You are on page 1of 91

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Η ΣΧΟΛΗ
ΤΟΥ CAMBRIDGE
ΚΑΙ
Η ΜΕΘΟΔΟΣ
ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Γεώργιος Μπούτλας

Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2009


Η παρούσα εργασία αποτελεί τη διπλωματική εργασία του μεταπτυχιακού φοιτητή
Γεωργίου Μπούτλα στα πλαίσια του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών του Τομέα
Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του
Αριστοτελείου πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης υπό την επίβλεψη του καθηγητή κυρίου
Ιωάννη Πλάγγεση.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................1
2. ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ………………………………………………………………...3
3. ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ……………….5
4. H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ CAMBRIDGE………………….6
4.1. ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE.........................7
4.2. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE……………………………….15
4.3. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE............................42
5. NEAL ΚΑΙ ELLEN WOOD: ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ........................49
5.1. ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ WOODS………………...…………………....50
5.2. Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ WOODS………………..…………..........50
5.3. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ WOODS…………………..……………….........58
6. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ......................................................................................59
6.1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ.........................................................................................................59
6.2. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ………………………………………………………...67
6.3. ΙΣΤΟΡΙΑ.....................................................................................................................70
6.4. ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ..............................................................................................................70
6.5. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.................................................................................................71
6.6. ΝΟΜΙΚΗ....................................................................................................................72
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………72
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.......................................................................................................................78
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ………………………………………………………………………….......84
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………………......85
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσει τη μέθοδο του ιστορικού


πλαισίου (historical contextualism) και τη συνεισφορά της ως εργαλείου στην
καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου που θέλουμε να ερευνήσουμε π.χ. ενός
κειμένου, ενός ατόμου, μιας πράξης, μιας κατάστασης. Μ’ άλλα λόγια, θα
προσπαθήσουμε να φανερώσουμε σε ποιο βαθμό η μελέτη του πλαισίου
οποιοδήποτε είναι αυτό π.χ. ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό, γλωσσικό, διανοητικό,
μας βοηθάει όντως στο να προσεγγίσουμε και να καταλάβουμε καλύτερα το
αντικείμενο της έρευνάς μας. Για το λόγο αυτό θα αναπτύξουμε τη μέθοδο που
προτείνεται από τους διανοητές της λεγόμενης ¨σχολής του Cambridge¨ (John
Pocock, Quentin Skinner, John Dunn) στο επιστημονικό πεδίο της ιστορίας της
πολιτικής σκέψης (ή ιστορίας των ιδεών), γιατί αυτοί ήταν οι πρώτοι που
εμπνεύστηκαν και εφάρμοσαν στην επιστήμη τους τη μέθοδο της συστηματικής
μελέτης του ιστορικού πλαισίου των κλασσικών κειμένων πολιτικής θεωρίας με
σκοπό την καλύτερη κατανόησή τους. Έπειτα, θα παρουσιάσουμε και την
εναλλακτική μεθοδολογική πρόταση των Woods (Neal Wood και Ellen Meiksins
Wood) που δεν συμφωνεί με τη σχολή του Cambridge, ωστόσο, στηρίζεται και
αυτή στη μελέτη του πλαισίου των κειμένων. Για τον ίδιο λόγο θα παραθέσουμε
παραδείγματα και από διάφορες άλλες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες
προσπαθώντας μ’ αυτό τον τρόπο να αναδείξουμε πώς η μέθοδος του ιστορικού
πλαισίου εφαρμόστηκε μετά τη σχολή του Cambridge και σε διάφορα άλλα
επιστημονικά πεδία και διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα.
Θα προηγηθεί η αποσαφήνιση όρων σχετικών με την έννοια του ¨πλαισίου¨,
μια περιληπτική παρουσίαση της θεωρίας του πλαισίου στο γνωσιοθεωρητικό
πεδίο (epistemic contextualism) καθώς και μια ιστορική αναδρομή με αναφορά
σε διανοητές που χρησιμοποίησαν το πλαίσιο ως μεθοδολογικό εργαλείο με
τρόπο μη συστηματικό αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομοι της
μεθόδου του ιστορικού πλαισίου. Κατόπιν, θα επικεντρωθούμε στην παρουσίαση
και ανάλυση της σχολής του Cambridge. Αρχικά, θα παρουσιάσουμε το
διανοητικό πλαίσιο της εποχής που συνέλαβαν και μορφοποίησαν τις

1
μεθοδολογικές τους προτάσεις οι στοχαστές της σχολής του Cambridge. Έπειτα,
θα δείξουμε σε ποια γενικά ερωτήματα απαντάνε οι εκπρόσωποι της σχολής του
Cambridge και θα αναλύσουμε τη μέθοδό τους δείχνοντας παράλληλα τις
ελαφριές αποκλίσεις καθενός από αυτούς και παραθέτοντας κάποια ενδεικτικά
παραδείγματα εφαρμογής των μεθοδολογικών τους προτάσεων. Στη συνέχεια,
θα παρουσιαστούν οι αντιδράσεις και η κριτική που αναπτύχθηκε από διάφορους
μελετητές της ιστορίας της πολιτικής σκέψης προς τη σχολή του Cambridge.
Έπειτα, σε ξεχωριστό κεφάλαιο, αφού πρώτα παρουσιαστεί το διανοητικό
πλαίσιο των Woods, θα αναλυθεί η εναλλακτική μεθοδολογική τους πρόταση που
στηρίζεται και αυτή στη μέθοδο του πλαισίου εκθέτοντας, κατόπιν, κάποια
παραδείγματα και την κριτική που τους ασκήθηκε. Στη συνέχεια, θα
παραθέσουμε κάποια παραδείγματα εφαρμογής της μεθόδου του ιστορικού
πλαισίου σε διάφορες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Αρχικά, θα
παρουσιαστούν οι περιπτώσεις της αρχαιολογίας και της διοικητικής επιστήμης
στις οποίες ήδη εφαρμόζεται η μέθοδος του πλαισίου και, κατόπιν, άλλες
περιπτώσεις επιστημών όπως η ιστορία, η φιλολογία, οι διεθνείς σχέσεις και η
νομική στις οποίες προτείνεται η εφαρμογή της μεθόδου του ιστορικού πλαισίου
σύμφωνα με τις μεθοδολογικές προτάσεις των εκπροσώπων της σχολής του
Cambridge αλλά και της εναλλακτικής πρότασης των Woods. Η πραγμάτευση
του θέματος θα ολοκληρωθεί με τις καταληκτικές παρατηρήσεις και τα
συμπεράσματα.

2
2. ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ

Πριν ασχοληθούμε με την ανάλυση της θεωρίας του πλαισίου θεωρούμε


απαραίτητο να διασαφηνίσουμε μερικές έννοιες που θεωρούμε βασικές για την
καλύτερη κατανόηση του θέματος. Με τον όρο «πλαίσιο» (context, από τη
λατινική λέξη contextere που σημαίνει συνδέω) εννοείται το περιβάλλον καθώς
και τα διάφορα τμήματα ή οι εκφάνσεις αυτού του περιβάλλοντος, που
πλαισιώνουν, περιβάλλουν ένα αντικείμενο, είτε είναι αυτό κείμενο είτε έργο
τέχνης είτε άνθρωπος είτε πράξη, και ρίχνουν φως στο νόημά του.
Παραδείγματος χάριν ως πλαίσιο μιας λέξης ή μιας έννοιας ενταγμένο μέσα σ’
ένα κείμενο θα μπορούσε να ήταν τα συμφραζόμενά του μέσα στο ίδιο το κείμενο
που περιέχει τη λέξη ή την έννοια.
Η «θεωρία του πλαισίου» (contextualism) αποτελεί ένα μεθοδολογικό
εργαλείο της πολιτικής φιλοσοφίας που δίνει έμφαση στο πλαίσιο, στα
συμφραζόμενα, δηλαδή, ενός κειμένου, μιας λέξης, μιας φράσης ή και ακόμα του
ατόμου που έγραψε το κείμενο και διατυπώνει την άποψη πως η κατανόησή τους
επιτυγχάνεται μόνο σε σχέση με το πλαίσιό τους. Οπότε συνειδητοποιούμε πως
η γνώση ενός αντικειμένου είναι σχετική με τα συμφραζόμενα του αντικειμένου.
Τέλος, η «θεωρία του ιστορικού πλαισίου» (historical contextualism) δίνει
έμφαση και υπογραμμίζει το χρόνο κατά τον οποίο ένα γεγονός ή γενικά το
αντικείμενο της έρευνας μας έλαβε χώρα. Τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν
εκείνο το χρονικό σημείο είτε αυτό ήταν πριν από μια χιλιετία, είτε πριν από δέκα
λεπτά, άσκησαν καταλυτική επιρροή στο αντικείμενο μελέτης μας. Οπότε, στην
περίπτωση της θεωρίας του ιστορικού πλαισίου μπορούμε να πούμε πως η
γνώση μας και κατ’ επέκταση η κατανόηση του αντικειμένου έρευνάς μας είναι
σχετική πάντα με τον ιστορικό χρόνο, τον τόπο και τα γεγονότα που το
επηρέασαν.
Η επιστημολογική θεωρία του πλαισίου (epistemic contextualism)
αναπτύχθηκε ως απάντηση στο σκεπτικισμό σχετικά με τη δυνατότητα
απόκτησης της γνώσης που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με την
επιστημολογική θεωρία του πλαισίου η γνώση πάντα εξαρτάται από το πλαίσιο

3
της. Οι υποστηρικτές της θεωρίας του πλαισίου διατυπώνουν την άποψη πως
μπορούμε να ανακαλύψουμε το νόημα Π μόνο γνωρίζοντας ότι το Π
δικαιολογείται από το Α (όπου Α είναι τα συμφραζόμενα του Π). Οπότε για τους
υποστηρικτές της θεωρίας του πλαισίου γνώρισμα της γνώσης είναι η ευαισθησία
της προς το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται (context-sensitive)1. Επίσης, ισχυρίζεται
πως κάθε πλαίσιο έχει διαφορετικά επιστημολογικά κριτήρια. Ως συνέπεια, η
θεωρία του πλαισίου εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τις επιστημολογικές μας
κρίσεις καθώς αυτές καθορίζονται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο
διαμορφώθηκαν. Επιπλέον, για τους υποστηρικτές της επιστημολογικής θεωρίας
του πλαισίου το διαφορετικό κάθε φορά πλαίσιο καθορίζει το σημασιολογικό
περιεχόμενο μιας λέξης, δηλαδή, το νόημά της (meaning). Για παράδειγμα
κάποιες λέξεις όπως ¨Εγώ¨, ¨Τώρα¨, ¨Εδώ¨ καθορίζονται από τις περιβάλλουσες
συνθήκες που επικρατούν. Αν, για παράδειγμα, πει κάποιος ¨Ο Γιάννης βρίσκεται
εδώ¨ το σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης ¨εδώ¨ και κατ’ επέκταση
ολόκληρης της πρότασης καθορίζεται από το αν το ¨εδώ¨ σημαίνει ότι ο Γιάννης
βρίσκεται σε μία δεξίωση ή στο σπίτι ή κάπου αλλού2.
Με τον καιρό αναπτύχθηκαν αρκετές παραλλαγές της επιστημολογικής
θεωρίας του πλαισίου. Οι διαφορές τους βασίζονται στο πώς η κάθε παραλλαγή
χαρακτηρίζει τα επιστημολογικά κριτήρια. Μερικές απ’ αυτές είναι των Keith de
Rose και Robert Nozick που εισάγουν τον όρο του ¨κανόνα της ευαισθησίας¨
σύμφωνα με τον οποίο ανάλογα του πόσο υψηλά ή όχι επιστημολογικά κριτήρια
έχει ένα πλαίσιο είμαστε σε θέση να οδηγηθούμε στην γνώση3, η παραλλαγή των
¨σχετικών εναλλακτικών θεωρία της γνώσης¨ (relevants alternatives theory of
knowledge) των Fred Dretske και Alvin Goldman4, η εκδοχή του Steward Cohen,
η ¨εξηγητική θεωρία του πλαισίου¨ του Steven Rieber, η ¨αποδεικτική θεωρία του
πλαισίου¨ του Ram Neta που διατείνεται πως το πλαίσιο αποδεικνύει το γιατί
κάποιος έχει μια δοξασία και η περίπτωση των David Annis και John Pollock5
που ισχυρίζονται πως για να εξηγήσουμε το γιατί κάποιος είχε μια δοξασία

1
Βλ. Rysiew 2007.
2
Βλ. Black 2006.
3
Βλ. Black 2006.
4
Βλ. Black 2006.
5
Βλ. Black 2006.

4
πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες
διαμορφώθηκε αυτή η δοξασία6.

3. ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Σύμφωνα με τον R.G. Collingwood o πρώτος που προσπάθησε να εφαρμόσει


κατά κάποιο τρόπο τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου ήταν ο Θουκυδίδης7. Ο
αρχαίος Έλληνας ιστορικός στην προσπάθεια του να αποκαταστήσει
ρεαλιστικότερα τους επιτάφιους και γενικότερα τους ρητορικούς λόγους που
εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πόλεμου από διάφορους
ρήτορες όπως ο Περικλής επιχείρησε να μπει στη θέση κα το μυαλό των
ρητόρων εκείνης της εποχής. Για να το πετύχει, όμως, αυτό ο Θουκυδίδης
ασυνείδητα μελέτησε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ειπώθηκαν αυτοί οι λόγοι. Έτσι,
έχοντας υπόψιν του τις ιστορικές συνθήκες, τα συναισθήματα του ομιλητή, καθώς
και τις συμβάσεις εκφοράς των ρητορικών λόγων και των επιταφίων
προσπάθησε να κατανοήσει καλύτερα το πώς θα διατυπώνονταν κατά πάσα
πιθανότητα οι λόγοι αυτοί.
Έπειτα, ο Q. Skinner στο έργο του ¨The foundations of modern political
thought¨ μας πληροφορεί πως οι ανθρωπιστές της Αναγέννησης ήταν οι πρώτοι
που υιοθέτησαν τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου προσπαθώντας να
αποκαταστήσουν το ακριβές ιστορικό πλαίσιο κάθε θεωρίας ή επιχειρήματος8.
Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος ιστορικός που υιοθέτησε τη μέθοδο του ιστορικού

6
Στην επιστημολογική θεωρία του πλαισίου ασκήθηκε κατά καιρούς κριτική από διάφορους
γνωσιοθεωρητικούς φιλοσόφους όπως ο Jonnathan Schaffer που είχε ως συνέπεια να διατυπώσει μια άλλη
θεωρία αυτή της αντιπαραβολής (contrastivism) ως απάντηση στη θεωρία του πλαισίου. Για τον Schaffer η
γνώση έχει τριαδική δομή και όχι δυαδική. Η θεωρία του συμπυκνώνεται στη φράση ¨ο Π γνωρίζει το Κ
παρά το Λ¨ σε αντίθεση με την παραδοσιακή μέχρι στιγμής γνωστική δομή του ¨ο Π γνωρίζει το Κ¨.
Επίσης, την επιστημολογική θεωρία του πλαισίου αμφισβητούν οι υποστηρικτές του σύγχρονου
σκεπτικισμού καθώς και οι συνεχιστές της φιλοσοφίας του Moore καθώς και για τους δύο τα κριτήρια για
την γνώση δεν μεταβάλλονται από την μια εποχή στην άλλη απλώς για τους μεν (τους σκεπτικιστές) τα
κριτήρια της γνώσης είναι διαχρονικά πολύ υψηλά ενώ για τους δε (τους υποστηρικτές της φιλοσοφίας του
Moore) τα κριτήρια είναι πάντα σχετικά χαμηλά. Τέλος, κριτική ασκήθηκε και από το σύγχρονο σχετικιστή
John MacFarlane (Βλ. Rysiew 2007).
7
Βλ. Collingwood 19932 , σ.30.
8
Βλ. Skinner (1978) 1990, σ.209.

5
πλαισίου ήταν ο Aurelio Brandolini. Ο Brandolini στο έργο του ¨Η ιερή ιστορία των
Εβραίων¨ προσπάθησε να προσεγγίσει τη Βίβλο ως κείμενο που αφηγείται
πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Άρα, για τον Brandolini η Βίβλος θα ερμηνευτεί
καλύτερα γνωρίζοντας καλύτερα τις ιστορικές συνθήκες κατά τις οποίες γράφτηκε
το κείμενο καθώς και σε σχέση με τις υπόλοιπες γραπτές πηγές εκείνης της
εποχής.
Στη συνέχεια, το δέκατο ένατο αιώνα ο G.W.F. Hegel ήταν εκείνος που
παρατήρησε πως οι παρελθόντες πολιτικοί στοχαστές θα ερμηνευτούν καλύτερα,
αν τοποθετηθούν στο αρχικό τους ιστορικό πλαίσιο9. Οπότε, και η κατανόηση
των κειμένων τους θα γίνει καλύτερη. Αργότερα, ο M. Weber ισχυρίστηκε πως
¨όλη η γνώση της πολιτισμικής πραγματικότητας είναι πάντα γνώση από
συγκεκριμένες οπτικές γωνίες¨10. Μ’ αυτό ο Weber εννοούσε πως κάθε αφήγηση
ανθρώπου για την κοινωνία της εποχής του είναι σχετική καθώς εμποτίζεται από
τα συμφέροντα και τις αξίες του συγκεκριμένου ανθρώπου καθώς και τις
ιδιαίτερες σχέσεις που είχε με την κοινωνία στην οποία ζούσε.

4. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ CAMBRIDGE

Στα επόμενα κεφάλαια θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε πώς η


μέθοδος του πλαισίου αναπτύχθηκε αρχικά στον επιστημονικό χώρο της ιστορίας
των ιδεών από μια ομάδα διανοητών που συμβατικά ονομάστηκαν και είναι
γνωστοί σήμερα ως ¨σχολή του Cambridge¨. Στην επιστήμη της ιστορίας της
πολιτικής σκέψης αντικείμενο έρευνας είναι τα κείμενα πολιτικής θεωρίας των
διάφορων πολιτικών φιλοσόφων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μέχρι τα
τέλη της δεκαετίας του’50 η κύρια μέθοδος που χρησιμοποιούνταν για να
κατανοήσουν τα κείμενα πολιτικής θεωρίας και να εξαγάγουν το νόημά τους ήταν
η ανάλυση των ίδιων των κειμένων με την λεπτομερή και συνεχή ανάγνωσή τους.
Επίσης, να προσθέσουμε πως μέχρι εκείνη την εποχή ένας μελετητής

9
Βλ. Perreau-Saussine 2007, σ.106.
10
Βλ. Ashcraft 1975, σ.21.

6
προσπαθούσε να ερμηνεύσει ένα γραπτό έργο ενός πολιτικού φιλοσόφου σε
σχέση με το συνολικό φιλοσοφικό του έργο. Για παράδειγμα, γινόταν
προσπάθεια να ερμηνευτεί το έργο του Αριστοτέλη τα ¨Πολιτικά¨ λαμβάνοντάς
υπόψιν όλα τα υπόλοιπα φιλοσοφικά έργα του Αριστοτέλη.
Από τη δεκαετία, όμως, του ’60 και μετά ξεκίνησε μια προσπάθεια στο χώρο
της πολιτικής φιλοσοφίας να ερμηνευτούν τα έργα με ιστορικούς όρους και γενικά
να αναβιώσει η ιστορία της φιλοσοφίας και ειδικότερα της πολιτικής φιλοσοφίας.
Αυτή η ανανεωτική κίνηση έλαβε χώρα στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Εκεί
μια ομάδα ιστορικών που ανήκαν παρεμπιπτόντως στο τμήμα της ιστορίας του
πανεπιστημίου και είχαν ειδικευτεί στην ιστορία των ιδεών (history of ideas) ή
αλλιώς στην ιστορία της διανόησης (intellectual history) αποτέλεσαν τους
θεμελιωτές μιας νέας μεθόδου μελέτης των κειμένων πολιτικής φιλοσοφίας. Η
μέθοδος που εισήγαγαν ήταν η θεωρία του πλαισίου και πιο συγκεκριμένα η
θεωρία του ιστορικού πλαισίου (historical contextualism). Η ομάδα αυτή
αποτελούνταν από το νεοζηλανδικής καταγωγής J.G.A. Pocock και τους Άγγλους
Quentin Skinner και John Dunn. Αυτοί οι τρείς μαζί απετέλεσαν τη λεγόμενη
¨σχολή του Cambridge¨. Τους ακολούθησαν διάφοροι μελετητές που
ασπάστηκαν τις απόψεις τους όπως οι Richard Ashcraft και Janet Coleman (Βλ.
τις βιογραφίες τους στο παράρτημα). Καθένας από αυτούς ανέπτυξε και
πρότεινε τη δική του παραλλαγή της μεθόδου του ιστορικού πλαισίου τονίζοντας
κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά χωρίς, ωστόσο, να αποκλείνουν από κάποια
γενικά, κοινώς αποδεκτά γνωρίσματα και σταθερές που θα μπορούσαν κατά τη
γνώμη τους να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων αλλά και των
συγγραφέων αυτών των έργων.

4.1. ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE

Οι διανοητές της σχολής του Cambridge στην προσπάθεια να διαμορφώσουν


τη μέθοδό τους επηρεάστηκαν από προηγούμενους στοχαστές. Αυτοί
απετέλεσαν τη δεξαμενή σκέψεων, προτάσεων και ιδεών που αναπτύχθηκαν
περαιτέρω από τους εκπροσώπους της σχολής του Cambridge. Θεωρούμε

7
απαραίτητο να παραθέσουμε στο σημείο αυτό κάποιες βασικές πληροφορίες για
τους διανοητές ώστε να αποκαταστήσουμε το δίκτυο σκέψεων και ιδεών που
απετέλεσαν το διανοητικό πλαίσιο της εποχής που οδήγησε στη διαμόρφωση της
σχολής του Cambridge.

ROBIN G. COLLINGWOOD
Ο Collingwood11 (Βλ. τη βιογραφία του στο παράρτημα) θεωρούσε πως η
ιστορία είναι επιστήμη, επειδή έχει το χαρακτηριστικό να απαντάει σε ερωτήματα
που εμείς θέτουμε κάθε φορά. Επίσης, πίστευε πως το αντικείμενο της ιστορίας
είναι η δράση των ατόμων, δηλαδή, των πράξεών τους αλλά ως προϊόντα της
σκέψης των ατόμων (reflective acts) κατά τη διάρκεια του ιστορικού ρου. Πιο
συγκεκριμένα, θεωρούσε πως οι πράξεις είναι αποτελέσματα των προθέσεων,
των σκοπών των ιστορικών ανθρώπων καθώς ο προτιθέμενος σκοπός πάντα
προηγείται της δραστηριότητας12. Απ’ αυτή την ιδέα του Collingwood
επηρεάστηκε σημαντικά ο Quentin Skinner. Επιπλέον, ο Collingwood θεωρούσε
πως η επιστήμη της ιστορίας προχωρά ερμηνεύοντας τα τεκμήρια, τις αποδείξεις
που προέρχονται από το παρελθόν. Στο ερώτημα, γιατί μελετάμε ιστορία και,
άρα, ποιος είναι ο σκοπός της, ο Collingwood αποκρινόταν πως μέσω της
μελέτης της ιστορίας πετυχαίνουμε την αυτογνωσία μας. Η ιστορία μας
αποκαλύπτει πράγματα για την ανθρώπινη φύση και, άρα, για το ποιοι είμαστε
και τι είμαστε ικανοί να κάνουμε, να πετύχουμε στην ζωή13. Επίσης, να
προσθέσουμε πως για τον Collingwood η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι
ελεύθερη και η ανθρώπινη σκέψη αυτόνομη καθώς δεν κυριαρχείται από
φυσικούς νόμους. Ως επακόλουθο συμπεραίνει πως στην ιστορία και, άρα, στην
ανθρώπινη δραστηριότητα δεν υπάρχει παρακμή αλλά μόνο πρόοδος καθώς η
ανθρώπινη δραστηριότητα είναι μια διαδικασία, μια αέναη συνέχεια14.
Στο συμπέρασμα πως η ιστορία που μελετάμε δεν είναι η περιγραφή
γεγονότων που διαδέχονται το ένα το άλλο αλλά, στην ουσία, η ιστορία της

11
Βλ. Μπαγιόνας 1980.
12
Βλ. Collingwood 19932, σσ. 309-310.
13
Βλ. Collingwood 19932, σσ. 9 και 205.
14
Βλ. Collingwood 19932, σ.333.

8
σκέψης καταλήγει ο Collingwood, συγκρίνοντας την επιστήμη της ιστορίας με τις
φυσικές επιστήμες. Χαρακτηριστικά, αναφέρει πως, ενώ οι φυσικές επιστήμες
ασχολούνται με την εξωτερική περιγραφή γεγονότων και τις σχέσεις μεταξύ τους,
η ιστορία δεν πράττει το ίδιο. Ο ιστορικός με την υποκειμενική του σκέψη
διεισδύει στο ¨εσωτερικό ¨ ενός γεγονότος (inside of an event) πέρα από την
μελέτη του ¨εξωτερικού¨ ενός γεγονότος (outside of an event) και έπειτα
παρατηρεί τη σχέση μεταξύ τους. Για τον Collingwood, λοιπόν, το ¨εσωτερικό¨
ενός γεγονότος ταυτίζεται με τις σκέψεις των ανθρώπων τις οποίες στη συνέχεια
προσπαθεί να συσχετίσει με τις πράξεις τους που αποτελούν το ¨εξωτερικό¨ ενός
γεγονότος15.
Στη συνέχεια, ο Collingwood ισχυρίζεται πως για να καταλάβουμε τι έγινε στο
παρελθόν πρέπει να προχωρούμε μεθοδολογικά όπως οι αστυνομικοί
επιθεωρητές στη διαλεύκανση ενός εγκλήματος, δηλαδή, θέτοντας συνεχώς
διαδοχικά ερωτήματα που απαντιούνται σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία.
Άρα, ο Collingwood συμπεραίνει πως ο ιστορικός πρέπει, πρώτα, να σκέπτεται,
δηλαδή, να θέτει ερωτήματα και, στη συνέχεια, να αρχίζει να συλλέγει αποδείξεις.
Επίσης, παρατηρεί πως σε κάθε διαφορετική περίπτωση τα ερωτήματα που
θέτουμε είναι διαφορετικά16. Από αυτήν την ιδέα του Collingwood επηρεάστηκαν
καταλυτικά στη διαμόρφωση της μεθόδου τους όλοι ανεξαιρέτως οι διανοητές της
σχολής του Cambridge καθώς και οι Woods.
Έπειτα, ένα άλλο σημείο της θεωρίας του Άγγλου φιλοσόφου από το οποίο
επηρεάστηκαν σημαντικά οι Quentin Skinner και John Dunn αποτελεί η άποψη
πως για να καταφέρουμε να συλλάβουμε τη σκέψη αυτού που έδρασε στο
παρελθόν πρέπει να ¨ανα-υποδυθούμε¨ μπαίνοντας στο μυαλό του, δηλαδή, να
πετύχουμε αυτό που ονομάζει «re-enactement». Για να καταφέρουμε, όμως, να
πετύχουμε το «re-enactement» θα πρέπει να συλλέξουμε πληροφορίες για το
ιστορικό πρόσωπο τη σκέψη του οποίου μελετάμε. Μέσω της ανασυλλογής (re-
collection)17 πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες, το άμεσο περιβάλλον του, το
ιστορικό πλαίσιο κάτω από το οποίο κάποιο ιστορικό πρόσωπο πήρε την

15
Βλ. Collingwood 19932, σσ.212-214.
16
Βλ. Collingwood 19932, σσ.266-282.
17
Βλ. Collingwood 19932, σ.296.

9
απόφασή του κάποια δεδομένη χρονική στιγμή θα πετύχουμε την αμεσότητα της
ιστορικής στιγμής (immediacy)18, δηλαδή, το να μπορούμε να βλέπουμε κατά
κάποιο τρόπο σαν εικονική πραγματικότητα τα πράγματα περίπου όπως το
ιστορικό πρόσωπο τα έβλεπε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Collingwood διατείνεται πως
θα είμαστε σε θέση να συλλάβουμε τη σκέψη κάποιου ιστορικού προσώπου.
Άρα, σ’ αυτό το σημείο συνειδητοποιούμε πόση σημασία είχε για τον Άγγλο
φιλόσοφο να καταλάβει το πλαίσιο των ιστορικών προσωπικοτήτων.
Χαρακτηριστικά αναφέρει «Μια πράξη σκέψης είναι μέρος της εμπειρίας αυτού
που την σκέπτεται. Συμβαίνει σε συγκεκριμένο χρόνο και σε συγκεκριμένο πλαίσιο
άλλων πράξεων σκέψης, συναισθημάτων, αισθήσεων και ούτω καθεξής. Την
παρουσία της σ’ αυτό το πλαίσιο ονομάζω αμεσότητα»19 και στη συνέχεια
προσθέτει «…για να γνωρίσουμε οποιοδήποτε πράγμα, πρέπει να γνωρίσουμε το
πλαίσιό του που σημαίνει να γνωρίσουμε ολόκληρο το σύμπαν του…»20 .

RUDOLF WITTGENSTEIN
Ένας άλλος φιλόσοφος που επηρέασε κυρίως τους John Pocock, Quentin
Skinner και John Dunn ήταν ο Rudolf Wittgenstein. Ο Rudolf Wittgenstein στο
έργο του ¨Philosophical investigations¨ διατύπωσε την άποψη πως το νόημα μιας
λέξης στην ουσία είναι η χρήση της. Μ’ αυτή τη ρήση ο Wittgenstein ήθελε να πει
πως το νόημα μιας λέξης αλλάζει και δεν είναι ποτέ σταθερό. Αντίθετα, αλλάζει
ανάλογα με το πώς χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή στην καθημερινή μας
επικοινωνία. Παραδείγματος χάριν η λέξη ¨παιχνίδι¨ αποκτά διαφορετικό νόημα
ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο Wittgenstein πρόσθεσε πως για να κατανοήσουμε
το νόημα μιας λέξης αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να την εντάξουμε μέσα
στις ¨μορφές ζωής¨ (forms of life). Αυτό σημαίνει για τον Αυστριακό φιλόσοφο
πως θα πρέπει να πληροφορηθούμε για την κοινωνία και τον πολιτισμό στα
συμφραζόμενα του οποίου ειπώθηκε μία λέξη21. Επίσης, ο Wittgenstein αναφέρει
πως δεν τον ενδιαφέρει να βρει τον ορισμό μιας λέξης, αφού σε κάθε περίσταση

18
Βλ. Collingwood 19932, σ.297.
19
Βλ. Collingwood 19932, σ.297.
20
Βλ. Collingwood 19932, σ.298.
21
Βλ. Wittgenstein (19673) 1974, σσ.174-189.

10
που χρησιμοποιούμε μια λέξη διαφορετικά όλοι γνωρίζουμε ότι η λέξη
νοηματοδοτείται διαφορετικά. Επιπλέον, ο Αυστριακός φιλόσοφος αναφέρει πως
υπάρχουν γλωσσικά παιχνίδια (language-games)22 σύμφωνα με τα οποία
ανάλογα με το πώς προφέρουμε και τονίζουμε περισσότερο μια λέξη αυτή
αποκτά διαφορετικό νόημα. Για παράδειγμα, η λέξη ¨νερό¨ αποκτά διαφορετικό
νόημα ανάλογα με το αν αποτελεί μια απάντηση σε ερώτηση ή μια διαταγή ή μια
ευγενική εκδήλωση επιθυμίας.

THOMAS KUHN
Ο Kuhn ιστορικός της επιστήμης και καθηγητής στα πανεπιστήμια του
Harvard και του Berkeley διατύπωσε τη θεωρία των επιστημονικών
επαναστάσεων. Η θεωρία του επηρέασε πάρα πολύ τον πρωτεργάτη της σχολής
του Cambridge John Pocock. Πιο συγκεκριμένα, διέκρινε τρεις φάσεις στην
επιστημονική ανάπτυξη. Πρώτον, την προ-παραδειγματική φάση κατά την οποία
οι επιστήμονες ενός κλάδου δεν διαθέτουν ένα κοινό σώμα δοξασιών23.
Δεύτερον, την παραδειγματική φάση κατά την οποία μια ομάδα επιστημονική ή
μια σχολή καταφέρνει να προωθήσει τη δική της επιστημονική προσέγγιση και
μεθοδολογία. Έτσι, σιγά-σιγά δημιουργείται ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και
τεχνικών που ενστερνίζονται όλοι οι επιστήμονες και αποτελεί αυτό που ονομάζει
ο Kuhn ¨παράδειγμα¨24. Ωστόσο, όταν οι επιστήμονες αρχίζουν να αμφιβάλλουν
για την αξιοπιστία του παραδείγματος25, τότε περνάμε στην τρίτη φάση της
επιστημονικής ανάπτυξης, την επαναστατική. Κατά την διάρκεια της
επανάστασης ο Kuhn ισχυρίζεται πως οι διάφορες επιστημονικές αντιμαχόμενες
ομάδες ακολουθούν μεθόδους ανάλογες των πολιτικών επαναστάσεων όπως οι
τεχνικές πειθούς της μάζας.
Επίσης, ο Kuhn παρατήρησε πως τη σχέση ανάμεσα σε δύο διαδοχικά
παραδείγματα χαρακτηρίζει μια ασυμμετρία σε τρία επίπεδα. Πρώτον, το κάθε
παράδειγμα θέτει προς επίλυση διαφορετικά προβλήματα, δεύτερον, υπάρχει

22
Βλ. W ittgenstein (19673) 1974, σσ. 5 και 11-13.
23
Βλ. Kuhn 19963, σσ.10-22.
24
Βλ. Kuhn 19963, σσ.43-51.
25
Βλ. Kuhn 19963, σσ.52-77.

11
αλλαγή της σημασίας των εννοιών και των λέξεων από το ένα παράδειγμα στο
άλλο και, τρίτον, κάθε παράδειγμα διαθέτει μια διαφορετική θεώρηση του
κόσμου26. Τέλος, ο Kuhn καταλήγει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν
υπερπαραδειγματικά κριτήρια ώστε να κρίνουμε ποιο παράδειγμα ήταν καλύτερο
και συνέβαλε στην πρόοδο27.

FERNAND BRAUDEL
Ο Γάλλος ιστορικός Fernand Braudel υπήρξε καθηγητής στην Ecole de
hautes études en sciences sociales στο Παρίσι. Απετέλεσε τον πρωτεργάτη της
ιστορικής σχολής των Annales στην Γαλλία. Σύμφωνα με την άποψη του Braudel
η επιστήμη της ιστορίας οφείλει να είναι διεπιστημονική και να συνεργάζεται μ’
άλλες επιστήμες όπως την γεωγραφία, την κοινωνιολογία, την οικονομία, τη
δημογραφία και την ψυχολογία28.
Στη συνέχεια, ο Γάλλος ιστορικός παρατηρεί πως υπάρχουν τριών ειδών
ιστορίες. Τις διακρίνει ανάλογα με τη διάρκειά τους. Πρώτον, υπάρχει η ιστορία
των συμβάντων, των γεγονότων (histoire evenementielle). Σ’ αυτή ο ιστορικός
μελετά τα γεγονότα και τις καθημερινές πράξεις. Δεύτερον, υπάρχει η ιστορία της
μεσαίας διάρκειας (histoire de moyenne duree). Σ’ αυτήν ο ιστορικός μελετά τις
ιστορικές περιόδους όπως για παράδειγμα την Γαλλική επανάσταση και την
Αναγέννηση. Τρίτον, υπάρχει η ιστορία της μεγάλης διάρκειας (histoire de longue
duree) που μελετά, πλέον, τους πολιτισμούς σ’ όλη την ιστορική τους διάρκεια29.
Να επισημάνουμε πως την ιδέα της «longue duree» υιοθέτησε ο John Pocock.
Για να μελετήσει, όμως, ο Braudel τους πολιτισμούς στη μεγάλη διάρκεια
χρειάζεται να εξακριβώσει ποια είναι τα γνωρίσματα του κάθε πολιτισμού. Με
διεξοδική μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι πολιτισμοί μπορούν να
μελετηθούν διαμέσου των δομών τους. Για τον Braudel κάθε πολιτισμός
διακρίνεται από πέντε δομές τις οποίες ο ιστορικός οφείλει να μελετήσει για να
κατανοήσει ένα πολιτισμό. Αυτές είναι ο γεωγραφικός του χώρος, η κοινωνία, η

26
Βλ. Kuhn 19963, σσ.144-150.
27
Βλ. Kuhn 19963, σσ. 160-173.
28
Βλ. Braudel (2001) 2005, σ. 43.
29
Βλ. Braudel (2001) 2005, σσ.79-85 και 92-94.

12
οικονομία, η δημογραφία και οι συλλογικές νοοτροπίες (mentalites) ή αλλιώς ο
διανοητικός εξοπλισμός των ανθρώπων της κοινωνίας ενός πολιτισμού. Αυτές οι
νοοτροπίες προσανατολίζουν τις επιλογές, τις τοποθετήσεις και τις
προκαταλήψεις μιας κοινωνίας. Επίσης, οφείλονται σε πανάρχαιες κληρονομιές,
πεποιθήσεις και ανησυχίες30 [Εδώ να παρατηρήσουμε πως αργότερα
δημιουργήθηκε στην Γαλλία ρεύμα στους κύκλους των ιστορικών που
εξειδικεύτηκε στην ιστορία των συλλογικών νοοτροπιών (histoire des mentalites).
Η εξειδίκευση αυτή στη Γαλλία επηρέασε σημαντικά στο να δημιοργηθεί και στα
αγγλικά πανεπιστήμια ένας κλάδος στην επιστήμη της ιστορίας η ¨ιστορία της
διανόησης¨ (intellectual history) ή αλλιώς η ¨ιστορία των ιδεών¨ (history of ideas)].

JOHN L. AUSTIN
Ο Austin, γλωσσικός φιλόσοφος που δίδαξε στην Οξφόρδη στο έργο του
¨How to do things with words¨ υποστήριξε πως είναι λάθος να πιστεύουμε πως οι
προτάσεις που γράφουμε σ’ ένα κείμενο δηλώνουν μόνο γεγονότα και
αξιολογούν πράγματα και καταστάσεις. Αντίθετα, θεωρούσε πως πέρα απ΄ αυτές
τις ιδιότητες οι εκφράσεις και ο λόγος, γενικά, είναι πράξεις, ενεργήματα. Μ’ αυτό
ο Austin ήθελε να πει πως, όταν προβαίνουμε σε μια πράξη, δεν περιγράφουμε
απλώς κάτι αλλά κυρίως πραγματοποιούμε δραστηριότητες, κάνουμε πράγματα.
Για παράδειγμα, όταν κάποιος λέει σε κάποιον άλλον ¨Σε προειδοποιώ…¨, δεν
δηλώνει απλώς κάτι αλλά προβαίνει και σε μια πράξη αυτήν της
προειδοποίησης31. Άρα, για τον Austin οι εκφράσεις δεν είναι μόνο περιγραφικές
και αξιολογικές αλλά και εκτελεστικές (performative). Ο Austin διέκρινε, στη
συνέχεια, πως στις εκφράσεις υπάρχουν διάφορα ενεργήματα που αποτελούν
προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτού που αποκαλεί ο Austin λέκτημα
(locution). Τα σημαντικότερα από αυτά τα ενεργήματα είναι το ενδολεκτικό και το
περιλεκτικό. Το ενδολεκτικό ενέργημα (illucotionary act) σημαίνει να
χρησιμοποιήσουμε μια φράση με συγκεκριμένη δύναμη. Το ενδολεκτικό
ενέργημα είναι μια πράξη εκτελεσμένη με το να εκφέρουμε φραστικά κάτι. Για

30
Βλ. Braudel (2001) 2005, σσ.60-78.
31
Βλ. Austin 20002, σ.116.

13
παράδειγμα, ενδολεκτικά ενεργήματα είναι το να απευθύνουμε μια ερώτηση, να
δίνουμε μια διαταγή, να υποσχόμαστε κάτι. Το περιλεκτικό ενέργημα
(perlucotionary act) το οποίο σημαίνει πως με τη φράση που εκφέρουμε
προκαλούνται κάποιες συνέπειες, για παράδειγμα, όταν διατάζουμε κάποιον,
αυτός να παρεξηγηθεί32. Οι απόψεις του John Austin βοήθησαν σημαντικά τον
Quentin Skinner να κατανοήσει την πρόθεση του συγγραφέα ενός κειμένου
πολιτικής θεωρίας.

ALASDAIR MACINTYRE
Ένας άλλος φιλόσοφος που επηρέασε τον Quentin Skinner ήταν ο Alasdair
MacIntyre. O MacIntyre ασχολήθηκε κυρίως με την ανάλυση των ηθικών αρετών.
Ο MacIntyre επιχείρησε να δείξει πως εξελίχθηκε ιστορικά η ηθική κυρίως για να
κατανοήσει καλύτερα κάποιες ηθικές έννοιες που δύσκολα ερμηνεύονται και είναι
διφορούμενες. Το πόρισμα της έρευνάς του ήταν πως κατά την διάρκεια της
ιστορίας υπήρχαν κάποιες ηθικές παραδόσεις που βρίσκονταν σε διαρκή
διαμάχη και προσθέτει στη συνέχεια πως αυτή η διαμάχη μεταξύ ηθικών
παραδόσεων θα συνεχίζει να υφίσταται και στο μέλλον. Προς το παρόν η ηθική
παράδοση που επικρατεί είναι η αριστοτελική ηθική σύμφωνα με την ερμηνεία
που της έδωσε ο Θωμάς ο Ακινάτης33.

EMOTIVISM
Οι ρίζες του συναισθηματισμού ανάγονται στο φιλόσοφο David Hume που
είχε γράψει πως η ηθικότητα καθορίζεται από το συναίσθημα. Στη συνέχεια, ο
A.J. Ayer έγραψε στο έργο του ¨Language, truth and logic¨ πως οι ηθικές
προτάσεις είναι στην ουσία ψευτο-προτάσεις εννοώντας μ’ αυτό πως δεν είναι
ούτε αξιολογικές προτάσεις ούτε βεβαιώσεις αλλά απλώς εκφράσεις. Επίσης,
παρατήρησε πως οι ηθικές προτάσεις στην ουσία εκφράζουν ανθρώπινες
συμπεριφορές και συναισθήματα. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά της
βαρεμάρας μπορεί να εκφραστεί είτε μέσω του προφορικού λόγου με τη φράση

32
Βλ. Austin 20002, σσ.109-120.
33
Βλ. Clayton 2006.

14
¨Βαριέμαι¨ είτε με τον τόνο της φωνής και τη γλώσσα του σώματος34. Μ’ αυτήν
την ιδέα του Ayer συμφώνησε ο John Dunn.
Επίσης, ο John Dunn ενστερνίστηκε και τις αποψεις του C.L. Stevenson. Ο
C.L. Stevenson στο βιβλίο του ¨Ethics and language¨το 1944 επεσήμανε πως μια
ηθική πρόταση εκτός του ότι εκφράζει συναισθήματα και συμπεριφορές διαθέτει
και μια υφέρπουσα προστακτική λειτουργία που σκοπό έχει να αλλάξει και τη
συμπεριφορά του ακροατή του. Για παράδειγμα, αν πει κάποιος ¨Αυτό είναι
καλό¨ σε κάποιον, σημαίνει, πρώτον, ότι ¨Αυτό το εγκρίνω¨ αλλά και, δεύτερον,
ότι ¨Κάν’ το και εσύ¨35. Επίσης, να προσθέσουμε πως ο Stevenson υποστηρίζει
πως η καλύτερη τεχνική πειθούς είναι αυτή που στηρίζεται σε επιχειρήματα που
χρησιμοποιούν λέξεις και φράσεις συναισθηματικά φορτισμένες. Τέτοιες λέξεις
είναι, για παράδειγμα, η ¨δημοκρατία¨ και ο ¨δικτάτορας¨ που είναι φορτισμένες
συναισθηματικά ή ερωτήσεις όπως ¨Πως θα αισθανόσουν, αν ήσουν στη θέση
του;¨36.

4.2. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE

Οι διανοητές της σχολής του Cambridge αρχικά ασκούν κριτική στους μέχρι
τότε μελετητές της πολιτικής φιλοσοφίας. Θεωρούν πως η μεθοδολογία τους ήταν
α-ιστορική. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνη την εποχή, δηλαδή, τη
δεκαετία του’50 επικρατούσε η αναλυτική και γλωσσική φιλοσοφία των
Wittgenstein και Austin37. Κρίσιμη καμπή στην αλλαγή αυτής της νοοτροπίας στο
χώρο της μεθοδολογίας ως προς τη μελέτη των κειμένων των πολιτικών
φιλοσόφων απετέλεσε ένα σεμινάριο που διεξήγαγε ο καθηγητής Peter Laslett
στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Ο Laslett ισχυριζόταν στα μαθήματά του πως
η πολιτική φιλοσοφία πέθανε και πως αντί αυτής θα έπρεπε να κάνουμε ιστορία
των ιδεών. Μ’ αυτό εννοούσε πως θα πρέπει να προσεγγίζουμε τα κείμενα
πολιτικών θεωριών ως ιστορικά έργα και, άρα, να τα ερμηνεύουμε σύμφωνα με

34
Βλ. Macdonald 2005.
35
Βλ. Stevenson 1944, σσ.21-28.
36
Βλ. Stevenson 1944, σσ. 115-129.
37
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.3.

15
τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν. Μάλιστα
εξέδωσε το 1960 και το βιβλίο του John Locke ¨Two treatises of Government¨ με
μια εκτενή εισαγωγή στην οποία ο Laslett ερμήνευε τις πολιτικές απόψεις του
John Locke σύμφωνα με το πολιτικό πλαίσιο της εποχής του διαπιστώνοντας
πως ο Locke το έγραψε πριν από την ¨Ένδοξη επανάσταση¨. Αργότερα,
εξέδωσε το 1957 το ¨Philosophy, politics and society¨ όπου διάφοροι μαθητές
του όπως ο Skinner και ο Dunn έγραψαν άρθρα που πρότειναν μία νέα
προσέγγιση των ιστορικών κειμένων της πολιτικής θεωρίας38.
Επίσης, οι διανοητές της σχολής του Cambridge θεωρούν πως ο ιστορικός
των ιδεών και της πολιτικής σκέψης πρέπει να προσεγγίζει τα κείμενα των
πολιτικών φιλοσόφων ως ιστορικά κείμενα. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να
επικεντρωνόμαστε στη μελέτη των έργων των πιο κύριων πολιτικών στοχαστών
αλλά όλων.
‘Ένα, ακόμα, καθοριστικό σημείο που διακρίνει τους εκπροσώπους της
σχολής του Cambridge είναι πως τα ιστορικά κείμενα και ειδικά τα κείμενα
πολιτικής σκέψης δεν απαντούν σε διαχρονικά ανθρώπινα ερωτήματα ούτε
προσπαθούν να βρουν λύσεις σε διηνεκή προβλήματα που ταλανίζουν την
ανθρωπότητα. Έχοντας εμφανώς επηρεαστεί από τις απόψεις του Άγγλου
φιλόσοφου R.G. Collingwood οι διανοητές της σχολής του Cambridge ως
ιστορικοί που είναι θέλουν να προσεγγίζουν τα κείμενα με ιστορικό τρόπο, με
ιστορική μέθοδο39. Αυτό θα το καταφέρουν, αν εντάξουν τα κείμενα στο ιστορικό
τους πλαίσιο. Μ’ αυτό ο Skinner θέλει να πει πως κάθε κείμενο απαντά σε
ξεχωριστά, διαφορετικά ερωτήματα40. Κάθε κείμενο προσπαθεί να βρει λύση σε
διαφορετικό πρόβλημα, δηλαδή, σ’ ένα πρόβλημα της σύγχρονης εποχής του.
Άρα, η ενδεδειγμένη μέθοδος για τον ιστορικό μελετητή είναι να θέτει κάθε φορά
διαφορετικό ερώτημα σε κάθε κείμενο προσπαθώντας έτσι να καταλάβει σε ποια
ερωτήματα απαντά και σε ποια προβλήματα της σύγχρονης κοινωνικής
πραγματικότητας του προσπαθεί να βρει λύσεις. Ο ιστορικός μελετητής και πιο
συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας ο ιστορικός των ιδεών προχωρά στη μελέτη

38
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ2.
39
Βλ. Skinner 2008, σ.35.
40
Βλ. Skinner (1978) 1990, σ. xiii.

16
των κειμένων πολιτικής θεωρίας θέτοντας πάντα ερωτήματα διαφορετικά σε κάθε
περίσταση41.
Ο Pocock θεωρεί πως αντικείμενο μελέτης του ιστορικού της πολιτικής
σκέψης δεν είναι η δράση των ιστορικών ατόμων αλλά η σκέψη τους που
αποτελεί μια διαδικασία αφαίρεσης ιδεών από την παράδοση συμπεριφοράς σε
μία κοινωνία42. Η σκέψη, λοιπόν, για τον Pocock αποτελεί τη γλώσσα της
παράδοσης που πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε43. Στο ίδιο μήκο κύματος με
το Νεοζηλανδό ιστορικό, ο Dunn θεωρεί πως η ιστορία στην ουσία είναι η ιστορία
της ανθρώπινης δράσης. Λέγοντας, όμως, δράση ο Άγγλος ιστορικός θεωρεί
πως δραστηριότητα ανθρώπινη είναι και η σκέψη και η ομιλία. Άρα, μελετάμε και
την ιστορία της σκέψης44.
Επιπλέον, να προσθέσουμε πως οι διανοητές της σχολής του Cambridge και
κυρίως οι Skinner, Dunn, Ashcraft και Coleman διαχωρίζουν τη θέση τους από τη
νατουραλιστική θεώρηση της ιστορίας. Αντίθετα, συνασπίζονται με την
ιδεαλιστική και ερμηνευτική παράδοση. Για τον Skinner σκοπός των ιστορικών
δεν είναι η αναζήτηση της αιτίας των γεγονότων. Η επιστήμη της ιστορίας δεν
έχει ως αντικείμενο την εξαγωγή νόμων και αιτιών των ιστορικών συμβάντων.
Αυτή η θετικιστική θεώρηση της ιστορίας με κύριο εκπρόσωπο τον C. Hempel
δεν βρίσκει σύμφωνο τον Skinner. Αντίθετα, ο Άγγλος ιστορικός πιστεύει πως
αντικείμενο της επιστήμης της ιστορίας είναι η ερμηνεία των ανθρώπινων
πράξεων. Για να καταφέρουμε, όμως, να ερμηνεύσουμε τις ιστορικές πράξεις δεν
πρέπει να ολισθήσουμε στην εμπειρική εξήγηση με την ανεύρεση νόμων που θα
επαληθεύουν στο παρόν και στο μέλλον οποιαδήποτε παρόμοια πράξη.
Σε αντίθεση με τον Skinner και τους υπόλοιπους εκπροσώπους της σχολής
του Cambridge, ο Pocock αξιολογεί θετικά και κατ’ επέκταση δέχεται τη
συνεισφορά του υποθετικοπαραγωγικού συλλογισμού στη μεθοδολογία του. Ο
Pocock πιστεύει πως ο μελετητής των κειμένων κάνει πάντα υποθέσεις για το
κείμενο που μελετά που ανάλογα διαψεύδονται ή επαληθεύονται. Για

41
Βλ. Skinner 2008, σ.33.
42
Βλ. Pocock 1964, σ.190.
43
Βλ. Pocock 1964, σ.195.
44
Βλ. Dunn 1980, σσ.15-16.

17
παράδειγμα, υποθέτει πως θα υπήρχε ένα συγκεκριμένο μοντέλο κοινωνίας και
κοινωνικής δομής που θα ευνοούσε τη χρήση της συγκεκριμένης γλώσσας και
που θα επέτρεπε τη χρήση τέτοιων ιδιωμάτων και, γενικά, τέτοιου λεξιλογίου.
Έπειτα, ανατρέχει στο κείμενο συνδυάζοντάς το με το πολιτικό και κοινωνικό
πλαίσιο και, αν διαπιστώσει πως δεν επαληθεύεται η υπόθεσή του, τότε κάνει
περαιτέρω έρευνα πάνω στις γλωσσικές συμβάσεις και στο ιστορικό πλαίσιο
εκείνης της εποχής45. Με τον τρόπο αυτό ο Pocock προσπαθεί να εξάγει
νόμους46. Με τους νόμους θα διαπιστώσει ποιό ήταν το παράδειγμα της κάθε
εποχής. Με τον όρο παράδειγμα, όμως, εδώ ο Pocock εννοεί το γλωσσικό
παράδειγμα, δηλαδή, τη γλώσσα που επικρατεί εκείνη την εποχή, τις γλωσσικές
συμβάσεις, την ιδιαίτερη χρήση των ιδιωμάτων και του λεξιλογίου εκείνης της
εποχής. Τα παραδείγματα αυτά ο Pocock τα ονομάζει ¨verba¨ σε αντιπαράθεση
με τα ¨exempla¨ του Kuhn47. Με τα παραδείγματα αυτά ο Pocock καταλαβαίνει
τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν κάποιες εκφράσεις και προτάσεις και για
αυτό, εξάλλου, μελετά και το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο σε δεύτερο στάδιο,
γιατί, έτσι, διαπιστώνει πως αυτά τα παραδείγματα το πολιτικού λόγου που
ορθώνονται μέσα από τα κείμενα πολιτικής θεωρίας διαμορφώνονται μέσα σε
συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες καθώς προκαλούνται απ΄ αυτές και είναι
μεταβλητά ανάλογα με την κοινωνική θέση αυτών που εκφράζουν τα
συγκεκριμένα ιδιώματα και υιοθετούν ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο.
Αντίθετος σ’ αυτό το σημείο με τις απόψεις του Pocock, ο Skinner πιστεύει
πως τις ιστορικές πράξεις μόνο να τις ερμηνεύσουμε μπορούμε και στη συνέχεια
να τις κατανοήσουμε. Στόχος, λοιπόν, του ιστορικού είναι να προσπαθήσει να
κατανοήσει το ιστορικό πραχθέν και γενικά την ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι,
θα λέγαμε πως ο Skinner συντάσσεται με την ιδεαλιστική και ερμηνευτική
παράδοση στη φιλοσοφία της ιστορίας που ξεκίνησε με τον Γερμανό Wilhelm
Dilthey και συνδέει το αντικείμενο έρευνας της ιστορίας με την καλύτερη
κατανόηση (verstehen) των ιστορικών πράξεων48. Επίσης, ο Skinner

45
Βλ. Pocock (1960) 1989, σσ. 35-37.
46
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.35.
47
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.14.
48
Βλ. Skinner 2008, σσ. 226-233 και ιδ. 1972, σσ.136-157.

18
εναντιώνεται σε κάθε μορφή ιστορικής αφήγησης συμβάντων. Θεωρεί πως ο
ιστορικός πρέπει να απομακρυνθεί από τη λατρεία του γεγονότος. Επιπλέον,
κατηγορεί παλιότερους ιστορικούς όπως τον Geoffrey Elton που παρότρυναν
τους μαθητές τους να αποκαταστήσουν την ιστορική πραγματικότητα και αλήθεια.
Για αυτούς η ιστορική αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εμπειρική συλλογή
τεκμηρίων που θα μπορούσαν να συνδυαστούν με τον κατάλληλο τρόπο και θα
απέδιδαν, στη συνέχεια, την εικόνα του ιστορικού παρελθόντος με ακρίβεια
(scissors and paste history). Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατό για τον Skinner καθώς
θεωρεί πως ποτέ δεν έχουμε αρκετά ιστορικά τεκμήρια για να αποδώσουμε
επακριβώς την ιστορική πραγματικότητα αλλά και αυτά τα τεκμήρια που φτάνουν
στα χέρια μας δεν μας αποκαλύπτουν ξεκάθαρα και αμέσως το νόημα τους και
επομένως χρήζουν πολλαπλής ερμηνείας49.
Έπειτα, ένα άλλο χαρακτηριστικό που βρίσκει σύμφωνους όλους τους
διανοητές της σχολής του Cambridge είναι η άποψη πως, πριν ένας ιστορικός
προχωρήσει στη μελέτη ενός κειμένου πολιτικής θεωρίας, θα πρέπει να
συνειδητοποιήσει πρώτα πως είναι ιδεολογικά προκατειλημμένος50. Αυτό γίνεται,
γιατί κάθε ιστορικός και μελετητής κειμένων είναι προϊόν της δικής του εποχής.
Άρα, πολλές φορές εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να τονίζει κάποια σημεία του έργου
που μελετά που σχετίζονται με το δικό του πολιτισμό, με το δικό του ¨ορίζοντα¨
όπως θα έλεγε ο Georg Gadamer.
Στη συνέχεια, o Skinner παρατηρεί κάποια ατοπήματα και λάθη στα οποία
παγιδεύονταν μέχρι τότε οι ιστορικοί στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τα
γραπτά κείμενα που αποτελούν την κύρια πηγή τεκμηρίων για αυτό που συνέβη
στο παρελθόν. Αυτά τα ατοπήματα τα χαρακτηρίζει μυθολογίες51. Παρατηρεί πως
υπάρχουν τρείς τέτοιες μυθολογίες. Πρώτη μυθολογία είναι αυτή της
διδασκαλιών52. Για τον Skinner ένα λάθος των ιστορικών της πολιτικής σκέψης
μέχρι τότε ήταν ότι ξεχώριζαν κάποιους πολιτικούς φιλοσόφους από το παρελθόν
καθώς σύμφωνα με την κρίση τους αποτελούσαν πρωτεργάτες μιας καινούργιας

49
Βλ. Skinner 2008, σσ. 38-68.
50
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.9.
51
Η απόδοση των όρων στα ελληνικά όσον αφορά τις απόψεις του Quentin Skinner ακολουθεί την
μετάφραση του Γιώργου Καράμπελλα (Βλ. Skinner 2008, σσ. 9-14 σημείωμα του μεταφραστή)
52
Βλ. Skinner 2008, σσ. 120-121 και ιδ. 1969, σ.7.

19
πρωτότυπης ιδέας. Για παράδειγμα τέτοιοι πολιτικοί φιλόσοφοι ήταν ο Πλάτων, ο
Αριστοτέλης, ο Machiavelli, ο Hobbes και άλλοι. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως,
παραμελούνταν και, επομένως, υποβιβάζονταν στην εκτίμηση των ιστορικών οι
υπόλοιποι φιλόσοφοι. Έτσι, μ’ αυτήν τη μυθολογία δινόταν έμφαση θα λέγαμε σε
συγκεκριμένους πολιτικούς στοχαστές που χαρακτηρίζονταν μεγάλοι και, επίσης,
στα διδάγματά τους που αποτελούσαν καινοτομίες και γενικά ρηξικέλευθες ιδέες.
Δεύτερη μυθολογία ήταν αυτή της συνοχής53. Πολλές φορές οι ιστορικοί της
πολιτικής σκέψης μη μπορώντας να κατανοήσουν ένα κείμενο ενός πολιτικού
στοχαστή κατέβαλλαν προσπάθειες να το συνδέσουν με τα υπόλοιπα έργα του
στοχαστή αποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τη χαμένη συνοχή. Πολλές φορές
ενέπιπταν σ’ αυτό το ατόπημα από τη βαθιά πίστη τους πως αυτή η ασάφεια
μεταξύ ενός κειμένου σε σχέση μ’ ένα άλλο οφειλόταν στο γεγονός ότι μας
χάθηκαν κάποια έργα αυτού του φιλοσόφου που θα μας αποκαθιστούσαν τη
συνέχεια του νοήματος από το ένα κείμενο στο άλλο. Παράλληλα, για τον Skinner
υφίστατο και μια τρίτη μυθολογία αυτή της πρόληψης54. Αυτή είχε ως
αποτέλεσμα ένας ιστορικός μελετητής όντας προκατειλημμένος να θεωρεί για
παράδειγμα πως τα κείμενα του Rousseau αποτελούσαν το γόνιμο έδαφος μέσα
από το οποίο ωρίμασε θεωρητικά ο ολοκληρωτισμός και ο φασισμός. Έπειτα, ο
Skinner παρατηρεί πως αναπόφευκτο σύμπτωμα και αποτέλεσμα της
μυθολογίας της πρόληψης αποτελεί η μυθολογία της παροχής. Μ’ αυτή ο Άγγλος
ιστορικός παρατηρεί πως πολλές φορές οι μελετητές των κειμένων πολιτικής
θεωρίας αποδίδουν όρους και έννοιες σε προγενέστερους πολιτικούς στοχαστές
που δεν ευσταθούν. Για παράδειγμα, πολλοί μελετητές απέδιδαν στον John
Locke τη νοητική σύλληψη αυτού που ονομάζεται σήμερα συναινετική
κυβέρνηση. Όμως, μια προσεκτικότερη ανάγνωσή των κειμένων του Locke μας
οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτό δεν ισχύει55. Ο Skinner θεωρούσε πως ο
λόγος που υπάρχουν όλες αυτές οι μυθολογίες είναι το γεγονός πως οι ιστορικοί
μελετητές των κειμένων πολιτικής θεωρίας είναι προϊόντα της δικής τους εποχής,

53
Βλ. Skinner 2008, σσ. 133-134 και ιδ 1969, σ.16.
54
Βλ. Skinner 2008, σ.142 και ιδ 1969, σσ.22-23.
55
Βλ. Skinner 2008, σ.149, ιδ. 1969, σσ.24-28 και Tarcov 1982, σ.695.

20
και, αρά, προκατειλημμένοι με τις αξίες, τις ¨αλήθειες¨, τις κοινωνικές παραδοχές
και τις προσλαμβάνουσες της δικής τους εποχής56.
Στη συνέχεια, ο Skinner διερωτάται και προσπαθεί να καταλάβει για ποιο λόγο
κάποιοι πολιτικοί στοχαστές του παρελθόντος διατύπωσαν στα κείμενά τους
απόψεις που στη σημερινή μας εποχή θα θεωρούνταν ασυναρτησίες και κατ’
επέκταση μη αληθείς απόψεις. Ο Skinner βρίσκει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα
ξεφεύγοντας από τη νοητική παγίδα της προσπάθειας μας να ερμηνεύσουμε μια
πρόταση με το κριτήριο της αλήθειας. Αντίθετα, ο Skinner προχωρά ένα βήμα
παραπέρα και προσπαθεί να ερμηνεύσει τέτοιες προτάσεις και απόψεις
σύμφωνα με το κριτήριο της ορθολογικότητας. Όμως, πιο συγκεκριμένα, το
κριτήριο της ιστορικής ορθολογικότητας, δηλαδή, της ορθολογικότητας σύμφωνα
με τα κριτήρια της εποχής που διατυπώθηκε και όχι με τα κριτήρια της δικής μας
εποχής. Αν το καταφέρει αυτό, τότε θα καταλάβει, θα κατανοήσει τι ήταν αυτό
που ώθησε ένα στοχαστή εκείνης της εποχής να διατυπώσει μια άποψη, μια
σκέψη που εκ πρώτης όψεως δεν έστεκε λογικά57. Άρα, οφείλει να καταλάβει
ποια ήταν τα κριτήρια ορθολογικότητας της εποχής εκείνης. Σ’ αυτήν τη νοητική
επιχείρηση βρήκε βοήθεια και λύσεις σ’ ορισμένα πορίσματα του David Bloor
εκπρόσωπου της λεγόμενης ¨σχολής του Εδιμβούργου¨. Για τον Bloor
απαραίτητη προϋπόθεση για να προσεγγίσουμε τα ιστορικά κείμενα αποτελούν
ορισμένες απαιτήσεις όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλεί. Πρώτον, υποστηρίζει
πως προϋποτίθεται η απαίτηση της αμεροληψίας58. Μ’ αυτή, ο Bloor διατείνεται
πως ο μελετητής οφείλει να μελετά τα κείμενα χωρίς να είναι προδιατεθειμένος
και προκατειλημμένος. Επίσης, μια άλλη απαίτηση είναι αυτή της συμμετρίας59.
Έχοντας αυτή ως προϋπόθεση ο ερευνητής δεν προβαίνει να χαρακτηρίσει μια
πεποίθηση ως περισσότερο ιδεολογική από μια άλλη. Για το μελετητή κάθε
πεποίθηση έχει κοινωνικά αίτια. Έπειτα, ο Skinner ισχυρίζεται πως πέρα από
αυτές τις δύο απαραίτητες απαιτήσεις οφείλει ο ιστορικός μελετητής να
διακρίνεται από άλλες τρεις αρχές. Ο Άγγλος ιστορικός χαρακτηριστικά αναφέρει,

56
Βλ. Skinner 2008, σ.33.
57
Βλ. Skinner 2008, σσ.68-76.
58
Βλ. Skinner 2008, σ.79.
59
Βλ. Skinner 2008, σ.80.

21
πρώτον, πως ο ιστορικός ερευνητής πρέπει να ακολουθεί μια σύμβαση
ειλικρίνειας60 απέναντι στους λαούς των οποίων τις πεποιθήσεις προσπαθεί να
κατανοήσει καθώς πρώτη δουλειά είναι προφανώς να εξακριβώσει τι πιστεύουν.
Δεύτερον, ο μελετητής οφείλει να παίρνει θα λέγαμε κατά κάποιο τρόπο ¨τοις
μετρητοίς¨ αυτά που πιστεύει ως ορθολογικά ο συγγραφέας ενός κειμένου61. Αν
δεν το κάνει αυτό ο μελετητής, τότε σίγουρα δεν θα μπορέσει να καταλάβει
ακριβώς τα γραπτά. Έτσι, για παράδειγμα, αν ένας πολιτικός φιλόσοφος του
παρελθόντος πιστεύει ότι υπάρχουν μάγισσες στον κόσμο, τότε δουλεία του
ερευνητή είναι να αποδεχτεί αυτήν την πρόταση ως αληθή και να προσποιηθεί
πως όντως υπήρχαν μάγισσες. Τρίτη αρχή είναι να εντάξουμε το κείμενο του
πολιτικού στοχαστή του οποίου τς πεποιθήσεις προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε
μέσα στα διανοητικά τους συμφραζόμενα62. Μ’ αυτές τις αρχές ο Skinner πιστεύει
πως θα μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα μια πεποίθηση, μια άποψη που
διατυπώνεται μέσα σ’ ένα ιστορικό κείμενο και να συλλάβει την ορθολογικότητά
του, μια ορθολογικότητα που υπαγορεύεται αν εντάξουμε και εξετάσουμε το
κείμενο ως προϊόν της εποχής του και των πεποιθήσεων για τον κόσμο εκείνης
της περιόδου. Πέρα, όμως, από αυτήν τη διαπίστωση ο Άγγλος ιστορικός
προτείνει και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα την επιρροή του από τον
Άγγλο φιλόσοφο Collingwood πως ο ιστορικός μελετητής πρέπει να μάθει να
σκέπτεται όπως σκέπτονταν οι πρόγονοί μας, να βλέπει τα πράγματα όπως τα
έβλεπαν αυτοί. Άρα, να ακολουθήσει τον τρόπο συλλογισμού τους για να
καταλάβει τον κόσμο τους. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να παρατηρεί
τα πράγματα όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ¨με τον τρόπο τους¨63.
Έπειτα, ο Skinner παρατηρεί πως στόχος του ιστορικού των ιδεών είναι,
πρώτον, να συλλάβει το νόημα του κειμένου και, δεύτερον, την πρόθεση του
συγγραφέα του κειμένου. Όμως, ενώ και τα δυο αποτελούν στόχο για το
μελετητή, σύμφωνα με τον Skinner απαραίτητη προϋπόθεση για να
κατανοήσουμε το νόημα του κειμένου αποτελεί η κατανόηση των προθέσεων του

60
Βλ. Skinner 2008, σ.90.
61
Βλ. Skinner 2008, σ.90.
62
Βλ. Skinner 2008, σ.92.
63
Βλ. Skinner 2008, σ.101.

22
συγγραφέα του κειμένου. Χωρίς το δεύτερο δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το
πρώτο64. Σ’ αυτήν τη διαπίστωση έγκειται η πρωτοτυπία του Άγγλου ιστορικού. Ο
Skinner θέλει για να καταλάβει το νόημα ενός κειμένου και πιο χαρακτηριστικά
ενός κειμένου πολιτικής θεωρίας να εντάξει, θα λέγαμε, το κείμενο στο πλαίσιο
της πρόθεσης του συγγραφέα του κειμένου. Ο Άγγλος ιστορικός θεωρεί πως για
να καταλάβουμε, για παράδειγμα, ένα κείμενο ενός πολιτικού στοχαστή χρήσιμο
θα ήταν πρώτα να διαπιστώσουμε, αν ο συγγραφέας έγραψε το κείμενο
διακείμενος από το συναίσθημα του φθόνου. Αυτή η διαπίστωση θα μας
διαφωτίσει περισσότερο σχετικά με το νόημα του κειμένου και συγκεκριμένα στο
τι επιδίωκε με τη συγγραφή αυτού του κειμένου όπως το να κατηγορήσει κάποιον
ή να λοιδορήσει κάποιον που τον φθονούσε. Άρα, το, αν ένας συγγραφέας
ειρωνευόταν, αστειευόταν ή ασκούσε πολεμική σε μια θεωρία, αποτελεί και
απαραίτητη προϋπόθεση αλλά και διαφωτίζει περισσότερο την περαιτέρω
κατανόηση του νοήματος ενός κειμένου65. Σ’ αυτό το σημείο να σημειώσουμε
πως για τον Skinner εξίσου σημαντική είναι και η διερεύνηση των κινήτρων του
συγγραφέα που τα θεωρεί διαφορετικά από τις προθέσεις χωρίς, όμως, να τους
αποδίδει την ίδια βαρύτητα για την κατανόηση των πεποιθήσεων και του
νοήματος ενός κειμένου66.
Επικριτική στάση στην άποψη του Skinner για την σημασία της πρόθεσης του
συγγραφέα για την κατανόηση του κειμένου ασκήθηκε από τον J.G.A. Pocock. Ο
Νεοζηλανδός ιστορικός παρατηρεί πως η προσπάθεια του Skinner να εστιάσει
την προσοχή του στην αποκάλυψη των προθέσεων του συγγραφέα υπήρξε
καταστροφική και ανέφικτη. Για τον Pocock το νόημα που ο συγγραφέας του
έργου είχε στο μυαλό του να μεταδώσει μέσω του κειμένου του τίθεται σε
αμφιβολία . Άρα, θεωρεί πως η ανεύρεση της πρόθεσης του συγγραφέα είναι
ανέφικτή για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί ο συγγραφέας μπορεί να μην είχε
κάποια πρόθεση καθόλου στο μυαλό του, όταν έγραφε ένα κείμενο. Δεύτερον,
μπορεί αυτό που έγραψε να προκάλεσε πολλά αποτελέσματα. Τρίτον, να μην
τελείωσε αυτό που είχε στο μυαλό του. Τέταρτον, ενδέχεται να εννοούσε

64
Βλ. Skinner 2008, σ.205.
65
Βλ. Skinner 2008, σ.179.
66
Βλ. Skinner 2008, σσ. 181-182.

23
περισσότερα από αυτά που έγραψε. Πέμπτον, μπορεί να έγραψε περισσότερα
από ο,τι εννοούσε και, έκτον, ενδέχεται να έδωσε στο κείμενό του κάποια
νοήματα των οποίων δεν είχε συνείδηση ότι αποδίδει στο κείμενο που γράφει67.
Με την άποψη του Pocock συμφωνεί και ο Dunn. Ο Άγγλος ιστορικός
διατείνεται πως δεν είναι δυνατή η σύλληψη ακριβώς της πρόθεσης του
συγγραφέα μέσω των προτάσεων του κειμένου του. Αυτό οφείλεται είτε, επειδή ο
συγγραφέας του κειμένου δεν απέδωσε το νόημα που προτίθετο να αποδώσει
στο κείμενο είτε, γιατί απέτυχε να αποδώσει το νόημα που ήθελε στο κείμενο
εξαιτίας των περιορισμένων του λεξιλογικών δυνατοτήτων, όπως, για
παράδειγμα, να αποδώσει σε μια λέξη που δεν κατάλαβαινε καλά τη σημασία της
ένα άλλο νόημα (malapropism) είτε, γιατί υποκρινόταν και εσκεμμένα πέρασε
άλλο μήνυμα από αυτό που πραγματικά είχε πρόθεση68.
Στη συνέχεια, ο Pocock δηλώνει πως αυτό που έχει να κάνει ο ιστορικός
μελετητής είναι να μην επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του στο
προσωπικό εκφραστικό στυλ του συγγραφέα του έργου που μελετά αλλά να
αποκαλύψει το γλωσσικό πλαίσιο του κειμένου ερευνώντας και απομονώντας τα
ιδιώματα, το λεξιλόγιο, τα ρητορικά τεχνάσματα, τη γραμματική και γενικά τους
τρόπους του γραπτού λόγου με τους οποίους κάποιος συγγραφέας εκφράζεται69.
Ο ιστορικός οφείλει να αποκαλύψει τη σχέση της έκφρασης της σκέψης ενός
συγγραφέα με τη γλώσσα δηλαδή το σύστημα διαρθρωμένων ήχων70. Αυτό
γίνεται, γιατί κάθε άνθρωπος, όταν γράφει ένα κείμενο είτε είναι επίσημο έγγραφο
είτε είναι ανεπίσημο, πάντα ακολουθεί τους επικρατούντες κανόνες που του
επιβάλλει η γλώσσα της εποχής του. Εξάλλου, σε κάθε γλώσσα υπάρχουν
κάποιες συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες όλοι πρέπει να γράφουν τα γραπτά
τους κείμενα για να γίνονται κατανοητοί από τους αναγνώστες της εποχής τους.
Ο ιστορικός, λοιπόν, για τον Pocock είναι υποχρεωμένος, πρώτα, να
αποκαλύψει, να βρει, να καταλάβει τη ¨γλώσσα¨ στην οποία γράφει ένας
συγγραφέας. Ο Νεοζηλανδός ιστορικός, στη συνέχεια, προτείνει στο μελετητή

67
Βλ. Pocock (1985) 1995, σσ.4-7 και ιδ. (1960) 1989 σ.23.
68
Βλ. Dunn 1980, σ.21.
69
Βλ. Pocock (1987) 1990, σ.20 και ιδ. (1960) 1989, σ.12.
70
Βλ. Pocock (1985) 1995, σσ. 5-6.

24
των κειμένων να προχωρήσει σε λεπτομερή ανάγνωση και μελέτη όλων των
έργων του ίδιου συγγραφέα αλλά και γενικά των έργων της εποχής κατά την
οποία έγραψε ο συγγραφέας για να καταλάβει ποια ιδιώματα χρησιμοποιούνταν
εκείνη την εποχή και, επίσης, ποια ήταν η χρηστική τους σημασία εκείνη την
εποχή. Παρατηρούμε εδώ την επιρροή που δέχτηκε από το γλωσσικό φιλόσοφο
Wittgenstein καθώς προσπαθεί με τη μέθοδό του να αποκαλύψει τους κανόνες
με τους οποίους χρησιμοποιούνταν οι λέξεις σ’ ένα κείμενο.
Ωστόσο, ο Q. Skinner, από τη δική του οπτική γωνία, παρόλο που αποδέχεται
σε γενικές γραμμές τη μέθοδο του Pocock, ασκεί κριτική στο ρόλο που ο Pocock
αποδίδει στο γλωσσικό πλαίσιο. Πιστεύει πως ο Pocock τονίζει υπερβολικά τη
δύναμη της γλώσσας να καθορίζει τις σκέψεις μας σε αντίθεση με τη δική του
θεώρηση που θεωρεί τη γλώσσα ως μια πηγή χρήσιμων συμπερασμάτων71. Ο
Skinner, αντίθετα, επικεντρώνει την προσοχή του στη σύλληψη της πρόθεσης
του συγγραφέα όπως είπαμε πιο πάνω. Για να συλλάβει, όμως, την πρόθεση του
συγγραφέα ο Άγγλος ιστορικός εντάσσει το κείμενο σ’ ένα γλωσσικό πλαίσιο
διαφορετικό από αυτό που προτείνει ο Pocock. O Skinner προσπαθεί, για να
κατανοήσει ποια ήταν η πρόθεση του πολιτικού στοχαστή που έγραψε ένα
κείμενο, να εξάγει το τι ήθελε να κάνει ο συγγραφέας με το να γράψει αυτό το
κείμενο. Ο Άγγλος ιστορικός σαφώς επηρεασμένος από τη γλωσσική φιλοσοφία
του J.L. Austin που αναλύσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. σ.13) διαπιστώνει
πως οι ίδιες οι εκφορές, οι ίδιες οι προτάσεις μέσα στο κείμενο θα μας το
αποκαλύψουν, αν τις παρατηρήσουμε λεπτομερώς. Για το Skinner ο λόγος είναι
συγχρόνως και πράξη. Οι άνθρωποι με το να εκφέρουν κάποιες φράσεις
προβαίνουν και σε κάποιες πράξεις72. Για τον Άγγλο ιστορικό οι προτάσεις
διαθέτουν ομιλιακά ενεργήματα. Αυτά τα ομιλιακά ενεργήματα διακρίνονται σε
ενδολεκτικά και σε περιλεκτικά. Τα ενδολεκτικά ενεργήματα μας δείχνουν πως με
το να προφέρουμε κάτι ταυτόχρονα κάνουμε και κάτι, πράττουμε όπως, για
παράδειγμα, όταν λέμε ¨Σε διατάζω¨ προβαίνουμε στην πράξη της διαταγής ή
όταν λέμε ¨Ορκίζομαι¨ κατά τη διάρκεια της απονομής του τίτλου σπουδών μας,

71
Βλ. Koikkalainen and Syrjamaki 2002, σ.49.
72
Βλ. Skinner 2008, σ.189.

25
τότε αυτόματα εκτελούμε και μια πράξη αυτή του όρκου, δηλαδή, του να
δεσμευτούμε απέναντι στην κοινωνία πως θα την υπηρετούμε μέσω της
επιστήμης μας. Από την άλλη μεριά τα περιλεκτικά ενεργήματα μας δείχνουν το τι
προκαλείται, τι έπεται ως συνέπεια με το να εκφέρουμε μια φράση73. Έτσι, για
παράδειγμα, όταν λέμε σε κάποιον ¨Ξέρεις να διοικείς σωστά ένα ανθρώπινο
προσωπικό¨ επιφέρουμε τη συμπάθεια κάποιου προς εμάς. Επίσης, ο Skinner
ξεχωρίζει το ομιλιακό ενέργημα από την ομιλιακή ισχύ. Για τον Άγγλο ιστορικό μια
ενδολεκτική ισχύ δείχνει γενικά τον πόρο της γλώσσας. Για παράδειγμα, όταν
λέμε ¨Σε προειδοποιώ¨, δεν εκτελούμε μόνο ένα ενδολεκτικό ενέργημα αυτό της
προειδοποίησης αλλά και της πληροφόρησης74. Μέσα, λοιπόν, από τα
εμπρόθετα ομιλιακά ενεργήματα, μέσα από το επικοινωνιακό και γλωσσικό
πράττειν ο Skinner φιλοδοξεί να ρίξει φως στο ποια ήταν η πρόθεση του
συγγραφέα ενός κειμένου και κατ’ επέκταση να κατανοήσει καλύτερα το νόημα
του κειμένου.
Από την οπτική γωνία του John Dunn η γλώσσα αποτελεί ένα εργαλείο
χρήσιμο και απαραίτητο για την ανθρώπινη έκφραση. Αυτό οφείλεται στο
γεγονός πως μέσω της γλώσσας τα ανθρώπινα όντα μπορούν να
εξωτερικεύσουν τις εμπειρίες τους είτε αυτές είναι προσωπικές είτε κοινωνικές.
Ωστόσο, τον Dunn δεν τον απασχολούν ούτε τα ομιλιακά ενεργήματα που
προτείνει ως λύση ο Skinner για την αποκάλυψη της πρόθεσης του συγγραφέα
ενός κειμένου ούτε το γλωσσικό πλαίσιο όπως το εννοεί ο Pocock. Αντίθετα,
πιστεύει όπως και οι οπαδοί του συναισθηματισμού (Βλ. σ.14) πως οι προτάσεις
και ειδικά οι ηθικές προτάσεις μας αποτελούν εκφράσεις των συναισθημάτων και
των συμπεριφορών μας75.
Στη συνέχεια, οι διανοητές της σχολής του Cambridge εστιάζουν την προσοχή
τους στα ρητορικά σχήματα που υιοθετούν οι συγγραφείς κειμένων πολιτικής
θεωρίας. Τόσο ο Pocock όσο και ο Dunn θεωρούν πως αυτό είναι χρήσιμο για
την καλύτερη κατανόηση των κειμένων. Περισσότερο, ωστόσο, επικεντρώνεται
στην ανάλυση των ρητορικών τεχνασμάτων ο Skinner. Στόχος του Άγγλου

73
Βλ. Skinner 2008, σσ. 191-192.
74
Βλ. Skinner 2008, σ.199.
75
Βλ. Dunn 1985, σ.144.

26
ιστορικού είναι να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για τις προθέσεις των
συγγραφέων πολιτικής φιλοσοφίας. Έχοντας, λοιπόν, αυτόν το στόχο υπόψιν του
διευρύνει το γλωσσικό πλαίσιο που θα μας βοηθήσει για την κατανόηση των
προθέσεων ενός πολιτικού στοχαστή προσπαθώντας να εντοπίσει τα ρητορικά
τεχνάσματα που χρησιμοποιεί στο κείμενό του76. Ο Άγγλος ιστορικός πιστεύει
πως οι πολιτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι ήταν εξοικειωμένοι με τις ρητορικές
τεχνικές. Θεωρούσε πως αρκετά ιστορικά πρόσωπα που έγραφαν κείμενα
πολιτικής θεωρίας είχαν διδαχθεί τη ρητορική. Στα αρχαία χρόνια φιλόσοφοι
όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης γνώριζαν τη ρητορική τέχνη ενώ κατά τα
χρόνια του Μεσαίωνα πολιτικοί στοχαστές όπως ο Machiavelli είχαν από μικροί
μάθει την τέχνη της έκθεσης γραμμάτων και επίσημων εγγράφων (ars dictaminis
και ars notaris) μια τέχνη που ξεκίνησε από το Μεσαίωνα και απευθυνόταν
κυρίως σε αριστοκράτες και σε ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους για το πώς
να απευθύνονται γραπτώς σε ανωτέρους τους77. Ο Skinner επισημαίνει πως
διάφορες ρητορικές τεχνικές υιοθετούνταν από διάφορους συγγραφείς για να
εκφράσουν τις απόψεις τους στο χαρτί αλλά και πολλές φορές να περάσουν
τεχνηέντως χωρίς να γίνει αντιληπτό από πολλούς αυτό το νόημα που
πραγματικά ήθελαν να περάσουν μέσα από τα κείμενά τους. Έτσι, οι διάφοροι
συγγραφείς πολλές φορές χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους πειθούς όπως
την επίκληση στην αυθεντία, την επίκληση στο συναίσθημα78, τον επαγωγικό και
παραγωγικό συλλογισμό, τις αφηγήσεις και περιγραφές γεγονότων και
καταστάσεων, το χιούμορ79, την επίκληση στο προσωπικό κύρος αλλά και την
επίθεση στο κύρος του αντιπάλου για να πείσουν τους αναγνώστες τους ή για να
τους περάσουν το μήνυμα που επιθυμούσαν. Επίσης, χρησιμοποιούσαν τη
μέθοδο της ειρωνείας80. Μ’ αυτή άλλα ήθελαν πραγματικά να πουν και άλλα
έγραφαν στο χαρτί. Άλλο ρητορικό τέχνασμα ήταν η αμφισημία με την οποία ένας
συγγραφέας χρησιμοποιούσε μια λέξη πότε με μία σημασία και πότε με μία άλλη.
Για παράδειγμα, ο Thomas More χρησιμοποιούσε τη λέξη nobilitas, δηλαδή,

76
Βλ. Skinner 2008, σσ. 33-34 και 154 και ιδ. 1969, σσ.31-37.
77
Βλ. Skinner (1978) 1990, σσ. 28-35.
78
Βλ. Skinner 2008, σ.33.
79
Βλ. Skinner 2008, σ.179.
80
Βλ. Skinner 2008, σ.154 και ιδ. 1969, σσ.32-34.

27
ευγένεια στο ίδιο κείμενο πότε με τη σημασία της ηθικής αρετής και πότε με το
γνώρισμα μιας συγκεκριμένης τάξης81. Πέρα από την αμφισημία μια άλλη
ρητορική τεχνική ήταν η παραδιαστολή μια τεχνική γνωστή τόσο στο έργο του
Αριστοτέλη όσο και του Κοϊντιλιανού. Μ’ αυτή ένας συγγραφέας θα χαρακτήριζε
την ίδια πράξη διαφορετικά χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις ανάλογα σε ποιο
πλαίσιο τον συνέφερε να την εντάξει. Για παράδειγμα, μια πράξη θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί και ασωτία αλλά σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετική
ερμηνεία θα χαρακτηρίζοταν ελευθεριότητα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως η
σωματική τιμωρία των παιδιών από τους γονείς τους στην κοινωνία μας που
χαρακτηρίζεται από ευαισθησία στα ανθρώπινα δικαιώματα θα αξιολογούταν ως
κακοποίηση των παιδιών82. Να επισημανθεί πως από την τελευταία δεκαετία του
εικοστού αιώνα και μετά το ενδιαφέρον του Skinner για το πώς διάφοροι πολιτικοί
στοχαστές κατά τη διάρκεια της ιστορίας χρησιμοποιούσαν τη ρητορική στα
γραπτά τους για να νοηματοδοτήσουν με διαφορετικό περιεχόμενο διάφορες
έννοιες και έτσι να προωθήσουν τις δικές τους απόψεις αυξήθηκε ιδιαίτερα.
Αποτέλεσμα ήταν να παρατηρηθεί μια ¨ρητορική στροφή¨ στη σκέψη του83.
Κατόπιν, τόσο ο Pocock όσο και ο Skinner εντάσσουν τα κείμενα που
μελετάνε στο πλαίσιο των γλωσσικών συμβάσεων τους. Περισσότερη, όμως,
προσοχή στις λογοτεχνικές συμβάσεις δίνει ο Skinner κυρίως για να κατανοήσει
ποια ήταν η πρόθεση του συγγραφέα και κατ’ επέκταση ποιο ήταν το νόημα του
κειμένου. Ο Άγγλος συγγραφέας θεωρεί πως, αν καταλάβουμε σε ποιο
λογοτεχνικό είδος εντάσσεται το κείμενο το οποίο γράφει ένας συγγραφέας, θα
μπορέσουμε να καταλάβουμε περισσότερα84. Έτσι, για παράδειγμα, αν
συνειδητοποιήσουμε ότι ένας συγγραφέας γράφει ένα κείμενο ακολουθώντας μια
λογοτεχνική παράδοση, αυτό συνεπάγεται πως θα ασπαστεί και τις λογοτεχνικές
συμβάσεις του. Για παράδειγμα, αν ένας στοχαστής έγραφε για μια ιδανική
πολιτεία μερικές δεκαετίες μετά από τον Πλάτωνα, τότε έχοντας διαβάσει την
περιγραφή της Ατλαντίδος στο ¨Τίμαιος¨ του Πλάτωνα θα επηρεαστεί από το πώς

81
Βλ. Skinner 2008, σσ. 160-161 και ιδ. 1969, σ.36.
82
Βλ. Skinner 2008, σσ. 314-320.
83
Βλ. Palonen 2003, σσ.133-177 και Skinner 2008, σσ.307-308.
84
Βλ. Skinner 2008, σσ. 250-251, ιδ. 1972, σσ.136-157, Tully 1983, σ.491 και Tarcov 1982, σ.704.

28
έγραψε για αυτό το παρόμοιο θέμα ο Πλάτωνας και τότε θα ακολουθούσε λίγο
πολύ το ίδιο στυλ γραφής και δομής στο κείμενό του με τον Πλάτωνα. Μ’ αυτόν
τον τρόπο θα κατανοήσουμε καλύτερα και εμείς ποιες λογοτεχνικές συμβάσεις
ακολουθεί ο συγγραφέας στο έργο του καθώς και σε ποια σημεία σκόπιμα
διαφοροποιείται από τις συμβατικές φόρμες για να δηλώσει κάτι διαφορετικό και
πρωτότυπο.
Στη συνέχεια, πέρα από το πλαίσιο των γλωσσικών συμβάσεων ο Skinner
προχωρά ένα μεθοδολογικό βήμα παραπέρα για να μπεί στο μυαλό κατα κάποιο
τρόπο των συγγραφέων των κλασσικών κειμένων και να τους κατανοήσει
καλύτερα. Ισχυρίζεται πως θα καταλάβουμε καλύτερα τι ήθελε να πει ένας
πολιτικός στοχαστής μ’ αυτό που έγραψε, αν τον εντάξουμε στο γενικότερο
διανοητικό πλαίσιο της εποχής του85. Λέγοντας διανοητικό πλαίσιο ο Skinner
εννοεί τα ιδεολογικά ρεύματα που επικρατούσαν την εποχή που ένας
συγγραφέας συνέθεσε ένα έργο, τις επιρροές που δέχτηκε από διάφορους
διανοούμενους της εποχής του και τα έργα τους και γενικά τις θεωρητικές
προσεγγίσεις που επικρατούσαν στην περίοδο πριν από αυτό και κατά τη
διάρκεια της δικής του σύγχρονης εποχής πάνω στα ίδια επιστημονικά θέματα
που έγραψε. Γι΄ αυτό και ο Skinner προσπαθεί να αναλύσει όχι μόνο τα έργα των
γνωστών διανοούμενων μιας εποχής αλλά και τους λιγότερο γνωστούς86.
Επίσης, ο Άγγλος ιστορικός εξισώνει το διανοητικό πλαίσιο με το ευρύτερο δίκτυο
πεποιθήσεων μέσα στο οποίο αναδύθηκε μια καινούργια πεποίθηση.
Έπειτα, οι θεμελιωτές της σχολής του Cambridge διατείνονται πως είναι
απαραίτητο να εντάξουν τα κείμενα που μελετούν στο ιστορικό πλαίσιο της
εποχής τους. Ο Pocock παροτρύνει τους μελετητές να προχωρήσουν μετά τη
μελέτη του γλωσσικού πλαισίου ενός κειμένου στη μελέτη της κοινωνίας της
εποχής που γράφτηκε το έργο. Πιστεύει πως για να καταλάβει κανείς την χρήση
των γλωσσών μιας περιόδου και κατ’ επέκταση τη σημασία των ιδιωμάτων τους
οφείλει να είναι ενήμερος για το πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της

85
Βλ. Skinner (επιμ.) 1985, σ.19, ιδ. (1978) 1990, σσ. x-xi και ιδ. 2008, σσ. 16, 92-95.
86
Βλ. Skinner (1978) 1990, σσ. x-xi.

29
εποχής87. Έχοντας γνώση των ιστορικών γεγονότων, των κοινωνικών
διευθετήσεων, των κοινωνικών αξιών και των τρόπων σκέψης των ανθρώπων
της εποχής θα μπορέσει να αποκωδικοποιήσει την τρέχουσα σημασία των
ιδιωμάτων της εποχής88. Ρίχνοντας φως στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής θα
είναι σε θέση να ανακαλύψει για παράδειγμα ποιες ήταν οι πιέσεις, οι
περιορισμοί, και οι εξαναγκασμοί που επιβάλλονταν στον συγγραφέα την
περίοδο εκείνη με αποτέλεσμα να γράψει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο89. Για
τον Pocock οι έννοιες, οι σκέψεις και κατ΄ επέκταση οι εκφράσεις διατυπωμένες
στο χαρτί γίνονται καλύτερα κατανοητές, όταν αποκτούμε τη γνώση της
κοινωνικής δομής της εποχής του έργου. Συσχετίζει τον τρόπο με τον οποίο
κάποιοι άνθρωποι διατύπωναν κάποια πράγματα στο χαρτί με το επάγγελμα
αυτών των ανθρώπων στο συγκεκριμένο μέρος που έμεναν και δούλευαν σε μια
συγκεκριμένη δομή90. Ο Pocock ερευνώντας, λοιπόν, το πολιτικό, κοινωνικό και
ιστορικό πλαίσιο της εποχής μιας γλώσσας πιστεύει ότι θα διαφωτίσει
περισσότερο με τη σειρά του το γλωσσικό πλαίσιο του κειμένου. Θα αποκαλύψει,
μ’ αυτόν τον τρόπο, τις πολιτισμικές ρίζες της χρήσης κάποιων ιδιωμάτων της
γλώσσας. Έτσι, λοιπόν, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο λειτουργεί βοηθητικά
για την περαιτέρω διερεύνηση του γλωσσικού πλαισίου, δηλαδή, της
διερεύνησης των ιδιωμάτων μιας γλώσσας, του λεξιλογίου της, της γραμματικής
της, και των ρητορικών της τεχνασμάτων.
Την ίδια γραμμή πλέυσης ακολουθεί και ο Dunn που προσπαθεί να
κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο του ατόμου που μελετά για να εντάξει μέσα σ’
αυτό τα συναισθήματα, τα πιστεύω και τις προσδοκίες του. Αυτό θα το καταφέρει
συλλέγοντας πληροφορίες για το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της
εποχής που ζούσε ο πολιτικός στοχαστής του κειμένου. Έτσι, θα προσπαθήσει
να συλλέξει πληροφορίες για την κοινωνία και το κράτος στο οποίο ζούσε ο
συγγραφέας, για το νομικό και διοικητικό σύστημα, για τη νομοθεσία του κράτους,
για τις κοινωνικές τάξεις, για το ρόλο του πολίτη, για τα δικαιώματά του, τις

87
Βλ. Pocock (1985) 1995, σσ. 3,12, ιδ. (1987) 1990, σ.29 και ιδ. (1960) 1989, σ. 14.
88
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.12.
89
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.14.
90
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.36.

30
ελευθερίες του και τις υποχρεώσεις του μέσα στο κοινωνικό σύνολο, για το
βαθμό οικονομικής ευημερίας της κοινωνίας καθώς και για το ποιες
επαναστάσεις έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή91. Με τη γνώση όλων αυτών των
πραγμάτων ο Dunn θα συλλάβει όπως χαρακτηριστικά αναφέρει τη δομή της
κοινωνικής εμπειρίας του ατόμου που μελετά92.
Ελαφρά απόκλιση από τις απόψεις των Pocock και Dunn όσον αφορά το
ιστορικό πλαίσιο έχει ο Skinner. Για τον Skinner η ανάλυση και μελέτη του
πολιτισμικού93 και του κοινωνικού94 πλαισίου αποτελούν το έσχατο πλαίσιο για
την κατανόηση ενός κειμένου. Ο Skinner δεν βλέπει το κοινωνικό πλαίσιο ως
καθοριστικό ντετερμινιστικό παράγοντα του νοήματος ενός κειμένου. Αντίθετα,
πιστεύει πως πρώτα πρέπει να συλλάβουμε ποια ήταν η πρόθεση του
συγγραφέα ενός κειμένου και στη συνέχεια να διαπιστώσουμε πώς με την
πρόθεση αυτή ενήργησε μέσα στα κοινωνικά συμφραζόμενα. Για τον Skinner το
κοινωνικό πλαίσιο λειτουργεί ως ένα είδος εφετείου, δηλαδή, ως ένας αρωγός για
να αποκωδικοποιήσουμε τα συμβατικά νοήματα. Έτσι, σ’ αυτό το σημείο
συλλέγουμε πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη
την εποχή, μελετάμε όλα τα γεγονότα αναφορικά με το κοινωνικό συγκείμενο του
κειμένου εκείνη την περίοδο95. Ακόμη, προσπαθούμε να εντοπίσουμε ποια ήταν
τα είδη κοινωνικής λειτουργίας που μπορεί να ασκούσαν ψυχολογική πίεση στον
συγγραφέα. Επίσης, όσον αφορά το πολιτισμικό πλαίσιο πληροφορούμαστε για
τις αξίες, τις πρακτικές, τις καθιερωμένες παραδοχές, τις προσδοκίες και τις
προκαταλήψεις ενός πολιτισμού96. Στη συνέχεια, τοποθετούμε τις προθέσεις και
πράξεις του δρώντος μέσα στις πολιτισμικές και κοινωνικές δομές
προσπαθώντας να εξάγουμε συμπεράσματα.
Επίσης, ένα άλλο πλαίσιο που υιοθετεί ο Dunn αποκλειστικά απο τους
διανοητές της σχολής του Cambridge και τον διαφοροποιεί από τους υπολοίπους
είναι το βιογραφικό πλαίσιο. Αυτό αποτελεί πάντα το πρώτο μεθοδολογικό του

91
Βλ. Dunn 1996, σ.13.
92
Βλ. Dunn 1980. σ.24.
93
Βλ. Skinner 2008, σ.222.
94
Βλ. Skinner 2008, σσ. 165 και ιδ. 1969, σ.49.
95
Βλ. Skinner (1978) 1990, σ. xiii.
96
Βλ. Skinner 2008, σ.249 και ιδ. 1972, σσ.136-157.

31
βήμα. Αυτό έγκειται στο να αποκαλύψει τη δομή της βιογραφικής εμπειρίας ενός
ατόμου, για παράδειγμα, του συγγραφέα ενός κειμένου. Μ’ αυτό προτίθεται στο
να βρει ποια ήταν τα συναισθήματα, τα πιστεύω, οι πεποιθήσεις του ατόμου που
έγραψε ένα κείμενο97. Επίσης, επιθυμεί να καταλάβει ποιες ήταν οι προσδοκίες
του και οι σκοποί του στη ζωή98. Ακόμη, ενδιαφέρεται να αποκαλύψει τη
διανοητική βιογραφία του, τη διανοητική του πορεία εννοώντας μ’ αυτό ποιοι
άνθρωποι, ποιοι διανοούμενοι και ποια ιδεολογικά ρεύματα σε ολόκληρη την
πορεία της ζωής του τον επηρέασαν99. Με τη συλλογή όλων αυτών των
πληροφοριών, ο Dunn ευελπιστεί σε πρώτο στάδιο να αποκαταστήσει το
βιογραφικό πλαίσιο του ατόμου που μελετά, του συγγραφέα ενός κειμένου, και
να το χαρτογραφήσει σε συναισθηματικό κυρίως αλλά και γνωστικό, διανοητικό
επίπεδο.
Έπειτα, ο Dunn έχοντας στο μυαλό του συγκεντρωμένες όλες αυτές τις
πληροφορίες για τη βιογραφική και την κοινωνική εμπειρία του ατόμου όπως
είπαμε σε προηγούμενη παράγραφο θα προσπαθήσει να κατανοήσει ποιος ήταν
ο ρόλος του ατόμου αυτού μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζούσε. Αν
καταλάβει ποιος ήταν ο κοινωνικός του ρόλος, τότε θα μπορέσει και να εξηγήσει
τη δράση αυτού του ανθρώπου καθώς για τον Dunn η ανθρώπινη δραστηριότητα
κατανοείται μέσα στα συμφραζόμενα του ρόλου που επωμίζεται ένα άτομο μέσα
σε μία κοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, αν γνωρίσουμε την κοινωνική ομάδα ή
τάξη στην οποία ανήκει κάποιος και επίσης τα πιστεύω του, τότε θα είμαστε σε
θέση να κατανοήσουμε και τους πολιτικούς στόχους στην κοινωνία που ζει100.
Μ’ αυτήν την προσέγγισή του ο Άγγλος ιστορικός τονίζει την ιδιαιτερότητα
κάθε ατόμου, και την ξεχωριστή, ιδιόμορφη ατομική δράση κάθε ανθρώπου
(agency) μέσα στα πλαίσια της ιστορικής κοινωνίας στην οποία ζει και μεγαλώνει.
Για τον Dunn δεν είναι μόνο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας κάθε
εποχής τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κα της
δράσης ενός ατόμου και τα οποία μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε

97
Βλ. Dunn 1980, σσ.7,8 και 23.
98
Βλ. Dunn 1985, σ.82.
99
Βλ. Dunn 1980, σσ. 3 και 23.
100
Βλ. Dunn 1980, σ.23.

32
ένα άτομο αλλά κυρίως ο κόσμος των συναισθημάτων του , των κρίσεών του,
των πιστεύω του, των προσδοκιών του και της διανόησής του. Έτσι, το κάθε
άτομο με τα ξεχωριστά του συναισθήματα και πεποιθήσεις βρίσκεται σε μια
συνεχή διάδραση με την κοινωνία στην οποία ζει και το ιστορικό της πλαίσιο. Για
αυτό και ο Dunn δίνει έμφαση στη βιογραφία και το βιογραφικό πλαίσιο του
συγγραφέα ενός κειμένου. Τέλος, ο Dunn ισχυρίζεται πως η προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε πλήρως ένα κείμενο θα τερματίσει μόνο, όταν θα βρούμε
απαντήσεις σ΄ όλες τις ερωτήσεις μας και, όταν δεν θα υπάρχουν πια άλλες
ερωτήσεις να τεθούν.
Έπειτα, ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε στους διανοητές της
σχολής του Cambridge είναι η απόψη που έχουν για την εξέλιξη της κοινωνίας
και πως αυτή συσχετίζεται με τη χρήση της γλώσσας. Αρχικά, ο Pocock πιστεύει
πως οι διάφορες ¨γλώσσες¨ που κάθε φορά χρησιμοποιούνται αντανακλούν τους
θεσμούς της κοινωνίας. Η ¨γλώσσα¨ για αυτόν έχει συγκεκριμένες λειτουργίες
μέσα σε μία κοινωνία. Για παράδειγμα οι κυβερνώντες μιας κοινωνίας υιοθετούν
μια συγκεκριμένη φόρμα γλώσσας με θεσμοποιημένα ιδιώματα και συγκεκριμένο
λεξιλόγιο, ενώ οι κυβερνώμενοι με την σειρά τους διαθέτουν διαφορετική
θεσμοποιημένη γλώσσα101. Επίσης, κάθε κοινωνική ομάδα επαγγελματική π.χ. οι
δικηγόροι, οι γιατροί, οι έμποροι, οι θεολόγοι εκφράζονται σε μια ¨γλώσσα¨ που
διαθέτει τους δικούς της κανόνες, την δικής της θα λέγαμε ¨γραμματική¨ και
γενικά τα δικά της ιδιώματα που χρησιμοποιούνται με διαφορετική σημασία απ’
ότι, αν χρησιμοποιούνταν από μια άλλη κοινωνική ή πολιτική ομάδα102. Αυτές τις
τεχνικές ¨γλώσσες¨ ο Pocock τις ονομάζει παραδοσιακές ενώ τις εξειδικευμένες
¨γλώσσες¨ που αναπτύσσονται από το συγγραφέα ενός κειμένου πολιτικής
θεωρίας με στόχο να υπερασπίσουν τη χρήση των παραδοσιακών ¨γλωσσών¨
ως μέσων πολιτικής συζήτησης τις αποκαλεί θεωρητικές ¨γλώσσες¨103.
Στη συνέχεια, ο Pocock, ενώ αναφέρει πως η ¨γλώσσα¨ ενός κειμένου είναι
προϊόν της ιστορικής του εποχής, έπειτα φαίνεται να τον ενδιαφέρει η
αποκάλυψη της συνέχειας που διακρίνεται μέσα σε μια ¨γλώσσα¨. Αυτό οφείλεται

101
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.21.
102
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.21 και ιδ. (1987) 1990, σ.26.
103
Βλ. Pocock 1964, σ.196.

33
στο γεγονός πως ο άνθρωπος έχει την αίσθηση του χρόνου που στην ουσία αυτή
η αίσθηση ταυτίζεται με τη συνειδητοποίηση της συνέχειας της κοινωνίας στο ρου
της ιστορίας104. Αυτή η συνέχεια για τον Pocock ταυτίζεται με την παράδοση.
Παράδοση θεωρεί μια αόριστη σειρά επαναλήψεων μιας δράσης105. Αυτή η
δράση είναι μια συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται από το παρελθόν μέχρι
σήμερα. Η δράση αυτή έχει να κάνει μ’ ένα επαναλαμβανόμενο και συνεχιζόμενο
τρόπο ζωής. Όταν οι άνθρωποι μιας κοινωνίας συνειδητοποιούν αυτήν τη
συνέχεια, δηλαδή, την παράδοση μιας συμπεριφοράς, αυτό γίνεται, γιατί έχουν
συνείδηση ενός πλαισίου κοινωνικών σχέσεων που συνεχίζουν να υφίστανται
από γενεά σε γενεά. Έτσι, με τον καιρό αυτές οι συμπεριφορές καταλήγουν στην
κοινωνία της εποχής της οποίας το έργο μελετάμε με θεσμοποιημένη μορφή. Για
παράδειγμα, μια θεσμοποιημένη μορφή συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση
¨γλώσσας¨ είναι αυτή των κυβερνώντων ή του επαγγελματικού κύκλου των
δικηγόρων που αναφέραμε πριν λίγο. Η θεσμοποίηση αυτή αποτελεί την αιτία
της παράδοσης και οι κοινωνίες είναι τμήματα αυτών των θεσμοποιημένων
παραδόσεων και συνεχειών106.
Για τον Pocock μια συνέχεια, λοιπόν, αποτελεί και η ¨γλώσσα¨. Παρόλο που
όπως λέει η ¨γλώσσα¨ διαμορφώνεται από την εποχή της και την κοινωνίας της,
ωστόσο, η ¨γλώσσα¨ παρομοιάζεται από τον Pocock σαν ένα ποτάμι που στο
δρόμο του συναντά εμπόδια, συναντά καταρράχτες, ορισμένες φορές κάνει
περίεργα ζιγκ-ζαγκ αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει την πορεία της107. Αυτό για το
Νεοζηλανδό ιστορικό γίνεται με τον εξής τρόπο. Όπως είπαμε μια γλώσσα στην
εκάστοτε εποχή λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες και παιχνίδια. Οι
συγγραφείς που εκφράζονται με τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού, λοιπόν,
λειτουργούν και αυτοί σαν παίκτες108. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι παίκτες
παίζουν κανονικά με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ωστόσο, κάποιες φορές
αναπτύσσουν ¨γλώσσες δεύτερης τάξης¨, παράπλευρες θα λέγαμε109. Μ’ αυτές

104
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.233.
105
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.237.
106
Βλ. Pocock (1964) 1989, σσ. 241-242.
107
Βλ. Pocock (1960) 1989, σ.244.
108
Βλ. Pocock (1987) 1990, σ.33.
109
Βλ. Pocock (1987) 1990, σ.33.

34
τις ¨γλώσσες¨ εργάζονται προσωρινά για να εκφραστούν μ’ ένα διαφορετικό
τρόπο καθώς ενδιαφέρονται να εισάγουν νέους όρους στην ¨γλώσσα¨ της
¨πρώτης τάξης¨ (δηλαδή την επικρατούσα) ή να νοηματοδοτήσουν με
διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο κάποιες λέξεις. Για παράδειγμα
αναφέρουμε τον Machiavelli που νοηματοδότησε διαφορετικά την έννοια της
¨virtu¨. Αυτές οι πρωτοβουλίες κάποιων παιχτών αποτελούν πρωτοτυπίες που
ανάλογα με την περίσταση γίνονται αποδεκτές ή μη. Αυτό συμβαίνει, όταν αυτοί
που ακολουθούν χρονικά τον ¨καινοτόμο¨ παίχτη διαβάζοντας το έργο του,
αποδέχονται τα ιδιώματα με το διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο που
τους αποδόθηκε. Έτσι, στην περίπτωση που γίνουν αποδεκτές οι έννοιες αυτές
από όλους τους αναγνώστες και σχολιαστές που έπονται χρονικά, τότε πλέον
γίνονται οι νέοι κανόνες του γλωσσικού παιχνιδιού και αποτελούν τις νέες
γλωσσικές συμβάσεις110. Οπότε, όταν ο ιστορικός βρίσκει το συγκεκριμένο
ιδίωμα σ’ ένα έργο κατοπινού πολιτικού σχολιαστή, πρέπει να λάβει υπόψιν του
το νέο γλωσσικό πλαίσιο. Άλλες φορές, όμως, αυτοί που διαβάζουν τα έργα
αυτού που επιχείρησε την καινοτομία μπορεί να μην καταλάβουν πλήρως πως ο
καινοτόμος παίχτης θέλει να χρησιμοποιήσει και να νοηματοδοτήσει ένα ιδίωμα.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί αυτοί που διαβάζουν τα κείμενα είτε να
αλλάξουν το νόημα της λέξης είτε να το επαναφέρουν στην αρχική του σημασία
είτε να το μεταφέρουν σ’ ένα άλλο ιδιωματικό πλαίσιο είτε να τροποποιήσουν την
σειρά των ιδιωμάτων σε μια πρόταση111. Μ’ όλα αυτά συμπεραίνουμε πως η
¨γλώσσα¨ αποτελεί ένα διηνεκή διάλογο ανάμεσα σε άτομα που την
χρησιμοποιούν. Κάποιες φορές μπορεί να αλλάξει η σημασία κάποιων ιδιωμάτων
από κάποια χαρισματικά άτομα όπως λέει ο Pocock. Ωστόσο, και αυτές οι
χαρισματικές κινήσεις κάποια στιγμή συγχωνεύονται στην παράδοση και γίνονται
ένα μ’ αυτή. Ο Pocock, λοιπόν, παρόλο που θεωρεί πως πρέπει να εξετάζουμε
ένα κείμενο πολιτικής θεωρίας στην ιστορική του εποχή και σε δύο επίπεδα στο
γλωσσικό του πλαίσιο αρχικά και κατόπιν στο πολιτικοκοινωνικό του πλαίσιο, στη
συνέχεια σαν επόμενο βήμα εξετάζει την ιστορία του πολιτικού λόγου διαχρονικά

110
Βλ. Pocock (1987) 1990, σ.34.
111
Βλ. Pocock (1985) 1995, σσ. 19-20.

35
στο πλαίσιο μιας παράδοσης, μιας longue duree. Γι’ αυτό και αρκετές φορές,
εξάλλου, ο Pocock τονίζει πως δεν κάνει ιστορία των ιδεών αλλά ιστορία του
πολιτικού λόγου112.
Στη συνέχεια, μετά τον Pocock έρχεται η σειρά του Skinner να δείξει πως
πραγματοποιείται η κοινωνική εξέλιξη στο ρου της ιστορίας μέσα από τη σχέση
της με τη ¨γλώσσα¨. Ο Skinner διαπιστώνει πως για να νομιμοποιήσει τη
συμπεριφορά της μια ομάδα ατόμων ή μια τάξη προβαίνει σε ενέργειες
αφομοίωσης του κοινωνικώς αποδεκτού λεξιλογίου. Οι στρατηγικές που υιοθετεί
για να πετύχει αυτήν τη νομιμοποίηση είναι οι εξής. Στα πρώτα στάδια αυτοί που
προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την κοινωνική τους συμπεριφορά προσπαθούν
να επινοήσουν νέους όρους που υποτίθεται ότι θα περιγράφουν νέες αρχές που
θα εξηγούν αμφιλεγόμενες συμπεριφορές. Επίσης, μετατρέπουν ουδέτερους
όρους σε επιδοκιμαστικούς όπως τις λέξεις penetrating=διεισδυτικός και
discerning=διορατικός. Κυρίως, όμως, μετατρέπουν αποδοκιμαστικούς όρους σε
ουδέτερους όπως, για παράδειγμα, τη λέξη ambition=φιλοδοξία που, ενώ αρχικά
σήμαινε κάτι κακό, μετά απέκτησε μια πιο κοινωνικώς αποδεκτή σημασία. Στη
συνέχεια, αφού πραγματοποιηθεί αυτή η πρώτης μορφής προπαγάνδα
ακολουθεί μια πιο επιθετική μορφή προπαγάνδας. Αυτή συνίσταται στην
επινόηση νέων αποδοκιμαστικών όρων όπως η φράση being a spendthrift που
σημαίνει να είσαι σπάταλος. Επίσης, η μετατροπή ουδέτερων όρων σε
αποδοκιμαστικούς όπως exorbitant behaviour= υπέρμετρη συμπεριφορά και η
τέλεια αντιστροφή αποδοκιμαστικών όρων σε επιδοκιμαστικούς όπως η λέξη
shrewd= δαιμόνιο που, ενώ σήμαινε κάτι απολύτως κακό, μετά χρησιμοποιούταν
για να χαρακτηρίσει επιδοκιμαστικά, για παράδειγμα, το επιχειρηματικό δαιμόνιο
των εμπόρων. Επίσης, αντιστρέφεται τελείως η σημασία όρων επιδοκιμαστικών
σε αποδοκιμαστικούς όπως οι λέξεις absequious=υποτακτικός και
condescending=ενδοτικός, καταδεκτικός. Επιπλέον, διαστρεβλώνονται και τα
κριτήρια εφαρμογής ενός συνόλου επιδοκιμαστικών όρων στις ομάδες της
κοινωνίας που υποτίθεται πως δεν νομιμοποιούν νέες μορφές συμπεριφοράς. Μ’
αυτόν τον τρόπο αυτές οι κοινωνικές ομάδες αρχίζουν να αναρωτιούνται, αν

112
Βλ. Pocock (1985) 1995, σ.2.

36
τελικά και η δική τους κοινωνική συμπεριφορά και το δικό τους καθιερωμένο
λεξιλόγιο τους δείχνει τυφλότητα περί τα κοινωνικά113.
Πέρα απ’ αυτές τις τακτικές ο Skinner προσθέτει και άλλες που
χρησιμοποιούν οι κοινωνικές ομάδες που θέλουν να νομιμοποιήσουν νέες
συμπεριφορές στις καθημερινές τους συναναστροφές και συζητήσεις. Έτσι,
μπορούν πλέον να αφαιρέσουν τελείως μια λέξη από το λεξιλόγιό τους ή να
χρησιμοποιήσουν ένα όρο λειτουργώντας μόνο περιγραφικά και ποτέ αξιολογικά
όπως, για παράδειγμα, τη λέξη μαύρος που δεν θα χρησιμοποιείται πια για να
αποδοκιμάσει αυτούς που έχουν μελαψό δέρμα αλλά μόνο για περιγραφικούς
σκοπούς114. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιούν στον προφορικό τους λόγο λέξεις
μόνο επιδοκιμαστικά και όχι πια αποδοκιμαστικά.
Μ’ όλα αυτά γίνεται σαφές πως με την ανάλογη χρήση μιας λέξης, μιας
φράσης, μιας ¨γλώσσας¨ μπορεί να πραγματοποιηθεί μια κοινωνική διαμάχη.
Αυτή μπορεί να καταλήξει είτε στην επικράτηση του νέου νοήματος μιας λέξης
που της έχουν αποδώσει είτε στην επιστροφή της λέξης στην παλιά της σημασία
είτε ακόμη στην έπ’ αόριστον παραμονή της σε διαρκή αμφισημία115.
Όποια, όμως, κι αν είναι η κατάληξη αυτής της γλωσσικής διαμάχης σημασία
έχει πως για μας ως ιστορικούς μελετητές κειμένων είναι δυνατό να καταλάβουμε
πως μια κοινωνική διαμάχη, μια κοινωνική αλλαγή και, άρα, εξέλιξη λαμβάνει
χώρα σε μια εποχή σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο μέσα από την παρατήρηση των
κειμένων, καθώς οι κοινωνικές αλλαγές αντικατοπτρίζονται στη διαφορετική
σημασία που αποδίδεται σε μια λέξη σ’ ένα κείμενο σε σχέση με μια άλλη εποχή
που προηγείται. Άρα, συμπεραίνει ο Skinner πως η κοινωνική εξέλιξη και αλλαγή
μπορεί να ανιχνευθεί από τα γραπτά κείμενα116. Επίσης, παρατηρεί πως στις
περιπτώσεις που η νέα σημασία μιας λέξης επικρατεί είναι δυνατό με τη σειρά
της το νέο λεξιλόγιο να ασκήσει επιρροή και να αλλάξει μια κοινωνική
καθεστηκυία κατάσταση117. Άρα, η σχέση μεταξύ ¨γλώσσας¨ και κοινωνίας τελικά
είναι διαδραστική. Επίσης, να παρατηρηθεί πως οι απόψεις του Skinner

113
Βλ. Skinner 2008, σσ.253-273.
114
Βλ. Skinner 2008, σ.293.
115
Βλ. Skinner 2008, σσ.290-292.
116
Βλ. Skinner 2008, σ.297.
117
Βλ. Skinner 2008, σ.300.

37
αναφορικά με τη σχέση της ιστορικής εξέλιξης με τη γλώσσα συνέβαλαν στη
διαμόρφωση της ¨γλωσσικής στροφής¨ στη φιλοσοφία της ιστορίας.
Στη συνέχεια, θα εκθέσουμε τις απόψεις δύο άλλων διανοητών του Richard
Ashcraft και της Janet Coleman που επηρρεάστηκαν καίρια από τους
εκπροσώπους της σχολής του Cambridge και ανέπτυξαν κάποιες παραλλαγές
της μεθόδου τους. Πρώτος, ο R. Ashcraft χωρίς να εναντιώνεται στη μέθοδο του
Skinner, προβαίνει σε ορισμένες παρατηρήσεις. Ο Αμερικάνος ιστορικός της
πολιτικής σκέψης χαρακτηρίζει τη μέθοδο του πλαισίου ενός κειμένου που
ακολουθεί ο Skinner και ειδικότερα του πλαισίου των προθέσεων και των
γλωσσικών συμβάσεων καθαρά εμπειρική καθώς αντιμετωπίζει τις ιδέες σαν
δεδομένα118. Επιπλέον, ο Ashcraft σε αντίθεση με τις μεθοδολογικές προτάσεις
του Άγγλου ιστορικού δεν έριξε το βάρος της μελέτης του στο διανοητικό και
γλωσσικό πλαίσιο ενός κειμένου πολιτικής θεωρίας , γιατί θεωρούσε πως αυτά
τα πλαίσια έχουν τις ρίζες τους στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που
γράφτηκε το εκάστοτε κείμενο. Αντίθετα, ο Ashcraft επικεντρώθηκε στο να
προσεγγίσει τα κείμενα πολιτικής θεωρίας μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό
πλαίσιο τους. Ο συλλογισμός του ξεκινά από τη διαπίστωση πως τα κείμενα
πολιτικής θεωρίας αποτελούν θεωρίες που αντικατοπτρίζουν την ανθρώπινη
δραστηριότητα στο εκάστοτε παρόν της κοινωνίας μέσα στην οποία γράφτηκαν.
Άρα, τα κείμενα αποτελούν πνευματικό καρπό της πολιτικής ζωής αυτού του
παρόντος. Όμως, ο Ashcraft διερωτάται ¨Ποια είναι η φύση τέλος πάντων αυτού
του παρόντος;¨. Στο ερώτημα αυτό ο Ashcraft απαντά πως πρέπει να
κατανοήσουμε το κοινωνικό, πολιτικό και το οικονομικό πλαίσιο της εποχής που
γράφτηκε το κείμενο. Πιο συγκεκριμένα, οφείλουμε να συγκεντρώσουμε
πληροφορίες για την πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου. Επίσης, να μάθουμε για
τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις της ιστορικής περιόδου.
Επιπλέον, να ενδιαφερθούμε για τα προβλήματα της κοινωνίας όπως τη
φτώχεια, τους πολέμους, τις ανισότητες εξαιτίας των κοινωνικών τάξεων, της
φυλής, και της κοινωνικής θέσης που καθένας κατείχε σε μία κοινωνία. Ακόμη, ο
ιστορικός μελετητής οφείλει να παρατηρήσει τις πολιτικές διαμάχες ανάμεσα σε

118
Βλ. Ashcraft 1975, σ.9.

38
κοινωνικές ομάδες, τη σχέση μιας πολιτικής θεωρίας με κοινωνικούς και
πολιτικούς αγώνες, τις πολιτικές δυνάμεις και τις σχέσεις μεταξύ τους. Επίσης, το
ρόλο της πολιτικής εξουσίας, τους στόχους κάθε κοινωνικής και πολιτικής ομάδας
και γενικά όλες τις συνθήκες μέσα σε μια κοινωνία. Μ’ αυτές τις πληροφορίες ο
μελετητής της πολιτικής σκέψης θα μπορέσει να καταλάβει την πολιτική ζωή μιας
κοινωνίας μέσα στην οποία γράφτηκε ένα κείμενο πολιτικής θεωρίας και, άρα, να
κατανοήσει καλύτερα ένα κείμενο πολιτικής θεωρίας119.
Τέλος, η J. Coleman που αποτελεί μια άλλη περίπτωση μελετήτριας κειμένων
πολιτικής θεωρίας και που χρησιμοποίησε τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου
ακολούθησε μια εκλεκτικιστική πορεία. Με τη μέθοδό της ερευνά τόσο το
γλωσσικό και διανοητικό πλαίσιο όσο και το κοινωνικό και οικονομικό. Για την
Αγγλίδα ιστορικό η κατανόηση του κειμένου μπορεί να πραγματοποιηθεί, αν
μελετήσουμε τόσο τους κοινωνικούς κώδικες και τους τρόπους ομιλίας και
χρήσης των λέξεων αλλά και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής
κατά τη διάρκεια της οποίας γράφτηκαν τα κλασσικά κείμενα. Επίσης, σημασία
για την Coleman έχουν και οι συμβάσεις λογοτεχνικών ειδών αλλά και το
πολιτισμικό, διανοητικό πλαίσιο με τις θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις
της εποχής. Επιπλέον, η Coleman τονίζει τη σημασία της μελέτης και άλλων
πηγών της εποχής όπως η νομοθεσία, οι πολιτικοί λόγοι, τα θεατρικά έργα και οι
διάφορες ιστορικές καταγραφές της εποχής120.
Ακολούθως, θα παραθέσουμε μερικά ενδεικτικά χαρακτηριστικά
παραδείγματα εφαρμογής των μεθοδολογικών προτάσεων των εκπροσώπων της
σχολής του Cambridge. Αρχικά, ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της
μεθόδου που υιοθετεί ο Skinner αποτελεί ο πολιτικός στοχαστής Niccolo
Machiavelli. Στο βιβλίο του ¨Machiavelli¨ ο Skinner, αρχικά, παρουσιάζει τον
Machiavelli στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής που έγραψε τα έργα του. Έτσι, μας
πληροφορεί, για παράδειγμα, πως ήταν η πολιτική κατάσταση στην ιταλική
χερσόνησο, στη Φλωρεντία αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιπλέον, μας ενημερώνει πως ο Machiavelli εργάστηκε αρχικά ως γραμματέας

119
Βλ. Ashcraft 1975, σσ.14-20.
120
Βλ. Coleman 2004, σσ.38-49.

39
στην καγκελαρία της Φλωρεντίας ενώ, στη συνέχεια, μας πληροφορεί για τις
διπλωματικές αποστολές του σ’ άλλες ιταλικές και ευρωπαϊκές πόλεις που
άσκησαν καθοριστική επιρροή στις απόψεις του στα μετέπειτα έργα του. Στη
συνέχεια, ο Skinner μας δίνει πληροφορίες για το διανοητικό πλαίσιο του
Machiavelli. Θεωρεί πως σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός πως ο Machiavelli
έλαβε ανθρωπιστική παιδεία από τον πατέρα του Bernando αλλά και στο
πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας από τον καθηγητή του Andriani. Επίσης, ο Άγγλος
ιστορικός εντάσσει τον Machiavelli στην ουμανιστική δημοκρατική παράδοση που
ξεκίνησε από τον Αριστοτέλη και τη ρωμαϊκή ηθική π.χ. του Κικέρωνα αλλά,
επιπλέον, προσθέτει και την επιρροή από τη στωική φιλοσοφία. Επιπρόσθετα, ο
Skinner προσπαθεί να κατανοήσει το έργο του Machiavelli στο πλαίσιο των
γλωσσικών συμβάσεων του λογοτεχνικού είδους ¨κάτοπτρα ηγεμόνων¨ που
ξεκινούσε από τον Πλάτωνα και έφτανε μέχρι την εποχή του Machiavelli121. Οι
διαφορές, όμως, που παρατηρεί ο Skinner στον Machiavelli που τον
διαφοροποιούν από τη δημοκρατική παράδοση και τις συμβάσεις του
λογοτεχνικού είδους ¨κάτοπτρα ηγεμόνων¨ είναι, πρώτον, πως ο φλωρεντινός
στοχαστής διαφοροποιείται στο ζήτημα της εξουσίας καθώς για τον Machiavelli η
εξουσία στηρίζεται στη φυσική δύναμη και σ’ ένα καλά οργανωμένο στρατό.
Δεύτερον, οι ηθικές αρετές που πρέπει να έχει ένας ηγεμόνας για να κυβερνά
καλά δεν είναι οι ίδιες μ’ αυτές που επιτάσσει η λογοτεχνική σύμβαση των
τεσσάρων κυρίων αρετών όπως τις περιγράφει ο Πλάτων και ο Κικέρωνας.
Αντίθετα, ο ηγεμόνας πρέπει να διακρίνεται για την κακία του, την πονηρία του,
και την υποκριτική του ικανότητα. Τρίτον, ο Machiavelli διαφοροποιείται στο ρόλο
που παίζουν οι κοινωνικές συγκρούσεις σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Για τον
Machiavelli σε αντίθεση με την παράδοση οι συγκρούσεις αποτελούν υγιές
φαινόμενο. Ο Skinner, όμως, παρόλο που διαπιστώνει την ύπαρξη αυτών των
αποκλίσεων από την ουμανιστική παράδοση, δίνει περισσότερο σημασία στη
συνέχεια όπως και ο Pocock που θεωρεί πως ο Machiavelli εντάσσεται στη

121
Βλ. Skinner 2002, σσ.15-80.

40
δημοκρατική ουμανιστική παράδοση122 και λιγότερο στις ασυνέχειες που
παρατηρούνται στην περίπτωση του έργου του φλωρεντινού στοχαστή123.
Επίσης, στην περίπτωση του Thomas Hobbes ο Skinner προσπαθεί να
αναιρέσει την επικρατούσα άποψη πως ο Hobbes αποτελούσε το μοναδικό
υπέρμαχο της μοναρχίας εκείνο τον καιρό στην Αγγλία και γι΄ αυτό κατηγορούταν
απ΄ όλους τους συγχρόνους του. Ωστόσο, όταν ο Skinner τον τοποθετεί στο
ιδεολογικό και διανοητικό πλαίσιο της εποχής, διαπιστώνει πως αυτό δεν ισχύει.
Έτσι, διαπιστώνει πως στην ηπειρωτική Ευρώπη θαύμαζαν τα έργα του και τις
απόψεις του ήδη από την περίοδο που είχε αυτοεξοριστεί στο Παρίσι κατά τη
διάρκεια του Αγγλικού εμφυλίου πολέμου. Επίσης, επηρεάστηκαν από τον
Hobbes και ο Spinoza αλλά και οι De Witt στην πολιτική τους προπαγάνδα στην
Ολλανδία. Αλλά και στην Αγγλία αρκετοί τον θαύμαζαν όπως φαίνεται από το
γεγονός πως τοποθετήθηκαν βιβλία των έργων του στην βιβλιοθήκη του
πανεπιστημίου της Οξφόρδης αλλά και από την επιστολή του James Harrington
που τον επαινούσε. Επίσης, ο Skinner διαπίστωσε πως τις τολμηρές πολιτικές
απόψεις του Hobbes ήδη τις είχε διατυπώσει και μια άλλη ομάδα στοχαστών
εκείνο τον καιρό λίγο πριν από τον Hobbes όπως ο Aston και ο Nedham που
αποκαλούνταν τότε ¨de facto¨ θεωρητικοί124.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που ακολουθείται από τον Dunn
αποτελεί η ¨Πολιτεία¨ του Πλάτωνα. Ο Dunn ερμηνεύει το εγχείρημα του Πλάτωνα
να γράψει την ¨Πολιτεία¨ τοποθετώντας τον στον ιστορικό του πλαίσιο και ποιο
συγκεκριμένα στο πλαίσιο του κοινωνικού του ρόλου. Ο Άγγλος ιστορικός,
πρώτον, παρατήρησε πως ο Πλάτωνας ανήκε στην αριστοκρατική τάξη της
Αθήνας εκείνη την εποχή. Δεύτερον, εκείνη την περίοδο στην Αθήνα επικρατούσε
το δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτή η πολιτική κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα
σύμφωνα με την κρίση του Πλάτωνα να επικρατεί η ασυδοσία και η αναρχία στην
Αθήνα και, δεύτερον, να υποτιμηθεί ο ρόλος και η αξία της κοινωνικής του τάξης.
Ως αποτέλεσμα, ο Πλάτωνας είδε τον εαυτό του σαν τον άνθρωπο που θα
πρότεινε την καλύτερη πολιτική λύση για την πόλη του αποκαθιστώντας με την

122
Βλ. Pocock 1975.
123
Βλ. Πλάγγεσης 2007, σσ. 23-42.
124
Βλ. Skinner 1966, σσ.287-317.

41
ανάληψη της εξουσίας από την αριστοκρατία στο πολιτικό μοντέλο που πρότεινε
το κύρος της τάξης του. Έτσι, προέβη στη συγγραφή της ¨Πολιτείας¨125.
Επίσης, μια άλλη εφαρμογή της μεθόδου πραγματοποιήθηκε στην ερμηνεία
των επαναστάσεων. Για τον Dunn μπορεί να παίζουν ρόλο στο να προκληθεί μια
επανάσταση σε μια κοινωνία οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες
που επικρατούν την εποχή εκείνη αλλά εκείνο που κυρίως καθορίζει το γεγονός
της επανάστασης είναι οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω, οι κρίσεις και τα
συναισθήματα των ιστορικών υποκειμένων που ξεσηκώνουν ένα λαό να
επαναστατήσει. Ο Dunn μ’ αυτό θέλει να πει πως αυτοί που κυρίως ευθύνονται
για το ξεσηκωμό του λαού σε μια επανάσταση είναι κυρίως κάποια ιστορικά
άτομα με συγκεκριμένες προσδοκίες και πολιτικούς σκοπούς, με ορισμένα
οράματα για την κοινωνία που γίνονται οι ηγέτες μίας επανάστασης126.

4.3. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ CAMBRIDGE

Σκληρή κριτική στον Skinner, ασκούν οι Bh. Parekh και R.N. Berki. Οι Parekh
και Berki εγείρουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου του
πλαισίου. Αρχικά, θεωρούν πως η μέθοδος του ιστορικού πλαισίου δεν μας
βοηθά στο να συλλάβουμε την πρόθεση του συγγραφέα ενός κειμένου. Εξάλλου,
πολλές φορές δεν μας είναι απαραίτητο να ελέγξουμε το πλαίσιο ενός κειμένου
καθώς το ίδιο το κείμενο μας πληροφορεί επαρκώς για το νόημά του. Επίσης, οι
Parekh και Berki πιστεύουν πως δεν πρέπει να εστιάζουμε την προσοχή μας στο
γλωσσικό πλαίσιο ενός κειμένου πολιτικής θεωρίας, γιατί η γλώσσα είναι ένα
δυναμικό σύνολο που διαρκώς αλλάζει. Αυτό καθιστά δύσκολη την εργασία του
μελετητή, καθώς δεν μπορεί να είναι σε θέση να γνωρίζει με σιγουριά ποιο είναι
το νόημα μιας λέξης σε κάθε εποχή127. Ένα άλλο σημείο κριτικής των Parekh και
Berki είναι πως σ’ ένα κείμενο υπάρχουν πολλά πλαίσια και αναγκαστικά ένας
μελετητής διαλέγει ανάμεσα ένα απ΄ αυτά τα πλαίσια του κειμένου. Αλλά το
πλαίσιο διαπιστώνουν οι Parekh και Berki δεν είναι ποτέ κάτι ξεκάθαρο και,

125
Βλ. Dunn 1980, σ.23.
126
Βλ. Dunn 1985, σσ.68-86.
127
Βλ. Parekh and Berki 1973, σσ.165-168.

42
επιπλέον, οικοδομείται πάντα από τους ερμηνευτές του κειμένου. Ως συνέπεια,
το πλαίσιο πάντα μπερδεύει τη δουλειά του μελετητή128. Επίσης, παρατηρούν
πως σε κάποια κείμενα δεν χρειάζεται να ελέγξουμε το πλαίσιο τους, γιατί
πραγματεύονται ένα θέμα διαχρονικό και γενικό. Για παράδειγμα, αναφέρουν την
¨Πολιτεία¨ του Πλάτων και τα ¨Μεταφυσικά¨ του Αριστοτέλη των οποίων δεν
χρειάζεται να ερευνήσουμε καν το ιστορικό τους πλαίσιο129. Επιπροσθέτως, οι
Parekh και Berki συμφωνούν με τον Skinner πως κανένας μελετητής ιστορικών
κειμένων δεν μπορεί να αποφύγει το διανοητικό κλίμα της εποχής του, αλλά, σε
αντίθεση με τον Άγγλο ιστορικό δικαιολογούν την τάση των μελετητών να
οργανώνουν και να κατηγοριοποιούν το αντικείμενο της έρευνάς τους σε
περιόδους και παραδόσεις καθώς αυτό αποτελεί ένα εργαλείο για να γίνει
δυνατότερη η κατανόηση του παρελθόντος. Επίσης, κατακρίνουν τον Skinner
που χρησιμοποιεί τον όρο μυθολογία για να χαρακτηρίσει μια προηγούμενη
μέθοδο. Αντίθετα, θεωρούν πως οι ιστορικοί θα πρέπει να συνειδητοποιούν πως
αποτελούν και αυτοί μέρος της ιστορίας130. Στη συνέχεια, παρατηρούν πως η
μέθοδος του ιστορικού πλαισίου που υιοθετεί ο Skinner οδηγεί σ’ ένα ιστορικισμό
που έχει τη μορφή της εποχικής αιτιοκρατίας, δηλαδή το ότι οι κοινωνικές
συνθήκες της εκάστοτε εποχής καθορίζουν πάντα και αποτελούν καθοριστικό
παράγοντα του τι θα γράψει ένας πολιτικός στοχαστής στο κείμενό του131.
Έπειτα, κριτική στο έργο του Skinner ασκεί ο J. Femia. Ο Femia
συμφωνώντας με τους Parekh και Berki και τη γκραμσιανή αντίληψη περί
ιστορικισμού θεωρεί πως οι εκπρόσωποι της σχολής του Cambridge ολίσθησαν
σ΄ ακραίο ιστορικισμό. Άποψη του Femia είναι πως δεν πρέπει να
προσεγγίζουμε τα διάφορα ιστορικά γεγονότα μεμονωμένα στο ιστορικό τους
πλαίσιο και άχρονα όπως προτείνει Skinner. Αντίθετα, θεωρεί πως, παράλληλα,
με κάποια ερωτήματα που χρήζουν να μελετηθούν στο ιστορικό τους πλαίσιο
υπάρχει ένας βασικός πυρήνας διαχρονικών ερωτημάτων και αξιών. Αυτά τα
διαχρονικά ερωτήματα προέρχονται από κάποιες ανάγκες σύμφυτες με την

128
Βλ. Parekh and Berki 1973, σσ.181-182.
129
Βλ. Parekh and Berki 1973, σ.174.
130
Βλ. Parekh and Berki 1973, σ.184.
131
Βλ. Parekh and Berki 1973, σ.177.

43
ανθρώπινη φύση όπως είναι η ανάγκη για τροφή, για καταφύγιο, για ασφάλεια
και για ερωτική ικανοποίηση. Όλες αυτές οι ανάγκες μαζί αποτελούν ένα μόνιμο
και διαρκές υπόστρωμα που προκαλούν ανά τους αιώνες διάφορα ερωτήματα
όπως το ποιος θα πρέπει να κυβερνάει και με ποιο τρόπο. Επίσης, θεωρεί πως
υπάρχουν κάποιες αξίες όπως τα φυσικά δικαιώματα και η ελευθερία που πάντα
απασχολούσαν τον ανθρώπινο προβληματισμό. Όλα αυτά ο Femia τα θεωρεί
ένα ¨κατάλοιπο¨ που διαπερνά όλη την ιστορία και δεν χρειάζεται να μελετηθεί το
ιστορικό του πλαίσιο132. Επίσης, ο Femia δεν συμφωνεί με τον Skinner στο ότι η
ιστορία των ιδεών είναι μια σειρά από ασύνδετα διανοητικά γεγονότα. Αντίθετα,
προτείνει στον Άγγλο ιστορικό να προβαίνει πάντα σε αναλογίες και συγκρίσεις
ανάμεσα σ΄ αυτά τα διανοητικά γεγονότα προσπαθώντας να εκμαιεύσει γενικές
έννοιες και κανόνες133. Έπειτα, προσθέτει πως ένας μελετητής κειμένων της
πολιτικής σκέψης δεν πρέπει ποτέ να μένει στην αποκατάσταση των συνειδητών
προθέσεων του συγγραφέα αλλά να επεκταθεί και στη μελέτη άλλων
πραγμάτων134.
Στη συνέχεια, σκληρή κριτική στο έργο των διανοητών της σχολής του
Cambridge ασκήθηκε από τον Pr. King ο οποίος υποστήριξε πως η ανάλυση των
Pocock και Skinner έχει αμφίβολη αξία και πως η μέθοδος του πλαισίου δεν
οδηγεί σε καλύτερη κατανόηση του νοήματος του κειμένου. Επίσης, ο King
χαρακτηρίζει τη μέθοδο του Skinner πολύ περιορισμένη135. Για τον King το να
αναζητούμε το πλαίσιο ενός κειμένου δεν μας βοηθάει καθώς και το πλαίσιο μιας
φράσης είναι και αυτό φράσεις που με τη σειρά τους πρέπει να αναζητήσουμε το
δικό τους πλαίσιο, δηλαδή, άλλες φράσεις που πάλι με τη σειρά τους θα
οδηγήσουν στη διερεύνηση νέων πλαισίων οπότε δεν καταλήγουμε ποτέ
κάπου136. Επίσης, ο King πιστεύει πως η επιμονή του Pocock στη μελέτη των
πλαισίων ενός κειμένου παραμορφώνει και μειώνει την αξία του ίδιου του
κειμένου. Για παράδειγμα, θεωρεί πως στο έργο του Pocock ¨The Machiavellian
moment: Florentine political thought and the atlantic republican tradition¨ έδωσε

132
Βλ. Femia 1981, σσ.114-128.
133
Βλ. Femia 1981, σ.127.
134
Βλ. Femia 1981, σ.132.
135
Βλ. King 2000, σ.207.
136
Βλ. King 2000, σ.184.

44
λανθασμένα πάρα πολύ έμφαση στο πλαίσιο του Machiavelli, δηλαδή, το ότι
επηρεάστηκε από τον Αριστοτέλη137. Μ’ αυτήν την τακτική, όμως, το κείμενο
χάνει την αξία του. Πλέον, το κύριο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στη λογική του
κειμένου αλλά σε καταστάσεις που βρίσκονται έξω απ΄ αυτό138. Έτσι, η
εσωτερική λογική του κειμένου διαλύεται μέσα από την κύρια προσοχή που
δίνεται στα συμφραζόμενά του. Ο King για να κάνει πιο ξεκάθαρη την ένστασή
του προς τους εκπροσώπους της σχολής του Cambridge αναφέρει ένα
παράδειγμα. Αναφέρει πως, αν θελήσουμε να δούμε το πλαίσιο ενός σπιτιού που
βρίσκεται μέσα σε μια κοιλάδα, τότε θα πρέπει να απομακρυνθούμε πιο μακριά
για να το δούμε ενταγμένο μέσα στην κοιλάδα. Όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο θα
θυσιάσουμε την λεπτομέρεια, καθώς αν το παρατηρούσαμε εκ του σύνεγγυς, θα
ήμασταν σε θέση να παρατηρήσουμε τις λεπτομέρειές του139. Επιπλέον, με τη
μέθοδο του πλαισίου προσθέτει ο King καταστρέφουμε την αυτονομία του
κειμένου και τη μοναδικότητα του. Επίσης, ο συγγραφέας του έργου φαίνεται σαν
να μην έχει δική του βούληση, κάτι που οδηγεί σε μια μορφή ιστορικού
ντετερμινισμού καθώς το νόημα του κειμένου καθορίζεται πάντα από το ιστορικό
του πλαίσιο140. Μ’ άλλα λόγια, αν στηρίξουμε την ερμηνεία μας στη μέθοδο του
πλαισίου, τότε υποτιμούμε τη δράση των ατόμων ως ξεχωριστές
προσωπικότητες σε απλές μηχανικές πράξεις που εξηγούνται σύμφωνα με το
εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο141. Τέλος, παρατηρεί πως είναι αδύνατο να
συλλάβουμε όλες τις συμβάσεις κάθε εποχής142.
Ίδια κριτική με τους Parekh, Berki, Femia και King όσον αφορά το σχετικισμό
στο έργο των εκπροσώπων της σχολής του Cambridge ασκήθηκε από άλλους
μελετητές. Πιο συγκεκριμένα, K. Schochet κατακρίνει τον Skinner πως η μέθοδός
του οδηγεί σ΄ένα προφανή σχετικισμό. Ο Skinner, απεναντίας, απάντησε πως
αντικείμενο έρευνάς του δεν είναι η ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας αλλά να

137
Βλ. King 2000, σ.195.
138
Βλ. King 2000, σ.197.
139
Βλ. King 2000, σ.202.
140
Βλ. King 2000, σσ.207-208.
141
Βλ. King 2000, σσ.207-208.
142
Βλ. King 2000, σ.137.

45
σχετικοποιήσει κανείς την ιδέα να θεωρεί αληθή μια δεδομένη πεποίθηση143.
Επίσης, στο ίδιο μήκος κύματος και ο N.J. Rengger σημειώνει πως η
μεθοδολογική πρόταση του Dunn μπορεί να μας οδηγήσει σε μια μορφή
ιστορικισμού144. Μια ενδιαφέρουσα εξήγηση του λόγου για τον οποίο οι Skinner
και Dunn υιοθετούν μια μέθοδο που οδηγεί στο σχετικισμό έχει πραγματοποιηθεί
από την Em. Perreau- Saussine. Στο άρθρο της ¨Quentin Skinner in context¨
παρατηρεί η Saussine πως καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός πως τα χρόνια
που ο Skinner και ο Dunn διαμόρφωναν τη μεθοδολογία τους, δηλαδή τα χρόνια
μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πρώτον, η Βρετανία διήνυσε μια μεγάλη
σχετικά οικονομική παρακμή εξαιτίας των δύο συνεχόμενων παγκοσμίων
πολέμων, δεύτερον, η Βρετανική αυτοκρατορία κατέρρευσε και, τρίτον,
παραγκωνίσθηκε ο ρόλος της αγγλικανικής εκκλησίας. Όλα αυτά οδήγησαν στην
κατάσταση η Βρετανία να χάσει την εθνική της μυθολογία και την ικανότητά της
να σαγηνεύει145. Σ’ αυτήν τη νέα ιστορική κατάσταση που διαμορφωνόταν ο
Skinner ενδιαφερόταν να δώσει ένα νέο όραμα για τη Βρετανία στρέφοντας την
προσοχή προς το εσωτερικό με την αναμόρφωση της πολιτικής αγγλικής
κοινωνίας προς τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία146.
Ένα άλλο σημείο που δέχθηκε κριτική στο έργο των διανοητών της σχολής
του Cambridge ήταν πως προσέγγιζαν τα κείμενα πολιτικής θεωρίας άχρονα.
Πρώτος, ο Μ. Richter συγκρίνοντας τη ¨σχολή του Cambridge¨ με την
Begriffgeschichte, την κίνηση, δηλαδή, μιας ομάδας Γερμανών ιστορικών να
γράψουν σε τρία λεξικά την ιστορία των εννοιών συνδυάζοντας την πολιτική
φιλοσοφία με την κοινωνική ιστορία, έκρινε πως η μέθοδος των διανοητών της
σχολής του Cambridge σε σχέση με τη γερμανική πρωτοβουλία που προσπαθεί
να αναλύσει τις έννοιες και συγχρονικά και διαχρονικά, ασχολείται μόνο με τη
συγχρονική ανάλυση του πολιτικού λόγου147. Παράλληλα, οι Pocock και Skinner
κατηγορούνται ότι σταματούνε την έρευνά τους μέχρι τα τέλη του δεκάτου ενάτου

143
Βλ. Skinner 2008, σ.108.
144
Βλ. Rengger 1995, σσ.432-433.
145
Βλ. Perreau-Saussine 2007, σ.108.
146
Βλ. Perreau-Saussine 2007, σσ.111-122.
147
Βλ. Richter 1990, σ.42 και ιδ. 2003, σ.110.

46
αιώνα, ενώ μετά δεν τους απασχολεί η ιστορία της πολιτικής σκέψης148. Στο ίδιο
μήκος κύματος και ο G. Schochet παρατηρεί πως, αν και ο Skinner διατείνεται
πως τα πιστεύω μιας κοινωνίας δεν είναι άχρονα, ωστόσο, το θέμα αυτό
παραμένει με ερωτηματικά στον αναγνώστη, αν όντως ισχύει149.
Ακολούθως, ίδια κριτική με τους Parekh και Berki αναφορικά με την εστίαση
της προσοχής των εκπροσώπων της σχολής του Cambridge στο γλωσσικό
πλαίσιο ασκούν o N. Wood και η E.M. Wood. Χαρακτηριστικά, η Wood θεώρησε
πως, ενώ ο Skinner και οι υπόλοιποι θεωρητικοί της σχολής του Cambridge
δηλώνουν πως ακολουθούν τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου, ωστόσο, το
πλαίσιο στο οποίο εστιάζουν περιορίζεται κυρίως στις λογοτεχνικές συμβάσεις
που ακολουθούν στα κείμενά τους οι διάφοροι πολιτικοί φιλόσοφοι. Κατά
συνέπεια, για τον Wood η μέθοδος που ακολουθούν οι Pocock και Skinner έχει
στην ουσία περισσότερο φιλοσοφικό και ιδεαλιστικό χαρακτήρα παρά ιστορικό,
αφού δίνει περισσότερη προσοχή στη χρήση και τις εκάστοτε σημασίες των
λέξεων και των ιδιωμάτων150.
Παράλληλα, οι Woods θεώρησαν πως αυτό που προτείνουν οι εκπρόσωποι
της σχολής του Cambridge δεν είναι μέθοδος του ιστορικού πλαισίου, αφού δεν
εστιάζουν την προσοχή τους στο κοινωνικό πλαίσιο και, πιο συγκεκριμένα, στο
πλαίσιο που διαμορφώνεται από τις σχέσεις ιδιοκτησίας, τις κοινωνικές διαμάχες
και αγώνες. Τότε κατά την Wood η μέθοδος του ιστορικού πλαισίου θα αποκτήσει
πραγματικό χαρακτήρα151. Η ίδια κριτική ασκείται και από τον M. Richter στον
Pocock που δεν αφιέρωσε αρκετό χρόνο και συστηματική προσοχή στην
κοινωνική και πολιτική ανάλυση της εποχής του εκάστοτε κειμένου που μελετά
και, πιο συγκεκριμένα, για τα κόμματα, τις ελίτ και τα κινήματα της κάθε
εποχής152. Συν τοις άλλοις, δεν δίνει σημασία στις δομικές αλλαγές που
προκαλούνται από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, τα κόμματα και τα κοινωνικά
κινήματα153. Επιπλέον, και ο Wiener σχολιάζοντας την ερμηνεία του διανοητικού

148
Βλ. Richter 1990, σ.50.
149
Βλ. Schochet 1974, σσ.269-273.
150
Βλ. Wood 2002, σσ. 101-105.
151
Βλ. Wood 2002, σσ.101-105 και Wood 1994, σσ.358-363.
152
Βλ. Richter 1990, σ.57.
153
Βλ. Richter 1990, σ.66.

47
πλαισίου που απέδωσε ο Skinner στον Hobbes ισχυρίστηκε πως ο Skinner δεν
τοποθετεί καθόλου τον Hobbes στο πλαίσιο της κοινωνίας του. Έτσι, ο Wiener
καταλήγει χαρακτηρίζοντας το ιστορικό πλαίσιο του Skinner πολύ στενό και τον
προτρέπει να ασχοληθεί με τη μελέτη περισσότερο της πολιτικής
154
κοινωνιολογίας . Έπειτα, ο G. Schochet στο ίδιο πνεύμα με τον Wiener
διαπιστώνει πως ο Skinner εστιάζει υπερβολικά στις εκάστοτε επιρροές του
πολιτικού στοχαστή και καθόλου στο κοινωνικό πλαίσιο155. Στον ίδιο επικριτικό
τόνο και ο K.R. Minogue επισημαίνει πως, παρόλο που η μέθοδός του Skinner
ανακαλύπτει τις ιδεολογικές υπερδομές, δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να
παρουσιάσει αυτές τις υπερδομές ως προϊόντα που προέρχονται άμεσα από μια
κοινωνική βάση156. Ακολούθως και ο J. Tully παρατηρεί πως η μέθοδος του
Skinner θα πρέπει να επιδείξει περισσότερη ευαισθησία στην ανάλυση αυτού
που αποκαλεί ο ίδιος πρακτικό πλαίσιο, δηλαδή, των σχέσεων των πολιτικών
δυνάμεων της εκάστοτε εποχής157.
Έπειτα, κριτική αναφορικά με την εστίαση της προσοχής του Skinner στην
πρόθεση του συγγραφέα ασκήθηκε από τον K. Graham. Κατά τη γνώμη του ο
Άγγλος ιστορικός έχει παρεξηγήσει τη θεωρία του Austin για τις επικοινωνιακές
πράξεις και συμπληρώνει πως μπορεί να μην υπάρχουν ενδολεκτικά ενεργήματα
που φανερώνουν την προθέση του συγγραφέα158. Το ίδιο έντονη κριτική ασκεί
και ο P. Mew, καθώς αποστασιοποιείται από τη θέση του Skinner πως τα
ομιλιακά ενεργήματα μπορούν να μας δείξουν ποιες ήταν οι προθέσεις του
συγγραφέα ως ιστορικό πρόσωπο. Απεναντίας, διαπιστώνει πως το να
ανακαλύψουμε τις προθέσεις είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα, καθώς θα πρέπει
να σκάψουμε πολύ βαθύτερα διερευνώντας τα πιστεύω, τις πεποιθήσεις, τις
συμπεριφορές, τις εκκεντρικοτήτες και τις ιδιοσυγκρασίες κάθε ατόμου159.
Έπειτα και οι L. Mulligan, J. Richard και J. Graham παρατηρούν πως η έμφαση
του Skinner στις προθέσεις των πολιτικών στοχαστών προκαλεί αμφιβολίες για

154
Βλ. Wiener 1974, σσ.251-260.
155
Βλ. Schochet 1974, σσ.266-268.
156
Βλ. Minogue 1981, σσ.550-552.
157
Βλ. Tully 1983, σ.507.
158
Βλ. Tully (επιμ.) 1988, σ.151.
159
Βλ. Mew 1971, σσ.355-357.

48
την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος αυτού, καθώς δεν θα μπορέσουμε
ποτέ να βρούμε επαρκείς αποδείξεις για να τεκμηριώσουμε το ότι βρήκαμε όντως
ποιες είναι οι προθέσεις των συγγραφέων160. Επίσης, ο Richter συμπληρώνει
πως τα συμπεράσματα των έργων του Skinner είναι πολύ συμβατικά και
καθόλου ρηξικέλευθα σε σχέση με το τι υπόσχεται ο Skinner στα θεωρητικά του
κείμενα ότι θα αποκαλύψει161, ενώ ένας άλλος μελετητής ο N. Tarcov σχολιάζει
πως η μέθοδος του Skinner είναι πολύ επιφανειακή, ελλιπώς τεκμηριωμένη και
δεν μπορεί να εξηγεί τα παράδοξα, τις αντιφάσεις και τις λέξεις με διφορούμενα
νοήματα162.
Τέλος, ο ίδιος ο Skinner θεωρεί πως διαφοροποιείται από τους P. Ricoeur
και J. Derrida. Ο Ricoeur ισχυρίζεται πως, ενώ το κείμενο όντως στην αρχή
διέθετε ένα ηθελημένο νόημα στη συνέχεια αυτό το νόημα εξαιτίας της
πολυσημίας και της μεταφοράς που απέκτησε, έχει χαθεί για πάντα. Οπότε,
σημασία δεν έχει να βρούμε το αρχικό νόημα του κειμένου ούτε την πρόθεση του
συγγραφέα του κειμένου αλλά τα δημόσια νοήματα που αποδίδει το κείμενο
σήμερα. Έτσι, το κείμενο είναι πλέον ανοιχτό προς διαφορετικά νοήματα ανάλογα
με τους δικούς μας σκοπούς. Από την άλλη, ο Derrida θεωρεί πως η
ανασύσταση του νοήματος ενός κειμένου είναι ανέφικτη καθώς δεν διαθέτουμε τα
κριτήρια και τα μέσα για να καταλάβουμε ποιο ήταν το αρχικό νόημα του κειμένου
και, επίσης, η πρόθεση του συγγραφέα163.

5. NEAL ΚΑΙ ELLEN WOOD: ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

Μια ενναλακτική πρόταση μεθοδολογικής προσέγγισης των κειμένων


πολιτικής φιλοσοφίας διαμορφώθηκε από τους Neal Wood και Ellen Meiksins
Wood (Βλ. τις βιογραφίες τους στο παράρτημα). Σε αντίθεση με τους
εκπροσώπους της σχολής του Cambridge οι Woods προσανατολίσθηκαν στη

160
Βλ. Mulligan, Richard and Graham 1979, σσ.84-98.
161
Βλ. Richter 1990, σ.58.
162
Βλ. Tarcov 1982, σσ.707-709.
163
Βλ. Skinner 2008, σσ.171-175.

49
διερεύνηση του κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου του συγγραφέα ενός
κειμένου πολιτικής θεωρίας.

5.1. ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ WOODS

Οι Woods επηρεάστηκαν από τη θεωρία του Μαρξισμού. Εξάλλου, και ο ίδιος


ο Wood στο έργο του ¨Reflections on political theory: A voice of reason from the
past¨ εκθέτει την άποψη πως ο μαρξισμός αποτελεί ένα χρήσιμο μεθοδολογικό
εργαλείο για να μελετήσουμε τα κλασσικά κείμενα πολιτικής θεωρίας. Από τη
θεωρία του Μαρξισμού οι Woods δανείζονται έννοιες όπως αυτές του κεφαλαίου,
της ταξικής ιδεολογίας, της ταξικής συνείδησης, του επιμερισμού της εργασίας,
της εκμετάλλευσης της υπεραξίας του εργατικού χρόνου κ.α.. Επίσης, οι απόψεις
του Marx για τους τρόπους παραγωγής και τις σχέσεις κεφαλαιούχων εργοδοτών
και εργαζομένων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής τους
μεθοδολογικής προσέγγισης που χρησιμοποίησαν164.

5.2. Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ WOODS

Ο Wood προσπάθησε να προσεγγίσει τους κλασσικούς πολιτικούς στοχαστές


ακολουθώντας μια μέθοδο που ο ίδιος αποκαλούσε ¨κοινωνική ιστορία της
πολιτικής σκέψης¨. Αυτήν τη μέθοδο ο ίδιος την θεωρούσε διεπιστημονική καθώς
προαπαιτούταν για κάθε μελετητή των κειμένων της πολιτικής σκέψης να έχει
γενική και σφαιρική μόρφωση, να διαθέτει γνώσεις από πολλές επιστήμες. Για
παράδειγμα, αναφέρει την οικονομία, την ψυχολογία, τη φιλοσοφία, την πολιτική
επιστήμη και την κοινωνιολογία165. Έχοντας ένα τέτοιο γνωστικό υπόβαθρο ένας
μελετητής θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στην απαιτητική μεθοδολογική
προσέγγιση που πρότεινε ο Καναδός ιστορικός. Για αυτό, εξάλλου, και θεωρούσε

164
Βλ. Wood 2002, σσ.133-155.
165
Βλ. Wood 1978, σ.346.

50
πως θα ήταν αρκετά δύσκολη για ένα μέσο φοιτητή της πολιτικής σκέψης να την
ακολουθήσει166.
Αρχικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Καναδός ιστορικός κατέληξε σε
πέντε βασικές διαπιστώσεις σχετικά με τη μελέτη των κειμένων της αρχαίας
πολιτικής σκέψης. Πρώτον, ότι η πολιτική είναι μια πρακτική που
πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια της καθημερινής ζωής και σχετίζεται με τις
σχέσεις των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων στο δημόσιο χώρο καθώς και
με τις προσπάθειές τους να επιβιώσουν και να εξυπηρετήσουν τα δικά τους
συμφέροντα πάντα στο όνομα του δημοσίου καλού. Δεύτερον, κάθε κλασσική
πολιτική θεωρία σχετίζεται άμεσα με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της
εποχής της. Τρίτον, κάθε κλασσικό πολιτικό κείμενο πολιτικής σκέψης αποτελεί
προϊόν της ιστορικής εποχής του και ως άμεση συνέπεια μας δείχνει κάποια
πράγματα για την κοινωνία μέσα στην οποία δημιουργήθηκε καθώς αποτελεί
αντανάκλασή του. Τέταρτον, η γένεση κάθε κλασσικού κειμένου μπορεί να
εξηγηθεί μόνο σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Πέμπτον,
κάθε κλασσικό κείμενο πολιτικής θεωρίας είναι κυρίως ιδεολογικό συλλέγοντας
επιχειρήματα ακόμα και απ΄ άλλους επιστημονικούς χώρους για να στηρίξει τη
θέση του167.
Στη συνέχεια, ο Wood μελετώντας τα κλασσικά κείμενα θεώρησε πως
αντικείμενο μελέτης του αποτελούσαν οι ιδέες και κυρίως οι πολιτικές ιδέες των
διάφορων πολιτικών στοχαστών. Ωστόσο, ο Καναδός ιστορικός δεν προσέγγιζε
τις ιδέες ως κάτι ξεχωριστό και απομονωμένο από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Αντίθετα, έβλεπε τις ιδέες ως προϊόντα κοινωνικών διαμαχών και αγώνων. Για
τον Wood οι πολιτικές ιδέες αποτελούσαν όπλα στα χέρια διάφορων κοινωνικών
τάξεων και πολιτικών ομάδων. Επίσης, η πολιτική θεωρία που διαμορφωνόταν
από ένα αρχαίο πολιτικό στοχαστή αποτελούσε μια απάντηση σε μια κοινωνική ή
πολιτική διαμάχη. Μ’ αυτό ο Wood ήθελε να πει πως ο πολιτικός φιλόσοφος ήταν
παρατηρητής των διάφορων κοινωνικών αντιμαχιών και συγκρούσεων της

166
Βλ. Wood 1978, σ.348.
167
Βλ. Wood 1978, σ.345.

51
εποχής του στις οποίες προσπαθούσε να βρει λύσεις168. Οι απαντήσεις αυτές
που έβρισκε ήταν ταυτόσημες με τα συμφέροντα της κοινωνικής τάξης ή του
πολιτικού κόμματος στο οποίο ανήκε.
Έπειτα, ο Wood προσπαθεί να κατανοήσει τις πολιτικές ιδέες του εκάστοτε
πολιτικού φιλοσόφου ξεκινώντας με την ανάλυση του κοινωνικού πλαισίου της
εποχής του. Γι’ αυτό προσέχει ποιες ήταν οι κοινωνικές δομές της περιόδου που
συντέθηκε το κείμενο. Αντλεί πληροφορίες για την πολιτική και οικονομική
κατάσταση της περιόδου εκείνης. Πιο συγκεκριμένα, ενδιαφέρεται για το ποιες
κοινωνικές τάξεις υπήρχαν τότε, πως διαμορφώθηκαν και σχηματίστηκαν αυτές
και αν υπήρχαν τάξεις που είχε πρόσφατα υποτιμηθεί ο ρόλος τους. Επίσης,
παρατηρεί ποιος ήταν ο βαθμός αυτοσυνειδησίας της κάθε τάξης καθώς και ποια
ήταν η σχέση κάθε τάξης με την εξουσία. Επιπλέον, ο Wood προσέχει ποια ήταν
η επικρατούσα αντίληψη για το κοινωνικό status και προσπαθεί να συλλάβει τον
τρόπο με τον οποίο οι διάφορες τάξεις προσπαθούσαν να αποκτήσουν
περισσότερο κοινωνικό κύρος και ισχύ169. Συν τοις άλλοις, παρακολουθεί τις
θρησκευτικές και εθνικές ομάδες είτε αυτές ήταν πλειονότητες είτε ήταν
μειονότητες και μελετά τις σχέσεις τους με την οικονομική και πολιτική ζωή του
τόπου.
Σ’ αυτό το σημείο να επισημάνουμε πως αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με
τον Καναδό ιστορικό μπορεί κανείς να τις αντλήσει από τη λεπτομερή μελέτη των
γραπτών πηγών της εποχής. Έτσι, η έρευνα των κρατικών αρχείων, των
διαφόρων χρονικών και ημερολογίων μπορούν να μας διαφωτίσουν για το
κοινωνικό πλαίσιο της περιόδου που γράφτηκαν τα κλασσικά κείμενα. Επίσης,
μπορούμε να μελετήσουμε τις εφημερίδες, την επαγγελματική αλληλογραφία και
τις αναφορές αλλά και τις διάφορες φωτογραφίες της εποχής. Ακόμη, για τον
Wood χρήσιμες πληροφορίες μπορεί να μας παράσχει και η αρχαιολογία με τα
ευρήματά της170.
Έπειτα, οι Woods εστίασαν την προσοχή τους στο οικονομικό πλαίσιο της
εποχής που γράφτηκαν τα κλασσικά κείμενα. Ο Neal Wood έδωσε σημασία

168
Βλ. Wood 1978, σ.346.
169
Βλ. Wood 1978, σ.348.
170
Βλ. Wood 2002, σσ.12 και 106.

52
στους τρόπους και τα μέσα παραγωγής της εποχής, στις σχέσεις εργοδοτών και
εργαζομένων, στις σχέσεις ιδιοκτησίας, στον επιμερισμό της εργασίας αλλά και
γενικά στο πως λειτουργούσε η αγορά. Ακόμη, παρατήρησε με ποιους τρόπους
γινόταν εκμετάλλευση των εργατών για τη συσσώρευση κεφαλαίου καθώς και
ποιες ήταν οι σχέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων μιας κοινωνίας με τους
οικονομικούς παράγοντες της κοινωνίας εκείνης της εποχής171. Περισσότερη,
ωστόσο, προσοχή στο οικονομικό πλαίσιο έδωσε η Wood. Η Καναδή ιστορικός
επεσήμανε πως σίγουρα θα πρέπει να προσέξουμε τις διάφορες κοινωνικές και
επαγγελματικές πρακτικές που υιοθετήθηκαν κατά καιρούς αλλά και τις
κοινωνικές συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να
εστιάσουμε πάνω στα οικονομικά συμφέροντα, το ποιος κατείχε κεφάλαιο, το
πώς κινούνταν το κεφάλαιο στα πλαίσια της κοινωνίας, τις σχέσεις που
διαμορφώνονταν πάνω στο οικονομικό κέρδος, τις σχέσεις εργοδότη και
εργαζόμενου, τις περιουσιακές σχέσεις καθώς και το πώς οριζόταν η περιουσία
από εποχή σε εποχή καθώς ανάλογα άλλαζαν ως συνέπεια και οι διάφορες
κοινωνικές συμπεριφορές και οικονομικές σχέσεις172.
Επίσης, ο Καναδός ιστορικός ενδιαφέρεται να αποκρυπτογραφήσει τη
διανοητική σφαίρα της κοινωνίας. Έτσι, συλλέγει πληροφορίες για τις
επικρατούσες κοινωνικές ιδεολογίες και πεποιθήσεις της εποχής. Επιπλέον,
παρατηρεί τις θρησκευτικές τάσεις της κοινωνίας και τις θεωρητικές αρχές της
καθεμίας. Παράλληλα, δίνει προσοχή στην ηθική παράδοση που ακολουθούσε
και εφάρμοζε στην καθημερινή της ζωή κάθε κοινωνία. Μ’ όλες αυτές τις
πληροφορίες ο Wood προσπαθεί να καταλάβει ποιες ήταν οι κοινωνικώς
αποδεκτές συμπεριφορές της εποχής που γράφτηκε το κείμενο ενός πολιτικού
στοχαστή173. Παρ’ όλα αυτά ο Καναδός ιστορικός παρατηρεί πως όλες αυτές οι
γνώσεις δεν πρέπει να λειτουργήσουν ως ξερές γνώσεις που θα εξηγούν άμεσα
πώς διαμορφώθηκαν οι πολιτικές ιδέες του εκάστοτε πολιτικού στοχαστή, γιατί

171
Βλ. Wood 2002, σσ.115-116.
172
Βλ. Wood 1994, σσ.355-363.
173
Βλ. Wood 1978, σ.348.

53
εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να καταλήξουμε σ΄ ένα μηχανιστικό κοινωνικό
ντετερμινισμό όπως χαρακτηριστικά αναφέρει174.
Στη συνέχεια, ο Wood πάντα με στόχο να κατανοήσει τις πολιτικές ιδέες
κάποιου πολιτικού φιλοσόφου ερευνά την ίδια τη ζωή του στοχαστή. Έτσι,
επιδίδεται στην συλλογή βιογραφικών πληροφοριών. Ο Wood προσπαθεί να
μάθει ποια ήταν η κοινωνική τάξη του φιλοσόφου καθώς και η θέση του στην
κοινωνία. Επίσης, ενδιαφέρεται για τη μόρφωσή του, δηλαδή, σε ποια
εκπαιδευτικά ιδρύματα σπούδασε, τι σπούδασε και γενικά τι βιβλία διάβαζε.
Επιπλέον, συγκεντρώνει πληροφορίες για την οικογένειά του και τις κοινωνικές
και πολιτικές γνωριμίες και διασυνδέσεις του. Ακόμα, προσέχει ποια
επαγγέλματα εξάσκησε ο πολιτικός στοχαστής κατά τη διάρκεια της ζωής του,
ποιοι ήταν οι φίλοι του, ποιες ήταν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, πόσο
μεγάλη περιουσία είχε, ποιες πηγές και μέσα πορισμού διέθετε, ποια ήταν τα
εισοδήματά του και ποιος ήταν γενικά ο τρόπος ζωής του175. Στη συνέχεια, ο
Καναδός ιστορικός προσθέτει πως χρήσιμες πληροφορίες θα μπορούσαμε να
αντλήσουμε και από την προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία κάθε
πολιτικού στοχαστή. Ωστόσο, επιτείνει την προσοχή πως μ’ αυτές τις
πληροφορίες δεν πρέπει να ολισθήσουμε σε μια ψυχαναλυτική μη ιστορική
ανάλυση176. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να εκτιμηθούν πάντα σε άμεση
συνάρτηση με τις πληροφορίες μας για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής.
Έπειτα, οι Woods εξηγούν πως μ’ όλες αυτές τις πληροφορίες ως υπόβαθρο
θα είμαστε σε θέση να συνειδητοποιήσουμε ποιο ήταν το ιδανικό για τον πολιτικό
φιλόσοφο που μελετάμε. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε
ποια ήταν η κοσμοθεωρία του, η ιδεολογία του και η άποψή του για τον κόσμο
που τον περιέβαλλε177. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα καταλάβουμε ποιες ήταν οι
απαντήσεις που έδινε σε ζητήματα όπως ποια είναι η ιδανική πολιτεία, ποιος
είναι ο ιδανικός τρόπος για τον άνθρωπο να ζει και να ενεργεί, αν η ιδανική
κοινωνία είναι όντως εφικτή και πραγματοποιήσιμη και αν ναι υπό ποιες

174
Βλ. Wood 1978, σ.349.
175
Βλ. Wood 1978, σ.349.
176
Βλ. Wood 1978, σ.350.
177
Βλ. Wood 1978, σ.351.

54
συνθήκες δύναται να γίνει πραγματικότητα η ιδανική κοινωνία. Στη συνέχεια, ο
Wood παρατηρεί πως κάθε πολιτικός φιλόσοφος σχημάτιζε την ιδεολογία του και
το ιδανικό πρότυπο κοινωνίας μέσα από την παρατήρηση κάποιων ήδη
υπαρχόντων προτύπων στην κοινωνία που ζούσε. Για τον Καναδό ιστορικό η
αποκρυπτογράφηση του ιδανικού κάθε πολιτικού στοχαστή θα μας βοηθήσει, στη
συνέχεια, να κατανοήσουμε ποια ήταν τα κοινωνικά και οικονομικά του
συμφέροντα που πρέσβευε. Αυτά με τη σειρά τους θα μας βοηθήσουν στο να
εξηγήσουμε και τις πολιτικές λύσεις που πρότεινε μέσα από τα γραπτά του. Έτσι,
έχοντας υπόψιν μας ποια ήταν η προσδόκιμη ιδανική κοινωνική κατάσταση στο
μυαλό κάποιου πολιτικού στοχαστή θα μας διευκολύνει να αποκαταστήσουμε τη
λογική συνοχή που υπάρχει ανάμεσα στο μυαλό του διανοούμενου και στις
απαντήσεις που έδωσε σε τρέχοντα ερωτήματα της κοινωνίας του όπως στο
ποιος και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να ασκήσει εξουσία στην κοινωνία.
Παράλληλα, για τον Wood κάθε πολιτικός διανοητής χρησιμοποιούσε πορίσματα
άλλων επιστημών την εποχή που ζούσε για να τεκμηριώσει και να υποστηρίξει
καλύτερα την κοσμοθεωρία του και επιτείνει την προσοχή του σ΄ όλους τους
μελετητές να μην μπερδέψουν τις κύριες απόψεις ενός πολιτικού διανοητή με τα
επιχειρήματα που χρησιμοποιεί απ΄ άλλες επιστήμες178.
Στη συνέχεια, ο Wood απαντά στο ερώτημα αν η μέθοδος του αποτελεί μια
μορφή ιστορικισμού και, κατ’ επέκταση, αν οδηγεί στο σχετικισμό. Θεωρεί πως
στις κοινωνίες όλων των εποχών από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα οι άνθρωποι
έχουν κάποιες βασικές φυσικές ανάγκες που ικανοποιούνται με συγκεκριμένα
κοινωνικώς αποδεκτά μέσα αλλά και κάποιες κοινές εμπειρίες και προβλήματα.
Για παράδειγμα, αναφέρει τον ύπνο, το όργωμα της γης με το άροτρο, το
βράσιμο του νερού, το μπάνιο αλλά και το επαγγελματικό επιμερισμό και
εξειδίκευση και την τάση των ανθρώπων για κυριαρχία και υποταγή. Έτσι, για
αυτόν το λόγο ο Wood θεωρεί πως η πολιτική σκέψη είναι ευέλικτη και ελίσσεται
από το κοινωνικό πλαίσιο μιας εποχής στο κοινωνικό πλαίσιο μιας άλλης εποχής.
Τα κοινωνικοιστορικά πλαίσια για τον Wood δεν είναι κλειστά και απομονωμένα.
Αντίθετα, ιδέες κάποιων πολιτικών φιλοσόφων μιας εποχής μπορούν να

178
Βλ. Wood 1978, σ.352.

55
χρησιμοποιηθούν από τις κοινωνίες μιας άλλης εποχής. Αυτό, λοιπόν, που μένει
να προσέξουμε παρατηρεί ο Καναδός ιστορικός είναι να διακρίνουμε από τη μια
ποια τμήματα των πολιτικών θεωριών, ποιες συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες
κάποιας εποχής είναι διαχρονικού ενδιαφέροντος και από την άλλη ποιες είναι οι
όμοιες συνθήκες του κοινωνικού πλαισίου εκείνης της εποχής με τις συνθήκες
κοινωνικών πλαισίων άλλων εποχών. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατανοήσουμε πώς
κάποιοι πολιτικοί στοχαστές μιας άλλης εποχής χρησιμοποίησαν ιδέες κάποιων
άλλων εποχών και τις εφάρμοσαν σε κοινωνικές πρακτικές της δικής τους
εποχής. Επίσης, ο Wood παρατηρεί πως με τον ίδιο τρόπο κάποιες απ΄ αυτές τις
πολιτικές ιδέες που έχουν διαχρονική αξία μπορούν να αποτελέσουν
προσανατολισμό και καθοδήγηση για τα σύγχρονα προβλήματα της εποχής μας
δίνοντας έτσι μια πραγματιστική χροιά στη μελέτη της ιστορίας της πολιτικής
σκέψης179.
Ένα παράδειγμα που δείχνει πως ο Wood εφαρμόζει τη μέθοδό του
αποτελούν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Για τον Καναδό ιστορικό και οι δύο
διακατέχονταν από το ιδανικό της αριστοκρατικής κοινωνίας και αυτό οφειλόταν
στο γεγονός ότι και οι δυο ανήκαν σ’ αυτήν την τάξη. Ο Wood αναφέρει πως κατά
την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου καταστράφηκαν τα κτήματα πολλών
χωρικών στην ύπαιθρο κάτι που είχε ως συνέπεια να μετακινηθούν στην Αθήνα
και να δουλέψουν ως εργάτες. Επίσης, την ίδια περίοδο επικράτησε το
δημοκρατικό πολίτευμα που παραγκώνισε την αριστοκρατία από την εξουσία.
Αυτό είχε, ως αποτέλεσμα, οι Πλάτωνας και Αριστοτέλης να προσπαθήσουν να
προωθήσουν τις αξίες και τον τρόπο ζωής των αριστοκρατών ως τον ιδανικό
τρόπο να ζει κανείς. Το πρότυπο ανθρώπου που προώθησαν ήταν ο ευγενής
άνθρωπος με αριστοκρατική καταγωγή, έγγεια περιουσία και πνευματική
καλλιέργεια αλλά και μια σειρά αρετών όπως το θάρρος. Επίσης, ο Πλάτωνας
πρότεινε μια μορφή ιδανικής πολιτείας στην οποία κυβερνήτες θα ήταν μέλη της
αριστοκρατικής τάξης. Με το να προτείνουν, λοιπόν, αυτήν τη μορφή ιδανικής

179
Βλ. Wood 2002, σσ.122-126.

56
πολιτείας, και τρόπου ζωής οι Πλάτωνας και Αριστοτέλης προωθούσαν τα
συμφέροντα της δικής τους κοινωνικής τάξης180.
Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί το έργο του John Locke. Η Wood θεωρεί πώς
πρέπει να εξετάσουμε το έργο του Locke στο οικονομικό πλαίσιο της εποχής. Η
Καναδή ιστορικός παρατηρεί πως την εποχή που έγραψε τα έργα του ο Locke
είχε ήδη αναπτυχθεί μια πρώιμη μορφή καπιταλισμού ο ¨αγροτικός
καπιταλισμός¨ (agrarian capitalism) καθώς είχαν υιοθετηθεί από τους μεγάλους
γαιοκτήμονες καινούργιες πρακτικές και νέες τεχνικές όπως η άρδευση, η
λίπανση, η περίφραξη, η οριζόντια και η κάθετη γεωργία που είχαν ως
αποτέλεσμα να αυξήσουν την παράγωγη των γεωργικών προϊόντων181. Επίσης,
οι γαιοκτήμονες σιγά-σιγά αγόραζαν μικρότερα κτήματα γύρω από τις δικές τους
εκτάσεις με στόχο να τις αυξήσουν και αυτόματα να αυξήσουν την έγγειο
πρόσοδο182. Παράλληλα, άρχισαν να διώχνουν τους διάφορους
μικροκαλλιεργητές που απασχολούνταν στα κτήματά τους με αποτέλεσμα όλοι
αυτοί οι μικροκαλλιεργητές να αυξηθούν σε αριθμό, να μην έχουν δουλειά και έτσι
να αναγκάζονται να πωλούν τον εργατικό τους χρόνο για να πληρωθούν σε
μισθό και να μπορέσουν έτσι να επιβιώσουν. Με την αύξηση, όμως, των εργατών
αυξανόταν και η ζήτηση αγαθών. Αυτό με τη σειρά του είχε, ως συνέπεια, οι
μεγαλογαιοκτήμονες να αυξήσουν την παραγωγή έγγειων αγαθών για να
καλύψουν τη νέα ζήτηση και έτσι να τονωθεί η αγορά183. Παράλληλα, οι
ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης χρησιμοποιούσαν όλο και περισσότερο το
ελεύθερο χρόνο των κολίγων τους για να αυξήσουν την παραγωγή. Όλες αυτές οι
νέες πρακτικές που αναπτύχθηκαν, οι νέες κοινωνικές σχέσεις που
διαμορφώθηκαν πάνω στα νέα οικονομικά συμφέροντα και κέρδη και ο
επαναπροσδιορισμός των περιουσιακών δικαιωμάτων και σχέσεων εργοδότη και
εργαζομένου απετέλεσαν το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
έγραψε τα έργα του ο Locke. Η Wood καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Locke

180
Βλ. Wood and Wood 1978, σσ.1-5.
181
Βλ. Wood 1994, σσ.341-342.
182
Βλ. Wood 1994, σ.345.
183
Βλ. Wood 1994, σ.364.

57
έγραψε τα έργα του εκφράζοντας τα συμφέροντα της τάξης των
μεγαλογαιοκτημόνων στην οποία ανήκε και ο ίδιος.

5.3. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ WOODS

Κριτική στους Woods ασκήθηκε από τον J. Tully για το έργο του ¨John Locke
and the agrarian capitalism¨ και τον χαρακτηρισμό του Locke ως απολογητή του
πρώιμου καπιταλισμού. Ο Tully θεώρησε πως ο Wood επηρεάστηκε πάρα πολύ
από τη δική του πολιτική ιδεολογία, δηλαδή, το μαρξισμό στην ερμηνεία του
έργου του John Locke. Αυτό είχε, ως αποτέλεσμα, να προσεγγίζει το κείμενο
ενός πολιτικού στοχαστή με τα κριτήρια της δικής του εποχής, με το δικό του
¨ορίζοντα¨ θα λέγαμε κάτι που οδηγούσε σε μια παραμορφωμένη ερμηνεία.
Επιπλέον, παρατηρεί πως ο μαρξισμός αποτελεί μια πεπαλαιωμένη μέθοδο για
να μελετήσουμε την ιστορία της πολιτικής σκέψης και προσθέτει πως είναι καιρός
να αποκτήσουμε ένα μεθοδολογικό πλουραλισμό στην προσέγγιση των
κλασσικών κειμένων πολιτικής θεωρίας184.
Επίσης, κριτική προς την Wood ασκήθηκε από τον R. Ashcraft με αφορμή
την ερμηνεία του έργου του John Locke κάτι που προκάλεσε εξάλλου και μια
μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους για αρκετό καιρό. Ο Ashcraft θεώρησε πως ένα
κλασσικό κείμενο πολιτικής θεωρίας δεν επιδέχεται μόνο μια ερμηνεία αλλά
περισσότερες185. Επίσης, ισχυρίστηκε πως η κοινωνία στην οποία ζούσε ο Locke
διαπνεόταν ακόμα από ένα μερκαντιλιστικό μοντέλο οικονομίας και, άρα, ο Locke
υπήρξε υπερασπιστής του μερκαντιλισμού186. Επιπλέον, παρατηρεί πως η Wood
περιορίζει το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του Locke καθώς δεν υπήρχαν
εκείνη την εποχή μόνο μεγαλογαιοκτήμονες, και μισθωτοί εργάτες αλλά και
τεχνίτες και έμποροι187 και, στη συνέχεια, διαπιστώνει πως το ότι οι γαιοκτήμονες
καρπώνονταν τα προϊόντα της εργασίας των εργατών τους δεν δείχνει αυτόματα
πως την εποχή του Locke αναδυόταν ένας πρώιμος καπιταλισμός. Αντίθετα, ο

184
Βλ. Tully 1993, σσ.125-136.
185
Βλ. Ashcraft 1992, σ.707.
186
Βλ. Ashcraft 1992, σ.722.
187
Βλ. Ashcraft 1992, σ.713.

58
Locke δεν ήταν εκφραστής των συμφερόντων των μεγαλογαιοκτημόνων αλλά
των συμφερόντων του εμπορίου γενικά188. Όπότε, ο Ashcraft καταλήγει στο
συμπέρασμα πως η ερμηνεία της Wood διαπνέεται από μια δογματική
τυφλότητα. Στις επικρίσεις του Ashcraft η Wood αποστασιοποιείται από την
ερμηνεία του Ashcraft για τον Locke και διαφωνεί ριζικά. Για την Wood ο Locke
δεν ήταν ένας δημοκρατικός στοχαστής όπως διατεινόταν ο Ashcraft καθώς δεν
υποστήριζε την συμπερίληψη των φτωχών στο δικαίωμα ψήφου αλλά απλώς
ένας απολογητής των συμφερόντων της κοινωνικής του τάξης, αυτής, δηλαδή,
των μεγαλογαιοκτημόνων και των οικονομικών τους συμφερόντων189.

6. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ


ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

6.1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Η αρχαιολογία είναι μια νέα σχετικά επιστήμη, αφού δημιουργήθηκε κατά τα


μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Αποτελεί ανθρωπιστική επιστήμη που έχει ως
αντικείμενο μελέτης της τα υλικά κατάλοιπα των πολιτισμών. Κατά τις δεκαετίες
του’60 και’70 επικράτησε στον επιστημονικό χώρο της αρχαιολογίας ένα
θεωρητικό κίνημα που ονομάστηκε ¨Νέα αρχαιολογία¨ ή αλλιώς ¨Διαδικαστική
αρχαιολογία¨ (processual archaeology). Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο L.
Binford. Στόχος του νέου τότε κινήματος ήταν να κάνει την αρχαιολογία
περισσότερο επιστημονική190. Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να υιοθετήσει και να
χρησιμοποιήσει τις μεθόδους των φυσικών επιστημών. Τέτοιες μέθοδοι ήταν το
πείραμα και ο υποθετικοπαραγωγικός συλλογισμός. Η Νέα Αρχαιολογία πρότεινε
πως θα έπρεπε οι αρχαιολόγοι να κάνουν, αρχικά, υποθέσεις σχετικά με το υλικό
της έρευνάς τους και μετά ελέγχοντας τα ευρήματά τους να διαπιστώνουν, αν

188
Βλ. Ashcraft 1992, σ.720.
189
Βλ. Wood 1992, σσ.657-689.
190
Βλ. Hodder (19912) 1999, σσ.1-2.

59
υπάρχει επαλήθευση ή διάψευση της θεωρητικής τους υπόθεσης191. Επίσης, θα
έπρεπε να γίνει διεπιστημονική χρησιμοποιώντας τα πορίσματα άλλων θετικών
επιστημών όπως η γεωλογία, η βοτανολογία και η πληροφορική κ.α.. Ένα άλλο
γνώρισμα της Νέας Αρχαιολογίας ήταν πως προσπαθούσε να εξάγει
παγκόσμιους και διαχρονικούς νόμους για τη λειτουργία όλων των κοινωνιών και
πολιτισμών του παρελθόντος κυρίως μέσα από τη συγκριτική μελέτη των υλικών
καταλοίπων όλων των πολιτισμών ανεξαρτήτως γεωγραφικού χώρου και
περιόδου192. Αυτό, όμως, είχε με τη σειρά του συνέπεια να μελετώνται τα υλικά
κατάλοιπα του άχρονα, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ιδιαιτερότητα της
εποχής και του τόπου όπου αναπτύχθηκε κάθε ιστορικός πολιτισμός. Επίσης, η
Νέα Αρχαιολογία με το να προσπαθεί να εξηγεί τους εσωτερικούς νόμους
λειτουργίας των ιστορικών κοινωνιών δεν έδινε καθόλου έμφαση στα άτομα κάθε
κοινωνίας και την εξήγηση της συμπεριφοράς τους193. Από τη δεκαετία, όμως,
του’80 και αργότερα άρχισαν να υπάρχουν αντιρρήσεις σχετικά με την
αποτελεσματικότητα της Νέας Αρχαιολογίας. Οι αντιδράσεις αυτές ξεκίνησαν από
το πανεπιστήμιο του Cambridge. Εκεί με πρωτεργάτη τον καθηγητή θεωρητικής
αρχαιολογίας Ian Hodder (Βλ. τη βιογραφία του στο παράρτημα) και τους
μαθητές του Michael Shanks και Christopher Tilley αμφισβητήθηκε ο
επιστημονισμός της Νέας Αρχαιολογίας και διατυπώθηκε μια άλλη θεωρητική και
μεθοδολογική προσέγγιση, η Αρχαιολογία του Πλαισίου (contextual
archaeology). Σύντομα ως αντίδραση στη ¨Διαδικαστική αρχαιολογία¨
αναδύθηκαν κι άλλες μεθοδολογικές προσεγγίσεις194 που μαζί μ’ αυτή της
αρχαιολογίας του πλαισίου ενώνονται κάτω από τον όρο ¨Μετα-διαδικαστική
αρχαιολογία¨ (post-processual archaeology ).
O Hodder επηρεάστηκε πάρα πολύ από το φιλόσοφο και αρχαιολόγο R.G.
Collingwood. Χωρίς αμφιβολία δέχτηκε επιρροή από τους πρωτεργάτες της
¨σχολής του Cambridge¨ J.G.A. Pocock, Q. Skinner και J.M. Dunn, καθώς,
δραστηριοποιούνταν στον ίδιο ακαδημαϊκό χώρο. Επιπλέον, επιρροή στις

191
Βλ. Thomas (επιμ.) 2000, σ.1.
192
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.10.
193
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.6.
194
Βλ. Hodder (επιμ.) 2001, σσ.1-3 και 10-11.

60
απόψεις του Hodder άσκησαν ένας μαρξιστής αρχαιολόγος ο G. Childe, ο L.
Wittgenstein (βλ. σ.10), ο G. Gadamer και ο J. Habermas με την κριτική θεωρία
του195.
Ο Hodder θεώρησε πως αντικείμενο μελέτης των αρχαιολόγων αποτελεί ο
υλικός πολιτισμός. Ο υλικός πολιτισμός, όμως, αποτελείται από αντικείμενα που
τα έχουν κατασκευάσει άνθρωποι. Τέτοια αντικείμενα είναι για παράδειγμα τα
αγγεία, τα ειδώλια, τα κοσμήματα αλλά και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όπως τα
οικήματα, οι ναοί και οι ταφικές κατασκευές.
Ωστόσο, για να καταφέρουμε να εξηγήσουμε τι σημαίνουν αυτά τα υλικά
κατάλοιπα που βρίσκουμε στις ανασκαφές πως θα πρέπει να τα προσεγγίσουμε;
Για τον Hodder η απάντηση είναι πως θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα υλικά
κατάλοιπα του παρελθόντος ως φορείς νοημάτων. Νόημα (meaning) για τον
Άγγλο αρχαιολόγο είναι το δομημένο περιεχόμενο ιδεών και συμβόλων196. Στη
συνέχεια, o Hodder θεωρεί πως υπάρχουν τρία είδη νοήματος. Πρώτον, τα
εμπρόθετα νοήματα, δηλαδή, αυτά τα μηνύματα των οποίων ο φορέας τους
συνειδητά, με την πρόθεσή του τα μετέδωσε. Δεύτερον, τα μη αναγνωρίσιμα
μηνύματα, δηλαδή, αυτά τα μηνύματα των οποίων ο φορέας ασυνείδητα
μετέδιδε. Τρίτον, υπάρχουν τα μη εμπρόθετα μηνύματα τα οποία ο δημιουργός
σκόπιμα αφήνει διφορούμενα197.
Στη συνέχεια, ο Hodder διατυπώνει την άποψη πως τα υλικά αντικείμενα είναι
σαν λέξεις μέσα σ΄ ένα κείμενο198. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε μια λέξη
θα πρέπει να καταλάβουμε τη θέση τους με τα συμφραζόμενά τους, με τις
υπόλοιπες, δηλαδή, λέξεις μιας πρότασης. Αν κατανοήσουμε ποια είναι η σχέση
μιας λέξης με τα συμφραζόμενά τους, τότε θα μπορέσουμε να εξάγουμε το νόημα
της.
Για τον Άγγλο αρχαιολόγο αυτό με το οποίο ένα αντικείμενο, λοιπόν,
σχετίζεται στο κείμενό του είναι το πλαίσιό του. Για τον Hodder πλαίσιο σημαίνει
το σύνολο του περιβάλλοντος που είναι σχετικό μ’ αυτό που ερευνούμε. Μ’ άλλα

195
Βλ. Parkman and Roper 1999.
196
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.124.
197
Βλ. Hodder 1992, σσ.13-14.
198
Βλ. Hodder (19912) 1999, σσ.125-127.

61
λόγια είναι όλα τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας σε σχέση με το
αντικείμενο που μελετάμε και θέλουμε να εξάγουμε το νόημά του199.
Έπειτα, ο Hodder ισχυρίζεται πως τα υλικά κατάλοιπα χρησιμοποιούνταν
συμβολικά από τους ανθρώπους του παρελθόντος. Αυτό έχει, ως συνέπεια, ο
υλικός πολιτισμός να αντικατοπτρίζει τις πεποιθήσεις και τις συμπεριφορές των
ανθρώπων. Σε αντίθεση με την Νέα Αρχαιολογία που έδινε βάση στην εξήγηση
του πως λειτουργεί μια κοινωνία ο Hodder επηρεασμένος από τη θεωρία της
δόμησης (structuration) του Antony Giddens και την έννοια της ατομικής δράσης
(agency) του Pierre Bourdieu θεώρησε πως πρέπει να κατανοήσουμε και τη
συμπεριφορά των ιστορικών ατόμων, γιατί δεν είναι μόνο το κοινωνικό
περιβάλλον που καθορίζει τη συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας αλλά με τη
σειρά τους και τα άτομα μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνία και τις δομές τις.
Πως, όμως, θα καταλάβουμε ποια ήταν η συμπεριφορά των ατόμων στο
παρελθόν; Για τον Hodder τα υλικά αντικείμενα αποτελούν σύμβολα κοινωνικής
συμπεριφοράς και, άρα, πρέπει να κατανοηθούν μέσα στο κοινωνικό τους
πλαίσιο. Μ’ αυτό ο Άγγλος αρχαιολόγος θέλει να πει πως τα διάφορα υλικά
αντικείμενα του παρελθόντος είναι φορείς νοημάτων200. Τα νοήματα αυτά τους τα
έδιναν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Τα υλικά κατάλοιπα, επίσης, αποτελούν
νοήματα αποδιδόμενα από τις πεποιθήσεις, τα πιστεύω και γενικά τη
συμπεριφορά των ατόμων μέσα στην κοινωνία τους. Αυτό σημαίνει πως οι
άνθρωποι του παρελθόντος ανάλογα με τις ιδέες τους, τις πεποιθήσεις τους και
τα πιστεύω τους νοηματοδοτούσαν τα διάφορα αντικείμενα που κατασκεύαζαν.
Όμως, οι πεποιθήσεις τους και τα πιστεύω τους διαμορφώνονταν μέσα στην
κοινωνία την οποία ζούσαν. Άρα, οι ιδέες τους επηρεάζονταν από το κοινωνικό
πλαίσιο και κατά συνέπεια αντικατόπτριζαν τις κοινωνικά αποδεκτές
συμπεριφορές, τις κοινωνικές πρακτικές και τους κοινωνικούς κώδικες της
εποχής τους. Επίσης, οι ιδέες των ατόμων αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές
παραδόσεις, την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής και τις θεσμοποιημένες

199
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.143.
200
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.87.

62
πρακτικές διάφορων κοινωνικών ομάδων201. Όλα αυτά για τον Hodder
αποτυπώνονται στον υλικό πολιτισμό του οποίου οι αρχαιολόγοι είναι μάρτυρες.
Ως αποτέλεσμα, ο Άγγλος ιστορικός προτείνει να μην προσπαθούμε να
κατασκευάζουμε γενικούς νόμους που να εξηγούν όλους τους υλικούς
πολιτισμούς ανεξαιρέτως και άχρονα. Κάθε πολιτισμός είναι ξεχωριστός και
φορέας διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών, κανόνων, κωδικών και
συμπεριφορών. Αυτό, λοιπόν, που προτείνει ο Hodder είναι να μελετάμε τα υλικά
αντικείμενα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο202. Έτσι, δεν θα πρέπει να εξηγούμε
κάποιο υλικό κατάλοιπο σύμφωνα με τα αντίστοιχα του σ΄ ένα άλλο πολιτισμό
αλλά να κατανοήσουμε τη λειτουργία του μέσα στο πλαίσιο της εποχής του και
της κοινωνίας στο οποίο κατασκευάστηκε. Έπειτα, ο Hodder προτείνει να
συλλέγουμε πληροφορίες για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Έτσι,
ενδιαφερόμαστε για τις κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές της εποχής, τους
κώδικες και τους κανόνες με τους οποίους τα μέλη μιας ιστορικής κοινωνίας
δρούσαν και συγχρωτίζονταν203. Επίσης, τις μεταφυσικές και θρησκευτικές τους
πεποιθήσεις, δηλαδή, το πώς αντιλαμβάνονταν το γύρω τους κόσμο και τα
φυσικά και καιρικά φαινόμενα. Ακόμη, τη γενικότερη αντίληψή τους για τη ζωή, τη
γονιμότητα και το θάνατο.
Επιπλέον, ο Hodder προτείνει να καταλάβουμε το οικονομικό πλαίσιο του
πολιτισμού που μελετάμε204. Έτσι, οφείλουμε να συλλέγουμε πληροφορίες για τα
μέσα παραγωγής, τις πηγές πρώτης ύλης, τον βαθμό καταμερισμού και
εξειδίκευσης της εργασίας, τις εμπορικές σχέσεις, το πως χρησιμοποιούνταν το
περίσσευμα της παραγωγής αγαθών και τους τρόπους διανομής των
παραγόμενων αγαθών205. Επίσης, ενδιαφέρεται για το τεχνολογικό πλαίσιο της
εποχής. Μ’ αυτό εννοεί τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή και
παραγωγή διάφορων εργαλείων και αγαθών καθώς και τους τρόπους με τους
οποίους παρήγαγαν τα αγαθά τους όπως διάφορες γεωργικές και κτηνοτροφικές
μεθόδους. Έπειτα, προσθέτει πως σημαντικό ρόλο παίζει και το

201
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.128.
202
Βλ. Hodder (19912) 1999, σσ.10-12.
203
Βλ. Thomas 2000, σ.86.
204
Βλ. Thomas 2000, σ.92.
205
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.11.

63
περιβαλλοντολογικό πλαίσιο206. Εδώ δίνουμε έμφαση στη γεωγραφική περιοχή
που κτίστηκε ο οικισμός.
Συν τοις άλλοις, προσπαθούμε να κατανοήσουμε και την κοινωνική θέση και
τον ρόλο των ατόμων στην κοινωνίας τους. Αν, για παράδειγμα,
συνειδητοποιήσουμε πως ένα άτομο ήταν ο αρχηγός μιας κοινωνίας, τότε αυτό
θα αντικατοπτριστεί και στα υλικά κατάλοιπα που θα αφήσει όπως ο τάφος του
που θα είναι μεγαλοπρεπέστερος και με περισσότερα κτερίσματα σε σχέση με
τους τάφους των υπολοίπων μελών της κοινωνίας207. Ως αποτέλεσμα, μ’ όλες
αυτές τις πληροφορίες θα μπορέσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τους
συμβολισμούς που κρύβουν όλα τα υλικά αντικείμενα που βρίσκουμε στις
ανασκαφές και να ξεσκεπάσουμε τα νοήματά τους. Επίσης, σ’ αυτό το σημείο να
αναφέρουμε πως οι μαθητές του Hodder Shanks και Tilley έδωσαν περισσότερη
έμφαση και σημασία στο κοινωνικό πλαίσιο και τον κοινωνικό ρόλο των ατόμων.
Εξάλλου, τη θεωρητική τους πρόταση την βάπτισαν ¨κοινωνική αρχαιολογία¨208.
Στη συνέχεια, ο Άγγλος αρχαιολόγος παρατηρεί πως υπάρχουν και άλλα
πλαίσια στην επιστήμη της αρχαιολογίας από τα οποία στην ουσία οι
αρχαιολόγοι κατασκευάζουν σιγά- σιγά τα προηγούμενα πλαίσια που
περιγράψαμε. Αυτό γίνεται, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις και συνήθως σε
περιόδους πολύ μακρινές χρονικά όπως η προϊστορία δεν διαθέτουμε γραπτές
πηγές για να κατανοήσουμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που μελετάμε. Στην
ουσία, λοιπόν, το ιστορικό πλαίσιο εξαρτάται από το ποσοστό δεδομένων που
συγκεντρώνουμε. Μέσα από το σύνολο των υλικών καταλοίπων που βρίσκουμε
προβαίνουμε σε συγκρίσεις των υλικών αντικειμένων και, μ’ αυτόν τον τρόπο,
βρίσκουμε τις ομοιότητες και διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Ο Hodder
θεωρεί πως σ΄ αυτό το στάδιο το πλαίσιο που ορίσαμε ως το σύνολο των
δεδομένων που σχετίζονται με το υλικό εύρημα είναι εδώ το πλαίσιο των
ομοιοτήτων και διαφορών του υλικού αντικειμένου που βρίσκουμε με τα άλλα
υλικά αντικείμενα που έχουν βρεθεί παλιότερα. Έτσι, αν δεν υπάρχει κανένα
άλλο αντικείμενο για να παραλληλίσουμε το υλικό αντικείμενο που βρήκαμε σε

206
Βλ. Hodder (1991ος) 1999, σ.11.
207
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.9 και Thomas 2000, σ.88.
208
Βλ. Shanks and Tilley 19922, σσ.116-134.

64
μια ανασκαφή, τότε το πλαίσιο του αντικειμένου αυτού μηδενίζεται. Στην αντίθετη
περίπτωση έχουμε ένα πλούσιο πλαίσιο για να συγκρίνουμε το αντικείμενο που
βρήκαμε209.
Έπειτα, ο Hodder χωρίζει το πλαίσιο των ομοιοτήτων και διαφορών σε
τέσσερις κατηγορίες. Πρώτη κατηγορία είναι το χρονικό πλαίσιο210. Μ’ αυτό
εννοεί πως ένας αρχαιολόγος προσπαθεί να συγκρίνει το υλικό κατάλοιπο που
βρίσκει μ’ άλλα κατάλοιπα της ίδιας χρονικής φάσης. Δεύτερη κατηγορία αποτελεί
το χωρικό πλαίσιο, δηλαδή, τον τόπο στον οποίο βρέθηκε το αντικείμενο211. Η
τρίτη κατηγορία συνίσταται σ΄ αυτό που αποκαλείται αποθετικό πλαίσιο212. Μ’
αυτό εννοούμε το μέρος στο οποίο βρέθηκε το αντικείμενο κατά την ώρα που το
ανασκάψαμε. Αυτό το πλαίσιο αποτελεί ένα συνδυασμό των δύο προηγούμενων
πλαισίων καθώς συνδέει και το χώρο που βρέθηκε το αντικείμενο αλλά και το
χρόνο κατά τον οποίο το αντικείμενο έτυχε να αποτεθεί σε αυτό το σημείο και όχι
σε άλλο. Έτσι, ένα αντικείμενο μπορεί να έχει ως αποθετικό πλαίσιο ένα τάφο ή
ένα οίκημα ή ένα λάκκο ή μία τάφρο. Τότε ο μελετητής αρχαιολόγος είναι
αναγκασμένος να συγκρίνει το αντικείμενο που βρίσκει σ΄ ένα αποθετικό πλαίσιο
με τα υπόλοιπα αντικείμενα που τυχόν μπορεί να υπάρχουν στο ίδιο αποθετικό
πλαίσιο. Αλλά, αν το ίδιο αντικείμενο το έβρισκε σ΄ ένα άλλο αποθετικό πλαίσιο,
τότε θα έπρεπε να το συγκρίνει με τα υπόλοιπα αντικείμενα που υπάρχουν στο
άλλο αποθετικό πλαίσιο. Έπειτα, τέταρτη κατηγορία αποτελεί το τυπολογικό
πλαίσιο213. Μ’ αυτό, για παράδειγμα, συγκρίνουμε ένα αγγείο μ’ ένα σύνολο
άλλων αγγείων σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο που έχουν στην επιφάνειά τους. Για
τον Hodder ένας αρχαιολόγος κατά τη διάρκεια της ανασκαφής λαμβάνει υπόψιν
του όλα αυτά τα πλαίσια των υλικών αντικειμένων που βρίσκει. Ακόμη, πολλές
φορές μπορεί να συνδυάσει όλα αυτά πλαίσια σε αμέτρητους συνδυασμούς.
Στη συνέχεια, ο Άγγλος αρχαιολόγος προχωρά σ΄ ένα άλλο επίπεδο πλαισίου
που επηρεάζει αυτήν τη φορά τον ίδιο τον αρχαιολόγο. Για τον Hodder ο
αρχαιολόγος ερευνητής, αφού συγκεντρώσει τα υλικά κατάλοιπα από την

209
Βλ. Hodder (19912) 1999, σσ.128-130 και 138-143.
210
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.132.
211
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.133.
212
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.135.
213
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.135.

65
ανασκαφή, προχωρά στο έργο της συστηματικής τους έρευνας. Πως, όμως, θα
μπορέσει να προσεγγίσει μεθοδολογικά τα δεδομένα του; Ο Hodder ισχυρίζεται
πως κάθε αρχαιολόγος θα ακολουθήσει διαφορετική μέθοδο. Αυτό οφείλεται στο
γεγονός πως κάθε ερευνητής προέρχεται από διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο214.
Έτσι, για παράδειγμα, διαφορετικά θα εξηγήσει τα αρχαιολογικά δεδομένα ένας
Αμερικάνος αρχαιολόγος από ένα αρχαιολόγο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Για τον Άγγλο ιστορικό αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε αρχαιολόγος είναι
φορέας του δικού του κόσμου, του δικού του ορίζοντα, θα λέγαμε, σύμφωνα με
τον Gadamer και κατά συνέπεια των δικών του αντιλήψεων και πεποιθήσεων
που επηρεάζουν τη μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθεί215. Ανάλογα με την
κοινωνία που μεγάλωσε θα διαμορφώσει και διαφορετικές θεωρήσεις για τη ζωή
και, άρα, θα θέσει στα αρχαιολογικά ευρήματα διαφορετικά ερωτήματα και θα
περιμένει διαφορετικές απαντήσεις από ένα άλλο ερευνητή που μεγάλωσε σ΄ ένα
άλλο κοινωνικό πλαίσιο. Για τον Hodder, λοιπόν, κάθε αρχαιολόγος είναι προϊόν
της δικής του εποχής και κοινωνίας. Αυτό έχει, ως συνέπεια, να μην μπορεί να
εξηγήσει τα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά απλώς να τα περιγράψει και να τα
ερμηνεύσει. Το έργο, λοιπόν, του αρχαιολόγου είναι να προβαίνει σε ερμηνεία
των υλικών αντικειμένων που βρίσκει στις ανασκαφές πάντα σχέση με το πλαίσιο
τους. Επίσης, ο Hodder παρατηρεί πως η θεωρία που έχει στο μυαλό του ένας
αρχαιολόγος τη στιγμή που προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποια δεδομένα
επηρεάζει τα ίδια τα δεδομένα και, έτσι, αλλοιώνεται η ερμηνεία του. Ως
αποτέλεσμα καταλήγουν ο Hodder αλλά και οι μαθητές του Shanks και Tilley στο
ότι το έργο του αρχαιολόγου είναι καθαρά ερμηνευτικό. Ως λύση στο αδιέξοδο
αυτό ο Hodder προτείνει τη διαλεκτική μορφή των ερμηνειών. Μέσα από την
επιστημονική συζήτηση πάντα θα προωθείται η σε σχετικά επίπεδα λογικά
ευσταθέστερη ερμηνεία216. Στις ίδιες διαπιστώσεις για το σημαντικό ρόλο της
ερμηνευτικής στην αρχαιολογία κατέληξαν με περισσότερη έμφαση και οι Shanks
και Tilley στο βιβλίο τους ¨Re-constructing archeology¨217.

214
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.17.
215
Βλ. Hodder (19912) 1999, σ.151.
216
Βλ. Hodder (19912) 1999, σσ.149-152.
217
Βλ. Shanks and Tilley 19922, σσ.103-114.

66
Κριτική στις απόψεις του Hodder ασκήθηκε από πολλούς αρχαιολόγους.
Κύρια τους παρατήρηση ήταν πως η μέθοδος της θεωρίας του πλαισίου στην
αρχαιολογία οδηγεί σε πολιτισμικό αλλά και επιστημονικό σχετικισμό. Πιο
συγκεκριμένα, ο J. Thomas, καθηγητής θεωρητικής αρχαιολογίας στο
πανεπιστήμιο του Manchester, ισχυρίζεται πως με τη μέθοδο της θεωρίας του
πλαισίου δεν θα έχουμε ποτέ τη δυνατότητα να γνωρίσουμε την πραγματικότητα
του παρελθόντος, αφού κάθε αρχαιολόγος, ανάλογα με τα δεδομένα που θα έχει
κα την οπτική γωνία από την οποία θα τα προσεγγίζει, θα καταλήγει σε
διαφορετική ερμηνεία. Έτσι, θα οδηγηθούμε σ΄ έναν απόλυτο σχετικισμό218.
Επίσης, ο Thomas παρατηρεί πως ο Hodder δεν αποδίδει σωστά την έννοια του
ιστορικού πλαισίου. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί πως είναι λάθος του να ταυτίζει το
ιστορικό πλαίσιο ενός υλικού αντικειμένου με το χωρικό και αποθετικό πλαίσιό
του κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, γιατί μπορεί το αντικείμενο να έτυχε να
βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση και, άρα, να μην συμβολίζει τίποτα219. Επίσης,
να επισημάνουμε πως από αντίδραση στο σχετικισμό της αρχαιολογίας του
πλαισίου προτάθηκε μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση η γνωστική-διαδικαστική
αρχαιολογία (cognitive-processual archaeology) που προτάθηκε από τον C.
Renfrew και προσπάθησε να συγκεράσει στοιχεία της διαδικαστικής
αρχαιολογίας και της αρχαιολογίας του πλαισίου μαζί με στοιχεία από άλλες
θεωρητικές τάσεις της αρχαιολογίας220.

6.2. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μια άλλη επιστήμη στην οποία εφαρμόζεται η μέθοδος του πλαισίου είναι η
διοικητική επιστήμη. Είτε στη δημόσια διοίκηση είτε στην ιδιωτική κάθε
διευθυντής χρειάζεται να προβεί στην όσο το δυνατό καλύτερη κατανόηση του
περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται η υπηρεσία του ή η εταιρεία του για να πάρει
τις καλύτερες και αποτελεσματικότερες αποφάσεις. Μια δημόσια υπηρεσία για να
λειτουργήσει αποτελεσματικότερα και να γίνει ποιοτικότερη χρειάζεται να

218
Βλ. Thomas (επιμ.) 2000, σσ.4-5.
219
Βλ. Thomas (επιμ.) 2000, σ.9.
220
Βλ. Renfrew 2001, σσ.122-124.

67
κατανοήσει το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
υφίσταται. Αν αντίθετα, λειτουργεί όντας σε απομόνωση από το κοινωνικό της
περιβάλλον, τότε το επίπεδο των προσφερομένων υπηρεσιών της θα είναι πολύ
χαμηλό και καθόλου λειτουργικό.
Η Kate Williams στο κεφάλαιο ¨Managing in context¨ στο βιβλίο της
¨Introducing management¨221 αναπτύσσει μια άποψη που δείχνει πως
απαραίτητη προϋπόθεση για καλύτερη διοίκηση αποτελεί η διαρκής ενημέρωση
και κατανόηση του πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργεί μια υπηρεσία από τους
προϊσταμένους της. Πιο συγκεκριμένα, για την Williams απαιτείται μια κατανόηση
του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, τεχνολογικού, νομικού και
περιβαλλοντικού πλαισίου στην οποία υφίσταται και δρα μια εταιρεία ή δημόσια
υπηρεσία. Από τα ακρωνύμια των λέξεων η μέθοδός της που εστιάζει στην
κατανόηση του πλαισίου ονομάζεται επίσης, ¨PESTLE analysis¨.
Αρχικά, με το πολιτικό πλαίσιο η Williams εννοεί να πληροφορηθούμε για το
ποιο είναι το πολιτικό καθεστώς στη χώρα που λειτουργεί μια υπηρεσία, ποιο
κόμμα είναι στην κυβέρνηση και ποια είναι η επίσημη πολιτική της για διάφορα
θέματα όπως την οικονομία, την ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική κ.α.. Επίσης,
ποιες είναι οι εκάστοτε αποφάσεις της κυβέρνησης, οι προτεραιότητές της και οι
νόμοι που ψηφίζει.
Έπειτα, χρειάζεται μια ενημέρωση του οικονομικού πλαισίου. Μ’ αυτό η
Williams εννοεί τη φορολογική πολιτική που ακολουθείται όπως τους φόρους για
φυσικά πρόσωπα και τις φορολογικές διευκολύνσεις. Επίσης, το επίπεδο
πληθωρισμού μιας χώρας, το κρατικό έλλειμμα αλλά και το βιοτικό επίπεδο του
πληθυσμού μιας χώρας.
Επιπλέον, απαιτείται η κατανόηση του κοινωνικού πλαισίου. Πιο
συγκεκριμένα, χρειάζεται να μαζέψουμε πληροφορίες για την κοινωνική
διαστρωμάτωση μιας χώρας, για τις τάξεις που υπάρχουν σε μια κοινωνία, τους
τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να αποκτήσουν κύρος και να
διαφοροποιηθούν από τις άλλες τάξεις. Επίσης, πληροφορίες για το πληθυσμό
μιας κοινωνίας όπως τα ποσοστά υπερήλικων, τη σύνθεση της οικογένειας και τα

221
Βλ. Williams 2006 σσ.1-45.

68
ποσοστά διαζυγίων και μονογονεϊκών οικογενειών. Ακόμη, πρέπει να γνωρίζουμε
το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, τους τρόπους εκμετάλλευσης της
ελεύθερης ώρας τους και τις επικρατούσες κοινωνικές συμπεριφορές και
κώδικες.
Πέρα από το κοινωνικό πλαίσιο χρειάζεται να κατανοήσουμε το τεχνολογικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί μια υπηρεσία. Η Williams μ’ αυτό εννοεί την
πρόοδο που έχει επιτευχθεί με διάφορες τεχνολογικές ανακαλύψεις. Για
παράδειγμα, μια δημόσια υπηρεσία θα πρέπει να κατανοήσει το τεχνολογικό
πλαίσιο της εποχής της επανδρώνοντας την υπηρεσία με υπολογιστές για την
καλύτερη και γρηγορότερη ενημέρωση των πολιτών αλλά και διεκπεραιώνοντας
πολλές εργασίες μέσω του διαδικτύου.
Επίσης, ένας διευθυντής χρειάζεται να είναι ενήμερος για το νομικό πλαίσιο
της υπηρεσίας ή εταιρείας του. Έτσι, οφείλει να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τους
σχετικούς νόμους που ψηφίζονται και σχετίζονται γενικά με τη λειτουργία της
υπηρεσίας αλλά και, γενικά, την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία.
Τέλος, απαιτείται μια κατανόηση του περιβαλλοντικού πλαισίου. Μ’ αυτό η
Williams εννοεί πως στην εποχή μας που χαρακτηρίζεται από διάφορα
περιβαλλοντικά προβλήματα όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και οι κλιματικές
αλλαγές χρειάζονται από τους διοικούντες αποφάσεις που να μην επιβαρύνουν
το περιβάλλον222.
Στη συνέχεια, η Williams παρατηρεί πως για να βελτιωθεί το επίπεδο
ποιότητας μιας υπηρεσίας απαιτείται η κατανόηση του πλαισίου των πελατών
της, δηλαδή, των ανθρώπων που εξυπηρετούνται μέσω αυτής. Πιο
συγκεκριμένα, αν κατανοήσουμε ποιες είναι οι προσδοκίες τους από τις
υπηρεσίες με τις οποίες συναλλάσσονται, τότε θα μπορέσουμε να προσφέρουμε
ποιοτικότερες υπηρεσίες223.
Επίσης, ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο προσέγγισης θα μπορούσαν να
βελτιωθούν και οι σχέσεις ανάμεσα στους προϊστάμενους και τους υφιστάμενους.
Έτσι, αν οι διευθυντές κατανοήσουν τις προσδοκίες, τους στόχους και τις

222
Βλ. Williams 2006, σσ.34-45.
223
Βλ. Williams 2006, σσ.16-25.

69
ανάγκες για κοινωνική αναγνώριση των υφισταμένων τους, τότε μπορεί να
επιτευχθεί καλύτερη συνεργασία μεταξύ τους.

6.3. ΙΣΤΟΡΙΑ

Η μέθοδος του πλαισίου και, ειδικότερα, η μέθοδος του ιστορικού πλαισίου


μπορεί να εφαρμοστεί στην επιστήμη της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, αν
θελήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα κάποια ιστορικά γεγονότα και τις πράξεις
του κάποιων ανθρώπων που διακρίθηκαν στο παρελθόν, τότε μπορούμε να
μελετήσούμε το ιστορικό πλαίσιο τους για να βοηθηθούμε. Έτσι, μπορούμε να
συλλέξουμε πληροφορίες για το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό
πλαίσιο της εποχής και, ακόμη, για την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη διανομή
της εξουσίας και του κεφαλαίου σύμφωνα με τον Wood για να καταλάβουμε
καλύτερα μια ιστορική κατάσταση όπως, για παράδειγμα, τη Γαλλική και Ρωσική
επανάσταση, την ανακάλυψη του Νέου κόσμου και την τάση διάφορων
ευρωπαϊκών κρατών να δημιουργούν αποικίες. Επίσης, εστιάζοντας στο
διανοητικό πλαίσιο σύμφωνα με τον Skinner και το βιογραφικό πλαίσιο σύμφωνα
με τον Dunn θα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα τις πράξεις, τις
αποφάσεις, τις προτεραιότητες και τις πεποιθήσεις ενός ιστορικού ατόμου όπως,
για παράδειγμα, ενός πολιτικού ηγέτη.

6.4. ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Επίσης, στην επιστήμη της φιλολογίας μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη η


μέθοδος της σχολής του Cambridge και των Woods. Χαρακτηριστικά, για να
κατανοήσουμε καλύτερα ένα κλασσικό κείμενο θα πρέπει να το εντάξουμε στο
ιστορικό του πλαίσιο. Γνωρίζοντας το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε
ο συγγραφέας ενός κειμένου, την τάξη που εκπροσωπούσε σύμφωνα με τον
Wood και τον κοινωνικό του ρόλο σύμφωνα με τον Dunn θα είμαστε σε θέση να
κατανοήσουμε καλύτερα ένα κείμενο. Επίσης, για να συλλάβουμε την πρόθεση
του συγγραφέα σύμφωνα με τον Skinner θα πρέπει να εντάξουμε το κείμενο στο

70
γλωσσικό του πλαίσιο, να συνειδητοποιήσουμε τις λογοτεχνικές συμβάσεις που
ακολουθεί και, γενικά, να τοποθετήσουμε το έργο στο διανοητικό πλαίσιο της
εποχής.

6.5. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Με τον ίδιο τρόπο και στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων μπορούμε να
επωφεληθούμε από τη μέθοδο του πλαισίου. Πιο συγκεκριμένα, αν επιθυμούμε
να κατανοήσουμε καλύτερα τα διεθνή προβλήματα, θα πρέπει να τα
προσεγγίσουμε κατανοώντας το πλαίσιο τους. Έτσι, για παράδειγμα, για να
κατανοήσουμε καλύτερα τα δυσεπίλυτα διεθνή πρόβλημα, όπως το
παλαιστινιακό, οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στο συγκεκριμένο
γεωγραφικό τους πλαίσιο. Έπειτα, να ενημερωθούμε για το πολιτισμικό πλαίσιο,
δηλαδή, τις πολιτισμικές αρχές και τη θρησκεία που πιστεύει κάθε λαός, για το
κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή, τους κοινωνικούς κανόνες και κώδικες, τις αποδεκτές
συμπεριφορές, τις ηθικές αρχές που διέπουν κάθε κοινωνία και για το πολιτικό
πλαίσιο, δηλαδή, το πολιτικό καθεστώς που ισχύει σε μια χώρα, τη νομοθεσία
της, τις πολιτικές ελευθερίες, τη διανομή της εξουσίας στις διάφορες κοινωνικές
τάξεις και ομάδες συμφερόντων κ.α.. Επίσης, πρέπει να καταλάβουμε το
οικονομικό πλαίσιο. Μ’ αυτό εννοούμε ότι πρέπει να πληροφορηθούμε για τα
οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται, την εκμετάλλευση πηγών πρώτων
υλών και τις σχέσεις κεφαλαίου και κυβέρνησης.
Επίσης, με τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου θα είμαστε σε θέση να
κατανοήσουμε καλύτερα τις πολιτικές αποφάσεις και τη συμπεριφορά των
πολιτικών κάθε χώρας. Εστιάζοντας στο διανοητικό πλαίσιο κάθε πολιτικού
σύμφωνα με τον Skinner, στην ιδεολογία που αυτός εκπροσωπεί σύμφωνα με
τον Wood και τα συναισθήματα, τα πιστεύω, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες
του σύμφωνα με τον Dunn θα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα τη
συμπεριφορά του.

71
6.6. ΝΟΜΙΚΗ

Επιπλέον, στην επιστήμη της νομικής θα ήταν χρήσιμη η μέθοδος που


υιοθετεί η σχολή του Cambridge. Πολλές φορές οι δικαστικοί λειτουργοί
χρειάζεται να ερμηνεύσουν τους νόμους για να αποδώσουν τη δικαιοσύνη. Για να
κατανοήσουμε, όμως, το νομοθέτη που προφανώς νομοθέτησε κάποια χρόνια
νωρίτερα είναι αναγκαίο τότε να συλλάβουμε την πρόθεσή του να θεσπίσει ένα
νόμο. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Skinner θα
μπορέσουμε να κατανοήσουμε ποια ήταν η πρόθεση του νομοθέτη. Επίσης,
συλλέγοντας πληροφορίες για το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της
εποχής που θεσπίστηκε ένας νόμος θα μας διαφωτίσει περισσότερο το λόγο για
τον οποίο θεσπίστηκε.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η παρούσα μελέτη μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος του ιστορικού
πλαισίου μπορεί να χαρακτηρισθεί εξαιρετικά χρήσιμη. Πιο συγκεκριμένα, μέσα
από τα παραδείγματα της ιστορίας της πολιτικής σκέψης διαφαίνεται πως άνοιξε
νέους ορίζοντες στη μελέτη των κειμένων πολιτικής θεωρίας και βοήθησε
καταλυτικά στο να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα και τα κείμενα αλλά και τους
συγγραφείς αυτών των κειμένων. Η πρωτοποριακή και καινοτόμος μέθοδος που
πρότειναν και εφάρμοσαν οι διανοητές της σχολής του Cambridge οδήγησε την
έρευνα στον επιστημονικό τομέα της ιστορίας των ιδεών σε υψηλότερο και
ποιοτικότερο επίπεδο, καθώς μάθαμε περισσότερα για τους συγγραφείς των
κειμένων πολιτικής θεωρίας και καταλάβαμε καλύτερα το νόημα των κειμένων
τους.
Επιπλέον, νομίζουμε ότι μέσα από τη μελέτη μας γίνεται αντιληπτό ότι το
πλαίσιο ως εργαλείο για την κατανόηση των κειμένων και των ατόμων έχει
πολλές εκφάνσεις. Μέσα από την ανάλυση όλων των παραλλαγών της μεθόδου
του ιστορικού πλαισίου που παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια

72
αποδεικνύεται πως το πλαίσιο δεν είναι μια σταθερή και μονόπλευρη
παράμετρος σύμφωνα με την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε το αντικείμενο
έρευνάς μας. Αντίθετα, ως πλαίσιο μπορεί να εννοηθεί είτε το κοινωνικό και
πολιτικό περιβάλλον του αντικειμένου έρευνας που μελετάμε, είτε οι οικονομικές
συνθήκες και σχέσεις που αναπτύχθηκαν, είτε η κοινωνική θέση και η κοινωνική
τάξη στην οποία ανήκει το άτομο που μελετάμε, είτε το διανοητικό κλίμα και οι
ιδεολογικές επιρροές του συγγραφέα ενός κειμένου, είτε οι λογοτεχνικές
συμβάσεις τις οποίες ακολούθησε ένας πολιτικός στοχαστής, είτε η παράδοση
μέσα στην οποία εντάσσεται. Επίσης, πλαίσιο μπορεί να οριστεί η γλώσσα και το
εξειδικευμένο λεξιλόγιο που ένας πολιτικός φιλόσοφος χρησιμοποίησε στην
συγγραφή των έργων του ή τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω, οι
προσδοκίες, οι προθέσεις, τα κίνητρα και η ιδεολογία του ατόμου που μελετάμε.
Ακόμη, ως πλαίσιο μπορεί να οριστεί ο συγκεκριμένος χρόνος και τόπος. Άρα,
συνειδητοποιούμε πως το πλαίσιο το οποίο χρησιμοποιούμε ως εργαλείο για να
κατανοήσουμε καλύτερα το αντικείμενο έρευνάς μας ποικίλει από τη μια
περίπτωση στην άλλη ανάλογα με το ποιο απ΄ όλα θα μας είναι πιο χρήσιμο σε
κάθε περίπτωση.
Επιπλέον, η πολυπλοκότητα της μεθόδου γίνεται εμφανέστερη, όταν
αναλογιστούμε το φαινόμενο του ¨αναστοχασμού¨ όπως περιγράφεται στο έργο
του Γάλλου κοινωνιολόγου P. Bourdieu ¨Science de la science et reflexivite¨224.
Ο Bourdieu θεωρεί πως πολλές φορές το έργο ενός επιστήμονα μελετητή
επηρεάζεται από την ίδια τη μέθοδο που ενστερνίζεται και υιοθετεί. Ο Bourdieu
στη θεωρία του επηρεάστηκε από το φαινόμενο της ¨αυτο-εκπληρούμενης
προφητείας¨ του R.K. Merton που πίστευε πως πολλές φορές, όταν πιστεύουμε
ότι κάτι θα γίνει χωρίς, όμως, να υπάρχουν αντικειμενικά βάσιμα στοιχεία, είναι
δυνατόν να επηρεάσουμε τις συνθήκες με τέτοιο υποσυνείδητο τρόπο ώστε
τελικά να αρχίζουν να το πιστεύουν όλοι ότι θα συμβεί225. Έτσι, στο τέλος όντως
πραγματοποιείται. Έχοντας, λοιπόν, ο Bourdieu υπόψιν του αυτό το φαινόμενο
δηλώνει πως η παρατήρηση είναι δυνατό πολλές φορές να επηρεάζεται από τη

224
Βλ. Bourdieu 2001.
225
Βλ. Bourdieu 2001, σ.30.

73
θεωρία μας226. Αυτό συμβαίνει, διότι διαμορφώνοντας πολλές φορές μια
μεθοδολογία στα χαρτιά, θέλουμε, στη συνέχεια, να δούμε αυτήν τη μέθοδο να
ισχύει και στην πράξη. Οπότε πολλές φορές χωρίς να το θέλουμε εστιάζουμε σε
μερικά μόνο σημεία που επαληθεύουν τη μέθοδό μας χωρίς να δίνουμε πολύ
σημασία ή κατά κάποιο τρόπο εθελοτυφλώντας στα σημεία που δείχνουν να μη
κολλάει η θεωρία με την πράξη. Έχοντας, λοιπόν, υπόψιν τη θεωρία του
Bourdieu θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως και οι Pocock, Skinner, Dunn, Wood
και οι υπόλοιποι μελετητές να έχουν κατά κάποιο τρόπο επηρεαστεί από το
φαινόμενο του αναστοχασμού και δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν
ενδεχόμενες αδυναμίες που έχει η μέθοδός τους.
Έπειτα, μια κριτική που μπορούμε να ασκήσουμε στη μέθοδο της Σχολής του
Cambridge είναι ότι η κατανόηση ενός κειμένου πολιτικής θεωρίας δεν μπορεί να
ανακαλυφθεί μόνο με την πρόθεση του συγγραφέα. Το να ανακαλύψουμε,
βέβαια, την πρόθεση του ατόμου που έγραψε ένα κείμενο σύμφωνα με τον
Skinner μας βοηθά σημαντικά στην αποκωδικοποίηση του νοήματος του ίδιου
του κειμένου. Όμως, στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο την ερμηνεία του νοήματος ενός κειμένου, θεωρούμε πως
απαιτείται μια έρευνα όχι μόνο στο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της
κοινωνίας στην οποία έζησε ο συγγραφέας αλλά και στο βιογραφικό και
ψυχολογικό πλαίσιό του. Χαρακτηριστικά, αν μπορέσουμε και συγκεντρώσουμε
πληροφορίες για τα παιδικά και οικογενειακά του βιώματα που σημάδεψαν τη
μετέπειτα ζωή του, τα ιδιαίτερα προσωπικά και επαγγελματικά του ενδιαφέροντα
στη ζωή, τα όνειρά του, τις προσδοκίες του, τις ελπίδες του, τις απογοητεύσεις
του, τις φιλοδοξίες του και, γενικά, την κοσμοθεωρία του για τη ζωή και την
κοινωνία, τότε θα είμαστε σε θέση να αποκρυσταλλώσουμε μια γνώμη για τις
προθέσεις του ατόμου που μελετάμε και πώς αυτές αντικατοπτρίζονται στα έργα
και τις πράξεις του. Όλες αυτές τις πληροφορίες θα προσπαθήσουμε να τις
συλλέξουμε όπως αναφέρει και ο Neal Wood μέσα από την εκτενή και λεπτομερή
μελέτη διάφορων γραπτών πηγών όπως ημερολόγια και προσωπική και
επαγγελματική αλληλογραφία του συγγραφέα αλλά και συγγενών, φίλων και

226
Βλ. Bourdieu 2001, σ.43.

74
¨εχθρών¨ του. Ένα ακόμη σημείο στο οποίο θα πρέπει να επικεντρώσουμε την
προσοχή μας πρέπει να είναι η κατανόηση του διανοητικού αλλά και γνωστικού
πλασίου του συγγραφέα του οποίου μελετάμε τα κείμενα. Λέγοντας, ωστόσο,
διανοητικό και γνωστικό πλαίσιο εννοούμε τα αναγνώσματα του συγγραφέα και
τις ιδιαίτερες λογοτεχνικές προτιμήσεις του από την παιδική του ηλικία μέχρι τη
στιγμή της που συνέγραψε το κείμενο που μελετάμε καθώς είναι πολύ πιθανό
αυτές να άλλαζαν με τα χρόνια. Ακόμη, εννοούμε τους αγαπημένους του
διανοητές και συγγραφείς καθώς και τα αγαπημένα του βιβλία, το επίπεδο της
μόρφωσής του, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το βαθμό της φιλομάθειάς του,
την εκπαίδευσή του αναφορικά με τις τεχνικές του γραπτού λόγου, τις σχολικές
του επιδόσεις και την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση. Σ΄ αυτή μας την έρευνα
θα μας βοηθούσε πάρα πολύ η μελέτη της προσωπικής του βιβλιοθήκης αλλά
και γραπτές μαρτυρίες ατόμων της εποχής που τον γνώριζαν προσωπικά.
Επίσης, όπως αναφέρει ο John Dunn χρήσιμο θα ήταν να κατανοήσουμε το ρόλο
του συγγραφέα του κειμένου που μελετάμε στην κοινωνία που ζούσε και κατ’
επέκταση το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της εποχής του. Για να
είμαστε, όμως, σε θέση να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να πληροφορηθούμε για
το αν ανήκε σε κάποια κοινωνική, θρησκευτική ή πολιτική οργάνωση, αν ήταν
μέλος σε κάποιο σωματείο ή εταιρεία οπότε με τα γραπτά του προσπαθούσε να
εκπροσωπήσει και να προωθήσει τα πάσης φύσεως συμφέροντά του.
Παράλληλα, ενδιαφερόμαστε για την οικονομική κατάσταση του ιδίου και της
οικογένειάς του, το επάγγελμα των γονιών του, το βαθμό κοινωνικότητάς του,
τους φίλους του, τις φιλικές και επαγγελματικές διασυνδέσεις που είχε η
οικογένειά του, την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε η οικογένειά του και ο ίδιος
και τα μέσα πορισμού που είχε καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Έπειτα,
αυτές τις πληροφορίες θα προσπαθήσουμε να τις συνδυάσουμε με τις γενικές
κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την
εποχή, γιατί θεωρούμε πως και αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες επηρεάζουν
καθοριστικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Τέλος, πρέπει να
παραδεχτούμε πως και ο συγγραφέας δεν καθόταν άβουλος παρατηρητής της
εξωτερικής κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά προβληματιζόταν σχετικά με τα

75
προβλήματα της και προσπαθούσε ανάλογα με τις απαντήσεις που έβρισκε και
τη θέλησή του να ασκήσει επιρροή στην κοινωνία του και να την αλλάξει προς το
καλύτερο. Ο συνδυασμός των παραμέτρων που μόλις περιγράψαμε θεωρούμε
ότι είναι απαραίτητος και για την κατανόηση όχι μόνο των κειμένων αλλά και
άλλων αντικειμένων μελέτης, όπως ιστορικών προσωπικοτήτων, ενεργειών,
γεγονότων κ.τ.λ..
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η μέθοδος του ιστορικού πλαισίου απαιτεί μια
ευρυμάθεια εκ μέρους του μελετητή που θα την χρησιμοποιήσει. Όπως,
χαρακτηριστικά, αναφέρει και ο Wood για να μπορέσει ένας μελετητής να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της χρήσης μιας τέτοιας μεθόδου (βλ. σ.50) θα
πρέπει να έχει πολλές γνώσεις από πολλές επιστήμες. Αυτό αληθεύει, γιατί
παρατηρούμε πως για να κατανοήσουμε την εποχή αλλά και τη βιογραφία του
ατόμου που μελετάμε χρειάζεται να κατέχουμε γνώσεις από πολλά επιστημονικά
πεδία όπως η κοινωνιολογία, η ιστορία, η οικονομία, η ψυχολογία, η ιστορία των
επιστημών κ.α..
Στη συνέχεια, παρατηρούμε πως για να εφαρμόσουμε τη μέθοδο του
πλαισίου και, πιο συγκεκριμένα, τη μέθοδο του ιστορικού πλαισίου προαπαιτείται
να διαθέτουμε φαντασία και να χρησιμοποιούμε τον αναλογικό συλλογισμό.
Ειδικότερα, για να κατανοήσουμε πως σκέφτηκαν και ενέργησαν τα άτομα στο
παρελθόν χρειάζεται μέσα από τις εμπειρίες μας στην δική μας εποχή να
αποκαταστήσουμε στο μυαλό μας το σκηνικό του τι μπορεί να συνέβη εκείνη την
εποχή που έζησε το άτομο που μελετάμε και το πώς μπορεί να σκεφτόταν να
ενεργήσει. Άρα, διαπιστώνουμε πως η φαντασία και ο αναλογικός συλλογισμός
αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για το μελετητή που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του
ιστορικού πλαισίου.
Πέρα απ΄ αυτές τις παρατηρήσεις θεωρούμε ότι για τους μελετητές που
εφαρμόζουν τη μέθοδο του πλαισίου χρήσιμη θα ήταν και η ενσωμάτωση της
διαδικασίας της ¨μετα-γνώσης¨ (meta-cognition). Αυτό σημαίνει πως, αφού
διαμορφώσουν και αποκρυσταλλώσουν στο μυαλό τους τη μορφή της μεθόδου
που θέλουν να εφαρμόσουν, στη συνέχεια, θα πρέπει να ξανασκεφτούν πάνω
στον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκαν και κατέληξαν σ΄ αυτά τα συμπεράσματα. Μ’

76
αυτήν τη διαδικασία θα είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν ποια λάθη έχουν οι
θεωρίες που προτείνουν και ποιες ήταν οι προκαταλήψεις που επηρέασαν και
κατά κάποιο τρόπο και πιθανόν διαστρέβλωσαν την αποτελεσματικότητα της
μεθόδου που προτείνουν. Έτσι, θα είναι πιο κερδισμένοι και αυτοί καθώς θα
έχουν βελτιώσει στις λεπτομέρειες τις μεθόδους τους αλλά και οι υπόλοιποι που
θα ενστερνιστούν και θα θελήσουν να εφαρμόσουν τις μεθόδους τους.
Επίσης, μια άλλη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε σχετικά με το
νόημα των κειμένων πολιτικής θεωρίας είναι η χρησιμότητά τους για εμάς τους
ίδιους. Πιο συγκεκριμένα, όπως, εξάλλου, αναφέρει και ο P. Ricoeur, πολλές
φορές δεν έχει τόσο σημασία να ανακαλύψουμε το πρωταρχικό νόημα με το
οποίο επένδυσε ο συγγραφέας του το κείμενο, αλλά το νόημα του κειμένου που
αποκτά για εμάς ως αναγνώστες227. Λέγοντας αυτό εννοούμε πως πέρα από τη
χρησιμότητα που έχει να ανακαλύψουμε ποια ήταν η πρόθεση του συγγραφέα,
όταν έγραφε ένα κείμενο ή όταν προέβαινε σε μια πράξη για να την
κατανοήσουμε καλύτερα, στη συνέχεια, θα πρέπει να προχωρήσουμε σ΄ ένα
δεύτερο στάδιο κατανόησης. Αυτό το στάδιο έχει να κάνει με το τι μπορεί να
προσφέρει το κείμενο και οι γνώσεις που αποκτούμε απ΄ αυτό για εμάς τους
ίδιους. Έτσι, μέσα από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε ένα κείμενο ή
κατανοούμε ένα άτομο και τις πράξεις του προσπαθούμε αυτόματα να
χρησιμοποιήσουμε τα διδάγματα και τις γνώσεις που αποκομίσαμε για τη δική
μας ζωή και πρόοδο.
Ακολουθώντας τον ίδιο συλλογισμό συνειδητοποιούμε πως η μέθοδος του
ιστορικού πλαισίου που υιοθετούν οι διανοητές της σχολής του Cambridge
διαθέτει ένα πραγματιστικό και ωφελιμιστικό, γενικά, χαρακτήρα. Πιο
συγκεκριμένα, έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του πλαισίου από τους
Pocock, Skinner, Dunn αλλά και από τους Woods με την εναλλακτική τους
πρόταση μπορεί να φανεί χρήσιμη και να υιοθετηθεί από πολλές άλλες
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.

227
Βλ. Skinner2008, σσ.172-173.

77
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΗΤΩΝ

Ashcraft Richard
O Richard Ashcraft γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1938 και πέθανε την 1
Νοεμβρίου του 1995. Σπούδασε πολιτική θεωρία στο πανεπιστήμιο του Harvard
και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του
Berkeley αποφοιτώντας το 1965. Από το 1966 ως το θάνατό του δίδασκε στο
πανεπιστήμιο του Los Angeles. Το σημαντικότερο βιβλίο του είναι το
¨Revolutionary politics and Locke’s two treatises of government¨ το οποίο
εκδόθηκε το 1986228.

Coleman Janet
Η Janet Coleman είναι Αγγλίδα και γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1945.
Σπούδασε στο Παρίσι πολιτική θεωρία και εκπόνησε την διδακτορική διατριβή
της στο πανεπιστήμιο του Yale. Διδάσκει στο London school of economics and
political science ιστορία της πολιτικής σκέψης. Το σημαντικότερο βιβλίο της είναι
το δίτομο ¨History of political thought¨ που εξέδωσε το 2000229.

Collingwood R.G.
Ο Collingwood γεννήθηκε στο Lancashire της Αγγλίας το 1889. Πέθανε το
1943. Υπήρξε Βρετανός φιλόσοφος και ενεργός αρχαιολόγος. Δίδαξε φιλοσοφία
στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Το
γνωστότερο έργο του είναι το ¨The idea of history¨230 που εκδόθηκε μετά το
θάνατό του. Ο Collingwood ασχολήθηκε με θέματα φιλοσοφίας της ιστορίας αλλά
και μεθοδολογίας της ιστορίας.

228
Βλ. Wolfenstein 1996, σσ.373-374.
229
Βλ. www2.lse.ac.uk/government/newsletter/Dispatch_Box_March_2008.pdf.
230
Βλ. Collingwood 19932, preface.

78
Dunn John
Ο John Montfort Dunn γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1940 στο
Buckinghamshire της Αγγλίας. Έχει ένα αδελφό. Ο πατέρας του ονομαζόταν
Henry George Montfort Dunn και ήταν στρατιωτικός καριέρας και στρατιωτικός
ακόλουθος σε αρκετές πρεσβείες ανατολικών χωρών. Η μητέρα του ονομαζόταν
Catherine Mary. Ο Dunn πέρασε τα παιδικά του χρόνια, κυρίως, στην Ινδία. Κατά
τα εφηβικά του χρόνια φοίτησε στο κολέγιο του Winchester. Το μάθημα που του
άρεζε περισσότερο στο σχολείο ήταν η ιστορία. Αργότερα, έδωσε εισαγωγικές
εξετάσεις στο πανεπιστήμιο του Cambridge και έγινε δεκτός στο τμήμα ιστορίας
στο King’s college την ίδια χρονιά με τον Skinner. Τον Skinner όμως ο Dunn τον
γνώρισε και έγιναν φίλοι, όταν είχαν ξεκινήσει τις μεταπτυχιακές τους σπουδές.
Κατά τη διάρκεια του διδακτορικού του πέρασε μια χρονιά στο πανεπιστήμιο του
Harvard. Έπειτα, γύρισε στο Cambridge. Όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με την
πολιτική αλλά τελικά ασχολήθηκε με την ακαδημαϊκή καριέρα. Από το 1972 ως
σήμερα διδάσκει εκεί ως καθηγητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης. Έχει
παντρευτεί τρεις φορές231.
Ο Dunn έγραψε πολλά έργα κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του καριέρας.
Μερικά από αυτά είναι το ¨The political thought of John Locke¨ το 1969, το
¨Modern revolutions¨ το 1972, το ¨Political obligation in its historical context¨ το
1980, το ¨Politics of socialism¨ το 1984, το ¨Rethinking modern political thought¨
το 1985, το ¨Interpreting political obligation¨ το 1990, το ¨The history of political
thought and other essays¨ το 1996, το ¨The cunning of unreason¨ το 2000.

Hodder Ian
Ο Ian Hodder γεννήθηκε στο Bristol της Αγγλίας το 1948. Σπούδασε αρχαιολογία
στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου αλλά εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο
πανεπιστήμιο του Cambridge καταθέτοντας την το 1974. Στο ίδιο πανεπιστήμιο
υπήρξε καθηγητής από το 1977 ως το 1999. Σήμερα, διδάσκει στο πανεπιστήμιο
του Stanford.

231
Βλ. Macfarlane 2008α.

79
Pocock John
Ο J.G.A. Pocock γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1924 στο Λονδίνο. Τρία
χρόνια, όμως, αργότερα έφυγε από την Αγγλία οικογενειακώς, επειδή ο πατέρας
του Greville Pocock διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Canterbury
στην Νέα Ζηλανδία. Εκεί ο Pocock πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Το
1942 σπούδασε ιστορία στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Canterbury. Έπειτα,
αναχώρησε για την Αγγλία όπου και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του
Cambridge. Εκεί εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή υπό την επίβλεψη του
καθηγητή Hebert Betterfield. Τελείωσε το διδακτορικό του το 1952. Έπειτα,
γύρισε στη Νέα Ζηλανδία όπου και δίδαξε, πρώτα, στο πανεπιστήμιο του
Canterbury και κατόπιν στο πανεπιστήμιο του Otago. Το 1959 ξαναγύρισε στο
πανεπιστήμιο του Canterbury όπου ίδρυσε το τμήμα πολιτικής επιστήμης και
δίδαξε σ’ αυτό. Στη συνέχεια, το 1966 μετέβη στην Αμερική όπου και δίδαξε στο
πανεπιστήμιο του Saint Lewis στο Μιζούρι. Μετά από εννέα χρόνια μετέβη στο
πανεπιστήμιο του John Hopkins στη Βαλτιμόρη μέχρι πρόσφατα οπότε και
συνταξιοδοτήθηκε.
Επίσης, ο Pocock έγραψε και εξέδωσε πολλά έργα τα οποία και αποτελούν
εφαρμογή της μεθόδου που προτείνει. Μερικά απ΄ αυτά είναι το ¨An ancient
constitution and the feudal law: a study of English historical thought in
seventeenth century¨ το 1957, το ¨Politics, language and time¨ το 1989, το ¨The
Machiavellian moment: Florentine political thought and the atlantic republican
tradition¨ το 1975, το ¨The political works of James Harrington¨ 1977, το ¨Virtue,
commerce and history¨ το 1985, το ¨Varieties of British political thought 1500-
1800¨ το 1993, το τετράτομο έργο ¨Barbarism and religion¨ από το 1999 έως το
2005 κ.α.232.

Skinner Quentin
Ο Quentin Skinner γεννήθηκε στο Chadderton στην Αγγλία στις 26 Νοεμβρίου
του 1940. Γονείς του ήταν ο Alexander Skinner και η Winifred Rose Margaret. Ο
πατέρας του ήταν, αρχικά, αξιωματικός στο πολεμικό ναυτικό και κατόπιν

232
Βλ. www.history.jhu.edu/Faculty_cv/Pocock_cv.pdf.

80
διπλωμάτης στη δυτική Αφρική. Η μητέρα του Skinner σπούδασε αγγλική
φιλολογία και εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όταν, όμως, γνώρισε
τον πατέρα του Skinner τον ακολούθησε στην Νιγηρία. Αυτό είχε, ως συνέπεια, ο
Skinner στην ουσία να μην ανατραφεί από τους γονείς του αλλά από την
μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας του η οποία ήταν γιατρός και πολύ
καλλιεργημένη. Ο Skinner είχε και ένα μεγαλύτερο αδελφό. Κατά τα παιδικά του
χρόνια αρρώστησε από φυματίωση και παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Στα
εφηβικά του χρόνια φοίτησε στο Benford school. Ήταν πολύ καλός μαθητής και
διακρίθηκε στην ιστορία και στα κλασικά μαθήματα. Εκεί, ένας δάσκαλός του ο
John Eyre του εμφύσησε την αγάπη για την ιστορία και τον παρότρυνε να δώσει
εξετάσεις στο πανεπιστήμιο του Cambridge233. Το 1958 εισήχθη στο τμήμα της
ιστορίας. Πήρε το πτυχίο του το 1962 και, στη συνέχεια, έγινε δεκτός στο
μεταπτυχιακό κύκλο μαθημάτων στο Christ college του Cambridge που τον
οδήγησε στην απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος234. Το 1969 έγραψε
το σημαντικό του άρθρο ¨Meaning and understanding in the history of ideas¨ που
απετέλεσε σταθμό για την ακαδημαϊκή του καριέρα. Το 1974 μετέβη στο
πανεπιστήμιο του Princeton όπου δίδαξε για πέντε χρόνια πρώτα στο τμήμα
ιστορίας και κατόπιν στο τμήμα κοινωνιολογίας. Όταν γύρισε στην Αγγλία το
1979, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την
Susan James καθηγήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Μαζί
απέκτησαν δύο παιδιά. O Skinner παρέμεινε στο Cambridge μέχρι το 2008 οπότε
και μετακινήθηκε στο πανεπιστημιακό κολέγιο St’s Mary του πανεπιστημίου του
Λονδίνου235. Επίσης, να παρατηρήσουμε πως ο Skinner σαφώς επηρεασμένος
από τον Machiavelli είναι υποστηρικτής της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας και
προσπαθεί με τα βιβλία του να προτείνει αυτήν τη λύση στην αγγλική κοινωνία.
Ο Skinner έχει εκδώσει πολλά βιβλία. Τα σημαντικότερα είναι το δίτομο έργο
¨The foundations of modern political thought¨ το 1978, το ¨Machiavelli¨το 1981, το
¨Reason and rhetoric in the philosophy of Hobbes¨ το 1996, το ¨Liberty before
liberalism¨το 1998, το τρίτομο έργο του ¨Visions of politics¨ το 2002 όπου ο

233
Βλ. Macfarlane 2008β.
234
Βλ. Koikkalainen and Syrjamaki 2002, σ.36.
235
Βλ. Macfarlane 2008β.

81
πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα σχετικά με τη μεθοδολογία του και το ¨L’ artiste
en philosophie politique¨ το 2003.

Wood Meiksins Ellen


H Wood γεννήθηκε το 1942 στην Νέα Υόρκη από Λετονούς εβραϊκής
καταγωγής που ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Σπούδασε Σλαβικές σπουδές στο
πανεπιστήμιο του Berkeley και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην
πολιτική επιστήμη στο πανεπιστήμιο του Los Angeles. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο
York του Τορόντο του Καναδά από το 1967 ως το 1996 όπου και απέκτησε την
καναδική υπηκοότητα. Παντρεύτηκε τον Neal Wood. Η Wood εξέδωσε πολλά
βιβλία μαζί με το σύζυγό της αλλά και αρκετά μόνη της. Μερικά από αυτά είναι το
¨The pristine culture of capitalism¨ το 1992, το ¨Democracy against capitalism:
Renewing the historical capitalism¨ το 1995, το ¨The origin of capitalism¨ το 1999
και το ¨Empire of capital¨ το 2003236.

Wood Neal
Ο Neal Wood γεννήθηκε στο Los Angeles στις 10 Σεπτεμβρίου του 1922 και
πέθανε από καρκίνο στο Devon της Αγγλίας στις 17 Σεπτεμβρίου του 2003.
Πολέμησε εθελοντικά στην πολεμική αεροπορία της Αγγλίας και των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στη συνέχεια, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Berkeley ιστορία το 1951 και από
το 1955 ως το 1957 εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του
Cambridge με θέμα ¨Κομμουνισμός και Βρετανοί διανοούμενοι¨. Έπειτα, δίδαξε
πολιτική θεωρία στο πανεπιστήμιο του Columbia, στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο
του Los Angeles και μετά από το 1966 ως το 1988 στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο
του York στο Τορόντο του Καναδά μαζί με τη σύζυγό του Ellen Meiksins.
Κατόπιν, αποσύρθηκε στην Αγγλία237.
Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του είναι το ¨Class ideology and ancient
political theory: Socrates, Plato and Aristotle in social context¨ το 1978, το ¨John

236
Βλ. Phelps 1999.
237
Βλ. Bridgeland and Jones 2003 και Wood 2000.

82
Locke and agrarian capitalism¨ το 1984, το ¨A trumpet of sedition: Theory and the
rise of capitalism¨ το 1997, το ¨Reflexions on political theory: A voice of reason
from the past¨ το 2002 και το ¨Tyranny in America: Capitalism and national
decay¨ το 2004.

83
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
βλ. = βλέπε
επιμ.= επιμέλεια
ιδ. = ίδιος (συγγραφέας)
κ.α. = και άλλα
κ.τ.λ. = και τα λοιπά
μτφρ.= μετάφραση
π.χ. = παραδείγματος χάριν
σ. = σελίδα
σσ. = σελίδες
τ. = τόμος
χ.τ.ε. = χωρίς τόπο έκδοσης

84
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ashcraft, R. 1975: «On the problem of methodology and the nature of political
theory». Political theory, τ.3, σσ.5-25.
Aschraft, R. 1992: «The radical dimensions of Locke’ political thought: A dialogic
essay on some problems of interpretation». History of political thought, τ.13,
σσ.703-772.
Austin, J.L. 20002: How to do things with words (επιμ. Urmson J.O. and Sbisa
M.). Cambridge MA: Harvard university press.
Black, T. 2006: «Contextualism in Epistemology» στο The internet encyclopedia
of philosophy, 2006. www.iep.utm.edu/c/contextu.htm, (25/4/2009).
Bourdieu, P. 2001: Science de la science et reflexivite. Paris: Raison d’ agir
editions.
Braudel, F. (2001) 2005: Γραμματική των πολιτισμών (μτφρ. Αρ. Αλεξάκης).
Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Bridgeland, G. and Jones, B. 2003: «Obituary: Neal Wood. Scrupulous political
theorist of deep commitment». Guardian, 9/10/2003.
Clayton, T. 2006: «Political philosophy of Alasdair MacIntyre» στο The internet
encyclopedia of philosophy. www.iep.utm.edu/p/p-macint.htm, (27/4/2009).
Coleman, J. 2004: Ιστορία της πολιτικής σκέψης. Από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι
τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (μτφρ. Γ. Χρηστίδης). Αθήνα: Εκδόσεις
Κριτική.
Collingwood, R.G. 19932: The idea of history (επιμ. Van der Dussen J.). Oxford:
Clarendon press.
Dunn, J. 1980: Political obligation in its historical context. Cambridge:
Cambridge university press.
Dunn, J. 1985: Rethinking modern political theory. Essays 1979-1983.
Cambridge: Cambridge university press.
Dunn, J. 1996: The history of political thought and other essays. Cambridge:
Cambridge university press.
Femia, J.V. 1981: «A historicist critique of ¨revisionist¨ methods for studying the
history of ideas». History and theory, τ.20, σσ.113-134.
Hodder, I. 1992: Theory and practice in archaeology. London: Routledge.
Hodder, I. (19912) 1999: Reading the past. Current approaches to interpretation
in archaeology. Cambridge: Cambridge university press.
Hodder, I. (επιμ.) 2001: Archaeological theory today. Cambridge: Polity press.
King, Pr. 2000: Thinking past a problem: Essays on the history of ideas. London:
Frank cass.
Koikkalainen, P. and Syrjamaki, S. 2002: «Encountering the past: An interview
with Quentin Skinner». Finnish yearbook of political thought, τ.6, σσ.32-63.
Kuhn, Th.S. 19963: The structure of scientific revolutions. Chicago: The
University of Chicago Press.
Macdonald, Gr. 2005: «Alfred Jules Ayer» στο Stanford encyclopedia of
philosophy. plato.stanford.edu/entries/ayer/, (10/5/2009).
Macfarlane, Al. 2008α: Interview with John Dunn (film).
www.alanmacfarlane.com/ancestors/dunn.htm, (29/4/2009).

85
Macfarlane, Al. 2008β: Interview with Quentin Skinner (film).
www.alanmacfarlane.com/ancestors/skinner.htm, (5/5/2009).
Mew, P. 1971: «Conventions on thin ice». The philosophical quarterly, τ.21,
σσ.352-356.
Minogue, K.R. 1981: «Method in intellectual history: Quentin Skinner’s
Foundations». Philosophy, τ.56, σσ.533-552.
Mulligan, L., Richards, J. and Graham, J. 1979: «Intentions and conventions:
A critique of Quentin Skinner’ s method of the study of the history of ideas».
Political studies, τ.27, σσ.84-98.
Μπαγιόνας, Αυγ. 1980: Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre.
Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης.
Palonen, K. 2003: Quentin Skinner: History, politics, rhetoric. Cambridge: Polity
press.
Parekh, B. and Berki, R.N. 1973: «The history of political ideas: A critique of Q.
Skinner’ s methodology». Journal of the history of ideas, τ.34, σσ.163-184.
Parkman, Br. and Roper, Kr. 1999: «Interview with Ian Hodder».Society for
California archaeology.
www.scahome.org/about_ca_archaelogy/1999_Hodder.html.
Perreau-Saussine, Em. 2007: «Quentin Skinner in context». The review of
politics, τ.69, σσ.106-122.
Phelps, Chr. 1999: «An interview with Ellen Meiksins Wood». Monthly Review,
τ.51, May 1999.
Πλάγγεσης, Γ. 2007: «Για τον Μακιαβέλι, τον ¨σύγχρονο ηγεμόνα¨ και την
πολιτική». Ουτοπία, τ.76, σσ.23-42.
Pocock, J.G.A. 1964: «The history of political thought: A methodological
enquiry» στο Laslett, P. and Runciman, W.G. (επιμ.): Philosophy, politics and
society. Oxford: Basil Blackwell, Second series, σσ.183-202.
Pocock, J.G.A. 1975: The Machiavellian moment. Florentine political thought
and the atlantic republican tradition. Princeton: Princeton university press.
Pocock, J.G.A. (1960) 1989: Politics, language and time: Essays on political
thought and history. Chicago: The university of Chicago press.
Pocock, J.G.A. (1987) 1990: «The concept of a language and the metier d’
historien. Some considerations on practice» στο Pagden, Anth. (επιμ.): The
languages of political theory in early modern Europe. Cambridge: Cambridge
university press, σσ.19-40.
Pocock, J.G.A. (1985) 1995: Virtue, commerce and history. Essays on political
thought and history, chiefly in the eighteenth century. Cambridge: Cambridge
university press.
Renfrew, C. 2001: «Symbol before concept: Material engagement and the early
development of society» στο Hodder, I. (επιμ.): Archaelogical theory today.
Cambridge: Polity press, σσ. 122-140.
Rengger, N.J. 1995: «Trust, prudence and history: John Dunn and the tasks of
political theory». History of political thought, τ.16, σσ.416-437.

86
Richter, M. 1990: «Reconstructing the history of political languages: Pocock,
Skinner and the Geschlichtliche Grundbegriffe». History and Theory, τ.29, σσ.38-
70.
Richter, M. 2003: «Towards a lexicon of European political and legal concepts: a
comparison of Begriffsgeschichte and the ¨Cambridge school¨». Critical review of
international social and political philosophy, τ.6, σσ.91-120.
Rysiew, P. 2007: «Epistemic contextualism» στο Stanford encyclopedia of
philosophy. plato.stanford.edu/entries/contextualism-epistemology/, (25/4/2009).
Schochet, G. 1974: «Quentin Skinner’ s method». Political theory, τ.2, σσ.261-
276.
Shanks, M. and Tilley, Chr. 19922: Re-constructing archaeology. Theory and
practice. New York: Routledge.
Skinner, Q. 1966: «The ideological context of Hobbes’ s political thought».
Historical journal, τ.9, σσ.287-317.
Skinner, Q. 1969: «Meaning and understanding in the history of ideas». History
and theory, τ.8, σσ.3-53.
Skinner, Q. 1972: «’Social meaning’ and the explanation of social action» στο
Laslett, P., Runciman, W.G. και Skinner, Q. (επιμ.): Philosophy politics and
society. Fourth series. Oxford: Blackwell, σσ.136-157.
Skinner, Q. 1974: «Some problems in the analysis of political thought and
action». Political theory, τ.2, σσ. 277-303.
Skinner, Q. (επιμ.) 1985: The return of grand theory in the human sciences.
Cambridge: Cambridge university press.
Skinner, Q. (1978) 1990: The foundations of modern political thought, τόμος 1ος:
The Renaissance. Cambridge: Cambridge university press.
Skinner, Q. (1978) 1992: The foundations of modern political thought, τόμος 2ος:
The age of Reformation. Cambridge: Cambridge university press.
Skinner, Q. 2002: Μακιαβέλι (μτφρ. Κ. Αθανασίου). Αθήνα: Νήσος.
Skinner, Q. 2008: Θεωρήσεις της πολιτικής. Σχετικά με τη μέθοδο ( μτφρ. Γ.
Καράμπελας). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Stevenson, C.L. 1944: Ethics and language. New Haven: Yale university press.
Tarcov, N. 1982: «Quentin Skinner’ s methodology and Machiavelli’s Prince».
Ethics, τ.92, σσ.692-709.
Thomas, J. (επιμ.) 2000: Interpretive archaeology. A reader. London: Leicester
university press.
Tully, J. 1983: «The pen is a mighty sword: Quentin Skinner’ s analysis of
politics». British journal of political science, τ.13, σσ.489-509.
Tully, J. (επιμ.) 1988: Meaning and context: Quentin Skinner and his critics.
Cambridge: Princeton university press.
Tully, J. 1993: An approach to political philosophy: Locke in contexts.
Cambridge: Cambridge university press.
Wiener, J.M. 1974: «Quentin Skinner’ s Hobbes». Political theory, τ.2, σσ.251-
260.
Williams, K. 2006: Introducing management. A development guide. Χ.τ.ε.:
Butterworth-Heinemann.

87
Wittgenstein, L. (19673) 1974: Philosophical investigations (μτφρ. στα αγγλικά
G.E.M. Anscombe). Oxford: Basil Blackwell.
Wolfenstein, V. 1996: « In memoriam to Richard Ashcraft, 1938-1995». Political
theory, τ.24, σσ.373-374.
Wood, E.M. and Wood, N. 1978: Class ideology and ancient political theory.
Socrates, Plato and Aristotle in social context. Oxford: Basil Blackwell.
Wood, E.M. 1992: «Locke against democracy: Consent, representation and
suffrage in the two treatises». History of political thought, τ.15, σσ.657-689.
Wood, E.M. 1994: «Radicalism, capitalism and historical contexts: Not only a
reply to Richard Ashcraft on John Locke». History of political thought, τ.15,
σσ.323-372.
Wood, N. 1978: «The social history of political theory». Political theory, τ.6,
σσ.345-367.
Wood, N. 2000: «States and societies: Essays presented to Neal Wood».
History of political thought, τ.21, τεύχος 3 (τιμητικό τεύχος στον Neal Wood).
Wood, N. 2002: Reflections on political theory. A voice of reason from the past.
New York: Palgrave.
www.history.jhu.edu/Faculty_cv/Pocock_cv.pdf, (27/5/2009).
www2.lse.ac.uk/governement/newsletter/Dispatch_Box_March_2008.pdf,
(10/5/2009).

88

You might also like