You are on page 1of 295

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ & ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ / ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Γεώργιος Σαβοϊδάκης

Το Yπόμνημα του Γεωργίου Παχυμέρη στον πλατωνικό Παρμενίδη


ως συνέχεια του Yπομνήματος του Πρόκλου:
Μετάφραση και ερμηνευτικά σχόλια

Διπλωματική εργασία

Επιβλέπων καθηγητής: Παντελής Γκολίτσης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2021
Στην Ειρήνη

ΜΕΛΗ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ:


1) Παντελής Γκολίτσης, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.
(επιβλέπων καθηγητής)
2) Βασίλης Κάλφας, Καθηγητής Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.
3) Γιώργος Ζωγραφίδης, Καθηγητής Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
ΣΕΛ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ…………………………………………………………………………. 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………………………….... 7
Κεφάλαιο 1: Γεώργιος Παχυμέρης. Βιογραφικά στοιχεία και φιλοσοφικό-διδακτικό έργο………... 7
Κεφάλαιο 2: Ο Παχυμέρης ως αντιγραφέας πλατωνικών διαλόγων και Νεοπλατωνικών
υπομνημάτων – Η περίπτωση του Υπομνήματος του Πρόκλου στον Παρμενίδη
και της “συνέχειάς” του ………………………………………………………………....14
Κεφάλαιο 3: Νεοπλατωνισμός και θεολογική πρόσληψη των παρμενίδειων υποθέσεων –
Η ερμηνεία του Πρόκλου……………………………………………………………….. 19
α) Η κριτική του Πρόκλου σε μια αμιγώς λογική ανάγνωση του Παρμενίδη……….. 20
β) Οι μέθοδοι της πλατωνικής διαλεκτικής κατά τον Πρόκλο και
ο πραγματειώδης σκοπός του διαλόγου………………………………………………… 24
γ) Το πρόκλειο σύστημα των εννέα υποθέσεων του Παρμενίδη……………………… 27
δ) Το πρόκλειο δόγμα περί των ἑνάδων (ως αρχών) και η πρόοδος
της δεύτερης υπόθεσης………………………………………………………………….. 30
ε) “Θεωρία”, μυσταγωγία και θεία “έκσταση” ως θεολογικές αξίες
του Παρμενίδη…………………………………………………………………………… 34
Πίνακας Ι: Οι εννέα υποθέσεις του Παρμενίδη κατά τους Νεοπλατωνικούς..……….. 37
Πίνακας ΙΙ: Οι τάξεις των θεών στην δεύτερη υπόθεση κατά τον Πρόκλο…………… 40
Κεφάλαιο 4: Η πρόκλεια διαίρεση των υποθέσεων σε 24 διαλεκτικοὺς τρόπους
ως σημείο σύγκλισης με την παχυμέρεια ερμηνεία…………………………………… 41
Κεφάλαιο 5: Σύστημα και δομή των υποθέσεων κατά τον Παχυμέρη –
απόκλιση από την πρόκλεια ερμηνεία…………………………………………………. 44
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ……………………………………………………………………………….. 52
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ………………………………………………………………………………………….. 250
1. Οι τρεις ρητές αναφορές του Παχυμέρη σε θέσεις της χριστιανικής θεολογίας
στα πρώτα εξηγητικά σχόλια του Υπομνήματός του……………………………………………. 250
Α) Το ἕν ως αὐτοόν και αὐτοέν……………………………………………………………………. 250
Β) Το ἕν ως ὑπερούσιος οὐσία……………………………………………………………………... 251
Γ) Το ἕν ως όλον αμερές και απλήθυντο…………………………………………………………. 254
2. Ανάλυση της πρόκλειας πολυθεϊστικής ερμηνείας των καταφατικών κατηγορημάτων
του ἑνός της δεύτερης υπόθεσης ως καταφατικών ιδιοτήτων των θεϊκών διακόσμων……….259

3
ΣΕΛ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Το Υπόμνημα του Παχυμέρη στον Παρμενίδη του Πλάτωνα:
Η αφομοίωση ενός μοντέλου πλατωνικής διαλεκτικής από έναν αριστοτελικό φιλόσοφο…………282
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..…….…..….....…......…........................................….….….….….….….….……….. 287

4
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Με την εργασία αυτή, αναλαμβάνουμε την μετάφραση και την ερμηνεία της συνέχειας του κολοβού
Υπομνήματος του Πρόκλου στον πλατωνικό Παρμενίδη από τον Βυζαντινό φιλόσοφο Γεώργιο Παχυμέρη
(1242-1310/1315). Συγκεκριμένα, ο Βυζαντινός λόγιος της πρώιμης Παλαιολόγειας εποχής, έχοντας ήδη
αντιγράψει το Υπόμνημα του Πρόκλου στο χειρόγραφο Parisinus graecus 1810, περνά στην συνέχεια σε
μία δική του συνοπτική εξήγηση του υπολοίπου τμήματος του διαλόγου, στο οποίο ο πλατωνικός
Παρμενίδης ασκεί τους συνομιλητές του πάνω στην διαλεκτική μέσω του μοντέλου των υποθέσεων περί
του ενός (αν το εν είναι, αν το εν δεν είναι), με σκοπό την επιστημονική έρευνα και γνώση αυτού του
αντικειμένου. Όσον αφορά την εξηγητική παράδοση του εν λόγω διαλόγου, οι Νεοπλατωνικοί (κυρίως ο
Πρόκλος και ο Δαμάσκιος, των οποίων τα υπομνήματα σώζονται) επικεντρώνονται σε μία θεολογική-
μεταφυσική ερμηνεία των παρμενίδειων υποθέσεων. Από την άλλη, το Υπόμνημα του Παχυμέρη, το
μοναδικό σωζόμενο (μέχρι στιγμής) Βυζαντινό υπόμνημα πάνω σε πλατωνικό έργο, θα βασιστεί ουσιαστικά
σε μια λογική εξήγηση των επιμέρους συλλογισμών, μέσα βέβαια από το πρίσμα της αριστοτελικής
φιλοσοφίας. Επιπλέον, ο Παχυμέρης δανείζεται από το σύστημα του Πρόκλου μόνο την δομή και την
διαίρεση του συνόλου των παρμενίδειων υποθέσεων σε 24 συλλογιστικά σχήματα, τα οποία ο ίδιος άλλοτε
εξηγεί με εξαιρετική εμβρίθεια, επιστημονική ακρίβεια και πιστή στο πλατωνικό κείμενο ανάλυση, άλλοτε
παρερμηνεύει αποκλίνοντας από το πλατωνικό κείμενο και τις συλλογιστικές πορείες των επιμέρους χωρίων,
καταλήγοντας έτσι σε ερμηνευτικά κενά και σφάλματα. Επομένως, με την εργασία αυτή επιδιώκουμε να
φωτίσουμε τις ερμηνευτικές πτυχές αυτού του φιλοσοφικού πονήματος με τα εξής μεθοδολογικά εργαλεία:
να εξετάσουμε, από την μία, τις φιλοσοφικές αφετηρίες και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Βυζαντινού
λογίου (κατά βάση αριστοτελικό), να επιχειρήσουμε, από την άλλη, μία συνοπτική επισκόπηση των
αντίστοιχων δύο Νεοπλατωνικών Υπομνημάτων και μία συγκριτική μελέτη του παχυμέρειου Υπομνήματος
με αυτά, με σκοπό, εν τέλει, να μπορέσουμε να χαράξουμε καλύτερα το περίγραμμα της αυτόνομης
φιλοσοφικής πραγματείας του Βυζαντινού στοχαστή, η οποία μόνον κατ’ επίφαση μπορεί να χαρακτηριστεί
ως «συνέχεια» του Υπομνήματος του Πρόκλου.

THE DISSERTATION’S SUMMARY

In this dissertation we assume the translation and the interpretation of the sequel to the Proclus’ uncompleted
Commentary on Plato’s Parmenides, written by the Byzantine philosopher George Pachymeres (1242-
1310/1315). In particular, the Byzantine erudite of the early Palaeologan era, having already copied the
Proclus’ Commentary on his manuscript Parisinus graecus 1810, takes up writing his own synoptic

5
commentary on the rest of the platonic dialogue, in which Parmenides calls upon his interlocutors to exercise
in the dialectic through the model of the hypotheses concerning the one (if the one is, if the one is not), in
order that a full exhaustive epistemological inquiry and knowledge of this object be attained. In respect to
the exegetic tradition of the foresaid dialogue, the Neoplatonists (mainly Proclus and Damascius, whose
commentaries have been preserved) focus on a theological-metaphysical interpretation of the Parmenidean
hypotheses. On the other hand, the Pachymeres’ Commentary, the only Byzantine Commentary on a platonic
work ever to have been discovered so far, is simply based on a logical exegesis of the specific syllogisms,
of course through the aspect of the Aristotelian philosophy. Furthermore, Pachymeres borrows only the
Proclus’ structure and division of the whole Parmenidean hypotheses to 24 syllogistic forms, which he
explains sometimes by a unique insightful research, a scientific accuracy and an analysis devoted to the
platonic text, even though he occasionally misinterprets the syllogisms’ sense and course by deviating from
the platonic text and ending up, thereby, to some interpretative errors and gaps. Therefore, in this dissertation
we seek to shed light over the interpretative aspects of this philosophical work by using the following
methodological tools: on the one hand to investigate the Byzantine scholar’s philosophical bases and
background (basically Aristotelian), on the other hand to provide a brief overview of the two Neoplatonic
Commentaries respectively, and therefore to make the necessary comparisons between them and the
Pachymerean Commentary, in order that, finally, we be more able to draw the outline of the Byzantine
thinker’s independent philosophical treatise, which could only superficially be characterized as a «sequel»
to the Proclus’ Commentary.

6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Γεώργιος Παχυμέρης: Βιογραφικά στοιχεία και φιλοσοφικό-διδακτικό έργο

Ο Γεώργιος Παχυμέρης ήταν Βυζαντινός κληρικός, ιστορικός, λόγιος και φιλόσοφος της Παλαιολόγειας
εποχής του 13ου αιώνα. Αρκετά βιογραφικά στοιχεία μας παρέχει ο ίδιος ο Παχυμέρης για τον εαυτό του
στο προοίμιο του ιστορικού του έργο Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι: γεννήθηκε το 1242 σε Κωνσταντινουπολίτικη
οικογένεια στην Νίκαια, όπου και μεγάλωσε, ενώ φεύγει για την Κωνσταντινούπολη μετά την ανακατάληψη
της πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261 σε ηλικία 19 ετών. Μολονότι αγνοούμε τις σπουδές που
ακολούθησε ο Παχυμέρης στα νεανικά του χρόνια, εικάζουμε ότι μαθήτευσε στον μεγάλο “λογοθέτη”
Γεώργιο Ακροπολίτη (1217-1282), στον οποίο ο Μιχαήλ Η΄ είχε αναθέσει την αποκατάσταση της ανωτάτης
εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη μετά την ανακατάληψή της1. Στην Κωνσταντινούπολη εντάχθηκε
στο κληρικό σώμα, όπου και διέπρεψε καταλαμβάνοντας την υψηλή θέση του πρωτεκδίκου 2 στην
εκκλησιαστική ιεραρχία του κλήρου της Αγίας Σοφίας (έχοντας περάσει από τις θέσεις του νοταρίου, του

Βλ. Golitsis, 2018, σ. 8-9.


1

Ο πρωτέκδικος είναι 6ος στην ιεραρχία μεταξύ των ἐξωκατακοίλων αρχόντων, στου οποίου την αρμοδιότητα
2

υπάγονταν η προεδρεία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (ἐκδικεία) και η προστασία των αιτούντων άσυλο,
δηλαδή η εκδίκαση των προσφυγών στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας για αίτηση ασύλου (π.χ. σκλάβων,
χρεωμένων, αιχμαλώτων ή όσων θεωρούνται δίκαια ή άδικα δολοφόνοι), η ακρόαση της εξομολόγησης από τον
αιτούντα και η συνακόλουθη καταδίκη/αθώωσή του (σε περίπτωση αθώωσης, δηλαδή εξιλέωσης από την αμαρτία
του προσφεύγοντος, ο πρωτέκδικος έδινε συγκεκριμένο έγγραφο στον προσφεύγοντα για την απαλλαγή του, το
σημείωμα) [βλ. Darrouzès, 1970, σ. 323-332, ODB (The Oxford dictionary of Byzantium), 1991, σ. 1742-1743,
Λαμπάκης, 2004, σ. 24 (για την πλήρη παραπομπή των έργων βλ. βιβλιογραφία)].
7
διδασκάλου τοῦ Ἀποστόλου και του ἱερομνήμονος3) και την επίσης υψηλή θέση του δικαιοφύλακος4 στην
παλατινή ιεραρχία.5

Ο Παχυμέρης αποτελούσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της πνευματικής άνθισης στα χρόνια των
Παλαιολόγων. Έξοχο πνεύμα πολύπλευρης μάθησης και καλλιέργειας, φορέας ανθρωπιστικών σπουδών,
άριστος γνώστης καθώς και αποδέκτης και πομπός (ως δάσκαλος) μιας κλασικής παιδείας 6, ο Παχυμέρης
έχει συνθέσει και αναπτύξει ένα ογκώδες έργο ανεκτίμητης αξίας, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ένα
πλήθος ρητορικών και θεολογικών έργων (Προγυμνάσματα, Μελέται, Παράφραση στα έργα του Διονυσίου
Αρεοπαγίτη, “Πραγματεία για το Άγιο Πνεύμα”), φιλοσοφικών πραγματειών (η Φιλοσοφία, μία σύνοψη
διαφόρων έργων του αριστοτελικού corpus σε 12 βιβλία, και η Διαίρεσις τῶν τόπων τῶν διαλεκτικῶν, μία

3
Τις θέσεις του διδασκάλου τοῦ Ἀποστόλου (ερμηνευτής των Αποστολικών περικοπών) και του ἱερομνήμονος
(υπεύθυνος για το πότε χειροτονούνται οι ιεροδιάκονοι) στο πρόσωπο του Παχυμέρη τις μαθαίνουμε από δύο
έγγραφα που συνυπέγραψε με το όνομά του και την αντίστοιχη θέση το 1277 και το 1285 αντίστοιχα [βλ.
Darrouzès, 1970, σ. 532, 533 (για την θέση και τα καθήκοντα του ἱερομνήμονος βλ. σ. 368-373)]. Επίσης βλ.
Constantinides, 1982, σ. 59, ο οποίος πιστεύει ότι ο Παχυμέρης θα μπορούσε να κατέχει το αξίωμα του
διδασκάλου τοῦ Ἀποστόλου ήδη από το 1274. Ο Λαμπάκης (2004, σ. 31-32) θεωρεί ότι ο Παχυμέρης πέρασε και
από την θέση του ὑπομνηματογράφου [ο κρατών τα πρακτικά μιας συνόδου ή ενός δικαστηρίου γράφοντας τα
ὑπομνήματα (βλ. Darrouzès, 1970, σ. 362-368)], όπως μας μεταφέρει ένα χειρόγραφο του 16ου αιώνα,
πληροφορία την οποία όμως απορρίπτει ο Failler ως ανυπόστατη (βλ. Failler, Georges Pachymérès. Relations
historiques, vol. 1, σ. XX, υποσημ. 4). Επίσης, κατά τον Γκολίστη, ο Παχυμέρης ίσως πέρασε και από την
κατώτερη θέση του διδασκάλου τοῦ Ψαλτῆρος (ερμηνευτής των Ψαλμών), καθώς έχει γράψει υπόμνημα στους
Ψαλμούς (βλ. Golitsis, 2018, σ. 9 και του ιδίου, 2008, σ. 54).
4
Στην αρμοδιότητα του δικαιοφύλακος υπαγόταν η εκδίκαση νομικών υποθέσεων εκκλησιαστικής φύσης. Μετά την
ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄, η θέση του δικαιοφύλακα ενδυναμώ-θηκε ακόμα
περισσότερο από τον αυτοκράτορα, ενώ το αξίωμα αυτό υπήχθη στην τάξη των ἐξωκατακοίλων αρχόντων (βλ.
ODB, 1991, σ. 624, Λαμπάκης, 2004, σ. 24).
5
Βλ. Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι, Ι, 1.Ι, 23.2-8: Γεώργιος Κωνσταντινουπολίτης μὲν τὸ ἀνέκαθεν, ἐν Νικαίᾳ δὲ καὶ γεννηθεὶς
καὶ τραφεὶς, ἐν Κωνσταντίνου δὲ καταστὰς αὖθις, ὅτε Θεοῦ νεύματι ὑπὸ Ῥωμαίους αὕτη ἐγένετο, ἔτη γεγονὼς εἴκοσιν
ἑνὸς δέοντος τηνικάδε, καὶ κλήρῳ δοθεὶς θείῳ καὶ ἀξιώμασιν ἐκκλησιαστικοῖς διαπρέψας καὶ ἕως καὶ ἐς
πρωτεκδίκου φθάσας τιμήν, ἔτι δὲ καὶ ἐν ἀνακτόρων εἰς δικαιοφύλακα τιμηθείς, τάδε ξυνέγραψεν…Στο ιστορικό
του έργο μαθαίνουμε επίσης την προηγούμενη υπηρεσία του στην θέση του νοταρίου (γραμματέας του οποίου
καθήκον ήταν η σύνταξη και επικύρωση κρατικών εγγράφων), καθώς ο ίδιος γράφει ότι έλαβε εντολή (το 1265)
από τον Μιχαήλ Η΄ (ὁ κρατῶν, ἑμὲ ὡς νοτάριον άποστέλλων, IV, 6.II, 347.28-29) να επισκεφθεί τον μητροπολίτη
Μυτιλήνης Γρηγόριο και να ζητήσει την γνώμη του σχετικά με το θέμα της καθαίρεσης του Πατριάρχη Αρσενίου
Β΄ του Αυτωρειανού [βλ. επίσης Λαμπάκη, σ. 24 (για τους νοταρίους βλ. ODB, 1991, σ. 1495 και Darrouzès,
1970, σ. 379-385). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παχυμέρη, αντλημένα μέσα από τα ιστορικά
ντοκουμέντα που εκθέτει στο έργο του Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι, και την σύνθεσή τους, βλ. Λαμπάκης, 2004, σ. 24-
30.
6
Βλ. Τατάκης, 1977, σ. 222-223 [συγκαταλέγει τον Παχυμέρη μαζί με τον Μάξιμο Πλανούδη (1260-1310) στους δύο
μεγαλύτερους εκπροσώπους της παλαιολόγειας φιλολογικής αναγέννησης τονίζοντας την κλασική παιδεία και
των δύο (βλ. και σ. 223-224)] καθώς και Failler, ό.π., σ. ΧΧΙΙ, Arnakis, 1966-67, σ. 165, Fryde, 2000, σ. 315.
8
σύνοψη του έργου De topicis differentiis του Βοήθιου 7 ), “συνεχόμενων” υπομνημάτων [commentaires
perpétuels]8 (στα αριστοτελικά έργα Ὄργανον, Φυσικὰ, Μετὰ τὰ φυσικὰ, Ηθικά Νικομάχεια, Περί ζώων
μορίων, καθώς και στον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης), ιστορικών (Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι) 9 και
επιστημονικών εγχειριδίων (Σύνταγμα περὶ τῶν τεσσάρων μαθημάτων, ἀριθμητικῆς, μουσικῆς, γεωμετρίας
καὶ ἀστρονομίας)10, φιλολογικών σχολίων (πάνω στην Ιλιάδα) και ποιημάτων (Στίχοι ὑφαντοί, όπως επίσης
τα ποιήματα στην εισαγωγή των φιλοσοφικών υπομνημάτων στα αριστοτελικά έργα, στο προοίμιο της
Φιλοσοφίας, στην εισαγωγή του Συντάγματος, στον επίλογο του υπομνήματος στα Φυσικὰ του Αριστοτέλη
καθώς και ένα αυτοβιογραφικό ποίημα)11.

Η “ανθρωπιστική” εμβέλεια της παιδείας και του έργου του Παχυμέρη αποδεικνύεται από το ιδιαίτερο είδος
της προσέγγισης της αρχαίας φιλοσοφίας, κυρίως της αριστοτελικής, όχι στα πλαίσια μιας λόγιας
παράδοσης, η οποία μάλιστα ενίοτε προσεγγίζει την αρχαία φιλοσοφία υπό μία “εκλεκτική” σκοπιά
(περιορίζοντας εν μέρει την διδασκαλία της σε ορισμένες πτυχές της που δεν θα διαφωνούσαν με τα

7
Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, το έργο αυτό δεν πρέπει να αποδοθεί στον Παχυμέρη, καθώς αμφισβητείται το αν
γνώριζε όντως λατινικά για να το μετέφραζε στα ελληνικά (βλ. Golitsis, 2019, σ. 13, Ebessen S., 1996, σ. 156-
168).
8
Η διαφορά μεταξύ των υπομνημάτων-εξηγήσεων από τις συνόψεις (όπως η Φιλοσοφία) είναι ότι με την μελέτη των
πρώτων προϋποτίθεται επίσης μια παράλληλη ανάγνωση της σχολιαζόμενης πραγματείας, ενώ οι δεύτερες
αναπτύσσονται με έναν αυτόνομο τρόπο και στην ουσία αντικαθιστούν τις αριστοτελικές πραγματείες (Golitsis,
2008, σ. 55 υποσημ. 13). Για την γένεση και την ιστορική εξέλιξη των φιλοσοφικών υπομνημάτων (από την
Ελληνιστική εποχή ως την Ύστερη Αρχαιότητα) καθώς και τα χαρακτηριστικά, το φιλοσοφικό υπόβαθρο και την
φιλοσοφική αξία τους ως έργων καθεαυτά βλ. Καραμανώλης, 2006, σ. 109-139.
9
Για την μείζονα συνεισφορά του Παχυμέρη στην ιστοριογραφία (όσο το δυνατόν πιο πιστή στην αλήθεια) των
γεγονότων των ετών 1258-1307, βλ. Fryde, 2000, σ. 315-319.
10
Η σύνθεση επιστημονικών εγχειριδίων περί μαθηματικών, αρμονίας-μουσικής (ως κλάδος των μαθηματικών) και
αστρονομίας σημειώνει μεγάλη άνθιση στην Παλαιολόγεια εποχή, με κυρίους εκπροσώπους, πέρα από τον
Παχυμέρη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη [1270 – 1332 (Στοιχείωσις Ἀστρονομικὴ)] τον Μανουήλ Βρυέννιο [1275-1340
(Ἀρμονικὰ)], τον Μάξιμο Πλανούδη [1260-1305 (Ὑπόμνημα εἰς ἀριθμητικήν Διοφάντου)] και τον Θεόδωρο
Μελιτηνιώτη [1320-1393 (Ἀστρονομικὴ Τρίβιβλος)] (βλ. Edmund Fryde, ό.π., σ. 337-356). Το Σύνταγμα του
Παχυμέρη βασίζεται στην Τετράβιβλον, δηλαδή το σύνολο των επιστημών της αριθμητικής, γεωμετρίας,
αστρονομίας και μουσικής, η οποία μαζί με την Τρίβιβλον (γραμματική, διαλεκτική, ρητορική) αποτελούσαν την
“εγκύκλιο παιδεία” των Βυζαντινών, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που κληρονομήθηκε από την Ύστερη
Αρχαιότητα και στην Δύση αντιστοιχεί στις Artes liberales. Η κατανομή μίας εκπαιδευτικής αρχής μεταξύ
περισσότερων κύκλων σπουδών (π.χ. η σπουδή της γραμματικής και της ρητορικής άρχιζε σε πρώιμο στάδιο)
εφαρμοζόταν ενίοτε και στην φιλοσοφία και συγκεκριμένα στις αρχές της λογικής (βλ. Cacouros, 2006, σ. 1,
υποσημ. *).
11
Βλ. Golitsis, 2008, σ. 64-68, Failler, ό.π., σ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙ, Constantinides, 1982, σ. 61-64. Για τον ποιητικό επίλογο
του Παχυμέρη στο υπόμνημά του στα αριστοτελικά Φυσικά, όπου εξυμνείται η φιλοσοφία και ο ρόλος της στην
αληθινή πίστη και αγάπη στον Θεό, βλ. Golitsis, 2012, σ. 109-127.
9
χριστιανικά δόγματα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το λόγο μόνο “συνόψεις” και “επιτομές”) 12 , αλλά ως
σημείου αναφοράς του ίδιου του ανθρώπινου βίου και της ίδιας της σχέσης με τον Θεό. Πράγματι, η
καινοτομία που εισάγεται στην Παλαιολόγεια εποχή των γραμμάτων σχετικά με το πώς προσεγγίζουμε την
αρχαία φιλοσοφία είναι μία βαθύτερη και περισσότερο ολοκληρωμένη αφομοίωσή της από τους
Βυζαντινούς (πλέον στις συνόψεις προστίθενται και οι “εξηγήσεις”-υπομνήματα σε φιλοσοφικά έργα13), σε
βαθμό μάλιστα που οι ίδιες οι λογικά και επιστημονικά θεμελιωμένες θέσεις των αρχαίων φιλοσόφων,
φυσικές και θεολογικές, όπως του Αριστοτέλη, αξιοποιούνται από τους λογίους ως αναγκαία ερείσματα της
πίστης στον χριστιανικό Θεό. Ο Παχυμέρης αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα φιλοσόφου λογίου του 13ου
αιώνα. Διαβάζει, μελετά και ερμηνεύει τον Αριστοτέλη συναρμόζοντας τις φιλοσοφικές θέσεις του με τα
χριστιανικά δόγματα. Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας το χωρίο των Φυσικῶν VIII 6, 258b13 κ.έ. (Ὅτι δ᾽
ἀναγκαῖον εἶναί τι τὸ ἀκίνητον µὲν αὐτὸ πάσης ἐκτὸς µεταβολῆς, καὶ ἁπλῶς καὶ κατὰ συµβεβηκός, κινητικὸν
δ᾽ ἑτέρου, δῆλον ὧδε σκοποῦσιν…) συσχετίζει το αριστοτελικό κινοῦν ἀκίνητον με τον Θεό ως µακάριον καὶ
µόνον δυνάστην, μνημονεύοντας δηλαδή τα λόγια του Παύλου (Τιμ. 6.13-16): Ἐντεῦθεν φιλοσοφεῖ πῶς
ἔσται τι ἀκίνητον καὶ ἐκτὸς ἁπάσης µεταβολῆς καὶ ἁπλῶς καὶ κατὰ συµβεβηκός, κινητικὸν δὲ ἑτέρου, ὅπερ
ἐστὶ τὸ θεῖον καὶ µόνως καὶ πρώτως καὶ ἀσυγκρίτως καὶ ἀµιγῶς ἐκ πάντων τῶν κινουµένων. καὶ τοῦτό ἐστι
τὸ “ὁ µακάριος καὶ µόνος δυνάστης”· δύναται γὰρ κατὰ πάντων ὡς ὑπερφέρον πάντων κατὰ τὸ µὴ ὑποκεῖσθαι
κινήσει ᾑτινιοῦν. (Laurentianus plut. 87,5, f. 137v, ll. 1–4). Με τον τρόπο αυτόν, ο Παχυμέρης παρέχει στην
απόλυτη δύναμη του Θεού (μια αναμφισβήτητη και θεμελιωμένη διά της αποκάλυψης αλήθεια για τον
Χριστιανό πιστό) ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο και μια “φυσική” απόδειξη, λογικώς θεμελιωμένη μέσω της
αριστοτελικής επιχειρηματολογίας σχετικά με την αναγκαία ύπαρξη μιας πραγματικότητας που δεν

12
Χαρακτηριστικό παράδειγμα “εκλεκτικής” μελέτης των αριστοτελικών έργων αποτελεί η περίπτωση του
Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1272), ο οποίος περιγραφεί τον σκοπό του πρώτου βιβλίου της Εἰσαγωγικῆς
Ἐπιτομῆς (ή Ἐπιτομή Λογικῆς) του ως εξής: Ἐπειδήπερ ἡ λογικὴ ἐπιστήµη πρὸς τὴν ἱερὰν Γραφὴν καὶ πάντας τοὺς
τῆς ἀληθείας λόγους οὐκ ὀλίγον φέρει τὸ χρήσιµον, δέον ἐκρίναµεν τοῖς τοῦ λόγου φοιτηταῖς τοῦ ὄντος καὶ τῆς
ἀληθείας µύσταις µικρούς τινας ἐν ταύτῃ τῇ λογικῇ λιπεῖν ἡµετέρους ὑποµνηµατισµούς. (βλ. Golitsis, 2012, σ. 121-
122). Εξάλλου, οι συνόψεις και οι επιτομές αριστοτελικών έργων περί λογικής και φυσικής χρησίμευαν
περισσότερο ως μία “γρήγορη εξοικείωση” των διδασκομένων με τις βασικές πτυχές της αριστοτελικής
φιλοσοφίας, χωρίς να εισχωρούν σε μία εμβριθή φιλοσοφική ανάλυση όλων των έργων που συνοψίζουν (όπως
αντιθέτως επιχειρείται από τους υπομνηματιστές αρχαίων έργων, οι οποίοι εξηγούν γραμμή προς γραμμή όλο το
υπομνηματιζόμενο έργο χωρίς χάσματα, εξαιρέσεις και προσθαφαιρέσεις), και έτσι συνάδουν με την τάση των
Βυζαντινών λογίων προς μία εκλεκτική πρόσληψη της αρχαίας φιλοσοφίας (βλ. Golitsis, 2019, σ. 24-29). Για τις
ιστορικές πτυχές και τα χαρακτηριστικά του “Βυζαντινού εκλεκτικισμού” (ως κυρίαρχης τάσης και σημείου
αναφοράς της ίδιας της Βυζαντινής φιλοσοφίας εν γένει), βλ. Golitsis, 2019, σ. 18-24.
13
Η αποκατάσταση της “εξήγησης” ως φιλοσοφικού λόγου στην πρώιμη Παλαιολόγεια εποχή μπορεί να θεωρηθεί ως
ένδειξη μιας επανακεκτημένης “αυτονομίας” στο πεδίο των φιλοσοφικών μελετών στο Βυζάντιο, η οποία
αυτονομία βέβαια προετοιμάζει το έδαφος των πνευματικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων του 14ου και 15ου
αιώνα (Golitsis, 2012, σ. 124).
10
υπόκειται σε καμία μορφή κίνησης (κατὰ τὸ µὴ ὑποκεῖσθαι κινήσει ᾑτινιοῦν) 14 . Ωστόσο, η ολοένα και
μεγαλύτερη προσκόλληση και αφοσίωση του Παχυμέρη στα ιδανικά και στην αξία της φιλοσοφίας
εντάσσεται και στα ιστορικά πλαίσια της επιβολής αυστηρών κανόνων μοναστικής ζωής στον πατριαρχικό
κλήρο από την Εκκλησία της εποχής αυτής, ιδίως από τον Πατριάρχη Αθανάσιο Α΄ (1304-1310). Μάλιστα,
ο Πατριάρχης ομολογεί σε μία επιστολή του ότι επέστρεψε πίσω στον Παχυμέρη ένα βιβλίο που του έστειλε
(την Φιλοσοφία), διότι αυτός και οι ακόλουθοί του θεώρησαν ως ακατάλληλο το να κρατήσουν ένα τέτοιο
“αντικείμενο πολυτέλειας” (λογισάµενος ἀπρεπὲς τοιαύτην τρυφὴν κατασχεῖν) 15 . Ολοκληρώνοντας την
σύνθεση φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων, εν προκειμένω της Φιλοσοφίας και του Συντάγματος, μετά
την ολοκλήρωση των Συγγραφικῶν Ἰστοριῶν το 1307 και πάνω στην αναζωπύρωση των εντάσεων μεταξύ
του πατριαρχικού κλήρου και του Αθανασίου16, ο Παχυμέρης σκοπεύει να επιβεβαιώσει και να εδραιώσει
εναντίον των αυστηρών μοναστικών ιδεωδών της Εκκλησίας της εποχής του την αξία της αγάπης της
σοφίας και τα “οφέλη” που προσφέρει μία τέτοια ενασχόληση, τιμώντας ιδίως τον Αριστοτέλη στον
ποιητικό επίλογο του υπομνήματός του στα Φυσικὰ ως “πρόδρομο” της Χριστιανικής αλήθειας, του οποίου
ο λόγος εμπνέει πίστη και αγάπη στον Θεό· με αυτόν τον τρόπο ο Παχυμέρης αντικρούει την εσφαλμένη
θεώρηση της φιλοσοφίας ως ασύμβατης με τα Χριστιανικά δόγματα17.

14
Βλ. Golitsis, 2012, σ. 114-115.
15
Βλ. Golitsis, 2012, σ. 120 υποσημ. 41. Για την επιστολή αυτή, βλ. του ιδίου, 2010, σ. 201–8.
16
Βλ. Golitsis, 2009, σ. 209-215. Αρκεί κανείς να σταθεί στα ποιητικά προοίμια της Φιλοσοφίας και του Συντάγματος,
στα οποία ο Παχυμέρης πετάει αιχμές κατά των μοναχών που μισούν από “μωρία” την σοφία, νομίζουν ότι θα
σωθούν από την “απλή πίστη” και αποστερούν έτσι τον ανθρώπινο βίο τους από το “κόσμημα” της φιλοσοφίας.
Βλ. χαρακτηριστικά προοίμιον Συντάγματος : Κἂν γὰρ σκοτεινὸς πρὸς τὸ φῶς θέλοι μένειν ᾧ μῖσος ἐντέτηκε κατὰ
σοφίας [στίχ. 7-8] (…) ὡς δ’ οὐ συνῆκαν εὐδοκεῖ τὴν μωρίαν καὶ τὴν ἀφ’ ἁπλῆς πίστεως σωτηρίαν. [15-16]· και
προοίμιον Φιλοσοφίας : (…) κἂν ἀγάλλειν οὐδ’ ὅλως ἔχοι τοὺς αὐτῆς [τῆς φιλοσοφίας] ἐραστάς, ἀλλ’ οὖν εἴη τὰ
ταύτης καλὰ καὶ καταφρονούμενα ἀξιάγαστα, καὶ οὕτως οἱ παντ’ ἀμελεῖς τῶν καλῶν καὶ ἀνέραστοι εἰδεῖεν καὶ μὴ
βουλόμενοι ἐκείνων ἑαυτοὺς ἀποστεροῦντες ἐθελοκάκως, ἅ δὴ τὸν ἀνθρώπινον βίον κοσμεῖν πέφυκε καὶ ὧν ἄνευ
οὐδὲ τὸ ζῆν ὄλως ἀνθρώποις γε οὖσι καὶ λόγῳ τιμωμένοις σεμνόν ἐστι καὶ ἐρἀσμιον… Για το προοίμιον του
Συντάγματος βλ. Golitsis, 2018, σ. 11, και του ιδίου, 2012, σ. 120 υποσημ. 42· για το προοίμιον της Φιλοσοφίας
βλ. Golitsis, 2009, σ. 212-214, όπου ο ίδιος αναπτύσσει την θεωρία ότι ο Παχυμέρης ασχολήθηκε σε
προχωρημένη ηλικία με την τελική συγγραφή και ολοκλήρωση των φιλοσοφικών συνόψεων και υπομνημάτων
μετά την συγγραφή των Συγγραφικών Ιστοριών το 1307 και σε μια περίοδο όπου μαινόταν η αντιπαράθεση των
κληρικών της Αγίας Σοφίας με τον Αθανάσιο Α΄· κατ’ επέκταση, ως έτος θανάτου του πιθανολογείται το 1315.
17
Βλ. Golitsis, 2012, σ. 115, 120-121. Μάλιστα, η “ανθρωπιστική” στάση του Παχυμέρη απέναντι στην αρχαία
φιλοσοφία φτάνει μέχρι το σημείο να εμπνέεται στην συγγραφή του ποιητικού επιλόγου των Φυσικῶν από τις
“εξηγήσεις” του Σιμπλικίου, ενός παγανιστή φιλοσόφου και συστηματικού υπομνηματιστή του Αριστοτέλη, ο
οποίος επίσης έγραφε ύμνους προς τον Σταγειρίτη στους επιλόγους των εξηγήσεών του· έτσι συνάγουμε ότι και
οι δυο εξηγητές, αν και πιστεύουν σε διαφορετικούς θεούς, αντλούν το ίδιο αίσθημα θρησκευτικής πίστης από
την μελέτη της αριστοτελικής φιλοσοφίας (Golitsis, 2012, σ. 124-126). Παρεμπιπτόντως, μία τέτοια
“πρωτοποριακή” θεώρηση του Αριστοτέλη ως αρχαίου μονοθεϊστή, προδρόμου του Χριστιανισμού και μόνου
κατόχου της αλήθειας του Θεού πριν την Αποκάλυψη του Χριστού συναντούμε αργότερα και στον Γεώργιο
Σχολάριο (1400 – 1473) [βλ. Golitsis, 2019, σ. 39-41].
11
Όπως έχει ήδη επισημανθεί παραπάνω, ο Παχυμέρης, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν μαθητής του Γεωργίου
Ακροπολίτη, ο οποίος δίδασκε στην Αυτοκρατορική Σχολή φιλοσοφία (Αριστοτέλη, λογική και φυσική),
γεωμετρία (Ευκλείδη), αριθμητική (Νικόμαχο) – δηλαδή τις επιστήμες του Συντάγματος του Παχυμέρη –
και ρητορική, ενώ παράλληλα έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μελέτη του Πλάτωνα και των
Νεοπλατωνικών (Πλωτίνου, Ιαμβλίχου και Πρόκλου). Μολονότι δεν πιστοποιείται από πηγές μία σχέση
δασκάλου-μαθητή μεταξύ των δύο, είναι φανερό ότι το ίδιο το διδακτικό έργο του Παχυμέρη επιβεβαιώνει
μία σειρά διαδοχής μεταξύ των δύο18. Παρ’ όλο που ο ίδιος ο Παχυμέρης δεν αναφέρεται καθόλου στο
διδακτικό του έργο, είναι εμφανές ότι όλο το έργο του (Φιλοσοφία, Σύνταγμα, Προγυμνάσματα, Μελέται,
σχόλια στην Ιλιάδα και στους Ψαλμούς), από πλευράς μορφής και περιεχομένου, δείχνει μία έντονη
διδακτική δραστηριότητα. Μάλιστα, το υπόμνημα στο Ὄργανον εμφανίζεται από τον αντιγραφέα του ως
έργο “τοῦ διδασκάλου μου τοῦ Παχυμέρη”, ενώ παράλληλα σε δύο χειρόγραφα του Συντάγματος αποδίδεται
ο τίτλος “μέγας διδάσκαλος” στον Παχυμέρη19. Μπορούμε επίσης να εξακριβώσουμε και το πρόγραμμα
διδασκαλίας του, το οποίο χωρίζεται σε 3 βαθμίδες. Στις δύο πρώτες διαρθρώνεται η διδασκαλία του
Αριστοτέλη: 1) μέσω της Φιλοσοφίας (συνοπτικό εγχειρίδιο) μεταδίδεται στους μαθητές η ουσία της
αριστοτελικής σκέψης, 2) μέσω των υπομνημάτων του στα αριστοτελικά έργα οι μαθητές εμβαθύνουν στην
αριστοτελική φιλοσοφία, καθώς μελετούν πλέον και το σχολιαζόμενο φιλοσοφικό κείμενο 20. Την τρίτη

18
Βλ. Golitsis, 2008, σ. 53, 61-62. Να σημειωθεί δε ότι το έργο του Ακροπολίτη έχει χαθεί, καθώς καταστράφηκε από
τους ανθενωτικούς το 1283 λόγω της ευνοϊκής στάσης του προς την ένωση των Εκκλησιών [βλ. Constantinides,
1982, σ. 34, ο οποίος παραθέτει και την μαρτυρία του Παχυμέρη: καθεξῆς δ’ ἐπὶ τούτῳ καὶ τὸ τοῦ παλαιοῦ
μεγάλου λογοθέτου σύγγραμμα, ὁμοίως κἀκεῖνο ἔχον, καὶ ἄλλοις οἷς γράφειν ἐπῄει καὶ μόνον μεμνῆσθαι δογμάτων
ἐπάγοντες μῶμον, πυρὶ παρεδίδουν τοὺς τόμους. (Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι ΙΙ, p. 27.5-8)]. Ωστόσο, το διδακτικό του
έργο διασώζεται εμμέσως μέσα από 2 κείμενα του Γεωργίου Κυπρίου (1241-1289) και μια επιστολή του ίδιου
του Γεωργίου Ακροπολίτη. Μάλιστα, στην μαρτυρία του Γεωργίου Κυπρίου ο Ακροπολίτης παρομοιάζεται τόσο
με τον Αριστοτέλη κατά την διδασκαλία της λογικής και φυσικής επιστήμης (ὃν Ἀριστοτέλην νομίζειν χρεών,
ούδὲν ἐκείνου ἀπολειπόμενον, ὅταν τι δέῃ τῆς λογικῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τῶν φυσικῶν ἀποφήνασθαι) όσο και με τον
Πλάτωνα που “θεολογεί” (Πλάτωνα δὲ θεολογοῦντα καὶ κατὰ μοῦσαν φθεγγόμενον Ἀττικὴν)· ο δεύτερος
χαρακτηρισμός μας οδηγεί στην πιθανή διαπίστωση ότι ο Ακροπολίτης δίδασκε εξίσου πλατωνική φιλοσοφία και,
ίσως, την Πλατωνική θεολογία του Πρόκλου (Golitsis, 2008, σ. 61-62)
19
Βλ. Golitsis, 2008, σ. 54 και 56, Constantinides, 1982, σ. 63. Πρόσθετη ένδειξη αποτελεί και το επιτάφιο ποίημα
του Μανουήλ Φιλή στην μνήμη του διδασκάλου του, του Παχυμέρη (βλ. Cacouros, 2006, σ. 15-16, Λαμπάκης,
2004, σ. 36-37).
20
Βλ. Golitsis, 2008, σ. 59. Εξάλλου, η μορφή του παχυμέρειου υπομνήματος, με το σώμα του κειμένου στο κέντρο
της σελίδας και τα εξηγητικά σχόλια στα περιθώρια, αποτελεί μία αποτελεσματική μορφή διδασκαλίας, καθώς
βοηθά τον ίδιο να έχει μπροστά του και το κείμενο και την εξήγηση κατά την διδασκαλία (Golitsis, 2008, σ. 56,
υποσμ. 27). Επίσης, η αποκατάσταση του παραπάνω προγράμματος βασίζεται και σε μια επιστολή του
Κωνσταντίνου Ακροπολίτη (υιού του Γεωργίου), με την οποία απευθύνεται κατά πάσα πιθανότητα στον
Παχυμέρη εξυμνώντας το φιλοσοφικό του έργο (Golitsis, 2008, σ. 59, Constantinides, 1982, σ. 165-166), ενώ
παράλληλα το εν λόγω διδακτικό πρόγραμμα επαληθεύεται από τις αρκετές παραπομπές των αριστοτελικών
υπομνημάτων του Παχυμέρη σε άλλα δικά του υπομνήματα. Π.χ. στο υπόμνημα στα Φυσικὰ παραπέμπει συχνά
12
βαθμίδα φαίνεται να απαρτίζει η διδασκαλία του Πλάτωνα, η οποία μάλλον απευθύνεται σε έναν στενό
ιδιωτικό κύκλο μαθητών, σε αντίθεση φυσικά με την διδασκαλία του Αριστοτέλη και των επιστημών του
Συντάγματος. Βεβαίως, ο Παχυμέρης αντιγράφει χειρόγραφα με διαλόγους του Πλάτωνα και Νεοπλατωνικά
υπομνήματα, ενώ επίσης συνεχίζει το υπόμνημα του Πρόκλου στον Παρμενίδη 21 , δείχνοντας έτσι ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Πλατωνισμό22. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα,
δεν έχουμε να κάνουμε με μία ex cathedra διδασκαλία σε συγκεκριμένη σχολή που απευθύνεται σε μαθητικό
κοινό, αλλά με μία εν ευρεία εννοία “διδασκαλία” σε ιδιωτικό-στενό κύκλο μαθητών κατά βάση κληρικών
(στα πλαίσια μιας κατ’ ιδίαν μελέτης έργων), κατά την οποία ο Παχυμέρης συγγράφει τα φιλοσοφικά,
θεολογικά και επιστημονικά του έργα με σκοπό να μορφώσει και να φωτίσει κυρίως τους κληρικούς (να
τους καταστήσει λογίους) εδραιώνοντας έτσι την αξία της αρχαίας φιλοσοφίας καθώς και την αξία των
εργαλείων της διαλεκτικής για την θεμελίωση χριστιανικών θεολογικών θέσεων (π.χ. βλ. πραγματεία για
το Άγιο Πνεύμα23, Παράφραση). 24

τον μαθητή στις αριστοτελικές πραγματείες Κατηγορίαι, Περὶ ἑρμηνείας, Τοπικὰ, Ἀναλυτικὰ πρότερα και ὕστερα,
πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προϋποτίθετο μία ήδη κεκτημένη γνώση των μαθητών πάνω στο
αριστοτελικό Ὄργανον πριν τις σπουδές πάνω στα Φυσικὰ· μετά την διδασκαλία των Φυσικῶν ακολουθούσαν τα
Μετεωρολογικὰ, των οποίων την διδασκαλία προαναγγέλλει σε ένα σημείο στο παραπάνω υπόμνημα (βλ. Golitsis,
2008, σ. 59-60).
21
Να τονίσουμε ότι και στο εν λόγω υπόμνημα οι παραπομπές του Παχυμέρη σε αριστοτελικά έργα είναι επίσης ουκ
ολίγες (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 2.14-16, 2.20-22, 12.29-13.2, 20.1-3, 20.12-13, 22.28-30, 23.17-20, 24.24-26,
25.23-24, 30.12-14, 40.14-16, 55.5-7, 57.5-6), εκ των οποίων οι περισσότερες έχουν ήδη συμπεριληφθεί ως θέσεις
στο έργο του Φιλοσοφία [βλ. επίσης L.G. Westerink (Introd.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα εἰς Παρμ., σ. XV-XVII].
Συνεπώς, έχουμε ένα πρόσθετο τεκμήριο ότι η διδασκαλία του Πλάτωνα έρχεται τρίτη σε σειρά, μετά τις σπουδές
των μαθητών πάνω στον Αριστοτέλη.
22
Βλ. Golitsis, 2008, σ. 60, 62. Για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τους Νεοπλατωνικούς στην
Παλαιολόγεια εποχή, ιδίως μέσω της μελέτης, της διάσωσης (διά της αντιγραφής) και της διάδοσης των έργων
τους από τον Ακροπολίτη και τον Παχυμέρη, βλ. επίσης Fryde, 2000, σ. 183-184, 203-208. Να σημειωθεί μάλιστα
ότι, κατά τον M. Cacouros, ένας από τους 4 βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους οργανώνεται η Παλαιολόγεια
φιλοσοφική και επιστημονική παραγωγή είναι και η “επανενεργοποίηση” της αντιγραφής και διδασκαλίας
αρχαίων κειμένων, κυρίως των νεοπλατωνικών (παρενθετικά, οι άλλοι τρεις είναι η σύνθεση νέων κειμένων,
κυρίως εγχειριδίων, όπως οι “επιτομές”, για παιδαγωγικούς σκοπούς, η συστηματοποίηση των “εξηγήσεων”
γραμμένων στα περιθώρια των σχολιαζόμενων κειμένων, καθώς και η οργάνωση φιλοσοφικών και επιστημονικών
corpus) [Cacouros, 2006, σ. 34].
23
Στην σύντομη αυτή πραγματεία, η οποία έχει τον τίτλο «Πρὸς τοὺς λέγοντας ὅτι διὰ τοῦτο λέγεται Πνεῦμα Ὑιοῦ διὰ
τὸ ὁμοούσιον ἢ διὰ τὸ χορηγεῖσθαι ὑπ’ Αὐτοῦ τοῖς ἀξίοις», ο Παχυμέρης επιλέγει να αντικρούσει και να αναχαιτίσει
με διαλεκτικά εργαλεία και συγκεκριμένους συλλογισμούς ορισμένες αλλόδοξες θέσεις περί της φύσης και των
ιδιοτήτων του Αγίου Πνεύματος (για την πραγματεία αυτήν βλ. P.G. 143, 923-928).
24
Κατά τον M. Cacouros (2006, σ. 22-24, 41-42), ο Παχυμέρης, συνδυάζοντας ακριβώς την θεολογική με την
φιλοσοφική-επιστημονική διδασκαλία, δύο διδασκαλίες δηλαδή με διαφορετικές αφετηρίες (η μεν θρησκευτικής-
δογματικής η δε παγανιστικής), και κατ’ επέκταση μία κοσμική παιδεία με μία θεολογική, αποτελεί “πρόδρομο”
του τίτλου “καθολικός διδάσκαλος” ήδη στις απαρχές της Παλαιολόγειας εποχής. Ο τίτλος αυτός, μολονότι δεν
αποτελεί ὀφίκκιον ούτε θέση εκκλησιαστικού άρχοντα, έγκειται στην ανάληψη μίας θεολογικής και φιλοσοφικής-
13
2. Ο Παχυμέρης ως αντιγραφέας πλατωνικών διαλόγων και Νεοπλατωνικών υπομνημάτων –
Η περίπτωση του Υπομνήματος του Πρόκλου στον Παρμενίδη και της “συνέχειάς” του

Η συνεισφορά του Παχυμέρη στην διάδοση της αρχαίας φιλοσοφίας δεν περιορίζεται στις αριστοτελικές
πραγματείες. Ο Παχυμέρης αναλαμβάνει επίσης το ρόλο αντιγραφέα χειρογράφων με πλατωνικά έργα και
Νεοπλατωνικά υπομνήματα. Σήμερα μας έχει σωθεί το ογκώδες αυτόγραφο χειρόγραφό του Parisinus gr.
1810, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα εξής έργα:
1) Πλάτωνος Εὐθύφρων ἢ περὶ ὁσίου (ff. 1r-5r),
2) Κρίτων ἢ περὶ πρακτοῦ (ff. 5r-8v),
3) Ἀπολογία Σωκράτους (ff. 9r-16r),
4) Ἑρμείου φιλοσόφου τῶν εἰς τὸν Πλάτωνος Φαῖδρον σχολίων, μαζί με το κείμενο του Φαίδρου (ff. 17r-
93r),
5) Τιμαίω Λοκρῶ περὶ ψυχᾶς κόσμω καὶ φύσιος [sic] (πραγματεία του Τιμαίου Λοκρού, ff. 93v-96r),
6) Πρόκλου πλατωνικοῦ διαδόχου τῶν εἰς τὸν Παρμενίδην τοῦ Πλάτωνος ἑπτὰ βιβλίων (βιβλ. Ι ff. 97r-116r,
II ff. 116r-126v, III ff. 126v-135v, IV ff. 135v-163v, V ff. 163v-175v, VI ff. 175v-192v, VII ff. 192v-214r),
μαζί με την “ανώνυμη” συνέχεια του υπομνήματος έως το τέλος του διαλόγου, δηλαδή πάνω στο πλατωνικό
κείμενο 142b5-166c5 (ff. 214r-224v),
7) Πλάτωνος Πολιτεία (ff. 225r-286v),
8) Συμπόσιον ἢ περὶ ἔρωτος (ff. 287r-300r).25

Επίσης μας έχει σωθεί και το αυτόγραφο χειρόγραφό του Neopolitanus III.E.17 (gr. 339), το οποίο περιέχει
το υπόμνημα του Πρόκλου στον Αλκιβιάδη Α΄ (ff. 1-98v) μαζί με τους πλατωνικούς διαλόγους Φαίδων,
Χαρμίδης και Λάχης (ff. 99-159) 26 . Τόσο ο Parisinus gr. 1810 όσο και ο Neopolitanus gr. 339 έχουν
κεφαλαιώδη σημασία, καθώς αποτελούν τα αρχέτυπα της χειρόγραφης παράδοσης του υπομνήματος του

επιστημονικής διδασκαλίας (“καθολικής” δηλαδή) στους κόλπους του Πατριαρχείου, και συγκεκριμένα στο
μοναστήρι του Προδρόμου (Σχολή της Πέτρας)· η δε θέση αυτή εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 14ου – αρχές
15ου αιώνα και έχει αποδοθεί σε λογίους όπως ο Ιωάννης Χορτασμένος (1370 – 1437), ο Γεώργιος Σχολάριος
(1400 – 1473) και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415 – 1487).
25
Βλ. Westerink (Introd.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα εἰς Παρμ., σ. X-XI. Ο κώδικας αυτός διατίθεται και σε ψηφιακή
μορφή στην ιστοσελίδα: https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b10507219n
26
Βλ. Segonds (édit.), Proclus. Commentaire sur le Premier Alcibiade de Platon, t.I, CUF, Paris 1985, σ. CXI. Ο D.
Harlfinger έχει αναγνωρίσει τον γραφικό χαρακτήρα του αντιγραφέα του Parisinus gr. 1810 και του Neopolitanus
gr. 339, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Παχυμέρη (βλ. Segonds, ό.π., σ. CXV, Westerink (Introd.), ό.π., σ. IX,
Saffrey-Westerink (édit.), Proclus. Théologie Platonicienne, livre V, CUF, Paris 1987, σ. LIX-LXI). Να
σημειώσουμε επίσης ότι ένα μέρος του χειρογράφου αυτού έχει γραφεί από τον μαθητή του Νικηφόρο Κάλλιστο
Ξανθόπουλο, ο οποίος είναι βασικός παραλήπτης των αριστοτελικών υπομνημάτων του Παχυμέρη.
14
Ερμεία στον Φαίδρο και του υπομνήματος του Πρόκλου στον Αλκιβιάδη Α΄27, ενώ παράλληλα ο Parisinus
gr. 1810 αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο ελληνικό χειρόγραφο του πρόκλειου υπομνήματος στον
Παρμενίδη28.

Ο Παχυμέρης δεν αντιγράφει απλά τα υπομνήματα του Πρόκλου, αλλά κατέχει επίσης βαθιά γνώση της
φιλοσοφικής του θεωρίας. Σύμφωνα με έρευνες των Saffrey-Westerink, ο Παχυμέρης αποτελεί έναν “αφανή
κρίκο” της πρόκλειας παράδοσης, καθώς, πέρα από το έργο της αντιγραφής χειρογράφων, ο ίδιος κατά πάσα
πιθανότητα είχε στην κατοχή του το χειρόγραφο Parisinus gr. 1813, το οποίο περιλαμβάνει την Πλατωνική
Θεολογία του Πρόκλου (αντίγραφο του οποίου θα δοθεί αργότερα το 1358 στον Βυζαντινό λόγιο Ιωάννη
Κοντοστέφανο μαζί με ένα αντίγραφο του Parisinus gr. 1810 που περιέχει το υπόμνημα στον Παρμενίδη29).
Μάλιστα, αφομοιώνει και επεξεργάζεται την γνώση των πρόκλειων θεωριών και σε άλλα δικά του έργα,
όπως στην Παράφραση στα Αεροπαγιτικά έργα. Βέβαια, ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι ο Πρόκλος και οι
υπόλοιποι Νεοπλατωνικοί (“οἱ ἐν Ἀθήναις παλαιότεροι τῶν φιλοσόφων”) “σφετερίζονται” τα χριστιανικά
δόγματα του Διονυσίου στα δικά τους συστήματα, καθώς θεωρεί ότι συγγραφέας των Αρεοπαγιτικών έργων
είναι ο ίδιος ο άγιος-απόστολος του Παύλου και προγενέστερος των Νεοπλατωνικών Διονύσιος
Αρεοπαγίτης (μολονότι η ιστορική έρευνα εξακριβώνει ότι το όνομα του συγγραφέα είναι ψευδώνυμο και
ότι αντιστρόφως ο ψευδο-Διονύσιος δέχεται και αφομοιώνει Νεοπλατωνικές δοξασίες στο έργο του) 30.
Παρεμπιπτόντως, στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παχυμέρης, μολονότι βεβαίως ως αντιγραφέας
του πρόκλειου υπομνήματος του Παρμενίδη επεμβαίνει με κάποιες πολύ σημαντικές φιλολογικές και
γραμματικές διορθώσεις ορισμένων λαθών χάριν της εξασφάλισης της σαφήνειας του πρόκλειου λόγου, ο
ίδιος επεμβαίνει και φιλοσοφικά-ιδεολογικά πάνω στο κείμενο στην αρχή του υπομνήματος, εξαιρώντας

27
Βλ. Segonds, ό.π., σ. CXII-CXV, Luna-Segonds (édit.), Proclus. Commentaire sur le Parménide de Platon,
Introduction Générale, t. I (1re partie), Belles Lettres, Paris 2007, σ. CLXI υποσημ. 1, και C. Steel-C. Macé, 2006,
σ. 79.
28
Βλ. C. Steel-C. Macé, 2006, σ. 77.
29
Τα αντίγραφα αυτά είναι αντίστοιχα οι Bodleianus Laudianus gr. 18 και Laurentianus Conv. Soppr. 103· βλ. επίσης
Saffrey-Westerink, ό.π., σ. LVII-LXIX, Westerink (Introd.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα εἰς Παρμ., σ. XIII-XIV. Κατά
τον Westerink, σύμφωνα με μία σημείωση του Παχυμέρη στα περιθώρια ενός χωρίου του πρόκλειου υπομνήματος
στον Αλκιβιάδη Α΄, ο Βυζαντινός λόγιος ίσως ήταν και γνώστης του πρόκλειου υπομνήματος στον Τίμαιο (βλ.
Westerink, ό.π., σ. XIII).
30
Βλ. Saffrey-Westerink, ό.π., σ. LXII-LXVII. Παραθέτουμε επίσης και το απόσπασμα του Παχυμέρη με την εν λόγω
διαπίστωσή του: Ἰστέον δέ, ὡς καί τινες τῶν ἕξω φιλοσόφων, μάλιστα Πρόκλος, θεωρήμασι πολλάκις τοῦ μακαρίου
Διονυσίου κέχρηται, καὶ αὐταῖς δἐ ξηραῖς ταῖς λέξεσι. Καὶ ἔστιν ὑπόνοιαν ἐκ τούτου λαλεῖν, ὡς οἱ ἐν Ἀθήναις
παλαιότεροι τῶν φιλοσόφων, σφετερισάμενοι τὰς αὐτοῦ πραγματείας, ἀπέκρυψαν, ἵνα πατέρες αὐτοὶ ὀφθῶσι τῶν
θείων αὐτοῦ λόγων. (P.G. 3, 116 A).
15
κάποια αποσπάσματα που αναφέρονται στο πολυθεϊστικό σύστημα (π.χ. τάξεις και πλήθος των θεών, οι
δαίμονες, η “πρόνοια της Αθηνάς”) από το χειρόγραφο που αντιγράφει31.

Στην συνέχεια, ας περάσουμε στα υπομνήματα του Πρόκλου και του Παχυμέρη στον Παρμενίδη και στην
“ανώμαλη” μετάβαση από το ένα στο άλλο. Πράγματι, ενώ το Νεοπλατωνικό υπόμνημα σταματά κανονικά
στην εξήγηση και της πρώτης υπόθεσης, και συγκεκριμένα στο χωρίο 141e7-10 32 , στο αυτόγραφο
χειρόγραφο του Παχυμέρη Parisinus gr. 1810 παρατηρούμε ότι συνεχίζεται μία άλλης μορφής (και
περιεχομένου φυσικά) εξήγηση της δεύτερης υπόθεσης μέχρι και την τελευταία και το τέλος του διαλόγου.
Συγκεκριμένα, στο f. 214r η εξήγηση μεταλλάσσεται από την ξεχωριστή παράθεση-σειρά λήμματος και
εξήγησης σε μία άλλη μορφή: πλέον το πλατωνικό κείμενο παρατίθεται όλο μαζί στο κέντρο της σελίδας,
το οποίο περιτριγυρίζεται από τις εξηγήσεις του κάθε χωρίου. Επίσης, στο f. 214r παρατηρούμε ότι η
“συνέχεια” αυτή δεν φέρει κανένα τίτλο, ενώ οι δυο εξηγήσεις χωρίζονται μόνο από ένα κενό (15
γραμμών)33. Είναι φανερό ότι ο Παχυμέρης δεν ήθελε να γράψει ένα ψεύτικο υπόμνημα, αλλά να διαθέσει
μία ολοκληρωμένη εξήγηση του Παρμενίδη, προσθέτοντας μία δική του εξήγηση. Η παράλειψη της
αναγραφής του ονόματός του στην αρχή ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι είχε στην κατοχή του το
χειρόγραφο αυτό (Parisinus gr. 1810) για προσωπική χρήση. Επίσης, αξίζει να σταθούμε και στην “νέα
μορφή” εξήγησης που αναπτύσσεται από εδώ και στο εξής: ο Παχυμέρης κατά πάσα πιθανότητα έγραψε
πρώτα το πλατωνικό κείμενο και τα σχόλιά του με την κανονική σειρά σε ένα πρόχειρο εργασίας (του
οποίου ίσως να είναι αντίγραφο ο Parisinus gr. 1810), από το οποίο αντέγραψε μετά όλο το πλατωνικό
κείμενο στο κέντρο της σελίδας, από το σημείο όπου σταμάτησε το πρόκλειο υπόμνημα μέχρι και το τέλος,
ενώ σε τρίτο στάδιο αντέγραψε όλα τα σχόλια στα τρία περιθώρια της σελίδας. Την θεωρία αυτή
επιβεβαιώνει ένα σημείο της παχυμέρειας εξήγησης· μολονότι στα περισσότερα σημεία βλέπουμε
συνδετικές φράσεις όπως “Ἐντεῦθεν δείκνυσιν”, “Ἐνταῦθα δείκνυσιν”, “Νῦν δείκνυσιν”, οι οποίες θα
επιβεβαίωναν ότι η αρχική μορφή της εξήγησης είναι αυτή του Parisinus gr. 1810, σε ένα σημείο ο
Παχυμέρης περνά από την μία εξήγηση στο επόμενο πλατωνικό χωρίο, με συνδετική φράση δηλαδή στο

31
Βλ. C. Steel-C. Macé, 2006, σ. 79-93 (για τις φιλοσοφικές επεμβάσεις βλ. σ. 79-85, ενώ για τις φιλολογικές-
γραμματικές σ. 85-93).
32
Να σημειωθεί ότι εφόσον το τελευταίο λήμμα του πρόκλειου υπομνήματος είναι το 141e5-7 και το πρώτο λήμμα
του παχυμέρειου υπομνήματος ξεκινά στο 142b5 (Ὅρα δὴ ἐξ ἀρχῆς), το χωρίο 141e10-142b5 (Οὐδ’ ἄρα οὕτως
ἔστιν… διομολογητέα ταῦτα· οὐχ οὕτω; Ναί), το οποίο όμως αντιγράφηκε από τον Παχυμέρη, δεν έχει εξηγηθεί.
Μολονότι πράγματι ο Παχυμέρης στην αρχή της εξήγησής του (Παχυμ. Εἰς Παρμ., 1.11-13) αναφέρεται στο χωρίο
141e10-142a1 (Οὐδ’ ἄρα οὕτως… Κινδυνεύει), το υπόλοιπο χωρίο 142a1-8 (Ὃ δὲ μὴ ἔστι… Οὔκουν ἔμοιγε δοκεῖ)
εξοβελίζεται εντελώς από την εξήγηση του Παχυμέρη (η παρατήρηση ανήκει στους Luna-Segonds, ό.π., σ.
CLXII-CLXIII υποσημ. 1).
33
Βλ. Westerink, ό.π., σ. X-XI.
16
τέλος της εξήγησης και όχι στην αρχή της [Τοιγαροῦν ἐπιφέρει… (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 48.29)]34. Επιπλέον,
αξίζει να γίνει λόγος και στο άμεσο αντίγραφο του Parisinus gr. 1810, το “Ambrosianus B 165 sup. saec.
xiv”: το χειρόγραφο αυτό αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου τόμου από την συλλογή του Βησσαρίωνα,
ο οποίος χωρίστηκε σε πέντε μέρη και ανήκε στον Βικέντιο Πινέλλι, του οποίου η βιβλιοθήκη αποκτήθηκε
από την Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη το 1609. Ο άγνωστος αντιγραφέας που έγραψε το μέρος που περιλαμβάνει
το πρόκλειο υπόμνημα μαζί με την συνέχεια επέλεξε να ανασχηματίσει την δομή του παχυμέρειου
υπομνήματος (μάλλον για λόγους ευκρίνειας της ανάγνωσης), τοποθετώντας το κάθε λήμμα και την κάθε
εξήγηση σε συνέχειες (αν και σε κάποια σημεία συγχωνεύει δύο λήμματα και κατ’ επέκταση δύο τμήματα
εξηγήσεων) 35 . Με το να ακολουθεί έτσι μία και ενιαία δομή και στις δυο εξηγήσεις (πρόκλεια και
παχυμέρεια) το χειρόγραφο αυτό φαίνεται να αναφέρεται σε ένα επίσης ενιαίο υπόμνημα, με ομαλή
μετάβαση από την εξήγηση της πρώτης στην εξήγηση της δεύτερης υπόθεσης και χωρίς την παραπάνω

34
Βλ. Westerink, ό.π., σ. XVIII, Luna-Segonds, ό.π., σ. CLXI-CLXIII. Κατά τον Westerink, το προηγούμενο
“πρόχειρο” του Παχυμέρη μεταφέρθηκε στο καθαρό κείμενο του Parisinus gr. 1810 λίγο ή πολύ μηχανικά, με
περισσότερη προσοχή στην διάταξη παρά στην ουσία, ενώ μερικά λάθη του (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 54.4:
τοαπτοῦδε, 57.9: ὀντάσεως) είναι χαρακτηριστικά ενός αντιγραφέα παρά ενός συγγραφέα στην πορεία της
σύνθεσης. Οι δε Luna-Segonds θεωρούν ότι, μιας και ο Παχυμέρης διορθώνει και ξαναγράφει-ανασχηματίζει σε
αρκετά σημεία το πρόκλειο υπόμνημα (κυρίως στο βιβλίο Α΄), πρέπει να εξακριβώσουμε την ύπαρξη αυτού του
“προσχεδίου”, το οποίο αποτελεί ένα χαμένο σήμερα και ενδιάμεσο χειρόγραφο (με το σύμβολο “α”) μεταξύ του
χειρογράφου Α (Parisinus gr. 1810) και του χειρογράφου Σ, ως μοντέλου του πρώτου και αμέσου αντιγράφου του
δεύτερου (βλ. Luna-Segonds, ό.π., σ. CLXIII-CLXV, καθώς και το γενικό στέμμα της παράδοσης του πρόκλειου
υπομνήματος βλ. των ιδίων, σ. CCCXCV).
Παρεμπιπτόντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μας είναι άγνωστο το αν ο Παχυμέρης είχε μπροστά του κάποιον
πλατωνικό κώδικα με το κείμενο του Παρμενίδη κατά την συγγραφή της δικής του “συνεχόμενης” εξήγησης.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο ερμηνείες. Από την μία, ο Westerink (ό.π., σ. XIX) θεωρεί ότι ο Παχυμέρης δε
διέθετε καμία άλλη κειμενική πληροφορία σχετικά με τον εν λόγω διάλογο. Από την άλλη, οι Luna-Segonds
επιβεβαιώνουν ότι στο μέρος αυτό της “συνέχειας”, για το οποίο ο Παχυμέρης δεν διέθετε πλέον τα λήμματα του
Πρόκλου από το – χαμένο σήμερα – χειρόγραφο Σ (αφού ο Πρόκλος σταματά στην πρώτη υπόθεση), ο ίδιος
χρησιμοποίησε το χειρόγραφο D (cod. Venetus 185) ως βασικό κείμενο και το χειρόγραφο W (cod. Vindobonensis
54, suppl. Phil. gr. 7, saec. XII) ως δευτερεύουσα πηγή· εξ’ ού και ο “μικτός-αλλοιωμένος” χαρακτήρας του
πλατωνικού κειμένου της “συνέχειας” από την διασταύρωση των δύο χειρογράφων. Συγκεκριμένα, οι Luna-
Segonds έχουν συγκεντρώσει μία πρώτη ομάδα χωρίων του παχυμέρειου υπομνήματος, στην οποία φανερώνεται
η χρήση τύπων από την οικογένεια χειρογράφων B, C, D, μία δεύτερη ομάδα χωρίων από την οικογένεια T, W,
καθώς και μία τρίτη από μόνο το χειρόγραφο W (κυρίως μαζί με τις διορθώσεις του) [βλ. Luna-Segonds, ό.π., σ.
CCCLXXIX-CCCLXXXII]· ωστόσο, κρίνουμε ότι τα χωρία αυτά είναι αρκετά λίγα για να μπορέσουν να
αποτελέσουν επαρκή ένδειξη για να εξακριβωθεί η εν λόγω θεωρία. Να σημειωθεί δε ότι ο Westerink αποκλείει
μία τυχόν σχέση του χειρογράφου του Παχυμέρη (Parisinus gr. 1810) με τον πλατωνικό κώδικα W (ό.π., σ. XIX).
35
Τις εσφαλμένες συγχωνεύσεις έχει εισαγάγει και ο Cousin στην έκδοσή του: π.χ. col. 1274.21-1276.36 (149c4-
150e5, Παχυμ. Εἰς Παρμ., 20.15-23.32), 1293.4-1294.23 (157b6-158a3, 40.28-42.21), 1299.24-1300.32 (160a4-
d1, 47.16-48.29) [βλ. Westerink, ό.π., σ. XI-XII]. Κατά τους Luna-Segonds, ο αντιγραφέας αυτός κατά πάσα
πιθανότητα μετέφερε πρώτα όλα τα πλατωνικά αποσπάσματα υπό μορφή λημμάτων και μετά καθεμία εξήγηση
που αντιστοιχεί στο καθένα, υποπίπτοντας έτσι στο παραπάνω σφάλμα (βλ. Luna-Segonds, ό.π., σ. CLXXVIII).
17
μορφολογική διάκριση του Parisinus gr. 1810, ούτως ώστε να φαίνεται ότι τα σχόλια του Παχυμέρη
υποκαθιστούν στην ουσία το χαμένο μέρος του πρόκλειου υπομνήματος, θεώρηση η οποία έχει περάσει και
στα αντίγραφα του “Ambrosianus B 165 sup.”36. Επίσης, το χειρόγραφο αυτό χρησίμευσε ως παράδειγμα
εργασίας για τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα (1403-1472), ο οποίος μάλιστα προσέθεσε μερικές σημειώσεις
στα περιθώρια, αντλημένες από το υπόμνημα του Δαμάσκιου στον Παρμενίδη (του οποίου διέθετε μερικά
αντίγραφα), σημειώνοντας έτσι την Νεοπλατωνική διαίρεση των υποθέσεων σε 9 στα αντίστοιχα χωρία
[“Ἀρχὴ τῆς γης (δης, εης… θης καὶ τελευταίας) ὑποθέσεως κατὰ Δαμάσκιον]. Με αυτόν τον τρόπο, οι σημειώσεις
αυτές πέρασαν και στα μεταγενέστερα αντίγραφα, με αποτέλεσμα π.χ. στον Parisinus gr. 1836 να
διατηρούνται ως τίτλοι οι 9 υποθέσεις, ενώ μόνο στην όγδοη και στην ένατη υπόθεση προστίθεται η
σημείωση “κατὰ Δαμάσκιον” (βλ. ff. 249r και 250v)37.

Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ναι μεν μπορούμε να εξακριβώσουμε ότι ο Παχυμέρης
έχει αντιγράψει και την συνέχεια του υπομνήματος, πώς όμως είμαστε σίγουροι ότι είναι δικό του αυθεντικό
έργο και δεν αποτελεί έργο ενός άλλου συγγραφέα, το οποίο απλώς αντιγράφει, όπως παρομοίως αντέγραφε
προηγουμένως την πρόκλεια πραγματεία; Στην απορία αυτή έρχεται να απαντήσει ο Westerink
επισημαίνοντας σωστά ότι ο συγγραφέας του υπομνήματος αυτού ταιριάζει να είναι περισσότερο
αριστοτελικός παρά πλατωνικός, καθώς δείχνει μία αξιοσημείωτη οικειότητα με μεγάλο μέρος, αν όχι όλο,
του αριστοτελικού corpus, ακόμα και στις λιγότερο γνωστές του λεπτομέρειες. Μάλιστα, η προτίμηση και
κλίση του συγγραφέα περισσότερο προς τον Αριστοτέλη είναι επίσης εμφανής και από τις διορθώσεις που
επιχειρεί πάνω σε διάφορα “σφάλματα” των πλατωνικών συλλογισμών με βάση αριστοτελικές θέσεις (βλ.
Παχυμ. Εἰς Παρμ., 12.29-13.2, 37.11-13, 55.1-9). Μία δεύτερη εξήγηση, μορφολογικής φύσεως, είναι το
γεγονός ότι στο υπόμνημα αυτό ακολουθείται η ιδία διαδικασία με εκείνη της Φιλοσοφίας και της

36
Βλ. Luna-Segonds, ό.π., σ. CLXII. Ένα από αυτά είναι και το Parisinus gr. 1836, το οποίο ακολουθεί και ο Cousin
κυρίως στην 1η έκδοσή του (βλ. Westerink, ό.π., σ. XII, ενώ για τα υπόλοιπα αντίγραφα βλ. Luna-Segonds, ό.π.,
σ. CLXIII). Το αντίγραφο Parisinus gr. 1836, γραμμένο από τον Άγγελο Βεργίκιο το 1536, διατίθεται και σε
ψηφιακή μορφή στην ιστοσελίδα: https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b10723198x. Έτσι, για παράδειγμα, στο
αντίγραφο αυτό βλέπουμε ότι η μετάβαση από την πρώτη στην δεύτερη υπόθεση σημειώνεται με τον απλό τίτλο
“ἀρχὴ τῆς δευτέρας ὑποθέσεως” (βλ. f. 224r).
37
Βλ. Westerink, ό.π., σ. XII, Luna-Segonds, ό.π., σ. CLXXVIII-CLXXIX. Μάλιστα, στην πρώτη έκδοση του Cousin
η συνέχεια του υπομνήματος τιτλοφορήθηκε ως “supplementum Damascianum” (σ. CLXXX). Αντιθέτως, στην
δεύτερη έκδοση η απόδοση του συγγραφέα της συνέχειας στον Δαμάσκιο απορρίφθηκε και τιτλοφορείται πια ως
“Σχόλια εἰς τὸν Πλάτωνος Παρμενίδην” (col. 1257-1258), ενώ παράλληλα και στον πρόλογο του πρόκλειου
υπομνήματος το τμήμα αυτό τιτλοφορείται ως “Scholia incerti auctoris in reliquas octo hypotheses” (Cousin, σ.
616). Ωστόσο, στις αρχές των υποθέσεων 3-9 θέτει σε υποσημειώσεις τα αντίστοιχα σχόλια του Δαμάσκιου σε
μορφή αποσπασμάτων (βλ. αντίστοιχα col. 1287, 1291, 1297, 1299, 1307, 1308, 1312).
18
Παράφρασης του Διονυσίου (ακόμα και του Συντάγματος ως ένα βαθμό), δηλαδή μία εξήγηση που
ακολουθεί το κείμενο σχεδόν λέξη προς λέξη.38

Έτσι φτάνουμε στην τελευταία απορία σχετικά με το ζήτημα της “συνέχειας” του πρόκλειου υπομνήματος,
από πλευράς περιεχομένου τώρα: πώς συνεχίζει ο Παχυμέρης το Νεοπλατωνικό υπόμνημα και ποια είναι η
φύση της εξήγησής του; Διατηρεί τις ερμηνευτικές σταθερές του Νεοπλατωνικού εξηγητή ή
διαφοροποιείται ως ένα σημείο από αυτές, μιας και επιλέγει να συνεχίσει το υπόμνημα από το σημείο όπου
σταμάτησε, χωρίς δηλαδή να ξαναπιάσει από την αρχή τον πλατωνικό διάλογο ή τουλάχιστον την αρχή της
πρώτης υπόθεσης; Σε κάθε περίπτωση, για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα στην απορία αυτή, κρίνουμε
σκόπιμο να αναλύσουμε συνοπτικά κάποιες βασικές πτυχές της πρόκλειας ερμηνείας του Παρμενίδη στα
πλαίσια βεβαίως και των υπόλοιπων Νεοπλατωνικών εξηγήσεων (προηγούμενων και επόμενων από τον
Πρόκλο), των οποίων όλων κοινή συνισταμένη είναι η θεμελίωση ενός θεολογικού-κοσμολογικού-
οντολογικού μεταφυσικού συστήματος πάνω στον πλατωνικό διάλογο, διαφορετικού στον καθένα. Μόνο
με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης και έτσι να (αντι)παραβάλουμε τα δύο
υπομνήματα (πρόκλειο και παχυμέρειο)39, εφόσον “συνέχονται” στο ίδιο χειρόγραφο.

3. Νεοπλατωνισμός και θεολογική πρόσληψη των παρμενίδειων υποθέσεων – Η ερμηνεία του


Πρόκλου

Για τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, κατεξοχήν πλατωνικός διάλογος αναφοράς της φιλοσοφικής
θεωρίας και της θεολογικής τάξης πραγμάτων είναι ο Παρμενίδης. Στο δεύτερο μέρος του διαλόγου αυτού,
ο Παρμενίδης κατευθύνει την συζήτησή του με τον Αριστοτέλη, διατυπώνοντας και διερευνώντας εννέα
υποθέσεις περί του ενός και των άλλων και της σχέσης του ενός με τον εαυτό του και τα άλλα και της σχέσης
των άλλων με τον εαυτό τους και το ένα. Οι υποθέσεις αυτές εκ πρώτης όψεως φαίνονται αποκλειστικά και

38
Βλ. Westerink, ό.π., σ. XV, XIX. Για το σύνολο των αναφορών του Παχυμέρη σε αριστοτελικά έργα στο εν λόγω
υπόμνημα, βλ. σ. XV-XVII, στις οποίες μάλιστα διαπιστώνεται και μία συμφωνία των εξηγητικών χωρίων με τα
αντίστοιχα χωρία της Φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα σε τρεις από αυτές βλέπουμε ότι τα κοινά μεταξύ τους στοιχεία
δεν εμφανίζονται με την ίδια ακριβώς μορφή και στα αντίστοιχα χωρία των αριστοτελικών έργων, με αποτέλεσμα
να εξαλείφεται εν τέλει η οποιαδήποτε αμφιβολία για τα “πνευματικά δικαιώματα” του Παχυμέρη.
39
Στα πλαίσια της μελέτης των Νεοπλατωνικών εξηγήσεων του Παρμενίδη θα συμπεριλάβουμε στο σχολιασμό του
παχυμέρειου υπομνήματος και κάποια σημεία της ερμηνείας του Δαμάσκιου, εφόσον αποτελεί το δεύτερο
σωζόμενο Νεοπλατωνικό υπόμνημα, το οποίο, σε αντίθεση με το πρόκλειο, μας παραδίδεται ακέφαλο χωρίς την
εξήγηση της πρώτης υπόθεσης αλλά φθάνει μέχρι το τέλος του διαλόγου. Επίσης κρίνουμε σκόπιμο να
εξετάσουμε αν υπάρχουν όντως σημεία σύγκλισης του παχυμέρειου υπομνήματος με εκείνο του Δαμάσκιου, όπως
επεσήμαναν οι Ιταλοί αντιγραφείς του παχυμέρειου χειρογράφου.
19
μόνο σαν ένα διαλεκτικό παιχνίδι (μια λογική γυμνασία κατά τον Παρμενίδη, 135d7), μια εξάσκηση στην
διαλεκτική σκέψη μέσω εννοιών, ορισμών, αποδείξεων, αποφατικών και καταφατικών κρίσεων,
συλλογισμών και αναζήτησης των εναντίων κατηγορημάτων 40 . Ωστόσο, σύνολοι οι Νεοπλατωνικοί
φιλόσοφοι δέχονται και ερμηνεύουν τις εννέα υποθέσεις του Παρμενίδη με θεολογικούς-πολυθεϊστικούς,
κοσμολογικούς και οντολογικούς όρους, οι οποίες υποθέσεις καλύπτουν το σύνολο της πραγματικότητας
στην πληρότητά της, από τις υψηλότατες βαθμίδες της επέκεινα των νοητών και της νοητής μέχρι και τις
κατώτατες της αισθητής, ενώ δεν δηλώνουν απλά μια “κενή των πραγμάτων” διαλεκτική ικανότητα, αλλά
έχουν να κάνουν με αρχές.

α) Η κριτική του Πρόκλου σε μια αμιγώς λογική ανάγνωση του Παρμενίδη

Ο Πρόκλος, ήδη στην αρχή του υπομνήματός του στον Παρμενίδη, ασκεί κριτική εναντίον όσων θεωρούν
ότι η λογική γυμνασία, που προανήγγειλε ο Παρμενίδης ως αναγκαία μέθοδο πριν την ανάλυση των εννέα
υποθέσεων, αποτελεί τον μοναδικό σκοπό όλου του διαλόγου, αποβλέποντας αποκλειστικά στο ἀπορητικόν
του (την διατύπωση και επίλυση λογικών αποριών) και όχι στο ὑφηγητικόν του (δηλαδή ως θεολογική και
οντολογική διδασκαλία, ως θεωρία τῶν πραγμάτων). Έτσι οι εξηγητές αυτοί επικεντρώνονται στην
διερεύνηση των συλλογισμών και από τις δυο μεριές (ἰδόντες ἐφ’ ἑκάτερα κρουομένους τοὺς λόγους), και
από το “είναι” του ἑνός (ἓν εἰ ἔστιν) και από το “μη είναι” του ἑνός (ἓν εἰ μή ἐστιν). Μερικοί εξ αυτών
θεωρούν ότι ο Πλάτων απαντά στον Ζήνωνα είτε κατὰ μίμησιν, δηλαδή μιμούμενος το έργο του, με το οποίο
ο Ζήνων αντέκρουε μέσω των εναντίων κατηγορημάτων όσους δέχονταν την ύπαρξη πολλών όντων, αλλά
τελειοποιώντας και διορθώνοντας το ζηνώνειο έργο εστιάζοντας στο ἕν (π.χ. πώς είναι όμοιο και ανόμοιο,

40
Στο χωρίο 135b5-136e4, ο Παρμενίδης καλεί τον νεαρό Σωκράτη, αν σκοπεύει να ασκηθεί αληθώς και ορθώς στην
φιλοσοφία που νοεί και γνωρίζει τις ιδέες και τα όντα καθεαυτά, να γυμναστεί στην διαλεκτική άσκηση με θείαν
ὁρμὴν ἐπὶ τοὺς λόγους (όταν μάλιστα η διαλεκτική αυτή καλείται από τους πολλούς “άχρηστη” και “λεπτολογία”).
Η άσκηση αυτή επιτυγχάνεται με το να σταματήσει ο διαλεκτικός να περιπλανιέται στα αισθητά πράγματα, αλλά
αντιθέτως με το να στρέφεται στην σύλληψη των καθαρών ιδεών μέσω του λόγου και της νοητικής ενόρασης. Η
γυμνασία αυτή πατάει πάνω στην εξής διαλεκτική μέθοδο του Ζήνωνα: να εξεταστούν οι υποθέσεις “αν οι ιδέες
είναι” και “αν οι ιδέες δεν είναι”, καθώς και τα τετραπλά συμπεράσματα εκάστης, δηλαδή το τί θα ακολουθήσει
για τα πολλά (τα όντα) σε σχέση με τους εαυτούς τους και με το ἕν, αλλά και τί θα ακολουθήσει για το ἓν σε
σχέση με τον εαυτό του και τα πολλά, ούτως ώστε να καλυφθούν όλες οι εναλλακτικές υποθέσεις και να
οδηγηθούμε έτσι σε ασφαλή, ορθή, βέβαιη και έγκυρη γνώση των όντων. Μόνο μέσω αυτής της συνολικής
διερεύνησης της διαλεκτικής μπορεί ο φιλόσοφος να φτάσει στην αλήθεια των πραγμάτων: καὶ ἑνὶ λόγῳ, περὶ
ὅτου ἂν ἀεὶ ὑποθῇ ὡς ὄντος καὶ ὡς οὐκ ὄντος καὶ ὁτιοῦν ἄλλο πάθος πάσχοντος, δεῖ σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα πρὸς
αὑτὸ καὶ πρὸς ἓν ἕκαστον τῶν ἄλλων, ὅτι ἂν προέλῃ, καὶ πρὸς πλείω καὶ πρὸς σύμπαντα ὡσαύτως· καὶ τἆλλα αὖ
πρὸς αὑτά τε καὶ πρὸς ἄλλο ὅτι ἂν προαιρῇ ἀεί, ἐάντε ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο, ἄντε ὡς μὴ ὄν, εἰ μέλλεις τελέως
γυμνασάμενος κυρίως διόψεσθαι τὸ ἀληθές. (…) ἀγνοοῦσιν γὰρ οἱ πολλοὶ ὅτι ἄνευ ταύτης τῆς διὰ πάντων διεξόδου
τε καὶ πλάνης ἀδύνατον ἐντυχόντα τῷ ἀληθεῖ νοῦν σχεῖν. (136b6-c5, e1-3).
20
και ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο κ.ά.) με περισσότερη ποικιλία συλλογισμών και επιχειρημάτων, είτε κατ’
ἐναντίωσιν αντικρούοντας τις θέσεις του Ζήνωνα, είτε αμφοτέρως κατά μίμηση και εναντίωση κατά το
παράδειγμα του Φαίδρου, όπου ο Σωκράτης απαντά στον σοφιστικό λόγο του Λυσία επίσης με έναν λόγο
αλλά με φιλοσοφικό και επιστημονικό τρόπο χωρίς καλλωπισμούς και σοφιστικά στολίδια. Επίσης οι
ερμηνευτές αυτοί διαιρούν τον διάλογο σε τρία μέρη, στις απορίες περί των ιδεών, στην σύντομη έκθεση
της μεθόδου από τον Παρμενίδη και στην εφαρμογή της μεθόδου αυτής στο παράδειγμα του ἑνός· και τα
τρία μέρη συγκλίνουν σε έναν σκοπό: τῆν τῆς γυμνασίας τῆς ἐν τοῖς λόγοις ἄσκησιν41.

Επιπροσθέτως, κατά τον Πρόκλο, οι παραπάνω εξηγητές επιχειρούν και μία σύγκριση της πλατωνικής
λογικής μεθόδου του Παρμενίδη με την αριστοτελική μέθοδο των Τοπικῶν : ενώ η αριστοτελική διακρίνει
τέσσερα είδη προβλημάτων, το γένος, τον ὅρον, το ἴδιον και το συμβεβηκός και για το καθένα εφευρίσκει
αφθονία επιχειρημάτων42, η πλατωνική εφευρίσκει ποικίλες υποθέσεις για κάθε πρόβλημα, και μέσω της
εξέτασης των υποθέσεων αυτών γίνεται καταφανές το αληθές, δηλαδή ότι τα δυνατά συμπεράσματα
συνάγονται από δυνατές υποθέσεις και αναγκαίες συνεπαγωγές (ενν. από την υπόθεση ἓν εἰ ἔστιν
συνάγονται αληθή συμπεράσματα), ενώ τα αδύνατα συμπεράσματα συνάγονται από αδύνατες υποθέσεις
(ενν. από το ἓν εἰ μή ἐστιν συνάγονται άτοπα). Έτσι, κατά τον Πρόκλο, η ίδια η σύγκριση της πλατωνικής
διαλεκτικής μεθόδου με την αριστοτελική οδηγεί και στο να βεβαιωθεί η ανωτερότητα της πρώτης από την
δεύτερη, μιας και η πλατωνική είναι αντάξια των φιλοσόφων και συντελεί στην αναζήτηση της αλήθειας,
ενώ η αριστοτελική περιορίζεται μόνο σε όσους αναζητούν γνώμες (ἔνδοξα) και όχι γνώσεις43.

Πράγματι, ο Αριστοτέλης στα Τοπικά διερευνά την μέθοδο με την οποία μπορούμε να διατυπώνουμε
συλλογισμούς μέσω των ἐνδόξων : Ἡ μὲν πρόθεσις τῆς πραγματείας μέθοδον εὑρεῖν ἀφ’ ἧς δυνησόμεθα
συλλογίζεσθαι περὶ παντὸς τοῦ προτεθέντος προβλήματος ἐξ ἐνδόξων (…) διαλεκτικὸς δὲ συλλογισμὸς ὁ ἐξ
ἐνδόξων συλλογιζόμενος (100a18-20, 28-30). Τα ἔνδοξα είναι οι γνώμες που έχουν είτε όλοι είτε οι
περισσότεροι είτε οι σοφοί, και από αυτές είτε όλες είτε οι περισσότερες είτε οι περισσότερο γνωστές, ενώ
παράλληλα τα ἔνδοξα διακρίνονται από τις αλήθειες, οι οποίες αντλούν την εγκυρότητά τους αφ’ εαυτών

41
Βλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. Ι, 630.34-635.2
42
Ο Αριστοτέλης, στα Τοπικά, Ι 4 101b11-25, προσδιορίζει από ποια στοιχεία εκκινεί η συλλογιστική μέθοδος: κάθε
συλλογισμός, απαρτιζόμενος από προτάσεις, εκκινεί από μία θέση ή ένα πρόβλημα, το οποίο δηλώνει είτε το
ἴδιον είτε τον ὅρον (το τί ἦν εἶναι) είτε το γένος είτε το συμβεβηκός· και τα τέσσερα αποτελούν στοιχεία μιας
πρότασης (π.χ. Ἆρά γε τὸ ζῷον πεζὸν δίπουν ὁρισμός ἐστι ἀνθρώπου; ή Ἆρά γε τὸ ζῷον γένος τοῦ ἀνθρώπου;) ή
ενός προβλήματος (π.χ. Πότερον τὸ ζῷον πεζὸν δίπουν ὁρισμός ἐστι ἀνθρώπου ἢ οὔ;), και κατ’ επέκταση και τα
τέσσερα ορίζουν τους τέσσερις τρόπους με τους οποίους ένα κατηγόρημα αποδίδεται σε ένα υποκείμενο [βλ. και
Εἰς Παρμ. Ι, σ. 24, υποσημ. 5 (σ. 203 των Notes Complémentaires)].
43
Βλ. Πρόκλο, Είς Παρμ. Ι, 635.3-25.
21
ως επιστημονικές αρχές: Ἔστι δὲ ἀληθῆ μὲν καὶ πρῶτα τὰ μὴ δι’ ἑτέρων ἀλλὰ δι’ αὑτῶν ἔχοντα τὴν πίστιν (οὐ
δεῖ γὰρ ἐν ταῖς ἐπιστημονικαῖς ἀρχαῖς ἐπιζητεῖσθαι τὸ διὰ τί, ἀλλ’ ἑκάστην τῶν ἀρχῶν αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν εἶναι
πιστήν) ἔνδοξα δὲ τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, καὶ τούτοις ἢ πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ
τοῖς μάλιστα γνωρίμοις καὶ ἐνδόξοις, (100b18-23). Έτσι, κατά τον Αριστοτέλη, η διαλεκτική δεν
πραγματεύεται ούτε ζητά την αλήθεια, αλλά περιορίζεται πάντα από τον οικείο χώρο της, τα ἔνδοξα και τις
γνώμες : Πρὸς μὲν οὖν φιλοσοφίαν κατ’ ἀλήθειαν περὶ αὐτῶν πραγματευτέον, διαλεκτικῶς δὲ πρὸς δόξαν
(105b30-31)44.

Ο Πρόκλος θα απορρίψει την αριστοτελική θεώρηση της πλατωνικής διαλεκτικής ως επιχειρηματο-λογικής


μεθόδου που αποβλέπει σε γνώμες και κατ’ επέκταση ως καλουμένης από τους πολλούς ἀδολεσχία (Παρμ.
135d5). Ενώ η αριστοτελική διαλεκτική ασχολείται με το πώς θα μπορούμε να δομήσουμε πολλά
επιχειρήματα γύρω από ένα πρόβλημα, από τα οποία θα μπορέσουμε εν τέλει να επιβεβαιώσουμε ή να
ανασκευάσουμε ἐνδόξως το πρόβλημα που προετέθη, η πλατωνική αντιστρόφως μας παραδίδει την μία και
την αυτή μέθοδο γύρω από πολλά και διαφορετικά προβλήματα, η οποία μέθοδος εξετάζει τις εναντίες
προτάσεις, ούτως ώστε, μεταξύ αυτών, να ενδυναμώνει τις μεν και να αναιρεί τις δε· συνεπώς, η πλατωνική
προτάσσεται της αριστοτελικής ως ανώτερη αυτής, καθώς επίσης χρησιμοποιεί από τις ανώτερες αρχές
(ἄνωθεν) τιμιότερες μεθόδους (τις διαιρέσεις, τους ὁρισμοὺς, τις ἀποδείξεις και τις ἀναλύσεις)45.

Μάλιστα, ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος θα αντικρούσει ως παράλογες τις εξηγήσεις των παραπάνω


ερμηνευτών, που διαβάζουν τον Παρμενίδη αμιγώς λογικά. Ο ίδιος ο Πλάτων βάζει τον Παρμενίδη, έναν

44
Βλ. επίσης Τοπικά Ι 2, 101a25-101b4: Ἑπόμενον δ’ ἂν εἴη τοῖς εἰρημένοις εἰπεῖν πρὸς πόσα τε καὶ τίνα χρήσιμος ἡ
πραγματεία. ἔστι δὴ πρὸς τρία, πρὸς γυμνασίαν, πρὸς τὰς ἐντεύξεις, πρὸς τὰς κατὰ φιλοσοφίαν ἐπιστήμας. ὅτι μὲν
οὖν πρὸς γυμνασίαν χρήσιμος, ἐξ αὐτῶν καταφανές ἐστι· μέθοδον γὰρ ἔχοντες ῥᾷον περὶ τοῦ προτεθέντος ἐπιχειρεῖν
δυνησόμεθα· (…) πρὸς δὲ τὰς κατὰ φιλοσοφίαν ἐπιστήμας, ὅτι δυνάμενοι πρὸς ἀμφότερα διαπορῆσαι ῥᾷον ἐν
ἑκάστοις κατοψόμεθα τἀληθές τε καὶ τὸ ψεῦδος· ἔτι δὲ πρὸς τὰ πρῶτα τῶν περὶ ἑκάστην ἐπιστήμην. ἐκ μὲν γὰρ τῶν
οἰκείων τῶν κατὰ τὴν προτεθεῖσαν ἐπιστήμην ἀρχῶν ἀδύνατον εἰπεῖν τι περὶ αὐτῶν, ἐπειδὴ πρῶται αἱ ἀρχαὶ
ἁπάντων εἰσί, διὰ δὲ τῶν περὶ ἕκαστα ἐνδόξων ἀνάγκη περὶ αὐτῶν διελθεῖν. τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς
διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει. Ο Αριστοτέλης έχει
επιχειρήσει σαφώς τον διαχωρισμό της φιλοσοφίας από την διαλεκτική και στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ, όπου η
διαλεκτική δοκιμάζει μέσω της μεθόδου “ἐπιχειρεῖν εἰς ἑκάτερον μέρος” όσα η φιλοσοφία κάνει γνωστά μέσω
επιστημονικών, βεβαιοτάτων και αναπόδεικτων αρχών: ἔστι δὲ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία
γνωριστικὴ (1004b25-26). Βλ. επίσης Αλέξανδρο Αφροδισιέα, Εἰς τὸ Πρῶτον τῆς Τοπικῆς Ἀριστοτέλους
Πραγματείας, p. 439.26-28: τοιαύτη γὰρ ἡ διαλεκτική, οὐ τοῦ ἀληθοῦς <οὖσα> ζητητικὴ ἀλλὰ δι’ ἐνδόξων
ἐπιχειρηματική, καὶ ποτὲ μὲν διὰ τῶν τῇ φύσει γνωρίμων ὁρίζεται, ποτὲ δὲ διὰ τῶν πρὸς ἡμᾶς.
45
Βλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. V, 984.24-985.4.
22
γηραιό φιλόσοφο (ή έναν φιλοθεάμονα τῆς τῶν ὄντων ἀληθείας σε πλατωνικούς όρους) 46 , να μας
προειδοποιήσει ότι η εξέταση των υποθέσεων που θα ακολουθήσει αποτελεί ένα δυσκολότατο, κοπιαστικό
και ογκώδες έργο (βλ. 136c-137b), αντάξιο μιας πραγματείας περί της ίδιας της πραγματικότητας, και όχι
ένα λογικό παιχνίδι κενών επιχειρημάτων, αντάξιο νεοπρεπῶν ἀγώνων που μας προσγειώνουν από “τα
νοερότατα θεάματα της ψυχής”· αν ίσχυε το δεύτερο, ο Πλάτων θα διακωμωδούσε τον Παρμενίδη ως
φιλόσοφο47. Έπειτα, ο ίδιος ο Παρμενίδης προεξαγγέλλει ότι θα μιλήσει για το ἕν θέτοντάς το στις εν λόγω
υποθέσεις (137b1-4), δηλαδή από το ἓν ὄν του ποιήματός του, για το οποίο ἓν ὄν, ως ακρότατο νοητό, είναι
αδύνατο και ανάρμοστο να μιλήσουμε μέσω λογικών συλλογισμών δι’ ἐνδόξων, καθώς το δοξαστικόν
αρμόζει στα αισθητά και όχι στα όντως όντα48. Μάλιστα, μιας και ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους διαλόγους
του πρόσωπα με τον οικείο φιλοσοφικό ρόλο του καθενός (ο Τίμαιος ως φιλόσοφος περί φύσεως, ο
Σωκράτης περί πολιτείας, η Διοτίμα περί έρωτος, ο Ελεάτης ξένος περί του όντος), θα ήταν επίσης
ανάρμοστο να καταντά ο Παρμενίδης από ἡγεμών τῆς τῶν ὄντων ἀληθείας σε καθηγεμόνα νεαροπρεποῦς
Μούσης (κατά τα πλατωνικά αρνητικά πρότυπα των μιμητικών ποιητών)49. Βεβαίως, ο Πλάτων ανυψώνει
την διαλεκτική ως κορωνίδα όλων των μαθημάτων της Πολιτείας 50, η οποία επίσης ανυψώνει όσους την
κατακτούν στο ακρότατο σημείο να θεώνται το αγαθό51 και τις πρώτιστες ενάδες, να καθαρίζουν το βλέμμα
της ψυχής (τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα)52 και να ενδιατρίβουν στα όντως όντα και στην πρώτιστη αρχή των πάντων
και να φτάνουν μέχρι και το ἓν (καὶ μέχρι τοῦ ἀνυποθέτου τελευτᾶν53)· αυτή η δύναμη της διαλεκτικής δεν
πρέπει να παραβάλλεται ή να ταυτίζεται με την λογική επιχειρηματολογία μέσω ἐνδόξων, την καλουμένην
ὑπὸ τῶν πολλῶν ἀδολεσχίαν, μιας και αυτή παραμένει στα έσχατα των μαθηματικών επιστημών (παντελῶς
ἀπολείπεται τῆς τῶν μαθημάτων ἐπιστήμης)54. Επομένως, η μόνη οδός που θα μας οδηγήσει στην σύλληψη

46
Ή κατά πρόκλειους όρους: τὸν ἐπ’ αύτὴν τὴν ἄκραν αναβεβηκότα τοῦ ἑνὸς ὄντος περιωπὴν (Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 35.3-
4).
47
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 34.6-35.6.
48
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 35.7-36.12.
49
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 36.13-37.14.
50
Βλ. Πολιτεία Ζ΄ 534e2-535a2: Ἆρ’ οὖν δοκεῖ σοι, ἔφην ἐγώ, ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἡμῖν ἐπάνω
κεῖσθαι, καὶ οὐκέτ’ ἄλλο τούτου μάθημα ἀνωτέρω ὀρθῶς ἂν ἐπιτίθεσθαι, ἀλλ’ ἔχειν ἤδη τέλος τὰ τῶν μαθημάτων;
Ἔμοιγ’, ἔφη.
51
Βλ. Πολιτεία Ζ΄ 521c2.
52
Βλ. Πολιτεία Ζ΄ 533d2.
53
Για το ἀνυπόθετον βλ. Πολιτεία ΣΤ΄ 511b6.
54
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 39.7-24. Για τον διαχωρισμό της πλατωνικής διαλεκτικής από την αριστοτελική βλ. επίσης
Αλέξανδρο Αφροδισιέα, Εἰς τὸ Πρῶτον τῆς Τοπικῆς Ἀριστοτέλους Πραγματείας, p. 1.14-2.2: Πλάτων δὲ τὴν
διαιρετικὴν μέθοδον ἐξυμνῶν καὶ τριγχὸν αὐτὴν φιλοσοφίας λέγων, ταύτης δὲ θέμενος ἔργον εἶναι τὸ δύνασθαι τό
τε ἓν πολλὰ ποιεῖν καὶ τὰ πολλὰ εἰς ἓν ἀνάγειν, ὅπερ εἴη ἂν ἴσον τῷ τὰ γένη δύνασθαι διαιρεῖν εἴς τε τὰ εἴδη καὶ τὰ
ὑπὸ ταῦτα καὶ πάλιν τὰ ἄτομα συντιθέναι τε καὶ εἰς ἓν γένος ἀνάγειν τε καὶ συγκεφαλαιοῦσθαι, τὴν αὐτὴν ταύτην καὶ
διαλεκτικὴν καλεῖ. Ἀριστοτέλης δὲ καὶ οἱ ἀπ’ αὐτοῦ οὐ ταὐτὰ περὶ τῆς διαλεκτικῆς φέρουσιν, ἀλλὰ τίθενται μὲν αὐτὴν
μέθοδόν τινα εἶναι συλλογιστικήν.
23
της αλήθειας είναι η διαλεκτική, η οποία μιμείται τον νοῦν, δέχεται τις νοητές αρχές και ανυψώνεται προς
το ὄν : Προτείνει δὲ τὴν ὀδὸν τὴν τῆς διαλεκτικῆς ὡς ἄπταιστον καὶ ἀνυσυμωτάτην, συμφυῆ μὲν οὖσα τοῖς
πράγμασι, δυνάμεσι δὲ χρωμένην πολλαῖς εἰς τὴν τῆς ἀληθείας κατάληψιν, μιμουμένην δὲ τὸν νοῦν καὶ τὰς
ἀρχὰς ἀπὸ νοῦν δεχομένην, ἀνατείνουσαν δὲ καλῶς δι’ εὐτάκτων ἐπαναβασμῶν ἐπὶ τὸ ὂν καὶ παύσουσαν τῆς
περὶ τὰ αἰσθητὰ πλάνης, μεθόδοις τε ἀνελέγκτοις ἕκαστα πιέζουσαν ἕως αὐτὴν ἀφίκηται τὴν τοῦ ἑνὸς καὶ
τἀγαθοῦ περιωπὴν55.

β) Οι μέθοδοι της πλατωνικής διαλεκτικής κατά τον Πρόκλο και ο πραγματειώδης σκοπός του
διαλόγου

Όπως ήδη επισημάνθηκε, όλο το είδος της διαλεκτικής μεθόδου είναι αληθινά νοερό και επιστημονικό (και
όχι δοξαστικόν). Έτσι ολόκληρη η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει τέσσερεις δυνάμεις: τις διαιρέσεις, τους
ὁρισμούς, τις ἀποδείξεις και τις ἀναλύσεις. Αρχικά, με τις διαιρέσεις διακρίνουμε τα πολλά από το ἕν,
διαιρούμε τα γένη σε είδη ή το όλον σε μέρη, διαχωρίζοντας πάντα όσα προϋπάρχουν ενιαίως μέσα στο
όλον στις οικείες διαφορές των μερών, χωρίς να εισαγάγουμε τις διαφορές έξωθεν αλλά με το να θεωρούμε
π.χ. τις διαφορές των ειδών ως εσωτερικές μέσα στα γένη. Με τους ὁρισμούς ορίζουμε τις διαφορές των
οριζομένων πραγμάτων κατά τους λόγους τους που βρίσκονται μέσα στις ψυχές μας : όταν ορίζουμε τον
κοινό χαρακτήρα που βρίσκεται μέσα στα καθ’ ἕκαστα (π.χ. τα δίκαια), είναι επειδή έχουμε μέσα στις ψυχές
μας την ιδέα (π.χ. το αὐτοδίκαιον), της οποίας ο κοινός χαρακτήρας που είναι μέσα στα καθ’ ἕκαστα είναι
είδωλο, ούτως ώστε κάθε ψυχή να νοεί τον λόγον του δικαίου που είναι μέσα της (το αὐτοδίκαιον) και να
γνωρίζει ομοίως τον λόγον που είναι μέσα σε όλες τις άλλες ψυχές. Με άλλα λόγια, όταν θέλουμε να
ορίσουμε το κοινό που έχουν τα καθ’ ἕκαστα (π.χ. ο άνθρωπος ή το ζῷον), στην ουσία ορίζουμε ακριβώς
τον αιώνιο και αμετάβλητο λόγον των πραγμάτων αυτών (π.χ. την ιδέα του ανθρώπου ή του ζῴου) που είναι
μέσα στην ψυχή μας (το ἐν ἡμῖν εἶδος), ο οποίος είναι πιο καθολικός και ανώτερος και από το κοινό των
καθ’ ἕκαστα και από αυτά τα ίδια (που είναι πιο μερικά), καθώς περιέχει ἑνοειδῶς, ἡνωμένως και κατ’
ἐνέργειαν όλες τις διαφορές τους. Έπειτα, η τρίτη διαλεκτική μέθοδος είναι οι ἀποδείξεις, οι οποίες εκκινούν

55
Βλ. Εἰς Παρμ. V, 988.30-39. Βλ. επίσης 990.1-16, Ι 648.18-649.16 (η διαλεκτική όχι ως άσκηση στα ἔνδοξα αλλά
ως ἐπιστήμη, η οποία ενιδρύει την πραγματεία του Παρμενίδη στον καθαρώτατον νοῦν και στα νοητὰ εἴδη). Κατά
τον Πρόκλο, ο Παρμενίδης καλεί την ορμή του Σωκράτη στους συλλογισμούς θείαν και καλὴν, καθώς η ορμή
αυτή αρμόζει στους φιλοσόφους που περιφρονούν τα αισθητά και φαντάζονται την ασώματη ουσία (988.12-18).
Ο Παρμενίδης καλεί επίσης την καθαρή και απλή σύλληψη των νοητών πλάνην (135d8-e4), τόσο βέβαια ως
αναζήτηση της αλήθειας όσο και ως αναίρεση των ψευδών οδεύουσα μέσω των αντιθέτων υποθέσεων (ἓν εἰ ἔστιν
– ἓν εἰ μή ἐστι)· τέλος-σκοπός της πλάνης είναι η ἀλήθεια και ο νοῦς [995.17-996.7, 1024.31-33 (136d6-e4)].
24
από τα πιο καθολικά, τιμιώτερα των μερικών και θειότερα των καθ’ ἕκαστα, δηλαδή από τα αίτια των
αποδεικτέων και όσα προηγούνται κατά φύσιν από αυτά· μέσω των αποδείξεων διαπιστώνουμε τις διαφορές
μεταξύ των αιτίων, τα οποία είναι άλλα στα ένυλα και άλλα στα άυλα. Η τέταρτη μέθοδος είναι οι ἀναλύσεις,
δηλαδή η ανάλυση από τα ζητούμενα-αιτιατά στα πρώτα αίτια (αντίθετη πορεία από τις αποδείξεις), από τα
συνθετότερα στα απλούστερα (αντίθετη πορεία από τους ορισμούς), από τα πιο μερικά στα πιο καθολικά
(αντίθετη πορεία από την διαιρετική). Συνεπώς, ο Πρόκλος καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: αν δεν
υπάρχουν οι ιδέες, δεν υπάρχουν οι λόγοι των πραγμάτων μέσα στις ψυχές μας, κι αν δεν υπάρχουν αυτοί,
δεν υπάρχουν ούτε οι διαλεκτικές μέθοδοι με τις οποίες γνωρίζουμε τα όντα και ούτε έτσι θα μπορούμε να
ενεργούμε διανοητικώς (κατά τον Παρμενίδη: οὐδ’ ὅποι τρέψει τὴν διάνοιαν ἕξει, 135b7)56. Μάλιστα, ο
Πρόκλος επισημαίνει ότι μιας και δεν υπάρχει καμία πλατωνική πραγματεία περί μεθόδου, πρέπει να
δεχθούμε ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί τις μεθόδους αυτές κατ’ άλλον και άλλον τρόπο στους διαλόγους του,
όπως π.χ. στον Σοφιστή χρησιμοποιεί την διαιρετική, ενώ στον Παρμενίδη η διερεύνηση των υποθέσεων
δεν ακολουθεί κατά γράμμα όλους τους παραπάνω τρόπους της διαλεκτικής μεθόδου αλλά τους μεν
παραλείπει τους δε εξαλλάσσει, τους μεν προσθέτει τους δε αφαιρεί. Με την επισήμανση αυτή ο Πρόκλος
συνάγει ότι κάθε μέθοδος πρέπει να είναι αναγκαία για την γνώση της πραγματικότητας και όχι αυτή καθ’
εαυτήν. Με άλλα λόγια, ο Πλάτων δεν σκοπεύει εν τέλει στην λογική γυμνασία αλλά στον πραγματειώδη
σκοπό, στην επιστημονική εξέταση όλων των επιπέδων και τάξεων της πραγματικότητας στην πληρότητά
της, από το επέκεινα των νοητών ἕν και τις ύψιστες νοητές τάξεις μέχρι και τα αισθητά, ώστε σε κάθε
υπόθεση θα πρέπει να φανερώνεται κάποια τάξη πραγμάτων που ανευρίσκεται μέσω των μεθόδων του
Παρμενίδη57.

56
Βλ. Εἰς Παρμ. V, 980.5-982.35, 1003.3-27. Βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. Ι 9, p. 40.3-18, όπου οι διαιρέσεις και αναλύσεις
της πλατωνικής διαλεκτικής μιμούνται την πρόοδον του όντος από το ἕν και την ἐπιστροφήν πάλι σε αυτό. Επίσης
και ο ίδιος ο Παρμενίδης μιμείται τα νοερά μέσω της σειράς της λογικής διερεύνησης και της “γεωμετρικής”
δομής των συλλογισμών-θεωρημάτων (πρόταση-απόδειξη-συμπέρασμα): Πάνυ γεωμετρικῶς ἐφ’ ἑκάστου
θεωρημάτων πρώτην λέγει τὴν πρότασιν, ἔπειτα τὴν ἀπόδειξιν, καὶ τελευταῖον τὸ συμπέρασμα, διὰ μὲν οὖν τῆς
προτάσεως τὴν ἀθρόαν καὶ μόνιμον ἐνέργειαν τοῦ νοῦ μιμούμενος, διὰ δὲ τῆς ἀποδείξεως τὴν πρόοδον τὴν εἰς τὸ
πλῆθος τῶν νοήσεων ἑαυτὴν ἀνελίττουσαν, διὰ δὲ τοῦ συμπεράσματος τὴν κατὰ κύκλον ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ νοῦ
στροφὴν καὶ τὴν μίαν τελειότητα πάσης νοερᾶς ἐνεργείας. (…) μιμεῖται οὖν διὰ μὲν τῆς λογικῆς διεξόδου τὸ “ἐν
ἑαυτῷ”, διὰ δὲ τοῦ συμπεράσματος καὶ τῆς ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἀνακάμψεως τὸ “ἐν ἄλλῳ”. [Εἰς Παρμ. VII 1151.35-
1152.14 (Cousin)].
57
Βλ. Εἰς Παρμ. I 637.4-638.6, VI 1051.34-1052.14. Μάλιστα, κατά τον Πρόκλο, στις διαλεκτικές μεθόδους προσήκει
ο απλός, απέριττος, αυτοφυής και ακαλλώπιστος λόγος περί των θείων· η δε ερμηνεία των θείων μπορεί να γίνεται
με την χρήση διαφορετικών εκάστοτε ονομάτων [μυθικών, ιεροπρεπών, μαθηματικών (Πυθαγόρειοι αριθμοί),
εικόνων κ.ά.], αλλά στην διαλεκτική γίνεται με την χρήση των ονομάτων “ἕν και ὄν, ὅλον και μέρη, ταὐτόν και
ἕτερον, ὅμοιον και ἀνόμοιον κ.ά.”, δηλαδή μέσω των όρων του Παρμενίδη (βλ. Ι 643.23-648.2).
25
Επομένως, η λογική γυμνασία γίνεται δεκτή από τον Πλάτωνα μόνο υπό την εξής τριμερή αποστολή: 1) να
φανερώσει το ἀληθές στις ψυχές μας και έτσι να “αναπαύσει” τον νου στην θεωρία των όντων και της
αλήθειας (βλ. Φαίδρο και Φαίδωνα), 2) να είναι πειραστικὴ κατ’ ἀλήθειαν, δηλαδή να αποκαθάρει την
φιλοσοφία από τις σοφιστείες με το να εξελέγχει και να αναιρεί τα σοφιστικά επιχειρήματα (βλ. Σοφιστή),
3) να κινείται ανάμεσα και στις δυο αποστολές, δηλαδή και να μας ανυψώνει προς την θεωρία των όντως
όντων αλλά και να εξελέγχει τα ψεύδη και τα φαινόμενα των σοφισμάτων. Η τρίτη αποστολή, ως
κοπιαστική άσκηση, που προσήκει περισσότερο στους νέους και τους ασκεί στην βάσανο της φιλοσοφίας,
αποτελεί ουσιαστικά την λογική γυμνασία του Παρμενίδη58. Η γυμνασία αυτή αποτελεί ένα προστάδιο της
θεωρίας των θείων διακόσμων (πραγματειώδης σκοπός του διαλόγου), καθώς μέσω των διαλεκτικών
μεθόδων, των υποθέσεων και των συλλογισμών του Παρμενίδη θα αναφανεί όλη η ἐποπτικωτάτη
μυσταγωγία και θεία μυστική παράδοση59.

Έχουμε αναφέρει ότι ο σκοπός του διαλόγου, κατά τους Νεοπλατωνικούς, είναι πραγματειώδης. Ο όρος
αυτός προέρχεται από το χωρίο 137b2, όπου ο Παρμενίδης, αφού έχει κληθεί να αναλάβει το διαλεκτικό
έργο της διερεύνησης των υποθέσεων, αποκαλεί το έργο αυτό πραγματειώδη παιδιάν παίζειν, δηλαδή ένα
κοπιαστικό παιχνίδι. Ο όρος πραγματειώδης αλλάζει νοηματικό περιεχόμενο στους Νεοπλατωνικούς
εξηγητές και λαμβάνει ένα πραγματολογικό πρόσημο (εστιάζουν στην ρίζα της λέξης πραγματειώδης από
την λέξη πράγμα), καθώς οι Νεοπλατωνικοί επιμένουν να τονίζουν συνεχώς τον συσχετισμό της εν λόγω
πλατωνικής πραγματείας με την ίδια την πραγματικότητα. Έτσι ο Πρόκλος εξηγεί την έκφραση
πραγματειώδη παιδιὰν παίζειν ως εξής: θεῖον γὰρ οὖν δὴ καὶ τοῦτο [τὸ πραγματειώδη παιδιὰν παίζειν], τὰς
ἐμφανεῖς καὶ πολυμερίστους ἐνεργείας παιδιὰς καλεῖν· παίγνιον γὰρ θεῶν καὶ ἀνθρώπων καὶ τῶν ἄλλων
ἑκάστων ὁπόσα κατὰ τὰς ἔξω προϊούσας αὐτῶν ἐνεργείας ὑφέστηκε· παιδιὰ μὲν οὖν διὰ ταῦτα πᾶς ὁ ἑξῆς
λόγος πρὸς τὴν ἤρεμον αὐτοῦ καὶ ἡνωμένην τοῦ ὄντος νόησιν, πραγματειώδης δὲ ὅμως, ὅτι τῆς τῶν ὄντων

58
Βλ. Εἰς Παρμ. V 989.1-27, I 652.29-656.13 (βλ. και 135d2-6). Κατά τον Πρόκλο, η διαλεκτική αποκαλείται γυμνασία
γιατί η λογική ανάπτυξη είναι γυμνάσιον προς την νοερή ζωή: όπως η καρτερία προς την ανδρεία, η εγκράτεια
προς την σωφροσύνη, έτσι και όλη η λογική θεωρία και η επιστημονική διερεύνηση (διέξοδος) της διάνοιας είναι
γυμνάσιον προς την νοερή γνώση και την ἁπλουστάτην νόησιν τῆς ψυχῆς (V 993.37-994.12). Βλ. επίσης 1015.33-
1016.3: ασκούμαστε διαλεκτικώς σε όλη μας την ζωή και περιπλανώμεθα στα νοητά για να φθάσουμε στην θέα
της αλήθειας, ἐπιστημονικῆς αλλά και νοητῆς (η εν λόγω εξήγηση του Πρόκλου αφορά το χωρίο 136c4-5: εἰ
μέλλεις τελέως γυμνασάμενος κυρίως διόψεσθαι τἀληθές).
59
Βλ. Είς Παρμ. V 993.8-23. Κατά τον Πρόκλο, ο Πλάτων αντλεί την λογική μέθοδο από τον Ζήνωνα ενώ την
πραγματειώδη και θεολογική διερεύνηση από τον Παρμενίδη, τελειοποιώντας και τους δυο: τελειοποιεί τόσο τον
Ζήνωνα, καθώς διερευνά αμφότερες τις υποθέσεις ἓν εἰ ἔστιν – ἓν εἰ μή ἐστι (ο Ζήνων περιορίζεται μόνο στην
καταφατική “αν τα πολλά είναι”, βλ. Παρμ. 127e1), όσο και τον προσωκρατικό Παρμενίδη, καθώς η θεωρία μας
ανυψώνει πλέον μέχρι το ἕν, την ἀληθεστέραν τῶν ὄντων ἑνάδα (και όχι το παρμενίδειο ἓν ὄν, το οποίο κατά τον
Πρόκλο είναι η κορυφή των νοητών και όχι η πρώτιστη αρχή των πάντων) [997.16-28].
26
ἅπτεται θεωρίας καὶ ἀνελίττει τὸ ἁπλοῦν τῆς ἔνδον νοήσεως, καὶ οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ νοήσεων οἷον ἐξάπλωσις
καὶ τῆς ἀμεροῦς γνώσεως σπαραγμός60. Βέβαια, ο Πρόκλος θα αντικρούσει τις θέσεις άλλων εξηγητών, οι
οποίοι εναποθέτουν και περιορίζουν τον πραγματειώδη σκοπό στην διερεύνηση περί του όντος (του
παρμενίδειου ἑνὸς ὄντος) ή περί των όντων που λαμβάνουν υπόσταση (ὑποστάντων) από το ἓν
ὄν· απεναντίας η διερεύνηση της πραγματείας περιλαμβάνει και διαχέεται στα πάντα, στο μέτρο που όλη η
πραγματικότητα και όλα εν γένει είναι έκγονα του ἑνός, εξαρτώνται και θεώνονται από αυτό, στο μέτρο
δηλαδή που το ἕν είναι αίτιο των πάντων61.

γ) Το πρόκλειο σύστημα των εννέα υποθέσεων του Παρμενίδη

Οι εννέα υποθέσεις κατά την διαίρεση του Πρόκλου62 είναι η εξής:


- Ἓν εἰ ἔστιν: εξετάζουμε 5 υποθέσεις περί της ποικίλης πραγματικότητας-ύπαρξης (καθ’ ὕπαρξιν) του ενός
(οι αρχές της πραγματικότητας):
1) πῶς ἔχει τὸ ἓν τὸ κρεῖττον τοῦ ὄντος πρός τε ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα : αν το ἕν είναι, έπονται αποφατικά
συμπεράσματα για το ἕν (το ἕν ως επέκεινα της ουσίας και των νοητών)63,
2) <πῶς ἔχει> τὸ τῷ ὄντι συνόν <πρός τε ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα> : αν το ἕν είναι, έπονται καταφατικά
συμπεράσματα για το ἕν (οι θείοι διάκοσμοι, σύστοιχοι του όντος, και τα καταφατικά χαρακτηριστικά τους),

60
Βλ. Εἰς Παρμ. V 1036.4-14. Βλ. επίσης V 1018.21-24, VI 1051.33-1052.14, Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 23.83.3-13, Ι 10, 40.20-
23 και Ι 12, 56.3-10, όπου επαναλαμβάνεται η ίδια θέση. Μάλιστα, σε αρκετά σημεία της εξήγησης της πρώτης
υπόθεσης ο Πρόκλος εκκινεί από την λογική διερεύνηση για να καταλήξει στην πραγματολογική· βλ. π.χ. Εἰς
Παρμ. VI, 1097.28-1104.15, όπου ο Νεοπλατωνικός διερευνά πώς το αποφατικό συμπέρασμα οὔτε ὅλον ἐστὶν
οὔτε μέρη ἔχει τὸ ἕν έπεται του οὐ πολλὰ τὸ ἕν (κι έτσι τα πολλὰ προηγούνται του ὅλου και των μερῶν) τόσο στο
επίπεδο της λογικής (1098.2-1100.10) όσο και στο επίπεδο της πραγματικότητας (1100.11-1102.4) [βλ. επίσης VI
1095.4-1097.20, IV 912.36-38].
61
Βλ. Εἰς Παρμ. Ι 635.26-636.27, 638.2-643.5.
62
Τον αριθμό 9 διατηρούν και οι υπόλοιποι Νεοπλατωνικοί, πλην του Αμελίου, ο οποίος διαιρεί σε 8 (βλ. VI 1052.32-
1053.33) και του Θεόδωρου, ο οποίος διαιρεί σε 10 υποθέσεις (1057.6-1058.21).
63
Κατά τον Πρόκλο, το ἕν δεν πρέπει να συγχέεται με τον δημιουργόν του Τιμαίου, καθώς δεν είναι θεός τις αλλά
ἁπλῶς θεός, αὐτοέν και αὐτόθεος, από τον οποίο θεώνονται όλοι οι θεοί (βλ. Εἰς Παρμ. Ι 642.20-643.5). Τα άλλα
ονόματα που έχει αποδώσει ο Πλάτων στην αρχή αυτή είναι το ὡς ἀληθῶς ἕν στον Σοφιστή, το ἀγαθὸν ως ἐπέκεινα
τῆς οὐσίας στην Πολιτεία και στον Φαίδωνα, ο πάντων βασιλεὺς στην Επιστολή Β΄. Επέκεινα του ἑνὸς δεν υπάρχει
καμία άλλη αρχή, ενώ το ἕν είναι υπεράνω κάθε διαφοράς και κάθε ποιότητας, οι οποίες τουναντίον μπορούν να
αποδοθούν στους θεούς (VI 1096.16-1097.20). Μάλιστα, λόγω της απολύτως αγνώστου υπεροχής του ἑνός και
της απόλυτης υπερβατικότητάς του, ακόμα και τα παραπάνω ονόματα που του αποδίδουμε (π.χ. αὐτόθεος, αὐτοέν)
στην τελική είναι ανάρμοστα σε αυτό, καθώς υπερβαίνει επίσης κάθε όνομα (Παρμ. 142a3)· έτσι κατά τον Πρόκλο,
αν θα έπρεπε να του δώσουμε ένα όνομα κατάλληλο της φύσης του θα ήταν η πηγὴ θεότητος γιατί έτσι αποδίδεται
η αιτιώδης αρχή των πάντων (VI 1108.37-1109.18).
27
3) πῶς ἔχει τὸ ἓν τὸ καταδεέστερον τοῦ ὄντος πρός τε αὑτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα : αν το ἕν είναι, έπονται
καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα για το ἕν (οι ψυχές, πλην των θεϊκών που ανήκουν στην δεύτερη
υπόθεση, ως κατώτερες των νοητών),
4) πῶς τὰ ἄλλα μετασχόντα τοῦ ἑνὸς ἕξει πρός τε αὑτὰ καὶ πρὸς τὸ ἕν : αν το ἕν είναι, έπονται καταφατικά
συμπεράσματα για τα ἄλλα (τα ἄλλα ως μετέχοντα στο ἕν, δηλαδή τα ένυλα είδη),
5) πῶς τὰ ἄλλα μὴ μετασχόντα τοῦ ἑνὸς ἕξει πρός τε αὑτὰ καὶ πρὸς τὸ ἕν : αν το ἕν είναι, έπονται αποφατικά
συμπεράσματα για τα ἄλλα (τα άλλα ως μη μετέχοντα στο ἕν, δηλαδή η ύλη64),
- Ἓν εἰ μή ἐστιν: εξετάζουμε 4 υποθέσεις, που επιβεβαιώνουν το αδύνατο της υπόθεσης αυτής, όταν νοούμε-
σκεφτόμαστε (κατ’ ἐπίνοιαν) το μη ον, τόσο ως σχετικά μη ον όσο και ως απολύτως μη ον. Με άλλα λόγια,
όταν αναιρούμε την αιτία (το ἕν), συναναιρούνται και τα αιτιατά-γεννήματά της:
6) πῶς τὸ ἕν, εἰ μὴ ἔστιν οὕτως ὡς πῇ μὲν ὄν, πῇ δὲ μὴ ὄν, ἕξει πρός τε αὑτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα : αν το ἕν δεν
είναι, έπονται καταφατικά συμπεράσματα για το ἕν (το ἕν ως σχετικώς μη ον),
7) πῶς τὸ ἕν, εἰ μὴ ἔστιν οὕτως ὡς μηδαμῶς ὄν, ἕξει πρός τε αὑτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα : αν το ἕν δεν είναι,
έπονται αποφατικά συμπεράσματα για το ἕν (το ἕν ως απολύτως μη ον),
8) πῶς τὰ ἄλλα πρός <τε> αὑτὰ καὶ πρὸς τὸ ἓν μὴ ὂν ἕξει, συνταττόμενα τῷ πῇ μὲν ὄντι, πῇ δὲ οὐκ ὄντι <ἑνί> :
αν το ἕν δεν είναι, έπονται καταφατικά συμπεράσματα για τα ἄλλα (τα ἄλλα ως σχετικώς μη όντα),
9) πῶς τὰ ἄλλα πρός τε αὑτὰ καὶ <πρὸς> τὸ ἓν μὴ ὂν ἕξει, συνταττόμενα τῷ ἑνὶ μηδαμῶς ὄντι : αν το ἕν δεν
είναι, έπονται αποφατικά συμπεράσματα για τα ἄλλα (τα ἄλλα ως απολύτως μη όντα).65

Κατά τους Νεοπλατωνικούς εξηγητές Θεόδωρο, Πλούταρχο, Συριανό και Πρόκλο 66 , οι υποθέσεις 1-5
συνάγουν και θέτουν ἀληθῆ, ξεχωριστές φύσεις και αρχές της πραγματικότητας, ενώ οι υποθέσεις 6-9

64
Κατά τον Πρόκλο, στην άμορφη ύλη, ως αμέτοχη στις “ειδητικές ενάδες” (δηλαδή στις ιδέες) και ως “υποστάθμη”
των όντων, πρέπει να αποδοθεί το έσχατο επίπεδο της πραγματικότητας, το μη ον (βλ. Εἰς Παρμ. VI 1064.7-9 και
Εἰς Ἀλκιβ. 34.7, 181.17, ενώ παράλληλα το ίδιο δόγμα περί της ἀνειδέου ύλης ως “υποστάθμης” και “έσχατου
αίσχους” διατηρεί και ο Δαμασκιος, βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 65.11-67.23). Το αξιοσημείωτο είναι ότι και ο ίδιος ο
Παχυμέρης κάνει αναφορά στην Νεοπλατωνική αυτή θεωρία στην Παράφραση των έργων του Διονυσίου: τὸ μὴ
ὂν οἱ παλαιοὶ μὴ μόνον ἀνείδεον ὕλην ἐκάλεσαν, ἀλλὰ καὶ ἔσχατον αἶσχος. Λέγεται δὲ μὴ ὄν ἡ ὕλη οὐχ ὅτι παντελῶς
οὐδέν ἐστιν, ἀλλ’ ὅτι μή ἐστι τι τῶν ὄντων (…) ἀνείδεος καὶ ἀσχημάτιστος (…) ἔσχατόν τι καὶ ὑποστάθμη τῶν ὄντων
(P.G. 3, 781 A 1-10) [για την επισήμανση αυτή βλ. Segonds (édit.), Proclus. Commentaire sur le Premier
Alcibiade de Platon, t.I, CUF, Paris 1985, σ. CXVII].
65
Βλ. Εἰς Παρμ. V 1034.36-1035.22, VI, 1039.19-1040.23, 1054.28-37, 1063.20-1064.12, καθώς και Πλατ. Θεολ. Ι
10, p. 41.7-23. Για τις 9 υποθέσεις του Πρόκλου, παραπέμπουμε επίσης στον Πίνακα Ι της εργασίας, σελ. 38-39.
66
Πρώτος ο Θεόδωρος αντιστοίχισε τις τελευταίες υποθέσεις με τις πρώτες, με εσφαλμένη όμως αντιστοίχιση και με
εσφαλμένο αριθμό υποθέσεων (1057.6-1058.21). Τον ακολουθεί ο Πλούταρχος κάνοντας την σωστή αντιστοίχιση
(2η-6η, 3η-7η, 4η-8η, 5η-9η, 1060.9-27) διαρθρώσας τὰ παρὰ τοῖς πρεσβυτέροις συγκεχυμένως ἀναγεγραμμένα
(1061.17-19). Κατά τον Πρόκλο, οι τέσσερις τελευταίες φαίνονται να διώχνουν τα όντα (6η), τα γινόμενα
28
αναιρούν τα ψευδή και παράδοξα που γεννά η υπόθεση “ἓν εἰ μή ἐστιν” και ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τις
αντίστοιχες πέντε πρώτες· γι’αυτό, οι 6-9 δεν θα πρέπει να αντιστοιχηθούν προς κάποιες αρχές67, αλλά
ολοκληρώνουν την διαλεκτική, καθώς, με τα άτοπα και αδύνατα που συνάγουν, δείχνουν ότι πρέπει να
εγκαταλείψουμε την υπόθεση του “μη είναι” του ενός και να δεχθούμε την υπόθεση ότι το ἕν ἐστι. Το
ἀπελέγχειν συνιστά ένα είδος ελέγχου που οδηγεί στο να θέσουμε εκποδών την αντίθετη υπόθεση “ἓν εἰ μή
ἐστιν”, εξετασθέντων των ατόπων που προκαλεί· συγκαταλέγεται στο ἐπιχειρεῖν εἰς ἑκάτερον μέρος
(disputare in utramque partem), είδος δικανικής επιχειρηματολογίας που ελέγχει και απελέγχει, για να είναι
πλήρης η δικανική κρίση και η πραγμάτευση ενός προβλήματος. Συνεπώς, η παραδοξότητα της υπόθεσης
“ἓν εἰ μή ἐστιν” οδηγεί στο παράλογο των συμπερασμάτων της68. Έτσι σκοπός του Παρμενίδη είναι να
δείξει πώς από το “είναι” του ενός γεννιούνται όλα τα όντα, και πώς, αν το ένα δεν είναι, όλα εξαλείφονται
και “δεν είναι” με κανέναν τρόπο69. Από το ένα διοχετεύεται και εκπηγάζει η υπόσταση όλων των όντων70,
τα οποία γεννιούνται και αποκτούν ουσία, πραγματώνονται, διασώζονται και αληθεύουν στο πεδίο του
υπαρκτού. Η μέθοδος του Παρμενίδη, η θεμελίωση των αληθών και η αναίρεση των ψευδών, συνεπικουρεί
το σκοπό του να δείξει ποιο είναι και τι λογής το υποκείμενο της υπόθεσης, δηλαδή για ποιο πράγμα μιλάμε
κάθε φορά και αν έχει ψευδή ή αληθή φύση. Συγκεκριμένα, ο Πλάτων εξετάζει σε δεύτερο επίπεδο και την
υπόθεση “ἓν εἰ μή ἐστιν”, με σκοπό να καταδειχθεί εναργέστερα (και σε επίπεδο λογικής) ότι το ἕν αποτελεί
το μοναδικό και αναγκαίο αίτιο όλων των πραγμάτων (δηλαδή ότι δεν διεκδικεί κάποιο άλλο πράγμα τα
πρωτεία της αρχής, ούτως ώστε να ήταν δύο οι πρώτιστες αρχές και όχι μία). Πράγματι, αν μέναμε για

(αισθητά, 8η) και το οὐδὲν ὄν (7η, 9η) αποδεικνύοντας στο τέλος του διαλόγου το ἕν ως αἴτιον ὑποστατικὸν καὶ
σωστικὸν τῶν ὄντων ἁπάντων (Πλατ. Θεολ. Ι 12, 58.11-22).
67
Την ερμηνεία αυτή θα αντικρούσει αργότερα ο Δαμάσκιος, ο οποίος επιμένει σε μια πραγματολογική ερμηνεία και
των υποθέσεων 6 και 8, εκτός βέβαια από την έβδομη και ένατη, οι οποίες όντως συνάγουν άτοπα. Για παράδειγμα,
κατά τον ύστατο Νεοπλατωνικό, από την μία στην έκτη υπόθεση τίθεται το σύνθετον ἕν από είδος και ύλη
[ψευδόμενον-φαινόμενον ἕν, σύνθετο από τα ειδητικά και υλικά άλλα (τέταρτη-πέμπτη υπόθεση αντίστοιχα),
πλήρωμα των τεσσάρων στοιχείων], ενώ η όγδοη συνάγει τα σύνθετα και φαινόμενα άλλα (τα άτομα, τα έμβια
όντα, τα άψυχα και φυτά με τις μεταξύ τους διαφορές). Από την άλλη, η έβδομη και η ένατη συνάγουν η μία το
ἕν ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄν και η άλλη τα άλλα ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντα· δηλαδή παντελώς άτοπα. [Βλ. Δαμάσκιο,
Εἰς Παρμ. t.IV, p. 81.7-19, 83.12-84.5, 122.6-123.8]
68
Για παράδειγμα, η έκτη υπόθεση συνάγει το παράδοξο να έχουμε μόνο αισθητά και όχι νοητά, ακριβώς επειδή το
ἕν (εν προκειμένω το ἓν ὄν της δεύτερης υπόθεσης, το νοητό) “δεν είναι”· στην όγδοη υπόθεση θα είχαμε το
εντελώς παράδοξο να είχαμε τις σκιές των αισθητών χωρίς τα νοητά, και τέλος στην ένατη ούτε καν τις σκιές των
αισθητών (το απόλυτο τίποτα δηλαδή) [βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1058.22-1060.27 (εξήγηση του Πλουτάρχου, την οποία
ακολουθεί ο Πρόκλος)].
69
Βλ. V 1034.31-35: πανταχοῦ δὲ ὡς εἰς τὸ ἓν βλέπων ἢ τὸ ἀμέθεκτον ἢ τὸ μεθεκτὸν, ἵνα δείξῃ πάντα διὰ τὸ ἓν ὄντα καὶ
χωρὶς τοῦ ἑνὸς ἐξαφανίζοντα καὶ τὸ εἶναι ἑαυτῶν· καὶ γὰρ τὸ εἶναι ὂν διὰ τὸ ἓν ἔστιν. Βλ. επίσης 1056.1-1057.5.
70
Βλ. V 1009.2-9, όπου τέλος-σκοπό όλης της διερεύνησης των υποθέσεων και των συλλογισμών καθώς και όλου του
διαλόγου αποτελεί η αναγκαία διαπίστωση ότι το ἕν είναι ὑποστατικὸν πάντων τῶν ὄντων καὶ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν
ἑνάδων (βλ. επίσης Ι, 683.7-9).
29
παράδειγμα μόνο στην υπόθεση “αν το x είναι, το y είναι”, δεν θα ξέραμε αν το x είναι το μοναδικό αίτιο
του y, ή αν υπάρχει κι άλλο αίτιο, π.χ. το ω. Έτσι, και με την εξέταση της αντίθετης υπόθεσης και των
ατόπων που συνεπάγεται, βεβαιώνεται αρκούντως το αποκλειστικό της αρχής του ἑνός71.

δ) Το πρόκλειο δόγμα περί των ἑνάδων (ως αρχών) και η πρόοδος της δεύτερης υπόθεσης

Ο Πρόκλος, υιοθετώντας βεβαίως την εξήγηση του Συριανού, διακρίνει το ἕν της πρώτης υπόθεσης από τα
ἕν των υπολοίπων, καλώντας τα δεύτερα ἑνάδες, οι οποίες αποτελούν τις αρχές της πραγματικότητας
(ενωνόμενες στο ἕν, στην πρώτιστη αρχή των πάντων): το μεν ἕν ενοποιεί τα πάντα, η δε ἑνάς 72 , ως
μετεχόμενο ἕν, αποτελεί το ἑνικώτατον σε κάθε τάξη πραγμάτων. Οι ενάδες επίσης διακρίνονται από τις
μονάδες : από την μία οι μονάδες (οι πλατωνικές ιδέες) είναι συνεκτικές του πλήθους, δηλαδή ανάγουν το
πλήθος στην ενότητα, από την άλλη οι ενάδες είναι αρχές και οι κορυφές των μονάδων που ανάγουν την
ενότητα στο ἕν, συνενώνουν προς το ἕν, θεώνονται από αυτό αλλά ταυτόχρονα είναι και αχώριστες από
αυτό (με άλλα λόγια αποτελούν διαφορετικές μορφές του και βρίσκονται στην κορυφή κάθε τάξης της
πραγματικότητας)73.

Επιπλέον, οι ενάδες έχουν “αμιγή καθαρότητα”, καθώς η ἰδιότης εκάστης ενάδας (δηλαδή η οικεία φύση
της) είναι τελειότερη από την ετερότητα των ιδεών· η “ιδιότητα” αυτή φυλάσσει και περιέχει “ασυγχύτως”

71
Βλ. V 998.8-999.9. Ο Πρόκλος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της ψυχής (ως αὐτοκινησίας) ως αρχής της κίνησης,
όπως μας διδάσκει ο Πλάτων στον Φαίδρο και στους Νόμους: Eἰ γὰρ ὑποθέμενος εἶναι ψυχὴν δείξαιμι συμβαῖνον
τὸ εἶναι κίνησιν, ἔπειτα εἰπὼν· «ἀλλὰ δὴ μὴ ἔστω ψυχή», δείξαιμι κίνησιν μηκέτι συμβαίνουσαν, τῷ εἶναι τὴν ψυχὴν
ἔσται κίνησις· ἔσται οὖν <ἡ ψυχὴ> ἀρχὴ καὶ αἰτία κινήσεως· εἰ δὲ καὶ μὴ οὔσης ψυχῆς συμβαίνει κίνησις, δῆλον ὡς
οὐκ ἀπὸ ψυχῆς ἡ κίνησις. Οὕτω καὶ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ τὴν αὐτοκινησίαν ἀρχὴν εἶναι τοῖς ἄλλοις κινήσεως
ἀποδεικνὺς ἔλαβε μὴ ὂν τὸ αὐτοκίνητον καὶ ἔφατο πάντα μὲν οὐρανόν, πᾶσαν δὲ γένεσιν συμπεσόντα στήσεσθαι.
Καὶ ἐν Νόμοις, πάντων ἑστώτων κινήσας τὸ αὐτοκίνητον, ἐπεισήγαγε τοῖς ἑστῶσι κίνησιν· οὐκοῦν εἰ μὲν εἴη τὸ
αὐτοκίνητον, ἔστι {κινητὸν ἔστι} κίνησις· εἰ δὲ μὴ εἴη, οὐκ ἔστιν· μόνον ἄρα τὸ αὐτοκίνητον αἴτιον κινήσεως. (V
998.18-33).
72
Ο όρος αυτός συναντάται πρώτη φορά στον πλατωνικό Φίληβο, όπου ο Σωκράτης αποδίδει στις ιδέες του ανθρώπου,
του βοδιού, του όμορφου και του καλού τον όρο “ενάδες” που παρακάτω αντικαθίσταται από τον όρο “μονάδες”
[κάνοντας έτσι την ταύτιση “ιδέες = ενάδες = μονάδες” (βλ. Φίληβο, 15 a 4-6, 15 b 1-2)]. Για την ιστορική
ανάλυση του όρου ενάς, βλ. Theol. Plat. t. III, Introduction, σ. XI-XIV.
73
Βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1043.5-28. Επίσης, κατά τον Πρόκλο το ἕν γεννά και εμπεριέχει το πλήθος των μονάδων-ενάδων
(εδώ ταυτίζονται οι όροι περισσότερο με το νόημα των ενάδων), ενώ κάθε μονάδα-ενάδα γεννά τα πλήθη (νοητό,
νοερό, υπερκόσμιο κ.ά.). Μάλιστα, καθένα από αυτά τα πλήθη έχει διπλή ενάδα, την υπερβατική του πλήθους
και την συντεταγμένη με το πλήθος, εκ των οποίων η πρώτη (ως πρὸ τῶν πολλῶν ἕν) αναφέρεται στο ἓν ὄν για το
οποίο μιλά ο Παρμενίδης, η δε δεύτερη (ως τὸ ἐν τοῖς πολλοῖς ἕν, δηλαδή ως μεθεκτή από τα πολλά ενάδα)
αναφέρεται στην θέση του Ζήνωνα ότι το ἕν δεν είναι πολλά (βλ. Εἰς Παρμ. Ι, 706.21-707.10, 710.11-711.33).
30
τα θεία και τις οικείες της διακεκριμένες δυνάμεις (διαφοροποιούνται μεταξύ τους οι δυνάμεις αυτές των
θεών), μιας και κάθε ενάδα εμπεριέχει ένα εξαρτημένο πλήθος, η μεν το νοητό, η δε το νοητό και νοερό, η
δε το νοερό, η δε το υπερκόσμιο, η δε το εγκόσμιο (η πρόοδος των ενάδων στα πλήθη των θεών)74. Η
ἀσύγχυτος ἕνωσις των ενάδων και των ιδιοτήτων εκάστης αποδίδεται στο δόγμα “πᾶσαι ἐν πάσαις αἱ ἑνάδες
καὶ ἑκάστη χωρίς”.75

Συγκεκριμένα, οι ενάδες έχουν μεταξύ τους κοινωνία (ἕνωσις) και διάκριση (ἰδιότης) [το ἓν βέβαια είναι
υπεράνω αμφοτέρων], οι οποίες αντιδιαστέλλονται αμφότερες από την ταὐτότητα και την ἑτερότητα (2
μέγιστα γένη κατά Σοφιστή) των ουσιών (δηλαδή των ιδεών-μονάδων). Έτσι ο Παρμενίδης για να
φανερώσει την πρόοδον των ενάδων άνωθεν από την ἐξῃρημένην ἑνάδα (το ἕν) παραλαμβάνει το ἕν στις
υποθέσεις του, διατηρώντας μεν ίδιο το ἡγούμενον (την υπόθεση) εξαλλάσσοντας δε με περισσότερους
τρόπους το ἑπόμενον (την απόδοση), για να δείξει αφενός την ένωση των θείων ενάδων μέσω της
ταυτότητας του ἡγουμένου76, αφετέρου την διάκριση αυτών και την ιδιότητα εκάστης θείας τάξης μέσω της
εξαλλαγής του ἑπομένου, δηλαδή μέσω των διαφόρων κατηγορημάτων (π.χ. στην δεύτερη υπόθεση το ὅλον
παραπέμπει στην 2η τάξη νοητών-νοερών θεών, το σχῆμα στην 3η τάξη νοητων-νοερών κ.ο.κ.) και των

74
Οι θείες ενάδες, οι οποίες βρίσκονται μεταξύ του υπέρτατου ἑνός και των νοητών, είναι αὐτοτελεῖς, σε αντίθεση με
τις ενάδες ως ἐλλάμψεις ἀπ’ἐκείνων (ἀτελεῖς) [βλ. Στοιχείωσις θεολογικὴ, §§ 64, 114 (οι μεν αὐτοτελεῖς ὑποστάσεις,
στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι αυτοτελείς ενάδες, υπάρχουν καθαυτές, δεν έχουν ανάγκη από τα κατώτερά
τους, οι δε ἑλλάμψεις ανήκουν στα μετέχοντά τους)]. Κάθε θεία ενάδα, ὑπερούσιος καὶ ὑπέρζωος και ὑπέρνους (§
115), είναι μεθεκτή (§ 116), ως ἓν μετεχόμενον, δηλαδή μετέχεται από κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό της, από
νοητούς, νοερούς θεούς και εν γένει κάθε θεία τάξη· βέβαια το πρώτιστο ἕν παραμένει αμέθεκτο. Οι ενάδες, ως
ὑπερούσιες ὑπάρξεις (μετεχόμενες ενάδες, στις οποίες μετέχει ο νους), δίνουν ύπαρξη στα κατώτερα πράγματα
(αιτιώδης δράση των ενάδων), ενώ η ἀμέθεκτος ἑνάς, το ἕν ως πρώτιστη αρχή των πάντων, είναι ὑπερούσιος πρὸς
τὰς ὑπάρξεις (βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 24, p.84.4-9, Ι 12, p. 55.11-57.7). Ο Πρόκλος μάλιστα προσδίδει στις ενάδες
αυτές τα ονόματα από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς (fr. 76.2) “ἄνθη καὶ ἀκρότητες” (Εἰς Παρμ. VI 1049.32-34).
Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί εδώ ότι ο Παχυμέρης σημειώνει στα περιθώρια του προαναφερθέντος χωρίου
(στο αυτόγραφο χειρόγραφό του Parisinus gr. 1810, f. 177v) “ση. τοῦ μεγάλου Διονυσίου”, θεωρώντας μάλλον ότι
ο Πρόκλος παραλαμβάνει τα ονόματα αυτά από τον Χριστιανό θεολόγο (βλ. Περὶ θείων ὀνομάτων ΙΙ 7, 132.2-3:
βλαστοὶ θεόφυτοι καὶ οἷον ἄνθη καὶ ὑπερούσια φῶτα), πράγμα το οποίο όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα
[βλ. Luna-Segonds (édit.), Proclus. Commentaire sur le Parménide de Platon, Introduction Générale, t. I (1re
partie), Belles Lettres, Paris 2007, σ. CLXVI-CLXVII (παρατίθενται και άλλες δύο παρόμοιες σημειώσεις σε
αντίστοιχα χωρία του Πρόκλου), ενώ για το πώς ο Παχυμέρης θεωρεί τον Πρόκλο “σφετεριστή” των δοξασιών
του Διονυσίου, βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ (της εργασίας), κεφ. 2, σ. 11].
75
Βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1048.21-1049.17. Το δόγμα της άσυγχύτου ἑνώσεως των ενάδων δεν αποτελεί αντίφαση
(contradictio in adjecto), μιας και εφαρμόζεται στα θεία (η “λογική” του δόγματος αυτού εξηγείται παρακάτω).
76
Κατά τον Πρόκλο, οποιαδήποτε ενάδα κι αν λάβουμε υπ’ όψιν, την λαμβάνουμε ως ίδια με τις άλλες, διότι όλες
είναι ἐν ἀλλήλαις και ριζώνουν στο ἓν· όπως τα δέντρα ενιδρύουν τις κορυφές τους σε μια κοινή ρίζα στην γη,
έτσι και τα θεία μέσω των κορυφών τους ριζώνουν στο ἕν, και έτσι καθένα από αυτά είναι ενάδα και ἕν λόγω της
ἀσυγχύτου ἑνώσεως με το ἕν (1050.9-16).
31
καταφατικών ή αποφατικών κατηγορήσεών τους. Μέσω του συνημμένου, δηλαδή της σύναψης ἡγουμένου
– ἑπομένου77 σε έναν υποθετικό λόγο, ο Παρμενίδης δείχνει μαζί την κοινωνία των θείων και την αμιγή
καθαρότητα εκάστων [μια τέλεια διάκριση και μια τέλεια κοινωνία-ένωση μόνο στους θεούς δεν μπορεί να
αποτελεί “contradictio in adjecto”]. Συνεπώς, μέσω των πολλών συνημμένων και των πολλών υποθέσεων
φανερώνονται και συγκροτούνται οι διαφορετικές ιδιότητες των ενάδων, καθώς χάρη στην κοινωνία
(ἕνωσις) και στην διάκρισή τους (ἰδιότης) αντιστοιχίζουμε τις χωριστές υποθέσεις προς τις ενάδες.78

Επομένως, ο Πρόκλος “πολλαπλασιάζει” το ἕν κάθε υπόθεσης σε διαφορετικά είδη ενάδων. Συγκεκριμένα,


στην δεύτερη υπόθεση συνδέει κάθε ενάδα με καθένα από τα επιμέρους καταφατικά κατηγορήματα, δηλαδή
με κάθε τάξη των θεών (νοητή, νοητή-νοερή, νοερή κ.ά.). Έτσι έρχεται σε αντίθεση με τους παλαιούς
Πλωτινικούς εξηγητές, οι οποίοι “συγκεχυμένως” εφάρμοζαν την δεύτερη υπόθεση μόνο στα νοητά
(Αμέλιος, Πορφύριος) ή μόνο στα νοερά (Ιάμβλιχος) χωρίς μια σαφή διάκριση των διαφόρων τάξεων (την
οποία θα επιχειρήσει ο Συριανός), καθώς αυτοί αποδέχονται την θεωρία του Πλωτίνου ότι η φύση του νοῦ
είναι μοναδική, απλή και αδιαίρετη79.

Κατά τους Νεοπλατωνικούς (από τον Πλούταρχο και ύστερα) η δεύτερη υπόθεση, η πιο εκτενής του
διαλόγου, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην κατανόηση όχι μόνο του Παρμενίδη, αλλά και σύνολης της
πλατωνικής φιλοσοφίας και θεολογίας : η διάκριση των διάφορων κατηγορημάτων στα συμπεράσματα της
υπόθεσης αυτής παραδίδει όλο το φιλοσοφικό πάνθεον, το σύνολο των θείων διακόσμων 80 . Κατά τον
Πρόκλο, τα συμπεράσματα της δεύτερης υπόθεσης και οι διαιρέσεις τους πραγματεύονται τις προόδους του
ἑνὸς ὄντος81, δηλαδή την γένεση και πρόοδο των θεών από την ανώτατη πρώτη βαθμίδα, την άκρα ένωση
των νοητών με το ἕν, δηλαδή από το ἓν ὄν που μετέχει της ουσίας (Παρμενίδης, 142 b 6-7), έως και την

77
Οι όροι ἡγούμενον – ἑπόμενον – συνημμένον ανήκουν στην Στωική λογική.
78
Βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1049.27-1050.30. H ένωση των ενάδων (όλες είναι ἕν) γίνεται μέσω της μονῆς τους στο ἕν (τῷ
μένειν ἐν ἑνί), ενώ η διάκρισή τους γίνεται μέσω της προόδου (παραγωγής – προέλευσης) εκάστης από το ἕν
(1051.5-12).
79
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 10, p. 42.2-21. Για την περαιτέρω ανάλυση του πρόκλειου δόγματος των ενάδων βλ. επίσης Πλατ.
Θεολ. ΙΙΙ 1-7, Στοιχ. Θεολ. §§ 113-165.
80
Παραπέμπουμε στο κομβικό χωρίο του Πρόκλου για τον (ύστερο) Νεοπλατωνισμό, Πλατ. Θεολ. Ι 12. p. 55. 23-56.3:
καὶ τὰς ἐκ τῶν λοιπῶν διαλόγων ἀφορμὰς τῆς περὶ τῶν ὄντως ὄντων ἢ τῶν ἑνάδων τῶν ἐν αὐτοῖς ἀληθείας εἰς
τήνδε τὴν ὑπόθεσιν ἀνενεκτέον. Τὰς γὰρ ὅλας προόδους τῶν θεῶν καὶ τὰς παντελεῖς αὐτῶν διακοσμήσεις ἐνταῦθα
κατὰ τὴν θεολογικὴν ἐπιστήμην ἐκφαινομένας θεωρήσομεν. Συνάγουμε τις ιδιότητες των θείων ενάδων από τα
εναντία ζεύγη στα συμπεράσματα της δεύτερης υπόθεσης, γνωρίζουμε τα αίτια [ενάδες αὐτοτελεῖς (όρος του
Συριανού: βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1062.30-36)] μέσω των αιτιατών τους (14 διαφορετικές θείες τάξεις).
81
Το ἓν ὄν δεν είναι ἕν αλλά ἕνωσις (ως πλήθος), δηλαδή πεπονθὸς τὸ ἕν, είναι ἕν ως ιδιότητα-πάθος (Πλατ. Θεολ. Ι
11, p. 47.6-8).
32
τελευταία, την ἐκθεουμένην οὐσίαν, που έχει προέλθει από τις θείες ενάδες, των οποίων μεταλαμβάνει και
γι’αυτό μετέχει στο χρόνο (152 a2-3). Η πρόοδος αρχίζει από το ἓν ὄν στην πρώτη βαθμίδα, που είναι
επέκεινα του χρόνου και συγγενέστερο προς το ἕν (αφού αμέσως έπεται αυτού), προχωρεί περνώντας όλα
τα γένη που έπονται αυτού, τα μέρη του όντως όντος, ενώ καταλήγει στο “τοῦ χρόνου μεριστῶς μετέχον”
που απαρτίζει την τελευταία βαθμίδα και προσεγγίζει την ψυχή, η οποία βρίσκεται στην αμέσως επόμενη
υπόθεση 82 . Κατά τον Πρόκλο, είναι αδύνατο να αποδώσουμε όλα τα κατηγόρηματα στον νοῦν, σε
περίπτωση που δεχόμασταν ότι όλη η υπόθεση αφορά την μία και μοναδική φύση του. Αντιθέτως, αφού ο
νοῦς δεν είναι ένας σε αριθμό και ἄτομος, αλλά περιέχει ολόκληρη την πρόοδο του ἑνὸς ὄντος, δεν πρέπει
να εφαρμόζουμε κάθε συμπέρασμα σε όλο το νοητό ή σε όλο το νοερό πλάτος, αλλά, μιας και μιλάμε για
πλήθος θείων διακόσμων, να διακρίνουμε και να αναπέμπουμε το κάθε συμπέρασμα στην κάθε θεία τάξη
στην οποία αρμόζει περισσότερο με βάση τις ιδιότητές της, από την ακρότατη έως την έσχατη, κάνοντας
έτσι την σωστή αντιστοίχιση συμπερασμάτων-τάξεων83. Ο Πρόκλος τονίζει αυτή την ανάγκη της δεύτερης
υπόθεσης να φέρνει στο φως τις “θεϊκές διακοσμήσεις” και να τις κατατάσσει από τα απλούστατα και
“ενικότατα” σε ολόκληρο το πλήθος των θείων, όπου η ιεραρχία αυτή υποβάλλεται από τις θείες ενάδες και
διαιρείται κατά τις άρρητες και άφραστες ιδιότητές τους84. Επομένως, η διαίρεση των συμπερασμάτων της
δεύτερης υπόθεσης καθίσταται η μεθοδολογική αφετηρία για την διαίρεση και ενοποίηση κάθε τάξης της
πραγματικότητας εἰς ἓν θεωρίαν85.

Να σημειωθεί επίσης ότι κατά την ερμηνευτική αρχή του Συριανού (που ακολουθεί ο Πρόκλος), υπάρχουν
τόσες αρνήσεις στην πρώτη υπόθεση όσες καταφάσεις στην δεύτερη, πράγμα που δείχνει ότι η πρώτιστη
αιτία υπερβαίνει όλους τους θείους κόσμους (αποφάσκονται όλα σε αυτήν), ενώ ο καθένας από τους
τελευταίους προέρχεται από εκείνη με καθορισμένες ιδιότητες. Έτσι στην δεύτερη υπόθεση οι ιδιότητες
αυτές θα καταφαθούν στις θείες τάξεις ως οικεία γνωρίσματά τους, μέσω των διαφόρων κατηγορημάτων –
“φιλοσοφικών ονομάτων” (π.χ, ολότητα, πλήθος, απειρία, πέρας κ.ά.), τα οποία ο Πλάτων αποδίδει στις
τάξεις αυτές σκοπεύοντας με αυτόν τον τρόπο να τις φανερώσει φιλοσοφικά. Συνεπώς, ακολουθείται ένα
“πρωθύστερο σχήμα” ερμηνείας : ήδη στην πρώτη υπόθεση αποκαλύπτονται έμμεσα οι θείοι διάκοσμοι της

82
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 11 p. 49.2-6, 50.2-5,10-12.
83
Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 11, p. 51.20-52.19, 49.2-11, Εἰς Παρμ. VI 1085.13-1086.9. Ο Πρόκλος επίσης προκρίνει την
σωστή σειρά της διαιρετικής μεθόδου και απαρίθμησης των συμπερασμάτων ως τεταγμένης διαδικασίας, έχοντας
ήδη εξετάσει ως ενδεχόμενο και την αντίστροφη σειρά: πρώτιστο να είναι το κατά χρόνον κινούμενο και έσχατο
το ἓν ὄν· απορρίπτει μια τέτοια ἄτακτη σειρά, αφού το μετέχον στον χρόνο αναγκαστικά μετέχει στο ἓν ὄν και το
ἓν ὄν δε μετέχει αναγκαστικά στο χρόνο, αλλά είναι επέκεινα του χρόνου (Ι 10, 48.23-49.3).
84
Βλ. Ι 12, p. 55.11-18. Για την “πρόοδο” της δεύτερης υπόθεσης, βλ. επίσης Ι 12, 57.8-12, ΙΙΙ 23, p. 81.22-82.4,
82.23-83.13, Εἰς Παρμ. VII, 1218.30-33, 1239.16-21,27-34 (Cousin).
85
Βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 23, p. 82.23-83.18.
33
δεύτερης, με σκοπό να εξαρθεί και να τονιστεί η ύψιστη υπερβατικότητα και το αμέθεκτο του ἑνός από τα
πάντα, δηλαδή απ’ όλα όσα θα ακολουθήσουν. Ο Πρόκλος μάλιστα, όταν διερευνά όλη την πορεία των
αποφατικών κατηγορημάτων του ἑνός της πρώτης υπόθεσης στο υπόμνημά του, εξηγεί σε ποιες τάξεις και
σε ποιες ιδιότητες αυτών των τάξεων αντιστοιχεί το κάθε κατηγόρημα (π.χ. όλον-μέρη: 2η τριάδα νοητών-
νοερών θεών, σχήμα: 3η τριάδα νοητών-νοερών, ἐν ἑαυτῷ-ἐν ἄλλῳ: 1η τριάδα νοερών κ.ά.)86 και σε ποια
πλαίσια αποφάσκονται όλες αυτές στο ἕν, καταλήγοντας στην απολύτως υπερβατική αιτιώδη δράση του
ἑνός σε σχέση με όλες τις θείες τάξεις.87

ε) “Θεωρία”, μυσταγωγία και θεία “έκσταση” ως θεολογικές αξίες του Παρμενίδη

Οι Νεοπλατωνικοί αποδίδουν τεράστια φιλοσοφική και θεολογική αξία στα πλατωνικά έργα χάρη στην
“θεοφορία” και την θεία έμπνευση που τους προσφέρει η πλατωνική θεωρία, η αληθής φιλοσοφία που έχει
θεϊκή καταγωγή, μια θεολογία ιδρυμένη στην αλήθεια88. Έτσι οι ίδιοι μελετούν τον Πλάτωνα για να θεαθούν

86
Στην πρώτη υπόθεση, όπως και στην δεύτερη, ακολουθείται επίσης μία εύτακτη σειρά στην πορεία των
συμπερασμάτων: κατά κανόνα οι αποδείξεις των διαφόρων κατηγορημάτων μεταξύ τους ακολουθεί την πρόοδον
των θείων τάξεων (σχέση αιτίου-αιτιατού) της δεύτερης υπόθεσης, έτσι ώστε το καθένα να συνάγεται από το
αμέσως προηγούμενό του. Ωστόσο, δεν ακολουθείται πάντα αυτή η ευθύγραμμη πορεία, αλλά μερικές φορές ένα
κατηγόρημα συνάγεται από ένα προηγούμενο αλλά απομακρυσμένο από αυτό. Π.χ. το οὐχ ὅλον ἢ μέρη ἔχον
συνάγεται από το αμέσως προηγούμενό του οὐ πολλά, το ἀρχὴν καὶ μέσον καὶ τελευτὴν οὐκ ἔχον από το όλο και
μέρη, το οὔτε εὐθὺ οὔτε στρογγύλον από τα “αρχή-μέση-τέλος”, όμως το οὔτε ἐν ἑαυτῷ οὔτε ἐν ἄλλῳ συνάγεται
από το μήτε ὅλον μήτε μέρη ἔχον, καθώς και το οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται πολλαχόθεν από τα μὴ εἶναι ἔν τινι, μὴ
ἔχειν μέσον, μὴ ἔχειν μέρη· στις δυο τελευταίες περιπτώσεις, τα αίτια δεν είναι γεννητικά, αλλά τελεσιουργά ή
φρουρητικά ή προνοητικά κατά τις οικείες τάξεις στις οποίες ανήκουν [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1194.10-1195.12, καθώς
και 1202.35-1203.5 (Cousin) – βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.II p.94.23-95.2, t.III, p. 28.18-29.15, όπου ο
Νεοπλατωνικός εξηγεί γιατί στην δεύτερη υπόθεση τα καταφατικά κατηγορήματα ἐν ἄλλῳ – ἐν ἑαυτῷ, που
αποδίδονται στον πρώτιστο νοερό πατέρα, συνάγονται όχι από τα αμέσως προηγούμενα των “τελεσιουργών θεών”
(ἔσχατα ἔχον – ἀρχή, μέσον, τελευτή – σχῆμα, 145a4-b5), αφού αυτοί δεν είναι “ουσιοποιοί” ούτε γεννούν κάποιον
άλλο “ανομοιοειδή” από αυτούς θεϊκό διάκοσμο].
87
Βλ. Εἰς Παρμ. VI 1061.32-1062.17, 1085.13-1086.9, VII 1142.10-22 (Cousin), Πλατ. Θεολ. II 12, p. 66.1-17, ΙΙΙ 23,
82.17-22. Σε όλο το κεφάλαιο ΙΙ 12 της Πλατωνικής Θεολογίας ο Πρόκλος διερευνά όλες τις αρνήσεις της πρώτης
υπόθεσης σε σχέση με τις θείες τάξεις της δεύτερης. Παρακάτω, στο Υπόμνημα του Παχυμέρη, επισημαίνουμε
σε υποσημειώσεις αυτές τις ιδιότητες κάθε θείας τάξης, στην οποία αντιστοιχεί κάθε ζεύγος καταφατικών
κατηγορημάτων, με σκοπό να τονίσουμε την διαφορετική και εν μέρει αυτόνομη ερμηνευτική πορεία (ως αμιγώς
λογική και εν μέρει οντολογική) του παχυμέρειου υπομνήματος (θεωρουμένου ασαφώς και εσφαλμένως ως
συνέχεια του πρόκλειου) από την αντίστοιχη θεολογική και πραγματολογική εξήγηση του Πρόκλου.
88
Στο ιδρυτικό προοίμιο της Πλατωνικής Θεολογίας (Ι 1.6.16-7.8) ο Πρόκλος εκδηλώνει την βακχική μανία που
καταλαμβάνει όσους μετέχουν στην πλατωνική φιλοσοφία, στον “θείο χορό” που αποκαλύπτει τις θείες αρχές της
μυστικής αλήθειας· πρώτος από αυτούς ο δάσκαλός του Συριανός: τούτους δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας
ἐξηγητὰς (…) παρ’ὧν τὸ γνησιότατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως
34
την αλήθεια που κατοικεί στους θεούς, και ως μύστες την αποκαλύπτουν στους μαθητές τους 89. Μάλιστα,
παρομοιάζουν την θεωρία, την θέαση των θείων αληθειών, με την βακχική μανία, την οργιαστική μέθη όταν
ο φιλόσοφος φτάνει να γνωρίσει τα θεϊκά πράγματα και όταν κατέχεται από το θείο. Ο Παρμενίδης
συγκαταλέγεται στους διαλόγους που αποκαλύπτει τα ιερά μονοπάτια προς την απόκρυφη μυσταγωγία και
ξυπνάει από τον λήθαργο της άγνοιας αυτούς που δεν έχουν δει τις θείες αλήθειες (ἀτεχνῶς καθεύδοντας)90.
Ο Πρόκλος τονίζει το γεγονός ότι μέσω της πρώτης πρώτης λέξης της πρώτης υπόθεσης “Εἶεν” (137c4) ο
Πλάτων μας καλεί να δεχθούμε την παρμενίδεια διερεύνηση των υποθέσεων ως “εγερτική” και ανυψωτική
των ψυχών μας από την νωθρότητα: Τοῦτο γὰρ τὸ “εἶεν” ἐγερτικόν ἐστι τῆς ψυχῆς καὶ ἀναγωγόν οὐκ ἐῶν ἡμᾶς
οἷον καθεύδειν πρὸς τὴν ῥηθησομένην θεωρίαν οὐδὲ νωθρότητος ὄντας ἀνάπλεως αὐτῇ πελάζειν, μονονουχὶ
τὸ παρὰ τῶν θεῶν ῥηθὲν λέγον ὡς ἄρα “ἔκλυσίς ἐστι θεοῦ νωθρὸς βροτὸς ἐς τάδε νεύων”. Επομένως, πρέπει
να προσεγγίζουμε τις “αποφατικές νοήσεις” του ἑνός μέσω ενός αποφατικού τρόπου ζωής, δηλαδή μέσω της
έκστασης από τα οικεία μας ήθη, της αφαίρεσης της ποικιλίας της αισθητής ζωής, της ἁπλώσεως προς το

ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους
κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε,
καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀλήθειας συγχορευτὰς ἀπέφηνε. Αυτή η μυστική αλήθεια είναι που
αποκαλύπτει και ο Παρμενίδης προκαλώντας μια μορφή διονυσιακής έκστασης. Στο προοίμιο του υπομνήματος
στον Παρμενίδη (Εἰς Παρμ. Ι, 617.1-618.20), ο Πρόκλος κάνει δέηση στους θεούς για μετάληψη στην θεία
μυσταγωγία του Πλάτωνα: Εὔχομαι τοῖς θεοῖς πᾶσι καὶ πάσαις ποδηγῆσαί μου τὸν νοῦν εἰς τὴν προκειμένην
θεωρίαν, (…) πάντα δὲ ἁπλῶς τὰ θεία γένη παρασκευὴν ἐνθεῖναί μοι τελέαν εἰς τὴν μετουσίαν τῆς ἐποπτικωτάτης
τοῦ Πλάτωνος καὶ μυστικωτάτης θεωρίας, ἣν ἐκφαίνει μὲν ἡμῖν αὐτὸς ἐν τῷ Παρμενίδῃ μετὰ τῆς προσηκούσης τοῖς
πράγμασι βαθύτητος (617.1-2, 617.22-618.3).
89
Κατά τον Πρόκλο, η πλατωνική θεολογία, όπως φανερώνεται μέσα από την πραγματολογική ανάγνωση του
Παρμενίδη, είναι μια επιστήμη που απευθύνεται σε λίγους, σε όσους δηλαδή συμφωνούν με την θεολογική
ανάγνωση (τοὺς τῶν ὄντων φιλοθεάμονας) και όχι στους πολλούς και αφιλοσόφητους που δέχονται τον διάλογο
ως μια αμιγώς διαλεκτική άσκηση (βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 10, p. 40.20-41.6).
90
Βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 23, p. 83.13-18. Στο χωρίο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος ἐνθεασμοῖς (θείες εμπνεύσεις), που μας
παραπέμπει στο Ι 4 Πλατ. Θεολ., όπου ο Πρόκλος παραθέτει τους τέσσερις τρόπους με τους οποίους ο Πλάτων
διατυπώνει την διδασκαλία περί των θείων: τους δι’ἐνδείξεως και τους ἀπαρακαταλύπτως, εκ των οποίων οι
πρώτοι διακρίνονται στους συμβολικούς (Ορφικοί και οι πλατωνικοί διάλογοι Γοργίας, Συμπόσιον, Πρωταγόρας)
και στους δι’ εἰκόνων (Πυθαγόρειοι και οι πλατωνικοί Τίμαιος και Πολιτικός), ενώ οι δεύτεροι στους ἐνθεαστικούς
[Χαλδαϊκοί Χρησμοί (όπως μιλούν οι θεουργοί για τους θεούς και τους αποκαλύπτουν) και ο πλατωνικός Φαίδρος]
και στους κατ’ἐπιστήμην (η πλατωνική φιλοσοφία ως πλήρης και ακριβής διδασκαλία περί των θείων τάξεων και
των προόδων τους, στα πλαίσια της οποίας κατεξοχήν επιστημονικός τρόπος πραγμάτευσης είναι ο διάλογος
Παρμενίδης) [Βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 4, p. 17.9-20.25]. Στον ενθεαστικό τρόπο περιλαμβάνεται ο Φαίδρος, όπου ο
“νυμφόληπτος” Σωκράτης καταλαμβάνεται από αυτή την μανία που τον οδηγεί στην κατοχή από το θείο (Ι 4, p.
17.25-18.12). Ωστόσο, ο Παρμενίδης δεν είναι ενθεαστικός διάλογος από μόνος του, αλλά, κατά τον Πρόκλο,
εμείς πρέπει να βρισκόμαστε σε ενθεαστική κατάσταση για να τον ερμηνεύσουμε σωστά. Εξάλλου,
συγκαταλέγεται με τον Σοφιστή στους διαλεκτικούς διαλόγους και στον κατ’ ἐπιστήμην τρόπο θεολογικής
διδασκαλίας: Ἐν δέ γε τῷ Σοφιστῇ περί τε τοῦ ὄντος καὶ τῆς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τῶν ὄντων χωριστῆς ὑποστάσεως
διαλεκτικῶς ἀγωνιζόμενος (…) Ὁμοίως δὲ αὖ κἀν τῷ Παρμενίδῃ τὰς τοῦ ὄντος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς προόδους καὶ τὴν τοῦ
ἑνὸς ὑπεροχὴν διὰ τῶν πρώτων ὑποθέσεων ἐκφαίνει διαλεκτικῶς… (Ι 4, p. 18.13-24).
35
θείο και της υποδοχής της ενθεαστικής δύναμης που μας προσφέρει η νοερή θέαση και βίωση των
υπερβατικών θείων αληθειών (η θεωρία): Δεῖ γάρ, εἰ μέλλομεν ταῖς ἀποφατικαῖς ταύταις νοήσεσι προσχωρῆσαι
τοῦ ἑνός, αὐτοὺς ἐξαναστῆναι τῶν οἰκείων ἠθῶν, ἀφελεῖν τὴν ποικιλίαν τῆς ζωῆς καὶ ἀποδύσασθαι τὰς πολλὰς
φροντίδας, μόνην αὐτὴν καθ’ αὑτὴν ποιήσασθαι τὴν ψυχήν, οὕτω πρὸς τὸ θεῖον αὐτὴν ἀναπλῶσαι καὶ πρὸς τὴν
ὑποδοχὴν τῆς ἐνθεαστικῆς δυνάμεως, ἵνα αὐτοὶ πρότερον ἀποφατικῶς τοῦ ἐν ἡμῖν πλήθους ζήσαντες οὕτως ἐπὶ
τὴν ἀπλήθυντον τοῦ ἑνὸς ἔννοιαν ἀναδράμωμεν.91

91
Βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1094.21-1095.3. Βλ. επίσης Εἰς Παρμ. VI, 1071.10-1072.17, όπου ο Πρόκλος μας υποδεικνύει
πώς πρέπει να διαβάσουμε τον πλατωνικό διάλογο αλλά και εν γένει πώς να δεχτούμε τον πλατωνικό λόγο περί
του ἑνὸς και των αρνήσεών του. Ο πλατωνικός λόγος είναι ταυτόχρονα λογικός, νοερός και ενθεαστικός, με τον
οποίο συλλαμβάνουμε την αποδεικτική δύναμη του Παρμενίδη και μπορούμε έτσι να ακολουθήσουμε τις
ενοράσεις των νοητών (ταῖς ἐπιβολαῖς ταῖς τῶν ὄντως ὄντων) και να ανυψωθούμε μέχρι την άρρητη “συναίσθηση”
του ἑνὸς. Η μεν αποδεικτική δύναμη χρειάζεται για την εξέταση των συλλογισμών και των προκειμένων τους, η
δε νοερὰ ἐνέργεια για τις διερευνήσεις του ὄντος (αφού αποφάσκονται οι τάξεις του όντος στο ἕν), η δε ἐνθεαστική
ὁρμὴ για την “συναίσθηση” του ἑνός [για να μην παρασυρθούμε μέσω των αρνήσεων να συλλάβουμε το ἓν
σύμφωνα με την κενή έννοια (την ἀχάνειαν) του μη όντος ορμώμενοι από μια “αόριστη φαντασία”], ενώ η μία
είναι απαραίτητη για την επίτευξη της άλλης. Ολόκληρο το έργο αυτό επιτυγχάνεται επειδή εμείς (οι άνθρωποι)
έχουμε μέσα στις ψυχές μας τις “εικόνες” των πρωτίστων αιτίων και μετέχουμε στην αμέθεκτη και θεία ψυχή
(ὅλη ψυχὴ), στις νοερές τάξεις και στην θεία ενάδα· αυτές τις δυνάμεις, οι οποίες προέρχονται από τις ανώτερες
τάξεις αλλά είναι μέσα μας “κατ’ εικόνα”, πρέπει να διεγείρουμε για να φτάσουμε στο σημείο της αφαίρεσης
ακόμα και των νοερών ενεργειών του ὄντος και εν τέλει στο απόλυτο σημείο της ενθεαστικής σύναψης της ψυχής
μας με το άρρητο ἕν.
36
Πίνακας Ι: Οι εννέα υποθέσεις του Παρμενίδη και η αντιστοίχισή τους στα μεταφυσικά συστήματα
των Νεοπλατωνικών φιλοσόφων: Πλωτίνου, Αμελίου, Πορφυρίου, Ιάμβλιχου, Θεοδώρου,
Πλουτάρχου, Συριανού-Πρόκλου και Δαμάσκιου

Αμέλιος Πορφύριος Ιάμβλιχος


Παρμενίδης Πλωτίνος 92
(8 υποθέσεις) (9 υποθέσεις) (9 υποθέσεις)

Ἓν εἰ ἔστιν
1η υπόθεση Το πρώτο ἕν
Ἓν – θεός, θεοί, θείες ενάδες,
(137c4-142a8) (μόνο ἕν, Το Ἓν Ο πρώτιστος θεός
νοητοί θεοί
αποφατικά συμπεράσματα οὐ πολλά: 137c4)
για το εν

2η υπόθεση
(142b1-155e3) Νους
Το νοητό πλάτος Το νοερό πλάτος
καταφατικά συμπεράσματα για (ἓν πολλά: 144e5-6)
το εν

3η υπόθεση Νους και νοερή υπόσταση


Κρείττονα γένη:
(155e4-157b5) Ψυχή
Κάθε ψυχή
καταφατικά και αποφατικά (ἓν καὶ πολλά: 155e5)
άγγελοι, δαίμονες, ήρωες
συμπεράσματα για το εν

4η υπόθεση
(157b6-159b1)
Λογικές ψυχές Κεκοσμημένον σώμα Λογικές ψυχές
καταφατικά συμπεράσματα για
τα άλλα

5η υπόθεση
(159b2-160b4)
Άλογες ψυχές Ἀκόσμητον σώμα Δεύτερες ψυχές
αποφατικά συμπεράσματα για τα
άλλα

Ἓν εἰ μή ἐστιν
6η υπόθεση
Υλη με την καταλληλότητα Ένυλα είδη και όλοι οι
(160b5-163b6) Κεκοσμημένη ύλη
να μεταλάβει τα είδη σπερματικοί λόγοι
καταφατικά και αποφατικά
συμπεράσματα για το εν

7η υπόθεση
Ύλη κεκοσμημένη και που
(163b7-164b4)
έχει δεχθεί τα είδη κατ’ Ἀκόσμητος ύλη Ύλη
αποφατικά συμπεράσματα για το
ενέργειαν
εν

92
Ο Πλωτίνος δεν έχει γράψει υπόμνημα στον Παρμενίδη, αλλά στο έργο του Εννεάδες έχει αποδώσει μόνο τις τρεις
πρώτες υποθέσεις του Παρμενίδη στις τρεις πρώτες υποστάσεις, στο ἕν, στον νοῦν και στην ψυχή: Ὁ δὲ παρὰ
Πλάτωνι Παρμενίδης ἀκριβέσετερον λέγων διαιρεῖ ἀπ’ ἀλλήλων τὸ πρῶτον ἓν, ὃ κυριώτερον ἓν, καὶ δεύτερον “ἓν
πολλὰ” λέγων, καὶ τρίτον “ἓν καὶ πολλὰ”. Καὶ σύμφωνος οὕτως καὶ αὐτός ἐστι ταῖς φύσεσι ταῖς τρισίν. (Εννεάδες,
Ε΄ 1, 8.23-27). Βέβαια, μετά την ψυχή ο Πλωτίνος θέτει ως αρχές τα “σωματικά είδη” και τα “σώματα”, χωρίς
όμως να τα κατατάσσει σε υποθέσεις του Παρμενίδη: Ἔστιν οὖν ψυχὴ ἓν καὶ πολλὰ οὕτως· τὰ δὲ ἐν τοῖς σώμασι
εἴδη πολλὰ καὶ ἕν· τὰ δὲ σώματα πολλὰ μόνον· τὸ δὲ ὑπέρτατον ἓν μόνον (Δ΄ 2, 2.52-55).
37
8η υπόθεση
Ύλη στερημένη των ειδών Ένυλα είδη όπως υπάρχουν
(164b5-165e1)
και της καταλληλότητας να στην ύλη Το ουράνιο σώμα
καταφατικά συμπεράσματα για
τα μεταλάβει (ἐν τῷ ὑποκειμένῳ)
τα άλλα

9η υπόθεση (165e2-166c5)
Ένυλα είδη καθεαυτά, χωρίς Το γεννητό και υποσελήνιο
αποφατικά συμπεράσματα για τα Το ένυλο είδος
την ύλη (κατ’ἐπίνοιαν) σώμα
άλλα

Παρμενίδης Θεόδωρος Πλούταρχος Συριανός-Πρόκλος93 Δαμάσκιος94

Ἓν εἰ ἔστιν
Ἓν :
1η υπόθεση Το ἀπόρρητον,
ο πρώτιστος θεός
(137c4-142a8) Ἓν Θεός το ούδὲν τὸ κρεῖττον τοῦ ἑνός
(επέκεινα όλων των θείων
αποφατικά συμπεράσματα
τάξεων)
για το εν

2η υπόθεση
Το πλήθος των νοητών και
(142b1-155e3) Το ἓν πάντα
Νους και νοητά Νους θεϊκών τάξεων
καταφατικά συμπεράσματα (το πλήθος των νοητών και θεϊκών τάξεων
(οι πρόοδοι των θεών)
για το εν

3η υπόθεση Οι ατομικές και μεριστές


(155e4-157b5) Διανοητά (μη θεϊκές) ψυχές Το ψυχικὸν ἕν,
καταφατικά και αποφατικά [τα αντικείμενα της Ψυχή (ὁμοιουμένων μὲν θεοῖς, (η ψυχή που κατέρχεται στον κόσμο της γένεσης
συμπεράσματα για το εν ψυχής] οὐσίαν δὲ ἐκθεουμένην οὐ και ανέρχεται από αυτόν)
κληρωσαμένων)

4η υπόθεση το ἐλλαμπόμενον ἕν, όχι ως αληθές-


(157b6-159b1) παραδειγματικόν ἕν (ἕν 1ης, 2ης, 3ης), αλλά ως
Σωματικά είδη Ένυλο είδος Ένυλα είδη
καταφατικά συμπεράσματα μεθεκτό, φαινόμενο, ένυλο οὐχ ἕν, που συνάγει τα
για τα άλλα ένυλα είδη (τα άλλα στα συμπεράσματα)

5η υπόθεση
Ύλη το ἐξ ὑποθέσεως ἐλλαμπόμενον ἕν που συνάγει
(159b2-160b4)
Υποδοχή των σωμάτων Ύλη (αμέτοχη στις ειδητικές την έσχατη ἀνείδεον ύλη ως έσχατο ίχνος του
αποφατικά συμπεράσματα
ενάδες) ενός (τα άλλα)
για τα άλλα

Ἓν εἰ μή ἐστιν
το σύνθετον ἕν από είδος και ύλη, το ψευδόμενον-
6η υπόθεση Αδύνατο:
Αδύνατο: ανατρέπεται Αδύνατο: αναιρούνται όλα φαινόμενον ἕν, σύνθετο από τα ειδητικά και υλικά
(160b5-163b6) αναιρούνται όλα τα
η αλήθεια του ενός τα νοητά άλλα (τέταρτη-πέμπτη υπόθεση αντίστοιχα),
καταφατικά και αποφατικά νοητά
πλήρωμα των τεσσάρων στοιχείων
συμπεράσματα για το εν

7η υπόθεση Αδύνατο: ανατρέπεται Αδύνατο: Αδύνατο:


Αδύνατο:
(163b7-164b4) η αλήθεια των νοητών αναιρούνται οι αναιρούνται όλα τα ψυχικά

93
Για τον Αμέλιο, βλ. Εἰς Παρμ. VI 1052.32-1053.33, για τον Πορφύριο 1053.34-1054.37, για τον Ιάμβλιχο 1054.38-
1057.5, για τον Θεόδωρο 1057.6-1058.21, για τον Πλούταρχο 1058.22-1061.19, για τον Συριανό 1061.20-
1064.17.
94
Για τις αρχές των υποθέσεων 1-2, βλ. Περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν Ι p. 9.1-9, II p. 10.13-11.25 (στο υπόμνημά του Εἰς
Παρμ. t.I-III αναλύονται διεξοδικά οι τάξεις της δεύτερης υπόθεσης), ενώ για τις υπόλοιπες υποθέσεις βλ. Εἰς
Παρμ. t.IV.
38
αποφατικά συμπεράσματα δυνάμεις της ψυχής το ἕν ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄν, ως οὐδὲν ἐπίταδε
για το εν (γνωστική, τῆς ὕλης
αισθητική,
φανταστική,
λογική)

Αδύνατο: τα
8η υπόθεση το σύνθετον-φαινόμενον ἕν (όπως και της έκτης)
Αδύνατο: ανατρέπεται αισθητά είναι μόνο Αδύνατο: τα αισθητά είναι
(164b5-165e1) που συνάγει όμως τα φαινόμενα άλλα, τα άτομα,
η αλήθεια των σκιές, όνειρα και μόνο σκιές, όνειρα και δεν
καταφατικά συμπεράσματα τα έμβια όντα, τα άψυχα και φυτά με τις μεταξύ
διανοητών δεν μετέχουν σε μετέχουν σε ουσία
για τα άλλα τους διαφορές
ουσία

9η υπόθεση Αδύνατο: αναιρούνται


(165e2-166c5) τα σωματικά είδη Αδύνατο: δεν Το απολύτως αδύνατο:
Αδύνατο: δεν υπάρχουν
αποφατικά συμπεράσματα υπάρχουν ούτε οι πλήρης αναίρεση των άλλων, τα άλλα ως
10η υπόθεση
ούτε οι σκιές
για τα άλλα
Αδύνατο: Αφανίζεται η σκιές μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντα, (το απόλυτο τίποτα)

υποδοχή των σωμάτων

39
Πίνακας ΙΙ: Οι τάξεις των θεών στην δεύτερη υπόθεση κατά τον Πρόκλο 95
Μολονότι έχει χαθεί το υπόμνημα του Πρόκλου σχετικά με την δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη, μπορούμε
να ανασυνθέσουμε την ερμηνεία του χάρη σε αποσπάσματα της Πλατωνικής Θεολογίας. Στο Ι 11. 53.4
ξεχωρίζει 14 συμπεράσματα (δὶς ἐπτὰ τὰ σύμπαντα) και αντιστοιχεί στις 14 καταφάσεις τα γνωρίσματα που
χαρακτηρίζουν τις τάξεις των θεών. Στα κεφάλαια ΙΙ 11, 12 αναλύει περαιτέρω την δεύτερη υπόθεση και
τις τάξεις.

Κατηγορήματα που καταφάσκονται Τάξη των θεών


Παρμενίδης Πλατωνική Θεολογία
(Θεῖοι διάκοσμοι)

142 b 5- c 7 Ἓν ὂν 1η τριάδα νοητών θεών ΙΙΙ 24

142 c 7- d 9 Ολότητα [νοητή] 2η τριάδα νοητών θεών ΙΙΙ 25

142 d 9-143 a 3 Άπειρο πλήθος 3η τριάδα νοητών θεών ΙΙΙ26

Πολλότητα 1η τριάδα ΙV 28-34


143 a 4-144 e 7
[αριθμός, πολλά] νοητών νοερών θεών

2η τριάδα
144 e 8-145 a 4 Όλο, μέρη IV 35-36
νοητών νοερών θεών

σχήμα 3η τριάδα
145 a 4- b 5 IV 37
νοητών νοερών θεών

145 b 6-e 6 Μέσα στον εαυτό του-μέσα στα άλλα 1η τριάδα νοερών θεών V37

145 e 7- 146 a 8 στάση-κίνηση 2η τριάδα νοερών θεών V 38

146 a 9-147 b 8 ίδιο-έτερο 7η θεότητα V39

147 c 1-148 d 4 όμοιο-ανόμοιο Υπερκόσμιοι θεοί VI 14

148 d 5- 149 d 7 Σε επαφή-όχι σε επαφή Υπερκόσμιοι εγκόσμιοι θεοί VI 24

Χαμένο
149 d 8- 151 e 2 ίσο-άνισο Εγκόσμιοι θεοί [Εἰς Παρμ. VII, 1201.25-1212.4
(Cousin)]

Χαμένο
[Εἰς Παρμ. VII,
151 e 3- 153 b 7 Μετέχει σε χρόνο Ὅλαι ψυχαί
1212.5-1233.19
(Cousin)]

Χαμένο
Ανώτερα γένη
153 b 8- 155 d 1 Μέρη του χρόνου [Εἰς Παρμ. VII,
(άγγελοι, δαίμονες, ήρωες)
1233.20-1239.21 (Cousin)]

95
Ο πίνακας αυτός αντλήθηκε από το Proclus, Théologie Platonicienne, Livre I, texte établi et traduit par Saffrey-
Westerink, Belles Lettres, Paris 1968, Introduction, σ. LXIX-LXX. Βλ. επίσης τον αντίστοιχο πίνακα των θείων
τάξεων κατά την πρώτη υπόθεση στην σ. LXVIII.
40
4. Η πρόκλεια διαίρεση των υποθέσεων σε 24 διαλεκτικοὺς τρόπους ως σημείο σύγκλισης με την
παχυμέρεια ερμηνεία

Ο Παχυμέρης πράγματι ακολουθεί την δομή των υποθέσεων που θεμελίωσε ο Πρόκλος:
1) δύο μορφές υπόθεσης: i) αν το εν96 είναι, ii) αν το εν δεν είναι,
2) καθεμία από αυτές μπορεί να συναγάγει τρεις μορφές συμπερασμάτων για το υποτεθέν εν (ως ον ή ως
μη ον): i) ή καταφατικά, ii) ή αποφατικά, iii) ή καταφατικά και αποφατικά μαζί (δηλαδή κατά κάποιον τρόπο
καταφατικά, κατ’ άλλον αποφατικά),
3) κάθε συμπέρασμα εφαρμόζεται σε τέσσερις σχέσεις: i) το εν σε σχέση με τον εαυτό του, ii) το εν σε
σχέση με τα άλλα, iii) τα άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους, iv) τα άλλα σε σχέση με το εν. [Όσον αφορά το
τρίτο σημείο η ερμηνεία του Παχυμέρη διαφοροποιείται σε σχέση με αυτή του Πρόκλου, (βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ,
κεφ. 5)].

Πιο αναλυτικά, κατά τον Πρόκλο, οι διαλεκτικοί τρόποι των υποθέσεων διαιρούνται ως εξής:
τί ἕπεται ἢ αὐτῷ πρὸς ἑαυτό
ἓν εἰ ἔστι → τί οὐχ ἕπεται → τί συμβαίνει ἢ αὐτῷ ἢ τοῖς ἄλλοις: ἢ αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα
τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται ἢ τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά
ἢ τοὶς ἄλλοις πρὸς αὐτό

τί ἕπεται ἢ αὐτῷ πρὸς ἑαυτό


εἰ ἓν μὴ ἔστι → τί οὐχ ἕπεται → τί συμβαίνει ἢ αὐτῷ ἢ τοῖς ἄλλοις: ἢ αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα
τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται ἢ τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά
ἢ τοὶς ἄλλοις πρὸς αὐτό
Σύνολο: 24 υποθέσεις → 4 εξάδες:
1η εξάδα: εἰ ἔστι, τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς <ἑ>αυτό·
εἰ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς <ἑ>αυτό·
εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται <αὐτῷ πρὸς ἑαυτό>·
πάλιν εἰ ἔστι, τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα·
εἰ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα·

96
Επιλέγουμε να διατηρήσουμε τον όρο «εν» (αν και είναι αρχαιοπρεπής) στην μετάφραση, καθώς ο αρχαίος όρος
«ἕν» είναι θεμελιώδης κατηγορία στην αρχαία φιλοσοφία (τόσο μεταφυσικά-θεολογικά, όσο και λογικά-
οντολογικά), καθώς δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως το φιλοσοφικό βάρος της με τον νεοελληνικό όρο «ένα», του
οποίου η σημασία περιορίζεται μόνο σε αυτήν της αριθμητικής μονάδας.
41
εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα.
2η εξάδα: εἰ ἔστι, τί ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
εἰ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
πάλιν εἰ ἔστι, τί ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό·
εἰ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό·
εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό.
3η εξάδα: εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό·
εἰ μὴ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό·
εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό·
πάλιν εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα·
εἰ μὴ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα·
εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα.
4η εξάδα: εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
εἰ μὴ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά·
πάλιν εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό·
εἰ μὴ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό·
εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό.

Οι 4 εξάδες εφαρμόζονται στις 9 εξεταζόμενες υποθέσεις ως εξής:


i) 1η-2η εξάδα (“εἰ ἔστι”) στις υποθέσεις 1-5 (η 1η στις υποθ. 1-3, η 2η στις 4-5),
ii) 3η-4η εξάδα (“εἰ μὴ ἔστι”) στις υποθέσεις 6-9 (η 3η στις υποθ. 6-7, η 4η στις 8-9).97 98

97
Bλ. Εἰς Παρμ. V, 1000.32-1003.2. Ο Παχυμέρης δέχεται και παραθέτει συνοπτικά την διαίρεση αυτή στο υπόμνημά
του [βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 47.31-33 και 48.12-17 (σημείο μετάβασης από την 5η στην 6η κατά Πρόκλο υπόθεση,
από την πρώτη δωδεκάδα των υποθέσεων ἓν εἰ ἔστιν στην δεύτερη δωδεκάδα των υποθέσεων ἓν εἰ μή ἐστιν)].
Πρβλ. επίσης Πρόκλο, Εἰς Παρμ. I, 623.6-21: Σκοπητέον <γάρ>, εἶναι μὲν αὐτοῦ τεθέντος, τί ἕπεται αὐτῷ τε πρὸς
ἑαυτὸ καὶ αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ τοῖς ἄλλοις πρὸς ἄλληλα καὶ τοῖς ἄλλοις πρὸς αὐτό· καὶ πάλιν, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ
πρὸς <ἑ>αυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ τοῖς ἄλλοις πρός τε <ἑ>αυτὰ καὶ πρὸς ἐκεῖνο· καὶ τρίτον, τί ἕπεταί τε καὶ οὐχ
ἕπεται καὶ αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ τοῖς ἄλλοις πρός τε ἄλληλα καὶ πρὸς αὐτό· καὶ οὕτω κατὰ δώδεκα
τρόπους ποιεῖσθαι τὴν ζήτησιν, κατὰ τοσούτους δὲ ἄλλους, μὴ εἶναι τεθέντος· ὥστε ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως δύο γίγνεσθαι
τὴν πρώτην, ἔπειτα καθ’ ἑκατέραν τρεῖς ἄλλας ἀναφύεσθαι ὑποθέσεις, ἔπειτα καθ’ ἑκάστην τῶν τριῶν τέτταρας, ὥστε
καθ’ ἑκατέραν δώδεκα γίγνεσθαι τὰς ὅλας ὑποθέσεις.
98
Κατά τον Πρόκλο, η διερεύνηση του συνόλου των 24 υποθέσεων-συλλογισμών καταλήγει στον σκοπό όλης της
μεθόδου, δηλαδή το να ανευρεθεί η φύση του εξεταζομένου πράγματος (εν προκειμένω του ἑνός) και πόσες και
42
Η ανάλυση του Πρόκλου εδράζεται στην ίδια μέθοδο του Παρμενίδη (135e8-136c5). Ο Παρμενίδης
παρουσιάζει στον Σωκράτη την μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να ασκηθεί στην διαλεκτική,
όταν επιχειρεί να συλλάβει με τον λόγο τις ιδέες: πρέπει να υποθέτουμε και τα δύο ζητήματα, και αν κάθε
ιδέα είναι και αν κάθε ιδέα δεν είναι, και να εξετάζουμε τα συμπεράσματα εκάστης υπόθεσης. Θέτει μάλιστα
το παράδειγμα της υπόθεσης του Ζήνωνα (127e2) “αν τα όντα [οι ιδέες] είναι πολλά”: σε αυτή την υπόθεση
εξετάζουμε τί συμβαίνει στα πολλά σε σχέση με τον εαυτό τους και σε σχέση με το εν [ως ἐναντίον
κατηγόρημα των πολλών] και στο εν σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα πολλά· λαμβάνοντας
πάλι την υπόθεση “αν τα όντα δεν είναι πολλά” εξετάζουμε τι συμβαίνει στο εν και στα πολλά σε σχέση με
τους εαυτούς τους και μεταξύ τους. Αυτός ο τρόπος εξέτασης, κατά τον Παρμενίδη, ισχύει και σε οτιδήποτε
άλλο (πράγμα ή ιδιότητα) υποθέσουμε ότι είναι ή δεν είναι: τί συμβαίνει σε αυτό σε σχέση με τον εαυτό
του και σε σχέση με τα άλλα, και στα άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους και σε σχέση με αυτό, είτε υποτεθεί
αυτό ως ον είτε ως μη ον. Μόλις ο Παρμενίδης αναλαμβάνει το ρόλο να ακολουθήσει την διαλεκτική αυτή
άσκηση, προαναγγέλλει την δική του υπόθεση, αυτή την φορά τοποθετώντας σε αυτήν ως υποκείμενο το

ποιες είναι οι ιδιότητες που παρέχει (ως αιτία) στον εαυτό του και στα άλλα πράγματα (Εἰς Παρμ. V, 1006.24-
26). Ο Πρόκλος εξηγεί αναλυτικά το μοντέλο αυτό εφαρμόζοντάς το στα εξής παραδείγματα:
- αν η ψυχή είναι + αν η ψυχή δεν είναι → τί έπεται σε αυτήν καθ’ αυτήν και προς τα σώματα και στα σώματα
καθ’ αυτά και προς την ψυχή (24 υποθέσεις σε 4 εξάδες). Συμπέρασμα: η ψυχή είναι αιτία της ζωής, της κίνησης,
εν γένει του εἶναι και του σώζεσθαι (1004.11-1006.26).
- αν τα πολλά είναι + αν τα πολλά δεν είναι → τί έπεται σε αυτά σε σχέση με τους εαυτούς τους και το ένα, και
στο ένα σε σχέση με τον εαυτό του και τα πολλά. Συμπέρασμα: το ἕν είναι ἑνοποιόν του πλήθους, καθώς και αίτιο
και κυρίαρχο αυτού (1008.17-37).
- αν το όμοιο είναι + αν το όμοιο δεν είναι → τί έπεται σε αυτό σε σχέση με τους εαυτό του και τα άλλα (τα
αισθητά), και στα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και το όμοιο. Επίσης: αν το ανόμοιο είναι + αν το ανόμοιο
δεν είναι → τί έπεται σε αυτό σε σχέση με τους εαυτό του και τα άλλα (τα αισθητά), και στα άλλα σε σχέση με
τους εαυτούς τους και το ανόμοιο. Συμπέρασμα: η ομοιότητα είναι αιτία κοινωνίας, “συμπαθείας” και ανάμιξης
των άλλων και η ανομοιότητα αιτία διάκρισης, λήψης του εἶδους (εἰδοποιΐα) και “ἀσυγχύτου καθαρότητος” των
δυνάμεων που είναι μέσα στα άλλα (1009.19-1010.25).
- αν η κίνηση είναι (ως αὐτοκίνησις) + αν η κίνηση δεν είναι → τί έπεται σε αυτή σε σχέση με τον εαυτό της και
τα άλλα, και στα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και την κίνηση. Επίσης: αν η στάση είναι (ως αὐτοστάσις)
+ αν η στάση δεν είναι → τί έπεται σε αυτή σε σχέση με τον εαυτό της και τα άλλα, και στα άλλα σε σχέση με
τους εαυτούς τους και την στάση. Συμπέρασμα: η αὐτοκίνησις χορηγεί ζωή, δραστήρια δύναμη και πολυειδῆ
ἐνέργειαν, ενώ η στάση χορηγεί “εδραιότητα”, μόνιμη κατάσταση και θεμελίωση του καθενός στους οικείους του
όρους (1010.29-1011.32).
- Ομοίως και περί γενέσεως-φθοράς → ίδιον της γενέσεως το να κινεί προς το “είναι” και της φθοράς να
απομακρύνει (ἀπάγει) από το “είναι” (1012.20-1013.20).
[Τα παραπάνω κατηγορήματα “πολλά-όμοιο-ανόμοιο-κίνηση-στάση-γένεση-φθορά” εξετάζονται στα πλαίσια
του πλατωνικού χωρίου 136a3-c5]
Η ίδια μέθοδος εφαρμόζεται και στην αθανασία της ψυχής (αν η ψυχή είναι/δεν είναι αθάνατη) και στην “πρόνοια”
(αν η πρόνοια είναι/δεν είναι) [βλ. 1014.6-1015.9, 1016.4-1017.31].
43
ἕν: πόθεν οὖν δὴ ἀρξόμεθα καὶ τί πρῶτον ὑποθησόμεθα; ἢ βούλεσθε, ἐπειδήπερ δοκεῖ πραγματειώδη παιδιὰν
παίζειν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε
μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; (137a7-b4).

Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι ο Πρόκλος διακρίνει τους 24 “διαλεκτικούς τρόπους”, με τους οποίους
ο Παρμενίδης ασκεί λογικά καθεμία από τις δύο υποθέσεις “ἓν εἰ ἔστιν” και “ἓν εἰ μή ἐστιν”99, από τις εννέα
υποθέσεις, με τις οποίες φανερώνονται οι τάξεις της πραγματικότητας (ο πραγματειώδης σκοπός του
διαλόγου), ενώ ταυτόχρονα ασκεί κριτική σε όσους συγχέουν τα δυο και δέχονται έτσι ότι ο αριθμός των
υποθέσεων είναι 24 100 . Μια τέτοιου είδους “συγκεχυμένη” κατά την ερμηνεία του Πρόκλου εξήγηση
φαίνεται ότι επιχειρεί ο Παχυμέρης, ο οποίος, ενώ σιωπά ως προς την πρόκλεια αριθμητική διαίρεση του
συνόλου των υποθέσεων σε εννέα (μιας και υποτίθεται ότι συνεχίζει το υπόμνημα του Πρόκλου), δέχεται
την παραπάνω διαλεκτική διαίρεση σε 24 υποθέσεις και επιχειρήματα (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 47.33, 48.12).
Από την άλλη, όπως έχουμε ήδη δει, ο Πρόκλος, ακολουθώντας τους προηγούμενους Νεοπλατωνικούς
Πορφύριο, Ιάμβλιχο, Πλούταρχο και Συριανό (εξαιρουμένων των Αμελίου και Θεοδώρου, οι οποίοι
διαιρούν σε οκτώ και δέκα υποθέσεις αντίστοιχα101), διακρίνει τις εξής εννέα υποθέσεις102: 137c4-142a8
(πρώτη), 142b1-155e3 (δεύτερη), 155e3-157b5 (τρίτη), 157b5-159b1 (τέταρτη), 159b1-160b4 (πέμπτη),
160b4-163b6 (έκτη), 163b6-164b4 (έβδομη), 164b4-165e1 (όγδοη), 165e1-166c5 (ένατη).

5. Σύστημα και δομή των υποθέσεων κατά τον Παχυμέρη – απόκλιση από την πρόκλεια ερμηνεία

Όπως είδαμε προηγουμένως, ο Παχυμέρης ασπάζεται την πρόκλεια διαίρεση των 24 “διαλεκτικών τρόπων”
(2 υποθέσεις x 3 μορφές συμπερασμάτων x 4 μορφές σχέσεων). Ωστόσο, ο Παχυμέρης δεν μιλάει πουθενά
στο Υπόμνημά του για εννιαμερή διαίρεση, δηλαδή δεν αναφέρεται σε σαφή αριθμό υποθέσεων. Εμείς
όμως θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ένα “συμβατικό” αριθμό υποθέσεων, όπως τις ερμηνεύει ο Παχυμέρης :

99
Ο Πρόκλος θα ονομάσει την διαίρεση αυτή “τὸ λογικόν” καθώς γίνεται δεκτή μόνο στα πλαίσια της διαλεκτικής
άσκησης, της λογικῆς γυμνασίας (Εἰς Παρμ. V, 1000.34)
100
Βλ. Εἰς Παρμ. Ι, 624.12-25: Κἄπειτα παραλαβὼν ὁ Παρμενίδης τὸν λόγον καὶ ζητήσας ἐπὶ ποίας ὑποθέσεως γυμνάσει
τὴν μέθοδον, “βούλεσθε”, ἔφη, “τὸ ἓν ὑποθώμεθα τὸ ἐμὸν εἴτε ἔστιν εἴτε μή, τίνα τε αὐτῷ ἕπεται καὶ τίνα οὐχ ἕπεται,
καὶ τίνα ἕπεται αὐτῷ τε πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ τοῖς ἄλλοις πρός τε ἄλληλα καὶ πρὸς αὐτό;” Τῶν δὲ
συγχωρησάντων, οὕτως ἐκεῖνος κατὰ τοὺς δώδεκα τρόπους ἑκατέραν γυμνάζει τῶν ὑποθέσεων· πρὸς οὓς καὶ
ἀπιδόντες τινὲς τέτταρας καὶ εἴκοσι περιγίγνεσθαι τὰς ὅλας ὑποθέσεις ᾠήθησαν· ἀλλὰ πρὸς μὲν τούτους, ὅταν περὶ
τῶν ὑποθέσεων λέγωμεν, διαγωνιούμεθα καὶ διακρινοῦμεν τούς τε τρόπους τοὺς διαλεκτικοὺς καὶ τὰς καλουμένας
ὑποθέσεις [Η υπογράμμιση του γράφοντος].
101
Βλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ., VI 1052.31-1064.12.
102
Την ίδια αριθμητική διαίρεση θα δεχτεί μετέπειτα και ο Δαμάσκιος.
44
μιας και χωρίζει τις δυο υποθέσεις “αν το εν είναι” και “αν το εν δεν είναι” τριμερώς την καθεμία με βάση
τα τριπλά συμπεράσματα “καταφατικά – αποφατικά – καταφατικά και αποφατικά μαζί” (δεχόμενος έτσι
ότι καθεμιά εφαρμόζεται τόσο στο ἕν όσο και στα ἄλλα), το σύνολο των υποθέσεων είναι 6 σε αριθμό (να
σημειωθεί όμως ότι ο αριθμός αυτός μόνο έμμεσα συνάγεται από την ανάγνωση του υπομνήματος και τον
δίνουμε καθαρά για λόγους ταξινόμησης και γενικότερης ερμηνείας της παχυμέρειας εξήγησης)103. Βέβαια
ο συμβατικός αυτός αριθμός δεν έχει καμία ιδιαίτερη αξία, καθώς δεν φανερώνει, σε αντίθεση με τους
Νεοπλατωνικούς, μια τυχόν εξαμερή διαίρεση της πραγματικότητας. Ίσως μάλιστα αυτός να είναι ο λόγος
για τον οποίο ο Παχυμέρης δεν ενδιαφέρεται να διαιρέσει το σύνολο των υποθέσεων σε σαφή αριθμό, καθώς
ο ίδιος διαβάζει τον διάλογο αμιγώς λογικά και έτσι περιορίζεται αποκλειστικά στην διερεύνηση και
ανάλυση των 24 “διαλεκτικών τρόπων” του Παρμενίδη. Πιο συγκεκριμένα, ο Παχυμέρης φαίνεται να
διακρίνει τις υποθέσεις ως εξής:

– Αν το εν είναι, εξετάζουμε εν συνόλω 12 συλλογιστικά σχήματα:


1) ποια συμπεράσματα δεν έπονται και για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα
και για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και με το εν
→ βλ. 137c4-142a8 (1η πρόκλεια) και Παχυμ. Εἰς Παρμ., 36.23-25
2) ποια συμπεράσματα έπονται και για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα
και για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και με το εν
→ βλ. 142b1-155e3 (2η πρόκλεια), Παχυμ. Εἰς Παρμ., 1.1-36.8 (ανάλυση), 36.21-23 (σύνοψη)
3) ποια συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται και για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα
και για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και με το εν
→ βλ. 155e3-160b4 (3η-5η πρόκλεια) και Παχυμ. Εἰς Παρμ., 36.25-47.33: η ανάλυση περνά από τα
καταφατικά-αποφατικά συμπεράσματα για το εν στα καταφατικά συμπεράσματα για τα άλλα (41.19) και
έπειτα στα αποφατικά συμπεράσματα για τα άλλα (45.29-34), τα οποία αμφότερα συναρμόζονται στο
σημείο 47.24-32.

– Αν το εν δεν είναι, εξετάζουμε επίσης 12 συλλογιστικά σχήματα:

103
Για τις τρεις υποθέσεις της μορφής “αν το εν είναι” και τις άλλες τρεις της μορφής “αν το εν δεν είναι” βλ. Παχυμ.
Εἰς Παρμ., 36.19-20: “Καλῶς εἶπε, τὸ τρίτον λέγωμεν· εἰ γὰρ ἔστι τόδε τι, τρισσῶς ἐπιχειροῦμεν, ὁμοίως καὶ εἰ
οὐκ ἔστι, τριχῶς ἐπιχειροῦμεν.” [βλ. επίσης 36.20-29 (υποθέσεις 1-3), 48.12-17, 61.30-62.3 (υποθέσεις 4-6)].
Μάλιστα, στο χωρίο 61.30-62.3 ο Παχυμέρης μιλά για την τρίτη υπόθεση του “αν το εν είναι” και την τρίτη
επίσης του “αν το εν δεν είναι” (στις οποίες αμφότερες συνάγονται μαζί καταφατικά-αποφατικά συμπεράσματα),
υπονοώντας μία εξαμερή διαίρεση. Την εξαμερή διαίρεση των υποθέσεων αποδίδει (αν και διαφορετικά απ’ ό,τι
εμείς εδώ) ο Mossman Roueché στον ανώνυμο υπομνηματιστή (δεν είχε ανακαλυφθεί τότε το αληθινό πρόσωπο
του εξηγητή): βλ. Roueché, 1971, σ. 553-556.
45
4) ποια συμπεράσματα έπονται για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα
→ βλ. 160b4-163b6 (6η πρόκλεια) και Παχυμ. Εἰς Παρμ., 48.1-55.16,
5) i) ποια συμπεράσματα δεν έπονται για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα και
ii) ποια συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται για το εν σε σχέση με τον εαυτό του και με τα άλλα
→ βλ. 163b6-164b4 (7η πρόκλεια), 160b4-164b4 (μαζί 6η-7η πρόκλεια): στο σημείο 56.15-16 η
εξήγηση περνά από τα καταφατικά συμπεράσματα για το εν στα αποφατικά, ενώ η συναρμογή αμφοτέρων,
μολονότι δεν διατυπώνεται ρητά στην εξήγηση, πρέπει να εννοηθεί χάριν της ίδιας της ταξινόμησης των
διαλεκτικών υποθέσεων από τον Παχυμέρη.
6) i) Ποια συμπεράσματα έπονται για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και σε σχέση με το εν,
ii) ποια συμπεράσματα δεν έπονται για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και σε σχέση με το εν,
iii) ποια συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και σε
σχέση με το εν.
→ βλ. 164b4-165e1 (8η πρόκλεια), 165e1-166c5 (9η πρόκλεια), 164b4-166c5 (μαζί 8η-9η πρόκλεια). Η
εξήγηση εκκινεί αρχικά από τα καταφατικά συμπεράσματα για τα άλλα (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 58.8-9) και
έπειτα περνά στα αποφατικά για τα άλλα (61.30-62.3), ενώ στο τέλος της εξήγησης ο Παχυμέρης μιλάει
πλέον ρητά για την τρίτη μορφή της υπόθεσης “αν το εν δεν είναι”, η οποία συνάγει αμφότερα τα
συμπεράσματα για τα άλλα και διαχωρίζεται πρώτα στα καταφατικά (164b4-165e1) και μετά στα αποφατικά
(165e1-166c5), για να γίνει ύστερα η απαραίτητη συναρμογή τους (βλ. 62.19-24).

Παρ’ όλα αυτά, η δομή αυτή που προτείνει ο Παχυμέρης περισσότερο περιπλέκει παρά διαιρεί με σαφή
τρόπο το σύνολο των παρμενίδειων υποθέσεων. Η καινοτομία του Παχυμέρη είναι ότι εφαρμόζει μαζί και
τις τέσσερις σχέσεις του ενός και των άλλων σε κάθε υπόθεση, τουλάχιστον στις 3 πρώτες της μορφής “αν
το εν είναι” 104 . Η ερμηνεία όμως αυτή δύσκολα βρίσκει ερείσματα στους ίδιους τους πλατωνικούς
συλλογισμούς, καθώς, όπως σωστά παρατηρεί ο Πρόκλος, κάθε υπόθεση συνάγει συμπεράσματα είτε
αποκλειστικά για το εν είτε αποκλειστικά για τα άλλα (στις σχέσεις εκάστου), και όχι και για τα δυο μαζί105.

104
Βλ. Παχυμ. Είς Παρμ. 36.19-29, όπου ο Παχυμέρης συνοψίζει την τετραμερή δομή εκάστης εκ των τριών
υποθέσεων της μορφής “αν το εν είναι”: «Καλῶς εἶπε, τὸ τρίτον λέγωμεν· εἰ γὰρ ἔστι τόδε τι, τρισσῶς
ἐπιχειροῦμεν, ὁμοίως καὶ εἰ οὐκ ἔστι, τριχῶς ἐπιχειροῦμεν· ταῦτα δὲ τετραχῶς. Τίνα ἕπονται, καὶ ταῦτα
τετραχῶς· ἢ γὰρ αὐτὸ πρὸς ἑαυτὸ ἢ αὐτὸ πρὸς τὰ ἀντικείμενα, καὶ αὖθις τὰ ἀντικείμενα πρὸς αὑτὰ καὶ τὰ
ἀντικείμενα πρὸς τὸ προκείμενον. Τίνα οὐχ ἕπεται, καὶ αὐτὰ τετραχῶς· τίνα τε πρὸς ἑαυτὰ καὶ τίνα πρὸς τὰ ἄλλα,
καὶ αὐτὰ πρὸς ἑαυτά, καὶ αὐτὰ πρὸς τὸ προκείμενον. Καὶ τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται, καὶ αὐτὰ τετραχῶς. Εἰπὼν
γοῦν πρώτως τίνα οὐχ ἕπεται καὶ αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ καὶ αὐτῷ πρὸς τὰ πολλὰ καὶ τοῖς πολλοῖς πρὸς τὸ ἕν, καὶ τοῖς
πολλοῖς πρὸς ἑαυτά, καὶ αὖθις τίνα ἕπεται, καὶ αὐτὰ τετραχῶς, ἤδη ἥκει καὶ περὶ τοῦ τρίτου λέγει, τίνα ἕπεταί τε
καὶ οὐχ ἕπεται.»
105
Συγκεκριμένα, σχετικά με τις σχέσεις ἓν πρὸς ἑαυτό – ἓν πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα – ἓν πρὸς τὰ ἄλλα στην πρώτη
υπόθεση, ο Πρόκλος δομεί το σύνολο των αποφατικών συμπερασμάτων σε μια τριμερή διαίρεση πρώτων–μέσων–
46
Με άλλα λόγια, το υποκείμενο των συμπερασμάτων είναι διαφορετικό σε κάθε υπόθεση, και εξαγγέλλεται
ρητά στην αρχή καθεμίας από τις εννέα (κατά Πρόκλο) υποθέσεις (βλ. αντίστοιχα 137c4-5, 142b3-5, 153e3-
4, 157b5-7, 159b1-5, 160b4-5, 163b6-c2, 164b4-5, 165e1-3). Εντούτοις, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια
σημεία της εξήγησης που βασίζονται στο ίδιο το πλατωνικό κείμενο (στο εσωτερικό των συλλογισμών), τα
οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τέτοια θέση, όμως μόνο σε ό,τι αφορά τους συλλογισμούς των
τριών πρώτων υποθέσεων της μορφής “αν το εν είναι”:

→ Υπόθεση 2: Αν το εν είναι, τί έπεται και για το εν και για τα άλλα.


- “Μεμνήμεθα λέγοντος τοῦ Παρμενίδου ἐν τῇ παραδόσει τῶν ἐκ τοῦ εἰ ἔστιν ἐπιχειρημάτων καὶ τὸ τί
συμβήσεται καὶ αὐτῷ πρὸς ἑαυτό, καὶ αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ αὖθις τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά, καὶ αὐτοῖς πρὸς
ἐκεῖνο” [Παχυμ. Εἰς Παρμ., 12.6-9 (βλ. και 136a4-7)],
- “Ἐφάνη τοιγαροῦν τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων, καὶ διὰ ταῦτα ἀντιστρόφως καὶ τὰ ἄλλα ἕτερα τοῦ ἑνὸς τὸν
αὐτὸν τρόπον, καὶ οὔτε μᾶλλον οὔτε ἧττον” [16.3-5 (βλ. και 147c3-5)],
- “Καὶ αὖθις ἀντιστρόφως τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἕτερα, καὶ πέπονθεν ἄρα ταῦτα ἀνόμοια πάθη καὶ πρὸς ἑαυτὰ
καὶ πρὸς ἄλληλα, ὥστε τὸ ἓν καὶ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα ἀνόμοιον” [17.11-14 (αβάσιμη όμως σχετικά
με το χωρίο 148a6-c2)],
- “οὐδ’ ἅψεται οὔτ’ ἐκεῖνα τοῦ ἑνός, οὔτε τὸ ἓν τῶν ἄλλων” [20.30 (βλ. και 149d3-5)],
- “Ἐπεὶ γοῦν τὰ ἄλλα οὔτε μέγεθος ἔχει οὔτε σμικρότητα, οὔτε μείζω οὔτε ἐλάττω τοῦ ἑνὸς ἔσται· οὔτε
αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ οὔτε τὰ ἄλλα πρὸς ἄλληλα τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἔχουσι δύναμιν, ὡς μὲν
μέγεθος ἔχοντα, τὴν τοῦ ὑπερέχειν, ὡς δὲ σμικρότητα, τὴν τοῦ ὑπερέχεσθαι· ἀλλ’ οὐδὲ τῷ ἑνὶ ἐν τοῖς ἄλλοις,
οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζόν τι καὶ ἔλαττον εἴη πρὸς τὸ ἓν μὴ μέγεθος μηδὲ σμικρότητα ἔχον” [23.20-26 (150c6-
d4, όπως παρατίθεται όμως από τον Παχυμέρη)],
- “καὶ κατὰ τοῦτο μείζω τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ὡς περιέχοντα αὐτό, τὸ δὲ ἓν ἔλαττον ὡς περιεχόμενον· ἀλλὰ καὶ
τὰ ἄλλα ἐν τῷ ἑνί, καὶ τὸ ἓν ἄρα κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, ὡς περιέχον, μεῖζον, τὰ δὲ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἐλάττω, ὡς
περιεχόμενα” [24.29-25.1 (βλ. και 151b1-5)],
- τα άλλα νεότερα από το εν και το εν μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα [29.15-26 (βλ. και 152e10-153b7)],
- τα άλλα μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν και το εν νεότερο από τα άλλα [30.7-26 (βλ. και 153b8-d5)],
- “φύσει δὲ διερχόμενον οὔτε νεώτερον ἂν εἴη τῶν ἄλλων οὔτε πρεσβύτερον, οὔτε τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός” [31.23-
24 (βλ. και 154a1-2)],

τελευταίων συμπερασμάτων: 1) οι όροι πλῆθος, ὅλον, ἔν τινι, κίνησις, στάσις αποφάσκονται στο ἕν σε σχέση με
τον εαυτό του, 2) οι όροι ταὐτὸν, ἕτερον, ὅμοιον, ἀνόμοιον, ἴσον, ἄνισον, πρεσβύτερον, νεώτερον αποφάσκονται
στο ἕν σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα ἄλλα, 3) οι όροι δοξαστόν, ἐπιστητόν, ὀνομαστόν, ῥητόν
αποφάσκονται στο ἕν σε σχέση με τα ἄλλα [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1176.3-36, 1203.17-21 (Cousin)].
47
- “Συγκρούει τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις καὶ δείκνυσιν ὅτι καὶ τὸ ἓν τῶν ἄλλων πρεσβύτερον ὂν γίγνοιτο νεώτερον,
καὶ τὰ ἄλλα νεώτερα ὄντα τοῦ ἑνὸς γίγνοιντο ἂν πρεσβύτερα (…) Τὰ τοιαῦτα πάθοι ἂν καὶ τὰ ἄλλα πρὸς τὸ
ἓν” [33.25-27, 34.31 (βλ. και 154c5-155b4)],
- “οὔτ’ ἐκεῖνο πρεσβύτερον ἐκείνων ἢ νεώτερον, οὔτε ταῦτ’ ἐκείνου πρεσβύτερα ἢ νεώτερα” [35.10-11 (βλ.
και 155b4-c8)].

→ Υπόθεση 3: Αν το εν είναι, τί έπεται και δεν έπεται για το εν και για τα άλλα.
- τί έπεται και δεν έπεται για το εν: 36-40.27 (3η πρόκλεια),
- τί έπεται για τα άλλα σε σχέση με το εν: 41.19-45.13 (4η πρόκλεια). Σε αυτό το μέρος της υπόθεσης
εγκιβωτίζεται και το μέρος “η απειρία έπεται και δεν έπεται στα άλλα” (44.8-17),
- τί έπεται για τα άλλα σε σχέση με τους εαυτούς τους και μεταξύ τους: 45.9-13 (ὅμοια-ἀνόμοια, ταὐτὰ-
ἕτερα, κινούμενα-ἑστῶτα, καὶ πάντα τὰ ἐναντία πάθη),
- τί δεν έπεται για τα άλλα σε σχέση με το εν (45.29-46.11) και με τους εαυτούς τους (46.25-15),
- τί έπεται και δεν έπεται για τα άλλα: 45.29-34, 47.24-33.
[Η συναρμογή των τεσσάρων σχέσεων στην υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι ο Παχυμέρης δεν
διαχωρίζει την 3η, 4η και 5η υπόθεση, αλλά τις εξηγεί σε συνέχεια, περνώντας από την μία στην άλλη και
κάνοντας τις απαραίτητες συναρμογές μεταξύ τους.]

Ωστόσο, ανακύπτει η εξής απορία: γιατί συναρμόζει και τις τέσσερις σχέσεις μαζί; Ίσως ο Παχυμέρης διείδε
ότι όταν το εν σχετίζεται με τα άλλα, ταυτόχρονα και τα άλλα σχετίζονται με το εν, όπως και αντιστρόφως106.

106
Μολονότι, κατά τον Πρόκλο, σε κάθε υπόθεση το υποκείμενο των συμπερασμάτων είναι σαφές και καθορισμένο
(είτε το ἕν είτε τα ἄλλα, δηλώνοντας το καθένα μία ξεχωριστή φύση-αρχή στις υποθέσεις 1-5), ο Νεοπλατωνικός
δεν απορρίπτει εν γένει το ενδεχόμενο και τα ἄλλα να υφίστανται τις ίδιες ιδιότητες που υφίσταται το ἕν, εφόσον
αλληλοσχετίζονται στο εσωτερικό κάθε υπόθεσης, στο μέτρο βέβαια που επιτρέπεται ένα τέτοιο φαινόμενο από
το γράμμα του πλατωνικού κειμένου. Συγκεκριμένα, ο Δαμάσκιος, απαντώντας στην απορία γιατί τα ἄλλα της
πέμπτης υπόθεσης δεν σχετίζονται με το ἕν παρά μόνο με τους εαυτούς τους και μεταξύ τους, δέχεται ότι άλλη
είναι η μέθεξις των ἄλλων στο ἕν (πράγμα που συμβαίνει στην τέταρτη υπόθεση, ενώ στην πέμπτη, αφού δεν
μετέχουν στο ἕν ως μη όντα, δεν μπορούν καν να συγκριθούν με αυτό) και άλλη η σχέσις τους με αυτό,
καταλήγοντας στην εξής διαπίστωση: (…) ἀλλ’ αἱ σχέσεις ἄρχονται ἀπὸ ταυτότητος καὶ ἑτερότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνο
εἰπεῖν ἀληθέστερον, ὃ καὶ αὐτός φησιν [ὁ Πρόκλος], ὡς εἰ ταὐτὸν τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις, καὶ τὰ ἄλλα τὰ αὐτὰ τῷ ἑνί, καὶ
εἰ ἕτερον, ἕτερα καὶ πάντα οὕτως. Καὶ γὰρ ἤδη καὶ τὴν ἀντιστροφὴν τῶν ἄλλων πρὸς τὸ ἓν πολλαχοῦ καὶ αὐτὸς ὁ
Παρμενίδης συνήγαγεν, ὡς ἂν οὐ μέλλων καὶ ἰδίᾳ πραγματεύεσθαι ταῦτα. (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 75.10-24).
Συγκεκριμένα, η αντιστροφή της σχέσης του ἑνός με τα ἄλλα σε σχέση των ἄλλων με το ἕν μας παραπέμπει ιδίως
στα χωρία της δεύτερης υπόθεσης 147c3-5, 149d3-5, 151b1-5, 152e10-153b7, 153b8-d5, 154a1-2, 154c5-155b4,
155b4-c8. Μάλιστα, ο Πρόκλος, στην εξήγηση της πρώτης υπόθεσης (139e4-6), δεν αρκείται μόνο στην απόδειξη
“πώς το ἕν δεν είναι ἕτερον τῶν ἄλλων”, αλλά διερευνά επίσης και το ενδεχόμενο αν τα ἄλλα είναι ἕτερα τοῦ ἑνός,
48
Μένει όμως ανοιχτό και αναπάντητο το ερώτημα πώς, όταν π.χ. το εν σχετίζεται με τα άλλα και τον εαυτό
του, και τα άλλα σχετίζονται όχι μόνο με το εν αλλά και με τους εαυτούς τους, ιδίως στις υποθέσεις 1 και
2, οι οποίες σε θέση υποκειμένου των συμπερασμάτων έχουν το εν και όχι τα άλλα.

Έπειτα, σχετικά με την δεύτερη τριάδα υποθέσεων της μορφής “αν το εν δεν είναι”, ο Παχυμέρης δεν
ακολουθεί μία ξεκάθαρη δομή, αν λάβουμε ως δεδομένη την θέση του ότι τα συμπεράσματα κάθε υπόθεσης
αφορούν και το εν και τα άλλα τετραχῶς. Κανονικά, με βάση την σειρά των εξηγήσεών του, οι υπόλοιπες
υποθέσεις θα πρέπει να έχουν ως εξής: α) [Υπόθεση 4:] τί έπεται για το εν (Παχυμ. Εἰς Παρμ., 48-55), β)
[Υπόθεση 5:] τί δεν έπεται για το εν (56-57) και τί έπεται και δεν έπεται για το εν (56.23-28)107, γ) [Υπόθεση

καταλήγοντας βεβαίως στην άρνηση του ἑτέρου και στα ἄλλα τοῦ ἑνός [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1190.4-1191.3
(Cousin)].
107
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παχυμέρης δεν φτιάχνει ρητά την υπόθεση “αν το εν δεν είναι, ποια συμπεράσματα
έπονται και δεν έπονται για το εν” – η οποία θεωρούμε εμείς ότι εισάγεται στην υπόθεση αυτή – καθώς φαίνεται
να φέρνει στην επιφάνεια την αρχή της μη αντίφασης στο σημείο αυτό της εξήγησης (55.15-16, 56.15-27).
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Παχυμέρης επιλέγει να δείξει τις αντιφάσεις του συλλογισμού αυτού, ή σε τελική
ανάλυση να θεωρήσουμε ότι, επειδή εφαρμόζεται η αρχή της μη αντίφασης, καταφάσεις και αρνήσεις
διαχωρίζονται μεταξύ τους χωρίς να κατηγορούνται μαζί στο εν [γενικά για τον διαχωρισμό και την εκ των
υστέρων συναρμογή καταφάσεων-αρνήσεων (αφού δηλαδή έχουν αναλυθεί ξεχωριστά και οι δυο) βλ. 61.30-62.3,
62.19-24, 36.19-29, 47.24-32]. Η διαπίστωση αυτή έχει βάση, αν λάβουμε υπόψη το εξής σχόλιο: “Ὥστε τὸ αὐτὸ
ἓν μὴ ὂν εὕρηται κατὰ μὲν τὰς προτέρας ὑποθέσεις καὶ γινόμενον καὶ ἀπολλύμενον, κατὰ δὲ τὴν νῦν τὴν {μὴ}
δεχομένην ὅτι οὐ κινεῖται οὐδ’ ἀλλοιοῦται, καὶ μήτε γινόμενον μήτε ἀπολλύμενον, ὅπερ ἀδύνατον· ὥστε κινεῖται
ἄρα καὶ ἀλλοιοῦται, εἰ μέλλομεν φυλάττειν τὰς προτέρας ὑποθέσεις” (56.23-27). Παρ’ όλα αυτά, κρίνουμε
σκόπιμο και απαραίτητο να εισαχθεί και αυτή η μορφή υπόθεσης στο σύνολο των υποθέσεων, καθώς διαφορετικά
θα διαταρασσόταν ο αριθμός (12 στην δεύτερη τριάδα) και η δομή του παχυμέρειου συνόλου των υποθέσεων
(αλλιώς, στην δεύτερη τριάδα υποθέσεων της μορφής “αν το εν δεν είναι”, η μορφή τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται
θα εφαρμοζόταν μόνο στα άλλα, στην τελευταία υπόθεση, και όχι στο εν, ενώ έτσι οι υποθέσεις θα ήταν 10 και
όχι 12).
Η επιλογή του Παχυμέρη να διαχωρίσει τα καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα μεταξύ τους, ακόμα και
αν δεχόμασταν ότι γίνεται υπό την μορφή υπόθεσης “αν το εν δεν είναι, ποια συμπεράσματα έπονται και δεν
έπονται για το εν”, είναι βάσιμη, αν πράγματι παραβληθεί και με την αντίστοιχη θέση του Πρόκλου. Κατά τον
Νεοπλατωνικό, η συναγωγή αμφότερων καταφατικών και αποφατικών συμπερασμάτων δεν πρέπει να εκληφθεί
ως αντίφαση (στην περίπτωση που έπονται ταυτόχρονα), αλλά ως εφαρμογή των μεν κατά τον ένα τρόπο, των δε
κατ’ άλλον: τὸ τοίνυν συμβαῖνον ἢ ὡς ἑπόμενον ληπτέον, ἢ ὡς μὴ ἑπόμενον, ἢ ὡς ἅμα καὶ ἑπόμενον καὶ οὐχ
ἑπόμενον· ἢ γὰρ καταφατικόν ἐστι τὸ συμβαῖνον, ἢ ἀποφατικόν, ἢ πῇ μὲν καταφατικόν, πῇ δὲ ἀποφατικόν· οὐ γὰρ
τοῦτό φησιν ὁ λόγος, ὅτι ἡ ἀντίφασις συναληθεύει καὶ ἅμα τὰ ἀντικείμενα ἕπεται, ἀλλ’ ὅτι τὸ αὐτὸ πῶς μὲν ὑπάρξει
τῷ αὐτῷ, πῶς δ’ οὔ. [Εἰς Παρμ. V, 1001.18-25 (η φράση “ἡ ἀντίφασις συναληθεύει” μας παραπέμπει στον
Αριστοτέλη, Μετὰ τὰ φυσικὰ, Κ 6, 1063a21: τὸ δὲ κατὰ τὴν ἀντίφασιν μὴ συναληθεύεσθαι)]. Μάλιστα, με το να
συνάγονται αμφότερα καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα στο υποκείμενο των συμπερασμάτων (ἕν ή ἄλλα)
δείχνεται ότι ένας όρος ενδέχεται να υπάρχει σε αυτό και να μην υπάρχει (σε αντίθεση π.χ. με τα καταφατικά
συμπεράσματα, τα οποία συνάγονται και υπάρχουν εξ ανάγκης σε αυτό): (…) ὑποθεμένους δέ τι, περὶ οὗ ὁ λόγος,
διαιρεῖν ἔτι τῇ ἀντιφάσει ταύτην τὴν ὑπόθεσιν, ὡς καὶ ὁ Παρμενίδης παρακελεύεται, εἶναι τὸ πρᾶγμα ἢ μὴ εἶναι
λέγοντας, καὶ λαβόντας ὅτι ἔστιν, ζητεῖν τί ἕπεται αὐτῷ καὶ τί οὐχ ἕπεται καὶ τί ἕπεταί τε ἅμα καὶ οὐχ ἕπεται—τὰ μὲν
49
6:] τί έπεται για τα άλλα (57-61), τί δεν έπεται για τα άλλα (61-62) και τί έπεται και δεν έπεται για τα άλλα
(61.30-62.3, 62.19-24). Συνεπώς, παρατηρούμε εδώ ότι τα καταφατικά συμπεράσματα δεν εφαρμόζονται
μαζί και στο εν και στα άλλα σε μία υπόθεση, όπως ούτε και τα αποφατικά ούτε και τα καταφατικά-
αποφατικά μαζί, αλλά ξεχωριστά στο εν και στα άλλα σε διαφορετικές υποθέσεις108. Σε κάθε περίπτωση, η
παραπάνω δομή, παρά την διαφορά της δεύτερης από την πρώτη τριάδα υποθέσεων, πρέπει να παραμείνει
ως έχει, καθώς ο ίδιος ο Παχυμέρης αναφέρει ρητά ότι οι υποθέσεις της μορφής “αν το εν δεν είναι” είναι
τρεις στον αριθμό (61.30-62.2), ενώ συνολικά δώδεκα (48.16-17). Εξάλλου, ο Παχυμέρης αναφέρεται στην
εφαρμογή της τετραμερούς σχέσης σε κάθε υπόθεση μόνο στην πρώτη τριάδα υποθέσεων, χωρίς να
επαναλαμβάνει την ίδια δομή και στην δεύτερη (βλ. χαρακτηριστικά 48.12-17).109

γάρ ἐστιν ἑκάστου παντελῶς ἀλλότρια πράγματος, τὰ δὲ ἐξ ἀνάγκης αὐτῷ παρόντα, τὰ δὲ οἷον ἐνδεχόμενα καὶ
ὑπάρχειν αὐτῷ καὶ μὴ ὑπάρχειν [Εἰς Παρμ. Ι, 622.33-623.5 (η υπογράμμιση του γράφοντος)].
108
Ο Παχυμέρης μάλιστα στην εξήγηση του τελευταίου χωρίου του διαλόγου 165e1-166c5, όπου αναλύεται η
υπόθεση “αν το εν δεν είναι, τί δεν έπεται για τα άλλα”, λέει ότι η εν λόγω τρίτη υπόθεση της μορφής “αν το εν
δεν είναι”, στην οποία συνάγονται καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα μαζί, διακρίνεται πρώτα στα
καταφατικά (τα οποία αναλύθηκαν αμέσως προηγουμένως), έπειτα στα αποφατικά (στην εν λόγω υπόθεση) και
σε τρίτο επίπεδο στα καταφατικά-αποφατικά μαζί (μέσω μίας εκ των υστέρων σύνθεσης των δύο μορφών
συμπερασμάτων): “Ἐπὶ τῆς τρίτης ὑποθέσεως τῆς ἓν εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται (καθὼς καὶ ἐπὶ τῆς
τρίτης ὑποθέσεως ἓν εἰ ἔστι, τί ἕπεταί τε καὶ ούχ ἕπεται), διακεχωρισμένως λέγει πρῶτον μἐν τίνα τἀ ἑπόμενα,
καὶ ἕπειτα τίνα τὰ μὴ ἑπόμενα. Εἰπὼν τοίνυν τίνα τὰ ἑπόμενα, τίθησι καὶ τίνα τὰ μὴ ἑπόμενα (…) Ἐκεῖ γὰρ καὶ
ἁπτόμενα καὶ χωρὶς ἐδείκνυμεν, καὶ ὅμοια καὶ ἀνόμοια, καὶ τὰ αὐτὰ καὶ τὰ ἕτερα, νῦν δὲ οὔτε ἁπτόμενα οὔτε
χωρὶς, οὔτε ὅμοια οὔτε ἀνόμοια, οὔτε τὰ αὐτὰ οὔτε τὰ ἕτερα· ὡς γοῦν πρότερον διήλθομεν τὰ φαινόμενα αὐτὰ τῶν
ἄλλων, νῦν ταῦτα δὴ ἅπερ ἐφαίνοντο εἶναι, οὔτε εἰσὶν οὔτε φαίνονται”. (61.10-62.3, 62.19-24).
109
Στην εργασία αυτή, η δική μας εκτίμηση περί της παχυμέρειας ερμηνείας των υποθέσεων του Παρμενίδη είναι
πως αυτή αναπτύσσεται σε μία σύντομη λογική ανάλυση και εξήγηση της δομής και του περιεχομένου – κυρίως
πάνω στην βάση της αποδειξιμότητας – των συλλογιστικών σχημάτων, ενώ παράλληλα συντελεί στην ανάδειξη
ενός συνεκτικού διαλεκτικού συστήματος του διαλόγου, όπου επιχειρείται από τον Πλάτωνα η υπόδειξη (εν είδει
παραδείγματος) της ορθής μεθοδολογίας μίας καθολικής και εξαντλητικής πραγμάτευσης ενός οποιουδήποτε φι-
λοσοφικού ζητήματος (εν προκειμένω μέσω της εξέτασης του συνόλου των 24 υποθέσεων περί του “ενός”).
Ωστόσο, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε επίσης και την ερμηνεία του Χ. Τερέζη, η οποία βασίζεται πάνω
σε ορισμένα εξηγητικά σχόλια του Παχυμέρη στο υπόμνημά του [βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 203-244, 342-414
(συγκεκριμένα βλ. σ. 206-209, 242-244, 346-352, 412-414)]. Κατά τον Τερέζη, στον στοχασμό του Παχυμέρη
συγκροτείται “η μεταφυσική της εμμένειας” με βάση την πλατωνική φιλοσοφία, δηλαδή συναρμόζεται η Ενολο-
γία (θεολογία περί της θείας υπερβατικής αρχής ως ἑνός) με την Κοσμολογία και τις “παραγωγικές προβολές”
του Θεού, δηλαδή τις εκδηλώσεις, τις παρουσίες και τις θείες ενέργειες της αρχής αυτής στον κτιστό και οντικό
κόσμο της δημιουργίας· όλη αυτή η συναρμογή επιτυγχάνεται μέσω της σύζευξης και της συνάφειας του ἑνός με
τις θεμελιώδεις οντολογικές κατηγορίες που εξετάζει ο Πλάτων στην δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη, με την
κατάφαση των οποίων το ἕν “οντικοποιείται” στο πεδίο του υπαρκτού. Με άλλα λόγια, ο Παχυμέρης παρουσιάζει
έναν μεταφυσικό κόσμο σε ενεργό κατάσταση και κινητικότητα (“δυναμοκρατική φορά” κατά τον Τερέζη), απο-
κλείοντας έτσι τα στατικά οντολογικά σχήματα ανάμεσα στο “Εντεύθεν” (μεταφυσική της εμμένειας και κοσμο-
λογία) και στο “Εκείθεν” (υπερβατική αρχή του Θεού ως ἕν), δύο κόσμοι οι οποίοι επικοινωνούν διά της “πολ-
λαπλής διακλαδιστικά” [sic] εμμενούς παρουσίας του δεύτερου στον πρώτο. Ωστόσο, ο Τερέζης αναγνωρίζει ότι
αυτές οι θεωρήσεις δεν διατυπώνονται σαφώς από τον Βυζαντινό στοχαστή στο υπόμνημά του, δηλαδή ως ένα
50
συγκεκριμένο θεωρητικό σύστημα. Εντούτοις, εκτιμά πως ο Παχυμέρης, μέσω της εξέτασης των οντολογικών
κατηγοριών του Παρμενίδη και της κατηγόρησής τους στο ἕν, στοχεύει στην ανάδειξη του επιστημολογικού κρι-
τηρίου της θεωρητικής έρευνας των οντολογικών αυτών σταθερών, από άποψη συλλογιστικής αποδειξιμότητας
και γνωστικής προσέγγισης, διά της πλατωνικής διαλεκτικής. Έτσι εισάγεται στην περιοχή του θεολογείν ο ορθός
λόγος : μέσω των εξηγητικών σχολίων καθίσταται περιγράψιμος ένας τρόπος ύπαρξης της τριαδικής θεότητας, ο
οποίος γίνεται, έως ένα βαθμό, αντικείμενο της έλλογης και αποδεικτικής γνώσης. Ο τρόπος αυτός της θείας
ύπαρξης είναι οι θείες ενέργειες, οι οποίες, κατά τον Τερέζη, υπονοούνται μέσα από τις φιλοσοφικές σημάνσεις
στις πλατωνικές οντολογικές και γνωσιολογικές κατηγορίες, και έτσι, έως έναν βαθμό, είναι αναγώγιμες σε ένα
συνεκτικό και ορθολογικό σύστημα μεταφυσικών αληθειών, προσεγγίσιμο θεωρητικά από τα γνωστικά κέντρα
της ανθρώπινης συνείδησης. Επομένως, ο Παχυμέρης, εξετάζοντας τις πλατωνικές οντολογικές κατηγορίες του
Παρμενίδη, επιχειρεί ουσιαστικά να καταστήσει την χριστιανική θεολογία μία αυστηρή επιστήμη με φιλοσοφικές
θεμελιώσεις.
Παρ’ όλα αυτά, κατά την κρίση μας, λείπουν οι σαφείς δηλώσεις και νύξεις εκ μέρους του Παχυμέρη στα
εκάστοτε εξεταζόμενα από τον Τερέζη εξηγητικά χωρία (με εξαίρεση τα σημεία Παχυμ. Εἰς Παρμ. 1.19-23, 3.24-
29, στα οποία πράγματι διατυπώνονται θεολογικής φύσεως θέσεις), οι οποίες θα επέτρεπαν την επιβεβαίωση και
την πλήρη τεκμηρίωση της θεωρίας περί μιας θεολογικής πρόσληψης των πλατωνικών συλλογισμών από τον
Βυζαντινό στοχαστή. Όπως θα αναφανεί και παρακάτω από την μελέτη του υπομνήματος, η λογική ανάγνωση
και ανάλυση των συλλογισμών είναι έκδηλη, ενώ οι μεταφυσικής, οντολογικής, ακόμα δε και φυσικής υφής εξη-
γήσεις του Παχυμέρη περιορίζονται, στις πλείστες περιπτώσεις, στην αναπαραγωγή και αποδοχή συγκεκριμένων
αριστοτελικών θέσεων. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι η ανάγνωση του Τερέζη δεν παύει να κινείται στα πλαίσια
μιας εύλογης και, έως ένα βαθμό, βάσιμης ερμηνείας, μιας και ο μελετητής αυτός επιλέγει να εξετάσει το υπό-
μνημα του Παχυμέρη υπό μια πανοραμική επισκόπηση του θεολογικού του έργου και κυρίως της Ενολογίας,
όπως η τελευταία αναλύεται στην Παράφραση των Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων (βλ. επίσης Τερέζης Χ., 2017,
σ. 42-81). Μάλιστα, κατά τον Τερέζη (244), ενώ ο ψευδο-Διονύσιος “αποκρύπτει” τις πλατωνικές πηγές ορισμέ-
νων στοχασμών του (με σημείο αναφοράς τον Παρμενίδη), ο Παχυμέρης επιλέγει να το κάνει φανερά, υπομνη-
ματίζοντας τον διάλογο αυτόν και εξηγώντας τις οντολογικές κατηγορίες του ἑνός, μάλλον επειδή προσβλέπει σε
μια επιστημονική μελέτη του διαλόγου, ο οποίος βέβαια σφυρηλάτησε όχι μόνο την χριστιανική θεολογία του
ψευδο-Διονύσιου αλλά και την πολυθεϊστική θεολογία των Νεοπλατωνικών. Ωστόσο, και αυτή η εκτίμηση απο-
τελεί μόνο μία υπόθεση, στερούμενη βέβαια επαρκή τεκμήρια και βάσιμα ερείσματα (να σημειωθεί μάλιστα και
η αριστοτελικής φύσεως διορθωτική κριτική του Παχυμέρη σε αρκετά πλατωνικά δόγματα στους κόλπους των
συλλογισμών).
Βέβαια, παρακάτω στην μελέτη μας θα παραθέσουμε συνοπτικά τις ερμηνείες του Τερέζη στα εκάστοτε εξη-
γητικά σχόλια του Παχυμέρη που εξετάζει, συγκεκριμένα τα σημεία Παχυμ. Εἰς Παρμ. 1.10-23, 2.8-30, 3.4-8,
3.17-29, 5.3-6-14, 6.26-7.15, 9.6-23 (εξέταση των πρώτων οντολογικών κατηγοριών της 2ης υπόθεσης), 27.8-
28.22, 32.7-35.16, 38.28-39.30 (ερμηνεία περί του χρόνου). Δηλώνουμε, ωστόσο, ρητά ότι παρατίθεται η ερμη-
νεία αυτή μόνο ως αντιπαράδειγμα της δικής μας, μιας και αποτελεί βέβαια μία από τις ελάχιστες έως τώρα
μελέτες (αν και μερική) του παχυμέρειου υπομνήματος.
51
Γεωργίου τοῦ Παχυμέρους

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Παρμενίδην Πλάτωνος


[Ἀνωνύμου Συνέχεια τοῦ Ὑπομνήματος Πρόκλου]110

Μετάφραση – Ερμηνευτικά σχόλια

110
Ο τίτλος αυτός έχει δοθεί από την έκδοση του (άτιτλου κανονικά) υπομνήματος του Παχυμέρη (βλ. T. Gadra et
alii, 1989).
52
142b5-c7*: Ὅρα δὴ ἐξ ἀρχῆς. Ἓν εἰ ἔστιν, (5)
ἆρα οἷόν τε αὐτὸ εἶναι μέν, οὐσίας δὲ μὴ μετέχειν; — Οὐχ
οἷόν τε. — Οὐκοῦν καὶ ἡ οὐσία τοῦ ἑνὸς εἴη ἂν οὐ ταὐτὸν
οὖσα τῷ ἑνί· οὐ γὰρ ἐκείνη ἦν ἐκείνου111 οὐσία, οὐδ’ ἂν
(c) ἐκεῖνο, τὸ ἕν, ἐκείνης μετεῖχεν, ἀλλὰ ὅμοιον ἂν ἦν λέγειν ἕν
τε εἶναι καὶ ἓν ἕν. Νῦν δὲ οὐχ αὕτη ἐστὶν ἡ ὑπόθεσις,
εἰ ἓν ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν, ἀλλ’ εἰ ἓν ἔστιν· οὐχ
οὕτω; — Πάνυ μὲν οὖν. — Οὐκοῦν ὡς ἄλλο τι σημαῖνον τὸ
ἔστι τοῦ ἕν; — Ἀνάγκη. — Ἆρα οὖν ἄλλο ἢ ὅτι οὐσίας (5)
μετέχει τὸ ἕν, τοῦτ’ ἂν εἴη τὸ λεγόμενον, ἐπειδάν τι112
συλλήβδην εἴποι ὅτι ἓν ἔστι; — Πάνυ γε.

Παρατήρησε τότε από την αρχή. Αν το εν είναι, άραγε είναι δυνατόν αυτό να είναι μεν, να μη μετέχει δε σε
ουσία; - Δεν είναι δυνατόν. - Και θα υπάρχει λοιπόν η ουσία του ενός, η οποία δεν είναι ίδια με το εν· γιατί
εκείνη δεν θα ήταν ουσία εκείνου, ούτε εκείνο, το εν, θα μετείχε σε εκείνη, αλλά θα ήταν όμοιο αν λέγαμε

*
Η δομή της εργασίας ακολουθεί την δομή του εκδοθέντος υπομνήματος του Παχυμέρη (T. Gadra et alii, 1989),
δηλαδή το λήμμα του πλατωνικού κειμένου μαζί με το αντίστοιχο εξηγητικό χωρίο. Έτσι θα ακολουθήσουμε δύο
συστήματα αρίθμησης: για το μεν πλατωνικό κείμενο την γνωστή αρίθμηση της έκδοσης των πλατωνικών έργων
από τον Henricus Stephanus (Platonis opera quae extant omnia edidit Henricus Stephanus, Genevae, 1578), την
οποία ακολουθούν όλες οι νεότερες εκδόσεις (όπως και η έκδοση του J. Burnet), για το δε εξηγητικό κείμενο του
Παχυμέρη την αρίθμηση της σύγχρονης έκδοσης του υπομνήματός του. Βέβαια, η αρίθμηση του πλατωνικού
κειμένου δεν είναι απολύτως ακριβής σε κάποια σημεία, καθώς προσαρμόζεται στην συγκριμένη παράθεση του
Παχυμέρη, στην οποία “εξοβελίζονται” σε λίγα σημεία ολόκληρες φράσεις, προτάσεις ή ακόμα και
ερωταποκρίσεις (προφανώς επειδή ο Παχυμέρης διαβάζει και έχει μπροστά του άλλους πλατωνικούς
κώδικες)· π.χ. βλ. 147d5, 152e10-153a1, 153d3-4, 159a3-4, 160d1-2.
Στα πλαίσια της παράθεσης του πλατωνικού κειμένου από τον Παχυμέρη, θα λάβουμε επίσης υπόψη τις
ουσιώδεις (όχι όλες) διαφορετικές εκδοχές από άλλα χειρόγραφα πλατωνικών κωδίκων, όπως των Pl. B (cod.
Bodleianus 39, saec. IX), Pl. T (cod. Venetus-Marcianus Append. Class. 4, cod. 1, saec. XI) [τις αντλούμε ιδίως
από τα κριτικά υπομνήματα της έκδοσης του Burnet και της έκδοσης του παχυμέρειου υπομνήματος (T. Gadra et
alii, 1989)], καθώς επίσης δευτερευόντως και τους Pl. W (cod. Vindobonensis 54, suppl. phil. gr. 7, saec. XII), Pl.
D (cod. Venetus 185), Pl. Y (cod. Vindobonensis 21, saec. XIV) [ιδίως από το κριτικό υπόμνημα της έκδοσης του
Diès (1950)]. Κρίνουμε σκόπιμες και χρήσιμες τις παραπομπές σε διαφορετικούς τύπους άλλων χειρογράφων,
καθώς έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε σε μερικά σημεία τις διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες των
πλατωνικών συλλογισμών από τον Παχυμέρη (σε σύγκριση με τους άλλους κώδικες), ή ακόμα και συγκεκριμένες
παρερμηνείες ή τουλάχιστον δυσερμήνευτες εξηγήσεις του ιδίου σε ορισμένα πλατωνικά αποσπάσματα. Να
σημειωθεί επίσης ότι οι παραπομπές επιλέχθηκαν κυρίως με βάση τις τυποποιημένες εκδόσεις των Burnet και
Diès και τους αντίστοιχους τύπους που αυτές επιλέγουν εκάστοτε από τους παραπάνω πλατωνικούς κώδικες.
111
Parisinus gr. 1810 (f. 214r): ἐκείνου ἂν (το ἂν γραμμένο στο πάνω διάστιχο). Pl. T γὰρ ἂν ἐκείνη.
112
Pl. T τις (βλ. και μετάφραση παρακάτω).
53
τόσο ότι το εν είναι όσο και ότι το εν είναι εν. Τώρα όμως δεν είναι αυτή η υπόθεση, “αν το εν είναι εν, τί
πρέπει να συνεπάγεται”, αλλά “αν το εν είναι”· έτσι δεν είναι; - Χωρίς αμφιβολία. - Το “είναι” λοιπόν
σημαίνει άλλο πράγμα από “εν”; - Αναγκαστικά. - Άρα κάθε φορά που κάποιος λέει συνολικά ότι το εν είναι,
αυτή η πρόταση δεν θα σημαίνει τίποτα άλλο πέρα από το ότι το εν μετέχει σε ουσία; - Βεβαιότατα.

Ἀμφοτέρωθεν ἐπιχειρεῖ ὁ Παρμενίδης περὶ τοῦ ἑνός, δεικνὺς τὴν ΣΕΛ. 1.10*
δύναμιν τῆς διαλεκτικῆς. Ἄρχεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἐσχάτου· ἐπανεκεφα-
λαιώθη γὰρ ἐκ τῶν ἐπιχειρημάτων ὅτι οὐσίας οὐ μετέχει καὶ οὐδέν ἐστι
τὸ ἕν, ὡς τῷ λόγῳ πιστεύειν· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ Κινδυνεύει. Ὅθεν αὖθις
αὐτοῦ συσταθέντος ὅτι οὐσίας μετέχει, καθὸ τῷ ἑνὶ τὸ ἔστι προσάπτε-
ται, τὰ λοιπὰ κατὰ τὸ ἀντίστροφον συσταθήσονται. Πάνυ δὲ θαυμασία 1.15
ἡ μεταχείρισις· τὸ γὰρ ἀπὸ τῶν δοκούντων φαύλων προσβαίνειν τοῖς
μεγίστοις καταλύοντας τὸ προκείμενον καὶ λίαν ἁρμόδιον, θέλοντας δὲ
συνιστᾶν ἀνάγκη ὑποθεμένους τὸ μέγιστον τὰ λοιπὰ προσκατασκευά-
ζειν, καὶ οὕτως οὔτ’ ἐκεῖνο αὔθαδες οὔτε τοῦτο ἀσθενές. Πλὴν αὐτοὲν
καὶ αὐτοὸν ὂν καὶ αὐτὸ ἔστι· καὶ οὐκ ἄλλο μὲν αὐτῷ τὸ εἶναι, ἄλλο δὲ 1.20
τὸ ἔστιν, ὡς ἄνθρωπος ἔστι κατὰ μετοχὴν τῆς οὐσίας, ἅπαν δὲ τὸ εἶναι
ἐν αὐτῷ συλλαμβάνεται· καὶ οὐσία μέν ἐστιν, ἀλλ’ οὐ κατὰ μετοχὴν
οὐσίας, ἀλλ’ ὑπερούσιος.

Ο Παρμενίδης επιχειρηματολογεί περί του ενός και από τις δυο μεριές, δείχνοντας την δύναμη της
διαλεκτικής. Αρχίζει από το τελευταίο: διότι ανακεφαλαιώθηκε από τα επιχειρήματα ότι δεν μετέχει σε ουσία
και το εν δεν είναι τίποτα, όταν εμπιστευθούμε το συλλογισμό· καθώς αυτό είναι το “Πιθανόν, τολμώ να
πω”113. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν αυτό εκ νέου θεμελιωθεί, ότι το εν μετέχει στην ουσία, στον βαθμό που

113
Το ἀμφοτέρωθεν ἐπιχειρεῖν του Παρμενίδη έχει να κάνει με το σύστημα των υποθέσεων: στην πρώτη υπόθεση
εκτέθηκαν και αναλύθηκαν τα αποφατικά συμπεράσματα (τὶ οὐχ ἕπεται) περί του ενός, αν το εν είναι, ενώ τώρα
θα εκτεθούν τα καταφατικά (τὶ ἕπεται) περί του ιδίου. Η ανακεφαλαίωση, στην οποία αναφέρεται εδώ ο
Παχυμέρης, αποτελεί ουσιαστικά τα τελευταία επιχειρήματα της πρώτης υπόθεσης, ότι το εν δεν είναι, ούτε
μετέχει σε ουσία, ούτε είναι εν (άρα τίποτα, οὐδέν κατά τον Παχυμέρη). Ο “τολμηρός” αυτός συλλογισμός του
Παρμενίδη, να αρνηθεί δηλαδή όχι μόνο το είναι αλλά ακόμα και το ἕν στο ἕν (ἀλλ’ ὡς ἔοικεν, τὸ ἓν οὔτε ἕν ἐστιν
οὔτε ἔστιν), παρασέρνει και τον νεαρό συνομιλητή του Αριστοτέλη να συμφωνήσει με επιφύλαξη (- Κινδυνεύει):
Ἔστιν οὖν οὐσίας ὅπως ἄν τι μετάσχοι ἄλλως ἢ κατὰ τούτων τι; — Οὐκ ἔστιν. — Οὐδαμῶς ἄρα τὸ ἓν οὐσίας μετέχει.
— Οὐκ ἔοικεν. — Οὐδαμῶς ἄρα ἔστι τὸ ἕν. — Οὐ φαίνεται. — Οὐδ’ ἄρα οὕτως ἔστιν ὥστε ἓν εἶναι· εἴη γὰρ ἂν ἤδη
ὂν καὶ οὐσίας μετέχον· ἀλλ’ ὡς ἔοικεν, τὸ ἓν οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε ἔστιν, εἰ δεῖ τῷ τοιῷδε λόγῳ πιστεύειν. — Κινδυνεύει
(Παρμενίδης, 141e8-142a1). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο Παχυμέρης, αναφερόμενος στις αρνήσεις της πρώτης
υπόθεσης, λέει ότι οὐδέν ἐστι τὸ ἕν, εξηγώντας έτσι ουσιαστικά τα χωρία: Οὐδ’ ἄρα οὕτως ἔστιν ὥστε ἓν εἶναι
54
προστίθεται το «είναι» στο εν, τα υπόλοιπα θα θεμελιωθούν αντίστροφα. Επίσης η μεταχείριση είναι
εντελώς εκπληκτική: καθώς το να πλησιάζουμε τα μέγιστα συμπεράσματα με αφετηρία αυτά που φαίνονται
μικρότερα, καταρρίπτοντας μία πρόταση [μέσω της άρνησης], είναι πραγματικά ταιριαστό, ενώ αν θέλουμε
να θεμελιώσουμε μία πρόταση [μέσω της κατάφασης], αφού θέσουμε το μέγιστο θα κατασκευάζουμε
επιπλέον τα υπόλοιπα στην πορεία, και έτσι ούτε εκείνο είναι αυθάδες ούτε αυτό αδύναμο 114. Αλλ’ όμως

(141e10-11), τὸ ἓν οὔτε ἕν ἐστιν (141e12). Η εξίσωση αυτή του ενός με το οὐδέν, το τίποτα, μας παραπέμπει στην
αντίστοιχη εξήγηση που δίνει ο Δαμάσκιος σχετικά με το ἕν της πρώτης υπόθεσης – στα πλαίσια της μεταφυσικής
του κοσμοθεωρίας : το ἕν αυτό αποτελεί σύμβολο και όνομα του ἀπορρήτου, του οὐδενὸς ως κρείττονος τοῦ ἑνός,
δηλαδή μιας απολύτως υπερβατικής απόρρητης αρχής που υπερβαίνει ακόμα και το ἕν και στην οποία
αποφάσκονται τα πάντα, ακόμα και η αρχή, το απόρρητον, μέχρι και η ίδια η άρνηση· της απόρρητης έπεται η
αρχή ἕν πάντα, η οποία συμβολίζεται με το καταφατικώς συναγόμενο ἕν της δεύτερης υπόθεσης. Σχετικώς με την
εξήγηση αυτή, βλ. Ἀπορίαι καὶ λύσεις περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν, Ι. p.1-4, 7.17-9.22, II. p.1-11 (ιδίως στο χωρίο p.
11.14-25), καθώς και Εἰς Παρμενίδην, t.IV, p.115.12-116.23 [αντιπαραβολή πρώτης και έβδομης υπόθεσης, του
ενός ως οὐδενὸς κρείττονος τοῦ ἑνός και του ενός ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντος, ως οὐδενὸς ἐπίταδε τῆς ὕλης, δηλαδή
το ακριβώς αντίθετο άκρο από το οὐδέν επέκεινα του ενός (ενώ στην πρώτη αποφάσκουμε το ένα στην απόρρητη
αρχή, αντίστοιχα στην έβδομη αποφάσκουμε την ύλη στο μηδαμῶς μηδαμῇ ὄν, γεγονός που καθίσταται άτοπο και
αδύνατο)]. Ο Πρόκλος βέβαια απορρίπτει μία ερμηνεία που θα δεχόταν το ἓν της πρώτης υπόθεσης ως οὐδὲν,
γιατί το “τίποτα” μας παραπέμπει στο μηδαμῶς ὄν και όχι στην υπέρτατη των πάντων αρχή: τὸ μηδὲ ἓν ὑπάρχον
πρὸς τοῖς ἄλλοις πάντων ἀναγκαῖον ἐκπεπτωκέναι, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ μηδαμῶς ὂν. Τὸ δὲ αὖ πρὸ τοῦ ὄντος ἓν μὴ ὄν
μέν ἐστιν, οὐ μέντοι καὶ οὐδὲν· ἓν γὰρ ὂν ἀδύνατον αὐτὸ λέγειν οὐδὲ ἓν. (…) καὶ οὕτως <ὡς> ἐξῃρημένον αὐτὸ τῶν
ὄντων λέγωμεν μὴ ὄν, μὴ πρὸς τὸ ἀόριστον ὑπενεχθέντες λάθωμεν καὶ φανταστικῶς τὸ μὴ ὂν, ἀλλ’ οὐκ ἐνθεαστικῶς
προβάλωμεν· τοῦτο γὰρ ἡμᾶς οὐ τοῦ ἑνὸς ἀποστῆσει μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς τοῦ ὄντος γνώσεως. (Εἰς Παρμ. VI, 1082.4-
15).
114
Η πορεία των αποφατικών συμπερασμάτων της πρώτης υπόθεσης εκκινεί από το ότι το εν δεν είναι ούτε πολλά
ούτε όλο ούτε έχει μέρη (137c) και διαπερνώντας πλήθος άλλων συμπερασμάτων (άπειρο, χωρίς σχήμα, σε
κανέναν τόπο, ούτε κινούμενο ούτε ακίνητο κ.ά.) καταλήγει στο ότι δεν μετέχει στην ουσία και δεν είναι
(141e)· έτσι κατά τον Παχυμέρη, η αποφατική πορεία της πρώτης υπόθεσης είναι αύξουσα, από τα μικρότερα και
μερικότερα συμπεράσματα στα μεγαλύτερα και γενικότερα (η μη ουσία του ενός). Αντίστροφα, η πορεία των
καταφάσεων της δεύτερης είναι φθίνουσα: εκκινεί από την ουσία, ενώ έπειτα περνά στα υπόλοιπα συμπεράσματα.
Παρατηρούμε ότι εδώ απηχείται η θέση του Πρόκλου περί της ορθής τάξεως των συμπερασμάτων της πρώτης
και δεύτερης υπόθεσης. Κατά τον Νεοπλατωνικό, η σωστή σειρά των αρνήσεων είναι ως έχει, από το οὐ πολλὰ
έως το οὐχ ἕν (141e12: τὸ ἓν οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε ἔστιν), καθώς οι αρνήσεις ξεκινούν από τα περισσότερο ξένα με
το ένα και περισσότερο αποδείξιμα [ἀπὸ τῶν μάλιστα ἀλλοτρίων (εν προκειμένω από το αντίθετό του, τα πολλά)],
ενώ στην συνέχεια ακολουθούν τα υπόλοιπα κατηγορήματα μεταξύ πολλών και ενός μέχρι και το ίδιο το ένα και
“το ένα είναι” [το ἓν ὄν ως η πρώτη τριάδα (ἀκρότητα) των νοητών θεών, με την άρνηση του οποίου στο τέλος
θα καταδειχθεί ότι το ένα είναι επέκεινα όλου του νοητού κόσμου (βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1110.24-29 και Πλατ. Θεολ.
ΙΙΙ 24)], το συγγενέστατον τῷ ἑνί, το οποίο είναι και “δυσαποδεικτικότερον” να αποφαθεί σε αυτό. Από την άλλη,
οι καταφάσεις ξεκινούν από τα πιο “συγγενή” με το ένα (το “είναι” και την ουσία), ενώ στην συνέχεια ακολουθούν
τα υπόλοιπα καταφατικά κατηγορήματα, τα “λιγότερο συγγενή” και οικεία του ενός. Κατά τον Πρόκλο μάλιστα,
το ενδεχόμενο να αρχίζει η πρώτη υπόθεση ανάποδα, από τα τελευταία συμπεράσματα στα πρώτα, αναιρείται για
τον πρόσθετο λόγο ότι θα ήταν παράλογο η σειρά της υπόθεσης να μην προχωρούσε από τα “γένη του όντος”,
την κίνησιν-στάσιν και ταὐτόν-ἕτερον (138b7-139b3, 139b4-e6 αντίστοιχα) στα κατηγορήματα όμοιο-ανόμοιο,
ίσο-μεγαλύτερο-μικρότερο, τα καταδεέστερα τοῦ ὄντος [Εἰς Παρμ., VI 1088.3-1089.15, VII 1241.5-7 (Cousin)].
55
και αυτό είναι ον αυτοέν και αυτοόν115· και δεν είναι σε αυτό διαφορετικό το είναι [εἶναι], διαφορετικό το
«είναι» [ἔστιν], όπως ο άνθρωπος είναι επειδή μετέχει στην ουσία, αλλά όλο το είναι [τὸ εἶναι]
συλλαμβάνεται σε αυτό [δηλ. στο ον που είναι αυτοέν και αυτοόν]· και είναι μεν ουσία, αλλά όχι κατά
μετοχή στην ουσία, αλλά ως υπερούσια116. 117

Έπειτα, το να ξεκινά η υπόθεση από την άρνηση του αντιθέτου του ενός (το οὐ πολλά), και όχι από την άρνηση
του “είναι” του (και κατ’ επέκταση το να ξεκινά από την υπερβατικότητα του ενός από τις νοητές και νοερές
τάξεις και όχι από την άκρότητα των νοητών, το ἓν ὄν), επιδοκιμάζεται από τον Νεοπλατωνικό και από άποψη
λογικής αποτελεσματικότητας: πράγματι θα ήταν “γελοιότατον” το ενδεχόμενο να άρχιζε η υπόθεση ως “αν το
ένα είναι, το ένα δεν είναι”. Αντιθέτως, σε επίπεδο λογικής, η υπόθεση ορθώς εκκινεί από τα γνωριμώτατα και τα
σαφέστατα, δηλαδή την άρνηση του αντίθετου του ἑνός στο ἕν, καθώς η αρχή “τὸ ἓν οὐκ ἔστι πολλά” είναι
αναπόδεικτη και αποτελεί “κοινή έννοια” (κατά τις αρχές της γεωμετρίας), μη χρήζουσα καμίας περαιτέρω
λογικής θεμελίωσης ή συλλογισμού. Επίσης με την σειρά αυτή διασφαλίζεται και η πορεία ολόκληρης της πρώτης
υπόθεσης : εκκινώντας ο Παρμενίδης από τα πολλά και αποφάσκοντας στην πορεία όλα τα υπόλοιπα
κατηγορήματα, τα οποία έχουν ως κοινό τους στοιχείο ότι μετέχουν στην ουσία, στο τέλος θα του δοθεί η ευκαιρία
να αρνηθεί και συνολικά την μετοχή στην ουσία, καθώς θα μπορέσει πια να συναγάγει “Ἔστιν οὖν οὐσίας ὅπως
ἄν τι μετάσχοι ἄλλως ἤ κατὰ τούτων τι; - Οὐκ ἔοικεν. - Οὐδαμῶς ἄρα τὸ ἕν οὐσίας μετέχει.” (141e7-9), όπου στο
“κατὰ τούτων τι” συμπεριλαμβάνονται πλέον όλα τα προ-αρνηθέντα στο ἕν (τα ὅλον – σχῆμα – ταὐτόν – ἕτερον
κ.ά.). Η σειρά αυτή μάλιστα εξασφαλίζει και την μετάβαση στην δεύτερη υπόθεση: πράγματι, στην αρχή της
διαχωρίζονται η ουσία από το ένα (142b7-c7), πράγμα που μας κάνει να σκεφτούμε ότι μιας και το ἕν, το
μετεχόμενο από το ον, διαφέρει από το ον, πόσο δε μάλλον και το αμέθεκτο ἕν (της πρώτης υπόθεσης) είναι
ανάγκη να υπερβαίνει το ον [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1239.34-1240.20, 1241.15-1242.33 (Cousin), VI 1092.18-33].
115
Για τις έννοιες αὐτοέν και αὐτοόν βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Α, σελ. 250-251.
116
Για την έννοια ὑπερούσιος οὐσία βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Β, σελ. 251-254.
117
Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε και την ερμηνεία του Χ. Τερέζη πάνω στο πρώτο εξηγητικό χωρίο του Παχυ-
μέρη (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 209-214):
- Το ἕν της δεύτερης υπόθεσης συγκροτείται πια ως επικοινωνούσα οντότητα, που αφενός λειτουργεί ως “αυτο-
αιτία” αφετέρου μετέχει στην “οὐσίαν” (αφού προσάπτεται στην υπόστασή του το “ἔστι”).
- Το ἕν έχει μεταβεί από την απόλυτη υπερβατικότητά του σε μία νέα οντολογική κατάσταση, αναπτύσσοντας
σχέση με την “οὐσίαν”, την πρωταρχική οντολογική κατηγορία, και έπειτα θα αναπτύξει σχέσεις και με τις υπό-
λοιπες κατηγορίες που έχουν ως οντολογική προϋπόθεσή τους και ως λογική τεκμηρίωσή τους (καθώς επίσης και
ως αναγκαίο υπόστρωμα για να αναπτυχθούν και οι ίδιες) την “οὐσίαν”.
- Μέσω των εννοιών που λαμβάνουν το πρόθεμα “αυτό-”, ο Παχυμέρης αποδέχεται τον μεταφυσικό ρεαλισμό
του Πλάτωνα: δηλαδή ότι το αισθητό οφείλει τα εφαλτήρια της ύπαρξής του στους οντολογικούς-κανονιστικούς
όρους, τους οποίους του θέτει η υπερεμπειρική περιοχή που κατά περίπτωση του αντιστοιχεί (π.χ. ο “αυτοάνθρω-
πος” για τον αισθητό άνθρωπο), ή ότι υπάρχουν τα καθολικά αρχέτυπα πριν από κάθε εμμενή παρουσία τους και
πριν από κάθε επιμέρους έκφανση των αισθητών όντων.
Ωστόσο, κρίνουμε ότι η κατασκευή της έννοιας του “αυτοανθρώπου” από τον Τερέζη μάλλον δεν συμβαδίζει
με το συγκεκριμένο σχόλιο του Παχυμέρη. Βέβαια, ορθώς ερμηνεύει ο Τερέζης τον όρο με την προσθήκη του
προθέματος “αυτό-” (όπως το αὐτοέν και το αὐτοόν), καθώς στα πλαίσια της χριστιανικής θεολογίας του ψευδο-
Διονυσίου αλλά και του ίδιου του Παχυμέρη που παραφράζει τα έργα του το πρόθεμα “αυτό-” προστίθεται σε
οντολογικούς όρους, όπως η σοφία, το κάλλος, η ουσία, η ζωή κ.ά., οι οποίοι δηλώνουν τις θείες ενέργειες και
τις δωρεές του τριαδικού Θεού στην οντική περιοχή της δημιουργίας (για τους όρους αυτοέν-αυτοόν βλ. παρα-
πάνω υποσημ. 115). Παρ’ όλα αυτά, η θεολογική εξήγηση του Παχυμέρη απέχει αρκετά από μία ταύτιση ή εγγύ-
τερη και πιστή συσχέτιση με τις μεταφυσικές αρχές της πλατωνικής φιλοσοφίας, στην οποία οι όροι “αυτό-”
56
142c7-d5: Πάλιν δὴ λέγω-
μεν, ἓν εἰ ἔστι, τί συμβήσεται. Σκόπει οὖν εἰ οὐκ ἀνάγκη
ταύτην τὴν ὑπόθεσιν τοιοῦτον ὂν τὸ ἓν σημαίνειν, οἷον
(d) μέρη ἔχειν; — Πῶς; — Ὧδε· εἰ τὸ ἔστι τοῦ ἑνὸς ὄντος
λέγεται καὶ τὸ ἓν τοῦ ὄντος ἑνός, ἔστι δὲ οὐ τὸ αὐτὸ ἥ τε
οὐσία καὶ τὸ ἕν, τοῦ αὐτοῦ δὲ ἐκείνου οὗ ὑπεθέμεθα, τοῦ
ἑνὸς ὄντος, ἆρα οὐκ ἀνάγκη τὸ μὲν ὅλον ἓν ὂν εἶναι αὐτό,
τούτου δὲ γίγνεσθαι μόρια τό τε ἓν καὶ τὸ εἶναι; — Ἀνάγκη. (5)

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στην υπόθεση: αν το εν είναι, τί θα ακολουθήσει. Εξέτασε όμως μήπως αυτή η
υπόθεση δεν είναι ανάγκη να σημαίνει ότι το εν είναι τέτοιο ώστε να έχει μέρη; - Πώς γίνεται αυτό; - Με
αυτό τον τρόπο: αν το «είναι» κατηγορείται στο εν που είναι [ἓν ὄν] και το εν κατηγορείται σε αυτό που
είναι εν [ὂν ἕν], ενώ δεν είναι το ίδιο πράγμα και η ουσία και το εν, αλλά αυτά ανήκουν σε εκείνο που
υποθέσαμε, στο «εν ον», άραγε δεν είναι ανάγκη το ίδιο το «εν ον» να είναι το όλο, και αυτού του όλου να
γίνονται μέρη το εν και το είναι; - Κατ’ ανάγκη.

Προσβιβάζει τὸν λόγον ἵνα δείξῃ τὸ ἓν καὶ μόρια ἔχον καὶ ὅλον ὄν· 2.8
καὶ αὖθις τὰ μόρια ἔχοντα μόρια ἄλλα, κἀκεῖνα ἄλλα καὶ εἰς ἄπειρον·
τοιαύτη γὰρ ἡ φύσις τοῦ ἔστιν ὥστε, ὅπου λέγεται, κατὰ τὸ ἔστι τοῦτο 2.10
καὶ φαντασίαν τοῦ ὄντος γίνεσθαι, καθὼς λέγομεν καὶ τὸ ποσὸν καὶ τὸ
ποιὸν καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κατηγορημάτων ὄντα, ὅτι προσαρτᾶται τούτοις
τὸ ἔστιν. Ἔτι δὲ κατὰ Πλάτωνα καὶ τὸ μὴ ὂν καθὸ εἶναί τι λέγεται ὄν
ἐστιν, εἰ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης κατὰ συμβεβηκὸς λέγει κατηγορεῖσθαι τὸ
ἔστι τοῦ μὴ ὄντος, ὅτε λέγομεν, τὸ <μὴ> ὂν δοξαστόν ἐστι· δόξα γὰρ 2.15
αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅτι ἔστιν, ἀλλ’ ὅτι οὐκ ἔστιν. Ὅρα δὲ καὶ τὴν ἔφοδον·
πρῶτον μὲν θέλων τὸ ἓν ἐν μετοχῇ ποιῆσαι τῆς οὐσίας, ὡς λέγεσθαι ὄν,
τῷ ἔστιν ἀπεχρήσατο, ὅτι ἐπεὶ λέγομεν ἓν ἔστι (τοῦτο γὰρ καὶ ἡ

δηλώνουν τις ιδέες και τα θεία νοητά όντα ως καθολικά αρχέτυπα στα οποία μετέχουν τα επιμέρους αισθητά
πράγματα, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος ο Βυζαντινός στοχαστής αποδοκιμάζει το αρχαίο δόγμα περί ιδεών ή πολλών
δημιουργικών-θείων ουσιών (βλ. Παράφρασις, P.G. 3, 848B, 968A-B, 989A). Για την εκ μέρους του Τερέζη,
πλην εσφαλμένη κατ’ εμάς, συσχέτιση των πλατωνικών ιδεών με τις χριστιανικές θείες ενέργειες, βλ. επίσης
Τερέζης Χ., 2017, σ. 356-357, 387.

57
ὑπόθεσις, εἰ ἓν ἔστιν), οὐσίας μετέχει· τὸ δὲ οὐσίας μετέχον ὄν, καὶ
γέγονε τὸ ὅλον ἓν ὄν. Τοῦτο δ’ αὖθις ἐπιφέρεται καὶ τὸ ἔστι· σημαίνει 2.20
γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ἔστι καὶ ὅτι ἀληθές, ὡς τὸ μὴ εἶναι ὅτι οὐκ ἀληθές,
καθὼς ἐν τῷ Δ τῶν Μετὰ τὰ φυσικὰ Ἀριστοτέλης φησίν. Ὡς γοῦν τοῦ
συνόλου λέγεται τὸ ἔστιν, ὃ δὴ τὸ ὂν ἔχει, οὕτω καὶ τὸ ἓν αὖθις τοῦ
συνόλου τοῦ ὄντος ἑνός. Πλὴν ὅρα ὅτι, ὅτε τὸ ἔστι λέγει τοῦ συνόλου,
τὸ ἄρθρον τὸ τοῦ τῷ ἑνὶ συνάπτει, τοῦ ἑνὸς ὄντος λέγων· ὅτε δὲ τὸ ἕν, 2.25
τοῦ ὄντος ἑνός φησιν, ἵνα μήτ’ ἐνταῦθα τὸ ἓν τοῦ ἑνὸς ὄντος λεχθείη
ἀδολέσχως, μήτ’ ἐκεῖ τὸ ἔστιν, εἴτ’ οὖν τὸ ὄν, τοῦ ὄντος, ἀλλὰ τὸ ὂν τοῦ
ἑνὸς ὄντος, καὶ τὸ ἓν τοῦ ὄντος ἑνός. Οὐ τὸ αὐτὸ δὲ ἐδείχθη ἡ οὐσία καὶ
τὸ ἕν, τοῦ δὲ συνόλου ἑκάτερον, ὥστε τὸ μὲν ὅλον, τὰ δὲ μέρη εἶναι
συνάγεται. 2.30

Αναπτύσσει [ο Παρμενίδης] τον συλλογισμό για να δείξει ότι το εν και έχει μέρη και είναι όλο· και ξανά τα
μέρη έχουν άλλα μέρη, και εκείνα έχουν άλλα και επ’ άπειρον. Διότι τέτοια είναι η φύση του «είναι» ώστε,
όπου λέγεται, σύμφωνα με αυτό το «είναι» να παρουσιάζεται στο μυαλό μας το ον, όπως λέμε ότι και η
ποσότητα και η ποιότητα και τα υπόλοιπα κατηγορήματα «είναι», επειδή προστίθεται σε αυτά το «είναι».
Επιπλέον, κατά τον Πλάτωνα, και το μη ον, στο βαθμό που λέγεται ότι είναι κάτι, είναι ον118, μολονότι ο
Αριστοτέλης λέει ότι το «είναι» κατηγορείται στο μη ον κατά συμβεβηκός, όταν λέμε ότι το μη ον είναι
προϊόν γνώμης [δοξαστόν]· γιατί η γνώμη μας για αυτό δεν είναι ότι αυτό είναι, αλλά ότι αυτό δεν είναι119.

118
Βλ. Σοφιστή, 258b8-c5, όπου αναγνωρίζεται μία ξεχωριστή φύση για το μη ον μεταξύ των όντων: ΞΕ. Πότερον οὖν,
ὥσπερ εἶπες, ἔστιν οὐδενὸς τῶν ἄλλων οὐσίας ἐλλειπόμενον, καὶ δεῖ θαρροῦντα ἤδη λέγειν ὅτι τὸ μὴ ὂν βεβαίως
ἐστὶ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἔχον, ὥσπερ τὸ μέγα ἦν μέγα καὶ τὸ καλὸν ἦν καλὸν καὶ τὸ μὴ μέγα <μὴ μέγα> καὶ τὸ μὴ καλὸν
<μὴ καλόν>, οὕτω δὲ καὶ τὸ μὴ ὂν κατὰ ταὐτὸν ἦν τε καὶ ἔστι μὴ ὄν, ἐνάριθμον τῶν πολλῶν ὄντων εἶδος ἕν; ἤ τινα
ἔτι πρὸς αὐτό, ὦ Θεαίτητε, ἀπιστίαν ἔχομεν; ΘΕΑΙ. Οὐδεμίαν.
119
Βλ. Αριστοτέλη, Περὶ ἑρμηνείας, 21a21-33: οὐκ ἀεὶ δέ, ἀλλ’ ὅταν μὲν ἐν τῷ προσκειμένῳ τῶν ἀντικειμένων τι
ἐνυπάρχῃ οἷς ἕπεται ἀντίφασις, οὐκ ἀληθὲς ἀλλὰ ψεῦδος, —οἷον τὸν τεθνεῶτα ἄνθρωπον ἄνθρωπον εἰπεῖν,— ὅταν
δὲ μὴ ἐνυπάρχῃ, ἀληθές. ἢ ὅταν μὲν ἐνυπάρχῃ, ἀεὶ οὐκ ἀληθές, ὅταν δὲ μὴ ἐνυπάρχῃ, οὐκ ἀεὶ ἀληθές· ὥσπερ Ὅμηρός
ἐστί τι, οἷον ποιητής· ἆρ’ οὖν καὶ ἔστιν, ἢ οὔ; κατὰ συμβεβηκὸς γὰρ κατηγορεῖται τὸ ἔστιν τοῦ Ὁμήρου· ὅτι γὰρ
ποιητής ἐστιν, ἀλλ’ οὐ καθ’ αὑτό, κατηγορεῖται κατὰ τοῦ Ὁμήρου τὸ ἔστιν. ὥστ’ ἐν ὅσαις κατηγορίαις μήτε ἐναντιότης
ἔνεστιν, ἐὰν λόγοι ἀντ’ ὀνομάτων λέγωνται, καὶ καθ’ αὑτὰ κατηγορῆται καὶ μὴ κατὰ συμβεβηκός, ἐπὶ τούτων τὸ τὶ
καὶ ἁπλῶς ἀληθὲς ἔσται εἰπεῖν. τὸ δὲ μὴ ὄν, ὅτι δοξαστόν, οὐκ ἀληθὲς εἰπεῖν ὄντι· δόξα γὰρ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅτι ἔστιν,
ἀλλ’ ὅτι οὐκ ἔστιν. [Η υπογράμμιση του γράφοντος]. Κατά τον Αριστοτέλη, το ψεύδος προκύπτει όταν συνδέονται
αντίθετοι όροι μεταξύ τους, από τους ο οποίους έπεται αντίφαση, π.χ. “ο πεθαμένος άνθρωπος είναι άνθρωπος”
[μιας και ο άνθρωπος εκλαμβάνεται εν γένει ως έμβιο ον (ζῷον)]. Τοιουτοτρόπως, όταν λέμε ότι το μη ον είναι
δοξαστόν (προϊόν γνώμης), το “είναι” κατηγορείται κατὰ συμβεβηκὸς στο μη ον, αφού καθαυτό το μη ον δεν είναι,
και έτσι θα ήταν ψευδές (καθό αντιφατικό) να συναγάγουμε ότι “το μη ον είναι (ενν. ον)”, αν λαμβάναμε και
κατηγορούσαμε καθαυτό το “είναι” στο μη ον· όπως και στο παραπάνω παράδειγμα με την φράση “ο Όμηρος
58
Παρατήρησε120 επίσης και την διάρθρωση της επιχειρηματολογίας του: πρώτα μεν θέλοντας να κάνει το εν
να μετέχει στην ουσία, ώστε να λέγεται ότι είναι ον, χρησιμοποίησε το «είναι», γιατί όταν λέμε ότι το εν
είναι (γιατί αυτό λέει και η υπόθεση, αν το εν είναι), μετέχει στην ουσία· και αυτό που μετέχει στην ουσία
είναι ον, και το όλο έχει γίνει “εν που είναι” [ἓν ὄν]. Αλλά αυτό πάλι συνεπάγεται και το «είναι», γιατί το
είναι [τὸ εἶναι] σημαίνει και το «είναι» [τὸ ἔστι] και ότι είναι αληθές, όπως το μη είναι σημαίνει το ότι δεν
είναι αληθές, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Βιβλίο Δ των Μετά τα φυσικά 121 . Όπως λοιπόν το «είναι»
κατηγορείται στο σύνολο, το οποίο [«είναι»] πράγματι εμπεριέχει το ον, έτσι και το εν πάλι κατηγορείται
στο σύνολο αυτού που είναι εν [του ὄντος ἑνός]. Αλλά παρατήρησε όμως ότι, όταν ο Παρμενίδης κατηγορεί
το «είναι» στο σύνολο, συνάπτει το άρθρο “του” με το εν, λέγοντας «του ενός που είναι» [τοῦ ἑνὸς ὄντος],
ενώ όταν κατηγορεί το «εν», λέει «αυτού που είναι εν» [τοῦ ὄντος ἑνός], για να μην κατηγορηθεί μάταια122

είναι ποιητής”: το “είναι” κατηγορείται κατὰ συμβεβηκός στον Όμηρο (“είναι ποιητής”), και όχι καθαυτό (“ο
Όμηρος είναι ων”), καθώς έτσι θα συναγόταν ότι ο Όμηρος υπάρχει, δηλαδή ένα ψευδές γεγονός. Ένας
συλλογισμός τέτοιου είδους θα ήταν σοφιστικός “παρὰ τὸ πῇ καὶ ἁπλῶς”: Οἱ δὲ παρὰ τὸ ἁπλῶς τόδε ἢ πῇ λέγεσθαι
καὶ μὴ κυρίως, ὅταν τὸ ἐν μέρει λεγόμενον ὡς ἁπλῶς εἰρημένον ληφθῇ, οἷον, εἰ τὸ μὴ ὄν ἐστι δοξαστόν, ὅτι τὸ μὴ
ὂν ἔστιν· οὐ γὰρ ταὐτὸ τὸ εἶναί τέ τι καὶ εἶναι ἁπλῶς (Περὶ τῶν Σοφιστικῶν Ἐλέγχων, 166b37-167a2 – για το είδος
των συλλογισμών αυτών βλ. αναλυτικότερα υποσημ. 331). Για την έννοια συμβεβηκός στην αριστοτελική
φιλοσοφία βλ. Μετὰ τὰ φυσικὰ Δ, 1025a14 κ.έ. (Συμβεβηκὸς λέγεται ὃ ὑπάρχει μέν τινι καὶ ἀληθὲς εἰπεῖν, οὐ μέντοι
οὔτ’ ἐξ ἀνάγκης οὔτε <ὡς> ἐπὶ τὸ πολύ)· ουσιαστικά το συμβεβηκός μπορεί να νοηθεί εδώ ως ένα μη ουσιώδες
κατηγόρημα που αποδίδεται σε ένα υποκείμενο χωρίς να αποκαλύπτει ταυτόχρονα την ίδια την ουσία του
υποκειμένου (ἀλλὰ μὴ διότι τοδὶ ἦν, 1025a23), π.χ. “ο μουσικός είναι λευκός”: το “λευκός” αποτελεί συμβεβηκός
στον μουσικό, αφού δεν αποδίδει την ουσία του μουσικού και δεν αποδίδεται στον μουσικό ούτε ἐξ ἀνάγκης ούτε
ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, αλλά απλά “συμβαίνει” η ιδιότητα αυτή στον μουσικό (1025a19-21), ενώ το αίτιό της είναι τυχαίο
και αόριστο (1025a24-25) – η έτερη σημασία του συμβεβηκότος είναι αυτή του λεγομένου “καθαυτό” σε κάποιο
υποκείμενο, χωρίς το οποίο (συμβεβηκός) δεν είναι δυνατόν το υποκείμενο να “είναι”, όπως η ιδιότητα του
τριγώνου να έχει άθροισμα γωνιών ίσο με δύο ορθές [βλ. 1025a30-33, καθώς και Παχυμέρη Φιλοσοφία, Βιβλίον
Δέκατον (Μετὰ τὰ φυσικά), Τίτλος γ΄, Κεφ. Δ΄, 135-140].
120
Στο εν λόγω υπόμνημα, ο Παχυμέρης απευθύνει συχνά τον λόγο (στο β’ ενικό πρόσωπο) σε κάποιο πρόσωπο [βλ.
επίσης παρακάτω: ὅρα (Παχυμ. Εἰς Παρμ., 2.24, 25.23, 37.11, 38.2), ἰδοὺ (17.29, 53.18), σημείωσαι (24.24), εἰ
βούλει…εἰ βούλει (31.12), θήσεις (59.1)], δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα σε κάποιον μαθητή του, στα πλαίσια
μιας ιδιωτικής διδασκαλίας του πλατωνικού διαλόγου (ίσως και της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, μιας και
υποτίθεται ότι ο Παχυμέρης συνεχίζει το υπόμνημα του Πρόκλου, παρ’ όλο που το εν λόγω υπόμνημα ακολουθεί
εντελώς διαφορετική ερμηνευτική κατεύθυνση από τα αντίστοιχα Νεοπλατωνικά), αν βέβαια λάβουμε υπόψη την
διδακτική χρήση και τον παιδαγωγικό σκοπό των υπομνημάτων την εποχή αυτή (βλ. επίσης Ζωγραφίδης, 2006,
σ. 83-85, ενώ για το διδακτικό έργο του Παχυμέρη βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 1, σ. 12-13).
121
Βλ. Μετὰ τὰ φυσικά Δ 7, 1017a31-32: Ἔτι τὸ εἶναι σημαίνει καὶ τὸ ἔστιν ὅτι ἀληθές, τὸ δὲ μὴ εἶναι ὅτι οὐκ ἀληθὲς
ἀλλὰ ψεῦδος. Για το αληθές και ψεύδος βλ. επίσης Γ 7, 1011b25-29: δῆλον δὲ πρῶτον μὲν ὁρισαμένοις τί τὸ ἀληθὲς
καὶ ψεῦδος. τὸ μὲν γὰρ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος, τὸ δὲ τὸ ὂν εἶναι καὶ τὸ μὴ ὂν μὴ εἶναι ἀληθές,
ὥστε καὶ ὁ λέγων εἶναι ἢ μὴ ἀληθεύσει ἢ ψεύσεται· ἀλλ’ οὔτε τὸ ὂν λέγεται μὴ εἶναι ἢ εἶναι οὔτε τὸ μὴ ὄν. [Η
υπογράμμιση του γράφοντος]. Για τις αριστοτελικές έννοιες του αληθούς και του ψεύδους σχετικά με το ον και
το μη ον, βλ. αναλυτικότερα παρακάτω υποσημ. 416.
122
Η λέξη ἀδολέσχως χρησιμοποιείται ήδη στο χωρίο 135d2-5 του Παρμενίδη, όπου ο τελευταίος καλεί τον Σωκράτη
στην άσκηση της διαλεκτικής (λογική γυμνασία), μια κοπιαστική δραστηριότητα η οποία απαιτεί ὁρμὴν, ενώ
59
το εν στο εν που είναι [ἓν ὄν] στην προκειμένη περίπτωση, μήτε το «είναι», ή αλλιώς το ον, να κατηγορηθεί
σε αυτό που είναι εν [ὂν ἕν] στην προηγούμενη, αλλά το ον στο εν που είναι [ἓν ὄν] και το εν σε αυτό που

αντιθέτως θεωρείται από την μάζα του όχλου [π.χ. τους ρήτορες (όπως ο Ισοκράτης) ή τους κωμωδιογράφους
(όπως ο Εύπολις), εν γένει τους αφιλοσόφητους] ως άχρηστη και καλείται από αυτούς ἀδολεσχία, δηλαδή
φλυαρία-λεπτολογία (βλ. επίσης Πρόκλο, Εἰς Παρμ. I, 656.15-658.30, ο οποίος στρέφεται εναντίον όσων
θεωρούν εσφαλμένα ότι ο ίδιος ο Παρμενίδης καλεί την διαλεκτική άσκηση ἀδολεσχίαν, και όχι οι πολλοί).
60
είναι εν [ὂν ἕν]123. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η ουσία και το εν είναι το ίδιο πράγμα, αλλά ότι καθένα από
αυτά ανήκει στο σύνολο, ώστε συνάγεται ότι υπάρχουν και το όλο και τα μέρη.124 125 126

123
Πρβλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.I, p. 74.13-19, 76.16-79.15. Ο Νεοπλατωνικός μας παραδίδει την εξής μεταφυσικής
φύσεως εξήγηση: σε αντίθεση με την πρώτη νοητή τριάδα (142b5-c7), στην οποία το ἕν μετείχε στο ὄν και το ὂν
ἦν τοῦ ἑνός, στην δεύτερη νοητή τριάδα (142c7-d9) το όλον δεν παραμένει αμιγές καθεαυτό (ἀπαράλλακτον αὐτὸ
πρὸς ἑαυτό), αλλά είναι έτοιμο να χωριστεί στα μέρη (συνδιίσταται πως τοῖς μέρεσιν) και “συνεπικλίνει πρὸς
ἕκαστον κατὰ σχέσιν”, έχοντας τόσες σχέσεις όσα και μέρη, ούτως ώστε το όλον να ανήκει σε κάθε μέρος και
κάθε μέρος να είναι μέρος του όλου (και όχι του εαυτού του), και κατ’ επέκταση να “αναδιπλασιάζεται” και να
“αντιστρέφεται” το όλον (ως ἓν ὄν και ὂν ἕν) σε σχέση με τα μέρη του· έτσι και το ἕν είναι μέρος του ὄντος ἑνός,
όχι όμως καθόσον το όλον είναι ἕν, αλλά ως ὄν, και το ὄν είναι μέρος του ἑνὸς ὄντος (και όχι απλά του ὄντος),
καθόσον το όλον είναι ἕν. Από την μία, κατά τον Δαμάσκιο, αυτό μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθεί υπόψη ο
πρόκλειος όρος “προήγησις τῶν ἑτερωνύμων”, δηλαδή η προπόρευση του ἑνός μέσα στο ον και του ὄντος μέσα
στο ἕν. Από την άλλη όμως, ο Δαμάσκιος προχωρά ένα βήμα παραπέρα την πρόκλεια εξήγηση,
αντιπαραβάλλοντας από την μία το ἓν ὄν της πρώτης νοητής τριάδας, στην οποία “τὸ ἓν καῖ τὸ ὂν συνεπεφύκει
ἀλλήλοις κατὰ ἕνωσιν”, με το ἓν ὄν της δεύτερης, στο οποίο το ἕν και το ὄν ετοιμάζονται να διαχωριστούν, μη
όντας όμως τα ίδια το ένα με το άλλο (όπως βέβαια και στην πρώτη νοητή τριάδα, βλ. 142b7-8), ανήκοντας και
τα δύο στο όλον ἓν ὄν της δεύτερης νοητής τριάδας και ευρισκόμενο κατά σειρά μετά το ἓν ὄν της πρώτης.
Μάλιστα μας δίνει μια γλαφυρή εικόνα της κατάστασης αυτών των μερών, περιγράφοντάς τα ως “γεννήματα”
του ἑνὸς ὄντος, όχι όμως ως ήδη τεχθέντα, αλλά ως διακρινόμενα “πάνω στον πόνο της κύησης” του ενός όντος:
(…) τὰ μέρη γεννήματα ἀκουστέον, ἀλλ’ οὔπω τεχθέντα, ἀλλ’ ἔτι ἐν τῇ ὠδῖνι διακρινόμενα. (…) Ἔτι δὲ λέγωμεν ὡς
τὰ μέρη γεννήματα εἶναι βούλεται· τὰ δὲ γεννήματα τῶν γεννώντων ἐστίν· διὸ τὸ ἓν ὂν ὑποθέμενος, καὶ ἰδὼν αὐτὸ
κυοῦν ἤδη τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν, ὡς ἓν ὄν, καὶ ὡς ὂν ἓν ταῦτα ὀνομάσας ἀπὸ τοῦ ἐπικρατοῦντος ἔφατο τοῦ ἑνὸς ὄντος
εἶναι αὐτά· καὶ αὖθις ἄλλο προσθεὶς ἀξίωμα, ὅταν τι ᾖ τινος ἄλλου ἐν αὐτῷ ὁρώμενον, ἢ ἀπ’ αὐτοῦ γεννώμενον,
μέρος εἶναι ἐκείνου ἀφ’ οὗ τε καὶ ἐν ᾧ ἐστιν, οὕτω συνήγαγεν τὸ προκείμενον. (p. 77.16-18, 79.8-15)
124
Ειρήσθω εν παρόδω, η ετερότητα ενός και όντος, που προτείνει εδώ ο Πλάτων διά του Παρμενίδη, ως μερών του
όλου “ἓν ὄν”, αποτελεί την κύρια πλατωνική αρχή ότι το ἕν και το ὄν είναι αρχές των πραγμάτων ως τα πιο
καθολικά αίτια (διακριτά μεταξύ τους) που ενυπάρχουν σε όλα τα πράγματα και μετέχονται από αυτά. Με αυτή
την αντίληψη θα διαφωνήσει μετέπειτα ο Αριστοτέλης, όταν θα θεωρήσει ότι το ἕν και το ὄν αναφέρονται σε μία
φύση και δεν διαφέρουν μεταξύ τους : Μετὰ τὰ φυσικά Γ, 1003b22-24: εἰ δὴ τὸ ὂν καὶ τὸ ἓν ταὐτὸν καὶ μία φύσις
τῷ ἀκολουθεῖν ἀλλήλοις ὥσπερ ἀρχὴ καὶ αἴτιον· 1003b31-32: καὶ οὐδὲν ἕτερον τὸ ἓν παρὰ τὸ ὄν. Βέβαια και αυτή
η θέση έχει ήδη διατυπωθεί εμμέσως από τον Πλάτωνα στον Παρμενίδη, στο 144c2-e7 (βλ. παρακάτω υποσημ.
159).
125
Σχετικά με το πώς συνάγονται και θεμελιώνονται τα μέρη από το όλον στον συλλογισμό αυτόν (142d4-5) έχει
ενδιαφέρον να εξετάσουμε την πραγματολογικής φύσεως εξήγηση του Δαμάσκιου, ο οποίος κρίνει ως
προβληματικό το να καταφάσκεται πρώτα το όλον και μετά το μερικό, καθώς π.χ. δεν ισχύει “κατὰ φύσιν” ο
λόγος “αν κάτι είναι ζώο, είναι άνθρωπος”, αλλά ο λόγος “αν κάτι είναι άνθρωπος, είναι ζώο” [ενώ αντίστροφα
στις αρνήσεις της πρώτης υπόθεσης (137c5-d3) σωστά με την αναίρεση του όλου συναναιρείται και το μέρος]. Ό
Δαμάσκιος απαντά ότι η συναγωγή του μερικοτέρου από το καθολικότερο πρέπει να διαβαστεί υπό το φως της
σχέσης και της παραγωγής του αιτιατού από το αίτιο, ενώ η παρατήρηση αυτή θα του δώσει αφορμή να τονίσει
τον πραγματολογικό και μεταφυσικό χαρακτήρα της πλατωνικής πραγματείας: Ἐπὶ γὰρ τῶν ἀναγκαίων
πραγμάτων αὕτη φύσις ἐστίν· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι οὐ λογικεύεται ὁ Πλάτων, ἀλλὰ δι’ αὐτῆς χωρεῖ τῆς τῶν ὄντων
ἀληθείας. (…) μιμεῖται ὁ λόγος τὴν τῶν ὄντων διακόσμησιν, ἐν ᾗ πρῶτα τὰ ὁλικώτερα πρόεισιν τῶν μερικωτέρων,
καὶ τὰ μερικώτερα ἔχεται τῶν ὁλικωτέρων. [βλ. Δαμάσκιου Εἰς Παρμ. t.Ι, p. 71.5-72.6].
126
Κατά τον Χ. Τερέζη, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Παχυμέρης επιχειρούν εδώ να ανιχνεύσουν την οντολογική υφή
του “ἔστιν” (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 214-220). Συγκεκριμένα, όταν λέμε “τὸ ἓν ἔστιν” εννοούμε ότι το ἕν μετέχει
61
142d6-9: Πότερον οὖν ἑκάτερον τῶν μορίων τούτων μόριον μόνον
προσεροῦμεν, ἢ τοῦ ὅλου μόριον τό γε μόριον προσρη-
τέον; — Τοῦ ὅλου. — Καὶ ὅλον ἄρα ἐστί, ὃ ἂν ἓν ᾖ, καὶ
μόριον ἔχει. — Πάνυ γε.

Ποιο από τα δύο λοιπόν ισχύει: καθένα από τα μέρη αυτά θα το πούμε επιπλέον ως μόνο μέρος, ή θα πρέπει
να πούμε το ίδιο το μέρος ως μέρος του όλου; - Του όλου. - Άρα όποιο τυχόν θα ήταν ένα και όλο είναι και
μέρη έχει. - Βεβαιότατα.

Πρότερον μὲν κατεσκεύαζε μέρη εἶναι τό τε ἒν καὶ τὸ εἶναι τοῦ ἑνὸς 3.4
ὄντος συνόλου· νῦν δ’ ἐρωτᾷ περὶ τῶν μορίων, ὅτι Πότερον μόριον 3.5
μόνον ἑκάτερον προσεροῦμεν, ἢ κατὰ τὴν σχέσιν τῶν πρός τι μόριον
ὅλου; Καὶ ὁμολογεῖται μόριον ὅλου λέγεταί τε καὶ ἔστιν, ὥστε τὸ ἓν ὂν
καὶ ὅλον ἐστὶ καὶ μόριον ἔχει.

Προηγουμένως έφτιαχνε τον καταφατικό συλλογισμό ότι και το εν και το είναι είναι μέρη του ενός όντος
ως συνόλου127. Τώρα ρωτάει για τα μέρη, ότι θα πούμε επιπλέον το κάθε μέρος ως μόνο μέρος, ή σύμφωνα

στην ουσία, κι έτσι συγκροτείται μία ολότητα ή ένα οντολογικό σύμπλεγμα, το “ἓν ὄν”, του οποίου η φύση επι-
βεβαιώνεται ως αληθής, μιας και προσαρτάται στο “ἕν” ένας αντικειμενικής τάξης κατηγορηματικός προσδιορι-
σμός (όπως αντίθετα μη ον = μη αληθές) [216-217]. Επιπλέον, κατά τον Τερέζη, στο σχόλιο του Παχυμέρη 2.24-
30 ανακύπτει ουσιαστικά το εξής ερώτημα: η απόδοση του ὄντος στο ἓν και τους ἑνός στο ὄν είναι φύσει εγγενής
ή συμβεβηκυία; Ο Τερέζης αποκλείει το δεύτερο ενδεχόμενο, καθώς στον συλλογισμό αυτόν δεν έχουμε να κά-
νουμε με λογικές ασκήσεις του Πλάτωνα, αλλά με μία μεταφυσική θεμελίωση των κατηγοριών “όλον” και “μέρη”
ως αντικειμενικών και αναμφισβήτητων πραγματικοτήτων, πάνω στον άξονα της “δυναμοκρατικής” [sic] συνύ-
παρξης του “ενός” και του “όντος” και της αμοιβαίας περιχώρησής τους (το ἕν συγκεκριμενοποιείται και “ενυ-
ποστασιοποιείται” [sic] μέσα από το ον, ενώ το ον, αποκτώντας το ἕν, μπορεί να λειτουργεί με ενιαίο τρόπο).
Έτσι, αποκλείεται η περίπτωση το ἕν και το ὄν να είναι κατηγορηματικά επιθέματα συμβεβηκότος τύπου. Επο-
μένως, ο Παχυμέρης επιδιώκει να τονίσει ότι ο μεταφυσικός κόσμος δεν αποτελεί ένα στατικό και αδρανές πεδίο,
το οποίο θα παρέμενε στην ευδαίμονα μακαριότητά του, αλλά ότι είναι ένας δυναμοκρατικός πυρήνας προβολών,
ενοποιήσεων, κινήσεων-αλλαγών και ενεργοποίησης οντολογικών δυνατοτήτων (218-220).
Ωστόσο, κρίνουμε πως η ερμηνεία αυτή παραμένει στα όρια αποκλειστικά και μόνο μιας εύλογης θεολογικής
μετα-ανάγνωσης της παχυμέρειας εξήγησης, εφόσον μάλιστα οι εν προκειμένω προτεινόμενες κατηγορίες της
κίνησης και της μεταβολής λείπουν από αυτήν.
127
Ειρήσθω εν παρόδω, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πρόκλος, συγκαταλέγοντας “το μέρος” μεταξύ των πραγμάτων που
λέγονται με πολλούς τρόπους, διακρίνει τις εξής τρεις έννοιες του “μέρους”: 1) αυτό που, μολονότι ταυτίζεται
σχετικώς με το όλον, περιέχει μερικώς όσα περιέχει το όλον ολικώς (π.χ. η σφαίρα των απλανών αστέρων περιέχει
τα πάντα αλλά εν μέρει, ούσα κι αυτή μέρος του σύμπαντος κόσμου), 2) το μέρος ως συμπληρωτικόν κάποιου
πράγματος [π.χ. όλες οι σφαίρες είναι μέρη του σύμπαντος (η συγκεκριμένη έννοια του μέρους προϋπάρχει στον
62
με την κατηγορία της σχέσης μεταξύ των πραγμάτων (πρός τι)128 ως μέρος του όλου; Και τόσο ομολογείται
όσο και λέγεται και είναι μέρος του όλου, ώστε το εν ον και είναι όλο και έχει μέρη.129 130

142d9-143a3: Τί οὖν; Τῶν μορίων ἑκάτερον


(e) τούτων τοῦ ἑνὸς ὄντος, τό τε ἓν καὶ τὸ ὄν, ἆρα ἀπολείπεσθον
ἢ τὸ ἓν τοῦ εἶναι μόριον131 ἢ τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς μόριον132; — Οὐκ
ἂν εἴη. — Πάλιν ἄρα καὶ τῶν μορίων ἑκάτερον τό τε ἓν
ἴσχει καὶ τὸ ὄν, καὶ γίγνεται τὸ ἐλάχιστον ἐκ δυοῖν ἂν
μορίοιν τὸ μόριον, καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον οὕτως αἰεί, (5)
ὅτιπερ ἂν μόριον γένηται, τούτω τὼ μορίω ἀεὶ ἴσχει· τό
τε γὰρ ἓν τὸ ὂν ἀεὶ ἴσχει καὶ τὸ ὂν τὸ ἕν· ὥστε ἀνάγκη

Αριστοτέλη, βλ. Μετὰ τὰ φυσικὰ Δ 25, 1023b19-22)], 3) αυτό που συντάσσεται με άλλα πράγματα χάριν της
“συντέλειας” ενός πράγματος (π.χ. ο καθένας από μας ως μέρος του σύμπαντος, συντεταγμένο μαζί με τα
υπόλοιπα μέρη αυτού) [Βλ. Πρόκλο Εἰς Παρμ. VI, 1112.24-1113.31]. Στον εν λόγω συλλογισμό της δεύτερης
υπόθεσης το μέρος χρησιμοποιείται με την δεύτερη σημασία.
128
Το πρός τι, η σχέση-αναφορά, είναι μια από τις αριστοτελικές κατηγορίες (βλ. Κατηγορίαι 1b25-2a10: οὐσία, ποσὸν,
ποιὸν, πρός τι, ποὺ, ποτὲ, κεῖσθαι, ἔχειν, ποιεῖν, πάσχειν). Σχετικά με το “πρός τι” βλ. Κατηγορίαι, 6a36-8b24, και
συγκεκριμένα 6a36-b2: Πρός τι δὲ τὰ τοιαῦτα λέγεται, ὅσα αὐτὰ ἅπερ ἐστὶν ἑτέρων εἶναι λέγεται ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
πρὸς ἕτερον· οἷον τὸ μεῖζον τοῦθ’ ὅπερ ἐστὶν ἑτέρου λέγεται, — τινὸς γὰρ μεῖζον λέγεται — καὶ τὸ διπλάσιον ἑτέρου
λέγεται τοῦθ’ ὅπερ ἐστίν, — τινὸς γὰρ διπλάσιον λέγεται — ὡσαύτως δὲ καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα.
129
Σε αντίθεση με την λογική εξήγηση του Παχυμέρη, ο Πρόκλος είχε εξηγήσει τον συλλογισμό του χωρίου 142c7-
d9 υπό το φως της αρχαίας πολυθεϊστικής θεολογίας (βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Α, σελ. 259-260).
130
Προσθέτουμε επίσης τα βασικά σημεία της -μεταφυσικής φύσεως- ερμηνείας του Χ. Τερέζη πάνω στο συγκεκρι-
μένο εξηγητικό χωρίο του Παχυμέρη (βλ. Τερέζης, 2017, σ. 220-222):
- Ἕν και εἶναι συναποτελούν μέρη του ἑνὸς ὄντος ως συνόλου, το οποίο όμως δεν παίρνει την μορφή ενός αθροι-
στικού τύπου αλλά του εξελικτικά σύνθετου, με απαρχή το ἕν και μετεξέλιξη το ὄν.
- Κατά τον Παχυμέρη, ισχύουν οι σχέσεις και εξαρτήσεις (τα πρός τι) ανάμεσα στα μέρη, ως προσδιοριστικές των
κατηγορηματικών επιθεμάτων (ο Τερέζης χρησιμοποιεί τον όρο “σχετικιστικός λειτουργισμός”, υπό την έννοια
των “αυτοεκδιπλώσεων” ή προβολών του ἑνός στον εμπειρικό κόσμο μέσα από τον συσχετισμό και την συνύ-
φανσή του με τις οντολογικές κατηγορίες) [221].
- Σκοπός του Παχυμέρη (αλλά και του Πλάτωνα): να δοθεί προτεραιότητα στην σχέση των μεταφυσικών αρχών
με όλες τις οντολογικές κατηγορίες, εν προκειμένω του ὄντος, και όχι στην αυτονομία τους – η όποια οντολογική
κατάσταση αναδύεται, δεν είναι παρά συμπλοκή ή εξακτινωτή λειτουργιστική [sic] συνάφεια του ἐνός με τις
κατηγορίες αυτές (221-222). Μάλιστα, υπό το πρίσμα των αρχών του Χριστιανισμού της Ανατολής, θα μπορούσε
να υποστηριχθεί ότι το “ον” ως θεία ενέργεια αποτελεί, στο πλαίσιο ενός έλλογου συνεκτικού σχεδιασμού, την
πρώτη έκφραση-προβολή του “ενός”, δηλαδή του τριαδικού Θεού αποκλειστικά κατά την προς παραγωγή εκδή-
λωσή του στην δημιουργία (222).
131
Pl. T1 εἶναι μορίου.
132
Pl. B, T ἑνὸς μορίου. Βλ. και υποσημ. 133 (αμέσως επόμενη) για την ανάγνωση του χωρίου αυτού (142e1-2) από
τον Δαμάσκιο.
63
(143a) δύ’ αἰεὶ γιγνόμενον μηδέποτε ἓν εἶναι. — Παντάπασι μὲν
οὖν. — Οὐκοῦν ἄπειρον ἂν τὸ πλῆθος οὕτω τὸ ἓν ὂν εἴη; —
Ἔοικεν.

Τί λοιπόν; Άραγε καθένα από τα μέρη αυτά του ενός όντος, το εν και το ον, είναι δυνατόν να σταματήσουν
ή το εν να είναι μέρος του “είναι” ή το ον να είναι μέρος του ενός; - Δεν είναι δυνατόν. - Πάλι τότε και
καθένα από τα μέρη αυτά έχει και το εν και το ον, και το ελάχιστο μέρος θα συντίθεται από δύο μέρη, και
σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό έτσι θα έχει το πράγμα πάντα, όποιο ακριβώς γίνεται μέρος, θα κατέχει
πάντοτε και αυτά τα δύο μέρη· επειδή και το εν κατέχει πάντοτε το ον και το ον κατέχει πάντοτε το εν, ώστε
είναι ανάγκη, καθώς γίνονται πάντοτε δύο, ποτέ να μην είναι εν. - Βεβαιότατα. - Το εν ον λοιπόν θα
μπορούσε να είναι έτσι άπειρο κατά το πλήθος; - Έτσι φαίνεται.

Ἐρωτᾷ περὶ ἑκατέρου τῶν μορίων τοῦ συνόλου ἑνὸς ὄντος, ὅτι 3.17
Ἔστιν ἀπολείπεσθαι καὶ ταῦτα, ἢ τὸ ἓν τοῦ ἔστι καθόσον ἔστι (μόριον
γάρ) ἢ τὸ ὂν τοῦ ἑνός (ἓν γὰρ μόριον λέγεται); Καὶ ἡ ἀπολογία ὡς Οὐκ
ἂν εἴη· καὶ γὰρ καὶ τὸ ἓν τὸ ἓν ἔχει καὶ μόριον εἶναι λέγεται, καὶ τὸ ὂν 3.20
τὸ εἶναι ἔχει καὶ μόριον ἓν λέγεται. Ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ μόρια τοῦ ἑνὸς
ὄντος καὶ τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν ἔχουσι· καὶ αὖθις ἑκάτερον τῶν μορίων ὡς
δύο ὄν, ἓν καὶ ὄν, σύνολον ἔσται ἓν ὄν, καὶ μέρη ἕξει τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν·
καὶ αὖθις ἐκεῖνα, καὶ ἀεὶ ἐπ’ ἄπειρον. Πλὴν ὥσπερ ἐλέγομεν ἐπὶ τῆς
οὐσίας τοῦ ἑνός, ὅτι καὶ οὐσίαν ἔχει καὶ ὑπερούσιόν ἐστιν, οὕτω καὶ 3.25
ὅλον ὂν ἀμερές ἐστι, καὶ μέρη λεγόμενον ἔχειν τὸ πεπληθυσμένον
ἐκπέφευγεν· ἐν γὰρ τῷ λεγομένῳ μορίῳ τὸ ὅλον ἅπαν πληρεστάτως καὶ
ἀνελλιπῶς. Καὶ δῆλον ἐκ τῆς κατὰ Μωσῆν ἱστορίας, ὅπου λέλεκται τὸ
Ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐν σοί.

Ρωτάει για καθένα από τα μέρη του ενός όντος ως συνόλου, ότι είναι δυνατόν και αυτά να έχουν αποχωριστεί,
ή το εν από το “είναι” στο βαθμό που είναι (αφού είναι μέρος) ή το ον από το εν (αφού λέγεται “ένα μέρος”);
Και ακολουθεί η απάντηση πως “Δεν είναι δυνατόν”, καθώς και το εν έχει το εν και λέγεται ότι “είναι μέρος”,
και το ον έχει το “είναι” και λέγεται “ένα μέρος”133. Επομένως, και τα ίδια τα μέρη του ενός όντος έχουν

133
Πρβλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.I, p. 97.19-983, 98.18-99.15. Ωστόσο, ο Δαμάσκιος εκκινεί από διαφορετική γραφή
του πλατωνικού κειμένου: Ἆρα ἀπολείπεσθον ἢ τὸ ἓν τοῦ εἶναι μόριον, ἢ τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς μορίου; [142e2 (Pl. B, T,
Y, W)]. Ενώ μεν το ον δεν αποστερείται του ενός ως μέρους του (τοῦ ἑνὸς μορίου), αφού το ον είναι ἓν και χωρίς
64
και το εν και το ον· και ξανά καθένα από τα μέρη, όντας το καθένα δύο, εν και ον, θα είναι εν ον στο σύνολο
και θα έχει ως μέρη το εν και το ον· και ξανά εκείνα θα είναι εν ον το καθένα με δύο μέρη και πάντοτε επ’
άπειρον134. Ωστόσο, όπως ακριβώς λέγαμε σχετικά με την ουσία του ενός, ότι και έχει ουσία και είναι
υπερούσιο135, έτσι και ως όλον δεν έχει μέρη και μολονότι λέγεται ότι έχει μέρη, έχει απαλλαγεί από το να
έχει γίνει πλήθος· γιατί μέσα σε αυτό που λέγεται “μέρος” βρίσκεται συνολικά το όλον με πληρέστατο και
ανελλιπή τρόπο136. Άλλωστε είναι φανερό και από την ιστορία του Μωυσή, όπου έχει λεχθεί το “Θα πάρω
από το πνεύμα που έχω δώσει σε σένα”137. 138

αυτό θα ήταν οὐδὲν, παραμένει όμως ανεξήγητο πώς το ἕν δεν αποστερείται του όντος ως μέρους του (τοῦ ὄντος
μορίου), αφού και χωρίς το ὄν παραμένει ἕν. Έτσι κατά τον Δαμάσκιο, η φράση τὸ ἓν οὐκ ἀπολείπεται τοῦ εἶναι
μόριον [το ένα ως μέρος δεν αποστερείται του “είναι” (αφού κάποιο εν ον συνδέεται με κάποια ουσία)] συνδέεται
και αιτιολογεί την εναλλακτική “τὸ ἓν οὐκ ἀπολείπεται τοῦ ὄντος μορίου”, καθώς το ἕν, επειδή είναι μέρος και
θεωρούμενο ως τέτοιο, δεν αποστερείται τοῦ ὄντος μορίου. Με άλλα λόγια, η παραπάνω φράση (όπως την
διαβάζει ο Δαμάσκιος) θα πρέπει να εννοηθεί συνδυαστικά με τετραπλό τρόπο, δηλαδή “το ένα ως μέρος (τὸ ἓν
μόριον) δεν αποστερείται του να είναι μέρος του όντος (μορίου τοῦ ὄντος) και το ον ως μέρος (τὸ ὂν μόριον) δεν
αποστερείται του να είναι μέρος του ενός (μορίου τοῦ ἑνὸς)”: Ἴσως δὲ καὶ διττῆς οὔσης συζυγίας ἑκατέρας, τὸ
ἕτερον μόνον παρέθετο, τῆς μὲν τὸ ἓν μόριον λεγούσης καὶ τὸ ὂν μόριον, τῆς δὲ τὸ ὂν οὐκ ἀπολείπεται μορίου τοῦ
ἑνός· καὶ τὸ ἓν οὐκ ἀπολείπεται μορίου τοῦ ὄντος, καὶ ἐξ ἑκατέρας τὸ ἐναργέστερον. Τάχα δὲ ἀγκύλως τε καὶ
συντόμως ἐκεῖνο βούλεται λέγειν ὡς οὐκ ἀπολείπεται οὔτε τὸ ἓν τοῦ εἶναι μόριον τοῦ ὄντος, οὔτε τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς
εἶναι μόριον· ἑκατέρου δὲ μορίου ὄντος, τὸ μόριον γίγνεται. Ἔδει οὖν καὶ ὅτι μόριον εἰπεῖν καὶ ὅτι μορίου ἐπ’
ἀμφοῖν· ὁ δὲ συντεμών, ὅπου μὲν τὸ μόριον, ὅπου δὲ τὸ μορίου παρείληφεν. [p.99.5-15· βλ. επίσης υποσημ. 1,2 σ.
153 (Notes Complémentaires) των γαλλικών εκδόσεων]. Βέβαια ο Παχυμέρης παραθέτει την πλατωνική φράση
διαφορετικά, ως “Ἆρα ἀπολείπεσθον ἢ τὸ ἓν τοῦ εἶναι μόριον ἤ τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς μόριον”, και η εξήγησή του διαφέρει
από την αντίστοιχη του Νεοπλατωνικού.
134
Αναπαράσταση του συλλογισμού αυτού:
Α. εν ον Β. και το εν έχει το εν και το ον Γ. 1) Εν ον
εν = μέρος του είναι και το ον έχει το ον και το εν 2) εν ον εν ον
ον = μέρος του ενός 3) εν ον εν ον εν ον εν ον
κ.ο.κ.
Ο πλατωνικός-παρμενίδειος συλλογισμός περί της απειρίας του ενός όντος (που προκαλείται από τα μέρη του
ενός και του όντος) μπορεί να μας παραπέμψει σε έναν παρόμοιο συλλογισμό του Ζήνωνα, ο οποίος αποδεικνύει
την απειρία των όντων “εκ της διχοτομίας” : ‘εἰ πολλά ἐστιν, ἄπειρα τὰ ὄντα ἐστίν· ἀεὶ γὰρ ἕτερα μεταξὺ τῶν ὄντων
ἐστί, καὶ πάλιν ἐκείνων ἕτερα μεταξύ. καὶ οὕτως ἄπειρα τὰ ὄντα ἐστί’. καὶ οὕτως μὲν τὸ κατὰ τὸ πλῆθος ἄπειρον ἐκ
τῆς διχοτομίας ἔδειξε (Ζήνωνος αποσπάσματα, Simplic. Phys. 140, 27).
135
Βλ. παραπάνω εξήγηση Παχυμ. Εἰς Παρμ., 1. 22-23.
136
Για την εκδοχή του ενός ως αμερούς και απλήθυντου όλου από τον Παχυμέρη (επηρεασμένος σαφώς από την
θεολογία του ψευδο-Διονύσιου Αρεοπαγίτη και έμμεσα από την νεοπλατωνική φιλοσοφία) βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ,
1Γ, σελ. 254-259.
137
Βλ. επίσης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Γ, σελ. 258-259.
138
Βοηθητικά στην κατανόηση της παχυμέρειας -θεολογικής φύσεως εδώ- ερμηνείας του πλατωνικού συλλογισμού
είναι και τα σχόλια του Χ. Τερέζη πάνω στο εν λόγω εξηγητικό χωρίο (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 223-226):
- Τα μέρη του ἑνὸς ὄντος ευρίσκονται σε μία κατάσταση αλληλοπεριχώρησης (223).
- Το ἕν ως όλον και αμερές πραγματοποιεί την ολότητά του με τον οικείο του τρόπο, υπερβαίνοντας μία τυχόν
πλήθυνση του όλου σε μέρη· η υπέρβαση αυτή συντελείται εξαρχής, και όχι εκ των υστέρων, και συνεχίζεται στο
65
143a4-144a5: Ἴθι δὴ καὶ τῇδε ἔτι. — Πῇ; — Οὐσίας φαμὲν μετέχειν τὸ
ἕν, διὸ ἔστιν; — Ναί. — Καὶ διὰ ταῦτα δὴ τὸ ἓν ὂν πολλὰ (5)
ἐφάνη. — Οὕτω. — Τί δέ; αὐτὸ τὸ ἕν, ὃ δή φαμεν οὐσίας
μετέχειν, ἐὰν αὐτὸ τῇ διανοίᾳ μόνον καθ’ αὑτὸ λάβωμεν
ἄνευ τούτου οὗ φαμεν μετέχειν, ἆρά γε ἓν μόνον φανή-
σεται ἢ καὶ πολλὰ τὸ αὐτὸ τοῦτο; — Ἕν, οἶμαι ἔγωγε. —
(b) Εἰδῶμεν139 δή· ἄλλο τι ἕτερον μὲν ἀνάγκη τὴν οὐσίαν αὐτοῦ
εἶναι, ἕτερον δὲ αὐτό, εἴπερ μὴ οὐσία τὸ ἕν, ἀλλ’ ὡς ἓν
οὐσίας μετέσχεν. — Ἀνάγκη. — Οὐκοῦν εἰ ἕτερον μὲν ἡ οὐσία,
ἕτερον δὲ τὸ ἕν, οὔτε τῷ ἓν τὸ ἓν τῆς οὐσίας ἕτερον
οὔτε τῷ οὐσία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἑνὸς ἄλλο, ἀλλὰ τῷ ἑτέρῳ (5)
τε καὶ ἄλλῳ ἕτερα ἀλλήλων. — Πάνυ μὲν οὖν. — Ὥστε
οὐ ταὐτόν ἐστιν οὔτε τῷ ἑνὶ οὔτε τῇ οὐσίᾳ τὸ ἕτερον. —
Πῶς γάρ;
(c) — Τί οὖν; Ἐὰν προελώμεθα αὐτῶν εἴτε βούλει τὴν οὐσίαν
καὶ τὸ ἕτερον εἴτε τὴν οὐσίαν καὶ τὸ ἓν εἴτε τὸ ἓν καὶ τὸ
ἕτερον, ἆρ’ οὐκ ἐν ἑκάστῃ τῇ προαιρέσει προαιρούμεθά τινε
ὣ ὀρθῶς ἔχει καλεῖσθαι ἀμφότερα; — Πῶς; — Ὧδε· ἔστιν
οὐσίαν εἰπεῖν; — Ἔστι. — Καὶ αὖθις εἰπεῖν ἕν; — Καὶ (5)

διηνεκές, ούτως ώστε η πλήθυνση αυτή να αποτυπώνει τον εσωτερικό πλούτο της εσωτερικής ενότητας, από την
οποία προσδιορίζεται a priori (224-225).
- Το σχόλιο του Παχυμέρη στο 3.24-28 αναφέρεται στο άτμητο και στο αδιαίρετο της θείας ουσίας καθώς και
στην ενότητα και στην αλώβητη υπερβατικότητα της θείας αρχής (το ἓν ως υπερούσια ουσία και ως όλον αμερές),
με σκοπό να αποφευχθεί τόσο ο πανθεϊσμός όσο και ένας μεταφυσικός δυισμός, και συγκεκριμένα η εκδοχή περί
μιας διάλυσης ή απορρόφησης ή συμφυρμού του τριαδικού Θεού τόσο κατά την ουσία του όσο και κατά τις θείες
ενέργειές του (226). Έτσι, κατά τον Τερέζη: «Η υπερουσιότητα του “ἑνός” αποκλείει το ενδεχόμενο του πολλα-
πλασιασμού του ούτε καν μάλιστα υπό τους όρους των πολλαπλών αναδύσεων–προσλήψεων, διότι αναφέρεται
σε έναν τρόπο ύπαρξης που εκ των «αυτοϊδρύσεών» του δεν εμπίπτει στις διαδικασίες των εκδηλώσεων και των
σχέσεων καθώς και πολλώ μάλλον των σχάσεων. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή της αμείωτης ταυτότητας του “ἑνός”
δεν αποκλείει, σε ένα δεύτερο επίπεδο, την άπειρη –δηλαδή την μη υποκείμενη ντετερμινιστικώς σε πέρατα–
παρουσία-παρέμβασή του. Σημειωτέον, όμως, ότι η εν λόγω παρουσία δεν εισηγείται ένα παραγωγικό θρυμμάτι-
σμα του “ἑνός”, αλλά εννοεί ότι ενυπάρχει, ως κυρίαρχο οντολογικό δεδομένο, σε οιοδήποτε ον προκύψει, υπό
τον τύπο της απεριόριστης μεταφυσικής της εμμένειας, την οποία το ίδιο ελευθέρως διαμορφώνει και ρυθμίζει»
(225).
139
Η λέξη εἰδῶμεν υπάρχει στους πλατωνικούς κώδικες Pl. B, T. Αντιθέτως, οι εκδόσεις του Burnet και του Diès
παραθέτουν ως “ἴδωμεν” χωρίς να αναφέρουν στο κριτικό υπόμνημα από ποιον πλατωνικό κώδικα αντλείται η
λέξη αυτή.
66
τοῦτο. — Ἆρ’ οὖν οὐχ ἑκάτερον αὐτοῖν εἴρηται; — Ναί. — Τί
δ’ ὅταν εἴπω οὐσία τε καὶ ἕν, ἆρα οὐκ ἀμφοτέρω; — Πάνυ
γε. — Οὐκοῦν καὶ ἐὰν οὐσία τε καὶ ἕτερον ἢ ἕτερόν τε καὶ
ἕν, καὶ οὕτω πανταχῶς ἐφ’ ἑκάστου ἄμφω λέγω; — Ναί. —
(d) Ὣ δ’ ἂν ἄμφω ὀρθῶς προσαγορεύησθον, ἆρα οἷόν τε ἄμφω
μὲν αὐτὼ εἶναι, δύο δὲ μή; — Οὐχ οἷόν τε. — Ὣ δ’ ἂν δύο
ἦτον, ἔστι τις μηχανὴ οὐχ140 ἑκάτερον αὐτοῖν ἓν εἶναι; —
Οὐδεμία. — Τούτων ἄρα ἐπείπερ οὖν δύο141 ἕκαστα συμβαίνει
εἶναι, καὶ ἓν ἂν εἴη ἕκαστον. — Φαίνεται. — Εἰ δὲ ἓν ἕκαστον (5)
αὐτῶν ἐστι, συντεθέντος ἑνὸς ὁποιουοῦν ᾑτινιοῦν συζυγίᾳ
οὐ τρία γίγνεται τὰ πάντα; — Ναί. — Τρία δὲ οὐ περιττὰ
καὶ δύο ἄρτια; — Πῶς δ’ οὔ; — Τί δέ; δυοῖν ὄντοιν οὐκ
(e) ἀνάγκη εἶναι καὶ δίς, καὶ τριῶν ὄντων τρίς, εἴπερ ὑπάρχει
τῷ τε δύο τὸ δὶς ἓν καὶ τῷ τρία τὸ τρὶς ἕν; — Ἀνάγκη. —
Δυοῖν δὲ ὄντοιν καὶ δὶς οὐχ ἀνάγκη δύο δὶς εἶναι; καὶ
τριῶν καὶ τρὶς οὐκ ἀνάγκη αὖ τρία τρὶς εἶναι; — Πῶς δ’
οὔ; — Τί δέ; τριῶν ὄντων καὶ δὶς ὄντων καὶ δυοῖν ὄντοιν (5)
καὶ τρὶς ὄντων142 οὐχ ἀνάγκη τε τρία δὶς εἶναι καὶ τρία
δίς143; — Πολλή γε. — Ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ
(144a) περιττὰ περιττάκις καὶ ἄρτια περιττάκις καὶ περιττὰ ἀρτιά-
κις. — Ἔστιν οὕτω. — Εἰ οὖν ταῦθ’ οὕτως ἔχει, οἴει τινὰ
ἀριθμὸν ὑπολείπεσθαι ὃν οὐκ ἀνάγκη εἶναι; — Οὐδαμῶς
γε. — Εἰ ἄρα ἔστιν ἕν, ἀνάγκη καὶ ἀριθμὸν εἶναι. — Ἀν-
άγκη. (5)

140
Pl. T μὴ οὐχ. Pl. B παραλείπεται το “μὴ”. Ωστόσο, η γραφή “μὴ οὐχ” αποτελεί πλεονασμό, οπότε σωστά
παραλείπεται κι εδώ το “μὴ”.
141
Pl. W οὖν σύνδυο. Pl. B οὖν δύο. Pl. T σὺν δύο. Μάλιστα, ο Diès διατηρεί το “σύνδυο” και το μεταφράζει ως
“facteur de la dualité” (Diès, 1950, σ. 81).
142
Pl. Β,Τ,W τρὶς ὄντοιν. Pl. W τρὶς ὄντων [διορθωμένο όμως από πάνω σε -τοιν (βλ. Diès, 1950, σ.81, κριτ.
υπόμν.)]. Ο Παχυμέρης ίσως αντιγράφει ως “τρὶς ὄντων” κατά το “δίς ὄντων” προηγουμένως.
143
Pl. T, Y, W δὶς τρία. Pl. B τρία δις (αν και στα περιθώρια γράφεται “δύο τρίς”). Ο Παχυμέρης βέβαια θα παραλλάξει
τον όρο σε “τρὶς δύο” στην εξήγησή του (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 6.1 και παρακάτω υποσημ. 146).
67
Έλα τώρα, δες επιπλέον και αυτό το σημείο. - Ποιο; - Λέμε πως το εν μετέχει στην ουσία και γι’ αυτό είναι;
- Ναι. - Και για αυτούς τους λόγους ακριβώς το εν ον μας φάνηκε ότι είναι πολλά. - Έτσι. - Τότε τί ισχύει;
Το ίδιο το εν, το οποίο πράγματι λέμε ότι μετέχει στην ουσία, εάν αυτό καθεαυτό το συλλάβουμε νοητικά,
μόνο του, χωρίς αυτό στο οποίο λέμε ότι μετέχει, άραγε θα φανεί ότι είναι ένα μόνο ή και πολλά αυτό το
ίδιο; - Εγώ βέβαια νομίζω ότι ένα θα φανεί. - Ας εξετάσουμε τότε αυτό το ζήτημα: αναγκαστικά η ουσία
αυτού είναι κάτι άλλο έτερο144, και έτερο το ίδιο [το εν], αν πράγματι το εν δεν είναι ουσία αλλά ως εν που
είδαμε ότι μετέχει στην ουσία. - Αναγκαστικά. - Αν λοιπόν από την μία είναι έτερη η ουσία, από την άλλη
έτερο το εν, ούτε το εν είναι έτερο από την ουσία μέσω του να είναι εν, ούτε η ουσία είναι κάτι άλλο από
το εν μέσω του να είναι ουσία, αλλά είναι και τα δυο έτερα μεταξύ τους μέσω της ετερότητας και του
“άλλου”. - Βεβαίως. - Επομένως, το έτερο δεν είναι το ίδιο ούτε με το εν ούτε με την ουσία. - Πώς θα ίσχυε
το αντίθετο; - Τί λοιπόν; Εάν προτιμήσουμε από αυτά είτε θέλεις την ουσία και το έτερο, είτε την ουσία και
το εν, είτε το εν και το έτερο, άραγε δεν θα προτιμούσαμε σε κάθε περίπτωση δύο τινά που σωστά θα τα
αποκαλούσαμε “αμφότερα”145; - Πώς ισχύει κάτι τέτοιο; - Παρακολούθησε το εξής: μπορούμε να πούμε
“ουσία”; - Μπορούμε. - Και ξανά να πούμε “εν”; - Και αυτό. - Άρα λοιπόν δεν έχει ειπωθεί το καθένα από
αυτά; - Ναι. - Τί τότε, όταν πω “ουσία” και “εν”, άραγε δεν θα εννοώ αμφότερα; - Χωρίς καμία αμφιβολία.
- Επομένως, και αν ακόμα λέω “ουσία” και “έτερο” ή “έτερο” και “εν”, και έτσι ολότελα σε κάθε ζευγάρι
λέω αμφότερα; - Ναι. - Αυτά όμως που σωστά αποκαλέσαμε “αμφότερα”, άραγε είναι δυνατόν τα ίδια να
είναι μεν αμφότερα αλλά να μην είναι δύο; - Δεν είναι δυνατόν. - Και εκείνα που είναι δύο, υπάρχει κανένας
τρόπος για καθένα από αυτά να μην είναι ένα; - Κανένας. - Άρα αφού πράγματι συμβαίνει καθένα από αυτά
να είναι δύο, καθένα επίσης θα ήταν ένα. - Είναι φανερό. - Αν καθένα από αυτά είναι ένα, εφόσον προστεθεί
οποιοδήποτε ένα σε οποιοδήποτε ζευγάρι, δεν γίνονται όλα τρία; - Ναι. - Τα τρία δεν είναι περιττά και τα

144
Σχετικά με τον όρο ἕτερος της αρχαίας ελληνικής βρισκόμαστε ενώπιον ενός μεταφραστικού προβλήματος : η λέξη
αυτή σημαίνει “το ένα / το άλλο από δυο πράγματα”, “το άλλο μέρος”, εν γένει “ο άλλος”, ενώ δευτερευόντως
σημαίνει και “ο άλλος, από πολλά πράγματα, με την έννοια της διαφοράς”, “ο άλλος παρά τον συνήθη, ο
διάφορος”, “ο διαφορετικός-άλλου είδους” (βλ. Liddel-Scott-Jones, σ. 702, Δημητράκο, σ. 3002-3003). Στον εν
λόγω πλατωνικό διάλογο, ο όρος ἕτερος αντιπαραβάλλεται με τον όρο ταὐτὸς συνθέτοντας το αντίστοιχο ζεύγος
εναντίων κατηγορημάτων που αποδίδονται καταφατικά και αποφατικά στο ἓν και στα ἄλλα· εξάλλου, το ίδιο
ζεύγος εμφανίζεται μετέπειτα και στον Σοφιστή αποτελώντας τα δύο τελευταία γένη του όντος (μετά το ὂν, την
κίνησιν και την στάσιν). Ωστόσο, μολονότι αντιτίθεται προς τον όρο “ίδιος”, δύσκολα θα το μεταφράζαμε ως
“διαφορετικός”, καθώς στους περισσότερους πλατωνικούς συλλογισμούς τονίζεται όχι τόσο η έννοια της
διαφοράς, δηλαδή της κατ’ είδος διαφορετικότητας, όσο η έννοια του “άλλου”, της καθ’ έκαστον ετερότητας του
ενός πράγματος από το άλλο. Από την άλλη, δεν μπορούμε επίσης να το μεταφράσουμε ως “άλλος”, καθώς η
λέξη αυτή αποδίδεται και στα ἄλλα, δηλαδή στον έτερο όρο σύγκρισης του ἑνὸς. Επομένως, χάριν ευκρίνειας των
εκάστοτε όρων επιλέγουμε να κρατήσουμε την λέξη “έτερος”, μια λέξη αρχαιοπρεπή αλλά περισσότερο σαφή ως
προς την έννοια και το φιλοσοφικό φορτίο που κουβαλάει.
145
Σχετικά με την συνένωση των όρων “ουσία”, “ένα”, “έτερο”, πρβλ. Σοφιστή, 254b κ.έ., όπου εξετάζεται η κοινωνία
μεταξύ των πέντε μεγίστων γενών (ὂν, κίνησις, στάσις, ταὐτὸν, θάτερον).
68
δύο άρτια; - Πώς όχι; - Εφόσον όμως είναι δύο, κατ’ ανάγκη δεν είναι και δύο φορές, και εφόσον είναι τρία,
κατ’ ανάγκη δεν είναι τρεις φορές, καθώς βέβαια το ένα υπάρχει δύο φορές στο δύο και το ένα τρεις φορές
στο τρία; - Αναγκαστικά ναι. - Αν είναι δύο και δύο φορές, δεν είναι αναγκαστικά δύο φορές το δύο; Και αν
είναι τρία και τρεις φορές δεν είναι αναγκαστικά πάλι τρεις φορές το τρία; - Πώς όχι; - Τί τότε; Αν είναι
τρία και δυο φορές καθώς και δύο και τρεις φορές, αναγκαστικά δεν είναι τόσο δυο φορές το τρία όσο και
τρεις φορές το δύο146; - Κατά μεγάλη ανάγκη όντως. - Άρα θα υπάρχουν και τα άρτια άρτιες φορές και τα
περιττά περιττές φορές και τα άρτια περιττές φορές και τα περιττά άρτιες φορές. - Έτσι είναι. - Αν λοιπόν
αυτά ισχύουν έτσι, σκέφτεσαι κανέναν αριθμό που να περισσεύει, ο οποίος αναγκαστικά δεν θα υπήρχε; -
Καθόλου πράγματι. - Άρα αν το εν είναι, αναγκαστικά υπάρχει και αριθμός. - Αναγκαστικά.

Μεθὸ ἐφώδευσεν ὅτι τὸ ἓν οὐσίας μετέχει, ὅπερ ἦν ὕστατον τῶν 5.3


ἀνασκευῶν, ἅπτεται τῶν προτέρων ἀνασκευῶν. Καὶ ἔδει εἰπεῖν πρῶτον
περὶ τοῦ προτέρου, ὡς ἐκεῖσε ἔλεγεν, Εἰ ἓν ἔστιν, πολλὰ οὐκ ἔστιν· ἀλλ’ 5.5
οὗτος ἀφεὶς ἐκεῖνο διειλέχθη περὶ τοῦ ὅλου καὶ τῶν μερῶν, ὅπερ
δεύτερον ἦν τῶν ἀνασκευῶν, καὶ εἶθ’ οὕτως ἐν τῷ παρόντι περὶ τῶν
πολλῶν ἐφοδεύει. Καὶ εὐθέτους ποιεῖται τὰς ἀποδείξεις τρόπον
γεωμετρικόν, καὶ δείκνυσιν ὅτι μὴ μόνον πολλὰ ἐσεῖται τὸ ἓν εἰ ἔστιν,
ἀλλὰ καὶ διάφορα καὶ ἄπειρα. Διὰ μακροῦ δὲ ἐφοδεύει τὰς ἀποδείξεις· 5.10
καὶ προηγουμένως κατασκευάζει, εἰ ἓν ἔστιν, ἀριθμὸς ἔσται, τούτῳ δὲ
ἕπεται τὸ πολλὰ εἶναι. Πῶς δέ, εἰ ἓν ἔστιν, ἀριθμὸς ἔστι; Διὰ τῆς
μετοχῆς τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ἕτερον εἶναι τὸ ἓν τῆς οὐσίας. Δύο δ’ ὄντων

τούτων, ἐπεὶ τὸ ἕτερον οὔτε τῷ ἑνὶ ἕτερον οὔτε τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ τῷ


ἑτέρῳ, δηλονότι τῇ ἑτερότητι—καθὼς ἐν Φαίδωνι ἔλεγεν ὅτι οὐκ ἔστι 5.15
τι μεῖζόν τινος τῇ κεφαλῇ (οὐδὲ γὰρ ἔστι τῷ μικρῷ μέρει μεῖζον εἶναι),
ἀλλὰ τῷ μεγέθει—τούτων οὖν ὄντων ἀμφοτέρων, τῆς τε οὐσίας καὶ τοῦ
ἑνός, παρεισάγεται τὸ ἕτερον καὶ τρία γίνονται. Ἐν προαιρέσει δὲ

146
Μολονότι ο Παχυμέρης παραθέτει το πλατωνικό κείμενο ως “ἀνάγκη τε τρία δὶς εἶναι καὶ τρία δίς”, παρακάτω στην
εξήγηση θα γράψει “καὶ αὖθις ἐναλλὰξ συνδυάζει τὸ δὶς τοῖς τρισὶ καὶ τὸ τρὶς τοῖς δυσίν” (6.1)· έτσι μπορούμε να
διορθώσουμε την γραφή του σε “δύο τρίς”. Βέβαια, η παραπάνω γραφή του πλατωνικού κειμένου διασώζεται
στους κώδικες Pl. Τ, Y, W (αν και όχι ως τρία τε δὶς εἶναι καὶ τρία δίς αλλά ως τρία τε δὶς εἶναι καὶ δὶς τρία), και
μάλιστα την ίδια γραφή διατηρεί και ο Δαμάσκιος στο υπόμνημά του, την οποία προσπαθεί να αιτιολογήσει
(μολονότι δηλώνει ότι σωστότερος τύπος είναι το τρὶς δύο) παραθέτοντας μαζί και την αιτιολόγηση του Πρόκλου
(βλ. Εἰς Παρμ. t.IΙ, p.72.7-73.3). Επίσης περί των αριθμητικών πράξεων δύο δίς, δὶς τρία, τρὶς δύο και τρὶς τρία
κατά Δαμάσκιο, βλ. p. 10.9-11.14.
69
τίθησι τρεῖς συζυγίας, ὅτι ἄλλο ἐφάνη τὸ ἕν, ἄλλο ἡ οὐσία, καὶ ἄλλο τὸ
ἕτερον· τριῶν γὰρ ὄντων, ἐπὶ τῷ ἑνὶ ἐλάττονι τούτων πολλαπλασιαζο- 5.20
μένων, ϛʹ γίνονται συζυγίαι, ὧν αἱ τρεῖς αἱ αὐταί εἰσι ταῖς ἄλλαις κατὰ
τὴν ἀντιστροφήν, ὥστε τρεῖς ἔσονται, οὐσία ἕτερον, οὐσία ἕν, ἓν
ἕτερον· καὶ ἐπὶ πᾶσιν εὑρίσκεται τὸ ἄμφω. Καὶ ἐφοδεύει τὸν λόγον ἐκ
τοῦ ἑνὸς καὶ τῆς οὐσίας ἐπὶ τὴν οὐσίαν καὶ τὸ ἕτερον καὶ τὸ ἓν καὶ τὸ
ἕτερον, ὅτι καὶ ἑκάτερον λέγονται ἀνὰ μέρος καὶ ἀμφότερα ἅμα. Ἐκ 5.25
τοῦ ἄμφω δὴ ἐφοδεύει τὰ δύο, καὶ ἐκ τῶν δύο τὸ εἶναι ἑκάτερον ἕν,
ὥστε ἑκάστη μὲν συζυγία δύο ἐστὶ καὶ ἕκαστον αὐτῶν μέρος ἕν ἐστιν·

ᾑτινιοῦν δὴ συζυγίᾳ προστεθέντος τοῦ ἑνὸς τρία φαίνονται, τὰ τρία δὲ


περιττά, ὡς καὶ τὰ δύο ἄρτια. Μόνον γὰρ ἀκούσαντες δύο καὶ ἕν, τρία
ποιοῦμεν· ἐκ δὲ τῶν δύο τὸ δίς, καὶ ἐκ τῶν τριῶν τὸ τρὶς παρωνυ- 5.30
μιάζομεν· τὰ γὰρ δύο δὶς ἓν λέγομεν, καὶ τὰ τρία τρὶς ἕν. Καὶ ἐντεῦθεν
συνδυάζει τὸ δὶς τοῖς δύο καὶ τὸ τρὶς τοῖς τρισίν, ὡς γίνεσθαι δʹ καὶ θʹ·

καὶ αὖθις ἐναλλὰξ συνδυάζει τὸ δὶς τοῖς τρισὶ καὶ τὸ τρὶς τοῖς δυσίν, 6.1

ὥστε γίνεσθαι τὰ ϛʹ. Καὶ δὴ γίνονται ὁ μὲν δʹ ἀρτιάκις ἄρτιος, ὁ δὲ θʹ


περιττάκις περιττός, ὁ δὲ ἓξ ἀρτιοπέρισσος. Ἔστι δὲ καὶ ὁ περιττὰ
ἀρτιάκις, ὁ λεγόμενος περισσάρτιος· ζητητέον δὲ πόθεν καὶ οὖτος
συνάγεται. Ἢ ἐπεὶ ὁ δὶς συνήχθη ἐκ τῶν δύο, καὶ ὁ ϛʹ ἐκ τοῦ τρὶς δύο, 6.5
πάντως καὶ ἐκ τοῦ δὶς αὖθις καὶ τοῦ ϛʹ ὁ ιβʹ, ὅς ἐστι περισσάρτιος.
Πλὴν τοῦ μὲν περιττοῦ καὶ τὰ μέρη περιττά, καὶ διὰ τοῦτο ἑνὶ λόγῳ
περιττὰ περιττάκις λέγεται· τοῦ δὲ ἀρτίου ἢ πάντα ἄρτια, καὶ ἀρτιάκις
ἄρτιος λέγεται, ἢ τινὰ μὲν ἄρτια τινὰ δὲ περιττά, ἀλλήλοις ἀντικρουό-
μενα. Καὶ εἰ μὲν τὰ ἡμίση τούτου περιττά, ἀρτιοπέρισσος λέγεται· εἰ δὲ 6.10
ἐπὶ πλέον τὴν τομὴν εὐοδοῦται, πλὴν δὲ οὐ μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς
ἀρχικωτάτης μονάδος, περισσάρτιος. Τούτων δὲ τῶν δύο εἰδῶν τοῦ
ἀριθμοῦ συναγομένων, ἐξ ἀνάγκης καὶ ἀριθμὸς εὕρηται, καὶ τὸ τοῦ
ἑνὸς ἀπειρογόνιμον ἀναφαίνεται.

70
Αφού εξέτασε ότι το εν μετέχει στην ουσία, το οποίο συμπέρασμα ακριβώς αποτελούσε το τελευταίο των
αποφατικών συμπερασμάτων 147 , αναλαμβάνει τους πρώτους αποφατικούς συλλογισμούς. Και έπρεπε
πρώτα να μιλήσει για το πρώτο, όπως έλεγε εκεί “Αν το εν είναι, δεν είναι πολλά”148· αλλά αυτός, αφού
άφησε εκείνο, συζήτησε περί του όλου και των μερών, ο οποίος συλλογισμός αποτελούσε το δεύτερο από
τα αποφατικά συμπεράσματα149, και έπειτα έτσι επί του παρόντος ερευνά περί των πολλών. Και τακτοποιεί
τις αποδείξεις με γεωμετρικό τρόπο και δείχνει ότι όχι μόνο το εν θα είναι πολλά, αν το εν είναι, αλλά θα
είναι και διάφορα και άπειρα. Μάλιστα εξετάζει σε μάκρος τις αποδείξεις και κυρίως δομεί τον καταφατικό
συλλογισμό ότι αν το εν είναι, θα υπάρχει αριθμός, του οποίου συλλογισμού έπεται το ότι το εν είναι
πολλά150. Πώς όμως, αν το εν είναι, υπάρχει αριθμός; Μέσω της μετοχής στην ουσία και της ετερότητας
του ενός από την ουσία. Αφού αυτά είναι δύο, επειδή το έτερο δεν είναι έτερο ούτε μέσω του ενός ούτε
μέσω της ουσίας αλλά μέσω του “ετέρου”, δηλαδή της ετερότητας – καθώς στον Φαίδωνα έλεγε ότι κάτι
δεν είναι μεγαλύτερο από κάτι άλλο μέσω του κεφαλιού (γιατί ούτε είναι δυνατόν να είναι μεγαλύτερο μέσω
του μικρού μέρους), αλλά μέσω του μεγέθους151 – και αφού λοιπόν και τα δύο “είναι”, δηλαδή η ουσία και

147
Βλ. Παρμενίδης, 141e9: Οὐδαμῶς ἄρα τὸ ἓν οὐσίας μετέχει.
148
Βλ. Παρμενίδης, 137c4-5: εἰ ἕν ἐστιν, ἄλλο τι οὐκ ἂν εἴη πολλὰ τὸ ἕν; — Πῶς γὰρ ἄν;
149
Βλ. Παρμενίδης, 137c5-d3: — Οὔτε ἄρα μέρος αὐτοῦ οὔτε ὅλον αὐτὸ δεῖ εἶναι. — Τί δή; — Τὸ μέρος που ὅλου μέρος
ἐστίν. — Ναί. — Τί δὲ τὸ ὅλον; οὐχὶ οὗ ἂν μέρος μηδὲν ἀπῇ ὅλον ἂν εἴη; — Πάνυ γε. — Ἀμφοτέρως ἄρα τὸ ἓν ἐκ
μερῶν ἂν εἴη, ὅλον τε ὂν καὶ μέρη ἔχον. — Ἀνάγκη. — Ἀμφοτέρως ἂν ἄρα οὕτως τὸ ἓν πολλὰ εἴη ἀλλ’ οὐχ ἕν. —
Ἀληθῆ. — Δεῖ δέ γε μὴ πολλὰ ἀλλ’ ἓν αὐτὸ εἶναι. — Δεῖ. — Οὔτ’ ἄρα ὅλον ἔσται οὔτε μέρη ἕξει, εἰ ἓν ἔσται τὸ ἕν. —
Οὐ γάρ.
Επίσης, ο Πρόκλος αιτιολογεί λεπτομερώς και με εξαιρετική ακρίβεια την σειρά αυτή μεταξύ των δύο πρώτων
συμπερασμάτων της πρώτης υπόθεσης, γιατί δηλαδή το οὐ πολλά προηγείται του μήτε όλον μήτε μέρη έχον, τόσο
στο επίπεδο της λογικής (Εἰς Παρμ. VI, 1097.28-1100.10, 1104.21-30), όσο και στο επίπεδο της μεταφυσικής
τάξης της πραγματικότητας (1100.11-1103.21).
150
Βλ. παρακάτω στον Παρμενίδη, 144b1-e7.
151
Πβ. Φαίδων, 100b3-101b2, όπου ο Σωκράτης, αφού εξήγησε στον Κέβητα ότι τα όμορφα πράγματα είναι όμορφα
επειδή μετέχουν στην ιδέα του όμορφου, έτσι και τα μεγάλα είναι μεγάλα επειδή μετέχουν στην ιδέα του μεγέθους
και τα μικρά μικρά επειδή μετέχουν στην ιδέα του μικρού. Συνεπώς, θεωρεί ως εσφαλμένο έναν συλλογισμό που
θα δεχόταν ότι ένας μεγαλόσωμος είναι μεγαλύτερος από τον άλλο λόγω του κεφαλιού του (ή ότι και ο
μικρόσωμος είναι έτσι για τον ίδιο λόγο), αφού συν τοις άλλοις το κεφάλι είναι κάτι μικρό και δεν θα μπορούσε
κάποιος να είναι μεγάλος με κάτι μικρό: Οὐδὲ σὺ ἄρ’ ἂν ἀποδέχοιο εἴ τίς τινα φαίη ἕτερον ἑτέρου τῇ κεφαλῇ μείζω
εἶναι, καὶ τὸν ἐλάττω τῷ αὐτῷ τούτῳ ἐλάττω, ἀλλὰ διαμαρτύροιο ἂν ὅτι σὺ μὲν οὐδὲν ἄλλο λέγεις ἢ ὅτι τὸ μεῖζον
πᾶν ἕτερον ἑτέρου οὐδενὶ ἄλλῳ μεῖζόν ἐστιν ἢ μεγέθει, καὶ διὰ τοῦτο μεῖζον, διὰ τὸ μέγεθος, τὸ δὲ ἔλαττον οὐδενὶ
ἄλλῳ ἔλαττον ἢ σμικρότητι, καὶ διὰ τοῦτο ἔλαττον, διὰ τὴν σμικρότητα, φοβούμενος οἶμαι μή τίς σοι ἐναντίος λόγος
ἀπαντήσῃ, ἐὰν τῇ κεφαλῇ μείζονά τινα φῇς εἶναι καὶ ἐλάττω, πρῶτον μὲν τῷ αὐτῷ τὸ μεῖζον μεῖζον εἶναι καὶ τὸ
ἔλαττον ἔλαττον, ἔπειτα τῇ κεφαλῇ σμικρᾷ οὔσῃ τὸν μείζω μείζω εἶναι, καὶ τοῦτο δὴ τέρας εἶναι, τὸ σμικρῷ τινι
μέγαν τινὰ εἶναι· ἢ οὐκ ἂν φοβοῖο ταῦτα; (100e8-101b2). Εξάλλου, μία παρόμοια θέση εμφανίζεται και στον
Σοφιστή, αλλά από μία άλλη σκοπιά· ο Πλάτων αποδεικνύει ότι το θάτερον είναι το πέμπτο “γένος του όντος”,
μαζί με το ὄν, την κίνησιν, την στάσιν και το ταὐτόν, ενώ εκείνο διαπερνά όλα αυτά, καθώς το ἕτερον λέγεται έτσι
σε σχέση με κάτι, και το καθένα από τα γένη είναι ἕτερον σε σχέση με κάτι άλλο (πρός τι) επειδή μετέχει στην
ιδέα του ἑτέρου και όχι ως αυτό καθεαυτό, μέσω της φύσης του εαυτού του: ΞΕ. Ἀλλ’ οἶμαί σε συγχωρεῖν τῶν
71
το εν, παρεμβάλλεται το έτερο και γίνονται τρία. Και ως επιλογή θέτει τρία ζεύγη, διότι άλλο πράγμα
φάνηκε το εν, άλλο η ουσία και άλλο το έτερο. Γιατί όταν είναι τρία, αν πολλαπλασιαστούν με τον αριθμό
κατά μία μονάδα μικρότερο από το τρία [ενν. το δύο], γίνονται έξι ζεύγη, από τα οποία τα τρία είναι τα ίδια
με τα άλλα αντιστρόφως, ώστε θα είναι τρία: ουσία και έτερο, ουσία και εν, εν και έτερο· και σε όλα
βρίσκεται το “αμφότερα” [και τα δυο μαζί]152. Και ξετυλίγει τον συλλογισμό εκκινώντας από το εν και την
ουσία και οδεύοντας προς την ουσία και το έτερο και προς το εν και το έτερο, ότι αποκαλούνται και καθένα

ὄντων τὰ μὲν αὐτὰ καθ’ αὑτά, τὰ δὲ πρὸς ἄλλα ἀεὶ λέγεσθαι. ΘΕΑΙ. Τί δ’ οὔ; ΞΕ. Τὸ δέ γ’ ἕτερον ἀεὶ πρὸς ἕτερον· ἦ
γάρ; ΘΕΑΙ. Οὕτως. ΞΕ. Οὐκ ἄν, εἴ γε τὸ ὂν καὶ τὸ θάτερον μὴ πάμπολυ διεφερέτην· ἀλλ’ εἴπερ θάτερον ἀμφοῖν
μετεῖχε τοῖν εἰδοῖν ὥσπερ τὸ ὄν, ἦν ἄν ποτέ τι καὶ τῶν ἑτέρων ἕτερον οὐ πρὸς ἕτερον· νῦν δὲ ἀτεχνῶς ἡμῖν ὅτιπερ
ἂν ἕτερον ᾖ, συμβέβηκεν ἐξ ἀνάγκης ἑτέρου τοῦτο ὅπερ ἐστὶν εἶναι. ΘΕΑΙ. Λέγεις καθάπερ ἔχει. ΞΕ. Πέμπτον δὴ τὴν
θατέρου φύσιν λεκτέον ἐν τοῖς εἴδεσιν οὖσαν, ἐν οἷς προαιρούμεθα. ΘΕΑΙ. Ναί. ΞΕ. Καὶ διὰ πάντων γε αὐτὴν αὐτῶν
φήσομεν εἶναι διεληλυθυῖαν· ἓν ἕκαστον γὰρ ἕτερον εἶναι τῶν ἄλλων οὐ διὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν, ἀλλὰ διὰ τὸ μετέχειν
τῆς ἰδέας τῆς θατέρου. ΘΕΑΙ. Κομιδῇ μὲν οὖν. (255c12-e7).
152
Για το πώς μέσω του ἀμφοτέρω ο Παρμενίδης δείχνει τον αριθμό δύο, βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.I, p. 70.9-
71.20. Ο Νεοπλατωνικός εκκινεί από την θέση ότι η δυάς έχει αυτή την ιδιότητα να συνάπτει (συναφή) και να
συσπειρώνει μεταξύ τους (συναγωγόν) δυο διαχωρισμένες μονάδες, εν προκειμένω το ἕν και το ὄν· η συναγωγός
αυτή ιδιότητα χαρακτηρίζει εν γένει τους αριθμούς και τους διαφοροποιεί από το “πλήθος”, καθώς οι αριθμοί
συνάγουν τα διερριμμένα πολλά σε ορισμένες αριθμητικές συστάδες, χαρακτηριστικό το οποίο λείπει από το
“πλήθος ως πλήθος”. Έτσι η λέξη ἀμφοτέρω αποτελεί την πλέον πρόσφορη για να δηλωθεί αυτή η αριθμητική
ιδιότητα (συναγωγὸς τῶν ἑτέρων), αν λάβουμε μάλιστα υπόψη, κατά τον Δαμάσκιο, και την ετυμολογία της: τὸ
ὄνομα ἀμφότερα τὸ ἅμα φάναι τὰ ἕτερα σημαίνει (p. 71.4-5).
Ο Δαμάσκιος μάλιστα αναλύει τον ορισμό του αριθμού: πλῆθος ἐκ διωρισμένων καὶ συμβλητῶν καὶ ἀδιαίρετων
μονάδων (βλ. p. 12-15). Τα συμβλητά είναι τα όμοια μέρη, που κοινωνούν σε μία και την αυτή “ὁμογενῆ” φύση,
καθώς εν προκειμένω ο αριθμός παράγεται από την μια μονάδα, ως αρχή του, στην κοινή φύση της οποίας
κοινωνεί το πλήθος των εφεξής παραγόμενων μονάδων· π.χ. το πλήθος των ανθρώπων είναι αριθμός, καθώς
προέρχεται από μία μονάδα (τον άνθρωπο), σε αντίθεση με “το πλήθος των ίππων και γαϊδουριών και ανθρώπων”
(πολλοί αριθμοί και όχι ένας). Τα μέρη του αριθμού είναι επίσης αδιαίρετα αν ληφθούν καθεαυτά υπόψιν, εν
προκειμένω δε η μονάς (ᾗ μονὰς εἰλημμένη ἀσύνθετος), και όχι δυνάμενα να διαιρεθούν στα επιμέρους στοιχεία
τους· π.χ. ο αριθμός των ζῴων θα μπορούσε να θεωρηθεί ἐκ διαιρετῶν, αν λαμβάναμε υπόψη τα στοιχεία του
ορισμού του ζῴου, δηλαδή τὴν οὐσίαν, τὸ ἔμψυχον, τὸ αἰσθητικὸν, πράγμα που δεν θα ίσχυε στην περίπτωση του
ζῴου ᾗ ζῷον (ᾗ γὰρ ζῷον, τὸ δὲ ζῷον οὐκ ἐκ ζῴων· ἀσύνθετος ἄρα μονὰς ᾗ ζῷον)· εντούτοις, στην μαθηματική
εκδοχή του αριθμού, το αδιαίρετο της μονάδας είναι προφανές. Τέλος, το διωρισμένον (το διακεκριμένο, η
διακριτότητα) των αριθμητικών μονάδων προκύπτει από τον μερισμό τους. Συνεπώς, ο Δαμάσκιος καταλήγει
στην εξής ανάλυση του ορισμού του αριθμού: Χρεία ἄρα τῶν τριῶν εἰς ἀφορισμὸν τοῦ ἀριθμοῦ, ὥστε αὐτὸν πλῆθος
εἶναι ἐκ διωρισμένων, καὶ συμβλητῶν, καὶ ἀδιαιρέτων μονάδων. Καὶ εἰκότως· ἔτι γὰρ ὁ ἀριθμὸς μιᾶς ἀρχῆς ἢ
μονάδος μερισμὸς παντελής. ᾟ μὲν οὖν ἀπὸ μιᾶς, συμβλητὰ ἔχει τὰ μέρη, ᾗ δὲ παντελής, ἀδιαίρετα, ᾗ δὲ μερισμός,
διωρισμένα. Καὶ καθόσον μὲν ἐν τῇ μιᾷ φύσει μένει, συμβλητὸν ἔχει τὸ πλῆθος· καθόσον δὲ πρόεισιν,
διωρισμένον· καθόσον δὲ ἐπιστρέφει πρὸς τὴν ἀρχήν, ἀδιαίρετον· μιμεῖται γὰρ ἕκαστον μέρος τὸ ἀδιαίρετον τῆς
οἰκείας ἀρχῆς· διὸ μονὰς καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ μέρος. Καὶ μήποτε τριῶν προτεθέντων ἐξ ὧν ὁ ἀριθμὸς τῷ Παρμενίδῃ
συνυφαίνεται, κατὰ μὲν τὴν ἑτερότητα διορίζεται αὐτοῦ τὰ μέρη, κατὰ δὲ τὸ ἓν ἀδιαίρετον ἕκαστον γίγνεται, κατὰ δὲ
τὴν κοινωνίαν τῆς μιᾶς οὐσίας συμβλητά ἐστι πάντα πρὸς ἄλληλα. (p. 15.11-26). Το ενδιαφέρον σημείο της
ανάλυσης αυτής είναι ότι εκκινεί από τις αριστοτελικές θέσεις περί του συμβλητοῦ στις αριθμητικές μονάδες, της
συγκρίσεως ἐν ὁμογενέσιν (βλ. Μετὰ τὰ Φυσικά Μ 6, 1080a22-26, Ἡθικὰ Νικομάχεια Θ 2, 1165a33-34) και του
διωρισμένου ἀριθμοῦ (βλ. Κατηγορίαι, 4b25-31).
72
ανά μέρος και αμφότερα μαζί. Από το αμφότερα μάλιστα εξετάζει τα δύο και από τα δύο το ότι το καθένα
από τα δύο είναι ένα, με αποτέλεσμα κάθε ζεύγος να είναι δύο και κάθε μέρος αυτών των ζευγών να είναι
ένα· σε οποιοδήποτε πράγματι ζευγάρι εφόσον προστεθεί το ένα φαίνονται τρία, και τα τρία είναι περιττά,
όπως και τα δύο άρτια. Γιατί και μόνο αν ακούγαμε δύο και ένα, κάνουμε τρία, ενώ από τα δύο παράγουμε
ως λέξη το δύο φορές [δὶς] και από τα τρία το τρεις φορές [τρὶς]· διότι λέμε τα δύο ως δύο φορές το ένα και
τα τρία ως τρεις φορές το ένα. Και στην συνέχεια συνδυάζει το δύο φορές με το δύο και το τρεις φορές με
το τρία, ώστε να έχουμε ως γινόμενα το τέσσερα και το εννιά αντίστοιχα· και ξανά συνδυάζει εναλλάξ το
δύο φορές με το τρία και το τρεις φορές με το δύο, ώστε να έχουμε ως γινόμενο το έξι. Και έτσι γίνονται το
μεν τέσσερα άρτιος αριθμός άρτιες φορές, το δε εννιά περιττός περιττές φορές, ενώ το έξι “αρτιοπέριττος”
[άρτιος του οποίου το μισό είναι περιττός αριθμός]. Υπάρχει επίσης και ο περιττός άρτιες φορές, ο λεγόμενος
“περισσάρτιος”· αλλά πρέπει να εξετάσουμε από πού συνάγεται και αυτός. Εφόσον το “δύο φορές” συνήχθη
από το δύο και το έξι από το τρεις φορές το δύο, έτσι ξανά από το “δύο φορές” και το έξι συνάγεται ο
αριθμός δώδεκα, ο οποίος είναι περισσάρτιος. Ωστόσο, και τα μέρη του περιττού είναι περιττά και γι’ αυτό
με ένα όρο ονομάζονται περιττά περιττές φορές, ενώ τα μέρη του άρτιου ή όλα είναι άρτια, και ο αριθμός
αυτός λέγεται άρτιος άρτιες φορές, ή κάποια από αυτά είναι άρτια και άλλα περιττά, αντικρουόμενα τα μεν
με τα δε. Και αν μεν τα μισά αυτού του άρτιου είναι περιττά, λέγεται αρτιοπέρισσος, αν όμως περαιτέρω
διαίρεσή του είναι εφικτή, αλλά όχι όμως μέχρι και την ίδια την πιο αρχική μονάδα, ο αριθμός αυτός λέγεται

73
περισσάρτιος153. Και εφόσον συνάγονται αυτά τα δύο είδη του αριθμού, αναγκαστικά και ο αριθμός έχει
εξευρεθεί, και φανερώνεται έτσι η λειτουργία του ενός να παράγει το άπειρο.154 155

153
Ο Παχυμέρης δίνει τους ορισμούς των ἀρτιάκις ἀρτίου, ἀρτιοπερίσσου, περισσάρτιου και δευτέρου καὶ συνθέτου
περιττοῦ (περιττὸς περιττάκις κατά Πλάτωνα) στην Ἀριθμητική του (Σύνταγμα τῶν τεσσάρων μαθημάτων,
Μαθηματική-Ἀριθμητική, κεφ. 6.1-8, 9.11-19): Καὶ ἀρτιάκις μὲν ἄρτιόν ἐστι, τὸ μέχρι μονάδος κατὰ διχοτομίαν
διαιρούμενον, ὡς ὁ ξδ [64]. Ἀρτιοπέρισσον δέ, τὸ μίαν τομὴν ἐπιδεχόμενον, ὡς ὁ λ [30]. Περισσάρτιον δέ, τὸ
κοινωνοῦν ἀμφοτέροις, τὸ ἔχον μὲν πλείονας τομὰς τοῦ ἑνός, οὐ μέχρι δὲ μονάδος καταλῆγον, ὡς ὁ κδ [24]. Δεύτερος
δὲ καὶ σύνθετος, ὁ ἔχων πρὸς τῷ παρωνύμῳ ἑαυτοῦ, τῇ μονάδι δηλαδή, καὶ ἕτερον μόριον ἢ μόρια, ὡς ἐξ ἐκείνων
δευτέρως συντεθείς· οἷον ὁ θ [9], ὁ ιε [15], ὁ κα [21], ὁ κε [25], ὁ κζ [27]· τούτων ὁ μὲν θ πρὸς τῷ ἐννάτῳ ἔχει καὶ
τρίτον τὰ γ, ἐξ οὗ συνετέθη, ἓν μόριον.
→ 64/2=32, 32/2=16, 16/2=8, 8/2=4, 4/2=2, 2/2=1 (διαιρείται πολλές φορές μέχρι την μονάδα)
30/2=15 (διαιρείται μόνο μία φορά)
24/2=12, 12/2=6, 6/2=3 [διαιρείται παραπάνω από μία φορές, όχι όμως μέχρι την μονάδα, αλλά
μέχρι έναν αδιαίρετο (ενν. με άρτιο) περιττό αριθμό]
9/1=9, αλλά και 9/3=3 [πέρα από την μονάδα (9x1=9) έχει ως μέρη και το τρία (3x3=9)]
Ο Παχυμέρης αναλύει αυτά τα είδη αριθμών στα κεφ. 6-9 (Πρβλ. επίσης Νικόμαχο, Αριθμητική Εισαγωγή, Βιβλίο
Α΄, κεφ. 8-10, 12).
154
Σε αντίθεση με την λογική εξήγηση του Παχυμέρη, ο Πρόκλος είχε εξηγήσει τον συλλογισμό του χωρίου 143a4-
144e7 υπό το φως της αρχαίας πολυθεϊστικής θεολογίας (βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Β, σελ. 260-261).
155
Προσθέτουμε επίσης τις παρατηρήσεις του Χ. Τερέζη πάνω στο εξηγητικό χωρίο του Παχυμέρη, οι οποίες βασί-
ζονται σε μία μεταφυσική θεώρηση της -δυναμικής φύσεως- κατηγορίας της απειρότητας καθώς και σε μία θεο-
λογική πρόσληψη του “απειρογονίμου” στοιχείου του αριθμού στα πλαίσια της χριστιανικής θεωρίας των δωρεών
του Θεού προς την δημιουργία (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 226-233):
- Παχυμ. Εἰς Παρμ. 5.9-10: Η ποικιλία-απειρότητα ερμηνεύεται μέσα από τα πολλαπλά επίπεδα της ύπαρξης (του
“είναι”) και του δυναμοκρατικού χαρακτήρα της στο διηνεκές : εφόσον το ἕν εμπλέκεται στην δομή της ύπαρξης
(στο “είναι”) παρακολουθεί τις διαδικασίες της ως προς τις εκάστοτε νέες εμφανίσεις της (227).
- 6.12-14 (το “απειρογόνιμο” του αριθμού): Κατά τον Τερέζη, εδώ απηχείται η χριστιανική θέση περί του ανεξά-
ντλητου των δημιουργικών παροχών (ή δωρεών) του τριαδικού Θεού προς τον αισθητό κόσμο. Συγκεκριμένα, οι
θείες ενέργειες, αριθμητικά και παραγωγικά άπειρες, ανάγουν-ανυψώνουν τα κτιστά όντα από την ανυπαρξία
στην ύπαρξη· η αναγωγή αυτή τελείται με πολλαπλασιαστικές διαδικασίες, έλλογες (μιας και περιγράφονται μα-
θηματικά) και συνεκτικές, ενώ παράλληλα οι θείες ενέργειες υφίστανται άπειρους συνδυασμούς μεταξύ τους,
ούτως ώστε ο κάθε συνδυασμός να αποτελεί και μία εξειδικευμένη μονάδα (232-233).
74
144a5-c2: Ἀλλὰ μὴν ἀριθμοῦ γε ὄντος πολλὰ ἂν εἴη καὶ (5)
πλῆθος ἄπειρον τῶν ὄντων· ἢ οὐκ ἄπειρος ἀριθμὸς πλήθει
καὶ μετέχων οὐσίας γίγνεται; — Καὶ πάνυ γε. — Οὐκοῦν εἰ
πᾶς ἀριθμὸς οὐσίας μετέχει, καὶ τὸ μόριον ἕκαστον τοῦ
ἀριθμοῦ μετέχοι ἂν αὐτῆς; — Ναί.
(b) Ἐπὶ πάντα ἄρα πολλὰ ὄντα ἡ οὐσία νενέμηται καὶ
οὐδενὸς ἀποστατεῖ τῶν ὄντων, οὔτε τοῦ σμικροτάτου οὔτε

τοῦ μεγίστου; Ἢ τοῦτο μὲν καὶ ἄλογον ἐρέσθαι; πῶς γὰρ ἂν


δὴ οὐσία γε τῶν ὄντων τὸ ἀποστατεῖν156; — Οὐδαμῶς. — Κατα-
κεκερμάτισται ἄρα ὡς οἷόν τε σμικρότατα καὶ μέγιστα καὶ (5)
πανταχῶς ὄντα, καὶ μεμέρισται πάντων μάλιστα, καὶ ἔστι
(c) μέρη ἀπέραντα τῆς οὐσίας. — Ἔχει οὕτω. — Πλεῖστα ἄρα ἐστὶ
τὰ μέρη αὐτῆς. — Πλεῖστα μέντοι.

Αλλά όμως, αν βέβαια υπάρχει ο αριθμός, θα υπάρχουν και πολλά και άπειρο πλήθος των όντων· ή μήπως
ο αριθμός δεν γίνεται άπειρος κατά το πλήθος και δεν μετέχει στην ουσία; - Και βέβαια γίνεται. - Έτσι αν
όλος ο αριθμός μετέχει στην ουσία, και το κάθε μέρος του αριθμού θα μετέχει σε αυτήν; - Ναι. - Άρα η
ουσία έχει μοιραστεί σε όλα τα πολλά όντα και δεν απουσιάζει από κανένα από τα όντα, ούτε από το
μικρότατο ούτε από το μέγιστο; Ή μήπως είναι παράλογο να ρωτήσουμε κάτι τέτοιο; Γιατί πώς θα μπορούσε
βέβαια η απουσία της να είναι ουσία των ίδιων των όντων; - Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε. - Άρα
έχει κατακερματιστεί σε όσο το δυνατόν μικρότατα και μέγιστα και με κάθε τρόπο όντα, και έχει χωριστεί
σε μέρη στον μέγιστο βαθμό, και τα μέρη της ουσίας είναι αναρίθμητα. - Έτσι είναι. - Άρα είναι περισσότερα
τα μέρη αυτής. - Περισσότερα όντως.

Ἐντεῦθεν ὅτι καὶ πολλά ἐστι τὸ ἓν δείκνυσι, καὶ μέρη ἔχει καὶ ὅλον 6.26
ἐστί· καὶ εἰ μέρη ἔχοι, ἔχοι ἂν καὶ μέσον καὶ ἀρχὴν καὶ τελευτήν, καὶ

156
Pl. B, W τοῦ ἀποστατεῖ (στα περιθώρια του W: τινος). Pl. T του ἀποστατεῖ [διορθωμένο όμως από πάνω σε -τοῖ
(βλ. Burnet)]. Pl. Y του ἀποστατοῖ. Με την τελευταία εκδοχή (η οποία επιλέγεται στις εκδόσεις των Burnet και
Diès), το χωρίο θα μεταφραζόταν ως εξής: “Γιατί πώς θα μπορούσε να απουσιάζει βέβαια η ίδια η ουσία από
κάποιο από τα όντα;”. Σε κάθε περίπτωση, η παράθεση του Παχυμέρη συμβαδίζει και με την εξήγησή του
παρακάτω (7.12-14):“πῶς γὰρ ὂν καὶ οὐσίαν ἔχον ἕξει αὐτὴν τὴν οὐσίαν τὴν ἀποστάτησιν τῆς οὐσίας;” (αντί του
απαρεμφάτου “τὸ ἀποστατεῖν” χρησιμοποιεί το ουσιαστικό “τὴν ἀποστάτησιν”).
75
πεπερασμένον ἂν εἴη. Πρότερον μὲν οὖν τὸ ἓν ὂν ἀπὸ τοῦ ἔστιν ἓν
συνῆγεν, ἀπὸ δὲ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ὄντος ἑτέρων ὄντων τρία ποιήσας 7.1
μετὰ τῆς ἑτερότητος, τρεῖς τούτων συζυγίας πεποίηκεν, ὧν ἑκάστη τὸ
ἄμφω ἔχει· εἰ δὲ τὸ ἄμφω, καὶ τὸ δύο· καὶ ἀπὸ τῶν δύο τὸ ἓν ἐπὶ
ἑκάτερον ἔθετο, καὶ τὸ ἓν τοῦτο συζυγίᾳ ᾑτινιοῦν προσθέμενος τρία
πεποίηκε, καὶ ἐκ τοῦ δύο τὸ δὶς συνῆξε καὶ ἐκ τῶν τριῶν τὸ τρίς, καὶ 7.5
οὕτω τὰ μέρη τοῦ ἀριθμοῦ συνέστησε καὶ τὸν ἀριθμόν. Νῦν δὲ ἀπὸ τοῦ
ἀριθμοῦ τὸ πολλὰ συνιστᾷ καὶ τὸ πλῆθος τὸ ἄπειρον. Ἐπεὶ δὲ ἀπὸ τοῦ
ἑνὸς καὶ τοῦ ὄντος ἀριθμὸς συνέστη, καὶ ἀριθμὸς ἔστιν, εἴη ἂν καὶ

οὗτος οὐσίας μετέχων· καὶ ἐὰν πᾶς ἀριθμὸς τοιοῦτος οὐσίας μετέχοι,
καὶ τὸ μόριον τοιοῦτον ἂν εἴη, τὸ ἔστιν ἔχον, καὶ αὐτὸ οὐσίας μεθέξει. 7.10
Ἐπὶ πάντα ἄρα τὰ ὄντα νενέμηται ἡ οὐσία, καὶ οὐδενὸς ἀποστατεῖ ἡ
οὐσία τῶν ὄντων. Τὸ γοῦν ἐρωτᾶν περὶ τούτου ἄλογον ἐπικρίνει· πῶς
γὰρ ὂν καὶ οὐσίαν ἔχον ἕξει αὐτὴν τὴν οὐσίαν τὴν ἀποστάτησιν τῆς
οὐσίας; Κατακεκερμάτισται ἄρα τὰ μέρη τῆς οὐσίας εἰς τὰ πανταχῶς
ὄντα. 7.15

Από εδώ και στο εξής δείχνει ότι το εν και είναι πολλά και έχει μέρη και είναι όλον· και αν έχει μέρη, θα
έχει και μέση και αρχή και τέλος και θα είναι πεπερασμένο. Προηγουμένως πράγματι συνήγαγε το εν ον
από το ότι το εν είναι, ενώ από το εν και το ον, που είναι έτερα μεταξύ τους, έφτιαξε το τρία μαζί με την
ετερότητα, έφτιαξε τρία ζεύγη αυτών, από τα οποία το καθένα εμπεριέχει το “αμφότερα”. Αλλά αν έχει το
αμφότερα, θα έχει και το δύο· και από τα δύο έθεσε το ένα στο καθένα από αυτά, και προσθέτοντας το ένα
αυτό σε οποιοδήποτε ζεύγος έφτιαξε τρία, και από το δύο συνήγαγε το “δύο φορές” και από το τρία το “τρεις
φορές”, και έτσι συνέστησε τα μέρη του αριθμού και τον αριθμό. Τώρα όμως από τον αριθμό συνθέτει το
“πολλά” και το πλήθος το άπειρο157. Γιατί ο αριθμός συντέθηκε από το εν και το ον, και ο αριθμός “είναι”,
και αυτός τότε θα μετείχε της ουσίας· και αν όλος ο αριθμός αυτού του είδους μετέχει στην ουσία, και το
μέρος θα ήταν τέτοιο, δηλαδή αυτό που έχει το “είναι”, και θα μετέχει και αυτό στην ουσία. Άρα η ουσία
έχει μοιραστεί σε όλα τα όντα και δεν απουσιάζει η ουσία από κανένα από τα όντα. Το να ρωτάμε τουλάχιστον
για αυτό, το επικρίνει ως παράλογο· γιατί πώς, αν και είναι ον και έχει ουσία, θα έχει την ίδια την ουσία ως
απουσία της ουσίας ; Άρα έχουν κατακερματιστεί τα μέρη της ουσίας στα με κάθε τρόπο όντα.

157
Ανακεφαλαίωση της μέχρι τώρα πορείας της δεύτερης υπόθεσης (κατά Πρόκλο), δηλαδή των συλλογισμών και
των συμπερασμάτων του χωρίου 142b5-144a5.
76
144c2-e7: Τί οὖν; Ἔστι τι αὐτῶν ὃ
ἔστι μὲν μέρος τῆς οὐσίας, οὐδὲν μέντοι μέρος; — Καὶ πῶς
ἄν τοι τοῦτο γένοιτο; — Ἀλλ’ εἴπερ γε οἶμαι ἔστιν, ἀνάγκη
αὐτὸ ἀεί, ἕωσπερ ἂν ᾖ, ἕν γέ τι εἶναι, μηδὲν δὲ ἀδύνατον. — (5)
Ἀνάγκη. — Πρὸς ἅπαντι ἄρα ἑκάστῳ τῷ τῆς οὐσίας μέρει
πρόσεστι τὸ ἕν, οὐκ ἀπολειπόμενον οὔτε σμικροτέρου οὔτε
μείζονος μέρους οὔτε ἄλλου οὐδενός. — Οὕτω. — Ἆρα οὖν ἓν
(d) ὂν πολλαχοῦ ἅμα ὅλον ἐστί τοῦτο; Ἄθρει.158 — Ἀλλ’ ἀθρῶ
καὶ ὁρῶ ὅτι ἀδύνατον. — Μεμερισμένον ἄρα, εἴπερ μὴ ὅλον·
ἄλλως γάρ πως οὐδαμῶς ἅμα ἅπασι τοῖς τῆς οὐσίας μέρεσιν

παρέσται ἢ μεμερισμένον. — Ναί. — Καὶ μὴν τό γε μεριστὸν


πολλὴ ἀνάγκη εἶναι τοσαῦτα ὅσαπερ μέρη. — Ἀνάγκη. — Οὐκ (5)
ἄρα ἀληθῆ ἄρτι ἐλέγομεν λέγοντες ὡς πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία
νενεμημένη εἴη. Οὐδὲ γὰρ πλείω τοῦ ἑνὸς νενέμηται, ἀλλ’
(e) ἴσα, ὡς ἔοικε, τῷ ἑνί· οὔτε γὰρ τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς ἀπολείπεται
οὔτε τὸ ἓν τοῦ ὄντος, ἀλλ’ ἐξισοῦσθον δύο ὄντε ἀεὶ παρὰ
πάντα. — Παντάπασιν οὕτω φαίνεται. — Τὸ ἓν ἄρα αὐτὸ
κεκερματισμένον ὑπὸ τῆς οὐσίας πολλά τε καὶ ἄπειρα τὸ
πλῆθός ἐστιν. — Φαίνεται. — Οὐ μόνον ἄρα τὸ ὂν ἓν πολλά (5)
ἐστιν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὑπὸ τοῦ ὄντος διανενεμημένον
πολλὰ ἀνάγκη εἶναι. — Παντάπασι μὲν οὖν.

Τί λοιπόν; Υπάρχει κάτι από αυτά, το οποίο είναι μεν μέρος της ουσίας, κι όμως δεν είναι μέρος; - Και πώς
θα γινόταν κάτι τέτοιο; - Αλλά αν βέβαια υπάρχει αυτό το μέρος, νομίζω τουλάχιστον ότι αναγκαστικά αυτό
θα είναι πάντοτε κάποιο εν, μέχρι βέβαια να “είναι”, αλλά αδύνατον όμως να μην είναι τίποτα. -
Αναγκαστικά. - Άρα σε κάθε μέρος της ουσίας θα υπάρχει επιπρόσθετα και το εν, που δεν θα λείπει ούτε
από το μικρότερο ούτε από το μεγαλύτερο μέρος ούτε από κανένα άλλο. - Έτσι. - Άραγε λοιπόν αυτό, ενώ
είναι εν, είναι συνάμα όλον που υπάρχει σε πολλούς τόπους; Παρατήρησέ το καλά. - Μα το παρατηρώ και
βλέπω ότι είναι αδύνατον. - Άρα θα είναι χωρισμένο σε μέρη, αν βέβαια δεν είναι όλον· γιατί αλλιώς με

158
Να σημειωθεί ότι στις εκδόσεις των Burnet και Diès αντίστοιχα το χωρίο παρατίθεται ως “...ἅμα ὅλον ἐστί; τοῦτο
ἄθρει.”, χωρίς όμως παράλληλα να σημειώνεται στα κριτικά υπομνήματά τους η διαφορετική εκδοχή “...ἅμα ὅλον
ἐστί τοῦτο; Ἄθρει.”.
77
κανέναν τρόπο δεν θα είναι παρόν ταυτόχρονα σε όλα γενικά τα μέρη της ουσίας παρά χωρισμένο σε μέρη.
- Ναι. - Και σίγουρα αυτό που τουλάχιστον μπορεί να χωριστεί σε μέρη κατά μεγάλη ανάγκη είναι τόσα σε
πλήθος όσα ακριβώς και τα μέρη του. - Κατ’ ανάγκη. - Άρα δεν λέγαμε μόλις τώρα την αλήθεια πως η ουσία
είναι μοιρασμένη σε περισσότερα μέρη. Γιατί δεν έχει μοιραστεί σε περισσότερα μέρη από το εν, αλλά σε
ίσα, όπως φαίνεται, με το εν· γιατί ούτε το ον υστερεί από το εν, ούτε το εν από το ον, αλλά είναι πάντοτε
εξίσου δύο σε όλα τα πράγματα159. - Ασφαλώς έτσι φαίνεται. - Άρα το εν, το ίδιο τεμαχισμένο από την
ουσία, είναι και πολλά και άπειρα κατά το πλήθος. - Είναι φανερό. - Άρα όχι μόνο το ον εν [αυτό που είναι
ένα] είναι πολλά, αλλά και το ίδιο το εν αναγκαστικά είναι πολλά, αφού έχει χωριστεί σε μέρη από το ον. -
Βεβαιότατα.

Θέλει δεῖξαι ὅτι μὴ μόνον τὸ ὂν ἓν καὶ πολλά ἐστι καὶ τὸ ὂν ὑπὸ τοῦ 8.1
ἑνὸς ὁρίζεται, ἂν καὶ πολλὰ μέρη τοῦ ὄντος λέγωνται (ἕκαστον γὰρ
μέρος τοῦ ὄντος εἴτ’ οὖν τῆς οὐσίας ἕν ἐστιν), ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὑπὸ
τοῦ ὄντος διανενεμημένον πολλὰ ἀνάγκη εἶναι· ἓν γὰρ εὕρηται καὶ ἐν
τούτῳ τῷ μέρει τῆς οὐσίας καὶ ἐν ἐκείνῳ καὶ ἐν ἄλλῳ, πλὴν 8.5
κεκερματισμένως κατὰ τὰ μέρη τῆς οὐσίας καὶ τῶν ὄντων. Καὶ
ἐφοδεύει τὸν λόγον οὕτως, ἐρωτῶν εἰ τὸ μέρος τῆς οὐσίας καὶ μέρος ἂν
λέγοιτο μόνον, ἵνα ἐκ τῆς οὐσίας διαχωρισθὲν ὡς μονοειδὲς μᾶλλον ἕξει
τὸ ἕν, ἀλλ’ οὐχ ὁμοίως καὶ ὅτε μέρος οὐσίας λέγεται ἕν· τότε γὰρ τὸ ἓν
ὑποπτευθείη ὡς πρός τι εἶναι πρὸς τὰ ἄλλα μέρη τῆς οὐσίας καὶ οὐ καθ’ 8.10
αὑτὸ τῷ μέρει μόνῳ. Εἴπερ γοῦν ἐστι μόριον, καὶ ἓν ἂν εἴη, καὶ οὐκ

ἀπολειφθήσεται οὔτε μικροτέρου οὔτε μείζονος μέρους τῆς οὐσίας, τοῦ


ὄντος δηλαδή. Καὶ τὸ μὲν ὅλον εἶναι τὸ ἓν πανταχοῦ τῶν μερῶν τῆς
οὐσίας, ἐπειδὴ οὐκ ἀπολείπεται τὸ ὂν τοῦ ἑνὸς ἢ τὸ ἓν τοῦ ὄντος,
ἀδύνατον ἀθρεῖ· ἔσται γὰρ καὶ ἐν ἑκάστῳ τῶν μερῶν τῆς οὐσίας ὅλη ἡ 8.15
οὐσία, λοιπὸν οὐκ ἀληθῆ ἐλέγετο, ὅτι ἐπὶ πάντα πολλὰ ὄντα ἡ οὐσία

159
Στην φράση “ἀλλ’ ἐξισοῦσθον δύο ὄντε ἀεὶ παρὰ πάντα”, το ἐξισοῦσθον έχει την σημασία του ότι το ένα και το ον
είναι “συνεκτατά” [εκτείνονται παράλληλα το ένα προς το άλλο, και έτσι είναι ίσα (αγγλ.: coextensive)]: σε ό,τι
εφαρμόζεται το κατηγόρημα εν εφαρμόζεται και το κατηγόρημα ον, δηλαδή αν κάτι είναι εν, κατά συνεπαγωγή
είναι και ον, και αντιστρόφως αν κάτι είναι ον, είναι και εν· με άλλα λόγια, δεν υπάρχει χωριστά το εν από το ον,
αλλά εξισώνονται σε όλα τα πράγματα, διότι σε αυτά τα δύο μετέχουν όλα τα πράγματα. Πρβλ. Αριστοτέλη, Μετὰ
τὰ φυσικὰ Γ 2, 1003b22-24: εἰ δὴ τὸ ὂν καὶ τὸ ἓν ταὐτὸν καὶ μία φύσις τῷ ἀκολουθεῖν ἀλλήλοις ὥσπερ ἀρχὴ καὶ
αἴτιον· 1003b31-32: καὶ οὐδὲν ἕτερον τὸ ἓν παρὰ τὸ ὄν.
78
νενέμηται. Εἰ γοῦν μὴ ὅλον τὸ ἓν ἐν ἑκάστῳ μέρει τῆς οὐσίας,
μεμερισμένον ἄρα παρέσται, ὥστε τὸ ἓν πολλά. Τὸ γὰρ μεριστὸν
ἀνάγκη τοσαῦτα εἶναι ὅσαπερ τὰ μέρη, καὶ οὐχ ἕν· ἐν τῷ κερματοῦσθαι
ἄρα τὴν οὐσίαν κατακερματίζεται καὶ τὸ ἕν. Εἰπόντος δὲ ἐκείνου τὸ 8.20
Φαίνεται, συμπεραίνει λέγων, Οὐ μόνον ἄρα τὸ ὂν ἓν πολλά ἐστιν
(οὐδὲ ἀμέριστόν ἐστι τὸ ὄν, ἀλλὰ ἐπὶ πάντα ἡ οὐσία νενέμηται), ἀλλὰ
καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὑπὸ τοῦ ὄντος διανενεμημένον πολλά ἐστιν. Καὶ ἔστιν ἡ
ἔφοδος ἅπασα ἐκ τῆς διανεμήσεως τῆς οὐσίας ἐπὶ τὰ ὄντα, καὶ τὸ ἓν
ἀποφῆναι ὑπὸ τοῦ ὄντος διανενεμημένον εἰς πολλά, ὥστε τὸ ἓν πολλά. 8.25

Θέλει να δείξει ότι όχι μόνο το ον εν [αυτό που είναι ένα] είναι επίσης πολλά και το ον ορίζεται από το εν,
παρότι λέγονται πολλά μέρη του όντος (πράγματι κάθε μέρος του όντος ή της ουσίας είναι ένα), αλλά και
το ίδιο το εν αναγκαστικά είναι πολλά, αφού έχει διανεμηθεί σε μέρη από το ον· γιατί το εν έχει βρεθεί και
σε αυτό το μέρος της ουσίας και σε εκείνο και σε άλλο, αλλά τεμαχισμένα όμως σύμφωνα με τα μέρη της
ουσίας και των όντων. Και διαρθρώνει [ο Παρμενίδης] τον συλλογισμό με αυτό τον τρόπο, ρωτώντας αν το
μέρος της ουσίας θα λεγόταν επίσης αποκλειστικά μέρος, για να διαχωριστεί από την ουσία και να έχει το
εν ως μονοειδές [ως πράγμα ενός μόνον είδους], και όχι όπως όταν λέγεται ένα μέρος της ουσίας. Διότι τότε
θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε το εν ως σχετιζόμενο με τα άλλα μέρη της ουσίας και όχι καθεαυτό ως
μέρος μόνο του. Σε κάθε περίπτωση, αν πράγματι είναι μέρος, θα είναι και ένα, και δεν θα λείπει ούτε από
το μικρότερο ούτε από το μεγαλύτερο μέρος της ουσίας, δηλαδή του όντος. Και [το ενδεχόμενο] το εν να είναι
όλο σε όλα τα μέρη της ουσίας, επειδή το ον δεν υστερεί από το εν ή το εν από το ον, το παρατηρεί ως
αδύνατο· πράγματι, όλη η ουσία θα ήταν και σε καθένα από τα μέρη της ουσίας, έτσι λοιπόν δεν θα λεγόταν
ως αληθές, πως η ουσία έχει μοιραστεί σε όλα τα πολλά όντα160. Αν λοιπόν το εν δεν είναι όλον σε κάθε μέρος

160
Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται ένα πρόβλημα ερμηνείας στην παχυμέρεια εξήγηση.
Καταρχάς, ο πλατωνικός συλλογισμός στο χωρίο 144c8-e3 έχει ως εξής:
- Αδύνατον το εν να είναι συνάμα και όλον σε πολλούς τόπους (Παχυμ.: σε όλα τα μέρη της ουσίας).
- Άρα το εν είναι χωρισμένο σε μέρη, αν δεν είναι όλον, γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δεν θα είναι παρόν
ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη της ουσίας αλλά μόνο ως χωρισμένο σε μέρη.
- Το χωριζόμενο σε μέρη είναι τόσα σε πλήθος όσα και τα μέρη του.
- Άρα είναι ψέμα το προλεχθέν ότι η ουσία είναι μοιρασμένη σε περισσότερα μέρη, γιατί έχει μοιραστεί όχι σε
περισσότερα μέρη από το εν αλλά σε ίσα μέρη με το εν, γιατί ούτε το ον υστερεί από το εν, ούτε το εν από το ον,
αλλά είναι πάντοτε εξίσου δύο σε όλα τα πράγματα.
Ωστόσο, η συλλογιστική πορεία του Παχυμέρη είναι η εξής:
- Αδύνατον το εν να είναι συνάμα και όλον σε όλα τα μέρη της ουσίας.
79
της ουσίας, θα είναι άρα παρόν ως χωρισμένο σε μέρη, ώστε το εν να είναι πολλά. Γιατί αυτό που μπορεί να
χωριστεί σε μέρη κατ’ ανάγκη είναι τόσα σε πλήθος όσα ακριβώς και τα μέρη του, και όχι ένα· άρα στον
τεμαχισμό της ουσίας κατατεμαχίζεται και το εν. Επίσης μόλις είπε εκείνος [ο Αριστοτέλης] το “Είναι
φανερό”, συμπεραίνει [ο Παρμενίδης] λέγοντας “Άρα όχι μόνο το ον εν [αυτό που είναι ένα] είναι πολλά”
(το ον δεν είναι ούτε αμέριστο, αλλά η ουσία έχει μοιραστεί στα πάντα) 161 “αλλά και το ίδιο το εν είναι
πολλά, αφού έχει χωριστεί σε μέρη από το ον”. Και όλη γενικά η εξέταση πηγάζει από την διανομή της ουσίας
στα όντα και από την φανέρωση του ενός ως διαμοιρασμένου από το ον σε πολλά, ώστε το εν να είναι
πολλά.162

- Διαφορετικά, όλη η ουσία θα ήταν και σε καθένα από τα μέρη της ουσίας, έτσι λοιπόν δεν θα λεγόταν ως αληθές,
πως η ουσία έχει μοιραστεί σε όλα τα πολλά όντα.
Επομένως, από την μία ο Πλάτων αναιρεί πλέον ως εσφαλμένη την προηγούμενη θέση ότι “η ουσία είναι
μοιρασμένη σε περισσότερα μέρη”, επειδή αποδεικνύεται τώρα ότι η ουσία είναι μοιρασμένη σε ίσα μέρη με το
εν, έτσι ώστε εν και ον να είναι εξίσου δύο σε όλα τα πράγματα. Από την άλλη, ο Παχυμέρης φαίνεται να
τροποποιεί την συλλογιστική πορεία: Αν το εν ήταν συνάμα και όλον σε όλα τα μέρη της ουσίας, έτσι παρομοίως
όλη η ουσία θα ήταν επίσης σε κάθε μέρος της, ενώ με αυτόν τον τρόπο θα ήταν ψευδής η θέση ότι “η ουσία έχει
μοιραστεί σε όλα τα πολλά όντα”· άρα, αφού το εν δεν είναι όλον σε κάθε μέρος της ουσίας, θα είναι παρόν ως
χωρισμένο σε μέρη, ώστε το εν να είναι πολλά (8.13-18). Με άλλα λόγια, ο Παχυμέρης δεν λαμβάνει ως
προκείμενη την θέση “πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη εἴη” (144d6-7, 144c1-2), αλλά την θέση “Ἐπὶ πάντα ἄρα
πολλὰ ὄντα ἡ οὐσία νενέμηται” (144b1) [μάλλον επειδή θεωρεί (εσφαλμένα βέβαια) ότι η πρώτη φράση
παραπέμπει στο χωρίο 144b1 και όχι στο 144c1-2], ενώ παράλληλα την θέση αυτή δεν την θεωρεί πραγματικά
ψευδή αλλά την λαμβάνει ως υποθετικά ψευδή για να αποδείξει (διά της εις άτοπον απαγωγής) ότι το εν
τεμαχίζεται σε μέρη κατά τον τεμαχισμό της ουσίας σε μέρη (8.24-25)· με αυτόν τον τρόπο, ο Παχυμέρης φαίνεται
να αποκλείει το τμήμα 144d5-e3 του συλλογισμού (εκτός από την θέση ότι ούτε το ον υστερεί από το εν ούτε το
εν από το ον, βλ. 8.14), στο οποίο επιβεβαιώνεται η ίση συνύπαρξη του ενός και του όντος σε όλα τα πράγματα,
μολονότι βέβαια από όλη την εξήγησή του υπονοείται σιωπηρά. Σημειωτέον ότι η θεωρία μας πως στο σχόλιο
του Παχυμέρη “λοιπὸν οὐκ ἀληθῆ ἐλέγετο, ὅτι ἐπὶ πάντα πολλὰ ὄντα ἡ οὐσία νενέμηται” η πλατωνική θέση
τροποποιείται σε σύγκριση με εκείνη του συλλογισμού και δεν λαμβάνεται ως πραγματικά ψευδής (όπως στον
συλλογισμό) αλλά ως υποθετικά ψευδής, επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι ο Παχυμέρης θα
χρησιμοποιήσει παρακάτω την ίδια θέση ως έγκυρη (8.22: “οὐδὲ ἀμέριστόν ἐστι τὸ ὂν, ἀλλὰ ἐπὶ πάντα ἡ οὐσία
νενέμηται”).
161
Ως ὂν ἕν πρέπει να θεωρήσουμε “αυτό που είναι εν”, δηλαδή “το ον που είναι εν”· στο ὂν ἕν, όπως σημειώθηκε
και παραπάνω (142c7-d5, όπου το ὂν ἕν αντιπαραβλήθηκε με το ἓν ὄν), το εν κατηγορείται στο ον (ως υποκείμενο),
ούτως ώστε να γίνεται ουσιαστικά λόγος για ον και όχι για εν.
162
Προσθέτουμε επίσης τις παρατηρήσεις του Χ. Τερέζη πάνω στο εξηγητικό χωρίο του Παχυμέρη, οι οποίες συνε-
χίζουν να βασίζονται πάνω στην σύζευξη της μεταφυσικής της υπερβατικότητας (“Εκείθεν”) με την μεταφυσική
της εμμένειας και της ενολογικής πρόσληψης της κοσμολογίας (“Εντεύθεν”) [βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 236-239]:
- Το ἕν αναπτύσσεται, όπως και η ουσία, πολλαπλασιαστικά (236).
- Το ἕν είναι πολλά επειδή διανέμεται από το ον και έτσι διαχέεται στα επίπεδα του υπαρκτού. Το ἕν έχει εγκα-
τασταθεί σε όλα τα μέρη της ουσίας με έναν κατακερματισμένο τρόπο σύμφωνα με την ποσότητά τους, και όχι
ως κατακερματισμένο καθεαυτό, αλλά κατά την μόνιμη και αενάως επαναλαμβανόμενη εμμενή παρουσία του
στα όντα, στα μέρη της ουσίας, και κατ’ επέκταση στον κόσμο της αισθητής εμπειρίας (236-237).
80
144e8-145b5: Καὶ μὴν ὅτι γε ὅλου τὰ μόρια μόρια, πεπερασμένον ἂν
εἴη κατὰ τὸ ὅλον τὸ ἕν· ἢ οὐ περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ
(145a) μόρια; — Ἀνάγκη. — Ἀλλὰ μὴν τό γε περιέχον πέρας ἂν εἴη. —
Πῶς δ’ οὔ; — Τὸ ἓν ἄρα ὂν ἕν τέ ἐστί που καὶ πολλά, καὶ
ὅλον καὶ μόρια, καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήθει. —
Φαίνεται. — Ἆρ’ οὖν οὐκ, ἐπείπερ πεπερασμένον, καὶ ἔσχατα
ἔχον; — Ἀνάγκη. — Τί δέ; Ὅλον οὐκ ἀρχὴν ἂν ἔχοι καὶ (5)
μέσον καὶ τελευτήν; Ἤ οἷόν τέ τι ὅλον ἄνευ τριῶν
τούτων; Κἄν του ἓν ὁτιοῦν αὐτῶν ἀποστατῇ, ἐθελήσει ἔτι
ὅλον εἶναι; — Οὐκ ἐθελήσει. — Καὶ ἀρχὴν δή, ὡς ἔοικεν, καὶ
(b) τελευτὴν καὶ μέσον ἔχοι ἂν τὸ ἕν. — Ἔχοι. — Ἀλλὰ μὴν τό
γε μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέχει· οὐ γὰρ ἂν ἄλλως μέσον
εἴη. — Οὐ γάρ. — Καὶ σχήματος δή τινος, ὡς ἔοικε, τοιοῦτον
ὂν μετέχοι ἂν τὸ ἕν, ἤτοι εὐθέος ἢ στρογγύλου ἤ τινος
μικτοῦ ἐξ ἀμφοῖν. — Μετέχοι γὰρ ἄν. (5)

Εξάλλου, επειδή ακριβώς τα μέρη είναι μέρη του όλου, το εν θα είναι πεπερασμένο κατά το όλο· ή δεν
περιέχονται τα μέρη από το όλο; - Αναγκαστικά. - Αλλά πράγματι, αυτό που περιέχει θα είναι πέρας-όριο. -
Πώς όχι; - Άρα το εν, που είναι, είναι ίσως και εν και πολλά, και όλον και μέρη, και πεπερασμένο και άπειρο
στο πλήθος. - Είναι φανερό. - Άραγε λοιπόν, επειδή ακριβώς είναι πεπερασμένο, δεν θα έχει και ακραία
σημεία; - Αναγκαστικά. - Τί λοιπόν; Ως όλον το εν δεν θα έχει και αρχή και μέση και τέλος; Ή είναι δυνατόν
κάποιο πράγμα να είναι όλον χωρίς αυτά τα τρία; Και αν ένα οποιοδήποτε από αυτά τα τρία απουσιάσει, θα
θελήσει ακόμα αυτό το πράγμα να είναι όλον; - Δεν θα θελήσει. - Τότε, όπως φαίνεται, το εν μπορεί να έχει
και αρχή και τέλος και μέση. - Μπορεί να έχει. - Αλλά πράγματι η μέση απέχει ίση απόσταση από τα
άκρα· γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν μέση. - Όντως δεν θα ήταν. - Τότε το εν, όπως φαίνεται, αφού είναι

- Έτσι αναδεικνύεται το “δυναμοκρατικό” άπλωμα της μεταφυσικής περιοχής, πρωταρχικά ως ενολογική προ-
βολή. Η πλήθυνση των ανώτατων οντολογικών πραγματικοτήτων συνάπτεται με μία κάλυψη όλου του υπαρκτού
από τις δυναμικές επεμβάσεις-εκδηλώσεις του ἑνός. Επίσης, μέσω του πεπληθυσμένου ἑνός, τονίζεται η άπειρη
εξειδίκευση των θείων ενεργειών ως παραγωγικών πυρήνων καθώς και ο αποκλεισμός ενός αιτιακού οντολογικού
δυισμού, εφόσον το ἕν και η οὐσία είναι πλέον άκρως συνυφασμένα το ένα με το άλλο (η οὐσία ως το πρώτο
προϊόν της εκδήλωσης του ἑνός και έτσι ως άμεσα εξαρτώμενη από αυτό), καθώς αμφότερα (το ἕν ως κυρίως
αίτιο και η οὐσία ως συναίτιο) διακινούν και διαχέουν την ενότητα στο σύνολο του υπαρκτού (239).

81
τέτοιο μπορεί να μετέχει και σε κάποιο σχήμα, ή ευθύ ή στρογγυλό ή κάποιο ανάμεικτο και των δυο μαζί.
- Μπορεί πράγματι να μετέχει.

Ἀποδειχθέντος ἤδη ὡς τὸ ἓν μόρια ἔχει καὶ οὐχ ὅλον ἓν ἑκάστῳ 9.6


μέρει τῆς οὐσίας παρέσεται, ἐπεί τοί γε καὶ ἡ οὐσία ὅλη τοῖς μέρεσιν
ἑαυτῆς παρέσται, καὶ οὐκ ἀληθῆ ἐλέγετο ὅτι διανενέμηται ἐπὶ πάντα τὰ
ὄντα, ἐπεὶ οὐκ ἀπολείπεται θάτερον θατέρου, ἐφοδεύει ἐνταῦθα ὅτι καὶ
πεπερασμένον ἐστὶ κατὰ τὸ ὅλον τὸ ἕν. Περιέχεται γὰρ τὰ μόρια ὑπὸ 9.10
τοῦ ὅλου, πλέον δὲ τῶν μορίων τὸ ὅλον οὐκ ἔστιν· οὐ πᾶν δὲ περιέχον
πέρας ἂν εἴη, ἀλλὰ τὸ περιέχον τὰ μέρη. Τὸ ἄρα ἓν ὂν ἕν τέ ἐστι καὶ
πολλά, καθὼς ἀπεδείχθη, καὶ ὅλον καὶ μόρια, καθὼς καὶ αὐτὸ
ἀπεδείχθη, καὶ πεπερασμένον, καθὼς ἄρτι ἐλέγομεν, ὡς περιέχον τὰ
μόρια καὶ πέρας ἐκείνων ὄν, καὶ ἄπειρον πλήθει, καθὼς ἐδείκνυμεν ἐν 9.15
τῷ ἀριθμῷ κατὰ τὴν ἔφοδον ταύτην ὅτι ἀριθμός ἐστιν, ἀρτιάκις ἀρτίου
ὄντος καὶ περισσάκις περιττοῦ καὶ τῶν λοιπῶν. Εἰ δὲ ἀριθμὸς ἔστιν,
οὐσίας μετέχει· ἡ δὲ οὐσία κατὰ τὸν ἀριθμὸν ἀπείρως διανενέμηται

πρὸς πάντα, καὶ κατὰ τὰ μέρη τῆς οὐσίας καὶ τὸ ἓν κατακεκερμάτισται.


Καὶ ἐντεῦθεν ὡς ἔχον ἀρχὴν καὶ μέσον καὶ τελευτὴν καὶ σχῆμα ἔχον 9.20
συνάγεται· τὸ γὰρ σχήμα πέρας, ἀρχὴ δὲ καὶ τελευτὴ πέρατα πάντως,
μέσον δὲ τὸ ἴσον ἀπέχον τῶν περάτων ἔν τε εὐθείᾳ καὶ κύκλῳ· διὰ
τοῦτο γοῦν καὶ σχήματος μεθέξει.

Αφού αποδείχθηκε ήδη ότι το εν έχει μέρη και δεν θα είναι παρόν σε κάθε μέρος της ουσίας ολόκληρο το
εν, επειδή έτσι βέβαια και όλη η ουσία θα ήταν παρούσα στα μέρη του εαυτού της, και ότι δεν λεγόταν ως
αληθές ότι είναι μοιρασμένη σε όλα τα όντα163, επειδή δεν υστερεί το ένα από το άλλο [το ον από το εν και
το εν από το ον]164, τώρα συνεχίζει τον συλλογισμό ότι το εν είναι και πεπερασμένο κατά το όλο. Γιατί
περιέχονται τα μέρη από το όλο, ενώ το όλο δεν είναι περισσότερο από τα μέρη· δεν θα είναι πέρας-όριο
κάθε πράγμα που περιέχει, αλλά αυτό που περιέχει τα μέρη165. Άρα το εν ον [το εν που είναι] είναι και εν

163
Βλ. 8.15-17 (και υποσημ. 160).
164
Ανακεφαλαίωση του προηγούμενου χωρίου 144b1-e7.
165
Σχετικά με την σύνδεση περιέχοντος και ὁλότητος (και την συναγωγή του πρώτου από την δεύτερη στον
συλλογισμό), πρβλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.II, p. 90.1-92.13. Κατά τον Νεοπλατωνικό, το περιέχειν δεν είναι ίδιον
82
και πολλά, όπως αποδείχθηκε, και όλον και μέρη, όπως και αυτό αποδείχθηκε166, και πεπερασμένο, όπως
λέγαμε μόλις, ως αυτό που περιέχει τα μέρη και όντας πέρας-όριο εκείνων [των μερών], και άπειρο στο
πλήθος167, όπως δείχναμε στην περίπτωση του αριθμού, κατά την λογική αυτή μέθοδο ότι ο αριθμός υπάρχει,
γιατί υπάρχει ο άρτιος άρτιες φορές και ο περιττός περιττές φορές και οι υπόλοιποι168. Αν ο αριθμός “είναι”,
μετέχει στην ουσία· η δε ουσία κατά τον αριθμό έχει απείρως διαμοιραστεί στα πάντα, και το εν έχει
κατατεμαχιστεί κατά τα μέρη της ουσίας169. Και από τώρα και στο εξής συνάγεται ότι το εν έχει αρχή και
μέση και τέλος και έχει σχήμα· γιατί το σχήμα είναι πέρας-όριο170, και η αρχή και το τέλος είναι πέρατα-

του πέρατος καθεαυτό (ᾗ πέρας), παρά μόνο στο βαθμό που ως πέρας θεωρηθεί το όλον, ως περιέχον και συνέχον
τα οικεία μέρη του. Σε αντίθεση με τον Δαμάσκιο, ο Παχυμέρης εδώ αντιστρέφει την σειρά: αντί να πει “κάθε
πέρας δεν είναι περιέχον”, λέει “κάθε περιέχον δεν είναι πέρας, αλλά αυτό που περιέχει τα μέρη”, καθώς η
αποδεικτέα θέση του είναι ότι το όλον δεν είναι περισσότερο από τα μέρη.
166
Βλ. Παρμενίδης, 142c7-143a3.
167
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων του χωρίου 144e8-145a4 υπό το φως
της αρχαίας πολυθεϊστικής θεολογίας βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Γ, σελ. 262-264.
168
Βλ. Παρμενίδης, 143a4-144a7.
169
Βλ. Παρμενίδης, 144a7-e7.
170
Βλ. και τον ορισμό του σχήματος που παραθέτει ο Πρόκλος, μνημονεύοντας τους ορισμούς που έδωσαν ο
Ποσειδώνιος και ο Ευκλείδης αντίστοιχα: σχῆμά ἐστι πέρας συγκλεῖον ἢ τὸ ὑπό τινος ἤ τινων ὅρων περιεχόμενον
(Βλ. Πρόκλου Εἰς Παρμ. VI, 1132.16-18, Εἰς τὸ Βιβλίον Α΄ τῶν Στοιχείων τοῦ Εὐκλείδου Ὑπόμνημα, p.143.5-11
και Ευκλείδη Στοιχεῖα Α, Ορισμός ιδ΄).
83
όρια με κάθε τρόπο, ενώ το μέσον απέχει ίση απόσταση από τα πέρατα-όρια και σε ευθεία και σε κύκλο· γι’
αυτό τουλάχιστον τότε θα μετέχει και σε σχήμα.171 172 173

171
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η θεωρία του Πρόκλου περί του εὐθέος και του στρογγύλου, ο οποίος
εφαρμόζει αυτά τα σχήματα στην ίδια την πραγματικότητα και την μεταφυσική της τάξη, και έτσι δεν παραμένει
σε μια μαθηματική ανάλυση: Τὸ εὐθὺ τοῦτο καὶ τὸ στρογγύλον <θεατέον> καὶ ὅπως ἐπὶ τῶν θείων πραγμάτων
ἐπαληθεύουσι οἱ ῥηθέντες λόγοι· δῆλον γὰρ ὡς οὐ μαθηματικῶς ταῦτα καὶ δεδημευμένως ἀκουστέον, ἀλλὰ τῇ
προκειμένῃ θεωρίᾳ πρεπόντως (Εἰς Παρμ. VI, 1129.22-26). Συγκεκριμένα, το εὐθὺ και το στρογγύλο εξηγούνται
κατά την “πρόοδο” και την “επιστροφή” αντίστοιχα. Η μεν πρόοδος αποτελεί τον χωρισμό των πραγμάτων μεταξύ
τους από τα αίτια προς τα αιτιατά, από τις θείες και νοητές τάξεις προς τις νοερές, τις ψυχές, μέχρι και τα αισθητά,
οδεύοντας έτσι προς τα μπροστά (τὸ προϊὸν ἀπὸ τοῦ μείναντος καὶ ἀπὸ τοῦ ἡνωμένου τὀ πληθυόμενον), ούτως
ώστε να συντελείται μία γραμμική πρόοδος-παραγωγή όλης της πραγματικότητας και μία γραμμική διάκριση των
πραγμάτων σε πρώτα, μέσα και τελευταία (όπως το ευθύ, του οποίου το μέσο βρίσκεται ενώπιον εκατέρωθεν των
άκρων). Με την επιστροφή κάθε όν στρέφεται γύρω από το οικείο αγαθό του εαυτού του, συγκεντρώνοντας όλο
το πλήθος και όλες τις δυνάμεις του προς αυτό, κινούμενο έτσι κυκλικά (πανταχόθεν ὁμοίως) γύρω από ένα
κέντρο, ενωμένο από κάθε μέρος του κατά το ίσον προς αυτό· έτσι όλα τα πράγματα, από τα νοερά γένη των θεών
μέχρι τις ψυχές και τα αισθητά, επιστέφουν, “λυγίζοντας από επιθυμία” (κατακάμπτονται), προς τις αρχές τους (ἡ
δὲ ἐπιστροφὴ πάντα συνάπτει πάλιν καὶ εἰς ἓν συνελίττει καὶ πρὸς ἓν συνάγει τὸ κοινὸν <πάντων> τῶν ὄντων
ἑφετόν). Ο Πρόκλος αναφέρει όλα αυτά στην εξήγηση της πρώτης υπόθεσης (137e1-4), για να καταλήξει στο ότι
το ἕν δεν μετέχει σε αυτά τα σχήματα, διότι ούτε προοδεύει από τον εαυτό του ούτε επιστρέφει προς τον εαυτό
του, αφού το προϊόν είναι δεύτερο από το παράγον και το ἑπιστρέφον έχει ανάγκη από αυτό που επιθυμεί (το
ἑφετὸν) [Βλ. Πρόκλο Εἰς Παρμ. VI, 1129.22-1132.11, (καθώς και VII, 1148.1 κ.έ., Cousin)]. Περί ενός επίσης
θεολογικού προσδιορισμού των σχημάτων στον εν λόγω συλλογισμό (145b3-5) βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.II, p.
100.1-21.
172
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων “ἔσχατα ἔχον – ἀρχὴ, μέσον, τελευτὴ
– σχῆμα” του χωρίου 145a5-b5, βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Δ, σελ. 264-265.
173
Ο Χ. Τερέζης συνάγει τις εξής μεταφυσικές θέσεις περί των προσδιορισμών “πεπερασμένο” και “μετέχειν σε
σχήμα” του ἑνός (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 239-242):
- Το ἕν ως πεπερασμένο και ως μετέχον σε σχήμα: Από την μία, προβάλλεται όχι μόνο μία γεωμετρική εκδοχή
του ἑνός, αλλά και η μεταφυσική δυνατότητά του να οριοθετεί το πεδίο και τον “χώρο” του υπαρκτού και να
αυτο-οριοθετείται κατά την αρχετυπική φύση του· βέβαια, το δεύτερο ζήτημα εκφεύγει από τα όρια της ανθρώ-
πινης γνωστικής εμβέλειας, καθότι θέτει την εκτατότητα (ως γεωμετρικό προσδιορισμό) στην περιοχή του μη
εκτατού (241-242).
- Στα χριστιανικά πλαίσια: οι θείες ενέργειες παρεμβαίνουν στον κόσμο της δημιουργίας με έναν τρόπο ο οποίος
εξασφαλίζει σε αυτόν την αρμονία και την αναλογία, με έναν προγραμματισμό ο οποίος λειτουργεί κανονιστικά
προς εύτακτες διαμορφώσεις. Έτσι, κάθε σχήμα ή σχηματισμένο συνιστά μία ενιαία οντική κατάσταση με τον
οικείον του λόγο υποστατικής συγκρότησης και με τις αναγκαίες για την περίπτωσή του αναλογίες. Επίσης, η
κατηγόρηση του απείρου και του πεπερασμένου στο ἕν δηλώνει ότι οι σχηματισμοί αυτοί είναι αριθμητικά απε-
ριόριστοι αλλά ταυτόχρονα και τελεολογικά οριοθετημένοι-πληρωμένοι σύμφωνα με ένα έσχατο πέρας (242).
84
145b6-c7: Ἆρ’ οὖν οὕτως ἔχον οὐκ αὐτό τε ἓν ἑαυτῷ ἔσται καὶ ἓν
ἄλλῳ; — Πῶς; — Τῶν μερῶν που ἕκαστον ἓν174 τῷ ὅλῳ ἐστὶ καὶ
οὐδὲν ἐκτὸς τοῦ ὅλου. — Οὕτω. — Πάντα δὲ τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ
(c) ὅλου περιέχεται; — Ναί. — Καὶ μὴν τά γε πάντα μέρη τὰ
αὑτοῦ τὸ ἕν ἐστι, καὶ οὔτε τὸ175 πλέον οὔτε ἔλαττον ἢ πάντα.
— Οὐ γάρ. — Οὐκοῦν καὶ τὸ ὅλον τὸ ἕν ἐστιν; — Πῶς δ’ οὔ; —

Εἰ ἄρα πάντα τὰ μέρη ἐν ὅλῳ τυγχάνει ὄντα, ἔστι δὲ τά τε


πάντα τὸ ἓν καὶ αὐτὸ τὸ ὅλον, περιέχεται δὲ ὑπὸ τοῦ ὅλου (5)
τὰ πάντα, ὑπὸ τοῦ ἑνὸς ἂν περιέχοιτο τὸ ἕν, καὶ οὕτως ἂν
ἤδη τὸ ἓν αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ εἴη. — Φαίνεται.

Άραγε λοιπόν το εν, ευρισκόμενο σε αυτή την κατάσταση, δεν θα είναι αυτό και μέσα στον εαυτό του και
μέσα σε άλλο; - Πώς; - Καθένα από τα μέρη, υποθέτω, είναι μέσα στο όλον και δεν υπάρχει τίποτα έξω από
το όλον. - Έτσι. - Και όλα τα μέρη περιέχονται από το όλον; - Ναι. - Εξάλλου, το εν είναι τουλάχιστον όλα
τα μέρη του εαυτού του και ούτε το περισσότερο ούτε λιγότερο από όλα. - Όχι πράγματι. - Και το εν λοιπόν
είναι το όλον; - Πώς όχι; - Άρα αν πάντα τα μέρη τυχαίνουν να είναι μέσα στο όλον, και το εν είναι και τα
πάντα και το ίδιο το όλον, ενώ τα πάντα περιέχονται από το όλον, τότε το εν μπορεί να περιέχεται από το
εν, και έτσι το εν ήδη μπορεί να είναι το ίδιο μέσα στον εαυτό του. - Είναι φανερό.

Ἐντεῦθεν ἀποδείκνυσιν ὅτι καὶ ἐν ἑαυτῷ ἐστι τὸ ἓν καὶ ἐν ἄλλῳ. 10.1


Συλλογίζεται δὲ οὕτω· ἕκαστον τῶν μερῶν τοῦ ὅλου (τοῦτο γὰρ ἐδείχθη
πρότερον ὅτι μέρη ἔχει τὸ ἕν) ποῦ ἐστι καὶ οὐκ ἀλλαχοῦ εἰ μὴ ἐν τῷ ὅλῳ
καὶ οὐκ ἐκτὸς τοῦ ὅλου· περιέχονται δὲ τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου, τὰ δὲ
μέρη αὐτό ἐστι τὸ ὅλον, καὶ τὸ ὅλον τὸ ἕν. Καὶ διὰ ταῦτα, ἐπεὶ τὰ μέρη 10.5

174
Pl. B,T ἐν ἑαυτῷ… ἐν ἄλλῳ… ἐν τῷ ὄλῳ (145b6-7) [την ίδια γραφή παραθέτει και ο Δαμάσκιος στο υπόμνημά
του, βλ. Εἰς Παρμ. t.III, p. 30.9,14]. Βέβαια, ο Παχυμέρης μετατρέπει παρακάτω στην εξήγηση τις φράσεις ἓν
ἑαυτῷ, ἓν ἄλλῳ και ἓν τῷ ὅλῳ σε ἐν ἑαυτῷ, ἐν ἄλλῳ και ἐν τῷ ὅλῳ αντίστοιχα (Παχυμ. Εἰς Παρμ., 10.1,3), διατη-
ρώντας έτσι το νόημα του συλλογισμού. Επίσης οι παραπάνω γραφές (ἓν ἑαυτῷ, ἓν ἄλλῳ), που αντλούνται από
το αυτόγραφο χειρόγραφο (Parisinus gr. 1810, f. 215v), μεταλλάσσονται σε ἐν ἑαυτῷ και ἐν ἄλλῳ και στο αντί-
γραφο (βλ. Parisinus gr. 1836, f. 228r) [για τα δυο χειρόγραφα, το μεν ως αυτόγραφο του Παχυμέρη, το δε ως
αντίγραφο του αντιγράφου “Ambrosianus B 165, sup.” βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 2].
175
Pl. B τὸ. Pl. T τι (την ίδια γραφή παραθέτει και ο Δαμάσκιος, βλ. Εἰς Παρμ., t.III, p. 31.8).
85
λέγονται ἐν τῷ ὅλῳ, εἴτ’ οὖν τῷ ἑνί, τὰ δὲ μέρη τὸ ὅλον ἅπαν καὶ τὸ ἕν
ἐστιν, ἄρα τὸ ἓν ἐν ἑαυτῷ.

Από εδώ και στο εξής αποδεικνύει ότι και μέσα στον εαυτό του είναι το εν και μέσα σε άλλο. Ο συλλογισμός
γίνεται με αυτό τον τρόπο: καθένα από τα μέρη του όλου (γιατί αυτό δείχθηκε προηγουμένως, ότι το εν έχει
μέρη176) είναι κάπου και όχι σε άλλο τόπο παρά στο όλον και όχι έξω από το όλον· και περιέχονται τα μέρη
από το όλον, ενώ τα μέρη είναι το ίδιο το όλον, και το όλον είναι το εν. Και για αυτούς του λόγους, επειδή
τα μέρη λέγονται ότι είναι μέσα στο όλον, ή με άλλα λόγια μέσα στο εν, και τα μέρη είναι το όλο γενικά και
το εν, άρα το εν είναι μέσα στον εαυτό του.177

145c7-e6: Ἀλλὰ μέντοι τό


γε ὅλον αὖ οὐκ ἐν τοῖς μέρεσίν ἐστιν, οὔτε ἐν πᾶσιν οὔτε
(d) ἐν τινί. Εἰ γὰρ ἐν πᾶσιν, ἀνάγκη καὶ ἐν ἑνί· ἔν τινι γὰρ
ἑνὶ μὴ ὂν οὐκ ἂν ἔτι που δύναιτο ἔν γε ἅπασιν εἶναι· εἰ δὲ
τοῦτο μὲν τὸ ἓν τῶν ἁπάντων ἐστί, τὸ δὲ ὅλον ἐν τούτῳ
μὴ ἑνί, πῶς ἔτι ἔν γε τοῖς πᾶσιν ἓν ἔσται178; — Οὐδαμῶς. —
Οὐδὲ μὴν ἐν τισὶ τῶν μερῶν· εἰ γὰρ ἐν τισὶ τὸ ὅλον εἴη, (5)
τὸ πλέον ἂν ἐν τῷ ἐλάττονι εἴη, ὅ ἐστιν ἀδύνατον. — Ἀδύ-
νατον γάρ. — Μὴ ὂν δ’ ἐν πλέοσιν μηδ’ ἐν ἑνὶ μηδὲ ἐν ἅπασι
τοῖς μέρεσι τὸ ὅλον οὐκ ἀνάγκη ἐν ἑτέρῳ τινὶ εἶναι ἢ μηδαμοῦ

176
Βλ. Παρμενίδης, 142c7-143a3.
177
Όταν ο Πρόκλος εξηγεί πώς το ἕν της πρώτης υπόθεσης δεν είναι ούτε ἐν ἄλλῳ ούτε ἐν ἑαυτῷ (138a2 κ.έ.), διακρίνει
σαφώς το ἕν αυτό από το παρμενίδειο ἕν (του ποιήματος του προσωκρατικού φιλοσόφου), το οποίο πρέπει να μας
παραπέμψει στο ἓν ὄν της δεύτερης υπόθεσης, στο οποίο καταφάσκουμε το ἐν ἑαυτῷ και το πέρας ἔχειν (145b6-
c7)· ως τεκμήριο ο Πρόκλος παραθέτει απόσπασμα του παρμενίδειου ποιήματος: Ταύτὸν δ’ ἐν ταὐτῷ μίμνει, καθ’
ἑαυτό τε κεῖται·/ οὕτως ἔμπεδον αὖθι μένει· κρατερὴ γᾶρ άνάγκη/ πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶς ἐέργει./
Τούνεκεν οὐκ ἀτέλευτον τοῖον, εἰ θέμις εἰπεῖν. [Βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1134.17-31, 1240.31-37 (Cousin)]. Την ίδια
ακριβώς διάκριση (μεταξύ του ἑνὸς του πλατωνικού Παρμενίδη και του ἑνός του φιλοσόφου Παρμενίδη) θα
επιχειρήσει ο Πρόκλος και παρακάτω, όταν θα αναφερθεί στα ζεύγη κινεῖσθαι-ἑστάναι και ταὐτὸν-ἕτερον, τα οποία
αντίστοιχα αποφάσκονται στο ὡς ἀληθῶς ἕν της πρώτης υπόθεσης, ενώ καταφάσκονται στο ἓν ὄν της δεύτερης,
στο ἕν του παρμενίδειου ποιήματος [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1152.15-1153.18, 1177.1-23 (Cousin)]. Στο μεταφυσικό
σύστημα του Νεοπλατωνικού, τα ζεύγη κατηγορημάτων της δεύτερης υπόθεσης ἐν ἑαυτῷ-ἐν ἄλλῳ, κινεῖσθαι-
ἑστάναι και ταὐτόν-ἕτερον αποτελούν σύμβολα αντίστοιχα της 1ης, 2ης και 3ης τάξης των νοερών θεών (της
νοερᾶς ἐβδομάδος) [βλ. Πλατ. Θεολ. V 37, 38, 39].
178
Pl. B,T,Y,W ἓν ἔσται. Parisinus gr. 1836 ἐνέσται (f. 228r). Βλ. επίσης παρακάτω υποσημ. 182.
86
(e) ἔτι εἶναι; — Ἀνάγκη. — Οὐκοῦν μηδαμοῦ μὲν ὂν οὐδὲν ἂν εἴη,
ὅλον δὲ ὄν, ἐπειδὴ οὐκ ἐν αὐτῷ179 ἐστιν, ἀνάγκη ἐν ἄλλῳ
εἶναι; — Πάνυ γε. — Ἧι μὲν ἄρα τὸ ἓν ὅλον, ἐν ἄλλῳ ἐστίν·
ᾗ δὲ τὰ πάντα μέρη ὄντα τυγχάνει, αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ· καὶ
οὕτω τὸ ἓν ἀνάγκη αὐτό τε ἐν ἑαυτῷ εἶναι καὶ ἐν ἑτέρῳ. — (5)
Ἀνάγκη.

Αλλά από την άλλη μεριά, το όλον τουλάχιστον δεν είναι ξανά μέσα στα μέρη, ούτε σε όλα ούτε σε κάποιο
από αυτά. Γιατί αν ήταν μέσα σε όλα, αναγκαστικά θα ήταν και μέσα στο εν· γιατί αν δεν είναι μέσα σε
κάποιο, δεν μπορεί επιπλέον, υποθέτω, να είναι μέσα σε όλα εν γένει. Και αν αυτό το εν είναι ένα μέρος
από όλα και αν το όλον δεν είναι μέσα σε αυτό το εν, πώς το εν θα είναι ακόμη τουλάχιστον μέσα σε όλα;
- Με κανέναν τρόπο. - Βεβαίως δεν είναι ούτε μέσα σε κάποια από τα μέρη· γιατί αν το όλον ήταν μέσα σε
κάποια, θα ήταν το περισσότερο μέσα στο λιγότερο, πράγμα που είναι αδύνατον. - Αδύνατον πράγματι. -
Και αν το όλον δεν είναι μέσα στα περισσότερα, μήτε μέσα στο εν μήτε σε όλα γενικά τα μέρη, αναγκαστικά
δεν θα είναι μέσα σε κάποιο άλλο πράγμα ή διαφορετικά δεν θα είναι πια πουθενά; - Αναγκαστικά. - Έτσι
αν δεν είναι πουθενά, δεν θα είναι τίποτα, ενώ αν είναι όλο, επειδή δεν είναι μέσα στον εαυτό του,
αναγκαστικά θα είναι μέσα σε άλλο; - Ασφαλώς. - Άρα το εν, στο βαθμό που είναι όλον, είναι μέσα σε άλλο,
ενώ στο βαθμό που τα πάντα τυχαίνουν να είναι μέρη [του όλου], το εν είναι μέσα στον εαυτό του, και έτσι
το ίδιο το εν αναγκαστικά είναι και μέσα στον εαυτό του και μέσα σε άλλο. - Αναγκαστικά.

Ἐντεῦθεν ἀποδείκνυσιν ὅτι καὶ ἐν ἄλλῳ ἐστὶ τὸ ἓν τρόπῳ τοιῷδε· τὰ 10.21


μὲν μέρη ἐν ὅλῳ δίδωσιν εἶναι, τὸ δὲ ὅλον ἐν μέρεσιν, οὐ δίδωσι (καίτοι
γε εὕρηται καὶ ὁ τοιοῦτος τρόπος τοῦ ἔν τινι), ὅτι περιεκτικόν ἐστι τὸ
ὅλον τῶν μερῶν, τὰ δὲ μέρη τοῦ ὅλου οὔ. Ἐπεὶ γοῦν οὐκ ἐν τοῖς μέρεσι
τὸ ὅλον, οὔτε ἐν πᾶσιν οὔτε ἐν τινὶ τῶν πάντων—εἰ γὰρ ἐν πᾶσι, καὶ ἐν 10.25
ἑνὶ πάντως· ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐν ἑνί, οὐδ’ ἐν πᾶσι κατὰ τὴν σὺν ἀντιθέσει
ἀντιστροφήν. Πῶς δὲ οὐκ ἐν ἑνί; Ἢ ὅτι ἓν τῶν μερῶν ἐστι τοῦτο τὸ ἕν,
τὸ ὅλον δὲ οὐκ ἔστιν ἐν μέρει, ἀλλ’ ἐν ἑνὶ μέρει ἐσεῖται· ἀλλ’ ἐν ἑνὶ οὐ
πέφυκε περιέχεσθαι τὸ ἕν. Τὸ γοῦν ἐν ἑνὶ μὴ τηρηθὲν ἓν πῶς ἐν τοῖς

179
Αν και ο Παχυμέρης γράφει “αὐτῷ”, θα πρέπει να προτιμήσουμε την γραφή “αὑτῷ” (η οποία υπάρχει στις εκδόσεις
Burnet και Diès), όπως μάλιστα επιβεβαιώνεται και από την ίδια την εξήγησή του παρακάτω (βλ. 11.5). Σε κάθε
περίπτωση όμως, το νόημα διατηρείται.
87
πᾶσιν ἓν τηρηθήσεται; Καὶ ἵνα μὴ περιέχηται, φησί, τὸ ὅλον ὑπὸ ἑνός· 10.30
παρ’ ἣν αἰτίαν οὐδὲ ἔν τισι τὸ ὅλον μέρεσιν ἑαυτοῦ, τὸ πλέον γὰρ ἂν εἴη

ἐν τῷ ἐλάττονι. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀλλ’ οὐδ’ ἐν πλείοσιν ἑαυτοῦ. Μὴ ὂν 11.1


δὲ μήτε ἐν πλείοσι μήτε ἔν τινι μήτε ἔν τισιν, ἢ ἐν ἑτέρῳ ἐσεῖται ἢ
οὐδαμοῦ· οὐκοῦν εἰ μηδαμοῦ ἐστιν, οὐδὲ εἴη ἄν. Ἀλλὰ μὴν ἔστι· πόθεν
δῆλον; Ἢ ὅτι ὅλον ἐλέγετο εἶναι, τὸ δὲ ὅλον ὂν μὴ εἶναι ἀδύνατον.
Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ οὐκ ἐν αὑτῷ ἐστι (καὶ μὴν ἔλεγεν ἐν αὑτῷ ἐστι, τὸ δ’ ἐν 11.5
αὑτῷ φησιν ὡς ἐν τοῖς μέρεσιν αὐτοῦ πᾶσιν), ἀνάγκη ἐν ἄλλῳ εἶναι.
Συμπεραίνεται τοίνυν ἐκ τοῦ εἶναι τὸ ἓν ὅλον, τὸ δὲ ὅλον οὐκ ἔστιν ἐν
τοῖς μέρεσι, καὶ διὰ τοῦτο οὐδ’ ἐν ἑαυτῷ ἐστι, τὸ ἓν ἐν ἄλλῳ ἐστίν, εἰ μή
γε οὐδαμοῦ· ἐκ δὲ τοῦ μέρη ἔχειν, τὰ δὲ μέρη τὸ ὅλον εἶναι, καὶ αὐτὸ ἐν
ἑαυτῷ εἶναι· καὶ οὕτως εὕρηται τὸ ἓν καὶ ἐν ἄλλῳ καὶ ἐν ἑαυτῷ. 11.10

Από εδώ και στο εξής αποδεικνύει ότι και μέσα σε άλλο είναι το εν, με τον εξής τρόπο: δέχεται ότι τα μέρη
είναι μέσα στο όλον, αλλά δεν δέχεται ότι το όλον είναι μέσα στα μέρη (παρότι έχει βρεθεί και τέτοιος
τρόπος του να είναι μέσα σε κάτι180), επειδή το όλον περιέχει τα μέρη, αλλά τα μέρη δεν περιέχουν το
όλον181. Επειδή πάντως το όλον δεν είναι μέσα στα μέρη, ούτε μέσα σε όλα θα είναι ούτε σε κάποιο από όλα
– γιατί αν ήταν μέσα σε όλα, θα ήταν και μέσα στο εν με κάθε τρόπο· αλλά επειδή δεν είναι μέσα στο εν, δεν
είναι ούτε μέσα σε όλα κατά την αντιστροφή μαζί με την αντίθεση 182. Πώς όμως [το όλον] δεν είναι μέσα

180
Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε ακριβώς αν ο Παχυμέρης αναφέρεται σε προηγούμενο χωρίο του Παρμενίδη,
καθώς αυτός ο τρόπος του ἔν τινι δεν έχει ξαναειπωθεί. Ίσως βέβαια ο Παχυμέρης αναφέρεται στην παραπάνω
διαπίστωσή του ότι το όλον είναι μέσα σε κάθε μέρος: ἐν γὰρ τῷ λεγομένῳ μορίῳ τὸ ὅλον ἅπαν πληρεστάτως καὶ
ἀνελλιπῶς (Παχυμ. Εἰς Παρμ., 3.27-28) – μολονότι και εδώ ο ίδιος μιλάει για ὅλον ἐν τῷ μορίω και όχι ἐν τοῖς
μέρεσιν. Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος αυτός του ἔν τινι μνημονεύεται και από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη στην
Ἐπιτομή Λογικῆς : Ὡς ὅλον ἐν μέρεσι, καθάπερ ὁ Σωκράτης ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μέρεσι, κεφαλῇ, χερσὶ, ποσὶ, καὶ τοῖς
ἄλλοις· καὶ τοῦτο δ’ ἔν τισίν ἔστι, καὶ οὐκ ἔν τινι. Λέγεται δὲ μέρη μὲν ὅλου· ὅλον δὲ μερῶν οὐδαμῶς, ἀλλ’ ὅλον ἐν
μέρεσι (κεφ. ιστ΄, σ. 65.3-7).
181
Μπορούμε να αντιπαραβάλουμε την εξήγηση αυτή του χωρίου 145c7-d1 από τον Παχυμέρη με την εξήγηση που
δίνει στο ίδιο χωρίο ο Δαμάσκιος: «Ἀλλὰ μέντοι τό γε ὅλον αὖ οὐκ ἐν τοῖς μέρεσίν ἐστιν, οὔτε ἐν πᾶσιν, οὔτε ἔν
τινι»· ἢ κατὰ τὸ συνοχικόν, ὅτι πρὸ μερῶν, ἢ ὅτι τὸ ὅλον τὰ πάντα μέρη ἦν, καὶ οὐκ ἐν πᾶσιν τοῖς μέρεσιν ὡς ὅλον
ἐν μέρεσιν· αὐτὰ γὰρ ἦν τὸ ὅλον. Διὸ οὐκ ἐν ἑνί, ὅτι πάντα, οὐδὲ ἄρα ἐν πᾶσιν, ὅτι οὐδὲ ἐν ἑνὶ τῶν πάντων, τὰ γὰρ
μέρη τὸ ὅλον. (Εἰς Παρμ. t.III, p. 32.1-6). Ενώ κατά τον Νεοπλατωνικό, το όλον δεν είναι ούτε στα μέρη ούτε σε
όλα ούτε σε κάποιο από αυτά, εφόσον “το όλον είναι όλα τα μέρη”, ο Παχυμέρης εκκινεί την εξήγηση της παρα-
πάνω πλατωνικής θέσης από την διαπίστωση ότι το όλον περιέχει τα μέρη και όχι τα μέρη το όλον.
182
Στο συλλογιστικό σχήμα της σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφῆς δεν διατηρείται ούτε η τάξη των όρων (δηλαδή το
κατηγορούμενο και το υποκείμενο δεν παραμένουν τα ίδια) ούτε η ποιότητα των προτάσεων (καταφατικές-
αποφατικές), αλλά ο συλλογισμός αντιστρέφει την τάξη και την σειρά από το κατηγορούμενο στο υποκείμενο,
88
στο εν; Επειδή λοιπόν αυτό το εν είναι ένα από τα μέρη, και το όλον δεν είναι μέσα σε μέρος, αλλά θα είναι
μέσα σε ένα μέρος· αλλά όμως η φύση του ενός183 δεν είναι να περιέχεται μέσα στο εν. Τουλάχιστον τότε

λαμβάνοντας από αυτούς τους αντίθετούς τους, όπως στο παράδειγμα “αν άνθρωπος, τότε ζώο· όχι ζώο· άρα ούτε
άνθρωπος”. Η σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφή αποτελεί και μορφή υποθετικού συλλογισμού, του κατὰ συνέχειαν, κατά
τον οποίο με την αναίρεση του συμπεράσματος (ἑπόμενον) συναναιρείται και το υποκείμενο της υπόθεσης
(ἡγούμενον) [Βλ. Νικηφόρο Βλεμμύδη, Ἐπιτομή Λογικῆς, κεφ. λα΄, σ. 142.19-375, λστ΄, σ. 167.12-16].
Από ιστορικής πλευράς, η σὺν αντιθέσει ἀντιστροφή ως μορφή συλλογισμού ανάγεται στους αρχαίους
αριστοτελικούς υπομνηματιστές [αν και οι υποθετικοί συλλογισμοί είχαν αναπτυχθεί ήδη από τους Στωικούς
καλούμενοι όμως με τον όρο “αναπόδεικτοι” (βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων Ζ’ 79-81)]:
α) Αμμώνιο, Εἰς Αριστοτέλους Ἀναλυτικά πρότερα, 68.25-28: δεύτερος [ὑποθετικός συλλογισμός] ὁ ἐξ ἀκολουθίας
τῇ ἀναιρέσει τοῦ ἑπομένου τὸ ἡγούμενον ἀναιρῶν· εἰ ἄνθρωπος, καὶ ζῷον· ἀλλὰ μὴν οὐ ζῷον· οὐδὲ ἄνθρωπος. εἰ
μὴ ζῷον, οὐδὲ ἄνθρωπος· ἀλλὰ μὴν ἄνθρωπος· ζῷον ἄρα. οὗτος δὲ καὶ σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφὴ λέγεται.
β) Αλέξανδρο Αφροδισιέα, i) Εἰς τὸ Α’ τῶν Ἀριστοτέλους Ἀναλυτικῶν Προτέρων Ὑπόμνημα, 29.10-15: ὅταν γὰρ
τὸ ἀντικείμενον τοῦ συμπεράσματος λαβόντες τὴν ἑτέραν τῶν προτάσεων προσλάβωμεν, συλλογιστικῶς τὸ
ἀντικείμενον τῇ ἑτέρᾳ προτάσει συνάγομεν· τὸ γὰρ τῷ συλλογιστικῷ τρόπῳ ἀντιστρέφον οὕτω καὶ αὐτὸ
συλλογιστικόν ἐστιν. ii) 326.37-327.2: δύναται ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ συζυγίᾳ [εἰ τὸ Α, τὸ Β, εἰ τὸ Β, τὸ Γ, εἰ ἄρα τὸ Α, τὸ Γ]
καὶ ἀνάπαλιν ληφθῆναι τὸ συμπέρασμα ὥστε μὴ ἑπόμενον εἶναι ἀλλ’ ἡγούμενον, οὐ μὴν ἁπλῶς ἀλλὰ σὺν
ἀντιθέσει· συναχθέντος γὰρ τοῦ ‘εἰ τὸ Α, τὸ Γ’ συνάγεται καὶ τὸ ‘εἰ μὴ τὸ Γ, οὐ τὸ Α’.
γ) Ιωάννη Φιλόπονο, Εἰς τὸ Πρῶτον τῶν Προτέρων Ἀναλυτικῶν Σχολικαὶ Ἀποσημειώσεις, 42.9-12: εἰ δὲ μήτε ἡ
τάξις τῶν ὅρων μήτε ἡ ποιότης ἡ αὐτὴ εἴη ἀλλὰ διάφορος, λέγεται ἡ τοιαύτη σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφή, διότι σὺν τῇ
ποιότητι καὶ τὴν τάξιν τῶν ὅρων μετατίθησιν· οἷον εἰ ὁ ἄνθρωπος ζῷον, τὸ μὴ ζῷον οὐδὲ ἄνθρωπος· εἰ τὸ πῦρ
ξηρόν, τὸ μὴ ξηρὸν οὐδὲ πῦρ.
Παρεμπιπτόντως, παράδειγμα σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφῆς συναντάμε και στο υπόμνημα του Πρόκλου: εἰ δὲ πᾶν
τὸ ἑστὼς ἔν τινί ἐστι, τὸ ἔν τινι μὴ ὂν οὐχ ἕστηκε κατὰ τὴν σὺν ἀντιθέσει τῆς προτάσεως ἀντιστροφήν [βλ. Εἰς Παρμ.
VII, 1170.13-16 (Cousin)].
Επίσης, το συλλογιστικό σχήμα “αν p, τότε q· όχι q· άρα όχι p” αποτελεί τον λεγόμενο “modus tollens” της
Μεσαιωνικής λογικής των Σχολαστικών φιλοσόφων.
183
Στο σημείο αυτό, θα χρειαστεί να επέμβουμε νοηματικά στην ερμηνεία του Παχυμέρη, για να γίνει περισσότερο
κατανοητή. Πράγματι πώς από το ότι το όλον δεν είναι μέσα σε ένα μέρος οδηγούμαστε στο ότι το εν δεν
περιέχεται μέσα στο εν ή ότι το εν δεν είναι μέσα σε όλα; Αν συνεχίζαμε να θεωρούμε το εν ως ένα μέρος, τότε
φαίνεται να αντιστρέφεται η απόδειξη· θα θεωρούσαμε δηλαδή ως αποδεικτέα θέση το ότι το εν δεν είναι μέσα
σε όλα και όχι ότι το όλον δεν είναι μέσα στο εν. Έτσι πρέπει σε κάποια σημεία, όπου ο Παχυμέρης αναφέρεται
στο εν, να εννοήσουμε αυτό το εν όχι ως το “ένα μέρος” του όλου, αλλά ως το όλον· συγκεκριμένα διαβάζουμε
την εξήγηση ως εξής: “Επειδή λοιπόν αυτό το ένα είναι ένα από τα μέρη, και το όλον δεν είναι μέσα σε μέρος,
αλλά θα είναι μέσα σε ένα μέρος· αλλά όμως η φύση του ενός [ως όλου] δεν είναι να περιέχεται μέσα στο εν.
Οπωσδήποτε αν το εν [ως όλον] δεν παρατηρείται μέσα στο εν, πώς θα παρατηρηθεί το εν [ως όλον] μέσα σε
όλα;”. Η σύγχυση αυτή ίσως οφείλεται στο ότι ο Παχυμέρης μεταγράφει το πλατωνικό χωρίο 145d2-4 ως “εἰ δὲ
τοῦτο μὲν τὸ ἓν τῶν ἁπάντων ἐστί, τὸ δὲ ὅλον ἐν τούτῳ μὴ ἑνί, πῶς ἔτι ἔν γε τοῖς πᾶσιν ἓν ἔσται;”· με βάση αυτό το
“ἓν ἔσται” παρουσιάζει και το παράδειγμά του. Από την άλλη, ενώ στο αυτόγραφο χειρόγραφο Parisinus gr. 1810
(f. 215v) υπάρχει η γραφή “ἓν ἔσται”, στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 228r) εμφανίζεται η γραφή “ἐνέσται”,
το οποίο ρήμα αναφέρεται στο υποκείμενο της προηγούμενης πρότασης “τὸ ὅλον” (145d3-4). Θα μπορούσαμε
βέβαια να θεωρήσουμε ότι και στην γραφή του Παχυμέρη το “ἔσται” είναι συνδετικό ρήμα μεταξύ του
υποκειμενου της προηγούμενης πρότασης “ὅλον” και του κατηγορουμένου “ἕν”· η υπόθεση όμως αυτή αναιρείται,
καθώς το “ἔσται” είναι υπαρκτικό (με υποκείμενο το “ἕν”), όπως προκύπτει και από την εξήγησή του (Παχυμ. Εἰς
89
αν το εν 183 δεν παρατηρείται μέσα στο εν, πώς θα παρατηρηθεί το ένα μέσα σε όλα;183 Επίσης, λέει, για να
μην περιέχεται το όλον από το εν· για αυτό τον λόγο το όλον δεν είναι ούτε μέσα σε κάποια μέρη του εαυτού
του, γιατί το περισσότερο θα ήταν μέσα στο λιγότερο.184 Αλλά πολύ περισσότερο [το όλον] δεν είναι ούτε
μέσα σε περισσότερα μέρη του εαυτού του. Και αν δεν είναι μήτε μέσα στα περισσότερα μήτε σε κάποιο μήτε
σε κάποια μέρη, ή θα είναι μέσα σε άλλο ή δεν θα είναι πουθενά· αν λοιπόν δεν είναι πουθενά, ούτε καν θα
είναι. Αλλά βέβαια είναι· από πού είναι αυτό φανερό; Επειδή λοιπόν λεγόταν ότι είναι όλον, ενώ είναι
αδύνατον για αυτό που είναι όλον να “μην είναι”. Και επειδή αυτό δεν είναι μέσα στον εαυτό του (πράγματι
έλεγε ότι είναι μέσα στον εαυτό του, αλλά το “μέσα στον εαυτό του” το εννοεί ως “μέσα σε όλα γενικά τα
μέρη αυτού”185), αναγκαστικά είναι μέσα σε άλλο. Κατά συνέπεια, από το ότι το εν είναι όλον, αλλά το όλον
δεν είναι μέσα στα μέρη και γι’ αυτό ούτε μέσα στον εαυτό του είναι, συμπεραίνεται ότι το εν είναι μέσα σε
άλλο, αλλιώς τουλάχιστον δεν είναι πουθενά· επίσης από το ότι έχει μέρη, και ότι τα μέρη είναι το όλον,

Παρμ., 10.29-30). Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και με την εξήγηση του Παχυμέρη το νόημα του πλατωνικού
συλλογισμού διατηρείται, αν λάβουμε υπόψη την παραπάνω επισήμανση που επιχειρήσαμε.
184
Για πληρέστερη κατανόηση του πλατωνικού χωρίου (145c7-d7) και της εξήγησης που δίνει ο Παχυμέρης,
σχηματοποιούμε τους συλλογισμούς ως εξής:
[Παχυμέρης: Τα μέρη είναι μέσα στο όλον (το όλον περιέχει τα μέρη), αλλά το όλον δεν είναι μέσα στα μέρη (τα
μέρη δεν περιέχουν το όλον.]
Α. Το όλον δεν είναι μέσα στα μέρη, ούτε σε όλα ούτε σε ένα μέρος.
→ 1. αν ήταν μέσα σε όλα τα μέρη, θα ήταν και μέσα στο εν,
→ 2. δεν είναι μέσα σε ένα μέρος,
→ 3. άρα το όλον δεν είναι μέσα σε όλα [κατὰ τὴν σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφήν (Παχυμέρης)]
Αν: α) εν = ένα μέρος των όλων, β) το όλον ≠ μέσα στο εν αυτό → το εν [ενν. ως όλον] δεν είναι μέσα σε όλα.
Παχυμέρης: 1ος λόγος → “η φύση του ενός δεν είναι να περιέχεται μέσα στο εν. Οπωσδήποτε αν το εν [ενν. ως
όλον] δεν παρατηρείται μέσα στο εν, πώς θα παρατηρηθεί το εν μέσα σε όλα;”
2ος λόγος → “για να μην περιέχεται το όλον από το εν”.
Από τον 2ο λόγο συνάγεται: Β. Το όλον δεν είναι μέσα σε κάποια μέρη.
→ αν το όλον ήταν σε κάποια, θα ήταν το περισσότερο μέσα στο λιγότερο → πράγμα αδύνατον.
185
Βλ. 145b6-c7 καθώς και την αντίστοιχη εξήγηση του Παχυμέρη.
90
συμπεραίνεται ότι και το ίδιο μέσα στον εαυτό του είναι. Και έτσι βρέθηκε ότι το εν είναι και μέσα σε άλλο
και μέσα στον εαυτό του.186 187

145e7-146a8: Οὕτω δὴ πεφυκὸς τὸ ἓν ἆρ’ οὐκ ἀνάγκη καὶ κινεῖσθαι

καὶ ἑστάναι; — Πῇ; — Ἕστηκε μέν που, εἴπερ αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ

(146a) ἐστιν· ἓν 188 γὰρ ἑνὶ ὂν καὶ ἐκ τούτου μὴ μεταβαῖνον ἐν τῷ

αὐτῷ ἂν εἴη, ἐν ἑαυτῷ. — Ἔστι γάρ. — Τὸ δέ γε ἐν τῷ αὐτῷ

ἀεὶ ὂν ἑστὼς δήπου ἀνάγκη αἰεὶ εἶναι. — Πάνυ γε. — Τί δέ; Τὸ

ἐν ἑτέρῳ αἰεὶ ὂν οὐ τὸ ἐναντίον ἀνάγκη μηδέποτ’ ἐν ταὐτῷ

εἶναι, μηδέποτε δὲ ὂν ἐν τῷ αὐτῷ μηδὲ ἑστάναι, μὴ ἑστὼς (5)

δὲ κινεῖσθαι; — Οὕτως. — Ἀνάγκη ἄρα τὸ ἕν, αὐτό τε ἐν

ἑαυτῷ ἀεὶ ὂν καὶ ἐν ἑτέρῳ, ἀεὶ κινεῖσθαί τε καὶ ἑστάναι.

— Φαίνεται.

186
Η συλλογιστική πορεία του Παρμενίδη (μαζί με τις εξηγήσεις του Παχυμέρη) είναι η ακόλουθη:
Γ. Το όλον δεν είναι μέσα στα περισσότερα μέρη, ούτε στο ένα, ούτε σε όλα τα μέρη.
→ ή θα είναι μέσα σε άλλο ή πουθενά
→ αν δεν είναι πουθενά, θα είναι τίποτα
(Παχυμέρης: πώς απορρίπτεται ότι “δεν είναι τίποτα” αλλά “είναι”; → αφού
λεγόταν ότι είναι όλον και το όλον αδύνατον να “μην είναι”)
→ αν είναι όλο, επειδή δεν είναι στον εαυτό του, θα είναι σε άλλο
(Παχυμέρης: δεν υπάρχει αντίφαση → η προηγούμενη θέση ότι το όλον είναι
“μέσα στον εαυτό του” νοούνταν ως “μέσα σε όλα γενικά τα μέρη αυτού”)
→ Άρα το όλον είναι μέσα σε άλλο.
Συνεπώς: α) εφόσον ληφθεί το εν ως όλον (Παχυμέρης: + εφόσον το όλον δεν είναι μέσα στα μέρη, ούτε στον εαυτό
του), το εν είναι μέσα σε άλλο (αλλιώς δεν είναι πουθενά).
β) εφόσον τα πάντα είναι μέρη στο όλον (Παχυμέρης: + εφόσον το ένα έχει μέρη και τα μέρη είναι το όλον), το εν
είναι μέσα στον εαυτό του (βλ. 145b6-c7).
187
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων “ἐν ἄλλῳ - ἐν ἑαυτῷ” του χωρίου
145b5-e6, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ε, σελ. 265-268.
188
Pl. B, T ἐν.
91
Αν βέβαια το εν έχει τέτοια φύση, άραγε δεν είναι ανάγκη και να κινείται και να στέκεται ακίνητο; - Πώς;
- Είναι ακίνητο, νομίζω, αν βέβαια αυτό είναι μέσα στον εαυτό του· γιατί όταν το εν είναι σε εν και δεν
μεταβαίνει έξω από αυτό, θα ήταν στο ίδιο, δηλαδή στον εαυτό του. - Είναι πράγματι. - Και αυτό που
τουλάχιστον είναι πάντοτε στο ίδιο σημείο υποθέτω ότι αναγκαστικά είναι πάντοτε ακίνητο. - Ασφαλώς. -
Τί λοιπόν; Αυτό που είναι πάντοτε μέσα σε άλλο, δεν είναι ανάγκη να μην είναι ποτέ στο ίδιο, και αν δεν
είναι ποτέ στο ίδιο να μην είναι ακίνητο, και αν δεν είναι ακίνητο να κινείται; - Έτσι είναι. - Άρα
αναγκαστικά το εν, εφόσον αυτό είναι πάντοτε και μέσα στον εαυτό του και μέσα σε άλλο, κινείται πάντοτε
και είναι ακίνητο. - Είναι φανερό.

Ἐντεῦθεν δείκνυσιν ὅτι καὶ ἕστηκε καὶ κινεῖται. Καὶ πρότερον ἐπεὶ 11.19
τὸ ἐν ἑαυτῷ εἶναι κατεσκεύαζε πρότερον, ἔπειτα δὲ τὸ ἐν ἄλλῳ, ἀπὸ τοῦ 11.20

ἐν ἑαυτῷ εἶναι ἀποδείκνυσι τὸ ἕστηκεν οὕτω· τὸ ἓν ἐν ἑαυτῷ ὂν


ἀμετάβατόν ἐστι, τὸ ἀμετάβατον ἑστὼς ἀνάγκη εἶναι, τὸ ἓν ἄρα
ἕστηκεν. Ἔπειτα ἀπὸ τοῦ ἐν ἑτέρῳ εἶναι δείκνυσι τὸ κινεῖσθαι τοιᾷδε
ἐφόδῳ· τὸ ἐν ἑτέρῳ ὂν οὐδέποτε ἐν τῷ αὐτῷ ἐστι, τὸ ἐν τῷ αὐτῷ μὴ ὂν
οὐδὲ ἵσταται, τὸ μὴ ἱστάμενον κινεῖται. 11.25

Από εδώ και στο εξής δείχνει ότι [το εν] και στέκεται ακίνητο και κινείται. Και αφού προηγουμένως έφτιαχνε
πρώτα τον συλλογισμό ότι το εν είναι μέσα στον εαυτό του, ενώ έπειτα τον συλλογισμό ότι είναι μέσα σε
άλλο189, από τον συλλογισμό ότι είναι μέσα στον εαυτό του αποδεικνύει ότι στέκεται ακίνητο ως εξής: το
εν που είναι μέσα στον εαυτό του είναι αμετάβατο [δεν μεταβαίνει πουθενά], το αμετάβατο αναγκαστικά
είναι ακίνητο, άρα το εν στέκεται ακίνητο. Έπειτα από τον συλλογισμό ότι το εν είναι μέσα σε άλλο δείχνει
ότι κινείται με την εξής συλλογιστική πορεία: αυτό που είναι μέσα σε άλλο δεν είναι ποτέ στο ίδιο, αυτό που
δεν είναι στο ίδιο δεν είναι ακίνητο, αυτό που δεν είναι ακίνητο κινείται.190

146a9-c4: Καὶ μὴν ταὐτόν γε δεῖ εἶναι αὐτὸ ἑαυτῷ καὶ ἕτερον
(b) ἑαυτοῦ, καὶ τοῖς ἄλλοις ὡσαύτως ταὐτόν τε καὶ ἕτερον εἶναι,

189
Βλ.145b6-c7, 145c7-e6.
190
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων “κινεῖσθαι - ἑστάναι” του χωρίου
145e7-146a8, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Στ, σελ. 268-270.
.
92
εἴπερ καὶ τὰ πρόσθεν πέπονθε. — Πῶς; — Πᾶν που πρὸς
ἅπαν ὧδε ἔχει, ἢ ταὐτόν ἐστιν ἢ ἕτερον· ἢ ἐὰν μὴ ταὐτὸν
ᾖ μηδ’ ἕτερον, μέρος ἂν εἴη τούτου πρὸς ὃ οὕτως ἔχει, ἢ ὡς
πρὸς μέρος ὅλον ἂν εἴη. — Φαίνεται. — Ἆρ’ οὖν τὸ ἓν αὐτὸ (5)
αὑτοῦ μέρος ἐστίν; — Οὐδαμῶς. — Οὐδ’ ἄρα ὡς πρὸς μέρος
αὐτὸ αὑτοῦ ὅλον ἂν εἴη, πρὸς ἑαυτὸ μέρος ὄν. — Οὐ γὰρ οἷόν
(c) τε. — Ἀλλ’ ἆρα ἕτερόν ἐστιν ἑνὸς τὸ ἕν; — Οὐ δῆτα. — Οὐδ’
ἄρα ἑαυτοῦ γε ἕτερον ἂν εἴη. — Οὐ μέντοι. — Εἰ οὖν μήτε
ἕτερον μήτε ὅλον μήτε μέρος αὐτὸ πρὸς ἑαυτό ἐστιν, οὐκ
ἀνάγκη ἤδη ταὐτὸν εἶναι αὐτὸ ἑαυτῷ; — Ἀνάγκη.

Εξάλλου, πρέπει τουλάχιστον αυτό να είναι το ίδιο με τον εαυτό του και έτερο από τον εαυτό του, καθώς
και παρομοίως ίδιο με τα άλλα και έτερο από τα άλλα, αν βέβαια έχει και τις προαναφερθείσες ιδιότητες. -
Πώς; - Νομίζω ότι η σχέση όλων με όλα είναι η εξής : είναι ή το ίδιο ή έτερο· ή αν δεν είναι το ίδιο μήτε
έτερο, θα είναι μέρος αυτού με το οποίο έχει αυτή την σχέση, ή θα είναι όλον σε σχέση με το μέρος. - Είναι
φανερό. - Άραγε λοιπόν το ίδιο το ένα είναι μέρος του εαυτού του; - Με κανέναν τρόπο. - Άρα αυτό ούτε
σε σχέση με το μέρος θα είναι όλον του εαυτού του, με το να είναι μέρος σε σχέση με τον εαυτό του. -
Πράγματι δεν είναι δυνατόν. - Αλλά άραγε το εν είναι έτερο από το εν; - Ασφαλώς όχι. - Άρα ούτε μπορεί
να είναι έτερο από τον εαυτό του. - Όχι φυσικά. - Αν λοιπόν το εν δεν είναι μήτε έτερο μήτε όλον μήτε
μέρος αυτό σχετικά με τον εαυτό του, δεν είναι ανάγκη να είναι ήδη το ίδιο με τον εαυτό του; - Είναι ανάγκη.

Μεμνήμεθα λέγοντος τοῦ Παρμενίδου ἐν τῇ παραδόσει τῶν ἐκ τοῦ εἰ 12.6


ἔστιν ἐπιχειρημάτων καὶ τὸ τί συμβήσεται καὶ αὐτῷ πρὸς ἑαυτό, καὶ
αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ αὖθις τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτά, καὶ αὐτοῖς πρὸς
ἐκεῖνο. Ἐπεὶ τοίνυν ἀπέδειξε τί αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ συμβήσεται, ὅτι ἐν
ἑαυτῷ ἔσται καὶ ἐν ἑτέρῳ, καὶ μεταξὺ ἔδειξε καὶ ὅτι ἵσταται καὶ ὅτι 12.10
κινεῖται, νῦν τί ἔσται αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα δείκνυσι, καὶ
πῶς ταὐτόν τε τοῖς ἄλλοις καὶ ἕτερον τῶν ἄλλων ἐστὶ καὶ πῶς ἕτερον
ἑαυτοῦ καὶ ταὐτὸν ἑαυτῷ. Ἔστι δὲ ἡ ἐπιχείρησις διὰ πλειόνων· ἡ δέ
ἐστι τοιάδε. Πρῶτον γὰρ δείκνυσι πῶς ταὐτὸν ἑαυτῷ ἀπὸ διαιρέσεως·
Πᾶν πρὸς ἅπαν ὧδε ἔχει, ἢ ταὐτόν ἐστι πρὸς ἐκεῖνο ἢ ἕτερον· ἢ εἰ μήτε 12.15
τοῦτο μήτε ἐκεῖνο, ἢ μέρος πρὸς ὅλον, ἢ ὅλον πρὸς μέρος ἔσται. Καὶ

93
κατὰ τὸν διὰ πλειόνων ἀναπόδεικτον συνάγει ὅτι ἔσται ταὐτὸν ἑαυτῷ·
οὔτε γὰρ ἓν ὂν μέρος ἑαυτοῦ ἐστιν, οὔτε ὅλον ἑαυτοῦ. Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ
ἕτερον ἑαυτοῦ, εἴη γὰρ ἂν τὸ ἓν ἕτερον τοῦ ἑνός· ἄρα ταὐτὸν ἑαυτῷ.
Ποιεῖται δὲ τὴν ἐπιχείρησιν ἐκ τῶν πρός τι, ἐπεὶ τὸ ταὐτὸν καὶ τὸ 12.20
ἕτερον τῶν πρὸς τί ἐστι, ταὐτὸν γὰρ τινὶ ταὐτὸν καὶ ἕτερον ἑτέρου
ἕτερον.

Θυμόμαστε ότι ο Παρμενίδης έλεγε στην παράδοση των επιχειρημάτων από το αν το εν είναι και το τί θα
επακολουθήσει και σε αυτό σε σχέση με τον εαυτό του και σε αυτό σε σχέση με τα άλλα και ξανά στα άλλα σε
σχέση με τον εαυτό τους και σε αυτά σε σχέση με εκείνο191. Συνεπώς, αφού απέδειξε τί θα επακολουθήσει σε
αυτό [το εν] σε σχέση με τον εαυτό του, ότι θα είναι μέσα στον εαυτό του και μέσα σε άλλο, και στο
ενδιάμεσο έδειξε ότι στέκεται ακίνητο και κινείται, τώρα δείχνει τί θα επακολουθήσει σε αυτό σε σχέση με
το εαυτό του και με τα άλλα, και με ποιόν τρόπο είναι και το ίδιο με τα άλλα και έτερο από τα άλλα, και με
ποιόν τρόπο είναι έτερο από τον εαυτό του και το ίδιο με τον εαυτό του. Και το επιχείρημα γίνεται “μέσω
περισσότερων πιθανοτήτων” και έχει ως εξής: Πρώτα απ’ όλα, δείχνει μέσω της διαίρεσης πώς είναι το ίδιο
με τον εαυτό του· η σχέση όλων με όλα είναι η εξής: είναι ή το ίδιο ή έτερο· ή αν δεν είναι το ίδιο ούτε έτερο,
θα είναι ή μέρος σε σχέση με το όλον, ή όλον σε σχέση με το μέρος192. Και κατά το “αναπόδεικτο μέσω

191
Βλ. την παράθεση από τον Παρμενίδη της διαλεκτικής μεθόδου που θα ακολουθήσει στο δεύτερο μέρος του
διαλόγου (135c5-137c3), και συγκεκριμένα το χωρίο 136a4-7: Οἷον, ἔφη, εἰ βούλει, περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως ἣν
Ζήνων ὑπέθετο, εἰ πολλά ἐστι, τί χρὴ συμβαίνειν καὶ αὐτοῖς τοῖς πολλοῖς πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς τὸ ἓν καὶ τῷ ἑνὶ πρός
τε αὑτὸ καὶ πρὸς τὰ πολλά.
192
Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατά τον Δαμάσκιο στο χωρίο 146b2-5 διατυπώνεται ένας κανόνας διαίρεσης, πάνω
στον οποίο θα βασιστούν οι μετέπειτα αποδείξεις των συλλογισμών. Από την ανάπτυξη του Δαμάσκιου (βλ. Εἰς
Παρμ. t.III, p. 83.17-97.3) μπορούμε να σταθούμε στα εξής τρία σημεία:
1) Η διαίρεση, μολονότι δεν εξαντλείται σε όλες τις σχέσεις των πραγμάτων (π.χ. γένος-είδος, ουσία-συμβεβη-
κός, αίτιο-αιτιατό κ.ά), εντούτοις είναι τέλεια, καθώς πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι όλες αυτές οι σχέσεις συμπε-
ριλαμβάνονται και καλύπτονται επίσης από τον κανόνα (βλ. p. 89.20-91.2).
2) Ο Πρόκλος διακρίνει τις τέσσερις σχέσεις “ίδιο / έτερο / μέρος σε σχέση με το όλο / όλο σε σχέση με το
μέρος” ως εξής: ένα πράγμα μπορεί να είναι σε σχέση με ένα άλλο είτε ίσης βαθμίδας (ἰσόστοιχον) ως ίδιο / έτερο
είτε ανώτερο ως όλο (ως περιεκτικώτερον) είτε κατώτερο ως μέρος όλου (ως περιεχόμενον). Ο Δαμάσκιος διορ-
θώνει την θεωρία αυτή, δεχόμενος ότι η σχέση όλου-μέρους είναι σχέση “συμπληροῦντος-συμπληρουμένου” και
κατ’ επέκταση “περιέχοντος-περιεχομένου” σε πράγματα ίδιας τάξης ακόμα και ίσης βαθμίδας (π.χ. η γραμμή
μέρος της πεπερασμένης επιφάνειας), ενώ παράλληλα η ετερότητα μπορεί να λάβει χώρα όχι μόνο σε πράγματα
ίδιας τάξης αλλά και σε διακεκριμένα απλώς πράγματα (π.χ. η γραμμή με τον άνθρωπο καθεαυτόν) [βλ. p. 84.17-
85.10, 91.3-24].
3) Ο Πρόκλος θεωρεί ότι η διαίρεση αφορά μόνο τις σχέσεις πραγμάτων και τα πρός τι ὄντα, είτε αυτά έχουν το
ίδιο όνομα (π.χ. ίσο με ίσο) είτε διαφορετικό (π.χ. δεξιό-αριστερό ως αντιστοιχιζόμενα μεταξύ τους, μεγαλύτερο-
μικρότερο κατά την σχέση περιέχοντος-περιεχόμενου), ενώ αντιθέτως ο Δαμάσκιος δέχεται ότι αφορά μόνο τα
όντα κατά τις σχέσεις τους ή καλύτερα την σχέση του δημιουργού με τα ἄλλα που γεννά (δηλ. την ύλη κατά τον
94
περισσότερων πιθανοτήτων”193 συνάγει ότι θα είναι το ίδιο με τον εαυτό του· γιατί, αφού είναι εν, δεν είναι
ούτε μέρος του εαυτού του ούτε όλον του εαυτού του. Αλλά πράγματι δεν είναι ούτε έτερο από τον εαυτό
του, γιατί το εν θα ήταν έτερο από το εν· άρα είναι το ίδιο με τον εαυτό του. Φτιάχνει το επιχείρημα από τις
σχέσεις [πρός τι]194, καθώς το ίδιο και το έτερο ανήκουν στην κατηγορία των σχέσεων, γιατί το ίδιο είναι
ίδιο με κάτι και το έτερο είναι έτερο από το έτερο195. 196

146c4-d1: Τί δέ; Τὸ
ἑτέρωθι ὂν αὐτὸ ἑαυτοῦ ἐν τῷ αὐτῷ ὄντος ἑαυτῷ οὐκ ἀνάγκη (5)
αὐτὸ ἑαυτοῦ ἕτερον εἶναι, εἴπερ καὶ ἑτέρωθι ἔσται; — Ἔμοιγε
δοκεῖ. — Οὕτω μὴν ἐφάνη ἔχον τὸ ἕν, αὐτό τε ἐν ἑαυτῷ ὂν
ἅμα καὶ ἐν ἑτέρῳ. — Ἐφάνη γάρ. — Ἕτερον ἄρα, ὡς ἔοικεν,
(d) εἴη ταύτῃ ἂν ἑαυτοῦ τὸ ἕν. — Ἔοικε.

Τί λοιπόν; - Εκείνο που είναι το ίδιο σε άλλο μέρος από τον εαυτό του, ενόσω είναι μέσα στον ίδιο τον
εαυτό του, δεν είναι ανάγκη αυτό να είναι έτερο από τον εαυτό του, αν βέβαια θα είναι και σε άλλο μέρος;

Δαμάσκιο) [p. 86.7-12, 95.5-16]. Εδώ αξίζει να τονιστεί ότι και ο Παχυμέρης ερμηνεύει τον παραπάνω κανόνα
με βάση την κατηγορία των πρός τι (βλ. 12.20-22) ίσως κατά το παράδειγμα του Πρόκλου.
193
Οι αναπόδεικτοι λόγοι είναι οι μη χρήζοντες αποδείξεως, ενώ κατά τον Στωικό Χρύσιππο υπάρχουν πέντε είδη
τους (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων Ζ΄ 79-81). Ο συγκεκριμένος συλλογισμός (ὁ ἀναπόδεικτος διὰ
πλειόνων) ανήκει στο πέμπτο είδος: πέμπτος δέ ἐστιν ἀναπόδεικτος ἐν ᾧ πᾶς λόγος συντάσσεται ἐκ διεζευγμένου
καὶ <τοῦ> ἑνὸς τῶν ἐν τῷ διεζευγμένῳ ἀντικειμένου καὶ ἐπιφέρει τὸ λοιπόν, οἷον “ἤτοι ἡμέρα ἐστὶν ἢ νύξ ἐστιν· οὐχὶ
δὲ νύξ ἐστιν· ἡμέρα ἄρα ἐστίν.”. Εν προκειμένω, ο συλλογισμός του Παρμενίδη, σύμφωνα με την εξήγηση του
Παχυμέρη, μπορεί να πάρει την εξής μορφή:
- Το εν είναι: 1. ή ίδιο, 2. ή έτερο, 3. ή μέρος σε σχέση με το όλον, 4. ή όλον σε σχέση με το μέρος.
- Αφού το εν είναι εν, δεν είναι ούτε μέρος του εαυτού του (3) ούτε όλον του εαυτού του (4).
- Επίσης το εν δεν είναι ούτε έτερο από τον εαυτό του (2), γιατί το εν θα ήταν έτερο από το εν..
- Άρα το ένα είναι το ίδιο με τον εαυτό του (1).
194
Για την αριστοτελική κατηγορία της “σχέσης” (πρός τι), βλ. υποσημ. 128, 290.
195
Η θέση ἕτερον ἑτέρου ἕτερον βεβαιώνεται και στον Σοφιστή (255d6-7): νῦν δὲ ἀτεχνῶς ἡμῖν ὅτιπερ ἂν ἕτερον ᾖ,
συμβέβηκεν ἐξ ἀνάγκης ἑτέρου τοῦτο ὅπερ ἐστὶν εἶναι.
196
Βλ. επίσης την λογικής φύσεως εξήγηση του συλλογισμού του χωρίου 146b5-c4 από τον Δαμάσκιο: Ὁ δὴ πρῶτος
[συλλογισμός] ἐξ ἀναιρέσεως τῶν τριῶν τμημάτων τῆς διαιρέσεως ἀποφαίνει τὸ τέταρτον ἀληθές· πῶς τοῦτο ποιῶν;
Τὸ ἕν, φησίν, οὐκ ἔστι μέρος ἑαυτοῦ· οὐδὲ ἄρα ὅλον· ἀλλὰ μὴν οὐδὲ ἕτερον ἑαυτοῦ, εἴη γὰρ ἂν μὴ ἓν τὸ ἕν· οὐδὲν
ἄρα τῶν τριῶν, τὸ τέταρτον ἄρα, ὅπερ ἦν ταὐτὸν ἑαυτῷ (Εἰς Παρμ. t.III, p. 97.7-12). Επίσης ο Δαμάσκιος αναφέρει
ότι κατά τον Πρόκλο το ἓν του συλλογισμού αυτού μας ανάγει πίσω στο ἓν μόνον του χωρίου 143a5-8 (απλού-
στατο ἕν και χωρίς άλλες ιδιότητες), εφόσον επίσης το ἕν του χωρίου 146b5-c4 δεν είναι ούτε έτερο από τον
εαυτό του ούτε όλον ούτε μέρος, ενώ ταυτόχρονα η απόδειξη αυτού του συλλογισμού, που αναιρεί το όλον και
το μέρος, βασίζεται στο ἓν ὄν των νοητών, το οποίο πράγματι δεν έχει συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως το να είναι
όλον και μέρος· την ερμηνεία αυτήν όμως αντικρούει ο Δαμάσκιος (βλ. p.98.1-9, 102.9-12, 104.3-105.12).
95
- Εγώ τουλάχιστον αυτό πιστεύω. - Το εν λοιπόν φάνηκε να είναι τέτοιο, να είναι το ίδιο ταυτόχρονα και
μέσα στον εαυτό του και μέσα σε άλλο. - Φάνηκε πράγματι. - Άρα, όπως φαίνεται, το εν θα είναι έτερο από
τον εαυτό του σε αυτή την περίπτωση. - Έτσι φαίνεται.

Ἐνταῦθα δείκνυσι ὅτι καὶ ἕτερον ἑαυτοῦ τὸ ἕν· προσχρῆται δὲ τῷ 12.28


ὅτι ἐν ἑτέρῳ, ὅπερ δὴ ἀπέδειξεν. Ἔστι δὲ σοφιστικὴ ἡ ἐπιχείρησις.
Ἔλεγον γὰρ οἱ σοφισταί, Κορίσκος ἕτερος ἑαυτοῦ· ὁ γὰρ νῦν μὲν ἐν 13.1
Ἀκαδημίᾳ, νῦν δὲ ἐν Στοᾷ, ἕτερος· ὃ δὴ καὶ ἐξελέγχει Ἀριστοτέλης.
Λέγει γοῦν ἐνταῦθα, αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ ἀπεφάνθη· τὸ αὐτὸ τοῦ αὐτοῦ καὶ
ἐν τῷ αὐτῷ ὄν, ἑτέρωθι γεγονὸς ἕτερον ἔσται ἑαυτοῦ, ἑτέρωθι γὰρ
γέγονεν ἑαυτοῦ τοῦ ἐν τῷ αὐτῷ ὄντος, οὕτω γὰρ ἀπεφάνθη. Ἕτερον 13.5
ἄρα ἑαυτοῦ.

Στο σημείο αυτό δείχνει ότι το εν είναι και έτερο από τον εαυτό του· χρησιμοποιεί επιπλέον τον συλλογισμό
ότι είναι μέσα σε άλλο, πράγμα που όντως απέδειξε197. Αλλά το επιχείρημα είναι σοφιστικό. Γιατί έλεγαν
οι σοφιστές: “ο Κορίσκος είναι έτερος από τον εαυτό του· διότι αυτός που βρίσκεται τώρα στην Ακαδημία
και εκείνος που βρίσκεται τώρα στην Στοά είναι διαφορετικοί”· το επιχείρημα αυτό βέβαια αντικρούει και
ο Αριστοτέλης198. Σε κάθε περίπτωση, ο Παρμενίδης λέει εδώ πως αποδείχθηκε ότι αυτό είναι μέσα στον

197
Βλ. 145c7-e3.
198
Βλ. Αριστοτέλη, Περὶ τῶν σοφιστικῶν ἐλέγχων, 166b28-36, όπου Αριστοτέλης αντικρούει αυτό το επιχείρημα
εντάσσοντάς το στο είδος των “παρὰ τὸ συμβεβηκὸς παραλογισμῶν” (ἐκτὸς τῆς λέξεως), δηλαδή των
συλλογισμών κατά τους οποίους αξιώνεται να υπάρχει οτιδήποτε ομοίως τόσο στο πράγμα όσο και στο
συμβεβηκός του (κατηγόρημα)· στο παράδειγμα του Αριστοτέλη «ο Κορίσκος είναι άλλος από την λέξη
“άνθρωπος”· ο Κορίσκος είναι άνθρωπος· άρα αυτός είναι άλλος από τον εαυτό του», λαμβάνουμε δύο
διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις (την ετερότητα “Κορίσκου” και “ανθρώπου” κατά το όνομα-λέξη και το
ότι ο Κορίσκος είναι άνθρωπος κατά φύση) και τις εξομοιώνουμε μεταξύ τους, ούτως ώστε η ετερότητα να
εφαρμόζεται ομοίως και στο πράγμα (Κορίσκος) και στο συμβεβηκός του (το γεγονός ότι είναι άνθρωπος) και
κατ’ επέκταση το “ἕτερος ἑαυτοῦ” να λέγεται εξ ανάγκης στον Κορίσκο: Οἱ μὲν οὖν παρὰ τὸ συμβεβηκὸς
παραλογισμοί εἰσιν ὅταν ὁμοίως ὁτιοῦν ἀξιωθῇ τῷ πράγματι καὶ τῷ συμβεβηκότι ὑπάρχειν. ἐπεὶ γὰρ τῷ αὐτῷ πολλὰ
συμβέβηκεν, οὐκ ἀνάγκη πᾶσι τοῖς κατηγορουμένοις καὶ καθ’ οὗ κατηγορεῖται ταὐτὰ πάντα ὑπάρχειν. οἷον “εἰ ὁ
Κορίσκος ἕτερον ἀνθρώπου, αὐτὸς αὑτοῦ ἕτερος· ἔστι γὰρ ἄνθρωπος”. ἢ εἰ Σωκράτους ἕτερος, ὁ δὲ Σωκράτης
ἄνθρωπος, ἕτερον ἀνθρώπου φασὶν ὡμολογηκέναι διὰ τὸ συμβεβηκέναι οὗ ἔφησεν ἕτερον εἶναι, τοῦτον εἶναι
ἄνθρωπον (Βλ. και Νικηφόρο Βλεμμύδη, Ἐπιτομή Λογικῆς, κεφ. λη΄, σ. 174.3-175.20). Το παράδειγμα του
Κορίσκου που χρησιμοποιεί ο Παχυμέρης, παραλλαγμένο από εκείνο του Αριστοτέλη, προσαρμόζεται αντίστοιχα
στον συγκεκριμένο συλλογισμό του Παρμενίδη: το ἑτέρωθι ὄν λέγεται για το εν σε δύο διαφορετικές χρονικές
στιγμές και σε δύο διαφορετικούς τόπους (κατά συμβεβηκός δηλαδή), και όχι κατά την φύση/ουσία του. Βλ. και
Παχυμέρη Φιλοσοφία: Καθάπερ καὶ οἱ σοφισταὶ σοφίζονται ἕτερον εἶναι ἑαυτοῦ τὸν Κορίσκον ἐν τῷ ἄλλοθι καὶ
ἄλλοθι εἶναι [βλ. L.G. Westerink (Introduction), Παχυμέρους Ὑπόμνημα, σ. XVI, σημείο 3].
96
εαυτό του· διότι αυτό που είναι ίδιο με τον εαυτό του και στο ίδιο μέρος, θα είναι έτερο από τον εαυτό του
όταν θα έχει συμβεί να είναι σε άλλο μέρος, γιατί έχει συμβεί να είναι σε άλλο μέρος από τον εαυτό του,
που είναι στο ίδιο μέρος, πράγμα που αποδείχθηκε με αυτόν τον τρόπο. Άρα είναι έτερο από τον εαυτό του.199

146d1-5: Τί οὖν; Εἴ τού τι


ἕτερόν ἐστιν, οὐχ ἑτέρου ὄντος ἕτερον ἔσται; — Ἀνάγκη. —
Οὐκοῦν ὅσα μὴ ἕν ἐστιν, ἅπανθ’ ἕτερα τοῦ ἑνός, καὶ τὸ ἓν
τῶν μὴ ἕν; — Πῶς δ’ οὔ; — Ἕτερον ἄρα ἂν εἴη τὸ ἓν τῶν
ἄλλων. — Ἕτερον. (5)

Τί λοιπόν; - Αν κάτι είναι έτερο από κάτι άλλο, δεν θα είναι έτερο από κάτι που είναι έτερο; - Αναγκαστικά.
- Όσα λοιπόν δεν είναι εν, όλα γενικά είναι έτερα από το εν, και το εν έτερο από εκείνα που δεν είναι εν; -
Πώς όχι; - Άρα το εν μπορεί να είναι έτερο από τα άλλα. - Ναι, έτερο.

Στο σημείο αυτό, ο Παχυμέρης, εκκινώντας από τις αριστοτελικές θέσεις περί σοφισμάτων, εκδέχεται τον
πλατωνικό συλλογισμό ως σοφιστικό (πράγμα που θα συμβεί για ακόμη μια φορά στον συλλογισμό του χωρίου
162e4-163b6, βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 55.1-9). Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι μια τέτοια ερμηνεία, που
φτάνει σε σημείο να αμφισβητεί την εγκυρότητα ενός πλατωνικού συλλογισμού, δεν θα γινόταν ποτέ δεκτή από
τους Νεοπλατωνικούς, οι οποίοι εξηγούν το πλατωνικό κείμενο σεβόμενοι πάντοτε το κύρος των λόγων του
αρχαίου φιλοσόφου (τον οποίον υμνούν ως ιερό θεολόγο και μυσταγωγό), ακόμα και σε σημεία όπου θα
ανέκυπταν “φαινομενικά” σφάλματα ή λογικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, ο Πρόκλος, στο χωρίο 141a7-b3 της
πρώτης υπόθεσης, επιχειρεί να εξηγήσει και να αιτιολογήσει σε μεταφυσικά και θεολογικά πλαίσια την θέση “Τὸ
πρεσβύτερον ἄρα ἑαυτοῦ γιγνόμενον καὶ νεώτερον ἑαυτοῦ ἅμα γίγνεται”, θέση η οποία γίνεται δεκτή από μερικούς
εξηγητές ως σόφισμα· κατά τον Νεοπλατωνικό, μολονότι φαινομενικά θα αποτελούσε αντίφαση και σοφιστεία
το να λέγεται ότι κάτι γίνεται ταυτόχρονα πρεσβύτερο και νεότερο από τον εαυτό του, κάτι τέτοιο μπορεί να
ισχύει αν λάβουμε το μετέχον στον χρόνο (εν προκειμένω τις θείες ψυχές) όχι ως κατ’ εὐθεῖαν ὁδεῦον αλλά ως
κατὰ κῦκλον περιπορευόμενον [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1225.37-1227.31, 1231.21-31 (Cousin)]. Η εξήγηση αυτή
αναλύεται παρακάτω στην υποσημ. 288.
199
Βλ. επίσης την διαφορετική και λογικής φύσεως εξήγηση του συλλογισμού του χωρίου 146c4-d1 από τον Δαμά-
σκιο (και τον Πρόκλο): Ὁ δεύτερος συλλογισμὸς ἐπαναπαύεται τῇ ἐννοίᾳ τοῦ ἑνός. Εἴη γὰρ ἂν οὐχ ἕν, εἰ ἕτερόν
ἐστιν ἑαυτοῦ· ἀλλὰ μὴν οὐχ ἕν ἐστι καθόσον ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐν ἄλλῳ – οὐ γὰρ καθὸ ἕν, φησίν [ὁ Πρόκλος], ἔστιν ἐν
ἑαυτῷ καὶ ἐν ἄλλῳ – ἕτερον ἄρα ἑνὸς ᾗ οὐχ ἕν, ἐπειδὴ ᾗ ἕν, ταὐτὸν ἑαυτῷ. (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 101.19-
23). Μάλιστα, κατά τον Δαμάσκιο, η συναγωγή του ἑτέρου από τους όρους ἐν ἑαυτῷ και ἐν ἄλλῳ, και όχι από
άλλους όπως π.χ. τους αμέσως προηγούμενους κινούμενον – ἑστός, εξηγείται τόσο διαλεκτικά-αποδεικτικά (κάτι
που είναι ήδη έτερο ή το ίδιο δεν μπορεί να προκύπτει από κάτι που γίνεται εν εξελίξει έτερο κατά κίνηση/ακι-
νησία) όσο και θεολογικά [ο Δίας-δημιουργός, ως θεότητα συμβολιζόμενη από τους εν λόγω όρους “ίδιο/έτερο”
(βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, κεφ. 2Ζ, σελ. 271-273), προοδεύει κυρίως από τον Κρόνο, συμβολιζόμενο από τους όρους
ἐν ἑαυτῷ και ἐν ἄλλῳ] (βλ. p. 103.1-104.2).
97
Οὐκοῦν δεδειχότες τὸ ἓν ἕτερον (τὸ ἕτερον δὲ ἑτέρου ἐστίν, οὕτω 13.11
γάρ ἐστιν ἡ σχέσις αὐτοῦ· ἕτερον γὰρ ἑτέρου καὶ οὐ ταὐτοῦ, ὥσπερ καὶ
ταὐτὸν τῷ ταὐτῷ ταὐτὸν καὶ οὐχ ἑτέρῳ), ἕξομεν δεῖξαι καὶ ὅτι ἕτερον
ἄλλων τὸ ἕν. Καὶ γὰρ ὅσα μὴ ἕν ἐστιν ἕτερα τοῦ ἑνός εἰσιν, ὥσπερ καὶ
ἀντιστρόφως τὸ ἓν τῶν μὴ ἓν ἕτερον. Ἕτερον ἄρα τῶν ἑτέρων ἑαυτοῦ. 13.15

Αφού λοιπόν έχουμε δείξει ότι το εν είναι έτερο (και το έτερο είναι έτερο από το έτερο, διότι τέτοια είναι η
σχέση του, αφού είναι άλλο από το έτερο και όχι από το ίδιο, όπως ακριβώς και το ίδιο είναι ίδιο με το ίδιο
και όχι με το έτερο), θα μπορέσουμε να δείξουμε επίσης ότι το εν είναι έτερο από τα άλλα. Διότι και όσα δεν
είναι εν είναι έτερα από το εν, όπως ακριβώς και αντίστροφα το εν είναι έτερο από εκείνα που δεν είναι εν.
Άρα το εν είναι έτερο από τα έτερα από τον εαυτό του.200

146d5-147b8: Ὅρα δή· αὐτό τε ταὐτὸν καὶ τὸ ἕτερον (5)

ἆρα οὐκ ἐναντία ἀλλήλοις; — Πῶς δ’ οὔ; — Ἦ οὖν ἐθελήσει

ταὐτὸν ἐν τῷ ἑτέρῳ ἢ τὸ ἕτερον ἐν τῷ αὐτῷ ποτε εἶναι; — Οὐκ

ἐθελήσει. — Εἰ ἄρα τὸ ἕτερον ἐν ταὐτῷ μηδέποτε ἔσται,

οὐδὲν ἔστι τῶν ὄντων ἐν ᾧ ἐστι τὸ ἕτερον χρόνον οὐδένα·

(e) εἰ γὰρ ὁντινοῦν εἴη ἐν ταὐτῷ201, ἐκεῖνον ἂν τὸν χρόνον ἐν ταὐτῷ

εἴη τὸ ἕτερον. Οὐχ οὕτως; — Οὕτως. — Ἐπειδὴ δ’ οὐδέποτε

ἐν τῷ αὐτῷ ἐστιν, οὐδέποτε ἔν τινι τῶν ὄντων ἂν εἴη τὸ

ἕτερον. — Ἀληθῆ. — Οὔτ’ ἄρα ἐν τοῖς μὴ ἓν οὔτε ἐν τῷ ἑνὶ

ἓν εἴη202 ἂν τὸ ἕτερον. — Οὐ γὰρ οὖν. — Οὐκ ἄρα τῷ ἑτέρῳ γ’ ἂν (5)

200
Βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 105.13-16: Ὁ τρίτος συλλογισμὸς δύο χρῆται ἀξιώμασιν, ἓν μὲν ὅτι τὸ μὴ
ἓν ἕτερον τοῦ ἑνός, ἕτερον δὲ ὅτι τὸ ἕτερον ἑτέρου ἕτερον. Εἰ δὴ τὰ μὴ ἓν ἕτερα τοῦ ἑνός, καὶ τὸ ἓν ἄρα ἕτερον τῶν
μὴ ἕν. Τὰ δὲ μὴ ἓν τὰ ἄλλα ἐστίν… Κατά τον Νεοπλατωνικό όμως, η εν λόγω ετερότητα του ἑνὸς από τα ἄλλα
ενδεικνύει την ετερότητα του νοερού δημιουργού από τα ένυλα είδη και την ύλη που παράγει, δηλαδή την ετερό-
τητα αγένητου δημιουργού - γενητών γεννημάτων του, αιτίου και αιτιατού (βλ. p. 106.6-18, 107.1-8, ενώ για τον
νοερό δημιουργό βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, κεφ. 2Ζ, σελ. 271-273).
201
Pl. B, T ἔν τῳ. Pl. W ἐν τῷ (διορθωμένο από πάνω σε ταὐτῷ).
202
Pl. W ἐνείη (βλ. και Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 111.9). Pl. B ἐν εἴη. Pl. T, Y εἴη. Βλ. και υποσημ. 203.
98
εἴη τὸ ἓν τῶν μὴ ἓν οὐδὲ τὰ μὴ ἓν τοῦ ἑνὸς ἕτερα. — Οὐ γάρ. —

Οὐδὲ μὴν ἑαυτοῖς γε ἕτερ’ ἂν εἴη ἀλλήλων, μὴ μετέχοντα

(147a) τοῦ ἑτέρου. — Πῶς γάρ; — Εἰ δὲ μήτε αὐτοῖς ἕτερά ἐστι μήτε

τῷ ἑτέρῳ, οὐ πάντῃ ἤδη ἂν ἐκφεύγοι τὸ μὴ ἕτερα εἶναι

ἀλλήλων; — Ἐκφεύγοι. — Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τοῦ ἑνός γε μετέχει

τὰ μὴ ἕν· οὐ γὰρ ἂν μὴ ἓν ἦν, ἀλλά πῃ ἂν ἓν ἦν. — Ἀληθῆ. —

Οὐδ’ ἂν ἀριθμὸς εἴη ἄρα τὰ μὴ ἕν· οὐδὲ γὰρ ἂν οὕτω μὴ ἓν (5)

ἦν παντάπασιν, ἀριθμόν γε ἔχοντα. — Οὐ γὰρ οὖν. — Τί δέ;

Τὰ μὴ ἓν τοῦ ἑνὸς ἆρα μόριά ἐστιν; Ἢ κἂν οὕτω μετεῖχε τοῦ

ἑνὸς τὰ μὴ ἕν; — Μετεῖχεν. — Εἰ ἄρα πάντῃ τὸ μὲν ἕν ἐστι,

(b) τὰ δὲ μὴ ἕν, οὔτ’ ἂν μόριον τῶν μὴ ἓν τὸ ἓν εἴη οὔτε ὅλον

ὡς μορίου· οὔτε αὖ τὰ μὴ ἓν τοῦ ἑνὸς μόρια, οὔτε ὅλα ὡς

μορίῳ τῷ ἑνί. — Οὐ γάρ. — Ἀλλὰ μὴν ἔφαμεν τὰ μήτε μόρια

μήτε ὅλα μήτε ἕτερα ἀλλήλων ταὐτὰ ἔσεσθαι ἀλλήλοις. —

Ἔφαμεν γάρ. — Φῶμεν ἄρα καὶ τὸ ἓν πρὸς τὰ μὴ ἓν οὕτως (5)

ἔχον τὸ αὐτὸ εἶναι αὐτοῖς; — Φῶμεν. — Τὸ ἓν ἄρα, ὡς ἔοικεν,

ἕτερόν τε τῶν ἄλλων ἐστὶν καὶ ἑαυτοῦ καὶ ταὐτὸν ἐκείνοις τε

καὶ ἑαυτῷ. — Κινδυνεύει φαίνεσθαι ἔκ γε τοῦ λόγου.

Αναλογίσου τώρα το εξής : το ίδιο καθεαυτό και το έτερο δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους; - Και πώς δεν
είναι; - Θα θελήσει λοιπόν ποτέ το ίδιο να είναι μέσα στο έτερο ή το έτερο μέσα στο ίδιο; - Δεν θα θελήσει.
- Άρα αν το έτερο δεν θα είναι ποτέ μέσα στο ίδιο, δεν θα υπάρχει κανένα από τα όντα, μέσα στο οποίο να
υπάρχει το έτερο για κάμποσο χρόνο· γιατί αν ήταν μέσα στο ίδιο για οποιονδήποτε χρόνο, εκείνον τον
χρόνο το έτερο θα ήταν μέσα στο ίδιο. Έτσι δεν είναι; - Έτσι. - Επειδή το έτερο δεν είναι ποτέ μέσα στο
ίδιο, δεν μπορεί ποτέ να είναι μέσα σε κάποιο από τα όντα. - Αλήθεια. - Άρα το έτερο δεν μπορεί να είναι

99
{εν}203 ούτε μέσα σε αυτά που δεν είναι εν, ούτε μέσα στο εν. - Σίγουρα όχι. - Άρα το εν δεν μπορεί να
είναι έτερο από εκείνα που δεν είναι εν λόγω του ετέρου, ούτε εκείνα που δεν είναι εν μπορούν να είναι
έτερα από το εν. - Όχι πράγματι. - Ούτε όμως θα είναι έτερα μεταξύ τους λόγω των εαυτών τους, αφού δεν
μετέχουν στο έτερο. - Όντως πώς θα μπορούσαν; - Και αν δεν είναι έτερα μήτε μέσω του εαυτού τους μήτε
μέσω της ετερότητάς τους, δεν θα μπορούσαν ήδη με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από το να είναι έτερα μεταξύ
τους; - Θα μπορούσαν να ξεφύγουν. - Αλλά όμως ούτε εκείνα που δεν είναι εν μετέχουν στο εν· διότι δεν
θα ήταν μη-εν, αλλά κατά κάποιον τρόπο θα ήταν εν. - Αλήθεια. - Άρα εκείνα που δεν είναι εν δεν μπορούν
να είναι ούτε αριθμός· γιατί έτσι δεν θα ήταν ούτε μη-εν απολύτως, εφόσον βέβαια είχαν αριθμό. - Ασφαλώς
όχι. - Τί τότε; Εκείνα που δεν είναι εν είναι άραγε μέρη του ενός; Ή ακόμα και αν ήταν έτσι, θα μετείχαν
στο εν; - Θα μετείχαν. - Άρα αν με κάθε τρόπο το μεν είναι εν, τα δε δεν είναι εν, το εν δεν θα είναι ούτε
μέρος εκείνων που δεν είναι εν ούτε όλον με μέρος204 εκείνα που δεν είναι εν· ούτε πάλι εκείνα που δεν
είναι εν είναι μέρη του ενός, ούτε όλα με μέρος το εν. - Όχι πράγματι. - Αλλά όμως είπαμε ότι αυτά που δεν
είναι ούτε μέρη ούτε όλα ούτε έτερα μεταξύ τους θα είναι τα ίδια μεταξύ τους. - Το είπαμε πράγματι. - Άρα
μπορούμε να πούμε και ότι το εν, το οποίο έχει τέτοια σχέση με εκείνα που δεν είναι εν, είναι το ίδιο με
αυτά; - Ας το πούμε. - Άρα το εν, όπως φαίνεται, είναι και έτερο από τα άλλα και από τον εαυτό του και το
ίδιο με εκείνα και με τον εαυτό του. - Πιθανόν αυτό φαίνεται τουλάχιστον από τον συλλογισμό μας.

Νῦν δείκνυσι πῶς ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις καὶ ἑαυτῷ τὸ ἕν. Οὕτως δὲ 14.10

προσβιβάζει τὸν λόγον· τὸ ταὐτὸν καὶ τὸ ἕτερον ἐναντία, οὔτε γοῦν

τοῦτο ἐν ἐκείνῳ οὔτ’ ἐκεῖνο ἐν τούτῳ ἐθελήσει εἶναι. Εἰ ἄρα τὸ ἕτερον

οὐδέποτε ἐν ταὐτῷ χρόνον τινά (ἦ γὰρ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐκ ἔσται

ἕτερον ἐν τῷ αὐτῷ γεγονός), οὐδέποτε ἔν τινι τῶν ὄντων εἴη ἂν τὸ

ἕτερον. Πάντα γὰρ τὰ ὄντα ἕκαστόν ἐστιν ἐν ταὐτῷ, ὡς καὶ αὐτὸ τὸ 14.15

ἕτερον ἐν ἑαυτῷ καὶ οὐκ ἔν τινι, οὔτε ἄρα ἐν τοῖς μὴ ἓν οὔτε ἐν τῷ ἑνὶ

εἴη ἂν τὸ ἕτερον. Ἐπεὶ τοίνυν τό τε ἓν καὶ τὰ μὴ ἓν ἕτερα ἀλλήλων,

203
Η φράση “οὔτε ἐν τῷ ἑνὶ ἓν εἴη” (βλ. Parisinus gr. 1810, f. 216r και Parisinus gr. 1836, f. 229v) μεταφέρεται σωστά
στην εξήγηση ως “οὔτε ἄρα ἐν τοῖς μὴ ἓν οὔτε ἐν τῷ ἑνὶ εἴη ἂν τὸ ἕτερον” (14.16-17). Γι’ αυτό θα πρέπει να μη
διαβαστεί το ἕν στην πρόταση αυτή.
204
Βλ. και Παχυμ. Εἰς Παρμ., 14.33-34: τὰ δὲ μὴ ἓν οὐκ ἂν μόριον τοῦ ἑνὸς. Η γραφή “μορίου” στο 147b2
υποστηρίζεται στους κώδικες Pl. B, T, W (αντιθέτως οι εκδόσεις Burnet και Diès παραθέτουν “μορίων”).
100
πάντα δὲ τὰ ἕτερα τινὶ ἕτερά ἐστιν (ὡς ἡ περιστερὰ τῆς φάττης ἕτερον

τῷ μικρομερεστέρῳ καὶ ἡμέρῳ, ἅπερ ἐν τῇ περιστερᾷ ἐστι), ζητεῖ καὶ

ταῦτα, τό τε ἓν καὶ τὰ μὴ ἕν, τίνι ἕτερα ἀλλήλων εἰσίν· οὔτε γὰρ τῷ 14.20

ἑτέρῳ, ἐπεὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς τὸ ἕτερον, οὔτε ἑαυτοῖς, οὐδὲν γὰρ

ἕτερόν τινος ἑαυτῷ, ἀλλὰ τινὶ ἑαυτοῦ ὃ ἐν αὐτῷ ἐστιν. Οὗτος δέ φησιν

ὅτι εἰ ἑαυτοῖς ἦσαν ἕτερα, μετεῖχον ἂν τοῦ ἑτέρου. Κἀντεῦθεν ἐκφεύγοι

ἂν ταῦτα, τό τε ἓν δηλονότι καὶ τὰ μὴ ἕν, τὸ μὴ εἶναι ἕτερα (δηλονότι τὸ

εἶναι ἕτερα· πλεονάζει γὰρ Ἀττικῶς τὸ μὴ εἰς τὸ μὴ εἶναι ἕτερα). Οὔτε 14.25

γοῦν ταῦτα μετέχουσι τοῦ ἑτέρου. Ἀλλ’ οὐδὲ τὰ μὴ ἓν τοῦ ἑνός, πῶς

γὰρ μὴ ἓν ὄντα; Ἦ γὰρ ἂν ἦσαν ἓν ἐν τῷ μετέχειν τοῦ ἑνός, κατ’ αὐτὸ

γὰρ τὸ μετέχειν τοῦ ἑνός (τοῦτο γὰρ δηλοῖ· ἀλλά πῃ ἂν ἓν ἦν), ἓν ἦσαν

τὰ μὴ ἕν. Τὰ δὲ μὴ ἓν οὐ μετέχοντα τοῦ ἑνὸς οὐδ’ ἂν ἀριθμὸς εἴη· πᾶς

γὰρ ἀριθμὸς μετέχει τοῦ ἑνός, καὶ εἴπερ εἶχον ἀριθμὸν τὰ μὴ ἕν, οὐκ ἂν 14.30

ἦσαν παντάπασι μὴ μετέχοντα τοῦ ἑνός. Οὐ μὴν δὲ οὐδὲ μόριά εἰσι τὰ

μὴ ἓν τοῦ ἑνός, οὕτω γὰρ ἂν μετεῖχε πάλιν ταῦτα τοῦ ἑνός, εἴπερ ἦσαν

μόρια τοῦ ἑνός. Εἰ ἄρα πάντῃ τὸ μὲν ἕν ἐστι κατὰ τὴν ὑπόθεσιν, τὰ δὲ

μὴ ἓν οὐκ ἂν μόριον τοῦ ἑνός, καθὼς ἀπεδείχθη, οὐδὲ τὸ ἓν μόριον τῶν

μὴ ἓν ἀντιστρόφως εἴη· περὶ γὰρ τοῦ ἑνὸς ἔχει τὸν λόγον. Ἐπεὶ γοῦν 14.35

αὐτὸ τὸ ἓν οὔτε μόριον τῶν μὴ ἕν ἐστιν οὔτε ὅλον ὡς μορίου (ἐλέγετο 15.1

γὰρ οὐκ εἶναι τὰ μὴ ὄντα μόρια τοῦ ἑνός, ὥστε ἀνάγκη οὐδὲ αὐτὰ τὰ μὴ

ὄντα ὡς ὅλα ἐν μορίῳ εἶναι τῷ ἑνί), ἐδείκνυμεν δὲ ὅτι τὰ μήτε μόρια

μήτε ὅλα μήτε ἕτερα ἀλλήλων ἀνάγκη εἶναι ταὐτά, ὥστε τὸ ἓν πρὸς τὰ

μὴ ἓν οὔτε ἕτερα ὄντα οὔτε μόρια οὔτε ὅλα, καὶ ταῦτα πρὸς ἐκεῖνο 15.5

ὁμοίως, ταὐτὰ ἀλλήλοις κατὰ τὴν προτέραν ἀπόδειξιν ἔσονται, ἐπὶ

τούτοις συμπεραίνεται καὶ τὰ πρότερα, ὅτι τὸ ἓν ἄρα καὶ ἕτερον τῶν

101
ἄλλων καὶ ἑαυτοῦ, καθὼς ἐδείκνυμεν, καὶ ταὐτὸν ἐκείνοις τε καὶ

ἑαυτῷ, καθὼς ἄρτι μετήλθομεν τὴν ἔφοδον ταύτην.

Τώρα δείχνει με ποιον τρόπο το εν είναι το ίδιο με τα άλλα και με τον εαυτό του. Αναπτύσσει τον
συλλογισμό ως εξής: το ίδιο και το έτερο είναι αντίθετα, τουλάχιστον τότε ούτε αυτό θα θελήσει να είναι
μέσα σε εκείνο ούτε εκείνο μέσα σε αυτό. Άρα αν το έτερο δεν είναι ποτέ μέσα στο ίδιο για κάποιον χρόνο
(διότι πράγματι εκείνον τον χρόνο δεν θα είναι έτερο, αφού έχει συμβεί να είναι μέσα στο ίδιο), το έτερο
δεν μπορεί ποτέ να είναι μέσα σε κάποιο από τα όντα. Γιατί όλα τα όντα είναι καθένα από αυτά μέσα στο
ίδιο, όπως και αυτό το έτερο είναι μέσα στον εαυτό του και όχι μέσα σε κάτι· άρα το έτερο δεν μπορεί να
είναι ούτε μέσα σε αυτά που δεν είναι εν, ούτε μέσα στο εν. Συνεπώς, επειδή και το εν και εκείνα που δεν
είναι εν είναι έτερα μεταξύ τους205, και όλα τα έτερα είναι έτερα από κάτι (όπως το περιστέρι είναι έτερο
από την φάσσα λόγω της σύνθεσης από μικρά μέρη και της εξημέρωσης, ιδιότητες που ακριβώς
εντοπίζονται στο περιστέρι), ζητά να βρει και αυτό, δηλαδή λόγω τίνος πράγματος και το εν και εκείνα που
δεν είναι εν είναι έτερα μεταξύ τους. Διότι ούτε λόγω του ετέρου, αφού το έτερο δεν είναι μέσα τους, ούτε
λόγω των εαυτών τους, γιατί κανένα δεν είναι έτερο από κάποιο άλλο λόγω του εαυτού του, αλλά λόγω
κάποιας ιδιότητας του εαυτού του, η οποία είναι μέσα σε αυτό. Αυτός [ο Παρμενίδης] όμως λέει ότι αν ήταν
έτερα λόγω των εαυτών τους, θα μετείχαν στο έτερο. Ως εκ τούτου αυτά θα μπορούσαν να ξεφύγουν, δηλαδή
το εν και εκείνα που δεν είναι εν, από το να μην είναι έτερα (δηλαδή εννοεί “από το να είναι έτερα”, διότι
αποτελεί πλεονασμό του Αττικού ιδιώματος το “μην” στο “να μην είναι έτερα”). Σε κάθε περίπτωση, ούτε
αυτά μετέχουν στο έτερο. Αλλά ούτε εκείνα που δεν είναι εν μετέχουν στο εν, γιατί πώς θα μετείχαν, εφόσον
δεν είναι εν; Διότι πράγματι θα ήταν ένα μέσω της μετοχής τους στο εν, καθώς κατά την ίδια την μετοχή
τους στο εν (γιατί αυτό δηλώνει η φράση αλλά κατά κάποιον τρόπο θα ήταν εν), εκείνα που δεν είναι εν θα
ήταν εν. Και εκείνα που δεν είναι εν, αφού δεν μετέχουν στο εν, δεν μπορούν να είναι ούτε αριθμός· διότι
κάθε αριθμός μετέχει στο εν, και αν βέβαια εκείνα που δεν είναι εν είχαν αριθμό, δεν θα ήταν απολύτως
αμέτοχα στο εν. Ούτε βέβαια από την άλλη είναι μέρη του ενός εκείνα που δεν είναι εν, διότι έτσι αυτά πάλι
θα μετείχαν στο εν, αν πράγματι ήταν μέρη του ενός206. Άρα αν με κάθε τρόπο το μεν είναι εν, κατά την

205
Ο Δαμάσκιος σημειώνει στο υπόμνημά του ότι, κατά τον Πρόκλο, το μὴ ἕν αυτό, ως έτερο του ενός, είναι ανάλογο
με το μὴ ὄν του Σοφιστή (257b3-4), το οποίο λέγεται κατά την ετερότητα (και όχι την εναντιότητα) από το ὄν (βλ.
Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 109.9-10, καθώς και p. 116.1-8, όπου ο ίδιος αναιρεί την πρόκλεια ερμηνεία).
206
Ο Παχυμέρης ουσιαστικά συνθέτει τα σημεία 147a3-4 και a7-8, φτιάχνοντας ένα μικρό συλλογισμό εγκιβωτισμένο
στον συγκεκριμένο συλλογισμό· αποδεικνύεται ότι τα μη-εν δεν είναι μέρη του ενός με τον εξής τρόπο: Ο
Παρμενίδης αναρωτιέται “Τα μη-εν είναι άραγε μέρη του ενός; Ή ακόμα και αν ήταν έτσι, θα μετείχαν στο εν;”,
λαμβάνοντας την απάντηση “Θα μετείχαν” (147a7-8). Προηγουμένως όμως ο ίδιος απέδειξε ότι “ούτε τα μη-εν
μετέχουν στο εν· διότι δεν θα ήταν μη-εν, αλλά κατά κάποιον τρόπο θα ήταν εν” (147a3-4). Αν προσθέσουμε
102
υπόθεση 207 , και εκείνα που δεν είναι εν δεν μπορούν να είναι μέρος του ενός, όπως αποδείχθηκε,
αντιστρόφως ούτε το εν μπορεί να είναι μέρος εκείνων που δεν είναι εν· γιατί πράγματι για το εν γίνεται
λόγος. Πάντως, επειδή το ίδιο το εν ούτε είναι μέρος εκείνων που δεν είναι εν ούτε όλον ως [όλον] μέρους
(γιατί λέχθηκε ότι αυτά που δεν είναι [εν] δεν είναι μέρη του ενός, ώστε αναγκαστικά αυτά που δεν είναι
[εν] δεν είναι ούτε σαν όλα με μέρος το εν208), και δείξαμε ότι αυτά που δεν είναι ούτε μέρη ούτε όλα ούτε
έτερα μεταξύ τους αναγκαστικά είναι τα ίδια, ώστε το εν σε σχέση με εκείνα που δεν είναι εν δεν είναι ούτε
έτερα ούτε μέρη ούτε όλα, και παρομοίως αυτά [τα μη-εν] έτσι έχουν σε σχέση με εκείνο [το εν], θα είναι
τα ίδια μεταξύ τους σύμφωνα με την προηγούμενη απόδειξη· με βάση αυτά συνάγει τόσο τα προηγούμενα
συμπεράσματα, ότι το εν άρα είναι και έτερο από τα άλλα209 και από τον εαυτό του210, όπως δείξαμε, όσο το

αυτά τα δύο χωρία ως προκείμενες, συνάγεται ότι τα μη-εν δεν είναι μέρη του ενός (δηλαδή θα είχαμε τον
συλλογισμό: 1. Αν τα μη-εν είναι μέρη του ενός, θα μετείχαν στο εν, 2. Όμως δεν μετέχουν στο εν, 3. Άρα τα μη-
εν δεν είναι μέρη του ενός).
207
Εδώ χρειάζεται προσοχή: δεν πρέπει να παρερμηνευθεί η φράση Εἰ ἄρα πάντῃ τὸ μὲν ἕν ἐστι ως η κλασική υπόθεση
ἓν εἰ ἔστιν, όπως θα μπορούσαμε εσφαλμένα να ερμηνεύσουμε, αν θεωρούσαμε ότι και ο Παχυμέρης το ίδιο
εννοεί, αφού προσθέτει “κατὰ τὴν ὑποθέσιν”. Εφόσον όμως ο Παχυμέρης μεταφέρει αυτούσια την φράση, χωρίς
να την παραλλάσσει σε ἓν εἰ ἔστιν, και ο ίδιος την εννοεί ως “Άρα αν με κάθε τρόπο το μεν είναι εν”.
208
Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται πρόβλημα ερμηνείας του ίδιου του κειμένου του Παχυμέρη. Στο εκδοθέν κείμενο
η φράση έχει ως εξής: “ἐλέγετο γὰρ οὐκ εἶναι τὰ μὴ ὄντα μόρια τοῦ ἑνός, ὥστε ἀνάγκη οὐδὲ αὐτὰ τὰ μὴ ὄντα ὡς
ὅλα ἐν μορίῳ εἶναι τῷ ἑνί”. Ωστόσο, αν κρατήσουμε αυτούσια αυτή την φράση, δηλαδή ότι αναφέρεται στα μὴ
ὄντα, θα παραδεχόμασταν ότι ο Παχυμέρης διάβασε εσφαλμένα το πλατωνικό κείμενο, το οποίο στο
συγκεκριμένο σημείο του συλλογισμού κάνει λόγο για τα μὴ ἓν (147b2-3: οὔτε αὖ τὰ μὴ ἓν τοῦ ἑνὸς μόρια, οὔτε
ὅλα ὡς μορίῳ τῷ ἑνί). Συνεπώς, θα χρειαστεί ή να θεωρήσουμε ότι όταν ο Παχυμέρης κάνει λόγο για μὴ ὄντα
ουσιαστικά αναφέρεται στα μὴ ἕν, ή διαφορετικά να επέμβουμε στο κείμενο του Παχυμέρη και να προσθέσουμε
το ἕν και στα δύο μὴ ὄντα (δηλαδή: “(ἐλέγετο γὰρ οὐκ εἶναι τὰ μὴ <ἓν> ὄντα μόρια τοῦ ἑνός, ὥστε ἀνάγκη οὐδὲ
αὐτὰ τὰ μὴ <ἓν> ὄντα ὡς ὅλα ἐν μορίῳ εἶναι τῷ ἑνί)”), ώστε να συμβαδίζει η εξήγησή του με το πλατωνικό
κείμενο [βέβαια η δεύτερη εναλλακτική καθίσταται προβληματική, γιατί ούτε ο Παχυμέρης παραπάνω (ίσως πλην
του χωρίου 14.26-27: “πῶς γὰρ μὴ ἓν ὄντα;”) ούτε βέβαια ο ίδιος ο Πλάτων αναφέρονται σε μὴ ἓν ὄντα, αλλά σε
μὴ ἕν].
209
Βλ. Παρμενίδης 146d1-5.
210
Βλ. Παρμενίδης 146c4-d1.
103
ότι είναι και ίδιο με εκείνα και με τον εαυτό του211, όπως μόλις τώρα ακολουθήσαμε αυτήν την συλλογιστική
πορεία.212 213 214

211
Εδώ ο Παχυμέρης, όπως και στην αρχή του σχολιασμού του εν λόγω χωρίου, αναφέρει ότι η αποδεικτέα θέση του
συλλογισμού αυτού είναι ότι το εν είναι το ίδιο με τον εαυτό του και με τα άλλα. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση δεν
ισχύει, καθώς η θέση ότι το εν είναι το ίδιο με τον εαυτό του αποδείχθηκε ήδη στο χωρίο 146a9-c4, και διόλου
δεν θίγεται αυτή η θέση, ως αποδεικτέα στον συλλογισμό που εξετάζεται εδώ (146d5-147b8). Παρ’ όλα αυτά,
μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια ερείσματα στο ίδιο το πλατωνικό κείμενο, ικανά να μας οδηγήσουν στο να
δεχθούμε εν μέρει ότι η θέση “το εν είναι ίδιο με τον εαυτό του” αποδεικνύεται εμμέσως στον εν λόγω συλλογισμό,
και να μην απορρίψουμε αμέσως ως εσφαλμένη την εξήγηση του Παχυμέρη. Τα σημεία αυτά είναι τα εξής: 1)
146d8-e5: Εἰ ἄρα τὸ ἕτερον ἐν τῷ αὐτῷ μηδέποτε ἔσται, οὐδὲν ἔστι τῶν ὄντων ἐν ᾧ ἐστι τὸ ἕτερον χρόνον οὐδένα· εἰ
γὰρ ὁντινοῦν εἴη ἐν ταὐτῷ, ἐκεῖνον ἂν τὸν χρόνον ἐν ταὐτῷ εἴη τὸ ἕτερον. Οὐχ οὕτως; — Οὕτως. — Ἐπειδὴ δ’
οὐδέποτε ἐν τῷ αὐτῷ ἐστιν, οὐδέποτε ἔν τινι τῶν ὄντων ἂν εἴη τὸ ἕτερον. — Ἀληθῆ. — Οὔτ’ ἄρα ἐν τοῖς μὴ ἓν οὔτε
ἐν τῷ ἑνὶ ἓν εἴη ἂν τὸ ἕτερον. — Οὐ γὰρ οὖν. (το έτερο δεν είναι μέσα στο ίδιο και κατ’ επέκταση ούτε μέσα στα
όντα· άρα το έτερο δεν είναι ούτε στα μη-εν ούτε στο εν), 2) 146e7-147a1: Οὐδὲ μὴν ἑαυτοῖς γε ἕτερ’ ἂν εἴη
ἀλλήλων, μὴ μετέχοντα τοῦ ἑτέρου. — Πῶς γάρ; (το εν και τα μη-εν δεν είναι έτερα μεταξύ τους ούτε λόγω των
εαυτών τους, αφού δεν μετέχουν στο έτερο). [Η υπογράμμιση του γράφοντος]
212
Συγκεφαλαιώνοντας, με βάση την εξήγηση του Παχυμέρη, η συλλογιστική πορεία είναι η εξής :
1. Το ίδιο + το έτερο: αντίθετα, ούτε το πρώτο στο δεύτερο, ούτε το δεύτερο στο πρώτο.
2. Άρα αφού το έτερο δεν είναι μέσα στο ίδιο, δεν είναι μέσα στα όντα (όλα τα όντα είναι μέσα στο ίδιο και το
έτερο είναι μέσα στον εαυτό του και όχι μέσα σε κάτι).
3. Άρα το έτερο δεν είναι μέσα στο εν ούτε μέσα στα μη-εν.
4. Εν + μη-εν : δεν είναι έτερα μεταξύ τους ούτε λόγω του “ετέρου” (το έτερο δεν είναι μέσα τους) ούτε λόγω
των εαυτών τους (δεν μετέχουν στο έτερο).
5. Άρα το εν και τα μη-εν μπορούν να ξεφύγουν από το να είναι έτερα.
6. Ούτε τα μη-εν μετέχουν στο εν, διότι θα ήταν εν μέσω της μετοχής τους στο εν.
7. Και τα μη-εν, αφού δεν μετέχουν στο εν, δεν μπορούν να είναι ούτε αριθμός, διότι κάθε αριθμός μετέχει στο
εν.
8. Τα μη-εν : ούτε μέρη του ενός, διότι έτσι αυτά πάλι θα μετείχαν στο εν.
9. Αντιστρόφως ούτε το εν μπορεί να είναι μέρος των μη-εν.
10. Το εν : ούτε μέρος των μη-εν ούτε όλον με μέρη εκείνα. Τα μη-εν : ούτε μέρη του ενός ούτε όλα με μέρος το
εν.
11. Αυτά που δεν είναι ούτε μέρη ούτε όλα ούτε έτερα μεταξύ τους αναγκαστικά είναι τα ίδια.
12. Συνεπώς, το εν σε σχέση με τα μη-εν δεν είναι ούτε έτερα ούτε μέρη ούτε όλα, και παρομοίως τα μη-εν έτσι
έχουν σε σχέση με το εν· άρα θα είναι τα ίδια μεταξύ τους.
13. Άρα το εν είναι ίδιο με τα άλλα και με τον εαυτό του (για το δεύτερο σκέλος βλ. και χωρίο 146a9-c4).
213
Για την ανάλυση του συλλογισμού του χωρίου 146d5-147b6, βλ. επίσης Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 107.9-20: Ὁ
τέταρτος συλλογισμὸς ἐξ ἀναιρέσεως τῶν τριῶν [ενν.: ἑτέρου, όλου, μέρους] πάλιν εἰσάγει τὴν πρὸς τὰ ἄλλα ταυτό-
τητα. Ἕτερον μὲν γὰρ οὐκ ἔστι τῶν ἄλλων, ὅτι οὐδὲ οἷόν τε εἶναί τι ἕτερον· οὐχ οἷόν τε δέ, ὅτι δεήσει καὶ ταὐτὸν
εἶναι τὸ ἕτερον, οὐχ οἷόν τε δέ, ὅτι τὸ ἐναντίον. Οὕτω μὲν οὐχ ἕτερον δείκνυται· ἀλλ’ οὐδὲ ὅλον τὸ ἓν τῶν ἄλλων,
104
147c1-148a6: (c) Ἆρ’ οὖν καὶ ὅμοιόν τε καὶ ἀνόμοιον ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς

ἄλλοις; — Ἴσως. — Ἐπειδὴ γοῦν ἕτερον τῶν ἄλλων ἐφάνη,

καὶ τἆλλά που ἕτερα ἂν ἐκείνου εἴη. — Τί μήν; — Οὐκοῦν

οὕτως ἕτερον τῶν ἄλλων, ὥσπερ καὶ τἆλλα ἐκείνου, καὶ οὔτε

μᾶλλον οὔτε ἧττον; — Τί γὰρ ἄν; — Εἰ ἄρα μήτε μᾶλλον (5)

μήτε ἧττον, ὁμοίως. — Ναί. — Οὐκοῦν ᾗ ἕτερον εἶναι πέπονθε

τῶν ἄλλων καὶ τἆλλα ἐκείνου ὡσαύτως, ταύτῃ ταὐτὸν ἂν

πεπονθότα εἶεν τό τε ἓν τοῖς ἄλλοις καὶ τἆλλα τῷ ἑνί. —

(d) Πῶς λέγεις; — Ὧδε· ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι

καλεῖς; — Ἔγωγε. — Τί οὖν; Τὸ αὐτὸ ὄνομα εἴποις ἂν πλεο-

νάκις ἢ ἅπαξ; — Ἔγωγε. — Πότερον οὖν ἐὰν μὲν ἅπαξ εἴπῃς,

ἐκεῖνο προσαγορεύεις οὗπέρ ἐστι τοὔνομα, ἐὰν δὲ πολλάκις215

ταὐτὸν ὄνομα (5)

φθέγξῃ, πολλὴ ἀνάγκη σε ταὐτὸν καὶ λέγειν αίεί; — Τί μήν;

— Οὐκοῦν καὶ τὸ ἕτερον ὄνομά ἐστιν ἐπί τινι; — Πάνυ γε. —

(e) Ὅταν ἄρα αὐτὸ φθέγγῃ, ἐάντε ἅπαξ ἐάντε πολλάκις, οὐκ

ἐπ’ ἄλλῳ οὐδὲ ἄλλο τι ὀνομάζεις ἢ ἐκεῖνο οὗπερ ἦν ὄνομα. —

Ἀνάγκη. — Ὅταν δὴ λέγωμεν ὅτι ἕτερον μὲν τἆλλα τοῦ ἑνός,

ἕτερον δὲ τὸ ἓν τῶν ἄλλων, δὶς τὸ ἕτερον εἰπόντες οὐδέν τι

μᾶλλον ἐπ’ ἄλλῃ, ἀλλ’ ἐπ’ ἐκείνῃ τῇ φύσει αὐτὸ ἀεὶ λέγομεν (5)

οὐδὲ μέρη τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, οὐδὲ αὖ ὅλον τὰ ἄλλα, μέρος δὲ αὐτῶν τὸ ἕν. Ταῦτα δὲ ἤρτηται ἑνὸς ἀξιώματος, ὅτι “τὰ
μὴ ἓν οὐ μετέχει τοῦ ἑνός”. Οὕτω γὰρ οὔτε μέρη τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, μετέχοι γὰρ ἂν τὰ μέρη τοῦ οἰκείου ὅλου, ὑφ’ οὗ
συνέχεται· οὔτε μέρος τὸ ἓν τῶν ἄλλων, εἴη γὰρ ἂν ἀριθμὸς τὰ ἄλλα, τὸ γὰρ ἓν ἀριθμοῦ τινος μέρος.
214
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων “ ταὐτὸν ἑαυτῷ – ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις
– ἕτερον τοῖς ἄλλοις – ἕτερον ἑαυτοῦ ” του χωρίου 146a9-147b8, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ζ, σελ. 271-273.
215
Pl. B, T …ἐὰν δὲ πολλάκις, οὐκ ἐκεῖνο; ἢ ἐάντε ἅπαξ ἐάντε πολλάκις ταὐτὸν ὄνομα… . Η έκδοση Burnet
ενσωματώνει το χωρίο αυτό στο 147d5.
105
ἧσπερ ἦν τοὔνομα. — Πάνυ μὲν οὖν. — Ἧι ἄρα ἕτερον τῶν

(148a) ἄλλων τὸ ἓν καὶ τἆλλα τοῦ ἑνός, κατὰ ταὐτὸν τὸ ἕτερον πεπον-

θέναι οὐκ ἄλλο ἀλλὰ τὸ αὐτὸ ἂν πεπονθὸς εἴη τὸ ἓν τοῖς

ἄλλοις· τὸ δέ που ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιον· οὐχί; — Ναί. —

Ἧι δὴ τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων πέπονθεν εἶναι, κατ’ αὐτὸ

τοῦτο ἅπαν ἅπασιν ὅμοιον ἂν εἴη· ἅπαν γὰρ ἁπάντων ἕτερόν (5)

ἐστιν. — Ἔοικεν.

Άραγε λοιπόν το εν είναι και όμοιο και ανόμοιο με τον εαυτό του και με τα άλλα; - Ίσως. - Επειδή
τουλάχιστον φάνηκε έτερο από τα άλλα, και τα άλλα, υποθέτω, μπορούν να είναι έτερα από εκείνο. - Ναι,
και τί μ’ αυτό; - Έτσι λοιπόν είναι έτερο από τα άλλα, όπως ακριβώς και τα άλλα είναι έτερα από εκείνο,
και ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο; - Βέβαια. - Άρα αν δεν είναι μήτε περισσότερο μήτε λιγότερο έτερο,
θα είναι ομοίως. - Ναι. - Στο βαθμό λοιπόν που έχει την ιδιότητα να είναι έτερο από τα άλλα, όπως
παρομοίως και τα άλλα έτερα από εκείνο, με αυτόν τον τρόπο μπορούν να έχουν την ίδια ιδιότητα και το εν
με τα άλλα και τα άλλα με το εν. - Πώς το εννοείς; - Το εννοώ ως εξής: δεν λες καθένα από τα ονόματα για
να εκφράσεις ένα συγκεκριμένο πράγμα; - Βεβαίως το κάνω. - Τί λοιπόν; Το ίδιο όνομα μπορείς να το πεις
περισσότερες από μία φορές; - Βεβαίως μπορώ. - Εάν λοιπόν το πεις μία φορά, αποκαλείς εκείνο στο οποίο
ακριβώς ανήκει το όνομα, και αν πεις το ίδιο όνομα πολλές φορές, αναγκαστικά λες πάντοτε το ίδιο πράγμα;
- Ναι, και τί μ’ αυτό; - Και το “έτερο” λοιπόν είναι ένα όνομα με σκοπό να σημάνει ένα συγκεκριμένο
πράγμα; - Βεβαιότατα. - Άρα όταν εκφέρεις αυτό, είτε μία φορά είτε πολλές, δεν το λες για άλλο σκοπό,
ούτε ονομάζεις κάποιο άλλο πράγμα πέρα από εκείνο στο οποίο ανήκε το όνομα αυτό. - Αναγκαστικά. -
Όταν βέβαια λέμε ότι τα άλλα είναι έτερα από το εν και το εν έτερο από τα άλλα, αν και έχουμε πει δύο
φορές την λέξη “έτερο”, δεν την λέμε σε κάθε περίπτωση για να δηλώσουμε καμία άλλη φύση, πέρα από
εκείνη την φύση στην οποία ακριβώς ανήκε το όνομα. - Ασφαλώς έτσι. - Άρα στο μέτρο που το εν είναι
έτερο από τα άλλα και τα άλλα έτερα από το εν, σύμφωνα με το να έχει την ίδια ιδιότητα του “ετέρου” το
εν δεν θα έχει άλλη αλλά την ίδια ιδιότητα με τα άλλα· και αυτό που έχει την ίδια ιδιότητα, υποθέτω, είναι
όμοιο, ή δεν είναι; - Ναι, είναι. - Τότε στο μέτρο που το εν έχει την ιδιότητα να είναι έτερο από τα άλλα,
κατά το ίδιο αυτό μέτρο όλο το εν θα είναι όμοιο με όλα τα άλλα, διότι όλο το εν είναι έτερο από όλα τα
άλλα. - Έτσι φαίνεται.

106
Καὶ αὗται αἱ ἐπιχειρήσεις ὑπὲρ τοῦ ὅμοιον καὶ αὖθις ἀνόμοιον 15.32

<εἶναι> τὸ ἓν ἑαυτῷ τε καὶ αὖθις τοῖς ἄλλοις, τί συμβαίνει αὐτῷ πρὸς

ἑαυτὸ καὶ τί πρὸς τὰ ἄλλα· καὶ ἐπεὶ ὅμοιον ἔλεγε τὸ ταὐτόν τι 16.1

πεπονθός, ἐκ τούτου κατασκευάζει τὴν τοῦ ὁμοίου ἐπιχείρησιν.

Ἐφάνη τοιγαροῦν τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων, καὶ διὰ ταῦτα ἀντιστρόφως

καὶ τὰ ἄλλα ἕτερα τοῦ ἑνὸς τὸν αὐτὸν τρόπον, καὶ οὔτε μᾶλλον οὔτε

ἧττον. Τὸ δὲ μήτε μᾶλλον μήτε ἧττον ὅμοιον πάντως, καθὸ γὰρ τὸ 16.5

ἕτερον εἶναι τῶν ἄλλων πέπονθε, καὶ τὰ ἄλλα ἐκείνου ὁμοίως, ταύτῃ

ταὐτὸν ἂν τό τε ἓν καὶ τὰ ἄλλα πεπονθότα εἶεν, ὥστε κατὰ τοῦτο καὶ

ὅμοιον τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις ὡς πεπονθὸς τὸ αὐτὸ τοῖς ἄλλοις κατὰ τὴν

ἑτερότητα. Τοῦ δὲ Ἀριστοτέλους μὴ συνιέντος καὶ ἐρωτήσαντος, Πῶς

λέγεις; Ὧδε, φησί· πᾶν ὄνομα ἐπὶ σημασίᾳ τινὸς λέγεται, καὶ ἔστι τὸ 16.10

αὐτὸ πλεονάκις ἢ ἅπαξ εἰπεῖν· καὶ ἐὰν πολλάκις φθέγξῃ τὸ αὐτὸ ὄνομα,

πολλάκις λέγειν συμβαίνει τὸ αὐτό· ἔστιν οὖν μετὰ τῶν ἄλλων καὶ τὸ

ἕτερον ὄνομα ἐπί τινι σημασίᾳ, καὶ οὐ μάταιον καὶ μάτην καὶ εἰκῇ

λεγόμενον. Ὅταν τοίνυν φθέγγῃ τὸ ἕτερον τοῦτο ὄνομα, εἰ μὲν ἅπαξ,

ἅπαξ δηλοῖς τὸ πρᾶγμα οὗ τὸ ὄνομα ἦν· εἰ δὲ πολλάκις, πολλάκις. 16.15

Ὅταν οὖν λέγωμεν ἕτερον μὲν τὸ ἓν τῶν ἄλλων, ἕτερα δὲ τὰ ἄλλα τοῦ

ἑνός, δὶς εἰπόντες τὸ ἕτερον ἐπ’ αὐτῇ τῇ φύσει περὶ ἧς ἀποφαινόμεθα,

ἐπ’ ἐκείνῃ ἀεὶ λέγομεν ἧς ἦν τὸ ὄνομα. Καθὸ τοίνυν ἕτερον τὸ ἓν τῶν

ἄλλων καὶ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἕτερα, κατὰ τοῦτο οὐκ ἄλλο καὶ ἄλλο

πεπόνθασι τό τε ἓν καὶ τὰ ἄλλα, ἀλλὰ τὸ αὐτό, ὅ ἐστιν ἕτερον, τὸ δὲ 16.20

ταὐτὸν πεπονθὸς ἐλέγετο ὅμοιον ἐν τοῖς ἔμπροσθεν. Καθὸ τοίνυν

ἕτερον τὸ ἓν τῶν ἄλλων, ὅμοιον τοῖς ἄλλοις τὸ αὐτὸ ἐσεῖται.

107
Και αυτά τα επιχειρήματα αναφέρονται στο ότι το εν είναι όμοιο και πάλι ανόμοιο με τον εαυτό του και
πάλι με τα άλλα (τί επακολουθεί σε αυτό σε σχέση με τον εαυτό του και τί σε σχέση με τα άλλα). Και επειδή
έλεγε ότι ό,τι έχει την ίδια ιδιότητα είναι όμοιο216, από αυτό κατασκευάζει το επιχείρημα του όμοιου. Γι’
αυτό λοιπόν φάνηκε ότι το εν είναι έτερο από τα άλλα, και γι’ αυτό αντίστροφα και τα άλλα έτερα από το εν
με τον ίδιο τρόπο, και ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Ενώ το μήτε περισσότερο μήτε λιγότερο θα είναι όμοιο
με κάθε τρόπο, επειδή στο βαθμό που έχει την ιδιότητα να είναι έτερο από τα άλλα, όπως παρομοίως και τα
άλλα έτερα από εκείνο, με αυτόν τον τρόπο μπορούν να έχουν την ίδια ιδιότητα και το εν και τα άλλα, ώστε
κατ’ αυτό και το εν να είναι όμοιο με τα άλλα αφού έχει την ίδια ιδιότητα με τα άλλα σύμφωνα με την
ετερότητα217. Όταν ο Αριστοτέλης δεν κατάλαβε και ρώτησε “Πώς το εννοείς;”, ο Παρμενίδης απαντά “Το
εννοώ ως εξής”: κάθε όνομα λέγεται για να σημάνει κάποιο πράγμα και είναι το ίδιο είτε το πεις πολλές
φορές είτε το πεις μία· και αν πεις πολλές φορές το ίδιο όνομα, συμβαίνει να εννοείς το ίδιο πολλές φορές.
Έτσι από κοινού με τα άλλα ονόματα και το “έτερο” είναι ένα όνομα που λέγεται με σκοπό μία συγκεκριμένη
σημασία και δεν λέγεται μάταια, στην τύχη και χωρίς σκοπό. Συνεπώς, όταν εκφέρεις το έτερο με το όνομα
αυτό, αν μεν μία φορά, δηλώνεις μία φορά το πράγμα, στο οποίο ανήκε το όνομα, αν δε πολλές φορές, το

216
Βλ. και 139e7 (πρώτη υπόθεση): Ὅτι τὸ ταὐτόν που πεπονθὸς ὅμοιον. Ο Πρόκλος δίνει και το εξής παράδειγμα: τα
δύο λευκά ή τα δύο μαύρα είναι όμοια επειδή έχουν την ίδια ιδιότητα, το λευκό ή το μαύρο αντίστοιχα, καθώς
επίσης και το λευκό και το μαύρο είναι όμοια επειδή πάλι έχουν μεταξύ τους την ίδια ιδιότητα, δηλαδή μετέχουν
σε ένα κοινό γένος χρώματος. Ο Νεοπλατωνικός μάλιστα εξηγεί πώς το ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιόν ἐστι στην βάση
της “μεθέξεως” και της “προόδου” κατά συστοιχία: όπως η ταυτότης παράγεται από και μετέχει στο ἓν (και η
ετερότης στην ἀπειρία), έτσι και η ομοιότητα παράγεται από και μετέχει στην ταυτότητα (και η ανομοιότητα στην
ετερότητα), ούτως ώστε το “πάθος” να αποτελεί μέθεξη σε ένα άλλο ανώτερο πράγμα (κρείττονος μέθεξιν) και
πρόοδο κατά και από μία άλλη ανώτερη αιτία· εν προκειμένω, το όμοιο έχει ως πάθος το ταὐτόν και το ανόμοιο
το ἕτερον, επειδή τα ζεύγη ταὐτόν-ἕτερον είναι καθολικότερα και “περιληπτικότερα” από τα ζεύγη όμοιο-ανόμοιο
(καθολικότερα γιατί επίσης υπάρχουν και στα κατώτερα ζεύγη ίσο-άνισο και έτσι μετέχονται από περισσότερα
πράγματα). Ως τεκμήριο προσκομίζει και τον Σοφιστή (245a1-b10), όπου ο Πλάτων συλλαμβάνει το “πάθος” ως
“μέθεξη”, αφού το όλον έχει την ιδιότητα του ενός (πεπονθέναι τὸ ἕν) και μετέχει στο ἕν, μιας και δεν είναι αὐτοὲν
(ὡς ἀληθῶς ἕν). [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1195.30-37, 1197.1-21, 1198.2-27, 1203.21-29 (Cousin)]
217
Βλ. επίσης την εξήγηση του συλλογισμού αυτού από τον Δαμάσκιο (Εἰς Παρμ. t.III, p. 136.17-137.5): Ἕτερον δὲ
τὸ ἓν τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἄλλα ἕτερα τοῦ ἑνὸς κατὰ τὴν αὐτὴν ἀπόστασιν τῆς ἑτερότητος· ὡσαύτως ἄρα, καὶ “οὔτε
μᾶλλον οὔτε ἧττον· ὁμοίως ἄρα”. Τὸ γὰρ “ὡσαύτως” ταὐτὸν ἐπ’ ἀμφοῖν· ταὐτὸν δὲ πεπονθότα ὅμοια ἂν εἴη. Οὕτω
μὲν δοκεῖ τὴν πρώτην ἐπιχειρεῖν, αὖθις δὲ ἀπὸ τῆς ἑτερότητος ὡς ἑκατέρωθι τῆς αὐτῆς οὔσης. Ἴσως δὲ ταὐτόν ἐστιν
τὸ ὧδε, ἢ ὧδε· τὸ γὰρ “ὡσαύτως” καὶ “μήτε μᾶλλον μήτε ἧττον”, τοῦτο ἐδείκνυ, τὸ τὴν αὐτὴν ἑκατέρωθι ἑτερότητα
εἶναι. Ο Δαμάσκιος εξηγεί επίσης γιατί εν προκειμένω ο Παρμενίδης παραλαμβάνει τα άλλα και τα συγκρίνει με
το εν λέγοντάς τα έτερα από το εν, ενώ προηγουμένως αποδείκνυε μόνο ότι το εν είναι έτερο από τα άλλα: έχοντας
ήδη θεμελιώσει την ετερότητα του ενός από τα άλλα πάνω στην θέση ότι τα μὴ ἕν (τα άλλα) είναι έτερα από το
ἕν (146d3-5), εδώ αντιστρόφως θεμελιώνει την ετερότητα των άλλων από το εν πάνω στην ετερότητα του ενός
από τα άλλα (147c2-3), δηλαδή έχοντας ήδη αποδείξει την ετερότητα αυτήν στο χωρίο 146d3-5 (βλ. p. 137.9-20,
ενώ ο ίδιος προσφέρει και μία δεύτερη, μεταφυσικής φύσεως, εξήγηση αμέσως παρακάτω, βλ. p. 137.20-23).
108
δηλώνεις πολλές φορές. Όταν λοιπόν λέμε ότι το εν είναι έτερο από τα άλλα και τα άλλα έτερα από το εν, αν
και έχουμε πει δύο φορές την λέξη “έτερο” για αυτή την φύση, περί της οποίας εκφέρουμε γνώμη, πάντα την
λέμε για να δηλώσουμε εκείνη την φύση, στην οποία ανήκε το όνομα. Συνεπώς, στο μέτρο που το εν είναι
έτερο από τα άλλα και τα άλλα έτερα από το εν, κατ’ αυτό δεν έχει άλλη ιδιότητα το εν και άλλη τα άλλα, αλλά
την ίδια, δηλαδή το “έτερο”, ενώ αυτό που έχει την ίδια ιδιότητα λεγόταν προηγουμένως όμοιο. Συνεπώς,
στο μέτρο που το εν είναι έτερο από τα άλλα, αυτό θα είναι όμοιο με τα άλλα.

148a6-c2: Ἀλλὰ μὴν τό γε ὅμοιον τῷ ἀνομοίῳ

ἐναντίον. — Ναί. — Οὐκοῦν καὶ τὸ ἕτερον τῷ αὐτῷ. — Καὶ

τοῦτο. — Ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦτό γ’ ἐφάνη, ὡς ἄρα τὸ ἓν τοῖς

(b) ἄλλοις ταὐτόν. — Ἐφάνη γάρ. — Τοὐναντίον δέ γε πάθος ἐστὶ

τὸ εἶναι ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις τῷ ἕτερον εἶναι τῶν ἄλλων. —

Πάνυ γε. — Ἧι γε μὴν ἕτερον, ὅμοιον ἐφάνη. — Ναί. — Ἧι

ἄρα ταὐτόν, ἀνόμοιον ἔσται κατὰ τοὐναντίον πάθος τῷ

ὁμοιοῦντι πάθει· ὁμοίου218 δέ που τὸ ἕτερον; — Ναί. — Ἀνομοίως εἰ (5)

ἄρα ταὐτόν219, ἢ οὐκ ἐναντίον ἔσται τῷ ἑτέρῳ. —

(c) Ἔοικεν. — Ὅμοιον ἄρα καὶ ἀνόμοιον ἔσται τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις,

ᾗ μὲν ἕτερον, ὅμοιον, ᾗ δὲ ταὐτόν, ἀνόμοιον.

218
Pl. T, Y, W ὁμοίου [βλ. και Parisinus gr. 1810, f. 217r, Parisinus gr. 1836, f. 231r]. Pl. B ὡμοίου [στο κριτικό
υπόμνημα του Diès (σ. 88) σημειώνεται ο κώδικας Pl. B, ενώ σε αυτό της έκδοσης του παχυμέρειου υπομνήματος
(T. Gadra et alii, ό.π., σελ. 16) ο Pl. T]. Ο τύπος “ὁμοίου” εμφανίζεται και στο χειρόγραφο “Marcianus gr. 246 s.
IX” του υπομνήματος του Δαμάσκιου, ενώ ο Ruelle και οι γαλλικές εκδόσεις του υπομνήματος διορθώνουν τον
τύπο αυτόν σε “ὡμοίου” (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 139.16). Με βάση το νόημα της πρότασης θα προτι-
μούσαμε τον τύπο “ὡμοίου” (γ’ εν. πρόσ. παρατ. του ρήματος ὁμοιόω-ῶ κατά το αντίστοιχο “ὁμοιοῦν πάθος”),
από τον τύπο “ὁμοίου”, που παραθέτει ο Παχυμέρης (βλ. και μετάφραση παρακάτω).
219
Pl. B, T ἀνομοιώσει (βλ. επίσης Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 139.16). Pl. T τὸ ταὐτόν. Κατά την κρίση μας, είναι
επίσης σωστότερος ο τύπος “ἀνομοιώσει” (κατά το ἀνομοιῶ ως ενέργεια του “ίδιου”, αντίθετη από το “ὁμοιοῦν
πάθος” του ετέρου) από τον αντίστοιχο “ἀνομοίως εἰ” της παράθεσης του Παχυμέρη (βλ. και Parisinus gr. 1810,
f. 217r) [βλ. και μετάφραση παρακάτω].
109
Αλλά πράγματι το όμοιο είναι αντίθετο από το ανόμοιο. - Ναι. - Και το έτερο λοιπόν είναι αντίθετο από το
ίδιο. - Και αυτό ισχύει. - Εξάλλου, και αυτό πράγματι φανερώθηκε, ότι το εν είναι το ίδιο με τα άλλα. -
Φανερώθηκε όντως. - Αλλά το να είναι το ίδιο με τα άλλα είναι η αντίθετη ιδιότητα από το να είναι έτερο
από τα άλλα. - Ασφαλώς. - Σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που το εν είναι έτερο, έγινε φανερό ως όμοιο. -
Ναι. - Άρα στο μέτρο που το εν είναι το ίδιο, θα είναι ανόμοιο κατά την αντίθετη ιδιότητα από την ιδιότητα
που το έκανε όμοιο. Και το “έτερο”, υποθέτω, το έκανε όμοιο; - Ναι. - Άρα το “ίδιο” θα το κάνει ανόμοιο,
αλλιώς δεν θα είναι αντίθετο από το έτερο. - Έτσι φαίνεται. - Άρα το εν θα είναι όμοιο και ανόμοιο με τα
άλλα, στο μέτρο που είναι έτερο, όμοιο, ενώ στο μέτρο που είναι το ίδιο, ανόμοιο.

Ἐνταῦθα δείκνυσιν ἀνόμοιον τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις· εἰ δὲ τοῖς ἄλλοις, 16.32

καὶ ἑαυτῷ, ὥσπερ καὶ ὅμοιον τοῖς ἄλλοις, εἰ δὲ τοῖς ἄλλοις, πολλῷ

μᾶλλον καὶ ἑαυτῷ, ταὐτὸν γὰρ ἑαυτῷ πεπόνθοι. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἴσως, 17.1

πῶς δὲ καὶ ἐκ τοῦ δειχθῆναι ἀνόμοιον τοῖς ἄλλοις καὶ ἑαυτῷ ἀνόμοιον

δειχθήσεται; Πολλὰ γάρ εἰσι τοῖς ἄλλοις ἀνόμοια, ἀλλ’ ἑαυτοῖς οὐ

χωρεῖ ἀνόμοια εἶναι. Τέως πρότερον τῇ ἀποδείξει ἐπιβαλλώμεθα· ὡς

γὰρ ἐκ τοῦ ἑτέρου τὸ ὅμοιον τοῖς ἄλλοις ἐφάνη, οὕτως ἐκ τοῦ ταὐτοῦ τὸ 17.5

ἀνόμοιον δειχθήσεται. Τὸ γὰρ ἀνόμοιόν φησι τῷ ὁμοίῳ ἐναντίον,

οὐκοῦν καὶ τὸ ἕτερον τῷ ὁμοίῳ ἐναντίον. Ἐφάνη δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις τὸ

ἓν ταὐτόν· ἔχει γοῦν τὸ ἓν πάθος τὸ εἶναι ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις, ὅπερ

συνήχθη ἐκ τοῦ ἕτερον εἶναι ἐκείνων κἀκεῖνα ἕτερα τούτου. Φαίνεται

δὲ ἀρτίως καὶ ἄλλο πάθος τοῦ ἑνός, τὸ ἕτερον εἶναι τῶν ἄλλων· ἔστι 17.10

γὰρ ἐναντίον τῷ ἀνομοίῳ καὶ ἕτερον. Καὶ αὖθις ἀντιστρόφως τὰ ἄλλα

τοῦ ἑνὸς ἕτερα, καὶ πέπονθεν ἄρα ταῦτα ἀνόμοια πάθη καὶ πρὸς ἑαυτὰ

καὶ πρὸς ἄλληλα, ὥστε τὸ ἓν καὶ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα

ἀνόμοιον.

110
Εδώ δείχνει ότι το εν είναι ανόμοιο με τα άλλα· και αν είναι ανόμοιο με τα άλλα, είναι ανόμοιο και με τον
εαυτό του, όπως ακριβώς είναι και όμοιο με τα άλλα, και αν είναι όμοιο με τα άλλα, είναι πολύ περισσότερο
όμοιο και με τον εαυτό του, αφού θα έχει την ίδια ιδιότητα με τον εαυτό του. Αλλά αυτό μεν ίσως ισχύει,
πώς όμως θα δειχθεί ότι το εν είναι και ανόμοιο με τον εαυτό του από το ότι δείχθηκε ότι είναι ανόμοιο με
τα άλλα; Διότι πολλά είναι ανόμοια με τα άλλα, αλλά με τον εαυτό τους δεν αποδεικνύεται ότι είναι
ανόμοια220. Εν πρώτοις, ας εγκύψουμε πάνω στην απόδειξη· διότι όπως από το έτερο φανερώθηκε το όμοιο
με τα άλλα, έτσι από το ταυτό θα δειχθεί το ανόμοιο. Διότι το ανόμοιο, λέει, είναι αντίθετο από το όμοιο,
και το έτερο λοιπόν είναι αντίθετο από το όμοιο 221 . Το εν όμως φανερώθηκε ως το ίδιο και με τα
άλλα· τουλάχιστον τότε το εν έχει την ιδιότητα να είναι το ίδιο με τα άλλα, πράγμα που συνήχθη ακριβώς
από το ότι είναι έτερο από εκείνα και εκείνα έτερα από αυτό222. Επίσης φανερώνεται σωστά και μια άλλη

220
Το όμοιο και ανόμοιο του ενός με τον εαυτό του θα φανεί παρακάτω, στον συλλογισμό 148c7-d4, και συγκεκριμένα
στο σημείο 148d1-4 (δηλαδή θα συναχθούν από το ἔτερον ἑαυτοῦ και το ταὐτὸν ἑαυτῷ). Ο εύστοχος συλλογισμός
του Παχυμέρη στην αρχή του χωρίου για το όμοιο του ενός με τον εαυτό του καθώς και η εύλογη απορία του για
την απόδειξη του ανομοίου του ενός με τον εαυτό του (16.32-17.4) αποτελεί δική του ερμηνευτική κατασκευή,
καθώς και οι δύο θέσεις δεν συνάγονται άμεσα από τον πλατωνικό συλλογισμό, πόσο μάλλον από το παρακάτω
χωρίο, όπου το όμοιο και ανόμοιο του ενός με τον εαυτό του θα αποδειχθεί με άλλο τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, η
παρατήρηση του Παχυμέρη δεν είναι εντελώς ανεδαφική, αλλά δικαιολογείται από το γεγονός ότι σε όλους
αυτούς τους συλλογισμούς ο Παρμενίδης εξετάζει το όμοιο και ανόμοιο του ενός σε σχέση με τα άλλα, ενώ
παρακάτω θα περιοριστεί μόνο σε έναν αναλογικό συλλογισμό για να συναγάγει το όμοιο και ανόμοιο του ενός
σε σχέση με τον εαυτό του – ό,τι δηλαδή ισχύει στην σχέση του ενός με τα άλλα, το ίδιο θα ισχύει και στην σχέση
του με τον εαυτό του – από το ἔτερον ἑαυτοῦ και το ταὐτὸν ἑαυτῷ (148d1-4), χωρίς περαιτέρω ανάλυση· έτσι ο
Παχυμέρης επιχειρεί να εισαγάγει εδώ (όπως και κάθε φορά) και το σκέλος αυτό του συλλογισμού, παρέχοντας
μία μικρή ανάλυση-εξήγηση. Εξού και η σχετική επισήμανσή του στο αμέσως επόμενο εξηγητικό χωρίο: Ἰδοὺ
καὶ οὕτως ἀποδείκνυται τοῦ ἑνὸς πρὸς ἑαυτὸ τὸ ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον (17.29-30).
221
Στο σημείο αυτό η εξήγηση του Παχυμέρη σφάλλει, καθώς το ἕτερον δεν είναι αντίθετο από το όμοιο, αλλά από
το ταὐτόν, όπως και το ίδιο το χωρίο του Πλάτωνα, που ο Παχυμέρης επιχειρεί να παραθέσει εδώ, το επιβεβαιώνει:
Ἀλλὰ μὴν τό γε ὅμοιον τῷ ἀνομοίῳ ἐναντίον. — Ναί. — Οὐκοῦν καὶ τὸ ἕτερον τῷ αὐτῷ. (148a6-7). Ίσως ο
Παχυμέρης συνάγει την εναντιότητα “έτερο ≠ όμοιο” από την εναντιότητα “ανόμοιο ≠ όμοιο” και την συναγωγή
του ανόμοιου από το έτερο και του ομοίου από το ίδιο (αυτό όμως θα αποδειχθεί στο αμέσως επόμενο χωρίο
148c2-7)· παρ’ όλα αυτά, η επισήμανση αυτή είναι καθόλα άστοχη και αχρείαστη στο σημείο αυτό, καθώς ο
προηγούμενος και ο παρών συλλογισμός θέλουν να δείξουν το εξής:
1) Το εν έτερο από τα άλλα + τα άλλα έτερα από το εν → ίδια ιδιότητα ενός και άλλων → αυτά που έχουν την
ίδια ιδιότητα είναι όμοια → το εν όμοιο με τα άλλα.
2) όμοιο ≠ ανόμοιο και έτερο ≠ ίδιο → η ιδιότητα του να είναι έτερα (η προηγούμενη) είναι αντίθετη από την
ιδιότητα του να είναι τα ίδια → αποδείχθηκε ότι στο μέτρο που είναι έτερο είναι όμοιο → άρα στο μέτρο που
είναι ίδιο είναι ανόμοιο κατά την αντίθετη ιδιότητα (την “ανομοιωτική”) από την “εξομοιωτική” ιδιότητα (την
ιδιότητα του να είναι έτερα μεταξύ τους) → Άρα στο βαθμό που το εν είναι έτερο από τα άλλα είναι όμοιο με
αυτά, ενώ στο μέτρο που είναι το ίδιο, είναι ανόμοιο.
222
Από μία πρώτη ανάγνωση φαίνεται πως όταν ο Παχυμέρης λέει ότι η ιδιότητα του ενός να είναι το ίδιο με τα άλλα
συνήχθη από το ότι είναι έτερο από εκείνα και εκείνα έτερα από αυτό, αυτός αναφέρεται στον προηγούμενο
συλλογισμό (147e6-148a3), στον οποίον αποδείχθηκε η ίδια ιδιότητα του ενός και των άλλων να είναι το μεν
έτερο από εκείνα και εκείνα έτερα από αυτό· δηλαδή η ιδιότητα του να είναι έτερα μεταξύ τους είναι η ίδια,
111
ιδιότητα του ενός, το να είναι έτερο από τα άλλα, διότι [το εν] είναι αντίθετο από το ανόμοιο και είναι
έτερο223. Και ξανά αντιστρόφως τα άλλα είναι έτερα από το εν224, και άρα αυτά έχουν ανόμοιες ιδιότητες

πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι και όμοια μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, θα φαινόταν ότι ο Παχυμέρης συγχέει
την “ίδια ιδιότητα” (το ταὐτὸν πεπονθός, 148a3) με την ιδιότητά τους να είναι έτερα μεταξύ τους (148a4-6), καθώς
αναφέρεται στην ιδιότητα να είναι το ίδιο με τα άλλα (η οποία εμφανίζεται στον παρόντα συλλογισμό 148a6-c2)
συνδέοντάς την εσφαλμένα με τον προηγούμενο συλλογισμό.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Παχυμέρης μιλάει για την ιδιότητα του ενός να είναι ίδιο με τα άλλα, κατά πάσα
πιθανότητα αναφέρεται στην ιδιότητα του “ιδίου” που εμφανίζεται στον παρόντα συλλογισμό, μολονότι λέει ότι
η ιδιότητα αυτή συνήχθη από την προαποδειχθείσα θέση ότι το εν είναι έτερο από τα άλλα και αυτά έτερα από
εκείνο. Μάλιστα, αμέσως παρακάτω η ιδιότητα αυτή θα αντιπαραβληθεί με την άλλη ιδιότητα του ενός να είναι
έτερο από τα άλλα.
223
Όταν ο Παχυμέρης κάνει λόγο για την άλλη ιδιότητα, κατά πάσα πιθανότητα δεν αναφέρεται σε αυτήν που
εμφανίζεται για πρώτη φορά στο χωρίο αυτό, δηλαδή την ιδιότητα του να είναι ίδιο με τα άλλα (τὸ πάθος τὸ εἶναι
ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις, 148b1-2), η οποία είναι αντίθετη από την προηγούμενη, δηλαδή από το ὁμοιοῦν πάθος του να
είναι έτερα μεταξύ τους (και άρα όμοια εκ της ίδιας ιδιότητας). Αντιθέτως, αναφέρεται στην προαποδειχθείσα
ιδιότητα του ενός να είναι έτερο από τα άλλα, και κατ’ επέκταση όμοιο με αυτά (ή, κατά τον Παχυμέρη, αντίθετο
από το ανόμοιο).
Να σημειωθεί επίσης ότι η αποδεικτέα θέση του Παχυμέρη είναι το “πώς θα δειχθεί ότι το εν είναι και ανόμοιο
με τον εαυτό του από το ότι δείχθηκε ότι είναι ανόμοιο με τα άλλα;” (17.2-3). Με την αντιπαραβολή των δύο
ιδιοτήτων του ενός [του να είναι ίδιο (και άρα ανόμοιο) με τα άλλα και να είναι έτερο (και άρα όμοιο) από τα
άλλα], αποδεικνύεται ουσιαστικά ότι το εν είναι επίσης ανόμοιο με τον εαυτό του, μιας και κατέχει δυο
ξεχωριστές μεταξύ τους ιδιότητες (δηλαδή άλλο το εν ως έτερο από τα άλλα και άλλο το εν ως ίδιο με τα άλλα:
άρα το εν είναι ανόμοιο από το εν). Η θέση αυτή θα εφαρμοστεί αμέσως παρακάτω και στα άλλα, τα οποία έχουν
επίσης ανόμοιες ιδιότητες μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους [αφού και αυτά έχουν δυο ξεχωριστές μεταξύ
τους ιδιότητες, παρόμοια με το εν (βλ. και υποσημ. 224)].
224
Ο Παχυμέρης εδώ φαίνεται να παρεκκλίνει από την εξήγηση του εν λόγω συλλογισμού: ενώ έχει διαχωρίσει τις
δυο ιδιότητες του ενός μεταξύ τους, τώρα περνάει σε άλλη θέση, ότι τα άλλα είναι έτερα από το εν και ως εκ
τούτου έχουν ανόμοιες ιδιότητες. Βέβαια, μία τέτοια θέση θα ερχόταν σε αντίθεση με την προκείμενη ότι από το
“έτερο” αποδεικνύεται το “όμοιο”. Ωστόσο, ο Παχυμέρης κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται στην θέση που έχει
ήδη θιγεί στην πρώτη υπόθεση: Τὸ γε μὴν ἕτερον πεπονθὸς ἢ ἑαυτοῦ ἢ ἄλλου ἁνόμοιον ἂν εἴη ἢ ἑαυτῷ ἢ ἄλλῳ,
εἴπερ τὸ ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιον (140a7-b1). Με άλλα λόγια, εφόσον το εν έχει μία “έτερη ιδιότητα” (ἕτερον
πεπονθὸς), δηλαδή την ιδιότητα να είναι ίδιο με τα άλλα, θα είναι ανόμοιο με τα άλλα (και με τον εαυτό του),
μολονότι βεβαίως η ίδια θέση δεν επαναλαμβάνεται στον εν λόγω συλλογισμό της δεύτερης υπόθεσης (αντιθέτως
εδώ περιοριζόμαστε μόνο στο να αποδείξουμε το όμοιο από το “έτερο” και το ανόμοιο από το “ίδιο”). Την θέση
αυτή μεταφέρει ο Παχυμέρης και στην περίπτωση των άλλων: αν είναι έτερα από το εν, έχουν έτερες ιδιότητες
από αυτό και άρα ανόμοιες με το εν, πόσο δε μάλλον και μεταξύ τους και σε σχέση με τους εαυτούς τους, αφού
κατέχουν δύο ξεχωριστές μεταξύ τους ιδιότητες. Επομένως, ο Παχυμέρης με το να εισαγάγει την θέση αυτή της
πρώτης υπόθεσης σκοπεύει στην ουσία να επεκτείνει τον συλλογισμό του συγκεκριμένου χωρίου και στις σχέσεις
“το εν με τον εαυτό του” και “τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση και με τους εαυτούς τους”, στο πλαίσιο της δικής
του ερμηνείας για την δομή της δεύτερης υπόθεσης [να εφαρμόζονται δηλαδή και οι τέσσερις σχέσεις στην
δεύτερη υπόθεση (βλ. αναλυτικά ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5)].
112
και σε σχέση με τον εαυτό τους και μεταξύ τους, ώστε το εν να είναι ανόμοιο και σε σχέση με τον εαυτό
του και σε σχέση με τα άλλα.225

148c2-7: Ἔχει γὰρ οὖν

δή, ὡς ἔοικε, καὶ τοιοῦτον λόγον. Καὶ γὰρ τόνδε ἔχει. —

Τίνα; — Ἧι ταὐτὸν πέπονθε, μὴ ἀλλοῖον πεπονθέναι, μὴ

ἀλλοῖον δὲ πεπονθὸς μὴ ἀνόμοιον, μὴ ἀνόμοιον δὲ ὅμοιον (5)

εἶναι· ᾗ δ’ ἄλλο πέπονθεν, ἀλλοῖον, ἀλλοῖον δὲ ὂν ἀνόμοιον

εἶναι. — Ἀληθῆ λέγεις.

Υπάρχει λοιπόν βέβαια, όπως φαίνεται, και τέτοιος συλλογισμός για το εν. Επίσης υπάρχει πράγματι και
αυτός εδώ. - Ποιος; - Στο μέτρο μεν που έχει την ιδιότητα να είναι ίδιο, δεν έχει την ιδιότητα να είναι άλλου
είδους, ενώ αν δεν έχει την ιδιότητα να είναι άλλου είδους δεν θα είναι ανόμοιο, ενώ αν δεν είναι ανόμοιο
θα είναι όμοιο. Στο μέτρο δε που έχει την ιδιότητα να είναι άλλο, έχει την ιδιότητα να είναι άλλου είδους,
ενώ αν είναι άλλου είδους είναι ανόμοιο. - Σωστά τα λες.

Οὐκ ἀνέμεινε τὴν συγκατάθεσιν τοῦ προσδιαλεγομένου, ἀλλ’ αὐτὸς 17.19

ἐπικρίνει καὶ τὸ πᾶν λέγει ὡς θαρρῶν καὶ ἄλλως ἀποδεῖξαι. Ἢ τὸ Ἔχει 17.20

μὲν οὖν δὴ ἀπολογία ἐστὶ καὶ κατάνευσις τοῦ προσδιαλεγομένου, καὶ

ἔκτοτε ἐπιφέρει ἀποδεξάμενος οἷον τὴν ἀπόκρισιν, Καὶ γὰρ καὶ τόνδε

225
Ο Δαμάσκιος, στην ανάλυση του συλλογισμού του χωρίου 148a6-b6, παραθέτει και την ερμηνεία του Πρόκλου,
κατά την οποία η απόδειξη του “ανομοίου” από το “ίδιο” είναι λογική, προσθέτοντας όμως εκείνος ότι, πέρα από
την λογικότητα, η απόδειξη βασίζεται και στην ετερότητα που “κρύπτεται” μέσα στην ταυτότητα και παράγει
έτσι το “ανόμοιο” (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 139.10-17). Ωστόσο, ο Πρόκλος – όπως τουλάχιστον παρα-
τηρούμε από την σωζόμενη Πλατωνική Θεολογία – δίνει μία μεταφυσική εξήγηση της απόδειξης αυτής, αποδί-
δοντας την δυσκολία μας να κατανοήσουμε πώς συνάγεται το ταὐτόν από το ἀνόμοιον και το ἕτερον από το ὅμοιον
(Παρμ. 147c1-148c2) στην διπλή πρόοδο εκάστου, την μεν άγνωστη στους πολλούς και έξοχη (ὑπερφυᾶ), η οποία
φανερώνεται μόνο νοητικά και κατ’ ἐπιστήμην (όπως επιχειρεί εδώ ο πλατωνικός Παρμενίδης), την δε καταφανή
και γνώριμη, δηλαδή την σαφή πρόοδο του ὁμοίου από το ταὐτόν και του ἀνομοίου από το ἕτερον [βλ. Πλατ. Θεολ.
VI 16, p. 71.25-72.9 (για την παράθεση του χωρίου βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Η, σελ. 273-274)].
113
ἔχει. Εἴτε οὖν οὕτως εἴτε ἐκείνως, ἡ ἔννοια σῴζεται. Ἐκ τοῦ ταὐτοῦ

τοίνυν κατασκευάζει τὸ ὅμοιον τῇ ἀναιρέσει τοῦ ἀνομοίου. Καθὸ γὰρ

ταὐτὸν πέπονθεν, οὐκ ἀλλοῖον πέπονθε, μὴ ἀλλοῖον δὲ πεπονθὸς οὐκ 17.25

ἀνόμοιον ἔσται, τὸ δὲ μὴ ἀνόμοιον ὅμοιον. Τέως οὐκ ἐπὶ πάντων

ἀληθὴς ἡ ἀξίωσις, τὸ γὰρ ποσὸν οὐκ ἀνόμοιον, ἀλλ’ οὐχ ὅμοιον

ἐντεῦθεν. Καὶ πάλιν τὸ ἕτερον πεπονθὸς καὶ ἕτερον καθὼς ἀπεδείκνυεν

ἀλλοῖον, τὸ δὲ ἀλλοῖον ἀνόμοιον. Ἰδοὺ καὶ οὕτως ἀποδείκνυται τοῦ

ἑνὸς πρὸς ἑαυτὸ τὸ ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον. 17.30

Ο Παρμενίδης δεν περίμενε την σύμφωνη γνώμη του συνομιλητή του, που απαντάει στις ερωτήσεις του,
αλλά ο ίδιος αποφασίζει και διατυπώνει ολόκληρο τον συλλογισμό, αφού είναι σίγουρος ότι έχει αποδείξει
το ζήτημα και με άλλο τρόπο226. Ή το “Υπάρχει λοιπόν όντως και τέτοιος συλλογισμός” είναι απάντηση και
αποδοχή του συνομιλητή του, και έκτοτε, έχοντας αποδεχτεί την απάντηση ο Παρμενίδης προσθέτει
“Επίσης υπάρχει πράγματι και αυτός εδώ”. Είτε λοιπόν ισχύει έτσι είτε αλλιώς, το νόημα διατηρείται.
Συνεπώς, εκκινώντας από το “ίδιο” αποδεικνύει το “όμοιο” μέσω της ανασκευής του ανόμοιου. Διότι στο
μέτρο που έχει την ιδιότητα να είναι ίδιο, δεν έχει την ιδιότητα να είναι άλλου είδους, ενώ αν δεν έχει την
ιδιότητα να είναι άλλου είδους δεν θα είναι ανόμοιο, ενώ το μη ανόμοιο είναι όμοιο. Εντωμεταξύ, η αρχή
δεν είναι αληθής για όλες τις περιπτώσεις, διότι η ποσότητα δεν είναι ανόμοια, αλλά δεν είναι όμοια κατά
συνέπεια227. Και πάλι αυτό που έχει την ιδιότητα να είναι έτερο, όπως απέδειξε, είναι άλλου είδους, ενώ ό,τι

226
Δηλαδή και οι δυο προτάσεις “Ἔχει γὰρ οὖν δή, ὡς ἔοικε, καὶ τοιοῦτον λόγον. Καὶ γὰρ τόνδε ἔχει.” ανήκουν στον
Παρμενίδη, ο οποίος συνεχίζει τον λόγο του προσθέτοντας άλλο συλλογισμό, χωρίς να αφήσει χώρο για μια
απάντηση από τον Αριστοτέλη.
227
Εδώ ο Παχυμέρης κομίζει το παράδειγμα του ποσού για να δείξει ότι η αρχή “το μη ανόμοιο είναι όμοιο” δεν
ισχύει παντού, καθώς η ποσότητα δεν είναι ούτε ανόμοια ούτε όμοια. Κατά πάσα πιθανότητα, στο παράδειγμα
αυτό απηχείται η αριστοτελική θέση περί του ποσού. Κατά τον Αριστοτέλη, το ποσό δεν επιδέχεται αντίθετό του,
ενώ τα αντίθετα ζεύγη “λίγο-πολύ”, “μικρός-μεγάλος” δεν ανήκουν στο ποσό αλλά στα πρός τι: Ἔτι τῷ ποσῷ
οὐδέν ἐστιν ἐναντίον, (ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἀφωρισμένων φανερὸν ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐναντίον, οἷον τῷ διπήχει ἢ τριπήχει
ἢ τῇ ἐπιφανείᾳ ἢ τῶν τοιούτων τινί, —οὐδὲν γάρ ἐστιν ἐναντίον), εἰ μὴ τὸ πολὺ τῷ ὀλίγῳ φαίη τις εἶναι ἐναντίον ἢ
τὸ μέγα τῷ μικρῷ. τούτων δὲ οὐδέν ἐστι ποσὸν ἀλλὰ τῶν πρός τι· οὐδὲν γὰρ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ μέγα λέγεται ἢ μικρόν,
ἀλλὰ πρὸς ἕτερον ἀναφέρεται (Κατηγορίαι, 5b11-18). Ωστόσο, πράγματα που ανήκουν στο ποσόν, όπως το σώμα,
ο αριθμός, ο χρόνος, μπορούν να δεχθούν το αντίθετο ζεύγος “ίσο-άνισο”, ενώ πράγματα που δεν είναι ποσά,
όπως η διάθεσις ή το λευκό, δεν επιδέχονται ακριβώς τα κατηγορήματα ίσο-άνισο, αλλά περισσότερο το “όμοιο”:
Ἴδιον δὲ μάλιστα τοῦ ποσοῦ τὸ ἴσον τε καὶ ἄνισον λέγεσθαι. ἕκαστον γὰρ τῶν εἰρημένων ποσῶν καὶ ἴσον καὶ ἄνισον
λέγεται, οἷον σῶμα καὶ ἴσον καὶ ἄνισον λέγεται, καὶ ἀριθμὸς καὶ ἴσος καὶ ἄνισος λέγεται, καὶ χρόνος καὶ ἴσος καὶ
114
είναι άλλου είδους είναι ανόμοιο. Δες ότι και έτσι αποδεικνύεται το όμοιο και το ανόμοιο του ενός σε σχέση
με τον εαυτό του.

148c7-d4: Ταὐτόν τε ἄρα ὂν τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις

καὶ ὅτι ὅμοιον 228 ἐστι, κατ’ ἀμφότερα καὶ κατὰ ἑκάτερον, ὅμοιόν

(d) τε ἂν εἴη καὶ ἀνόμοιον τοῖς ἄλλοις. — Πάνυ γε. — Οὐκοῦν

καὶ ἑαυτῷ ὡσαύτως, ἐπείπερ ἕτερόν τε ἑαυτοῦ καὶ ταὐτὸν

ἑαυτῷ ἐφάνη, κατ’ ἀμφότερα καὶ ἑκάτερον 229 ὅμοιόν τε

καὶ ἀνόμοιον φανήσεται; — Ἀνάγκη.

Άρα αφού το εν είναι το ίδιο με τα άλλα και επειδή είναι έτερο, και ως αμφότερα και ως καθένα ξεχωριστά,
μπορεί να είναι και όμοιο και ανόμοιο με τα άλλα. - Εντελώς. - Θα φανεί λοιπόν και όμοιο και ανόμοιο με
τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο, και ως αμφότερα και ως καθένα ξεχωριστά, επειδή ακριβώς εμφανίστηκε
και ως έτερο από τον εαυτό του και ως ίδιο με τον εαυτό του; - Κατ’ ανάγκη.

Ἐκ τούτου δεικνύει καὶ τὸ ὅμοιον πρὸς τὰ ἄλλα καὶ τὸ ἀνόμοιον 18.4

πρὸς τὰ ἄλλα. Ἔστι γὰρ ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις· τὸ ταὐτὸν πεπονθὸς τοῖς 18.5

ἄλλοις οὐκ ἀλλοῖον πρὸς τὰ ἄλλα πέπονθε· τὸ οὐκ ἀλλοῖον πεπονθὸς

πρὸς τὰ ἄλλα οὐκ ἀνόμοιον τοῖς ἄλλοις· τὸ οὐκ ἀνόμοιον ὅμοιον.

ἄνισος· ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τῶν ῥηθέντων ἕκαστον ἴσον τε καὶ ἄνισον λέγεται. τῶν δὲ λοιπῶν ὅσα μή
ἐστι ποσόν, οὐ πάνυ ἂν δόξαι ἴσον τε καὶ ἄνισον λέγεσθαι, οἷον ἡ διάθεσις ἴση τε καὶ ἄνισος οὐ πάνυ λέγεται ἀλλὰ
μᾶλλον ὁμοία, καὶ τὸ λευκὸν ἴσον τε καὶ ἄνισον οὐ πάνυ, ἀλλ’ ὅμοιον. (Κατηγορίαι, 6a26-34).
228
Pl. B, T ἕτερόν. Με βάση το νόημα της πρότασης, θα προτιμούσαμε τον τύπο ἕτερόν των παραπάνω κωδίκων από
τον τύπο ὅμοιον που παραθέτει ο Παχυμέρης (βλ. και μετάφραση παρακάτω). Από το ταὐτόν και ἕτερον
συνάγονται το όμοιο και το ανόμοιο με τα άλλα, όπως και το όμοιο και ανόμοιο με τον εαυτό του θα συναχθεί
αντίστοιχα “επειδή ακριβώς το εν εμφανίστηκε και ως έτερο από τον εαυτό του και ως ίδιο με τον εαυτό του”
(148d2-3)· το ταὐτόν δηλαδή πρέπει να αντιπαραβληθεί με το ἕτερον και όχι με το όμοιο. Η γραφή του Παχυμέρη
(ὅμοιόν αντί ἕτερόν) ίσως εξηγείται αν παρατηρήσουμε ότι σε προηγούμενο συλλογισμό το όμοιο συνήχθη από
το ἕτερον (148a6-c2).
229
Pl. T καὶ κατὰ ἑκάτερον.
115
Εὑρεθήσεται δὲ καὶ πρὸς ἑαυτὸ ὅμοιον, ὥστε καὶ πρὸς ἑκάτερον ὅμοιόν

τε ἂν εἴη ἑαυτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις. Ὁμοίως καὶ περὶ τοῦ ἀνομοίου· ὡς γὰρ

ἐπὶ τοῦ ὁμοίου κατὰ ἑκάτερον κατά τε τὸ ταὐτόν, ὡς ἐνταῦθα, καὶ κατὰ 18.10

τὸ ἕτερον, ὡς ἐπὶ τῆς προτέρας ἀποδείξεως, καὶ κατ’ ἀμφότερα ὅμοιον

ἑαυτῷ καὶ ὅμοιον ἄλλοις, οὕτως καὶ τὸ ἀνόμοιον κατά τε τὸ ἀνόμοιον

ἑαυτῷ, καὶ κατὰ τὸ ἀνόμοιον τοῖς ἄλλοις, ὅπερ ἐστὶ κατ’ ἀμφότερα·

καθ’ ἑκάτερον δέ, ὅτι ἐνταῦθα μὲν ἀπὸ τοῦ ἑτέρου συνάγεται τὸ

ἀνόμοιον, ἐπὶ δὲ τῆς προτέρας ἀποδείξεως ἀπὸ τοῦ ταὐτοῦ. 18.15

Από αυτό δείχνει και το όμοιο σε σχέση με τα άλλα και το ανόμοιο σε σχέση με τα άλλα. Διότι είναι το ίδιο
με τα άλλα· αυτό που έχει την ιδιότητα να είναι ίδιο με τα άλλα δεν έχει την ιδιότητα να είναι άλλου είδους
σε σχέση με τα άλλα, αυτό που δεν έχει την ιδιότητα να είναι άλλου είδους σε σχέση με τα άλλα δεν είναι
ανόμοιο με τα άλλα, αυτό που δεν είναι ανόμοιο είναι όμοιο. Επίσης θα βρεθεί ότι είναι όμοιο και σε σχέση
με τον εαυτό του, ώστε και να μπορεί να είναι όμοιο σε σχέση με καθένα από τα δύο, και με τον εαυτό του
και με τα άλλα. Παρομοίως θα συμβεί και για το ανόμοιο· διότι όπως αναφορικά με το όμοιο είναι όμοιο
και σύμφωνα με καθένα από τα δύο, και κατά το “ίδιο”, όπως ισχύει εδώ, και κατά το “έτερο”, όπως ίσχυε
στην προηγούμενη απόδειξη, και κατ’ αμφότερα [“ίδιο” και “έτερο”] είναι όμοιο με τον εαυτό του και όμοιο
με τα άλλα, έτσι και το ανόμοιο θα ισχύει κατά το ανόμοιο με τον εαυτό του και κατά το ανόμοιο με τα

116
άλλα, πράγμα που είναι ακριβώς ως αμφότερα230· και ως καθένα από τα δύο, επειδή εδώ από το “έτερο”
συνάγεται το ανόμοιο, ενώ στην προηγούμενη απόδειξη συναγόταν από το ίδιο.231 232

230
Στο σημείο αυτό προκύπτει πρόβλημα ερμηνείας της ίδιας της εξήγησης του Παχυμέρη: ενώ προηγουμένως έχει
παραδεχθεί ότι το εν είναι όμοιο κατὰ ἑκάτερον, κατὰ τε τὸ ταὐτόν (στην προκειμένη απόδειξη) και κατὰ τὸ ἕτερον
(στην προηγούμενη απόδειξη), αλλά και κατ’ ἀμφότερα (δηλαδή είναι όμοιο και στις δύο περιπτώσεις, κατά ταὐτὸν
και ἕτερον) [18.9-12], καθώς και ανόμοιο καθ’ ἑκάτερον (18.14-15), συμβαδίζοντας έτσι με τον πλατωνικό
συλλογισμό (βλ. 148c7-8, 148d2-3), αντιθέτως στο σημείο αυτό φαίνεται να παραλλάσσει την σημασία του κατ’
ἀμφότερα ως κατά τε τὸ ἀνόμοιον ἑαυτῷ, καὶ κατὰ τὸ ἀνόμοιον τοῖς ἄλλοις, μετατοπίζοντας δηλαδή το νόημα του
“κατ’ ἀμφότερα” από το ζεύγος “ίδιο - έτερο” στο ζεύγος “το εν σε σχέση με τον εαυτό του – το εν σε σχέση με
τα άλλα”. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία δεν συνάγεται ούτε συνάδει με τον συλλογισμό, αφού ο Παρμενίδης σαφώς
διακρίνει το όμοιο και ανόμοιο του ενός με τα άλλα (148c7-d1) από το όμοιο και ανόμοιο του ενός με τον εαυτό
του (148d1-4).
231
Το νόημα του πλατωνικού χωρίου – με βάση και κάποια στοιχεία της εξήγησης του Παχυμέρη – είναι το εξής:
Εφόσον το εν είναι ίδιο με τα άλλα και έτερο από τα άλλα κατ’ ἀμφότερα καὶ κατὰ ἑκάτερον, είναι όμοιο και
ανόμοιο με τα άλλα. Καθ’ ἑκάτερον σημαίνει το εξής: α) το όμοιο του ενός συνάγεται: i) από το ίδιο (προκείμενη
απόδειξη, 148c4-6), ii) από το έτερο (προηγούμενη απόδειξη, 148a6-c2)· β) το ανόμοιο του ενός συνάγεται: i)
από το έτερο-άλλο (προκείμενη απόδειξη, 148c6-7), ii) από το ίδιο (προηγούμενη απόδειξη, 148a6-c2). Κατ’
ἀμφότερα σημαίνει το εξής: α) το όμοιο του ενός συνάγεται τόσο από το ίδιο (προκείμενη απόδειξη) όσο και από
το έτερο (προηγούμενη απόδειξη)· β) το ανόμοιο του ενός συνάγεται τόσο από το έτερο (προκείμενη απόδειξη)
όσο και από το ίδιο (προηγούμενη απόδειξη). Η ίδια μέθοδος ισχύει αντίστοιχα και στην σχέση του ενός με τον
εαυτό του: εφόσον το εν είναι το ίδιο με τον εαυτό του (146a9-c4) και έτερο από τον εαυτό του (146c4-d1), το εν
θα είναι και όμοιο και ανόμοιο με τον εαυτό του σύμφωνα με το “ίδιο” και το “έτερο” κατ’ ἀμφότερα καὶ κατὰ
ἑκάτερον. Με άλλα λόγια, τα κατ’ ἀμφότερα καὶ κατὰ ἑκάτερον αναφέρονται στο ζεύγος “ίδιο-έτερο”, όπως συ-
νάγουμε από το νόημα του πλατωνικού χωρίου (βλ. 148c7-8 και 148d2-3). Παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι και
κατά τον Δαμάσκιο το καθ’ ἑκάτερον παράγει οκτώ συμπεράσματα (τα παραπάνω τέσσερα α.i, α.ii, β.i, β.ii, εκ
των οποίων το καθένα θεωρείται όσον αφορά το εν σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα άλλα, άρα 4 x
2), ενώ το κατ’ ἀμφότερα, κατά το συναμφότερον ταυτότητας και ετερότητας, παράγει τέσσερα (ίδιο με τον εαυτό
του, ίδιο με τα άλλα, έτερο από εαυτό του, έτερο από άλλα) [βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 130.11-15, 143.7-
20, καθώς και n. 4 και 5 (p. 283 των Notes Complémentaires)]. Ωστόσο, ο Παχυμέρης θεωρεί ότι το κατ’ ἀμφότερα
αναφέρεται στο ζεύγος “το εν σε σχέση με τον εαυτό του – το εν σε σχέση με τα άλλα” ενώ το καθ’ ἑκάτερον
αναφέρεται στο ζεύγος “ίδιο - έτερο” (τόσο στην περίπτωση του όμοιου όσο και στου ανόμοιου). Αυτή η εσωτε-
ρική αντίφαση στην ίδια την εξήγηση ίσως αποτελεί τεκμήριο μιας ασαφούς και συγκεχυμένης πρόσληψης του
συγκεκριμένου συλλογισμού από τον Παχυμέρη.
232
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών κατηγορημάτων ὅμοιον και ἀνόμοιον του χωρίου
147c1-148d4, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Η, σελ. 273-274.
117
148d5-e4: Τί δὲ δή; Περὶ τοῦ ἅπτεσθαι τὸ ἓν αὑτοῦ καὶ τῶν ἄλλων (5)

καὶ τοῦ μὴ ἅπτεσθαι πέρι πῶς ἔχει, σκόπει. — Σκοπῶ. — Αὐτὸ

γάρ που ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ τὸ ἓν ἐφάνη ὄν. — Ὀρθῶς. — Οὐκοῦν

καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν; — Ναί. — Ἧι μὲν ἄρα ἐν τοῖς ἄλλοις,

(e) τῶν ἄλλων ἅπτοιτο ἄν· ᾗ δὲ αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ, τῶν μὲν ἄλλων

ἀπείργοιτο ἅπτεσθαι, αὐτὸ δὲ αὑτοῦ ἅπτοιτο ἂν ἐν ἑαυτῷ

ὄν. — Φαίνεται. — Οὕτω μὲν δὴ ἅπτοιτο ἂν τὸ ἓν αὑτοῦ τε

καὶ τῶν ἄλλων. — Ἅπτοιτο.

Για πρόσεξε τώρα το ζήτημα της επαφής και της μη επαφής του ενός με τον εαυτό του και με τα άλλα. - Το
προσέχω. - Διότι το ίδιο το εν, νομίζω, φάνηκε να είναι μέσα σε όλο τον εαυτό του. - Σωστά. - Το εν λοιπόν
είναι και μέσα στα άλλα; - Ναι. - Άρα στο μέτρο που είναι μέσα στα άλλα, μπορεί να έχει επαφή με τα άλλα,
ενώ στο μέτρο που αυτό είναι μέσα στον εαυτό του, μπορεί να απέχει από την επαφή με τα άλλα και αυτό
να έρχεται σε επαφή με τον εαυτό του, αφού είναι μέσα στον εαυτό του. - Είναι φανερό. - Με τον τρόπο
αυτό τότε το εν μπορεί να έχει επαφή και με τον εαυτό του και με τα άλλα. - Μπορεί να έχει επαφή.

Περὶ τοῦ ἅπτεσθαι ἢ ἑαυτοῦ τὸ ἓν ἢ ἄλλων οὐκ ἀνεσκεύασεν ἐν ταῖς 18.23

ἀνασκευαῖς οὐδ’ ὅλως ἐμνήσθη. Διὰ τοῦτο καὶ τὴν κατασκευὴν

ἐνταῦθα τίθησι καὶ τὴν ἀνασκευήν, πλὴν προτέραν τὴν κατασκευὴν διὰ 18.25

τὴν τῶν λοιπῶν κατασκευῶν συνέχειαν, καὶ ἔπειτα τὴν ἀνασκευὴν

ποικιλοτέραν. Ἔστι δὲ ἡ κατασκευὴ τοιαύτη ἀπὸ τοῦ ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ καὶ

ἐν ἄλλοις ἐφοδευομένη. ᾟ γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις ὄν, ἐπεὶ αὐτὸ ἐν ἐκείνοις

ἐστί, πᾶν δὲ τὸ ἁπτόμενον ἐν ἐκείνῳ ἐστὶν οὗ ἅπτεται, ἅπτοιτο ἂν τῶν

ἄλλων· ᾗ δὲ τὸ ἓν αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ, τῶν μὲν ἄλλων ἀπείργοιτο ἅπτεσθαι, 18.30

ἅπτοιτο δὲ αὐτὸ ἑαυτοῦ ἐν ἑαυτῷ ὄν.

118
Το ζήτημα της επαφής του ενός ή με τον εαυτό του ή με τα άλλα ο Παρμενίδης δεν το ανασκεύασε στις
αρνήσεις233, ούτε το ανέφερε καθόλου234. Γι’ αυτόν τον λόγο θέτει και την κατάφαση και την άρνηση εδώ,
αλλ’ όμως πρώτα θέτει την κατάφαση χάριν της συνέχειας με τις υπόλοιπες καταφάσεις και έπειτα την
άρνηση, που είναι πιο περίπλοκη235. Και η κατάφαση είναι τέτοια που συνεχίζει από τα σημεία μέσα σε όλο
τον εαυτό του και μέσα στα άλλα. Διότι στο μέτρο που είναι μέσα στα άλλα, επειδή το ίδιο το εν είναι μέσα
σε εκείνα, και όλο αυτό που έρχεται σε επαφή είναι μέσα σε εκείνο με το οποίο έρχεται σε επαφή, μπορεί
να έρχεται σε επαφή με τα άλλα· ενώ στο μέτρο που το ίδιο το εν είναι μέσα στον εαυτό του, μπορεί να απέχει
από την επαφή με τα άλλα και αυτό να έρχεται σε επαφή με τον εαυτό του, αφού είναι μέσα στον εαυτό του.

148e4-149a3: Τί δὲ τῇδε; Ἆρ’ οὐ πᾶν τὸ

μέλλον ἅψεσθαί τινος ἐφεξῆς δεῖ κεῖσθαι ἐκείνῳ οὗ μέλλει (5)

ἅπτεσθαι, ταύτην τὴν ἕδραν 236 ἣ ἂν μετ’ ἐκείνην

ἂν κέηται, ἅπτεται; — Ἀνάγκη. — Καὶ τὸ ἓν ἄρα

εἰ μέλλει αὐτὸ αὑτοῦ ἅψεσθαι, ἐφεξῆς δεῖ εὐθὺς μεθ’ ἑαυτὸ

κεῖσθαι, τὴν ἐχομένην χώραν κατέχον ἐκείνης ἐν ᾗ αὐτό

ἐστι. — Δεῖ γάρ. — Οὐκοῦν δύο μὲν ὂν τὸ ἓν ποιήσειεν (10)

(149a) ἂν ταῦτα καὶ ἐν δυοῖν χώραιν ἅμα γένοιτο· ἕως δ’ ἂν ᾖ ἕν,

233
Εννοεί τα αποφατικά συμπεράσματα της πρώτης υπόθεσης.
234
Πράγματι, στην πρώτη υπόθεση βλέπουμε την σειρά των αποφατικών συμπερασμάτων να περνά από το ζεύγος
“όμοιο-ανόμοιο” στο “ίσο-άνισο” (140b4-7: Οὔτε ἄρα ὅμοιον οὔτε ἀνόμοιον οὔθ’ ἑτέρῳ οὔτε ἑαυτῷ ἂν εἴη τὸ ἕν.
— Οὐ φαίνεται. — Καὶ μὴν τοιοῦτόν γε ὂν οὔτε ἴσον οὔτε ἄνισον ἔσται οὔτε ἑαυτῷ οὔτε ἄλλῳ.), ενώ στην δεύτερη
υπόθεση μεταξύ των δύο παρεμβάλλεται το ζεύγος “επαφή-μη επαφή”. Μάλιστα, κατά τον Πρόκλο και τον Δα-
μάσκιο, η άρνηση του ἅπτεσθαι πρέπει να εννοηθεί ότι συμπεριλαμβάνεται στην απόδειξη των μὴ ἐν ἐαυτῷ και
μὴ ἐν ἄλλῳ (138a2-b6), ενώ παράλληλα δεν μπορεί να νοηθεί άρνηση του μὴ ἅπτεσθαι· σε κάθε περίπτωση, όπως
αντίστοιχα παρατηρούμε ότι ο καταφατικός – σε μορφή άρνησης – όρος μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον της
δεύτερης υπόθεσης αποφάσκεται στην πρώτη ως “τὴν αύτὴν ἡλικίαν ἔχον” [βλ. 140e1-141d6, (την ίδια παρατή-
ρηση κάνει και ο Παχυμέρης, βλ. παρακάτω 27.8-12)], έτσι πρέπει αντίστοιχα να εννοηθεί ότι στην πρώτη υπό-
θεση το μὴ ἅπτεσθαι συναποδεικνύεται με τα μὴ ἐν ἐαυτῷ και μὴ ἐν ἄλλῳ (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 150.1-
8).
235
Εδώ με τον όρο “κατασκευή” εννοεί τον καταφατικό συλλογισμό, που θεμελιώνει μία έννοια και την αποδίδει
καταφατικά στο εν, ενώ η ανασκευή αποτελεί τον αποφατικό συλλογισμό, που αναιρεί και αποφάσκει μία έννοια
στο εν. Στο σημείο αυτό οι αποφατικοί συλλογισμοί θα ακολουθήσουν ακριβώς παρακάτω, όταν αποδοθούν στο
εν οι έννοιες “μη επαφή με τον εαυτό του” και “μη επαφή με τα άλλα” αντίστοιχα (βλ. 148e4-149d5).
236
Pl. T ἕδραν κατέχον (βλ. και παρακάτω μετάφραση).
119
οὐκ ἐθελήσει; — Οὐ γὰρ οὖν. — Ἡ αὐτὴ ἄρα ἀνάγκη τῷ ἑνὶ

μήτε δύο εἶναι μήτε ἅπτεσθαι αὐτῷ αὑτοῦ. — Ἡ αὐτή.

Τί ισχύει τώρα από την εξής άλλη πλευρά; Καθετί που πρόκειται να έρθει σε επαφή με κάτι άλλο άραγε δεν
πρέπει να είναι τοποθετημένο στην σειρά ακριβώς μετά από εκείνο με το οποίο πρόκειται να έρθει σε επαφή,
κατέχοντας αυτή την θέση, η οποία θα βρισκόταν μετά από την θέση εκείνου με το οποίο έρχεται σε επαφή;
- Αναγκαστικά. - Άρα και το εν, αν πρόκειται αυτό να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, πρέπει να βρίσκεται
στην σειρά αμέσως μετά από τον εαυτό του, κατέχοντας την θέση την συνεχόμενη με εκείνη, στην οποία
είναι το ίδιο. - Πρέπει πράγματι. - Το εν λοιπόν θα έκανε αυτά, αν ήταν δύο και βρισκόταν ταυτόχρονα σε
δύο θέσεις· εφόσον όμως είναι εν, δεν θα το θελήσει; - Όχι βέβαια. - Άρα η ίδια ανάγκη επιβάλλει στο εν
μήτε να είναι δύο μήτε το ίδιο να έρχεται σε επαφή με τον εαυτό του. - Η ίδια.

Ἐνταῦθα καὶ ὅτι οὐχ ἅπτεται οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε τῶν ἄλλων 19.9

κατασκευάζει καὶ ἀποδείκνυσιν οὕτως. Καὶ πρότερον ὅτι οὐχ ἅπτεται 19.10

ἑαυτοῦ· τὸ γὰρ ἁπτόμενον ἀνάγκη ἐφεξῆς κεῖσθαι οὗ μέλλει ἅπτεσθαι,

καὶ κατ’ ἄλλην χώραν κεῖσθαι τὴν ἐχομένην τῆς ἐν ᾧ ἐστιν ἐκεῖνο.

Οὐκοῦν εἰ δύο ἦν τὸ ἕν, καὶ δυσὶ χώραις περιεκέκλειστο, ἕως δ’ ἂν ἓν ᾗ,

οὐκ ἐθελήσει οὕτως εἶναι. Ἀνάγκη γοῦν τῷ ἑνὶ ἡ αὐτή, μήτε δύο εἶναι

μήτε ἅπτεσθαι αὐτῷ ἑαυτοῦ. 19.15

Στο σημείο αυτό και δομεί τον συλλογισμό και αποδεικνύει ότι το εν δεν έρχεται σε επαφή ούτε με τον
εαυτό του ούτε με τα άλλα με τον εξής τρόπο. Και πρώτα από όλα ότι δεν έρχεται σε επαφή με τον εαυτό
του· διότι είναι ανάγκη αυτό που έρχεται σε επαφή να είναι τοποθετημένο ακριβώς μετά από εκείνο με το
οποίο πρόκειται να έρθει σε επαφή, και να είναι τοποθετημένο σε άλλη θέση, την συνεχόμενη από εκείνη
στην οποία είναι εκείνο. Αν λοιπόν το εν ήταν δύο, θα περικλειόταν και από δύο θέσεις, εφόσον όμως είναι
εν, δεν θα θελήσει να είναι έτσι. Η ίδια ανάγκη λοιπόν επιβάλλει στο εν μήτε να είναι δύο μήτε το ίδιο να
έρχεται σε επαφή με τον εαυτό του.

120
149a3-c3: Ἀλλ’

οὐδὲ μὴν τῶν ἄλλων ἅψεται. — Τί δή; — Ὅτι, φαμέν, τὸ

μέλλον ἅψεσθαι χωρὶς ὂν ἐφεξῆς δεῖ ἐκείνῳ εἶναι οὗ μέλλει (5)

ἅψεσθαι, τρίτον δὲ αὐτῶν ἐν μέσῳ μηδὲν εἶναι. — Ἀληθῆ. —

Δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλιγοστὸν 237 εἶναι, εἰ μέλλει ἅψις εἶναι. — Δεῖ.

— Ἐὰν δὲ τοῖν δυοῖν ὅροιν τρίτον προσγένηται ἑξῆς, αὐτὰ

(b) μὲν τρία ἔσται, αἱ δὲ ἅψεις δύο. — Ναί. — Καὶ οὕτω δὴ238

ἑνὸς προσγιγνομένου μία καὶ ἅψις προσγίγνεται, καὶ

συμβαίνει τὰς ἅψεις τοῦ πλήθους τῶν ἀριθμῶν μιᾷ ἐλάττους

εἶναι. ᾯ γὰρ τὰ πρῶτα δύο ἐπλεονέκτησε τῶν ἄλλων 239 εἰς

τὸ πλείω εἶναι τὸν ἀριθμὸν ἢ τὰς ἅψεις, τῷ ἴσῳ τούτῳ καὶ (5)

ὁ ἔπειτα ἀριθμὸς πᾶς πασῶν τῶν ἅψεων πλεονεκτεῖ· ἤδη

(c) γὰρ τὸ λοιπὸν ἅμα ἔν 240 τε τῷ ἀριθμῷ προσγίγνεται καὶ μία

ἅψις ταῖς ἅψεσιν. — Ὀρθῶς. — Ὅσα ἄρα ἐστὶ τὰ ὄντα τὸν

ἀριθμόν, αἰεὶ μιᾷ ἅψει241 ἐλάττους εἰσὶν αὐτῶν. — Ἀληθῆ.

Αλλά όμως ούτε με τα άλλα θα έρχεται σε επαφή. - Γιατί βέβαια; - Επειδή λέμε ότι αυτό που πρόκειται να
έρθει σε επαφή, όντας χωριστό, πρέπει να είναι στην σειρά ακριβώς μετά από εκείνο με το οποίο πρόκειται
να έρθει σε επαφή, και δεν πρέπει να υπάρχει κανένα τρίτο πράγμα στην μέση αυτών των δύο. - Είναι
αλήθεια. - Άρα πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο τα πράγματα, αν πρόκειται να συμβεί η επαφή. - Πρέπει. -
Αν όμως στους δύο όρους προστεθεί στην σειρά ένας τρίτος, αυτά θα είναι τρία, οι επαφές όμως δύο. - Ναι.
- Και έτσι τότε αν προστίθεται ένας όρος, προστίθεται και μία επαφή, και συμβαίνει οι επαφές να είναι κατά

237
Pl. T, Y ὀλίγιστον. Pl. B ὀλιγοστόν.
238
Burnet, Diès: δὴ ἀεὶ.
239
Pl. B ἄλλων. Pl. T ἅψεων. Θεωρούμε ότι εδώ η αντωνυμία “ἄλλων” αναφέρεται στις άψεις και δεν ταυτίζεται με
τα ἄλλα (βλ. και παρακάτω μετάφραση).
240
Pl. B ἕν. Θα προτιμήσουμε τον τύπο ἕν του κώδικα αυτού, χάριν του νοήματος της πρότασης.
241
Pl. B, T ἀεὶ μιᾷ αἱ ἅψεις. Σε κάθε περίπτωση, και στην παράθεση του Παχυμέρη το νόημα διατηρείται, καθώς το
“ἐλάττους” εννοείται ότι έχει ως υποκείμενο τις “ἅψεις”.
121
μία λιγότερες από το πλήθος των αριθμών. Διότι όσο τα πρώτα δύο ξεπέρασαν τις άλλες [επαφές] στο να
είναι περισσότερα στον αριθμό από τις επαφές, εξίσου τόσο και κάθε μετέπειτα αριθμός ξεπερνά όλες τις
επαφές· γιατί από εδώ και στο εξής ταυτόχρονα προστίθεται ένα στον αριθμό και μία επαφή στις επαφές. -
Σωστά. - Άρα όσα είναι τα όντα στον αριθμό, πάντοτε είναι λιγότερες [οι επαφές] κατά μία επαφή από
αυτά. - Είναι αλήθεια.

Ἐντεῦθεν καὶ ὅτι οὐδ’ ἄλλων ἅψεται τὸ ἓν δείκνυσι, λέγων ὅτι τὸ 19.28

μέλλον ἅψεσθαι χωρὶς ὂν ἐφεξῆς εἶναι δεῖ ἐκείνῳ οὗ μέλλει ἅπτεσθαι.

Πλὴν εἰ τὸ ἐφεξῆς ἀεὶ δεύτερον πρὸς τὸ πρῶτον λέγεται, καὶ οὐ τὸ 20.1

πρῶτον τῷ δευτέρῳ ἐφεξῆς, ὥς φησιν Ἀριστοτέλης (οὐδὲ γὰρ τὸ ἓν

τοῖς δυσὶν ἐφεξῆς, ἀλλὰ τὰ δύο τῷ ἑνί), ἐπὶ τῆς ἁφῆς τί κωλύει καὶ τὸ

ἁπτόμενον ἅπτεσθαι τοῦ ἐφεξῆς, ὡς πρῶτον ἐκείνου κείμενον; Ἢ ὅτι

κειμένου τοῦ πρώτου ἐπὶ τοῦ δευτέρου ζητοῦμεν εἰ ἐκείνου ἅπτεται, τὸ 20.5

δ’ ἐφεξῆς ἐστι πάντως ἐκείνῳ, καὶ ἡ κίνησις πανταχοῦ ἀπὸ τῶν δεξιῶν

ἐπὶ τὰ ἀριστερά, εἴπερ μέλλει θάτερον τῷ ἑτέρῳ ἐκ τῆς κινήσεως

πλησιάσαι, διὰ τοῦτο οὕτως εἶπεν ὅτι τὸ μέλλον ἅψεσθαι ἐφεξῆς δεῖ

εἶναι ἐκείνῳ οὗ μέλλει ἅπτεσθαι. Ἡ δὲ ἅψις τὸ ἔλαττον ἐν δυσί, καὶ

μεταξὺ τρίτον οὐκ ἔσται, εἰ μὴ ἄρα ἔξωθεν, καὶ τότε δύο ἅψεις εἰσὶ 20.10

τριῶν ὅρων ὄντων. Καὶ αἰεὶ οὕτως παρὰ μίαν αἱ ἅψεις πρὸς τοὺς

ὅρους, καθὼς Ἀριστοτέλης ἔλεγε περί τε τῶν ὅρων καὶ τῶν

προτάσεων· τὰ γὰρ δύο πρῶτα τὸ ἓν πρὸς τὴν μίαν ἅψιν ἐπλεονέκτησε

καὶ ἐφεξῆς οὕτω γίνεται.

Από εδώ και πέρα δείχνει ότι το εν δεν θα έρθει σε επαφή ούτε με τα άλλα, λέγοντας ότι αυτό που πρόκειται
να έρθει σε επαφή, όντας χωριστό, πρέπει να είναι στην σειρά ακριβώς μετά από εκείνο με το οποίο πρόκειται
να έρθει σε επαφή. Αλλά αν όμως το αμέσως επόμενο στην σειρά λέγεται πάντοτε ως δεύτερο σε σχέση με
το πρώτο, και όχι το πρώτο ως αμέσως επόμενο στην σειρά από το δεύτερο, όπως λέει ο Αριστοτέλης (γιατί
122
το ένα δεν είναι αμέσως επόμενο στην σειρά από τα δύο, αλλά τα δύο από το ένα242), τί εμποδίζει σχετικά
με την επαφή και αυτό που αγγίζεται να αγγίζει το αμέσως επόμενο στην σειρά, εφόσον τοποθετείται ως
πρώτο πριν από εκείνο; Απαντάμε σε αυτό ότι εφόσον το πρώτο τοποθετείται δίπλα στο δεύτερο εξετάζουμε
αν έρχεται σε επαφή [το δεύτερο] με εκείνο [το πρώτο], ενώ το δεύτερο είναι σε κάθε περίπτωση στην σειρά
ακριβώς μετά από εκείνο, και η κίνηση είναι παντού από τα δεξιά προς τα αριστερά 243, αν βέβαια το ένα
πρόκειται να πλησιάσει το άλλο από την κίνηση, γι’ αυτό έτσι είπε ότι αυτό που πρόκειται να έρθει σε επαφή
πρέπει να είναι στην σειρά ακριβώς μετά από εκείνο με το οποίο πρόκειται να έρθει σε επαφή. Η δε επαφή
συμβαίνει το λιγότερο σε δύο, και μεταξύ τους δεν θα υπάρχει τρίτο, εκτός κι αν έρχεται από τα έξω244, και
τότε υπάρχουν δύο επαφές επειδή υπάρχουν τρεις όροι. Και πάντοτε έτσι οι επαφές είναι κατά μία λιγότερες
σε σχέση με τους όρους, όπως ο Αριστοτέλης έλεγε αναφορικά με τους όρους και τις προτάσεις245· διότι τα
δύο πρώτα ξεπέρασαν το εν σε σχέση με την μία επαφή και έτσι γίνονται μετά διαδοχικά στην σειρά.

149c4-d7: Εἰ δέ γε ἓν μόνον ἔστι, δυὰς δὲ μὴ ἔστιν, ἅψις οὐκ ἂν

εἴη. — Πῶς γάρ; — Οὐκοῦν, φαμέν, τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς οὔτε (5)

ἕν ἐστιν οὔτε μετέχει αὐτοῦ, εἴπερ ἄλλα ἐστίν. — Οὐ γάρ. —

242
Βλ. Φυσικῆς Ἀκροάσεως Ε’, 227a4-6: τὸ γὰρ ἐφεξῆς τινὶ ἐφεξῆς καὶ ὕστερόν τι· οὐ γὰρ τὸ ἓν ἐφεξῆς τοῖν δυοῖν, οὐδ’
ἡ νουμηνία τῇ δευτέρᾳ ἐφεξῆς, ἀλλὰ ταῦτ’ ἐκείνοις. [νουμηνία = η νέα σελήνη, η πρώτη μέρα του νέου σεληνιακού
μήνα]. Βλ. επίσης Παχυμέρη Φιλοσοφία: Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ὕστερον λέγεται τῷ προτέρῳ ἐφεξῆς, οὐ τὸ πρότερον τῷ
ὑστέρῳ, ὥσπερ τὰ δύο ἐφεξῆς τῷ ἑνί, οὐ τὸ ἓν τοῖς δυσίν. [βλ. L.G. Westerink (Introd.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα, σ.
XVI, σημείο 4].
243
Βλ. Περὶ οὐρανοῦ Β, 284b21-28. Ο Αριστοτέλης διερευνά τις τρεις διαστάσεις του ουρανού: ἄνω-κάτω, πρόσθιον-
ἀντκείμενον (ενν. όπισθεν), δεξιὸν-ἀριστερὸν, στις οποίες το ἄνω είναι η αρχή του μήκους, το ἔμπροσθεν του
βάθους και το δεξιὸν του πλάτους, ενώ επίσης τα τρία αυτά αναγνωρίζονται και στις κινήσεις, και συγκεκριμένα:
ἀπὸ μὲν τοῦ ἄνω ἡ αὔξησις, ἀπὸ δὲ τῶν δεξιῶν ἡ κατὰ τόπον, ἀπὸ δὲ τῶν ἔμπροσθεν ἡ κατὰ τὴν αἴσθησιν· ἔμπροσθεν
γὰρ λέγω ἐφ’ ὃ αἱ αἰσθήσεις.). Βλ. επίσης 285a22-24, 285b16-22: το δεξιὸν ως αρχή της κατά τόπον κίνησης και
της περιφοράς του ουρανού (δεξιὸν = ανατολές των άστρων, ἀριστερὸν = δύσεις τους). Πρβλ. Παχυμέρους
Φιλοσοφία, Βιβλίον τρίτον, τὸ Περὶ οὐρανοῦ, Τίτλος Β΄, Κεφ. Β΄ (Περὶ τῶν τοῦ οὐρανοῦ διαστάσεων), 1.1-12, 4.1-
6.
244
Βλ. Αριστοτέλη, Φυσικῆς Ἀκροάσεως Ε, 226b34-227a4: ἐφεξῆς δὲ οὗ μετὰ τὴν ἀρχὴν ὄντος ἢ θέσει ἢ εἴδει ἢ ἄλλῳ
τινὶ οὕτως ἀφορισθέντος μηδὲν μεταξύ ἐστι τῶν ἐν ταὐτῷ γένει καὶ οὗ ἐφεξῆς ἐστιν (λέγω δ’ οἷον γραμμὴ γραμμῆς ἢ
γραμμαί, ἢ μονάδος μονὰς ἢ μονάδες, ἢ οἰκίας οἰκία· ἄλλο δ’ οὐδὲν κωλύει μεταξὺ εἶναι). Μεταξύ δυο διαδοχικών
πραγμάτων δεν υπάρχει τίποτα το ομοιογενές με αυτά τα δύο, εκτός κι αν προστεθεί στο ενδιάμεσό τους κάτι
άλλο, που δεν ανήκει στο γένος τους (το ἔξωθεν, που επισημαίνει εδώ ο Παχυμέρης, μάλλον αναφέρεται σε αυτή
την θέση του Αριστοτέλη).
245
Βλ. Ἀναλυτικῶν προτέρων 42b1-4: Κατὰ μὲν οὖν τὰς κυρίας προτάσεις λαμβανομένων τῶν συλλογισμῶν, ἅπας ἔσται
συλλογισμὸς ἐκ προτάσεων μὲν ἀρτίων ἐξ ὅρων δὲ περιττῶν· ἑνὶ γὰρ πλείους οἱ ὅροι τῶν προτάσεων.
123
Οὐκ ἄρα ἔνεστιν ἀριθμὸς ἐν τοῖς ἄλλοις, ἑνὸς μὴ ἐνόντος ἐν

αὐτοῖς. — Πῶς γάρ; — Οὔτ’ ἄρα ἕν ἐστι τὰ ἄλλα οὔτε δύο οὔτε

(d) ἄλλου ἀριθμοῦ ἔχοντα ὄνομα οὐδέν. — Οὔ. — Τὸ ἓν ἄρα μόνον

ἐστὶν ἕν, καὶ δυὰς οὐκ ἂν εἴη. — Οὐ φαίνεται. — Ἅψις ἄρα

οὐκ ἔστι δυοῖν μὴ ὄντοιν. — Οὐκ ἔστιν. — Οὔτ’ ἄρα τὸ ἓν τῶν

ἄλλων ἅπτεται οὔτε τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἐπείπερ ἅψις οὐκ

ἔστιν. — Οὐ γὰρ οὖν. — Οὕτω δὴ κατὰ πάντα ταῦτα τὸ ἓν (5)

τῶν τε ἄλλων καὶ ἑαυτοῦ ἅπτεταί τε καὶ οὐχ ἅπτεται. —

Ἔοικεν.

Αν όμως σε κάθε περίπτωση μόνο το εν “είναι”, ενώ η δυάδα “δεν είναι”, δεν μπορεί να υπάρχει επαφή. -
Πράγματι πώς θα μπορούσε; - Λέμε λοιπόν ότι “τα άλλα από το εν”246 ούτε είναι εν ούτε μετέχουν σε αυτό,
αν βέβαια είναι άλλα. - Όχι πράγματι. - Άρα δεν ενυπάρχει αριθμός στα άλλα, εφόσον το εν δεν ενυπάρχει
σε αυτά. - Πράγματι πώς θα μπορούσε; - Άρα τα άλλα δεν είναι ούτε εν ούτε δύο ούτε έχουν κανένα όνομα
άλλου αριθμού. - Όχι. - Άρα μόνο το εν είναι εν, και η δυάδα δεν μπορεί “να είναι”. - Εμφανώς δεν είναι. -
Άρα δεν υπάρχει επαφή, αφού δεν υπάρχουν δύο. - Δεν υπάρχει. - Άρα ούτε το εν έρχεται σε επαφή με τα
άλλα ούτε τα άλλα έρχονται σε επαφή με το εν, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει επαφή. - Όχι πράγματι. -
Βεβαίως έτσι σύμφωνα με όλα αυτά το εν και έρχεται σε επαφή και με τα άλλα και με τον εαυτό του και
δεν έρχεται σε επαφή και με τα άλλα και με τον εαυτό του. - Έτσι φαίνεται.

Ἐντεῦθεν συγκεφαλαιοῖ τὸν λόγον, ὅτι τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἐπεὶ ἄλλα 20.25

ἑνός ἐστιν, οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε μετέχει τοῦ ἑνός· εἰ γὰρ μετεῖχε τοῦ ἑνός,

ἓν ἂν εἴη. Ἐπεὶ δὲ τοῦ ἑνὸς οὐ μετέχει, οὐδ’ ἀριθμός ἐστιν ἐν τοῖς

ἄλλοις τοῦ ἑνός· δυὰς γοῦν ἐν αὐτοῖς οὐκ ἔστιν. Εἰ δὲ ἓν μὲν ἔστι, δυὰς

246
Στην έκφραση τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς, η γενική τοῦ ἑνὸς έχει σημασία σύγκρισης, δηλαδή ότι είναι “άλλα από το εν”,
διαφορετικά-έτερα από το εν· η έκφραση αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως “άλλα πέρα από το εν” ή
“άλλα παρά εν”.
124
δ’ οὐκ ἔστι τοῖς ἄλλοις, ἐφεξῆς οὐκ ἂν εἴη δύο ἑνός, εἰ δ’ ἐφεξῆς οὐκ

εἴη, οὐδ’ ἅψεται οὔτ’ ἐκεῖνα τοῦ ἑνός, οὔτε τὸ ἓν τῶν ἄλλων. Οὐδὲ γάρ 20.30

τινος ἀριθμοῦ μεθέξουσι τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἐπεὶ οὐδὲ τοῦ ἑνὸς μετέχει.

Οὕτως ἄρα τὸ ἓν ἅπτεταί τε καὶ οὐχ ἅπτεται καὶ ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἄλλων.

Από εδώ και στο εξής συγκεφαλαιώνει τον συλλογισμό, ότι “τα άλλα από το εν”, επειδή είναι άλλα παρά
εν, ούτε είναι εν ούτε μετέχουν στο εν· διότι αν μετείχαν στο εν, θα ήταν εν. Επειδή όμως δεν μετέχουν στο
εν, ούτε αριθμός υπάρχει στα άλλα από το εν· τουλάχιστον τότε η δυάδα “δεν είναι” σε αυτά. Και αν μεν το
εν είναι, δυάδα όμως δεν υπάρχει στα άλλα, τότε δεν μπορεί να υπάρχει το δύο στην σειρά αμέσως μετά
από το εν, και αν το δύο δεν μπορεί να είναι στην σειρά αμέσως μετά, δεν θα έρχονται σε επαφή ούτε εκείνα
με το εν, ούτε το εν με τα άλλα. Διότι “τα άλλα από το εν” ούτε θα μετέχουν σε κανέναν αριθμό, επειδή ούτε
στο εν μετέχουν. Έτσι άρα το εν και έρχεται σε επαφή και δεν έρχεται σε επαφή και με τον εαυτό του και με
τα άλλα.247

149d8-150e5: Ἆρ’ οὖν καὶ ἴσον ἐστὶ καὶ ἄνισον αὑτῷ τε καὶ τοῖς
ἄλλοις; — Πῶς; — Εἰ μεῖζον εἴη τὸ ἓν ἢ τἆλλα ἢ ἔλαττον,
(e) ἢ αὖ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς μείζω ἢ ἐλάττω, ἆρ’ οὐκ ἂν τῷ μὲν
ἓν εἶναι τὸ ἓν καὶ τἆλλα ἄλλα τοῦ ἑνὸς οὔτε τι μεῖζον248
οὔτε τι ἄλλο ἔλαττον249 ἂν εἴη ἀλλήλαις250 αὐταῖς γε ταύταις ταῖς
οὐσίαις; Ἀλλ’ εἰ μὲν πρὸς τῷ τοιαῦτα εἶναι ἑκάτερα ἰσότητα
ἔχοιεν, ἴσα ἂν εἴη πρὸς ἄλληλα· εἰ δὲ τὰ μὲν μέγεθος, τὸ (5)
δὲ σμικρότητα, ἢ καὶ μέγεθος μὲν τὸ ἕν, σμικρότητα δὲ
τἆλλα, ὁποτέρῳ μὲν τῷ εἴδει μέγεθος προσείη, μεῖζον ἂν
εἴη, ᾧ δὲ σμικρότης, ἔλαττον; — Ἀνάγκη. — Οὐκοῦν ἔστι251
τινὲ τούτω εἴδη, τό τε μέγεθος καὶ ἡ σμικρότης; Οὐ γὰρ
ἄν που μὴ ὄντε ἐναντίω τε ἀλλήλοιν εἴτην καὶ ἐν τοῖς (10)

247
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών ιδιοτήτων ἅπτεσθαι και μὴ ἅπτεσθαι του χωρίου 148d5-
149d7, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Θ, σελ. 274-276.
248
Pl. B, T μείζω.
249
Pl. B, T ἐλάττω,
250
Pl. B, T ἀλλήλων. Για το διαφορετικό νόημα της πρότασης με βάση τους κώδικες αυτούς, βλ. υποσημ. 258.
251
Pl. B, T ἐστόν τέ. Ο τύπος αυτός, ως γ΄ εν. πρόσ. δυικού αριθμού του εἰμί, είναι σωστότερος.
125
(150a) οὖσιν ἐγγιγνοίσθην. — Πῶς γὰρ ἄν; — Εἰ ἄρα ἐν τῷ ἑνὶ
σμικρότης ἐγγίγνεται, ἤτοι ἐν ὅλῳ ἂν ἢ ἐν μέρει αὐτοῦ
ἐνείη. — Ἀνάγκη. — Τί δὲ εἰ ἐν ὅλῳ ἐγγίγνοιτο; Οὐχὶ ἢ ἐξ
ἴσου ἂν τῷ ἑνὶ δι’ ὅλου αὐτοῦ τεταμένη εἴη ἡ252 περιέχουσα
αὐτό; — Δῆλον δή. — Ἆρ’ οὖν οὐκ ἐξ ἴσου μένουσα253 ἡ σμι- (5)
κρότης τῷ ἑνὶ ἴση ἂν αὐτῷ εἴη, περιέχουσα δὲ μείζων; —
Πῶς δ’ οὔ; — Δυνατὸν οὖν σμικρότητα ἴσην τῳ εἶναι ἢ μείζω
τινός, καὶ πράττειν τὰ μεγέθους τε καὶ ἰσότητος, ἀλλὰ
(b) μὴ τὰ ἑαυτῆς; — Ἀδύνατον. — Ἐν μὲν ὅλῳ ἄρα τῷ ἑνὶ οὐκ
ἂν εἴη σμικρότης, ἀλλ’ εἴπερ, ἐν μέρει. — Ναί. — Οὔτε γε ἐν
παντὶ αὐτῷ μέρει· εἰ δὲ μή, ταὐτὰ ποιήσει ἅπερ πρὸς τὸ
ὅλον· ἴση ἔσται ἢ μείζων τοῦ μέρους ἐν ᾧ ἂν αἰεὶ ἐνῇ. —
Ἀνάγκη. — Οὐδενί ποτε ἄρ’ ἐνέσται τῶν ὄντων σμικρότης, (5)
μήτ’ ἐν μέρει μήτ’ ἐν ὅλῳ ἐγγιγνομένη· οὐδέ τι ἔσται
σμικρὸν πλὴν αὐτῆς σμικρότητος. — Οὐκ ἔοικεν. — Οὐδ’ ἄρα
μέγεθος ἐνέσται ἐν αὐτῷ· μεῖζον γὰρ ἄν τι εἴη ἄλλο καὶ
(c) πλὴν αὐτοῦ μεγέθους, ἐκείνου254 ἐν ᾧ τὸ μέγεθος ἐνείη, καὶ
ταῦτα σμικροῦ αὐτῷ οὐκ ὄντος, οὗ ἀνάγκη ὑπερέχειν, ἐάνπερ
ᾖ μέγα· τοῦτο δὲ ἀδύνατον, ἐπειδὴ σμικρότης οὐδαμοῦ ἔνι. —
Ἀληθῆ. — Ἀλλὰ μὴν αὖ τὸ μέγεθος οὐκ ἄλλου μεῖζον ἢ
αὐτῆς σμικρότητος, οὐδὲ σμικρότης ἄλλου ἔλαττον ἢ αὐτοῦ (5)
μεγέθους. — Οὐ γάρ. — Οὔτε ἄρα τὰ ἄλλα μείζω τοῦ ἑνὸς
οὐδὲ ἐλάττω, μήτε μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχοντα, οὔτε
(d) αὐτὼ τούτω πρὸς τὸ ἓν ἐχέτω255 τὴν δύναμιν τὴν τοῦ ὑπερ-
έχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἄλλα πρὸς ἄλληλα256, οὔτε αὐτῷ ἐν257
τούτοιν οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζον ἂν οὐδὲ ἔλαττον εἴη, μήτε
μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχον. — Οὔκουν φαίνεταί γε. — Ἆρ’

252
Pl. B, T ἢ. Η διαφορετική παράθεση του Παχυμέρη εξηγείται και παρακάτω στο εξηγητικό χωρίο 22.27-30.
253
Pl. B μένουσα. Pl. T μὲν οὖσα.
254
Pl. B, T ἐκεῖνο. Για τα διαφορετικά νοήματα της πρότασης κατά την παράθεση του Παχυμέρη (ἐκεῖνου) και κατά
την παράθεση των κωδίκων αυτών (ἐκεῖνο), βλ. υποσημ. 262.
255
Pl. B ἐχέτω. Pl. T ἔχετον.
256
Pl. B, T ἀλλὰ πρὸς ἀλλήλω.
257
Pl. B αὐτῷ ἐν. Pl. T αὖ τὸ ἓν.
126
οὖν, εἰ μήτε μεῖζον μήτε ἔλαττον τὸ ἓν τῶν ἄλλων, ἀνάγκη (5)
αὐτὸ ἐκείνων μήτε ὑπερέχειν μήτε ὑπερέχεσθαι; — Ἀνάγκη.
— Οὐκοῦν τό γε μήτε ὑπερέχον μήτε ὑπερεχόμενον πολλὴ
ἀνάγκη ἐξ ἴσου εἶναι, ἐξ ἴσου δὲ ὂν ἴσον εἶναι. — Πῶς γὰρ
(e) οὔ; — Καὶ μὴν καὶ αὐτό γε τὸ ἓν πρὸς ἑαυτὸ οὕτως ἂν ἔχοι·
μήτε μέγεθος ἐν ἑαυτῷ μήτε σμικρότητα ἔχον οὔτ’ ἂν ὑπερ-
έχοιτο οὔτ’ ἂν ὑπερέχοι ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐξ ἴσου ὂν ἴσον ἂν εἴη
ἑαυτῷ. — Πάνυ μὲν οὖν. — Τὸ ἓν ἄρα ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς
ἄλλοις ἴσον ἂν εἴη. — Φαίνεται.

Άραγε λοιπόν είναι και ίσο και άνισο με τον εαυτό του και με τα άλλα; - Πώς; - Αν το εν ήταν μεγαλύτερο
ή μικρότερο από τα άλλα, ή πάλι τα άλλα ήταν μεγαλύτερα ή μικρότερα από το εν, άραγε με το να είναι εν
το εν και τα άλλα άλλα από το εν δεν θα υπήρχε τουλάχιστον σε αυτές τις ουσίες μεταξύ τους ούτε κάτι
μεγαλύτερο ούτε κάτι άλλο μικρότερο;258 Αλλά αν μεν, πέρα από το να είναι τέτοιο το καθένα, αυτά ήταν
ίσα, θα ήταν ίσα το ένα σε σχέση με το άλλο· αν όμως τα μεν άλλα είχαν μέγεθος, το δε εν μικρότητα, ή και
το εν μεν είχε μέγεθος, τα άλλα δε μικρότητα, σε οποιαδήποτε ιδέα κι αν προστίθετο μέγεθος, θα ήταν
μεγαλύτερη, ενώ σε αυτή που θα προστίθετο η μικρότητα, θα ήταν μικρότερη; - Αναγκαστικά. - Αυτές οι
ιδέες λοιπόν, το μέγεθος και η μικρότητα, δεν είναι κάτι; Διότι αν δεν ήταν, πιστεύω, δεν θα ήταν αντίθετες
μεταξύ τους και δεν θα εμφανίζονταν μέσα στα όντα. - Όχι, πώς θα μπορούσαν; - Άρα αν εμφανιζόταν η
μικρότητα μέσα στο εν, θα ενυπήρχε ή σε ολόκληρο ή σε μέρος αυτού. - Αναγκαστικά. - Αλλά τί θα γινόταν
αν εμφανιζόταν μέσα σε ολόκληρο το εν; Δεν θα εκτεινόταν εξίσου απ’ άκρη σ’ άκρη στο εν αυτή που το
περιέχει; - Είναι φανερό βέβαια. - Άραγε λοιπόν η μικρότητα, όταν μένει εξίσου εκτεταμένη στο εν, δεν
μπορεί να είναι ίση με αυτό, ενώ όταν το περιέχει, να είναι μεγαλύτερη από αυτό; - Και πώς όχι; - Είναι
λοιπόν δυνατόν η μικρότητα να είναι ίση με κάτι ή μεγαλύτερη από κάτι και να εκτελεί τα του μεγέθους και
της ισότητας, αλλά να μην εκτελεί τα του εαυτού της; - Αδύνατον. - Άρα η μικρότητα δεν μπορεί να είναι
μέσα σε ολόκληρο το εν, αλλά αν βέβαια είναι, θα είναι μέσα σε μέρος του. - Ναι. - Ούτε μπορεί
τουλάχιστον να είναι σε όλο αυτό το μέρος· διαφορετικά, θα κάνει τα ίδια ακριβώς που έκανε σε σχέση με
το ολόκληρο, θα είναι ίση ή μεγαλύτερη από το μέρος στο οποίο πάντοτε ενυπάρχει. - Αναγκαστικά. - Άρα
η μικρότητα ποτέ δεν θα ενυπάρχει σε κανένα από τα όντα, αν δεν εμφανίζεται μήτε σε μέρος μήτε στο

258
Αν ακολουθούσαμε τις γραφές των κωδίκων Pl. B,T, το χωρίο 149e1-3 θα είχε ως εξής: “άραγε δεn θα είναι το εν,
επειδή είναι εν, και τα άλλα, επειδή είναι άλλα από το εν, ούτε κατά τι μεγαλύτερα ούτε κατά τι μικρότερα μεταξύ
τους λόγω τουλάχιστον αυτών των ουσιών;”. Ωστόσο, είναι φανερό ότι η παράθεση του Παχυμέρη είναι
περισσότερο ξεκάθαρη νοηματικά.
127
ολόκληρο· κανένα δεν θα είναι μικρό εκτός από την ίδια την μικρότητα. - Δεν φαίνεται να είναι κανένα. -
Άρα ούτε μέγεθος θα ενυπάρχει σε αυτό· διότι κάτι άλλο θα ήταν μεγαλύτερο και πέρα από το ίδιο το
μέγεθος, από εκείνο στο οποίο θα ενυπάρχει το μέγεθος, και αυτά θα συμβούν όταν το μικρό δεν είναι μέσα
στο εν, από το οποίο είναι ανάγκη να υπερέχει, εάν βέβαια είναι μεγάλο· αυτό όμως είναι αδύνατον, επειδή
η μικρότητα δεν ενυπάρχει πουθενά σε αυτό. - Είναι αλήθεια. - Αλλά όμως πάλι το μέγεθος δεν είναι
μεγαλύτερο από κάτι άλλο πέρα από την ίδια την μικρότητα, ούτε η μικρότητα είναι μικρότερη από κάτι
άλλο πέρα από το ίδιο το μέγεθος. - Όχι πράγματι. - Άρα τα άλλα δεν είναι ούτε μεγαλύτερα ούτε μικρότερα
από το εν, εφόσον δεν έχουν ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα, ούτε το εν σε σχέση με τον εαυτό του ούτε τα
άλλα στην μεταξύ τους σχέση έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται, ούτε αυτό θα έχει την
δύναμη αυτή σε αυτά ούτε μπορεί να είναι μεγαλύτερο ούτε μικρότερο από τα άλλα, εφόσον δεν έχει ούτε
μέγεθος ούτε μικρότητα259. - Δεν φαίνεται τουλάχιστον να είναι έτσι. - Άραγε λοιπόν, αν το εν δεν είναι
μήτε μεγαλύτερο μήτε μικρότερο από τα άλλα, είναι ανάγκη αυτό μήτε να υπερέχει μήτε να υπερέχεται από
εκείνα; - Είναι ανάγκη. - Αυτό λοιπόν που ούτε υπερέχει ούτε υπερέχεται είναι μεγάλη ανάγκη να είναι
εξίσου εκτεταμένο, ενώ αν είναι εξίσου εκτεταμένο, να είναι ίσο. - Αλήθεια πώς όχι; - Και πράγματι και το
ίδιο το εν βέβαια θα είναι έτσι σε σχέση με τον εαυτό του· αφού δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα μέσα
στον εαυτό του, δεν μπορεί ούτε να υπερέχεται ούτε να υπερέχει από τον εαυτό του, αλλά εφόσον είναι
εξίσου εκτεταμένο, θα είναι ίσο με τον εαυτό του. - Βεβαιότατα. - Άρα το εν θα είναι ίσο και με τον εαυτό
του και με τα άλλα. - Φανερά.

Ἐντεῦθεν περὶ τοῦ ἴσον καὶ πάλιν ἄνισον αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις 22.10
εἶναι τὸ ἓν διαλαμβάνει διὰ μακροῦ· καί φησιν, εἰ μεῖζον εἴη ἢ ἔλαττον
τὸ ἓν πρὸς τὰ ἄλλα κατά τινα σύγκρισιν, οὔτε τὸ ἓν ἐν τῷ ἓν εἶναι, οὔτε
τἆλλα ἐν τῷ ἄλλα εἶναι τοῦ ἑνός, οὔτε τὸ μεῖζον οὔτε τὸ ἔλαττον
δέξονται. Ἀλλὰ δεῖ αὐτά, τό τε ἓν καὶ τὰ ἄλλα, πρὸς τὸ εἶναί τινας
οὐσίας, ἑκάτερα ἰσότητος εἶναι δεκτικά· εἰ δὲ ἰσότητος, καὶ μεγέθους 22.15
καὶ σμικρότητος. Εἰ γοῦν τὸ μὲν μέγεθος, τὰ δὲ σμικρότητα ἔχοιεν,
ὁποτέρῳ μὲν εἴδει ἐκ τούτων, ἢ τῷ ἐνὶ ἢ τοῖς ἄλλοις, μέγεθος προσείη,
μεῖζον ἂν εἴη, ᾧ δὲ σμικρότης, ἔλαττον. Οὐκοῦν τιν’ ἄττα εἴδη ἔστι, τὸ
μέγεθος καὶ ἡ σμικρότης, ὧν μεθέξουσι τὰ λεγόμενα μείζονα ἢ
ἐλάττονα. Εἰ γὰρ μὴ ἔστι μέγεθος καὶ σμικρότης, ἀλλὰ μηδαμῇ 22.20

259
Το κατά Παχυμέρη παρατιθέμενο χωρίο 150d1-4 παρουσιάζει προβλήματα ερμηνείας, καθώς ο Παχυμέρης
διαφορετικά (και συγκεχυμένα) το παραθέτει εδώ και διαφορετικά το ερμηνεύει στον σχολιασμό του (23.21-26).
Έτσι η φράση αυτή μεταφράζεται με βάση την εξήγηση του Παχυμέρη (βλ. επίσης υποσημ. 265).
128
μηδαμῶς ἔστι, πῶς ἂν ἐναντία τὰ μὴ ὄντα, καὶ πῶς ἐν τοῖς οὖσιν, ἤγουν
τῷ ἑνὶ καὶ τοῖς ἄλλοις, ἃ δὴ καὶ οὐσίαι ὑπετέθησαν, ἄλλαι τινὲς οὖσαι
ἰσότητος καὶ μεγέθους καὶ σμικρότητος, ἐγγίνοιντο; Ἀλλ’ ἐπεὶ ἐν τῷ ἑνὶ
σμικρότης ἐγγίνεται καθ’ ὑπόθεσιν—ἢ γὰρ σμικρότης ἢ μέγεθος—εἰ
γοῦν σμικρότης ἐγγίνεται, ἢ ἐν ὅλῳ ἢ ἐν μέρει αὐτοῦ ἐνείη κατὰ 22.25
διαίρεσιν. Εἰ γοῦν ἐν μέρει, ἄτοπον· πῶς γὰρ σμικρὸν τὸ ἐκ μέρους τῆς
σμικρότητος μετέχον; Εἰ δ’ ἐν ὅλῳ καὶ παντὶ τῷ ἑνί, οὐχὶ περιέχουσα ἡ
σμικρότης τεταμένη ἂν εἴη ἐξ ἴσου ἐν τῷ παντί; καθὼς Ἀριστοτέλης ἐπὶ
τῆς περιφερείας ἔλεγε, τῆς τε συστελλομένης καὶ ἀνιεμένης, ὅτι κατὰ
πᾶν μόριον ἢ ἀνεθήσεται ἢ συσταλήσεται, καὶ οὐκ ἐκ μέρους. Ἆρα οὐκ 22.30
ἐξ ἴσου μένουσα τῷ ἑνὶ ἴση αὐτῷ εἴη, μήτε ἐλλείπουσα μήτε πλεονάζου-
σα, ἐν δὲ τῷ περιέχειν τὸ ὅλον καὶ μείζων καὶ πλεονάζουσα; Ἔστιν οὖν
εἶναι τὴν σμικρότητα ἴσην τῷ ᾧ δὴ καὶ ἔνεστι, ἢ μείζω ἐκείνου, καὶ
πράττειν τὰ μεγέθους ἐν τῷ περιέχειν καὶ τὰ ἰσότητος ἐν τῷ διόλου 23.1
διαμένειν, ἀλλ’ οὐχὶ τὰ ἑαυτῆς, ἅ ἐστι μόνης τῆς σμικρότητος;
Συνάγεται ἄρα ὅτι ἐν τῷ ὅλῳ οὐκ ἂν εἴη σμικρότης, ἵνα μὴ ταῦτα
πάθοι. Τί δή, ἆρα ἐν μέρει; Ἀλλὰ τὰ αὐτὰ γενήσονται καὶ ἐν τῷ μέρει,
ἃ δὴ καὶ ἐν τῷ ὅλῳ ἐγένοντο· καὶ μᾶλλον παραδοξότερον εἴη ὅτι ἐν 23.5
μέρει ἡ σμικρότης οὖσα μείζων μὲν ὡς περιέχουσα, ἴση δὲ ὡς
διαμένουσα διόλου, καὶ οὐ τὰ ἑαυτῆς ποιήσει, ἀλλὰ τὰ τοῦ μεγέθους
καὶ τῆς ἰσότητος. Ὥστε ἐπεὶ οὔτε ἐν ὅλῳ τῷ ἑνὶ οὔτε ἐν τῷ μέρει ἡ
σμικρότης ἐστίν, οὐδενὶ ἐνέσται ἄρα τῶν ὄντων, οὐδέ τι ἄλλο ἔσται
μικρόν, ἐπεὶ οὐκ ἐνέσται ἐκείνῳ ἡ σμικρότης, πλὴν αὐτῆς τῆς 23.10
σμικρότητος. Οὐδ’ ἄρα μέγεθος ἐνέσται ἐν τῷ ἑνί, καὶ πλὴν γὰρ αὐτοῦ
τοῦ ἑνός, ἐν ᾧ τὸ μέγεθος ἐνείη κατὰ τὴν ὑπόθεσιν, μεῖζόν τι ἄλλο εἴη.
Τὸ δὲ καὶ ταῦτα σμικροῦ αὐτῷ οὐκ ὄντος, καθὼς ἔδειξε· διότι ἐν τῷ ἑνὶ
σμικρότης οὐκ ἦν. Ὑπερέξει τοίνυν τὸ μέγα τῆς σμικρότητος μὴ οὔσης,
καὶ τὸ μὲν μέγα ἔσται, τὸ δὲ μικρὸν οὐκ ἔσται, ἐπεὶ σμικρότης οὐδαμοῦ 23.15
ἐστιν, ὅπερ ἀδύνατον. Ἀλλὰ μὴν πρός τι ἐστὶ τὸ μέγεθος, πρὸς τὴν
σμικρότητα πάντως, καὶ ἡ σμικρότης πρὸς τὸ μέγεθος. Διὰ τοῦτο καὶ
Ἀριστοτέλης ἔλεγεν ἐν τοῖς πρός τι ὅτι εἰ τοῦτό τις οἶδε μεῖζον, οἶδε
καὶ οὗτινος μεῖζον ὡρισμένως καὶ οὐχὶ τοῦ τυχόντος, ὑπόληψις γὰρ
τοῦτο, οὐκ ἐπιστήμη. Ἐπεὶ γοῦν τὰ ἄλλα οὔτε μέγεθος ἔχει οὔτε 23.20

129
σμικρότητα, οὔτε μείζω οὔτε ἐλάττω τοῦ ἑνὸς ἔσται· οὔτε αὐτῷ πρὸς
ἑαυτὸ οὔτε τὰ ἄλλα πρὸς ἄλληλα τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι
ἔχουσι δύναμιν, ὡς μὲν μέγεθος ἔχοντα, τὴν τοῦ ὑπερέχειν, ὡς δὲ
σμικρότητα, τὴν τοῦ ὑπερέχεσθαι· ἀλλ’ οὐδὲ τῷ ἑνὶ ἐν τοῖς ἄλλοις, οὐδὲ
τῶν ἄλλων μεῖζόν τι καὶ ἔλαττον εἴη πρὸς τὸ ἓν μὴ μέγεθος μηδὲ 23.25
σμικρότητα ἔχον. Ἄρα εἰ μήτε μεῖζον μήτε ἔλαττον τὸ ἓν τῶν ἄλλων,
ἀνάγκη τὸ ἓν τῶν ἄλλων μήτε ὑπερέχειν μήτε ὑπερέχεσθαι. Τὸ δὲ μήτε
ὑπερέχον μήτε ὑπερεχόμενον ἐξ ἴσου, τὸ δὲ ἐξ ἴσου ἴσον ἂν εἴη. Τὸ γοῦν
ἓν καὶ πρὸς ἑαυτὸ οὕτως ἂν ἔχοι, μήτε μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχον·
καὶ εἰ οὕτως, οὔτε ὑπερέχοι ὡς μέγεθος ἔχον ἑαυτοῦ, οὔτε ὑπερέχοιτο 23.30
ὡς σμικρότητα, ἀλλὰ ἐξ ἴσου ὂν ἴσον ἂν εἴη ἑαυτῷ. Τὸ ἓν ἄρα ἑαυτῷ τε
καὶ τοῖς ἄλλοις ἴσον ἂν εἴη.

Από εδώ και στο εξής πραγματεύεται σε μάκρος το ότι το εν είναι ίσο και πάλι άνισο και με τον εαυτό του
και με τα άλλα· και λέει ότι αν το εν ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο σε σχέση με τα άλλα κατά κάποια
σύγκριση, ούτε το εν, μέσω του ότι είναι εν, ούτε τα άλλα, μέσω του ότι είναι άλλα από εν, θα δεχθούν ούτε
το μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο. Αλλά πρέπει αυτά, και το εν και τα άλλα, να είναι το καθένα δεκτικό της
ισότητας για να είναι κάποιες ουσίες· αν είναι δεκτικά της ισότητας, είναι δεκτικά και του μεγέθους και της
μικρότητας. Αν λοιπόν το μεν είχε μέγεθος, τα δε είχαν μικρότητα, σε οποιαδήποτε ιδέα από αυτές, ή στο εν
ή στα άλλα, κι αν προστίθετο μέγεθος, θα ήταν μεγαλύτερη, ενώ σε αυτή που θα προστίθετο η μικρότητα, θα
ήταν μικρότερη. Αυτές οι ιδέες λοιπόν είναι κάτι, το μέγεθος και η μικρότητα, στις οποίες θα μετέχουν τα
λεγόμενα μεγαλύτερα ή μικρότερα. Διότι αν το μέγεθος και η μικρότητα “δεν είναι”, αλλά “δεν είναι”
πουθενά και με κανέναν τρόπο, πώς τα μη όντα θα ήταν αντίθετα, και πώς θα εμφανίζονταν μέσα στα όντα,
δηλαδή στο εν και στα άλλα, τα οποία πράγματι υποτέθηκαν και ως ουσίες, αν ήταν κάποιες άλλες από την
ισότητα και το μέγεθος και την μικρότητα; Αλλά επειδή μέσα στο εν εμφανίζεται η μικρότητα κατά την
υπόθεση – διότι ή η μικρότητα ή το μέγεθος εμφανίζεται – αν λοιπόν εμφανίζεται η μικρότητα, θα ενυπήρχε
ή σε ολόκληρο ή σε μέρος αυτού κατά την διαίρεση. Αν πράγματι ενυπήρχε σε μέρος, θα ήταν άτοπο: διότι
πώς είναι μικρό αυτό που μετέχει εν μέρει στην μικρότητα; Αν όμως ενυπήρχε σε ολόκληρο το εν πλήρως, η
μικρότητα, που το περιέχει, δεν θα εκτεινόταν εξίσου σε όλο; Όπως ο Αριστοτέλης μιλούσε για την
περιφέρεια, και την συστελλόμενη και την διεσταλμένη, ότι ή θα διασταλεί ή θα συσταλεί σε κάθε μέρος
και όχι εν μέρει260. Άραγε η μικρότητα, όταν μένει εξίσου εκτεταμένη στο εν, δεν μπορεί να είναι ίση με αυτό,

260
Βλ. Αριστοτέλη, Φυσικῆς Ἀκροάσεως Δ, 217b2-6: ὥσπερ γε οὐδ’ ἡ τοῦ μείζονος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης
ἐὰν γίγνηται ἐλάττονος κύκλου, <ἢ> ἡ αὐτὴ οὖσα ἢ ἄλλη, ἐν οὐθενὶ ἐγγέγονε τὸ κυρτὸν ὃ ἦν οὐ κυρτὸν ἀλλ’ εὐθύ
130
ούτε να υπολείπεται ούτε να πλεονάζει, αλλά όταν περιέχει το όλον να είναι και μεγαλύτερη και να
πλεονάζει; Είναι δυνατόν λοιπόν η μικρότητα να είναι ίση με αυτό, στο οποίο πράγματι και ενυπάρχει, ή
μεγαλύτερη από εκείνο, και να εκτελεί τα του μεγέθους μέσω του να περιέχει και τα της ισότητας μέσω του
να παραμένει παντού σε ολόκληρο, αλλά να μην εκτελεί τα του εαυτού της, τα οποία ανήκουν μόνο στην
μικρότητα; Συνάγεται άρα ότι η μικρότητα δεν μπορεί να είναι μέσα σε ολόκληρο το εν, για να μην πάθει
αυτά [τα παραπάνω]. Τί ισχύει λοιπόν; Άραγε είναι σε μέρος του ενός; Αλλά τα ίδια θα συμβούν και στο
μέρος, αυτά που συνέβησαν ακριβώς και στο ολόκληρο· και θα ήταν το πιο παράδοξο από όλα, διότι η
μικρότητα, καθώς είναι μεγαλύτερη μέσα στο μέρος ως περιέχουσα και ίση ως παραμένουσα παντού σε
ολόκληρο, δεν θα εκτελέσει τα του εαυτού της, αλλά τα του μεγέθους και της ισότητας. Επομένως, επειδή
η μικρότητα δεν είναι ούτε σε ολόκληρο το εν ούτε σε μέρος του261, δεν θα ενυπάρχει άρα σε κανένα από τα
όντα, ούτε κανένα άλλο θα είναι μικρό, επειδή η μικρότητα δεν θα ενυπάρχει σε εκείνο, εκτός από την ίδια
την μικρότητα. Άρα ούτε μέγεθος θα ενυπάρχει στο εν, διότι και πέρα από το ίδιο το εν, στο οποίο ενυπάρχει
το μέγεθος σύμφωνα με την υπόθεση, κάτι άλλο θα ήταν μεγαλύτερο262. Η φράση “και αυτά θα συμβούν όταν

(οὐ γὰρ τῷ διαλείπειν τὸ ἧττον ἢ τὸ μᾶλλον ἔστιν). Εδώ ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι κατά την μεταβολή της
κυρτότητας και περιφέρειας του μεγαλύτερου κύκλου σε κυρτότητα και περιφέρεια μικρότερου, σε κανένα
σημείο της μεταβολής το κυρτό δεν γίνεται ευθύ, αλλά παραμένει κυρτό, ούτε ως εκ τούτου το μικρότερο ή
μεγαλύτερο παύουν να είναι ό,τι είναι το καθένα· το παράδειγμα αυτό (όπως και τα αντίστοιχα της μεταβολής
του νερού σε αέρα ή το αντίστροφο, της μεταβολής του όγκου του αέρα από μεγάλο σε μικρό και αντίστροφα,
της μεταβολής από ψυχρό σε θερμό ή αντίστροφα, βλ. 217a27-b2), χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη για να
τεκμηριώσει την θέση: ἔστι δὲ καὶ σώματος ὕλη καὶ μεγάλου καὶ μικροῦ ἡ αὐτή (217a26-27, βλ. και 217b11). Ο
Παχυμέρης κομίζει το αριστοτελικό παράδειγμα για να επισημάνει ότι η διαστολή ή συστολή της περιφέρειας του
κύκλου θα συμβεί σε όλα τα μέρη του και όχι μόνο σε κάποια (αφού κατά την μεταβολή το κυρτό παραμένει
κυρτό παντού και δεν γίνεται ευθύ ούτε παντού ούτε σε κάποια μέρη)· ομοίως και ο Παρμενίδης συνάγει ότι η
μικρότητα που λαμβάνει χώρα σε ολόκληρο το εν, εφόσον το περιέχει, εκτείνεται εξίσου απ’ άκρη σ’ άκρη σε
αυτό.
261
Πρβλ. τον συλλογισμό αυτόν με τους συλλογισμούς του χωρίου 131b1-e7, όπου ο Παρμενίδης δείχνει ότι τα
αισθητά δεν μπορούν να μετέχουν ούτε σε ολόκληρη την ιδέα [δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα ολόκληρη σε
πολλά αισθητά πράγματα, αλλά καταμερίζεται στα επιμέρους αυτά, όπως το φως της ημέρας σε πολλούς τόπους
ταυτόχρονα ή το ιστίο πάνω σε πολλούς ανθρώπους (αναίρεση της ενικότητας της ιδέας: η ιδέα υπάρχει ολόκληρη
στο ένα πράγμα και ολόκληρη στο άλλο, ούτως ώστε να είναι η ίδια δύο ιδέες, πράγμα άτοπο)], ούτε όμως σε
μέρος της [π.χ. 1. παράλογο να μετέχει το μεγάλο σε μέρος της ιδέας του μεγέθους, γιατί μετέχει σε μέρος
μικρότερο από το ίδιο το μέγεθος, 2. αδύνατον το ίσο, που μετέχει στην ισότητα, να μετέχει σε μέρος μικρότερο
της ίδιας της ισότητας, 3. η ιδέα της μικρότητας θα είναι μεγαλύτερη από το μέρος, στο οποίο μετέχει ένα από τα
πολλά μικρά αισθητά πράγματα, ενώ κανονικά έπρεπε να είναι μικρή, αφού βέβαια είναι μικρότητα (αναίρεση
της αυτοκατηγόρησης των ιδεών: η ιδέα x πρέπει να είναι x και όχι κάτι άλλο, π.χ. η ιδέα του μεγέθους είναι
κανονικά μεγάλη, του μικρού μικρή και του ίσου ίση)].
262
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι παρατίθενται οι εξής δύο γραφές του πλατωνικού χωρίου 150b7-c1,
με βάση καθεμιά από τις οποίες εξάγεται εν μέρει διαφορετικό νόημα:
1) Οὐδ’ ἄρα μέγεθος ἐνέσται ἐν αὐτῷ· μεῖζον γὰρ ἄν τι εἴη ἄλλο καὶ πλὴν αὐτοῦ μεγέθους, ἐκείνου ἐν ᾧ τὸ μέγεθος
ἐνείη (παράθεση Παχυμέρη): αν πράγματι ενυπήρχε το μέγεθος στο εν, θα έπρεπε κάτι άλλο να είναι μεγαλύτερο
και πέρα από το μέγεθος, από εκείνο στο οποίο ενυπάρχει το μέγεθος, δηλαδή το εν· με άλλα λόγια: xμείζον > εν
131
η μικρότητα δεν είναι μέσα στο εν” συμφωνεί με όσα έδειξε· δηλαδή ότι δεν υπήρχε μικρότητα μέσα στο εν.
Επιπλέον, το μεγάλο θα υπερέχει από την μικρότητα, εφόσον αυτή δεν υπάρχει, και το μεν μεγάλο θα
υπάρχει, το δε μικρό δεν θα υπάρχει, επειδή η μικρότητα δεν υπάρχει πουθενά, πράγμα το οποίο είναι
αδύνατο. Αλλά όμως το μέγεθος είναι σε σχέση με κάτι (πρός τι)263, σε κάθε περίπτωση σε σχέση με την
μικρότητα και η μικρότητα είναι σε σχέση με το μέγεθος. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης έλεγε στο σημείο για
τα “πρός τι” [σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων] ότι αν κάποιος ξέρει ότι αυτό είναι μεγαλύτερο, ξέρει και από
ποιο πράγμα είναι μεγαλύτερο με ορισμένο τρόπο και όχι από όποιο τύχει, διότι αυτό είναι μια υποθετική
σύλληψη, όχι γνώση264. Επειδή σε κάθε περίπτωση τα άλλα ούτε μέγεθος έχουν ούτε μικρότητα, δεν θα
είναι ούτε μεγαλύτερα ούτε μικρότερα από το εν· ούτε αυτό σε σχέση με τον εαυτό του ούτε τα άλλα στην
μεταξύ τους σχέση έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται, καθώς στο μέτρο που έχουν μέγεθος,
μπορούν να υπερέχουν, ενώ στο μέτρο που έχουν μικρότητα, μπορούν να υπερέχονται 265. Αλλά ούτε το εν

≥ μέγεθος (δεν διευκρινίζεται αν το μέγεθος, ενυπάρχον στο εν, είναι μικρότερο ή ίσο με αυτό)· αν το μέγεθος
ενυπήρχε στο εν, θα χρειαζόταν να προστεθεί μία ακόμα ιδέα του μεγέθους (π.χ. η ιδέα x), η οποία θα ήταν
μεγαλύτερη από το μεγάλο, μέσα στο οποίο ενυπάρχει η πρωταρχική ιδέα του μέγεθους (π.χ. η ιδέα y). Αυτό θα
μπορούσε να ισχύει επ’ άπειρον: αν υποθέσουμε ότι η x ενυπήρχε με την σειρά της στο μεγάλο (στο εν) θα
χρειαζόταν η ιδέα ω να είναι μεγαλύτερη από αυτό, κ.ο.κ.· έτσι ο Παρμενίδης τονίζει το αδιέξοδο της υπόθεσης
“αν και το μέγεθος ενυπήρχε στο εν” (πέρα από την μικρότητα, την οποία αντέκρουσε παραπάνω).
Προσοχή όμως : δεν πρέπει να μπερδέψουμε την εξήγηση του Παχυμέρη “καὶ πλὴν γὰρ αὐτοῦ τοῦ ἑνός, ἐν ᾧ τὸ
μέγεθος ἐνείη κατὰ τὴν ὑπόθεσιν, μεῖζόν τι ἄλλο εἴη”: το “πλὴν γὰρ αὐτοῦ τοῦ ἑνός” δεν ταυτίζεται με το
πλατωνικό “πλὴν αὐτοῦ μεγέθους”, καθώς ο Παχυμέρης σαφώς διαχωρίζει το μέγεθος από εκείνο στο οποίο
ενυπάρχει το μέγεθος, το εν.
2) Οὐδ’ ἄρα μέγεθος ἐνέσται ἐν αὐτῷ· μεῖζον γὰρ ἄν τι εἴη ἄλλο καὶ πλὴν αὐτοῦ μεγέθους, ἐκεῖνο ἐν ᾧ τὸ μέγεθος
ἐνείη (κώδικες Pl. B, T): κάτι άλλο θα είναι μεγαλύτερο και πέρα από το μέγεθος, δηλαδή εκείνο στο οποίο
ενυπάρχει το μέγεθος· με άλλα λόγια: xμείζον > μέγεθος, όπου x = εν (εκείνο στο οποίο ενυπάρχει το μέγεθος). Η
γραφή “ἐκεῖνο” παρατίθεται και στο αντίγραφο του χειρογράφου του Παχυμέρη (στην ουσία αντίγραφο του
αντιγράφου Ambrosianus B 165 sup.) Parisinus gr. 1836, f. 233r.
263
Για την αριστοτελική κατηγορία πρός τι, βλ. υποσημ. 128, 290.
264
Βλ. Αριστοτέλη Κατηγορίαι, 81b9-15: (οὐκ ἀορίστως δὲ εἴσεται ὅτι τοῦτό ἐστι χείρονος κάλλιον· ὑπόληψις γὰρ τὸ
τοιοῦτο γίγνεται, οὐκ ἐπιστήμη· οὐ γὰρ ἔτι εἴσεται ἀκριβῶς ὅτι ἐστὶ χείρονος κάλλιον· εἰ γὰρ οὕτως ἔτυχεν, οὐδέν
ἐστι χεῖρον αὐτοῦ)· ὥστε φανερὸν ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν, ὃ ἂν εἰδῇ τις τῶν πρός τι ὡρισμένως, κἀκεῖνο πρὸς ὃ λέγεται
ὡρισμένως εἰδέναι.
265
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρέκβαση, για να επισημάνουμε τα προβλήματα ερμηνείας που ανακύπτουν στο
σημείο αυτό του συλλογισμού. Καταρχάς, σχετικά με το χωρίο 150c6-d2 έχουμε δύο ξεχωριστές γραφές:
1) Κώδικας Pl. T: Οὔτε ἄρα τὰ ἄλλα μείζω τοῦ ἑνὸς οὐδὲ ἐλάττω, μήτε μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχοντα, οὔτε αὐτὼ
τούτω πρὸς τὸ ἓν ἔχετον τὴν δύναμιν τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἀλλὰ πρὸς ἀλλήλω (“Άρα τα άλλα δεν είναι
ούτε μεγαλύτερα ούτε μικρότερα από το εν, εφόσον δεν έχουν ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα, ούτε αυτά τα δύο
[το μέγεθος και η μικρότητα] έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται σε σχέση με το εν, αλλά στην
μεταξύ τους σχέση”). Ο τύπος ἔχετον παρατίθεται και στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836, f. 233r.
2) Παράθεση Παχυμέρη: Οὔτε ἄρα τὰ ἄλλα μείζω τοῦ ἑνὸς οὐδὲ ἐλάττω, μήτε μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχοντα, οὔτε
αὐτὼ τούτω πρὸς τὸ ἓν ἐχέτω τὴν δύναμιν τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἄλλα πρὸς ἄλληλα (“Άρα τα άλλα δεν
132
θα έχει την δύναμη αυτή στα άλλα, ούτε κάποιο από τα άλλα μπορεί να είναι μεγαλύτερο και μικρότερο σε
σχέση με το εν, εφόσον δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα266. Άρα αν το εν δεν είναι μήτε μεγαλύτερο

είναι ούτε μεγαλύτερα ούτε μικρότερα από το εν, εφόσον δεν έχουν ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα, ούτε αυτά τα
δύο έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται σε σχέση με το εν, τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση”).
Σχετικά με την εξεταζόμενη παράθεση του Παχυμέρη, από την ανάγνωση του χωρίου και μόνο καταλαβαίνουμε
ότι προκύπτει πρόβλημα ερμηνείας, καθώς μάλιστα το ίδιο χωρίο ο Παχυμέρης το εξηγεί εδώ ως εξής : “οὔτε
αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ οὔτε τὰ ἄλλα πρὸς ἄλληλα τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἔχουσι δύναμιν, ὡς μὲν μέγεθος
ἔχοντα, τὴν τοῦ ὑπερέχειν, ὡς δὲ σμικρότητα, τὴν τοῦ ὑπερέχεσθαι” (ούτε αυτό [το εν] σε σχέση με τον εαυτό
του ούτε τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται, καθώς στο μέτρο
που έχουν μέγεθος, μπορούν να υπερέχουν, ενώ στο μέτρο που έχουν μικρότητα, μπορούν να υπερέχονται [23.21-
24]). Παρατηρούμε ότι η παραπάνω παράθεση του Παχυμέρη δεν έχει σαφή συντακτική σειρά, ενώ παράλληλα
η μεταφορά του συγκεκριμένου χωρίου στην εξήγησή του περιπλέκει ακόμη την ερμηνεία: αν διαβάσουμε
παράλληλα και το χωρίο και την εξήγηση καθώς και την συντακτική σειρά καθενός (Πλάτων: οὔτε αὐτὼ τούτω
πρὸς τὸ ἓν ἐχέτω τὴν δύναμιν τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἄλλα πρὸς ἄλληλα / Παχυμέρης: οὔτε αὐτῷ πρὸς
ἑαυτὸ οὔτε τὰ ἄλλα πρὸς ἄλληλα τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι ἔχουσι δύναμιν), συνάγουμε ότι ο Παχυμέρης
έχει εκλάβει το “αὐτὼ τούτω” όχι ως δυικό αριθμό αναφερόμενο στο προαναφερθέν ζεύγος μέγεθος-μικρότητα,
ούτε ως υποκείμενο της πρότασης [τεκμήριο αυτού είναι η μη χρήση δυικού αριθμού στο ρήμα της πρότασης
(ἐχέτω αντί ἔχετον) και η μεταφορά του ρήματος ως “ἔχουσι” στην εξήγηση, με υποκείμενο το “αὐτῷ” (αν και σε
δοτική) και τα “ἄλλα”], αλλά, όπως φαίνεται, ως “αὐτῷ τούτῳ”, δηλαδή αναφερόμενο στο εν σε σχέση με τον
εαυτό του, το οποίο μαζί με τα “ἄλλα πρὸς ἄλληλα” δεν έχουν τὴν τοῦ ὑπερέχειν καὶ ὑπερέχεσθαι δύναμιν. Συνεπώς,
κατά την ερμηνεία του Παχυμέρη, ούτε το εν σε σχέση με τον εαυτό του ούτε τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση
έχουν την δύναμη να υπερέχουν και να υπερέχονται, αφού δεν έχουν ούτε μέγεθος (ὑπερέχειν) ούτε μικρότητα
(ὑπερέχεσθαι). Αυτό το νόημα διαφέρει από εκείνο που συνάγεται από την παραπάνω παράθεση του χωρίου στον
κώδικα Pl. T: οι δύο ιδέες, το μέγεθος και η μικρότητα, δεν υπερέχουν ούτε υπερέχονται σε σχέση με το εν, αλλά
μόνο στην μεταξύ τους σχέση (ενν. αφού δεν ενυπάρχει ούτε η μία ούτε η άλλη στο εν). Το συγκεκριμένο νόημα
μπορεί να παραβληθεί με το χωρίο 133c8-134a1, όπου ο Παρμενίδης εξηγεί γιατί όσες ιδέες βρίσκονται πρὸς
ἀλλήλας (στην αμοιβαία τους σχέση) και έχουν την ουσία τους σε σχέση με τον εαυτό τους, δεν έρχονται σε σχέση
με τα πράγματα του αισθητού κόσμου, τις αντίστοιχες “ιδέες-έννοιες” που έχουμε εμείς, οι άνθρωποι, μέσα μας
(τὰ παρ’ ἡμῖν εἴτε ὁμοιώματα εἴτε ὅπῃ δή τις αὐτὰ τίθεται, ὧν ἡμεῖς μετέχοντες εἶναι ἕκαστα ἐπονομαζόμεθα), αλλά
οι τελευταίες έχουν αντίστοιχα την δική τους αυτοτελή σχέση μεταξύ τους· εδώ (στην παράθεση του Pl. T)
παρομοίως λέγεται ότι οι ιδέες του μεγέθους και της μικρότητας δεν έχουν σχέση με το εν, αλλά μεταξύ τους.
266
Και στο σημείο αυτό παρατηρείται μία διάσταση μεταξύ του πλατωνικού χωρίου και της ερμηνείας του
Παχυμέρη· ενώ το χωρίο παρατίθεται από τον ίδιο ως “οὔτε αὐτῷ ἐν τούτοιν οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζον ἂν οὐδὲ
ἔλαττον εἴη, μήτε μέγεθος μήτε σμικρότητα ἔχον” (150d2-4), ο Παχυμέρης το ερμηνεύει ως “ἀλλ’ οὐδὲ τῷ ἑνὶ ἐν
τοῖς ἄλλοις, οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζόν τι καὶ ἔλαττον εἴη πρὸς τὸ ἓν μὴ μέγεθος μηδὲ σμικρότητα ἔχον”. Οι διαφορές
είναι εμφανείς: 1) ο δυικός αριθμός ἐν τούτοιν μετατρέπεται σε ἐν τοῖς ἄλλοις, με συνέπεια να μετατοπίζεται το
νόημα από την σχέση του ενός με τις δύο ιδέες μεγέθους και μικρότητας (έτσι νοηματοδοτείται και από τον
κώδικα Pl. T: οὔτε αὖ τὸ ἓν τούτοιν) στην σχέση του ενός με τα άλλα· 2) το “οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζον ἂν οὐδὲ
ἔλαττον εἴη [ενν. τὸ ἓν]” ερμηνεύεται ως “οὐδὲ τῶν ἄλλων μεῖζόν τι καὶ ἔλαττον εἴη πρὸς τὸ ἓν”, με συνέπεια να
μετατοπίζεται το νόημα από την σχέση του ενός με τα άλλα στην σχέση των άλλων με το εν, ούτως ώστε η
συλλογιστική πορεία να μεταβαίνει από την σχέση του ενός με τα άλλα στην σχέση των άλλων με το εν. Συνεπώς,
μολονότι η πρώτη παραλλαγή πράγματι μετατοπίζει το νόημα σε άλλο επίπεδο, εντούτοις κρίνουμε ότι η δεύτερη
παραλλαγή εν τέλει είναι ήσσονος σημασίας, καθώς το γενικό νόημα παραμένει το ίδιο, δηλαδή ότι αφού το εν
δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα (καθώς και τα άλλα επίσης, όπως επισημάνθηκε παραπάνω), τόσο οι
133
μήτε μικρότερο από τα άλλα, είναι ανάγκη το εν μήτε να υπερέχει μήτε να υπερέχεται από τα άλλα. Αυτό
δε που ούτε υπερέχει ούτε υπερέχεται είναι εξίσου εκτεταμένο, ενώ το εξίσου εκτεταμένο θα είναι ίσο. Σε κάθε
περίπτωση, το εν θα είναι έτσι και σε σχέση με τον εαυτό του, εφόσον δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε
μικρότητα· και αν ισχύει αυτό, ούτε θα υπερέχει, στο μέτρο που έχει το μέγεθός του, ούτε θα υπερέχεται,
στο μέτρο που έχει μικρότητα, αλλά καθώς είναι εξίσου εκτεταμένο, θα είναι ίσο με τον εαυτό του. Άρα το
εν θα είναι ίσο και με τον εαυτό του και με τα άλλα.267

σχέσεις του ενός με τον εαυτό του και των άλλων μεταξύ τους όσο και οι σχέσεις του ενός με τα άλλα και των
άλλων με το εν δεν καθορίζονται από τις ιδέες του μεγέθους και της μικρότητας.

267
149d8-150e5: ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ (+ ΕΞΗΓΗΣΗ ΠΑΧΥΜΕΡΗ) :

ΑΝ: Εν > άλλα / εν < άλλα → εν ως εν → ούτε μεγαλύτερα


άλλα > εν / άλλα < εν άλλα ως “άλλα από εν” ούτε μικρότερα μεταξύ τους
Αλλά: εν = άλλα → ισότητα
(Παχυμέρης: εν και άλλα → δεκτικά της ισότητας για να είναι ουσίες, ενώ αν είναι δεκτικά της ισότητας, είναι
δεκτικά και του μεγέθους και της μικρότητας)
Αν i) άλλα: μέγεθος, εν: μικρότητα / ii) άλλα: μικρότητα, εν: μέγεθος
→ σε οποιαδήποτε ιδέα κι αν προστίθετο μέγεθος : μεγαλύτερη / αν προστίθετο μικρότητα : μικρότερη
Οι ιδέες μικρότητα – μέγεθος εμφανίζονται μέσα στα όντα.
(Παχυμέρης: τα όντα μετεχόμενα σε αυτές είναι αντιστοίχως μικρότερα ή μεγαλύτερα)
Αν η μικρότητα εμφανίζεται μέσα στο εν : σε ολόκληρο ή σε μέρος του;
1. Σε ολόκληρο το εν: θα εκτεινόταν εξίσου απ’ άκρη σ’ άκρη στο εν αυτή που το περιέχει
μικρότητα εξίσου εκτεταμένη στο εν → θα ήταν ίση με το εν
μικρότητα που περιέχει το εν → θα ήταν μεγαλύτερη από το εν
Όμως: Αδύνατον η μικρότητα ίση / μεγαλύτερη από κάτι και να εκτελεί τα του μεγέθους (Παχ. μέσω του
περιέχειν) και τα της ισότητας (Παχ. μέσω του να παραμένει παντού σε ολόκληρο), αλλά να μην εκτελεί τα του
εαυτού της (που ανήκουν μόνο στην μικρότητα)
Άρα: η μικρότητα δεν μπορεί να είναι μέσα σε ολόκληρο το εν.
2. Σε μέρος του ενός: ούτε σε αυτό, διότι ισχύουν τα ίδια ακριβώς με το ολόκληρο:
θα είναι ίση ή μεγαλύτερη από το μέρος στο οποίο πάντοτε ενυπάρχει (το πλέον παράδοξο)
(Παχ,: 1) η μικρότητα, και στο μέρος ως μεγαλύτερη-περιέχουσα και ως ίση-παραμένουσα παντού σε ολόκληρο,
δεν θα εκτελέσει τα του εαυτού της, αλλά τα του μεγέθους και της ισότητας, 2) Αν πράγματι ενυπήρχε σε μέρος, θα
ήταν άτοπο: διότι πώς είναι μικρό αυτό που μετέχει εν μέρει στην μικρότητα;)
Άρα: η μικρότητα ποτέ δεν θα ενυπάρχει σε κανένα ον, αν δεν εμφανίζεται μήτε σε μέρος μήτε στο
ολόκληρο· κανένα δεν θα είναι μικρό εκτός από την ίδια την μικρότητα.
(Μόνο η μικρότητα ως ιδέα υπάρχει)
Άρα η μικρότητα δεν ενυπάρχει στο εν.
Άρα ούτε μέγεθος θα ενυπάρχει στο εν.
→ κάτι άλλο θα ήταν μεγαλύτερο πέρα από το ίδιο το μέγεθος και από εκείνο επίσης στο οποίο θα ενυπάρχει το
μέγεθος (το εν), και αυτά θα συμβούν όταν το μικρό δεν είναι μέσα στο εν.
- Μολονότι δεν θα υπάρχει το μικρό στο εν, θα υπάρχει το μεγάλο (που υπερέχει από το μικρό)
→ αδύνατον, γιατί δεν ενυπάρχει πουθενά η μικρότητα.
Μέγεθος → μεγαλύτερο μόνο από την μικρότητα
Μικρότητα → μικρότερη μόνο από το μέγεθος
134
150e5-151c2: Καὶ μὴν αὐτό τε268 ἐν ἑαυτῷ (5)
ὂν καὶ περὶ ἑαυτὸ ἂν εἴη ἔξωθεν, καὶ περιέχον μὲν μεῖζον
(151a) ἂν ἑαυτοῦ εἴη, περιεχόμενον δὲ ἔλαττον, καὶ οὕτω μεῖζον ἂν
καὶ ἔλαττον εἴη αὐτὸ ἑαυτοῦ τὸ ἕν. — Εἴη γὰρ ἄν. — Οὐκοῦν
καὶ τόδε ἀνάγκη, μηδὲν εἶναι ἐκτὸς τοῦ ἑνός τε καὶ τῶν
ἄλλων; — Πῶς γὰρ οὔ; — Ἀλλὰ μὴν καὶ εἶναί που δεῖ τό γε
ὂν αἰεί. — Ναί. — Οὐκοῦν τό γε ἓν τῷ ἑνὶ 269 ἐν μείζονι ἔσται (5)
ἔλαττον ὄν; Οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἕτερον ἐν ἑτέρῳ εἴη. — Οὐ (6)
γάρ. — Ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν ἕτερόν ἐστι χωρὶς τῶν ἄλλων καὶ
τοῦ ἑνός, δεῖ δὲ αὐτὰ ἔν τῷ270 εἶναι, οὐκ ἀνάγκη ἤδη ἐν ἀλλή-

[Παχ.: το μέγεθος είναι σε σχέση με κάτι (πρός τι), με την μικρότητα, και η μικρότητα σε σχέση με το μέγεθος.
Παραπέμπει στην κατηγορία “πρός τι” του Αριστοτέλη]
- Άρα: α) τα άλλα δεν είναι ούτε μεγαλύτερα ούτε μικρότερα από το εν, εφόσον δεν έχουν ούτε μέγεθος ούτε
μικρότητα.
β) ούτε το εν σε σχέση με τον εαυτό του ούτε τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση έχουν την δύναμη να υπερέχουν
και να υπερέχονται (μέγεθος → υπερέχειν, μικρότητα → υπερέχεσθαι).
γ) ούτε το εν είναι μεγαλύτερο/μικρότερο από τα άλλα, ούτε κάποιο από τα άλλα μπορεί να είναι
μεγαλύτερο/μικρότερο από το εν, εφόσον δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα.
- Αν το εν δεν είναι μήτε μεγαλύτερο μήτε μικρότερο από τα άλλα, αναγκαστικά ούτε υπερέχει ούτε υπερέχεται
από τα άλλα.
- Αυτό που ούτε υπερέχει ούτε υπερέχεται αναγκαστικά είναι εξίσου εκτεταμένο, ενώ αν είναι εξίσου εκτεταμένο
είναι ίσο.
- Το ίδιο θα ισχύει και στο εν σε σχέση με τον εαυτό του: αφού δεν έχει ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα μέσα στον
εαυτό του, δεν μπορεί ούτε να υπερέχεται (ως μικρό) ούτε να υπερέχει (ως μεγάλο) από τον εαυτό του, αλλά
εφόσον είναι εξίσου εκτεταμένο, θα είναι ίσο με τον εαυτό του.
- ΑΡΑ το εν θα είναι ίσο και με τον εαυτό του και με τα άλλα.
268
Pl. B τε. Pl. T γε.
269
Pl. W ἓν τῷ ἑνὶ (το ἑνὶ ως προσθήκη στα περιθώρια). Pl. B ἔν τῳ ὂν. Η παράθεση του Παχυμέρη (“το εν μέσα στο
εν”) ουσιαστικά συνεχίζει τον συλλογισμό του χωρίου 150e5-151a2, όπου αποδεικνύεται ότι το εν είναι
μεγαλύτερο/μικρότερο από τον εαυτό του, μολονότι βέβαια από το 151a2 και μετά ο συλλογισμός στρέφεται στην
σχέση “μεγαλύτερου-μικρότερου” μεταξύ ενός και άλλων. Έτσι φαίνεται περισσότερο βάσιμη η παράθεση από
τον κώδικα Pl. B, όπου γίνεται λόγος γενικά για “αυτό που είναι μέσα σε κάτι” (τὸ ἔν τῳ ὂν), από την οποία θέση
θα περάσουμε μετά στο ότι το εν είναι μέσα στα άλλα και τα άλλα στο εν, και κατ’ επέκταση στο ότι το εν είναι
μικρότερο από τα άλλα και τα άλλα μικρότερα από το εν. Ωστόσο, και η παράθεση του Παχυμέρη φαίνεται επίσης
βάσιμη, υπό την εξής άλλη σκοπιά: η θέση ότι το εν είναι μέσα στο εν έρχεται ως επεξήγηση στην προηγούμενη
θέση ότι το ον (και εν προκειμένω το εν ως ον) πρέπει να είναι κάπου (151a4-5, βλ. και εξήγηση 24.23-24:
“πέφυκε δὲ καὶ ποῦ εἶναι ὡς ὂν τὸ ἕν, οὐκοῦν τὸ ἓν ἐν ἑαυτῷ ἔσται, ἐν τῷ μείζονι ἔλαττον ὄν· οὕτω γάρ ἐστι τὸ ἔν
τινι.”).
270
Στο χειρόγραφο πάνω από το τῷ είναι γραμμένη η λέξη τινὶ (βλ. Parisinus gr. 1810, f. 218r). Συνεπώς, το τῷ εδώ
εκλαμβάνεται ως αόριστη αντωνυμία (που κανονικά θα ήταν τῳ) και όχι ως ερωτηματική (να σημειωθεί ότι η
γραφή ἔν τῳ υπάρχει στους κώδικες Pl. B, T). Βέβαια, η χρήση του τῷ επαναλαμβάνεται και στην εξήγηση
παρακάτω, βλ. 24.27.
135
λοις εἶναι, τά τε ἄλλα ἐν τῷ ἑνὶ καὶ τὸ ἓν ἐν τοῖς ἄλλοις,
(b) ἢ μηδαμοῦ εἶναι; — Φαίνεται. — Ὅτι μὲν ἄρα τὸ ἓν ἐν τοῖς
ἄλλοις ἔνεστι, μείζω ἂν εἴη τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, περιέχοντα
αὐτό, τὸ δὲ ἓν ἔλαττον τῶν ἄλλων, περιεχόμενον· ὅτι δὲ τὰ
ἄλλα ἐν τῷ ἑνί, τὸ ἓν τῶν ἄλλων κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον
μεῖζον ἂν εἴη, τὰ δὲ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἐλάττω. — Ἔοικε. — Τὸ (5)
ἓν ἄρα ἴσον τε καὶ μεῖζον καὶ ἔλαττόν ἐστιν αὐτό τε αὑτοῦ
καὶ τῶν ἄλλων. — Φαίνεται. — Καὶ μὴν εἴπερ μεῖζον καὶ ἔλατ-
τον καὶ ἴσον, ἴσων ἂν εἴη μέτρων καὶ πλειόνων καὶ ἐλαττόνων
(c) αὑτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις, ἐπειδὴ δὲ μέτρων, καὶ μερῶν. — Πῶς
δ’ οὔ;

Εντούτοις, εφόσον και αυτό είναι μέσα στον εαυτό του, θα περιβάλλει επίσης τον εαυτό του από έξω, και
αφού περιέχει μεν, θα είναι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, αφού περιέχεται δε, μικρότερο, και έτσι το ίδιο
το εν μπορεί να είναι μεγαλύτερο και μικρότερο από τον εαυτό του. - Μπορεί πράγματι να είναι. - Τότε και
αυτό θα είναι αναγκαίο, τίποτα να μην “είναι” εκτός και από το εν και από τα άλλα; - Πράγματι, πώς δεν
θα ήταν; - Αλλά όμως αυτό, που τουλάχιστον “είναι” πάντοτε, πρέπει να είναι κάπου. - Ναι. - Το ίδιο το εν,
λοιπόν, δεν θα είναι στο εν με το να είναι μικρότερο μέσα σε μεγαλύτερο; Διότι κάποιο άλλο πράγμα δεν
μπορεί να είναι μέσα σε άλλο με διαφορετικό τρόπο. - Όχι, πράγματι. - Και επειδή τίποτε άλλο δεν “είναι”
εκτός από τα άλλα και το εν, και πρέπει αυτά να είναι μέσα σε κάποιο πράγμα, δεν είναι ανάγκη να είναι
ήδη το ένα μέσα στο άλλο, και τα άλλα μέσα στο εν και το εν μέσα στα άλλα, ή διαφορετικά να μην είναι
πουθενά; - Είναι φανερό. - Άρα επειδή μεν το εν ενυπάρχει στα άλλα, τα άλλα θα είναι μεγαλύτερα από το
εν, εφόσον περιέχουν αυτό, ενώ το εν θα είναι μικρότερο από τα άλλα, εφόσον περιέχεται· και επειδή τα
άλλα ενυπάρχουν στο εν, κατά τον ίδιο συλλογισμό το εν θα είναι μεγαλύτερο από τα άλλα, ενώ τα άλλα
μικρότερα από το εν. - Έτσι φαίνεται. - Άρα το εν είναι και ίσο και μεγαλύτερο και μικρότερο το ίδιο και
από τον εαυτό του και από τα άλλα. - Είναι φανερό. - Εξάλλου, αν όντως είναι μεγαλύτερο και μικρότερο
και ίσο, θα έχει ίσα μέτρα και περισσότερα και λιγότερα από τον εαυτό του και από τα άλλα, και επειδή
έχει μέτρα θα έχει και μέρη. - Και πώς όχι;

Ἔτι περὶ τῆς ἰσότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνισότητος αὐτοῦ διαλέγεται. 24.16
Καὶ ὅτι μὲν ἴσον μόνον ἀπέδειξεν, ὅτι δὲ καὶ ἄνισον συνάμα καὶ ἴσον
δείκνυσι νῦν· ἔστι δὲ τὸ ἐπιχείρημα ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις,
καθὼς πρότερον ἐδείκνυεν, ὅτι αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ ὂν καὶ περὶ ἑαυτὸ ἂν εἴη

136
ἔξωθεν, καὶ περιέχον μὲν μεῖζον ἑαυτοῦ, περιεχόμενον δὲ τὸ αὐτὸ καὶ 24.20
ἔλαττον, καὶ οὕτω μεῖζον καὶ ἔλαττον τὸ αὐτὸ ἕν. Ἐπεὶ δὲ οὐδέν ἐστιν
ἐκτὸς τοῦ ἑνὸς καὶ τῶν ἄλλων (τί γὰρ ἂν εἴη ἄλλο μήτε ἓν μήτε ἄλλο τοῦ
ἑνὸς ὄν;), πέφυκε δὲ καὶ ποῦ εἶναι ὡς ὂν τὸ ἕν, οὐκοῦν τὸ ἓν ἐν ἑαυτῷ
ἔσται, ἐν τῷ μείζονι ἔλαττον ὄν· οὕτω γάρ ἐστι τὸ ἔν τινι. Σημείωσαι δὲ
πῶς κερδαίνει ἐντεῦθεν ὁ Ἀριστοτέλης τὰ περὶ τοῦ τόπου, ὅτι πέρας 24.25
τοῦ περιέχοντος, οὗ τὸ ἄκρον ἐστὶν ὁ τόπος τοῦ περιεχομένου. Ἐπεὶ
γοῦν ἐν τῷ δεῖ αὐτὰ εἶναι, οὐδὲν δὲ ἔξω τοῦ ἑνὸς καὶ τῶν ἄλλων, οὐκ
ἀνάγκη ἐν ἀλλήλοις εἶναι ταῦτα ἢ οὐδαμοῦ; Ἀλλὰ μὴν οὐδαμοῦ οὐ
πέφυκε τὸ ὄν· ἔστιν ἄρα τὸ ἓν ἐν τοῖς ἄλλοις, καὶ κατὰ τοῦτο μείζω τὰ
ἄλλα τοῦ ἑνὸς ὡς περιέχοντα αὐτό, τὸ δὲ ἓν ἔλαττον ὡς περιεχόμενον· 24.30
ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ἐν τῷ ἑνί, καὶ τὸ ἓν ἄρα κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, ὡς
περιέχον, μεῖζον, τὰ δὲ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἐλάττω, ὡς περιεχόμενα. Τὸ ἓν 25.1
ἄρα ἴσον τε, καθὼς ἀπεδείκνυτο πρότερον, καὶ μεῖζον καὶ ἔλαττόν ἐστι
καὶ αὐτὸ ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἄλλων. Ἀλλὰ εἴπερ μεῖζον καὶ ἔλαττον καὶ
ἴσον, εἴη ἂν τὸ αὐτὸ καὶ ἴσων μέτρων ἑαυτῷ ἢ τοῖς ἄλλοις, ὡς ἴσον, καὶ
πλειόνων, ὡς μεῖζον, καὶ ἐλαττόνων, ὡς ἔλαττον· ἐπειδὴ δὲ μέτρων 25.5
τόσων, ἤγουν καὶ ἴσων καὶ πλειόνων καὶ ἐλαττόνων, καὶ μερῶν ἂν εἴη
τὸ αὐτὸ κατὰ τὸ αὐτὸ τοσούτων. Καὶ ἐκ τῶν μέτρων ἄρα κατασκευάζει
τὰ μέρη, ὅτι καὶ ἴσα τῷ ὅλῳ καὶ πλείονα καὶ ἐλάττονα.

Ακόμη συζητάει για την ισότητα και την ανισότητα αυτού [του ενός]. Και απέδειξε ότι είναι μόνο ίσο, ενώ
τώρα δείχνει ότι είναι συνάμα και άνισο και ίσο. Και εκκινεί το επιχείρημα από το “μέσα στο ίδιο” και
“μέσα στα άλλα”, όπως έδειχνε προηγουμένως271, ότι εφόσον αυτό είναι μέσα στον εαυτό του, θα περιβάλλει
επίσης τον εαυτό του από έξω, και αφού περιέχει μεν, θα είναι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, αφού περιέχεται
δε, το ίδιο θα είναι και μικρότερο, και έτσι το ίδιο το εν είναι μεγαλύτερο και μικρότερο. Επειδή όμως τίποτα
δεν “είναι” εκτός από το εν και από τα άλλα (διότι ποιο άλλο πράγμα μπορεί να “είναι”, που να μην είναι
ούτε εν ούτε άλλο από το εν;), και το εν από την φύση του είναι κάπου, αφού “είναι”, το εν λοιπόν θα είναι
μέσα στον εαυτό του, με το να είναι μικρότερο μέσα στο μεγαλύτερο· διότι έτσι νοείται το “μέσα σε κάτι”.
Σημείωσε επίσης πώς επιβεβαιώνει ο Αριστοτέλης σε αυτό το σημείο αυτό που υποστηρίζει για τον τόπο272,

271
Βλ. 145b6-c7, c7-e6.
272
Από το σχόλιο αυτό του Παχυμέρη διαπιστώνουμε ότι ο Βυζαντινός στοχαστής θεωρεί πως ο νεαρός Αριστοτέλης
ως συνομιλητής του Παρμενίδη στον εν λόγω πλατωνικό διάλογο είναι ο ίδιος ο Σταγειρίτης φιλόσοφος.
137
ότι είναι πέρας-όριο αυτού που περιέχει, του οποίου το άκρο είναι ο τόπος αυτού που περιέχεται273. Επειδή
πάντως πρέπει αυτά να είναι μέσα σε κάτι και τίποτα δεν “είναι” εκτός από το εν και τα άλλα, δεν είναι
ανάγκη να είναι αυτά το ένα μέσα στο άλλο, ή διαφορετικά να μην είναι πουθενά; Αλλά πράγματι η φύση
του όντος δεν είναι να μην είναι πουθενά. Άρα το εν είναι μέσα στα άλλα, και σύμφωνα με αυτό τα άλλα
είναι μεγαλύτερα από το εν, εφόσον περιέχουν αυτό, ενώ το εν είναι μικρότερο, εφόσον περιέχεται· αλλά και
τα άλλα είναι μέσα στο εν, και το εν άρα κατά τον ίδιο συλλογισμό, εφόσον περιέχει, είναι μεγαλύτερο, ενώ
τα άλλα είναι μικρότερα από το εν, εφόσον περιέχονται. Άρα το εν είναι και ίσο, όπως αποδεικνυόταν
προηγουμένως274, και μεγαλύτερο και μικρότερο το ίδιο και από τον εαυτό του και από τα άλλα. Αλλά αν
όντως είναι μεγαλύτερο και μικρότερο και ίσο, το ίδιο θα έχει ίσα μέτρα με τον εαυτό του ή με τα άλλα, ως
ίσο, και περισσότερα, ως μεγαλύτερο, και λιγότερα, ως μικρότερο· και επειδή έχει τόσα μέτρα, δηλαδή και
ίσα και περισσότερα και λιγότερα, το ίδιο θα έχει και τόσα μέρη κατά το πλήθος με τον ίδιο τρόπο. Και από
τα μέτρα άρα φτιάχνει τα μέρη, ότι είναι και ίσα με το όλο και περισσότερα και λιγότερα275.

151c2-e2: Ἴσων μὲν ἄρα μέτρων ὂν καὶ πλειόνων καὶ ἐλατ-


τόνων, καὶ ἀριθμῷ ἔλαττον ἂν καὶ πλέον εἴη αὐτό τε αὐτοῦ
καὶ τῶν ἄλλων καὶ ἴσον αὑτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις κατὰ
ταῦτα276. — Πῶς; — Ὧνπερ μεῖζόν ἐστι, πλειόνων που καὶ (5)
μέτρων ἂν εἴη αὐτῶν, ὅσων δὲ μέτρων, καὶ μερῶν· καὶ ὧν
ἔλαττον, ὡσαύτως· καὶ οἷς ἴσον, κατὰ ταῦτα277. — Οὕτως. —
Οὐκοῦν ἑαυτοῦ μεῖζον καὶ ἔλαττον ὂν καὶ ἴσον ἴσων ἂν εἴη
(d) μέτρων καὶ πλειόνων καὶ ἐλαττόνων αὑτῷ, ἐπειδὴ δὲ μέτρων,
καὶ μερῶν; — Πῶς δ’ οὔ; — Ἴσων μὲν ἄρα μερῶν ὂν αὑτῷ
ἴσον ἂν τὸ πλῆθος αὑτῷ εἴη, πλειόνων δὲ πλέον, ἐλαττόνων

273
Βλ. Αριστοτέλη, Φυσικῆς Ἀκροάσεως Δ 4, 212a5-7: ἀνάγκη τὸν τόπον εἶναι (…) τὸ πέρας τοῦ περιέχοντος σώματος
<καθ’ ὃ συνάπτει τῷ περιεχομένῳ>. λέγω δὲ τὸ περιεχόμενον σῶμα τὸ κινητὸν κατὰ φοράν· και 212a20-21: ὥστε
τὸ τοῦ περιέχοντος πέρας ἀκίνητον πρῶτον, τοῦτ’ ἔστιν ὁ τόπος. (βλ. επίσης Περὶ οὐρανοῦ Δ, 310b7-9). Και ο ίδιος
ο Παχυμέρης εξηγεί το σημείο αυτό στην Φιλοσοφία : (…) τὸ πέρας τοῦ περιέχοντος μόνον τόπον λέγει· ἐν τῷ
αὐτῷ γάρ φησι τὰ ἔσχατα τοῦ περιέχοντος καὶ τοῦ περιεχομένου. (βλ. L. G. Westerink (Introduction), Παχυμέρους
Ὑπόμνημα, σ. XVI, σημείο 6).
274
Βλ. 149d8-150e5.
275
Πρβλ. 140c8-9 (πρώτη υπόθεση): Ἀλλὰ μὴν πλειόνων γε μέτρων ὂν ἢ ἐλαττόνων, ὅσωνπερ μέτρων, τοσούτων καὶ
μερῶν ἂν εἴη.
276
Pl. B κατὰ ταῦτα. Pl. T κατὰ ταὐτά.
277
Pl. B κατὰ ταῦτα. Pl. T κατὰ ταὐτά.
138
δὲ ἔλαττον τὸν ἀριθμὸν αὐτοῦ. — Φαίνεται. — Οὐκοῦν καὶ
πρὸς τἆλλα ὡσαύτως ἕξει τὸ ἕν; Ὅτι μὲν μεῖζον αὐτῶν (5)
φαίνεται, ἀνάγκη πλέον εἶναι καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν· ὅτι
δὲ σμικρότερον, ἔλαττον· ὅτι δὲ ἴσον μεγέθει, ἴσον καὶ τὸ
πλῆθος εἶναι τοῖς ἄλλοις; — Ἀνάγκη. — Οὕτως δὴ αὖ, ὡς
(e) ἔοικε, τὸ ἓν καὶ ἴσον καὶ πλέον καὶ ἔλαττον τὸν ἀριθμὸν
αὐτό τε αὑτοῦ ἔσται καὶ τῶν ἄλλων. — Ἔσται.

Άρα, αφού μεν έχει ίσα μέτρα και περισσότερα και λιγότερα, αυτό θα είναι και λιγότερο στον αριθμό και
περισσότερο από το ίδιο [τον εαυτό του]278 και από τα άλλα και ίσο με τον εαυτό του και με τα άλλα για
τους ίδιους λόγους. - Πώς; - Από όσα ακριβώς είναι μεγαλύτερο, νομίζω, θα έχει και περισσότερα μέτρα
από αυτά, όσα δε μέτρα, τόσα και μέρη· με όμοιο τρόπο και από όσα είναι μικρότερα· και με όσα είναι ίσο,
για τους ίδιους λόγους. - Έτσι. - Αφού λοιπόν είναι μεγαλύτερο και μικρότερο και ίσο με τον εαυτό του, θα
έχει και ίσα και περισσότερα και λιγότερα μέτρα από τον εαυτό του, και επειδή έχει μέτρα, θα έχει και μέρη;
- Και πώς όχι; - Εφόσον άρα έχει ίσα μέρη με τον εαυτό του, θα είναι ίσο με τον εαυτό του στο πλήθος,
όπως επίσης εφόσον έχει περισσότερα μέρη θα είναι περισσότερο και εφόσον έχει λιγότερα θα είναι
λιγότερο στον αριθμό από το ίδιο [τον εαυτό του]. - Είναι φανερό. - Το εν λοιπόν θα είναι έτσι και σε σχέση
με τα άλλα; Επειδή φαίνεται να είναι μεγαλύτερο από τα άλλα, είναι ανάγκη να είναι περισσότερο και στον
αριθμό από αυτά· και επειδή φαίνεται μικρότερο από αυτά, κατ’ ανάγκην και λιγότερο· και επειδή φαίνεται
ίσο στο μέγεθος, κατ’ ανάγκην είναι ίσο με τα άλλα και στο πλήθος; - Κατ’ ανάγκην. - Έτσι ακριβώς ξανά,
όπως φαίνεται, το ίδιο το εν θα είναι και ίσο και περισσότερο και λιγότερο στον αριθμό και από τον εαυτό
του και από τα άλλα. - Θα είναι.

Ὅρα κἀνταῦθα πῶς ἀπὸ τούτων θηρᾶται ὁ Ἀριστοτέλης, πῶς ἂν 25.23


ἐπὶ τῆς γενέσεως τό τε ἀτελὲς καὶ τὸ ἐντελὲς εἴποιμι· φησὶ γάρ, τὸ ἔχον
πλείονα ἀριθμὸν τελειότερον, καὶ διὰ τοῦτο εὕρηται ἐκείνῳ ἐντεῦθεν 25.25
καὶ ἐπὶ τῆς γενέσεως ὡς ἐπὶ τῶν ἄλλων κινήσεων συμβολή τε καὶ
σύγκρισις. Νῦν δέ φησιν ὅτι τὸ ὃν ἴσων μέτρων ἢ πλειόνων ἢ ἐλαττόνων
καὶ ἀριθμῷ ἔλαττον ἂν καὶ πλέον ἂν εἴη αὐτό τε ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἄλλων
διὰ τὰ ἐλάττονα καὶ αὖθις τὰ πλείονα μέτρα, καὶ ἴσον αὑτῷ τε καὶ τοῖς
ἄλλοις διὰ τὰ ἴσα μέτρα· ἐρωτώμενος δὲ τὸ Πῶς; διασαφεῖ τὸν λόγον 25.30
καὶ ποιεῖται τὴν σύγκρισιν, οὐκ ἐπ’ αὐτοῦ δὴ πρὸς αὐτὸ τοῦ ἑνός, ἀλλ’

278
Βλ. και εξήγηση παρακάτω 25.28.
139
ἀπ’ αὐτοῦ πρὸς ἄλλο, ἢ μᾶλλον περὶ πάντων καθολικώτερον, ὅτι εἴ τι
μεῖζόν ἐστι τῶν ἄλλων, πλειόνων γε καὶ μέτρων πρὸς ἐκεῖνα ἂν εἴη· 26.1
ὅσων δὲ μέτρων, τόσων καὶ μερῶν. Καὶ ἐπὶ τοῦ ἐλάττονος ὡσαύτως·
ἐλαττόνων γὰρ μέτρων ἐσεῖται πρὸς τὸ πρὸς αὐτὸ συγκρινόμενον. Καὶ
ἐπὶ ἴσου τὸ αὐτό· ἴσων γὰρ μέτρων, εἰ δὲ μέτρων, καὶ μερῶν. Ἴσων ἄρα
μερῶν ὂν ἑαυτῷ ἴσον ἂν τὸ πλῆθος αὑτῷ εἴη, πλειόνων δὲ πλέον, 26.5
ἐλαττόνων δὲ ἔλαττον. Τὰ αὐτὰ ἕξει καὶ πρὸς τὰ ἄλλα τὸ ἕν, καὶ μᾶλλον
ἀριδηλότερον ὡς ἄλλα ὄντα πρὸς αὐτό· ἔσται οὖν ἄρα καὶ ἴσον καὶ
μεῖζον καὶ ἔλαττον καὶ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα τὸ ἕν.

Δες και εδώ πώς από αυτούς τους συλλογισμούς ο Αριστοτέλης επιδιώκει να βρει «πώς μπορώ να μιλήσω
για το ατελές και το τέλειο όσον αφορά την γένεση;»279· πράγματι λέει ότι αυτό που έχει μεγαλύτερο αριθμό
είναι πιο τέλειο, και γι’ αυτό από εδώ εκείνος βρήκε και την συμπλοκή και την ανάμειξη αναφορικά με την
γένεση όπως και με τις άλλες κινήσεις. Τώρα λέει [ο Παρμενίδης] ότι αυτό που έχει ίσα μέτρα ή περισσότερα
ή λιγότερα, το ίδιο θα είναι και λιγότερο στον αριθμό και περισσότερο από τον εαυτό του και από τα άλλα,
λόγω των λιγότερων και ξανά των περισσότερων μέτρων, και ίσο με τον εαυτό του και με τα άλλα, λόγω των
ίσων μέτρων· και όταν δέχεται την ερώτηση “Πώς;”, διασαφηνίζει τον συλλογισμό και κάνει την σύγκριση,
όχι βέβαια όσον αφορά την σχέση του ίδιου του ενός με το ίδιο [τον εαυτό του], αλλά εκκινώντας από αυτό
προς κάτι άλλο, ή καλύτερα σχετικά με τα πάντα στο σύνολό τους, διότι αν κάτι είναι μεγαλύτερο από τα
άλλα, θα έχει τουλάχιστον και περισσότερα μέτρα σε σχέση με εκείνα· όσα δε μέτρα, τόσα και μέρη. Και
στην περίπτωση του λιγότερου θα συμβεί το ίδιο: διότι θα έχει λιγότερα μέτρα σε σχέση με εκείνο που
συγκρίνεται με αυτό. Και στην περίπτωση του ίσου θα συμβεί το ίδιο: διότι έχει ίσα μέτρα, και αν μέτρα,
και μέρη280. Εφόσον άρα έχει ίσα μέρη με τον εαυτό του, θα είναι ίσο με τον εαυτό του στο πλήθος, όπως
επίσης εφόσον έχει περισσότερα μέρη θα είναι περισσότερο και εφόσον έχει λιγότερα θα είναι λιγότερο στον
αριθμό από τον εαυτό του. Τα ίδια θα συμβούν στο εν και στην σχέση του με τα άλλα, και είναι αρκετά

279
Βλ. Φυσικῆς Ἀκροάσεως Γ 2, 201b27-33: τοῦ δὲ δοκεῖν ἀόριστον εἶναι τὴν κίνησιν αἴτιον ὅτι οὔτε εἰς δύναμιν τῶν
ὄντων οὔτε εἰς ἐνέργειαν ἔστιν θεῖναι αὐτήν (…) ἥ τε κίνησις ἐνέργεια μὲν εἶναί τις δοκεῖ, ἀτελὴς δέ· αἴτιον δ’ ὅτι
ἀτελὲς τὸ δυνατόν, οὗ ἐστιν ἐνέργεια. καὶ διὰ τοῦτο δὴ χαλεπὸν αὐτὴν λαβεῖν τί ἐστιν. Για το τέλειον και το ἀτελὲς
βλ. Γ 1, 200b33-201a6: μεταβάλλει γὰρ ἀεὶ τὸ μεταβάλλον ἢ κατ' οὐσίαν ἢ κατὰ ποσὸν ἢ κατὰ ποιὸν ἢ κατὰ τόπον
(…) ὥστ' οὐδὲ κίνησις οὐδὲ μεταβολὴ οὐθενὸς ἔσται παρὰ τὰ εἰρημένα, μηθενός γε ὄντος παρὰ τὰ εἰρημένα. ἕκαστον
δὲ διχῶς ὑπάρχει πᾶσιν (…) καὶ κατὰ τὸ ποσὸν τὸ μὲν τέλειον τὸ δ' ἀτελές. [Η υπογράμμιση του γράφοντος].
280
Σημειωτέον ότι στο εξηγητικό χωρίο 25.31-26.4 ο Παχυμέρης εξηγεί το πλατωνικό χωρίο 151c5-7, αφού δηλώνει
ότι αφετηρία του συλλογισμού δεν είναι το πώς είναι το εν σε σχέση με τον εαυτό του (όπως αντίθετα λέγεται
στην αμέσως επόμενη πρόταση του συλλογισμού, 151c8-d2).
140
πασιφανές, εφόσον είναι άλλα σε σχέση με αυτό· το εν λοιπόν θα είναι και ίσο και μεγαλύτερο και
μικρότερο και σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα άλλα.281

151e3-152e3: Ἆρ’ οὖν καὶ χρόνου μετέχει τὸ ἕν, καὶ ἔστι τε καὶ γί-

γνεται νεώτερόν τε καὶ πρεσβύτερον αὐτό τε ἑαυτοῦ καὶ τῶν

ἄλλων, καὶ οὔτε νεώτερον οὔτε πρεσβύτερον οὔτε ἑαυτοῦ (5)

οὔτε τῶν ἄλλων, χρόνου μετέχον; — Πῶς; — Εἶναι μέν που

αὐτῷ ὑπάρχει, εἴπερ ἓν ἔστι. — Ναί. — Τὸ δὲ εἶναι ἄλλο τί

ἐστιν ἢ μέθεξις οὐσίας μετὰ χρόνου τοῦ παρόντος, ὥσπερ

(152a) τὸ ἦν μετὰ τοῦ παρεληλυθότος καὶ αὖ τὸ ἔσται μετὰ τοῦ

μέλλοντος οὐσίας ἐστὶ κοινωνία; — Ἔστι γάρ. — Μετέχει μὲν

ἄρα χρόνου, εἴπερ καὶ τοῦ εἶναι. — Πάνυ γε. — Οὐκοῦν πορευο-

μένου τοῦ χρόνου; — Ναί. — Αίεὶ ἄρα πρεσβύτερον γίγνεται

ἑαυτοῦ, εἴπερ προέρχεται κατὰ χρόνον. — Ἀνάγκη. — Ἆρ’ οὖν (5)

μεμνήμεθα ὅτι νεωτέρου γιγνομένου τὸ πρεσβύτερον πρεσβύ-

τερον γίγνεται; — Μεμνήμεθα. — Οὐκοῦν ἐπεὶ πρεσβύτερον

ἑαυτοῦ γίγνεται τὸ ἕν, νεωτέρου ἂν γιγνομένου ἑαυτοῦ πρε-

(b) σβύτερον γίγνοιτο; — Ἀνάγκη. — Γίγνεται μὲν δὴ νεώτερόν

τε καὶ πρεσβύτερον ἄν του282 οὕτω. — Ναί. — Ἔστι δὲ πρεσβύ-

τερον ἆρ’ οὐχ ὅταν κατὰ τὸν νῦν χρόνον ᾖ γιγνόμενον τὸν

μεταξὺ τοῦ ἦν τε καὶ ἔσται; Οὐ γάρ που πορευόμενόν γε

281
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών ιδιοτήτων ἴσον-ἄνισον του χωρίου 149d8-151e2, βλ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ι, σελ. 276-277.
282
Pl. B ἄν του. Pl. T αὑτοῦ. Ο Παχυμέρης υποστηρίζει την γραφή “του” (τινὸς) και στην εξήγησή του (28.4). Επίσης,
η γραφή “αὑτοῦ” παρατίθεται και στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836, f. 235r.
141
ἐκ τοῦ ποτὲ εἰς τὸν 283 ἔπειτα ὑπερβήσεται τὸ νῦν. — Οὐ γάρ. — (5)

Ἆρ’ οὖν οὐκ ἐπίσχει τότε τοῦ γίγνεσθαι πρεσβύτερον, ἐπει-

(c) δὰν τῷ νῦν ἐντύχῃ, καὶ οὐ γίγνεται, ἀλλ’ ἔστι τότε ἤδη

πρεσβύτερον; Προϊὸν γὰρ οὐκ ἄν ποτε ληφθείη ὑπὸ τοῦ

νῦν· τὸ γὰρ προϊὸν οὕτως ἔχει ὡς ἀμφοτέρων ἐφάπτεσθαι,

τοῦ τε νῦν καὶ τοῦ ἔπειτα, τοῦ μὲν νῦν ἀφιέμενον, τοῦ δ’

ἔπειτα ἐπιλαμβανόμενον, μεταξὺ ἀμφοτέρων γιγνόμενον, (5)

τοῦ τε ἔπειτα καὶ τοῦ νῦν. — Ἀληθῆ. — Εἰ δέ γε ἀνάγκη μὴ

παρελθεῖν τὸ νῦν πᾶν τὸ γιγνόμενον, ἐπειδὰν κατὰ τοῦτο ᾖ,

(d) ἐπίσχει αἰεὶ τοῦ γίγνεσθαι καὶ ἔστι τότε τοῦτο ὃ 284 ἂν τύχῃ

γιγνόμενον. — Φαίνεται. — Καὶ τὸ ἓν ἄρα, ὅταν πρεσβύτερον

γιγνόμενον ἐντύχῃ τῷ νῦν, ἐπέσχε τοῦ γίγνεσθαι καὶ ἔστι

τότε πρεσβύτερον. — Πάνυ μὲν οὖν. — Οὐκοῦν οὗπερ ἐγίγνετο

πρεσβύτερον, τούτου καὶ ἔστιν· ἐγίγνετο δὲ αὑτοῦ; — Ναί. (5)

— Ἔστι δὲ τὸ πρεσβύτερον νεωτέρου πρεσβύτερον; — Ἔστι.

— Καὶ νεώτερον ἄρα τότε αὑτοῦ ἐστι τὸ ἕν, ὅταν πρεσβύ-

τερον γιγνόμενον ἐντύχῃ τῷ νῦν. — Ἀνάγκη. — Τό γε μὴν

(e) νῦν αἰεὶ πάρεστι τῷ ἑνὶ διὰ παντὸς τοῦ εἶναι· ἔστι γὰρ αἰεὶ

νῦν ὅτανπερ ᾖ. — Πῶς γὰρ οὔ; — Αἰεὶ ἄρα ἔστι τε καὶ γίγνεται

πρεσβύτερον ἑαυτοῦ καὶ νεώτερον τὸ ἕν. — Ἔοικε.

283
Pl. B, T τὸ. Όταν ο Παχυμέρης γράφει “τὸν ἔπειτα” μάλλον αναφέρεται στον ἔπειτα χρόνον (πρβλ. 152b3: κατὰ
τὸν νῦν χρόνον).
284
Pl. B, T ὅτι. Η γράφη “ὃ” του Παχυμέρη προτιμάται από το “ὅτι”, χάριν του νοήματος της πρότασης (βλ. και
εξήγηση 28.15).
142
Άραγε λοιπόν το εν μετέχει και σε χρόνο, και αυτό είναι και γίνεται νεότερο και μεγαλύτερο σε ηλικία από
τον εαυτό του και από τα άλλα, και δεν είναι ούτε νεότερο ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε από τον εαυτό
του ούτε από τα άλλα, όταν μετέχει σε χρόνο; - Πώς; - Νομίζω ότι υπάρχει το “είναι” σε αυτό, αν βέβαια
το εν είναι. - Ναι. - Και το “είναι” είναι τίποτα άλλο πέρα από μέθεξη στην ουσία μαζί με τον παρόντα
χρόνο, όπως ακριβώς το “ήταν” είναι συμμετοχή στην ουσία μαζί με τον παρελθόντα χρόνο και πάλι το “θα
είναι” μαζί με τον μέλλοντα; - Είναι πράγματι. - Άρα μετέχει σε χρόνο, αν βέβαια μετέχει και στο “είναι”.
- Ακριβώς. - Όσο λοιπόν ο χρόνος περνά; - Ναι. - Άρα γίνεται πάντοτε μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό
του, αν βέβαια προχωράει κατά χρόνο. - Αναγκαστικά. - Άραγε λοιπόν θυμόμαστε ότι το μεγαλύτερο σε
ηλικία γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από εκείνο που γίνεται νεότερο; - Το θυμόμαστε. - Επειδή λοιπόν το
εν γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό του, μπορεί να γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό
του, όσο γίνεται νεότερο; - Αναγκαστικά. - Γίνεται βέβαια νεότερο και μεγαλύτερο σε ηλικία από κάτι με
αυτόν τον τρόπο. - Ναι. - Άραγε δεν είναι μεγαλύτερο σε ηλικία όταν είναι κατά τον παρόντα χρόνο, ενόσω
περνά τον χρόνο μεταξύ του “ήταν” και του “θα είναι”; Διότι, υποθέτω, όσο πορεύεται τουλάχιστον από το
“κάποτε” στο “μετά”, δεν θα υπερβεί το “τώρα”. - Όχι πράγματι. - Άραγε λοιπόν δεν θα πάψει να γίνεται
μεγαλύτερο σε ηλικία τότε, όταν πέφτει πάνω στο “τώρα”, και δεν γίνεται, αλλά είναι τότε ήδη μεγαλύτερο
σε ηλικία; Διότι, όσο προχωράει, δεν μπορεί ποτέ να καταληφθεί από το “τώρα”· γιατί αυτό που προχωράει
κατά χρόνο είναι σε τέτοια κατάσταση ώστε να εφάπτεται και στα δυο μαζί, και στο “τώρα” και στο “μετά”,
αφήνοντας μεν το “τώρα”, καταλαμβάνοντας δε το “μετά”, όσο “γίνεται” μεταξύ και των δύο, και του “μετά”
και του “τώρα”. -Είναι αλήθεια. - Αν οπωσδήποτε είναι ανάγκη καθετί που γίνεται να μην περάσει το “τώρα”,
όταν είναι σε αυτό [στο τώρα], πάντοτε παύει να γίνεται και τούτη την στιγμή αυτό είναι οτιδήποτε τύχει
να γίνεται. - Είναι φανερό. - Άρα και το εν, όταν πέσει πάνω στο “τώρα”, ενόσω γίνεται μεγαλύτερο σε
ηλικία, παύει να γίνεται, και αυτή την στιγμή είναι μεγαλύτερο σε ηλικία. - Χωρίς αμφιβολία. - Από όποιο
λοιπόν γινόταν μεγαλύτερο σε ηλικία, από το ίδιο και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία· και γινόταν μεγαλύτερο
σε ηλικία από τον εαυτό του; - Ναι. - Το μεγαλύτερο σε ηλικία είναι επίσης μεγαλύτερο σε ηλικία από το
νεότερο; - Είναι. - Άρα το εν είναι και νεότερο από τον εαυτό του αυτή την στιγμή, όταν πέσει πάνω στο
“τώρα”, ενόσω γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία. - Αναγκαστικά. - Βέβαια το ίδιο το “τώρα” είναι πάντοτε
παρόν στο εν μέσω όλου του “είναι” του· διότι πάντοτε είναι τώρα, ακριβώς όταν είναι. - Πράγματι πώς
όχι; - Άρα το εν πάντοτε είναι και γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τον εαυτό του. - Έτσι
φαίνεται.

Ἐντεῦθεν κατασκευάζει καὶ ὅτι χρόνου μετέχει τὸ ἕν, καὶ πρεσβύτε- 27.8

ρον καὶ νεώτερόν ἐστι καὶ ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἄλλων καὶ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν

143
ἔχον, ὃ ἐδήλωσε διὰ τοῦ μήτε πρεσβύτερον μήτε νεώτερον (οὐδὲ γὰρ 27.10

ἀνασκευή ἐστι τοῦτο, ὡς ἄν τῳ δόξειεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ κατασκευὴ σὺν

τοῖς λοιποῖς κατασκευαστικοῖς). Φησὶ γοῦν ὅτι, ἐπεὶ ἔστιν ἕν, καὶ τὸ

ἔστιν αὐτῷ ὑπάρχει, τὸ δὲ ἔστιν οὐσίας μέθεξίς ἐστι μετὰ χρόνου τοῦ

παρόντος, οἷον ἔστι λίθος, ἔστι Σωκράτης. Τοῦτο θεραπεύων Ἀριστο-

τέλης ἐν τῷ Περὶ ἑρμηνείας περὶ τοῦ μὴ ὄντος, ὅτι λέγεται δοξαστόν 27.15

ἐστι καὶ ἔμφασιν ἔχει τοῦ εἶναι, λέγει ὅτι τὸ ἔστιν οὐ καθ’ αὑτὸ τὸ μὴ ὂν

ἔχει, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς διὰ τὸ δοξαστόν. Τὸ γοῦν ἔστι μετοχὴ

οὐσίας μετὰ τοῦ παρόντος χρόνου, ὥσπερ καὶ τὸ ἦν μετοχὴ οὐσίας μετὰ

τοῦ παρεληλυθότος, καὶ τὸ ἔσται μετοχὴ οὐσίας μετὰ τοῦ μέλλοντος

χρόνου· καὶ πόλεμος γὰρ ἔσται, φαμέν, καὶ τὸ εἶναι τούτῳ προσμαρτυ- 27.20

ροῦμεν, κατ’ αὐτὸ γὰρ τὸ εἶναι καὶ οὐσίας μετέχει. Διττὴ γὰρ ἡ οὐσία, ἡ

μὲν αὐθύπαρκτος, ἡ διαστελλομένη πρὸς τὸ συμβεβηκός· ἡ δὲ κατὰ τὸ

εἶναι τὴν ἀναφορὰν ἔχει, ὥσπερ λέγομεν, ἡ οὐσία τοῦ συμβεβηκότος

ἐστὶ τὸ γίνεσθαι καὶ ἀπογίνεσθαι. Αἰεὶ ἄρα τὸ ἓν πρεσβύτερον γίνεται

ἑαυτοῦ, ἐπειδὴ προερχομένου χρόνου μετέχει καὶ οὐχ ἱσταμένου. 27.25

Μεμνήμεθα δὲ καὶ ὅτι οὐδὲ τοῦ ἤδη ὄντος διαφόρου τὸ πρὸς ἐκεῖνο

διαφέρον διάφορον γίνεται, ἀλλὰ διάφορόν ἐστι, καὶ τοῦ γιγνομένου

διαφόρου διάφορον τὸ γιγνόμενον, καὶ τοῦ γεγονότος διαφόρου

γεγενημένον διάφορον. Εἰ γοῦν τὸ πρεσβύτερον νεωτέρου λέγεται

πρεσβύτερον, τότε λέγεται γινόμενον πρεσβύτερον τὸ ἕν, ὅτι πρὸς τὸ 27.30

γινόμενον νεώτερον ἀντιτάττεται· νεωτέρου ἄρα γινομένου πρεσβύτε-

ρον γίνεται. Καὶ τὸ μὲν γίνεσθαι πρεσβύτερον καὶ μὴ εἶναι ἐκ τοῦ ἀεὶ

παρερχομένου χρόνου συνάγει· ἀεὶ γὰρ ὁ χρόνος ἐν ῥύσει ἐστί, καθ’ ὃν

συνεχῶς πρεσβύτερον γίνεται· τὸ δ’ αὖθις γινομένου νεωτέρου συνάγει 28.1

144
ἐκ τοῦ μὴ λέγεσθαι τὰ πρός τι ἐνηλλαγμένως, ἀλλὰ τὸ γινόμενον πρὸς τὸ

γινόμενον. Ἔπειτα ἐρωτᾷ εἰ πέφυκε γίνεσθαι οὕτω καὶ λέγεσθαι τὸ

τινὸς ἢ πρεσβύτερον ἢ νεώτερον, καὶ ἐπεὶ λαμβάνει τοῦτο, μεταφέρει δὲ

λεληθότως τὸ γίνεται εἰς τὸ ἔστιν, ὅ ἐστι μεταξὺ τοῦ ἦν καὶ ἔσται. Τὸ 28.5

γὰρ γινόμενον κατὰ τὸν νῦν χρόνον ἔστι λέγεται· πότε γάρ, ἐκ τοῦ ἦν

εἰς τὸ ἔσται πορευόμενον, ὑπερβήσεται τὸ νῦν, ὡς μεταξὺ ὂν τοῦ τε

ποτὲ καὶ τοῦ ἔπειτα; Ἐντυχὸν δὲ τῷ νῦν ἐπίσχει τοῦ γίνεσθαι

πρεσβύτερον καὶ οὐ γίνεται, ἀλλ’ ἔστι τότε πρεσβύτερον. Εἰ γὰρ

πρόεισι κατὰ τὸ γίνεσθαι πάντως οὐ κρατηθείη ὑπὸ τοῦ νῦν· τὸ γὰρ 28.10

προϊὸν ἅπτεται καὶ τοῦ νῦν, ἅπτεται καὶ τοῦ ἔπειτα, τοῦ μὲν

ἀφιέμενον, τοῦ δὲ ἐπιλαμβανόμενον, καὶ ἔστι μεταξὺ ἀμφοτέρων τοῦ τε

νῦν καὶ τοῦ ἔπειτα τὸ προϊόν. Ἐπεὶ δὲ ἀνάγκη μὴ παρελθεῖν τὸ νῦν ἐν

τῷ γίνεσθαι πᾶν τὸ γινόμενον, ἐπειδὰν κατὰ τὸ νῦν ᾖ, ἐκβαίνει μὲν αἰεὶ

τοῦ γίνεσθαι, καὶ ἔστι τότε ὃ ἂν τύχῃ γινόμενον. Τὸ ἓν τοίνυν ἐντυχὸν 28.15

καὶ αὐτὸ τῷ νῦν γινόμενον πρεσβύτερον, ἐπέσχε τοῦ γίνεσθαι πρεσβύ-

τερον καὶ ἔστι πρεσβύτερον· τοῦ γοῦν νεωτέρου τότε ἐγίνετο πρεσβύτε-

ρον καὶ τοῦ νεωτέρου ἔστι πρεσβύτερον· ἐγίνετο δὲ πρεσβύτερον

ἑαυτοῦ κατὰ τὸν προϊόντα αἰεὶ χρόνον· ἄρα καὶ ἔστι πρεσβύτερον

νεωτέρου ὄντος ἑαυτοῦ, ἐντυχὼν τῷ νῦν. Τό γε <μὴν> νῦν διὰ παντὸς 28.20

πάρεστι τῷ ἑνὶ τοῦ εἶναι· αἰεὶ γὰρ νῦν ἐστιν, ὅταν ᾖ· αἰεὶ ἄρα ἔστι τε καὶ

γίνεται πρεσβύτερον ἑαυτοῦ καὶ νεώτερον.

Από εδώ και στο εξής δομεί και τον συλλογισμό ότι το εν μετέχει σε χρόνο, και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία
και νεότερο και από τον εαυτό του και από τα άλλα και έχει την ίδια ηλικία, πράγμα που δήλωσε με το μήτε
μεγαλύτερο σε ηλικία μήτε νεότερο (διότι αυτό δεν είναι μια ανασκευή, όπως θα πίστευε κάποιος, αλλά και

145
αυτό είναι μια καταφατική θεμελίωση [κατασκευὴ] μαζί με τα υπόλοιπα καταφατικά συμπεράσματα)285.
Τουλάχιστον τότε λέει ότι, επειδή το εν είναι, και το “είναι” υπάρχει σε αυτό, ενώ το “είναι” είναι μέθεξη
στην ουσία μαζί με τον παρόντα χρόνο, όπως για παράδειγμα “ο λίθος είναι”, “ο Σωκράτης είναι”.
Διορθώνοντας αυτό ο Αριστοτέλης στο Περί ερμηνείας σχετικά με το μη ον, επειδή λέγεται ότι είναι προϊόν
γνώμης [δοξαστόν] και εμφανίζεται ως “είναι”, λέει ότι το μη ον δεν έχει το “είναι” καθ' αυτό, αλλά το έχει
κατά συμβεβηκός, επειδή είναι προϊόν γνώμης286. Το “είναι” βέβαια είναι μετοχή στην ουσία μαζί με τον
παρόντα χρόνο, όπως ακριβώς και το “ήταν” είναι μετοχή στην ουσία μαζί με τον παρελθόντα και το “θα
είναι” μετοχή στην ουσία μαζί με τον μέλλοντα χρόνο· πράγματι λέμε ότι και “πόλεμος θα είναι” [ενν. ως
“πόλεμος θα λάβει χώρα”], και σε αυτόν προσθέτουμε ως χαρακτηριστικό το “είναι”, διότι σύμφωνα με το
ίδιο το “είναι” μετέχει στην ουσία. Πράγματι είναι διπλή η ουσία, η μεν αυθύπαρκτη, που διαφοροποιείται
σε σχέση με το συμβεβηκός· η δε υπάρχουσα με αναφορά στο “είναι”, όπως ακριβώς λέμε “η ουσία του
συμβεβηκότος είναι το να γίνεται [γίνεσθαι] και το να παύει να γίνεται [ἀπογίνεσθαι]”287. Άρα το εν γίνεται

285
Ο Παχυμέρης αναφέρεται στους συλλογισμούς των χωρίων 152e3-10 (το εν έχει την ίδια ηλικία με τον εαυτό του)
και 153d5-154a4 (ίδια ηλικία με τα άλλα), καθώς και στους δυο ως προκείμενη προστίθεται η θέση ότι το εν δεν
είναι ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο από τα άλλα (βλ. 152e4-5, 154a1-2 αντίστοιχα). Σε κάθε περί-
πτωση, στο 153e5-6 το “ισήλικο” συνάγεται από τους αποφατικούς όρους μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον. Α-
ντίστοιχα, στην πρώτη υπόθεση εμφανίζεται ο όρος “τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχον”, αποφασκόμενος βέβαια στο ἕν (βλ.
140e1-141d6), ο οποίος ταυτίζεται με τους όρους μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον. Βλ. και την εξήγηση του
Δαμάσκιου (Εἰς Παρμ. t.III, p. 150.4-8): Πῶς οὖν τὴν ἀπὸ τοῦ χρόνου ὑπόθεσιν ἐκεῖ ἀπέφησεν, καίτοι καὶ ἐν αὐτῇ
τῷ καταφατικῷ συντέτακται τὸ μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον; Ἢ καὶ τοῦτο ὡς καταφατικὸν κατὰ τὸ ἰσήλικον ἐν
ἐκείνοις ἀπέφησεν. Για την Νεοπλατωνική εξήγηση της πρόσμιξης των αποφατικών όρων μήτε νεώτερον μήτε
πρεσβύτερον με τον καταφατικό ἰσήλικον στην δεύτερη υπόθεση, βλ. επίσης p. 179.1-18.
286
Βλ. υποσημ. 119.
287
Βλ. Πορφυρίου, Εἰσαγωγή, p.12.24-25: Συμβεβηκὸς δέ ἐστιν ὃ γίνεται καὶ ἀπογίνεται χωρὶς τῆς τοῦ ὑποκειμένου
φθορᾶς. Δηλαδή, ως μη ουσιώδες κατηγόρημα, μπορεί να “συμβεί” [γίνεται] ή “να μη συμβεί” [ἀπογίνεται] στο
υποκείμενο, χωρίς όμως ταυτόχρονα εξ αυτού να φθείρεται το υποκείμενο· με άλλα λόγια το υποκείμενο υπάρχει
και χωρίς το συμβεβηκός. Παρενθετικά, αξίζει να προστεθεί και η συνέχεια του προσδιορισμού της έννοιας του
συμβεβηκότος από τον Πορφύριο (p.12.25-13.5), ο οποίος διακρίνει μεταξύ χωριστοῦ από το υποκείμενο
συμβεβηκότος (π.χ. το “θερμό” ή το “ψυχρό” του σώματος) και ἀχωρίστου (και μόνο κατ’ ἐπίνοιαν δυναμένου να
χωριστεί χωρίς να φθείρει παράλληλα το υποκείμενο, όπως το μαύρο χρώμα του κόρακος), με άλλα λόγια μεταξύ
μη ουσιώδους και ουσιώδους αντίστοιχα: διαιρεῖται δὲ εἰς δύο· τὸ μὲν γὰρ αὐτοῦ χωριστόν ἐστιν, τὸ δὲ ἀχώριστον.
τὸ μὲν οὖν καθεύδειν χωριστὸν συμβεβηκός, τὸ δὲ μέλαν εἶναι ἀχωρίστως τῷ κόρακι καὶ τῷ Αἰθίοπι συμβέβηκεν,
δύναται δὲ ἐπινοηθῆναι καὶ κόραξ λευκὸς καὶ Αἰθίοψ ἀποβαλὼν τὴν χροιὰν χωρὶς φθορᾶς τοῦ ὑποκειμένου.
ὁρίζονται δὲ καὶ οὕτως· συμβεβηκός ἐστιν ὃ ἐνδέχεται τῷ αὐτῷ ὑπάρχειν ἢ μὴ ὑπάρχειν, ἢ ὃ οὔτε γένος ἐστὶν οὔτε
διαφορὰ οὔτε εἶδος οὔτε ἴδιον, ἀεὶ δέ ἐστιν ἐν ὑποκειμένῳ ὑφιστάμενον. Ωστόσο, ο Παχυμέρης δεν επεκτείνεται
σε αυτή την διάκριση των ειδών του συμβεβηκότος, αλλά περιορίζεται μόνο στον ορισμό-ουσία του για να
εξηγήσει την διπλή διάκριση της ουσίας στην μεν αυθύπαρκτη ουσία ως υποκείμενο που διακρίνεται από τα
συμβεβηκότα της (χωριστά και αχώριστα) στην δε ουσία είτε ως λόγο-ορισμό ενός πράγματος, δηλαδή στην
συντασσόμενη με το συνδετικό ρήμα “είναι” (π.χ. “η ουσία του συμβεβηκότος είναι…”), είτε ως αναφερόμενη
στο υπαρκτικό “είναι” (π.χ. “πόλεμος ἔσται” ή “ο Σωκράτης είναι”)· και οι δυο υποκατηγορίες της δεύτερης
146
πάντοτε μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό του, επειδή μετέχει στον χρόνο, ο οποίος προχωράει και δεν
στέκεται ακίνητος. Θυμόμαστε επίσης ότι από ό,τι είναι ήδη διαφορετικό, αυτό που διαφέρει σε σχέση με
εκείνο δεν γίνεται διαφορετικό, αλλά είναι διαφορετικό, και αυτό που γίνεται διαφορετικό γίνεται
διαφορετικό από εκείνο που γίνεται διαφορετικό, και αυτό που έχει γίνει διαφορετικό έχει γίνει διαφορετικό

ουσίας έχουν ως κοινό στοιχείο την μετοχή ενός πράγματος στην ουσία κατά το “είναι”, το οποίο προστίθεται ως
χαρακτηριστικό στο πράγμα αυτό.
147
από εκείνο που έχει γίνει διαφορετικό288 289. Αν βέβαια το μεγαλύτερο σε ηλικία λέγεται μεγαλύτερο σε
ηλικία από το νεότερο, κατ’ εκείνον τον χρόνο το εν λέγεται ότι γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία, διότι

288
Βλ. 141a7-c4 (πρώτη υπόθεση): Οὐκοῦν τό γε πρεσβύτερον ἀεὶ νεωτέρου πρεσβύτερον; — Τί μήν; — Τὸ
πρεσβύτερον ἄρα ἑαυτοῦ γιγνόμενον καὶ νεώτερον ἑαυτοῦ ἅμα γίγνεται, εἴπερ μέλλει ἔχειν ὅτου πρεσβύτερον γίγνηται.
— Πῶς λέγεις; — Ὧδε· διάφορον ἕτερον ἑτέρου οὐδὲν δεῖ γίγνεσθαι ἤδη ὄντος διαφόρου, ἀλλὰ τοῦ μὲν ἤδη ὄντος
ἤδη εἶναι, τοῦ δὲ γεγονότος γεγονέναι, τοῦ δὲ μέλλοντος μέλλειν, τοῦ δὲ γιγνομένου οὔτε γεγονέναι οὔτε μέλλειν οὔτε
εἶναί πω διάφορον, ἀλλὰ γίγνεσθαι καὶ ἄλλως οὐκ εἶναι. — Ἀνάγκη γὰρ δή. — Ἀλλὰ μὴν τό γε πρεσβύτερον
διαφορότης νεωτέρου ἐστὶν καὶ οὐδενὸς ἄλλου. — Ἔστι γάρ. — Τὸ ἄρα πρεσβύτερον ἑαυτοῦ γιγνόμενον ἀνάγκη καὶ
νεώτερον ἅμα ἑαυτοῦ γίγνεσθαι. — Ἔοικεν. Αφού το διαφορετικό δεν γίνεται διαφορετικό από κάτι που ήδη είναι
διαφορετικό, αλλά γίνεται διαφορετικό από αυτό που αντίστοιχα γίνεται διαφορετικό (χάριν συμφωνίας των
χρόνων δηλαδή), κι εφόσον το μεγαλύτερο σε ηλικία είναι “διαφορότης” από το νεότερο, έτσι και αυτό που γίνεται
μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό του αναγκαστικά γίνεται ταυτόχρονα και νεότερο από τον εαυτό του.
Να σημειωθεί επίσης και ο τρόπος με τον οποίο εξηγεί ο Πρόκλος την φράση της πρώτης υπόθεσης “Τὸ
πρεσβύτερον ἄρα ἑαυτοῦ γιγνόμενον καὶ νεώτερον ἑαυτοῦ ἅμα γίγνεται”: μολονότι φαινομενικά θα αποτελούσε
αντίφαση καθώς και σόφισμα το να λέγεται ότι κάτι γίνεται ταυτόχρονα πρεσβύτερο και νεότερο από τον εαυτό
του, ο Πρόκλος δέχεται ότι κάτι τέτοιο ισχύει αν λάβουμε το μετέχον στον χρόνο όχι ως κατ’ εὐθεῖαν ὁδεῦον αλλά
ως κατὰ κῦκλον περιπορευόμενον. Πράγματι, αν δεχόμασταν την γραμμική κίνηση, θα θεωρούσαμε είτε πως το
νεότερο αναφέρεται στον μέλλοντα χρόνο, που δεν έχει προσλάβει ακόμα, και το πρεσβύτερο στον παρελθόντα,
που έχει ήδη βιώσει (όμως έτσι δεν θα ίσχυε το ἅμα, αλλά νεότερο και πρεσβύτερο θα είχαν ως σημείο αναφοράς
διαφορετικούς χρόνους), είτε αντίστροφα πως το πρεσβύτερο αναφέρεται σε αυτό που είναι τώρα και το νεότερο
σε αυτό που ήταν πριν, και έτσι το πρεσβύτερο τώρα λέγεται πρεσβύτερο από αυτό που ήταν πριν νεότερο (όμως
έτσι δεν θα υπήρχε σωστή αντιστοιχία χρόνων, καθώς ο Πλάτων λέει ότι το ον λέγεται προς το ον και το γεγονός
προς το γεγονός). Συνεπώς, ο Πρόκλος ασπάζεται την θεωρία του Συριανού, κατά την οποία ο Πλάτων εδώ
αναφέρεται σε κυκλική χρονική κίνηση [αρμόζουσα βεβαίως και στις θείες ψυχές (συμβολιζόμενες διά της
τριάδας νεώτερον-πρεσβύτερον-τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχον της δεύτερης υπόθεσης) που μετέχουν στον περιοδικό
χρόνο της θείας κίνησης και διατηρούν πάντοτε το ίδιο μέτρο του χρόνου], κατά την οποία αρχή και πέρας της
κίνησης ταυτίζονται, ούτως ώστε καθόσον το κινούμενο απομακρύνεται από την αρχή να γίνεται πρεσβύτερο,
ενώ καθόσον φτάνει στο πέρας να γίνεται νεότερο, διότι όταν προσεγγίζει το πέρας, προσεγγίζει και την αρχή,
και όταν προσεγγίζει την αρχή γίνεται νεότερο. Επομένως, επιτυγχάνεται το ἅμα νεώτερον ἑαυτοῦ καὶ πρεσβύτερον
γίγνεσθαι με αυτή την κυκλική περιοδική κίνηση κατά χρόνο. [Βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1225.37-1227.31, 1231.21-31
(Cousin), Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 71.19-28]
Βέβαια, ο Πρόκλος ρητά αναφέρει ότι στην δεύτερη υπόθεση το μετέχειν τοῦ χρόνου δεν θα περιοριστεί μόνο
στα κυκλικώς κινούμενα, αλλά θα εφαρμοστεί σε όλα τα μετέχοντα στον χρόνο (δηλαδή και στα γραμμικώς
κινούμενα), καθώς θα προστεθεί και άλλος τρόπος του να γίνεται κάτι ταυτόχρονα πρεσβύτερο και νεότερο από
τον εαυτό του: εἰ δὲ καὶ ἄλλος τις τρόπος ἐστὶ τοῦ καὶ πρεσβύτερον ἑαυτοῦ τι γιγνόμενον ἅμα γίγνεσθαι καὶ νεώτε-
ρον, ἡ δευτέρα ὑπόθεσις ἡμᾶς ἀναδιδάξει· ἡ γὰρ αὐτὴ πρόσθεσις κατὰ μὲν τὴν ἀριθμητικὴν μεσότητα ἑαυτοῦ ποιεῖ
πρεσβύτερον τὸ τὴν προσθήκην τοῦ χρόνου ταύτην λαβόν, κατὰ δὲ τὴν γεωμετρικὴν τὸ αὐτὸ νεώτερον ἐλασσούμενον
κατὰ τὸν λόγον, ὡς ἐν ἐκείνοις ἔσται καταφανές [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1227.31-37, 1231.5-14 (Cousin)]. Ο Πρόκλος
κατά πάσα πιθανότητα “φωτογραφίζει” τους συλλογισμούς 154a4-c5 και 154c5-155b4 αντίστοιχα, μολονότι βέ-
βαια οι συλλογισμοί αυτοί αναφέρονται στην σχέση του ενός με τα άλλα και όχι με τον εαυτό του. Αργότερα, ο
Δαμάσκιος θα αναλύσει την αριθμητική και την γεωμετρική “ισότητα” των παραπάνω δύο συλλογισμών σε με-
ταφυσική βάση παρά σε μαθηματική (Δοκεῖ γὰρ μαθηματικεύεσθαι πέρα τοῦ δέοντος) [βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ.
t.III, p. 195.19-196.24].
148
αντιτάσσεται σε σχέση με εκείνο που γίνεται νεότερο· άρα γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από εκείνο που
γίνεται νεότερο. Και συνάγει ότι το εν γίνεται και δεν είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από το ότι ο χρόνος πάντοτε
περνάει, διότι ο χρόνος είναι πάντοτε σε ροή, κατά τον οποίο χρόνο το εν γίνεται συνεχώς μεγαλύτερο σε
ηλικία· ενώ πάλι συνάγει το “από εκείνο που γίνεται νεότερο” από το ότι αυτά που σχετίζονται μεταξύ τους
δεν λέγονται εναλλάξ [ενν. την μια φορά το ένα την άλλη το άλλο], αλλά αυτό που “γίνεται” σε σχέση με
εκείνο που “γίνεται”290. Έπειτα ρωτά αν το μεγαλύτερο σε ηλικία ή νεότερο από κάτι από την φύση του
γίνεται και λέγεται με αυτόν τον τρόπο, και όταν λαμβάνει την απάντηση, μεταφέρει ανεπαίσθητα το “γίνεται”
στο “είναι”, το οποίο είναι μεταξύ του “ήταν” και του “θα είναι”. Διότι αυτό που “γίνεται” κατά τον τωρινό
χρόνο λέγεται ότι “είναι”· γιατί όσο πορεύεται από το “ήταν” στο “θα είναι”, πότε θα υπερβεί το τώρα, αφού
είναι μεταξύ του “κάποτε” και του “μετά”; Και όταν πέσει πάνω στο τώρα, θα πάψει να γίνεται μεγαλύτερο

Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η εξήγηση του Δαμάσκιου αναφορικά με το πώς το ἕν γίνεται ταυτόχρονα πρε-
σβύτερο και νεότερο από τον εαυτό του, χωρίς όμως να βασίζεται σε θεολογικές θεωρίες, αλλά μέσω της ανάλυ-
σης της ίδιας της έννοιας του χρόνου: α) το ἕν γίνεται και είναι πρεσβύτερο μέσω της προσθήκης ενός χρονικού
διαστήματος, ενώ γίνεται και είναι νεότερο χωρίς την προσθήκη αυτήν, ούτως ώστε το πρώτο να εμπεριέχει το
δεύτερο και το ἕν ως όλον (υφιστάμενο την προσθήκη) να είναι πρεσβύτερο από τον εαυτό του ως μη όλον
(στερούμενον την προσθήκη)· β) όλο αυτό το φαινόμενο επιτελείται κατά την ροή και την συνέχεια του χρόνου
σε ένα νῦν, ούτως ώστε το ἕν να είναι ταυτόχρονα και νεότερο και πρεσβύτερο, το μεν όμως ως απελθόν το δε ως
προσερχόμενο (η αέναη χρονική “προσαύξηση” κατά την ροή του χρόνου σημαίνει ότι σε κάθε “γιγνόμενο”
πράγμα, όπως το εν λόγω ἕν, η ιδιότητα του νεότερου εφάπτεται και συνδέεται με εκείνη του πρεσβύτερου κατά
την φορά του χρόνου, ούτως ώστε, όσο μεγαλώνει η ηλικία του, σε μία χρονική στιγμή και ταυτόχρονα να εξα-
φανίζεται η ιδιότητα του νεότερου και να εμφανίζεται τότε εκείνη του πρεσβύτερου και κατ’ επέκταση το ἓν να
είναι και να γίνεται ταυτόχρονα νεότερο και πρεσβύτερο από τον εαυτό του) [βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p.
179.19-180.9, ενώ για την ανάλυση του φαινομένου του χρόνου και των νῦν στα πλαίσια της ερμηνείας των
συλλογισμών του Παρμενίδη καθώς και των αριστοτελικών θέσεων περί χρόνου βλ. p. 182.10-185.24, 190.9-
193.2, 194.5-7].
289
Βλ. και την μεταφυσικής φύσεως εξήγηση του Πρόκλου περί του ἤδη ὄντος και του γιγνομένου: τοῦτο [τὸ γίγνεσθαι]
γὰρ σημαίνει τὴν ἐν τῷ προϊέναι καὶ ὑφίστασθαι παράτασιν, οὐκ αὐτὴν ψιλὴν τὴν ὕπαρξιν, ὥσπερ τὸ εἶναι καὶ τὸ ὄν,
διὸ καὶ τοῦτο προσέθηκεν ἅτε οἰκεῖον τοῖς χρόνου μετειληχόσι. Τάχα δ’ ἂν καὶ τὸ μὲν “ἤδη ὂν” αὐτῷ σημαίνοι τὸ
πρὸ πάσης κινήσεως ἐν τῷ νῦν ὁρώμενον ἐνεικονιζόμενον τὸ ἐν τῷ αἰῶνι ὄν, τὸ δὲ γιγνόμενον τὸ κατὰ τὴν ἀπειρίαν
τὴν χρονικὴν ἐκτεινόμενον. Τὸ μὲν γὰρ αἰώνιον πᾶν ὁμοῦ ἐστιν ἔν τε τῷ ἀμερεῖ καὶ τῷ ἀπείρῳ τοῦ αἰῶνος, διότι
μένει ὁ αἰὼν ἐν ταὐτῷ κατὰ τὴν ἀπειρίαν, τὸ δὲ χρόνου μετέχον ἔστι μὲν ἀεὶ κατὰ τὸ νῦν, γίγνεται δὲ κατὰ τὸ ἄπειρον
τοῦ χρόνου, διὸ καὶ ὁ χρόνος κατ’ ἄλλο ἐστὶν ἀμερὴς καὶ κατ’ ἄλλο ἄπειρος. [Εἰς Παρμ. VII, 1230.4-19 (Cousin)]
290
Βλ. και τον ορισμό των πρός τι που δίνει ο Αριστοτέλης (Κατηγορίαι, 6b36-37): Πρός τι δὲ τὰ τοιαῦτα λέγεται, ὅσα
αὐτὰ ἅπερ ἐστὶν ἑτέρων εἶναι λέγεται ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως πρὸς ἕτερον. Τα πρός τι δηλαδή σχετίζονται πάντοτε με
κάτι άλλο (π.χ. ο δούλος με τον δεσπότη, το διπλάσιο με το μισό, το μεγαλύτερο με το μικρότερο), και τα δυο
αυτά μέρη σχετίζονται πάντοτε ταυτόχρονα μεταξύ τους, δηλαδή όχι εναλλάξ· μάλιστα, κατά τον Αριστοτέλη, η
σχέση των πρός τι είναι σωστή όταν οι δυο όροι λέγονται και αντιστρόφως: Πάντα δὲ τὰ πρός τι πρὸς
ἀντιστρέφοντα λέγεται, οἷον ὁ δοῦλος δεσπότου λέγεται δοῦλος καὶ ὁ δεσπότης δούλου δεσπότης λέγεται, καὶ τὸ
διπλάσιον ἡμίσεος διπλάσιον καὶ τὸ ἥμισυ διπλασίου ἥμισυ, καὶ τὸ μεῖζον ἐλάττονος μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον μείζονος
ἔλαττον· ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων (6b28-33).
Για την εφαρμογή των πρός τι στην σωστή αντιστοίχιση των χρόνων, βλ. επίσης την εξήγηση του Πρόκλου (πάνω
στο χωρίο 141b3-c1 της πρώτης υπόθεσης), Εἰς Παρμ. VII, 1228.27-1229.39 (Cousin).
149
σε ηλικία και δεν γίνεται, αλλά είναι τότε μεγαλύτερο σε ηλικία. Διότι αν προχωράει κατά το γίγνεσθαι, δεν
θα κρατηθεί καθόλου από το “τώρα”· γιατί αυτό που προχωράει κατά χρόνο αγγίζει και το “τώρα”, αγγίζει
και το “μετά”, αφήνοντας το μεν, καταλαμβάνοντας το δε, και αυτό που προχωράει κατά χρόνο είναι μεταξύ
και των δύο, και του “μετά” και του “τώρα”. Και επειδή είναι ανάγκη καθετί που γίνεται να μην περάσει το
“τώρα” στο γίγνεσθαι, όταν είναι στο τώρα, βγαίνει πάντοτε από το γίγνεσθαι, και τούτη την στιγμή αυτό
είναι οτιδήποτε τύχει να γίνεται. Συνεπώς, το εν, όταν και το ίδιο πέσει πάνω στο τώρα, ενόσω γίνεται
μεγαλύτερο σε ηλικία, παύει να γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία· πράγματι τότε
γινόταν μεγαλύτερο σε ηλικία από το νεότερο και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από το νεότερο· και γινόταν
μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό του κατά την αέναη πορεία του χρόνου· άρα επίσης είναι μεγαλύτερο
σε ηλικία από τον εαυτό του, που είναι νεότερος, όταν πέσει πάνω στο “τώρα”. <Βέβαια> το ίδιο το “τώρα”
είναι παρόν στο εν μέσω όλου του “είναι” του· διότι πάντοτε είναι τώρα, όταν είναι. Άρα το εν πάντοτε και
είναι και γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τον εαυτό του.291 292

291
Για την πρόκλεια πρόσληψη του χρόνου, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ια, σελ. 277-278.
292
Προσθέτουμε επίσης τα βασικά σημεία των – μεταφυσικής φύσεως και μόνο έως ένα βαθμό εύλογων – παρατη-
ρήσεων του Χ. Τερέζη πάνω στην εξήγηση του Παχυμέρη περί του χρόνου (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 343, 387,
412-414):
1) Ο χρόνος αποτελεί μία δεδομένη αντικειμενική πραγματικότητα. Στον στοχασμό του Παχυμέρη υπηρετείται
ένας οντολογικός ρεαλισμός, προσδιοριζόμενος από την κοσμολογική εκτύλιξη, της οποίας τις βάσεις θέτει η
ανώτατη αρχή του ἑνός.
2) Ο χρόνος λειτουργεί ως δυνατότητα συνάφειας του υπερεμπειρικού “Εκείθεν” με το εμπειρικό “Εντεύθεν”,
δηλαδή είναι όρος του τρόπου της ανάδυσης των σχέσεων του ανώτατου ἑνός με τα υπόλοιπα μεταφυσικά αρχέ-
τυπα σε κλίμακα αισθητής εμπειρίας κατά την βαθμιαία εκτύλιξή της. Η μεταφυσική καθίσταται έτσι διά του
χρόνου εννοιολογικώς περιγράψιμη και εμπειρικά προσλήψιμη, δηλαδή μία μεταφυσική της εμμένειας.
3) Ο χρόνος εμφανίζεται ως η διαδικασία που επαναλαμβάνει υπό όρους γίγνεσθαι τον “αιώνα” (την κατάσταση
πριν την ανάδυση του χρόνου, κατά την οποία αρχίζει η δημιουργία του κόσμου από τον Θεό) και αναδεικνύει
την υφή της εμμένειας των μεταφυσικών παραγωγικών προβολών του ἑνός. Αναδύεται έτσι ως περιοχή έκφανσης
της μεταφυσικής κινητικότητας και της δυναμοκρατικής φοράς.
4) Στα χριστιανικά πλαίσια: οι θείες ενέργειες – ο Τερέζης τις παρομοιάζει, πλην εσφαλμένως, με τις πλατωνικές
ιδέες – αποτελούν την δυναμική πλευρά του τριαδικού Θεού και είναι οι δημιουργικές αιτίες του χρόνου και του
κόσμου των αισθητών όντων. Ο χρόνος λειτουργεί ως το διαρκές μέγεθος στο οποίο οι θείες ενέργειες εμφανίζουν
την κινητικότητά τους και τους λογικούς τρόπους της μεταξύ τους συνάφειας, με σκοπό την δημιουργία.
150
152e3-10: Πλείω δὲ

χρόνον αὐτὸ ἑαυτοῦ ἔστιν ἢ γίγνεται, ἢ τὸν ἴσον; — Τὸν ἴσον.

— Ἀλλὰ μὴν τό γε ἴσον χρόνον ἢ γιγνόμενον ἢ ὂν τὴν (5)

αὐτὴν ἡλικίαν ἔχει. — Πῶς δ’ οὔ; — Τὸ δὲ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν

ἔχον οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερόν ἐστιν. — Οὐ γάρ. —

Τὸ ἓν ἄρα τὸν ἴσον χρόνον αὐτὸ ἑαυτῷ καὶ γιγνόμενον καὶ

ὂν οὔτε νεώτερον οὔτε πρεσβύτερον ἑαυτοῦ ἐστιν οὔτε γίγνε-

ται. — Οὔ μοι δοκεῖ. (10)

Και αυτό είναι ή γίνεται σε περισσότερο χρόνο από τον εαυτό του, ή σε ίσο; - Σε ίσο. - Αλλά πράγματι αυτό
ακριβώς που ή γίνεται ή είναι σε ίσο χρόνο έχει την ίδια ηλικία. - Και πώς όχι; - Ενώ αυτό που έχει την ίδια
ηλικία δεν είναι ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο. - Όχι πράγματι. - Άρα το εν, αφού το ίδιο και
γίνεται και είναι σε ίσο χρόνο με τον εαυτό του, δεν είναι ούτε γίνεται ούτε νεότερο ούτε μεγαλύτερο σε
ηλικία από τον εαυτό του. - Πιστεύω πως όχι.

Ἐντεῦθεν καὶ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχειν κατασκευάζει τὸ ἕν· ἐπεὶ γὰρ 28.29

οὐ πλείω χρόνον αὐτὸ ἑαυτοῦ ἔστιν ἢ γίγνεται κατὰ τὸ νῦν φαινόμενον, 28.30

ἴσον ἄρα. Ἀλλὰ μὴν τὸ ἴσον χρόνον ἢ ὂν ἢ γινόμενον τὴν αὐτὴν ἡλικίαν

ἔχει· τὸ δὲ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχον οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερόν 29.1

ἐστι· τὸ ἓν ἄρα τὸν ἴσον χρόνον αὐτὸ ἑαυτῷ καὶ ὂν καὶ γινόμενον οὔτε

νεώτερον οὔτε πρεσβύτερον ἑαυτοῦ ἐστιν.

Στο εξής δομεί και τον συλλογισμό ότι το εν έχει την ίδια ηλικία· διότι αφού αυτό είναι ή γίνεται όχι σε
περισσότερο χρόνο από τον εαυτό του, όπως φαίνεται τώρα, άρα σε ίσο. Αλλά πράγματι αυτό που ή είναι ή
γίνεται σε ίσο χρόνο έχει την ίδια ηλικία· ενώ αυτό που έχει την ίδια ηλικία δεν είναι ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία

151
ούτε νεότερο· άρα το εν, αφού το ίδιο και είναι και γίνεται σε ίσο χρόνο με τον εαυτό του, δεν είναι ούτε
νεότερο ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία από τον εαυτό του.293

152e10-153b7: Τί δέ τῶν ἄλλων;

(153a) Τοῦ ἑνὸς εἴπερ ἕτερά ἐστιν 294, ἀλλὰ μὴ ἕτερον, πλείω ἐστὶν ἑνός· ἕτερον γὰρ

ὂν ἓν ἂν ἦν, ἕτερα δὲ ὄντα πλείω ἑνός ἐστι καὶ πλῆθος

ἂν ἔχοι. — Ἔχοι γὰρ ἄν. — Πλῆθος δὲ ὂν ἀριθμοῦ πλείονος

ἂν μετέχοι ἢ τοῦ ἑνός. — Πῶς δ’ οὔ; — Τί οὖν; Ἀριθμοῦ (5)

φήσομεν τὰ πλείω γίγνεσθαί τε καὶ γεγονέναι πρότερον, ἢ

τὰ ἐλάττω; — Τὰ ἐλάττω. — Τὸ ὀλιγοστὸν ἄρα πρῶτον· τοῦτο

(b) δ’ ἔστι τὸ ἕν · ἦ γάρ; — Ναί. — Πάντων ἄρα τὸ ἓν πρῶτον

γέγονε τῶν ἀριθμὸν ἐχόντων· ἔχει δὲ καὶ τἆλλα πάντα

ἀριθμόν, εἴπερ ἄλλα καὶ μὴ ἄλλο ἐστίν. — Ἔχει γάρ. —

Πρῶτον δέ γε οἶμαι γεγονὸς πρότερον γέγονε, τὰ δὲ ἄλλα

ὕστερον, τὰ δ’ ὕστερον γεγονότα νεώτερα τοῦ πρότερον (5)

γεγονότος· καὶ οὕτως ἂν εἴη τὰ ἄλλα νεώτερα τοῦ ἑνός, τὸ δὲ

ἓν πρεσβύτερον τῶν ἄλλων. — Εἴη γὰρ ἄν.

293
Για την διαφορετική έννοια του τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχειν τὸ ἕν στον Πρόκλο, βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1221.13-1222.8
(Cousin). Ο Πρόκλος διαιρεί την έννοια αυτήν στο ἰσήλικον και στο ὁμήλικον, εκ των οποίων το μεν ορίζεται με
βάση την ισότητα κατά το πλήθος του χρόνου (π.χ. τις ηλικίες δυο πραγμάτων μετρημένες σε έτη: ο τριακονταετής
άνθρωπος με τον τριακονταετή φοίνικα), το δε με βάση την ομοιότητα κατά το είδος της ηλικίας (π.χ. ο γηραιός
άνθρωπος με τον γηραιό ίππο)· πρέπει να ισχύουν όμως ταυτόχρονα και τα δύο για να έχουμε ταυτότητα ηλικίας,
πράγμα που δικαιολογείται κατά τον Πρόκλο αν λάβουμε υπόψη την “πρόοδο” των θείων ψυχών από τις δύο
προηγούμενες τάξεις των ὑπερκοσμίων και των ἐγκοσμίων θεών (σύμβολά τους το “ίσο” και το “όμοιο”
αντίστοιχα), καθώς από τους μεν ἀφομοιοῦνται και ομοιάζουν (είκαζόμεναι) με τους θεούς, από τους δε θεώνονται
(ἐκθεούμεναι).
294
Pl. B, T Τί δέ; τῶν ἄλλων; — Οὐκ ἔχω λέγειν. — Τόδε γε μὴν ἔχεις λέγειν, ὅτι τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, εἴπερ… (152e10-
153a1).
152
Και σχετικά με τα άλλα; Αν βέβαια είναι έτερα από το εν, αλλά όχι έτερο, είναι περισσότερα από το εν· διότι
αν ήταν έτερο, θα ήταν εν, ενώ αν είναι έτερα, είναι περισσότερα από εν και μπορούν να έχουν πλήθος. -
Πράγματι μπορούν να έχουν. - Αν όμως είναι πλήθος, θα μετέχουν σε αριθμό μεγαλύτερο από το εν. - Και
πώς όχι; - Τί λοιπόν; Θα πούμε ότι οι μεγαλύτεροι αριθμοί ή οι μικρότεροι “γίνονται” και “έχουν γίνει”295
πρωτύτερα; - Οι μικρότεροι. - Άρα το ελάχιστο από το πλήθος είναι το πρώτο που “γίνεται”, και αυτό είναι
το εν· είναι πράγματι; - Ναι. - Άρα από όλα όσα έχουν αριθμό το εν “έχει γίνει” πρώτο· και όλα τα άλλα
έχουν επίσης αριθμό, αν βέβαια είναι άλλα και όχι άλλο. - Έχουν όντως. - Και πιστεύω ότι, αφού εν πάση
περιπτώσει το εν “έχει γίνει” πρώτο, “έχει γίνει” πρωτύτερα, και τα άλλα ύστερα, ενώ αυτά που “έχουν
γίνει” ύστερα είναι νεότερα από εκείνο που “έχει γίνει” πρωτύτερα· και με αυτόν τον τρόπο τα άλλα θα
είναι νεότερα από το εν και το εν μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα. - Πράγματι έτσι θα είναι.

Συγκρούει πρὸς τὰ ἄλλα τὸ πρεσβύτερον καὶ τὸ νεώτερον τοῦ ἑνός. 29.15

Τὰ ἄλλα οὐ λέγονται ἕτερον τοῦ ἑνός, ἀλλ’ ἕτερα, πλείω ἄρα τοῦ ἑνός·

ἂν γὰρ ἦν ἕτερον καὶ οὐχ ἕτερα, καὶ αὐτὸ ἓν ἂν ἦν· ἕτερα δὲ πλείω ἑνός

ἐστι καὶ πλῆθος ἂν ἔχοι, πλῆθος δὲ ὂν ἀριθμοῦ πλείονος τοῦ ἑνὸς

μετέχοι ἄν. Τοῦ δ’ ἀριθμοῦ πάντως τὰ ἐλάττω ἢ τὰ πλείω πρότερον

γίνονται, τὸ ὀλιγοστὸν δὲ πρῶτον, καὶ τὸ ἓν πρῶτον γέγονε τῶν ἄλλων 29.20

τῶν ἐχόντων τὸν ἀριθμόν· ἔχουσι γὰρ καὶ τὰ ἄλλα ἀριθμόν, εἴπερ ἄλλα

καὶ οὐκ ἄλλο ἐστί. Τὸ δὲ πρῶτον καθ’ αὑτὸ συγκρινόμενον πρὸς τὰ

ἄλλα πρότερον ἂν εἴη ἐκείνων γεγονός, τὸ δὲ πρότερον πρὸς τὸ ὕστερον

λέγεται· τὰ γοῦν ἄλλα ὕστερον γέγονε, τὰ δ’ ὕστερον γεγονότα νεώτερα

τοῦ πρότερον γεγονότος· καὶ οὕτως εἴη ἂν τὰ ἄλλα νεώτερα τοῦ ἑνός, 29.25

τὸ δὲ ἓν πρεσβύτερον τῶν ἄλλων.

295
Το “γίνεται” τίθεται εντός εισαγωγικών καθώς έχει την σημασία του “γεννιέται/παράγεται προκύπτει/εξελίσσεται”
(υπαγόμενο στην αρχαία φιλοσοφική έννοια του γίγνεσθαι και της γένεσης). Πιο συγκεκριμένα, παρακάτω (156a4-
b1) θα οριστεί ως μεταλαμβάνειν οὐσίας (δηλαδή μετάβαση από το μη ον στο ον) και θα αντιπαραβληθεί με το
ἀπόλλυσθαι (αφανισμός), το οποίο επίσης θα οριστεί ως ἀπαλλάτεσθαι οὐσίας (μετάβαση από το ον στο μη ον).
153
Συνδυάζει το μεγαλύτερο σε ηλικία και το νεότερο του ενός σε σχέση με τα άλλα. Τα άλλα δεν λέγονται
“έτερο” από το εν, αλλά “έτερα”, άρα είναι περισσότερα από το εν· διότι αν τα άλλα ήταν έτερο και όχι
έτερα, και αυτά θα ήταν εν· ενώ αν είναι έτερα, είναι περισσότερα από εν και θα έχουν πλήθος, και αν είναι
πλήθος, θα μετέχουν σε αριθμό μεγαλύτερο από το εν. Και οπωσδήποτε οι μικρότεροι αριθμοί “γίνονται”
πρωτύτερα από τους μεγαλύτερους, και το ελάχιστο είναι το πρώτο που “γίνεται”, και το εν “έχει γίνει”
πρώτο από τα άλλα, που έχουν αριθμό· διότι και τα άλλα έχουν αριθμό, αν βέβαια είναι άλλα και όχι άλλο.
Όμως το πρώτο, εφόσον συγκριθεί καθ’ αυτό σε σχέση με τα άλλα, θα “έχει γίνει” πρωτύτερα από εκείνα,
ενώ το “πρωτύτερα” λέγεται σε σχέση με το “ύστερα”. Τουλάχιστον τότε τα άλλα “έχουν γίνει” ύστερα, ενώ
αυτά που “έχουν γίνει” ύστερα είναι νεότερα από εκείνο που “έχει γίνει” πρωτύτερα. Και με αυτόν τον τρόπο
τα άλλα θα είναι νεότερα από το εν και το εν μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα..296

153b8-d5: Τί δὲ τόδε; Ἆρ’ ἂν εἴη τὸ ἓν παρὰ φύσιν τὴν αὑτοῦ

(c) γεγονός, ἢ ἀδύνατον; — Ἀδύνατον. — Ἀλλὰ μὴν μέρη τε 297 ἔχον

ἐφάνη τὸ ἕν, εἰ δὲ μέρη, καὶ ἀρχὴν καὶ τελευτὴν καὶ μέσον.

— Ναί. — Οὐκοῦν πάντων πρῶτον ἀρχὴ γίγνεται, καὶ αὐτοῦ

τοῦ ἑνὸς καὶ ἑκάστου τῶν ἄλλων, καὶ μετὰ τὴν ἀρχὴν καὶ

τἆλλα πάντα μέχρι τέλους; — Τί μήν; — Καὶ μὴν μόριά (5)

γε φήσομεν ταῦτ’ εἶναι πάντα τἆλλα τοῦ ὅλου τε καὶ ἑνός,

αὐτὸ δὲ ἐκεῖνο ἅμα τῇ τελευτῇ γεγονέναι ἕν τε καὶ ὅλον. —

Φήσομεν γάρ. — Τελευτὴ δέ οἶμαι γε ὕστατον γίγνεται, τούτῳ

(d) δ’ ἅμα τὸ ἓν πέφυκε γίγνεσθαι· ὥστ’ εἴπερ ἀνάγκη αὐτὸ τὸ

ἓν μὴ παρὰ φύσιν γίγνεσθαι, ἅμα τῇ τελευτῇ ἂν γεγονὸς ὕστατον

ἂν τῶν ἄλλων

τὸ ἕν ἐστι298, τὰ δ’ ἄλλα τοῦ ἑνὸς πρεσβύτερα.

296
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των καταφατικών ιδιοτήτων νεώτερον, πρεσβύτερον, τὴν αὐτὴν ἡλικίαν
ἔχον του χωρίου 151e3-153b7, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ιβ, σελ. 279.
297
Pl. B, T γε.
298
Pl. B, T ἅμα τῇ τελευτῇ ἂν γεγονὸς ὕστατον ἂν τῶν ἄλλων πεφυκὸς εἴη γίγνεσθαι. — Φαίνεται. — Νεώτερον ἄρα
τῶν ἄλλων τὸ ἕν ἐστι… (153d2-4).
154
— Οὕτως αὖ μοι φαίνεται. (5)

Τί θα ισχύει όμως ως προς αυτό εδώ; Άραγε θα μπορούσε το εν να “γίνει” ενάντια στην φύση του εαυτού
του, ή κάτι τέτοιο είναι αδύνατον; - Αδύνατον. - Αλλά πράγματι το εν φάνηκε ότι έχει και μέρη, και αν έχει
μέρη, έχει και αρχή και τέλος και μέση. - Ναι. - Η αρχή λοιπόν “γίνεται” πρώτη σε όλα, και στο ίδιο το εν
και σε καθένα από τα άλλα, και μετά την αρχή “γίνονται” όλα τα άλλα μέχρι το τέλος; - Φυσικά. - Επίσης
θα πούμε τουλάχιστον ότι όλα αυτά τα άλλα είναι μέρη και του όλου και του ενός, ενώ το ίδιο εκείνο έχει
γίνει και εν και όλο ταυτόχρονα με το τέλος. - Πράγματι θα το πούμε. - Νομίζω πως τουλάχιστον το τέλος
“γίνεται” στο ύστατο σημείο, και ταυτόχρονα με αυτό, το εν “γίνεται” από την φύση του· ώστε αν βέβαια
είναι ανάγκη το ίδιο το εν να μη “γίνεται” ενάντια στην φύση του, το εν, εφόσον “θα έχει γίνει” ταυτόχρονα
με το τέλος, θα είναι τελευταίο από τα άλλα, ενώ τα άλλα μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν. - Έτσι μου
φαίνεται για μια ακόμη φορά.

Ἐντεῦθεν ἀνάπαλιν δείκνυσιν ὕστατον τὸ ἓν τῶν ἄλλων, καὶ κατὰ 30.7

τοῦτο νεώτερον. Προσχρᾶται δὲ τῷ λήμματι τῷδε, ὅτι παρὰ φύσιν τὸ ἓν

οὐ γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ φύσιν, ἵνα εἰς οἰκεῖον τέλος καταντήσῃ τὸ ἕν,

καὶ δόξῃ ὕστερον τῶν ἄλλων· τὸ γὰρ εἰς τέλος οἰκεῖον ἐρχόμενον κατὰ 30.10

φύσιν κινεῖται, καὶ τὸ κατὰ φύσιν κινούμενον εἰς τέλος οἰκεῖον ἔρχεται.

Διὰ τοῦτο καὶ τέλος οἰκεῖον λαμβάνει τὸ πῦρ ἅμα κινούμενον τὴν

αὐτοῦ κατὰ φύσιν κίνησιν· εἰδοποιηθὲν γὰρ μᾶλλον ἵσταται καὶ οὐ

κινεῖται πρὸς τὰ ἄνω, καθὼς Ἀριστοτέλης φιλοσοφεῖ. Προσχρᾶται δὲ

πρὸς τῷ λήμματι τούτῳ ὅτι οὐ παρὰ φύσιν γίνεται ἢ γέγονε καὶ ἄλλῳ, 30.15

ὅτι μέρη ἔχει, καθὼς πρότερον ἀπεδείκνυε· τὸ δὲ μέρη ἔχον ἕξει ἂν καὶ

ἀρχὴν καὶ τέλος καὶ μέσον. Οὐκοῦν ἐπὶ πάντων, καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τῶν

λοιπῶν, πρότερον ἡ ἀρχὴ τῶν λοιπῶν μερῶν μέχρι καὶ τέλους. Ἐπεὶ

γοῦν περὶ τῶν ἐν γενέσει τότε λέγομεν γεγονέναι ἅμα τῇ τελευτῇ, καὶ ἐπὶ

τοῦ ἑνὸς τὸ αὐτὸ εἴποιμεν ἄν· ἅμα γὰρ τῇ τελευτῇ γέγονεν ἕν τε καὶ 30.20

155
ὅλον, ἡ τελευτὴ δὲ ἐπὶ πάντων ἔσχατον γίνεται· ἐν ταύτῃ δὲ τῇ τελευτῇ

τὸ ἓν πέφυκεν ὅλον τε καὶ ἓν γίνεσθαι. Ἐπεὶ δὲ ἐτέθη ὅτι οὐ παρὰ

φύσιν γίνεται, ἀλλ’ ἅμα τῇ τελευτῇ ὡς κατὰ φύσιν κινούμενον γέγονεν,

ὕστερον ἂν τῶν ἄλλων μορίων (ταῦτα γάρ ἐστι τὰ παρὰ τὸ ἓν ἄλλα,

πρὸς ἃ συγκρίνεται) τὸ ἓν ἔσται, πρεσβύτερα δὲ τὰ ἄλλα. Καὶ οὕτως 30.25

εὑρέθη ἀνάπαλιν τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς πρεσβύτερα.

Από εδώ δείχνει αντιθέτως ότι το εν είναι τελευταίο από τα άλλα, και κατά τούτο νεότερο. Χρησιμοποιεί
επιπρόσθετα την εξής προκείμενη, ότι “το εν δεν “έχει γίνει” ενάντια στην φύση του”, αλλά κατά φύσιν, για
να καταλήξει το εν στο δικό του τέλος και να φανεί ύστερο από τα άλλα· διότι αυτό που έρχεται στο δικό
του τέλος κινείται κατά φύσιν, και αυτό που κινείται κατά φύσιν έρχεται στο δικό του τέλος. Γι’ αυτό και η
φωτιά φτάνει στο δικό της τέλος όταν ταυτόχρονα κινείται με την κατά φύσιν κίνησή της· γιατί όταν έχει
περισσότερο λάβει το είδος της, στέκεται ακίνητη και δεν κινείται προς τα πάνω, όπως ο Αριστοτέλης μας
διδάσκει φιλοσοφικά299. Και προσθέτει στην προκείμενη αυτή, ότι δηλαδή δεν “γίνεται” ή δεν “έχει γίνει”
ενάντια στην φύση, το ότι έχει μέρη, όπως απεδείκνυε προηγουμένως300· και αυτό που έχει μέρη θα έχει και
αρχή και τέλος και μέση301. Σε όλα λοιπόν, και στο ένα και στα υπόλοιπα, η αρχή προηγείται από τα υπόλοιπα
μέρη μέχρι και το τέλος. Πάντως, επειδή λέμε για όσα βρίσκονται κατά την διάρκεια του γίγνεσθαι ότι
“έχουν γίνει” ταυτόχρονα με το τέλος, μπορούμε να πούμε το ίδιο και για το εν: διότι έχει γίνει και εν και
όλο ταυτόχρονα με το τέλος, και στα πάντα το τέλος “γίνεται” στο έσχατο σημείο· σε αυτό το τέλος το εν
γίνεται από την φύση του και όλο και εν. Επίσης επειδή τέθηκε ότι το εν δεν “γίνεται” ενάντια στην φύση,
αλλά ως κατά φύσιν κινούμενο “έχει γίνει” ταυτόχρονα με το τέλος, το εν θα είναι τελευταίο από τα άλλα
μέρη (διότι αυτά τα μέρη είναι τα άλλα πέρα από το εν, με τα οποία συγκρίνεται το εν), ενώ τα άλλα θα
είναι μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν. Και έτσι βρέθηκε το αντίθετο, ότι τα άλλα είναι μεγαλύτερα σε ηλικία
από το εν.

299
Βλ. Αριστοτέλη, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Β, 335a18-21: μόνον γάρ ἐστι καὶ μάλιστα τοῦ εἴδους τὸ πῦρ διὰ τὸ
πεφυκέναι φέρεσθαι πρὸς τὸν ὅρον. Ἕκαστον δὲ πέφυκεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ χώραν φέρεσθαι· ἡ δὲ μορφὴ καὶ τὸ εἶδος
ἁπάντων ἐν τοῖς ὅροις.
300
Βλ. 142c7-d 9 (το ἓν ὄν ως όλον με μέρη το ἕν και το ὄν).
301
Πρβλ. 145a5-b1 (το εν ως όλον με αρχή, μέση και τέλος).
156
153d5-154a4: Τί δὲ δή; Ἀρχὴν ἢ ἄλλο μέρος (5)

ὁτιοῦν τοῦ ἑνὸς ἢ ἄλλου ὁτουοῦν, ἐάνπερ μέρος ᾖ ἀλλὰ μὴ

μέρη, οὐκ ἀναγκαῖον ἓν εἶναι, μέρος γε ὄν; — Ἀνάγκη. —

Οὐκοῦν τὸ ἓν ἅμα τε τῷ πρώτῳ γιγνομένῳ γίγνοιτ’ ἂν καὶ

(e) ἅμα τῷ δευτέρῳ, καὶ οὐδενὸς ἀπολείπεται τῶν ἄλλων γιγνο-

μένων, ὅτιπερ ἂν προσγίγνηται ὁτῳοῦν, ἕως ἂν πρὸς τὸ

ἔσχατον διελθὸν ὅλον ἐγγένηται302, οὔτε μέσου οὔτε πρώτου

οὔτε ἐσχάτου οὔτε ἄλλου οὐδενὸς ἀπολειφθὲν ἐν τῇ γενέσει. —

Ἀληθῆ. — Πᾶσιν ἄρα τοῖς ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἴσχει τὸ (5)

ἕν· ὥστ’ εἰ μὴ παρὰ φύσιν πέφυκεν αὐτὸ τὸ ἕν, οὔτε

πρότερον οὔτε ὕστερον τῶν ἄλλων γεγονὸς ἂν εἴη, ἀλλ’ ἅμα.

(154a) Καὶ κατὰ τοῦτον τὸν λόγον τὸ ἓν τῶν ἄλλων οὔτε πρεσβύτερον

οὔτε νεώτερον ἂν εἴη, οὐδὲ τἆλλα τοῦ ἑνός· κατὰ δὲ τὸν

πρόσθεν πρεσβύτερόν τε καὶ νεώτερον, καὶ τἆλλα ἐκείνου

ὡσαύτως. — Πάνυ μὲν οὖν.

Τί τότε; Η αρχή ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του ενός ή οποιουδήποτε άλλου, αν όντως είναι μέρος, αλλά όχι
μέρη, δεν είναι αναγκαίο να είναι εν, εφόσον τουλάχιστον είναι μέρος; - Είναι ανάγκη. - Το εν λοιπόν “θα
γινόταν” και ταυτόχρονα με το πρώτο [μέρος], που “γίνεται”, και ταυτόχρονα με το δεύτερο, και δεν
αποχωρίζεται από κανένα από τα άλλα που “γίνονται”, οτιδήποτε κι αν προστεθεί σε οποιοδήποτε μέρος,
μέχρι να “γίνει” έως και το τελευταίο μέρος, αφού θα έχει διαπεράσει το όλον, χωρίς να έχει αποχωριστεί
ούτε από το μεσαίο ούτε από το πρώτο ούτε από το τελευταίο ούτε από κανένα άλλο [μέρος] κατά την
εξέλιξη του γίγνεσθαι. - Είναι αλήθεια. - Άρα το εν έχει την ίδια ηλικία με όλα τα άλλα· ώστε αν το ίδιο το
εν δεν έχει αναπτυχθεί ενάντια στην φύση, δεν θα “έχει γίνει” ούτε πρωτύτερα ούτε ύστερα από τα άλλα,
αλλά ταυτόχρονα. Και σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, το εν δεν θα είναι ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία
ούτε νεότερο από τα άλλα, ούτε τα άλλα από το εν· σύμφωνα όμως με τον προηγούμενο συλλογισμό το εν

302
Pl. B ἐγγένηται. Pl. T ἓν γένηται.
157
είναι και μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τα άλλα, και με τον ίδιο τρόπο τα άλλα από εκείνο. - Χωρίς
αμφιβολία.

Ἐνταῦθα δείκνυσιν ὅτι καὶ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχει τὸ ἓν ἑαυτῷ τε 31.10

καὶ τοῖς ἄλλοις. Καὶ πρῶτόν γε τοῖς ἄλλοις. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὰ λοιπὰ μέρη,

εἰ βούλει, τοῦ ἑνός, εἰ βούλει, καὶ ἄλλου πράγματος οἱουδήτινος, μόνον

ἐὰν ᾖ μέρος καὶ μὴ μέρη ἕν ἐστί τε καὶ λέγεται· οὐκοῦν τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ ἓν

καὶ ἐν δευτέρῳ καὶ ἐν τρίτῳ μέρει ἓν διατηρηθήσεται, καὶ οὐκ

ἀπολειφθείη τινὸς τῶν μερῶν ἕως οὗ πρὸς τὸ ἔσχατον, τὰ πάντα 31.15

διελθόν, γένηται. Ἐπεὶ γοῦν διερχόμενον τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἅπερ ἐστὶ

μέρη ἐκείνου, καὶ ἐν ἐκάστῳ τούτων γινόμενον ἐξισάζει, τὴν αὐτὴν ἂν

ἡλικίαν ἕξει τοῖς ἄλλοις, ὥστε εἰ μὴ παρὰ φύσιν πέφυκε τὸ ἕν, καθὼς

ἐτιθέμεθα, οὔτε πρότερον οὔθ’ ὕστερον τῶν ἄλλων γεγονὸς ἂν εἴη· τὸ

γὰρ παρὰ φύσιν, ἐπεὶ παρ’ ἄλλοις αἰτίοις ἐστὶ καὶ οὐ παρὰ τῇ φύσει 31.20

ἑαυτοῦ, εἰκός ἐστιν οὐκ εὐοδωθήσεσθαι πρὸς τὴν διεξέλευσιν τῶν

μερῶν, ἅπερ εἰσὶ τὰ ἄλλα· φύσει δὲ διερχόμενον οὔτε νεώτερον ἂν εἴη

τῶν ἄλλων οὔτε πρεσβύτερον, οὔτε τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός· κατὰ δὲ τὸν

ἔμπροσθεν λόγον συνήγετο καὶ νεώτερον καὶ πρεσβύτερον καὶ ἑαυτῷ

καὶ τοῖς ἄλλοις. 31.25

Στο σημείο αυτό δείχνει ότι το εν έχει και την ίδια ηλικία με τον εαυτό του και με τα άλλα. Και πρώτα απ’
όλα βέβαια με τα άλλα303. Η αρχή και τα υπόλοιπα μέρη, αν θες του ενός, αν θες και οποιουδήποτε άλλου

303
Ο Παχυμέρης εδώ σωστά παρατηρεί ότι ο συλλογισμός αυτός δείχνει ότι το εν έχει την ίδια ηλικία και με τα άλλα
και με τον εαυτό του, μολονότι από το πλατωνικό κείμενο δεν συνάγεται άμεσα το δεύτερο συμπέρασμα. Εφόσον
αποδεικνύεται ότι κάθε μέρος του ενός είναι με την σειρά του εν, και αφού το εν διαπερνά όλα τα μέρη αυτά, ή
αλλιώς τα άλλα, μέχρι να “γίνει” καταλήγοντας έως το τέλος του, και αφού έτσι το εν είναι ισόχρονο με το καθένα
μέρος, είναι ισόχρονο και με το εν, δηλαδή με τον εαυτό του.
158
πράγματος, είναι και λέγεται εν, μόνο αν είναι μέρος και όχι μέρη· το εν λοιπόν, που είναι στην αρχή, θα
διατηρηθεί ως εν και στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος, και δεν θα αποχωριστεί από κάποιο μέρος μέχρι την
στιγμή όπου, αφού θα έχει διαπεράσει τα πάντα, θα “γίνει” έως και το έσχατο μέρος. Επειδή τουλάχιστον το
εν είναι συνεκτατό304, αφού διαπερνά τα άλλα, που είναι άλλα πέρα από το εν, τα οποία άλλα ακριβώς είναι
μέρη εκείνου, και επειδή το εν “γίνεται” σε καθένα από αυτά, θα έχει την ίδια ηλικία με τα άλλα. Ώστε αν
το εν δεν έχει αναπτυχθεί ενάντια στην φύση, όπως υποθέσαμε, δεν θα “έχει γίνει” ούτε πρωτύτερα ούτε
ύστερα από τα άλλα. Πράγματι, αυτό που “γίνεται” ενάντια στην φύση, επειδή συμφωνεί με άλλα αίτια και
όχι με την φύση του εαυτού του, είναι εύλογο ότι δεν θα έχει αίσια πορεία προς το πέρασμα μέσα από τα
μέρη, τα οποία ακριβώς είναι τα άλλα. Όταν όμως τα διαπερνά από την φύση του, το εν δεν θα είναι ούτε
μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο από τα άλλα, ούτε τα άλλα από το εν. Σύμφωνα όμως με τον προηγούμενο
συλλογισμό συμπεραινόταν ότι είναι και νεότερο και μεγαλύτερο σε ηλικία και από τον εαυτό του και από
τα άλλα305.

154a4-c5: Ἔστι μὲν δὴ οὕτως ἔχον τε καὶ

γεγονός. Ἀλλὰ τί αὖ περὶ τοῦ γίγνεσθαι αὐτὸ πρεσβύτερόν (5)

τε καὶ νεώτερον τῶν ἄλλων καὶ τἆλλα τοῦ ἑνός, καὶ μήτε

νεώτερον μήτε πρεσβύτερον γίγνεσθαι; Ἆρα ὥσπερ περὶ τοῦ

εἶναι, οὕτω καὶ περὶ τοῦ γίγνεσθαι ἔχει, ἢ ἑτέρως; — Οὐκ

(b) ἔχω λέγειν. — Ἀλλ’ ἐγὼ τοσόνδε γε, ὅτι εἰ καὶ ἔστιν ὅ τι πρεσβύτερον

304
Δηλαδή εκτείνεται παράλληλα προς τα άλλα και έχει το ίδιο χρονικό εύρος-εμβέλεια με τα άλλα, και έτσι είναι ίσο
κατά χρόνο με αυτά: το εν διαπερνά όλα τα μέρη του, τα άλλα, από το πρώτο έως το τελευταίο, εκ των οποίων το
καθένα είναι εν, άρα το εν είναι ισόχρονο με το καθένα από αυτά, την στιγμή δηλαδή που “γίνεται” σε καθένα
από αυτά τα μέρη του [η έννοια “ἐξισάζει” έχει ακριβώς αυτή την σημασία του “συνεκτατού” (αγγλ.:
coextensive)].
305
Βλ. αντίστοιχα τα προηγούμενα χωρία: 151e3-152e3 (το εν είναι και γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο
από τον εαυτό του), 152e10-153b7 (τα άλλα νεότερα από το εν, το εν μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα), 153b8-
d5 (το εν νεότερο από τα άλλα, τα άλλα μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν).
159
ἕτερον ἑτέρου306, γίγνεσθαί τε 307 αὐτὸ πρεσβύτερον ἔτι ἢ ὡς τὸ

πρῶτον εὐθὺς γενόμενον διήνεγκε τῇ ἡλικίᾳ οὐκ ἂν ἔτι

δύναιτο, οὐδ’ αὖ τὸ νεώτερον ὂν ἔτι νεώτερον γίγνεσθαι·

ἀνίσοις γὰρ ἴσα προστιθέμενα, χρόνῳ τε καὶ ἄλλῳ ὁτῳοῦν, (5)

ἴσῳ ποιεῖ διαφέρειν αἰεὶ ὅσῳπερ ἂν τὸ πρῶτον διενέγκῃ. —

Πῶς γὰρ οὔ; — Οὐκ ἄρα τό γε ἓν ὂν 308 τοῦ ἑνὸς ὄντος γίγνοιτ’

(c) ἄν ποτε πρεσβύτερον οὐδὲ νεώτερον, εἴπερ ἴσῳ διαφέρει ἀεὶ

τὴν ἡλικίαν· ἀλλ’ ἔστι καὶ γέγονε πρεσβύτερον, τὸ δὲ

νεώτερον, γίγνεται δ’ οὔ. — Ἀληθῆ. — Καὶ τὸ ἓν ἄρα ὂν τῶν

ἄλλων ὄντων οὔτε πρεσβύτερόν ποτε οὔτε νεώτερον γίγνεται.

— Οὐ γὰρ οὖν.

Είναι βέβαια τέτοιο και έχει γίνει τέτοιο. Αλλά τί θα πούμε πάλι για το ότι αυτό γίνεται και μεγαλύτερο σε
ηλικία και νεότερο από τα άλλα και τα άλλα γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία και νεότερα από το εν, και ότι
το εν και τα άλλα δεν γίνονται ούτε νεότερα ούτε μεγαλύτερα σε ηλικία; Άραγε όπως ακριβώς ίσχυε στην
περίπτωση του “είναι”, έτσι θα ισχύει και στην περίπτωση του “γίνεται”, ή διαφορετικά; - Δεν μπορώ να
πω. - Αλλά εγώ μπορώ να πω τόσα τουλάχιστον, ότι, αν οποιοδήποτε άλλο είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από
κάτι άλλο, δεν θα μπορούσε επιπλέον και να γίνει το ίδιο ακόμη μεγαλύτερο σε ηλικία σε σύγκριση με το
πόσο διέφερε στην ηλικία την ίδια στιγμή που έγινε πρωτύτερα μεγαλύτερο σε ηλικία, ούτε πάλι αυτό που
είναι νεότερο γίνεται ακόμη νεότερο· διότι αν προστίθενται ίσα σε άνισα, για παράδειγμα στον χρόνο και
σε οτιδήποτε άλλο, πάντοτε προκύπτει να διαφέρουν κατά ίσο ποσό, κατά όσο ακριβώς διέφεραν πρωτύτερα.

306
Pl. T,W Ἀλλ’ ἐγὼ τοσόνδε γε, ὅτι εἰ καὶ ἔστιν πρεσβύτερον ἕτερον ἑτέρου. Pl. B,C,D Ἀλλ’ ἐγὼ τοσόνδε γε, εἰ
καὶ ἔστιν ὅτι πρεσβύτερον ἕτερον ἑτέρου. Το κείμενο του Παχυμέρη διατηρεί τόσο το ὅτι της πρώτης ομάδας
χειρογράφων όσο και το ὅτι της δεύτερης (μετατρέποντάς το όμως σε αόριστη αντωνυμία)· το φαινόμενο αυτό
αποτελεί κατά τους Luna-Segonds ένα τεκμήριο της θεωρίας τους ότι στο πλατωνικό κείμενο του Παχυμέρη
συγχωνεύονται και αναμιγνύονται κατά βάση δυο χειρόγραφα, οι κώδικες D (ως κείμενο βάσης σε όλο το
υπόμνημα του Πρόκλου και στην συνέχεια του Παχυμέρη) και W (ως δευτερογενής πηγή στην συνέχεια του
υπομνήματος) [βλ. Luna-Segonds, Proclus. Commentaire sur le Parménide de Platon, t.I 1re partie Introduction
générale, σ. CCCLXXXI, n. 1 (για την θεωρία αυτή, βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 2, υποσημ. 34)].
307
Pl. B τε. Pl. T γε.
308
Pl. B γε ὂν (γραμμένο πάνω σε κάτι σβησμένο).
160
- Αλήθεια, πώς όχι; - Άρα το ίδιο το εν, που “είναι”, δεν μπορεί να γίνει ποτέ μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε
νεότερο από το εν, που “είναι”, αν πράγματι πάντοτε διαφέρουν στην ηλικία κατά ίσο χρόνο· αλλά το μεν
είναι και έχει γίνει μεγαλύτερο σε ηλικία, το δε νεότερο· δεν γίνεται όμως. - Είναι αλήθεια. - Άρα και το εν,
που “είναι”, δεν γίνεται ποτέ ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο από τα άλλα, που “είναι”. - Βεβαίως
όχι.

Ἐφοδεύσας τὸν λόγον ἐπί τε τοῦ εἶναι καὶ γεγονέναι, ζητεῖ καὶ ἐπὶ 32.7

τοῦ γίνεσθαι τὰ αὐτά· ἆρα ὥσπερ περὶ τοῦ εἶναι, οὕτω καὶ περὶ τοῦ

γίνεσθαι ἔχει, ἢ ὡς ἑτέρως; Καὶ τέως οὐκ ἔχοντος λέγειν τοῦ

διαλεγομένου, αὐτὸς τοσόνδε φησὶν ὅτι τὸ γεγονὸς ἑαυτοῦ πρεσβύτε- 32.10

ρον καὶ νεώτερον, κατὰ τὰς πρόσθεν ἀποδείξεις, καὶ τὸ ὂν ἑαυτοῦ

πρεσβύτερον καὶ νεώτερον κατὰ τὰς ὁμοίας ἀποδείξεις, οὐ γίγνεται καὶ

νεώτερον καὶ πρεσβύτερον. Ἔστι δὲ ἡ ἔφοδος ἥδε· τὸ μὲν γὰρ

πρεσβύτερον τόδε τοῦδε ὂν καὶ ἔτι πρεσβύτερον γίνεσθαι παρ’ ὃ ὡς

πρότερον γέγονε πρεσβύτερον χώραν ἔχει, καὶ γίνεται ἔτι πρεσβύτερον 32.15

καὶ πρεσβύτερον· τὸ δὲ νεώτερον οὐ χωρεῖ καὶ ἔτι νεώτερον γίνεσθαι.

Ὥστε τὸ εἶναι μὲν νεώτερον καὶ γεγονέναι τι νεώτερον ἄλλου τινὸς ἔστι

λέγει, αὐτὸ δὲ τὸ ὂν νεώτερον νεώτερον γίνεσθαι ἢ ἑαυτοῦ ἢ ἄλλου οὐ

χωρεῖ· τὸ γὰρ νεώτερον καὶ τὸ πρὸς ὅ ἐστι νεώτερον ἄνισά εἰσι πάντως,

ὁ δὲ ἐπερχόμενος ἐκείνοις χρόνος ἢ τὸ ὁπωσδήποτε προστιθέμενον 32.20

ἑκατέροις ἴσον καὶ τὸ αὐτό ἐστι, καὶ ἴσῳ ἂν ποιήσοι διαφέρειν ἀεὶ

θάτερον πρὸς τὸ ἕτερον ὅσῳπερ ἂν τὸ πρῶτον διήνεγκεν. Ἐπεὶ τοίνυν

ἴσῳ διαφέρει ἀεὶ τὴν ἡλικίαν τὸ ἓν ἑαυτοῦ, εἶναι μὲν καὶ γεγονέναι

πρεσβύτερον ἢ νεώτερον δοτέον ἴσως κατὰ τὴν προτέραν διαφορὰν

καθ’ ἣν εὐθὺς διήνεγκε, γίγνεται δ’ οὔ· οὔτε νεώτερον, οὐ γὰρ 32.25

ὀπισθοδρομεῖ, οὔτε πρεσβύτερον, ἅπαξ γὰρ τὴν πρώτην πρόσθεσιν

161
ἴσως τοῦ χρόνου ἔλαβε καὶ γέγονε πρεσβύτερον, ἔπειτα δὲ ἴσῳ

διαφέρον ἑαυτοῦ κατὰ τὴν προτέραν πρόσθεσιν πρεσβύτερον οὐ

γενήσεται καὶ ἔτι· ὥστε εἶναι μὲν καὶ γεγενῆσθαι πρεσβύτερον καὶ

νεώτερον ἴσως δοθείη, γίνεσθαι δὲ καὶ ἔτι ἢ νεώτερον ἢ πρεσβύτερον τὸ 32.30

αὐτὸ οὐκ ἐγχωρεῖ.

Έχοντας εξετάσει τον συλλογισμό στις περιπτώσεις και του “είναι” και του “έχει γίνει”, αναζητά τα ίδια και
στην περίπτωση του “γίνεται”· άραγε όπως ακριβώς ίσχυε στην περίπτωση του “είναι”, έτσι θα ισχύει και
στην περίπτωση του “γίνεται”, ή διαφορετικά; Και αφού εντωμεταξύ ο συνομιλητής δεν μπορεί να πει, ο
ίδιος λέει τόσα, ότι αυτό που έχει γίνει μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τον εαυτό του, σύμφωνα με
τις προηγούμενες αποδείξεις, και αυτό που είναι μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τον εαυτό του
σύμφωνα με τις παρόμοιες αποδείξεις, δεν γίνεται και νεότερο και μεγαλύτερο σε ηλικία. Και έχει η εξέταση
ως εξής: αυτό το πράγμα δηλαδή, που είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από εκείνο το πράγμα, είναι σε θέση να
γίνεται ακόμη μεγαλύτερο σε ηλικία από όσο είχε γίνει πρωτύτερα μεγαλύτερο σε ηλικία, και γίνεται ακόμη
όλο και μεγαλύτερο σε ηλικία309. Το νεότερο όμως δεν είναι σε θέση να γίνεται και ακόμη νεότερο. Ώστε
λέει ότι είναι δυνατόν το να είναι κάτι νεότερο και να έχει γίνει κάτι νεότερο από κάτι άλλο, το ίδιο όμως
που είναι νεότερο δεν είναι σε θέση να γίνεται νεότερο είτε από τον εαυτό του είτε από κάτι άλλο. Διότι το
νεότερο και αυτό σε σχέση με το οποίο είναι νεότερο είναι σε κάθε περίπτωση άνισα, και ο χρόνος που
ακολουθεί εκείνα, ή οτιδήποτε προστίθεται σε εκείνα με κάθε τρόπο, είναι ίσο και το ίδιο και για τα δύο,
και πάντοτε θα προκύψει να διαφέρουν κατά ίσο ποσό το ένα σε σχέση με το άλλο, κατά όσο ακριβώς

309
Στο σημείο αυτό η εξήγηση του Παχυμέρη παρουσιάζει προβλήματα, γιατί δεν συμβαδίζει με τον πλατωνικό
συλλογισμό: ενώ ο Παρμενίδης εξηγεί γιατί δεν θα μπορούσε το μεγαλύτερο σε ηλικία να γίνεται ακόμη
μεγαλύτερο (154b1-4: εἰ καὶ ἔστιν ὅ τι πρεσβύτερον ἕτερον ἑτέρου, γίγνεσθαί τε αὐτὸ πρεσβύτερον ἔτι ἢ ὡς τὸ
πρῶτον εὐθὺς γενόμενον διήνεγκε τῇ ἡλικίᾳ οὐκ ἂν ἔτι δύναιτο), o Παχυμέρης επαναδιατυπώνει και ανασυνθέτει
το σημείο αυτό με το αντίθετο νόημα, ότι δηλαδή είναι σε θέση να γίνεται ακόμη όλο και μεγαλύτερο σε ηλικία.
Στην συνέχεια μάλιστα αντιπαραθέτει αυτό με το ότι το νεότερο δεν είναι σε θέση να γίνεται και ακόμη νεότερο.
Ωστόσο, μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στην συνέχεια του σχολιασμού του ο Παχυμέρης παραμένει
συνεπής με τον συλλογισμό του Παρμενίδη, ακολουθώντας και εξηγώντας τον δίχως κανένα σφάλμα, που θα
πρόδιδε – μαζί με το προκείμενο – μια τυχόν εξηγητική ασυνέπειά του σχετικά με το πλατωνικό κείμενο ή μια
εσφαλμένη ερμηνεία εν γένει. Ομολογεί πράγματι ότι τόσο αυτό που είναι νεότερο όσο και αυτό που είναι
μεγαλύτερο σε ηλικία δεν γίνονται αντιστοίχως ακόμη νεότερο και ακόμη μεγαλύτερο σε ηλικία. Η εσωτερική
αυτή αντίφαση στο σώμα της εξήγησης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια εσφαλμένη ανάγνωση
ενός μέρους μόνο του συλλογισμού, που ίσως δεν κατανοήθηκε καλά ή δεν δόθηκε τόση προσοχή σε αυτό από
τον Βυζαντινό υπομνηματιστή.
162
διέφεραν πρωτύτερα. Επειδή λοιπόν το εν πάντοτε διαφέρει στην ηλικία κατά ίσο χρόνο από τον εαυτό του,
πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι και έχει γίνει μεγαλύτερο σε ηλικία ή νεότερο ισόποσα σύμφωνα με την
προηγούμενη διαφορά, κατά την οποία αμέσως πριν διέφερε, δεν γίνεται όμως. Δεν γίνεται ούτε νεότερο,
γιατί δεν πάει προς τα πίσω, ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία, γιατί δέχθηκε άπαξ την πρώτη ισόποση πρόσθεση
του χρόνου και έγινε μεγαλύτερο σε ηλικία, και έπειτα, αφού διαφέρει από τον εαυτό του ισόποσα σύμφωνα
με την προηγούμενη πρόσθεση, δεν θα γίνει και επιπλέον μεγαλύτερο σε ηλικία. Ώστε μπορούμε μεν να
παραδεχθούμε ότι το εν είναι και έχει γίνει μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο κατ’ ίσα ποσά, αλλά δεν είναι
δυνατόν το ίδιο να γίνεται επιπλέον ή νεότερο ή μεγαλύτερο σε ηλικία.310

154c5-155b4: Ὅρα δὲ εἰ τῇδε πρεσβύτερα καὶ νεώτερα (5)

γίγνεται. — Πῇ δή; — Ἦ 311 τό τε ἓν τῶν ἄλλων ἐφάνη πρε-

σβύτερον καὶ τἆλλα τοῦ ἑνός; — Τί οὖν; — Ὅταν τὸ ἓν τῶν

ἄλλων πρεσβύτερον ᾖ, πλείω που χρόνον γέγονεν ἢ τὰ

(d) ἄλλα. — Ναί. — Πάλιν δὴ σκόπει· ἐὰν πλέονι καὶ ἐλάττονι

κατὰ χρόνον 312 προστιθῶμεν τὸν ἴσον χρόνον, ἆρα τῷ ἴσῳ μορίῳ

διοίσει τὸ πλέον τοῦ ἐλάττονος ἢ σμικροτέρῳ; — Σμικροτέρῳ.

310
Μπορούμε να δώσουμε το εξής παράδειγμα:
Έστω ότι το Α είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από το Β κατά δύο χρονικά ποσά , π.χ. Α= 12, Β=10.
Αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια χρονική ακολουθία σύμμετρης πρόσθεσης 2 χρόνων σε έκαστο, το Α δεν μπορεί
να διαφέρει παραπάνω χρονικό διάστημα από το Β, π.χ. κατά τέσσερα χρονικά ποσά, και να γίνεται έτσι ακόμη
μεγαλύτερο σε ηλικία από το Β, ούτε αντίστοιχα το Β γίνεται ακόμη νεότερο από το Α.
π.χ. Α=12, Β=10 + 2 χρόνους
→ Α=14, Β=12 + 2 χρόνους
→ Α=16, Β=14 κ.ο.κ. [και όχι: Α=18, Β=14 ή Α=16, Β=12 (διαφορά 4 χρόνων αντί για 2)]
Η πρόσθεση ίσων ποσών σε άνισα πράγματα συνεπάγεται ισόποση διαφορά, ίση με την προηγούμενη διαφορά
πριν συμβεί η πρόσθεση· άρα η διαφορά παραμένει πάντοτε ίδια.
Έτσι το Α είναι και έχει γίνει χρονικά μεγαλύτερο σε ηλικία από το Β, αλλά δεν γίνεται, δηλαδή δεν γίνεται ακόμη
μεγαλύτερο σε ηλικία, ούτε το Β γίνεται ακόμη νεότερο από το Α (μολονότι κι αυτό με την σειρά του έχει γίνει
και είναι νεότερο από αυτό), γιατί έτσι θα διαταρασσόταν η ροή του χρόνου. [Στον συλλογισμό αυτόν πρέπει να
δοθεί προσοχή στους ρηματικούς χρόνους “έχει γίνει”, “είναι” και “γίνεται”].
311
Pl. B, T ᾗ.
312
Pl. B, T χρόνῳ.
163
— Οὐκ ἄρα ἔσται, ὅτιπερ τὸ πρῶτον ἦν πρὸς τἆλλα ἡλικίᾳ

διαφέρον τὸ ἕν, τοῦτο καὶ εἰς τὸ ἔπειτα, ἀλλὰ ἴσον λαμβάνον (5)

χρόνον τοῖς ἄλλοις ἔλαττον ἀεὶ τῇ ἡλικίᾳ διοίσει αὐτῶν ἢ

πρότερον· ἢ οὔ; — Ναί. — Οὐκοῦν τό τε 313 ἔλαττον διαφέρον

(e) ἡλικίᾳ πρός τι ἢ πρότερον νεώτερον γίγνοιτο ἂν ἢ ἐν τῷ

πρόσθεν πρὸς ἐκεῖνα πρὸς ἃ ἦν πρεσβύτερον πρότερον; —

Νεώτερον. — Εἰ δ’ ἐκεῖνο νεώτερον, οὐκ ἐκεῖνα αὖ τὰ ἄλλα

πρὸς τὸ ἓν πρεσβύτερα ἢ πρότερον; — Πάνυ γε. — Τὸ μὲν

νεώτερον ἄρα γεγονὸς πρεσβύτερον γίγνεται πρὸς τὸ πρό- (5)

τερον γεγονός τε καὶ πρεσβύτερον 314, ἔστι δὲ οὐδέποτε

πρεσβύτερον ἀλλὰ γίγνεται αἰεὶ ἐκείνου πρεσβύτερον· ἐκεῖνο

μὲν γὰρ ἐπὶ τὸ νεώτερον ἐπιδίδωσι, τὸ δ’ ἐπὶ τὸ πρεσβύ-

(155a) τερον. Τὸ δ’ αὖ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρου νεώτερον γίγνεται

ὡσαύτως. Ἰόντε γὰρ αὐτοῖν εἰς τὸ ἐναντίον

ἀλλήλοιν γίγνεσθον, τὸ μὲν νεώτερον πρεσβύτερον τοῦ

πρεσβυτέρου, τὸ δὲ πρεσβύτερον νεώτερον τοῦ νεωτέρου·

γενέσθαι δὲ οὐκ ἂν οἵω τε εἴτην· εἰ γὰρ γένοιντο, οὐκ (5)

ἂν ἔτι γίγνοιντο, ἀλλ’ εἶεν ἄν. Νῦν δὲ γίγνονται μὲν

πρεσβύτερα ἀλλήλων καὶ νεώτερα· τὸ μὲν ἓν τῶν ἄλλων

νεώτερον γίγνεται, ὅτι πρεσβύτερον ἐφάνη ὂν καὶ πρότερον

(b) γεγονός, τὰ δ’ ἄλλα τοῦ ἑνὸς πρεσβύτερα, ὅτι ὕστερα

γέγονε. Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ τἆλλα οὕτω πρὸς

313
Pl. B, T γε.
314
Pl. B, T πρεσβύτερον ὄν. Βλ. επίσης 155a8-b1: ὅτι πρεσβύτερον ἐφάνη ὂν καὶ πρότερον γεγονός. Για την διόρθωση
που χρειάζεται να γίνει στην παράθεση του Παχυμέρη αλλά και στην εξήγησή του παρακάτω, βλ. υποσημ. 316.
164
τὸ ἓν ἴσχει, ἐπειδήπερ αὐτοῦ πρεσβύτερα ἐφάνη καὶ πρό-

τερα γεγονότα. — Φαίνεται γὰρ οὖν οὕτω.

Κοίταξε όμως αν γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία και νεότερα με τον εξής τρόπο. - Με ποιον ακριβώς; - Δεν
φανερώθηκε και το εν ως μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα και τα άλλα από το εν; - Και τί λοιπόν; - Όταν
το εν είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα, έχει υπάρξει, νομίζω, περισσότερο χρόνο από τα άλλα. - Ναι.
- Τώρα πρόσεξε πάλι: εάν προσθέσουμε τον ίσο χρόνο και στο μακρύτερο και στο βραχύτερο χρονικό
διάστημα, άραγε το μακρύτερο θα διαφέρει από το βραχύτερο κατά ίσο μέρος ή κατά μικρότερο; - Κατά
μικρότερο. - Άρα όσο ακριβώς το εν διέφερε στην ηλικία σε σχέση με τα άλλα πρωτύτερα, δεν θα διαφέρει
το ίδιο και στο μέλλον, αλλά αν λαμβάνει ίσο χρόνο με τα άλλα, πάντοτε η διαφορά του από αυτά στην
ηλικία θα είναι κατά μικρότερο μέρος απ’ όσο ήταν προηγουμένως, ή όχι; - Ναι. - Και λοιπόν αυτό, που
διαφέρει ηλικιακά σε μικρότερο βαθμό απ’ όσο προηγουμένως σε σχέση με κάτι άλλο, μπορεί να γίνεται
νεότερο από πρωτύτερα σε σχέση με εκείνα, ως προς τα οποία ήταν προηγουμένως μεγαλύτερο σε ηλικία;
- Νεότερο. - Αν όμως εκείνο γίνεται νεότερο, εκείνα πάλι τα άλλα δεν γίνονται σε σχέση με το εν μεγαλύτερα
σε ηλικία από πρωτύτερα; - Απολύτως. - Άρα αυτό που έχει γίνει νεότερο γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία σε
σχέση με εκείνο που “έχει γίνει” πρωτύτερα και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία, δεν είναι όμως ποτέ μεγαλύτερο
σε ηλικία, αλλά πάντοτε γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από εκείνο· διότι εκείνο [το μεγαλύτερο σε ηλικία]
προοδεύει προς το νεότερο, και το άλλο [το νεότερο] προς το μεγαλύτερο σε ηλικία. Και το μεγαλύτερο σε
ηλικία πάλι γίνεται νεότερο από το νεότερο με τον ίδιο τρόπο. Διότι και όσο αυτά προχωρούν, γίνονται και
τα δύο αντίθετα μεταξύ τους, το μεν νεότερο γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από το μεγαλύτερο σε ηλικία,
το δε μεγαλύτερο σε ηλικία γίνεται νεότερο από το νεότερο· αλλά και τα δύο δεν μπορούν να γίνουν τέτοια,
διότι αν γινόντουσαν, δεν θα γίνονταν πια, αλλά θα ήταν. Τώρα όμως γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία και
νεότερα μεταξύ τους: το μεν εν γίνεται νεότερο από τα άλλα, γιατί φάνηκε ότι είναι μεγαλύτερο σε ηλικία
και ότι “έχει γίνει” πρωτύτερα, τα δε άλλα γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν, γιατί “έχουν γίνει”
ύστερα. Σύμφωνα με τον ίδιο συλλογισμό, και τα άλλα θα έχουν την ίδια σχέση με το εν, επειδή ακριβώς
φάνηκαν ότι είναι μεγαλύτερα σε ηλικία από αυτό και ότι “έχουν γίνει” πρωτύτερα. - Πράγματι λοιπόν είναι
φανερό έτσι.

Συγκρούει τὸ ἓν τοῖς ἄλλοις καὶ δείκνυσιν ὅτι καὶ τὸ ἓν τῶν ἄλλων 33.25

πρεσβύτερον ὂν γίγνοιτο νεώτερον, καὶ τὰ ἄλλα νεώτερα ὄντα τοῦ ἑνὸς

γίγνοιντο ἂν πρεσβύτερα. Προσχρᾶται δὲ τῷ προαποδεδειγμένῳ ὅτι τὸ


165
ἓν τῶν ἄλλων πρεσβύτερον καὶ τἆλλα τοῦ ἑνός· πρεσβύτερον δέ ἐστι τὸ

ἔχον πλείονα χρόνον, νεώτερον δὲ τὸ ἔχον ἐλάττονα χρόνον πρὸς

ἐκεῖνο πρὸς ὅ ἐστι νεώτερον. Εἰ γοῦν εἶεν δύο τινά, τὸ μὲν πλέον κατὰ 33.30

τὸν χρόνον, τὸ δ’ ἔλαττον, καὶ προστιθῶμεν αἰεὶ αὐτοῖς τὸν ἴσον

χρόνον, οὐδέποτε τῷ ἴσῳ μορίῳ τοῦ ἐλάττονος τὸ πλέον διοίσει, ἀλλὰ 34.1

σμικροτέρῳ. Οἷον ὡς ἐπὶ παραδείγματος ἔστωσαν δύο τινά, καὶ

ἔστωσαν ταῦτα ἀριθμοὶ διὰ τὸ εὐσύνοπτον (τοῦτο γὰρ ἔσται καὶ ἐπὶ

μεγεθῶν), καὶ ἔστω τὸ μὲν δʹ, τὸ δὲ βʹ, καὶ ἔστι τὸ πλέον διαφέρον τοῦ

ἐλάττονος ἡμίσει μορίῳ αὐτοῦ τοῦ μείζονος· εἰ γοῦν προστιθῶ αὐτοῖς 34.5

ἴσον ἀριθμόν, ἢ ἴσον μέγεθος, εἰ μεγέθη εἰσίν, ἔστω τὸ προστιθέμενον

ἴσον τοῖς ἀνίσοις ἐκείνοις ὁ βʹ. γενήσεται οὖν τὸ τεσσάρων χρόνων,

χρόνων ϛʹ, τὸ δὲ τῶν δύο χρόνων, χρόνων δʹ. Διοίσει τοίνυν τὸ πλέον

τοῦ ἐλάττονος τρίτῳ μορίῳ αὐτοῦ τοῦ μείζοντος315· εἰ δὲ καὶ ἔτι προστιθῶ

τοῖς ϛʹ χρόνων οὖσι καὶ τεσσάρων αὖθις χρόνων ἄλλους δύο χρόνους, 34.10

γενήσεται τὸ μὲν ὀκτάχρονον, τὸ δ’ ἑξάχρονον, καὶ διοίσει τὸ πλέον

τοῦ ἐλάττονος δυσί, τὰ δὲ δύο τοῦ ηʹ τέταρτον, καὶ ἐφεξῆς οὕτω

σμικροτέρῳ καὶ σμικροτέρῳ· πρῶτον μὲν ἡμίσει διέφερε τὸ πλέον, εἶτα

τρίτῳ, εἶτα τετάρτῳ, εἶτα πέμπτῳ, εἶτα ἕκτῳ καὶ ἐφεξῆς. Τί γοῦν

ἐντεῦθεν συνάγομεν; Ἢ ὅτι οὐκ ἄρα ὅπερ διέφερεν ἐν ἡλικίᾳ τὸ πρῶτον 34.15

πρὸς τὰ ἄλλα τὸ ἓν πρεσβύτερον ὄν, τοῦτο ἔσται καὶ εἰς τὸ μετέπειτα,

ἀλλὰ ὀλιγώτερον· ἴσον γὰρ λαμβάνον χρόνον τοῖς ἄλλοις ἔλαττον ἀεὶ

διοίσει τῇ ἡλικίᾳ αὐτῶν ἢ πρότερον, τὸ ἔλαττον δὲ διαφέρον ἢ

πρότερον πρός τι νεώτερον γένοιτ’ ἂν ἢ ἐν τῷ πρόσθεν πρὸς ἐκεῖνα

315
Ο όρος «μείζοντος» της έκδοσης (βλ. T. Gadra et alii, ό.π., σ. 34) θα πρέπει να διορθωθεί σε «μείζονος».
166
πρὸς ἃ ἦν πρεσβύτερον, ὡς προσεγγίζον τῷ νεωτέρῳ, ἔλαττον ἢ πρώτην 34.20

αὐτοῦ ἀφιστάμενον· καὶ εἰ τὸ ἓν νεώτερον, ἐκεῖνα πρὸς τὸ ἓν

πρεσβύτερα ἢ πρότερον. Τὸ γοῦν πρώην νεώτερον γεγονός, ὅπερ ἦν τὰ

ἄλλα, πρεσβύτερον γίνεται πρὸς τὸ πρότερον γεγονὸς πρεσβύτερον 316,

ὅπερ ἦν τὸ ἕν· γινόμενον δὲ πρεσβύτερον κατὰ τὴν ῥοὴν τοῦ χρόνου

οὐδέποτέ ἐστι. Καὶ ἐντεῦθεν τὸ μὲν ἕν, ὃ ἦν πρεσβύτερον, ἐπὶ τὸ 34.25

νεώτερον ἐπιδίδωσι, τὰ δ’ ἄλλα ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον. Καὶ ἔτι τὸ

πρεσβύτερον ἓν τοῦ νεωτέρου, ὅπερ ἦν τὰ ἄλλα, νεώτερον γίνεται·

περιέρχονται γὰρ εἰς τὸ ἐναντίον ἀλλήλοιν, τὸ μὲν νεώτερον πρεσβύτε-

ρον τοῦ πρεσβυτέρου, τὸ δὲ πρεσβύτερον νεώτερον τοῦ νεωτέρου·

οὐδέποτε γὰρ γένοιντο, ἀλλ’ αἰεὶ γίγνοιντο ἂν τοιαῦτα διὰ τὴν τοῦ 34.30

χρόνου ῥοήν. Τὰ τοιαῦτα πάθοι ἂν καὶ τὰ ἄλλα πρὸς τὸ ἕν.

Φέρνει σε “σύγκρουση” το εν με τα άλλα και δείχνει ότι και το εν, που είναι μεγαλύτερο σε ηλικία από τα
άλλα, μπορεί να γίνεται νεότερο, και τα άλλα, που είναι νεότερα από το εν, μπορούν να γίνονται μεγαλύτερα
σε ηλικία. Χρησιμοποιεί επιπλέον αυτό που αποδείχθηκε προηγουμένως, ότι το εν είναι μεγαλύτερο σε ηλικία
από τα άλλα και τα άλλα από το εν 317· και μεγαλύτερο σε ηλικία είναι αυτό που έχει διαρκέσει περισσότερο
χρόνο, ενώ εκείνο που έχει διαρκέσει λιγότερο χρόνο είναι νεότερο σε σχέση με εκείνο, από το οποίο είναι
νεότερο. Τουλάχιστον τότε, αν υπάρχουν δύο πράγματα, το μεν μακρύτερο χρονικά, το δε βραχύτερο, και
προσθέτουμε σε αυτά πάντοτε τον ίσο χρόνο, το μακρύτερο δεν θα διαφέρει ποτέ κατά ίσο μέρος από το
βραχύτερο, αλλά κατά μικρότερο. Όπως για παράδειγμα: έστω ότι έχουμε δύο πράγματα, και αυτά ας είναι

316
Στο σημείο αυτό, η παράθεση της πλατωνικής φράσης δεν είναι απόλυτα ακριβής. Αν μείνει έτσι όπως είναι (πρὸς
τὸ πρότερον γεγονὸς πρεσβύτερον), θα διαβαστεί ως “σε σχέση με εκείνο που έχει γίνει πρωτύτερα μεγαλύτερο σε
ηλικία”· το πλατωνικό κείμενο όμως “πρὸς τὸ πρότερον γεγονός τε καὶ πρεσβύτερον ὄν” (το ὄν προστίθεται στο
πρεσβύτερον στους κώδικες Pl. B, T) εννοείται ως “σε σχέση με εκείνο που “έχει γίνει” πρωτύτερα και είναι
μεγαλύτερο σε ηλικία”. Στο πλατωνικό χωρίο η χρήση του τε καί θέλει να δηλώσει τον διαχωρισμό μεταξύ του
“γεγονός” και του “πρεσβύτερον” ως δύο εννοιών αντίστοιχα, ως “πρότερον γεγονός” και “πρεσβύτερον ὄν” κατά
τα συμφραζόμενα (βλ. επίσης παραπάνω 155a8-b1: ὅτι πρεσβύτερον ἐφάνη ὂν καὶ πρότερον γεγονός). Γι’ αυτό, η
φράση αυτή του Παχυμέρη πρέπει να διαβαστεί κανονικά: πρὸς τὸ πρότερον γεγονὸς <τε καὶ> πρεσβύτερον <ὂν>.
317
Βλ. αντιστοίχως τα προηγούμενα χωρία: 152e10-153b7 (τα άλλα νεότερα από το εν, το εν μεγαλύτερο σε ηλικία
από τα άλλα) και 153b8-d5 (το εν νεότερο από τα άλλα, τα άλλα μεγαλύτερα σε ηλικία από το εν).
167
αριθμοί για να μην χρονοτριβούμε (διότι αυτό θα ισχύει και στα μεγέθη), και το μεν ας είναι 4, το δε 2, και
το μακρύτερο διαφέρει από το βραχύτερο κατά το ½ του ίδιου του μεγαλύτερου· αν τουλάχιστον προσθέσω
σε αυτά ίσον αριθμό, ή ίσο μέγεθος, αν είναι μεγέθη, το ίσο προστιθέμενο σε εκείνα τα άνισα ας είναι το 2.
Αυτό λοιπόν που διαρκεί 4 χρόνους θα γίνει 6 χρόνων, ενώ εκείνο που διαρκεί 2 χρόνους, θα γίνει 4 χρόνων.
Συνεπώς, το μακρύτερο θα διαφέρει από το βραχύτερο κατά το ⅓ του ίδιου του μεγαλύτερου· και αν
προσθέσω επιπλέον άλλους 2 χρόνους σε αυτά που είναι 6 χρόνων και πάλι 4 χρόνων, το μεν θα γίνει 8
χρόνων, το δε 6 χρόνων, και το μακρύτερο θα διαφέρει από το βραχύτερο κατά 2, και το 2 είναι το ¼ του
8, και έτσι θα διαφέρει συνεχώς κατά μικρότερο και μικρότερο κλάσμα: πρώτα το μακρύτερο διέφερε κατά
½ , έπειτα κατά ⅓ , έπειτα κατά ¼, έπειτα κατά 1/5, έπειτα κατά 1/6 κ.ο.κ.318 Από αυτά τουλάχιστον τί
συνάγουμε; Συνάγουμε άρα ότι όσο διέφερε το εν στην ηλικία εξαρχής, όντας μεγαλύτερο σε ηλικία σε
σχέση με τα άλλα, δεν θα διαφέρει το ίδιο και μετέπειτα, αλλά λιγότερο· διότι αν λαμβάνει ίσο χρόνο με τα
άλλα, πάντοτε η διαφορά του από αυτά στην ηλικία θα είναι κατά μικρότερο μέρος απ’ όσο ήταν προηγουμένως,
και αυτό που διαφέρει ηλικιακά σε μικρότερο βαθμό απ’ όσο προηγουμένως σε σχέση με κάτι άλλο μπορεί να
γίνεται νεότερο από πρωτύτερα σε σχέση με εκείνα, ως προς τα οποία ήταν προηγουμένως μεγαλύτερο σε
ηλικία, με το να προσεγγίζει το νεότερο, στο μέτρο που απομακρύνεται από αυτό λιγότερο από την πρώτη
φορά. Και αν το εν γίνεται νεότερο, εκείνα γίνονται σε σχέση με το εν μεγαλύτερα σε ηλικία από πρωτύτερα.
Αυτό τουλάχιστον που προ ολίγου είχε γίνει νεότερο, το οποίο ακριβώς ήταν τα άλλα, γίνεται μεγαλύτερο σε
ηλικία σε σχέση με εκείνο που “έχει γίνει” πρωτύτερα και είναι μεγαλύτερο σε ηλικία319, το οποίο ακριβώς
ήταν το εν· και μολονότι γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία κατά την ροή του χρόνου, ποτέ δεν είναι μεγαλύτερο
σε ηλικία. Και στο εξής το μεν εν, το οποίο ήταν μεγαλύτερο σε ηλικία, προοδεύει προς το νεότερο, τα δε
άλλα προς το μεγαλύτερο σε ηλικία. Και επιπλέον το μεγαλύτερο σε ηλικία εν γίνεται νεότερο από το νεότερο,
το οποίο ήταν τα άλλα· διότι και τα δυο περιέρχονται στο αντίθετο του καθενός εξ αυτών, το μεν νεότερο
γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από το μεγαλύτερο σε ηλικία, το δε μεγαλύτερο σε ηλικία γίνεται νεότερο από το
νεότερο. Διότι ποτέ δεν μπορούν να γίνουν, αλλά πάντοτε θα γίνονται τέτοια λόγω της ροής του χρόνου. Τα
ίδια θα πάθουν και τα άλλα σε σχέση με το εν.320

318
Παράσταση του παραδείγματος :
4 και 2 → διαφορά: κατά το ½ του 4, δηλαδή κατά 2
+ 2 = 6 και 4 → διαφορά: κατά το ⅓ του 6, δηλαδή κατά 2
+ 2 = 8 και 6 → διαφορά: κατά το ¼ του 8, δηλαδή κατά 2 κ.ο.κ. → ½ > ⅓ > ¼ κ.ο.κ.
319
Βλ. παραπάνω υποσημ. 314, 316.
320
Πρβλ. τις παρατηρήσεις του R.E. Allen (1983, σ. 259-260) σχετικά με το χωρίο αυτό του Παρμενίδη. Για να
καταλάβουμε τον συλλογισμό, πρέπει να νοήσουμε μια ακολουθία αριθμών (όπως το εν λόγω παράδειγμα του
Παχυμέρη) που εμπεριέχει συγκρίσεις λόγων/κλασμάτων· αν λάβουμε υπόψη τους όρους αυτής της αριθμητικής
προόδου, όχι αναφορικά με το ότι η διαφορά παραμένει πάντα η ίδια (εν προκειμένω πάντοτε προστίθεται το 2
168
155b4-c8: Οὐκοῦν ᾗ μὲν

οὐδὲν ἕτερον ἑτέρου πρεσβύτερον γίγνεται, οὐδὲν 321 νεώτερον, (5)

κατὰ τὸ ἴσῳ ἀριθμῷ ἀλλήλων αἰεὶ διαφέρειν, οὔτε τὸ ἓν

τῶν ἄλλων πρεσβύτερον γίγνοιτ’ ἂν οὐδὲ νεώτερον, οὔτε

τἆλλα τοῦ ἑνός· ᾗ δὲ ἄλλῳ αἰεὶ μορίῳ διαφέρειν ἀνάγκη

(c) τὰ πρότερα τῶν ὑστέρων γενόμενα καὶ τὰ ὕστερα τῶν

προτέρων, ταύτῃ δὴ ἀνάγκη πρεσβύτερά τε καὶ νεώτερα

ἀλλήλων γίγνεσθαι τά τε ἄλλα τοῦ ἑνὸς καὶ τὸ ἓν τῶν

ἄλλων; — Πάνυ μὲν οὖν. — Κατὰ δὴ πάντα ταῦτα τὸ ἓν αὐτό

τε αὑτοῦ καὶ τῶν ἄλλων πρεσβύτερον καὶ νεώτερον ἔστι (5)

στους αριθμούς), αλλά αναφορικά με το κλάσμα των διαδοχικών ηλικιών, ανακαλύπτουμε ότι όσο αυξάνονται οι
ηλικίες, τόσο μειώνονται τα διαδοχικά κλάσματα. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα που δίνει ο Allen: αν
ο Β είναι νεότερος από τον Α κατά 10 χρόνια, όταν ο Α είναι 30 χρόνων, ο Β είναι 20, αν ο Α είναι 50, ο Β είναι
4: ο λόγος 50/40 είναι μικρότερος από τον 30/20 [με μαθηματικούς όρους θα λέγαμε: αν α>β, τότε (α+μ) : (β+μ)
< (α : β)]. Με άλλα λόγια, εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ακολουθία, της οποίας τα κλάσματα καθορίζονται από
μία πρόοδο και η οποία (ακολουθία) δεν τερματίζει ποτέ και πουθενά, αλλά συνεχίζεται στο άπειρο. Μάλιστα, ο
Allen επεκτείνοντας το νόημα του συλλογισμού συνάγει το εξής συμπέρασμα (ό.π. σ. 259): “η έμφαση του
Παρμενίδη στο ότι το εν πάντοτε γίνεται νεότερο, αλλά δεν θα γίνει τελικά ούτε είναι, γιατί τότε θα σταματούσε
να γίνεται και θα ήταν νεότερο από τα άλλα, είναι μια σαφής απόρριψη του ισχυρισμού ότι η ακολουθία έχει ένα
όριο-πέρας : μολονότι αυτό [το εν] συνεχώς προσεγγίζει τον λόγο της ισότητας, αυτός ο λόγος δεν μπορεί να είναι
μέρος της ακολουθίας. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με το 153c-d” [δηλαδή το εν δεν μπορεί να φτάσει σε ένα τέλος,
σε ένα ύστατο σημείο, όπου θα έχει γίνει νεότερο από τα άλλα, όπως αντίθετα συνάγεται από τον συλλογισμό του
153b8-d5]. Ειρήσθω εν παρόδω, η παραπάνω μαθηματική παράσταση της αύξουσας σειράς των αριθμών και της
παράλληλης μείωσης των λόγων μεταξύ τους, παρατηρήθηκε μετά τον Πλάτωνα επίσης από τον Θέωνα και από
τον Νικόμαχο. Για τον Θέωνα, βλ. De utilitate mathematicae, 22.10-23.3: περιττοῦ μὲν οὖν πρώτη ἰδέα ἐστὶν ἡ
μονάς, καθάπερ καὶ ἐν κόσμῳ τῷ ὡρισμένῳ καὶ τεταγμένῳ τὸ περιττὸν προσαρμόζουσιν· ἀρτίου δὲ πρώτη ἰδέα ἡ
ἀόριστος δυάς, καθὰ καὶ ἐν κόσμῳ τῷ ἀορίστῳ καὶ ἀγνώστῳ καὶ ἀτάκτῳ τὸ ἄρτιον προσαρμόττουσι. διὸ καὶ
ἀόριστος καλεῖται ἡ δυάς, ἐπειδὴ οὐκ ἔστιν ὥσπερ ἡ μονὰς ὡρισμένη. οἱ δ’ ἑξῆς ἑπόμενοι τούτοις ὅροι ἀπὸ μονάδος
ἐκτιθέμενοι τὰ αὐτὰ αὔξονται μὲν τῇ ἴσῃ ὑπεροχῇ· μονάδι γὰρ ἕκαστος αὐτῶν τοῦ προτέρου πλεονάζει· αὐξόμενοι δὲ
τοὺς λόγους τῆς πρὸς ἀλλήλους σχέσεως αὐτῶν μειοῦσιν. οἷον ἐκτεθέντων ἀριθμῶν αʹ βʹ γʹ δʹ εʹ ϛʹ ὁ μὲν τῆς δυάδος
λόγος πρὸς τὴν μονάδα ἐστὶ διπλάσιος, ὁ δὲ τῆς τριάδος πρὸς τὴν δυάδα ἡμιόλιος, ὁ δὲ τῆς τετράδος πρὸς τὴν τριάδα
ἐπίτριτος, ὁ δὲ τῆς πεντάδος πρὸς τὴν τετράδα ἐπιτέταρτος, ὁ δὲ τῆς ἑξάδος πρὸς τὴν πεντάδα ἐπίπεμπτος. ἔστι δ’
ἐλάττων λόγος ὁ μὲν ἐπίπεμπτος τοῦ ἐπιτετάρτου, ὁ δὲ ἐπιτέταρτος τοῦ ἐπιτρίτου, ὁ δὲ ἐπίτριτος <τοῦ> ἡμιολίου, ὁ
δὲ ἡμιόλιος τοῦ διπλασίου· καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν δὲ ἀριθμῶν ὁ αὐτὸς λόγος. [H υπογράμμιση ανήκει στον γράφοντα].
Βλ. αντίστοιχα και Νικόμαχο, Αριθμητική Εισαγωγή, ΙΙ.23.
321
Pl. B, T οὐδὲ.
169
τε καὶ γίγνεται, καὶ οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερον οὔτ’

ἔστιν οὔτε γίγνεται οὔτε αὑτοῦ οὔτε τῶν ἄλλων. — Παν-

τελῶς μὲν οὖν.

Στο βαθμό λοιπόν που κανένα πράγμα δεν γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από κάποιο άλλο πράγμα και
κανένα από αυτά [δεν γίνεται] νεότερο [από το άλλο], σύμφωνα με το να διαφέρουν πάντοτε κατά ίσο
αριθμό μεταξύ τους, ούτε το εν μπορεί να γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία από τα άλλα ούτε νεότερο, ούτε τα
άλλα από το εν· στο βαθμό όμως που είναι ανάγκη να διαφέρουν πάντοτε κατά ένα άλλο τμήμα αυτά που
“έχουν γίνει” πρωτύτερα από εκείνα που “έχουν γίνει” ύστερα και αυτά που “έχουν γίνει” ύστερα από εκείνα
που “έχουν γίνει” πρωτύτερα, η ίδια ακριβώς ανάγκη υπαγορεύει να γίνονται και μεγαλύτερα σε ηλικία και
νεότερα μεταξύ τους και τα άλλα από το εν και το εν από τα άλλα; - Χωρίς αμφιβολία. – Σύμφωνα βέβαια
με όλα αυτά, το ίδιο το εν είναι και γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο από τον εαυτό του και από τα
άλλα, και ούτε είναι ούτε γίνεται ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο ούτε από τον εαυτό του ούτε από
τα άλλα. – Βεβαιότατα.

Συλλογίζεται τὰ ἐπιχειρήματα· καθὸ μὲν γάρ φησι κατὰ τὸ ἴσῳ 35.8

ἀριθμῷ ἀλλήλων διαφέρειν τὸ ἓν καὶ τὰ ἄλλα, ὡς ἴσα ἔχοντα μέρη

ἀλλήλοις καὶ ἴσα ὄντα, οὔτ’ ἐκεῖνο πρεσβύτερον ἐκείνων ἢ νεώτερον, 35.10

οὔτε ταῦτ’ ἐκείνου πρεσβύτερα ἢ νεώτερα· ᾗ δὲ ἐν ἄλλῳ μορίῳ

διαφέρειν ἀνάγκη τὰ πρότερα τῶν ὑστέρων γενόμενα καὶ τὰ ὕστερα

τῶν προτέρων, ταύτῃ πρεσβύτερα καὶ νεώτερα ἀλλήλων ἀνάγκη

γίνεσθαι. Καὶ κατὰ τοῦτον τὸν λόγον τὸ ἓν τῶν ἄλλων καὶ πρεσβύτερον

καὶ νεώτερον, καὶ οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερον οὔτ’ ἐστὶν οὔτε 35.15

γίνεται.

170
Συνάγει συμπεράσματα από τα επιχειρήματα: διότι λέει ότι στο βαθμό που το εν και τα άλλα διαφέρουν
κατά ίσο αριθμό μεταξύ τους, επειδή έχουν ίσα μέρη μεταξύ τους και είναι ίσα, ούτε εκείνο γίνεται
μεγαλύτερο σε ηλικία ή νεότερο από εκείνα, ούτε αυτά γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία ή νεότερα από
εκείνο· στο βαθμό όμως που είναι ανάγκη να διαφέρουν πάντοτε κατά ένα άλλο τμήμα αυτά που “έχουν γίνει”
πρωτύτερα από εκείνα που “έχουν γίνει” ύστερα και αυτά που “έχουν γίνει” ύστερα από εκείνα που “έχουν
γίνει” πρωτύτερα, η ίδια ακριβώς ανάγκη υπαγορεύει να γίνονται μεγαλύτερα σε ηλικία και νεότερα μεταξύ
τους322. Και σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, το εν είναι και γίνεται και μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο
από τα άλλα, και ούτε είναι ούτε γίνεται ούτε μεγαλύτερο σε ηλικία ούτε νεότερο.

155c8-e3: Ἐπειδὴ δὲ χρόνου μετέχει τὸ ἓν καὶ τοῦ

(d) πρεσβύτερόν τε καὶ νεώτερον γίγνεσθαι, ἆρ’ οὐκ ἀνάγκη καὶ

τοῦ ποτὲ μετέχειν καὶ τοῦ ἔπειτα καὶ τοῦ νῦν, εἴπερ χρόνου

μετέχει; — Ἀνάγκη. — Ἦν ἄρα τὸ ἓν καὶ ἔστι καὶ ἔσται καὶ

ἐγίγνετο καὶ γίγνεται καὶ γενήσεται. — Τί μήν; — Καὶ εἴη ἄν

τι ἐκείνῳ καὶ ἐκείνου, καὶ ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται. — Πάνυ (5)

γε. — Καὶ ἐπιστήμη δὴ εἴη ἂν αὐτοῦ καὶ δόξα καὶ αἴσθησις,

εἴπερ καὶ νῦν ἡμεῖς περὶ αὐτοῦ πάντα ταῦτα πράττομεν. —

Ὀρθῶς λέγεις. — Καὶ ὄνομα δὴ καὶ λόγος ἔστιν αὐτῷ, καὶ

(e) ὀνομάζεται καὶ λέγεται· καὶ ὅσαπερ καὶ περὶ τὰ ἄλλα τῶν

τοιούτων τυγχάνει ὄντα, καὶ περὶ τὸ ἕν ἐστι. — Παντελῶς

μὲν οὖν ἔχει οὕτως.

Και επειδή το εν μετέχει στον χρόνο και στο να γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία και νεότερο, άραγε δεν είναι
ανάγκη να μετέχει και στο “κάποτε στο παρελθόν” και στο “μετά” και στο “τώρα”, αν βέβαια μετέχει στον
χρόνο; - Είναι ανάγκη. – Άρα το εν ήταν και είναι και θα είναι και γινόταν και γίνεται και θα γίνει. – Φυσικά.
– Και κάποιο πράγμα μπορεί να είναι σε εκείνο και εκείνου, όπως το “ήταν” και το “είναι” και το “θα είναι”.

322
Πρόκειται ουσιαστικά για τα συμπεράσματα των δύο προηγούμενων συλλογισμών: το πρώτο αναφέρεται στο
χωρίο 154a4-c5 και το δεύτερο στο χωρίο 154c5-155b4.
171
– Βέβαια. – Και βέβαια γνώση αυτού θα υπάρχει και γνώμη και αίσθηση, αν βέβαια και τώρα εμείς
χειριζόμαστε όλα αυτά σχετικά με αυτό. – Σωστά τα λες. – Και όνομα βέβαια και λόγος υπάρχει σε αυτό,
και [αυτό] ονομάζεται και λέγεται· και όσα ακριβώς πράγματα από τέτοια παρόμοια τυχαίνουν να
αναφέρονται στα άλλα, αναφέρονται και στο εν. – Απολύτως έτσι είναι.

Ἐπειδὴ δὲ χρόνου μετέχει τὸ ἕν, μετέχει ἄρα καὶ τοῦ ποτὲ καὶ τοῦ 35.27

νῦν καὶ τοῦ ἔπειτα, καὶ ἦν καὶ ἔστι καὶ ἔσται καὶ ἐγίγνετο καὶ γίγνεται

καὶ γενήσεται. Τὸ δὲ καὶ εἴη ἄν τι ἐκείνῳ καὶ ἐκείνου τοιοῦτον, οἶμαι,

νοῦν ἔχει· εἴη μὲν ἐκείνῳ τὸ ἦν καὶ τὸ ἔστι καὶ τὸ ἔσται· ταῦτα γὰρ οὐκ 35.30

ἐκείνου τι, ἀλλ’ ἐκείνῳ προσόντα ὡς ἐν χρόνῳ ὄντι, ἐκείνου δὲ ἡ

ἐπιστήμη καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ αἴσθησις· περὶ ἐκεῖνο γὰρ ταῦτα ὡς

ἐπιστητὸν καὶ δοξαστὸν καὶ αἰσθητόν. Πλὴν οὐχ ἄμα τὰ τρία ταῦτα,

ἀλλ’ ἢ εἰ μὲν ὡσαύτως ἀεὶ ἔχοι, ἐπιστητὸν ἔσται, εἰ δὲ ἄλλως καὶ ἄλλως

κατὰ τὰ ἐπιχειρήματα, δοξαστόν, εἰ δὲ αἰσθήσει ὑποπίπτει (καὶ τοῦτο 36.1

γὰρ ἐκ τῶν ἐπιχειρημάτων συνάγεται), αἰσθητόν· ὅτι δὲ ἐπιστήμῃ

ὑποπίπτει καὶ δόξῃ, δῆλον ἐξ ὧν καὶ ἡμεῖς περὶ αὐτοῦ πράττομεν

συλλογιζόμενοι καὶ ἐπιχειροῦντες. Καὶ ἔστιν ὄνομα αὐτῷ καὶ ὀνομάζε-

ται, καὶ οὐκ ἄρρητόν ἐστι κατὰ τὸ μηδαμῇ μηδαμῶς ὄν, καὶ λόγος, καὶ 36.5

λέγεται· οὐδεὶς γὰρ λόγος περὶ τοῦ μηδαμῇ μηδαμῶς ὄντος, οὐδέ τι

λέγεται περὶ αὐτοῦ, καὶ ὅσα ἄλλα περὶ τὰ ὄντα τυγχάνει, ἔστι καὶ περὶ

τὸ ἕν.

Και επειδή το εν μετέχει στον χρόνο, μετέχει άρα και στο “κάποτε στο παρελθόν” και στο “μετά” και στο
“τώρα”, και ήταν και είναι και θα είναι και γινόταν και γίνεται και θα γίνει. Και η φράση “και κάποιο πράγμα
μπορεί να είναι σε εκείνο και εκείνου” έχει, νομίζω, τέτοιο νόημα: το “ήταν” και το “είναι” και το “θα είναι”
μπορούν να είναι σε εκείνο [στο εν], διότι αυτά δεν είναι κατιτί εκείνου, αλλά προσκολλώνται σε εκείνο,
αφού εκείνο είναι σε χρόνο, ενώ υπάρχει η γνώση και η γνώμη και η αίσθηση εκείνου, διότι αυτά αποδίδονται
172
σε εκείνο, αφού μπορεί να είναι αντικείμενο γνώσης [ἐπιστητόν], γνώμης [δοξαστόν] και αίσθησης
[αἰσθητόν]323. Ωστόσο, αυτά τα τρία δεν υπάρχουν ταυτόχρονα, αλλά αν το εν παραμένει πάντοτε το ίδιο,
θα είναι αντικείμενο γνώσης [ἐπιστητόν], αν διαφέρει με άλλο και άλλο τρόπο κατά τα επιχειρήματα, θα
είναι αντικείμενο γνώμης [δοξαστόν], αν όμως υπόκειται σε αίσθηση (διότι και αυτό συνάγεται από τα
επιχειρήματα), θα είναι αισθητό· το ότι υπόκειται σε γνώση και σε γνώμη είναι φανερό από αυτά που και
εμείς χειριζόμαστε σχετικά με αυτό συνάγοντας συμπεράσματα και επιχειρηματολογώντας. Και όνομα
υπάρχει σε αυτό και ονομάζεται, και δεν είναι άρρητο σύμφωνα με “αυτό που δεν είναι πουθενά και με
κανένα τρόπο” [κατὰ τὸ μηδαμῇ μηδαμῶς ὄν], και λόγος [υπάρχει σε αυτό], και λέγεται· διότι κανένας λόγος
δεν υπάρχει για “αυτό που δεν είναι πουθενά και με κανένα τρόπο”, ούτε λέγεται κάτι για αυτό324, και όσα
άλλα τυχαίνουν να αναφέρονται στα όντα, αναφέρονται και στο εν.325 326

323
Με άλλα λόγια, ο Παχυμέρης κάνει την εξής διάκριση:
- Ἐκείνῳ → εφόσον το εν είναι σε χρόνο (ως μετέχον του χρόνου), τότε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν
ανήκουν στο εν, αλλά “προσκολλώνται-προστίθενται” σε αυτό, αφού και τα τρία είναι μέρη του χρόνου (δηλαδή
ως συνακόλουθα του χρόνου και κατ’ επέκταση και του ενός). Άρα τα “ἦν – ἔστι – ἔσται” είναι σε εκείνο.
- Ἐκείνου → στο εν αποδίδονται η γνώση, η γνώμη και η αίσθηση, ούτως ώστε αυτό να είναι ἐπιστητόν, δοξαστόν
και αἰσθητόν, και κατ’ επέκταση να λέμε ότι υπάρχει η γνώση, η γνώμη και η αίσθηση εκείνου [θα μπορούσαμε
να πούμε ότι το εκείνου λειτουργεί ως γενική υποκειμενική (ή αντικειμενική) στις λέξεις “ἐπιστήμη – δόξα –
αἴσθησις”]. Άρα οι “ἐπιστήμη – δόξα – αἴσθησις” είναι εκείνου.
324
Βλ. παρακάτω 164b1-4 [έβδομη υπόθεση κατά Πρόκλο (το εν ως μηδαμῇ μηδαμῶς ὄν)]: ἐπιστήμη ἢ δόξα ἢ αἴσθησις
ἢ λόγος ἢ ὄνομα ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τῶν ὄντων περὶ τὸ μὴ ὂν ἔσται; — Οὐκ ἔσται. — Οὕτω δὴ ἓν οὐκ ὂν οὐκ ἔχει πως.
— Οὐδαμῇ. Οὔκουν δὴ ἔοικέ γε οὐδαμῇ ἔχειν.
325
Για την πρόκλεια πολυθεϊστική ερμηνεία των χρονικών μερών (παρόν, παρελθόν, μέλλον) του χωρίου 153b8-
155d5, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 2Ιγ, σελ. 279-281.
326
Παραθέτουμε επίσης τα βασικά σημεία της μεταφυσικής φύσεως ερμηνείας του Χ. Τερέζη πάνω στα χωρία 33.25-
34.31 και 35.27-36.8 (βλ. Τερέζης Χ., 2017, σ. 388-401):
- Παχυμ. Εἰς Παρμ. 33.25-34.31: Η εναλλαγή (“αντιμεταχώρηση”) των ιδιοτήτων “νεότερο” και “πρεσβύτερο”
στην σχέση του ἑνός με τα ἄλλα δηλώνει ότι μία οντότητα μπορεί να προσοικειωθεί “δυναμοκρατικά” διαφορε-
τικούς μεταξύ τους κατηγοριακούς και οντολογικούς προσδιορισμούς (391-397).
- Μετοχή του ἑνός στις διαβαθμίσεις του χρόνου, στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον: κατά τον Τερέζη, ο
Παχυμέρης εκλαμβάνει την μετοχή αυτήν ως λογική, καθώς το ἕν, σε διηνεκή κλίμακα, δεν παραμένει στην ίδια
κατάσταση παρουσιών. Τα τρία αυτά χρονικά μεταβατικά σημεία δεν αποτελούν ένα συγκεκριμένο τμήμα του
ἑνός, αλλά προστίθενται στην υπόστασή του (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 35.30-31) ως συμβεβηκότα, εκ του ότι το ίδιο
ευρίσκεται πλέον εντός του χρόνου και συνδέεται με (αλλά κυρίως δημιουργεί κατά τις κοσμικές εξελίξεις) τους
όρους της κοσμολογικής εκτύλιξής του (397-399).
- Σε γνωσιολογικό επίπεδο (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 35.31-36.8): το ἕν είναι επιστητό, δοξαστό, αισθητό, δηλαδή
προσλήψιμο και κατηγοριακά εντάξιμο ανά περίπτωση. Οι τρεις αυτές γνωσιολογικές προσεγγίσεις δεν λειτουρ-
γούν συγχρόνως, αλλά προσδιορίζονται από την εκάστοτε κατάσταση του ἑνός καθώς και από την φύση των
οντοτήτων με τις οποίες σχετίζεται εκάστοτε. Έτσι το ἕν υπόκειται σε όλες τις οντικές εναλλαγές και διαφορο-
ποιήσεις, ενώ η όποια κατάσταση του ἑνός υπάρχει υπό τους όρους μίας και μόνο κατά περίπτωση κατηγορίας,
καθίσταται εμπειρικά διαπιστώσιμη και επιστημονικά προσεγγίσιμη (399-401).
173
155e3-156a4: Ἔτι δὴ τὸ τρίτον λέγωμεν. Τὸ ἓν εἰ ἔστιν οἷον (3)
διεληλύθαμεν, ἆρ’ οὐκ ἀνάγκη αὐτό, ἕν τε ὂν καὶ πολλὰ καὶ
μήτε ἓν μήτε πολλὰ, καὶ μετέχον χρόνου, ὅτι μὲν ἔστιν ἕν, (5)
οὐσίας μετέχειν ποτέ, ὅτι δ’ οὐκ ἔστι, μὴ μετέχειν αὖ ποτε
οὐσίας; — Ἀνάγκη. — Ἆρ’ οὖν, ὅτε μετέχει, οἷόν τε ἔσται
τότε μὴ μετέχειν, ἢ ὅτε μὴ μετέχει, μετέχειν; — Οὐχ οἷόν
τε. — Ἐν ἄλλῳ ἄρα χρόνῳ μετέχει καὶ ἐν ἄλλῳ οὐ μετέχει·
οὕτω γὰρ ἂν μόνως τοῦ αὐτοῦ μετέχοι τε καὶ οὐ μετέχοι. — (10)
(156a) Ὀρθῶς. — Οὐκοῦν ἔστι καὶ οὗτος χρόνος, ὅτε μεταλαμβάνει
τοῦ εἶναι καὶ ὅτε ἀπαλλάττεται αὐτοῦ; Ἢ πῶς οἷόν τ’ ἔσται
τοτὲ μὲν ἔχειν τὸ αὐτό, τοτὲ δὲ μὴ ἔχειν, ἐὰν μή ποτε καὶ
λαμβάνῃ αὐτὸ καὶ ἀφίῃ; — Οὐδαμῶς.

Κατόπιν ας εξετάσουμε βέβαια και το τρίτο ζήτημα: αν το εν είναι, όπως έχουμε αναλύσει διεξοδικά, άραγε
δεν είναι ανάγκη αυτό, αφού είναι εν και πολλά και δεν είναι ούτε εν ούτε πολλά και μετέχει στον χρόνο,
να μετέχει κάποτε στην ουσία, επειδή είναι εν, και ξανά να μη μετέχει κάποτε στην ουσία, επειδή δεν είναι;
- Είναι ανάγκη. - Άραγε λοιπόν, όταν μετέχει, θα είναι δυνατόν τότε να μη μετέχει, ή όταν δεν μετέχει, να
μετέχει; - Δεν θα είναι δυνατόν. - Άρα σε άλλο χρόνο μετέχει και σε άλλο δεν μετέχει· διότι έτσι μόνο
μπορεί να μετέχει και να μη μετέχει στο ίδιο πράγμα. - Σωστά. - Υπάρχει λοιπόν και αυτός ο χρόνος, όταν
λαμβάνει ένα μέρος από το “είναι” και όταν απαλλάσσεται από αυτό; Ή πώς θα είναι δυνατόν από την μία
να έχει το ίδιο πράγμα κατ’ αυτόν τον χρόνο, από την άλλη να μην το έχει κατ’ εκείνον, εάν άλλοτε δεν
λαμβάνει αυτό και άλλοτε δεν το αφήνει; - Με κανένα τρόπο.

Καλῶς εἶπε, τὸ τρίτον λέγωμεν· εἰ γὰρ ἔστι τόδε τι, τρισσῶς 36.19
ἐπιχειροῦμεν, ὁμοίως καὶ εἰ οὐκ ἔστι, τριχῶς ἐπιχειροῦμεν· ταῦτα δὲ 36.20
τετραχῶς. Τίνα ἕπονται, καὶ ταῦτα τετραχῶς· ἢ γὰρ αὐτὸ πρὸς ἑαυτὸ ἢ
αὐτὸ πρὸς τὰ ἀντικείμενα, καὶ αὖθις τὰ ἀντικείμενα πρὸς αὑτὰ καὶ τὰ
ἀντικείμενα πρὸς τὸ προκείμενον. Τίνα οὐχ ἕπεται, καὶ αὐτὰ τετραχῶς·
τίνα τε πρὸς ἑαυτὰ καὶ τίνα πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ αὐτὰ πρὸς ἑαυτά, καὶ
αὐτὰ πρὸς τὸ προκείμενον. Καὶ τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται, καὶ αὐτὰ 36.25
τετραχῶς. Εἰπὼν γοῦν πρώτως τίνα οὐχ ἕπεται καὶ αὐτῷ πρὸς ἑαυτὸ

174
καὶ αὐτῷ πρὸς τὰ πολλὰ καὶ τοῖς πολλοῖς πρὸς τὸ ἕν, καὶ τοῖς πολλοῖς
πρὸς ἑαυτά, καὶ αὖθις τίνα ἕπεται, καὶ αὐτὰ τετραχῶς, ἤδη ἥκει καὶ
περὶ τοῦ τρίτου λέγει, τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται. Ἕπεται τοίνυν τῷ
ἑνὶ ἕν τε καὶ πολλὰ εἶναι, καὶ μήτε ἓν μήτε πολλά, καὶ μετέχον χρόνου, 36.30
καθὼς ἐπὶ τῶν δευτέρων ὑποθέσεων ἔλεγε, κατὰ μὲν τὸ ἔστι τὸ οὐσίας 37.1
μετέχειν (τὸ γὰρ ἔστιν εἶναί τι καὶ οὐσίαν δηλοῖ), ὅτι δ’ οὐκ ἔστι κατὰ
τὰς προτέρας ὑποθέσεις, καὶ ὅτι ἕπεται αὐτῷ καὶ τὸ ἔστι καὶ τὸ οὐκ ἔστι
κατὰ τὰς παρούσας ὑποθέσεις τὰς ὅτι ἕπεταί τι καὶ οὐχ ἕπεται (ἕπεται
γὰρ δῆλον τὸ ἔστι καὶ οὐχ ἕπεται τὸ ἔστι) μὴ μετέχειν ποτὲ οὐσίας. 37.5
Πότε γοῦν μετέχει καὶ πότε οὐ μετέχει; Οὐ πάντως ὅτε οὐ μετέχει
οὐσίας, τότε μετέχει, καὶ οὐ πάντως ὅτε μετέχει, τότε οὐ μετέχει, ἀλλ’
ἐν ἄλλῳ χρόνῳ μετέχει καὶ ἐν ἄλλῳ οὐ μετέχει. Ἔστι γοῦν χρόνος ἐν
αὐτῷ, ὅτε μεταλαμβάνει τοῦ εἶναι καὶ ὅτε ἀπήλλακται τοῦ εἶναι· τὸ γὰρ
ποτὲ μὲν μετέχειν οὐσίας, ποτὲ δὲ μὴ μετέχειν, τοῦτο δηλοῖ τὸ ποτὲ 37.10
λαμβάνειν καὶ ποτὲ ἀφιέναι. Πλὴν ὅρα τὸν παραλογισμόν· ἀπὸ γὰρ τοῦ
μήτε ἕν, δηλονότι τοῦ οὐχ ἕν ἐστι, τὸ οὐκ ἔστιν ἁπλῶς λαμβάνει καὶ μὴ
μετέχειν αὐτὸ οὐσίας κατὰ τοῦτό φησιν.

Καλώς είπε “ας εξετάσουμε το τρίτο ζήτημα”: διότι επιχειρηματολογούμε με τριπλό τρόπο “αν αυτό το
συγκεκριμένο πράγμα είναι”, όπως και επιχειρηματολογούμε με τριπλό τρόπο “αν δεν είναι”· και αυτά με
τετραπλό τρόπο. Ποια συμπεράσματα έπονται, και αυτά με τετραπλό τρόπο: διότι ή αυτό σε σχέση με τον
εαυτό του ή αυτό σε σχέση με τα αντιπαραβαλλόμενα, και πάλι τα αντιπαραβαλλόμενα σε σχέση με τον
εαυτό τους και αυτά σε σχέση με το προκείμενο. Ποια συμπεράσματα δεν έπονται, και αυτά με τετραπλό
τρόπο: ποια σε σχέση με τον εαυτό τους και ποια σε σχέση με τα άλλα, και αυτά σε σχέση με τον εαυτό
τους και αυτά σε σχέση με το προκείμενο. Και ποια συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται, και αυτά με
τετραπλό τρόπο327. Αφού λοιπόν είπε πρώτα ποια συμπεράσματα δεν έπονται και για αυτό σε σχέση με τον
εαυτό του και για αυτό σε σχέση με τα πολλά και για τα πολλά σε σχέση με το εν και για τα πολλά σε σχέση

327
Βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 4.
175
με τον εαυτό τους328, και ξανά ποια συμπεράσματα έπονται, και αυτά με τετραπλό τρόπο329, ήδη έχει φτάσει
να λέει και σχετικά με το τρίτο, ποια συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται. Συνεπώς, έπεται το εν να είναι
εν και πολλά, και μήτε εν μήτε πολλά, και να μετέχει στον χρόνο, όπως έλεγε στις δεύτερες υποθέσεις, κατά
το “είναι” έπεται και το ότι μετέχει στην ουσία (διότι το “είναι” δηλώνει ότι κάτι είναι καθώς και την ουσία),
αλλά επειδή δεν είναι, κατά τις πρώτες υποθέσεις, και επειδή έπεται για αυτό και το “είναι” και το “δεν
είναι” κατά τις παρούσες υποθέσεις330, αυτές κατά τις οποίες δηλαδή κάποιο συμπέρασμα έπεται και δεν

328
Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση (137c4-142a8). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παχυμέρης εσφαλμένα
αποδίδει τον τετραπλό τρόπο σε κάθε υπόθεση, αν πρέπει να ακολουθήσουμε την διαίρεση του Πρόκλου. Για
παράδειγμα, εφόσον η 1η πρόκλεια εξάδα υποθέσεων αναφέρεται στις (κατά Πρόκλο) υποθέσεις 1-3 (βλ. Εἰς
Παρμ. V, 1002.43-49), στην πρώτη υπόθεση (αποφατικά συμπεράσματα για το εν) εξετάζονται τα εξής: i) ἓν εἰ
ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό, ii) ἓν εἰ ἔστι, τί οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα· αντίστοιχα στην δεύτερη
υπόθεση (καταφατικά συμπεράσματα για το εν) εξετάζονται: i) ἓν εἰ ἔστι, τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό, ii) ἓν εἰ ἔστι,
τί ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα· έτσι και στην τρίτη (καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα για το εν) εξετάζονται:
i) ἓν εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς ἑαυτό, ii) ἓν εἰ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα (για
την πρόκλεια διαίρεση του συνόλου των 24 υποθέσεων σε 4 εξάδες βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 4). Με άλλα λόγια, με
βάση και την αναλυτική διαίρεση του Πρόκλου και την αντιστοίχιση των επιμέρους υποθέσεων σε καθεμία από
τις εξεταζόμενες (εννέα) υποθέσεις, οι τρεις πρώτες υποθέσεις δεν αγγίζουν και τα άλλα, το πώς σχετίζονται με
τον εαυτό τους και το εν, αλλά μόνο το εν, το πώς αυτό σχετίζεται με τον εαυτό του και τα άλλα. Συνεπώς, ο
Παχυμέρης επεκτείνει όλες τις σχέσεις, και τις τέσσερις, στα συμπεράσματα καθεμιάς από τις τρεις πρώτες
υποθέσεις, χωρίς να ακολουθεί πιστά την διαίρεση του Πρόκλου. Η ερμηνεία αυτή του Παχυμέρη φαίνεται να
έρχεται σε αντίθεση και με το ίδιο το πλατωνικό κείμενο, καθώς π.χ. στην αρχή της δεύτερης υπόθεσης
προαναγγέλλεται η εξέταση των συμβαινόντων περί του ενός (όχι και περί των άλλων): Οὐκοῦν ἓν εἰ ἔστιν, φαμέν,
τὰ συμβαίνοντα περὶ αὐτοῦ, ποῖά ποτε τυγχάνει ὄντα, διομολογητέα ταῦτα (142b3-5). Για αυτή την ιδιαίτερη δομή
των παρμενίδειων υποθέσεων από τον Παχυμέρη, βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5.
329
Πρόκειται για την δεύτερη υπόθεση κατά Πρόκλο (142b1-155e3). Για την εφαρμογή των τετραπλών σχέσεων και
στην δεύτερη υπόθεση, βλ. υποσημ. 328 καθώς και ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5.
330
Κατά τον Παχυμέρη, η τρίτη υπόθεση έλκει τα αποφατικά και τα καταφατικά της συμπεράσματα (κατά το
συναμφότερον πλέον) από την πρώτη και την δεύτερη υπόθεση αντίστοιχα. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή είναι εκ
διαμέτρου αντίθετη με εκείνη του Πρόκλου: κατά τον Νεοπλατωνικό, τα αποφατικά συμπεράσματα της πρώτης
υπόθεσης αποτελούν ὑπεραποφάσεις, όχι μόνο ως καθ’ ὑπεροχήν ανώτερες και γεννητικές των καταφάσεων
(δηλώνοντας έτσι ότι όλες οι θείες τάξεις τάσσονται επίταδε του ενός, ως “εξαρτημένες” από αυτό), αλλά και ως
ανώτερες και από τις ίδιες τις αρνήσεις, από αυτές δηλαδή που νοούνται περισσότερο ως στερήσεις, όπως π.χ. οι
“ἀποφάσεις τῆς ὕλης” (στην πέμπτη υπόθεση) [βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1072.18-1077.18, 1099.31, 1109.21-1110.11,
1133.3-5, καθώς και VII, 1172.33-35 (Cousin), Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 66.16-17]. Μάλιστα κατά τον Δαμάσκιο, ο
Πρόκλος απορρίπτει το ενδεχόμενο να έλκονται τα αποφατικά συμπεράσματα της τρίτης από εκείνα της πρώτης,
ενώ ο ίδιος δέχεται μία άλλου τύπου γεωμετρική τάξη των συμπερασμάτων από την πρώτη έως την τέταρτη
υπόθεση: οὐκ ἀπὸ τῆς πρώτης ὑποθέσεως ἕλκει τὰ ἀποφατικὰ ταῦτα καλῶς ἀποδείκνυται [ὁ Πρόκλος]· (…) Εἰ δὲ
ἄκρα μὲν, ὡς φησιν [ὁ Πρόκλος], τὰ ἀποφατικά, μέσα δὲ τὰ ὁμοῦ καὶ καταφατικὰ καὶ ἀποφατικά, ἀλλὰ τούτων ἓν
μὲν μᾶλλον τὰ τῆς δευτέρας ὑποθέσεως, πολλὰ δὲ μᾶλλον τὰ τῆς τετάρτης, ἐπ’ ἴσης δὲ τὰ τῆς προκειμένης, διὸ ἕν τε
καὶ οὐχ ἕν, καὶ πολλὰ καὶ οὐ πολλά (Δαμάσκιος, Εἰς Παρμ. t.IV, p. 4.20-22, 5.12-18). Ο Δαμάσκιος παρέχει και
μία μεταφυσικής φύσης εξήγηση της τάξης των τριών πρώτων υποθέσεων: Μήποτε δὲ ἄμεινον λέγειν ὅτι τὸ μὲν
πρῶτον ἓν ἀποφατικῶς ἐξῄρηται πάντων, τὸ δὲ δεύτερον καταφατικῶς διὰ πάντων προῄει, τὸ δὲ τρίτον πάλιν
ἀποφατικῶς ἐπιστρέφει εἰς τὰ πρὸ αὐτοῦ. Διὸ καὶ τὸ κρεῖττον αὐτοῦ εἶδος αἱ ἀποφάσεις εἰσάγουσιν. Ἔπειτα καὶ ἡ
176
έπεται (διότι είναι φανερό ότι έπεται το “είναι” και δεν έπεται το “είναι”), να μη μετέχει κάποτε στην ουσία.
Πότε τουλάχιστον μετέχει και πότε δεν μετέχει; Οπωσδήποτε δεν είναι η περίπτωση ότι μετέχει τότε στην
ουσία, όταν δεν μετέχει, και οπωσδήποτε δεν είναι η περίπτωση ότι δεν μετέχει τότε, όταν μετέχει, αλλά σε
άλλο χρόνο μετέχει και σε άλλο δεν μετέχει. Υπάρχει λοιπόν ο χρόνος σε αυτό, όταν λαμβάνει ένα μέρος από
το “είναι” και όταν απαλλάσσεται από το “είναι”· διότι το “άλλοτε να μετέχει στην ουσία, άλλοτε να μη
μετέχει”, αυτό δηλώνει το “άλλοτε να το λαμβάνει και άλλοτε να το αφήνει”. Αλλά πρόσεξε όμως τον
παραλογισμό: διότι από το “ούτε εν”, δηλαδή το “δεν είναι εν”, λαμβάνει το “δεν είναι” μοναδικά και
απόλυτα, και κατά τούτο λέει ότι αυτό δεν μετέχει στην ουσία331.

μεσότης τῆς ψυχῆς ἀπαιτεῖ τὰ ἀντικείμενα, τὸ μεριστὸν καὶ ἀμέριστον, τὸ ἔγχρονον καὶ ἄχρονον· οὕτως ἄρα τὸ
καταφατικὸν καὶ ἀποφατικόν. (Εἰς Παρμ. t.IV, p. 35.14-22).
331
Ο Παχυμέρης συνάγει αυτόν τον “παραλογισμό” ίσως με το εξής σκεπτικό: κανονικά θα έπρεπε από το μήτε ἕν
να μη συνάγεται μοναδικά και απόλυτα το μὴ εἶναι του ενός, γιατί από το πρώτο δεν συνεπάγεται αναγκαστικά
και μόνο το δεύτερο (π.χ. θα μπορούσε να είναι πολλά, αν δεν είναι εν)· η εξήγησή του αυτή εκκινεί από το χωρίο
155e5-8: ὅτι μὲν ἔστιν ἕν, οὐσίας μετέχειν ποτέ, ὅτι δ’ οὐκ ἔστι, μὴ μετέχειν αὖ ποτε οὐσίας;
Μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτόν τον προβληματισμό, αν λάβουμε υπόψη την ανάγνωση του Δαμάσκιου.
Κατά τον Νεοπλατωνικό, το ἕν της εν λόγω τρίτης υπόθεσης (κατά τους Νεοπλατωνικούς), αφού έχει προέλθει
από όλα τα επίπεδα και τις τάξεις κατά την πρόοδο του ενός όντος της δεύτερης υπόθεσης (μέσω των
κατηγορημάτων της) και συνεπώς τα ακολουθεί, του αποδίδονται οι όροι ἕν και οὐχ ἕν, πολλὰ και οὐ πολλά,
μετέχον στον χρόνο και μετέχον άλλοτε και άλλοτε στον χρόνο· έτσι συνάγεται και το ποτὲ μετέχειν οὐσίας–ποτὲ
μὴ μετέχειν, καθώς αν το ὄν ακολουθεί το ἕν (όπως το ἓν ὄν της δεύτερης υπόθεσης), το μὴ ὄν (ως μη μετέχον
στην ουσία) θα ακολουθεί το οὐχ ἕν : Οὐκοῦν, «εἰ τοιοῦτόν ἐστι τὸ ἓν οἷον διεληλύθαμεν, ἕν τε ὂν καὶ πολλά, καὶ
οὔτε ἓν οὔτε πολλά, καὶ μετέχον χρόνου». Εἰ γὰρ ἐκ πάντων τῶν εἰρημένων προῆλθεν, δῆλον ὡς μετὰ πάντα ἐστίν.
Οὐκ ἄρα ἓν μόνον, ἀλλὰ καὶ οὐχ ἕν, οὐδὲ πολλὰ μόνον, ἀλλὰ καὶ οὐ πολλά, καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον ὡσαύτως· εἰ δὲ
καὶ μετὰ τὸ χρόνου μετέχον, εἴη ἂν ποτὲ μετέχον καί ποτέ, ἄλλου δηλαδὴ καὶ ἄλλου χρόνου. Ὁ δὲ συνήγαγεν ἐφεξῆς,
ἅμα αὐτῷ καὶ πρῶτον συμπέρασμα συνάγων, ὅτι ποτὲ μετέχει οὐσίας, καί ποτὲ οὐ μετέχει. Εἰ γὰρ τῷ ἑνὶ τὸ ὂν
ἀκολουθεῖ, ἀνάπαλιν ἄρα τῷ οὐχ ἑνὶ ἕψεται τὸ μὴ ὄν, ὅ ἐστιν μὴ μετέχον οὐσίας. Ἔστιν ἄρα καὶ οὐκ ἔστιν, εἰ ἓν καὶ
οὐχ ἕν. (Εἰς Παρμ. t.IV, p. 36.3-15). Έτσι, το μη ον μπορεί να συναχθεί από το οὐχ ἕν, αν επιχειρήσουμε να
συνδέσουμε την τρίτη υπόθεση με τα συμπεράσματα της δεύτερης, υπό το πρίσμα βέβαια της μεταφυσικής
σχέσης προτέρου-υστέρου μεταξύ τους στα πλαίσια της Νεοπλατωνικής πραγματολογικής ανάγνωσης των
υποθέσεων.
Να σημειωθεί επίσης ότι ο παραλογισμός αυτός, που αναφέρει ο Παχυμέρης, αντλείται από τα αριστοτελικά
είδη των παραλογισμών, και συγκεκριμένα το δεύτερο “τῶν ἔξω τῆς λέξεως” παραλογισμών, δηλαδή “τὸ ἁπλῶς
ἢ μὴ ἁπλῶς ἀλλὰ πῂ ἢ ποὺ ἢ ποτὲ ἢ πρός τι λέγεσθαι” (Περὶ τῶν Σοφιστικῶν ἐλέγχων, 166b21-23), όταν δηλαδή
αυτό που λέγεται εν μέρει σε κάτι, λαμβάνεται ως λεγόμενο με την απόλυτη έννοιά του: Οἱ δὲ παρὰ τὸ ἁπλῶς
τόδε ἢ πῇ λέγεσθαι καὶ μὴ κυρίως, ὅταν τὸ ἐν μέρει λεγόμενον ὡς ἁπλῶς εἰρημένον ληφθῇ, οἷον, εἰ τὸ μὴ ὄν ἐστι
δοξαστόν, ὅτι τὸ μὴ ὂν ἔστιν· οὐ γὰρ ταὐτὸ τὸ εἶναί τέ τι καὶ εἶναι ἁπλῶς. ἢ πάλιν ὅτι τὸ ὂν οὐκ ἔστιν ὄν, εἰ τῶν
ὄντων τι μὴ ἔστιν, οἷον εἰ μὴ ἄνθρωπος· οὐ γὰρ ταὐτὸ τὸ μὴ εἶναί τι καὶ ἁπλῶς μὴ εἶναι. φαίνεται δὲ διὰ τὸ πάρεγγυς
τῆς λέξεως καὶ μικρὸν διαφέρειν τὸ εἶναί τι τοῦ εἶναι, καὶ τὸ μὴ εἶναί τι τοῦ μὴ εἶναι (166b37-167a6). Εν προκειμένω,
ο Παχυμέρης θεωρεί ως παραλογισμό το ότι λαμβάνεται το “μη είναι” καθεαυτό από το “δεν είναι εν”, όπως και
ο Αριστοτέλης αντίστοιχα θεωρεί ως παραλογισμό τον συλλογισμό “το ον δεν είναι ον, αν δεν είναι κάτι από τα
όντα, δηλαδή αν δεν είναι άνθρωπος”, καθώς δεν είναι το ίδιο το να μην είναι κάτι ένα πράγμα (π.χ. το x δεν είναι
y) με το “να μην είναι” αυτό καθεαυτό (π.χ. το x ως μη ον). Για τους παρὰ τὸ πῇ καὶ ἁπλῶς παραλογισμούς, βλ.
επίσης Νικηφόρο Βλεμμύδη, Ἐπιτομή Λογικῆς, κεφ. λη΄, σ. 175.21-176.13) .
177
156a4-b8: Τὸ οὖν οὐσίας μετα-
λαμβάνειν ἆρα οὐ γίγνεσθαι καλεῖς; — Ἔγωγε. — Τὸ δὲ (5)
ἀπαλλάττεσθαι οὐσίας ἆρα οὐκ ἀπόλλυσθαι; — Καὶ πάνυ γε.
— Τὸ ἓν δή, ὡς ἔοικε, λαμβάνον τε καὶ ἀφιὲν οὐσίαν γίγνεταί
(b) τε καὶ ἀπόλλυται. — Ἀνάγκη. — Ἓν δὲ καὶ πολλὰ ὂν καὶ
γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον ἆρ’ οὐχ, ὅταν μὲν γίγνηται ἕν,
τὸ πολλὰ εἶναι ἀπόλλυται, ὅταν δὲ πολλά, τὸ ἓν εἶναι
ἀπόλλυται; — Πάνυ γε. — Ἓν δὲ γιγνόμενον καὶ πολλὰ ἆρ’
οὐκ ἀνάγκη διακρίνεσθαί τε καὶ συγκρίνεσθαι; — Πολλή γε. — (5)
Καὶ μὴν ἀνόμοιόν γε καὶ ὅμοιον ὅταν γίγνηται, ὁμοιοῦσθαί
τε καὶ ἀνομοιοῦσθαι; — Ναί. — Καὶ ὅταν μεῖζον καὶ ἔλαττον
καὶ ἴσον, αὐξάνεσθαί τε καὶ φθίνειν καὶ ἰσοῦσθαι; — Οὕτως.

Άραγε λοιπόν δεν αποκαλείς το ότι λαμβάνει ένα μέρος από την ουσία “γίγνεσθαι-γένεση”; - Βεβαίως το
αποκαλώ. - Ενώ το ότι απαλλάσσεται από την ουσία άραγε δεν το αποκαλείς “αφανισμό”; - Χωρίς
αμφιβολία. - Το εν βέβαια, όπως φαίνεται, εφόσον λαμβάνει και αφήνει την ουσία, “γίνεται” και αφανίζεται.
- Κατ’ ανάγκην. - Και αφού είναι εν και πολλά και “γίνεται” και φθείρεται, όταν γίνεται εν, άραγε το να
είναι πολλά δεν αφανίζεται, όταν όμως γίνεται πολλά, άραγε το να είναι εν δεν αφανίζεται; - Χωρίς
αμφιβολία. - Αφού γίνεται εν και πολλά, άραγε δεν είναι ανάγκη να διαχωρίζεται και να αναμειγνύεται; -
Και πολλή μάλιστα. - Και πράγματι όταν γίνεται τουλάχιστον ανόμοιο και όμοιο, εξομοιώνεται και
καθίσταται ανόμοιο; - Ναι. - Και όταν γίνεται μεγαλύτερο και μικρότερο και ίσο, αυξάνεται και φθίνει και
εξισώνεται; - Έτσι.

Καὶ ὅτι γινόμενον συνίστησι, καὶ αὖθις ὅτι φθειρόμενον· ἐν γὰρ τῷ 37.24
οὐσίας μεταλαμβάνειν, ὅτι γίνεται, ἐν δὲ τῷ οὐσίας ἀπαλλάττεσθαι, ὅτι 37.25
φθείρεται. Καὶ ἔπειτα συνάπτει τὸ ἓν καὶ τὸ πολλὰ τῷ γίνεσθαι, ὥστε ἕν
τε καὶ πολλὰ γιγνόμενον ἐν τῷ γίγνεσθαι μὲν ἓν τὸ πολλὰ εἶναι
ἀπόλλυται, καὶ αὖθις ἐν τῷ γίγνεσθαι πολλὰ τὸ ἓν εἶναι ἀπόλλυται.
Συγκρίνεσθαι δὲ ἐν τῷ ἐκ πολλῶν ἓν γίνεσθαι, διακρίνεσθαι δ’ αὖθις ἐν
τῷ ἐξ ἑνὸς πολλὰ γίνεσθαι κατασκευάζει. Καὶ ἐκ τοῦ γίγνεσθαι ὅμοιον 37.30
(ὡς ἔλεγε κατὰ τὰς προτέρας ὑποθέσεις, πλὴν ἀορίστως, καὶ οὐ λέγει
ἑαυτῷ ἢ τοῖς ἄλλοις, ὡς ἐκεῖ ἔλεγε· ταῦτα γὰρ ἐν ἑαυτῷ τῷ ἑνὶ
δοκιμάζει καὶ οὐ πρὸς τὰ πολλά, ὅπερ μετὰ ταῦτα ποιήσει) 38.1

178
ὁμοιοῦσθαι· ἐκ δὲ τοῦ γίνεσθαι ἀνόμοιον ἀνομοιοῦσθαι (ὅρα γὰρ πῶς
προσβιβάζει συνάπτων τὸ γίγνεσθαι τοῖς προτέροις). Καὶ ἐν τῷ
γίγνεσθαι —ὅπερ ἐκ τῶν παρόντων ἐθήρασεν· ἔλεγε γάρ, ἐν τῷ οὐσίας
μεταλαμβάνειν γίγνεται— ἐν τῷ γίγνεσθαι γοῦν ἢ μεῖζον ἢ ἔλαττον ἢ 38.5
ἴσον κατὰ τὰς προτέρας ὑποθέσεις αὐξάνεσθαί τε καὶ φθίνειν καὶ
ἰσοῦσθαι.

Θεμελιώνει και το ότι “γίνεται” και ξανά ότι φθείρεται· διότι θεμελιώνει το ότι “γίνεται” στο ότι λαμβάνει
ένα μέρος από την ουσία, ενώ το ότι φθείρεται στο ότι απαλλάσσεται από την ουσία. Και έπειτα συνάπτει το
“εν” και το “πολλά” με το “γίγνεσθαι”, ώστε, αφού γίνεται εν και πολλά, το να είναι πολλά αφανίζεται στο
ότι γίνεται εν, και ξανά το να είναι εν αφανίζεται στο ότι γίνεται πολλά. Και θεμελιώνει καταφατικά το να
αναμειγνύεται στο ότι γίνεται εν από πολλά, και ξανά το να διαχωρίζεται στο ότι γίνονται πολλά από εν. Και
από το ότι γίνεται όμοιο (όπως έλεγε κατά τις προηγούμενες υποθέσεις, πλην αορίστως, και δεν λέει “με τον
εαυτό του ή με τα άλλα”, όπως έλεγε εκεί332, διότι ερευνά αυτά στο εν καθεαυτό και όχι σε σχέση με τα
πολλά, πράγμα ακριβώς που θα επιχειρήσει μετά από αυτά333) δείχνει ότι εξομοιώνεται· και δείχνει ότι
καθίσταται ανόμοιο από το ότι γίνεται ανόμοιο (διότι δες πώς προχωράει συνάπτοντας το γίγνεσθαι με τα
προηγούμενα). Και στο ότι γίνεται – το οποίο επιδίωκε να βρει από τις παρούσες υποθέσεις, διότι έλεγε ότι
“γίνεται” στο ότι λαμβάνει ένα μέρος από την ουσία – στο ότι γίνεται λοιπόν ή μεγαλύτερο ή μικρότερο ή
ίσο, κατά τις προηγούμενες υποθέσεις, αυξάνεται και φθίνει και εξισώνεται.334

332
Βλ. 139e7-140b5 (πρώτη υπόθεση), όπου συνάγεται ότι το εν δεν είναι ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο με τον εαυτό του
ούτε με άλλο, καθώς και 147c1-148d4 (δεύτερη υπόθεση), όπου συνάγεται ότι το εν είναι όμοιο και ανόμοιο με
τον εαυτό του και με τα άλλα. Το σχόλιο πλὴν ἀορίστως του Παχυμέρη αναφέρεται στο γίγνεσθαι ὅμοιον, με την
έννοια ότι στις πρώτες δύο υποθέσεις κάνουμε λόγο για τα συμπεράσματα “το εν δεν είναι ούτε όμοιο ούτε
ανόμοιο” και “το εν είναι όμοιο και ανόμοιο” αντίστοιχα, και όχι συγκεκριμένα για το αν γίνεται ή δεν γίνεται
όμοιο και ανόμοιο, με αποτέλεσμα η ομοιότητα της παρούσης υποθέσεως με τις δύο πρώτες, όσον αφορά αυτό
το σημείο, να είναι μερική.
333
Βλ. παρακάτω χωρίο 158e1-159a6 (τέταρτη υπόθεση κατά Πρόκλο), όπου συνάγεται ότι τα άλλα είναι όμοια και
ανόμοια με τους εαυτούς τους και μεταξύ τους.
334
Πρβλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.IV, p. 37.13-23: Διττὸς γὰρ καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀναβίωσις, ὅτι καὶ ἡ οὐσία διττή, ἡ
μὲν κατὰ τὸ ἕν, ἡ δὲ κατὰ τὰ πολλά, ἐφ’ ὧν ἑκατέρας γένεσις καὶ ἀπώλεια θεωρεῖται· ὥστε καὶ ἑξῆς ἡ διάκρισις καὶ
ἡ σύγκρισις διχῶς ἑκατέρα. Ἡ μὲν γὰρ σύγκρισις, ἤτοι ὡς φθορὰ <τῶν πολλῶν ἢ ὡς γένεσις τοῦ ἑνὸς, ἡ δὲ διάκρισις
ἤτοι φθορὰ> τοῦ ἑνός ἢ γένεσις τῶν πολλῶν· ἡ αὐτὴ δὲ ἑκατέρα καὶ μία κατὰ τὸ ἀληθές, ἐπεὶ καὶ ἡ φθορὰ τοῦ ἑνὸς
γένεσις τῶν πολλῶν, καὶ ἡ φθορὰ τῶν πολλῶν γένεσις τοῦ ἑνός. Ἀλλὰ τῇ σχέσει ὅμως διαφέρει ἕκαστον· τὸ γὰρ αὐτὸ
πρὸς μὲν ἄλλο φθορά, πρὸς δὲ ἄλλο γένεσις. Με τον διπλό θάνατο ο Δαμάσκιος εννοεί αφενός τον θάνατο του
κατώτερου που συμπίπτει με την γέννηση του ανώτερου (ο θάνατος των πολλών είναι η γέννηση του ενός)
αφετέρου τον θάνατο του ανώτερου που συμπίπτει με την γέννηση του κατώτερου (ο θάνατος του ενός είναι η
γέννηση των πολλών) [για τις πηγές της δοξασίας αυτής βλ. αναλυτικότερα Εἰς Παρμ. t.IV, p. 167-168, n. 6 (p.
37) των Notes Complémentaires των γαλλικών εκδόσεων].
179
156c1-e7: (c) — Ὅταν δὲ κινούμενόν τι 335 ἵστηται καὶ ὅταν ἑστὼς ἐπὶ τὸ
κινεῖσθαι μεταβάλῃ336, δεῖ δήπου αὐτό γε μηδ’ ἑνὶ χρόνῳ
εἶναι. — Πῶς δή; — Ἑστὼς τε πρότερον ὕστερον κινεῖσθαι καὶ
πρότερον κινούμενον ὕστερον ἑστάναι, ἄνευ μέντοι 337 τοῦ μετα-
βάλλειν οὐχ οἷόν τε ἔσται ταῦτα πάσχειν. — Πῶς γάρ; — (5)
Χρόνος δέ γε οὐδείς ἐστιν, ἐν ᾧ τι οἷόν τε ἅμα μήτε κινεῖσθαι
μήτε ἑστάναι. — Οὐ γὰρ οὖν. — Ἀλλ’ οὐδὲ μὴν μεταβάλλει
ἄνευ τοῦ μεταβάλλειν. — Οὐκ εἰκός. — Πότ’ οὖν μεταβάλλει;
Οὔτε γὰρ ἑστὼς ὂν οὔτε κινούμενον μεταβάλλει, οὔτ’ ἐν
(d) χρόνῳ ὄν. — Οὐ γὰρ οὖν. — Ἆρ’ οὖν ἔστι τὸ ἄτοπον τοῦτο,
ἐν ᾧ τότε ἂν εἴη, ὅτε μεταβάλλει; — Τὸ ποῖον δή; — Τὸ
ἐξαίφνης. Τὸ γὰρ ἐξαίφνης τοιόνδε τι ἔοικε σημαίνειν, ὡς
ἐξ ἐκείνου μεταβάλλον εἰς ἑκάτερον. Οὐ γὰρ ἔκ γε τοῦ
ἑστάναι ἑστῶτος ἔτι μεταβάλλει, οὐδ’ ἐκ τῆς κινήσεως (5)
κινουμένης ἔτι μεταβάλλει· ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις
ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως,
(e) ἐν χρόνῳ οὐδενὶ οὖσα, καὶ εἰς ταύτην δὴ καὶ ἐκ ταύτης τό τε
κινούμενον μεταβάλλει ἐπὶ τὸ ἑστάναι καὶ τὸ ἑστὸς ἐπὶ τὸ
κινεῖσθαι. — Κινδυνεύει. — Καὶ τὸ ἓν δή, εἴπερ ἕστηκέ τε καὶ
κινεῖται, μεταβάλλοι ἂν ἐφ’ ἑκάτερα—μόνως γὰρ ἂν οὕτως
ἀμφότερα ποιοῖ—μεταβάλλον δ’ ἐξαίφνης μεταβάλλει, καὶ (5)
ὅτε μεταβάλλει, ἐν οὐδενὶ χρόνῳ ἂν εἴη, οὐδὲ κινοῖτ’ ἂν
τότε, οὐδ’ ἂν σταίη. — Οὐ γάρ.

Και όταν κάτι κινούμενο στέκεται ακίνητο, και όταν ακίνητο μεταβληθεί στο να κινείται, πρέπει βέβαια
αυτό να μην είναι απολύτως σε κανέναν χρόνο. - Πώς ακριβώς; - Πρώτα να είναι ακίνητο και ύστερα να
κινείται, και πρώτα να κινείται και ύστερα να στέκεται ακίνητο, δεν μπορεί να παθαίνει αυτά χωρίς βεβαίως
να μεταβάλλεται. - Πράγματι, πώς θα μπορούσε; - Δεν υπάρχει όμως απολύτως κανένας χρόνος, στον οποίο
κάτι δεν μπορεί ταυτόχρονα μήτε να κινείται μήτε να στέκεται ακίνητο. - Βεβαίως όχι. - Αλλά ούτε όμως

335
Pl. B, T τε.
336
Pl. B, T μεταβάλλῃ.
337
Pl. B, T μὲν.
180
μεταβάλλεται χωρίς την μεταβολή. - Εύλογα όχι. - Πότε λοιπόν μεταβάλλεται; Διότι δεν μεταβάλλεται ούτε
ενόσω είναι ακίνητο ούτε ενόσω κινείται ούτε ενόσω είναι σε χρόνο. - Βεβαίως όχι. - Άραγε λοιπόν υπάρχει
αυτό το άτοπο σημείο, στο οποίο τότε θα βρίσκεται, όταν μεταβάλλεται; - Ποιο βέβαια; - Το “ξαφνικά”.
Διότι το “ξαφνικά” φαίνεται να έχει τέτοια σημασία, δηλαδή ότι από εκείνο κάτι μεταβάλλεται σε καθεμία
από τις δύο καταστάσεις. Διότι δεν μεταβάλλεται τουλάχιστον από την ακινησία, ενόσω είναι ακόμη
ακίνητο, ούτε μεταβάλλεται από την κίνηση, ενόσω κινείται ακόμη· αλλά το “ξαφνικά”, αυτή η κάπως
άτοπη φύση, “ενεδρεύει” μεταξύ της κίνησης και της ακινησίας, χωρίς να είναι σε κανέναν χρόνο, και σε
αυτήν [την φύση] βέβαια και από αυτήν το κινούμενο μεταβάλλεται στην ακινησία και το ακίνητο στην
κίνηση. - Πιθανόν. - Και το εν βέβαια, αν πράγματι στέκεται ακίνητο και κινείται, θα μεταβάλλεται σε
καθεμιά από τις δυο καταστάσεις – διότι μόνο έτσι μπορεί να πραγματοποιήσει και τις δυο μαζί – και
μεταβάλλεται με το να μεταβάλλεται ξαφνικά, και όταν μεταβάλλεται, δεν θα είναι σε κανέναν χρόνο, ούτε
θα κινείται τότε, ούτε θα είναι ακίνητο. - Όχι πράγματι.

Πρότερον μὲν οὖν ἐν τῷ μεταλαμβάνειν οὐσίας τὸ γίγνεσθαι 38.28


συνίστα, καὶ ἐν τῷ ἀπαλλάττεσθαι οὐσίας τὸ φθείρεσθαι, καὶ ἐκ τοῦ ἓν
ἐκ πολλῶν γίνεσθαι τὸ συγκρίνεσθαι, καὶ αὖθις πολλὰ ἐξ ἑνὸς τὸ 39.1
διακρίνεσθαι, καὶ ἐκ τοῦ ὅμοιον γίγνεσθαι τὸ ὁμοιοῦσθαι, καὶ ἐκ τοῦ
ἀνόμοιον τὸ ἀνομοιοῦσθαι, καὶ ἐκ τοῦ μεῖζον γίγνεσθαι τὸ αὐξάνεσθαι,
καὶ ἐκ τοῦ ἔλαττον γίνεσθαι τὸ ἐλαττοῦσθαι, καὶ ἐκ τοῦ ἴσον γίγνεσθαι
τὸ ἰσοῦσθαι, καὶ ταῦτα πάντα διὰ τοῦ γίγνεσθαι ἐν χρόνῳ δηλονότι 39.5
πάσχειν· νῦν δὲ δεικνύων ἐν τῷ ἐξαίφνης ταῦτα γίνεσθαι, τὸ δ’
ἐξαίφνης πάντως ἐν ἀκαρεῖ ἐστι, συνιστᾷ ὅτι οὐ μένει ἐν τούτοις
χρόνον τινά, καὶ οὔτε ὅμοιόν ἐστιν οὔτε ἀνόμοιον, οὔτε ἴσον οὔτ’
ἔλαττον, οὔτε μεῖζον ἔν τινι χρόνῳ. Ποιεῖται δὲ τὴν ἔφοδον τῶν
τοιούτων ἐκ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἵστασθαι. Εἰ γοῦν κινούμενον ἵσταται 39.10
καὶ ἑστὼς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλοι, οὐδ’ ἐν ἑνὶ χρόνῳ ἐστίν, ἐπεὶ
ἑστὼς κινεῖται καὶ κινούμενον ἵσταται, καὶ οὐδέποτε μένει. Τὸ δὲ ἐκ
τοῦ ἵστασθαι μεταβάλλειν εἰς τὸ κινεῖσθαι καὶ ἐκ τοῦ κινεῖσθαι εἰς τὸ
ἵστασθαι ἄνευ μεταβολῆς οὐκ ἂν εἴη. Πότε οὖν μεταβάλλει, ἐπεὶ οὐδ’ ἔν
τινι χρόνῳ οὔτε ἐν τῷ ἑστάναι ἐστὶν οὔτε ἐν τῷ κινεῖσθαι; Μήποτε οὖν 39.15
τὸ ἄτοπον τοῦτο συμβαίνει τὸ ἐν ἀνεπαισθήτῳ χρόνῳ καὶ ἐξαίφνης
μεταβάλλειν ἐκ τοῦ κινεῖσθαι εἰς τὸ ἵστασθαι καὶ ἐκ τοῦ ἵστασθαι εἰς τὸ
κινεῖσθαι, ἐπεὶ οὐ πέφυκεν ἑστῶτος ἔτι ἐκ τοῦ ἵστασθαι μεταβάλλειν εἰς

181
τὸ κινεῖσθαι, οὐδὲ ἐκ τῆς κινήσεως κινουμένου ἐστὶ μεταβάλλειν εἰς τὸ
ἑστάναι, ἀλλ’ αὕτη ἡ φύσις τοῦ ἐξαίφνης ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς 39.20
κινήσεως καὶ τῆς στάσεως, ἐν χρόνῳ μηδενὶ οὖσα. Καὶ ἐπεὶ οὐκ ἔχει τὸ
ἔκ τινος καὶ εἴς τι (ἐν μηδενὶ γὰρ χρόνῳ ἐστὶν ἐν τῷ κινεῖσθαι, ἵνα ἐκ
τούτου εἰς τὸ ἵστασθαι μεταβάλλοι, οὐδ’ ἐν τῷ ἵστασθαι, ἵνα ἐκ τούτου
εἰς τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλοι), ἐναπελείφθη ἐν μόνῃ τῇ τοῦ ἐξαίφνης
φύσει εἶναι τὸ ἔκ τινος καὶ εἴς τι, καὶ ἐκ ταύτης καὶ εἰς ταύτην 39.25
κινδυνεύει γίνεσθαι τὴν ἐκ τῆς κινήσεως εἰς τὴν στάσιν καὶ τὴν ἐκ
στάσεως εἰς τὴν κίνησιν. Καὶ οὕτως τὸ ἓν εἴπερ ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται,
ἐν οὐδενὶ χρόνῳ μένον οὔτε ἐν τῇ κινήσει οὔτε ἐν τῇ στάσει, μεταβάλλοι
ἂν ἐφ’ ἑκάτερα κατὰ τὸ ἐξαίφνης· μόνως γὰρ οὕτως, καὶ οὐκ ἄλλως
μεταβάλλοι ἄν. 39.30

Προηγουμένως λοιπόν θεμελίωνε το ότι “γίνεται” στο ότι λαμβάνει ένα μέρος από την ουσία, και το ότι
φθείρεται στο ότι απαλλάσσεται από την ουσία, και το ότι αναμειγνύεται [συνάγει] από το ότι γίνεται εν από
πολλά, και πάλι το ότι διαχωρίζεται από το ότι γίνεται πολλά από εν, και το ότι εξομοιώνεται από το ότι
γίνεται όμοιο, και το ότι καθίσταται ανόμοιο από το ότι γίνεται ανόμοιο, και το ότι αυξάνεται από το ότι
γίνεται μεγαλύτερο, και το ότι ελαττώνεται από το ότι γίνεται μικρότερο, και το ότι εξισώνεται από το ότι
γίνεται ίσο, και εμφανώς [το εν] υφίσταται όλα αυτά διά του “γίγνεσθαι σε χρόνο”338. Τώρα όμως δείχνοντας
ότι αυτά γίνονται στο “ξαφνικά”, και το “ξαφνικά” είναι απολύτως σε μια στιγμή, θεμελιώνει ότι το εν δεν
μένει σε αυτά για κάποιον χρόνο, και ούτε όμοιο είναι ούτε ανόμοιο, ούτε ίσο ούτε μικρότερο, ούτε
μεγαλύτερο σε κάποιον χρόνο. Προσεγγίζει τέτοια ζητήματα εκκινώντας από την κίνηση και την ακινησία.
Αν τουλάχιστον κινούμενο στέκεται ακίνητο και ακίνητο μεταβάλλεται προς το κινούμενο, δεν είναι σε
κανέναν χρόνο, επειδή, ενώ είναι ακίνητο, κινείται, και ενώ κινείται, στέκεται ακίνητο, και ουδέποτε μένει
σε αυτά. Το να μεταβάλλεται όμως από την ακινησία στην κίνηση και από την κίνηση στην ακινησία δεν
μπορεί να συμβεί χωρίς μεταβολή. Πότε λοιπόν μεταβάλλεται, επειδή δεν βρίσκεται ούτε σε κάποιον χρόνο
ούτε στην ακινησία ούτε στην κίνηση; Ίσως λοιπόν αυτό το άτοπο συμβαίνει, δηλαδή το να μεταβάλλεται
σε ανεπαίσθητο χρόνο και ξαφνικά από το να κινείται στο να στέκεται ακίνητο και από το να στέκεται
ακίνητο στο να κινείται, επειδή δεν είναι στην φύση του, ενόσω είναι ακόμα ακίνητο, να μεταβάλλεται από
την ακινησία στην κίνηση, ούτε, ενόσω κινείται, μπορεί να μεταβάλλεται από την κίνηση στην ακινησία, αλλά
αυτή η φύση του “ξαφνικά” “ενεδρεύει” μεταξύ της κίνησης και της ακινησίας, χωρίς να είναι σε κανέναν
χρόνο. Και επειδή [το εν] δεν εμπεριέχει το “από κάτι” και “σε κάτι” (διότι δεν είναι σε κανέναν χρόνο στην

338
Βλ. 156a4-b8.
182
κίνηση, για να μπορούσε να μεταβάλλεται από αυτήν στην ακινησία, ούτε στην ακινησία, για να μπορούσε
να μεταβάλλεται από αυτήν στην κίνηση), εναπέμεινε μόνο στην φύση του “ξαφνικά” να είναι το “από κάτι”
και “σε κάτι”, και είναι πιθανόν από αυτήν και σε αυτήν να γίνεται η μεταβολή από την κίνηση στην
ακινησία και από την ακινησία στην κίνηση. Και έτσι το εν, αν πράγματι στέκεται ακίνητο και κινείται, και
αν δεν μένει σε κανέναν χρόνο ούτε στην κίνηση ούτε στην ακινησία, θα μεταβάλλεται σε καθεμιά από τις
δυο καταστάσεις κατά το “ξαφνικά”· διότι μόνο έτσι, και όχι διαφορετικά, μπορεί να μεταβάλλεται.339 340

339
Ειρήσθω εν παρόδω, η “άτοπη” αυτή φύση του ἐξαίφνης, όταν βέβαια το εν μεταβάλλεται από την κίνηση στην
ακινησία – και αντιστρόφως – και δεν είναι εν χρόνω, μπορεί να αντιπαραβληθεί επίσης με την χρονική έννοια
του νῦν, η οποία εξετάστηκε προηγουμένως ως χρονική στιγμή που διαφοροποιεί το “είναι” από το “γίγνεσθαι”,
στην περίπτωση όμως που το εν μετέχει στον χρόνο (151e3-152e3): όταν το εν πέφτει πάνω στο “τώρα”, τότε
είναι μεγαλύτερο σε ηλικία, αλλά αν συνεχίζει να πορεύεται εν χρόνω, δεν καταλαμβάνεται ποτέ από το τώρα,
αλλά γίνεται μεγαλύτερο σε ηλικία, εφαπτόμενο και στο παρόν και στο μέλλον και χωρίς να σταματά σε καμία
χρονική στιγμή. Βεβαίως, η διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι εμφανής: το μεν νῦν αποτελεί μία σαφή χρο-
νική στιγμή, όταν το εν μετέχει σε χρόνο [είναι ή γίνεται εν χρόνω (στην περίπτωση του γίγνεσθαι βέβαια μετριά-
ζεται αυτή η χρονική σαφήνεια, καθώς το ένα προχωρά και δεν καταλαμβάνεται από το τώρα, αλλά αυτό συλ-
λαμβάνεται κατά την ροή του χρόνου)], ενώ το ἐξαίφνης αποτελεί μία άτοπη φύση, στην ουσία μια άχρονη και
ανεπαίσθητη στιγμή μετάβασης από μία κατάσταση σε μια άλλη (κίνηση-ακινησία), όταν το εν δεν μετέχει σε
χρόνο, δηλαδή όταν δεν παραμένει σε κανέναν χρόνο κατά το σημείο αυτό της μεταβολής. Με παρόμοιο τρόπο
ορίζει και ο Αριστοτέλης το ἐξαίφνης: τὸ δ’ ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν· μεταβολὴ δὲ
πᾶσα φύσει ἐκστατικόν (Φυσικῆς Ἀκροάσεως Δ, 222b14-16). Με το ἐξαίφνης δηλαδή μπορούμε να προσδιορί-
σουμε τον χαρακτήρα της μεταβολής ως εκστατικής από μια κατάσταση του μεταβαλλόμενου πράγματος σε μια
άλλη σε ανεπαίσθητο χρόνο. Μάλιστα, ο Δαμάσκιος αντιπαραβάλλει το νῦν της δεύτερης υπόθεσης (βλ. 151e3-
152e3), ως μέτρο-διάστημα χρόνου και δηλωτικό του ενεστώτος χρόνου, με το ἐξαίφνης της τρίτης, ως άχρονο,
“αμερές κατά την οικεία του ιδιότητα” και αφικνούμενο στην ψυχή από τα ανώτερα αφανή αίτια (ὡς ἐκ τῶν
ἀφανῶν καὶ ἐξῃρημένων αἰτίων ἧκον εἰς τὴν ψυχήν) [βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 33.10-20]. Για την άτοπη φύση του
έξαίφνης, αρμόζουσα στην φύση και στην ουσία της ψυχής ως συγκεκραμένην από συναμφότερα τα ἕν-πολλά,
αἰώνιον-ἔγχρονον, ὄν-γιγνόμενον κ.ά. κατά τον Δαμάσκιο, βλ. επίσης p. 28.6-23, 29.1-32.15, 34.17-20, 38.20-
39.6, ενώ για την ανάλυση του φαινομένου του χρόνου και των νῦν από τον Νεοπλατωνικό εξηγητή στα πλαίσια
της ερμηνείας των συλλογισμών του Παρμενίδη καθώς και των αριστοτελικών θέσεων περί χρόνου βλ. Εἰς Παρμ.
t.IΙΙ, p. 179.19-180.9, 182.10-185.24, 190.9-193.2, 194.5-7)].
340
Ο Χ. Τερέζης προσλαμβάνει την παχυμέρεια εξήγηση της έννοιας του “εξαίφνης” ως μία υποσήμανση όχι μόνο
φιλοσοφικών θέσεων αλλά και κεντρικών χριστιανικών, θεολογικών και κοσμολογικών, θεωριών (βλ. Τερέζης
Χ., 2017, σ. 403-412). Τα βασικά σημεία της ερμηνείας του είναι τα εξής:
- Φαίνεται πως εδώ εισάγεται στο κοσμικό σύστημα η μη χρονικότητα του μεταφυσικού κόσμου: ένας πραγμα-
τικός χρόνος μη μετρήσιμος και μη εντάξιμος παρά μόνο σε ένα μη ούτε κατ’ ελάχιστον εξελίξιμο “νῦν” (403).
- Εισάγεται εκ νέου το υποθετικό σκεπτικό περί της αμοιβαίας εναλλαγής των καταστάσεων του ἑνός, όπως ση-
μειώθηκε προηγουμένως (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 33.25-34.32), εν προκειμένω υπό μια άλλη μορφή (404).
- Μάλιστα, ο Τερέζης συσχετίζει την “άτοπη” φύση του χρονικού-άχρονου εξαίφνης με την κανονιστική θέση
της χριστιανικής θεολογίας περί της κοσμολογίας : την στιγμή κατά την οποία ο τριαδικός Θεός –ως ενότητα η
οποία εξήλθε του εαυτού της– έθεσε την αφετηρία της δημιουργίας του αισθητού κόσμου, ο ίδιος δεν υπέκειτο
σε χρονικούς όρους ή σε οντολογικούς περιορισμούς, αλλά λειτούργησε ακαριαίως. Σε αυτήν την στιγμή-ρωγμή-
ασυνέχεια συνοψίζεται η μετάβαση από τον “αιώνα” στον “χρόνο”, χωρίς να υπάρξει ένα χρονικό, ή μίας μεικτής
κατάστασης, ενδιάμεσο, το οποίο θα έθετε αναγκαιότητες συνεχειών σε όλες τις διαδικασίες. Βεβαίως, ο μελετη-
τής παραπέμπει επίσης στις κοσμολογικές μελέτες του Βασιλείου Καισαρείας και του Γρηγορίου Νύσσης πάνω
183
156e7-157b5: Ἆρ’ οὖν οὕτω καὶ πρὸς τὰς
ἄλλας μεταβολὰς ἔχει, ὅταν ἐκ τοῦ εἶναι εἰς τὸ ἀπόλλυσθαι
(157a) μεταβάλλῃ ἢ ἐκ τοῦ μὴ εἶναι εἰς τὸ γίγνεσθαι, μεταξύ
τινων τότε γίγνεται κινήσεών τε καὶ στάσεων, καὶ οὔτε
ἔστι τότε οὔτε οὐκ ἔστι, οὔτε γίγνεται οὔτε ἀπόλλυται;
— Ἔοικε γοῦν. — Κατὰ δὴ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ἐξ ἑνὸς
ἐπὶ πολλὰ ἰὸν καὶ ἐκ πολλῶν ἐφ’ ἓν οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε (5)
πολλά, οὔτε διακρίνεται οὔτε συγκρίνεται. Καὶ ἐξ ὁμοίου
ἐπὶ ἀνόμοιον καὶ ἐξ ἀνομοίου ἐπὶ ὅμοιον ἰὸν οὔτε ὅμοιον
οὔτε ἀνόμοιον, οὔτε ὁμοιούμενον οὔτε ἀνομοιούμενον· καὶ
(b) ἐκ σμικροῦ ἐπὶ μέγα καὶ ἐπὶ ἴσον καὶ εἰς τὰ ἐναντία
ἰὸν οὔτε σμικρὸν οὔτε μέγα οὔτε ἴσον, οὔτε αὐξανόμενον
οὔτε φθῖνον οὔτε ἰσούμενον εἴη ἄν. — Οὐκ ἔοικε. — Ταῦτα
δὴ τὰ παθήματα πάντ’ ἂν πάσχοι τὸ ἕν, εἰ ἔστιν. — Πῶς
δ’ οὔ; (5)

Άραγε λοιπόν έτσι είναι σε σχέση και με τις άλλες μεταβολές, όταν μεταβάλλεται από το “είναι” στον
αφανισμό ή από το “μη είναι” στην γένεση, τότε “γίνεται” μεταξύ κάποιων κινήσεων και ακινησιών, και
ούτε είναι τότε ούτε δεν είναι, ούτε “γίνεται” ούτε αφανίζεται; - Έτσι φαίνεται τουλάχιστον. - Σύμφωνα
βέβαια με τον ίδιο συλλογισμό, όταν πηγαίνει από το εν στα πολλά και από τα πολλά στο εν, ούτε εν είναι
ούτε πολλά, ούτε διαχωρίζεται ούτε αναμειγνύεται. Και όταν πηγαίνει από το όμοιο στο ανόμοιο και από
το ανόμοιο στο όμοιο, ούτε όμοιο ούτε ανόμοιο, ούτε εξομοιούμενο ούτε καθιστάμενο ανόμοιο
[ἀνομοιούμενον]· και όταν πηγαίνει από το μικρό στο μεγάλο και στο ίσο και στα εναντία, ούτε μικρό ούτε
μεγάλο ούτε ίσο, ούτε αυξανόμενο ούτε φθίνον ούτε εξισούμενο μπορεί να είναι. - Όχι απ’ ό,τι φαίνεται. -
Όλες αυτές βέβαια τις καταστάσεις μπορεί να υφίσταται το εν, αν είναι. - Και πώς όχι;

στην Ἑξαήμερον, όπου εξετάζεται η φύση του άχρονου και του ακαριαίου σημείου της δημιουργίας του κόσμου
(407).
- Η έννοια του εξαίφνης εμφανίζεται ως η αναγκαία περιοχή για να δειχθεί ότι σε ένα ορισμένο απειροελάχιστο
χρονικό διάστημα το ἕν συνδέει στο εσωτερικό του εαυτού του όλες τις αντιθετικές μεταξύ τους οντολογικές
κατηγορίες, δηλαδή τις διαδικασίες εκδίπλωσης και διαμόρφωσης του κόσμου, οι οποίες καθίστανται εμφανείς
και συγκεκριμενοποιούνται μέσα στην χρονική διαδοχή (410-411).
- Επομένως, το χάσμα μεταξύ του υπερεμπειρικού και του αισθητού κόσμου γεφυρώνεται μέσω του οντολογικού
μονισμού (της ενότητας του Θεού, η οποία όμως δημιουργεί πολλαπλασιαστικά νέες πραγματικότητες στον κτι-
στό κόσμο) και της μεταφυσικής της εμμένειας. Μάλιστα, το εξαίφνης αποτελεί την “επικοινωνιακή ασυνέχεια”
[sic] στις συνέχειες μεταξύ των δύο κόσμων (412-413).
184
Ἐγύμνασε τὸν λόγον ἐπὶ τῆς κατὰ τόπον μεταβολῆς, καὶ ἔδειξε 40.7
τοῦτο οὔτε ἑστὼς οὔτε κινούμενον ἔν τινι χρόνῳ· ἐπεὶ δὲ δίχα
μεταβολῆς οὐκ ἔστι τὸ μεταβάλλειν, πᾶσα δὲ μεταβολὴ ἐν χρόνῳ, ἐν τῇ
τοῦ ἐξαίφνης φύσει ἔδειξε τὴν μεταβολὴν τὴν ἐκ τῆς κινήσεως εἰς τὸ 40.10
ἵστασθαι καὶ τὴν ἐκ τῆς στάσεως εἰς τὸ κινεῖσθαι. Προβιβάζει τὸν
λόγον καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν κινήσεων, ἐπὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς καὶ
αὐξήσεως καὶ μειώσεως καὶ ἀλλοιώσεως, καὶ φησίν· Ἆρ’ οὖν οὕτω καὶ
πρὸς τὰς ἄλλας μεταβολάς; ἵνα συνάψῃ καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν
φθοράν· αὗται γὰρ μόνον μεταβολαί, οὐ κινήσεις, κατὰ τὸν Ἀριστοτέ- 40.15
λην. Ἐπειδὴ γὰρ καὶ αὗται μεταξύ τινων γίνονται κινήσεων καὶ
στάσεων—οὐ γὰρ ἔν τινι χρόνῳ ἐστὶν ἐν τῷ εἶναι οὔτε μὴν ἐν τῷ μὴ
εἶναι, ὥστε κατὰ τὸ ἐξαίφνης καὶ τούτων γινομένων οὔτε ἔστιν οὔτε οὐκ
ἔστι τὸ ἓν οὔτε γίνεται οὔτε ἀπόλλυται—κατὰ γοῦν τὸν αὐτὸν λόγον
καὶ ὅτε ἐξ ἑνὸς πολλὰ καὶ ἐκ πολλῶν ἓν γίγνεται, οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε 40.20
πολλὰ μὴ ἔν τινι χρόνῳ ἑστὼς ἐν μηδενί, καὶ οὔτε διακρίνεται οὔτε
συγκρίνεται· τὸ γὰρ συγκεκριμένον διακρίνεται, καὶ τὸ ἑστὼς εἰς
διάκρισιν συγκρίνεται. Καὶ ἰὸν ἐξ ἀνομοίου ἐπὶ τὸ ὅμοιον, καὶ
ἀνάπαλιν, οὔτε ποτὲ ὅμοιον οὔτε ἀνόμοιόν ἐστι· καὶ ἐκ σμικροῦ ἐπὶ τὸ
μέγα κατὰ αὔξησιν, καὶ ἀνάπαλιν, οὔτε σμικρὸν οὔτε μέγα ἐσεῖται· καὶ 40.25
ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως. Καὶ ταῦτα ἂν πάσχοι τὰ ἑπόμενα καὶ μὴ
ἑπόμενα τὸ ἕν, εἴπερ ἕν ἐστι.

Εξάσκησε τον συλλογισμό341 πάνω στην κατά τόπον μεταβολή, και έδειξε ότι αυτό ούτε στέκεται ακίνητο
ούτε κινείται σε κάποιον χρόνο· κι επειδή χωρίς μεταβολή δεν υπάρχει το να μεταβάλλεται, ενώ κάθε
μεταβολή είναι σε χρόνο, έδειξε την μεταβολή, αυτήν από την κίνηση στο να στέκεται ακίνητο και από την

341
Με την φράση “ἐγύμνασε τὸν λόγον” ο Παχυμέρης αναφέρεται στην “λογική γυμνασία” του Παρμενίδη (βλ.
Παρμενίδης, 135b5-136e4), δηλαδή στην απαραίτητη άσκηση του φιλοσόφου στην διαλεκτική, την οποία ο ίδιος
ακολουθεί και αναπτύσσει εδώ στην ανάπτυξη όλων των υποθέσεων και των συλλογισμών εκάστης (για τον όρο
“λογική γυμνασία” στον Παρμενίδη βλ. επίσης υποσημ. 40). Βέβαια, να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη φράση
του Παχυμέρη δεν είναι τυχαία· αντιθέτως, καταδεικνύει για ακόμα μια φορά την αμιγώς λογική ανάγνωση και
ερμηνεία των Παρμενίδεων υποθέσεων, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ανάγνωση του Πρόκλου, ο οποίος
προκρίνει μια θεολογική και πραγματολογική εξήγηση όλου του διαλόγου (για την ερμηνεία του Πρόκλου βλ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 3). Μάλιστα, ο Παχυμέρης επαναλαμβάνει την ίδια ακριβώς έκφραση στην αρχή του επόμενου
εξηγητικού χωρίου (βλ. 41.19).
185
ακινησία στο να κινείται, στην φύση του “ξαφνικά”. Επεκτείνει τον συλλογισμό και πάνω στις υπόλοιπες
κινήσεις, στην γένεση και την φθορά και την αύξηση και την μείωση και την αλλοίωση, και λέει “Άραγε
λοιπόν έτσι είναι σε σχέση και με τις άλλες μεταβολές;”, για να προσθέσει και την γένεση και την
φθορά· αυτές πράγματι είναι μόνο μεταβολές, όχι κινήσεις, κατά τον Αριστοτέλη342. Επειδή πράγματι και
αυτές “γίνονται” μεταξύ κάποιων κινήσεων και ακινησιών343 – διότι δεν είναι στην κατάσταση του “είναι”
σε έναν συγκεκριμένο χρόνο ούτε μάλιστα στο “μη είναι”, ώστε, και εφόσον αυτές “γίνονται” κατά το
“ξαφνικά”, το εν ούτε είναι ούτε δεν είναι, ούτε γίνεται ούτε αφανίζεται – τουλάχιστον τότε, σύμφωνα με
αυτόν τον συλλογισμό και όταν γίνεται από εν πολλά και από πολλά εν, ούτε εν είναι ούτε πολλά, αφού δεν
στέκεται ακίνητο σε κανένα σημείο και σε κανέναν χρόνο, και ούτε διαχωρίζεται ούτε αναμειγνύεται· διότι
το αναμεμειγμένο διαχωρίζεται, και το ακίνητο σε διαχωρισμό αναμειγνύεται. Και όταν πηγαίνει από το
όμοιο στο ανόμοιο, και αντιστρόφως, δεν είναι ούτε όμοιο σε κάποια χρονική στιγμή ούτε ανόμοιο· και από
το μικρό στο μεγάλο κατά αύξηση, και αντιστρόφως, ούτε μικρό ούτε μεγάλο θα είναι· και στις περιπτώσεις
των άλλων [μεταβολών] ομοίως. Και αυτά μπορεί να υφίσταται το εν, αυτά που έπονται και δεν έπονται [για
αυτό], αν βέβαια το εν είναι.

342
Βλ. Αριστοτέλη Φυσικῆς Ἀκροάσεως Ε 1, 225a34-b3: ἐπεὶ δὲ πᾶσα κίνησις μεταβολή τις, μεταβολαὶ δὲ τρεῖς αἱ
εἰρημέναι, τούτων δὲ αἱ κατὰ γένεσιν καὶ φθορὰν οὐ κινήσεις, αὗται δ’ εἰσὶν αἱ κατ’ ἀντίφασιν, ἀνάγκη τὴν ἐξ
ὑποκειμένου εἰς ὑποκείμενον μεταβολὴν κίνησιν εἶναι μόνην. Ο Αριστοτέλης εξηγεί προηγουμένως το κατ’
ἀντίφασιν (δηλαδή την μεταβολή μεταξύ εναντίων) ορίζοντας αφενός την γένεση ως μεταβολή οὐκ ἐξ ὑποκειμένου
εἰς ὑποκείμενον (π.χ. από το μη λευκό στο λευκό, από το μη ον στην ουσία), αφετέρου την φθορά ως μεταβολή
ἐξ ὑποκειμένου εἰς οὐχ ὑποκείμενον (π.χ. από το λευκό στο μη λευκό, από την ουσία στο μη είναι): ἡ μὲν οὖν οὐκ
ἐξ ὑποκειμένου εἰς ὑποκείμενον μεταβολὴ κατ’ ἀντίφασιν γένεσίς ἐστιν, ἡ μὲν ἁπλῶς ἁπλῆ, ἡ δὲ τὶς τινός (οἷον ἡ μὲν
ἐκ μὴ λευκοῦ εἰς λευκὸν γένεσις τούτου, ἡ δ’ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἁπλῶς εἰς οὐσίαν γένεσις ἁπλῶς, καθ’ ἣν ἁπλῶς
γίγνεσθαι καὶ οὐ τὶ γίγνεσθαι λέγομεν)· ἡ δ’ ἐξ ὑποκειμένου εἰς οὐχ ὑποκείμενον φθορά, ἁπλῶς μὲν ἡ ἐκ τῆς οὐσίας
εἰς τὸ μὴ εἶναι, τὶς δὲ ἡ εἰς τὴν ἀντικειμένην ἀπόφασιν, καθάπερ ἐλέχθη καὶ ἐπὶ τῆς γενέσεως (225a12-20). Μάλιστα,
δεν υπάρχει μεταβολή οὐκ ἐξ ὑποκειμένου εἰς μὴ ὑποκείμενον (π.χ. από το μη ον στο μη ον), καθώς δεν εμπεριέχει
καμία αντίθεση/αντίφαση (225a10-12). Έτσι, κατά τον Αριστοτέλη, οι προκείμενες τρεις μεταβολές είναι: 1) η ἐξ
ὑποκειμένου εἰς ὑποκείμενον (κίνηση), 2) η ἐξ ὑποκειμένου εἰς μὴ ὑποκείμενον (φθορά), 3) η ἐκ μὴ ὑποκειμένου
εἰς ὑποκείμενον (γένεση) [225a7-10].
343
Ο Παχυμέρης εξηγεί το χωρίο 157a1-2 (μεταξύ τινων τότε [τὸ ἓν] γίγνεται κινήσεών τε καὶ στάσεων),
μετατοπίζοντας το υποκείμενο της φράσης από το ἕν στο αὗται, δηλαδή στις άλλες μεταβολές, οι οποίες μεταξύ
τινων γίνονται κινήσεων καὶ στάσεων. Μολονότι είναι εμφανής η διαφορά μεταξύ του χωρίου και της εξήγησης,
εντούτοις το γενικό νόημα διασώζεται, εφόσον διατηρείται ως σημείο αναφοράς το μεταβαλλόμενο ἕν : όπως το
εν, υφιστάμενο τις μεταβολές, “γίνεται” μεταξύ κάποιων κινήσεων και ακινησιών, έτσι μπορούμε να πούμε ότι
και οι ίδιες οι μεταβολές αυτές, ως καταστάσεις (παθήματα) του ενός, “γίνονται” μεταξύ κάποιων κινήσεων και
ακινησιών, δηλαδή μεταξύ κάποιων αντίθετων μορφών, όπως ἐκ τοῦ εἶναι εἰς τὸ ἀπόλλυσθαι (φθορά) ή ἐκ τοῦ μὴ
εἶναι εἰς τὸ γίγνεσθαι (γένεση).
186
157b5-e5: Τί δὲ τοῖς ἄλλοις προσήκοι ἂν πάσχειν, ἓν εἰ ἔστιν, (5)
ἆρ’ οὐ σκεπτέον; — Σκεπτέον. — Λέγωμεν δή, ἓν εἰ ἔστι,
τἆλλα τοῦ ἑνὸς τί χρὴ πεπονθέναι; — Λέγωμεν. — Οὐκοῦν
ἐπείπερ ἄλλα τοῦ ἑνός ἐστιν, οὔτε τὸ ἕν ἐστι τἆλλα; — Οὐ γὰρ ἄν.
(c) — Ἀλλὰ τοῦ ἑνός ἐστιν, οὔτε τὸ ἓν ἦν, ἀλλὰ τοῦ ἑνὸς ἦν.344 — Ὁρθῶς. — Οὐδὲ μὴν στέρεταί
γε παντάπασι τοῦ ἑνὸς τἆλλα, ἀλλὰ μετέχει πῃ. — Πῇ δή; —
Ὅτι που τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς μόρια ἔχοντα ἄλλα ἐστίν· εἰ γὰρ
μόρια μὴ ἔχοι, παντελῶς ἂν ἓν εἴη. — Ὀρθῶς. — Μόρια δέ
γε, φαμέν, τούτου ἐστὶν, ἑὰν 345 ὅλον ᾖ. — Φαμὲν γάρ. — Ἀλλὰ (5)
μὴν τό γε ὅλον ἓν ἐκ πολλῶν ἀνάγκη εἶναι, οὗ ἔσται μόρια
τὰ μόρια· ἕκαστον γὰρ τῶν μορίων οὐ πολλῶν μόριον χρὴ
εἶναι, ἀλλὰ ὅλου. — Πῶς τοῦτο; — Εἴ τι πολλῶν μόριον εἴη,
(d) ἐν οἷς αὐτὸ εἴη, ἑαυτοῦ τε δήπου μόριον ἔσται, ὅ ἐστιν
ἀδύνατον, καὶ τῶν ἄλλων δὴ ἑνὸς ἑκάστου, εἴπερ καὶ πάντων.
Ἑνὸς γὰρ μὴ ὂν μόριον, πλὴν τούτου τῶν ἄλλων ἔσται, καὶ
οὕτως ἑνὸς ἑκάστου οὐκ ἔσται μόριον, μὴ ὂν δὲ μόριον ἑκάστου
οὐδενὸς τῶν πολλῶν ἔσται. Μηδενὸς δὲ ὂν πάντων τούτων (5)
τι εἶναι ὄν 346 οὐδενὸς οὐδέν ἐστι, καὶ μόριον καὶ ἄλλο ὁτι 347
ἀδύνατον εἶναι. — Φαίνεται δή. — Οὐκ ἄρα τῶν πολλῶν
οὐδὲ πάντων τὸ μόριον μόριον, ἀλλὰ μιᾶς τινος ἰδέας καὶ
(e) ἑνός τινος, ὃ καλοῦμεν ὅλον, ἐξ ἁπάντων ἓν τέλειον γεγονός,
τούτου μόριον ἂν τὸ μόριον εἴη. — Παντάπασι μὲν οὖν. — Εἰ
ἄρα τἆλλα μόρια ἔχει, κἂν τοῦ ὅλου τε καὶ ἑνὸς μετέχοι. —
Πάνυ γε. — Ἓν ἄρα ὅλον τέλειον μόρια ἔχον ἀνάγκη εἶναι
τἆλλα τοῦ ἑνός. — Ἀνάγκη.

344
Pl. W …οὐ γὰρ ἂν ἀλλὰ τοῦ ἑνὸς ἐστὶν, οὔτε τὸ ἓν ἦν, ἀλλὰ τοῦ ἑνὸς (η φράση “ἐστὶν…ἑνὸς” προστίθεται στα
περιθώρια). Pl. B,T: οὔτε τὸ ἕν ἐστι τἆλλα· οὐ γὰρ ἂν ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἦν. Η τελευταία παραλλαγή εμφανίζεται και
στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 241v). Ωστόσο, η παράθεση του χωρίου από τον Παχυμέρη διασώζει το
νόημα του συλλογισμού (βλ. και 41.19-21).
345
Pl. B ἐὰν. Pl. T ὃ ἂν.
346
Pl. B ὄν. Pl. T ὧν.
347
Pl. B, T ὁτιοῦν (βλ. και Parisinus gr. 1836, f. 241v). Πρβλ. εξήγηση 42.1-2: καὶ μόριον καὶ ἄλλο ὁτιοῦν ὅτι ἀδύνατον
εἶναι.
187
Άραγε δεν πρέπει να εξεταστεί τί αρμόζει να πάθουν τα άλλα, αν το εν είναι; - Πρέπει να εξεταστεί. - Να
εκθέσουμε βέβαια, αν το εν είναι, τί πρέπει να έχουν πάθει τα “άλλα από το εν”348; - Να το εκθέσουμε. -
Επειδή λοιπόν πράγματι είναι “άλλα από το εν”, ούτε τα άλλα είναι το εν; - Όχι πράγματι. - Αλλά είναι του
ενός, ούτε ήταν εν, αλλά ήταν του ενός. - Σωστά. - Ούτε όμως τα άλλα στερούνται τουλάχιστον
εξολοκλήρου το εν, αλλά μετέχουν κάπως. - Πώς βέβαια; - Διότι, νομίζω, τα “άλλα από το εν” έχουν μέρη,
γι’ αυτό είναι άλλα· γιατί αν δεν είχαν μέρη, θα ήταν παντελώς εν. - Σωστά. - Και λέμε ότι τουλάχιστον
είναι μέρη αυτού, εάν [αυτό] είναι όλον. - Το λέμε πράγματι. - Αλλά όμως το ίδιο το όλον είναι ανάγκη να
είναι εν συντιθέμενο από πολλά, του οποίου είναι μέρη τα μέρη· διότι καθένα από τα μέρη δεν πρέπει να
είναι μέρος των πολλών, αλλά του όλου. - Πώς αυτό; - Αν κάτι ήταν μέρος των πολλών, στα οποία θα ήταν
αυτό, φυσικά θα είναι μέρος και του εαυτού του, πράγμα που είναι αδύνατον, και [μέρος] και των άλλων
βέβαια, ενός εκάστου, αν πράγματι είναι μέρος και όλων. Διότι αν δεν είναι μέρος του ενός, πλην αυτού θα
είναι μέρος των άλλων, και έτσι δεν θα είναι μέρος ενός εκάστου, και αν δεν είναι μέρος εκάστου, δεν θα
είναι κανενός από τα πολλά. Και αν δεν ανήκει σε κανένα από όλα αυτά, για να ήταν τυχόν κάποιο ον, δεν
είναι τίποτα από κανένα, και μέρος και οτιδήποτε άλλο, διότι του είναι αδύνατον να είναι [τέτοια]. - Είναι
φανερό βέβαια. - Άρα το μέρος δεν είναι μέρος των πολλών, ούτε όλων, αλλά μιας συγκεκριμένης ιδέας και
ενός πράγματος, το οποίο αποκαλούμε “όλον”, που έχει γίνει τέλειο εν από όλα γενικά· αυτού μπορεί να
είναι μέρος το μέρος. - Βεβαιότατα. - Άρα αν τα άλλα έχουν μέρη, θα μετέχουν ακόμα και στο όλον και στο
εν. - Χωρίς αμφιβολία. - Άρα είναι ανάγκη τα “άλλα από το εν” να είναι ένα τέλειο όλον, που έχει μέρη. -
Είναι ανάγκη.

Γυμνάζει τὸν λόγον καὶ περὶ τῶν ἄλλων τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸ ἕν, λέγων 41.19
ὅτι τὰ ἄλλα, ἐπεὶ ἄλλα τοῦ ἑνός εἰσιν, οὔτε αὐτὰ τὰ ἄλλα τὸ ἕν ἐστιν, 41.20
ἀλλὰ τοῦ ἑνὸς ἄλλα, οὔτε αὐτὰ τὰ ἄλλα τὸ ἓν ἦν, ἀλλὰ τοῦ ἑνὸς ἦν.
Τέως γε μὴν οὐ στέρεται τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἀλλὰ μετέχει πῃ κατὰ τοῦτον
τὸν λόγον, ὅτι ἐν τῷ ἔχειν μόρια ταῦτα ἄλλα ἐστὶ τοῦ ἑνός· εἰ γὰρ μὴ
ἔχοι μόρια, παντελῶς ἂν ἓν εἴη. Μόρια δ’ ἂν εἶεν τῆς αὐτῶν ὁλότητος,
τὸ δὲ ὅλον ἐκεῖνο τὸ ἐκ μορίων ἓν ἐκ πολλῶν ἀνάγκη εἶναι, οὗ ἔσται 41.25
μόρια τὰ μόρια· ἕκαστον γὰρ τῶν μορίων τινὸς μόριον ἂν εἴη, οὐ δὴ
πολλῶν (τὰ γὰρ πολλὰ διακεκριμένα ἐστίν), ἀλλὰ ὅλου. Καὶ τοῦτο
καθιστῶν πῶς οὐ πολλῶν μόριον, ἀλλ’ ὅλου λέγεται τὸ μόριον, ὅτι,

348
Στην έκφραση τἆλλα τοῦ ἑνὸς, η γενική τοῦ ἑνὸς έχει σημασία σύγκρισης, δηλαδή ότι είναι “άλλα από το εν”,
διαφορετικά-έτερα από το εν· η έκφραση αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως “άλλα πέρα από το εν” ή
“άλλα παρά εν”.
188
φησίν, εἰ πολλῶν μόριον λέγοιτο, ἐν δὲ τοῖς πολλοῖς ἔστι καὶ αὐτὸ ἕν,
ἔσται τὸ μόριον ἑαυτοῦ μόριον, ὃ ἀδύνατον. Ἐπεὶ δὲ πάντων τῶν 41.30
πολλῶν οὐκ ἐγχωρεῖ μόριον εἶναι τὸ ἓν ἐκεῖνο, οὐδ’ ἑνὸς ἑκάστου τῶν
ἄλλων· πλὴν γὰρ ἑνὸς αὐτοῦ καὶ μόνου τῶν ἄλλων ἔσται ἅμα, καὶ
οὕτως ἀναιρεῖται τὸ ἑκάστου εἶναι μόριον· μὴ ὂν δὲ ἑκάστου μόριον
οὐδενὸς τῶν πολλῶν ἔσται· μηδενὸς δ’ ὂν πάντων τούτων τι εἶναι ὂν
οὐκ ἔστιν οὐδενὸς οὐδέν, καὶ μόριον καὶ ἄλλο ὁτιοῦν ὅτι ἀδύνατον 42.1
εἶναι· τὸ γὰρ ἀδύνατον εἶναί,349 τι ἂν εἴη τινός. Ἐπεὶ τοίνυν οὔτε τῶν
πολλῶν οὔτε τῶν πάντων μόριον τὸ μόριον, μιᾶς ἰδέας ἂν εἴη καὶ ἑνός
τινος, ὃ καλοῦμεν ὅλον καὶ τέλειον γεγονὸς ἐξ ἁπάντων. Εἰ γοῦν τὰ
ἄλλα τοῦ ἑνὸς μόρια ἔχει, ὡς ἐδείκνυμεν, τὰ δὲ μόρια ὅλου εἰσί, μετέχοι 42.5
ἂν τὸ ὅλον τοῦ ἑνός, καθὸ ὅλον· ἀνάγκη τοίνυν τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς εἶναι
ὅλον τι καὶ τέλειον μόρια ἔχον.

Εξασκεί τον συλλογισμό350 και σχετικά με τα “άλλα από το εν” σε σχέση με το εν, λέγοντας ότι τα άλλα,
επειδή είναι “άλλα από το εν”, ούτε αυτά τα άλλα είναι το εν, αλλά του ενός άλλα, ούτε αυτά τα άλλα ήταν
το εν, αλλά ήταν του ενός351. Αρχικά, πράγματι τα άλλα δεν στερούνται το εν, αλλά μετέχουν κάπως κατ’
αυτόν τον συλλογισμό, ότι δηλαδή αυτά είναι “άλλα από το εν” με το να έχουν μέρη· γιατί αν δεν είχαν
μέρη, θα ήταν παντελώς εν352. Μπορούν να είναι μέρη της ολότητάς τους, ενώ το όλον εκείνο, το συντιθέμενο
από μέρη, είναι ανάγκη να είναι εν συντιθέμενο από πολλά, του οποίου είναι μέρη τα μέρη· διότι καθένα από
τα μέρη θα είναι μέρος κάποιου, όχι βέβαια πολλών (γιατί τα πολλά είναι διαχωρισμένα), αλλά του όλου. Και
εδραιώνοντας αυτό, πώς το μέρος δεν λέγεται μέρος των πολλών, αλλά του όλου, λέει ότι αν λεγόταν μέρος
των πολλών, ενώ στα πολλά είναι και το ίδιο το εν, το μέρος θα είναι μέρος του εαυτού του, πράγμα αδύνατον.
Και επειδή εκείνο το εν δεν είναι σε θέση να είναι μέρος όλων των πολλών, ούτε ενός εκάστου των
άλλων· διότι πλην αυτού του ενός και μόνο θα είναι μέρος των άλλων ταυτόχρονα, και έτσι αναιρείται το να
είναι μέρος εκάστου· και αν δεν είναι μέρος εκάστου, δεν θα είναι κανενός από τα πολλά· και αν δεν ανήκει
σε κανένα από όλα αυτά, για να ήταν τυχόν κάποιο ον, δεν είναι τίποτα από κανένα, και μέρος και οτιδήποτε

349
Για την προσθήκη του κόμματος στο σημείο αυτό, βλ. υποσημ. 353.
350
Βλ. υποσημ. 341.
351
Εδώ η έκφραση τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός ἐστιν/ἦν σημαίνει ότι τα άλλα ανήκουν/ανήκαν στο εν (στην προκειμένη
περίπτωση η γενική τοῦ ἑνὸς είναι κτητική).
352
Βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.IV, p. 59.18-21: «Εἰ γὰρ μόρια», ἔφη, «μὴ ἔχοι, παντελῶς ἂν <ἓν> εἴη», τοῦτ’
ἔστιν, εἰ μὴ ἔστι μεριστὰ φύσει τὰ ἄλλα, κατὰ τὴν μέθεξιν τῶν μερῶν ὑφεστῶτα, ἀμερῆ ἂν εἴη· τὸ δὲ ἀμερὲς ἕν, εἴπερ
καὶ ὁτιοῦν ἐστιν τῶν ὄντων.
189
άλλο, διότι του είναι αδύνατον να είναι [τέτοια]· διότι σε αυτό έγκειται το ότι είναι αδύνατον να είναι,
δηλαδή ότι θα είναι κάτι κάποιου353. Συνεπώς, επειδή το μέρος δεν είναι μέρος ούτε των πολλών ούτε όλων,
θα είναι μιας ιδέας και ενός πράγματος, το οποίο αποκαλούμε “όλον” και που έχει γίνει τέλειο από όλα γενικά.
Τουλάχιστον τότε, αν “τα άλλα από το εν” έχουν μέρη, όπως δείχναμε, και τα μέρη είναι του όλου, το όλον
θα μετέχει στο εν, στο μέτρο που είναι όλον· συνεπώς είναι ανάγκη τα “άλλα από το εν” να είναι κάποιο
όλον και τέλειο, που έχει μέρη.354

157e5-158a3: Καὶ μὴν καὶ περὶ τοῦ μορίου γε (5)


ἑκάστου ὁ αὐτὸς λόγος· καὶ γὰρ τοῦτο ἀνάγκη μετέχειν
(158a) τοῦ ἑνός. Εἰ γὰρ ἕκαστον αὐτῶν μόριόν ἐστι, τό τε 355 ἕκαστον
εἶναι ἓν δήπου σημαίνει, ἀφωρισμένον μὲν τῶν ἄλλων, καθ’
αὑτὸ δὲ ὄν, εἴπερ ἕκαστον ἔσται. — Ὀρθῶς.

353
Μια εναλλακτική – και πιο ελεύθερη – μεταφραστική πρόταση θα ήταν: “διότι το ότι είναι αδύνατον να “είναι”
αναφέρεται στο ότι θα είναι κάτι κάποιου”. Με άλλα λόγια, η φράση τὸ γὰρ ἀδύνατον εἶναι αποτελεί μια
προεξαγγελτική παράθεση, προσδιορίζουσα την αμέσως επόμενη πρόταση τὶ ἄν εἴη τινός και προτασσόμενη
αυτής (μέσω κόμματος). Να σημειώσουμε ότι, κατά την κρίση μας, σε αυτό το σημείο η αγγλική μετάφραση της
έκδοσης του υπομνήματος (βλ. T. Gadra et alii (edit./transl.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα, σ. 101) είναι εσφαλμένη:
for ‘being impossible’ will be a property belonging to something (“διότι το να είναι αδύνατο θα είναι μια ιδιότητα
που ανήκει σε κάποιο πράγμα”)· αν όμως μείνουμε σε αυτή την μετάφραση και αποδώσουμε “το αδύνατον” ως
μια ιδιότητα που ανήκει σε κάτι, όλο το νόημα θα αναιρείτο πλήρως και μάλιστα η εξήγηση θα παρουσίαζε
προβλήματα ερμηνείας, καθώς μια τέτοια διαπίστωση ούτε διασαφηνίζει ούτε φαίνεται να έχει κάποια σχέση με
το προς ερμηνεία χωρίο. Η αγγλική αυτή μετάφραση ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι στην έκδοση η φράση του
Παχυμέρη παραδίδεται ως εξής: τὸ γὰρ ἀδύνατον εἶναι τι ἄν εἴη τινός (βλ. σ. 42.2)· εύλογα έτσι κάποιος θα την
θεωρούσε ως μία πρόταση, με υποκείμενο το “τὸ ἀδύνατον εἶναι”, ρήμα το “ἄν εἴη” και κατηγορούμενο το “τι”.
Να σημειωθεί ότι στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 242r) στην ημιπερίοδο αυτή σημειώνεται μία στίξη (εν
είδει κόμματος) ανάμεσα στις δύο φράσεις: τὸ γὰρ ἀδύνατον εἶναί, τι ἂν εἴη τινός. Επομένως, με βάση αυτή την
δομή εμείς προτάσσουμε την παραπάνω εκδοχή για το πώς πρέπει να διαβάσουμε το εξηγητικό αυτό χωρίο.
354
Πρβλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.IV, p. 60.5-21: ὁ δὲ ἀποδείκνυσιν ὅτι «μιᾶς τινος ἰδέας καὶ ἑνός τινος ὃ καλοῦμεν
ὅλον». Καὶ πῶς γὰρ τὰ μέρη ἂν ἦν τῶν πολλῶν; Ἔστι μὲν γὰρ καὶ τὸ ὅλον ἐν τῇ γενέσει μεριστόν, καὶ τὸ ἓν
πεπληθυσμένον, ἀλλ’ ὅμως ᾗ ἓν καὶ ᾗ ὅλον τὰ μέρη καὶ τὰ πολλὰ περιείληφεν. Πῶς οὖν ἀποδείκνυσιν; «<Εἴ τι>
πολλῶν μόριον εἴη ἐν οἷς αὐτὸ εἴη, ἑαυτοῦ δήπου μόριον ἂν εἴη, ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον»· ἦν γὰρ τῶν πολλῶν· ἐν δὲ
τοῖς πολλοῖς καὶ αὐτό· καὶ ἑαυτοῦ ἄρα μόριον ἔσται. Εἰ δὲ τὰ πάντα μέρη ὅσα ἄλλα καὶ ἔστι μέρη πολλῶν, αὐτὰ ἂν
ἑαυτῶν εἴη, ὅπερ αὐτὸς ἐφ’ ἑνὸς συνήγαγεν ὡς ἀδύνατον. Ἀλλὰ μήποτε οὐ πάντων τῶν πολλῶν, ἀλλὰ πλὴν ἑαυτοῦ
τῶν ἄλλων μέρος τὸ μέρος. Τοῦτο δὲ ἐλέγχων φησὶν ὅτι ὁμοῦ τῶν πολλῶν ἐστι μέρος· ἑκάστου ἄρα μόνου οὐκ
ἔσται· οὐδένος ἄρα ἴδιον· οὐδὲ ἄρα πάντων ὁμοῦ τῶν πολλῶν, ᾗ πολλά· εἰ δὲ ὡς ἑνὸς τοῦ ἐκ πολλῶν, ἔχοιμεν ἂν τὸ
ζητούμενον ἕν. [Η υπογράμμιση του γράφοντος].
355
Pl. B τε. Pl. T γε.
190
Και πράγματι ο ίδιος συλλογισμός ισχύει και σχετικά με κάθε τουλάχιστον μέρος· διότι είναι ανάγκη και
αυτό να μετέχει στο εν. Γιατί αν καθένα από αυτά είναι μέρος, και το “καθένα” σημαίνει φυσικά ότι είναι
εν, αφενός αποχωρισμένο από τα άλλα, αφετέρου καθαυτό ον, αν βέβαια θα είναι “καθένα”. - Σωστά.

Ὅπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων πεποίηκε, καὶ συνέστρεψε ταῦτα εἰς τὸ ἔχειν 42.12
μόρια, ἵνα μὴ ἓν ὄντα οὐκ ᾖ356 ἄλλα τοῦ ἑνός, καὶ ἐντεῦθεν ἐδείκνυε τὰ
μόρια ὅλου καὶ τελείου μόρια, καὶ οὔτε ἑκάστου τῶν μορίων οὔτε τῶν
πολλῶν οὔτε τῶν πάντων, τὰ ὅμοια ποιεῖ καὶ περὶ μορίου ἑκάστου, καὶ 42.15
κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον δείκνυσι κἀκεῖνο τὸ μόριον μετέχον τοῦ ἑνὸς ὡς
ἕν. Ἕκαστον γὰρ αὐτῶν τῶν μορίων μόριόν ἐστι· καὶ τὸ ἕκαστον εἶναι
σημαίνει δήπου ἕν, ἀφωρισμένον μὲν τῶν ἄλλων, καθ’ αὑτὸ δὲ ἓν ὄν· τὰ
γὰρ ἄλλα ὡς ἄλλα τοῦ ἑνὸς οὐ μεθέξει τοῦ ἑνός, καὶ διὰ τοῦτο ἕκαστον
τῶν μορίων τῶν ἄλλων, ὡς ἑνὸς μετέχον καὶ ἓν ὄν, ἀφωρισμένον 42.20
ἐσεῖται ἀπὸ τῶν ἄλλων καὶ καθ’ αὑτό.

Ο,τι ακριβώς έκανε στην περίπτωση των άλλων, και συσπείρωσε αυτά στο να έχουν μέρη, για να είναι
“άλλα από το εν”, εφόσον δεν είναι εν357, και από εκεί έδειχνε ότι τα μέρη είναι μέρη ενός όλου και τέλειου
πράγματος, και ούτε καθενός από τα μέρη ούτε των πολλών ούτε των πάντων, τα όμοια κάνει εδώ και
σχετικά με κάθε μέρος, και κατά τον ίδιο συλλογισμό δείχνει ότι και εκείνο το μέρος μετέχει στο εν, ως εν.
Διότι καθένα από αυτά τα μέρη είναι μέρος· και το “καθένα” σημαίνει φυσικά ότι είναι εν, αφενός
αποχωρισμένο από τα άλλα, αφετέρου καθαυτό ον ένα· διότι τα άλλα, ως “άλλα από το εν”, δεν θα μετέχουν

356
Στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 242r) το ᾖ μετατρέπεται σε ἦν, με αποτέλεσμα να αλλάζει το νόημα της
πρότασης (βλ. επίσης υποσημ. 357).
357
Το νόημα της φράσης του Παχυμέρη ἵνα μὴ ἓν ὄντα οὐκ ᾖ [ή ἦν] ἄλλα τοῦ ἑνός είναι δυσερμήνευτο. Γι’ αυτό, θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο ερμηνευτικές αναγνώσεις:
1) Να θεωρήσουμε το οὐκ ως πλεονασμό δίπλα στην άρνηση μή, για να διαβαστεί η φράση ως «για να είναι “άλλα
από το εν”, εφόσον δεν είναι εν».
2) Να καταφύγουμε σε μια πιο περίπλοκη ερμηνεία: αν θεωρήσουμε ότι η τελική πρόταση εκφέρεται εδώ με
οριστική παρατατικού (βλ. υποσημ. 356), τότε θα φανερώνει σκοπό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν
προηγείται κάτι που δεν έγινε. Εν προκειμένω, το μη γεγονός που προηγείται είναι το ἓν ὄντα, δηλαδή ότι τα άλλα
είναι εν (γεγονός που αναιρέθηκε παραπάνω, 157b7-c1), ενώ ο μη πραγματοποιηθείς σκοπός είναι το να μην είναι
“άλλα από το εν” (πράγμα που δεν ισχύει, καθώς ισχύει το ακριβώς αντίθετο, 157b6-c1)· με άλλα λόγια, η φράση
θα διαβαζόταν ως εξής: «για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μην ήταν τυχόν “άλλα από το εν”, αν ήταν εν –
πράγμα που δεν έγινε» (το μή θα θεωρείτο πλεονασμός στην άρνηση της πρότασης οὐκ ἦν). Έτσι θα ταίριαζε εδώ
και η ελεύθερη αγγλική μετάφραση της έκδοσης: for otherwise, being one, they would not be ‘other’ than the one
(βλ. T. Gadra et alii, ό.π., σ. 101).
Βεβαίως, θα προτιμηθεί η πρώτη εκδοχή, ως απλούστερη και περισσότερο κατανοητή από την δεύτερη.
191
στο εν, και γι’ αυτό καθένα από τα μέρη των άλλων, ως μετέχον στο εν και ον εν, θα είναι αποχωρισμένο
από τα άλλα και καθαυτό.358

158a3-b7: Μετέχοι δέ γ’
ἂν τοῦ ἑνὸς δηλονότι ἄλλο ὂν ἢ ἕν· οὐ γὰρ ἂν μετεῖχεν,
ἀλλ’ ἦν ἂν αὐτὸ ἕν. Νῦν δὲ ἑνὶ μὲν εἶναι πλὴν αὐτῷ τῷ ἑνὶ (5)
ἀδύνατόν που. — Ἀδύνατον. — Μετέχειν δέ τοῦ ἑνὸς ἀνάγκη
τῷ τε ὅλῳ καὶ τῷ μορίῳ. Τὸ μὲν γὰρ ἓν ὅλον ἔσται, οὗ
μόρια τὰ μόρια· τὸ δ’ αὖ ἕκαστον ἓν μόριον τοῦ ὅλου, ὃ ἂν ᾖ
(b) μόριον ὅλου. — Οὕτως. — Οὐκοῦν ἕτερα ὄντα τοῦ ἑνὸς μεθέξει
τὰ μετέχοντα αὐτοῦ; — Πῶς δ’ οὔ; — Τὰ δὲ ἕτερα τοῦ ἑνὸς
πολλά που ἂν εἴη· εἰ γὰρ μήτε ἓν μήτε ἑνὸς πλείω εἴη
τἆλλα τοῦ ἑνός, οὐδὲν ἂν εἴη. — Οὐ γὰρ οὖν.
Ἐπεὶ δέ γε πλείω ἑνός ἐστι τά τε τοῦ ἑνὸς μορίου καὶ τὰ (5)
τοῦ ἑνὸς ὅλου μετέχοντα, οὐκ ἀνάγκη ἤδη πλήθει ἄπειρα
εἶναι αὐτά γε ἐκεῖνα τὰ μεταλαμβάνοντα τοῦ ἑνός; — Πῶς;

Είναι φανερό ότι θα μετέχει στο εν, όταν είναι άλλο παρά εν· διότι αλλιώς δεν θα μετείχε, αλλά το ίδιο θα
ήταν εν. Τώρα όμως είναι αδύνατον, πιστεύω, κάθε άλλο παρά το ίδιο το εν να είναι εν. - Αδύνατον. - Είναι
επίσης ανάγκη να μετέχουν στο εν και το όλον και το μέρος. Διότι το μεν εν θα είναι όλον, του οποίου μέρη
είναι τα μέρη· το δε καθένα, το οποίο είναι μέρος όλου, θα είναι πάλι ένα μέρος του όλου. - Έτσι είναι. -
Αυτά λοιπόν, που μετέχουν στο εν, θα μετέχουν σε αυτό όντας έτερα από το εν; - Και πώς όχι; - Και τα
έτερα από το εν ίσως θα είναι πολλά· διότι αν τα “άλλα από το εν” δεν είναι μήτε εν μήτε περισσότερα από
εν, δεν θα είναι τίποτα. - Βεβαίως όχι. - Και επειδή τουλάχιστον και αυτά που μετέχουν στο ένα μέρος και
εκείνα που μετέχουν στο ένα όλον είναι περισσότερα από εν, δεν είναι ανάγκη να είναι ήδη άπειρα στο
πλήθος τα ίδια τουλάχιστον εκείνα που λαμβάνουν ένα μέρος από το εν; - Πώς;

358
Πρβλ. Δαμάσκιο, Είς Παρμ. t.IV, p. 61.1-7: Εἶτα ἑξῆς δείκνυσιν ὅτι οὐ μόνον τὸ ὅλον εἰσάγει τὸ ἕν, ἀλλὰ καὶ τὸ
μόριον· ἓν γὰρ δεῖ εἶναι τὸ μόριον. Καὶ ἐπιμαρτύρεται τὸ ὄνομα· ἕκαστον λέγεται κυρίως τὸ μέρος, ὅτι καὶ τὸ ἕκαστον
ἐν διαστάσει καὶ χωρισμῷ τῷ ἀπ’ ἀλλήλων· «τὸ δὲ ἕκαστον εἶναι ἓν δήπου σημαίνει» (ἓν γὰρ ἕκαστόν τι ὂν σημαίνει
τὸ ἕκαστον) «ἀφωρισμένον μὲν τῶν ἄλλων, καθ’ ἑαυτὸ δὲ ὄν, εἴπερ ἕκαστον ἔσται.».
192
Τὸ μετέχον τοῦ μετεχομένου ἄλλο τι δοκεῖ εἶναι· εἰ δὲ μή, ἔσται 43.1
αὐτό τι ἑαυτοῦ μετέχον, ὅπερ ἄτοπον· οὐδὲ γὰρ μετέχει αὐτό τι ἑαυτοῦ,
ἀλλ’ ἔστιν αὐτό. Μετέχει γοῦν ἕκαστον τῶν μορίων τοῦ ἑνὸς καθὸ ἓν
μόριον, καὶ ἄλλο τι ὂν μετέχει τοῦ ἑνός· οὐ γὰρ ἂν μετεῖχεν, εἰ ἄλλο οὐκ
ἦν τοῦ ἑνὸς οὗπερ λέγεται μετέχειν, ἀλλ’ ἦν ἂν αὐτὸ αὐτὸ τὸ ἕν· νυνὶ δὲ 43.5
ἀδύνατον αὐτῷ δὴ τῷ μορίῳ ἑνὶ εἶναι, εἰ μὴ ἐν αὐτῷ τῷ ἑνί. Ἀνάγκη δὲ
καὶ τῷ ὅλῳ καὶ τῷ μορίῳ, καθὸ καὶ αὐτὸ ἓν κἀκεῖνο ἕν, μετέχειν τοῦ
ἑνός· πλὴν ἐκεῖνο μὲν ἓν ὡς ὅλον, οὗ μόρια τὰ μόρια, τοῦτο δὲ ἓν ὡς
ἕκαστον μόριον τοῦ ὅλου. Οὐκοῦν τὰ μετέχοντα τοῦ ἑνός, τό τε ὅλον
καὶ τὸ μόριον, ἕτερα ὄντα τοῦ ἑνὸς μετέχοι ἄν, τὰ ἕτερα δὲ τοῦ ἑνὸς 43.10
πολλά που ἂν εἴη· τὰ γὰρ ἄλλα τοῦ ἑνὸς εἰ μήτε ἓν μήτε ἑνὸς πλείω εἴη,
ἤγουν πολλά, οὐδὲν ἂν εἴη· ἐπεὶ δὲ ἄλλο τὸ μετέχον τοῦ ἑνὸς μορίου, ὃ
ἦν τὸ μόριον, καὶ ἄλλο τὸ μετέχον τοῦ ἑνὸς ὅλου, ὃ ἦν ὅλον, πλείω ἄρα
τοῦ ἑνός ἐστι· καὶ διὰ τοῦτο ἀνάγκη πλήθει ἄπειρα εἶναι τὰ τοῦ ἑνὸς
ἐκείνου μεταλαμβάνοντα. 43.15

Αυτό που μετέχει θεωρείται ότι είναι κάτι άλλο από εκείνο που μετέχεται 359· αλλιώς, θα υπάρχει κάτι που
μετέχει το ίδιο στον εαυτό του, πράγμα βέβαια που είναι άτοπο, διότι κάποιο πράγμα δεν μετέχει το ίδιο
στον εαυτό του, αλλά είναι ο εαυτός του. Μάλιστα καθένα από τα μέρη μετέχει στο εν, στο μέτρο που είναι
ένα μέρος, και όταν είναι κάτι άλλο [από το εν], θα μετέχει στο εν· διότι αλλιώς δεν θα μετείχε, αν δεν ήταν
άλλο από το εν, στο οποίο ακριβώς λέγεται ότι μετέχει, αλλά το ίδιο θα ήταν το ίδιο το εν· αυτή την στιγμή
είναι αδύνατον το ίδιο βέβαια το μέρος να είναι εν, παρεκτός μέσα σε αυτό το εν. Και είναι ανάγκη και το
όλον και το μέρος, στο μέτρο που αυτό είναι εν και εκείνο είναι εν, να μετέχουν στο εν· αλλά όμως αφενός
εκείνο είναι εν ως όλον, του οποίου μέρη είναι τα μέρη, αφετέρου αυτό είναι εν ως καθένα μέρος του όλου.
Αυτά λοιπόν που μετέχουν στο εν, και το όλον και το μέρος, όντας έτερα από το εν θα μετέχουν σε αυτό, και
τα έτερα από το εν ίσως θα είναι πολλά· διότι αν τα “άλλα από το εν” δεν είναι μήτε εν μήτε περισσότερα από
εν, δηλαδή πολλά, δεν θα είναι τίποτα. Και επειδή είναι άλλο αυτό που μετέχει στο ένα μέρος, το οποίο ήταν

359
Πρβλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. VI, 1078.27-1079.3: δεῖ δὲ τὴν ἀρχὴν μηδενὸς ἑτέρου μετέχειν, διότι τοῦ μετεχομένου
δεύτερον ἀναγκαῖον εἶναι τὸ μετέχον ὡς δεόμενον ἄλλου [τοῦδε ἢ] του καὶ οὗ ἐφίεται μετέχειν. Εδώ ο Πρόκλος
αναφέρεται στο παρμενίδειο ἓν ὄν (που αναφέρεται στον Σοφιστή, 244b6-245b10), το οποίο ως όλον και
μεμερισμένον είναι ανάγκη να μετέχει στο ἕν (το ὡς ἀληθῶς ἕν) και να έχει το ἕν σαν ιδιότητα (πεπονθὸς τὸ ἕν).
Βλ. επίσης Εἰς Παρμ. VII, 1181.15-19 (Cousin): Τὸ γὰρ μετέχον τοῦ γένους ἔχει τι παρὰ τὸ γένος, καὶ τὸ μετέχον
ὡσαύτως τοῦ εἴδους ἔχει τι παρὰ τὸ εἶδος· καὶ καθόλου πᾶν τὸ μετέχον τινὸς ἔχει τι παρὰ τὸ μετεχόμενον· εὶ γὰρ
μηδὲν, αὐτὸ ἂν ἐκεῖνο εἴη παντελῶς καὶ οὐ μετέχον ἐκείνου μόνον.
193
το μέρος, και άλλο εκείνο που μετέχει στο ένα όλον, το οποίο ήταν όλον, άρα είναι περισσότερα από το
εν· και γι’ αυτό είναι ανάγκη να είναι άπειρα στο πλήθος αυτά που λαμβάνουν ένα μέρος από το εν εκείνο.

158b8-c7: Ὧδε εἰδῶμεν. Ἄλλο τι οὐχ ἓν ὄντα οὐδὲ μετέχοντα τοῦ ἑνὸς
τότε, ὅτε μεταλαμβάνει αὐτοῦ, μεταλαμβάνει; — Δῆλα δή. —
(c) Οὐκοῦν πλήθη ὄντα, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι; — Πλήθη μέντοι.
— Τί οὖν; Εἰ ἐθέλοιμεν τῇ διανοίᾳ τῶν τοιούτων ἀφελεῖν ὡς
οἷοί τέ ἐσμεν ὅτι ὀλιγοστόν 360, οὐκ ἀνάγκη καὶ τὸ ἀφαιρεθὲν
ἐκεῖνο, εἴπερ τοῦ ἑνὸς μὴ μετέχοι, πλῆθος εἶναι καὶ οὐχ ἕν; —
Ἀνάγκη. — Οὐκοῦν οὕτως αἰεὶ σκοποῦντι 361 αὐτὴν καθ’ αὑτὴν (5)
τὴν ἑτέραν φύσιν τοῦ εἴδους ὅσον ἂν αὐτῆς αἰεὶ ὁρῶμεν ἄπειρον
ἔσται πλήθει; — Παντάπασι μὲν οὖν.

Ας το γνωρίσουμε με τον εξής τρόπο: Με το να είναι κάτι άλλο, και όχι εν, και με το να μη μετέχουν στο
εν, αυτή την στιγμή, όταν λαμβάνουν μέρος από αυτό, λαμβάνουν μέρος; - Φυσικά. - Είναι λοιπόν πλήθη,
στα οποία το εν δεν ενυπάρχει; - Πλήθη βεβαίως. - Τί λοιπόν; Αν θέλαμε με την σκέψη μας να αφαιρέσουμε
από τέτοια πλήθη το ελάχιστο που μπορούμε, δεν είναι ανάγκη και το αφαιρεθέν εκείνο, αν βέβαια δεν
μετέχει στο εν, να είναι πλήθος και όχι εν; - Είναι ανάγκη. - Όταν λοιπόν με αυτόν τον τρόπο μελετάς
πάντοτε αυτή καθαυτή την διαφορετική από το είδος αυτό [το να είναι εν] φύση, όσο μέρος αυτής κι αν
εξετάζουμε πάντοτε, θα είναι άπειρο στο πλήθος; - Βεβαιότατα.

Μὴ συνιεὶς τὸν λόγον πῶς τὰ παρὰ τὸ ἓν καὶ ἄλλα τοῦ ἑνὸς 43.24
πληθύνονται κατὰ τὸ ἄπειρον, ζητεῖ μαθεῖν, καὶ Πῶς; λέγει. Ὁ δέ, 43.25
Ὧδε, φησίν, εἰδῶμεν· ἄλλο τι καὶ οὐχ ἓν ὄντα οὐδὲ μετέχοντα τοῦ ἑνὸς
τότε μεταλαμβάνειν αὐτοῦ τοῦ ἑνός, ὅτε μεταλαμβάνει, ἄλλο τι ὄντα ἢ
ἕν. Ἐν οἷς γὰρ τὸ ἓν οὐκ ἔνι, πλήθη εἰσίν· ἢ γὰρ τί τὸ παρὰ τὸ ἓν εἰ μὴ
πλῆθος; Εἰ οὖν τῇ διανοίᾳ ἀφαιροίμεθα ἀπὸ τῶν ἄλλων τοῦ ἑνός—
ἅπερ ὅλον τι ὡς μόρια ἔχον ἔλεγεν—ἀφαιροίμεθα οὖν τὸ ὀλίγιστον, 43.30
οὐκ ἀνάγκη τὸ ἀφαιρεθὲν ἐκεῖνο, ἐπεὶ τοῦ ἑνὸς οὐ μετέχει (οὐδὲ γὰρ

360
Pl. T, Y, W ὀλίγιστον (στον Τ με συμπλήρωση ενός όμικρον πάνω από το δεύτερο ιώτα). Pl. B ὀλιγιστὸν. Βλ.
επίσης εξήγηση 43.30.
361
Pl. T (πρώτο χέρι) σκοποῦντες. Pl. B σκοποῦντι.
194
οὐδὲ τὸ ὅλον καὶ ἅπαν ἐκεῖνο), πλῆθος εἶναι καὶ οὐχ ἕν; Οὐκοῦν τὴν
τοιαύτην ἰδέαν τὴν ἀμέτοχον τοῦ ἑνὸς σκοποῦντί σοι, ὅσον ἂν ἀφαιρῇ,
ἐπεὶ εἰς ἄπειρα διαιρετὸν ἔστι διανοεῖσθαι ἐκεῖνο (ἐνταῦθα γὰρ τὰ
ἄλλα τοῦ ἑνὸς ὡς ὅλον τι διανοεῖσθαι ἄξιον), ἄπειρον πάντως πλῆθος 43.35
ἔσται, μὴ ἐπιπολάζοντος ἐκείνοις τοῦ ἑνός· ἕτερα γὰρ τοῦ ἑνός εἰσιν.

Μη κατανοώντας τον συλλογισμό, πώς αυτά που είναι πέρα από το εν και άλλα από το εν πληθύνονται κατά
το άπειρο, ζητά να μάθει και λέει “Πώς;”. Ο άλλος [ο Παρμενίδης] λέει “Ας το γνωρίσουμε με τον εξής
τρόπο”· με το να είναι κάτι άλλο, και όχι εν, και με το να μη μετέχουν στο εν, αυτή την στιγμή λαμβάνουν
μέρος από αυτό το εν, όταν λαμβάνουν μέρος όντας κάτι άλλο παρά εν. Διότι αυτά, στα οποία δεν ενυπάρχει
το εν, είναι πλήθη· πράγματι τί άλλο θα μπορούσε να είναι το πράγμα που είναι πέρα από το εν εκτός από
πλήθος; Αν λοιπόν με την σκέψη μας αφαιρούσαμε από τα “άλλα από το εν” – τα οποία ακριβώς έλεγε ότι
είναι κάποιο όλον, αφού έχει μέρη – αν αφαιρούσαμε λοιπόν το ελάχιστο, δεν είναι ανάγκη εκείνο το
αφαιρεθέν, επειδή δεν μετέχει στο εν (διότι ούτε το όλον και άπαν εκείνο μετέχει σε αυτό), να είναι πλήθος
και όχι εν; Όταν λοιπόν μελετάς μια τέτοια ιδέα, την αμέτοχη στο εν362, όσο μέρος κι αν αφαιρείς, επειδή
εκείνο μπορεί να νοηθεί ως διαιρετό σε άπειρα (πράγματι εδώ αξίζει να νοηθούν τα “άλλα από το εν” ως
κάποιο όλον), θα είναι σε κάθε περίπτωση άπειρο πλήθος, εφόσον το εν δεν επικρατεί σε εκείνα· διότι είναι
έτερα από το εν.

158c7-d8: Καὶ μὴν ἐπειδάν γε


(d) ἓν ἕκαστον μόριον μόριον γένηται, πέρας ἤδη ἔχει πρὸς
ἄλληλα καὶ πρὸς τὸ ὅλον, καὶ τὸ ὅλον πρὸς τὰ μόρια. —
Κομιδῇ μὲν οὖν. — Τοῖς ἄλλοις δὴ τοῦ ἑνὸς συμβαίνει ἐκ μὲν
τοῦ ἑνὸς καὶ ἐξ αὐτῶν 363 κοινωνησάντων, ὡς ἔοικεν, ἕτερόν τι
γίγνεσθαι ἐν ἑαυτοῖς, ὃ δὴ πέρας παρέσχε πρὸς ἄλληλα· ἡ (5)

362
Ο Δαμάσκιος παραθέτει στο υπόμνημά του την θέση του Πρόκλου ότι η ἑτέρα φύσις τοῦ εἴδους (για την οποία μιλά
εδώ ο Παρμενίδης) είναι η ύλη. Ωστόσο ο Δαμάσκιος θα αντικρούσει την θέση αυτή, με το σκεπτικό ότι η ύλη
θα δειχθεί στην πέμπτη υπόθεση (ως τα άλλα) ότι δεν μετέχει ούτε στο πλήθος ούτε στην απειρία (βλ. 159d4: Οὐδ’
ἄρα πολλά ἐστι τἆλλα). Αντιθέτως, η ἑτέρα φύσις τοῦ εἴδους αποτελεί τὴν παρὰ τὸ ἑνοειδὲς ἑτέραν φύσιν αὐτοῦ τοῦ
εἴδους, δηλαδή την “πληθοειδή” και άπειρη (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 62.1-7, καθώς και p. 176, n.2-4 των Notes
Complémentaires). Επίσης η εκδοχή της φύσης αυτής ως “πληθοειδούς” μας παραπέμπει στην Πυθαγόρεια
δοξασία περί των δύο σειρών των αρχών, της “ενοειδούς” και της “πληθοειδούς” (βλ. επίσης Δαμάσκιο, Περὶ τῶν
πρώτων ἀρχῶν, ΙΙ p. 5.9-17).
363
Pl. B, T ἑαυτῶν.
195
δὲ αὐτῶν 364 φύσις καθ’ ἑαυτὰ ἀπειρία 365 . — Φαίνεται. — Οὕτω δὴ
τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς καὶ ὅλα καὶ κατὰ μόρια ἄπειρά τέ ἐστι
καὶ πέρατος μετέχει. — Πάνυ γε.

Και πράγματι οποτεδήποτε τουλάχιστον καθένα μέρος γίνεται ένα μέρος, ήδη έχουν πέρας-όριο στην
μεταξύ τους σχέση και σε σχέση με το όλον, και το όλον σε σχέση με τα μέρη. - Έτσι ακριβώς. - Στα “άλλα
από το εν” βέβαια συμβαίνει, από το εν και από την κοινωνία τους [με το εν], όπως φαίνεται, κάτι
διαφορετικό να γίνεται μέσα στους εαυτούς τους, το οποίο βέβαια παρείχε πέρας-όριο στην μεταξύ τους
σχέση· όμως η φύση αυτών καθεαυτά είναι απειρία. - Είναι φανερό. - Έτσι βέβαια τα “άλλα από το εν”, και
ως όλα και κατά μέρη, είναι άπειρα και μετέχουν σε πέρας-όριο. - Χωρίς αμφιβολία.

Περὶ τῶν ἑπομένων ἅμα καὶ μὴ ἑπομένων τὸν λόγον ποιούμενος, 44.8
ἐπεὶ ἀπειρίαν ἔδειξεν ἐν τοῖς ἄλλοις τοῦ ἑνός, ἰδοὺ δείκνυσι καὶ ὅτι οὐχ
ἕπεται ἡ ἀπειρία, ἀλλὰ πέρας ἀκολουθεῖ τούτοις. Ἐπειδὰν γὰρ ἓν 44.10
ἕκαστον μόριον γένηται ἐνεργείᾳ, πέρας ἔχει πρὸς ἄλληλα καὶ πρὸς τὸ
ὅλον, καὶ ἀντιστρόφως τὸ ὅλον πρὸς τὰ μόρια· τοῖς ἄλλοις γοῦν τοῦ
ἑνὸς συμβαίνει ἐκ μὲν τῆς κοινωνίας τοῦ ἑνὸς αὐτῶν καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ
ἑνὸς οὗπερ ἐκοινώνησαν γίνεσθαί τι ἕτερον, ὅπερ αὐτοῖς πέρας
παρέσχε πρὸς ἄλληλα· ἡ δὲ ἀπειρία ἐν ἑαυτοῖς καθὼς ἐδείξαμεν, 44.15
ἔνεστιν. Οὕτω δὴ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς καὶ κατὰ ὅλα καὶ κατὰ μόρια
ἄπειρά τέ εἰσι καὶ αὖθις πέρατος μετέχει.

Λέγοντας σχετικά με αυτά που έπονται και ταυτόχρονα με εκείνα που δεν έπονται366, επειδή έδειξε ότι
υπάρχει απειρία στα “άλλα από το εν”, εδώ δείχνει και ότι δεν έπεται η απειρία, αλλά πέρας-όριο ακολουθεί

364
Pl. Y, W δὲ αὐτῶν. Pl. B, T δ’ ἑαυτῶν.
365
Pl. B ἀπειρία. Pl. T ἀπειρίαν.
366
Για την δομή και την μεθοδολογία του συνόλου των υποθέσεων κατά τον Πρόκλο και τον Παχυμέρη, βλ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 4 και 5 αντίστοιχα.
Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για την 2η εξάδα υποθέσεων, δηλαδή τις υποθέσεις 4 και 5 κατά Πρόκλο (ο
Παχυμέρης δεν διαχωρίζει τις υποθέσεις σε εννέα). Με άλλα λόγια, κατά τον Παχυμέρη, ενώ προηγουμένως
θεμελιώθηκε διά της κατάφασης η απειρία στα άλλα, εδώ αποφάσκεται (μέσω της κατάφασης του εναντίου της
απειρίας, του πέρατος), ούτως ώστε να ισχύουν στο παράδειγμα αυτό αμφότερα τα συμπεράσματα διά της τρίτης
μορφής συμπερασμάτων “ἑπόμενα ἅμα καὶ μὴ ἑπόμενα” (καταφατικά-αποφατικά μαζί: τα άλλα άπειρα και μη
άπειρα). Η ίδια συναρμογή καταφάσεων-αρνήσεων θα εφαρμοστεί επίσης και στα υπόλοιπα κατηγορήματα των
άλλων (βλ. παρακάτω εξήγηση 43.29-34, 47.24-31).
196
αυτά. Διότι οποτεδήποτε καθένα μέρος πραγματώνεται [ἐνεργείᾳ], έχουν πέρας-όριο στην μεταξύ τους σχέση
και σε σχέση με το όλον, και αντιστρόφως το όλον σε σχέση με τα μέρη· τουλάχιστον τότε στα “άλλα από το
εν” συμβαίνει, από την κοινωνία τους με το εν και από αυτό το εν, στο οποίο βέβαια κοινώνησαν367, να
γίνεται κάτι διαφορετικό, το οποίο βέβαια τους παρείχε πέρας-όριο στην μεταξύ τους σχέση, ενώ η απειρία
ενυπάρχει στους εαυτούς τους, όπως δείξαμε. Έτσι βέβαια τα “άλλα από το εν”, και κατά όλα και κατά μέρη,
είναι άπειρα και πάλι μετέχουν σε πέρας-όριο.

158e1-159b1: (e) Οὐκοῦν καὶ ὅμοιά τε καὶ ἀνόμοια ἀλλήλοις τε καὶ ἑαυτοῖς;
— Πῇ δή; — Εἰ 368 μέν που ἄπειρά ἐστι κατὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν,
πάντα ταὐτὸν πεπονθότα ἂν εἴη ταύτῃ. — Πάνυ γε. — Καὶ μὴν
εἴ 369 γε ἅπαντα πέρατος μετέχει, καὶ ταύτῃ πάντ’ ἂν εἴη ταὐτὸν
πεπονθότα. — Πῶς δ’ οὔ; — Εἰ 370 δέ γε πεπερασμένα τε εἶναι (5)
καὶ ἄπειρα πέπονθεν, ἐναντία πάθη ἀλλήλοις ὄντα ταῦτα τὰ
(159a) πάθη πέπονθεν. — Ναί. — Τὰ δ’ ἐναντία γε ὡς οἷόν τε ἀνο-
μοιότατα. — Τί μήν; — Κατὰ μὲν ἄρα ἑκάτερον τὸ πάθος
ὅμοι’ ἂν εἴη αὐτά τε καὶ ἀνόμοια. 371
— Κινδυνεύει.—
Οὕτω δὴ τὰ ἄλλα αὐτά τε αὑτοῖς καὶ ἀλλήλοις ὅμοιά τε καὶ (5)
ἀνόμοια ἂν εἴη. — Οὕτως. — Καὶ ταὐτὰ δὴ καὶ ἕτερα ἀλλήλων,
καὶ κινούμενα καὶ ἑστῶτα, καὶ πάντα τὰ ἐναντία πάθη οὐκέτι
χαλεπῶς εὑρήσομεν πεπονθότα τἆλλα τοῦ ἑνός, ἐπείπερ καὶ

367
Να σημειωθεί εδώ ότι ο Παχυμέρης ερμηνεύει την φράση “ἐκ μὲν τοῦ ἑνὸς καὶ ἐξ αὐτῶν κοινωνησάντων” (158d3-
4) ως “ἐκ μὲν τῆς κοινωνίας τοῦ ἑνὸς αὐτῶν καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἑνὸς οὗπερ ἐκοινώνησαν”. Με άλλα λόγια, το ἐξ
αὐτῶν κοινωνησάντων δεν σημαίνει την μεταξύ τους κοινωνία (το νόημα αυτό θα συναγόταν εμφανέστερα στην
παράθεση “ἐξ ἑαυτῶν κοινωνησάντων” των κωδίκων Pl. B,T), αλλά την κοινωνία των άλλων με το εν· η κοινωνία
αυτή με το εν εννοείται ως κοινωνία των μερών των άλλων με το εν, οποτεδήποτε δηλαδή καθένα μέρος γίνεται
ένα μέρος (158c7-d1). Κατ’ επέκταση βέβαια, θα μπορούσε να εκληφθεί ακόμα και ως κοινωνία του όλου με το
εν, αν συνολικά θεωρηθούν τα άλλα ως ένα όλον, που μετέχει στο εν, με μέρη, που επίσης μετέχουν στο εν
(157c2-e5,157e5-158a3, 158a6-b1), ούτως ώστε τα άλλα με αυτόν τον τρόπο να έχουν πέρας-όριο, σε αντίθεση
με την καθεαυτή φύση τους (την αμέτοχη στο εν), που είναι άπειρη.
368
Pl. B εἰ. Pl. T ᾗ.
369
Pl. B εἰ. Pl. T ᾗ.
370
Pl. B εἰ. Pl. T ᾗ (ῃ).
371
Pl. B, T …αὐτά τε αὑτοῖς καὶ ἀλλήλοις, κατὰ δ’ ἀμφότερα ἀμφοτέρως ἐναντιώτατά τε καὶ ἀνομοιότατα. (159a3-
4). Βλ. επίσης υποσημ. 372.
197
(b) ταῦτα ἐφάνη πεπονθότα. — Ὀρθῶς λέγεις.

Είναι λοιπόν και όμοια και ανόμοια μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους; - Πώς βέβαια; - Αν ίσως είναι
άπειρα σύμφωνα με την φύση των εαυτών τους, με αυτόν τον τρόπο όλα θα έχουν την ίδια ιδιότητα. - Χωρίς
αμφιβολία. - Και πράγματι, αν τουλάχιστον όλα γενικά μετέχουν σε πέρας-όριο, και με αυτόν τον τρόπο
όλα θα έχουν την ίδια ιδιότητα. - Και πώς όχι; - Ωστόσο, αν τουλάχιστον έχουν την ιδιότητα να είναι
πεπερασμένα και άπειρα, έχουν αυτές τις ιδιότητες, που είναι αντίθετες μεταξύ τους. - Ναι. - Και τα αντίθετα
τουλάχιστον είναι όσο το δυνατόν ανομοιότατα. - Φυσικά. - Άρα σύμφωνα με καθεμία ιδιότητα από τις δύο
αυτά θα είναι όμοια και ανόμοια. - Πιθανόν. - Έτσι βέβαια τα άλλα αυτά θα είναι όμοια και ανόμοια με
τους εαυτούς τους και μεταξύ τους. - Έτσι. - Και δεν θα βρούμε πλέον δύσκολα ότι τα “άλλα από το εν”
έχουν την ιδιότητα να είναι και ίδια βέβαια και έτερα μεταξύ τους, και κινούμενα και ακίνητα, και όλες τις
αντίθετες ιδιότητες, επειδή ακριβώς φάνηκαν να έχουν και αυτές τις ιδιότητες. - Σωστά τα λες.

Ἐντεῦθεν δείκνυσι καὶ ὅτι ὅμοιά τε καὶ ἀνόμοια ἀλλήλοις τε καὶ 45.1
ἑαυτοῖς, δηλονότι ὅτι ἕπεται τούτοις τὸ ὅμοιον καὶ τὸ ἀνόμοιον· τοῦτο
δ’ οὕτως. Καὶ δὴ προέδειξεν ἄπειρα ταῦτα κατὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν, καὶ
πάντα ἂν κατὰ τοῦτο ταὐτὸν πεπονθότα εἴη· καὶ αὖθις ἅπαντα πέρατος
μετέχειν προέδειξε, καὶ ἐκ τούτου αὖθις ταὐτὸ πεπονθότα εἴη. Εἰσὶ δὲ 45.5
τὰ πεπερασμένα καὶ ἄπειρα ἐναντία πάθη, τὰ δ’ ἐναντία ἀνομοιότατα·
τὰ γοῦν ταὐτὰ πᾶσι πάθη εὑρέθησαν ἐναντία καὶ ἀνομοιότατα· κατὰ
γοῦν ἑκάτερον τὸ πάθος, ὃ ταὐτὸν ἅπαντα εἶχον, ὅμοια ἂν εἴη καὶ
ἀνόμοια τὰ αὐτά. Τὰ ἄλλα τοίνυν τοῦ ἑνὸς αὐτὰ καθ’ αὑτὰ ἑαυτοῖς καὶ
ἀλλήλοις ὅμοιά τε καὶ ἀνόμοια εὑρέθησαν. Καὶ κατὰ τοῦτον τὸν λόγον 45.10
οὐκέτι χαλεπῶς εὑρήσομεν ταῦτα καὶ ταὐτὰ καὶ ἕτερα ἀλλήλων (κατὰ
τὸ ὅμοιον ταὐτὰ καὶ κατὰ τὸ ἀνόμοιον ἕτερα), καὶ κινούμενα καὶ
ἑστῶτα, καὶ πάντα τὰ ἐναντία πάθη.

Στο εξής δείχνει και ότι είναι όμοια και ανόμοια μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους, δηλαδή ότι έπεται
για αυτά το όμοιο και το ανόμοιο· και αυτό με τον εξής τρόπο. Και βέβαια έδειξε πιο πριν ότι αυτά είναι
άπειρα σύμφωνα με την φύση των εαυτών τους, και όλα κατά τούτο θα έχουν την ίδια ιδιότητα· και ξανά
έδειξε πριν ότι όλα γενικά μετέχουν σε πέρας-όριο, και από αυτό ξανά ότι θα έχουν την ίδια ιδιότητα. Τα
πεπερασμένα και άπειρα όμως είναι αντίθετες ιδιότητες, και τα αντίθετα είναι ανομοιότατα· τουλάχιστον τότε
οι ίδιες σε όλα ιδιότητες βρέθηκαν ότι είναι αντίθετες και ανομοιότατες· σύμφωνα τουλάχιστον με καθεμία

198
ιδιότητα από τις δύο, την οποία είχαν όλα γενικά ως ίδια, τα ίδια θα είναι όμοια και ανόμοια372. Συνεπώς, τα
“άλλα από το εν” αυτά καθαυτά βρέθηκαν ότι είναι όμοια και ανόμοια με τους εαυτούς τους και μεταξύ
τους373. Και κατ’ αυτόν τον συλλογισμό, δεν θα βρούμε πλέον δύσκολα ότι αυτά είναι και ίδια και έτερα
μεταξύ τους (κατά το όμοιο τα ίδια και κατά το ανόμοιο έτερα), και κινούμενα και ακίνητα, και [έχουν] όλες
τις αντίθετες ιδιότητες.

159b2-d4: Οὐκοῦν ταῦτα374 μὲν ἤδη ἐῷμεν ὡς φανερά, ἐπισκοποῖμεν


δὲ πάλιν ἓν εἰ ἔστιν, ἆρα καὶ οὐχ οὕτως ἔχει τὰ ἄλλα τοῦ
ἑνὸς ἢ οὕτω μόνον; — Πάνυ μὲν οὖν. — Λέγωμεν δὴ ἐξ ἀρχῆς,
ἓν εἰ ἔστι, τί χρὴ τἆλλα τοῦ ἑνὸς πεπονθέναι. — Λέγωμεν (5)
γάρ. — Ἆρ’ οὖν οὐ χωρὶς μὲν τὸ ἓν τῶν ἄλλων, χωρὶς δὲ
τἆλλα τοῦ ἑνὸς εἶναι; — Τί δή; — Ὅτι που οὐκ ἔστι παρὰ
ταῦτα ἕτερον, ὃ ἄλλο μέν ἐστι τοῦ ἑνός, ἄλλο δὲ τῶν ἄλλων·

372
Στο σημείο αυτό η εξήγηση παρουσιάζει ένα κενό ερμηνείας : μολονότι αποδείχθηκε ότι τα άλλα είναι όμοια με
βάση την ίδια ιδιότητά τους να είναι άπειρα ή πεπερασμένα, πράγματι από πού φαίνεται ότι είναι ανόμοια; Οι
εξηγήσεις του Παχυμέρη ότι “τὰ γοῦν ταὐτὰ πᾶσι πάθη εὑρέθησαν ἐναντία καὶ ἀνομοιότατα”, και ότι “κατὰ γοῦν
ἑκάτερον τὸ πάθος, ὃ ταὐτὸν ἅπαντα εἶχον, ὅμοια ἂν εἴη καὶ ἀνόμοια τὰ αὐτά”, δεν φαίνονται να δίνουν
ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημά μας, καθώς οι ίδιες ιδιότητες μπορούν να βρεθούν αντίθετες όχι ως
καθεμιά, καθεαυτή λαμβανόμενη, αλλά αμφοτέρως, κατά την μεταξύ τους σχέση ως ζεύγος δύο ιδιοτήτων, εν
προκειμένω η ίδια ιδιότητα του να είναι άπειρα σε αντιπαράθεση με την ίδια ιδιότητα να είναι πεπερασμένα. Γι’
αυτό, το ερμηνευτικό κενό μπορεί να πληρωθεί αν λάβουμε υπόψη τους πλατωνικούς κώδικες Β και Τ, οι οποίοι
παραθέτουν το χωρίο 159a2-4 ως εξής : Κατὰ μὲν ἄρα ἑκάτερον τὸ πάθος ὅμοιa ἂν εἴη αὐτά τε αὑτοῖς καὶ ἀλλήλοις,
κατὰ δ’ ἀμφότερα ἀμφοτέρως ἐναντιώτατά τε καὶ ἀνομοιότατα· έτσι γίνεται σαφέστερη η διάκριση των
περιπτώσεων του ομοίου και του ανομοίου, σε σύγκριση με την αντίστοιχη παράθεση του Παχυμέρη (159a2-3:
Κατὰ μὲν ἄρα ἑκάτερον τὸ πάθος ὅμοι’ ἂν εἴη αὐτά τε καὶ ἀνόμοια). Την γραφή των παραπάνω κωδίκων “Κατὰ μὲν
ἄρα ἑκάτερον τὸ πάθος ὅμοιa ἂν εἴη αὐτά τε αὑτοῖς καὶ ἀλλήλοις” ακολουθεί και ο Δαμάσκιος (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV,
p. 63.12-13).
373
Συμπερασματικά, η διάκριση μεταξύ όμοιων και ανόμοιων μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους εννοείται ως
εξής:
- όμοια με τους εαυτούς τους: στο μέτρο που είναι άπειρα κατὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν, έχουν την ίδια ιδιότητα με τους
εαυτούς τους,
- όμοια μεταξύ τους: στο μέτρο που έχουν πέρατα, έχουν την ίδια ιδιότητα το ένα μέρος με το άλλο,
- ανόμοια μεταξύ τους: στο μέτρο που οι ιδιότητες αυτές, η απειρία και το πεπερασμένο, είναι αντίθετες, θα είναι
ανόμοια μεταξύ τους, τα άλλα ως άπειρα με τα άλλα ως πέρας έχοντα.
- ανόμοια με τους εαυτούς τους: ἅπαντα τα άλλα, και ως άπειρα και ως πέρας έχοντα, αμφότερα έχουν δύο
ιδιότητες αντίθετες μεταξύ τους, άρα είναι ανόμοια και με τους εαυτούς τους (δηλαδή στο μέτρο που και τα δυο
παραμένουν άλλα, αυτά καθεαυτά, μέσα στην ίδια τους την αντίθεση).
Σχετικά με την συναγωγή του όμοιου και του ανόμοιου από το ταὐτὸν και το ἓτερον βλ. 140a7-b1 (πρώτη
υπόθεση): Τό γε μὴν ἕτερον πεπονθὸς ἢ ἑαυτοῦ ἢ ἄλλου ἀνόμοιον ἂν εἴη ἢ ἑαυτῷ ἢ ἄλλῳ, εἴπερ τὸ ταὐτὸν πεπονθὸς
ὅμοιον. — Ὀρθῶς.
374
Pl. B, T εἰ ταῦτα.
199
(c) πάντα γὰρ εἴρηται, ὅταν ῥηθῇ τό τε ἓν καὶ τἆλλα. — Πάντα
γάρ. — Οὐκ ἄρα ἔτ’ ἔστιν ἕτερον τούτων, ἐν ᾧ τό τε ἓν ἂν
εἴη τῷ αὐτῷ καὶ τἆλλα. — Οὐ γάρ. — Οὐδέποτε ἄρα ἐν ταὐτῷ
ἐστι τὸ ἓν καὶ τἆλλα. — Οὐκ ἔοικεν. — Χωρὶς ἄρα; — Ναί. —
Οὐδὲ μὴν μόριά γε ἔχειν φαμὲν τὸ ὡς ἀληθῶς ἕν. — Πῶς (5)
γάρ; — Οὔτ’ ἄρα ὅλον εἴη ἂν τὸ ἓν ἐν τοῖς ἄλλοις οὔτε μόρια
αὐτοῦ, εἰ χωρίς τέ ἐστι τῶν ἄλλων καὶ μόρια μὴ ἔχει. — Πῶς
(d) γάρ; — Οὐδενὶ ἄρα τρόπῳ μετέχοι ἄρα 375 τἆλλα τοῦ ἑνός, μήτε
κατὰ μόριόν τι αὐτοῦ μήτε κατὰ ὅλον μετέχοντα. — Οὐκ
ἔοικεν. — Οὐδαμῇ ἄρα ἓν τἆλλά ἐστιν, οὐδ’ ἔχει ἐν ἑαυτοῖς
ἓν οὐδέν. — Οὐ γὰρ οὖν.

Να αφήσουμε λοιπόν τώρα αυτά ως φανερά και ας εξετάσουμε πάλι, αν το εν είναι, άραγε τα “άλλα από το
εν” δεν είναι έτσι ή είναι μόνο έτσι; - Φυσικά. - Να πούμε βέβαια εξαρχής, αν το εν είναι, τί πρέπει να
πάθουν τα “άλλα από το εν”. - Πράγματι να το πούμε. - Άραγε λοιπόν το εν δεν είναι χωριστό από τα άλλα,
και τα άλλα χωριστά από το εν; - Γιατί βέβαια; - Διότι, πιστεύω, δεν υπάρχει έτερο πέρα από αυτά, το οποίο
είναι μεν άλλο από το εν, άλλο δε από τα άλλα· πράγματι έχουν ειπωθεί τα πάντα, όταν ειπωθούν το εν και
τα άλλα. - Πράγματι τα πάντα. - Άρα δεν υπάρχει επιπλέον έτερο από αυτά, στο οποίο και το εν και τα άλλα
θα ήταν στο ίδιο. - Όχι πράγματι. - Άρα το εν και τα άλλα ουδέποτε είναι στο ίδιο πράγμα. - Φαίνεται πως
δεν είναι. - Άρα χωριστά; - Ναι. - Λέμε τω όντι ότι ούτε μέρη έχει τουλάχιστον το αληθινό εν. - Πώς θα
ήταν δυνατόν; - Άρα ούτε όλον θα είναι το εν στα άλλα ούτε μέρη αυτού, αν είναι χωριστό από τα άλλα και
δεν έχει μέρη. - Πώς θα ήταν δυνατόν; - Άρα με κανέναν τρόπο τα άλλα δεν θα μετέχουν στο εν, αφού δεν
μετέχουν ούτε κατά κάποιο μέρος αυτού ούτε κατά το όλον. - Φαίνεται πως όχι. - Άρα τα άλλα με κανέναν
τρόπο δεν είναι εν, ούτε έχουν μέσα στους εαυτούς τους κανένα εν. - Βεβαίως όχι.

Τὰ γοῦν πολλὰ διὰ συντομίαν ἐᾷ· ἐπισκοπεῖ δ’ αὖθις περὶ τούτων 45.29
αὐτῶν, τοῦ τε κινεῖσθαι καὶ ἑστάναι, τοῦ ἀπείρου καὶ τοῦ πεπερασμέ- 45.30
νου, τοῦ ὁμοίου καὶ τοῦ ἀνομοίου, τοῦ ταὐτοῦ καὶ τοῦ ἑτέρου, καὶ τῶν
ἄλλων ἐναντίων παθῶν, εἴπερ οὕτω μόνον ἔχει ἢ καὶ οὐχ οὕτως ἔχει
ταῦτα· ὡς φανῆναι τὰ αὐτὰ ἑπόμενά τε καὶ οὐχ ἑπόμενα, καὶ ταῦτα
τετραχῶς κατὰ τὸν πρότερον τρόπον. Καὶ πρῶτον ὅτι χωρὶς καὶ οὐκ ἔν
τινι τῷ αὐτῷ τό τε ἓν καὶ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός. Προλαμβάνει δὲ καὶ ἐρωτᾷ 46.1

375
Pl. B, T μετέχοι ἂν.
200
τὸ συμπέρασμα· τοῦ δὲ προσδιαλεγομένου ἐρωτήσαντος Τί δή; Πῶς
δηλονότι χωρὶς τῶν ἄλλων τὸ ἓν καὶ χωρὶς τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός; Ὅτι που,
φησίν, οὐκ ἔστι παρά τε τὸ ἓν καὶ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἕτερον, ὃ ἄλλο μέν
ἐστι τοῦ ἑνός, ἄλλο δὲ τῶν ἄλλων, πάντα γὰρ εἴρηται· καὶ ἐπεὶ οὐκ ἔστι 46.5
τι, πῶς ἂν ἐν ἐκείνῳ τῷ μὴ ὄντι εἴη ταῦτα, τό τε ἓν καὶ τὰ ἄλλα; Ὥστε
οὐδέποτε ἐν ταὐτῷ εἰσι· χωρὶς ἄρα, καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲ μόρια ἔχειν
φαμὲν τὸ ὡς ἀληθῶς ἕν. Ἐπεὶ δὲ χωρίς ἐστι τῶν ἄλλων τὸ ἓν καὶ μόρια
οὐκ ἔχει, πῶς ἂν εἴη ὅλον; Ὥστε τὰ ἄλλα οὐδέποτε μεθέξει τοῦ ἑνὸς
μήτε κατὰ μόριόν τι μήτε κατὰ τὸ ὅλον μετέχοντα, ὥστε οὐδαμῇ ἓν τὰ 46.10
ἄλλα ἐστίν, οὐδ’ ἔχει ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἕν.

Λόγω συντομίας αφήνει τουλάχιστον τα πολλά376· και εξετάζει πάλι περί αυτών τούτων, του να κινείται και
να στέκεται ακίνητο, του απείρου και του πεπερασμένου, του ομοίου και του ανόμοιου, του ίδιου και του
ετέρου, και των άλλων αντιθέτων ιδιοτήτων, αν βέβαια αυτά είναι μόνον έτσι ή δεν είναι έτσι, ώστε να
φανούν τα ίδια ως επόμενα και ως μη επόμενα, και αυτά τετραπλά κατά τον προηγούμενο τρόπο377. Και
πρώτα [λέει] ότι το εν και τα “άλλα από το εν” είναι χωριστά και όχι στο ίδιο πράγμα. Αλλά προλαβαίνει
και ρωτάει το συμπέρασμα [το διατυπώνει σε μορφή ερώτησης]· και όταν ο συνομιλητής τον ρωτάει
“Γιατί;”, δηλαδή “Πώς το εν είναι χωριστό από τα άλλα και τα άλλα χωριστά από το εν;”, λέει Διότι, πιστεύω,
δεν υπάρχει έτερο πέρα από το εν και τα “άλλα από το εν”, το οποίο [έτερο] είναι μεν άλλο από το εν, άλλο
δε από τα άλλα, διότι έχουν ειπωθεί τα πάντα· και επειδή δεν υπάρχει κάτι, πώς μέσα σε εκείνο το μη ον θα
ήταν αυτά, το εν και τα άλλα; Ώστε ουδέποτε είναι στο ίδιο πράγμα· χωριστά άρα, και γι’ αυτό λέμε ότι ούτε

376
Ως “πολλά” εννοούνται τα πολλά εναντία κατηγορήματα, που έχουν εξεταστεί προηγουμένως (κυρίως στην
δεύτερη υπόθεση), τα οποία εν προκειμένω καταφάσκονται στα άλλα (στην τέταρτη κατά Πρόκλο υπόθεση).
377
Για την δομή και η μεθοδολογία του συνόλου των υποθέσεων κατά τον Πρόκλο και τον Παχυμέρη, βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ,
κεφ. 4 και 5 αντίστοιχα.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο Παχυμέρης, σε αντίθεση με τον Πρόκλο, δεν διακρίνει τις υποθέσεις σε εννέα,
πράγμα που φαίνεται και στο σημείο αυτό της εξήγησης: ο Παχυμέρης συνοψίζει την έως τώρα πορεία της εν
λόγω (τέταρτης κατά Πρόκλο) υπόθεσης (157b5-159b1, καταφατικά συμπεράσματα για τα άλλα), την οποία
συνενώνει με την πέμπτη κατά Πρόκλο υπόθεση (159b1-160b4, αποφατικά συμπεράσματα για τα άλλα), χωρίς
να τις ταξινομεί αριθμητικά. Έτσι οι δυο υποθέσεις αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν ως μία, αφορώσα τα άλλα,
δηλαδή ως ένα σώμα, με υπόθεση “αν το εν είναι” και απόδοση τα τριπλά συμπεράσματα (καταφατικά, αποφατικά,
αμφότερα). Παρ’ όλα αυτά, ο τετραπλός τρόπος εξέτασης των σχέσεων (εν-άλλα, εν-εαυτός του, άλλα-εν, άλλα-
εαυτοί τους) εφαρμόζεται εδώ μόνο στο βαθμό που θα συναρμοστούν η υπόθεση με τα καταφατικά
συμπεράσματα για τα άλλα και εκείνη με τα αποφατικά για τα άλλα (4η-5η πρόκλεια) με την προηγούμενη (3η
κατά Πρόκλο, 155e3-157b5) που αναλύει τα καταφατικά και αποφατικά συμπεράσματα για το εν (βλ.
αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5).
201
μέρη έχει το αληθινό εν378. Και επειδή το εν είναι χωριστό από τα άλλα και δεν έχει μέρη, πώς μπορεί να είναι
όλον; Ώστε τα άλλα ουδέποτε θα μετέχουν στο εν, αφού δεν μετέχουν ούτε κατά κάποιο μέρος ούτε κατά το
όλον, ώστε τα άλλα με κανέναν τρόπο δεν είναι εν, ούτε έχουν μέσα στους εαυτούς τους το εν.

159d4-160a3: Οὐδ’ ἄρα πολλά ἐστι τἆλλα· ἓν


γὰρ ἂν ἦν ἕκαστον αὐτῶν μόριον τοῦ ὅλου, εἰ πολλὰ ἦν· (5)
νῦν δὲ οὔτε ἓν οὔτε πολλὰ οὔτε ὅλον οὔτε μόριά ἐστι τἆλλα
τοῦ ἑνός, ἐπειδὴ αὖ τοῦ μηδαμῇ 379 μετέχει. — Ὀρθῶς. — Οὐδ’ ἄρα
δύο οὔτε τρία οὔτε αὐτά ἐστι τὰ ἄλλα οὔτε ἔνεστιν ἐν αὐτοῖς,
(e) εἴπερ τοῦ ἑνὸς πανταχῇ στέρεται. — Οὕτως.
Οὐδὲ ὅμοια ἄρα καὶ ἀνόμοια οὔτε αὐτά ἐστι τῷ ἑνὶ τὰ
ἄλλα, οὔτε ἔνεστιν ἐν αὐτοῖς ὁμοιότης καὶ ἀνομοιότης· εἰ
γὰρ ὅμοια καὶ ἀνόμοια αὐτὰ εἴη ἢ ἔχοι ἐν ἑαυτοῖς ὁμοιότητα
καὶ ἀνομοιότητα, δύο που εἴδη ἐναντία ἀλλήλοις ἔχοι ἂν ἐν (5)
ἑαυτοῖς τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός. — Φαίνεται. — Ἦν δέ γε ἀδύνατον
δυοῖν τινοῖν μετέχειν ἃ μηδ’ ἑνὸς μετέχει. — Ἀδύνατον. —
Οὔτ’ ἄρα ὅμοια οὔτε ἀνόμοιά ἐστιν οὔτε ἀμφότερα τἆλλα.

378
Πρβλ. 137c5-d3 (πρώτη υπόθεση): Οὔτε ἄρα μέρος αὐτοῦ οὔτε ὅλον αὐτὸ δεῖ εἶναι. — Τί δή; — Τὸ μέρος που ὅλου
μέρος ἐστίν. — Ναί. — Τί δὲ τὸ ὅλον; οὐχὶ οὗ ἂν μέρος μηδὲν ἀπῇ ὅλον ἂν εἴη; — Πάνυ γε. — Ἀμφοτέρως ἄρα τὸ
ἓν ἐκ μερῶν ἂν εἴη, ὅλον τε ὂν καὶ μέρη ἔχον. — Ἀνάγκη. — Ἀμφοτέρως ἂν ἄρα οὕτως τὸ ἓν πολλὰ εἴη ἀλλ’ οὐχ ἕν.
— Ἀληθῆ. — Δεῖ δέ γε μὴ πολλὰ ἀλλ’ ἓν αὐτὸ εἶναι. — Δεῖ. — Οὔτ’ ἄρα ὅλον ἔσται οὔτε μέρη ἕξει, εἰ ἓν ἔσται τὸ ἕν.
— Οὐ γάρ.
Μάλιστα ο Πρόκλος, σχολιάζοντας το χωρίο αυτό, μας παραπέμπει στο χωρίο 245a1-10 του Σοφιστή, όπου το
ἀληθῶς ἕν ορίζεται ως αμερές, ενώ το “μεμερισμένο” (δηλαδή το όλον) ως ιδιότητα του ενός, το οποίο δεν μπορεί
να είναι το ίδιο το εν: ΞΕ. Ἀλλὰ μὴν τό γε μεμερισμένον πάθος μὲν τοῦ ἑνὸς ἔχειν ἐπὶ τοῖς μέρεσι πᾶσιν οὐδὲν
ἀποκωλύει, καὶ ταύτῃ δὴ πᾶν τε ὂν καὶ ὅλον ἓν εἶναι. ΘΕΑΙ. Τί δ’ οὔ; ΞΕ. Τὸ δὲ πεπονθὸς ταῦτα ἆρ’ οὐκ ἀδύνατον
αὐτό γε τὸ ἓν αὐτὸ εἶναι; ΘΕΑΙ. Πῶς; ΞΕ. Ἀμερὲς δήπου δεῖ παντελῶς τό γε ἀληθῶς ἓν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον
εἰρῆσθαι. ΘΕΑΙ. Δεῖ γὰρ οὖν. Ο Πρόκλος επισημαίνει την διαφορά μεταξύ των δύο συλλογισμών: ο συλλογισμός
του Σοφιστή δείχνει ουσιαστικά ότι αν το ένα είναι όλον, δεν είναι ἀληθῶς ἕν, ενώ αντιθέτως ο συλλογισμός του
Παρμενίδη (137c5-d3) δείχνει ότι αν είναι ἀληθῶς ἕν, δεν είναι όλον [Βλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. V, 1102.32-
1103.10· βλ. επίσης 1104.31-1105.12, όπου ο Πρόκλος τονίζει ότι το εν προκειμένω κατηγόρημα του ενός στην
πρώτη υπόθεση δεν είναι το ἀμερές, αλλά το μέρη μὴ ἔχον, επισημαίνοντας τις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών
κατηγορημάτων (το ἀμερές υποδηλώνει κάποια φύση ή ένα ἑνοειδὲς εἴδος, σε αντίθεση με το μέρη μὴ ἔχον, που
έχει ειδικότερη σημασία, ούτως ώστε να ισχύει ότι αν κάτι είναι μέρη μὴ ἔχον, είναι ἀμερὲς, αλλά να μην ισχύει
και το αντίστροφο, δηλαδή αν κάτι είναι ἀμερές, είναι μέρη μὴ ἔχον)].
379
Pl. B, T αὐτοῦ οὐδαμῇ. Για την παράθεση του Παχυμέρη βλ. επίσης 46.27: ἐπειδὴ μετέχει τοῦ μηδαμῇ.
202
(160a) Ὅμοια μὲν γὰρ 380 ὄντα ἢ ἀνόμοια ἑνὸς ἂν τοῦ ἑτέρου εἴδους
μετέχοι, ἀμφότερα δὲ ὄντα δυοῖν τοῖν ἐναντίοιν· ταῦτα δὲ
ἀδύνατα 381 ἐφάνη. — Ἀληθῆ.

Άρα τα άλλα δεν είναι ούτε πολλά· διότι αν ήταν πολλά, καθένα από αυτά θα ήταν ένα μέρος του όλου· τώρα
όμως ούτε εν ούτε πολλά ούτε όλον ούτε μέρη είναι τα “άλλα από το εν”, επειδή ξανά μετέχουν στο “με
κανέναν τρόπο” [τοῦ μηδαμῇ]. - Σωστά. - Άρα ούτε τα ίδια τα άλλα είναι ούτε δύο ούτε τρία, ούτε [οι αριθμοί]
ενυπάρχουν σε αυτά382, αν βέβαια στερούνται με κάθε τρόπο το εν. - Έτσι. - Άρα ούτε τα ίδια τα άλλα είναι
ούτε όμοια και ανόμοια με το εν, ούτε ενυπάρχουν σε αυτά ομοιότητα και ανομοιότητα· διότι αν αυτά ήταν
όμοια και ανόμοια, ή είχαν μέσα στους εαυτούς τους ομοιότητα και ανομοιότητα, τα “άλλα από το εν”,
πιστεύω, θα είχαν μέσα στους εαυτούς τους δύο ιδέες αντίθετες μεταξύ τους. - Είναι φανερό. - Και θα ήταν
τουλάχιστον αδύνατον να μετέχουν σε δύο πράγματα αυτά που δεν μετέχουν ούτε στο εν. - Αδύνατον. -
Άρα τα άλλα δεν είναι ούτε όμοια ούτε ανόμοια ούτε αμφότερα. Διότι αν ήταν ή όμοια ή ανόμοια, θα
μετείχαν στην μια ιδέα από τις δύο, ενώ αν ήταν αμφότερα, θα μετείχαν και στις δύο αντίθετες ιδέες· αυτά
όμως φάνηκαν αδύνατα. - Αλήθεια.

Ἐπεὶ ἔδειξε μὴ ἓν εἶναι τὰ ἄλλα, λέγει, Οὐδὲ πολλά ἐστιν· εἰ γὰρ 46.25
πολλὰ ἦν, ἕκαστον ἂν μόριον τοῦ ὅλου ἓν ἦν· ὥστε οὔτε ἓν οὔτε πολλὰ
οὔτε ὅλον οὔτε μόριά ἐστι τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός, ἐπειδὴ μετέχει τοῦ μηδαμῇ·
τὸ γὰρ μήτε πολλὰ μήτε ἓν ὂν τοῦ μηδαμοῦ μετέχει, καὶ εἰ τοῦ μηδαμῇ
μετέχει τὰ ἄλλα, οὔτε δύο εἰσὶν οὔτε τρία οὔτε αὐτά ἐστι τὰ ἄλλα, οὔτε
ἐν αὐτοῖς383 ἐστι τὰ ἄλλα, εἴπερ τοῦ ἑνὸς πανταχῇ στέρεται. Ὥστε οὔτε 46.30
ὅμοια οὔτε ἀνόμοια οὔτε αὐτὰ τὰ ἄλλα τῷ ἑνὶ οὔτε ἐν αὐτοῖς τούτοις
ἔστιν ὁμοιότης ἢ ἀνομοιότης. Εἰ γὰρ ὅμοια καὶ ἀνόμοια αὐτὰ εἴη ἢ ἔχοι
ἐν ἑαυτοῖς ὁμοιότητα καὶ ἀνομοιότητα, ὅτε πρὸς ἑαυτὰ καὶ οὐ πρὸς τὸ 47.1

380
Pl. T γὰρ ἂν.
381
Pl. T ἀδύνατον.
382
Με βάση και την εξήγηση παρακάτω (46.29-30), ο Παχυμέρης φαίνεται πως διαβάζει το χωρίο 159d8 ως εξής: τα
άλλα δεν ενυπάρχουν μέσα στα δύο και στα τρία, αν στερούνται το εν (αν λάβουμε υπόψη και την διόρθωση του
“αὑτοῖς” σε “αὐτοῖς” στο 46.30 – βλ. και υποσημ. 383). Ωστόσο, το νόημα του συλλογισμού φαίνεται να είναι το
αντίστροφο: οι αριθμοί δύο και τρία δεν ενυπάρχουν στα άλλα, αν τα άλλα στερούνται το εν· εξάλλου, παρακάτω
λέγεται ότι ούτε η ομοιότητα και η ανομοιότητα ενυπάρχουν στα άλλα (159e3-6). Μάλιστα, παρακάτω (160a7-
b1) θα λεχθεί επίσης ότι τα άλλα δεν μετέχουν στους αριθμούς αυτούς, αν στερούνται το εν (η μετοχή προϋποθέτει
ότι τα μετεχόμενα ενυπάρχουν στα μετέχοντα, και όχι το αντίστροφο).
383
Διορθώνουμε το αὑτοῖς της έκδοσης σε αὐτοῖς, με βάση το αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 244v). Εξάλλου, και η
ίδια η παράθεση του Παχυμέρη (159d8) διατηρεί την οριστική αντωνυμία αντί της αυτοπαθούς.
203
ἒν ἐξετάζονται, ἔχοι ἂν ἐν ἑαυτοῖς {ἔχοι} ἐναντία εἴδη, τήν τε
ὁμοιότητα καὶ τὴν ἀνομοιότητα, τὰ τοῦ ἑνὸς ἄλλα· ἐπεὶ δὲ ἀδύνατον
δυοῖν ἅμα μετέχειν τι, ὃ μηδ’ ἑνὸς ἐκείνων μετέχει (οὕτω γὰρ μεθέξει
ἀμφοῖν, εἰ ἀνὰ μέρος θατέρου μετέχει), τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς οὐχ ὅμοια 47.5
ὄντα οὐδὲ ἀνόμοια οὔτε ὅμοια εἶεν οὔτε ἀνόμοια· ἀλλ’ οὐδὲ ἀμφότερα
ἅμα, ὅμοια καὶ ἀνόμοια· ὅμοια μὲν γὰρ ὄντα μόνως ἢ ἀνόμοια μόνως
ἑνὸς ἂν τοῦ ἑτέρου εἴδους μετέχοι, ἢ τῆς ὁμοιότητος ἢ τῆς
ἀνομοιότητος· ἀμφότερα δὲ ὄντα δυοῖν τοῖν ἐναντίοιν μεθέξει. Τὸ γοῦν
μετέχειν τῶν ἐναντίων ἴσως ἀδύνατον, τὸ δὲ μετέχειν ἑνὸς εἴδους, εἴτε 47.10
ὁμοιότητος εἴτε ἀνομοιότητος, πῶς ἀδύνατον; Ἢ κατὰ τὰς προτέρας
ὑποθέσεις· εἰ γὰρ ὁμοιότητος μεθέξει τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἢ ἀνομοιότητος,
ἔσται ἡ ὁμοιότης ἢ ἡ ἀνομοιότης τι καὶ παρὰ τὸ ἓν καὶ παρὰ τὰ ἄλλα
τοῦ ἑνός, ἧς μεθέξει τὰ ἄλλα τοῦ ἑνός· ὅπερ οὐχ ὑπόκειται· πάντα γὰρ
εἴρηται, φησίν, ὅταν ῥηθῇ τὸ ἓν καὶ τἆλλα, ὡς πρότερον ἔλεγεν. 47.15

Αφού έδειξε ότι τα άλλα δεν είναι εν, λέει Ούτε πολλά είναι, διότι αν ήταν πολλά, καθένα θα ήταν ένα μέρος
του όλου· ώστε ούτε εν ούτε πολλά ούτε όλον ούτε μέρη είναι τα “άλλα από το εν”, επειδή μετέχουν στο “με
κανέναν τρόπο”, διότι αυτό που δεν είναι μήτε πολλά μήτε εν μετέχει στο “πουθενά”, και αν τα άλλα
μετέχουν στο “με κανέναν τρόπο”, ούτε τα ίδια τα άλλα είναι ούτε δύο ούτε τρία, ούτε τα άλλα ενυπάρχουν
σε αυτά384, αν βέβαια στερούνται με κάθε τρόπο το εν. Ώστε ούτε τα ίδια τα άλλα είναι ούτε όμοια ούτε
ανόμοια με το εν, ούτε ενυπάρχουν σε αυτά τα ίδια ομοιότητα ή ανομοιότητα. Διότι αν αυτά ήταν όμοια και
ανόμοια, ή είχαν μέσα στους εαυτούς τους ομοιότητα και ανομοιότητα, όταν εξετάζονται σε σχέση με τους
εαυτούς τους και όχι σε σχέση με το εν, τα “άλλα από το εν” θα είχαν μέσα στους εαυτούς τους αντίθετες
ιδέες, την ομοιότητα και την ανομοιότητα· και επειδή είναι αδύνατον να μετέχει σε δύο ταυτόχρονα κάτι, το
οποίο δεν μετέχει σε κανένα από εκείνα (διότι έτσι θα μετέχει σε αμφότερα, αν μετέχει στο ένα από τα δύο
με την σειρά), τα άλλα από το εν, εφόσον δεν είναι όμοια ούτε ανόμοια, δεν θα είναι ούτε όμοια ούτε ανόμοια,
αλλά ούτε αμφότερα ταυτόχρονα, όμοια και ανόμοια, διότι αν ήταν μόνο όμοια ή μόνο ανόμοια, θα μετείχαν
στην μια ιδέα από τις δύο, ή στην ομοιότητα ή στην ανομοιότητα, ενώ αν είναι αμφότερα, θα μετέχουν και
στις δύο αντίθετες ιδέες. Το να μετέχουν τουλάχιστον στα αντίθετα είναι ίσως αδύνατον, το να μετέχουν
όμως σε μία ιδέα, είτε στην ομοιότητα είτε στην ανομοιότητα, πώς είναι αδύνατον; Είναι έτσι σύμφωνα με
τις προηγούμενες υποθέσεις: διότι αν τα “άλλα από το εν” θα μετέχουν στην ομοιότητα ή στην ανομοιότητα,
η ομοιότητα ή η ανομοιότητα, στην οποία θα μετέχουν τα “άλλα από το εν”, θα είναι κάποιο πράγμα και

384
Βλ. υποσημ. 382.
204
πέρα από το εν και πέρα από τα “άλλα από το εν”, πράγμα που δεν έχει βάση· διότι έχουν ειπωθεί τα πάντα,
λέει, όταν ειπωθούν το εν και τα άλλα, όπως έλεγε προηγουμένως385.

160a4-b4: Οὐδ’ ἄρα τὰ αὐτὰ οὐδέτερα 386, οὐδὲ κινούμενα οὐδὲ ἑστῶτα,
οὐδὲ γιγνόμενα οὐδὲ ἀπολλύμενα, οὐδὲ μείζω οὐδὲ ἐλάττω (5)
οὐδὲ ἴσα· οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν πέπονθε τῶν τοιούτων· εἰ γάρ
τι τοιοῦτον πεπονθέναι ὑπομένει τὰ ἄλλα, καὶ ἑνὸς καὶ δυοῖν
καὶ τριῶν καὶ περιττοῦ καὶ ἀρτίου μεθέξει, ὧν αὐτοῖς ἀδύνατον
(b) ἐφάνη μετέχειν τοῦ ἑνός γε πάντῃ πάντως στερομένοις. —
Ἀληθέστατα. — Οὕτω δὴ ἓν εἰ ἔστιν, πάντα τέ ἐστι τὸ ἓν
καὶ οὐδέν 387 ἐστι καὶ πρὸς ἑαυτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα ὡσαύτως.
— Παντελῶς μὲν οὖν.

Άρα ούτε τα ίδια ούτε έτερα388, ούτε κινούμενα ούτε ακίνητα, ούτε “γινόμενα” ούτε αφανιζόμενα, ούτε
μεγαλύτερα ούτε μικρότερα ούτε ίσα· ούτε υπέστησαν καμιά άλλη από τέτοιες ιδιότητες, διότι αν τα άλλα
δέχονται να υποστούν κάτι τέτοιο, θα μετέχουν και στο εν και στο δύο και στο τρία και σε περιττό και σε
άρτιο αριθμό, στα οποία φάνηκε αδύνατο να μετέχουν αυτά, αφού τουλάχιστον στερούνται σε κάθε
περίπτωση το εν. - Αληθέστατα. - Έτσι βέβαια αν το εν είναι, το εν και είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτα
και σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα άλλα με όμοιο τρόπο. - Παντελώς.

Ἐντεῦθεν δεικνύει οὐδὲ κινούμενα οὐδὲ ἑστῶτα, ἅπερ ἐδείκνυε 47.24


κινούμενα καὶ ἑστῶτα· καὶ οὐδὲ γινόμενα οὐδὲ ἀπολλύμενα, ἅπερ καὶ 47.25
γινόμενα καὶ ἀπολλύμενα ἔλεγεν· οὐδὲ μείζω οὐδ’ ἐλάττω οὐδ’ ἴσα,
ἅπερ καὶ μείζω καὶ ἐλάττω καὶ ἴσα ἐδείκνυ. Εἰ γάρ τι τοιοῦτόν τι, φησί,

385
Ο Παχυμέρης εδώ επιστρατεύει τους συλλογισμούς από τα χωρία 158a3-b7 [το μετέχον είναι κάτι άλλο από το
μετεχόμενο (βλ. και την αντίστοιχη εξήγηση 43.1-3)] και 159b2-c4 (τίποτε άλλο δεν “είναι” πέρα από το εν και
τα άλλα, που είναι χωριστά μεταξύ τους).
386
Στις εκδόσεις των Burnet και Diès αντί του τύπου “οὐδέτερα”, υπάρχει ο τύπος “οὐδ’ ἕτερα”, χωρίς να σημειώνεται
στο κριτικό υπόμνημα εκάστης η προέλευση αμφοτέρων. Κατά πάσα πιθανότητα, ο τύπος αυτός επιλέχθηκε από
τις ίδιες τις πλατωνικές εκδόσεις, χάριν του νοήματος του συλλογισμού (βλ. και υποσημ. 388).
387
Pl. B οὐδέν. Pl. T, Y, W οὐδὲ ἕν.
388
Προτιμάμε τον τύπο οὐδ’ ἕτερα των εκδόσεων Burnet και Diès, καθώς τάσσεται μαζί με το οὐδὲ τὰ αὐτά, και εν
συνόλω δημιουργείται το ζεύγος εναντίων “ίδια – έτερα”. Ο τύπος οὐδέτερα από την παράθεση του Παχυμέρη
δημιουργεί σύγχυση, καθώς η λέξη οὐδέτερος σημαίνει “κανένας από τους δύο”. Όπως και να έχει, ο ίδιος ο
Παχυμέρης παραβλέπει αυτό το ζεύγος εναντίων παρακάτω στην εξήγησή του.
205
πεπονθέναι ὑπομένει τὰ ἄλλα, καὶ ἑνὸς μεθέξει καὶ δυοῖν καὶ τριῶν καὶ
περιττοῦ καὶ ἀρτίου. Εἰ γὰρ μεθέξει τοῦ ἑνός, ἀκολουθήσει ταῦτα
πάντα· εἰ γὰρ μὴ ἕν, πῶς κινηθήσεται, πῶς στήσεται, πῶς γενήσεται, 47.30
πῶς φθαρήσεται, πῶς μεῖζον, πῶς ἔλαττον, πῶς ἴσον; Τοῦ δ’ ἑνὸς
ἀναιρεθέντος κατὰ τὰς ἀνωτέρας ὑποθέσεις, καὶ ταῦτα ἀναιρεθήσεται·
οὕτω εἴπερ ἔστι τὸ ἕν, αἱ ιβʹ ἐπιχειρήσεις πληροῦνται.

Από εδώ δείχνει ότι αυτά ακριβώς που έδειχνε ότι κινούνται και στέκονται ακίνητα, ούτε κινούνται ούτε
στέκονται ακίνητα· και αυτά ακριβώς που έλεγε ότι και “γίνονται” και αφανίζονται, ούτε “γίνονται” ούτε
αφανίζονται· αυτά που έδειχνε ότι είναι και μεγαλύτερα και μικρότερα και ίσα, ούτε μεγαλύτερα ούτε
μικρότερα ούτε ίσα389. Διότι αν τα άλλα δέχονται να υποστούν κάτι τέτοιο, λέει, θα μετέχουν και στο εν και
στο δύο και στο τρία και σε περιττό και σε άρτιο αριθμό. Γιατί αν θα μετέχουν στο εν, θα ακολουθήσουν όλα
αυτά· αν πράγματι το εν δεν είναι, πώς κάτι θα κινηθεί, πώς θα σταθεί ακίνητο, πώς θα “γίνει”, πώς θα
φθαρεί, πώς θα είναι μεγαλύτερο, πώς μικρότερο, πώς ίσο; Αν αναιρεθεί το εν κατά τις παραπάνω υποθέσεις,
και αυτά θα αναιρεθούν· έτσι αν βέβαια το εν είναι, πληρούνται οι δώδεκα συλλογισμοί390.

160b4-d2: Εἶεν· εἰ δὲ δὴ μὴ ἔστι τὸ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν ἆρ’ οὐ (4)


σκεπτέον μετὰ ταῦτα; — Σκεπτέον γάρ. — Τίς οὖν ἂν εἴη αὕτη (5)
ἡ ὑπόθεσις, εἰ ἓν μὴ ἔστιν; Ἆρά τι διαφέρει τῆσδε, εἰ μὴ
ἓν μὴ ἔστιν; — Διαφέρει μέντοι. — Διαφέρει μέντοι 391, ἢ καὶ πᾶν
(c) τοὐναντίον ἔστιν εἰπεῖν εἰ μὴ ἓν μὴ ἔστι τοῦ εἰ ἓν μὴ
ἔστι; — Πᾶν τοὐναντίον. — Τί δ’ εἴ τις λέγοι εἰ μέγεθος
μὴ ἔστιν ἢ σμικρότης μὴ ἔστιν ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων,
ἆρα ἐφ’ ἑκάστου ἂν δηλοῖ ὅτι ἕτερόν τι λέγοι τὸ μὴ ὄν; —
Πάνυ γε. — Οὐκοῦν καὶ νῦν δηλοῖ ὅτι ἕτερόν τι λέγει {τὸ μὴ ὄν}392 τῶν ἄλλων (5)
τὸ μὴ ὄν, ὅταν εἴπῃ ἓν εἰ μὴ ἔστι, καὶ ἴσμεν ὃ λέγει; —

389
Βλ. 159a6-b1 (τέλος τέταρτης υπόθεσης κατά Πρόκλο).
390
Ο Παχυμέρης κάνει λόγο για τους 12 πρώτους από το σύνολο των 24 συλλογισμών όλων των υποθέσεων, οι οποίοι
12 αποτελούν τις υποθέσεις 1-3 (κατά Πρόκλο: υποθέσεις 1-5) επί τη βάσει της μορφής της υπόθεσης ἓν εἰ ἔστιν
(τίνα ἕπεται: τετραχῶς / τίνα οὐχ ἕπεται: τετραχῶς / τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται: τετραχῶς). Ουσιαστικά αποτελούν
τις 2 πρώτες (από τις 4 συνολικά) εξάδες, κατά την διάταξη του Πρόκλου (Βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ.
4 και 5).
391
Pl. B, T μόνον.
392
Παραλείπεται στους Pl. B, T (εδώ οβελίζεται).
206
Ἴσμεν. — Πρῶτον μὲν ἄρα γνωστόν τι λέγει, ἔπειτα ἕτερον
τῶν ἄλλων, ὅταν εἴπῃ ἕν, εἴτε τὸ εἶναι αὐτῷ προσθεὶς εἴτε
(d) τὸ μὴ εἶναι·
καὶ ὅτι διάφορον τῶν ἄλλων 393. Ἢ οὔ; — Ἀνάγκη.

Πολύ καλά. Άραγε δεν πρέπει να εξετάσουμε μετά από αυτά τί πρέπει να συμβαίνει, αν βέβαια το εν δεν
είναι; - Πράγματι, πρέπει να το εξετάσουμε. - Ποια λοιπόν θα είναι αυτή η υπόθεση: “αν το εν δεν είναι”;
Άραγε διαφέρει σε κάτι από αυτή την άλλη: “αν το μη-εν δεν είναι”; - Φυσικά διαφέρει. - Διαφέρει φυσικά,
ή το να λέγαμε “αν το μη-εν δεν είναι” είναι εξολοκλήρου αντίθετο από το να λέγαμε “αν το εν δεν είναι”;
- Εξολοκλήρου αντίθετο. - Και αν κάποιος έλεγε “αν το μέγεθος δεν είναι” ή “η μικρότητα δεν είναι” ή κάτι
άλλο παρόμοιο με αυτά, άραγε θα δήλωνε ότι σε καθεμιά υπόθεση λέει το μη ον ως κάτι έτερο; - Χωρίς
αμφιβολία. - Και τώρα λοιπόν δηλώνει ότι λέει το μη ον ως κάτι έτερο από τα άλλα, όταν πει “αν το εν δεν
είναι”, και ξέρουμε αυτό που λέει; - Το ξέρουμε. - Άρα πρώτα απ’ όλα λέει κάτι γνωστό, έπειτα κάτι έτερο
από τα άλλα, όταν πει “εν”, είτε προσθέσει σε αυτό το “είναι” είτε το “μη είναι”· και ότι αυτό είναι
διαφορετικό από τα άλλα. Ή μήπως όχι; - Κατ’ ανάγκην.

Πεπλήρωκε τὰς προτέρας ιβʹ ὑποθέσεις τοῦ εἰ ἓν ἔστι, τί ἕπεται καὶ 48.12
τί οὐχ ἕπεται, καὶ τίνα ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται· καὶ ταῦτα τετραχῶς,
τίνα ἕπεται πρός τε αὑτὸ καὶ πρὸς τὰ ἄλλα, καὶ τοῖς ἄλλοις πρός τε
ἄλληλα καὶ πρὸς τὸ ἕν· καὶ τίνα οὐχ ἕπεται, ὁμοίως τετραχῶς· καὶ τίνα 48.15
ἕπεταί τε καὶ οὐχ ἕπεται, ὁμοίως τετραχῶς. Λοιπὸν εἰσβάλλει καὶ περὶ
τοῦ εἰ ἓν οὐκ ἔστιν, ἐξ ὧν τὰς ἑτέρας ιβʹ ὑποθέσεις συστήσει· καὶ
πρῶτον προκαθιστᾷ ὅτι ἄλλο ἐστὶ τὸ λέγειν, εἰ μὴ ἓν μὴ ἔστι, καὶ ἄλλο,
εἰ ἓν μὴ ἔστιν. Ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἔμφασιν ἔχει, ἐν τῷ λέγεσθαι εἰ μὴ ἓν μὴ
ἔστι, τὸ μηδαμῇ μηδαμῶς· τὸ δὲ εἰ ἓν μὴ ἔστιν ὑπόστασίν τινα δηλοῖ τοῦ 48.20
ἑνὸς καθ’ οὗ κατηγορεῖται τὸ μὴ εἶναι· τὸ γὰρ ἓν μὴ ὂν ἄλλο τι ἂν εἴη.
Τὸ δὲ μὴ ἓν μὴ ὂν δηλοῖ μὲν καὶ τὸ ἓν εἶναι, ἐκ δύο ἀποφάσεων τὴν
κατάφασιν· δηλοῖ δ’ ὅμως καὶ τὸ μηδαμῇ μηδαμῶς. Τί γάρ; Εἰ λέγοι τις,
εἰ μέγεθος μὴ ἔστιν, ἄλλο μέν ἐστι τὸ μὴ ἔστιν, ἄλλο δὲ τὸ μὴ ὂν μέγεθος,
ἀλλ’ ἄλλο τι· τὸ γὰρ λευκὸν μέγεθος οὐκ ἔστι, ποιότης δ’ ἐστίν· ἕτερον 48.25
γοῦν ἐστιν ἐπὶ τούτοις τὸ μὴ ὂν καὶ ἕτερόν τι τὸ ὑποκείμενον. Ὅταν οὖν

393
Pl. T …τὸ μὴ εἶναι· οὐδὲν ἧττον γιγνώσκεται, τί τὸ λεγόμενον μὴ εἶναι, καὶ ὅτι διάφορον τῶν ἄλλων. (160d1-2,
Burnet)
207
εἴποι, ἓν εἰ μὴ ἔστιν, ἴσμεν ὃ λέγει τὸ μὴ ὂν ἕν, ἴσμεν δὲ αὐτὸ τὸ
λεγόμενον ἓν μὴ εἶναι καὶ ἓν εἶναι, ὅτι ἕτερον τῶν ἄλλων ἐστὶ μετὰ τὴν
κατάστασιν. Τοιγαροῦν ἐπιφέρει·

Έχει ολοκληρώσει τις προηγούμενες δώδεκα υποθέσεις του “αν το εν είναι, τί έπεται, τί δεν έπεται, και τί
έπεται και δεν έπεται μαζί”, και αυτά τετραπλά: τί έπεται για το ένα σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση
με τα άλλα, και για τα άλλα στην μεταξύ τους σχέση και σε σχέση με το εν, και τί δεν έπεται, ομοίως με
τετραπλό τρόπο, και τί έπεται και δεν έπεται μαζί, ομοίως με τετραπλό τρόπο 394. Έτσι λοιπόν, εφορμά και
σε αυτά που σχετίζονται με την υπόθεση “αν το εν δεν είναι”, από τα οποία θα συστήσει τις άλλες δώδεκα
υποθέσεις· και πρώτα απ’ όλα θεμελιώνει από πριν ότι άλλο πράγμα είναι το να λέμε “αν το μη-εν δεν είναι”
και άλλο “αν το εν δεν είναι”. Πράγματι, εκείνο φανερώνει το “πουθενά και με κανέναν τρόπο”, με το να
λέγεται “αν το μη-εν δεν είναι”, ενώ η υπόθεση “αν το εν δεν είναι” δηλώνει κάποια υπόσταση του ενός,
στο οποίο κατηγορείται το “μη είναι”, διότι “το εν που δεν είναι” θα είναι κάτι άλλο395. Αλλά “το μη-εν που
δεν είναι” δηλώνει μεν και ότι το εν είναι, από δύο αρνήσεις την κατάφαση, αλλά δηλώνει όμως και το
“πουθενά και με κανέναν τρόπο”396. Γιατί όχι; Αν πει κανείς “αν το μέγεθος δεν είναι”, άλλο μεν είναι το
“δεν είναι”, άλλο δε το “δεν είναι μέγεθος, αλλά κάτι άλλο”· διότι το λευκό δεν είναι μέγεθος, αλλά είναι

394
Βλ. 36.19-26 (καθώς και αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5).
395
Με άλλα λόγια, το υποκείμενο της υπόθεσης αλλάζει, με αποτέλεσμα το εν, ως υποκείμενο της υπόθεσης “αν το
εν δεν είναι” και ως μη ον, να δηλώνει μία υπόσταση που είναι άλλη και διαφοροποιείται από τα άλλα. Η φράση
του Παχυμέρη “τὸ γὰρ ἓν μὴ ὂν ἄλλο τι ἂν εἴη” δεν πρέπει να παρερμηνεύεται: δεν σημαίνει εδώ “αυτό που δεν
είναι εν θα είναι κάτι άλλο” (πράγματι εύλογη παρατήρηση αλλά μη αρμόζουσα στο σημείο αυτό), καθώς το ἓν
μὴ ὄν αντιπαραβάλλεται με το μὴ ἓν μὴ ὄν, με βάση τις δυο αντίθετες υποθέσεις “αν το εν δεν είναι” και “αν το
μη-εν δεν είναι”.
396
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δυο ερμηνείες που προκρίνει ο Παχυμέρης σχετικά με την υπόθεση “αν το μη-εν
δεν είναι” έχουν ήδη απορριφθεί από τους Νεοπλατωνικούς εξηγητές (σαφώς από τον Δαμάσκιο έμμεσα και από
τον Πρόκλο). Ο Δαμάσκιος αναρωτιέται αν μπορεί το μὴ ἓν μὴ εἶναι να σημαίνει ή το μηδαμῶς ὄν ή την κατάφαση
ἓν εἶναι εκ των εναντίων. Σχετικά με το πρώτο, ο Δαμάσκιος αποδέχεται την θέση του Πρόκλου ότι άλλο είναι το
μὴ ἓν μὴ εἶναι και άλλο το μηδὲ ἓν μὴ εἶναι (δηλαδή το μηδαμῶς ὄν), ενώ η διάκριση του ἑνὸς μὴ ὄντος από το
μηδαμῶς ὄν θα επιχειρηθεί από τον Παρμενίδη σαφέστερα παρακάτω (161e3-162b9)· σχετικά με το δεύτερο, ο
Δαμάσκιος παραθέτει την θέση του Πρόκλου ότι η σημασία του μὴ ἓν μὴ εἶναι ως ἓν εἶναι μπορεί να γίνει δεκτή
μόνο στο βαθμό που απορρίπτεται έτσι το ενδεχόμενο να εννοήσουμε το μὴ ἓν μὴ εἶναι ως πολλὰ μὴ εἶναι (αφού
το μὴ ἕν μας παραπέμπει στα πολλά) [βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 87.1-88.2].
Ο Δαμάσκιος βέβαια προχωρά ένα βήμα παραπάνω από τον Πρόκλο δεχόμενος ότι αφενός με το ἓν μὴ ὄν ο
Παρμενίδης δείχνει την ετερότητα του ἑνὸς μὴ ὄντος (ως φαινόμενον ἓν της έκτης υπόθεσης) από τις ενάδες (ή τα
ἕνα όπως τα ονομάζει) των προηγουμένων υποθέσεων, οι οποίες αποτελούν το κυρίως ἕν, δεχόμενος πάντα το ἓν
μὴ ὄν όχι με την απόλυτη σημασία (μηδαμῶς ὄν) αλλά με την σχετική (πῃ μέν ὂν πῃ δὲ οὐκ ὄν)· αφετέρου με το
μὴ ἓν μὴ εἶναι ο Παρμενίδης δείχνει την ετερότητα των άλλων, ως μὴ ἕν (βλ. 146d1-147b9), από το ἕν, στο βαθμό
που το φαινόμενον ἕν είναι κάποιο ἕν (οἷον ἕν) [βλ. p. 88.16-93.8, 104.8-109.3].
208
ποιότητα· τουλάχιστον τότε, σε αυτές τις περιπτώσεις, άλλο είναι το μη ον και κάτι άλλο το υποκείμενο397.
Όταν λοιπόν πει “αν το εν δεν είναι”, ξέρουμε αυτό που λέει, δηλαδή “το εν που δεν είναι”, ξέρουμε όμως
και για αυτό το εν, που λέγεται ότι δεν είναι, και το εν που είναι, ότι είναι έτερο από τα άλλα, μετά την
καταφατική θεμελίωση398. Γι’ αυτό, λοιπόν, προσθέτει τα εξής:

160d3-e2: Ὧδε ἄρα λεκτέον ἐξ ἀρχῆς, ἓν εἰ μὴ ἔστι, τί χρὴ εἶναι.


Πρῶτον μὲν οὖν αὐτῷ τοῦτο ὑπάρχειν δεῖ, ὡς ἔοικεν, εἶναι
αὐτοῦ ἐπιστήμην, ἓν δὲ 399 ὅτι λέγεται γιγνώσκεσθαι, ὅταν τις (5)
εἴπῃ ἓν εἰ μὴ ἔστιν. — Ἀληθῆ. — Οὐκοῦν καὶ τὰ ἄλλα ἕτερα
αὐτοῦ εἶναι, ἢ μηδὲ ἐκεῖνο ἕτερον τῶν ἄλλων γίγνεσθαι400; —
Πάνυ γε. — Καὶ ἑτεροιότης ἄρα ἐστὶν αὐτῷ πρὸς τῇ ἐπιστήμῃ·

397
Μπορούμε να συνοψίσουμε το νόημα του παραδείγματος ως εξής. Στην υπόθεση εἰ μέγεθος μὴ ἔστιν, εμφανίζονται
δύο ενδεχόμενες αναγνώσεις: i) αν επικεντρωθούμε στο “δεν είναι”, και ερμηνεύσουμε την υπόθεση ως “αν το
μέγεθος δεν είναι”, στην πρόταση αυτή το υποκείμενο είναι το μέγεθος και το μη ον λαμβάνεται απόλυτα, ούτως
ώστε να δείχνεται η ετερότητα “μεγέθους” και “μη μεγέθους”, ii) αν όμως θεωρήσουμε το “μέγεθος” ως
κατηγορούμενο, η υπόθεση διαβάζεται ως “αν δεν είναι μέγεθος” (εἰ μέγεθος μὴ ἔστιν = αν μέγεθος δεν είναι), με
υποκείμενο π.χ. το λευκό και το “μέγεθος” ως κατηγόρημα που αποφάσκεται στο λευκό. Και στις δυο περιπτώσεις,
ο Παχυμέρης ουσιαστικά θέλει να καταστήσει σαφές ότι στην περίπτωση μιας αποφατικής πρότασης,
διαφοροποιείται το υποκείμενο από το αποφασκόμενο κατηγόρημα, π.χ. το “μέγεθος” από το “μη ον” (δηλαδή
από το οὐ μέγεθος) ή το “λευκό” από το “μέγεθος”.
Βεβαίως, ως πιο βάσιμη και πιο αληθοφανής ερμηνεία του εν λόγω συλλογισμού προκρίνεται η πρώτη, στην
οποία τονίζεται η ετερότητα ἑνός και οὐχ ἑνός μέσω της ετερότητας του μη όντος. Συγκεκριμένα, κατά την
ερμηνεία του Δαμάσκιου, το παράδειγμα εἰ μέγεθος μὴ ἔστιν δηλώνει την ετερότητα μεγέθους και μη μεγέθους,
ούτως ώστε η υπόθεση ἕν εἰ μὴ ἔστιν να δηλώνει αντίστοιχα την ετερότητα του ἑνός της έκτης υπόθεσης (ως
φαινόμενον ἕν) από τις ενάδες των προηγούμενων υποθέσεων: Ὡς γὰρ τὸ οὐ μέγεθος ἕτερον δηλοῖ μεγέθους, οὕτω
καὶ τὸ ἓν μὴ εἶναι ὅτι οὐχ ἕν τι τῶν προτέρων ἐκείνων καὶ ἀληθῶς ὑποτεθέντων. Ἀφ’ οὗ γὰρ ἡ ἀπόφασις, πρὸς τοῦτο
ἡ ἑτερότης, ἐπειδὴ τὴν ἑτερότητα δηλοῖ ἡ ἀπόφασις· εἰ ἄρα ἓν μὴ ὄν, ἕτερον ἂν εἴη τοῦ ἑνός. Ὁ δὲ ἕτερον ἔφη τῶν
ἄλλων, ὡς αὐτὰς προτέρας ἑνάδας ἐν πλήθει παραλαβών, καὶ πρὸς ταύτας τὸ ἓν μὴ ὂν συγκρίνας, ὡς ἕτερον τῶν
κυρίως οὐσῶν ἑνάδων, ὅ ἐστιν τῶν ἄλλων ἑνῶν, ὅ ἐστιν οὐ τὸ πρῶτον, οὐ τὸ δεύτερον, οὐ τὸ τρίτον, ὅ ἐστιν οὐδὲν
τῶν δεδειγμένων καὶ ἄλλων παρὰ τὸ προκείμενον. (…) Οὕτως ἄρα ἓν μὴ ὄν, ὡς τὸ τῶν ἄλλων ἕτερον, μὴ ὄν· οὕτως
ἄρα καὶ αἱ πολλαὶ ἑνάδες ἄλλα εἶναι πρὸς τοῦτο δοκοῦσιν. (Εἰς Παρμ. t.IV, p. 90.14-91.8).
398
Έτσι πρέπει να διαβαστεί η φράση του Παχυμέρη “αὐτὸ τὸ λεγόμενον ἓν μὴ εἶναι καὶ ἓν εἶναι” (και όχι ως “το ίδιο
αυτό που λέγεται ότι δεν είναι εν και είναι εν”), για να συμβαδίζει με το νόημα του πλατωνικού χωρίου: ἔπειτα
ἕτερον τῶν ἄλλων, ὅταν εἴπῃ ἕν, εἴτε τὸ εἶναι αὐτῷ προσθεὶς εἴτε τὸ μὴ εἶναι (160c7-d1). Η προσθήκη του “είναι”
και του “μη είναι” στο εν δεν σκοπεύει να δηλώσει τις φράσεις “αν είναι εν” και “αν δεν είναι εν”, αλλά τις εν
λόγω υποθέσεις “αν το εν είναι” και “αν το εν δεν είναι”. Επίσης θα πρέπει να μη λάβουμε υπόψη την διαφορετική
(και εσφαλμένη) εκδοχή της φράσης, που προτείνεται στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836 (f. 245r): αὐτὸ τὸ
λεγόμενον ἓν καὶ ἓν καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι.
399
Pl. B, T ἢ μηδὲ.
400
Pl. B, T λέγεσθαι.
209
(e) οὐ γὰρ τὴν τῶν ἄλλων ἑτεροιότητα λέγει, ὅταν τὸ ἓν ἕτερον
τῶν ἄλλων λέγῃ, ἀλλὰ τὴν ἐκείνου. — Φαίνεται.

Άρα ας λεχθεί εξαρχής με τον εξής τρόπο, αν το εν δεν είναι, τί πρέπει να είναι. Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν,
πρέπει σε αυτό να υπάρχει τούτο, όπως φαίνεται, να υπάρχει δηλαδή γνώση αυτού, και γνωρίζεται το ότι
λέγεται “εν”, όταν κάποιος πει “αν το εν δεν είναι”. - Αλήθεια. - Και ότι τα άλλα λοιπόν είναι έτερα από
αυτό, ή αλλιώς εκείνο δεν γίνεται έτερο από τα άλλα; - Χωρίς αμφιβολία. - Άρα και το ετεροειδές υπάρχει
σε αυτό, εκτός από την γνώση· διότι δεν αναφέρεται στο ετεροειδές των άλλων, όταν λέει ότι το εν είναι
έτερο από τα άλλα, αλλά στο ετεροειδές εκείνου. - Είναι φανερό.

Δείκνυσιν ἐντεῦθεν ὡς τῷ ἑνὶ τούτῳ, ὃ λέγει μὴ εἶναι, ἔστιν 49.6


ἐπιστήμη, καὶ ὅτι λέγεται ἕν, ὅταν τις λέγοι, ἓν εἰ μὴ ἔστι, γινώσκεσθαι
τοῦτο· καὶ τὰ ἄλλα ἕτερα εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰ μὴ τοῦτο, οὐδὲ αὐτὸ ἕτερον
τῶν ἄλλων γίνεσθαι· τὸ γὰρ ἕτερον ἑτέρου ἕτερον, κἀκεῖνο τούτου
ἕτερον. Ὅθεν καὶ ἑτεροιότης πρόσεστι τῷ ἑνὶ τούτῳ οὗ δὴ ἀποφαίνεται 49.10
τὸ ἔστι· πρὸς γοῦν τῇ ἐπιστήμῃ καθ’ ἣν γινώσκεται ὅτι τοῦτο τὸ ἓν οὐκ
ἔστι, πρόσεστι καὶ ἑτεροιότης αὐτῷ· οὐδὲ γὰρ ἄλλου ἑτεροιότητα ἔχει,
ὃ ἐκεῖνο ἔχει πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ αὐτὸ τὴν αὐτοῦ, ὡς ἐκεῖνο αὖθις τὴν τοῦ
ἐκείνου.

Από εδώ δείχνει ότι στο εν αυτό, το οποίο λέει ότι δεν είναι, υπάρχει γνώση, και γνωρίζεται το ότι λέγεται
“εν”, όταν κάποιος λέει “αν το εν δεν είναι”· και ότι τα άλλα είναι έτερα από αυτό, ή αν δεν ισχύει αυτό, ούτε
αυτό γίνεται έτερο από τα άλλα, διότι το έτερο είναι έτερο από το έτερο401, και εκείνο είναι έτερο από αυτό.
Γι’ αυτόν τον λόγο, και το ετεροειδές ανήκει σε αυτό το εν, του οποίου βεβαίως αφανίζεται402 το “είναι”.
Τουλάχιστον τότε, εκτός από την γνώση, κατά την οποία γνωρίζεται ότι τούτο το εν δεν είναι, ανήκει σε
αυτό και το ετεροειδές, διότι δεν έχει το ετεροειδές άλλου, το οποίο εκείνο [το άλλο] έχει σε σχέση με αυτό,
αλλά αυτό έχει το δικό του ετεροειδές, όπως εκείνο ξανά έχει το δικό του ετεροειδές.

401
Βλ. 146d1-2: Εἴ τού τι ἕτερόν ἐστιν, οὐχ ἑτέρου ὄντος ἕτερον ἔσται; — Ἀνάγκη. Επίσης η ίδια θέση ἕτερον ἑτέρου
ἕτερον βεβαιώνεται και στον Σοφιστή (255d6-7): νῦν δὲ ἀτεχνῶς ἡμῖν ὅτιπερ ἂν ἕτερον ᾖ, συμβέβηκεν ἐξ ἀνάγκης
ἑτέρου τοῦτο ὅπερ ἐστὶν εἶναι.
402
To ἀποφαίνεται εδώ πρέπει να εννοηθεί σε παθητική φωνή με την σημασία του “(εξ)αφανίζεται” [disappear, shade
off κατά τους Liddell-Scott-Jones (p.225)].
210
160e2-161a5: Καὶ μὴν
τοῦ γε ἐκείνου καὶ τοῦ τινὸς καὶ τούτου καὶ τούτῳ καὶ τούτων
καὶ πάντων τῶν τοιούτων μετέχει τὸ μὴ ὂν ἕν· οὐ γὰρ ἂν
τὸ ἓν ἐλέγετο οὐδ’ ἂν τοῦ ἑνὸς ἕτερα, οὐδ’ ἐκείνῳ ἄν τι ἦν (5)
οὐδ’ ἐκείνου, οὐδ’ ἄν τι ἐλέγετο, εἰ μήτε τοῦ τινὸς αὐτῷ μετῆν
μήτε τῶν ἄλλων τούτων. — Ὀρθῶς. — Εἶναι μὲν δὴ τῷ ἑνὶ
οὐχ οἷόν τε, εἴπερ μὴ ἔστι, μετέχειν δὲ πολλῶν οὐδὲν
(161a) κωλύει, ἀλλὰ καὶ ἀνάγκη, εἴπερ τό γε ἓν ἐκεῖνο καὶ μὴ ἄλλο
μὴ ἔστιν. Εἰ μέντοι μήτε τὸ ἓν μήτε ἐκεῖνο μὴ ἔσται, ἀλλὰ
περὶ ἄλλου του ὁ λόγος, οὐδὲ φθέγγεσθαι δεῖ οὐδέν· εἰ δὲ τὸ
ἓν ἐκεῖνο καὶ μὴ ἄλλο ὑπόκειται μὴ εἶναι, καὶ τοῦ ἐκείνου
καὶ ἄλλων πολλῶν ἀνάγκη αὐτῷ μετεῖναι. — Καὶ πάνυ γε. (5)

Και πράγματι το εν μη ον [“το εν που δεν είναι”] μετέχει και στο “εκείνο” και στο “κάτι” και σε “αυτό” και
στο “σε αυτό” και σε “αυτά” και σε όλα τα παρόμοια· διότι το εν δεν θα λεγόταν, ούτε θα λέγονταν τα έτερα
από το εν, ούτε θα υπήρχε κάτι σε εκείνο και εκείνου, ούτε κάτι θα λεγόταν, αν το εν δεν είχε μερίδιο μήτε
στο “κάτι” μήτε στα άλλα αυτά. - Σωστά. - Δεν είναι δυνατόν βέβαια το εν να είναι, αν πράγματι δεν είναι,
αλλά τίποτα δεν το εμποδίζει να μετέχει στα πολλά, αλλά είναι και ανάγκη, αν πράγματι το εν “εκείνο”
τουλάχιστον, και όχι άλλο, δεν είναι. Φυσικά αν μήτε το εν μήτε εκείνο δεν είναι, αλλά γινόταν λόγος για
κάποιο άλλο, ούτε καν πρέπει τότε να λέμε τίποτα. Αν όμως το εν “εκείνο”, και όχι άλλο, υποτίθεται ότι δεν
είναι, είναι ανάγκη αυτό να έχει μερίδιο και στο “εκείνο” και σε πολλά άλλα. - Χωρίς αμφιβολία.

Ἐντεῦθεν κατασκευάζει ὅτι τὸ μὴ ὂν ἓν εἶναι μὲν οὐχ οἷόν τε, 49.25


μετέχειν δὲ πολλῶν οὐδὲν κωλύει. Τίνα δέ εἰσι τὰ πολλά; Τὸ ἐκείνου
(λέγεται γὰρ τοῦ ἑνὸς ἕτερα τὰ ἄλλα) καὶ τὸ τινός (τινὸς γὰρ ἕτερα
ταῦτα) καὶ τὸ τούτου (τούτου γὰρ τὰ ἄλλα ἕτερα). Τί δὲ διαφέρει τὸ
ἐκείνου πρὸς τὸ τούτου; Ἢ τὸ μὲν ἐκείνου ἀναφορικόν ἐστι, τὸ δὲ
τούτου δεικτικόν· ὑπάρχουσι δὲ καὶ ἄμφω τῷ ἑνὶ μὴ ὄντι, ὅταν περὶ 49.30
τούτου ἢ περὶ ἐκείνου λέγωμεν ὅτι οὐκ ἔστι. Καὶ τὸ τούτῳ· λέγομεν γάρ, 50.1
ἐκείνῳ πάρεστι τὸ μὴ εἶναι· ταῦτα γὰρ πάντα τῷ ἓν μὴ ὄντι πρόσεστι.
Καὶ ἔτι τὸ τοῦτο· εἰ γὰρ ἐκεῖνο τὸ ἓν οὐκ ἔστι λέγομεν, ἐκεῖνο λέγομεν
καὶ οὐκ ἄλλο, ἐπειδή, εἰ μήτε τὸ ἓν ἐλέγομεν μήτε ἐκεῖνο μὴ εἶναι, ἀλλὰ
περί τινος ἄλλου ὁ λόγος ἦν ὅτε ἐλέγομεν τὸ ἓν μὴ εἶναι, οὐδὲ 50.5

211
φθέγγεσθαι ἔδει. Ἐπεὶ δὲ τὸ ἓν ἐκεῖνο καὶ μὴ ἄλλο ὑπόκειται μὴ εἶναι,
ὅταν περὶ αὐτοῦ λέγωμεν, πάντων ἐκείνων τῶν ἀνωτέρω ῥηθέντων
μεθέξει, καὶ ἑνὸς μὲν τοῦ εἶναι οὐ μεθέξει, πολλῶν δὲ μεθέξει, καὶ τοῦ
τοῦτο, καὶ τοῦ ἐκείνου καὶ τοῦ τούτου καὶ τοῦ τούτῳ καὶ τῶν λοιπῶν.

Από εδώ και στο εξής δομεί τον συλλογισμό ότι το “εν που δεν είναι” δεν είναι δυνατόν να είναι, αλλά τίποτα
δεν το εμποδίζει να μετέχει στα πολλά. Ποια είναι όμως τα πολλά; Το εκείνο (διότι τα άλλα λέγονται ως έτερα
από το εν) και το κάτι (διότι αυτά είναι έτερα από κάτι) και το αυτό (διότι τα άλλα είναι έτερα από αυτό).
Και σε τί διαφέρει το εκείνο σε σχέση με το αυτό; Απαντάμε ότι το μεν εκείνο είναι αναφορικό, το δε αυτό
δεικτικό· υπάρχουν επίσης και αμφότερα στο “εν που δεν είναι”, όταν λέμε για αυτό ή για εκείνο ότι δεν
είναι. Και το “σε αυτό”, γιατί λέμε ότι το “μη είναι” είναι παρόν μέσα σε εκείνο· διότι όλα αυτά ανήκουν
στο “εν που δεν είναι”. Και ακόμα το “αυτό”: γιατί αν λέμε ότι εκείνο το εν δεν είναι, λέμε εκείνο και όχι
άλλο, επειδή, αν λέγαμε ότι μήτε το εν μήτε εκείνο δεν είναι, αλλά ο λόγος ήταν για κάποιο άλλο όταν λέγαμε
ότι το εν δεν είναι, ούτε καν έπρεπε να μιλάμε. Επειδή όμως το εν “εκείνο”, και όχι άλλο, υποτίθεται ότι δεν
είναι, όταν μιλάμε για αυτό, θα μετέχει σε όλα εκείνα τα προαναφερθέντα παραπάνω, και από την μία δεν
θα μετέχει σε ένα [πράγμα], στο να είναι, από την άλλη όμως θα μετέχει σε πολλά, και στο “αυτό” και στο
“εκείνο” και στο “από αυτό” και στο “σε αυτό” και στα υπόλοιπα.403

403
Αξίζει να αναφερθούν εδώ και οι διαφορετικές Νεοπλατωνικές ερμηνείες των προσδιορισμών ἐκεῖνο και τοῦτο που
αποδίδονται στο ἕν της έκτης υπόθεσης. Αρχικά, κατά τον Πρόκλο (όπως μας παραθέτει ο Δαμάσκιος στο
υπόμνημά του) το ἓν ἐκεῖνο δηλώνει το κυρίως ἕν, δηλαδή το ἕν με την πρωταρχική έννοιά του κατά τις
προηγούμενες υποθέσεις, ενώ το ἓν τοῦτο είναι το φαινόμενον ἕν της έκτης υπόθεσης· έτσι ο Πρόκλος διαβάζει
το χωρίο 161a1-3 ως εξής: «Εἴπερ», φησί [ὁ Πρόκλος], «τό γε ἓν ἐκεῖνο», τουτέστι τὸ κυρίως ἕν, λέγομεν μὴ εἶναι,
ἐκεῖνο γὰρ ἀναιροῦντες τίθεμεν τοῦτο. «Εἰ μέντοι μήτε τὸ ἓν μήτε ἐκεῖνο μὴ ἔσται»· εἰ μήτε ἐκεῖνό, φησί [ὁ Πρόκλος],
τὸ κυρίως ἕν μήτε τὸ ἕν ἁπλῶς, οὐδὲν ἂν εἴη. Ωστόσο, ο Δαμάσκιος αντικρούει και διορθώνει την θέση αυτή
δεχόμενος ότι ο προσδιορισμός ἐκεῖνο αποδίδεται στο φαινόμενον ἕν της έκτης υπόθεσης, καθώς έτσι
προσδιορίζεται από οποιοδήποτε άλλο ἕν των προηγούμενων υποθέσεων καθώς και από το μηδαμῶς ἕν (της
έβδομης υπόθεσης)· με τον τρόπο αυτόν, ο Δαμάσκιος διαβάζει το χωρίο ως “αν μήτε το ἕν (το κυρίως) μήτε
έκεῖνο (δηλαδή εκείνο που αντιδιαστέλλεται με το κυρίως ἕν) δεν είναι, τότε τίποτα δεν είναι”: Καίτοι ἄμεινον ἦν,
εἰ μήτε, φάναι, τὸ ἓν τὸ κυρίως (ὡς δηλοῖ καὶ τὸ ἄρθρον) μήτε ἐκεῖνό ἐστιν τὸ πρὸς τὸ κυρίως ἓν ἀντιδιαστελλόμενον,
δεήσει αὐτὸ μηδὲν εἶναι. Εἰ ἄρα καὶ τὸ ἓν ἀναιρεῖ τις κατὰ τὸ σχῆμα τῆς ὑποθέσεως, ἀλλὰ τὸ ἐκεῖνο δώσει, ὅπερ
μιμεῖται τὸ ἕν, ὡς ὁρίζον καὶ ὡς διορίζον πρός τε τὸ κυρίως ἓν καὶ πρὸς τὸ μηδαμῶς ἕν, καὶ ἔτι ἐκ τρίτων, ὡς ἄτομον
καὶ εἰς ἕν οὕτω γε ἀπεστενωμένον (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 109.4-17).
212
161a6-c2: Καὶ ἀνομοιότης ἄρα ἐστὶν αὐτῷ πρὸς τὰ ἄλλα· τὰ γὰρ
ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἕτερα ὄντα ἑτεροῖα καὶ εἴη ἄν. — Ναί. — Τὰ
δ’ ἑτεροῖα οὐκ ἀλλοῖα; — Πῶς δ’ οὔ; — Τὰ δ’ ἀλλοῖα οὐκ
(b) ἀνόμοια; — Ἀνόμοια μὲν οὖν. — Οὐκοῦν εἴπερ τῷ ἑνὶ ἀνόμοιά
ἐστι, δῆλον ὅτι ἀνομοίῳ τά γε ἀνόμοια ἀνόμοια ἂν εἴη. —
Δῆλον. — Εἴη δ’ ἂν 404 καὶ τῷ ἑνὶ ἀνομοιότης, πρὸς ἣν τὰ
ἄλλα ἀνόμοια αὐτῷ ἐστιν. — Ἔοικεν. — Εἰ δὲ δὴ τῶν ἄλλων
ἀνομοιότης ἔστιν αὐτῷ, ἆρα οὐκ ἀνάγκη ἑαυτοῦ ὁμοιότητα (5)
αὐτῷ εἶναι; — Πῶς; — Εἰ ἑνὸς ἀνομοιότης ἔστι τῷ ἑνί, οὐκ
ἄν που περὶ τοῦ τοιούτου ὁ λόγος εἴη οἵου τοῦ ἑνός, οὐδ’ ἂν
ἡ ὑπόθεσις εἴη περὶ ἑνός, ἀλλὰ περὶ ἄλλου ἢ ἑνός. — Πάνυ
(c) γε. — Οὐ δεῖ δέ γε. — Οὐ δῆτα. — Δεῖ ἄρα ὁμοιότητα τῷ ἑνὶ
αὐτοῦ ἑαυτῷ405. — Δεῖ.

Άρα και ανομοιότητα υπάρχει σε αυτό σε σχέση με τα άλλα· διότι τα άλλα, όντας έτερα από το εν, θα είναι
και ετεροειδή. - Ναι. - Και τα ετεροειδή δεν είναι άλλου είδους; - Και πώς όχι; - Και τα άλλου είδους δεν
είναι ανόμοια; - Ανόμοια λοιπόν. - Αν πράγματι λοιπόν είναι ανόμοια με το εν, είναι φανερό ότι τα ανόμοια
τουλάχιστον θα είναι ανόμοια με το ανόμοιο. - Είναι φανερό. - Και ανομοιότητα θα υπάρχει στο εν, σε
σχέση με την οποία τα άλλα είναι ανόμοια με αυτό. - Έτσι φαίνεται. - Και αν βέβαια υπάρχει σε αυτό η
ανομοιότητα των άλλων, άραγε δεν είναι ανάγκη να υπάρχει σε αυτό ομοιότητα του εαυτού του; - Πώς; -
Αν η ανομοιότητα του ενός είναι στο εν, δεν θα γίνεται λόγος, πιστεύω, για τέτοιο πράγμα όπως το εν, ούτε
η υπόθεση θα αφορούσε το εν, αλλά κάτι άλλο από το εν. - Χωρίς αμφιβολία. - Δεν πρέπει όμως να ισχύει
τουλάχιστον αυτό. - Όχι βέβαια. - Άρα πρέπει να υπάρχει στο εν ομοιότητα με τον εαυτό του. - Πρέπει.

Καὶ ἀνομοιότης, φησίν, ἔστι τῷ ἑνὶ μὴ ὄντι πρὸς τὰ ἄλλα αὐτοῦ· τὰ 50.21
γὰρ ἄλλα αὐτοῦ ἕτερα, τὰ δὲ ἕτερα ἑτεροῖα, τὰ δὲ ἑτεροῖα ἀλλοῖα, τὰ δὲ
ἀλλοῖα ἀνόμοια. Ἔστιν οὖν ἀνομοιότης αὐτῷ, ὅμως δὲ καὶ ὁμοιότης
ἑαυτῷ· ἡ γὰρ ἀνομοιότης πρὸς τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς ἔστιν αὐτῷ. Τῷ γὰρ ἑνὶ
ἔστιν ἀνομοιότης τοῦ ἑνός, ὁμοίως περί τε ἐκείνου καὶ τούτου, ὥσπερ εἰ 50.25
δύο ἦσαν τὸ ἕν. Ἡ γὰρ ἀνομοιότης τοῦ ἑνὸς τῷ ἑνὶ ὑπάρχει ὁμοίως·
οὐδὲ γὰρ ἡ ἀνομοιότης τῶν ἄλλων ἣν ἔχουσι πρὸς αὐτὸ τὸ ἓν αὐτῷ

404
Pl. Y, W δ’ ἂν. Pl. B, T δὴ ἂν.
405
Pl. T ἑαυτῷ εἶναι.
213
ὑπάρχει, ἀλλ’ ἡ ἀνομοιότης τοῦ ἑνὸς τῷ ἑνὶ ὁμοίως ὑπάρχει.

Και ανομοιότητα, λέει, υπάρχει στο “εν που δεν είναι” σε σχέση με τα άλλα από αυτό, διότι τα άλλα είναι
έτερα από αυτό, τα δε έτερα είναι ετεροειδή, τα δε ετεροειδή άλλου είδους, τα δε άλλου είδους ανόμοια.
Υπάρχει λοιπόν ανομοιότητα σε αυτό, όμως επίσης και ομοιότητα με τον εαυτό του, γιατί η ανομοιότητα
υπάρχει σε αυτό σε σχέση με τα “άλλα από το εν”. Πράγματι στο εν υπάρχει ανομοιότητα του ενός, με
όμοιο τρόπο και στις περιπτώσεις του “εκείνου” και του “αυτού”, σαν να ήταν δύο το εν. Διότι η
ανομοιότητα του ενός υπάρχει στο εν με όμοιο τρόπο, γιατί η ανομοιότητα των άλλων, την οποία έχουν σε
σχέση με το ίδιο το εν, δεν υπάρχει σε αυτό, αλλά η ανομοιότητα του ενός υπάρχει με όμοιο τρόπο στο
εν406.

406
Με βάση τον συλλογισμό του Παρμενίδη, το εν έχει:
- ανομοιότητα σε σχέση με τα άλλα [όπως και τα άλλα είναι ανόμοια σε σχέση με το εν (άλλα → ἕτερα → ἑτεροῖα
→ ἀλλοῖα → ανόμοια με το εν)]
- ομοιότητα με τον εαυτό του:
- Αν η ανομοιότητα του ενός είναι στο εν, δεν θα γίνεται λόγος για τέτοιο πράγμα
όπως το εν, ούτε η υπόθεση θα αφορούσε το εν αλλά κάτι άλλο από το εν.
- Η υπόθεση όμως αφορά το εν.
- Άρα δεν υπάρχει ανομοιότητα του ενός στο εν.
- Άρα πρέπει να υπάρχει στο εν ομοιότητα με τον εαυτό του.
Ο Παχυμέρης φαίνεται να δέχεται τον συλλογισμό υπό μία ιδιότροπη ερμηνευτική σκοπιά. Αν και δέχεται και
την ανομοιότητα με τα άλλα και την ομοιότητα με τον εαυτό του, στην συνέχεια επιχειρεί να συνδυάσει μεταξύ
τους αυτές τις δυο ιδιότητες, ανομοιότητα και ομοιότητα. Καταφάσκει μεν την ανομοιότητα του ενός στο εν (αν
και στον συλλογισμό αναιρείται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού λέγεται ότι υπάρχει στο εν ἀνομοιότης τῶν ἄλλων,
όχι τοῦ ἑνὸς), αλλά επισημαίνει ότι αυτή ὑπάρχει ὁμοίως στο εν, υπό δύο πρίσματα: i) όπως και στις περιπτώσεις
που αναφερόμασταν στο εν ως “εκείνο” και “αυτό”, σαν να ήταν δύο πράγματα το εν, μολονότι είναι εν, ii) το εν
δεν έχει την ανομοιότητα των άλλων, αλλά την δική του ὁμοίως· αν και η απόρριψη της ανομοιότητας των άλλων
στο εν θα μπορούσε να εκληφθεί ότι, ως ανομοιότητα των άλλων σε σχέση με το εν, αντιπαρατίθεται με την
ανομοιότητα του ενός σε σχέση με τα άλλα, η ερμηνεία αυτή του Παχυμέρη είναι εσφαλμένη, με βάση το ίδιο το
χωρίο 161b4-5. Με άλλα λόγια, το εν, όταν λέγεται “εκείνο” και “αυτό”, είναι δύο παρά εν (ως μετέχον στα
πολλά), ούτως ώστε να είναι ἕτερον τοῦ ἑνός, και κατ’ επέκταση ανόμοιο. Ωστόσο, η ανομοιότητα αυτή του ενός
βρίσκεται μέσα στην ίδια την ομοιότητά του με τον εαυτό του, καθώς οι παραπάνω προσδιορισμοί αναφέρονται
ομοίως στο εν· επίσης, εφόσον το εν δεν έχει την ανομοιότητα των άλλων με το εν, η ανομοιότητα του ενός (με
τα άλλα) υπάρχει ομοίως στο εν [δηλαδή ως ιδιότητα που ανήκει στο εν (τοῦ ἑνὸς) και ενυπάρχει στο εν (τῷ ἑνί )].
Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε περίπτωση παρατηρούμε ότι η εξήγηση αυτή του Παχυμέρη περισσότερο δημιουργεί
σύγχυση παρά σαφήνεια, αν αντιπαραβληθεί με τον συλλογισμό του Παρμενίδη.
Να σημειωθεί επίσης ότι οι ιδιότητες ἀνόμοιον ἑαυτῷ και ὅμοιον τοῖς ἄλλοις απορρίπτονται από τον Δαμάσκιο,
βέβαια στα πλαίσια της δικής του πραγματολογικής ερμηνείας (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 109.18-110.2).
214
161c3-d2: Καὶ μὴν οὐδ’ αὖ ἴσον ἐστὶ τοῖς ἄλλοις· εἰ γὰρ εἴη
ἴσον, εἴη τε ἂν ἤδη καὶ ὅμοιον 407 αὐτοῖς κατὰ τὴν
ἰσότητα. Ταῦτα δ’ ἀμφότερα ἀδύνατα, εἴπερ μὴ ἔστιν ἕν. — (5)
Ἀδύνατα. — Ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἔστι τοῖς ἄλλοις ἴσον, ἆρα οὐκ
ἀνάγκη καὶ τἆλλα ἐκείνῳ μὴ ἴσα εἶναι; — Ἀνάγκη. — Τὰ δὲ
μὴ ἴσα οὐκ ἄνισα; — Ναί. — Τὰ δὲ ἄνισα οὐ τῷ ἀνίσῳ
ἄνισα; — Πῶς δ’ οὔ; — Καὶ ἀνισότητος δὴ μετέχει τὸ ἕν,
(d) πρὸς ἣν τἆλλα αὐτῷ ἐστιν ἄνισα; — Μετέχει. — Ἀλλὰ μέντοι
ἀνισότητός γ’ ἐστὶ μέγεθός τε καὶ σμικρότης. — Ἔστι γάρ.

Και πράγματι ούτε πάλι είναι ίσο με τα άλλα· διότι αν ήταν ίσο, θα ήταν ήδη και όμοιο με αυτά κατά την
ισότητα. Αλλά αυτά αμφότερα είναι αδύνατα, αν βέβαια το εν δεν είναι. - Αδύνατα. - Επειδή όμως δεν είναι
ίσο με τα άλλα, άραγε δεν είναι ανάγκη και τα άλλα να μην είναι ίσα με εκείνο; - Είναι ανάγκη. - Και τα μη
ίσα δεν είναι άνισα; - Ναι. - Και τα άνισα δεν είναι άνισα με το άνισο; - Και πώς όχι; - Και στην ανισότητα
βέβαια μετέχει το εν, σε σχέση με την οποία τα άλλα είναι άνισα με αυτό; - Μετέχει. - Αλλά φυσικά και το
μέγεθος και η μικρότητα ανήκουν τουλάχιστον στην ανισότητα. - Πράγματι, ανήκουν.

Οὐ μὴν οὐδ’ ἴσον τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν· ἦν γὰρ ἂν καὶ ὅμοιον, ἄμφω δὲ 51.5
ἀδύνατα· εἰ δὲ ἐκεῖνο οὐκ ἔστιν ἴσον τοῖς ἄλλοις, οὐδὲ τὰ ἄλλα τῷ ἑνὶ
ἴσα· τὰ δὲ μὴ ἴσα ἄνισα, τὰ δ’ ἄνισα τῷ ἀνίσῳ καὶ οὐ τῷ ἴσῳ ἄνισα,
ὥστε καὶ ἀνισότητος μετέχει τὸ ἓν καὶ μεγέθους τε διὰ ταῦτα καὶ
σμικρότητος.

Πράγματι ούτε ίσο είναι το εν με τα άλλα· γιατί θα ήταν και όμοιο, αλλά αμφότερα είναι αδύνατα408. Αν όμως
εκείνο δεν είναι ίσο με τα άλλα, ούτε τα άλλα είναι ίσα με το εν. Και τα μη ίσα είναι άνισα, και τα άνισα είναι
άνισα με το άνισο και όχι με το ίσο, ώστε και στην ανισότητα να μετέχει το εν, και γι’ αυτό και στο μέγεθος
και στην μικρότητα.

407
Pl. B, T ὅμοιον ἂν εἴη [ως προσθήκη]. Με την προσθήκη αυτή αλλάζει το νόημα της φράσης· βλ. την μετάφραση
του Diès (1950, σ. 107): «dès l’instant, en effet, où il serait égal, par là même il serait, et, de plus, leur serait
semblable en vertu de cette égalité» (δηλαδή το “ εἴη τε ἂν ἤδη” γίνεται υπαρκτικό ρήμα, ενώ το δεύτερο “ἂν εἴη”
προστίθεται ως συνδετικό στο “ὅμοιον”).
408
Εφόσον δηλαδή αποδείχθηκε προηγουμένως ότι το εν είναι ανόμοιο με τα άλλα (161a6-c2), δεν μπορεί να είναι
όμοιο με αυτά, και κατ’ επέκταση ούτε ίσο με αυτά.
215
161d3-e2: Ἔστιν ἄρα καὶ μέγεθός τε καὶ σμικρότης τῷ τοιούτῳ
ἑνί; — Κινδυνεύει. — Μέγεθος μὴν καὶ σμικρότης αἰεὶ ἀφέ-
στατον ἀλλήλοιν. — Πάνυ γε. — Μεταξὺ ἄρα τι αὐτοῖν αἰεί (5)
ἐστιν. — Ἔστιν. — Ἔχεις οὖν τι ἄλλο εἰπεῖν μεταξὺ αὐτοῖν
ἢ ἰσότητα; — Οὔκ, ἀλλὰ τοῦτο. — Ὅτῳ ἄρα ἐστὶ μέγεθος καὶ
σμικρότης, ἔστι καὶ ἰσότης αὐτῷ μεταξὺ τούτοιν οὖσα. —
(e) Φαίνεται. — Τῷ δὲ ἑνὶ μὴ ὄντι, ὡς ἔοικε, καὶ ἰσότητος ἂν
μετείη καὶ μεγέθους καὶ σμικρότητος. — Ἔοικε.

Άρα υπάρχει και μέγεθος και μικρότητα σε ένα τέτοιο εν; - Πιθανόν. - Το μέγεθος όμως και η μικρότητα
πάντοτε χωρίζονται το ένα από το άλλο. - Χωρίς αμφιβολία. - Άρα πάντοτε υπάρχει κάτι μεταξύ αυτών των
δύο. - Υπάρχει. - Μπορείς λοιπόν να πεις ότι κάτι άλλο βρίσκεται μεταξύ αυτών των δύο πέρα από την
ισότητα; - Όχι, αλλά αυτό. - Άρα σε οτιδήποτε υπάρχει μέγεθος και μικρότητα, υπάρχει και ισότητα σε αυτό,
η οποία είναι μεταξύ αυτών των δύο. - Είναι φανερό. - Και το “εν που δεν είναι”, όπως φαίνεται, μπορεί να
έχει μερίδιο και στην ισότητα και στο μέγεθος και στην μικρότητα. - Έτσι φαίνεται.

Συνελάσας τὸν λόγον εἰς τὸ ἔχειν τὸ ἓν καὶ μέγεθος καὶ σμικρότητα, 51.17
ἐντεῦθεν ὡς ἐναντία ταῦτα ἀλλήλοις μὴ ἀκραιφνῶς συνυπάρχειν ἐν τῷ
ἑνὶ διατείνεται, εἰ μή γε κατὰ τὸ μεταξὺ τούτων, τὸ δὲ μεταξὺ τούτων
ἰσότης· ὥστε ἐν τῷ μὲν ἀνισότητος μετέχειν μέγεθος ἔχει καὶ σμικρότη- 51.20
τα, ἐν δὲ τῷ μεγέθους καὶ σμικρότητος μετέχειν ἰσότητα ἔχει.

Αφού οδήγησε τον συλλογισμό στο συμπέρασμα ότι το εν έχει και μέγεθος και μικρότητα, εδώ διατείνεται
ότι αυτά, ως αντίθετα μεταξύ τους, δεν συνυπάρχουν αμιγώς μέσα στο εν, παρά τουλάχιστον κατά το μεταξύ
αυτών, ενώ το μεταξύ αυτών είναι ισότητα· ώστε με το να μετέχει στην ανισότητα έχει μέγεθος και
μικρότητα, αλλά με το να μετέχει στο μέγεθος και στην μικρότητα έχει ισότητα.409

161e3-162b8: Καὶ μὴν καὶ οὐσίας γε δεῖ αὐτὸ μετέχειν πῃ. — Πῶς
δή; — Ἔχειν αὐτὸ δεῖ οὕτως ὡς λέγομεν· εἰ γὰρ μὴ οὕτως ἔχει,

409
Βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.IV, p. 112.10-15: Εἶτα δαιμονίως ὅτι καὶ ἐν τῷ οὐκ ἴσῳ ᾗ ἕν ἐστιν τὸ ἴσον
ἀποδείκνυσιν· ὡς γὰρ ἀδύνατον εἶναι κίνησιν ἄνευ στάσεως, οὕτω καὶ ἄνευ ἰσότητος οὐκ ἂν εἴη ἀνισότης. Δεῖ γὰρ
εἶναί τι τὸ μέσον τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ἢ οὐκ ἂν εἴη τὸ ἐλλεῖπον καὶ ὑπερβάλλον, πρὸς γὰρ τὸ μέσον
ἑκάτερον.
216
οὐκ ἂν ἀληθῆ λέγοιμεν ἡμεῖς λέγοντες τὸ ἓν μὴ εἶναι· εἰ (5)
δὲ ἀληθῆ, δηλονότι ὄντα αὐτὰ λέγομεν. Ἢ οὐχ οὕτω; —
Οὕτω μὲν οὖν. — Ἐπειδὴ δέ φαμεν ἀληθῆ λέγειν, ἀνάγκη
(162a) ἡμῖν φάναι καὶ ὄντα λέγειν. — Ἀνάγκη. — Ἔστιν ἄρα, ὡς
ἔοικε, τὸ ἓν οὐκ ὄν· εἰ γὰρ μὴ ἔσται μὴ ὄν, ἀλλά τοῦ πῃ410
εἶναι ἀνήσει πρὸς τὸ μὴ εἶναι, εὐθὺς ἔσται ὄν. — Παντάπασι
μὲν οὖν. — Δεῖ ἄρα αὐτὸ δεσμὸν ἔχειν τοῦ μὴ εἶναι τὸ εἶναι
μὴ ὄν, εἰ μέλλει μὴ εἶναι, ὁμοίως ὥσπερ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν (5)
ἔχειν μὴ εἶναι, ἵνα τελέως αὖ ᾖ εἶναι411· οὕτω γὰρ ἂν τό τε
ὂν μάλιστ’ ἂν εἴη καὶ τὸ μὴ ὂν οὐκ ἂν εἴη, μετέχοντα τὸ
μὲν ὂν οὐσίας τοῦ εἶναι ὄν, μὴ οὐσίας δὲ τοῦ εἶναι 412 μὴ
(b) ὄν, εἰ μέλλει τελέως εἶναι, τὸ δὲ μὴ ὂν μὴ οὐσίας μὲν τοῦ μὴ
εἶναι μὴ ὄν 413, οὐσίας δὲ τοῦ εἶναι μὴ ὄν, εἰ καὶ τὸ μὴ ὂν αὖ
τελέως μὴ ἔσται. — Ἀληθέστατα. — Οὐκοῦν ἐπείπερ τῷ τε
ὄντι τοῦ μὴ εἶναι καὶ τῷ μὴ ὄντι τοῦ εἶναι μέτεστι, καὶ τῷ
ἑνί, ἐπειδὴ οὐκ ἔστι, τοῦ εἶναι ἀνάγκη μετεῖναι εἰς τὸ μὴ (5)
εἶναι. — Ἀνάγκη. — Καὶ οὐσία δὴ φαίνεται τῷ ἑνί, εἰ μὴ
ἔστι. — Φαίνεται. — Καὶ μὴ οὐσία ἄρα, εἴπερ μὴ ἔστι. —
Πῶς δ’ οὔ;

Και πράγματι, τουλάχιστον πρέπει αυτό να μετέχει με κάποιον τρόπο και στην ουσία. - Πώς βέβαια; - Πρέπει
αυτό να είναι έτσι, όπως λέμε, διότι αν δεν είναι έτσι, εμείς δεν μπορούμε να λέμε αληθή πράγματα, όταν
λέμε ότι το εν δεν είναι· αν όμως λέμε αληθή πράγματα, είναι φανερό ότι λέμε αυτά που “είναι”. Ή δεν
είναι έτσι; - Έτσι είναι. - Και επειδή ισχυριζόμαστε ότι λέμε αληθή πράγματα, είναι ανάγκη εμείς να
ισχυριστούμε ότι λέμε και πράγματα που “είναι”. - Είναι ανάγκη. - Άρα το εν είναι, όπως φαίνεται, μη

410
Burnet πῃ τοῦ. Pl. B τῆς τοῦ. Pl. T τι τοῦ.
411
Pl. B, T εἶναι ᾖ. Επίσης, ο Burnet οβελίζει το “εἶναι” (στο κριτικό του υπόμνημα προτείνει επίσης την υπόθεση
του Shorey κατά την οποία θα γραφόταν το “ὄν” αντί του “εἶναι”).
412
Burnet τοῦ <μὴ> εἶναι (προτεινόμενη συμπλήρωση κατά την γραφή του Shorey). Αντιθέτως, ο Παχυμέρης γράφει
“τοῦ εἶναι μὴ ὄν” αντί “τοῦ μὴ εἶναι μὴ ὄν”, καθώς στο υπόμνημά του το “μετέχειν μὴ οὐσίας τοῦ μὴ εἶναι μὴ ὂν”
ανήκει στο μη ον, και όχι στο ον, όπως παρατίθεται αμέσως παρακάτω στον συλλογισμό (162b2).
413
Ο Burnet οβελίζει το “μή” πριν το “ὄν” (ακολουθώντας την γραφή του Shorey) επειδή δέχεται την αντίστροφή
γραφή από αυτήν του Παχυμέρη: το “μετέχειν μὴ οὐσίας τοῦ μὴ εἶναι μὴ ὂν” ανήκει στο ον, και όχι στο μη ον (βλ.
υποσημ. 412).
217
ον· διότι αν δεν είναι μη ον, αλλά αφήσει το “είναι κατά κάποιον τρόπο” 414 προς το “δεν είναι”, ευθύς θα
είναι ον. - Βεβαιότατα. - Άρα πρέπει αυτό να έχει το “είναι μη ον” ως δεσμό με το “δεν είναι”, αν πρόκειται
να μην είναι, ομοίως όπως ακριβώς το ον πρέπει να έχει το “δεν είναι μη ον”, για να είναι ξανά εντελώς ον
[εἶναι]· διότι έτσι και το ον στον μέγιστο βαθμό θα είναι και το μη ον δεν θα είναι, με το να μετέχουν το
μεν ον στην ουσία του “είναι ον” και στην μη-ουσία του “είναι μη ον”, αν πρόκειται εντελώς να είναι, το
δε μη ον στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον” και στην ουσία του “είναι μη ον”, αν και το μη ον, ξανά, δεν
θα είναι εντελώς. - Αληθέστατα. - Επειδή ακριβώς, λοιπόν, το ον έχει μερίδιο στο “δεν είναι” και το μη ον
στο “είναι”, και το εν, επειδή δεν είναι, είναι ανάγκη να έχει μερίδιο στο “είναι”, με σκοπό να μην είναι. -
Είναι ανάγκη. - Και η ουσία βεβαίως εμφανίζεται στο εν, αν δεν είναι. - Εμφανίζεται. - Άρα και η μη-ουσία,
αν πράγματι δεν είναι. - Και πώς όχι;

Ἐντεῦθεν καὶ οὐσίας μετέχον δείκνυσι τὸ ἓν οὐκ ὄν, καὶ κατα- 52.9
σκευάζει τοῦτο ἐκ τοῦ ἀληθινῶς περὶ αὐτοῦ λέγειν ὅσα εἶπε, τὰ δὲ 52.10
ἀληθινὰ ὄντα, τὰ δὲ ὄντα ἐξ οὐσίας παρωνόμασται, ὥσπερ αὖθις τὰ
ψευδῆ μὴ ὄντα λέγομεν. Ἔστιν ἄρα, ὡς ἔοικε, τὸ ἓν οὐκ ὄν, κατ’ αὐτὸ
δὴ τοῦτο τὸ ἀληθῆ λέγειν ἡμᾶς περὶ αὐτοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν· ὃ γὰρ μὴ ἔστιν
ἔστιν οὐκ ὄν. Εἰ γὰρ μὴ οὕτως, ἀλλ’ ἡ ἀντίφασις τεθῇ, ὅπερ ἐστίν, οὐκ
ἔστι μὴ ὄν, καὶ οὕτω τοῦ πῇ εἶναι ἀνήσει πρὸς τὸ μὴ εἶναι, μᾶλλον εὐθὺς 52.15
ἔσται ὄν· ὡς ἂν εἰ ἔλεγεν ὅτι ὅταν λέγωμεν τὸ ἓν οὐκ ὄν, λέγομεν, τὸ ἓν
οὐκ ὄν ἐστι, καὶ ἐκ τούτου τὸ πῇ εἶναι τούτῳ παρέχομεν· εἰ γὰρ μὴ
τοῦτο, ἀλλ’ ἡ ἀπόφασις τεθείη, τὸ οὐκ ἔστι μὴ ὄν, καὶ ἀπολύει τοῦτο τὸ
πῇ εἶναι πρὸς τὸ μὴ εἶναι, εἰς δήλωσιν τοῦ μὴ εἶναι, μᾶλλον εὐθὺς ἔσται
ὄν. Ὅταν γάρ τις λέγῃ, τὸ ἓν οὐκ ἔστι μὴ ὄν, ἀποφαίνεται τὸ μὴ ὂν 52.20
ἐκείνου, καὶ γίνεται, ἔστιν ὄν. Διὰ τοῦτο ἄρα δεῖ ἔχειν δεσμὸν τοῦ μὴ
εἶναι τὸ εἶναι μὴ ὄν, εἰ μέλλει μὴ εἶναι, ὁμοίως καὶ τὸ ὂν ἔχειν τὸ μὴ ὂν
μὴ εἶναι, ἵνα τελέως ἔχει τὸ εἶναι· οὕτω γὰρ ἂν τὸ ὄν τε μάλιστ’ ἂν εἴη
τῷ ἔχειν δεσμὸν τὸ μὴ ὂν μὴ εἶναι, ἀλλ’ οὐσίας μετέχειν τοῦ εἶναι ὄν,
καὶ {τὸ} μὴ ὂν οὐκ ἂν εἴη415 τῷ μετέχειν μὴ οὐσίας τοῦ εἶναι μὴ ὄν, εἰ μέλλοι 52.25

414
Έτσι πρέπει να διαβαστεί η φράση, σύμφωνα και με την παρακάτω εξήγηση του Παχυμέρη (52.18-19: “τὸ πῇ
εἶναι”). Κατά τον Παχυμέρη, το επίρρημα πῇ αναφέρεται στο εἶναι, και όχι στο ἀνήσει [όπως αντίθετα παρατίθεται
στην έκδοση του Burnet (βλ. και τις αντίστοιχες μεταφράσεις του Allen, 1983, σ. 51 και του Diès, 1950, σ. 108)].
415
Κατά την κρίση μας, η φράση αυτή δεν πρέπει να γραφεί με πλάγια γράμματα (όπως επίσης πρέπει να οβελιστεί
το άρθρο τὸ), καθώς δεν αναφέρεται στην φράση του χωρίου 162a7, αλλά αποτελεί αυτούσια φράση του
Παχυμέρη. Για την εξήγηση, βλ. υποσημ.417.
218
καὶ τελέως εἶναι τὸ {μὴ} ὂν κατὰ τὸ εἶναι, τὸ δὲ μὴ ὂν μὴ οὐσίας μὲν τοῦ
μὴ εἶναι μὴ ὄν, οὐσίας δὲ τοῦ εἶναι μὴ ὄν· τὸ γὰρ εἶναι οὐσιοῖ τοῦτο τὸ
λεγόμενον μὴ ὄν, εἰ καὶ τὸ μὴ ὂν ἔμφασιν ἔχει τοῦ μὴ εἶναι. Τέσσαρα
γάρ τινα λαμβάνει, ὧν πλέον οὐχ εὕρηται, ὂν ἔστιν, ὂν οὐκ ἔστι, καὶ
πάλιν, μὴ ὂν ἔστι, μὴ ὂν οὐκ ἔστι· περὶ ὧν ταῦτα ἀποφαίνεται, περὶ μὲν 52.30
τοῦ ὄν ἐστι τὸ οὐσίας μετέχειν τοῦ εἶναι ὄν, περὶ δὲ τοῦ ὂν οὐκ ἔστι τὸ μὴ
οὐσίας μετέχειν τοῦ εἶναι μὴ ὄν, καὶ αὖθις περὶ μὲν τοῦ μὴ ὂν οὐκ ἔστι
τὸ μὴ οὐσίας μὴ μετέχειν τοῦ μὴ εἶναι μὴ ὄν, περὶ δὲ τοῦ μὴ ὄν ἐστι τὸ
οὐσίας μετέχειν τοῦ εἶναι μὴ ὄν, εἰ καὶ τὸ μὴ ὂν αὐτὸ καθ’ αὑτὸ τελέως
οὐκ ἔσται· ἀλλ’ ὅμως τὸ εἶναι οὐσίαν παριστᾷ. Ὥστε ἐπί τε τοῦ ὂν εἶναι 53.1
καὶ μὴ ὂν εἶναι οὐσίας μέθεξίς ἐστιν, ἐπὶ δὲ τοῦ ὂν οὐκ ἔστι καὶ μὴ ὂν
οὐκ ἔστι μὴ οὐσίας μέθεξίς ἐστιν. Ἐπὶ τούτῳ γὰρ ἐπάγει· οὐκοῦν
ἐπείπερ τῷ τε ὄντι τοῦ μὴ εἶναι, διὰ τὸ τὸ ὂν μὴ εἶναι, καὶ τῷ μὴ ὄντι τοῦ
εἶναι, διὰ τὸ τὸ μὴ ὂν εἶναι, <μέτεστι>, καὶ τῷ ἑνὶ ἄρα, ἐπειδὴ λέγομεν, 53.5
τὸ ἓν οὐκ ἔστι, τοῦ εἶναι ἀνάγκη μετεῖναι εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ μὴ εἶναι,
ὥστε καὶ οὐσία φαίνεται τῷ ἑνί, εἰ μὴ ἔστι, καὶ αὖθις μὴ οὐσία, κατ’
αὐτὸ <τὸ> μὴ ἔστι καὶ μόνον.

Από εδώ και στο εξής δείχνει ότι το “εν που δεν είναι” μετέχει και στην ουσία, και δομεί τον συλλογισμό
αυτόν εκκινώντας από το να λέμε αληθινά για αυτό όσα είπε, τα δε αληθινά είναι όντα, τα δε όντα έχουν
λάβει το όνομά τους από την ουσία, όπως ακριβώς πάλι λέμε τα ψευδή “μη όντα”. Άρα το εν είναι, όπως
φαίνεται, μη ον, βέβαια κατ’ αυτό τούτο, δηλαδή το να λέμε εμείς αληθινά πράγματα για αυτό, λέγοντας ότι
δεν είναι· διότι ό,τι δεν είναι είναι μη ον416. Διότι αν δεν είναι έτσι, αλλά τεθεί η αντίφαση, δηλαδή το “δεν

416
Βλ. και Αριστοτέλη, Μετα τα Φυσικά Γ 7, 1011b25-29: δῆλον δὲ πρῶτον μὲν ὁρισαμένοις τί τὸ ἀληθὲς καὶ ψεῦδος.
τὸ μὲν γὰρ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος, τὸ δὲ τὸ ὂν εἶναι καὶ τὸ μὴ ὂν μὴ εἶναι ἀληθές, ὥστε καὶ ὁ
λέγων εἶναι ἢ μὴ ἀληθεύσει ἢ ψεύσεται· ἀλλ’ οὔτε τὸ ὂν λέγεται μὴ εἶναι ἢ εἶναι οὔτε τὸ μὴ ὄν. Κατά τον Αριστοτέλη,
το ον λέγεται με τριπλή σημασία, ως υπαρκτικό ον, ως κατηγορικό ον και ως “αληθειακό” ον (τὸ ὡς ἀληθὲς ὄν).
Το “αληθειακό” ον (αγγλ. veridical), σε αντίθεση με τα άλλα δυο, δεν είναι οντολογικό, δηλαδή δεν είναι ἐν τοῖς
πράγμασιν, αλλά θεμελιώνεται στον νου μας (ἐν διανοίᾳ), δηλαδή στο επίπεδο των κρίσεων και των προτάσεών
μας, οι οποίες, όταν ταυτίζονται με τα πράγματα, τότε εκφράζουν την αλήθεια. Έτσι, τόσο η καταφατική πρόταση
“το ον είναι” (ένα υπαρκτό κατηγόρημα υπάρχει), στην οποία συνθέτουμε μαζί δύο όρους (υποκείμενο και
κατηγόρημα μέσω του συνδετικού ρήματος “είναι”), όσο και η αποφατική “το μη ον δεν είναι” (ένα μη υπαρκτό
κατηγόρημα δεν υπάρχει), στην οποία διαιρούμε-χωρίζουμε τον έναν όρο από τον άλλον (το κατηγόρημα από το
υποκείμενο μέσω του ρήματος “δεν είναι”), δηλώνουν το αληθές, ενώ αντιθέτως το ψεύδος συνίσταται στην
“αντίφαση του μερισμού”, δηλαδή στην περίπτωση που έχουμε κατάφαση στα διαιρεμένα [π.χ. το μη ον είναι
(ενν. ον)] και άρνηση στα συντιθέμενα [π.χ. το ον δεν είναι (ενν. ον)]. Βλ. Αριστοτέλη, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Ε 4,
219
είναι μη ον”, και έτσι με κάποιον τρόπο αφήσει το “είναι” προς το “δεν είναι”, ακόμα περισσότερο ευθύς
θα είναι ον. Σαν να έλεγε ότι, όταν λέμε το ένα “μη ον”, λέμε “το ένα είναι μη ον”, και ως εκ τούτου
επιτρέπουμε σε αυτό να είναι κατά κάποιον τρόπο· διότι αν δεν ισχύει αυτό, αλλά τεθεί η άρνηση, το “δεν
είναι μη ον”, και απελευθερώσει αυτό το “είναι κατά κάποιον τρόπο” προς το “δεν είναι”, για να δηλώσει
το “δεν είναι”, ακόμα περισσότερο ευθύς θα είναι ον. Πράγματι, όταν κάποιος λέει “το εν δεν είναι μη ον”,
εξαφανίζει το μη ον εκείνου, και γίνεται “είναι ον”. Γι’ αυτό άρα πρέπει να έχει το “είναι μη ον” ως δεσμό
με το “δεν είναι”, αν πρόκειται να μην είναι, ομοίως και το ον πρέπει να έχει το “δεν είναι μη ον”, για να
έχει εντελώς το “είναι”· διότι έτσι και το ον στον μέγιστο βαθμό θα είναι με το να συνδέεται με το “δεν είναι
μη ον”, αλλά να μετέχει στην ουσία του “είναι ον”, και δεν θα είναι μη ον417 με το να μετέχει στην μη-ουσία
του “είναι μη ον”, αν το ον πρόκειται εντελώς να είναι κατά το “είναι”, το δε μη ον [μετέχει] στην μη-ουσία
του “δεν είναι μη ον” και στην ουσία του “είναι μη ον”· διότι το “είναι” ουσιοποιεί418 αυτό το λεγόμενο “μη
ον”, αν και το μη ον εμφανίζεται ότι δεν είναι 419. Πράγματι λαμβάνει τέσσερα δεδομένα, από τα οποία
περισσότερα δεν έχουν βρεθεί: “είναι ον”, “δεν είναι ον”, και πάλι, “είναι μη ον”, “δεν είναι μη ον”· σχετικά

1027b18-27: τὸ δὲ ὡς ἀληθὲς ὄν, καὶ μὴ ὂν ὡς ψεῦδος, ἐπειδὴ παρὰ σύνθεσίν ἐστι καὶ διαίρεσιν, τὸ δὲ σύνολον περὶ
μερισμὸν ἀντιφάσεως (τὸ μὲν γὰρ ἀληθὲς τὴν κατάφασιν ἐπὶ τῷ συγκειμένῳ ἔχει τὴν δ’ ἀπόφασιν ἐπὶ τῷ διῃρημένῳ,
τὸ δὲ ψεῦδος τούτου τοῦ μερισμοῦ τὴν ἀντίφασιν· (…) οὐ γάρ ἐστι τὸ ψεῦδος καὶ τὸ ἀληθὲς ἐν τοῖς πράγμασιν, οἷον
τὸ μὲν ἀγαθὸν ἀληθὲς τὸ δὲ κακὸν εὐθὺς ψεῦδος, ἀλλ’ ἐν διανοίᾳ.
417
Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται ερμηνευτικό πρόβλημα, καθώς, μολονότι η φράση καὶ τὸ μὴ ὂν οὐκ ἂν εἴη στο
πλατωνικό κείμενο αναφέρεται στο μη ον, εντούτοις το μη ον δεν μπορεί να μετέχει στην μὴ οὐσία τοῦ εἶναι μὴ
ὄν, αφού η μετοχή αυτή αποδίδεται στο ον, όχι στο μη ον (162a7-b1). Συνεπώς, έχουμε δύο ερμηνευτικές
εναλλακτικές: 1) ή θα θεωρήσουμε ότι στο σημείο αυτό της εξήγησης η φράση καὶ {τὸ} μὴ ὂν οὐκ ἂν εἴη δεν
διαβάζεται ως “και το μη ον δεν θα είναι” – και κατ’ επέκταση δεν αναφέρεται στην συγκεκριμένη φράση του
πλατωνικού χωρίου (162a7) – αλλά ως “και [το ον] δεν θα είναι μη ον”, για να αποδοθεί μετά ορθώς η μετοχή
στην μη-ουσία του “είναι μη ον” στο ον [το οποίο μάλιστα αποτελεί αντικείμενο της προκειμένης ανάλυσης
(52.21-26) και το οποίο συνέδεσε ευθύς προηγουμένως με το “δεν είναι μη ον” (51.22-23)], 2) ή θα προσθέσουμε
ένα μὴ στο εἶναι μὴ ὄν, για να διαβαστεί η φράση με το ορθό νόημα: και το μη ον δεν θα είναι με το να μετέχει
στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον”. Ωστόσο, η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή, μολονότι θα συμβάδιζε με το
πλατωνικό κείμενο, στην ουσία περιπλέκει περισσότερο την ανάγνωση της εξήγησης, αφού στο σημείο αυτό ο
Παχυμέρης αναφέρεται στο ον, ενώ παρακάτω θα αναλύσει το μη ον, για το οποίο μάλιστα θα αναφέρει ότι
μετέχει στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον” (52.26-28)· έτσι θα ήταν απίθανο να διέκοπτε την εξήγηση για το
ον, για να μεταπηδήσει στο μη ον, και μετά να επαναφερθεί στο ον, για να περάσει μετά ξανά στο μη ον και να
επαναληφθεί για αυτό. Συνεπώς, θα προτιμηθεί η πρώτη εκδοχή, χάριν και της συνοχής της εξήγησης [πρβλ. με
το αντίγραφο Parisinus gr. 1836, f. 247r: καὶ μὴ ὂν οὐκ ἄν εἴη τῷ μετέχειν μὴ οὐσίας τοῦ εἶναι μὴ ὂν (Η
υπογράμμιση του γράφοντος). Την ίδια ακριβώς γραφή παραθέτει και ο V. Cousin (col. 1304.29-31)].
418
Με την έννοια του “δίνει ουσία σε κάτι”, “επενδύει κάτι με ουσία” (βλ. Liddell-Scott-Jones p.1275, Δημητράκο σ.
5296) ή ακόμα και “ουσιώνει” (κατά μία πιο ελεύθερη μετάφραση του ρήματος οὐσιόω-ῶ στην νεοελληνική).
419
Βλ. επίσης τον σοφιστικό συλλογισμό του Γοργία: καὶ δὴ τὸ μὲν μὴ ὂν οὐκ ἔστιν. εἰ γὰρ τὸ μὴ ὂν ἔστιν, ἔσται τε ἅμα
καὶ οὐκ ἔσται· ᾗ μὲν γὰρ οὐκ ὂν νοεῖται, οὐκ ἔσται, ᾗ δὲ ἔστι μὴ ὄν, πάλιν ἔσται. παντελῶς δὲ ἄτοπον τὸ εἶναί τι ἅμα
καὶ μὴ εἶναι· οὐκ ἄρα ἔστι τὸ μὴ ὄν [Σέξτος Εμπειρικός, Πρὸς Λογικούς, Z’ 67.1-5 (Η υπογράμμιση του γράφοντος)].
Βέβαια, ο Γοργίας επιχειρεί να αποδείξει σε όλη την συλλογιστική του πορεία ότι τόσο το μη ον όσο και το ον
δεν είναι, ούτως ώστε “τίποτα να μην είναι” (Ζ’ 66-76).
220
με τα οποία φανερώνει αυτά: σχετικά με το “είναι ον” [φανερώνει] το να μετέχει στην ουσία του “είναι ον”,
σχετικά με το “δεν είναι ον” το να μετέχει στην μη-ουσία του “είναι μη ον”, και ξανά, σχετικά με το “δεν
είναι μη ον” το να μη μετέχει στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον” και σχετικά με το “είναι μη ον” το να
μετέχει στην ουσία του “είναι μη ον”, αν και το μη ον αυτό καθεαυτό δεν θα είναι εντελώς· αλλά όμως το
“είναι” φανερώνει την ουσία. Επομένως, στις περιπτώσεις του “είναι ον” και του “είναι μη ον” υπάρχει
μέθεξη στην ουσία, ενώ στις περιπτώσεις του “δεν είναι ον” και του “δεν είναι μη ον” υπάρχει μέθεξη στην
μη ουσία420. Πράγματι, πάνω σε αυτό το σημείο συνάγει: επειδή ακριβώς, λοιπόν, το ον έχει μερίδιο στο

420
Με βάση τον συλλογισμό του Παρμενίδη, οι μετοχές του όντος και μη όντος έχουν ως εξής:
Ον : μετοχή 1) στην ουσία του “είναι ον” + 2) στην μη-ουσία του “είναι μη ον”
Μη ον : μετοχή 3) στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον” + 4) στην ουσία του “είναι μη ον”
Έτσι, κατά τον Παχυμέρη, ανακύπτουν οι εξής τέσσερις περιπτώσεις:
1) Είναι ον → μετέχει στην ουσία του “είναι ον”
2) είναι μη ον → μετέχει στην ουσία του “είναι μη ον” ΜΕΘΕΞΗ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ
3) δεν είναι ον → μετέχει στην μη-ουσία του “είναι μη ον”
4) δεν είναι μη ον → δεν μετέχει στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον” ΜΕΘΕΞΗ ΣΤΗ ΜΗ ΟΥΣΙΑ
Ωστόσο, στο σημείο αυτό εντοπίζονται δύο ερμηνευτικά ζητήματα:
i) Σχετικά με το τέταρτο προτασιακό σχήμα “δεν είναι μη ον” ο Παχυμέρης το κατατάσσει παρακάτω στην
κατηγορία “μέθεξη στην μη-ουσία”, και όχι στην μη μέθεξη. Συνεπώς, θα θεωρήσουμε το “μη μετέχειν” ως
πλεονασμό και θα διαβάσουμε το χωρίο ως “τὸ μὴ οὐσίας μετέχειν τοῦ μὴ εἶναι μὴ ὄν” [η διόρθωση αυτή
συμβαδίζει τόσο με το πλατωνικό κείμενο (162a7-b1) όσο και με την ίδια την εξήγηση του Παχυμέρη παρακάτω
(53.2-3)].
ii) α) Ο όρος “δεν είναι ον” πράγματι λείπει από το πλατωνικό κείμενο και εισάγεται από τον Παχυμέρη.
Συγκεκριμένα, ο Παρμενίδης λέει στον συλλογισμό:
- Ον και μη ον μετέχουν στην ουσία και στην μη-ουσία,
- το μεν ον είναι ον (μετέχει στην ουσία του “είναι ον”), αλλά δεν είναι μη ον (μετέχει στην μη- ουσία του
“είναι μη ον”, δηλαδή στον αποφατικό όρο “δεν είναι μη ον”, ο οποίος ουσιαστικά σημαίνει “είναι ον”, από
δύο αρνήσεις την κατάφαση),
- το δε μη ον είναι μη ον (μετέχει στην ουσία του “είναι μη ον”), αλλά το μη ον δεν είναι “μὴ εἶναι μὴ ὄν”, με
άλλα λόγια δεν είναι καθαυτό (μετέχει στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον”, δηλαδή στην μη-ουσία και στην
άρνηση της συνδήλωσης του “είναι ον”).
Επομένως, πώς προκύπτει ο όρος “δεν είναι ον”, στον οποίον αναφέρεται η μέθεξη στην μη-ουσία του
“είναι μη ον”; Θα θεωρήσουμε ότι αποτελεί μία αυτόνομη ερμηνεία του σημείου αυτού του παρμενίδειου
συλλογισμού, πιθανόν υπό την εξής ερμηνευτική σκοπιά: κατά τον όρο “δεν είναι ον” το ον μετέχει στην
μη-ουσία (“δεν είναι”) του “είναι μη ον”, δηλαδή στην εναλλακτική εκδοχή της μη-ουσίας του μη όντος,
όχι πλέον εν είδει κατάφασης (“είναι μη ον”) αλλά εν είδει άρνησης (“δεν είναι ον”) αφού το “δεν είναι
ον” αποτελεί την αποφατική εκδοχή του κατηγορήματος “είναι μη ον”, άρα και την μη-ουσία του (π.χ. “ο
φοίνικας είναι μη ον”, “ο φοίνικας δεν είναι ον”). Βέβαια, μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος
ο Παχυμέρης παραπάνω εξήγησε σωστά και πλήρως το πώς ο όρος “δεν είναι μη ον” συνδηλώνει τον όρο
“είναι ον”, ακολουθώντας την αρχή της συλλογιστικής πορείας (52.14-21).
β) Η ίδια προβληματική επεκτείνεται και στον όρο “δεν είναι μη ον”: η μετοχή του μη όντος στην μη-ουσία
του “δεν είναι μη ον” δεν πρέπει να συνδεθεί με αυτόν τον όρο (ο οποίος αντιθέτως συνδέεται με την μετοχή
του όντος στην μη-ουσία του “είναι μη ον”), αλλά με τον όρο “το μη ον δεν είναι (καθεαυτό)”, ο οποίος
δηλώνεται από τον πιο περίπλοκο όρο “το μη ον δεν είναι «μὴ εἶναι μὴ ὄν»”, για να αποδοθεί σωστά η έννοια
221
“δεν είναι”, λόγω του ότι το ον “δεν είναι”, και το μη ον στο “είναι”, λόγω του ότι το μη ον “είναι”421, άρα
και το εν, επειδή λέμε “το εν δεν είναι”, είναι ανάγκη να έχει μερίδιο στο “είναι”, με σκοπό αυτό τούτο, το
να μην είναι, ώστε και η ουσία να εμφανίζεται στο εν, αν δεν είναι, και ξανά η μη-ουσία, κατ’ αυτό το “δεν
είναι” και μόνο.422

162b9-c6: Οἷόν τε οὖν τὸ ἔχον πως μὴ ἔχειν οὕτως, μὴ μεταβάλλον


ἐκ ταύτης τῆς ἕξεως; — Οὐχ οἷόν τε. — Πᾶν ἄρα τὸ τοιοῦτον (10)
(c) μεταβολὴν σημαίνει, ὃ ἂν οὕτω τε καὶ μὴ οὕτως ἔχῃ. —
Πῶς δ’ οὔ; — Μεταβολὴ δὲ κίνησις· ἢ τί φήσομεν; — Κίνη-
σις. — Οὐκοῦν τὸ ἓν ὄν τε καὶ οὐκ ὂν ἐφάνη; — Ναί. — Οὕτως
ἄρα καὶ οὐχ οὕτως ἔχον φαίνεται. — Ἔοικε. — Καὶ κινού-
μενον ἄρα τὸ οὐκ ὂν ἐμπέφανται 423, ἐπείπερ καὶ μεταβολὴν (5)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι ἔχον. — Κινδυνεύει.

της μετοχής του μη όντος στην μη-ουσία του “δεν είναι μη ον”, με βάση τον συλλογισμό του Παρμενίδη
(162b1-3).
Από την άλλη, όλα αυτά τα ερμηνευτικά προβλήματα τα λύνει ο V. Cousin με πιο απλό τρόπο, παραλλάσσοντας
το κείμενο της εξήγησης ως εξής: Τέτταρα γάρ τινα λαμβάνει, ὧν πλέον οὐχ εὕρηται, ὂν ἔστιν, ὂν οὐκ ἔστι, καὶ
πάλιν, μὴ ὂν ἔστι, μὴ ὂν οὐκ ἔστι, περὶ ὧν ταῦτα ἀποφαίνεται, περὶ μὲν τοῦ ὄν ἐστι τὸ οὐσίας μετέχειν τοῦ μὴ εἶναι
μὴ ὄν, περὶ δὲ τοῦ μὴ ὄν ἐστι τὸ οὐσίας μετέχειν τοῦ εἶναι μὴ ὄν, εἰ καὶ τὸ μὴ ὂν αὐτὸ καθ’ αὑτὸ τελέως οὐκ ἔσται,
ἀλλ’ ὅμως τὸ εἶναι οὐσίαν παριστᾷ, ὥστε τοῦ ὂν εἶναι καὶ μὴ ὂν εἶναι οὐσίας μέθεξίς ἐστιν, ἐπὶ δὲ τοῦ ὂν οὐκ ἔστι
καὶ μὴ ὂν οὐκ ἔστι μὴ οὐσίας μέθεξίς ἐστιν. [βλ. col. 1304.36-1305.5 (Η υπογράμμιση του γράφοντος)]. Ωστόσο,
η εκδοχή αυτή, μολονότι απλοποιεί την ερμηνεία (ὂν ἔστιν: μετοχή στην ουσία του “δεν είναι μη ον”· μὴ ὂν ἔστι:
μετοχή στην ουσία του “είναι μη ον”), πρέπει να απορριφθεί, καθώς παραλλάσει τον πλατωνικό συλλογισμό: το
ὂν ἔστι δεν ερμηνεύεται πια ως μετοχή στην ουσία του “είναι ον” (όπως υπαγορεύει ο συλλογισμός στο 162a7-
8), αλλά ως μετοχή στην ουσία του “δεν είναι μη ον”, περιπλέκοντας στο σημείο αυτό την εξήγηση, καθώς ο όρος
“δεν είναι μη ον” δεν εμπεριέχει καμία μετοχή στην ουσία παρά μόνο στην μη ουσία (μιας και έχουμε την άρνηση
“δεν είναι”).
421
Οι εξηγήσεις που δίνει ο Παχυμέρης “το ον δεν είναι” και “το μη ον είναι” πρέπει να εννοηθούν ως “το ον δεν
είναι [μη ον]” και “το μη ον είναι [μη ον]”, για να συμβαδίζουν με τον συλλογισμό (162a7-b3).
422
Μπορούμε να συγκρίνουμε την εξήγηση του Παχυμέρη με εκείνη του Πρόκλου (όπως μας την παραθέτει εν
συντομία ο Δαμάσκιος): Ἐπὶ τούτοις ἀποδείκνυται καὶ τοῦ εἶναι μετέχον τοῦτο τὸ μὴ ὄν· εἰ δέ ἐστι τὸ μὴ ὄν, καὶ τὸ
ἓν ἄρα ἐστίν τε καὶ οὐκ ἔστιν, οὐκ ὂν γάρ ἐστι. Καὶ ταῦτα σαφηνίζει αὐτὸς [ὁ Πρόκλος] ἱκανῶς, καὶ ἅμα ἡ λέξις οὐ
πάνυ ἀσαφής. Βέβαια, ο Δαμάσκιος (πιθανώς επίσης και ο Πρόκλος) δεν αναλύει τον συλλογισμό του χωρίου
161e3-162b8, αλλά τον συνδέει κατευθείαν με τον επόμενο συλλογισμό (162b9 κ.έ.), όπου εισάγεται η μεταβολή:
Ἀλλ’ ἡ μίξις αὕτη, φησίν [ὁ Παρμενίδης], μεταβολήν τινα σημαίνει· τί τοῦτο λέγων; Σύμφθαρσιν ἢ συναλλοίωσιν
καὶ τοῦ ὄντος πρὸς τὸ μὴ εἶναι καὶ τοῦ μὴ ὄντος πρὸς τὸ εἶναι· οὐδέτερον ἄρ’ ἀκραιφνές, ἀλλὰ συμμεταβέβληται τῷ
ἑτέρῳ ἑκάτερον· ἐπεὶ καὶ ἡ θεία οὐσία οὔτε οὐσία μόνον οὔτε μὴ οὐσία κατὰ τὸ κρεῖττον, ἀλλὰ μῖγμα ἀμφοῖν, ὅπερ
ἐστὶν ἡ θεία οὐσία τὸ ὅλον τοῦτο. (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 112.23-113.9).
423
Pl. B ἐμπέφανται. Pl. T ἓν πέφανται (με την γραφή “μ” πάνω από το “ν” του “ἓν”). Η γραφή “ἓν πέφανται” υπάρχει
και στον Parisinus gr. 1836 (f. 247r).
222
Είναι δυνατόν, λοιπόν, αυτό που είναι σε αυτή την κατάσταση να μην είναι σε αυτήν, αν δεν μεταβάλλεται
από αυτή την κατάσταση; - Δεν είναι δυνατόν. - Άρα κάθε τέτοιο πράγμα, που και είναι και δεν είναι σε
αυτή την κατάσταση, δηλώνει μεταβολή. - Και πώς όχι; - Και η μεταβολή είναι κίνηση, ή πώς θα την πούμε;
- Κίνηση. - Φανερώθηκε λοιπόν το εν και ως ον και ως μη ον; - Ναι. - Άρα φαίνεται και να είναι σε αυτή
την κατάσταση και να μην είναι σε αυτήν. - Έτσι φαίνεται. - Άρα το μη ον έχει φανερωθεί και ως κινούμενο,
επειδή βέβαια έχει και μεταβολή από το “είναι” στο “μη είναι”. - Πιθανόν.

Κατὰ τὸ ἔχειν τε οὐσίαν καὶ μὴ ἔχειν αὖθις, ἐπεὶ τὸ μὲν ἔχειν ἕξιν 53.16
δηλοῖ, τὸ δὲ μὴ ἔχειν στέρησιν, ἐξ ἕξεως δὲ εἰς στέρησιν μεταβολή τίς
ἐστιν, ἰδοὺ καὶ μεταβολὴν αὐτῷ προσμαρτυρεῖ· εἰ δὲ μεταβολήν, καὶ
κίνησιν. Ἐφάνη τοίνυν τὸ ἓν καὶ ὂν καὶ οὐκ ὄν, ὡς πῇ μὲν μετέχον
οὐσίας, πῇ δὲ μὴ μετέχον, καὶ οὕτως ἄρα καὶ οὐχ οὕτως φαίνεται· 53.20
μεταβολὴν ἄρα ἔχει ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι.

Κατά το να έχει ουσία και να μην έχει ξανά, επειδή αφενός το να έχει δηλώνει μία κτήση424, αφετέρου το
να μην έχει δηλώνει μία στέρηση, ενώ από την κτήση στην στέρηση υπάρχει κάποια μεταβολή, ιδού και
μεταβολή επιβεβαιώνει σε αυτό· και αν έχει μεταβολή, έχει και κίνηση. Συνεπώς, φανερώθηκε το εν και ως
ον και ως μη ον, ως μετέχον μεν κατά κάποιον τρόπο στην ουσία και μη μετέχον κατ’ άλλον, και άρα
φαίνεται και να είναι σε αυτή την κατάσταση και να μην είναι σε αυτήν· άρα έχει μεταβολή από το “είναι”
στο “μη είναι”.

162c6-e3: Ἀλλὰ μὴν


εἰ μηδαμοῦ γέ ἐστι τῶν ὄντων, ὡς οὐκ ἔστιν εἴπερ μὴ ἔστιν,
οὐδ’ ἂν μεθίσταιτό πόθεν ποῖ. — Πῶς γάρ; — Οὐκ ἄρα τό 425 γε
(d) μεταβαίνειν κινοῖτ’ ἄν. — Οὐ γάρ. — Οὐδὲ μὴν ἐν τῷ αὐτῷ
ἂν στρέφοιτο· ταὐτοῦ γὰρ οὐδαμοῦ ἅπτεται. Ὂν γὰρ ἐστι
τὸ ταὐτόν· τὸ δὲ μὴ ὂν ἔν τῳ τῶν ὄντων ἀδύνατον εἶναι. —
Ἀδύνατον γάρ. — Οὐκ ἄρα τὸ ἕν γε μὴ ὂν στρέφεσθαι ἂν

424
Εδώ επιδιώκεται να τονιστεί η πρωτεύουσα σημασία της ἕξεως ως κτήσης/κατοχής, για να δηλωθεί η ρίζα της
λέξης ἕξις από το ρήμα ἔχω και να αντιπαραβληθεί στην συνέχεια με την αντίθετη έννοια της “στέρησης”.
425
Pl. B τὸ. Pl. T τῷ.
223
δύναιτο ἐν ἐκείνῳ ἐν ᾧ μὴ ἔστιν. — Οὐ γὰρ οὖν. — Οὐδὲ μὴν (5)
ἀλλοιοῦταί που τὸ ἓν ἑαυτοῦ, οὔτε τὸ ὂν οὔτε τὸ μὴ ὄν·
οὐ γὰρ ἂν ἦν ὁ λόγος ἔτι περὶ τοῦ ἑνός, εἴπερ ἠλλοιοῦτο
αὐτὸ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ περὶ του ἄλλου 426 τινός. — Ὀρθῶς. — Εἰ δὲ μήτ’
ἀλλοιοῦται μήτ’ ἐν ταὐτῷ στρέφεται μήτε μεταβαίνει, ἆρ’
(e) ἄν πῃ ἔτι κινοῖτο; — Πῶς γάρ; — Τό γε μὴν ἀκίνητον ἀνάγκη
ἡσυχίαν ἄγειν, τὸ δὲ ἡσυχάζον ἑστάναι. — Ἀνάγκη. — Τὸ ἓν
ἄρα, ὡς ἔοικεν, οὐκ ὂν ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται. — Ἔοικε.

Αλλά όμως αν δεν είναι τουλάχιστον πουθενά μεταξύ των όντων, αφού δεν είναι, αν βέβαια δεν είναι, ούτε
θα μετατοπίζεται από κάπου προς τα κάπου. - Πράγματι, πώς θα μπορούσε; - Άρα δεν θα κινείται
τουλάχιστον μέσω της μετάβασης427. - Όχι φυσικά. - Ούτε πράγματι θα περιστρέφεται στο ίδιο σημείο, διότι
δεν αγγίζει πουθενά το ίδιο. Διότι το ίδιο είναι ον, ενώ το μη ον είναι αδύνατον να είναι σε κάποιο από τα
όντα. - Πράγματι, αδύνατον. - Άρα το εν, που τουλάχιστον δεν είναι, δεν θα μπορεί να περιστρέφεται σε
εκείνο, στο οποίο δεν είναι. - Βεβαίως όχι. - Ούτε όμως, πιστεύω, το εν αλλοιώνεται428 από τον εαυτό του,
ούτε το ον ούτε το μη ον· διότι δεν θα γινόταν λόγος πλέον για το εν, αν βέβαια αυτό αλλοιωνόταν από τον
εαυτό του, αλλά για κάτι άλλο. - Σωστά. - Και αν ούτε αλλοιώνεται ούτε περιστρέφεται στο ίδιο σημείο
ούτε μεταβαίνει, άραγε θα μπορούσε πλέον με κάποιον τρόπο να κινείται; - Όχι, πώς θα μπορούσε; - Το ίδιο
τουλάχιστον το ακίνητο είναι ανάγκη να ηρεμεί, και αυτό που ηρεμεί να στέκεται. - Είναι ανάγκη. - Άρα το
“εν που δεν είναι”, όπως φαίνεται, και στέκεται ακίνητο και κινείται. - Έτσι φαίνεται.

Τὸ ἀπὸ τοῦδε ἀντεπιχειρεῖ· εἴπερ γάρ, φησί, μὴ ἔστι, μηδαμοῦ τῶν 54.4
ὄντων ἐστίν, ἤγουν ἐπὶ μηδενὶ τῶν ὄντων γενήσεται, καὶ διὰ τοῦτο οὐχ 54.5
ἕξει τὸ πόθεν ποῖ, οὔ γε μὴν μεταστήσεται, μὴ ἔχον δὲ κίνησιν οὐδὲ τὸ
μεταβαίνειν ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι κατὰ κίνησιν ἕξει. Ἀλλὰ μὴν
οὐδ’ ἐν τῷ αὐτῷ στραφήσεται· τὸ γὰρ ὂν ἐδείχθη ἐν τῷ ταὐτῷ, τὸ δὲ μὴ
ὂν ἐν τῷ τῶν ὄντων ἔσται; Πῶς τοίνυν στραφήσεται ἐν ἐκείνῳ ἐν ᾧ οὐκ
ἔστιν; Οὔτε μὴν ἀλλοιοῦται αὐτὸ ἑαυτοῦ οὔτε τὸ ὂν οὔτε τὸ οὐκ ὂν ἕν· 54.10
τὸ γὰρ ὂν ἓν ὅτε λέγεται ἀλλοιοῦσθαι, οὐκ ἔστιν ὁ λόγος περὶ αὐτοῦ τοῦ

426
Pl. B, T περὶ ἄλλου. Βλ. και εξήγηση 54.13: “περί του ἄλλου ἰσταμένου”.
427
Προτιμάμε την παράθεση του χωρίου από τον κώδικα Pl. T (Οὐκ ἄρα τῷ γε μεταβαίνειν κινοῖτ’ ἄν) από την
αντίστοιχη του Παχυμέρη. Εξάλλου, παρακάτω εξηγεί την φράση με παρόμοιο τρόπο (54.6-7).
428
Εναλλακτική μετάφραση του ἀλλοιοῦται: “μεταλλάσσεται” (και αντίστοιχα η ἀλλοίωσις ως μεταλλαγή).
224
ἑνός, εἴπερ ἀλλοιοῦται αὐτὸ ἑαυτοῦ καὶ οὐχ ἴσταται ἐπὶ τὸ αὐτό, ἀλλὰ
περί του ἄλλου ἱσταμένου. Εἰ δὲ μήτε μεταβαίνει μήτ’ ἀλλοιοῦται μήτε
στρέφοιτο ἐν ἑαυτῷ, οὐδ’ ἄν πῃ κινοῖτο· εἰ δὲ μὴ κινοῖτο, ἀκίνητον
ἔσται, τὸ δὲ ἀκίνητον ἀνάγκη ἄγειν ἡσυχίαν, τὸ δὲ ἡσυχάζον ἀνάγκη 54.15
ἴστασθαι. Τὸ ἓν ἄρα οὐκ ὂν οὐχ ἕστηκέ τε, καθὼς ἐλέγομεν πρότερον,
ἀλλὰ κινεῖται καὶ ἕστηκεν, ὡς νῦν ἀποδείκνυμεν.

Από αυτό το σημείο θεμελιώνει τα αντεπιχειρήματα: διότι, λέει, αν βέβαια δεν είναι πουθενά μεταξύ των
όντων, δηλαδή δεν θα συγκαταλεχθεί σε κανένα από τα όντα, και γι’ αυτό δεν θα έχει το από κάπου προς τα
κάπου429, ούτε τουλάχιστον θα μετατοπίζεται, ενώ, αφού δεν έχει κίνηση, ούτε θα έχει το να μεταβαίνει από
το “είναι” στο “μη είναι” σύμφωνα με την κίνηση. Αλλά πράγματι ούτε θα περιστραφεί στο ίδιο
σημείο· πράγματι το ον απεδείχθη ότι είναι στο ίδιο, το δε μη ον σε ποιο από τα όντα θα είναι; Συνεπώς, πώς
θα περιστραφεί σε εκείνο, στο οποίο δεν είναι;430 Ούτε όμως αλλοιώνεται αυτό από τον εαυτό του, ούτε το
ον ούτε το μη ον εν· διότι το “εν που είναι”, όταν λέγεται ότι αλλοιώνεται, δεν γίνεται λόγος για το ίδιο το
εν, αν βέβαια αυτό αλλοιώνεται από τον εαυτό του και δεν στέκεται πάνω στο ίδιο, αλλά για κάτι άλλο που
στέκεται. Και αν ούτε μεταβαίνει ούτε αλλοιώνεται ούτε θα περιστρέφεται στον εαυτό του, ούτε θα κινείται
με κάποιον τρόπο· και αν δεν κινείται, θα είναι ακίνητο, το δε ακίνητο είναι ανάγκη να ηρεμεί431, και αυτό

429
Βλ. και Αριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια Ι 3, 117a29-30: εἰ γάρ ἐστιν ἡ φορὰ κίνησις πόθεν ποῖ· Μετὰ τὰ Φυσικὰ Λ
2, 1069b25-26: καὶ τῶν ἀϊδίων ὅσα μὴ γενητὰ κινητὰ δὲ φορᾷ, ἀλλ’ οὐ γενητὴν ἀλλὰ ποθὲν ποί· Περὶ οὐρανοῦ Δ 4,
311b31-33: Πρῶτον μὲν τῷ εἰς ἄπειρον μὴ ἐνδέχεσθαι φέρεσθαι μηθέν. Ὥσπερ γὰρ οὐκ ἔστιν οὐθὲν ἀδύνατον,
οὕτως οὐδὲ γίγνεται· ἡ δὲ φορὰ γένεσίς ποθέν ποι. Πρβλ. Παχυμέρη Σύνταγμα τῶν τεσσάρων μαθημάτων, Γ΄
Γεωμετρία-Στερεομετρία, κεφ. ΝΘ΄. 2-5: (…) ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς κατὰ φύσιν οὖσι καὶ γιγνομένοις τὸ πέρας
ἀναγκαῖόν ἐστι, τοῦ γὰρ ἀπείρου φύσις οὐ περιδράττεται, ἀλλὰ πάντα τὰ ἐν τῇ φύσει ὅρον ἔχει τὴν φύσιν καὶ τὴν ἀπὸ
φύσεως κίνησιν καὶ πόθεν καὶ ποῖ (…).
430
Ο Πλάτων έχει μιλήσει ήδη για την κυκλική περιφορά στην πρώτη υπόθεση (138c4-6). Ο Πρόκλος εξηγεί το χωρίο
αυτό ως εξής: η σφαιρική και κυλινδρική κίνηση αποτελεί την κίνηση γύρω από τον ίδιο τόπο, κατά την οποία το
κινούμενο μόνο κατά τα μέρη του (και όχι κατά το όλον) μένει αμετατόπιστο, ενώ κινείται γύρω από τον άξονα
του εαυτού του. Κατά τον Νεοπλατωνικό η κίνηση αυτή μαζί με την μετατόπιση από άλλη χώρα σε άλλη (την
εὐθυφοράν) εφαρμόζονται τόσο στα αισθητά όσο και στις “μερικές ψυχές”, στον νου και σε όλες τις θείες ψυχές,
ως “ασώματες” κινήσεις πια (τις οποίες υπερβαίνει το ἕν, ως μήτε κινούμενο μήτε ακίνητο)· βέβαια, εδράζει αυτή
την μεταφυσική θεωρία στον Πλάτωνα (Νόμοι 898b, Τίμαιος 36c), στον προσωκρατικό Παρμενίδη αλλά και
στους Ορφικούς [βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1160.5-1162.8, 1166.30-33 (Cousin)].
431
Σε αντίθεση με τον Παχυμέρη, ο Πρόκλος χρησιμοποιεί τον όρο ἡσυχίαν ἄγειν σε μεταφυσικό και πραγματολογικό
πλαίσιο, ως σύμβολο που ενδεικνύει την ακινησία στα όντα: Εἴτε οὖν γαλήνη τίς ἐστιν ὑμνουμένη νοερὰ παρὰ τοῖς
σοφοῖς, εἴτε ὅρμος μυστικὸς, εἴτε σιγὴ πατρικὴ, δῆλος ὡς ἁπάντων τῶν τοιούτων ἐξῃρηται τὸ ἓν, ἐπέκεινα ὂν καὶ
ἐνεργείας καὶ σιγῆς καὶ ἡσυχίας καὶ πάντων ὁμοῦ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν ἀνυμνουμένων στασίμων συνθημάτων [βλ. Εἰς
Παρμ. VII, 1170.39-1171.10 (Cousin)].
225
που ηρεμεί είναι ανάγκη να στέκεται. Άρα το “εν που δεν είναι” δεν στέκεται ακίνητο, όπως λέγαμε
προηγουμένως432, αλλά κινείται και στέκεται ακίνητο, όπως αποδεικνύουμε τώρα.

162e4-163b6: Καὶ μὴν εἴπερ γε κινεῖται, μεγάλη ἀνάγκη αὐτῷ ἀλλοιοῦ-


(163a) σθαι· ὅπῃ γὰρ ἄν τι κινηθῇ, κατὰ τοσοῦτον οὐκέθ’ ὡσαύτως
ἔχει ὡς ἔχει433, ἀλλ’ ἑτέρως. — Οὕτως. — Κινούμενον δὲ τὸ ἓν
καὶ ἀλλοιοῦται. — Ναί. — Καὶ μὴν μηδαμῇ γε κινούμενον
οὐδαμῇ ἂν ἀλλοιοῖτο. — Οὐ γάρ. — Εἰ 434 μὲν ἄρα κινεῖται τὸ
οὐκ ὂν ἕν, ἀλλοιοῦται· εἰ 435 δὲ μὴ κινεῖται, οὐκ ἀλλοιοῦται. — (5)
Οὐ γάρ. — Τὸ ἓν ἄρα μὴ ὂν ἀλλοιοῦταί τε καὶ οὐκ ἀλλοι-
οῦται. — Φαίνεται. — Τὸ δ’ ἀλλοιούμενον ἄρα436 οὐκ ἀνάγκη
γίγνεσθαι μὲν ἕτερον ἢ πρότερον, ἀπόλλυσθαι δὲ ἐκ τῆς
(b) προτέρας ἕξεως· τὸ δὲ μὴ ἀλλοιούμενον μήτε γίγνεσθαι
μήτε ἀπόλλυσθαι; — Ἀνάγκη. — Καὶ τὸ ἓν ἄρα μὴ ὂν ἀλλοιού-
μενον μὲν γίγνεταί τε καὶ ἀπόλλυται, μὴ ἀλλοιούμενον δὲ
οὔτε γίγνεται οὔτε ἀπόλλυται· καὶ οὕτω τὸ ἓν μὴ ὂν γίγνεταί
τε καὶ ἀπόλλυται, καὶ οὔτε γίγνεται οὔτε ἀπόλλυται. — Οὐ (5)
γὰρ οὖν.

Και πράγματι, αν τουλάχιστον κινείται, είναι μεγάλη ανάγκη αυτό να αλλοιώνεται, διότι με όποιον τρόπο
κι αν κινηθεί κάτι, κατά τόσο δεν είναι πια στην ίδια κατάσταση όπως ήταν, αλλά σε άλλη. - Έτσι. - Και αν
το εν κινείται, αλλοιώνεται επίσης. - Ναι. - Και πράγματι, αν δεν κινείται τουλάχιστον με κανέναν τρόπο,
δεν θα αλλοιώνεται με κανέναν τρόπο. - Όχι. - Άρα, από την μία, αν κινείται το “εν που δεν είναι”,
αλλοιώνεται· από την άλλη, αν δεν κινείται, δεν αλλοιώνεται. - Όχι. - Άρα το “εν που δεν είναι” και
αλλοιώνεται και δεν αλλοιώνεται. - Είναι φανερό. - Άραγε αυτό που αλλοιώνεται δεν είναι ανάγκη να
γίνεται μεν έτερο απ’ ό,τι ήταν προηγουμένως και να αφανίζεται από την προηγούμενη κατάσταση, ενώ

432
Βλ. 162b9-c6.
433
Pl. B ἔχει. Pl. T εἶχεν. Νοηματικά ταιριάζει καλύτερα ο τύπος “εἶχεν” από τον τύπο “ἔχει” (με την αλλαγή χρόνου
δηλώνεται σαφέστερα η μεταβολή από μία προηγούμενη κατάσταση σε μία άλλη επόμενη).
434
Pl. B εἰ. Pl. T ᾗ.
435
Pl. B εἰ. Pl. T ᾗ.
436
Burnet, Diès: ἆρα. Κατά πάσα πιθανότητα, και ο ίδιος ο Παχυμέρης εννοεί τον τύπο “ἆρα” αντί για τον τύπο “ἄρα”
[βλ. Westerink (Introd.), Παχυμέρους Ὑπόμνημα, σ. ΧΙΧ].
226
αυτό που δεν αλλοιώνεται μήτε να γίνεται μήτε να αφανίζεται; - Είναι ανάγκη. - Άρα και το “εν που δεν
είναι”, όταν αφενός αλλοιώνεται, γίνεται και αφανίζεται, όταν αφετέρου δεν αλλοιώνεται, ούτε γίνεται ούτε
αφανίζεται· και έτσι το “εν που δεν είναι” και γίνεται και αφανίζεται, και ούτε γίνεται ούτε αφανίζεται. -
Φυσικά.

Σοφιστικὸς φανερῶς ὁ λόγος· οὐ γὰρ εἰ κινεῖται, ἀλλοιοῦται, 55.1


φαμέν, ἀλλ’ εἰ ἀλλοιοῦται, κινεῖται· ἡ γὰρ κίνησις καθ’ ὑποκειμένου
τῆς ἀλλοιώσεως, οὐ τὸ ἀνάπαλιν. Οὗτος δὲ καὶ μεγάλην ἀνάγκην εἶναί
φησιν ἀλλοιοῦσθαι εἰ κινεῖται· κατασκευάζει δὲ τοῦτο ἐκ τοῦ τὸ
κινούμενον οὐκέτι ὡσαύτως, ἀλλ’ ἑτέρως ἔχειν. Καλῶς οὖν ὁ Ἀριστο- 55.5
τέλης ἐν τῷ Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς φιλοσοφεῖ περὶ ἀλλοιώσεως, ὡς
ἀκμὴν μὴ διαρθρωθείσης παρὰ τοῖς φιλοσόφοις. Ἔπρεπε γὰρ εἰπεῖν, εἰ
ἀλλοιοῦται, κινεῖται, ἵνα καὶ ἡ σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφὴ εὐοδοῖτο· τὸ
γὰρ μὴ κινούμενον οὐδαμῇ οὐδαμῇ ἀλλοιοῦται. Τί γοῦν βούλεται τὸ
οὐδαμῇ ; Ἢ ὅτι κατὰ κοινοῦ φέρει τὴν ἀλλοίωσιν πάσης κινήσεως· 55.10
μηδαμῇ γοῦν λέγει ἤγουν μήτε κατ’ αὔξησιν μήτε κατὰ φθίσιν μήτε κατὰ
τόπον οὐδ’ ἀλλοιοῦται ποσῶς. Λοιπὸν καὶ ἀλλοιοῦται μὲν ὡς κινούμε-
νον, οὐκ ἀλλοιοῦται δὲ ὡς μὴ κινούμενον· τὸ ἀλλοιούμενον δὲ ἕτερον
γίνεται ἢ πρότερον, τὸ δὲ ἕτερον γενόμενον ἀπόλλυται ἐκ τῆς προτέρας
ἕξεως καὶ ἄλλο τι γίνεται, τὸ δὲ μὴ ἀλλοιούμενον οὔ. Καὶ οὕτως γίνεταί 55.15
τε καὶ οὐ γίνεται, καὶ ἀπόλλυται καὶ οὐκ ἀπόλλυται, ὅπερ ἀδύνατον.

Ο συλλογισμός είναι φανερά σοφιστικός: διότι δεν λέμε αν κινείται, αλλοιώνεται, αλλά αν αλλοιώνεται,
κινείται, γιατί η κίνηση κατηγορείται στο υποκείμενο “αλλοίωση”, όχι το αντίστροφο437. Και αυτός λέει ότι
και είναι μεγάλη ανάγκη να αλλοιώνεται, αν κινείται, ενώ θεμελιώνει αυτό στο γεγονός ότι το κινούμενο
δεν είναι πια στην ίδια κατάσταση, αλλά σε άλλη. Καλώς λοιπόν ο Αριστοτέλης φιλοσοφεί στο έργο Περί
γενέσεως και φθοράς σχετικά με την αλλοίωση, ότι δεν έχει ακόμα διατυπωθεί σαφώς από τους
φιλοσόφους438. Πράγματι, έπρεπε να πει “αν αλλοιώνεται, κινείται”, για να επιτευχθεί και η αντιστροφή
μαζί με την αντίθεση439· διότι αυτό που δεν κινείται με κανέναν τρόπο δεν αλλοιώνεται με κανέναν τρόπο.

437
Δηλαδή ισχύει ότι η αλλοίωση είναι κίνηση (η κίνηση κατηγορείται στην αλλοίωση) και όχι “η κίνηση είναι
αλλοίωση”.
438
Βλ. Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Α 1-2 (314a1-317a31).
439
Για τον όρο σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφή βλ. παραπάνω υποσημ. 182.
227
Γιατί τότε χρησιμοποιεί το “με κανέναν τρόπο”; Διότι εφαρμόζει την αλλοίωση από κοινού με κάθε
κίνηση· λέει τουλάχιστον τότε “με κανέναν τρόπο”, δηλαδή ούτε κατ’ αύξηση ούτε κατά φθίση ούτε κατά
τόπο440 δεν αλλοιώνεται καθόλου. Έτσι λοιπόν και αλλοιώνεται μεν ως κινούμενο και δεν αλλοιώνεται ως
μη κινούμενο, και αυτό που αλλοιώνεται γίνεται έτερο απ’ ό,τι ήταν προηγουμένως, ενώ αυτό που γίνεται

Κατά τον Παχυμέρη, ο συλλογισμός “Αν κάτι αλλοιώνεται, κινείται· δεν κινείται· άρα δεν αλλοιώνεται” είναι ο
σωστός, ενώ ο αντίστροφος συλλογισμός “Αν κάτι κινείται, αλλοιώνεται· δεν αλλοιώνεται· άρα δεν κινείται”
είναι εσφαλμένος, εφόσον αν κάτι δεν αλλοιώνεται, μπορεί να εκτελέσει και άλλου είδους κίνηση (π.χ. τοπική
κίνηση, αύξηση-φθίση κ.ά.).
Επίσης, ο Παχυμέρης αποκαλεί “σοφιστικό” τον πλατωνικό συλλογισμό, έχοντας ίσως κατά νου τους παρὰ τὸ
ἑπόμενον παραλογισμούς: Ὁ δὲ παρὰ τὸ ἑπόμενον ἔλεγχος διὰ τὸ οἴεσθαι ἀντιστρέφειν τὴν ἀκολούθησιν· ὅταν γὰρ
τοῦδε ὄντος ἐξ ἀνάγκης τόδε ᾖ, καὶ τοῦδε ὄντος οἴονται καὶ θάτερον εἶναι ἐξ ἀνάγκης. ὅθεν καὶ αἱ περὶ τὴν δόξαν
ἐκ τῆς αἰσθήσεως ἀπάται γίνονται· πολλάκις γὰρ τὴν χολὴν μέλι ὑπέλαβον διὰ τὸ ἕπεσθαι τὸ ξανθὸν χρῶμα τῷ
μέλιτι· καὶ ἐπεὶ συμβαίνει τὴν γῆν ὕσαντος γίνεσθαι διάβροχον, κἂν ᾖ διάβροχος, ὑπολαμβάνομεν ὗσαι. τὸ δ’ οὐκ
ἀναγκαῖον (Περὶ τῶν Σοφιστικῶν Ἐλέγχων, 167b1-8). Όπως στο αριστοτελικό παράδειγμα ο συλλογισμός “Η γη
βρεγμένου εδάφους γίνεται υγρή. Αντιστρόφως, αν η γη είναι υγρή, θεωρούμε ότι έχει βρέξει” είναι εσφαλμένος
(το υγρό έδαφος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην το γεγονός ότι έχει βρέξει), έτσι και ο εν λόγω συλλογισμός είναι
εσφαλμένος, καθώς η κίνηση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την αλλοίωση του κινουμένου, αφού υπάρχουν και
άλλα είδη κίνησης που θα μπορούσαν να αποδοθούν εξίσου σε ένα κινούμενο, όπως π.χ. αύξηση-φθίση, γένεση
φθορά κ.ά. (για τους παρὰ τὸ ἑπόμενον παραλογισμούς, βλ. επίσης Νικηφόρο Βλεμμύδη, Ἐπιτομή Λογικῆς, κεφ.
λη΄, σ. 176.24-34).
440
Πρβλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. VII, 1156.14-17 (Cousin): τὸ δὲ κατά τι τῶν ἐν ἑαυτῷ κινούμενον ἀλλοιοῦσθαι λέγεται
πᾶν, εἴτε γένεσιν εἴτε φθορὰν εἴτε αὔξησιν εἴτε μείωσιν εἴτε σύγκρισιν εἴτε διάκρισιν ὑπομένει. Ωστόσο, ο Παχυμέρης
εσφαλμένα συγκαταλέγει και την τοπική κίνηση στην αλλοίωση, η οποία (τοπική) σαφώς διακρίνεται από την
δεύτερη τόσο στον Πλάτωνα (138b8-c1) όσο και στον Πρόκλο [1156.2-18, 30-32 (Cousin), ο οποίος μάλιστα
διαχωρίζει την τοπική κίνηση ως εξωτερική μεταβολή από την αλλοίωση (που περιλαμβάνει τις υπόλοιπες
κινήσεις: γένεση-φθορά, αύξηση-μείωση, ανάμιξη-διάκριση) ως εσωτερική]. Επίσης ο Πρόκλος ερευνά τις
κινήσεις αυτές πάντα στο μεταφυσικό τους πλαίσιο· συγκεκριμένα, ακολουθώντας τον Πλάτωνα [στους Νόμους
(893b κ.έ.), στον Τίμαιο (50c), στον Θεαίτητο (181d), στον Πολιτικό (269d) και στον Φαίδρο (247b κ.έ.)],
εφαρμόζει και διακρίνει την τοπική κίνηση και την αλλοίωση (ως μοναδικές κινήσεις κατά τον Πλάτωνα, βλ.
Παρμ. 138b8-c1) σε νοερές ἐν τῷ νῷ, ψυχικές ἐν τῇ ψυχῇ και σωματικές ἐν τοῖς αισθητοῖς, αποκλείοντας όμως
την αλλοίωση στις κινήσεις των θεών (αφού ταιριάζει σε αυτούς το αιώνιο και η ἀΐδιος ὑπόστασις) [βλ. Εἰς Παρμ.
VII, 1155.12-1158.17 (Cousin)].
228
έτερο αφανίζεται από την προηγούμενη κατάσταση και γίνεται κάτι άλλο441, ενώ αυτό που δεν αλλοιώνεται
όχι. Και έτσι και γίνεται και δεν γίνεται, και αφανίζεται και δεν αφανίζεται, πράγμα που είναι αδύνατον442.443

441
Βλ. Παρμενίδης 138c1-3, καθώς και την αντίστοιχη εξήγηση που δίνει ο Πρόκλος για το πώς το εν, αν αλλοιωνόταν,
δεν θα ήταν εν αλλά πλήθος [Εἰς Παρμ. VII, 1158.35-1160.4 (Cousin)].
442
Η συγκεκριμένη φράση του Παχυμέρη “ὅπερ ἀδύνατον” μάλλον αναφέρεται στο γεγονός ότι είναι αδύνατον το
ίδιο κατηγόρημα να ανήκει και να μην ανήκει (να καταφάσκεται και να αποφάσκεται) ταυτόχρονα στο ίδιο
υποκείμενο, δηλαδή να ισχύει ότι το εν και “γίνεται” και δεν “γίνεται”, καθώς και αφανίζεται και δεν
αφανίζεται· αν ίσχυε ένα τέτοιο φαινόμενο, θα αναιρείτο η αρχή της μη αντίφασης. Κατά τον Αριστοτέλη (τον
οποίο φαίνεται να ακολουθεί εδώ ο Παχυμέρης), η αρχή της μη αντίφασης συγκαταλέγεται στις “βεβαιοτάτες”
λογικές αρχές, πάνω στις οποίες βασίζεται η φιλοσοφική σκέψη ως ἐπιστήμη [και όχι ως διαλεκτική (κατά τους
πλατωνικούς) ούτε ως σοφιστική (κατά τους σοφιστές και τους εριστικούς φιλοσόφους)]· η διατύπωση της αρχής
αυτής είναι η εξής: τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό (…) ἀδύνατον
γὰρ ὁντινοῦν ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν εἶναι καὶ μὴ εἶναι (Βλ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ, Γ 3, 1005b5-24, όπως και την σχετική
ανάλυση της αρχής αυτής στο χωρίο 1005b35-1011b22).
Βέβαια, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι η επισήμανση του ἀδυνάτου στον εν λόγω συλλογισμό μας
παραπέμπει ουσιαστικά στην θεωρία του Πρόκλου, κατά την οποία οι υποθέσεις 6-9 του ἕν εἰ μὴ ἔστιν συνάγουν
μόνο αδύνατα και άτοπα και όχι κάποιες φύσεις ή αρχές (βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 3γ). Ωστόσο, ένας
τέτοιος ισχυρισμός απορρίπτεται αμέσως, καθώς ο ίδιος ο Παχυμέρης θα δηλώσει παρακάτω ότι η εφαρμογή της
αρχής της μη αντίφασης στο σημείο αυτό χρησιμεύει ως εργαλείο απόδειξης των καταφατικών συμπερασμάτων
διά του αδυνάτου (βλ. εξήγηση 56.15-28, καθώς και παρακάτω υποσημ. 458)· οι αρνήσεις αυτές δεν πρέπει να
θεωρηθούν αποφατικά συμπεράσματα συζευγμένα μαζί με τα καταφατικά, καθώς αυτά εξετάζονται ξεχωριστά
τα μεν από τα δε, ενώ η συναρμογή τους στην μορφή “ἑπόμενα ἅμα καὶ μὴ ἑπόμενα” γίνεται κάθε φορά εκ των
υστέρων [βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 5 (ιδίως υποσημ. 107)].
443
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Αριστοτέλης ορίζει την αλλοίωση ως μία μορφή μεταβολής, κατά την οποία το υποκείμενο
μεταβάλλεται από την μία ποιότητα-ιδιότητα-κατηγόρημα (πάθος ή συμβεβηκός) στην αντίθετή της, ενώ αυτό
υπομένει την συγκεκριμένη μεταβολή χωρίς να μεταβάλλεται και το ίδιο (φαινόμενο που αντιθέτως παρατηρείται
στην “γένεση”, όπου μεταβάλλεται ολόκληρο το αισθητό πράγμα): Ἐπειδὴ οὖν ἐστί τι τὸ ὑποκείμενον καὶ ἕτερον
τὸ πάθος ὃ κατὰ τοῦ ὑποκειμένου λέγεσθαι πέφυκεν, καὶ ἔστι μεταβολὴ ἑκατέρου τούτων, ἀλλοίωσις μέν ἐστιν, ὅταν
ὑπομένοντος τοῦ ὑποκειμένου, αἰσθητοῦ ὄντος, μεταβάλλῃ ἐν τοῖς αὑτοῦ πάθεσιν, ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μεταξύ, οἷον
τὸ σῶμα ὑγιαίνει καὶ πάλιν κάμνει ὑπομένον γε ταὐτό, καὶ ὁ χαλκὸς στρογγύλος, ὁτὲ δὲ γωνιοειδὴς ὁ αὐτός γε ὤν.
Ὅταν δ’ ὅλον μεταβάλλῃ μὴ ὑπομένοντος αἰσθητοῦ τινὸς ὡς ὑποκειμένου τοῦ αὐτοῦ, ἀλλ’ οἷον ἐκ τῆς γονῆς αἷμα
πάσης ἢ ἐξ ὕδατος ἀὴρ ἢ ἐξ ἀέρος παντὸς ὕδωρ, γένεσις ἤδη τὸ τοιοῦτον (Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Α 4, 319b8-
17)· επίσης, ένα άλλο παράδειγμα αλλοίωσης, σε αντίθεση με την γένεση-φθορά, είναι ο άνθρωπος που από
μουσικός γίνεται άμουσος, μια μεταβολή μεταξύ παθῶν καθ’ αὑτά (δηλαδή η μεταβολή εντοπίζεται στα πάθη
μόνο, όχι και στο ίδιο το υποκείμενο, που παραμένει το ίδιο): οἷον ὁ μουσικὸς ἄνθρωπος ἐφθάρη, ἄνθρωπος δ’
ἄμουσος ἐγένετο, ὁ δ’ ἄνθρωπος ὑπομένει τὸ αὐτό. Εἰ μὲν οὖν τούτου μὴ πάθος ἦν καθ’ αὑτὸ ἡ μουσικὴ καὶ ἡ
ἀμουσία, τοῦ μὲν γένεσις ἦν ἄν, τοῦ δὲ φθορά· διὸ ἀνθρώπου μὲν ταῦτα πάθη, ἀνθρώπου δὲ μουσικοῦ καὶ ἀνθρώπου
ἀμούσου γένεσις καὶ φθορά· νῦν δὲ πάθος τοῦτο τοῦ ὑπομένοντος. Διὸ ἀλλοίωσις τὰ τοιαῦτα (319b25-31).
Συνεπώς, οι μεταβολές μπορούν να διακριθούν ως εξής: το μεταβαλλόμενο μεταβάλλεται ή καθ’ἑαυτό (γένεση-
φθορά), ή κατά τι τῶν ἐν αὐτῷ, δηλαδή κατά ποσόν (αύξηση-μείωση) και κατά ποιόν (αλλοίωση), ή περὶ αὐτό
(κατά τόπον μεταβολή) [βλ. Νικηφόρο Βλεμμύδη, Ἐπιτομή Λογικῆς, κεφ. κα΄, σ. 84.34-85.4].
229
163b6-164b4: Αὖθις δὴ ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἴωμεν πάλιν ὀψόμενοι εἰ ταῦτα444 (6)
ἡμῖν φανεῖται ἅπερ καὶ νῦν ἢ ἕτερα. — Ἀλλὰ χρή. — Οὐκοῦν
(c) ἓν εἰ μὴ ἔστι, φαμέν, τί χρὴ περὶ αὐτοῦ συμβαίνειν; —
Ναί. — Τὸ δὲ μὴ ἔστιν ὅταν λέγωμεν, ἆρα μή τι ἄλλο
σημαίνει ἢ οὐσίας ἀπουσίαν τούτῳ ᾧ ἂν φῶμεν μὴ εἶναι; —
Οὐδὲν ἄλλο. — Πότερον οὖν, ὅταν φῶμεν μὴ εἶναί τι, πῶς
οὐκ εἶναί φαμεν αὐτό, πῶς445 δὲ εἶναι; Ἢ τοῦτο τὸ μὴ ἔστι (5)
λεγόμενον ἁπλῶς σημαίνει ὅτι οὐδαμῶς οὐδαμῇ ἔστιν οὐδέ
πῃ μετέχει οὐσίας τό γε μὴ ὄν; — Ἁπλούστατα μὲν οὖν. —
Οὔτε ἄρα εἶναι δύναιτ’ ἂν τὸ μὴ ὂν οὔτε ἄλλως οὐδαμῶς
(d) οὐσίας μετέχειν. — Οὐ γάρ. — Τὸ δὲ γίγνεσθαι καὶ τὸ ἀπόλ-
λυσθαι μή τι ἄλλο ᾖ ἢ τὸ μὲν οὐσίας μεταλαμβάνειν, τὸ
δ’ ἀπολλύναι οὐσίαν; — Οὐδὲν ἄλλο. — Ὧι δέ γε μηδὲν
τούτου μέτεστιν, οὔτε ἀναλαμβάνει446 οὔτ’ ἀπολλύει447 αὐτό. —
Πῶς γάρ; — Τῷ ἑνὶ ἄρα, ἐπειδὴ οὐδαμῇ ἔστιν, οὔτε ἑκτέον (5)
οὔτε ἀπαλλακτέον οὔτε μεταληπτέον οὐσίας οὐδαμῶς. —
Εἰκός. — Οὔτε ἄρα ἀπόλλυται τὸ μὴ ὂν ἓν οὔτε γίγνεται,
ἐπείπερ οὐδαμῇ μετέχει οὐσίας. — Οὐ φαίνεται. — Οὐδ’ ἄρ’
(e) ἀλλοιοῦται οὐδαμῇ· ἤδη γὰρ ἂν γίγνοιτό τε καὶ ἀπολλύοιτο
τοῦτο πάσχον. — Ἀληθῆ. — Εἰ δὲ μὴ ἀλλοιοῦται, οὐκ ἀνάγκη
μηδὲ κινεῖσθαι; — Ἀνάγκη. — Οὐδὲ μὴν ἑστάναι φήσομεν τὸ
μηδαμοῦ ὄν· τὸ γὰρ ἑστὼς ἐν τῷ αὐτῷ τινι δεῖ ἀεὶ εἶναι τὸ αὐτό448. —
Πῶς γὰρ οὔ; — Οὕτω δὴ αὐτὸ449 μὴ ὂν μήτε ποτὲ (5)
ἑστάναι μήτε κινεῖσθαι λέγομεν 450. — Μὴ γὰρ οὖν. — Ἀλλὰ
μὴν οὐδ’ ἔστι γε αὐτῷ τι τῶν ὄντων· ἤδη γὰρ ἂν τούτου

444
Pl. B, T ταὐτὰ.
445
Burnet, Diès: πὼς (163c4,5). Νοηματικά ταιριάζει περισσότερο η χρήση του αόριστου συσχετικού επιρρήματος
“πὼς” (κάπως) από το ερωτηματικό “πῶς” (βλ. και εξήγηση 56.30-31).
446
Pl. B ἀναλαμβάνοι. Pl. T οὔτ’ ἂν λαμβάνοι.
447
Pl. B, T άπολλύοι.
448
Pl. B, T τῷ αὐτῷ [στον κώδικα Β ο τύπος αυτός αποδίδεται στην απάντηση του συνομιλητή, ούτως ώστε το
κείμενο να έχει ως εξής: …δεῖ ἀεὶ εἶναι. — Τῷ αὐτῷ· πῶς γὰρ οὔ; (βλ. επίσης εκδόσεις Burnet και Diès)].
449
Pl. Y, W αὐτὸ. Pl. B, T αὖ τῷ. Burnet, Diès αὖ τὸ.
450
Pl. B, T λέγωμεν.
230
(164a) μετέχον ὄντος451 οὐσίας μετέχοι. — Δῆλον. — Οὔτε ἄρα μέγεθος
οὔτε σμικρότης οὔτε ἰσότης αὐτῷ ἐστιν. — Οὐ γάρ. — Οὐδὲ
μὴν ὁμοιότης γε οὔτε ἑτεροιότης οὔτε πρὸς αὐτὸ452 οὔτε πρὸς
ἄλλα453 εἴη ἂν αὐτῷ. — Οὐ φαίνεται. — Τί δέ; Τἆλλα ἔσθ’
ὅπως ἂν εἴη αὐτῷ, εἰ μηδὲν αὐτὸ454 δεῖ εἶναι; — Οὐκ ἔστιν. — (5)
Οὔτε ἄρα ὅμοια οὔτε ἀνόμοια οὔτε ταὐτὰ οὔτε ἕτερά ἐστιν
αὐτῷ τὰ ἄλλα. — Οὐ γάρ. — Τί δέ; Τὸ ἐκείνου ἢ τὸ ἐκείνῳ
ἢ τὸ τὶ ἢ τὸ τοῦτο ἢ τὸ τούτου ἢ ἄλλου ἢ ἄλλῳ ἢ ποτὲ ἢ
(b) ἔπειτα ἢ νῦν ἢ ἐπιστήμη ἢ δόξα ἢ αἴσθησις ἢ λόγος ἢ
ὄνομα ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τῶν ὄντων περὶ τὸ μὴ ὂν ἔσται; — Οὐκ
ἔσται. — Οὕτω δὴ ἓν οὐκ ὂν οὐκ ἔχει πως. — Οὐδαμῇ. Οὐκοῦν455
δὴ ἔοικέ γε οὐδαμῇ ἔχειν.

Έπειτα, βέβαια, ας επανέλθουμε στην αρχή για να εξετάσουμε αν αυτά θα γίνουν φανερά σε μας όπως είναι
και τώρα, ή διαφορετικά. - Πρέπει. - Αν λοιπόν το εν δεν είναι, λέμε, τί πρέπει να ακολουθεί σχετικά με
αυτό; - Ναι. - Όταν όμως λέμε το “δεν είναι”, άραγε δεν σημαίνει τίποτε άλλο πέρα από απουσία της ουσίας
από αυτό, το οποίο θα λέγαμε ότι δεν είναι; - Τίποτε άλλο. - Τί λοιπόν ισχύει από τα δύο: όταν πούμε ότι
κάτι δεν είναι, λέμε ότι αυτό δεν είναι κατά κάποιον τρόπο και κατ’ άλλον είναι; Ή αυτό το λεγόμενο “δεν
είναι” σημαίνει μόνον ότι τουλάχιστον το μη ον δεν είναι με κανέναν τρόπο και πουθενά, ούτε μετέχει με
κάποιον τρόπο στην ουσία; - Απολύτως. - Άρα το μη ον ούτε θα μπορεί να είναι ούτε να μετέχει στην ουσία
με κανέναν άλλον τρόπο. - Πράγματι, όχι. - Και το να “γίνεται” και το να αφανίζεται μπορούν να είναι κάτι
άλλο πέρα από το να λαμβάνει μεν ένα μέρος από την ουσία, να χάνει δε την ουσία; - Τίποτε άλλο. - Και
αυτό τουλάχιστον που δεν έχει κανένα μερίδιο από αυτό [την ουσία], ούτε δέχεται ούτε χάνει αυτό. -
Πράγματι, πώς θα μπορούσε; - Άρα το εν, επειδή δεν είναι με κανέναν τρόπο, ούτε πρέπει να έχει ούτε
πρέπει να απαλλάσσεται ούτε πρέπει να λαμβάνει μέρος από την ουσία με κανέναν τρόπο. - Εύλογα. - Άρα
το εν μη ον [“το εν που δεν είναι”] ούτε αφανίζεται ούτε “γίνεται”, επειδή ακριβώς δεν μετέχει με κανέναν
τρόπο στην ουσία. - Είναι φανερό πως όχι. - Άρα ούτε αλλοιώνεται, διότι αν υποστεί αυτή την ιδιότητα,
πλέον θα “γίνεται” και θα αφανίζεται. - Είναι αλήθεια. - Αν όμως δεν αλλοιώνεται, δεν είναι ανάγκη μήτε
να κινείται; - Είναι ανάγκη. - Ούτε πράγματι θα πούμε ότι αυτό που δεν είναι πουθενά στέκεται ακίνητο,

451
Ο Burnet οβελίζει το “ὄντος”, ενώ ο Stallbaum δέχεται την γραφή “τοῦ ὄντος” (βλ. Burnet, κριτικό υπόμνημα).
452
Burnet, Diès: αὑτὸ.
453
Pl. B ἄλλα. Pl. T τἆλλα.
454
Pl. B, T αὐτῷ.
455
Burnet, Diès: …πως οὐδαμῇ. — Οὔκουν… .
231
διότι το ακίνητο πρέπει να είναι πάντοτε το ίδιο στο ίδιο σημείο. - Πράγματι, πώς όχι; - Έτσι βέβαια λέμε
ότι αυτό, εφόσον δεν είναι, ούτε στέκεται ποτέ ακίνητο ούτε κινείται. - Βεβαίως όχι. - Αλλά όμως ούτε κάτι
από τα όντα είναι τουλάχιστον σε αυτό· διότι αν μετέχει σε αυτό που είναι, θα μετέχει ήδη στην ουσία. -
Είναι φανερό. - Άρα δεν είναι σε αυτό ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα ούτε ισότητα. - Όχι φυσικά. - Πράγματι,
ούτε ομοιότητα τουλάχιστον ούτε το ετεροειδές θα είναι σε αυτό, ούτε σε σχέση με το ίδιο ούτε σε σχέση
με τα άλλα. - Είναι φανερό πως όχι. - Και τότε τί; Υπάρχει τρόπος να μπορούν να είναι τα άλλα σε αυτό, αν
αυτό πρέπει να μην είναι τίποτα; - Δεν υπάρχει. - Άρα τα άλλα δεν είναι ούτε όμοια ούτε ανόμοια ούτε τα
ίδια ούτε έτερα σε σχέση με αυτό. - Όχι φυσικά. - Και τότε τί; Θα υπάρχει σχετικά με το μη ον το “εκείνου”
ή το “σε εκείνο” ή το “κατιτί” ή το “αυτό” ή το “αυτού” ή το “άλλου” ή το “σε άλλο” ή το “κάποτε στο
παρελθόν” ή το “μετά” ή το “τώρα” ή γνώση ή γνώμη ή αίσθηση ή λόγος ή όνομα ή οτιδήποτε άλλο που
συγκαταλέγεται στα όντα; - Δεν θα υπάρχει. - Έτσι βέβαια το εν μη ον δεν είναι με έναν συγκεκριμένο
τρόπο. - Με κανέναν τρόπο. Βέβαια λοιπόν, φαίνεται ότι τουλάχιστον δεν είναι με κανέναν τρόπο.

Εἰπὼν τίνα ἕπεται τῷ ἑνὶ μὴ ὄντι, αὖθις ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἵησι καὶ 56.15
σκοπεῖ τίνα οὐχ ἕπονται τῷ ἑνὶ μὴ ὄντι, ὥστε, ἅπερ πρότερον ἔλεγε (τὸ
μηδαμῇ κινούμενον οὐδαμῇ ἀλλοιοῦται, καὶ τὸ μὴ ἀλλοιούμενον οὔτε
γίνεται οὔτε ἀπόλλυται) οὐκ ἀπέφαινε ταῦτα τοῦ ἑνὸς μὴ ὄντος, ἀλλ’
ἀπόδειξιν ἐποιεῖτο τῶν καταφατικῶν ὧν ἔλεγε διὰ τοῦ ἀδυνάτου. Ὅτι
λέγω δηλονότι· τὸ κινούμενον ἀλλοιοῦται· τὸ γὰρ μὴ κινούμενον οὐκ 56.20
ἀλλοιοῦται, τὸ δὲ μὴ ἀλλοιούμενον οὐ γίνεται ἕτερον ἢ πρότερον, τοῦτο
δὲ οὔτε γίνεται οὔτ’ ἀπόλλυται, ἀλλ’ ἦν καὶ γινόμενον καὶ ἀπολλύμενον
καὶ ἑτέρως ἔχον. Ὥστε τὸ αὐτὸ ἓν μὴ ὂν εὕρηται κατὰ μὲν τὰς προτέρας
ὑποθέσεις καὶ γινόμενον καὶ ἀπολλύμενον, κατὰ δὲ τὴν νῦν τὴν μὴ
δεχομένην ὅτι οὐ κινεῖται οὐδ’ ἀλλοιοῦται, καὶ μήτε γινόμενον μήτε 56.25
ἀπολλύμενον, ὅπερ ἀδύνατον· ὥστε κινεῖται ἄρα καὶ ἀλλοιοῦται, εἰ
μέλλομεν φυλάττειν τὰς προτέρας ὑποθέσεις. Ἐκ τούτου δὲ ἀποδείκνυ-
σι τὰ μὴ ἑπόμενα τῷ ἑνὶ μὴ ὄντι, καὶ λαμβάνει αὐτὸ τὸ μὴ εἶναι· τὸ γὰρ
μὴ ἔστι, φησί, τότε λέγομεν ὅταν οὐσίας ἀπουσίαν τούτῳ προσμαρτυ-
ρῶμεν, ᾧ ἂν φῶμεν μὴ εἶναι· οὐκ εἶναι γοῦν φαμεν αὐτὸ πῶς, πῶς δ’ 56.30
εἶναι, ἢ ἁπλῶς μὴ εἶναι ὅτι οὐδαμῶς οὐδαμῇ ἐστιν οὐδέ πῃ οὐσίας
μετέχει. Καὶ ἀπολογεῖται ὁ προσδιαλεγόμενος οὐ μόνον Ἁπλῶς, ἀλλ’
Ἁπλούστατα· οὔτε ἄρα δύναται εἶναι τὸ μὴ ὂν οὔτε οὐσίας μετέχειν, τὸ
δὲ γίνεσθαι οὐκ ἄλλο ἐστὶν ἢ τὸ οὐσίας μετέχειν, ὁμοίως καὶ τὸ

232
ἀπόλλυσθαι τὸ οὐσίαν ἀπολλύναι. Οὔτε γοῦν ἀναλαμβάνει οὔτε 57.1
ἀπολλύει οὗ μὴ μετέχει· τῷ ἑνὶ ἄρα, ἐπειδὴ οὐδαμῇ ἔστιν, οὔτε ἑκτέον
οὔτε ἀπαλλακτέον οὔτε μεταληπτέον οὐσίας· οὐκ ἄρα οὔτε γίνεται οὔτε
ἀπόλλυται. Μήτε γοῦν γινόμενον μήτε ἀπολλύμενον οὐδ’ ἀλλοιοῦται,
ἐπεὶ κατὰ κοινοῦ πάσης μεταβολῆς τὴν ἀλλοίωσιν ἔλεγεν, ᾧπερ 57.5
Ἀριστοτέλης οὐ τίθεται· εἰ δ’ οὐκ ἀλλοιοῦται οὐδὲ κινεῖται, οὔτε ἄρα
ἵσταται τὸ μὴ ὂν μηδαμῇ, τὸ γὰρ ἑστὼς ἐν τῷ αὐτῷ τινι δεῖ εἶναι. Ἀλλὰ
μὴν οὐδ’ ἔστι γε αὐτῷ τι τῶν ὄντων· τὸ γὰρ τὶ ὄν τί ἐστι· καὶ εἰ ἦν τὶ τὸ
ἓν μὴ ὄν, ὀντώσεως456 ἂν μετεῖχεν. Εἰ γοῦν τι οὐκ ἔστιν αὐτῷ, οὔτε
μέγεθός ἐστιν οὔτε σμικρότης οὔτε ἰσότης αὐτῷ οὐδὲ ὁμοιότης οὐδὲ 57.10
ἑτεροιότης, οὐδὲ πρὸς αὐτὸ οὐδὲ πρὸς τὰ ἄλλα, οὔτε τὰ ἄλλα εἴη αὐτῷ·
τὰ γὰρ ἄλλα τιν’ ἄττα εἰσὶ καὶ οὐσίας μετέχει, ὥστε οὐ σχέσις τις αὐτῶν
πρὸς αὐτό ἐστιν. Οὔτε ἔστιν αὐτῷ τὸ ἐκείνου ἢ τὸ τούτου ἢ ἐκείνῳ καὶ
τὰ λοιπά, ἐπεὶ οὐκ ἔνι αὐτῷ τι ἢ ἀποφαινόμενον ἢ καταφαινόμενον·
οὐδὲ γὰρ ἐπιστήμη οὐδ’ αἴσθησις οὐδὲ λόγος οὐδ’ ὄνομα οὐδ’ ἄλλο 57.15
ὁτιοῦν· εἰ γοῦν οὐκ ἔχει πώς τι τούτων, οὐδαμῇ ἂν ἔχοι.

Αφού είπε ποια συμπεράσματα έπονται για το εν μη ον, επανέρχεται στην αρχή και εξετάζει ποια
συμπεράσματα δεν έπονται για το εν μη ον, ώστε, αυτά ακριβώς που έλεγε προηγουμένως (αυτό που δεν
κινείται με κανέναν τρόπο δεν αλλοιώνεται με κανέναν τρόπο, και αυτό που δεν αλλοιώνεται ούτε “γίνεται”
ούτε αφανίζεται) δεν τα αρνήθηκε για το εν μη ον, αλλά επιχειρούσε να αποδείξει τα καταφατικά
συμπεράσματα μέσω του αδυνάτου. Δηλαδή λέω: το κινούμενο αλλοιώνεται, διότι το μη κινούμενο δεν
αλλοιώνεται, ενώ αυτό που δεν αλλοιώνεται δεν γίνεται άλλο απ’ ό,τι γινόταν προηγουμένως, και αυτό ούτε
“γίνεται” ούτε αφανίζεται, αλλά ήταν και “γινόμενο” και φθειρόμενο και σε άλλη κατάσταση. Συνεπώς, το
ίδιο το εν μη ον έχει βρεθεί, κατά μεν τις προηγούμενες υποθέσεις και ως “γινόμενο” και ως φθειρόμενο,
κατά δε την παρούσα υπόθεση, που δέχεται ότι δεν κινείται ούτε αλλοιώνεται, και ως μήτε “γινόμενο” μήτε
φθειρόμενο457, πράγμα αδύνατον· με αποτέλεσμα άρα να κινείται και να αλλοιώνεται, αν πρόκειται να
διατηρήσουμε τις προηγούμενες υποθέσεις458. Με αφετηρία αυτό το σημείο αποδεικνύει τα συμπεράσματα

456
Βλ. υποσημ. 460.
457
Θα χρειαστεί να θεωρήσουμε την άρνηση μὴ στην μετοχή δεχομένην ως πλεονασμό, καθώς η εν λόγω παρούσα
υπόθεση δέχεται τα αποφατικά συμπεράσματα «δεν κινείται-δεν αλλοιώνεται-δεν “γίνεται”-δεν αφανίζεται» για
το ένα (163d7-e3).
458
Ο Παχυμέρης εξηγεί γιατί τα συμπεράσματα “οὐκ ἀλλοιοῦται, οὔτε γίγνεται οὔτε ἀπόλλυται”, του χωρίου 162e4-
163b6, μολονότι είναι αποφατικά, δεν πρέπει να εκληφθούν ως αποφατικά συμπεράσματα της συγκεκριμένης
233
που δεν έπονται για το εν μη ον, και λαμβάνει το ίδιο το “μη είναι”: διότι, λέει, τότε λέμε το “δεν είναι”,
όταν επιβεβαιώνουμε την απουσία της ουσίας από αυτό, το οποίο θα λέγαμε ότι δεν είναι· τουλάχιστον τότε
λέμε ότι αυτό δεν είναι κατά κάποιον τρόπο, και κατ’ άλλον είναι, ή μόνο δεν είναι, διότι δεν είναι με κανέναν
τρόπο και πουθενά, ούτε μετέχει με κάποιον τρόπο στην ουσία. Και απαντά ο συνομιλητής όχι μόνο
“Μοναδικά” αλλά “Απολύτως”· άρα το μη ον ούτε μπορεί να είναι ούτε να μετέχει στην ουσία, και το να
“γίνεται” δεν είναι άλλο πέρα από το να μετέχει στην ουσία, ομοίως και το να αφανίζεται το να χάνει την
ουσία. Τουλάχιστον τότε ούτε δέχεται ούτε χάνει αυτό, στο οποίο δεν μετέχει· άρα το εν, επειδή δεν είναι με
κανέναν τρόπο, ούτε πρέπει να έχει ούτε πρέπει να απαλλάσσεται ούτε πρέπει να λαμβάνει μέρος από την
ουσία, άρα ούτε αφανίζεται ούτε “γίνεται”. Τουλάχιστον τότε, αν ούτε “γίνεται” ούτε αφανίζεται, ούτε
αλλοιώνεται, επειδή αναφερόταν στην αλλοίωση από κοινού με κάθε κίνηση, πράγμα το οποίο ο
Αριστοτέλης δεν δέχεται459· και αν δεν αλλοιώνεται, ούτε κινείται, άρα ούτε αυτό που δεν είναι πουθενά
στέκεται ακίνητο, διότι το ακίνητο πρέπει να είναι πάντοτε στο ίδιο σημείο. Αλλά όμως ούτε κάτι από τα όντα
είναι τουλάχιστον σε αυτό· διότι το κάτι είναι “κάτι που είναι”, και αν το εν μη ον ήταν κάτι, θα μετείχε στην
ουσία 460 . Τουλάχιστον τότε, αν κάτι δεν είναι σε αυτό, ούτε μέγεθος ούτε μικρότητα ούτε ισότητα ούτε

υπόθεσης, αλλά ως αποδείξεις των καταφατικών συμπερασμάτων “ἀλλοιοῦται – γίγνεται – ἀπόλλυται” διὰ τοῦ
ἀδυνάτου, δηλαδή μέσω της αρχής της μη αντίφασης (βλ. και παραπάνω υποσημ. 442). Με άλλα λόγια, το εν μη
ον, ως αλλοιούμενο “γίνεται” και αφανίζεται, ως μη αλλοιούμενο, ούτε “γίνεται” ούτε αφανίζεται· όμως είναι
αδύνατο τα ίδια κατηγορήματα να καταφάσκονται και να αποφάσκονται ταυτόχρονα στο ίδιο υποκείμενο, ούτως
ώστε να αποδεικνύεται εν τέλει ότι το εν μη ον κινείται και αλλοιώνεται, “γίνεται” και αφανίζεται, εφόσον βέβαια
και το είδος της εν λόγω υπόθεσης υπαγορεύει να συνάγονται και να ισχύουν τα καταφατικά συμπεράσματα (αν
το εν δεν είναι, ποια συμπεράσματα έπονται για το εν). Η χρήση των παραπάνω αρνήσεων ως εργαλείων
απόδειξης των καταφατικών (και όχι με σκοπό να θεμελιωθούν ως αποφατικά συμπεράσματα στην υπόθεση αυτή)
θα δώσει το έναυσμα για την εξέταση της επόμενης υπόθεσης, στην οποία τώρα πια έπονται τα αποφατικά
συμπεράσματα: “αν το εν δεν είναι, ποια συμπεράσματα δεν έπονται για το εν”.
459
Βλ. Αριστοτέλη Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Α 4, 319b6-320a7, όπου ο Σταγειρίτης διακρίνει σαφώς τα διάφορα
είδη μεταβολών μεταξύ τους, κυρίως όμως την γένεση-φθορά και την αλλοίωση [βλ. παραπάνω εξήγηση 55.1-16
(ιδίως για την διάκριση της αλλοίωσης από την γένεση και την φθορά, βλ. παραπάνω υποσημ. 443)]. Ο
Αριστοτέλης συνοψίζει τις διαφορές μεταξύ των μεταβολών ως εξής: Ὅταν μὲν οὖν κατὰ τὸ ποσὸν ᾖ ἡ μεταβολὴ
τῆς ἐναντιώσεως, αὔξη καὶ φθίσις, ὅταν δὲ κατὰ τόπον, φορά, ὅταν δὲ κατὰ πάθος καὶ τὸ ποιόν, ἀλλοίωσις, ὅταν δὲ
μηδὲν ὑπομένῃ οὗ θάτερον πάθος ἢ συμβεβηκὸς ὅλως, γένεσις, τὸ δὲ φθορά (319b31-320a2).
460
Στο σημείο αυτό της εξήγησης παρουσιάζεται ένα ερμηνευτικό πρόβλημα: στο αυτόγραφο χειρόγραφο του
Παχυμέρη Parisinus gr. 1810 φαίνεται να γράφεται η λέξη ὀντάσεως (βλ. το κριτικό υπόμνημα της έκδοσης του
υπομνήματος, σελ. 57), μια λέξη όμως άγνωστη και ανύπαρκτη, ενώ στο αντίγραφο (βλ. Parisinus gr. 1836, f.
249r) εμφανίζεται αντιθέτως η φράση οὐ τάσεως, η οποία όμως επίσης δεν ταιριάζει με το πλατωνικό χωρίο, στο
οποίο αναφέρεται (163e7-164a1: ἤδη γὰρ ἂν τούτου μετέχον ὄντος οὐσίας μετέχοι). Η δεύτερη εκδοχή μάλιστα
παραλλάσσεται από τον V. Cousin σε οὐ στάσεως (col. 1308.16), λογικά εκκινώντας από το σημείο 163e3-5, όπου
γίνεται λόγος για το ἑστὼς, το οποίο είναι πάντοτε στο ίδιο σημείο (έτσι με βάση την εξήγηση το εν ως μη ον δεν
μετέχει στην ακινησία, ακόμα κι αν δεχθούμε ότι είναι κάτι).
Σε κάθε περίπτωση, μία σαφέστερη ερμηνευτική λύση προτείνεται από τον A. Failler (2002, σ. 221-225), ο
οποίος εκδέχεται την δυσανάγνωστη λέξη από το χειρόγραφο του Παχυμέρη όχι ως ὀντάσεως αλλά ως ὀντώσεως.
234
ομοιότητα ούτε το ετεροειδές είναι σε αυτό, ούτε σε σχέση με το ίδιο ούτε σε σχέση με τα άλλα, ούτε τα άλλα
είναι σε αυτό· διότι τα άλλα είναι κάποια πράγματα και μετέχουν στην ουσία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει
κάποια σχέση αυτών με το εν. Ούτε υπάρχει σε αυτό το “εκείνου” ή το “αυτού” ή το “σε εκείνο” και τα
υπόλοιπα, επειδή δεν ενυπάρχει σε αυτό κάτι ή εμφανές ή καταφανές, και πράγματι δεν υπάρχει ούτε γνώση
ούτε αίσθηση ούτε λόγος ούτε όνομα ούτε οτιδήποτε άλλο· τουλάχιστον τότε, αν δεν είναι κάτι από αυτά με
έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν μπορεί να είναι με κανέναν τρόπο.

164b4-e3: Ἔτι δὴ λέγωμεν, ἓν εἰ μὴ ἔστι, τἆλλα τί χρὴ πε- (4)


πονθέναι. — Λέγωμεν γάρ. — Ἄλλα μέν που δεῖ αὐτὰ εἶναι· (5)
εἰ γὰρ μηδὲ ἄλλα ἐστίν, οὐκ ἂν περὶ τῶν ἄλλων λέγοιτο. —
Οὕτω. — Εἰ δὲ περὶ τῶν ἄλλων ὁ λόγος, τά γε ἄλλα ἕτερά
ἐστιν. Ἢ οὐκ ἐπὶ τῷ αὐτῷ καλεῖς τό τε ἄλλο καὶ τὸ
(c) ἕτερον; — Ἔγωγε. — Ἕτερον δέ γέ πού φαμεν τὸ ἕτερον461
ἑτέρου, καὶ τὸ ἄλλο δὴ ἄλλο εἶναι ἄλλου; — Ναί. — Καὶ τοῖς
ἄλλοις ἄρα, εἰ μέλλει ἄλλα εἶναι, ἔστι τι οὗ ἄλλα ἔσται. —
Ἀνάγκη. — Τί δὴ οὖν ἂν εἴη; Τοῦ μὲν γὰρ ἑνὸς οὐκ ἔσται
ἄλλα, μὴ ὄντος γε. — Οὐ γάρ. — Ἀλλήλων ἄρα ἐστί· τοῦτο (5)
γὰρ αὐτοῖς ἔτι λείπεται εἰ 462 μηδενὸς εἶναι ἄλλοις. — Ὀρθῶς.

Ο Failler υποστηρίζει, πράγματι, ότι στα πλαίσια της παλαιογραφίας είναι λεπτή η διάκριση μεταξύ των
τονισμένων γραμμάτων ώ και ά, ενώ η θεωρία αυτή στηρίζεται και στο γεγονός ότι η λέξη ὄντωσις εμφανίζεται
και σε άλλα έργα του Παχυμέρη· συγκεκριμένα στα εξής σημεία:
1) ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης, ἀρχή τις γενομένη τοῖς μὴ οὔσιν εἰς ὄντωσιν (Συγγραφικαὶ ἱστορίαι, βλ. Relations
historiques, vol. III, IX.23, p. 275.10-11),
2) καὶ οὐδέν ἐστιν ὄν, κἂν ἐνυπόστατον, κἂν ἐν ἄλλῳ θεωρούμενον (…), οὗ μὴ ἔστιν ὄντωσις αὐτὸ δὴ τὸ τοῦ Θεοῦ
αὐτοεἶναι (Παράφρασις εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, P.G. 3, 840 Β15- C3),
3) ὡς ἔχεν λεγόμεθα ὄντωσιν καὶ ζωήν (ό.π., 845 Β1-2),
4) τινὰ γὰρ μετέχει μόνης ὀντώσεως, τινὰ καὶ ὀντώσεως καὶ ζωώσεως, τινὰ καὶ ὀντώσεως καὶ ζωώσεως καὶ
σοφίας· αἱ γὰρ ἀνώταται δυνάμεις τῶν ἁπάντων μετέχουσι (ό.π., 968 C14-D2).
Έτσι ο Failler συνάγει ότι, κατά τον Παχυμέρη, οι έννοιες ὄντωσις και οὐσία είναι ταυτόσημες, όπως μάλιστα
μας μαρτυρεί και η ίδια η εξήγησή του στον Παρμενίδη: πράγματι, το εν λόγω σχόλιο ὀντώσεως ἂν μετεῖχεν
αναφέρεται και μεθερμηνεύει το πλατωνικό χωρίο οὐσίας μετέχοι (164a1). Συνεπώς, κρίνουμε ότι η συγκεκριμένη
ερμηνευτική εκδοχή του Failler είναι προτιμητέα από την αντίστοιχη των εκδοτών του Υπομνήματος [αφήνουν
την λέξη ὀντάσεως ως έχει (σελ. 57.9), ενώ στο κριτικό υπόμνημα σημειώνουν “ὄντος ὑποστάσεως?”]. Επίσης, η
λέξη ὄντωσις λείπει από το λεξικό Liddell-Scott-Jones, ενώ στο λεξικό του Δημητράκου εμφανίζεται με την
σημασία “αὔξησις”· μόνο στο λεξικό LBG (Lexikon zur byzantinischen Gräzität) η ὄντωσις μεταφράζεται ως “το
είναι” (das Sein).
461
Pl. B ἕτερον εἶναι. Pl. T τὸ ἕτερον εἶναι.
462
Pl. B εἰ. Pl. T ἢ (ο τύπος αυτός υπάρχει και στο αντίγραφο Parisinus gr. 1836, f. 249r). Βλ. και παρακάτω υποσημ.
468.
235
— Κατὰ πλήθη ἄρα ἕκαστα ἀλλήλων ἄλλα ἐστί· κατὰ ἓν
γὰρ οὐκ ἂν οἷά τε εἴη, μὴ ὄντος ἑνός. Ἀλλ’ ἕκαστος, ὡς
(d) ἔοικεν, ὁ ὄγκος αὐτῶν ἄπειρός ἐστι πλήθει, κἂν τὸ σμικρό-
τατον δοκοῦν εἶναι λάβῃ τις, ὥσπερ ὄναρ ἐν ὕπνῳ φαίνεται
ἐξαίφνης ἀντὶ ἑνὸς δόξαντος εἶναι πολλὰ καὶ ἀντὶ σμικρο-
τάτου παμμέγεθες πρὸς τὰ κερματιζόμενα ἐξ αὐτοῦ. — Ὀρθό-
τατα. — Τοιούτων δὴ ὄγκων ἄλλα ἀλλήλων ἂν εἴη τἆλλα, (5)
εἰ ἑνὸς μὴ ὄντος ἄλλα ἔστιν. — Κομιδῇ μὲν οὖν. — Οὐκοῦν
πολλὰ463 ὄγκοι ἔσονται, εἷς ἕκαστος φαινόμενος, ὧν δὴ464
εἴπερ ἓν μὴ ἔσται465 οὐδ’ ἀριθμὸς466 εἶναι αὐτῶν
(e) δόξειεν, εἴπερ καὶ ἓν ἕκαστον, πολλῶν ὄντων. — Πάνυ γε. 467—
Καὶ τὰ μὲν δὴ ἄρτια, τὰ δὲ περιττὰ ἐν αὐτοῖς ὄντα οὐκ
ἀληθῶς φαίνεται, εἴπερ ἓν μὴ ἔσται. — Οὐ γὰρ οὖν.

Επιπλέον βέβαια να πούμε, αν το εν δεν είναι, τί πρέπει να πάθουν τα άλλα. - Πράγματι, να το πούμε. - Ίσως
πρέπει αυτά να είναι άλλα· διότι αν δεν είναι μήτε άλλα, δεν θα γινόταν λόγος για τα άλλα. - Έτσι. - Αν
όμως γίνεται λόγος για τα άλλα, τουλάχιστον τα άλλα είναι έτερα. Ή μήπως δεν αποκαλείς και το “άλλο”
και το “έτερο” με το ίδιο νόημα; - Βεβαίως. - Και λέμε τουλάχιστον ότι το έτερο είναι έτερο από το έτερο,
και ότι το άλλο βέβαια είναι άλλο από άλλο; - Ναι. - Άρα και για τα άλλα, αν πρόκειται να είναι άλλα,
υπάρχει κάτι, πέρα από το οποίο θα είναι άλλα. - Κατ’ ανάγκην. - Τί θα είναι βέβαια; Διότι δεν θα είναι
άλλα από το εν, αφού αυτό τουλάχιστον δεν είναι. - Όχι, πράγματι. - Άρα είναι [άλλα] μεταξύ τους· διότι
αυτό πλέον υπολείπεται για αυτά, αν δεν είναι άλλα από κανένα468. - Σωστά. - Άρα είναι άλλα μεταξύ τους,
έκαστα κατά πλήθη· διότι δεν είναι δυνατόν να είναι έτσι κατά το εν, αφού το εν δεν είναι. Αλλά ο κάθε
όγκος αυτών, όπως φαίνεται, είναι άπειρος στο πλήθος, ακόμα και αν κάποιος λάβει αυτό που φαίνεται ότι
είναι το μικρότατο, όπως ακριβώς σε ένα όνειρο στον ύπνο φαίνεται ότι είναι ξαφνικά πολλά, αντί να μοιάζει

463
Pl. B, T πολλοὶ. Βλ. και παρακάτω υποσημ. 469.
464
Pl. B, T ὢν δὲ οὔ. Με την γραφή αυτή η φράση θα μεταφραζόταν ως εξής: “Οι όγκοι, λοιπόν, θα είναι πολλοί και
ο καθένας τους φαίνεται ένας, αλλά όμως δεν είναι, αν πράγματι το εν δεν θα είναι...”
465
Pl. T οὕτω (μετά το “ἔσται” και ως απάντηση του άλλου συνομιλητή).
466
Pl. B, T καὶ ἀριθμὸς δὲ.
467
Πρβλ. Burnet: …εἴπερ ἓν μὴ ἔσται; — Οὕτω. — Καὶ ἀριθμὸς δὲ εἶναι αὐτῶν δόξει, εἴπερ καὶ ἓν ἕκαστον, πολλῶν
ὄντων. — Πάνυ γε. (164d8-e1).
468
Η υπόθεση “αν δεν είναι άλλα από κανένα” πρέπει να εκληφθεί ως μη πραγματική, αφού θα συναχθεί εν τέλει ότι
τα άλλα είναι άλλα από τους εαυτούς τους (δηλαδή μεταξύ τους), και όχι από κανένα. Βέβαια, το νόημα γίνεται
πιο σαφές με την γραφή “ἢ”, καθώς έτσι η φράση θα μεταφραζόταν ως εξής: “Άρα είναι [άλλα] μεταξύ τους· διότι
αυτό πλέον υπολείπεται για αυτά, ή αλλιώς είναι άλλα από κανένα”.
236
με ένα, και αντί μικροτάτου πελώριο σε σχέση με τα τεμαχιζόμενα από αυτό. - Ορθότατα. - Τα άλλα βέβαια
τέτοιων όγκων θα είναι άλλα μεταξύ τους, αν είναι άλλα, όταν το εν δεν είναι. - Ακριβώς έτσι. - Οι όγκοι,
λοιπόν, θα είναι πολλά469 και ο καθένας τους φαίνεται ένας, των οποίων βέβαια, αν πράγματι το εν δεν θα
είναι, ούτε αριθμός αυτών φαίνεται πως θα υπάρχει, ακόμα και αν ο καθένας είναι ένας, αφού είναι πολλοί.
- Χωρίς αμφιβολία. - Και τα άρτια βέβαια και τα περιττά δεν φαίνονται να είναι αληθώς σε αυτά, αν
πράγματι το εν δεν θα είναι. - Βεβαίως όχι.

Καὶ τοῦτο περὶ τῆς αὐτῆς καὶ μιᾶς ὑποθέσεως, ἓν εἰ μὴ ἔστι, τί 58.8
ἕπεται τοῖς ἄλλοις καὶ πρὸς αὐτὰ καὶ πρὸς τὸ ἓν μὴ ὄν. Εἰ γοῦν ἄλλα
τοῦ ἑνὸς μὴ ὄντος εἰσί, δεῖ αὐτά που εἶναι· οὐ γὰρ ἂν εἴποι τις ὅτι οὐκ 58.10
εἰσὶν ἄλλα· εἰ γὰρ μὴ εἰσὶν ἄλλα, οὐκ ἂν περὶ τῶν ἄλλων ἐλέγομεν, ἐπεὶ
δὲ περὶ τῶν ἄλλων ὁ λόγος, τὰ ἄλλα πάντως ἕτερά εἰσιν. Ἢ γὰρ οὐ
καλοῦμεν τὸ ἕτερον ἐπὶ τοῦ ἄλλου; Τὸ ἕτερον δὲ πρὸς τί ἐστιν, ἕτερον
γὰρ ἑτέρου· καὶ τὸ ἄλλο ἄλλου ἄλλο· ἔστιν οὖν καὶ τοῖς ἄλλοις τι, εἰ
μέλλοι ἄλλα εἶναι, οὗ ἄλλα ἔσται, τὰ γὰρ ἄλλα τινὸς ἄλλα ἐτίθεμεν. 58.15
Ἐπεὶ γοῦν τὸ ἓν φαίνεται ἄλλο παρὰ τὰ ἄλλα, αὐτὸ δὲ οὐκ ἔστιν,
ἀλλήλων ἄρα ἐστί· λείπεται γὰρ τοῦτο μόνον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν· ἐπεὶ τὰ
ἄλλα μὲν ἄλλου, ἐκεῖνο δέ ἐστι τὸ ἕν, τὸ δὲ ἓν οὐκ ἔστιν, ἀλλήλων ἂν εἴη
ἄλλα. Ὥστε κατὰ πλήθη ἀλλήλων ἄλλα ἔσται, καὶ οὐ καθ’ ἕν, ἐπεὶ τὸ ἓν
οὐκ ἔστιν. Ἕκαστος οὖν ὁ τῶν ἄλλων ὄγκος, εἰ καὶ εἷς ἂν εἴη, ἐπεὶ τὸ ἓν 58.20
οὐκ ἔστι, πλήθει ἄπειρός ἐστι, κἂν τὸ σμικρότατον ληφθείη ἐκ τῶν
ἄλλων. Τὸ γοῦν δοκεῖν τὸ ἓν ἐκεῖνο πολλὰ ὡς ἐν ὕπνῳ ἐξαίφνης ἐφάνη
ὄναρ καὶ παράδοξον· τὸ γὰρ σμικρότατον παμμέγεθες ἐφάνη, ἀπολυ-
θὲν τοῦ ἑνὸς καὶ εἰς πλῆθος εἰσελθόν. Ὥστε ποτὲ μὲν οὐχ ἑνὸς ἄλλα
ἔσται τὰ ἄλλα· ἀλλ’ εἰ καὶ ἑνός, ἀπόντος τοῦ ἑνὸς εἷς ἕκαστος τῶν 58.25
ὄγκων πολλὰ ἐσοῦνται, ὧν οὐδ’ ἀριθμὸς ἔσται τοῦ ἑνὸς καὶ πρώτου οὐκ
ὄντος, οὐδὲ τὰ μὲν ἄρτια, τὰ δὲ περιττά, ὅπερ ἐστὶν ἴδιον τοῦ ἀριθμοῦ.

Και αυτό αφορά την μία και αυτή υπόθεση “αν το εν δεν είναι”, τί έπεται για τα άλλα και σε σχέση με τα
ίδια και σε σχέση με το εν μη ον. Τουλάχιστον τότε, αν είναι άλλα από το εν μη ον, ίσως πρέπει αυτά να
είναι, διότι δεν θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα άλλα δεν είναι· διότι αν τα άλλα δεν είναι, δεν θα κάναμε

469
Με την έννοια ότι κάθε όγκος από αυτούς, μολονότι φαίνεται σαν ένας, θα είναι πολλά (δηλαδή πολλά ως άλλα),
αφού το εν δεν είναι (βλ. και την εξήγηση παρακάτω 58.24-26).
237
λόγο για τα άλλα, επειδή όμως γίνεται λόγος για τα άλλα, τα άλλα συνολικά είναι έτερα. Ή μήπως δεν
αποκαλούμε το “έτερο” με σκοπό να σημάνουμε το “άλλο”; Και το έτερο είναι σε σχέση με κάτι [πρός τι],
διότι είναι έτερο από το έτερο470, και το άλλο είναι άλλο από άλλο· και για τα άλλα, λοιπόν, αν πρόκειται να
είναι άλλα, υπάρχει κάτι, πέρα από το οποίο θα είναι άλλα, διότι θέσαμε τα άλλα ως “άλλα από κάτι”.
Τουλάχιστον τότε, επειδή το εν φαίνεται “άλλο παρά τα άλλα”, ενώ αυτό δεν είναι, άρα [τα άλλα] είναι
μεταξύ τους, διότι υπολείπεται αυτό μόνο να πούμε για τα άλλα· επειδή τα άλλα είναι “άλλα από άλλο”, και
εκείνο είναι το εν, αλλά το εν δεν είναι, θα είναι άλλα μεταξύ τους. Επομένως, θα είναι άλλα μεταξύ τους
κατά πλήθη, και όχι κατά το εν, επειδή το εν δεν είναι. Έτσι λοιπόν, κάθε όγκος των άλλων, αν και θα είναι
ένας, επειδή το εν δεν είναι, είναι άπειρος στο πλήθος, ακόμα και αν ληφθεί το μικρότατο από τα άλλα.
Πάντως, το να φαίνεται εκείνο το εν πολλά είναι σαν όνειρο στον ύπνο που φάνηκε ξαφνικά και παράδοξο,
διότι το μικρότατο φάνηκε πελώριο, έχοντας απαλλαχθεί από το εν και έχοντας εισέλθει στο πλήθος.
Συνεπώς, τα άλλα ποτέ δεν θα είναι “άλλα από εν”· αλλά ακόμα και αν είναι “άλλα από εν”, απόντος του
ενός ο καθένας από τους όγκους θα είναι πολλά, των οποίων ούτε αριθμός θα υπάρχει, εφόσον το εν και
πρώτο δεν είναι, ούτε τα μεν άρτια, τα δε περιττά, πράγμα ακριβώς που είναι ίδιον του αριθμού.

164e3-165a5: Καὶ
μὴν καὶ σμικρότατόν γε, φαμέν, δόξειεν 471 αὐτοῖς ἓν εἶναι472·
φαίνεται δὲ τοῦτο πολλὰ καὶ μεγάλα πρὸς ἕκαστον τῶν (5)
(165a) πολλῶν ὡς μικρῶν ὄντων. — Πῶς δ’ οὔ; — Καὶ ἴσος μὴν
τοῖς πολλοῖς καὶ σμικρὸς473 ἕκαστος ὄγκος δοξασθήσεται
εἶναι· οὐ γὰρ ἂν μετέβαινεν ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον φαινό-
μενος, πρὶν εἰς τὸ μεταξὺ δόξει474 ἐλθεῖν, τοῦτο δὲ εἴη ἂν
φάσμα475 ἰσότητος. — Εἰκός.

Και πράγματι, λέμε, θα φαίνεται να υπάρχει σε αυτά και το μικρότατο εν· και αυτό φαίνεται πολλά και
μεγάλα σε σχέση με καθένα από τα πολλά, αφού είναι μικρά. - Και πώς όχι; - Και ο κάθε όγκος θα φανεί

470
Βλ. 146d1-2: Εἴ τού τι ἕτερόν ἐστιν, οὐχ ἑτέρου ὄντος ἕτερον ἔσται; — Ἀνάγκη. Επίσης η ίδια θέση ἕτερον ἑτέρου
ἕτερον βεβαιώνεται και στον Σοφιστή (255d6-7): νῦν δὲ ἀτεχνῶς ἡμῖν ὅτιπερ ἂν ἕτερον ᾖ, συμβέβηκεν ἐξ ἀνάγκης
ἑτέρου τοῦτο ὅπερ ἐστὶν εἶναι.
471
Pl. B, T, Y, W δόξειεν. Burnet, Diès: δόξει ἐν.
472
Pl. B, W ἓν εἶναι. Pl. T, Y εἶναι. Burnet, Diès: ἐνεῖναι.
473
Pl. B σμικρὸς. Pl. T σμικροῖς.
474
Pl. B δόξειν. Pl. T δόξειεν.
475
Pl. B, T φάντασμα.
238
μάλιστα να είναι ίσος με τα πολλά και μικρός, διότι δεν θα μετέβαινε φανερά από το μεγαλύτερο στο
μικρότερο, πριν φανεί πως ήρθε στο ενδιάμεσο· και αυτό θα είναι απεικόνιση της ισότητας. - Εύλογα.

Ἐπειδὰν θήσεις ἄλλα ἀλλήλων εἶναι, καὶ τοὺς ὄγκους ἕνα ἕκαστον 59.1
ἀπείρους πλήθει μὴ ὄντος ἑνός, δόξειεν αὐτοῖς τοῖς ἄλλοις, φησίν, ἓν
εἶναι· φαίνεται δὲ τοῦτο πολλὰ καὶ μεγάλα πρὸς ἕκαστον τῶν πολλῶν,
ὡς μικρῶν ὄντων, ὡς ἂν εἰ ἔλεγεν ὅτι χώραν ἔχει λογίζεσθαι ἐν τοῖς
ἄλλοις τὸ ἕν. Τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς ἀνάγκης τοῦ λόγου συμβαίνει· ποῦ γὰρ 59.5
πλῆθος, εἰ μὴ ἓν ἔστιν; Αὐτὸ δὲ πάλιν τὸ δοκοῦν ἕν, ἐπεὶ πρὸς τὰ λοιπὰ
ἄλλο ἔσται (κεῖται γὰρ ὅτι ἀλλήλων ἄλλα τὰ ἄλλα), συμβαίνει
λογίζεσθαι πολλὰ καὶ μεγάλα, ἐπεὶ ἄλλο ἐστίν, εἴτ’ οὖν ἄλλα, τῶν
πολλῶν καὶ σμικρῶν. Καὶ ἕκαστος ὄγκος δοξασθήσεται καὶ ἴσος τοῖς
πολλοῖς καὶ σμικρός. Κατασκευάζει δὲ τὸ ἴσον ἐκ τοῦ μεταβαίνειν 59.10
ἐκεῖνο ἐκ τοῦ μείζονος εἰς ἔλαττον· πρὶν γὰρ εἰς μεταξὺ ἀφικέσθαι, ὅ
ἐστι τὸ ἴσον, εἰς τὸ ἔλαττον οὐκ ἂν ἔλθοι τὸ λεγόμενον μεῖζον, τὸ δὲ εἰς
τὸ μεταξὺ ἐλθεῖν φάντασμα ἔχει ἰσότητος.

Μόλις ισχυριστείς ότι είναι άλλα μεταξύ τους και ότι οι όγκοι, ο κάθε ένας, είναι άπειροι στο πλήθος, αφού
το εν δεν είναι, θα φαίνεται, λέει, να υπάρχει το εν σε αυτά τα άλλα· και αυτό φαίνεται πολλά και μεγάλα σε
σχέση με καθένα από τα πολλά, αφού είναι μικρά, σαν να έλεγε ότι δύναται να λογαριάζεται το εν μέσα στα
άλλα. Και αυτό συμβαίνει από την ανάγκη του συλλογισμού: γιατί πώς θα είναι πλήθος, αν το εν δεν είναι
[σε αυτά]; Και το ίδιο πάλι το φαινόμενο ένα, επειδή θα είναι άλλο σε σχέση με τα υπόλοιπα (διότι έχει
τεθεί ότι τα άλλα είναι άλλα μεταξύ τους), συμβαίνει να λογίζεται ως πολλά και μεγάλα, επειδή είναι άλλο,
ή οπωσδήποτε ως άλλα από τα πολλά και μικρά. Και ο κάθε όγκος θα φανεί να είναι ίσος με τα πολλά και
μικρός. Και φτιάχνει το “ίσο” από το να μεταβαίνει εκείνο από το μεγαλύτερο στο μικρότερο· διότι πριν
φτάσει στο ενδιάμεσο, το οποίο είναι το ίσο, το λεγόμενο “μεγαλύτερο” δεν θα έρθει στο μικρότερο, ενώ το
να έρχεται στο ενδιάμεσο έχει απεικόνιση της ισότητας.

165a5-b4: Οὐκοῦν καὶ πρὸς ἄλλον ὄγκον (5)


πέρας ἔχων, αὐτός τε πρὸς αὐτὸν 476 οὔτε ἀρχὴν οὔτε πέρας
οὔτε μέσον ἔχων; — Πῇ δή; — Ὅτι ἀεὶ αὐτῶν ὅταν τίς τι

476
Μολονότι ο Παχυμέρης έχει γράψει “πρὸς αὐτόν”, παρακάτω στην εξήγηση γράφει “πρὸς αὑτόν” (59.22), οπότε
θα προτιμηθεί ο δεύτερος τύπος. Βέβαια, και στις δυο περιπτώσεις το νόημα διατηρείται.
239
λάβῃ τῇ διανοίᾳ ὥς τι τούτων ὄν, πρό τε τῆς ἀρχῆς ἄλλη
(b) αἰεὶ φαίνεται ἀρχή, μετά τε τὴν τελευτὴν ἑτέρα ὑπολειπομένη
τελευτή, ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα, τὰ τοῦ μέσου σμικρό-
τερα477, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ἑνὸς αὐτῶν ἑκάστου λαμβά-
νεσθαι, ἅτε οὐκ ὄντος τοῦ ἑνός. — Ἀληθέστατα.

Επομένως, αυτός [ο όγκος] και έχει πέρας σε σχέση με άλλον όγκο, και ούτε αρχή ούτε πέρας ούτε μέση
έχει σε σχέση με τον εαυτό του; - Πώς βέβαια; - Διότι πάντοτε, όταν κάποιος συλλάβει νοητικά κάτι από
αυτά σαν να είναι ένα πράγμα από αυτά, πριν από την αρχή άλλη αρχή φαίνεται πάντοτε, μετά από το τέλος
άλλο τέλος υπολείπεται, και στην μέση άλλα πιο μεσαία, τα μικρότερα από την μέση, λόγω του ότι καθένα
από αυτά δεν μπορεί να συλληφθεί, εφόσον το εν δεν είναι. - Αληθέστατα.

Ἐντεῦθεν δείκνυσιν ὅτι ἕκαστος ὄγκος πρὸς ἄλλον πέρας ἔχων (εἷς 59.21
γὰρ ἕκαστος περιορίζεται πρὸς τὸν ἕτερον) αὐτὸς πρὸς αὑτὸν οὐχ ἕξει
ταῦτα· ὅτι ἀεὶ εἴ τι ἂν λάβῃ τις ἐξ αὐτῶν ὡς πρότερον καὶ ἀρχήν, ἐπεὶ
εἰς ἄπειρα διαιρετά ἐστιν, τούτου πάλιν ἄλλη ἀρχὴ φαντασθήσεται, καὶ
ἐντεῦθεν ἀρχὴ οὐκ ἐσεῖται αὐτοῖς. Ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῆς τελευτῆς· 59.25
ταύτης γὰρ ἑτέρα καὶ ἄλλη ταύτης δοξασθήσεται, καὶ οὕτως οὐδὲν
εὑρήσομεν τελευτήν τινος ὄγκου. Ἔν τε τῷ μέσῳ τὰ αὐτὰ γενήσεται·
πρὸς γὰρ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς τελευτὰς καὶ τὰ μέσα παρενεχθήσονται.
Ἄλλως τε, φησί, καὶ τὸ μέσον ἓν ἂν εἴη· τοῦ ἑνὸς δὲ οὐκ ὄντος, πῶς ἂν
μέσον ἓν εἴη; 59.30

Από εδώ δείχνει ότι κάθε όγκος, έχοντας πέρας σε σχέση με άλλον (διότι καθένας οριοθετείται σε σχέση με
τον άλλον), αυτός δεν θα έχει αυτά σε σχέση με τον εαυτό του: διότι πάντοτε, αν κάποιος συλλάβει κάτι από
αυτά ως προηγούμενο και αρχή, επειδή είναι διαιρετά σε άπειρα, θα εμφανιστεί πάλι άλλη αρχή αυτού, και
ως εκ τούτου δεν θα υπάρχει αρχή σε αυτά. Παρομοίως και στην περίπτωση του τέλους: διότι θα
εμφανιστούν άλλο και ακόμα άλλο τέλος από αυτό, και έτσι δεν θα βρούμε κανένα τέλος κανενός όγκου.
Και στην μέση τα ίδια θα συμβούν: διότι οι μέσες θα τοποθετηθούν δίπλα σε σχέση με τις αρχές και τα τέλη.
Και μάλιστα, λέει, το μέσο θα είναι εν· αν όμως το εν δεν είναι, πώς το μέσο θα είναι εν;

477
Pl. T: ...μεσαίτερα τοῦ μέσου σμικρότερα δέ διὰ… Μάλιστα, η έκδοση του Burnet παραθέτει ως εξής: ...μεσαίτερα
τοῦ μέσου, σμικρότερα δέ, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι… (165b2-3).
240
165b4-d2: Θρύπτεσθαι
δὴ οἶμαι κερματιζόμενον. — Ἀνάγκη. — Πᾶν ἄρα τὸ ὄν 478, ὃ ἄν τις λάβῃ (5)
τῇ διανοίᾳ (ὄγκος γάρ που) ἄνευ ἑνὸς479 λαμβάνοιτ’ ἄν.480 —
Πάνυ μὲν οὖν. — Οὐκοῦν τό γε τοιοῦτον πόρρωθεν μὲν
(c) ὁρῶντι καὶ ἀμβλὺ ἐμφαίνεσθαι. — Ἀνάγκη. — Ἐγγύθεν 481 δὲ καὶ
ὀξύνοντι482 πλήθει ἄπειρον ἓν ἕκαστον φανῆναι, εἴπερ στέρεται
τοῦ ἑνὸς μὴ ὄντος; — Ἀναγκαιότατον μὲν οὖν. — Οὕτω δὴ
ἄπειρά τε καὶ πέρας ἔχοντα καὶ ἓν καὶ πολλὰ ἕκαστα τἆλλα
δεῖ 483 φαίνεσθαι, ἓν εἰ μὴ ἔστιν, ἀλλὰ δεῖ 484 τοῦ ἑνὸς. — Δεῖ (5)
γάρ. — Οὐκοῦν καὶ ὅμοιά τε καὶ ἀνόμοια δόξει εἶναι; — Πῇ
δή; — Οἷον ἐσκιαγραφημένα ἀποστάντι μὲν ἓν πάντα φαινό-
μενα ταὐτὸν φαίνεσθαι πεπονθέναι καὶ ὅμοια εἶναι. — Πάνυ
(d) γε. — Προσελθόντι δέ γε πολλὰ καὶ ἕτερα τῷ 485 τοῦ ἑτέρου
φαντάσματι, ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια αὐτοῖς486. — Οὕτω.

Νομίζω βέβαια ότι θραύεται τεμαχιζόμενο. - Κατ’ ανάγκην. - Άρα όλο το όν, το οποίο κάποιος θα
συλλάμβανε νοητικά (πράγματι είναι όγκος σε κάποιο βαθμό), μπορεί να συλλαμβάνεται χωρίς το εν. -
Χωρίς αμφιβολία. - Επομένως, αυτό το πράγμα τουλάχιστον εμφανίζεται και αχνό, αν το κοιτάξουμε από
μακριά. - Κατ’ ανάγκην. - Από κοντά όμως και κοιτάζοντάς το έντονα, καθένα θα φανεί άπειρο στο πλήθος,
αν πράγματι στερείται το εν μη ον; - Οπωσδήποτε είναι αναγκαιότατο. - Έτσι βέβαια καθένα από τα άλλα
πρέπει να φαίνεται και άπειρα και πεπερασμένα, και εν και πολλά, αν το εν δεν είναι, αλλά το εν λείπει. -

478
Pl. B, T κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν.
479
Pl. T ἑνὸς αἰεὶ (το “αἰεὶ” παραλείπεται στον κώδικα Pl. B).
480
Πρβλ. έκδοση Burnet (165b4-6): Θρύπτεσθαι δὴ οἶμαι κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν, ὃ ἄν τις λάβῃ τῇ
διανοίᾳ· ὄγκος γάρ που ἄνευ ἑνὸς ἀεὶ λαμβάνοιτ’ ἄν (το χωρίο αυτό υπάρχει αυτούσιο και στο αντίγραφο Parisinus
gr. 1836, f. 250r).
481
Pl. B, T ἐμφαίνεσθαι ἀνάγκη· ἐγγύθεν.
482
Pl. B ὀξύνοντι. Pl. T ὀξὺ νοοῦντι. Για το χωρίο 165c1-2 πρβλ. αντίγραφο Parisinus gr. 1836, f. 250r: καὶ ἀμβλὺ ἓν
φαίνεσθαι. — Ἀνάγκη. — Ἐγγύθεν δὲ καὶ ὀξὺ νοοῦντι… (ελαφρώς παραλλαγμένη η φράση στην έκδοση Burnet:
καὶ ἀμβλὺ ἓν φαίνεσθαι ἀνάγκη, ἐγγύθεν δὲ καὶ ὀξὺ νοοῦντι…).
483
Pl. T δεῖ. Pl. B δὴ.
484
Pl. T ἀλλὰ δὲ. Pl. B ἄλλα δὲ.
485
Pl. B, T καὶ τῷ.
486
Burnet, Diès: ἑαυτοῖς.
241
Πράγματι, πρέπει487. - Επομένως, θα φαίνονται να είναι και όμοια και ανόμοια; - Πώς βέβαια; - Από την
μία, για παράδειγμα, όλα τα αδρώς σκιαγραφημένα πράγματα, που από απόσταση φαίνονται ότι είναι ένα
πράγμα, φαίνονται ότι έχουν την ίδια ιδιότητα και είναι όμοια. - Χωρίς αμφιβολία. - Από την άλλη, όσο
ερχόμαστε πιο κοντά, μας φαίνονται πολλά και έτερα λόγω της απεικόνισης της ετερότητας, ετεροειδή και
ανόμοια με τα ίδια488. - Έτσι.

Μὴ τοῦ ἑνὸς ὄντος ἀνάγκη ἀεὶ θρύπτεσθαι ἕκαστον τῶν ὄγκων 60.11
κατακερματιζόμενον, διὰ τὸ μὴ θέλειν ἵστασθαι ἐν τῷ ἑνί. Πᾶν γὰρ ὃ ἄν
τις λάβῃ τῇ διανοίᾳ (ὄγκος γάρ) ἄνευ ἑνὸς τὸ τοιοῦτον λαμβάνοιτ’ ἄν.
Ἕκαθεν γοῦν ὁρῶντι ἀμβλὺ ἂν δόξειε, λαμβάνοντος τοῦ ὀφθαλμοῦ τὰ
ἄπειρα ὡς ἕν· ἐγγὺς δὲ ὀξύνοντι τὸ ἓν ἄπειρα φανήσεται, ἐπεὶ τοῦ ἑνὸς 60.15
στέρεται. Καὶ κατὰ τοῦτον τὸν λόγον ἄπειρά τε καὶ πεπερασμένα καὶ ἓν
καὶ πολλὰ φαίνοιτ’ ἄν (δεῖ γὰρ δὴ τοῦ ἑνὸς καὶ ἄλλως οὐκ ἔστι τὸ ἓν ἓν
εἶναι, εἰ μὴ τὸ ἓν ἔστι) καὶ ὅμοια καὶ ἀνόμοια. Ὅμοια γὰρ ὄντα μὴ
ἔχοντα τὸ ἓν ἀποβαλοῦνται τὸ ὅμοιον, καθ’ ὃ ἕν εἰσι καὶ ταυτίζονται,
καὶ ἀνόμοια σκιαγραφήσονται· ἓν μὲν καὶ ὅμοιον καὶ ταὐτὸν μακρόθεν 60.20
φανήσονται, προσελθόντι δέ γε πολλὰ καὶ ἕτερα τῷ τοῦ ἑτέρου
φαντάσματι καὶ ἀνόμοια καὶ ἑτεροῖα αὐτοῖς.

Αφού το εν δεν είναι, είναι ανάγκη πάντοτε να θραύεται καθένας από τους όγκους τεμαχιζόμενος, επειδή δεν
θέλει να βρίσκεται μέσα στο εν. Διότι καθετί που κάποιος θα συλλάμβανε νοητικά (πράγματι είναι όγκος),
ένα τέτοιο πράγμα μπορεί να συλλαμβάνεται χωρίς το εν. Βέβαια, σε αυτόν που βλέπει από μακριά θα
φαίνεται αχνό, αφού το μάτι συλλαμβάνει τα άπειρα ως εν· κοντά όμως κοιτάζοντάς το έντονα, το εν θα
φανεί άπειρα, επειδή στερείται το εν. Και σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, θα φαίνονται και άπειρα και
πεπερασμένα και εν και πολλά (διότι το εν βέβαια λείπει και, εκτός αυτού, το εν δεν μπορεί να είναι εν,
παρεκτός αν το εν είναι) και όμοια και ανόμοια. Πράγματι, όντας όμοια, αν δεν έχουν το εν θα αποβάλουν
το όμοιο, κατά το οποίο είναι εν και ταυτίζονται, και θα σκιαγραφηθούν ως ανόμοια489: από την μία, θα

487
Στο σημείο αυτό η απάντηση δεῖ είναι διφορούμενη, καθώς μπορεί να διαβαστεί και ως “πρέπει” (αναφερόμενο
στα άλλα), αλλά και ως “λείπει” (αναφερόμενο στο εν).
488
Δηλαδή με τους εαυτούς τους (Πρβλ. εκδόσεις Burnet, Diès).
489
Ο Παχυμέρης εννοεί ότι τα άλλα, μολονότι είναι όμοια, θα σκιαγραφηθούν ως ανόμοια, στην περίπτωση που δεν
έχουν το εν και έτσι αποβάλουν το όμοιο. Με την φράση “ἀνόμοια σκιαγραφήσονται” δεν έρχεται σε αντίφαση
με το πλατωνικό κείμενο (165c7-8), αλλά θέλει να δείξει την παράλληλη κατηγόρηση των όρων “καὶ ὅμοια καὶ
ἀνόμοια” στα άλλα, τους οποίους όρους εξηγεί στην αμέσως επόμενη ημιπερίοδο.
242
φανούν εν και όμοιο και το ίδιο από μακριά, από την άλλη, όσο ερχόμαστε πιο κοντά, μας φαίνονται πολλά
και έτερα λόγω της απεικόνισης της ετερότητας, και ανόμοια και ετεροειδή490 με τα ίδια [ενν. με τους εαυτούς
τους].

165d2-e1: Καὶ
ὁμοίους δὴ καὶ ἀνομοίους τοὺς ὄγκους αὐτούς τε αὑτοῖς
ἀνάγκη φαίνεσθαι καὶ ἀλλήλοις. — Πάνυ μὲν οὖν. — Οὐκοῦν
καὶ τοὺς αὐτοὺς καὶ ἑτέρους ἀλλήλων, καὶ ἁπτομένους καὶ (5)
χωρὶς ἑαυτῶν, καὶ κινουμένους πάσας κινήσεις καὶ ἑστῶτας
πάντῃ, καὶ γιγνομένους καὶ ἀπολλυμένους καὶ μηδέτερα, καὶ
πάντα που τὰ τοιαῦτα, ἃ διελθεῖν εὐπετὲς ἤδη ἡμῖν, εἰ ἑνὸς
(e) μὴ ὄντος πολλὰ ἔστιν. — Ἀληθέστατα μὲν οὖν.

Και οι όγκοι αυτοί είναι ανάγκη να φαίνονται και όμοιοι βέβαια και ανόμοιοι με τους εαυτούς τους και
μεταξύ τους. - Χωρίς αμφιβολία. - Επομένως, [φαίνονται] και ίδιοι και έτεροι μεταξύ τους, και να έρχονται
σε επαφή και χωριστοί από τους εαυτούς τους, και να κινούνται με όλες τις κινήσεις και ακίνητοι με κάθε
τρόπο, και να “γίνονται” και να αφανίζονται και τίποτα από τα δύο, και, πιστεύω, όλα αυτά τα παρόμοια,
τα οποία να αναλύσουμε με λεπτομέρειες θα μας ήταν ήδη πολύ εύκολο, σχετικά με την υπόθεση “αν το εν
δεν είναι, τα πολλά είναι”. - Οπωσδήποτε όμως είναι αληθέστατο.491

490
Κατά τον Δαμάσκιο, ο Παρμενίδης καταφάσκει το ἑτεροῖον στα ἄλλα κατά την ἑτεροιότητα, η οποία είναι
φαινομένη ἑτερότης (τῷ τοῦ ἑτέρου φαντάσματι). Το κατηγόρημα ἑτεροῖον αποδόθηκε με την ίδια σημασία και στο
φαινόμενον ἕν της έκτης υπόθεσης κατά τον Δαμάσκιο (βλ. 160d6-e2) [βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 128.17-20, 106.19-
107.5].
491
Πρβλ. Πολιτεία, Ε’ 478e7-480a13, όπου ο Σωκράτης στρέφεται κατά όσων αμφισβητούν την ύπαρξη ιδεών
καθεαυτών, όπως το ωραίο ή το δίκαιο ως ένα πράγμα καθεαυτό, και ταυτόχρονα δέχονται ότι υπάρχουν πολλά
ωραία και δίκαια πράγματα· αυτά τα πολλά όμως, κατά τον Σωκράτη, φαίνονται και ωραία και άσχημα, και δίκαια
και άδικα, δηλαδή μπορούν να αποδοθούν σε καθένα από αυτά όλα τα εναντία κατηγορήματα, ως
ἐπαμφοτερίζοντα που είναι, ούτως ώστε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα πολλά αυτά κυμαίνονται μεταξύ του όντος
και του μη όντος (ως ούτε “σκοτωδέστερα μὴ ὄντος πρὸς τὸ μᾶλλον μὴ εἶναι” ούτε “φανότερα ὄντος πρὸς τὸ
μᾶλλον εἶναι”), όπως επίσης ότι αποτελούν αντικείμενο γνώμης παρά γνώσης (αντιθέτως αντικείμενο γνώσης
είναι οι ιδέες καθαυτές).
Να σημειωθεί επίσης ότι ο Δαμάσκιος εκδέχεται τα φαινόμενα ἄλλα της όγδοης υπόθεσης ως τα “μερικότερα”
αισθητά πράγματα μέσα στις επιμέρους διαφορές και πολυποίκιλες ιδιαιτερότητές τους, ως σύνθετα μέρη του
συνθέτου και φαινομένου ἑνός της έκτης υπόθεσης. Ο Νεοπλατωνικός εξηγητής εντάσσει αυτήν την
“ἐσκιαγραφημένην τῶν πραγμάτων ὑπόστασιν καὶ ὀνείρασιν ἐοικυῖαν” μέσα στα μεταφυσικά πλαίσια της
πλατωνικής φιλοσοφίας περί των υποσεληνίων αισθητών πραγμάτων ως “εἰδωλικῶν καὶ ψευδωνύμων καὶ μυρίαις
μεταβολαῖς ὑποκειμένων”, αλλά βέβαια και στα θεολογικά πλαίσια των Χαλδαϊκών Χρησμών, επιφέροντας
εντέλει τον συμφυρμό των δύο αυτών: Πρὸς τοίνυν τὸ πέμπτον οὐδὲν καινὸν ἐν τοῖσδε περὶ τῶν αἰσθητῶν ἄλλως
243
Πᾶν τοὐναντίον αὐτοῖς δὴ τοῖς ἄλλοις ἐντεῦθεν γενήσεται· ὁμοίους 60.30
γὰρ καὶ ἀνομοίους τοὺς ὄγκους ἀνάγκη δοκεῖν καὶ ἑαυτοῖς καὶ
ἀλλήλοις, καὶ αὖθις τοὺς αὐτοὺς καὶ ἑτέρους ἀλλήλων, καὶ ἁπτομένους 61.1
καὶ χωρὶς ἑαυτῶν, καὶ κινουμένους πάσας κινήσεις καὶ ἑστῶτας πάντῃ,
καὶ γιγνομένους καὶ ἀπολλυμένους καὶ μηδέτερα πάσχειν, καὶ πάντα
ταῦτα, ἃ δὴ καὶ εὐπετὲς διελθεῖν ἡμῖν, εἰ ἑνὸς μὴ ὄντος πολλὰ εἰσίν. Ἃ
δὴ ἐῶμεν συντομίας χάριν· ἃ γὰρ πρὸ τοῦ ἐλέγομεν, ταῦτα κἀνταῦθα 61.5
συμβήσεται.

Στο εξής θα συμβεί καθετί το αντίθετο στα ίδια βέβαια τα άλλα: πράγματι είναι ανάγκη οι όγκοι να φαίνονται
όμοιοι και ανόμοιοι και με τους εαυτούς τους και μεταξύ τους, και πάλι οι ίδιοι και έτεροι μεταξύ τους, και
να έρχονται σε επαφή και χωριστοί από τους εαυτούς τους, και να κινούνται με όλες τις κινήσεις και ακίνητοι
με κάθε τρόπο, και να “γίνονται” και να αφανίζονται και τίποτα από αυτά να μην παθαίνουν, και όλα αυτά,
τα οποία βέβαια θα μας ήταν πολύ εύκολο να αναλύσουμε με λεπτομέρειες, σχετικά με την υπόθεση “αν το εν
δεν είναι, τα πολλά είναι”. Αυτά βέβαια ας τα αφήσουμε χάριν συντομίας· διότι όσα λέγαμε μέχρι πρότινος,
αυτά θα ακολουθήσουν και εδώ.

165e1-166c5: (e) Ἔτι δὴ ἅπαξ ἐλθόντες πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν εἴπωμεν, ἓν
εἰ μὴ ἔστι, τἆλλα δὲ τοῦ ἑνός, τί χρὴ εἶναι. — Εἴπωμεν
γὰρ οὖν. — Οὐκοῦν ἓν μὲν οὐκ ἔσται τἆλλα. — Πῶς γάρ; —
Οὐδὲ μὴν πολλά γε· ἐν γὰρ πολλοῖς οὖσιν ἐνείη ἂν καὶ ἕν.
Εἰ γὰρ μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἕν, ἅπαντα οὐδέν ἐστιν, ὥστε (5)
οὐδ’ ἂν πολλὰ εἴη. — Ἀληθῆ. — Μὴ ἐνόντος δὲ ἑνὸς ἐν τοῖς

τε καὶ τῶν ὑπὸ σελήνην διατάττεται ὁ Πλάτων, ὡς εἰδωλικῶν καὶ ψευδωνύμων, καὶ μυρίαις μεταβολαῖς ὑποκείμενον.
Οὐ γὰρ καὶ ὁ ἐν Θεαιτήτῳ Σωκράτης, οὐ γὰρ καὶ ὁ ἐν τῷ Φαίδωνι, οὐ γὰρ καὶ ὁ πανταχοῦ καὶ πρὸς τῷ Σωκράτει ὅ
τε Ἐλεάτης ξένος καὶ αὐτὸς ὁ Τίμαιος τοιαύτην ἡμῖν ὑπογράφουσιν τῶν γιγνομένων πραγμάτων <ὑπόστασιν>; Τί
δέ; οἱ θεολόγοι τοὺς τούτων δημιουργοὺς οὐκ εἴδωλα ἡμῖν εἰσηγοῦνται συντιθέμενά τε καὶ ἀναλυόμενα, καὶ
δοκοῦντα μέν, οὐκ ὄντα δὲ ὁ Διόνυσος; Τί δέ; οἱ θεοὶ περὶ τοῦδε τοῦ κόσμου οὐ τὰ αὐτὰ χρησμῳδοῦσιν; «Μηδὲ
κάτω βλέψῃς εἰς τὸν μελαναυγέα κόσμον / ᾧ βυθὸς αἰὲν ἄμορφος ὑπέστρωται καὶ ἀειδής,/ ἀμφικνεφής, ῥυπόων,
εἰδωλοχαρής, ἀνόνητος,/ κρημνώδης, σκολιός, πηρὸν βάθος, αἰὲν ἑλίσσων, / αἰεὶ νυμφεύων, ἀφανὲς δέμας, ἀργόν,
ἄπνευμον.» Ταῦτα γὰρ καὶ ὁ Παρμενίδης συνάγει, ὅτι ἀμενηνὸν καὶ εἴδωλον, καὶ ὀνείρῳ προσεοικός, ἔτι δὲ ἀφανὲς
τῇ ἀληθείᾳ, πρὸς βραχὺ δὲ φαινόμενον, ὥσπερ αἱ νύμφαι ἀλλοτρίῳ κόσμῳ κοσμούμενον χήτει οἰκείων. [η τελευταία
φράση παραπέμπει στον Φαίδρο, 239d1-2] (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 122.1-3, 125.14-126.13, όπως επίσης και p.
122.6-123.8).
244
ἄλλοις, οὔτε πολλὰ οὔτε ἕν ἐστι τἆλλα. — Οὐ γάρ. — Οὐδέ
(166a) γε φαίνεται ἓν οὐδὲ πολλά. — Τί δή; — Ὅτι τἆλλα τῶν μὴ
ὄντων οὐδενὶ οὐδαμῇ οὐδαμῶς οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει, οὐδέ
τι τῶν μὴ ὄντων παρὰ τῶν ἄλλων τῳ ἔστιν· οὐδὲν γὰρ
μέρος ἔστι τοῖς μὴ οὖσιν. — Ἀληθῆ. — Οὐδ’ ἄρα δόξα τοῦ
μὴ ὄντος παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐστὶν οὐδέ τι φάντασμα, οὐδὲ (5)
δοξάζεται οὐδαμῇ οὐδαμῶς τὸ μὴ ὂν ὑπὸ 492 τῶν ἄλλων. — Οὐ
γὰρ οὖν. — Ἓν ἄρα εἰ μὴ ἔστιν, οὐδὲ δοξάζεταί τι τῶν
(b) ἄλλων ἓν εἶναι οὐδὲ πολλά· ἄνευ γὰρ ἑνὸς πολλὰ δοξάσαι
ἀδύνατον. — Ἀδύνατον γάρ. — Ἓν ἄρα εἰ μὴ ἔστι, τἆλλα οὔτε
ἔστιν οὔτε δοξάζεται ἓν οὐδὲ πολλά. — Οὐκ ἔοικεν. — Οὐδ’ ἄρα
ὅμοια οὐδὲ ἀνόμοια. — Οὐ γάρ. — Οὐδὲ μὴν τὰ αὐτά γε οὐδ’
ἕτερα, οὐδὲ ἁπτόμενα οὐδὲ χωρίς, οὐδὲ ἄλλα ὅσα ἐν τοῖς πρό- (5)
σθεν διήλθομεν ὡς φαινόμενα αὐτά, τούτων οὔτε τί ἐστιν οὔτε
φαίνεται ἄλλα493, ἓν εἰ μὴ ἔστιν. — Ἀληθῆ. — Οὐκοῦν καὶ
(c) συλλήβδην εἰ εἴποιμεν, ἓν εἰ μὴ ἔστιν, οὐδὲν ἔστιν, ὀρθῶς
ἂν εἴποιμεν; — Παντάπασι μὲν οὖν. — Εἰρήσθω τοίνυν τοῦτό
τε καὶ ὅτι, ὡς ἔοικεν, ἓν εἴτε ἔστιν εἴτε μὴ ἔστιν, αὐτό τε καὶ
τἆλλα καὶ πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα πάντα πάντως ἔστι τε
καὶ οὐκ ἔστι καὶ φαίνεταί τε καὶ οὐ φαίνεται. — Ἀληθέστατα. (5)

Ακόμα μια φορά βέβαια να πούμε, αφού γυρίσουμε πάλι στην αρχή της υπόθεσης, «αν το εν δεν είναι, τί
πρέπει να είναι τα “άλλα από το εν”». - Να το πούμε οπωσδήποτε. - Τα άλλα, λοιπόν, δεν θα είναι εν. -
Πράγματι, πώς θα μπορούσαν; - Ούτε πράγματι είναι πολλά τουλάχιστον· διότι σε αυτά που είναι πολλά θα
ενυπάρχει και το εν. Πράγματι, αν κανένα από αυτά δεν είναι εν, όλα γενικά είναι τίποτα, ώστε να μην είναι
ούτε πολλά. - Είναι αλήθεια. - Και αν το εν δεν ενυπάρχει στα άλλα, τα άλλα δεν είναι ούτε πολλά ούτε εν.
- Όχι, πράγματι. - Ούτε τουλάχιστον φαίνονται εν ούτε πολλά. - Γιατί βέβαια; - Επειδή τα άλλα δεν έχουν
με κανέναν τρόπο και πουθενά καμία σχέση με κανένα από τα μη όντα, ούτε κάποιο από τα μη όντα είναι
σε κάποιο από τα άλλα· διότι κανένα μέρος δεν υπάρχει στα μη όντα. - Είναι αλήθεια. - Άρα ούτε δοξασία

492
Pl. B, T ὑπὸ. Burnet, Diès: ἐπὶ (ακολουθώντας την γραφή του Schleiermacher).
493
Pl. B, T τἆλλα.
245
του μη όντος494 υπάρχει στα άλλα ούτε κάποια απεικόνιση, ούτε σχηματίζεται δοξασία του μη όντος στα
άλλα με κανέναν απολύτως τρόπο. - Βεβαίως όχι. - Άρα αν το εν δεν είναι, κανένα από τα άλλα δεν
πιστεύεται ότι είναι εν ούτε πολλά, διότι χωρίς το εν είναι αδύνατον να πιστέψουμε στα πολλά. - Πράγματι,
είναι αδύνατον. - Άρα αν το εν δεν είναι, τα άλλα ούτε είναι ούτε πιστεύεται ότι είναι εν ούτε πολλά. -
Φαίνεται πως όχι. - Άρα ούτε όμοια ούτε ανόμοια. - Πράγματι, όχι. - Ούτε βέβαια τα ίδια τουλάχιστον ούτε
έτερα, ούτε ερχόμενα σε επαφή ούτε χωριστά, ούτε όσα άλλα είχαμε αναλύσει προηγουμένως πως φαίνονται
[τα άλλα] να είναι αυτά, ούτε τα άλλα είναι ούτε φαίνονται κάτι από αυτά, αν το εν δεν είναι. - Είναι αλήθεια.
- Αν λοιπόν τα συγκεφαλαιώναμε και λέγαμε “αν το εν δεν είναι, τίποτα δεν είναι”, θα το λέγαμε σωστά; -
Έτσι ακριβώς. - Συνεπώς, ας ειπωθεί και αυτό και ότι, όπως φαίνεται, ή αν το εν είναι ή αν το εν δεν είναι,
και αυτό και τα άλλα και σε σχέση με τους εαυτούς τους και στην μεταξύ τους σχέση και είναι όλα με κάθε
τρόπο και δεν είναι, και φαίνονται και δεν φαίνονται [να είναι αυτά]. - Αληθέστατα.

Ἐπὶ τῆς τρίτης ὑποθέσεως τῆς ἓν εἰ μὴ ἔστι, τί ἕπεταί τε καὶ οὐχ 61.30
ἕπεται (καθὼς καὶ ἐπὶ τῆς τρίτης ὑποθέσεως ἓν εἰ ἔστι, τί ἕπεταί τε καὶ
οὐχ ἕπεται), διακεχωρισμένως λέγει πρῶτον μὲν τίνα τὰ ἑπόμενα, καὶ 62.1
ἔπειτα τίνα τὰ μὴ ἑπόμενα. Εἰπὼν τοίνυν τίνα τὰ ἑπόμενα, τίθησι καὶ
τίνα τὰ μὴ ἑπόμενα· οὐκοῦν, ἓν εἰ μὴ ἔστιν, εἰ τὰ ἄλλα τοῦ ἑνὸς μὴ ὄντος
ἐστίν, αὐτὰ τὰ ἄλλα οὔτε ἓν ἔσται οὔτε πολλά. Ἓν μὲν οὐκ ἔσται ὅτι
ἄλλα τοῦ ἑνός εἰσι· πολλὰ δὲ οὐκ ἔσται ἐπεὶ λείποντος τοῦ ἑνὸς χώραν 62.5
οὐκ ἔχει τὰ πολλὰ λέγεσθαι. Ἐν γὰρ πολλοῖς οὖσιν ἐνείη ἂν τὸ ἕν· εἰ
γὰρ μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἕν, ἅπαντα οὐδέν ἐστιν. Οὔτε γοῦν εἰσι τὰ ἄλλα
ἓν οὔτε πολλά, ἀλλ’ οὐδὲ φαίνονται οὔτε ἓν οὔτε πολλά, ὅτι τὰ ἄλλα
ταῦτα οὐδενὶ τῶν μὴ ὄντων οὐδαμῇ οὐδαμῶς οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει,
οὐδέ τι τῶν μὴ ὄντων παρά τῳ καὶ τινὶ τῶν ἄλλων ἐστί. Τὸ γὰρ τὶ τοῦτο 62.10

494
Στο αυτόγραφο χειρόγραφο του Παχυμέρη (βλ. Parisinus gr. 1810, f. 224v) παρατηρούμε ότι στο σημείο αυτό του
πλατωνικού χωρίου (166a4), ο Παχυμέρης έχει σημειώσει δίπλα την εξής σημείωση: ση. τὸν ἀριστ(ο)τ(έ)λ(η) ὧδ(ε)
τί φη(σι) περὶ τοῦ μὴ ὄντος καὶ τῆς δόξης [η σημείωση αυτή έχει προστεθεί πριν από την παράφραση στο περιθώριό
της (βλ. T. Gadra et alii, Παχυμέρους Ὑπόμνημα, σελ. 61, σχόλια κριτικού υπομνήματος)]. Έτσι, ο Παχυμέρης
μας παραπέμπει στην αριστοτελική θέση περί του μη όντος: τὸ δὲ μὴ ὄν, ὅτι δοξαστόν, οὐκ ἀληθὲς εἰπεῖν ὄντι· δόξα
γὰρ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅτι ἔστιν, ἀλλ’ ὅτι οὐκ ἔστιν (Περὶ ἑρμηνείας, 21a32-33). Κατά τον Αριστοτέλη, το μη ον είναι
δοξαστὸν, δηλαδή προϊόν και αντικείμενο δοξασίας και γνώμης, ούτως ώστε θα ήταν ψευδές, εκκινώντας από
αυτή την θέση, να βεβαιώσουμε ότι το μη ον είναι (καθαυτό), αφού το “είναι” κατηγορείται κατά συμβεβηκός στο
μη ον [βλ. επίσης 2.14-16 (ιδίως για την κατά συμβεβηκός κατηγόρηση του “είναι” στο μη ον, βλ. παραπάνω
υποσημ. 119)]. Η παρατήρηση αυτή του Παχυμέρη είναι σωστή για την εν λόγω υπόθεση: αφού τα άλλα όχι μόνο
δεν είναι μη ον, αλλά δεν έχουν ουδεμία σχέση με το μη ον (αφού είναι το απολύτως τίποτα), έτσι δεν θα έχουν
και την δοξασία του μη όντος, όπως συνάγεται αμέσως παρακάτω.
246
ὡς μέρος οὐκ ἔστι τοῖς μὴ οὖσι· τὰ γὰρ μὴ ὄντα μέρη οὐκ ἔχουσιν. Εἰ
γοῦν τι τοῦ μὴ ὄντος τοῖς ἄλλοις οὐκ ἔστιν, οὐδὲ δόξα τοῦ μὴ ὄντος
παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐστίν, οὐδὲ φάντασμα τοῦ μὴ ὄντος παρὰ τοῖς ἄλλοις
ἐστίν· οὐδ’ αὖθις τὸ μὴ ὂν δοξάζεται ὑπὸ τῶν ἄλλων οὐδαμῶς. Ἓν ἄρα
εἰ μὴ ἔστιν, οὐδὲ δοξάζεταί τι τῶν ἄλλων ἓν εἶναι· ἀλλ’ οὐδὲ πολλά, τοῦ 62.15
ἑνὸς μὴ ὄντος, οὗ ἄνευ πολλὰ δοξάσαι ἀδύνατον. Ἓν ἄρα εἰ μὴ ἔστιν,
ἀπόλλυται τἆλλα· οὔτε γὰρ ἔστιν οὔτε δοξάζεται ἓν οὐδὲ πολλά, οὐδ’
ἄρα ὅμοια ταῦτα οὐδὲ ἀνόμοια, οὐδὲ μὴν τὰ αὐτά γε οὐδ’ ἕτερα, οὐδ’
ἁπτόμενα οὐδὲ χωρίς, οὐδὲ ὅσα ἄλλα ἐν τοῖς πρόσθεν διήλθομεν. Ἐκεῖ
γὰρ καὶ ἁπτόμενα καὶ χωρὶς ἐδείκνυμεν, καὶ ὅμοια καὶ ἀνόμοια, καὶ τὰ 62.20
αὐτὰ καὶ ἕτερα, νῦν δὲ οὔτε ἁπτόμενα οὔτε χωρίς, οὔτε ὅμοια οὔτε
ἀνόμοια, οὔτε τὰ αὐτὰ οὔτε ἕτερα· ὡς γοῦν πρότερον διήλθομεν τὰ
φαινόμενα αὐτὰ τῶν ἄλλων, νῦν ταῦτα δὴ ἅπερ ἐφαίνοντο εἶναι, οὔτε
εἰσὶν οὔτε φαίνονται. Οὐκοῦν καὶ συλλήβδην εἰ εἴποιμεν, ἓν εἰ μὴ ἔστιν,
οὐδὲν ἔστιν, οὐδ’ ἄλλ’ ἄττα οὐδ’ ἄλλο τι, ὀρθῶς ἂν εἴποιμεν. Εἰρήσθω 62.25
τοίνυν τοῦτο καὶ ὅτι, ὡς ἔοικε, καὶ εἰ ἓν ἔστι, καθὼς ἐν ταῖς προτέραις
ὑποθέσεσιν ἔλεγε, καὶ εἰ ἓν οὐκ ἔστι, καθὼς ἐν ταύταις δὴ ταῖς
παρούσαις, αὐτό τε καὶ τἆλλα καὶ πρὸς αὐτά (ἤγουν καὶ πρὸς αὑτὸ καὶ
πρὸς τὰ ἄλλα) καὶ πρὸς ἄλληλα (αὐτό τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ τὰ ἄλλα πρὸς
ἑαυτό), πάντα πάντως καὶ ἔστι καὶ οὐκ ἔστι, καὶ φαίνεται καὶ οὐ 62.30
φαίνεται ἀληθέστατα, καθὼς συντίθεται ὁ προσδιαλεγόμενος.

Στην τρίτη υπόθεση “αν το εν δεν είναι, τί συμπέρασμα έπεται και δεν έπεται (όπως και στην τρίτη υπόθεση
“αν το εν είναι, τί συμπέρασμα έπεται και δεν έπεται” 495 ), λέει ξεχωριστά πρώτα ποια συμπεράσματα
έπονται, και έπειτα ποια συμπεράσματα δεν έπονται. Συνεπώς, αφού είπε ποια συμπεράσματα έπονται 496,
θέτει και ποια δεν έπονται· λοιπόν, αν το εν δεν είναι, αν τα άλλα είναι “άλλα από το εν”, το οποίο δεν είναι,
τα ίδια τα άλλα δεν θα είναι ούτε εν ούτε πολλά. Από την μία, δεν θα είναι εν, διότι είναι “άλλα από το
εν”· από την άλλη, δεν θα είναι πολλά, επειδή, εφόσον λείπει το εν, δεν είναι δυνατόν να λέγονται τα πολλά.
Διότι σε αυτά που είναι πολλά θα ενυπάρχει και το εν· πράγματι, αν κανένα από αυτά δεν είναι εν, όλα γενικά
είναι τίποτα. Τουλάχιστον τότε, τα άλλα δεν είναι ούτε εν ούτε πολλά, αλλά ούτε φαίνονται ούτε εν ούτε
πολλά, επειδή τα άλλα αυτά δεν έχουν με κανέναν τρόπο και πουθενά καμία σχέση με κανένα από τα μη όντα,

495
Βλ. παραπάνω εξήγηση 36.28-40.27 (υπόθεση 3 κατά Πρόκλο).
496
Βλ. 164b4-165e1 (υπόθεση 8 κατά Πρόκλο).
247
ούτε κάποιο από τα μη όντα είναι σε κάποιο συγκεκριμένο από τα άλλα. Διότι αυτό το “κάποιο”, σαν μέρος,
δεν υπάρχει στα μη όντα· πράγματι, τα μη όντα δεν έχουν μέρη. Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι από το μη ον
δεν υπάρχει στα άλλα, ούτε δοξασία του μη όντος υπάρχει στα άλλα, ούτε κάποια απεικόνιση του μη όντος
υπάρχει στα άλλα· ούτε ξανά σχηματίζεται δοξασία του μη όντος στα άλλα με κανέναν απολύτως τρόπο497.
Άρα αν το εν δεν είναι, κανένα από τα άλλα δεν πιστεύεται ότι είναι εν· αλλά ούτε πολλά, εφόσον το εν δεν
είναι, χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να πιστέψουμε στα πολλά. Άρα αν το εν δεν είναι, αφανίζονται τα άλλα,
διότι ούτε είναι ούτε πιστεύεται ότι είναι εν ούτε πολλά, άρα αυτά ούτε όμοια ούτε ανόμοια, ούτε τα ίδια
τουλάχιστον ούτε έτερα, ούτε ερχόμενα σε επαφή ούτε χωριστά, ούτε όσα άλλα είχαμε αναλύσει προηγουμένως.
Πράγματι, εκεί δείξαμε ότι και έρχονται σε επαφή και είναι χωριστά, και όμοια είναι και ανόμοια, και τα
ίδια και έτερα498, ενώ τώρα ούτε έρχονται σε επαφή ούτε είναι χωριστά, ούτε όμοια είναι ούτε ανόμοια,
ούτε τα ίδια ούτε έτερα· όπως τουλάχιστον προηγουμένως αναλύσαμε τις εμφανίσεις αυτές των άλλων, τώρα
αυτά βέβαια, τα οποία ακριβώς φαίνονταν ότι είναι, ούτε είναι ούτε φαίνονται 499 . Αν λοιπόν τα

497
Όταν ο Παρμενίδης βεβαιώνει την στέρηση οποιασδήποτε κοινωνίας των άλλων με τα μη όντα και την αναίρεση
οποιουδήποτε τινός των μη όντων (ως μέρους τους) στα άλλα καθώς και της δοξασίας του μη όντος στα άλλα,
δεν πρέπει να θεωρήσουμε τον συλλογισμό αυτόν ως ταυτοτικό, μιας και τα ίδια τα άλλα τίθενται στην εν λόγω
υπόθεση ως μη όντα. Αντιθέτως, με τις παραπάνω αρνήσεις επιδιώκεται να καταστεί καταφανές ότι πρέπει να
δεχθούμε τα άλλα ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντα, μη όντα με την απόλυτη σημασία, σε τέτοιο σημείο όπου δεν μπορεί
να καταφάσκεται καμία σχέση και καμία αντίληψη (ούτε καν γνώμη) των μη όντων ή οτιδήποτε άλλο που να
ανήκει ή να χαρακτηρίζει ακόμα και τα μη όντα (και όχι μόνο τα όντα), καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με το
απόλυτο τίποτα (το οὐδέν), την απόλυτη άρνηση οποιουδήποτε πράγματος· όπως στην υπόθεση του χωρίου
163b7-164b4 (έβδομη κατά Πρόκλο) δεχόμασταν το ἕν ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄν, έτσι και εδώ, στην τελευταία
υπόθεση, δεχόμαστε τα ἄλλα ως μηδαμῶς μηδαμῇ ὄντα, καταλήγοντας έτσι στην απόλυτη άρνηση και στο απόλυτο
μηδέν.
Να σημειωθεί επίσης ότι ο Δαμάσκιος πετυχαίνει με έξυπνο τρόπο να παρακάμψει όλες τις ερμηνευτικές
δυσκολίες του εν λόγω χωρίου (166a1-6), όπου φαίνεται να αντιπαραβάλλονται τα άλλα με τα μη όντα, δεχόμενος
ότι τα άλλα της συγκεκριμένης υπόθεσης (ένατης) ταυτίζονται ουσιαστικά με τα μη όντα του εν λόγω χωρίου,
ενώ τα άλλα του χωρίου δεν ταυτίζονται με τα άλλα της υπόθεσης, αλλά με όσα είναι (ως όντα) και έτσι αποτελούν
αντικείμενο όρασης και γνώμης (ὅσα ἐστὶν καὶ ὁρᾶν δύναται καὶ δοξάζειν), δηλαδή ως “άλλα από αυτά που
υποτίθενται εδώ ως μη όντα”, ούτως ώστε να μπορέσουμε να αρνηθούμε στα μη όντα (ἄλλα της ένατης υπόθεσης)
οποιαδήποτε σχέση ὁρωμένου και ὁρῶντος, δοξαζομένου και δοξάζοντος, δηλαδή οποιαδήποτε σχέση αρμόζει σε
όντα (βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 133.4-17, καθώς και p. 133.18-135.9).
498
Βλ. 165c6-d6 (υπόθεση 8, κατά Πρόκλο). Σημειωτέον ότι είναι εσφαλμένη η παραπομπή της έκδοσης του
υπομνήματος (βλ. T. Gadra et alii, ό.π., σελ. 62) στο χωρίο 158e1-159b1, καθώς εκεί γίνεται λόγος για την
υπόθεση “αν το εν είναι, τί συμπεράσματα έπονται για τα άλλα”, η οποία δεν σχετίζεται με την εν λόγω
εξεταζόμενη υπόθεση, η οποία αντιθέτως συνδέεται με την αμέσως προηγούμενη (“αν το εν δεν είναι, τί
συμπεράσματα έπονται για τα άλλα”).
499
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η εξήγηση του ανωτέρω παραλληλισμού του Παχυμέρη μεταξύ της εν λόγω υπόθεσης
και της τρίτης μορφής της υπόθεσης “αν το εν είναι” (δηλαδή της υπόθεσης “αν το εν είναι, τί συμπεράσματα
έπονται και δεν έπονται για το εν”, 155e3-157b5). Με άλλα λόγια, ο Παχυμέρης συναρμόζει την υπόθεση 8 και
την υπόθεση 9 [κατά Πρόκλο (υπόθεση 9: το εν λόγω χωρίο 165e1-166c5)], συναρμόζοντας έτσι τα καταφατικά
και τα αποφατικά συμπεράσματα για τα άλλα (“αν το εν δεν είναι”), με σκοπό να υποδηλωθεί και η τρίτη μορφή
248
συγκεφαλαιώναμε και λέγαμε “αν το εν δεν είναι, τίποτα δεν είναι, ούτε κάποια άλλα ούτε κάποιο άλλο”, θα
το λέγαμε σωστά500. Συνεπώς, ας ειπωθεί και αυτό και ότι, όπως φαίνεται, και αν το εν είναι, όπως έλεγε
στις προηγούμενες υποθέσεις, και αν το εν δεν είναι, όπως στις ίδιες βέβαια τις παρούσες, και αυτό και τα
άλλα και σε σχέση με τους εαυτούς τους (δηλαδή και σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα άλλα501)
και στην μεταξύ τους σχέση (και αυτό σε σχέση με τα άλλα και τα άλλα σε σχέση με αυτό502) και είναι όλα
με κάθε τρόπο και δεν είναι, και φαίνονται και δεν φαίνονται [να είναι αυτά] αληθέστατα, όπως συμφωνεί
και ο συνομιλητής.

υπόθεσης “αν το εν δεν είναι, τί συμπεράσματα έπονται και δεν έπονται μαζί για τα άλλα”, ακολουθώντας έτσι
το πρόκλειο σύστημα διάταξης των υποθέσεων. Ωστόσο, από το πλατωνικό χωρίο καθαυτό δεν συνάγεται μία
υπόθεση τέτοιου είδους, αφού πράγματι παρατηρούμε ότι η υπόθεση κλείνει μόνο με την απόλυτη άρνηση “αν
το εν δεν είναι, τίποτα δεν είναι”, χωρίς να υπεισέρχεται σε μία συναρμογή καταφάσεων και αρνήσεων για τα
άλλα (όπως γίνεται με σαφή τρόπο στην τρίτη υπόθεση). Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνευτική επέμβαση του Παχυμέρη
(να συναχθεί δηλαδή και η παραπάνω μορφή υπόθεσης) είναι αναγκαία για να ολοκληρωθεί το πρόκλειο σύστημα
των υποθέσεων [εἰ ἓν μὴ ἔστι, τί ἕπεται καὶ οὐχ ἕπεται τοῖς ἄλλοις πρὸς ἑαυτὰ καὶ πρὸς αὐτὸ (4η εξάδα υποθέσεων,
βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 4)].
500
Κατά τον Πρόκλο, η πλατωνική φράση “Οὐκοῦν καὶ συλλήβδην εἰ εἴποιμεν, ἓν εἰ μὴ ἔστιν, οὐδὲν ἔστιν, ὀρθῶς ἂν
εἴποιμεν;” αποτελεί το συμπέρασμα των τεσσάρων τελευταίων υποθέσεων (6-9), στις οποίες συνάγονται τα
αδύνατα της υπόθεσης ἓν εἰ μὴ ἔστιν. Με την θέση αυτή διαφωνεί ο Δαμάσκιος, ο οποίος αντιθέτως δεν δέχεται
ότι και οι τέσσερις υποθέσεις συνάγουν άτοπα, παρά μόνο οι υποθέσεις 7 και 9 (163b7-164b4, 165e1-166c5
αντίστοιχα), στις οποίες πράγματι δεχόμαστε τις απόλυτες αρνήσεις για το ἕν και τα ἄλλα, ως μηδαμῶς μηδαμῇ
ὄντα· συνεπώς, κατά τον Δαμάσκιο, η παραπάνω φράση αποτελεί κατακλείδα των υποθέσεων 7 και 9, στις οποίες
δηλώνεται το μὴ εἶναι ως παντελής άρνηση και των οποίων έπεται το οὐδέν [βλ. Εἰς Παρμ. t.IV, p. 135.10-15,
καθώς και p. 80.3-82.12 (περί της διαφοράς των υποθέσεων 6-8 και 7-9 κατά τον Δαμάσκιο)].
501
Εννοείται: τα άλλα σε σχέση με τα άλλα (δηλαδή με τους εαυτούς τους).
502
Εδώ η αυτοπαθής αντωνυμία “ἑαυτό” (62.30) θα πρέπει να διαβαστεί με την σημασία της οριστικής (δηλαδή ως
αὐτό), χάριν του νοήματος του συλλογισμού.
249
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Οι τρεις ρητές αναφορές του Παχυμέρη σε θέσεις της χριστιανικής θεολογίας στα πρώτα
εξηγητικά σχόλια του Υπομνήματός του

Α) Το ἕν ως αὐτοόν και αὐτοέν (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 1.19-20)

Ο Παχυμέρης, εξηγώντας τον πρώτο συλλογισμό της δεύτερης υπόθεσης (142b5-c7: το εν είναι και μετέχει
στην ουσία), αποδίδει στο ἕν τους όρους αὐτοέν και αὐτοόν, φιλοσοφικοί όροι οι οποίοι ανάγονται πίσω
στους Νεοπλατωνικούς. Συγκεκριμένα, κατά τον Πρόκλο, ως αὐτοέν νοείται το αμέθεκτο ἕν της πρώτης
υπόθεσης, το πρώτιστο πάντων, το απολύτως υπερβατικό, στο οποίο αποφάσκονται όλα τα κατηγορήματα,
ακόμα και η μετοχή στο ἕν. Βλ. Πλaτ. Θεολ. ΙΙ, p.42.24-43.1: Ὃ δὴ καὶ ὁ Πλάτων ἐνδεικνύμενος ἐν Πολιτείᾳ
μὲν ὁμοῦ καὶ ἀγαθὸν ἀποκαλεῖ τὸ πρῶτον καὶ δι’ ἀναλογίας ἐπ’ αὐτὸ ποιεῖται τὴν ἀναγωγήν, ἐν Παρμενίδῃ δὲ
αὐτοὲν ὑποτιθέμενος διὰ τῶν ἀποφατικῶν συμπερασμάτων ἐκφαίνει τὴν ἐξῃρημένην αὐτοῦ τῶν ὄντων
ὑπεροχήν· βλ. επίσης II, 66.7-12: Τὸ ἕν, φησὶν ὁ Παρμενίδης, εἰ ἕν ἐστιν, οὐκ ἂν εἴη πολλά. Τὰ γὰρ πολλὰ
μετέχειν ἀνάγκη τοῦ ἑνός· τὸ δὲ ἓν οὐ μετέχει τοῦ ἑνὸς ἀλλ’ ἔστιν αὐτοέν. Ἀλλ’ οὐδὲ μεθεκτόν ἐστι τὸ πρώτως
ἕν· (…) Ἐξῄρηται ἄρα τὸ ἕν. [βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. II, p. 9.5-8, 66.8-12, Στοιχ. Θεολ. § 2, Εἰς Παρμ. VI
1096.25-28, VII 1197.19-21 (Cousin)]. Από την άλλη, το αὐτοόν αποδίδεται στο εν, το οποίο στην αρχή της
δεύτερης υπόθεσης μετέχει στην ουσία, διότι – όπως επισημαίνει και ο Πρόκλος – το αὐτοόν αποτελεί την
ύψιστη κορυφή του όντος, από την οποία προχωρούν όλα τα νοητά και τα νοερά: καὶ τὸ αὐτοὸν, ὃ πρώτως
ἐστὶν ὄν, κορυφὴ τῶν ὄντων ἐστὶν ἁπάντων, καὶ ἀπ’ αὐτοῦ πρόεισι πᾶν τε τὸ νοητὸν καὶ τὸ νοερὸν καὶ τὸ
ὁπωσοῦν ἀποφερόμενον τὴν τοῦ ὄντος προσηγορίαν (Εἰς Τίμαιον I, 231,6-9, βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. III p.
35,6-7). Εδώ βέβαια, ο Παχυμέρης δεν κάνει λόγο για κορυφή των νοητών και νοερών, αλλά περιορίζεται
μόνο στην επισήμανση ότι το εν είναι (και) ον καθεαυτό. Η ερμηνεία αυτή όμως δεν συμβαδίζει με την
θέση του Παρμενίδη ότι η ουσία του ενός και το εν δεν είναι τα ίδια, αλλά διαφορετικά πράγματα μεταξύ
τους, καθώς το ἕν εἶναι (το εν λόγω ζητούμενο, η μετοχή του ενός στην ουσία) είναι άλλο από το ἓν ἕν
(μάλλον αναφορά στο ἕν της πρώτης υπόθεσης). Πράγματι, ο Παχυμέρης εξομοιώνει τόσο το αὐτοόν (“το
εν είναι”, με την απόλυτη σημασία του όντος) όσο και το αὐτοέν (ἓν ἕν, δηλαδή “το εν είναι εν”) στο ίδιο
ἕν, παρακάμπτοντας μάλιστα και την παραπάνω πρόκλεια ερμηνεία, κατά την οποία το αὐτοέν (ως το ἕν της
πρώτης υπόθεσης) υπερβαίνει το αὐτοόν (ως κορυφή των νοητών, το εν λόγω ἓν ὄν της δεύτερης υπόθεσης,
και ως μετεχόμενη πια ενάδα), ούτως ώστε να μην μπορούν να ταυτιστούν αμφότερα στο ίδιο ἕν. Επομένως,

250
θα λέγαμε ότι εδώ ο Παχυμέρης ίσως επιχειρεί μία σύζευξη του ἑνός της πρώτης με το ἕν της δεύτερης
υπόθεσης (μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η πρόταση “Πλὴν αὐτοὲν καὶ αὐτοὸν ὂν καὶ αὐτὸ ἔστι”).

Ωστόσο, ο Παχυμέρης, αν και προφανώς δεν ακολουθεί την πολυθεϊστική θεολογία του Πρόκλου, στο
σημείο αυτό παρεκκλίνει από την αμιγώς λογική ανάγνωση του διαλόγου και υπεισέρχεται σε θεωρίες της
χριστιανικής θεολογίας περί των όρων αὐτοέν και αὐτοόν. Συγκεκριμένα, ο όρος αὐτοόν συναντάται στο
Περὶ θείων ὀνομάτων του ψευδο-Διονυσίου (ΧΙ.6, 221.13-223.3), ενώ παράλληλα στην Παράφραση του
Παχυμέρη παίρνει την εξής σημασία: το αὐτοόν αποδίδεται από τον θεολόγο ως όνομα στον Θεό για να
τονίσει όχι το αμέθεκτο της θείας ουσίας του αλλά το μεθεκτό του αὐτοόντος ως δωρεάς του Θεού. Κατά
τις δωρεές του στα όντα ο Θεός μετέχεται από αυτά και με αυτόν τον τρόπο ονομάζεται αὐτοόν από τα
αιτιατά (η αὐτοουσίωσις αποτελεί μία τέτοια δωρεά, στην οποία μετέχοντας τα όντα είναι όντα), ως αἰτιατῶν
αἴτιος (βλ. P.G. 3, 965 D, 968 A-C). Από την άλλη, ο όρος αὐτοέν συναντάται μόνο ως αὐτοένωσις (820B)
ή αὐτοενότης (841B), η οποία βρίσκεται μέσα στον Θεό αλλά αποτελεί συνάμα την αρχή (μετέχουσα στο
είναι) που ενοποιεί και καθιστά ενωμένο καθεαυτό καθένα από τα όντα.

Β) Το ἕν ως ὑπερούσιος οὐσία (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 1.22-23)

Η “αντίφαση στους όρους” (contardictio in adjecto) ὑπερούσιος οὐσία, που χρησιμοποιεί ο Παχυμέρης για
να εξηγήσει την απόδοση της ουσίας στο εν ον της δεύτερης υπόθεσης, μας παραπέμπει στην θεολογία-
φιλοσοφία – επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τους Νεοπλατωνικούς – του ψευδο-Διονύσιου Αρεοπαγίτη:
Καὶ πάσαις διανοίαις ἀδιανόητόν ἐστι τὸ ὑπὲρ διάνοιαν ἕν, ἄῤῥητόν τε λόγῳ παντὶ τὸ ὑπὲρ λόγον ἀγαθόν, ἑνὰς
ἑνοποιὸς ἁπάσης ἑνάδος καὶ ὑπερούσιος οὐσία καὶ νοῦς ἀνόητος καὶ λόγος ἄῤῥητος, ἀλογία καὶ ἀνοησία καὶ
ἀνωνυμία κατὰ μηδὲν τῶν ὄντων οὖσα καὶ αἴτιον μὲν τοῦ εἶναι πᾶσιν, αὐτὸ δὲ μὴ ὂν ὡς πάσης οὐσίας ἐπέκεινα
καὶ ὡς ἂν αὐτὴ περὶ ἑαυτῆς κυρίως καὶ ἐπιστητῶς ἀποφαίνοιτο [Περὶ θείων ὁνομάτων, 109.11-110.1 (η
υπογράμμιση του γράφοντος)· βλ. επίσης 180.8-13, 228.18-229.5]. Συγκεκριμένα, ο Παχυμέρης, στην
Παράφρασή του στο Περὶ θείων ὀνομάτων, διαχωρίζει το όνομα του Θεού “ουσία” (οὐσιωνυμία), το οποίο
δηλώνει και φανερώνει καταφατικά την θεία αρχή-αιτία της ουσίας των όντων (ως οὐσιοποιός των όντων),
από την “ὑπερούσιον οὐσίαν” του Θεού, δηλαδή την άρρητη και απολύτως υπερβατική όλων των όντων
ουσία-φύση του Θεού (όπου η οὐσία δηλώνει ακριβώς την άφραστη θεία ουσία η οποία είναι αμέθεκτη και
απολύτως απρόσιτη από οποιοδήποτε ον): Μετενεκτέον τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὄντως οὖσαν οὐσιωνυμίαν. (…)
Ὑπομνήσωμεν δὲ τοσοῦτον, ὅτι οὐκ ἔστι τῷ λόγῳ σκοπὸς, αὐτὴν τὴν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος,
ἐκφαίνειν· ἀλλ’ ἐκφαίνειν μὲν τὴν πάσης οὐσίας ἀρχὴν, αἰτίαν, οὐσίαν, οὐ καθὸ δὲ ὑπερούσιον, (τὸ γὰρ ὑπὲρ

251
οὐσίαν ὂν πῶς ἐκφανθήσεται κατ’ αὐτό;) ἀλλὰ καθὸ ἀπὸ τῶν ἑτέρως ὄντων καὶ παρ’ αὐτῆς παραχθέντων εἰς
αὐτὴν ἀναγόμεθα. Ἐκείνη γὰρ [ἡ ὑπερούσιος οὐσία] καθ’ αὑτὴν ἀνέκφαντός ἐστι, καὶ αὐτὴν τὴν ἕνωσιν
ὑπεραίρουσα ἕνωσιν λέγων τὸ τοῦ ὄντος ἑνιαίον καὶ ὠρισμένον, καθὸ ὄν ἐστιν. Επίσης κατά την παχυμέρεια
παράφραση, η ὑπερούσιος οὐσία ονομάζεται και ἕν, όχι ως αρχή των αριθμών αλλά λόγω της ασύνθετης και
απόλυτης ιδιότητας του ενός, μία ονομασία η οποία μάλιστα αδυνατεί και η ίδια να παραστήσει την ουσία
του Θεού: οὔτως τὸ ὂν, ἓν [δηλ.: τὸ ὂν ἕν ἐστιν], καθὸ ὂν καὶ ὡρισμένον, ὑπἒρ ὅ ἐστιν ἡ ὑπερούσιος οὐσία,
ἥτις ὀνομάζεται ἓν, οὐχ ὡς ἀριθμῶν ἀρχὴ, ἀλλὰ διὰ τὸ πάντων ἐξῃρῆσθαι, καὶ οὐδὲν συναριθμούμενον ἔχειν
τῶν μετ’ αὐτὴν, ἄλλως δὲ καὶ διὰ τὸ ἀσύνθετον καὶ ἁπλοῦν. Τέως δὲ, καὶ ἓν ἂν εἴπῃς τὸ Θεῖον, οὐ τοῦτο
παρίστησι τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ· κυρίως γὰρ οὐσία ἐπὶ Θεοῦ οὐκ ἂν λέγοιτο, ἔστι γὰρ ὑπερούσιος· διὰ τοῦτο
ὑπεραίρει καὶ αὐτὴν τὴν ἕνωσιν. [Βλ. Παχυμέρους Παράφρασις εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 3, 832 A-
B].

Εκ παραλλήλου, μπορούμε να εντοπίσουμε τον όρο ὑπερούσιος οὐσία και στα έργα των Νεοπλατωνικών,
βέβαια σε διαφορετικά θεολογικά και μεταφυσικά πλαίσια. Καταρχάς, ο Δαμάσκιος εξηγεί πώς το ἕν, η μια
αρχή των πάντων και πριν από τα πάντα, παράγει τα πάντα καθώς και είναι τα πάντα “κατὰ μίαν ἁπλότητα
τὴν πρὸ πάντων”· στην περίπτωση δε των όντων, από την μια η αρχή αυτή παράγει τα όντα ως υπερούσια,
από την άλλη όμως είναι και τα όντα: Τρίτον δὲ καὶ μένει τὸ ἄπορον· διὰ τί γὰρ ἀπὸ τοῦ ἐναντίου εἰς τὸ
ἐναντίον ἡ γέννησις; Μήποτε οὖν ἄμεινον λέγειν ὡς τὸ ἓν οὐκ ἔστι μόνον ἕν, ὡς τὸ ὄνομα παραδείκνυσιν,
ἀλλὰ πάντα κατὰ μίαν ἁπλότητα τὴν πρὸ πάντων, ὡς πολλάκις λέγομεν· διὸ πάντων ἐστὶν αἴτιον κατὰ τὴν
πάμφορον αὐτοῦ ταύτην ἁπλότητα. Οὐ καθόσον οὖν ἓν οὕτως ὡς ἀντικείμενον τοῖς πολλοῖς (πάσης γὰρ
ἀντιθέσεως προϋπάρχει ἕν), ἀλλὰ καθόσον ἀρχὴ τῶν πάντων καὶ πάντα· ὡς ἀρχὴ τῶν ἁπάντων, οὕτω παράγει
τὰ μεθ’ ἑαυτήν, τά τε πάντα ὡς μόνη, καὶ τὰ πολλὰ ὡς ἕν, καὶ τὰ ὄντα ὡς ὑπερούσιος μέν, οὖσα δὲ καὶ τὰ
ὄντα· τί γὰρ διαφέρει τὸν δημιουργικὸν νοῦν, πάντα ἐν ἑαυτῷ προειληφότα παραδειγματικῶς, παράγειν ἀφ’
ἑαυτοῦ πάντα εἰκονικῶς; ἢ τὴν μίαν τῶν ὅλων ἀρχὴν πάντα οὖσαν ἁπλῶς ὅσα ἀπ’ αὐτῆς πρὸ τῶν ἀπ’ αὐτῆς
ἀδιακρίτως καὶ κατὰ μίαν ἀπλήθυντον φύσιν, πάντα παράγειν τὰ πολλὰ ἀφ’ ἑαυτῆς. Τὸ δὲ ἄπορον ἦν πῶς ἀφ’
ἑνὸς τὰ πολλά. [βλ. Δαμάσκιο, Ἀπορίαι καὶ λύσεις περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν, t.I p.228.2-14 (Ruelle)]. Ωστόσο,
η αρχή ἓν πάντα του Δαμάσκιου δεν αποτελεί την πρωτίστη αρχή, η οποία αντιστοιχεί στο ἕν της πρώτης
υπόθεσης, αλλά την δεύτερη (που αντιστοιχεί στην δεύτερη υπόθεση), καθώς στην πρωτίστη και απολύτως
υπερβατική αρχή το μόνο όνομα που μπορούμε να της προσδώσουμε είναι το ἀπόρρητον, ούτε καν το ἕν
(βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, πίνακας Ι ).

Έπειτα, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες πτυχές του όρου ὑπερούσιος και στο πρόκλειο σύστημα, παρ’
όλο που διαφοροποιείται η σημασία του. Μολονότι κατά τον Νεοπλατωνικό, το πρώτιστο ἕν δεν μπορεί να

252
είναι ταυτόχρονα και υπερούσιο και ουσία, καθώς πρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ του ἀμεθέκτου
ἑνός, ὑπερουσίου και ὑπερόντος, και των μετεχομένων ὑπὸ τοῦ ὄντος ἑνάδων, οι οποίες ακολουθούν το ἕν
στις υπόλοιπες υποθέσεις, ο ίδιος αποκαλεί τις ενάδες αυτές ως ὑπερούσιες ὑπάρξεις, ενώ με τον όρο ὕπαρξιν
σκοπεύει να υποδηλώσει την παραγωγική και αιτιώδη δράση τους, την “υποστασιοποίηση” όλων των όντων:
Μετὰ δὲ τοῦτο τὸ μόνως ὑπερούσιον καὶ ὑπερὸν καὶ ἄμικτον πρὸς πάσας τὰς ὑπάρξεις, ἑνάς ἐστι μετεχομένη
μὲν ὑπὸ τοῦ ὄντος καὶ περὶ ἑαυτὴν ὑποστήσασα τὴν πρώτην οὐσίαν καὶ πλεονάσασα τῇ προσθήκῃ τῆς μεθέξεως
ταύτης τοῦ πρώτως ἑνός, αὐτὴ δὲ ὑπερούσιος ὕπαρξις καὶ *** τῆς πρωτίστης νοητῆς τριάδος (βλ. Πλατ. Θεολ.
ΙΙΙ 24, p.84.4-9). Επίσης ο Πρόκλος εξηγεί ότι η πρώτη νοητή τριάδα καλείται ἓν ὄν, γιατί απαρτίζεται από
το ἕν (ο “πατήρ”), το ὄν (ο “πατρικός νους”) και την μεταξύ τους δύναμιν (η μεταξύ τους συναγωγός σχέση),
η οποία όμως είναι “κρυφή” [η τριάδα αυτή, ως κορυφή των νοητών, λαμβάνει υπόσταση ἑνοειδῶς και
ἀδιακρίτως κατά την “θεία ένωση”, δεν παράγεται αφ’ εαυτής, ενώ επίσης δεν συντελείται ακόμα η διάκριση
του ενός από το ον, η οποία διάκριση λαμβάνει χώρα στην δεύτερη νοητή τριάδα (ως όλον και μέρη) και
έχει συντελεστεί πια στην τρίτη (ως άπειρο πλήθος)]· η δύναμις αυτή, καθώς συναρμόζει το ἕν και το ὄν
(βοηθώντας στην μετοχή του ενός στο ον και του όντος στο ἕν) και ταυτόχρονα τα διακρίνει “κρυφίως”
(αφού είναι ενωμένα “μονοειδώς” ακόμα, δηλαδή η ένωση του ἑνὸς ὄντος ομοιούται προς το ἕν),
αποκαλείται και αυτή ὑπερούσιος, αλλά στο βαθμό που συμφωνεί με την ουσία (ὑπερούσιος μέν,
συμφερομένη δὲ τῇ οὐσίᾳ) [βλ. p. 84.26-85.21, 85.27- 86.14, καθώς και Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.I, p. 51.11-
53.2].

Σε κάθε περίπτωση, ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή στον εν λόγω συλλογισμό για να
δηλώσει ότι το εν ως ουσία δεν νοείται ως μετέχον στην ουσία (όπως συμβαίνει αντίθετα στην περίπτωση
του ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά μετοχήν στην ουσία), αλλά αποτελεί ουσία υπερούσια, γιατί είναι ουσία
ολόκληρη και κυριότατη (περιλαμβάνει μέσα της ἅπαν τὸ εἶναι) υπερβαίνουσα τα μετέχοντα σε αυτήν, στα
οποία συγκαταλέγονται και το «είναι». Την θέση αυτή του Παχυμέρη θα την εντοπίσουμε επίσης τόσο στο
έργο του Φιλοσοφία, (βλ. Βιβλίον Δέκατον, τὸ Μετὰ τὰ Φυσικὰ, Τίτλος Δ΄, κεφ. γ΄ Περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ
ὄντος, 1-8: Οἱ τὸ ὂν καὶ τὸ ἓν εἰπόντες ἁπάντων ἀρχὰς καλῶς ἂν ἐδόκουν λέγειν καὶ φιλοσόφως, εἰ πρὸς τὸ
ὄντως ὂν καὶ ὄντως ἓν ἀνῆγον τὸν νοῦν καὶ περὶ τοῦ ποιητικοῦ καὶ θείου τῆς πάντων ἐξῃρημένης αἰτίας αὐτὰ
ἀπεφαίνοντο. ἐκεῖνο γὰρ τὸ κυρίως ὂν καὶ ὑπὲρ τὸ ὄν, τὸ ὑπερούσιον, ὡς ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν νοούμενον καὶ
διαταῦτα καὶ μὴ ὂν ὡς ὑπερούσιον ἐκεῖνο, καὶ κυρίως ἕν, ὡς ὅλον ἐν ἑαυτῷ συλλαβὸν τὸ εἶναι καὶ ἀμερὲς…),
όσο και στην Παράφραση (βλ. P.G. 3, 845A: Καὶ αὐτὸ γοῦν τὸ εἶναι ἐκ τοῦ προόντος, διὸ καὶ ἐν τῷ Θεῷ ἐστι
τὸ εἶναι, ὡς ἕν καὶ αὐτὸ τῶν ἑτέρων θείων εἰδῶν καὶ νοήσεων, τῆς ζωῆς, τῆς σοφίας καὶ τῶν τοιούτων. Οὐ
μὴν δὲ ὁ Θεὸς ἐν τῷ εἶναι· πρὸ γὰρ τοῦ εἶναί ἐστιν (αὐτοῦ γάρ ἐστι τὸ εἶναι, ὡς καὶ ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς, καὶ οὐκ
αὐτὸς τοῦ εἶναι). – βλ. επίσης 988B-C).

253
Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι ο Παρμενίδης συνήγαγε από τον συγκεκριμένο συλλογισμό
πως από την ουσία του ενός (“το εν είναι”) συνεπάγεται ότι το εν μετέχει στην ουσία, ο Παχυμέρης
ερμηνεύει το χωρίο αυτό πηγαίνοντας ένα βήμα παραπάνω: το εν δεν νοείται μόνο ως κατά μετοχήν της
ουσίας αλλά ως ουσία υπερούσια, ως αὐτοέν και αὐτοόν μαζί. Επομένως, ο Παχυμέρης προσπαθεί να
εξηγήσει τον πρώτο συλλογισμό της δεύτερης υπόθεσης υπό το φως της πρώτης (καθώς μάλιστα το ἓν ὄν
βρίσκεται στην κορυφή της δεύτερης και συνδέεται άμεσα με το τέλος της πρώτης), όπου η ουσία
αποφάσκεται στο εν ώστε να μείνει στο τέλος μόνο το εν καθεαυτό (ή ακόμα ούτε καν και το εν, αλλά το
οὐδέν, βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 1.12-13). Με άλλα λόγια, η παρεκκλίνουσα ερμηνεία του Παχυμέρη από το
νόημα του συλλογισμού είναι μόνο επιφανειακή: το εν δεν υποβαθμίζεται σε ένα μετέχον στην ουσία, αλλά
είναι η ίδια η ουσία που υπερβαίνει όλα τα όντα· έτσι η ενοποιητική ερμηνεία του ενός μέσα από το πρίσμα
των δύο πρώτων υποθέσεων είναι εμφανής.

Γ) Το ἕν ως όλον αμερές και απλήθυντο (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 3.24-29)

Ο Παχυμέρης επισημαίνει το εξής “παράδοξο”: το εν, μολονότι είναι μέρος του ενός ή του όντος,
εμπεριέχει με την σειρά του κι αυτό ένα πλήρες και τέλειο όλον, έτσι ώστε, κατά τον ίδιο, αν και λέγεται
ότι το ἓν ὄν έχει μέρη και δημιουργεί απειρία κατά το πλήθος, το εν ως όλον είναι αμερές και έχει απαλλαγεί
από το “πεπληθυσμένον”. Βέβαια η ανάγνωση του ενός ως όλου και ἀμεροῦς αποτελεί μία σχετικά
αυτόνομη ερμηνεία του πλατωνικού χωρίου από τον Παχυμέρη, καθώς δεν συνάγεται άμεσα μια τέτοια
θέση από τον συλλογισμό του Παρμενίδη. Μάλιστα, βλέπουμε ότι αυτή η θέση αντιτίθεται ως προς τον
συλλογισμό του χωρίου 131a4-c8, όπου ο Παρμενίδης αναδεικνύει το παράδοξο της θέσης του Σωκράτη
ότι κάθε ιδέα είναι ολόκληρη σε πολλά χωριστά πράγματα, μία και η ίδια σε πολλά σημεία συγχρόνως,
φέρνοντας στο τέλος τον Σωκράτη να συμφωνήσει ως εξής: Μεριστὰ ἄρα, φάναι, ὦ Σώκρατες, ἔστιν αὐτὰ
τὰ εἴδη, καὶ τὰ μετέχοντα αὐτῶν μέρους ἂν μετέχοι, καὶ οὐκέτι ἐν ἑκάστῳ ὅλον, ἀλλὰ μέρος ἑκάστου ἂν εἴη. –
Φαίνεται οὕτω γε.

Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία αυτή αντλείται από τις αντίστοιχες θέσεις του ψευδο-Διονύσιου. Κατά
τον χριστιανό φιλόσοφο, το εν περιλαμβάνει και προ-λαμβάνει ἑνοειδῶς τα πάντα μέσα στον εαυτό του,
έτσι ώστε με την προσωνυμία του “ενός” να υμνείται ο Θεός ως αιτία των πάντων: Καὶ ἄνευ μὲν τοῦ ἑνὸς
οὐκ ἔσται πλῆθος, ἄνευ δὲ πλήθους ἔσται τὸ ἓν ὡς καὶ μονὰς πρὸ παντὸς ἀριθμοῦ πεπληθυσμένου. (…) Καὶ εἰ
ἀνέλῃς τὸ ἕν, οὔτε ὁλότης οὔτε μόριον οὔτε ἄλλο οὐδὲν τῶν ὄντων ἔσται. Πάντα γὰρ ἐν ἑαυτῷ τὸ ἓν ἑνοειδῶς
προείληφέ τε καὶ περιείληφεν. Ταύτῃ γοῦν ἡ θεολογία τὴν ὅλην θεαρχίαν ὡς πάντων αἰτίαν ὑμνεῖ τῇ τοῦ ἑνὸς
254
ἐπωνυμίᾳ, καὶ «εἷς θεὸς ὁ πατὴρ» καὶ «εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς» καὶ «ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πνεῦμα» διὰ τὴν
ὑπερβάλλουσαν τῆς ὅλης θεϊκῆς ἑνότητος ἀμέρειαν, ἐν ᾗ πάντα ἑνικῶς συνῆκται καὶ ὑπερήνωται καὶ πρόσεστιν
ὑπερουσίως [Περὶ θείων ὁνομάτων, 227.19-228.11 (Η υπογράμμιση του γράφοντος)]. Κατά τον ψευδο-
Διονύσιο, ο Θεός, μολονότι παράγει τις ουσίες, και εξ αυτού πολλαπλασιάζονται τα πάντα, παραμένει ένας
μέσα στον πολλαπλασιασμό των όντων, ενωμένος κατά την “πρόοδο” στα όντα, πλήρης μέσα στην διάκριση,
αμέριστος κατά τον μερισμό και μέσα στα μεριστά, ως ἕν ούτε μέρος του πλήθους ούτε όλον εκ μερών:
Οἷον ἐπειδὴ ὤν ἐστιν ὁ θεὸς ὑπερουσίως, δωρεῖται δὲ τὸ εἶναι τοῖς οὖσι καὶ παράγει τὰς ὅλας οὐσίας,
πολλαπλασιάζεσθαι λέγεται τὸ ἓν ὂν ἐκεῖνο τῇ ἐξ αὑτοῦ παραγωγῇ τῶν πολλῶν ὄντων μένοντος οὐδὲν ἧττον
ἐκείνου καὶ ἑνὸς ἐν τῷ πληθυσμῷ καὶ ἡνωμένου κατὰ τὴν πρόοδον καὶ πλήρους ἐν τῇ διακρίσει τῷ πάντων
εἶναι τῶν ὄντων ὑπερουσίως ἐξῃρημένον καὶ τῇ ἑνιαίᾳ τῶν ὅλων προαγωγῇ καὶ τῇ ἀνελαττώτῳ χύσει τῶν
ἀμειώτων αὑτοῦ μεταδόσεων. Ἀλλὰ καὶ ἓν ὢν καὶ παντὶ μέρει καὶ ὅλῳ καὶ ἑνὶ καὶ πλήθει τοῦ ἑνὸς μεταδιδοὺς
ἕν ἐστιν ὡσαύτως ὑπερουσίως οὔτε μέρος ὂν τοῦ πλήθους οὔτε ἐκ μερῶν ὅλον. Καὶ οὕτως οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε
ἑνὸς μετέχει. Πόῤῥω δὲ τούτων ἕν ἐστιν ὑπὲρ τὸ ἕν, τοῖς οὖσιν ἓν καὶ πλῆθος ἀμερές, ἀπλήρωτον ὑπερπλῆρες,
πᾶν ἓν καὶ πλῆθος παράγον καὶ τελειοῦν καὶ συνέχον. (…) ἔστι δὲ οὐδὲν ἧττον ὁ ἀρχίθεος καὶ ὑπέρθεος
ὑπερουσίως εἷς θεός, ἀμέριστος ἐν τοῖς μεριστοῖς, ἡνωμένος ἑαυτῷ καὶ τοῖς πολλοῖς ἀμιγὴς καὶ ἀπλήθυντος
[136.1-17 (Η υπογράμμιση του γράφοντος)]. Συγκεκριμένα, στην Παράφραση στο Περὶ θείων ὀνομάτων ο
Παχυμέρης δέχεται ότι ο Θεός πρέπει να εννοηθεί ως μονάδα-ενάδα, γιατί μπορούμε να νοήσουμε την
αμέρειά του στα πλαίσια των ιδιοτήτων του ασυνθέτου και του αμερούς της μονάδας· έτσι ο Θεός δίνει
υπόσταση στα πάντα, όχι μεριζόμενος και πολλαπλασιαζόμενος και ο ίδιος, αλλά μένοντας αμερής και
ενιαίος : Ὅθεν καὶ ἐν ἀπάσαις ταῖς Θείαις Γραφαῖς τὸν Θεὸν ὁρῶμεν ἱερῶς ὑμνούμενον ὡς μονάδα μὲν καὶ
ἑνάδα, ἐπεὶ ἡ μονὰς ἀσύνθετός ἐστι καὶ ἀμερής· ἡ δὲ ἑνὰς ἑνιαία τις καὶ ἡνωμένη καὶ ἑνοποιητικὴ, ἵνα παραστῇ
ἡ τοῦ Θεοῦ ἀμέρεια. Τὸ γὰρ ὄγκοις καὶ πηλικότησι διειλημμένον, τοῦτο ὡς ἄτε καὶ σῶμα μερίζεται· τὸ δὲ
ἀμερὲς, καὶ ἀνέμφατον, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ πᾶσάν ἐστιν ἀσωματίαν. Ἄλλως τε ἐπειδὴ διανοηθεὶς ὁ Θεὸς
βουλητικῶς, πάντα ὑπέστησεν, οὐχ οἶά τις νοῦς εἰς νοήσεις μερισθεὶς ἐπολυπλασιάσθη, ἀλλὰ μείνας καὶ μένων
ἐν τῇ ἑνάδι ἀμερῶς καὶ ἀσκεδάστως, πάντα τὰ ἐν τῇ κτίσει καὶ ὑπέστησε καὶ ὑφίστησιν (…). Ὑπερήπλωται οὖν,
πᾶσαν ἀπλότητα ἀμερῶς ὑπεραίρων. (P.G. 3, 617 B-C).

Πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι είναι αμφίβολης εγκυρότητας και ακρίβειας μια τυχόν θέση ότι ο
Παχυμέρης με την ερμηνεία του αυτή απηχεί τις θεωρίες του Πρόκλου. Μολονότι μας λείπει η εξήγηση της
δεύτερης υπόθεσης από τον ίδιο, εντούτοις ο Νεοπλατωνικός έχει ξεκαθαρίσει την θέση του ήδη στην
εξήγηση της πρώτης: Καὶ ὅταν οὖν λέγῃ μὴ εἶναι πολλὰ τὸ ἕν, (…) ἀλλ’ αὐτὸ πλῆθος ἐν ἑαυτῷ μὴ ἔχειν, μηδ’
εἶναι τὸ ἓν ἅμα τῷ ἑνὶ καὶ πολλά, μόνως δὲ ἕν εἶναι καὶ αὐτοὲν παντὸς πλήθους καθαρεῦον· καὶ γὰρ ὅταν ἐν
τῇ δευτέρᾳ ὑποθέσει διΐῃ καταφάσκων ὅτι πολλὰ τὸ ἕν, ἀπλήθυντον αὐτὸ εἶναι καὶ μόνως ἓν καὶ οὕτω μήτε
255
ὅλον εἶναι μήτε μέρη ἔχειν <οὔ φησι> πρὸς ἑαυτῷ σκοπούμενος πῶς ἔχει τοῦτο τὸ ἓν (Εἰς Παρμ. VI, 1104.6-
15). Επίσης ο Πρόκλος οριοθετεί το ἕν της πρώτης υπόθεσης, ως ἀμερές και αὐτοέν, από τα νοητά, και
συγκεκριμένα από το ἓν ὄν, το ὅλον και το πᾶν (τα οποία μάλιστα έπονται του ενός, συνιστώντας το καθένα
κι από μία νοητή τριάδα). Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην διάκριση ενός, όλου και παντός, που επιχειρεί
ο Πλάτων στον Σοφιστή (244d14-245b3), αναλύει την διάκριση του όλου (ως μέρη έχον) από το ἓν αμερές
(ως αὐτοέν), που υπερβαίνει και τα μέρη και την ολότητα· αντιθέτως το όλον έχει το ἕν ως ιδιότητα
(πεπονθὸς τὸ ἕν), που ανήκει στα μετέχοντα στο ένα και διακρίνεται έτσι από αυτό: Τὸ μὲν γὰρ <ἓν> ἀμερές,
τὸ δὲ ὅλον μέρη ἔχει· τὸ ἄρα ὅλον οὐκ ἔστιν αὐτοέν. Ἐκεῖνο γὰρ μερῶν ἐκβέβηκε πάντων καὶ τῆς
ὁλότητος· ὅλον πεπονθὸς μέν ἐστι τὸ ἕν, διὸ καὶ ὅλον προσονομάζεται, τὸ γὰρ ὅλον οὐκ αὐτοέν. Οὐκ ἄρα τὰ
ὄντα πάντα ἕν ἐστιν ἀδιάκριτον καὶ ἀπλήθυντον. Καὶ μὴν καὶ τὸ πᾶν αὐτὸ πλειόνων ἐστὶ μερῶν περιληπτικόν.
Τὸ μὲν γὰρ ὅλον τὴν πρώτην ἐκ δυεῖν ἐστι μερῶν, τὸ δὲ πᾶν πλῆθος ἔχει μερῶν, καὶ ὁλότητος μετέχον ἅμα καὶ
πᾶν ἐστιν ὡς παντελῶς μεμερισμένον. Τοῦτο δὴ οὖν αὐτοὲν οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ πεπονθὸς τὸ ἕν· ἀμερὲς γὰρ τὸ
αὐτοέν, οὕτω δὲ ἀμερὲς ὡς ἁπάντων τῶν μερῶν ἐξῃρημένον. Οὐκ ἄρα τὸ πᾶν τῷ ἑνὶ ταὐτόν. (…) Οὐκοῦν ἐκ
τριῶν τούτων ἐπιχειρήσεων ὁ Ἐλεάτης ξένος διέκρινε τὸ ἓν ἀπὸ τῶν μετεχόντων τοῦ ἑνὸς καὶ διηπόρησε πρὸς
τοὺς ἓν τὰ πάντα λέγοντας, τὸ ἓν ὄν, τὸ ὅλον, τὸ πᾶν [Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 20, p.71.1-22· για τις τρεις τριάδες που
συνιστούν το ἓν ὂν, το ὅλον και το πᾶν, βλ. την συνέχεια, 72.9-25, ενώ για το νοητὸν πλῆθος, τον
πολλαπλασιασμό ἑνάδων και ὄντων στην τρίτη νοητή τριάδα (Παρμ. 142d9-143a4), βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 26].
Αυτό τo ἓν ἀμερές, που στον Σοφιστή λέγεται ἀληθῶς ἕν (245a8), αποτελεί το ἕν της πρώτης υπόθεσης
(137c5-d3) [Βλ. και Πρόκλου, Εἰς Παρμ. 1065.1-1066.5]. Συνεπώς, εφόσον το ἓν ἀμερές διακρίνεται
κατηγορηματικά από το όλον, το οποίο είναι πεπονθὸς τὸ ἕν, έτσι δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί από
τον Πρόκλο η θέση του Παχυμέρη ότι το όλον είναι αμερές και απλήθυντο.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πρόκλος θα αντικρούσει την θέση ότι η απειρία αυτή του νοητού πλήθους θα πρέπει να
θεωρηθεί ποσοτική. Αντιθέτως, το νοητό πλήθος είναι άπειρο ως το πρώτιστο πλήθος, ως αὐτοπλῆθος, το
οποίο παράγει όλη την “πρώτιστη απειρία”, ενώ η δύναμη αυτής της απειρίας επεκτείνεται στην παραγωγή
όλων των ενάδων και όλων των όντων, μέχρι τῶν ἀτομωτάτων. Αυτό το πρώτιστο άπειρο δεν
“περιλαμβάνεται” (ἀπερίληπτον) από κάποιο προηγούμενο τη τάξει πλήθος, αλλά τουναντίον είναι το πιο
καθολικό και “περιληπτικό” κάθε νοερού πλήθους που ακολουθεί κατά την “πρόοδο” (τέτοιο νοητό και
νοερό πλήθος αποτελεί π.χ. η παραγωγή των αριθμών στην πρώτη νοητή και νοερή τριάδα, 143a4-144a5).
Έτσι η νοητή απειρία εμπεριέχει στους κόλπους της και το πέρας, εφόσον είναι η καθολική αιτία κάθε
πλήθους που “περατώνει” τα πάντα λόγω της ολότητάς της (δηλαδή της ολότητας του ἑνὸς ὄντος)· ο
Πρόκλος παραβάλλει το πέρας αυτό της νοητής απειρίας με το πρώτιστο ἕν, το οποίο είναι “πρώτως πέρας”
ως το καθολικότατο και υπερβατικότατο αίτιο των πάντων (βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 26, p.91.25-92.28). Έτσι
256
ίσως υπό το φως της πρόκλειας ερμηνείας του νοητού απείρου μπορεί να διαβαστεί η εξήγηση που δίνει ο
Παχυμέρης· σε κάθε περίπτωση, βάσιμο τεκμήριο αυτής της διαπίστωσης αποτελεί η φράση-κλειδί του
Παχυμέρη: ἐν γὰρ τῷ λεγομένῳ μορίῳ τὸ ὅλον ἅπαν πληρεστάτως καὶ ἀνελλιπῶς.

Την πρόκλεια θεωρία αποδέχεται μετέπειτα και ο Δαμάσκιος, εκδεχόμενος το νοητό άπειρο όχι ως σχέση
με κάτι άλλο (πρός τι ἄπειρον), αλλά ως απόλυτο και παντελές (βλ. Εἰς Παρμ. t.I, p.87.1-88.2). Αρχικά, ο
Δαμάσκιος εξηγεί γιατί η ολότητα της τρίτης νοητής τριάδας αποτελείται από μέρη τα οποία είναι επίσης
όλα: κατά την ολότητα αυτή σχηματίζονται πλέον και γεννώνται τα μέρη, και όπως στην πρώτη ολότητα
[την πρὸ τῶν μερῶν ολότητα του ἑνὸς ὄντος στην πρώτη νοητή τριάδα (142b5-c7)] αρχίζει η “πρόοδος”
των μερών (χωρίς αυτά να λαμβάνουν ακόμη υπόσταση), έτσι στην τρίτη ολότητα (την ἐν τῷ μέρει) τα μέρη
“επιστρέφουν” προς το όλον της πρώτης νοητής τριάδας· με την επιστροφή το μέρος ομοιώνεται προς το
όλον, γίνεται όλον μιμούμενο την γεννητική του αρχή και γεννά έτσι κι αυτό μέρη με τον ίδιο τρόπο της
ολότητας (βλ. p.83.1-84.2). Επομένως, το ἓν ὄν γεννά αφ’ εαυτού δύο “ἕνα ὄντα” [sic], τα οποία διαφέρουν
μεταξύ τους κατά το ότι το μεν λαμβάνει το είδος του περισσότερο κατά το ἕν, το δε κατά το ὄν, ούτως
ώστε να ονομάζονται το μεν ἕν το δε ὄν. Ο Δαμάσκιος όμως τονίζει ότι το ἓν ὄν γίνεται άπειρο στο πλήθος
όχι ως τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν, καθώς ο ολοκληρωτικός χωρισμός τους θα επέλθει στην επόμενη τάξη των νοητών
και νοερών, όπου θα παραχθούν οι αριθμοί, ενώ αντιθέτως στην τρίτη νοητή τάξη έχουμε να κάνουμε με
“αρχές αριθμού”, όπως η μονάς, η δυάς ακόμα και η τριάς (περισσότερο ως ονόματα με μεταφορική
σημασία που δηλώνουν τις ενάδες ως απόλυτες και χωρίς να έχουν δεχθεί ακόμα καμία ἑτερότητα) καθώς
και με δυαδικό μόνο χωρισμό. Έτσι το ἓν ὄν παραμένει μαζί όλον μετά το όλον και μετά τον άπειρο μερισμό,
ενωμένο και παντού και πάντοτε το ίδιο όλον, ενώ το νοητό πλήθος, που παράγει, είναι πεπερασμένο και
“ενοειδέστερο” από κάθε άλλο πλήθος λόγω της “νοητής ένωσης”. Με αυτόν τον τρόπο διαπιστώνεται ότι
το ἓν ὄν είναι ἀεὶ μεριστὸν εἰς τὸ ἀμέριστον, περισσότερο ως αιτία μερισμού (πηγὴ τῶν πηγῶν κατά τους
Χαλδαϊκούς Χρησμούς) παρά ως μερισμός καθεαυτόν, αφού εκείνο παντού εμφανίζεται ως ἓν ὄν, όλο και
μέρη, κατά το “συναμφότερον” και “κατὰ μίαν κρείττω συνεχείας ἕνωσιν” (μίαν ένωση αμερή και αδιάκριτη
χωρίς το διαχωριστικό στοιχείο της ετερότητας και της συνέχειας)· ο Δαμάσκιος μάλιστα επικαλείται και
τον Ιάμβλιχο: Οὕτω καὶ ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐννόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον, κατὰ τὸ πάντῃ ἡνωμένον καὶ
ἀδιάκριτον τῆς νοητῆς γεννήσεως. [βλ. t. I p. 85.2-17, 88.24-89.13, 89.23-26, 90.1-6, 101.4-102.4, 103.18-
104.9, καθώς και t.II p. 36.13-18, 27.4-29.18 (περί νοητών μονάδος-δυάδος-τριάδος ως αρχών αριθμού,
θεωρία την οποία ασπάζεται και ο Πρόκλος, βλ. Πλατ. Θεολ. IV 28, p. 81.12-20)]. Επομένως, μπορούμε να
εικάσουμε ότι η παχυμέρεια εκδοχή του όλου ως αμερούς ίσως διατηρεί σε γενικές γραμμές και το νόημα
αυτής της Νεοπλατωνικής ερμηνείας· παρ’ όλα αυτά, η προέκταση του παχυμέρειου συλλογισμού ότι το
όλον, αν και έχει μέρη, έχει απαλλαγεί από το “πεπληθυσμένον”, δεν μπορεί να συμβαδίσει με την ερμηνεία
257
του Δαμάσκιου, ο οποίος ταυτίζει μεν το άπειρο πλήθος με το ὂν πεπληθυσμένον, ορίζει δε την “ουσία” (η
οποία ως νοητή εκτείνεται και στις τρεις νοητές τριάδες) ως “ἡνωμένη καὶ πληθυομένη καὶ πεπληθυσμένη”
(βλ. p.105.9-22).

Μάλιστα, ο Παχυμέρης κομίζει το παράδειγμα του Μωυσή από την Παλαιά Διαθήκη: «Καὶ δῆλον ἐκ τῆς
κατὰ Μωυσῆν ἱστορίας, ὅπου λέλεκται τὸ Ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐν σοί (βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ. 3.28-
29). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ο Θεός δίνει την εντολή στον Μωυσή να συγκεντρώσει εβδομήντα από
τους πρεσβύτερους άνδρες και γραμματείς του λαού του Ισραήλ στην “σκηνή του μαρτυρίου”, όπου θα
κατέβει ο Κύριος και θα μιλήσει στον Μωυσή και θα “αφαιρέσει” από το πνεύμα που έχει δώσει σε αυτόν
και θα το δώσει στους άλλους, για να “σηκώσουν” και αυτοί την ορμή του λαού μαζί με τον Μωυσή (βλ.
Ἀριθμοί, 11.16-17). Εδώ ο Παχυμέρης κομίζει το παράδειγμα της Παλαιάς Διαθήκης για να τεκμηριώσει
επιπλέον τον προηγούμενο συλλογισμό του: όπως το πνεύμα του Θεού που έχει δοθεί στον Μωυσή
μοιράζεται και σε άλλους άνδρες, χωρίς όμως παράλληλα να μειώνεται σε μέρος (κατόπιν μερισμού του)
αλλά παραμένοντας όλον πλήρες και αμερές στον καθένα, παρά την αφαίρεσή του από τον Μωυσή και την
παράδοσή του στους υπόλοιπους, έτσι και το ἓν ὄν ως όλον παραμένει αμερές και μη “πεπληθυσμένον” (βλ.
και υποσημ. 136). Επίσης, ανάλογο παράδειγμα – αντληθέν από την χριστιανική παράδοση – εντοπίζουμε
και στον ψευδο-Διονύσιο: Ταύτῃ γοῦν ἡ θεολογία τὴν ὅλην θεαρχίαν ὡς πάντων αἰτίαν ὑμνεῖ τῇ τοῦ ἑνὸς
ἐπωνυμίᾳ, καὶ «εἷς θεὸς ὁ πατὴρ» καὶ «εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς» καὶ «ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πνεῦμα» διὰ τὴν
ὑπερβάλλουσαν τῆς ὅλης θεϊκῆς ἑνότητος ἀμέρειαν, ἐν ᾗ πάντα ἑνικῶς συνῆκται καὶ ὑπερήνωται καὶ πρόσεστιν
ὑπερουσίως [Περὶ θείων ὁνομάτων, 228.7-11 (για το χωρίο αυτό βλ. και παραπάνω)]. To ὅλον ἀμερές μπορεί
να διαυγαστεί ως θεολογική έννοια και στο παράδειγμα της τριαδικής υπόστασης του Θεού, ως μία ὅλη
θεότητα, αμερής και ενιαία ακόμα και μετά την παραγωγή των όντων και τις “προόδους” της στα όντα αλλά
επίσης ακόμα και στην τριαδική της υπόσταση. Συγκεκριμένα, ο Παχυμέρης στην Παράφραση αναλύει την
χριστιανική θέση ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι μια θεότητα που κατακερματίζεται σε
μέρη θεοτήτων (όπως ο χρυσός σε νομίσματα), ούτε συμπληρώνεται η θεότητα αυτή από πολλούς θεούς,
αλλά καθεμία από τις 3 υποστάσεις λαμβάνεται ως ολόκληρη θεότητα και οποιοδήποτε όνομα και αν της
αποδώσουμε αναφέρεται σε καθεμία. Επίσης, ο Θεός πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται στην παραγωγή
των όντων κατά τις προνοητικές αυτού προόδους, μένοντας όμως ταυτόχρονα αμερής, αμέριστος και ένας
ακόμα και μετά τον “διαχωρισμό” των θείων και προνοητικών δωρεών-ευεργεσιών του στα όντα, ούτως
ώστε ο “πληθυσμός” και οι οι “ενωμένες διακρίσεις” της μιας και όλης θεότητας πρέπει πάντα να νοούνται
μέσα στα πλαίσια της μοναδικής “ιδιότητάς της”: Δοκεῖ μὲν οὖν εντεῦθεν, ὅτι τὸ Θεῖον διακρίνεται και
πληθύνεται, ἐν τῷ θεοῦν ἕκαστον· ἀλλ' οὐδὲν ἦττον ὁ Ἀρχίθεος εἷς Θεὸς, ἀμέριστος ἐν τοῖς μεριστοῖς,
ἡνωμένος ἑαυτῷ ὑπὲρ ἅπασαν ἕνωσιν· καὶ ἀμιγὴς μένων τοῖς πολλοῖς καὶ ἀπλήθυντος, ὡς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
258
πολλοὺς φωτίζον, μένει ἓν καὶ ἀπλήθυντον. (…) “ἀλλ’ ἡμῖν εἷς Θεὸς” ἀληθῶς “ὁ Πατὴρ”, ὁ Υιὸς, καὶ τὸ ἅγιον
Πνεῦμα, ὡς κατὰ μετάδοσιν ἀμέριστον καὶ ἀσκέδαστον τῆς ἐπωνυμίας τῆς οἰκείας θεότητος καὶ κυριότητος
τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσιν, οὐ κατακερματιζομένης τῆς θεότητος εἰς μέρη θεοτήτων, ὡς χρυσὸς εἰς
νομίσματα· οὔτε τῶν πολλῶν θεῶν συμπληρούντων τὴν αὐτὴν θεόητα, ὅν τρόπον τὰ πολλὰ εἴδη τὸν ἕνα
κόσμον· ἀλλὰ πληθύεσθαι λέγεται ὁ Θεὸς τῷ καθ’ ἕκαστον εἰς παραγωγὴν τῶν ὄντων βουλήματι προνοητικαῖς
προόδοις πολλαπλασιαζόμενος, μένει δὲ ἀμερίστως πάλιν ἓν. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν θείων, ἐπικρατοῦσιν αἱ
ἑνώσεις τῶν διακρίσεων, τὰ ἑνιαίως δηλονότι καὶ μοναδικῶς θεωρούμενα· οὐ γὰρ ἐκ πολλῶν συνήχθη τὰ τῆς
μιᾶς θεότητος καὶ κυριότητος, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ταύτης μοναδικοῦ, ὁ ἐν ἐκείνοις πληθυσμὸς θεωρεῖται. (…) Ἐπὶ δὲ
τῶν θείων καὶ τὸ ἓν πρόεστι, καὶ μετὰ τὴν εἰς τὰς εὐεργεσίας διάκρισιν, πάλιν ἓν καὶ ὑπὲρ τὸ ἓν μένει. Ταύτας
καὶ ἡμεῖς τὰς κοινὰς τῆς ὅλης θεότητος καὶ ἡνωμένας διακρίσεις καὶ εὐεργεσίας πειραθῶμεν ὑμνῆσαι ἐκ τῶν
ἐν τοῖς Λογίοις θεωνυμιῶν, τούτου προδιαγεγνωσμένου, ὡς εἴ τι ἂν κέηται ὄνομα, καὶ μία ἑκάστη τῶν
Ὑποστάσεων, ἄνευ δηλαδὴ ὧν προϋπεστείλατο ἰδιοτήτων, πατρότητος, υἱότητος, ἐκπορεύσεως, ἐπὶ τῆς ὅλης
θεότητος ἐκληφθήσεται. (P.G. 3, 676D-677C).

2. Ανάλυση της πρόκλειας πολυθεϊστικής ερμηνείας των καταφατικών κατηγορημάτων του ἑνός
της δεύτερης υπόθεσης ως καταφατικών ιδιοτήτων των θεϊκών διακόσμων

Κρίνουμε σκόπιμο να εκθέσουμε συνοπτικά τα βασικά σημεία της πρόκλειας πρόσληψης των
κατηγορημάτων της δεύτερης υπόθεσης, με σκοπό να επιτευχθεί μία συγκριτική μελέτη μεταξύ των δύο
υπομνημάτων (Πρόκλου και Παχυμέρη), εκ διαμέτρου αντίθετων μεταξύ τους, και να καταδειχθεί η
αυτονομία του υπομνήματος του Παχυμέρη, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συνέχεια» του
υπομνήματος του Πρόκλου μόνο εν ευρεία εννοία. Για την εδραίωση της Νεοπλατωνικής θεολογίας σε όλη
την ανάλυση της δεύτερης υπόθεσης από τον πλατωνικό Παρμενίδη, παραπέμπουμε επίσης στο κεφάλαιο
3δ της ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ (για την σειρά-κατάταξη των θεϊκών τάξεων, βλ. επίσης ΕΙΣΑΓΩΓΗ, πίνακας ΙΙ).

Α) 142c7-d9: Η «νοητή ολότης» του ἑνός ὄντος – η 2η τριάδα των νοητών θεών 503

Κατά τον Πρόκλο, η δεύτερη νοητή τριάδα (142c7-d9) παράγεται κατά την “νοητή ολότητα”, καθώς το
ἓν ὄν γίνεται όλον με μέρη. Η νοητή αυτή ολότητα, η οποία είναι πρώτη των όλων και περιλαμβάνει τα όλα
ἑνοειδῶς (τὸ γὰρ τῶν ὅλων ὅλον περιληπτικόν ἐστι τῶν ὅλων ἑνοειδῶς), διακρίνεται επίσης σε τρεις ολότητες

503
Για την 1η και 3η τριάδα των νοητών θέων, βλ. υποσημ. 114 (Πρόκλος), 123 (Δαμάσκιος), καθώς και
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελ. 250, 252-253.
259
(τις οποίες περιλαμβάνει και συνέχει ενιαίως), στην πρὸ τῶν μερῶν, στην ἐκ τῶν μερῶν και στην ἐν τῷ μέρει:
η πρώτη, ως μονάδα, δίνει υπόσταση (κατὰ τὴν ὕπαρξιν) στα μέρη και στο πλήθος τους, η δεύτερη
συμπληρώνεται από τα μέρη, καθώς συνάγονται και εμφανίζονται τα άκρα της τριάδας, το ἕν και το ὄν,
κατά το ενδιάμεσό τους, την δύναμιν, ενώ κατά την τρίτη έχει γεννηθεί πια το ὄν από την δύναμιν και το ἕν,
και εφόσον αυτό μετέχει σε αυτά έχει “μερικώς” καθένα ως όλον, παραμένοντας όμως μέρος του ἐκ τῶν
μερῶν όλου (βλ. Εἰς Παρμ. VI 1107.30-37, Πλατ. Θεολ. ΙΙΙ 25, p. 87.26-89.2). Για τις τρεις ολότητες κατά
τον Πρόκλο βλ. επίσης ΙΙΙ 27, p. 94.24-95.2, Στοιχείωσις Θεολογική §§ 67-69, Εἰς Παρμ. VI 1102.8-13, Εἰς
Τίμαιον ΙΙ p. 195.25-196.19, III p.97.13-98.11. Βλ. επίσης και την κριτική του Δαμάσκιου στην πρόκλεια
τριπλή ολότητα της δεύτερης νοητής τριάδας, την απόρριψη των τριών μερισμών και την αποδοχή από
αυτόν μίας ολότητας (αδιαίρετης και απόλυτης, περιέχοντας αδιακρίτως και “κρυφίως” όλες τις επόμενες
ολότητες, σε αντίθεση με την ολότητα της τρίτης νοητής τριάδας, η οποία περιέχει “φανερά” τις ολότητες)
και ενός διπλού μερισμού (σε αντίθεση με την ολότητα της τρίτης νοητής, η οποία μερίζεται σε άπειρα
μέρη) στην τριάδα αυτήν (Εἰς Παρμ. t. Ι, p.55.6-58.4, 96.21-97.9).

Β) 143a4-144e7: Ἕν, ἑτερότης, ὄν και η παραγωγή του αριθμού – η 1η τριάδα νοητών-νοερών θεών

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 143a4-144e7 γίνεται αναφορά στην πρώτη νοητή και νοερή τριάδα (ο
Πρόκλος αναλύει την τάξη αυτή στην Πλατ. Θεολ. IV 28-34). Αν στην προηγούμενη τάξη (τρίτη νοητή)
επικρατούσε το νοητὸν πλῆθος, στην πρώτη νοητή και νοερή επικρατεί ο αριθμός, στον οποίο εμπεριέχεται
και τον οποίο γεννά η ἑτερότης ως ιδιότητα που διακρίνει το πλήθος.

Συγκεκριμένα, ενώ στην τρίτη νοητή τριάδα τα μέρη ανήκαν το ένα στο άλλο και σχημάτιζε το καθένα
ένα όλον (τὸ ἓν τοῦ ὄντος ἦν καὶ τὸ ὂν τοῦ ἑνός) πάνω στην βάση όμως της “ἀφράστου αὐτῶν καὶ κρυφίου
ἑνώσεως καὶ τῆς ἐν ἀλλήλοις ὑποστάσεως”, στην πρώτη νοητή και νοερή εμφανίζεται η ἑτερότης (ο
Πρόκλος ρητά διαχωρίζει αυτή την ὑπερούσιον ἑτερότητα από το θάτερον ως γένος τοῦ ὄντος, το οποίο θα
εμφανιστεί παρακάτω κατά την “πρόοδο” της δεύτερης υπόθεσης, βλ. Πλατ. Θεολ. IV 30, p.89.7-91.5), η
οποία διακρίνει το ἕν από το ὄν και το ὄν από το ἕν και οδηγεί εκάτερο σε διηρημένο πλήθος,
κατακερματίζοντας το ἕν σε πολλές ενάδες και το ὄν σε πολλά όντα και γεννώντας έτσι όλον τον αριθμό. Ο
νοητός αριθμός των νοερών γενών έχει δυο “πρωτουργοὺς δυνάμεις”, την γενετική και την ενωτική
(συναγωγὸν τῶν προελθόντων πάντων εἰς ἕνωσιν): κατά την μονάδα και το περιττό συνάγει το νοερό πλήθος
και το συνάπτει με τα νοητά, ενώ κατά την δυάδα και το άρτιο διακρίνει και παράγει το πλήθος των θεών,
ούτως ώστε όλα τα παραγόμενα (προϊόντα) να είναι τόσο ἑνιζόμενα όσο και πληθυόμενα, κατά την φύση
μεν του περιττού τα ανώτερα και απλούστερα, κατά την φύση δε του άρτιου τα κατώτερα και συνθετότερα.

260
Μάλιστα πάνω στην βάση αυτή της “γονιμότητας” της ετερότητας πρέπει να αποδοθεί στην τελευταία
(όπως και στον αριθμό) το χαρακτηριστικό του θήλεος και του μητρικού, ως μήτηρ του αριθμού (ως
θηλυπρεπὴς αἰτία τῶν θείων προόδων), καθώς η “απειρία” και ο “διαχωρισμός” προέρχονται από τα θήλεα,
ενώ η “ένωση” και το “πέρας” από το αρσενικό (την ίδια μητρική ιδιότητα θα ασπαστεί και ο Δαμάσκιος,
βλ. Εἰς Παρμ. t.II, p. 42.9-43.8). [βλ. IV 28-30 (για τις ιδιότητες της πρώτης νοητής-νοερής τριάδας ως
αποφασκόμενες στο ἕν της πρώτης υπόθεσης βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 66.1-17)].

Όσον αφορά επίσης την τριαδική διαίρεση της τάξης αυτής (βλ. IV 31 και Δαμ. Εἰς Παρμ. t. II, p. 48.21-
49.7), στην κορυφή της βρίσκουμε την διάκριση των τριών μονάδων, ἑνὸς-ἑτερότητος-ὄντος, κατά την
διάκριση του ἑνός από το ὄν, ενώ οι τρεις αυτές μονάδες αποτελούν επίσης τόσο δυάδες (τὸ ἓν μετὰ τῆς
ἑτερότητος, καὶ ἡ ἑτερότης μετὰ τοῦ ὄντος, καὶ τὸ ἓν μετὰ τοῦ ὄντος, λόγω της ετερότητας που διασπά το ἓν
ὄν) όσο και τριάδες (ὁτὲ μὲν ἡμῶν ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἀρχομένων, ὁτὲ δὲ ἀπὸ τοῦ ὄντος, ὁτὲ δὲ ἀπὸ τῆς ἑτερότητος).
Στην μεσότητα της τάξης αρχίζει να δρα η “γόνιμος δύναμις” της μονάδας, παράγοντας έτσι τα διάφορα
είδη αριθμών: κατά το δίς και το τρίς τον ἀρτιάκις ἄρτιον (γεννητικὸς τῶν ὅλων), τον περισσάκις περισσόν
(συναγωγὸς εἰς ἕνωσιν τῶν θείων προόδων) και τον ἀρτιοπέρισσον (ανάλογος με την “δύναμη”, καθώς είναι
μικτός αριθμός και λαμβάνει υπόσταση από αμφότερους τους προηγούμενους). Στο τέλος της τάξης
περιλαμβάνεται ολόκληρος ο αριθμός κατά τον κατακερματισμό του επ’ άπειρον. Ο Πρόκλος στηρίζει την
τριπλή αυτή διάκριση στα χωρία 143d7-8, 143e7-144a2 και 144e5-7 αντίστοιχα· στην διαίρεση αυτή
εφαρμόζεται και το πρόκλειο (και Νεοπλατωνικό εν γένει) δόγμα “τὰ πάντα ἐν πᾶσι, οἰκείως δὲ ἐν ἑκάστῳ”
(βλ. Στοιχ. Θεολ. § 103): Ἐπειδὴ δὲ πάντα μέν ἐστιν ἐν ἑκάστῃ τῶν μονάδων, ἀλλὰ ἑνιαίως μὲν ἐν τῇ πρωτίστῃ
καὶ νοητῶς, γεννητικῶς δὲ ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ κατὰ τὴν ἰδιότητα τῆς ἑτερότητος, νοερῶς δὲ ἐν τῇ τρίτῃ καὶ κατὰ
τὸ ὄν, εἰκότως δήπου τὴν μὲν πρώτην ἡμῖν ἐκφαίνων ἀπὸ τῆς μονάδος ἤρχετο καὶ προῄει μέχρι τριάδος, τὴν
δὲ δευτέραν ἀναδιδάσκων ἀπὸ τῶν ἀρτιάκις ἀρτίων ἤρχετο καὶ προῄει μέχρι τῶν ἀρτιοπερίσσων, ἃ ἦν
ἀμφότερα τῆς τοῦ ἀρτίου φύσεως, τὴν δὲ τρίτην προστιθεὶς ἀπό τε τοῦ ὄντος ἤρχετο καὶ διὰ τῆς ἑτερότητος
ἀνέτρεχεν ἐπὶ τὸ ἕν. Δείξας γὰρ ἀριθμοῦ μετέχον τὸ ὄν, ἐπὶ τὸν ἑνιαῖον ἐντεῦθεν ἡμᾶς περιήγαγεν ἀριθμόν, τῷ
κατ’ ἐπιστροφὴν ἐπὶ τῆς μονάδος ταύτης τρόπῳ τῆς νοήσεως χρώμενος. (IV 33, p. 99.13-25). Ο Δαμάσκιος
θα ασκήσει κριτική στην θεώρηση αυτή του Πρόκλου στην Πλατωνική Θεολογία, καθώς ομολογεί ότι
προτιμά την διαφορετικής φύσεως διαίρεση που επιχειρεί ο Πρόκλος στο υπόμνημά του (χαμένο σήμερα),
όπου η πρώτη (κορυφή της τάξης) εκτείνεται από τις μονάδες μέχρι το άπειρο πλήθος κατά το ἕν, η δεύτερη
(η μέση) ομοίως κατά το ἕτερον, η δε τρίτη ομοίως κατά το ὄν, αφού ο Παρμενίδης σαφώς διακρίνει τρεις
μονάδες, τρεις τριάδες και έπειτα τρεις αριθμούς (βλ. Εἰς Παρμ. t. II, p. 48.21-49.7).

261
Γ) 144e8-145a4: ἓν - πολλά, ὅλον - μέρη, πεπερασμένον - ἄπειρον – η 2η τριάδα των νοητών-νοερών
θεών

Κατά τον Πρόκλο, τα καταφατικά κατηγορήματα του χωρίου 144e8-145a4 “ἓν-πολλά, ὅλον-μέρη,
πεπερασμένον-ἄπειρον” αποτελούν αναφορά στην μέση/δεύτερη τριάδα των νοητών-νοερών θεών (βλ.
Πλατ. Θεολ. IV 35-36). Ενώ στην πρώτη νοητή-νοερή τριάδα η ἑνάς αποτελούσε αιτία του πλήθους ως
υπερβαίνουσα αυτό, στην δεύτερη συντάσσεται μαζί με το πλήθος ως ολότητα που συνέχει τα μέρη της. Η
τριάδα αυτή διαιρείται επίσης τριπλά, ενώ η καθεμιά από τις τρεις μονάδες της παράγεται κατά την
αντίστοιχή της εκ των τριών νοητών τριάδων (παρά την έλλειψη ὁμωνυμίας της πρώτης και της τρίτης
μονάδας με την πρώτη και τρίτη νοητή τριάδα): η μεν πρώτη μονάδα της δεύτερης νοητής-νοερής τριάδας
είναι νοητή κατὰ τὸ ἓν καὶ τὰ πολλά, η δε δεύτερη είναι νοητή-νοερή κατὰ τὸ ὅλον καὶ τὰ μέρη, η δε τρίτη
είναι νοερή κατὰ τὸ πεπερασμένον καὶ τὸ ἄπειρον. Εξού δε και ο χαρακτηρισμός της τάξης αυτής ως
συνοχικῆς, αφού διαιρείται σε τρεις “συνοχικές” μονάδες : η μεν πρώτη, ως ἑνάς, συνέχει όλους τους
διακόσμους των νοητών-νοερών θεών, η δε δεύτερη, ως ὁλότης, συνέχει τις “προόδους” των θεών, η δε
τρίτη, ως “πεπερασμένη μονὰς”, συνέχει την “επιστροφή” των νοητών-νοερών στα νοητά (ταῖς ἐπιστροφαῖς
τῶν δευτέρων εἰς τὰ πρὸ αὐτῶν ἐπιλάμπουσα τὴν συνοχήν). Η συνεκτική αυτή ιδιότητα της μέσης νοητής-
νοερής τριάδας αποτυπώνεται και στα ονόματα των τριῶν συνοχέων από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, τα
οποία εφαρμόζει εδώ ο Πρόκλος: Ἐπειδὴ τοίνυν ἐν τῇ τριάδι ταύτῃ πάντων εἰσὶν αἱ πρωτουργοὶ τῶν νοερῶν
αἰτίαι καὶ πάντα ἐν τοῖς ταύτης ἔσπαρται κόλποις, ὁ μὲν πρώτιστος συνοχεὺς ὡς πλῆθος περιέχει τὰς αἰτίας
ταύτας, ἑνὰς ὢν αὐτὸς νοητὴ καὶ οἷον ἄνθος τῆς τριάδος· ὁ δὲ δεύτερος περιέχει μὲν δευτέρως καὶ αὐτὸς τὰς
αἰτίας, ἀλλὰ συντεταγμένος αὐταῖς καὶ συμπληθυόμενος· ὁ δὲ τρίτος μετὰ τῆς παντελοῦς διαιρέσεως συνέχει
τὸ πλῆθος ἐν ἑαυτῷ περιλαβών. Καὶ ἕκαστος μὲν συνεκτικός ἐστιν, ἀλλ’ ὁ μὲν ὡς περατῶν, ὁ δὲ ὡς ὅλον
ἀποτελῶν, ὁ δὲ ὡς ἑνίζων (IV 36, p. 105.25-106.8, βλ. και p. 107.1-12). Ο Πρόκλος μάλιστα συνδέει την
“συνεκτική” ιδιότητα του ἑνός, του ὅλου και του πέρατος και με τον πλατωνικό Φαίδρο (247a-c): Καὶ μὴν
καὶ τοῖς ἐν Φαίδρῳ γεγραμμένοις ὅπως ταῦτα σύμφωνα, παντὶ συνιδεῖν ῥᾴδιον. Τὸ μὲν γὰρ ἓν τὸ συνεκτικὸν
τῷ νώτῳ τοῦ οὐρανοῦ τῷ πάντα περιέχοντι ταὐτόν (ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ νῶτον, κατὰ μίαν ἁπλότητα
περιλαμβάνον τὴν σύμπασαν περιφοράν)· τὸ δὲ ὅλον τῷ βάθει τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῷ οἷον ὄγκῳ ταὐτόν (καὶ γὰρ
τὸ οὐράνιον βάθος ὅλον ἐστίν, ἀπὸ τοῦ νώτου μέχρι τῆς ἁψῖδος ἐκτεινόμενον)· τὸ δὲ πέρας τῇ ἁψῖδι τοῦ
οὐρανοῦ. Τοῦτο μὲν οὖν καὶ παντὸς μᾶλλον ἐμφανές· καὶ τῶν ἄλλων ἑκάτερον εἰς τὰς αὐτὰς ἐννοίας
ἀναφέρεται. (p. 107.13-23). Επίσης ο Πρόκλος κάνει μνεία στην δεύτερη νοητή-νοερή τριάδα και στο
υπόμνημά του στον Παρμενίδη: Ἐπὶ μὲν τῆς δευτέρας ὑποθέσεως, πρὶν τὴν τριάδα ταύτην ὑποστήσηται, τὴν
ἀρχὴν λέγω, τὸ μέσον, τὴν τελευτήν, ὑφίστησι μετὰ τὸ ἓν καὶ πολλὰ καὶ τὸ ὅλον καὶ μέρη ἔχον, τὸ πεπερασμένον
καὶ ἄπειρον, τὰς τρεῖς ταύτας ἀντιθέσεις συντάττων· μιᾶς γάρ ἐστι τάξεως θείας ταῦτα σημαντικά, μενούσης

262
καὶ προϊούσης καὶ πρὸς ἑαυτὴν συννευούσης καὶ ἑαυτὴν κατ’ ἄκραν ὑπερβολὴν συνεχούσης [Εἰς Παρμ. VI
1116.24-32 (για τις ιδιότητες της δεύτερης νοητής-νοερής τριάδας ως αποφασκόμενες στο ἕν της πρώτης
υπόθεσης βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 66.18-67.13)].

Κατά τον Δαμάσκιο, η τριάδα αυτή είναι συνεκτική, καθώς αποτελεί έναν “σύνδεσμο” μεταξύ των άκρων
της (ἕν-πολλά, πεπερασμένον-ἄπειρον), συνδέοντας και τα τρία ζεύγη μεταξύ τους: σύνδεσμος οὖσα τῶν
ἄκρων ἡ μέση τάξις συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ τὰς ἑκατέρωθι, πλὴν ὅτι τό γε ἓν ἐν αὐτῇ ὡς ὅλον μᾶλλόν ἐστιν,
σχέσιν ἔχον πρὸς τὰ πολλά· καὶ τὸ πεπερασμένον ἐν ἑαυτῷ περιέχει τὸ ἄπειρον, ὡς ὅλον μέρη, διὰ τὸ ἔχειν τι
ἐξῃρημένον, ἀλλὰ μὴ τὸ ἔσχατα ἔχον εἶναι τῷ ὄντι. [Εἰς Παρμ. t.II, p. 86.1-6 (επίσης για την “συνέχεια”
μεταξύ πρώτης και δεύτερης νοητής-νοερής τριάδας βλ. p. 87.17-88.19, ενώ για τις διαφορές μεταξύ της
νοητής ολότητας της δεύτερης νοητής τριάδας και της εν λόγω ολότητας της δεύτερης νοητής-νοερής βλ.
p. 80.21-81.7)].

Αξίζει να σταθούμε επίσης στην εξήγηση που δίνουν και οι δύο Νεοπλατωνικοί σχετικά με την
αποσιώπηση του ἑνὸς ὄντος από εδώ και στο εξής και την αναφορά μόνο σε ἕν από τον Παρμενίδη. Κατά
τον Πρόκλο, μιας και μιλάμε για θείους κόσμους που μετέχουν στο ὄν, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι
ίδιοι παρμενίδειοι συλλογισμοί, που εφεξής εφαρμόζονται πρωτίστως στο ἕν, εφαρμόζονται δευτερευόντως
στο ὄν κατά τις διαφορές των θείων διακόσμων, καθώς αναγνωρίζεται ότι η διαίρεση των νοητών-νοερών
δεν αφορά μόνο το ἕν αλλά και το ὄν, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι ο Πλάτων μιλά
στην συνέχεια για ἓν αὐτὸ καθ’ αὑτὸ (βλ. IV 36, p. 106.9-26). Κατά τον Δαμάσκιο μάλιστα, ο Πρόκλος
δέχεται ότι το ὄν πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνεται σε όλη την “θεογονία”, που εκθέτει εδώ ο
Παρμενίδης, μιας και είναι “συμφυές” στα νοητά· η δεύτερη δε εξήγηση του Πρόκλου είναι ότι, καθώς ο
Πλάτων διαχωρίζει δύο αριθμούς (περιττό και άρτιο), κατ’ επέκταση τα πάντα νοούνται διπλά, δηλαδή
“ενιαίως” (κατά το ἕν) και “ουσιωδώς” (κατά το ὄν). Η εξήγηση του Δαμάσκιου σε πρώτο επίπεδο δεν
απέχει και πολύ από την πρόκλεια: Μήποτε δὲ, πανταχοῦ τὸ ἔστι τῷ ἑνὶ συμπλέκων, οὐδαμοῦ τὸ ἓν χωρίζει
τοῦ ὄντος. Τοῦτο μὲν οὖν ἀληθὲς οἰητέον· ὁμῶς δὲ τὸ ἓν ὂν οὐκέτι ὄν, ἀλλ’ ἕν ἐστι μόνον, ὅτι τῷ ἑνὶ μᾶλλον
προσέχει τὸν νοῦν. (βλ. Εἰς Παρμ. t.II, p. 84.14-89.2). Παρ’ όλα αυτά, ο Δαμάσκιος δίνει και μία πρόσθετη
εξήγηση, εκκινώντας από την διάταξη των τριών τάξεων, νοητής, νοητής-νοερής, νοερής, κατά την οποία
διάταξη παρατηρούμε ότι ενώ στην νοητή το ὄν πλεονάζει, στην νοητή-νοερή αμφισβητείται, στην δε νοερή
έχει αποσιωπηθεί εντελώς: Ἢ βέλτιον τὸ ἓν ὂν φάναι εἰδοποιεῖν τὸ νοητόν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ μέση τάξις νοητή ἐστι
καὶ νοερά, διὰ τοῦτο ἐν ταύτῃ καὶ φαίνεται καὶ δοκεῖ ἐκβάλλεσθαι. Ἐν μὲν δὴ τῆς πρὸ αὐτῆς καὶ πάνυ
παρελαμβάνετο, ὅτι πολὺ εἶχεν τὸ νοητόν· ἐν δὲ τῇ μέσῃ παραλαμβάνεται μέν, οὐκ ἐμφανῶς δὲ, ἀλλ’ ὥστε καὶ
ἀμφισβητεῖσθαι· ἐν δὲ τῇ τρίτῃ, ὅπου τὸ νοερὸν ἐπλεόναζεν, καὶ τελέως σεσίγηται, διότι καὶ ἡ νοερὰ ἑβδομὰς

263
ἐντεῦθεν ἤρχετο κατὰ τὴν ἤδη προβολὴν τῶν νοερῶν πηγῶν. Εἶτα ἑξῆς παραλιμπάνεται ὡς ἐν τοῖς νοεροῖς
οὐκ ὄντος τοῦ νοητοῦ, ὃ δὴ παρείχετο ἡ τοῦ ὄντος πρὸς τὸ ἓν μία ἕνωσις. (p. 85.13-23).

Δ) 145a4-b5: οι ιδιότητες “ἔσχατα ἔχον – ἀρχὴ, μέσον, τελευτὴ – σχῆμα” – η 3η τριάδα των νοητών-
νοερών θεών

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 145a4-b5 γίνεται αναφορά στην τρίτη τριάδα των νοητών-νοερών θεών
μέσω των τριών συμπερασμάτων “ἔσχατα ἔχον – ἀρχὴ, μέσον, τελευτὴ – σχῆμα”, τα οποία φανερώνουν τον
διάκοσμο των “τελεσιουργών θεών” (βλ. Εἰς Παρμ. VI 1116.32-1117.36, Πλατ. Θεολ. II 12 p. 67.14-68.5,
IV 37).

Οι τρεις ιδιότητες της τριάδας αυτής, το ἔσχατα ἔχειν, τὸ τέλειον και τὸ σχῆμα, φανερώνουν αντίστοιχα
και τους τρεις “τελεσιουργούς ηγεμόνες των πάντων” [ή “τελετάρχες” κατά τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς,
τον ἐμπύριον, τον αἰθέριον και τον ὑλαῖον (βλ. Πλατ. Θεολ. IV 39 p. 111.12-112.2)], τον νοητό, τον νοητό
και νοερό και τον νοερό: Ὁ μὲν τοίνυν νοητὸς λέγεται τὰ ἔσχατα ἔχειν ὡς ὑπ’ αὐτὸ τεταγμένος εὐθὺς τὸ τῶν
συνεκτικῶν πέρας καὶ τοῖς ἑαυτοῦ πέρασιν νοητῶς περιέχων πάντας τοὺς νοεροὺς διακόσμους· ὁ δὲ νοητὸς
καὶ νοερὸς κατὰ τὸ τέλειον ἀφώρισται, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ μέσα καὶ τὰ τέλη τῶν ὄντων ἐν ἑαυτῷ περιέχων καὶ
συμπληρῶν τὸν μέσον σύνδεσμον τῆς ὅλης τελεσιουργοῦ τριάδος· ὁ δέ γε νοερὸς κατὰ τὸ σχῆμα προῆλθε τὸ
τριαδικόν, πέρατος καὶ τελειότητος θείας αἴτιος ὤν, καὶ τοῖς μὲν ἀορίστοις ὅρον, τοῖς δὲ ἀτελέσι τελείωσιν
ἐνδιδοὺς νοεράν. (Πλατ. Θεολ. IV 37 p. 109.3-13). Η παραγωγή της τρίτης νοητής-νοερής τριάδας λαμβάνει
χώρα τόσο αφ’ εαυτής όσο και κατά την αμέσως προηγούμενη “συνεκτική” τριάδα, καθώς το πέρας αυτής
(πεπερασμένον) είναι αίτιο του ἔσχατα έχειν, της κορυφής δηλαδή της τρίτης τριάδας. Η “πρόοδος” της
τρίτης τριάδας κατά τα παρμενίδεια συμπεράσματα λαμβάνει χώρα ως εξής: τὸ γὰρ ἔσχατα ἔχον ὅλον
γενόμενον διὰ τοῦ πέρατος ὑφίστησι τὸ τέλειον, τοῦτο δὲ ἀρχὰς καὶ μέσα καὶ τέλη περιέχον ἀναφαίνει τὸ σχῆμα,
καὶ οὕτω πρόεισιν ἡ τελεσιουργὸς τριάς, ἄνωθεν ἄχρι τῶν ἐσχάτων ἐπὶ πάντα διήκουσα καὶ τελειοῦσα τάς τε
ὅλας αἰτίας καὶ τὰς μερικάς. (p. 109.16-21). Για τον τρόπο και την σειρά παραγωγής των τελεταρχών από
τους “συνοχεῖς” βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.II, p. 94.5-95.14.

Παρακάτω, στα κεφ. IV 38-39, ο Πρόκλος εξετάζει τα χαρακτηριστικά όλου του νοητού-νοερού
διακόσμου καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των τριών νοητών-νοερών τριάδων, εκ των οποίων η μεν πρώτη
έχει ως έργο να συνάπτει τα νοερά με τα νοητά σε μία αμέριστη ένωση, η δεύτερη να διεξάγει την “πρόοδο”
των θεών, η δε τρίτη την “επιστροφή” των νοερών θεών προς τους νοητούς: Καὶ οὕτω δὴ πᾶς ὁ μέσος οὗτος
διάκοσμος συνεχής ἐστι πρὸς ἑαυτὸν καὶ ἡνωμένος καὶ ὄντως τῶν ὅλων διακόσμων σύνδεσμος, αὐτὸς μὲν

264
πρὸς ἑαυτὸν κοινωνίαν θαυμαστὴν ἐνστησάμενος, συνάπτων δὲ τὰ νοερὰ τοῖς νοητοῖς καὶ συνελίσσων εἰς μίαν
ἀμέριστον ἕνωσιν, ἄνω μὲν ἔχων τὴν νοητὴν τριάδα καὶ ἄγνωστον, ἐν δὲ μέσοις τὴν συνεκτικὴν τῶν προόδων,
ἐπὶ δὲ τῷ τέλει τὴν ἐπιστρεπτικὴν ἡγεμονίαν παραγαγών, δι’ ἧς προσεχῶς τοὺς νοεροὺς θεοὺς ἐπιστρέφει πρὸς
τοὺς νοητούς. (…) Πᾶσα τοίνυν ἐπιστροφὴ καὶ πᾶσα τελειότης καὶ πᾶν σχῆμα νοερὸν ἀπὸ τῆς τελεσιουργοῦ
τριάδος ἐφήκει τοῖς νοεροῖς θεοῖς. Ὁ μὲν γὰρ νοητὸς τῆς τελειότητος ἡγεμὼν τά τε πέρατα καὶ τὰς ἀκρότητας
καὶ τὰς ὑπάρξεις τελεσιουργεῖ τῶν ὅλων, ὁ δὲ νοητὸς καὶ νοερὸς τὰς προόδους αὐτῶν ὁρίζει τὰς ἄνωθεν ἄχρι
τῶν ἐσχάτων προερχομένας, ὁ δὲ αὖ νοερὸς τὰς ἐπιστροφὰς συνείληφεν τῶν θεῶν πάντων ἐν τῇ ἑαυτοῦ
τελειότητι καὶ διὰ τῶν σχημάτων τὴν ἐπ’ ἄπειρον πρόοδον αὐτῶν περαίνει καὶ τελειοῖ. [IV 38, p. 110.3-12,
113.22-114.3 (για την τριπλή διαίρεση κάθε θείας τάξης σε κορυφή-μέση-τελευταία με βάση την ιδιότητα
εκάστης, ἑνοποιὸν δύναμιν – συνοχήν – ἐπιστροφήν αντίστοιχα, βλ. επίσης Στοιχ. Θεολ. § 148, ενώ για τον
προσδιορισμό της μέσης νοητής-νοερής τάξης εν συνόλω βλ. επίσης Πρόκλου Εἰς Παρμ. VI 1132.39-
1134.11)]. Έτσι και αργότερα ο Δαμάσκιος, μολονότι βέβαια καταλογίζει στον Πρόκλο διεσπαρμένες
θεωρήσεις, διαιρεί και αυτός τριπλά την τελειότητα της τρίτης νοητής-νοερής τριάδας σε μένουσαν,
προϊοῦσαν και ἐπιστρεφομένην, συνδέοντας καθεμία με καθένα από τα τρία συμπεράσματα και αποδίδοντας
καθεμία σε κάθε “τελετάρχη”: Αὐτὸς [ὁ Πρόκλος] μὲν οὖν εἰς διερριμμένας ἐπιβολὰς ἀπέβλεψεν· βέλτιον δὲ
ὥσπερ τὴν οὐσίαν, οὕτω καὶ τὴν τελειότητα τριχῆ διελεῖν εἰς μένουσαν, καὶ προϊοῦσαν, καὶ ἐπιστρεφομένην.
Τῆς μὲν δὴ κατὰ μονὴν σύνθημα τελειότητος, τὸ ἔσχατα ἔχειν· βούλεται γὰρ τῇ οἰκείᾳ ἀκρότητι ἐνερριζῶσθαι
ἡ μένουσα οὐσία· τῆς δὲ κατὰ πρόοδον, ἀρχὴ καὶ μέσον καὶ τέλος· τελειοτάτη γὰρ πρόοδος ἡ ἐν τρισὶ βήμασι
τούτοις διισταμένη· τῆς δὲ κατ’ ἐπιστροφὴν τὸ σχῆμα, ὅτι ἐπέχει μὲν τὸ σχῆμα τὴν πρόοδον, συννεύει δὲ πρὸς
τὴν οἰκείαν ἀρχήν. Καὶ εἴπερ συγκλεῖον πέρας ἐστίν, ἐπιστροφὴν τῇ οὐσίᾳ πρὸς ἑαυτὴν χαρίζεται. Καὶ τῶν
τριῶν τούτων τελειοτήτων ὁ μὲν πρῶτος τελετάρχης τὴν πρώτην χαρίζεται, ὁ δὲ δεύτερος τὴν δευτέραν, ὁ δὲ
τρίτος τὴν τρίτην. (Εἰς Παρμ. t.II, p. 98.9-23).

Ε) 145b6-e6: οι ιδιότητες ἐν ἄλλῳ - ἐν ἑαυτῷ – ο πατὴρ τῶν νοερῶν

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 145b6-e6 φανερώνεται ο πατὴρ τῶν νοερῶν, η κορυφή της πρώτης τάξης
των νοερών θεών [ή νοερᾶς ἑβδομάδος, καθώς ο νοερός διάκοσμος αποτελείται από δύο τριάδες νοερών
θεών και την έβδομη θεότητα ή δημιουργικὴν μονάδα, στο σύνολο επτά μονάδες (βλ. Πλατ. Θεολ. V 40, p.
147.21-148.9)], στην οποία κορυφή αποδίδονται τα σύμβολα ἐν ἑαυτῷ – ἐν ἄλλῳ. Αποκαλείται αφενός
νοερὸς πατήρ, καθώς γεννά τους νοερούς θεούς όντας ο ίδιος κατ’ οὐσίαν νοερός, αφετέρου νοῦς πατρικὸς
τῶν πρὸ αὐτοῦ νοητῶν, εφόσον η θεμελίωση (ἵδρυσις) του εαυτού του βρίσκεται στην πρώτη νοητή και στην
πρώτη νοητή-νοερή τριάδα, από τις οποίες αντλεί την υπερβατικότητά του (ὑπερηπλωμένος) σε σχέση με

265
τον νοερό διάκοσμο (βλ. Πλατ. Θεολ. V 37, p. 134.1-135.10). Ο Πρόκλος ταυτίζει τον θεό αυτόν με τον
Κρόνο (βλ. Πλατ. Θεολ. V 5-10).

Η σχέση των προσδιορισμών ἐν ἄλλῳ – ἐν ἑαυτῷ είναι σχέση ανώτερου με κατώτερο. Από την μία, το ἐν
ἄλλῳ δηλώνει ότι η πρώτη νοερή τριάδα έχει ιδρύσει τον εαυτό της στα νοητά· εν προκειμένω, το ἄλλο,
σύμφωνα με την θεωρία του Συριανού, αφενός είναι “κρυφίως” και “κατ’ αιτία” στην πρώτη νοητή τριάδα
(κατά τους όρους της κρυφίου δυνάμεως στην τάξη αυτή), αφετέρου φανερώνεται κατ’ οὐσίαν κατά την
πρώτη νοητή-νοερή τριάδα (κατά τους όρους της ετερότητας, η οποία ως θῆλυ γεννά τους θεούς, καθώς και
της πατρικῆς δυνάμεως). Έτσι όλες οι κορυφές (τὰ νοητά) των τριών πρώτων διακόσμων είναι ενωμένες : η
μεν των νοητών-νοερών με αυτήν των νοητών, η δε των νοερών και με τις δυο μαζί (βλ. V 37, p. 135.14-
136.19). Από την άλλη, το ἐν ἑαυτῷ δηλώνει ότι ο πρώτος νοερός θεός είναι “νους” και εγκλείει μέσα του
όλες τις γόνιμες δυνάμεις και όλες τις αιτίες, τις οποίες παράγοντας εδράζεται πάλι στον εαυτό του και
επιστρέφει στον εαυτό του (βλ. p. 135.10-13, 18-19). Βέβαια, αν το ἐν ἄλλῳ φανερώνει την νοερή πατρική
ιδιότητα που αντλείται από την κορυφή της πρώτης νοερής τριάδας (το νοητόν), το ἐν ἑαυτῷ αποτελεί σύμ-
βολο της “ἀχράντου μονάδος” (της πρώτης μονάδας των ἀχράντων θεῶν, της δεύτερης νοερής τάξης), κα-
θώς συνενώνονται οι δυο κορυφές των νοερών τριάδων και λαμβάνουν υπόσταση ταυτόχρονα ο πρώτιστος
νοερός πατήρ με τον πρώτιστο της δεύτερης νοερής τριάδας, ούτως ώστε ο πρώτος “δι’ ἑαυτὸν” να είναι
πατήρ και “διὰ τὴν ἄχραντον αἰτίαν” να περιέχει και να συνέχει μονίμως μέσα στον εαυτό του τα γένη των
αχώριστων από την μονάδα του νοερών θεών, περιέχοντας επίσης και εδράζοντας ἐν ἑαυτῷ την “άχραντη
αιτία” (τὴν μίαν ἀκρότητα τῶν ἀκλίτων θεῶν), όπως αντίστοιχα ο ίδιος εδράζεται νοητώς στα πρώτιστα
νοητά (βλ. p. 137.19-138.11). Συνοψίζοντας, ο Πρόκλος θα αποδώσει εν τέλει στην θεότητα αυτή το ἐν
ἄλλῳ ως σύμβολο του πατρός, ενώ το ἐν ἑαυτῷ ως σύμβολο της άχραντης πρώτιστης μονάδας (βλ. V 40, p.
147.21-148.1). Μάλιστα, την θεωρία αυτή θα αντικρούσει αργότερα ο Δαμάσκιος, κατά τον οποίον δεν
πρέπει το κάθε ζεύγος εναντίων κατηγορημάτων που αποδίδεται σε κάθε νοερό πατέρα (ἐν ἑαυτῷ – ἐν ἄλλῳ
για τον Κρόνο, κινούμενον – ἑστός για την Ρέα, ταὐτόν – ἕτερον για τον Δία) να διασπαστεί, με αποτέλεσμα
να αποδίδεται ο ένας όρος στον νοερό πατέρα και ο άλλος στον άχραντο θεό (ἀμείλικτον κατά τον Δαμά-
σκιο) που αντιστοιχεί στον καθένα, αλλά αντιθέτως πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της μέχρι
τώρα απόδοσης αμφότερων των εναντίων κατηγορημάτων σε μία και μόνο τάξη θεών (όπως επιχειρήθηκε
αντίστοιχα στις 3 νοητές και στις 3 νοητές-νοερές τριάδες) κατά τις οικείες ιδιότητες εκάστης· παρ’ όλα
αυτά, ο καθένας από τους 3 νοερούς πατέρες “περιλαμβάνει” το οικείο του πλήθος θεών (ο Κρόνος τους
Τιτάνες, η Ρέα τις Τιτανίδες, ο Δίας τους Κρονίδες), ενώ παράλληλα και οι τρεις “συγκεντρώνουν” εν αυτοίς
τους “αμείλικτους θεούς”, χωρίς όμως να αποδίδονται σε αυτούς οι ιδιότητες εκείνων (μολονότι βέβαια οι

266
ιδιότητες των αμειλίκτων εκδηλώνονται μέσα στους πατέρες), καθώς, κατά τον Δαμάσκιο, έναν μόνο θεό
Κρόνο ανυμνούμε και όχι περισσότερους [βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 4.17-23, 7.13-9.19].

Επίσης, σχετικά με την επιστροφή της νοερής τάξης, οι όροι ἐν ἑαυτῷ – ἐν ἄλλῳ εφαρμόζονται στην διπλή
ιδιότητά της. Συγκεκριμένα, η συνολική διάταξη των τριών πρώτων διακόσμων (νοητού, νοητού-νοερού,
νοερού) έχει ως εξής: οι μεν νοητοί θεοί γεννούν μονίμως (χωρίς να διακρίνονται δηλαδή) τα πάντα, οι δε
νοητοί-νοεροί διεξάγουν την “πρόοδο” των πάντων (τὴν τῆς προόδου τοῖς πᾶσιν ἀρχηγὸν αἰτίαν
παρεχομένων), οι δε νοεροί την “επιστροφή” (κατ’ ἐπιστροφὴν τὰ ὅλα διακοσμούντων). Με βάση αυτήν την
διάταξη, στην κορυφή των νοερών αποδίδεται η “επιστροφή” με διπλό τρόπο, αφενός εἰς ἑαυτὴν, αφετέρου
προς τις επέκεινα αυτής νοητές τάξεις, δηλαδή ἐν ἄλλῳ, εκ των οποίων ειδών επιστροφής το πρώτο είναι
κατώτερο από το δεύτερο (βλ. V 37, p. 136.20-137.18)· παρεμπιπτόντως, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Πρόκλος
κάνει λόγο στο υπόμνημά του Εἰς Ἀλκιβ., 56.2-4 για τον “επιστρεπτικό έρωτα” των καταδεέστερων θεών
προς τους πρεσβύτερους και τον “προνοητικό έρωτα” των πρεσβύτερων προς τους καταδεέστερους, ενώ
παράλληλα την θέση αυτή δανείζεται ο Παχυμέρης στην Παράφραση του Διονυσίου (βλ. P.G. 3, 777 D-780
A) μιλώντας για “επιστρεπτικό έρωτα” των νοερών προς τα νοητά και για “προνοητικό έρωτα” των νοητών
προς τα νοερά (για την επισήμανση αυτή βλ. Segonds, Proclus, Sur le Premier Alcibiade de Platon, t.I, p.
CXVII). Ο Πρόκλος εξηγεί επίσης την γενική ανωτερότητα του ἐν ἄλλῳ από το ἐν ἑαυτῷ κατά την
θεμελίωση εκάστου από τον Παρμενίδη (145e3-6): το πρώτο συνάγεται κατά το όλον, ενώ το δεύτερο κατά
τα μέρη (βλ. V 37, p. 135.21-24).

Συνεπώς, με βάση τα σύμβολα ἐν ἄλλῳ – ἐν ἑαυτῷ ο πρώτιστος νοερός θεός είναι αντίστοιχα “νους κα-
θαρός”: Νοῦς ἄρα καθαρὸς ἡμῖν ὁ αὐτὸς καὶ ἐν τῷ Παρμενίδῃ θεὸς ἀναφαίνεται, διότι μέν ἐστι νοῦς, εἰς τὴν
νοητὴν περιωπὴν ἀνατεινόμενος καὶ διὰ τοῦτο ἐν ἄλλῳ, καθ’ὅσον ἐστὶν ὅλος, ἱδρυμένος· διότι δὲ αὖ καθαρὸς
καὶ ἄυλος, εἰς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος καὶ ἐν ἑαυτῷ πάσας τὰς ἑαυτοῦ δυνάμεις κατακλείων. (p. 138.12-17).
Να σημειωθεί και η αναλογία του “καθαρού νου” με τον μύθο του Κρόνου, η οποία εμμέσως υποδηλώνεται
από την ανάλυση του Πρόκλου. Όπως ο Κρόνος καταπίνει όλα τα παιδιά του εκτός από τον Δία, ο οποίος
“διαχωρίζεται” από τον πατέρα του, έτσι και ο καθαρός νους είναι μια ολότης που συνέχει τα “νοητά” μέρη
(τις κορυφές των άλλων δύο νοερών τάξεων), καθώς και εγκλείει και καταπίνει τα γένη των νοερών θεών·
τα μεν απορροφώνται και μένουν μέσα του εξαιτίας της πρώτης άχραντης μονάδας, τα δε διαιρούνται από
αυτόν κατά την γόνιμη αιτία των νοερών θεών, διαφεύγουν της πατρικής ένωσης, διοικούν άλλη τάξη και
διακοσμούν κατώτερα γένη και όντα [βλ. p. 138.20-139.4, καθώς και υποσημ. 2 σ. 138 των γαλλικών εκ-
δόσεων (Théologie Platonicienne, t. V, Notes Complémentaires, p. 212)]. Μάλιστα, ο Πρόκλος εξηγεί επί-
σης την ιδιότητα του Κρόνου “αὐτὸς ἐν ἑαυτῷ” ως εξής: αυτός καταπίνει τα παιδιά του κάνοντάς τα τροφή

267
του (κι έτσι συνεισφέρουν αυτά στην ίδια του την ουσία), ούτως ώστε, αφού αυτά είναι μέσα σε αυτόν, ενώ
αυτός είναι αυτά, άρα αυτός είναι μέσα στον εαυτό του (η εξήγηση αυτή του Πρόκλου παρατίθεται από τον
Δαμάσκιο, βλ. Εἰς Παρμ. t.III, p. 15.15-19).

Για τις ιδιότητες της πρώτης νοερής τάξης – ως αποφασκόμενες στο απολύτως υπερβατικό και
αὐθυπόστατον ἕν της πρώτης υπόθεσης – βλ. επίσης Πρόκλο, Εἰς Παρμ. VII 1133.16-1134.17, 1139.17-20,
1142.10-1146.29 (Cousin) και Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 68.6-22.

Στ) 145e7-146a8: οι ιδιότητες των κινεῖσθαι και ἑστάναι – η ζωογόνος θεότης (2ος νοερός πατήρ)

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 145e7-146a8 γίνεται λόγος για την μεσότητα των πατρικών νοερών θεών,
την ζωογόνον θεότητα, η οποία αποτελεί την “ζωή” της νοερής τάξης, καθώς βρίσκεται μεταξύ του νοη-
τοῦ/ὄντως ὄντος και νοῦ και συνδέει το ένα με το άλλο, όπως ανάλογα και η δύναμις, ευρισκόμενη μεταξύ
ἑνός και ὄντος, συνάγει το ὄν στην μέθεξη του ἑνός και το ἕν στην κοινωνία με το ὄν (νοητόν-ζωή-νοῦς
υπάρχουν επίσης και στα νοητά και στα νοητά-νοερά, σε καθεμία τάξη από τις οποίες έχουν διαφορετικές
ιδιότητες, ενώ η ζωή αποτελεί το μέσο κέντρο και των τριών τάξεων) [βλ. Πλατ. Θεολ. V 38, p. 139.5-
140.16 (για τις διαφορές μεταξύ της νοητής-νοερής ζωῆς και της ζωογόνου θεότητας ως νοερού πατρός,
τόσο κατά τον Πρόκλο όσο και κατά τον Δαμάσκιο, βλ. Πλατ. Θεολ. V 38, p. 140.25-141.10, Δαμάσκιο Εἰς
Παρμ. t.III, p. 43.1-46.19)]. Ο Πρόκλος ταυτίζει την ζωογόνο θεότητα με την δεύτερη πατρική μονάδα, την
Ρέα (βλ. V 11)· βασίζει δε το ζωογόνο στοιχείο της πάνω στην πλατωνική ετυμολογία της Ρέας από την
λέξη ῥέω στον Κρατύλο (402b4): περὶ δὲ τῆς ζωογόνου πηγῆς Ῥέας, ἐξ ἧς πᾶσα ζωὴ θεία τε καὶ νοερὰ καὶ
ψυχικὴ καὶ ἐγκόσμιος ἀπογεννᾶται, οὕτως φασὶν τὰ λόγια [Οr. Chald. p. 30]: Ῥείη τοι νοερῶν μακάρων πηγή
τε ῥοή τε·/ πάντων γὰρ πρώτη δυνάμεις κόλποισιν ἀφράστοις/ δεξαμένη, γενεὴν ἐπὶ πᾶν προχέει τροχάουσαν.
καὶ γὰρ τὴν τῆς ζωῆς ἁπάσης ἄπειρον χύσιν ὑφίστησιν ἡ θεὸς αὕτη καὶ τὰς ἀνεκλείπτους ἁπάσας δυνάμεις,
καὶ κινεῖ πάντα κατὰ τὰ μέτρα τῶν θείων κινήσεων, καὶ ἐπιστρέφει πρὸς ἑαυτὴν πάντα ἑδράζουσα ἐν ἑαυτῇ
ὡς σύστοιχος τῷ Κρόνῳ. λέγεται οὖν Ῥέα καὶ διὰ τὸ ἐπιρρεῖν ἀεὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ διὰ τὸ αἰτίαν εἶναι τῆς θείας
ῥᾳστώνης, θεοὶ ῥεῖα ζώοντες· ἀνάκειται δὲ αὐτῇ τὸ ὕδωρ καὶ τὰ ὑδραγωγὰ πάντα. [Είς Κρατύλον, 143.4-17 –
η ζωογόνος θεότητα ταυτίζεται τόσο με την ορφική θεότητα Ρέα όσο και με την Εκάτη των Χαλδαϊκών
Χρησμών (βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 60.1-10, καθώς και 42.13-20, 46.2-7, 47.15-24)].

Εν προκειμένω, στον Παρμενίδη, ο Πλάτων μας παραδίδει τις δυο δυνάμεις της θεότητας, εκκινώντας από
τις ιδιότητες του κινεῖσθαι και του ἑστάναι: κατά μεν την κίνηση η θεότητα νοείται ως η πηγή της ζωής, η
οποία δίνει υπόσταση και γεννά το πλήθος των θεών, κατά δε την στάση η δύναμή της αντλείται από την

268
άχραντη μονάδα, η οποία συντάσσεται μαζί με την κίνηση και συνέχει ως σύνδεσμος τα μέσα κέντρα της
μέσης νοερής τριάδας, ενώ διαφυλάσσει μονίμως και θεμελιώνει στον εαυτό της τον γόνιμο χαρακτήρα της
ως προϋπάρχουσα και υπερβατική όλων των γεννημάτων της: Ὡς γὰρ τῷ πρώτῳ πατρὶ συνήνωται κατὰ τὴν
πρώτην ὑπόστασιν ἡ τῆς τριάδος τῆς φρουρητικῆς ἀκρότης, οὕτω δὴ καὶ τῇ γεννητικῇ τῶν θεῶν πάντων αἰτίᾳ
τῇ κινούσῃ τὰ ὅλα καὶ ταύτῃ πρώτως ἀφ’ ἑαυτῆς κινουμένῃ συνυφέστηκεν ὁμοφυῶς ὁ τὸν μέσον σύνδεσμον
συνέχων τῶν ἀχράντων ἡγεμόνων, δι’ ὃν ἐπὶ πάντα προϊὸν τὸ γόνιμον τῆς θεοῦ ταύτης ἵδρυται μονίμως ἐν
ἑαυτῷ καὶ πάντα παράγον καὶ πολλαπλασιάζον ἐξῄρηται τῶν ὅλων καὶ ἀκλινὲς ἀφ’ ἑαυτοῦ τῶν ἀπογεννωμέ-
νων προϋπάρχει. Κίνησις οὖν ἐνταῦθα καὶ στάσις, ἡ μὲν πηγὴ τῆς ἐπὶ πάντα προερχομένης ζωῆς καὶ γεννητικὴ
δύναμις, *** ἑδράζουσα μὲν τὴν ὅλην ζωογόνον πηγὴν ἐν ἑαυτῇ, πληρουμένη δὲ ἐκεῖθεν τῶν τῆς ζωῆς γονίμων
ὀχετῶν. [βλ. Πλατ. Θεολ. V 38, p. 142.1-19, επίσης πρβλ. Είς Παρμ. VII 1153.29-33 (Cousin): Ἔστι δὴ οὖν
τῆς ζωογόνου ταύτης θεότητος ἐξαίρετα κίνησις καὶ στάσις, ἡ μὲν τὰς πηγὰς ἐκφαίνουσα τῆς ζωῆς, ἡ δὲ ἑδρά-
ζουσαν αὐτὴν σταθερῶς ἐξῃρημένην τῶν οἰκείων ὀχετῶν.]. Βλ. επίσης Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 45.8-
11, όπου, κατά τον Νεοπλατωνικό, το ζωογόνον της θεότητας έγκειται στο ότι δίνει υπόσταση (με την βο-
ήθεια του δημιουργού) στα “ἐγκόσμια” και “περικόσμια” πράγματα της γένεσης.

Συνοψίζοντας, ο Πρόκλος θα αποδώσει εν τέλει στην θεότητα αυτή την κίνηση ως σύμβολο της “ζωογόνου
ἀγαθότητος” και την στάση ως σύμβολο της συντεταγμένης μαζί με την κίνηση ακλόνητης δύναμης (τῆς
ταύτῃ συνεζευγμένης ἀκλίτου δυνάμεως), ίδιον δηλαδή της δεύτερης άχραντης μονάδας (βλ. Πλατ. Θεολ. V
40, p. 148.1-3). Ο Δαμάσκιος αργότερα θα αντικρούσει την θεωρία αυτή του Πρόκλου, συντασσόμενος με
την θεωρία του Συριανού ότι η κίνηση και η στάση αποδίδονται ως ιδιότητες αποκλειστικά και μόνο στον
δεύτερο νοερό πατέρα (ζωογόνος θεά) και όχι και στους “αμείλικτους θεούς” (ή άχραντους κατά Πρόκλο)
που απογεννά και συντάσσει μαζί της· παρ’ όλα αυτά, η θεότητα έχει ανάγκη τους θεούς αυτούς κατά την
ζωογόνο κίνησή της στον κόσμο της γένεσης και της ύλης, καθώς χρειάζεται την “αμείλικτη δύναμη” για
να την κρατήσει μακριά από την ύλη και να περάσει έτσι από την κίνηση στην ακινησία (βλ. Δαμάσκιο Εἰς
Παρμ. t.III, p. 4.18-19, 41.1-17, 45.21-46.2, 53.9-12, 66.15-17, 59.7-21). Επίσης να σημειωθεί ότι ενώ ο
Πρόκλος δέχεται ως ανώτερη την κίνηση της θεότητας από την ακινησία της, ο Δαμάσκιος αργότερα αντι-
στρέφει την σχέση, θεωρώντας την ακινησία ανώτερη από την κίνηση (βλ. Πλατ. Θεολ. V 38, p. 142.15-
143.3, Δαμ. Εἰς Παρμ. t.III, p. 41.18-42.22, 68.11-16).

Επιπλέον, η συναγωγή του κινουμένου από το ἐν ἄλλῳ και του ακίνητου από το ἐν ἑαυτῷ μας φανερώνει
και την διάταξη των νοερών θεών σε ανώτερους και κατώτερους : το κινούμενο ως ζωογόνο και γεννών
τους νοερούς θεούς είναι ανώτερο και κατ’ αἰτίαν πρεσβύτερον από το ακίνητο, μία δύναμη που αντλείται
από την κατώτερη τάξη των αχράντων θεών [της μέσης νοερής τριάδας ή τους Κουρήτες (Ορφική ονομασία

269
των θεών αυτών) κατά Πλάτωνα (βλ. V 33-35)], οι οποίοι “περιέχονται” στους πατρικούς θεούς (βλ. p.
142.20-143.3) [Για την διαφορετικής φύσεως (κατά την λογική απόδειξη αλλά και κατά την θεολογία)
εξήγηση του Δαμάσκιου σχετικά με το πώς έπονται και συνάγονται το κινεῖσθαι και το ἑστάναι από τα ἐν
ἄλλῳ και ἐν ἑαυτῷ βλ. Εἰς Παρμ. t.III, p. 38.15-40.20, 56.7-57.7].

Παρεμπιπτόντως, σχετικά με το πρόκλειο δόγμα της τριάδας των αχράντων θεών αξίζει να σημειωθεί η
αντίληψη του Παχυμέρη ότι ο Νεοπλατωνικός αντλεί το δόγμα αυτό από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη αλλά
το αναπτύσσει εσφαλμένα. Ενώ ο Διονύσιος μιλά για την νοερή-αγγελική τάξη των “αμείλικτων κυριοτή-
των”, δηλαδή νοερών δυνάμεων (δημιουργημένων βεβαίως από τον έναν και μοναδικό Θεό) που δεν υπο-
δουλώνονται και δεν κατακλίνουν προς τις “τυραννικές ανομοιότητες”, δηλαδή προς μία κατώτερης φύ-
σεως επαφή με την ύλη, από την άλλη ο Πρόκλος μιλά για τους “άχραντους θεούς” ως τρεις νοερές δυνάμεις
που λαμβάνουν ύπαρξη και εξαρτώνται από τους τρεις νοερούς πατέρες και έτσι είναι ασθενέστεροι και
κατώτεροι από αυτούς (ὑποπέζιοι), καθώς χάρη στους άχραντους θεούς οι νοεροί πατέρες (όπως π.χ. ο
Κρόνος) προστατεύονται από το να μην υποπέσουν στην ύλη (τὸ εἰς τὴν ὕλην ἀρρεπές) · βλ. P.G. 3, 245
D8-248 A7: Ἀμείλικτον δέ φησιν [ὁ Διονύσιος] κυριότητα τὴν ἀναγωγὴν αὐτῶν, οἰονεὶ ἀκολάκευτον, ἀπαρέ-
γκλιτον, μηδενὶ γαργαλισμῷ τῆς ὕλης ὑποκλινομένην. Λύει δὲ ἐνταῦθα καὶ σφάλμα τι τῶν ἑλληνικῶν φιλοσό-
φων, καὶ εὐσεβῶς ἐπισκήπτει· ἐκεῖνοι γὰρ ἰδίας τινὰς δυνάμεις τρεῖς ἀμειλίκτους προσηγόρευσαν, προελθού-
σας εἰς ὕπαρξιν ἔκ τινων πρὸ αὐτῶν ἑτέρων τριῶν δυνάμεων, οὐ μὴν ἐκ Θεοῦ δημιουργηθείσας ἰδικῶς· καί
φασιν εἶναι τοὺς ἀμειλίκτους τούτους ὑποπεζίους τῶν προβαλλομένων αὐτὰς νοητῶν υνάμεων, ἀναστέλλοντας
ὥσπερ καὶ ἐπιβαίνοντας καὶ ἀντεχομένους τῶν πρὸ αὐτῶν, τοῦ μὴ πεσεῖν εἰς ὕλην, καὶ ἀσθενεστέρους κατὰ
τοῦτο, καὶ προβαλλομένων ἑαυτούς, καθ’ ὅ δέονται εἰς τὸ κατέχειν ἑαυτοὺς εἰς τὸ ἄπτωτον. Ταῦτα μὲν οὖν,
ὡς ἐν ἐπιτόμῳ, τὰ ἐκείνων. Για την παραπάνω θεωρία του ψευδο-Διονυσίου βλ. Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρ-
χίας, P.G. 3, 141 B κ.έ., 237 C κ.έ., ενώ παράλληλα η θεωρία του Πρόκλου επιβεβαιώνεται στα σημεία
Πλατ. Θεολ. V 38 p. 143.2-3, 39 p. 146.2-10 [την ίδια θεωρία δέχεται σε γενικές γραμμές και ο Δαμάσκιος
στο υπόμνημά του (βλ. παραπάνω), μιλώντας πια όχι για “άχραντους” θεούς (όπως ο Πρόκλος), αλλά για
“αμείλικτους”, διατηρώντας έτσι το όνομα αυτό από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς (για τα διάφορα θεολο-
γικά ονόματα των θεών αυτών βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 202, n. 5)]. Για την ανάπτυξη της θεώρησης
αυτής του Παχυμέρη βλ. Saffrey-Westerink (édit.), Proclus. Théologie Platonicienne, livre V, CUF, Paris
1987, p. LXIV-LXVII.

Για τις ιδιότητες της δεύτερης νοερής τριάδας – ως αποφασκόμενες στο ἕν της πρώτης υπόθεσης – βλ.
επίσης Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 68.23-69.14.

270
Ζ) 146a9-147b8: οι ιδιότητες “ταὐτὸν ἑαυτῷ – ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις – ἕτερον τοῖς ἄλλοις – ἕτερον ἑαυτοῦ”
– ο δημιουργός (3ος νοερός πατήρ)

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 146a9-147b8 γίνεται λόγος για την “δημιουργική μονάδα”, η οποία αποτελεί
την έβδομη θεότητα του νοερού διακόσμου και αποδίδεται ως σύμβολο στον θεό Δία (ή σωτήρα), τον
“δημιουργό” κατά τον Πλάτωνα (βλ. και Πλατ. Θεολ. V 12-33)· ο δημιουργός αποτελεί την τρίτη πατρική
μονάδα, γεννηθείς από την ζωογόνο θεότητα (Ρέα) και διαιρεθείς από τον πατρικό νου (Κρόνο). Στην
θεότητα αυτήν ο Παρμενίδης αποδίδει τους όρους ταὐτὸν ἑαυτῷ – ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις – ἕτερον τοῖς ἄλλοις –
ἕτερον ἑαυτοῦ, διπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό τον συμπερασμάτων σε πρὸς ἑαυτό και πρὸς τὰ ἄλλα,
δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το δίπολο αφενός της πατρικής και “μοναδικής” ιδιότητάς του (ως νοερός
πατήρ) αφετέρου της “γόνιμης δυνάμεως”, καθώς ο δημιουργός γεννά τις δεύτερες και υπηρετικές των θεών
αιτίες, διακοσμεί τα αισθητά και την φύση των σωμάτων, και διακρίνει την βασιλεία του από εκείνη της
ενωμένης αρχής του πατρός (ενν. την επικράτεια του Κρόνου), υπερβαίνοντας βεβαίως όλα τα γεννήματά
του ως “ἐν ἑαυτῷ μονίμως ἱδρυμένος” (βλ. Πλατ. Θεολ. V 39, p. 143.5-144.11).

Στην συνέχεια, ο Πρόκλος αναλύει τις ιδιότητες της δημιουργικής μονάδας με βάση τους τέσσερις
παρμενίδειους όρους ταὐτὸν ἑαυτῷ – ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις – ἕτερον τοῖς ἄλλοις – ἕτερον ἑαυτοῦ. Αρχικά, ως
πρώτιστο αποδίδεται το ταὐτὸν ἑαυτῷ, το οποίο φανερώνει την πατρική ιδιότητα του δημιουργού (ως μία
εκ των τριών πατρικών μονάδων) και κατ’ επέκταση το μονοειδές και την “οικεία ένωση στον εαυτό του”.
Από την άλλη, με το ταὐτὸν τοῖς ἄλλοις τονίζεται η γόνιμη δύναμις και η αιτία που “προοδεύει” σε όλα και
διέρχεται μέσα από όλα όσα παράγει όντας παρούσα σε αυτά (Πάρεστι γὰρ πᾶσιν οἷς παράγει καὶ ἐν πᾶσίν
ἐστιν ὁ αὐτὸς οἷς διακοσμεῖ, τὴν γεννητικὴν τῶν ὅλων αἰτίαν ἐν ἑαυτῷ προστησάμενος) – ακριβώς λόγω της
αέναης χορηγίας αγαθών και προνοίας στα κατώτερα γεννήματά του καθώς και της μετοχής του από αυτά.
Έτσι υπάρχουν μέσα στον δημιουργό τόσο το πέρας (ως χωριστὴ τῶν ἄλλων ταυτότης) όσο και το άπειρο
(ως δύναμις γεννῶσα τὰ ἄλλα) [βλ. p. 144.12-145.5, 146.22-25].

Τρίτον, η “ετερότητα από τα άλλα” δηλώνει την άχραντη καθαρότητά του και την υπεροχή του από όλα τα
κατώτερα πράγματα, χάρη στην δεύτερη νοερή τριάδα των αχράντων μονάδων, η οποία τον καθιστά άχρα-
ντο από όλα τα μετέχοντα σε αυτόν (τα ἄλλα), ούτως ώστε να είναι χωριστός και αμέθεκτος από αυτά. Όπως
ο πρώτιστος πατήρ των νοερών δεν ρέπει προς την ύλη χάρη στην συνενωμένη με αυτόν φρουρά και την
άχραντη μονάδα (πρώτη μονάδα της δεύτερης νοερής τάξης), και όπως η ζωογόνος θεότητα αντλεί την
μόνιμη και ακλόνητη δύναμη από την δεύτερη αιτία των φρουρητικών θεών (δεύτερη μονάδα της δεύτερης
νοερής τάξης), έτσι και ο δημιουργικὸς νοῦς διαφυλάσσει την χωριστή από τα άλλα υπεροχή του και την

271
υπερβατική του πλήθους ένωση χάρη στην τρίτη μονάδα των αχράντων θεών (βλ. p. 145.6-146.16). Μάλι-
στα, ο Δαμάσκιος αργότερα θα αντικρούσει την πρόκλεια πρόσληψη της ετερότητας του ενός (ενν. του
δημιουργού) ως ιδιότητας του άχραντου θεού του δημιουργού, αποδίδοντας την ετερότητα αποκλειστικά
και μόνο στον δημιουργό (στο εν λόγω ἕν) στο μέτρο που αυτός είναι αιτία και “ἑτεροποιός” των άλλων
(βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 106.1-18). Τα εν λόγω ἄλλα, σε σχέση με τα οποία ο δημιουργός είναι
ίδιος και έτερος, κατά μεν τον Πρόκλο ταυτίζονται με όλα τα γένη, θεία και μη θεία, που ακολουθούν μετά
τον δημιουργό, κατά δε τον Δαμάσκιο (ο οποίος μάλιστα επικαλείται τα δόγματα του πλατωνικού Φαίδωνα
και του Πυθαγόρα) ταυτίζονται με τα ένυλα είδη και την ύλη (βλ. p. 73.15-75.18, 105.16-17).

Συνεπώς, η έβδομη των νοερών μονάδων, μολονότι ενώνεται και ενεργεί μαζί με όλες αυτές, διακρίνεται
σαφώς από αυτές στην “δημιουργική τάξη”. Η ετερότητα αυτή διακρίνει την δημιουργική μονάδα και από
τον εαυτό της : όπως προηγουμένως βεβαιώθηκε ότι ο δημιουργός είναι ίδιος με τον εαυτό του λόγω της
πατρικής ένωσης, έτσι και εδώ φανερώνεται η ετερότητα από τον εαυτό του λόγω της διάκρισης από τον
εαυτό του ως πατέρα (από την πατρική του ιδιότητα). Η δύναμη αυτή προέρχεται από τα ἐν ἑαυτῷ και ἐν
ἄλλῳ, τα οποία βρίσκονταν ενωμένα στον πρώτιστο νοερό πατέρα ως κρύφιος δυάς και διάκρισις κατ’ αἰτίαν
προϋπάρχουσα, αλλά στον δημιουργό έχουν διαιρεθεί ως δυάδα, καθώς η ετερότητα γεννά το νοερό πλήθος
και την δυάδα και διακρίνει τον δημιουργό από τον πρώτιστο πατέρα (πράγματι όταν ο δημιουργός είναι ἐν
ἄλλῳ συνενώνεται με το νοητόν του εαυτού του, δηλαδή την πατρική ιδιότητα, όταν είναι ἐν ἑαυτῷ
διακρίνεται από αυτήν) [βλ. p. 146.17-147.20].

Συνοψίζοντας, ο Πρόκλος θα αποδώσει εν τέλει στον δημιουργό τις εναπομείνασες τρεις μονάδες (εκ των
επτά εν συνόλω): το ταὐτὸν τό τε πρὸς αὑτὸ καὶ πρὸς ἄλλο, ως σύμβολο της “δημιουργικής ιδιότητας”, το
ἕτερον τῶν ἄλλων ως σύμβολο της φρουράς γύρω από τον δημιουργό και το ἑαυτοῦ ἕτερον ως σύμβολο της
έβδομης νοερής μονάδας, η οποία κατ’ αἰτίαν μεν και “κρυφίως” βρίσκεται μέσα στον πρώτο νοερό πατέρα
(στον Κρόνο), “εναργέστερα” όμως λαμβάνει την υπόσταση μέσα στον δημιουργό (βλ. V 40, p. 148.3-9).
Να σημειωθεί επίσης και η θεωρία του Δαμάσκιου σχετικά με τις ιδιότητες αυτές του δημιουργού: είναι
έτερος από τον εαυτό του ως “μεμερισμένος στο πολυειδές” (σε αντίθεση με τον αμέριστο και ενωμένο με
τον εαυτό του πρώτο νοερό πατέρα και με τον μεριζόμενο δεύτερο) και ίδιος με τον εαυτό του ως “ἐπε-
στραμμένος” και ως όλος αυτός που έχει διακριθεί από τον εαυτό του, ενώ είναι ίδιος με τα άλλα ως “κο-
σμοποιός” δημιουργός που γεννά από τον εαυτό του τα άλλα και κοινωνεί με αυτά και έτερος από τα άλλα
ως χωριστός και ά-σχετος με αυτά (βλ. Εἰς Παρμ. t.III, p. 71.17-73.14 καθώς επίσης και p. 116.10-117.7–
οι 4 όροι αποδίδονται και ως θεολογικά Ορφικά και Χαλδαϊκά σύμβολα, βλ. p. 82.5-83.16).

272
Για τις ιδιότητες της τελευταίας τάξης των νοερών (δημιουργικός διάκοσμος) – ως αποφασκόμενες στο ἕν
της πρώτης υπόθεσης – βλ. επίσης Εἰς Παρμ. VII 1172.31-1173.7 (Cousin) και Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12 p. 69.15-
70.14.

Η) 147c1-148d4: οι ιδιότητες ὅμοιον και ἀνόμοιον – οι υπερκόσμιοι θεοί

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 147c1-148d4 γίνεται λόγος για την τάξη των ἀφομοιωτικῶν – ὑπερκοσμίων
θεών, στους οποίους αποδίδονται τα σύμβολα ὅμοιον και το ἀνόμοιον. Οι θεοί αυτοί χαρακτηρίζονται αφο-
μοιωτικοί, καθώς έργο τους είναι να “αφομοιώνουν” τα εγκόσμια γένη (κατώτερα και επόμενα από αυτούς)
με τους νοερούς θεούς και να τα συνάπτουν-ενώνουν με την “δημιουργική μονάδα”, ενώ παράλληλα οι
ίδιοι “επιστρέφουν” προς τους νοερούς θεούς μέσω της ομοιότητας [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1191.13-21,
1199.28-1200.1 (Cousin)]. Για τα διάφορα άλλα ονόματα που έχουν δοθεί από άλλους θεολόγους στους
θεούς αυτούς, όπως “ἀρχικοί” και “ἡγεμόνες”, βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 123.7-124.10 – ο ίδιος
επίσης (βλ. p. 135.15-136.14) βρίσκει σημεία αναφοράς των θεών αυτών και σε άλλα πλατωνικά έργα, όπως
ο Φαίδρος (περί των 12 ηγεμόνων, βλ. 246e4-247a3) και ο Γοργίας (περί των εξουσιών και των νόμων του
Κρόνου και του Δία και της διαδοχής των Κρονιδών, βλ. 523a5-6, b4-5)].

Καταρχάς, όλη η τάξη των ἀφομοιωτικῶν θεῶν εξαρτάται από την προηγούμενη τάξη της δημιουργικής
μονάδος, από την οποία επίσης λαμβάνει υπόσταση και τελειούται και στην οποία “επιστρέφει”, με
αποτέλεσμα τα σύμβολα των υπερκοσμίων θεών να αναφέρονται σε εκείνα της δημιουργικής τάξης· με
άλλα λόγια τα ονόματα ὅμοιον-ἀνόμοιον συνάγονται από τα ταὐτόν-ἕτερον [βλ. Πλατ. Θεολ. VI 14, p. 68.1-
26 (για την άρνηση των ιδιοτήτων των θεών αυτών στο ἕν της πρώτης υπόθεσης βλ. επίσης Πλατ. Θεολ. ΙΙ
12, p. 70.15-27)].

Έτσι η εξάρτηση της αφομοιωτικής από την δημιουργική τάξη ενέχει και ένα είδος “μίμησης” των ιδιο-
τήτων “ταυτότης-ἑτερότης” διά της ομοιότητας και ανομοιότητας αντίστοιχα· συγκεκριμένα, οι αφομοιωτι-
κοί-υπερκόσμιοι θεοί αφενός μιμούνται το συνεκτικό των όλων στοιχείο της ταυτότητας, αφετέρου το διαι-
ρετικό-διακριτικό στοιχείο της ετερότητας (τὸ διακριτικὸν αὐτῆς καὶ διαιρετικὸν διὰ τῆς ἀσυγχύτου πρὸς τὰ
ἄκρα καθαρότητος ἀπεικονισαμένη). Από την μία, η ομοιότητα δίδεται από τους θεούς αυτούς σε όσα γένη
ακολουθούν αυτούς στην σειρά των “προόδων” (σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η ανομοιότητα) και συνδέ-
εται με τα “πατρικά αίτια” και τα “επιστρεπτικά” προς τις αρχές (δηλαδή την κορυφή και την τελευταία
τάξη των νοερών θεών). Από την άλλη, η ανομοιότητα δίδεται περισσότερο σε όσα απέχουν από τις αρχές
των αφομοιωτικών θεών και συνδέεται με τα “γόνιμα αίτια”, που διαιρούν και παράγουν το πλήθος και την

273
απειρία [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1193.8-16 (Cousin), Πλατ. Θεολ. VI 16, p. 69.12-29, ενώ για μία περαιτέρω
ανάλυση των διαφορών μεταξύ του δημιουργού και των αφομοιωτικών θεών που τον ακολουθούν, ιδίως σε
ό,τι έχει να κάνει με τα έργα εκάστων στην “κοσμοποιΐα”, βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 124.12-131.19].

Επίσης οι σχέσεις προς εαυτό και προς τα άλλα εφαρμόζονται στο όμοιο και ανόμοιο των θεών αυτών ως
εξής: Τὸ ἄρα ἡγεμονικὸν τῶν θεῶν γένος ὅμοιόν ἐστι καὶ ἀνόμοιον ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις. Ἀλλ’ ἑαυτῷ μὲν
ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον ὑπάρχον ἑαυτὸ καὶ συνάπτει ταῖς ἀρχαῖς καὶ διακρίνει, τοὺς οἰκείους ὅρους τῆς προόδου
φυλάττον· τοῖς δὲ ἄλλοις ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον, εἰς αὑτὸ καὶ τὰ ἄλλα ἐπιστρέφει καὶ συνάγει καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ
διΐστησι. (p. 70.13-20). Ο Πρόκλος επίσης εξηγεί το πώς συνάγεται καθένα από τα ταὐτόν-ἕτερον από
αμφότερα τα ὅμοιον-ἀνόμοιον στην βάση της καθολικής “προόδου” των αφομοιωτικών θεών από όλη την
δημιουργική τάξη, για να διασφαλιστεί έτσι και η συνέχεια με τους ὁλικοὺς διακόσμους των θεών, πράγμα
που θα αναιρείτο αν τυχόν συνέβαινε η πρόοδος διακεκριμένως από διαιρεμένα αίτια (βλ. p. 70.24-71.11).

Επιπλέον, ο Πρόκλος αποδίδει την δυσκολία μας να κατανοήσουμε πώς συνάγεται το ταὐτόν από το
ἀνόμοιον και το ἕτερον από το ὅμοιον (Παρμ. 147c1-148c2) στην διπλή πρόοδο εκάστου, την μεν άγνωστη
στους πολλούς και έξοχη (ὑπερφυᾶ), η οποία φανερώνεται μόνο νοητικά και κατ’ ἐπιστήμην (όπως επιχειρεί
εδώ ο πλατωνικός Παρμενίδης), την δε καταφανή και γνώριμη: Καὶ τῶν προϊόντων ἕκαστον τὴν μὲν ὑπερφυᾶ
καὶ ἄγνωστον τοῖς πολλοῖς ἔχει πρόοδον, τὴν δὲ ἐμφανῆ καὶ πᾶσι γνώριμον. Λέγω δέ, οἷον τὸ ὅμοιον ἀπὸ μὲν
τῆς ἑτερότητος ὑφιστάμενον δυσεπινόητον ἔχει τὴν ἐκεῖθεν πάροδον, ἀπὸ δὲ τῆς ταὐτότητος προϊὸν καταφανῆ
τὸν τῆς αἰτίας προΐσταται λόγον· κατὰ τὰ αὐτὰ δὲ καὶ ἡ ἀνομοιότης τὴν ἑτερότητα κατάδηλον ἔχει τῆς οἰκείας
ὑπάρξεως ἀρχήν, τὴν δὲ ταὐτότητα δυσεπίγνωστον. Διὸ δὴ καὶ ὁ Παρμενίδης ἀπὸ τῶν τοῖς πολλοῖς ἀγνώστων,
μόνῃ δὲ ἐπιστήμῃ καὶ νῷ καταφανῶν ἀρξάμενος εἰς τὰ πᾶσιν γνώριμα καὶ ῥητὰ κατέληξεν· ἐπεὶ καὶ παρ’ αὐτοῖς
τοῖς θεοῖς προηγεῖται τοῦ ῥητοῦ τὸ ἄρρητον καὶ τοῦ γνωστοῦ κατὰ τὴν πρόοδον ὁ λανθάνων καὶ ἄγνωστος
αὐτῶν τῆς ὑποστάσεως τρόπος. (p. 71.25-72.9).

Θ) 148d5-149d7: οι ιδιότητες ἅπτεσθαι και μὴ ἅπτεσθαι – οι υπερκόσμιοι-εγκόσμιοι θεοί

Κατά τον Πρόκλο, το χωρίο 148d5-149d7 του Παρμενίδη αναφέρεται στους υπερκόσμιους-εγκόσμιους
θεούς (ή “ἀπολύτους” ή επίσης “ἀζώνους” κατά τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς), στους οποίους αποδίδονται
τα χαρακτηριστικά ἅπτεσθαι και μὴ ἅπτεσθαι ἑαυτοῦ τε καὶ τῶν ἄλλων. Από την μία, η “επαφή” γίνεται σε
σχέση με τα “καταδεέστερα” και δηλώνει έτσι την συγγένεια των θεών αυτών με εμάς καθώς επίσης το
έργο της θείας “ἀχωρίστου προνοίας” και την διοίκησή της επί των όλων (τῆς συντεταγμένης ἐπιστασίας).
Από την άλλη, το μὴ ἅπτεσθαι δηλώνει την υπερβατική, ά-σχετη και χωριστή από τα διοικούμενα (εκ της

274
θείας προνοίας) υπεροχή τους (βλ. Πλατ. Θεολ. VI 24, p. 110.10-16, 111.3-6). Για το έργο και τις ιδιότητες
των θεών αυτών ως ενδιάμεσου διακόσμου μεταξύ υπερκόσμιων και εγκόσμιων θεών, βλ. επίσης Δαμάσκιο
Εἰς Παρμ. t.III, p. 146.22-148.11, 148.16-20.

Έτσι αφενός το ζεύγος ἅπτεσθαι-μὴ ἅπτεσθαι τοῖς ἄλλοις δείχνει τόσο την σύζευξη των θεών αυτών με τα
άλλα όσο και την υπερβατικότητά τους από αυτά, καθώς ο Παρμενίδης δείχνει ότι το ἕν, ως μεν “ἐν τοῖς
ἄλλοις ὄν”, άπτεται των άλλων, ως δε “ἀσύντακτον πρὸς τὰ ἄλλα καὶ ὡς ἀριθμὸν οὐκ ἔχον ἐκείνοις σύστοι-
χον”, είναι χωρισμένο από αυτά· αφετέρου το ἅπτεσθαι ἑαυτῷ δηλώνει την “πρόοδο” και την διάκρισή των
θεών σε πολυειδές και ποικίλο πλήθος καθώς και την μετοχή τους από τα κατώτερα (ἀτελέστερα) γένη, ενώ
το μὴ ἅπτεσθαι ἑαυτῷ το ενοειδές και μονοειδές της ουσίας του θείου αυτού γένους, την “μονήν” του (δη-
λαδή ως αμέθεκτο και προϋπάρχον, μη επιδεχόμενο οποιασδήποτε “προόδου”) και την χωριστή ένωσή του
μη επιδεχόμενη καμίας αφής, καθώς το γένος αυτό παραμένει την ίδια στιγμή “ἀπόλυτον” και “ἀναφές”.
Επομένως, η διπλή αυτή ιδιότητα φανερώνει την διπλή φύση των θεών ως υπερκόσμιων και εγκόσμιων,
καθώς και την μεσότητα της τάξης τους που συνενώνει τις παραπάνω αντίθετες ιδιότητες των δύο άκρων
(βλ. Πλατ. Θεολ. VI 24, p. 111.6-112.14). Εξού και η διπλή τους “πρόοδος” τόσο από τις πρώτες αιτίες όσο
και από τις εγγύτερες σε αυτούς τάξεις των θεών: 1) από το πρώτιστο ἕν, “κατὰ τὴν ἕνωσιν ἐπέκεινα πάσης
διακρίσεως μεριστῆς καὶ ἁφῆς” (όπως το ἕν υπερβαίνει τα νοητά, έτσι και οι ἀπόλυτοι θεοί υπερβαίνουν τα
αισθητά)· 2) από τους θεούς, αφενός από την άχραντη μονάδα του πρώτου νοερού πατρός (Κρόνου) κατά
το ἐν ἑαυτῷ (το οποίο συνδέεται με το ἄπτεσθαι ἑαυτῷ) αφετέρου από τον δημιουργό και τους αφομοιωτι-
κούς θεούς κατά το ἄπτεσθαι τῶν ἄλλων (βλ. p. 112.16-114.18). Μάλιστα, ο Δαμάσκιος παραβάλλει τους
“απόλυτους” θεούς (κατά τις ιδιότητες ἅπτεσθαι – μὴ ἅπτεσθαι του Παρμενίδη) με τους Κρονίους άρχοντες
του Πολιτικού (βλ. 271d3-e1)· η απόδειξη του ἅπτεσθαι από τα ἐν ἄλλῳ και ἐν ἑαυτῷ δείχνει ότι οι απόλυτοι
θεοί λαμβάνουν την ιδιότητα του ἅπτεσθαι από τον “δημιουργικό διάκοσμο” αλλά κυρίως από τον Κρόνο
μιμούμενοι τον Κρόνιο βίο (ιδίως την “επιστρεπτική” ιδιότητά του κατά το ἐν ἄλλῳ), ενώ η απόδειξη του
μὴ ἅπτεσθαι από το ἕν (μολονότι το μὴ ἅπτεσθαι είναι αποφατικός όρος, εδώ πρέπει να εκληφθεί ως κατα-
φατική ιδιότητα των θεών) δείχνει τις ενικές ιδιότητες του αδιαίρετου και του χωριστού του διακόσμου
αυτού (βλ. Δαμάσκιο, Εἰς Παρμ. t.III, p. 147.18-148.5, 151.6-11, 152.4-10, 153.1-154.16).

Ο Πρόκλος συνοψίζει τα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής και στο υπόμνημά του [βλ. Εἰς Παρμ. VII
1201.25-1202.6 (Cousin)]: Μετὰ τὴν ἀφομοιωτικὴν τάξιν τῶν θεῶν ὑπερκόσμιον μόνως οὖσαν, τὴν ἀπόλυτον
ἰδίως προσαγορευομένην οἱ θεολόγοι τάττειν ἀξιοῦσιν, ἧς ἴδιόν ἐστιν, ὡς ὁ ἐκείνων λόγος, καὶ ἐξῃρῆσθαι τῶν
ἐν τῷ κόσμῳ πραγμάτων καὶ κοινωνεῖν αὐτοῖς καὶ προσεχῶς ἐπιβεβηκέναι τοῖς ἐγκοσμίοις θεοῖς· διὸ τὴν
μεσότητα κεκληρῶσθαί φασιν αὐτὴν τῶν τε ὑπερκοσμίων μόνως ὄντων καὶ τῶν ἐγκοσμίων θεῶν. Ταύτην δὴ
275
οὖν τὴν ἀπόλυτον τάξιν παραδώσει μὲν καὶ αὐτὸς ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑποθέσει, καὶ ἐρεῖ τὸ ἴδιον ἐκεῖ ὅ πότ’ ἐστὶν
αὐτῆς καὶ ὅτι τὸ τοῦτο ἅπτεσθαι οἷον [καὶ οὐχ ἅπτεσθαι], ὅτι καὶ ἐγκόσμιός πώς ἐστι καὶ ὑπερκόσμιος,
συναγωγὸς μὲν οὖσα τῶν ἰδίως καλουμένων ἐγκοσμίων θεῶν, προάγουσα δὲ εἰς πλῆθος τὴν ἕνωσιν τῆς
ἀφομοιωτικῆς καὶ ὑπερκοσμίου μόνως οὔσης πάσης σειρᾶς.

Ι) 149d8-151e2: οι ιδιότητες ἴσον-ἄνισον – οι εγκόσμιοι θεοί

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 149d8-151e2 γίνεται λόγος για τους ἐγκοσμίους θεούς, στους οποίους απο-
δίδονται τα ονόματα ἴσον-ἄνισον. Οι θεοί αυτοί λαμβάνουν αφενός το σύμβολο του ίσου λόγω της πληρό-
τητάς τους και επειδή δεν δέχονται καμία προσθήκη και καμία αφαίρεση, αφετέρου το σύμβολο του άνισου
λόγω του πλήθους των δυνάμεων και της υπεροχής, της έλλειψης, των διαιρέσεων και των ποικιλιών που
ενυπάρχουν στις δυνάμεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών των “προόδων”· οι δυνάμεις
των θεών αυτών διαιρούνται σε συστοίχους ἀλλήλαις, οι οποίες ανυψώνονται προς το ίδιο τέλος και ἀγαθόν
ως μέτρο της συνένωσης και της ισότητάς τους, και σε ἀσυστοίχους ἀλλήλαις, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ
τους κατά την ανισότητα (κατά υπεροχή και ύφεση) των προόδων τους [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1202.7-24,
1204.39-1205.10 (Cousin)]. Η πρόοδος των ἐγκοσμίων θεών δεν γίνεται από τις εγγύτερες και αμέσως προη-
γούμενές της θεότητες, αλλά από την δημιουργική μονάδα (τελευταία τάξη των νοερών θεών) καθώς και
από το πρώτιστο πλῆθος (το νοητό πλήθος, τρίτη τριάδα νοητών θεών)· ο Πρόκλος εδράζει την θέση αυτή
στο ότι η άρνηση του ίσου και του άνισου στο ἓν της πρώτης υπόθεσης (βλ. Παρμ. 140b6-d8) εκκινεί από
την άρνηση των όρων ταὐτόν και πολλά (και όχι από το όμοιο και το ανόμοιο), όροι οι οποίοι αποδίδονται
αντίστοιχα στις παραπάνω θείες τάξεις [βλ. 1201.35-1203.7, 1206.36-1207.9, 1208.14-22 (Cousin)]. Επίσης
ο Πρόκλος διαιρεί το πλήθος των εγκοσμίων θεών στο οὐράνιον γένος, το οποίο έχει ήδη γεννηθεί πρώτα
(συμπροήκει) μαζί με το “ίσο”, το “μεγαλύτερο” και το “μικρότερο”, και στο υποσελήνιο, στο οποίο έλαχε
το “ίσο”, το οποίο όμως διαφέρει από την ουράνια ισότητα κατά το πλήθος, και το “άνισο”, το οποίο όμως
είναι τεμαχισμένο κατά την δύναμη του “περισσότερου” και του “λιγότερου”· σε καθένα από τα δυο θεία
γένη υπάρχει τόσο η μονάς όσο και η δυάς, στο μεν ουράνιο κατά το ἕν και την ταὐτότητα, στο δε υποσελήνιο
κατά το πλήθος και την νοερή αιτία της ετερότητας (βλ. Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 70.28-71.8).

Μολονότι μας λείπει η συνέχεια του υπομνήματος του Πρόκλου, ο Δαμάσκιος μας μεταφέρει στο υπό-
μνημά του την πρόκλεια ερμηνεία περί των τελευταίων θείων τάξεων της δεύτερης υπόθεσης, την οποία
ερμηνεία βέβαια ο ίδιος απορρίπτει. Οι διαιρέσεις των τάξεων κατά τις ερμηνείες των δύο Νεοπλατωνι-
κών έχουν ως εξής (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 159.1-160.20, 170.22-171.4, p. 159 n. 2-3, p. 160 n.
1, καθώς και p. 173.4-175.26):

276
1) Παρμ. 149d8-151b7 Πρόκλος Δαμάσκιος
ισότητα/ανισότητα “ἐν πηλίκῳ” 1) ουράνιοι θεοί 1) ουράνιοι απλανείς θεοί
(κατά το μεγάλο ποσό) ή “συνεχής” → (απλανείς/πλανώμενοι –
1η “εγκόσμια” τάξη)
2) Παρμ. 151b7-e2
ισότητα/ανισότητα “ἐν ποσῷ” → 2) υποσελήνιοι θεοί 2) ουράνιοι πλανώμενοι θεοί
ή “διωρισμένη” (κατά το διακριτό, (2η “εγκόσμια” τάξη)
καθορισμένο και ασυνεχές ποσό,
δηλ. το αριθμητικό)
3) Παρμ. 151e3-155d5 3) υποσελήνιοι θεοί,
ισότητα/ανισότητα “ἐν χρόνῳ” → θείες ψυχές + 3) υποσελήνιοι θεοί, θείες ψυχές,
+ μέρη του χρόνου κρείττονα γένη θεία σώματα, κρείττονα γένη.

Να σημειωθεί επίσης ότι, κατά τον Δαμάσκιο, εφόσον στον συλλογισμό 150e5 κ.έ. οι όροι μεῖζον-ἔλαττον
αποδεικνύονται από τους όρους ἐν ἑαυτῷ – ἐν ἄλλῳ, οι ουράνιοι απλανείς θεοί μιμούνται ως παράδειγμα
τις συγκεκριμένες ιδιότητες του Κρόνου, την υπερβατικότητά του (μέσω του ἐν ἑαυτῷ) και την πρόοδό του
στα επόμενα γένη θεών (ἐν ἄλλῳ), καθώς επίσης και το ότι περιέχει τα οικεία του γεννήματα (παιδοβρω-
σίαι), το οποίο καθρεφτίζεται εν προκειμένω στις ιδιότητες του περιέχειν και του περιέχεσθαι (βλ. Δαμάσκιο
Εἰς Παρμ. t.III, p. 169.1-5, 11-19).

Ια) Η θεωρία του Πρόκλου για τον χρόνο

Ειρήσθω εν παρόδω, αξίζει να αναφερθεί η πρόκλεια πρόσληψη του χρόνου, η μετοχή στον οποίο κατα-
φάσκεται στο ἕν της δεύτερης υπόθεσης, και κατ’ επέκταση αποδίδεται ως σύμβολο των θείων ψυχών.
Προτού όμως εκθέσει την δική του θεωρία (εμπνευσμένη από τον δάσκαλό του Συριανό), εξετάζει και
αντικρούει τις εξής τέσσερις παραδοχές προηγουμένων εξηγητών περί του χρόνου της δεύτερης υπόθεσης:
1) ο Πλάτων αναφέρεται στον παραδεδεγμένο και κοινώς αντιληπτό χρόνο (τὸν ἐμφανῆ καὶ συνεγνωσμένον
χρόνον), αυτόν που μετρά τις κινήσεις των αισθητών, μιας και γίνεται λόγος περί “γίγνεσθαι” (μια τέτοια
θεωρία αναιρείται, καθώς δεν θα άρμοζε να αποδειχθεί ότι το ἕν είναι ανώτερο από τον αισθητό χρόνο αφού
και οι ψυχές τον υπερβαίνουν, όπως θα ήταν επίσης ανάρμοστο να συμπεριλαμβάνεται ο χρόνος αυτός στην
δεύτερη υπόθεση, η οποία μιλά για το ὄντως ὂν και την “νοερή ουσία”)· 2) ο χρόνος αυτός ισοδυναμεί με
τον αἰῶνα, ο οποίος δηλώνεται “απόρρητα” μέσω του εν λόγω χρόνου (και η θέση αυτή αντικρούεται,
καθώς κατά τον Πλάτωνα το μετέχον στον χρόνο μετέχει στο γίγνεσθαι και στο γεγονέναι, τα οποία δεν
μπορούν να αποδοθούν στα αἰώνια τῶν πραγμάτων, όπως επιβεβαιώνεται στον Τίμαιο, 37e)· 3) πρέπει να
διαιρέσουμε μεταξύ του καιροῦ, του αίῶνος και του χρόνου, ως ονομάτων αντίστοιχα για τον πρώτο, δεύ-
τερο και τρίτο θεό, και να θεωρήσουμε τον καιρόν ως σύμβολο του ἑνός, ως επέκεινα αιώνος και χρόνου (η
277
θέση αυτή επίσης αναιρείται επειδή ο καιρὸς και το μέτρον δεν αναφέρονται στο πρῶτον αλλά στο πρώτι-
στον τῶν μετεχόντων ἐκείνου, όπως λέγεται στον Φίληβο, 66a)· 4) πρέπει να λάβουμε μία ενδιάμεση φύση
μεταξύ αιώνος και χρόνου, η οποία θα είναι αιτία της νοερής τάξης, η οποία αιτία όμως θα παραμείνει
αδιευκρίνιστη. Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί ότι από αυτές τις θεωρήσεις ο Πρόκλος φαίνεται να εξαιρεί
τις ονομασίες καιρός και χρόνος που έχουν δώσει οι Πυθαγόρειοι και οι Ορφικοί αντίστοιχα για την πρώτη
αρχή των πάντων, σπεύδοντας να τις εντάξει στο θεολογικό πλαίσιο των συμβόλων και των αναλογιών περί
των θείων με αφετηρία τις θεολογικές τους διδασκαλίες. Στο τέλος, ο Πρόκλος δίνει το δικό του νόημα
στον “χρόνο”, ορίζοντάς τον ως τον πρώτιστο, “απόλυτο” και “ά-σχετο”, ο οποίος αρμόζει στις θείες ψυχές,
οι οποίες θεώνονται μετέχοντας στους θεούς : (…) καθ’ ὃν [χρόνον] αἱ περίοδοι πᾶσαι μετροῦνται τῶν ψυ-
χῶν καὶ περὶ τὸ νοητὸν χορεῖαι καὶ ἀνακυκλήσεις· ἄνωθεν γὰρ ἄρχεται μιμούμενος τὸν αἰῶνα τὸν πάντων
περιεκτικὸν καὶ συνέχει πᾶσαν κίνησιν, εἴτε ψυχικὴν εἴτε ζωτικὴν εἴτε ὁπωσοῦν ὑφίστασθαι λεγομένην, καὶ
ἀνελίττει καὶ τελειοῖ, καὶ ἔστι νοῦς μὲν αὐτὸς κατ’ οὐσίαν, χορείας δὲ ταῖς θείαις ψυχαῖς καὶ τῆς περὶ τὸ νοητὸν
ἀπείρου κινήσεως αἴτιος· διὸ καὶ ἐν ταύταις ἐστὶ τὸ πρεσβύτερον καὶ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἄγον. Απορρίπτει
όμως το ενδεχόμενο ο χρόνος αυτός να συνδηλώνει τον αιώνα, λαμβάνοντας ως τεκμήρια τον Τίμαιο (36e)
και τον Φαίδρο (247d): ἑπόμεθά γε μὴν τῷ Πλάτωνι καὶ ἐν Τιμαίῳ τὸν χρόνον πάσης μέτρον ἀποφηναμένῳ
ζωῆς μεταβατικῆς, καὶ τὴν ψυχὴν ἄρξασθαι θείας ζωῆς καὶ ἔμφρονος βίου πρὸς τὸν σύμπαντα χρόνον, καὶ ἐν
τῷ Φαίδρῳ διὰ χρόνου τὸ ὂν αὐτὰς λέγοντι καθορᾶν, διότι χρονικῶς, ἀλλ’ οὐκ αἰωνίως ὁρῶσι. Ο Πλάτων
βέβαια, κατά τον Πρόκλο, θα εννοήσει την άρνηση και του αιώνα στο ἓν παρακάτω, όταν στο τέλος της
πρώτης υπόθεσης αρνηθεί το ἔστι και το ἓν εἶναι στο ἕν, αφού το αιώνιο υπάρχει μαζί με το “είναι”· η σιωπή
του Πλάτωνα περί του αιώνος στην πρώτη υπόθεση εξηγείται από το γεγονός ότι η υπόθεση άρχισε από τα
πολλά, τα οποία έπονται του νοητού, ενώ ο αἰών είναι μέσα στον “νου”. [Βλ. Εἰς Παρμ. VII, 1215.16-
1219.2, 1224.2-1225.22 (Cousin)].

Παρ’ όλα αυτά, ο Δαμάσκιος μας παραθέτει στο υπόμνημά του ότι ο Πρόκλος εκδέχεται τον χρόνο όχι
μόνο ως “ἀπόλυτον” αλλά και ως “ἐγκόσμιον”, εφόσον ο χρόνος γεννήθηκε μαζί με το σύμπαν [ὁμόγονος
τῷ κόσμῳ, ή μετ’ οὐρανοῦ γεγονώς κατά τον Τίμαιο (βλ. 38b6)] και αποτελεί μέτρο του ως “μέτρο μέσα στο
μετρούμενο”, δηλαδή είναι τόσο ανώτερος από το σύμπαν (ως μέτρο του) όσο και της ίδιας βαθμίδας με
αυτό (ὁμοταγής) [βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 180.16-181.6].

278
Ιβ) 151e3-153b7: οι ιδιότητες νεώτερον, πρεσβύτερον, τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχον – οι θείες ψυχές

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 151e3-153b7 γίνεται λόγος για τις θείες ψυχές (ή αλλιώς ὅλαι ψυχαί ή θεία-
ἐκθεουμένη οὐσία), οι οποίες συναποτελούν την τάξη των όντων (και όχι πια των θεών) καθώς θεώνονται
με το να μετέχουν πρώτες στους θεούς καθώς και στον πρώτιστο και “απόλυτο” χρόνο (τον νοητό και όχι
τον αισθητό “γιγνόμενον”). Ο Παρμενίδης αποδίδει στις θείες ψυχές τρεις ιδιότητες της μετοχής στον χρόνο,
το νεώτερον, το πρεσβύτερον, και το τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχον· ο Πρόκλος μάλιστα αιτιολογεί το “τριφυές”
της τάξης αυτής (ως τριάδα η οποία διπλασιάζεται σε εξάδα με τις σχέσεις πρὸς ἑαυτό και πρὸς τὰ ἄλλα)
πάνω στην βάση τόσο των τριών γενών του Σοφιστή (254b κ.έ.) “οὐσία-ταὐτόν-θάτερον” (ἐξ οὐσίας καὶ
ταὐτοῦ καὶ θατέρου γεγονός) όσο και του “τριδυνάμου” του άρματος της ψυχής με τον ηνίοχο και τα δύο
άλογα από τον Φαίδρο (248e), καθώς και στο “ἀρτιοπέριττον” της ουσίας (ίδιον της εξάδας) [βλ. Εἰς Παρμ.
VII 1212.8-33, 1214.16-1215.20, 1217.13-1219.9 (Cousin), Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 71.13-72.3]. Επίσης τόσο
οι ουράνιες όσο και οι υποσελήνιες θείες ψυχές δέχονται την διαίρεση των θεών στον κόσμο: Ἐν ἐσχάταις
γὰρ τῶν θείων προόδων καὶ τῶν ψυχῶν τὸ πρώτιστον γένος ἐκφαίνεται συμφυόμενον τοῖς θεοῖς, ἐπεὶ καὶ ἐν
οὐρανῷ καὶ ὑπὸ σελήνην θεῖαι ψυχαὶ τὴν τῶν θεῶν εἰς τὸν κόσμον ὑπεδέξαντο διαίρεσιν, ὥς που καὶ ὁ
Ἀθηναῖος ξένος ἀποδείκνυσι. (Πλατ. Θεολ. ΙΙ 12, p. 71.15-19).

Τους αποδίδεται επίσης ο χαρακτηρισμός “ὅλαι ψυχαί” για να δηλωθεί η ιδιότητα του αμεθέκτου τους,
δηλαδή ότι ως ψυχές, που έχουν μέσα τους το θείο και αμέθεκτο στοιχείο, είναι στραμμένες καθ’
ολοκληρίαν προς τα νοητά, ελεύθερες από κάθε σχέση με το σωματικό κόσμο· αυτές υπερβαίνουν κάθε
άλλη μετεχόμενη, αχώριστη και στραμμένη προς τα αισθητά, μερισμένη και ατομική ψυχή· κοινό στοιχείο
“όλων” – “μερικών” ψυχών είναι η μετοχή τους στο χρόνο (βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 11, p. 50.5-6). Ο Πρόκλος
ασπάζεται επίσης την θεωρία του Συριανού σχετικά με την θέση των “ὅλων ψυχῶν” στο τέλος της δεύτερης
υπόθεσης, σε αντιπαραβολή με τις μη θεϊκές ψυχές (ὅση μετὰ τὴν θείαν προελήλυθε), οι οποίες πρέπει να
περιληφθούν στην τρίτη υπόθεση (τὴν δὲ τρίτην περὶ τῶν ψυχῶν τῶν ὁμοιουμένων μὲν θεοῖς, οὐσίαν δὲ
ἐκθεουμένην οὐ κληρωσαμένων) [βλ. Πλατ. Θεολ. Ι 11, p. 49.18-20, Εἰς Παρμ. VI, 1063.5-17, 1064.1-5,
1055.5-9].

Ιγ) 153b8-155d5: τα μέρη του χρόνου (παρόν, παρελθόν, μέλλον) – τα κρείττονα γένη

Κατά τον Πρόκλο, στο χωρίο 153b8-155d5 γίνεται λόγος για τα κρείττονα γένη που ακολουθούν τους
θεούς (τὰ συνεπόμενα τοῖς θεοῖς), συναρτώνται με τις θείες ψυχές και διακρίνονται τριπλά σε “αγγέλους –
δαίμονες – ήρωες”. Ο τριπλός αυτός μερισμός γίνεται σύμφωνα με τα τρία μέρη του χρόνου, στα οποία

279
μετέχουν τα γένη αυτά αντίστοιχα, δηλαδή το παρόν – το παρελθόν – το μέλλον, καθένα εκ των οποίων
χωρίζεται επίσης σε τρία μέρη κατ’ όμοιον τρόπο με την διαίρεση μιας τάξης σε κορυφή-μέση-πέρας: το
παρελθόν στο ἦν (κατ’ αὐτὴν τὴν ὕπαρξιν ἀφοριζόμενον), στο γέγονε (τὴν ἀθρόαν τελείωσιν, ὡς τελειωθὲν)
και στο ἐγίγνετο (τὴν ἐν τῷ τελειοῦσθαι παράτασιν) [και τα τρία μέρη του παρελθόντος αποτελούν μιμήματα
των νοητών, το μεν ἦν του ὄντος, το δε γέγονε του αιώνος, το δε ἐγίγνετο του πρώτως αἰωνίου]· το παρόν
στο ἔστι, στο γέγονε (ὡς νῦν τελειωθὲν κατὰ τὸ νῦν τὸ ἄχρονον, οἷον γέγονεν ἔκλειψις, ταὐτὸν γὰρ τοῦτο τῷ
συνετετέλεσται νῦν) και στο γίγνεται· και το μέλλον στο ἔσται, στο γενήσεται (σημαίνει τὴν ἄχρονον ἀθρόαν
εἰς τὸ μέλλον ὕπαρξιν, οἷον ἀστραπὴ γενήσεται) και στο γενηθήσεται (τὴν μετὰ παρατάσεως πρόοδον, [οἷον]
γενηθήσεται ἄνθρωπος). Η διάταξη των τριάδων αυτών γίνεται και κάθετα: ἦν – ἔστι – ἔσται, γέγονε – γέγονε
– γενήσεται (με την διπλή σημασία του γέγονε) και ἐγίγνετο – γίγνεται – γενηθήσεται. Επιπλέον, σε όλες τις
τριάδες οι μεν πρώτες μονάδες νοούνται καθ’ ὕπαρξιν, οι δε μέσες κατὰ δύναμιν ὅλην οὖσαν καὶ ἀθρόαν, οι
δε τρίτες κατά την κατὰ παράτασιν ἐνέργειαν [βλ. Εἰς Παρμ. VII 1237.1-1238.9 (Cousin)].

Ωστόσο, ο Πρόκλος θα απορρίψει μια τυχόν “μεμερισμένη ενέργεια” των διαιρεμένων κατά τα μέρη του
χρόνου τάξεων, και θα δεχθεί αντίθετα ότι όλες ενεργούν κατά όλον τον χρόνο, ο οποίος έχει ἐν ἑαυτῷ
τριπλές δυνάμεις, την τελεσιουργὸν πάσης κινήσεως, την συνεκτικὴν τῶν ὑπ’ αὐτοῦ βασιλευομένων καὶ
φρουρητικὴν και την ἐκφαντορικὴν τῶν θείων· και όλες αυτές κατά την ομοιότητά του προς τον αιώνα: καὶ
γὰρ ὁ αἰών (…) τὴν μέσην τάξιν ἔχων ἐν τοῖς νοητοῖς, τελειοῖ μὲν τὴν μεθ’ ἑαυτὸν τάξιν, ἕνωσιν αὐτῇ χορηγῶν,
ἐκφαίνει δὲ τὴν πρὸ αὐτοῦ, τὴν ἄρρητον αὐτῆς ἕνωσιν προάγων εἰς πλῆθος, συνέχει δὲ τὸν μέσον τῶν νοητῶν
σύνδεσμον καὶ πάντα φρουρεῖ διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως ἀμεταστάτως (βλ. 1235.4-36). Έτσι ο μεν αιώνας
έχει την τριάδα αυτή “ενωμένως”, ο δε χρόνος “ενωμένος και διαιρεμένως μαζί”, οι δε ψυχές “διαιρεμένως”
(1235.39-1236.1). Έτσι τα ανώτερα γένη διαιρούνται σε πρώτες-μέσες-τελευταίες τάξεις, εκ των οποίων οι
πρώτες ως πιο καθολικές “περιέχουν” τις άλλες δυο (όπως το παρελθόν περιέχει το παρόν και το μέλλον),
οι δε δεύτερες “περιέχουν” τις τρίτες αλλά “περιέχονται” στις πρώτες (όπως το παρόν περιέχει το μέλλον,
καθώς ήταν κάποτε μέλλον αλλά όχι και παρελθόν), ενώ οι τρίτες “περιέχονται” μόνο στους εαυτούς τους
(το μέλλον ούτε έγινε παρελθόν ούτε διήλθε μέσα από το παρόν) [1236.21-37].

Ο Πρόκλος μάλιστα παραβάλλει τον τριπλό μερισμό του χρόνου και την απόδοση εκάστου μέρους σε κάθε
γένος των κρειττόνων με τον πλατωνικό μύθο του Ηρός στην Πολιτεία (βλ. 617b), όπου ο Σωκράτης
διακρίνει τις τρεις Μοίρες ανάλογα με τα μέρη του χρόνου: τὴν μὲν ᾄδειν τὰ παρελθόντα, τὴν δὲ τα παρόντα,
τὴν δὲ τὰ μέλλοντα (βλ. 1234.14-21, 1236.5-14).

280
Παρεμπιπτόντως, διαφορετική από την ερμηνεία του Πρόκλου είναι η θεωρία του Δαμάσκιου. Κατά τον
ύστατο Νεοπλατωνικό, τα θεία γένη που συνδέονται με τον κόσμο της γένεσης διαιρούνται αφενός σε όσα
προΐστανται όλης της γένεσης κατά πάντα τον χρόνο, αφετέρου σε εκείνα που μοιράζονται μεταξύ τους τα
μέρη του χρόνου “παρελθόν-παρόν-μέλλον” (βλ. Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.III, p. 188.8-19, 197.6-21).

Να σημειωθεί επίσης ότι ο πρώτος που εντάσσει τα κρείττονα γένη σε θεολογικά και μεταφυσικά πλαίσια
είναι ο Ιάμβλιχος, στο έργο του Περὶ μυστηρίων (βλ. την σχετική ανάλυση στα κεφάλαια ΙΙ 2-9 του έργου),
διακρίνοντας αυτά μεταξύ τους με την εξής ιεραρχία: αρχάγγελοι, άγγελοι, δαίμονες, άρχοντες, ήρωες,
ψυχές. Όλα αυτά τα γένη είναι κατώτερα των θεών αλλά ανώτερα από τους ανθρώπους, έχουν μία
συνοδευτική παρά τοις θεοίς φύση (συνοπαδοὶ τῶν θεῶν) και συντελούν, μέσω των εξαγνιστικών ιδιοτήτων,
επιφανειών και αποκαλυπτικών εμφανίσεών τους στην ανθρώπινη ψυχή, στην θεουργία, δηλαδή την τέλεση
της ιερατικής τέχνης για την ένωση των θεουργών με τους θεούς. Κατά τον Πρόκλο, ο Ιάμβλιχος τοποθετεί
τα κρείττονα γένη (αγγέλους, δαίμονες, ήρωες) στην τρίτη υπόθεση (βλ. Εἰς Παρμ. VI, 1055.3-9, 17-22,
καθώς και Δαμάσκιο Εἰς Παρμ. t.IV, p. 3.15-4.7, 19.14-16).

Για τις ιδιότητες των κρειττόνων γενῶν ως αποφασκόμενες στο ἕν της πρώτης υπόθεσης βλ. επίσης Πλατ.
Θεολ. ΙΙ 12, p. 72.4-18 (τα κρείττονα γένη αποτελούν την τελευταία τάξη της δεύτερης υπόθεσης κατά τον
Συριανό και τον Πρόκλο).

281
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το Υπόμνημα του Παχυμέρη στον Παρμενίδη του Πλάτωνα:


Η αφομοίωση ενός μοντέλου πλατωνικής διαλεκτικής από έναν αριστοτελικό φιλόσοφο

Το παχυμέρειο υπόμνημα στην συνέχεια του εν λόγω πλατωνικού διαλόγου αποτελεί σημείο αναφοράς για
τις πλατωνικές σπουδές της Βυζαντινής φιλοσοφίας, καθώς αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο υπόμνημα
πλατωνικού έργου της ύστερης Βυζαντινής περιόδου, μετά το κλείσιμο των πλατωνικών σχολών της Αθήνας
και της Αλεξάνδρειας στην ύστερη Αρχαιότητα (6ος αιώνας) 504 . Ο Παχυμέρης, αφού τελειώσει την
αντιγραφή του ογκώδους – πλην ημιτελούς – πρόκλειου υπομνήματος στον Παρμενίδη, αναλαμβάνει να
συνεχίσει την εξήγηση ως το τέλος του διαλόγου, εξηγώντας και αναλύοντας συνοπτικά τα συλλογιστικά
σχήματα των υπολοίπων υποθέσεων του Παρμενίδη. Βεβαίως, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το ίδιο το
υπόμνημα του Πρόκλου ούτε την ερμηνεία του, μιας και οι ιδεολογίες, θεολογικές και φιλοσοφικές, μεταξύ
των δυο εξηγητών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες: από την μία ο Πρόκλος (όπως επίσης και ο Δαμάσκιος)
συνεχίζει την παράδοση του αρχαίου πολυθεϊστικού συστήματος (Ορφική παράδοση, Χαλδαϊκοί Χρησμοί)
και στήνει ένα ολόκληρο θεολογικό-κοσμολογικό-οντολογικό σύστημα πάνω στην βάση της φιλοσοφίας-
θεολογίας του Πλάτωνα και συγκεκριμένα πάνω στις εννέα υποθέσεις του Παρμενίδη505, από την άλλη ο
Βυζαντινός λόγιος, πιστός βέβαια στην μονοθεϊστική παράδοση του Χριστιανισμού, αποτελεί έναν
κατεξοχήν αριστοτελικό φιλόσοφο, ο οποίος αναγνωρίζει την αξία της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ακόμα
και σε θεολογικά πλαίσια (εκδεχόμενος όμως το αριστοτελικό σύστημα ως κατά βάση μονοθεϊστικό, στα
χριστιανικά πλαίσια της θεολογίας), ενώ, όσον αφορά τον πλατωνικό διάλογο, περιορίζεται σε μία λογική

504
Westerink (Introd.), Παχυμἐρους Ὑπόμνημα, σ. IX. Θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε πως είναι εν γένει το
μοναδικό στην ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας σωζόμενο υπόμνημα σε πλατωνικό έργο.
505
Τα συστήματα του Πρόκλου και του Δαμάσκιου σχετικά με τις θεϊκές τάξεις της δεύτερης υπόθεσης αλλά και τις
“αρχές” των υπόλοιπων υποθέσεων του Παρμενίδη είχαμε την ευκαιρία να αναλύσουμε διεξοδικά στην Εισαγωγή
της εργασίας καθώς και παράλληλα με την μελέτη του παχυμέρειου υπομνήματος (τόσο στις υποσημειώσεις όσο
και στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελ. 259-281), καταδεικνύοντας έτσι τις διαφορές των Νεοπλατωνικών εξηγήσεων και
της εξήγησης του Παχυμέρη, ως ασυμβίβαστων εν γένει μεταξύ τους. Συμπερασματικά, ερχόμαστε να τονίσουμε
τόσο το γεγονός ότι το υπόμνημα του Παχυμέρη αποκτά μία δική του αυτόνομη ερμηνευτική πορεία από την
αντίστοιχη του Πρόκλου (τον οποίο υποτίθεται ότι “συνεχίζει”) όσο και το γεγονός ότι η οποιαδήποτε σύνδεση
της παχυμέρειας εξήγησης με την αντίστοιχη του Δαμάσκιου (όπως επιχείρησαν οι Ιταλοί αντιγραφείς του
παχυμέρειου χειρογράφου καθώς και αργότερα ο V. Cousin στις εκδόσεις του) είναι ως ένα βαθμό αβάσιμη και
ανεδαφική (πέρα από λίγα σημεία όπου φαίνονται κάποιες ομοιότητες μεταξύ τους).
282
ανάλυση της δομής και της πορείας των συλλογιστικών σχημάτων των πλατωνικών υποθέσεων506. Αν μας
επιτρεπόταν να επιχειρήσουμε μία αναχρονιστική αναλογία, ο Παχυμέρης θα συγκαταλεγόταν ή
τουλάχιστον θα προσομοίαζε με όσους εξηγητές του Παρμενίδη ο Πρόκλος φανερά αντικρούει στα έργα
του: αυτούς δηλαδή που διαβάζουν μη πραγματολογικά τον διάλογο (δηλαδή δεν αποδίδουν τους
πλατωνικούς όρους κάθε υπόθεσης σε συγκεκριμένες “αρχές”, μεταφυσικές και φυσικές, της
πραγματικότητας) και μένουν αποκλειστικά στο “διαλεκτικό” σκέλος των συλλογισμών, στην “λογική
γυμνασία” του Παρμενίδη, ενώ μερικοί εξ αυτών επιχειρούν και μία σύγκριση Πλάτωνα-Αριστοτέλη
σχετικά με την λογική μέθοδο εκάστου χωρίς να δίνουν φανερά τα πρωτεία στην πλατωνική διαλεκτική
(κάτι που σαφώς κάνει ο Πρόκλος)507. Ωστόσο, το μοναδικό στοιχείο που ο Παχυμέρης αντλεί φανερά από
το υπόμνημα του Πρόκλου είναι η διαίρεση όλων των παρμενίδειων υποθέσεων σε 24 συλλογιστικά
σχήματα (ή “διαλεκτικούς τρόπους” κατά τον Πρόκλο508)509.

Επομένως, πώς συγκροτείται η ερμηνευτική ταυτότητα της παχυμέρειας εξήγησης; Αρχικά, όπως
επισημάναμε παραπάνω, ο Παχυμέρης εξηγεί και αναλύει την λογική δομή, την μέθοδο και την
συλλογιστική πορεία κάθε επιχειρήματος, ενώ ταυτόχρονα διορθώνει ενίοτε ορισμένα “σφάλματα” και
“σοφίσματα” των πλατωνικών συλλογισμών με γνώμονα συγκεκριμένες αριστοτελικές θέσεις και θεωρίες
(βλ. Παχυμ. Εἰς Παρμ., 12.28-13.2, 27.14-17, 37.11-13, 55.1-9, 57.5-6). Εκ παραλλήλου, η λογική ερμηνεία
του διαλόγου διανθίζεται επίσης με πλήθος άλλων θέσεων περί του όντος και του μη όντος (πλατωνικές και
κυρίως αριστοτελικές, βλ. 2.13-16, 2.20-22, 27.14-17, 52.9-14), περί της ουσίας και του συμβεβηκότος (βλ.
27.21-24), περί των αριστοτελικών κατηγοριών (βλ. 17.26-28, 23.18-20), περί φυσικών όρων και ιδίως
κινήσεων-μεταβολών (αριστοτελικές θέσεις, βλ. 20.1-2, 20.6-7, 22.28-30, 24.24-36, 25.23-24, 30.12-14,
40.14-16, 54.5-6, 55.5-7, 57.5-6)510, πάντα βέβαια στα συγκεκριμένα πλαίσια της εξήγησης του εκάστοτε

506
Οφείλουμε να τονίσουμε για ακόμη μια φορά ότι επιλέγουμε να κρατήσουμε απόσταση από την -θεολογικής και
μεταφυσικής φύσεως- ερμηνεία του Χ. Τερέζη πάνω στο υπόμνημα του Παχυμέρη, παρ’ όλο που κινείται στα
πλαίσια μιας εύλογης ανάγνωσης και προσπαθεί να βασίσει την εκ μέρους του Παχυμέρη επιστημονική ανάλυση
του πλατωνικού διαλόγου πάνω σε κεντρικές θέσεις της χριστιανικής θεολογίας, καθώς κρίνουμε ότι ακόμα και
μια θεολογική ανάγνωση του υπομνήματος σαφώς υποχωρεί μπροστά στην αυστηρή λογική μεθοδολογία του
Βυζαντινού φιλοσόφου και την εμφανή λογική δομή των εξηγητικών σχολίων του πάνω στους πλατωνικούς
συλλογισμούς, πόσο μάλλον λόγω της έλλειψης σαφών αναφορών σε θεολογικές έννοιες και σταθερές του
χριστιανικού δόγματος στο ίδιο το υπόμνημα (πλην των μοναδικών τριών εξαιρέσεων). Για την ερμηνεία του Χ.
Τερέζη παραπέμπουμε στις υποσημ. 109, 117, 126, 130, 138, 162, 173, 292, 326 και 340 της εργασίας μας.
507
Βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 3α.
508
Βλ. Πρόκλο, Εἰς Παρμ. Ι, 624.18-25, ενώ για την όλη διαίρεση των 24 υποθέσεων βλ. Εἰς Παρμ. V, 1000.32-
1003.2.
509
Βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 4.
510
Παρά το μεγάλο πλήθος παραπομπών σε αριστοτελικά έργα, αντιθέτως οι παραπομπές του Παχυμέρη σε
πλατωνικές θέσεις άλλων πλατωνικών διαλόγων είναι μόνο δύο (βλ. 2.13-14, 5.15-17).
283
συλλογισμού. Επιπλέον, παρ’ όλο που προφανώς και εύλογα λείπει μια θεολογική πολυθεϊστική ερμηνεία
του διαλόγου, ο Παχυμέρης σε τρία σημεία του υπομνήματός του κάνει συνοπτική νύξη σε θεολογικές
θέσεις, οι οποίες ανάγονται κυρίως στην θεολογία του ψευδο-Διονυσίου και κατ’ επέκταση δευτερευόντως
σε κάποιες Νεοπλατωνικές θέσεις (αν και θεμελιωμένες σε διαφορετικά θεολογικά πλαίσια): 1) το ἕν της
αρχής της δεύτερης υπόθεσης είναι μαζί αὐτοέν και αὐτοόν (1.19-20)511, 2) το ἕν συλλαμβάνεται ως οὐσία
ὑπερούσιος (1.20-23)512, 3) το ἕν είναι ὅλον ἀμερές, έχον μέρη αλλά μη “πεπληθυσμένο”, αφενός μέρος
αφετέρου πλήρες όλον, όπως στην Παλαιά Διαθήκη το πνεύμα μοιράζεται από τον Θεό στον Μωυσή και
στους υπόλοιπους Ισραηλίτες αλλά παραμένει στον καθένα όχι μέρος αλλά όλον (3.24-29)513. Συνεπώς, ο
Παχυμέρης δίνει τα πρωτεία της εξήγησης στην λογική δομή των συλλογισμών 514, ενώ δευτερευόντως
υπεισέρχεται και σε ορισμένες μεταφυσικές, οντολογικές, φυσικές και θεολογικές θέσεις, οι οποίες
ενισχύουν (ή ενίοτε ακυρώνουν) την αποδεικτική δύναμη της πλατωνικής διαλεκτικής άσκησης.

Βεβαίως, από άποψη περιεχομένου, μολονότι στα περισσότερα σημεία ο Παχυμέρης πράγματι ακολουθεί
πιστά το πλατωνικό κείμενο λέξη προς λέξη, αναλύοντας και εξηγώντας με σαφήνεια και με ακρίβεια τους
συλλογισμούς, εντούτοις δεν λείπουν και ορισμένα σημεία όπου η εξήγηση δεν συμβαδίζει με την πορεία
και το νόημα των συλλογισμών, αφήνοντας ενίοτε ερμηνευτικά κενά, συγκεχυμένα και ανακριβή σχόλια, ή
ακόμα χαράζοντας μία παρεκκλίνουσα από το πλατωνικό κείμενο ερμηνευτική πορεία που φτάνει στα όρια
μίας σχετικά αυτόνομης από αυτό εξήγησης515. Χαρακτηριστική είναι η ιδιαίτερη δομή της πρώτης και
δεύτερης υπόθεσης που δέχεται ο Παχυμέρης (βλ. 36.19-28), συγκριμένα η εφαρμογή των τετραπλών
σχέσεων “ένα-εαυτός του” – “ένα-άλλα” – “άλλα-ένα” – “άλλα-εαυτοί τους” και στις δυο υποθέσεις, με
αποτέλεσμα να παραβλέπεται έτσι όχι μόνο η εξέταση του Παρμενίδη σε καθεμιά αλλά και η ίδια η
προαναγγελία του στην αρχή και των δύο υποθέσεων (βλ. 137c4-5, 142b3-5 αντίστοιχα) ότι θα ερευνήσει
το πώς είναι/δεν είναι το ένα σε σχέση με τον εαυτό του και σε σχέση με τα άλλα.516

Σε κάθε περίπτωση, το υπόμνημα του Παχυμέρη στον Παρμενίδη αποκτά μία ιδιαίτερη αξία. Ένας
αριστοτελικός φιλόσοφος, συγγραφέας πλήθους υπομνημάτων σε αριστοτελικά έργα καθώς και της
Φιλοσοφίας (σύνοψη συγκεκριμένων έργων του αριστοτελικού corpus), αναλαμβάνει να ασχοληθεί με την

511
Βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Α, σελ. 250-251.
512
Βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Β, σελ. 251-254.
513
Βλ. αναλυτικότερα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, 1Γ, σελ. 254-259.
514
Ενδεικτική είναι η εναρκτήρια φράση της εξήγησης (βλ. 1.10-11): “Ἀμφοτέρωθεν ἐπιχειρεῖ ὁ Παρμενίδης περὶ τοῦ
ἑνὸς, δεικνὺς τὴν δύναμιν τῆς διαλεκτικῆς.”
515
Κατά την κρίση μας, τα εξηγητικά χωρία που εμφανίζουν προβλήματα ερμηνείας είναι τα εξής: 1.19-23, 3.24-28,
8.15-17, 16.32-17.4, 17.11-14, 18.4-15, 32.13-16, 50.24-28, 52.31-33.
516
Βλ. αναλυτικότερα ΕΙΣΑΓΩΓΗ κεφ. 5.
284
συνέχεια ενός πλατωνικού διαλόγου, καθώς, όπως φαίνεται και από τον ίδιο τον χαρακτήρα της εξήγησης
που ακολουθεί, αναζητά το κατ’ εξοχήν μοντέλο “εφαρμοσμένης” πλατωνικής διαλεκτικής, στο οποίο
συνδυάζονται μία μοναδική αποδεικτική δύναμη και εμβέλεια με το επιχειρηματολογικό σφρίγος και με την
αυστηρή λογική (γεωμετρικής φύσεως) δομή: τις υποθέσεις του δευτέρου μέρους του Παρμενίδη. Αν
μάλιστα εικάσουμε πως το υπόμνημα αυτό γράφεται για διδακτικούς-μορφωτικούς σκοπούς και πως ο
Παρμενίδης προσφέρεται για διδασκαλία σε ορισμένους μαθητές του που θέλουν να μελετήσουν φιλοσοφία
(σε έναν ιδιωτικό κύκλο κληρικών-μαθητών ήδη εξοικειωμένων με τον Αριστοτέλη)517, ο Παχυμέρης ίσως
επιλέγει να καταπιαστεί με το λογικό σύστημα της πλατωνικής διαλεκτικής και να το επεξεργαστεί ως
συλλογιστική θεωρία και επιχειρηματολογική εξάσκηση, στην οποία βρίσκουν εφαρμογή πλήθος κανόνων,
αρχών, εννοιών και αποδεικτικών εργαλείων, και έτσι να αναδείξει την αξία του και ενώπιον του μαθητή
του, στον οποίον απευθύνει το υπόμνημα. Βέβαια, είναι φανερό ότι η πλατωνική διαλεκτική δεν
προσλαμβάνεται από τον Παχυμέρη στην μεταφυσική της διάσταση, δηλαδή ως μία “λογική γυμνασία” που
αποτελεί προστάδιο της “θεωρίας”, της θέασης των ιδεών, των νοητών όντων και της θείας αλήθειας, στην
οποία προ πάντων στοχεύει (όπως αντίθετα την δέχεται ο Πρόκλος, ο οποίος έχει συλλάβει εναργέστερα το
πνεύμα και το νόημα της πλατωνικής φιλοσοφίας 518 ), αλλά περιορίζεται σε μία απλή εξάσκηση
συλλογισμών και επιχειρημάτων, υπό το φως βέβαια και το “διορθωτικό” πρίσμα της αριστοτελικής
θεωρίας.

Συμπερασματικά, η περίπτωση του Παχυμέρη είναι ιδιαίτερη και σχεδόν εξαιρετική στην ιστορία της
ύστερης Βυζαντινής φιλοσοφίας : ένας άριστος γνώστης της αριστοτελικής σκέψης έρχεται σε αναμέτρηση
με ένα πλατωνικό έργο (από τα πιο δύσκολα και απαιτητικά του πλατωνικού corpus), με σκοπό να αναδείξει
μία θεμελιώδη πτυχή της πλατωνικής φιλοσοφίας, την δύναμη της διαλεκτικής. Κατά την κρίση μας, το εν
λόγω υπόμνημα αποτελεί ένα τεκμήριο του μοναδικού φιλοσοφικού πνεύματος του Παχυμέρη, ενός
πνεύματος που αφομοιώνει ταυτόχρονα την αριστοτελική και την πλατωνική φιλοσοφία (δίνοντας φανερά,
αλλά αδογμάτιστα, προβάδισμα στην πρώτη), σε μία εποχή μάλιστα που προηγείται των μεγάλων

517
Βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 1, σ. 12-13, ενώ για την διδακτική χρήση του εν λόγω υπομνήματος βλ. υποσημ. 120.
518
Βλ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ, κεφ. 3β, σ. 26. Είναι φανερό ότι ο Παχυμέρης παραλείπει μία μεταφυσική εξήγηση της
πλατωνικής διαλεκτικής προκειμένου να αποφύγει τυχόν αναφορές στις ιδέες και στα θεία όντα, δηλαδή σε αρχές
μίας πολυθεϊστικής και «παγανιστικής», κατά τα χριστιανικά δεδομένα, φιλοσοφίας. Μάλιστα, στην Παράφραση
στο Περὶ θείων ὀνομάτων του Διονυσίου, όταν εξηγεί τον όρο «παραδείγματα» στην χριστιανική θεολογία,
αποδοκιμάζει την θεωρία περί ιδεών του Πλάτωνα ως ανάξια θεολογικά: Καὶ ὁ μὲν Πλάτων τὰς ἰδέας καὶ τὰ
παραδείγματα ταπεινῶς καὶ ἀναξίως Θεοῦ ἐξείληφε… (P.G. 3, 848B).
285
φιλοσοφικών και πνευματικών διαμαχών των Βυζαντινών λογίων στα πλαίσια της αντιπαράθεσης
“Πλατωνισμού – Αριστοτελισμού”519.

519
Για μία πανοραμική και συνοπτική ιστορική επισκόπηση της διαμάχης αυτής (ήδη από τις απαρχές της τον 13ο-
14ο αιώνα έως το αποκορύφωμά της τον 15ο), βλ. Couloubaritsis L., 2006, σ. 143-156. Συγκεκριμένα, για την
αντιπαράθεση του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος με τον Γεώργιο Σχολάριο γύρω από το ζήτημα “Πλατωνισμός
– Αριστοτελισμός” τον 15ο αιώνα, βλ. Karamanolis G., 2004, σ. 253-282.
286
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Έργα του Γεωργίου Παχυμέρη:

• Γεωργίου τοῦ Παχυμέρους, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Παρμενίδην τοῦ Πλάτωνος [Ἀνωνύμου Συνέχεια τοῦ
Ὑπομνήματος Πρόκλου]:
T. A. Garda, S. M. Honea, P. M. Stinger, G. Umholtz (edit., transl.) & L.G.Westerink (Introd.),
George Pachymeres Commentary on Plato’s Parmenides [Anonymous Sequel to Proclus’
Commentary], Σειρά: Corpus Philosophorum Medii Aevi Philosophi Byzantini 4, Ἀθῆναι -
Ακαδημία Αθηνών, Editions OUSIA-BRUXELLES, 1989.

• Συγγραφικαὶ Ἰστορίαι:
– A. Failler - V. Laurent, Georges Pachymérès. Relations historiques, vol. I-II, Livres I-III et IV-
VI, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Parisiensis 24.1-2, Paris Les Belles Lettres, 1984.
– A. Failler (édit., trad.), Pachymérès, Georges. Relations Historiques, vol. III, Livres VII–IX,
Corpus Fontium Historiae Byzantinae 25. 3, Paris Institut Francais d'Etudes Byzantines, 1999.

• Σύνταγμα τῶν τεσσάρων μαθημάτων (Μαθηματική-Ἀριθμητική, Ἁρμονικὴ-Μουσικὴ, Γεωμετρία-


Στερεομετρία, Ἀστρονομία):
R.P.E. Stephanou and P. Tannery, Quadrivium de Georges Pachymère, Studi e Testi 94, Città del
Vaticano, Biblioteca Apostolica Vaticana, 1940.

• Φιλοσοφία, Βιβλίον δέκατον, τὸ Μετὰ τὰ φυσικὰ:


E. Pappa, Kommentar zu Metaphysik des Aristoteles (Buch 10), Corpus Philosophorum Medii Aevi.
Commentaria in Aristotelem Byzantina 2. Athens Academy of Athens, 2002.

• Φιλοσοφία, Βιβλίον ἑνδέκατον, τὰ Ἠθικά, ἤτοι τὰ Νικομάχεια:


K. Oikomomakos, Βιβλίον ἐνδέκατον Τα Ἠθικὰ, ἤτοι τὰ Νικομάχεια, Corpus Philosophorum Medii
Aevi. Commentaria in Aristotelem Byzantina 3, Athens Academy of Athens, 2005.

287
• Φιλοσοφία, Βιβλίον τρίτον, τὸ Περὶ οὐρανοῦ:
I. Telelis, In Aristotelis De Caelo Commentary, Corpus Philosophorum Medii Aevi. Commentaria in
Aristotelem Byzantina 7, Athens Academy of Athens, 2016.

• Μigne, J.-P. Γεώργιος Παχυμέρης, Παράφρασις [στα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου], Patrologia
Graeca 3, 108C-1064Α , Paris, 1857.

• Migne, J.-P., Γεώργιος Παχυμέρης, Πρὸς τοὺς λέγοντας ὅτι διὰ τοῦτο λέγεται Πνεῦμα Ὑιοῦ διὰ τὸ
ὁμοούσιον ἢ διὰ τὸ χορηγεῖσθαι ὑπ’ Αὐτοῦ τοῖς ἀξίοις, Patrologia Graeca 143, 923-928, Paris, 1857.

2) Έργα των Νεοπλατωνικών φιλοσόφων-εξηγητών:

• Έργα Πρόκλου:

◦ C. Luna et A. Ph. Segonds, Proclus. Commentaire sur le Parménide de Platon, Tomes I-VI,
Livres I-VI, Paris, Les Belles Lettres, (tome I: 2007, t. ΙΙ: 2010, t. ΙΙΙ: 2011, t. ΙV: 2013, t. V:
2014, t. VI: 2017).

◦ Cousin Victor (ed.), Procli philosophi Platonici opera inedita, Parisiis Minerva G.m.b.H.,
Frankfurt am Main, Unveränderter Nachdruck 1962, MDCCCLXIV (1864).

◦ H. D. Saffrey et L. G. Westerink, Proclus. Théologie platonicienne, Tomes I-VI, Livres I-VI,


Paris, Les Belles Lettres (Tome I: 1968, t. ΙΙ: 1974, t. ΙΙΙ: 1978, t. IV: 1981, t. V: 1987, t. VI:
1997).

◦ A. Ph. Segonds, Proclus. Sur le premier Alcibiade de Platon, Tome I, Paris, Les Belles Lettres,
1985.

◦ G. Pasquali, Procli Diadochi in Platonis Cratylum commentaria, Leipzig, Teubner, 1908.

◦ E. Diehl, Procli Diadochi in Platonis Timaeum commentaria, 3 vols., Leipzig Teubner, vol. 1
1903, vol. 2 1904, vol. 3 1906 (repr. Amsterdam: Hakkert, 1965).

◦ E. R. Dodds, Proclus. The elements of theology, 2nd edition., Oxford, Clarendon Press, 1963
(repr. 1977).

288
◦ G. Friedlein, Procli Diadochi in primum Euclidis elementorum librum commentarii, Leipzig
Teubner, 1873.

• Έργα Δαμάσκιου:

◦ L.G. Westerink (texte établi), J. Combès (introd., trad., annoté), A.-Ph. Segonds (collaboration),
Damascius. Commentaire du Parménide de Platon, Tomes I-IV, Collection des Universités de
France, Paris Les Belles Lettres, tomes I-II: 1997, tome III: 2002, tome IV: 2003.

◦ L.G. Westerink (texte établi), J. Combès (trad.), Damascius. Traité des premiers principes,
Tomes I-III, Collection des Universités de France, Paris Les Belles Lettres, tome I: 1986, tome
II: 1989, tome III: 1991.

◦ C.É. Ruelle, Damascii successoris dubitationes et solutiones, vols. 1 & 2, Paris, Klincksieck, vol.
1: 1889, vol. 2: 1899.

• Πλωτίνος:

◦ P. Henry and H.-R. Schwyzer, Plotini opera, 3 vols., Museum Lessianum, Series philosophica
33-35, Leiden Brill (vol. 1: 1951, vol. 2: 1959, vol. 3: 1973).

• Πορφύριος:

◦ A. Busse, Porphyrii isagoge et in Aristotelis categorias commentarium, Commentaria in


Aristotelem Graeca 4.1, Berlin Reimer, 1887.

• Ιάμβλιχος:

◦ Edouard Des Places, Jamblique, Les Mystères d’Egypte [Περὶ μυστηρίων], Collection des
Universités de France, Paris Les Belles Letrres, 1966.

3) Έργα Πλάτωνα και Αριστοτέλη:

• Έργα Πλάτωνα:

◦ J. Burnet, Platonis Opera, vol.I-V, Oxford Classical Texts.

◦ A. Diès, Platon Oeuvres Complètes, tome VIII 1ère partie, Parménide, Collection des
Universités de France, Paris Les Belles Lettres, 1950.

289
◦ Β.Ν. Τατάκης – Η. Λάγιος (πρόλογος-μετάφρ.-σχόλια), Πλάτων Λάχης – Μένων – Παρμενίδης,
σειρά “Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων”, εκδόσεις Δαίδαλος, Αθήνα 1990.

◦ Σκουτερόπουλος Ν. Μ. (εισαγ.–μετάφρ.-σχόλια), Πλάτων. Πολιτεία, σειρά “Αρχαίοι φιλόσοφοι”,


εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014.

• Έργα Αριστοτέλη:

◦ W.D. Ross, Aristotelis analytica priora et posteriora, Oxford Clarendon Press, 1964 (repr. 1968).

◦ P. Moraux, Aristote. Du ciel, Paris Les Belles Lettres, 1965.

◦ L. Minio-Paluello, Aristotelis categoriae et liber de interpretatione, Oxford Clarendon Press,


1949 (repr. 1966).

◦ I. Bywater, Aristotelis ethica Nicomachea, Oxford Clarendon Press, 1894 (repr. 1962).

◦ C. Mugler, Aristote. De la génération et de la corruption, Paris Les Belles Lettres, 1966.

◦ W.D. Ross, Aristotle's metaphysics, 2 vols., Oxford Clarendon Press, 1924 [repr. 1970 (of 1953
corr. edit.)].

◦ W.D. Ross, Aristotelis physica, Oxford Clarendon Press, 1950 [repr. 1966 (1st edit. corr.)].

◦ Βασίλης Κάλφας (εισαγ.-μετάφρ.-σχόλια), Αριστοτέλης Περί φύσεως, Το Δεύτερο Βιβλίο των


Φυσικών, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1999.

◦ W.D. Ross, Aristotelis topica et sophistici elenchi, Oxford Clarendon Press, 1958 [repr. 1970 (1st
edit. corr.)].

4) Υπόλοιπα έργα (φιλοσοφικά, μαθηματικά, υπομνήματα κ.ά.):

• H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn., Berlin Weidmann, 1951.
• E.S. Stamatis (post J.L. Heiberg), Euclidis elementa, vol. 1, 2nd edition, Leipzig Teubner, 1969.
• R. Hoche, Nicomachi Geraseni Pythagorei introductionis arithmeticae libri ii, Leipzig Teubner,
1866.
• E. Hiller, Theonis Smyrnaei philosophi Platonici expositio rerum mathematicarum ad legendum
Platonem utilium, Leipzig Teubner, 1878.
290
• H.S. Long, Diogenis Laertii vitae philosophorum, 2 vols., Oxford Clarendon Press, 1964 (repr.
1966).
• J. Mau and H. Mutschmann, Sexti Empirici opera, vols. 2 & 3 (Adversus mathematicos), 2nd edition.,
Leipzig Teubner, vol. 2: 1914, vol. 3: 1961.
• M. Wallies, Ammonii in Aristotelis analyticorum priorum librum i commentarium, Commentaria in
Aristotelem Graeca 4.6, Berlin Reimer, 1899.
• M. Wallies, Alexandri in Aristotelis analyticorum priorum librum i commentarium, Commentaria in
Aristotelem Graeca 2.1, Berlin Reimer, 1883.
• M. Wallies, Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis topicorum libros octo commentaria,
Commentaria in Aristotelem Graeca 2.2, Berlin Reimer, 1891.
• M. Wallies, Ioannis Philoponi in Aristotelis analytica priora commentaria, Commentaria in
Aristotelem Graeca 13.2, Berlin Reimer, 1905.
• B.R. Suchla, Corpus Dionysiacum i: Pseudo-Dionysius Areopagita. De divinis nominibus,
Patristische Texte und Studien 33, Berlin De Gruyter, 1990.
• Νικηφόρου Βλεμμύδη Ἐπιτομὴ Λογικῆς υπό τον εξής τίτλο και έκδοση: Νικηφόρου Μοναστοῦ καὶ
Πρεσβυτέρου τοῦ Βλεμμίδου Ἐπιτομή Λογικῆς / συγγραφείσα Ιωάννῃ Δουκίτε καὶ Βασίλει τῷ Βατάτζῃ
περίπου τὸ ασλβ [1232] ἔτος τὸ Σωτήριον. Κατὰ δὲ τὸ αχε [1605] ἐν Αυγέτῃ τῶν Βινδελικῶν
τυπωθεῖσα. Ἤδη δὲ τύποις δεύτερον ἐκδοθείσα, μετὰ τῆς ἐπιτόμου αὐτοῦ Φυσικῆς. Ἐφεξῆς δὲ, ὅ,τε
περὶ Σώματος τοῦ αὐτού καὶ περὶ Ψυχῆς ἐκτέθειται λόγος. Μεθ' οὓς ὁ περὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως τῆς
Ψυχῆς, Θεοφάνους τε τοῦ Μηδείας, καὶ Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου καὶ τελευταίον ὅ,τε περὶ Πίστεως
καὶ Ἀρετής καὶ Ἀσκήσεως τοῦ αὐτοῦ Βλεμμίδου, προηγουμένης τούτων τῆς καθολικωτέρας αὐτοῦ
ἐπιστολῆς, ἐκδέδοται δὲ Φιλοτίμῳ πάντα δαπάνῃ, τοῦ Χριστιανικωτάτου ἐν πραγματευταῖς Κυρίου
Παναγιώτου Ἰωαννίνιτου τοῦ Χατζῆ Νίκου / Ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξονίας. Ἐν τῇ τυπογραφίᾳ τοῦ
Βρειτκόπφ, 1784. [Το βιβλίο αυτό διατίθεται ψηφιοποιημένο στην ιστοσελίδα:
http://digital.lib.auth.gr/record/56488]

291
5) Μελέτες (με αλφαβητική σειρά):

• Allen R.E., 1983, Plato’s Parmenides. Translation and Analysis, Oxford University Press,
Oxford.

• Arnakis G.G., 1966-67, “George Pachymeres: a Byzantine Humanist”, The Greek Orthodox
Theological Review 12, σ. 161-167.

• Cacouros M. – Congourdeau M.H. (édit.), 2006, Philosophie et sciences à Byzance de 1204


à 1453 : les textes, les doctrines et leur transmission, Actes de la table ronde organisée au
XXe Congrès international d'études Byzantines (Paris, 2001), UITGEVERIJ PEETERS en
DEPARTEMENT OOSTERSE STUDIES, Leuven-Paris-Dudley, MA.

➢ Cacouros M., La philosophie et les sciences du “trivium” et du “quadrivium” à Byzance


de 1204 à 1453: Entre tradition et innovation: les textes et l'enseignement, le cas de l'école
du Prodrome (Pétra), p. 1-76.

➢ Steel C. – Macé C., Georges Pachymère philologue: le Commentaire de Proclus au


Parménide dans le manuscrit Parisinus gr. 1810, p. 78-99.

➢ Couloubaritsis L., Platonismes et Aristotélismes à Byzance dans l’Empire de Nicée et sous


les Paléologues, p. 143-156.

• Constantinides N., 1982, Higher Education in Byzantium in the 13th and Early 14th
Centuries (1204–ca. 1310), Texts and Studies of the History of Chyprus 11, Cyprus Research
Centre, Nicosia.

• Darrouzès J., 1970, Recherches sur les ΟΦΦΙΚΙΑ de l’Église byzantine (Archives de
l’Orient Chrétien 11), Institut francais d'etudes byzantines.

• Ebessen S., 1996, « George Pachymeres and the Topics », CIMA 66, σ. 156-168.

• Failler A., 2002, “Sur un passage douteux du Commentaire de Georges Pachymérès au


Parménide de Platon”, Revue des études byzantines, tome 60, σ. 221-225.
292
• Fryde, E.B., 2000, The Early Palaeologan Renaissance (1261–c. 1360), σειρά: The
Medieval Mediterranean v. 27, Brill, Leiden-Boston-Köln.

• Golitsis P., 2008, “Georges Pachymère comme didascale: Essai pour une reconstitution de sa
carrière et de son enseignement philosophique”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
58, Wien, σ. 53–68.

– του ιδίου, 2009, “La date de composition de la Philosophia de Georges Pachymère et quelques
précisions sur la vie de l’auteur”, Revues des Etudes Byzantines, tome 67, DE BOCCARD, Paris,
σ. 209-215.

– του ιδίου, 2010, “Un livre reçu par le patriarche Athanase Ier et retourné à l’expéditeur”, Revue
des Études Byzantines 68, σ. 201-208.

– του ιδίου, 2012, A Byzantine philosopher's devoutness toward God: George Pachymeres'
poetic epilogue to his commentary on Aristotle's Physics, σ. 109-127.

– του ιδίου, 2018, λήμμα “Pachymérès Georgios” στο Richard Goulet Dictionnaire des
philosophes antiques, t. 7, Éditions du Centre National de la Recherche Scientifique, Paris, σ.
627-632.

– του ιδίου, 2019, “Aristotelian attraction and repulsion in Byzantium”, Analogia The
Pemptousia Journal for Theological Studies, volume 07 (“Byzantine Aristotle”), Athens σ. 17-
42.

• Ierodiakonou, K. (ed.), 2004, Byzantine Philosophy and its Ancient Sources, Clarendon
Press, Oxford.

➢ Karamanolis G., Plethon and Scholarios on Aristotle, p. 253-282.

• – Καραμανώλης Γ., 2006, “Η γένεση και οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις του αρχαίου


φιλοσοφικού υποµνήµατος”, στο περιοδικό Υπόµνηµα στη φιλοσοφία τεύχος 4, εκδόσεις Πόλις,
Αθήνα (Ιούνιος 2006), σ. 109–139.

293
– Ζωγραφίδης Γ., 2006, “Το φιλοσοφικό υπόμνημα και η φιλοσοφία ως υπόμνημα”,
περιοδικό Υπόμνημα στη Φιλοσοφία, τεύχος 4, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα (Ιούνιος 2006), σ. 83-
85.

• Λαμπάκης Σ., 2004, Γεώργιος Παχυμέρης Πρωτέκδικος και Δικαιοφύλαξ Εισαγωγικό Δοκίμιο,
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα.

• Meinwald C. C., 1991, Plato's Parmenides, Oxford University Press, New York.

• Roueché M., 1971, “Notes on a Commentary on Plato’s Parmenides”, Greek, Roman, and
Byzantine Studies 12.4, σ. 553-556.

• Τατάκης Β.Ν., 1977, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Μετάφραση από την γαλλική έκδοση: Εύας
Καλπουρτζή, Εποπτεία και Βιβλιογραφική Ενημέρωση: Λίνου Μπενάκη, Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.

• Τερέζης Χ., 2017, Θείον Άπειρον. Φιλοσοφικές προβολές του Χριστιανισμού της Ανατολής,
εκδόσεις Έννοια, Αθήνα.

• Turner J.D. and K.Corrigan (επιμ.), 2010, Plato’s Parmenides and Its Heritage, volume 2:
Its Reception in Neoplatonic, Jewish and Christian Texts, Atlanta.

• Wallis R.T., 1972, Neoplatonism, σειρά: Classical Life and Letters, Duckworth, London.

6) Εγκυκλοπαίδεια:

• The Oxford dictionary of Byzantium, vols. 3, Oxford University Press, New York, 1991.

7) Ψηφιοποιημένα χειρόγραφα:

– Parisinus gr. 1810 (χειρόγραφο Παχυμέρη): https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b10507219n

– Parisinus gr. 1836 (αντίγραφο του αντιγράφου “Ambrosianus B 165 sup.”):


https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/btv1b10723198x

294
295

You might also like