You are on page 1of 87

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΗΘΟΠΟΙΙΑ ΣΤΑ ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ:


ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Επιμέλεια: Ανθή Β. Κανάλη

Εξεταστική επιτροπή:
επιβλέπων καθηγητής: Ευάγγελος Β. Αλεξίου
Ιωάννης Ζ. Τζιφόπουλος
Δημήτριος Α. Χρηστίδης

ΑΚΑΔΗΜΑÏΚΟ ΕΤΟΣ 2012-13


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μορφή από τη μεγάλη παράσταση της Βίλας των μυστηρίων στην Πομπηία (1ος αι.)

 ii 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή............................................................................................................ v

1 Δεύτερη Σοφιστική .................................................................................... 8

1.1 Προγυμνάσματα ....................................................................................10

1.1.1 ................................................................12

1.2 Περιεχόμενο και δομή των ασκήσεων ..................................................13

2 Η στους συντάκτες ......................................... 17

2.1 Προγυμνάσματα και λογοτεχνία ..........................................................18

2.2 Η κατάταξη της στα ................................... 20

3 και στη του Αριστοτέλη................................... 22

......................................................................... 32

5 Αίλιος Θέων από την Αλεξάνδρεια ......................................................... 36

5.1 Το πρόβλημα της χρονολόγησης .......................................................... 36

5.1.1 ................................................................................. 38

6 Ερμογένης ο Ταρσεύς.............................................................................. 44

6.1 Τα στοιχεία του .................................................................47

6.1.1 ...........................................................................................47

6.1.2 ............................................................................................ 50

6.1.3 ....................................................................................... 53

6.1.4 ....................................................................57

7 Αφθόνιος .................................................................................................. 60

7.1 ............................................................................. 61

7.2 Το στον Αφθόνιο........................................................................... 63

7.3 Η διαλεκτική ρητορικής και ποίησης................................................... 65

 iii 
8 Νικόλαος από τα Μύρα ........................................................................... 71

Συμπεράσματα..................................................................................................76

Βιβλιογραφία.................................................................................................... 80

Περίληψη........................................................................................................... 86

Abstract ..............................................................................................................87

 iv 
 Εισαγωγή

Αντικείμενο έρευνας στην παρούσα μελέτη αποτελεί η έννοια της σε


συνάρτηση κυρίως με τις εναλλακτικές μορφές της, και
η θέση την οποία κατέχουν και ο τρόπος που καταγράφονται στις ρητορικές
ασκήσεις που μας έχουν διασωθεί υπό τον τίτλο . Στόχος είναι η
εξέταση της εννοιολογικής οριοθέτησης, όπως αυτή επιχειρείται από τους
πρωτουργούς των τεχνικών εγχειριδίων προγυμναστικών ασκήσεων, Θέωνα,
Ερμογένη, Αφθόνιο και Νικόλαο.
Η αρχή του ερευνητικού φάσματος τοποθετείται στη του
Αριστοτέλη, όπου ανιχνεύονται τα σημασιολογικά πεδία της έννοιας , που
στόχο έχουν να συμβάλουν στην αποσαφήνιση της παράγωγης έννοιας, της
. Η ερευνητική προσπάθεια συνεχίζει με τη
του Αναξιμένη, όπου αναζητείται η ιδιαίτερη χροιά του σε σχέση με τη
ρητορική. Έπεται το κυρίως μέρος της μελέτης, η καταγραφή και ανάλυση των
σχετικών χωρίων από τα κεφάλαια και των
στους τέσσερις συντάκτες Αίλιο Θέωνα, Ερμογένη, Αφθόνιο και
Νικόλαο. Επιχειρείται συγκριτική εξέταση των όρων στα συγκεκριμένα έργα με
στόχο να διαπιστωθεί η ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνουν στο αντίστοιχο
ρητορικό εγχειρίδιο, το σημασιολογικό φορτίο και οι νοηματικές καταβολές τους,
με απώτερο στόχο τη διαγραφή μιας συνολικής εικόνας της παρουσίας τους στη
θεωρία της αρχαίας ρητορικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια της
Δεύτερης Σοφιστικής. Στο πλαίσιο της παρούσης μεταπτυχιακής εργασίας η
εποπτεία της σταματά συμβατικά στον 5ο αι. με το έργο του Νικόλαου
από τα Μύρα.
Οι παραπομπές στο αρχαίο κείμενο για τον Θέωνα γίνονται στην έκδοση των
Patillon-Bolognesi, που διατηρεί την αρίθμηση του Spengel, για τους Ερμογένη
και Αφθόνιο στην έκδοση του Patillon, ενώ για τον Νικόλαο στην έκδοση του
Felten. Καθοριστική συμβολή στην πορεία της εργασίας είχε η Prolegomenon

v
Sylloge του Rabe, μία συλλογή τριάντα τριών προλεγόμενων στη ρητορική,
δηλαδή εισαγωγικών σχολιασμών που θέτουν φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από
τη ρητορική, όπως ποιος είναι ο ορισμός της, ποιες οι ιδιότητές της, ο σκοπός και
ο λόγος της. Η Prolegomenon Sylloge αποτέλεσε πηγή άντλησης και
διασταύρωσης πληροφοριών που διασώζουν μεταγενέστεροι σχολιαστές και
έδωσε ώθηση στην παρούσα έρευνα παρέχοντας αρκετά στοιχεία για την
αποσαφήνιση των εξεταζόμενων όρων και της λειτουργίας τους.
Από τη θέση αυτή ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή μου κ. Ευάγγελο Αλεξίου,
για την υπόδειξη του θέματος, την υποστήριξη και την
καθοδήγηση στην πορεία αυτής της εργασίας. Γιατί, οποιαδήποτε γνώση ή
ικανότητα στη συγγραφή, θεωρητική τεκμηρίωση και τεχνική διάρθρωση μιας
επιστημονικής εργασίας οφείλεται στην αμέριστη προσήλωση και επιμονή του
να εξοπλίσει τους φοιτητές του με εκείνη τη sine qua non εξάρτυση του
ερευνητή που θέλει να πορευτεί στις σκοτεινές ατραπούς της κλασικής
φιλολογίας. Ευχαριστώ επίσης, τους κ. Ι. Τζιφόπουλο και κ. Δ. Χρηστίδη, μέλη
της συμβουλευτικής επιτροπής, για τη διόρθωση της παρούσης μεταπτυχιακής
εργασίας.

 vi 
“Rhetoric had its origin
to a considerable extent
in the attempt to give to prose
the same qualities of beauty
which its elder sister, poetry,
already possessed.”
Bassett S., 59

 vii 
1 Δεύτερη Σοφιστική

Ο όρος ανάγεται στο έργο του Φιλόστρατου


όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σοφιστικό κίνημα που αρχίζει με
τον ρήτορα Αισχίνη, όταν εκείνος εξορίζεται από την Αθήνα το 330 π.Χ., και
συνεχίζει τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ. Αποφεύγοντας την εσωτερική
σύνδεση των δύο αυτών εποχών, ο Φιλόστρατος εξηγεί ότι δεν πρόκειται για μια
νέα ρητορική, αλλά για αρχαία∙ την παλαιότητα και επιγονικότητα σε σχέση με
την πρώτη σοφιστική άλλωστε υποσημαίνει η χρήση του επιθέτου και
2
όχι .
Η σύγχρονη σημασία του όρου περιορίζεται στην επάνοδο της ρητορικής στο
κοινωνικοπολιτικό σκηνικό των πρώτων αιώνων μ.Χ. υπό τη μορφή ενός
λογοτεχνικού και πολιτιστικού κινήματος. Τα χρονικά της όρια, αν και έχουν
αποτελέσει αντικείμενο φιλολογικής διαμάχης, θεωρείται γενικά πως εκτείνονται
από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. με αρχές του 2ου αι. μ.Χ.3. Φορείς της είναι κυρίως
Έλληνες αριστοκρατικής καταγωγής που διακρίνονται για τις ρητορικές τους
ικανότητες, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται και οι Ρωμαίοι ρήτορες4. Ωστόσο, η
Δεύτερη Σοφιστική δεν αποτελεί οργανωμένο, ομοιογενές κίνημα, αλλά
συνίσταται από μια «πλειάδα ατομικών διαδρομών, τις οποίες συνέδεε ένα

1
Πρόκειται για την καλύτερη περιγραφή της Δεύτερης Σοφιστικής από τον Φιλόστρατο (170-
240 μ.Χ.), ο οποίος καταγόταν από οικογένεια που αριθμούσε πολλούς ομώνυμους του
συγγραφείς, υπήρξε ρητοροδιδάσκαλος, άσκησε επίσημα καθήκοντα στην Αθήνα, σύχναζε σε
αυτοκρατορικούς κύκλους και έγραψε ποικίλα έργα. Οι συντέθηκαν περί το 230 και
αποτελούνται από σαράντα οκτώ βιογραφίες∙ αναλυτικότερα για την κατηγοριοποίησή τους βλ.
Pernot, Η Ρητορική 291.
2
Βλ. Φιλ 1.481.16-20 (Kayser)

Ο Anderson, Some
Problems 94 διατηρώντας επιφυλάξεις για την ιστορική συνέχεια που ο Φιλόστρατος
επιχειρεί να της προσδώσει, υποστηρίζει ότι ο βιογράφος χρησιμοποιεί τον όρο ‘Δεύτερη’
και όχι ‘Νέα’ Σοφιστική, γιατί οι απαρχές της τοποθετούνται ήδη στην αρχαιότητα, και
αποτελεί ισάξιο και νόμιμο συνεχιστή της πρώτης Σοφιστικής.
3
Για τα στοιχεία που καθορίζουν το χρονικό πλαίσιο βλ. Swain, Hellenism 2-6.
4
Βλ. Φιλ 2.624.5-11 (Kayser)
κοινό πνεύμα, η κοινή πρακτική εκπαιδευτικών και πνευματικών θεσμών και οι
πολλαπλές προσωπικές επαφές»5.
Οι νέοι σοφιστές6 και ρήτορες της μεταελληνιστικής περιόδου, έχοντας ως
πρότυπα τους μεγάλους ρήτορες της κλασικής εποχής εντρυφούν συστηματικά
στη ρητορική θεωρία και πράξη, για να αναδειχθούν σε ρήτορες εγνωσμένου
κύρους και να λάβουν την επίσημη αναγνώριση από την κρατική εξουσία, αλλά
και να ανέλθουν κοινωνικά αναλαμβάνοντας νευραλγικές θέσεις υψηλών
καθηκόντων στα officia της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας7. Στους του
Φιλόστρατου προβάλλεται το προφίλ του δεινού ρήτορα: εύγλωττος, ικανός στη
σύνθεση μιας οποιασδήποτε declamatio και προικισμένος με κλασική ρητορική
παιδεία8. Τη συστηματική ενασχόληση με τη ρητορική λάμβανε ο υποψήφιος
ρήτορας στα εργαστήρια ρητορικής μετά το τέλος της «δευτεροβάθμιας»

5
Pernot, Η Ρητορική 290.
6
Η λέξη δημιουργεί δυσκολίες καθώς, όπως και στην κλασική περίοδο, έτσι και στην
αυτοκρατορική δεν εντοπίζεται σαφής διάκριση μεταξύ σοφιστή και ρήτορα. Τα πεδία
ενασχόλησής τους συνέπιπταν με αποτέλεσμα και οι δύο όροι να δηλώνουν τον επαγγελματία
ρήτορα ή ρητοροδιδάσκαλο και μάλιστα επικαλύπτονταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ίδιο πρόσωπο
να χαρακτηρίζεται άλλοτε με τον πρώτο, άλλοτε με τον δεύτερο, ή και με τους δύο όρους
ταυτοχρόνως∙ βλ. Pernot, Η Ρητορική 290. O Anderson, Some Problems 98 ορίζει τον σοφιστή ως
“a performing pepaideumenos with a big public reputation”∙ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
περαιτέρω σημασίες του όρου στα 78.29-
79.11 αγνώστου συγγραφέα (Rabe, Proleg. Syll. 168-169), όπου επισημαίνεται η αντιφατική χρήση
του όρου , άλλοτε ως θετικού κι άλλοτε ως μειωτικού χαρακτηρισμού. Παράλληλα δίνεται
και η διαφορά μεταξύ ρήτορα και σοφιστή, η οποία έγκειται στο αν αγωνίζονται στο δικαστήριο ή
όχι:
∙ ∙

7
Εκτός βέβαια από τη ρητορική τους δραστηριότητα οι σοφιστές κατείχαν και άλλες
κοινωνικές και πολιτικές θέσεις. Ασκούσαν ανώτατα αξιώματα (φοροεισπράκτορες, «ειρηνάρχες,
υπεύθυνοι της τάξης), και δραστηριοποιούνταν ως ευεργέτες. Επιπλέον, ηγούντο πρεσβειών προς
αυτοκράτορες. Τέλος, κατείχαν και διοικητικές θέσεις (π.χ. ab epsitulis Graecis). Για το θέμα αυτό
βλ. Pernot, Η Ρητορική 293.
8
Βλ. Webb R., «The Progymnasmata as Practice» στο: Too Y. L., Education in Greek and
Roman Antiquity, Leiden κ.α. 2001, 289-316.

9
εκπαίδευσης του9. Την εικόνα και το περιεχόμενο των μαθημάτων μπορούμε να
ανασυνθέσουμε χάρη στα σωζόμενα εγχειρίδια ρητορικής της αυτοκρατορικής
περιόδου που ονομάζονται .

1.1 Προγυμνάσματα10

Ο όρος αναφέρεται στις προπαρασκευαστικές ασκήσεις σύνθεσης


γραπτού και προφορικού λόγου που προορίζονταν για τους μαθητές των
ρητορικών σχολών, αλλά είναι και ο τίτλος τεσσάρων εγχειριδίων ρητορικής για
σχολική χρήση που διασώζονται μέχρι σήμερα: του Αίλιου Θέωνα (αρχές 2ου αι.),
του Ερμογένη από την Ταρσό της Κιλικίας (2ος αι.), του Αφθόνιου από την
Αντιόχεια (4ος αι.) και του Νικόλαου από τα Μύρα (5ος αι.)11. Υπάρχουν, βέβαια,
αναφορές σε ρητορικές ασκήσεις στον Κοϊντιλιανό και στον Σουητώνιο, όμως το
μοναδικό λατινικό εγχειρίδιο που διασώζεται είναι τα Praeexercetamina του
Πρισκιανού (5ος αι.), μία μετάφραση των του Ερμογένη. Το
παλαιότερο από τα προαναφερθέντα έργο είναι του Θέωνα, το οποίο εν
αντιθέσει προς τα υπόλοιπα δεν απευθύνεται στον μαθητή αλλά στον

9
Γενικά για το εκπαιδευτικό σύστημα στην αρχαιότητα βλ. Too Y. L., Education in Greek and
Roman Antiquity, Leiden κ.α. 2001.
10
Για τα γενικά βλ. Morgan T., Literate Education in the Hellenistic and
Roman Worlds, Cambridge 1998, 191-2∙ Kennedy G. A., Greek Rhetoric under Christian Emperors,
Princeton 1983, 54-69∙ Bonner S. F., Education in Ancient Rome: from the Elder Cato to the
Younger Pliny, London 1977, 252-76∙ Clark D. L., «The Rise and Fall of Progymnasmata in
Sixteenth and Seventeenth Century Grammar Schools» Speech Monographs 19 (1957) 177-212.
11
Όλα τα ρητορικά εγχειρίδια έχουν μεταφραστεί από τον Kennedy G. A., Progymnasmata:
Greek Textbooks of Prose Composition, Atlanta 2003∙ για μετάφραση του Αφθόνιου και του
ψευδο-Ερμογένη βλ. Nadeau R., «The Progymnasmata of Aphthonios in Translation» Speech
Monographs 19 (1952) 264-85 και Baldwin C. S., Medieval Rhetoric and Poetic, New York 1928,
23-38∙ για τη γαλλική μετάφραση των προγυμνασμάτων του Θέωνα βλ. Patillon M. & Bolognesi
G., Aelius Théon Progymnasmata, Paris 1997∙ για τους Ερμογένη και Αφθόνιο βλ. Patillon M.,
Corpus Rhetoricum Anonyme Préambule à la Rhétorique. Aphthonios Progymnasmata. Pseydo-
Hermogène Progymnasmata, Paris 2008. Για την ισπανική μετάφραση των Θέωνα, ψευδο-
Ερμογένη και Αφθόνιου βλ. Martinez D. R., Teon Hermogenes Aftonio. Ejercicios de retorica,
Madrid 1991. Σώζονται ακόμα 96 παραδείγματα του ρητοροδιδάσκαλου Λιβάνιου (4ος αι.)∙ βλ.
Russell D. A, Libanius: Imaginary Speeches, London 1996.

 10 
καθηγητή12. Ίσως η πιο σημαντική και ευνοημένη από την παράδοση συλλογή
με σταθερή και διαρκή επίδραση έως τον Μεσαίωνα και την
Αναγέννηση, είναι του Αφθόνιου, γεγονός που προφανώς οφείλεται στην
εύληπτη οργάνωση του υλικού του μέσω παράθεσης παραδειγμάτων. Σε
αντίθεση προς τον Αφθόνιο, ο Ερμογένης στο έργο του παρουσιάζει τη ρητορική
στην πιο αφαιρετική εκδοχή της: εξαίρει τον καθολικό και κανονιστικό
χαρακτήρα της χωρίς καμία προσθήκη παραδειγμάτων. Ο Νικόλαος, τέλος,
χρησιμοποιεί ως βάση τους προκατόχους του για τη σύνθεση του έργου του, ο
ίδιος άλλωστε δηλώνει εκ προοιμίου ότι το έργο του αποτελεί μια συλλογή των
προηγηθεισών αναλύσεων από τους προκατόχους του.
Στο ο
Ιωάννης ο Δοξαπατρής, θεωρητικός της ρητορικής του 11ου αι.,13 παραδίδει έναν
ορισμό των υποστηρίζοντας ότι ονομάζονται έτσι και όχι
, γιατί πρόκειται για τις ασκήσεις που προηγούνται των κυρίως
πολιτικών υποθέσεων, δηλαδή των . Εύλογα, όπως ισχυρίζεται,
αυτές οι ασκήσεις λέγονται γιατί προηγούνται των πλασματικών
ασκήσεων, εννοεί των ασκήσεων που εκπαιδεύουν τους
υποψήφιους ρήτορες για τις πραγματικές υποθέσεις, για
15
.

12
Για το θέμα της χρονολόγησης του Θέωνα και του έργου του βλ. παρακάτω κεφάλαιο 5.1
για τον Θέωνα.
13
Ο Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 149 επισημαίνει τον σεμνό και ειλικρινή τρόπο του
Δοξαπατρή, που παρέλαβε κατά λέξη πολλά από τα πρότυπά του, για να παραδώσει μερικά ως
μοναδική πηγή μέχρι σήμερα. Ενώ θεωρήθηκε ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Ιωάννη
Σικελιώτη, αυτό αποκλείεται καθώς ο Δοξαπατρής αναφέρεται επανειλημμένα στο έργο του στον
Ιωάννη τον Σικελιώτη.
14
Ιω. Δοξ. . 128.21-28 (Rabe, Proleg. Syll. 137):

∙ πβ. και Ανωνύμου (Rabe, Proleg. Syll. 168), όπου


διαβάζουμε ότι τα προηγούνται των κυρίως βιβλίων της Ρητορικής:

15
Ιω. Δοξ. . 128.29-30 (Rabe, Proleg Syll. 137).

 11 
1.1.1

Στη του Αναξιμένη συναντούμε για πρώτη φορά τον


όρο και διαβάζουμε τη λειτουργία τους:

Τα συνιστούν μέθοδο για


την απόκτηση ευχέρειας λόγου τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό επίπεδο18
μέσα από τον εθισμό και την εξάσκηση. Τα και του
προκείμενου χωρίου είναι διακριτικά των προτεραιοτήτων που έθετε το
εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής: έχει συντελεστεί μετατόπιση του κέντρου
βάρους από τη γραμματική και την ανάγνωση, στη συγγραφή και στην
απαγγελία, και αυτή είναι μία χαρακτηριστική πτυχή του μετακλασικού
εκπαιδευτικού συστήματος. Μέχρι τον 5ο αι. π.Χ. τον κορμό των μαθημάτων
μονοπωλούσε αποκλειστικά η ανάγνωση και η απομνημόνευση, ενώ για την
παραγωγή λόγου δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη19. Ο μαθητής όφειλε να
αναγιγνώσκει, να αναπαράγει δηλαδή φωναχτά το κείμενο, ομηρικά χωρία κατά
βάση, και να απομνημονεύει ποίηση. Τώρα πλέον η εξάσκηση δεν εστιάζεται
στην ανάγνωση και απαγγελία ποιητικών κειμένων για φεστιβαλικού τύπου
περιστάσεις, αλλά έγκειται στη σταδιακή, συστηματική κατάκτηση των τεχνικών
που οδηγούν στη σύνθεση γραπτού λόγου και στην απαγγελία20.
Την καθημερινή εξάσκηση στη συγγραφή επισημαίνει και ο Θέων
διευκρινίζοντας ότι τα του δεν είναι απλώς ασκήσεις για την

16
Η παραδίδεται στο αριστοτελικό corpus και προσγράφεται στον
Αναξιμένη, ρήτορα και ιστορικό του 4ου αι. Βλ. Kennedy, Ιστορία 81 κ.ε.∙ βλ. και κεφάλαιο 4 της
παρούσης εργασίας.
17
Αναξ 28.4.
18
Για την ακριβή μορφή τους και τον τρόπο με τον οποίο διδάσκονταν δεν έχουμε
ικανοποιητικές πληροφορίες. Ακόμα και γραπτές, οι ασκήσεις πιθανόν να έπρεπε να
απομνημονευθούν από τους μαθητές. Έτσι δεν πρέπει να ιδωθούν ως απλές ασκήσεις παραγωγής
λόγου, αλλά ως συστατικό μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας, της ρητορικής παράστασης.
Περισσότερα για το θέμα βλ. Webb, Ekphrasis 45.
19
Για το εκπαιδευτικό σύστημα της αρχαιότητας βλ. Too, Education 2001.
20
Βλ. Kennedy, Ιστορία 323.

 12 
ορθή παραγωγή πεζού λόγου, αλλά αποτελούν το πρώτο στάδιο της πορείας
του ρήτορα προς την αγόρευση ενώπιον του ακροατηρίου21. Επιπλέον, οι
ασκήσεις αυτές όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Θέων, δεν αφορούν μόνο
ασκούμενους ρήτορες, αλλά και ποιητές, λογοποιούς και όλους όσοι θέλουν να
ανακαλύψουν τη δύναμη της γλώσσας22. Η για παράδειγμα είναι
τεχνική που εφαρμόζεται και στην ιστοριογραφία, ενώ η βρίσκει
πρόσφορο έδαφος τόσο στην ιστοριογραφία όσο και στην ποίηση23.

1.2 Περιεχόμενο και δομή των ασκήσεων

Όσον αφορά τη δομή των ασκήσεων, αυτό που ισχύει κατά γενική ομολογία
είναι ότι τα εκκινούν με τις , τις λιγότερο απαιτητικές
ασκήσεις, των οποίων ο βαθμός δυσκολίας σταδιακά προσαυξάνεται. Γι’ αυτό
ορίζονται ως . Σύμφωνα με
αυτό το σχήμα στην αρχή τοποθετούνται οι εύκολες ασκήσεις που παρόμοιες
τους απαντούν και στην εκμάθηση της γραμματικής τέχνης, όπως
παραδείγματος χάριν η δηλαδή αποφθέγματα ανεκδοτολογικού ή μυθικού
περιεχομένου που προσφέρονται για γραμματική εξάσκηση, που συνίστανται σε
ασκήσεις τεχνικής, όπως μετατροπή από παθητική σε ενεργητική φωνή,
μεταφορά στο δυϊκό αριθμό κ.ο.κ. Έτσι εξηγείται και η τοποθέτηση της

Βλ Θέων 1 (62. 6-10 Pat.-Bol.)


∙ Βλ. Webb, Ekphrasis 42: «Τα
προγυμνάσματα είναι η πρώτη επαφή των μαθητευόμενων με τη σύνθεση και η πρώτη ευκαιρία
τους να εξοικειωθούν με τη λογοτεχνική παράδοση που είχαν απορροφήσει από τους
γραμματικούς»∙ πβ. Too, Education 291.
Βλ. Θέων 2 (70. 26-29 Pat.-Bol.)

Βλ Θέων 1 (60. 22-27 Pat.-Bol.):

24
Ανων. . 11-13 (Rabe, Proleg. Syll. 168.1-3).

 13 
από τον Θέωνα στην πρώτη θέση των ασκήσεων, επειδή αποτελούν το πρώτο
στάδιο επαφής του μαθητευόμενου με τη γλώσσα25.
Η τάση γενικότερα απαιτεί η διάρθρωση των ασκήσεων να γίνεται κατ’
αντιστοιχία με τις μορφές της ρητορικής παράδοσης, όπως αυτές εκδηλώνονται
στην πράξη. Έτσι, είθισται να αποδίδονται τα πέντε μέρη του ρητορικού λόγου
σε διάφορα προγυμνάσματα26. Οι
ασκήσεις λοιπόν εκκινούν, τηρουμένων των αναλογιών καθώς ανακατανέμονται
από ρήτορα σε ρήτορα27, με την αναδιήγηση ενός μύθου ( , τη διήγηση μιας
ιστορίας ( ), και με τη Περιεχόμενο του είναι κάποια αφήγηση
σχετική με ζώα που βρίσκει το υλικό και τις καταβολές της στους μύθους του
Αισώπου. Ο περιέχει δύο εκδοχές: Στη σύντομη εκδοχή του αντικείμενο
της αφήγησης είναι ένα μικρό συμβάν, ενώ οι σκέψεις και τα λόγια των φορέων
της δράσης αποτυπώνονται σε τρίτο πρόσωπο∙ αντίθετα στην εκτενέστερη
εκδοχή του οι φορείς της δράσης αυτόπαρουσιάζονται σε πρώτο προσωπο
υπό τη μορφή της sermocinatio, δηλ. της . Η τοποθέτηση του μύθου
στην αρχή των ασκήσεων γίνεται, όπως επισημαίνει ο Hunger με τον
παιδαγωγικό υπολογισμό ότι το περιεχόμενο θα έπρεπε να είναι οικείο με τα
αναγνώσματα των εξασκημένων στην ποίηση μαθητών29. Το ή narratio,
είναι η αφήγηση ενός επεισοδίου, σε αντίθεση με τη που περιλαμβάνει
περισσότερα επεισόδια31. Η στο ρητορικό κώδικα είναι ένα «ρητό, αξίωμα,
παράγγελμα ή απόφθεγμα που λαμβάνεται από κάποιον άλλο συγγραφέα και

25
Too, Education 298.
26
Βλ. αναλυτικότερα Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 161.
Για τη σειρά που κατέχει καθεμιά από τις επιμέρους ασκήσεις στο σύστημα κάθε
συγγραφέα βλ. Kennedy, Progymnasmata 13.
28
Lausberg, Handbuch 534.
29
Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 160.
30
Ο Πρισκιανός, Praeex. 2 προσδίδει πέντε σχήματα (modi) στο : per rectum
indicativum, per indicativum inclinatum, per convictivum, per dissolutum, per comparativum που
αντιστοιχούν με τα του Ερμογένη 2.4 (Pat.): ·

31
Κατά τον Ερμογένη, 2.2 (Pat.) η διάκριση και γίνεται κατ’
αναλογία με τη διάκριση και : ·

 14 
αναπτύσσεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες»32, ενώ παρόμοια με τη
είναι η η ανάπτυξη δηλαδή ενός αφορισμού33. Οι ασκήσεις κατόπιν
επιβάλλουν την προσαγωγή αποδείξεων για την ορθότητα ή μη μιας διήγησης με
κριτήριο την αληθοφάνεια, που ονομάζονται αντίστοιχα34,
και συνεχίζουν με τον , την επεξεργασία δηλαδή θεμάτων που
εμπίπτουν σε ένα συγκεκριμένο, επαναλαμβανόμενο σχήμα35. Έπειτα
ακολουθούν το ο και η τεχνικές προερχόμενες από
την επιδεικτική ρητορική.
Τα γυμνάσματα όμως που προϋποθέτουν την περισσότερη ευφυΐα και
επινοητικότητα εκ μέρους των μαθητών και που ίσως έχουν την πιο διαλεκτική
σχέση με τη δημιουργική γραφή και τη μυθοπλασία, είναι η
που ορίζεται γενικά ως η δια του λόγου κατασκευή ενός
χαρακτήρα και εξυπηρετεί στη σκιαγράφηση του , του χαρακτήρα ή της
ψυχικής διάθεσής του38. Στο εν λόγω γύμνασμα οι μαθητές καλούνται να
κατασκευάσουν λεκτικά έναν χαρακτήρα πραγματικό ή φανταστικό μέσω της
εύρεσης των κατάλληλων λόγων, πράξεων και του ύφους του: τι θα έλεγε
παραδείγματος χάριν ο Αίας μετά από την κρίση των όπλων ή πώς θα μιλούσε

32
LSJ s.v. ∙ πβ. Lausberg, Handbuch 536: “Chria ist eine lehrreiche kurze Anekdote, die
eine Sentenzweisheit als Realität des praktischen Lebens erweist“. Για σχετικές μελέτες βλ.
Wartensleben G. von, Der Begriff der griechischen chreia und Beiträge zur Geschichte ihrer Form,
Heidelberg 1901∙ για μια ιστορική επισκόπηση της έννοιας βλ. Kindstrand J. F., «Diogenes Laertius
and the Chreia Tradition» Elenchos 7 (1986) 219-243∙ Júnior M. A., «Importãncia da cria na
cultura helenistica» Euphrosyne 17 (1989) 31-62∙ βλ. επίσης Hock R. F. & O’Neil E. N., The chreia
and Ancient Rhetoric: Classroom Exercises, Leiden κ.α. 2002.
33
Η διαφορά και (sententia) έγκειται στο ότι η πρώτη αφορά ένα συγκεκριμένο
προσωπο, ενώ η δεύτερη όχι∙ βλ. Lausberg, Handbuch 536.
34
Lausberg, Handbuch 540-541.
35
Πβ. Quint. 10.5.12∙ Prisc. Praeex. 6∙ Ερμ. 7 (Pat.)∙ Αφθ. . 7 (Pat.)∙ Νικ. .7
(Felten).
36
Θεων . 9 (109.19-112.21 Pat.-Bol.)∙ Ερμ. . 7 (Pat.)∙ Αφθ. 8 (Pat.)∙ Νικ. .
47-58.
37
Η είναι πρόσφορη τεχνική στους επιδεικτικούς λόγους και εξυπηρετεί είτε τον
είτε τον Η γνώρισε τόση μεγάλη απήχηση, ώστε αυτονομήθηκε αργότερα
σε ξεχωριστή άσκηση∙ πβ. Νικ. . 59.2 (Felten):
.
38
Lausberg, Handbuch 543.

 15 
η Νιόβη θρηνώντας πάνω από τις σωρούς των παιδιών της;39 Εν συνεχεία,
ακολουθεί η η παραστατική περιγραφή προσώπων, πράξεων και
41
τόπων, που λειτουργεί ως επί το πλείστον ως εργαλείο του , έπειτα η
η λογική εξέταση ενός αμφιλεγόμενου θέματος, ενώ τελευταία στον
κατάλογο των ασκήσεων καταγράφεται η η υποστήριξη δηλαδή
ή η αναίρεση ενός θεσπισμένου νόμου.

39
Από την εποχή του Ερμογένη ο τίτλος κάθε άρχιζε με τον εξής τρόπο:
, τι πρέπει να είχε πει ο δείνα∙ βλ. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 181.
40
Αναλυτικά για την βλ. Webb, Ekphrasis 2009 και ειδικά για τα προγυμνάσματα
βλ. κεφ. Learning Ekphrasis 39-59. Βλ. επίσης Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 191 κ.ε.
41
Θέων 7 (118.5-120.11 Pat.-Bol.)∙ Eρμ. . 10 (Pat.)∙ Αφθ. . 12 (Pat.)∙ Νικ.
12 (Felten).
42
Θέων 11 (120.12-128.24 Pat.-Bol.)∙ Ερμ. 11 (Pat.)∙ Αφθ. . 13 (Pat.)∙ Νικ.
. 71-76 (Felten).
43
Θέων 12 (129-130.40 Pat.-Bol.)∙ Ερμ. 12 (Pat.)∙ Αφθ. . 14 (Pat.)∙ Νικ.
77-79 (Felten).

 16 
2 Η στους συντάκτες

Οι ασκήσεις των , παρά τον αυστηρό προσανατολισμό τους σε


συγκεκριμένα λογοτεχνικά μοντέλα, την προϋπόθεση ακριβούς τήρησης των
συγγραφικών κανόνων και την επεξεργασία προκαθορισμένων θεματικά
ασκήσεων, έθεταν τη βάση για την ανάπτυξη δημιουργικών δεξιοτήτων των
υποψήφιων ρητόρων45. Πιο συγκεκριμένα, τα προέβλεπαν ένα
σταθερό, δομημένο σύστημα ασκήσεων, τοποθετημένων σε συγκεκριμένη σειρά
που στόχο έχει τη ρητορική εξάρτυση των μαθητών με αφηγηματικές,
επιχειρηματολογικές τεχνικές σε συνδυασμό με συγκεκριμένη ύλη, πρότυπα
ακόμα και ηθικές αξίες, τη διεύρυνση των εκφραστικών ικανοτήτων τους και
των δυνατοτήτων τους να αγορεύσουν ενώπιον ενός κοινού εξίσου μορφωμένου.
Γιατί αυτά είναι τα εφόδια που θα προπαρασκευάσουν τους υποψήφιους
ρήτορες επαρκώς, ώστε αργότερα να ανελιχθούν σε υπολογίσιμο μέγεθος της

44
Για την βλ. Devries W. L., Ethopoiia. A Rhetorical Study of the Types of Character
in the Orations of Lysias, Baltimore 1892∙ Bruns I., Das literarische Porträt der Griechen im fünften
und vierten Jahrhundert vor Christi Geburt, Berlin 1896∙ Hagen H. M., Ethopoiia: Zur Geschichte
eines rhetorischen Begriffes, Erlangen 1966∙ Ventrella G., «L’ etopea nella definizione degli antichi
retori. Antologia di testi» στο: Amato E. & Schamp J. (επιμ.), . La représentation de
caractéres entre fiction scolaire et réalité vivante à l’ epoque impériale et tardive, Salerno 2005, 179-
212. Για την στον Λυσία βλ. Αλεξίου Ε., «Λυσίας,
(16): Η ενός Αθηναίου με ολιγαρχικές συμπάθειες» 51 (2001) 25-41.
45
Βλ. Too, Education 289-316. Για την επιχειρηματολογία που αντικρούει την άποψη ότι τα
προγυμνάσματα είναι ασκήσεις παραδοσιακού τύπου που αποκλείουν την ατομική δημιουργία
βλ. την εισαγωγή της μετάφρασης των Kennedy, Progymnasmata 10: “[…] the
exercises were certainly effective in providing students for centuries with verbal skills that many
students in our time seem less often to develop. Because the exercises were so completely structured,
fournishing the student with lists to say on many subjects, they are open to the criticism that they
tended to indoctrinate students in traditional values and inhibit individual creativity. […]
Nevertheless, it would be unfair to characterize the traditional exercises as inhibiting all criticism of
traditional values”. Μπορεί τα προγυμνάσματα να μην είναι εργαλεία για κριτική ανάλυση των
λογοτεχνικών κειμένων, όμως προσφέρουν τα μέσα για , όπως
υποστηρίζει η Webb, Ekphrasis 41 δανειζόμενη τον όρο του ’literary consciousness’ του Genette.

 17 
πολιτικής και πνευματικής ελίτ της εποχής46. Οι άλλοτε άκαμπτες, ξηρές και
στείρες ασκήσεις είναι πλέον «κρίσιμες για τη θεμελίωση του λόγου (discourse)
της ελίτ»47. Η πρακτική αξία τους είναι σίγουρα μεγάλη, καθώς αποτελούν το
εισιτήριο των εκκολαπτόμενων ρητόρων για μια επιτυχή καριέρα στο στίβο της
ρητορικής.

2.1 Προγυμνάσματα και λογοτεχνία

Χαρακτηριστική τάση της πνευματικής παραγωγής των αυτοκρατορικών χρόνων


είναι σύμφωνα με τον Kennedy ο «εκλογοτεχνισμός της ρητορικής», μία
διαδικασία που περιγράφει τη μετάγγιση μορφών και μεθόδων της ρητορικής
στη λογοτεχνία48. Η ρητορική πλέον, δεν αρκείται στους πολιτικούς λόγους αλλά
επεκτείνεται και σε άλλες λογοτεχνικές μορφές συμπεριλαμβανομένων των
φιλοσοφικών αποδείξεων, επιγραφικών μαρτυριών και επιστημονικών
πραγματειών49. Το αποτέλεσμα ωστόσο μπορεί εξίσου να μετονομαστεί και
«ρητορικοποίηση της λογοτεχνίας», καθότι η ρητορική, με τη βαθμιαία ανάδειξή
της σε σημαίνουσα έκφραση της πνευματικής δημιουργίας, σε πυλώνα της
εκπαίδευσης, αλλά και άξονα του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι,
αφού αποτελεί ένα είδος κοινής βασης, ένα εργαλείο στοχασμού και συλλογικής
έκφρασης, υπέβαλλε όλα τα λογοτεχνικά είδη στη δοκιμασία της προφορικής

46
Βλ. Webb, Education 313-314. Σχετικά με την ανάληψη σημαντικών θέσεων από τους
σοφιστές υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Ο Bowersock, Greek Sophists 58 τονίζοντας την
ιστορικοκοινωνική διάσταση της Δεύτερης Σοφιστικής, παρατηρεί ότι οι Έλληνες σοφιστές της
περιόδου, μέσα στο γενικότερο φιλελληνικό κλίμα προωθούνται σε θέσεις που ποτέ άλλοτε δεν
είχαν λάβει. Ο Bowie, Importance of Sophists 29 αντίθετα, αποκρούει τους ισχυρισμούς του
Bowersock επικαλούμενος το χωρίο του Φρύνιχου που αποδεικνύει πως οι εξέχουσες θέσεις, όπως
π.χ. αυτή του ab epistulis graecis δίνονταν σε εκείνους που κατείχαν τα ανάλογα προσόντα,
μεταξύ άλλων ρητορική δεινότητα και η σωστή χρήση της γλώσσας, Φρ. . 357. Για
αναλυτικότερη πραγμάτευση του ζητήματος βλ. Schmitz, Bildung und Macht 50 κε.
47
Τοο, Education 290: “Crucial for laying the foundations for elite discourse”.
48
Kennedy, Ancient Rhetoric 24 κ.ε.
49
Pernot, Η Ρητορική 302.

 18 
απόδοσης50. Τη μεγάλη αξία της ευγλωττίας επισημαίνει κι ένας υπέρμαχος
της αξίας της ρητορικής τέχνης, o Λατίνος ποιητής Οβίδιος, ο οποίος
ασπαζόμενος τις εκφραστικές δυνατότητες της ρητορικής τέχνης και επιδέξιος
χειριστής της, ακόμα κι όταν στράφηκε εξ ολοκλήρου στην ποίηση δεν
αποχωρίστηκε τις ρητορικές του περγαμηνές. Στους εξαμέτρους του συχνά
αφουγκράζεται κανείς έναν ρητορικό απόηχο, ενώ έργα του υπακούουν στις
ρητορικές συμβάσεις, όπως οι Heroides που ο τρόπος σύνθεσής τους
παραπέμπει στο προγυμναστικό είδος της . Στην Ars amatoria I 457-
461 ο Οβίδιος δίνει το σάλπισμα στους νεαρούς Ρωμαίους για μελέτη των
ελευθέριων τεχνών: Disce bonas artes, moneo, Romana iuventus […] Tam dabit
eloquio victa puella manus, «μελετήστε τις ελευθέριες τέχνες […] γιατί έτσι θα
καταθέσει τα όπλα της η κοπέλα υποκύπτοντας στην ευγλωττία σας». Η
προτροπή αυτή του Οβιδίου προδίδει την εξής αναλογία: όπως η Ars rhetorica
παρέχει τα μέσα για την κατάκτηση του ακροατηρίου, έτσι και η Ars amatoria
υπόσχεται κατάκτηση του ερώμενου προσώπου51.
Τη λογοτεχνική αξία των προγυμνασμάτων υπογραμμίζει η Cichocka,
σύμφωνα με την οποία τα προγυμνάσματα είναι φορείς λογοτεχνικότητας που
ενσωματώθηκαν ακόμη και στα πιο ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη52. Άλλωστε
και τα ποιητικά προγυμνάσματα δεν είναι ασυνήθιστα: Στο 2.12 του
Προπέρτιου η παραπέμπει σύμφωνα με τον Cairns στις ασκήσεις
αυτές, αλλά και στον Ιουβενάλη βρίσκουμε τη γνωστή ρητορική άσκηση της
. Η στενή σχέση με τη λογοτεχνική δημιουργία είναι περισσότερο
εμφανής στις ασκήσεις που βρίσκονται στο τελικό στάδιο των εγχειριδίων, και
είναι οι πιο σύνθετες, όπως ο , το και η . Και από αυτές η

50
Pernot, Η Ρητορική 303.
51
Βλ. Pernot, Η Ρητορική 302-309.
52
Cichocka, Progymnasma 999: “In general we are able to maintain that the progymnasmata is
a certain minor literary form adapted to more important literary genres; it could also serve as a
prototype of some of those”∙ ‘Werkstatt der Essaystik’, δηλαδή «εργαστήρι της τέχνης του
δοκιμίου» χαρακτηρίζει ο Beck, Das literarische Schaffen 19 τα .
53
Βλ. Cairns, Generic Composition 75.

 19 
σίγουρα ξεχωρίζει, καθώς σύμφωνα με τη Webb είναι το γύμνασμα που
παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγγένεια με τη λογοτεχνία54.
Τη μεγάλη αξία της που ανάμεσα στους αρχαίους θεωρητικούς
ανευρίσκεται και ως , sermocinatio ή allocutio, σε διαφορετικούς
τομείς της ανθρώπινης, πνευματικής και όχι μόνο δραστηριότητας, τονίζει ο
Θέων ήδη από την αρχή της πραγματείας του στο κεφάλαιο

Η
υπεροχή ( ) της ως γυμνάσματος χρησίμου, τόσο στις
προφορικές συνδιαλέξεις, όσο και στη μελέτη των συγγραμμάτων αλλά και στην
καθημερινότητα, είναι αδιαμφισβήτητη για τον Θέωνα. Αξιοσημείωτη ωστόσο
είναι η λογοτεχνική της αξία, η επιρροή και απορρόφησή της από άλλα
λογοτεχνικά είδη κάτι που επιβεβαιώνει και ο Θέων: η
αξιοποιείται όχι απλώς και μόνο στην ιστοριογραφία αλλά στη ρητορική, στον
διάλογο και στην ποίηση56.

2.2 Η κατάταξη της στα

Αξίζει να παρατηρηθεί η σειρά που καταλαμβάνει η ως επιμέρους


γύμνασμα των προπαρασκευαστικών ασκήσεων στους προς εξέταση συντάκτες
προγυμνασμάτων. Με κριτήριο το επίπεδο δυσκολίας και τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα της εκάστοτε άσκησης η καταλαμβάνει και διαφορετική
θέση στη σειρά των ασκήσεων. Ο Θέων χρησιμοποιεί τον όρο και
την κατατάσσει στην έκτη θέση στο σύνολο των δέκα ασκήσεων:

. O Ερμογένης στο σύνολο των δώδεκα ασκήσεων του την τοποθετεί στην

54
Webb, Progymnasmata 306.
55
Θέων 60.22-27 (Pat.-Bol
56
Πβ. Quint. Inst. 3.8.49: Utilissima vero haec exercitatio, vel quod duplicis est operis vel quod
poetis quoque aut historiarum futuris scriptoribus plurimum confert: verum et oratoribus
necessaria.

 20 
ένατη θέση, στα του Αφθόνιου που αποτελούνται από
δεκατέσσερις ασκήσεις η καταλαμβάνει την ενδέκατη θέση, ενώ στον
Νικόλαο την ένατη σε σύνολο εννέα ασκήσεων, με τη διαφορά ότι και
και εδώ μελετώνται ενιαία.
και διακρίνονται και σε επιμέρους είδη ανάλογα με
τα κριτήρια που θέτει ο κάθε συγγραφέας. Με κριτήριο το είδος του λόγου, αν
πρόκειται δηλαδή για μονόλογο ή απαγγελία, κατατοπιστική είναι η διακριση
του Πρισκιανού σε και που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με αυτή του
Ερμογένη57. Έπειτα, η ταυτότητα του χαρακτήρα, αν είναι δηλαδή ιστορικό,
μυθικό, ακαθόριστο, νεκρό πρόσωπο, ή ακόμη και άψυχο πράγμα, είναι ίσως το
βασικότερο κριτήριο με βάση το οποίο διακρίνεται η από την
, διάκριση όμως που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, πολλές φορές
δεν είναι ούτε ξεκάθαρη, ούτε απόλυτη. Το ιδιαίτερο νοηματικό φορτίο που έχει
η έννοια της στα των Θέωνα, Ερμογένη, Αφθόνιου και
Νικόλαου, και οι συνεπαγόμενες διαφοροποιήσεις στην εξέλιξη της έννοιας είναι
ο θεματικός στόχος των επόμενων κεφαλαίων. Και επειδή η εξέταση της
δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένως να οριστεί τι σημαίνει η
αρχή της διερεύνησης πρέπει να αναχθεί στο magnum opus της ρητορικής, στη
του Αριστοτέλη.

57
Prisc. Praeex. 45.21-25: Allocutionum vero quaedam sunt simplices, quando suppοnitur
aliquis ipse per loquens, quodam duplices, quando ad alios loquitur; per se quidem, ut quibus
verbis uti potuisset Scipio victor revertens; ad alios vero, quibus verbis uti potuisset Scipio post
victoriam ad exercitum.

 21 
3 και στη του Αριστοτέλη

«Ποτέ δεν θα μάθουμε με βεβαιότητα αν οι άνθρωποι


καθεαυτοί είναι καλοί ή κακοί.
Έχει όμως σημασία αν πιστεύουμε
ότι είναι βασικά καλοί ή κακοί, ηθικοί ή ανήθικοι,
γιατί τους αντιμετωπίζουμε αναλόγως»
Bauman Z., Alone again 2

Στο πρώτο βιβλίο της , στην πραγμάτευση των συστατικών μερών του
58
ρητορικού λόγου ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις σε και .
Στις έντεχνες αποδείξεις ανήκει το , μία ρητορική σκευή που
μέσω της ανάδειξης του χαρακτήρα του ρήτορα στοχεύει στην απόδειξη της
αξιοπιστίας του:

1356a 4-13
Έχοντας κατονομάσει τις τρεις πίστεις, τον το και το ο
Αριστοτέλης ορίζει στο παραπάνω χωρίο το του λέγοντος ως το μέσο για
την απόδειξη της αξιοπιστίας του ρήτορα: . Με
βάση τον αριστοτελικό ορισμό προκύπτουν τρία βασικά ερωτήματα, τα οποία
είναι προαπαιτούμενα για τον καθορισμό της έννοιας της A) η σχέση

58
Αριστ. 1355b 35.

 22 
του του λέγοντος με το του ακροατή Β) η σχέση και και
Γ) αν ο όρος του λέγοντος δηλώνει τον ηθικά καλό χαρακτήρα.
Α. Το πρώτο ερώτημα είναι αν το περιορίζεται νοηματικά στο
ή συμπεριλαμβάνει και το , δηλαδή την ψυχική
διάθεση του ακροατηρίου, τόσο σε αυτό το χωρίο όσο και σε όλο το έργο59.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι το αν δεν ταυτίζεται, οπωσδήποτε
λειτουργεί σε συνάρτηση με την του λέγοντος. Με τον όρο
εννοείται, σύμφωνα με τον Hagen, η «Gutgeartetheit, das anständige Wesen des
Sprechers, dem der Stil der Rede entsprechen muss, damit Glaubwürdigkeit erzielt
wird»60. Άρα η εντιμότητα και η ειλικρίνεια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που
στοιχειοθετούν το του ομιλητή και που κατά τον φιλόσοφο φέρουν τις
μεγαλύτερες αξιώσεις απολυτότητας και βεβαιότητας των λεγομένων του
( ). Στους όρους και μεταθέτει το νοηματικό
βάρος ο Grimaldi θεωρώντας τους καθοριστικής σημασίας για την ερμηνευτική
προσέγγιση του χωρίου61. Το του λέγοντος δηλαδή, αποκτά συγκεκριμένες
ποιότητες που υπαγορεύονται από την επίγνωση που έχει ο αγορητής του
του ακροατηρίου. Με άλλα λόγια: τα στοιχεία εκείνα που θα προβάλει ο
αγορητής πρέπει να είναι συμβατά με τις προσδοκίες των ακροατών. Γι’ αυτό
και ο Grimaldi βάλλει εναντίον όσων υποστηρίζουν ότι το εν προκειμένω
είναι μόνο το του λέγοντος62. Επομένως, το είναι ο o έντιμος
δηλαδή χαρακτήρας του αγορητή και δεν μπορεί να ιδωθεί παρά σε άμεση

59
Πβ. ενδεικτικά: . 1366a 26-27 όπου το αφορά το ενώ στα 1390a
25-28 και 1366a 9-14 το αναφέρεται στο άλλων και όχι του ομιλητή∙ ενώ στα 1376a
23-29 και 1369a 28-31 το μπορεί να αναφέρεται είτε στο του ομιλητή είτε των άλλων.
Ενδεικτικό των ερμηνευτικών αποκλίσεων είναι το 1377b 24, για το οποίο ο Cope σχολιάζει
ότι το αφορά μόνο το του λέγοντος ως έντεχνη και δεν σχετίζεται με το του
ακροατηρίου: Cope, The Rhetoric 109-113, 248-49. Αντίθετα οι Spengel, Aristotelis 481-83 και
Dufour, Aristote Rétorique II 18 υποστηρίζουν για το συγκεκριμένο χωρίο ότι
συμπεριλαμβάνεται και το του ακροατηρίου.
60
Hagen, Ethopoiia 12.
61
Grimaldi, Rhetoric II 6.
62
Βλ. πιο πάνω υποσ. 59.

 23 
συνάρτηση με την επίδραση που έχει στη θυμική κατάσταση, στο του
ακροατηρίου63.
Β. Η σχέση και προσκρούει σε ερμηνευτική πολυφωνία που
κατά κύριο λόγο προκύπτει από τη λογική οργάνωση των κεφαλαίων της
. Πιο συγκεκριμένα, έπειτα από την ανάπτυξη της θεωρίας περί των
, και στα κεφάλαια Β 2-11 της
ακολουθεί το τρίτο μέρος των η ανάλυση των (Β 12-17)
προλογιζόμενη ως:
δηλαδή τι λογής είναι οι άνθρωποι σε σχέση με τα
πάθη64, τις , την ηλικία και τις τύχες65. Η αριστοτελική διάρθρωση των
κεφαλαίων και η παραπάνω διατύπωση προκαλούν σύγχυση και αποτελούν
λόγο για να θεωρήσουν ορισμένοι μελετητές, όπως ο Süß, ότι το είναι μία
66
μορφή της δεύτερης , δηλαδή υπάγεται στο . Παρόμοια
και ο Kroll: “Ethos kann außer dem gleichbleibenden Charakter auch die
vorübergehende Stimmung bezeichnen und sich dem Begriff des Pathos, den wir

63
Πβ. Grimaldi, Rhetoric II 184: “[…] it is clear from Aristoteles’ statements in 12-17 that the
auditors’ in the speaking situation is presented as something which must be known because of
the way it affects the manner in which auditors respond”. Η ίδια σημασία ανευρίσκεται και στο
a :

, όπου εξηγείται πώς μπορούν οι ρήτορες να


προσδίδουν με τον λόγο τους τη συγκεκριμένη εικόνα στον εαυτό τους και στα λόγια τους
ώστε να βρουν ανταπόκριση στον χαρακτήρα των ακροατών∙ πβ. 1391b 19-21:

where means ‘adapted to the character


of the audience to whom it is addressed’∙ βλ. Lockwood, 181∙ βλ. Δημ. . 1:
∙ πβ. επίσης και . 1366a 9-14.
64
Ο όρος αποδίδεται εφεξής συμβατικά με το νεοελληνικό ‘συναισθήματα’ παρά την
επισήμανση του Λυπουρλή, 1 74-75 ότι δεν υπάρχει νοηματική αντιστοίχιση καθώς τα
δεν είναι συναισθήματα αλλά αποτελούν ‘βιολογικές ιδιότητες’ του ανθρώπου.
65
1388b 31.
66
Süß, Ethos 163∙ για τη συζήτηση σχετικά με το αν το είναι μια μορφή έντεχνης πίστεως
του και ότι ως αποτέλεσμα τα κεφάλαια Β 12-17 είναι συνέχεια των κεφαλαίων Β 2-
11 βλ. Grimaldi, Rhetoric II 184, ο οποίος υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το
αριστοτελικό κείμενο. Αλλά και ο Rapp, Aristoteles I 142 αντιτίθεται στην ερμηνεία του Süß
θεωρώντας ότι κάνει λάθος όταν συμπεραίνει ότι το αντιστοιχεί στις διαθέσεις της ψυχής που
με του σειρά τους είναι αποδυναμωμένα .

 24 
meist als gegensätzlich empfinden, bedenklich nähern” και έτσι θα μπορούσε
λοιπόν το να αντικατασταθεί με το
To για τον Αριστοτέλη σχετίζεται με το . Στην πραγμάτευση των
δύο ειδών της αρετής, της διανοητικής και της ηθικής, ο Αριστοτέλης,
επιχειρώντας ετυμολογική συσχέτιση των όρων και διατείνεται ότι
Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα , δηλαδή
συνήθειας, μία άποψη που προϋπάρχει στον Πλάτωνα:
69
. Για τον Αριστοτέλη τρία είναι τα συμβαίνοντα στη ψυχή: τα οι
και οι Στα τα δεν ορίζονται αυστηρώς από
τον φιλόσοφο, παρέχονται όμως ως παραδείγματα καλύπτοντας ένα ευρύ πεδίο
συμπτωμάτων της ανθρώπινης ψυχής: η η ο ο , η
, το ,ο ,ο ,ο . Οι ορίζονται ως η τοποθέτηση μας
απένατι στα , απ’ όπου εκπορεύονται η αρετή και η κακία72, καθώς όπως
υποστηρίζει ο Αριστοτέλης η αρετή και η κακία από μόνες τους δεν είναι
Το προϋποθέτει τις καθώς αυτές είναι που εγγυώνται την
απόκτηση της ηθικής αρετής. Μέσα από τη συνεχή τριβή στις εκφάνσεις
της ηθικότητας εξασφαλίζεται η ηθική αρετή73. Άρα, συνάγεται ότι οι
είναι η μεταβλητή που λειτουργεί σε συνάρτηση τόσο με το όσο και
με το . Ο Schütrumpf παραμπέμπει στον Verdenius, ο οποίος σχολιάζοντας
το 1386b 11 θεώρησε ότι το υπάγεται στο
διαστέλλοντας έτσι το σημασιολογικό εύρος της έννοιας , στην οποία
κατά τη γνώμη του πρέπει να υπάγονται και τα συναισθήματα74. Όμως, το

67
Κroll, 69.
68
. 1103a 17-18∙ πβ. 1220a 39-b 1.
69
. 792e 1-2.
70
1105b 19.
71
1105b 21. Για τους ορισμούς των βλ. Hellwig A., «Untersuchungen zur
Theorie der Rhetorik bei Plato und Aristoteles» Hypomnemata 38 (1973) 238-239.
72
1105b 25-26:
73
. 1103a 14-b 2.
74
Schütrumpf, Die Bedeutung 6: „Ebenso ist es unzutreffend, wenn Verdenius den
aristotelischen Begriff beschreibt ‚as having a wider meaning including the emotions‘ und
behauptet: ‚It is not longer astonishing that Aristotle classes pity and fear under although he
regards them as ’“.

 25 
νόημα της πρότασης είναι ότι το είδος των συναισθημάτων καθορίζεται από την
ιδιαιτερότητα του καθενός όχι ότι αυτά, οντολογικά προέρχονται ή υπάγονται
στα . Γι’ αυτό και ο Schütrumpf υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι το σε
καμία περίπτωση και πουθενά στον Αριστοτέλη δεν προσεγγίζει το ,
συνεπώς η ορθή προσέγγιση του χωρίου βλέπει τα όχι ως
συμπεριλαμβανόμενα στο , αλλά ως καθοριζόμενα, εξαρτώμενα από τις
εκάστοτε ιδιότητες του χαρακτήρα76.
Η ανωτέρω προσέγγιση όπως εγγράφεται στα εγείρει
το ερώτημα γιατί στη το , η ηθική ποιότητα ενός χαρακτήρα
λογαριάζεται μεταξύ άλλων από τα και τις , κάτι το οποίο δεν
συμβαίνει στα :
Η εύλογη απάντηση στο
ερώτημα απορρέει από την παραδοχή ότι το αντικείμενο της εκάστοτε
αριστοτελικής πραγματείας επικαιροποιείται από την αφόρμηση και την
προοπτική της. Έτσι εξηγείται ότι και στη δεν έχουν την ίδια
δυναμική, όπως αυτή διαγράφεται στα . Σύμφωνα με τον
Schütrumpf στη καμία από τις απαριθμώμενες αρετές δεν
περιγράφεται ως όπως συμβαίνει στα . Ακριβώς
επειδή οι δύο έννοιες αποβάλλουν τη μεταξύ τους εξάρτηση, δηλαδή πλέον οι
στη Ῥητορική δεν αποτελούν προβολές των στάσεων του ανθρώπου
απέναντι στα και δεν συνιστούν τις αιτίες για την πραγμάτωση τους, όπως
79
λόγου χάρη στα . Εξαιτίας αυτής της διαφοροποίησης,
επισημαίνει ο Schütrumpf, ο Αριστοτέλης διερευνά τα
επειδή μόνο ετσι μπορεί να αποδώσει επαρκώς την έννοια των , όταν

75
Schütrumpf, Die Bedeutung 6.
76
Schütrumpf, Die Bedeutung 8: “Die werden also nicht unter das gerechnet sondern
sie gehören zu einer bestimmten Haltung und Charaktereigenschaft“.
77
1388b 31.
78
Schütrumpf, Die Bedeutung 9.
79
1220b 20:
.

 26 
80
κοντά στις προστεθούν τα . Μπορεί λοιπόν να μιλήσει κανείς για
καλά η κακά πάθη; Προφανώς και ναι, από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης έχει
διακρίνει σε αρετές και κακίες που αντιστοιχούν στο εκάστοτε πάθος. Ο
χαρακτηρισμός όμως των δεν τα αφορά αυτά καθεαυτά, αλλά γίνεται εκ
των υστέρων, έπειτα από την έμπρακτη εκδήλωσή τους κι αφότου συντρέξουν
ορισμένοι αναγκαίοι παράγοντες που συνοψίζονται στο πότε, σε σχέση με τι, με
ποιους, για ποιο λόγο και με ποιον τρόπο πραγματώνονται81. Ο υστερόχρονος
προσδιορισμός των εκδηλώσεων πάθους είναι που θα προσδώσει το ηθικό
βάρος, συνεπώς ο ηθικός χαρακτηρισμός δεν είναι εγγενής, αλλά εφάπτεται των
παθών εξ αντανακλάσεως. Αλλού ο Αριστοτέλης θα δηλώσει ότι το είναι η
. Έτσι το δεν μπορεί να πλησιάσει νοηματικά το
83
. Συνάγεται, λοιπόν, ότι και αλληλεπιδρούν, άλλωστε και η
διατύπωση του Αριστοτέλη ,
που συστεγάζει τους δύο όρους, επισφραγίζει την αμφίδρομη και αναγκαία
σχέση τους.
Γ. Τέλος, πρέπει να διερευνηθεί η ιδιαίτερη νοηματική απόχρωση του ,
εάν νοείται απλώς ο χαρακτήρας του ομιλητή είτε αυτός είναι καλός ή κακός, ή
ενέχει ιδιαίτερη θετική αξία και αφορά τον ηθικά καλό χαρακτήρα. Σε ένα από
τα πιο αντιπροσωπευτικά χωρία της πολυσημίας του όρου στο 1366a
8-16 απαντά ο όρος τέσσερις φορές με περισσότερες από μία νοηματικές
αποχρώσεις:

·
·

80
Schütrumpf, Die Bedeutung 9.
81
. 1106b 22:

82
1.9.5.
83
. 1106a 11-12.
84
. 11178a 15-16.

 27 
Ο αφορά εξ ολοκλήρου την εμφάνιση του ομιλητή ως ή
και τα δύο. Άρα, μπορεί να λεχθεί ότι στο σημείο αυτό το επίθετο είναι
ταυτόσημο με το ενώ , είναι ο άνδρας που κατέχει
τα της πολιτείας στην οποία μετέχει και που γνωρίζει πώς θα μετουσιώσει
αυτά τα στοιχεία στον λόγο του85.
Ωστόσο, ο όρος στο σημείο αυτό δεν είναι φορέας θετικής ηθικολογικά
αξίας, αλλά έχει ουδέτερη σημασία, καθώς σχετίζεται με την εκάστοτε
με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα δηλαδή κάθε πολιτεύματος:
. Ενώ λίγο πιο κάτω, τα συσχετιζόμενα με την
την επιλογή δηλαδή και την προτίμηση του ανθρώπου είναι δηλωτικά
του «ηθικού χαρακτήρα» ενός ανθρώπου. Φαίνεται ότι είναι ο λόγος που
φανερώνει την , αν κρίνουμε και από το . 1395b 14-18, όπου ο
φιλόσοφος αναλύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ως ρητορικής
σκευής:
Η επιστράτευση γνωμικών φανερώνει τις ηθικές προτιμήσεις του
ρήτορα που είναι δεικτικές του ήθους του, δια μέσω των οποίων θα του
προσγραφεί ο καλός ή κακός χαρακτήρας87. Την ίδια σημασία βρίσκει κανείς
και σε πλήθος άλλων χωρίων μέσα στο έργο, η πλήρης όμως εποπτεία και
επεξεργασία τους ξεφεύγει από τα όρια του τεθέντος ερευνητικού πλαισίου88.

85
Βλ. Hagen, Ethopoiia 14: „Der Redner gewinnt diesen Anschein, wenn er die die
charakteristischen Wesenszüge der Staatsform, in der er sich politisch betätigt, hat, d. h. wenn er sie
beherrscht und mit ihnen in seiner Rede umzugehen weiß“.
86
Πβ. . 1450b 8-10a:

87
1395b:
88
Όπως παραδείγματος χάριν στο b 13-22, όπου στην αντίθεση νεότητας και
γήρατος ο Αριστοτέλης ορίζει ξεκάθαρα το των μεν και των δε:

 28 
Στο 1228a 2 ∙
φαίνεται ότι η είναι το κριτήριο, ο γνώμονας διά
μέσου του οποίου θα αντιληφθούμε το ποιόν ενός ανθρώπου. Ομοίως και στο
1417a 17 Σε μια
λοιπόν το έχει μια συγκεκριμένη ποιότητα εξαιτίας της επενέργειας
μιας συγκεκριμένης .
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και στο ίδιο προτασιακό πλαίσιο ο όρος
απαντά με εναλλασόμενη σημασία επιβεβαιώνοντας έτσι την πολυσημία του.
Διαπιστώνει κανείς λοιπόν την πολυδιάστατη σημασιολογική αξία του όρου, η
οποία ρυθμίζεται από αυτό που κάθε φορά υπαγορεύουν τα συμφραζόμενα, και
απαιτεί την κατάλληλη νοηματική αποσαφήνιση εκ μέρους του αναγνώστη.
Παρά το σημασιολογικό εύρος της έννοιας και τη δυσκολία στην νοηματική
αποσαφήνιση που αυτό επιφέρει, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ορισμός του
από τον Grimaldi, που αποδέχεται ότι η πρωταρχική σημασία του όρου στη
είναι «a firm disposition within a person formed partly under the
direction of reason ( 1220b 5-7), a firm disposition with respect to the
appetitive part of the soul represented by the emotions which reflects the quality
of the person’s dominant habits in the sphere of moral activity»90.
Tην πολυσημία του όρου και ειδικότερα τη σημασία του ως «ηθικού
χαρακτήρα» φαίνεται να μην αντιλήφθηκαν οι Λατίνοι που δεν διέθεταν
αντίστοιχο όρο με τη συγκεκριμένη ποιότητα, ενώ και
συμπυκνώνονταν, όπως μας παραδίδει ο Κοιντιλιανός, στο γενικό adfectus91.

·
Βλ.
περαιτέρω 1366a 14-16∙ 1366a 15-19, 28-29∙ 1389a 35-37∙ 1390a16,17-18∙ 1314a 21-22∙ 1317a
17,18,19-20,22,23-24∙ 1318a 16-17∙ 1328b 23∙ πρβ. Grimaldi, Rhetoric II 187.
89
Όπως ορθά σημειώνει ο Schütrumpf, Die Bedeutung 5 „ein hat also eine bestimmte
Qualität aufgrund einer irgendwie beschaffenen Die Qualität oder der Wert des wird
durch die Beschaffenheit der ihr zugrundeliegenden bestimmt“.
90
Grimaldi, Rhetotic II 187.
91
Ins. Or. 6.2.8 alteram Graeci uocant, quod nos uer tentes recte ac proprie
adfectum dicimus, alteram cuius nomine, ut ego quidem sentio, caret sermo Romanus:
mores appellantur, atque inde pars quoque illa philosophiae moralis est dicta. Quin

 29 
Έτσι χωρίς ουσιαστική διάκριση, το για τους Λατίνους συμπίπτει με το
, οδηγώντας μας φυσικά στο συμπέρασμα, ότι παρά τις όποιες
ενθαρρυντικές συσχετίσεις του με τον ρήτορα ή το ακροατήριο92, στη
λατινική παράδοση η κατανόηση του με την αριστοτελική σημασία
ουσιαστικά δεν υπήρξε93.
Παρόλο που η ως όρος δεν απαντά στον Αριστοτέλη, έχουμε ωστόσο
τον όρο σ΄ ένα έργο που ναι μεν παραδίδεται στο αριστοτελικό corpus
αλλά δεν είναι βέβαιο ότι ανήκει στον ίδιο94. Στα a :

γίνεται λόγος για την επίδραση που έχει η θερμότητα και η ψυχρότητα και κατ’
επέκταση η δύναμη της μελαίνης χολής στον άνθρωπο που θεωρείται ότι
ρυθμίζει την ευθυμία και τη δυσθυμία. Στη συγκεκριμένη θέση είναι τα
στοιχεία της θερμότητας και του ψύχους, υπό την έννοια ότι ρυθμίζουν την
ψυχική διάθεση του ανθρώπου. Η έννοια λοιπόν, αποδεσμεύεται πλήρως από
οποιοδήποτε ηθικολογικό φορτίο, αντίθετα δε, το εν τοιαύτει περιπτώσει
φαίνεται να αφορά αποκλειστικά και μόνο την ανθρώπινη συμπεριφορά και
κατ’ επέκταση τον χαρακτήρα μια δεδομένη στιγμή, όπως όταν παραδείγματος

illud adhuc adicio, ς atque ς esse interim ex eadem natura, ita ut illud maius sit,
hoc minus, ut amor , caritas , interdum diuersa inter se, sicut in epilogis; nam
quae concitauit, solet mitigare. Proprie tamen mihi huius nominis exprimenda
natura est, quatenus appellatione ipsa non satis significari uidetur. Φαίνεται ότι η
ουσιαστική διαφορά μεταξύ και δεν έγκειται, όπως θα περίμενε κανείς, στη
διάρκεια ή παροδικότητα της ψυχικής διάθεσης, αλλά στο βαθμό της έντασης του
συναισθήματος.
92
De orat. 37.128.
93
Βλ. Grimaldi, Rhetoric II 189: Cicero “explains in a way which would qualify it for the
of speaker or auditor (ad naturas et ad mores et ad omnem vitae consuetudinem
accomodatum)” but “he does not appear to understand as we find it in the Rhetoric. At most
where he is presumed to be speaking of Aristotelian as a form of (cf. Orat. 37.128; De
orat. 2. 27. 115, 28. 121ff., 43. 182ff., 79.322)”.
94
Βλ. όμως 1389b 29-32 όπου στην αντιπαραβολή νεότητας-γήρατος ο
Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί και πάλι με όρους θερμότητας-ψύχους, θεωρία που είναι
γνωστή μεν και διαδεδομένη και στον Πλάτωνα, καταδεικνύει δε ίσως τη σχέση των δύο
έργων και συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι είναι του Αριστοτέλη:
· ·
· .

 30 
χάριν ο οίνος ρυθμίζει τη συμπεριφορά ανάλογα με το πόσο συμπυκνωμένος η
αραιωμένος είναι, είναι επομένως . Σε αντιστοιχία με το παραπάνω
χωρίο είναι και το σημείο όπου ο Αριστοτέλης μιλώντας για τις επενέργειες της
μέθης υποστηρίζει ότι το κρασί προκαλεί αλλαγή στην συμπεριφορά:

95
. Τα που αναφέρονται εδώ αφορούν στιγμιαίες ψυχολογικές
μεταπτώσεις που οφείλονται στην κατάσταση της μέθης, που οδηγεί σε
εκδηλώσεις οργής, θυμού, φιλαλληλίας, συμπόνοιας ή θράσους. Με άλλα λόγια
τα σχετίζονται με την παροδικότητα που χαρακτηρίζει τις παραπάνω
εκδηλώσεις που με τη σειρά τους εξασθενούν, όταν περάσει η μέθη.
Σχολιάζοντας το χωρίο ο Schütrumpf διατυπώνει την άποψη ότι στα
οι συναισθηματικές καταστάσεις τότε μόνο χαρακτηρίζονται ως όταν είναι
μικρής διάρκειας, αποτελούν μια παροδική ψυχική διάθεση: ”In den Problemata
wird also eine Gefühlshaltung auch dann als bezeichnet, wenn sie nur von
kurzer Dauer, also eine vorübergehende Stimmung ist”. Μπορεί η
καταναγκαστική σχέση -wenn sie nur- που περιγράφει να μην προκύπτει
αβίαστα από το προς εξέταση χωρίο, όμως σίγουρα είναι βάσιμη η παρατήρηση
του ότι αυτή η σημασία του που κατά κάποιον τρόπο προσεγγίζει το
δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στο έργο του Αριστοτέλη96.
Συνοψίζοντας λοιπόν, σκόπιμο είναι να ταξινομήσουμε τα αποτελέσματα της
έρευνας σε κατηγορίες που θα θέσουν τη βάση για την εξέταση της έννοιας της
:
(α΄) το του λέγοντος ως
(β΄) το του λέγοντος σε σχέση με το του ακροατή
(γ΄) ο ηθικά καλός χαρακτήρας
(δ΄) ο χαρακτήρας
(ε΄) η παροδική ψυχική διάθεση

95
953a 33-36
96
Βλ. Schütrumpf, Die Bedeutung 11.

 31 
Η , έργο αποδιδόμενο για πολύ καιρό στον Αριστοτέλη
είναι το πρώτο γνωστό σε μας διδακτικό εγχειρίδιο ρητορικής που σήμερα
πλέον προσγράφεται στον Αναξιμένη τον Λαμψακηνό, ιστορικό και
ρητοροδιδάσκαλο του 4ου αι. π.Χ. και μετέπειτα δάσκαλο του Μ. Αλεξάνδρου97.
Το έργο, σε αντίθεση με τη του Αριστοτέλη παραδίδει οδηγίες και
συμβουλές σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και προορίζεται περισσότερο για
διδακτική χρήση στις πρώιμες ρητορικές σχολές.
Σε αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη έρχεται η και
για έναν άλλο καίριο λόγο: κατατάσσει το στις ,
ενώ όπως είδαμε, σύμφωνα με την αριστοτελική λογική είναι ένα ρητορικό μέσο
πειθούς που υπόκειται στις Πιο συγκεκριμένα, ο Αναξιμένης τις
ονομάζει , και ως πρώτη παρουσιάζει την που
ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται σε κάτι από αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει
:
Εδώ η μετάφραση του Hagen φαίνεται η
πιο δόκιμη: “Der gute Ruf des Sprechers ist (als Überzeugungsmittel
eingesetzt) die Darlegung der eigenen Gesinnung an den Taten“, όπου
είναι η καλή φήμη του ρήτορα που συνίσταται στο φρόνημά του, όπως
αυτό διαφαίνεται από τις πράξεις του: με
την πρόθεση να μεταφράζεται όχι ως «σχετικά με τις» αλλά «στις»
πράξεις100. Το στην περίπτωση αυτή υποδηλώνει ότι η προσωπικότητα

97
Για την πατρότητα του έργου βλ. Fuhrmann M., Untersuchungen zut Textgeschichte der
pseudoaristotelischen Alexander-Rhetorik, Verlag der Akademie der Wissenschaften und der
Literatur; in Komission bei F. Steiner 1965∙ πβ. Chiron P., The Rhetoric 90-106.
98
Αναξ. 14.7: .
99
Αναξ. 14.8
100
Βλ. Hagen, Ethopoiia 20∙ για το ότι δόξα είναι η καλή φήμη πβ. και 38.2.1-6

 32 
του ρήτορα ως προστιθέμενη απόδειξη, ναι μεν παίζει ρόλο στην κατασκευή του
λόγου, από την άλλη δε, σε καμία περίπτωση δεν λαμβάνει τη σημασία που της
έδωσε ο Αριστοτέλης ως . Ας εξετάσουμε τι συμβαίνει με το

Στο πλαίσιο των οδηγιών που δίνει ο Αναξιμένης για την προπαρασκευή του
ρητορικού λόγου αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο ρήτορας θα κερδίσει σε
αξιοπιστία ·

Την πρόθεση του ρήτορα να ερευνήσει τα ρηθέντα,


πραχθέντα ή διανοηθέντα πρέπει να συνοδεύει ο κατάλληλος τρόπος
πραγμάτευσής τους, δηλαδή με πραότητα και γλυκύτητα και όχι με
τραχύτητα102. Και αυτό ακριβώς είναι κατά τον Αναξιμένη που καθιστά
τον λόγο πειστικότερο στο ακροατήριο.
Ο ρήτορας για να επιτύχει να πείσει με την αγόρευσή του οφείλει να
προσαρμόσει έτσι την παρουσίαση των πράξεων, ώστε να μην αντιβαίνει στο
του, ειδάλλως ο λόγος του γίνεται

. Αν σταθεί όμως κανείς στο το ερώτημα είναι πως γίνεται οι


πράξεις αυτές καθαυτές να βαίνουν αντίθετα με το . Όπως σημειώνει ο
Hagen, οι πράξεις πρέπει να εμπνέουν αξιοπιστία άρα, επισημαίνει, το δεν
μπορεί εδώ παρά να νοείται ως ο καλός, προσεγμένος χαρακτήρας που
χρησιμοποιείται ως είναι δηλαδή η του λέγοντος104. Ο
ομιλητής δεν πρέπει να δείξει κάτι που δεν είναι, άρα πρέπει να δίνει την
αίσθηση της φυσικότητας στον τρόπο που στέκεται και αγορεύει. O Αναξιμένης
προσθέτει έπειτα, πως το επιτείνεται, αν προσποιηθεί ή προβάλλει ότι
για τα ίδια πρόσωπα διάκειται άλλοτε φιλικά και άλλοτε εχθρικά. Επιβάλλεται

101
37.6.
102
Για τη βλ. το κεφάλαιο 6.1.3 της παρούσης εργασίας.
103
38.7.
104
Βλ. Hagen, Ethopoiia 23.

 33 
επομένως να δείξει συνέπεια στη στάση του απέναντι στο ακροατήριο. Ως εκ
τούτου, το συμπίπτει στην προκειμένη περίπτωση με τη διαφάνεια που
αντανακλά η συνεπής προσωπικότητα του ρήτορα.
Στο κεφάλαιο της όπου ο Αναξιμένης ορίζει τα και
προσδιορίζει το είδος του λόγου, απαντούν οι εκφράσεις
και :

Αναξ. 10.1.2.

Κατ’ αρχάς παρατηρείται ότι τα στον Αναξιμένη δεν έχουν την ίδια
σημασία με αυτήν που συναντούμε στον Αριστοτέλη105, ενώ ορίζονται ως το
αποτέλεσμα ενδεχόμενων αντιθέσεων ανάμεσα σ’ αυτό που έχει ειπωθεί και στο
δίκαιο, νόμιμο, συμφέρον ή στο του λέγοντος ή του πράγματος106. Μέσα σε
αυτά τα συμφραζόμενα, με τον όρο του λέγοντος δεν μπορεί να δηλώνεται
απλώς και μόνο η προσωπικότητα, αλλά πολύ περισσότερο πρέπει να
αντικατοπτρίζεται αυτή η συμπεριφορά που προσδοκά κανείς από τον ρήτορα
ώστε να πείσει, συμπεριφορά που εναρμονίζεται με τα πολιτειακά ήθη της
κοινωνίας στην οποία μετέχει.
Επομένως, τα λόγια πρέπει να αντιστοιχούν στις σωστές πράξεις, και αυτό
είναι το έργο του εξεταστικού λόγου. Καθότι όμως το είναι δύσκολο να
κατασκευαστεί γλωσσικά και να προβληθεί μέσω του ρητορικού λόγου, γι’ αυτό
υπάρχουν τα που μέσω των αναδυόμενων αντιθέσεων συμβάλλουν

105
. 1356b 4-6:
Ο Alexiou σημειώνει: „Es ist entweder aufgrund des Wahrscheinlichen ( ) oder von
Indizien abgeleitet ( . 1357a 32; vgl. . 70a 10-24)”. Για περαιτέρω εκτενή
βιβλιογραφία σχετικά με τα βλ. Alexiou, Der Euagoras 83.
106
Πβ. Alexiou, Der Euagoras 83: „Bei Anaximenes (Ars rhet. 10.1-2) ist das Enthymem ein in
seiner Formulierung kurzer Syllogismus, der sich auf Antithesen stützt“.

 34 
στην ανάδειξη όλων των πτυχών της προσωπικότητας του ομιλούντος. Ότι το
πρέπει να κατανοηθεί έτσι προκύπτει και από το παρακάτω χωρίο:

Το νόημα του χωρίου παρότι σκοτεινό, όπως επισημαίνει


ο Hagen λόγω της ανοργανικής θέσης που κατέχει σε σχέση με τα
συμφραζόμενα, ωστόσο είναι σημαντικό για την κατανόηση του . Εισάγεται
εδώ για μοναδική φορά η έκφραση τα οποία οφείλουν να
εναρμονίζονται με τα ήθη των ανθρώπων ώστε ο λόγος να γίνεται να
αποκτά δηλαδή χαρακτηριστικά που αρμόζουν στο πλαίσιο που θέτει το άστυ.
Διαφαίνεται λοιπόν πως το θεμιτό είναι το να αντανακλά το παρόν
πολιτειακό καθεστώς κι αυτό επιτυγχάνεται, αν μέσω του λόγου ο
αναπαριστάμενος χαρακτήρας ανταποκρίνεται στις ηθικές νόρμες του
ακροατηρίου. H σύλληψη του στη συγκεκριμένη περίπτωση προσιδιάζει
περισσότερο στον τρόπο που ανέλυσε ο Αριστοτέλης το του λέγοντος.
Πράγματι, θυμίζει εκείνες τις περιπτώσεις της αριστοτελικής όπου,
καθώς είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το του λέγοντος εμπεριέχει και
το του ακροατηρίου, ο αγορητής οφείλει δηλαδή να έχει γνώση του
ακροατηρίου του108. Άρα το δεν ορίζει αυτό που είναι στην
πραγματικότητα ο ομιλητής αλλά την προσαρμογή του στις ηθικές νόρμες του
ακροατηρίου.

107
22.8.
108
Βλ. Αριστ. 1366a 8.

 35 
5 Αίλιος Θέων από την Αλεξάνδρεια

5.1 Το πρόβλημα της χρονολόγησης

Για τον Θέωνα από την Αλεξάνδρεια οι πληροφορίες που έχουμε προέρχονται
από ένα λήμμα στο λεξικό της Σούδας (Θ206): έγραψε ,
στον Ξενοφώντα, Ισοκράτη και Δημοσθένη και άλλα έργα περί ρητορικής. Ο
Θέων τοποθετείται κατά γενική ομολογία τον 1ο αι. και θεωρείται ο προκάτοχος
όλων των συντακτών προγυμνασμάτων. H εξέταση του όρου στον
Θέωνα δεν μπορεί να μην ενταχθεί στο πλαίσιο της συζήτησης που ανοίγει ο
Heath σχετικά με την χρονολογική τοποθέτηση του Θέωνα και του έργου του109.
Ο Heath στηριζόμενος μεταξύ άλλων σε ένα παπυρικό σπάραγμα που
χρονολογείται τον 4ο ή 5ο αι. έρχεται να αντιπροτείνει τη χρονολογική
μετατόπιση του Θέωνα δύο ή τρεις αιώνες αργότερα110. Το πιο βασικό
επιχείρημα της τοποθέτησης αυτής είναι ότι στα του ο Θέων
προτείνει μια διαφορετική ιεράρχηση των επιμέρους ασκήσεων, που δεν είναι
γενικά αποδεκτή και διαδεδομένη την εποχή στην οποία υποτίθεται ότι
συγγράφει. Πιο συγκεκριμένα, η καινοτομία την οποία εισάγει ο Θέων
συνίσταται στην τοποθέτηση της στην πρώτη κατά σειρά θέση επί του
συνόλου των ασκήσεων: ·
·
111
.Η λοιπόν,
τοποθετείται πρώτη λόγω της συντομίας της, της συνάφειας της με τη
γραμματική και της ευκολίας γενικότερα που παρέχει στην απομνημόνευση, μια

109
Heath Μ., «Theon and the History of Progymnasmata» Greek, Roman and Byzantine
Studies 43 (2002/3) 129-60.
110
Βλ. Heath, Theon 9: Πρόκειται για τον πάπυρο Pcairo temp. inv. 26/6/27/1-41, που
εκδόθηκε από τον L. Koenen στο Studia Papyrologica 15 (1976) 53-4, 67-9∙ πβ. και M. Gronewald,
«Ein Fragment aus Theon, Progymnasmata» ZPE 24 (1977) 23-4.
111
64.28-32.

 36 
επιλογή που δεν πραγματοποιείται σε κανέναν από τους υπόλοιπους συντάκτες
προγυμνασμάτων. Γιατί όλοι οι προς εξέταση συντάκτες προγυμνασμάτων την
τοποθετούν στην τρίτη θέση. Έπειτα, όπως υποστηρίζει ο Heath, το γεγονός ότι
μας έχει σωθεί η αρμενική μετάφραση112 του έργου, του προσδίδει αυτόματα
μεγάλη αξία και κύρος, λαμβανομένης υπόψιν της δυσκολίας στη διάδοση των
τεχνικών εγχειριδίων, καθότι προορίζονταν αποκλειστικά για λειτουργική,
σχολική χρήση. Έτσι εξηγείται λοιπόν ότι δεν μας έχουν παραδοθεί τεχνικά
εχγειρίδια πριν τον 2ο αι.113. Το παράδοξο, επομένως, είναι πώς γίνεται να
διασώθηκε ένα έργο, το οποίο αποκλίνει κατά βάση όσον αφορά τη
συστηματοποίηση του περιεχομένου του από τη ρητορική παράδοση. Η
απάντηση στο γιατί η χειρόγραφη παράδοση ευνόησε τον Θέωνα δεν είναι
εφικτή κι ούτε μπορεί να δοθεί στο παρόν ερευνητικό πλαίσιο. Αυτό όμως που
μπορούμε να ερευνήσουμε είναι αν όντως υπάρχουν ενδείξεις για ασφαλή
χρονική μετατόπιση του ρήτορα στον 3ο η 4ο αι.
Το βασικό επιχείρημα του Heath114 είναι ότι, αφενός ο Θέων τοποθετεί τη
πρώτη, έπειτα ότι έχει δουλέψει το κεφάλαιο αυτό πολύ περισσότερο απ’
ότι ο Ερμογένης, κάτι που συνάδει με την ολοένα και αυξανόμενη επεξεργασία
και σταδιακή ανάπτυξη των επιμέρους ασκήσεων που είναι χαρακτηριστικό
γνώρισμα της ύστερης ρητορικής παράδοσης. Πράγματι, ισχύει ότι ο Θέων
αφιερώνει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πραγματείας του στη και την
αναλύει διεξοδικά. Αυτό όμως δεν είναι ικανό στοιχείο για να υποθέσουμε ότι ο
Θέων είναι μεταγενέστερος. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψιν τον ισχυρισμό του
Ερμογένη κατά την έναρξη του κεφαλαίου :

Ο Ερμογένης κάνει μια σαφή αναφορά σε μερικούς, προκατόχους του

112
Δύο χειρόγραφα του 17ου αι. διασώζουν την αρμενική μετάφραση καθώς και πεντέμιση
κεφάλαια ακόμα που έχουν χαθεί από το ελληνικό κείμενο∙ βλ. Patillon M. & Bolognesi G., Aelius
Theon, Progymnasmata, Paris 1997, 99-112.
113
Βλ. Heath, Theon 10: “The loss of the works of Hermagoras of Temnos is a striking example
(already posing difficulties to Quintilian)”.
114
Heath, Theon 10 κ.ε.
115
Ερμ. 2.1. (Pat.).

 37 
φυσικά, οι οποίοι τοποθέτησαν την πριν από το . Δεν υπάρχει κάτι
που να εμποδίζει τον ισχυρισμό ότι ο Ερμογένης έχει στο μυαλό του τον Θέωνα.
Έτσι αν δεχτούμε τον ισχυρισμό αυτό του Ερμογένη αποκλείουμε το ενδεχόμενο
ο Θέων να είναι μεταγενέστερος116.
Mέσα σε αυτό το πλαίσιο, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται
τώρα στο κεφάλαιο και ζητούμενο αποτελεί η σύγκριση των
δύο ασκήσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Θέων είναι ο μοναδικός από τους
συντάκτες προγυμνασμάτων που δεν χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο , μια
έννοια που εμφανίζεται σε όλα τα σωζόμενα προγυμνάσματα∙ αντι αυτής
χρησιμοποιεί την . Αν λοιπόν στο πλαίσιο της υποτιθέμενης από
τον Heath διένεξης μεταξύ της αλεξανδρινής και της αθηναϊκής ρητορικής
παράδοσης ο Θέων βρισκόταν σε κάποιου είδους διένεξη με τον Νικόλαο από
τα Μύρα, αν μη τι άλλο, θα εισήγαγε την έννοια, έστω κι αν δεν την αποδεχόταν
και θα σχολίαζε τη χρήση του όρου από τον Νικόλαο117. Όμως, όπως θα φανεί
στη συνέχεια ο Θέων αποκλείει από την πραγματεία του τον όρο

5.1.1

Ο Θέων στο κεφάλαιο αυτό των του δεν κάνει καμία διάκριση
ανάμεσα σε και έτσι όπως εμφανίζεται στους
επόμενους συγγραφείς προγυμνασμάτων. Ο Hagen στη μελέτη του για την
ιστορική εξέλιξη της έννοιας της υποστηρίζει ότι ο Θέων

116
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, ο Heath εισάγει μια σειρά από χωρία του Θέωνα που κατά
την άποψή του αποτελούν στυλιστικές αναβαθμίσεις χωρίων του Ερμογένη: H. 22.7f. ~ T.118.7f:
(definition of description): there is a slight difference of wording. T’s could be
a stylisitc improvement on H., . Αναλυτικότερα βλ. Heath, Theon 11-12.
117
Heath, Theon 13: “Νicolaus knows of at least one rhetorician who put chreia first other than
Theon. The reason attributed to ‘some’ is not the one that Theon gives, and Nicolaus’ reply
assumes that the ‘some’ accept the division into heads. It is when he discusses others, who do not
have the division into heads, that Nicolaus makes closer contact with Theon”∙ βλ. και Heath, Theon
15: “that is the persistence of the early position of chreia was a distintive feature of the Alexandrian
tradition as against the Athenian. If so, Nicolaus’ discussion of the ‘others’ would be an Athenian
critique of an Alexandrian practice”.

 38 
διαφοροποιείται σε σχέση με τους υπολοίπους, επειδή θεωρεί την
υποόρο της Για την ακρίβεια όμως ο Θέων δεν χρησιμοποιεί
ποτέ τον όρο Ο ορισμός που δίνει είναι ο εξής:

(115.12-19 Pat.-Bol.

Η λοιπόν αφορά τους , τα αρμόζοντα δηλαδή λόγια,


τόσο σε σχέση με τον ίδιο τον ομιλητή, όσο και σε σχέση με την εκάστοτε
περίσταση, . Η επανάληψη, άλλωστε, των όρων
και (συνολικά απαντούν και οι δύο εννιά φορές στο
εξεταζόμενο κεφάλαιο) καταδεικνύει τη σημασία που έχει για τον Θέωνα η
καταλληλότητα στην επιλογή των λόγων119. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της
που προκύπτει από το χωρίο και πιθανόν εξηγεί την επιλογή του
όρου από τον Θέωνα, είναι η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί για ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο όσο και για ένα οποιοδήποτε πρόσωπο. Ενώ λοιπόν,
στην πρώτη περίπτωση ο ρήτορας ερευνά τα λόγια που λόγου χάρη θα έλεγε ο
Κύρος επιτιθέμενος στους Μασσαγέτες, ή ο Δάτης μετά την μάχη στον
Μαραθώνα, η δεύτερη περίπτωση αφορά τα λόγια που θα απηύθυνε ένας
οποιοσδήποτε σύζυγος, ή στρατηγός στη γυναίκα ή στους στρατιώτες του
αντίστοιχα. Η εύρεση λοιπόν, εκτός από τον χαρακτήρα, και του ίδιου του
προσώπου είναι ενδεχομένως αυτή που δικαιολογεί σε αυτή την περίπτωση την
120
επιλογή του όρου . Όπως προδίδουν τα ίδια τα συνθετικά του

118
Hagen, Ethopoiia 56.
119
Βλ. Θέων 8 (Pat.-Bol.) κεφ.
120
Ο Butts, Progymnasmata 459 σχολιάζει τη μεταφραστική του επιλογή speech-in-character
ως την πιο δόκιμη σε σχέση με άλλων μελετητών που αποδίδουν με: ‘personification’,
‘impersonation’, ‘characterization’, ‘character delineation’, ‘expression of character’. Η επιλογή ενός

 39 
όρου, η στον Θέωνα είναι η δημιουργία ενός προσώπου ή αλλιώς η
προσωποπλασία121. Ο Hagen λαμβάνει ως δεδομένο ότι και
ταυτίζονται νοηματικά, αφού λίγο αργότερα επισημαίνει «der Sinn
sei eindeutig: Hier heißt Ethopoiie wirklich die Rede, die dem Charakter eines
anderen angepaßt ist und ihn nachahmt».
Η Heusch στην ανάλυση της ‘Die Ethopοiie in der griechischen und
lateinischen Antike: von der rhetorischen Progymnasmata-Theorie zur
literarsichen Form’, προβαίνει σε μία επισκόπηση του όρου όπου
δέχεται ότι «συνήθως η και η διαφέρουν στο ότι η
δεύτερη παρουσιάζει πράγματα και νεκρά πρόσωπα ως ομιλούντα, ενώ η
δίνει το λόγο μόνο σε φυσικά πρόσωπα (ιστορικά, μυθικά ή
πλαστά)»122. H παραπάνω διάκριση στη διατύπωση της Heusch, αρκετά
γενικευτική, φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψιν τη σαφή διατύπωσή του Θέωνα
ότι η αφορά τα λόγια εκείνα που θα έλεγε ένας μελλοθάνατος
άνδρας στη γυναίκα του ή ένας στρατηγός απευθυνόμενος στους στρατιώτες
του:
Στο χωρίο αυτό δεν γίνεται
καμία διάκριση ανάμεσα σε έμψυχα και άψυχα, έμβια και άβια που θα
δικαιολογούσε την προλογική θέση της Ηeusch, η οποία σε γενικές
γραμμές ακολουθεί τη συστηματοποίηση του Hagen που διακρίνει τρία
υποείδη της , την βασική θα λέγαμε την και
123
την . Για το παραπάνω χωρίο η Heusch παρατηρεί ότι ο Θέων
διαφοροποιείται από τον Ερμογένη και τον Πρισκιανό σχετικά με το αν

όρου είναι δύσκολη καθότι κανένας δεν αποδίδει επακριβώς την αρχική σημασία που έδωσε ο
Θέων. Η personification είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε προσωποποίηση ενώ impersonation
ενσάρκωση. Η επιλογή του Butts ‘speech-in-character’ θα λέγαμε ότι πλησιάζει περισσότερo στην
προσωποποιία του Θέωνα.
121
Αποφεύγω τη χρήση του όρου ‘ηθοπλασία’ για να μην υπάρξει σύγχυση με την έννοια
εκτός αν χρησιμοποιηθεί με την αριστοτελική της σημασία, όπως αυτή καταγράφεται στο
Αριστ. 460a
122
Βλ. Heusch, Die Ethopoiie 14: “Gewöhnlich werden Ethopoiie und Prosopopoioie so
unterschieden, daß letzter Dinge und Tote als redend darstellt, während die Ethopoiie nur
natürliche (historische, mythische oder erfundene) Personen zu Wort kommen läßt.“
123
Βλ. Hagen, Ethopoiia 63.

 40 
πρόκειται για δημιουργία ενός συγκεκριμένου προσώπου η μη,
προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι ο Θέων διατυπώνει τον ορισμό του πιο
γενικά124. Από την ανάλυση του χωρίου όμως δεν διαφαίνεται κάποια
ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ Θέωνα και Ερμογένη όσον αφορά το
πρόσωπο:

Ερμ 9.13-17 (Pat.)

Για του λόγου το αληθές οι ορισμοί μοιάζουν να είναι σχεδόν ταυτόσημοι, αφού
διατυπώνεται ξεκάθαρα ότι στην εσωκλείεται η δυνατότητα
δημιουργίας είτε ωρισμένων είτε αορίστων προσώπων, κάτι που καταδεικνύει
πως η του Θέωνα συμπίπτει με την του Ερμογένη, η
συστηματική εξέταση της οποίας θα ακολουθήσει σε επόμενο κεφάλαιο. Αυτό
που είναι άξιο απορίας είναι γιατί ο Θέων υιοθετεί τον όρο και όχι
τον όρο . Η πιο πιθανή εξήγηση μοιάζει να είναι ότι την εποχή που
γράφει ο Θέων, κάπου μεταξύ της αυγούστειας περιόδου και της Δεύτερης
Σοφιστικής, η συγγραφή αυτών των ρητορικών εγχειριδίων βρίσκεται σε ένα
πρώιμο, πειραματικό στάδιο και το περιεχόμενο τους, όντας υπό ζύμωση, δεν
έχει ακόμα σταθεροποιηθεί και παγιωθεί.
Αργότερα θα φανεί πως η διάκριση μεταξύ και με το
πέρασμα των χρόνων και από ρήτορα σε ρήτορα γίνεται ολοένα και πιο
δύσκολη, σε σημείο που δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με ασφάλεια το ένα ή
το άλλο ενδεχόμενο, αφού τα ίδια χαρακτηριστικά αποδίδονται άλλοτε υπό τον
ένα και άλλοτε υπό τον άλλο όρο. Η σύγχυση αυτή αισθητοποιείται πολύ

124
Ηeusch, Die Ethopoiie 19: “Auch in Bezug auf den Sprecher der Ethopoiie wird von Theon,
Ps.-Hermogenes und Priscian differenziert, ob er eine bestimmte historische oder mythische Person
ist oder eine unbestimmte Person verköpert. Während Theon diesen an den Anfang seiner
Theorie gestellten Punkt allgemeiner formuliert, herrscht in der Erläuterung der
Unterscheidung völlige Entsprechung zwischen Ps-Hermogenes und Priscian“.

 41 
καθαρά στα παρακάτω αποσπάσματα από το και το
και τα δύο ανωνύμου συγγραφέα, που όμως είναι έργα
μεταγενέστερα:

Η , όπως προκύπτει από το χωρίο, είναι η


δημιουργία ενός προσώπου μέσα από την απόδοση λόγων σε άψυχα όπως ο
ουρανός ή η θάλασσα. Συγκρίνοντας τώρα με το
3.177.2-5 (Spengel) διαπιστώνουμε ότι οι ίδιες ακριβώς ιδιότητες αποδίδονται
στην

Μέσω της δηλαδή, άψυχα και άλογα παίρνουν μορφή και λόγο, όπως,
λόγου χάρη, τι λόγια θα έλεγε το κλυδωνιζόμενο καράβι προτού γκρεμιστεί στα
αποκομμένα βράχια126. Αντίθετα τώρα με αυτήν, στο ίδιο κείμενο η
χρησιμοποιείται για να διαπλάσει ένα πρόσωπο που είτε δεν
υπήρξε ποτέ είτε τυχαίνει εκείνη τη στιγμή να μην είναι παρόν:

Τα δύο χωρία είναι ετερόκλητα σε τέτοιο βαθμό που το έργο της


επαγωγής μιας δόκιμης ορολογίας με αξιώσεις καθολικής εφαρμογής
καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές. Αυτό όμως που είναι αναμφισβήτητο
είναι πως στα μεταγενέστερα χρόνια μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των
ζυμώσεων στο χώρο της ρητορικής τέχνης, και λόγω της διάδοσης της
ως ρητορικής σκευής, προκαλείται σύγχυση ανάμεσα στους δύο
όρους που πυροδοτεί φιλολογικές διαμάχες μεταξύ των

125
Ανων. 3.212.14-17 (Spengel)
126
Αξίζει εδώ να τονιστεί, πρώτον η αναφορά στην ακρίβεια με την οποία πρέπει να
αποδοθεί ο πλαττόμενος λογος και δεύτερον η χρήση του που δείχνει πως η
συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί μίμηση∙ Ανων. 3.177.8
(Spengel): .
127
Ανων. 3.177.10-19 (Spengel)

 42 
ρητοροδιδασκάλων. Στο πλαίσιο της πρότασης του Heath για ύστερη
χρονολόγηση του Θέωνα και του έργου του, τα ανωτέρω αποτελέσματα
συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ο Θέων δεν μπορεί να τοποθετηθεί στον
προτεινόμενη από τον Heath χρονολογία, καθότι φαίνεται απίθανο για τον
ρήτορα και σοφιστή να μην είχε λάβει μέρος σε αυτή τη διένεξη, κάνοντας
τουλάχιστον μια απλή μνεία στην .

 43 
6 Ερμογένης ο Ταρσεύς

2.350.9-11
(Rabe 321)

Οι του Φιλόστρατου παραδίδουν οτι ο Μάρκος Αυρήλιος τον


καιρό της βασιλείας του ενθουσιάστηκε και θαύμασε από κοντά τη ρητορική
δεινότητα του δεκαπεντάχρονου τότε Ερμογένη που έλαβε μεγάλη δόξα ως
σοφιστής και διέπρεψε ως ρήτορας, προτού παραδοθεί στην εκφυλιστική
ασθένεια που του αποστέρησε την τέχνη του128. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και
ο Συριανός στα σχόλια του πάνω στο έργο του Ερμογένη προσθέτοντας μάλιστα
τα προερχόμενα από τον κοινωνικό του περίγυρο, σκωπτικά και περιφρονητικά
σχόλια εξαιτίας της νόσου που τον αποδυνάμωσε πνευματικά129. Από τις
ελάχιστες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ίδιο, γνωρίζουμε ότι ο Ερμογένης
γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας -o πατέρας του πιθανότατα ονομαζόταν
Κάλιππος130- και έπειτα από μια επιτυχημένη πορεία στην εξάσκηση της
ρητορικής τέχνης για άγνωστους λόγους αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στη θεωρία

128
Φιλ. 2.577.6-12 (Kayser):

·
Αν υποθέσουμε ότι ο Μάρκος Αυρήλιος
επισκέφτηκε την Ταρσό κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Ανατολή δηλ. το 176, τότε
μπορούμε να τοποθετήσουμε την πιθανή χρονολογία γέννησης του Ερμογένη στο 160∙ πβ.
Δίωνα Κασ. 71.1.1,2.1-3.2 (Boissevain):

·
Περισσότερα για τη ζωή, το έργο του και
διασωθείσες μαρτυρίες βλ. Patillon, Corpus Rhetoricum II 7-18.
129
Συριανός, II 1.6-2.21 (Rabe).
130
Για το όνομα του πατέρα του βλ. Rabe, Proleg. Syll. 17.

 44 
της ρητορικής και στη συγγραφή τεχνικών εγχειριδίων, απ’ όπου προέκυψε
131
μεταξύ άλλων το εγχειρίδιο .
Στην εξέταση της ως ξεχωριστού γυμνάσματος ο Ερμογένης, σε
αντίθεση προς τον Θέωνα, διακρίνει ανάμεσα σε και . Κι
ενώ στην πρώτη το πρόσωπο προϋπάρχει, στη δεύτερη πλάθεται και ενυπάρχει
σ’ ένα όπως λόγου χάρη η θάλασσα που στον Αριστείδη απευθύνεται
στους Αθηναίους132. Υπό την έννοια ότι η οφείλει την ονομασία της
στη δημιουργία ενός προσώπου, μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει ταύτιση των
εννοιών μεταξύ Ερμογένη και Θέωνα. Από την άλλη δε, ο Θέων δεν
χρησιμοποιεί τον όρο και επομένως δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ
των δύο, όπως επίσης δεν αναφέρεται καθόλου σε άψυχα όντα. Ο ορισμός
λοιπόν της από τον Ερμογένη έχει ως εξής:

·
.

9.1-8 (Pat.)

131
Έχει αμφισβητηθεί η πατρότητα του έργου. Ο Rabe (Hermogenes, Stuttgart 1913, 4 κ.ε.) θέτει
το ζήτημα της πατρότητας των που μας έχουν σωθεί με το όνομα του Ερμογένη
παραδεχόμενος τη δυσκολία χρονολόγησης του έργου. Ο Patillon, στον τίτλο της έκδοσης των
χρησιμοποιεί το όνομα ‘ψευδο-Ερμογένης’∙ Patillon, Corpus Rhetoricum
Anonyme Préambule à la Rhétorique. Aphthonios Progymnasmata. Pseydo-Hermogène
Progymnasmata, Paris 2008. Ο Heath, Τheon 20 στην προσπάθεια εύρεσης του υποψήφιου
πραγματικού συγγραφέα βρίσκει τον Μινουκιανό ως τον λιγότερο απίθανο αφήνοντας να εννοηθεί
ότι σε τελική ανάλυση το έργο ανήκει στον ίδιο τον Ερμογένη, απλώς είναι πολύ δύσκολο να
αποδειχτεί με ασφάλεια. Αντίθετα, η Heusch υποστηρίζει με σιγουριά πως το έργο δεν είναι του
Ερμογένη και ότι χρονολογείται το 3ο/4ο αι.∙ βλ. Heusch, Ethopoiie 15. Περισσότερα για το Corpus
Hermogenianum βλ. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 141-150. Εφεξής στην παρούσα εργασία θα
χρησιμοποιείται το όνομα Ερμογένης και όχι ψευδο-Ερμογένης∙ πβ. και Yamuza Ε. Ρ.,
«Hermogenes y los Progymnasmata: problema de autoria» Habis 25 (1994) 285-295.
132
Βλ. λίγο παρακάτω το παράθεμα . 9.1. (Pat.-Bol.):
.

 45 
Όπως προκύπτει από το προκείμενο χωρίο, η χρησιμοποιείται από τον
Ερμογένη για υπαρκτά πρόσωπα, ενώ η για μη υπαρκτά.
Φαίνεται λοιπόν πως για τον ρήτορα η διαφορά ανάμεσα στους δύο όρους δεν
υπαγορεύεται από το σημασιολογικό πεδίο της λέξης όσο από αυτό της
λέξης . Εκ πρώτοις, συνάγεται πως η μόνη ειδοποιός διαφορά των δύο
όρων ορίζεται από την ύπαρξη του προσώπου ή από το πλάσιμο ενός μη
υπαρκτού προσώπου. Αυτό που μένει να ερευνηθεί είναι ποιο είναι το του
με ποια δηλαδή ειδική σημασία χρησιμοποιείται εδώ ο
όρος .
Για την εννοιολογική οριοθέτηση της αναγκαίο είναι να αναζητήσει
κανείς τη σημασία που λαμβάνει το ς στον Ερμογένη. Η αναζήτηση οδηγεί
στο 2.2.28-36 του μια μελέτη σχετικά με τις τα είδη του
ύφους ή καλύτερα όπως έχει μεταφραστεί ο όρος, «Eigenschaften der Rede»,
«Stilfarben» ή «virtues of style»133. Σε αυτό το έργο ο Ερμογένης μελετά τα
υφολογικά χαρακτηριστικά του ρητορικού λόγου εξαίροντας το ως τόσο
αναγκαίο για τον χρωματισμό του λόγου όσο και το χρώμα του σώματος134. Για
την επίτευξη όμως του ρητορικού πρέπει να συντρέχουν ορισμένες
προϋποθέσεις, οι οποίες συνοψίζονται στο επικείμενο χωρίο:

2.2.28-36 (Rabe 321)

133
Lindberg, Studies in Hermogenes 13.
134
2.2.9-11 (Rabe 320-321):

 46 
Το παραπάνω χωρίο του Ερμογένη είναι καθοριστικής σημασίας για τη
διερεύνηση του , καθώς μας μεταφέρει στον σημασιολογικό πυρήνα της
έννοιας, παρέχοντας μια σειρά από επεξηγητικές συνιστώσες που συμβάλλουν
καθοριστικά στην οριοθέτηση της. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τον παραπάνω
135
ορισμό, η και η ποιούν το σε αντιδιαστολή με τη
που δεν μπορεί να πληρώσει το σε ικανοποιητικό βαθμό, όπως οι δύο
προηγούμενες.

6.1 Τα στοιχεία του

6.1.1

Ο Ερμογένης από την αρχή συνέδεσε το με την


. Στην πραγμάτευση του την ακολουθεί η
με αναφορά στον Πλάτωνα:

·138 Η , όπως συνάγεται


από το χωρίο, αποδυναμώνει τον αυστηρά δικαιικό χαρακτήρα του λόγου και
αφήνει χώρο στη , την ευεργετική διάθεση προς τους
συνανθρώπους139. Ενώ δηλαδή ο ρήτορας έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση
σφοδρών επιχειρημάτων για να πείσει ή να κατηγορήσει τον αντίπαλο,

135
Πβ. Ανων. I. 444 (Spengel-Hammer):
136
Η Romilly, Fairness 99 παρακολουθεί τη χρήση του όρου από τον Θουκυδίδη
παραδεχόμενη την ασάφεια του όρου: “Epieikeia, being a vague word, is used for general claims. It
just means something fairer than what one has actual power to impose-nobody would dare to ask
Athens to use praotes”.
137
Βλ. κεφ. 6 της παρούσης εργασίας.
2.6. (Pat.) Βλ. και Lindberg, Hermogenes 2030: Moderation will allow justice
to be violated for the sake of humanity”.
139
Για τη σημασία της έννοιας και σχετική αναλυτική βιβλιογραφία βλ. Alexiou,
Euagoras 133, όπου μεταξύ άλλων «τον 4ο αι. η φιλανθρωπία είναι μια κατεξοχήν δημοκρατική
αρετή: εκφράζει φιλική, ευγενική συμπεριφορά ανάμεσα σε ίσους»∙ πβ. Ερμ 2.6. (Pat.)

 47 
ελαττώνει την ισχύ των θέσεών του, αρκείται σε μια ήπια και μετριοπαθή
επιχειρηματολογία και δείχνει έναν πιο συγκαταβατικό χαρακτήρα:

2.6.56-69 (Rabe 347)

Ο Ερμογένης για να καταστήσει κατανοητή την αναφέρει ένα


παράδειγμα από τον Δημοσθένη: Σχετικά με τους απεσταλμένους στην
Χερρόνησο χάρη στους οποίους σώθηκε το Βυζάντιο, ο Δημοσθένης ενώ έχει τη
δυνατότητα να διατυπώσει σε πρώτο ενικό πρόσωπο το ,
αντίθετα επιλέγει το μετριοπαθέστερο Η επιλογή αυτή
από τον Δημοσθένη έχει χαρακτήρα και από τη
χρήση του πρώτου ενικού προσώπου στο Ομοίως και
στο , όπου το πρώτο ενικό σε
συνδυασμό με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας αφαιρούν από τον
λόγο την μετριοπάθεια και την που θα κοσμήσουν τον λόγο με
απλότητα και χάρη.
Η ως έννοια έχει τις καταβολές στον Αριστοτέλη και συνδιαλέγεται
με το χωρίο 1356a 4-13 της όπου η εργαλειοποιείται ως μέσο
επίτευξης πειθούς:
·

 48 
Η
στον Αριστοτέλη οφείλει να χαρακτηρίζει το που με τη σειρά του είναι το
σημαντικότερο μέσο επίτευξης πειθούς ( ). Στον
Ερμογένη βέβαια δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μας οδηγούν στο βέβαιο
συμπέρασμα ότι όταν συνέγραφε είχε στο νου του τον Αριστοτέλη, η
σημασιολογική όμως εγγύτητα με την αριστοτελική σύλληψη του όρου είναι
εμφανής. Ο Hagedorn κλίνει υπέρ της άποψης ότι οι ερμογενικοί όροι που
συνθέτουν το ανάγονται στον Αριστοτέλη και συσχετίζει την με το
, ενώ εκλαμβάνει την ως σύστοιχη με την έκφραση
. Ωστόσο, αν ανατρέξει κανείς στο χωρίο της
που ο Αριστοτέλης εξετάζει το θα διαπιστώσει ότι εκεί η
συνίσταται στην εντιμότητα και ειλικρίνεια του χαρακτήρα142. Εδώ
όμως η έννοια δεν σχετίζεται με την εντιμότητα αλλά με την μετριοπάθεια, με
την ηπιότητα του χαρακτήρα. Φαίνεται ότι ο όρος στην εξέλιξή του έχει χάσει το
ηθικολογικό βάρος που του απέδιδε ο Αριστοτέλης. Η μοιάζει
περισσότερο να προσοικειώνεται προς τη σημασία που της δίνουμε σήμερα:
μετριοφροσύνη, ελάττωση της σφοδρότητας των επιχειρημάτων και της στάσης
γενικότερα, προς ένδειξη ήπιου και συγκαταβατικού χαρακτήρα143.

140
Πβ. κεφάλαιο της παρούσης για τον Αριστοτέλη∙ για το πώς εφαρμόζεται αυτή η ρητορική
αρχή στον του Λυσία βλ. Αλεξίου, γενικότερα και ειδικά 35-36.
141
Hagedorn, Zur Ideenlehre 57-70.
142
Βλ. κεφ. 3 της παρούσης∙ πβ. Αριστ. 1356a:
·

143
Η Lindberg, Hermogenes 2030 μεταφράζει την ως ‘moderate’:
“Hermogenes concept of moderation: the person who uses moderate speech shows that he
is prepared to waive his own rights and to abstain from giving the adversary his deserts”.
Μία τεχνική σύμφωνα με το 2.6.145-47 (Rabe 351) είναι η
παράλειψη: · Άλλοι τρόποι
επίτευξης της μετριοφροσύνης είναι η εισαγωγή αόριστων δηλώσεων ή η πλήρης ανάπτυξη των
επιχειρημάτων παρά την αρχική παραδοχή για παράλειψή τους:

:
2.6.152-159 (Rabe 351)

 49 
6.1.2

“Η μέγιστη καθαρότητα στην έκφραση είναι


θέμα ηθικής, σεβασμού προς τον αναγνώστη.”
Todorov, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο 17.

“Naiv muß jedes wahre Genie sein, oder es ist keines.


Seine Naivetät allein macht es zum Genie,
und was es im Intellektuellen und Aesthetischen ist,
kann es im Moralischen nicht verleugnen.“
Schiller, Über naive 659.

Η σχέση και ενεγράφη όχι μόνο στο ρητορικό κώδικα, αλλά


αποτέλεσε ξεχωριστό ιδίωμα και της ποίησης, έτσι όπως την οραματίστηκε
αρκετούς αιώνες αργότερα ένας κορυφαίος στοχαστής και πρώτος εκπρόσωπος
του γερμανικού ρομαντισμού, ο F. Schiller. Στο δοκίμιο του Über naive und
sentimentalische Dichtung ο Schiller διακρίνει τους ποιητές σε αφελείς και
συναισθηματικούς. Οι μεν πρώτοι είναι φύση οι δεύτεροι αποζητούν τη φύση144.
«Ο ποιητής ενός αφελούς και πνευματικού κόσμου είναι αυστηρός και
εύθραυστος», αποφαίνεται ο Schiller, «και μοιάζει στην παρθένο Άρτεμη που
περιδιαβαίνει στα άλση της, δεν εμπιστεύεται κανέναν και αποφεύγει την
καρδιά που τον αποζητά και θέλει να τον αγκαλιάσει»145. Ο Schiller
σχολιάζοντας τη σκηνή της ραψωδίας Ζ της Ιλιάδας, όπου οι μαχόμενοι σε
αντίπαλα στρατόπεδα Διομήδης και Γλαύκος, όταν αναγνωρίζουν τα κοινά
βιώματα των προγόνων τους, αποθέτουν τα όπλα και συμφιλιώνονται
παραδιδόμενοι στην ευεργετική θέρμη της , αποφαίνεται ότι το

144
Schiller, Über naive 664: „Der Dichter, sagte ich, ist entweder Natur, oder er wird sie suchen.
Jenes macht den naiven, dieses den sentimentalischen Dichter“.
145
Schiller, Über naive 664: „Der Dichter einer naiven und geistreichen Jugendwelt, sowie
derjenige, der in den Zeitaltern künstlicher Kultur ihm am nächsten kommt, ist streng und spröde,
wie die jungfräuliche Diana in ihren Wäldern, ohne alle Vertraulichkeit entflieht er dem Herzen, das
ihn sucht, dem Verlangen, das ihn umfassen will. Der Dichter, sagte ich, ist entweder Natur, oder er
wird sie suchen. Jenes macht den naiven, dieses den sentimentalischen Dichter“.

 50 
περιστατικό «ιστορεί την ωραία νίκη του ήθους πάνω στο πάθος και μας
συγκινεί με την αφέλεια του φρονήματος»146. Και για τον Schiller o Όμηρος
συγκαταλέγεται στους δημιουργούς ποιήσεως. Η Naivität του Schiller
προφανώς και δεν έχει την αρνητικά χρωματισμένη σημασία που αποδίδουμε
σήμερα στη λέξη , αλλά αντίθετα συνιστά μια έννοια με θετικές
συνδηλώσεις. Το ότι ο προσιδιάζει σύμφωνα με τον Schiller σε
αυτό που οι Γερμανοί στοχαστές αποκαλούσαν Genie, δηλαδή μεγαλοφυΐα,
συνιστά την ύψιστη αναγνώριση της ως αρετής για τον καλλιτέχνη της
ρομαντικής εποχής.
Η στον Ερμογένη πρέπει να κατανοηθεί με την έννοια της
καθαρότητας147, της απλότητας που προσιδιάζει στον ηθικό λόγο.
«απέριττος», είναι ο λόγος ο και
αντιστοιχεί στο λιτό και ανεπιτήδευτο ύφος, αυτό δηλαδή που προτιμά την
ευθεία σύνταξη και αποφεύγει τον πλαγιασμό, όπως π.χ τη γενική απόλυτη149.
Η σχέση και καταδεικνύεται και από τον Αίλιο Αριστείδη:
150
επιβεβαιώνοντας πως η απλότητα
χαρίζει στα λόγια. Σε άλλο σημείο ο Αίλιος Αριστείδης δίνει και μια ακόμη
ποιότητα του λόγου, αυτή που χαρίζει τόνο και σεμνότητα στον λόγο:
.

146
Schiller, Über naive und sentimentale Dichtung, Stuttgart 1879, 673: „[…] weil beide den
schönen Sieg der Sitten über die Leidenschaft malen und uns durch Naivetät der Gesinnungen
rühren“.
2.3.1-2 (Rabe 322):
· Καθαρό είναι εκείνο το ύφος στο οποίο η λέξη είναι συνηθισμένη, απευθύνεται
στον καθένα και δεν ηχεί σκληρή όπως π.χ.

: 1.3.58-65 (Rabe 229).


148
2.3.3-4 (Rabe 322).
149
Για τον πλαγιασμό βλ. 1.3.77-82 (Rabe 230):
· ·

150
Αιλ. Αρ. 2.28.6-7 (Pat.).
151
Αιλ. Αρ. 2.40.1-2 (Pat.).

 51 
2.3.43-52 (Rabe 324)

Τα , ο χαρακτήρας δηλαδή των εκάστοτε προσώπων υπόκειται στον ηθικό


λόγο που με τη σειρά του πρέπει να υπόκειται στην
), ειδάλλως ο χαρακτήρας δεν προσιδιάζει στον πολιτικό λόγο152.
Ηθικά είναι σύμφωνα με τον Ερμογένη τα λόγια των ανθρώπων της
υπαίθρου και των ομοίων τους, πιθανότατα δηλαδή τα λόγια που
προέρχονται από απλούς, αυθεντικούς ανθρώπους, τους οποίους
χαρακτηρίζει η φυσικότητα και η έλλειψη επιτήδευσης. Και στον Διονύσιο
τον Αλικαρνασσέα εντοπίζεται αυτή η σχέση και :
3.6-3.9

. Ομοίως και εδώ, η σχέση και έγκειται στην


ικανότητα του άντρα να απευθυνθεί στον απλό πολίτη με απλότητα και
φυσικότητα, μέσω των οποίων θα προσεγγίσει καλύτερα το ακροατήριο
του153. Απλότητα, φυσικότητα, έλλειψη επιτήδευσης προτάσσει η ύστερη
αρχαιότητα∙ διακηρύσσει ο Ρομαντισμός και,
τα δύο προτάγματα μοιάζουν να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος.

Πβ 2.3.59-62 (Rabe 324):


·

153
O Lockwood στο 182 σχολιάζει: “the simple style that fits the ordinary average
man, and which an audience of similar men might reasonably be expexted to understand, i.e.
‘simple’, ‘everyday’, ‘of the man in the street’, coupled with a suggestion of ‘unartificially secured”.
154
Βλ. Schiller, Über naive 664.

 52 
6.1.3

Thou knew’st the gentle power


To charm her matrons chaste
and virtuous youth;
For Wisdom learned to please
By thy persuasive ease
And simplest sweetness
more ennobled Truth.

William Collins, Ode to Simplicity 457

Στην προσπάθεια να ανιχνεύσει τις ρητορικές οφειλές στο Ode to Simplicity του
William Collins o S. Jung ανάγει τις έννοιες της απλότητας, της αλήθειας και της
γλυκύτητας που εμφαίνονται στις επιμέρους στροφές, στην ερμογενική
διδασκαλία155. Πράγματι, η ανάγνωση του ποιήματος σχεδόν επιβάλλει την
παραδοχή ότι μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο πρόσληψης της ρητορικής από τους
νεότερους, μπορούν να ανιχνευτούν οι ιδέες του Ερμογένη περί ύφους, ιδέες που
έτυχαν ευρείας διάδοσης, επέζησαν δια μέσου των αιώνων και απορροφήθηκαν
από διάφορα λογοτεχνικά είδη. Άλλωστε, το δύσκολο έργο της καταγραφής
όλων των ειδών έκφρασης και ύφους που συνοψίζονται στο
χάρισε στον Ερμογένη τη δόξα ως ενός από τους σημαντικότερους θεωρητικούς
της ρητορικής και συνέβαλε στο να συνδεθεί το όνομα του με την προώθηση της
ρητορικής θεωρίας. Το «And simplest sweetness more ennobled Truth» στο Ode
to Simplicity του W. Collins απηχεί τη γλυκύτητα του ηθικού λόγου έτσι όπως
την περιέγραψε ο Ερμογένης στο του:

·
.

2.3.87-94 (Rabe 325-326)

155
Jung, Hermogenes as a source 3-6.

 53 
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Ερμογένης δίνει μία ακόμα σημασιολογική
διάσταση του όρου :η είναι η ιδιότητα του λόγου που πλησιάζει
στη Σύμφωνα με το ρήτορα η είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις
κινήσεις των αλόγων ζώων όπως, όταν λόγου χάρη ο ίππος χτυπάει τις οπλές
του ή ο σκύλος τα δόντια του, ενώ κάτι παραπλήσιο, όπως υποστηρίζει,
συμβαίνει και με τα φυτά. Το συμπέρασμα είναι πως η συνάδει με τη
. Δεν είναι τυχαίο το και
είναι οι ιδιότητες του λόγου που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον
στην ποίηση, κάτι που επιβεβαιώνει τη διαλεκτική της ρητορικής με την ποίηση,
αφού αμφότερες με υλικό τους τις λέξεις μετέρχονται τα ίδια μέσα για να
διαπλάσουν τη γλώσσα: Στο παρακάτω χωρίο ο Ερμογένης προσφέρει τεχνικές
επίτευξης της γλυκύτητας:

·
·

2.4.89-97 (Rabe 333)

Στην ερώτηση αν η γλυκύτητα βρίσκεται στην ή στην δηλαδή στη


γλωσσική εκφορά της έννοιας, ο Ερμογένης δεν δίνει βέβαιη απάντηση αλλά

 54 
μάλλον κλίνει προς το ενδεχόμενο να βρίσκεται στην :
Όταν δηλαδή, όπως γράφει στο στίχο 10, η Σαπφώ
απευθυνόμενη στη λύρα της της λέει, «
η αίσθηση της γλυκύτητας δημιουργείται από την εικόνα της
χελώνας που έχει μεταμορφωθεί σε λύρα, καθώς η λέξη εκτός από
χελώνα είναι και η λύρα, γιατί ο Ερμής κατασκεύασε την πρώτη λύρα από
όστρακο χελώνας156. Στη συνέχεια συνδέει τη με την αισθητική
ευχαρίστηση που προκαλείται μέσω της γλώσσας. Για παράδειγμα στην
πρόταση η παρήχηση του ρ
στο και είναι σκληρή και τραχεία ηχητικά, ώστε
απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί γλυκεία Αντίθετα γλυκιά είναι η
εύηχη συντροφιά των συμφώνων θ και φ στο
157
.
Τώρα, στο πώς επιτυγχάνεται η γλυκύτητα στον λόγο, ο Ερμογένης
υποστηρίζει πως αυτό που κάνει τον λόγο γλυκύ είναι το
. Όπως διαβάζει κανείς στο προηγηθέν χωρίο, η ,
η αντικατάσταση μιας λέξης από μια άλλη προερχόμενη από μεταφορά ή
παρονομασία158, προσδίδει στο λόγο την ιδιαίτερη απόχρωση που προσιδιάζει
στο γλυκό ύφος. Σημειωτέον ότι το επίθετο χρησιμοποιείται εδώ με

156
LSJ s.v. .
157
2.4.68 (Rabe 332)∙ πβ. 1.1.139 (Rabe 219) όπου ως
μέθοδος γλυκύτητας προτείνεται η αμεσότητα και χωρίς υπεκφυγές και υπαινιγμούς αφήγηση:

Για το έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Η Lindberg παραπέμπει στον


Baumgart, ο οποίος μεταφράζει: “Die Methode aber ist, dieselben mit vorhergehender
Einleitung und erzählend vollständig darzulegen, aber nicht plötzlich und unvorbereitet
oder sonst irgendwie” δίνοντας στο προηγουμένως χρονική σημασία και στο
τη σημασία του ‘ξαφνικά’ και ‘απροετοίμαστα’. Στο σημείο αυτό ορθά διαφωνεί η
Lindberg που, στηριζόμενη στα σχόλια του Συριανού εξετάζει τις σημασίες του ρήματος
και προτείνει για το το “by way of subordination or allusion”∙ βλ.
Lindberg, Hermogenes of Tarsus 2026-27.
158
Πβ. 2.5.93-97 (Rabe 343).

 55 
τη σημασία της επιλογής ενός πράγματος ύστερα από ώριμη σκέψη και
απόφαση159.
Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη του Mamoojee για τους όρους dulcis και suavis
οι οποίοι εγγράφονται στο λεξιλόγιο της λογοτεχνικής κριτικής,
χρησιμοποιούμενοι για να περιγράψουν λογοτεχνικά το ύφος των ρητορικών
λόγων, των φιλοσόφων, των ποιητών αλλά και για να χαρακτηρίσουν
συγκεκριμένες υφολογικές επιλογές, όπως τη μεταφορική τροπή στην έκφραση ή
την παρήχηση που προκαλείται επί παραδείγματι από τη γειτνίαση δύο
συμφώνων160. Η suavitas στον Κικέρωνα εντοπίζεται σε μία σειρά ρητορικών
στυλιστικών επιλογών και καταλογογραφούνται από τον Mamoojee: κομψότητα,
ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο, αποφυγή σολοικισμών και βαρβαρισμών αλλά χρήση
αυθεντικών και πρωτότυπων εκφράσεων, ήπιος και ευχάριστος ρυθμός στην
ακολουθία λέξεων και προτάσεων ανεμπόδιστος από χασμωδίες και
ασύνδετα161. Η γλυκύτητα απορρέει επίσης από την πρόκληση συναισθημάτων
όπως έκπληξη162, θαυμασμό, φόβο, λύπηση, χαρά, ενθουσιασμό. Η suavitas ως
απόρροια του ρητορικού λόγου δεν αφήνει τον ακροατή με την αίσθηση της
ψυχρής μετάδοσης πληροφοριών ούτε του προκαλεί έναν γεμάτο πάθος
ενθουσιασμό, αλλά τον μεταφέρει σε μία θέση φιλικής διάθεσής και συμπάθειας
προς τον ομιλούντα163. Βέβαια, η δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των
τροπικών και λεκτικών σχημάτων αλλά πολύ περισσότερο εφαρμόζεται και στη
ρητορική υπόκριση. Αυτό σημαίνει ότι εντοπίζεται στην άρθρωση, στην

159
Βλ. LSJ s.v. ∙ πβ. και Πλ. 143C∙ βλ. και Αριστ. 2.6.15.3 όπου η
χαρακτηρίζει την ηθική ενέργεια.
160
Για την ανάλυση των παραπάνω βλ. Mamoojee A. H., «“Suavis” and “Dulcis”: A Study of
Ciceronian Usage» Phoenix 35 (1981) 220-236. O Mamoojee ερευνώντας τη χρήση των δύο
επιθέτων στον Κικέρωνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο όρος suavis είναι περισσότερο τεχνικός
και αποκρίνεται στη σκέψη σε αντίθεση προς τον dulcis που απευθύνεται στο συναίσθημα, σ. 236.
161
Mamoojee, Suavis 232.
162
Πβ. 2.4.89 (Rabe 333)
163
Βλ. LSJ s.v , που είναι η δίκαιη συγκατάβαση σε αντίθεση προς το αυστηρό δίκαιο
και στον Αριστοτέλη . 10.5.6∙ πβ. Mamoojee, Suavis 232.

 56 
τονικότητα, στην προφορά: hanc dico suavitatem quae exit ex ore; non verbis sed
sono vocis nec tam bene quam suaviter loquendo facile superabit;164.

6.1.4

Αισχ. fr. 176

Η τελευταία ιδιότητα που στοιχειοθετεί το έτσι όπως ορίστηκε από τον


Ερμογένη, είναι ο και λόγος166. Ο δεν πρέπει εδώ
να νοηθεί με τη σύγχρονη σημασία του λόγου που ανταποκρίνεται επαρκώς
στην πραγματικότητα, “correct relation grounded on fact”, “contrasted to a false
or incorrect account”, όσο με την έννοια του ειλικρινούς λόγου σε αντιδιαστολή
με τον τον εξηζητημένο λόγο167. Ο ειλικρινής λόγος
παραπέμπει στην εντιμότητα του ομιλητή, όχι στην αναζήτηση της
αλήθειας του αντικειμένου. Τη διαφορετική προσέγγιση της φιλοσοφίας
εκφράζει ο Πλάτων, ο οποίος στην κριτική της ρητορικής ισχυρίζεται ότι
έργο του ρήτορα είναι, να δώσει την εντύπωση της αληθοφάνειας των
λεγομένων του και όχι να συμβάλει στην υπεράσπιση της αλήθειας168.
Στην πραγματεία του για τον Λυσία, όταν ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας
χρησιμοποιεί τη έννοια για να περιγράψει το συγγραφικό ύφος του
Λυσία, τότε αυτή προσλαμβάνει μία συγκεκριμένη ποιότητα που προσεγγίζει τη
: Διον.

164
De orat. 3.42-43.
165
Πβ. Ευρ. . 469: .
166
Βλ. τον ορισμό του στο 2.2.28-36 στο κεφάλαιο 6 της παρούσης.
167
Βλ. Lindberg, Studies in Hermogenes 246 κεφάλαιο για sincerity όπως μεταφράζει την
έννοια.
168
260a 1-4
·

 57 
Αναφερόμενος στον Αντιφώντα ο Ερμογένης του προσάπτει απουσία
αλήθειας και ήθους καθώς το ύφος του είναι τραχύ και ασαφές169 και συν τοις
άλλοις μετέρχεται γενικόλογες διατυπώσεις:
Ο είναι αφενός ο λόγος « ο
ενδόμυχος σε αντίθεση προς στον προφορικό172, αλλά στον Ερμογένη έχει
διαφορετική σημασία: Το έχει τη σημασία του να μιλά
κανείς από καρδιάς ή να μην ματαιολογεί173. λοιπόν είναι ο
αυθόρμητος, απροσποίητος λόγος. Και ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η
φυσικότητα174 είναι ο ρήτορας να μην προεξαγγέλλει τι πρόκειται να
ακολουθήσει:
Η τεχνική λοιπόν που προτείνει ο
Ερμογένης είναι να μην προδίδει κανείς τι προτίθεται να πει, γιατί το να
απορεί κανείς είναι που κάνει τον λόγο και
. Ο ρήτορας δεν
πρέπει να προδώσει ούτε τα πάθη του, που απ’ ότι φαίνεται πρόκειται
για αρνητικά συναισθήματα που ίσως αναστείλουν τη λειτουργικότητα του
λόγου, όπως φόβος, οργή, αγανάκτηση, αμφιβολία ή δυσπιστία177.
ή λοιπόν είναι ο λόγος με την έννοια του αληθοφανούς,
του πειστικού, του αξιόπιστου λόγου που επιτυγχάνεται μέσα από την

169
2.11.150-157 (Rabe 401)
·

170
2.335 9-10 D.-K.
171
Για τη χρήση του σε ρητορικά συμφραζόμενα βλ. Pohlenz D., «Die Begründung
der abendländischen Sprachlehre durch die Stoa» NGG 3 (1939) 197.
172
LSJ s.v
173
Βλ. σ. 57.
174
Κατά τη γνώμη μου δύναται να συσχετιστεί με τη συμβουλή του Αναξιμένη
, σύμφωνα με την οποία ο ρήτορας πρέπει να δίνει την αίσθηση φυσικότητας∙
βλ. κεφ. 4 της παρούσης για τον Αναξιμένη.
175
2.7. (Pat.).
2.7. (Pat.)
177
2.7.84-87 (Rabe 355)

 58 
πρόκληση απορίας και αιφνιδιασμού που θα προσδώσει στο λόγο όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη φυσικότητα. Περαιτέρω τεχνικές φυσικοποίησης του
λόγου είναι η ένδειξη αναποφασιστικότητας για το τι πρέπει να πει, το να
διακόπτει απότομα αυτό που επρόκειτο να πει ή που
μοιάζει με επιβεβαιωτική κατάφαση όπως το .

178
Περαιτέρω τεχνικές βλ 2.7.219-220 Rabe 361)
; ∙ πβ. και 2.7.242-245 (Rabe
362) ;
∙ πβ. και
2.7.251 (Rabe 362): .

 59 
7 Αφθόνιος

Ο Αφθόνιος από την Αντιόχεια, ρητοροδιδάσκαλος του 4ου αι., μαθητής του
Λιβάνιου και αργότερα δάσκαλος της ρητορικής απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη
ανάμεσα στους ρητοροδιδασκάλους179. Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο
Αφθόνιος είναι ο μοναδικός συντάκτης προγυμνασμάτων που δεν εκθέτει μόνο
τις μεθόδους εξάσκησης της ρητορικής τέχνης, αλλά εισάγει και παραδείγματα
καθιστώντας έτσι το έργο του και στους νέους.
Αντίθετα οι υπόλοιποι ρήτορες μεταξύ αυτών και ο Ερμογένης συντάσσουν
πραγματείες προγυμνασμάτων που περιέχουν δηλαδη άνευ
αποδεικτικών επιχειρημάτων, και που ελλείψει συγκεκριμένων παραδειγμάτων
καθίστανται δύσληπτες για τους εκπαιδευόμενους ρήτορες180. Στα
του ο Αφθόνιος μας παραδίδει μια διαφορετική ταξινόμηση των
όρων και :

·
·
·

179
Ιω. Δοξ 131.14-16 (Rabe, Proleg. Syll. 140)

180
Ιω. Δοξ 131.16-24 (Rabe, Proleg. Syll 140):

 60 
·
·

Αφθ 10.34.2-18 (Pat.)

Όπως παρατηρείται από το προς εξέταση χωρίο ο Αφθόνιος προβαίνει σε μία


ακαδημαϊκού τύπου διάκριση των όρων, με την να αποτελεί τον γενικό
όρο, στον οποίο υπάγονται ως εναλλακτικές μορφές της οι
και Αρχικά εξηγείται ότι η , οφείλει το όνομά της
στο γεγονός ότι πλάθει μόνο το καθώς το πρόσωπο του οποίου το
περιγράφεται υπάρχει και είναι γνωστό. Διαπιστώνεται ότι ορισμός της
που δίνεται από τον Αφθόνιο ταυτίζεται απολύτως με αυτόν του
Ερμογένη: .

7.1

Αριστ. 1460b 31-32

Πλ. 598b

Ο προκείμενος ορισμός της , ως μιμήσεως του υποκειμένου προσώπου,


τον οποίο αποδέχεται και ο Ερμογένης συνεπικουρεί στην σημασιολογική
διεύρυνση της καθώς επιφέρει έναν σημαντικό όρο για την κατανόησή
της, την . Ο όρος , ο οποίος αποτελεί θεμέλιο στο ποιητολογικό
οικοδόμημα του Αριστοτέλη, συνιστά γενετική αρχή τόσο της ανθρώπινης ζωής
όσο και της τέχνης∙ είναι η βασική αρχή γνώσης και έκφρασης. Στην η
είναι η απόδοση μιας ολοκληρωμένης πράξης που με θεματικό υλικό της

181
Βλ. κεφ. 6 της παρούσης εργασίας.
182
Πβ. Quint. Inst. 9.2.58-59: imitatio morum alienorum.

 61 
τα ήθη και τα πάθη των ανθρώπων, κατασκευάζει την ύψιστη μορφή ποίησης,
την τραγωδία183. Στην πρώτη θεωρητικοποιημένη έκφραση της η μιμητική
θεωρία περί τέχνης προτάσσει την φυσική πραγματικότητα ως το ποθητό, το
τελειότερο αντικείμενο μίμησης της τέχνης. Σε αυτή τη σχέση
οφείλει να υπάρχει αντιστοιχία της οντολογικής αλήθειας με το αισθητικό
αποτέλεσμα κάτι που δηλώνεται ρητά στην έκφραση
, που σημαίνει ότι είναι
προτιμότερο για τον ποιητή να μην γνωρίζει ότι η ελαφίνα δεν έχει κέρατα
παρά να μη τα μιμηθεί σωστά∙ γιατί η άγνοια είναι προτιμότερη από την
ανικανότητα στην απόδοση του κόσμου. Συνιστά λοιπόν αριστοτελική επιταγή η
να αποδίδει την πραγματικότητα χωρίς να αφήνεται κανένα περιθώριο
απόκλισης από την πραγματικότητα∙ γιατί το , εν προκειμένω είναι το
.
Η είναι και αυτή ενός προσώπου. Αυτό σημαίνει
ότι αποτελεί αναπαράσταση ενός χαρακτήρα. Η θεωρητική αυτή πλαισίωση της
από τη είναι που της προσδίδει θεατρολογικά χαρακτηριστικά
και επισφραγίζει την υποκριτική της υπόσταση. Η , ως η τεχνική να
προσαρμόζει κανείς το λόγο του έτσι ώστε να αποδίδει επαρκώς τον
απομιμούμενο χαρακτήρα, προσεγγίζει την . Την εναργέστερη
επιβεβαίωση του προρηθέντος μας δίνει ο Λογγίνος:

Η είναι
των και των όπως ακριβώς και η .
Το θέατρο είναι μίμηση της ζωής, έτσι ο ηθοποιός που μέσω της
υπόκρισης θα δώσει την εντύπωση της αλήθειας, της φυσικότητας γίνεται
πειστικός σε αντίθεση με τον ηθοποιό που η ψεύτικη και επίπλαστη

183
. 1449b 24.
184
Περισσότερα για το θέμα βλ. Haskins E. V., Logos and Power in Isocrates and Aristotle,
Columbia 2004, 31 κ.ε.
185
Πβ. κεφ. 4 για Αναξιμένη και 6.1.4 για τον και λόγο του Ερμογένη.
186
567.14-17 (Spengel)

 62 
υπόκριση του δεν καθίσταται πειστική. Κατ’ αναλογία με τον ηθοποιό και
ο ρήτορας αντλεί από την σκηνική υπόκριση του θεάτρου τις απαραίτητες
τεχνικές για τη δική του ρητορική υπόκριση. Στο διδασκαλείο της
τραγωδίας και της κωμωδίας άλλωστε παραπέμπει τους ρήτορες ο
Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας, οι οποίοι οφείλουν να μελετήσουν την , η
οποία ούσα δηλωτική και πρέπει να επενδυθεί με την
κατάλληλη ρητορική υπόκριση187.

7.2 Το στον Αφθόνιο

Αυτό που θα ερευνηθεί τώρα είναι ποια σημασία έχει ο όρος στον
συγγραφέα και αν υπάρχει σημασιολογική ταύτιση της έννοιας μεταξύ
Αφθόνιου και Ερμογένη. Στην ενότητα ο Αφθόνιος αναφέρεται στη
γνωστή ηθικοδιδακτική ιστορία του εργατικού μυρμηγκιού με το φυγόπονο
τζιτζίκι, χαρακτηρίζοντας τη διήγηση αυτή :
Η ιστορία αυτή που
ανακαλείται εδώ από τον Αφθόνιο επιφέρει ένα ξεκάθαρο ηθικό δίδαγμα,
οδηγώντας μας στη διαπίστωση ότι το επίθετο στην προκειμένη
περίπτωση φαίνεται να προσλαμβάνει την ηθική ποιότητα που του προσδίδει ο
Αριστοτέλης. Ο λοιπόν είναι ο λόγος αυτός που συμβάλλει στη
διαμόρφωση ενός καλού χαρακτήρα.
Ο Αφθόνιος όμως προβαίνει και σε μία ακόμα διάκριση της σε
και :

187
Διον. Αλ. . 53.
188
Αφθ 10.2.3-4 (Pat.)

 63 
·

Αφθ 10.35.1-10 (Pat.)

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η φαινομενική ταυτολογία που


υπάρχει στον χαρακτηρισμό της ως . Ο Αφθόνιος όμως
εξηγεί πως εν τοιαύτη περιπτώσει είναι η δημιουργία του προσώπου
που φέρνει στην επιφάνεια μόνο το του χαρακτήρα. Και είναι η
189
όπως εξηγεί παραπάνω στο 10.35.10, η γνώμη δηλαδή που είναι
δεικτική της προαιρέσεως του προς κατασκευήν χαρακτήρα. Το
γίνεται εδώ καλύτερα κατανοητό αν ιδωθεί σε αντιδιαστολή προς το
: Παθητικές λοιπόν
είναι οι που προβάλλουν το του χαρακτήρα δηλαδή τα
συναισθήματα, όπως λόγου χάρη στην περίπτωση της Εκάβης, όπου τα
λόγια που θα έλεγε τη στιγμή της καταστροφής της Τροίας εγγράφονται
στο είδος της . Μέσα από αυτή την αντίθεση είναι πιο
εναργής η ιδιαίτερη χροιά που αποκτά το επίθετο : χωρίς πάθος,
χωρίς παρόρμηση σε κατάσταση ηρεμίας. Kαι όπως σημειώνει ο Hagen
“Die soll nur die Wesensart offenbaren190.
Άρα στη λέξη το δεν ενέχει κάποιο ιδιαίτερο
ηθικολογικό βάρος, είναι απλώς μία τεχνική αναπαράστασης του
χαρακτήρα. Στην περίπτωση του επιθέτου , αφενός στο μύθο με το
μυρμήγκι και το τζιτζίκι απαντά με την αριστοτελική σημασία, αφετέρου
όταν συνοδεύει τον όρο , είναι η που δείχνει μόνο τον
χαρακτήρα (Wesensart).

189
Ο Kennedy, Progymnasmata 116 μεταφράζει το χωρίο
: ‘for the plan shows character, the fallen friend pathos’ αποδίδοντας το
ως ‘plan’. Το νόημα του ίσως πλησιάζει περισσότερο στο σημερινό ‘γνώμη’ που
δείχνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου και όχι τόσο στο ‘σχέδιο’, με το οποίο αποδίδει ο
Kennedy το . Πβ. και Ανων. 3.594.12-14
(Spengel):
190
Βλ. Hagen, Ethopoiia 62: “nicht leidenschaftlich, nicht erregt, ruhig, normal“.

 64 
7.3 Η διαλεκτική ρητορικής και ποίησης

Μετά τη θεωρητική πραγμάτευση που στόχο έχει την αποσαφήνιση των εννοιών
ο Αφθόνιος δίνει ένα παράδειγμα που συνίσταται στο τι
λόγια θα έλεγε η Νιόβη στο θρήνο της για τα νεκρά παιδιά της191. Όπως σε
όλους τους προς εξέταση ρήτορες έτσι και στον Αφθόνιο τα παραδείγματα που
χρησιμοποιούνται για την εξάσκηση του γυμνάσματος της προέρχονται
σε μεγαλύτερο βαθμό από το χώρο της ποίησης, δραματικής και επικής, παρά
από το χώρο της δικανικής ή συμβουλευτικής ρητορικής: τα λόγια του Έκτορα
μετά το θάνατο του Πατρόκλου, τα λόγια της Ανδρομάχης μπροστά στο νεκρό
κορμί του Έκτορα192, τα λόγια της Εκάβης μετά την πτώση της Τροίας ή του
Αγαμέμνονα μετά την κυρίευση της Τροίας193. Σχεδόν στο σύνολο των
παραδειγμάτων της η έχει ως θεματική μήτρα της την ποίηση. Τις
περισσότερες φορές παραπέμπει στα ομηρικά έπη και έπειτα στην
τραγωδία. Είναι αξιοσημείωτο πως το ομηρικό παράδειγμα δεν λείπει από
καμία πραγματεία των εξεταζόμενων ρητόρων. Ο Θέων παραπέμπει στους
λόγους του Αχιλλέα προς τη Διηδάμεια, ο Ερμογένης όπως και ο Νικόλαος
στα λόγια της Ανδρομάχης προς τον Έκτορα, ο Αφθόνιος
παραδειγματοποιεί τα λόγια του Αχιλλέα προς τον Πάτροκλο μετά το

191
Αφθ. 10.35.17-36.20 (Pat.)
;

·
; ;
;
;
·
192
Βλ. Ερμ. . 9.1-8 (Pat.) κεφ. 6 της παρούσης.
193
Βλ. Νικ. 64.1-13 (Felten)

 65 
θάνατό του, αλλά και τους γεμάτους πάθος λόγους της Εκάβης ύστερα
από την πτώση της Τροίας.
Tα παραπάνω καταδεικνύουν τη στενή σχέση ρητορικής και ποίησης και
οδηγούν εκ νέου στον Αριστοτέλη 24.1459b 13-15:

·
Το σχόλιο αυτό του Αριστοτέλη για τα ομηρικά έπη
αντιδιαστέλλει την Οδύσσεια ως έπος με την Ιλιάδα ως έπος
υπό την έννοια ότι στην Οδύσσεια συντελούνται αυτές οι προϋποθέσεις, οι
σκηνές και οι λόγοι που τοποθετούνται στα στόματα των προσώπων που
αναδεικνύουν τον καλό χαρακτήρα τους. Αντίθετα η Ιλιάδα βρίθει από σκηνές
που προσφέρουν τη δυνατότητα διαγραφής των παθών των ηρώων195.
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή τη διάκριση γίνεται περισσότερο κατανοητή η τάση
των ρητόρων να επιλέγουν το υλικό τους από την ποίηση και δη από τα ομηρικά
έπη. Σε αυτό το πλαίσιο κινούμενος και ο Ερμογένης παραθέτει ως παράδειγμα
της το θρήνο της Νιόβης μπροστά στο χαμό των παιδιών της.
Η χρήση του όρου από τον Αφθόνιο περιορίζεται στη
δημιουργία ενός προσώπου196: . Ο
Αφθόνιος φαίνεται να θεωρεί αναγκαία τη διάκριση ανάμεσα στο ήδη υπάρχον
πρόσωπο και στο πλαττόμενο, πάνω στην οποία βασίζει και την επιλογή της
ορολογίας. Η είναι η δημιουργία ενός φανταστικού ή μυθολογικού
προσώπου και ιδωμένη έτσι ταυτίζεται με τον ορισμό του Ερμογένη,

194
Πβ. Quint. 6.2.20: Diversum est huic quod dicitur quodque nos adfec tum
proprie vocamus, et, ut proxime utriusque differentiam signem, illud comoediae, hoc
tragoediae magis simile.
195
Περισσότερα για το θέμα βλ. Gill, The Ethos/Pathos Distinction 149 κ.ε.
196
Το είναι και το η μάσκα, αυτό που βλέπουμε στην αρχή των
πλατωνικών ως dramatis personae, ο δραματικός χαρακτήρας∙ Σύμφωνα με το LSJ s.v. ο
όρος χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε δραματικό χαρακτήρα σε ένα μιμητικό κείμενο. Έτσι,
μπορεί να είναι ο Άδμητος και η Άλκηστη στην του Ευριπίδη ή ο Σωκράτης και ο
Γοργίας σε ένα πλατωνικό διάλογο.

 66 
. Ο Αφθόνιος διαφοροποιείται ριζικά από τους προκατόχους του
καθότι εισάγει μια καινούρια έννοια, την που προέρχεται από το
, δηλαδή το φάντασμα ή το ομοίωμα νεκρού, και σημαίνει το λόγο που
αποδίδεται στο φάντασμα ενός γνωστού πλην νεκρού προσώπου. Ο Kennedy
προτείνει ως παράδειγμα της την προσωποποίηση του Αππίου
Κλαυδίου Κράσσου στο Pro Caelio του Κικέρωνα198.
Στον Ερμογένη η εννοιολογική οροθέτηση της συντελείται
σε συνάρτηση με την . Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η
διαφοροποίηση ανάμεσα στην κατασκευή ενός υπάρχοντος προσώπου και
στην πλήρη διάπλαση ενός χαρακτήρα. Όμως ο Αφθόνιος, ως ο
ακαδημαϊκότερος των εξεταζόμενων συντακτών, ανατέμνει το υλικό του με
χειρουργική ακρίβεια θέτοντας σαφείς εννοιολογικούς περιορισμούς. Έτσι
τα λόγια της Ανδρομάχης προς τον Έκτορα, ομολογουμένως δηλωτικά
παθών και παθημάτων, ενώ στον Ερμογένη υπάγονται αορίστως στο
προσεχές είδος της , στον Αφθόνιο συστήνουν ένα υποείδος, τη
λεγόμενη , η οποία θεματοποιείται και στον Νικόλαο.
Κατά συνέπεια, το γύμνασμα αυτό της στην πορεία από τον
Θέωνα έως τον Νικόλαο αποκτά περισσότερα διακριτικά χαρακτηριστικά,
εξειδικεύεται και υποδιαιρείται. Και κριτήριο αυτής της διαίρεσης είναι η
συμπερίληψη ή μη της έκφρασης .
Αυτή η ειδοποιός διαφορά, το είναι το ελιξήριο της ποίησης και
μεταφέρεται από την ποίηση στον πεζό λόγο. Η ψυχολογική και γεμάτη
πάθος επίδραση του ποιητικού λόγου διαγράφεται από τον Γοργία:
·

θα πει ο

197
Βλ. κεφάλαιο 6 της παρούσης εργασίας.
198
Βλ. Kennedy, Ιστορία 328.
199
B D.-K.
200
82 B11. 8 D.-K.

 67 
Γοργίας αναφερόμενος στην μεγάλη δύναμη που έχει ο λόγος, ποιητικός ή
πεζός να προκαλεί πάθη201. Η συζήτηση για τη σχέση ποίησης και πεζού
λόγου αντανακλάται και στον , όπου ο Ισοκράτης αντιστρατεύεται
την υπεροχή της ποίησης έναντι του πεζού λόγου, ωστόσο της αποδίδει το
202
ψυχολογικό πλεονέκτημα, το .
Μπορεί ο Θέων να επαινεί τον Όμηρο για την ευτυχή εναρμόνιση λόγων
και προσώπων και να καταμέμφεται τον Ευριπίδη και την του για
τις άκαιρες φιλοσοφικές ενατενίσεις της ηρωίδας203, η όμως δεν
παύει να εμπνέει τον ομότεχνό του Αφθόνιο προσφέροντας θεματικό υλικό
προς επεξεργασία. Γιατί όμως χρησιμοποιείται ως παράδειγμα εξάσκησης
της παθητικής η ;Η είναι ένα έργο που αποδεικνύει
πως ο εμπνευστής του ήταν πολύ καλός γνώστης των σοφιστικών και
ρητορικών τάσεων της εποχής του. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα
πρόσωπα της τραγωδίας φιλοσοφούν και αναστοχάζονται πάνω στη
ρητορική δεινότητα και την κατάχρησή της, την πειθώ και τη
δημαγωγία204. Η Εκάβη στην προσπάθεια να άρει τις αποφάσεις των
πορθητών της Τροίας, επικαλούμενη το του Οδυσσέα, τον εκλιπαρεί
να τη βοηθήσει ώστε να αντιστραφούν οι διαθέσεις των Ελλήνων απέναντι
σε αυτήν και στην κόρη της Πολυξένη. Η Εκάβη στη σκηνή αυτή
διατυπώνει την άποψη ότι το δύναται να προσδώσει πειστική
δύναμη στο λόγο ακόμα κι αν ο ίδιος ο λόγος υστερεί205. Αργότερα,
αναστοχαζόμενη και πάλι τη δύναμη της πειθούς αναρωτιέται γιατί οι

201
Περισσότερα για το θέμα βλ. Segal C. P., «Gorgias and the Psychology of the Logos»
Harvard Studies in Classical Philology 66 (1962) 99-155.
202
Βλ. σχόλιο Alexiou, Der Euagoras 87 για το .
203
Θέων . 60.28-31 (Pat.-Bol.).
204
Για τη σχέση της ρητορικής με τις τραγωδίες του Ευριπίδη ειδικότερα υπό το πρίσμα της
αντίστιξης και βλ. Yialoucas C. S., The Conflict of and in Euripides and
his Predecessors, Cyprus 1990∙ πβ. 218-443∙ πβ. 726-904∙ πβ. 124:
∙ πβ. 254-257 ·

293-295 ·
μπορεί να σημαίνει είτε to speak foolishly είτε
clumsily. Στο συγκεκριμένο χωρίο η πρώτη σημασία μοιάζει πιο κοντά σε αυτό που λέει ή
υπονοεί η Εκάβη∙ βλ. Gregory, Euripides Hecuba 82.

 68 
άνθρωποι δεν εντρυφούν στην Πειθώ όσο πρέπει για να επιτύχουν τους
στόχους τους206. Τέλος, απευθυνόμενη αυτή τη φορά στον Αγαμέμνονα
καταφάσκοντας στην υπέρτατη αρχή της υπεροχής των πράξεων επί των
λόγων νουθετεί τον Έλληνα βασιλιά υποδεικνύοντας του πως η γλώσσα
δεν πρέπει να υπερισχύει των πραγμάτων∙ γιατί κανείς δεν πρέπει να
μπορεί να επαινεί τις άδικες πράξεις207. Το ρητορικό υπόστρωμα της
τραγωδίας επιβεβαιώνει την αναγκαία και αμφίδρομη σχέση ρητορικής και
ποίησης.
Το ερώτημα είναι ποια η λειτουργία της τόσο στην ποίηση όσο και
στη ρητορική πρακτική. Στη δραματική ποίηση στόχος του συγγραφέα είναι να
παρουσιάσει με αντικειμενικό τρόπο τον χαρακτήρα είτε αυτός είναι καλός είτε
κακός208. Γεννάται όμως το ερώτημα σε τι αποσκοπεί η ρητορική αφού
σκοπός της ρητορικής είναι η πειθώ μέσα από την ανάδειξη της αξιοπιστίας του
ρήτορα. Αυτό σημαίνει ότι και εργαλειοποιούνται από τον ρήτορα με
στόχο την επίτευξη της πειθούς. Ο ρήτορας λοιπόν πρέπει να επιλέξει εκείνα τα
στοιχεία της προσωπικότητας που ταιριάζουν στον χαρακτήρα και επιτυγχάνουν
όσο τη δυνατόν μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Η έννοια όπως είδαμε αποτελεί αφενός το γένος στο οποίο ανήκουν
οι παραλλαγές της και αλλά αφετέρου διακρίνεται σε
και Αυτό που παρατηρείται είναι ότι το σημασιολογικό
πεδίο της έννοιας είναι περισσότερο διευρυμένο αφού αποτελεί τη δεξαμενή
από την οποία ο ρήτορας θα αντλήσει εκείνες τις εκφάνσεις της που
μεγιστοποιούν την πειστικότητα των επιχειρημάτων του.
Τέλος, όσον αφορά τα υφολογικά χαρακτηριστικά της ο
Αφθόνιος υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από
καθαρότητα, συντομία, να συντάσσεται σε ανθηρό ύφος χωρίς περιόδους
και σχήματα:

814-819.
1187-1194
208
Πβ. Hagen, Ethopoiia 62-63.

 69 
. Τα ανωτέρω
υφολογικά στοιχεία της παραπέμπουν στις αρετές του ρητορικού
λόγου, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Ερμογένη στο
Πράγματι, και στο εντοπίστηκαν όλες εκείνες οι ιδιότητες
και τεχνικές που χρωματίζουν τον λόγο με : η δηλαδή η
καθαρότητα του λόγου, η , δηλαδή η ευφωνία μέσα από την
ευχάριστη γειτνίαση φθόγγων και λέξεων, και το και ,
δηλαδή η φυσικότητα και αποφυγή εξεζητημένων εκφράσεων210. Η
λοιπόν εκτός από τεχνική σκιαγράφησης ενός χαρακτήρα μέσω του λόγου,
οφείλει να συμμορφώνεται με ορισμένες υφολογικές αρχές, οι οποίες στους
Ερμογένη και Αφθόνιο ταυτίζονται.

209
Αφθ. 11.3 (Pat.).
210
Βλ. κεφ. 6.1 για Ερμογένη.

 70 
8 Νικόλαος από τα Μύρα

Για τον Νικόλαο από τα Μύρα οι γνώσεις μας προέρχονται από δύο λήμματα
του λεξικού της Σούδας211 κι από ένα απόσπασμα από τη Βιογραφία του
Πρόκλου, έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Μαρίνου από τη Νεάπολη. Ο
Νικόλαος από τα Μύρα της Λυκίας, ρητοροδιδάσκαλος και σοφιστής του 5ου
αι.212 σπούδασε στην Αθήνα μαζί με τον πλατωνιστή Πλούταρχο και το σοφιστή
Λάχαρη και δίδαξε ρητορική στην Κωνσταντινούπολη213. To πρώτο λήμμα της
Σούδας του αποδίδει τα εξής έργα, και
ενώ τα τελευταία πρέπει να προέρχονται από τις παραδόσεις των μαθημάτων
του214. Το κεφάλαιο για την συμβάλλει στη θεώρηση της έννοιας, παρά
τη μετριοπαθή ομολογία του ρήτορα στο προοίμιο, ότι η μοιάζει
εξαιρετικά δύσκολη έπειτα από τις πολυάριθμες τεχνικές πραγματείες των
προκατόχων του215. Ο ορισμός της στα του Νικόλαου
έχει ως εξής:

211
Σ 394.1-4

212
Πβ. Kennedy, Progymnasmata 129, όπου υποστηρίζεται ότι ο Felten προτείνει το 410 ως
χρονολογία γέννησης του Νικολάου, ενώ τo πιθανότερο είναι ότι πέθανε μετά το 491.
213
Πιθανότατα υπήρξε καθηγητής στο επονομαζόμενο ‘Πανεπιστήμιο της
Κωνσταντινούπολης’ που ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο τον Β το 425∙ βλ. Kennedy, Ιστορία 330-
331.
214
Βλ. την προσφώνηση στην αρχή του βιβλίου του: Νικ. 1.2-3
(Felten)

215
Δεν είναι σίγουρο αν τα πολυάριθμα υποδείγματα προγυμνασμάτων που μας σώζονται
και έχουν εκδοθεί με το όνομα του από τον Walz (I 266-420) είναι δικά του. Για το συγκεκριμένο
θέμα ο Stegemann W., «Nicolaos» RE XVII (1936) 456 κ.ε. επισημαίνει τρεις εκδοχές:
συγγραφέας είναι είτε ο ίδιος ο Νικόλαος, είτε κάποιος μιμητής του Αφθόνιου, είτε ο ίδιος ο
Αφθόνιος∙ βλ. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 1601.

 71 
· ·

Νικ 64.1-13 (Felten)

Η όπως ορίζεται από τον Νικόλαο στο παρατιθέμενο χωρίο, είναι τα


λόγια που αρμόζουν στην εκάστοτε περίσταση και στα οποία εμφαίνεται το
ήθος και το πάθος. Και πρέπει να ταιριάζουν με την παρούσα περίσταση, όπως
αιτιολογείται, γιατί ο ομιλητής οφείλει να έχει γνώση του ακροατηρίου στο
οποίο πρόκειται να απευθυνθεί και να προσαρμόζει τον λόγο του ανάλογα με το
ήθος και τη διάθεση του. Η επανάληψη του δείχνει και εδώ πόσο
αναγκαία είναι η προσαρμοστικότητα του λόγου, ορολογία που παραπέμπει
λογικά στον Θέωνα, όπου στο κεφάλαιο για την προσωποποιία εμμένει αρκετά
στο και του λόγου216. Παραπέμπει όμως και στον Αριστοτέλη
σύμφωνα με τον οποίο το του λέγοντος είναι δύσκολο σε πολλές
περιπτώσεις να διαχωριστεί από το του ακροατηρίου217. Έτσι ο Νικόλαος
προτείνει μια αναθεωρημένη εκδοχή των αριστοτελικών όρων. Tα και
εμφαίνονται στο λόγο ανάλογα με αυτό στο οποίο προσβλέπουν, το ή το
αντίστοιχα. Τα λόγια που θα έλεγε ένας δειλός
στρατιώτης προτού βγει στη μάχη. Η στην πρώτη περίπτωση έχει
καθολικό αντίκρυσμα καθώς αφορά τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα που
έχουν γενικά οι δειλοί άνθρωποι, ενώ αντίθετα στη δεύτερη περίπτωση είναι η
συγκεκριμένη περίσταση που τροφοδοτεί τη συμπεριφορά. Το πάθος δηλαδή θα
γίνει φανερό στα λόγια του Αγαμέμνονα όταν κυριεύει την Τροία ή στα λόγια
της Ανδρομάχης όταν χάσει τον Έκτορα.

216
Πβ. το κεφάλαιο στο Θέων 115.11-21 (Pat.-Bol.) και κεφ. 5.1.1 της
παρούσης για τον Θέωνα.
217
Βλ. κεφάλαιο 3 της παρούσης για τον Αριστοτέλη.

 72 
Η χρονική συνιστώσα είναι σημαντική, καθώς το γίνεται φανερό σε αυτόν
που πρόκειται να βγει στη μάχη ( ), ενώ το φανερώνεται μία
συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Και εδώ είναι ανιχνεύσιμη η αριστοτελική
επιρροή
, όπου παθητική είναι αυτή που θα εγείρει το κατάλληλο
συναίσθημα, ενώ ηθική αυτή που ταιριάζει στο γένος και στις έξεις
ή
όπως σχολιάζει ο Lockwood ‘we must understand with ‘in character’
(designed to produce the right attitude in the audience) or ‘in keeping’220.

Νικ. 64.20-10 (Felten)

Η σύγχυση που έχει επικρατήσει μεταξύ και


επιβεβαιώνεται από τα γραπτά του Νικόλαου. Όπως υποστηρίζει, άλλοι
θεώρησαν ότι η είναι η δημιουργία συγκεκριμένων, δηλαδή
υπαρκτών προσώπων και καταστάσεων, ενώ η ανάπλαση όλων εκ νέου.
Η σωστή όμως άποψη είναι ακριβώς η αντίθετη, κατά τον Νικόλαο, και με αυτή
του την παραδοχή εναρμονίζεται με τη ρητορική παράδοση που προσδίδει στην
τη λειτουργία της εύρεσης του δραματικού προσώπου. Άρα, ο
ορισμός του Νικόλαου ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με αυτόν του Αφθόνιου και

218
1408a 10
219
1408a 25-27.
220
Lockwood, 181.

 73 
συμφωνεί με τον ορισμό του Ερμογένη221. Αν λοιπόν στον Θέωνα το κριτήριο
στον ορισμό είναι η ταυτότητα του προσώπου, αν πρόκειται δηλαδή για ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο ή για έναν οποιοδήποτε τύπο ανθρώπου, στον Νικόλαο
το κριτήριο διάκρισης των όρων είναι η ύπαρξη ή μη, η ανάπλαση ή όχι του
προσώπου.

Ότι η δεν είναι μονοσήμαντος όρος είναι βέβαιο, άλλωστε λίγο


πιο κάτω ο Νικόλαος χρησιμοποιεί την έννοια στον πληθυντικό,
καταδεικνύοντας έτσι πως υπάρχουν πάνω από ένα είδη
κανοντας μάλιστα μια αξιοσημείωστη διχοτόμηση:

Νικ. 64.14-19 (Felten)

Οι λοιπόν είναι ηθικές και παθητικές, μία διχοτόμηση που προϋπάρχει


και φαίνεται πως ο Νικόλαος έχει υπόψιν του τον Αφθόνιο. Ως προς την
πραγμάτευση των έννοιων και τα αντίστοιχα χωρία των
Νικόλαου και Ερμογένη νοηματικά ταυτίζονται: είναι οι που
αναπαριστούν με τον λόγο μόνο το που είτε αφορά τον χαρακτήρα γενικά,
είτε είναι η όπως είδαμε στον Αφθόνιο222. Και στις δύο περιπτώσεις το
επίθετο έχει χάσει τη σημασία του καλού ηθικού χαρακτήρα που για τον
223
Αριστοτέλη ενίοτε ισοδυναμεί με τον ή . Πρόκειται για
μεταγενέστερη λοιπόν χρήση του όρου που σίγουρα θα παρεξένευε τον
Αριστοτέλη.
Δεν έχει απαντηθεί αν οι 14 που σώζονται με το όνομα του
Νικόλαου μπορούν να του προσγραφούν με σιγουριά. Η πρώτη που

221
Βλ. κεφάλαιο 6 της παρούσης εργασίας.
222
Πβ. κεφ. 6.2 της παρούσης εργασίας.
223
Πβ. κεφ. 3 για τον Αριστοτέλη.

 74 
αναφέρεται στη Νιόβη και το θρήνο για τα παιδιά της συμπίπτει τελείως με
αυτήν του Αφθονίου, η δεύτερη, που αφορά τον Μενοικέα και η δέκατη τρίτη με
θέμα τον Μενέλαο που μαθαίνει για το θάνατο του Αγαμέμνονα, εξαρτώνται
θεματικά από τον Λιβάνιο, ενώ η δέκατη, με θέμα ‘ο Αχιλλέας δέχεται τον
Πρίαμο’ εξαρτάται από τον Σεβήρο. Συμπεραίνει κανείς πως, ακόμη κι αν
αυτές οι ηθοποιίες είναι όντως του Νικόλαου, η θεματολογία τους είναι κατά
βάση εξαρτημένη από άλλους συγγραφείς. Τα θέματα αντλούνται και πάλι από
τον μύθο: η Κασσάνδρα καθώς αντικρύζει το ξύλινο άλογο, ο Αγαμέμνονας
κατά τη δολοφονία του, ο Ηρακλής στην πυρά κ.ο.κ. Στο σύνολο των 14
ηθοποιιών μόνο τρεις έχουν ως θέμα τους ιστορικές προσωπικότητες: τον
Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή και Κίμωνα, που και οι τρεις έπαιξαν ρόλο στην
απολογία του Αριστείδη .

Μπορεί οι του Νικόλαου Μύρων να μην χαρακτηρίζονται


από αυθεντικότητα και θεματολογική inventio, όμως είναι μεγάλης
σημασίας το γεγονός ότι διασώζονται μέχρι σήμερα, γιατί αποτελούν την
υποδειγματική έκφραση αυτού που όριζε η ρητορική διδασκαλία. Παρόλο
που και ο ίδιος ο Νικόλαος, όντας μετριοπαθής, παραδέχτηκε εξ αρχής την
αδυναμία του να εισφέρει κάτι καινούριο στη μελέτη των
Προγυμνασμάτων, ωστόσο παρέχει την πληροφορία ότι η μπορεί
να χρησιμοποιηθεί και στα τρία είδη (genera) της ρητορικής, ενώ κατέχει
ιδιαίτερη θέση και στην επιστολογραφία225.

224
Βλ. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία 182.
225
Βλ. Νικ. . 67.2 (Felten).

 75 
 Συμπεράσματα

Το πολιτιστικό και λογοτεχνικό κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής που η έκτασή


του απλώθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο του 1ου και 2ου μεταχριστιανικού
αιώνα που τελούσε υπό ρωμαϊκή επικυριαρχία, μετέθεσε τη ρητορική στο
κέντρο των πνευματικών και κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων της εποχής. Στις
σχολές των ρητοροδιδασκάλων οργανική θέση στη ρητορική πρακτική κατέχουν
οι ασκήσεις στη σύνθεση γραπτού και προφορικού λόγου. Τα
συνιστούν ένα σταθερό και δομημένο μοντέλο ασκήσεων,
αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελεί το γύμνασμα της . Καθώς οι
ασκήσεις είναι ιεραρχικά δομημένες με κριτήριο τη δυσκολία που παρουσιάζουν,
είναι αναμενόμενο η να βρίσκεται κατά βάση προς το τέλος των
ασκήσεων.
Βασικό ερώτημα που έθεσε η παρούσα εργασία είναι ο βαθμός της
επίδρασης του αριστοτελικού παραδείγματος στην εξέλιξη της με
σημείο αναφοράς το όπως αυτό εμφανίζεται στη Από την έρευνα
προέκυψε ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί στη Ῥητορική το με τέσσερις
σημασίες: α΄) το του λέγοντος ως β΄) το του λέγοντος σε
σχέση με το του ακροατή γ΄) ο χαρακτήρας (δ΄) ο ηθικά καλός χαρακτήρας.
Παράλληλα στα , έργο το οποίο προσγράφεται στον Αριστοτέλη
χωρίς όμως να έχει επιβεβαιωθεί η πατρότητα, απαντά το επίθετο
δηλώνοντας τη δυνατότητα κάποιου πράγματος να ρυθμίζει τη ψυχική διάθεση
ενός ανθρώπου.
Στη καταγράφεται μια ιδιότυπη σχέση του λέγοντος και
του ακροατηρίου. Για να αποκτήσουν πειστικότητα οι λόγοι, οφείλουν να
έχουν τον μέγιστο βαθμό συμβατότητας με τις προσδοκίες του ακροατηρίου. Με
άλλα λόγια ο ρήτορας οφείλει να είναι γνώστης του αλλά και της θυμικής
κατάστασης του ακροατηρίου. Η ανάγκη αυτής της συμβατότητας δύναται να
ανιχνευτεί στον Θέωνα και στην επιμονή του στην προσαρμογή και

 76 
καταλληλότητα του λόγου σε σχέση με την πλαττόμενη προσωπικότητα και με
το ακροατήριο. Περισσότερο εμφανής είναι στον Νικόλαο, στον οποίο η
πραγμάτευση των εννοιών φαίνεται να γίνεται υπό αριστοτελικούς όρους. Οι
αριστοτελικές επιρροές αποτυπώνονται και στην παραδοχή του ότι ο σκοπός
της ρητορικής δεν είναι η πειθώ αλλά η πειστικότητα του λόγου. Όσον αφορά
την έννοια του , έτσι όπως ορίστηκε από τον Αριστοτέλη με την ιδιαίτερη
απόχρωση του καλού ηθικού χαρακτήρα, ανευρίσκεται στον Αφθόνιο, και
συγκεκριμένα στο παράδειγμα με το μυρμήγκι και το τζιτζίκι, το οποίο
κατονομάζεται , με το επίθετο να προσλαμβάνει την ηθική
βαρύτητα που του είχε προσδώσει ο Αριστοτέλης. Αντίθετα στην
το επίθετο έχει απωλέσει το ηθικολογικό του βάρος, δηλώνοντας απλώς
τον χαρακτήρα.
Αναφορικά με το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας
διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος συντάκτης σωζόμενων σε εμάς , ο
Θέων, δεν χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο , αντ’ αυτού εισάγει τον όρο
, μία επιλογή που στο πλαίσιο της συζήτησης για ενδεχόμενη
χρονολογική μετατόπισή του στον 5ο αι. συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο Θέων
δεν μπορεί να συγγράφει τον 5ο αι., περίοδο κατά την οποία παρατηρείται
σημασιολογική διεύρυνση του πεδίου και ειδολογικός επαναπροσδιορισμός των
ορίων της έννοιας της . Ενώ στην αφετηρία του ερευνητικού πεδίου,
στους προγενέστερους Θέωνα και Ερμογένη, κριτήριο της οριοθέτησης των
εννοιών και , είναι η γλωσσική κατασκευή ενός
υπαρκτού, φανταστικού ή νεκρού προσώπου, στη συνέχεια κριτήριο διάκρισης
γίνεται το αν η εκδηλώνει πάθος ή όχι: Στους Αφθόνιο και Νικόλαο η
διακρίνεται σε , και ανάλογα με το αν αποτελεί
μίμηση του ήθους (Wesensart) στην πρώτη περίπτωση ή του πάθους στη δεύτερη
περίπτωση ή και των δύο στην τρίτη περίπτωση. Παρατηρείται λοιπόν σαφής
διάκριση ανάμεσα στο και στο , ένας διαχωρισμός που δεν
ανευρίσκεται στους προηγούμενους συγγραφείς. Η λοιπόν, όπως
εργαλειοποιείται από τους δύο ρητοροδιδασκάλους, είναι μία τεχνική

 77 
αναπαράστασης ενός χαρακτήρα, της οποίας το πρώτο συνθετικό δεν ενέχει
κάποιο ιδιαίτερο ηθικό βάρος, κάτι που αποδεικνύεται και από τη φαινομενική
ταυτολογία στην πλαισίωσή της από τα επίθετα και
Για τη διερεύνηση των υφολογικών χαρακτηριστικών της υπήρξε
καθοριστικό το έργο του Ερμογένη, μία εξέχουσα μελέτη για την
κατανόηση των αρετών του ύφους και βασικό εργαλείο της λογοτεχνικής
κριτικής της αρχαιότητας. Για την επίτευξη του στον λόγο πρέπει να
συντρέχουν ορισμένες υφολογικές προϋποθέσεις: η , η , η
και ο ή λόγος, τις οποίες ο Ερμογένης επεξηγεί
δίνοντας παραδείγματα. Ειδικότερα για την συμπεραίνεται, ότι
μολονότι ανάγεται στην αριστοτελική θεώρηση της ως εργαλείου
αξιοπιστίας, ωστόσο διαφοροποιείται σημασιολογικά, δηλώνοντας εν
προκειμένω όχι την εντιμότητα αλλά τον συγκαταβατικό χαρακτήρα του ρήτορα,
σημασία η οποία εγγίζει αυτήν που της αποδίδουμε σήμερα. Αντίστοιχα
υφολογικά χαρακτηριστικά αποδίδει ο Αφθόνιος στην υποδειγματική :
πρέπει να είναι γραμμένη καθαρά, σύντομα, σε ανθηρό ύφος, χωρίς περιόδους
και σχήματα∙ σύμφωνα άλλωστε με τις δικές του υφολογικές απαιτήσεις
συντάσσει την της Νιόβης για το χαμό των παιδιών της.
Μια άλλη παράμετρος οριοθέτησης και ορισμού της που ανάγεται
στον Αριστοτέλη είναι η . Ο ορισμός της στους Ερμογένη και
στον Αφθόνιο ταυτίζεται:
ως μοιάζει με την καθώς και οι δύο αποτελούν
εγχειρήματα μίμησης των ηθών και των παθών των αναπαριστάμενων
προσώπων. Το κατηγόρημα αυτό της στον προκείμενο ορισμό
της προσδίδει θεατρολογικά χαρακτηριστικά. Η ορθή μίμηση οφείλει να
είναι φυσική ώστε να έχει αξιώσεις πειστικότητας, γιατί σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, η άγνοια είναι προτιμότερη από την κακή μίμηση. Άρα, η
σύνολη παρουσία του ρήτορα εξαρτάται από επιμέρους στοιχεία τα οποία
οφείλει να μελετήσει και να εξασκήσει συστηματικά και με συνέπεια.

 78 
Αν όχι το σύνολο, η πλειονότητα των παραδειγμάτων της
και που παρέχονται από τους συγγραφείς
προέρχονται από τα ομηρικά έπη και την τραγωδία.
Πράγματι, το ομηρικό παράδειγμα δεν λείπει από κανένα .
Αυτό συμβαίνει γιατί τα ομηρικά έπη αποτελούν την πνευματική
παρακαταθήκη των πεπαιδευμένων της εποχής και σημείο αναφοράς της
λογοτεχνικής κριτικής, ενώ είναι αναπόσπαστο συστατικό της προπαιδείας
κάθε μορφωμένου, επίδοξου ρήτορα. Είναι αναπόφευκτο επομένως, ένα
σχολικό εγχειρίδιο με προγυμναστικές ασκήσεις να παραπέμπει στον
Όμηρο και σε ευρέως γνωστές σκηνές μυθιστορίας του απώτατου
παρελθόντος. Αλλά η θεματική της αντλείται και από την
τραγωδία, όπως φάνηκε στην περίπτωση του Αφθονίου, ο οποίος ως
παράδειγμα , αναπαράστασης δηλαδή της
συναισθηματικής κατάστασης ενός χαρακτήρα, δίνει την του
Ευριπίδη. Και αντίστροφα όμως, διαφάνηκε ότι η είναι γεμάτη από
ρητορικούς δείκτες, υπαινιγμούς και ευθείες αναφορές στη λειτουργία της
πειθούς και της ρητορικής.
Στην είναι περισσότερο εμφανής η διαλεκτική
ρητορικής και ποίησης. Άλλωστε και ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την
Ιλιάδα έπος και , με την έννοια ότι αποτελεί πρόσφορο
έδαφος για την εκδήλωση των παθών των ηρώων της. Σημειωτέον ότι τα
περισσότερα παραδείγματα προέρχονται από τον μυθολογικό
κύκλο της Ιλιάδας. Σε αυτές τις εκφάνσεις της, στη διάκριση σε και
, στη σχέση της με τη και την έχει τις ρίζες της η
σημερινή , που αφορά ως επί το πλείστον την καλλιτεχνική
δημιουργία μέσω της αναπαράστασης ενός χαρακτήρα.

 79 
 Βιβλιογραφία

Στερεότυπες εκδόσεις
Aujac G., Denys d’ Halicarnasse Opuscules rhétoriques, Paris 1978.
Dufour M. & Wartelle A., Aristote Rhétorique. Tome troisième. Texte établi et
traduit, Paris 1973.
Felten J., Nicolaus Progymnasmata, Leipzig 1913.
Fuhrmann M., Anaximenes Ars Rhetorica, München/Leipzig 2000.
Kayser C. L., Flavii Philostrati Opera, Leipzig 1870-1871.
Patillon M., Corpus Rhetoricum Hermogène Les états de cause, Paris 2009.
__________, Corpus Rhetoricum Anonyme Préambule à la Rhétorique. Aphthonios
Progymnasmata. Pseydo-Hermogène Progymnasmata, Paris 2008.
Patillon M. & Bolognesi G., Aelius Théon Progymnasmata, Paris 1997.
Rabe H., Prolegomenon Sylloge, Stuttgart/Leipzig 1931 (ανατ. 1995).
_______, Syriani in Hermogenem commentaria, Leipzig 1892-1893.
Ross W. D., Aristotelis Ars Rhetorica, Oxford 1959.
Spengel L. von, Rhetores Graeci, Frankfurt am Main 1966.
_____________, Aristotelis Ars rhetorica, Leipzig 1867.
Walz C., Rhetores Graeci, Stuttgart 1832-1836 (ανατ. Osnabrück 1968).

Άρθρα-Μελέτες
Alexiou E., Der Euagoras des Isokrates. Ein Kommentar, Berlin/New York 2010.
__________, «Λυσίας, (16): Η
ενός Αθηναίου με ολιγαρχικές συμπάθειες» Hellenika 51 (2001) 25-41.
Amato E. & Schamp J. (επιμ.), HΘΟΠΟΙΙΑ. La représentation de caractéres entre
fiction scolaire et réalité vivante à l’ epoque impériale et tardive, Salerno 2005.
Anderson G., The Second Sophistic. A Cultural Phenomenon in the Roman
Empire, London/New York 1993.
____________, «Some Problems of Perspective» στο: Russell D. A. (επιμ.),
Antonine Literature, Oxford 1990, 91-110.
Baldwin C. S., Medieval Rhetoric and Poetic, New York 1928.
____________, Ancient Rhetoric and Poetic, New York 1924.
Bassett S. E., « » στο: Harvard Studies in Classical
Philology 31 (1920) 39-62.
Bauman Z., Alone again. Ethics after Certainty, London 1994.
Beck H. G., Das literarische Schaffen der Byzantiner, Wien 1974.
Bonner S. F., Education in Ancient Rome: from the Elder Cato to the Younger
Pliny, London 1977.
Bowersock G. W., Greek Sophists in the Roman Empire, Oxford 1969.
Bowie E. L., «Importance of Sophists» στο: Winkler J., & Williams G. W. (επιμ.),
Later Greek Literature, New York 1982, 29.
Bruns I., Das literarische Porträt der Griechen im fünften und vierten Jahrhundert
vor Christi Geburt, Berlin 1896.
Butts J. R., The Progysmnasmata of Theon: a New Text with Translation and
Commentary, Ph.D. Diss. Claremont 1986.
Cairns F., Generic Composition in Greek and Roman Poetry, Edinburg 1972.
Chiron P., «The Rhetoric to Alexander» στο: Worthington Ι. (επιμ.), A
Companion to Greek Rhetoric, Oxford 2007, 90-106.
Cichocka H., «Progymnasma as a Literary Form» Studi italiani di filologia classica
3:10 (1992) 991-999.
Clark D. L., «The Rise and Fall of Progymnasmata in Sixteenth and Seventeenth
Century Grammar Schools» Speech Monographs 19 (1957) 177-212.
Cope E. M., The Rhetoric of Aristotle 2 τ., Cambridge 1877.
Devries W. L., Ethopoiia. A Rhetorical Study of the Types of Character in the
Orations of Lysias, Baltimore 1892.
Diels H. & Kranz W., Die Fragmente der Vorskoratiker, Berlin 1903.
Fleming J. D., «The Very Idea of Progymnasmata» Rhetoric Review 22:2 (2003)
105-120.
Fuhrmann M., Untersuchungen zur Textgeschichte der pseudoaristotelischen
Alexander-Rhetorik, Mainz 1965.

 81 
Gill C., «The Ēthos/Pathos Distinction in Rhetorical and Literary Criticism» The
Classical Quarterly, New Series, 34:1 (1984) 149-166.
Graeven H., «Die Progymnasmata des Nicolaus» Hermes 30:3 (1986) 471-473.
Gregory J., Euripides Hecuba. Introduction, Text and Commentary,
Atlanta/Georgia 1999.
Grimaldi W. M. A., Aristotle Rhetoric I & II, New York, 1988.
Gronewald M., «Ein Fragment aus Theon, Progymnasmata» ZPE 24 (1977) 23-4.
Hagen H. M., Ethopoiia. Zur Geschichte eines Rhetorischen Begriffs, Erlangen
1966.
Hagedorn D., Zur Ideenlehre des Hermogenes, Göttingen 1964.
Haskins E. V., Logos and Power in Isocrates and Aristotle, Columbia 2004.
Heath M., Hermogenes On Issues, Oxford 1995.
_________, «Theon and the History of Progymnasmata» Greek, Roman and
Byzantine Studies 43 (2002/3) 129-60.
Hellwig A., «Untersuchungen zur Theorie der Rhetorik bei Plato und Aristoteles»
Hypomnemata 38 (1973) 238-239.
Heusch C., «Die Ethopoiie in der griechischen und lateinischen Antike: von der
rhetorischen Progymnasma-Theorie zur literarischen Form» στο: Amato Ε. &
Schamp J. (επιμ.), Ethopoiia. La représentation de caractères entre fiction
scolaire et réalité vivante à l'époque impériale et tardive, Salerno 2005, 11-33.
Hock R. F. & O’Neil E. N., The Chreia and Ancient Rhetoric: Classroom Exercises,
Leiden κ.α. 2002.
Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των
Βυζαντινών, 2 τ., Αθήνα 2004 (γερμ. 1978).
Jung S., «Hermogenes as a Possible Source for William Collins's "Sweetness"»
ANQ: A Quarterly Journal of Short Articles, Notes and Reviews 19:3 (2006) 3-
6.
Junior M. A., «Importãncia da cria na cultura helenistica» Euphrosyne 17 (1989)
31-62.

 82 
Kennedy G. A., Progymnasmata: Greek Textbooks of Prose Composition,
Leiden/Boston 2003.
_______________, Ιστορία της Κλασικής Ρητορικής, Αθήνα 2004 (αγγλ. 1994).
_______________, Αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή κριτική, Θεσσαλονίκη 2008.
Kindstrand J. F., «Diogenes Laertius and the Chreia Tradition» Elenchos 7 (1986)
219-243.
Kroll W., « » Philologus 75 (1918) 68-76.
Lana I., I Progymnasmi di Elio Teone. Volume primo. La storia del texto, Torino
1959.
Lausberg H., Handbuch der literarischen Rhetorik, München 1960 (αγγλ. 1998).
Lindberg G., Studies in Hermogenes and Eustathios. The Theory of Ideas and its
Application in the Commentaries of Eustathios on the Epics of Homer, Lund
1977.
___________, «Hermogenes of Tarsus» ANRW 2 34:3 (1997) 1978-2063.
Lockwood J. F., « and Dinarchus» The Classical Quarterly 23:3/4
(1929) 180-85.
Λυπουρλής Δ., Αριστοτέλης Ρητορική, Θεσσαλονίκη 2002.
Mamoojee A. H., «“Suavis” and “Dulcis”: A Study of Ciceronian Usage» Phoenix
35 (1981) 220-236.
Martinez D. R., Teon Hermogenes Aftonio. Ejercicios de retorica, Madrid 1991.
Morford M. P. O., «Ethopoiia and Character-Assassination in the Conon of
Demosthenes» Mnemosyne 19:3 (1966) 241-248.
Morgan T., Literate Education in the Hellenistic and Roman Worlds, Cambridge
1998.
Nadeau R., «The Progymnasmata of Aphthonios in Τranslation» Speech
Monographs 19 (1952) 264-85.
Paxson J. J., The Poetics of Personification, Cambridge 1994.
Pernot L., Η Ρητορική στην Αρχαιότητα, Αθήνα 2005.
Pohlenz D., «Die Begründung der abendländischen Sprachlehre durch die Stoa»
NGG 3 (1939) 151-198.

 83 
Porter S. E., Handbook of Classical Rhetoric in the Hellenistic Period,
Boston/Leiden 2001.
Quiller-Couch A. T., The Oxford Book of English Verse, 1250-1918, Oxford 1939.
Rabel R., «Impersonation and Representation in the “Odyssey”» The Classical
World 93:2 (1999) 169-183.
Rapp C., Aristoteles Rhetorik. Übersetzt und erläutert, I-II, Berlin 2002.
Russel D. A., Antonine Literature, Oxford 1990.
____________, Libanius: Imaginary Speeches, London 1996.
Romilly J. de, «Fairness and Kindness in Thucydides» Phoenix 28:1 (1974) 95-
100.
Schiller F., Über naive und sentimentale Dichtung, Stuttgart 1879.
Schissel O., «Die Ethopoiie der Psyche bei Apuleius Met. IV 34» Hermes 76:1
(1941) 106-111.
Schmitz T., Bildung und Macht. Zur sozialen und politischen Funktion der
zweiten Sophistik in der griechischen Welt der Kaiserzeit, München 1997.
Schütrumpf E., Die Bedeutung des Wortes ēthos in der Poetik des Aristoteles,
München 1970.
Segal C. P., «Gorgias and the Psychology of the Logos» Harvard Studies in
Classical Philology 66 (1962) 99-155.
Smith A. C., Polis and Personification in Classical Athenian Art, Leiden/Boston
2011.
Süß W., Ethos. Studien zur Älteren Griechischen Rhetorik, Leipzig 1910.
Temmerman K. de, «Ancient Rhetoric as a Hermeneutical Tool for the Analysis
of Characterization in Narrative Literature» Rhetorica 28:1 (2010) 23-51.
Todorov T., Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, Πόλις 2013.
Too Y. L., Education in Greek and Roman Antiquity, Leiden/Boston/Köln 2001.
Verdenius J., «The Meaning of and in Aristotle’s Poetics» Mnemosyne
3:12 (1945) 241ff.
Wartensleben G. von, Der Begriff der griechischen chreia und Beiträge zur
Geschichte ihrer Form, Heidelberg 1901.

 84 
Webb R., Ekphrasis Imagination and Persuasion in Ancient Rhetorical Theory
and Practice, Ashgate 2009.
________, Education in Greek and Roman Antiquity, Brill 2001.
Wisse J., Ethos and Pathos. From Aristotle to Cicero, Amsterdam 1989.
Yialoucas C. S., The Conflict of and in Euripides and his
Predecessors, Cyprus 1990.
Yamuza Ε. Ρ., «Hermogenes y los Progymnasmata: problema de autoria» Habis
25 (1994) 285-295.

 85 
 Περίληψη

Η προκείμενη μελέτη ανιχνεύει τις εννοιολογικές καταβολές της και


θέτει ως στόχο τη διαγραφή της συνολικής εικόνας της παρουσίας της στη
ρητορική θεωρία, όπως αυτή αποτυπώνεται στα εγχειρίδια ρητορικής υπό τον
τίτλο που συντάσσονται κατά την περίοδο της Δεύτερης
Σοφιστικής. Εκκινώντας από τις ρητορικές θεωρίες των Αριστοτέλη και
Αναξιμένη επιχειρείται να εξεταστεί ποια η ιδιαίτερη σημασία του στη
. Κατόπιν ακολουθεί η συγκριτική εξέταση της θέσης και της
λειτουργίας της στα ρητορικά των Θέωνα, Ερμογένη,
Αφθόνιου και Νικόλαου. Επιχειρείται να εξηγηθεί γιατί ο Θέων, ο
προγενέστερος όλων των συντακτών , αντί της
χρησιμοποιεί την , και να διελευκανθεί η διαφορά μεταξύ των δύο
εννοιών. Έπειτα μελετάται ο Αφθόνιος, ο οποίος επιχειρεί μια λεπτομερέστερη,
ακαδημαϊκού τύπου αποσαφήνιση των όρων, διακρίνοντας τρία είδη ,
την ηθική, παθητική και μικτή, διάκριση η οποία εντοπίζεται και στον Νικόλαο
από τα Μύρα. Η σταδιακή σημασιολογική διεύρυνση και εξειδίκευση του όρου
αποτελεί αιτία σύγχυσης στους κόλπους της θεωρίας της ρητορικής, και
αφορά κυρίως την εννοιολογική οριοθέτηση της, τα είδη και τη διαφοροποίησή
της από την . Σημαντικό μέρος της έρευνας καταλαμβάνει το
του Ερμογένη, μια πραγματεία που απαριθμεί και αναλύει τις
υφολογικές αρετές του λόγου∙ το ειδικό ενδιαφέρον εστιάζεται στα στοιχεία
εκείνα που προσδίδουν στον ρητορικό λόγο.
διατείνονται οι Ερμογένης και Αφθόνιος επιβεβαιώνοντας τη διαλεκτική της
και της αριστοτελικής μιμητικής θεωρίας περί τέχνης, προσγράφοντας
έτσι στην θεατρολογικά χαρακτηριστικά∙ εδώ άλλωστε υπολανθάνει η
σημερινή σημασία της ως υπόκρισης, που κατά κύριο λόγο απαντά σε
θεατρικά συγκείμενα.

 86 
 Abstract

The present study traces the conceptual origins of ethopoiia through outlining its presence
in the manifestations of rhetorical theory, particularly in the series of preliminary exercises
called Progymnasmata, which are written during the Second Sophistic. Setting out from
Aristotle’s and Anaximenes’ rhetorical theories, it seeks at first place to explore the
meaning of ethos in the Rhetoric. Then it attempts a comparative examination of the
position and function of ethopoiia in the rhetorical Progymnasmata of Theon,
Hermogenes, Aphthonios and Nicolaos. The study aims at explaining the fact that Theon,
the precursor of the writers of Progymnasmata, uses prosopopoiia instead of ethopoiia,
and at enlightening the difference between the uses of the two terms. Aphthonios
subsequently attempts a more detailed investigation of ethopoiia in academic terms and
he likewise distinguishes three forms of ethopoiia, , and , a distinction
that is also endorsed by Nicolaos of Myra in his Progymnasmata. The gradual semantic
enlargement and specialization of the term ethopoiia is a source of confusion in the pale of
rhetoric theory, as it concerns its conceptual boundary, its manifestations, and its
distinction from prosopopoiia. Of seminal account for the research has been Hermogenes’
On types of Style, a treatise that demonstrates and clarifies the virtues of style (ideai); the
special interest of this section is focusing on the types of style that, according to
Hermogenes provide the rhetorical speech with ethos. Hermogenes and Aphthonios claim
that «ethopoiia is mimesis of ethos», thereby confirming the intersection of ethopoiia with
the aristotelian mimetic theory of art and endowing ethopoiia with theatrical
characteristics; herein lays the contemporary perception of ethopoiia as theatrical
performance.

 87 

You might also like