 αιώνα και υποδηλώνει ότι το χειρόγραφο gr. 54, είναι μια άμεση αντιγραφή των Ιβήρων 5.
Η. Buchthal, Miniature Painting in the Latin Kingdom of Jerusalem, Oxford, 1957, 69, χρονολογείται
ου
το πρώτο μισό του 13 αιώνα.
283
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, εικ. 24. Βλ. επίσης A. Ξυγγόπουλος,
ο
Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα, 1932, 7, Νο 20, χρονολογημένη το 12
αιώνα. Και G. & S. Millet, Recherches sur l'iconographie de l'Evangile, 9, εικ. 655, όπου
ο
χρονολογείτε τον 13 αιώνα.
284
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 287.
285
Η Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, γνωστή σήμερα ως Καριγιέ Τζαμί (Kariye Djami),
υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι, σήμερα λειτουργεί ως μουσείο (Όπ.π. 287).
70
αφηγήσεις των Ευαγγελίων και ως διδακτική η ζωγραφική στην οποία οι
μυστηριακές επιπτώσεις από τα θέματα φέρονται με σαφήνεια.
Αυτή η έκδοση του μοντέλου της Μονής της Χώρας, αντλεί από τις
παραδόσεις των χειρογράφων του Laurent. Plut. VI. 23 και του Παρισιού, gr. 74,
αφενός, και από τον τύπο της Ιβήρων 5 από την άλλη πλευρά. Και ακολουθεί
σχεδόν ταυτόσημη σύνθεση με αυτή του Curtea και μία μόνο ελαφρώς λιγότερο
ακριβής εικόνα από του Kalenic.286
Η σκηνή του πολλαπλασιασμού των άρτων αναπτύσσεται σε ψηφιδωτό,
στο νοτιοανατολικό και νοτιοδυτικό σφαιρικό τόξο του εξωνάρθηκα του ναού (εικ.
85),287 με κάθε λεπτομέρεια, (εικ. 86, 86α, 86β, 86δ), μέχρι και παιδιά που
μαζεύουν τα κομμάτια άρτου που περίσσεψαν (εικ. 86γ). 288

Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Η Ορθόδοξη λειτουργική και θεολογική παράδοση δέχεται ότι ο Μυστικός


Δείπνος έλαβε χώρα την παραμονή του ιουδαϊκού Πάσχα, σύμφωνα με την
χρονολόγηση του Ιωάννη.289

286
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, 289.
287
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami. The Mosaics, Plates 1-334, τ. 2, New York 1975, εικ.
118.
288
Και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρονται στην περισυλλογή των περισσευμάτων, Ματθ. 14:20
Μαρκ. 6:43, Λουκ. 9:17, Ιω. 6:13. Βλ. τα σχετικά ευαγγελικά κείμενα παραπάνω σημείωση 1.
289
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 446-447. Τα βασικά χωρία του ευαγγελιστή
Ιωάννη από τα οποία φαίνεται σαφώς ότι το ιουδαϊκό Πάσχα εορταζόταν την αμέσως μετά τη
σταύρωση ημέρα είναι τα εξής, 13:29 : (...)λέγει αὐτὼ ὁ Ἰησοῦς,ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν
ἑορτήν, 18:28 : Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον, ἢν δὲ πρωΐ, καὶ αὐτοὶ
οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. 19:28 : Οἱ οὖν
Ἰουδαῖοι, ἐπὶ Παρασκευὴ ἤν, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ στραυροὺ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἢν γὰρ
μεγάλη ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου, ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα καταγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη καὶ
ἀρθῶσιν. Βλ. επίσης Β. Κατσαβενάκη, «Τὸ χρονολογικὸν ζήτημα τῆς τελέσεως τοῦ Μ. Δείπνου»,
Εκκλησία 32 (1955), 103-105 και Αθ. Θεοχάρη, «Τὸ χρονολογικὸν πρόβλημα τῶν παθῶν τοῦ
Κυρίου ὑπὸ τὸ φῶς ἀρχαίων τινῶν μαρτυριῶν καὶ τῆς συγχρόνου ἐρεύνης», ΔΒΜ 1 (1971), 34-51.
Μεμονωμένη και παράδοξη φαίνεται η άποψη του Χρυσοστόμου, κατά την οποία ο Ιησούς τήρησε
τη σωστή ημερομηνία του πασχαλίου δείπνου, αλλά οι Ιουδαίοι ανέβαλαν κατά μία ημέρα το δικό
τους, γιατί ήταν απασχολημένοι με τη σύλληψη του Ιησού (ο ίδιος 446-447).
71
Γι αυτό άλλωστε και χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη εκκλησία για την τέλεση του
μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, τον ένζυμο άρτο.290
Χαρακτηριστικό των περισσοτέρων βυζαντινών απεικονίσεων της σκηνής του
Μυστικού Δείπνου είναι το απλωμένο χέρι του Ιούδα, σύμφωνα με τους
συνοπτικούς ευαγγελιστές,291 ενώ σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη γίνεται
χρήση και ψωμιού, «ἐκεῖνός ἐστιν ὢ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω καὶ ἐμβάψας
τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη.» (13:26).
Η εμφάνιση του οίνου και του άρτου στον Μυστικό Δείπνο, 292 είναι δείγμα
λιτότητας, χωρίς αμνό, άζυμα και πικραλίδες, όπως ορίζεται από το Πασχαλινό
Ιουδαϊκό Δείπνο.293
Έτσι απεικονίζεται και σε χειρόγραφο από Ευαγγέλιο του 11 ου αι. (εικ.220),294
σύμφωνα με τα κείμενα της Καινής Διαθήκης,295 όπου στο κέντρο του κυκλικού
τραπεζιού, υπάρχει βαθιά πιατέλα (τρυβλίο), πιθανώς με ζωμό, δύο κούπες
αριστερά και δεξιά της πιατέλας και άρτο μπροστά από κάθε μαθητή και τον Ιησού.
Επίσης, σε παραστάσεις τραπεζών, εμφανίζεται η σταθερή τριλογία άρτου,
οίνου και ιχθύος, βάση του χριστολογικού τους συμβολισμού. Όπως στον Μυστικό
Δείπνο σε μικρογραφία από Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, f. 53α, της Μονής
Διονυσίου στο Άγιο Όρος (εικ. 218),296 το 1059 και σε τοιχογραφία του Αγίου

290
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 446.
291
Ματθ. 26:23 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει και Μαρκ. 14:20 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος μετ’
ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.
292
Ματθ. 26:23-26, Λουκ. 22:7-20.
293
Ε. Αντωνιάδης, Ὁ χαρακτὴρ τοῦ τελευταίου Δείπνου τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἄρτος τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, Αθήνα 1961, 39
294
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, Πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles avec
painters Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πιν. 82.
295
Ματθ. 26:23, ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει και Μαρκ. 14:20, ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος μετ’
ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.
296
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα
1999, εικ. 57, 132.
72
Πέτρου στο Οτράντο (εικ. 92),297 που χρονολογείται γύρω στο 1100, εικονίζονται
πιατέλα με ψάρι ή ψάρια, ως βασική τροφή, ατομικοί άρτοι τετράγωνοι (μερίδα -
φέτα) ή ένσταυροι ημικυκλικοί, δύο μεγάλες κούπες με κρασί αριστερά και δεξιά
της πιατέλας, στην δεύτερη με την παρουσία και τριών ποτηριών.
Σε τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου
Νεοφύτου, Κύπρος (εικ. 96),298 το 1196, παρατηρούμαι εκτός από την παραπάνω
τριλογία, με διάσπαρτους ένσταυρους άρτους και την προσθήκη λαχανικών στο
τραπέζι του Μυστικού Δείπνου, το οποίο παρουσιάζεται πλουσιότερο σε ποσότητα
και ποικιλία φαγητών και σκευών.
Υπάρχουν όμως απεικονίσεις του Μυστικού Δείπνου, στις οποίες απουσιάζει
το κρασί, όπως στην φορητή εικόνα της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (εικ.
170),299 β΄ μισό 12ου αιώνα, όπου υφίσταται άρτος σε σχήμα τετραγώνου (μερίδα –
φέτα) μπροστά από κάθε συνδαιτυμόνα. Το ίδιο παρατηρείται και σε τοιχογραφία
της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στο Γεράκι (εικ. 99),300 με την διαφορά ότι το
τραπέζι είναι γεμάτο με διασκορπισμένους ένσταυρους αρτίσκους και λαχανικά
(ραπανάκια, ρέβες). Εμφανίζονται δε, κατά περίπτωση και άλλες τροφές ζωικής
προελεύσεως, σε αντικατάσταση του ψαριού, όπως: πουλερικά, μόσχος,
αγριογούρουνα, οβελίες, και λαχανικά ως συνοδευτικά, όπως ραπανάκια, που μαζί
με τα διάφορα σκεύη κεντρίζουν το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα όσο αφορά

297
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης R.
Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo nelle regioli
byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, Milano 1982, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia
L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ. 380.
298
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης Μ.
Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 147, εικ. 66.
299
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Βυζαντινές Εικόνες
και Επενδύσεις, Άγιο Όρος 2006, 71, εικ. 44. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄,
Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τόμ. Δ΄, Αθήνα, 1991, εικ. 306.
300
Η. Magure, «"A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church»,
Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 142, εικ. 12. Βλ. επίσης N.
Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού = géraki : les églises du
bourgade, Θεσσαλονίκη, 1981, 156, εικ. 241.
73
την συχνότητα ή την εναλλαγή και την διαφοροποίηση των στοιχείων στις
βυζαντινές απεικονίσεις δείπνων και συμποσίων. 301
Όπως στην παράσταση του Μυστικού Δείπνου (εικ. 91),302 του 11ου αιώνα,
στο Sant' Angelo in Formis στον δήμο της Καπούης (Capua) της νότιας Ιταλίας,
απεικονίζονται πάνω σε τραπέζι ημικύκλιου σχήματος (ή σχήμα C) δώδεκα
στρογγυλά ψωμάκια, μπροστά σε κάθε μαθητή, ενώ εμφανίζεται μόνο το κρασί σε
δύο κούπες, από την γνωστή τριλογία, αφού απουσιάζει το ψάρι, όπου
αντικαθίσταται με κρέας και μάλιστα πτηνό, ενώ υπάρχουν και λαχανικά, όπως
ραπανάκια.
Σε τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου (εικ. 97 & λεπτ.),303 12ος αιώνας, που
βρίσκεται στο νότιο σκέλος της καμάρας της μονοκάμαρης εκκλησίας του Αγίου
Θεοδώρου, στο μικρό χωριό Τσόπακας στα Μέσα της Μάνης,304 ο Χριστός κάθεται
αριστερά στο ημικυκλικό τραπέζι και με το δεξί Του χέρι ευλογεί και με το άλλο
κρατεί ένσταυρο αρτίσκο, ενώ στο τραπέζι υπάρχουν τρεις ακόμα ένσταυροι
αρτίσκοι και μερικά κομμάτια τους. Εδώ απουσιάζει ο οίνος, το τρίτο στοιχείο της
τριλογίας των παραστάσεων τραπεζών.
Σε τοιχογραφία του Καθολικού της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος (εικ.
104),305 το 1312, που αποτελεί μέρος από σκηνές του Πάθους στον εξωνάρθηκα
του ναού (εικ. 104α),306 παρατηρούμε ότι υπάρχει στο κυκλικό τραπέζι μόνο ένας
ένσταυρος άρτος, μπροστά από τον Κύριο, ο οποίος κάθεται μετωπικά στη κεφαλή
του τραπεζιού και καταλαμβάνει το κέντρο της εικόνας.

301
Περιληπτική μορφή αυτού του μέρους της μελέτης δημοσιεύτηκε στο «Βυζαντινών Γεύσεις», εφ.
Καθημερινή, Επτά Ημέρες (Κυριακή, 12 Μαΐου 2002), 21 - 23.
302
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, London, 2000, 22-23, εικ. 6.
303
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995, 200, πιν. 1 και 44,
εικ. 10.
304
Βλ. λεπτομέρειες για τον ναό, στο κεφάλαιο Ιχθύς - Ψάρι της παρούσας εργασίας.
305
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 126, εικ. 54.
306
E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος, 1996, 254-277.
74
Κατά το β΄ μισό του 14ου αιώνα σε τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου (εικ.
107),307 στο ναό της Περίβλεπτου στον Μυστρά, εμφανίζονται πέντε ένσταυροι
αρτίσκοι πάνω στη τράπεζα, όχι όμως και καθ’ αντιστοιχία των συνδαιτυμόνων. Ο
ίδιος αριθμός άρτων, διάσπαρτων στο στρογγυλό τραπέζι, παρατηρείται και στην
τοιχογραφία της Μονής Κρεμίκοβτσι στη Βουλγαρία (εικ. 109 & λεπτ.).308
Τέλος, το θέμα του Μυστικού Δείπνου, εμφανίζεται σε τέσσερεις
πολυθεματικές εικονογραφήσεις της Μονής Σινά. 309 Σε φορητή εικόνα με τέσσερεις
σκηνές των Παθών (εικ. 161),310 1080-1200, όπου στο πάνω δεξιά τεταρτημόριο
απεικονίζεται η σκηνή του Μυστικού Δείπνου (λεπτ. εικ. 161). Σε φύλλο από
Μηνολόγιο Φεβρουαρίου (12ος αιώνας) (εικ. 162),311 βρίσκεται στο δεξί πάνω
μέρος, δίπλα στη σκηνή της Βαϊοφόρου (λεπτ. εικ. 162). Σε θαυματουργική φορητή
εικόνα της Θεοτόκου, με σκηνές των θαυμάτων και των Παθών του Χριστού (εικ.
163),312 βρίσκεται στη τέταρτη σειρά, στο δεξί μέρος, η δεύτερη από το τέλος. Και
σε φορητή εικόνα με την Σταύρωση και σκηνές του Δωδεκαόρτου και των Παθών
(εικ. 171).313 Στο δεξιό τμήμα της εικόνας, στο μέσο, κάτω από την σκηνή της

307
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice,
Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, εικ. ΧΧVIII. (D. T. Rice, Byzantine
Painting: The Last Phase, London, 1968.). J. Köder, Η καθημερινή διατροφή, 18, εικ. 1. G. Millet,
Monuments byzantins de Mistra, Paris 1910, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, «Ώρες Βυζαντίου»,
ης
94-95, εικ. 109, Φωτ. Αρχείο 5 Ε.Β.Α., φωτ. Γ. Πατρικιάνος.
308
A. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, τ. Ι (Texte), τ. ΙΙ (Album), Paris, 1928. Βλ. επίσης
Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ, exploringbyzantium.gr, Τα εν οίκω…εν δήμω – Διατροφή στο
Βυζάντιο, 6 Αυγούστου 2013.
309
Σωτηρίου Γ. & Μ., Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), Αθήνα 1956.
310
Όπ.π. V. Εικόνες εποχής Κομνηνών, εικ. 66. Οι τέσσερεις σκηνές των Παθών που εικονίζονται
στη φορητή εικόνα είναι: ο Νιπτήρ, ο Μυστικός Δείπνος, η Προσευχή και η προδοσία.
311
Όπ.π. VII. Μηνολόγια. Εικόνες με Δίγλωσσες Επιγραφές, Ελληνικές και Ιβηρικές, εικ. 145. Είναι
συγκεκριμένα η άλλη όψη του πολύπτυχου, αμφιπρόσωπο φύλλο του Μηνολογίου Φεβρουαρίου
(εικ. 144), με έντεκα σκηνές των Παθών.
312
Όπ.π. VIΙ, εικ. 146. Είναι ελαφρώς κατεστραμμένη. Υπάρχουν πάνω πέντε μορφές της
Παναγίας και ακολουθούν 36 σκηνές. Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου είναι σημειωμένη με κόκκινο
περίγραμμα στο κεφ. Εικόνες, εικ. 163, της παρούσας εργασίας.
313
Όπ.π., Χ, Εικόνες Παλαιολόγειας εποχής, εικ. 205.
75
Βαϊοφόρου (εικ. 172 & λεπτ.).314 Σ’ όλες τις παραπάνω απεικονίσεις, η σκηνή του
Μυστικού Δείπνου εμφανίζεται λιτή με την παρουσία του άρτου και στις τέσσερεις.

Η σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς

Ο ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει την εμφάνιση του Κυρίου σε δύο μαθητές


προς το χωριό Εμμαούς.315 Εικονογραφικά η σκηνή δεν παρουσιάζεται συχνά,
παρά μόνο περιγράφεται στον Καθεδρικό ναό του Παλέρμο της Σικελίας, στο
Monreale, το 1180. Όπου στις τέσσερεις συνεχόμενες σκηνές σε τοιχογραφίες του
ναού γίνεται η αφήγηση των γεγονότων του ευαγγελικού κειμένου, χωρίς η ροή της
αφήγησης να διακόπτεται με διαχωριστικές ταινίες, όπως είναι ο κανόνας.
Στην δεύτερη απεικόνιση περιγράφεται η σκηνή της παράθεση δείπνου του
Κυρίου με τους δύο μαθητές σε σπίτι στους Εμμαούς, σύμφωνα με το ευαγγελικό
κείμενο,316 όπου: καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν λαβὼν ἄρτον
εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς (Λουκ. 24:30). Ο Κύριος ευλογεί έναν
σταυροειδή στρόγγυλο άρτο, ενώ στο τραπέζι βρίσκονται και άλλοι δύο ακόμη
στρόγγυλοι άρτοι αντίστοιχα προς το μέρος των μαθητών, καθώς επίσης
διάσπαρτα τέσσερα τεμάχια σε σχήμα φέτας πάλι ψωμιού, δείγμα της κλάσης που
περιγράφεται στο κείμενο (εικ. 110).317
Ενώ στην τρίτη απεικόνιση περιγράφεται ο επόμενος στίχος του ευαγγελικής
περικοπής, όπου ο Κύριος εξαφανίζεται: καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Τα
τρόφιμα και η διάταξή τους πάνω στο τραπέζι είναι ίδια με την προηγούμενη
απεικόνιση, με την διαφορά ότι ο στρόγγυλος σταυροειδή άρτος βρίσκεται επάνω
στο τραπέζι (εικ. 111).318
Η ευλογία του άρτου και ο τεμαχισμός του είναι η αναγνώριση του Κυρίου
από τους μαθητές: αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτὸν.
(Λουκ. 24:31), αλλά και όπως περιγράφουν στους υπόλοιπους μαθητές όταν

314
Όπ.π. Χ, εικ. 206, λεπτομέρεια της εικ. 205.
315
Λουκ. 24:13-35. Ο ένας και των δύο μαθητών ονομαζόταν Κλεόπας, 24:18 : αποκριθείς δε ο εις
.
ω όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν
316 .
Λουκ. 24:29 : και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ’ ημών, ότι προς εσπέραν εστί και
κέκλικεν η ημέρα, και εισήλθε του μείναι σύν αυτοίς.
317
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London, 1949, εικ. 73A. Photo Anderson.
318
Όπ.π. εικ. 73Β.
76
επιστρέφουν στην Ιερουσαλήμ, στον τελευταίο στίχο της ευαγγελικής
319
περικοπής, όπου αναφέρεται και η τέταρτη τοιχογραφία του Monreale, στο
Παλέρμο της Σικελίας.320

γ) Λειτουργικές Παραστάσεις

Η σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

Μία άλλη σκηνή που απεικονίζονται μόνο ο άρτος και ο οίνος είναι η
παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων, όπου ο Χριστός παρουσιάζεται ως
Μέγας Αρχιερέας να δίνει στους Αποστόλους τα δύο είδη της κοινωνίας σε κάθε
μία πλευρά ενός κεντρικού υπερυψωμένου θυσιαστηρίου με κιβώριο, όπου
συνυπάρχουν το ποτήριο με το κρασί και το δισκάριο με τον άρτο.321
Η εικονογραφία στο σύνολό της υπογραμμίζει χωρίς αμφιβολία ότι ο Χριστός
είναι ο λειτουργός,322 τονίζοντας έτσι το συμβολικό χαρακτήρα της παράστασης.
Επίσης για να τονιστεί ο ευχαριστιακός χαρακτήρας της παραπάνω σκηνής
προσθέτονται δύο ασώματοι άγγελοι, ντυμένοι σαν διάκονοι, δεξιά και αριστερά
του θυσιαστηρίου, παρουσιάζοντας τα Δώρα στον Χριστό. Άλλωστε, η συμμετοχή
των αγγέλων παγιώνεται στην βυζαντινή τέχνη από τον 14 ο αιώνα και κάτω από
την επίδραση των ησυχαστών.323
Ο άρτος κυρίως εμφανίζεται πάνω στην τράπεζα, σε δισκάριο, όπως σε
ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία, στο Κίεβο (εικ. 122),324 το 1037, σε τοιχογραφία στη
κόγχη του καθεδρικού ναού της Μεταμορφώσεως στη Μονή Mirojsky, στο Pskov
της Ρωσίας (εικ. 125),325 το 1156, στην κόγχη του ναού των Αγίων Αποστόλων,
στο Πέρα Χωριό της Κύπρου (εικ. 129),326 τον 12ος αιώνα και σε μικρογραφία από
προμετωπίδα λειτουργικού ειληταρίου της Μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στην

319
Λουκ. 24:35 : καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
320
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, εικ. 111.
321
Ε. Αντωνιάδης, Ο χαρακτήρ, 68.
322
Όπ.π. 69.
323
Όπ.π. 69.
324
V. Lazarev, Old Russian Murals und Mosaics from the XI to XVI Century, London, 1966, 39 f,
πίν. 21-24.
325
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 68, εικ. 21.
326
Όπ.π. 70, εικ. 23.
77
Πάτμο (εικ. 253),327 αρχές 13ου αιώνα, όπου την θέση του Χριστού ως λειτουργού
έχει πάρει ο Μέγας Βασίλειος με την παρουσία δύο διακόνων.
Με πρωτοφανή παρουσία στο ναό της Παναγίας της Ασίνου ή
Φορβιώτισσας, της Κύπρου (εικ. 124),328 σε τοιχογραφία που κοσμεί την αψίδα
του Ιερού στη μεσαία ζώνη, το 1105-1106, σπάνια και αργότερα, παριστάνεται ο
Ιούδας στην άκρη με γυρισμένα τα νώτα, με τον άρτο στο στόμα και υψωμένο το
πόδι να φύγει «λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν ἢν δὲ νὺξ»
(Ιω.13:30).329
Ενώ σε τμήμα τοιχογραφίας στην αψίδα του Ιερού,330 στην Αγία Σοφία, της
Αχρίδας (εικ 123),331 το 1037-1056, ο Κύριος κατά μέτωπο, με ήρεμη έκφραση,
κρατά με το αριστερό του χέρι ολόκληρο στρόγγυλο άρτο, ευλογώντας τους
Αποστόλους με το δεξί.332
Επίσης ο άρτος προσφέρεται από τον ίδιο τον Κύριο μέσα από δισκάριο σε
κομμάτια στους Αποστόλους, όπως φαίνεται σε τοιχογραφία στην δυτική πρόσοψη
της τράπεζας της Μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στην Πάτμο (εικ. 126), 333 το
1185-1190, πιθανόν το ίδιο να εικονίζεται και σε τοιχογραφία του άνω διαζώματος
κόγχης του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στη Κάτω Λεύκαρα Κύπρου (εικ.
131),334 12ος αιώνας. Αλλά και ως Θεία Κοινωνία που προσφέρεται στους

327 η
Α. Κομίνης, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα 1988, 314, εικ. 25 και 4 Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΥΠ.ΠΟ/ΤΑΠ, Ρόδος.
328
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα, 1994, 54, εικ.
25. Βλ. επίσης Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 75, εικ. 29.
329
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 215.
330
Στη μεσαία ζώνη της αψίδας του Ιερού, κάτω από την ένθρονη Θεοτόκο.
331
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 53, εικ. 24. Βλ. επίσης R. Hamann, Mac Lean, H.
Hallensleben, Die monumental Malerei in Serbien und Makedonien vom I, 11. bis zum frühen 14.
Jahrhundert, Gieben, 1963, πίν. 4 (1,3:ΙΙ 20-23 και ΙΙΙ 1) και Α. Grabar, «Les peintures dans le
chœur de Sainte Sophie d’Ochrid», CA 15 (1965) 257-265, 259f.
332
Στη σύμμετρη σύνθεση της Αχρίδας θα ανατρέξει το 1208-1209 στο ναό της Παναγίας στη
Στουντένιτσα. Βλ. επίσης Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 215.
333
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 149, εικ. 67. Βλ. επίσης Α. Κ. Orlando, The
architecture and the frescoes of Patmos, μτφρ, ελληνικά, Αθήνα 1970, εικ. 80 και Κ. Μ. Skawran,
The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982, εικ. 347.
334
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 71, εικ. 24.
78
Αποστόλους με κοχλιάριο, όπως μαρτυρά η τοιχογραφία στην κόγχη του ναού της
Παναγίας, κοντά στο Μονάγρι Κύπρου (εικ. 132),335 τέλη 12ου αιώνα.

Η σκηνή της Ουράνιας Κλίμακας του Ιακώβ

Επίσης, σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική παράσταση δείπνου σε


τοιχογραφία του βόρειου και σε τμήμα του ανατολικού τοίχου του εξωνάρθηκα, στο
Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου (εικ. 159 & λεπτ.), 336 το 1312, με θέμα: Η
Ουρανοδρόμος Κλίμαξ ή Ουράνια Κλίμακα του Ιακώβ, σε μια απαξιωτική
απεικόνιση πλουσιοπάροχου γεύματος συμποσιάζονται Βυζαντινοί με βαρβάρους,
Τάταρους και Βάραγγους, απεικονίζονται τρεις διαφορετικού μεγέθους στρόγγυλοι
άρτοι.

Σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου

Σε παραστάσεις σκηνών από τη ζωή της Παναγίας κατά τον 14ο αιώνα,
συναντάμε την ύπαρξη άρτων. Συγκεκριμένα, στην Γέννηση της Θεοτόκου, σε
εικόνα από την Μονή Σινά (εικ. 174),337 πάνω σε τετράγωνη τράπεζα μπροστά
από την λεχώνα Άννα παρατηρούμε διάσπαρτα στρόγγυλα αρτίσκους.
Σύμφωνα με το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, όταν η Παναγία έγινε ενός
έτους, ο Ιωακείμ γιόρτασε το γεγονός με γεύμα που παρέθεσε στους ιερείς, στους

335
Όπ.π. 273, εικ. 134.
336
Η. Magure, «"A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church»,
143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166,
εικ. 21. Και Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, τόμ. β΄, εικ.
ο
231. Με θέμα: Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Λαιμαργία, από το 14 κεφάλαιο του έργου του
Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτου, η οποία αποτελεί προειδοποίηση για τα μάτια των μοναχών. Στην
τοιχογραφία διακρίνεται στη δεξιά πλευρά ένας εκ των μοναχών, εγκαταλείπει την σκάλα για να
συμμετέχει στο γεύμα των βαρβάρων, ο οποίος προωθείται από ένα ζευγάρι δαιμόνων. Η Ουράνια
Κλίμακα του Ιακώβ αναφέρεται στο όραμα του βιβλικού πατριάρχη, όπως περιγράφεται στο βιβλίο
της Γένεσης, 28:10-19, Το όνειρό του Ιακώβ στη Βαιθήλ. Και συγκεκριμένα στο στίχ. 12: καὶ
ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ
ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. Στη θεολογική παράδοση η κλίμακα
ερμηνεύεται ως προεικόνιση του Χριστού (ο οποίος γεφυρώνει τη γη με τους ουρανούς), αλλά
συχνότερα εμφανίζεται ως υπόδειγμα για τον πνευματικό ασκητικό βίο (Η. Αναγνωστάκης, 289).
337
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Χ. Εικόνες Παλαιολόγειου εποχής, Χ, εικ. 236.
79
γραμματείς, στη γερουσία και σε ολόκληρο το λαό του Ισραήλ. 338 Την σκηνή αυτή
της Ευλογίας της Θεοτόκου από του Ιερείς, η βυζαντινή τέχνη απέδωσε με την
απεικόνιση των αντιπροσώπων του λαού και των ιερέων, κατόπιν μόνο των
ιερέων ή των αρχιερέων, καθισμένοι και τρώγοντας σε πλούσια τράπεζα, στην
οποία ο Ιωακείμ οδηγεί την μικρή Παρθένο, αργότερα δε και η Άννα.
Η σκηνή συναντάται τον 12ο αιώνα σε χειρόγραφο από τις Ομιλίες του
Ιάκωβου Κοκκινοβάφου, όπου και διασώζονται δύο αντίγραφα. 339 Στο αντίγραφο
του Βατικανού (Cod. Vat. Gr. 1162) το θέμα της ευλογίας εκτίθεται σε δύο σκηνές.
Στο fol. 44νo εικονίζεται η Άννα που οδηγεί την Παναγία στο τραπέζι με τους
πρεσβυτέρους του λαού και τον αρχιερέα, όπου είναι τοποθετημένα στρόγγυλοι
λευκοί άρτοι, ένα για κάθε συνδαιτυμόνα (εικ. 200).340 Ενώ στο fol. 46νο, η Άννα
παραλαμβάνει από τα χέρια του αρχιερέα την Θεοτόκο, μετά την ευλογία και την
φέρει και την επανατοποθετεί στο κρεβάτι της, αλλά αλλάζει γενικά εξολοκλήρου το
τραπέζι, με το σχήμα των άρτων να είναι τετράγωνοι (εικ. 201).341
Σε όλα τα τραπέζια υφίστανται άρτος, ολόκληρος στρόγγυλος ή
τεμαχισμένος, όπως σε τοιχογραφίες του Μυστρά, στη Μητρόπολη (εικ. 43),342
1291-1292 και στο ναό της Περίβλεπτου (εικ. 46),343 14ος αιώνας.
Στον Άγιο Κλήμη Αχρίδας, όπου η τοιχογραφία περιγράφει σκηνές από την
παιδική ηλικία της Παναγίας, στο μέσο βρίσκεται το τραπέζι με του ιερείς, όπου
οδηγείται η Παναγία από τους γονείς της, ενώ δεξιά περιγράφεται η σκηνή της
Φροντίδας των γονέων της και στα αριστερά η σκηνή με τα Πρώτα της βήματα (εικ.

338
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, 98: «προσήνεγκεν
.
Ἰωακεὶμ τὴν παῖδα τοῖς ἱερεῦσι καὶ εὐλόγησαν αὐτὴν λέγοντες .....
339
Όπ.π. 99. Και τα δύο αντίγραφα προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη. Το ένα είναι ο
κώδικας Paris Gr. 1208 και το άλλο ο Vaticanus Gr. 1162. Βλ. σχετικά C. Stornajolo, Miniature delle
Omilie di Giacomo Monaco (cod. Vat – Gr. 1162) e dell’ Evangeliario greco Urbinade (cod. Vat.
Urbin. Gr. 2), Roma, 1910.
340
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες, 1964, pl. 31, εικ. 74. Φωτ. Bibl. Vaticane. Βλ. επίσης Κ. Καλοκύρης, Ἡ
Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, πίν. 124α.
341
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, pl. 31, εικ. 75. Βλ. επίσης όπ.π.
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, πίν. 125α.
342
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, pl. 30, εικ. 73.
343
Όπ.π. pl. 32, εικ. 76.
80
41),344 το 1295. Πιο συχνά συναντάται τον 14 ο αιώνα, όπως σε ψηφιδωτό στο ναό
της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (εικ. 45),345 το 1315-1320.
Καθώς και σε τοιχογραφία με σκηνή από τα Εισόδια της Θεοτόκου και της
ευλογίας από τους ιερείς, στο ναό Τιμίου Σταυρού, στο Πελένδρι Κύπρου (εικ.
47),346 τέλη 14ου αιώνα, υπάρχουν πάνω στο στρόγγυλο τραπέζι τρεις λευκοί
στρογγυλοί άρτοι. Παρόμοιες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, βρίσκουμε στο Άγιο
Όρος στις μονές Χιλανδαρίου και Βατοπεδίου, στη περιοχή της Σερβίας, στη
Susiva, στη Studenica, στη Gracanica και στο Decani.347
Επίσης, σχεδόν σε όλους του εικονογραφικούς τύπους των Εισοδίων σε
αρκετούς ναούς του 12ου έως και του 14ου αιώνα εικονίζεται σε αυτή τη σκηνή, στο
πάνω μέρος της, το θέμα της διατροφής της μικρής σε ηλικία Παναγίας από τον
Άγγελο. Αυτή η λεπτομέρεια της παράστασης, όπου σύμφωνα με το
Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αναφέρεται ότι: «ἢν δὲ Μαρία ἐν τῷ ναῷ κυρίου ὡς
περιστερὰ νεμομένη καὶ ἐλάμβανε τροφὴν ἐκ χειρὸς ἀγγέλου»,348 παρουσιάζει την
θαυματουργή συντήρηση της Θεοτόκου μέσα στο ναό. Όπου εις στα Άγια των
Αγίων και στο ψηλότερο σημείο στο οποίο οδηγεί κλίμακα, ζωγραφίζεται θρόνος,
όπου είναι καθισμένη η Παρθένος, ενώ ιπτάμενος άγγελος της προσφέρει άρτο
(τροφή), ο οποίος συνήθως είναι στρόγγυλος και ένσταυρος.
Το θέμα της διατροφής της Παρθένου από τον άγγελο βρίσκουμε στις
περισσότερες παραστάσεις των Εισοδίων, όπως τον 12ο αιώνα σε τοιχογραφίες

344
Όπ.π. pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η ίδια, The Style of the Kariye Djami and its Place in the
Development of Palaeologan Art, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York,
1975, εικ. 15.
345
Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη. Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, 198, εικ.
187.
346
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη», Αθήνα 2005, 122, εικ. 8. Βλ.
επίσης ίδια, Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, Λευκωσία 1999, εικ. 1. Δ.
Δημητρίου, «Ελαιώδη διά άρτυμα», Αρχαιολογία 116, Αθήνα 2010, 30 και Α. & J. Stylianou, The
Painted Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, London 1985, εικ. 2. 229, εικ. 130. J.
Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en occident,
τ. 1, Βρυξέλλες, 1964, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
347
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν, 99.
348
Όπ.π. 104. Βλ. επίσης C. Tischendorf, Evangelia apocrypha, Lipsiae 1876, VIII, 15.
81
στο Γεράκι της Μάνης, στο ναό της Ευαγγελίστριας (εικ. 48),349 στο νότιο τοίχο της
νότιας κεραίας, πάνω αριστερά της εξαιρετικά κολοβής σκηνής των Εισοδίων, μαζί
με τον ένσταυρο στρόγγυλο άρτο, ο άγγελος κρατά και πήλινο δοχείο νερού, το
οποίο είναι διακοσμημένο με κουφικά.350 Και στον Άγιο Σώζων (εικ. 49),351 με
παρόμοια τεχνική, στο βόρειο τοίχο της ανατολικής κεραίας, ψηλά πάνω από το
άνοιγμα που οδηγεί στο χώρο της πρόθεσης, στο πάνω μέρος διατηρείται η
τοιχογραφία με θέμα τα Εισόδια της Παναγίας με την σκηνή της διατροφής της από
τον άγγελο.352 Η σκηνή των Εισοδίων της Θεοτόκου την βρίσκουμε και σ’ άλλους
ναούς στο Γεράκι της Μάνης, πάντα μαζί με τη σκηνή της διατροφής της μικρής
Μαρίας από τον άγγελο, όπως στον Άγιο Αθανάσιο,353 του 12ου αιώνα. Καθώς και
σ’ άλλους ναούς του ίδιου αιώνα, όπως στη Κύπρο, στη Παναγία του Αράκου, στο
Nerezi στη Σερβία, στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας κ.ά.354
Τον 14ο αιώνα οι παραστάσεις των Εισοδίων είναι περισσότερες και πιο
πλούσιες, με την σκηνή της διατροφής να βρίσκετε αριστερά ή δεξιά της εικόνας,
όπως στις τοιχογραφίες στο νότιο τοίχος του ναού του Αγίου Ιωάννη του
Χρυσόστομου, στο Γεράκι της Μάνης (εικ. 50),355 στη Μονή της Χώρας στην
Κωνσταντινούπολη (εικ. 51 & εικ. 52, λεπτ.),356 στη Μονή Studenica της Σερβίας

349
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Θεσσαλονίκη,
1981, 241, εικ. (έγχρ.) 64 και 106, εικ. 163. Βλ. επίσης Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle
Byzantine Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982, εικ. 226.
350
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, 93. Δυστυχώς η
παράσταση των Εισοδίων έχει καταστραφεί από το μεγάλο παράθυρο που σε μεταγενέστερη
εποχή, ανοίχτηκε στη θέση αυτή.
351
Όπ.π. 191, εικ. (λεπτ.) 304.
352
Όπ.π. 186. Για το θέμα των Εισοδίων της Θεοτόκου γενικά, βλ. Ι. Αναστασίου, Τα Εισόδια της
Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1959 και για την εικονογράφιση βλ. κυρίως J. Lafontaine-Dosogne,
Iconographie de l’Enfance de la Vierge dans l’Empire Byzantin et en Occident, Vol. I, Bruxelles,
1964, 136-167, Vol. II, Bruxelles 1965, 112-121.
353
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού 38, 147. Στην
βόρεια πλευρά της ανατολικής κεραίας, καταλαμβάνοντας όλο το μήκος της.
354
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν, 102.
355
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, 36, εικ. 63.
356
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, τ. 2, The Mosaics, Plates 1-334, New York, 1975, εικ.
92 και εικ. 91, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για εικ. 51, Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν,
πίν. 135.
82
(εικ. 53),357 στο Καθολικό της Μονής Χελανδαρίου στο Άγιο Όρος (εικ. 54), 358 στη
Curtea-de-Arges της Ρουμανίας (εικ. 55)359 και στην Αγία Σοφία στην Αχρίδα στα
Σκόπια (εικ. 56).360
Επίσης βρίσκονται παραστάσεις του θέματος και σε άλλες αγιορείτικες μονές,
όπως του Πρωτάτου (εικ. 50α), το 1290, Βατοπεδίου, στην Περίβλεπτο του
Μυστρά και σε σερβικούς ναούς του Αγίου Νικολάου στη Susica, του Αγίου
Γεωργίου στο Staro-Nagoricino, του Αγίου Δημητρίου στο Pec και του Σωτήρος
στο Decani.361

Η Σκηνή του Γεύματος του Θεοπίστου

Όπως στην παράσταση του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου, σε μωσαϊκό
τοίχου, στο Καθεδρικό Ναό του Παλέρμου, Μονρεάλε (εικ. 157),362 το 1180, όπου
οι τρεις συνδαιτυμόνες κάθονται σε ημικυκλικό τραπέζι έχοντας μπροστά τους
στρογγυλό άρτο. Στην τοιχογραφία με θέμα το Γεύμα του Θεοπίστου (εικ. 158 &
λεπτ.),363 στο ναό της Παναγίας, γνωστός στην περιοχή ως Επισκοπή, στα Μέσα

357
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν, πίν. 130α, 131β. Βλ. επίσης Μ. Rajkovic, The
King’s Church in Studenica, Beograd, 1964, πίν. 22-28.
358
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1999, 39, εικ. 9.
359
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, πίν. 134α.
360
Όπ.π. πίν. 136.
361
Όπ.π. 103. Βλ. επίσης για Susica, G. Babic, «Les fresques de S. Nicolas a Susica en
Macedoine et l’Iconographie du cycle marial», Cahiers Arch. 12 (1962), 305. Για Pec, V. R.
Petkovic, La peinture serbe au moyen âge, Beograd 1934, II, πίν. 50. Και για Decani, Petkovic-
Bosvovic, Monastir Decani, Beograd 1941, III, Πίνακες, πίν. CCLI.
362
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, Mosaici del periodo normanno in Sicilia, V, Duomo di Monreale. I mosaici delle
navate, Παλέρμο, 1996, εικ. 242, 245.
363
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 220, εικ. 46 (λεπτ.) και πίν. 47. Βλ.
επίσης, ο ίδιος, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι Μάνης, 107-109, πίν. 88α. Και I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ., όπου είναι
καταγεγραμμένο ως το ¨Δείπνο του Ευτροπίου¨, Επισκοπή (Αγ. Γεώργιος).
83
Μάνης,364 τον 12ο αιώνα, στη καμάρα του Διακονικού,365 απεικονίζεται πάνω στο
τετράγωνο τραπέζι, ένας στρογγυλός άρτος μπροστά από τον άγιο, ο οποίος
φαίνεται να τον ευλογεί με το δεξί του χέρι.

364
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 152. Κοντά στο χωριό Σταυρί της
Κοινότητας Κίττας, του μικρού συνοικισμού Άγιος Γεώργιος, απέναντι στο ακρωτήριο Τηγάνι.
365
Όπ.π. 179, εικ. 26, του ΝΑ πλάγιου διαμερίσματος.
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΟΙΝΟΣ – ΚΡΑΣΙ

1. Ο οίνος στη βυζαντινή κοινωνία

Οι Βυζαντινοί έπιναν με ευχαρίστηση κρασί ή άλλες ποικίλες μίξεις αυτού,


που επινοούσαν.366 Το κρασί ή κρασί(ο)ν,367 οίνος, οινάριο(ο)ν, πωλούνταν
σπανίως χωρίς νερό (ή άκρατος) και συχνότερα στα καπηλειά αναμεμιγμένος με
νερό (ή κεκραμένος) για μεγαλύτερο χρηματικό κέρδος.368
Η αναλογία του νερού που προτείνεται για την αραίωσή του είναι λιγότερη
του ένα προς ένα.369 Ο άκρατος οίνος άρχισε να κερδίζει έδαφος από τα μέσα
βυζαντινά χρόνια.370
Τα κρασιά ή οίνοι χωρίζονταν ανάλογα με το χρώμα τους σε λευκούς,
ξανθούς (ή κιρρούς), ερυθρούς (ρουσίους) και μαύρους (ή μέλανας),371 ενώ για την
γεύση τους διακρίνονταν σε λεπτούς (απαλούς), παχύς, στυφούς ή αυστηρούς και

366
Φ. Κουκούλες, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ε’, τχ. 1, Τα ποτά, Αθήνα 1952, 121-129.
367
Έφερε ήδη την δημώδη ονομασία κρασί, όπως αναφέρει ο Η. Eideneier, στο Zu krasin,
Hellenika 23, 118-122.
368
Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Β΄, Απολογητικά, PG, ΜΣΤ΄ (55), 35, 453: ... καὶ ἀναμιγνύναι τὸν
οἶνον ὕδατι. Μιχαήλ Ψελλού, Κανών μεθύσου Ιακώβου έκδ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη (ΜΒ)
Ε΄, 1876, 180. Ο Αχμέτ στo Ονειροκριτικόν, εκδ. F. Drexl, Achmetis Onirocriticon, Lipsiae 1925,
κεφ. 195, 150,12 και 151,8, μιλάει για το συγκερασμένο κρασί ή για το άκρατο ή με νερό. Κρασί
νεροκοπημένο αναφέρει και ο Θεόδωρος Πρόδρομος (Πτωχοπρόδρομος, III, 120, 313). O K.
Krumbacher, Die Moskauer Sammlung der Mittelgriechischen Sprichworter, Ιστορία της Βυζαντινής
Λογοτεχνίας, μτφρ., Αθήνα 1964, 409, σχολιάζει την Βυζαντινή παροιμία: «Οἶνος οἶνον διαλύει,
ἀμφότεροι δὲ τὸν ἄνθρωπον», δεν έχει δίκαιο ισχυριζόμενος ότι οι Βυζαντινοί αγνοούσαν το
νέρωμα του κρασιού.
369
I. L. Ideler, Physici et medici Graeci minors, τομ. 2, 194 και τομ. 1, 421. Βερολίνο 1841-1842.
370
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα, Ηράκλειο 2001, 331.
371
Ορειβάσιος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία, Lipsiae-Berolini 1926-1933, 3,13,12. Ιωάννου
Ακτουαρίου, Περί ενεργειών και παθών του ψυχικού πνεύματος (I. L. Ideler, 1, 369,18).
Διοσκουρίδου, Περί ύλης ιατρικής, 5,6,4 (Wellmann).
85
γλυκούς ή γλυκάζοντας.372
Ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός στο έμμετρο Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον δι’ ἰάμβων,
αναφέρει για τους οίνους και την επίδρασή τους στο σώμα, διακρίνοντας τους σε
τέσσερεις: ερυθρό, γλυκό, στύφοντα και κιρρό, από τους οποίους μόνο ο
τελευταίος χαρακτηρίζεται ως άριστος, ενώ οι υπόλοιποι τρεις θεωρούνται ότι
προξενούν, λίγο ή πολύ, προβλήματα.373
Υπάρχουν ιατρικές αναφορές καταχωρημένες σε κείμενα, που προτρέπουν
την κατανάλωση ενός ποτηριού άκρατου οίνου για τα χειμωνιάτικα πρωινά.374
Είναι γενικά διαπιστωμένο, ότι αν και οι Βυζαντινοί ήταν πάντα δεινοί
οινοπότες, μόνο στον 11ο αιώνα διασώζονται ή εμφανίζονται οι πρώτες θετικές
αντιλήψεις για τα πλούσια συμπόσια και την οινοποσία και τότε καταγράφεται η
καταξίωση του οίνου, πέρα από τα ιατρικά, διαιτητικά και συμφραζόμενα έργα.375

372
Το απαλό κρασί ή κρασί αχαμνό, λεγόταν από τους μεταγενέστερους και ενάπαλον. Όπ.π.
Ορειβάσιος, 75,11 και Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εις την Ομήρου Οδύσσειαν και Ιλιάδα,
835,1 και 871,31. Οι Βυζαντινοί όταν έλεγαν απλά γλυκός εννοούσαν το γλυκό κρασί. Αλεξ.
Τραλλιανός, 2,175,469. Κατά τον Ι. Τζέτζη, Χιλιάδες V, Ιστορίαι στ. 351,755, έκδ. Petrus Aloisius M.
Leone, Νάπολη 1968: Ἡμεῖς δὲ νέκταρ πᾶν γλυκύ φάμεν ἐν παραχρήσει. Περί σκευαστού γλυκέος,
μίλησε και ο Αχμέτ, στα Ονειροκριτικά, κεφ. 112 (67,1).
373
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός. Ἡ ἄμπελος καὶ ὁ οἶνος στὴν βυζαντινὴ ποίηση καὶ
ὑμνογραφία, στο Οίνος στην Ποίηση, Μ. Κοπιδάκης, Αθήνα 1995, τόμ. 2, μέρος β, 32, 193. Βλ.
Μιχαήλ Ψελλός, Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον δι’ ἰάμβων, στ. 233-238, Περὶ οἴνων: Οἴνων δὲ τῆνδε τὴν
διαίρεσιν νόει.
Ἐρυθρὸς οἶνος χυμὸν οὗ καλὸν τρέφει.
Ὁ δὲ γλυκὺς τρόφιμος, ἀλλ’ ὅμως βλάβη
τῆς γαστρὸς ἔστιν, ἐκλύων ταύτην φύσει.
Δυσανάδοτος, εὐστόμαχος ὁ στύφων.
Οἴνος δ’ ἄριστος κιρρός ἐστι τὴν χρόαν.
Οι παραπάνω απόψεις για τους διάφορους οίνους συναντάμε και στο Εἰς τινα κάπηλον γενόμενον
νομικὸν, Michael Psellus, Oratoria minora, έκδ. A. R. Littlewood, Λειψία 1985, 51-57. Επίσης, στον
ίδιο αιώνα, τις ίδιες περίπου απόψεις βρίσκουμε και στο Simeonis Sethi, Syntagma de alimentorum
facultatibus, έκδ. B. Langkavel, Λειψία 1868, 75-78.
374
I. L. Ideler, Physici, 194, 421.
375
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 163. Βλ. επίσης Α.
P. Kazhdan, W. A. Epstein, Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries,
Berkeley-Los Angeles-London 1985.
86
Την ίδια εποχή σ’ ένα γενικό κλίμα επαναπροσδιορισμού των αλλαγών στη
διατροφή και στη διασκέδαση στο Βυζάντιο, ανεξάρτητα από το ασκητικό ιδεώδες
που κυριαρχούσε, γράφτηκε από τον Μιχαήλ Ψελλό το πρώτο εγκώμιο για το
κρασί.376 Στο Ἐγκώμιον εἰς τὸν οἶνον ο Ψελλός παραθέτει τους λόγους για τους
οποίους θεωρεί το κρασί ωφέλιμο: «Ο οίνος πάντοτε και σε όλους κάνει καλό,
βοηθά τους ευθυμούντες επιτείνοντας την ευφροσύνη, διατηρεί την ευεξία των
υγιών, τους λυπημένους παρηγορεί τους άρρωστους θεραπεύει».377
Η καταξίωση του οίνου στις βυζαντινές αντιλήψεις επίσημα αρχίζει τον 11 ο
αιώνα, όπου έχουμε και την μερική άρση της καταγραφής (φιλολογικής) της
κατανάλωσης του οίνου, που διαπιστωνόταν στον 7 ο αιώνα,378 δηλαδή
καταγράφονται και διασώζονται σάτιρες και εγκώμια με θέμα το κρασί και την
οινοποσία, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα.379
Κατά τον 12ο αιώνα προχωράμε ένα βήμα μπροστά, δηλαδή δεν υπάρχει
σχολιασμός μόνο για τις συνέπειες της οινοποσίας, αλλά αναζητούνται τα
βαθύτερα αίτια που οδηγούν κάποιον στην οινοποσία. Απελευθερώνοντας έτσι την
μονόδρομη δέσμευση του κρασιού με την μέθη και την αμαρτία, αυτό σημαίνει ότι
η αγαθή ψυχή ακόμη και στη μέθη της θα αποδείξει την αγαθότητά της.380
Στο Βυζάντιο η νομοθεσία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού,
περιελάβανε διατάξεις και μέτρα κατά των παρεκτροπών της μέθης και όριζε
ακριβώς την ποσότητα, την τιμή πώλησης και τις ώρες της ημέρας κατά τις οποίες

376
Α. Garzya, Un encomio del vino inedito di Michele Psello, Byzantion 35 (1965), 418-428,
Michael Psellus, Oratoria minora, έκδ. A. R. Littlewood, Leipzig 1985, 110-116 αρ. 30.
377
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2Β, 32.
378 ου
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στα τέλη του 7 αιώνα (680),
απαγορευόταν στους χριστιανούς να μεταχειρίζονται διονυσιακά προσωπεία, να ανακαλούν το
όνομα του Διονύσου, όταν πατούν τα σταφύλια και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα, όταν
έχυναν το κρασί στα πιθάρια (Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός).
379
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2Β, 33. Καταγράφονται πλέον σε μυθιστορήματα,
επιγράμματα, αλλά και στη σωζόμενη δημώδη έκφραση, λέξεις όπως: κρασοπατέρες, σάτυροι,
λόγιοι και ημιλόγιοι επαίτες οίνου και αξιωμάτων, καπηλεία και ποικιλίες κρασιού, βιβλικοί άμπελοι
ο
και ουράνιοι ληνοί, που δίνουν το στίγμα της νέας εποχής. Από τον 11 αιώνα και μετά μία νέα τάξη
διεκδικεί και η προφητεία και το καπηλικό εργαστήρι προσφέρουν διέξοδο ελπίδας και χαράς
δυναμικά καταγεγραμμένης αυτή τη φορά.
380
Όπ.π. 2Β, 60.
87
επιτρεπόταν η χρήση του οίνου, ειδικά για τις ημέρες των γιορτών και της
Κυριακής.381 Σε κάθε παράβαση των παραπάνω επιβάλλονταν αυστηρές
κυρώσεις και υφίστανται την ποινή του δαρμού, της κουράς και εκδιώκονταν από
το σύστημα.382
Κατά την βυζαντινή εποχή στις τράπεζες των Ιερών Μονών επικράτησε η
χρήση ενός ή το πολύ δύο κύπελλα κρασιού.383 Όπως περιγράφεται στην
φιλοξενία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, στην Ιερά Μονή της
Ψαμαθείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος ακολούθησε το τυπικό της Μονής
και σε ερώτησή του προς τον ηγούμενο για την ποσότητα κατανάλωσης κρασιού
ημερησίως λαμβάνει την απάντηση: δύο τὸ πρωὶ καὶ ἐν τῇ ἑσπέρᾳ κατὰ τήν του
ὅρους παράδοσιν.384 Οι μοναχοί της μονής αυτής έφτιαχναν οι ίδιοι το κρασί από
τα κτήματά της και ο αυτοκράτορας το βρήκε «οίνον στυγηράς αμπέλου» και ότι
έρεε άφθονο.385
Επίσης αναφέρεται ότι ο άγιος Βλάσιος, ο οποίος έμεινε τέσσερα χρόνια στη
Μονή Στουδίου, προς τα τέλη του 9ου αιώνα, συμμετείχε σε ένα τρυγητό σε μετόχι
της μονής. Με τη θαυματουργή παρέμβασή του έσωσε τον μοναχό Φίλιππο, ο

381
Τ. Γ. Κόλιας, Μ. Χρόνη, Το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον Λέοντος ς του Σοφού, Αθήνα 2010. Βλ. επίσης
A. Π. Χριστοφιλοπούλου, Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω,
Θεσσαλονίκη 2000 και J. Köder (ed.), “Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἐπαρχικὸν Βιβλίον”, CFHB 33 (1991),
130-132. Το κεφ. 19, Περί καπήλων, από 19.1-4: Σταθμὸν γὰρ ὀφείλει τὸ μέτρον ἔχειν λίτρας
τριάκοντα, ἡ δὲ λεγομένη μίνα τρεῖς λίτρες. Οι κάπηλοι όφειλαν να προσαρμόζουν τα αγγεία και τα
σταθμά τους στις διακυμάνσεις της τιμής του οίνου. Η μίνα είναι μέτρο υπολογισμού όγκου υγρών
και κυρίως οίνου. 1/10 θαλασσίου μέτρου=3 λογαρικές λίτρες λευκού οίνου-1,025 του λίτρου (Ε.
Schilbach, Byzantinische Metrologie, München 1970, 114).
382
J. Köder (ed.), “Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἐπαρχικὸν Βιβλίον”, CFHB 33 (1991), 130-132. Το κεφ. 19,
Περί καπήλων, 19.2: Ὁ εὐρισκόμενος κάπηλος ἐπαύξων ἐν εργαστηρίω τὸ τοῦ ἑτέρου ἐνοικίου, ὡς
ἂν αὐτὸς τοῦτο κατάσχη, τυπτέσθω καὶ κουρευέσθω και 19:4: Οἱ τὸν οἶνον πιπράσκοντες κάπηλοι εἰ
φωραθεῖεν ἀγγεῖα ἔχοντες μὴ τὸν τοιούτον σταθμὸν ἔχοντα ἢ βούλλη τὴ εἰθισμένη ἐσφραγισμένα,
τυπτόμενοι καὶ κουρευόμενοι ἐκδιωκέσθωσαν τοῦ συστήματος.
383
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι ἐν τῇ ζωῇ μὲ βάσιν τάς ὑλικὰς τροφὰς, Αθήνα 1974,
82.
384
Όπ.π. 83. Η εξαιρετικά σημαντική περιγραφή της οινοχοΐας στη μονή των Ψαμαθιών, υπάρχει
ος
στο Βίο του πατριάρχη Ευθυμίου, 10 αιώνας (Vita Euthymii Patriarchae CP., έκδ. P. Karlin-
Hayter, Βρυξέλλες 1970, 53-55).
385
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2A, 97.
88
οποίος είχε εγκλωβιστεί σε πιθάρι κρασιού καθώς το καθάριζε, λιπόθυμος από τις
αναθυμιάσεις της αποκειμένης ιλύος.386
Στο τυπικό της Μεγίστης Λαύρας του Αθανασίου, στο Άγιο Όρος, 10 ος αι.,
στον 138 κανονισμό, γράφει: χρώμεθα δὲ τῷ Σαββάτῳ καὶ τῇ Κυριακῇ ἔλαιον καὶ
οἶνον καὶ ἀνὰ δύο κράσεων (ἀναμιγμένο κρᾶσι) εἰς τὸ ἄριστον καὶ πρὸς μίαν ὀψὲ
(δεῖπνο)... ἢ δὲ τράπεζα οὐκ ἀνοίγει, διὰ γὰρ τὸ βραδέως τὴν λειτουργίαν
συμφράζειν, καὶ τὸ μὴ κόρω τὴν γαστέρα καταβαρύναι καὶ τὴν διάνοιαν, τῇ εὐλογίᾳ
μόνῃ ἀρκούμεθα ἀνὰ δύο κράσεων μεταλαμβάνοντες ἐν τῷ Νάρθηκι.
Στο τυπικό της Μονής Στουδίου γίνεται ειδική μνεία της θέσεως του κρασιού
στη διατροφή των μοναχών, αλλά και τη φροντίδα για τη φύλαξή του από τον
κελλαρίτη.387

2. Ο οίνος στην Παλαιά Διαθήκη

Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται συχνά ο οίνος, αλλά και η άμπελος. Στους
Ψαλμούς του Δαβίδ, ο ποιητής καταδεικνύει το κρασί, το οποίο θεωρεί ένα βασικό
στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου, που προσδίδει ευχαρίστηση στην ύπαρξή του:
ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου· ἀπὸ καρποῦ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου
αὐτῶν ἐπληθύνθησαν.388 Αφού η καρδιά κατά την ανθρωπολογία της Παλαιάς
Διαθήκης αποτελεί το κέντρο αναφοράς των συναισθημάτων της χαράς, της λύπης
και της διάθεσης του ανθρώπου.389

386
Όπ.π. 96. Η ιστορία του τρυγητού στον Βίο του οσίου Βλασίου, Acta Sanctorum, Νοέμβριος IV,
Παράρτημα, 667b-c.
387
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 96. Εξάλλου στα επιτίμια, δηλαδή στις μοναστικές
ποινές της ίδιας Μονής, αναφέρεται ότι ο κελλαρίτης τιμωρείται με αφορισμό μιας εβδομάδας και
πέντε μετάνοιες ανά μέτρο κρασιού που θα του χυθεί, ο αμπελουργός μοναχός τιμωρείται με εκατό
μετάνοιες εάν δεν καλλιεργεί σωστά το αμπέλι. Τέλος, τιμωρούνται με στέρηση οίνου κάποιων
ημερών όσοι δεν συμμετέχουν στις ακολουθίες ή διηγούνται ευτράπελες ιστορίες και μένει
ακοινώνητος για δύο χρόνια όποιος μεθύσει.
388
Ψαλμ. 4,8. Και Ψαλμ. 93:15, ο οίνος: εὐφραίνει καρδία ἀνθρώπου.
389
Περισσότερα για την ανθρωπολογία της Π.Δ. βλ. Ν. Π. Μπρατσιώτη, Ανθρωπολογία της
Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 1967, 99 εξ.
89
Στην ιουδαϊκή ανθρωπολογία η καρδιά θεωρείται το κέντρο αναφοράς της
ζωής του ανθρώπου και όχι απλά μόνο ένα βιολογικό όργανο.390
Σύμφωνα με το Δαβίδ, η λογική χρήση του οίνου από τον άνθρωπο είναι μια
ενέργεια που θεωρείται θετική και απαραίτητη για την απόλαυση των υλικών
αγαθών που προσφέρει ο Θεός.391
Από τα εκκλησιαστικά κείμενα διδασκόμαστε ότι η χρήση του κρασιού είναι
δώρο Θεού.392 Η Παλαιά Διαθήκη προτρέπει: πίε ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ οἶνόν σου.393
Όπως όλα τα δώρα του Θεού έτσι και το κρασί αποτελεί πολύτιμο στοιχείο,
το οποίο προσφέρει στη ζωή του ανθρώπου: ευφροσύνη (ευφραίνει την καρδία),
παραμυθία της ψυχής και αποτελεί φάρμακο γι ασθενείς.394
Η πρώτη χρήση του οίνου που αναφέρεται στην Αγία Γραφή σχετίζεται με την
την μέθη του Νώε,395 ο οποίος θεωρείται και ο εφευρέτης του.396 Σύμφωνα με την
μαρτυρία της Γενέσεως πληροφορούμαστε ότι ο Νώε, ως γεωργός, αμέσως μετά
τον κατακλυσμό «εφύτευσεν αμπελώνα» και έγινε ο πρώτος παραγωγός κρασιού

390
Μαυρ. Τάδρου, Προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, (Συμβολὴ εἰς τὴν
Χριστιανικὴν ἀνθρωπολογίαν), Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Θεσσαλονίκη 1958, 31
εξ. Όπου αναφέρεται ότι προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η παύλεια θεολογία: Δία τοῦ ὄρου
«καρδία» ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὸν συναισθηματικὸν κόσμον τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ζῶντος
ἀνθρώπου, ὅστις μεταβάλλεται ἐσωτερικῶς μεταπίπτων εἰς διαφόρους ἀντιθέτους καταστάσεις,
ἀναλόγως τῶν διαφόρων ἐπιδράσεων ἐπ’ αὐτοῦ.
391
Όπως σημειώνει ο Β. Βέλλας, Ἐκλεκτοὶ Ψαλμοὶ, Αθήνα 1960, 326: Ὁ οἶνος, ἐν τῶν κυρίων
προϊόντων της Παλαιστίνης, δημιουργῶν ἐν τῷ ἀνθρώπω εὔθυμον διάθεσιν, δὲν ἐκλείπει ἀπὸ τῆς
τραπέζης. Πρβλ. Δ. Β. Καϊμάκης, Ψαλῶ τῷ Θεῶ μου: υπόμνημα σε εκλεκτούς ψαλμούς, Uniprint
Hellas, Θεσσαλονίκη 1990, 90.
392
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 74.
393
Εκκλησ. 9:7.
394
Εκκλησ. 31:30 είναι: ἀγαλλίαμα καρδίας καὶ εὐφροσύνη ψυχῆς οἶνος πινόμενος. Ο Θεόδωρος
Στουδίτης, πρόσφερε στου αθυμούντας μοναχούς οίνον προ παραμυθίαν, PG 91,689α. Βλ. επίσης
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περὶ οἴνου καὶ τῆς χρήσεως αὐτοῦ, PG 96,217, όπου αναφέρεται ότι,
επιδιώκεται η θεραπεία με την απαραίτητη οινοποσία και αποφεύγονται με την κατάλληλη δόση
άλλες ασθένειες, συμπτωματικές ή ψυχικές.
395
Γεν. 9:20-21.
396
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 73, Κατά τον Ευσέβιο Εμμέσης αναρωτιέται αν ο Νώε
είναι ο εφευρέτης της αμπέλου, αλλά μάλλον δέχεται ότι υπήρχε «τὸ φυτὸν τῆς ἀμπέλου πρὸ τοῦ
κατακλυσμοῦ». Ο Νώε ήπιε τον κρασί αγνοώντας ότι προκαλεί μέθη και γι αυτό «ἐμεθύσθη».
90
στον κόσμο, ανεξάρτητα της κατάχρησης που έκανε και τον οδήγησε σε μέθη και
σε αντικοινωνικές πράξεις, «καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν
τὴ σκηνὴ αὐτοῦ»
Επίσης και στην περίπτωση του Λωτ και των δύο θυγατέρων του, ο οίνος
προκάλεσε τη μέθη στον πατέρα και εκδηλώθηκε με ακατονόμαστες πράξεις.397
Παρόλα αυτά πρέπει να τονίσουμε ότι η κατάχρηση ή ακόμα και η
παράχρηση του οίνου αποδοκιμάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως μια πράξη που
καλείται «ἀκόλαστος ὄφις», «βασιλίσκος» και «χλευαστής». Συγκεκριμένα στις
Παροιμίες χαρακτηρίζεται ο οίνος «ἀκόλαστος» και η μέθη «ὑβριστικὴ». Η
κατάχρηση θεωρείται επιλογή των αφρόνων: «Ἀκόλαστον οἶνος καὶ ὑβριστικὸν
μέθη, πᾶς δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται» (Παροιμίαι 20, 1).
Η κατάχρηση λοιπόν του οίνου, όπως τονίζουν οι Παροιμίες, οδηγεί στη
μέθη, γι αυτό και προτρέπεται στους ανθρώπους μέσα από αυτές: «Μὴ
μεθύσκεσθε ἐν οἴνοις, ἀλλὰ ὁμιλεῖτε ἀνθρώποις δικαίοις καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοις:
ἐὰν γὰρ εἰς τὰς φιάλας καὶ τὰ ποτήρια δῶς τοὺς ὀφθαλμούς σου, ὕστερον
περιπατήσεις γυμνότερος ὑπέρου….. τὸ δὲ ἔσχατον ὥσπερ ὑπὸ ὄφεως πεπληγῶς
ἐκτείνεται…..ὥσπερ ὑπὸ κεράστου διαχεῖται αὐτῶ ὁ ἰὸς». (Παροιμίαι 23:31-32).
Υπό αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις, το κρασί θεωρείται και η πηγή
πολλών κακών. Συγκεκριμένα ο προφήτης Ησαΐας θεωρεί εκείνους που από το
πρωί έως το βράδυ κάνουν κατάχρηση του κρασιού, υφίστανται φθορά στο σώμα
και παράλληλα εκτίθενται κοινωνικά και ηθικά. Όταν δε ο οίνος συνοδεύεται από
τύμπανα, κιθάρες και άλλα μουσικά όργανα, σε λογικά πλαίσια πάντοτε, τότε
δημιουργείται μία ανθρώπινη επικοινωνία, ευχαριστιέται και ευφραίνεται η ψυχή
του ανθρώπου.398
Όπως σημειώνει ο προφήτης Ησαΐας, η ανεξέλεγκτη χρήση και η απόλυτη
κατάχρηση, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα με αποτέλεσμα να μην κατανοούν
οι άνθρωποι τα έργα του Κυρίου και να μην αντιλαμβάνονται την πρόνοια και το
θέλημά του (Ησ. 5:11-12).
Επίσης αναφέρει ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι προφήτες και οι ιερείς,
δηλαδή τα πιο ηθικά, συνετά και κοινωνικά πρόσωπα, κινδυνεύουν να πλανηθούν

397
Γεν. 19:31-36.
398
Ησ. 5,12: μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσιν.
91
με την κατάχρηση του κρασιού (Ησ. 28:7-8).399
Το κρασί στους Ιουδαίους ήταν ένα εύχρηστο και φυτικό προϊόν, γι αυτό και
στις λατρευτικές τους εκδηλώσεις το χρησιμοποιούσαν όπως και στη λειτουργία
του ναού, όπου προσφερόταν σε σπονδές.400
Επίσης στη γιορτή του Πάσχα, αλλά και σε άλλες γιορτές, το κρασί
κατατάσσονταν μεταξύ των πρωτογεννημάτων των Ιουδαίων, όπως αναφέρεται
χαρακτηριστικά στο Δευτερονόμιο, ότι προσφερόταν πρωτίστως και κυρίως στον
ίδιο το Θεό: «καὶ τὰς ἀπαρχᾶς τοῦ σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου
σου….δώσεις αὐτῶ» (Δευτ. 18, 4, πρβλ. Αριθμ. 18, 12-13).
Στα συμπόσια οίνου στον Ιουδαϊκό λαό, υπήρχε συνοδεία μουσικών
οργάνων, «ὡς μουσικὰ ἐν συμποσίω οἴνου» (Σοφ. Σειράχ 49,1), στα οποία
δημιουργούνταν μία ευχάριστη ατμόσφαιρα, όπου η καρδιά του ανθρώπου
απολάμβανε μια ευφροσύνη που έτρεφε το σώμα και τη ψυχή του: «οἶνος καὶ
μουσικὰ εὐφραίνονται καρδίαν» (Σοφ. Σειράχ 40,20). Έτσι δημιουργείται το
κατάλληλο περιβάλλον με τους ήχους της μουσικής, όπου το κρασί πίνονταν
ευχάριστα από τους συνδαιτυμόνες προς τέρψη της ψυχής και του σώματος.
Παράλληλα το κρασί δημιουργούσε ευφροσύνη και βοηθούσε την ανθρώπινη
επικοινωνία, που οδηγούσε στη δόξα του ονόματος του πανάγαθου Θεού, ο
οποίος είναι και ο δημιουργός και χορηγός όλων των υλικών και πραγματικών
αγαθών στη ζωή των ανθρώπων.
Θεωρείτε σκόπιμο να επισημανθεί η άμεση σχέση του οίνου και του άρτου
στη λατρεία του ιουδαϊκού λαού, το λεγόμενο βουκκάκρατον,401 το οποίο
χρησιμοποιήθηκε, όταν ο βασιλιάς Μελχισεδέκ, ως ιερέας του Θεού (θεωρείται και
προτύπωση του Ιησού Χριστού),402 πρόσφερε αυτό στον Αβραάμ, κατά την
επιστροφή του μετά από τις νίκες στους γειτονικούς λαούς, το ίδιο προσφέρθηκε

399
Παν. Τρεμπέλας, Ὑπόμνημα εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐα, Αθήνα 1968, 307.
400
Εξ. 29:40.
401
Φ. Κουκούλες, Βυζαντινών βίος, 35. Βλ. επίσης Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 84.
402
Γεν. 14:18 : Μελχισεδὲκ βασιλεὺς Σαλὴμ ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον: ἢν δὲ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ
ὑψίστου. Για μία ευχαριστιακή θεώρηση του προσώπου του Μελχισεδέκ, βλ. Άγ. Ιωάννου
Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως, βιβλ. Δ΄, ιγ΄, PG 94, 1149BC.
92
και στους 318 άνδρες του Πατριάρχη.403
Ακόμη και η παραγωγή οίνου και σίτου ήταν από τις πιο μεγάλες ευλογίες
που μπορούσε να προσφέρει ο Θεός στους πιστούς του. Αυτό χαρακτηριστικά
φαίνεται και από την ευχή του Ισαάκ προς τον Ιακώβ, όταν του πρόσφερε τα
πρωτοτόκια: «καὶ δώη σοὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ τῆς
πιότητος τῆς γὴς καὶ πλῆθος σίτου καὶ οἴνου» (Γεν. 27: 28-37).
Αλλά και στην προφητεία του Ιακώβ για τον Μεσσία,404 ο οίνος συμβολίζει το
Αίμα του Χριστού, δηλώνοντας τον καθαρισμό με λουτρό από κρασί τους παλιούς
ρύπους (αμαρτίες) αυτών που πιστεύουν σ’ Εκείνον, κάνοντας τους χαρούμενους
όπως αυτοί που πίνουν κρασί.405
Η σύνδεση της λατρείας με τον οίνο και τον άρτο φαίνεται και από τη διήγηση
της Εξόδου, όπου ο ίδιος ο Θεός υπόσχεται να ευλογήσει τον οίνο, τον άρτο και το
νερό, ως απαραίτητα και βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής, παράλληλα με
την λατρευτική ζωή των Ισραηλιτών: «καὶ λατρεύσεις Κυρίω τῷ Θεῶ σου, καὶ
εὐλογήσω τὸν ἄρτον σου καὶ τὸν οἶνον σου καὶ τὸ ὕδωρ σου» (Εξ. 23,25).
Το κρασί ήταν βασικό στοιχείο της Ιουδαϊκής λατρείας τόσο κατά τη διάρκεια
της προσφοράς της αιματηρής όσο και της αναίμακτης θυσίας ενώπιον του
θυσιαστηρίου (Εξ. 29,40). Εξάλλου η σπονδή, δηλ. η έκχυση κρασιού κατά τις
ιεροτελεστίες των Ιουδαίων με τη χαρακτηριστική μαρτυρία των Αριθμών, «καὶ
οἶνον εἰς σπονδὴν» (Αριθ. 15,5.7.10.28,14), είναι κάτι που μαρτυρείται στην
Παλαιά Διαθήκη. Αυτό δείχνει την ύπαρξη παραλλήλων δανεισμών στοιχείων των
αρχαίων Ελλήνων από το Ισραηλιτικό τυπικό, με τη διαφορά ότι στον ελληνικό
κόσμο η σπονδή στο Βάκχο ήταν συνδεδεμένη με μέθη και κρασοκατάνυξη.
Πάντως ο οίνος στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται από τους βασικούς καρπούς
της γης μαζί με το λάδι και το σιτάρι, των οποίων η μεγάλη παραγωγή είναι
ευλογία του ίδιου του Θεού: «καὶ (εὐλογήσει ὁ Θεὸς) τὸν καρπὸν τῆς γής σου»,
τονίζεται στο Δευτερονόμιο, «τὸν σίτον σου καὶ τὸν οἶνον σου καὶ τὸ ἔλαιόν σου»
(Δευτ. 7,13).
403
Γεν. 14:18 : ποτήριον ἀκράτου οἴνου ἀοράτως ἐπιβαλῶν καὶ κλάσμα ἄρτου. Πρβλ. Άγιος
Αθανάσιος, Ἱστορία εἰς τὸν Μελχισεδὲκ, PG 28, 529β.
404
Γεν. 49:11-12 : 11. (...) πλυνεῖ ἐν οἴνῳ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ ἐν αἵματι σταφυλῆς τὴν περιβολὴν
αὐτοῦ· 12. χαροποιοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ οἴνου, καὶ λευκοὶ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἢ γάλα.
405
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία και η Θεία Κοινωνία, 32.
93
Από αυτή την παραγωγή το επιδέκατον, δηλαδή τη δεκάτη, οφείλουν οι
Ισραηλίτες να προσφέρουν στους φτωχούς. Μέσα σε αυτή τη δεκάτη βρίσκεται ο
σίτος, ο οίνος και το έλαιον (Δευτ. 12,17.14,23). Άλλωστε αναφέρεται στο
Δευτερονόμιο, ότι η λατρεία και η αγάπη του ανθρώπου προς τον αληθινό Θεό, με
όλη την καρδιά και την ψυχή του, θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αποστολή
πρώιμης βροχής, ώστε να είναι πλούσια η παραγωγή οίνου, ελαίου και σίτου
(Δευτ. 11,14).
Η συχνή επίσης αναφορά στην άμπελο ως σύμβολο, οφείλεται και στο
γεγονός ότι η καλλιέργειά της ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το κλίμα και το έδαφος της
Παλαιστίνης, στην οποία ήταν πολύ διαδεδομένη. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν
σπουδαίοι αμπελώνες στην Παλαιστίνη, όπως οι φημισμένοι αμπελώνες της
Χεβρώνας, στην κοιλάδα του Σωρήχ, καθώς επίσης στο Λίβανο και στη Κύπρο
(Εγγαδί). Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εικόνα της αμπέλου προσφερόταν
στους Προφήτες και στους άλλους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, προς χρήση
στον παραβολικό τους λόγο, προκειμένου να κάνουν αντιληπτά, μέσα από
σύμβολα με τα οποία ο κόσμος ήταν εξοικειωμένος, τα νέα νοήματα.

3. Ο οίνος στην Καινή Διαθήκη

Ο οίνος φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τους Ευαγγελιστές, που


αναφέρουν για περισσότερες από 250 φορές, τις λέξεις οίνος και άμπελος, στην
Αγία Γραφή.
Η σπουδαιότερη και χαρακτηριστική ευλογία του οίνου, είναι το πρώτο θαύμα
του Ιησού στο Γάμο της Κανά,406 στον οποίο μετατρέπεται το νερό σε κρασί ως
στοιχείο χαράς και ευτυχίας, αποδεικνύοντας με την ενέργεια αυτή, επισήμως, ότι
ο οίνος είναι απαραίτητος σε τέτοιες περιστάσεις.407

406
Ιω. 2:1-11.
407
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 75. Ιω. 2:6 : ἤσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἐξ κείμεναι
κατὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰ δύο ἢ τρεῖς.
94
Όπως φαίνεται και στη λεπτομέρεια της τοιχογραφίας από την Μονή της
Χώρας, όπου εστιάζεται στα έξι πέτρινα πιθάρια με το νερό του χωρισμού, που
αποτελούσε μέρος του τυπικού της ιουδαϊκής κάθαρσης και
είναι αυτό το νερό που ο Ιησούς μετέτρεψε σε κρασί,
αρχίζοντας έτσι τα θαύματά του με μία συμβολική πράξη.408
Το θαύμα της Κανά είναι προάγγελος του θαύματος της
Θείας Ευχαριστίας. 409

Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή στο τραπέζι


υπήρχε ειδικός υπεύθυνος για το τραπέζι που λεγόταν
αρχιτρίκλινος (Ιω. 2:9), άρα οι Ιουδαίοι έδιναν μεγάλη
σημασία στους γάμους και στα συμπόσιά τους και το κύριο
ποτό γι αυτές τις περιπτώσεις ήταν το κρασί, άλλωστε και η
Παναγία είχε προσέξει ότι έλειπε το κρασί από το τραπέζι
και το ανάφερε στον Ιησού για να του δώσει ίσως έτσι το
έναυσμα για την πραγματοποίηση του θαύματος.410

Τμήμα ψηφιδωτής σύνθεσης Θαύματος της Κανά. Μονή Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-
1320. (P. A. Underwood (εκδ.), The Kariye Djami, The Mosaics, τ. 2, New York 1975, 231, εικ. 117)

Σε ότι αφορά στην κατανάλωση του οίνου, φαίνεται ότι προσφερόταν πρώτα
το καλό κρασί και όταν οι συνδαιτυμόνες έφθαναν σε καλή διάθεση τότε
προσφερόταν το δεύτερο, «πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, καὶ
ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω, σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι» (Ιω.
2:10). Κάτι που δείχνει ότι ήταν γνωστή η διαβάθμιση της ποιότητας του οίνου και
γινόταν αντιληπτή από όσους γνώριζαν τα περί της οινοποσίας. Πρόκειται για έναν
σημαντικό κανόνα της οινοποσίας, τον οποίο γνώριζε καλά ο αρχιτρίκλινος και γι’
αυτό σχολιάζει την τακτική του νυμφίου, ο οποίος άρχισε με το κατώτερο ποιοτικά
κρασί και κράτησε το καλύτερο για το τέλος.

408
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2A, 7.
409
Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία και η Θεία Κοινωνία, 50. Όπου σχολιάζεται ότι αυτή
η αγάπη και η θαυματουργός χάρις του Χριστού που ενέργησαν για την μεταβολή του νερού σε
κρασί, είναι τα ίδια που ενέργησαν και για την μεταβολή του οίνου σε Αίμα Χριστού.
410 .
Ιω. 2:3 : καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν οἶνον οὐκ ἔχουσι.
95
Όπως αναφέρει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης αυτό το θαύμα, φανέρωσε την
δόξα και το μεγαλείο της Θείας δυνάμεως και εξουσίας του Κυρίου «καὶ ἐπίστευσαν
εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ». Η δωρεά του Ιησού που παρουσιάζεται συμβολικά ως
κρασί και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα, είναι εσχατολογική ζωή και αφθονία
(Ιω.1:16).411 Είναι η αρχή η οποία προμηνύει το Μυστικό Δείπνο και τον Σταυρικό
Τετέλεσται, τον οποίο ο Κύριος ονόμασε Δόξα Του.412
Ο οίνος όμως, ως επίγεια ευφροσύνη, έστω και ως καθαγιασμένος στον
Γάμο στην Κανά, δεν θα βρει θερμούς υποστηρικτές ή εγκωμιαστές χριστιανούς
ως τον 11ο αιώνα.413
Η ύψιστη όμως ιερότητα του οίνου στη ζωή της εκκλησίας γενικά και στην
Καινή Διαθήκη, φαίνεται από την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, η
οποία και θεμελιώθηκε από τον ίδιο το Χριστό κατά την τέλεση του Μυστικού
Δείπνου.
Η καθ’ αυτού ευλογία του οίνου, έγινε κατά τη διάρκεια του Μυστικού
Δείπνου, όταν ευλογήθηκε και καθαγιάστηκε αυτός από τον Ιησού, για να
χρησιμοποιηθεί μαζί με τον άρτο, ως βασικό συστατικό του Μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας.414
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα λόγια στα ευαγγελικά κείμενα, που
δηλώνουν ότι ο οίνος και ο άρτος είναι τα βασικά στοιχεία της Θείας Ευχαριστίας:
«Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβῶν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ
ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε, λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου, καὶ λαβῶν τὸ
ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο γὰρ
ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν. Λέγω δὲ ὑμὶν ὅτι οὐ μὴ πιῶ ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς
ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ’ ὑμῶν καινὸν ἐν τὴ βασιλεία

411
Χ. Κ. Καρακόλη, Ἡ θεολογικὴ σημασία τῶν θαυμάτων στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο,
Θεσσαλονίκη 1997, 108. Επίσης αναφέρεται ότι ο οίνος του Ιησού αντικαθιστά στη διήγηση το νερό
του ιουδαϊκού – μωσαϊκού τελετουργικού καθαρισμού, ακριβώς όπως το ¨ύδωρ το ζων¨ του Ιησού,
αντικαθιστά το ύδωρ του φρέατος του Ιακώβ στη διήγηση της Σαμαρείτιδος.
412
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 49.
413
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2A, 23.
414
Ματθ. 26:27-29.
96
τοῦ πατρός μου». (Ματθ. 26:26-29. Πρβλ. Μαρ. 14:22-25. Λουκ. 22:17-20 και Α΄
Κορ. 11:23-26).
Ο Χριστός προτρέπει τους μαθητές να πιουν από το κόκκινο κρασί που
συμβολίζει το αίμα της σταυρικής θυσίας του Μεσσία, του σωτήρα και λυτρωτή του
κόσμου, που χύνεται για χάρη όλων, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους, ως
εκφραστές της νέας κοινωνίας και της χριστιανικής κοινότητας, επισφραγίζοντας
έτσι τη νέα διαθήκη. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η χαρακτηριστική συμβολική
αναφορά του Ιησού, που διαβεβαιώνει τους μαθητές ότι, ως την ημέρα που θα πιει
μαζί τους στη βασιλεία των ουρανών το καινούργιο κρασί, δεν θα ξανά πιεί από
τον καρπό του αμπελιού, κρασί.
Αυτή η πνευματική αναγωγή του Χριστού στον οίνο, ως συμμετοχή στη
βασιλεία του Θεού, δείχνει ότι το κρασί είναι βασικό συστατικό της χαράς και της
ευφροσύνης του ανθρώπου.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι
προκειμένου να μειώσουν το κύρος, την προσωπικότητα και κατ’ επέκταση την
αξία του κηρύγματος του Ιησού του προσέδιδαν χαρακτηρισμούς όπως: «Ιδού
άνθρωπος φάγος και οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 11, 19,
και Λουκ. 7, 34),415 κατηγορώντας τον έτσι ως περιθωριακό άτομο, που
συναναστρεφόταν με ανυπόληπτα πρόσωπα της Ιουδαϊκής κοινωνίας.
Γι’ αυτό και ο χαρακτηρισμός οινοπότης ήταν ιδιαίτερα υποτιμητικός, με μια
βαθύτατη σημειολογία για το λαό. Με άλλα λόγια ήθελαν να επιστήσουν την
προσοχή και να επισημάνουν ότι δεν είναι δυνατόν ένας οινοπότης και μέθυσος
να είναι ο Υιός του Θεού και ο σωτήρας του κόσμου. Άρα έπρεπε να τον
απορρίψουν ως Μεσσία και να θεωρήσουν το κήρυγμά του ως λόγια ενός
μέθυσου ανθρώπου, μέλους μιας κατώτερης κοινωνικής τάξης.
Στην ακριβώς απέναντι πλευρά βρισκόταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος
δεν είχε καμία σχέση με το κρασί και τα άλλα μεθυστικά ποτά «καὶ οἶνον καὶ σίκερα
οὐ μὴ πίη» (Λουκ. 1, 15, πρβλ. «ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς»), αναφέρει ο
Χριστός, «μήτε ἄρτον ἐσθίων μήτε οἶνον πίνων καὶ λέγετε δαιμόνιον ἔχει» (Λουκ. 7,
33). Αλλά οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον χαρακτήριζαν δαιμονισμένο, γιατί δεν

415
Χρ. Νάσσης, Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, Θεσσαλονίκη 2007, 57. Βλ.
επίσης D. Hill, The Gospel of Mathew, Oliphants, London 1978, 202.
97
έτρωγε φαΐ και δεν έπινε κρασί. Εδώ η αποχή από τον κρασί και πάλι δε θεωρείται
φυσική κατάσταση από τους Ιουδαίους, αλλά μια μορφή δαιμονικής διαστροφής.
Μεταξύ των Ιουδαίων εκείνη την εποχή, υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων, οι
οποίοι με δική τους θέληση απείχαν του οίνου και των οινοπνευματωδών και
ονομάζονταν Ναζίρ. Εικάζεται ότι ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ιωάννης ο
Πρόδρομος, όμως στην πραγματικότητα ο Βαπτιστής ήταν αφοσιωμένος και
αφιερωμένος στο μεγάλο έργο της προετοιμασίας «της οδού» για τον ερχομό του
Μεσσία και λόγω της πνευματικής ζωής που είχε, δεν περιοριζόταν ούτε είχε
εξάρτηση από υλικά αγαθά.416
Ο Χριστός είχε άμεση εμπειρία στο θέμα της παραγωγής, αλλά κυρίως στη
φύλαξη του κρασιού, γι αυτό χρησιμοποιεί την εικόνα του παλαιού και νέου
κρασιού σημειολογικά, στο κήρυγμά του περί του ερχομού της βασιλείας των
ουρανών. Επισημαίνει ότι στην Παλαιστίνη οι αγρότες δεν τοποθετούν καινούριο
κρασί για φύλαξη σε παλιούς ασκούς, γιατί από τη βράση (ζύμωση) ασκείται πίεση
και θα σκάσουν, θα χυθεί το κρασί και θα καταστραφούν οι ασκοί. Αντίθετα το
καινούργιο κρασί, το τοποθετούν σε καινούργιους ασκούς και έτσι διατηρούνται και
τα δύο σε καλή κατάσταση: «οὔτε βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ
μήτε ρήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖτε καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται˙ Ἀλλὰ οἶνον
νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσιν καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται» (Ματθ. 9:17,
πρβλ. Μαρκ. 2:22 και Λουκ. 5:37-38).
Στη συγκεκριμένη αναφορά έχουμε μια σαφή πληροφόρηση για το θέμα της
φύλαξης του κρασιού σε κελάρια των παραγωγών. 417 Από τις πληροφορίες αυτές
λαμβάνουμε μία σαφή εικόνα για όλη διαδικασία της φύλαξης και της
αποθήκευσης του κρασιού.
Ακόμα, σύμφωνα με τις βιβλικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι το κρασί
χρησιμοποιούνταν και για φαρμακευτικές ανάγκες. Συγκεκριμένα στην παραβολή
του καλού Σαμαρείτη, που αναφέρεται από τον ευαγγελιστή Λουκά, ο Σαμαρείτης
άλειψε τις πληγές του μισοπεθαμένου με λάδι και κρασί, «ἐπιχέων ἔλαιον καὶ

416
H. I. Marshall, The Gospel of Luke: A commentary on the Greek text, Australia 1978, 90.
417
Ματθ. 12:24 : οἶς οὐκ ἐστι ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη.
98
οἶνον» (Λουκ. 10,34). Αυτό δείχνει ότι το κρασί έχει κάποιες φαρμακευτικές και
θεραπευτικές ιδιότητες που δεν είναι γνωστές στους περισσότερους.418
Επίσης, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Μάρκου, στο Γολγοθά
πρότειναν στο Χριστό να πιει κρασί ανακατεμένο με αναισθητικό, «και εδίδουν
αυτώ, πιείν εσμυρνισμένον οίνον» (Μαρκ. 15,23). Αυτό δείχνει κάποιες χρήσεις του
κρασιού που είχαν και ιατρική σκοπιμότητα. Πάντως ο «εσμυρνισμένος οίνος»,
που προσφέρθηκε στον Ιησού πάνω στο Σταυρό έχει τη θέση αναισθητικού για να
διευκολυνθεί η διαδικασία της σταύρωσης και να μην αντιδρά λόγω των πόνων ο
σταυρωμένος.419
Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του, παρουσιάζει αναφορές μέσα από
τις οποίες φαίνεται ότι γνώριζε αρκετά στοιχεία για τη χρήση του οίνου.
Η στέρηση του κρασιού γίνεται για καθαρά ποιμαντικούς λόγους. Όπως
επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος στη χριστιανική κοινότητα της Ρώμης (Ρωμ.
14:21),420 είναι προτιμότερο να μη φας κρέας, ούτε και να πιεις κρασί, προκειμένου
να μη σκανδαλίζεται ή να αδυνατεί η πίστη του συνάνθρωπου.
Παράλληλα συνιστά στους Χριστιανούς της Εφέσου να μη μεθούν με κρασί,
το οποίο οδηγεί στην ασωτία, «ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν πνεύματι» (Εφ. 5:28).
Στην προς Α΄ Τιμόθεον Επιστολή, συνιστά οι διάκονοι να είναι σεμνοί, όχι
διπρόσωποι και να μην έχουν το νου τους ούτε στο άνομο κέρδος, αλλά ούτε και
στο πολύ κρασί (Α΄ Τιμ. 3:8).
Ωστόσο ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο να σταματήσει πια να
υδροποτεί και να πίνει λίγο κρασί για το στομάχι του και για τις πυκνές ασθένειες
που τον ταλαιπωρούν.421
Επίσης στην επιστολή του στον Τίτο, συνιστά στις ηλικιωμένες γυναίκες
εκτός ότι θα πρέπει να συμπεριφέρονται έτσι ώστε να εμπνέουν σεβασμό, κυρίως

418
Ι. Δ. Καραβιδοπούλου, Αἳ παραβολαὶ τοῦ Ἰησοῦ, Θεσσαλονίκη 1970.
419
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, 490 εξ.
420
Ρωμ. 14:21 : καλὸν τὸ μὴ γαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ὢ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ
σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ.
421
Α΄ Τιμόθ. 5:23 : Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ' οἴνω ὀλίγω χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνᾶς
σου ἀσθενείας. Βλ. επίσης σχετικά σχόλια M. Dibelius, H. Conzelmann, The pastoral epistles,
Philadelphia 1935, 801.
99
όμως, να μην κακολογούν και να μην είναι εθισμένες στο κρασί.422 Φαίνεται λοιπόν
ότι ο Απόστολος Παύλος γνώριζε τις θεραπευτικές ιδιότητες του κρασιού, γι’ αυτό
και συμβούλευε τους μαθητές του για τη σωστή χρήση και για την αποφυγή της
κατάχρησης του.
Η κατάχρηση του κρασιού στην προς Α΄ Πέτρου Επιστολή (4:3) ενέχει τον
κίνδυνο να ταυτιστεί με τη μέθη, τις κραιπάλες, τα οργιαστικά γλέντια και τις
ασεβείς ειδωλολατρικές τελετές, κάτι που αποκλείει η νέα εν Χριστώ ζωή, γιατί
ξεφεύγουν του μέτρου.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, τάσσεται υπέρ της υδροποσίας και κατά της
οινοποσίας,423 όπως και ο Ιωάννης Δαμασκηνός,424 ο Μ. Βασίλειος κ.ά. Πατέρες
της Εκκλησίας καταδικάζουν και τη μέθη,425 αλλά το κρασί θα χρησιμοποιηθεί
σχεδόν πάντοτε για να τονισθεί η ευεργετική και κυρίως η ιατρική δράση του.426 Ο
Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρει ότι ο οίνος ενδυναμώνει το σώμα και ο Λόγος του
Θεού την ψυχή, «Μέθη Κύριον οὐκ ὑποδέχεται»427 και Ῥώννυσι μὲν γάρ οἶνος
σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν λόγος Θεοῦ. Οἴνου μεταληφθέντος λύπαι οἰχήσονται
φυγαδευθεῖσαι, καθάπερ ὑπὸ λαίλαπος γνόφος.428 Και αναφέρει της ιατρικές
ιδιότητες του κρασιού λέγοντας ότι: Οίνος εδόθη, ίνα σώματος ασθένειαν
διορθώσητοι, ούχ ίνα ψυχής υγείαν καταβάλη, ίνα σαρκός αρρωστίαν ανέλη, ούχ
ίνα ψυχής υγείαν λυμαίνηται.429

422
Γ. Α. Γαλίτη, Ἡ πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: ὁ ποιμένας καὶ οἱ αἱρετικοὶ,
Θεσσαλονίκη 1995, 238 εξ.
423
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2A, 23, 2A, 22, 23. Ὕδωρ, ποτὸν φέριστον, εὐκρατοὶ
φρένας. Θολοὶ δὲ τὸν νοῦν συλλαβοῦσα κραιπάλη. Οὐκ οἶδεν οἶνος συλλαβοῦσα τὴν φύσιν, κινεῖ δὲ
μᾶλλον ἠδονᾶς παροξύνων (Γνωμικά δίστιχα, PG 37, 916, 31-34).
424
Όπ.π. 2A, 92. Στο έργο του Ιερά Παράλληλα, Περί μεθυόντων, PG 96, καταδικάζει την
οινοποσία και την άμετρη ή λελογισμένη μέθη.
425
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περὶ οἴνου καὶ τῆς χρήσεως αὐτοῦ, PG 96, 217: Μὴ μεθύσκεσθαι οἴνω, ἐν
ὢ ἐστιν ἀσωτία. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Όροι παχυμερείς, PG 37, 112-114: Οἴνου δ’ ἄμμετρον
χρῆσιν εἰπὲ τὴν μέθην, τὰ δ’ ἐκ μέθης ὑβρίσμαθ’, ἡ παροινία. Ἡ κραιπάλη δ’ ἕωλος ὕβρις ἐκ μέθης.
426
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2A, 23.
427
Όπ.π. 2A, 92.
428
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περὶ οἴνου καὶ τῆς χρήσεως αὐτοῦ, PG 96, 217.
429
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τοὺς ἀνδριάντας ὁμιλίαι ΚΑ΄, PG, 49, 22.
100
Ο Μανουήλ Φιλής (13ος -14ος αι.) σε επίγραμμά του χαρακτηρίζει τη μέθη ως
ύπουλη θύελλα, συστήνοντας για την αποφυγή της, τη λογική κα το μέτρο της
κατανάλωσης κρασιού.430 Αλλά σ’ άλλα επιγράμματά του κάνει μία επιγραμματική
σύνοψη των ιδιοτήτων του κρασιού και των θετικών αντιλήψεων για την οινοποσία,
ενώ σε άλλο τονίζει την φαρμακευτική δράση του οίνου.431

4. Ο οίνος στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας

Η Εκκλησία συμπεριλαμβάνει το κρασί μεταξύ των τριών βασικών και


απαραίτητων τροφών του ανθρώπου για τις οποίες εύχεται την αφθονίας τους και
την μη έλλειψη αυτών. Ιδιαιτέρως στην Αγία Γραφή συνηθίζεται ο συσχετισμός της
ευλογίας του οίνου για την ευτυχία του ανθρώπου.432
Ο οίνος και η άμπελος ήταν τα πιο ιερά σύμβολα που ο χριστιανισμός
δανείστηκε από τις αρχαίες θρησκείες.433 Από τους πρώτους αιώνες του
χριστιανισμού, ο οίνος είχε συμβολικό χαρακτήρα, όπως οι ληνοβάτες, με τα ιμάτιά
τους βαμμένα κόκκινα από το πάτημα των σταφυλιών, συμβόλιζαν τους μάρτυρες
της νέας θρησκείας και το πατητήρι, ο ληνός, το μαρτύριό τους και τη θυσία του
Θεανθρώπου.434

430
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2B, 122, Εἰς χελάντιον: Ἠδὺς μὲν ὁ πλοῦς, ἀργυροῦν
γὰρ τὸ σκάφος. Ἀλλὰ σκόπει, βέλτιστε, καὶ φείδου πίνων. τοῦ γὰρ λογισμοῦ τὸν κυβερνήτην ἔχων
τὸν τῆς μέθης ὕποπτον ἐκφεύξη γνόφον. Βλ. επίσης Ε. Miller (έκδ.), Manuelis Philae Carmina, I, II,
Παρίσι 1855-1857, ανατ. Άμστερνταμ 1967, 1 (codex Florentinus), 355, αριθ. CLXXXVII.
431
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2Α, 120, Εἰς τὸν οἶνον ὑφαντοί: Σὺ θάρσος, ἥβη,
δύναμις, πλοῦτος, πόλις δειλῶν, γερόντων, ἀσθενῶν, πτωχῶν, ξένων. Και Εἰς τὸ αὐτὸ ( = Εἰς
οἰνοχόην ): Οἴνου βλέπων, ἄνθρωπε, φάρμακον μέγα προτινε τὴν ψύχουσαν ἠρέμα δρόσον, ὡς ἂν
τὸ θερμόν του ποτοῦ προσλαμβάνων χωρὶς ἰατρῶν εὐκραέστερος μένοις.
432
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 75.
433
Η. Αναγνωστάκης, Οἴνος ὁ Βυζαντινός, 2Α, 7. Οι Σουμέριοι, ίσως ο πιο καλλιεργημένος λαός
της προϊστορικής εποχής, στη Μεσοποταμία το 4000 π.Χ. δεν πρόσφεραν αιματηρές θυσίες στους
θεούς τους, αλλά κρασί. Ειδικότερα, στη γλώσσα τους, την σημιτο-ακκαδική, από το εβραϊκό όνομα
Ακκάδ, περιοχή της βόρειας Σουμερίας, η λέξη Kurum σημαίνει αίμα και ταυτόχρονα κρασί, γιατί το
χρώμα του κρασιού, κατά τους προϊστορικούς χρόνους τα σταφύλια ήταν μαύρα και το κρασί που
παραγόταν ήταν κόκκινο σαν αίμα. Αλλά και στην ομηρική ποίηση ο οίνος ήταν μέλας, ἐρυθρός,
αἶθοψ και ποτέ λευκός.
434
Όπ.π. 2Α, 7.
101
Στην χριστιανική τέχνη χρησιμοποιήθηκαν η άμπελος και ο κισσός για να
εκφράσουν τις ιδέες της νέας θρησκείας. Ήδη στην τέχνη των κατακομβών
απαντάται η άμπελος, που συμβολίζει τον Χριστό και την Εκκλησία και ο οίνος,
που συμβολίζει το αίμα του Χριστού.
Οι αποστολικοί πατέρες , αλλά και αυτοί που τους διαδέχθηκαν επιμένουν ότι
ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος της Θείας Ευχαριστίας, είναι πραγματικά το
τεθεωμένο σώμα και αίμα του Χριστού.435 Δηλαδή δεν είναι ένα εικονικό,
αλληγορικό ή φανταστικό σύμβολο ή έστω μία απλή υπενθύμιση του τελευταίου
δείπνου του Χριστού.436
Ο φιλόσοφος και μάρτυρας Άγιος Ιουστίνος, συντάσσοντας την Α΄ Απολογία
του, στα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ., γράφει σχετικά:
«... οὒ [γὰρ] ὡς κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν πόμα ταῦτα λαμβάνομεν. ἀλλ’ ὂν
τρόπον διὰ λόγου Θεοῦ σαρκοποηθεῖς Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ σωτὴρ ἠμῶν καὶ σάρκα
καὶ αἷμα ὑπὲρ σωτηρίας ἠμῶν ἔσχεν, οὕτω καὶ τὴν δὶ’ εὐχῆς λόγου τοῦ παρ’ αὐτοῦ
εὐχαριστηθεῖσαν τροφήν, ἐξ ἢς αἷμα καὶ σάρκες κατὰ μεταβολὴν τρέφονται ἠμῶν,
ἐκείνου τοῦ σαρκοποιηθέντος Ἰησοῦ καὶ σάρκα καὶ αἷμα ἐδιδάχθημεν εἶναι».437
Άρα, ο προφερόμενος οίνος και άρτος, « προσλαμβανόμενα τὸν λόγον τοῦ

435
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 89. Βλ. επίσης Ιωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις
ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως, βιβλ. Δ΄, ιγ΄, PG 94, 1148A-1149A: Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ
οἶνος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μὴ γένοιτο), ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον
... καὶ οὗ τύπος τοῦ αἵματος, ἀλλὰ τὸ αἷμα. Και Αγ. Ευτυχίου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος περὶ
Πάσχα καὶ τῆς ἁγίας Εὐχαριστίας, κεφ. γ΄, PG 86Β, 2393D: Μηδεὶς ... ἀμφιβολίαν ἐχέτω τὸ
ἄφθαρτον μετὰ τὴν μυστικὴν ἱερουργίαν, καὶ τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν, καὶ ἀθάνατον, καὶ ἅγιον, καὶ
ζωοποιὸν σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ...
436
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 90. Βλ. επίσης J. H. Erickson, “Leavened and
Unleavened: Some Theological Implications of the Schism of 1054”, The Challenge of Our Past:
Studies in Orthodox Canon Law and Church History, Crestwood, Νέα Υόρκη 1991, 137:
“Paulicians, Bogomils, and Manichean sects who coupled Docetism with a denial of the real
presence of XC in the Eucharist, calling the bread of the Eucharist the Lord’s prayer and the cup of
the Eucharist the New Testament”.
437
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 90. Κεφ. ξς’, PG 6, 428C-429A.
102
Θεοῦ, Εὐχαριστία γίνεται, ὅπερ ἐστὶ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ».438
Ο Άγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων επισημάνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει καμία
αμφιβολία ότι: «Καὶ αὐτοῦ βεβαιωσαμένου καὶ εἰρηκότος. Τοῦτο μου ἐστι τὸ αἷμα
(Μάτθ. 26:28), τὶς ἐνδοιάσει ποτὲ λέγων μὴ εἶναι αὐτοῦ τὸ αἷμα;».439 Και ο ίδιος λέει
ότι: «... καὶ ὁ φαινόμενος οἶνος, οὐκ οἰνὸς ἐστιν, εἰ καὶ ἡ γεῦσις τοῦτο βούλεται,
ἀλλὰ αἷμα Χριστοῦ».440
Κατά τους ερμηνευτές το τεμάχιο του άρτου, το εμβαπτιζόμενο στο κρασί
συμβολίζει την Θεία Ευχαριστία.441
Στην χριστιανική παράδοση ο άκρατος οίνος συμβολίζει τον απόλυτο
άνθρωπο, τον σκληρό και άκαμπτο, ο οποίος δεν βάζει νερό στο κρασί του. Αυτό
δεν συμβαίνει με τον Θεό, όπου συμβολίζει την αμετρία των αγαθών. 442 Αλλά σε
σπάνιες περιπτώσεις συμβολίζει τον αυστηρό και τιμωρό Θεό, ιδίως στην Παλαιά
Διαθήκη και στην Αποκάλυψη.443
Οι συμβολισμοί για το κρασί (κεκραμένος οίνος) είναι πολλοί, αλλά ο
σπουδαιότερος εκφράζεται με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, γι αυτό και ονο -

438 .
Αγ. Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αἱρέσεων, βιβλ. Ε΄, β΄, 3 PG 7, 1127AB. Βλ. επίσης Αγ. Ιωάννου
Δαμασκηνού, Βίος τῶν ἁγίων Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ, ἤτοι ἱστορία ψυχωφελὴς, κεφ. ιθ΄, PG 96,
1029D: Δέχου καὶ τὴν μετάληψιν τῶν ἀχράντων του Χριστοῦ μηστηρίων, πιστεύων ἐν ἀληθεία σῶμα
καὶ αἷμα ὑπάρχειν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
439 ΄
Άγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις Μυσταγωγική Δ΄, α , PG 33, 1097A και γ΄, 1100A.
440 ΄
Όπ. π. θ , PG 33, 1104Β.
441
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 84.
442
Όπ.π. 85.
443
Ψαλμ. 74:9, ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος και Αποκάλ. Ιω.,
14:10, Καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ
τῆς ὀργῆς αὐτοῦ. Βλ. επίσης στον σχολιασμό 503 του Ψαλμού απ’ τον Θεοδ. Μουψουεστίας
αναφέρει ότι: Τὸν οἶνο ἐπὶ τῆς τιμωρίας λαμβάνει, ἀπὸ τοῦ περιεργάζεσθαι, καὶ καταπίπτειν τῇ του
Θεοῦ πληγῇ, τοὺς τιμωρημένους δίκην μεθυόντων. Ἔχει γάρ φήσιν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ χειρὶ ποτήριον
πεπληρωμένον ἀκράτου οἴνου ἵνα εἴπῃ φοβερωτέρας τιμωρίας, ἀπὸ τοῦ τὸν ἄκρατον οἶνον
μειζόνως καθάπτεται. Τὸ δὲ κεράσματος οὗ κεκραμένου λέγει (πῶς γὰρ οἰόν τε εἰπόντα ἀκράτου,
πάλιν εἰπεῖν κεκραμένου;) πρὸς πόσιν ἀρκεῖ, τοῦτο ἠβουλήθη εἰπεῖν ὅτι τοιαύτην κρᾶσιν οὕτω
μεγίστην, ὥστε πληρώσαι τὸ ποτήριον... Τοῦτο φέρει ἐπίτασιν τῆς τιμωρίας ἐξ ἀμφοτέρων. Μὲ τὸν
ἄκρατον σημαίνεται τὸ αὐστηρόν, μὲ τὸ πλῆρες σημαίνεται τὸ διαρκὲς καὶ μὲ τὸ τρυγίαν τὸ
χαλεπώτερον τῆς τιμωρίας.
103
μάζεται και κεκραμένον ποτήριον.444
Για την ανάμιξη του οίνου με το νερό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
δόθηκαν ποικίλες συμβολικές ερμηνείες. Σύμφωνα με τον απολογητή Ιουστίνο, ο
οίνος και το νερό συμβολίζουν το αίμα και το νερό που βγήκε από τα πλευρά του
Κυρίου όταν ένας εκ των στρατιωτών τον λόγχισε.445 Αυτή η εξήγηση είναι η πλέον
αποδεκτή από την Εκκλησία.446 Όμως, κατά τον επίσκοπο Καρχηδόνας Κυπριανό,
ο Χριστός είναι το κρασί και εμείς το νερό, το δε ποτήριο ενώνει όλους εμάς εν
Χριστώ.447
Ειδικότερα η έννοια της κράσης, δηλαδή της ανάμιξης ή συνένωσης του
κρασιού με το νερό και το αδύνατο του χωρισμού των δύο αυτών στοιχείων,
συμβολίζει, κατά τον Νεμέσιο Εμμέσης, την ένωση της ψυχής με το σώμα στον
άνθρωπο.448
Τέλος, υπάρχει και ο χριστολογικός συμβολισμός του κεκραμένου οίνου σε
σχέση με τον συμβολισμό της Θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με τον Κλήμεντα
Αλεξανδρείας,449 όπου ο Κύριος, ως ο Θείος Λόγος, παραβάλλεται με τον άκρατο

444
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 86. Βλ. επίσης Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων, 5, 2.
445
Ιω. 19:34.
446
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 86.
447
Όπ.π. 86.
448
Νεμεσίου Εμμέσης, Περί φύσεως ανθρώπου, κεφ. Γ. PG 40, 598α και στη Βιβλιοθήκη Ελλήνων
Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) 38, 222: Καὶ ἢ κρᾶσις δὲ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ
.
ὕδατος ἀμφότερα συνδιαφθείρει. Οὔτε γὰρ ὕδωρ ἐστὶ καθαρὸν τὸ κρᾶμα, οὔτε οἶνος καίτοι τῆς
τοιαύτης κράσεως κατὰ παράθεσιν γινομένης, λανθάνουσαν τὴν αἴσθησιν διὰ τὸ λεπτομερὲς τῶν
. .
κεκραμένων δῆλον δὲ ἐκ τοῦ πάλιν ἀπ’ ἀλλήλων δύνασθαι χωρίζεσθαι σπόγγος γοῦν ἐλαιαωθεὶς
.
ἀνιμαται καθαρὸν τὸ ὕδωρ, καὶ πάπυρος αἰσθητὼς δὲ χωρίσαι τὰ ἀκριβῶς ἠνωμένα παντάπασιν
.
ἀδύνατον εἰ δὲ μήτε ἠνωται, μήτε παρακεῖται, μήτε κέκραται, τὶς ὁ λόγος τοῦ τὸ ζῷον ἐν λέγεσθαι;
Πρβλ. και Κλήμεντος Αλεξανδρείας, Παιδαγωγός, Βιβλ. Β΄ ΙΙ, στη Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και
Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) 7, 129: Ἀναλόγως τοίνυν κίρναται ὁ μὲν οἶνος τῷ ὕδατι,
τῷ δὲ ἀνθρώπῳ τὸ πνεῦμα.
449
Όπ.π. Κλήμεντος Αλεξανδρείας, 139: Ἔπειτα ἢ ἄμπελος ἢ ἁγία (ἢ Θεοτόκος), τὸν βότρυν
ἐβλάστησε τὸν προφητικὸν (τὸν Ἰησοῦν Χριστόν). Τοῦτο σημεῖον τοῖς εἰς ἀνάπαυσιν ἐκ τῆς πλάνης
πεπαιδαγωγημένοις, ὁ μέγας βότρυς, ὁ Λόγος ὃ ὑπὲρ ὑμῶν θλιβείς, τὸ αἷμα τῆς σταφυλῆς ὕδατι
.
κίρνασθαι ἐθελήσαντος τοῦ Λόγου, ὡς καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ σωτηρία κίρναται διττὸν δὲ τὸ αἷμα τοῦ
.
Κυρίου τὸ μέν ἐστιν αὐτοῦ σαρκικόν, ὢ τῆς φθορᾶς λελυτρώμεθα, τὸ δὲ πνευματικόν, τοῦτ’ ἐστὶν ὢ
κεχρίσμεθα καὶ τοῦτ' ἐστὶ πιεῖν τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ τῆς κυριακῆς μεταλαβεῖν ἀφθαρσίας.
104
οίνο (τον βότρυν), ο οποίος αναμιγνύεται με το νερό, δηλαδή την ενσάρκωση Του
(το αίμα αυτού), για την σωτηρία των ανθρώπων. Εξάλλου το αίμα του Χριστού,
αφενός είναι σαρκικό και έρρευσε στον σταυρό για να λυτρωθούμε εμείς από τη
φθορά, αφετέρου δε είναι πνευματικό και μας χρειάζεται για την αθανασία, όταν
μεταλαμβάνουμε απ’ αυτό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το αίμα και το
νερό εδώ εκφράζει το υλικό στοιχείο, το οποίο προσέλαβε ο Θείος Λόγος κατά την
ενανθρώπηση Αυτού.450
Άλλωστε τα θαύματα της Κανά και ο πολλαπλασιασμός των άρτων, ήταν
προεικονίσεις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.451
Ο κρασί και το νερό θυμίζουν το αίμα και το ύδωρ που βγήκαν από την
πλευρά του Κυρίου κατά την Σταύρωσή Του, όταν «εις των στρατιωτών λόγχη την
πλευράν Αυτού ένυξε» (Ιω 19:34).452 Άλλωστε το νερό και το αίμα είναι τα
σύμβολα του Αγίου Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας.453
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ότι, η Εκκλησία με τον Γ΄ Αποστολικό
Κανόνα,454 διαφύλαξε τη βιβλική και αποστολική παράδοση της προσφοράς κατά
τη Θεία Ευχαριστία, δεχόμενη ως ευχαριστιακά δώρα, μόνο τον άρτο και τον οίνο
με νερό και απαγόρευσε κάθε άλλο αγαθό, το οποίο επιβεβαίωσε στη συνέχεια και
η ἐν Καρθαγένῃ Τοπική Σύνοδος (419) της Αφρικής, με τον 37ο κανόνα.455

450
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι, 87-88.
451
P. A. Underwood, Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The Kariye Djami. τ. 4,
New York 1975, 260.
452
Γρηγορἰου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία, 49.
453
Όπ.π. 49. Πρβλ. Ιερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 30, 392-4 και Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 74,
677Β.
454
Κανὼν Γ´: Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, παρὰ τὴν τοῦ Κυρίου διάταξιν τὴν ἐπὶ τῇ θυσίᾳ,
προσενέγκῃ ἕτερά τινα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ἢ μέλι, ἢ γάλα, ἢ ἀντὶ οἴνου σίκερα ἐπιτηδευτά, ἢ ὄρνεις
ἢ ζῶά τινα, ἢ ὄσπρια, παρὰ τὴν διάταξιν, καθαιρείσθω· πλὴν νέων χίδρων, ἢ σταφυλῆς, τῷ καιρῷ
τῷ δέοντι...
455
Κανὼν ΛΖ´: Ἵνα ἐν τοῖς ἁγίοις μηδὲν πλέον τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου
προσενεχθείη, ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος παρέδωκε, τουτέστιν, ἄρτου καὶ οἴνου ὕδατι μεμιγμένου.
Ἀπαρχὴ δέ, εἴτε μέλι, εἴτε γάλα, ὡς εἴωθε, προσφερέσθω ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἐθίμῳ εἰς τὸ τῶν νηπίων
μυστήριον· εἰ καὶ τὰ τὰ μάλιστα γὰρ ἐν θυσιαστηρίῳ προσφέρεται, ὅμως ἰδίαν ἐχέτω κυρίως
εὐλογίαν, ὡς ἐκ τοῦ ἁγιάσματος τοῦ Κυριακοῦ σώματος καὶ αἵματος διΐστασθαι. Μηδὲν δὲ πλέον ἐν
ταῖς ἀπαρχαῖς προσφερέσθω, ἢ ἀπὸ σταφυλῶν καὶ σίτου.
105
Αλλά και η ἐν Τρούλλῳ Οικουμενική Πενθέκτη Σύνοδος (691), με τον 32ο
κανόνα της, καταδικάζει την μη χρήση νερού στο κρασί, την οποία τελούν οι
Αρμένιοι, αλλά και άλλες αιρέσεις (οι Υδροπαραστάτες), που χρησιμοποιούν μόνο
νερό.456 Και καθορίζεται ρητά ότι: «ὕδωρ οἴνῳ μιγνῦναι παρέδωκεν, ἡνίκα τὴν
ἀναίμακτον θυσίαν ἐπιτελεῖσθαι δεήσειε, τὴν ἐκ τῆς τιμίας πλευρᾶς τοῦ λυτρωτοῦ
ἡμῶν καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἐξ αἵματος καὶ ὕδατος κρᾶσιν παραδεικνύς,
ἥτις εἰς ζωοποίησιν παντὸς τοῦ κόσμου ἐξεχύθη, καὶ ἁμαρτιῶν ἀπολύτρωσιν·».
Εκτός από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αναφέρετε στον Κανόνα ως
παράδειγμα τους Ιάκωβο Ιεροσολύμων και Βασίλειο Καισαρείας, οι οποίοι
τελούσαν τη Θεία Λειτουργία τους «ἐξ ὕδατός τε καὶ οἴνου τὸ ἱερὸν ποτήριον
ἐκδεδώκασι». Στο τέλος του Ιερού Κανόνα αναφέρεται ότι εάν κάποιος δεν τηρεί τα
παραπάνω, θα υποστεί καθαίρεση.457
Ενώ σύμφωνα με τον Ευτύχιο Κωνσταντινουπόλεως, θεωρούνται αιρετικοί,
αυτοί που χρησιμοποίησαν μόνο νερό ή μόνο οίνο στο Μυστήριο.458
Επίσης η άμπελος στην Καινή Διαθήκη συμβολίζει κατά κανόνα τον ίδιο το
Χριστό. Ειδικότερα ο Χριστός ονομάζει Εαυτόν «ἄμπελον ἀληθινὴν», τον Πατέρα
Του «γεωργόν» και τους μαθητές και πιστούς του «κλήματα». Ἐγὼ εἶμαι ἡ

456
Κανών ΛΒ΄: Ἐπειδὴ εἰς γνῶσιν ἡμετέραν ᾖλθεν, ὡς ἐν τῇ τῶν Ἀρμενίων χώρᾳ οἶνον μόνον ἐν τῇ
ἱερᾷ τραπέζῃ προσάγουσιν, ὕδωρ αὐτῷ μὴ μιγνύντες, οἱ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἐπιτελοῦντες, .....
Τίνος ἕνεκεν οὐχ ὕδωρ ἔπιεν ἀναστάς, ἀλλ᾿ οἶνον; ἄλλην αἵρεσιν πονηρὰν πρόρριζον ἀνασπῶν·
ἐπειδὴ γάρ εἰσί τινες ἐν τοῖς μυστηρίοις ὕδατι κεχρημένοι, δεικνύς, ὅτι, καὶ ἡνίκα τὰ μυστήρια
παρέδωκε, καὶ ἡνίκα ἀναστάς, χωρὶς μυστηρίων καὶ ψιλὴν τράπεζαν παρετίθετο, οἴνῳ ἐχρῆτο ἐκ τοῦ
γεννήματος, φησί, τῆς ἀμπέλου· ἄμπελος δὲ οἶνον, οὐχ ὕδωρ γεννᾷ· ἐκ τούτου τε τὸν διδάσκαλον
οἴονται ἀνατρέπειν τὴν τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ἱερᾷ θυσίᾳ προσαγωγήν... Τῆς γὰρ πονηρᾶς τῶν
Ὑδροπαραστατῶν αἱρέσεως παλαιᾶς ὑπαρχούσης, οἳ ἀντὶ οἴνου μόνῳ τῷ ὕδατι ἐν τῇ οἰκείᾳ θυσίᾳ
κέχρηνται, ἀνασκευάζων οὗτος ὁ θεοφόρος ἀνὴρ τὴν παράνομον τῆς τοιαύτης αἱρέσεως διδαχήν,
καὶ δεικνὺς, ὡς ἐξ ἐναντίας τῆς ἀποστολικῆς ἵενται παραδόσεως, τὸν εἰρημένον κατεσκεύασε λόγον.
457
Όπ.π. Κανών ΛΒ΄: Εἴ τις οὖν ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ὑπὸ τῶν
Ἀποστόλων τάξιν ποιεῖ, καὶ ὕδωρ οἴνῳ μιγνύς, οὕτω τὴν ἄχραντον προσάγει θυσίαν, καθαιρείσθω,
ὡς ἀτελῶς τὸ μυστήριον ἐξαγγέλλων, καὶ καινίζων τὰ παραδεδομένα.
458
Ευτυχίου Κων/λεως, Περί Πάσχα και Θεία Ευχαριστία, PG 86b, ς΄ 2397: Ώσπερ και οι το ύδωρ
μόνον παριστώντες τω επί του θυσιαστηρίου κανώ, αντί του κερασθέντος μετά του γεννήματος της
αμπέλου, κατά την του Κυρίου παράδοσιν, λελήθασιν, εαυτούς χωρίζοντες του Κυριακού αίματός τε
.
και σώματος Πληρούται γαρ το έτερον υπό του ετέρου. Ὁ οὒν μὴ ἔχων τὸ ἐν, οὐδὲ τὸ ἐν ὁ δοκεῖ
ἔχειν, ἔχει. Δείκνυνται δὲ οἱ τοιοῦτοι ἀλλότριοί τῇς ἁγίας Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
106
ἄμπελος, σεῖς τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ καὶ ἐγὼ ἐν αὐτῶ, οὗτος φέρει καρπὸν
πολύν, διότι χωρὶς ἐμοῦ δὲν δύνασθε νὰ κάμητε οὐδέν. (Ιω. 15:5), θέλοντας έτσι να
τονισθεί η ενότητα των μελών της Εκκλησίας μεταξύ τους και με τον ιδρυτή της.
Η άμπελος, τα σταφύλια και ο οίνος συχνά αναφέρονται στη χριστιανική
υμνολογία, καθώς η Εκκλησία παρομοιάζεται με άμπελο, την οποία φύτεψε η δεξιά
του Κυρίου: «Κύριε, Κύριε, ἐπιβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπισκεψαι τὴν
ἄμπελον ταύτην καὶ καταρτισαι αὐτήν, ἢν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Σου».
Η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ», στην Ακολουθία του
Ακάθιστου Ύμνου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ἀνυμνουμὲν Σέ, βοῶντες χαῖρε ὄχημα, Ἡλίου τοῦ νοητοῦ, ἄμπελος ἀληθινή,
τὸν βότρυν τὸν πέπειρον ἡ γεργήσασα…, οἶνον στάζοντα, τὸν τὰς ψυχᾶς
εὐφραίνοτα, τῶν πιστῶς Σὲ δοξαζόντων». Καὶ «Χαῖρε βλαστοῦ ἀμαράντου
κλῆμα…».
Τέλος, στην ακολουθία του Στεφανώματος, κατά το Μυστήριο του Γάμου,
αναφέρεται: «Ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθυνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου…».
Οι ερμηνευτές των Αγίων Γραφών λαμβάνουν συνεκδοχικά τον οίνο ως μέθη,
θεωρώντας τον ως πηγή πολλών κακών.459
Όμως ο Ιωάννης Χρυσόστομος για το θέμα αυτό λέει ότι: Οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ
ἀφελεῖς ἀπαγορεύουσι τὸν οἶνον καὶ ὄχι ἡμεῖς. Μὴ ἀπαγορεύῃς τὸν οἶνο, ἀλλὰ τὴν
μέθην. Ὁ οἶνος γάρ ἔργον Θεοῦ, μέθη δέ ἔργον διαβόλου. ούχ ὁ οἶνος ποιεί την
μέθην, ἀλλ’ ἡ ἀσωτία..460
Στις παραστάσεις σταδιακά από τα τέλη του 11ου αιώνα και καθόλη την
διάρκεια του 12ου, παρατηρείται στις τράπεζες γευμάτων να απεικονίζεται μόνο η

459
Λεπτομέρειες βλ. παραπάνω για τον Οίνο στην Π.Δ και Κ.Δ., της παρούσας εργασίας. Στην Π.Δ:
Παροιμ. 20:1, 23:31-32, Ησ. 5:11-12, 28:7-8. Και στην Κ.Δ.: Ρωμ. 14:21, Εφ. 5,28, Α΄ Τιμ. 3:8, Α΄
Πέτρ. 4:3, κ.ά.
460
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τοὺς ἀνδριάντας ὁμιλίαι ΚΑ΄, PG, 49, 22. Βλ. επίσης, ο ίδιος, Κατά
μεθυόντων, PG 50, 434: ἀπεχώμεθα μέθης οὐ λέγω ἀπεχώμεθα οἴνου και συνεχίζουν ότι: δεν
προξενεῖ ὁ οἶνος τὴν μέθην, διότι εἲναι κτίσμα Θεοῦ. Τὸ κτίσμα τοῦ Θεοῦ οὐδὲν προκαλεῖ. Τοῦτο
προέρχεται μόνον ἀπὸ τὴν πονηρὰν προαίρεσιν. Αὐτὴ φέρει καὶ τὴν μέθην. Γενικότερα οι Πατέρες
τονίζουν: οἶνος ἐδόθει εἰς εὐφροσύνην καὶ ὄχι εἰς μέθην. Διὰ να εὐφραινόμεθα ὅμως, πρέπει να
νήφωμεν καὶ ὄχι να ἀλγῶμεν. Μὲ τὴν μέθην δεν εὐφραινόμεθα τὸν οἶνον, ἀλλὰ γινόμεθα βαρύθυμοι,
ναρκώνομεν τάς αἰσθήσεις μας, χάνομεν τὴν εὐθυμίαν μας.
107
αναγνωρίσιμη τριλογία: ψωμί – κρασί – ραπάνι.461 Η συνύπαρξη κρασιού και
ρεπανιού λειτουργεί ως σύμβολο της ασκητικής χορτοφαγίας, της προφύλαξης και
της αποφυγής της μέθης και παρεκτροπής, αλλά και ως σύμβολο της άκρατης
οινοποσίας και της έξαψης των παθών.462

5. Ο οίνος – κρασί στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης.

Οι παραστάσεις όπου απεικονίζεται το κρασί υπάρχουν καταρχήν σε σκηνή


της Παλαιάς Διαθήκης, στη Φιλοξενία του Αβραάμ και σε αρκετές σκηνές της
Καινής Διαθήκης, στο Συμπόσιο του Ηρώδη, στο Γάμο της Κανά, στο Μυστικό
Δείπνο και στη Κοινωνία των Αποστόλων.
Επίσης το κρασί υφίσταται και σε άλλες σκηνές με γεύματα, όπως το Γεύμα
του Θεοπίστου, η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Ουράνια Κλίμακα, τα Εισόδια
της Θεοτόκου, στη προσωποποίηση του Φεβρουάριου και σε θαύμα των
Αρχαγγέλων: στην επούλωση των επτά λεπρών.

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη

Η σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Η εμφάνιση του κρασιού είναι συνηθισμένη και στην σκηνή της Φιλοξενίας
του Αβραάμ. Συγκεκριμένα η ύπαρξή του βεβαιώνεται είτε με την παρουσία
ποτηριών ή φιάλης κρασιού πάνω στη τράπεζα, είτε με την παρουσία οινοχόου. Η
παρουσία ενός ή δύο σκευών με μορφή δισκοπότηρου ή ποτηριού με μονό ψηλό
πόδι, δίπλα ή δεξιά και αριστερά της κύριας πιατέλας ή σκεύος της τράπεζας, έχει
ως σκοπό να τονισθεί ο ευχαριστιακός χαρακτήρας του γεύματος.
Συγκεκριμένα οι παραπάνω μορφές ανευρίσκονται, σε τοιχογραφία στη
πρόθεση του Ιερού Βήματος της Νέας Εκκλησίας στο Tokali Καππαδοκίας (εικ.
1),463 το 950-960, σε τοιχογραφία στο νότιο τοίχος του κυρίως ναού της Αγίας

461
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 162-163.
462
Όπ.π. 163.
463
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης A.
W. Epstein, Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in Byzantine Cappadocia, Washington
D.C. 1986, εικ. 105.
108
Τριάδος (εικ. 8),464 στο Κρανίδι Αργολίδας, 1244-1245, σε τοιχογραφία στο
παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος του κράλη της Σερβίας Δραγούτιν στο Djurdjevi
Stupovi (εικ. 9),465 1283-1285, σε τοιχογραφία στην Παναγία την Χρυσαφίτισσα
στα Χρύσαφα της Λακωνίας (εικ. 10),466 1289-1290, σε τοιχογραφία στο Ιερό Βήμα
του καθολικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της μονής στη Gracanica του
Κοσσόβου (εικ. 12),467 1320-1321, σε τοιχογραφία στη Bela Crkva στο Karan
Σερβίας (εικ. 15),468 το 1335, σε τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στη
Σαρακίνα Σελίνου Κρήτης (εικ. 16),469 το 1340 και σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι
των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 19),470 το 1380.
Επίσης, σε φορητή εικόνα του μουσείου Μπενάκη Αθηνών (εικ. 181),471 στα
τέλη του 14ου αιώνα, παρατηρούνται πάνω στο τραπέζι δύο γυάλινες,
διαφορετικού μεγέθους κανάτες με κρασί, όπου ο Αβραάμ με αυτόν τον τρόπο

464
Όπ.π. Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, εικ. 125. Βλ. επίσης
S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), München, 1975,
πιν. 19.
465
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης B.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade, 1999, πιν. II.
466
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa – Kirche in Chrysapha /
Lakonien, Athen, 2000, πιν. 35b.
467
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 240, εικ. 141 και λεπτ. 286,
εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radojcic, Fresques de Gracanica. Symposium de Gracanica : Le debut du
XIVes (1973), Beograd 1978, πίν. 54a.
468
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 143. Βλ. επίσης Β.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade, 1999, εικ. 112.
469
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 144. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκης, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, Αθήνα, 1991, πίν. 46.
470
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ. 287,
εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, Belgrade, 1986, 143, εικ.
78.
471
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 150 και λεπτ. 290,
εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του
Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964), 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου,
Μουσείον Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La
Peinture Byzantine, Γενεύη 1953, 192 και στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei,
Essen 1961, 75.
109
παραθέτει ένα πλούσιο και επίσημο γεύμα,472 τονίζοντας ίσως έτσι το χαρμόσυνο
μήνυμα. Τέλος, σε τοιχογραφία σε ημικυκλική κόγχη, στον ανατολικό τοίχο του
νάρθηκα βραχώδους εκκλησίας του Karikli, της Καππαδοκίας, στην περιοχή του
Gorese (εικ. 5),473 τον 13ο αιώνα, όπου ο άγγελος ζητεί από την γυναίκα, που
κρατάει οινοχόη, να γεμίσει το ποτήρι του.
Σε ψηφιδωτό στον τρούλο του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (εικ. 6),474 το
1225, περιγράφεται στον πρώτο κύκλο, μία ακόμη εμφάνιση του Αβραάμ που
συναντάται με τον βασιλιά Μελχισεδέκ.475 Ο Μελχισεδέκ εικονίζεται μπροστά σε
τράπεζα, ενώ πίσω του έχει στρωθεί χαμηλό τραπέζι, όπου εκτός των άλλων
διακρίνεται μποτίλια με ποτό, ένα δεύτερο έχει στρωθεί ακριβώς δίπλα του, στο
οποίο φαίνεται αντρική μορφή να κρατάει στο χέρι οινοχόη στραμμένη προς τα
κάτω.476

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη

Η σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Η εμφάνιση του κρασιού δηλώνεται σε αναπαράσταση και στο Συμπόσιο του


Ηρώδη, κατά τον Αποκεφαλισμό του Προδρόμου και Παράδοση της κεφαλής του
στο Ευαγγελιστάριο του Αγίου Ιωάννη στο Cavusin της Καππαδοκίας (εικ. 202),477

472
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 292. Ένα τέτοιο γεύμα
δικαιολογεί απόλυτα τη λαϊκή φράση «αβραμιαία φιλοξενία».
473
Όπ.π. 236, εικ. 135 και λεπτ. 294, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon byzantinisch-
christlicher Symbole, München, 1898, εικ. 10.
474
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 109, εικ. 12. Βλ. επίσης Ε.
Vio (ed.), The Basillica of St. Mark in Venice, Florence, 1999, εικ. 64.
475
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 111. Εβρ. 7, 1-17 : «Οὗτος
γὰρ (ὁ Χριστὸς) ὁ Μελχισεδέκ, βασιλεὺς Σαλήμ, ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ὁ συναντήσας
Ἀβραὰμ ὑποστρέφοντι ἀπὸ τῆς κοπῆς τῶν βασιλέων καὶ εὐλόγησας αὐτόν...ὅτι σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν
αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ».
476
Όπ.π. 111.
477
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα, 1998, 237, εικ. 6. Βλ. επίσης Ν. Thierry, Ηaut Moyen Age en
Cappadoce, Ι, Paris 1983, εικ. 34, Πίν. 36a. 37 a. b. e.
110
αρχικά από τον 7ου αιώνα, όπου απεικονίζονται δύο ποτήρια με κόκκινο κρασί,
δεξιά και αριστερά της μεγάλης λοπάδας με ψάρι.
Αργότερα το β΄ μισό του 10 αιώνα, εμφανίζεται παρόμοια διάταξη, σε
τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου στην Λακωνία, Σκάλα Πανηγυρίστρα (εικ. 57), 478
ανάμεσα σε δύο κούπες κρασιού,479 μεγάλη λοπάδα με τέσσερα εμφανή ψάρια.
Το ίδιο σκηνικό περιγράφεται σε δύο εικόνες με το Συμπόσιο του Ηρώδη στο
Τετραευαγγέλιο Παρισιού, gr. 74, στα fol. 28ν και 75ν (εικ. 203 & εικ. 204),480 β΄
μισό του 11ου αιώνα, σε τοιχογραφίες στην Επισκοπή της Σαντορίνης (εικ. 58),481
περίπου το 1181 και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στη Ρωσία, στο Novgorod,

478
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α. Γκιαούρη, ΑΔ 35 (1980) Χρονικά Β1, 164. M.
Panayotidi, «La peinture monumentale en Grèce de la fin de l’iconoclasme jusqu’ a
l'avènement des Comnènes», CahArch 34 (1986) 82.
479
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 125-130. Όπου αναφέρεται ότι στην εικόνα επικρατεί ατμόσφαιρα λαϊκής
γιορτής, όπου κάτω από σχηματικά σχεδιασμένη τοξοστοιχία που αναπαριστά το παλάτι, γύρω
από κυκλικό τραπέζι με διακοσμημένη απόληξη, κάθονται σε πτυκτά καθίσματα ο Ηρώδης με
περσικό κάλυμμα κεφαλής, η Ηρωδιάδα και οι συνδαιτυμόνες (μεγιστάνες του Ηρώδη, χιλίαρχοι και
άρχοντες της Γαλιλαίας τους οποίους αναφέρει ο ευαγγελιστής Μάρκος, στ’. 21), χειρονομώντας
ζωηρά προς το μέρος της Σαλώμης, που χορεύει κρατώντας κρόταλα. Δεξιά, δύο κοπέλες
κρατούν το δίσκο με το κεφάλι. Ο ζωγράφος απεικόνισε προφανώς ρεαλιστικές λεπτομέρειες,
οικείες σ' αυτόν, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το είδος των καθισμάτων με τα παχιά
μαξιλάρια, από τα ανατολικού τύπου ανδρικά και γυναικεία ενδύματα και καλύμματα κεφαλής
στην αριστερή πλευρά. Ο βασιλιάς Ηρώδης και η βασίλισσα Ηρωδιάδα κρατούν ποτήρια, τα οποία
γεμίζει ο οινοχόος, ενώ τα δύο ανισομεγέθη δισκοπότηρα στο πάνω μισό της τράπεζας και το
υπόλοιπο μισό καλύπτεται από την πιατέλα ή μεγάλη λοπάδα με το ψάρι.
480
Όπ.π. 257, 259, εικ. 48, 52, αντίστοιχα. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles avec peintures
byzantines du XIe siècle, Paris 1908, Ι πίν. 25 και 69, αντίστοιχα.
481
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 282, εικ. 106. Βλ. επίσης Α. Ορλάνδος, «Η ’Πισκοπή της Σαντορίνης», ΑΒΜΕ
7 (1951), εικ. 33 και Φωτ. αρχείο 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
111
Arkazy (εικ. 59),482 το 1189, όπου παρατηρούμε πάλι δύο κούπες κρασιού με μια
μεγάλη λοπάδα στη μέση.
Η ίδια διάταξη υφίσταται και κατά τον 13 ο αιώνα, ειδικότερα σε εικόνα του
Προδρόμου με σκηνές της ζωής του (εικ. 34),483 στις αρχές του 13ου αιώνα, στο
Συμπόσιο του Ηρώδη και σε τοιχογραφία στο ναό της Παναγίας της
Χρυσαφίτισσας στη Λακωνία (εικ. 61), το 1290.484
Σε τοιχογραφία στο ναό του Σωτήρα, στο Αλεποχώρι Μεγαρίδας (εικ. 60),485
1260-1280, εμφανίζεται μικρή κανάτα με κρασί, που συνοδεύεται από λαχανικά και
απουσιάζει η λοπάδα, ενώ οπτικά πιθανόν τη θέση της καλύπτει το πινάκιο με την
κεφαλή του Προδρόμου.
Στον παρεκκλήσι του Προδρόμου, στους Αγίους Αποστόλους, στη
Θεσσαλονίκη, σε τοιχογραφία του Συμποσίου του Ηρώδη, (εικ. 62 & λεπτ.),486 το
1328-1334, εμφανίζεται αλλαγή στην εικονογραφική απόδοση της σκηνής με
τετράγωνο τραπέζι, πλούσιο σε εδέσματα και σκεύη, όπως η κύλικα με
τετράφυλλο χείλος, σε κεντρικό σημείο του τραπεζιού, ενώ στο ναό της Θεοτόκου

482
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 280, εικ. 99. Βλ. επίσης Ν. Salko, Early Russian painting, Leningrand, 1982,
εικ. 117.
483
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης όπ.π. σημείωση 56, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη,
ο ο
Εικόνες από τον 12 ως τον 15 αιώνα, Σινά. Οι θησαυροί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης,
Αθήνα 1990, εικ. 52. Στο κάτω μέρος της εικόνας.
484
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β. Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290),
Αθήνα, 1983, 20, εικ. 19 και J. Albani, «Byzantinische Freskomalerei in der Kirche Panagia
Chrysaphitissa», JÖB 38 (1988), εικ. 11.
485
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά
στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978, εικ. 53.
486
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints
Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein
byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu Thessaloniki,
Baden-Baden 1986, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική
Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
112
στο Peć, της Πρώην Γιουγκοσλαβίας (εικ. 63),487 περίπου το 1330, εικονίζεται μία
κούπα με κρασί, όχι κεντρικά.
Απεικονίσεις της σκηνής του Συμποσίου του Ηρώδη, μετά το 13ο αιώνα,
όπου κυριαρχεί άφθονος οίνος, μέσα σε γυάλινες και περίτεχνες φιάλες και
ποτήρια, συναντάμε συγκεκριμένα σε τοιχογραφίες, στον Άγιο Μάρκο της
Βενετίας, στο Βαπτιστήριο (εικ. 64 & λεπτ.),488 πριν από το 1343, στην Παναγία
Κερά Κριτσάς στην Κρήτη (εικ. 67),489 στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στα
Κοσοίκια Ικαρίας (εικ. 68),490 περίπου το 1400 και στον Άγιο Φανούριο στο
Βαλσαμόνερο (εικ. 69),491 1408.
Στην Μονή Προδρόμου, στις Σέρρες (εικ. 65),492 το 1345-1355, κρασί δεν
υπάρχει στο τραπέζι, αλλά προσφέρεται από υπηρέτη που σπεύδει κρατώντας
δίσκο με δύο κούπες και μικρή φιάλη.

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

487
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles annexes des églises
byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques, Paris 1969, εικ., 105 και M.
Ivanocic, “L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec”, Antiquités de Kosovo et Metohija
2-3 (1963), εικ. 63.
488
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 316, εικ. 178 και 179 αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F.
Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A. Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac
Cormick New Testament. III, Chicago, 1932, εικ. XXII και R. Tozzi, “I mosaici del Battistero di S.
Marco a Venezia e l’arte Bizantina”, Bolletino d’Arte 26 (1932-1933), εικ. 4, 8.
489
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M. Barboudakis, Panaghia Kera Fresques
byzantines de Kritsa, εικ. 31.
490
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
ης
στη Βυζαντινή Τέχνη, 335, εικ. 218 και Φωτ. αρχείο 2 Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
491
Όπ.π. 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta,
München 1983, 319 και Φωτ. αρχείο Λ. Καραπιδάκη.
492
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A. Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς
Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 36.
113
Όπως έχουμε αναφέρει και παραπάνω η χαρακτηριστική σκηνή όπου το
κρασί κατέχει τον κεντρικό ρόλο είναι ο Γάμος της Κανά, με την παρουσία του
Ιησού και της Παναγίας και του πρώτου θαύματος του Χριστού, της μετατροπής,
δηλαδή, του νερού σε κρασί.493
Στις παραστάσεις του Γάμου της Κανά, τα τραπέζια και τα φαγητά ποικίλουν
χωρίς σημαντικές καινοτομίες, αυτά που διαφοροποιούνται αισθητά ανά εποχή
είναι οι υδρίες και κυρίως τα σκευή άντλησης του οίνου. 494 Η πρώτη τοιχογραφία
της παράστασης του Γάμου βρίσκεται σε τοιχογραφία στην παλιά εκκλησία του
Tokali Kilise, στην Καππαδοκία (εικ. 70),495 α΄ μισό 10ου αιώνα, όπου εστιάζεται
κυρίως στο θαύμα, ο Χριστός κρατεί λεπτή ράβδο ή κάλαμο την οποία βυθίζει
κάθετα προς τον πυθμένα μιας από τις έξι υδρίες, σύμφωνα με τα κείμενα της
Καινής Διαθήκης.496 Δίπλα στον Ιησού και στο κέντρο της παράστασης βρίσκεται η
Παναγία κρατώντας γυάλινο ποτήρι κρασιού αναμένοντας το θαύμα και έναν
υπηρέτη να προσθέτει νερό στις υδρίες. Παρόμοιο τυπικό παρουσιάζεται σε
χειρόγραφο από το Ευαγγελιστάριο αρ. 21, φ. 2 (εικ. 205α),497 της Κρατικής
Βιβλιοθήκης της Αγίας Πετρούπολης, κατά το β΄ μισό του 10ου αιώνα, αλλά με την
διαφορά ότι υπάρχουν πέντε υδρίες και την παρουσία δύο ακόμα ατόμων.
Στα τέλη του 11ου αιώνα παράσταση του Γάμου της Κανά σε σκαλιστό
ελαφαντοστέϊνο πλακίδιο (εικ. 251),498 στο Σαλέρνο, παρουσιάζεται πλήρης εικόνα
της τράπεζας με τους παρακαθήμενους, αριστερά βρίσκεται ο Ιησούς και δίπλα
του σε όρθια θέση η Παναγία, εκτός της τράπεζας. Στο κάτω μέρος της εικόνας

493
Ιω. 2: 1 -11.
494
Λεπτομέρειες υπάρχουν στο κεφ. Σκεύη, της παρούσας εργασίας.
495
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 157, εικ. 12. Βλ. επίσης
A. W. Epstein, Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in Byzantine Cappadocia, Washington
D.C. 1986, 63, εικ. 28.
496
Ιω. 2:6 : «ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἐξ κείμεναι κατὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, χωρούσαι
ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς».
497
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 11. Βλ. επίσης
V. D. Likhachova, Byzantine Miniature. Masterpieces of Byzantine Miniature of IXth - XVth
Centuries in Soviet Collections, Μόσχα 1977, εικ. 5.
498
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 155, εικ. 9. Βλ. επίσης Κ. Weitzmann, “The
Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972) 60-63.
114
παρατάσσονται οι έξι υδρίες με τρεις υπηρέτες, εκ των οποίων ο μεσαίος προτείνει
ποτήρι με κρασί στο Ιησού, ο οποίος το ευλογεί, ενώ ο ίδιος υπηρέτης βυθίζει
κυλινδρικό σωλήνα στην υδρία από την οποία πρόσφερε το κρασί.
Το ίδιο σκηνικό που αφορά στις υδρίες με τους υπηρέτες από την σκηνή του
Γάμου της Κανά, με το θαύμα και την άντληση του κρασιού, παρουσιάζεται σε
αποσπώμενο σωζόμενο τμήμα ελαφαντοστέϊνου πλακιδίου (εικ. 58),499 στο
Μουσείο Victoria and Albert, στο Λονδίνο.
Σε δύο τοιχογραφίες η σκηνή του Γάμου εστιάζεται στο θαύμα της
μετατροπής του νερού σε κρασί από τον Χριστό, με την παρουσία της Παναγίας, η
πρώτη στην Οδηγήτρια του Μυστρά (εικ. 75),500 περίπου το 1315 και η δεύτερη σε
ψηφιδωτό στη Μονή της Χώρας (εικ. 76 & λεπτ.),501 στη Κωνσταντινούπολη, το
1315-1320. Η διαφορά με τις παραπάνω είναι ότι απουσιάζει εντελώς ο
κυλινδρικός σωλήνας άντλησης οίνου και μόνο στην δεύτερη προσφέρεται στον
Ιησού ποτήρι με κρασί, για να το ευλογήσει. Ίδιο θέμα με την πρώτη απεικόνιση,
απαντάται και σε άλλο ναό του Μυστρά στη Μητρόπολη.502
Από τον 13ο αιώνα και μετά, παρουσιάζονται και απεικονίσεις με
ολοκληρωμένη την σκηνή του Γάμου της Κανά, με την προσθήκη της τράπεζας,
δίνοντας έτσι ένα ευχαριστιακό νόημα στη σκηνή. Ταυτόχρονα, με την προσθήκη
στην εικόνα του ζεύγους των νεόνυμφων στο τραπέζι, μετατρέπει ο Χριστός, τον
απλό θεσμό του γάμου σε Μυστήριο.
Συγκεκριμένα, σε χειρόγραφο με παράσταση του Γάμου της Κανά (εικ. 62),503
της Μονής Ιβήρων, του Αγίου Όρους, β΄ μισό 13 ου αιώνα, υπάρχει ταυτόχρονη

499
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 154, εικ. 8. Βλ. επίσης
Victoria and Albert Museum, Early Christian and Byzantine Art, Λονδίνο 1951, εικ.6.
500
Π. Λ. Βοσκόπουλος, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Εικόνες, Αθήνα 1995, 155, εικ. 134. Βλ. επίσης
Α. Μπακούρη, Π. Καλαμαρά, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του
Μυστρά, Αθήνα 2001, 120, εικ. 142 και Φωτ. αρχείο 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, 2005.
501
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, The Mosaics, τ. 2, New York 1975, 231, εικ. 117. Βλ.
επίσης, Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Αθήνα 1994, 219, εικ. 204.
502
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972,
157.
503
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. 2, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ.
38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
115
απεικόνιση της τράπεζας και του θαύματος. Στη σκηνή του
θαύματος δεν υπάρχει η Παναγία, ενώ ο Ιησούς ευλογεί
μόνο τις υδρίες. Στην τράπεζα ήδη υπηρέτης έχει
πλησιάσει το τραπέζι και προσφέρει κρασί σε έναν από
τους παρακαθήμενους, τον πιο ηλικιωμένο, από γυάλινο
αγγείο.504
Παρόμοιο σκηνικό παρουσιάζεται την ίδια εποχή σε
τοιχογραφία του κυρίως ναού στο βόρειο τοίχος στον Άγιο
Νικόλαο, στο Ljuboten της Σερβίας (εικ. 80),505 το 1337,
αλλά με την παρουσία του Απόστολου Ιωάννη δίπλα στον
Ιησού, καθήμενος στο τραπέζι.
Επίσης στην τοιχογραφία του ναού του
Παντοκράτορα, στη Μονή Dečani (εικ. 79),506 στο
Κόσσοβο της Σερβίας, το 1335-1355, παρουσιάζεται τόσο
η σκηνή του θαύματος όσο και η σκηνή της τράπεζας με
την παρουσία του Χριστού και της Παναγίας και στις δύο.

Λεπτομέρεια. Συνδαιτυμόνας με ποτήρι κρασιού.


(Α. Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, εικ. 178).

Η σκηνή του θαύματος είναι παρόμοια με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω με


την διαφορά ότι οι υδρίες είναι τρεις και ο Ιησούς εμβαπτίζει την ράβδο σε μία εξ
αυτών. Ενώ στο τραπέζι, ποτήρι κρασιού κρατάει μόνο ένας ηλικιωμένος άνδρας
στη δεξιά πλευρά της σκηνής.

504 .
Ιω. 2:8, καὶ λέγει αὐτοῖς ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ καὶ ἤνεγκαν.
505
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, 3, εικ. 7,8.
506
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. 30. Βλ.
επίσης V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, Βελιγράδι 1941, πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.),
Mural Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies, Βελιγράδι, 1995, έγχρωμη εικόνα
χωρίς αρίθμηση.
116
Ενώ, σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο Ορφανού (εικ. 74),507 στη
Θεσσαλονίκη, το 1310-1320, παρουσιάζεται μόνο το τραπέζι του Γάμου, πλούσιο
σε εδέσματα, όπου ποτήρι κρασιού κρατάει πάλι, όπως στις δύο προηγούμενες, ο
πιο ηλικιωμένος στη δεξιά πλευρά της εικόνας (λεπτ. εικ. 74).
Τέλος, η απεικόνιση της σκηνής του Γάμου της Κανά, περιγράφεται και σε
φορητή εικόνα της Θεοτόκου με θαύματα του Χριστού (εικ. 164 & εικ. 165,
λεπτ.),508 12ος αιώνας, όπου στην δεύτερη σειρά, αριστερά, κάτω από την Παναγία
την Βλαχερνίτισσα, παρουσιάζεται η σκηνή της τράπεζας με την παρουσία του
Ιησού και της Παναγίας και δίπλα η σκηνή του θαύματος, όπου ο Χριστός μόνο
ευλογεί τις τέσσερεις υδρίες.509
Ποτήρι κρασιού κρατάει, ως συνήθως, μόνο ο γεροντότερος των καλεσμένων
και ένας υπηρέτης στη σκηνή του θαύματος, όπως και σε τοιχογραφία στο Curtea-
de-Arges, ναός Αγίου Νικολάου, στο Μπουκοβίνα, Ρουμανία (εικ. 81),510 το 1340-
1360.
Αντίθετα σε τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, στο ναό του Αγίου Νικήτα, κοντά
στο Čučer, στα Σκόπια (εικ. 77) 511 και στη Μονή Gračanica της Σερβίας (εικ. 78),512
εμφανίζονται περισσότεροι καλεσμένοι που κρατούν ποτήρια κρασιού δίνοντας στο
τραπέζι εορταστικό χαρακτήρα.

507
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι
τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings. Αθήνα 2003, εικ. 60. Α.
Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, εικ. 91,
92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994,
161-162, εικ. 142.
508
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), Αθήνα 1956, VII, εικ. 147 και 148,
αντίστοιχα.
509
Δεν είναι έξι, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, πιθανόν λόγω έλλειψης χώρου.
510
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali,
Monuments byzantins de Curtea de Arges, Παρίσι 1931, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2. Φωτογραφικό
αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine, Bucharest.
511
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, εικ. 20. Βλ.
επίσης V. Duric, Byzantinische Fresken im Yugoslavien, έκδ. Hirmer, Μόναχο 1976, εικ. 48.
512
Br. Zivkovic, Gračanica, Les dressings des fresques, Βελιγράδι 1989, 35.
117
Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Ο αποσπασματικός χαρακτήρας της ευαγγελικής διήγησης δεν επιτρέπεται


για εύχερη εξαγωγή συμπεράσματος ως προς τον χαρακτήρα του
περιγραφόμενου δείπνου.513
Η εμφάνιση του οίνου και του άρτου στον Μυστικό Δείπνο,514 ο οποίος είναι
λιτός, χωρίς αμνό, άζυμα και πικραλίδες, όπως ορίζεται από το Πασχαλινό
Ιουδαϊκό Δείπνο.515 Η χρήση οίνου, η ευλογία ενός ή δύο ποτηριών, σύμφωνα με
το ευαγγελικό κείμενο του Λουκά, ενός στην αρχή και του άλλου «μετά τό
δειπνήσαι».516 Ο συνήθης τρόπος ως προς την χρήση του κρασιού, ήταν ένα
ποτήρι απ’ το οποίο έπιναν όλοι μία φορά,517 είναι αντίθετος προς το πασχαλινό
έθιμο, σύμφωνα με το οποίο ο καθένας είχε το δικό του ποτήρι, αλλά έπινε και
τέσσερα ποτήρια κρασί.518
Όμως ο ρητός χαρακτηρισμός του δείπνου από τους συνοπτικούς
ευαγγελιστές ως «Πάσχα»,519 μας οδηγούν στη σκέψη ότι ο Μυστικός Δείπνος
ήταν πασχάλιος.520
Η απεικόνιση του Μυστικού Δείπνου τον 11ο αιώνα αρχικά εμφανίζεται λιτή

513
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 2011, 445.
514
Ματθ. 26:17-29, Λουκ. 22:7-20.
515
Ε. Αντωνιάδης, Ὁ χαρακτὴρ τοῦ τελευταίου Δείπνου τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἄρτος τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, Αθήνα 1961, 39. Βλ. επίσης Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 445.
516
Κατά τη διήγηση του Λουκά, δύο ποτηριών, ενός στην αρχή (22:17) : δεξόμενος τὸ ποτήριον
εὐχαριστήσας εἶπε, λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς και του άλλου ποτηριού (22:20) :
«ὠσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνήσαι λέγων, τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί
μου, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν ἐκχυνόμενον».
517 .
Ματθ. 26:27 : «Λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτῆς λέγων πίετε ἐξ αὐτοῦ
πάντες». Μόνο ο Λουκάς, 22:17,20 μιλάει για δύο φορές ο καθένας, μία φορά στην αρχή και άλλη
μία στο τέλος του Δείπνου.
518
Ε. Αντωνιάδης, Ὁ χαρακτὴρ, 40.
519
Ματθ. 26:18-19 : (...) προς σε ποιώ το πάσχα μετά των μαθητών μου. Και εποίησαν οι μαθηταί
ως συνέταξαν αυτοίς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα. Μαρκ. 14:14 : (...) όπου το πάσχα μετά
των μαθητών μου φάγω. Λουκ. 22:8 : (...) ετοιμάσατε υμίν το πάσχα ίνα φάγωμεν.
520
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 445.
118
σε εικόνα από Ευαγγέλιο (εικ. 220),521 σύμφωνα με τα κείμενα της Καινής
Διαθήκης,522 με την παρουσία μόνο μιας βαθιάς πιατέλας (τρυβλίο), πιθανώς με
ζωμό, άρτο μπροστά από κάθε μαθητή και τον Ιησού και δύο κούπες με κρασί
αριστερά και δεξιά της πιατέλας.
Αργότερα, σε παραστάσεις τραπεζών, εμφανίζεται η σταθερή τριλογία άρτου,
οίνου και ιχθύος, βάση του χριστολογικού τους συμβολισμού. 523 Όπως στον
Μυστικό Δείπνο σε μικρογραφία από Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, f. 53α, της Μονής
Διονυσίου στο Άγιο Όρος (εικ. 218),524 το 1059 και σε τοιχογραφία του San Pietro
στο Ότραντο (εικ. 92),525 που χρονολογείται γύρω στο 1100, εικονίζονται πιατέλα
με ψάρι ή ψάρια, ως βασική τροφή, ατομικοί άρτοι τετράγωνοι (μερίδα - φέτα) ή
ένσταυροι ημικυκλικοί, δύο μεγάλες κούπες με κρασί αριστερά και δεξιά της
πιατέλας, στην δεύτερη με την παρουσία και τριών ποτηριών.
Σε τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου
Νεοφύτου, Κύπρος (εικ. 96 & λεπτ.),526 το 1196, παρατηρούμαι δύο διαφορετικά
περίτεχνα αγγεία με κρασί και ένα μοναδικό ποτήρι με ανάγλυφα σχέδια,
διάσπαρτους ένσταυρους άρτους και την προσθήκη λαχανικών στο τραπέζι του
Μυστικού Δείπνου, το οποίο παρουσιάζεται πλουσιότερο σε ποσότητα και ποικιλία
φαγητών και σκευών.

521
Φ. Κουκούλες, Βυζαντινών βίος, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles avec
painters Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 82.
522
Ματθ. 26:23 : «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει» και Μαρκ. 14:20 : «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος
μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον».
523
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158. Βλ. επίσης Η.
Αναγνωστάκης, Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Τ. Παπαμαστοράκης, Βυζαντινών Γεύσεις, Επτά
Ημέρες, Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 2002, 21-23.
524
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα
1999, 132, εικ. 57.
525
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης R.
Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, I Bizantini
in Italia, Milano, 1982, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ.
380.
526
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης για
λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 147, εικ. 66.
119
Ενώ, στην παράσταση του Μυστικού Δείπνου του 11ου αιώνα, στο Sant'
Angelo in Formis, Capua (εικ. 91),527 απεικονίζονται πάνω στο ημικυκλικό τραπέζι,
κρασί μόνο σε δύο κούπες, χωρίς ποτήρια.
Και στην αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου, στην Pala d' Oro του Αγίου
Μάρκου της Βενετίας (1105) (εικ. 248),528 υπάρχει μία κούπα με την μορφή
δισκοπότηρου με κρασί.
Σε τρεις εκ των παραστάσεων του Μυστικού Δείπνου, σε τοιχογραφία στην
Παναγία Φορβιώτισσα, στην Ασίνου Κύπρου (1106) (εικ. 93),529 σε τοιχογραφία
στον καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως (1156), στη μονή Mirojsky στο Pskov
της Ρωσίας (εικ. 94 & λεπτ.)530 και σε τοιχογραφία στο Karanlik Kilise της
Καππαδοκίας (11ος αιώνας) (εικ. 89),531 εμφανίζονται δύο περίτεχνα σκεύη με
κρασί, τα οποία μοιάζουν με δισκοπότηρα,532 με ίδιο σχήμα και σε ίδια διάταξη στο
τραπέζι, αριστερά και δεξιά της μοναδικής πιατέλας με το ψάρι, χωρίς άλλες
τροφές, τονίζοντας τον χριστολογικό συμβολισμό. Στη μία εκ των δύο, εκείνη που
βρίσκεται εγγύτερα του Ιησού, τείνει το χέρι του ο Ιούδας, αντί για το τρυβλίο,
όπως αναφέρεται στα ευαγγελικά κείμενα.533

527
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 22-23, εικ. 6.
528
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης Η.
R. Hahnloser, R. Polacco (επιμ.), La Pala d'Oro, Βενετία 1994, πίν. XXXI, εικ. 56 (Μυστικός
Δείπνος) και Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 11, εικ. 4.
529
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J.-M Spieser, Byzance médiévale 700-1204, Paris 1996, εικ. 248.
530
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια 66, εικ.18.
531
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης Ν.
Thierry, Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire rupestre de Cappadoce, REB 33
(1975) (η ίδια, Peintures d'Asie Mineure et de Transcaucasie aux Xe et Xle’s., Λονδίνο 1977, αρ.
Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β (Μυστικός Δείπνος) και εικ. 5, σχέδιο, Α (Μυστικός Δείπνος).
532
Το σκεύος μοιάζει με δισκοπότηρο με σαφή ευχαριστιακό υπαινιγμό. Βλ. επίσης παρόμοια
χρήση, Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 299.
533
Ματθ. 26:23 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει και Μαρκ. 14:20 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος μετ’
ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.
120
Σε τοιχογραφία Ναού της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος (1312) (εικ.
534
104), που αποτελεί μέρος από σκηνές του Πάθους στον εξωνάρθηκα του ναού
(εικ. 104α), παρατηρούμε όμοιο αριθμό με τις παραπάνω τοιχογραφίες, αλλά σε
πιο μικρές σε μέγεθος πλατύστομες κούπες με κρασί, τοποθετημένα όμως
αριστερά και δεξιά μπροστά από την κεντρική πιατέλα πάνω σε κυκλικό τραπέζι,
πλούσιο σε εδέσματα και τροφές.
Κατά το β΄ μισό του 14ου αιώνα σε τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου (εικ.
20),535 στο ναό της Περίβλεπτου στον Μυστρά, εμφανίζονται τρεις κανάτες, εκ των
οποίων η μία, πιθανότατα έχει νερό, λόγω διαφορετικού σχήματος από τις άλλες
δύο και στην οποία χρησιμοποιείται ως καπάκι κύπελλο κοινό για όλους, ενώ
υπάρχουν και τέσσερα, προφανώς, γυάλινα ποτήρια κρασιού.
Τέλος, το κρασί απεικονίζεται στον Μυστικό Δείπνο σε φορητή εικόνα με
τέσσερεις σκηνές των Παθών (1080-1200) (εικ. 161),536 όπου βρίσκεται στο πάνω
δεξιά τεταρτημόριο της εικόνας (εικ. 22, λεπτομέρεια), από τις τέσσερεις συνολικά
πολυθεματικές εικονογραφήσεις της Μονής Σινά, όπου περιέχεται η σκηνή του
Μυστικού Δείπνου.537

γ) Λειτουργικές συνθέσεις

Η σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

534
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας,
Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση –
Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, Η βυζαντινή
κοινωνία και οι εικόνες της, Αθήνα 2010, 242, εικ. 126.
535
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei.
Die letzte Phase, Frankfurt 1968, εικ. ΧΧVIII. (D. T. Rice, Byzantine Painting: The Last Phase.
Weidenfeld & Nicolson, London, 1968.). J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις
πηγές, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 18, εικ. 1. G. Millet,
Monuments byzantins de Mistra, Paris 1910, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου,
Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, κεφ. Το Βυζαντινό Τραπέζι, Αθήνα 2001,
ης
94-95, εικ. 109, Φωτ. Αρχείο 5 Ε.Β.Α.).
536
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, V. Εικόνες εποχής Κομνηνών, εικ. 66.
537
Όπ.π. βλ. λεπτομέρειες και περιγραφή των υπόλοιπων πολυθεματικών εικονογραφήσεων της
Μονής Σινά, στο κεφάλαιο Άρτος – Ψωμί της παρούσας εργασίας
121
Ο οίνος ως ένα από τα δύο κύρια στοιχεία της Θείας Κοινωνίας,
παρουσιάζεται στις απεικονίσεις της Κοινωνίας των Αποστόλων, περιγράφοντας
επακριβώς το: «και λαβών το ποτήριον καί εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων.
πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26:27).
Ο οίνος και η διαδικασία της Μετάληψης, στις περισσότερες βυζαντινές
εικονογραφήσεις της παραπάνω σκηνής, διαχωρίζεται από εκείνη του άρτου με
την Μετάδοση, δίνοντας έτσι ιδιαίτερη ξεχωριστή σημασία στο κάθε γεγονός.
Γίνεται σχεδόν πάντα με την παρουσία του Χριστού, ως Μέγα Αρχιερέα να
κοινωνεί του Αποστόλους και δύο ασωμάτων αγγέλων, ντυμένοι σαν διάκονοι,
υπογραμμίζοντας έτσι ότι είναι ο κύριος λειτουργός538 και θέτοντας όλη την
παράσταση κάτω από ένα συμβολικό χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η απεικόνιση με θέμα: Ο Χριστός ως Μέγας
Αρχιερέας, σε τοιχογραφία στην αψίδα του ναού των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής
στο Lesnovo της Σερβίας (εικ. 140),539 το 1349. Ο Χριστός ενδύεται με αρχιερατικά
άμφια, ευλογώντας τα τίμια δώρα και με τα δύο του χέρια ταυτόχρονα, έχοντας
αριστερά του το δισκοπότηρο με το κρασί.540
Σε μερικές απεικονίσεις, όπως στη τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Νικολάου
τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14 ου αιώνα, η παρουσία του
Αρχιερέα είναι δηλωτική από την όψη της ενδυμασίας του Κυρίου, αφού φορά τον
αρχιερατικό πολυσταύριο σάκο, όπως και στις σύγχρονες τοιχογραφίες του ναού
του Αγίου Νικολάου Τζώτζα, στη Καστοριά (εικ. 149),541 γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα,
στο ναό του Αγίου Αντωνίου, στο Βροντήσι Κρήτης (εικ. 150), 542 τέλη 14ου αιώνα

538
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 69.
539
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 6, εικ. 13.
540
Όπ.π. 15. Παρατηρούμε τα μακριά, στενά και ριγέ μανίκια, δανεισμένα από την τοπική μόδα της
εποχής, που καλύπτει τα χέρια του Ιησού.
541
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1999, 253, εικ. ΙV.
542
Τ. Παπαμαστοράκης, «Η μορφή του Χριστού - Μεγάλου Αρχιερέα», Δελτίο ΧΑΕ 17 (1993-1994),
68, εικ. 1. Βλ. επίσης Κ. Gallas, Κ. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983,
εικ. 71.
122
και στο ναό του Αγίου Ευτυχίου στον Άγιο Νικήτα του Cucer,543 όπως απεικονίζεται
σε συνθέσεις της Θείας Λειτουργίας.544
Ο οίνος εμφανίζεται πάνω στην Αγία Τράπεζα σε δισκοπότηρο, όπως σε
ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία, στο Κίεβο (εικ. 122),545 το 1037 και σε μικρογραφία
από προμετωπίδα λειτουργικού ειληταρίου της Μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου,
στην Πάτμο (εικ. 253),546 αρχές 13ου αιώνα, όπου την θέση του Χριστού ως
λειτουργού έχει πάρει ο Μέγας Βασίλειος με την παρουσία δύο διακόνων.
Αντί για δισκοπότηρο απεικονίζεται αμφορέας (δοχείο), σε τμήμα
τοιχογραφίας της αψίδας του Ιερού στην Αγία Σοφία, της Αχρίδας (εικ 123),547 το
1037-1056.
Ενώ συχνά ο οίνος εμφανίζεται και ως άμεση προσφορά από τον Κύριο
στους Αποστόλους. Συγκεκριμένα σε τοιχογραφία στην κόγχη του ναού της
Παναγίας Φορβιώτισσας ή Ασίνου, στο Νικητάρι (περιοχή Σολέα) της Κύπρου (εικ.
124),548 το 1105-1106 και σε τοιχογραφία στη κόγχη του καθεδρικού ναού της
Μεταμορφώσεως στη Μονή Mirojsky, στο Pskov της Ρωσίας (εικ. 125),549 το 1156.
Επίσης παρουσιάζεται σε τοιχογραφία του 12 ου αιώνα, όπως στην δυτική
πρόσοψη της τράπεζας της Μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στην Πάτμο (εικ.

543
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 247.
Επίσης αναφέρεται ότι: το φαινόμενο απηχεί, κατά πρόσφατη ερμηνεία, το γεγονός της
αυξανόμενης τότε εξουσίας του Πατριάρχη έναντι του Αυτοκράτορα.
544
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων, 254.
545
V. Lazarev, Old Russian Murals und Mosaics from the XI to XVI Century, London 1966, 39 f,
πίν. 21-24.
546 η
Α. Κομίνης, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα 1988, 314, εικ. 25 και 4 Εφορεία
Βυζαντινών Α,ρχαιοτήτων, ΥΠ.ΠΟ/ΤΑΠ, Ρόδος.
547
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 53, εικ.
24. Βλ. επίσης R. Hamann, Mac Lean, H. Hallensleben, Die monumental Malerei in Serbien und
Makedonien vom I, 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Gieben, 1963, πίν. 4 (1,3:ΙΙ 20-23 και ΙΙΙ 1)
και Α. Grabar, «Les peintures dans le chœur de Sainte Sophie d’Ochrid», CA 15 (1965), 257-265,
259f.
548
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 54, εικ. 25. Βλ. επίσης
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 75, εικ. 29
549
Όπ.π. 68, εικ. 21.
123
126),550 στην κόγχη του ναού των Αγίων Αποστόλων, στο Πέρα Χωριό της
Κύπρου (εικ. 129)551 και σε τοιχογραφία του άνω διαζώματος κόγχης του ναού του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στη Κάτω Λεύκαρα Κύπρου (εικ. 131).552
Στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό της Θεσσαλονίκης εικονίζεται η σκηνή στο
μέτωπο της ανατολικής πλευράς, μοιρασμένη σε δύο πίνακες, με τη Μετάδοση
αριστερά και τη Μετάληψη δεξιά της αψίδας (εικ. 137),553 το 1310-1320, όπου ο
Κύριος μεταλαμβάνει με πολύτιμο δοχείο τον Ιωάννη, όπως εμφανίζεται συχνά
και στις μακεδονικές τοιχογραφίες του 14 ου αιώνα.554
Την ίδια χρονικά εποχή, παρατηρούμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο τυπικό και
σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, στη Θεσσαλονίκη (εικ.
133),555 το 1303.
Αλλά και σε τοιχογραφίες στο ναό της Μονής Gračanica της Σερβίας (εικ.
138),556 στις αρχές του 14ου αιώνα, στην αψίδα του Αγίου Νικολάου, στο Ljuboten
της Σερβίας (εικ. 139),557 το 1337, στο ναό της Παναγίας της Μονής Mateić
(Mateiča) στη Σερβία (εικ. 144),558 1356-1360, στη αψίδα του ναού του Αγίου
Δημητρίου στο Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), στα Σκόπια (εικ. 146),559

550
Όπ.π. 149, εικ. 67. Βλ. επίσης Α. Κ. Orlando, The architecture and the frescoes of Patmos,
μτφρ. ελληνικά, Αθήνα 1970, εικ. 80 και Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle Byzantine
Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982, εικ. 347.
551
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, εικ. 73
552
Όπ.π. 71, εικ. 24.
553
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, 39,
εικ. 72, Ι.7 και εικ. 73, Ι.8, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ. Αχείμαστου
– Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 159, εικ. 139
554
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 247.
555
Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985, εικ. 2.
Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3) στον
ναό του Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 2008, εικ. 46, 49.
556
O. Demus, The Style of the Kariye Djami and its Place in the Development of Palaeologan Art,
στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 36. Φωτογραφία από
Federal Institute for the Protection of Historical Monuments, Belgrade.
557
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 1, εικ. 3.
558
Όπ.π. pl. 31, εικ. 64.
559
Όπ.π. pl. 82, εικ. 155.
124
το 1366-1371 και στο Ιερό Βήμα του ναού της Παναγίας, στη Μονή Στουντένιτσα
(Studenica), (εικ. 127).560
Αλλά και ως Θεία Κοινωνία που προσφέρεται στους Αποστόλους με
κοχλιάριο, όπως μαρτυρούν οι τοιχογραφίες στην κόγχη του ναού της Παναγίας,
κοντά στο Μονάγρι Κύπρου (εικ. 132),561 στα τέλη του 12ου αιώνα και στην αψίδα
του ναού των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής του Lesnovo των Σκοπίων (εικ.
141),562 το 1347.
Η σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων απεικονίζεται και σε χειρόγραφο από
Τετραευαγγέλιο,563 της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, gr. 74, fol. 156v (εικ.
225),564 του 11ου αιώνα, όπου ο Ιησούς εμφανίζεται αριστερά και δεξιά να διανέμει
τον άρτο και τον οίνο στους Αποστόλους.

Η σκηνή της Ουράνιας Κλίμακας του Ιακώβ

Σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική παράσταση δείπνου σε τοιχογραφία


του εξωνάρθηκα στο Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου (εικ. 159 & λεπτ.), το 1312,
με θέμα Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Ουράνια Κλίμακα, μιας απαξιωτικής
απεικόνισης πλουσιοπάροχου γεύματος, συμποσιάζονται Βυζαντινοί με
βαρβάρους, Τάταρους και Βάραγγους. Η απόλαυση του συμποσίου φαίνεται στην
κίνηση του βυζαντινού άρχοντα που χαϊδεύει την γενειάδα του και στον οίνο που

560
V. Petkovic, La peinture serbe du moyen âge, Beograd 1930, εικ. 3 & 4.
561
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 273, εικ. 134.
562
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 5, εικ. 15.
563
Η. Omont, Evangiles avec painters Byzantines du XIe siècle, ΙI, Paris 1908, 6. Συγκεκριμένα
στο κατά Λουκά ευαγγέλιο.
564
Όπ.π. πίν. 133.
125
μόλις καταφθάνει και προσφέρεται από γυάλινη κανάτα σε γυάλινα ποτήρια. 565
Ο πρώτος από τους βυζαντινούς άρχοντες που δέχεται το θαυμάσιο κόκκινο
κρασί κάνει μια κίνηση αποκαλυπτική. Με το ένα χέρι υψώνει το ποτήρι του γεμάτο
με κρασί και με το άλλο πιάνει ένα ραπάνι από το τραπέζι.

Η σκηνή τραπεζιού στην οικία του Ιώβ

Παρόμοια ως προς τον πλούτο, με την προηγούμενη παράσταση,


ενισχυμένη με διάφορα στοιχεία τρυφηλής δίαιτας τράπεζα, εικονίζεται στο
χειρόγραφο του Ιώβ, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, κώδ. 135, στα φ. 18ν
(εικ. 240),566 και φ. 9ν (εικ. 241),567 με θέμα: ¨Τραπέζι στην οικία του Ιώβ¨, μία από
τις πιο αντιπροσωπευτικές μικρογραφίες πλούσιων τραπεζών, που χρονολογείται

565
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church,
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005 143, εικ. 13. Με θέμα: Η
ο
Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Λαιμαργία, από το 14 κεφάλαιο του έργου του Αγίου Ιωάννη
του Σιναΐτου, η οποία αποτελεί προειδοποίηση για τα μάτια των μοναχών. Στην τοιχογραφία
διακρίνεται στη δεξιά πλευρά ένας εκ των μοναχών, εγκαταλείπει την σκάλα για να συμμετέχει στο
γεύμα των βαρβάρων, ο οποίος προωθείται από ένα ζευγάρι δαιμόνων. Η Ουράνια Κλίμακα του
Ιακώβ αναφέρεται στο όραμα του βιβλικού πατριάρχη, όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης,
28:10-19, Το όνειρό του Ιακώβ στη Βαιθήλ. Και συγκεκριμένα στο στίχ. 12: καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ
κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ
ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. Στη θεολογική παράδοση η κλίμακα ερμηνεύεται ως
προεικόνιση του Χριστού (ο οποίος γεφυρώνει τη γη με τους ουρανούς), αλλά συχνότερα
εμφανίζεται ως υπόδειγμα για τον πνευματικό ασκητικό βίο. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes, and Wine, Πρακτικά
Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Τα
ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση –
Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, τόμ. β΄, εικ. 231.
566
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises, Παρίσι 1992, no.
354, 460.
567
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93, εικ. 108. Για την λεπτομέρεια βλ. Λ. Νικολακάκη, Η Βυζαντινή Οικία, στο ίδιο έργο, 86,
εικ. 97.
126
το 1361-1362.568 Η μικρογραφία αποδίδει το γεύμα στην οικία του μεγαλύτερου
από τους υιούς του Ιώβ.569 Οι συνδαιτυμόνες τρώνε και πίνουν κρασί, συζητώντας
καθισμένοι στις δύο πλευρές μιας αρχοντικής τράπεζας, πάνω στην οποία
βρίσκονται κύπελλα με κρασί και ένας ιδιαίτερα καλαίσθητος αμφορέας.

Η σκηνή των Εισοδίων της Θεοτόκου

Κρασί συναντάμε σε παράσταση από σκηνή της ζωής της Παναγίας κατά τον
14ο αιώνα και συγκεκριμένα από τα Εισόδια της Θεοτόκου, σε τοιχογραφία στο ναό
Τιμίου Σταυρού, στο Πελέντρι Κύπρου (εικ. 47),570 πάνω σε στρόγγυλο τραπέζι, σε
γυάλινη καράφα και δίπλα της κούπα κρασιού, θέλοντας να τονιστεί με αυτό τον
τρόπο, ο εορταστικός χαρακτήρας της σκηνής. Η παρουσία μικρού αμφορέα
νερού, δίπλα από την κούπα, δηλώνει ίσως την πρόθεση των συνδαιτυμόνων να
«νερώνουν» το κρασί τους (ή κεκραμένος οίνος).

Λοιπές παραστάσεις με γεύματα

Επίσης εκτός από τις παραπάνω βασικές παραστάσεις συμποσίων,


υπάρχουν κι άλλες, όπου υφίσταται το κρασί.
Η ύπαρξη κυπέλλων για το κρασί εμφανίζεται και σε πρωιμότερη
μεσοβυζαντινή σωζόμενη παράσταση πλούσιας τράπεζας, που χρονολογείται στα
Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1346, στο φ. 134ν, κώδ. 1199, της
Μονής Βατοπεδίου, όπου προσωποποιείται ο μήνας Φεβρουάριος, ως γέροντας

568
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152. Το χειρόγραφο
γράφτηκε από τον Μανουήλ Τζυκανδύλη και πρέπει να ζωγραφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το
1361 ή στο Μυστρά το 1362.
569
Όπ.π. 152.
570
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια, Επιτραπέζια και Μαγειρικά
Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, Λευκωσία 1999, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, «Ελαιώδη διά άρτυμα»,
Αρχαιολογία & Τέχνες 116, Αθήνα 2010, 30 και Α. & J. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus.
Treasures of Byzantine Art, Trigraph-London για Α. G. Leventis Foundation, London 1985, εικ. 2.
229, εικ. 130. J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire
Byzantin et en occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
127
καθισμένος μπροστά στη φωτιά και έτοιμος να φάει (εικ. 239),571 ένας υπηρέτης
τον οινοχοεί, τού προσφέρει ένα ποτήρι κρασί.
Και στην τοιχογραφία με θέμα το Γεύμα του Θεοπίστου (εικ. 158 & λεπτ.),572
στο ναό της Παναγίας, γνωστός στην περιοχή ως Επισκοπή, στα Μέσα Μάνης, 573
12ος αιώνας, στη καμάρα του Διακονικού,574 απεικονίζονται πάνω στο τετράγωνο
τραπέζι, δύο περίτεχνες διακοσμημένες κούπες κρασιού, δεξιά και αριστερά της
πιατέλας και υπηρέτης όρθιος πίσω από τον άγιο, κρατάει σκεύος, πιθανόν με
κρασί. Σε τοιχογραφία στην αψίδα του ναού των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής του
Lesnovo των Σκοπίων (εικ. 156),575 το 1349, παρατηρείται μία μοναδική
απεικόνιση της θεραπείας του ύπατου Στουδίου και των συντρόφων του, από
δερματική ασθένεια.576 Στα δεξιά και κάτω της εικόνας εμφανίζονται όλοι μπροστά
σε ένα τραπέζι όπου διασκεδάζουν μετά τη θεραπεία, πίνοντας κρασί, ενώ
αμφορέας μικρός παρατηρείται και πάνω στο τραπέζι.577

571
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, εικ. 20. Βλ. επίσης Οι
Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. 4, Αθήνα 1991, 322- 324, εικ. 318.
572
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα, 1995, 200, πίν. 47 και 220,
εικ. 46 (λεπτ.). Βλ. επίσης, ο ίδιος, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι Μάνης, 107-109, πίν. 88α. Και I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ.
573
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 152. Κοντά στο χωριό Σταυρί της
Κοινότητας Κίττας, του μικρού συνοικισμού Άγιος Γεώργιος, απέναντι στο ακρωτήριο Τηγάνι.
574
Όπ.π. 179, εικ. 26, του ΝΑ πλάγιου διαμερίσματος.
575
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 5, εικ. 16. Βλ. επίσης Αρχιμ. Σίλας
Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην Βυζαντινή Τέχνη των
Βαλκανίων, Αθήνα – Γιάννινα 1989, εικ. 17δ΄.
576
Όπ.π. 173-174. Βλ. επίσης L. Milković, “Nejasne freske iz ciclusa cuba sv. Arhandjela Mihaila u
Lesnovu”, GSND 3 (1928), επαναδημοσιεύθηκε στο L. Milković, Ikonografske studie, 321-324, ο
οποίος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την παράσταση με βάση κάποιο κείμενο, που αναφέρεται σε
θαύματα του αρχάγγελου Μιχαήλ ή των Ασωμάτων Δυνάμεων.
577
Αρχιμ. Σίλας Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων 174. Η
τοιχογραφία είναι πολυθεματική και παρουσιάζει τη θεραπεία του ύπατου Στουδίου και των
συντρόφων του στο ναό του Αρχάγγελου Μιχαήλ στα Γέρμια, όπου υπήρχε πηγή, στην οποία
μικρά ψάρια έγλειφαν τα σώματα των ασθενών, θεραπεύοντας τα. Στο ναό πήγε αφού πρώτα τον
είχε επισκεφθεί και αλείψει με λάδι από καντήλι και νερό από την πηγή του ναού, κάποιος Γουλέων
ή Γουλεόντιος, ιερωμένος, ο οποίος και απεικονίζεται ντυμένος μοναχός, καθιστός χωρίς να
συμμετέχει στο φαγοπότι του Στουδίου, στο ανατολικό μέρος του ναού.
128
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΙΧΘΥΣ – ΨΑΡΙ

1. Το ψάρι στο διατροφολόγιο των ανθρώπων της βυζαντινής εποχής

Η κατανάλωση ψαριών είναι στο Βυζάντιο συχνότερα σε σχέση με αυτή του


κρέατος,578 αλλά μαρτυρούνται και από απεικονίσεις ψαριού σε πινάκια,579 η
χρήση του γενικεύεται παρά τις εθνικές ιδέες περί ιχθυολατρείας και της
αποθεώσεως αυτοκρατορικών προσώπων.580 Επειδή στη Συρία και την Αίγυπτο
επικρατεί η ιχθυολατρεία, οι χριστιανοί αντιτάσσουν την λατρεία του αληθινού Ιχθύ,
ως σύμβολο του εξανθρωπίσαντος και θυσιασθέντος Χριστού για τη σωτηρία του
κόσμου. Αφ’ ετέρου, επειδή σε επιγραφές και νομίσματα θεοποιούνται πρόσωπα
και ιδίως Ρωμαίοι Αυτοκράτορες (π.χ.: Αυτοκράτωρ Καίσαρ.... Θεού υιός,
σεβαστός κλπ) αντιτάχθηκε απέναντι σε αυτόν τον ασεβή τίτλο η ακροστιχίδα:
Ιησούς, Χριστός, Θεού, Υιός, Σωτήρ, με την οποία οι χριστιανοί εξέφραζαν την
πίστη τους προς τον Χριστό, ως τον μοναδικό αληθινό υιό του Θεού.581

ος
Εφυαλωμένο πινάκιο, Μουσείο Κορίνθου, 13 αι.
(E. Kislinger, ¨Λαϊκές ταβέρνες – χριστιανικοί
ξενώνες¨, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ–7ΗΜΕΡΕΣ «Βυζαντινών
Γεύσεις», 9)

578
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 132.
579
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 294-295.
580
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. α΄, 92-93. Περί αρχαίας ανατολικής
ιχθυολατρείας βλ. την Κύρου Ἀνάβασιν του Ξενοφώντος (βιβλ. Α΄, κεφ. δ΄, στ. 9), όπου λέγεται ότι
οι στρατιώτες του Κύρου διαβένοντας τις πύλες της Κιλικίας πήγαν στο Χάλο ποταμό: πλήρη
ἰχθύων μεγάλων καὶ πραέων, οὖς οἱ Σύροι θεοὺς ἐνόμιζον καὶ ἀδικεῖν οὐκ εἴων. Επίσης βλ. το
κλασσικό στο είδος του πεντάτομο έργο του F.J. Dolger, IXΘΥC, 1910-1937, περί της
η
ιχθυολατρείας και αποθεώσεως Ι, 1928, 388. Πρβλ. και A. Deissmann, Licht von Osten, 4 έκδ.
1923, 294 και N. Bousset, Kyrios Christos, 1935 (4, 93).
581
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 92-93. Βλ. επίσης Π. Ι. Σκαλτσή,
Λειτουργικές Μελέτες Ι, Θεσσαλονίκη 2010, 22.
129
Μεταξύ των αναφορών στα βυζαντινά κείμενα σε διάφορα διατροφικά είδη, τα
ψάρια κατέχουν την πρώτη θέση σε κατανάλωση, ενώ η υψηλή θρεπτική τους αξία
επισημαίνεται και από του ιατρούς της εποχής.582
Τα ψάρια, οι λεγόμενοι λευκοί ιχθύες, θεωρούνταν είδος πολυτελείας στη
διατροφικές επιλογές των βυζαντινών. 583
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ο θεσμός των νηστειών συνέβαλε
καθοριστικά στην αυξημένη κατανάλωση ψαριών, καθώς το βασικό κριτήριο για
τον προσδιορισμό των τροφών που επιτρέπονταν στις περιόδους νηστείας, είναι η
περιεκτικότητά τους σε αίμα.584
Ωστόσο, η προτίμηση των Βυζαντινών για τα ψάρια ήταν τέτοια, ώστε να
μαγειρεύουν αυτά ακόμα και τις ημέρες της νηστείας παρά τις εκκλησιαστικές
απαγορεύσεις.585 Έτσι, τα ψάρια ήταν σύνηθες φαγητό των Βυζαντινών μοναχών
και επισκόπων,586 με αποτέλεσμα στις τράπεζες των μονών τα ψάρια να αντικαθι -

582
Ορειβάσειος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία, 2,58: Πεποίηται μὲν ἡ νηχαλέα φύσις σιτίων ἄθυρμα
.
ταῖς εὐτραπέζοις ἀπολαύσεσι, μέγα δὲ ὄφελος κἀν ταῖς κατὰ ὑγείαν διαίταις Νικόλαος Υδρούντος,
Στίχοι, 15,80: Ἔναιμον ἰχθὺν καὶ σῦκον ῥέον γάλα / ἐσθίε πάντη καὶ μένεις ἄνευ βλάβης. Πρβλ. K.
.
Devedjian, Peche et pecheries en Turquie, Constantinople 1926, 10-37 Ε. Kislinger, Gastgewerbe
.
und Beherbergung in Fruhbyzantinischer Zeit, Wien 1982, 74-91 M. Kokoszko, «Ryby i ich u
znaczenie w zyciu codziennym ludzi poznego Antyku I wczesnego Bizancjum (III-VII w)», ByzLod
9, (2005), 400-430.
583
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 294.
584
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 132. Βλ. επίσης Κανών ΙΕ΄ Πέτρου Αλεξανδρείας:
«Οὐκ ἐγκαλέσει τὶς ἡμῖν παρατηρουμένοις τετράδα, καὶ παρασκευήν, ἐν αἷς καὶ νηστεύειν ἡμῖν κατὰ
παράδοσιν εὐλόγως προστέτακται» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών Κανόνων, τ. Δ΄,
43). Θεόδωρος Βαλσαμών, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΞΘ΄ κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Κατάλυσιν δὲ
.
ἀκούων, μὴ εἴπῃς τὴν διὰ κρέατος δι’ ἀσθένειαν γὰρ σωματικὴν οὐ παραχωρηθήσεται τίς, κἀν τὰ
λοίσθια πνέῃ, κρεωφαγῆσαι τὴν μεγάλην Τεσσαρακοστὴν.» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και
Ιερών Κανόνων, τ. Β΄, 88-89).
585
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Κεφ. Αἱ Τροφαὶ καὶ τὰ Ποτά, Τὰ ἐκ
Διαφόρων Ἰχθύων Μαγειρέματα, Αθήνα 1952, 79. «Εἰς τὰ μοναστήρια ἐννοεῖται ἀπηγορεύετο ἡ
χρῆσις ἰχθύων κατὰ Τετάρτην καὶ Παρασκευήν».
586
Ιωάννης Δαμασκηνός, Λόγος ἀποδεικτικὸς περὶ τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, PG 95, ιδ΄,
. .
332Α: «καὶ τοὺς ἰχθύας τοὺς μεγάλους τὴν δὲ ποίμνην αὐτῶν ἀμελῶς βλέπουσι καὶ τῶν σωμάτων
αὐτῶν ἐπιμελῶνται, τῆς δὲ ψυχῆς καταφρονοῦσιν.». Βλ. επίσης EO, 227, 90. Περὶ τῶν διαφόρων
εἰδῶν τῶν τρωγομένων ἰχθύων.
130
στούν το κρέας.587
Καθώς επίσης και σε ασθενείς επιτρεπόταν η κατάλυση ψαριών την
Τεσσαρακοστή, την Τετάρτη και Παρασκευή.588 Μετά τον 12ο αιώνα,589 εκτός από
τις καθιερωμένες νηστείες της Τεσσαρακοστής του Πάσχα, της Τετάρτης και της
Παρασκευής, φαίνεται ότι παγιώνονται και άλλες νηστείες, όπως των
Χριστουγέννων και των Αγίων Αποστόλων, κατά την διάρκεια των οποίων
επιτρέπεται η κατάλυση ιχθύων, εκτός από τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή,590

587
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 133. Βλ. επίσης
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, «Ἐπίσκεψις Βίου μοναχικοῦ», εκδ. Κ. Metzler, “Eustathii
Thessalonicensis de Emendanda Vita Monachica”, CFHB 45, Berlin 2006, 55.21, 64.14, 66.29,
Νικήτας Χωνιάτης, «Χρονική Διήγησις», εκδ. J. van Dieten, Nicetae Chroniatae Historia, CFHB
11/I-II, Berlin-New York 1975, 330-332. Τυπικόν της Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, εκδ. P.
Gautier, Le Typikon du Christ Sauveur Pantocrator, REB 32 (1974), 56-60, Τυπικὸν Ἁγίου Ὅρους
γεγονὸς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀειμνήστου βασιλέως κὺρ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου, εκδ. Ph.
Meyer, στο Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athoskloster, Leipzig 1894, 227.88-228.91,
Βίος Συμεών Στυλίτου, εκδ. P. Van den Veen, “La Vie Ancienne de S. Symeon Stylite le Jeune“, SH
32, Paris 1962, 148.
588
Θεόδωρος Βαλσαμών, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ΞΘ΄ κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ὑπέξελέ μοι τοὺς
. .
νοσοῦντος οὔτοι γὰρ καταλύοντες δι’ ἰχθύων, συγγνωσθήσονται » (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των
θείων και Ιερών Κανόνων, τ. Β΄, 89).
589
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 133. Βλ. επίσης K.
Holl, Die Enstenhung der vier Fastenzeiten in der grieschischen Kirche, Berlin 1923, 34-35 και E.
Pieler P. E., «Johannes Zonaras als Kanonist, N. Oikonomides (Ed)», Byzantium, Athenes 1991,
612-613.
590
Δ. Καππάης, Η Νηστεία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, Λεμεσός 1995. Συμεών
Κούτσας, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας. Γιατί, πότε και πως νηστεύουμε, Αθήνα Δεκέμβριος
1991. Β. Ε. Βολουδάκης, Νηστειοδρόμιο, Αθήνα 1999. Βλ. επίσης Εκκλησιαστικόν Τυπικόν, Βενετία
1685, 213. Κατά την περίοδο της νηστείας των Χριστουγέννων γίνεται κατάλυση ψαριού έως τις 17
Δεκεμβρίου, ενώ στη νηστεία των Αγίων Αποστόλων επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού, ακόμα και
την ημέρα της εορτής των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου), εάν είναι ημέρα
Τετάρτη ή Παρασκευή. Βλ. επίσης όπ.π. Εκκλησιαστικόν Τυπικόν, Βενετία 1685, 241 και
Ὡρολόγιον Μέγα, περιέχον ἅπασαν τὴν ἀνήκουσαν αὐτῶ ἀκολουθίαν κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῶν ὑποκειμένων αὐτὴ εὐαγῶν μοναστηρίων, Βενετία 1892, 265, 269, 373.
131
ακόμη και από τους μοναχούς.591
Επιπλέον των παραπάνω περιόδων νηστείας, προβλεπόταν η κατανάλωση
ψαριών σε ημέρες μεγάλων εορτών, η τέλεση των οποίων συνέπιπτε με ημέρα
περιόδου νηστείας ή Τετάρτη και Παρασκευή.592

591
Μ. Χρόνη, Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 133.
Βλ. επίσης Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, <Λόγοι>, 29-30, Τυπικόν της Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ
Παντοκράτορος, “Le Typikon du Christ Sauveuy Pantocrator”, REB 32 (1974), 56-60, Τυπικόν
Αγίου Όρους γεγονός επί της βασιλέιας του αειμνήστου βασιλέως κυρ Κωνσταντίνου του
Μονομάχου, έκδ. Ph. Meyer, στο Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athoskloster, Leipzig
1894, 227.88-228.91, Ὑποτύπωσις καταστάσεως τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ὑποτύπωσις
καταστάσεως τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, έκδ. P. Meyer, στο Die Haupturkunden fur die
Geschichte der Athoskloster, Leipzig 1894, 137.10 κ.εξ. Νείλου ἱερομονάχου καὶ καθηγουμένου καὶ
κτήτορος τῆς σαβασμίας μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαχαιρὰ, Τυπική διάταξις, έκδ. Ι.
Τσικνόπουλος, Κυπριακά Τυπικά, ΠΜΚΙ 2, Λευκωσία 1969, 241, Τυπικὸν μονῆς Θεοτόκου τῆς
Κεχαριτωμένης, έκδ. P. Gautier, “Le Typikon de la Théotokos Kecharitomene“, REB 43 (1985), 12-
13.
592 .
Δ. Καππάης, Η Νηστεία Συμεών Κούτσας, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας, Β. Ε. Βολουδάκης,
Νηστειοδρόμιο. Βλ. επίσης Εκκλησιαστικόν Τυπικόν, Βενετία 1685, 213. Οι συνολικές ημέρες
υποχρεωτικής κατανάλωσης ψαριού είναι 12: 7 Ιανουαρίου (Σύναξη Ιωάννου Προδρόμου), 2
Φεβρουαρίου (Υπαπαντή του Ιησού Χριστού), 25 Μαρτίου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), 24
Ιουνίου (Γέννηση του Τιμίου Προδρόμου), 6 Αυγούστου (Μεταμορφώσεως του Σωτήρα Χριστού),
29 Ιουνίου (εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, 15 Αυγούστου (Κοιμήσεως της
Θεοτόκου), 8 Σεπτεμβρίου (Γέννηση της Θεοτόκου), 14 Σεπτεμβρίου (Ύψωση του Τιμίου Σταυρού),
14 Νοεμβρίου (εορτή του Απόστολου Φιλίππου και έναρξης της περιόδου νηστείας
Χριστουγέννων), 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου), Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, Τετάρτη
της Αποδόσεως του Πάσχα. Επιτρέπεται η κατάλυση ιχθύων κατά την περίοδο της νηστείας των
Χριστουγέννων από τις 14 Νοεμβρίου έως και την 17 Δεκεμβρίου, καθώς και στη κυμαινόμενη από
αριθμό ημερών νηστείας των Αγίων Αποστόλων. Επιπλέον προβλέπεται σε εορτές που βρίσκονται
η
ενδιάμεσα σε μακρές περιόδους νηστείας, όπως κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή: την 25
Μαρτίου, εορτή του Ευαγγελισμού, την Κυριακή των Βαΐων και την εβδομάδα μετά την Κυριακή της
Απόκρεω. Κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων: στις 14 Νοεμβρίου, αρχής της
περιόδου και στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ενώ στη περίοδο νηστείας του
Δεκαπενταύγουστου: στις 6 Αυγούστου, εορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και στις 15
Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εάν συμπέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή. Επίσης
ημέρα Τετάρτη καταναλώνεται υποχρεωτικά ψάρι την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής και την
132
Αντίθετα η κατανάλωση των υπόλοιπων ένυδρων ειδών, όπως τα
οστρακοειδή ή όστρακα (μύδι ή μύαξ, αχινός, κτένι, κ.ά.), τα μαλακόστρακα
(αστακός, καβούρι, κ.ά.) και τα μαλάκια (καλαμάρι ή τευθίς, χταπόδι ή πολύπους
κ.ά), επιτρέπεται κατά τις περιόδους όλων των νηστειών, ακόμη και των
αυστηρότερων.593
Στη βυζαντινή γραμματεία εντοπίζονται περισσότερα από εκατόν δέκα
ονόματα ψαριών, που κατανάλωναν οι Βυζαντινοί στην καθημερινή τους ζωή,
νωπά ή συντηρημένα.594
Στα βυζαντινά κείμενα οι ιχθείς διακρίνονταν ως προς την φυσιολογία τους σε
σκληρόσαρκους (γοφός ή αμία, γαλέος ή γαλεώνυμος, ξιφίας ή θρανίς, λυθρίνι ή
ερυθρίνος ή λυθρίνος, τόνος ή θυννίς και θύννος, κέφαλος, κολιός ή κολίας,
λακέρδα ή λακέρτα, μελανούρι ή μαλάνουρος, ροφός ή ορφός, μπαρμπούνι ή
τρίγλη, κ.ά.).
Σε σκληρόσαρκους πλατείς (πέρκα ή πέρκη, ρίνα, γλώσσα ή ψήττα, κ.ά),
μαλακόσαρκους (γωβιός ή αντακόσχηλος, σαρδέλλα ή αφύη, χάνος ή αχάρνης,
γώπα ή βώπα ή βώκος ή βώψ, γαλέος ή γαλαξίας, χέλι ή έγχελυς ή γόγγρος,
ζαργάνα, ρέγγα / τσίρος ή μαινίς, μουρμούρα ή μορμύρος, μαρίδα ή σμαρίς ή
οσμαρίς, τσιπούρα ή χρυσόφρυς, κ.ά). Ή μεσαίους (γάδος ή βάκχος, λαβράκι ή
λάβραξ, συναγρίδα, κ.ά.).595
Υπήρχε αφθονία και ποικιλία ψαριών, ανάλογα με τον τόπο αλιείας ή την
προέλευσή τους, γι αυτό διακρίνονταν σε αιγαιλώδεις ή αιγιαλείους, σε πετραίους,
σε πελάγιους και σε θαλασσίους, όπως σκάροι, σαργοί, πέρκες, σκορπιοί, φαγκριά

Τετάρτη της Αποδόσεως του Πάσχα. Ενώ στις 24 Ιουνίου, εορτή της Γέννησης του Τιμίου
Προδρόμου, γίνεται κατάλυση ιχθύος, ότι ημέρα και εάν τύχει. Τέλος εάν συμπέσει σε Τετάρτη ή
Παρασκευή εορτή, μνήμη αγίου προστάτη Ναού, γίνεται με κατάλυση σε ψάρι. Βλ. επίσης όπ.π.
Εκκλησιαστικόν Τυπικόν, 124, 135, 254, 312 και Ωρολόγιον Μέγα, 171, 202, 205, 235, 269, 318,
327.
593
Μ. Χρόνη, Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 133.
Βλ. επίσης Τυπικόν Μονής Παντοκράτορος, 56-60, Τυπικόν Αγίου Όρους, 227.88-228.91, Νικήτας
Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, 145.14-25. Βλ. και Ε. Kislinger, Cristiani d’ Oriente, 250-267.
594
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 134.
595
Όπ.π. 135. Σκληρόσαρκα χαρακτηρίζονται τα ψάρια με σκληρό τραχύ κρέας. Τον διαχωρισμό
των ιχθύων σε έκανε πρώτος ο Αριστοτέλης, Ίστορίαι περὶ τὰ ζῶα, έκδ. P. Louis, Paris 1969, Α΄,
1.31.
133
ή φάγροι, κ.ά., τα ποταμίσια ή ποταμίους και τα λιμναία ή λιμναίους,596 όπως τα
γριβάδια, η πέρκα ή πέρκη, ο κυπρίνος, τα λαβράκια κ.ά.

ος
Μικρογραφία χειρογράφου, Βενετία, 13 αι.
(Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και
Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βυζαντινῶν
διατροφὴ καὶ μαγειρείαι, 23)

Ανάλογα με το μέγεθός τους ήταν οι συναγρίδες, οι παλαμίδες ή τσερδέλλες,


τα οποία αλιεύονταν σε αφθονία από τον Βόσπορο, μελάνουροι (σημερινά
μελανούρια), ερυθρίνοι ή λυθρίνοι (σημερινά λυθρίνια) κ.ά. Μικρότερα ήταν οι
μαρίδες, οι αθερίνες και οι τριχαίοι ή σαρδέλλες, κολιοί κ.ά.597
Οι βυζαντινοί δεν θεωρούσαν καλής ποιότητας τα ψάρια που έχουν πολύ
λίπος, διότι παρουσιαζόταν προβλήματα κατά την πέψη.598 Τα συγκεκριμένα
ψάρια χρησιμοποιούνταν κυρίως για πάστωμα.599
Σύμφωνα με του βυζαντινούς ιατρούς, η κατανάλωση νωπών ψαριών
ενδείκνυται καθόλη τη διάρκεια του έτους, ιδιαίτερα των μαλακοσάρκων πετραίων

596
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 135. Αιγαιλώδεις ή
αιγιαλείους = ψάρια που ζουν σε ρηχά νερά, κοντά στους αιγειαλούς. Πετραίους ή πετρόψαρα =
ψάρια που ζουν κοντά στις πέτρες του θαλάσσιου βυθού. Πελάγιους = ψάρια που ζουν σε μεγάλα
βάθη, στα πελάγη. Θαλασσίους = ψάρια που ζουν στην θάλασσα σε αντιδιαστολή με αυτούς που
ζουν στις λίμνες και στα ποτάμια.
597
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 79-86. Βλ. επίσης, Ε. Σταμπογλή, Πρόσκληση σε γεύμα, Κεφ.
Ψάρια και θαλασσινά, Αθήνα 1997.
598
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 150. Βλ. επίσης
Συμεών Σηθ, Σύνταγμα Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, έκδ. B. Langkavel, Simeonis Sethi,
Syntagma de alimentorum facultatibus, Lipsiae 1868, 43, 59, 73, 111, 118 και Μιχαήλ Ψελλός,
Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον δι’ ἰάμβων, Stutgardiae et Lipsiae 1992, 231-233.
599
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, 150.
134
(σκάρος, σαργός, σπάρος, κ.ά.),600 πιθανόν λόγω της μικρότερης ποσότητας σε
λίπος, θεωρούνται ποιοτικότερα και ασφαλέστερα για την υγεία.

2. Ο ιχθύς στην Αγία Γραφή


601
Σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στα βιβλία του Λευιτικού (κεφ. ια΄) και
602
του Δευτερονόμιου (κεφ. ιδ΄), γίνεται λεπτομερής έκθεση καθαρών και
ακάθαρτων τροφών, αναφέροντας συγκεκριμένα και ποια ψάρια θα πρέπει να
καταναλώνουν οι Ισραηλίτες.
Από τα υδρόβια ζώα θεωρούνται καθαρά και επιτρεπόταν να φάνε, όλα όσα
έχουν πτερύγια και λέπια και ζουν είτε στη θάλασσα είτε στα ποτάμια. Απ' αυτά
όμως, όσα δεν έχουν πτερύγια και λέπια, θεωρούνται ακάθαρτα και βδελυρά.
Επίσης σύμφωνα με τον Αφρικανό επίσκοπο Optatus, υποστηρίζεται ότι η
παράσταση του ιχθύος προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη,603 πιστεύοντας ότι ο
θαυματουργό ιχθύς που συνέλαβε ο Τωβίτ στον Τίγρη ποταμό, προεικόνιζε τον
Χριστό (Τωβ. 6, 1-20).
Μόνο μέσω του ιχθύος θεραπεύτηκε η Σάρα από το δαιμόνιό της και ο Τωβίτ
από την ασθένεια των οφθαλμών του. Σε αυτή την θεραπεία ο Optatus βλέπει τη
θεραπευτική δύναμη του Χριστού.604
Σύμφωνα με τους Εβραίους ήταν το καθαρό δείπνο του Σαββάτου, η τροφή
των ευλογημένων στον Παράδεισο, σύμβολο του ουράνιου συμποσίου της
μελλοντικής ζωής και ευτυχίας. Θεωρούσαν ότι ψάρια είναι οι πιστοί του Ισραήλ,
στο πραγματικό στοιχείο τους, που είναι τα ύδατα της Τορά.605

600
Όπ.π. 150. Βλ. Ιερόφιλος Φιλόσοφος, Πῶς ὀφείλει διατάσθαι ἄνθρωπος, έκδ. Α. Delatte,
.
Hierophile,Traites Alimentaires sto Anecdota Atheniensia I, Liege-Paris 1939, 456-466 Ο ίδιος,
Περί τροφῶν κύκλος, εκδ. J. L. Ideler, Hierophili De nutriendi method, PhMGM I, 409-412.
601
Λευ. 11:12 : καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς πτερύγια, οὐδὲ λεπίδες, τῶν ἐν τοῖς ὕδασι, βδέλυγμα
τοῦτό ἐστιν ὑμῖν.
602
Δευτ. 14:9,10 : 9. καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ πάντων τῶν ἐν τῷ ὕδατι· πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς
πτερύγια καὶ λεπίδες, φάγεσθε. 10. καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες, οὐ
φάγεσθε, ἀκάθαρτα ὑμῖν ἐστι.
603
Υπάρχουν αρκετές αναφορές στον ιχθύ στη Παλαιά Διαθήκη, όπως; Γεν. 1, 26, Αριθμ. 11, 5,
Δευτ. 4, 18, Νεεμ. 13, 16, Ψαλμ. 8, 9 (8), Ψαλμ. 104 (105), 29, Ιεζ. 29, 4-5. 38, 20. 47, 9 .
604
Α. Βλαχογιάννη, Τρία Παλαιοχριστιανικά σύμβολα, Όφις, Ιχθύς, Άγκυρα, Αθήνα 1961, 23-24.
605
Όπ.π. 255.
135
Ο ιχθύς εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη ως είδος διατροφής.606 Στη Καινή
Διαθήκη στο θαύμα της αλιείας στη λίμνη Γεννησαρέτ (Λουκ. 5:1 - 11), στο θαύμα
της αλιείας στη θάλασσας της Τιβεριάδας (Ιω. 21:6-11)607 και στο θαύμα του
Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων (Ματθ. 14:15-21, Μαρκ.
6:30-44, Λουκ. 9:7-17 και Ιω. 6:1-15).608
Τέλος, από μαρτυρίες Πατέρων, συνάγεται ότι ο ιχθύς ήταν σύμβολο του
Χριστού και συνεπώς και του Χριστιανισμού. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας
χαρακτηρίζει τον Σωτήρα «ἰχθύν, δελεάζοντα τοὺς ἁγνοὺς πρὸς γλυκερὰν
ζωὴν».609
Ενώ ο Τερτυλλιανός χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς μικρά ψάρια: Ἰχθύδια
ἡμεῖς, κατὰ τὸ παράδειγμά του ἡμετέρου ἰχθύος, ἐγεννήθημεν ἐν τῷ ὕδατι και μόνο
όταν παραμείνουν στο νερό σώζονται, δηλαδή με τη Χάρη του Βαπτίσματος,
παρομοιάζοντας τον άνθρωπο με τον ιχθύ, ο οποίος ζει μόνο μέσα στο νερό και
συνδέει τον πιστό-ιχθύ με τον ιχθύ-Ιησού Χριστό.610

606
Λουκ. 24:42-43 : 42. οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῶ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43. καὶ
λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Όπου στην τελευταία εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές Του,
λίγο πριν την Ανάληψη, αναφέρεται ότι Τού δόθηκε ψάρι για να πεισθούν οι μαθητές ότι δεν είναι
πνεύμα. Επίσης στο Λουκ. 11:11, ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῶ;
607
Στο θαύμα της αλιείας στη λίμνη Γεννησαρέτ, Λουκ. 5:1-11, Ἡ θαυμαστὴ ἁλιεία καὶ οἱ πρῶτοι
.
μαθηταὶ, στο στιχ. 6: καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ διεῤῥήγνυτο δὲ τὸ
δίκτυον αὐτῶν. Στο θαύμα της αλιείας στη θάλασσας της Τιβεριάδας, Ιω. 21:6-11, Ἐμφάνισις εἰς
ἑπτὰ μαθητὰς εἰς τὴν Τιβεριάδα, στιχ. 6:.., καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν
.
ἰχθύων, στιχ. 8:... σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων και στιχ. 11: ἀνέβη Σιμῶν Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ
δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πενήντα τριῶν καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ
.
ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. Αναφέρεται και με τη λέξη οψάριον, στιχ. 10: λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐνέγκατε
ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιᾴσατε νῦν και στιχ. 13.
608
Στο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, όπου περιγράφεται και
από του τέσσερεις ευαγγελιστές, Ματθ. 14:15-21, Μαρκ. 6:30-44, Λουκ. 9:7-17 και Ιω. 6:1-15.
609
Ε. Μεντιδάκης, Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, τ. 1, Ηράκλειο 1997, 255. Βλ.
επίσης Κλήμης Αλεξανδρείας, Παιδαγωγικά, Βιβλ. Γ΄, κεφ. 11, Επιδρομή κεφαλαιώδης του αρίστου
βίου, PG 8,
610
Ε. Μεντιδάκης, Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, 256. Βλ. επίσης Κ. Β.
Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων Α΄, τ. 1, Αθήνα 1998, 424. Tertullian, Les Spectacles, ed. M. Turcan,
SC 332, Paris 1986.
136
3. Το ψάρι – ιχθύς στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης

Οι πρώτες απεικονίσεις ψαριών στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, απαντούν


σε τοιχογραφίες κατακομβών και έχουν συμβολικό χαρακτήρα, καθώς
αισθητοποιούν εικαστικά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.611
Στην κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου, στην κρύπτη της Αγίας Λυκίνης,
εκατέρωθεν κεντρικής κατεστραμμένης σκηνής, απεικονίζονται δύο ιχθείς, στις
ράχες των οποίων υπάρχει διαφανές δοχείο σε σχήμα καλαθιού με στρογγυλούς
άρτους στο κέντρο.612 Το θέμα αποτελεί συμβολική απεικόνιση του Χριστού, του
σαρκωμένου, δηλαδή Υιού και Λόγου του Θεού.613 Η απεικόνισή του προκύπτει
από την ευαγγελική περικοπή, του πολλαπλασιασμού των άρτων και των
ιχθύων.614 Όπου ο ιχθύς όταν συνδέεται με τον άρτο, ως τροφή των πιστών,
λαμβάνει Ευχαριστιακή σημασία.

Τοιχογραφία κατακόμβης Αγίου Καλλίστου, Ρώμη.


(Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. α΄, 80, εικ. 47)

611
M. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία. Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, Αθήνα
1999, 64-75. Βλ. επίσης Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295
και Ν. Γκιολέ, Παλαιοχριστιανική Τέχνη, Μνημειακή Ζωγραφική (π. 300-726), Αθήνα 1991, 106.
612
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 95.
613
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295. Για περισσότερες
λεπτομέρειες σχετικά με το συμβολισμό του ιχθύος βλ. Ν. Καλλινίκου, Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ
τελούμενα ἐν αὐτῶ, Αθήνα 1969, 241-242 και G. Spitzing, Lexicon byzantinisch-christliche
Symbole, München 1989, λ. Fisch (ΙΧΘΥΣ).
614
Ματθ. 26:17-19, Μαρκ. 14:16-25 και Λουκ. 22, 7-20. Βλ. επίσης Α. Τριβυζαδάκη, Ο
εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295.
137
Σε επιτύμβια επιγραφή του τέλους του 2 ου αιώνα, που αποκαλύφθηκε από
τον Ramsay, στον τάφο του επίσκοπου Ιεραπόλεως Αβεκίου, μεταξύ των άλλων
αναγιγνώσκεται: «...πίστις προῆγε καὶ παρέθηκε τροφὴν πάντη Ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς
παμμεγέθη, καθαρόν, ὂν ἐδράξατο Παρθένος ἁγνὴ καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις
ἐσθίειν διὰ παντός.. οἶνον χρηστὸν ἔχουσα, κέρασμα δισοῦσα μετ’ ἄρτου».615
Σε τοιχογραφία της κατακόμβης του Αγίου Καλλίστου, στη Ρώμη, στο
παρεκκλήσι των μυστηρίων, εικονίζεται δεξιά η Βάπτιση του Χριστού και αριστερά
ψαράς, ο οποίος ανασύρει από το νερό ψάρι.616 Το παραπληρωματικό αυτό
επεισόδιο της σκηνής της Βάπτισης εκτός από την χαριτωμένη ατμόσφαιρα που
δημιουργεί, έχει και συμβολικό χαρακτήρα. Ο Τερτυλλιανός στο έργο του περί
Βαπτίσματος αναφέρει: «nos pisculi secundum IXUYN nostrum Jesum Christum in
aqua nascitur nec aliter quam in aqua permamendo salvi sumus», σημαίνει ότι:
«εμείς είμαστε οι μικροί ιχθύες καθ’ ομοίωσιν της εικόνας του Ιχθύος Ιησού
Χριστού, γεννιόμαστε στο νερό και μόνο κολυμπώντας στο νερό, (δηλαδή μέσα
στη «Χάρη» του βαπτίσματος), μπορούμε να είμαστε ασφαλείς.617
Συχνό θέμα στον τοιχογραφικό διάκοσμο των κατακομβών είναι η
παράσταση ενός γεύματος, στο οποίο παρακάθονται πολλοί ή λίγοι
συνδαιτυμόνες. Το θέμα αφορά άλλοτε απεικονίσεις συμποσίων της καθημερινής
ζωής και άλλοτε νεκρόδειπνα. 618 Σε αυτά κύριο είδος είναι ο ιχθύς. Όπως π.χ. στο
αρχαιότερο χριστιανικό συμπόσιο στο υπόγειο του Φλαβίου (περίπου το 230), με
δύο πρόσωπα καθισμένα σε ανάκλιντρο μπροστά από το οποίο βρίσκεται τρίποδη
τράπεζα, παρουσιάζοντας ομοιότητες με ρωμαϊκά επιτύμβια δείπνα. 619 Επίσης
διακρίνεται σε τμήμα σαρκοφάγου του Museo Christiano Vatikan, Ex. Vat 172
(τέλη 3ου αιώνα) με σκηνή νεκρόδειπνου με ψάρι πάνω στο τραπέζι και
«βλωμιαίους» άρτους (panis quadratua),620 αλλά και στο εικονιζόμενο στην capella

615
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 95.
616
Όπ.π. 95, εικ. 63. Βλ. επίσης J. Dolger, Das Fischsymbol in fruhchristliche, Zeit, I, 1928.
617
Tertyllianus, De baptismo 1, 3, E. Evans (επιμ.), S.P.C.K, 1964. Βλ. επίσης Γ. Σωτηρίου,
Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 93.
618
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 125.
619
Όπ.π. 125.
620
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295. Βλ. επίσης Spitzing,
Lexikon, 66.
138
greca δείπνο.621

Εικόνα συμποσίου (Fractio panis?). Τοιχογραφία της capella greca, Ρώμη.


(Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. α΄, 125, εικ. 71)

Καθώς και σε κατακόμβη στη Κυρήνη, της Βόρειας Αφρικής, όπου


παριστάνονται πολλοί ιχθύς με την έννοια των πιστών, σε κατακόμβη της Μήλου,
εικονίζεται ιχθύς σε στεφάνη αρκοσολίου622

Τοιχογραφία κατεστραμμένου Κοιμητηρίου της Κυρήνης, Βόρειος Αφρική.


(Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. α΄, 92, εικ. 55)

621
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 126. Στη σκηνή αυτή ο J. Wilpert, αποδίδει
την έννοια της Θείας Ευχαριστίας [Fractio panis, Die Malereien der Katakomben Roms, κεφ. 15
(die Darstellungen der Eucharistie), 286 κ.έ.]. Όμως η ερμηνεία αυτή δεν γίνεται από όλους δεκτή,
όπως η ακατάλληλη χειρονομία για την κλάση του άρτου (έκταση των χεριών του αριστερά
καθισμένου προσώπου του θεωρούμενου από τον Wilpert, ως επισκόπου), η παρουσία γυναίκας
παραπλεύρως αυτού και οι ζωηρές κινήσεις των συνδαιτυμόνων δεν φαίνονται σύμφωνα με την
λειτουργική πράξη.
622
Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, 95.
139
Οι πρώτοι χριστιανοί με το σύμβολο του ψαριού εξέφραζαν την πίστη τους
προς τον Χριστό, μεταχειριζόμενοι αυτό το απλό και σύντομο σύμβολο της
πίστεως που αποδίδεται με το παρακάτω ακρόστιχο: (Ι)ησούς, (Χ)ριστός, (Θ)εού,
(Υ)ιός, (Σ)ωτήρ (ΙΧΘΥΣ).623
Απεικονίσεις ψαριών στη βυζαντινή τέχνη εντοπίζονται σε παραστάσεις
γευμάτων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Πιο συγκεκριμένα, από την
Παλαιά Διαθήκη προέρχονται οι σκηνές: της Φιλοξενίας του Αβραάμ και στο
τραπέζι στην οικία του μεγαλύτερου υιού του Ιώβ. Ενώ από την Καινή Διαθήκη οι
σκηνές της Ουρανοδρόμου Κλίμακος του Ιακώβ ή Ουράνια Κλίμακα, το Συμπόσιο
του Ηρώδη, ο Γάμος της Κανά, το θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων
και των δύο ιχθύων και ο Μυστικός Δείπνος.

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη

Η σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Η παρουσία ψαριού σε σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ είναι σπάνια και
δεν τεκμηριώνεται βιβλικά για τη συγκεκριμένη σκηνή.624 Εξαίρεση αποτελεί η
τοιχογραφία στο Karikli Kilisse της Καππαδοκίας (εικ. 5),625 του 13ου αιώνα, όπου
ένα ψάρι διακρίνεται στο κεντρικό σκεύος, που βρίσκεται πάνω στην ημικυκλική
τράπεζα γύρω από την οποία κάθονται οι άγγελοι. Τα ψάρια θεωρούνταν είδος
πολυτελείας στις διατροφικές επιλογές των Βυζαντινών, αλλά δεν τεκμηριώνονται
βιβλικά για το τραπέζι της Φιλοξενίας.626

623
Όπ.π. 92. Βλ. επίσης Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295.
Πρβλ. την ανάλυση των γραμμάτων της λέξης ιχθύς Ch. Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ., Αθήνα
1991, 23, A. Baruffa, Catacombs of St. Callixtus, Vatican City, 2000, 8.
624
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 294-295.
625
Όπ.π. 236, εικ. 135 και 294, εικ. 205 λεπτ. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon byzantinisch-
christlicher Symbole, München 1898, εικ. 10.
626
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 294.
140
Η σκηνή του Τραπεζιού στην οικία του μεγαλύτερου υιού του Ιώβ

Στη Παλαιά Διαθήκη στο πρώτο Κεφάλαιο του βιβλίου «Ο Ιώβ»,627


αναφέρεται ότι ο Ιώβ είχε επτά γιούς και τρεις κόρες,628 οι γιοί του συνήθιζαν να
μεταβαίνουν με την σειρά, στο σπίτι του καθενός και να παραθέτουν συμπόσιο
κάθε μέρα, μαζί τους έτρωγαν και έπιναν και οι τρεις αδελφές τους.629
Στη μικρογραφία από τον κώδικα Par. Gr. 135, φ. 9ν (εικ. 241 & λεπτ.),630
(1362) αποδίδεται το γεύμα στην οικία του μεγαλύτερου υιού του Ιώβ, 631 σύμφωνα
με την επιγραφή: «ἀδελφοῦ τοῦ πρεσβυτέρου».
Το κύριο γεύμα είναι ψάρι χρώματος κόκκινου, πιθανόν μπαρμπούνι ή
τρίγλη, σε αντίθεση με την άλλη απεικόνιση στο ίδιο χειρόγραφο, σε άλλο φύλλο,
18ν (εικ. 240),632 όπου το γεύμα είναι ολόκληρο ψητό γουρουνόπουλο. Διότι
συνηθιζόταν και στο Βυζάντιο σε επίσημα και πλούσια γεύματα ή συμπόσια, η
παράθεση ψαριού ή ολόκληρου μαγειρευμένου ζώου σε πινάκια.633

β) Καινής Διαθήκης

Η σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

627
Ο Ιώβ είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ελληνικό κανόνα
εντάσσεται στη συλλογή των Ποιητικών ή Διδακτικών βιβλίων. Η ιουδαϊκή Βίβλος κατατάσσει το
ο
έργο στην ομάδα «Αγιόγραφα». Το 1 Κεφάλαιο έχει τίτλο: Η πρώτη δοκιμασία της πίστης και της
ευσέβειας του Ιώβ. (Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης, «...και ραπανάκια για την όρεξη,
Περί τραπεζών, ραφανίδων και οίνου», 289)
628
Ιώβ 1:2 : ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.
629
Ιώβ 1:4 : συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην
ἡμέραν, συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿ αὐτῶν».
630
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, Η Βυζαντινή Οικία, στο Ώρες Βυζαντίου,
Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα 2001, 86, εικ. 97.
631
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 289.
632
Όπ.π. 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J. Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections
publiques françaises (κατάλογος έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
633
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος
και Πολιτισμός, Τὰ ἐκ διαφόρων ἰχθύων μαγειρέματα, 79-86 και Κεφ. Τα γεύματα, τα δείπνα και τα
συμπόσια, 138 κ.έ.
141
Στα κείμενα των ευαγγελιστών Ματθαίου (14:6-8) και Μάρκου (6:21-23)
βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου η περιγραφή της σκηνής του Συμποσίου του
Ηρώδη και αποτελούν τις αρχαιότερες και λεπτομερέστερες πηγές για την
εικονογραφία.
Το επεισόδιο παρουσιάζεται μεμονωμένο ή σε συνδυασμό με τον
Αποκεφαλισμό του Προδρόμου στην ίδια σκηνή. Το ευαγγελικό κείμενο αναφέρει
ότι δόθηκε δείπνο με την ευκαιρία των γενεθλίων του Ηρώδη, 634 όπου οι
συνδαιτυμόνες είναι μεγιστάνες, χιλίαρχοι και άρχοντες της Γαλιλαίας, όπως
αναφέρει ο ευαγγελιστής Μάρκος (6:21).
Η εικονογραφία της σκηνής του Συμποσίου του Ηρώδη, σε γενικές γραμμές
παρουσιάζει ομοιότητες με τον Μυστικό Δείπνο,635 έτσι δηλώνονται το κόκκινο
κρασί και το ψάρι, όπως άλλωστε συνηθίζεται στη συγκεκριμένη εικονογραφία.636
Στις αρχές ή β΄ μισό του 7ου αιώνα, τοποθετείται η σκηνή με το Συμπόσιο του
Ηρώδη, στο Cavusin της Καππαδοκίας (εικ. 202),637 όπου στη μεγάλη λοπάδα,638
πάνω στο τραπέζι εικονίζεται ψάρι.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία δίπλα στο κεντρικό σκεύος, δύο ποτηριών με
κόκκινο κρασί, μοτίβο που όπως διαπιστώνουμε επαναλαμβάνεται σταθερά, όσον
αφορά στο τραπέζι του Συμποσίου του Ηρώδη.
Το ίδιο σκεύος, η λοπάδα, εμφανίζεται και πάλι στο β΄ μισό του 10 αιώνα, σε

634
Μαρκ 6:21 : καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει
τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, Ματθ 14:6 : γενεσίων δὲ
ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου...
635
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 124.
636
Όπ.π. 130.
637
Όπ.π. 237, εικ. 6. Βλ. επίσης Ν. Thierry, Ηaut Moyen Age en Cappadoce, Les églises de la
région de Cavusin, Ι, Paris 1983, εικ. 34, Πίν. 36a. 37 a. b. e.
638
Λοπάδα = επιτραπέζιο πήλινο σκεύος φαγητού, συνώνυμο με τη γαβάθα, γνωστή από τα τέλη
ου
του 7 αιώνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Κωδ.: Κ/Ζ ΕΠΚΑ/14/152). Περισσότερες
λεπτομέρειες αναφέρονται στη παρούσα εργασία στο Β΄ Μέρος, Κεφ. Δ΄, 1. Επιτραπέζια σκεύη και
αγγεία.
142
τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου στην Λακωνία, Σκάλα Πανηγυρίστρα (εικ. 57), 639
μέσα στην οποία όμως υπάρχουν τέσσερα ψάρια και πάλι το κεντρικό σκεύος
περιστοιχίζεται με δύο ποτήρια κρασί.
Σε τοιχογραφία στο ναό της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας στη Λακωνία (εικ.
61),640 το 1290, απεικονίζεται λοπάδα με ψάρι, διακοσμημένη με αραβουργήματα,
στο κέντρο του ημικυκλικού τραπεζιού, πάλι ανάμεσα σε δύο κούπες κρασί.
Στον ναό των Αγίων Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη, σε τοιχογραφία του
Συμποσίου του Ηρώδη, (εικ. 62),641 το 1328-1334, εμφανίζεται αλλαγή στην
τεχνοτροπία της απεικόνισης της σκηνής με τετράγωνο τραπέζι, πλούσιο σε
εδέσματα και σκεύη, παράλληλα εικονίζεται πιατέλα με ψάρι κοντά στον Ηρώδη.
Παρόμοιο σκηνικό πλούσιας τράπεζας εμφανίζεται στη Μονή Προδρόμου
στις Σέρρες (εικ. 65),642 το 1345-1355, όπου το ψάρι υπάρχει σε μία από τις τρεις
εικονιζόμενες πιατέλες και όχι κεντρικά.

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή στο κατά Ιωάννη (2:1-11), δεν


αναφέρεται το είδος της τροφής που προσφέρεται στη γαμήλια τράπεζα, η όλη
σκηνή επικεντρώνεται στο θαύμα του οίνου.
Πιθανόν όμως, επειδή σε επίσημα γεύματα, όπως εκείνα του γάμου, η
παράθεση ψαριού ήταν αρκετά διαδεδομένη.
639
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α.
Γκιαούρη, ΑΔ 35, 1980, Χρονικά, Β1, 164. M. Panayotidi, «La peinture monumentale en
Grèce de la fin de l’iconoclasme jusqu’ a l'avènement des Comnènes », CahArch 34 (1986),
82.
640
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), Αθήνα 1983, εικ. 19, 20 και J. Albani, Byzantinische
Freskomalerei in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, 1988, εικ. 11.
641
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν.
XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken
der Apostelkirche zu Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
642
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας,
Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 36.
143
Στη παράσταση του Γάμου της Κανά, η εμφάνιση του ψαριού ως κυρίου
γεύματος είναι σπάνια. Απαντά στο ελεφαντοστέϊνο από πλακίδιο (εικ. 251),643 στο
Σαλέρνο, στα τέλη του 11ου αιώνα, όπου στο κέντρο της ημικυκλικής τράπεζας
παρουσιάζεται μεγάλο ψάρι μέσα σε λοπάδα.
Σε τοιχογραφία στο Καθεδρικό Ναό του Παλέρμου στο Monreale, στη Σικελία
(εικ. 71),644 το 1180, διακρίνεται ιχθύς ως έδεσμα σε μία από τις τρεις πιατέλες,
επάνω στο τραπέζι.
Επίσης σε συριακό χειρόγραφο της Μονής Mar Mattai, αριθμ. 559, στην
Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (Bibliothèque Nationale, Paris), (εικ. 208),645 του 13ου
αιώνα, το ψάρι διακρίνεται στην κεντρική πιατέλα του ημικυκλικού τραπεζιού.

Η σκηνή του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων

Στα ευαγγελικά κείμενα, στη σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των
άρτων αναφέρεται και ο ιχθύς.646
Σε τοιχογραφίες στο Καθεδρικό Ναό του Παλέρμου στο Monreale, στη
Σικελία (εικ. 83),647 το 1180, εμφανίζονται σε δύο καλάθια με άρτους, στους
οποίους επικάθεται ιχθύς.
Σε τοιχογραφία στο ναό της Μονής Kalenić, (εικ. 88),648 το β΄ μισό 14ου αιώ -

643
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 155, εικ. 9. Βλ.
επίσης Κ. Weitzmann, «The Ivories of the So-called Grado-Chair», DOP 26 (1972) 60-63.
644
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 66A.
645
Κ. Καλοκύρης, Η Θεοτόκος εις την Εικονογράφηση της Ανατολής και της Δύσεως, Θεσσαλονίκη
1972, πίν. 223α.
646
Ματθ. 15:34 : (...) οἱ δὲ εἶπον, ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. Μαρκ. 7:7 : καὶ εἴχαν ἰχθύδια ὀλίγα (...).
Λουκ. 9:13 : (...)ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, (...). Ιω. 6:9 : ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο
ὀψάρια (...).
647
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 87A και Β.
648
O. Bihalz Merin, Fresques et Icones c’ ert Medieval Serbe et Macedonien, Μόναχο 1959, πίν.
647. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 188, πίν.
ΧΧΧΙΙ. P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο
The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 26.
144
να, το μοντέλο μοιάζει με εκείνο της σκηνής της Curtea-de-Arges,649 έχοντας
ορισμένες διαφορές. Στο αριστερό άκρο της εικόνας, στην ευλογία των ψωμιών, ο
Χριστός βρίσκεται δεξιά, αντί αριστερά, κατέχοντας στοιβαγμένα στα χέρια του
πέντε ψωμιά και πάνω τους μερικά ψάρια.
Επίσης τοιχογραφία με θέμα μόνο τη σκηνή του θαύματος με τα ψάρια
βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του Ιερού Βήματος της Αγίας Σοφίας στη Βουλγαρία
(εικ. 87),650 του 14ου αιώνα.
Ενώ σε εικονογραφημένα χειρόγραφα από Τετραευαγγέλιο, του κώδ. 74, της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του 11ου αιώνα, όπου περιγράφεται το θαύμα
του Πολλαπλασιασμού, απεικονίζονται και δύο ψάρια.
Το πρώτο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο
ιχθύων, παρουσιάζεται στο fol. 29ν (εικ. 210),651 σύμφωνα με το κατά Ματθαίον
ευαγγέλιο,652 (14:13-21), στο fol. 76v (εικ. 212),653 στο κατά Μάρκου ευαγγέλιο,654
(6:30-44), στο fol. 127ν (εικ. 214),655 στο κατά Λουκά ευαγγέλιο,656 (9:7-17) και στο
fol. 178 (εικ. 215),657 στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο,658 (6:1-15), όπου στην αριστερή
πλευρά της απεικόνισης μαζί με τους πέντε άρτους βρίσκονται και τα δύο ψάρια.

649
Όπ.π. 288. Η ημερομηνία της ζωγραφικής της Curtea είναι αμφιλεγόμενη. Βλ. I. D. Stefanescu,
La peinturé religieuse en Valachie et en Transylvanie depuis les origines jusqu' au XIXe siècle,
Paris 1930, Album, 27, πίν. 6. Ο Stefanescu επισημαίνει (όπως κάνει και ο O. Tafrali, Monuments
byzantins de Curtea de Arges) ότι οι πίνακες έχουν αρκετά αποκατασταθεί και υπάρχουν τρεις
περιόδους, τα πρώτα έργα ζωγραφικής, των οποίων η σίτιση είναι ένα μέρος, χρονολογείται
περίπου το 1340-1360 (σ. 387). Στο Buletinul comisiunii: Monumentelor istorice. Bucuresti 1900,
ου
31 και 49, εικ. 34, παρουσιάζονται ως έργα του δεύτερου μισού του 14 αιώνα. Από την άλλη
ο
πλευρά, ο O. Tafrali, όπ.π. XVII, προσπαθεί να πείσει για την χρονολόγηση τον 13 αιώνα.
650
Α. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, Paris 1928, τ. 2, εικ. 3.
651
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 26. Βλ.
επίσης P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο
The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 23.
652
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, 5.
653
Όπ.π. πίν. 70.
654
Όπ.π. 10.
655
Όπ.π. τ. ΙΙ, 112.
656
Όπ.π. 3.
657
Όπ.π. πίν. 153.
658
Όπ.π. 8.
145
Τα δύο ψάρια εμφανίζονται και στο δεύτερο θαύμα του Πολλαπλασιασμού
των επτά άρτων, στο fol. 32 (εικ. 211),659 που περιγράφονται στο κατά Ματθαίον
ευαγγέλιο,660 (15:32-39), στο fol. 80 (εικ. 213)661 και στο κατά Μάρκου
ευαγγέλιο,662 (8:1-10), τα οποία είναι διακριτά κάτω από τους επτά άρτους στο
αριστερό κάτω μέρος της εικόνας.

Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Το ψάρι κυριαρχεί στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου, καθόλη τη βυζαντινή


εποχή.663
Στις παραστάσεις του Μυστικού Δείπνου εμφανίζεται η σταθερή τριλογία
άρτου, οίνου και ιχθύος,664 π.χ. σε μικρογραφία από Ευαγγελιστάριο, κώδ. φ. 53α,
της Μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος (εικ. 218),665 το 1059 και σε τοιχογραφία του
San Petro, στο Ότραντο (εικ. 92),666 που χρονολογείται γύρω στο 1100, στην
παράσταση του Μυστικού Δείπνου, στην Pala d' Oro στον Άγιο Μάρκο στη Βενετία
(εικ. 248)667 (1105) και σε τοιχογραφία στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου στην
Κύπρο (εικ. 96)668 (1196).

659
Όπ.π. τ. Ι, πίν. 28.
660
Όπ.π. 6.
661
Όπ.π. πίν. 72.
662
Όπ.π. 11.
663
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 295.
664
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158. Βλ. επίσης Η.
Αναγνωστάκης, Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Τ. Παπαμαστοράκης, «Βυζαντινών Γεύσεις», Επτά
Ημέρες, Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 2002, 21-23.
665
M. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 132, εικ. 57.
666
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης R.
Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, I Bizantini
in Italia, Milano 1982, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ.
380.
667
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης Η.
R. Hahnloser – R. Polacco (επιμ.), La Pala d'Oro: Il Tesoro di San Marco, Venice 1994, πίν. XXXI,
εικ. 56 (Μυστικός Δείπνος) και Supper, Phaedon editors, London 2000, 11, εικ. 4.
668
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης για
εικ. 11 λεπτ., Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του
Θεού, Αθήνα 1999, 147, εικ. 66.
146
Μικρό σε μέγεθος ψάρι μέσα σε βαθειά πιατέλα στο κέντρο απεικονίζεται και
σε φορητή εικόνα της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, (εικ. 170) 669 (β΄ μισό
12ου αιώνα). Το ίδιο μέγεθος ψαριού παρατηρείται και σε τοιχογραφία του ναού του
Αγίου Αθανασίου στο Γεράκι (εικ. 99),670 με την διαφορά ότι η πιατέλα βρίσκεται
προς το μέρος του Χριστού.
Επίσης, το ψάρι απεικονίζεται σε τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου στην
Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, στο Νικητάρι (περιοχή Σολέα) Κύπρου (εικ.
93),671 το 1106 και σε τοιχογραφία στον καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως, στη
μονή Mirojsky στο Pskov της Ρωσίας (εικ. 94 & λεπτ.),672 το 1156.
Στην τοιχογραφία του Μυστικού δείπνου, στο Karanlik Kilise της
Καππαδοκίας (εικ. 89),673 11ος αιώνας, υπάρχει μεγάλο ψάρι μέσα σε βαθιά
πιατέλα στο κέντρο του τραπεζιού.
Πιθανόν, το μεγάλο ψάρι που απεικονίζεται να είναι συναγρίδα ή παλαμίδα,
λόγω της αφθονίας τους κατά της αλιείας του από τον Βόσπορο στα βυζαντινά

669
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Βυζαντινές Εικόνες
και Επενδύσεις, Άγιο Όρος 2006, 71, εικ. 44. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄,
Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1991, εικ. 306.
670
Η. Magure, «"A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church»,
Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 142, εικ. 12. Βλ. επίσης N.
Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού = géraki : les églises du
bourgade, Θεσσαλονίκη 1981, 156, εικ. 241.
671
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, Παρίσι 1996, εικ. 248.
672
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα
1999, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18. Ο Ιχθύς, λεπτομέρεια του Μυστικού Δείπνου.
673
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης Ν.
Thierry, Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire rupestre de Cappadoce, REB 33
(1975), (η ίδια, Peintures d'Asie Mineure et de Transcaucasie aux Xe et Xle’s, Λονδίνο 1977, αρ.
Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β (Μυστικός Δείπνος) και εικ. 5, σχέδιο, Α (Μυστικός Δείπνος).
147
χρόνια και τα οποία ήταν μεγάλα σε μέγεθος.674
Παρόμοιου μεγέθους ψάρι υπάρχει και σε τοιχογραφία στο νότιο τοίχος του
ανατολικού σταυροθολίου, στη Μονή Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (εικ. 90 &
λεπτ.),675 του 11ου αιώνα, σε μεγάλη λοπάδα με μονό πόδι.
Τέλος, σε εικονογραφημένο χειρόγραφο από Τετραευαγγέλιο, του κώδ. 74,
της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του 11ου αιώνα, όπου στο κύριο σκεύος
της τράπεζας εμφανίζεται ολόκληρο ψάρι. Συγκεκριμένα, στο fol. 157 (εικ. 221),676
στο κατά Λουκά ευαγγέλιο,677 (22:7-20) και δύο αναπαραστάσεις στα fol. 195 (εικ.
222)678 και 196 (εικ. 223),679 στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο680 (13:21-30).
Οι απεικονίσεις του Μυστικού Δείπνου του 12ου αιώνα συνεχίζονται με το
μεγάλο ψάρι να κυριαρχεί στο κέντρο του ημικυκλικού τραπεζιού.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα του αιώνα αυτού είναι η τοιχογραφία του Μυστικού
Δείπνου (εικ. 97 & λεπτ.), 681 που βρίσκεται στο νότιο σκέλος της καμάρας της

674
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τα εκ διαφόρων ιχθύων μαγειρεύματα, 82. Βλ.
ος
Επαρχικόν Βιβλίον, 10 αιώνας, αναφέρεται η αλιεία της παλαμίδας στο Βυζάντιο: «οι ιχθυοπώλες
οφείλουν να αγοράζουν τα ψάρια στις παραλίες και τις ιχθυόσκαλες όπου δένουν τα πλοία, και να
μη βγαίνουν οι ίδιοι για ψάρεμα, παρά να περιμένουν την επιστροφή των ψαράδων. [...] Κάθε μέρα,
οι υπεύθυνοι της συντεχνίας πρέπει να συναντιούνται με τον Έπαρχο, για να δηλώσουν τις
ποσότητες της παλαμίδας που πιάστηκαν την προηγούμενη νύχτα, ώστε αυτός να καθορίσει
ανάλογα την τιμή πώλησης στο κοινό...» (Ε. Σταμπογλή, Πρόσκληση σε γεύμα, στο Κεφάλαιο
Ψάρια και θαλασσινά, Αθήνα 1997).
675
Ευστ. Γ. Στίκας, Τὸ Οἰκοδομικὸν Χρονικὸν τῆς Μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ Φωκίδος, Αθήνα 1970, πίν.
86α & β.
676
Η. Omont, Evangiles avec painters Byzantines du XIe siècle, Ι, Paris 1908, πίν. 134.
677
Όπ.π. 6.
678
Όπ.π. πίν. 167.
679
Όπ.π. πίν. 168.
680
Όπ.π. 9.
681
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995, 200, πίν. 1 και 44,
εικ. 10.
148
μονοκάμαρης εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου,682 στο μικρό χωριό Τσόπακας στα
Μέσα της Μάνης,683 της κοινότητας του Δρυάλου. Είναι η πιο άρτια σωζόμενη
τοιχογραφία του ναού, στην οποία εικονίζεται μεγάλο ψάρι που βρίσκεται μέσα σε
λοπάδα με μονό πόδι.
Αλλά και σε τοιχογραφία στο νοτιοδυτικό μέρος του ναού του Αϊ-Στρατηγού
στη Μάνη (εικ. 98),684 όπου εντός της λοπάδας το ψάρι που εικονίζεται φέρει πάνω
στο σώμα του κηλίδα, ενδεικτικό του σημερινού χριστόψαρου.685
Προκαλεί εντύπωση η απουσία του ψαριού στις απεικονίσεις της σκηνής του
Μυστικού Δείπνου, κατά τον 13ο αιώνα.
Πιο συχνή είναι απεικόνιση του ψαριού κατά τον 14 ο αιώνα, όπως σε
τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Μοναστήρι de Marco (Marcov
Monastir) στα Σκόπια, (εικ. 108),686 το 1366-1371, όπου το ψάρι είναι μικρότερο
από το πινάκιο, μέσα στο οποίο έχει τοποθετηθεί. Σε νεώτερη τοιχογραφία της
Μονής Κρεμίκοβτσι στη Βουλγαρία (εικ. 109 & λεπτ.),687 τα ψάρια που εικονίζονται
είναι περισσότερα του ενός και σερβίρονται σε δύο διαφορετικές γαβάθες,
δηλώνοντας ίσως έτσι και τον διαφορετικό τρόπο μαγειρέματος (πιθανόν βραστά
και ψητά).

682
Όπ.π. 73, σημ. 5 και 114, σημ. 2. Ο Άγιος Θεόδωρος στον Τσόπακα της Μάνης, Φίλιον
δώρημα εις τον Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον, Πελοποννησιακά ΙΣΤ', 1985-1986, 241-255. D.
Eliopoulou – Rogan, Mani, History and Monuments, έκδ. Lycabettus Press, Athens 1973, 118-
120. Th. Iliopouloy-Rodan, “Quelques fresques caractèristiques des èglises byzantines du
Magne”, Βyzantion ΧLVII (1977), 199-211 και Αctes du XVe Congrès International d’ Etudes
Byzantines, II, Αrt et Archèologie, Cοmmunications Α', Αthènes 1981, 207-220.
683
Λεπτομερέστερη περιγραφή της βλ. στον Ν. Β. Δρανδάκη, «Ο Άγιος Θεόδωρος στον Τσόπακα
της Μάνης. Φίλιον δώρημα εις τον Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον», Πελοποννησιακά ΙΣΤ' (1985-1986),
247-248.
684
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1964, πίν. 34α. Βλ. επίσης
Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982,
εικ. 305.
685
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, 41.
686
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 83, εικ. 156.
687
A. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, τ. Ι (Texte), τ. ΙΙ (Album), Paris 1928. Βλ. επίσης
Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ, exploringbyzantium.gr, Τα εν οίκω…εν δήμω – Διατροφή στο
Βυζάντιο, 6 Αυγούστου 2013.
149
Τέλος, εμφανίζεται το ψάρι ως κύριο γεύμα στον Μυστικό Δείπνο, σε δύο
πολυθεματικές εικονογραφήσεις της Μονής Σινά, από τις τέσσερεις συνολικά,
όπου περιέχεται η σκηνή αυτή.688
Η πρώτη είναι σε φύλλο από Μηνολόγιο Φεβρουαρίου (12 ος αιώνας) (εικ.
162),689 βρίσκεται στο δεξί πάνω μέρος, δίπλα στη σκηνή της Βαϊοφόρου (εικ. 162,
λεπτ.). Και η άλλη σε φορητή εικόνα με την Σταύρωση και σκηνές του
Δωδεκαόρτου και των Παθών (εικ. 171),690 στο δεξιό τμήμα της εικόνας, στο μέσο,
κάτω από την σκηνή της Βαϊοφόρου (εικ. 172, λεπτ. εικ. 171).
Καθώς και σε φορητή εικόνα με έξι σκηνές των Παθών της Μονής Βλατάδων
στη Θεσσαλονίκη (εικ. 178)691 (β΄ μισό 14ου αιώνα).

γ) Λειτουργικές Παραστάσεις

Η σκηνή της Ουράνιας Κλίμακας του Ιακώβ

Επίσης εκτός από τις παραπάνω βασικές παραστάσεις συμποσίων,


υπάρχουν κι άλλες. Όπως σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική παράσταση
δείπνου σε τοιχογραφία του εξωνάρθηκα στο Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου

688
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), Αθήνα 1956. Βλ. λεπτομέρειες και
περιγραφή των υπόλοιπων πολυθεματικών εικονογραφήσεων της Μονής Σινά, στο κεφάλαιο Άρτος
– Ψωμί της παρούσας εργασίας.
689
Όπ.π. VII. Μηνολόγια. Εικόνες με Δίγλωσσες Επιγραφές, Ελληνικές και Ιβηρικές, εικ. 145. Είναι
συγκεκριμένα η άλλη όψη του πολύπτυχου, αμφιπρόσωπο φύλλο του Μηνολογίου Φεβρουαρίου
(εικ. 144), με έντεκα σκηνές των Παθών.
690
Όπ.π. Χ, εικ. 205, της Παλαιολόγειας εποχής.
691
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 94, εικ.
94.
150
(εικ. 159),692 το 1312, με θέμα Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ ή Κλίμακα του Ιακώβ, μιας
απαξιωτικής απεικόνισης πλουσιοπάροχου γεύματος, συμποσιάζονται Βυζαντινοί
με βαρβάρους, Τάταρους και Βάραγγους, εμφανίζεται μεγάλη ποσότητα και
ποικιλία βρωμάτων ψάρι, κρέας, και άλλα εδέσματα, μέσα σε περίτεχνα
διακοσμημένες διαφορετικές βαθιές πιατέλες (συνολικά έξι).
Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1346, στο φ. 134ν του τραπεζούντιου
κώδικα 1199, της Μονής Βατοπεδίου, στην προσωποποίηση του μήνα
Φεβρουάριου, ο οποίος απεικονίζεται ως γέροντας μπροστά στη φωτιά (εικ.
239),693 απεικονίζονται δίπλα στη φωτιά δύο μεγάλα ψάρια, το ένα εκατέρωθεν του
άλλου, εκτός τραπεζιού.

692
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church”,
Πρακτικά Ημερίδας, Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes, and
Wine, Πρακτικά Ημερίδας, Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 166, εικ. 21. Βλ. επίσης
E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, τόμ. β΄, εικ. 231. Με θέμα: Η
ο
Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Λαιμαργία, από το 14 κεφάλαιο του έργου του Αγίου Ιωάννη
του Σιναΐτου, η οποία αποτελεί προειδοποίηση για τα μάτια των μοναχών. Στην τοιχογραφία
διακρίνεται στη δεξιά πλευρά ένας εκ των μοναχών, εγκαταλείπει την σκάλα για να συμμετέχει στο
γεύμα των βαρβάρων, ο οποίος προωθείται από ένα ζευγάρι δαιμόνων.
693
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. δ΄, Αθήνα 1991, 322- 324, εικ.
318.
151
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΚΡΕΑΣ ΚΑΙ ΑΥΓΑ

1. Κρέας

Το κρέας από ζώα και πτηνά που εκτρέφονταν κατ’ οίκον ή νομαδικά και τα
θηράματα, αποτελούσαν βασικό διατροφικό είδος του βυζαντινού διαιτολογίου.694
Αν και στο παρελθόν διατυπώθηκε η άποψη για περιορισμένη κατανάλωση
κρέατος στο Βυζάντιο, δεν φαίνεται να ισχύσει απόλυτα.695
Αναφορές που αφορούν κατανάλωση κρέατος, κυρίως χοίρων, αμνοεριφίων
και ορνίθων είναι αρκετές, ώστε να μπορούμε να θεωρούμε με βεβαιότητα ότι το
κρέας μετά το ψωμί και τα ψάρια αποτελούσε το τρίτο σε συχνότητα κατανάλωσης
τρόφιμο στο βυζάντιο.696
Οι Βυζαντινοί συνήθως τους ευχαριστούσε και προτιμούσαν να
καταναλώνουν χοιρινό κρέας.697
Μεγάλη χρήση χοιρινού κρέατος γινόταν και στο στράτευμα.698
Στα ιατρικά και άλλα βυζαντινά κείμενα επαινούν το χοιρινό κρέας έναντι των

694
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο, Αθήνα 2010, 61.
695
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, Αθήνα 2005, 19. Βλ. επίσης
Α. Kazhdam, G. Constable, People and Power in Byzantium. An Introduction to Modern Byzantine
Studies, Washindton D.C. 1982, 50.
696
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 61. Για την κατανάλωση κρέατος στο Βυζάντιο βλ. E.
Kislinger, Gastgewerbe und Beherbergung in frühbyzantinischer Zeit, 97-99. E. Kislinger, Cristiani
d’Oriente, regole e realta alimentary nel mondo bizantino, Storia dell’ allimentazione, Roma-Bari
ος ος
1997, 68-69 και Μ. Γερολυμάτου, Ἀγορές, ἔμποροι καὶ ἐμπόριο στὸ Βυζάντιο (9 -12 αι.), Αθήνα
2008, 67.
697 .
Ορειβάσιος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία, Βιβλ. 2, 30,4 (38,7) 3,13,1 (74,14). Παύλος Αιγινίτης,
Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία, Βιβλ. 1, 82,1 (60,2). Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν
δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 119,21. Ανωνύμου, Περί χυμών, βρωμάτων και πομάτων, έκδ. L. Ideler,
Anonymi De alimentis, 2, 277.
698
Όπως μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος, Λόγος ΚΑ΄, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐπίσκοπον
.
Ἀλεξανδρείας, PG, 35, ις΄, 1100Α: ὅσον ὑειὼν κρεῶν ὑποδοχέα, οἷς τὸ στρατιωτικὸν τρέφεται .
152
άλλων κρεάτων,699 συγκρίνοντάς το με το ανθρώπινο, λόγω των ομοιοτήτων που
παρουσιάζουν στο μεταβολισμό τους.700 Επίσης είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά
που γίνεται από τους βυζαντινούς ιατρούς για την θρεπτική αξία του χοιρινού
μαστού και της μήτρας.701 Μάλιστα, περιλαμβάνονται στα Γεωπονικά ειδικές
οδηγίες για την προστασία της υγείας, την πάχυνση και την αναπαραγωγή των
χοίρων, έτσι ώστε να παρέχουν καλής ποιότητας κρέας.702
Αν και οι χοίροι ήταν οικόσιτα ζώα, εντούτοις εκτρέφονταν και σε αγέλες, οι
οποίες εισάγονταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης με πλοία από το μικρό
λιμάνι Πύλαι, περίπου 40 χιλιόμετρα από την Νικομήδεια, σύμφωνα με μαρτυρία
του Λέοντος, μητροπολίτη Συνάδων (10ος αι.).703
Στο Ἐπαρχικὸν Βιβλίον του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, αλλά και σε άλλα
βιβλία,704 αναφέρεται σωματείο σφαγέων χοίρων και πωλητών χοιρινού κρέατος,

699
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 87. Βλ. επίσης όπ.π. Ορειβάσιος, 2.28: Πάντων μὲν
οὒν ἐδεσμάτων ἢ σὰρξ τῶν ὑῶν ἐστι τροφιμωτάτη, Αέτιος Αμιδηνός, <Ἰατρικὸν Ὑπόμνημα>, έκδ. A.
Olivieri, Leipzig-Berlin 1935, 2.121: Πάντων μὲν οὒν τῶν ἐδεσμάτων ἡ σὰρξ τῶν ὑῶν ἐστι
τροφιμωτάτη καὶ εὔχημος καὶ εὐπεπτοτέρα πάντων, τὰ τὲ ἄλλα καὶ διὰ τὴν πρὸς ἀνθρώπους
ὁμοιότητα. Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 119-120. Μιχαήλ Ψελλός, Πόνημα
ἰατρικὸν ἄριστον δι’ ἰάμβων, στ. 202-203. Περί χυμών, βρωμάτων και πομάτων, 277.
700
Παύλος Αιγινίτης, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία,1.84: Τὰ μὲν ὕεια κρέα
τροφιμώτερα τῶν ἄλλων ἐδεσμάτων εἰσί, διότι καὶ οἰκειότητα τινὰ κέκτηνται πρὸς τὰ ἀνθρώπινα
σώματα κατὰ γεῦσιν καὶ ὀσμήν, ὡς τινὲς κατ’ ἄγνοιαν ἀνθρωπίνων γευασάμενοι κρεὼν ἐγνώκασι.
Πρβλ. Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 119: Τὸ χοίρειον κρέας εὔχυμόν ἐστι
καὶ εὔπεπτον, ὄτε ἐνιαύσιον ἤ, διὰ τὴν πρὸς τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ὁμοιότητα, διὰ γὰρ ἀνάγκην
λοιμοῦ τινὲς ἀνθρωπίνων σαρκῶν ἀπογευσάμενοι διηγήσαντο, ὡς παρόμοιον ταύτοις κατὰ τὴν
γεῦσιν τὸ χοίρειον κρέας, ἔστι δὲ πάντων τῶν ἐδεσμάτων τροφιμώτερον (...) ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν
ἀνθρώπων οἱ τὸ σῶμα εὔκρατον ἔχοντες οὐ βλάπτονται κατὰ πολὺ ὑπὸ τῶν κακοχύμων τροφῶν,
μεταβαλλούσης ταύτας τῆς φύσεως εἰς εὐχυμίαν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν χοίρων.
701
Βλ. ενδεικτικά, Ορειβάσιος, 2,32: Περισπούδαστόν ἐστι τοῖς λίχνοις ἔδεσμα ὁ τιτθὸς πλήρης
γάλακτος. Βλ. επίσης Παύλος Αιγινίτης, 1.85.
702
Γεωπονικά, έκδ. H. Beckh, Stuttgart-Leipzig 1895, 19.6-7.
703
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 88-89. Βλ. επίσης Λέων, Μητροπολίτης Συνάδων και
Σύγκελλος, Επιστολαί, έκδ. M. P. Vinson, Washington 1985, 54, 86.26-36.
704
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 16.1-6. Αλλά και στα Βασιλικά, έκδ. H. Scheltema, Groningen 1953-1988,
34.20 (σώζεται μόνο ο τίτλος) και στο Ιουστινιάνειο Κώδικα, Cod. Just. 11.16.1-2.
153
των χοιρεμπόρων, οι οποίοι υπάγονται στον Έπαρχο της Πόλης (praefectus urbi)
και ήταν απαλλαγμένοι από ταπεινές λειτουργίες (numera sordita),705 έχοντας
προϊστάμενους τους πρωτοστάτες, για την αποφυγή παράνομου εμπορίου
κρεάτων.706
Επίσης αναφέρεται ότι η κεντρική αγορά κρεάτων της Κωνσταντινούπολης
ήταν το Θεοδοσιανό forum ή Ταύρος, όπου γινόταν και το εμπόριο των
αμνοεριφίων από το Πάσχα έως την Πεντηκοστή.707
Μετά στις διατροφικές προτιμήσεις τους ακολουθούσαν το πρόβειο και το
αίγειο (από γίδα ή κατσίκα) κρέας, με βάση τις αναφορές των πηγών. 708 Όπως
γνωρίζουμε και από τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας,709 στο γεύμα που του
παρέθεσε ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς, κατά την διάρκεια της διπλωματικής αποστολής
του στην Κωνσταντινούπολη το 968, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των εδεσμάτων
και κρέας από παχύ ερίφιο (haendus pinguis), το οποίο αποτέλεσε ένα από τα
ελάχιστα θετικά στοιχεία που σημείωσε ο δυτικός επίσκοπος για την βυζαντινή
φιλοξενία.710
Όμως οι βυζαντινοί ιατροί συγγραφείς δεν επαινούν ιδιαίτερα την θρεπτική
ποιότητα του αιγοπρόβειου κρέατος, επισημαίνοντας ότι είναι δύσπεπτα και

705
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 16.1,3 και στο Cod. Just. 11.16.1-2.
706
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 16.3. Βλ. επίσης Τ. Γ. Κόλιας, Μ. Χρόνη, Το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον Λέοντος ς
του Σοφού, Αθήνα 2010, 21 κ.έξ.
707
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 15.1,5. Πρβλ. R. Janin, Constantinople Byzantine, Paris 1964, 64-68.
708
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 93. Βλ. ενδεικτικά, όπ.π. Περί χυμών, βρωμάτων καί
πομάτων, 277. Πτωχοπρόδρομος, Ποιήματα, εκδ. Η. Eideneier, Ptochoprodromos, Köln 1991, ΙΙ,
στ. 102: (...) λιπαρὸν προβατικὸν ἀπὸ τὸ μεσονέφριν.
709
Ο γνωστός επίσκοπος της Κρεμώνης της βόρειας Ιταλίας, Liutprand, Legatio, έκδ. J. Becker,
Hannover - Leipzig 1915, 20, «haedus pinguis», Βλ. επίσης Liutprmâs von Cremona Werke,
Relatìo de legatìone Constantinopolitana, Quellen zur Geschichte der sächsischen Kaiserzeit,
κείμενο και γερμ. μετ. Α. Bauer - R. Rau, Darmstadt 1977, 496 – 589.
710
Liutprand, Legatio, 20: (...) sed lenivit dolorem meum imperator sanctus munere magno, mittens
mithi ex delicatissimis cibis suis haedum pinguem, ex quo ipse comederat, allio, cepe, porris laute
suffarcinatum, garo delibutum. (: μετρίασε ωστόσο την αγανάκτησή μου ο άγιος και μεγαλόδωρος
αυτοκράτορας, όταν μου έστειλε ως δώρο από τα δικά του νοστιμότατα εδέσματα, παχύ ερίφιο
μαγειρεμένο εξαιρετικά με σκόρδο, κρεμμύδι και πράσο και με καρύκευμα από γάρο). Βλ. επίσης J.
Köder, T. Weber, Liutprand von Cremona in Konstantinopel, Wien 1980, 90-91.
154
συμβάλουν στην αύξηση μη ευεργετικών χυμών, κατά τα λεγόμενά τους, στον
άνθρωπο.711
Στα Γεωπονικά είναι αφιερωμένο ολόκληρο το 18ο βιβλίο στα αιγοπρόβατα,
όπου αναφέρεται και στην πάχυνση για να παράγουν καλής ποιότητας κρέας.712
Ενώ σύμφωνα με το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον οι επαγγελματίες κρεοπώλες που
ασχολούνται με το κρέας των αιγοπροβάτων ονομάζονται μακελλάριοι, ενώ
απαγορεύεται να εμπορεύονται χοίρειο κρέας.713
Τέλος, έτρωγαν και βοδινό κρέας, όχι τόσο συχνά.714 Οι βυζαντινοί δεν
κατανάλωναν βόειο κρέας και αυτό αποδεικνύεται ότι οι πληροφορίες των πηγών
είναι λιγότερες από αυτές του χοιρινού και του αιγοπρόβειου κρέατος, όπως στο
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, όπου δεν καταγράφεται σωματείο εμπόρων βόειου κρέατος.715
Ενώ στα Γεωπονικά, αναφέρονται οδηγίες για την πάχυνση των βοοειδών για
καλής ποιότητας κρέας.716 Η περιορισμένη κατανάλωση βοοειδών στο Βυζάντιο

711
Παύλος Αιγινίτης, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία, 1.84: Ἡ δὲ τῶν προβάτων
(σὰρξ ἐστι) περιττωματικὴ καὶ κακόχυμος. Ἡ δὲ τῶν αἰγῶν δριμεία τὲ καὶ κακόχυμος. Χειρίστη δὲ ἡ
τῶν προβάτων πρὸς εὐχυμίαν καὶ πέψιν. Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 88:
Τὸ προβάτειον κρέας περιττωματικόν ἐστι καὶ κακόχυμον, κρείττονα δὲ τῶν προβάτων τὰ ἐνιαύσια,
τὰ δὲ ὑπὲρ ταῦτα καὶ δύσπεπτα καὶ κακοχυμώτερα, βλάπτει δὲ τοὺς ὑγροστομάχους καὶ
φλεγματικοὺς. Αέτιος Αμιδηνός, <Ἰατρικὸν Ὑπόμνημα>, 2.121: Ὑγροτάτην δὲ ἔχουσι καὶ
φλεγματώδη σάρκα οἱ ἄρνες, ἡ δὲ τῶν προβάτων σὰρξ περιττωματικότερα τέ ἐστι καὶ
κακοχυμωτέρα, κακόχυμος δὲ καὶ ἡ τῶν αἰγῶν μετὰ δριμύτητος, ἡ δὲ τῶν τράγων χειρίστη καὶ πρὸς
εὐχυμίαν καὶ πέψιν, ἐφεξῆς δὲ ἡ τῶν κριῶν, εἰθ’ ἡ τῶν ταύρων. Μιχαήλ Ψελλός, Πόνημα ἰατρικὸν
ἄριστον δι’ ἰάμβων, 201-203: Κακοστόμαχον τὸ πρόβατον τυγχάνει / μᾶλλον δὲ δυστόμαχον αἴγειον
κρέας / τὸ δὲ τράγειον θερμοκοιλίοις δίδου.
712
Γεωπονικά, 18.1-21.
713
Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 15.1-6. Μακελλάριος: κρεοπώλης < μακελλείον, μάκελλον. Πρόκειται για
αντιδανεισμό από την ελληνική λέξη μάκελλον; Σφαγείο, κρεοπωλείο, ατινική λέξη macellarius >
macellum > μακελλείον = κρεοπωλείο. Βλ. επίσης 15.1: Οἱ μακελλάριοι μὴ ἐχέτωσαν ἐξουσίαν
ἐξωνεῖσθαι χοίρους (...).
714
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 22.
715
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 101. Βλ. επίσης J. Köder, Η καθημερινή διατροφή
στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, 22.
716
Γεωπονικά, 17.12.
155
βασίζεται και στο γεγονός ότι τα αρσενικά βοοειδή χρησιμοποιούνταν για τις
μεταφορές και τις γεωργικές εργασίες και τα θηλυκά στην παραγωγή γάλακτος.717
Οι Βυζαντινοί ιατροί, όπως ο Ορειβάσειος, ο Αέτιος Αμιδηνός και ο Συμεών
Σηθ, επαινούν την ποιότητα του βόειου κρέατος, θεωρώντας το καλύτερο από το
χοιρινό, ειδικά όταν προέρχεται από νεαρά ζώα.718
Αντίθετα, ένας άλλος ιατρός, ο Παύλος Αιγινίτης επισημαίνει ότι το βόειο
κρέας αυξάνει κατά την πέψη την μέλαινα χολή, η οποία κατά την άποψή του,
μειώνει την άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού κατά τις θερμές περιόδους του
έτους. Τα ίδια ασπάζεται επιγραμματικά και ο Μιχαήλ Ψελλός.719
Ορισμένα αγιολογικά κείμενα μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σε
ότι αφορά την κατανάλωση βόειου κρέατος στο Βυζάντιο, όπου κατά την ημέρα
της μνήμης αγίων εμφανίζεται ως ένα είδος προσφοράς προς τον τιμώμενο άγιο,
σε κοινό τόπο ομαδική σφαγή βοοειδών. Κατόπιν το συγκεκριμένο κρέας
μαγειρευόταν σε μεγάλα καζάνια (ή λέβητες) και προσφερόταν ως ευλογία στους
πιστούς.720 Η συγκεκριμένη πληροφορία διασταυρώνεται με την ευχή «ἐπὶ θυσία

717
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 105.
718
Ορειβάσιος, 2.28: Τὰ δὲ βόεια κρέα τροφὴν μὲν καὶ αὐτὰ δίδωσιν οὔτε ὀλίγην, οὔτε
εὐδιαφόρητον, αἷμα μέντοι παχύτερον ἢ προσήκει γεννᾶ, καὶ εἰ φύσει τὶς εἴη μελαγχολικώτερος τὴν
κράσιν, ἀλώσεται τινι παθήματι τῶν μελαγχολικῶν, ἐν τὴ τούτων ἐδωγῆ πλεονάσας. Ὅσον δὲ τῷ
πάχει τῆς ὅλης οὐσίας ἑαυτῶν τὰ βόεια κρέατα, τῶν ὑείων πλεονεκτεῖ, τοσούτον τὴ γλισχρότητι
ταῦτα τῶν βοείων, εἰς πέψιν δὲ πολὺ βελτίω τὰ τῶν ὑῶν ἐστιν. Οἱ μόσχοι δὲ τῶν τελείων βοῶν
ἀμείνους εἰσὶν εἰς πέψιν, ὥσπερ καὶ οἱ ἔριφοι τῶν αἰγῶν, ἧττον μὲν γὰρ βοὺς ἢ αἲξ ξηρὰ τὴν κράσιν
ἐστιν, ἀλλὰ ὕϊ παραβαλλομένη πολὺ διαλλάττει. Περιττωματικωτέραν δὲ ἠμὶν οἱ χοῖροι παρέχουσιν
εἰς τοσούτον τὴν τροφήν, εἰς ΄σὸν τῶν μεγάλων ὑῶν εἰσιν ὑγρότεροι, εἰκότως δὲ καὶ ἧττον
τρέφουσιν. Πρβλ. Αέτιος Αμιδηνός, 2.121: Τὰ δὲ βόεια κρέα τροφὴν μὲν αὐτὰ δίδωσιν οὔτε ὀλίγην
οὒτ’ εὐδιαφόρητον. Συμεών Σηθ, 26: Τὸ βόειον κρέας τροφιμώτατόν ἐστι καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ
ἀπογεννώμενον αἷμα παχύτερον πέφυκε τοῦ συμμέτρου.
719
Παύλος Αιγινίτης, 1.84: Ἡ δὲ τῶν βοῶν (σὰρξ) μελαγχολική ἐστι. Μιχαήλ Ψελλός, στ. 207:
Μελάγχορον βοὺς (...). Όπ.π. Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 104, υποσημ. 618, όπου:
«Η αρνητική αυτή επισήμανση εντάσεται μέσα στην γενικότερη ιατρική θεωρία, σύμφωνα με την
οποία η ικανή περιεκτικότητα λίπους στην τροφή, δυσκολεύει την πέψη, συμβάλει όμως στην
ομαλή κυκλοφορία των χυμών».
720
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 104. Βλ. επίσης Βίος Θεοδώρου Συκεώτου, έκδ. A.J.
Festugiere, Bruxelles 1970, τ. Ι, 112, τ. ΙΙ, 88-89 και Γ. Ν. Αικατερινίδης, Νεοελληνικές αιματηρές
θυσίες. Λειτουργία – μορφολογία - τυπολογία (διδ. διατρ.), Αθήνα 1979, 59 κ.έξ., 94, 148 κ.έξ.
156
βοῶν», η οποία και περιλαμβάνεται στο Μέγα Ευχολόγιον και αφορά τέτοιες
περιπτώσεις.721
Μεταξύ του χρονικού διαστήματος Απόκρεω και Πάσχα απαγορεύονταν στο
Βυζάντιο, η πώληση κρέατος, λόγω των εκκλησιαστικών διατάξεων περί
τεσσαρακονθημέρου νηστείας πριν το Πάσχα.722
Εντοπίζονται στα κείμενα της βυζαντινής γραμματείας πολλές αναφορές για
τον εφοδιασμό του βυζαντινού στρατού με αγέλες βοοειδών, αμνοεριφίων και
πουλερικών, χωρίς όμως να διευκρινίζεται εάν προοριζόταν τα βοοειδή για
κατανάλωση ή για μεταφορές.723
Μία χαρακτηριστική αναφορά είναι στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου, όπου οι
«ἀροτῆρες βόες» αναπαράγονται κάθε χρόνο και παρέχουν αφθονία τροφών.724
Άλλα κρέατα τα οποία κατείχαν υψηλή θέση στις γαστρονομικές προτιμήσεις

721
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 104. Βλ. επίσης Ευχολόγιον, (Barberini) Βαρβερινός
ος
λειτουργικός κώδικας Vat. Gr. 336 (8 αι.), έκδ. St. Parenti, El. Velkovska, Roma 2000, 213-230:
Εὐχὴ ἐπὶ θυσίας βοῶν. (...) προσδεξαι τὴν κατὰ πρόθεσιν θυσίαν τῶν δούλων σου ἐν τὴ μνήμη τοῦ
ἁγίου σου (...) ὑπὲρ οὐ προσφέρουσιν σοῖ τὸ ἀντιλυτρον τοῦ ἀντικαταλλάγματος ζώου τούτου,
ἄρτος ποιότητος ἐλέους, ἡ τῶν κρεάτων αὐτοῦ γεῦσις σωματικῶν αὐτῶν παθημάτων ἴαμα (...).
722
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 95.
723
Όπ.π. 106. Βλ. για παράδειγμα: Πρίσκος, Ιστορία, έκδ. R. C. Blockley, Liverpool 1983, 246,
11,2, 25-27: (...) πρόβατα οὒν καὶ βόας ἀποδομένων τῶν ἐπιχωρίων ἠμίν, κατασφάξαντες
ἠριστοποιούμεθα. Μιχαὴλ Ἀτταλιωτάκης, Ιστορία, έκδ. I. Perez-Martin, Madrid 2002, 113: (...)
ἤλαυνε δὲ καὶ τῶν βοσκημάτων εἰς δαπάνην τοῦ στρατοῦ μυριομέτρους ἀγέλας (...). Ιωάννης
Κίνναμος, Ἱστορία βιβλία Z΄, έκδ. Α. Meineke, Bonn 1836, 299.14-17: (...) καὶ τὰ πρὸς τὸν πόλεμον
ἐπιμελέστατα ἐξηρτύετο, ὥστε μὴν ἴπποις τὲ καὶ ἀνθρώποις οὐδαμὴ τὰ ἒς τὸ ζῆν ἐπιλεῖψοι, καὶ βοῶν
ἀμύθητον τί πλῆθος ἐκ τῶν κατὰ Θράκην ἠλαύνετο χωρίων ἁμαξαὶ τὲ ὑπὲρ τὰς τρισχιλίους.
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Ὅσα δεῖ γίνεσθαι τοῦ μεγάλου καὶ ὑψηλοῦ βασιλέως τῶν
Ρωμαίων μέλλοντος φοσσατεῦσαι, έκδ. J. F. Haldon, Wien 1990, 128, 532-535: (...) καὶ ὀφείλει
λαβεῖν ἐκ τοῦ πρωτονοταρίου εἰς χρειὰν τῆς βασιλικῆς τραπέζης καὶ εἰς τοὺς μαϊουμάδες πρόβατα
ὑπαρνα ρ΄, κριάρια φ΄, ἀγελάδα ν΄, ὄρνιθας σ΄, χηνάρια ρ΄(...).
724
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 106-107. Βλ. επίσης Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, έκδ.
G. G. Litavrin, Sovety I rasskaxy Kekavmena, Socinenie vizantijskogo polkovodca XI veka, Moskau
1972, 189 (Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, 131-132): Κτήνη δὲ ἔστωσαν σοὶ οἶον βόες ἀροτῆρες
καὶ χοῖροι καὶ πρόβατα καὶ ἄλλα ζῶα ἄτινα κατ’ ἔτος γεννῶνται, αὐξάνονται καὶ πληθύνονται, ταῦτα
παρέξουσιν σοὶ ἀφθονίαν ἐν τὴ τραπέζη σου. Καὶ εὐφρανθήση ἐν πάσι, ἐν τὲ περισσεία σίτου, οἴνου
καὶ τῷ λοιπῶν ἁπάντων, σπερμάτων καὶ ζώων, ἐξωδίμων καὶ ἀγωγίμων.
157
των βυζαντινών, ήταν των πτηνών και κατά των πλείστων τα πουλερικά, 725 όπως
οι πετεινοί,726 οι κότες ή όρνιθες, γιατί θεωρούνταν πολύ νόστιμες και το κρέας
τους ήταν ευκολόβραστο.727
Στο Βυζάντιο φαίνεται ότι κατανάλωναν συχνότερα κρέας περισσοτέρων
ειδών πτηνών από σήμερα.728
Το κρέας που προέρχεται από τα πτηνά επαινείται από τους βυζαντινούς
ιατρούς για την συνολική τους θρεπτική αξία, όπως της όρνιθας και της
φραγκόκοτας (ή ἀτταγὴν ή ἀτταγὰς), τα οποία τα συνιστούσαν για φαγητό στους
ασθενείς που ήταν προς ανάρρωση.729 Αλλά ο Συμεών Σηθ το συνιστά και για
όσους έχουν ασθενική μνήμη και καταβάλουν σωματικό κόπο, όπως και για την
ωφέλεια του κρέατος των ορτυκιών, που προσφέρει ωφέλεια σε νεφρικές
παθήσεις.730
Επίσης το κρέας της πάπιας θεωρείται κατά τους βυζαντινούς ότι χαρίζει
ευεξία στο σώμα, υγιές χρώμα στο δέρμα και καθαρότητα φωνής. Έχουν
καταγραφεί αρκετές θεραπευτικές ιδιότητες για το λίπος και το ήπαρ της πάπιας.731
Ενώ η θρεπτική ποιότητα του κρέατος της χήνας είναι υποδεέστερη από αυτό
της πάπιας και συναφή με το κρέας των στρουθοκάμηλων.732

725
Η λέξη πουλερικά δεν απαντάται στις βυζαντινές πηγές. Είναι όρος της σύγχρονης ορνιθολογίας
και περιγράφει τα μεγάλα οικόσιτα πτηνά, που εκτρέφονται για το κρέας και τα αυγά τους και έχουν
μικρή πτητική ικανότητα (Βλ. Α. Σπαής, Πτηνοτροφία, Θεσσαλονίκη 1986, 20)
726
Ειδικά οι ευνουχισμένοι, οπότε γίνονταν παχύτεροι και προφέρονταν με την λατινική λέξη
κάπων, Αρκαδίου Βατοπεδινού, Αγιορείτικα Ανάλεκτα (Γρηγόριος Παλαμάς, 3, 210), Συμβολή 60.
727
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ε΄, τχ. 1, Τα με κρέατα τετραπόδων ζώων
παρασκευαζόμενα φαγητά, Αθήνα 1952, 68-69.
728
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 111-114. Περιγράφονται συνολικά 25 είδη πτηνών.
729
Όπ.π. 111. Βλ. επίσης Ορειβάσιος, 2.42: Τὸ γένος ἁπάντων τῶν πτηνὼν ὀρνίθων ἐστὶν
ὀλιγοτροφώτερον, εἰ παραβάλλοιτο τῷ γένει τῶν πεζῶν, καὶ μάλιστα τῷ τῶν ὑών, εὐπεπτοτέρα γε
μήν ἐστιν ἡ σὰρξ τῶν πτηνὼν ζῴων.
730
Όπ.π. 123. Βλ. επίσης Σημεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 80-81.
731
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 118 και λεπτομέρειες 298, 354.
732
Όπ.π. 118, 119. Βλ. επίσης 121 για το κρέας στρουθοκάμηλου, Γαληνός, Περὶ τῶν ἐν ταῖς
τροφαῖς δυνάμεων, έκδ. G. Helmreich, Lipsiae-Berolini 1923, 3.19: Περιττωματικὴ ἡ σὰρξ αὐτῶν καὶ
πολὺ δυσπεπτοτέρα τῆς τῶν προειρημένων πτηνὼν ζῴων, οὐ μὴν τά γε πτερὰ χείρω τῶν ἄλλων
ἔχει. Πρβλ. Ορειβάσιος, 2.29. Αέτιος Αμιδηνός, 2.121. Παύλος Αινίτης, 1. 82 και Σημεών Σηθ, 121.
158
Το κρέας του φασιανού και τις πέρδικας είναι ιδιαίτερα θρεπτικό και
σημαντικότερα τα σπλάχνα και το μυελό της πέρδικας,733 αλλά όχι του
παγωνιού.734
Ο Ορειβάσιος επιχειρώντας να συγκρίνει την διατροφική αξία διάφορων
κρεάτων, τοποθετεί το κρέας του περιστεριού στη δεύτερη θέση, μετά το χοιρινό,
ενώ ακολουθούν του κάπωνα, της πέρδικας και της φραγκόκοτας.
Ενώ ο Σηθ θεωρεί δεύτερο της κότας, μετά της φραγκόκοτας και ανώτερο
όλων των άλλων κρεάτων των πτηνών.735
Σε πολυτελή και πολυδάπανα συμπόσια και γεύματα παρατίθεντο κυνήγια
πτηνών όπως φασιανοί, πέρδικες, γερανοί (ή γέρανοι), παγώνια (παών ή ταών),
αγριόχηνες, αγριοπερίστερα (φάσσα ή φάττα ή φάψ) και αμπελοπούλια,736 λόγω
ότι αυτό το κρέας θεωρούνταν ακριβό και δεν ήταν προσιτό σε όλους και μόνο οι
εύποροι μπορούσαν να το αγοράσουν.737
Με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την αποδοκιμασία των Πατέρων, μέσω των

733
Όπ.π. 120. Συμεών Σηθ, 117: Οι φασιανοί εύπεπτοι είσι και χρηστού αίματος γεννητικοί, και
απλώς ειπείν, ομοία κατά τε πέψιν και τροφήν η τουτων σαρξ υπάρχει των αλεκτορίδων, αύται
παραπλήσιαι ταύτοις πεφύκασιν. Ο ίδιος, 85-86: Ἡ τῶν περδικῶν σὰρξ εὔπεπτός ἐστι (...) ἐπέχει δὲ
τὴν γαστέρα καὶ αἷμα λεπτὸν ἀπογεννᾷ καὶ εἰ παχεῖ αἵματι ἐντύχῃ λεπτύνει αὐτὸ καὶ μάλιστα τὰ
πτερά, ταῦτα γὰρ τοῦ λοιποῦ σώματος τῶν πτηνὼν εὐπεπτότερα.
734
Όπ.π. Βλ. επίσης Ορειβάσιος, 2.42: Σκληροτέρα δὲ καὶ δυσπεπτοτέρα καὶ ἰνωδεστέρα τούτων ἥ
τοῦ ταῶ. Συμεών Σηθ, 106: Ἡ τῶν ταώνων σὰρξ ἰνώδης καὶ περιττωματική ἐστι καὶ δύσπεπτος καὶ
κακόχυμος. Παύλος Αιγινίτης, 1.82.
735
Όπ.π. 117. Συμεών Σηθ, 80: ἡ σὰρξ τῶν ἀλεκτορίδων καὶ τῶν ὀρνιθοπούλων δευτέρα δέ ἐστιν
εἰς εὐχυμίαν μετὰ τὴν τῶν ἀταγήνων. Βλ. επίσης Περί τροφῶν σύνταγμα, 239: Κρέατα δὲ εὔχημα
πρὸ πάντων ὄρνιθος οἰκιδίας.
736
Για την χρήση του κρέατος της φάσσας ή αγριοπερίστερου, στη δίαιτα αναφέρουν και τα ιατρικά
βιβλία. Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν, κεφ. 291,236,13.
737
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 119.
159
κειμένων τους.738
Ο Αστέριος Αμασείας επισημαίνει ότι η αγορά φασιανών ήταν η πιο
πολυδάπανη, που μόνο οι εύποροι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. 739
Συχνότερα αναφέρεται η κατανάλωση του κρέατος γερανού, θεωρείται δε
υψηλής ποιότητας, ιδιαίτερα τονίζεται η γευστικότητα της κνήμης του. 740 Ενώ
αποτελούν πρώτες ύλες για φαρμακευτικά βυζαντινά σκευάσματα, ο ζωμός, η
χολή και το λίπος του πτηνού.741
Στις μονές συνήθιζαν να έχουν ως βασικό στοιχείο της δίαιτά τους το κρέας
των γερανών.742 Επίσης οι Βυζαντινοί έτρωγαν λαγούς (λαγώς ή λαγωός),
κουνέλια και διάφορα πουλερικά και κυνήγια, 743 ακόμη βατράχους και χελώ -

738
Βλ. επίσης Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ομιλία Ο΄, PG 58, 659δ΄: Αἰσχύνομαι
.
μὲν γὰρ πάντα διηγούμενος πλὴν ἀλλ’ ὅμως ἐρῶ τάς ὄρνεις τάς ἀπὸ Φάσιδος (...). Ἰωάννης
Χρυσόστομος, Περὶ ἐλεημοσύνη καὶ εἰς τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον, PG 64.433-443, 708: Καὶ σὺ
μὲν τρώγεις φασιανοὺς ἢ ὄρνεις καὶ χῆνας καὶ ὅσα ἐστὶν ἐν ἐδέσμασι, καὶ ὁ πένης οὐκ ἰσχύει τὴν
ἑαυτοῦ κοιλίαν χοτρᾶσαι ἄρτω καὶ λαχάνοις. Εὐσέβιος Καισαρείας, Περὶ ἐλεημοσύνης εἰς τὸν
πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον, PG 21.403-505, 444: Ἐν δὲ τῷ ἀρίστῳ διηκόνει δίσκον χρυσοῦν καὶ
ἀργυροῦν (...). Μάγειροι θορυβαζόμενοι ἐψοῦντες φασιανούς. Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Παιδαγωγός,
έκδ. C. Mondesert, H. I. Marrou, Paris 1965, 14: Κτένας τε ἐκζυτούσι Μηθυμναίους, καὶ ψήττας
Ἀττικάς, καὶ τάς Δαφνίους κίχλας, Χελιδονίους τε ἰσχάδας (...). Ὄρνεις ἐπὶ τούτοις συνωνοῦνται τοὺς
ἀπὸ Φασίδος, ἀτταγὰς Αἰδυπτίας, Μῆδον ταώνα. Ταῦτα τοῖς ἠδύσμασιν ἐξαλλάσσοντες οἱ
γαστρίμαργοι, τοῖς ὄψοις ἐπικεχήνασιν.
739
Αστέριος Αμασείας, Ομιλίες, έκδ. C. Datema, Leiden 1970, 10, 5-10: (...) πρόσθες ἑξῆς τούτοις
καὶ λίγισαι τὸν ἐν σκεύεσιν ἄργυρον, τὸν χρυσόν, τὴν πολυδάπανον ἀγορασίαν τῶν ἐκ Φασίδος
ὀρνίθων.
740
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 121. Βλ. επίσης Ό Πουλολόγος, έκδ. Ι. Τσαβαρή,
ΒΝΒ 5, Αθήνα 1987, στ. 84-85: Καὶ ἔμενα, κακοτύχερε, τὸν γέρανον ὑβρίζεις, / τὸν τρώγουσιν οἱ
βασιλεῖς μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου / καὶ τρώγουσιν οἱ ἄρχοντες τὰ ἄκρη μου κρασάτα; Θεόδωρος
Πρόδρομος, Τὰ σχέδη τοῦ μυός, έκδ. J.T. Papademetriou, Urbana 1969, 219: Ἢν ἐκεῖ καὶ γεράνου
κνήμη καὶ ῥάχις λαγὼ καὶ περδικὸς σκέλος.
741
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 121 και λεπτομέρειες 351 κ. ἐξ.
742
Για την εκτροφή και την χρήση του κρέατος των γερανών, απαλλάσσονταν οι μονές με
χρυσόβουλο. Βασίλειος Σελευκείας, Θαύματα της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλας, Θαυμάτων το
πρώτον, PG 85, κεφ. Η΄, 577. Αρκαδίου Βατοπεδινού, όπ.π. 3, 210.
743
Κυνήγια θεωρούνταν οι φασιανοί, τα ορτύκια, τα ελάφια, οι γαζέλες ή ζαρκάδια ή δορκάδες,
αλλά συνηθισμένο ήταν το κυνήγι του αγριόχοιρου, όπως φαίνεται στην Διήγηση του Διγενή στιχ.
2333, Μηλιαράκη.
160
νες.744 Ήταν ιδιαίτερα αγαπητά το κρέας του λαγού και του ζαρκαδιού, το οποίο το
θεωρούσαν ως το καλύτερο όλων των άγριων ζώων.745
Παρουσιάζει ενδιαφέρον στα κείμενα των βυζαντινών η χαμηλή αξιολόγηση
του κρέατος του ελαφιού, σε σχέση με του ζαρκαδιού.746
Όμως από πολλές βυζαντινές αναφορές και κείμενα προκύπτει ότι υπήρχε
ευρεία κατανάλωση του κρέατος του ελαφιού και μάλιστα δηλώνουν την ύπαρξη
οικόσιτων ελαφιών.747
Στα καθημερινά φαγητά των Βυζαντινών όμως δεν ανήκαν το κρέας και τα
πουλερικά και ήταν μάλλον σπάνια και αυτό όχι μόνον επειδή η κατανάλωση κατά
τους καλοκαιρινούς μήνες και σε ζεστό κλίμα, μπορούσε να είναι επικίνδυνη, αφού
το κρέας αλλοιώνεται γρήγορα, αλλά και γιατί κατά τις νηστείες η κατανάλωση
κρέατος ήταν απαγορευμένη ή τουλάχιστον κοινωνικά περιφρονημένη. 748
Επίσης, ορισμένα ζώα πωλούνταν, τουλάχιστον στην αγορά της
Κωνσταντινούπολης, ορισμένες μόνο εποχές του έτους, όπως π.χ. το αρνί «από
του άγιου Πάσχα έως της Πεντεκοστή»749 και τέλος, τα κρέατα καλής ποιότητας
ήταν ακριβά.750

744
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 52.
745
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 109. Βλ. επίσης Συμεών Σηθ, 33: Αἱ δορκάδες, τὰ
.
κοινῶς λεγόμενα γαζέλια τὰ τούτων κρέα εὐχυμώτερα εἶσι τῶν λοιπῶν ἀγρίων ζῴων καὶ πρὸς τὸ
ἀνθρώπινον σῶμα ἔχει οἰκείως. Λυσιτελοῦσι δὲ τοῖς περιττωματικοις σώμασι καὶ ὑγροῖς καὶ πρὸς
κωλικὰς καὶ ἐπιληπτικὰς διαθέσεις, ἐπέχουσι δὲ τὴν γαστέρα καὶ ξηρότητα τοῖς νεύροις ἐμποιοῦσιν.
746
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 109. Βλ. ενδεικτικά: Οριβάσειος, 2.28: Κακόχυμος δὲ
τούτων οὐδὲν ἧττόν ἐστι καὶ ἡ τῶν ἐλάφων καὶ σκληρὰ καὶ δύσπεπτος.
747
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 110. Βλ. εδεικτικά: Γεωπονικά, 19.5 και Θεόφιλος
Αντικήνσωρ, Τά Ἰνστιτούτα, έκδ. E. C. Ferrini, Berlin 1897 (ανατ. Aalen 1967), 2.15: Καὶ ἐλάφους δὲ
τίνες οὕτως ἡμέρους ἔχουσιν ὥστε αὐτοὺς καταλιμπάνειν τοὺς δεσπότας καὶ εἰς ὕλας ἀπιέναι καὶ
πάλιν ὑποστρέφειν (...).
748
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 22.
749
Επαρχικόν Βιβλίον 15.5.
750
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 21.
161
Καθαρά και ακάθαρτα προς βρώσιν ζώα. Μικρογραφία χειρογράφου, Οκτάτευχος, κώδ. 602,
ος
φ. 258β. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος, 13 αι.
(Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά
γράμματα, τόμ Δ΄, εικ. 50. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, εικ. 4)

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, καθιερώθηκε ο θεσμός των


νηστειών,751 με τον οποίο ορίζεται η αποχή από όλα τα είδη των κρεάτων.752
Σύμφωνα με τα κείμενα της Αγίας Γραφής, το κρέας ως τροφή είχε δοθεί από
τον Θεό, μετά τον κατακλυσμό, στο Νώε και καθορίστηκαν τα καθαρά και τα
ακάθαρτα ζώα.753

751
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 61. Γενικά για την καθιέρωση του θεσμού των
χριστιανικών νηστειών βλ. Κ. Holl, Die Enstenhung der vier Fastenzeiten in der grieschishen
Kirche, Berlin 1923, V. Grümel, “Le jeune de l‘ Assomption dans l‘ Eglise grecque“, EO 32 (1993),
162-194. Βλ. επίσης, P. Muhlenbrock, “Fasten“ (V. Kirchenrechtlich), LThK 4, 35-36. P. Joannou,
«Fastentage der byzantinischen Kirche», LThK 4, 38. A. Dorrer, “Fastenzeit“, LThK 4, 38-39. K.
Nitzschke, Fasten, στο Evangelisches Kirchenlexicon, 1267-1270. R. Naz Jeune, DDC 6, 139-140.
A. Karpozilos, A. Kazhdan, “Diet“, ODB 1, 621-622. Σ. Μακρής, «Νηστεία», ΘΗΕ 9 (1966), 450-
451. Γ. Γ. Μπεκατώρος, «Νηστίσιμοι ημέραι», ΘΗΕ 9 (1966), 451-452.
752
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 61. Βλ. ενδεικτικά: Κανών ΞΘ΄ των Αγίων
Αποστόλων, P.P. Joannou, Les canons des conciles œcuméniques (IIe-IXe’s.), I/2, 43 (Σύνταγμα,
έκδ. Γ. Α. Ράλλης, Μ. Ποτλής, τ. B΄, 88). Κανών ΙΘ’ της εν Γάγγρα Συνόδου, Les canons, I/2, 97
(Σύνταγμα, τ. Γ΄, 114-115). Πρβλ. Ε. Γ. Γιαννακοπούλου Ε.Γ., Η κρεοφαγία κατά τους Ιερούς
Κανόνες και τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, Αθήνα 2002. 24-30. J. Köder, Η καθημερινή
διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, 19. Ι. Α. Πάσχος, «Η κρεατοφαγία εις το Βυζάντιον»,
Βυζαντιναί Μελέται 5 (1993), 285-291.
753
Γεν. 9:3-4 : καὶ πᾶν ἑρπετόν, ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν· ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν
τὰ πάντα. πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε·
162
Τα καθαρά ζώα προορίστηκαν για τροφή και θυσίες.754 Αργότερα στα
755 756
κεφάλαια Λευιτικό ια΄ και Δευτερονόμιο ιδ΄ της Παλαιάς Διαθήκης, γίνεται
λεπτομερής έκθεση καθαρών και ακάθαρτων τροφών που μπορούν να
καταναλώνουν οι Ισραηλίτες.
Σύμφωνα με τις Ἀποστολικὲς Διατάξεις και τους ιερούς κανόνες των
Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι προβλεπόμενες ημέρες αποχής από το
κρέας γινόταν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, καθ’ όλο το έτος και στην περίοδο
πριν το Πάσχα, της Τεσσαρακοστής.757
Η νηστεία της Τετάρτης είχε θεσπιστεί ως ανάμνηση του συνεδρίου των
Γραμματέων και Φαρισαίων, που πραγματοποιήθηκε την ημέρα αυτή και

754
Γεν. 8:20 : καὶ ᾠκοδόμησε Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν
τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ
θυσιαστήριον.
755
Λευ. 11:1-47 : 2. λαλήσατε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγοντες· ταῦτα τὰ κτήνη, ἃ φάγεσθε ἀπὸ πάντων
τῶν κτηνῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· 3. πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν καὶ ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο χηλῶν
καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν ἐν τοῖς κτήνεσι, ταῦτα φάγεσθε. 4. πλὴν ἀπὸ τούτων οὐ φάγεσθε, ἀπὸ τῶν
ἀναγόντων μηρυκισμὸν καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς ὁπλὰς καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρας· τὸν
κάμηλον, ὅτι ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, ὁπλὴν δὲ οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· 7. καὶ τὸν ὗν, ὅτι
διχηλεῖ ὁπλὴν τοῦτο, καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο οὐκ ἀνάγει μηρυκισμόν, ἀκάθαρτον
τοῦτο ὑμῖν· 13. Καὶ ταῦτα, ἃ βδελύξεσθε ἀπὸ τῶν πετεινῶν, καὶ οὐ βρωθήσεται, βδέλυγμά ἐστι· τὸν
ἀετὸν καὶ τὸν γρύπα καὶ τὸν ἁλιαίετον (...) 21. ἀλλὰ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ τῶν ἑρπετῶν τῶν πετεινῶν,
ἃ πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα, ἃ ἔχει σκέλη ἀνώτερον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πηδᾶν ἐν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς γῆς.
756
Δευτ. 14:3-21 : 3-5. Οὐ φάγεσθε πᾶν βδέλυγμα. ταῦτα κτήνη, ἃ φάγεσθε, μόσχον ἐκ βοῶν καὶ
ἀμνὸν ἐκ προβάτων καὶ χίμαρον ἐξ αἰγῶν, ἔλαφον καὶ δορκάδα καὶ πύγαργον, ὄρυγα καὶ
καμηλοπάρδαλιν· (...) 11. πᾶν ὄρνεον καθαρὸν φάγεσθε. 19-20. πάντα τὰ ἑρπετὰ τῶν πετεινῶν
ἀκάθαρτά ἐστιν ὑμῖν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν. πᾶν πετεινὸν καθαρὸν φάγεσθε.
757
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 62. Βλ. επίσης Θεόδωρος Βαλσαμών, Ερμηνεία εις
τον ΞΘ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων, Σύνταγμα, τ. Β΄, 88-89: (...) Σημείωσαι δὲ ἀπὸ τοῦ
παρόντος Κανόνος, ὅτι κυρίως μία ἐστι νηστεία, ἡ τεσσαρακονθήμερος, ἢ τοῦ Πάσχα, εἰ γὰρ ἤσαν
καὶ ἄλλαι, ἐμνήσθη ἂν καὶ τούτων ὁ κανών. Πλὴν καὶ κατὰ τὰς νηστίμους, ἤγουν τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, καὶ τῆς κοιμήσεως τῆς ἁγίας Θεοτόκου, καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, νηστεύοντες,
οὐκ αἰσχυνθησόμεθα. Βλ. και Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν, PG 53.21-384,
24-26. Συμεών Θεσσαλονίκης ο Νέος Θεολόγος, Κατηχήσεις, έκδ. B. Krivocheine, J. Paramelle,
Paris 1964, 152-189. Βλ. επίσης ενδεικτικά Δ. Καππάης, Η Νηστεία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της
Εκκλησίας μας, Λεμεσός 1995. Συμεών Κούτσας, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας. Γιατί, πότε και
πως νηστεύουμε, Αθήνα Δεκέμβριος 1991. Β. Ε. Βολουδάκης, Νηστειοδρόμιο, Αθήνα 1999.
163
αποφασίστηκε η σύλληψη του Χριστού και η Παρασκευή, ως ημέρα πένθους για
τον σταυρικό θάνατό Του.758 Η περίοδος της Τεσσαρακοστής πριν το Πάσχα,
ορίστηκε κατά μίμηση των σαράντα ημερών που νήστεψε στην έρημο ο
Χριστός.759
Οι Ἀποστολικὲς Διατάξεις και οι Σύνοδοι όρισαν εκκλησιαστικές ποινές σε
περιπτώσεις αδικαιολόγητης κατάλυσης κρέατος, οι οποίες για τους κληρικούς
προβλεπόταν καθαίρεση και για τους λαϊκούς αφορισμός.760
Επίσης βαριές εκκλησιαστικές ποινές προβλεπόταν από τους Ιερούς
Κανόνες και για την αδικαιολόγητη αποχή από το κρέας κατά τις περιόδους
κατάλυσης, γιατί εκλαμβανόταν ως αλαζονεία και πρόκληση σκανδάλου και γι αυτό

758
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 62. Βλ. Κανών ΙΕ΄ Πέτρου Αλεξανδρείας, Les
canons, IΙ, 57-58 (Σύνταγμα, τ. Δ΄, 43): Οὐκ ἐγκαλέσει τὶς ἠμὶν παρατηρουμένοις τετράδα, καὶ
παρασκευήν, ἐν αἶς καὶ νηστεύειν ἠμὶν κατὰ παράδοσιν εὐλόγως προστέτακται, τὴν μὲν τετράδα, διὰ
τὸ γενόμενον συμβούλιον ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐπὶ τὴ προδοσία τοῦ Κυρίου, τὴν δὲ παρασκευήν, διὰ
τὸ πεπονθέναι αὐτὸν ὑπὲρ ἠμῶν.
759
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 62. Βλ. Κανών ΙΕ΄ Πέτρου Αλεξανδρείας, Les
canons, IΙ, 33-34 (Σύνταγμα, τ. Δ΄, 14): (...) προσεπιτιμηθῆναι αὐτοις ἀπὸ τῆς προσελεύσεως καθ’
ὑπομμησιν, ἄλλας τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἂς καὶ πὲρ νηστεύσας ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἠμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς μετὰ τὸ βαπτισθῆναι, ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Βλ. επίσης Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική
Ιστορία
760
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 62. Βλ. ενδεικτικά: Κανών ΞΘ΄ των Αγίων
Αποστόλων, όπ.π: Εἰ τὶς ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ
ψάλτης, τὴν ἁγίαν τεσσαρακοστήν του Πάσχα οὐ νηστεύει, ἢ τετράδα, ἢ περασκευὴν καθαρείσθω,
ἐκτὸς εἰ μὴ δὶ’ ἀσθενείαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο, εἰ δὲ κακὸς εἴη, ἀφοριζέσθω. Πρβλ. Π.
Παναγιωτάκος, Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχὺν αὐτοῦ. Τὸ Ποινικὸν
Δίκαιόν της Ἐκκλησίας, Αθήνα 1962, 660 και B. Φειδάς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α΄, Αθήνα 1992,
950.
164
όσοι απείχαν, καταδικάζονταν ως αιρετικοί.761
Σύμφωνα με τα βυζαντινά ιατρικά κείμενα της πρώιμης περιόδου, κυρίαρχη
θέση, μεταξύ μεγάλου αριθμού διατροφικών ειδών, κατέχει το κρέας τετράποδων
θηλαστικών και πτηνών.762
Ο πρωτοσπαθάριος και ιατρός Θεόφιλος, σχολιάζοντας το έργο του
Ιπποκράτη, προβαίνει στη διάκριση των τροφών σε κατηγορίες διαίτης, όπου το
κρέας, χωρίς διάκριση προελεύσεως, ανήκει στην αδρότατη δίαιτα.763

2. Αυγά

Τα ωά764 των πτηνών στο Βυζάντιο αποτελούσαν σημαντικό είδος


διατροφής.765
Τα αυγά όπως και το κρέας αποτελούσαν ακριβή τροφή για τους
βυζαντινούς766 και δεν είναι τυχαίο ότι ένα λιτό και καθημερινό φαγητό, όπως το

761
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 64. Βλ. ενδεικτικά: Κανών ΝΓ΄ των Αγίων
Αποστόλων, Les canons, I/2, 43 (Σύνταγμα, τ. B΄, 70-71): Περὶ ἱερατικῶν τῶν οἴνου καὶ κρεὼν ἐν
ἑορτὴ μὴ καταλαμβανόντων. Εἰ τὶς ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ δάκονος ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν
ἑορτῶν οὐ μεταλαμβάνει κρεὼν ἢ οἴνου, βδελυσσόμενος καὶ οὐ δὶ’ ἄσκησιν, καθαιρείσθω, ὡς
«κεκαυτηριασμένος τὴν ἴδιαν συνείδησιν» καὶ αἴτιος σκανδάλου πολλοῖς γινόμενος. Κανὼν ΝΕ΄ τῆς
ἐν Τρούλλω Πενθέκτης Συνόδου, I/1, 192-193 (Σύνταγμα, τ. B΄, 434): Περί του μη εν σαββάτοις και
κυριακαίς νηστεύειν. Κανών ΙΗ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Συνόδου, Les canons, I/2, 96 (Σύνταγμα, τ. Γ΄, 114-
115): Περὶ τῶν ἐν κυριακαῖς νηστευόντων. Εἰ τὶς διὰ νομιζομένην ἄσκησιν ἐν τὴ Κυριακὴ νηστεῦοι,
ἀνάθεμα ἔστω.
762
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 79.
763
Όπ.π. 79. Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος, Σχόλια εἰς τοὺς Ἱπποκράτους ἀφορισμοὺς, έκδ. F. R.
Dietz, Königsberg 1834 (ανατ. Amsterdam 1966), τ. Β΄, 262: Ἰστέον δὲ ὅτι αἳ γενικαὶ διαφοραὶ τῆς
διαίτης δύο εἰσί, λεπτὴ καὶ ἁδρά, ἀλλ’ ἡ μὲν λεπτὴ ἡ ἐσχάτως ἐστὶ λεπτή, ὡς ἀσιτία, ἢ λεπτότατη,
ὅπερ ἐστὶ μελίκρατον, ἡ λεπτή, οἶον πτισάνης χυλός, ἡ δὲ ἁδρὰ ἢ ἁδρὰ ἐστὶν ὡς ὅλη ἡ πτισάνη, ἡ
ἁδρότερα ὡς ἰχθύες ἢ ὠά, ἡ ἁδρότατη ὡς κρέας, ἔστι δὲ μέση τούτων, ὡς ἄρτος πλυτὸς ἢ ἴτριον.
764
Βλ. Σούδα, λ. ᾠὰ: τὰ ἐκ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων γεννώμενα. Ησύχιος, Λεξικόν, λ. ὤβεα.
765
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 208.
766
Όπ.π. 209. Βλ. επίσης J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 22.
165
σφουγγάτον (η σημερινή ομελέτα), θεωρούνταν πολυτέλεια.767
Όμως το γεγονός ότι τα πτηνά που παράγουν αυγά ήταν κυρίως οικόσιτα στο
Βυζάντιο, ισχυροποιεί την άποψη ότι θα πρέπει να αποτελούσαν φτηνή τροφή.768
Αυτό φαίνεται και από κείμενο στο Πτωχοπρόδρομο, όπου δηλώνεται ότι τα
αυγά των ορνίθων υπήρχαν ακόμη και στα σπίτια των φτωχών, αν και δηλώνεται
περισσότερο ως σχήμα υπερβολής.769
Σύμφωνα με τον Φαίδωνα Κουκουλέ, στο Βυζάντιο τα αυγά ήταν από τις πιο
συνηθισμένες τροφές και καταναλώνονταν τα ωά όλων των κατοικίδιων πτηνών. 770
Γενικά στα κείμενα αναφέρεται η κατανάλωση αυγών αλεκτορίδος,771
νήσσης,772 παώνος,773 πέρδικος,774 στρουθοκαμήλου,775 φασιανού,776 χηνός777 και

767
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα, 311. Βλ. επίσης Απίκιος, Apicius, De re coquinaria, VII,11,8, εκδ.
Μ.Ε. Milham, Λειψία, 1969. Την πρώτη συνταγή για ένα φαγητό πολύ κοντά στην ομελέτα, το ova
spongia, την βρίσκουμε σε μια λατινική πηγή, η ονομασία ξαναεμφανίζεται στα βυζαντινά ελληνικά.
Ο Δαμασκηνός Στουδίτης έκανε μία υποδειγματική διδασκαλία από τον τρόπο με τον οποίο
κατασκευάστηκε το σφουγγάτον. Δαμασκηνός Στουδίτης, XIV. Η λέξη συναντάται επίσης στα
ος
Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, 12 αιώνας, ΙΙΙ 129, IV, στ. 60: διπλοσφούγγατα. Βλ. επίσης
Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. 5, τχ. 1, Τα ωά, σελ. 66, όπου από αναφορές
μεσαιωνικών εγγράφων, το σφουγγάτο ήταν τα τηγανιτά αυγά και το σκεύος παρασκευής τους
ονομαζόταν σφουγγατερόν (τηγάνι). Στον Πόντο σφουγγάτο λέγεται η πίτα παρασκευαζόμενη από
γλυκοκολοκύθα και αυγά, αλλά επίσης μπορούσε να περιέχει αραβοσιτάλευρο και κομμάτια
κρέατος. Παπαδοπούλου Α, Παροιμίαι (Αρχείο Πόντου, 2,71).
768
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 209-210, 214.
769
Όπ.π. 209-210. Βλ. Πτωχοπρόδρομος, V, στ. 590: ᾠὰ ὀρνίθων, ὧν καὶ οἱ οἶκοι πλήθουσιν ἀεὶ
καὶ τῶν πενήτων.
770
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 66.
771
Κότα ή όρνιθα. Ορειβάσιος, 3.15, Αέτιος Αμιδηνός, 2.134. Περί τροφών σύνταγμα, 239. Βλ.
επίσης Ιωάννης Ζωναράς, Λεξικόν, λ. ᾠὰ κτίλα: τὰ τῶν ἡμέρων ὀρνίθων ᾠὰ κτίλα.
772
Πάπια. Ορειβάσιος 2.45.
773
Παγώνι. Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 208. Βλ. επίσης Ὀ Πουλολόγος, έκδ. Γ. Θ.
Ζώρας, Αθήνα 1956, στ. 160 κ.εξ.
774
Πέρδικα. Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν, έκδ. F. Drexl, Lipsiae 1925, 206-207.
775
Ορειβάσιος 3.15. Ορειβάσιος, Προς Ευνάπιον, 4.105. Αέτιος Αμιδηνός, 2.134.
776
Ορειβάσιος 3.15. Αέτιος Αμιδηνός, 2.134.
777
Ορειβάσιος 3.15. Αέτιος Αμιδηνός, 2.134. Περί τροφών σύνταγμα, 239. Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν,
206-207.
166
ωτίδος.778
Αρέσκονταν ιδιαίτερα στα αυγά της κότας και του φασιανού,779 τα οποία
σύμφωνα με ιατρικά βυζαντινά κείμενα, προσφέρουν μεγάλη θρεπτική αξία, ενώ τα
αυγά των χηνών και των στρουθοκαμήλων θεωρούνται δεύτερης ποιότητας.780
Υποθέτεται επίσης ότι η βρώση των αυγών σχετίζονταν εκτός από την
θρεπτική αξία και γεύση και με την αναπαραγωγική συχνότητα του κάθε είδους.781
Στα βυζαντινά ιατρικά κείμενα προτείνεται να καταναλώνουν τρομητά και
ῥοφητὰ ᾠὰ, έναντι των ἐφθῶν, ὀπτῶν και τηγανιστῶν.782 Τα ῥοφητὰ αυγά
θεωρούνται κατάλληλη τροφή για τα νήπια αμέσως μετά από τον γαλακτισμό τους,
ενώ αποφεύγονται τα ἐφθά στη διατροφή των γερόντων, γιατί επιβαρύνουν την
διαδικασία της πέψεως.783
Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται μόνο μία φορά η λέξη ᾠόν,784 αλλά
γενικότερα στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν υπάρχουν αντίστοιχοι συμβολισμοί,
τα οποία ασκούσαν επιρροή στις αντιλήψεις, κυρίως, στους ερμηνευτές της
Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και των βυζαντινών συγγραφέων. 785
Υπάρχει μία αναφορά στο θεολογικό κείμενο του Ιωάννη της Κλίμακος, όπου
τα επωαζόμενα αυγά αποτελούν σύμβολο ζωής.786 Ενώ στα βυζαντινά κείμενα τα

778
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 208. Βλ. επίσης Πουλολόγος, στ. 52 κ.εξ.
779 .
Ορειβάσιος, 2.45,1 3.15,2. Παύλος Αιγινίτης, 1.83.
780
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 210. Βλ. επίσης Αέτιος Αμιδηνός, 2.134: Περὶ ᾠῶν.
Ὠὰ ἀμείνω τά τε τῶν ἀλεκτορίδων ἐστὶ καὶ τῶν φασιανῶν, φαυλότερα δὲ τὰ τῶν χηνῶν καὶ
στρουθοκαμήλων.
781
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 208.
782
Βλ. λεπτομέρειες στη παρούσα εργασία, στο κεφ. Β΄, Τρόπος Μαγειρέματος και Κατανάλωσης,
1. Τρόπος και Σκεύη μαγειρέματος. Βλ. επίσης Ορειβάσιος, 2.45, 3.15, 3.16 κ.εξ. Αέτιος Αμιδηνός,
2.134, 2.252 κ.εξ. Παύλος Αιγινίτης, 1.83. Σημεών Σηθ, 124. Περί τροφών σύνταγμα, 239.
783
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 210-211. Βλ. επίσης Αέτιος Αμιδηνός, 4.28 κ.εξ. και
4.30 κ.εξ. Πρβλ. Στέφανος Ἀθηναῖος, Ἐξήγησις εἰς τὴν πρὸς Γλαύκωνα Γαληνοῦ θεραπευτικήν, έκδ.
F.R. Dietz, Konigsberg 1834 (ανατ. Amsterdam 1966), 300: Τὰ ᾠὰ ὅσα ἧττον ἔψεται, τοσούτον
εὐπεπτότερα γίνοντα, μᾶλλον δὲ ἑψόμενα, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἕψησιν τὸ ἐν αὐτοῖς λεπτομερὲς
δαπανᾶται καὶ παχύνεται καὶ δυσπεπτότερα γίνονται.
784
Λουκ. 11:12, ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσῃ ᾠόν, μὴ ἐπιδώσει αὐτὼ σκορπιών;
785
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 214.
786
Όπ.π. 213-214. Βλ. επίσης Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίμαξ Παραδείσου, PG 88, 1085: Ὥσπερ τὰ ᾠὰ
ἐν κόλπῳ θαλπόμενα ζωογονούνται, οὕτως καὶ λογισμοὶ μὴ φανερούμενοι, εἰς ἔργα προφαίνουσι.
167
αυγά εντοπίζονται στο Ὀνειροκριτικὸν, όπου τα αυγά λαμβάνονται ως προβλέψεις
για πλούτο και καλή συζυγία.787
Όμως υπάρχουν αναφορές στα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά τυπικά,
παράλληλα με το τυρί και το γάλα, όπου ορίζουν τις επιτρεπόμενες ημέρες και
περιόδους κατανάλωσης αυτών των ειδών.788
Τέλος, περιγράφεται στα Θαύματα τοῦ ἁγίου Γεωργίου μία ιστορία, όπου
αναδεικνύεται το σφουγγάτο, ως αγαπημένο φαγητό των Βυζαντινών, αλλά και
αποτελεί ένα είδος τάματος σε αγίους.789 Στην Παφλαγονία ένα μικρό αδύναμο
παιδί έταξε στον Άγιο Γεώργιο ένα καλό σφουγγάτο, εάν τον βοηθούσε να νικήσει
τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι. Όντως το αίτημά του ικανοποιήθηκε και το παιδί
άφησε μπροστά στην εικόνα του αγίου το τάμα του. Περνώντας από εκεί τρεις
ναύτες για να προσκυνήσουν, έφαγαν το σφουγγάτο, σκεπτόμενοι ότι ο άγιος δεν
μπορεί να το φάει. Υποσχέθηκαν όμως να φέρουν την αξία του σε κερί και λάδι.

787
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 213. Βλ. ενδεικτικά, Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν, 206-207:
.
Ἐὰν ἴδῃ τίς, ὅτι τρώγει ᾠὰ ἑψητά, εὑρήσει πλοῦτον ἀπὸ κόπων δούλων ἀναλόγως ὧν ἔφαγεν ἡ γὰρ
.
ὄρνις εἰς δούλης πρόσωπόν ἐστιν (...), εἰ δὲ περδικὸς ἐσθίει ᾠά, εὑρήσει πλοῦτον ἀπὸ γυναικὸς
. .
εὐειδοῦς εἰς ταύτην γὰρ ἡ κρίσις τῆς περδικός εἰ δὲ χήνεια, ἀπὸ γυναικὸς πολυπλούτου καὶ ἀκάκου
κερδήσει.
788
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 212. Βλ. ενδεικτικά, Ὑποτύπωσις σὺν Θεῶ
καταστάσεως τῆς εὐαγεστάτης μονῆς τῶν Στουδίου, έκδ. Α. Dmitrievsky, Kiev 1895, 234.14: Εἰς δὲ
τὴν τεσσαρακοστὴν τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἰχθύας καὶ τυρὸν καὶ ᾠὰ οὐκ ἐσθίομεν (...). Επίσης,
«Τυπικὸν της Βασιλικής Μονῆς του Παντοκράτορος», έκδ. P. Gautier, REB 32 (1974), 57-58: (...)
τρίταις δὲ καὶ πέμπταις τυρὸς καὶ ᾠὰ βρωθήσονται. Βλ. ακόμη, Νείλου ἱερομονάχου καὶ
καθηγουμένου κα κτήτορος τῆς σεβασμίας μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαχαιρᾶ,
Κυπριακά Τυπικά, ΠΜΚΙ 2, Λευκωσία 1969, 74.1 κ.εξ.: Κατὰ δέ γε τὴν τῆς διακαινησίμου ἑβδομάδα
τυρὸν καὶ ᾠὰ καὶ γάλα βρωτέον.
789
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 211. Βλ. Θαύματα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, Κ.
Krumbacher, Der heilige Georg in der griechischen Überlieferung, München 1911, 296. Βλ. επίσης
H. G. Beck, Kirche und theologische Literatur im Byzantinischen Reich, München 1959, 578 κ.εξ.
A. Kazdhan, “Post-hoc of two byzantine miracles“, Byz 52 (1982), 240. Πρβλ. Δαμασκηνός
Στουδίτης, Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου,
μεταφρασθὲν εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν, στο Θησαυρός, έκδ. Ε. Χ. Δεληδήμος, Θεσσαλονίκη 1971,
14.7.44 κ.εξ. Επίσης το περιστατικό αυτό αναφέρεται στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
«Ἀη μου Γιώργη», Άπαντα, τ. Ε΄, Αθήνα 1988, 188.
168
Στην προσπάθειά τους να φύγουν, κόλλησαν τα πόδια τους στα μάρμαρα του
ναού, έτσι έταξαν ακόμα δέκα νομίσματα, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Του ξανά έταξαν
ένα φλουρί, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα. Στα τρία φλουριά κατάφεραν να φύγουν
και είπαν: Άγιε Γεώργιε, πολύ ακριβά πουλάς τα σφουγγάτα σου....! Με αυτόν τον
τρόπο συγκεντρώθηκαν τα χρήματα για να ανακαινισθεί ο παλιός και μικρός ναός
του αγίου.790

3. Εικονογραφικές Παραστάσεις με Αυγά

Από τον 11ο αιώνα και μετά εμφανίζονται τα αυγά στις απεικονίσεις της
Γέννησης της Παναγίας και του Ιωάννη του Προδρόμου,791 όπου παρουσιάζονται
ως προσφερόμενα αντικείμενα στις λεχώνες.792
Μπορούμε να συνδέσουμε τις αναπαραστάσεις των Γεννήσεων με το
τελετουργικό κατά τις αυτοκρατορικές γεννήσεις, όπως περιγράφεται από τον
Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο, κατά το οποίο την όγδοη μέρα, γυναίκες
αξιωματούχων προσφέρουν στην αυτοκράτειρα η κάθε μία ένα δώρο ως αφιέρω -

790
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 211-212 και Κ. Krumbacher, Θαύματα τοῦ ἁγίου
Γεωργίου, 296.
791
Τα σχετικά με τη Γέννηση του Ιωάννη, περιγράφονται και εικονογραφούν το Ευαγγέλιο του
η
Λουκ. 1:57-64. Η σκηνή επίσης συναντάται στα μηνολόγια, εικονογραφώντας την 24 Ιουνίου.
792 ου
Υπάρχουν παραδείγματα της Γέννησης της Παναγίας που προηγούνται του 11 αιώνα, ενώ η
ο
σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου ήταν άγνωστη πριν από τον 11 αιώνα, Α. Κατσιώτη, Οι
σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη,
κεφ. δ’ Η Γέννηση του Προδρόμου-Η Ονομασία του Ιωάννη, ΙΙ, Αθήνα 1998, 56. Αν και σύμφωνα με
την J. Lafontaine-Dosogne, η οποία κάλυψε το θέμα της Γέννησης της Παναγίας και του
Προδρόμου, εικονογραφικά στη βυζαντινή τέχνη, υποστηρίζεται ότι ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε
και στα δύο θέματα είναι διαφορετικός, Iconographie de l’enfance de la Vierge, I, Brussels 1992,
99. Οι μελετητές δε αμφιβάλουν ότι η εικονογραφία των δύο Γεννήσεων έχει σταθεί πρότυπο για τις
αντίστοιχες άλλων αγίων, βλ. Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 56.
169
α.793
Το δώρο συνήθως ήταν τρόφιμα και περιγραφόταν με τη λέξη ξένιον.794
Τα αυγά στην βυζαντινή εικονογραφία, έχουν ερμηνευθεί ως σύμβολα
γονιμότητας,795 παρότι προσφέρονται σε λεχώνες όπως η Άννα και η Ελισάβετ, οι
οποίες όμως ήταν μεγάλες σε ηλικία και για πολλά χρόνια στείρες.796
Η αμεσότερη έννοια των αβγών που προσφέρονται στη λεχώνα θα
μπορούσε να είναι ότι της δίνουν κάποιο δυναμωτικό, γιατί τις προσφέρουν και
άλλα τρόφιμα, ανάμεσα στα οποία φρούτα, σούπες κ.ά.797 Πιστεύετε, ωστόσο, ότι
εδώ υπάρχει ένα σαφές σύμβολο, το αβγό είναι σύμβολο της γονιμότητας της γέν -
νησης, της ανανέωσης και της αναγέννησης.798
Αν και έχουν ερμηνευτεί πολλά από τα προσφερόμενα αντικείμενα στις
εικονογραφίες των Γεννήσεων, απόκρυφα κείμενα σιωπούν γι αυτά, τα οποία
μοιάζουν με αυγά μέσα σε στρόγγυλα αγγεία,799 απλά περιγράφουν την σκηνή της

793
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, Ι, Brussels 1964, 97. Βλ. Επίσης Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου Τάξεως, Κωνσταντίνου τοῦ
φιλοχρίστου καὶ ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῳ αἰωνίῳ Βασιλεῖ Βασιλέως, υἱοῦ Λέοντος τοῦ σοφωτάτου καὶ
ἀειμνήστου Βασιλέως, Σύνταγμά τι καὶ Βασιλείου σπουδῆς ὄντως ἄξιον ποίημα, De ceremoniis aule
Byzantine, Lib II. Κεφ. ΚΑ΄: Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, ὅταν τεχθη ἄῤῥεν παιδίον τῷ βασιλεῖ, PG 112,
1152A: ... καὶ ἐπεύχονται ἀπευχαριστούσαι καὶ εὐφημούσι τὴν Aὐγοῦσταν, καὶ τὸ προσῆκον
ἀπονέμουσι σέβας, μία ἑκάστη εἰσάγουσα ξένιον, ὅπερ κατὰ προαίρεσιν ἔχει. Και A. Vogt, Le livre
des Cérémonies, II, Paris 1969, 21.
794
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, 97.
795
Όπ.π. 92.
796
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, κεφ. δ’ Η Γέννηση του
Προδρόμου-Η Ονομασία του Ιωάννη, ΙΙ, Αθήνα 1998, 57. Βλ. επίσης Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές
Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση του Κυρίου, 2004, 106, όπου αναφέρεται ότι: Η αρχή της ζωής, Μοναδική
και Τριαδική, κατέστησε γόνιμη τη στείρα η οποία «γεννά τη Μητέρα του Θεού και τροφό της ζωής
μας». Maas-Trypanis, 276-80. Ρωμανός ο Μελωδός, 159-162. Είναι η επωδός του κοντακίου
(ομιλία σε στίχους) του Ρωμανού του Μελωδού.
797
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 29-48.
798
Όπ.π. 39. Αυτή είναι η σημασία των αβγών του Πάσχα. Πρβλ. Μ. Εliade, Trattato di Storia delle
Religioni, Τορίνο 1976, 347-348 και Simboli, II, 520-524. Στη μικρογραφία του Μηνολογίου του
Βασιλείου Β' εμφανίζονται τρεις υπηρέτριες που πλησιάζουν, η καθεμία με ένα δοχείο που περιέχει
τρία αβγά, βλ. Μηνολόγιο του Βασιλείου Β' (cod. Vaticano Greco 1613), Τορίνο 1907, II, 22.
799
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 56.
170
Γέννησης, όπως στο απόκρυφο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, του οποίου ο
αρχικός τίτλος ήταν «Η Γέννηση της Παρθένου Μαρίας».800
Επίσης παρουσιάζονται και σε άλλες σκηνές όπως αυτή με θέμα το θαύμα
των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.

Η σκηνή της Γέννησης του Ιωάννη του Προδρόμου

Η απεικόνιση της προσφοράς αυγών στη λεχώνα Ελισάβετ εμφανίζεται κατά


κύριο λόγο τον 11ο αιώνα σε σκηνές της Γέννησης του Ιωάννη του Προδρόμου.
Όπως, σε Τετραευαγγέλιο του Παρισιού, β΄ μισό 11ου αιώνα (εικ. 189),801 στο
Ευαγγελιστάριο της Μονής Διονυσίου στο Άθως, δ΄ τέταρτο 11ου αι. (εικ. 190),802
Μηνολόγιο του Παρισιού, τέλος 11ου αιώνα (εικ. 191),803 όπου προηγείται σκηνή με
τον Ευαγγελισμό του Ζαχαρία και έπεται ο Αποκεφαλισμός του Προδρόμου.
Επίσης, στο Τετραευαγγέλιο της Μονής Βατοπεδίου, στο Άθως, τέλος 11 ου αιώνα

800
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 29-48. Βλ. επίσης Πηγές της παρούσας εργασίας. Είναι ένα
ο
από τα πλέον γνωστά και διαδεδομένα Ευαγγέλια της Παιδικής Ηλικίας. Ανάγεται στον 2 αιώνα. Το
ος
όνομα «Πρωτοευαγγέλιον» είναι πρόσφατο (16 αιώνας). Οι παλιοί τίτλοι είναι «Γέννηση της
Παρθένου Μαρίας» και «Αποκάλυψη του Ιακώβου». Ο εμφανιζόμενος ως συγγραφεύς θα πρέπει
να είναι ο Ιάκωβος, ο μικρός αδελφός του Ιησού. Πρβλ. Moraldi, 61.
801
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 260, εικ. 54. Βλ. επίσης Η.
Οmont, Evangiles avec peintures du XIe siecle, ΙI, Paris 1908, εικ. 94.
802
Σ. Πελεκανίδης, Π. Χρήστου, Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδάς, Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα, ΙV,
Αθήνα 1974-1991, εικ. 268 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,
255, εικ. 43. Βλ. επίσης Κ. Weitzmann, «An Imperial Lectionary in the Monastery of Dionysiou
on Mount Athos. Its Origin and its Wanderings», Revue des ‘Etudes Sud-Est Eurpeennes 3
(1969), 239-253, ανατύπωση Byzantine Liturgical Psalters and Gaspels, London 1980, εικ. 4
και Τ. Masuda, Η εικονογράφηση του χειρογράφου, αρ. 587μ της Μονής Διονυσίου στο Άγιο
Όρος. Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών Ευαγγελισταρίων, Θεσσαλονίκη 1990, 126-127.
803
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 165, εικ. 66. Βλ. επίσης Η.
Bordier, Description des peintures et autres ornements des manuscrits grecs de la Bibliothèque
Nationale, Paris 1883, 324 και N. Patterson-Sevcenko, Illustrated Manuscripts of the Metaphrastian
Menologion, Chicago and London 1990, 143, 4C1.
171
(εικ. 192),804 σε Ευαγγελιστάριο της Μονής Παντελεήμονος, στο Άθως, τέλη 11 ου –
αρχές 12ου αιώνα (εικ. 194).805 Στις παραπάνω παραστάσεις έχουμε την
προσφορά αυγών ή και άλλων τροφών, πιθανόν ζωμός ή σούπα ή και φρούτα,
μέσα σε στρογγυλά δοχεία προσφερόμενα από επισκέπτριες – θεραπαινίδες, δύο
ή τρεις.806
Στον 12ο αιώνα, υπάρχουν παραστάσεις της Γέννησης του Προδρόμου σε
Ευαγγελιστάριο του Βατικανού, 1118 – 1142 (εικ. 195),807 στο χειρόγραφο με τις
Ομιλίες του Ιακώβου, στο Βατικανό, 1140 – 1150 (εικ. 196),808 σε Τετραευαγγέλιο
της Μονής Θεολόγου στη Πάτμο, α΄ μισό 12ου αιώνα (εικ. 197).809 Οι δύο
τελευταίες απεικονίσεις έχουν το ίδιο σκηνικό, την λεχώνα, την σκηνή του λουτρού

804
Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, «Εικονογραφικά θέματα από τον κώδικα αρ. 762 της Μ.
Βατοπεδίου», Κληρονομία 6 (1974), τχ. β΄, εικ. 6. Βλ. επίσης Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του
Αγίου Όρους, εικ. 300 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 287, εικ.
115.
805
Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους,
εικ. 293 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 276, εικ. 92.
806
Όπ.π. 56. Ο αριθμός των επισκεπτριών – θεραπαινίδων, όπως άλλωστε και στη Γέννηση της
Παναγίας, ποικίλλει, σταθεροποιείται όμως συχνότερα στις τρεις, αλλά δεν μαρτυρείται ούτε στη
Βίβλο, ούτε σε απόκρυφες διηγήσεις, απ’ όσο γνωρίζουμε. Έχει επισημανθεί από τον G. Babic,
“Sur l’iconographie de la composition. Nativité de la Vierge dans la peinture byzantine”, ZRVI 7
(1961), 172-173, ότι η συγκεκριμένη λεπτομέρεια αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όλων των
Γεννήσεων, βλ. επίσης J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, 99.
807
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 77. Βλ. επίσης J.C.
Stornajolo, Miniature delle omilie di Giacomo Monaco (cod. Vatic. Gr.1162) e dell’ evangeliario Greco
urbinato (cod. Vatic. Urbin. Gr.2), Rome 1910, εικ. 88, 21 και K. Weitzmann, Byzantine Miniature and
Icon Painting in the XIth century, XIIIth International Congress of Byzantine Studies, Oxford 5-10
Sept. 1966. London 1967, 207-224, ανατ. Studies in Classical and Byzantine Manuscript Illumination,
Chicago 1971, εικ. 271.
808
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,εικ. 78. Βλ. επίσης J.C.
Stornajolo, Miniature delle omilie di Giacomo Monaco (cod. Vatic. Gr.1162) e dell’ evangeliario Greco
urbinato (cod. Vatic. Urbin. Gr.2), Rome 1910, 16, εικ. 67 και V. Lazarev, Storia della pittura
bizantina, Torino 1967, εικ. 266.
809
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 270 εικ. 79. Βλ. επίσης G.
Jakopi, “Le miniature dei codici di Patmo”, Clara Rhodos 6-7 (1932-1933), εικ. 131, 573. Ντ.
Μουρίκη, Ν. Sevcenko, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα
1988, εικ. 24.
172
του βρέφους στο κάτω μέρος και δύο θεραπαινίδες, εκ των οποίων μόνο η μία
προσφέρει αυγά σε πιατέλα. Ενώ στην πρώτη, το προηγούμενο σκηνικό
επαναλαμβάνεται και εμπλουτίζεται με περισσότερες θεραπαινίδες, σε απόσταση
από την λεχώνα κρατώντας άλλες τροφές και άλλες σκηνές.
Το 1367-1368, σε τοιχογραφία στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στη
Χρύσαφα της Λακωνίας (εικ. 27),810 παρουσιάζεται η προσφορά αυγών και άλλων
τροφών στην λεχώνα.
Εκτός των παραπάνω υπάρχουν απεικονίσεις στις οποίες δεν είναι εύκολο
να διευκρινιστεί το είδος της τροφής στις προσφορές των θεραπαινίδων στην
Ελισάβετ.811
Όπως στην τοιχογραφία της Αγίας Σοφίας στην Αχρίδα (εικ. 20),812 1037-
1056, στο Τετραευαγγέλιο της Πάρμας (εικ. 193),813 11ος – 12ος αιώνας, στην
Παναγία της Χρυσαφιώτισσα στην Λακωνία (εικ. 21),814 1290, στον Άγιο Ιωάννη
τον Πρόδρομο στην Μεγάλη Καστανιά της Μάνης (εικ. 22),815 β΄ μισό 13ου αιώνα.

810
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 329, εικ. 207. Βλ. επίσης Ν.
Δρανδάκης, «Ο σταυροειδής ναός του Προδρόμου στα Χρύσαφα της Λακεδαίμονος», Λακωνικαί
Σπουδαί 9 (19880, 308, 319.
811
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 57. Η βιβλιογραφία αναφέρει
ότι στις παραστάσεις της Γέννησης του Προδρόμου, η προσφορά συνήθως στην λεχώνα Άννα,
είναι και αυγά. Βλ. επίσης J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, 45.
812
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 250, εικ. 32. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes
iconographiques, Paris 1969, 121, εικ. 87 και P. Miljkovic-Pepek, Matériaux sur l’art macédonien
du Moyen Age. Les fresques du sanctuaire de Sainte Sophie d’Ohrid. Zbornik Izdanija na
Arheoloskiot Museji na Makedonija, 1955-1956, πίν. XXII.
813
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 264, εικ. 64. Βλ. επίσης V.
Lazarev, Storia della pittura bizantina, Torino 1967, εικ. 244.
814
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 136. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), Αθήνα 1983, 356-357 και J. Albani, Byzantinische
Freskomalerei in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, 1988, εικ. 10.
815
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,300, εικ. 138. Βλ. επίσης Φ.
Δροσογιάννη, Σχόλια στις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη
Μεγάλη Καστάνια Μάνης, Αθήνα 1982, 103-107, εικ. ΧΙΧ.
173
Επίσης, κατά τον 14ο αιώνα, παρατηρούμε στη σκηνή της Γέννησης του
Προδρόμου, μόνη της ή με άλλες σκηνές του βίου του, αδιευκρίνιστες προσφορές
τροφών στην λεχώνα, όπως σε τοιχογραφίες στους Αγίους Αποστόλους στην
Θεσσαλονίκη (εικ. 23),816 1328-1334, στο ναό της Θεοτόκου του Peć (εικ. 24),817
1330, στη Μονή Decani (εικ. 25),818 1348-1350, στο παρεκκλήσι του Προδρόμου
στην Αγία Σοφία Αχρίδας (εικ. 26),819 1347-1350 και στον Άγιο Ιωάννη τον
Πρόδρομο στα Κοσοίκια Ικαρίας (εικ. 28),820 περίπου 1400.
Τέλος, συμπεριλαμβάνεται η σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου και σε
γύψινο αντίγραφο από (χαμένο) ασημένιο δίπτυχο λειψανοθήκης, με σκηνές της
ζωής του Προδρόμου (εικ. 254),821 από το Μουσείο του Βατικανού, πρώιμος 14ος
αιώνας.
Μετά τον 14ο αιώνα στην παράσταση της Γέννησης του Προδρόμου, έχει
προστεθεί και τραπέζι στρωμένο με εδέσματα, όπως μαρτυρούν οι εικόνες στο ναό
του Αγίου Φανουρίου στο Βαλσαμόνερο της Κρήτης (εικ. 29),822 το 1408, του Βυ -

816
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 309, εικ. 159. Βλ. επίσης Α.
Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints-Apôtres a Thessalonique, Venice 1971, εικ. 8, 9
και C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu
Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 52.
817
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 173. Βλ. επίσης G. Babic, Les
chapelles annexes des églises byzantines, 137-138, εικ. 104 και M. Ivanovic, L’église de la Vierge
Hodigitria au Patriarcat de Pec, Σερβία 1963, εικ. 60.
818
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 318, εικ. 182. Βλ. επίσης P.
Mijovic, Μenolog. Recherches iconographiques, Beograd 1973, n. 20, εικ. 226.
819
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Subotic,
Le peintre d’Ochrid Constantin et son fils Jean, Serbie 1974, 46, πίν. και C. Grozdanov, Ohridsko
zidno slikarstvo XIV veka (La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle), Ohrid 1980, 191, σχεδ. 9,
εικ. 41.
820
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 334, εικ. 217.
821
Όπ.π. εικ. 147 και Φωτ. αρχείο Biblioteca Apostolica Vaticana. Βλ. επίσης A. Munoz, L’art a
l’exposition de Grottaferrata, Rome 1906, εικ. 138.
822
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 337, εικ. 223 και Ν. Χατζηδάκη,
«Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση ενός θέματος στην
ου ου
κρητική εικονογραφία του 15 – 16 αιώνα», ΔΧΑΕ (1982-1983), περ. Δ΄, 11, 127-178, εικ. 16. Βλ.
επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 319 και Φωτ.
αρχείο Λ. Καραπιδάκη.
174
ζαντινού Μουσείου (εικ. 181),823 και άλλες του 15ου αιώνα.824

Η σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου

Περνώντας στις παραστάσεις της σκηνής της Γέννησης της Θεοτόκου, οι


οποίες αρχίζουν την εμφάνισή τους από τον 10 ο αιώνα, πολύ ενωρίτερα από ότι
της σκηνής της Γέννησης του Προδρόμου, διακρίνουμε το 985 περίπου σε
μικρογραφία Μηνολογίου του Βασιλείου Β΄ (εικ. 198),825 στην Αποστολική
Βιβλιοθήκη του Βατικανού, τρεις θεραπαινίδες να προσφέρουν η κάθε μία ένα
σκεύος με τρία αυγά στην λεχώνα Άννα.
Η συγκεκριμένη είναι ότι παλαιότερο έχει να μας προσφέρει ο
κωνσταντινουπολίτικος τύπος, όπως υπήρχε κατά τον 10ο αιώνα.826
Κατά τον 11ο αιώνα στη σκηνή της Γέννησης της Παρθένου, από το
ψηφιδωτό της Μονής Δαφνίου (εικ. 30),827 εκτός από μία βαθιά πιατέλα με τρία
αυγά, προσφέρονται στην λεχώνα και φρούτα μέσα σε ένα άλλο σκεύος.828
Στον 12ο αιώνα, παρατηρούμε σε λεπτομέρεια εικόνας ημερολογίου (εικ.
166),829 η οποία σώζεται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, την εμφάνιση
πάλι τριών θεραπαινίδων με ένα σκεύος η κάθε μία, τα οποία περιέχουν τροφές,
πιθανόν αυγά και φρούτα.
Φθάνοντας στον 13ο αιώνα, σε ψηφιδωτό στη Σάντα Μαρία του Τραστέβερε

823
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 345, εικ. 239, 345 και Ν.
Χατζηδάκη, «Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση
ου ου
ενός θέματος στην κρητική εικονογραφία του 15 –16 αιώνα», ΔΧΑΕ 11 (1982-1983), περ.
Δ΄, 127-178, 127-178, εικ. 2.
824
Όπ.π. με θέμα τη Γέννηση του Προδρόμου : Τοιχογραφία, Σωτήρας, Γαρδενίτσα, Μέσα Μάνη,
ου ου
αρχές 15 αι., 336, εικ. 220 και Τοιχογραφία, Μονή Οδηγήτριας, Απόλπενα, Λευκάδα, μέσα 15
αι., 334, εικ. 238.
825
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 39, πίν. VI. Βλ. επίσης J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of
the Life of the Virgin, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 12.
826
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, 97.
827
Όπ.π. pl. 22, εικ. 57 και Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 30, εικ. 2. Βλ. επίσης, J. Lafontaine-
Dosogne, The Cycle of the Life of the Virgin, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4,
New York 1975, εικ. 13.
828
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, 97.
829
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 42, εικ. 10.
175
(εικ. 33),830 στη Ρώμη, απεικονίζεται μόνο η σκηνή της Γέννησης της Παναγίας,
όπως και στο ψηφιδωτό της Μονής Δαφνίου, έχουμε την εμφάνιση στρόγγυλης
μικρής τράπεζας με άλλα τρόφιμα και σκεύη, ανάμεσα στην Άννα και της δύο
θεραπαινίδες, οι οποίες προσφέρουν σκεύος με φρούτα ή αυγά και αγγείο με νερό.
Και τέλος τον 14ο αιώνα, σε τοιχογραφία στην εκκλησία του Βασιλέως στη
Στουντένιτσα της Σερβίας (εικ. 37α και 37β),831 το 1314, παρουσιάζεται μια
εμπλουτισμένη εκδοχή της σκηνής με έξι υπηρέτριες – θεραπαινίδες, οι δύο εκ των
οποίων προσφέρουν τρόφιμα, φρούτα σε βαθιά πιατέλα και σούπα σε κλειστό
σκεύος και η τρίτη δίσκο με δύο φιάλες νερού και ένα ποτήρι. Τον ίδιο αιώνα
υπάρχει άλλη μία τοιχογραφία με σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου στη Μονή
Κρεμίκοβτσι (εικ. 42),832 στη Βουλγαρία, όπου παρατηρούμε δύο θεραπαινίδες,
από τις οποίες η μία, κρατάει βαθιά πιατέλα, πιθανόν με σούπα και τρέφει την
λεχώνα. Η δεύτερη προσφέρει τροφή σε κλειστό περίτεχνο σκεύος.
Επίσης, υπάρχει η σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου και σε εικόνες, όπως
αυτές της Μονής Σινά. Η πρώτη σε επιστύλιο εικονοστασίου με πέντε σκηνές του
βίου της Παναγίας (εικ. 167, εικ. 168 & λεπτ.),833 όπου στην σκηνή που
περιγράφεται η Γέννηση, η θεραπαινίδα προσφέρει αυγά στην λεχώνα Άννα.
Ενώ στην άλλη εικόνα, με διπλό θέμα, την Γέννηση και τα Εισόδια της
Θεοτόκου (εικ. 174),834 παρουσιάζεται τετράγωνη τράπεζα επάνω στην οποία
βρίσκονται πιατέλα με αυγά, ψωμί, καρότα και άλλα σκεύη και τροφές. Γενικά,
τόσο για τη Γέννηση του Ιωάννη, όσο και για τη Γέννηση της Παναγίας, οι οποίες

830
Όπ.π. 43, εικ. 13. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei, Die letzte Phase, Frankfurt-
Main 1968, 92, εικ. 68.
831
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 44 & 45 αντίστοιχα, πίν. ΙΙ.
832
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia 1999, 32, εικ. 1. Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ.
833
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, VI. Εικόνες Επιστυλίου
ου ου
Εικονοστασίων 11 –13 αι. Αθήνα 1956, VI, εικ. 99 και 101, αντίστοιχα και για λεπτ. 168, εικ. 180.
Βλ. επίσης για εικ. 168, J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans
l’empire Byzantin et en occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 22, εικ. 58, φωτ. Michigan-Princeton-
Alexandria.
834
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, Χ. Εικόνες Παλαιολόγειου εποχής, Χ, εικ. 236.
176
είναι σκηνές με συγγενικά θέματα, έχουν υιοθετηθεί,835 οι ίδιοι εικονογραφικοί
τύποι:
Τη σκηνή γύρω από το κεντρικό πρόσωπο, την Ελισάβετ ή την Άννα, που
ανακάθεται στο κρεβάτι, πλαισιωμένη από ποικίλο αριθμό επισκεπτριών –
θεραπαινίδων για τις μεταλόχειες φροντίδες. Σ’ όλες τις παραπάνω παραστάσεις,
χαρακτηριστικό των παλαιολόγειων χρόνων, εμφανίζεται στο κάτω μέρος της
εικόνας ή στο πλάι της κλίνης και η σκηνή του Λουτρό του βρέφους από μία ή δύο
θεραπαινίδες. Σε μερικές από τις παραστάσεις των δύο Γεννήσεων υπάρχει η
παρουσία του Ζαχαρία ή του Ιωακείμ, αντίστοιχα, όπου είναι και η ειδοποιός
διαφορά για τη διάκρισή τους.836

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

Σε τοιχογραφία στο ναό του Αγ. Νικολάου, στο Curtea-de-Arges της


Ρουμανίας (εικ. 81), 837 το 1340-1360, φαίνεται να υπάρχουν δύο με τρία αυγά και
ένα τριγωνικό κομμάτι τυρί.838

Λοιπές σκηνές με αυγά

Από τον 11ο αιώνα και μετά εμφανίζεται η διάδοση των στερεότυπων
εικονογραφικών τύπων και ο μηχανισμός της δημιουργίας των κύκλων, ως τύπος
που έχει υιοθετηθεί για τις γεννήσεις άλλων αγίων, όπως των Αγίων :
Γεωργίου, Νικολάου,839 Μ. Κωνσταντίνου 840 ή βιβλικών προσώπων,841 όπως του

835
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, I, Brussels 1992, 91-121.
836
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 55.
837
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali,
Monuments byzantins de Curtea de Arges, Παρίσι 1931, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2. Φωτογραφικό
αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine, Bucharest.
838
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, 282.
839
N. Patterson – Sevcenko, Cycles of the Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, 1983, 68.
840
Μ. Βασιλάκη, Οι εικονογραφικοί κύκλοι από την ζωή του Μεγάλου Κωνσταντίνου σε εκκλησίες
της Κρήτης, 1987, 78.
841
Άλλωστε έχει επισημανθεί η παραλληλία των περιγραφών των γεννήσεων ανάμεσα στον Λουκά
και στο κεφάλαιο της Γενέσεως. Για τη σύγκριση των χωρίων, βλ. C.Τ. Ruddick Jn., Birth narratives
in Genesis and Luke, Novum Testamentum 12, 1970, 343-348.
177
Δαυίδ.842
Μία από τις πιο συνηθισμένες σκηνές του κύκλου του Αγίου Νικολάου, τόσο
σε τοιχογραφίες, όσο και στις φορητές εικόνες, είναι η γέννηση και αυτή η
παράσταση υπάρχει σε όλους τους κύκλους του αγίου.843
Όπως στη εικόνα του Αγίου Νικολάου, στο πάνω μέρος αριστερά (εικ.
169),844 12ος αιώνας, περιγράφεται η σκηνή της γέννησής του, με την προσφορά
τροφής από μία θεραπαινίδα.
Επίσης σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη
(εικ. 153),845 αρχές 14ου αιώνα. Η σκηνή, έτσι όπως δίνεται στον Άγιο Νικόλαο,
είναι από τις πιο απλές που υπάρχουν και διαπιστώνεται αφαίρεση στον αριθμό
των γυναικών που φροντίζουν την λεχώνα, που είναι συνήθως τρεις ή τέσσερεις.
Από τις δύο θεραπαινίδες, μόνο η μία κρατά σκεύος με τροφή.
Προσφορά τροφών παρουσιάζονται και σε ένα ψηφιδωτό από την Capella
Palatina, με θέμα τη Γέννηση του Κυρίου (εικ. 98),846 του 12ου αιώνα (γύρω στο
1143), όπου οι τροφές που προσφέρονται από απλούς ανθρώπους, αγρότες,
έχουν συμβολικό χαρακτήρα, εν αντίθεση με τις περισσότερες που απεικονίζουν
τους τρεις μάγους.
Η Παρθένος σύμφωνα με τον Ρωμανό τον Μελωδό, με μητρική στοργή
έσφιξε τον Σωτήρα και του ψιθύρισε: «Δέξου, Βρέφος μου, αυτή την τριάδα δώρων
και παραχώρησε τρία πράγματα που σου ζητά εκείνη που σε έφερε στον κόσμο: σε
παρακαλώ για τον αέρα, για τους καρπούς της γης και για όλους αυτούς που
κατοικούν σε αυτή. Συμφιλίωσέ τους όλους».847

842
S. Dufrenne, “΄A propos de la naissance de David dans le manuscript 3 de Dumbarton Oaks”,
Travaux et Memoires 8 (1981), 125 κ.ε.
843
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, 160-161.
844
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, VII. Εικόνες Αγίων Σιναϊτών, Αγίων μετά
ου ου
προσωπογραφιών και μετά Σκηνών του Βίου αυτών 12 – 15 αι., Αθήνα 1956, VII, εικ. 167.
845
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 63.
846
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 102, εικ. 20.
847
Όπ.π. 106. Βλ. επίσης Ρωμανός ο Μελωδός, ΧΙΙ, 22.
178
Τέλος, η παρουσία αυγών σε απεικονίσεις, υπάρχει και σε θέμα άσχετο με τη
Γέννηση, όπως σε τοιχογραφία στο Ιερό848 της Μητρόπολης του Μυστρά (εικ.
155),849 το 1270-1285, όπου στην παράσταση με θέμα το θαύμα των Αγίων
Κοσμά και Δαμιανού, στο οποίο θεραπεύουν την Παλλάδια, εικονίζεται περίτεχνο
σκεύος με τρία αυγά, τα οποία προσφέρει γυναίκα στον Άγιο Δαμιανό ως
συμβολική αμοιβή για τη θεραπεία της,850 συνάδει με την άρνηση των αγίων με
ανταλλάγματα, ανταποκρίνεται όμως και στις δυνατότητες μιας περιορισμένης ή
φτωχής καθημερινής παραγωγής.
Η ίδια απεικόνιση βρίσκεται και σε μικρογραφία, κώδ. 2, φ. 197α, του 12ου
αιώνα, που ιστορεί τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων.851

4. Το Κρέας στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής τέχνης

Σε παραστάσεις τραπεζών, εκτός από την σταθερή τριλογία άρτου, οίνου και
ιχθύος, βάση του χριστολογικού τους συμβολισμού, εμφανίζονται κατά περίπτωση
και άλλα τροφές ζωικής προελεύσεως όπως: πουλερικά, μόσχος, αγριογούρουνα,
οβελίες, αλλά και/ή με συνοδεία λαχανικών, όπως ραπανάκια, που μαζί με τα
διάφορα σκεύη κεντρίζουν το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα όσο αφορά την

848
Στο Διακονικό, στο πρώτο της νότιας πλευράς, όπου περιλαμβάνεται κύκλος θαυμάτων.
849
Μ. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 119, εικ.
95, 119. Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο
βυζάντιο», Αρχαιολογία & Τέχνες 116, Σεπτέμβριος 2010, 12, εικ. 5.
850 ος
Μ. Λεοντσίνη, Οικόσιτα, ωδικά και εξωτικά πτηνά, Αισθητική πρόσληψη και χρηστικές όψεις (7
ος
– 11 αι.), Αθήνα 2012, 315. Γενικά, η αποστολή δώρων, όπως οι καρποί (φρούτα και λαχανικά),
καθώς και το βούτυρο και τα αυγά, που πολλές φορές συνοδεύονταν από επιστολές του δωρητή,
αποτελούσε έκφραση ευγένειας και καλών τρόπων. Πουλερικά, με δημητριακά και κρασί, ήταν
ο
μέρος της αμοιβής ιερέων στην ύπαιθρο τον 10 αιώνα, κάτι που ίσως δείχνει ότι το κρέας αυτό ήταν
περισσότερο διαθέσιμο στις αγροτικές περιοχές της αυτοκρατορίας, ώστε να καθιερώνεται ως
βασικό μέρος του κανονισκίου. Βλ. επίσης Harvey, Economic Expansion, 105, 170 (Οικονομική
ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 177) και C. Morrison, J.Cl. Cheynet, “Prices and Wages in the Byzantine
Wold”, EHB, τόμ. 2, 868, σημ. 137.
851
Στ. Πελεκανίδης, Π. Χρήστου, Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδάς, Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα, τόμ Β΄,
Αθήνα 1975, 155, 351, εικ. 278.
179
συχνότητα ή εναλλαγή και διαφοροποίηση στοιχείων στις βυζαντινές απεικονίσεις
δείπνων και συμποσίων.852
Στην Παλαιά Διαθήκη υφίστανται κρέατα σε δύο σκηνές, στη Φιλοξενία του
Αβραάμ και στο τραπέζι στην οικία του Ιώβ. Ενώ στην Καινή Διαθήκη σε τρεις
σκηνές, στο Συμπόσιο του Ηρώδη, στο Γάμο της Κανά και στο Μυστικό Δείπνο.
Εκτός των παραπάνω σκηνών, κρέατα παρουσιάζονται και σε δύο σκηνές με
γεύματα, όπως το Γεύμα του Θεοπίστου και η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ ή Ουράνια
Κλίμακα του Ιακώβ. Τέλος, απεικονίζονται κρέατα σε δύο χειρόγραφα με θέματα: Η
διάδοση της Γιορτής και Η προσωποποίηση του μήνα Φεβρουάριου.

α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη

Η σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Στις απεικονίσεις της σκηνής της Φιλοξενίας του Αβραάμ, ως κύρια τροφή
εμφανίζεται ο μόσχος, σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση « ....Ἔλαβεν δὲ βούτυρον
καὶ γάλα καὶ τὸ μοσχάριον ὁ ἐποίησε καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς καὶ ἔφαγον...».853
Αυτό που προβλήθηκε περισσότερο ήταν ο μόσχος,854 ενώ σπάνια
συναντάμε την προσφορά γάλακτος του Αβραάμ στους αγγέλους, όπως στο
ψηφιδωτό του ανατολικού τόξου του νάρθηκα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας (εικ.
7).855
Συνήθως ο μόσχος απεικονίζεται μέσα σε βαθιά πιατέλα ή πινάκιο, που
πατάει σε πόδι μεγάλο ή μεσαίου μεγέθους, με την μορφή της κεφαλής ή
ολόκληρο, βρισκόμενα πάνω στο κεντρικό σημείο της τράπεζας, ως βασική τροφή
του γεύματος ή προσφερόμενα από τον Αβραάμ.
Συγκεκριμένα, ολόκληρος ο μόσχος απεικονίζεται μέσα σε μεγάλη, βαθειά
μακρόστενη πιατέλα, προσδιορίζοντας έτσι το μεγάλο μέγεθος του ζώου, στη
τοιχογραφία του ανατολικού τοίχους στο Παρεκκλήσι της Παναγίας, στη Μονή

852
Αναγνωστάκης Η., Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Τ. Παπαμαστοράκης, «Βυζαντινών Γεύσεις», εφ.
Καθημερινή, Επτά Ημέρες, Κυριακή, 12 Μαΐου 2002, 21-23.
853
Γεν. 18,8.
854
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005, 279.
855
Όπ.π. 114, εικ. 13. Βλ. επίσης Ο. Demus, The Mosaics of San Marco in Venice. τόμ. 2, 1984,
πίν. 230.
180
Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στη Πάτμο (εικ. 4),856 1185-1190, στη τοιχογραφία στο
παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 19),857
το 1380 και σε φορητή εικόνα από το προσκυνητάρι του Καθολικού της Μονής
Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 179),858 πριν από τα μέσα του ή τέλη 14ου
αιώνα.859
Σε τοιχογραφία στο βόρειο τοίχο του μεσαίου κλίτους της βασιλικής στο
Monreale (εικ. 3),860 1180-1190, ο μόσχος απεικονίζεται χωρίς κεφάλι,
προεξέχοντας από περίτεχνη, βαθιά πιατέλα με μονό ψηλό πόδι.
Σημαντική απεικόνιση αποτελεί και η κεφαλή του μόσχου, μέσα σε διάφορα
σκεύη, όπως σε πινάκιο στη τοιχογραφία της πρόθεσης του Ιερού Βήματος της
Νέας Εκκλησίας, στο Tokali Καππαδοκίας (εικ. 1),861 το 950-960.
Επίσης, σε ψαλτήρι του Βρετανικού Μουσείου, φ. 62ν (εικ. 182),862 η σκηνή
τοποθετείται στο κάτω μέρος στης σελίδας του χειρογράφου, όπου ο Αβραάμ

856
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 235, εικ. 134 και λεπτ. 294,
εικ. 204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η. Κόλλιας, Μ. Χατζηδάκης,
Πάτμος, Αθήνα 1986, εικ. 8 και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς
Μονῆς τοῦ Θεολόγου Πάτμου, Αθήνα 1970, εικ. 3.
857
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ. 287,
εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, Belgrade 1986, 143, εικ.
78.
858
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 246, εικ. 149. Βλ. επίσης Α.
Grabar, Les Revetments en or et en argent des Ivones byzantines du Moyen Age, Vénice 1975,
πιν. D και Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού
Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964), 89, πίν. 37, εικ. 1 και M. Chatzidakis, L’icône byzantine,
Saggi e Memorie di Storia dell'Arte, Fondazione G. Cini, II, Βενετία 1959, 33 και 36-37, εικ. 22-23.
859 ου
Η χρονολόγηση τοποθετείται πριν από τα μέσα του 14 αιώνα σύμφωνα με τον M. Chatzidakis,
L’icône byzantine, Saggi e Memorie di Storia dell'Arte, Fondazione G. Cini, II, Βενετία 1959, 36.
860
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, “City of the Golden Temple”, Palermo
2002, 64.
861
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης A.
W. Epstein, Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in Byzantine Cappadocia, Washington
D.C. 1986, εικ. 105.
862
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 233, εικ. 131. Βλ. επίσης S.
Der Nersessian, L’Illustration des Psautiers du Moyen Age, II Paris 1970, εικ. 101.
181
εικονιζόμενος στα δεξιά της εικόνας, προσφέρει στους επισκέπτες κύπελλο με την
κεφαλή του μόσχου.
Στην ορειχάλκινη θύρα του καθεδρικού ναού της Γένεσης της Θεοτόκου (εικ.
249),863 στο Suzdal, της Βόρειας Ρωσίας, το 1230, η κεφαλή μόσχου είναι
τοποθετημένη σε στρόγγυλο πινάκιο πάνω σε τετράγωνη βάση, η οποία
στηρίζεται σε μεγάλο πόδι.
Σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος του κράλη της Σερβίας
Δραγούτιν, στο Djurdjevi Stupovi (εικ. 9),864 1283-1285, μέσα σε βαθιά μακρόστενη
πιατέλα, με μεγάλο πόδι, περίπου σε ίδιο σκεύος με το προηγούμενο,
απεικονίζεται η κεφαλή του μόσχου, καθώς και σε τοιχογραφία στο βόρειο χορό
του ναού της Μεταμορφώσεως (εικ. 18),865 στο Novgorod της Ρωσίας, το 1378,
ενώ σε τοιχογραφία στην Παναγία την Χρυσαφίτισσα στα Χρύσαφα της Λακωνίας
(εικ. 10),866 1289-1290, βρίσκεται σε στρογγυλή πιατέλα.
Τέλος, σε φορητή εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών (εικ. 177), 867 β΄
μισό 14ου αιώνα, η κεφαλή του μόσχου βρίσκεται μέσα σε πινάκιο, στο κεντρικό
σημείο του τετράγωνου τραπεζιού, όπου ο μεσαίος άγγελος το ευλογεί με το δεξί
του χέρι.
Επίσης υπάρχουν απεικονίσεις γενικά με κρέας, χωρίς να διαφαίνεται
σίγουρα το είδος του, πιθανόν όμως να είναι μόσχος, ως κεφαλή ή τεμαχισμένος,
λόγω της βιβλικής διήγησης. Όπως σε μικρογραφία από Ψαλτήρι της Biblioteca

863
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 237, εικ. 136 και λεπτ. 289,
εικ. 200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg 1984, 31 και A. N. Orchinnikov,
Golden Gates in Suzdal, Moscow 1978.
864
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης B.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, πιν. II.
865
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, Torino 1986, 309.
866
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa – Kirche in Chrysapha /
Lakonien, Athen 2000, πίν. 35b.
867
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 209, εικ. 109. Βλ. επίσης
Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ε. Κυπραίου, Εικόνες Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1998, αρ.
23, λεπτομέρεια.
182
Apostolica Vaticana (Βαρβερινός κώδικας 372) (εικ. 184),868 το 1092, σε
τοιχογραφία στο νότιο τοίχος του κυρίως ναού της Αγίας Τριάδος (εικ. 8), 869 στο
Κρανίδι Αργολίδας, 1244-1245, σε τοιχογραφία στο Ιερό Βήμα του καθολικού ναού
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της μονής στη Gračanica της Σερβίας (εικ. 12),870
1320-1321, σε τοιχογραφία στην τράπεζα της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου
Όρους (εικ. 13),871 το 1320, σε τοιχογραφία στη Bela Crkva, στο Karan Σερβίας
(εικ. 15),872 το 1335, σε τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην
Κριτσά Κρήτης (εικ. 17),873 1359-1360 και σε μικρογραφία χειρόγραφου κώδικα αρ.
1242 της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (εικ. 119),874 μεταξύ 1371-1375.

Σκηνή τραπεζιού στην οικία του Ιώβ

Άλλη σκηνή από την Παλαιά Διαθήκη είναι αυτή του τραπεζιού στην οικία του

868
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 234, εικ. 132 και 288, εικ.
198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg 1984, 31.
869
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης S.
Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), München 1975, πίν.
19.
870
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 240, εικ. 141 και λεπτ. 286,
εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica. Symposium de Gracanica : Le debut du
XIVes (1973), Beograd 1978, πίν. 54a.
871
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 241, εικ. 142. Βλ. επίσης Β.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, εικ. 112.
872
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 242, εικ. 143. Βλ. επίσης Β.
Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, εικ. 112.
873
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 242, εικ. 145. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκης, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, Αθήνα 1991, πίν. 47.
874
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 245, εικ. 147, εικ. 148
λεπτ., με θέμα: Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός ως αυτοκράτορας και ως μοναχός. Βλ. επίσης Ι.
Spatharakis, The Portrait in byzantine Illuminated Manuscripts, Leiden 1976, 131 και Ντ. Μουρίκη,
«Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)»,
ΔΧΑΕ (1964), 89, ιστορήθηκε μεταξύ των ετών 1371-1375, πίν. 36, εικ. 1 (λεπτ.), Βλ. Η. Οmont,
Miniatures des plus anciens manuscrits Grecs de la Bibliothèque Nationale, Paris 1929, 59, πίν.
CXXVIIb, έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine (Skira), Γενεύη 1953, 184.
183
Ιώβ. Απεικονίζεται στο χειρόγραφο του Ιώβ (εικ. 240),875 μία από τις πιο
αντιπροσωπευτικές μικρογραφίες πλούσιων τραπεζών, που χρονολογείται το
1361-1362,876 εμπλουτισμένη με διάφορα στοιχεία τρυφηλής δίαιτας.
Στο 1ο Κεφάλαιο του βιβλίου «Ιώβ»,877 της Παλαιάς Διαθήκης, αναφέρεται ότι
ο Ιώβ είχε επτά γιούς και τρεις κόρες,878 οι γιοί του συνήθιζαν να μεταβαίνουν με
την σειρά, στο σπίτι του καθενός και να παραθέτουν συμπόσιο κάθε μέρα, μαζί
τους έτρωγαν και έπιναν και οι τρεις αδελφές τους: «συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν,
συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿
αὐτῶν» (Ιώβ 1:4).
Η μικρογραφία αποδίδει το γεύμα στην οικία του μεγαλύτερου από τους γιούς
του Ιώβ.879 Και αναπαριστά ακριβώς το παραπάνω κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης
αντικατοπτρίζοντας τον πλούτο του Ιώβ και της οικογένειάς του.880
Τα επτά αδέλφια τρώνε και πίνουν συζητώντας καθισμένοι στις δύο πλευρές
μιας αρχοντικής τράπεζας, όπου ο οικοδεσπότης ετοιμάζεται να κόψει σε μερίδες
το ψητό γουρουνόπουλο, που υπάρχει ήδη πάνω στο τραπέζι, ενώ ένας υπηρέτης
καταφθάνει κρατώντας οβελία με πουλερικό (στο δεξιό μέρος της εικόνας).

875
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Αθήνα 2005, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J. Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les
collections publiques françaises (κατάλογος έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
876
Ι. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 289, Το χειρόγραφο
γράφτηκε από τον Μανουήλ Τζυκανδύλη και πρέπει να ζωγραφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το
1361 ή στο Μυστρά το 1362.
877
Ο Ιώβ είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ελληνικό κανόνα
εντάσσεται στη συλλογή των Ποιητικών ή Διδακτικών βιβλίων. Η ιουδαϊκή Βίβλος κατατάσσει το
ο
έργο στην ομάδα «Αγιόγραφα». Το 1 Κεφάλαιο έχει τίτλο: Η πρώτη δοκιμασία της πίστης και της
ευσέβειας του Ιώβ (Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης, «...και ραπανάκια για την όρεξη, Περί
τραπεζών, ραφανίδων και οίνου», Σύμμεικτα 16 (2003-2004), 289).
878
Ιώβ 1:2 : ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.
879
Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης, «...και ραπανάκια για την όρεξη, Περί τραπεζών,
ραφανίδων και οίνου», Σύμμεικτα 16 (2003-2004), 289.
880
Ιώβ 1:3 : καὶ ἦν τὰ κτήνη αὐτοῦ πρόβατα ἑπτακισχίλια, κάμηλοι τρισχίλιαι, ζεύγη βοῶν
πεντακόσια, θήλειαι ὄνοι νομάδες πεντακόσιαι, καὶ ὑπηρεσία πολλὴ σφόδρα καὶ ἔργα μεγάλα ἦν
αὐτῷ ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν.
184
β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη

Η σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Η αντικατάσταση της κεντρικής λοπάδας με το ψάρι σε κοτόπουλο


εμφανίζεται σε σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, σε τοιχογραφία στο Βαπτιστήριο
του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (εικ. 64 & λεπτ.),881 πριν από το 1343 και στην
Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, στις Σέρρες (εικ. 65),882 το 1345-1355, όπου
εμφανίζεται και γενικότερα αλλαγή στην τεχνοτροπία της απεικόνισης της σκηνής
με τετράγωνο τραπέζι, πλούσιο σε εδέσματα και σκεύη.

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

Στη παράσταση του Γάμου της Κανά, η εμφάνιση του κρέατος ως κύριο
γεύμα είναι συχνή, ίσως λόγω της παρουσίασης του θέματος ως εορταστικό
γεγονός. Συγκεκριμένα, σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο Ορφανού (εικ. 74 &
λεπτ.),883 στη Θεσσαλονίκη, το 1310-1320, παρουσιάζεται στο τραπέζι του Γάμου,
μεγάλη πιατέλα με κοτόπουλο, μπροστά από τον Χριστό, ενώ υφίστανται άλλες
δύο λοπάδες με αδιάγνωστα εδέσματα.

881
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 316, εικ. 178 και 179 αντίστοιχα. Βλ. επίσης P. Toeska, F.
Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A. Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac
Cormick New Testament. III, Chicago 1932, εικ. XXII και R. Tozzi, I mosaici del Battistero di S.
Marco a Venezia e l’arte Bizantina, 1932-1933, εικ. 4, 8.
882
Όπ.π. 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A. Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς
Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 36.
883
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πιν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Αγιος Νικόλαος Ορφανός: οι
τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα 2003, εικ. 60. Α.
Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης. Αθήνα 1964, εικ. 91,
92 και 178. και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα
1994, 161-162, εικ. 142. Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Ο Αγιος Νικόλαος ο Ορφανός, Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1970.
185
Επίσης στη παράσταση του Γάμου της Κανά σε χειρόγραφο της Μονής
Ιβήρων, του Αγίου Όρους (εικ. 207),884 12ος αιώνας, σε τοιχογραφία του ναού του
Παντοκράτορα, στη Μονή Dečani (εικ. 79),885 στο Κόσσοβο της Σερβίας, το 1335-
1355 και σε φορητή εικόνα της Θεοτόκου με θαύματα του Χριστού (εικ. 164, εικ.
165, λεπτ.),886 12ος αιώνας, εμφανίζονται λοπάδες με αδιάγνωστα εδέσματα,
πιθανότατα με κρέας, λόγω του εορταστικού χαρακτήρα του γεγονότος.

Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, ο Μυστικός Δείπνος


χαρακτηρίζεται ως πασχάλιος, αλλά και σύμφωνα με τη ιουδαϊκή παράδοση θα
έπρεπε να καταναλωθεί αμνός.887
Τη θέση του αμνού στο δείπνο κατέχει συμβολικά ο Ιησούς Χριστός, που
έμελλε σε λίγο να παραδοθεί στη σφαγή, «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἰρῶν τὴν ἁμαρτίαν
τοῦ κόσμου».888
Ελάχιστες απεικονίσης του Μυστικού Δείπνου εμφανίζεται το κρέας ως
βασική τροφή στο τραπέζι, δηλώνοντας μόνο τις διατροφικές συνήθειες και
προτιμήσεις των Βυζαντινών.889
Ενώ γίνεται ακριβής περιγραφή των ευαγγελικών κειμένων, ακόμα και η
λεπτομέρεια του απλωμένου χεριού του Ιούδα,890 χαρακτηριστικό των
περισσοτέρων βυζαντινών απεικονίσεων αυτής της σκηνής.

884
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. 2, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ.
38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
885
Όπ.π. 158, εικ. 13. 30. Βλ. επίσης V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, Βελιγράδι 1941, πίν.
CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies,
Βελιγράδι 1995, έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
886
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, VII, εικ. 147 και 148, αντίστοιχα.
887
Ι. Δ. Καραβιδόπουλος, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 2011, 445.
888
Όπ.π. 445.
889
Σχετικά βλ. Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στη διατροφή, 61, όπου το κρέας μετά το ψωμί και τα
ψάρια αποτελούσε το τρίτο σε συχνότητα κατανάλωσης τρόφιμο στο βυζάντιο.
890
Ματθ. 26:23 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει και Μαρκ. 14:20 : ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος μετ’
ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον.
186
Στην παράσταση του Μυστικού Δείπνου (εικ. 91),891 του 11ου αιώνα, στο
Sant' Angelo in Formis στην Καπούη, αντικαθίσταται ο ιχθύς από την γνωστή
τριλογία με κρέας και μάλιστα σε μορφή πτηνού.892 Απεικονίζονται πάνω σε
τραπέζι ημικύκλιου σχήματος (ή σχήμα C) ο άρτος σε μορφή δώδεκα στρόγγυλα
ψωμάκια, μπροστά σε κάθε μαθητή και κρασί σε δύο κούπες, ενώ υπάρχουν και
λαχανικά, όπως ραπανάκια.
Σε τοιχογραφία Ναού της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος (1312) (εικ.
893
104), που αποτελεί μέρος από σκηνές του Πάθους στον εξωνάρθηκα του ναού
(εικ. 104α),894 παρατηρούμε δύο πιατέλες, εκ των οποίων η μεγαλύτερη βρίσκεται
στο κέντρο του κυκλικού τραπεζιού και περιέχει κομμάτια κρέατος, αριστερά της
εικόνας βρίσκεται η μικρότερη πιατέλα με άλλα εδέσματα και δεξιά υπάρχει ένα
σαλτσάριο.

γ) Λειτουργικές συνθέσεις

Η σκηνή της Ουράνιας Κλίμακας του Ιακώβ

Σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική παράσταση δείπνου σε τοιχογραφία

891
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 22-23, εικ. 6.
892
Τα πτηνά και κατά των πλείστων τα πουλερικά, κατείχαν υψηλή θέση στις γαστρονομικές
προτιμήσεις των βυζαντινών. Σχετικά βλ. I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for
Appetizers”, 6.
893
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, Αθήνα
1999, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην:
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, 254-277.
894
E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996.
187
του εξωνάρθηκα στο Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου (εικ. 159 & λεπτ.), 895 το
1312, με θέμα: Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ ή Ουράνια Κλίμακα του Ιακώβ, μιας
απαξιωτικής απεικόνισης πλουσιοπάροχου γεύματος, συμποσιάζονται Βυζαντινοί
με βαρβάρους, Τατάρους και Βαράγγους, εμφανίζεται μεγάλη ποσότητα και
ποικιλία βρωμάτων ψάρι, κρέας, και άλλα εδέσματα, μέσα σε περίτεχνα
διακοσμημένες διαφορετικές βαθιές πιατέλες (συνολικά έξι).

Λοιπές παραστάσεις με γεύματα

Επίσης εκτός από τις παραπάνω βασικές παραστάσεις συμποσίων,


υπάρχουν κι άλλες. Όπως στην παράσταση του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου, σε
μωσαϊκό τοίχου, στο Καθεδρικό Ναό του Παλέρμου Μονρεάλε (εικ. 157),896 το
1180, όπου το κυρίως γεύμα αποτελείται από κοτόπουλο μέσα σε μεγάλη λοπάδα.
Στην τοιχογραφία με θέμα το Γεύμα του Θεοπίστου (εικ. 158 & λεπτ.), 897 στο

895
Η. Magure, «"A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church»,
Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Βλ. επίσης E. N.
Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231. Με θέμα: Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ
ο
του Ιακώβ ή Λαιμαργία, από το 14 κεφάλαιο του έργου του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτου, η οποία
αποτελεί προειδοποίηση για τα μάτια των μοναχών. Στην τοιχογραφία διακρίνεται στη δεξιά πλευρά
ένας εκ των μοναχών, εγκαταλείπει την σκάλα για να συμμετέχει στο γεύμα των βαρβάρων, ο
οποίος προωθείται από ένα ζευγάρι δαιμόνων. Η Ουράνια Κλίμακα του Ιακώβ αναφέρεται στο
όραμα του βιβλικού πατριάρχη, όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης, 28:10-19, Το όνειρό
του Ιακώβ στη Βαιθήλ. Και συγκεκριμένα στο στίχ. 12: καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη
ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον
ἐπ᾿ αὐτῆς. Στη θεολογική παράδοση η κλίμακα ερμηνεύεται ως προεικόνιση του Χριστού (ο οποίος
γεφυρώνει τη γη με τους ουρανούς), αλλά συχνότερα εμφανίζεται ως υπόδειγμα για τον πνευματικό
ασκητικό βίο (Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης, «...και ραπανάκια για την όρεξη», Περί
τραπεζών, ραφανίδων και οίνου’, 289).
896
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. Επίσης
Ε. Kitzinger, Mosaici del periodo normanno in Sicilia, V, Duomo di Monreale. I mosaici delle
navate, Παλέρμο 1996, εικ. 242, 245.
897
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995, 220 πίν. 47 και εικ.
46, λεπτομέρεια. Βλ. επίσης, ο ίδιος, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι Μάνης, 107-109 και όπ.π. σημείωση
95, 151, εικ. 5. I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5
και λεπτ.
188
ναό της Παναγίας, γνωστός στην περιοχή ως Επισκοπή, στα Μέσα Μάνης, 898 12ος
αιώνας, στη καμάρα του Διακονικού,899 απεικονίζεται πάνω στο τετράγωνο
τραπέζι, περίτεχνα διακοσμημένη βαθειά πιατέλα με κεφάλι μόσχου.
Κοινά στοιχεία ως προς τα είδη των κρεάτων, παρά τη χρονική τους
απόσταση, παρατηρούνται και σε μικρογραφία από τον Χρυσοστομικό κώδικα αρ.
211, φ. 56, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (εικ. 230),900 η πρωιμότερη
μεσοβυζαντινή σωζόμενη παράσταση πλούσιας τράπεζας, που χρονολογείται στα
τέλη του 9ου – αρχές 10ου αιώνα. Η μικρογραφία δείχνει την προετοιμασία ενός
πλούσιου τραπεζιού, πιθανόν αυτοκρατορικού,901 όπου δεξιά οι δύο υπηρέτες
φέρουν ο ένας πιατέλα με κρέας και ο άλλος οβελία με πουλερικό.
Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1346, στο φ. 134ν, κώδικα 1199, της
Μονής Βατοπεδίου, όπου εικονίζεται ως γέροντας ο μήνας Φεβρουάριος, μπροστά
στη φωτιά καθισμένος δίπλα σε τραπέζι (εικ. 239),902 πάνω στο οποίο υπάρχει
ρηχή πιατέλα με κρέας (κεφαλή γουρουνόπουλου).
Τέλος, σε σκηνή από τη Γέννηση της Παναγίας, σε τοιχογραφία στο
Καθολικό, του κυρίως ναού στο βόρειο χορό, της Μονής Χελανδαρίου του Αγίου
Όρους (εικ. 39),903 το 1318-1321, η τελευταία εκ των τεσσάρων θεραπαινίδων,
που προσφέρουν τρόφιμα και ποτά στην λεχώνα Άννα, μεταφέρει πινάκιο με

898
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 152. Κοντά στο χωριό Σταυρί της
Κοινότητας Κίττας, του μικρού συνοικισμού Άγιος Γεώργιος, απέναντι στο ακρωτήριο Τηγάνι.
899
Όπ.π. 179, εικ. 26, του ΝΑ πλάγιου διαμερίσματος.
900
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης Α.
Μαράβα – Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή - Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3, Αθήνα 1997, 29-30, εικ. 17.
901
Αφού το προσωπικό που στρώνει το τραπέζι ταιριάζει μόνο σε αυτοκρατορικό περιβάλλον.
Περισσότερες λεπτομέρειες βλ. κεφ. Διατροφικές Συνήθειες, της παρούσας εργασίας.
902
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. δ΄, Αθήνα 1991, 322- 324, εικ.
318.
903
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 167, εικ.
147. Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της
Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1999, 38, εικ. 8.
189
ολόκληρο κοτόπουλο ή πτηνό, κάτι που οι βυζαντινοί γιατροί συνιστούσαν για
φαγητό στους ασθενείς που ήταν προς ανάρρωση.904

904
Σχετικά βλ. Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 111-114, όπου αναφέρεται ότι το κρέας
που προέρχεται από τα πτηνά επαινείται γενικά από τους βυζαντινούς ιατρούς για την συνολική
τους θρεπτική αξία, όπως της όρνιθας και της φραγκόκοτας (ή ἀτταγὴν ή ἀτταγὰς).
190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΧΟΡΤΑ

1. Τα λαχανικά και τα χόρτα στο διαιτολόγιο των ανθρώπων της


βυζαντινής εποχής.

Τα λαχανικά θεωρούνταν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ευτελής τροφή, για


τους φτωχούς αποτελούσαν κύρια τροφή, ενώ οι πιο εύποροι Βυζαντινοί δεν τα
συμπαθούσαν ιδιαίτερα.905
Ενώ ο Αστέριος Αμασείας, δεν ανέχεται την περιφρόνηση των λαχανικών και
τις ονομάζει τροφές εγκρατείας.906
Συχνά αναφέρονται μετά τα όσπρια προτιμούμενα προς βρώση από τους
φτωχούς.907
Μετά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, η σημασία των λαχανικών ανεβαίνει
περισσότερο σε σχέση με το ψωμί.908
Κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, τα μαγειρεμένα ή ωμά λαχανικά αποτελούσαν

905
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Αθήνα 1952, 88-96. Περί της βρώσεως
διαφόρων χόρτων και λάχανων, βλ. E. Jeanselme, L. Economos, Aliments et recettes culinaires
des Byzantins, Anvers 1923, 158.
906
Αστέριος Αμασείας, Ομιλ. 14, εις την αρχήν των νηστειών, PG 40, 380: ἀηδὼς ἐπὶ τὴν σεμνὴν
ἔρχονται τράπεζαν, καταγογγύζουσι τῶν λαχάνων, λοιδοροῦσι τὰ ὄσπρια ὡς μάτην ἐπεισαχθέντων
.
τῇ κτίσει γίνονται γὰρ φυσιολόγοι οἱ φιλήδονοι κατὰ τῶν ὄψων τῆς ἐγκρατείας.
907
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί ελεημοσύνης, PG 51, 261 (245): οὔτε δαψιλεστέρας τροφῆς, ἀλλ’
ἀρκοῦνται μὲν ταῖς τῶν ὑδάτων πηγαῖς, ἀρκοῦνται δὲ οἱ μὲν τῶν λαχάνων τοῖς φαυλοτέροις, οἱ δὲ
σπερμάτων ξηρῶν ὀλιγότητι, τῇ ὥρας τοῦ ἔτους ἐσχεδιασμένην αὐτοῖς παρεχούσης τὴν τράπεζαν.
Η. Grégoire, Μ. Kugener (ed.), Μάρκου Διακόνου, Βίος του Αγίου Πορφυρίου, Paris 1930, 10
(10,14,)· Ι. Τζέτζου, Επιστολαί, τ. 3, Οxford 1836, 160, Μ. Η. Fourmy, M. Leroy (ed.), “La Vie de S.
Philarète”, Byz. 9 (1934), 17, 137.
908
J. Köder, Ο Κηπουρός και η καθημερινή κουζίνα στο Βυζάντιο, Αθήνα 1992, 19. Βλ. επίσης J. L.
Teall, “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, 330-1025, DOP 13 (1959), 87 κ.έ., ιδιαίτ. 98-
100 και A. P. Kazhdan, “Two notes on Byzantine Demography of the eleventh and twelfth
centuries”, Byzantinische Forschungen 8 (1982), 115-122.
191
το κύριο γεύμα στα μοναστήρια στις περιόδους των νηστειών. 909
Τα λαχανικά γενικότερα τα ονόμαζαν "ανηθοκουδιμέντα"910 και τα ξεχώριζαν
σε "αγριολάχανα", "λεπτολάχανα", "κακόχυμα" και "ήμερα".911
Υπάρχουν περισσότερα από 30 είδη λαχανικών, σύμφωνα με τον κατάλογο
στο κεφάλαιο 12.1 των Γεωπονικών, από τα οποία μπορούν να ταυτιστούν
περίπου τα 3/4 κατά προσέγγιση.912 Αλλά είναι σημαντικό ότι στο συγκεκριμένο
κεφάλαιο των Γεωπονικών δεν μνημονεύονται ορισμένα λαχανικά, από τα πιο
χαρακτηριστικά της ελληνικής και γενικότερα της μεσογειακής διατροφής, όπως το
αγγούρι, η μελιτζάνα, το κολοκυθάκια, η αγκινάρα και το σπανάκι.913
Σε καθημερινή χρήση τα λαχανικά και τα χόρτα είναι το «...σέλινον,
πρασομάρουλον καί κάρδαμον καί ἰντύβιν, σπάνακιν, χρυσολάχανον, γογγύλιν,
ματζιτζάνιν, φρύγιον κράμβην καί γουλίν καί ἀπό κουνουπίδιν..».914
Γενικά τα χόρτα εμφανίζονται και σε κείμενο της Παλαιά Διαθήκη ως καλή
τροφή για τους ανθρώπους,915 και μάλιστα στο Γένεσις 1:29-30, θεσπίζεται η χορ -

909
Θεόδωρος Στουδίτης, Υποτύπωσις, Καταστάσεων της Μονής των Στουδίου, Περὶ τῆς ἐν
βρώμασι καὶ πόμασι ποσότητος καὶ ποιότητος, καὶ τῆς ἐν ταῖς τραπέζαις εὐταξίας, PG 99, 1713 &
1716, 29 (44-46): Ἰστεὸν δὲ ὅτι ἀπὸ τῆς πασχαλίας (44) μέχρι τῶν ἁγίων πάντων (45), τάς β΄
.
μαγειρίας τότε λάχανον καὶ τὸ ὄσπριον μετὰ ἐλαίου ἐσθίομεν ... τρώγομεν δὲ θ’ μαγειρίας β’, τὸ μὲν
.
λάχανον μετὰ ἐλαίου, τὸ δὲ ὄσπριον ἄνευ ἐλαίου ἐσθίομεν ....(46).
910
Χ. Μότσιας, Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, Αθήνα 1998, 82.
911
Αγριολάχανα: Μακάριος Αλεξανδρείας, Περί Ήρωνος, 4, PG 34, 205.49, Λεπτολάχανα:
Μακάριος Αλεξανδρείας, Παλλάδιος, PG 34, 1194C, 1236C. Πρβλ. και F. Halkin, “L'histoire
Lausiaque et les vies de St Pacôme”, Anal. Boll. 48, 277. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος τοῦ ἁγίου
Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, Leipzig 1890, 19, 25: Τοῦ μὲ ἄγρια λάχανα τρεφομένου μνείαν
ποιεῖται Μακάριος ὁ Αιγύπτιος.
912 ου
J. Köder, Ο Κηπουρός, 16. Το πρώτο, μικρό, κεφάλαιο του 12 βιβλίου του Γεωπονικού, έχει
τον χαρακτηριστικό τίτλο: Γνῶσις, τὸ κατὰ μῆνά τὶ σπείρεται, καὶ τὶ φυτεύεται, κατὰ τὸ κλίμα
Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης ο J. Köder αναφέρει ότι: «Πολλά είδη ή υποδιαιρέσεις ειδών
αφανίσθηκαν εντελώς, όπως ορισμένα μαρούλια».
913
Όπ.π. 22.
914
Θεοδώρου Προδρόμου, Εἰς τόν Σεβαστοκράτοραν, έκδ. D.C. Hesseling, H. Pernot, Wiesbaden
1968, 43.
915
Γεν. 3:18 και 9:3, Ησ. 15:6 και 42:15.
192
τοφαγία από την αρχή και πριν την πτώση του ανθρώπου.916
Ενώ σε Πατερικά κείμενα αναφέρεται ότι είδος λάχανου χρησίμευε και ως
φάρμακο.917
Ο πληθωρικός τρόπος απεικόνισης των λαχανικών και χόρτων και ειδικότερα
των ραφανίδων και ραφάνων,918 όπως αυτά απεικονίζονται από τον 12ο αιώνα και
μετά, καθρεπτίζουν την τρέχουσα στους βυζαντινούς λόγιους, αλλά και την αρχαία
ετυμολογία τους.
Οι βυζαντινοί πίστευαν, αντιγράφοντας του παλιούς, ότι λέγονται ραφανίδες,
γιατί μόλις σπαρθούν φαίνονται, φυτρώνουν γρήγορα.919
Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στο Βυζάντιο υπήρχε σύγχυση για το ποιο
είδος λαχανικού αποκαλείται ῥαφανίς, ῥάφανος, ῥεφανίς, ῥέφανος, ῥαφάνη, ῥαφά-

916
Α. Κορακίδης, Η έννοια του ευφραίνεσθαι εν τη ζωή με βάσιν τας υλικάς τροφάς, Θρησκευτικοί
Συμβολισμοί και Βιολογικαί ανάγκαι, Αθήνα 1974, 48.
917
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Αποφθέγματα πατέρων, περί του Αββά Γελάσιου, PG 65, 152c και
.
Λαυσαϊκή Ιστορία, PG 34, 1011e: Γενομένης δὲ ἑσπέρας, λέγει τῷ λογισμῷ ὁ εἰς τὴν ἔρημον
περιπάτων ἄρτον οὐκ ἐσθίει, ἀλλὰ βοτάνας, σῦ δὲ διὰ τὴν ἀσθένειάν σου φάγε λεπτολάχανον.
918
Λιβανίου, Φιλάργυρος ἐρασθεῖς ἑταίρας, 29 (7, 58, Forster). Διοσκορίδου, Περί ὕλης ἰατρικῆς, 1,
112, 2. Αλεξάνδρου Αφροδισιέως, Ἰατρικῶν ἀπορημάτων καί φυσικῶν προβλημάτων το Β΄ (L.
Ideler, 1, 55, 10). Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν, εκδ. F. Drexl, Lipsiae 1925, κεφ. 207 (162, 13). Leo
Sternbach, Nicolai Calliclis carmina, 44. Συμεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, 90,
11. Ανωνύμου, Περί χυμών, βρωμάτων και πομάτων, έκδ. L. Ideler, Amsterdam 1963, 2, 260.
Θεοδώρου Προδρόμου, Στίχοι εἰς τούς ιβ’ μήνας (Extraits de Mss, 11, 2, 182).
919
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Cambridge Mass. 1969, τόμ. 1, 246 (56e): 'Ραφανίδες αὖται
κέκληνται διά τό ραδίως φαίνεσθαι, Σούδα, Λεξικόν, Στουτγάρδη 1987: ραφανίς: ...εἰρηται δέ
ραφανίς παρά τό ραδίως φαίνεσθαι. λόγος γάρ, ὡς σπειρόμεναι θάττον ἀνίασι.
193
νιον,920 εκ των οποίων πιθανότατα από επίδραση των ῥάφυς, ῥάπυς, ῥάφα, ῥάπα,
είδος μεγάλου ραπανιού, προέρχονται τα ῥάπανος, ῥέπανος, ῥαπανίς, ῥαπάνιον
και τα μεταγενέστερα ραπάνι και ρεπάνι.921
Στα βυζαντινά λεξικά επισημαίνεται το πρόβλημα και κατατίθεται η τρέχουσα
λόγια ή κοινή βυζαντινή ονομασία, που θεωρεί ότι ῥαφανίς, ῥὲ(α)φανός,
ῥ(ε)ἀπανος είναι το ραπάνι (raphanus sativus), ενώ ῥάφανος είναι η κράμβη
(δηλαδή το σημερινό λάχανο αλλά και η λαχανίδα, ραφανίδα ή ραπανόβρουβα), αν
και πιστεύεται ότι η λέξη ῥάφανος χρησιμοποιείται και για τα μεγάλα ραπάνια, ενώ

920
H. G. Liddell, R. Scott, Stuart Jones H., A Greek-English Lexicon, LSJ, Oxford, 1925-1940 και
TLG. Ο Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, τόμ. 1, 150 (34d), μας παρέχει διάφορα παραδείγματα, όπως:
.
ὅτι δέ τήν κράμβην ράφανον ἔκαλουν οἱ παλαιοί 'Ἀπολλόδωρος δηλοί ὅ Καρύστιος εἰ δ' ὅτι
. ο ο
καλούμεν ράφανον, ὕμείς δ οἰ ξένοι κράμβην. Ο Αμμώνιος στον 1 - 2 μ.Χ. αι. στο Περί ομοίων και
διαφόρων λέξεων (έκδ. Κ. Nickau, Ammonii qui dicitur liber de adfinium vocabulorum differentia,
Λειψία 1966, 424, 425) σημειώνει: ράφανος καί ραφανίς διαφέρει, ράφανον μέν γάρ Ἀττικοί λέγουσι
τήν παρ' ἤμιν κράμβην, ραφανίδα δέ τήν παρ' ἤμιν ράπανον. ρέφανον καί ράφανον διαφέρειν παρ’
.
Ἴωσι καί Ἄττικοίς ρέφανον εἶναι ἤν καί ἠμεῖς φαμεν, ράφανον δέ τήν κράμβην. Ο Τζέτζης στα
σχόλια στον Πλούτο του Αριστοφάνη (έκδ. L. Massa Positano, Jο. Tzetzae commentarli in
.
Aristophanem [Scholia in Aristophanem 4.1. Gröningen 1960], στ. 544b): ραφανίς ἡ ρέπανος
ο ο
ράφανος δε ἡ κράμβη.. Τέλος, στον 13 - 14 αι. ο Θωμάς Μάγιστρος (έκδ. F. Ritschl, Thomae
Magistri sive Theoduli monachi ecloga vocum Atticarum, Halle 1832, ανατ., Hildesheim 1970), 322-
323: 'Ράφανον ἐπί της ραφανίδος μή εἴπης ράφανον γάρ παρ' Ἆττικοις ἤ κράμβη· ἄλλα ραφανίς καί
ραφάνη λέγε. ἀπό γάρ τῆς ραφανίδος καί τό ἐραφανιδώθη. Συνέσιος ἐν τῷ περί φαλάκρας· οἱ δέ
κηπωροί τάς Ἄττικας ραφανίδας φυτεύουσιν. οἱ δέ Ἴωνες ρέπανον τήν ραφανίδα λέγουσιν.
921
Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, ανατ. Γκρατς 1958:
ράπανον, ῥάφανος. Ν. Π. Ανδριώτης, 'Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αθήνα 1951:
ραφανίδα, ρεπάνι. Ήδη στους ελληνιστικούς χρόνους μαρτυρείται ως ραφάνιον και ραπάνιον
(Liddell - Scott και TLG). Για τα αρχαία ράφυς και ράπυς, ρέβα ή είδος γογγυλιών ή ραπάνων, βλ.
Dalby, Σειρήνεια δείπνα, 427 σημ. 5, 434 σημ. 36. Σύμφωνα με πληροφορία του R. Volk, Einige
Beiträge zur mittelgriechischen Nahrungsmittel-Terminologie, στο W. Horandner - E. Trapp (επιμ.),
Lexicographica Byzantina, Byzantina Vindobonensia 20, Βιέννη 1991, 307 και σημ. 78, αναφορές
σε ρεφάνια έχουμε στον Monac. gr. 105, φ. 334ν καθώς και στην έκδοση Ι. L. Ideler, Physici graeci
minores II, Βερολίνο 1842, ανατ. Άμστερνταμ 1965, 259.1-8.
194
ῥαφανίς για τα ραπανάκια.922 Πολλά από τα παραπάνω λαχανικά, εξελίχθηκαν και
άλλαξαν χρήση κατά τον Μεσαίωνα (τρώγονταν μόνο οι βλαστοί ή οι βολβοί), έτσι
ώστε δύσκολα να ταυτίζονται με ομώνυμα φυτά σήμερα και το σύνηθες όνομα να
παραπλανεί.923

Μάλιστα, επισημαίνονται ωφέλιμες ενέργειες σε πολλά λαχανικά και


ραφανοειδή, όπως η ορεκτική, θηριακή ή εμετική τους δράση, καθώς και ότι η
κράμβη και το ραπάνι είναι αντίδοτα δηλητηρίων των ερπετών, των σκορπιών και

922
«Ῥαφανὶς παρὰ τοῦ ῥᾳδίως φαίνεσθαι..» [Β. Κατσαρού (εισ.), Βυζαντινό λεξικό Σουίδα,
Θεσσαλονίκη 2002, λ. ῥαφανὶς. Βλ. Ησύχιος Αλεξανδρεύς, Λεξικόν, Κοπεγχάγη 1953-1966:
ῥαφανις καὶ ῥάφανος διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς· ῥάφανος μὲν γὰρ ἢ κράμβη, ῥαφανὶς δὲ ἢ παρ'
ἡμῖν ῥάφανος. Τρύφων δέ φησι, παρὰ Δωριεῦσι τάς μικρὸς ῥαφανίδας λέγεσθαι, τάς δὲ μεγάλος
ῥαφὰς. Φώτιος, Λεξικόν, έκδ. Χ. Θεοδωρίδης, Photii patriarchae lexicon, Βερολίνο - Νέα Υόρκη
1982: ράφανος: κράμβη ραφανίς δέ, ην ημείς ράφανον. Σούδα, ραφανίς· ραφανίδα φασίν 'Αττικοί,
ην ημείς ρέφανον φαμεν πάλιν δέ ράφανον, ην ημείς κράμβην. Στα Γεωπονικά διαχωρίζονται η
κράμβη (7.31 και 12.17) και η ραφανίς (7.33, 12.7.1 και 12.22), για την απώθηση της μέθης
διακρίνονται ράφανος (7.29) και κράμβη (7.31), για δε την ράφανον (12.17.22): ειδέναι δέ χρή, ότι
κράμβης σπέρμα παλαιούμενον ράφανον φύσει. Πάντως στα Γεωπονικά 12.1.8-9 οι αναφορές σε
ράφανον (τό ράφανον ή ό ράφανος ή ραίφανον στον κωδ. F) μεταφράζονται ως ραπάνια ή rettich,
speiserettich από τον J. Köder, Ο κηπουρός και η καθημερινή κουζίνα στο Βυζάντιο, Αθήνα 1992,
49, και ο ίδιος, Gemüse in Byzanz: Die Versorgung Konstantinopels mit Frishgemüse im Lichte der
Geoponika, Βιέννη 1993, 32-33, 59. Την συνεχιζόμενη όμως σύγχυση παρά τοϊς πολλοίς στη
χρήση των ονομάτων μας αποκαλύπτει το Περί βοτάνων κατά στοιχεΐον έκ του Άετίου, έκδ.
Margaret Η. Thomson, Textes grecs inédits relatifs aux plantes, Παρίσι 1955, 103.127-137:
ράφανος εδώδιμος εστί βοτάνη... αλλ' ό μεν άγριος, δς και ραφανίς λέγεται παρά τοις πολλοίς...
Επίσης σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη και σε απόλυτη σύγχυση είναι τα ανα φερόμενα
στα νεότερα Σχόλια στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, έκδ. W.J.W. Koster, Prolegomena de comoedia.
Scholia in Acharnenses, Equités, Nubes [Scholia in Aristophanem 1.3.2. Groningen 1974] στ. 981d
beta: ράφανον ή ρεπάνις, ραφανίς δέ ή κράμβη· δια το ράον φαίνεσθαι. Για την «ράφανο-κράμβη»,
«κραπή» ή «κραμβίδιον» στους παπύρους και στα περί ποδάγρας εγχειρίδια, βλ. G. Liddell –
Scott, J. Diethart, “Materialen aus den Papyri zur byzantinischen Lexicographie“, Studien zur
Byzantinischen Lexicographie, Byzantina Vindobonensia 18, Βιέννη 1988, 57-58. Gudrun
Schmalzbauer, “Medizinish-Diätetishes über die Podagra aus spätbyzantinischer Zeit”, JÖB 23,
1974, 242.
923
J. Köder, Ο Κηπουρός, 16-17, 26-28, Βλ. επίσης ο ίδιος, Gemüse in Byzanz, Βιέννη 1993, 40.
195
των δηλητηριάσεων από μανιτάρια και μολυσμένων νερών. 924 Προφανώς την
θηριακή δράση της ραφανίδας απεικονίζει η παρακάτω μικρογραφία των
Θηριακών του Νικάνδρου στον Par. Suppl. gr. 247, φ. 44ν του 10ου αιώνα.925

Εικονογραφημένο χειρόγραφο (λεπτομέρεια). Paris. Suppl. gr. 247, φ. 44r. Εθνική


ος
Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Παρίσι, 10 αι.
(I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, 161, εικ. 17)

Ήδη από την αρχαιότητα πίστευαν ότι κράμβη, ράφανος και ραφανίδες είναι

924
Περιοριζόμαστε στα Γεωπονικά 12.22: περί ραφανίδων, 13.8.7: περί όφεων, 13.9.1 και 15.1.24:
περί σκορπιώ. Και στο Συμεών Σηθ, Περί τροφών δυνάμεων, έκδ. Β. Langkavel, Simeonis Sethi,
Syntagma de alimentorum facultatibus, Λειψία 1868, 90-92. Στα Γεωπονικά 12.22.5-6: εἰ δὲ τὶς
νήστις αὐτῶν λαμβάνοι, ἀσφαλὴς ἔσται εἰς τὸ μὴ βλάπτεσθαι ὑπὸ φαρμάκων. Ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐν
ὕδατι λαμβανόμενος ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις. Εἰ δὲ τὶς χυλῷ ῥαφανίδος ἐπιμελῶς
τάς χεῖρας ἑαυτοῦ χρίσει καὶ τρίψει, ἄφοβως καὶ ἀκινδύνως ἑρπετῶν ἐπιλήψεταν 13.9.1: εἰ δὲ τὶς
χυλῷ ῥαφανίδος...αἱ δὲ ῥαφανίδες σκορπίοις ἐπιτεθεϊσαι παραχρῆμα αὐτοὺς διαχρῶνται.
925
Αντίθετα, ο Μ. Kaplan, Les hommes et la terre à Byzance du Vie au XIe siècle, Paris 1992, 32,
σημ. 66, 39, βλέπει τον μάγειρα που τον δάγκωσε το ερπετό να εγκαταλείπει κρέατα, πουλερικά και
ρέβες. Ενδέχεται η παράθεση ραπανιών στο τραπέζι, όπως πιστεύεται πάντα για τα σκόρδα, να
λειτουργούσε ως αποτρεπτικό των δηλητηρίων ή της κακής βουλής, της κακίας και διαβολής.
196
αντίδοτα στις παρενέργειες του κρασιού, με άλλα λόγια στην μέθη.926
Τα παιδιά των γεωργών πίστευαν μάλιστα ότι η κράμβη γεννήθηκε από τα
δάκρυα του διώκτη του Διονύσου, Λυκούργου και ότι αν φυτευτεί κοντά σε κλήμα,
αυτό δεν καρποφορεί. Στα βυζαντινά ονειροκριτικά με πρότυπο τον Αρτεμίδωρο
επαναλαμβάνεται ακριβώς η αντίληψη ότι, είναι δυσοίωνο αν δει κάποιος στον
ύπνο του να τρώει κραμπολάχανα και ραπάνια ιδιαιτέρως για τους ταβερνιάρηδες,
τους αμπελουργούς και όλους όσους σχετίζονται με τον Διόνυσο και ότι είναι
επίσης δυσοίωνο και μόνο να δει κάποιος ότι σπέρνει, μεταφυτεύει ραπάνια ή ὅτι
ἓν τραπέζη ἔθηκαν ρεφάνους.927
Επίσης οδηγίες δίνονται στα Γεωπονικά για την προστασία των κλημάτων να
μη φυτεύονται κράμβες και ραφανοειδή ανάμεσά τους (ἀντιπαθῶς ἐχειν πρὸς

926
Αριστοτέλης, Ὅσα περὶ οἰνοποσίαν καὶ μέθην, έκδ. Ι. Bekker, Aristotelis opera, τόμ. 2. Berlin
1831 (ανατ. De Gruyter, 1960), 871a κ.ε. και ειδικά Διὰ τὶ ἢ κράμβη παύει τὴν κραιπάλην, 873β κ.ε.
Θεόφραστος, Περί φυτών Ἱστορίας έκδ. Α. Hort, Theophrastus. Enquiry into plants, 2 τόμ.
Cambridge, Mass. Harvard University Press, 1916 (ανατ.1:1968; 2:1961) 4, 16.6: "Evια δὲ οὒ
φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ ταΐς δυνάμεσι τῶν χυλῶν καὶ τῶν ὀσμῶν, οἷον ἢ ῥάφανος καὶ ἢ δάφνη
τὴν ἄμπελον. ὀσφραινεσθαι γὰρ φασικαι ἕλκειν. δι' ὁ καὶ ὅταν ὃ βλαστὸς πλησίον γὲνηται πάλιν
ἀναστρέφειν καὶ ὄφοραν ὡς πολέμιας οὔσης τῆς ὀσμῆς. Ἀνδροκύδης δὲ καὶ παραδείγματι τούτῳ
κατεχράσατο πρὸς τὴν βοήθειαν τὴν ἀπὸ τῆς ῥαφάνου γινομένην πρὸς τὸν ὀΐνον, ὡς ἐξελαύνουσαν
τὴν μέθην φεύγειν γὰρ δὴ καὶ ζῶσαν τὴν ἄμπελον τὴν ὀσμήν. Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί, τόμ. 1, 150
(34c): καὶ ἐν ὢ δ' ἂν ἀμπελῶνι κράμβαι φύωνται, ἀμαυροτερος ὃ οἶνος γίνεται, διὸ καὶ Συβαρίται,
φησὶ Τίμαιος, πρὸ τοΰ πίνειν κράμβας ἤσθιον...καὶ Θεοφραστος φεύγειν φάσκων καὶ ζῶσαν τὴν
ἄμπελον τῆς ῥαφάνου τὴν ὀδμήν. Βλ. «Βιβλίο VII, κεφ. ΚΘ΄: Οἶνον ἀφανίσαι. Ἀφρικανού. Ῥαφάνου
χυλὸν ἔμβαλε εἷς τὸν οἶνον, μασησάμενος τὴν ῥάφανον. ...Κεφ. ΛΓ΄: Πρὸς τὸ ἀνανήφειν τοὺς
μεθύοντας. Βηρυτίου. Ἀνανήφειν ποεῖ τοὺς μεθύοντας ὄξος ἀθρόον πινόμενον, καὶ ῥαφανὶς
ἐσθιομένη, καὶ μελιτώδη καὶ πλακοῦντες...» [Cassiano Basso (έκδ.), Γεωπονικά, London MDCCIV].
927
Σχόλια στους 'Ιππείς του Αριστοφάνη, (έκδ. D .Μ. Jones and Ν. G. Wilson, Prolegomena de
comoedia Scholia in Acharnenses, Equités, Nubes [Scholia in Aristophanem 1.2. Gröningen,
1969], 539c: κράμβη δ' ἐστὶ λάχανον οὕτω καλούμενον, ἢν Ἀττικοὶ κοράμβλην λέγουσι διὰ τὸ τάς
κόρας βλάπτειν. Φάσι γὰρ αὐτὴν ἐκ τῶν του Λυκούργου γεγονέναι ὀφθαλμῶν, πιστοῦνται δὲ τὸν
μῦθον τοῦτον γεωργῶν παῖδες. εἰ γὰρ τίς, φασί, τῇ ῥίζῃ αὐτοῦ ἑξαψειε τὴν ἄμπελον, οὒκ ἂν αὔτη
καρπὸν ἐνέγκοι. Αρτεμίδωρος, 'Ονειροκριτικά, έκδ. R. Pack, Λειψία 1963, §67 και μτφρ. Μαρία
Μαυρουδή, Αθήνα 2002, 105. Αχμέτ, Όνειροκριτικόν, έκδ. F. Drexl, Λειψία 1923, 207, 162. Βλ. και
J. Köder, Gemüse in Byzanz, 88. Drexl, Das Anonyme Traumbuch 370.350-351: Ῥεφάνους ἐν
τραπέζῃ παρατιθεμένους Ἰδεῖν βουλὴν κακὴν ἐγείραι δηλοῖ. Ῥεφάνους σπείρειν ἡ μεταφυτεύσαι
κακοπραγμοσύνην καὶ διαβολὴν σημαίνει.
197
ἄλληλας τὴν κράμβην καὶ τὴν ἄμπελον... κράμβης σπέρμα παλαιούμενον ράφανον
φύσει),928 καθώς και πως να εξαφανίσει κανείς κρασί ή τα συμπτώματα της
οινοποσίας με ραφάνους, δηλαδή λαχανίδες ή με ραφανίδες, δηλαδή ραπάνια:
Βάλε χυλό λάχανου στο κρασί ή εάν πιεις ξίδι και φας ραπάνι, μέλι ή γλυκά
συνέρχεσαι από την μέθη.929
Αυτό όμως σημαίνει ότι, εκτός των μοναστικών και θρησκευτικών
απαξιωτικών οριοθετήσεων, η κράμβη και τα ραπανάκια εμποδίζουν την μέθη,
συμβάλλουν στην νηφαλιότητα του πότη, αλλά και επιτρέπουν την υπερβολική
οινοποσία, καθώς ανοίγουν την όρεξη για ακόμη περισσότερο κρασί. Στα
Γεωπονικά και πάλι αναφέρεται: όσοι θέλουν να πίνουν πολύ κρασί και να μη
μεθούν πρέπει να τρων από πριν ωμή κράμβη ή τα ραπανάκια ανοίγουν την όρεξη
των ανορέκτων.930
Τον 11ο αιώνα, ο Συμεών Σηθ στο Περί τροφῶν δυνάμεως, αφού
παρατήρησε ότι οι παλαιοί έτρωγαν τα ραπανάκια χωρίς ψωμί καθάπερ οἵ νυν
τοὺς δαύκους (δηλαδή τα καρότα), αναφέρεται σε συνήθειες της εποχής του: οι
άνθρωποι των πόλεων τα τρώνε ωμά με γάρο πριν από το φαγητό γαστρός
ὑπαγωγῆς ἕνεκα, ενώ οι αγρότες πολύ συχνά και με ψωμί, κι αναρωτιέται πώς κά -

928
Γεωπονικά, 12.17. 17-22.
929
Γεωπονικά, 7.29: Οἶνον ἀφανίσαι. 'Αφρικανού. Ῥαφάνου χυλὸν ἔμβαλε εἰς τὸν οἶνον,
μασησάμενος τὴν ῥάφανον και 7.33: Πρὸς τὸ ἀνανήφειν τοὺς μεθύοντας. Βηρυτίου. Ἀνανήφειν ποιεῖ
τοὺς μεθύοντας ὄξος ἀθρόον πινόμενον, καὶ ῥαφανὶς ἐσθιομένη καὶ μελιτώδη καὶ πλακοῦντες.
930
Γεωπονικά 7.31: Οἶνον πολὺν πίνοντα μὴ μεθύσκεσθαι. Τοῦ Αὐτοῦ (= Ἀφρικανού) ... κράμβην
ὠμὴν προεσθιέ, καὶ οὒ μεθυσθήση. Επίσης, καὶ ὅσοι βούλονται πολὺν οἶνον πίνειν καὶ μὴ
μεθύσκεσθαι, ὠμὴν κράμβην προεσθίουσιν. Εἰδέναι δὲ χρῇ, ὅτι κράμβης σπέρμα παλαιουμενον
ῥάφανον φύσει (Γεωπονικὰ 12.17. 21-22). Περὶ ῥαφανίδων:...καὶ τάς ὀρέξεις τῶν ἀνορέκτων
ἐγείρουσι (Γεωπονικά, 12.22.8). Το ίδιο πιστεύεται και για την θριδακίνα: ὀρέξεως τροφῆς ἐστιν
.
αἰτία (Γεωπονικά, 12.13.4) οὔτε μέθης τις πειραθήσεται, προφαγῶν αὐτῆς (Γεωπονικά: 12.13.12).
198
ποιοι τα τρώνε μετά το φαγητό, όταν αυτό προκαλεί ἀπεψίαν μᾶλλον ή πέψιν.931
Σίγουρο είναι ότι οι αγρότες, αλλά και πολλοί άλλοι, θα συνέχιζαν να πίνουν
πέραν της ώρας του φαγητού καθώς η ωμή κράμβη με τα ραπάνια βοηθούν όσους
«βούλονται πολὺν οἶνον πίνειν καὶ μὴ μεθύσκεσθαι».932
Στους καιρούς του οίνου, της αποδοχής και αναζήτησης, της ευφροσύνης
από τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα των πόλεων και της επαρχίας, το ρεπάνι
είτε ως ορεκτικό ή αποτρεπτικό της μέθης καθίσταται αναπόσπαστο στοιχείο στην
εικονογραφία κάθε είδους συνεστίασης ή συμποτικής συνεύρεσης. Το ρεπάνι σε
συνδυασμό με τον οίνο λειτουργεί τόσο ως σύμβολο της ασκητικής χορτοφαγίας,
της εγκράτειας, της προφύλαξης και αποφυγής της μέθης και παρεκτροπής, όσο
και ως σύμβολο, δηλαδή κινητήριος μοχλός των σαρκικών ορέξεων, της άκρατης
οινοποσίας της έξαψης των παθών.933

2. Τα λαχανικά και τα χόρτα στις ζωγραφικές συνθέσεις της βυζαντινής


τέχνης.

Σε παραστάσεις τραπεζών, εκτός από την σταθερή τριλογία άρτου, οίνου και
ιχθύος, βάση του χριστολογικού τους συμβολισμού, εμφανίζονται κατά περίπτωση
και άλλες τροφές ζωικής προελεύσεως όπως: πουλερικά, μόσχος, αγριογούρουνα,
οβελίες, αλλά και λαχανικά, όπως ραπανάκια, που μαζί με τα διάφορα σκεύη
κεντρίζουν το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα όσο αφορά την συχνότητα ή

931
Συμεών Σηθ, Περί τροφῶν δυνάμεων, 90-92 και μάλιστα 91.13-21. Ο Σηθ στην συνέχεια
αναφερόμενος στον Ορειβάσιο θα διευκρινίσει σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να τρώγεται η ραφανίς
προ της τροφής ή μετά την τροφή. Εκτός από τον Ορειβάσιο και άλλοι ιατροί της ύστερης
αρχαιότητος, συνιστούσαν για την ραφανίδα αυτό που κατά τον Σηθ δεν τηρούσαν οι αγρότες του
ου
11 αι. Σύμφωνα με τον Παύλο τον Αιγινίτη, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, έκδ. I. L. Heiberg,
Corpus Medicorum Graecorum 9.1-2, Λειψία - Βερολίνο 1921/1924, 1.76: ἐσθίειν δὲ αὐτῶν πρὸ
τροφῆς δεῖ μετὰ ὄξους ἡ γάρου ὑπαγωγῆς ἕνεκα γαστρός, μετὰ τροφῶν δὲ οὐδαμῶς. Βλ. και J.
Köder, Ο Κηπουρός, 37 και ο ίδιος, Gemüse in Byzanz, 87-88.
932
Γεωπονικά, 7.31 και 12.17.21.
933
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 163.
199
εναλλαγή και διαφοροποίηση στοιχείων στις βυζαντινές απεικονίσεις δείπνων και
συμποσίων.934
Κατά την περίοδο της εικονομαχίας, εγκαταλείπεται η απεικόνιση της φύσης
και των λαχανικών, (θεωρείται ότι είχαν μετατρέψει τους ναούς σε οπωροφυλάκια)
και στους επόμενους αιώνες οι παραστάσεις μορφών και λαχανικών στα
θρησκευτικά δείπνα και συμπόσια μετατοπίζουν τον συμβολισμό.
Το γεγονός ότι ρεπάνια, ρέβες, καρότα και γογγύλια εμφανίζονται συνήθως
φυλλοφόρα ή με καυλούς, πέρα από τις σχέσεις με τις βυζαντινές διατροφικές
συνήθειες ή και από την χρήση τους ως εικαστικά σύμβολα, από τον καλλιτέχνη,
της ασκητικής εγκράτειας, μπορεί ως επιλογή να παραπέμπει στο σύνολο, γενικά,
των λαχανικών και των χορταρικών, όταν μάλιστα ο ραφανουρός, σημαίνει
καλλιεργητής χόρτων, λαχανικών και κηπουρός.935
Πρόκειται για μια εικαστική τομή στις απεικονίσεις και την προβολή στοιχείων
του καθημερινού βίου όπου τα φρέσκα λαχανικά, τα ραπάνια και το κρασί που ρέει
άφθονο, δηλώνουν κατά περίπτωση, απαξιωτικές ή μη παραστάσεις, πνευματική
τροφή, κραιπάλη, ηδονή ή ευλογία.
Τα λαχανικά απεικονίζονται σε δύο σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, στη
Φιλοξενία του Αβραάμ και στο τραπέζι στην οικία του Ιώβ.
Στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζονται λαχανικά σε περισσότερες σκηνές, κατά
χρονολογική σειρά, στο Συμπόσιο του Ηρώδη, στο Γάμο της Κανά, στην επίσκεψη
του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου και στο Μυστικό Δείπνο. Επίσης υφίστανται και
σε δύο σκηνές της Θεοτόκου, στη Γέννηση και στα Εισόδια της. Τέλος, τα λαχανικά
βρίσκονται σε απεικόνιση του Ουρανοδρόμου Κλίμακος του Ιακώβ και στην
Προσωποποίηση του Φεβρουάριου.

934
Όπ.π. 158. Βλ. επίσης Η. Αναγνωστάκης, Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Τ. Παπαμαστοράκης,
«Βυζαντινών Γεύσεις», Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 2002, 21-23.
935
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς, Λεξικόν, έκδ. K. Latte, τόμ. 2, Copenhagen 1953-1966: ραφανουροί,
κηπουροί. Ας σημειωθεί ότι όπως το λάχανον, δηλαδή κάθε εδώδιμο χόρτο, στα νεοελληνικά
κατάντησε να σημαίνει κράμβη, στα αρμενικά το αντίστοιχο του χόρτου και χορταρικού ήταν το
banzar που ακολούθως αφομοιώθηκε και σήμαινε μόνον γογγύλι, το νεοελληνικό παντζάρι, βλ. J.
Α. Creppin, “The words for «Beet» in three interrelated systems: greco-roman, armenian and
Arabic”, Byzantion 60, 1990, 145-159 και ειδικά 152-153.
200
α) Σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη

Η σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Από τον 12ο αιώνα και μετά, λαχανικά εμφανίζονται και στην παράσταση της
Φιλοξενίας του Αβραάμ.
Συγκεκριμένα, σε μωσαϊκό τοίχου στην Cappella Palatina (εικ. 2 & λεπτ.),936
1140 ή 1154-1166,937 στο Παλέρμο Σικελίας, εκτός από τους στρόγγυλους άρτους
εικονίζονται ένα είδος λαχανικού (ρεπάνια ή χόρτα), ανάμεσα στα σκεύη με τους
καρπούς. Αν και η βιβλική διήγηση ο Αβραάμ αναφέρει το γάλα και το βούτυρο,
αυτά όμως δεν διακρίνονται στο τραπέζι της σκηνής της Φιλοξενίας του
Αβραάμ.938
Λαχανικά επίσης εμφανίζονται, σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι της Αγίας
Τριάδος του κράλη της Σερβίας Δραγούτιν στο Djurdjevi Stuponi (εικ. 9),939 το
1283-1285, σε τοιχογραφία στην Παναγία Χρυσαφίτισσα (εικ. 10),940 στην
Χρυσάφα Λακωνίας, 1289-1290, σε φορητή εικόνα του Μουσείου Μπενάκη (εικ.
180),941 τέλη 14ου αιώνα και σε τοιχογραφία στο βόρειο χορό του ναού της Μετα -

936
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18, και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005, 106, εικ. 8
και λεπτ. 297, εικ. 209. Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ.
402 (Φιλοξενία του Αβραάμ) και F. di Pietro, I Mosaici, Milano 1954, πίν. XXXVII.
937
Αναφέρεται το έτος 1140 από Ι. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for
Appetizers”, 164, εικ. 18 ενώ από Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη
Αβραάμ, 297, εικ. 209, αναφέρονται τα έτη 1154-1166.
938
Γεν. 18,8. «(....) Ἔλαβεν δὲ βούτυρον καὶ γάλα καὶ τὸ μοσχάριον ὁ ἐποίησε καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς
καὶ ἔφαγον (...)».
939
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 32 και Α. Τριβυζαδάκη,
Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237 εικ. 137. Βλ. επίσης B. Todic, Serbian
Painting, πιν. II.
940
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Panagia Chrysaphitissa, πιν. 35b.
941
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, εικ. 150 και λεπτ. 290, εικ.
201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του
Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964), 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου,
Μουσείον Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Πρβλ. και Μ. Chatzidakis, L’icône
byzantine, Saggi e Memorie di Storia dell'Arte, Fondazione G. Cini, II, Βενετία 1959, 37, εικ. 24.
201
μορφώσεως (εικ. 18),942 στο Novgorod της Ρωσίας, 1378.
Συνήθως εμφανίζονται διάσπαρτα πάνω στο τραπέζι ραπανάκια και άλλα
λαχανικά, τα οποία συνοδεύουν κρασί, όπως στις εικ. 9, 10 και 17, ή όχι, όπως
στην εικ. 18.

Σκηνή τραπεζιού στην οικία του Ιώβ

Μία απεικόνιση, εμπλουτισμένη με διάφορα στοιχεία τρυφηλής δίαιτας


τράπεζα, εικονίζεται στο χειρόγραφο του Ιώβ του 11 ου αιώνα, της Εθνικής
Βιβλιοθήκης του Παρισιού, κώδ. gr 135, f. 18v (εικ. 240),943 μία από τις πιο
αντιπροσωπευτικές μικρογραφίες πλούσιων τραπεζών, που χρονολογείται το
1361-1362.944
Οι συνδαιτυμόνες που κάθονται στο τραπέζι είναι οι επτά υιοί και οι τρεις
θυγατέρες του Ιώβ.945 Η μικρογραφία αποδίδει το γεύμα στην οικία του
μεγαλύτερου γιου,946 γιατί συνήθιζαν να μεταβαίνουν με την σειρά, στο σπίτι του
καθενός και να παραθέτουν συμπόσιο κάθε μέρα, μαζί τους έτρωγαν και έπιναν
και οι τρεις αδελφές τους: «συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους
ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς
ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿ αὐτῶν» (Ιώβ 1:4).
Τα αδέλφια τρώνε και πίνουν συζητώντας καθισμένοι στις δύο πλευρές μιας
αρχοντικής τράπεζας, πάνω στην οποία βρίσκονται πλην των
υπολοίπωνεδεσμάτων, αρκετά καρότα και μερικά ραπανάκια.

942
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, Torino 1986, 309.
943
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises (κατάλογος
έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
944
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152. Το χειρόγραφο
γράφτηκε από τον Μανουήλ Τζυκανδύλη και πρέπει να ζωγραφίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το
1361 ή στο Μυστρά το 1362.
945
Ιώβ 1:2 : ἐγένοντο δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.
946
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 289.
202
Παρόμοιο θέμα εικονίζεται στο ίδιο χειρόγραφο, αλλά σε άλλο φύλλο, στο 9ν
(εικ. 241 & λεπτ.),947 όπου αποδίδεται το γεύμα πάλι στην οικία του μεγαλύτερου
από τους γιούς του Ιώβ,948 όπως άλλωστε φαίνεται στο πάνω μέρος της:
«ἀδελφοῦ τοῦ πρεσβυτέρου». Εκτός από τα επτά αδέρφια, στο τραπέζι
παρίστανται οι γονείς τους και ένας ακόμα γηραιότερος άνδρας, δίπλα στον Ιώβ
και διάσπαρτα στο μεγάλο τραπέζι εμφανίζονται διάφορα λαχανικά (καρότα και
ρεπάνια).

β) Σκηνές από την Καινή Διαθήκη

Η σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Από τον 13ο αιώνα τα ραπάνια αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο στην


εικονογράφηση σε κάθε είδος θρησκευτικών δείπνων και συμποσίων, ή και
κοσμικών. Σε τοιχογραφία με θέμα το Συμπόσιο του Ηρώδη και τον Αποκεφαλισμό
του Προδρόμου, στο ναό του Σωτήρα, στο Αλεποχώρι Μεγαρίδας (εικ. 60),949
1260-1280, εμφανίζεται μικρή κανάτα με κρασί, που συνοδεύεται από μεγάλο
ραπάνι ενώ απουσιάζει η λοπάδα με το κυρίως γεύμα, ενώ οπτικά πιθανόν τη
θέση της καλύπτει το πινάκιο με την κεφαλή του Προδρόμου.
Μετά τον 13ο αιώνα παρατηρείται στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη,
αλλαγή στην τεχνοτροπία της απεικόνισης της σκηνής με τετράγωνο τραπέζι,
πλούσιο σε εδέσματα και σκεύη, όπου πιθανόν να υπάρχει και η παρουσία
λαχανικών και χόρτων, αυτούσια ή με την μορφή εδεσμάτων, στο τραπέζι.

947
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93, εικ. 108. Για την λεπτομέρεια, Λ. Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», 86, εικ. 97.
948
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 289.
949
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του
Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978, εικ. 53
203
Αυτό το μοτίβο εμφανίζεται και στο ναό των Αγίων Αποστόλων της
Θεσσαλονίκης (εικ. 62 και λεπτ.),950 το 1328-1334, στο ναό της Θεοτόκου στο Peć,
στο Κόσσοβο (εικ. 63),951 περίπου το 1330, στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο
Βαπτιστήριο (εικ. 64 και λεπτ.),952 το 1343, στην Μονή Προδρόμου, στις Σέρρες
(εικ. 65),953 το 1345-1355, στον Άγιο Νικόλαο, στην Μπουκοβίνα της Ρουμανίας
(εικ. 66),954 το 1360-1370, στην Παναγία ή ¨Κερά¨ Κριτσάς στην Κρήτη (εικ. 67),955
τον 14ο αιώνα, στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στα Κοσοίκια Ικαρίας (εικ. 68),956
περίπου το 1400 και στον Άγιο Φανούριο στο Βαλσαμόνερο (εικ. 69),957 το 1408.

Η σκηνή του Γάμου της Κανά

Στη παράσταση του Γάμου της Κανά, η εμφάνιση λαχανικών στο τραπέζι
είναι σπάνια, παρόλο που η σκηνή έχει άμεση σχέση με το κρασί.

950
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν.
XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken
der Apostelkirche zu Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 53. Για την λεπτομέρεια, Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
951
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes
iconographiques, Paris 1969, εικ., 105 και M. Ivanocic, L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat
de Pec, 1963, εικ. 63.
952
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A.
Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac Cormick New Testament. III, Chicago 1932, εικ. XXII και
R. Tozzi, I mosaici del Battistero di S. Marco a Venezia e l’arte Bizantina, 1932-1933, εικ. 4, 8.
953
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου,321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας,
Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 36.
954
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο.
Tafrali, Monuments byzantins de Curtea d’Arges, Paris 1931, πίν. Ι, Χ, 2.
955
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M.
Barboudakis, Panaghia Kera Fresques byzantines de Kritsa, εικ. 31.
956
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 335, εικ. 218.
957
Όπ.π. 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta,
München 1983, 319.
204
Από τον 14ο αιώνα όμως, η παρουσία τους γίνεται πιο συχνή, όπως σε
τοιχογραφίες στον Άγιο Νικόλαο Ορφανού (εικ. 74 & λεπτ.),958 στη Θεσσαλονίκη,
το 1310-1320, παρουσιάζεται στο τραπέζι του Γάμου, ένα λευκό στρόγγυλο
ραπάνι και μία λευκή ρέβα, ανάμεσα στις τρεις πιατέλες με τα εδέσματα, και στον
Άγιο Νικήτα, στο Cucer, κοντά στα Σκόπια (εικ. 77),959 το 1316, με ποικιλία
λαχανικών, από καρότα, ρέβες και ρεπάνια, σε μία πολυπρόσωπη σύνθεση,
διαπνέεται από την ατμόσφαιρα ενός πανηγυριού και απουσιάζει το τελετουργικό
πνεύμα.960
Επίσης σε τοιχογραφίες στο βόρειο τοίχος του κυρίως ναού του Αγίου
Νικολάου στο Ljuboten, Σερβία (εικ. 80),961 το 1337 και στο Curtea-de-Arges, στο
ναό Αγίου Νικολάου, στη Μπουκοβίνα Ρουμανίας (εικ. 81),962 το 1340-1360, με
διάσπαρτη παρουσία μικρής ποικιλίας λαχανικών (καρότο, λευκή ρέβα και χόρτα)

Η σκηνή της επίσκεψης του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου

Το 1180, στην παράσταση του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου, σε μωσαϊκό
τοίχου, στο Καθεδρικό Ναό του Παλέρμου Μονρεάλε (εικ. 157),963 εκτός από χόρτα
θα εμφανιστούν και ραπανάκια.

Η σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Έως τον 11ο αιώνα απουσιάζει η απεικόνιση γενικά των λαχανικών ή δεν
έχουν διασωθεί σχετικές εικαστικές μαρτυρίες. Εξαίρεση αποτελεί ο Μυστικός

958
Χ. Ν. Μπακιρτζής, Αγιος Νικόλαος Ορφανός: οι τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The
Wall Paintings, Αθήνα 2003, εικ. 60 και Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Ο Αγιος Νικόλαος ο Ορφανός,
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1970.
959
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 20.
960
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη.
ο
Συμβολή στη μελέτη της Παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώιμο 14 αιώνα, Θεσσαλονίκη
1986, 138.
961
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, 3, εικ. 7,8.
962
P. A. Underwood, Some Problems of Ministry Cycles, εικ. 17. Βλ. επίσης Institutul de Istoria
Artei, Academia Republicii Populare Romine, Bucharest.
963
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, Μosaici del periodo normanno in Sicilia, V, Duomo di Monreale. I mosaici delle
navate, Παλέρμο 1996, εικ. 242, 245.
205
Δείπνος του Σαν Πιέτρο στο Ότραντο, που χρονολογείται γύρω στο 1100, που
εικονίζονται λεπτά κρεμμυδάκια πάνω στη τράπεζα (εικ. 92),964 αλλά και σε
τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου
Νεοφύτου, Κύπρος (εικ. 96),965 το 1196, όπου παρατηρούμαι προσθήκη αρκετών
διάσπαρτων λαχανικών, όπως καρότα και ρεπάνια στο τραπέζι του Μυστικού
Δείπνου, το οποίο παρουσιάζεται πλουσιότερο σε ποσότητα και ποικιλία φαγητών
και σκευών.
Στον 11ο αιώνα, στο Sant' Angelo in Formis στην Καπούη (Capua), της νότιας
Ιταλίας, στην παράσταση του Μυστικού Δείπνου (εικ. 91),966 απεικονίζονται
ραπανάκια, διάσπαρτα πάνω σε τραπέζι ημικύκλιου σχήματος (ή σχήμα C). Ενώ
στα τέλη του 11ου αιώνα, σε παράσταση δείπνου των εβδομήκοντα στην
Οκτάτευχο της Βατικανής Βιβλιοθήκης, αρ. 747, φ. 6ν,967 απεικονίζονται
ραφανοειδή, τεράστιες, στρογγυλές, λευκές ρέβες.
Υπάρχουν όμως απεικονίσεις του Μυστικού Δείπνου, του 12ου αιώνα, όπου
απουσιάζει ο οίνος, αλλά υφίσταται η παρουσία ρεπανιών, όπως σε τοιχογραφία
στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο Γεράκι (εικ. 99),968 όπου εμφανίζονται
διάσπαρτα ρεπάνια (ή τεράστιες, στρογγυλές, λευκές ρέβες και καρότο), πάνω στο
κυκλικό τραπέζι. Και σε τοιχογραφία στο βόρειο τύμπανο του δυτικού
σταυροθολίου στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου ή Όμορφης Εκκλησίας (εικ.

964
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης R.
Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, I Bizantini
in Italia, Milano 1982, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ.
380.
965
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης Μ.
Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα 1999,
εικ. 66, 147.
966
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, εικ. στη σελ. 22 - 23.
967
Κ. Weitzmann, M. Bernabo, R. Tarasconi, The Byzantine Octateuchs, Princeton N. J. 1999,
1500 εικ. 610.
968
Ν. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Θεσσαλονίκη 1981,
150, εικ. 241. Βλ. επίσης Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", Αθήνα 2005, 142, εικ. 12.
206
101, λεπτ.),969 στην Αθήνα, βρίσκονται πάνω σε μακρόστενο τραπέζι, δύο λευκά
ρεπάνια ή ρέβες.
Αλλά συνεχίζεται και κατά τον 14ο αιώνα, όπως σε τοιχογραφίες στο βόρειο
τοίχος του Ιερού του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, στην Θεσσαλονίκη (εικ.
103),970 παρουσιάζονται επίσης δύο λευκά ρεπάνια ή ρέβες και στο ναό της Μονής
Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 104),971 το 1312, που αποτελεί μέρος από σκηνές
του Πάθους στον εξωνάρθηκα του ναού (εικ. 104α),972 παρατηρούμε πάνω στο
στρόγγυλο τραπέζι διασκορπισμένα, ποικιλία λαχανικών όπως ραπανάκια
(άσπρα) ή ρέμβες και άλλα χόρτα.
Επίσης και σε τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι de Marco
(Marcov Monastir), στα Σκόπια, (εικ. 108),973 το 1366-1371, εμφανίζεται στο
ημικυκλικό τραπέζι του Μυστικού Δείπνου, διάσπαρτα λαχανικά (ρεπάνια ή ρέβες).

Σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου

Λαχανικά συναντάμε και σε παραστάσεις σκηνών από τη ζωή της Παναγίας


κατά τον 14ο αιώνα.
Συγκεκριμένα, στην Γέννηση της Θεοτόκου, σε φορητές εικόνες από την
Μονή Σινά (εικ. 174),974 και του Μουσείου του Μονάχου (Bayerrisches) (εικ.
175),975 πάνω σε τετράγωνη τράπεζα μπροστά από την λεχώνα Άννα
παρατηρούμε διάσπαρτα καρότα και ρεπάνια ή ρέβες, αντίστοιχα.
969
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, «Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα», Τετράδια
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Αρ. 1, ΧΑΕ (1971), πίν. 49.
970
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 32. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου
Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6. Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος
Ορφανός: οι τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα 2003.
971
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, Αθήνα
1999, 126, εικ. 54.
972
E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, 254-277.
973
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 83, εικ. 156.
974
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Χ. Εικόνες Παλαιολόγειου εποχής,
Αθήνα 1956, Χ, εικ. 236.
975
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 26, εικ. 66.
207
Και σε τοιχογραφία με σκηνή από τα Εισόδια της Θεοτόκου, στο ναό Τιμίου
Σταυρού, στο Πελένδρι Κύπρου (εικ. 47),976 υπάρχουν πάνω στο στρόγγυλο
τραπέζι διάσπαρτα χορταρικά κατά δέσμες και άλλα λαχανικά, όπως λευκές ρέβες,
ραπανάκια ή και καρότα.

γ) Λειτουργικές συνθέσεις

Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ ή Ουράνια Κλίμακα

Επίσης, διαπιστώνεται το ίδιο σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική


παράσταση δείπνου σε τοιχογραφία του Καθολικού της Μονής Βατοπεδίου (εικ.
159),977 το 1312. Στην παράσταση του εξωνάρθηκα με θέμα Η Ουρανοδρόμος
Κλίμαξ του Ιακώβ ή Ουράνια Κλίμακα (λεπτ. εικ. 159),978 σε μια απαξιωτική
απεικόνιση πλουσιοπάροχου γεύματος συμποσιάζονται Βυζαντινοί με βαρβάρους,
Τάταρους και Βάραγγους, υπάρχει πλήθος ραπανιών, που υποτίθεται ότι
συνοδεύουν την άκρατη οινοποσία. Ενδεικτικά, ένας από τους άρχοντες με το ένα
χέρι υψώνει το ποτήρι του γεμάτο με κρασί και με το άλλο πιάνει ένα ραπάνι από
το τραπέζι.

Λοιπές παραστάσεις με γεύματα

Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1346, στο φ. 134ν του τραπεζούντιου


κώδικα 1199, της Μονής Βατοπεδίου, στην προσωποποίηση του μήνα
Φεβρουάριου, ο οποίος απεικονίζεται ως γέροντας μπροστά στη φωτιά (εικ.

976
Δ. Παπανικόλα - Μπακιρτζή, «Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη», Πρακτικά Ημερίδας Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια, Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη
από τη Μεσαιωνική Κύπρο, Λευκωσία 1999, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, «Ελαιώδη δια άρτυμα»,
Αρχαιολογία 116, Αθήνα 2010, 30 και Α. & J. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus.
Treasures of Byzantine Art, London 1985, εικ. 2. 229, εικ. 130.
977
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", Αθήνα 2005, 143, εικ. 13. Περισσότερες Λεπτομέρεις
βλ. στην παρούσα εργασία για στην ίδια σκηνή στο κεφ. Οίνος-Κρασί.
978
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Βλ. επίσης
E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, τόμ. β΄, εικ. 231. Στο βόρειο και σε
τμήμα του ανατολικού τοίχου του εξωνάρθηκα.
208
239),979 πάνω στη τράπεζα υπάρχει ένα είδος μεγάλου ραπανιού. Το ραπάνι
καθίσταται βοηθός στην άκρατη οινοποσία που συνιστούν για τον ψυχρό και
νεκροποιό Φεβρουάριο, οι περί διαίτης στίχοι που συνοδεύουν την μικρογραφία:
Χόρταζε πᾶς καί πίνε, μή φείδου κόρου, που αποδίδονται στον Νικόλαο Καλλικλή
ή τον Θεόδωρο Πρόδρομο.980
Τέλος, σε τοιχογραφία στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής του
Lesnovo των Σκοπίων (εικ. 156),981 το 1349, στην απεικόνιση της θεραπείας του
ύπατου Στουδίου και των συντρόφων του, από δερματική ασθένεια,982

979
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. 4, Αθήνα 1991, 322-324, εικ.
318. Σε πολλές παραστάσεις η απεικόνιση των ραφανοειδών ποικίλλει και δύσκολα ξεχωρίζει το
ραπάνι, στην μεγάλη ποικιλία του, από το καρότο, την ρέβα ή ακόμη και το κρεμμύδι. Στην
παράσταση αυτή μάλλον ορθά ο Μ. Kaplan (Les hommes et la terre à Byzance du Vie au XIe
siècle, Paris 1992, 32, σημ. 66) αναγνωρίζει μια ράβα.
980
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165. Βλ. επίσης Ν.
Καλλικλής, N. Callide, Carmi, Νεάπολη 1980, 125-128. Β. Keil, “Die Monatscyklen der
byzantinischen Kunst in spätgriechischer Literatur”, Wiener Studien 11 (1889), 94-143 και ειδικά
108-115. Η. Eideneier, “Ein byzantinisches Kalendergedicht in der Volkssprache“, Ελληνικά 31
(1979), 368-419. Στην έκδοση του Keil ο μήνας Φεβρουάριος τελειώνει με τους στίχους που
αποτρέπουν γέροντας, νέους και γυναίκες: σεύτλα πρὸς ἐστιασιν οὗ ποιέϊν θέλω [ἰοὺ γέμοντα
φαρμακούργου τῆς ὕδρας]. Πρόκειται για παλαιότατη αντίληψη από την εποχή του Ιερόφιλου που
περνά στα διάφορα εγχειρίδια περί διαίτης των 12 μηνών ή στον περί τροφών κύκλον, πβ. J.
Thomson, Textes grecs inédits relatifs aux plantes, 121, όπου εκτός της περί σεύτλων
απαγόρευσης στον μήνα Φεβρουάριο και για τον Απρίλιο λέγεται: «φεύγειν πᾶσι τάς ῥαφανίδας, ἰοὺ
γεμούσας τῆς μελαγχόλου βλάβης».
981
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 5, εικ. 16. Βλ. επίσης
Αρχιμ. Σίλας Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην Βυζαντινή
Τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα - Γιάννινα 1989, εικ. 17δ΄.
982
Αρχιμ. Σίλας Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην
Βυζαντινή Τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα - Γιάννινα 1989, 173-174. Βλ. επίσης L. Milković, “Nejasne
freske iz ciclusa cuba sv. Arhandjela Mihaila u Lesnovu”, GSND 3 (1928), επαναδημοσιεύθηκε στο
L. Milković, Ikonografske studie, 321-324, ο οποίος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την παράσταση με
βάση κάποιο κείμενο, που αναφέρεται σε θαύματα του αρχάγγελου Μιχαήλ ή των Ασωμάτων
Δυνάμεων.
209
παρατηρείται μία λευκή ρέβα πάνω σε τραπέζι, συνοδευτικό της οινοποσίας που
ακολουθεί μετά τη θεραπεία.983

983
Αρχιμ. Σίλας Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις, 174. Η τοιχογραφία είναι πολυθεματική και
παρουσιάζει τη θεραπεία του ύπατου Στουδίου και των συντρόφων του στο ναό του Αρχάγγελου
Μιχαήλ στα Γέρμια, όπου υπήρχε πηγή, στην οποία μικρά ψάρια έγλειφαν τα σώματα των
ασθενών, θεραπεύοντας τα. Στο ναό πήγε αφού πρώτα τον είχε επισκεφθεί και αλείψει με λάδι από
καντήλι και νερό από την πηγή του ναού, κάποιος Γουλέων ή Γουλεόντιος, ιερωμένος, ο οποίος και
απεικονίζεται ντυμένος μοναχός, καθιστός χωρίς να συμμετέχει στο φαγοπότι του Στουδίου, στο
ανατολικό μέρος του ναού.
210
Μ Ε Ρ Ο Σ Β΄

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ


ΕΠΟΧΗ

Μιλώντας για διατροφικές συνήθειες αναφερόμαστε τόσο σε υλικά, όσο και


σε σκεύη σερβιρίσματος, αποθήκευσης και προετοιμασίας, αλλά και σε
επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις, όπως εκτέλεση συνταγών και σε
παραμέτρους οικονομικής φύσεως. Η προετοιμασία και η κατανάλωση της τροφής
είναι στενά συνδεδεμένη με την καθημερινότητα του ανθρώπου σε όλες τις εποχές
της ιστορίας.984
Οι βυζαντινοί συνήθιζαν να τρώνε δύο κύρια γεύματα,985 το πρώτο και κύριο
φαγητό της ημέρας, το άριστον,986 η ώρα κατανάλωσής του ήταν από αργά το

984
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο Βυζάντιο», Αρχαιολογία &
Τέχνες 116, Αθήνα 2010, 9.
985
J. Köder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές», Πρακτικά Ημερίδας Περί
της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 17-18. Πρβλ. γενικά Α. Κarpozilos, Α. Κazhdan, “Ariston
and Deipnon”, ΟDΒ 1 (1991), 170, και «Diet», ΟDΒ 1 (1991), 621, κ.ε.
986
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Τα γεύματα, τα δείπνα και τα συμπόσια,
Αθήνα 1952, 138, 140. Βλ. επίσης J. Köder, «Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο», 17, όπου
αναφέρεται ότι το άριστον ήταν το πρώτο φαγητό της ημέρας, όχι το πρωί, όπως οι αρχαίοι
Έλληνες, αλλά γύρω στο μεσημέρι και το έλεγαν καμιά φορά και γεύμα. Επίσης και ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος συχνά χαρακτηρίζει το μεσημβρινό φαγητό ως άριστον, Προς Δημήτριον,
Μονάζοντα, Περί Κατανύξεως, Λόγος Πρώτος, PG, 47, 408: οἱ τὰ μὲν ἄριστα συντελοῦντες μέχρις
ἑσπέρας, τὰ δὲ δεῖπνα εἰς μέσας νύκτας ἐκτείνοντες, ... και ο Μ. Βασίλειος έγραψε στο Όροι κατά
πλάτος. Κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν. PG, 31, 976, Ερώτησις ΚΑ΄.: Πῶς δεῖ περὶ τάς καθέδρας καὶ
τάς κατακλίσεις ἐν καιρῷ τῶν ἀρίστων ἢ τῶν δείπνων ἔχειν.
211
πρωί έως το μεσημέρι, περί ώραν έκτη,987 που το έλεγαν καμιά φορά και γεύμα ή
γέμα.988
Κατά τον ίδιο τρόπο έτρωγαν και οι μοναχοί, την ώρα που είχαν τελειώσει τον
όρθρο (και μετά τη λειτουργία, όπως προέβλεπε το μοναστηριακό τυπικό). Το
άριστον είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στα τυπικά989 και ήταν πολλές φορές το
μοναδικό γεύμα για τους μοναχούς, ιδιαίτερα Τετάρτη και Παρασκευή και γενικά
κατά τις νηστείες.990
Το δεύτερο ήταν το βραδινό, το δείπνο,991 για το οποίο υπήρχαν
περισσότερες εκδοχές για την ώρα κατανάλωσής του, καθώς άλλοι το τρώνε το
απόγευμα, άλλοι πριν βασιλέψει ο ήλιος και κάποιοι αργά τη νύκτα. 992 Οι
συνήθειες του δείπνου διέφεραν αρκετά, άλλοτε ήταν λιτό και άλλοτε πλούσιο ή

987
Η. Eideneier, Ptochoprodromos (Πτωχοπρόδρομος), Köln 1991, III 124 κ.ε., IV 165 κ.ε. (στο
μοναστήρι): Ἕκτη ὥρα ἔφαγε, κανὼν γὰρ φύσεως. Βλ. επίσης «Αέτιος ιατρός», έκδ. Σ. Ζερβός,
Άετίου Άμιδηνού λόγος ένατος, Αθηνά 23 (1911), 273-390.
988
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 137, όπου αναφέρεται το γεύμα στα ποιήματα του
Πτωχοπροδρόμου, ΙV, 58: Ὅταν δὲ πάλιν, δεσπότα, γεύματος ὤρα φθάσῃ. Αλλά και στη διήγηση
των Χρονικών του Νικήτα του Χωνιάτου, 139,8, στη φράση: ἐνστάσης τοίνυν ὤρας ἀρίστου, όπου
στο δημώδες κείμενο, που περιέχεται στο Κώδικα Β΄, αντί αρίστου δίνει γεύματος. Επίσης ο
ίδιος, 138, αναφέρει ότι το μεσημβρινό φαγητό λέγεται και γιόμα στη Σίφνο, Κύθνο, Γορτυνία,
Ζάκυνθο, Κύπρο, Ήπειρο και αλλού, αλλά και γέμα, όπως άλλωστε δηλώνει και η λ. απόγεμα =
ο χρόνος μετά το μεσημέρι.
989
Θεόδωρος Στουδίτης, Ὑποτύπωσις. Καταστάσεως τῆς Μονῆς τῶν Στουδίου, PG 99, 1717, Περὶ
τῆς ἐν δαικονίαις συμμετρίαις, λε΄: Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡνίκα ἀδελφὸς σκεῦος εἴτε ὀστράκινον εἴτε
σιδήρεον, τῷ καιρῷ τοῦ ἀρίστου ἐσθιόντων τῶν ἀδελγὼν παρίσταται πλησίον τῆς τραπέζης,... Βλ.
επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 139 και Σ. Ευστρατιάδου, «Τυπικόν της εν
Κωνσταντινουπόλει μονής του αγίου μεγαλομάρτυρος Μάμαντος», Ελληνικά 1, 20.
990
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 17.
991
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 138. Το εσπερινό γεύμα λεγόταν δείπνος ή δείπνον.
992
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 17. Όπου αναφέρεται ότι μερικές φορές το
δείπνο σερβίρεται νωρίτερα, το απόγευμα, γι' αυτό υπάρχει επίσης ο όρος άριστόδειπνον (Ησύχιος,
Λεξικόν, τ. 2, 1966, Α 7262). Υπάρχει όμως και το αντίθετο, το να τρώγουν πολύ αργά, έχουμε
μάλιστα την πληροφορία για ένα φαγά που «περὶ μέσας που νύκτας καθίσας πλέον ἢ ἐχρὴν
ἐδεδειπνήκει» (Νικηφόρος Γρηγοράς, Ιστ. 1.559). Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές
συνήθειες», 16.
212
βαρύ.993 Ακόμη και οι ιατρικές συμβουλές εμφανίζονται διχασμένες, αφού άλλες
συνιστούν για το βράδυ μόνο ψωμί και δύο ή τρία ποτήρια κρασί και άλλες το
δείπνο να είναι πιο σημαντικό από το γεύμα (άριστο).994
Οι περισσότεροι πάντως έτρωγαν μάλλον ελαφρά, όπως το σημειώνει και ο
Μιχαήλ Ψελλός: «Ἄριστον ἀρίστησον ἐκτός του κόρου καὶ δεῖπνον ἀδείπνητον
ἐστενωμένον. πάντων λαχάνων, ὀσπρίων μικρὸν λάβε, πασῶν ὀπωρῶν
πλησμόνην ἀποτρέπου, κραβηφαγῆσαι, βραχυφαγῆσαι θέμις».995
Ωστόσο υπάρχουν αναφορές και σε συμπληρωματικά γεύματα, όπως το
πρόγευμα ή πρόφαγον996 και το δειλινόν,997 τα οποία φαίνεται να συνηθίζονταν
από μέλη ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των

993
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 18. Συνήθως το δείπνο πριν βασιλέψει ο ήλιος,
κατά κανόνα, ήταν το πιο δαπανηρό και πιο πλούσιο φαγητό. Και ο Πτωχοπρόδρομος ονειρεύεται
για το βράδυ κρασί και άσπρο ψωμί και το φημισμένο μονόκυθρον με κομμάτια κρέας ή εντόσθια
(Πτωχοπρόδρομος III 183-186: λαπάρα). Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 16.
994
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 18. Μια βυζαντινή ιατρική συνταγή, όμως,
συνιστά για το βράδυ μόνον οἴνου ποτήρια δύο ἢ τρία σὺν ἄρτῳ βραχεῖ, λίγο ψωμί και κρασί
δηλαδή, (Ανωνύμου, Περί διαίτης, [Ρhysici et Medici Graeci Minores, τόμ. β΄], De diaeta, έκδ. J. L.
Ideler, Berlin 1842, ανατ. Amsterdam 1963, 1.19.4-5) και ο Κεκαυμένος, ένας ανώτερος
ου
αξιωματικός του 11 αιώνα, με ύφος διανοουμένου διαβεβαιώνει: Εἴπερ οὖν ὂν θέλεις ἐμπεσεῖν
ἰατρῶν, ... ἀπέχου δείπνων καὶ οὐκ ὀχλήσει σὲ ὕλη ἐγκειμένη τῷ στομάχω σου (Κεκαυμένος 53, έκδ.
G.G. Litavrin, Moscow 1972, 224.21-23). Φαίνεται παράξενο, από την άλλη πλευρά, ότι ορισμένες
ιατρικές συνταγές προτείνουν: ἒπ’ ἀρίστη τὸ τρίτον μέρος, ἐν δὲ τῷ δείπνῳ τὸ δίμοιρον (Αέτιος
ιατρός, ό.π., 9.27 και 35, πρβλ. ο ίδιος, έκδ. Α. Olivieri, Αetii Amideni libri medicales I-IV, CMG 8.1.
ος
(1935), 260-355,3.105). Μόνον ο Μιχαήλ Αποστόλης (15 αι.) συνιστά: ἀριστᾶν μὲν πολύ, δειπνεῖν
δὲ ὀλίγον, ενώ σημειώνει ότι αυτό ισχύει ἐπὶ τῶν ἐρεθιζόντων ἑαυτοὺς εἷς τὰ ἀφροδίσια (Μ.
Αποστόλιος, Παροιμίαι, έκδ. Ε.L. von Leutsch, Gottinger 1851, 3.74). Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά,
«Διατροφικές συνήθειες», 16.
995
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 18. Βλ. επίσης, Μιχαήλ Ψελλός, Μichaelis Pseli
poemata, έκδ. L.G. Westerink, Stuttgart 1992, ποίημα 15, 1-5.
996
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 137: «Τὸ πρωϊνὸν λοιπὸν ἔμβρωμα ἐκαλεῖτο προγεῦμα ἢ
πρόγεμα ἢ προφαγὸν».
997
Όπ.π. 139. Ο χρόνος μετά το μεσημέρι, περί την τετάρτη ώρα, όπως και η τροφή που
τρωγόταν, λέγονταν κατά του Βυζαντινούς χρόνους: η δείλη, το δείλι(ο)ν και το δειλινό.
213
καθημερινών γευμάτων από δύο σε τέσσερα.998 Οι βυζαντινοί μετά την
πρωτοβυζαντινή περίοδο δεν είχαν τη συνήθεια του πρωινού.999
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατροφικές συνήθειες των Βυζαντινών, εκτός από
αυτές που επιβάλλονταν από την Εκκλησία και την παράδοση, συνδέονται άμεσα
με την εποχιακή παραγωγή των προϊόντων, αλλά και από τον κύκλο παραγωγής
όσο αφορά το κρέας. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η απαγόρευση κατανάλωσης
κρέατος κατά τη Σαρακοστή, που τοποθετείται την άνοιξη, περίοδο κατά την
οποία τα ζώα παίρνουν βάρος, βρίσκοντας αφθονία τροφής στα λιβάδια.
Αντίστοιχα, το πασχαλινό αρνί σχετίζεται με την ανάγκη μείωσης των
αιγοπροβάτων ενόψει τον καλοκαιριού, που οι βροχοπτώσεις περιορίζονται και οι
τροφές λιγοστεύουν.1000 Επίσης κατά τους εαρινούς μήνες τα αιγοπρόβατα είναι
διαθέσιμα προς σφαγή, λόγω των μεθόδων εκτροφής που χρησιμοποιούσαν, σε
σχέση με τον αναπαραγωγικό κύκλο των αιγοπροβάτων.1001
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περίοδοι που ενδείκνυνται για την κατανάλωση
του κρέατος. Συγκεκριμένα για το χοιρινό κρέας συνίστανται να καταναλώνεται
τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, από τον Νοέμβριο έως τον
Φεβρουάριο, γιατί η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος βοηθά τον οργανισμό για την
αντιμετώπιση του κρύου.1002 Προτείνεται να συνοδεύεται με κρασί και ζωμούς με

998
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 16. Βλ. επίσης Ε. Βλάχου, «Το βυζαντινό τραπέζι», στη
Π. Καλαμαρά, Α. Μέξια (επιμ.), Η Πολιτεία του Μιστρά, Αθήνα 2001, 94.
999
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 17. Όπου ο Πτωχοπρόδρομος θέλοντας να
υπερβάλλει για να τονίσει μπροστά στον αυτοκράτορα την ίδια του τη φτώχεια, αναφέρεται σ’ έναν
ου
μέσο βυζαντινό τύπο του 12 αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, έναν τσαγκάρη, γείτονά του, ο
οποίος όταν ξημέρωνε και πριν αρχίσει τη δουλειά του φώναζε το μικρό του και του έλεγε: Καὶ να
παιδίν μου στάμενον εἰς τὸ χορδοκοιλίτσιν καὶ φέρε μὲ καὶ βλάχικον τυρὶν σταμεναρέαν καὶ δός μοι
να προγεύσωμαι καὶ πάλιν να πετσώνω! δηλαδή ήθελε ένα πλούσιο πρωινό με πατσά, τυρί, ψωμί
και τέσσερα με πέντε ποτήρια κρασί (Πτωχοπρόδρομος III, 117-119).
1000
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93.
1001
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, Αθήνα 2010, 101.
1002
Όπ.π. 92.
214
καρυκεύματα, για καλύτερη ενίσχυση του οργανισμού.1003 Ενώ αποτρέπεται να
καταναλώνεται το χοιρινό κρέας την άνοιξη και το καλοκαίρι, ιδιαίτερα από τον
Μάιο έως τον Αύγουστο, λόγω των πεπτικών προβλημάτων που δημιουργεί και
γενικότερα να έχει βλαπτικές συνέπειες στον οργανισμό.1004
Οι ίδιοι περίοδοι καταναλώσεως και μη του χοιρινού κρέατος, ίσχυαν και για
το βόειο κρέας και για το κρέας των θηραμάτων, για του ίδιους λόγους. 1005 Η
διαφορά έγκειται στην ηλικία των σφαγίων, όπου οι συγγραφείς προτείνουν ως
καταλληλότερα για κατανάλωση βόειου κρέατος, αυτά που έχουν συμπληρώσει
ένα χρόνο ζωής, ενώ τα ηλικιωμένα και τα γαλαθηνά θεωρούνταν δύσπεπτα και
χαμηλής διατροφικής αξίας.1006
Περισσότερες ενδεικνυόμενες περιόδους καταναλώσεως βρίσκονται στα
βυζαντινά διατροφικά εγχειρίδια για το αιγοπρόβειο κρέας, όπου προτείνεται κατά
του θερμούς μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού.1007 Φαίνεται όμως ότι υπήρχε
προτίμηση από τους Βυζαντινούς στην κατανάλωση αμνοεριφίων, λόγω της
χαμηλής περιεκτικότητας του κρέατος σε λίπος, ειδικά στα νεαρά ζώα. 1008
Για το κρέας των θηραμάτων γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο κρέας του ελαφιού,
όπου η κατανάλωσή του κατά τους θερινούς μήνες, μπορεί να είναι επικίνδυνη για
την υγεία. Στην περίοδο αυτή τα ελάφια τρέφονται μεταξύ άλλων και με φίδια, των

1003
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 92. Βλ. Ιερόφιλος Φιλόσοφος, Πῶς ὀφείλει
διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος, έκδ. A. Delatte, Liege–Paris 1939, 456-466 (κυρίως 456): Μηνὶ Ἰανουαρίῳ.
Ἰανουάριος φλέγμα γλυκὺ κυριεύει, ἁρμόζει οἴνου καλοῦ, ... τρέφεσθαι ἐκ μὲν τῶν κρεῶν ... χοίρεια
ὀπτὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτούς...
1004
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 92. Βλ. Ορειβάσιος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία,
έκδ. Ι. Raeder, (CMG 6/1-11), Lipsiae-Berolini 1926-1933, 1, 3: Περὶ τῶν κατὰ τάς ὤρας κρεῶν.
Σύες μὲν μετὰ τὴν ἐαρινὴν ὥραν εἰσὶ κάκιστοι μέχρι πλειάδος δύσεως φθινοπωρινῆς, τὸ δὲ ἐντεῦθεν
μέχρι ἦρος κάλλιστοι.
1005
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 110.
1006
Όπ.π. 108-109. Γαλαθηνά: του γάλακτος, όσα ακόμη θηλάζουν. Βλ. LSJ, λ. γαλαθηνός.
1007
Όπ.π. 100. Βλ. Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, έκδ. J. Köder, CFHB 33, Wien 1991,
15.3: Οἱ μακελάριοι μὴ συναντάτωσαν τοῖς ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἐρχομένοις προβαταρίοις τοῖς τάς
ἀγέλας ἐμπορεομένοις καὶ εἰσάγουσιν ἡ ἐν Νικομηδεία ἡ ἐν τῇ πόλει, ἀλλ’ ἐν τῷ πέρα τοῦ Σαγάρου,
ὡς ἂν εὐωνοτέρα ἡ πρᾶσις τοῦ κρέατος ἡ, δηλονότι τοῦ ὀφειλομένου κέρδους τοῖς σφάττουσιν
ἐγγινομένου, ἀλλὰ μὴ τοῖς ἐμπόροις.
1008
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 101.
215
οποίων το δηλητήριο αποθηκεύεται στον οργανισμό τους για μερικό χρονικό
διάστημα μετά την πέψη.1009
Ενώ για το κρέας των πτηνών οι καταλληλότεροι μήνες κατανάλωσης ήταν οι
Ιανουάριος, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος.1010 Ο χειμώνας
δεν θεωρούνταν καλή περίοδος, γιατί την περίοδο αυτή δεν αποκτούν σωματικό
βάρος με αποτέλεσμα να προσφέρουν λιγότερη ποσότητα κρέατος.1011
Τέλος, τα ευνουχισμένα ζώα αποδίδουν καλύτερης ποιότητας κρέας. 1012
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο τρόπος και η παράθεση των
γευμάτων είχε άμεση σχέση με τον χώρο στον οποίο γινόταν, αλλά και τον λόγο
τον οποίο εξυπηρετούσαν (Φιλοξενία Αβραάμ, Συμπόσιο Ηρώδη, Μυστικός
Δείπνος, Γάμος Κανά).
Στα περισσότερα βυζαντινά σπίτια το μαγειρείο ήταν ταυτόχρονα χώρος
αποθήκευσης, παρασκευής και κατανάλωσης της τροφής, ενώ στα αρχοντικά
υπάρχει ξεχωριστή αίθουσα για τα γεύματα.1013
Γενικά σε σπίτια εύπορων βυζαντινών οικογενειών τοποθετούνταν το τραπέζι
σε ιδιαίτερο διαμέρισμα που λεγόταν αριστητήριον ή τραπεζαρείον.1014 Όπως στο
Παλάτι του Μυστρά, όπου αυτό βρίσκεται στον όροφο κι επικοινωνεί μέσω στενής

1009
Όπ.π. 110. Βλ. επίσης Συμεών Σηθ, Σύνταγμα περί τροφῶν δυνάμεως κατά στοιχεῖον, Lipsiae
1968, 34: Δεῖ δὲ παραθηρείσθαι τάς θηρευομένας κατὰ τόν του θέρους καιρόν, ἐπεὶ πολλάκις
τηνικαύτα ὄφεσι καὶ ἐχίδναις τρεφόμεναι, διψώδεις γίνονται. Φυσικῶς δὲ γινώσκουσιν, ὡς εἶγε
πίνωσιν ὕδωρ πρὸς τῆς τούτων πέψεως θνήσκουσι, καὶ διὰ τοῦτο τῆς δίψης ἀνέχονται καὶ ταύτῃ
ὑπερεκκαίονται, αἱ γοῦν ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀναιρούμενοι δηλητηριώδεις εἶσι καὶ πάνυ βλαπτικαί,
καὶ διὰ τοῦτο παραφυλακτέον τὴν ἐκ τούτων τροφὴν τῷ θέρει.
1010
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 117.
1011
Όπ.π. 117. Βλ. επίσης Ορειβάσιος, 2.28.
1012
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 117. Βλ. επίσης Ορειβάσιος, 2.28: Ἐν ἅπασι δὲ
τούτοις τὰ τῶν εὐνουχισθέντων ἀμείνω, τὰ δὲ πρεσβυτικὰ χείριστα καὶ πρὸς πέψιν ἐστὶ καὶ πρὸς
εὐχυμίαν καὶ πρὸς θρέψιν, ὥστε καὶ τῶν ὑὼν αὐτῶν, καίτοι γε ὑγρῶν ὄντων τὴν κρᾶσιν, οἱ
γηράσαντες ἰνώδη καὶ ξηρὰν καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτον ἔχουσι τὴν σάρκα.
1013
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Αθήνα 2001, 94.
1014
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 144. Βλ. επίσης Θεόδωρος Στουδίτης, Ὑποτύπωσις, Ἴαμβοι
εἰς διαφόρους ὑποθέσεις, PG 99,1784, 1785, ΙΓ΄ Εἰς τὸν ἀριστητάριον καὶ Περὶ τῆς ἐν δαικονίαις
συμμετρίαις, λζ΄, 1720Α: Εἰθ’ οὕτως ἀπέρχεται ὁ στίχος εἰς τὸ τραπεζάριον...., καὶ μετὰ τὸ
ἀπονίψασθαι πάντας, ἀπέρχεται ὁ στίχος εἰς τὸ τραπεζάριον.
216
εσωτερικής σκάλας με την κουζίνα τον ισογείου. Ο τελευταίος χώρος στην
παλαιότερη πτέρυγα των παλατιών, ταυτίζεται με το μαγειρείο, καθώς
περιλαμβάνει τρεις δεξαμενές όμβριων υδάτων, νεροχύτη, αλλά και εστία και
ερμάρια, για την ετοιμασία και τη φύλαξης της τροφής. 1015

Β. ΤΡΟΠΟΣ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Αναφερόμενοι στο βυζαντινό πολιτισμό της διατροφής θα πρέπει να θίξουμε


και ζητήματα της οργάνωσης του τραπεζιού, που αφορούν τον τρόπο
μαγειρέματος και κατανάλωσης των τροφίμων και την χρήση των διαφόρων
σκευών.
Στα πρωτοβυζαντινά κείμενα οι λέξεις τα σκευάζω, παρασκευάζω και
σκευασία χρησιμοποιούνται κυρίως όταν αναφέρονται σε σύνθετα φαγητά. H
συνολική διαδικασία της προετοιμασίας και παρασκευής ενός φαγητού λέγεται
μαγείρευμα και σκευασία, σκευή, σκεύασμα, παρασκευή, παρασκεύασμα. Από τα
μέσα βυζαντινά χρόνια επικρατούν οι όροι μαγείρευμα και μαγειρεία, ορίζοντας την
προετοιμασία και διαδικασία της παρασκευής του φαγείν (φαγείον, φαγίν > φαΐ,
αλλά και φαγητόν, φάγημα). Από την εποχή των Κομνηνών και μετά μας έχουν
παραδοθεί πολύ πιο σύνθετες μαγειρικής ή μαγειρείες, όπως οξύγλυκος ή
οξυνόγλυκος, ήδιστος, θυννομαγειρεία, παστομαγειρεία, κροκατομαγειρία ή
κροκάτον, χοιρινομαγειρεία (χοιρινομαγερέα), αλλά και λαγομαγείρευμα.1016
Αναλυτικά θα αναφερθούμε παρακάτω στον τρόπο μαγειρέματος και
κατανάλωσης των τροφών και θα γίνει αναφορά στο σύνολο των συνδαιτυμόνων,
δηλαδή εάν συνέτρωγαν άνδρες, γυναίκες μαζί, τον τρόπο που βρίσκονταν στο
τραπέζι (όρθιοι, καθισμένοι ή ανακεκλιμένοι).

1015
Α. Ορλάνδος, «Τα παλάτια και τα σπίτια του Μιστρά, Αρχείο των Βυζαντινών Μνημείων
της Ελλάδος», ΑΒΜΕ 3 (1937), 21-25.
1016 Η. Αναγνωστάκη, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», εφ. Καθημερινή, Αθήνα 1998, 10.
Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 38: παστομαγειρεία = παρασκεύασμα ζωμός με λίγο
παστό και μεγάλα θρύμματα, επίσης ο ίδιος 83, 85 θυννομαγειρεία = παρασκευάσματα με τόνο
(θύννος) και ο ίδιος, 45: «κροκάτη μαγειρεία» = αποτελούμενη από βραστά, καλής ποιότητας
ψάρια, στο ζωμό προστίθεται εκτός από διάφορα μπαχαρικά και κρόκος, ξύδι και άκαπνο μέλι και
«εἰς μαγειρείαν ἥδιστον» = πολύ γλυκιά και ευχάριστη (ἡδύς = γλυκός).
217
1. Τρόπος και Σκεύη μαγειρέματος

Λαχανικά και χόρτα

Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, οι Βυζαντινοί κατανάλωναν τα περισσότερα


φρέσκα λαχανικά σε δύο βασικά στάδια της ανάπτυξής τους: το πρώιμο των
"ασπαράγων" (των βλαστών δηλαδή) και ένα άλλο, κατά το οποίο, στις διάφορες
φάσεις της ωριμότητας, όπου παρατηρούμε την κατανάλωση φύλλων, βολβών, ή
και ριζών του ίδιου φυτού.1017 Ενώ πολλά φρέσκα λαχανικά ήταν διαθέσιμα μόνον
ορισμένους μήνες ή εβδομάδες του έτους, άλλα επιδέχονταν αποθήκευση ή και
μεταφορά. Ορισμένα επίσης λαχανικά, όπως π.χ. η κράμβη, αποθηκευόταν σε
υπόγεια ή σε άλλους κατάλληλους χώρους χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία. Η
διατήρηση άλλων γινόταν με ξήρανση, όπως για παράδειγμα γινόταν με τα
όσπρια. Από τον 7ο αιώνα ο ιατρός Παύλος, ο Αιγινήτης, μας πληροφορεί
(Epitomae medicae libri septem, 9.1-9.2) ότι τα λαχανικά τύχαιναν μεγάλης
εκτίμησης, διατηρημένα σε ξύδι και αλάτι, όπως το σημερινό τουρσί. 1018
Ο βυζαντινός ποιητής Πτωχοπρόδρομος πρότεινε να αποφεύγονται τα
λαχανικά στις ζεστές περιόδους, κυρίως τον Αύγουστο, ενώ άλλοι συμβούλευαν
τον λαό να τρώει χόρτα και λαχανικά τον Μάρτη.8 Σύμφωνα με τα Γεωπονικά του
Κασσιανού Βάσσου, τον μήνα Αύγουστο, στους λαχανόκηπους της
Κωνσταντινούπολης, σπέρνονταν κράμβες, γογγύλια και ραπάνια σε σειρές και
μεταφυτεύονταν τον Σεπτέμβριο. Αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από το
κεφάλαιο 12.1, στο οποίο αναφέρονται λαχάνων διαφόρων σποράν... καὶ
κηποποιΐαν θαυμαστὴν καὶ λαχάνων ἐνεργείας ὠφελίμους.1019

1017
J. Köder, Ο Κηπουρός και η Καθημερινή Κουζίνα στο Βυζάντιο, Αθήνα 1992, 26-29 και ειδικ.
33, όπου μας πληροφορεί ο Παύλος Αιγινίτης (1.76), για την μεγάλη εκτίμηση των συντηρημένων
λαχανικών, ιδίως όμως για αυτά που έχουν «ἐξωδίμους τάς ῥίζας», όπως λέει: τὰ δὲ εἰς ἀπόθεσιν
ταριχευόμενα δι’ ἅλμης τε καὶ ὀξάλμης εὐστόμαχά τέ ἐστι καὶ εὐόρεκτα καὶ τῶν ὠμῶν χυμῶν τμητικὰ
1018
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 23. Επίσης, σύμφωνα με τον Παύλο τον
Αιγινίτη, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία, Λειψία - Βερολίνο 1921-1924, 1.76: έσθίειν
δέ αυτών προ τροφής δει μετά όξους ή γάρου υπαγωγής ένεκα γαστρός, μετά τροφών δέ ουδαμώς.
1019
Γεωπονικά, 12.1. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 31, 47-50, J. Köder, Gemüse in
Byzanz, Βιέννη 1993, 30-33, 80-86. R. Rodgers, “Κηποποιΐα: Garden Making and Garden Culture”
in the Geoponika, στο Littlewood–Maguire-Wolschke-Bulmahn, Byzantine Garden, 159-175.
218
Τα λαχανικά και τα άγρια χόρτα υπήρξαν ανέκαθεν από τα σημαντικότερα
συμπληρώματα στα γεύματα των Κυπρίων και των Βυζαντινών γενικότερα.1020
Ένα μέρος των λαχανικών τρώγονταν, κυρίως, ωμά, άβραστα, όπως: ραδίκι,
ραπάνι, κάρδαμο, αλλά και μαγειρευμένα, όπως: καρότα, πράσα, μαρούλια, κρεμ
μύδι και λευκή κράμβη.1021
Υπήρχαν συνταγές για σαρακοστιανά φαγητά, δηλαδή για τα φαγητά των
νηστειών, τα οποία στηρίζονταν αποκλειστικά ή προπάντων σε λαχανικά. 1022
Ο Παύλος Αιγινίτης μας συμβουλεύει ότι θα πρέπει να βράζονται τα
λαχανικά: «τῶν λαχάνων τὰ ὠμὰ ἐσθιώμενα τῶν ἐφθὼν [= μαγειρευμένων] μαλλὸν
εἶσι κακόχυμα καὶ πλειόνος μετέχοντα τῆς περιττωματικὴς ὑγρότητας».1023
Πολλά λαχανικά συστηνόταν από τον Παύλο Αιγινίτη ως ορεκτικά, στην αρχή
του φαγητού, όπως ένα ορεκτικό από κάππαρη, μία σάλτσα (dressing) από ξύδι
και μέλι (ή ξύδι και λάδι), το οποίο σερβίρεται μάλλον με ψωμί, αλλά και το ραπάνι
τη (ραφανίδα) και της τήλεως (μοσχοσίταρου).1024
Επίσης ο Παύλος Αιγινίτης δίνει πληροφορίες για την παρασκευή κυρίων
πιάτων από λαχανικά, όπως για την κράμβη, τις ρέβες, τα τεύτλα, τους βολβούς,
κ.ά. λαχανικά.1025

1020
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, κεφ. Τὰ ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν ἐσθιόμενα χόρτα καὶ λαχανικὰ,
89-90.
1021
J. Köder, Ο Κηπουρός, 34.
1022
Όπ.π. 33-34. Πληροφορίες για την παρασκευή σαρακοστιανών φαγητών δίνονται από τα
Γεωπονικά και από τον Παύλο Αιγινίτη, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία, Lipsiae–
Berolini 1921-1924.
1023
J. Köder, Ο Κηπουρός, 36. Στα σχετικά με τα λαχανικά κεφάλαια του Παύλου Αιγινίτη, 1.74, 76,
79 του πρώτου μέρους του εγχειριδίου του διακρίνει γενικά για τα λαχανικά (1.76).
1024
J. Köder, Ο Κηπουρός, 37. Παύλος Αιγινίτης, 1.74: «εὐόρεκτον κάππαριν...δι’ ὀξυμέλιτος ἢ
ὀξελαίου πρὸ τῆς ἄλλης τροφῆς», 1.76: «ἐσθίειν δὲ αὐτὴν πρὸ τροφῆς δεῖ μετὰ ὄξους ἢ γάρου
ὑπαγωγῆς ἕνεκα γαστρός, μετὰ τροφὴν δὲ οὐδαμῶς!» και 1.79: «τήλεως, πρὸ τροφῆς
λαμβανομένη».
1025
J. Köder, Ο Κηπουρός, 37-39. Για την κράμβη (λάχανο) αναφέρει (1.74) δύο μεθόδους
παρασκευής, η μία χαρακτηρίζεται με τη λέξη «δίσεφθος», που μάλλον σημαίνει ότι το λάχανο
βράζεται (ή ζεσταίνεται) δύο φορές για να γίνει πιο μαλακό και εύπεπτο. Την άλλη μέθοδο την
περιγράφει ως εξής: «ἅπαξ δὲ μὴ ἐπὶ πολὺ ἐψηθεῖσα καὶ μετὰ ἐλαίου τε καὶ γάρου ἢ ἀλῶν
ἐσθιομένη», που σημαίνει ότι το λάχανο ζεσταίνεται λίγο και μετά σερβίρεται μισοψημένο με λάδι
και σάλτσα γάρου.
219
Ο J. Köder, αναφέρει αρκετές συνταγές με λαχανικά, μερικές από τον
Απίκιο,1026 όπως το κραμβοσπάραγον,1027 τα δαυκιά (καρότα),1028 σούπα με
πράσο και σέλινο,1029 πράσο με γάρο, πουρές από μαρούλι και κρεμμύδι,1030 κ.ά.
Πολλές φορές ανακάτευαν όσπρια και λαχανικά μαζί ώστε η τροφή να γίνεται
πλουσιότερη, όπως π.χ. σπανάκι και πλιγούρι.1031 Επίσης μαγείρευαν και ομελέτες
με λαχανικά, όπως με μαρούλι.1032

Αυγά

Όσο αφορά τα αυγά, συνήθως έτρωγαν αυγά από κότες, τα οποία μαζί με
αυτά των φασιανών, θεωρούνταν τα καλύτερα όλων,1033 αλλά τα έβρισκαν ακόμα
και στα σπίτια των φτωχών.1034
Μαγειρευόταν συνήθως είτε εκζεστά ή εφθά, δηλαδή βραστά, είτε οπτά,
ψημένα. Επίσης γινόταν ψημένα (οπτά), τηγανιτά ή ταγηνιστά, αλλά και για
1026
Όπ.π. 27. Οι συνταγές του Απικίου αναφέρονται πάντοτε σύμφωνα με την E. Alföldi-
Rosenbaum, Das Kochbuch der Römer. Rezepte aus der “Kochkunst” des Apicius, Μόναχο 1971
(βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης του J. Andre, Παρίσι 1965).
1027
J. Köder, Ο Κηπουρός, 27. Απίκιος, αρ. 87: όπου συστήνεται συγκεκριμένη συνταγή με τις
cymas (=σημαίνει περίπου ¨μαλλιά¨, διότι είναι το πιο ψηλό μέρος των λαχανικών ή δένδρων):
όπου το κραμβοσπάραγον, βράζεται με κύμινο, αλάτι, παλιό κρασί και λάδι, μαζί με λίγο πιπέρι,
λεβιστικόν, ηδίοσμο, πήγανο και κολίανδρο.
1028
Όπ.π. 34-35. Ο Απίκιος αναφέρει για τα δαυκιά (καρότα) ότι: ή ψήνονται και σερβίρονται με
oenogarum, δηλ. γάρον ανάμικτο με κρασί (Απίκιος, αρ. 122) ή βράζονται και κόβονται και μετά
βράζονται και πάλι σε σάλτσα από κύμινο και λάδι (Απίκιος, αρ. 124).
1029
Όπ.π. 34-35. Ο Απίκιος (αρ. 71) λέει ότι: βράζεται μέχρι να εξατμισθεί το μισό του νερού, μετά
ανακατεύεται με πιπέρι, μέλι και «λικουάμεν» (λατ. liquamen, γάρον).
1030
Όπ.π. 35: Το μαρούλι βράζεται σε νερό με λίγο νάτρον και ψιλοκόβεται. Στο γουδί τρίβονται
πιπέρι, ρίζα λεβιστικού (Maggi), κόκκοι σέλινου, ξηρός δυόσμος, κρεμμύδι, γάρον, λάδι και κρασί.
Αυτό το dressing σερβίρεται με το μαρούλι (Απίκιος, αρ. 105).
1031
Χ. Μότσιας, Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, Αθήνα 1998, 81.
1032
J. Köder, Ο Κηπουρός, 36. Ήταν άλλη μία συνταγή του Απίκιου, όπου: μαγειρεύεται πουρές
από κοτσάνια μαρουλιού, γάρον, πιπέρι και λάδι, και μετά τηγανίζεται με αυγά στο τηγάνι ως
ομελέτα (Απίκιος, αρ. 130).
1033
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 67. Βλ. επίσης Ορειβάσιος 2,45,1 & 3,15,2 και Παύλο Αιγινίτη,
1,83.
1034
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 67. Βλ. επίσης, Θεόδωρος Πρόδρομος (Σ. Παπαδημητρίου,
Theodoros Prodromos, 165): ... ᾠὰ ὀρνίθων, ὧν καὶ οἱ οἶκοι πλήθουσιν ἀεὶ καὶ τῶν πενήτων.
220
υγιεινούς λόγους τρώγονταν και ωμά (ροφηκτά) και τρομητά (ή τρομητά,
οπτορροφητά).1035 Επίσης τα αυγά παρασκευαζόταν βραστά, μέσα σε θερμό νερό,
τα λεγόμενα πνικτά ή εξεφθά.1036
Ο Σηθ αναφέρει τρεις τρόπους κατανάλωσης των αυγών, τα ῥοφητὰ, είναι τα
ωμά, δηλαδή αυτά που καταναλώνονται χωρίς να υποστούν επεξεργασία
βρασμού, τηγανίσματος ή ψησίματος, τα τρομητά είναι τα μέτρια ψημένα και τα
ἐφθά και κοινώς αυτοκόλλητα, όσα έχουν ψήσιμο υποστεί για περισσότερη
ώρα.1037
Στο Βυζάντιο, τα αυγά αποτελούσαν βασικό συστατικό αρκετών
γαστρονομικών σκευασμάτων. Μια ιδιαίτερη βυζαντινή συνταγή με αυγά ήταν το
σφουγγάτον (η σημερινή ομελέτα), η οποία θεωρούνταν όμως πολυτέλεια.1038

1035
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 67.
1036
Όπ.π. 67. Την παρασκευή αυτή την περιγράφει ο Παύλος Αιγινίτης, 1,83 (60,23): «ταῦτα δὲ
γίνεται ἀναδευθέντα ὠνὰ μετὰ γάρου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ ἐν διπλώματι συμμέτρως πηγνύμενα»
και ο Ορειβάσιος, 2,25,6 (42,12): «σκευάζουσι δ’ αὐτὰ δεύσαντες μετ’ ἐλαίου καὶ γάρου καὶ οἴνου
βραχέος, εἶτα ἐντιθέασι τὸ ἀγγεῖον ὕδωρ ἐχούσῃ κακκάβῃ θερμὸν καὶ πωματίσαντες αὐτὴν ὅλην
ὑποκαίουσι μέχρι συστάσεως μετρίας».
1037
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 210. Βλ. Συμεών Σηθ, Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ
στοιχεῖον, 124: Τὰ ᾠὰ διαφέρει ἀλλήλων, τρεῖς γὰρ ἔχει τάς διαφοράς, μίαν μὲ τὴν κατὰ τὴν οἰκείαν
οὐσίαν, ἑτέραν δὲ καθ’ ἢν τὰ μὲν πλειόνός ἐστι καιροῦ τὰ δὲ νεωτέρα, ἃ δὴ καὶ κρείττονα, (...) καὶ
τρίτην, καθ’ ἢν τὰ μὲν ῥοφητὰ τὰ δὲ μέχρι τοῦ μετρίως συστῆναι λέγεται τρομητὰ τὰ δὲ ἐπὶ πλεῖον
ἐψηθέντα λέγεται ἐφθά, καὶ κοινῶ αὐτοκολλητὰ.
1038
Α. Dalby, Σειρήνεια δείπνα, 311. Βλ. επίσης Απίκιος, Apicius, De re coquinaria, VII,11,8, εκδ.
Μ.Ε. Milham, Λειψία, 1969. Την πρώτη συνταγή για ένα φαγητό πολύ κοντά στην ομελέτα, το ova
spongia, την βρίσκουμε σε μια λατινική πηγή, η ονομασία ξαναεμφανίζεται στα βυζαντινά ελληνικά.
Ο Δαμασκηνός Στουδίτης έκανε μία υποδειγματική διδασκαλία από τον τρόπο με τον οποίο
κατασκευάστηκε το σφουγγάτον. (Δαμασκηνός Στουδίτης, XIV). Η λέξη συναντάται επίσης στα
ος
Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, 12 αιώνας, ΙΙΙ 129, IV, στ. 60: διπλοσφούγγατα. Βλ. επίσης όπ.π.
σημείωση 3, Τα ωά, 66, όπου από αναφορές μεσαιωνικών εγγράφων, το σφουγγάτο ήταν τα
τηγανιτά αυγά και το σκεύος παρασκευής τους ονομαζόταν σφουγγατερόν (τηγάνι). Στον Πόντο
σφουγγάτο λέγεται η πίτα παρασκευαζόμενη από γλυκοκολοκύθα και αυγά, αλλά επίσης μπορούσε
να περιέχει αραβοσιτάλευρο και κομμάτια κρέατος. Παπαδοπούλου Α, Παροιμίαι (Αρχείο Πόντου,
2,71).
221
Ήταν ένα ιδιαίτερο γευστικό έδεσμα, το οποίο περιείχε χτυπημένα αυγά τηγανητά
μαζί με ψιλοκομμένα κρεμμύδια, λαχανικά και μυρωδικά.1039
Επίσης άλλα βυζαντινά φαγητά, παρασκευασμένα με αυγά, με εκλεκτή
γεύση, που καταγράφονται στα κείμενα, είναι το λαλάγγιον ή κολλύρο, ένα είδος
ομελέτας εμποτισμένη με μέλι,1040 αλλά και το μονόκυθρο.1041

Ψάρια

Ο τρόπος μαγειρέματος των ψαριών διέφερε αναλόγως του μεγέθους και του
τόπου αλιεύματος. Τα μεγάλα σε μέγεθος ψάρια που προέρχονταν από το
Βόσπορο ή το πέλαγος, θεωρούνταν πιο εύπεπτα,1042 από τα ποταμίσια ή
λιμναία,1043 γι αυτό προτιμούνταν και γίνονταν συνήθως βραστά ή εκζεστά και
ψητά (οφτά).1044
Τα μικρότερα ψάρια συνήθως τρώγονταν τηγανιτά (τηγάνου) και
διπλοτηγανισμένα ή ψητά.1045

1039
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 211. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος, ΙΙΙ, στ. 129.
1040
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 212. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος, ΙV, στ. 401-402
και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, έκδ. M. van der Valk, Leiden 1979, τ.
Ι, 741.14 κ.εξ.
1041
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 212. Βλ. επίσης λεπτομέρειες για το μονόκυθρο,
παρακάτω στο παρόν κεφάλαιο.
1042
Ορειβάσιος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία, 2,49,1 (43,15). Συμεών Σηθ, Σύνταγμα Περὶ τροφῶν
δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, Λειψία 1868, 43,19. Διοσκουρίδου, Περί ύλης ιατρικής, 2,33 (Wellmann).
Ανωνύμου, Περί χυμών, βρωμάτων και πομάτων, 2,258. ΧΜ, 2,236,23. Τίνες τῶν ἰχθύων
ἐθεωροῦντο εὔπεπτοι καὶ τίνες δύσπεπτοι, αναφέρει ο Μιχαήλ ο Ψελλός, Πόνημα ιατρικόν άριστον,
στιχ. 211 (Boissonade, Anecdota Greca, 1,284).
1043
Βίος αγίου Νεοφύτου (Ιωάννου, Μνημεία αγιολογικά, 247). Τῶν ποταμίων ἰχθύων νοστιμότατη
ἐθεωροῦντο οἵ του Βιθυνικοὺ Φαρμουτίου. (Ιωάννου, οπ.π.). Οἱ ποτάμιοι καὶ λιμναῖοι ἰχθὺς
ἐθεωροῦντο κακοστόμαχοι. Ορειβάσιος, 2,58,9 (47,25). Βλ. επίσης Σηθ, Σύνταγμα περί τροφῶν,
43,25 και 44,20.
1044
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, κεφ. Τα εκ διαφόρων ιχθύων μαγειρεύματα, 79.
1045
Όπ.π. 80, όπου αναφέρεται και ως δπλοτήγανον, δηλαδή μέσα στο τηγάνι αποτελούσαν μία
μάζα, η οποία αναστρέφονταν, έτσι ώστε να τηγανιστεί και η αντίθετη πλευρά.
222
Οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να ψήνουν ψάρια στην ψηστιέρα (ἰστίαν), στο κάρ-
βουνο (ἀνθρακιὰ).1046 Επίσης αναφέρεται και ο τρόπος μαγειρέματος του ψαριού
ως ψητό σε ανθρακιά και σε κείμενο της Καινής Διαθήκης.1047
Σε λεπτομέρεια μικρογραφίας χειρογράφου (Ψευδο-Οππιανού Κυνηγετικά),
κώδ. 479, φ. 61α, στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας (εικ. 144),1048 περίπου το
1060, απεικονίζονται δύο αλιείς, εκ των οποίων ο ένας ψήνει καβούρια
(τζαγανούς).
Πολλά ψάρια γίνονταν παστά για να καταναλώνονται κυρίως τον χειμώνα,
αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια του έτους στις περιοχές της αυτοκρατορίας, οι
οποίες ήταν απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Τέτοια ψάρια ήταν οι λακέρδες ή
λακέρτες, οι τόνοι ή θύννοι, τα σκουμπριά ή σκόμβροι ή σκουμβρία, ο τσίρος ή
τζύροι κ.ά., τα οποία ήταν και φθηνά.1049
Κατά περιόδους γινόταν εισαγωγή παστών συνήθως αλιευμάτων ή
ταριχευμένων, όπως μουρούνες από τη Σικελία, χέλια από την Κωπαΐδα,
σαρδέλες από την Ισπανική πόλη Γάδειρα, τσίρο, ξιφία και άλλα παστά από την
περιοχή του Πόντου και από τον 12ο αιώνα, ρέγγα από την Βρετανία.1050
Επίσης συντηρημένα ψάρια προέρχονταν από την θάλασσα της
Προποντίδας, τον Εύξεινο Πόντο, την λίμνη Μαιώτιδα της Χαζαρίας, από την
1046
Η. Eideneier, Πτωχοπρόδρομος III, 201-205.
1047
Ιω. 21:9, ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον
καὶ ἄρτον.
1048
Η. Αναγνωστάκης, «Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και
συμπεριφορές (6ος-11ος αι.)», Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005,
94, εικ. 20. Βλ. επίσης Ι. Spatharakis, The illustrations of the Cynegetica (on Hunting) in Venice:
Codex Marcianus Graecus 479, Alexandrow Press, Leiden 2004.
1049
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 83, αναφέρεται ότι για τις λακέρδες και για τους τόνους: Ὧν οἱ
μὲν πρῶτοι ᾖσαν εὐθηνοτατοι, δώδεκα εἰς τὸν ὀβολὸν πωλούμενοι ἢ κατὰ δηνάριον τεσσαρες ἕως
πέντε, τῶν δευτέρων δὲ πλῆθος οὐδ’ ὀβολοῦ ἄξιον ἐθεωρεῖτο. Ενώ όσο αφορά την τιμή των
ο
ψαριών γενικώς, όπως αναφέρει ο Χριστόφορος Μυτιληναίος τον 11 αιώνα, ότι αντί ενός χρυσού
νομίσματος αγόραζες παρὰ ἐξ συναλιευόντων τρεῖς βολὰς ἰχθύων (Ed. Kurtz, Die Gedichte des
Christophoros Mitylenaios, 87). Βλ. επίσης Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα, 161-163.
1050
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 83. Βλ. επίσης Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 161.
Βλ. Ανώνυμος, Τοῦ Θεολογάκη ὡς ἐκ προσώπου τῶν καλουμένων τζύρων, έκδ. Σ. Π . Λάμπρος,
Νέος Ελληνομνήμων 4 (1910), 356: ...ἐπὶ τάς τῆς Βρεττανίας νήσους γενόμεθα...τῇ ἐπιχωρίω τε
δαλέκτω ῥέγκαι ἀντὶ τζύρων κληθέντες...
223
περιοχή της Κριμαίας, από τον Νείλο, την λίμνη Κωπαΐδα της Βοιωτίας και το
Αιγαίο.1051
Μια ιδιαίτερη γνωστή συνταγή και διαδεδομένη στη βυζαντινή κουζίνα για την
άρτυση των φαγητών, ήταν ο γάρος ή το γάρον,1052 ένα είδος σάλτσας, συνήθως
για ψάρια και λαχανικά, αλλά συνόδευε και πολλά εδέσματα,1053 κατασκευαζόταν,
κυρίως από πολτοποιημένα μικρά ψάρια, εντόσθια μεγάλων ψαριών μαζί με αλάτι

1051
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 163. Βλ. για την Προποντίδα, ενδεικτικά, Μιχαήλ
Ψελλός, Ἐπιστολαὶ, έκδ. Α. Καρπόζηλος, Δωδώνη 9 (1980), 301.13 κ.εξ.: ...τὴν σωματικὴ ἡμῖν
ἐλίπανας τράπεζαν, ἰχθύας τεταριχευμένους οὖς Προποντίς τε καὶ ποταμοὶ βόσκουσιν
ἀπεσταλκὼς... Ενώ για τα υπόλοιπα βλ. Ορειβάσιος, 2.72. Νικηφόρος Γρηγοράς, “Ρωμαϊκῆς
Ἱστορίας Λόγοι”, έκδ. Ι. Bekker, CSHB (1829-1855), τ. Ι, 417.17 κ.εξ.: ἢν γὰρ τῶν μὲν πλήρωμα
σῖτος καὶ κριθῇ, τῶν δὲ ὄψεων ταρίχη, ὁπόσα γεωργοῦσι λίμναι Κωπαϊδες τὲ καὶ Μαιώτιδες καὶ
ποταμοὶ Ταναϊδες. Πρβλ. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια εις την Ομήρου Ιλιάδα, έκδ. G.
Stallbaum, Leipzig 1827-1830 (ανατ. Hildesheim 1960), τ. 4, 516 και Ι. Λαζαρόπουλος,
Μητροπολίτης Τραπεζούντος, Συνόψις τῶν του ἁγίου Εὐγενίου θαυμάτων, έκδ. J. O. Rosenqvist,
Studia Byzantina Uppsaliensia 5, 336.1630 κ.εξ., όπου αναφέρονται ταριχευμένοι ιχθείς από την
Χαζαρία: Νηστείας οὔσης τότε καὶ τῆς θαλάσσης ἀγριουμένης, ἰχθὺς μὲν οὐκ ἢν εὑρεῖν θαλαττίους,
πᾶν δὲ γένος ταριχευτῶν ἐκ Χαζάρων ἠγμένων παρῆν.
1052
Όπ.π. 40-41. Ο γάρος πολλές φορές αναμιγνύονταν με νερό, κρασί, ξύδι και λάδι, παίρνοντας
αντίστοιχα και την ονομασία υδρόγαρος, οινόγαρος, οξύγαρος ή γαρέλαιον ή ελαιόγαρον. Στα
βυζαντινά τραπέζια υπήρχε ιδιαίτερο δοχείο για την εναπόθεση του γάρου, το οποίο ονομαζόταν
γαράριον ή γαρερόν. Βλ. επίσης Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στη διατροφή, 164, όπου ο όρος
γάρος, καταγράφεται και στην νεοελληνική και περιγράφει σάλτσα αποτελούμενη από μικρούς
ιχθύες, εντόσθια, ελιές και λαχανικά. Βλ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό, λ. γάρος.
1053
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 165. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος ΙV, 586: καὶ
κιθαργὸς ὀπτούτσικος, ἀκέραιος μὲ τὸ γάρος. Και Liutparand von Cremona, Relatio de Legatione
Constantinopolitana ad Nicephorum Phocam, Turnhout 1998, 20: παχὺ ἐρίφιο μαγειρεμένο
ἐξαιρετικὰ μὲ σκόρδο, κρεμμύδι καὶ πράσο καὶ μὲ καρύκευμα ἀπὸ γάρο
224
και κρασί.1054 Γενικά για την παρασκευή γάρου συνιστώνται αθερίνα, σκόμβρος,
λυκόστομος, τρίγλη, σαύρα.1055 Ανώτερης ποιότητας θεωρούνταν το λεγόμενο
αιμάτιον,1056 που παρασκευαζόταν από εντόσθια θύννου.
Παραπάνω αναφέρθηκε η χρήση του γάρου από τον Παύλο Αιγινίτη,
ανάμεσα σε άλλους τρόπους παρασκευής και άρτυσης των λαχανικών και γενικά
των φαγητών. Για την γευστική ποιότητα του γάρου, οι απόψεις διίστανται, το
πιθανότερο είναι ότι η γεύση του, πρέπει να είχε σχέση με την προέλευση των
υλικών παρασκευής του, την μορφή με την οποία καταναλώνονταν, υγρός ή ξερός
και τον χρόνο κατανάλωσης.1057
Η έντονη οσμή του οφείλονταν στα υγρά των ψάρια, που περιείχε ο πυκνός
χυλός του, η οποία γινόταν πιο έντονη ύστερα από παρέλευση ορισμένου χρόνου
και γι αυτό, εάν δεν το κατανάλωναν, τότε το αφυδάτωναν και τον ξέραιναν και
αποτελούσε πλέον παστό ιχθυο-παρασκεύασμα.1058

1054
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 40-41. Βλ. επίσης Γεωπονικά, 20,46.3, ο συντάκτης των
οποίων κατάγεται από τη Βιθυνία, όπου η παραγωγή του γάρου ήταν πολύ διαδεδομένη ακόμα και
στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο (J. Köder, Ο Κηπουρός, 40-41). Επίσης J. Köder, Ο Κηπουρός,
40-41, ο J. Köder αναφέρει λεπτομερέστερα την συνταγή: Οι αρχαίοι έβαζαν μικρά ψάρια και
εντόσθια ψαριών σε μεγάλο τσουκάλι (ή στη «βιομηχανική» παραγωγή αυτής της εποχής σε ειδικές
μικρές στέρνες), τα αλάτιζαν (άλλοι πρόσθεταν και παλιό κρασί), και μετά άφηναν το μείγμα για δύο
έως τρεις μήνες στον ήλιο για να ζυμωθεί (άλλη δυνατότητα, για να γίνει πιο γρήγορα το γάρον ήταν
να σιγοβράζει το μείγμα μερικές ώρες στην εστία). Μετά έβαζαν μέσα στο τσουκάλι (ή τη στέρνα)
ένα καλάθι, στο οποίο μαζεύεται το «λικουάμεν», το υγρό δηλ. που αντλείται με κουτάλα
1055
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 164.
1056
Όπ.π. 164-165.
1057
Όπ.π. 165. Για το θέμα του υγρού ή ξηρού γάρου είναι χαρακτηριστική η διάκριση που κάνει ο
,
Συμεών Σηθ, Σύνταγμα Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον 33: γάρος θερμόν ἐστι ἐν τῇ πρώτῃ
ἀποστάσει, ξηρὸν δὲ ἐν τῇ δευτέρᾳ.
1058
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 165. Για τις επεξεργασίες του γάρου, βλ. αναλυτικά,
Ε. Kislinger, Gastgewerbe und Beherbergung in Fruhbyzantinischer Zeit, Wien 1982, 90-91. R.
Curtis, Garum and salsamenta. Production and commerce in material medica, Leiden-New York-
Copenhagen-Koln, 1991, 7 κ.έξ. και M. Ponsich, M. Tarradell, Garum et industries antiques de
salaison dans la Méditerranée occidentale, Paris 1965, 12.
225
Ο γάρος συνιστάται από βυζαντινά ιατρικά κείμενα, ως συνοδευτικό
δύσπεπτων τροφών, γιατί θεωρούνταν ότι διευκολύνει την απορρόφηση των
περιττών χυμών που δημιουργούν οι τροφές αυτές στον οργανισμό.1059
Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ιατρικές οδηγίες για τη χρήση του υγρού γάρου
ως επίθεμα σε θεραπείες σηπεδονωδών ελκών, αρθρικών φλεγμονών και της
δυσεντερίας.1060
Ο γάρος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κουζίνα της Κωνσταντινούπολης, μαζί
με το λάδι από τον 10ο αιώνα,1061 ο οποίος όμως, μυστηριωδώς εξαφανίζεται τον
16ο αιώνα.1062

Κρέας

Οι Βυζαντινοί έψηναν το κρέας στην ψηστιέρα (ἰστίαν), στο κάρβουνο


(ἀνθρακιὰ),1063 ενώ άλλος τρόπος μαγειρικής του κρέατος απλούστερος ήταν τα

1059
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 165. Βλ. ενδεικτικά: Ορειβάσιος, Ιατρικών
Συναγωγών Βιβλία, 2,29, όπου προτείνει την κατανάλωση θαλασσινών κοχλιών με καρυκεύματα
33:
γάρου, προκειμένου να διευκολυνθεί η πέψη. Συμεών Σηθ, όπ. π. σημείωση 51, Τὸ τέμνει δὲ τὸ
φλέγμα καὶ τοὺς παχεῖς χυμοὺς προτρέπει τε μετρίως τὴν γαστέρα, ἐξωθούμενον τὰ ἐν τῇ γάστρι
περιττώματα. Πρβλ. L. Ideler, Ανώνυμος, Περὶ χυμῶν, βρωμάτων καὶ πομάτων, Amsterdam, 1963,
261: Ὅσα ὑπάγει γαστέρα. Φακῆς τὸν πρῶτον ἀποζεμα ἐν τῇ ἑψήσει, καὶ κράμβης ὁμοίως, καὶ
μάλιστα ἀρτυόμενα δι’ ἐλαίου καὶ γάρου.
1060
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 165. Βλ. ενδεικτικά, όπ.π. Ορειβάσιος, 43.57,
Παύλος Αιγινήτης, 7.3, Συμεών Σηθ, 33.
1061
J. Köder, Ο Κηπουρός, 41. Πληροφορούμαστε από την αρνητική έκθεση του Λιουτπράνδου,
για τη δεύτερη αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έτος 968, παρατηρεί ότι στο
τραπέζι του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά: Διαρκοῦντος τοῦ μακροῦ καὶ αἰσχροῦ συμποσίου
ἐκείνου, καθ’ ὅ, ὡς ἔθος τοῖς μεθύσοις, διεχύθη τὸ ἔλαιον καὶ ἐξέῤῥευσεν ἕτερον τὶ ἐξ ἰχθύων
ναυσιωδέστατον ὑγρόν... (Liutprand, Legatio 11, μετάφραση του Σπ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί
Μελέται, Αθήνα 1857, 524). Πρβλ. το λατινικό πρωτότυπο: «Qua in coena turpi satis et obscena,
ebriorum more, oleo delibuta alioque quodam deterrimo piscium liquore aspera…».
1062
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 16. Ο J. Köder αναφέρει ότι στη σύγχρονη ευρωπαϊκή
κουζίνα, ίσως μοιάζει με το Nuoc Mam του Βιετνάμ ή το Nam Pla της Ταϊλάνδης (J. Köder, Ο
Κηπουρός, 40).
1063
Η. Eideneier, Πτωχοπρόδρομος III, 201-205.
226
βραστά.1064 Επίσης συνήθιζαν να ψήνουν το κρέας των αρνιών, εριφίων και των
χοίρων σε σούβλα, πάνω από κάρβουνα, αλλά και σε κλίβανο,1065 οπότε τα ψητά
κρέατα λέγονταν κλιβανωτά ή κλιβανίται.1066
Σε μικρογραφία από τον κώδ. αρ. 61, της Μονής Παντοκράτορος στο Άγιο
Όρο (εικ. 244),1067 9ος αιώνας, απεικονίζονται Ιουδαίοι στην έρημο να ψήνουν
ορτύκια, περασμένα σε σούβλα.
Αντιπροσωπευτική απεικόνιση ψητών κρεάτων βρίσκονται σε χειρόγραφο
από το βιβλίο του Ιώβ, κώδ. Par. gr. 135, φ.18ν (εικ. 240),1068 σε μία από τις πιο
αντιπροσωπευτικές μικρογραφίες πλούσιων τραπεζών, που χρονολογείται το
1361-1362.1069

1064
Τα βραστά, τα καλούμενα εφτά ή εκζεστά. Εννοείται ότι ο απλούστερος τρόπος παρασκευής
ήταν με τον βρασμό, γι αυτό υπήρχε τότε η παροιμία: «αργώ μαγείρω, πάντα εκζεστά». (Φ.
Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 48).
1065
Ο κλίβανος διαφέρει του φούρνου που γνωρίζουμε σήμερα. Κλίβανος καλούνταν κατά τον
Μοσχόπουλο (Περί σχεδών, 13, Rob. Steph.) : «σκεῦός τι σιδηροῦν, ἐφ’ ὢ τοὺς ἄρτους ὄπτουσι
πῦρ ὑποκαύσαντες καὶ πυρακτώσαντες αὐτὸ» Δηλαδή ο κλίβανος ήταν ότι σήμερα κατά τόπους
είναι η γάστρα, μπογάνα ή τσερέπα στο σχήμα.
1066
Ο Καισαρείας Αρέθας (Σ. Κουγέα, Αἱ ἐν τοῖς σχολίοις τοῦ Ἀρέθα λαογραφικαὶ εἰδήσεις,
Λαογραφ., 4,252) έγραψε ότι: «Ὁὶν ἰπνακαή, τὸν κλιβανίτην ἄρνα». Επίσης, ο Θεσσαλονίκης
Ευστάθιος (Π, 1286,18) είπε: «Ἐμφαίνεται δὲ τῷ τοιούτῳ καὶ ὡς ἀκέραιοι εὔοντο ὕες ἐν τῇ ῥηθείση
δαιτί. Καὶ οὐκ ἀπεικὸς οὐδὲ τοῦτο, εἰ τὶς διανοοῖτο τὰ μέχρι καὶ ἒς ἄρτι διάφορα κλιβανωτά, ἢ ὡς ἂν ὁ
κωμικὸς εἴποι, κριβανωτὰ ζῷα». Κλιβανωτά υπονοεί και ο Δριμυτηνός, στην Βοσκοπούλαν του
(στιχ. 194), όπου ομιλεί για κρύο αρνί οφτό (βρασμένο) επάνω σε πλάκα.
1067
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. γ΄, Αθήνα, 1979.
1068
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises (κατάλογος
έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
1069
Το χειρόγραφο γράφτηκε από τον Μανουήλ Τζυκανδύλη και πρέπει να ζωγραφίστηκε στην
Κωνσταντινούπολη το 1361 ή στο Μυστρά το 1362 (Η. Αναγνωστάκης – Τ. Παπαμαστοράκης,
«...και ραπανάκια για την όρεξη», 289).
227
Η μικρογραφία αποδίδει το γεύμα στην οικία του
μεγαλύτερου από τους γιούς του Ιώβ,1070 όπου ο
οικοδεσπότης ετοιμάζεται να κόψει σε μερίδες το ψητό
γουρουνόπουλο, που υπάρχει ήδη πάνω στο τραπέζι, ενώ
ένας υπηρέτης καταφθάνει κρατώντας οβελία με πουλερικό
(στο δεξιό μέρος της εικόνας, όπως φαίνεται στην
λεπτομέρεια της εικ. 240).
Επίσης οβελία με πουλερικό παρατηρούμε σε
εικονογραφημένο χειρόγραφο (εικ. 230),1071 του
Χρυσοστομικού κώδικα αρ. 211, φ. 56, με θέμα: Η διάδοση
της Γιορτής, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στα τέλη
9ου ή αρχές 10ου αιώνα, το οποίο μεταφέρει υπηρέτης κατά
την προετοιμασία γεύματος. Σουβλιστή κότα. Λεπτ. εικ. 240.

Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο από Τετραευαγγέλιο, κωδ. gr. 74, φ. 94, της


Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (εικ. 234),1072 του 11ου αιώνα, εμφανίζονται στα
δεξιά της εικόνας δύο οβελίες ψημένοι.
Στο ίδιο χειρόγραφο, αλλά στο φ. 143ν, κατά την παρουσίαση της
Παραβολής του Ασώτου (εικ. 227),1073 παρατηρούμε δύο οβελίες κατά την διάρκεια
ψησίματος με μικρούς μόσχους.
Για το μαγείρεμα του κρέατος των ορνίθων, προτείνονται γαστρονομικές
οδηγίες, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, όπως μία μέρα μετά την σφαγή έπρεπε

1070
Όπ.π. 289.
1071
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα – Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή - Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3, Αθήνα, 1997, 29-30, εικ. 17.
1072
Η. Omont, Evangiles avec painters Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 82, όπου
παρουσιάζεται με θέμα: ¨Η έψησις οβελιών¨. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και
Πολιτισμός, τ. ε΄, Αθήνα, 1952, πίν. Α΄, εικ. 1. Η παράσταση του χειρόγραφου είναι από το κατά
Μάρκου Ευαγγέλιο και περιγράφει τον Ιησού σε τραπέζι στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του
λεπρού, όπου γυναίκα αλείφει τα πόδια του Ιησού με ακριβό μύρο ή άρωμα (τ. 1, 11).
1073
Η. Omont, Evangiles avec painters Byzantines du XIe siècle, πίν. 126. Η παράσταση του
χειρόγραφου είναι από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο (σ. 5).
228
να εμβαπτισθεί σε ξύδι και μετά να βραστεί χωρίς σάλτσα (λευκό εκζεστό κα
βρακάτο) ή να ψηθεί με την προσθήκη καρυκευμάτων.1074
Αναφέρεται και η διαδικασία της γέμισης για τα μεγάλα πτηνά που
προσφέρονται για γέμιση, αλλά απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, προκειμένου να
επιτευχθεί το αναμενόμενο γευστικό αποτέλεσμα και να μην καταστραφεί η
θρεπτικότητα του κρέατος.1075
Επίσης συνιστάται η αποφυγή της κατανάλωσης όρνιθας με ξινόγαλα, διότι
μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα κατά την πέψη.1076
Όσα δεν καταναλώνονταν αμέσως μετά τη σφαγή του ζώου, τα πάστωναν.
Οι πηγές αναφέρουν το παστό και την παστομαγειρία πιο συχνά σε σύγκριση
με το φρέσκο κρέας.1077 Ο στρατός του 10ου αιώνα είχε μαζί του - ανάμεσα σε άλλα
- λαρδίν, απόκτιν και οψάρια παστά.1078 Σύμφωνα με το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον,1079
τεταριχευμένον κρέας και ψάρι, όπως και καπνισμένο λουκάνικο, πωλούνταν από
το σαλδαμάριο, δηλαδή τον μπακάλη, και όχι τον κρεοπώλη. Ο Πτωχοπρόδρομος
αγαπά υπερβολικά το άκρόπαστον, συγκεκριμένα ένα κομμάτι ἀκρόπαστον ἀπάκιν
συμπλευρὸν καὶ σύλλαδρον.1080

Ψωμί

Οι Βυζαντινοί προτιμούσαν το ψωμί να είναι μαλακό και χωρίς προσμίξεις και


ήταν σημαντικό για τη διατροφή τους, όπως αυτό φαίνεται και από το ότι οι

1074
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 117. Βλ. Ορειβάσιος, 2.28. Πρβλ. Φ. Κουκουλές,
Βυζαντινών Βίος, 69, 77 και Χ. Μπακιρτζής, «Περί χύτρας, στο Βυζαντινῶν διατροφὴ καὶ
μαγειρείαι», Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 115.
1075
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 117. Βλ. επίσης Anthologia Graeca, epigrammatum
Palatina cum Planudea, έκδ. H. Stadtmueller, Lipsiae 1894-1906, τ. Γ΄, 479-480.
1076
Μ. Χρόνη, Ζωικά προϊόντα στην διατροφή, 117. Βλ. επίσης Συμεών Σηθ, 80.
1077
Η. Eideneier, Πτωχοπρόδρομος I 264 κ.ε., αναφέρει ότι θέλει την κρεατόσουπά του με μεγάλα
θρύμματα από παστό κρέας.
1078
De cerim, 463 κ.ε. Haldom, Constantine Porphyrogenitus, Three Treatises on Imperial Military
Expeditions, Introduction, Edition, Translation and Commentary, CFHB 28, Wien 1990, 102-105.
1079
Επαρχικόν Βιβλίον 13.1.
1080
Η. Eideneier, Πτωχοπρόδρομος I 264 κ.ε., II 104: παστομαγειρία, III 129, 240 κ.ε., 255.
229
αυτοκράτορες διαχρονικά φρόντιζαν για την επάρκειά του, ενώ από τον 11 ο αιώνα
ο Μιχαήλ Ζ΄ είχε επιβάλλει κρατικό μονοπώλιο στα σιτηρά.1081
Εκτός από το ψωμί, αγαπητό και ευρέως διαδεδομένο, ήταν και το παξιμάδι,
ο δίπυρος άρτος ή παξαμάς (ή παξιμάς),1082 το οποίο είχε μεγάλη σημασία, όχι
μόνο για τον εφοδιασμό των πλοίων και για τους στρατιώτες σε περίπτωση
εκστρατείας,1083 γιατί διατηρούνταν καλύτερα,1084 αλλά και ως νηστίσιμο φαγητό
των μοναχών, σύμφωνα με τα τυπικά και τις εκκλησιαστικές αρχές.1085

1081
J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο, 9. Βλ. επίσης J.-Cl. Cheynet, La valeur
marchande des produits alimentaires dans l’ Empire byzantin, στο Δ. Παπανικόλα - Μπακιρτζή
(επιμ.), «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι», Αθήνα 2005, 36-42 και Y. Nikolaou, «The cost of
living and dietary habits in the Byzantine World», στο How much Does it Cost… Our Daily Bread
from Ancient to Modern Times, Υπουργ. Πολιτισμού, Αθήνα 2007, 30-39.
1082 ος
Η λέξη απαντά για πρώτη φορά στον Γαληνό, Περί ευπορίστον, ΙΙΙ (ΧΙV, 537), 2 αιώνας, σε
μία συνταγή για «καθαρτικούς παξαμάδες», μάλλον πήρε το όνομά του από τον Πάξαμο, μάγειρο
της ύστερης ελληνιστικής εποχής και συγγραφέα του περί «της τροφής του ανθρώπου» όπ.π.
σημείωση 8, 281,336. Ο κατ’ εξοχήν διπυρίτης άρτος ή ένα μπισκότο από κριθάρι, όπως φαίνεται
από τα αγιολογικά και στρατιωτικά κείμενα, αλλά και κατά τους βυζαντινούς χρόνους δηλώνεται ότι
ο
ήταν από κριθάρι, όπ.π. σημείωση 1, 2,30. Το σχήμα του παξιμαδιού, μετά τον 12 αιώνα, έχει το
γνωστό σημερινό ελλειψοειδές σχήμα ή το μέρος του ψαριού, όπως το κόβουμε σε φέτες,
σύμφωνα με τον Πτωχοπρόδρομο, Hesseling-Pernot, Poemes Prodomiques, 171: «καὶ
ξιφιοτράχηλον παστόν, κυπρίνου παξιμάδια».
1083
Πιθανόν να πρόκειται για την τροφή που κουβαλούσε στον γυλιό του ο μελλοντικός
αυτοκράτορας Ιουστίνος ΙΙ, ο θείος του Ιουστιανού και τον κράτησε ζωντανό στην διάρκεια της
μεγάλης πορείας του από την Ιλλυρία στην Κωνσταντινούπολη, όπ.π. σημείωση 8, 336 και όπ.π
σημείωση 10, 20. Βλ. επίσης Th. Weber, Essen und Trinken im Konstantinopel des 10.
Jahrhunderts nach den Berichten Liudprands von Cremona, στο: J. Köder - Th. Weber, Liutprand
von Cremona in Konstantinopel. Untenuchtmgen zum griechmhen Sprachschatz und zu
realienkimdli-chen Amsagen in seinen Werken, Byzantina Vindobonensia 13, Wien 1980, 97 κ.ε.
1084
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 9.
1085
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 336. Βλ. επίσης, J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο
Βυζάντιο, 20. Π.χ. τα Αποφθέγματα των Πατέρων, τον Μακάριο 33, PG 65, 276X, 20, F. Nau,
Revue de I'Orient Chretien 12, 1907 και του Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατήχηση 26, 265, εκδ.
Β. Krivocheine -J. Paramelle, Paris 1965, 3.92.
230
Πανέρι με άρτους εμφανίζεται σε μικρογραφία από Οκτάτευχο, κώδ. 602, φ.
417α, Μονή Βατοπεδίου, Άγιο Όρος (εικ. 246),1086 του 12ου αιώνα, δίπλα σε χύτρα,
κατά την προετοιμασία φαγητού.

Κρασί

Υπάρχουν ιατρικές αναφορές καταχωρημένες σε κείμενα, που προτρέπουν


την κατανάλωση ενός ποτηριού άκρατου οίνου για τα χειμωνιάτικα πρωινά, ενώ η
αναλογία του νερού που προτείνεται για την αραίωσή του είναι λιγότερη του ένα
προς ένα.1087
Συνηθιζόταν, κυρίως οι εργάτες, να λαμβάνουν το πρωί το βουκκάκρατον,
δηλαδή την βούκκαν (μπουκιά ψωμιού) μαζί με τον άκρατο οίνο.1088

Μαγειρικά Σκεύη

Το σύνηθες μαγειρικό σκεύος, οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν χύτρα ή


τσουκάλι,1089 το οποίο δεν άλλαξε σχήμα από τους αρχαίους χρόνους, έως και τα
βυζαντινά χρόνια, γιατί η χρήση του, το μαγείρεμα δηλαδή της τροφής με νερό και
φωτιά παρέμεινε η ίδια.1090
Η χύτρα είναι ένα πρακτικό σκεύος καθημερινής χρήσης, κεραμικό, κλειστό
πυρίμαχο, σφαιρικού σχήματος, συνδυάζοντας έτσι την μέγιστη χωρητικότητα στο
πιο οικονομικό μέγεθος και τρόπο απορρόφησης θερμότητας στο όσο το δυνατόν

1086
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν. 34α. Βλ. επίσης Η.
Αναγνωστάκης, Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και συμπεριφορές
(6ος-11ος αι.), Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 83, εικ. 17.
Και Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1973-1991.
1087
I. L. Ideler, Physici et medici Graeci minors, τομ. 2, 194 και τομ. 1, 421, Βερολίνο 1841-1842.
Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 332.
1088
Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες», 35. Βλ. επίσης Α. Κορακίδης, Η έννοια του
ευφραίνεσθαι εν τη ζωή με βάσιν τας υλικάς τροφάς, Αθήνα 1974, 84.
1089
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 31. Χύτρα στην αρχαΐζουσα γλώσσα και τσούκκα
ή τσουκάλιον στη δημώδη, τα δύο ονόματα ήταν ταυτόσημα. Η λέξη «τσουκάλι» είναι υποκοριστικό
της «τσούκας», επίσης τσούκκα στα κυπριακά και στην Κάτω Ιταλία σημαίνει χύτρα.
1090
Χ. Μπακιρτζής, «Περί χύτρας, στο Βυζαντινῶν διατροφὴ καὶ μαγειρείαι», 111.
231
μεγαλύτερη επιφάνεια της μάζας.1091

Χύτρες με κοφτό επίπεδο πάτο και μία λαβή, 12ου – 13ου αιώνα.

Στα μεσοβυζαντινά και υστεροβυζαντινά χρόνια λόγω συνθηκών αλλάζουν


και καταγράφονται εκ νέου, δύο μεγάλες ομάδες τσουκαλιών, με παραλλαγές,
ανάλογα του σχήματος και της χρήσης τους (όπως φαίνονται στην παρακάτω
εικόνα):1092

1091
Όπ.π. 111. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της χύτρας σχετίζονται με ιδιαιτερότητες της
λειτουργίας της: ευρύ στόμιο για την είσοδο και την αφαίρεση τροφής, ενίοτε με την βοήθεια
λαβίδας, χείλος κατάλληλο για την υποδοχή καπακιού για την προστασία της τροφής, όσο αυτή
μαγειρεύεται και μετά. Πάτος, στρογγυλεμένος ή κοφτός επίπεδος, ανάλογα με τον τρόπο επαφής
της χύτρας με την πηγή θερμότητας. Λαβές στο πάνω μέρος του σώματος, μία ή δύο, το σχήμα
των οποίων διευκολύνει την οριζόντια ή κατακόρυφη μετακίνηση του σκεύους.
1092
Όπ.π. 114-115. Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 2002, 35-39.
232
Εικόνες από διάφορα σχήματα χυτρών. (Χ. Μπακιρτζής, Περί χύτρας, Αθήνα 2005, 115, εικ. 4)

Α. Τσουκάλια με επίπεδη βάση.


1. Τσουκάλια χωρίς λαβή (εικ. 4γ).
2. Τσουκάλια με μία λαβή (εικ. 3 και 4δ).
3. Τσουκάλια με δύο λαβές (εικ. 4ε).
Β. Τσουκάλια με αποστρογγυλεμένη βάση και δύο λαβές (εικ. 4στ).

Τα τσουκάλια ή χύτρες της πρώτης ομάδας, είναι πήλινα σκεύη και


σχετίζονται με έναν αγροτικό τρόπο ζωής, ενώ της δεύτερης με έναν αστικό.1093
Σύμφωνα με την άποψη του Φ. Κουκουλέ, με το
όνομα τσούκκα, δηλώνονταν αγγεία διαφορετικού
σχήματος,1094 αλλά και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά
ευρήματα, τα μαγειρικά πυρίμαχα σκεύη χωρίζονται
σε δύο γενικά σχήματα: κλειστά και ανοιχτά ή
καλύτερα, βαθιά και ρηχά. Τα κλειστά-βαθιά είναι τα
περισσότερα, τα πιο αντιπροσωπευτικά και
ταυτίζονται με τα βυζαντινά τσουκάλια.1095
ου ου
Διακοσμημένο τσουκάλι με μία λαβή, από Μελένικο, 13 -14 αι.
(Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν. 36α)

1093
Όπ.π. 115. Βλ. επίσης όπ.π. Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 41.
1094
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 322.
1095
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 32-33.
233
Τα βυζαντινά τσουκάλια, που βρίσκονται στις ανασκαφές, είναι πήλινα σκεύη
με καμένες τις εξωτερικές επιφάνειες, συνήθως από τη φωτιά, μέσου ή μικρού
μεγέθους και κλειστού σχήματος, με μόλις σχηματιζόμενο ετρύ στόμιο και
στενότερο λαιμό, μία ή δύο λαβές και διογκωμένο σώμα, έτσι ώστε να δέχονται σε
μέτριες ποσότητες υγρού, κυρίως νερό, αλλά και λάδι ή λίπος, μέσα στο οποίο
έβραζαν τροφές.1096
Για την προστασία του βρώσιμου περιεχομένου από τον πηλό και για ευκολία
καθαρισμού του σκεύους, η εσωτερική επιφάνεια είχε στρώμα εφυάλωσης. Το
σώμα του σκεύους δεν είναι κυλινδρικό, αλλά παρουσιάζεται διευρυμένο στην
κοιλιά ή και σε ορισμένες περιπτώσεις στους ώμους, για αύξηση της
χωρητικότητας και για τη διαμόρφωση της βάσης. Η βάση όταν είναι σε κοφτό
επίπεδο πάτο, το σκεύος έχει σχήμα βαρελοειδές ή ανεστραμμένου κόλουρου
κώνου με ελαφρώς κυρτά τοιχώματα, ενώ όταν είναι αποστρογγυλομένη, άρα και
με διευρυμένη κοιλιά, το σκεύος παίρνει σχήμα σχεδόν σφαιρικό.1097
Στη πρώτη περίπτωση με τον επίπεδο πάτο, το σκεύος παρουσιάζει μεγαλύτερη
ευστάθεια και μπορούσε να στέκεται μόνο του, να τοποθετείται στην καιόμενη
ανθρακιά της εστίας ή να ακουμπά στα τοιχώματά
της. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, το σκεύος
παρουσιάζει μεν μεγαλύτερη χωρητικότητα, αλλά
δεν μπορεί να σταθεί μόνο του και κάθεται σε ειδικό
μεταλλικό εξάρτημα της εστίας, που οι Βυζαντινοί
ονόμαζαν «πυροστάτη», σχολιάζοντας τις αρχαίες
λέξεις : «λάσανον» και «χυτρόπους».1098
ος ος
Χύτρα ή Πήλινο τσουκάλι για μαγείρεμα, 13 -14 αι. Διαστ. (εκ.μ.): 17Χ15, ΒΧΜ: 001325.

Ο πυροστάτης, ή νεότερη ονομασία πυροστιά, ήταν μεταλλικός τρίποδας


που τοποθετούνταν επάνω στη φωτιά και στο τρογωνικό ή κυκλικό

1096 ος
Όπ.π. 33. Ο Κρητικός Αγάπιος Λάνδος (17 αι.) στο Γεωπονικό, αναφέρει για το μαγείρεμα του
λαγού: να βάνουν καὶ λαρδὶ πολὺ εἰς τὸ τσουκάλι να συνψήνεται ἢ ἄλλο παχὺ (ΒΒΠ Ε΄, 51).
1097
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 33.
1098
Όπ.π. 33. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 88. Θεόδωρος Στουδίτης, Επιτίμια, 1740
(μστ΄): ἐὰν συνρτβὴ χύτρα ἢ πυροστάτης. Τζέτζης, Σχόλια Αριστοφάνη ΙV/III, 1139, Όρνιθες, στ.
436: ἐπιστάτῃ δὲ θηλυκὼς χαλκοῦς τρίπους χυτρόποδος ἐκτελὼν χρείαν.
234
περιχείλωμάτου, χωρίς να έρχεται σε άμεση επαφή με την ανθρακιά, όπου
καθόταν το μαγειρικό σκεύος με την αποστρογγυλωμένη βάση.
Όπως φαίνεται σε μικρογραφία της Οκτάτευχου, κώδ. 602, φ. 417α, της
Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (εικ. 146),1099 12ος-13ος αιώνας, με θέμα τη
συνάντηση Άγγελου Κυρίου – Γεδεών, όπου απεικονίζεται τετράποδας
πυροστάτης να ανακρατεί μεγάλο τσουκάλι, από σφυρήλατα χοντρά φύλλα
μετάλλου.1100
Στις αρχές του 13ου αιώνα και λόγω της αποκέντρωσης των κεραμικών
εργαστηρίων, αλλά και των αλλαγών στην τεχνολογία της παραγωγής των
επιτραπέζιων κεραμικών σκευών, οι χύτρες ή τσουκάλια περιορίζονται στα μικρά ή
στα μεσαία μεγέθη, το πολύ, με όχι λεπτά τοιχώματα. Σπάνιες εξαιρέσεις
αποτελούν τα μεγάλα τσουκάλια, γι αυτό και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12 ος αι.),
αναφέρεται με θαυμασμό σε ένα τσουκάλι στο οποίο μπορεί κανείς να βράσει μία
ολόκληρη όρνιθα.1101
Γενικά τα βυζαντινά τσουκάλια, κυρίως αυτά με τον επίπεδο πάτο, ήταν
σκεύη μικρού ή μεσαίου μεγέθους, κατάλληλα γιαμ την Παρασκευή τροφής ίσης με
μία έως τρεις ατομικές μερίδες. Δηλαδή, δεν ήταν ομαδικά ή οικογενειακά σκεύη, γι
αυτό πήλινα τσουκάλια μεγάλου μεγέθους θα πρέπει να θεωρηθούν ειδική
παραγωγή των κεραμικών εργαστηρίων. Για προετοιμασία τροφής σε μεγάλες
ποσότητες χρησιμοποιούνταν κυρίως μεταλλικά μαγειρικά σκεύη, όπως τα
«χαλκοτζύκια» και τα «κακκάβια» ή και μεγάλα πήλινα τσουκάλια, τα
«κυθροκακκάβια».1102
Επίσης και άλλες χρήσεις των τσουκαλιών συνάγονται από τα ευρήματα, τις
γραπτές πηγές και από τις παραστάσεις. Στην τοιχογραφία με θέμα τη Γέννηση
της Παναγίας, στο Παρεκκλήσι των Ιωακείμ και Άννας ή ¨Εκκλησία του Κράλλη¨

1099
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, πίν. 34α. Βλ. επίσης Η. Αναγνωστάκης,
«Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (6ος-11ος αι.)»
Αθήνα, 2005, 83, εικ. 17. Και Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. Δ΄, Αθήνα, 1973-1991.
1100
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα 33.
1101
Χ. Μπακιρτζής, Περί χύτρας, 115. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 77.
1102
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 40-41.
235
(Μιλουτίν στη Μονή Στουντένιτσα (Studenica) της Σερβίας (εικ. 36 & 37α),1103 το
1314, η υπηρέτρια-θεραπενίδα που γεμίζει με ζεστό νερό το λουτήρα του βρέφους,
υποβαστάζει με το καλυμμένο με μαντήλι χέρι, πήλινο τσουκάλι με σφαιρικό σώμα,
ενώ με το άλλο το κρατά από τη λαβή και το γέρνει προς το λουτήρα. Από την
παράσταση αυτή συνάγεται ότι το ζεστό νερό συνηθιζόταν να μεταφέρεται από την
εστία μέσα στο ίδιο πυρίμαχο σκέυος, χωρίς να μεταγγίζεται σε κανάτι, όπως
εικονίζεται σε άλλες παραστάσεις που περιγράφουν την ίδια σκηνή.1104
Όπως σε ψηφιδωτά στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μονής
Δαφνίου (εικ. 30),1105 περίπου 1100 και στο Μουσείο Pietro Cavallini, στο
Τραστέβερε της Ρώμης (εικ. 33),1106 13ος αιώνας. Σε τοιχογραφίες του ναού του
Αγίου Αχίλλειου στο Arilje της Σερβίας (εικ. 35),1107 το 1296, στη Μονή της Χώρας
στην Κωνσταντινούπολη (εικ. 38),1108 1315-1320 και στο Καθολικό της Μονής
Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος (εικ. 39),1109 1318-1321. Παρόμοια χρήση
παρουσιάζεται και στη σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου, όπως σε

1103
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 25, εικ. 64. Βλ. επίσης
Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 30, J. Lafontaine-Dosogne, The Style of the Kariye
Djami, τ. 4, εικ. 11. Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 44, πίν. ΙΙ.
1104
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 42.
1105
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 22, εικ. 57 και Γκ.
Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 30, εικ. 2. Βλ. επίσης, J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of the Life
of the Virgin, τ. 4, εικ. 13.
1106
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 43, εικ. 13. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei,
Die letzte Phase, Frankfurt-Main 1968, 92, εικ. 68.
1107
Όπ.π. 67, εικ. 44.
1108
P. A. Underwood, The Kariye Djami. Studies in the Art of Kariye Djami, 98 εικ. 87. Βλ. επίσης
λεπτ. Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Αθήνα, 1994, 196, εικ. 185.
1109
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 167, εικ.
147. Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της
Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 1999, 38, εικ. 8.
236
τοιχογραφίες στη Παναγία τη Χρυσαφίτισσα στη Λακωνία (εικ. 21), 1110 το 1289-
1290, στους Αγιούς Αποστόλους της Θεσααλονίκης (εικ. 23),1111 1328-1334 κ.ά.
Τέλος, σε μικρογραφία της Οκτάτευχου, κώδ. 602, φ. 436β, της Μονής
Βατοπεδίου του Άγιο Όρος (εικ. 188),1112 13ος αιώνας, που απεικονίζει τη Γέννηση
του Σαμψών, η υπηρέτρια-θεραπαινίδα μεταφέρει το ζεστό νερό πάλι σε πήλινο
τσουκάλι, χωρίς λαβές, που το κρατά με τα δύο της χέρια σκεπασμένα με άσπρο
μαντήλι.
Και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν έχουμε
εξιδανίκευση της παράστασης, αλλά απεικόνιση σκηνής της καθημερινής ζωής,
που αποδίδεται με ρεαλιστικό τρόπο, όπως δείχνει η λεπτομέρεια του μαντηλιού,
που προστατεύει τα χέρια της γυναίκας από το θερμό σκεύος,1113 εν συγκρίσει με
τις υπόλοιπες απεικονίσεις.

2. Τρόπος κατανάλωσης φαγητού

Αφορά στο σύνολο των συνδαιτυμόνων, δηλαδή εάν συνέτρωγαν άνδρες,


γυναίκες μαζί, τον τρόπο που βρίσκονταν στο τραπέζι (όρθιοι, καθισμένοι ή
ανακεκλιμένοι).
Οι Βυζαντινοί συνήθισαν τα τρώνε ανακεκλιμένοι, ακολουθώντας την
συνήθεια των Αρχαίων Ελλήνων,1114 όπως φαίνεται από μαρτυρίες μέχρι το τέλος
του 10ου αιώνα, η συνήθεια όμως αυτή δεν ήταν γενική.1115

1110
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 136. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), Αθήνα 1983, 356-357 και J. Albani, Byzantinische
Freskomalerei in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, 1988, εικ. 10.
1111
Ν. Β. Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), 309, εικ. 159. Βλ. επίσης Α. Xyngopoulos,
Les fresques de l’église des Saints-Apôtres a Thessalonique, Venice 1971, εικ. 8, 9 και C.
Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu
Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 52.
1112
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις,
επίτιτλα, αρχικά γράμματα, τ. Δ΄, Αθήνα 1991, εικ. 169. Βλ. επίσης Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά
Τσουκαλολάγηνα, πίν.35α.
1113
Όπ.π. Χ. Μπακιρτζής, 42.
1114
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 166. Βλ. επίσης L. Petit, Typicon du monastere de la
Kosmosotira (Izstwjestija, τόμ. ΙΓ΄), 6,85.
1115
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 167.
237
Οι συνδαιτυμόνες εάν δεν έτρωγαν ανακεκλιμένοι, κάθονταν σε σέλλες ή
σκαμνίων ή θρονίων,1116 τα οποία ήταν καλυμμένα με τάπητες στα σπίτια των
πλουσίων και κατά περιπτώσεις ήταν συμβαλτά, δηλαδή ανοιγοκλειόμενα ή
συστελτά.1117
Όπως φαίνεται σε μωσαϊκό τοιχογραφίας στο Σαν Μάρκο της Βενετίας (εικ.
100),1118 στα τέλη του 12ου αιώνα, όπου ο Ιησούς είναι καθισμένος σε θρόνο με
μεγάλο υποπόδιο.
Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο το Πάσχα έτρωγαν όρθιοι, δεν ήταν
πλαγιασμένοι, ενώ βάση του ευαγγελικού κειμένου, στον Μυστικό Δείπνο τόσο ο
Ιησούς όσο και οι δώδεκα μαθητές ήταν καθισμένοι σε καναπέδες.1119
Όπως φαίνεται σε μικρογραφία από Ευαγγελιστάριο της Μονής Διονυσίου,
κώδ. 587, φ. 53α, του Αγίου Όρους (εικ. 218),1120 το 1059 και σε τοιχογραφία στο
Παρεκκλήσι της Όμορφης Εκκλησίας, στην Αθήνα (εικ. 101),1121 το 1285.
Όμως σε εικονογραφημένα χειρόγραφα παρουσιάζονται να κάθονται σε
ανάκλιντρα, μόνο ο Ιησούς ή συνήθως και ο Απόστολος Πέτρος ή και κάποιος
άλλος Μαθητής, οι οποίοι βρίσκονται εκ διαμέτρου αντίθετα στο τραπέζι, τα οποία
είναι ορατά στο θεατή.
Συγκεκριμένα μόνο ο Ιησούς βρίσκεται σε ανάκλιντρο, όπως σε μικρογραφία
από το παραπάνω Ευαγγελιστάριο της Μονής Διονυσίου (εικ. 218) 1122 και στο

1116
Όπ.π. 143. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 586,2, ο βασιλιάς αναφέρεται ότι τρώει καθήμενος επί χρυσού
σελλίου και όπ.π. σημείωση 4, Πτωχοπρόδρομος ΙΙ, 244: Ἐκ τῆς χειρὸς λαβούσης μὲ καὶ θρόνον
ἐκτεθείσης καὶ τὸ τραπέζιν μ’ ἔθηκε τοιούτα λέγων πρὸς με.
1117
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 143. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 465,10 και Acta et diplomata, 6,243.
1118
Last Supper, Phaedon editors, London, 2000, 36-37, εικ. 56.
1119
Λουκ. 22:12-14, και συγκεκριμένα ο στιχ.14: καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε καὶ οἱ δώδεκα
Ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ. και Ματθ. 26:20, Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. Βλ. επίσης
Ε. Αντωνιάδης, Ο χαρακτήρ του τελευταίου Δείπνου του Κυρίου και ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας,
Αθήνα 1961.
1120
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα
1999, 132, εικ. 57.
1121
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, «Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα», Τετράδια
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Αρ. 1, ΧΑΕ (1971), πίν. 49.
1122
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 132, εικ. 57.
238
Pala d’Oro, του Άγιου Μάρκου στη Βενετία (εικ. 247), 1123 το 1105.
Ενώ παρουσιάζεται και ο Απόστολος Πέτρος να κάθεται ανακλημένα, όπως
στο χειρόγραφο από Τετραευαγγέλιο του 11ου αιώνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του
Παρισιού, κωδ. gr. 74, fol. 95 (εικ. 220),1124 fol. 157 (εικ. 221),1125 fol. 195 (εικ.
222)1126 και fol. 196 (εικ. 223).1127
Αλλά και σε τοιχογραφίες όπως στο Karanlik Kilise της Καππαδοκίας (εικ.
89),1128 τον 11 ο αιώνα, στο Καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως και στη Μονή
Mirojsky, στο Pskov της Ρωσίας (εικ. 94),1129 το 1156.
Όμως σε τοιχογραφία από το Sant' Angelo in Formis, στη Καπούη (εικ.
91),1130 το β΄ μισό του 11ου αιώνα, προστίθεται ένα σκαμνί στη άκρη του τραπεζιού
απέναντι από τον ανακλημένο Ιησού, όπου κάθεται ο Απόστολος Πέτρος, ενώ
δίπλα του βρίσκεται άλλος Μαθητής, νεώτερος, σε ανάκλιντρο.
Αντίθετα στη τοιχογραφία στην Παναγία τη Φορβιώτισσα στην Κύπρο (εικ.
1131
93), το 1106, ο Απόστολος Πέτρος παίρνει τη θέση του σε χαμηλότερο
ανάκλιντρο απέναντι από τον Ιησού και νεώτερος Μαθητής κάθεται επί του
δαπέδου μπροστά από το τραπέζι.

1123
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης
H. R. Hahnloser, R. Polacco, La Pala d'Oro: Il Tesoro di San Marco, Venice, 1994, πίν. XXXI, εικ.
56 και Supper, Phaedon editors, London, 2000, 11, εικ. 4.
1124
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont,
Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris, 1908, πίν. 82.
1125
Όπ.π. πίν. 134.
1126
Όπ.π. πίν. 167.
1127
Όπ.π. πίν. 168.
1128
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης
Ν. Thierry, “Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire rupestre de Cappadoce”, REB
33, 1975, (η ίδια, Peintures d'Asie Mineure et de Transcaucasie aux Xe et Xle’s, Λονδίνο, 1977,
αρ. Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β και εικ. 5, σχέδιο, Α.
1129
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18.
1130
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, London, 2000, 22-23, εικ. 6.
1131
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, Παρίσι, 1996, εικ. 248.
239
Τέλος, ο βασιλιάς συνήθιζε να πατά σε σουππέδιο, το σημερινό
1132
υποπόδιο.
Συγκεκριμένα σε μωσαϊκό τοιχογραφίας στο Σαν Μάρκο της Βενετίας (εικ.
100),1133 στα τέλη του 12ου αιώνα, όπου ο Ιησούς πατά σε μεγάλο υποπόδιο, ενώ
ο Απόστολος Πέτρος ξεκουράζει τα πόδια του σε μικρότερο. Τα υποπόδια είναι
υπερυψωμένα και φέρουν πόδια που συνδέονται μεταξύ τους με καμάρες.
Στον χαμόκκουμβα έτρωγαν ανακεκλιμένοι ή και σταυροπόδι,1134 όπως αυτό
φαίνεται να συμβαίνει σε τοιχογραφία της Εγκλείστρας στο σπήλαιο της Μονής του
Αγίου Νεοφύτου στη Κύπρο (εικ. 96),1135 το 1196.
Από το τέλος του 13ου αιώνα και συχνότερα στις αρχές του 14ου αιώνα, στις
απεικονίσεις της σκηνής του Μυστικού Δείπνου, ο Χριστός θα περάσει στο κέντρο
του τραπεζιού.1136 Όπως σε τοιχογραφίες στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, στη
Θεσσαλονίκη (εικ. 103),1137 στο ναό της Μονής Βατοπαιδίου, στο Άγιο Όρος (εικ.
104)1138 και στον Άγιο Δημήτριο στο Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir) στα
Σκόπια (εικ. 108).1139
Ενώ οι Απόστολοι συνήθως είναι τοποθετημένοι στη μία πλευρά του
τραπεζιού, απέναντι στο θεατή,1140 στις περισσότερες από τις παραπάνω

1132
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 143.
1133
Last Supper, Phaedon editors, London, 2000, 36-37, εικ. 56.
1134
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 169. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 465,11,15,19.
1135
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα, 1997. Βλ. επίσης για
λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 147, εικ. 66.
1136
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Βυζαντινές Εικόνες
και Επενδύσεις, Άγιο Όρος, 2006, 71.
1137
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 32. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου
Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1964, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6. Χ. Ν. Μπακιρτζής, Αγιος Νικόλαος
Ορφανός: οι τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα, 2003.
1138
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E.
N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου:
Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος, 1996, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική,
Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, Αθήνα, 2010, 242, εικ. 126.
1139
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris, 1954, pl. 83, εικ. 156.
1140
E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 72.
240
βυζαντινές εικονογραφήσεις του Μυστικού Δείπνου, από τον 10ο αιώνα και μετά
και συχνότερα τον 11ο και 12ο αιώνα.
Αλλά και σε μερικές παραστάσεις τοποθετούνται περιμετρικά γύρω από το
τραπέζι, όπως σε μικρογραφία από το παραπάνω Ευαγγελιστάριο της Μονής
Διονυσίου (εικ. 218),1141 το 1059 και σε τοιχογραφία από το Παρεκκλήσι της
Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα (εικ. 101),1142 το 1285.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι έγγαμοι και λαϊκοί μπορούσαν να
συνφάγουν σε στενό οικογενειακό κύκλο μαζί με γυναίκες συγγενείς.1143
Αυτό απεικονίζεται και σε βυζαντινές εικόνες, όπως σε μικρογραφίες από το
Βιβλίο του Ιώβ, σε χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, κώδ. 135,
όπου περιγράφεται γεύμα στην οικία του μεγαλύτερου αδελφού, με τις τρεις
αδελφές να κάθονται μετωπικά μαζί στην αριστερή πάνω γωνία του τραπέζιου,
όπως φαίνεται στο φ. 18ν (εικ. 240)1144 και με γυρισμένη την πλάτη στην κάτω
πλευρά του τραπεζιού, στο φ. 9ν (εικ. 241),1145 με τη διαφορά ότι προστίθεται και η
μητέρα, σε προφίλ. Κατά τα συμπόσια, άνδρες και γυναίκες και μάλιστα νεαρές
γυναίκες, δεν επιτρεπόταν χάριν κοσμιότητας να συντρώγουν. 1146

1141
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 132, εικ. 57.
1142
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, «Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα», Τετράδια
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Αρ. 1, ΧΑΕ (1971), πίν. 49.
1143
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 169. Βλ. επίσης Ράλλη - Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και Ιερών
Κανόνων, Αθήνα 1852, τ. 2, 643, ΚΒ΄ κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια: «Ἀλλὰ
μὴν καὶ τοῖς ἱερατικὸν ἐκλεξαμένοις βίον, οὐδόλως ἐξεστὶ κατ’ ἰδίαν γυναιξῖ συνεσθίειν, εἰ μή που
μετὰ τίνων θεοφόβων καὶ εὐλαβῶν ἀνδρών, καὶ γυναικῶν. Ἵνα καὶ αὐτὴ ἡ συνεστίασις πρὸς
κατορθῶσιν πνευματικὴν ἀπάγῃ. Καὶ ἐπὶ συγγενῶν δὲ τὸ αὐτὸ ποιείτω».
1144
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises (κατάλογος
έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
1145
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα,
2001 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», στο Ώρες Βυζαντίου,
Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα 2001, 86, εικ. 97.
1146
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 169. Επίσης ο Κλήμης στα Παιδαγωγικά 2,7 (190,19), λέει:
«ὅσαι δὲ μὴ ὕπανδροι, ἐσχάτη ταῦταις διαβολὴ εἰς ἀνδρῶν παρείναι συμπόσια καὶ ταῦτα
οἰνωμένων». Ο Καισαρείας Αρέθας, σχολιάζοντας χωρίο του Λουκιανού (Συμπόσιον ή Λαπίθαι, 8),
παρατηρεί: «σημείωσαι ὅτι ἐπὶ τῶν γάμων οἱ παλαιοὶ τάς γυναίκας ἐπὶ μιᾶς τραπέζης τοῖς ἀνδράσι
συνειστίων καὶ ἀντιπροσώπους αὐτὰς ἐκάθιζον τῶν ἀνδρών, ὅπερ οὐ σεμνὸν».
241
Αλλά και σύμφωνα με την 117η Νεαρά του Ιουστινιανού, όπου ο άντρας
μπορούσε να χωρίσει την σύζυγό του εάν αυτή, παρά την θέλησή του,
συνεστιαζόταν εκτός οικίας.1147
Ότι ίσχυε για τους αστούς ίσχυε και στα ανάκτορα, όπως περιγράφεται από
τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο βασιλιάς γευμάτιζε σε στενό
οικογενειακό κύκλο με την σύζυγο, την νύφη και τα τέκνα του.1148
Στις απεικονίσεις της σκηνής του Συμποσίου του βασιλιά Ηρώδη, η
βασίλισσα Ηρωδιάδα, συνήθως είναι καθισμένη στο τραπέζι με τους άλλους
συνδαιτυμόνες, όπως σε τοιχογραφίες του Σωτήρα στο Αλεποχώρι Μεγαρίδας
(εικ. 60),1149 στο ναό της Θεοτόκου στο Peć (εικ. 63),1150 στο Βαπτιστήριο του
Αγίου Μάρκου στη Βενετία (εικ. 64 & λεπτ.), 1151 στον Άγιο Νικόλαο, της Curtea d’
Arges (εικ. 66),1152 στην Παναγία την Κριτσά, της Κρήτης (εικ. 67)1153 και στον Άγιο
Φανούριο στο Βαλσαμόνερο Κρήτης (εικ. 69).1154

1147
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 170.
1148
Όπ.π. 170. Βλ. επίσης Έκθεσις, 597, 20 και 598,6. Αλλά κατά την υποδοχή της Ρωσίδας
Ηγεμονίδας Όλγας, αυτή γευμάτισε με την βασίλισσα και την νύφη του Ιουστινιανού, χωριστά από
τον βασιλέα που γευμάτισε με τους άρχοντες της Ρωσίας και τους συγγενείς της Όλγας.
1149
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ.
Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978, εικ. 53.
Λεπτομέρειες αναφέρονται και στο κεφ. Β΄, Οίνος-Κρασί, της παρούσας εργασίας.
1150
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes
iconographiques, Paris 1969, εικ. 105 και M. Ivanocic, “L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat
de Pec”, Antiquités de Kosovo et Metohija 2-3 (1963), εικ. 63.
1151
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 178 και 179 αντίστοιχα για
την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A.
Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac Cormick New Testament. III, Chicago 1932, εικ. XXII και
R. Tozzi, I mosaici del Battistero di S. Marco a Venezia e l’arte Bizantina, 1932-1933, εικ. 4, 8.
1152
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο.
Tafrali, Monuments byzantins de Curtea d’ Arges, Paris 1931, πίν. Ι, Χ, 2.
1153
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M.
Barboudakis, Panaghia Kera Fresques byzantines de Kritsa, εικ. 31.
1154
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K.
Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 319.
242
Σε μερικές απουσιάζει όπως στη τοιχογραφία στη Μονή Αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65).1155 Επίσης σε κάποιες άλλες, απλά
παρευρίσκεται όρθια, όπως στη τοιχογραφία στο παρεκκλήσι των Αγίων
Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη (εικ. 62 & λεπτ.).1156
Ομοιότητες στην παρουσία της Παναγίας βρίσκουμε και στις απεικονίσεις της
σκηνής του Γάμου της Κανά. Έτσι συνήθως εμφανίζεται να μην κάθεται στο
γαμήλιο τραπέζι, αλλά να στέκεται όρθια πλησίον του Χριστού, στο
1157
ελαφαντοστέϊνο πλακίδιο του Καθεδρικό ναού στο Σαλέρνο (εικ. 251), σε
χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων, αρ. 5, φ. 363ν (εικ. 207)1158 και σε τοιχογραφίες
του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη (εικ. 74)1159 και στο ναό του
Αγίου Νικήτα, στο Čučer (εικ. 77),1160 στα Σκόπια.

1155
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας,
Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 36.
1156
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν.
XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken
der Apostelkirche zu Thessaloniki, Baden-Baden, 1986, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
1157
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, «….and Radishes for Appetizers», 155, εικ. 9. Βλ. επίσης
Κ. Weitzmann, «The Ivories of the So-called Grado-Chair», DOP 26 (1972), 60-63.
1158
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, «….and Radishes for Appetizers», 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. β΄, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ.
38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
1159
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη, 1986, πίν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι
τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα 2003, εικ. 60. Α.
Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 1964, εικ. 91,
92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994,
161-162, εικ. 142.
1160
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 20. Βλ. επίσης V. Duric,
Byzantinische Fresken im Yugoslavien, Μόναχο 1976, εικ. 48.
243
Παρακαθήμενη η Παναγία στο τραπέζι εμφανίζεται σε τοιχογραφίες του 14 ου
αιώνα στο Κόσσοβο, στο Καθολικό της Μονής Gračanica (εικ. 78)1161 και στο ναό
του Παντοκράτορα, στη Μονή Dečani (εικ. 79),1162 στη Σερβία, στον Άγιο Νικόλαο
στο Ljuboten (εικ. 80)1163 και στη Ρουμανία, στον Άγιο Νικόλαο, της Curtea d’
Arges (εικ. 81).1164
Τέλος, οι μοναχοί και οι ιερείς απαγορεύονταν, ούτε κατ’ ιδίαν να
συντρώγουν με γυναίκες, εκτός από ορισμένους στενούς συγγενείς και αυτό μόνο
κατά ανάγκη, όπως όταν ταξίδευαν και τύχαινε να βρεθούν σε πανδοχείο.1165

1161
Br. Zivkovic, Gračanica, Les dessings des fresques, Βελιγράδι 1989, 35.
1162
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. Βλ. επίσης
V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, Βελιγράδι 1941, πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural
Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies, Βελιγράδι 1995, έγχρωμη εικόνα χωρίς
αρίθμηση.
1163
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, 3, εικ. 7,8.
1164
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali,
Monuments byzantins de Curtea de Arges, Παρίσι 1931, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2. Φωτογραφικό
αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine, Bucharest.
1165
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 169. Βλ. επίσης Κατά Θεόδωρο Στουδίτη, Επιτίμια, PG 99,
1756D, νγ΄: Ἐὰν μετὰ κοσμικῶν καθίσῃ μοναχὸς εἰς συμπόσιον, ἔστη ἀκοινώνητος ἡμέρας μ΄. Πβ.
Και ο ίδιος, Επιστολαί, PG 99, 941: «Οὐ συνεστιαθῇς μετὰ γυναικῶν, πλὴν τῆς κατὰ σάρκα μητρός,
καὶ ἀδελφῆς,..», ο ίδιος, Ἐντολαὶ τῷ καθηγουμένῳ, PG 99, 1820B, θ΄: Οὐ συνεστιαθήσῃ μετὰ
γυναικῶν, πλὴν τῆς κατὰ σάρκα μητρός σου καὶ ἀδελφῆς,... Και Ράλλη - Ποτλή, Σύνταγμα, τ. 2, ΚΒ΄
κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια, 643-644: «Εἰ δὲ καὶ αὔθις ἐν ὁδοιπορίᾳ συμβῂ
τὰ τῆς ἀναγκαίας χρείας μὴ ἐπιφέρεσθαι μοναχόν, ἢ ἱερατικὸν ἄνδρα, καὶ διὰ τὸ ἀναγκαῖον
καταλύσαι βούλεται, εἴτε ἐν πανδοχείῳ, εἴτε ἐν οἴκῳ τινός, ἄδειαν ἔχει αὐτὸν τοῦτο ποιεῖν, ὡς τῆς
χρείας κατεπειγούσης, μόνο μετ’ εὐλαβείας».
244
Γ. ΤΡΟΠΟΣ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑΤΟΣ

Ο τρόπος σερβιρίσματος ξεκινά από το την επιλογή του τραπεζιού, το


στρώσιμό του, συνεχίζεται με την μεταφορά των εδεσμάτων και επεκτείνεται έως
και το προσωπικό.
Θα αναφερθούμε στον τρόπο σερβιρίσματος, στην χρήση και παρουσίαση
όλων των τότε γνωστών επικουρικών και μη σκευών που διέθεταν οι βυζαντινοί,
αλλά και στο σχήμα, στο μέγεθος των τραπεζιών, των τραπεζομάντηλων και των
χειρόμακτρων.
Και τέλος, εάν υπήρχε υπηρετικό προσωπικό και ο ρόλος τους κατά την
διάρκεια του γεύματος.

1. Τραπέζι

Το τραπέζι, στο οποίο έτρωγαν οι βυζαντινοί, ονομαζόταν και τάβλα.1166 Το


σχήμα του βυζαντινού τραπεζιού ήταν στρόγγυλο ή κυκλικό,1167 ή και
τετράπλευρο1168 και μερικές φορές απεικονίζεται και ημικυκλικό.
Σύμφωνα με τον Φ. Κουκουλέ, το πρώτο σχήμα τραπεζιού, είχε πρακτική
σημασία για τους χωρικούς, οι οποίοι συχνά έτρωγαν με τους οικείους τους από
μία λεκανίδα τοποθετημένη στο μέσο του, άρα ήταν αναγκαίο να απέχουν απ’
αυτήν εξίσου όλοι. Αυτό επιτυγχάνονταν μόνο με το στρόγγυλο ή κυκλικό σχήμα
τραπεζιού.1169
Τα κυκλικά και ημικυκλικά τραπέζια, θυμίζουν παλαιοχριστιανικές τράπεζες
προσφορών ή και αντίστοιχες ρωμαϊκής εποχής της αυτοκρατορικής περιόδο,1170
εμφανίζονται από το 11ο αιώνα και μετά.

1166
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 141.
1167
Όπ.π. 141. Ο κυκλικός σοφάς (accubitale), εισήχθη στην Ρώμη περίπου στο τέλος της
δημοκρατίας, αντί των πρώην τετράπλευρων τραπεζιών.
1168
Όπ.π. 141. Επίσης ο Αμασείας Αστέριος, PG 40, 209, ομιλεί περί τρυφώντος: ἀργυρᾶν
τράπεζαν ἐλαύνοντος εἰς πλάτος.
1169
Όπ.π. 141.
1170
Ν. Thierry, Haut Moyen Age en Cappadoce, Les églises de la région de Cavusin, Paris 1994,
120-121.
245
Τα κυκλικά, σε οβάλ σχήμα, τα συναντάμε συχνά στη σκηνή του Μυστικού
Δείπνου, όπως σε χειρόγραφα, από Τετραευαγγέλιο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του
Παρισιού, κώδ. gr. 74, fol. 95 (εικ. 220),1171 από Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, f. 53α,
της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (εικ. 218).1172 Σε τοιχογραφίες στο Άγιο
Αθανάσιο στο Γεράκι (εικ. 99),1173 στον Άγιο Νικόλαο, τον Ορφανό, στη
Θεσσαλονίκη (εικ. 19),1174 αλλά και σε φορητές εικόνες από τη Μονή Σινά (εικ. 161
& λεπτ.).1175
Οβάλ τραπέζι με εμφανή τον σκελετό του συναντάτε στη Φιλοξενία του
Αβραάμ, σε τοιχογραφία στο Παρεκκλήσι της Παναγίας, στη Μονή του Αγίου
Ιωάννη Θεολόγου στην Πάτμο (εικ. 4 & λεπτ.),1176 το 1185-1190, τα πόδια
συνδέονται μεταξύ τους με οριζόντιες ράβδους, όπου οι τρεις Άγγελοι αναπαύουν
τα πόδια τους.1177
Επίσης στην ίδια σκηνή παρατηρούνται μαρμάρινα οβάλ τραπέζια, τα οποία
στερεώνονται σε μονό πόδι σε σχήμα κώνου, όπως σε τοιχογραφίες του 14 ου
αιώνα στη Μονή Χιλανδαρίου (εικ. 13)1178 και στο Παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας,
στο Karlukovo της Βουλγαρία (εικ. 11).1179

1171
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles, πίν. 82.
1172
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 132, εικ. 57.
1173
N. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι, 156, εικ. 241. Βλ. επίσης Η. Magure, "A Fruit
Store and an Aviary", 142, εικ. 12.
1174
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 32. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι
Τοιχογραφίες, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6. Χ. Ν. Μπακιρτζής, Αγιος Νικόλαος Ορφανός
1175
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, V, εικ. 66.
1176
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, εικ. 134 και λεπτ. 294, εικ.
204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η. Κόλλιας, Πάτμος, εικ. 8 και Α. Κ.
Ορλάνδος, Η αρχιτεκτονική, εικ. 3.
1177
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 285.
1178
Όπ.π. 289, εικ. χωρίς αρίθμηση. Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης,
εικ. 103.
1179
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 239, εικ. 139. Βλ. επίσης
L. Mavrodinova, Skalnite, εικ. 20.
246
Ελάχιστα εμφανίζεται το οβάλ τραπέζι στη σκηνή του Γάμου της Κανά, όπως
στη τοιχογραφία στο ναό του Παντοκράτορα στη Μονή Dečani (εικ. 79),1180 το
1335-1355.
Το ίδιο παρατηρείται και σε σκηνή από τα Εισόδια της Θεοτόκου, σε
τοιχογραφία, στο ναό του Τιμίου Σταυρού, στο Πελένδρι της Κύπρου (εικ. 47), 1181
στα τέλη του 14ου αιώνα.
Τα Ημικυκλικά τραπέζια σε μορφή (C), εμφανίζονται στη σκηνή του
ο
Συμποσίου του Ηρώδη από τον 10 αιώνα, όπως σε τοιχογραφία στο ναό του
Αγίου Γεωργίου στη Σκάλα Λακωνίας (εικ. 57).1182 Το ξανασυναντάμε το 13ο αιώνα
σε τοιχογραφία στο ναό της Παναγίας στο Χρύσαφα της Λακωνίας (εικ. 61).1183
Αλλά και σε χειρόγραφο του Τετραευαγγέλιου του Παρισιού, gr. 74, fol. 28v
(εικ. 203)1184 και fol. 75v (εικ. 204),1185 τον 11ο αιώνα.

1180
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. Βλ. επίσης
V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the
Monastery of Decani, έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
1181
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια,
Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, «Ελαιώδη διά άρτυμα», Αρχαιολογία &
Τέχνες 116, 30 και Α. & J. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, 229, εικ. 2 και εικ. 130. J.
Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
1182
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α.
Γκιαούρη, ΑΔ 35 (1980), Χρονικά Β1, 164. M. Panayotidi, La peinture monumentale en
Grèce, CahArch 34 (1986), 82.
1183
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα, 20, εικ. 19 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei, εικ.
11.
1184
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 257, εικ. 48. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 25.
1185
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης όπ.π.
Η. Omont, πίν. 69.
247
Ιδίου σχήματος πλούσιο τραπέζι, που
φιλοξενεί μεγάλο αριθμό συνδαιτυμόνων,
βρίσκουμε σε χειρόγραφο του 13ου αιώνα,
όπου απεικονίζεται συνεστίαση
Βυζαντινών με Άραβες, Σλάβους,
Βαράγγους και Τατάρους.
ος
O Βυζαντινός διοικητής της Oσροηνής (11 αι.),
ος
συντρώγει με Άραβες (Xρ. Σκυλίτση 13 αι.).
(Η. Αναγνωστάκης, «Βυζαντινών διατροφή και
μαγειρείες», εφ. Η Καθημερινή, 1998, 10, εικ. 1)

Στη σκηνή του Γάμου της Κανά, κατά τον 11ο αιώνα, σε σκαλιστό
ελεφαντοστό του Καθεδρικού ναού στο Σαλέρνο (εικ. 251),1186 καθώς και σε
χειρόγραφο από Τετραευαγγέλιο του Παρισιού, gr. 74, fol. 94 (εικ. 234),1187
προτιμάται η απεικόνιση τραπεζιού σε σχήμα C, λόγω έλλειψης χώρου.
Το ίδιο βλέπουμε και σε φορητή εικόνα του 12 ου αιώνα με λεπτομέρεια από
τη Σκηνή του Γάμου της Κανά, της Μονής Σινά (εικ. 164).1188
Και κατά το πλείστον στη σκηνή του Μυστικού Δείπνου, από τον 11ο αιώνα,
όπως σε τοιχογραφίες, στο Sant’ Angelo in Formis, στη Capua (εικ. 91),1189 στη
Pala d' Oro και του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (εικ. 248). 1190
Κατά τον 12ου αιώνα, σε τοιχογραφίες στην Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου,
στο Νικητάρι της Κύπρου (εικ. 93),1191 στον Καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως,

1186
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 155, εικ. 9. Βλ. επίσης
Κ. Weitzmann, “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972), 60-63.
1187
Η. Omont, Evangiles, πίν. 82. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 1.
1188
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, VII, εικ. 147.
1189
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, 22-23, εικ. 6.
1190
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης
H. R. Hahnloser, R. Polacco, La Pala d'Oro, πίν. XXXI, εικ. 56 και Last Supper, 11, εικ. 4.
1191
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale, εικ. 248.
248
στη Μονή Mirojsky, στο Pskov της Ρωσίας (εικ. 94 & λεπτ.),1192 στον Άγιο
Θεόδωρο, στο Τσόπακα της Μέσα Μάνης (εικ. 97 & λεπτ.).1193
Καθώς και στον 14ο αιώνα σε τοιχογραφίες όπως στην Περίβλεπτο του
Μυστρά (εικ. 107).1194 Αλλά και σε φορητές εικόνες της Μονής Βατοπαιδίου στο
Άγιο Όρος (εικ. 170)1195 και της Μονής Σινά (εικ. 171 & λεπτ.).1196
Μικρότερο σε μέγεθος ημικυκλικό σε μορφή (C) τραπέζι, συναντάμε σε
σκηνές γευμάτων με μικρό αριθμό συνδαιτυμόνων. Όπως στη σκηνή του Χριστού
στο σπίτι του Λαζάρου, στον Καθεδρικό ναό του Παλέρμου, Μονρεάλε (εικ.
157),1197 το 1180.
Συμπαγές ημικυκλικό σε μορφή (C) τραπέζι βρίσκουμε σε σκηνή από τα
Εισόδια της Θεοτόκου σε τοιχογραφία στο ναό της Περίβλεπτου στην Αχρίδα (εικ.
44),1198 το 1294-1295.
Στη σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ παρατηρούμε τράπεζα σε ημικυκλική
μορφή, τύπου (C), σε τοιχογραφίες της Καππαδοκίας στη Νέα Εκκλησία στο
Tokali (εικ. 1),1199 τον 10ο αιώνα, αλλά και στο Karikli Kilise, τον 13ο αιώνα (εικ. 5 &

1192
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18.
1193
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, 200, πιν. 1 και 44, εικ. 10.
1194
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische
Malerei, εικ. ΧΧVIII. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, 18, εικ. 1.
G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 94-95,
εικ. 109.
1195
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 71, εικ. 44. Βλ.
επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. Δ΄, εικ. 306.
1196
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, Χ, εικ. 205.
1197
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, I mosaic del period normanno in Sicilia, εικ. 242 και 245.
1198
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η ίδια,
The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, τ. 4, εικ. 15.
1199
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης
A. W. Epstein, Tokali Kilise, εικ. 105.
249
λεπτ.),1200 καθώς και στο ναό Αγίας Τριάδος στο Κρανίδι Αργολίδας (εικ. 8), 1201 το
1244-1245.
Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και τον 14ο αιώνα, όπως σε τοιχογραφίες της Bela
Crkva, στο Karan της Σερβίας (εικ. 15),1202 στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, στη
Κριτσά της Κρήτης (εικ. 17),1203 στον Άγιο Νικόλαο στη Νιο των Χανίων Κρήτης
(εικ. 14)1204 και στο Ναό της Μεταμορφώσεως, στο Novgorod της Ρωσίας (εικ.
18),1205 όπου φέρονται τυφλά τοξωτά ανοίγματα στην μπροστινή όψη της
τράπεζας.
Σε μικρογραφία ψαλτηρίου από το Βαρβερινό Κώδικα 372 (εικ. 184
λεπτ.),1206 το 1092, αλλά και σε ψηφιδωτό στον Καθεδρικό ναό, Monreale της
Σικελίας (εικ. 3),1207 το 1180-1190.
Επίσης σε ορειχάλκινη θύρα στο Καθεδρικό ναό της Γενεσίου της Θεοτόκου,
στο Suzdal της Β. Ρωσία (εικ. 249 & λεπτ.),1208 το 1230.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλα τα παραπάνω τραπέζια της σκηνής της
Φιλοξενίας του Αβραάμ, δεν είναι ορατός ο σκελετός του τραπεζιού.

1200
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 236 εικ. 135 και λεπτ. 294,
εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon, εικ. 10.
1201
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης
S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada, πίν. 19.
1202
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 242 εικ. 143. Βλ. επίσης
Β. Todic, Serbian Medieval Painting, εικ. 112.
1203
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, εικ. 145. Βλ. επίσης Στ.
Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πίν. 47.
1204
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 289, εικ. χωρίς αρίθμηση.
Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης, εικ. 103.
1205
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, εικ. 151. Βλ. επίσης Α.
Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, 309.
1206
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 234, εικ. 132 και 288, εικ.
198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, 31.
1207
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, 64.
1208
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 237 εικ. 136 και λεπτ. 289,
εικ. 200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, 31 και A. N. Orchinnikov, Golden Gates in
Suzdal, Moscow 1978.
250
Το στρογγυλό ήταν το πιο συνηθισμένο σχήμα τραπεζιού, όπως μας
πιστοποιεί ο Ευστάθιος εκ Θεσσαλονίκης,1209 ο οποίος προσπαθεί να ερμηνεύσει
την συχνότητα της χρήσης του, λόγω της ισότητας που προσφέρει στους
συνδαιτυμόνες, αλλά και για την αποφυγή παρεξηγήσεων.1210 Επίσης παρέθετε
στην ίδια απόσταση τις τροφές που προσφέρονταν στο τραπέζι.1211
Στρόγγυλο μαρμάρινο τραπέζι παρατίθεται σε σκηνή του Μυστικού Δείπνου,
σε τοιχογραφία του ναού της Μονής Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 104 &
104α),1212 το 1310.
Ο Λιουτπάρδος, όμως αναφέρει ότι προσκαλούμενος σε ανακτορικό γεύμα,
συναντά μακρύ και στενό τραπέζι,1213 κάτι που παρατηρείται κατά κανόνα στις
περισσότερες βασιλικές τράπεζες.1214
Όπως παρατηρείτε σε τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, με τη σκηνή από το
Συμπόσιο του Ηρώδη, στο ναό της Θεοτόκου στο Peć (εικ. 63),1215 στο

1209
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 141. Βλ. Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν
Ὁμήρου Ὀδύσσειαν καὶ Ἰλιάδα, 1401,44: «Τράπεζαν δὲ τανύεσθαι εἰπών, ἐμφαίνει μήπω
κυκλοτερεῖς εἲναι τότε τάς τραπέζας, ἀλλὰ τετανυσμένες εἰς μῆκον». Επίσης στη ¨Διήγηση περί του
βίου και της πολιτείας του μακαρίου Φιλαρέτου¨ (Βυζαντινά Χρονικά, 5, 75, 15), γίνεται λόγος για
τεράστια στρογγυλοειδούς τραπεζιού, στην οποία μπορούσαν να καθίσουν περίπου τριάντα έξι
άτομα.
1210
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχου Αβραάμ, 189-190. Κατά τα
συμπόσια, τα οποία γινόταν κατόπιν προσκλήσεως, επιβάλλονταν να τηρείται ορισμένη τάξη που
όριζε την θέση έκαστου συνδαιτυμόνα, ως τιμητική οριζόταν η προς τα δεξιά και κατά αξιώματα
από τον δειπνοκλήτορα.
1211
Όπ.π. 190: «ἐπενοήθησαν αἱ κυκλοειδεὶς τράπεζαι διά τε τὴν ἀνυπέρβλητον ἰσότητα καὶ πρὸς
ὁμοιότητα τῆς τροφοφόρου ἅλωνος» (Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου
Ὀδύσσειαν καὶ Ἰλιάδα, 1401,45).
1212
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1213
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 142. Βλ. επίσης, Lioutprandi, Relatio de legatione
Constantinopolitana, J. Becker (ed.), Hannover-Leipzig 1915, 11, 13, 17, 32.
1214
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 142.
1215
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines, εικ. 105 και M. Ivanocic, L’église de la
Vierge Hodigitria, εικ. 63.
251
Βαπτιστήριο, του Αγίου Μάρκου της Βενετίας (εικ. 64 & λεπτ.), 1216 στη Μονή
Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65),1217 στο ναό του Αγίου
Νικολάου, στο Curtea d’ Arges, της Ρουμανίας (εικ. 66),1218 στο ναό της Παναγίας,
στη Κριτσά Κρήτης (εικ. 67)1219 και στον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο, στα Κασοίκια
Ικαρίας (εικ. 68).1220
Σε σκηνή με τον Μυστικό Δείπνο, όπως αυτό φαίνεται σε τοιχογραφίες στο
Karanlik Kilise, της Καππαδοκίας (εικ. 89), 1221 11ος αιώνας, στο παρεκκλήσι του
Αγίου Γεωργίου ή Όμορφης Εκκλησίας, στην Αθήνα (εικ. 101 & λεπτ.), 1222 τον
12ο αιώνα, με πλούσιο ποδέα και στο Σαν Μάρκο της Βενετίας (εικ. 100), 1223
στα τέλη του 12 ου αιώνα, με έξι μαρμάρινους κιονίσκους, οι οποίοι χρησιμεύουν
ως πόδια της τράπεζας. Αλλά και σε φορητή εικόνα του 14 ου αιώνα από τη
Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη (εικ. 178), 1224 με εμφανή τα ξύλινα πόδια του
τραπεζιού.

1216
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, πίν. 41. A.
Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac Cormick New Testament. III, εικ. XXII και R. Tozzi, I
mosaici del Battistero di S. Marco, εικ. 4, 8.
1217
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, πίν. 36.
1218
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο. Tafrali,
Monuments byzantins de Curtea d’ Arges, πίν. Ι,Χ, 2.
1219
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M.
Barboudakis, Panaghia Kera Fresques byzantines de Kritsa, εικ. 31.
1220
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 335, εικ. 218 και Φωτ. αρχείο
ης
2 Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
1221
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης
Ν. Thierry, Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire rupestre de Cappadoce, (η ίδια,
Peintures d'Asie Mineure, αρ. Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β και εικ. 5, σχέδιο, Α.
1222
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα, πίν. 49.
1223
Last Supper, 36-37, εικ. 56.
1224
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 94, εικ. 94.
252
Πλούσιο μακρόστενο τραπέζι συναντάμε στη σκηνή από το Γεύμα του
Θεοπίστου, στο ναό της Παναγίας στην Επισκοπή στα Μέσα Μάνης (εικ. 158 &
λεπτ.),1225 τέλη 12ου αιώνα.
Μεγάλα σε μέγεθος τραπέζια, λόγω του αυξημένου αριθμού
προσκεκλημένων, απεικονίζονται σε χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του
Παρισιού, κώδ. gr. 135 φ. 18ν (εικ. 240)1226 και 9ν (εικ. 241 & λεπτ.),1227 το 1362,
στη σκηνή Γεύματος στην οικία του Ιώβ.
Το ίδιο παρατηρείτε και σε τοιχογραφία με τον Γάμο της Κανά, στο ναό του
Αγίου Νικήτα, στα Σκόπια (εικ. 77),1228 στις αρχές του 14ου αιώνα.
Σε σκηνές των Γεννήσεων δεν συνηθίζεται να εικονογραφούνται τραπέζια,
αφού τις προσφορές τις μεταφέρουν οι θεραπαινίδες στα χέρια. Παρόλο αυτά σε
ορισμένες παραστάσεις με τη σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου, του 14ου αιώνα
εμφανίζονται ξύλινα, λιτά, ορθογώνια τραπέζια, τοποθετημένα κοντά στη λεχώνα
με σκοπό την παράθεση των προσφορών. Όπως σε ψηφιδωτό στη Μονή της
Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (εικ. 38),1229 όπου η Αγία Άννα παριστάνεται
ανακαθισμένη σε μεγάλη και ψηλή κλίνη, τοποθετημένη λοξά, όπως και το μικρό
τραπέζι στο κέντρο,1230 στο ναό του Αγίου Φανουρίου, στο Βαλσαμόνερο της
Κρήτης (εικ. 86), καθώς και σε φορητή εικόνα της Μονής Σινά (εικ. 96). Τον 15ο
αιώνα και μετά, η προσθήκη τραπεζιού στο πλάι της λεχώνας είναι συνήθης, όπως
στη φορητή εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο, με την Γέννηση του Προδρόμου
(εικ. 142).

1225
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πίν. 47 και 220, εικ. 46
(λεπτ.). Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 88α. Και I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ.
1226
Όπ.π. 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J. Durand (επιμ.), Byzance (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460.
1227
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, Η Βυζαντινή
Οικία, 86, εικ. 97.
1228
P. A. Underwood, Iconography of Ministry Cycles, στο The Kariye Djami, τ. 4, εικ. 20. Βλ.
επίσης V. Duric, Byzantinische Fresken im Yugoslavien, εικ. 48.
1229
P. A. Underwood, The Kariye Djami, 98 εικ. 87 και J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie De
L'enfance De La Vierge Dans L'Empire Byzantin Et En Occident, Bruxelles 1992. Βλ. επίσης λεπτ.
Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, 196, εικ. 185.
1230
Όπ.π. 275.
253
Μακρόστενο ορθογώνιο, χαμηλό, τραπέζι, με ιδιαίτερη τεχνική και μικρά
τοξωτά ανοίγματα, εικονίζεται σε ψηφιδωτό στο εσωνάρθηκα, στο δεύτερο θόλο,
του ναού της παραπάνω Μονής (εικ. 100β), από τη σκηνή της Ευλόγησης των
ιερέων, από την παιδική ηλικία της Παναγίας, οι τρεις αρχιερείς κάθονται γύρω
από τις τρεις πλευρές του τραπεζιού.1231
Παρόμοιου σχήματος τραπέζι, όπου δεν είναι ορατός ο σκελετός του,
βρίσκουμε και στη Φιλοξενία του Αβραάμ, σε ψηφιδωτό μωσαϊκού τοίχου στο
Cappella Palatina, στο Παλέρμο της Σικελίας (εικ. 2),1232 το 1154-1166. Αντίθετα
σε τοιχογραφία στο Παρεκκλήσι Αγίας Τριάδος, της Μονής Djurdjeni Stupovi (εικ.
9),1233 τον 13ο αιώνα, εμφανίζεται και ο σκελετός του ορθογώνιου τραπεζιού.
Κατά τον 13ο αιώνα και μετά, παρουσιάζονται και ξύλινα συμπαγή σε
κατασκευή τραπέζια, όπου το θωράκιο που φράσει το εμπρόσθιο μέρος τους,
φέρει μικρά τετράγωνα ανοίγματα.1234 Ενώ τα πόδια μόλις και ξεχωρίζουν από το
σκελετό, πατούν σταθερά στο έδαφος και παρουσιάζονται σκαλισμένα. Τέτοια
τραπέζια συναντάμε σε τοιχογραφία του Καθολικού της Μονής, στη Gračanica του
Κοσσόβου (εικ.12),1235 το 1320 – 1321.
Τον 14ο αιώνα εισάγεται ο τύπος του ορθογώνιου τραπεζιού με ανάλαφρο
ξύλινο σκελετό, που φέρει τέσσερα κοντόχονδρα πόδια και στην μπροστινή όψη
του παρατηρείτε εγκάρσιο άνοιγμα,1236 όπως σε μικρογραφία χειρόγραφου του

1231
Όπ.π. 276. Το επεισόδιο εικονίζεται, όπως είναι γνωστό από το απόκρυφο πρωτοευαγγέλιο
του Ιακώβου.
1232
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18 και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici,
πίν. XXXVII.
1233
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης
B. Todic, Serbian Medieval Painting, πίν. II.
1234
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 286.
1235
Όπ.π. 240, εικ. 141 και λεπτ. 286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica,
πίν. 54a.
1236
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 286.
254
Καντακουζηνού, κώδ. 1242, φ. 123ν, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (λεπτ.
εικ. 187).1237
Το ίδιο συναντάμε και σε φορητές εικόνες από το Καθολικό της Μονής
Βατοπαιδίου (εικ. 179),1238 του Μουσείου Μπενάκη (εικ. 180)1239 και του
Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (εικ. 181).1240
Επίσης ιδιαίτερο σε σχήμα μακρύ και στενό, εμφανίζεται το ξύλινο τραπέζι
από την σκηνή της Ουράνιας Κλίμακας, σε τοιχογραφία στον εξωνάρθηκα του
Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου (εικ. 159),1241 στις αρχές του 14ου αιώνα.
Αντίστοιχους τύπους τραπεζιών παρατηρούμε και σε μοναστήρια, όπου
ορισμένα ήταν συμβαλτά, δηλαδή ανοιγοκλειόμενα ή συστελτά, επίσης
ανοιγοκλειόμενα για τουλάχιστον τρεις ακόμα άνδρες.1242
Στη σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων, απεικονίζεται συχνά ένα είδος
ορθογώνιου τραπεζιού, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την κατανάλωση τροφή,
αλλά έχει την χρήση της σημερινής Αγίας Τράπεζας με την προσφορά οίνου κα

1237
Όπ.π. 245, εικ. 147, εικ. 148 λεπτ. Βλ. επίσης Ι. Spatharakis, The Portrait in byzantine
Illuminated Manuscripts, Leiden 1976, 131 και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του
Αβραάμ, πίν. 36, εικ. 1 (λεπτ.) Βλ. Η. Οmont, Miniatures, 59, πίν. CXXVIIb, έγχρωμη απεικόνιση: Α.
Grabar, La Peinture Byzantine (Skira), 184.
1238
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 149. Βλ. επίσης
Α. Grabar, Les Revetments, πιν. D και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ, 89,
πίν. 37, εικ. 1 και Βλ. M. Chatzidakis, L’icône byzantine, 33 και 36-37, εικ. 22-230.
1239
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 150 και λεπτ.
290, εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ, 89, πίν. 36, εικ. 2
και Α. Ξυγγοπούλου, Μουσείον Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση:
Α. Grabar, La Peinture Byzantine, 192 και στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei,
Essen 1961, 75.
1240
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 345, εικ. 239 και Ν.
Χατζηδάκη, Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση ενός
ου ου
θέματος στην κρητική εικονογραφία του 15 – 16 αιώνα, 1982-1983, 127-178, εικ. 2.
1241
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1242
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 142. Βλ. επίσης F. Miklosich, J. Muller, Acta et diplomata
Graeca medii aevi, 1968, τόμ. 6, 243 και Κωνσταντίνος Ζ΄, Πορφυρογέννητος, Ἔκθεσις της
Βασιλείου Τάξεως, 465,9 και 486,14.
255
άρτου από το Ιησού προς τους Αποστόλους. Η Τράπεζα φέρει πάντοτε κάλυμμα,
με εμφανή σχέδια σταυρού ή σταυρών στο μπροστινό του μέρος, άλλοτε λιτό και
άλλοτε περίτεχνο, προοιωνίζοντας την σημερινή Αγία Τράπεζα.
Με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται σε τοιχογραφίες από τον 11 ο αιώνα, όπως
σε ψηφιδωτό από τον ναό της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο (εικ. 122).1243
Τον 13ο αιώνα, σύμμετρη σύνθεση της σκηνής, παρατηρούμε στην Αχρίδα,
στο Ιερό Βήμα του ναού της Παναγίας, στη Μονή Στουντένιτσα, (εικ. 127).1244 Αλλά
συχνότερα εικονογραφείται το ορθογώνιο τραπέζι, στις αρχές του 14 ου αιώνα,
όπως στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη (εικ. 137 & λεπτομ.),1245
στο ναό της Μονής Gračanica, στη Σερβία (εικ. 138),1246 στην αψίδα του ναού των
Αγίων Ταξιαρχών, στη Μονή Lesnovo στα Σκόπια (εικ. 140)1247 και στο ναό της
Παναγίας, στη Μονή Mateić (Mateiča) στη Σερβία (εικ. 143 & 144).1248
Όπου ο Ιησούς εμφανίζεται ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά του ίδιου
τραπεζιού, εκτός από αυτή του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, όπου
απεικονίζονται σε δύο τοιχογραφίες, η Μετάδοση και η Μετάληψη των Αποστόλων,
με ξεχωριστές τράπεζες.
Σπάνια η τράπεζα γίνονταν χαμόκκουμβα, πάνω σε τάπητες στο έδαφος.1249
Μία τέτοια παράσταση είναι η τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας, στο
σπήλαιο της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, στην Τάλα Πάφου της Κύπρου (εικ. 96 &
λεπτ.),1250 το 1196, με τη σκηνή του Μυστικού Δείπνου.
Αρκετά συχνά παρατηρούμε και τετράγωνα τραπέζια, η εμφάνισή τους ξεκινά
από τα τέλη του 9ου ή αρχές 10ου αιώνα, σε εικονογραφημένο χειρόγραφο από τον

1243
V. Lazarev, Old Russian Murals und Mosaics, 39 f, πίν. 21-24.
1244
V. Petkovic, La peinture serbe du moyen âge, εικ. 3 & 4.
1245
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, 39, εικ. 72, Ι.7
και εικ. 73, Ι.8, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ. Αχείμαστου –
Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 159, εικ. 139.
1246
O. Demus, The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4,
εικ. 36.
1247
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, πίν. 6, εικ. 13.
1248
Όπ.π. πίν. 31, εικ. 63 και εικ. 64, αντίστοιχα.
1249
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 142. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 465,9 και 487,6.
1250
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα, 1997. Βλ. επίσης για
λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 147, εικ. 66.
256
Χρυσοστομικό κώδικα αρ. 211, φ. 56, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (εικ.
230),1251 με θέμα: Η διάδοση της Γιορτής.
Η εμφάνισή τους συνεχίζεται στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη σε
τοιχογραφίες από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στο Novgorod της Ρωσία (εικ.
59),1252 το 1189, στο ναό του Σωτήρα στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδας (εικ. 60),1253
το 1260-1280. Καθώς και σε φορητή εικόνα της Μονής Σινά (εικ. 173),1254 στις
αρχές του 13ου αιώνα.
Σποραδικά τετράγωνα ξύλινα τραπέζια μικρά, βρίσκουμε και σε χειρόγραφα
της Μονής Βατοπαιδίου, με την προσωποποίηση του Φεβρουαρίου, κώδ. 1199, φ.
134ν, (εικ. 239),1255 το 1346, καθώς και σε σκηνή από τον Γάμο της Κανά, της
Μονής Ιβήρων αρ. 5, φ. 363ν (εικ. 207),1256 του 12ου αιώνα, επίσης λόγω έλλειψης
χώρου.
Το ίδιο παρατηρείτε και στη σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, σε ψηφιδωτό
στο ανατολικό τυφλό τόξο του νάρθηκα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας (εικ. 6), 1257

1251
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα – Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή - Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3, Αθήνα, 1997, 29-30, εικ. 17.
1252
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 280, εικ. 99. Βλ. επίσης Ν.
Salko, Early Russian painting, Leningrand, 1982, εικ. 117.
1253
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ.
Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα, 1978, εικ. 53.
1254
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης Γ. &
ο ο
M. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη, Εικόνες από τον 12 ως τον 15
αιώνα, Σινά. Οι θησαυροί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα 1990, εικ. 52.
1255
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. δ΄, Αθήνα 1991, 322- 324, εικ.
318.
1256
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
όπ.π. Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα
Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
1257
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 109, εικ. 12. Βλ. επίσης Ε.
Vio (ed.), The Basillica of St. Mark in Venice, Florence 1999, εικ. 64.
257
το 1225, σε τοιχογραφία στη Παναγία Χρυσαφίτισσα στη Λακωνία (εικ. 10),1258 το
1289-1290 και σε φορητή εικόνα από το Μουσείο Vladimir, στο Suzdal (εικ.
176),1259 τον 14ο αιώνα.
Συνηθισμένο είναι το τετράγωνο τραπέζι στην Κοινωνία των Αποστόλων,
όπου καλύπτεται μόνο μέρος της πάνω επιφάνειά του, όπως σε τμήμα
τοιχογραφίας από τη Αγία Σοφία στην Αχρίδα (εικ. 123),1260 το 1037-1056, με
ξυλόγλυπτη θύρα στο μπροστινό μέρος της και στη κόγχη του ναού των Αγίων
Αποστόλων, στο Πέρα Χωριό της Κύπρου (εικ. 130),1261 τον 12ο αιώνα.
Ή με μεγάλο κάλυμμα που κάλυπτε εξολοκλήρου της Τράπεζα όπως σε
τοιχογραφίες στη κόγχη του ναού της Παναγίας της Φορβιώτισσας ή Ασίνου, στην
Κύπρο (εικ. 124),1262 το 1105-1106, στον Καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως,
στη Μονή Mirojsky, Pskov, της Ρωσίας (εικ. 125),1263 το 1156, στη κόγχη του ναού
της Παναγίας κοντα στο Μονάγρι της Κύπρου (εικ. 132),1264 στα τέλη του 12ου
αιώνα, σε μικρογραφία από ειλητάριο της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου
στην Πάτμο (εικ. 126),1265 αρχές 13ου αιώνα και σε μεμονωμένες τοιχογραφίες στο

1258
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa – Kirche in Chrysapha /
Lakonien, Athen 2000, πίν. 35b.
1259
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 280, εικ. 180. Βλ. επίσης
Κ. Onasch, Α. Schnieper, Ikonen. Fascination und Wirkligkeit, Freiburg 1995, 77.
1260
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 53, εικ. 24. Βλ. επίσης
R. Hamann, Mac Lean, H. Hallensleben, Die monumental Malerei in Serbien und Makedonien vom
I, 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Gieben, 1963, πίν. 4 (1,3:ΙΙ 20-23 και ΙΙΙ 1) και Α. Grabar,
«Les peintures dans le chœur de Sainte Sophie d’Ochrid», CA 15 (1965) 257-265, 259f.
1261
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 165, εικ. 73.
1262
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 54, εικ. 25. Βλ. επίσης Μ. Quenot, Η Εικόνα
Οδηγός, 75, εικ. 29.
1263
Όπ.π. 68, εικ. 21.
1264
Όπ.π. 273, εικ. 134.
1265
Όπ.π. 149, εικ. 67. Βλ. επίσης Α. Κ. Orlando, The architecture and the frescoes of Patmos,
ελληνικά, Αθήνα 1970, εικ. 80 και Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco
Painting in Greece, University of South Africa, Pretoria 1982, εικ. 347.
258
πλάγιο τοίχο του ιερού βήματος, στο Παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, στη
Θεσσαλονίκη (εικ. 133 & 134),1266 το 1303.
Ενώ υπάρχουν αναφορές ότι σε ανάγκη μη ύπαρξης τραπεζιού, στρώνονταν
σε σκαμνί απλό μαντήλι όπου και έτρωγαν.1267
Όσο αφορά το υλικό κατασκευής των βυζαντινών τραπεζιών, αναφέρεται ότι
οι πτωχοί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν το ξύλο ή δε πλούσιοι, το ασήμι.
Συνήθιζαν οι τελευταίοι να επενδύουν αυτά με διάφορα ελάσματα από
ασήμι.1268
Το ξύλινο τραπέζι εμφανίζεται εκ νέου τον 12ο αιώνα, ενώ συνηθιζόταν στην
παλαιοχριστιανική εποχή.1269 Όπως φαίνεται σε μικρογραφίες αντίγραφου
Οκτάτευχους, Vat. gr. 746.12, f. 72ν και 747 στο Βατικανό (εικ. 242 & 243
αντίστοιχα),1270 το β΄ τέταρτο 12ου αιώνα.
Πολλές φορές διακοσμούσαν τα τραπέζια τους με ανάγλυφα σχέδια,
ελάσματα ελεφαντόδοντου, επιχρυσωμένα ή όχι, ενώ ελεφαντόδοντο
χρησιμοποιούσαν και στα πόδια.1271 Τέλος, σε ανάκτορο έχει αναφερθεί μικρή
χρυσή τράπεζα.1272
Τον 14ο αιώνα παρουσιάζονται εξαιρετικά ξυλόγλυπτα τραπέζια με εμφανή τα
περίτεχνα διακοσμημένα πόδια τους, όπως σε τοιχογραφίες από το Συμπόσιο του
Ηρώδη, στον ναό των Αγίων Αποστόλων, στο Παρεκκλήσιο του Προδρόμου, στη

1266
Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985, εικ. 2.
Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3) στον
ναό του Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 2008, εικ. 47, 49 και 46 αντίστοιχα. Βλ. επίσης για εικ. 134,
D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, εικ. 79.
1267
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 142.
1268
Όπ.π. 142. Βλ. επίσης Αστέριος Αμασείας, PG 40, 209, 276, Χρυσόστομος, PG 57, 289 και
Γρηγόριος Νύσσης, PG 46, 468.
1269
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 290. Πρβλ. Topkali Serai,
ος
cod 8, φ. 78r (12 αι.) και Σμύρνη, κώδ. Α1, φ. 30r/ν (1130-1140).
1270
Α. Τριβυζαδάκη, Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 290.
1271
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 143. Βλ. επίσης Αστέριος Αμασείας, PG 40, 276 και Γρηγόριος
Νύσσης, PG 46, 468.
1272
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 143. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 93,10, 587,15 και 18, 597,18 και
771,2,4.
259
Θεσσαλονίκη (εικ. 62 & λεπτ.),1273 σε σκηνή του Γάμου της Κανά, στον Άγιο
Νικόλαο τον Ορφανό στη Θεσσαλονίκη (εικ. 74)1274 και στο κυρίως ναό, στο βόρειο
τοίχος, του Αγίου Νικολάου στο Ljuboten της Σερβίας (εικ. 80),1275 με περίτεχνα
τοξωτά ανοίγματα.
Παρατηρούμε επίσης κατά τον 14ο αιώνα, ξύλινα τραπέζια, συμπαγή με
πόδια και τυφλά τοξωτά ανοίγματα στη μπροστινή όψη, που δίνουν την εντύπωση
ενός στιβαρού ορθογώνιου επίπλου, όπως σε σκηνή του Γάμου της Κανά, σε
τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Νικολάου, Curtea-de-Arges της Ρουμανίας (εικ.
81),1276 όπου η οπίσθια πλευρά του τραπεζιού εμφανίζεται ψηλότερη από την
μπροστινή.
Απεικονίζονται επίσης τράπεζες σε σχήμα τραπεζίου, με πεπλατυσμένη την
πίσω πλευρά και μεγαλύτερη από την μπροστινή, τα οποία στηρίζονται σε ένα
μονό πόδι με μεγάλη βάση, όπως σε μεμονωμένες τοιχογραφίες της σκηνής της
Κοινωνίας των Αποστόλων, στην αψίδα του ναού του Αγίου Δημητρίου στο
Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), στα Σκόπια (εικ. 145 & 146),1277 το 1366-
1371.
Ένα ακόμα υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή τραπεζιών είναι το
μάρμαρο, όπως αυτό που παρουσιάζεται στη σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ,
στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ.

1273
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα,
1998, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres a
Thessalonique, Vénice 1971, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches
Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu Thessaloniki, Baden-Baden, 1986,
εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 146, εικ. 125.
1274
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος
Νικόλαος Ορφανός, εικ. 60. Α. Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού, εικ.
91, 92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, 161-162, εικ. 142.
1275
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, 3, εικ. 7, 8.
1276
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, τ. 4, εικ.
17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea de Arges, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2.
Φωτογραφικό αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine,
Bucharest.
1277
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, πίν. 81, εικ. 154 & 155, αντίστοιχα.
260
19 & λεπτ.),1278 το 1380. Το μάρμαρο εμφανίζεται λευκό με σκουρόχρωμες
φλεβώσεις, όπου στο μπροστινό μέρος, έχουν σκαλιστεί τρία τοξωτά μονόλοβα
ανοίγματα, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται δύο ακόμα μεγαλύτερης
διαμέτρου.1279
Μαρμάρινο τραπέζι συναντάμε σε τοιχογραφία στο Ναό του Αγίου Δημητρίου,
στο Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), στα Σκόπια (εικ. 108),1280 το 1366-
1371, με τη σκηνή του Μυστικού Δείπνου.
Και σε σκηνή από την Κοινωνία των Αποστόλων, σε τοιχογραφία στην κόγχη
του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στη Κύπρο (εικ. 131),1281 στα τέλη του 12ου
αιώνα.
Γενικά από εικονογραφική άποψη, αρκετές σκηνές απεικονίζουν τα
μακρόστενα τραπέζια της παλιάς ανατολικής παράδοσης, τα οποία συνηθίζονταν
στην Ανατολή και στη Δύση, ενώ στη βυζαντινή εικονογραφία υφίστανται τα
ημικυκλικά, σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα.1282

2. Τραπεζομάντηλο και χειρόκτιο

Τραπεζομάντηλα

Το επικάλυμμα με το οποίο καλύπτονταν το τραπέζι λεγόταν με(ν)σάλι(ο)ν ή


μιν(σ)άλι(ο)ν.1283 Για την κατασκευή του χρησιμοποιούνταν διαφόρων ποιοτήτων
υφάσματα, αναλόγως της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη, αναφέρονται και

1278
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ.
287, εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, Belgrade 1986, 143,
εικ. 78.
1279
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 287.
1280
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 83, εικ. 156.
1281
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 71, εικ. 24.
1282
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα, Αθήνα
1971, 63.
1283
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 144. Το Τραπεζομάντηλο λέγεται μεσάλα στη Ζάκυνθο και στη
Κυζίκη, μισάλα στο Αδραμύτιο και μισάλι, στη Μεσσήνη, ταβλομεσάλα, ταβλομέσαλο παλαιότερα
στη Κέρκυρα και στην Ανατολική Θράκη και ταβλομάντηλο στη Θήρα, Μήλο και Κάρπαθο). Βλ.
επίσης Ἔκθεσις, 465,10.
261
χρήση πολύτιμων λίθων και χρυσού.1284 Το μέγεθός του ήταν τέτοιο ώστε να
καλύπτει όλη την επιφάνεια του τραπεζιού.1285
Αρχικά παρατηρείται να διαφέρει το κομμάτι του υφάσματος που καλύπτει
την άνω επιφάνεια του τραπεζιού, τόσο ως προς το χρώμα όσο και ως προς το
σχέδιο, με εκείνο που πέφτει για να καλύψει το υπόλοιπο.
Από το 10ο αιώνα εμφανίζεται το κάλυμμα του τραπεζιού με τη μορφή
δίχρωμου υφάσματος, καλύπτοντας τον σκελετό, χωρίς πτυχώσεις. 1286 Όπως σε
τοιχογραφία στη Νέα Εκκλησία, στο Tokali της Καππαδοκίας (εικ. 1),1287 το 950-
960.
Τα τραπεζομάντηλα στα τέλη του 11ου αιώνα αποκτούν φυσικότητα,
εμφανίζουν πτυχώσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις το μπροστινό μέρος του
τραπεζιού μοιάζει με αναρτημένο παραπέτασμα.1288
Συγκεκριμένα, απλά τραπεζομάντηλα, με πτυχώσεις στο παραπέτασμα
συναντάμε σε χειρόγραφα του 11ου αιώνα, στο Τετραευαγγέλιο, κωδ. gr. 74 της
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, στο φ. 95, (εικ. 220)1289 και στο φ. 94 (εικ.
234).1290
Επίσης σε μικρογραφία στο Βαρβερινό κώδικα 372, της Biblioteca Apostolica
Vaticana (εικ. 184 & λεπτ.),1291 το 1092, το ύφασμα του παραπετάσματος φέρει
σκούρο ρόδινο χρώμα και χαρακτηριστικές πτυχώσεις, καθώς κρέμεται από την
περιφέρεια της ξύλινης κυκλικής επιφάνειας του τραπεζιού.1292

1284
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 144.
1285
Όπ.π. 144. Αν και ο Λιουτπράνδος μας δίνει πληροφορία ότι το τραπεζομάντηλο του βασιλικού
τραπεζιού ήταν τόσο μικρό, ώστε ένα τμήμα του να είναι ακάλυπτο (Liutprmâs von Cremona
Werke, Relatio de legatione Constantinopolitana, 11).
1286
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 291.
1287
Όπ.π. 233, εικ. 130. Βλ. επίσης A. W. Epstein, Tokali Kilise, εικ. 105.
1288
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 291.
1289
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles, I, πίν. 82.
Στο Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο.
1290
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 1. Βλ. επίσης όπ.π. Η. Omont, πίν. 82. Στο
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο.
1291
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 234, εικ. 132 και 288, εικ.
198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg 1984, 31.
1292
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 288.
262
Καθώς και σε τοιχογραφίες από την Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, στο
Νικητάρι της Κύπρου (εικ. 93),1293 το 1106 και στον Καθεδρικό ναό της
Μεταμορφώσεως, στη Μονή Mirojsky, στο Pskov της Ρωσίας (εικ. 94 & λεπτ.),1294
το 1156.
Στο ναό του Παντοκράτορα της Μονής Decani, στη Σερβία (εικ. 79),1295 το
1335-1355, το παραπέτασμα είναι δίχρωμο. Όπως και σε φορητές εικόνες της
Μονής Σινά του 12ου αιώνα, από τη σκηνή του Μυστικού Δείπνου (εικ. 161
λεπτ.)1296 και του Γάμου της Κανά (εικ. 164).1297
Στο Τετραευαγγέλιο του Παρισιού κώδ. gr. 74, το β΄ μισό του 11 ου αιώνα, με
θέμα τη σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, στα fol. 28v (εικ. 203)1298 και 75ν
(εικ. 204),1299 τα τραπεζομάντηλα φέρουν σχέδια και τα παραπετάσματα
πτυχώσεις και μοτίβα.
Τραπεζομάντηλο με κεντημένες πέτρες στην μπορντούρα και με
παραπέτασμα με πτυχώσεις εικονίζεται σε τοιχογραφία στο Σαν Μάρκο της
Βενετίας (εικ. 100),1300 στα τέλη του 12ου αιώνα.
Σε φορητή εικόνα της Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους (εικ. 170), 1301 του
β΄ μισού του 12ου αιώνα, το τραπεζομάντηλο στο τραπέζι του Μυστικού Δείπνου
φέρει σχέδια σ’ όλη την επιφάνειά του, ενώ εμφανής είναι ο τρόπος ανάρτησης του
παραπετάσματος.

1293
I. Anagnostakis I.–T. Papamastorakis T. “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ.
επίσης Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, Παρίσι 1996, εικ. 248.
1294
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18.
1295
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. Βλ. επίσης
V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the
Monastery of Decani. έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
1296
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, VII, εικ. 147.
1297
Όπ.π. VII, εικ. 147.
1298
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 257, εικ. 48. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 25.
1299
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 69.
1300
Last Supper, Phaedon editors, London, 2000, 36-37, εικ. 56.
1301
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 71, εικ. 44. Βλ.
επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. Δ΄, εικ. 306.
263
Ενώ η χρήση απλού τραπεζομάντηλου και παραπετάσματος χωρίς
πτυχώσεις παρατηρείται και σε απεικονίσεις του 11 ου αιώνα, χωρίς όμως να τον
χαρακτηρίζουν. Όπως σε μικρογραφία σε Ευαγγελιστάριο, κωδ. 587, φ. 53α, της
Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (εικ. 218),1302 το 1059, όπου το παραπέτασμα
εμφανίζεται απλό.
Αντίθετα σε τοιχογραφία στο Sant' Angelo in Formis, Capua, Καπούη (εικ.
91),1303 β΄ μισό 11ου αιώνα, το τραπεζομάντηλο είναι μονόχρωμο, ενώ το
αναρτημένο παραπέτασμα είναι πολύχρωμο με ρομβοειδή σχέδια, όπως και σε
τοιχογραφία στο Karanlik Kilise, Καππαδοκία (εικ. 89), 1304 τον 11ο αιώνα,
εμφανείς είναι ο τρόπος ανάρτησης του παραπετάσματος στο τραπέζι.
Παρόμοιο ύφασμα με ρομβοειδές σχέδιο ανευρίσκουμε σε τοιχογραφία
στο ναό της Αγίας Τριάδας στο Κρανίδι της Αργολίδας (εικ. 8), 1305 το 1245,
καλύπτοντας όλη την επιφάνεια του.
Πολύχρωμα τραπεζομάντηλο με πλούσια διακόσμηση βρίσκουμε στο Pala d'
Oro, Άγιος Μάρκος, Βενετία (εικ. 248), 1306 το 1105, όπου το παραπέτασμα
χωρίζεται σε επτά μακριές λωρίδες το ίδιο διακοσμημένες.
Απλά τραπεζομάντηλα με λιτό σχέδιο και μονόχρωμα απεικονίζονται σε
τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας, στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου
Νεοφύτου, στη Τάλα Πάφου στην Κύπρος (εικ. 96 & λεπτ.),1307 το 1196.
Η χρήση του τραπεζομάντηλου εμφανίζεται τον 11 ο και 12ο αιώνα ως μία
χρηστική συνήθεια καθημερινότητας, αλλά και διακοσμητική, ενώ σε περιπτώσεις

1302
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 132, εικ. 57.
1303
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, 22-23, εικ. 6.
1304
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης
Ν. Thierry, “Une iconographie inédite de la Cène”, REB 33 (1975), (η ίδια, Peintures d'Asie
Mineure, αρ. Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β και εικ. 5, σχέδιο, Α.
1305
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης
S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), πίν. 19.
1306
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης
H. R. Hahnloser, R. Polacco, La Pala d'Oro, πίν. XXXI, εικ. 56 και Last Supper, 11, εικ. 4.
1307
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης για
λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός,147, εικ. 66.
264
του 14ου και 15ου αιώνα αποτελούσε εξαίρεση.1308
Το ύφασμα του τραπεζομάντηλου στο μωσαϊκό τοίχου του κυρίως ναού της
Cappella Palatina, του Παλέρμο της Σικελίας (εικ. 2),1309 το 1154-1166, μοιάζει να
είναι χονδρό υφαντό, με σειρές από κόκκινα και λευκά σχέδια σε ζώνες, στο
κομμάτι του υφάσματος που καλύπτει τα πλαϊνά του τραπεζιού.1310
Ένα όμορφο δίχρωμο τραπεζομάντηλο με κεντημένες πέτρες και μοτίβα τόσο
στην επιφάνεια όσο και στις πλευρές που καλύπτουν τα πλαϊνά του τραπεζιού,
συναντάμε σε τοιχογραφία στον ναό της Παναγίας, στην Επισκοπή της Μέσα
Μάνης (εικ. 47 & 48 λεπτ.), τον 12ο αιώνα.
Αλλά πλούσιο τραπεζομάντηλο που πέφτει σε ημικυλινδρικές άκαμπτες
πτυχές, μαργαριτοστόλιστες στην παρυφή, παρουσιάζεται σε σκηνή του Μυστικού
Δείπνου, σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου ή Όμορφης
Εκκλησίας, στην Αθήνα (εικ. 101),1311 το 1285.
Επίσης τραπεζομάντηλο πλούσια διακοσμημένο με κρόσσια, που καλύπτει
την άνω επιφάνεια του τραπεζιού και εξέχει των πλευρών, καλύπτοντας κατά το
ήμισυ τα πόδια του τραπεζιού, συναντάμε σε τοιχογραφία στους Άγιους
Αποστόλους στη Θεσσαλονίκη (εικ. 62),1312 το 1328-1334.
Παρόμοια χωρίς κρόσσια αλλά πλούσια κεντημένα τραπεζομάντηλα, που
καλύπτουν όλο το τραπέζι, βρίσκουμε και στις τοιχογραφίες στο ναό της

1308
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 288.
1309
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18 και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici, πίν. XXXVII.
1310
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 288. Συγκεκριμένα,
αναφέρεται ότι: δίνει την εικόνα χονδρού υφάσματος και υφασμένου σε αργαλειό, με διπλή σειρά
παρατεταμένων αυγών, στην οποία παρεμβάλλεται ζώνη από αλληλοσυμπλεκόμενους ρόμβους,
σε αποχρώσεις του κόκκινου και του λευκού.
1311
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα, 62 και πίν.
49.
1312
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches
Bildensemble, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη,
146, εικ. 125.
265
Θεοτόκου, στο Peć του Κοσσόβου (εικ. 63),1313 περίπου το 1330 και στο
Βαπτιστήριο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία (εικ. 64 & λεπτ.), 1314 πριν από το
1343 και στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65), 1315
το 1345-1355. Τα παραπάνω τραπεζομάντηλα παρατηρούνται στη σκηνή του
Συμποσίου του Ηρώδη, δικαιολογώντας έτσι τον πλούτο και την χλιδή του
βασιλικού τραπεζιού.
Επίσης στην ίδια σκηνή παρουσιάζεται δίχρωμο τραπεζομάντηλο, απλό,
χωρίς περιττές διακοσμήσεις, χρηστικό, παρατηρούμε σε τοιχογραφία του Αγίου
Ιωάννη του Προδρόμου, στα Κοσοίκια της Ικαρίας (εικ. 68),1316 περίπου το 1400.
Λευκό μεγάλο τραπεζομάντηλο που πέφτει στα πλάγια του τραπεζιού
σχηματίζοντας ευδιάκριτες και πολλές πτυχώσεις χρησιμοποιείται στη σκηνή του
γεύματος στην οικία του Ιώβ, σε μικρογραφίες από το χειρόγραφο της Εθνικής
Βιβλιοθήκης του Παρισιού με κωδ. gr. 135, στα φ. 18ν (εικ. 240)1317 και φ. 9ν (εικ.
241),1318 το 1361-1362.
Μικρότερο μονόχρωμο τραπεζομάντηλο με δίχρωμη ρίγα στο τελείωμά του
βλέπουμε στη σκηνή του Γάμου της Κανά σε χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων του
Αγίου Όρους (εικ. 207),1319 το β΄ μισό του 13ου αιώνα.

1313
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles, εικ. 105 και M. Ivanocic, L’église de la Vierge Hodigitria, εικ. 63.
1314
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris, 1959,
πίν. 41. A. Goodspeed, The Rockefeller, III, εικ. XXII και R. Tozzi, I mosaici del Battistero, εικ. 4, 8.
1315
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι, πίν. 36.
1316
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 335, εικ. 218 και Φωτ. αρχείο
ης
2 Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
1317
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460.
1318
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 2001, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, Η
Βυζαντινή Οικία, 86, εικ. 97.
1319
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια
Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
266
Σε σκηνή από τα Εισόδια της Θεοτόκου, στο ναό Τιμίου Σταυρού στο
Πελένδρι της Κύπρου, στα τέλη του 14ου αιώνα, διακρίνεται πολύχρωμο με
σταυροειδές σχεδίασμα, παραπέτασμα, περίτεχνα αναρτημένο στο ημικυκλικό
τραπέζι (εικ. 47).1320
Σε αρκετές απεικονίσεις του 14ου αιώνα, τα τραπεζομάντηλα απουσιάζουν
αποκαλύπτοντας, εντυπωσιακές, σκαλιστές ή λιτές τράπεζες γευμάτων.
Όπως σε τοιχογραφίες στον εξωνάρθηκα του ναού της μονής Βατοπαιδίου,
του Άγιο Όρος (εικ. 104 & 104α),1321 το 1312, στον Άγιο Δημήτριο στο Μοναστήρι
de Marco (Marcov Monastir) στα Σκόπια (εικ. 108),1322 το 1366-1371,
Λιτές εμφανίζονται σε τοιχογραφίες στο βόρειο τοίχο του Ιερού στον Άγιο
Νικόλαο τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη (εικ. 103),1323 το 1310-1320 και στην
Περίβλεπτο του Μυστρά (εικ. 107),1324 το β΄ μισό 14ου αιώνα.

Χειρόμακτρα

Προς το τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής εμφανίζονται τα χειρόμακτρα, με


την μορφή των ανασηκωμένων άκρων του τραπεζομάντηλου.1325 Η συγκεκριμένη
συνήθεια γενικεύεται κατά την διάρκεια του ύστερου 14 ου και 15ου αιώνα.1326

1320
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια,
Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, Ελαιώδη διά άρτυμα, τ. 116, 30 και Α. & J.
Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, 229, εικ. 2 και εικ. 130. J. Lafontaine-Dosogne,
Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
1321
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1322
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 83, εικ. 156.
1323
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 32. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι
Τοιχογραφίες, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6. Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι τοιχογραφίες =
Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings.
1324
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische
Malerei, εικ. ΧΧVIII. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή, 18, εικ. 1. G. Millet, Monuments byzantins,
ης
158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 94-95, εικ. 109 (Φωτ. Αρχείο 5 Ε.Β.Α.).
1325
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 145 και Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του
Πατριάρχη Αβραάμ, 291: «ήταν λευκό με παράλληλες σκούρες γραμμές στα στριφώματα και τα
χειρόμακτρα διαφέρουν από το μενσάλιο».
1326
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 291.
267
Σε τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου του 12ου αιώνα, που βρίσκεται στο
νότιο σκέλος της καμάρας της μονοκάμαρης εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου, στο
μικρό χωριό Τσόπακας στα Μέσα της Μάνης,1327 στο τραπέζι υπάρχουν
χειρόμακτρα διπλωμένα σε σχήμα γλώσσας (εικ. 97 & λεπτ.).1328
Παρόμοια χειρόμακτρα διακρίνονται και σε σκηνή των Εισοδίων της
Παναγίας, σε τοιχογραφία του ναού της Περίβλεπτου (Άγιος Κλήμης, St. Clement),
στην Αχρίδα (εικ. 44),1329 το 1294-1295.
Ίδια χειρόμακτρα εμφανίζονται και σε χειρόγραφα από Τετραευαγγέλιο, gr.
74, fol. 94, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (εικ. 234),1330 τον 11ο αιώνα και
της Μονής Ιβήρων, κώδ. αρ. 5, φ. 363ν (εικ. 207),1331 του β΄ μισού του 13ου αιώνα.
Χειρόμακτρα σε σχήμα γλώσσας, λευκά με διπλή σκούρα ρίγα, φέρουν στα
χέρια τους οι συνδαιτυμόνες του τραπεζιού της σκηνής της Ουρανοδρόμου
Κλίμακας του Ιακώβ (ή τοιχογραφία της λαιμαργίας), στον εξωνάρθηκα του
Καθολικού της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 159 & λεπτ.),1332 το 1312.
Αργότερα οι Βυζαντινοί έθεταν πάνω στο τραπέζι τα χειρόμακτρα ή εγχέρια ή
εγχείρια,1333 ή και μανδήλια,1334 για καθαρισμό και σκούπισμα των χεριών.1335

1327
Βλ. λεπτομέρειες για τον ναό στο κεφάλαιο Άρτος – Ψωμί της παρούσας εργασίας.
1328
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πιν. 1 και 44, εικ. 10.
1329
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η
ίδια, The Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 15.
1330
Η. Omont, Evangiles, I, πίν. 82. Βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄,
εικ. 1.
1331
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια,
Νο 46.
1332
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1333
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 145. Ας σημειωθεί εδώ, ότι πολλοί από του Βυζαντινούς
συγγραφείς εγχείριο δεν λένε το κοινό επιτραπέζιο χειρόμακτρο, αλλά μανδήλιο, το οποίο το
κρατούσαν στο χέρι.
1334
Όπ.π. 145. Τα μανδύλια ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα χειρόμακτρα, έχοντας ως
αποτέλεσμα να παρουσιάζονται διπλωμένα πάνω στο τραπέζι. Επίσης η χρήση τους επεκτεινόταν
και για το σκούπισμα του ιδρώτα και των υπόλοιπων υγρών του προσώπου.
1335
Όπ.π. 145.
268
Η χρήση των οποίων χαρακτήριζε συνήθως εύπορους και πλούσιους
ανθρώπους.1336
Όπως φαίνεται και στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, ημικυκλικά
χειρόμακτρα απλωμένα, ένα μπροστά από κάθε συνδαιτυμόνα, λευκά ή έστω
διαφορετικού χρώματος από αυτό του τραπεζομάντηλου, συναντούμε σε
τοιχογραφίες στο Παρεκκλήσι του Προδρόμου, στους Αγίους Αποστόλους στη
Θεσσαλονίκη (εικ. 62),1337 το 1328-1334, στη μονή του Αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65),1338 το 1345-1355, στον Άγιο Νικόλαο, Curtea d’
Arges, Μπουκοβίνα, Ρουμανία (εικ. 66),1339 το 1360-1370 και στον Άγιο Φανούριο,
στο Βαλσαμόνερο, του Ηρακλείου Κρήτης (εικ. 69),1340 το 1408.
Στη σκηνή του Γάμου της Κανά, σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο τον
Ορφανό στη Θεσσαλονίκη (εικ. 74),1341 το 1310-1320, ημικυκλικά χειρόμακτρα δεν
παρουσιάζονται μπροστά από τον Ιησού και τον γηραιότερο, δεν λείπουν από
τους υπόλοιπους. Το ίδιο ισχύει και σε τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Νικήτα,
κοντά στο Cucer στα Σκόπια (εικ. 77),1342 το 1316.

1336
Όπ.π. 145. Βλ. επίσης Ἔκθεσις, 465,10: Μενσάλια καὶ μανδήλια τὰ ἀρκοῦντα τῇ βασιλικῇ
τραπέζῃ και ο ίδιος, 371,20: τοῦ δὲ βασιλέως ἀποτιθεμένου τὸ μανδύλιον αὐτοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.
1337
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches
Bildensemble, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη,
146, εικ. 125.
1338
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, πίν. 36.
1339
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο.
Tafrali, Monuments, πίν. Ι, Χ, 2.
1340
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K.
Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, 319.
1341
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος
Νικόλαος Ορφανός, εικ. 60. Α. Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες, 1964, εικ. 91, 92 και 178 και Μ.
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, 161-162, εικ. 142.
1342
P. A. Underwood, Some Problems, τ. 4, εικ. 20. Βλ. επίσης V. Duric, Byzantinische Fresken,
εικ. 48.
269
Το μέγεθός τους ήταν ποικίλο, μικρά τετράπλευρα ή και ενιαία και αρκετά
επιμήκη.1343 Κατασκευάζονταν συνήθως από λινό ύφασμα, απλό ή πολυτελές,
αλλά και όπως αναφέρει ο Ευστάθιος εκ Θεσσαλονίκης, ότι είδε: «χειρόμακτρα
μέτρια ἐκ μίτων ἀμιάντου ὕλης ἐξυφανθέντα....οἷς βαθὺς ἐγκαθίσας ῥύπος ῥᾷον
ἀπήρχετο διὰ πυρὸς καὶ καύσεως ᾗπερ ἄλλως διὰ τοῦ ῥύψασθαι»,1344 που
συνήθως τα χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί.1345

3. Προσωπικό τραπεζιού

Συνήθως στις περισσότερες βυζαντινές οικίες υπήρχε η οικοδέσποινα, η


οποία επωμιζόταν όλες τις ετοιμασίες του τραπεζιού. Φυσικά το πρώτο έργο της
ήταν να καθαρίσει με σπόγγο (σφουγγάρι), που ήταν εμβαπτισμένος σε απλό νερό
ή στα σπίτια των πλουσίων ραντιζόταν με βάλσαμο από το υπηρετικό
προσωπικό.1346
Η χρήση προσωπικού υπεύθυνου για τη τραπέζι απεικονίζεται σε συμπόσια
και βασιλικά γεύματα, αλλά και στο Γάμο της Κανά και ήταν συνήθως προνόμιο
των εύπορων. Οι Βυζαντινοί τηρούσαν αυστηρά την εθιμοτυπία κατά τη διάρκεια
ενός γεύματος, έτσι υπήρχε ο αρτικλίνης ή αρτοκλίνη,1347 ο οποίος ήταν
υπεύθυνος για την θέση που θα καταλάμβανε κάθε συνδαιτυμόνας, ευρύτερα
γνωστός από τις αρχές του 10ου αιώνα. Έτσι τα γεύματα οργανώνονταν καλύτερα
και σερβίρονταν τα φαγητά και τα ποτά από προσωπικό διαφορετικών βαθμίδων,
αναφέροντας ιεραρχικά τους τίτλους από τους κατώτερους προς τους ανώτερους,
ήταν οι:1348
- Εγγιστιάριοι, μετέφεραν και τοποθετούσαν στο τραπέζι τους βαρύτερους
δίσκους που περιείχαν τα γλυκίσματα και τα επιδόρπια.
1343
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 145. Βλ. επίσης, Η. Eideneier, Πτωχοπρόδρομος (IV 247)
αναφέρει ότι: Καὶ τὸ τραπέζιν μ’ ἔθηκεν καὶ σύρνει μὲ μανδήλιν.
1344
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 145.
1345
Όπ.π. 146. Το μήκος του χειρόμακτρου αυτού, φθάνει πολλές φορές και του δέκα πήχεις.
1346
Όπ.π. 144. Η αποσπόγγιση γινόταν και μετά φαγητού. Βλ. επίσης Χρυσόστομος, PG 55, 157
και PG 62, 30.
1347
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 196. Το αξίωμα του αρτοκλίνη (a triclinio), κατά τους χρόνους
του Κωδινού δεν υφίσταται (ο ίδιος, 204).
1348
Όπ.π. 202-204.
270
- Νιψιστιάριοι, ευνούχοι και είχαν την επιμέλεια να ρίχνουν νερό προς πλύση
των χεριών των συνδαιτυμόνων.
- «Οι του τραπεζίου», οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την διευθέτηση στο
σύνολο του τραπεζιού. Ο προϊστάμενος αυτών ήταν ο «επί της τραπέζης».
- Δομέστικος, ο προϊστάμενος του «επί της τραπέζης».
Ο Μέγας δομέστικος, ελάμβανε και διένεμε το κρέας από τον Δομέστικο προς
τους προσκεκλημένους.1349
- Ενώ όσο αφορά το κρασί, υπήρχε ιδιαίτερος υπάλληλος, ο επι(γ)κέρνης ή
πι(γ)κέρνης, ο οινοχόος του βασιλιά και γενικά του οικοδεσπότη και οι
παραοινοχόοι, για τους λοιπούς προσκεκλημένους.1350 Αλλά γενικά το σερβίρισμα
των κρασιών γινόταν από ειδικούς σερβιτόρους τους οινοχόους.
Εμφανίζονται οινοχόοι σε αρκετές παραστάσεις γευμάτων, όπως στο
συμπόσιο του Ηρώδη σε μικρογραφία από Τετραευαγγέλιο της Εθνικής
Βιβλιοθήκης του Παρισιού, gr. 74, fol. 75v (εικ. 204),1351 του 11ου αιώνα.
Από την πρώιμη κιόλας μεσοβυζαντινή εποχή (τέλος 9 ου, αρχές 10ου αι.) σε
παράσταση πλούσιας τράπεζας με θέμα: ¨Η διάδοση της Εορτής¨ (εικ. 230),1352 η
μικρογραφία δείχνει την προετοιμασία τραπεζιού, που πρέπει να είναι
αυτοκρατορικό από το ύφος του, αφού την όλη διαδικασία έχει αναλάβει
προσωπικό που μόνο σε αυτοκρατορικό περιβάλλον ταιριάζει. Το προσωπικό
στρώνει το τραπέζι, ο αριστερά υπηρέτης διευθετεί μια πιατέλα με αγριογούρουνο,
ενώ δεξιά άλλοι δύο φέρουν πιατέλα με κρέας και οβελία με πουλερικό.1353
Παρόμοια σε ύφος τράπεζα, ως προς τον πλούτο, εικονίζονται σε
χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, κώδ. 135, στα φ. 18ν και φ. 9ν

1349
Είχε την θέση του σημερινού "maitre".
1350
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 204.
1351
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 69.
1352
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα–Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών, τόμ. 3, 29-30, εικ. 17.
1353
Για μια πρώτη προσπάθεια ταύτισης σκευών και υπηρετών, βλ. Η. Αναγνωστάκης,
«Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», Ελληνική Κουζίνα, εφ. Καθημερινή, Επτά Ημέρες (18-19
Απριλίου 1998), 11. Σχετικά σχόλια για τους επί της τραπέζης, έπιγκέρνης κ.λπ., βλ. Ν.
Oikonomides, Les listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles, Παρίσι 1972, 308-309.
271
με θέμα: ¨Τραπέζι στην οικία του Ιώβ¨, (εικ. 240 & 241),1354 που χρονολογείται το
1361-1362. Εμφανίζονται αρκετοί υπηρέτες, οι οποίοι μεταφέρουν φαγητά και
εδέσματα στο τραπέζι, υποδηλώνοντας τον πλούτο του Ιώβ, αλλά και της
οικογένειάς του.1355
Κατά τα γεύματα και τα δείπνα των βυζαντινών δούλοι ή δουλίσκοι στρώνουν
το τραπέζι, μεταφέρουν τα φαγητά, αφαιρούν τα σκεύη, καθαρίζουν το τραπέζι και
προσφέρουν νερό για τον καθαρισμό των χεριών.
Επίσης η παρουσία υπηρετικού προσωπικού, φαίνεται και στις σκηνές του
Συμποσίου του Ηρώδη, του Γάμου της Κανά, αλλά και σε άλλες με γεύματα ή
συμπόσια.
Συγκεκριμένα στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, εμφανίζονται ένας
υπηρέτης να μεταφέρει σκεύος, όπως στη τοιχογραφία στο Βαπτιστήριο του Αγίου
Μάρκου στη Βενετία (εικ. 64, λεπτ.)1356 και σε τοιχογραφία στη μονή Αγίου Ιωάννη
Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65),1357 να προσφέρει ποτήρια με μικρό κανάτι σε
δίσκο.
Το ίδιο παρατηρείται και σε παράσταση με το Γεύμα του Θεοπίστου, σε
τοιχογραφία του ναού της Παναγίας στην Επισκοπή στα Μέσα Μάνης (εικ. 158 &
λεπτ.).1358
Αυξημένος αριθμός υπηρετών και οινοχόων υπό τις οδηγίες του αρχιτρικλίνη,
ο οποίος παρουσιάζεται όρθιος στο κέντρο του τραπεζιού, πίσω από τους
συνδαιτυμόνες, απεικονίζονται στην τοιχογραφία με τη σκηνή της Ουράνιας
Κλίμακας ή Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ, στον εξωνάρθηκα του Καθολικού

1354
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460. Και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 93,
εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, Η Βυζαντινή Οικία, 86, εικ. 97, αντίστοιχα.
1355
Όπως αναφέρεται στο Ιώβ 1:3.
1356
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques, πίν. 41. A. Goodspeed et. al.,
The Rockefeller, III, εικ. XXII και R. Tozzi, I mosaici, εικ. 4, 8.
1357
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι, πίν. 36.
1358
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, 200, πίν. 47 και 220, εικ. 46 (λεπτ.). Βλ. επίσης ο
ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 88α. Και I. Anagnostakis, T. Papamastorakis,
“….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ.
272
της μονής Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 159),1359 τονίζοντας τον πλούτο του
γεύματος μεταξύ Βυζαντινών με βαρβάρους, Τατάρους και Βαράγγους.
Παρόμοια σε αριθμό υπηρετών εμφανίζεται και σε απεικόνιση συνεστίασης
Βυζαντινών με Άραβες, Σλάβους, Bαράγγους, Tατάρους, από τον Βυζαντινό
διοικητής της Oσροηνής (11ος αι.), (Xρ. Σκυλίτση 13ος αι.).1360
Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή στο τραπέζι του Γάμου της Κανά,
υπήρχε ειδικός υπεύθυνος για το τραπέζι που λεγόταν αρχιτρίκλινος (Ιω. 2:9).
Κατά την επίσκεψη και φιλοξενία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού
στην ιερά Μονή της Ψαμαθείας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιγράφεται
στον βίο του Αγ. Ευθυμίου,1361 αναφέρονται ότι υπάρχει οινοχόος που κρατάει
κρατήρα γεμάτο κρασί και άτομο που ονομάζεται θερμοδότης, ο οποίος κρατάει
αγγείο με θερμό νερό για την ανάμιξη του κρασιού.1362
Τέλος, εκτός από τους υπηρέτες των τραπεζών, εμφανίζονται θεραπαινίδες –
υπηρέτριες σε σκηνές των Γεννήσεων, οι οποίες προσφέρουν τρόφιμα και
βοηθούν στην περιποίηση της λεχώνας και του βρέφους.1363
Συνήθως δύο με τρεις θεραπαινίδες που φέρουν προσφορές, εμφανίζονται
στη σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου, σε τοιχογραφίες στην Αγία Σοφία της
Αχρίδας (εικ. 20),1364 το 1037-1056, στην Παναγία τη Χρυσαφίτισσα στη Λακωνία
(εικ. 21),1365 το 1289-1290 και στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στη Μάνη (εικ.

1359
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1360
Η. Αναγνωστάκης, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», εφ. Η Καθημερινή, 1998, 10, εικ. 1.
Όπ.π. παρουσιάζεται η εικόνα στο ίδιο κεφ. της παρούσας εργασίας.
1361 ος
Vita Euthymii Patriarchae CP., Βρυξέλλες 1970, 10 αιώνας.
1362
Α. Κορακίδης, Η έννοια του ευφραίνεσθαι, Αθήνα 1974, 83.
1363
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, Ι, Brussels 1964, 97.
1364
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 250, εικ. 32. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes églises byzantines, 121, εικ. 87 και P. Miljkovic-Pepek, Materiaux sur
l’art macedonien du Moyen Age, πίν. XXII.
1365
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 136. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), 356-357 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei,
εικ. 10.
273
22),1366 το β΄ μισό του 13ου αιώνα.
Αυξημένος αριθμός της απεικόνισης της σκηνής, με την παρουσία των
θεραπαινίδων-υπηρετριών, παρουσιάζεται κατά τον 14ο αιώνα και μετά, στον
Ελλαδικό χώρο, στη Θεσσαλονίκη, στους Αγίους Αποστόλους (εικ. 23),1367 στη
Χρύσαφα Λακωνίας, στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (εικ. 27), 1368 στα Κοσοίκια
της Ικαρίας, στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (εικ. 28) 1369 και στο Βαλσαμόνερο
του Ηρακλείου Κρήτης, στον Άγιο Φανούριο (εικ. 29).1370
Αλλά και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στο Κόσσοβο, στην Παναγία την
Οδηγήτρια, στο Peć (εικ. 24)1371 και στο ναό του Παντοκράτορα της Μονής Dečani,
(εικ. 25),1372 καθώς και στο Παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στον
όροφο της Αγίας Σοφίας στην Αχρίδα των Σκοπίων (εικ. 26).1373
Όπως και σε χειρόγραφα του 11ου αιώνα, από το Τετραευαγγέλιο, κώδ. gr.
74, fol. 106v (εικ. 189),1374 σε Μηνολόγιο, κώδ. gr 1528, fol. 197r (εικ. 191),1375 της

1366
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 300, εικ. 138. Βλ. επίσης Φ.
Δροσογιάννη, Σχόλια στις τοιχογραφίες, 103-107, εικ. XIX.
1367
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 309, εικ. 159. Βλ. επίσης Α.
Xyngopoulos, Les fresques, εικ. 8, 9 και C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble, εικ. 52.
1368
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 329, εικ. 207. Βλ. επίσης Ν.
Δρανδάκης, Ο σταυροειδής ναός, 308, 319.
1369
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 334, εικ. 217.
1370
Όπ.π. 337, εικ. 223 και Ν. Χατζηδάκη, Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου, 127-178, εικ.
16. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, 319.
1371
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 173. Βλ. επίσης G. Babic,
Les chapelles annexes églises byzantines, 137-138, εικ. 104 και M. Ivanovic, L’église de la Vierge
Hodigitria, εικ. 60.
1372
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 318 εικ. 182. Βλ. επίσης P.
Mijovic, Μenolog, n. 20, εικ. 226.
1373
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 205. Βλ. επίσης G.
Subotic, Le peintre d’Ochrid, 46, πίν. και C. Grozdanov, Ohridsko zidno slikarstvo XIV veka, 191,
σχεδ. 9, εικ. 41.
1374
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 260, εικ. 54. Βλ. επίσης Η.
Οmont, Evangiles avec peintures du XIe siecle, ΙI, Paris 1908, πίν. 94.
1375
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 265, εικ. 66. Βλ. επίσης Η.
Bordier, Description des peintures, 324 και N. Patterson-Sevcenko, Illustrated Manuscripts of the
Metaphrastian Menologion, 143, 4C1.
274
Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, αλλά και στο Άγιο Όρος, σε Ευαγγελιστάριο
της Μονής Διονυσίου, κώδ. 587, fol. 154v (εικ. 190),1376 σε Τετραευαγγέλιο, κώδ.
975, φ. 120v, της Μονής Βατοπαιδίου (εικ. 192)1377 και σε Ευαγγελιστάριο της
Μονής Παντελεήμονος, κώδ. 2, fol. 243v (εικ. 194).1378
Παρόμοια χειρόγραφα βρίσκουμε και κατά τον 12 ο αιώνα, όπως σε
Τετραευαγγέλιο στην Πάρμα Palat. 5. fol. 137r (εικ. 193),1379 σε Ευαγγελιστάριο
στο Βατικανό, Vatic. Urbin. Gr. 2, fol. 167v (εικ. 195),1380 σε Ομιλίες του Ιακώβου
στο Βατικανό, Vatic, Gr. 1162, fol. 159r (εικ. 196)1381 και σε Τετραευαγγέλιο της
Μονής Θεολόγου στην Πάτμο, κώδ. 274, fol. 149v (εικ. 197).1382
Η Γέννηση του Προδρόμου απεικονίζεται λιγότερο συχνά μέχρι τον 14 ο αιώνα
και σε φορητές εικόνες, όπου η παρουσία των θεραπαινίδων-υπηρετριών είναι
ορατή, όπως εκείνη της Μονής Σινά που περιγράφει σκηνές της ζωής του (εικ.
173),1383 αρχές του 13ου αιώνα και επανεμφανίζονται μετά τον 15ο αιώνα,
επικεντρωμένες στη σκηνή της Γέννησης, όπως σε εικόνα από το Βυζαντινό Μου-

1376
Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, ΙV, εικ. 268 και όπ.π. Α. Κατσιώτη,
255, εικ. 43. Βλ. επίσης Κ. Weitzmann, An Imperial Lectionary, 239-253, ανατ. Byzantine
Liturgical, εικ. 4, και Τ. Masuda, Η εικονογράφηση του χειρογράφου, αρ. 587μ, 126-127.
1377
Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Εικονογραφικά θέματα από τον κώδικα αρ. 762 της Μ. Βατοπεδίου,
τχ. β΄, εικ. 6. Βλ. επίσης όπ.π. Σ. Πελεκανίδης, τ. Δ΄, εικ. 300 και όπ.π. Α. Κατσιώτη, 287, εικ. 115.
1378
Όπ.π. Σ. Πελεκανίδης, ΙΙ, εικ. 293 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη
Προδρόμου, 276, εικ. 92.
1379
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 264, εικ. 64. Βλ. επίσης V.
Lazarev, Storia della pittura bizantina, εικ. 244.
1380
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 77. Βλ. Επίσης J.C.
Stornajolo, Miniature delle omilie di Giacomo Monaco, εικ. 88, 21 και K. Weitzmann, Byzantine
Miniature, 207-224, ανατ. Studies in Classical, εικ. 271.
1381
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 78. Βλ. επίσης όπ.π. J.C.
Stornajolo, 16, εικ. 67 και V. Lazarev, Storia della pittura bizantina, εικ. 266.
1382
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 270, εικ. 79. Βλ. επίσης G.
Jakopi, Le miniature dei codici di Patmo, 573, εικ. 131 και Ντ. Μουρίκη, Ν. Sevcenko, Οι Θησαυροί
της Μονής Πάτμου, εικ. 24.
1383
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης Γ. &
ο ο
M. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη, Εικόνες από τον 12 ως τον 15
αιώνα, Σινά, εικ. 52.
275
σείο της Αθήνας (εικ. 181).1384
Ίδιο τυπικό ακολουθείται και στη σκηνή της Γέννησης της Παναγίας, όπου
παρουσιάζονται περισσότερες σε αριθμό θεραπαινίδες – υπηρέτριες,
προσφέροντας και άλλες υπηρεσίες ή βοηθώντας την λεχώνα.
Αυτό παρατηρείται σε τοιχογραφίες, όπως σε ψηφιδωτό στο ναό Κοιμήσεως
της Θεοτόκου, στη Μονή Δαφνίου (εικ. 30),1385 το β΄ ήμισυ του 11ου αιώνα, στο
Μυστρά, στο ναό της Περίβλεπτου (εικ. 32),1386 τον 12ο αιώνα και στο Καθολικό
της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 39 & λεπτ.),1387 το 1318-1321.
Σε ψηφιδωτά, στη Βασιλική της Σάντα Μαρία της Ρώμης, στο Μουσείο Pietro
Cavallini (εικ. 33),1388 τον 13ο αιώνα, στη Μονή της Χώρας (Kariye Djami) της
Κωνσταντινούπολης (εικ. 38),1389 το 1315-1320.
Αλλά και στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως στον Άγιο
Παντελεήμονα, στο Gorno Nerezi των Σκοπίων (εικ. 31),1390 το 1164, στο ναό του
Αγίου Κλήμεντα (Παναγία Περίβλεπτος), στην Αχρίδα Σκοπίων (εικ. 34),1391 το
1295, στο Παρεκκλήσι των Ιωακείμ και Άννας ή ¨Εκκλησία του Κράλλη¨ (Μιλουτίν),
στη Μονή Στουντένιτσα (Studenica) Σερβίας (εικ. 36, 37α & β),1392 το 1314 και στο

1384
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 345, εικ. 239. Βλ. σχετικά Ν.
Χατζηδάκη, Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση ενός
ου ου
θέματος στην κρητική εικονογραφία του 15 – 16 αιώνα, 1982-1983, 127-178, εικ. 2.
1385
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 22, εικ. 57 και Γκ.
Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 30, εικ. 2. Βλ. επίσης, J. Lafontaine-
Dosogne, The Cycle of the Life of the Virgin, τ. 4, εικ. 13.
1386
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, pl. 26, εικ. 65.
1387
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 167, εικ. 147. Βλ. για τη λεπτομέρεια, Τ.
Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, εικ. 27. Βλ. επίσης Ε. Ν.
Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων, 38, εικ. 8.
1388
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 43, εικ. 13. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei, 92,
εικ. 68.
1389
P. A. Underwood, The Kariye Djami, 98 εικ. 87 και J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de
l’enfance, Bruxelles 1992. Βλ. επίσης λεπτ. Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, 196, εικ. 185.
1390
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, Βρυξέλλες 1964, τ. 1, pl. 24, εικ. 61.
1391
Όπ.π. pl. 6, εικ. 20. Βλ. επίσης O. Demus, The Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 30.
1392
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, pl. 25, εικ. 64. Βλ. επίσης Underwood (έκδ.),
τ. 4, εικ. 30, J. Lafontaine-Dosogne, The Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 11.
276
ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Peć του Κοσσόβου (εικ. 40),1393 μετά το 1324.
Εμφάνιση λιγότερων θεραπαινίδων-υπηρετριών απεικονίζονται και σε
χειρόγραφα, πιθανόν λόγω έλλειψης χώρου, όπως σε μικρογραφίες στο Βατικανό,
από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄, vat. gr. 1613, f. 22, της Biblioteca Apostolica
Vaticana (εικ. 198),1394 περίπου το 985 και σε Ωρολόγιο, vat. gr. 1156, fol. 246 vο
(εικ. 199),1395 τον 11ο αιώνα.
Επίσης μικρός αριθμός θεραπαινίδων-υπηρετριών παρουσιάζεται και σε
φορητές εικόνες, όπως σε αργυρή επίχρυση εικόνα της Zarzma, στο Μουσείο
Τυφλίδας της Γεωργίας (εικ. 160),1396 στις αρχές του 11ου αιώνα και στη Μονή
Αγίας Αικατερίνης του Σινά, σε λεπτομέρεια εικόνας ημερολογίου (εικ. 166),1397 σε
τμήμα επιστυλίου εικονοστασίου (εικ. 167, 168 & λεπτ.),1398 τον 11ο-13ο αιώνα και
σε φορητή εικόνα με διπλό θέμα της Γέννησης και των Εισοδίων της Θεοτόκου
(εικ. 174),1399 της Παλαιολόγειας εποχής. Καθώς και σε φορητή εικόνα του
Μουσείου του Μονάχου (Bayerrisches) (εικ. 175),1400 του 14ου αιώνα.
Θεραπαινίδες-υπηρέτριες εμφανίζονται και σε σκηνές Γέννησης και άλλων
Αγίων, τον 14ο αιώνα, όπως του Αγίου Νικολάου σε τοιχογραφίες στο ναό του
Αγίου Νικολάου στη Θεσσαλονίκη (εικ. 153) 1401 και στο ναό του Αγίου Δημητρίου

1393
O. Demus, The Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 45.
1394
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 39, πίν. VI. Βλ. επίσης J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of
the Life of the Virgin, εικ. 12.
1395
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 21, εικ. 56.
1396
Όπ.π. pl. 21, εικ. 55. Icône de Zarzma, Nativité de la Vierge (d'après CUBINASVILI, Orfèvrerie
géorgienn).
1397
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 42, εικ. 10.
1398
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, VI, εικ. 99, εικ. 101 και για λεπτ. 168, εικ. 180,
αντίστοιχα. Το τμήμα του επιστυλίου στο εικονοστάσιο περιγράφει συνολικά πέντε σκηνές του βίου
της Θεοτόκου, με πρώτη αυτής της Γεννήσεως. Βλ. επίσης για εικ. 168, J. Lafontaine-Dosogne,
Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 22, εικ. 58, φωτ. Michigan-Princeton-Alexandria.
1399
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, Χ, εικ. 236.
1400
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 26, εικ. 66.
1401
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 63. Η τοιχογραφία είναι πολυθεματική, περιγράφοντας τον Βίο του Αγίου
Νικολάου, την Γέννηση και το σχολείο.
277
στη Μονή de Marco, (Marcov Monastir) στα Σκόπια (εικ. 154).1402
Σε φορητή εικόνα του Αγίου Νικολάου με σκηνές από το βίο και τα θαύματά
του, της Μονής Σινά (εικ. 169),1403 του 12ου αιώνα.
Τέλος, σε απεικονίσεις του 13ου αιώνα, παρουσιάζεται υπηρέτρια σε σκηνή
της Γέννησης του Σαμψών, η οποία φέρει σκεύος με τροφή και χειρόμακτρο, σε
χειρόγραφο από Οκτάτευχο κώδ. 602, φ. 436β, της Μονής Βατοπαιδίου (εικ.
188),1404 ενώ τη θέση της υπηρέτριας παίρνει νεαρός άνδρας που εμφανίζεται σε
τμήμα τοιχογραφίας με θέμα τη Γέννηση του Άβελ, στο νάρθηκα του Άγιου Μάρκου
της Βενετίας (εικ. 152).1405

Δ. ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Η κατανάλωση τροφής αφορά τον τρόπο και τα χρηστικά αντικείμενα που


χρησιμοποιούνταν κατά την Βυζαντινή περίοδο. Δηλαδή τα επιτραπέζια σκεύη και
αγγεία που είχαν για το σερβίρισμα της στερεάς και υγρής τροφής και για την
κατανάλωσή της.
Επίσης αφορά τα σκεύη με τα οποία έτρωγαν το φαγητό τους, αν και οι
Βυζαντινοί έτρωγαν με τα χέρια, ακολουθώντας έτσι την συνήθεια των αρχαίων
Ελλήνων,1406 χρησιμοποιούσαν κατά βάση μαχαίρια και πιρούνια, μόνα τους ή
κατά ζεύγη.

1402
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 105, εικ. 189. Η
τοιχογραφία βρίσκεται στο νότιο τοίχος, είναι πολυθεματική, περιγράφοντας τον Βίο του Αγίου
Νικολάου, την Γέννηση και το σχολείο.
1403
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, VII. Εικόνες Αγίων Σιναϊτών, Αγίων μετά
ου ου
προσωπογραφιών και μετά Σκηνών του Βίου αυτών 12 – 15 αι., εικ. 167.
1404
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, τ. Δ΄, εικ. 169. Βλ. επίσης Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά
Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν.35α.
1405
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 20, εικ. 52. Φωτ. Alinari.
1406
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 170.
278
Εκτός από τα μαχαιροπίρουνα και λόγω της ύπαρξης των ζωμών,
τοποθετούνταν στο τραπέζι και κοχλιάρια,1407 ή κουτάλια, προερχόμενα αρχικά
από το σκληρό μέρος του ψωμιού (κύταλον = κόρα).1408

1. Επιτραπέζια σκεύη και αγγεία

Σε παραστάσεις με τράπεζες φαγητών σε συμπόσια και δείπνα


παρατηρούνται διαφορές ως προς τα
εικονιζόμενα επιτραπέζια σκεύη, τα
οποία οι συγγραφείς αναφέρουν ότι
χρησιμεύουν για την υποδοχή του
φαγητού, όπως είναι τα πιάτα ή
πινάκια, πίνακας,1409 λεκανίδες,
σκουτέλλια, κούπες, γαβάθες,
πινάκια βαθιά ή μινσούρια,1410
πατέλλες ή πατέλλια, επιτραπέζιοι
δίσκοι, σαλτζάρια.1411

Επιτραπέζια πήλινα σκεύη, μεσοβυζαντινής περιόδου.

1407
Όπ.π. 149-150. Από τη λέξη κοχλίας, κατασκευασμένα αρχικά από το κέλυφος σαλιγκαριών ή
οστράκων.
1408
Όπ.π. 150. Ή και μυστρία ή μύστραι.
1409
Ρηχά πινάκια και ημισφαιρικές κούπες ήταν και στη συντριπτική τους πλειονότητα τα
ου
εφυαλωμένα αγγεία που είχε ως φόρτωμα το άτυχο πλοίο που ναυάγησε γύρω σπα μέσα του 12
αιώνα κοντά στο Πελαγοννήσι των Βόρειων Σποράδων. Χ. Κριτζάς, Το βυζαντινόν ναυάγιον
Πελαγοννήσου Αλοννήσου, ΑΑΑ IV, 1971, 176-182. Το ίδιο συμβαίνει και ανάμεσα στα σκεύη που
ου
μετέφερε γύρω (στις αρχές του 13 αιώνα το πλοίο που ναυάγησε ανοικτά του Καστελλόριζου. Γ.
Φιλόθεου - Μαρία Μιχαηλίδου, «Βυζαντινά πινάκια από το φορτίο ναυαγισμένου πλοίου κοντά στο
Καστελλόριζο», ΑΔ 41 (1986), Μελέτες 271-329.
1410
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 165. Ή μισούριν ή μινσουράκιον = κανάτα για νερό ή κρασί.
1411
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι, Βυζαντινά επιτραπέζια σκευή.
Σχήμα - μορφή, χρήση και διακόσμηση, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο»,
Θεσσαλονίκη 04-11-2001, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αθήνα 2005, 117-132.
279
Τέλος, υπήρχαν και τα επιτραπέζια βυζαντινά αγγεία, που διαιρούνται στα
διάφορα είδη ποτηριών ή τα αγγεία που περιέχουν τα χωνευτικά ποτά και σε
μεγαλύτερα δοχεία που περιέχουν νερό ή κρασί, κανί(ν) ή κανάτι(ο)ν. 1412
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους τα οικιακά σκεύη και ειδικά εκείνα που
χρησιμοποιούνταν κατά τα διάρκεια ενός γεύματος, ήταν πήλινα ή ξύλινα ή
γυάλινα ή ασημένια ή χρυσά.
Τα πρώτα θεωρούνταν ευτελή και έντιμα, τα τελευταία χρυσά και ασημένια
κοσμούσαν συνήθως τα τραπέζια πλουσίων, ευγενών, αλλά και ανώτερων
κληρικών.1413
Στην πλειονότητά τους τα σκεύη ήταν πήλινα, γύρω στον 7 ο αιώνα
συντελείται μια αλλαγή, η οποία θα καθορίσει το χαρακτήρα του καθημερινού
επιτραπέζιου σκεύους στο βυζαντινό κόσμο.
Η αλλαγή αυτή δεν είναι άλλη από την καθιέρωση της πρακτικής της
επένδυσης των πήλινων αγγείων με υάλωμα με κύριο σκοπό την
αδιαβροχοποίηση τους.
Η πρακτική αυτή σταδιακά εξαπλώνεται στα μέσα του 12ου αιώνα και γίνεται
συνήθης τεχνική στους μετέπειτα αιώνες 13ο και 14ο.1414

1412
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 150-155, 144-165.
1413
Όπ.π. 144-165. Βλ. επίσης ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα καὶ
Ὀδύσσειαν, 1401, 18: Ξύλινοι δὲ οἱ πίνακες ὡς αὐτοὶ τοῦ συρφετοῦ ἤδη ὄντες καὶ μὴ πρέποντες ἐκ
ο
τιμίας ὕλης εἲναι. Επίσης ο ίδιος, 1632, αναφέρει ότι κατά τον 12 αιώνα τα ξύλινα επιτραπέζια
σκεύη ήταν «τίμια πολλαχού» και ότι πολλοί που ήταν στα σύνορα του Βυζαντινού κράτους και οι
άρχοντες αυτών, μεταχειρίζονταν ξύλινα επιτραπέζια σκεύη, τα οποία καλούσαν κάνεα καί
τραπεζώματα (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 147).
1414
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο», 7ο
Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη, 11-16 Οκτωβρίου 1999,
Πρακτικά, επιμ. Χ. Μπακιρτζής, Αθήνα 2003, 117-132. Βλ. επίσης, J. W. Hayes, Excavations at
Sarachane in Istanbul, II: The Pottery, Princeton 1992, 9, 14. G.D.R. Sanders, New Relative and
Absolute Chronologies for 9th to 13th Century Glazed Wares at Corinth: Methodology and Social
Conclusions, στο: Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der hislorischen Geographie des
ostlischen Mittel-meerraumes im Mittelalter, επιμ. K. Belke -F. Hild - J. Koder - P. Soustal, Wien
2000, 163-166. Ο ίδιος, Recent Developments in the Chronology of Byzantine Corinth. Corinth XX,
The Centenary 1896-1996, επιμ. Ch. K. Williams II - Nancy Bookidis, Princeton 2003, 390-395.
280
Ως προς τη μορφή τα επιτραπέζια εφυαλωμένα σκευή της μεσοβυζαντινής
περιόδου, όπως δείχνει η μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων, συνεχίζουν στην
πλειονότητα τους τα παλαιά σχήματα με κυρίαρχο αυτό του ρηχού πινακίου και
της ημισφαιρόμορφης κούπας και τα δυο κατά κανόνα σε μεσαίο και μεγάλο
μέγεθος.1415
Επίσης οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν λεκάνες ή λεκάνια και λεκανίδες,1416
καθώς και γαβάθες, γαβάθια ή γαβαδίτζια ή απαλαρέαι, μουχρούτια και πατέλλαι ή
πατέλλια,1417 ήδη από τον 7ο αιώνα, όπως μαρτυρεί παράσταση με θέμα το
Συμπόσιο του Ηρώδη, σε Ευαγγελιστάριο του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στο
Cavusin της Καππαδοκίας (εικ. 202).1418
Παρόμοιο μεγάλο σκεύος παρατηρείται σε απεικονίσεις του 11 ου αιώνα, στη
σκηνή του Μυστικού Δείπνου, μόνο του και κεντρικά στο τραπέζι, με την
παρεμβολή ποδιού τριγωνικού, όπως σε μικρογραφία Ευαγγελισταρίου, κώδ. 587,
φ. 53α, της Μονής Διονυσίου του Άγιου Όρους (εικ. 218),1419 ή όχι, όπως σε
χειρόγραφο από Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 95 (εικ. 220),1420 της Εθνικής
Βιβλιοθήκης του Παρισιού, το οποίο περιέχει το κύριο γεύμα.

1415
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο, 63, εικ.
12. Βλ. επίσης J. Vroom, After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7th to the
20th Century A.C. A Case Study from Boeotia, Central Greece [Archaeological Studies, Leiden
University], Leiden 2003, 238.
1416
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 298, σημ. 421. Η λεκάνη
στα λατινικά ονομάζεται pelvis και πήρε την ονομασία από το γεγονός της νίψης μές σ’ αυτή των
ποδιών. Επίσης ονομάζεται και λουτήρ. Συνεκδοχικά δηλώνει κάθε σκεύος αυτού του σχήματος
μέσα στο οποίο έπλεναν ή τοποθετούσαν κάτι (Κ. D. White, Farm equipment of the Roman World,
Cambridge, London, New York, Melbourne 1975, 183).
1417
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 154. Η ονομασία των συγκεκριμένων σκευών παραπέμπει
στο σχήμα και την ύλη κατασκευής τους. Έτσι η λέξη γαβάθα από την cavata = κοίλη λεκάνη και
μουχρούτα από την τούρκικη λέξη mahrut = πήλινη λεκάνη, η απαλαρέα από την epularia, το
πατέλα από την λατινική patina = ανοικτή λεκάνη. Βλ. επίσης όπ.π. Acta et diplomata Graeca, 6,
245: ὑάλινα γαβαδίτζια.
1418
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 237, εικ. 6. Βλ. επίσης Ν.
Thierry, Haut Moyen-Age en Cappadoce, I, εικ. 34, Πίν. 36a. 37 a. b. e.
1419
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 132, εικ. 57.
1420
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles, I,
πίν. 82.
281
Σε άλλη σκηνή που εικονίζει τον Χριστό στο σπίτι του Λαζάρου, σε μωσαϊκό
τοίχου στον Καθεδρικό ναό του Παλέρμου (εικ. 157), 1421 το 1180, απεικονίζεται
κεντρικά στο ημικυκλικό τραπέζι περίτεχνα διακοσμημένη γαβάθα με πόδι.
Επίσης και σε σκαλιστό πλακίδιο από ελεφαντόδοντο (εικ. 251), 1422 στο
Σαλέρνο, στα τέλη του 11ου αιώνα, που παρουσιάζεται σκηνή από το Γάμο της
Κανά, διακρίνεται στο κέντρο του τραπεζιού λεκανίδα με μονό πλατύ πόδι που
περιέχει ευμεγέθη ιχθύ.
Την ίδια εποχή σε απεικόνιση της Γέννησης του Προδρόμου, σε
Τετραευαγγέλιο κώδ. 975, φ. 120v, στη Μονή Βατοπεδίου του Άθως (εικ. 192),1423
παρουσιάζεται μία θεραπαινίδα να προσφέρει στην λεχώνα Άννα μία βαθιά
γαβάθα, χωρίς πόδι.
Στη σκηνή της Γέννηση της Παρθένου, σε ψηφιδωτό, στη Μονή Δαφνιού (εικ.
30),1424 το β΄ ήμισυ 11ου αιώνα, εκτός από την βασική γαβάθα με πόδι που
περιέχει αυγά, προστίθεται λεκανίδα που φέρεται από δεύτερη θεραπαινίδα και
περιέχει φρούτα.
Λεκανίδα με φρούτα εμφανίζεται στην ίδια σκηνή σε ψηφιδωτό στη Βασιλική
Σάντα Μαρία, στο Τραστέβερε της Ρώμης (εικ. 33),1425 τον 13ο αιώνα.
Επίσης ανάμεσα στα τρόφιμα που προσφέρονται στη λεχώνα, προστίθεται
στη συνέχεια και αγγεία, ένα χαρακτηριστικό που θα εξαπλωθεί με την πάροδο του
χρόνου. Η προσφορά των αγγείων και άλλων δώρων ήταν μια κοινή πρακτική
στην αρχαιότητα και μπορεί να υποτεθεί ότι το έθιμο συνεχίστηκε στο Βυζάντιο, 1426

1421
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, I mosaic del period normanno in Sicilia, V, εικ. 242 και 245.
1422
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 155, εικ. 9. Βλ. επίσης
Κ. Weitzmann, “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972), 60-63.
1423
Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Εικονογραφικά θέματα από τον κώδικα αρ. 762, τχ. β΄, εικ. 6. Βλ.
επίσης Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, τ. Δ΄, εικ. 300 και Α. Κατσιώτη, Οι
σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 287, εικ. 115.
1424
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 22, εικ. 57 και Γκ. Πασαρέλι,
Βυζαντινές Εικόνες, 30, εικ. 2. Βλ. επίσης, ίδια, The Cycle of the Life of the Virgin, τ. 4, εικ. 13.
1425
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 43, εικ. 13. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei, 92,
εικ. 68.
1426
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, 97. Bλ. Επίσης E. De Wit, Die Miniaturen
des Vargilius Vaticanus, Amsterdam, 1959, pl. 16, 1.
282
όπως φαίνεται σε τοιχογραφία του Αγίου Παντελεήμονα στο Nerezi, των Σκοπίων
(εικ. 31),1427 το 1164 και στο ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Peć του Κοσσόβου
(εικ. 40), μετά το 1324. Όπου παρουσιάζεται η τρίτη κατά σειρά προσφορά είναι
ένα βάζο άρωμα.1428
Σε σκηνή με την Γέννηση του Χριστού, στο Capella Palatina, στο Παλέρμο
της Σικελίας (εικ. 151),1429 τον 12ο αιώνα, οι προσφερόμενοι καρποί της γης
τοποθετούνται σε λεκανίδες, τις οποίες φέρουν αγρότες.1430
Επίσης σε σκηνή της Γέννησης, από το βίου του Αγίου Νικολάου, σε
τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Νικολάου στη Θεσσαλονίκη (εικ. 153), 1431 τον 14ο
αιώνα, παρουσιάζεται δύο θεραπαινίδες που προσφέρουν στη λεχώνα γαβάθα με
τροφή.
Πτυχωτή λεκανίδα, σαν όστρακο, με πόδι απεικονίζεται σε τοιχογραφία με
σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας και συγκεκριμένα στα Εισόδια, στο
Ναό της Παναγίας της Περίβλεπτου (Άγιος Κλήμης) στην Αχρίδα (εικ. 44),1432 στα
τέλη του 13ου αιώνα.
Παρόμοια λεκανίδα ευφάνταστη, με τριγωνική βάση, συναντάμε και σε
σκηνή από τη Φιλοξενία του Αβραάμ, σε τοιχογραφία στο Παρεκκλήσι των
Αρχαγγέλων, στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 19 & λεπτ.), 1433 το
1380.

1427
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, pl. 24, εικ. 61.
1428
Sv. Radojčić, Die Entstehung der Malerei der Paläologische Renaissance, Jahrbuch der
Oesterreichm Byzant, Gesellschaft, VII, 1958, (105-123) 114.
1429
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 102, εικ. 20.
1430
Βλ. λεπτομέρειες και ανάλυση της σκηνής στο κεφ. Κρέας και αυγά, Λοιπές σκηνές με αυγά, της
παρούσας εργασίας.
1431
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 63.
1432
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η ίδια, The
Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 15.
1433
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ.
287, εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar , 143, εικ. 78.
283
Στην ίδια σκηνή από φορητή εικόνα του Μουσείου Μπενάκη (εικ. 180),1434
παρατηρείτε μικρότερη πτυχωτή λεκανίδα χωρίς πόδι πάνω σε ένα πλούσιο σε
σκεύη τραπέζι και τη Σάρα να μεταφέρει μία μικρή γαβάθα.
Βαθιά και λιτή πήλινη λεκανίδα, χωρίς πόδι, παρουσιάζεται πάνω στο
τραπέζι της Φιλοξενίας του Αβραάμ, σε μικρογραφία από ψαλτήρι σε Βαρβερινό
κώδικα 372, της Αποστολικής Βιβλιοθήκης του Βατικανού (εικ. 184), 1435 το 1092,
ενώ ο Αβραάμ μεταφέρει ανοικτό ρηχό σκεύος, χωρίς πόδι, μικρότερο σε μέγεθος
από το επιτραπέζιο σκεύος.1436
Αργότερα στις αρχές του 14ου αιώνα επαναλαμβάνεται το προηγούμενο
μοτίβο στη Φιλοξενία του Αβραάμ, σε τοιχογραφία στο Καθολικό της Μονής, στη
Gračanica του Κοσσόβου (εικ. 12).1437
Χρονικά της ίδια περίοδο σε τοιχογραφία στη Μονή Χιλανδαρίου, στο Άγιο
Όρος (εικ. 13),1438 απεικονίζεται λεκανίδα με τετράγωνη βάση, επάνω στο τραπέζι
της Φιλοξενίας, ενώ μόνο η Σάρα μεταφέρει τρόφιμα σε δύο ανοικτά σκεύη και ο
Αβραάμ προσφέρει άρτους.
Η τέχνη του 11ου αιώνα επηρεασμένη όπως φαίνεται από θεολογικές
συζητήσεις της εποχής που αφορούν την Ενσάρκωση και το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας, ξεκινά να αποτυπώνει συμβολισμούς. Έτσι το κεντρικό σκεύος
παραπέμπει στο δισκοπότηρο, που συμβολίζει την ενσάρκωση.1439

1434
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, 246, εικ. 150 και λεπτ. 290, εικ. 201. Βλ.
επίσης Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ, 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α.
Ξυγγοπούλου, Μουσείον Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση: Α.
Grabar, La Peinture Byzantine, 192 και στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei, 75.
1435
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, 234, εικ. 132 και 288, εικ. 198, λεπτ. Βλ.
επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, 31.
1436
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 298.
1437
Όπ.π. 240, εικ. 141 και λεπτ. 286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica,
πίν. 54a.
1438
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 241, εικ. 142. Βλ. επίσης
Β. Todic, Serbian Medieval Painting, εικ. 112.
1439
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 297 και σημ. 420, όπου
αναφέρεται ότι: «Πρόκειται για κλασική θέση των πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας...η Εκκλησία
ως τύπος και εικόνα της Αγίας Τριάδος» (Χ. Α. Σταμούλη, Φύση και Αγάπη, καί ἄλλα μελετήματα,
Θεσσαλονίκη 1999, 39, σημ.2).
284
Στη συνέχεια προστίθενται πάνω στο τραπέζι του Μυστικού Δείπνου και άλλα
σκεύη, αλλά το κέντρο του καταλαμβάνεται πάντα από γαβάθα ή λεκανίδα με πόδι,
που περιέχει συνήθως το κυρίως γεύμα, όπως στο Άγιο Πέτρο του Οτράντου (εικ.
92),1440 το 1100, στο Sant' Angelo in Formis, στη Καπούη (Capua,) το β΄ μισό 11ου
αιώνα (εικ. 91),1441 στην Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, στο Νικητάρι (περιοχή
Σολέα), στη Κύπρο (εικ. 93),1442 το 1106 και στον Καθεδρικός ναός της
Μεταμορφώσεως, Μονή Mirojsky, Pskov, της Ρωσίας (εικ. 94 & λεπτ.), 1443 το
1156.
Σε αρκετές απεικονίσεις της ίδιας σκηνής, εμφανίζεται το κεντρικό σκεύος, η
γαβάθα, περίτεχνη, όπως στο Karanlik Kilise της Καππαδοκίας (εικ. 89), 1444 τον
11ο αιώνα, με δαντελωτό χείλος, παρόμοια παρουσιάζεται και στον ναό του
Άγιου Θεόδωρου, στο Τσόπακα της Μέσα Μάνης (εικ. 97 & λεπτ.),1445 12ος αιώνας
και στο Pala d' Oro, Άγιος Μάρκος, Βενετία (εικ. 248), 1446 το 1105, όπου το πόδι
της εμφανίζεται περίτεχνα διχαλωτό. Η μεγαλύτερη, πλησίον του Ιησού, έχει
στρογγυλή σταθερή βάση, ενώ η άλλη φέρει ως βάση, τρίποδα.
Παρόμοια διάταξη με δύο γαβάθες πάνω στο τραπέζι, βρίσκουμε και σε
τοιχογραφία του ναού του Παντοκράτορα στη Μονή Dečani, στο Κόσσοβο (εικ.
79),1447 το 1335-1355, στο Γάμο της Κανά.
Σε σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, στο ναό του Αγίου Νικολάου, στο χω -

1440
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης
R. Ferioli-Campanati, La cultura artistica, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia, εικ. 380.
1441
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, 22-23, εικ. 6.
1442
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, εικ. 248.
1443
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18.
1444
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης
Ν. Thierry, Une iconographie inédite de la Cène, 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β και εικ. 5, σχέδιο, Α.
1445
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα, 200, πιν. 1 και 44, εικ. 10.
1446
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 3. Βλ. επίσης
H. R. Hahnloser, R. Polacco, La Pala d'Oro, πίν. XXXI, εικ. 56 και Last Supper, 11, εικ. 4.
1447
Όπ.π. 158, εικ. 13. Βλ. επίσης V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, πίν. CCXIV και G. Babic
(επιμ.), Mural Painting of the Monastery of Decani, έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
285
ριό Νιο Χανίων Κρήτης (εικ. 14),1448 το 1325, υπάρχει μεγάλη περίτεχνη γαβάθα με
λαιμό και πόδι, κεντρικά στο τραπέζι. Επίσης σε σκηνή της Κοινωνίας των
Αποστόλων, στη κόγχη του ναού των Αγίων Αποστόλων, στο Πέρα Χωριό της
Κύπρου (εικ. 130),1449 τον 12ο αιώνα, απεικονίζονται δύο άγγελοι που φέρουν τα
τίμια δώρα, εκ των οποίων ο άρτος βρίσκεται μέσα σε εγχάρακτη μεγάλη γαβάθα
με πόδι, στο κέντρο της τράπεζας.
Τεράστια σε μέγεθος λεκανίδα με πόδι, που φιλοξενεί ολόκληρο το ζώο,
αλλά απλή στην κατασκευή της, εμφανίζεται σε σκηνή από το Τραπέζι στην οικία
του Ιώβ, από μικρογραφία σε χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού
(εικ. 240),1450 το 1361-1362.
Ταυτόχρονα εμφανίζεται μικρότερη στρόγγυλη γαβάθα πάνω στην
τράπεζα, ενώ άλλη μία μακρόστενη λεκανίδα μεταφέρεται από υπηρέτρια προς
το τραπέζι.
Σε σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, από το β΄ μισό του 10ου αιώνα,
υφίσταται η κεντρική γαβάθα ή λοπάδα,1451 με πόδι πάνω στο ημικυκλικό
τραπέζι, ανάμεσα σε δύο μικρά πινάκια, σε τοιχογραφία στο ναό του Αγίου
Γεωργίου στη Σκάλα Λακωνίας (εικ. 57). 1452
Παρόμοια διάταξη σκευών συναντάμε και αργότερα σε Τετραευαγγέλιο,

1448
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 289, εικ. χωρίς αρίθμηση.
Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης, εικ. 103.
1449
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 165, εικ. 73.
1450
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460.
1451
Λοπάδα = επιτραπέζιο πήλινο σκεύος φαγητού, συνώνυμο με τη γαβάθα, γνωστή από τα τέλη
ου
του 7 αιώνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Κωδ.: Κ/Ζ ΕΠΚΑ/14/152). Βλ. επίσης Α.
Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 130 και Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών
Βίος, 166, 176.
1452
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α.
Γκιαούρη, ΑΔ 35 (1980) Χρονικά Β1, 164. M. Panayotidi, «La peinture monumentale en
Grèce», CahArch 34 (1986), 82.
286
κωδ. gr. 74, στα fol. 28ν (εικ. 203) 1453 και fol. 75ν (εικ. 204), 1454 στην Εθνική
Βιβλιοθήκη του Παρισιού, το β΄ μισό του 11 ου αιώνα.
Αλλά και σε σκηνή με θέμα το Γεύμα του Θεοπίστου, σε τοιχογραφία στο
ναό της Παναγίας στην Επισκοπή της Μέσα Μάνης (εικ. 158 & λεπτ.), 1455 τον
12ο αιώνα, παρατηρείται επανάληψη του προηγούμενου μοτίβου, με μεγάλη
στρόγγυλη λεκανίδα σκαλιστή, με πόδι, ανάμεσα σε δύο βαθιά πινάκια,
μινσούρια, με το ίδιο σκάλισμα.
Επίσης συχνή είναι η παρουσίαση ψαριού μέσα σε λοπάδα,1456 όπως σε
τοιχογραφίες στο νότιο τοίχος του ανατολικού σταυροθολίου της Μονής του Οσίου
Λουκά, στη Φωκίδα (εικ. 90 & λεπτ.),1457 τον 11ο αιώνα και στο νοτιοδυτικό μέρος
στο ναό του Αϊ-Στρατηγού στη Μάνη (εικ. 98),1458 τον 12ο αιώνα. Απεικονίζεται το
ίδιο σκεύος, μεγάλη λοπάδα με μονό σκαλιστό πόδι.
Μεγάλη σκαλιστή λοπάδα με πόδι, βρίσκεται κεντρικά, στη σκηνή της
Φιλοξενίας του Αβραάμ, από ψηφιδωτό στον Καθεδρικό ναό, στο Monreale της
Σικελίας (εικ. 3),1459 το 1180-1190, αριστερά της βλέπουμε μικρή σκαλιστή γαβάθα
με πόδι και καπάκι με λαβή.
Μία άλλη διάταξη που συναντάμε σε τοιχογραφία με το Συμπόσιο του Ηρώ-

1453
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 257, εικ. 48. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 25.
1454
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles, Ι, πίν. 69.
1455
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πίν. 47 και 220, εικ. 46
(λεπτ.). Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 88α. Και I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ.
1456
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 41.
1457
Ευστ. Γ. Στίκας, Τὸ Οἰκοδομικὸν Χρονικὸν τῆς Μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ Φωκίδος, πίν. 86α & β.
1458
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 34α. Βλ. επίσης Κ. Μ.
Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, εικ. 305.
1459
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, 64.
287
δη, στους Άγιος Απόστολους στη Θεσσαλονίκη (εικ. 62), 1460 το 1328-1334, όπου
υπάρχει μία λεκανίδα μπροστά στον οικοδεσπότη την οποία συνοδεύουν τρία
πινάκια με πόδι, με εδέσματα.
Ενώ νωρίτερα, το 1290, σε τοιχογραφία της προηγούμενης σκηνής
διακρίνεται μεγάλη λοπάδα, διακοσμημένη με αραβούργημα (opus
vermiculatum),1461 στη Παναγία την Χρυσαφιώτισσα, στη Λακωνία (εικ. 61),1462 το
1290, ανάμεσα σε δύο πινάκια. Στον ίδιο ναό παρατηρούμε σε τοιχογραφία,
στρόγγυλη βαθιά γαβάθα με πόδι στο τραπέζι της Φιλοξενίας του Αβραάμ (εικ.
10).1463
Εκτός από τα παραπάνω, αρκετές είναι οι παραστάσεις του Μυστικού
Δείπνου, που απεικονίζονται τρεις γαβάθες ή λεκανίδες, με πόδι, οι οποίες
καταλαμβάνουν όλο το χώρο του τραπεζιού, ιδίου ή διαφορετικού μεγέθους και
περιέχουν τα κύρια εδέσματα.
Τέτοιες είναι η τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας στο σπήλαιο της
1464
Μονής του Αγίου Νεοφύτου, στη Τάλα Πάφου Κύπρου (εικ. 96 & λεπτ.), το
1196 και σε μωσαϊκό του San Marco της Βενετίας (εικ. 100), 1465 τέλη 12ου αιώνα.
Επίσης σε σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, επαναλαμβάνεται η
απεικόνιση τριών λεκανίδων με πόδι, σε τοιχογραφία στο ναό του ευαγγελισμού
της Θεοτόκου, στο Novgorod της Ρωσίας (εικ. 59),1466 το 1189.

1460
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A.
Xyngopoulos, Les fresques de l’église, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein
byzantinisches Bildensemble, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού,
Ελληνική Τέχνη, 146, εικ. 125.
1461
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 130.
1462
Όπ.π. 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β. Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), 20, εικ. 19
και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, εικ. 11.
1463
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης
S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada, πίν. 19.
1464
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα, 1997. Βλ. επίσης για
λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 147, εικ. 66.
1465
Last Supper, 36-37, εικ. 56.
1466
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 280, εικ. 99. Βλ. επίσης Ν.
Salko, Early Russian painting, εικ. 117.
288
Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο, κώδ. αρ. 5, φ. 363ν, της Μονής Ιβήρων του
Αγίου Όρους (εικ. 207),1467 β΄ μισό του 13ου αιώνα, με σκηνή από τον Γάμο της
Κανά, στο τραπέζι εμφανίζονται μία κεντρική λεκανίδα με ευρύ στόμιο και πόδι,
ανάμεσα σε δύο στρόγγυλες γαβάθες με εδέσματα.
Κάτι αντίστοιχο συναντάμε σε ίδια σκηνή, σε τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο
Ορφανό στη Θεσσαλονίκη (εικ. 74),1468 το 1310-1320.
Σε μικρογραφία σκηνής από συνεστίαση Βυζαντινών με Αράβων, 1469 τον 11ο
αιώνα παρουσιάζονται τρεις περίτεχνες γαβάθες με κεντρικό πόδι, που περιέχουν
εδέσματα, πάνω σε ημικυκλικό τραπέζι, ενώ υπηρέτης προσκομίζει μία ακόμα.
Θέλοντας έτσι να γίνει εντυπωσιασμός και επίδειξη γαστρονομικής τρυφής
και πλούτου.
Καθώς και σε φορητή εικόνα του Προδρόμου με σκηνές της ζωής του, στη
Μονή Σινά (εικ. 173),1470 στις αρχές του 13ου αιώνα. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και
στον 14ο αιώνα, όπως σε τοιχογραφία στο Βαπτιστήριο του Αγίου Μάρκου στη
Βενετία (εικ. 64 & λεπτ.).1471
Οι γαβάθες δεν εμφανίζονται μόνο πάνω σε τραπέζια γευμάτων ή
συμποσίων σε βυζαντινές απεικονίσεις, αλλά και φερόμενες από θεραπαινίδες ή
υπηρέτριες. Όπως σε σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου, από Ευαγγελιστάριο
1467
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια
Μονῆς Ἰβήρων, Νο 46.
1468
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος, πίν. 50 και βλ. σχετικά και 138. Βλ. επίσης Χ. Ν.
Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, εικ. 60. Α. Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου
Νικολάου Ορφανού, εικ. 91, 92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, 161-162,
εικ. 142.
1469
Η. Αναγνωστάκης, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», εφ. Η Καθημερινή, 1998, 10, εικ. 1.
Βλ. την σχετική εικόνα, παραπάνω στο Κεφ. Τρόπος Σερβιρίσματος, 1. Τραπέζι, της παρούσας
ος
εργασίας, όπου παρουσιάζεται ο Βυζαντινός διοικητής της Oσροηνής (11 αι.), να συντρώγει με
ος
Άραβες (Xρ. Σκυλίτση 13 αι.).
1470
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης Γ. &
ο ο
M. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη, Εικόνες από τον 12 ως τον 15
αιώνα, Σινά, εικ. 52.
1471
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, πίν. 41. A.
Goodspeed et. al., The Rockefeller, III, εικ. XXII και R. Tozzi, I mosaici del Battistero, εικ. 4, 8.
289
της Μονής Διονυσίου, κώδ. 587, φ. 154ν (εικ. 190),1472 το τελευταίο τέταρτο του
11ου αιώνα. Οι τρεις γαβάθες είναι στρόγγυλες με προσφερόμενα τρόφιμα προς
την λεχώνα.
Παρόμοιες τρεις γαβάθες εμφανίζονται και σε σκηνή της Γέννησης της
Παρθένου, σε μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄, vat. gr. 1613, f. 22,
στη Biblioteca Apostolica, του Βατικανού (εικ. 198),1473 περίπου το 985. Τα τρία
αυγά ως προσφορά προς την λεχώνα επαναλαμβάνονται και από τις τρεις
θεραπαινίδες.
Χαρακτηριστική σκηνή με εμφάνιση πολλών λεκανίδων (συνολικά έξι),
διαφορετικών σχημάτων και σχεδίων, πάνω στη τράπεζα συμποσίου αποτελεί η
τοιχογραφία με τη Ουράνια Κλίμακα ή Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ, στο
εξωνάρθηκα του Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου, στο Άγιο Όρος (εικ. 159), 1474
το 1312. Το πλήθος των συγκεκριμένων σκευών πλούσια σε εδέσματα,
αντικατοπτρίζει τον πλούτο του γεύματος.
Εμφάνιση πολλών σκευών πάνω σε τράπεζα, συναντάμε σε σκηνή από τα
Εισόδια της Παναγίας, σε τοιχογραφία στο ναό Τιμίου Σταυρού, στο Πελένδρι της
Κύπρου (εικ. 47),1475 τον 14ο αιώνα. Παρουσιάζονται τρεις γαβάθες εφυαλωμένες
με πόδι και δύο ακόμα άνευ ποδιού, που περιέχουν καρπούς και εδέσματα.
Εκτός από τις λεκανίδες και τις γαβάθες, εμφανίζονται στις παραστάσεις και
άλλα επιτραπέζια βυζαντινά σκεύη που χρησιμοποιούνται για την υποδοχή του
φαγητού, όπως τα πινάκια και οι πινακίσκοι.1476

1472
Σ. Πελεκανίδης, Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, ΙV, εικ. 268 και όπ. π. Α. Κατσιώτη,
255, εικ. 43. Βλ. επίσης Κ. Weitzmann, An Imperial Lectionary, 239-253, ανατ. Byzantine
Liturgical, εικ. 4, και Τ. Masuda, Η εικονογράφηση του χειρογράφου, αρ. 587μ, 126-127.
1473
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 39, πίν. VI. Βλ. επίσης J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of
the Life of the Virgin, τ. 4, εικ. 12.
1474
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1475
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια,
Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, «Ελαιώδη διά άρτυμα», Αρχαιολογία &
Τέχνη 116, 30 και Α. & J. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, 229, εικ. 2 και εικ. 130. J.
Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
1476
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 150-151.
290
Κατά τον Φαίδωνα Κουκουλέ τα μεν πρώτα ήταν οι λεκανίδες, που κατά
βάση παριστάνονται στις εικόνες, ενώ τα δεύτερα, τα
σημερινά πιάτα, όπως φαίνονται σε άλλες.
Συναντούμε επίσης και τον χαρακτηρισμό πίνακα,1477
για την τοποθέτηση των εδεσμάτων ή όπως
περιγράφεται από τον Βιάννω Κρήτης, ως ξύλινη
λεκάνη, από την οποία τρώνε από κοινού οι
συνδαιτυμόνες.1478 ος
Πινάκιο, 12 –14
ος
αιώνας, Μουσείο Μπενάκη.

Στα πινάκια συνήθως τοποθετούνταν τροφή, αλλά και νερό προς πόσην,1479
δικαιολογώντας την παραγωγή της λέξεως πίνω.1480
Τρία πινάκια ρηχά με τα οποία προσφέρουν αυγά και άλλα εδέσματα δύο
θεραπαινίδες, συναντάμε σε σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου σε
Ευαγγελιστάριο της Μονής Παντελεήμονος στο Άθως (εικ. 71), στα τέλη 11 ου –
αρχές 12ου αιώνα. Στην ίδια σκηνή, σε Ευαγγελιστάριο του Βατικανό, Urbin. gr. 2,
fol. 167v (εικ. 195),1481 1118-1142, εκτός από πινάκιο οι θεραπαινίδες
προσφέρουν τρόφιμα σε γαβάθες με πόδι και χωρίς.

1477
Όπ.π. 151. Βλ. επίσης F. Miklosich, J. Muller, Acta et diplomata Graeca medii aevi, 6, 245:
γαβάδια δώδεκα καὶ σκουτάλια δώδεκα, ὑάλινα γαβαδίτζια δύο καὶ ἒν μέγαν πινάκιν καὶ σκουτέλιον
ὑάλινον βένετον, κουρούπια τρανὰ ὑάλινα τρία καὶ βίκη μεγάλα τε καὶ μικρά, βικοθήκη μετὰ τῶν
βικίων αὐτῆς, ποτήρια μικρά τε καὶ μεγάλα, οἵα καὶ ὅσα εἰσί. Και ο Πτωχοπρόδρομος, ΙΙΙ, 170, είπε:
Μὴ να τσακώσω πίνακα κανέναν εἰς τάς χεῖρας, Χρυσόστομος, PG 59, 763: Ἐπὶ πίνακος, ἐφ’ οὐ τὰ
ἐδέσματα παραφέρεται.
1478
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 151.
1479
Όπ.π. 151. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος, ΙΙΙ, 314, αναφέρει: Ἐκεῖνοι πάντα τὸ γλυκὺν μετὰ τῶν
κουτρουβίων, ἡμεῖς δὲ τὸ νερούτσικον μετὰ τῶν πινακίων.
1480
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 151. Βλ. επίσης, όπ.π., σημείωση 139, Ευστάθιος
Θεσσαλονίκης, 1794, 7: Οἴνου πίνακες λέγοιντο ἂν καὶ μᾶλλον τοῦτο κυρίως, δοκεῖ γὰρ ἐκ τοῦ
πίνειν παρῆχθαι ὁ πίναξ, συνδηλουμένου καὶ τοῦ ἐσθίειν τρόπω συλληπτικῶ.
1481
A. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 77. Βλ. Επίσης J.C.
Stornajolo, Miniature delle omilie di Giacomo Monaco, εικ. 88, 21 και K. Weitzmann, Byzantine
Miniature and Icon Painting, 207-224, ανατ. Studies in Classical and Byzantine Manuscript
Illumination, εικ. 271.
291
Ενώ σε χειρόγραφο από την Ομιλίες Ιακώβου, Vatic, gr. 1162, fol. 159r, στο
Βατικανό (εικ. 196),1482 περίπου το 1140-1150, η προσφορά παρουσιάζεται πιο
λιτή με μία μόνο γαβάθα προς την λεχώνα. Όπως και στο Τετραευαγγέλιο 274, fol.
149v, στη Μονή Θεολόγου της Πάτμου (εικ. 197),1483 το α΄ μισό 12ου αιώνα.
Τρεις διαφορετικοί τύποι σκευών, μία γαβάθα με καπάκι, ένα μεγάλο βαθύ
πινάκιο με φρούτα και έναν τύπο δίσκου με δύο φιάλες γυάλινες και ένα γυάλινο
ποτήρι, παρουσιάζονται σε σκηνή της Γέννησης της
Παρθένου, σε νωπογραφία της εκκλησίας του
Βασιλέως, στη Στουντένιτσα της Σερβίας (εικ. 36, 37α &
β),1484 το 1314.
ου ου
Πήλινο Πινάκιο, τέλος 12 -13 αι. Βυζαντινό & Χριστιανικό
Μουσείο (ΒΧΜ) 1220. (Βρώματα και μαγειρείες, αναζητώντας τις
βυζαντινέες γεύσεις, Αθήνα 2005, 15) έκδ. Γραφ. Εκπαιδ. Προγρ.)

Παρόμοιο δίσκο φαίνεται να μεταφέρει θεραπαινίδα και στη τοιχογραφία από


την Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (εικ. 38),1485 τον 14ο αιώνα, καθώς
και ένα πινάκιο πλατύ ρηχό με πόδι, πάνω σε τραπέζι.
Τα αγγεία πολυτελείας που παρουσιάζονται στην παραπάνω τοιχογραφία
συνεχίζονται και στον επόμενο αιώνα και δείχνουν μάλλον ότι είναι επίσης
σύνηθες στη σκηνή αυτή.1486 Αμφορέας περίτεχνος δύο λαβές εμφανίζεται και σε
τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Δημητρίου στο Peć του Κοσσόβου (εικ. 40), μετά
το 1324.

1482
A. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, εικ. 78. Βλ. επίσης όπ.π. J.C.
Stornajolo, εικ. 67 και V. Lazarev, Storia, εικ. 266.
1483
A. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 270, εικ. 79. Βλ. επίσης G.
Jakopi, Le miniature dei codici di Patmo, 573, εικ. 131 και Ντ. Μουρίκη, Ν. Sevcenko, Οι Θησαυροί
της Μονής Πάτμου, εικ. 24.
1484
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance, τ. 1, pl. 25, εικ. 64. Βλ. επίσης Underwood
(έκδ.), τ. 4, εικ. 30, J. Lafontaine-Dosogne, The Style of the Kariye Djami, τ. 4, εικ. 11. Και για εικ.
37α & β, Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 44 & 45 αντίστοιχα, πίν. ΙΙ.
1485
P. A. Underwood, The Kariye Djami, 98 εικ. 87 και J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de
l’enfance, Bruxelles 1992. Βλ. επίσης λεπτ. Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, 196, εικ. 185.
1486
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο, 97.
292
Όπως φαίνεται σε τοιχογραφία, στη Μονή Κρεμίκοβτσι (Kremikovci) της
Βουλγαρίας (εικ. 42),1487 το 1493, διακρίνουμε μία παρόμοια γαβάθα με καπάκι και
μία ακόμα με πόδι που περιέχει ζωμό, με τον οποίο ταΐζει η θεραπαινίδα την
λεχώνα.
Επίσης ξεχώριζαν τα βαθιά πινάκια αναφερόμενα ως μινσούρια, μεγάλα ή
μικρά, χαρακτηριζόμενα ως μινσουράκια, αλλά και μίνσοι ή μίσσοι.1488
Όπως τα δύο μινσουράκια που διακρίνονται σε σκηνή από το Συμπόσιο του
Ηρώδη, σε τοιχογραφία στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα Κασοίκια
της Ικαρίας (εικ. 68),1489 περίπου το 1400.
Παρόμοια σκεύη απεικονίζονται και σε σκηνή από την Παραβολή του
Βασιλικού Δείπνου, σε λεπτομέρεια μικρογραφίας, κώδ. αρ. 5, φ. 94β, της Μονή
Ιβήρων του Αγίου Όρους (εικ. 229 & λεπτ.),1490 τον 13ο αιώνα.
Στο κέντρο υφίσταται βαθιά, περίτεχνη γαβάθα με πόδι, υποδηλώνοντας έτσι
την λαμπρότητα του δείπνου.
Καθώς και τα σκουτλία,1491 τα αναφερόμενα σκουτέλια,1492 βαθύτερα
ασπιδοειδή πινάκια, τα τρυβλία και τα γάβενα ή γάβανα.1493
Βάση και των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω και αφορούσαν την μορφή
των επιτραπέζιων σκευών, μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλή εικόνα αυτών, για
το δεύτερο μισό του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας την
κυριαρχία του ρηχού πινακίου και της σχετικά βαθιάς κούπας, όπως και σε μεγάλα
μεγέθη, των οποίων η διάμετρος του χείλους κυμαίνεται γύρω στα 23-28 εκ. Τόσο

1487
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia 1999, 32, εικ. 1. Βλ. επίσης Φωτογραφικό
Αρχείο ΕΚΒΜΜ.
1488
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 151-152. Λατ. missoria. Οι μίσσοι, ήταν πινάκια που περιείχαν
φαγητά τους λεγόμενους missos.
1489
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 335, εικ. 218.
1490
Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 21. Για
την λεπτομέρεια, Η. Αναγνωστάκης, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», εφημ. ¨Η Καθημερινή¨,
Αθήνα 19 Απριλίου 1998, 11.
1491
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 152-253. Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος, ΙΙ, 50.
1492
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 153. Λέγονταν τα πήλινα τρυβλία, σπανίως γυάλινα και
ασημένια ή χρυσά για τους πλούσιους. Βλ. επίσης F. Miklosich, J. Muller, Acta et diplomata
Graeca, 6, 245: σκουτέλιον ὑάλινον βένετον.
1493
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 153. Τα γάβενα ήταν μικρά ξύλινα τρυβλία.
293
το μέγεθος όσο και η μορφή τους επιτρέπουν να
διατυπωθεί η γνώμη πως τα σκεύη αυτά συνέχισαν να
εξυπηρετούν την παράθεση των τροφών στο τραπέζι, όχι
όμως ως ατομικά σκευή λήψης τροφής.
ος
Πινάκιο, 12 αιώνας, ΒΧΜ 1253.

Ο αριθμός των σκευών σε απεικονίσεις δείπνων και γευμάτων της εποχής


που είναι δυσανάλογα μικρότερος από τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι σπεύδουν,
απλώνοντας το χέρι, να πάρουν το μερίδιο τους από τα δυο ή τρία μεγάλα αγγεία
που βρίσκονται στη μέση του τραπεζίου, συνηγορούν σ’ αυτό.1494
Όμως η εμφάνιση ρηχού πινακίου χωρίς πόδι απαντάται νωρίτερα στη
Φιλοξενία του Αβραάμ, σε τοιχογραφία στη Νέα Εκκλησία, στο Tokali της
Καππαδοκίας (εικ. 1),1495 το 950-960.
Μεγάλο και βαθύ πινάκιο με πόδι, απεικονίζεται στο κέντρο του τραπεζιού της
Φιλοξενίας, σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι της Παναγίας στη Μονή του Αγίου
Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο (εικ. 4),1496 τέλη 12ου αιώνα και αριστερά
εμφανίζεται ο πατριάρχης κρατώντας μικρή πήλινη γαβάθα με καρπούς.
Το ίδιο παρατηρείται και τον 13ο αιώνα σε τοιχογραφίες στο Karikli Kilise,
περιοχή Gorese της Καππαδοκίας (εικ. 5)1497 και στο ναό Αγίας Τριάδος στο
Κρανίδι Αργολίδας (εικ. 8),1498 το 1244-1245.

1494
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείαι, 119. Βλ. επίσης J. Vroom,
th th
After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7 to the 20 Century A.C.A Case
Study from Boeotia, Central Greece [Archaeological Studies, Leiden University], Leiden 2003, 313-
321, όπου γίνεται εκτενής συζήτηση για τις απεικονίσεις σκευών.
1495
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης
A. W. Epstein, Tokali Kilise, εικ. 105.
1496
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 235, εικ. 134 και λεπτ.
294, εικ. 204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η. Κόλλιας, Πάτμος, εικ. 8
και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου
Πάτμου, εικ. 3.
1497
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 236, εικ. 135 και λεπτ.
294, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon, εικ. 10.
1498
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 222, εικ. 125. Βλ. επίσης
S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada, πίν. 19.
294
Το ίδιο σκεύος όπως παραπάνω, αλλά με την απουσία του πατριάρχη Αβραάμ
από την σκηνή, συναντάται σε τοιχογραφία στο παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος, στο
Djurdjeni Stupovi (εικ. 9),1499 το 1283-1285.
Παρόμοιο πινάκιο συναντάμε και σε τοιχογραφία με την ίδια σκηνή, από τον
ναό της Μεταμορφώσεως στο Novgorod της Ρωσίας (εικ. 18),1500 το 1378. Στην
ίδια σκηνή από ψηφιδωτό, μωσαϊκού τοίχου, στο κυρίως ναό της Cappella Palatina,
στο Παλέρμο της Σικελίας (εικ. 2 & λεπτ.),1501 μέσα του 12ου αιώνα, εμφανίζονται
δύο βαθιά μικρά πινάκια με πόδι, που περιέχουν καρπούς. Επιπλέον ο Αβραάμ
μεταφέρει μακρόστενο, σκαλιστό σκεύος, κλειστό με καπάκι.
Στο α΄ μισό του 14ου αιώνα σε τοιχογραφία στη Bela Crkva, στο Karan της
Σερβία (εικ. 15),1502 στη Φιλοξενία του Αβραάμ, παρουσιάζεται να κρατά ο
πατριάρχης παρόμοιο σκεύος, ενώ η Σάρα τον ακολουθεί κρατώντας μία ανοικτή
βαθιά γαβάθα και στο τραπέζι εμφανίζεται ρηχό πινάκιο με ψηλό πόδι.
Ποικιλία πινακίων εμφανίζονται σε τοιχογραφία του Αγίου Ιωάννη του
Πρόδρομου στη Κριτσά της Κρήτης (εικ. 17),1503 το 1359-1360, πάνω στο τραπέζι
βρίσκονται ένα μικρό με πόδι, ένα πλατύ ρηχό χωρίς πόδι, δύο μικρότερα
φέρονται από τον Αβραάμ και την Σάρα. Το ίδιο παρατηρείτε και σε φορητή εικόνα
στο Καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος (εικ. 179),1504 με τη διαφορά
ότι το κεντρικό πινάκιο πλαισιώνεται από δύο μικρότερα πινάκια. Καθώς και σε

1499
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης
B. Todic, Serbian Medieval Painting, πίν. II.
1500
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina, 309.
1501
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18 και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici, πίν. XXXVII.
1502
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 289, εικ. χωρίς αρίθμηση.
Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης, εικ. 103.
1503
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 144. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πίν. 46.
1504
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 149. Βλ. επίσης
Α. Grabar, Les revetments, πιν. D και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ, 89,
πίν. 37, εικ. 1 και Βλ. M. Chatzidakis, L’icône byzantine, 33 και 36-37, εικ. 22-230.
295
ποδέα με το ίδιο θέμα από τη Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους (εικ. 252), 1505 το
1347.
Σε ορειχάλκινη θύρα στον Καθεδρικό ναό της Γέννησης της Θεοτόκου, στο
Suzdal, της Β. Ρωσίας (εικ. 249 & λεπτ.),1506 το 1230, στο τραπέζι της Φιλοξενίας
βρίσκεται ρηχό πινάκιο με τετράγωνη βάση στηριζόμενο σε πόδι και παρόμοιο
σκεύος μεταφέρεται από τον πατριάρχη Αβραάμ στους αγγέλους. Στο τραπέζι
ξεχωρίζουν δύο αγγεία που πλαισιώνουν το πινάκιο και μοιάζουν με λύχνους ή
κηροστάτες.1507
Από την ίδια περιοχή και σε φορητή εικόνα με την Φιλοξενία του Αβραάμ (εικ.
176),1508 14ος αιώνας, η τεχνική επαναλαμβάνεται αποτυπώνοντας τρία πινάκια με
πλατύ στόμιο και σταθερή, μεγάλη βάση, εκ των οποίων το κεντρικό εμφανίζεται
μεγαλύτερο. Παρόμοιο πινάκιο ολόλευκο συναντάμε και στη σκηνή της Κοινωνίας
των Αποστόλων, αλλά στα τέλη του 12ου αιώνα, σε τοιχογραφία, στη δυτική
πρόσοψη της Τράπεζας, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Πάτμου
(εικ. 126).1509 Προστίθενται στο τραπέζι του Μυστικού Δείπνου, εκατέρωθεν της
κεντρικής γαβάθας επικουρικά πινάκια με συνοδευτικά εδέσματα, όπως σε φορητή
εικόνα της Μονής Βατοπεδίου του Άγιου Όρους (εικ. 170),1510 β΄ μισό 12ου αιώνα,
σε τοιχογραφία στο νότιο τοίχο της ανατολικής κεραίας του Αγίου Αθανάσιος στο

1505
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 215, εικ. 117. Βλ. επίσης
G. Millet, Broderies religieuse, πίν. CLXX.
1506
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 136 και λεπτ.
289, εικ. 200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, 31 και A. N. Orchinnikov, Golden Gates
in Suzdal, 1978.
1507
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 298. Οι κηροστάτες /
ο
κηροπήγια ή λύχνοι, πήλινοι κατά το πλείστον, αναφέρεται ότι τον 13 αιώνα κάνουν την εμφάνισή
τους πλαισιώνοντας το κεντρικό σκεύος του τραπεζιού.
1508
Όπ.π. 280, εικ. 180. Βλ. επίσης Κ. Onasch, Α. Schnieper, Ikonen, 77.
1509
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός, 149, εικ. 67. Βλ. επίσης Α. Κ. Orlando, The architecture and the
frescoes of Patmos, εικ. 80 και Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco
Painting in Greece, εικ. 347.
1510
E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 71, εικ. 44. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του
Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, τόμ. Δ΄, εικ. 306.
296
Γεράκι (εικ. 99),1511 τον 12ο αιώνα, σε τοιχογραφία του ναού της μονής Βατοπεδίου
στο Άγιο Όρος (εικ. 104),1512 το 1312, όλα τα σκεύη είναι περίτεχνα,
πεπλατυσμένα και με μονά πόδια.
Τέλος, στην ίδια σκηνή, σε τοιχογραφία στην Περίβλεπτο του Μυστρά (εικ.
107),1513 β΄ μισό 14ου αιώνα, παρατηρούμε τέσσερα πινάκια ίδιου μεγέθους, με
μονό πόδι, παρατεταγμένα σε σειρά στη βάση του ημικυκλικού τραπεζιού.
Στο Συμπόσιο του Ηρώδη που συναντάμε σε τοιχογραφία στο ναό της
Θεοτόκου στο Peć, του Κοσσόβου (εικ. 63),1514 περίπου το 1330, διακρίνεται μόνο
ένα βαθύ πινάκιο μπροστά από τον Ηρώδη. Ενώ στην ίδια σκηνή, σε τοιχογραφία
στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65), 1515 1345-1355,
εμφανίζονται πάνω στο τραπέζι του συμποσίου, τρία ρηχά πινάκια με πόδι, με
ευδιάκριτη διακόσμηση στην επιφάνειά τους.
Ρηχό πινάκιο εμφανίζεται σε χειρόγραφο με θέμα την Προσωποποίηση του
Φεβρουαρίου, στη Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους (εικ. 239),1516 το 1346. Αν
και μικρό σε μέγεθος εικονίζεται να περιέχει κεφαλή ζώου.
Σε σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου, σε τοιχογραφία στον Άγιο Ιωάννη

1511
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 142, εικ. 12. Βλ. επίσης N. Μουτσόπουλος, Γ.
Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, 156, εικ. 241.
1512
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1513
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische
Malerei, εικ. ΧΧVIII. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή, 18, εικ. 1. G. Millet, Monuments byzantins
ης
de Mistra, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 94-95, εικ. 109 (Φωτ. Αρχείο 5
Ε.Β.Α.).
1514
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G.
Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines, εικ. 105 και M. Ivanocic, L’église de la
Vierge Hodigitria, εικ. 63.
1515
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ, πίν. 36.
1516
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. δ΄, 322- 324, εικ. 318.
297
Πρόδρομο, στη Χρύσαφα Λακωνίας (εικ. 27),1517 1367-1368, η προσφορά της
θεραπαινίδας προς την λεχώνα (ζωμός) βρίσκεται σε ένα ρηχό πινάκιο.
Τα αυγά που προσφέρονται προς τους Αγίους Αναργύρους από την γυναίκα
που δέχθηκε την θεραπεία, σε τοιχογραφία της Μητρόπολης του Μυστρά (εικ.
155),1518 1270-1285, είναι τοποθετημένα σε πινάκιο με σκαλιστό περίγραμμα στο
στόμιο και σκαλιστό μονό πόδι.
Τρία διαφορετικού μεγέθους και σχήματος σκεύη, απεικονίζονται σε
τοιχογραφία με σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, στον Άγιο Νικόλαος στη
Μπουκοβίνα Ρουμανίας (εικ. 66),1519 1360-1370, πιθανόν να είναι κεντρικά μία
μικρή γαβάθα, αριστερά ένα βαθύτερο ασπιδοειδή πινάκιο ή σκουτέλιο με πόδι και
δεξιά ένα ρηχό πινάκιο με πόδι.
Ποικιλία πινακίων, διαφόρων μεγεθών και σχεδίων, εμφανίζονται σε
τοιχογραφίες με θέμα τον Γάμο της Κανά, στον Άγιο Νικήτα, κοντά στο Cučer, στα
Σκόπια, (εικ. 77),1520 το 1316 και στο Καθολικό της Μονής στη Gračanica, του
Κοσσόβου (εικ. 78),1521 1320-1321, δηλώνοντας τον εορταστικό χαρακτήρα του
γεγονότος με την παρουσία πολλών προσκεκλημένων.
Στα βυζαντινά τραπέζια επίσης, χρησιμοποιούνταν το αναφερόμενο
σαλτζάριον, η τωρινή σαλτσιέρα και το αλατικόν.1522 Ήταν ειδικά σκεύη για να
παρασκευάζουν ή να προσφέρουν τις σάλτσες και τους γάρους, ονομαζόταν και

1517
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 329, εικ. 207. Βλ. επίσης Ν.
Δρανδάκης, Ο σταυροειδής ναός του Προδρόμου, 308, 319.
1518
Μ. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, 119, εικ. 95, 119. Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά,
Διατροφικές συνήθειες, 12, εικ. 5.
1519
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο.
Tafrali, Monuments byzantins, πίν. Ι, Χ, 2.
1520
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, τ. 4, εικ.
20. Βλ. επίσης V. Duric, Byzantinische Fresken im Yugoslavien, Μόναχο 1976, εικ. 48.
1521
Br. Zivkovic, Gračanica, Les dessings des fresques, Βελιγράδι 1989, 35.
1522
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 154.
298
σαλτάρια ή σαλτσερά, γαράρια ή γαρερά.1523

Σαλτσάρια, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών (Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα,πίν.35α,β)

Τα βυζαντινά πήλινα αυτοθερμαινόμενα σκεύη έχουν σχήμα ανεστραμμένου


κώνου, με θέση για τη φωτιά στο κάτω μέρος και στο ανοιχτό βαθύ πιάτο
(σκουτέλλιον) για την τροφή.1524 Η πλατιά βάση και οι δύο λαβές τους δείχνουν
πως ήταν φορητά και τοποθετούνταν κατά τη διάρκεια των συμποσίων, γι αυτό
συχνά ήταν πλούσια η διακόσμησή τους.1525

Σαλτσάρια, Ίδρυμα Πιερίδη, Λάρνακα Κύπρου, Επαρχιακό Μουσείο Πάφου (Όπ.π.πίν.35γ,δ)

1523
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, 55. Οι σχολιαστές τα φέρνουν ως
επεξηγη,ατικά των λέξεων «πινάκιον» και «οξύβαφον», που ήταν κατεξοχήν ανοιχτά αγγεία. Βλ.
.
Σχόλια Αριστοφάνη (Dubner), Βάτραχοι, στ. 985: τὸ πινάκιον οἱ δέ φασι τὸ σαλτζάριον. Κατάστιχον
μονής Γαβαλώτισσας Βοδενών (1375), Actes Lavra III, 107, αριθ. 147: σαλτζερά β΄ (106, οι εκδότες
ερμηνεύουν: saucieres). Σχόλια Νικάνδρου, 526: κύμβριο ἀντὶ τοῦ ὀξυβάφου, οἷον ἐμβαφίου εἰς
τράπεζαν πεποιημένου, ὅπερ καλέι γαράριον ἢ συνήθεια. (όπ.π. Φ. Κουκουλές, 121)
1524
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 55.
1525
Όπ.π. 56.
299
Αποτελούνται από δύο ευδιάκριτα και αναξάρτητα λειτουργικά μέρη, στο άνω
μέρος που δεχόταν την τροφή και σ’ όλες τις περιπτώσεις εσωτερικά
παρουσιάζεται εφυαλωμένο και συχνά διακοσμημένο με γραπτά θέματα.
Παράλληλα παρατηρήθηκε ότι η εσωτερική επιφάνεια του κάτω μέρους του
σκεύους παρουσιάζεται καμένη από τη φωτιά, που δείχνει ότι τοποθετούνταν
κάρβουνα ή και καντήλι με σκοπό να κρατήσουν ζεστό το περιεχόμενο του πιάτου.
Το βυζαντινό σαλτσάριο, δεν ήταν μόνο μία καθ’ αυτό φορητή μαγειρική
εστία, αλλά ένας συνδυασμός φορητής εστίας και μαγειρικού ανοιχτού σκεύους
ομαδικής χρήσης, που περιείχε κάποιο γευστικό άρτυμα φαγητών, όπως σάλτσας
ή γάρου, που προσφερόταν και τρώγονταν ζεστό.1526
Σε λεπτομέρεια από εικονογραφημένο χειρόγραφο του Χρυσοστομικού
κώδικα αρ. 211, φ. 56 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, με θέμα: Η διάδοση
της Γιορτής, (εικ. 230),1527 στα τέλη 9ου ή αρχές 10ου αιώνα, στο κέντρο του
τραπεζιού δεσπόζει ένα περίτεχνο αυτοθερμαινόμενο σαλτσάριο με καπάκι σε
σχήμα πτηνού. Όλα σχεδόν τα αγγεία αυτού του τύπου δέχονταν καπάκι, με
σκοπό να διατηρείται η θερμότητα του περιεχομένου.1528
Επίσης σε τοιχογραφία της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας (εικ. 72),1529 το
1260, όπου απεικονίζεται η σκηνή του Γάμου της Κανά, κεντρικά στο γαμήλιο
τραπέζι και δίπλα στο κυρίως γεύμα με κρέας (γουρουνόπουλο) βρίσκεται και ένα
σαλτσάριο.
Όλα τα παραπάνω, θεωρούνται ότι αντανακλούν τις συνήθειες της εποχής

1526
Όπ.π. 63-64.
1527
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα–Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών, τόμ. 3, 29-30, εικ. 17.
1528
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, 64.
1529
D. T. Rice, The Church of Hagia Sophia at Trabezond, Edimburgh 1968, πίν. 58β. Βλ. επίσης,
ο ίδιος, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 88, πίν. 62.
300
κατά την οποία δημιουργήθηκαν οι παραστάσεις.1530
Επίσης μας πληροφορούν για το είδος του γεύματος, εάν είναι πλούσιο –
βασιλικό με την κατανάλωση κρέατος και λοιπών εδεσμάτων ή λιτό – φτωχικό με
την ύπαρξη λιγοστών τροφών και λιτών όπως το ψωμί και τα λαχανικά.
Τα επιτραπέζια βυζαντινά αγγεία διαιρούνται στα ποτήρια και σε εκείνα που
περιέχουν χωνευτικά ποτά και στα μεγαλύτερα δοχεία που περιέχουν νερό ή
κρασί.1531
Κατά την επίσκεψη και φιλοξενία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού
στην ιερά Μονή της Ψαμαθείας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιγράφεται
στον βίο του Αγ. Ευθυμίου, αναφέρονται ότι ο κάθε επισκέπτης είχε το δικό του
στενόλαιμο κύπελλο (βαυκάλιων), τα οποία ήταν χάλκινα.1532
Τα ποτήρια καλούνταν και πατέλλια, λόγω του σχήματος τους ως ανοικτά
πέταλα.1533 Το ποτήρι που προοριζόταν για το κρασί ήταν πήλινο και λεγόταν
καύκος ή καυκί(ο)ν, στην αρχή ημισφαιρικό και κατόπιν απλώς όπως τα κοινά
ποτήρια.1534

1530
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 130, η οποία παραπέμποντας
και σε παλαιότερη δακτυλογραφημένη εργασία της (Les ustensiles dans la peinture murale
buzantine Xe-XVe s., D.E.A. Paris I, 1983), θεωρεί ορθώς ότι τα απεικονιζόμενα σκεύη είχαν σαφή
σχέση με την πραγματικότητα, αλλά χωρίς αυτό να εμποδίζει τους καλλιτέχνες να αντιγράφουν
παλαιότερες απεικονίσεις συχνότερα από όσο θα περίμενε κανείς. Βλ. επίσης V. Francois, “La
vaisselle de table à Byzance: un artisanat et un marché peu perméables aux influences
extérieures”, XXe Congrès International des Etudes Byzantines, Pré-actes 1. Séances plénières,
Παρίσι 2001, 96-101.
1531
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 155.
1532
Α. Κορακίδης, Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι ἐν τῇ ζωῇ μὲ βάσιν τάς ὑλικὰς τροφὰς, Αθήνα 1974,
82, 83. Η εξαιρετικά σημαντική περιγραφή της οινοχοΐας στη μονή των Ψαμαθιών, υπάρχει στο Βίο
ος
του πατριάρχη Ευθυμίου, 10 αιώνας (Vita Euthymii Patriarchae CP., έκδ. P. Karlin-Hayter,
Βρυξέλλες 1970, 53-55).
1533
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 156. Βλ. επίσης Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, 229,2: Ἐκ δὲ τῶν
Ὁμηρικῶν πετάλων καὶ ποτήρια ἐκπέταλα τὰ πλατέα, ὁποῖα τὰ ἰδιωτικῶς λεγόμενα πατέλλια.
1534
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 156. Ένας άλλος τύπος του καυκίου, θεωρείται το καυκάλιο,
που απαντάται ως και σήμερα στο Καλαμίτση Θράκης, όπου το ποτήρι καλείται καυκάλα. Τα
βασιλικά ποτήρια λεγόταν χαλίντζια, ενώ στα μοναστήρια, το ποτήρι του κρασιού λέγονταν
κρασοβόλιν (= τοποθετώ ποσότητα κρασιού). Βλ. επίσης Πτωχοπρόδρομος, ΙΙΙ, 224: Καυκὶν κρᾶσιν
οὐ δίδουν μέ, τὸ λέγουν εὐλογίαν.
301
Αναφέρονται επίσης πάνω στα βυζαντινά τραπέζια, ψυκτήρας, κρατήρας και
φιάλας.1535 Τέλος αναφέρονται ο σκύφος ή το σκυφίον ή σκυφίδιον, κοίλο
σφαιροειδές δοχείο προς πόσιν, το κεραστικόν και το αρκιόλιον, που περιείχε
πάντα κρασί.1536
Η σημερινή κανάτα ή το κανάτιον ή η κανάτη, αρχικά ξύλινη,1537 κατόπιν
βέβαια και πήλινη, για κρασί και νερό. Ενώ η σημερινή στάμνα, λέγονταν
κρυολόγοι, κουργιολόγοι ή κουρλόγοι, ήταν πήλινα αγγεία και χρησιμοποιούνταν
το καλοκαίρι για να πίνουν κρύο νερό.1538 Για το νερό υπήρχε το κουκούμι ή
κουκούμιον, το οποίο ήταν μεταλλικό (χάλκινο) και είχε ζεστό νερό για πλύση των
χεριών. Από αυτό προέρχεται και το κουκουμάριον ή κουμάρι, πήλινο δοχείο που
περιείχε κρασί, χωρίς λαβή με στενό λαιμό.
Άλλο αγγείο παρόμοιο ήταν ο εμπότης ή το εμποτόπουλον και σήμερα ο
μπότης, νεμπότης ή μπότι, από το (εμ)πίνειν, κυρίως πήλινο, αλλά και άλλη
καλύτερη ύλη. Εκτός αυτού αναφέρεται και ο βομβυλιός, σήμερα απαντάται ως
μπούμπουλας ή μπούρμπουλας, σύστομο πήλινο αγγείο.1539
Μεγάλη ποικιλία ποτηριών και φιαλιδίων γιάλινων για την μεταφορά νερού
εμφανίζονται συχνά στις απεικονίσεις της Γέννησης της Θεοτόκου. Αρχικά τον 13ο
αιώνα σε ψηφιδωτό στην αψίδα της Βασιλικής Σάντα Μαρία, στο Τραστέβερε
(Trastevere) της Ρώμης (εικ. 33),1540 όπου προσφέρεται νερό από τις
θεραπαινίδες στην λεχώνα από κανάτι. Επίσης η ίδια προσφορά απεικονίζεται σε
τοιχογραφία στο Παρεκκλήσι των Ιωακείμ και Άννας ή ¨Εκκλησία του Κράλλη¨ (Μι -

1535
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 157. Ο ψυκτήρας ήταν είδος ποτηριού, ο κρατήρας ισοδυναμεί
με μεγάλο ποτήρι ή απλός ποτήρι. Βλ. επίσης Μ. Βασίλειος, PG 30, 372 και 31, 456.
1536
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 158. Το κεραστικόν, πιθανόν, να ήταν μικρό δοχείο που
περιείχε είδος πνευματώδους ποτού.
1537
Όπ.π. 164-165. Από την λέξη κανά = ξύλινα επιτραπέζια σκεύη.
1538
Όπ.π. 164.
1539
Όπ.π. 163.
1540
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 43, εικ. 13. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei, 92,
εικ. 68.
302
λουτίν), στη Μονή Στουντένιτσα (Studenica) της Σερβίας (εικ. 36 & 37β),1541 το
1314, όπου θεραπαινίδα-υπηρέτρια φέρει σε οβάλ δίσκο δύο γιάλινες φιάλες
νερού και ένα ποτήρι γιάλινο. Παρόμοιο σκηνικό βρίσκεται και σε τοιχογραφία στο
Καθολικό της Μονής Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος (εικ. 39 & λεπτ.),1542 1318-1321,
η Άννα παίρνει γιάλινο ποτήρι με νερό από οβάλ δίσκο, στον οποίο βρίσκεται και
μια γιάλινη κανάτα, το δίσκο φέρει θεραπαινίδα.
Στις απεικονίσεις της σκηνής του Μυστικού Δείπνου, εμφανίζονται συνήθως
δύο κούπες με κρασί, δεξιά και αριστερά του σκεύους που περιέχει το κυρίως
γεύμα, μετά τον 12ο αιώνα. Συγκεκριμένα σε τοιχογραφίες του Αγίου Πέτρου στο
Ότραντο (εικ. 92),1543 το 1100, στο Sant' Angelo in Formis, Capua, Καπούη (εικ.
91),1544 β΄ μισό 11ου αιώνα, στον εξωνάρθηκα της Ι. Μ. Βατοπεδίου του Αγίου
Όρους (εικ. 104 & 104α),1545 το 1312.
Παρόμοιο τυπικό στην διάταξη και στον αριθμό των ποτηριών παρατηρούμε
και στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, σε τοιχογραφίες στο Ναό του Αγίου
Γεωργίου, στη Πανηγυρίστρα της Σκάλας Λακωνίας (εικ. 57), 1546 το β΄ μισό του

1541
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire, τ. 1, pl. 25, εικ.
64. Βλ. επίσης Underwood (ed.), τ. 4, εικ. 30 και η ίδια, The Style of the Kariye Djami, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, εικ. 11. Βλ. για λεπτ. Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες,
45, πίν. ΙΙ.
1542
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 167, εικ. 147. Βλ. για λεπτ. Τ. Βολονάκη (επιμ.),
Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, εικ. 27. Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες
της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας, 38, εικ. 8.
1543
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης
R. Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, εικ. 181
και C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, εικ. 380.
1544
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 22-23, εικ. 6.
1545
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας,
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, 254-277. Ν. Πανσέληνου,
Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1546
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α.
Γκιαούρη, ΑΔ 35 (1980) Χρονικά Β1, 164 και M. Panayotidi, «La peinture monumentale en
Grèce», CahArch 34 (1986), 82.
303
10 ου αιώνα, στην Παναγία την Χρυσαφίτισσα στη Λακωνία (εικ. 61), 1547 το
1290.
Καθώς και σε μικρογραφία από το Τετραευαγγέλιο του Παρισιού Β. Ν.
Paris, Gr. 74, fol. 75v (εικ. 204),1548 β΄ μισό 11ου αιώνα και σε φορητή εικόνα του
Προδρόμου με σκηνές της ζωής του, της Μονής Σινά (εικ. 173),1549 στις αρχές του
13ου αιώνα.
Αλλά και στο Γεύμα του Θεοπίστου, στο ναό της Παναγίας στην
Επισκοπή της Μέσα Μάνης (εικ. 158 & λεπτ.), 1550 τον 12 ο αιώνα,
διακοσμημένα με αραβουργήματα και μονό πόδι.
Πρέπει να αναφερθεί ότι η χρήση των δύο ποτηριών δεξιά και αριστερά του
κυρίως σκεύους πάνω στο τραπέζι υφίσταται αρχικά σε σκηνή της Φιλοξενίας του
Αβραάμ, τον 10ο αιώνα. Έτσι σε τοιχογραφία της Νέας Εκκλησίας στο Tokali της
Καππαδοκίας (εικ. 1),1551 το 950-960, τα ποτήρια είναι μικρά με πλατύ στόμιο,
κωνικά, με πόδι και πλατιά βάση.
Τα ίδια ποτήρια παρατηρούμε σε τοιχογραφία στο Καθολικό της Μονής στη
Gračanica της Σερβίας (εικ. 12 & λεπτ.),1552 το 1320 – 1321. Λίγο μεγαλύτερα σε
μέγεθος και σε κυλινδρικό σχήμα με πόδι, βρίσκουμε σε τοιχογραφία, με την ίδια

1547
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), 20, εικ. 19 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei
in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, εικ. 11.
1548
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης Η.
Omont, Evangiles avec peintures byzantines, Ι, πίν. 69.
1549
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης Γ. &
ο ο
M. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη, Εικόνες από τον 12 ως τον 15
αιώνα, Σινά, εικ. 52.
1550
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πίν. 47 και 220, εικ. 46
(λεπτ.). Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 88α. Και I.
Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 151, εικ. 5 και λεπτ.
1551
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης
A. W. Epstein, Tokali Kilise, εικ. 105.
1552
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 240, εικ. 141 και λεπτ.
286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica, πίν. 54a.
304
παράσταση, στο ναό του Ευαγγελισμού της Bela Crkva στο Karan της Σερβίας
(εικ. 115),1553 το 1335.
Σε ποδέα της Μονή Γρηγορίου στο Άγιο Όρος (εικ. 252),1554 το 1347,
εμφανίζεται ίσος αριθμός απλών ποτηριών με πόδι για κάθε έναν από τους
φιλοξενούμενους Αγγέλους.
Με συμβολικό χαρακτήρα εμφανίζονται δύο κούπες με κρασί, αριστερά
και δεξιά του κεντρικού σκεύους που περιέχει τον άρτο με τον αστέρα, ως τίμια
δώρα με την παρουσία δύο αγγέλων, στην σκηνή της Κοινωνίας των
Αποστόλων, σε τοιχογραφία στην Κόγχη του ναού των Αγίων Αποστόλων, στο
Πέρα Χωριό της Κύπρου (εικ. 129),1555 τον 12ο αιώνα.
Σε μερικές τοιχογραφίες οι συγκεκριμένες κούπες κρασιού, παραπέμπουν σε
δισκοπότηρα, συμβολίζοντας την Ενσάρκωση και το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας.1556 Ως τέτοια εμφανίζονται στον Μυστικό Δείπνο, ένα στο Pala d'
Oro, Άγιος Μάρκος, Βενετία, (εικ. 92), 1557 το 1100, ή δύο, σε τοιχογραφίες, στη
Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, Νικητάρι (περιοχή Σολέα), Κύπρος (εικ. 93), 1558
το 1106, στον Καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως της Μονής Mirojsky, στο
Pskov της Ρωσίας, (εικ. 94 & λεπτ.), 1559 το 1156 και στο Karanlik Kilise της
Καππαδοκίας (εικ. 89), 1560 11ος αιώνας.

1553
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 144. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πίν. 46.
1554
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 215, εικ. 117. Βλ. επίσης
G. Millet, Broderies religieuse de style byzantin, πίν. CLXX.
1555
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 70, εικ. 23.
1556
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 297.
1557
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης
R. Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in
Italia L'Altomedioevo, εικ. 380.
1558
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150, εικ. 4. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, εικ. 248.
1559
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 118, εικ. 52β και για λεπτ., 66, εικ.18.
1560
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 149, εικ. 2. Βλ. επίσης
Ν. Thierry, “Une iconographie inédite de la Cène”, REB 33, (η ίδια, Peintures d'Asie, αρ. Χ), 177-
185, εικ. 2, 6, σχέδιο Β και εικ. 5, σχέδιο Α.
305
Χαρακτηριστικό παράδειγμα απεικόνισης δισκοπότηρων έχουμε στην
σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, όπου το κυρίως σκεύος βρίσκεται ανάμεσά
τους. Όπως σε τοιχογραφίες, στο Karikli Kilise, στη περιοχή Gorese της
Καππαδοκία (εικ. 5),1561 τον 13ο αιώνα, στο Παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος της
Μονής Djurdjeni Stupovi της Σερβίας (εικ. 9),1562 το 1283-1285 και στην Παναγία
Χρυσαφίτισσα, στα Χρυσάφα της Λακωνίας (εικ. 10),1563 το 1289-1290.
Το δισκοπότηρο αποτελεί τη βάση των απεικονίσεων της σκηνής της
Κοινωνίας των Αποστόλων, η οποία διαιρείται σε δύο μέρη, εκείνη της
Μετάδοσης και η εκείνη της Μετάληψης, που πραγματοποιείται συνήθως με τη
χρήση δισκοπότηρου.
Το Άγιο Ποτήριο ή κατά τον Άγιο Γερμανό «κρατήρας»,1564 ιστορείται σε
τέσσερεις περίπου τύπους, 1565 ο ένας στο συνηθισμένο σχήμα, δηλαδή
ημισφαιρικός κρατήρας με κιονίσκο που στηρίζεται σε βάση, όπως φαίνεται σε
τοιχογραφία στις κόγχες των ναών του Αρχάγγελου Μιχαήλ, στα Κάτω
Λεύκαρα (εικ. 131)1566 και στης Παναγίας, κοντά στο Μονάγρι (εικ. 132), 1567 της
Κύπρου, στα τέλη του 12 ου αιώνα. Καθώς και στη σλάβικη τεχνοτροπία, σε
ναούς των Σκοπίων, όπως των Αρχαγγέλων, στη Μονή Lesnovo (εικ. 141),1568
το 1347 και στο ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Μοναστήρι de Marco (Marcov
Monastir) (εικ. 146),1569 το 1366-1371.

1561
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 236, εικ. 135 και λεπτ.
294, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon, εικ. 10.
1562
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης
B. Todic, Serbian Medieval Painting, πίν. II.
1563
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa, πίν. 35b.
1564
Μυστική θεωρία, PG 98, 400.
1565
Τρ. Τσομπάνης, Η των Θεών ευκοσμία και τάξις, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2009, 49.
1566
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 71, εικ. 24.
1567
Όπ.π. 273, εικ. 134.
1568
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 5, εικ. 15.
1569
Όπ.π. πίν. 81, εικ. 155.
306
Ο δεύτερος τύπος είναι ένα ανοιχτοστόμιο ποτήριο με δύο χειρολαβές,
όπως αυτός απαντάται κατά βάση των 14 ο αιώνα, σε τοιχογραφίες στο
Παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στη Θεσσαλονίκη (εικ. 133), 1570 το 1303.
Παρόμοιο τύπο βρίσκουμε και στους ναούς, της Κοίμησης της Θεοτόκου
(Bogorodica Ljeviska), στο Prizren του Κόσσοβο (εικ. 135),1571 1309-1313, στη
Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Staro Nagoričano των Σκόπια (εικ. 136),1572 1317-
1318, στο ναό της Μονής Gračanica, Σερβία (εικ. 138),1573 1310-1320 και στον
Άγιο Αντώνιο, στο Βροντήσι της Κρήτης (εικ. 150),1574 στα τέλη του 14ου αιώνα.
Ο τρίτος είναι με κλειστοστόμιο και λαβές, όπως σε τοιχογραφίες των
ναών του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη (εικ. 137), 1575 1310-
1320, αλλά και πρωϊμότερα σε κόγχη της Παναγίας Φορβιώτισσας ή Ασίνου,
στο Νικητάρι της Κύπρου (εικ. 124), 1576 1105-1106.
Τέλος, ο τέταρτος, περιγράφεται ως κλειστοστόμιος αμφορέας με λαιμό
και δύο χειρολαβές, όπως συναντάται σε τμήμα τοιχογραφίας στο ναό της
Αγίας Σοφίας, στην Αχρίδα των Σκοπίων (εικ. 123), 1577 1037-1056.
Οι υπόλοιποι τύποι απλώς διαφοροποιούνται με μικρές λεπτομέρειες από
τους προηγούμενους. Όπως σε τοιχογραφία στο ναό Αγίου Ιωάννη του

1570
Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, εικ. 2. Βλ. επίσης Ε. Ν.
Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3), εικ. 47, 49.
1571
D. Panic, G. Babic, Bogorodìca Ljeviska, 56, πίν. XXII, σχέδ. 7, 122. Και Β. Todic, Serbian
Medieval Painting, 142-143, εικ. 77.
1572
P. Miljkovic-Pepek, L’Oeuvre des Peinters, Michel et Eutych, Skopie 1967, εικ. CXVI.
1573
O. Demus, The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (έκδ.), τ. 4,
εικ. 36. Federal Institute for the Protection of Historical Monuments, Belgrade.
1574
Τ. Παπαμαστοράκης, Η μορφή του Χριστου-Μεγάλου Αρχιερέα, ΔΧΑΕ 17 (1993-1994), 68, εικ.
1. Βλ. επίσης Κ. Gallas, Κ. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, εικ. 71.
1575
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, 39, εικ. 72, Ι.7
και εικ. 73, Ι.8, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ. Αχείμαστου –
Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 159, εικ. 139.
1576
Όπ.π. 54, εικ. 25. Βλ. επίσης Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 75, εικ. 29.
1577
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 53, εικ. 24. Βλ. επίσης R. Hamann, Mac Lean,
H. Hallensleben, Die monumental Malerei in Serbien und Makedonien vom I, πίν. 4 (1,3:ΙΙ 20-23
και ΙΙΙ 1) και Α. Grabar, Les peintures dans le chœur de Sainte Sophie d’Ochrid, CA 15 (1965) 257-
265, 259f.
307
Θεολόγου, στη Μονή Zemen της Βουλγαρίας (εικ. 148), 1578 στα μέσα του 14 ου
αιώνα, όπου παρατηρούμε αμφορέα με λαιμό και μία χειρολαβή, για τη χρήση
της Μετάληψης, αλλά και αμφορέα με δύο χειρολαβές, λαιμό και ανοικτό
στόμιο, επάνω στη Τράπεζα.
Σχεδόν πάντα υφίσταται η παρουσία του Χριστού, ως Μέγα Αρχιερέα που
κοινωνεί του Αποστόλους, μαζί με την εμφάνιση δύο ασωμάτων αγγέλων,
ντυμένους σαν διακόνους, υπογραμμίζοντας έτσι ότι είναι ο κύριος λειτουργός 1579
και θέτοντας όλη την παράσταση κάτω από ένα συμβολικό χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η απεικόνιση με θέμα: Ο Χριστός ως Μέγας
Αρχιερέας, σε τοιχογραφία στην αψίδα του ναού των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής
του Lesnovo των Σκοπίων (εικ. 140),1580 το 1349. Ο Χριστός ενδύεται με
αρχιερατικά άμφια, ευλογώντας τα τίμια δώρα και με τα δύο του χέρια ταυτόχρονα,
έχοντας αριστερά του το δισκοπότηρο.1581
Το παραπάνω παρατηρείται σε τοιχογραφίες στον Άγιο Νικόλαο τον
Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη (εικ. 137),1582 1310-1320, αλλά και εμφανίζεται πιο
συχνά στα τέλη του 14ου αιώνα. Όπως στο ναό του Αγίου Νικολάου Τζώτζα, στη
Καστοριά (εικ. 149),1583 γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα, όπου στη μεσαία ζώνη με την
Μετάδοση αριστερά και την Μετάληψη δεξιά, ο Χριστός φοράει αρχιερατικό
ένδυμα, όπως απεικονίζεται σε συνθέσεις της Θείας Λειτουργίας,1584 καθώς και

1578
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia, 1999, 30, εικ. 3 και λεπτ. 29, εικ. 1.
1579
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 69.
1580
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 6, εικ. 13.
1581
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 15. Παρατηρούμε τα μακριά, στενά και ριγέ
μανίκια, δανεισμένα από την τοπική μόδα της εποχής, που καλύπτει τα χέρια του Ιησού.
1582
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού, 39, εικ. 72, Ι.7 και εικ. 73, Ι.8,
αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική
Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 159, εικ. 139.
1583
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1999, 253, εικ. ΙV.
1584
Όπ.π. 254.
308
στο ναό του Αγίου Αντωνίου, στο Βροντήσι Κρήτης (εικ. 150),1585 στα τέλη 14ου
αιώνα.
Επίσης σε μικρογραφία από προμετωπίδα λειτουργικού ειληταρίου της
Μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, στην Πάτμο (εικ. 253),1586 αρχές 13ου αιώνα, όπου
την θέση του Χριστού ως λειτουργού έχει πάρει ο Μέγας Βασίλειος με την
παρουσία δύο διακόνων.
Επίσης το ίδιο παρουσιάζεται και σε τοιχογραφίες στη κόγχη του καθεδρικού
ναού της Μεταμορφώσεως στη Μονή Mirojsky, στο Pskov της Ρωσίας (εικ.
125),1587 το 1156, στο άνω διάζωμα της κόγχης του ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ,
στη Κάτω Λεύκαρα Κύπρου (εικ. 131),1588 τέλη 12ου αιώνα και στην αψίδα του
ναού του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir) (εικ.
146),1589 το 1366-1371.
Με κουτάλι και δισκοπότηρο εμφανίζονται σε τοιχογραφίες στη κόγχη του
ναού της Παναγίας, κοντά στο Μονάγρι της Κύπρου (εικ. 132),1590 στα τέλη του
12ου αιώνα και στην αψίδα του ναού των Αγίων Ταξιαρχών, της Μονής του
Lesnovo των Σκοπίων (εικ. 141),1591 το 1347.
Ο Χριστός κοινωνεί πρώτο το νεαρό Ιωάννη, όπως εμφανίζεται συχνά
στις μακεδονικές τοιχογραφίες του 14 ου αιώνα. 1592
Δισκοπότηρα βρίσκουμε και στη σκηνή των Εισοδίων της Παναγίας, σε
τοιχογραφία στο ναό της Περίβλεπτου (Αγίου Κλήμεντα) στην Αχρίδα Σκοπίων

1585
Τ. Παπαμαστοράκης, «Η μορφή του Χριστου-Μεγάλου Αρχιερέα», Δελτίο ΧΑΕ 17 (1993-1994),
68, εικ. 1. Βλ. επίσης Κ. Gallas, Κ. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983,
εικ. 71.
1586 η
Α. Κομίνης, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα 1988, 314, εικ. 25 και 4 Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΥΠ.ΠΟ/ΤΑΠ, Ρόδος.
1587
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 68, εικ. 21.
1588
Όπ.π. 71, εικ. 24.
1589
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, πίν. 81, εικ. 155.
1590
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 273, εικ. 134.
1591
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, πίν. 5, εικ. 15.
1592
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, 247.
309
(εικ. 44), 1593 το 1294-1295, να πλαισιώνουν το κύριο σκεύος του τραπεζιού,
δίνοντας έτσι εορταστικό χαρακτήρα στο γεγονός.
Απουσιάζουν τα ποτήρια από το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου σε
τοιχογραφίες στο Σαν Μάρκο της Βενετίας (εικ. 100), 1594 τέλη 12ου αιώνα, στο ναό
του Αγίου Θεοδώρου, στο Τσόπακα της Μέσα Μάνης (εικ. 97 & λεπτ.), 1595 τον 12ο
αιώνα, στο νότιο τοίχος της ανατολικής κεραίας στον Άγιο Αθανάσιο στο Γεράκι
(εικ. 99),1596 τον 12ο αιώνα και στον Άγιο Νικόλαος τον Ορφανό στη Θεσσαλονίκη
(εικ. 103),1597 αρχές 14ου αιώνα, και σε φορητή εικόνα στη Μονή Βατοπαιδίου στο
Άγιο Όρος (εικ. 104),1598 το β΄ μισό του 12ου αιώνα.
Αλλά στη σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, απουσιάζουν τα ποτήρια από
το τραπέζι έως και τον 12 ο αιώνα, όπως στο Βαρβερινό Κώδικα 372, της
Biblioteca Apostolica Vaticana (εικ. 184),1599 το 1092 και σε ψηφιδωτά, στο κυρίως
ναό της Cappella Palatina, στο Παλέρμο της Σικελίας (εικ. 2),1600 το 1154-1166 και
στον Καθεδρικό ναό, στο Monreale της Σικελίας (εικ. 3),1601 το 1180-1190. Ακόμα
και σε τοιχογραφίες στο Παρεκκλήσι της Παναγίας στη Μονή του Αγ. Ιωάννη

1593
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η
ίδια, The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, εικ. 15.
1594
Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 36-37, εικ. 56.
1595
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πιν. 1 και 44, εικ. 10.
1596
Η. Magure, “A Fruit Store and an Aviary”, 142, εικ. 12. Βλ. επίσης N. Μουτσόπουλος, Γ.
Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, 156, εικ. 241.
1597
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού, πίν. 32. Βλ. επίσης
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6.
1598
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας,
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1599
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 234, εικ. 132 και 288, εικ.
198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg, 31.
1600
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18 και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici,
πίν. XXXVII.
1601
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, 64.
310
Θεολόγου της Πάτμου (εικ. 4),1602 το 1185-1190 και στη Μονή Χιλανδαρίου στο
Άγιο Όρος (εικ. 13),1603 το 1320.
Κατά το πλείστον, μετά τα μισά του 14ου αιώνα, υπάρχει γενικά απουσία
ποτηριών σε αρκετές απεικονίσεις της σκηνής της Φιλοξενίας του Αβραάμ, όπως
σε τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Κριτσά της Κρήτης (εικ. 17),1604
στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ.
18)1605 και στο ναό της Μεταμορφώσεως στο Novgorod της Ρωσίας (εικ. 17).1606
Και σε φορητή εικόνα στο Καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους (εικ.
120),1607 τέλη 14ου αιώνα
Άλλη σκηνή απουσίας ποτηριών είναι του Χριστού στο σπίτι του Λαζάρου,
λεπτομέρεια από μωσαϊκό τοίχου στο Καθεδρικό ναό του Παλέρμου (εικ. 157), 1608
το 1180.
Επίσης σε σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, απουσιάζουν ποτήρια και
κανάτες κρασιού, σε αντίθεση με την πλουσιότητα του γεύματος, όπως σε τοιχο -

1602
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, εικ. 134 και λεπτ. 294, εικ.
204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η. Κόλλιας,
Πάτμος, εικ. 8 και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ
Θεολόγου Πάτμου, εικ. 3.
1603
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 241, εικ. 142. Βλ. επίσης
Β. Todic, Serbian Medieval Painting, εικ. 112.
1604
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 145. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πίν. 47.
1605
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ.
287, εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, 143, εικ. 78.
1606
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, 309.
1607
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 149. Βλ. επίσης
Α. Grabar, Les Revetments, πιν. D και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε
μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39), 89, πίν. 37, εικ. 1 και Βλ. M. Chatzidakis, L’icône
byzantine, Saggi e Memorie di Storia dell'Arte, Fondazione G. Cini, II, 33 και 36-37, εικ. 22-230.
1608
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, I mosaic del period normanno in Sicilia, V, εικ. 242 και 245.
311
γραφίες στους Άγιους Απόστολους, στη Θεσσαλονίκη (εικ. 62),1609 το 1328-1334
και στο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Peć του Κοσσόβου (εικ. 63),1610
περίπου το 1330. Δηλώνοντας έτσι την λιτότητα του τραπεζιού και τονίζοντας τον
ευχαριστιακό χαρακτήρα.
Μία πήλινη κούπα σκαλιστή περίτεχνα καθολικά, χωρίς πόδι, παρατηρούμε
σε τοιχογραφία στο κλίτος της Εγκλείστρας, στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου
Νεοφύτου, στην Τάλα Πάφου της Κύπρου (εικ. 96 & λεπτ.),1611 το 1196, σε σκηνή
του Μυστικού Δείπνού. Συνοδεύεται από ένα πήλινο κανάτι κρασιού με λιτή
διακόσμηση με μακρύ λαιμό, χαραγμένο και το σετ συμπληρώνεται με ένα πήλινο
κανάτι νερού με λαβή.
Κανάτι λευκό μικρό με λαβή βρίσκουμε και σε εικονογραφημένο χειρόγραφο,
κώδ. 1199, φ. 134ν, της Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους (εικ. 239),1612 το
1346, με θέμα την Προσωποποίηση του Φεβρουαρίου.
Ποικιλία κανατιών κρασιού περιλαμβάνονται στη σκηνή της Κοινωνίας των
Αποστόλων τα οποία φέρουν τη Θεία Μετάληψη. Δίωτο κανάτι περίτεχνο, με
πεταλόσχημο στόμιο, συναντάμε σε τοιχογραφίες στις κόγχες του ναού της
Παναγίας της Φορβιώτισσας ή Ασίνου, στο Νικητάρι της Κύπρος (εικ. 124),1613 το
1105-1106, του ναού Αγίων Αποστόλων, Πέρα Χωριό, Κύπρος (130),1614 τον 12ο

1609
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 311, εικ.
164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, πίν.
XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble, εικ. 53. Για λεπτομέρεια
εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 146, εικ. 125.
1610
Όπ.π. 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles annexes des églises byzantines, εικ.
105 και M. Ivanocic, L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec, 1963, εικ. 63.
1611
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997. Βλ. επίσης για
λεπτ. εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 147, εικ. 66.
1612
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 165, εικ. 20. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. δ΄, 322- 324, εικ. 318.
1613
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 54, εικ. 25. Βλ. επίσης Μ. Quenot, Η Εικόνα
Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 75, εικ. 29.
1614
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 165, εικ. 73.
312
αιώνα και στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, στη Θεσσαλονίκη (εικ. 137),1615 το
1310-1320.
Ενώ σε τοιχογραφίες του ναού της Μονής Gračanica, στη Σερβία (εικ.
138),1616 αρχές 14ου αιώνα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, στη Θεσσαλονίκη
(εικ. 133),1617 το 1303 και στο ναό της Παναγίας, στη Μονή Mateić (Mateiča) της
Σερβία (εικ. 144),1618 το 1356-1360 το κανάτι παρουσιάζεται απλό σε τεχνική και
σχέδιο.
Τέλος, αγγείο τύπου κανατιού πλατύστομου, εμφανίζεται σε τοιχογραφία
στην αψίδα του Αγίου Νικολάου, στο Ljuboten της Σερβίας (εικ. 139),1619 το 1337.
Από την πρώιμη κιόλας μεσοβυζαντινή εποχή (τέλος 9 ου, αρχές 10ου αι.) σε
παράσταση πλούσιας τράπεζας με θέμα: ¨Η διάδοση της Εορτής¨, (εικ. 230),1620 η
μικρογραφία του Χρυσοστομικού κώδικα αρ. 211, φ. 56, δείχνει την προετοιμασία
τραπεζιού, στην οποία στο στρωμένο τραπέζι εμφανίζονται τρία κύπελλα.
Ποτήρια με πόδι, πιθανόν γυάλινα, τα οποία κρατούν στα χέρια τους δύο
συνδαιτυμόνες παρουσιάζονται σε σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, σε
Ευαγγελιστάριο του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Cavusin της Καππαδοκίας (εικ.
202),1621 ήδη από τον 7ο αιώνα. Επίσης οινοχόος κρατά κανάτι κρασιού με λαβή,
προκειμένου να εφοδιάσει τα άδεια ποτήρια.

1615
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού, 39, εικ. 72, Ι.7 και εικ. 73, Ι.8,
αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική
Τέχνη, 159, εικ. 139.
1616
O. Demus, The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4,
εικ. 36. Federal Institute for the Protection of Historical Monuments, Belgrade.
1617
Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, εικ. 2. Βλ. επίσης Ε. Ν.
Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3), εικ. 47, 49.
1618
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, πίν. 31, εικ. 64.
1619
Όπ.π. πίν. 1, εικ. 3.
1620
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα–Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων, τόμ. 3, 29-30, εικ. 17.
1621
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 237, εικ. 6. Βλ. επίσης Ν.
Thierry, Haut Moyen-Age en Cappadoce, I, εικ. 34, Πίν. 36a. 37 a. b. e.
313
Σε τοιχογραφία με το παραπάνω θέμα στο ναό του Σωτήρα, του
Αλεποχωρίου Μεγαρίδας (εικ. 60),1622 το 1260-1280, αν και εμφανώς απουσιάζουν
ποτήρια και κούπες, αλλά υπάρχουν ρέβες και ρεπάνια διάσπαρτα,1623 καθώς και
ένα κανάτι μικρό τύπου αμφορέα για κρασί.
Τεράστιος αμφορέας με λαβές που φέρει με τα δύο της χέρια
θεραπαινίδα,1624 εμφανίζεται στη σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου, σε
τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου, στο Peć της πρώην Γιουγκοσλαβία (εικ.
40),1625 μετά το 1324. Ακόμα φαίνεται ένα μικρό αγγείο (βάζο), χωρίς λαβή,
αρχαίας μορφής, 1626 για τοποθέτηση αρώματος
Παρόμοια αγγεία και για την ίδια χρήση για τις ανάγκες της λεχώνας Άννας,
εμφανίζονται και στο ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας (Kariye Djami), στη
Κωνσταντινούπολη (εικ. 38 & λεπτ.),1627 το 1315-1320, όπου μεταφέρονται στα
χέρια θεραπαινίδων δύο πολύχρωμοι αμφορείς, χωρίς λαβές, ένας μεγάλος και
ένας μικρός.
Μικρός αμφορέας με μία λαβή και περίτεχνο λαιμό παρατηρείτε στα Εισόδια
της Θεοτόκου, σε τοιχογραφία στο ναό Τιμίου Σταυρού, στο Πελένδρι της Κύπρου
(εικ. 47),1628 στα τέλη 14ου αιώνα. Παράλληλα βλέπουμε αριστερά του αμφορέα

1622
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ.
Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα, εικ. 53.
1623
Όπ. αναφέρεται λεπτ. στο κεφ. Λαχανικά και χόρτα, της παρούσας εργασίας, αποτελούν
στοιχεία κατά της οινοποσίας.
1624
Πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για το λουτρό του βρέφους, λόγω του μεγάλων διαστάσεών του
και την έλλειψη ποτηριών.
1625
O. Demus, The Style of the Kariye Djami, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4,
εικ. 45.
1626
Sv. Radojčić, Die Entstehung der Malerei der Paläologische Renaissance, Jahrbuch der
Oesterreichm Byzant, Gesellschaft, VII, 1958, (105-123) 114.
1627
P. A. Underwood, The Kariye Djami. Studies in the Art of Kariye Djami, 98 εικ. 87 και J.
Lafontaine-Dosogne, Iconographie De L'enfance De La Vierge, Bruxelles 1992. Βλ. επίσης λεπτ. Ν.
Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, 196, εικ. 185.
1628
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια,
Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, Ελαιώδη διά
άρτυμα, Αρχαιολογία & Τέχνες 116, 30 και Α. & J. Α. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus,
229, εικ. 130. J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. IX, εικ. 27,
φωτογραφία ιδίας.
314
γυάλινη κούπα με βάση και δίπλα της γυάλινη φιάλη κρασιού με ψιλό λαιμό,
περιμετρικά του τραπεζιού.
Δύο μικροί αμφορείς με μία λαβή παρουσιάζονται στο τραπέζι της Φιλοξενίας
του Αβραάμ, σε τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Σαρακίνα
Σελίνου της Κρήτης (εικ. 16),1629 το 1340.
Αμφορείς με λαβές εμφανίζονται στο τραπέζι του Συμποσίου του Ηρώδη,
στον Άγιο Φανούριο, στο Βαλσαμόνερο της Κρήτης (εικ. 69),1630 το 1408.
Σε φορητή εικόνα της Φιλοξενίας του Αβραάμ του Μουσείου Μπενάκη (εικ.
181),1631 στα τέλη του 14ου αιώνα, το τραπέζι εμπλουτίζεται με δύο μικρούς
μεταλλικούς αμφορείς διαφορετικού σχεδίου με μία και δύο λαβές έκαστος,
ελληνιστικού τύπου,1632 μία γυάλινη φιάλη με κρασί, ένα γυάλινο ποτήρι κρασιού
με πόδι και δύο
Περισσότερα των δύο ποτηριών και διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, που
προορίζονταν για κρασί και είναι γυάλινα, συναντάμε σε τοιχογραφία του
Μυστικού Δείπνου, στην Περίβλεπτου στο Μυστρά (εικ. 107),1633 το β΄ μισό του
14ου αιώνα. Δύο φιάλες γυάλινες απλές κρασιού και ένα εμφανές γυάλινο απλό
ποτήρι χωρίς πόδι, παρατηρούμε στο Συμπόσιο του Ηρώδη, σε τοιχογραφία στον

1629
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 144. Βλ. επίσης
Στ. Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, πίν. 46.
1630
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 341, εικ.
231. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, 319.
1631
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 150 και λεπτ.
290, εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του
Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39), 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου, Μουσείον Μπενάκη,
Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine, 192 και
στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei, 75.
1632
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246. Επηρεασμένη από
την ελληνιστική τεχνοτροπία, όπως τα κτίσματα και οι στιβαρές μορφές, που μοιάζουν με
αγάλματα.
1633
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische
Malerei, εικ. ΧΧVIII. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, 18, εικ. 1.
G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα
και Ημέρες στο Βυζάντιο, 94-95, εικ. 109.
315
Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, στα Κοσοίκια της Ικαρίας (εικ. 68),1634 περίπου το
1400.
Σε αντιπροσωπευτική θρησκευτική παράσταση δείπνου από τοιχογραφία του
εξωνάρθηκα στο Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου (εικ. 159 & λεπτ.), 1635 το 1312,
με θέμα Η Ουρανοδρόμος Κλίμακα του Ιακώβ, παρατηρούμε μια απαξιωτική
απεικόνιση πλουσιοπάροχου γεύματος, όπου συμποσιάζονται Βυζαντινοί με
βαρβάρους, Τάταρους και Βάραγγους. Ο πρώτος από τους βυζαντινούς άρχοντες
δέχεται το θαυμάσιο κόκκινο κρασί μέσα από γυάλινη φιάλη που φέρεται σε
μεταλλικό δίσκο, μαζί με δύο γυάλινα ποτήρια από υπηρέτη. Εμφανίζονται και ένας
ακόμα υπηρέτης με πήλινο αγγείο νερού να σερβίρει έτερο άρχοντα, ενώ στη
γωνία του πολύμορφου τραπεζιού βρίσκεται κανάτα με ψιλό λαιμό, εγχάρακτη και
περίτεχνη λαβή, πιθανόν μεταλλική.
Μικρά απλά γυάλινα ποτήρια με κρασί φέρουν στα χέρια τους και πίνουν οι
περισσότεροι από τους συνδαιτυμόνες στη σκηνή από το τραπέζι στην οικία του
Ιώβ, σε μικρογραφία από το χειρόγραφο gr 135, φ. 18v, της Εθνικής Βιβλιοθήκης
του Παρισιού (εικ. 240),1636 το 1361-1362. Παρατηρείτε επίσης μεγάλος αμφορέας
με δύο λαβές, μεταλλικός, πάνω στο τραπέζι, ενώ υπάρχουν και ακόμα δύο
γυάλινα ποτήρια, ένα με κρασί και ένα άδειο.
Παρόμοιο σκηνικό συναντάμε και στο ίδιο χειρόγραφο gr. 135, φ. 9ν (εικ.
241),1637 σε επανάληψη του παραπάνω θέματος, με τη διαφορά ότι έχει προστεθεί
ένα ακόμα αμφορέας, δεξιά και αριστερά του κυρίως σκεύους.
Επίσης μεγάλο σε αριθμό και ποικιλία ποτηριών εμφανίζονται σε τοιχογραφία

1634
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 335, εικ.
218.
1635
Η. Magure, A Fruit Store and an Aviary, 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1636
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460.
1637
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, 93, εικ. 108. Για λεπτ. εικ., Λ.
Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», στο Ώρες Βυζαντίου, 86, εικ. 97.
316
στο ναό του Αγ. Νικήτα, κοντά στο Cucer, στα Σκόπια (εικ. 17),1638 τον 14ο αιώνα,
πάνω στο τραπέζι είναι τοποθετημένα δύο σκαλιστές κούπες με πόδι και ένα απλό
γυάλινο ποτήρι, ενώ αρκετά βρίσκονται στα χέρια των συνδαιτυμόνων.
Ένα εξ αυτών παραπέμπει σε δισκοπότηρο, δύο είναι απλά γυάλινα ποτήρια
και τρεις πατέλλιες,1639 με ή χωρίς πόδι. Υπηρέτης επίσης μεταφέρει στρόγγυλο
δίσκο με δύο γυάλινες φιάλες με κρασί και ένα γυάλινο ποτήρι. Χαρακτηριστικό
είναι ότι προς την πλευρά του Ιησού δεν βρίσκεται κανένα ποτήρι, αλλά ούτε στα
χέρια του.
Στη σκηνή της Γέννησης της Παναγίας, σε τοιχογραφία στο ναό του
Βασιλέως, στη Στουντένιτσα (Studenica) της Σερβίας (εικ. 36 & 37β),1640 το 1313-
1314, θεραπαινίδα πίσω και αριστερά της λεχώνας Άννας, κρατά δίσκο με δύο
απλές γυάλινες φιάλες νερού και ένα γυάλινο ποτήρι με νερό. Όπως φαίνεται και
σε τοιχογραφία στο βόρειο τμήμα του ναού της Μονής Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος
(εικ. 39),1641 1318-1321.
Παρόμοιο δίσκο με μία γυάλινη φιάλη κρασιού και δύο γυάλινα ποτήρια,
μεταφέρονται από ένα υπηρέτη στο τραπέζι, στο Συμπόσιο του Ηρώδη, σε
τοιχογραφία, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στις Σέρρες (εικ. 65), 1642 το
1345-1355.
Σε σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, στην τοιχογραφία από το Βαπτιστή-

1638
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 20.
1639
Λόγω του σχήματός τους ως ανοικτά πέταλα. Βλ. λεπτομέρειες Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών
Βίος.
1640
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. 25, εικ. 64. Βλ. επίσης
Underwood (ed.), τ. 4, εικ. 30. J. Lafontaine-Dosogne, The Style of the Kariye Djami, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, εικ. 11. Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, 45, πίν. ΙΙ.
1641
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 167, εικ. 147. Βλ. για λεπτ., Τ. Βολονάκη
(επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, εικ. 27. Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας,
Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας, 38, εικ. 8.
1642
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου, πίν. 36.
317
ριο, του Άγιου Μάρκου στη Βενετία (εικ. 64 & λεπτ.), 1643 πριν από το 1343,
παρατηρούμε ποικιλία ποτηριών, δύο απλών χωρίς πόδι και ένα γυάλινο με πόδι,
καθώς και τρεις ίδιες φιάλες κρασιού με ψιλό λαιμό κα απλό σχέδιο, χωρίς λαβές.
Στην ίδια σκηνή σε τοιχογραφία της Παναγίας Κριτσά, στον Άγιο Νικόλαο
Κρήτης (εικ. 67),1644 τον 14ο αιώνα, εμφανίζονται δύο γυάλινες φιάλες κρασιού με
αραβουργήματα και δύο γυάλινα ποτήρια, ένα σε κωνικό σχήμα με βάση και ένα
απλό χωρίς πόδι, σκαλιστά.
Η αφήγηση του θαύματος της μετατροπής του νερού σε κρασί στο Γάμο της
Κανά, αναφέρει υδρίες και σκεύη άντλησης του οίνου και του νερού. Μέσα από τις
παραστάσεις του θαύματος μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες σχετικές με τα
σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση και κατανάλωση του οίνου στα
Βυζαντινά χρόνια.
Ενώ τα τραπέζια και τα φαγητά μπορεί να ποικίλουν με όχι σημαντικές
διαφοροποιήσεις και καινοτομίες, όμως αυτά που διαφέρουν αισθητά με το
πέρασμα του χρόνου είναι οι υδρίες και κυρίως τα σκεύη άντλησης του οίνου και
του νερού.1645
Σε σωζόμενο ελεφάντινο πλακίδιο σε αποσπασματική παράσταση του
θαύματος, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου του Λονδίνου
(εικ. 250),1646 11ος αιώνας, ένας υπηρέτης από τους τρεις που εικονίζονται,
σερβίρει το κρασί κρατώντας στο ένα του χέρι κυλινδρικό αγγείο και με το άλλο
προσφέρει ένα ποτήρι κρασί στον Χριστό. Το ίδιο βεβαιώνεται και από άλλο
σκαλιστό ελεφάντινο πλακίδιο, στον καθεδρικό ναό του Σαλέρνου (εικ. 251),1647
στα τέλη του 11ου αιώνα.

1643
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179
αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, πίν. 41. A.
Goodspeed et. al., The Rockefeller-Mac Cormick, III, εικ. XXII και R. Tozzi, I mosaici del Battistero
di S. Marco, εικ. 4, 8.
1644
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M.
Barboudakis, Panaghia Kera Fresques, εικ. 31.
1645
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 154.
1646
Όπ.π. 154, εικ. 8. Βλ. Victoria and Albert Museum, Early Christian and Byzantine Art, εικ.6.
1647
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 155, εικ. 9. Βλ. επίσης
Κ. Weitzmann, “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972), 60-63.
318
Μια πολύ καλή απεικόνιση παρόμοιο αγγείου βρίσκεται και σε
εικονογραφημένο χειρόγραφο, Κώδ. αρ. 5, φ. 363ν, της Μονής Ιβήρων στο Άγιο
Όρος (εικ. 207),1648 του β΄ μισού του 13ου αιώνα, όπου ο υπηρέτης πλησιάζοντας
το τραπέζι, προσφέρει κρασί στον γηραιότερο καλεσμένο, κρατώντας γυάλινο
αγγείο, παρόμοιο με εκείνο του ελεφάντινου πλακιδίου από το Μουσείο Βικτωρίας
και Αλβέρτου. Όμως στο αντίστοιχο πλακίδιο του Σαλέρνου, ο υπηρέτης δεν φέρει
το συγκεκριμένο αγγείο, αλλά ένα απλό ραβδί.1649
Στην πραγματικότητα αυτό καταρρίπτεται, γιατί πρόκειται για αντικατάσταση
ενός χρηστικού αντικειμένου από ένα άλλο, επίσης υπαρκτό ή για μια διαφορετική
εικονογραφική παράδοση.1650
Σύμφωνα με το ευαγγελικό κείμενο του Ιωάννη (2:8-9), στο Γάμο της Κανά, ο
Χριστός δίνει εντολές στους υπηρέτες και στον αρχιτρίκλινο για την όλη διαδικασία
και τον τρόπο άντλησης του οίνου: «ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ κσι
ἤνεγκον. ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον (...)».
Άρα σε τοιχογραφίες της παλιάς Εκκλησίας του Tokali Kilise στην
Καππαδοκία (εικ. 70),1651 το α΄ μισό του 10ου αιώνα και στο ναό του
Παντοκράτορα της Μονής Decani, στο Κόσσοβο Σερβίας (εικ. 79),1652 το 1335-
1355, ο Χριστός εμφανίζεται να κρατά λεπτή ράβδο ή κάλαμο που βυθίζει κάθετα
προς τον πυθμένα σε μία από τις υδρίες. Στις παραπάνω παραστάσεις

1648
Όπ.π. 156, εικ. 10. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα,
τόμ. β΄, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ.
Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
1649
Όπ.π. Κ. Weitzmann, “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972), 61. Όπως
ερμηνεύεται από τον Κ. Weitzmann, λόγω λανθασμένης, ίσως, γνώσης του χρηστικού αντικειμένου
από τον καλλιτέχνη του πλακιδίου, ο οποίος δεν καταλάβαινε τη χρήση του παλιού αγγείου
άντλησης οίνου και πιθανόν από παρεξήγηση απεικόνισε το μακρύ και στενό κυλινδρικό αγγείο, ως
ραβδί. Επίσης να σημειωθεί ότι λανθασμένες ερμηνείες παλαιοχριστιανικών θεμάτων
διαπιστώνονται και σε άλλα πλακίδια του Σαλέρνο, όπου διάφορα αντικείμενα παρερμηνεύονται, Κ.
Weitzmann, Η. Kessler, The Cotton Genesis, Princeton N.J. 1986, 22, κυρίως 43.
1650
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 154-155.
1651
Όπ.π. 157, εικ. 12. Βλ. επίσης A. Wharton Epstein, Tokali Kilise, 63, εικ. 28.
1652
Όπ.π. 158, εικ. 13. Βλ. επίσης G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the Monastery of Decani,
έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
319
απεικονίζεται μία πανάρχαια τεχνική άντλησης κρασιού από αγγεία στενόλαιμα ή
μη, με την χρήση της ράβδου.1653
Παρόμοια απεικόνιση με θέμα την άντληση του οίνου στο Γάμο της Κανά,
όπως της τοιχογραφίας του Tokali Kilise εικονίζεται και σε μικρογραφία του β΄ μισό
του 10ου αιώνα από το Ευαγγελιστάριο της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Αγίας
Πετρούπολης, κώδ. gr. 21, f. 2 (εικ. 205α).1654
Όλα όσα προαναφέρθηκαν αποδεικνύουν ότι οι παραστάσεις με την κάλαμο
στα χέρια του Χριστού ή του αντλούντος τον οίνο, διασώζουν απλά μια πανάρχαια
τεχνική άντλησης και δοκιμής του κρασιού.
Δεν γίνεται όμως αποτύπωση βάσει του ευαγγελικού κειμένου (Ιω. 2:8), σε
ψηφιδωτό στον εξωνάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη (εικ.
76 & λεπτ.),1655 το 1315-1320, όπου γυάλινο ποτήρι προσφέρεται από τον
αρχιτρίκλινο στον Ιησού, παρουσία κάποιων μαθητών Του.
Η μεμονωμένη σκηνή της ευλογίας των έξι υδριών με την παρουσία του
Χριστού, χωρίς την ράβδο, απεικονίζεται στην τοιχογραφία στον νάρθηκα της
βόρειας καμάρας, της Οδηγήτριας του Μυστρά (εικ. 75),1656 1312-1322 (περίπου

1653
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”,155. Όπου αναφέρεται
ότι η ράβδος, σε πολλές παραστάσεις βυθισμένη κατακόρυφα και μέχρι τον πυθμένα, δεν είναι
παρά η κούφια κάλαμος των Γεωπονικών με την οποία αντλείται μέρος της τρυγάς ή το κρασί για
να δοκιμασθεί η ποιότητα του. Εξάλλου το θαύμα της Κανά σχετίζεται άμεσα με την άντληση και
δοκιμή, την γευσιγνωσία και σύγκριση των οίνων. Τα Γεωπονικά περιγράφουν, μάλιστα,
λεπτομερώς την τεχνική άντλησης τρυγός με κάλαμο προς δοκιμή της ποιότητος του οίνου. Βλ.
σχετικά Γεωπονικά, έκδ. Η. Beckh, Λειψία 1895, 7, 15.2, 200-201: Τινὲς δὲ κάλαμον ἒπ' εὐθείας
τρήσαντες, καθιᾶσι μέχρι τοΰ πυθμένος ἐπὶ τὴν τρύγαν, καὶ πωμάσαντες τοῦ καλάμου τὸ ἄνω τρῆμα
τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ μετὰ ταῦτα ἀφελόντες τὸν δάκτυλον, διὰ τῆς ὀσφρήσεως ἐπισπῶνται τὴν ἄπα
τῆς κάτω τρυγὰς ἀναπνοὴν εἶτα διεκμυζῶντες μέρος τῆς τρυγάς, καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς τρυγάς,
καὶ τὸν ὀΐνον ἔσεσθαι τεκμαίρονται.
1654
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 11. Βλ. επίσης
V. D. Likhachova, Byzantine Miniature, εικ. 5. Και Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα,
Αθήνα 1989, πίν. 50.
1655
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, The Mosaics, τ. 2, 231, εικ. 117. Βλ. επίσης, Ν.
Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, 219, εικ. 204.
1656
Π. Λ. Βοσκόπουλος, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Εικόνες, 155, εικ. 134. Βλ. επίσης Α.
Μπακούρη, Π. Καλαμαρά, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά,
120, εικ. 142 και Φωτ. αρχείο 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, 2005.
320
το 1315), σε εικονογραφημένο χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων, κώδ. αρ. 5, φ.
363ν, στο Άγιο Όρος (εικ. 207),1657 του 12ου αιώνα και σε τοιχογραφία στον Άγιο
Νικόλαο, της Curtea-de-Arges, στην Μουκοβίνα της Ρουμανίας (εικ. 81),1658 το β΄
μισό 14ου αιώνα.
Στις παραπάνω παραστάσεις αποτυπώνεται επακριβώς το ευαγγελικό
κείμενο «λέγει αὐτοὶ οἱ Ἰησοῦς, γεμίσατε τάς ὑδρίας ὕδατος καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως
ἄνω» (Ιω. 2:7).
Στην παράσταση, στο νότιο παρεκκλήσι του βόρειου τοίχους, στον Άγιο
Νικόλαος τον Ορφανό της Θεσσαλονίκης (εικ. 74),1659 το 1310-1320, κρατάει τα
πιο απαραίτητα στοιχεία του θέματος, χωρίς σε αυτό να παίζει ρόλο η απουσία της
ευλογίας των έξι λίθινων υδριών από τον Κύριο.1660
Ο γηραιότερος συνδαιτυμόνας που παρίσταται στα δεξιά της τράπεζας,
ορθώνει το ποτήρι του, θέλοντας έτσι να δείξει ότι είναι άδειο από κρασί.1661
Παρόμοια κίνηση εμφανίζεται στις τοιχογραφίες, στο Ναό του Παντοκράτορα
στην Μονή Dečani, του Κοσσόβου (εικ. 78),1662 το 1335-1355 και στο ναό του

1657
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α.
Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Νο 46.
1658
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, τ. 4, εικ.
17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea de Arges, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2.
1659
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού, πίν. 50. Βλ. επίσης
Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, εικ. 60. Α. Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου
Νικολάου Ορφανού, εικ. 91, 92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη,
Βυζαντινές Τοιχογραφίες, 161-162, εικ. 142.
1660
Όπ.π. 136: «Η σκηνή αυτή πρέπει να υπήρχε κάποτε στο συνεχόμενο, κατεστραμμένο και
ανανεωμένο σήμερα, ανατολικό τοίχο του νότιου κλίτους».
1661
Όπ.π. 136. Βλ. επίσης Διονυσίου Ιερομονάχου, ο εκ Φουρνά (π. 1670- π. 1745), Ἑρμηνεία τῆς
ζωγραφικῆς τέχνης καὶ αἱ κύριαι αὐτῆς ἀνέκδοται πηγαὶ, έκδ. Kirschbaum, (επιμ.) Κ. Α.
Παπαδόπουλος Πετρούπολη 1909, 90, §16: «Τράπεζα.... καὶ εἰς ἐξ αὐτῶν ἐνδοξότερος βαστάζων
ποτήριον μετὰ οἴνου καὶ ἀπορῶν.... καὶ ὄπισθεν αὐτῶν εἰς νέος βαστὼν κανάτι καὶ βάνων εἰς
ποτήριον οἶνον, καὶ κατωθεν τῆς τραπέζης ἐξ πιθάρια καὶ δύο νέοι χύνοντες μὲ δερμάτια νερόν εἰς
.
αὐτὰ ». Η γεροντική αυτή μορφή, στην ίδια ή σε παρόμοια στάση, απεικονίζεται στις περισσότερες
συνθέσεις του θαύματος αυτού.
1662
Br. Zivkovic, Gračanica, Les dessings des fresques, Βελιγράδι, 1989, 35.
321
Αγίου Νικολάου στην Curtea–de-Arges της Μπουκοβίνας Ρουμανίας (εικ.
1663 ου
81), το β΄ μισό 14 αιώνα.
Η παράσταση της σκηνής του Γάμου της Κανά, εικονίζεται σε δύο χωριστά
επεισόδια, τα οποία παρουσιάζονται είτε σε συνεχή επιφάνεια ή μοιράζονται σε
δύο πίνακες. Το ένα είναι το γαμήλιο τραπέζι και το άλλο είναι η σκηνή της
ευλογίας των αγγείων. Στη βυζαντινή εικονογραφία το επεισόδιο του θαύματος με
τις υδρίες δεν έχει καθορισμένη θέση, αλλά τοποθετούνταν από τους ζωγράφους
ανάλογα με την προσφερόμενη επιφάνεια και την έμπνευσής τους.1664
Όπως σε φορητή εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, με σκηνές των
Θαυμάτων και των Παθών του Χριστού, από τη Μονή Σινά (εικ. 164 & 165
λεπτ.),1665 τον 12ο αιώνα, σε λεπτομέρεια από το Γάμο της Κανά, παρατηρούμε ότι
στην ευλογία των υδριών, λόγω έλλειψης χώρου απεικονίζονται μόνο οι τέσσερεις.
Έτσι εκτός από την απεικόνιση των υδριών στα δεξιά,1666 παρουσιάζονται και
άλλες παραλλαγές, όπως μπροστά από το τραπέζι, πιθανόν λόγω μικρής
επιφάνειας και υλικού.1667
Από τον 13ο αιώνα εμφανίζονται δύο αγγεία που μοιάζουν άλλοτε με
κηροστάτες ή κηροπήγια και πλαισιώνουν το βασικό σκεύος πάνω στο τραπέζι
και αναφέρονται και ως πήλινοι στατοί λύχνοι.1668

1663
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, τ. 4, εικ.
17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea de Arges, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2.
Φωτογραφικό αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine,
Bucharest.
1664
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού, 137. Ειδικά στην
μνημειακή ζωγραφική, όπως οι χωριστές σκηνές που απαντούν σε ασπίδα του εξωνάρθηκα της
Μονής της Χώρας, βλ. εικ. 76 & λεπτ.
1665
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), VII, εικ. 147 και 148, αντίστοιχα.
1666
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού, 137. Βλ. το
χειρόγραφο Μονής Ιβήρων, κώδ. αρ. 5, φ. 363ν, εικ. 207, σε τοιχογραφίες της Μονής Decani (εικ.
78) και στη Curtea-de-Arges (εικ. 81).
1667
Όπως στο ελεφάντινο πλακίδιο του Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο, βλ. εικ. 250,
ος
11 αιώνας και σε σκαλιστό ελεφάντινο πλακίδιο, στον καθεδρικό ναό του Σαλέρνου (εικ. 251), στα
ου
τέλη του 11 αιώνα.
1668
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 298.
322
Τέτοιους λοιπόν, βρίσκουμε σε τοιχογραφία με την σκηνής
της Φιλοξενίας του Αβραάμ, σε ορειχάλκινη θύρα στον Καθεδρικός
ναό της Γένεσης της Θεοτόκου, στο Suzdal της Β. Ρωσίας (εικ.
249 & λεπτ.),1669 το 1230.
ος ος
Πήλινος, στατός λύχνος από τη Θήβα, 12 – 13 αιώνας.
(Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, εικ. 211)

2. Μαχαιροπήρουνα

Πρώτα, πάνω σ’ ένα βυζαντινό τραπέζι τοποθετούνταν τα μαχαίρια.1670 Ενώ


η χρήση των πιρουνιών είναι τεκμηριωμένη ήδη από τον 4 ο αιώνα.1671
Κατά τον Φ. Κουκουλέ, τον 10ο αιώνα εμφανίζονται στην αυλή του Βυζαντίου
δίχηλα πιρούνια (ή περόνια), τα οποία φαίνεται να εισήγαγε από την Βενετία
ερχόμενη ως νύφη η Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοδώρα Δούκα.1672

Δίχηλο, ο προάγγελος του σύγχρονου πιρουνιού.

1669
Όπ.π. 237, εικ. 136 και λεπτ. 289, εικ. 200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, 31 και
A. N. Orchinnikov, Golden Gates in Suzdal, Moscow 1978.
1670
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 148. Τα βυζαντινά μαχαίρια ήταν κατασκευασμένα εξ’
ολοκλήρου από σίδηρο ή στα σπίτια των πλουσίων είχαν ασημένια λαβή ή από ελεφαντοστό ή από
κεχριμπάρι (ήλεκτρο).
1671
Όπ.π. 148-149. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης (PG, 44, 752) ομιλεί για τα από τους συνδαιτυμόνες
χρησιμοποιούμενα «ἀργυρᾶς περόνας αἶς ἡ συμπεφυκυία κατά τό ἕτερον μέρος κοιλότης πρός τό
ἔτνος ἐπιτηδείως ἔχειν πεποίηται». Ο ίδιος, Θεσσαλονίκης Ευσταθίου. Τα Λαογραφικά, τόμ. 1,
Αθήνα 1950, 222 και W. Μ. Millikin, Early Christian Fork and Spoon, The Bulletin of the Cleveland
Museum of Art, 44, Oct. 1957, 185. Για απεικονίσεις πιρουνιών και σχετικά ευρήματα βλ. B. A.
Henisch, Feast and Fast Food in Medieval Society, University Park Pan. 1986, 184-189.
1672
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, 148. Συνήθως κατασκευάζονταν από σίδερο ή κασσίτερο για
τους φτωχούς και από ασήμι ή χρυσό για του πλούσιους.
323
Κατά το τέλος του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα εμφανίζονται τα τρίχηλα
πιρούνια και τέλος τα πεντάχηλα, ως απομίμηση των πέντε δακτύλων του
χεριού.1673
Στη Δύση, σε αντίθεση με το Βυζάντιο, το ζεύγος του μαχαιροπίρουνου, πήρε
τη θέση του στο τραπέζι των ευγενών, πολύ αργότερα, μετά τον 16 ο αιώνα.1674
Απουσία σκευών (μαχαιροπίρουνα) παρατηρείται από τον 7 ο αιώνα σε σκηνή
από το Συμπόσιο του Ηρώδη, σε Ευαγγελιστάριο του Αγίου Ιωάννη στο Cavusin
της Καππαδοκίας (εικ. 202),1675 όπου οι καλεσμένοι τρώνε με τα χέρια σε ένα
καθαρά βασιλικό συμπόσιο, με κύριο γεύμα ψάρι.
Επίσης μέχρι τον 9ο αιώνα, έγγραφες μαρτυρίες, όπως αυτή της Επιστολής
του Διακόνου Ιγνατίου προς στον φίλο του Διάκονο Νικηφόρο, κάνουν γνωστό ότι
οι καλεσμένοι στο γεύμα τρώνε με τα χέρια (ἔπ ὀνείασι χείρας ἴαλλουσι),
υποδηλώνοντας έτσι την απουσία πιρουνιών σε μία τράπεζα του 9 ου αιώνα.1676

1673
Όπ.π. 149.
1674
Γενικά για την βυζαντινή προέλευση των πιρουνιών, τις απεικονίσεις και την αργοπορημένη
υιοθέτηση τους στην Δύση, βλ. Β. A. Henisch, Fast and Feast: Food in Medieval Society,
Pennsylvania State University Press, 1977. Για την παρουσία και την αρνητική υποδοχή των
ο
πιρουνιών στη Βενετία τον 11 αι., που σχετίζεται με τον γάμο της Μαρίας Αργυροπουλίνας και του
Giovanni Orseolo, πρωτότοκου γιου του δόγη της Βενετίας Pietro Orseolo (και όχι με τη Θεοδώρα
Δούκα, όπως υποστήριξε ο Φ. Κουκουλές, Βίος και πολιτισμός, τόμ. ε’, 148 και ο ίδιος,
Θεσσαλονίκης Ευσταθίου Τά λαογραφικά, τόμ. 1, Αθήνα 1950, 222), βλ. J.-F. Vannier, Familles
byzantines. Les Argyroi (IXe-XIIe siècles), Παρίσι 1975, αρ. 15, 43-44 και D. Nicol, Byzantium and
Venice, Cambridge 1988, 46-47.
1675
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 237, εικ.
6. Βλ. επίσης Ν. Thierry, Haut Moyen-Age en Cappadoce, I, εικ. 34, πίν. 36a. 37 a. b. e.
1676
“The Correspondance of Ignatios the Deacon. Text, Translation and Commentary” by C.
Mango with the Collaboration of S. Efthymiadis, CFHB 39, Washington 1997, επιστ. αρ. 14 και
σχόλια 175. Η επιστολή, που βρίθει ομηρικών αναφορών, θεωρήθηκε ειρωνική και σαρκαστική από
τον παραλήπτη της, αν κρίνομε από την ανταπάντηση του Ιγνατίου, The Correspondance of
Ignatios the Deacon, επιστ. αρ. 15. Βλ. και τον σχολιασμό του Στ. Λαμπάκη, Παρατηρήσεις σχετικά
με τις όψεις αρχαιογνωσίας στο έργο του Ιγνατίου Διακόνου, στο «Οι Σκοτεινοί αιώνες του
ος ος
Βυζαντίου (7 -9 αι.)», Ε.Ι.Ε/Ι.Β.Ε., Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα 2001, 127. Για τη μεταφορική
χρήση της τράπεζας στη βυζαντινή ρητορική, βλ. Η. Hunger, The Classical Tradition in Byzantine
Literature: The Importance of the Rhetoric, στο M. Mullet - R. Scott (επιμ.), Byzantium and the
Classical Tradition, Birmingham 1981, 42-43.
324
Παρόμοια στοιχεία μας προσφέρονται από την περιγραφή μικρογραφίας σε
εικονογραφημένο χειρόγραφο στα τέλη 9ου – αρχή 10ου αιώνα με την επωνυμία «Η
διάδοση της Εορτής» (εικ. 230).1677 Στην μικρογραφία παρουσιάζεται προετοιμασία
πλούσιου τραπεζιού σε σκεύη πλην των πιρουνιών.
Τα πιρούνια και τα μαχαίρια απουσιάζουν στην απεικόνιση της σκηνής του
Μυστικού Δείπνου, σε αρκετές μικρογραφίες από το Τετραευαγγέλιο, κώδ. gr. 74,
της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του 11 ου αιώνα, όπως στα fol. 53 (εικ.
219),1678 fol. 94 (εικ. 220),1679 fol. 195 (εικ. 222),1680 fol. 196 (εικ. 223)1681 και fol.
212 (εικ. 224).1682 Οι περισσότερες μικρογραφίες από το παραπάνω
Τετραευαγγέλιο, δεν παρουσιάζονται μαχαιροπίρουνα, όπως και σε άλλες
απεικονίσεις γευμάτων, στα fol. 17 και 116ν (εικ. 231 & 235),1683 όπου περιγράφει
το τραπέζι που παρέθεσε ο Ματθαίος ο Τελώνης στον Ιησού, fol. 52 και 94 (εικ.
232 & 234),1684 σε τραπέζι στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, κ.ά.
Αλλά υπάρχουν και μικρογραφίες από το ίδιο χειρόγραφο, όπου
απεικονίζονται πάνω στο τραπέζι και ζεύγος μαχαιροπίρουνου μπροστά από τον
Ιησού, όπως στα fol. 233 (εικ. 233),1685 fol. 108 (εικ. 236),1686 και fol. 132 (εικ.
237),1687 κ.ά.

1677
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 152, εικ. 6. Βλ. επίσης
Α. Μαράβα–Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3, 29-30, εικ. 17.
1678
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 43.
1679
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles, I,
πίν. 82.
1680
Όπ.π. Ι, πίν. 167.
1681
Όπ.π. I, πίν. 168.
1682
Όπ.π. I, πίν. 186.
1683
Όπ.π. I, πίν. 18 & 104, αντίστοιχα.
1684
Όπ.π. I, πίν. 42 & 82, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για εικ. 234, Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ.
ε΄, πίν. Α΄, εικ. 1.
1685
Η. Omont, Evangiles, I, πίν. 63.
1686
Όπ.π. I, πίν. 122.
1687
Όπ.π. I, πίν. 117.
325
Επίσης απουσιάζουν τα ίδια σκεύη και σε φορητή εικόνα της Μονής
Βατοπεδίου του Άγιου Όρους (εικ. 170),1688 β΄ μισό του 12ου αιώνα, που
περιγράφει την σκηνή του Μυστικού Δείπνου, καθώς και σε σκηνή από τον Γάμο
της Κανά, σε τοιχογραφία στο ναό του Παντοκράτορα στη μονή Dečani, στο
Κόσσοβο (εικ. 79),1689 το 1335-1355.
Σε απεικονίσεις της σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, μέχρι τον 12ο αιώνα, δεν
παρουσιάζονται μαχαίρια πάνω στο τραπέζι και η κατανάλωση του γεύματος γίνεται
με τα χέρια. Όπως φαίνεται σε τοιχογραφίες στη Νέα Εκκλησία, στο Tokali της
Καππαδοκίας (εικ. 1),1690 το 950-960 και στη Cappella Palatina, στο Παλέρμο της
Σικελίας (εικ. 2),1691 το 1140 και σε ψηφιδωτό του Καθεδρικού ναού, στο Monreale
της Σικελίας (εικ. 3),1692 το 1180-1190.
Σε χειρόγραφο του Ιώβ (Paris, gr. 135) στα φ. 18ν και 9ν, του 14ου αιώνα (εικ.
240 & 241),1693 εικονίζονται τράπεζες πλούσιες σε διατροφικά στοιχεία και σκεύη,
στις οποίες παρά την ήδη υπάρχουσα διάδοσή τους, τα πιρούνια απουσιάζουν,
ενώ τα μαχαίρια έχουν αισθητή παρουσία και χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια
του γεύματος.

1688
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Βυζαντινές Εικόνες
και Επενδύσεις, 71, εικ. 44. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄, Εικονογραφημένα
Χειρόγραφα, τόμ. Δ΄, εικ. 306.
1689
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 158, εικ. 13. Βλ. επίσης
V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, , πίν. CCXIV και G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the
Monastery of Decani, έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
1690
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 233, εικ. 130. Βλ. επίσης
A. W. Epstein, Tokali Kilise, εικ. 105.
1691
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 18 και Α.
Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209.
Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici,
πίν. XXXVII.
1692
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 107, εικ. 10 και λεπτ. 289,
εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, “City of the Golden Temple”, 64.
1693
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin (κατάλογος έκθεσης), no. 354, 460. Για εικ. 241, Ε. Βλάχου,
Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ. 241, Λ.
Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», 86, εικ. 97.
326
Μόνο μαχαίρι ή μαχαίρια εμφανίζονται στις περισσότερες σκηνές του
Μυστικού Δείπνου, όπως στη μικρογραφία σε Ευαγγελιστάριο της Μονής
Διονυσίου του Αγίου Όρους (εικ. 218),1694 το 1059, υπάρχει μόνο ένα μαχαίρι
μπροστά από τον Κύριο, ενώ το κυρίως γεύμα είναι ψάρι.
Ένα μαχαίρι παρουσιάζεται και σε σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, σε
τοιχογραφία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα Κοσοίκια Ικαρίας (εικ. 68),1695
περίπου το 1400, με παρουσία λαχανικών. Επίσης σε απεικόνιση με θέμα: ο
Ιησούς στο σπίτι του Λαζάρου, σε μωσαϊκό τοίχου, στο Καθεδρικό Ναό του
Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale) (εικ. 157),1696 το 1180, εμφανίζεται ένα μαχαίρι με
λαβή, όχι μπροστά στο Ιησού, ανάμεσα σε διάσπαρτα λαχανικά και κύριο γεύμα
όρνιθα.
Σε γεύμα του Βυζαντινού διοικητή της Oσροήνης (11ος αι.) που συντρώγει με
Άραβες (Xρ. Σκυλίτση 13ος αι.),1697 υφίσταται ένα μικρό μαχαίρι πάνω στο
ημικυκλικό τραπέζι, με πιθανή χρήση μόνο για τη κοπή της τροφής, γιατί οι
συνδαιτυμόνες εμφανίζονται να τρώνε με τα χέρια. Παρόμοια σκηνικό και χρήση
του μαχαιριού παρατηρούμε και σε σκηνή από το Γάμο της Κανά, σε τοιχογραφία
του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη (εικ. 74),1698 1310-1320, όπου το
μοναδικό μαχαίρι εμφανίζεται μπροστά από το σκεύος με το κοτόπουλο (εικ. 65,
λεπτ.).
Κατά τον 13ο αιώνα και μετά, σε σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ,
απεικονίζεται μόνο ένα μαχαίρι, μπροστά σε έναν από τρεις Αγγέλους, για την
κοπή του ψωμιού και λόγω ότι το κυρίως φαγητό είναι κρέας, πιθανόν να
χρησίμευε και για την κοπή του. Συγκεκριμένα σε τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι
1694
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 132, εικ. 57.
1695
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 335, εικ.
ης
218 και Φωτ. αρχείο 2 Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
1696
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 164, εικ. 19. Βλ. επίσης
Ε. Kitzinger, I mosaic del period normanno in Sicilia, V, εικ. 242 και 245.
1697
Η. Αναγνωστάκης, «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», εφ. Η Καθημερινή, 1998, 10, εικ. 1.
Η εικόνα βρίσκεται παραπάνω στο κεφ. Γ. Τρόπος Σερβιρίσματος, 1. Τραπέζι.
1698
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού, πίν. 50. Βλ. επίσης
Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι τοιχογραφίες, εικ. 60. Α. Ξυγγόπουλος, Οι
τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού, εικ. 91, 92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου,
Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, 161-162, εικ. 142.
327
της Αγίας Τριάδας στο Djurdjeni Stupovi της Σερβίας (εικ. 9),1699 το 1283-1285, στη
Παναγία Χρυσαφίτισσα, στη Λακωνία (εικ. 10),1700 το 1289-1290, στο Καθολικό
Μονής στη Gračanica της Σερβίας (εικ. 12),1701 1320-1321, στη Μονή Χιλανδαρίου
του Αγίου Όρους (εικ. 13),1702 το 1320, στη Bela Crkva, στο Karan της Σερβίας
(εικ. 115),1703 το 1335 και στο Παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων, στη Μονή
Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (εικ. 118),1704 το 1380.
Δύο μαχαίρια απεικονίζονται στη βάση του ημικυκλικού τραπεζιού (σχήματος
C) του Μυστικού Δείπνου, σε τοιχογραφία του Sant' Angelo in Formis στη Καπούη,
τον β΄ μισό του 11ου αιώνα (εικ. 91).1705 Τα μαχαίρια βρίσκονται εκατέρωθεν του
κυρίως γεύματος που είναι ολόκληρο πτηνό ή όρνιθα, με την προοπτική να
χρησιμοποιηθούν για τον τεμαχισμό του. Ίδιο αριθμό συναντάμε σε τοιχογραφίες του
του εξωνάρθηκα του ναού της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (εικ. 105 &
104α),1706 στις αρχές του 14ου αιώνα, αλλά και αργότερα είναι συνήθη τεχνική, όπως
φαίνεται και στο ναό του Αγίου Γεωργίου στη Μονή Κρεμίκοβτσι της Βουλγαρίας (εικ.
109 & λεπτ.),1707 το 1493.
Παρόμοιο μοτίβο απεικονίζεται και στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, σε
τοιχογραφία των Αγίων Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη, το 1328-1334 (εικ. 62 &

1699
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 237, εικ. 137. Βλ. επίσης
B. Todic, Serbian Medieval Painting, πίν. II.
1700
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 238, εικ. 138. Βλ. επίσης J.
Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia Chrysaphitissa, πίν. 35b.
1701
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 240, εικ. 141 και λεπτ.
286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica, πίν. 54a.
1702
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 241, εικ. 142. Βλ. επίσης
Β. Todic, Serbian Medieval Painting, εικ. 112.
1703
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 242, εικ. 143. Βλ. επίσης
V. R. Petković, Jugoslawien, πίν. CXIV.
1704
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 243, εικ. 146 και λεπτ.
287, εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic, Chilandar, 143, εικ. 78.
1705
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 160, εικ. 16. Βλ. επίσης
Last Supper, 22-23, εικ. 6.
1706
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης E. N. Τσιγαρίδας,
Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 254-277. Ν. Πανσέληνου, Βυζαντινή Ζωγραφική, 242, εικ. 126.
1707
A. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, τ. Ι (Texte), τ. ΙΙ (Album), Paris, 1928.
328
λεπτ.),1708 με κύριο γεύμα το ψάρι. Παρόμοιο σκηνικό παρατηρούμε σε τοιχογραφία
στο κλίτος της Εγκλείστρας, στο σπήλαιο της Μονής του Αγίου Νεοφύτου στη
Κύπρο, το 1196 (εικ. 96 & λεπτ.),1709 σε σκηνή του Μυστικού Δείπνου. Τα μαχαίρια
παρουσιάζονται ευμεγέθη, με κυρτή λάμα και μεγάλη, μαύρη λαβή, μπροστά από
μαθητές στο άνω μέρος της κυκλικής τράπεζας. Η χρήση τους πιθανόν να
προορίζεται για τα λαχανικά και ίσως για τους μικρούς αρτίσκους που βρίσκονται
διάσπαρτα πάνω στο τραπέζι. Παρόμοια μαχαίρια, δύο στον αριθμό,
απεικονίζονται σε σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, σε τοιχογραφία στο
Σωτήρα Αλεποχωρίου στη Μεγαρίδα, το 1260-1280 (εικ. 60).1710 Επίσης πάνω στο
τραπέζι υπάρχουν λαχανικά.
Δύο μαχαίρια με μαυρομάνικη λαβή, αντικριστά, στο άνω μέρος του
στρόγγυλου τραπεζιού, μπροστά από τους συνδαιτυμόνες, εμφανίζονται και σε
σκηνή από τα Εισόδια της Θεοτόκου, σε τοιχογραφία στο ναό του Τιμίου Σταυρού,
στο Πελένδρι Κύπρου (εικ. 47),1711 τον 14ο αιώνα.
Στη σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, Ψηφιδωτό, στο ανατολικό τυφλό τόξο
του νάρθηκα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας (εικ. 7),1712 το 1225, φαίνονται δύο
μαχαίρια με μαύρη λαβή, στα δεξιά και αριστερά, μπροστά από τον κεντρικό
άγγελο. Καθώς και σε φορητή εικόνα του Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου, στο

1708
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα
1998, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques de l’église des Saints Apôtres, πίν.
XXVII, XXVII, εικ.11, 12. C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικ.
62, βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, 146, εικ. 125.
1709
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997, 46. Βλ. επίσης
για λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 147, εικ. 66.
1710
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, 297, εικ.
135. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα, εικ. 53.
1711
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια,
Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, «Ελαιώδη διά άρτυμα», Αρχαιολογία &
Τέχνες 116, 30 και Α. & J. Α. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, 229, εικ. 130. J.
Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge, τ. 1, pl. IX, εικ. 27, φωτογραφία ιδίας.
1712
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 114, εικ. 13. Βλ. επίσης Ο.
Demus, The Mosaics of San Marco in Venice, τόμ. 2, πίν. 230.
329
Άγιο Όρος (εικ. 180),1713 στα τέλη 14ου αιώνα, παρατηρούμαι δύο λεπτά μαχαίρια
ασύμμετρα τοποθετημένα επάνω στο τραπέζι, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον
τεμαχισμό της τροφής, ενώ για την κατανάλωση της τροφής οι άγγελοι
χρησιμοποιούν τα χέρια τους. Δύο εμφανή μαχαίρια βρίσκονται πάνω σε
ημικυκλική τράπεζα σε τοιχογραφία του Ναού της Μεταμορφώσεως στο Novgorod
της Ρωσίας (εικ. 18),1714 το 1378. Ο εξ αριστερών άγγελος τείνει το χέρι του για να
χρησιμοποιήσει το μαχαίρι, όχι όμως για τον τεμαχισμό του άρτου, αλλά για την
κοπή της τροφής, γιατί ο ακριβώς απέναντι ήδη έχει τεμαχίσει σε δύο μέρη τον
άρτο με τα χέρια του.
Μεγαλύτερο σε αριθμό, ποικιλόσχημα, μαυρομάνικα μαχαίρια, διάσπαρτα πάνω
στο τραπέζι βρίσκουμε, σε τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, με θέμα τον Μυστικό Δείπνο,
στον Άγιο Θεόδωρο, στο Τσόπακα της Μέσης Μάνης (εικ. 97 & λεπτ.)1715 και στο
νότιο τοίχος της ανατολικής κεραίας του Αγίου Αθανασίου στο Γεράκι (εικ. 99).1716
Και σε τοιχογραφία του 14ου αιώνα στη Περίβλεπτο στο Μυστρά (εικ. 107),1717
όπου τα τέσσερα μαυρομάνικα μαχαίρια βρίσκονται ομοιόμορφα κατανεμημένα πάνω
στο ημικυκλικό τραπέζι, καλύπτοντας τη βάση και την κορυφή του.1718
Ενώ στο Συμπόσιο του Ηρώδη, σε τοιχογραφία στο Βαπτιστήριο του Αγίου

1713
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 149. Βλ. επίσης
Α. Grabar, Les Revetments, πιν. D και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε
μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39), 89, πίν. 37, εικ. 1 και Βλ. M. Chatzidakis, L’icône
byzantine, II, 33 και 36-37, εικ. 22-230.
1714
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 249, εικ. 151. Βλ. επίσης
Α. Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, 309.
1715
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200, πιν. 1 και 44, εικ. 10.
1716
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 142, εικ. 12. Βλ. επίσης N. Μουτσόπουλος, Γ.
Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, 156, εικ. 241.
1717
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος, τ. ε΄, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische
Malerei, εικ. ΧΧVIII. J. Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, 18, εικ. 1.
G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, 158, πιν. 120 (2) και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, 94-95,
εικ. 109.
1718
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 200.
330
Μάρκου στη Βενετία, πριν από το 1343 (εικ. 64 & λεπτ.),1719 εμφανίζονται πάνω στο
παραλληλόγραμμο τραπέζι τρία μαχαίρια με μαύρη λαβή, ένα για κάθε συνδαιτυμόνα.
Σε παρόμοια σκηνή τοιχογραφίας, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου
στις Σέρρες, (εικ. 65)1720 το 1345-1355, επαναλαμβάνεται η παρουσία τριών
μαχαιριών, μπροστά και πάνω σε παραλληλόγραμμο τραπέζι, χωρίς να αντιστοιχεί
στον αριθμό των συνδαιτυμόνων.
Ισάριθμα μαχαίρια σε ίδια σκηνή, παρατηρούμε σε τοιχογραφία στη Παναγία
Κερά Κριτσάς στην Κρήτη (εικ. 67),1721 τον 14ο αιώνα, τα οποία παρουσιάζουν
περίτεχνη λαβή.
Σε τοιχογραφία της Φιλοξενίας του Αβραάμ, στο παρεκκλήσι της Παναγίας στη
μονή του Αγίου Θεολόγου στην Πάτμο (εικ. 4),1722 το 1176-1180, εισάγονται για
πρώτη φορά μαχαίρια, τρία τον αριθμό, ένα για κάθε ¨φιλοξενούμενο¨ άγγελο,
τοποθετημένα δίπλα στους άρτους, για τον τεμαχισμό τους. Ίδιο αριθμό μαχαιριών,
με μαύρη λαβή, συναντάμε και στα τέλη του 14ου αιώνα σε φορητή εικόνα του Μου -
σείου Μπενάκη (εικ. 181),1723 με το ίδιο θέμα.
Επίσης τρία λεπτά μαχαίρια βρίσκουμε σε φορητή εικόνα στο Μουσείο
Vladimir-Suzdal της Β. Ρωσίας (εικ. 177),1724 τον 14ο αιώνα, μπροστά από κάθε

1719
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 316, εικ. 178 και 179. P. Toeska,
Mosaiques, πίν. 41. A. Goodspeed, The Rockefeller, εικ. XXII. R. Tozzi, I mosaici, εικ. 4, 8.
1720
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A.
Ξυγγόπουλος, Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, πίν. 36.
1721
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M.
Barboudakis, Panaghia Kera, εικ. 31.
1722
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 235, εικ. 134 και λεπτ.
294, εικ. 204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η.
Κόλλιας, Πάτμος, εικ. 8 και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς
Μονῆς τοῦ Θεολόγου Πάτμου, εικ. 3.
1723
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 246, εικ. 150 και λεπτ.
290, εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του
Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39), 89, πίν. 36, εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου, Μουσείον Μπενάκη,
Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine, 192 και
στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der Ikonenmalerei, 75.
1724
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 280, εικ. 180. Βλ. επίσης
Κ. Onasch, Α. Schnieper, Ikonen, 77.
331
άγγελο, όπου λόγω απουσίας άρτων πιθανόν θα χρησιμοποιηθούν για τον
τεμαχισμό του κρέατος και των λοιπών εδεσμάτων.
Μεγάλο αριθμό μαχαιριών συναντάμε σε μια αντιπροσωπευτική θρησκευτική
παράσταση δείπνου σε τοιχογραφία του Καθολικού της Μονής Βατοπεδίου (εικ.
159),1725 το 1312, με θέμα: Η Ουρανοδρόμος Κλίμακα του Ιακώβ. Συγκεκριμένα
υπάρχουν πέντε μαχαίρια, με μεγάλες λάμες και μαύρη λαβή, διαφόρων μεγεθών.
Στο τραπέζι παρουσιάζεται μεγάλη ποσότητα και ποικιλία βρωμάτων - άρτος,
ψάρι, κρέας και άλλων εδεσμάτων – καθώς και πολυτελή σκεύη, ενώ τα μαχαίρια
είναι ατάκτως ειρημένα.
Σε εικονογραφημένο χειρόγραφο, κωδ. αρ. 5, φ. 363ν, με θέμα τον Γάμο της
Κανά (εικ. 207),1726 στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, β΄ μισό 13 ου αιώνα,
εμφανίζονται τρία ίδια μαχαίρια με ξύλινη λαβή και μικρή λάμα, τοποθετημένα στα
πλάγια των τριών σκευών με εδέσματα του τραπεζιού.
Αναλυτική χρήση των μαχαιριών βρίσκουμε σε απεικόνιση γεύματος σε
χειρόγραφο του Ιώβ, κώδ. Par. gr. 135, στο φ. 18ν (εικ. 240),1727 το 1361-1362,
όπου ο οικοδεσπότης ετοιμάζεται να κόψει σε μερίδες το ψητό γουρουνόπουλο,
δεξιά του καλεσμένος κρατάει μαχαίρι για να παραλάβει τη μερίδα του, δίπλα του,
γυναίκα, ετοιμάζεται να κόψει τον άρτο με μαχαίρι που κρατά στο αριστερό της
χέρι. Ενώ υπάρχουν ακόμα δύο μικρά μαχαίρια με μαύρη λαβή, στην επιφάνεια
του τραπεζιού, για τους υπόλοιπους καλεσμένους. Παρόμοια κατάσταση με
αυξημένο αριθμό μαχαιριών πάνω στο τραπέζι και στα χέρια των συνδαιτημόνων

1725
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary", 143, εικ. 13. Βλ. επίσης I. Anagnostakis, T.
Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. β΄, εικ. 231.
1726
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 156, εικ. 10. Βλ. επίσης
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. β΄, 297- 303, εικ. 38. Α.
Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Νο 46.
1727
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 153, εικ. 7. Βλ. επίσης J.
Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises (κατάλογος
έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
332
παρουσιάζεται και σε άλλη μικρογραφία, στο ίδιο χειρόγραφο, φ. 9ν (εικ. 241&
λεπτ.).1728
Στη σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη, σε τοιχογραφία της Παναγίας της
Χρυσαφιώτισσας στη Λακωνία (εικ. 61),1729 το 1290, διακρίνονται ανάμεσα στα
υπόλοιπα σκεύη και πιρούνια, διακοσμημένα με αραβουργήματα (opus
vermiculatum).1730
Από τον 10ο αιώνα και μετά εμφανίζεται ενίοτε η προσθήκη δίχηλων
πιρουνιών, μαζί με μαχαίρια τοποθετημένα σαν ένα ζεύγος μαχαιροπίρουνου,
όπως αυτά εικονίζονται σε παραστάσεις του Μυστικού Δείπνου, στον Άγιο Πέτρο
του Ότραντου (1100) (εικ. 92),1731 στην Pala d' Oro του Αγίου Μάρκου της Βενετίας
(1105) (εικ. 5), στην Παναγία Φορβιώτισσα, στην Ασίνου Κύπρου (1106) (εικ. 6),
στον Καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως και στη Μονή Mirojsky, στο Pskov της
Ρωσίας, το 1156 (εικ. 7). Τα ζεύγη των μαχαιροπίρουνων βρίσκονται όλα στην
ίδια θέση πάνω στο τραπέζι, αριστερά και δεξιά στη βάση του ημικυκλικού
τραπεζιού. Ενώ σε τοιχογραφία στην Καππαδοκία στο Karanlik Kilise, τον 11 ο
αιώνα (εικ. 9), εμφανίζονται τρία ζεύγη μαχαιροπίρουνων σε μεγάλο
παραλληλόγραμμο τραπέζι. Τα δύο ζεύγη βρίσκονται μπροστά από τον Χριστό
και τον Απόστολο Πέτρο και το τρίτο στη μέση του άνω μέρους του τραπεζιού,
μπροστά από τους μαθητές, ενώ το γεύμα αποτελεί μεγάλο ψάρι.
Αν και η παρουσία μαχαιροπίρουνων πάνω στο τραπέζι του Μυστικού
Δείπνου, στις παραπάνω απεικονίσεις, είναι εμφανής, χαρακτηριστική είναι η

1728
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ.,
Λ. Νικολακάκη, «Η Βυζαντινή Οικία», 2001, 86, εικ. 97.
1729
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), 20, εικ. 19 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei
in der Kirche Panagia Chrysaphitissa, εικ. 11.
1730
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 130.
1731
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 148, εικ. 1. Βλ. επίσης
R. Ferioli-Campanati, La cultura artistica, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia L'Altomedioevo,
εικ. 380.
333
κίνηση εκείνη του Ιούδα που απλώνει το χέρι του, να πάρει κομμάτι από το
εκάστοτε φαγητό, ως πιστή αποτύπωση του κειμένου των Ευαγγελίων.1732
Επίσης τρία ζεύγη μαχαιροπίρουνων συναντάμε και στη τοιχογραφία του
ναού της Παναγίας στη σκηνή του Γεύματος του Θεοπίστου στην Επισκοπή (Άγ.
Γεώργιος) της Μέσα Μάνης,1733 1200-1220 (εικ. 158 & λεπτ.).1734
Κατά τον 13ο αιώνα σε σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ, σε τοιχογραφία του
Karikli Kilise, στη περιοχή Gorese της Καππαδοκία (εικ. 5 & λεπτ.),1735 εισάγονται
για πρώτη φορά τρία ζεύγη μαχαιροπίρουνων, με δίχηλο πιρούνι, μπροστά από
κάθε άγγελο. Επανάληψη του ίδιου αριθμού ζεύγους μαχαιροπίρουνων συναντάμε
το 1347 σε ποδέα της Μονής Γρηγορίου στο Άγιο Όρος (εικ. 252).1736
Σε ορισμένες από τις παραπάνω παραστάσεις εμφανίζονται στο τραπέζι
περισσότερα από ένα ζεύγη μαχαιροπίρουνων, γεγονός που σημαίνει ότι η χρήση
τους είναι σημάδι εκλέπτυνσης τουλάχιστον για τα ανώτατα στρώματα της
μεσοβυζαντινής κοινωνίας και υπαγορευόταν από τους κανόνες καλής
συμπεριφοράς και υγιεινής. Όμως η ατομική χρήση του ζεύγους μαχαιροπίρουνων
δεν ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, αφού σε άλλες παραστάσεις όπου εικονίζονται
στο τραπέζι πιρούνια, κυρίως για τη λήψη στερεών τροφών από την πιατέλα, αυτά
είναι τοποθετημένα ανεξάρτητα από τα μαχαίρια, δηλώνοντας την κοινή χρήση
τους από όλους τους ομοτράπεζους.1737 Αλλά και δυσανάλογα με τον αριθμό των
συνδαιτυμόνων του τραπεζιού.

1732
Ματθ. 26:23, «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ὁ ἐβάψας μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίων τὴν χεῖρα, οὔτος με
παραδώσει» και Μαρκ. 14:20, «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐβαπτόμενος
μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον».
1733
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150. Βλ. επίσης Ν. Β.
Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, 177, 200.
1734
Όπ.π. 200, πίν. 47 και 220, εικ. 46 (λεπτ.). Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της
Μέσα Μάνης, πίν. 88α. Και I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”,
151, εικ. 5 και λεπτ.
1735
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 236, εικ. 135 και λεπτ.
294, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon, εικ. 10.
1736
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, 215, εικ. 117. Βλ. επίσης
G. Millet, Broderies religieuse de style byzantin, πίν. CLXX.
1737
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, 150.
334
Από τις αρχές του 12ου αιώνα, σε απεικονίσεις της σκηνής της Κοινωνίας των
Αποστόλων παρουσιάζεται ξεχωριστά η κοινωνία του οίνου με τη μορφή
δισκοπότηρου (εικ. 122, 125, 146, κ.ά.) ή με άλλο σκεύος (εικ. 128, 130, 133, 135,
137, κ.ά) και η προσφορά του άρτου (εικ. 126, 127, 134, 142, κ.ά.).
Ξεχωριστή εμφάνιση αποτελεί το κοχλιάριο με το οποίο λαμβάνουν την Θεία
Μετάληψη οι Απόστολοι, από τον Χριστό, στη σκηνή της Κοινωνίας των
Αποστόλων, παρατύπως αφού ο τρόπος της θείας Κοινωνίας είναι πρώτα να
λαμβάνουν το Σώμα του Χρίστου, τον άρτο, από το Δίσκο (Μετάδοση) και μετά το
Αίμα, τον οίνο, από το Ποτήριο (Μετάληψη),1738 όπως εμφανίζεται άλλωστε κατά
κόρων στις περισσότερες απεικονίσεις της σκηνής της Κοινωνίας των Αποστόλων.
Η χρήση του κοχλιαρίου φαίνεται σε τοιχογραφίες στη κόγχη του ναού της
Παναγίας, κοντά στο Μονάγρι της Κύπρου (εικ. 132),1739 τέλη 12ου αιώνα και στην
αψίδα του ναού των Αρχαγγέλων (Αγίων Ταξιαρχών), στη μονή Lesnovo, στα
Σκόπια (εικ. 141),1740 το 1347.
Το κοχλιάριο εμφανίζεται με μακριά λαβή που καταλήγει σε μικρή ρηχή
κοιλότητα, μπορεί να είναι επιχρυσωμένο ή επάργυρο ή σμάλτινο και αποτελεί το

1738
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Πρωτ., Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, Ηράκλειο 1997, τ.1,
174. Η Πενθέκτη Οικ. Σύνοδος (692), στον Καν. 101, αναφέρεται ο τρόπος και η τάξη της θείας
Κοινωνίας: Εἰ τὶς τοῦ ἀχράντου Σώματος μετασχεῖν ἐν τῷ καιρῷ τῆς συνάξεως βουληθείη ... τάς
χεῖρας εἰς τύπον Σταυροῦ σχηματίζων, οὕτω προσίτω καὶ δεχέσθω τὴν κοινωνίαν τῆς χάριτος.
Επίσης ο Μ. Βασίλειος, PG 32, 485, αναφέρει: Καὶ γὰρ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὁ ἱερεὺς ἀπιδίδωσι τὴν
μερίδα καὶ κατέχει αὐτὴν ὁ κατεχόμενος μετ’ ἐξουσίας ἁπάσης καὶ οὕτω προσάγει τῷ στόματι τῇ ἰδίᾳ
χειρὶ. Για το ίδιο θέμα μας ομιλούν ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, PG 33, 1124-5 και ο Ιωάννης
Δαμασκηνός, PG 94, 1149: Σταυροειδῶς τάς παλάμας τυπώσαντες, τοῦ ἐσταυρωμένου τὸ Σῶμα
ὑποδεξώμεθα.
1739
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, 273, εικ. 134.
1740
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, pl. 5, εικ. 15.
335
σημερινό κουτάλι ή λαβίδα, που είναι το ιερό σκεύος,1741 με το οποίο ο ιερέας
μεταδίδει στους πιστούς τη θεία Κοινωνία, εκτός του Αγίου Βήματος.1742
Ως λειτουργικό σκεύος χρησιμοποιήθηκε τοπικά στους χώρους της Αιγύπτου
από τον 5ο αιώνα, ενώ από το 8ο αιώνα άρχισε να επεκτείνεται σιγά-σιγά, έως και
τον 13ο αιώνα όπου και καθιερώθηκε μέσα στην Εκκλησία.1743
Η προσθήκη κουταλιού συνήθως χρησίμευε για τη λήψη υγρής τροφής
(ζωμός, σούπες), όπως εμφανίζεται τη σκηνή της Γέννησης της Παρθένου, αρχικά
από το 1296 σε τοιχογραφία του ναού του Αγίου Αχίλλειου στο Arilje της Σερβίας

1741
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Πρωτ., Τύπος και Συμβολισμός, 174, 178. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως
αναφερόμενος στο όραμα του Ησαΐα, όπου ο Άγγελος Σεραφείμ έλαβε, με τη λαβίδα, άνθρακα από
το θυσιαστήριο και προσήλθε στον προφήτη, λέει πως η λαβίδα: σημαίνει τὸν ἱερέα τὸν κατέχοντα
τὸν νοερὸν ἄνθρακα, Χριστόν, τῇ λαβίδι τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, καὶ ἁγιάζοντα
καὶ καθαίροντα τοὺς προσερχομένους καὶ μεταλαμβάνοντας. Επίσης ο Ψευδο-Σωφρόνιος
Ιεροσολύμων, Migne 87, 3985, λέει ότι: ἡ λαβίς, σημαίνει καὶ τὴν Παρθένον, βαστάζουσαν αὐτὸν τὸν
οὐράνιον Ἄρτον. Επίσης, στη λειτουργία του Αγίου Ιακώβου, ο λειτουργός ιερέας εύχεται: Ὁ Κύριος
εὐλογήσῃ καὶ ἀξιώσῃ ἡμὰς ἁγναῖς ταῖς τῶν δακτύλων λαβαῖς λαβεῖν τὸν πύρινον Ἄνθρακα... Για
μυστική λαβίδα ομιλεί και ο μοναχός Ιώβιος στο προφητικό όραμα του Ησαΐα.
1742
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Πρωτ., Τύπος και Συμβολισμός, 174-176. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι
χριστιανοί κοινωνούσαν πρώτα το Σώμα του Χρίστου από το Δίσκο και μετά το Αίμα από το
Ποτήριο, ήταν αυτός πού τηρείται σήμερα από τους Λειτουργούς. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης, PG
150, 300, αναφέρει: ὅτι καὶ αἱ τρεῖς τάξεις αὖται ἐντὸς μόναι χειροτονοῦνται τοῦ βήματος. Οἱ δὲ
λοιποὶ ἔξωθεν τούτου. Επίσης αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο ότι η Θεία Κοινωνία δινόταν στους
πιστούς από τον αρχιερέα, PG 150, 744: τοῦ ἀρχιερέως δὲ τοῖς προσελθοῦσι μεταλαβεῖν διδόντος
διὰ λαβίδος. Όπως και στο κεφ. Περί του θείου ναού, PG 22, 204: Εἰ δὲ τὶς πρὸς κοινωνίαν ἱκανὸς
καί, οὗτος προσιὼν μετ’ εὐλαβείας καὶ φόβου, οὒκ ἀμέσως τούτων μετέχει, ἀλλὰ διὰ τῆς λαβίδος,
ἀρχιερατικὴ χειρί, κοινωνεῖ.
1743
Γ. Ε. Μεντιδάκης, Πρωτ., Τύπος και Συμβολισμός, 174-175. Για το πότε η λαβίδα
χρησιμοποιήθηκε ως λειτουργικό σκεύος, οι γνώμες διχάζονται. Οι Renaudot και Goar
υποστηρίζουν ότι χρησιμοποιήθηκε κατά την εποχή του Αγίου Χρυσόστομου και μάλιστα από τον
ο ο ο
ίδιο. Άλλοι δέχονται τον 8 ή 9 αιώνα και τέλος άλλοι τον 10 αιώνα, μεταξύ αυτών και ο
Κωνσταντίνος Καλλίνικος, Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ, 190. Εκείνος που με
ο
λεπτομέρεια μιλά για τη λαβίδα είναι ο Ψευδο-Σωφρόνιος Ιεροσολύμων κατά τον 12 αιώνα, παρά
τις επιφυλάξεις του Βαλσαμώνος.
336
(εικ. 35),1744 όπου η Άννα παίρνει ζωμό από βαθιά γαβάθα, χρησιμοποιόντας
κουτάλι. Άλλα και τον 14ο αιώνα, σε αποικονίσεις με το ίδιο θέμα, οποίες όμως
σπανίζουν, όπως σε τοιχογραφία του ναού του Αγίου Γεωργίου, της Μονής
Κρεμίκοβτσι (Kremikovci) στη Βουλγαρία (εικ. 42).1745 Η θεραπαινίδα της λεχώνας
Άννας, την ταΐζει σούπα ή ζωμό, κρατώντας κουτάλι με το δεξί της χέρι.

1744
D. T. Rice, Byzantinische Malerei, Die letzte Phase, Frankfurt-Main 1968, 67, εικ. 44.
1745
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia 1999, 32, εικ. 1. Βλ. επίσης Φωτογραφικό
Αρχείο ΕΚΒΜΜ.
337
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μέσα στον βυζαντινό κόσμο, που χαρακτηρίζεται από μια δημιουργικότητα


που την μιμήθηκαν πολλοί σε μεγάλη απόσταση γύρω του, παρατηρούμε ότι
εμφανίστηκε η πιο μεγάλη άνθηση των τοιχογραφιών και των ψηφιδωτών, η οποία
τοποθετείται ανάμεσα στον 10ο–14ο αιώνα, όπου ανθούν τα ακριβή εικονογραφικά
σχέδια των ναών.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στις παραστάσεις τραπεζιών κατά τη μέση
και ύστερη βυζαντινή περίοδο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, σπάνια
καθρεφτίζονται οι διατροφικές συνήθειες της εποχής.1746
Οι πληροφορίες για τα βυζαντινά φαγητά και τρόφιμα λαμβάνονται από
παραστάσεις που είναι κυρίως θρησκευτικές ή εικονογραφίες διάφορων
χειρογράφων με ποικιλία θεμάτων, τα οποία επιβεβαιώνουν την χρήση των
διατροφικών ειδών και των συνηθειών, στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών.
Το ψωμί, τα λαχανικά, τα ψάρια, το λάδι και το κρασί ήταν τα κύρια είδη
κατανάλωσης των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Τα ίδια αγαθά βλέπουμε να
αποτελούν και την τροφή των μοναχών, που με λεπτομέρειες ρυθμίζουν και
καθορίζουν τα μοναστηριακά Τυπικά.
Επίσης οι κανονιστικές θρησκευτικές επιταγές της εποχής εκείνης, οι
νηστείες, που κατανέμουν τις τροφές σε επιτρεπόμενες και απαγορευμένες
κατηγορίες, τις οποίες οι Βυζαντινοί τηρούσαν με μεγάλη ακρίβεια ως κάτι
συνηθισμένο και καθημερινό. Επιπροσθέτως ο αυξημένος αριθμός των
μοναζόντων στο βυζαντινό κόσμο,1747 τηρούσαν αυστηρότερες νηστείες από τους

1746
Τούτο βεβαίως ισχύει και για το εικονιζόμενο φυσικό περιβάλλον που προσφέρει τα προς
βρώση, πβ. την ανακοίνωση του Η. MAGUIRE, Οπωροφυλάκιον και ορνεοσκοπείον, Περί
διατροφής στο Βυζάντιο. Επιστημονική Ημερίδα, 4 Νοεμβρίου 2001, Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού Θεσσαλονίκη, και περίληψη της ανακοίνωσης στο Βυζαντινών Γεύσεις, εφ. Καθημερινή,
Επτά Ημέρες (Κυριακή, 12 Μαΐου 2002), 18-20, και ο ίδιος, Paradise Withdrawn, στο Byzantine
Garden Culture (ό.π., σημ. 2), 23-35.
1747
Σύμφωνα με τον J. Köder, ο αριθμός των μοναζόντων μπορούσε να φθάσει κατά μέσον όρο
έως και το 20% του συνολικού πληθυσμού («Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις
πηγές», στο Βυζαντινών Διατροφή και Μαγειρείαι, Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο
Βυζάντιο, Αθήνα 2005, 19).

338
λαϊκούς. Το γεγονός αυτό είχε ασφαλώς μεγάλη επίδραση στις διατροφικές
συνήθειες και τις ανάγκες της αγοράς, αν λάβουμε υπόψη απλώς και μόνον την
αποχή από κρέατα και πουλερικά.
Η παγίωση της τυπολογίας θεμάτων όπως του Μυστικού Δείπνου, του Γάμου
στην Κανά ή της Φιλοξενίας του Αβραάμ. Η αναντιστοιχία αυτή, εικαστικής
απόδοσης και ιστορικής πραγματικότητας, οξύνεται ή αμβλύνεται ανάλογα με την
ιστορική περίοδο. Ακόμη και όταν εικονίζονται πλούσιες τράπεζες, ο πλούτος των
βρωμάτων υποδηλώνεται με την πληθώρα των σκευών και όχι με την ποικιλία των
φαγητών που στις περισσότερες περιπτώσεις αποδίδονται τόσο συμβατικά ώστε
να μην αναγνωρίζονται.
Σύμφωνα με τις τάσεις ανάπτυξης του εικονογραφικού προγράμματος κατά
την περίοδο των Παλαιολόγων, η «εικόνα» παύει να είναι σύμβολο και γίνεται
μέσο αφήγησης γεγονότων από τη ζωή του Χριστού και των αγίων, βάση των
ευαγγελικών περικοπών.
Στις βυζαντινές παραστάσεις θρησκευτικών ή κοσμικών συμποσίων, δείπνων
και τραπεζωμάτων, μετά την σταθερή τριλογία άρτου, οίνου και ιχθύος, με τη
χριστολογική συμβολική τους σημασία, υπάρχουν διάφορα είδη κρέατος, όπως
μόσχος, αγριογούρουνο, πουλερικά και οβελίες, αυγά και ποικιλία λαχανικών,
όπως ραπανάκια, ρέμβες, κ.ά., σύμβολο της ασκητικής χορτοφαγίας, της
εγκράτειας, της προφύλαξης και αποφυγής της μέθης και παρεκτροπής.
Τρόφιμα στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζονται μόνον όταν το
επιβάλλουν οι περιγραφές, αλλά και τότε φειδωλά, όπως στη σκηνή της
Φιλοξενίας του Αβραάμ. Ενώ από τον 14ο αιώνα και μετά απεικονίζονται πλούσια
γεύματα, που έχουν καθαρά περιγραφικό χαρακτήρα, όπως από το Βιβλίο του
Ιώβ, τις σκηνές των τραπεζιών του Ιώβ με την οικογένειά του. Αλλά και σκηνές
από πλούσια γεύματα, που έχουν αρνητική σημασία, όπως η Ουρανοδρόμος
Κλίμαξ του Ιακώβ, που είναι αφιερωμένη στη λαιμαργία, περιγράφοντας αυτή ως
την κυριότερη όλων των αδυναμιών και ως προειδοποίηση προς τους μοναχούς,
σύμφωνα με το 14ο κεφάλαιο της Ουράνιας Κλίμακας του Ιωάννη του Σιναΐτη ή της
Κλίμακος.
Σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές δεν αναφέρονται άλλα τρόφιμα και ποτά
πλην του άρτου, του οίνου και του ιχθύ, σε αναφορές μυστηρίων και θαυμάτων. Οι

339
σκηνές που περιγράφουν γεύμα είναι ο Μυστικός Δείπνος, με αναφορά στο άρτο
και τον οίνο, με συμβολικό χαρακτήρα, η σκηνή του Γάμου της Κανά, με το θαύμα
του οίνου και η σκηνή από το Συμπόσιο του Ηρώδη, χωρίς να αναφέρονται τα είδη
των εδεσμάτων του συμποσίου. Άρτο και οίνο συναντάμε στη σκηνή της
Κοινωνίας των Αποστόλων, άρτο και ιχθύ στη σκηνή του θαύματος του
Πολλαπλασιασμού των άρτων & ιχθύων.
Βάση των πηγών η σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου και η Γέννηση της
Παναγίας, παρουσιάζουν τον ίδιο εικονογραφικό τύπο, με την απεικόνιση
προσφοράς τροφών από θεραπαινίδες που πλαισιώνουν τη λεχώνα, Ελισάβετ και
Άννα, αντίστοιχα, οι οποίες αποτελούν και το κεντρικό πρόσωπο της σκηνής. Αλλά
τα απόκρυφα κείμενα που περιγράφουν την σκηνή των Γεννήσεων, δεν
αναφέρουν τα προσφερόμενα αντικείμενα που φέρουν τρόφιμα.
Μόνο άρτο βρίσκουμε στη σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς. Επίσης μόνο
άρτος σύμφωνα με τις πηγές, εμφανίζεται στη σκηνή της διατροφής της Παναγίας
από τον άγγελο που περιλαμβάνεται στις απεικονίσεις των Εισοδίων της
Θεοτόκου, όπου η Θεοτόκος για δώδεκα χρόνια τρεφόταν από άρτο που της
έφερνε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Όσο αφορά τις διατροφικές συνήθειες μετά τον 10ο αιώνα παρατηρούνται
πέντε λεπτομέρειες που υποδηλώνουν τις μεταβολές που επέρχονται τόσο στις
συνήθειες, αλλά και στις σχετικές συμπεριφορές:
- Τα δίχηλα πιρούνια που εμφανίζονται για πρώτη φορά, τοποθετημένα σε
ζεύγος μαζί με μαχαίρι ή κουτάλι, υποδηλώνουν την σταδιακή μετατόπιση από το
κοινό στο ατομικό γεύμα.
- Κάνει την εμφάνισή του το τραπέζι, οι Βυζαντινοί το ονομάζουν "τάβλα", το
σχήμα του είναι στρογγυλό ή τετράγωνο και έχει πρακτική σημασία,
γιατί συνήθιζαν να τοποθετούν τα φαγητά με τέτοιο τρόπο ώστε οι
παρευρισκόμενοι να απέχουν εξίσου από αυτά.
- Την ίδια περίοδο μαζί με το τραπέζι εμφανίζεται για πρώτη φορά το
τραπεζομάντιλο, ως ένδειξη της οικονομικής και κοινωνικής θέσης του
οικοδεσπότη.
- Η ράβδος που ο Ιησούς βυθίζει στην υδρία οίνου, πιστοποιεί τη διαχρονική
χρήση της δοκιμαστικής καλάμου μέσα στο κρασί.

340
- Τέλος τα γεύματα δείχνουν να οργανώνονται καλύτερα και να σερβίρονται
από προσωπικό διαφορετικών βαθμίδων, όπως του "Δομέστικου" και του
"οινοχόου", για το σερβίρισμα των κρασιών.
Απεικόνιση τροφίμων και ποτών στους βυζαντινούς ναούς δεν εμφανίζονται
παρά μόνο σε σχέση με απεικονίσεις μυστηρίων, όπως ση περίπτωση της Θείας
Κοινωνίας των Αποστόλων ή όταν η απεικόνισή τους δικαιολογείται από τη βιβλική
αφήγηση, όπως στην περίπτωση της Φιλοξενίας του Αβραάμ, του Συμποσίου του
Ηρώδη, του Γάμου εν Κανά και του Μυστικού Δείπνου.
Οι περισσότερες σκηνές με παρουσία άρτου και οίνου εμφανίζονται σε
συγκεκριμένο μέρος του Ναού, όπως την κόγχη, τονίζοντας τον ευχαριστηριακό
χαρακτήρα και υποδηλώνοντας έτσι την μετουσίωσή τους σε αίμα και σώμα του
Κυρίου. Συχνότερα στην κόγχη εμφανίζεται η σκηνή της Κοινωνίας των
Αποστόλων, ακολουθεί εκείνη του Μυστικού Δείπνου και λιγότερο η Φιλοξενία του
Αβραάμ.
Η Κοινωνία των Αποστόλων βρίσκεται σχεδόν πάντα στο Ιερό Βήμα,
συνήθως στην κόγχη, μερικές φορές στην αψίδα, αλλά και σε άλλα σημεία του
Ιερού Βήματος. Έχει παρατηρηθεί όμως και στο τύμπανο του τρούλου του ναού.
Τη σκηνή του Μυστικού Δείπνου την βρίσκουμε και στο νότιο τοίχος του
ναού, συνήθως στη ανατολική ή δυτική πλευρά της κεραίας ή του σταυροθολίου
καθώς και νοτιοδυτικά του ναού. Σπανιότερα δε στον εξωνάρθηκα.
Σε διάφορα μέρη του κυρίως Ναού, συνήθως στη νότια πλευρά, συναντάμε
την σκηνή της Γέννησης του Προδρόμου με την παρουσία και άλλων σκηνών από
τη ζωή του, όπως η ονομασία, ο αποκεφαλισμός και ο ενταφιασμός του. Στον
εικονογραφικό κύκλο του Προδρόμου ανήκει και η σκηνή του Συμποσίου του
Ηρώδη, όπου γίνεται εμφανής και η Αποκεφάλισή του.
Η σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου, απαντάται λιγότερο στην αψίδα και
περισσότερο σε άλλα μέρη του Ναού, συνήθως στο βόρειο τοίχος, ενώ μπορεί να
παρουσιάζονται και άλλες σκηνές από την ζωή της, όπως τα Εισόδια με τη σκηνή
της ευλογίας της από τους ιερείς και η σκηνή της διατροφής της από τον άγγελο.
Άλλες σκηνές με θέμα τη Γέννηση Αγίων παρατηρούνται στο νότιο τοίχος του
ναού ή στο Νάρθηκα. Παρομοίως εμφανίζονται και σκηνές από άλλα θαύματα.

341
Η απεικόνιση της σκηνής του Γάμου της Κανά ανευρίσκεται συνήθως στο
νάρθηκα ή εξωνάρθηκα του ναού, αλλά και στο κυρίως ναό, στο βόρειο τοίχος.
Συχνά μαζί με το γαμήλιο τραπέζι εμφανίζεται και το θαύμα του οίνου, κυρίως
τον 14ο αιώνα, ενώ σπανιότερα βρίσκουμε παραστάσεις μόνο με το θαύμα.
Επίσης στο νάρθηκα του ναού βρίσκουμε και την σκηνή του θαύματος του
Πολλαπλασιασμού των άρτων και ιχθύων και πολύ σπάνια στο ιερό βήμα του
ναού.
Η σκηνή του δείπνου στου Εμμαούς παρουσιάζεται στην Πρόθεση ή στη
βόρεια κεραία του σταυρού του ναού.
Τέλος, σκηνές με γεύματα και συμπόσια, εκτός των παραπάνω, βρίσκουμε
και στη καμάρα του Διακονικού και στον εξωνάρθηκα.
Η σκηνή της Φιλοξενία του Αβραάμ απεικονίζεται ως η πιο λιτή από πλευράς
τροφίμων και σκευών. Βασικά εμφανίζεται ο άρτος με διάφορες παραλλαγές στο
σχήμα και στη ποσότητα, ακολουθεί το κυρίως γεύμα που είναι κρέας ή ψάρι,
ενίοτε συνοδευτικά βρίσκονται στο τραπέζι και ποικιλία λαχανικών.
Το σχήμα της τράπεζας ποικίλει από ημικυκλικό, οβάλ, ορθογώνιο ή
τετράγωνο. Ξύλινο ή μαρμάρινο, τις περισσότερες φορές καλυμμένο εξ’
ολοκλήρου ή κατά μέρος.
Τα σκεύη του τραπεζιού ή αυτά που μεταφέρουν ο Αβραάμ και η Σάρα είναι
τα απολύτως αναγκαία, όπως λοπάδα, γαβάθα ή λεκανίδα για το κυρίως γεύμα,
ενώ κάνουν και την εμφάνισή τους λίχνοι ή κηροστάτες σε ορισμένες παραστάσεις
της σκηνής. Σπάνια παρατηρούνται μαχαίρια ή πιρούνια.
Στις σκηνές των Γεννήσεων του Ιωάννη του Προδρόμου και της Παναγίας
παρουσιάζονται τρόφιμα σε μορφή προσφορών στις λεχώνες από επισκέπτριες –
θεραπαινίδες, οι οποίες βρίσκονται συνήθως σε ανάκλιντρο σε ημικαθιστική θέση,
δεχόμενες τις υπηρεσίες τους. Σε αυτές τις παραστάσεις πρωτοεμφανίζονται ως
τροφές τα αυγά, που έχουν κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Επίσης συναντάμε και
άλλες τροφές, όπως κρέας, φρούτα, ζωμός ή σούπα.
Τραπέζια εμφανίζονται ελάχιστα στις παραπάνω σκηνές κατά τον 14 ο αιώνα,
ως χώρος παράθεσης των προσφορών. Βασικά είναι ξύλινα ορθογώνια και
τοποθετούνται κοντά στις λεχώνες.

342
Ενώ υπάρχει αφθονία σκευών, όπως γαβάθες ανοιχτές ή με καπάκι, με ή
χωρίς πόδι, λεκανίδες, βαθιά ή ρηχά πινάκια και αμφορείς. Επίσης εμφανίζονται
μόνο στη σκηνή της Γέννησης της Θεοτόκου, στρόγγυλοι δίσκοι με γυάλινες φιάλες
νερού απλές ή περίτεχνες και γυάλινα ποτήρια νερού. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που
συναντάμε στην παραπάνω σκηνή είναι και η χρήση κουταλιού για τη λήψη υγρής
τροφής (ζωμός, σούπα) από ή προς την λεχώνα Άννα.
Άλλες απεικονίσεις σκηνών που παρουσιάζουν τρόφιμα ως προσφορά στη
λεχώνα, είναι σπάνιες όπως η Γέννηση του Χριστού, του Άβελ και του Αγίου
Νικολάου.
Μερικές απεικονίσεις ακόμη όπου συναντάμε τρόφιμα, από τη ζωή της
Παναγίας, είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου και αναπτύσσονται σε δύο σκηνές: της
ευλογίας της από τους ιερείς και της διατροφής της από τον άγγελο.
Στην πρώτη σκηνή υπερισχύει ο άρτος και διάφορα λαχανικά, πάνω στο
τραπέζι, ενώ εδέσματα εμφανίζεται να υπάρχουν μέσα σε γαβάθες με ή χωρίς
πόδι. Αισθητή είναι η παρουσία του οίνου σε γυάλινη φιάλη, ποτήρια και αμφορείς
με μία ή δύο λαβές, δηλώνοντας έτσι και το εορταστικό χαρακτήρα του γεγονότος.
Τα τραπέζια ποικίλουν σε σχήμα και υλικό, στρωμένα ή όχι με
τραπεζομάντηλο και χειρόμακτρα σε ορισμένα από αυτά. Τα πιρούνια
απουσιάζουν, ενώ εμφανίζονται μόνο μαχαίρια.
Στη σκηνή της διατροφής της Παναγίας από τον άγγελο το μόνο τρόφιμο που
συναντάμε είναι ο άρτος.
Σημαντική απεικόνιση τροφίμων, λόγω του χαρακτήρα της τράπεζας,
βρίσκουμε στην σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη. Παρουσιάζετε ποικιλία τροφών,
όπως ψάρι, κρέας, πουλερικά και άλλα εδέσματα, διάσπαρτα λαχανικά και άρτος.
Ενώ σταθερή είναι και η παρουσία του οίνου, χαρακτηριστικό των συμποσίων, σε
ποτήρια διαφόρων σχημάτων και υλικού, καθώς και σε γυάλινες φιάλες, κανάτια ή
αμφορείς.
Αφθονία και ποικιλία σκευών όπως λοπάδες με πόδι, γαβάθες, πινάκια,
σκουτέλια και μινσούρια μεγάλα ή μικρά (μινσουράκια). Υπάρχει η παρουσία ενός
ή πολλών μαχαιριών πάνω στο τραπέζι που μπορεί να αντιστοιχεί στον αριθμό
των συνδαιτυμόνων.

343
Τα τραπέζια αρχικά παρουσιάζονται ημικυκλικά και αργότερα γίνονται
ορθογώνια ή τετράγωνα, σχεδόν πάντα καλυμμένα με τραπεζομάντηλα, ενίοτε και
με χειρόμακτρα, συνήθως σε σχήμα γλώσσας.
Η απεικόνιση του Γάμου της Κανά απαρτίζεται από δύο μέρη, αυτή του
θαύματος του νερού σε οίνου και εκείνη του γαμήλιας τράπεζας, οι οποίες
παρουσιάζονται ή μαζί ή και μεμονωμένες. Στη μεν πρώτη εμφανίζονται μόνο έξι
υδρίες, σύμφωνα με το ευαγγελικό κείμενο και η ράβδος ή δοκιμαστική κάλαμος.
Ενώ στο γαμήλιο τραπέζι, παρατηρούμε ποικιλία εδεσμάτων, όπως κρέας,
πουλερικά, γουρουνόπουλο, διάσπαρτα λαχανικά και άρτους στρόγγυλους και
ένσταυρους.
Ποικιλία σκευών παρατηρούνται, όπως γαβάθες με πόδι, λεκανίδες, λοπάδα,
πινάκια μικρά και μεγάλα, βαθιά ή ρηχά, δίσκους, ποτήρια γυάλινα, κούπες και
κανάτες.
Εμφανίζονται μόνο μαχαίρια διάσπαρτα πάνω στο τραπέζι. Τα τραπέζια είναι
μεγάλα ημικυκλικά ή ορθογώνια, στα οποία κατά βάση, ο Χριστός κάθεται πάντα
στα αριστερά του τραπεζιού και διπλά βρίσκεται η Παναγία. Ενώ μερικές
παραστάσεις είναι πολυπρόσωπες, τονίζοντας και εδώ το εορταστικό χαρακτήρα
του γεγονότος.
Από τις απεικονίσεις που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μόνο δύο
βασικών τροφών είναι η σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των Άρτων &
Ιχθύων. Ο άρτος εμφανίζεται στο σύνολο των παραστάσεων, ενώ ο ιχθύς σε
μεμονωμένες, μέσα σε κοφίνια ή πλεκτά καλάθια.
Παρόμοια σκηνή με παρουσία μόνο του άρτου, ολόκληρου ή τεμαχισμένου,
βρίσκουμε και στον Δείπνο στους Εμμαούς. Τα ημικυκλικά ή τετράγωνα τραπέζια
είναι ξύλινα ή μαρμάρινα, συνήθως χωρίς τραπεζομάντηλο και απουσιάζουν άλλα
χρηστικά σκεύη, όπως μαχαιροπίρουνα, δηλώνοντας την λιτότητα του γεύματος.
Ο εικονογραφικός τύπος του Μυστικού Δείπνου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία
και πληθώρα τροφών. Βασικά στο τραπέζι εμφανίζεται το ψάρι ως κύριο γεύμα,
αλλά υπάρχουν και απεικονίσεις με παρουσία κρέατος από ζώα ή πουλερικά. Σαν
δεύτερο διατροφικό στοιχείο εμφανίζεται ο άρτος και ο οίνος καλύπτοντας έτσι την
τριλογία. Επίσης στο τραπέζι παρατηρούνται και άλλα τρόφιμα κυρίως λαχανικά,
όπως ρεπάνια, ρέμβες, καρότα κ.ά. ραφανοειδή.

344
Το τραπέζι είναι συνήθως ξύλινο, σπάνια μαρμάρινο, ημικυκλικό σε σχήμα
(C), αλλά παρουσιάζονται και άλλες μορφές όπως τετράγωνο, ορθογώνιο, κυκλικό
(οβάλ) και τραπεζοειδές, συμπαγές ή με πόδια. Το τραπέζι συνήθως καλύπτεται
με περίτεχνο, μακρύ τραπεζομάντηλο, απλό ή πολύχρωμο, με ή χωρίς πτυχώσεις.
Από τον 12ο αιώνα και μετά απεικονίζονται χειρόμακτρα διπλωμένα σε
σχήμα γλώσσας ή με τη μορφή ανασηκωμένων άκρων του τραπεζομάντηλου και
αργότερα ημικυκλικά.
Τα σκεύη είναι ποικίλα και αρκετά σε ποσότητα, καθώς εξυπηρετούν
αυξημένο αριθμό συνδαιτυμόνων. Εμφανίζονται λοπάδα, γαβάθα ή λεκανίδα,
μεγάλη ή και μικρές, με ένα πόδι, απλές ή περίτεχνες, πινάκια ρηχά ή βαθειά.
Επίσης βρίσκουμε ποτήρια, κούπες, ενώ εμφανίζονται και άλλα αγγεία όπως
κηροστάτες ή κηροπήγια και πήλινοι στατοί λύχνοι.
Τέλος παρουσιάζονται αρχικά μαχαίρια, αργότερα μαχαιροπήρουνα, αλλά όχι
για όλους τους συνδαιτυμόνες.
Στην παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων εμφανίζονται μόνο δύο
τρόφιμα, ο οίνος και ο άρτος, έχοντας καθαρά συμβολικό χαρακτήρα.
Η απεικόνιση κάνει την εμφάνισή της κατά τον 11 ο αιώνα, όπου
παρουσιάζεται ο Χριστός να βρίσκεται στην Αγία Τράπεζα, η οποία καλύπτεται με
κιβώριο και έχοντας σε πολλές απεικονίσεις δεξιά και αριστερά αγγέλους -
διακόνους, φέροντας ριπίδια.
Ένας τύπος απεικόνισης της σκηνής εμφανίζει τον Χριστό να βρίσκεται στο
κέντρο της Τράπεζας και να προσφέρει στα δεξιά του σε έξι Μαθητές τον άρτο
(Μετάδοση) και στους υπόλοιπους έξι αριστερά του, τον οίνο (Μετάληψη). Ενώ
ένας άλλος τύπος απεικονίζει τον Χριστό να βρίσκεται ταυτόχρονα και στις δύο
πλευρές της Αγίας Τράπεζας. Τέλος κατά τον 14ο αιώνα απεικονίζεται ξεχωριστά η
σκηνή της Μετάδοσης από εκείνη της Μετάδοσης
Η τράπεζα είναι συνήθως ξύλινη και φέρει πάντα κάλυμμα λιτό ή περίτεχνο
με σχέδια σταυρών που καλύπτει μέρος ή ολόκληρη την Τράπεζα.
Τα χρηστικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στη σκηνή για τον άρτο είναι
συνήθως γαβάθα με μονό πόδι, πινάκιο, δίσκο ή πιατέλα. Ενώ για την Μετάληψη,
η προσφορά του οίνου πραγματοποιείται με διαφόρων τύπων δισκοπότηρου,
κούπας, αμφορέα ή κανάτι δίωτο, απλά ή περίτεχνα ή και πλατύστομα με

345
πεταλόσχημο στόμιο, που φέρουν πολλά ανοίγματα, ανοιχτοστόμια ή
κλειστοστόμια. Σπανίως εμφανίζεται κοχλιάριο με μακριά λαβή, ταυτόχρονα με το
δισκοπότηρο.
Επίσης υπάρχουν απεικονίσεις με σκηνές από θαύματα, όπως των Αγίων
Κοσμά και Δαμιανού και των Αρχαγγέλων, όπου στη πρώτη σκηνή συναντάμε
αυγά σε περίτεχνη διακοσμημένη γαβάθα με ένα πόδι, ενώ στη δεύτερη
παρουσιάζεται ορθογώνια τράπεζα, στην οποία υπάρχουν άρτος, λαχανικά, οίνος
και άλλα εδέσματα σε πινάκια καθώς και μαχαίρια.
Τέλος και σε άλλες απεικονίσεις από γεύματα και συμπόσια, απεικονίζονται
τρόφιμα, όπως το γεύμα στο σπίτι του Λαζάρου, το γεύμα του Θεοπίστου και το
συμπόσιο που περιγράφεται στην Ουράνια Κλίμακα. Στα γεύματα βλέπουμε κατά
βάση κρέας ως κυρίως πιάτο, άρτο και λαχανικά, με περίτεχνες γαβάθες και την
παρουσία μαχαιριού ή και μαχαιροπίρουνου. Οι τράπεζες είναι ημικυκλική ή
ορθογώνια με πλούσιο διακοσμημένο τραπεζομάντηλο.
Στο συμπόσιο υπάρχει αφθονία εδεσμάτων, τροφών και χρηστικών σκευών,
καθώς και οίνου. Το ξύλινο τραπέζι έχει ακανόνιστο σχήμα, χωρίς
τραπεζομάντηλο, ενώ τα σκεύη είναι ασημένια και ποικίλουν σε σχήμα και
μέγεθος, τονίζοντας τη χλιδή του γεύματος.
Περισσότερα δείγματα απεικονίσεων των σκηνών που αναφέρονται, μας δίνει
η μνημειακή ζωγραφική (τοιχογραφίες, ψηφιδωτά) και λιγότερα οι φορητές εικόνες,
η γλυπτική, η κεντητική και η μικρογραφία.
Οι φορητές εικόνες περιγράφουν συνοπτικά ορισμένες μόνο σκηνές και
αποτελούν μέρος πολυθεματικών εικόνων, όπου λόγω περιορισμένου χώρου δεν
αναπτύσσονται με λεπτομέρειες τα τρόφιμα στις σκηνές των γευμάτων.
Μεγαλύτερο αριθμό απεικονίσεων γευμάτων βρίσκουμε σε χειρόγραφα και
σε περισσότερες σκηνές. Μερικές απεικονίσεις σκηνών με τρόφιμα τις συναντάμε
για πρώτη φορά, όπως σκηνή από τη Γέννηση του Σαμψών, σκηνές από
Παραβολές, όπως του Ασώτου, της Γιορτής και των Βασιλικών Γάμων. Καθώς και
σκηνές από γεύματα και συμπόσια, όπως αυτή της Διάδοσης της Γιορτής, της
Προσωποποίησης του Φεβρουαρίου και σκηνές από το τραπέζι στην οικία του
Ιώβ.

346
Τέλος, συναντάμε σκηνές από γεύματα που παρέθεσαν στον Ιησού, όπως
αυτά περιγράφονται στο Τετραευαγγέλιο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού.
Σε μικρογραφίες χειρογράφων περιγράφονται ο τρόπος μαγειρέματος
τροφών και διάφορα μαγειρικά σκεύη.
Αναφέρονται επίσης λιγοστές απεικονίσεις με τρόφιμα στη γλυπτική, με
πλακίδια από ελεφαντοστό και σε ορειχάλκινη θύρα, στη κεντητική, σε ποδέα και
στη μικροτεχνία, σε λειψανοθήκες.

347
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Πηγές

Αγάπιος Λάνδος, Μοναχός του Κρητός, Γεωπονικόν, έκδ. Πρώτη, Εκδ. Α. Μιχαλακέα, Εν Καλαμαις
1883.
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, έκδ. C. Β. Gulick, Cambridge Massah, 1969 και μτφρ. Θ. Γ.
Μαυρόπουλος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1997.
Αναγνωστάκη Η., «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες», Η Καθημερινή, Μ. Σάββατο 18 - Κυριακή
Πάσχα 19 Απριλίου 1998.
Αναγνωστάκης Η., Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Τ. Παπαμαστοράκης, «Βυζαντινών Γεύσεις», Επτά
Ημέρες, Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 2002.
Αναγνωστάκης Η. – Παπαμαστοράκης Τ., «”...και ραπανάκια για την όρεξη”, Περί τραπεζών,
ραφανίδων και οίνου». Σύμμεικτα 16 (2003-2004), 283-314.
Anagnostakis I. – Papamastorakis T. “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets, Radishes,
and Wine, Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Μουσείο Βυζαντινού
Πολιτισμού, 4 Νοεμβρίου Θεσσαλονίκη 2001, εκδ. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και
Απαλλοτριώσεων, επιστημονική επιμέλεια, Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ., Αθήνα 2005, 147-
174.
Αχειμάστου – Ποταμιάνου Μ., Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
1994.
Βαρβούνης Μ. Γ., Όψεις της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών από αγιολογικά κείμενα, Εκδ.
Ηρόδοτος, Αθήνα 1994.
Βλάχου Ε., «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο», Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο
η
Πολιτισμού, Δνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, 5 Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2001.
Βοσκόπουλος Π. Λ., Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Εικόνες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994.
Βυζαντινῶν διατροφὴ καὶ μαγειρείαι, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο»,
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, 4 Νοεμβρίου Θεσσαλονίκη 2001, εκδ. Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, επιμ. Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ.,
Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2005.
Γεωπονικά, εκδ. Η. Beckh, Geoponica sive Cassiani Bassi scholastici de re rustica eclogue,
Stuttgart – Leipzig 1895.
Γιαννακοπούλου Ε. Γ., Η κρεοφαγία κατά τους Ιερούς Κανόνες και τα πρακτικά των Οικουμενικών
Συνόδων, Μεταπτυχιακή Διατριβή, Τμ. Κοινωνικής Θεολογίας, Εθνικό Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002.
Γκότσης Χ., Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων, τ. α΄, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995.

348
Διαλεκτόπουλος Α., Οι Εικόνες του Δωδεκαόρτου, Διαβάζοντας τις Εικόνες του Δωδεκαόρτου και
η
ανακαλύπτοντας την Εικονογραφική του ερμηνεία, Σειρά 2 , Εκκλησία και Θεολογία, εκδ.
Παρουσία, Καβάλα 1998.
Dalby A., Σειρήνεια δείπνα. Ιστορία της διατροφής και της γαστρονομίας στην Ελλάδα, μτφρ,
η
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2 Έκδοση, Πατρικίου Ε., Ηράκλειο 2001.
Delvoye Ch., Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ, έκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 1991.
Demus O., The Mosaics of San Marco in Venice, University of Chicago Press, Chicago 1984.
Dindorf W., “Ueber die venetianische handschrift des Athenaeus und deren abschriften“, Philologus
30 (1870), 73-115.
Διονύσιος Ιερομόναχος, ο εκ Φουρνά (π. 1670- π. 1745), Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης καὶ αἱ
κύριαι αὐτῆς ἀνέκδοται πηγαὶ, εκδ. Kirschbaum, (επιμ.) Κ. Α. Παπαδόπουλος Πετρούπολη
1909 (Υπάρχει ψηφιοποιημένο στη Βιβλιοθήκη Δράμας, αρ. εισαγ.: 17819, κωδ. Εγγρ.:
61514).
Δρανδάκης Ν. Β., Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290), Πρακτικά Α΄ Τοπικού Συνεδρίου Λακωνικών
Μελετών, Αθήνα 1983, 337-403.
Δρανδάκης Ν. Β., «Ο σταυροειδής ναός του Προδρόμου στα Χρύσαφα της Λακεδαίμονος»,
Λακωνικαί Σπουδαί 9 (1988), 308, 319.
Δρανδάκης Ν. Β. Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας Αρ. 141, Αθήνα 1995.
Epstein A. W., Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in Byzantine Cappadocia, Washington
D.C. 1986.
Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση.
Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συμποσίου Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών (Κ.Β.Ε.) / Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) (15-17 Σεπτεμβρίου 1988), επιμ. Χ. Αγγελίδη, Αθήνα 1989.
Gallas K., Wessel K., Borboudakis M., Byzantinisches Kreta, München 1983.
Hahnloser Η. R., Polacco R., La Pala d'Oro: Il Tesoro di San Marco, Antique Collectors Club Ltd,
Venice 1994.
Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, (Κατάλογος έκθεσης), Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού,
Bυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επιμ. Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Αθήνα 2002.
Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, (Κατάλογος έκθεσης), Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού,
Bυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επιμ. Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Αθήνα 2002.
Καλαμαρά Π., «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο βυζάντιο», Αρχαιολογία &
Τέχνες 116, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2010.
Καλαμαρά Π., Ευγενίδου Δ. Α., Αλμπάνη Τ., Μέξια Α., Αβραμέα Α., Αρχαιολογικό Μουσείο Μυστρά,
Η Πολιτεία του Μυστρά: Μυστράς, Αύγουστος 2001 - Ιανουάριος 2002, Υπουργείο
Πολιτισμού και Αθλητισμού, Αθήνα 2001.
Καλοκύρης Κ., Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, Πατριαρχικόν
Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972.

349
Κατσιώτη Α. Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη
Βυζαντινή Τέχνη, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων – Φιλοσοφική Σχολή,
Αθήνα 1998.
Kislinger Ε., Gastgewerbe und Beherbergung in frühbyzantinischer Zeit: Eine realienkundliche
Studie aufgrund hagiographischer und historiographischer Quellen (Diss. Univ. Wien),
(ανέκδ. διδ. διατριβή), Wien 1982.
Grabar Α., Le peinture religieuse en Bulgarie, P. Geuthner, Paris 1928.
Köder J., Ο Κηπουρός και η Καθημερινή Κουζίνα στο Βυζάντιο, υπεύθ. Χ. Μαλτέζου, Ίδρυμα
Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1992.
Köder J., «Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές», Πρακτικά Ημερίδας Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη 04-11-2001, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αθήνα
2005.
Κουκουλές Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1952.
Κουκουλές, Φ., Ο μοναχικός βίος στο: Βυζαντινών βίος και πολιτισμός [= Vie et civilisation
byzantines], εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Αθήνα 1955.
Κουκουλές Φ., Ευσταθίου Θεσσαλονίκης. Τα Λαογραφικά, τ. α΄- β΄, Εταιρεία Μακεδονικών
Σπουδών, Αθήνα 1950.
Lafontaine – Dosogne J., Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
ο
Occident. Académie Royale de Belgique, Class des Beaux-arts, Mémoires, Collection in 4 .
Deuxième série. Tome XI, I-II, Brussels 1964, Réédition anastatique avec compléments,
η
Académie royale de Belgique, 2 έκδ., Bruxelles 1992.
Last Supper, Phaedon editors, London 2000.
Material Culture and Well-Being in Byzantium (400-1453), Proceedings of the International
Conference (Cambridge, 8-10 September 2001), εκδ. M. Grunbart – E. Kislinger – A.
Muthesius - D. Ch. Stathakopoulos, Wien 2007.
Masuda Τ., Η εικονογράφηση του χειρογράφου, αρ. 587μ της Μονής Διονυσίου στο Άγιο Όρος.
Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών Ευαγγελισταρίων, Θεσσαλονίκη 1990.
Μαυροπούλου-Τσιούμη Χ., Ο Αγιος Νικόλαος ο Ορφανός, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 1970.
Magure H., «"A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church»,
Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη 04-11-2001, Μουσείο
Βυζαντινού Πολιτισμού, Αθήνα 2005.
Millet G., La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie (Serbie, Macédoine et Monténégro), E. De
Boccard, 1, rue de Médicis, 1, Paris 1954.
Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα. Συμβολή στη μελέτη ονομασιών, σχημάτων και
χρήσεων πυρίμαχων μαγειρικών σκευών, μεταφορικών και αποθηκευτικών δοχείων,
Υπουργ. Πολιτισμού, Δημοσιεύματα Α.Δ. Αρ. 39, Έκδοση Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και
Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1989.

350
Μπακιρτζής Χ. Ν., Αγιος Νικόλαος Ορφανός: οι τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall
Paintings. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,
η
Ακρίτας, 1 εκδ., Αθήνα 2003.
Μπακιρτζής Χ., «Περί χύτρας, στο Βυζαντινῶν διατροφὴ καὶ μαγειρείαι», Πρακτικά Ημερίδας Περί
της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005
Μουρίκη Ντ., Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978.
Μουρίκη Ντ., Sevcenko Ν., Εικονογραφημένα χειρόγραφα, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα
1988, 277-323.
ο ο
Μουρίκη Ντ., Εικόνες από τον 12 ως τον 15 αιώνα, Σινά. Οι θησαυροί της Ιεράς Μονής Αγίας
Αικατερίνης, Αθήνα 1990, 101-125.
Μουτσόπουλος Ν. Κ., Δημητροκάλλης Γ., Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού = geraki : les églises
du bourgade, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1981.
Μότσιας Χ., Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1998.
Ξυγγόπουλος Α., Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, εκδ. Γ. Τσίμας & Π.
Παπαχατζηδάκης, Αθήνα 1932.
Ξυγγόπουλος Α., Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Υπηρεσία
Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, Αριθμ. 4,
Αθήνα 1964.
Ξυγγόπουλος Α., Αἱ τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας,
Θεσσαλονίκη 1973.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών, τόμ. Α΄-Δ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1973-1991.
e
Omont H., Evangiles avec peintures byzantines du XI siècle: reproduction des 361 miniatures du
Manuscrit grec 74 de la Bibliotheque nationale, I-II, Imp. Berthaud Freres, Paris 1908.
Panagiotidi M., «La peinture monumentale en Grèce de la fin de l’iconoclasme jusqu’ a
l’avènement des Comnènes», CahArch 34 (1986), 75-108.
Πανσελήνου Ν., Βυζαντινή Ζωγραφική. Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, εκδ. Καστανιώτη,
η
Αθήνα 2000 (9 έκδοση 2010).
Παπαδοπουλος – Κεραμέως Α., Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Έρμηνεία τῆς ζωγραφικής τέχνης, Β.
Kirschbaum, Πετρούπολη 1909.
Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ., Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού,
Βυζαντινό Μουσείο, Νομισματικό Μουσείο, Αθήνα 2002.
Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ., Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο,
Λευκωσία 1999.
Πασαρέλι Γκ., Βυζαντινές Εικόνες, μτφρ. εκδ. Καρακώτσογλου, Αθήνα 2004.
Πελεκανίδης Στ. Μ., Χρήστου Π.Κ., Μαυροπούλου-Τσιούμη Χρ., Καδάς Σ.Ν., Οι Θησαυροί του
Αγίου Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά
γράμματα, τόμ Β΄, Μ. Ιβήρων, Μ. Αγίου Παντελεήμονος, Μ. Εσφιγμένου, Μ. Χιλανδαρίου,
Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975.
351
Πελεκανίδης Στ. Μ., Χρήστου Π.Κ., Μαυροπούλου-Τσιούμη Χρ., Καδάς Σ.Ν. Καλαμαρτζή-
Κατσαρού Αικ., Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα:
Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα, τόμ Δ΄, Μ. Βατοπεδίου, Μ. Ζωγράφου, Μ.
Σταυρονικήτα Μ. Ξενοφώντος, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Εκδοτική Αθηνών
Α.Ε., Αθήνα 1974-1991.
Ράλλης Γ. Α. – Ποτλής Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων
Αποστόλων και των ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων
Πατέρων, τ. Α΄-ΣΤ΄, Αθήνα 1851-1859 (φωτοαναστ. ανατύπ., εκδ Ρηγοπούλου Β.,
Θεσσαλονίκη 2002).
Salko N., Compiler N., Early Russian Painting, 11th to Eartly 13th Centuries: Mosaics, Frescoes,
Icons, Khudozhnik Rsfsr, Leningrand 1982.
Skawran K. M., The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, University of
South Africa, Pretoria 1982.
Σταμπόγλη Ε., Πρόσκληση σε γεύμα, Στους δρόμους του Βυζαντίου 1, εκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα
1997.
Σωτηρίου Γ., Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. α΄, έκδ. Σωτηράκου Ι., Αθήνα 1962.
Σωτηρίου Γ. & Μ., Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄ (Εικόνες), 100 Collection de l’Institut Francais
d’Athenes, O. Merlier, Αθήνα 1956.
Tafrali O., Monuments byzantins de Curtea de Arges: Atlas 12 planches en couleurs et 146
planches en noir, P. Geuthner, Paris 1931.
Thierry N., Haut Moyen Age en Cappadoce, Les églises de la région de Cavusin. Bibliotheque
archeologique et historique, Libr. orientaliste P. Geuthner, Paris 1983.
Τουφεξής Ν., Πτωχοπρόδρομος, Κριτική έκδοση Hans Eideneier, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
Τριβυζαδάκη Α., Ο εικονογραφικός κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Διδακτορική Διατριβή,
Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. – Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη
2005.
Τσιγαρίδας Ε. Ν., Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996.
Τσιγαρίδας Ε. Ν., Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας, εκδ.
Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1999.
Τσιγαρίδας Ε. Ν., Λοβέρδου-Τσιαγαρίδη Κ., Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Εικόνες και
Επενδύσεις, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Άγιο Όρος 2006.
Τσιγαρίδας Ε. Ν., Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3) στον ναό του
Αγίου Δημητρίου, Έργο του Μανουήλ Πανσέληνου στην Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρνάρα,
Θεσσαλονίκη 2008.
Tischendorf K., Evangelia Apocrypha, Protoevangelium Jacobi, Mendelssohn, Leipzig 1853 (ανατ.
Hildesheim: Olms, 1966).
Χατζηδάκη Ν., Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994.
352
Χρόνη Μ., Ζωικά προϊόντα στην διατροφή και σε ιατρική χρήση στο Βυζάντιο. Συμβολή στην μελέτη
των αντιλήψεων για τα ζώα και της χρήσεως των προϊόντων τους κατά την βυζαντινή
περίοδο. Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ - Φιλοσοφική Σχολή, Αθήνα 2010.
Χρόνη Μ., «Θεραπείες Ασθενειών με Ζωικής Προελεύσεως Ύλες στα Βυζαντινά Ιατρικά Κείμενα.
Συμβολή στην Μελέτη των Αντιλήψεων για τις Ασθένειες και τις Θεραπείες τους στο
Βυζάντιο», Βυζαντινά Σύμμεικτα 20 (2010), 143-194.
Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού,
η
Δνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, 5 Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,
επιμ. Ε. Βλάχου, Λ. Νικολακάκη, Αθήνα 2001.
Quenot M., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία. Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου, μτφρ.
εκδ. Τέρτιος, Αθήνα 1999.
Underwwood P. A. (ed.), The Kariye Djami, The Mosaics, τ. 2, Studies in the Art of the Kariye
Djami and Its Intellectual Background, τ. 4, Princeton University Press, New Jersey, New
York 1975.
Walter G., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Λαοί και Πολιτισμοί, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2007.

353
B. Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία

Αέτιος Αμιδηνός, <Ἰατρικὸν Ὑπόμνημα>, έκδ. A. Olivieri, Aeti Amideni Libri Medicinales I-IV, CMG
17, Leipzig-Berlin 1935.
Αικατερινίδης Γ. Ν., Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες. Λειτουργία – μορφολογία - τυπολογία (διδ.
διατρ.), Αθήνα 1979.
Αναγνωστάκης Η., Οἴνος ὁ Βυζαντινός. Ἡ ἄμπελος καὶ ὁ οἶνος στὴν βυζαντινὴ ποίηση καὶ
ὑμνογραφία (Ο Οίνος στην Ποίηση, Β1, Β2, Μ. Κοπιδάκης), εκδ. Ίδρυμα Φ. Μπουτάρη, τόμ.
Ι-ΙΙ, Αθήνα 1995.
Αναγνωστάκης Η., «Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες. Tο εύνοστον Bυζάντιον: ανάμεσα στην
αρχαία και στη νεοελληνική γαστρονομία», Ελληνική Κουζίνα, Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή,
19 Απριλίου 1998.
Αναγνωστάκης Η., «Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και
συμπεριφορές (6ος-11ος αι.)», Πρακτικά Ημερίδας Περί της διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα
2005.
Αντωνιάδης Ε., Ὁ χαρακτὴρ τοῦ τελευταίου Δείπνου τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἄρτος τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, Αθήνα 1961.
Ανώνυμος, Βίος του οσίου Συμεών Στυλίτη, έκδ. P. Van den Veen, La Vie Ancienne de S. Symeon
Stylite le Jeune (SH 32), Paris 1962.
Ανώνυμος, Περί διαίτης, [Ρhysici et Medici Graeci Minores, τόμ. β΄], De diaeta, έκδ. J. L. Ideler,
Berlin 1842, ανατ. Amsterdam 1963.
Ανώνυμος, Περὶ χυμῶν, βρωμάτων καὶ πομάτων, (τῶν τε χερσαίων, ἐναερίων καὶ θαλασσίων, ὅσα
τε ἐκ τούτων εἰσὶ τρόφιμα καὶ εὔχημα, καὶ ὅσα δύσπεπτα καὶ κακόχυμα), έκδ. L. Ideler,
Anonymi De alimentis (PhMGM II).
Αριστοτέλης, Ὅσα περὶ οἰνοποσίαν καὶ μέθην, έκδ. Ι. Bekker, Aristotelis opera, τόμ. 2. Berlin 1831
(ανατ. De Gruyter, 1960).
Αρτεμίδωρος, 'Ονειροκριτικά, έκδ. R. Pack, Λειψία 1963, μτφρ. Μαρία Μαυρουδή, Αθήνα 2002.
Αστέριος Αμασείας, Ομιλ. 14, εις την αρχήν των νηστειών, PG 40.
Αστέριος Αμασείας, Ομιλίες, έκδ. C. Datema, Leiden 1970.
Αχειμάστου – Ποταμιάνου Μ., Κυπραίου Ε., Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Διεύθυνση Δημοσιευμάτων, Αθήνα 1998.
Αχμέτ, Ὀνειροκριτικὸν, εκδ. F. Drexl, Achmetis Onirocriticon, Lipsiae 1925.
Βασιλάκη Μ., Οι εικονογραφικοί κύκλοι από την ζωή του Μεγάλου Κωνσταντίνου σε εκκλησίες της
Κρήτης, Κρητική εστία, περ. Δ΄, 1, 1987, 60-84.
Βασιλάκη-Καρακατσάνη Αγ., «Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα», Τετράδια
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Αρ. 1, ΧΑΕ (1971).
Βασίλειος Καισαρείας, Ἀσκητικαὶ διατάξεις, PG 31.619-700.
Βασίλειος Σελευκείας, Θαύματα της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλας, Θαυμάτων το πρώτον, PG 85.

354
Βασιλικά, έκδ. H. Scheltema, D. Holwerda, N. Van Der Wal, Basilicorum libri LX, Series A (Textus),
Groningen 1953-1988.
Βίος Συμεών Στυλίτου, εκδ. P. Van den Veen, “La Vie Ancienne de S. Symeon Stylite le Jeune“, SH
32, Paris 1962.
Βλαχογιάννη A., Τρία Παλαιοχριστιανικά σύμβολα, Όφις, Ιχθύς, Άγκυρα, Αθήνα 1961.
Βοκοτόπουλου Π., Μικρογραφίες των βυζαντινών χειρογράφων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων,
Αθήνα - Ιεροσόλυμα, 2002.
Βέλλας Β., Ἐκλεκτοὶ Ψαλμοὶ, Αθήνα 1960.
Βολονάκη Τ. (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Βολουδάκης Ε. Β. Νηστειοδρόμιον. Έκδ. Υπακοή, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999.
Γαλάνης Ι., Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων στην ερμηνευτική
παράδοση της Εκκλησίας, Βιβλικές Ερμηνευτικές και Θεολογικές Μελέτες, Βιβλική
Βιβλιοθήκη 20, Θεσσαλονίκη 2001.
Γαληνός, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, έκδ. G. Helmreich, Lipsiae-Berolini 1923.
η
Γαλίτη Γ. Α., Ἡ πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: ὁ ποιμένας καὶ οἱ αἱρετικοὶ, εκδ. 3 ,
Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1995.
ος ος
Γερολυμάτου Μ., Ἀγορές, ἔμποροι καὶ ἐμπόριο στὸ Βυζάντιο (9 -12 αι.), ΙΒΕ/ΕΙΕ Μονογραφίες 9,
Αθήνα 2008.
Γκιαούρη A., ΑΔ 35 (1980) Χρονικά Β1.
Γκιολές Ν., Παλαιοχριστιανική Τέχνη. Μνημειακή Ζωγραφική (π. 300-726), Μαυρομμάτη, Αθήνα
1991.
Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η Θεία Ευχαριστία και η Θεία Κοινωνία, εκδ. Δομός, Αθήνα 2001.
Δαμασκηνός Στουδίτης, Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ
Τροπαιοφόρου, μεταφρασθὲν εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν, στο Θησαυρός, έκδ. Ε. Χ. Δεληδήμος,
Θεσσαλονίκη 1971.
Δετοράκης Θεοχ., «Κρήτες μεταβυζαντινοί υμνογράφοι», Αριάδνη 1 (1983), 251-252.
Δετοράκης Θεοχ., Ροδωνία, τ. α΄, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1994.
Δημητρίου Δ., «Ελαιώδη διά άρτυμα», Αρχαιολογία 116, Αθήνα 2010.
Δημητρούκας I., «Παρατηρήσεις σχετικά με το ταξίδι της επιστροφής του Λιουτπράνδου»,
Σύμμεικτα 11, (1997), 63-82.
Δρανδάκη Ν. Β., «Ο Άγιος Θεόδωρος στον Τσόπακα της Μάνης. Φίλιον δώρημα εις τον Τάσον Αθ.
Γριτσόπουλον», Πελοποννησιακά ΙΣΤ' (1985-1986), 247-248.
Δροσογιάννη Φ., Σχόλια στις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
στη Μεγάλη Καστάνια Μάνης, Αθήνα 1982.
Ευαγγελίδη Δ. Ε., Η Παναγία των Χαλκέων, εκδ. Εταιρείας των Φίλων της Βυζαντινής Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1954.
Εὐσέβιος Καισαρείας, Περὶ ἐλεημοσύνης εἰς τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον, PG 21.

355
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ὁδύσσεια, εκδ. G. Stallbaum, Eustathii
Archiepiscopi Thessalonicensis Commentarii ad Homeri, Leipzig 1827-1830 (ανατ.
Hildesheim 1960).
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, <Λόγοι>, έκδ. G.L.F. Tafel, Eustathii metropolitae Thessalonicensis
opuscula, Francofurti ad Moenum 1832 (ανατ. Amsterdam 1964).
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, έκδ. M. van der Valk, Eustathii
Archiepiscopi Thessalonicensis Commentarii ad Homeri Iliadem pertinentes, Leiden 1979.
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα καὶ Ὀδύσσειαν, ανατ. εκδ.
Κύπειρος, Αθήνα 2003.
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, «Ἐπίσκεψις Βίου μοναχικοῦ», εκδ. K. Metzler, “Eustathii
Thessalonicensis de Emendanda Vita Monachica” CFHB 45, Berlin 2006.
Ζώρας Γ. Θ. (εκδ.), Ανώνυμος, Ό Πουλολόγος (κατά νέαν παραλλαγήν), Αθήνα 1956.
Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης & εκδ. Εξάντας, επιμ. Τ.
Βολανάκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Ησύχιος Αλεξανδρεύς, Λεξικόν, εκδ. K. Latte, Hesychii Alexandrini Lexicon (t. 1, A-Δ, τ. 2, E-O),
Copenhagen 1953-1966, t. 3, έκδ. P. A. Hansen, Berlin 2005 (σε συνέχεια με την πιο παλαιά
εκδ. edition minor by M. Schmidt, Hesychii Alexandrini Lexicon, Jena 1867, για τα γράμματα
T-Ω)
Θεοδώρου Προδρόμου, Εἰς τόν Σεβαστοκράτοραν, εκδ. D.C. Hesseling, H. Pernot, Poemes
prodromiques en grec vulgare, Wiesbaden 1968,
Θεόδωρος Πρόδρομος, Τὰ σχέδη τοῦ μυός, έκδ. J.T. Papademetriou, Urbana 1969.
Θεόδωρος Στουδίτης, Υποτύπωσις, Καταστάσεων της Μονής των Στουδίου, Περὶ τῆς ἐν βρώμασι
καὶ πόμασι ποσότητος καὶ ποιότητος, καὶ τῆς ἐν ταῖς τραπέζαις εὐταξίας, PG 99.
Θεόδωρος Στουδίτης, Ὑποτύπωσις, Ἴαμβοι εἰς διαφόρους ὑποθέσεις, PG 99.
Θεολόγος Γρηγόριος, Λόγος ΚΑ΄, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, PG, 35.
Θεόφιλος Αντικήνσωρ, Τά Ἰνστιτούτα, έκδ. E. C. Ferrini, Berlin 1897 (ανατ. Aalen 1967).
Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος, Σχόλια εἰς τοὺς Ἱπποκράτους ἀφορισμοὺς, έκδ. F. R. Dietz,
Königsberg 1834 (ανατ. Amsterdam 1966), τ. Β΄.
Θεόφραστος, Περί φυτών Ἱστορίας έκδ. Α. Hort, Theophrastus. Enquiry into plants, 2 τόμ.
Cambridge, Mass. Harvard University Press, 1916 (ανατ.1:1968; 2:1961).
Θεοχάρη Αθ., «Τὸ χρονολογικὸν πρόβλημα τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ὑπὸ τὸ φῶς ἀρχαίων τινῶν
μαρτυριῶν καὶ τῆς συγχρόνου ἐρεύνης», ΔΒΜ 1 (1971), 34-51.
Ιερόφιλος Φιλόσοφος, Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος, έκδ. A. Delatte, Liege–Paris 1939.
Ιωάννης Κίνναμος, Ἱστορία βιβλία Z΄, έκδ. Α. Meineke, Bonn 1836.
Ιωάννης Σιναΐτης, Κλίμαξ Παραδείσου, PG 88.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Προς Δημήτριον, Μονάζοντα, Περί Κατανύξεως, Λόγος Πρώτος, PG, 47.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί ελεημοσύνης, PG 51.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν, PG 53.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ομιλία Ο΄, PG 58.
356
Καϊμάκης Δ. Β., Ψαλῶ τῷ Θεῶ μου: υπόμνημα σε εκλεκτούς ψαλμούς, Uniprint Hellas,
Θεσσαλονίκη 1990.
Καππάης Δ., Η Νηστεία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Εκδ. Βιβλιοπωλείου Ιεράς
Μητροπόλεως Λεμεσού, Λεμεσός 1995.
Καραβιδοπούλου I. Δ., Αἳ παραβολαὶ τοῦ Ἰησοῦ, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1970.
Καραβιδόπουλος Ι. Δ., Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Ερμηνεία Καινής Διαθήκης 2, εκδ. Π.
Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 2011.
Καρακόλη Χ. Κ., Ἡ θεολογικὴ σημασία τῶν θαυμάτων στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, εκδ.
Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1997.
Καλλικλής N., N. Callide, Carmi, εκδ. R. Romano, Νεάπολη 1980.
Καλλινίκου Ν., Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ, Αθήνα 1969.
Κατσαβενάκη Β., «Τὸ χρονολογικὸν ζήτημα τῆς τελέσεως τοῦ Μ. Δείπνου», Εκκλησία 32 (1955),
103-105.
Kazhdan A.P., Wharton Epstein A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό, (μτφρ. Α. Παππάς – Δ.
Τσουγκαράκης), Αθήνα 1997.
Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, έκδ. G. G. Litavrin, Sovety I rasskaxy Kekavmena, Socinenie
vizantijskogo polkovodca XI veka, Moskau 1972.
Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Παιδαγωγός, έκδ. C. Mondesert, H. I. Marrou, Paris 1965.
Κόκορης Δ., Ορθόδοξος Ιερός Ναός, Σκεύη και μέσα Λατρείας, Συμβολισμοί, Αθήνα 2000.
Κόλλιας Η., Χατζηδάκης Μ., Πάτμος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1986.
Κόλιας Τ. Γ., Χρόνη Μ., Το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον Λέοντος ς του Σοφού, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 2010.
Κομίνης Α., Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1988.
Κορδής Γ., Ἱεροτύπως... Ἡ εἰκονολογία τοῦ ἰ. Φωτίου καὶ ἡ τέχνη τῆς μετεικονομαχικὴς περιόδου,
εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ., Αναγνωστάκης, Η., & Γεωργαντά, Α. Ο οίνος στην ποίηση, Ίδρυμα Φανή
Μπουτάρη, Αθήνα 1995.
Κορακίδης Αλ., Ἡ ἔννοια τοῦ εὐφραίνεσθαι ἐν τῇ ζωῇ μὲ βάσιν τάς ὑλικὰς τροφάς, Θρησκευτικοὶ
Συμβολισμοὶ καὶ Βιολογικαὶ ἀνάγκαι, εκδ. Ιωνία, Αθήνα 1974.
Κουκιάρης Σίλας, Αρχιμ., Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην Βυζαντινή
Τέχνη των Βαλκανίων, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1989.
Κούτσας Συμεών, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας. Γιατί, πότε και πως νηστεύουμε. Αποστολική
Διακονία, Σειρά Θεωρία και Πράξη, Έκδοση Γ΄, Αθήνα Δεκέμβριος 1991.
Krumbacher K., Die Moskauer Sammlung der Mittelgriechischen Sprichworter, Ιστορία της
Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδης, Ν. Τωμαδάκης, τ. 2, Πάπυρος, Αθήνα 1964.
Κριτζάς Χ., Το βυζαντινόν ναυάγιο Πελαγοννήσου Αλοννήσου, ΑΑΑ ΙV (1971).
Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, έκδ. Η. Usener,
Lebensnachrichten iiber den heiligen Theodosius, Leipzig 1890.
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Ὅσα δεῖ γίνεσθαι τοῦ μεγάλου καὶ ὑψηλοῦ βασιλέως τῶν
Ρωμαίων μέλλοντος φοσσατεῦσαι, έκδ. J. F. Haldon, Wien 1990.
357
Κωστούλα Δ., Γεωπονικόν, Αγάπιου Λάνδου, Εκδόσεις Τήνος, Βόλος 1991.
Λασσιθιωτάκη Κ., «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης», Κρητικά Χρονικά (1969), τόμ. ΚΑ΄, 177-233.
Λέων, Μητροπολίτης Συνάδων και Σύγκελλος, Ἐπιστολαὶ, έκδ. M. P. Vinson, The Correspondence
of Leo, Metropolitan of Synada and Syncellus, Washington 1985.
ος
Λεοντσίνη M., Οικόσιτα, ωδικά και εξωτικά πτηνά, Αισθητική πρόσληψη και χρηστικές όψεις (7 –
ος
11 αι.), Αθήνα 2012.
Μαδεράκης Στ., Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης, Αθήνα, 1991.
Μακρής Σ., «Νηστεία», ΘΗΕ 9 (1966), 450-451.
Μαλτέζου Χ., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή
παράδοση: Status quaestionis, Εισαγωγή στα Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα
1989.
Μαράβα – Χατζηνικολάου Α., Τουφεξή - Πάσχου Χ., Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών
χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3, Αθήνα 1997.
Μαυροπούλου-Τσιούμη Χ., «Εικονογραφικά θέματα από τον κώδικα αρ. 762 της Μ. Βατοπεδίου»,
Κληρονομία 6 (1974), τχ. β΄.
Μ. Αποστόλιος, Παροιμίαι, έκδ. Ε.L. von Leutsch, Gottinger 1851.
Μέγας Βασίλειος, Όροι κατά πλάτος. Κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν. PG, 31
Μεντιδάκης Γ.Ε., πρωτ. Τύπος και Συμβολισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, τ. 1, εκδ. Γ. Δετοράκης
ΑΕΒΕ, Ηράκλειο 1997.
Μιχαήλ Ψελλός, Πόνημα ἰατρικὸν ἄριστον δι’ ἰάμβων, εκδ. L.G. Westerink, De medicina, Mishaelis
Pselli Poemata, Stutgardiae 1985 et Lipsiae 1992. (Επιστολαί, Scripta minora, εκδ. Ε. Kurtz
& F. Drexl, Μιλάνο, 1936-1941.)
Μιχαήλ Ψελλού, Κανών μεθύσου Ιακώβου έκδ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη (ΜΒ) Ε΄, 1876,
180.
Μουρίκη Ντ., «Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου
(πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964), 89.
Μπακούρη Α., Καλαμαρά Π., Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του
Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2001.
Μπεκατώρος Γ. Γ., «Νηστίσιμοι ημέραι», ΘΗΕ 9 (1966), 451-452.
Μπρατσιώτη Ν. Π., Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 1967.
Νάσσης Χρ., Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007.
Νείλου ἱερομονάχου καὶ καθηγουμένου καὶ κτήτορος τῆς σαβασμίας μονῆς τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου τοῦ Μαχαιρὰ, Τυπική διάταξις, έκδ. Ι. Τσικνόπουλος, Κυπριακά Τυπικά, ΠΜΚΙ 2,
Λευκωσία 1969, 9-68.
Νεμέσιος Εμέσης, Περί φύσεως ανθρώπου, εκδ. M. Morani, De natura hominis, Leipzig 1987.
Νικήτας Χωνιάτης, «Χρονική Διήγησις», έκδ. J. Van Dieten, Nicetae Choniatae Historia, CFHB 11/I-
II, Berlin – New York 1975, 330-332.

358
Νικολακάκη Λ., «Η Βυζαντινή Οικία», Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Δνση
η
Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, 5 Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα
2001.
Ορειβάσιος ή Οριβάσιος, Ιατρικών Συναγωγών Βιβλία, εκδ. I. Raeder, Oribasii Collectionum
medicarum reliquiae, Lipsiae-Berolini 1926-1933. (α΄ έκδ. J. B. Rasario, Oribasii Sardiani
Collectorum medicinalium libri XVII, Venetii 1553-1554).
Ορλάνδος Α., «Η ’Πισκοπή της Σαντορίνης, Αρχείο των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος»,
ΑΒΜΕ 7 (1951), τχ. β, 178-214.
Ορλάνδος Α., «Τα παλάτια και τα σπίτια του Μιστρά, Αρχείο των Βυζαντινών Μνημείων της
Ελλάδος», ΑΒΜΕ 3 (1937), 3-114.
Ορλάνδος, Α. Κ., Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Πάτμου,
Γραφείο Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1970.
Orlando Α. Κ., The architecture and the frescoes of Patmos, μτφρ, ελληνικά, Αθήνα 1970.
Παλλαδίου Ελενουπόλεως, Αποφθέγματα πατέρων, περί του Αββά Γελάσιου, PG 65, 152c και
Λαυσαϊκή Ιστορία, PG 34.
Παναγιωτάκος Π., Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχὺν αὐτοῦ. Τὸ
Ποινικὸν Δίκαιόν της Ἐκκλησίας, Αθήνα 1962.
Παπαμαστοράκης T., «Η μορφή του Χριστού - Μεγάλου Αρχιερέα», Δελτίο ΧΑΕ 17 (1993-1994),
68.
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο», 7ο
Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη, 11-16 Οκτωβρίου
1999, Πρακτικά, επιμ. Χ. Μπακιρτζής, Αθήνα 2003, 117-132.
Παπανικόλα - Μπακιρτζή Δ., «Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη», Πρακτικά Ημερίδας Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο, Αθήνα 2005.
Πάσχος Ι. Α., «Η κρεατοφαγία εις το Βυζάντιον», Βυζαντιναί Μελέται 5 (1993), 285-291.
Παύλος Αιγινίτης, Ἰατρικὴ πραγματεία εἰς ἑπτὰ διῃρημένα βιβλία, εκδ. L.J. Heiberg, Corpus Med.
9.1-2, Graec Paulus Aegineta, Lipsiae – Berolini 1921-1924.
Ρήγας Γ. (Οικονόμου), Ζητήματα Τυπικού, Θεσσαλονίκη 1999.
Σαθάς Κ., Βιογραφίαι των εν τοις Γράμμασι Διαλαμψάντων Ελλήνων, Αγάπιος Λάνδος, εκδ. Α.
Κορομηλά, Αθήνα 1868.
Σκαλτσής Π. Ι., Λειτουργικές Μελέτες Ι, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2010.
Σκουτέρης Κ. Β., Ιστορία Δογμάτων Α΄, τ. 1, Αθήνα 1998.
Σκρέττας Νικ., Αρχιμ., Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη Διδασκαλία των
Κολλυβάδων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008.
Σούδα, Λεξικόν, έκδ. Α. Adler, Lexicographi Graeci, Suidae Lexicon, Stutgardie 1987.
Σπαής Α., Πτηνοτροφία, Θεσσαλονίκη 1986.
Στίκας Ευστ. Γ., Τὸ Οἰκοδομικὸν Χρονικὸν τῆς Μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ Φωκίδος, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν
Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Αριθ. 65, Αθήνα 1970.

359
Συμεών Θεσσαλονίκης ο Νέος Θεολόγος, Κατηχήσεις, έκδ. B. Krivocheine, J. Paramelle, Paris
1964.
Συμεών Σηθ, Σύνταγμα Περὶ τροφῶν δυνάμεων κατὰ στοιχεῖον, έκδ. Β. Langkavel, Simeonos Sethi,
Syntagma de alimentorum facultatibus, Lipsiae 1868.
Τάδρου Μαυρ., Προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, (Συμβολὴ εἰς τὴν
Χριστιανικὴν ἀνθρωπολογίαν), Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, Θεσσαλονίκη
1958.
Τζέτζης Ι., Επιστολαί, εκδ. J. A. Cramer, Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum
Oxoniensium, τ. 3, Οxford 1836.
Τζέτζης Ι, Χιλιάδες V, Ιστορίαι, έκδ. Petrus Aloisius M. Leone, Νάπολη 1968.
Τρεμπέλας Παν., Ὑπόμνημα εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐα, Αθήνα 1968.
Τσαβαρή Ι. (έκδ.), Ανώνυμος, Ό Πουλολόγος (ΒΝΒ 5), Αθήνα 1987.
Τσελεγγίδης Δ. Ι., Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καὶ ἡ ἀνθρωπολογικὴ σημασία της, Θεσσαλονίκη 1984.
Τσικνόπουλος Ι. (έκδ.), «Νείλου ἱερομονάχου καὶ καθηγουμένου κα κτήτορος τῆς σεβασμίας μονῆς
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαχαιρᾶ», Κυπριακά Τυπικά (ΠΜΚΙ 2), Λευκωσία 1969, 9-68.
Τσιτουρίδου Ά., Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη.
ο
Συμβολή στη μελέτη της Παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώιμο 14 αιώνα, Κέντρο
Βυζαντινών Ερευνών, Βυζαντινά Μνημεία 6, Θεσσαλονίκη 1986.
Τυπικὸν Ἁγίου Ὅρους γεγονὸς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀειμνήστου βασιλέως κὺρ Κωνσταντίνου τοῦ
Μονομάχου, έκδ. Ph. Meyer, στο Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athosklöster,
Leipzig 1894, 151-162.
Τυπικόν της Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, έκδ. P. Gautier, “Le Typikon du Christ Sauveur
Pantocrator“, REB 32 (1974), 54-60.
Τυπικὸν μονῆς Θεοτόκου τῆς Κεχαριτωμένης, έκδ. P. Gautier, “Le Typikon de la Théotokos
Kecharitomene“, REB 43 (1985), 5-16.
Ὑποτύπωσις καταστάσεως τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ὑποτύπωσις καταστάσεως τῆς
λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, έκδ. P. Meyer, στο Die Haupturkunden fur die Geschichte der
Athosklöster, Leipzig 1894, 130-140.
Φειδάς Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α΄, Αθήνα 1992.
Φιλοθέου Γ., Μιχαηλίδου Μ., «Βυζαντινά πινάκια από το φορτίο ναυαγισμένου πλοίου κοντά στο
Καστελλόριζο», ΑΔ 41 (1986), Μελέτες, 271-329.
Χατζηδάκη Ν., «Γέννηση Παναγίας – Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση
ου ου
ενός θέματος στην κρητική εικονογραφία του 15 –16 αιώνα», ΔΧΑΕ 11 (1982-1983),
περ. Δ΄, 127-178.
Χριστοδούλου Θ., Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, Ιστορικολειτουργική προσέγγιση, Λειτουργικά
Θέματα, αριθμ. 3, Εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2002.
Χριστοφιλοπούλου, Α. Π., Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω
(1η εκδ., Αθήναι 1935.), έκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000.

360
Γ. Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Albani J., «Byzantinische Freskomalerei in der Kirche Panagia Chrysaphitissa», JÖB 38 (1988),
363-388.
Albani J., Die prosthesis und die ihre Bildausstat tung in Byzanz unter besonderer
Berücksichtigung der Denkmaler Griechenlands, Frankfurt 1998.
Albani J. P., Die Byzantinischen Wandmalereien der Panagia Chrysaphitissa – Kirche, in
Chrysapha / Lakonien, Hepte zur Byzantinischen Archäologie und Kunsunre, Athen 2000.
Aldick C., De Athenaei Dipnosophistarum codicibus etc., Διδακτορική Διατριβή, Minster 1928.
Alexiou M., “The Poverty of Ecriture and the Craft of Writing: Towards a Reappraisal of the
Prodromic Poems”, Byzantine and Modern Greek Studies 10 (1986), 1-40.
Alexiou M., «Ploys of Performance: Games and Play in the Ptochoprodromic Poems», DOP 53
(1999), 91-109.
Alivisatos G. P., loustinianos A., Über den Nahrungsstoffgehalt der hei der griechischen
Landbevölkerung üblichen Getreidearten und Mehlprodukte, εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, Β΄
ος
Πραγματείαι, τόμ. 13 , Αθήνα 1950, 1-24.
Alföldi-Rosenbaum Ε., Das Kochbuch der Römer. Rezepte aus der “Kochkunst” des Apicius,
Μόναχο 1971 (βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης του J. Andre, Παρίσι 1965).
Alföldi-Rosenbaum Ε., Apicius de re coquinaria and the Vita Heliogabali και Notes on some birds
and fishes of luxury in the Historia Augusta, Βόννη 1972, 5-18. (in Bonner Historia-Augusta-
Colloqium 1970, εκδ. J. Strub).
Alföldi-Rosenbaum E., Das Kochbuch der Römer. Rezepte aus der “Kochkunst” des Apicius,
Μόναχο 1971 (βασίζεται στο κείμενο της έκδοσης του J. Andre, Παρίσι 1965).
Απίκιος, Apicius, De re coquinaria, VII,11,8, εκδ. Μ.Ε. Milham, Λειψία, 1969.
Babic G., Les chapelles annexes des églises byzantines, Fonction liturgique et programmes
iconographiques, Paris 1969.
Babic G., “Sur l’iconographie de la composition. Nativité de la Vierge dans la peinture byzantine”,
ZRVI 7, 1961, 172-173.
Babic G., “Les fresques de S. Nicolas a Susica en Macedoine et l’Iconographie du cycle marial“,
Cahiers Arch. 12 (1962), 305.
Babic G., Les chapelles annexes des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes
iconographiques, Paris 1969.
Babic G. (επιμ.), Mural Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies, Βελιγράδι 1995.
Bann St., “Face-to-Face with History”, New Literary History 29 (1998), 235-246.
Barboudakis M., Panhagia Kera: Byzantinische Fresken in Kritsa, Hannibal, Athènes 1980.
Baruffa A., Catacombs of St. Callixtus, Vatican City, 2000.
Battaglia E., Artos. Il lessico della panificazione nei papyri greci, Biblioteca di Aevum Antiquum 2,
Milano 1989.
Beck H. G., Kirche und theologische Literatur im Byzantinischen Reich, München 1959.
361
Bertelli C., Barrali i Altet X., La pittura in Italia L'Altomedioevo, Mondadori Electra, Milano 1994.
Bihalz Merin O., Fresques et Icones c’ ert Medieval Serbe et Macedonien, München 1959.
Bogdanovic D., Djuric V., Medakovic D., Chilandar, Jugoslav Revija Belgrade 1986, 2nd ed. 1997.
Bordier H., Description des peintures et autres ornements des manuscrits grecs de la Bibliothèque
Nationale, Paris 1883.
Bottari S. (ed.), Tesori d’arte cristiana, I: Dal paleocristiano al romanico, Bologna, 1966.
Blockley R. C., Priscus, στο The Fragmentary Classicizing Historians of the Later Roman Empire,
Liverpool 1983.
Buchthal H., Miniature Painting in the Latin Kingdom of Jerusalem, Oxford, 1957.
Buletinul Comisiunii: Monumentelor Istorice. Romania. Comisiunea Monumentelor Istorice. Tiparul
Cvltvra Nationala, Bucuresti 1900.
Bunge G., Das andere Paraklet, Wurzburg 1984.
Burke P., Eye-witnessing: The Uses of Image as Historical Evidence, London 2001 (ελλ. μτφρ.,
Αυτοψία Οι χρήσεις των εικόνων ως ιστορικών μαρτυριών, Αθήνα 2003.
Chatzidakis M., L’icône byzantine, Saggi e Memorie di Storia dell'Arte, Fondazione G. Cini, II,
Βενετία 1959.
Chiesa P. (έκδ.), Relatio de Legatione Constantinopolitana ad Nicephorum Phocam (CCCM 156),
Turnhout 1998.
Colland C., “Athenaeus, the Epitome, Eustathius and quotations from tragedy”, Rivista di filologia e
di istruzione classica 97 (1969), 157-179.
Creppin A., “The words for «Beet» in three interrelated systems: greco-roman, armenian and
Arabic”, Byzantion 60, 1990, 145-159.
Cutler Α., Nesbitt J. W., L’ arte bizantina e il suo publico, Torino 1986.
Cutler A., Spieser J.-M., Byzance médiévale 700-1204, L’ univers des formes, Gallimard, Paris
1996.
Curtis R., Garum and salsamenta. Production and commerce in material medica, Leiden-New
York-Copenhagen-Koln, 1991.
Dalby Α., Flavours of byzantium, Prospect Books, Devon 2003.
Datema C. (έκδ.), Asterius of Amasea, Homilies, Leiden 1970.
η
Deissmann Α., Licht von Osten, 4 έκδ. 1923, 294.
Demus Ο., The Mosaics of Norman Sicily, London, 1949.
Der Nersessian S., L’Illustration des Psautiers du Moyen Age, II Paris 1970.
Desrousseaux A.M., Les deipnosophistes. 1. Livres I et II, Athénée de Naucratis, Budé, Les belles
lettres, Paris 1956
Devedjian K., Peche et pecheries en Turquie, Constantinople 1926.
De Wit E., Die Miniaturen des Vargilius Vaticanus, Amsterdam, 1959,
Dibelius Μ., H. Conzelmann Η., The pastoral epistles, Philadelphia 1935.
Dietz F. R. (έκδ.), Theophili et Damascii commentarii Hippcratis aphorismos, στο Scholia in
Hippocratem Galenum, Königsberg 1834 (ανατ. Amsterdam 1966), τ. Β΄, 236-544.
362
Dietz F. R. (έκδ.), Stephani philosophi et medici commentarii in priorem Galeni librum
therapeuticum ad Glaucorem, στο Apollonii Citiensis, Stephani, Palladii, Theophili, Meletii,
Damascii, Ioannis, aliorum, Scholia in Hippocratem et Galenum, Königsberg 1834 (ανατ.
Amsterdam 1966), τ. Ι, 233-344.
Dmitrievsky A. (έκδ.), Typica (Opisanie liturgicheskikh rykopisei 1/I), Kiev 1895, 224-238.
Dolger J., Das Fischsymbol in fruhchristliche, Zeit, I, 1928.
Dorrer A., “Fastenzeit“, LThK 4, 38-39.
Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, ανατ. Γκρατς 1958.
Dufrenne S., “΄A propos de la naissance de David dans le manuscript 3 de Dumbarton Oaks”,
Travaux et Memoires 8 (1981), Hommage a Paul Lemerle, 125-134.
Durand J. (επιμ.), Musée du Louvre, Reunion des musées nationaux, Bibliothèque nationale,
Byzance : l'art byzantin dans les collections publiques françaises: 3 novembre 1992 – 1er
février 1993, Editions de la Reunion des musees nationaux, Paris 1992.
Duric V., Byzantinische Fresken im Yugoslavien, έκδ. Hirmer, Μόναχο 1976.
Eideneier H., “Ein byzantinisches Kalendergedicht in der Volkssprache“, Ελληνικά 31 (1979), 368-
419.
Eideneier, Η., Ptochoprodromos: Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar,
Neograeca Medii Aevi, V, Romiosini, Köln-Cologne, 1991.
Egea, José M., “El griego de los Poemas Prodrómicos“, Veleia N.S. 1, 1984.
Εliade M., Trattato di Storia delle Religioni, Τορίνο 1976.
Eliopoulou - Rogan D. Mani, History and Monuments, έκδ. Lycabettus Press, Athens 1973.
Erbse H., Untersuchungen zu den attizistischen Lexika, Berlin 1950.
Erickson J. H., “Leavened and Unleavened: Some Theological Implications of the Schism of 1054”,
The Challenge of Our Past: Studies in Orthodox Canon Law and Church History, Crestwood,
Νέα Υόρκη 1991.
Ferioli-Campanati R., La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia dal VI all’XI secolo, I
Bizantini in Italia, Milano 1982.
Ferrini E. C., Theophili Antecessores, Institutiones, Berlin 1897 (ανατ. Aalen 1967) (JGR III, 3-271).
Festugière A. J. (έκδ.), Vie de Théodore de Sykeon, Subs. Hag. 48, I-II, Bruxells 1970 (BHG N.
Auct. 1748).
Francois V., “La vaisseile de table a Byzance: un artisanat et un marche peu permeables aux
influences exterieures”, XXe Congres International des Etudes Byzantines, Pre-actes 1.
Seances plenieres, Παρίσι 2001, 96-101.
Fourmy M. H., Leroy M. (ed.), “La Vie de S. Philarète”, Byz. 9 (1934), 17, 137.
Gallas Κ., Wessel Κ., Borboudakis Μ., Byzantinisches Kreta, München 1983.
Garzya A., Un encomio del vino inedito di Michele Psello, Byzantion 35 (1965), 418-428.
Garzya, A. Teodoro Prodromo. Tre carmi satirici, traduction et texte, Neapel, 1972.
Gautier P. (έκδ.), «Τυπικόν της Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, Le Typikon du Christ
Sauveur Pantocrator», REB 32 (1974).
363
Goodenough E. R., Jewish Symbols in thw Greco-Roman Period, τόμ. 1-11, New York 1953-1964.
Goodspeed A., Riddle D., Willoughby H., The Rockefeller-Mac Cormick New Testament. I-III,
Chicago 1932.
Grabar A., La Peinture Byzantine (Skira), Γενεύη 1953.
Grabar A., “Les peintures dans le chœur de Sainte Sophie d’Ochrid”, CA 15 (1965), 257-265.
Grabar A., Les Revetments en or et en argent des Ivones byzantines du Moyen Age, Vénice 1975.
Grégoire H., Kugener M., (ed.), Μάρκου Διακόνου, Βίος του Αγίου Πορφυρίου, Paris 1930
Grozdanov C., Ohridsko zidno slikarstvo XIV veka (La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle),
Ohrid 1980.
Grümel V., “Le jeune de l’Assomption dans l’Eglise grecque”, EO 32 (1993), 162-194.
Gulick Β., The deipnosophists, Athenaeus, Loeb 7 τόμοι, Cambridge, Massachusetts 1927-1941.
Hahnloser H. R., Polacco R., (επιμ.), La Pala d'Oro, Βενετία 1994.
Haldon J. F. (ed.), “Constantine Porphyrogenitus, Three treatises on imperial military expeditions”
CFHB 26, Wien 1990, 94-151.
Halkin F., “L'histoire Lausiaque et les vies de St Pacôme”, Anal. Boll. 48, 277.
Hamann R., Mac Lean, Hallensleben H., Die monumental Malerei in Serbien und Makedonien vom
I, 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Gieben 1963.
Hayes J. W., Excavations at Sarachane in Istanbul, II: The Pottery, Princeton 1992Helmreich G.,
(έκδ.), Galeni De alimentorum facultatibus, Lipsiae – Berolini 1923.
Henisch B. A., Feast and Fast Food in Medieval Society, University Park Pansilbania, 1986.
Hesseling D-C, Pernot H., Poèmes prodromiques en grec vulgaire, Müller, Amsterdam 1910.
Hill D., The Gospel of Mathew, Oliphants, London 1978.
Holl K., Die Enstenhung der vier Fastenzeiten in der grieschischen Kirche, (Abhandlungen der
Berlinische Akademie), Berlin 1923.
Hunger Η., The Classical Tradition in Byzantine Literature: The Importance of the Rhetoric, στο M.
Mullet - R. Scott (επιμ.), Byzantium and the Classical Tradition, Birmingham 1981.
Ideler J. L., Physici et medici Graeci minores: Congessit, ad fidem codd. mss. praesertim eorum,
quos beatus Diezius contulerat, veterumque editionum partim emendavit partim nunc prima
vice edidit, commentariis criticis indicibusque tam rerum quam verborum instruxit. τόμ. B΄,
Ανωνύμου, Περί χυμών, βρωμάτων και πομάτων, Adolf M. Hakkert, Amsterdam 1963.
Iliopouloy-Rodan Th. “Quelques fresques caractèristiques des èglises byzantines du Magne”,
Βyzantion ΧLVII (1977), 199-211.
Ivanocic M., “L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec”, Antiquités de Kosovo et
Metohija 2-3 (1963), 133-156.
Jakopi G., “Le miniature dei codici di Patmo”, Clara Rhodos 6-7 (1932-1933), 571-704.
Janin R., Constantinople Byzantine, Développement Urbain et Répertoire Topographique, Paris
1964
Jeanselme E., Economos L., Aliments et recettes culinaires des Byzantins, Anvers 1923.

364
Joannou P. P., Les canons des conciles œcuméniques (IIe-IXe’s.), Discipline generale antique.
Pontificia Commissione per la redazione del Codice di Dimitrio Canonico Orientale. Fonti,
fasc. IX, I-III, Roma 1962.
Kaibel G., De Athenaei epitome, Adler, Rostok 1883.
Kaibel G., Athenaei Naucratitae, Deipnosophistarum libros XV, 3 τόμοι, Lipsiae 1887-1890.
Kalbfleisch K. (έκδ), «Galeni De sanitate tuenda», GMG 4, Lipsiae 1924.
Kaplan M., Les hommes et la terre à Byzance du Vie au XIe siècle. Propriété et exploitation du sol,
Paris 1992.
Κarpozilos A., Κazhdan A., “Ariston and Deipnon”, ΟDΒ 1 (1991), 170.
Karpozilos A., Kazhdan A., “Diet“, ODB 1 (1991), 621-622.
Kazhdan A. P., “Post - hoc of two byzantine miracles, Saint George”, Byz 52 (1982) 420-422.
Kazhdan A. P., “Two notes on Byzantine Demography of the eleventh and twelfth centuries”,
Byzantinische Forschungen 8 (1982), 115-122.
Kazhdam A., Constable G., People and Power in Byzantium. An Introduction to Modern Byzantine
Studies, Washindton D.C. 1982.
Kazhdan P, Epstein W. A., Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries,
Berkeley-Los Angeles-London 1985.
Kalopissi-Verti S., Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis (1244), München, 1975.
Keil B., “Die Monatscyklen der byzantinischen Kunst in spätgriechischer Literatur”, Wiener Studien
11 (1889), 94-143.
Kislinger E., Cristiani d’Oriente, regole e realta alimentary nel mondo bizantino, Storia dell’
allimentazione, Roma-Bari 1997.
Kitzinger E., Mosaici del periodo normanno in Sicilia, V, Duomo di Monreale. I mosaici delle
navate, Παλέρμο, 1996.
Köder J., «Das Fastengedicht des Patriarchen Nikolaos III, Grammatikos», JÖB 19 (1970), 203-
241.
Köder J., Weber T., Liutprand von Cremona in Konstantinopel, Wien 1980.
Köder J. (ed.), “Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός, Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, Dus Eparchenbuch Leans des Weisen“,
CFHB 33 (1991), 130-132.
Köder J., Das Eparchenbuch Leons des Weisen, Βιέννη, 1991
Köder J., Gemüse in Byzanz: Die Versorgung Konstantinopels mit Frishgemüse im Lichte der
Geoponika, Wien 1993.
Köder J., Gemüseversorgung in Konstantinopel. Zur Frage der Ernährungsgrundlagen der
byzantinischen Großstadtbevölkerung im 6. Jahrhundert, Wien, 1993
Köder J., “Stew and salted meat – opulent normality in the diet of every day?”, Food and Wine in
Byzantium, 1988.
Kokoszko M., «Ryby i ich znaczenie w zyciu codziennym ludzi poznego Antyku I wczesnego
Bizancjum (III-VII w)», ByzLod 9, (2005) 400-430.

365
Kolias T., “Versorgung des byzantinischen Marktes mit Tieren und Tierprodukten“. Internationales
Symposion Handelswege und Verkehrswege. Commodities and Traffic Routes. Aspects of
th th
Supply and Acommodation in the Eastern Mediterranean (4 to 15 Centuries). Institut fur
Byzantinistik der Univ. Wien – Kommisiion fur die Tabula Imperii Byzantini der OAW –
Orterreichische Byzantinische Gesellschaft. Wien 19-22 Oktober 2005, Wien 2010, 179-188.
Krivocheine B., Paramelle J., (έκδ.), «Syméon le Nouveau Théologiaen, Catéchèses», SC 104,
Paris 1964.
Krumbacher K., Der heilige Georg in der griechischen Überlieferung, München 1911
Latte K. (έκδ.), Hesychii Alexandrini Lexicon (τ. 1, Α-Δ, τ. 2, Ε-Ο), Copenhagen 1953-1966, τ. 3,
έκδ. Hansen P. A., Berlin 2005 (in connection with the older editio minor by Schmidt M.,
Hesychii Alexandrini Lexicon, Jena 1867, for the letters Τ-Ω).
Lazarev V., Old Russian Murals und Mosaics from the XI to XVI Century, London, 1966.
Lazarev V.Ν., Storia della pittura bizantina, G. Einaudi, Torino 1967.
Likhachova V. D., Byzantine Miniature. Masterpieces of Byzantine Miniature of IXth - XVth
Centuries in Soviet Collections, Μόσχα 1977.
Littlewood A. - Maguire H. – Wolschke-Bulmahn J. (ed.), Byzantine Garden Culture, Dumbarton
Oaks Research Library and Collectio, Washington, D.C. 2002.
Liutprand, Legatio, J. Becker, Hannover - Leipzig 1915.
Liutprmâs von Cremona Werke, Relatìo de legatìone Constantinopolitana, Quellen zur Geschichte
der sächsischen Kaiserzeit, κείμενο και γερμ. μετ. Α. Bauer - R. Rau, Darmstadt 1977,
Liutparand von Cremona, Relatio de Legatione Constantinopolitana ad Nicephorum Phocam, P.
Chiesa, Turnhout 1998.
Louis P. (έκδ.), Aristotele, Histore des animaux, Paris 1969.
Maguire H., Art and Eloquence in Byzantium, Princeton, N.J. 1981.
Maguire H., Earth and Ocean: The Terrestrial World in Early Byzantine Art, Pennsylvania State
Univ. Pr ., Pennsylvania 1987.
Marshall H. I., The Gospel of Luke: A commentary on the Greek text. Paternoster Press, Australia
1978.
Mavrodinova L., Skalnite Skitove pri Karlukovo, Sofia, 1985.
Meineke A., (έκδ.), «Ioannis Ginnami Historiarum libri VII», CSHB, Bonn 1836.
Metzger M., «Les Constitutions Apostoliques» SC 336/I-III, Paris 1985-1986.
Michael Psellus, Oratoria minora, έκδ. A. R. Littlewood, Leipzig 1985.
Mijovic P., Μenolog. Recherches iconographiques, Beograd 1973.
Miklosich, F., Muller, J., Acta et diplomata Graeca medii aevi: Sacra et profana, collecta etedita.
Aalen: Scientia Verlag, 1968.
Miljkovic-Pepek P., Matériaux sur l’art macédonien du Moyen Age. Les fresques du sanctuaire
de Sainte Sophie d’Ohrid. Zbornik Izdanija na Arheoloskiot Museji na Makedonija, 1955 -
1956, 37-70.
Milković L., “Nejasne freske iz ciclusa cuba sv. Arhandjela Mihaila u Lesnovu”, GSND 3 (1928).
366
Miller Ε. (έκδ.), Manuelis Philae Carmina, I, II, Παρίσι 1855-1857, ανατ. Άμστερνταμ 1967.
Millet G., Eustache H., Millet S., Ronsin J., Roumpos P., Monuments byzantins de Mistra :
materiaux pour l'etude de l'architecture et de la peinture en Grece aux xive et xve siecles. E.
Leroux, Paris 1910.
Millet G., Broderles religleuse de style byzantin, Paris 1947.
Millet G., Millet S., Recherches sur l'iconographie de l'Evangile aux 14e, 15e et 16e siècles, d'apres
les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Atos (2. ed.), E. De Boccard, Paris
1960.
Morrison C., Cheynet J.Cl., “Prices and Wages in the Byzantine Wold”, EHB, τόμ. 2, 868.
Mondésert C., Marrou H. I., «Clément d’Alexandrie Le Pédagogue», SC 108, Paris 1965.
Muhlenbrock P., “Fasten“ (V. Kirchenrechtlich), LThK 4, 35-36.
Munoz Α., L’art a l’exposition de Grottaferrata, Rome 1906.
Nesbitt J. W., L’ arte bizantina e il suo publico, Torino 1986.
Νικηφόρος Γρηγοράς, “Ρωμαϊκῆς Ἱστορίας Λόγοι”, έκδ. Ι. Bekker, CSHB (1829-1855), τ. Ι, 417.17.
Nikolaou Y., «The cost of living and dietary habits in the Byzantine World», στο How much Does it
Cost… Our Daily Bread from Ancient to Modern Times, Υπουργ. Πολιτισμού, Αθήνα 2007.
Nyikos L., Athenaeus quo consilio quibusque usus subsidiis Dipnosophistarum libros composuerit,
1941. Βασιλεία. Διδακτορική Διατριβή. Κριτική: Philologische Wochenshrift, 1943, 169-173.
Omont, H., Miniatures des plus anciens manuscripts grecs de la Bibliothèque Nationale du VIe au
XIVe siècle. Librairie Ancienne Honore Champion, Paris 1929.
Orchinnikov A. N., Golden Gates in Suzdal, Moscow, 1978.
Papagemetriou J.T., (έκδ.), Τα σχέδη τοῦ μυός: New Sources and Text, στο Classical Studies
Presented to Ben Edwin Perry by his Students and Colleagues at the University of Illinois
(Illinois Studies in Language and Literature 58), Urbana 1969, 219-220.
Passarelli G., “L’ Icone del Natale”, Iconostasi 5, Milano 1989.
Patterson–Sevcenko N., Cycles of the Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Columbia University,
Rh. Diss., 1983.
Patterson-Sevcenko N., Illustrated Manuscripts of the Metaphrastian Menologion, Chicago and
London 1990.
Peppink S.P., Athenæi Deipnosophistae: Athenaei Dipnosophistarum epitome
Τόμος 2, Μέρος 2 του Athenæi Deipnosophistae, Athenaeus (of Naucratis), Leinten 1937-
1939.
Perez-Martin Ι. (ed.), Miguel Ataliates, Historia, Nueva Roma, (Bibliotheca Graeca et Latina Aevi
Posterioris 15), Madrid 2002.
Petkovic V. R., Tatic Z., Manastir Kalenic, Vrsac 1926.
Petkovic V. R., La peinture serbe au moyen âge, Belgrand, Musée d’histoire de l’art Monuments
serbes, VI, Beograd 1934.
Petkovic-Bockovic V., Monastir Dečani, Βελιγράδι, 1941.

367
Pieler P. E., «Johannes Zonaras als Kanonist, N. Oikonomides (Ed)», Byzantium, Athenes 1991,
601-620.
Ponsich M., Tarradell M., Garum et industries antiques de salaison dans la Méditerranée
occidentale, Paris 1965.
Radojčić Sv., Fresques de Gracanica. Symposium de Gracanica : Le debut du XIVes (1973),
Beograd 1978.
Radojčić Sv., Die Entstehung der Malerei der Paläologische Renaissance, Jahrbuch der
Oesterreichm Byzant, Gesellschaft, VII, 1958.
Rice D. T., Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968.
Rice D. T., Byzantine Painting: The Last Phase. Weidenfeld & Nicolson, London, 1968.
Rice D. T., The Church of Hagia Sophia at Trabezond, Edimburgh 1968.
Ritschl F. (ed.), Thomae Magistri sive Theoduli monachi ecloga vocum Atticarum, Halle 1832,
ανατ., Hildesheim 1970.
Rotberg R. I. – Rabb Th. Κ. (ed.), Art and History: Images and their Meanings, Cambridge
University Press, 1988.
Salko N., Early Russian painting, Leningrand, 1982.
Sarapion Th., P. Rodopoulos, The Sacramentary of Serapion, Thessaloniki 1967.
Schilbach E., Byzantinische Metrologie, München 1970.
Schmemann A., Ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, Λειτουργικὴ μελέτη τοῦ βαπτίσματος, μτφρ., έκδ. Δόμος,
Αθήνα 1990.
Simeonis Sethi, Syntagma de alimentorum facultatibus, έκδ. B. Langkavel, Λειψία 1868.
Shiro G., The cathedral of Monreale, “City of the Golden Temple”, Palermo, 2002.
Skawran Κ. Μ., The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, University of
South Africa, Pretoria 1982.
Skrobucha H., Meisterwerke der Ikonenmalerei, Essen 1961.
Sotiriou G., «De Jerphanion: Les églises rupestres de Cappadoce (Une nouvelle province de l'art
byzantin)», Paris 1936. (Texte du tome deuxième, première partie), ΕΕΒΣ 13 (1937), 460-
467.
Spatharakis Ι., The Portrait in byzantine Illuminated Manuscripts, Leiden 1976.
Spitzing G., Lexicon byzantinisch-christlicher Symbole, München 1898.
Stephan C., Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu
Thessaloniki, Baden-Baden 1986.
Stefanescu I. D., La peinture religieuse en Valachie et en Transylvanie depuis les origines jusqu'
au XIXe siècle, P. Geuthner, Paris 1930.
Stornajolo J.C., Miniature delle omilie di Giacomo Monaco (cod. Vatic. Gr.1162) e dell’ evangeliario
Greco urbinato (cod. Vatic. Urbin. Gr.2), Rome 1910.
Stylianou Α. & J., The Painted Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, Trigraph-London
για Α. G. Leventis Foundation, London 1985.
Subotic G., Le peintre d’Ochrid Constantin et son fils Jean, Serbie 1974.
368
Teall J. L., “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, 330-1025, DOP 13 (1959), 87 κ.έ.
Thierry N., “Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire rupestre de Cappadoce”, REB
33 (1975) και Peintures d'Asie Mineure et de Transcaucasie aux Xe et Xle’s, αρ. Χ,
Λονδίνο 1977.
Toeska P., Forlati F., Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959.
Todic B., Serbian Medieval Painting: The age of King Milutin, Draganic, Belgrade 1999.
Tozzi R., “I mosaici del Battistero di S. Marco a Venezia e l’arte Bizantina ”, Bolletino d’Arte 26
(1932-1933), 418-432.
Trapp E., Lexikon zur byzantinischen Gräzität, Wien 1994.
Vio E. (ed.), The Basillica of St. Mark in Venice, Florence, 1999.
Vita Euthymii Patriarchae CP., έκδ. P. Karlin-Hayter, Βρυξέλλες 1970.
Vogt A., Constantin VII Porphyrogénète, Le livre des Cérémonies: Commentaire, Les Belles lettres,
I-II, Paris 1967.
Volbach W. F., Frühchristliche Kunst: Die Kunst der Spatantike in West- und Ostrom, Münich,
1958.
th th
Vroom J., After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7 to the 20 Century A.C.
A Case Study from Boeotia, Central Greece [Archaeological Studies, Leiden University],
Leiden 2003, 313-321.
Weitzmann K., “Constantinopolitan Book Illumination in the Period of the Latin Conquest”, GBA 25
η
(1944), 6 σειρά, 200-205.
Weitzmann Κ., «An Imperial Lectionary in the Monastery of Dionysiou on Mount Athos. Its
Origin and its Wanderings». Revue des ‘Etudes Sud-Est Eurpeennes 3 (1969), 239-253,
ανατύπωση Byzantine Liturgical Psalters and Gaspels, London 1980.
Weitzmann K., Byzantine Miniature and Icon Painting in the XIth century, XIIIth International
Congress of Byzantine Studies, Oxford 5-10 Sept. 1966. London 1967, 207-224, ανατ. Studies
in Classical and Byzantine Manuscript Illumination, Chicago 1971.
Weitzmann Κ., “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26 (1972), 60-63.
Wilpert J., Die Malereien der Katakomben Roms, Freiburg im Breisgau, 1903.
Wilson Ν.G, “Did Arethas read Athebaeus?”, Journal of Hellenic studies 82 (1962), 147-148.
Xyngopoulos A., Les fresques de l’église des Saints-Apôtres à Thessalonique, Art et Société à
Byzance sous les Paléologues. Actes du colloqué organisé par l’Association Internationale
des Études Byzantines à Vénice. Sept. 1968, Vénice 1971, 85-89.
Underwood P. A. (ed.), The Kariye Djami. The Mosaics, Plates 1-334, τ. 2, New York 1975.
Zepernick K., «Die Exzerpte des Athenaeus in den Deipnosophisten und ihre Glaubwurdigkeit»,
Philologus 77 (1921), 311-363.
Zivkovic Br., Gračanica, Les dressings des fresques, Βελιγράδι 1989.

369
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Α. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

1. Σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Εικ. 1: Τουρκία, Καππαδοκία, Tokali, Νέα Εκκλησία, 950-960.


Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
233, εικ. 130. Βλ. επίσης A. W. Epstein, Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in
Byzantine Cappadocia, Washington D.C. 1986, εικ. 105.
Εικ. 2: Ιταλία, Σικελία, Παλέρμο, Cappella Palatina, 1140 (1154-1166).
I. Anagnostakis, Τ. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
164, εικ. 18 και Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ,
Θεσσαλονίκη 2005, 106, εικ. 8 και λεπτ. 297, εικ. 209. Βλ. επίσης C. Bertelli, La pittura in
Italia L'Altomedioevo, Milano 1994, n. 7, εικ. 402 και F. di Pietro, I Mosaici, Milano 1954, πίν.
XXXVII.
Εικ. 3: Ιταλία, Σικελία, Monreale, Καθεδρικός ναός, 1180-1190.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
107, εικ. 10 και λεπτ. 289, εικ. 199. Βλ. επίσης G. Shiro, The cathedral of Monreale, “City of
the Golden Temple”, Palermo 2002, 64.
Εικ. 4: Ελλάδα, Πάτμος, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Παρεκκλήσι της Παναγίας, 1185-
1190 (1176-1180).
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
235, εικ. 134 και λεπτ. 294, εικ. 204 και Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία,
Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα 1999, 275, εικ. 135. Βλ. επίσης Η. Κόλλιας,
Πάτμος, Αθήνα 1986, εικ. 8 και Α. Κ. Ορλάνδος, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ αἱ Βυζαντιναὶ
τοιχογραφίαι τῆς Μονῆς τοῦ Θεολόγου Πάτμου, Αθήνα 1970, εικ. 3.
ος
Εικ. 5: Τουρκία, Καππαδοκία, περιοχή Gorese, Karikli Kilise, 13 αι.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
236, εικ. 135 και λεπτ. 294, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Spitzing, Lexicon byzantinisch-christlicher
Symbole, München 1898, εικ. 10.
Εικ. 6: Ιταλία, Βενετία, Άγιος Μάρκος, 1225.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
109, εικ. 12. Βλ. επίσης Ε. Vio (εκδ.), The Basillica of St. Mark in Venice, Florence 1999, εικ.
64.
Εικ. 7: Ιταλία, Βενετία, Άγιος Μάρκος, 1225.

370
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
114, εικ. 13. Βλ. επίσης Ο. Demus, The Mosaics of San Marco in Venice, τόμ. 2, 1984, πίν.
230.
Εικ. 8: Ελλάδα, Αργολίδα, Κρανίδι, Αγία Τριάδα, 1244-1245.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
222, εικ. 125. Βλ. επίσης S. Kalopissi-Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der
Argolis (1244), München 1975, πίν. 19.
Εικ. 9: Σερβία, Raška, Μονή Djurdjeni Stupovi, Παρεκκλήσι Αγίας Τριάδος, 1283-1285.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
237, εικ. 137. Βλ. επίσης B. Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, πίν. II.
Εικ. 10: Ελλάδα, Λακωνία, Χρυσάφα, Παναγία Χρυσαφίτισσα, 1289-1290.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
238, εικ. 138. Βλ. επίσης J. Albani, Die byzantinischen Wandmalerein der Panagia
Chrysaphitissa – Kirche in Chrysapha / Lakonien, Athen 2000, πίν. 35b.
ος ος
Εικ. 11: Βουλγαρία, Karlukovo, Παρεκκλήσι Αγίας Μαρίνας, 13 –14 αι.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
239, εικ. 139. Βλ. επίσης L. Mavrodinova, Skalnite Skitove pri Karlukovo, Sofia 1985, εικ. 20.
Εικ. 12: Κόσσοβο, Μονή Gračanica, Καθολικό, 1320-1321.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη, 2005,
240, εικ. 141 και λεπτ. 286, εικ. 193. Βλ. επίσης S. Radocic, Fresques de Gracanica.
Symposium de Gracanica : Le debut du XIVes (1973), Beograd, 1978, πίν. 54a.
Εικ. 13: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Χιλανδαρίου, 1320.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
241, εικ. 142. Βλ. επίσης Β. Todic, Serbian Medieval Painting, Belgrade 1999, εικ. 112.
Εικ. 14: Ελλάδα, Κρήτη, Χανιά, επαρχία Αποκορώνου, χωριό Νιο, Άγιος Νικόλαος, 1325.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
289, εικ. χωρίς αρίθμηση. Βλ. επίσης Κ. Λασσιθιωτάκη, «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης»,
Κρητικά Χρονικά (1969), εικ. 103.
Εικ. 15: Σερβία, Karan, Bela Crkva (Λευκή Εκκλησία), Ναός Ευαγγελισμού, 1335.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005, 242
εικ. 143. Βλ. επίσης V. R. Petković, Jugoslawien, πίν. CXIV.
Εικ. 16: Ελλάδα, Κρήτη, Σαρακίνα Σελίνου, Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, 1340.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
242, εικ. 144. Βλ. επίσης Στ. Μαδεράκης, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης,
Αθήνα 1991, πίν. 46.
Εικ. 17: Ελλάδα, Κρήτη, Κριτσά, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, 1359-1360.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
242, εικ. 145. Βλ. επίσης Στ. Μαδεράκη, Θέματα εικονογραφικής παράδοσης της Κρήτης,
Αθήνα 1991, πίν. 47.
371
Εικ. 18: Ρωσία, Novgorod, Ναός Μεταμορφώσεως (Spas –Preobrazheniye), 1378.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
249, εικ. 151. Βλ. επίσης Α. Cutler, J. W. Nesbitt, L’ arte bizantina e il suo publico, Torino
1986, 309.
Εικ. 19: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Χιλανδαρίου, Παρεκκλήσι Αρχαγγέλων, 1380.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
243, εικ. 146 και λεπτ. 287, εικ. 195. Βλ. επίσης D. Bogdanovic, V. Djuric, D. Medakovic,
Chilandar, Belgrade 1986, 143, εικ. 78.

2. Σκηνή Γέννησης Προδρόμου

Εικ. 20: Σκόπια, Αχρίδα, Αγία Σοφία, 1037-1056.


Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 250, εικ. 32. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles annexes
des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques, Paris 1969,
121, εικ. 87 και P. Miljkovic-Pepek, Materiaux sur l’art macedonien du Moyen Age. Les
fresques du sanctuaire de Sainte Sophie d’Ohrid, 1955-1956, πίν. XXII.
Εικ. 21: Ελλάδα, Λακωνία, Χρύσαφα, Παναγία Χρυσαφίτισσα, 1289-1290.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 299, εικ. 136. Βλ. επίσης Ν. Β. Δρανδάκης, Παναγία η
Χρυσαφίτισσα (1290), Αθήνα 1983, 356-357 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei in
der Kirche Panagia Chrysaphitissa, 1988, εικ. 10.
ου
Εικ. 22: Ελλάδα, Μάνη, Μεγάλη Καστάνια, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, β΄ μισό 13 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 300, εικ. 138. Βλ. επίσης Φ. Δροσογιάννη, Σχόλια στις
τοιχογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Μεγάλη Καστάνια
Μάνης, Αθήνα 1982, 103-107, εικ. XIX.
Εικ. 23: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Άγιοι Απόστολοι, 1328-1334.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 309, εικ. 159. Βλ. επίσης Α. Xyngopoulos, Les fresques
de l’église des Saints-Apôtres a Thessalonique, Venice 1971, εικ. 8, 9 και C. Stephan, Ein
byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche zu Thessaloniki,
Baden-Baden 1986, εικ. 52.
Εικ. 24: Κόσσοβο, Peć, Παναγία Οδηγήτρια, περίπου 1330.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, εικ. 173. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles annexes des
églises byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques, Paris 1969, 137-
138, εικ. 104 και M. Ivanovic, L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec, Σερβία
1963, εικ. 60.

372
Εικ. 25: Κόσσοβο, Dečan, Μονή Dečani, Ναός του Παντοκράτορα, 1348-1350.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 318 εικ. 182. Βλ. επίσης P. Mijovic, Μenolog. Recherches
iconographiques, Beograd 1973, n. 20, εικ. 226.
Εικ. 26: Σκόπια, Αχρίδα, Αγία Σοφία, Παρεκκλήσι Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (ορόφου), 1347-
1350.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, εικ. 205. Βλ. επίσης G. Subotic, Le peintre d’Ochrid
Constantin et son fils Jean, Σερβία 1974, 46, πίν. και C. Grozdanov, Ohridsko zidno
slikarstvo XIV veka (La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle), Ohrid 1980, 191, σχεδ. 9,
εικ. 41.
Εικ. 27: Ελλάδα, Λακωνία, Χρύσαφα, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, 1367-1368.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 329, εικ. 207. Βλ. επίσης Ν. Δρανδάκης, Ο σταυροειδής
ναός του Προδρόμου στα Χρύσαφα της Λακεδαίμονος, 1988, 308, 319.
Εικ. 28: Ελλάδα, Ικαρία, Τσακωνιτάτα, Κασοίκια, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, περίπου 1400.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
ης
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 334, εικ. 217 και Φωτ. αρχείο 2 Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων.
Εικ. 29: Ελλάδα, Κρήτη, ν. Ηρακλείου, Βαλσαμόνερο, Άγιος Φανούριος, 1408.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 337, εικ. 223 και Ν. Χατζηδάκη, Γέννηση Παναγίας –
Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση ενός θέματος στην κρητική
ου ου
εικονογραφία του 15 – 16 αιώνα, 1982-1983, 127-178, εικ. 16. Βλ. επίσης K. Gallas, K.
Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 319.

3. Σκηνές από τη ζωή της Παναγίας

α. Γέννηση
ου
Εικ. 30: Ελλάδα, Αθήνα, Μονή Δαφνιού, Ναός Κοιμήσεως, β΄ ήμισυ 11 αι. (περίπου 1100,
τέλη 11 αι.).
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 22, εικ. 57 και Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η
Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 30, εικ. 2. Βλ. επίσης, J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of the
Life of the Virgin, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (έκδ.), τ. 4, New York 1975, εικ.
13.
Εικ. 31: Σκόπια, Gorno Nerezi, Άγιος Παντελεήμων, 1164.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 24, εικ. 61.

373
ος
Εικ. 32: Ελλάδα, Μυστράς, Περίβλεπτος, 12 αι.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 26, εικ. 65.
Εικ. 33: Ιταλία, Ρώμη, Τραστέβερε (Trastevere), Βασιλική Σάντα Μαρία, Μουσείο Pietro
ος
Cavallini, 13 αι.
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 43, εικ. 13. Βλ.
επίσης D. T. Rice, Byzantinische Malerei, Die letzte Phase, Frankfurt-Main 1968, 92, εικ. 68.
Εικ. 33α: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Πρωτάτο, περίπου 1290.
Ε. Τσιγαρίδας, Α. Ντούρος, Ν. Παπαγεωργίου, Μανουήλ Πανσέληνος: εκ του Ιερού Ναού του
Πρωτάτου, Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη 2005, 249, εικ. 118-120. Βλ. επίσης Α.
Ξυγγόπουλος, Φ. Ζαχαρίου, Μανουήλ Πανσέληνος, Αθήνα 1956, 21.
Εικ. 34: Σκόπια, Αχρίδα, Παναγία Περίβλεπτος (Αγίου Κλήμεντα), 1295.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 6, εικ. 20. Βλ. επίσης O. Demus, The Style of the Kariye
Djami and its Place in the Development of Palaeologan Art, στο The Kariye Djami, P. A.
Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 30.
Εικ. 35: Σερβία, Arilje, Ναός Αγίου Αχίλλειου, 1296.
D. T. Rice, Byzantinische Malerei, Die letzte Phase, Frankfurt-Main 1968, 67, εικ. 44.
Εικ. 36: Σερβία, Μονή Studenica, Παρεκκλήσι Ιωακείμ και Άννας ή ¨Εκκλησία του Κράλλη¨
(Μιλουτίν), 1314.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 25, εικ. 64. Βλ. επίσης Underwood (ed.), τ. 4, New York
1975, εικ. 30. J. Lafontaine-Dosogne, The Style of the Kariye Djami and its Place in the
Development of Palaeologan Art, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New
York 1975, εικ. 11.
Εικ. 37α & β: Σερβία, Μονή Studenica, Παρεκκλήσι Ιωακείμ και Άννας, 1314.
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 44 & 45 αντίστοιχα,
πίν. ΙΙ.
Εικ. 38: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονή Χώρας (Kariye Djami), 1315-1320.
P. A. Underwood, The Kariye Djami. Studies in the Art of Kariye Djami and Its Intellectual
Background, Princeton, 1975, 98 εικ. 87 και J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie De
L'enfance De La Vierge Dans L'Empire Byzantin Et En Occident, Bruxelles 1992. Βλ. επίσης
λεπτ. Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Αθήνα 1994, 196, εικ. 185.
Εικ. 39: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Χιλανδαρίου, Καθολικό, 1318-1321.
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 167,
εικ. 147. Βλ. για τη λεπτομέρεια, Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη
Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, 1985, εικ. 27. Βλ. επίσης G. Millet, Monuments de l'Athos
releves avec le concours de l'armee francaise d'Orient et de l'Ecole franaise d'Athenes, Paris

374
1927, pl. 74.1. Και Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς
της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 1999 38, εικ. 8.
Εικ. 40: Κόσσοβο, Peć, Ναός Αγίου Δημητρίου, μετά 1324.
O. Demus, The Style of the Kariye Djami and its Place in the Development of Palaeologan
Art, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 45.
ου
Εικ. 41: Ελλάδα, Μιστράς, Παναγία Περίβλεπτος, γ΄ τέταρτο 14 αι.
Ε. Βλάχου, Η πολιτεία του Μυστρά, Βυζαντινή Οικία, Αθήνα 2001, 85, εικ.96
Εικ. 42: Βουλγαρία, Μονή Κρεμίκοβτσι (Kremikovci), Άγιος Γεώργιος, 1493.
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia 1999, 32, εικ. 1. Βλ. επίσης Φωτογραφικό
Αρχείο ΕΚΒΜΜ.

β. Εισόδια

Η σκηνή της ευλογίας της Παναγίας από τους ιερείς

Εικ. 43: Ελλάδα, Μυστράς, Μητρόπολη, 1291-1292.


J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 30, εικ. 73.
Εικ. 44: Σκόπια, Αχρίδα, Ναός Αγίου Κλήμεντα (Παναγία Περίβλεπτος), 1295.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 7, εικ. 21. Βλ. επίσης, η ίδια, The Style of the Kariye Djami
and its Place in the Development of Palaeologan Art, στο The Kariye Djami, P. A.
Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 15.
Εικ. 45: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας, 1315-1320.
Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη. Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, 198,
εικ. 187.
ος
Εικ. 46: Ελλάδα, Μυστράς, Παναγία Περίβλεπτος, 14 αιώνας.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 32, εικ. 76.
ου
Εικ. 47: Κύπρος, Πελένδρι, Ναός Τιμίου Σταυρού, τέλη 14 αιώνα.
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά επιτραπέζια σκεύη, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της
διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 122, εικ. 8. Βλ. επίσης ίδια, Επιτραπέζια και
Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, Λευκωσία, 1999, εικ. 1. Δ. Δημητρίου, Ελαιώδη
διά άρτυμα, Αρχαιολογία 116, Αθήνα 2010, 30 και Α. & J. Α. Stylianou, The Painted
Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, Trigraph-London για Α. G. Leventis
Foundation, London 1985, 229, εικ. 130. J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance
de la Vierge dans l’empire Byzantin et en occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. IX, εικ. 27,
φωτογραφία ιδίας.

375
γ. Η σκηνή της διατροφής της Παναγίας από τον άγγελο
ος
Εικ. 48: Ελλάδα, Μάνη, Γεράκι, Ευαγγελίστρια, 12 αιώνας.
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Θεσσαλονίκη
1981, 241, εικ. (έγχρ.) 64 και 106, εικ. 163. Βλ. επίσης Κ. Μ. Skawran, The Development of
Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982, εικ. 226.
ος
Εικ. 49: Ελλάδα, Μάνη, Γεράκι, Άγιος Σώζων, 12 αιώνας.
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Θεσσαλονίκη
1981, 191, εικ. (λεπτ.) 304.
ου ου
Εικ. 50: Ελλάδα, Μάνη, Γεράκι, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, τέλη 13 ή αρχές 14 αιώνα.
Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού, Θεσσαλονίκη
1981, 36, εικ. 63.
Εικ. 50α: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Πρωτάτο, περίπου 1290.
Ε. Τσιγαρίδας, Α. Ντούρος, Ν. Παπαγεωργίου, Μανουήλ Πανσέληνος: εκ του Ιερού Ναού του
Πρωτάτου, Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη 2008, 252-253, εικ. 121-122.
Εικ. 51: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονής της Χώρας, 1315-1320.
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, τ. 2, The Mosaics, Plates 1-334, New York 1975,
εικ. 92. Βλ. επίσης Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972,
πίν. 135.
Εικ. 52: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονής της Χώρας, 1315-1320.
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, τ. 2, The Mosaics, Plates 1-334, New York 1975,
εικ. 91.
Εικ. 53: Σερβία, Μονή Studenica, Ναός του Βασιλέως Μιλούτιν, 1314.
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 130α, 131β. Βλ.
επίσης Μ. Rajkovic, The King’s Church in Studenica, Beograd 1964, πίν. 22-28.
Εικ. 54: Ελλάδα, Μονή Χελανδαρίου, Καθολικό, 1319 (1320-1321).
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1999, 39, εικ. 9. Βλ. επίσης Σ. Πέτκοβιτς, Εικόνες Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου,
Άγιο Όρος 1997, 33.
Εικ. 55: Ρουμανία, Μπουκοβίνα, Curtea-de-Arges, Άγιος Νικόλαος, 1340-1360.
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 134α.
ος
Εικ. 56: Σκόπια, Αχρίδα, Αγία Σοφία, 14 αιώνας.
Κ. Καλοκύρης, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 136

4. Σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη


ου
Εικ. 57: Ελλάδα, Λακωνία, Σκάλα, Πανηγυρίστρα, Ναός Αγίου Γεωργίου β΄ μισό 10
αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 239, εικ. 11. Βλ. επίσης Α. Γκιαούρη, ΑΔ 35 (1980)

376
Χρονικά Β1, 164 και M. Panayotidi, “La peinture monumentale en Grèce de la fin de
l’iconoclasme jusqu’ a l'avènement des Comnènes”, CahArch 34 (1986), 82.
Εικ. 58: Ελλάδα, Σαντορίνη, Γωνιά, Επισκοπή, περίπου 1181.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 282, εικ. 106. Βλ. επίσης Α. Ορλάνδος, Η ’Πισκοπή της
ης
Σαντορίνης, 1951, εικ. 33 και Φωτ. αρχείο 2 Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Εικ. 59: Ρωσία, Arkazy, Novgorod, Ναός Ευαγγελισμός Θεοτόκου, 1189.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 280, εικ. 99. Βλ. επίσης Ν. Salko, Early Russian painting,
Leningrand 1982, εικ. 117.
Εικ. 60: Ελλάδα, Μεγαρίδα, Αλεποχώρι, Σωτήρας, 1260-1280.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 297, εικ. 135. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες
του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978, εικ. 53.
Εικ. 61: Ελλάδα, Λακωνία, Χρύσαφα, Παναγία, 1290.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 299, εικ. 137. Βλ. επίσης Ν. Β. Δρανδάκης, Παναγία η
Χρυσαφίτισσα (1290), Αθήνα 1983, 20, εικ. 19 και J. Albani, Byzantinische Freskomalerei in
der Kirche Panagia Chrysaphitissa, 1988, εικ. 11.
Εικ. 62: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Άγιοι Απόστολοι, Παρεκκλήσι Προδρόμου, 1328-1334 (1310-
1320).
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 311, εικ. 164. Βλ. επίσης A. Xyngopoulos, Les fresques
de l’église des Saints Apôtres a Thessalonique, Vénice 1971, πίν. XXVII, XXVII, εικ.11, 12.
C. Stephan, Ein byzantinisches Bildensemble. Die Mosaiken und Fresken der Apostelkirche
zu Thessaloniki, Baden-Baden 1986, εικ. 53. Για λεπτομέρεια εικόνας βλ. Μ. Αχειμάστου-
Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 146, εικ. 125.
Εικ. 63: Κόσσοβο, Peć, Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, περίπου 1330.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 314, εικ. 174. Βλ. επίσης G. Babic, Les chapelles
annexes des églises byzantines. Fonction liturgique et programmes iconographiques, Paris
1969, εικ. 105 και M. Ivanocic, L’église de la Vierge Hodigitria au Patriarcat de Pec, 1963,
εικ. 63.
Εικ. 64: Ιταλία, Βενετία, Άγιος Μάρκος, Βαπτιστήριο, πριν από το 1343.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 316, εικ. 178 και 179 αντίστοιχα για την λεπτ. Βλ. επίσης
P. Toeska, F. Forlati, Mosaiques de Saint Marc, Paris 1959, πίν. 41. A. Goodspeed et. al.,
The Rockefeller-Mac Cormick New Testament. III, Chicago 1932, εικ. XXII και R. Tozzi, I
mosaici del Battistero di S. Marco a Venezia e l’arte Bizantina, 1932-1933, εικ. 4, 8.
377
Εικ. 65: Ελλάδα, Σέρρες, Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, 1345-1355.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 321, εικ. 191. Βλ. επίσης A. Ξυγγόπουλος, Αἱ
τοιχογραφίαι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Προδρόμου παρὰ τάς Σέῤῥας, Θεσσαλονίκη 1973,
πίν. 36.
Εικ. 66: Ρουμανία, Μπουκοβίνα, Curtea d’ Arges, Άγιος Νικόλαος, 1360-1370.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 324, εικ. 197. Βλ. επίσης Ο. Tafrali, Monuments
byzantins de Curtea d’ Arges, Paris 1931, πίν. Ι, Χ, 2.
ος
Εικ. 67: Ελλάδα, Κρήτη, ν. Αγίου Νικολάου, επ. Μιραμπέλλου, Κριτσά, Παναγία, 14 αιώνας.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 328, εικ. 206. Βλ. επίσης M. Barboudakis, Panaghia Kera
Fresques byzantines de Kritsa, Athènes 1980, εικ. 31.
Εικ. 68: Ελλάδα, Ικαρία, Τσακωνιτάτα, Κοσοίκια, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, περίπου 1400.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
ης
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 335, εικ. 218 και Φωτ. αρχείο 2 Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων.
Εικ. 69: Ελλάδα, Κρήτη, ν. Ηρακλείου, Βαλσαμόνερο, Άγιος Φανούριος, 1408.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 341, εικ. 231. Βλ. επίσης K. Gallas, K. Wessel, M.
Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 319.

5. Σκηνή του Γάμου της Κανά

Εικ. 70: Τουρκία, Καππαδοκία, Tokali Kilise, α΄ μισό 10ου αιώνα.


I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
157, εικ. 12. Βλ. επίσης A. Wharton Epstein, Tokali Kilise. Tenth-Century Metropolitan Art in
Byzantine Cappadocia, Washington D.C. 1986, 63, εικ. 28.
Εικ. 71: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), 1180.
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 66A.
Εικ. 72: Τουρκία, Τραπεζούντα, Αγία Σοφία, 1260 (1250-1260).
D. T. Rice, The Church of Hagia Sophia at Trabezond, Edimburgh 1968, πίν. 58β. Βλ.
επίσης, ο ίδιος, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 88, πίν. 62.
Εικ. 73: Ελλάδα, Αθήνα, Άγιος Γεώργιος ή Όμορφη Εκκλησία, 1285.
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα, Αθήνα
1971, πίν. 4.
Εικ. 74: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Άγιος Νικόλαος Ορφανού ή ¨των Ορφανών¨, 1310-1320.
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 50. Βλ. επίσης Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι
378
τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings. Αθήνα 2003, εικ. 60. Α.
Ξυγγόπουλος, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964,
εικ. 91, 92 και 178 και Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές
Τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 161-162, εικ. 142.
Εικ. 75: Ελλάδα, Μυστράς, Οδηγήτρια, 1312-1322 (περίπου 1315).
Π. Λ. Βοσκόπουλος, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές Εικόνες, Αθήνα 1995, 155, εικ. 134. Βλ.
επίσης Α. Μπακούρη, Π. Καλαμαρά, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η
Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 2001, 120, εικ. 142 και Φωτ. αρχείο 5η
Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, 2005.
Εικ. 76: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας (Kariye Djami), 1315-1320.
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami, The Mosaics, τ. 2, New York 1975, 231, εικ. 117.
Βλ. επίσης, Ν. Χατζηδάκη, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Αθήνα 1994, 219, εικ. 204.
Εικ. 77: Σκόπια, κοντά στο Čučer, Ναός Αγίου Νικήτα, 1316.
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 20. Βλ. επίσης V. Duric,
Byzantinische Fresken im Yugoslavien, Μόναχο 1976, εικ. 48.
Εικ. 78: Κόσσοβο, Μονή Gračanica, Καθολικό, 1320-1321.
Br. Zivkovic, Gračanica, Les dessings des fresques, Βελιγράδι 1989, 35.
Εικ. 79: Κόσσοβο, Dečan, Μονή Dečani, Ναός του Παντοκράτορα, 1335-1355.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
158, εικ. 13. Βλ. επίσης V. Petkovic-Bockovie, Monastir Dečani, Βελιγράδι 1941, πίν. CCXIV
και G. Babic (επιμ.), Mural Painting of the Monastery of Decani. Material and Studies,
Βελιγράδι 1995, έγχρωμη εικόνα χωρίς αρίθμηση.
Εικ. 80: Σερβία, Ljuboten, Άγιος Νικόλαος, 1337.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, 3, εικ. 7, 8.
ου
Εικ. 81: Ρουμανία, Μπουκοβίνα, Curtea-de-Arges, Άγιος Νικόλαος, 1340-1360 (β΄ μισό 14
αιώνα).
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 17. Βλ. επίσης Ο. Tafrali,
Monuments byzantins de Curtea de Arges, Παρίσι 1931, 128, πίν. LXVIII, 1 & 2.
Φωτογραφικό αρχείο από Institutul de Istoria Artei, Academia Republicii Populare Romine,
Bucharest.
Εικ. 82: Σερβία, Ναός Μονής Kalenić, 1407-1413.
O. Bihalji-Merin, Fresques et Icones: L’art médiéval Serbe et Macedonien, Bruxelles
1958, πίν. 647. Βλ. επίσης A. T. Rice, The Church of Hagia Sophia at Trabezond,
Edimburgh 1968, πίν. ΧΧΧΙΙ.

379
6. Σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των Άρτων & Ιχθύων

Εικ. 83: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), 1180.
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 87A και Β.
Εικ. 84: Τουρκία, Τραπεζούντα, Αγία Σοφία, 1260 (1250-1260).
D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 44, εικ. IV και λεπτ. 89
εικ. 63 & 64.
Εικ. 85: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας (Kariye Djami), 1315-1320.
P. A. Underwood (έκδ.), The Kariye Djami. The Mosaics, Plates 1-334, τ. 2, New York 1975,
εικ. 118.
Εικ. 86, 86α, 86β, 86γ, 86δ: Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας (Kariye Djami),
1315-1320 (Λεπτομέρειες ψηφιδωτού).
P. A. Underwood (ed.), The Kariye Djami. The Mosaics, Plates 1-334, τ. 2, New York 1975,
πίν. 240, 242, 241, 243, 245 αντίστοιχα. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die
letzte Phase, Frankfurt 1968, εικ. 106.
ος
Εικ. 87: Βουλγαρία, Σόφια, Αγία Σοφία, 14 αιώνας.
A. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, Paris 1928, τ. 2, εικ. 3.
ου
Εικ. 88: Σερβία, Ναός Μονής Kalenić, β΄ μισό 14 αιώνα.
O. Bihalz Merin, Fresques et Icones c’ ert Medieval Serbe et Macedonien, Μόναχο 1959,
πίν. 647. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968,
188, πίν. ΧΧΧΙΙ. P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry
Cycles, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 26. Και V. R.
Petkovic, Z. Tatic, Manastir Kalenic, Vrsac 1926, 60, εικ. 51.
ου
Εικ. 88α: Ρουμανία, Μπουκοβίνα, Curtea-de-Arges, Άγιος Νικόλαος, 1340-1360 (β΄ μισό 14
αιώνα).
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 22.

7. Σκηνή Μυστικού Δείπνου


ος
Εικ. 89: Τουρκία, Καππαδοκία, Karanlik Kilise, 11 αιώνας.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
149, εικ. 2. Βλ. επίσης Ν. Thierry, “Une iconographie inédite de la Cène dans un réfectoire
rupestre de Cappadoce”, REB 33 (1975), (η ίδια, Peintures d'Asie Mineure et de
Transcaucasie aux Xe et Xle’s, Λονδίνο, 1977, αρ. Χ), 177-185, εικ. 2, 6, σχέδιο, Β και εικ. 5,
σχέδιο, Α.
ος
Εικ. 90: Ελλάδα, Φωκίδα, Μονή Οσίου Λουκά, 11 αιώνας.
Ευστ. Γ. Στίκας, Τὸ Οἰκοδομικὸν Χρονικὸν τῆς Μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ Φωκίδος, Αθήνα 1970,
πίν. 86α & β.

380
Εικ. 91: Νότια Ιταλία, Καπούη, (Capua), Μονή Sant' Angelo in Formis, β΄ μισό 11ου αιώνα.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
160, εικ. 16. Βλ. επίσης Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 22-23, εικ. 6.
Εικ. 92: Ιταλία, Λέτσε, Οτράντο (Otranto), Άγιος Πέτρος (San Petro), 1100.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
148, εικ. 1. Βλ. επίσης R. Ferioli-Campanati, La cultura artistica nelle regioli byzantine d’Italia
dal VI all’XI secolo, I Bizantini in Italia, Milano, 1982, εικ. 181 και C. Bertelli, La pittura in Italia
L'Altomedioevo, Milano 1994, εικ. 380.
Εικ. 93: Κύπρος, Νικητάρι (περιοχή Σολέα), Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, 1106.
I. Anagnostakis I. – T. Papamastorakis T. “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
150, εικ. 4. Βλ. επίσης Α. Cutler, J-M. Spieser, Byzance médiévale 700-1204, Παρίσι 1996,
εικ. 248.
Εικ. 94: Ρωσία, Pskov, Μονή Mirojsky, Καθεδρικός ναός Μεταμορφώσεως, 1156.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 118, εικ. 52β και λεπτομέρεια, 66, εικ.18.
Εικ. 95: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), 1180.
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 68.
Εικ. 96: Κύπρος, Τάλα Πάφου, Εγκλείστρα, σπήλαιο Μονής Αγίου Νεοφύτου, 1196 (1183).
Ε. Σταμπόγλη, Πρόσκληση σε γεύμα, κεφ. Τα γεύματα στο παλάτι, Αθήνα 1997, 46. Βλ.
επίσης για λεπτομέρεια εικόνας, Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα,
Λόγος και Σάρκα του Θεού, Αθήνα 1999, 147, εικ. 66.
ος
Εικ. 97: Ελλάδα, Μάνη, Τσόπακα, Άγιος Θεόδωρος, 12 αιώνας.
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995, 200, πιν. 1 και
44, εικ. 10.
Εικ. 98: Ελλάδα, Λακωνία, Μέσα Μάνη, Δίπορο, Άνω Μπουλαριοί, Ναός Αϊ – Στράτηγος
ος
(Αρχάγγελου Μιχαήλ ή Μιχαήλ Αρχιστράτηγος), 12 αιώνας.
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1964, πίν. 34α. Βλ.
επίσης Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece,
Pretoria 1982, εικ. 305.
ος
Εικ. 99: Ελλάδα, Λακωνία, Γεράκι, Άγιος Αθανάσιος, 12 αιώνας.
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church,
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 142, εικ. 12. Βλ.
επίσης N. Μουτσόπουλος, Γ. Δημητροκάλλης, Γεράκι: οι Εκκλησίες του οικισμού = géraki :
les églises du bourgade, Θεσσαλονίκη 1981, 156, εικ. 241.
ου
Εικ. 100: Ιταλία, Βενετία, Άγιος Μάρκος (San Marco), τέλη 12 αιώνα.
Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 36-37, εικ. 56.
381
Εικ. 101: Ελλάδα, Αθήνα, Παρεκκλήσι ναού Αγίου Γεωργίου ή Όμορφης Εκκλησίας, 1285.
Αγ. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησίας στην Αθήνα, Τετράδια
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Αρ. 1, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία (XAE),
Αθήνα 1971, πίν. 49.
Εικ. 102: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Πρωτάτο, περίπου 1290.
Ε. Τσιγαρίδας, Α. Ντούρος, Ν. Παπαγεωργίου, Μανουήλ Πανσέληνος: εκ του Ιερού Ναού του
Πρωτάτου, Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη 2008, 184-185, εικ. 64-65 και για λεπτ. 186, εικ.
66. Βλ. επίσης G. Millet, Monuments de l'Athos relèves avec le concours de l'armée
française d'Orient et de l'Ecole franaise d'Athènes, Paris 1927, pl. 26.1. Και Μ. Σωτηρίου, «Η
Μακεδονική Σχολή και η λεγόμενη Σχολή Μιλούτιν (πίν. 1-21)», ΔΧΑΕ 5 (1969), 32, πίν. 2. Α.
Xyngopoulos, Ph. Zachariou, Manuel Panselinos, Athens 1956, 23.
Εικ. 103: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, 1310-1320.
Ά. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 32. Βλ. επίσης Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου
Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, 20, εικ. 37, ΙΙΙ. 6. Χ. Ν. Μπακιρτζής, Άγιος Νικόλαος
Ορφανός: οι τοιχογραφίες = Ayios Nikolaos Orphanos : The Wall Paintings, Αθήνα 2003.
Εικ. 104 & 104α: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπαιδίου, 1312.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικονογραφία του Μυστικού Δείπνου,
Αθήνα 1999, 126, εικ. 54. Βλ. επίσης G. Millet, Monuments de l'Athos relèves avec le
concours de l'armée française d'Orient et de l'Ecole franaise d'Athènes, Paris 1927, pl. 90.1.
Και E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, 254-277. Ν. Πανσέληνου,
Βυζαντινή Ζωγραφική, Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, Αθήνα 2010, 242, εικ. 126.
Εικ. 105: Σκόπια, Staro Nagoričano, Καθολικό Μονής Αγίου Γεωργίου, Σκόπια, 1317.
G. Millet, Recherches sur l’iconographie de l'Évangile aux XlVe, XV et XVJe siècles d’après
η
les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Athos, Ε. De Boccard (2 έκ.), Παρίσι
1960, εικ. 645. Βλ. επίσης Β. Todić, Staro Nagoričino, Βελιγράδι 1993, 132, εικ. 40. Και Μ.
Σωτηρίου, «Η Μακεδονική Σχολή και η λεγόμενη Σχολή Μιλούτιν (πίν. 1-21)», ΔΧΑΕ 5
(1969), 31, πίν. 1.
Εικ. 106: Ελλάδα, Μονή Χιλανδαρίου, Καθολικό, 1320-1321.
G. Millet, Monuments de l'Athos relèves avec le concours de l'armée française d'Orient et de
l'Ecole franaise d'Athènes, Paris 1927, pl. 68.1.
ος
Εικ. 107: Ελλάδα, Μυστράς, Περίβλεπτος, 1350 (β΄ μισό 14 αιώνας) (γ΄ τέταρτο).
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Αθήνα 1952, πίν. Α΄, εικ. 2. Βλ.
επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, εικ. ΧΧVIII. (D.
T. Rice, Byzantine Painting: The Last Phase. Weidenfeld & Nicolson, London 1968.). J.
Köder, Η καθημερινή διατροφή στο Βυζάντιο με βάση τις πηγές, Πρακτικά Ημερίδας «Περί
της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 18, εικ. 1. G. Millet, Monuments byzantins de
Mistra, Paris 1910, 158, πίν. 120.2 και Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο
382
Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, κεφ. Το Βυζαντινό Τραπέζι, Αθήνα 2001, 94-95, εικ. 109
ης
(Φωτ. Αρχείο 5 Ε.Β.Α.).
Εικ. 108: Σκόπια, Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), Ναός Αγ. Δημήτριος, 1366-1371.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, pl. 83, εικ. 156.
ου
Εικ. 108α: Ελλάδα, Έδεσσα, Παλαιά Μητρόπολη, γ΄ τέταρτο 14 αιώνα.
Δ. Κατσαβέλης, Ο εικονογραφικός κύκλος των Παθών του Χριστού στους ναούς τςη
Μακεδονίας κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, Θεσσαλονίκη 2014, 174, εικ. 4.
Εικ. 109: Βουλγαρία, Μονή Κρεμίκοβτσι, (Kremikovci), Άγιος Γεώργιος, 1493.
A. Grabar, Le peinture religieuse en Bulgarie, τ. Ι (Texte), τ. ΙΙ (Album), Paris 1928. Βλ.
επίσης Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ, exploringbyzantium.gr, Τα εν οίκω…εν δήμω –
Διατροφή στο Βυζάντιο, 6 Αυγούστου 2013.

8. Σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς

Εικ. 110: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), 1180.
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 73A. Photo Anderson. Βλ.
επίσης I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography,
Λονδίνο 1996, 282, εικ. 10.
Εικ. 111: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), 1180.
O. Demus, The Mosaics of Norman Sicily, London 1949, εικ. 73B. Photo Anderson. Βλ.
επίσης I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography,
Λονδίνο 1996, 282, εικ. 11.
Εικ. 112: Σκόπια, Αχρίδα, Παναγία Περίβλεπτος, 1294-1295.
P. Miljkovic-Pepek, Deloto na zografite Mihailo i Eutihij, Σκόπια 1967, 50, σχέδ. III. 14. Για το
εικονογραφικό θέμα του Δείπνου εις Εμμαούς, Bλ. G. Millet, Recherches sur l’iconographie
de l’Évangile aux XlVe, XV et XVJe siècles d'après les monuments de Mistra, de la
Macédoine et du Mont-Athos, Παρίσι 1960, 641-643. Κ. Wessel, “Die Erscheinungen des
Auferstandenen“, RbK 2, στ. 386-387. G. Schiller, Ikonographie der christlichen Kunst, 3,
Gütersloh 1971, 101-103. Β. Todic, Serbian Medieval Painting, 143.
Εικ. 113: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Πρωτάτο, περ. 1300.
Ν. Ζάρρας, «Ο Χριστός ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», ΔΧΑΕ (2007), Περίοδος Δ', Τόμος ΚΗ', 220, εικ. 7.
Εικ. 114: Κόσσοβο, Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, Prizren (Bogorodìca Ljeviška,
Παναγία της Ljeviš), (1309-1313) 1310.
D. Panic, G. Babic, Bogorodìca Ljeviska, Βελιγράδι 1975, 56, πίν. XXII, σχέδ. 7, 122. Βλ.
επίσης Β. Todic, Serbian Medieval Painting, The Age of King Milutin, Βελιγράδι 1999, 142-
143, εικ. 77. I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography,
Λονδίνο 1996, 283, εικ. 13.
Εικ. 115: Σκόπια, Staro Nagoričano, Καθολικό Μονή Αγίου Γεωργίου, 1317-1318.
G. Millet, Recherches sur l’iconographie de l'Évangile aux XlVe, XV et XVJe siècles d’après
η
les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Athos, Ε. De Boccard (2 έκ.), Παρίσι
383
1960, εικ. 645. Βλ. επίσης Β. Todić, Staro Nagoričano, Βελιγράδι 1993, 132, εικ. 40. Και I.
Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography, Λονδίνο 1996,
283, εικ. 12.
Εικ. 116: Κόσσοβο, Μονή Gračanica, Καθολικό, 1319-1321.
S. Radojcic, «Les fresques de Gračanica», στο L’art byzantin au début du XIVe siècle.
Symposium de Gračanica, Βελιγράδι 1978, εικ. 3. Β. Zivkovic, Gračanica. Les dessins des
fresques (Les monuments de la peinture serbe médiérvale 7), Βελιγράδι 1989, σχέδ. IV.7.
Βλ. επίσης I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography,
Λονδίνο 1996, 281, εικ. 9. Β. Todic, Gračanica. Slikarstvo, Βελιγράδι 1988, 124, πίν. VI. Ο
ίδιος, Serbian Medieval Painting, πίν. XXXI.
Εικ. 117: Σκόπια, Kučevište, 1330.
I. Djordjevic, «Slikarstvo XIV veka u crkvi sv. Spasa u selu Kucevistu», ZLU 17 (1981), 98,
εικ. 24. Βλ. επίσης Ν. Ζάρρας, «Ο Χριστός ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», (2007), Περίοδος Δ', Τόμος
ΚΗ', 219, εικ. 6.
Εικ. 118: Κόσσοβο, Dečan, Μονή Dečani, Ναός του Παντοκράτορα, 1345-1350.
V. R. Petkovic, La peinture serbe du Moyen Âge, Ι, Βελιγράδι 1930, πίν. 99a. V. R. Petkovic,
D. Boskovic, Manastir Dečani, Π, Βελιγράδι 1941, πίν. CCXVIII. Β. Popovic, “Program
zivopisa ou Oltarskom prosturu”, στο Zidno slikarstvo manastira Decana. Grada i studije,
Βελιγράδι 1995, εικ. 7.
Εικ. 119: Ρουμανία, Μπουκοβίνα, Curtea-de-Arges, Άγιος Νικόλαος, 1380-1385.
Ο. Tafrali, Monuments byzantines de Curtéa de Arges: Atlas 12 planches en couleurs et 146
planches en noir, P. Geuthner, Παρίσι 1931, πίν. XXVIII. 1. M. Musicescu, G. Ionescu,
Biserica domneascä din Curtea de Arges, Βουκουρέστι 1976, 61, πίν. α.
ου
Εικ. 120: Ελλάδα, Βροντήσι, Κρήτη, Άγιος Αντώνιος, τέλη 14 αιώνα.
Κ. Gallas, Κ. Wessel, Μ. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, Μόναχο 1983, εικ. 71. Βλ.
επίσης I. Spatharakis, “An Exceptional Representation of the Supper at Emmaus in the
Church of St. Antonios at Vrontisi, Crete”, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and
Iconography, Λονδίνο 1996, 276-278, εικ. 2-4.

9. Σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

Εικ. 121: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Ναός Παναγίας των Χαλκέων, 1030-1040.


Δ. Ε. Ευαγγελίδη, Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη 1954, πίν. 12.
Εικ. 122: Ρωσία, Κίεβο, Αγία Σοφία, 1037 (1043-1046).
V. Lazarev, Old Russian Murals und Mosaics from the XI to XVI Century, London 1966, 39 f,
πίν. 21-24.
Εικ. 123: Σκόπια, Αχρίδα, Αγία Σοφία, 1037-1056.
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 53,
εικ. 24. Βλ. επίσης R. Hamann, Mac Lean, H. Hallensleben, Die monumental Malerei in
Serbien und Makedonien vom I, 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Gieben 1963, πίν. 4
384
(1,3:ΙΙ 20-23 και ΙΙΙ 1) και Α. Grabar, “Les peintures dans le chœur de Sainte Sophie
d’Ochrid“, CA 15 (1965) 257-265, 259f.
Εικ. 124: Κύπρος, Νικητάρι (περιοχή Σολέα), Ναός Παναγίας Φορβιώτισσας ή Ασίνου, 1105-
1106.
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 54,
εικ. 25. Βλ. επίσης Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και
Σάρκα του Θεού, Αθήνα 1999, 75, εικ. 29.
Εικ. 125: Ρωσία, Pskov, Μονή Mirojsky, Καθεδρικός ναός Μεταμορφώσεως, 1156.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 68, εικ. 21.
Εικ. 126: Ελλάδα, Πάτμος, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, 1185-1190 (1200).
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 149, εικ. 67. Βλ. επίσης Α. Κ. Orlando, The architecture and the frescoes of
Patmos, ελληνικά, Αθήνα 1970, εικ. 80 και Κ. Μ. Skawran, The Development of Middle
Byzantine Fresco Painting in Greece, University of South Africa, Pretoria 1982, εικ. 347.
Εικ. 127: Σερβία, Μονή Στουντένιτσα (Studenica), Ναός Παναγίας, 1208-1209.
V. Petkovic, La peinture serbe du moyen âge, Belgrand, Musée d’histoire de l’art
Monuments serbes, VI, Beograd 1930, εικ. 3 & 4.
Εικ. 128: Σερβία, Μονή Sopoćani, 1265.
D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt 1968, 80, εικ. ΧΙΙΙ.
ος
Εικ. 129: Κύπρος, Πέρα Χωριό, Ναός Αγίων Αποστόλων, 12 αιώνας.
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 70, εικ. 23.
ος
Εικ. 130: Κύπρος, Πέρα Χωριό, Ναός Αγίων Αποστόλων, 12 αιώνας.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 165, εικ. 73.
ου
Εικ. 131: Κύπρος, Κάτω Λεύκαρα, Ναός Αρχάγγελου Μιχαήλ, τέλη 12 αιώνα.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 71, εικ. 24.
ου
Εικ. 132: Κύπρος, κοντά στο Μονάγρι, Ναός Παναγίας, τέλη 12 αιώνα.
Μ. Quenot., Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 273, εικ. 134.
Εικ. 133: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου, 1303.
Τ. Βολονάκη (επιμ.), Η Παλαιολόγεια Ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985, εικ.
2. Βλ. επίσης Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου
(1302/3) στον ναό του Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 2008, εικ. 47, 49.
Εικ. 134: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου, 1303.
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι Τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3) στον ναό
του Αγίου Δημητρίου, Έργο του Μανουήλ Πανσέληνου στην Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη
385
2008, εικ. 46. Βλ. επίσης D. T. Rice, Byzantintische Malerei. Die letzte Phase, Frankfurt
1968, εικ. 79.
Εικ. 135: Κόσσοβο, Prizren, Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου (Bogorodica Ljeviska), 1309-1313.
D. Panic, G. Babic, Bogorodìca Ljeviska, Βελιγράδι 1975, 56, πίν. XXII, σχέδ. 7, 122. Και Β.
Todic, Serbian Medieval Painting, The Age of King Milutin, Βελιγράδι 1999, 142-143, εικ. 77.
Εικ. 136: Σκόπια, Staro Nagoričano, Μονή Αγίου Γεωργίου, 1317-1318.
P. Miljkovic-Pepek, L’Oeuvre des Peinters, Michel et Eutych, Skopie 1967, εικ. CXVI.
Εικ. 137: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, 1310-1320.
Α. Ξυγγόπουλος, Οι Τοιχογραφίες του Αγ. Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964,
39, εικ. 72, Ι.7 και εικ. 73, Ι.8, αντίστοιχα. Βλ. επίσης για την μετάληψη των Αποστόλων, Μ.
Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 159, εικ.
139.
ου
Εικ. 137α: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Χιλανδαρίου, Καθολικό, αρχές 14 αιώνα (1318-1321).
G. Millet, Monuments de l'Athos releves avec le concours de l'armee francaise d'Orient et de
l'Ecole franaise d'Athenes, Paris 1927, pl. 62.4
ου
Εικ. 138: Σερβία, Ναός Μονής Gračanica, αρχές 14 αιώνα (1310-1320).
O. Demus, The Style of the Kariye Djami and its Place in the Development of Palaeologan
Art, στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 36. Federal
Institute for the Protection of Historical Monuments, Belgrade.
Εικ. 139: Σερβία, Ljuboten, Ναός Αγίου Νικολάου, 1337.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 1, εικ. 3.
Εικ. 140: Σκόπια, Μονή Lesnovo, Ναός Αγίων Ταξιαρχών, 1347 (1341-1348).
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 6, εικ. 13.
Εικ. 141: Σκόπια, Μονή Lesnovo, Ναός Αγίων Ταξιαρχών, 1347.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 5, εικ. 15.
Εικ. 142: Σκόπια, Μονή Lesnovo, Ναός Αγίων Ταξιαρχών, 1347.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 6, εικ. 14.
Εικ. 143: Σερβία, Μονή Mateić (Mateiča), Ναός Παναγίας, 1356-1360.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 31, εικ. 63.
Εικ. 144: Σερβία, Μονή Mateić (Mateiča), Ναός Παναγίας, 1356-1360.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 31, εικ. 64.
Εικ. 145: Σκόπια, Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), Ναός Αγίου Δημητρίου, 1366-
1371.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 81, εικ. 154.
Εικ. 146: Σκόπια, Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), Ναός Αγίου Δημητρίου, 1366-
1371.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 81, εικ. 155.
Εικ. 147: Σερβία, Ναός Αναλήψεως, Ravanića, 1376 (1387).

386
Ι. D. Stefanescu, L’illustration des Liturgies dans l’art de Byzance et de l'Orient, II, 1936, 74,
πίν. XXVIII.
ου
Εικ. 148: Βουλγαρία, Μονή Zemen, Ναός Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μέσα 14 αιώνα.
Bulgarian Monasteries, Tourist Reklama, Sofia 1999, 30, εικ. 3 και λεπτ. 29, εικ. 1.
ου
Εικ. 149: Ελλάδα, Καστοριά, Άγιος Νικόλαος Τζώτζα, γ΄ τέταρτο 14 αιώνα.
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,
Θεσσαλονίκη 1999, 253, εικ. ΙV.
ου
Εικ. 150α & β: Ελλάδα, Κρήτη, Βροντήσι, Άγιος Αντώνιος, τέλη 14 αιώνα.
Τ. Παπαμαστοράκης, «Η μορφή του Χριστου-Μεγάλου Αρχιερέα», ΔΧΑΕ 17 (1993-1994),
68, εικ. 1. Βλ. επίσης Κ. Gallas, Κ. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München,
1983, 120, εικ. 71. I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and
Iconography, Λονδίνο 1996, 290, εικ. 26, 27, αντίστοιχα.

10. Σκηνές από Γεννήσεις

α. Χριστού
ος
Εικ. 151: Σικελία, Παλέρμο, Capella Palatina (Βασιλικό παρεκκλήσι), 12 αιώνας (γύρω στο
1143).
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση του Κυρίου, 2004, 102, εικ. 20.

β. Άβελ
ος
Εικ. 152: Ιταλία, Βενετία, Άγιος Μάρκος, 13 αιώνας.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, πίν. 20, εικ. 52. Φωτ. Alinari.

γ. Αγίου Νικολάου
Εικ. 153: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού, 1310-1320.
Α. Τσιτουρίδου, Ο Ζωγραφικός Διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1986, πίν. 63.
Εικ. 154: Σκόπια, Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), Ναός Αγίου Δημητρίου, 1366-
1371.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1954, πίν. 105, εικ. 189.

11. Σκηνές από Θαύματα

Εικ. 155: Ελλάδα, Μυστράς, Μητρόπολη, 1270-1285.


Μ. Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 119,
εικ. 95, 119. Βλ. επίσης Π. Καλαμαρά, «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές προτιμήσεις στο
βυζάντιο», Αρχαιολογία 7 Τέχνες 116, Σεπτέμβριος 2010, 12, εικ. 5.
Εικ. 156: Σκόπια, Μονή Lesnovo, Ναός Αγίων Ταξιαρχών, 1349.

387
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie, Paris 1969, pl. 5, εικ. 16. Βλ. επίσης
Αρχιμ. Σίλας Κουκιάρης, Τα Θαύματα – Εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην
Βυζαντινή Τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα – Γιάννινα 1989, εικ. 17δ΄.

12. Σκηνές από Γεύματα – Συμπόσια

Εικ. 157: Σικελία, Παλέρμο, Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), Ο
Χριστός στο σπίτι του Λαζάρου, 1180.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
164, εικ. 19. Βλ. επίσης Ε. Kitzinger, I mosaic del period normanno in Sicilia, V, il Duomo di
Monreale. I mosaici delle navale, Palermo 1996, εικ. 242 και 245.
ου
Εικ. 158: Ελλάδα, Μέσα Μάνης, Ναός Παναγίας Επισκοπής, Γεύμα του Θεοπίστου, τέλη 12
αιώνα.
Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήνα 1995, 200, πίν. 47 και
220, εικ. 46 (λεπτ.). Βλ. επίσης ο ίδιος, Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, πίν. 88α.
Και I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
151, εικ. 5 και λεπτ.
Εικ. 159: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Καθολικό Μονής Βατοπεδίου, Η Ουράνια Κλίμακα ή Η
Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ, 1312.
Η. Magure, "A Fruit Store and an Aviary": Images of Food in House, Palace, and Church,
Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005, 143, εικ. 13. Βλ.
επίσης I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
166, εικ. 21. Και E. N. Τσιγαρίδας, Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες, στην: Ιερά
Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση – Ιστορία – Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, τόμ. β΄, εικ.
231.

388
Β. ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

ου
Εικ. 160: Γεωργία, Zarzma, Μουσείο Τυφλίδας, Γέννηση Παναγίας, αρχές 11 αιώνα.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 21, εικ. 55. Icône de Zarzma, Nativité de la Vierge
(d'après CUBINASVILI, Orfèvrerie géorgienn).
Εικ. 161: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Τέσσερεις σκηνές των παθών: Νιπτήρ,
ος
Μυστικός Δείπνος, Προσευχή, Προδοσία, 12 αιώνας (1080-1200).
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, V. Εικόνες εποχής Κομνηνών, τ. α΄, Εικόνες,
Αθήνα 1956, V, εικ. 66.
Εικ. 162: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Η άλλη όψη του πολύπτυχου,
αμφιπρόσωπο φύλλο από Μηνολόγιο Φεβρουαρίου, με έντεκα σκηνές των Παθών ,
ος
12 αιώνας.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, VII, εικ. 145.
Εικ. 163: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Φορητή Εικόνα της Θεοτόκου. Σκηνές
ος
των Θαυμάτων και των Παθών του Χριστού, 12 αιώνας.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, VII, εικ. 146.
Εικ. 164: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σκηνές των Θαυμάτων και των Παθών
ος
του Χριστού, Η Βλαχερνίτισσα, ο εν Κανά γάμος, 12 αιώνας.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, VII, εικ. 147.
ος
Εικ. 165: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, λεπτομέρεια εικ. 164, 12 αιώνας.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, VII, εικ. 148.
Εικ. 166: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Η Γέννηση της Παρθένου, λεπτομέρεια
ος
εικόνας ημερολογίου, 12 αιώνας.
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 42, εικ. 10.
Εικ. 167: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Πέντε σκηνές του βίου της Θεοτόκου,
ος ος
Τμήμα επιστυλίου εικονοστασίου, 11 -13 αιώνας.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, VI. Εικόνες Επιστυλίου
ου ου
Εικονοστασίων 11 –13 αι. Αθήνα 1956, εικ. 99.
Εικ. 168: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Γέννηση της Θεοτόκου, Εισόδια,
ος ος
λεπτομέρεια εικόνας Επιστυλίου, 11 -13 αιώνας.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 22, εικ. 58, φωτ. Michigan-Princeton-Alexandria. Βλ.
επίσης Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, VI. Εικόνες Επιστυλίου
ου ου
Εικονοστασίων 11 –13 αι. Αθήνα 1956, εικ. 101 και για λεπτ. 168, εικ. 180.
Εικ. 169: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Άγιος Νικόλαος μετά σκηνών του βίου
ος
και των θαυμάτων αυτού, 12 αιώνας.

389
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, VII. Εικόνες Αγίων Σιναϊτών, Αγίων
ου ου
μετά προσωπογραφιών και μετά Σκηνών του Βίου αυτών 12 – 15 αι., Αθήνα 1956, VII,
εικ. 167.
ου
Εικ. 170: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπαιδίου, Μυστικός Δείπνος, β΄ μισό 12 αιώνα.
E. N. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Βυζαντινές
Εικόνες και Επενδύσεις, Άγιο Όρος 2006, 71, εικ. 44. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄, Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1991, εικ. 306.
Εικ. 171: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σταύρωση μετά σκηνών του
Δωδεκαόρτου και των Παθών, Παλαιολόγεια εποχή.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, Χ, εικ. 205.
Εικ. 172: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, λεπτομέρεια εικ. 171, Παλαιολόγεια
εποχή.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Αθήνα 1956, Χ, εικ. 206.
Εικ. 173: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος με σκηνές
ου
της ζωής του, αρχές 13 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 286, εικ. 113. Βλ. επίσης Γ. & M. Σωτηρίου, Εικόνες της
ο ο
Μονής Σινά, Αθήνα 1956, εικ. 168 και Ντ. Μουρίκη, Εικόνες από τον 12 ως τον 15 αιώνα,
Σινά. Οι θησαυροί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα 1990, εικ. 52.
Εικ. 174: Αίγυπτος, Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Γενέσιον Θεοτόκου, Εισόδια,
Παλαιολόγεια εποχή.
Γ. & Μ. Σωτηρίου, Εικόνες της Μονής Σινά, τ. α΄, Εικόνες, Χ. Εικόνες Παλαιολόγειου εποχής,
Αθήνα 1956, Χ, εικ. 236.
ος
Εικ. 175: Γερμανία, Μόναχο, Μουσείο Μονάχου (Bayerrisches), Γέννηση Παναγίας, 14
αιώνας.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 26, εικ. 66.
ου
Εικ. 176: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Χιλανδαρίου, Εισόδια Θεοτόκου, αρχές 14 αιώνα.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Β΄ έκδ., Θεσσαλονίκη 1997, 2.15.
ος
Εικ. 177: Β. Ρωσία, Vladimir, Μουσείο Vladimir-Suzdal, Φιλοξενία του Αβραάμ, 14 αιώνας.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
280, εικ. 180. Βλ. επίσης Κ. Onasch, Α. Schnieper, Ikonen. Fascination und Wirkligkeit,
Freiburg 1995, 77.
Εικ. 178: Ελλάδα, Αθήνα, Βυζαντινό Μουσείο, Φιλοξενία του Αβραάμ, «Ἐπὶ σοῖ χαίρει...», β΄
ου
μισό 14 αιώνα.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
209, εικ. 109. Βλ. επίσης Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ε. Κυπραίου, Εικόνες Βυζαντινού
Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1998, αρ. 23, λεπτομέρεια.

390
Εικ. 179: Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Μονή Βλατάδων, Έξι σκηνές των Παθών, Μυστικός
ου
Δείπνος, β΄ μισό 14 αιώνα.
Μ. Αχείμαστου – Ποταμιανού, Ελληνική Τέχνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα 1994, 94,
εικ. 94.
Εικ. 180: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπαιδίου, Καθολικό, Φιλοξενία του Αβραάμ, τέλη
ου
14 αιώνα.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
246, εικ. 149. Βλ. επίσης Α. Grabar, Les Revetments en or et en argent des Ivones
byzantines du Moyen Age, Venice 1975, πιν. D και Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της
Φιλοξενίας του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964),
89, πίν. 37, εικ. 1 και Βλ. M. Chatzidakis, L’icône byzantine, Saggi e Memorie di Storia
dell'Arte, Fondazione G. Cini, II, Βενετία 1959, 33 και 36-37, εικ. 22-230.
ου
Εικ. 181: Ελλάδα, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, Φιλοξενία του Αβραάμ, τέλη 14 αιώνα.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη, 2005,
246, εικ. 150 και λεπτ. 290, εικ. 201. Βλ. επίσης Ντ. Μουρίκη, «Η παράστασις της Φιλοξενίας
του Αβραάμ σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39)», ΔΧΑΕ (1964), 89, πίν. 36,
εικ. 2 και Α. Ξυγγοπούλου, Μουσείον Μπενάκη, Κατάλ. Εικόν., 4-6, αριθ. 2, πίν. 5. Έγχρωμη
απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine, 192 και στο Η. Skrobucha, Meisterwerke der
Ikonenmalerei, Essen 1961, 75.
ου
Εικ. 181α: Ελλάδα, Αθήνα, Βυζαντινό Μουσείο, Γέννησης Προδρόμου, μέσα 15 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 345, εικ. 239 και Ν. Χατζηδάκη, Γέννηση Παναγίας –
Γέννηση Προδρόμου. Παραλλαγές και αποκρυστάλλωση ενός θέματος στην κρητική
ου ου
εικονογραφία του 15 – 16 αιώνα, 1982-1983, 127-178, εικ. 2.

391
Γ. ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

1. Σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Εικ. 182: Βρετανία, Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Ψαλτήρι, αρ. 19352, φ. 62ν, 1066.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
233, εικ. 131. Βλ. επίσης S. Der Nersessian, L’Illustration des Psautiers du Moyen Age, II,
Paris 1970, εικ. 101.
Εικ. 183: Ισραήλ, Ιεροσόλυμα, Βιβλιοθήκη Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Ειλητάριο Θείας
Λειτουργίας, αρ. 109, Τιμίου Σταυρού, περίπου 1070.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
234, εικ. 133. Βλ. επίσης Π. Bοκοτόπουλου, Μικρογραφίες των βυζαντινών χειρογράφων του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Αθήνα - Ιεροσόλυμα 2002, εικ. 54.
Εικ. 184: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Ψαλτήρι, Βαρβερινός κώδ. 372, 1092.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
234, εικ. 132 και 288, εικ. 198, λεπτ. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg
1984, 31.
Εικ. 185: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Ιβήρων, Εικονογραφημένο χειρόγραφο, κώδ. αρ. 5, φ.
ος
457β, 12 αιώνας.
Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 57.
ος
Εικ. 186: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Οκτάτευχος, Vat. gr. 746. 9, 12 αιώνας.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005.
Εικ. 187: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, κώδ. 1242, φ. 123ν, 1371-1375.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
245, εικ. 147, εικ. 148 λεπτ. Βλ. επίσης Ι. Spatharakis, The Portrait in byzantine Illuminated
Manuscripts, Leiden 1976, 131 και Ντ. Μουρίκη, Η παράστασις της Φιλοξενίας του Αβραάμ
σε μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου (πιν. 33-39), 1964, πίν. 36, εικ. 1 (λεπτ.) Βλ. Η.
Οmont, Miniatures des plus anciens manuscrits Grecs de la Bibliothèque Nationale, Παρίσι
1929, 59, πίν. CXXVIIb, έγχρωμη απεικόνιση: Α. Grabar, La Peinture Byzantine (Skira),
Γενεύη 1953, 184.

2. Σκηνές από Γεννήσεις

α. Σαμψών
ος
Εικ. 188: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπεδίου, Οκτάτευχος, κώδ. 602, φ. 436β, 13
αιώνας.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις,
επίτιτλα, αρχικά γράμματα, τ. Δ΄, Αθήνα 1991, εικ. 169. Βλ. επίσης Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά
Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν.35α.

392
β. Προδρόμου

Εικ. 189: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (Bibliothèque Nationale, Paris),
ου
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 106v, β΄ μισό 11 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 260, εικ. 54. Βλ. επίσης Η. Οmont, Evangiles avec
peintures du XIe siecle, ΙI, Paris 1908, πίν. 94.
Εικ. 190: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Διονυσίου, Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, fol. 154v, δ΄
ου
τέταρτο 11 αιώνα.
Σ. Πελεκανίδης, Π. Χρήστου, Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδάς, Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα,
ΙV, Αθήνα 1974-1991, εικ. 268 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός
κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 255, εικ. 43. Βλ.
επίσης Κ. Weitzmann, An Imperial Lectionary in the Monastery of Dionysiou on Mount
Athos. Its Origin and its Wanderings. Revue des ‘Etudes Sud-Est Eurpeennes 3, 1969,
239-253, ανατύπωση Byzantine Liturgical Psalters and Gaspels, London 1980, εικ. 4, και
Τ. Masuda, Η εικονογράφηση του χειρογράφου, αρ. 587μ της Μονής Διονυσίου στο Άγιο
Όρος. Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών Ευαγγελισταρίων, Θεσσαλονίκη 1990, 126-
127.
Εικ. 191: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (Bibliothèque Nationale, Paris),
ου
Μηνολόγιο, gr. 1528, fol. 197r, τέλη 11 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 265, εικ. 66. Βλ. επίσης Η. Bordier, Description des
peintures et autres ornements des manuscrits grecs de la Bibliothèque Nationale, Paris
1883, 324 και N. Patterson-Sevcenko, Illustrated Manuscripts of the Metaphrastian
Menologion, Chicago and London 1990, 143, 4C1.
Εικ. 192: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπαιδίου, Τετραευαγγέλιο, κώδ. 975, φ. 120v, τέλη
ου
11 αιώνα.
Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Εικονογραφικά θέματα από τον κώδικα αρ. 762 της Μ.
Βατοπεδίου, Κληρονομία 6, τχ. β΄, 1974, εικ. 6. Βλ. επίσης Σ. Πελεκανίδης, Π. Χρήστου Χ.
Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδάς, Αικ. Καλαμαρτζή-Κατσαρού, Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα, τ.
Δ΄, Αθήνα 1991, εικ. 300 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος
του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 287, εικ. 115.
ος ος
Εικ. 193: Ιταλία, Πάρμα, Τετραευαγγέλιο, Palat. 5. fol. 137r, 11 – 12 αιώνας.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 264, εικ. 64. Βλ. επίσης V. Lazarev, Storia della pittura
bizantina, Torino 1967, εικ. 244.

393
Εικ. 194: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Παντελεήμονος, Ευαγγελιστάριο, κώδ. 2, fol. 243v, τέλη
ου ου
11 - αρχές 12 αιώνα.
Σ. Πελεκανίδης, Π. Χρήστου, Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδάς, Οι Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Σειρά Α΄. Εικονογραφημένα Χειρόγραφα: Παραστάσεις, επίτιτλα, αρχικά γράμματα, ΙΙ,
Αθήνα 1974-1991, εικ. 293 και Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός
κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 276, εικ. 92.
Εικ. 195: Βατικανό, Vatic. Urbin. gr. 2, fol. 167v, Ευαγγελιστάριο, Vatic. Urbin., gr. 2, fol.
167v, 1118–1142.
A. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, εικ. 77. Βλ. Επίσης J.C. Stornajolo, Miniature delle omilie
di Giacomo Monaco (cod. Vatic. Gr.1162) e dell’ evangeliario Greco urbinato (cod. Vatic.
Urbin. Gr.2), Rome 1910, εικ. 88, 21 και K. Weitzmann, Byzantine Miniature and Icon Painting
in the XIth century, 1966. London 1967, 207-224, ανατ. Studies in Classical and Byzantine
Manuscript Illumination, Chicago 1971, εικ. 271.
Εικ. 196: Βατικανό, Vatic. Ομιλίες Ιακώβου, Vatic, gr. 1162, fol. 159r, 1140–1150.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, εικ. 78. Βλ. επίσης J.C. Stornajolo, Miniature delle omilie
di Giacomo Monaco (cod. Vatic. Gr.1162) e dell’ evangeliario Greco urbinato (cod. Vatic.
Urbin. Gr.2), Rome 1910, 16, εικ. 67 και V. Lazarev, Storia della pittura bizantina, Torino
1967, εικ. 266.
ου
Εικ. 197: Ελλάδα, Πάτμος, Μονή Θεολόγου, Τετραευαγγέλιο, κώδ. 274, fol. 149v, α΄ μισό 12
αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 270, εικ. 79. Βλ. επίσης G. Jakopi, Le miniature dei codici
di Patmo, 1932-1933, 573, εικ. 131 και Ντ. Μουρίκη, Ν. Sevcenko, Εικονογραφημένα
χειρόγραφα, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα 1988, εικ. 24.

3. Σκηνές από τη ζωή της Παναγίας

α. Γέννηση

Εικ. 198: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Μηνολόγιο Βασιλείου Β΄, vat. gr. 1613,
fol. 22, περίπου 985.
Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινές Εικόνες, κεφ. Η Γέννηση της Θεοτόκου, 2004, 39, πίν. VI. Βλ.
επίσης J. Lafontaine-Dosogne, The Cycle of the Life of the Virgin, στο The Kariye Djami, P.
A. Underwood (ed.), τ. 4, New York, 1975, εικ. 12.
ος
Εικ. 199: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Ωρολόγιο, vat. gr. 1156, fol. 246 vο, 11
αιώνας.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 21, εικ. 56. Φωτ. Bibl. Vaticane.

394
β. Εισόδια

Η σκηνή της ευλογίας της Παναγίας από τους ιερείς

Εικ. 200: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Ομιλίες Ιακώβου, vat., gr. 1162, fol. 44vο,
1140–1150.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 31, εικ. 74. Φωτ. Bibl. Vaticane. Βλ. επίσης Κ. Καλοκύρης,
Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 124α.

Η σκηνή της παραλαβής της Θεοτόκου από την Άννα, μετά την Ευλογία των ιερέων

Εικ. 201: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Ομιλίες Ιακώβου, vat., gr. 1162, fol. 46vο,
1140–1150.
J. Lafontaine-Dosogne, Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’empire Byzantin et en
occident, τ. 1, Βρυξέλλες 1964, pl. 31, εικ. 75. Φωτ. Bibl. Vaticane. Βλ. επίσης Κ. Καλοκύρης,
Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν Εἰκονογραφίαν, Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 125α.

4. Σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Εικ. 202: Τουρκία, Καππαδοκία, Cavusin, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Ευαγγελιστάριο,


ου
αρχές ή β΄ μισό 7 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 237, εικ. 6. Βλ. επίσης Ν. Thierry, Haut Moyen-Age en
Cappadoce, Les églises de la région de Cavusin, I, Paris 1983, εικ. 34, πίν. 36a. 37 a. b. e.
Εικ. 203: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (Bibliothèque Nationale, Paris),
ου
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 28v, β΄ μισό 11 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 257, εικ. 48. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles avec
peintures byzantines du XIe siècle, Paris 1908, Ι, πίν. 25.
Εικ. 204: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (Bibliothèque Nationale, Paris),
ου
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 75v, β΄ μισό 11 αιώνα.
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, 259, εικ. 52. Βλ. επίσης Η. Omont, Evangiles avec
peintures byzantines du XIe siècle, Paris 1908, Ι, πίν. 69.

5. Σκηνή του Γάμου της Κανά

Εικ. 205α: Ρωσία, Μόσχα, Κρατική Βιβλιοθήκη Αγίας Πετρούπολης, Ευαγγελιστάριο, κωδ.
gr. 21, f. 2, β΄ μισό 10ου αιώνα.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
156, εικ. 11. Βλ. επίσης V. D. Likhachova, Byzantine Miniature. Masterpieces of Byzantine

395
Miniature of IXth - XVth Centuries in Soviet Collections, Μόσχα 1977, εικ. 5. Και Χ.
Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν. 50.
Εικ. 205: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BΝ), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 170v,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, ΙI, Paris 1908, πίν. 147.
ου
Εικ. 206: Ιταλία, Πάρμα, Παλατινή Βιβλιοθήκη, Ευαγγελιστάριο, αρ. 5, τέλη 11 αιώνας.
V. Lazarev, Storia della pittura bizantina, Torino 1967, πίν. 241
ος
Εικ. 207: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Ιβήρων, Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ. 363ν, 12
αιώνας.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
156, εικ. 10. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ.
β΄, Αθήνα 1975, 297- 303, εικ. 38. Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων
Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 46.
Εικ. 208: Γαλλία, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BΝ), Συριακό χειρόγραφο Mονής Mar Mattai,
ος
αρ. 559, 13 αιώνας.
Κ. Καλοκύρης, Η Θεοτόκος εις την Εικονογράφηση της Ανατολής και της Δύσεως,
Θεσσαλονίκη 1972, πίν. 223α.
Εικ. 209: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Μεγίστης Λαύρας, Τετραευαγγέλιο, κώδ. Α76, φ. 69β,
ος
14 αιώνας.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ. γ΄, Αθήνα 1979, 54, εικ.
43.

6. Σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των Άρτων & Ιχθύων

Εικ. 210: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BΝ), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 29v,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 26. Βλ.
επίσης P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles,
στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 23.
Εικ. 211: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 32,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 28.
Εικ. 212: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 76ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 70.
Εικ. 213: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 80,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 72.

396
Εικ. 214: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 127ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 112.
Εικ. 215: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 178,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 153.
ος
Εικ. 216: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Ιβήρων, Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ. 63β, 12 αιώνας.
Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 20. Βλ.
επίσης P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles,
στο The Kariye Djami, P. A. Underwood (έκδ.), τ. 4, New York 1975, εικ. 24.
ος
Εικ. 217: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), κώδ. gr. 54, fol. 55, 13 αιώνας.
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 25.

7. Σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Εικ. 218: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Διονυσίου, Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, f. 53α, 1059.
Μ. Quenot, Η Εικόνα Οδηγός στη Θεία Ευχαριστία, Εικόνα, Λόγος και Σάρκα του Θεού,
Αθήνα 1999, 132, εικ. 57.
Εικ. 219: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 53,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 43.
Εικ. 220: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 95,
ος
11 αιώνας.
Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Αθήνα 1952, πίν. Α΄, εικ. 3. Βλ.
επίσης Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν.
82.
Εικ. 221: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 157,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 134.
Εικ. 222: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 195,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 167.
Εικ. 223: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 196,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 168.
Εικ. 224: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 212,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 186.

397
8. Σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς

Εικ. 224α: Egbert Codex, Trier, 980.


I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography, Λονδίνο 1996,
279, εικ. 5.

9. Σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

Εικ. 225: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 156ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 133.

10. Σκηνές από Παραβολές

Εικ. 226: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 15,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 15.
Εικ. 227: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 143ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 126.
Εικ. 228: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 141,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 123.
Εικ. 229: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Ιβήρων, Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ. 94β, Παραβολή
ος
του Βασιλικού Δείπνου, 12 αιώνας.
Α. Ξυγγόπουλος, Ἱστορημένα Εὐαγγέλια Μονῆς Ἰβήρων Ἀγ. Ὅρους, Αθήνα 1932, Νο 21. Για
λεπτομέρεια, Η. Αναγνωστάκης, Βυζαντινών διατροφή και μαγειρείες, εφημ. ¨Η Καθημερινή¨,
Αθήνα 19 Απριλίου 1998, 11.

11. Σκηνές από Γεύματα – Συμπόσια

Εικ. 230: Ελλάδα, Αθήνα, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Χρυσοστομικός κώδικας αρ. 211,
ου ου
φ. 56, τέλη 9 ή αρχές 10 αιώνα.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
152, εικ. 6. Βλ. επίσης Α. Μαράβα – Χατζηνικολάου, Χ. Τουφεξή - Πάσχου, Κατάλογος
μικρογραφιών βυζαντινών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. 3,
Αθήνα 1997, 29-30, εικ. 17.
Εικ. 231: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 17,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 18.

398
Εικ. 232: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 52ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 42.
Εικ. 233: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 67ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 63.
Εικ. 234: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 94,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec painters Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 82. Βλ.
επίσης Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. ε΄, Αθήνα, 1952, πίν. Α΄, εικ. 1.
Εικ. 235: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 116ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 104.
Εικ. 236: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 108,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 122.
Εικ. 237: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 132,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 117.
Εικ. 238: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 149ν,
ος
11 αιώνας.
Η. Omont, Evangiles avec peintures Byzantines du XIe siècle, I, Paris 1908, πίν. 129.
Εικ. 239: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπεδίου, κώδ. 1199, φ. 134ν, 1346.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
165, εικ. 20. Βλ. επίσης Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, τόμ.
δ΄, Αθήνα 1991, 322- 324, εικ. 318.
Εικ. 240: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BN), Βιβλίο του Ιώβ, κώδ. Par. gr.
135, φ. 18v, 1361-1362.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
153, εικ. 7. Βλ. επίσης J. Durand (επιμ.), Byzance. L'art byzantin dans les collections
publiques françaises (κατάλογος έκθεσης), Παρίσι 1992, no. 354, 460.
Εικ. 241: Γαλλία, Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BN), Βιβλίο του Ιώβ, κώδ. Par. gr.
135, φ. 9v, 1361-1362.
Ε. Βλάχου, Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα
2001, 93, εικ. 108. Για λεπτομέρεια εικ., Λ. Νικολακάκη, Η Βυζαντινή Οικία, στο Ώρες
Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο, Η Πολιτεία του Μυστρά, Αθήνα 2001, 86, εικ. 97.

399
Εικ. 242: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Οκτάτευχος, Vat. gr. 746.12, 72ν, β΄
ου
τέταρτο 12 αιώνα.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
290.
ος
Εικ. 243: Βατικανό, Biblioteca Apostolica Vaticana, Οκτάτευχος, Vat. gr. 746. 12, 12
αιώνας.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
290.

12. Σκηνές με μαγειρικά σκεύη


ος
Εικ. 244: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Παντοκράτορος, κώδ. αρ. 61, 9 αιώνας.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, Εικονογραφημένα χειρόγραφα τόμ. γ΄, Αθήνα 1979.
Εικ. 245: Ιταλία, Βενετία, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Κυνηγετικά Ψευδο-Οπιαννού, κωδ. 479, φ.
61α, περίπου 1060.
Η. Αναγνωστάκης, Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και
συμπεριφορές (6ος-11ος αι.), Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα
2005, 94, εικ. 20. Βλ. επίσης Ι. Spatharakis, The illustrations of the Cynegetica (on Hunting)
in Venice: Codex Marcianus Graecus 479, Alexandrow Press, Leiden 2004.
ος
Εικ. 246: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Βατοπεδίου, Οκτάτευχος, κώδ. 602, φ. 417α, 12
αιώνας.
Χ. Μπακιρτζής, Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα 1989, πίν. 34α. Βλ. επίσης Η.
Αναγνωστάκης, Τροφικές δηλητηριάσεις στο Βυζάντιο. Διατροφικές αντιλήψεις και
συμπεριφορές (6ος-11ος αι.), Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο»,
Αθήνα, 2005, 83, εικ. 17. Και Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1973-1991.

400
Δ. ΓΛΥΠΤΙΚΗ, ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ & ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ

Εικ. 247: Ιταλία, Μιλάνο, Ναός του San Nazaro Maggiore, Καπάκι από ασημένια
ος
λειψανοθήκη, Πέντε καλάθια με ψωμί και έξι κανάτες, 4 αιώνας.
P. A. Underwood, Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles, στο The
Kariye Djami, P. A. Underwood (ed.), τ. 4, New York 1975, εικ. 1.
Εικ. 248: Ιταλία, Βενετία, Pala d' Oro, Enamel (σμάλτο), Μυστικός Δείπνος, 1105 (976).
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
149, εικ. 3. Βλ. επίσης H. R. Hahnloser, R. Polacco, La Pala d'Oro: Il Tesoro di San Marco,
Venice 1994, πίν. XXXI, εικ. 56 και Last Supper, Phaedon editors, London 2000, 11, εικ. 4.
Εικ. 249: Β. Ρωσία, Suzdal, Καθεδρικός ναός Γενεσίου της Θεοτόκου, Ορειχάλκινη θύρα,
Φιλοξενία του Αβραάμ, 1230.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
237, εικ. 136 και λεπτ. 289, εικ. 200. Βλ. επίσης G. Bunge, Das andere Paraklet, Wurzburg,
1984, 31 και A. N. Orchinnikov, Golden Gates in Suzdal, Moscow 1978.
Εικ. 250: Αγγλία, Λονδίνο, Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο,
ος
Ο γάμος στην Κανά, 11 αιώνας.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
154, εικ. 8. Βλ. επίσης Victoria and Albert Museum, Early Christian and Byzantine Art,
Λονδίνο 1951, εικ.6.
Εικ. 251: Ιταλία, Σαλέρνο, Καθεδρικός ναός, Σκαλιστό Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο, Ο γάμος
ου
στην Κανά, τέλη 11 αιώνα.
I. Anagnostakis, T. Papamastorakis, “….and Radishes for Appetizers”, On Banquets,
Radishes, and Wine, Πρακτικά Ημερίδας «Περί της διατροφής στο Βυζάντιο», Αθήνα 2005,
155, εικ. 9. Βλ. επίσης Κ. Weitzmann, “The Ivories of the So-called Grado-Chair”, DOP 26
(1972), 60-63.
Εικ. 252: Ελλάδα, Άγιο Όρος, Μονή Γρηγορίου, Ποδέα, Φιλοξενία του Αβραάμ, 1347.
Α. Τριβυζαδάκη, Ο Εικονογραφικός Κύκλος του Πατριάρχη Αβραάμ, Θεσσαλονίκη 2005,
215, εικ. 117. Βλ. επίσης G. Millet, Broderies religieuse de style byzantin, Paris 1947, πίν.
CLXX.
Εικ. 253: Ελλάδα, Πάτμος, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Μικρογραφία προμετωπίδας
ου
λειτουργικού ειληταρίου αρ. 707, O Μέγας Βασίλειος λειτουργών, αρχές 13 αιώνα.
η
Α. Κομίνης, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, Αθήνα 1988, 314, εικ. 25 και 4 Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΥΠ.ΠΟ/ΤΑΠ, Ρόδος.
Εικ. 254: Βατικανό, Μουσείο Βατικανό, Γύψινο αντίγραφο από (χαμένο) ασημένιο δίπτυχο
ος
λειψανοθήκης, Εικόνα με σκηνές της ζωής του Προδρόμου, πρώιμος 14 αιώνας.

401
Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη Βυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1998, εικ. 147 και Φωτ. αρχείο Biblioteca Apostolica Vaticana.
Βλ. επίσης A. Munoz, L’art a l’exposition de Grottaferrata, Rome 1906, εικ. 138.
Εικ. 255: Βατικανό, Ασημένια θήκη Σταυρού του πάπα Paschal Α΄, Το Δείπνο στους
Εμμαούς, 820.
I. Spatharakis, Studies in Byzantine Manuscript Illumination and Iconography, Λονδίνο 1996,
279, εικ. 6

402
ΕΙΚΟΝΕΣ

Α. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

1. Σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Εικ. 1. Νέα Εκκλησία, Tokali, Καππαδοκία, 950-960.

Λεπτομέρεια Εικ. 1.

403
Εικ. 2. Cappella Palatina, Παλέρμο, Σικελία, 1154-1166 (ή 1140).

Λεπτομέρεια Εικ. 2.

404
Εικ. 3. Καθεδρικός ναός, Monreale, Σικελία, 1180-1190.

Λεπτομέρεια Εικ. 3.

405
Εικ. 4. Παρεκκλήσι της Παναγίας, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Πάτμος,
1185-1190 (1176-1180).

Λεπτομέρεια Εικ. 4.

406
Εικ. 5. Karikli Kilise, περιοχή Gorese, Καππαδοκία, 13ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 5.

407
Εικ. 6. Τρούλος του Αβραάμ. Άγιος Μάρκος, Βενετία, 1225.

408
Εικ. 7. Άγιος Μάρκος, Βενετία, 1225.

409
Εικ. 8. Ναός Αγίας Τριάδος, Κρανίδι, Αργολίδα, 1244-1245.

Λεπτομέρεια Εικ. 8.

410
Εικ. 9. Παρεκκλήσι Αγίας Τριάδος, Μονή Djurdjeni Stupovi, Raška, Σερβία,
1283-1285.

411
Εικ. 10. Παναγία Χρυσαφίτισσα, Χρυσάφα, Λακωνία, 1289-1290.

Λεπτομέρεια Εικ. 10.

412
Εικ. 11. Παρεκκλήσι Αγίας Μαρίνας, Karlukovo, Βουλγαρία, 13ος – 14ος
αιώνας.

413
Εικ. 12. Καθολικό Μονής στη Gračanica, Κόσσοβο, 1320 – 1321.

Λεπτομέρεια Εικ. 12.

414
Εικ. 13. Μονή Χιλανδαρίου, Άγιο Όρος, 1320.

Εικ. 14. Άγιος Νικόλαος, χωριό Νιο, επαρχία Αποκορώνου Χανίων Κρήτης,
1325.

415
Εικ. 15. Bela Crkva (Λευκή Εκκλησία), Ναός Ευαγγελισμού, Karan, Σερβία,
1335.

416
Εικ. 16. Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Σαρακίνα Σελίνου, Κρήτη, 1340.

Λεπτομέρεια Εικ. 16.

417
Εικ. 17. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Κριτσά, Κρήτη, 1359-1360.

Λεπτομέρεια Εικ. 17.

418
Εικ. 18. Ναός Μεταμορφώσεως (Spas – Preobrazheniye), Novgorod, Ρωσία,
1378.

Λεπτομέρεια Εικ. 18.

419
Εικ. 19. Παρεκκλήσι Αρχαγγέλων, Μονή Χιλανδαρίου, Άγιο Όρος, 1380.

Λεπτομέρεια Εικ. 19.

420
2. Σκηνή Γέννησης Προδρόμου

Εικ. 20. Αγία Σοφία, Αχρίδα, Σκόπια, 1037-1056.

Εικ. 21. Παναγία Χρυσαφίτισσα, Χρύσαφα, Λακωνία, 1289-1290.


421
Εικ. 22. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Μεγάλη Καστάνια, Μάνη, β΄ μισό 13ου
αιώνα.

Εικ. 23. Άγιοι Απόστολοι, Θεσσαλονίκη, 1328-1334.

422
Εικ. 24. Ναός Παναγίας της Οδηγήτριας, Peć, Κόσσοβο, περίπου 1330.

Εικ. 25. Παντοκράτωρ, Μονή Dečani, Κόσσοβο, 1348-1350.


423
Εικ. 26. Παρεκκλήσι Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (ορόφου), Αγία Σοφία,
Αχρίδα, Σκόπια, 1347-1350.

Εικ. 27. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Χρύσαφα, Λακωνία, 1367-1368.


424
Εικ. 28. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Κοσοίκια, Τσακωνιτάτα, Ικαρία, περίπου
1400.

Εικ. 29. Άγιος Φανούριος, Βαλσαμόνερο, ν. Ηρακλείου, Κρήτη, 1408.


425
3. Σκηνές από τη ζωή της Παναγίας

α. Γέννηση

Εικ. 30. Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Μονή Δαφνιού, Αθήνα, β΄ ήμισυ 11ου
αιώνα. (περίπου 1100, τέλη 11 αιώνα)

Εικ. 31. Άγιος Παντελεήμων, Gorno Nerezi, Σκόπια, 1164.


426
Εικ. 32. Μιστράς, Περίβλεπτος, 12ος αιώνας.

Εικ. 33. Μουσείο Pietro Cavallini, Βασιλική Σάντα Μαρία, Τραστέβερε


(Trastevere), Ρώμη, 13ος αιώνας.
427
Εικ. 33α. Πρωτάτο, Άγιο Όρος, περίπου 1290.

Εικ. 34. Ναός Παναγίας Περίβλεπτου (Αγίου Κλήμεντα), Αχρίδα, Σκόπια,


1295.
428
Εικ. 35. Ναός Αγίου Αχίλλειου, Arilje, Σερβία, 1296.

Εικ. 36. Παρεκκλήσι των Ιωακείμ και Άννας ή ¨Εκκλησία του Κράλλη¨
(Μιλουτίν), Μονή Στουντένιτσα (Studenica), Σερβία, 1314.
429
Εικ. 37α & β. Παρεκκλήσι των Ιωακείμ και Άννας, Μονή Studenica, Σερβία,
1313-1314.
430
Εικ. 38. Μονή Χώρας (Kariye Djami), Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

Λεπτομέρεια Εικ. 38.


431
Εικ. 39. Καθολικό Μονής Χιλανδαρίου, Άγιο Όρος, 1318-1321.

Λεπτομέρεια Εικ. 39.


432
Εικ. 40. Ναός Αγίου Δημητρίου, Peć, Κόσσοβο, μετά 1324.

Εικ. 41. Παναγία περίβλεπτος, Μυστράς, γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα.


433
Εικ. 42. Άγιος Γεώργιος, Μονή Κρεμίκοβτσι (Kremikovci), Βουλγαρία, 1493.

434
β. Εισόδια

Η σκηνή της ευλογίας της Παναγίας από τους ιερείς

Εικ. 43. Μητρόπολη, Μυστράς, 1291-1292.

Εικ. 44. Παναγία Περίβλεπτος (Άγιος Κλήμης, St. Clement), Αχρίδα, 1295.

435
Εικ. 45. Ναός της Μονής της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

Εικ. 46. Παναγία Περίβλεπτος, Μυστράς, 14ος αιώνας.


436
Εικ. 47. Ναός Τιμίου Σταυρού, Πελένδρι, Κύπρος, τέλη 14ου αιώνα.

437
γ. Η σκηνή της διατροφής της Παναγίας από τον άγγελο

Εικ. 48. Ναός Ευαγγελίστριας, Μάνη, Γεράκι, 12ος αιώνας.

Εικ. 49. Άγιος Σώζων, Μάνη, Γεράκι, 12ος αιώνας.


438
Εικ. 50. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Μάνη, Γεράκι, τέλη 13ου ή αρχές 14ου
αιώνα.

439
Εικ. 50α. Πρωτάτο, Άγιο Όρος, περίπου 1290.

Λεπτομέρεια Εικ. 50α.


440
Εικ. 51. Ναός της Μονής της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

441
Εικ. 52. Ναός της Μονής της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

Λεπτομέρεια Εικ. 52.


442
Εικ. 53. Ναός του Βασιλέως Μιλούτιν, Μονή Studenica, Σερβία, 1314.

Λεπτομέρεια Εικ. 53.

443
Εικ. 54. Καθολικό, Μονή Χελανδαρίου, Άγιο Όρος, 1319 (1320-1321).

Λεπτομέρεια Εικ. 54.

444
Εικ. 55. Άγιος Νικόλαος, Curtea-de-Arges, Μπουκοβίνα, Ρουμανία, 1340-
1360.

Λεπτομέρεια Εικ. 55.

445
Εικ. 56. Αγία Σοφία, Αχρίδα, Σκόπια, 14ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 56.

446
4. Σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Εικ. 57. Ναός Αγίου Γεωργίου, Πανηγυρίστρα, Σκάλα, Λακωνία, β΄ μισό


10ου αιώνα.

Εικ. 58. Επισκοπή, Γωνιά, Σαντορίνη, περίπου 1181.


447
Εικ. 59. Ναός Ευαγγελισμός Θεοτόκου, Novgorod, Arkazy, Ρωσία, 1189.

Εικ. 60. Σωτήρας, Αλεποχώρι, Μεγαρίδα, 1260-1280.


448
Εικ. 61. Παναγία, Χρύσαφα, Λακωνία, 1290.

449
Εικ. 62. Άγιοι Απόστολοι, Παρεκκλήσιο Προδρόμου, Θεσσαλονίκη, 1328-
1334 (1310-1320).

Λεπτομέρεια Εικ. 62.


450
Εικ. 63. Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Peć, Κόσσοβο, περίπου 1330.

451
Εικ. 64. Βαπτιστήριο, Άγιος Μάρκος, Βενετία, πριν από το 1343.

Λεπτομέρεια Εικ. 64.

452
Εικ. 65. Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, Σέρρες, 1345-1355.

Εικ. 66. Άγιος Νικόλαος, Curtea d’ Arges, Μπουκοβίνα, Ρουμανία, 1360-1370.


453
Εικ. 67. Παναγία, Κριτσά, ν. Αγίου Νικολάου, επ. Μιραμπέλλου, Κρήτη, 14ος
αιώνας.

Εικ. 68. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Κοσοίκια, Τσακωνιτάτα, Ικαρία, περίπου


1400.
454
Εικ. 69. Άγιος Φανούριος, Βαλσαμόνερο, ν. Ηρακλείου, Κρήτη, 1408.

455
5. Σκηνή του Γάμου της Κανά

Εικ. 70 (λεπτομέρεια). Tokali Kilise, Καππαδοκία, α΄ μισό 10ου αιώνα.

Εικ. 71. Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.
456
Εικ. 72. Αγία Σοφία, Τραπεζούντα, 1250 (1250-1260).
457
Εικ. 73. Ναός Αγίου Γεωργίου ή Όμορφη Εκκλησία, Αθήνα, 1285.

458
Εικ. 74. Άγιος Νικόλαος Ορφανού ή ¨των Ορφανών¨, Θεσσαλονίκη, 1310-
1320.

Λεπτομέρεια Εικ. 74. Τραπέζι με εδέσματα, άρτους, λαχανικά.

459
Εικ. 75. Οδηγήτρια, Μυστράς, 1312-1322 (περίπου 1315).

460
Εικ. 76. Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

Λεπτομέρεια Εικ. 76.


461
Εικ. 77. Ναός Αγίου Νικήτα, κοντά στο Čučer, Σκόπια, 1316.

Εικ. 78. Καθολικό Μονής στη Gračanica, Κόσσοβο, 1320 – 1321.


462
Εικ. 79. Ναός του Παντοκράτορα, Μονή Dečani, Κόσσοβο, 1335-1355.

Εικ. 80. Άγιος Νικόλαος, Ljuboten, Σερβία, 1337.

463
Εικ. 81. Curtea-de-Arges, ναός Αγ. Νικολάου, Μπουκοβίνα, Ρουμανία, 1340-
1360 (ή β΄ μισό 14ου αιώνα).

Εικ. 82. Ναός Μονής Kalenić, Σερβία, τέλη 14ου αιώνα (1407-1413).
464
6. Σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των Άρτων & Ιχθύων

Εικ. 83. Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.
465
Εικ. 84. Αγία Σοφία, Τραπεζούντα, 1260.

466
Εικ. 85. Μονή Χώρας (Kariye Djami), Κωνσταντινούπολη, 1315-1320.

Εικ. 86. Πολλαπλασιασμός των άρτων. Τμήμα στο νοτιοανατολικό σφαιρικό


τόξο.
467
Εικ. 86α. Λεπτομέρεια. Ο Χριστός ευλογεί τους άρτους.

Εικ. 86β. Λεπτομέρεια. Ο Χριστός δίνει άρτο σε δύο Μαθητές.


468
Εικ. 86γ. Λεπτομέρεια. Μία ομάδα από παιδιά μαζεύουν τα υπολείμματα των
άρτων (ψίχουλα).

Εικ. 86δ. Λεπτομέρεια. Τα 12 καλάθια. Τμήμα στο νοτιοδυτικό σφαιρικό


τρίγωνο.
469
Εικ. 87. Ναός Αγίας Σοφίας, Βουλγαρία, 14ος αιώνας.

Εικ. 88. Ναός Μονής Kalenić, Σερβία, β΄ μισό 14ου αιώνα.

470
Εικ. 88α. Ναός Αγ. Νικολάου, Curtea-de-Arges, Ρουμανία, 1340-1360 (β΄ μισό
14ου αι.).
471
7. Σκηνή Μυστικού Δείπνου

Εικ. 89. Karanlik Kilise, Καππαδοκία, 11ος αιώνας.

472
Εικ. 90 (& λεπτ.). Μονή Οσίου Λουκά, Φωκίδα, 11ος αιώνας.

473
Εικ. 91. Μονή Sant' Angelo in Formis, Καπούη (Capua), Νότια Ιταλία, β΄
μισό 11ου αιώνα.

Εικ. 92. Άγιος Πέτρος, Οτράντο (Otranto), 1100.


474
Εικ. 93. Παναγία Φορβιώτισσα ή Ασίνου, Νικητάρι (περιοχή Σολέα), Κύπρος,
1105-1106.

475
Εικ. 94. Καθεδρικός ναός της Μεταμορφώσεως, Μονή Mirojsky, Pskov,
Ρωσία, 1156.

Λεπτομέρεια Εικ. 94.


476
Εικ. 95. Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.

477
Εικ. 96. Εγκλείστρα, σπήλαιο Μονής Αγίου Νεοφύτου, Τάλα Πάφου,
Κύπρος, 1196 (1183).

Λεπτομέρεια Εικ. 96.


478
Εικ. 97. Άγιος Θεόδωρος, Τσόπακα, Μέσα Μάνη, 12ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 97.


479
Εικ. 98. Ναός Αϊ – Στράτηγος (Αρχάγγελου Μιχαήλ ή Μιχαήλ
Αρχιστράτηγος), Άνω Μπουλαριοί, Δίπορο, Μέσα Μάνη, Λακωνία, 12 ος
αιώνας.

480
Εικ. 99. Άγιος Αθανάσιος, Γεράκι, Λακωνία, 12ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 99.


481
Εικ. 100. Άγιος Μάρκος, Βενετία, τέλη 12ου αιώνα.

482
Εικ. 101. Παρεκκλήσι ναού Αγίου Γεωργίου ή Όμορφης Εκκλησίας, Αθήνα,
1285.

Λεπτομέρεια Εικ. 101.


483
Εικ. 102. Ελλάδα, Άγιο Όρος, Πρωτάτο, περίπου 1290.

Λεπτομέρεια Εικ. 102.


484
Εικ. 103. Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη, 1310-1320.

485
Εικ. 104. Ναός της Μονής Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος, 1312.

Εικ. 104α. Οι σκηνές του Πάθους στις τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα.

486
Εικ. 105. Καθολικό Μονής Αγίου Γεωργίου, Staro Nagoričino, Σκόπια, 1317.

Εικ. 106. Ελλάδα, Άγιο Όρος, Καθολικό Μονής Χιλανδαρίου, 1320-1321.


487
Εικ. 107. Περίβλεπτος, Μιστράς, 1350 (β΄ μισό 14ος αιώνας) (γ΄ τέταρτο).

Εικ. 108. Ναός Αγ. Δημήτριος, Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir),


Σκόπια, 1366-1371.
488
Εικ. 108α. Παλαιά Μητρόπολη Έδεσσας, γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα.

489
Εικ. 109. Άγιος Γεώργιος, Μονή Κρεμίκοβτσι, (Kremikovci), Βουλγαρία.

Λεπτομέρεια Εικ. 109. Αναπαράσταση τραπεζιού με εδέσματα.


490
8. Σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς

Εικ. 110. Οι Μαθητές στο Εμμαούς. Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου,


Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.
491
Εικ. 111. Οι Μαθητές στο Εμμαούς. Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου,
Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.
492
Εικ. 112: Περίβλεπτος, Αχρίδα, Σκόπια, 1294-1295.

Εικ. 113: Πρωτάτο, Άγιο Όρος, τέλη 13ου–αρχές 14ου (περ. 1300).
493
Εικ. 114. Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, Prizren (Bogorodica Ljeviska),
Κόσσοβο, 1309-1313.

Εικ. 115. Ναός Αγίου Γεωργίου, Staro Nagoričino, Σκόπια, 1317-1318.


494
Εικ. 116. Κόσσοβο, Μονή Gračanica, Καθολικό, 1319-1321.

Εικ. 117. Kuceviste, Σκόπια, 1330.


495
Εικ. 118. Ναός του Παντοκράτορα, Μονή Dečani, Κόσσοβο, 1345-1350.

Εικ. 119. Ρουμανία, Curtea de Arges, 1380-1385.


496
Εικ. 120. Ναός Αγίου Αντωνίου, Βροντήσι, Κρήτη, τέλη 14ου αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 120.


497
9. Σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

Εικ. 121. Θεία Ευχαριστία, Μετάδοση. Ναός Παναγίας των Χαλκέων.


Θεσσαλονίκη, 1030-1040.

498
Εικ. 122. Αγία Σοφία, Κίεβο, 1037 (1043-46).

499
Εικ. 123. Αγία Σοφία, Αχρίδα, Σκόπια, 1037-1056.

Εικ. 124. Η Μετάληψη, τμήμα από την Κοινωνία των Αποστόλων. Ναός
Παναγίας Φορβιώτισσας ή Ασίνου, Νικητάρι, Κύπρος, 1105-1106.
500
Εικ. 125. Ο Χριστός Παντοκράτωρ και η Κοινωνία των Αποστόλων.
Καθεδρικός ναός Μεταμορφώσεως, Μονή Mirojsky, Pskov, Ρωσία, 1156.

Εικ. 126. Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Πάτμος, 1185-1190 (1200).


501
Εικ. 127. Ναός Παναγίας, Μονή Στουντένιτσα (Studenica), Σερβία, 1208-1209.
502
Εικ. 128. Sopocani, Σερβία, 1265.

Εικ. 129. Δύο Άγγελοι με τα Τίμια Δώρα. Ναός Αγίων Αποστόλων, Πέρα
Χωριό, Κύπρος, 12ος αιώνας.
503
Εικ. 130. Ο Χριστός μοιράζει τα Τίμια Δώρα. Λεπτομέρεια. Ναός Αγίων
Αποστόλων, Πέρα Χωριό, Κύπρος, 12ος αιώνας.

Εικ. 131. Ναός Αρχάγγελου Μιχαήλ, Κάτω Λεύκαρα, Κύπρος, τέλη 12ου
αιώνα.
504
Εικ. 132. Ναός Παναγίας, κοντά στο Μονάγρι, Κύπρος, τέλη 12ου αιώνα.

505
Εικ. 133. Η Μετάληψη του Οίνου. Παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου, Θεσσαλονίκη,
1303.

Εικ. 134. Η Μετάδοση. Παρεκκλήσι Αγίου Ευθυμίου, Θεσσαλονίκη, 1303.


506
Εικ. 135: Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (Bogorodica Ljeviska), Prizren,
Κόσσοβο, 14ος αιώνας (1309-1313).

Εικ. 136: Μονή Αγίου Γεωργίου, Staro Nagoričino, Σκόπια, 1317-1318.


507
Εικ. 137. Η Μετάδοση και Η Μετάληψη των Αποστόλων. Άγιος Νικόλαος
Ορφανός, Θεσσαλονίκη, 1310-1320.
508
Εικ. 137α. Η Μετάδοση και Η Μετάληψη των Αποστόλων. Καθολικό Μονής
Χιλανδαρίου, Άγιο Όρος, αρχές 14ου αιώνα.

Εικ. 138. Ναός Μονής Gračanica, Σερβία, αρχές 14ου αιώνα (1310-1320).
509
Εικ. 139. Ναός Αγίου Νικολάου, Ljuboten, Σερβία, 1337.

Εικ. 140. Ο Χριστός, Μέγας Αρχιερέας. Ναός Αρχαγγέλων, Μονή Lesnovo,


Σκόπια, 1347.
510
Εικ. 141. Η Μετάληψη. Ναός Αρχαγγέλων, Μονή Lesnovo, Σκόπια,
1347.

Εικ. 142. Η Μετάδοση. Ναός Αρχαγγέλων, Μονή Lesnovo, Σκόπια, 1347.

511
Εικ. 143. Ναός Παναγίας, Μονή Mateić (Mateiča), Σερβία, 1356-1360.

Εικ. 144. Η Μετάληψη. Ναός Παναγίας, Μονή Mateić (Mateiča), Σερβία, 1356-
1360.
512
Εικ. 145. Η Μετάδοση. Ναός Αγίου Δημητρίου, Μοναστήρι de Marco (Marcov
Monastir), Σκόπια, 1366-1371.

Εικ. 146. Η Μετάληψη. Ναός Αγίου Δημητρίου, Μοναστήρι de Marco (Marcov


Monastir), Σκόπια, 1366-1371.
513
Εικ. 147. Ναός Αναλήψεως, Ravanića, Σερβία, 1376 (1387).

Εικ. 148. Ναός Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Μονή Zemen, Βουλγαρία, μέσα 14ου
αιώνα.
514
Λεπτομέρεια Εικ. 148.

Εικ. 149. Ναός Αγίου Νικολάου Τζώτζα, Καστοριά, γ΄ τέταρτο 14ου αιώνα.
515
Εικ. 150α. Η Μετάδοση. Ναός Αγίου Αντωνίου, Βροντήσι, Κρήτη, τέλη 14ου
αιώνα.

Εικ. 150β. Η Μετάληψη. Ναός Αγίου Αντωνίου, Βροντήσι, Κρήτη, τέλη 14ου
αιώνα.
516
10. Σκηνές από Γεννήσεις

α. Χριστού

Εικ. 151. Capella Palatina, Παλέρμο, Σικελία, 12ος αιώνας (γύρω στο 1143).

β. Άβελ

Εικ. 152. Άγιος Μάρκος, Βενετία, 13ος αιώνας.


517
γ. Αγίου Νικολάου

Εικ. 153. Βίος Αγίου Νικολάου: Η Γέννηση, το σχολείο. Ναός Αγίου Νικολάου
Ορφανού, Θεσσαλονίκη, 1310-1320.

Εικ. 154. Γέννηση Αγίου Νικολάου και το σχολείο. Ναός Αγίου Δημητρίου,
Μοναστήρι de Marco (Marcov Monastir), Σκόπια, 1366-1371.

518
11. Σκηνές από Θαύματα

Εικ. 155. Θαύμα των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.


Μητρόπολη, Μυστράς, 1270-1285.

Εικ. 156. Θαύματα των Αρχαγγέλων: η επούλωση των 7 λεπρών.


Ναός Αγίων Ταξιαρχών, Μονή Lesnovo, Σκόπια, 1349.

519
12. Σκηνές από Συμπόσια – Γεύματα

Εικ. 157. Ο Χριστός στο σπίτι του Λαζάρου.


Καθεδρικός Ναός του Παλέρμου, Μονρεάλε (Monreale), Σικελία, 1180.

520
Εικ. 158. Γεύμα του Θεοπίστου.
Ναός Παναγίας Επισκοπής, Μέσα Μάνης, τέλη 12ου αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 158.


521
Εικ. 159. Η Ουράνια Κλίμακα ή Η Ουρανοδρόμος Κλίμαξ του Ιακώβ (ή
τοιχογραφία της λαιμαργίας). Καθολικό Μονής Βατοπεδίου, Άγιο Όρος,
1312.

Λεπτομέρεια Εικ. 159.


522
Β. ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Εικ. 160. Γέννηση Παναγίας . Αργυρή επίχρυση εικόνα, Zarzma, Μουσείο


Τυφλίδας, Γεωργία, αρχές 11ου αιώνα.

523
Εικ. 161. Τέσσερεις σκηνές των παθών: Νιπτήρ, Μυστικός Δείπνος,
Προσευχή, Προδοσία. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας
(1080-1200).

Λεπτομέρεια Εικ. 161, Μυστικός Δείπνος.


524
Εικ. 162: Η άλλη όψη του πολύπτυχου, αμφιπρόσωπο φύλλο από
Μηνολόγιο Φεβρουαρίου, με έντεκα σκηνές των Παθών.
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 162, Μυστικός Δείπνος.


525
Εικ. 163. Φορητή Εικόνα της Θεοτόκου, Σκηνές των Θαυμάτων και των
Παθών του Χριστού. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

526
Εικ. 164. Σκηνές των Θαυμάτων και των Παθών του Χριστού.
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

Εικ. 165. Λεπτομέρειες Εικ. 164. Η Βλαχερνίτισσα, ο εν Κανά γάμος.


527
Εικ. 166. Λεπτομέρεια εικόνας ημερολογίου, Η Γέννηση της Παρθένου.
Μονή Αγίας Αικατερίνης. Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

Εικ. 167. Τμήμα επιστυλίου εικονοστασίου, Πέντε σκηνές του βίου της
Θεοτόκου. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 11ος-13ος αιώνας.
528
Εικ. 168 (Λεπτομέρεια εικ. 167). Εικόνα Επιστυλίου, Γέννηση της
Θεοτόκου, Εισόδια. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 168, Γέννηση Παναγίας.


529
Εικ. 169. Άγιος Νικόλαος μετά σκηνών του βίου και των θαυμάτων αυτού.
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, 12ος αιώνας.

530
Εικ. 170. Μυστικός Δείπνος. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος, β΄ μισό 12ου
αιώνα.

531
Εικ. 171. Σταύρωση μετά σκηνών του Δωδεκαόρτου και των Παθών.
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, Παλαιολόγεια εποχή.

532
Εικ. 172. Λεπτομέρειες Εικ. 171, Μυστικός Δείπνος.

533
Εικ. 173. Φορητή εικόνα του Προδρόμου με σκηνές της ζωής του.
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, Αίγυπτος, αρχές 13ου αιώνα.

534
Εικ. 174. Γενέσιον Θεοτόκου, Εισόδια. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά,
Αίγυπτος, Παλαιολόγεια εποχή.

535
Εικ. 175. Γέννηση Παναγίας. Μουσείο Μονάχου (Bayerrisches), Μόναχο, 14ος
αιώνας.

536
Εικ. 176. Εισόδια της Θεοτόκου. Μονή Χιλανδαρίου, Άγιο Όρος, αρχές 14ου
αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 176.


537
Εικ. 177. Φιλοξενία του Αβραάμ. Μουσείο Vladimir-Suzdal, Vladimir, Β.
Ρωσία, 14ος αιώνας.

Λεπτομέρεια Εικ. 177.


538
Εικ. 178. «Ἐπὶ σοῖ χαίρει...», Φιλοξενία του Αβραάμ. Βυζαντινό Μουσείο,
Αθήνα, β΄ μισό 14ου αιώνα.

Εικ. 179. Έξι σκηνές των Παθών, Μυστικός Δείπνος. Μονή Βλατάδων,
Θεσσαλονίκη, β΄ μισό 14ου αιώνα.
539
Εικ. 180. Φιλοξενία του Αβραάμ. Καθολικό, Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος,
τέλη 14ου αιώνα.
540
Εικ. 181. Φιλοξενία του Αβραάμ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, τέλη 14ου αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 181.

541
Εικ. 181α. Γέννησης Προδρόμου. Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα, μέσα 15ου
αιώνα.

542
Γ. ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

1. Σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ

Εικ. 182. Ψαλτήρι, αρ. 19352, φ. 62ν, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο, 1066.

Εικ. 183. Ειλητάριο Θείας Λειτουργίας, αρ. 109, Τιμίου Σταυρού, Βιβλιοθήκη
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, περίπου 1070.
543
Εικ. 184. Ψαλτήρι Βαρβερινός κώδ. 372, Biblioteca Apostolica Vaticana,
Βατικανό, 1092.

Λεπτομέρεια εικ. 184.


544
Εικ. 185. Κώδ. αρ. 5, φ. 457β, Μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος, 12ος αιώνας.

Εικ. 186. Αντίγραφο Οκτάτευχους, Vat. gr. 746. 9, Biblioteca Apostolica


Vaticana, Βατικανό, 12ος αιώνας.

545
Εικ. 187. Ο Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός ως αυτοκράτορας και ως μοναχός.
Κώδ. 1242, φ. 123ν, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BN), 1371-1375.

Λεπτομέρεια Εικ. 187.


546
2. Σκηνές από Γεννήσεις

α. Σαμψών

Εικ. 188. Οκτάτευχος, κώδ. 602, φ. 436β, Μονή Βατοπαιδίου, Άγιομ Όρος,
13ος αιώνας.

547
β. Προδρόμου

Εικ. 189. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 106v, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BΝ),
β΄ μισό 11ου αιώνα.

Εικ. 190. Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, fol. 154v, Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος, δ΄
τέταρτο 11ου αιώνα.
548
Εικ. 191. Μηνολόγιο, gr. 1528, fol. 197r, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού (BΝ),
τέλη 11ου αιώνα.

549
Εικ. 192. Τετραευαγγέλιο, κώδ. 975, φ. 120v, Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος,
τέλη 11ου αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 192.


550
Εικ. 193. Τετραευαγγέλιο, Palat. 5. fol. 137r, Πάρμα, 11ος – 12ος αιώνας.

Εικ. 194. Ευαγγελιστάριο, κώδ. 2, fol. 243v, Μονή Παντελεήμονος, Άγιο


Όρος, τέλη 11ου - αρχές 12ου αιώνα.
551
Εικ. 195. Ευαγγελιστάριο, Vatic. Urbin., gr. 2, fol. 167v, Βατικανό, 1118–1142.

Εικ. 196 (Λεπτ.). Ομιλίες Ιακώβου, Vatic, gr. 1162, fol. 159r, Βατικανό, 1140–
1150.
552
Εικ. 197. Τετραευαγγέλιο, κώδ. 274, fol. 149v, Μονή Θεολόγου, Πάτμος, α΄
μισό 12ου αιώνα.

553
3. Σκηνές από τη ζωή της Παναγίας

α. Γέννηση

Εικ. 198. Μηνολόγιο Βασιλείου Β΄, vat. gr. 1613, fol. 22, Biblioteca Apostolica
Vaticana, Βατικανό, περίπου 985.

Εικ. 199. Ωρολόγιο, vat. gr. 1156, fol. 246 v°, Biblioteca Apostolica Vaticana,
Βατικανό, 11ος αιώνας.
554
β. Εισόδια

Η σκηνή της ευλογίας της Παναγίας από τους ιερείς

Εικ. 200. Ομιλίες Ιακώβου, vat., gr. 1162, fol. 44vο, Biblioteca Apostolica
Vaticana, Βατικανό, 1140–1150.

Η σκηνή της παραλαβής της Θεοτόκου από την Άννα, μετά την Ευλογία των
ιερέων

Εικ. 201. Ομιλίες Ιακώβου, vat., gr. 1162, fol. 46vο, Biblioteca Apostolica
Vaticana, Βατικανό, 1140–1150.
555
4. Σκηνή του Συμποσίου του Ηρώδη

Εικ. 202. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, Ευαγγελιστάριο, Cavusin, Καππαδοκία,


αρχές ή β΄ μισό 7ου αιώνα.

556
Εικ. 203. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 28v, BΝ, Παρίσι, β΄ μισό 11ου αιώνα.

Εικ. 204. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 75v, BN, Παρίσι, β΄ μισό 11ου αιώνα.

557
5. Σκηνή του Γάμου της Κανά

Εικ. 205α. Ευαγγελιστάριο, κωδ. gr 21, f. 2, Κρατική Βιβλιοθήκη Αγίας


Πετρούπολης, β΄ μισό 10ου αιώνα.

Εικ. 205. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 170v, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
558
Εικ. 206. Ευαγγελιστάριο, αρ. 5, Παλατινή Βιβλιοθήκη, Πάρμα, τέλη 11ου
αιώνας.

Εικ. 207. Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ. 363ν, Μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος, 12ος
αιώνας.
559
Εικ. 208. Συριακό χειρόγραφο Mονής Mar Mattai, αρ. 559, BN, Παρίσι, 13ος
αιώνας.

Εικ. 209. Τετραευαγγέλιο, κώδ. Α76, φ. 69β, Μονή Μεγίστης Λαύρας, Άγιο
Όρος, 14ος αιώνας.
560
6. Σκηνή του θαύματος του Πολλαπλασιασμού των Άρτων & Ιχθύων

Εικ. 210. Πρώτο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 29v, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 211. Δεύτερο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των επτά άρτων και δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 32, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

561
Εικ. 212. Πρώτο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 76ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 213. Δεύτερο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των επτά άρτων και δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 80, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
562
Εικ. 214. Πρώτο θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 127ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 215. Το θαύμα του Πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο
ψαριών. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 178, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
563
Εικ. 216. Το θαύμα των πέντε άρτων. Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ. 63β,
Μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος, 12ος αιώνας.

Εικ. 217. Πολλαπλασιασμός των άρτων. Κώδ. gr. 54, fol. 55, BΝ, Παρίσι, 13ος
αιώνας.
564
7. Σκηνή του Μυστικού Δείπνου

Εικ. 218. Ευαγγελιστάριο, κώδ. 587, f. 53α, Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος,
1059.

Εικ. 219. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 53, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

565
Εικ. 220. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 95, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 221. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 157, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

566
Εικ. 222. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 195, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 223. Δεύτερη αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου. Τετραευαγγέλιο, gr.


74, fol. 196, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
567
Εικ. 224. Ο Ιησούς καλεί τους μαθητές του και τους κάνει ένα δείπνο.
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 212, BΝ, Παρίσι, 11ος αιώνας.

8. Σκηνή του Δείπνου στους Εμμαούς

Εικ. 224α. Egbert-Codex, Βιβλιοθήκη Stadtbibliothek Trier, Trier, Γερμανία,


980
568
9. Σκηνή της Κοινωνίας των Αποστόλων

Εικ. 225. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 156ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

10. Σκηνές από Παραβολές

Εικ. 226. Ο Ιησούς θεραπεύει τη πεθερά του Σίμωνα Πέτρου, η οποία


σηκώνεται και περιμένει στο τραπέζι. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 15, ΒΝ,
Παρίσι, 11ος αιώνας.

569
Εικ. 227. Λεπτομέρεια από την παραβολή του Ασώτου. Τετραευαγγέλιο, gr.
74, fol. 143ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 228. Παραβολή της Γιορτής. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 141, BN, Παρίσι,
11ος αιώνας.
570
Εικ. 229. Η Παραβολή των Βασιλικών Γάμων. Τετραευαγγέλιο, κώδ. αρ. 5, φ.
94β, Μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος, 12ος αιώνας.

Λεπτομέρεια της μικρογραφίας, Εικ. 229.


571
11. Σκηνές από Γεύματα – Συμπόσια

Εικ. 230. Η διάδοση της Γιορτής. Χρυσοστομικός κώδικας αρ. 211, φ. 56,
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Αθήνα, τέλη 9ου ή αρχές 10ου αιώνα.

Εικ. 231. Ο Ιησούς σε τραπέζι στο σπίτι του Ματθαίου του τελώνη.
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 17, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
572
Εικ. 232. Ο Ιησούς σε τραπέζι στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού.
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 52ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 233. Ο Ιησούς σε τραπέζι στο σπίτι του Levi του τελώνη. Τετραευαγγέλιο,
gr. 74, fol. 67ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.
573
Εικ. 234. Ο Ιησούς σε τραπέζι στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού,
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 94, BΝ, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 235. Ο Ιησούς σε τραπέζι στο σπίτι του Levi του τελώνη.
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 116ν, BΝ, Παρίσι, Παρίσι, 11ος αιώνας.
574
Εικ. 236. Ο Ιησούς σε τραπέζι με Φαρισαίους. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol.
108, BΝ, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 237. Ο Ιησούς σε τραπέζι στo σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας.
Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 132, BΝ, Παρίσι, 11ος αι.
575
Εικ. 238. Ο Ιησούς στην Ιεριχώ σε τραπέζι με τον Ζακχαίο, τον επικεφαλή
των τελώνων. Τετραευαγγέλιο, gr. 74, fol. 149ν, BN, Παρίσι, 11ος αιώνας.

Εικ. 239. Προσωποποίηση του Φεβρουαρίου. Κώδ. 1199, φ. 134ν, Μονή


Βατοπεδίου, Άγιο Όρος, 1346.
576
Εικ. 240. Τραπέζι στην οικία του πρεσβύτερου υιού του Ιώβ. Βιβλίο του Ιώβ,
κώδ. Par. gr. 135, φ. 18v, BN, Παρίσι, 1361-1362.

577
Εικ. 241 Τραπέζι στην οικία του πρεσβύτερου υιού του Ιώβ. Βιβλίο του Ιώβ,
κώδ. Par. gr. 135, φ. 9v, BN, Παρίσι, 1361-1362.

Λεπτομέρεια Εικ. 241.


578
Εικ. 242. Απογαλακτισμός Ισαάκ. Αντίγραφο Οκτάτευχους, Vat. gr. 746.12,
72ν, Biblioteca Apostolica Vaticana, Βατικανό, β΄ τέταρτο 12ου αιώνα.

Εικ. 243. Απογαλακτισμός Ισαάκ. Αντίγραφο Οκτάτευχους, Vat. gr. 746.12,


Biblioteca Apostolica Vaticana, Βατικανό, 12ος αιώνας.
579
12. Σκηνές με μαγειρικά σκεύη

Εικ. 244. Τα ορτύκια. Μικρογραφία που εικονίζει τους Ιουδαίους στην έρημο
να ψήνουν ορτύκια. Κώδ. αρ. 61, Μονή Παντοκράτορος, Άγιο Όρος, 9ος αι.

Εικ. 245. Κυρτός (καλάθι για ψάρεμα) και ο αλιεύς που ψήνει καβούρια
(τζαγανούς). Κυνηγετικά Ψευδο-Οπιαννού, κωδ. 479, φ. 61α, Μαρκιανή
Βιβλιοθήκη, Βενετία, περίπου 1060.
580
Εικ. 246. Θρησκευτική παράσταση, όπου απεικονίζεται η προετοιμασία
φαγητού σε χύτρα, το βασικό μαγειρικό σκεύος των Βυζαντινών και πανέρι
με άρτους. Οκτάτευχος, κώδ. 602, φ. 417α, Μονή Βατοπεδίου, Άγιο Όρος,
12ος αιώνας.

581
Δ. ΓΛΥΠΤΙΚΗ, ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ & ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ

Εικ. 247. Πέντε καλάθια με ψωμί και έξι κανάτες. Καπάκι από ασημένια
λειψανοθήκη, Ναός του San Nazaro Maggiore, Μιλάνο, 4ος αιώνας.

Εικ. 248. Μυστικός Δείπνος, Pala d' Oro, Enamel (σμάλτο), Βενετία, 1105
(976).
582
Εικ. 249. Καθεδρικός ναός Γενεσίου της Θεοτόκου, Ορειχάλκινη θύρα,
Suzdal, Β. Ρωσία, 1230.

Λεπτομέρεια Εικ. 249.


583
Εικ. 250. Ο γάμος στην Κανά. Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο, Μουσείο
Βικτωρίας και Αλβέρτου, Λονδίνο, 11ος αιώνας.

Εικ. 251. Ο γάμος στην Κανά. Σκαλιστό Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο,


Καθεδρικός ναός, Σαλέρνο, τέλη 11ου αιώνα
584
.

Εικ. 252. Φιλοξενία του Αβραάμ. Ποδέα, Μονή Γρηγορίου, Άγιο Όρος, 1347.

Λεπτομέρεια Εικ. 252.


585
Εικ. 253. , O Μέγας Βασίλειος λειτουργών. Μικρογραφία προμετωπίδας
λειτουργικού ειληταρίου αρ. 707, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου,
Πάτμος, αρχές 13ου αιώνα.

Λεπτομέρεια Εικ. 253.


586
Εικ. 254. Εικόνα με σκηνές της ζωής του Προδρόμου. Γύψινο αντίγραφο από
(χαμένο) ασημένιο δίπτυχο λειψανοθήκης, Μουσείο Βατικανό, πρώιμος 14ος
αιώνας.

587
Εικ. 255. Το Δείπνο στους Εμμαούς. Ασημένια θήκη Σταυρού του πάπα
Paschal Α΄, Βατικανό, 820.

588

You might also like