You are on page 1of 100

ΕΛΛΗΝΙΚ Ο ΑΝΟΙΚ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣ ΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚ ΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Μεταπτυχιακή Ειδίκευση Καθηγητών Φυσικών Επιστημών

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚ Η ΕΡΓΑΣ ΙΑ

«Τα Στοιχειώδη Σωμάτια και οι Αλληλεπιδράσεις


τους»

Ραγκούσης Λεωνίδας

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κεχαγιάς Αλέξανδρος

ΠΑΤΡΑ
ΜΗΝΑΣ, 2022
Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή
(«συγγραφέας/δημιουργός») που την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής
πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια
χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού,
παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή
και σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ
ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής
ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν
σημαίνει καθ’οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας
του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση,
αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση,
εκτέλεση, «μεταφόρτωση» (downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση,
τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη
ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του συγγραφέα/δημιουργού. Ο
συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών του
δικαιωμάτων.
ΕΛΛΗΝΙΚ Ο ΑΝΟΙΚ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣ ΤΗΜΙΟ

«Τα Στοιχειώδη Σωμάτια και οι Αλληλεπιδράσεις


τους»

Ραγκούσης Λεωνίδας

Επιτροπή Επίβλεψης Διπλωματικής Εργασίας

Επιβλέπων Καθηγητής: Συν-Επιβλέπων Καθηγητής:


Κεχαγιάς Αλέξανδρος Λέισος Αντώνιος
Καθηγητής Σχολή Ε.Μ.Φ.Ε Ε.Μ.Π. Επικ.Καθηγητής Ε.Α.Π.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τα στοιχειώδη σωμάτια και το πως αυτά αλληλεπιδρούν, αποτελούν την αιχμή του
δόρατος της σύγχρονης επιστήμης. Σε αυτήν την εργασία γίνεται μία προσπάθεια
περιγραφής και ταξινόμησης των σημαντικότερων χαρακτηριστικών τους. Στο πρώτο
κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη αναφορά στην ιστορική πορεία από τις πρωτόλειες
σκέψεις της αρχαιότητας μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Έπειτα, στο δεύτερο κεφάλαιο
γίνεται μία ταξινόμηση των σωματιδίων με βάση τις βασικές τους ιδιότητες. Δηλαδή,
ταξινομούνται με βάση το σπιν σε φερμιόνια και μποζόνια, και στην πορεία, σε
σωμάτια και αντισωμάτια. Επίσης, περιγράφονται τα σωματίδια δομής και
αλληλεπίδρασης, αλλά και ιδιότητες των αδρονίων. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται
αναφορά στα είδη των τεσσάρων αλληλεπιδράσεων, αλλά και στη θεωρία Yukawa και
την εμβέλεια των αλληλεπιδράσεων. Στο τελευταίο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται
περιγραφή των συμμετρίων και των διατηρητέων στις αλληλεπιδράσεις, όπως
διατήρηση ορμής, ενέργειας αλλά και συμμετρίες CP και CPT. Στην τελευταία
παράγραφο γίνεται μία σύντομη περιγραφή του καθιερωμένου μοντέλου.

i
ABSTRACT

The elementary particles and how they interact, are spearheding of the modern science.
In this thesis there is an attempt to describe and classify the most significant
characteristics of elementary particles. In the first chapter reference is made to the
course of history from the first ancient thoughts to the modern time. Next, to the second
chapter the elementary particles are classified according to their properties. They are
separated according to spin in to fermions and bosons, and afterwards in particles and
antiparticles. Also, there is a description of the interaction particles and structure
particles, but also the properties of hadrons. The third is referred to the four interaction
forces, but also to the Yukawa theory and to the range of the forces. In the last fourth
chapter there is a description in symmetries and to the conservation laws of the
interactions, such as conservation of momentum, energy and CP, CPT symmetries. In
the last paragraph there is a short description of the standard model.

ii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Κεφάλαιο 1-Ιστορική Αναδρομή στην διαδρομή των ανακαλύψεων………….......1


1.1 Από την αρχαιότητα μέχρι τον 190 αιώνα……………………….….….1
1.2 Από τη γέννηση των στοιχειωδών σωματιδίων μέχρι σήμερα……...…2
Κεφάλαιο 2-Κατάταξη των Στοιχειωδών Σωματιδίων…………………………… 9
2.1 Φερμιόνια – Μποζόνια……………………………………………..…..9
2.2 Αντισωματίδια –Ύλη και αντιύλη…………………………………....12
2.2.1 Η ερμηνεία Dirac για λύσεις Ε<0…………………………….…14
2.2.2 Η ερμηνεία Feynman και Stuckelberg για λύσεις Ε<0….…....…15
2.3 Σωματίδια Δομής ………………………………………………….….17
2.3.1 Κουάρκ………………………………………………………….17
2.3.2 Λεπτόνια………………………………………………………..23
2.4 Σωματίδια αλληλεπίδρασης…………………………………………..26
2.5 Ταξινόμηση Βαρυονίων……………………………………………...30
2.5.1 Βαρυονική δεκαπλέτα………………………………………….31
2.5.2 Βάρυονική οκταπλέτα………………………………………..34
2.6 Μεσόνια……………………………………………………………….36.
2.6.1 Διανυσματικά μεσόνια………………………………………..36
2.6.2 Ψευδοβαθμωτά Μεσόνια……………………………………..37
Κεφάλαιο 3-Είδη Αλληλεπίδρασης………………………………………………40
3.1 Κλασσική και κβαντική εικόνα………………………………………41
3.2 Εμβέλεια……………………………………………………………...41
3.3 Ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις…………………………….…43
3.3.1 Πόλωση του κενού και η σταθερά σύζευξης……………….….48
3.4 Θεωρία Yukawa………………………………………….…………...50
3.5 Ισχυρές αλληλεπιδράσεις…………………………………….………53
3.6 Ασθενείς Αλληλεπιδράσεις……………………………………….…..60
3.7 Ηλεκτρασθενής Ενοποίηση…………………………………………..66
3.8 Βαρυτικές Δυνάμεις…………………………………………………..71
Κεφάλαιο 4-Συμμετρίες και Διατηρήσεις στις Αλληλεπιδράσεις………………..72
Εισαγωγή………………………………………………………………….72
4.1Διατήρηση ορμής………………………………………………………73

iii
4.2 Διατήρηση ενέργειας ………………………………………….….…73
4.3 Διατήρηση φορτίου …………………………………………….…...74
4.4 Διατήρηση βαρυονικού αριθμού……………………………………74
4.5 Διατήρηση γεύσης κουάρκ ………………………………...………..75
4.6 Διατήρηση λεπτονικού αριθμού …………………………………….75
4.7 Στροφορμή…………………………………………………………...76
4.8 Ισοσπίν .……………………………………………………………...78
4.9 Ομοτιμία-Parity..……………………………………………………..79
4.10 Συζυγία φορτίου C………………………………………………….81
4.11 Συμμετρία CP………………………………………………………..83
4.12 Αντίστροφη χρόνου.………………………………………..……….84
4.13 Θεώρημα CPT……………………………………………………....86
4.14 Καθιερωμένο Μοντέλο………………………………………………87
Βιβλιογραφία…………………………………………………………………...…91

iv
Κεφάλαιο 1 Ιστορική Αναδρομή στην διαδρομή των
ανακαλύψεων

1.1 Από την αρχαιότητα μέχρι τον 190 αιώνα


Η συνεχής προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει και να περιγράψει τον κόσμο
που τον περιβάλλει εμφανίζεται ήδη από τους αρχαίους φιλοσόφους. Πολλά
φιλοσοφικά ρεύματα θεωρούσαν κάποια ουσία ως τη βασική-πρωταρχική που
αναλόγως την πυκνότητα της διαμορφώνει τον υλικό περιβάλλοντα χώρο. Θα
μπορούσαμε να αναφέρουμε τον Ηράκλειτο, ο οποίος θεωρούσε ως τη βασική αρχή
των πάντων τη φωτιά, ή τον Θαλή ο οποίος θεωρεί πηγή της δημιουργίας το νερό.
Επίσης, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης θεωρούν ως πρωταρχική ουσία αντίστοιχα
το άπειρο και τον αέρα. Επιπλέον, ο Εμπεδοκλής όπως και ο Αριστοτέλης έχουν ως
βασικά στοιχεία τη γη, τον αέρα, το νερό και τη φωτιά. Βέβαια, ο Αριστοτέλης για να
περιγράψει την κίνηση των ουρανίων σωμάτων εισάγει την έννοια και μιας πέμπτης
ουσίας, της πεμπτουσίας.
Η ιδέα της ύπαρξης στοιχειωδών σωματιδίων, δηλαδή των σωματιδίων τα οποία δεν
διαιρούνται άλλο, υπάρχει από την αρχαιότητα του 5ου αιώνα π.Χ. από τον Λεύκιππο
και από τον Δημόκριτο. Οι φιλόσοφοι είναι αυτοί οι οποίοι εισάγουν την έννοια των
ατόμων, σωματιδίων που δεν μπορούν να τεμθούν περισσότερο. Οι συνενώσεις και
αλληλεπιδράσεις αυτών των ατόμων σχηματίζουν τον άμεσο παρατηρήσιμο σύμπαν
που μας περιβάλλει.
Τα πρώτα πειραματικά βήματα ξεκινούν το 1895 όταν ο Wilhelm Röntgen παρατηρεί
ένα είδος ακτινοβολίας που παράγεται από μία άνοδο, όταν ηλεκτρόνια που έχουν
επιταχυνθεί προσπέσουν πάνω σε αυτήν. Η ακτινοβολία αυτή παρακαλούσε φθορισμό,
ενώ μαύριζε το φιλμ όταν έπεφτε πάνω σε αυτό. Επειδή, αρχικά η φύση αυτής της
ακτινοβολίας ήταν άγνωστη εκείνη την εποχή, χρησιμοποιήθηκε το σύμβολο Χ για
αυτές τις νέες ακτίνες. Την επόμενη χρονιά 1896 ο Becquerel παρατηρεί πώς το χημικό
στοιχείο του ουρανίου εκπέμπει ένα άλλο είδος ακτινοβολίας. Έπειτα από δύο χρόνια
ο Pierre και η Marie Curie εντοπίζουν και νέα στοιχεία που εκπέμπουν παρόμοιες
ακτινοβολίες. Σύντομα, οι καινούργιες αυτές ακτίνες οδηγήθηκαν μέσα σε μαγνητικό
πεδίο και εξετράπησαν με τρεις διαφορετικούς τρόπους: προς μία κατεύθυνση, προς
την αντίθετη κατεύθυνση και κάποιες δεν εξετράπησαν καθόλου. Έτσι, ταξινομήθηκαν

1
σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες την ακτινοβολία-α, την αλτινοβία-β και τη γ.
Αργότερα βρέθηκε πως η ακτινοβολία α είναι πυρήνες Ηe, η β ηλεκτρόνια και
ποζιτρόνια και η γ ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία χωρίς φορτίο.

1.2 Από τη γέννηση των στοιχειωδών σωματιδίων μέχρι σήμερα


Θα μπορούσαμε να πούμε πως η γέννηση των στοιχειωδών σωματιδίων ξεκινά το
έτος 1897 όταν ο J. Thomson ανακαλύπτει το ηλεκτρόνιο. Στο διάσημο αυτό πείραμα
ο Thomson παρατηρεί πως οι ακτίνες που εκπέμπονται από το πυρακτωμένο νήμα
αλλάζουν πορεία όταν υπάρχει μαγνητικό πεδίο, που καταδεικνύει ότι αυτές οι ακτίνες
έχουν ηλεκτρικό φορτίο και μάλιστα αρνητικό, το οποίο προκύπτει από την καμπύλη
της τροχιάς τους. Άρα, επρόκειτο για δέσμη σωματιδίων και όχι ακτινών. Οδηγώντας
τη δέσμη μέσα από ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο κατάφερε να υπολογίσει το λόγο
φορτίου προς μάζα, αλλά και την ταχύτητα των σωματιδίων. Ο λόγος αυτός φορτίου
προς μάζα ήταν πολύ μεγάλος, γεγονός που δήλωνε ύπαρξη πολύ μεγάλου φορτίου ή
πολύ μικρής μάζας.
O Thomson στην πορεία πολύ σωστά υπέθεσε πώς τα ηλεκτρόνια είναι βασικά
συστατικά των ατόμων. Ωστόσο αναδύθηκε ένα καινούργιο πρόβλημα πώς αυτά τα
ηλεκτρόνια κατανέμονται μέσα στα πολύ βαρύτερα, αλλά και ουδέτερα άτομα. Ο
Thomson θεώρησε πώς το άτομο συνιστάται από μία συνεχή κατανομή φορτίου
θετικού και τα ηλεκτρόνια βρίσκονται διάσπαρτα σαν μικρές νησίδες σε αυτή τη θετική
κατανομή. Γρήγορα όμως το μοντέλο αυτό, γνωστό ως μοντέλο του σταφιδόψωμου,
καταρρίφθηκε από τον Rutherford to 1911, ο οποίος εκτελώντας το διάσημο πείραμα
κατέληξε στο γεγονός ότι όλο το θετικό φορτίο και πρακτικά όλη η μάζα του ατόμου
βρίσκονται συγκεντρωμένα στο κέντρο αυτού, δηλαδή στον πυρήνα. Το πείραμα του
Rutherford είναι ένα πείραμα σκέδασης,. Ο Rutherford έστειλε μία δέσμη σωματιδίων
α (θετικά βαριά σωματίδια) σε ένα πολύ λεπτό φύλλο χρυσού και παρατήρησε πώς τα
περισσότερα σωματίδια α πέρασαν ανεμπόδιστα μέσα από το φύλλο χρυσού, αλλά λίγα
σκεδάστηκαν σε μεγάλες γωνίες, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας πολύ
μικρής, αλλά μεγάλης θετικής μάζας (πυρήνας).

2
Εικόνα 1 Η διάταξη που χρησιμοποίησε ο Τόμσον στα πειράματά του

Ο Rutherford εισάγει το πλανητικό μοντέλο στη δομή του ατόμου και γίνεται
κατανοητό πως το άτομο δεν είναι αδιαίρετο, αλλά αποτελείται από επιμέρους
συστατικά. Ωστόσο, το πρότυπο αυτό αντιμετωπίζει προβλήματα. Σύμφωνα με την
μέχρι τότε γνωστή ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Maxwell τα περιστρεφόμενα
ηλεκτρόνια, άρα και επιταχυνόμενα, θα έπρεπε να ακτινοβολούν καθώς εκτελούν την
κυκλική τους τροχιά και τελικά να καταλήξουν να πέσουν πάνω στον πυρήνα. Επίσης,
αυτό το μοντέλο δεν είχε τη δυνατότητα να δικαιολογήσει πειραματικά δεδομένα όπως
τα γραμμικά φάσματα εκπομπής και απορρόφησης των αερίων. Έτσι, το 1914 ο Niels
Bohr προτείνει το τροχιακό μοντέλο εισάγοντας βασικές αρχές της κβαντικής θεωρίας
σύμφωνα με το οποίο το θετικό φορτίο είναι συγκεντρωμένο στο κέντρο του ατόμου
(πυρήνας) και γύρω από τον πυρήνα σε καλά καθορισμένες τροχαίες κινούνται τα
αρνητικά ηλεκτρόνια, δεχόμενα πάντα τη δύναμη Coulomb από τον πυρήνα. Ο Bohr
έθεσε δύο αξιώματα για να εδραιώσει τη θεωρία του. Το πρώτο αξίωμα ορίζει πόσα
ηλεκτρόνια μπορούν να έχουν πολύ συγκεκριμένες επιτρεπόμενες τροχιές, η ενέργεια
σε κάθε τροχιά είναι κβαντισμένη και η στροφορμή των ηλεκτρονίων πρέπει να είναι
ακέραιο πολλαπλάσιο της ποσότητας h/2π.
L=mur=nh/2π
Το δεύτερο αξίωμα ορίζει πως τα ηλεκτρόνια καθώς περιστρέφονται στις
επιτρεπόμενες τροφές δεν ακτινοβολούν, αλλά η ενέργειά τους παραμένει σταθερή.
Ακτινοβολία εμφανίζεται μόνο εάν μεταπηδήσει ηλεκτρόνιο από μία τροχιά σε μία
άλλη τροχιά χαμηλότερης ενέργειας. Μάλιστα, η ενέργεια του φωτονίου που
εκπέμπεται σε αυτή τη μετάβαση είναι ίση η διαφορά της ενέργειας το δύο
επιτρεπόμενων τροχιών. Αντίστροφα, όταν το ηλεκτρόνιο απορροφήσει ενέργεια ίση

3
με τη διαφορά των δύο τροχιών τότε το ηλεκτρόνιο ανέρχεται στιβάδα υψηλότερης
ενεργειακής στάθμης.
E=|𝛦𝛼 − 𝛦𝛽 |
Είναι αναμενόμενο λοιπόν, εκείνη την εποχή να υποθέσουν πώς τα βαρύτερα άτομα
αποτελούνται από δύο ή περισσότερα δέσμια πρωτόνια γύρω από τα οποία περιφέρεται
αντίστοιχος αριθμός ηλεκτρονίων. Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκε πώς στα βαρύτερα
άτομα, όπως το ήλιο έχει όντως δύο, αλλά είναι βαρύτερο τέσσερις φορές από το
υδρογόνο. Αυτό ήταν σαφές και σε βαρύτερα στοιχεία από το ήλιο. Την επίλυση αυτού
του προβλήματος έδωσε ο James Chadwick. Το 1932 ο Chadwick ανακαλύπτει το
νετρόνιο, σωματίδιο ουδέτερο, αλλά σχεδόν με ίδια μάζα με το πρωτόνιο. Άρα, ο
πυρήνας ηλίου αποτελείται από δύο πρωτόνια και δύο νετρόνια. Αντίστοιχα στους
βαρύτερους πυρήνες αυξάνεται ο αριθμός των πρωτονίων αλλά και των νετρονίων.
Παράλληλα με όλες τις παραπάνω θεωρίες που εξελίσσονται, εισάγονται καινές
απόψεις γύρω από τη φύση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Ο Planck
προσπαθούσε να εξηγήσει το φάσμα του μέλανος σώματος, πράγμα που η στατιστική
μηχανική αδυνατούσε να περιγράψει με κλασσικούς όρους και οδηγούσε σε άπειρη
ενέργεια ακτινοβολίας, γνωστή ως και «υπεριώδης καταστροφή». Ο Planck δίνει λύση
σε αυτό το αδιέξοδο θεωρώντας πως η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι
κβαντισμένη
E=hv
όπου h η σταθερά του Planck και ν η συχνότητα της ακτινοβολίας. Το 1905 ο Einstein
υιοθετώντας την ιδέα του Planck ισχυρίστηκε πως η κβάντωση της ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας είναι χαρακτηριστικό του ίδιου του πεδίου. Βασιζόμενος σε αυτή την
ιδέα ο Einstein καταφέρνει να εξηγήσει το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, σύμφωνα με το
οποίο όταν η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προσπέσει πάνω σε μεταλλική επιφάνεια
εκπέμπονται ηλεκτρόνια. O Εinstein πρότεινε ότι εισερχόμενη ακτινοβολία χτυπάει τα
ηλεκτρόνια του μετάλλου δίνοντας τους την κατάλληλη ενέργεια για να ξεφύγουν από
το μέταλλο. Το ηλεκτρόνιο εκπέμπεται από τη μεταλλική επιφάνεια με ενέργεια
μικρότερη από την ενέργεια του φωτονίου καθώς ένα μέρος αυτής απαιτήθηκε έργο
εξαγωγής ηλεκτρονίου:
E=hv-w
όπου w το έργο εξαγωγής.
Το 1923 ο Compton εκτελεί πείραμα στο οποίο ακτίνες ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας σκεδάζονται σε ηλεκτρόνια. Ο Compton επανέλαβε το πείραμα για
4
διαφορετικές γωνίες κεράσεις και μετρώντας το μήκος κύματος των εξερχομένων
ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών κατέληξε στη γνωστή σχέση:

Όπου λ το μήκος κύματος της εισερχόμενης δέσμης και λ΄ αντίστοιχα το μήκος


κύματος του εξερχόμενου φωτός. Είναι προφανές πώς το μήκος κύματος της
εξερχόμενης ακτινοβολίας εξαρτάται μόνο από τη γωνία σκέδασης και το αρχικό μήκος
κύματος. Βασική προϋπόθεση για τη θεωρητική απόδειξη αυτής της σχέσης είναι η
θεώρηση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ως πακέτα ενέργειας, δηλαδή φωτόνια.

Εικόνα 2 - Αναπαράσταση σκέδασης Compton

Επίσης, μεγάλα άλματα συμβαίνουν στην εξέλιξη της νεοεισερχόμενης


κβαντομηχανικής θεωρίας, καθώς το 1927 ο Ηeisenberg διατυπώνει την περίφημη
πλέον αρχή της αβεβαιότητας ή απροσδιοριστίας και το 1928 ο Dirac καταφέρνει να
περιγράψει το ηλεκτρόνιο με ένα συνδυασμό κβαντομηχανικής και ειδικής θεωρίας
σχετικότητας. Στη συνέχεια, ο ίδιος για να καταστήσει τη θεωρία του φυσικώς
αποδεκτή και να εξηγήσει τις αρνητικές ενέργειες για ελεύθερα σωματεία, εισάγει μία
καινοτόμο ιδέα και προβλέπει την ύπαρξη αντισωματιδίων- των ποζιτρονίων,
σωματιδίων δίδυμων των ηλεκτρονίων με θετικό φορτίο. Έτσι, το 1932 ο Anderson
ανακαλύπτει το ποζιτρόνιο πειραματικά, ένα δίδυμο αδελφό του ηλεκτρονίου με θετικό
φορτίο και με ακριβώς τις ιδιότητες που προέβλεπε ο Dirac.
Ωστόσο, στην εξελικτική πορεία των στοιχειωδών σωματιδίων ανακύπτουν
καινούργια ερωτήματα. Ένα από τα βασικότερα ήταν πώς μπορεί ο πυρήνας να
συγκρατεί τα νουκλεόνια, αφού γνωρίζουμε ότι τα θετικά πρωτόνια απωθούνται
μεταξύ τους από την ηλεκτρική δύναμη. Θα έπρεπε λοιπόν, να υπάρχει μία άλλη
δύναμη που να συγκρατεί τα πρωτόνια και τα νετρόνια στον πυρήνα. Έτσι, ο Yukawa
το 1934 υπέθεσε ότι τα πρωτόνια και τα νετρόνια έλκονται μεταξύ τους μέσω μιας

5
ισχυρής δύναμης, ενός ισχυρού πεδίου. Η δύναμη αυτή δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη
εξαιτίας της μικρής εμβέλειας που αυτή έχει. Επειδή αυτό το ισχυρό πεδίο πρέπει να
είναι χρωματισμένο θα έπρεπε τα νουκλεόνια να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάποιο
σωματίδιο. Ο Yukawa, λοιπόν, μετά από υπολογισμούς υπολόγισε πόση μάζα αυτού
του σωματιδίου θα έπρεπε να είναι περίπου το ένα έκτο της μάζας του πρωτονίου και
το ονόμασε μεσόνιο. Η θεωρία του επιβεβαιώθηκε το 1937 όταν ανακαλύφθηκε
σωματίδιο κατά τη μελέτη της κοσμικής ακτινοβολίας που είχε χαρακτηριστικά που
προέβλεπε η θεωρία. Αργότερα όμως, έγινε κατανοητό πως το σωματίδιο αυτό δεν
είναι το ίδιο με αυτό της θεωρίας Yukawa. Παρόλα αυτά, το 1947 ο Powell ανακάλυψε
πως υπάρχουν δύο μεσαίου βάρους σωματίδια στις κοσμικές ακτίνες, το πιόνιο και το
μιόνιο. Το παραγματικό σωματίδιο Yukawa είναι πιόνιο που παράγεται στην άνω
ατμόσφαιρα, αλλά συνήθως διασπάται αρκετά πριν φτάσει στο έδαφος.
Κάνοντας μία μικρή χρονική μετατόπιση προς τα πίσω, το έτος 1930 αναδύεται ένα
καινούργιο πρόβλημα. Στην β διάσπαση ένας μητρικός πυρήνας διασπάται σαν
ελαφρύτερο θυγατρικό με την ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου και σύμφωνα με
τη διατήρηση της ορμής το ηλεκτρόνιο θα έχει αντίθετη ορμή από τον θυγατρικό
πυρήνα, και από τη διατήρηση της ενέργειας προκύπτει ότι η ενέργεια για μια β
διάσπαση της μορφής.
𝐴 → 𝐵 + 𝑒−
πρέπει να είναι:
𝛭𝛢2 − 𝛭𝛣2 + 𝑀𝑒2 2
𝛦=( )𝐶
2𝑀𝐴
Παρατηρούμε ότι η ενέργεια του ηλεκτρονίου είναι καλά καθορισμένη και θα έβγαινα
παρόμοια σταθερή τιμή, με βάση τα πειραματικά δεδομένα όμως παρατηρείται μία
ενεργειακή ποικιλία των εξερχομένων ηλεκτρονίων.

6
Εικόνα 3 Σύγκριση πειραματικού και θεωρητικού ενεργειακού φάσματος στη β διάσπαση

Το παραπάνω γεγονός δηλώνει πώς για να διατηρείται η ενέργεια κάποιο άλλο


κρυμμένο σωματίδιο εκπέμπετε μαζί με το ηλεκτρόνιο το οποίο καλύπτει το ενεργειακό
κενό πού παρατηρούμε στα πειραματικά δεδομένα. Καταλήξαμε λοιπόν πώς το
εκπεμπόμενο νέο σωματίδιο πρέπει να είναι πολύ ελαφρύ με μάζα πολύ μικρή και ο
Fermi το ονόμασε νέτρινο. Έτσι, οδηγηθήκαμε στη γνωστή για μας σήμερα β
διάσπαση:

Σήμερα γνωρίζουμε πως η ανίχνευση του νετρίνου είναι αρκετά δύσκολη γιατί έχουν
μηδενικό φορτίο και μάζα πολύ μικρή, αν όχι μηδενική και αλληλεπιδρούν ασθενώς με
την ύλη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ενώ υπήρχαν ήδη θεωρητικά μοντέλα για
την ύπαρξη των νετρίνων δεν υπήρχαν πειραματικά δεδομένα, καθώς ένα τέτοιο
σωματίδιο δεν αφήνει ίχνη και δεν διασπάται. Έτσι μόλις τα μέσα το 1950
ανιχνεύτηκαν τα πρώτα νετρίνα.
Την ίδια δεκαετία αρχίζουν σιγά-σιγά να διενεργούνται με επιταχυντές γεγονός που
δίνει μία ώθηση στη μελέτη των στοιχειωδών σωματιδίων. Το 1955 ανακαλύπτεται το
αντιπροτόνιο και το 1962 Lederman, Schwartz και Steinberger ανακαλύπτουν ένα
καινούργιο είδος νέτρινο διαφορετικό από το νέτρινο του ηλεκτρονίου, το μιονικό
νετρίνο. Το 1965 ανακαλύπτεται το σωματίδιο Ω, μετά από θεωρητική πρόβλεψη του
Gell-Mann. Το 1966 ο Gell-Mann παράλληλα με τον Zweig προτείνουν την ύπαρξη
τριών καινούργια βασικών σωματιδίων των κουάρκ: το up, το down και το strange. Το
1964 Higgs, προτείνει την ύπαρξη ενός Καινούργιου σωματιδίου χωρίς φορτίο το οποίο
είναι υπεύθυνο για τις μάζες των σωματιδίων, το γνωστό σωματίδιο higgs. Το 1970 οι

7
Glashow, Ηλιόπουλος και Maiani εισάγουν ένα τέταρτο κουάρκ το charm, και η
πρόβλεψη αυτή επαληθεύεται το 1974 με την ανακάλυψη τουJ/Ψ από δύο ανεξάρτητες
πειραματικές ομάδες. Ο Perl το 1975 ανακαλύπτει ένα καινούργιο σωματείο εμφανίζει
παρόμοιες ιδιότητες με το ηλεκτρόνιο και τον μιόνιο αλλά με πολύ μεγαλύτερη μάζα
από αυτά, το σωματίδιο ταυ. Το 1983 ανακαλύπτονται από δύο ομάδες στο CERN οι
φορείς των ασθενών αλληλεπιδράσεων W+,W- και Z, και οι μάζες τους συνάδουν με
τα προβλεπόμενα από θεωρία των Weinberg –Salam.

8
Κεφάλαιο 2 Κατάταξη των Στοιχειωδών Σωματιδίων

2.1 Φερμιόνια - Μποζόνια

Τα στοιχειώδη σωμάτια μπορούν να διακριθούν σε δύο πολύ μεγάλες κατηγορίες θα


φερμιόνια και στα μποζόνια. Φερμιόνια είναι τα σωματίδια τα οποία εμφανίζουν με
ℏ 3ℏ
ημιακέραιο σπιν (2 , 2 ,…), όπως τα ηλεκτρόνια τα πρωτόνια τα νετρόνια και τα
κουάρκ, των οποίων η συμπεριφορά περιγράφεται μέσω της στατιστικής Fermi-Dirac.
Μποζόνια από την άλλη είναι εκείνα τα σωματίδια τα οποία έχουν ακέραιο
πολλαπλάσιο σπιν (0, ℏ, 2ℏ,…) και περιγράφονται με τη στατιστική Bose -Einstein.

Εικόνα 4-Κατάταξη των στοιχειωδών σωματιδίων του καθιερωμένου μοντέλου

Το αν το σωματίδιο θα ακολουθήσει τη στατιστική Fermi-Dirac ή Bose-Einstein


καθορίζεται από τη συμμετρία της κυματοσυνάρτησης έπειτα από την εναλλαγή ενός
ζεύγους ταυτόσημων σωματιδίων. Η κυματοσυνάρτηση θα είναι συμμετρική- άρτια ή
αντισυμμετρική- περιττή υπό την εναλλαγή δύο όμοιων σωματίδιων. Έτσι, τα μποζόνια
έχουν κυματοσυνάρτηση άρτια, ενώ τα φερμιόνια περιττή. Ένα από τα μεγαλύτερα
επιτεύγματα της κβαντικής θεωρίας πεδίου ήταν η αυστηρή απόδειξη της σύνδεσης
ανάμεσα στο spin και της στατιστικής. Στην κβαντική στατιστική η στατιστική του
fermi dirac εφαρμόζεται σε ταυτόσημα σωματίδια με ημιακέραιο spin σε ένα σύστημα
πού βρίσκεται θερμοδυναμική ισορροπία. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι τα σωματίδια του
συστήματος δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να
περιγράψουμε αυτό το σύστημα με όρους μόνο ενεργειακών καταστάσεων.

9
Μποζόνια (ακέραιο spin): συμμετρική κυματοσυνάρτηση:

ψ(1,2)=ψ(2,1)

Φερμιόνια (ημίακέραιο spin): αντισυμμετρική κυματοσυνάρτηση:

ψ(1,2)=-ψ(2,1)

Εδώ πρέπει να τονίσουμε πόση πιθανότητα |𝜓|2 ένα ζεύγος σωματιδίων να βρεθεί σε
κάποια κατάσταση παραμένει αμετάβλητη, είτε πρόκειται για σύστημα φερμιονίων,
είτε για σύστημα μποζονίων. Άρα, ισχύει πως
|𝜓(1,2)|2 = |𝜓(2,1)|2
Συνεπώς, καταλήγουμε πως
𝜓(1,2) = 𝑒 𝑖𝜃 𝜓(2,1)
Αν εφαρμόσουμε την ανταλλαγή δύο φορές καταλήγουμε στην αρχή, έτσι 𝑒 2𝑖𝜑 = 1,
άρα 𝑒 𝑖𝜑 = ±1.
Ας κάνουμε μία υπόθεση πως έχουμε δύο σωματίδια, το πρώτο στην κατάσταση ψα και
το άλλο στην κατάσταση ψβ. Αν τα σωματίδια αυτά είναι διακριτά μεταξύ τους (μη
ταυτόσημα, π.χ. ένα μιόνιο και ένα ηλεκτρόνιο) τότε έχει νόημα να απαντήσουμε ποιο
σωματίδιο είναι σε ποια κατάσταση. Η κυματοσυνάρτηση του συστήματος θα είναι:
ψ(1,2)=ψα(1)ψβ(2)

αν το σωματίδιο 1 είναι στην κατάσταση ψα και το σωματίδιο 2 στην κατάσταση ψβ.


Ενώ αν αλλάξουν θέση η ολική κυματοσυνάρτηση θα πάρει την εξής μορφή:

ψ(1,2)=ψβ(1)ψα(2)

Στην περίπτωση όμως που τα δύο σωματίδια είναι ταυτόσημα, δεν μπορώ να πούμε
ποιο σωματίδιο είναι σε ποια κατάσταση. Έτσι, αν τα σωματίδια είναι ταυτόσημα
μποζόνια η κυματοσυνάρτηση τους είναι ο παρακάτω συμμετρικό συνδυασμός

ψ(1,2)=(1/√𝟐)[ψα(1)ψβ(2) +ψβ(1)ψα(2)]

Ενώ αν είναι ταυτόσημα φερμιόνια, τότε η κυματοσυνάρτηση τους είναι ο παρακάτω


αντισυμμετρικος συνδυασμός

ψ(1,2)=(1/√𝟐)[ψα(1)ψβ(2) -ψβ(1)ψα(2)]

Πιο συγκεκριμένα αν προσπαθήσουμε να βάλουμε δύο φερμιόνια (για παράδειγμα δύο


ηλεκτρόνια) στην ίδια κατάσταση θα πάρουμε ως αποτέλεσμα μηδέν, πράγμα το οποίο

10
δεν μπορεί να συμβεί. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η απαγορευτική αρχή Pauli. Η
αρχή αυτή προφανώς δεν εφαρμόζεται στα μποζόνια και δηλώνει πώς μπορούμε να
βάλουμε όσα μποζόνια θέλουμε στην ίδια κατάσταση, χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι το laser.
Αν έχουμε ένα σωματίδιο ή περισσότερα τότε η ολική τους κυματοσυνάρτηση θα είναι
το γινόμενο του χώρου και του spin συναρτήσεων, δηλαδή:
𝜳𝝄𝝀 = 𝜳(𝝌ώ𝝆𝝄𝝊) ∗ 𝜳(𝝈𝝅𝜾𝝂)

Όμως, Ψ(χώρου)=Ψχ=Ψχ(r,θ,φ)=Ψ(r)*𝛶𝑙𝑚 (θ,φ), όπου 𝛶𝑙𝑚 (θ,φ) οι σφαιρικές αρμονικές.


Αν το σύστημά μας αποτελείται από δύο σωματίδια το 1 και 2 τότε l είναι η σχετική
τους στροφορμή και η εναλλαγή των δύο σωματιδίων είναι θ→π-θ, φ→π+φ και
𝛶𝑙𝑚 (θ,φ) γίνεται:

Υlm (θ,φ) (2,1) → Υlm (θ,φ) (π-θ,π+φ) (1,2) = (-1)l Υlm (θ,φ) (1,2)

Από την παραπάνω σχέση προκύπτει πως αν l είναι άρτιος τότε η 𝛶𝑙𝑚 (θ,φ) είναι
συμμετρική στην εναλλαγή των σωματιδίων 1 και 2, ενώ όταν περιττός αριθμός τότε η
𝛶𝑙𝑚 (θ,φ) είναι αντισυμμετρική στην εναλλαγή τους. Βέβαια η Ψ(r) είναι πάντα
συμμετρική στην εναλλαγή τους, άρα η 𝛶𝑙𝑚 (θ,φ) καθορίζει τη συμμετρικότητα της
χωρικής κυματοσυνάρτησης.
Αν ,τώρα, μελετήσουμε την κυματοσυνάρτηση σπιν δύο ταυτόσημων σωματιδίων τότε
υπάρχουν δύο εκδοχές:
 Αν τα δύο ταυτόσημα σωματίδια έχουν παράλληλο σπιν, τότε Ψ(σπιν) (1,2) =
Ψ(σπιν) (2,1) συμμετρική
 Αν τα δύο ταυτόσημα σωματίδια έχουν αντιπαράλληλο σπιν, τότε Ψ(σπιν) (1,2)
=- Ψ(σπιν) (2,1) αντισυμμετρική

Με βάση τα παραπάνω καταλήγουμε πως αν έχουμε δύο ταυτόσημα μποζόνια πρέπει


η χωρική κυματοσυνάρτηση και η κυματοσυνάρτηση του spin να είναι και οι δύο
συμμετρικές (ομοπαράλληλα spin και l άρτιο) ή αντισυμμετρικές (αντιπαράλληλα spin
και l περιττό). Ομοίως για ταυτόσημα φερμιόνια πρέπει η χωρική κυματοσυνάρτηση
να είναι συμμετρική και του σπιν αντισυμμετρική ή και το αντίστροφο.
Ένα κλασικό παράδειγμα είναι η διάσπαση του μεσονίου ρο σε δύο ουδέτερα πιόνια π0.
ρο→ πο+πο

11
Το μεσόνιο ρο έχει spin=1 και l=0, άρα J=1. Αντίστοιχα το κάθε πιόνιο έχει spin=0 και
l=0, άρα J=0. Επειδή και τα δύο πιόνια δεν έχουν spin αυτό σημαίνει πως η
κυματοσυνάρτηση του spin είναι υποχρεωτικά συμμετρική και επειδή αυτά τα
σωματίδια είναι μποζόνια ταυτόσημα πρέπει αντίστοιχα και η κυματοσυνάρτηση
χώρου να είναι συμμετρική, δηλαδή η ολική τροχιακή στροφορμή τους πρέπει να είναι
άρτια. Όμως, το σωματίδιο ρ0 έχει ολικής τροχιακή στροφορμή 1, άρα εξαιτίας της
μποζονικής συμμετρίας και της διατήρησης της ολικής στροφορμής η διάσπαση αυτή
απαγορεύεται. Βέβαια, η διάσπαση σε δύο πιόνια φορτισμένα και μη ταυτόσημα
επιτρέπεται.

ρο→ π+ + π- ή ρ±→ π±+ πο

2.2 Αντισωματίδια –Ύλη και αντιύλη


Για κάθε σωματίδιο στη φύση το οποίο περιγράφεται ως θεμελιώδες στον
καθιερωμένο πρότυπο, ή ένα αδρόνιο, υπάρχει ένα σωματίδιο με την ίδια μάζα αλλά
αντίθετο φορτίο, το οποίο ονομάζεται αντισωματίδιο. Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα το
οποίο προέρχεται από το συνδυασμό της σχετικότητας και της κβαντικής μηχανικής.
Μία από τις απαιτήσεις για την σχετικιστική διατύπωση της κβαντικής μηχανικής είναι
πω η σχετιζόμενη κυματική εξίσωση πρέπει να είναι αναλλοίωτη στο μετασχηματισμό
Lorentz. Η εξίσωση Schrodinger δεν καλύπτει την παραπάνω απαίτηση, επειδή έχει
διαφορετικού βαθμού εξάρτηση στο χρόνο (πρώτου βαθμού) και στον χώρο (δεύτερου
βαθμού).
Η πρώτη απόπειρα δημιουργίας μιας σχετικιστικής θεωρίας κβαντικής μηχανικής
βασίστηκε στην εξίσωση Klein-Gordon. Η εξίσωση Klein-Gordon δημιουργείται αν
στη σχέση του Einstein που συνδέει ενέργεια και ορμή:
𝐸 2 = 𝑝2 + 𝑚2
αντικαταστήσουμε την ενέργεια και την ορμή με τους αντίστοιχους τελεστές:

𝑝̂ = −𝑖∇ 𝐸̂ = 𝑖 ∂t
Και αυτό μας οδηγεί στη γνωστή Klein-Gordon κυματική εξίσωση:
𝜕2𝜓
= ∇2 𝜓 − 𝑚 2 𝜓
𝜕𝑡 2
Παρατηρούμε ότι είναι δεύτερου βαθμού ως προς το χώρο και τον χρόνο, άρα είναι
συνεπής στους μετασχηματισμούς Lorentz.
Η εξίσωση Klein-Gordon μπορεί να γράφει και ως εξής:
12
(𝜕𝜇 𝜕𝜇 + 𝑚2 )𝜓 = 0
όπου

𝜇
𝜕2 𝜕2 𝜕2 𝜕2
𝜕 𝜕𝜇 = 2 − 2 − 2 − 2
𝜕𝑡 𝜕𝑥 𝜕𝑦 𝜕𝑧
Έχει λύσεις επιπέδου κύματος:
𝜓(𝜒, 𝑡) = 𝑁𝑒 𝑖(𝑝𝑥−𝐸𝑡)
η οποία αν εισαχθεί στην εξίσωση Klein-Gordon οδηγεί στη σχετικιστική εξίσωση
ορμής- ενέργειας:
𝐸 2 = 𝑝2 + 𝑚2
Όπου γίνεται προφανές ότι η ενέργεια ενός σωματιδίου εκτός από θετικές θα παίρνει
και αρνητικές τιμές:
𝛦 = +√𝑝2 + 𝑚2 ≥ 𝑚 και 𝛦 = −√𝑝2 + 𝑚2 ≤ −𝑚
Στην κλασική μηχανική, οι αρνητικές ενέργειες μπορεί να απορριφθούν ως μη
αποδεκτές. Ωστόσο, στην κβαντική μηχανική όλες οι λύσεις απαιτούνται ώστε να
σχηματίσουν ένα πλήρες σύστημα καταστάσεων, και αναλυτικές λύσεις δεν μπορούν
απλά να απορριφθούν. Επίσης, από τις αρνητικές ενέργειες αναδύεται ένα ακόμα πιο
μεγάλο πρόβλημα το ότι το ολοκλήρωμα της κυματοσυνάρτησης Ψ, το τετράγωνο της
οποίας έχει τη στατιστική ερμηνεία της πυκνότητας πιθανότητας, δεν θα παρέμενε
σταθερό. Από την άλλη πλευρά, ενώ η ποσότητα ρ=ΨΨ*-Ψ*Ψ φαίνεται να
διατηρείται, μπορεί να πάρει αρνητικές τιμές. Η αιτία αυτού του προβλήματος είναι η
ύπαρξη δεύτερου βαθμού παράγωγο ως προς το χρόνο.
Αυτά τα προφανή προβλήματα της εξίσωσης Klein-Gordon προσπάθησε να λύσει ο
Dirac αναζητώντας μία εναλλακτική διατύπωση της σχετικιστικής κβαντικής
μηχανικής. Η καινούργια κυματική εξίσωση όχι μόνο έλυσε το πρόβλημα της
αρνητικής πυκνότητας πιθανότητας, αλλά παρείχε και φυσική περιγραφή του
εσωτερικού spin και της μαγνητικής ροπής των φερμιονίων.
Ο Dirac αναζήτησε μία κυματική εξίσωση της μορφής:

και πού να είναι πρώτης τάξης παραγωγός ως προς το χρόνο και τον χώρο:

13
όπου οι σταθερές β και αi προκύπτουν από την απαίτηση ότι οι λύσεις της εξίσωσης
Dirac είναι λύσεις της εξίσωσης Klein-Gordon. Και τελικά καταλήγουμε πως:

Αυτές οι σχέσεις δεν ικανοποιούνται με απλούς αριθμούς, αλλά η απλούστερη


υπόθεση είναι πως το β και τα αi είναι πίνακες, οι οποίοι πρέπει να είναι ερμιτιανοί,
ώστε και η χαμιλτονιανη να είναι ερμιτιανή.

Θεωρούμε πως η λύση είναι ένας τετραδιάστατος πίνακας όπου η Ψ έχει 4 συνιστώσες
κυματοσυνάρτησεις:

Οι μικρότεροι δυνατοί πίνακες που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι η


αναπαράσταση Dirac-Pauli:
𝐼 0 0 𝜎𝑖
𝛽=( ) 𝜅𝛼𝜄 𝑎𝑖 = ( )
0 −𝐼 𝜎𝑖 0

Όπου
1 0 0 1 0 −𝑖 1 0
𝐼=( ) , 𝜎𝜒 = ( ) , 𝜎𝑦 = ( ) , 𝜎𝑧 = ( )
0 1 1 0 𝑖 0 0 −1

2.2.1 Η ερμηνεία Dirac για λύσεις Ε<0.


Το πρόβλημα όμως της αρνητικής ενέργειας παραμένει. Δεν μπορεί να αγνοηθεί γιατί
η ύπαρξη του οδηγεί σε συνέπειες μη αποδεκτές. Για παράδειγμα, αν οι αρνητικές
καταστάσεις είναι μη κατειλημμένες, τότε μεταπτώσεις από θετικές καταστάσεις
ενέργειας σε αρνητικές μπορεί να συμβούν, οδηγώντας στην πρόβλεψη ότι τα άτομα
θα ήταν ασταθή. Έτσι ο Dirac υπέθεσε ότι οι αρνητικές ενεργειακές καταστάσεις είναι
πάντα κατειλημμένες και θεώρησε το κενό ως μία άπειρη θάλασσα ηλεκτρονίων με

14
αρνητική ενέργεια Ε<0. Ηλεκτρόνια θετικής ενέργειας δεν μπορούν να μεταφερθούν
σε αρνητικά ενεργειακά επίπεδα, καθώς αυτό απαγορεύεται από την απαγορευτική
αρχή του pauli. Επιπλέον, ένα ηλεκτρόνιο που βρίσκεται σε αρνητική ενέργεια μπορεί
να διεγερθεί σε μία κατάσταση θετικής ενέργειας, αφήνοντας μία οπή στο κενό. Η
ελάχιστη ενέργεια που απαιτείται για αυτή τη διέγερση είναι 2me. Η οπή στο κενό
αντιστοιχεί σε μία κατάσταση με περισσότερη ενέργεια (λιγότερη αρνητική ενέργεια)
και ένα θετικό φορτίο σε σχέση με το πλήρως κατειλημμένο κενό. Με αυτό τον τρόπο,
οι οπές στη θάλασσα Dirac αντιστοιχούν σε θετικής ενέργειας αντισωματίδια με
αντίθετο φορτίο από τη σωματιδιακή κατάσταση. Η ερμηνεία Dirac παρέχει μία εικόνα
γιατί τη δίδυμη γένεση (μεταπτώσεις ηλεκτρονίων από αρνητική ενέργεια σε κενή
θετική στάθμη) και για το φαινόμενο της εξαΰλωσης (μεταπτώσεις ηλεκτρονίων από
θετική ενέργεια σε κενή
αρνητική στάθμη).

Εικόνα 5 Η ερμηνεία Dirac για τις λύσεις αρνητικής ενέργειας σαν κενό στο κενό που αντιστοιχούν
σε καταστάσεις αντισωματιδίων

Η ανακάλυψη θετικά φορτισμένων ηλεκτρονίων στις κοσμικές ακτίνες από τον


Άντερσον το 1933 παρείχε την πειραματική επιβεβαίωση όσων είχε προβλέψει ο Dirac.
Παρόλα αυτά, η εικόνα που παρουσίασε ο Dirac παρουσιάζει κάποια προβλήματα. Για
παράδειγμα, η απαγορευτική αρχή δεν ισχύει για τα μποζόνια ωστόσο παρατηρούνται
αντισωματίδιά τους. Ακόμη, η θάλασσα του Dirac πρέπει να έχει άπειρη αρνητική
ενέργεια κάτι το οποίο δεν είναι ξεκάθαρο πώς μπορεί να ερμηνευτεί φυσικά.

2.2.2 Η ερμηνεία Feynman και Stuckelberg για λύσεις Ε<0.

15
Αυτός ο τρόπος είναι αποδεκτός τόσο για τα φερμιόνια όσο και για τα μποζόνια. Η
βασική ιδέα αυτής της ερμηνείας είναι ότι μία λύση αρνητικής ενέργειας περιγράφει
ένα σωματίδιο που διαδίδεται πίσω στο χρόνο, ή ισοδύναμα, ένα αντισωματίδιο θετικής
ενέργειας που διαδίδεται εμπρός στο χρόνο.
Αν θεωρήσουμε ένα ηλεκτρόνιο ενέργειας Ε, ορμής Ρ και φορτίου -e, τότε το
τετραδιάνυσμα του ηλεκτρομαγνητικού ρεύματος είναι:
𝑗𝜇 (𝑒 − ) = −2𝑒|𝑁 2 |(𝐸, 𝑝)
Αν τώρα πάρουμε ένα αντισωματίδιο, ένα ποζιτρόνιο, με την ίδια ενέργεια και ορμή
θα έχουμε αντίστοιχα:
𝑗𝜇 (𝑒 + ) = +2𝑒|𝑁 2 |(𝐸, 𝑝) = −2𝑒|𝑁 2 |(−𝐸, −𝑝)
που είναι ακριβώς το ίδιο ρεύμα για ένα ηλεκτρόνιο με ενέργεια -Ε,-p.
Ένα σωματίδιο με αρνητική ενέργεια κινούμενο πίσω χρονικά στην ουσία περιγράφει
ένα θετικής ενέργειας αντισωματίδιο το οποίο κινείται μπροστά στο χρόνο.

Εικόνα 6 Η αντιστοιχία κίνησης ενός ποζιτρονίου και ενός ηλεκτρονίου αντίστροφα στον χρόνο.

Αυτό μπορούμε να το δούμε και από την εξάρτηση της κυματοσυνάρτησης από το
χρόνο, αφού αυτή η εξάρτηση είναι exp(-iEt). Κάτω από τον ταυτόχρονο
μετασχηματισμό E→-E και t→-t η κυματοσυνάρτηση παραμένει αμετάβλητη.
Έτσι σε κάθε σωματίδιο αντιστοιχεί ένα αντισωματίδιο, με ίδια μάζα αντίθετο φορτίο,
ανοιχτή μαγνητική ντροπή και αντιθέτους κβαντικούς αριθμούς

Εικόνα 7 Κατάταξη σωματιδίων σε φερμιόνια και μποζόνια

16
2.3 Σωματίδια Δομής

Αν λάβουμε κυριολεκτικά τον όρο στοιχειώδη σωμάτια, τότε εννοούνται εκείνα τα


σωματίδια που δεν διαιρούνται σε μικρότερα ή καλύτερα δεν έχουν κάποια επιπλέον
εσωτερική δομή. Αυτά τα σωματίδια αποτελούν τη βάση για τη δημιουργία των
σύνθετων σωματιδίων ή το μέσο αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε σωματίδια, σύνθετα ή
μη. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε σωματίδια σε δύο βασικές κατηγορίες :
α) τα σωματίδια δομής
β) και τα σωματίδια που είναι φορείς των αλληλεπιδράσεων- δυνάμεων.

Εικόνα 8 Κατάταξη στοιχειωδών σωματιδίων σε δομής και αλληλεπίδρασης

Με βάση την παραπάνω κατηγοριοποίηση τα σωματίδια δομής κατατάσσονται σε


δύο ομάδες : τα λεπτόνια και τα κουάρκ.

2.3.1 Κουάρκ
Υπάρχουν, λοιπόν, έξι διαφορετικά κουάρκ : το πάνω(up), το κάτω(down), το
παράδοξο (stange), γοητευτικό (charm), το πυθμένιο (bottom) και το κορυφαίο (top).
Τα τρία πρώτα από τα κουάρκ ανακαλύφθηκαν πρώτα αφού μελετήθηκε το ισοσπιν Ι
και η παραδοξότητα S βαρυονίων, αυτά είναι τα κουάρκ του Gell-Mann. Τα υπόλοιπα

17
τρία κουάρκ προστέθηκαν αργότερα από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα, μάλιστα,
το top κουάρκ ανακαλύφθηκε μόλις το 1994 στο Fermilab.
Οι συνενώσεις των κουάρκ οδηγούν στη δημιουργία νέων σωματιδίων τα αδρόνια,
τα οποία με τη σειρά τους διαχωρίζονται σε μεσόνια και τα βαρυόνια
(χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα πρωτόνια και τα νετρόνια που ονομάζονται
νουκλεόνια). Όπως, προείπαμε τα αδρόνια διακρίνονται σε δύο βασικές ομάδες
σωματιδίων: τα βαρυόνια τα οποία αποτελούνται από τρία κουάρκ ή τρία αντίκουαρκ
και τα μεσόνια τα οποία συνιστώνται από δύο κουάρκ (ένα κουάρκ και ένα
αντικουάρκ). Τα κουάρκ που ονομάζουμε πρώτης γενιάς, δηλαδή το άνω και το κάτω
κουάρκ, δομούν τους πυρήνες που υπάρχουν στα άτομα καθώς είναι τα δομικά
συστατικά των νετρονίων και των πρωτονίων (το νετρόνιο αποτελείται από δύο d και
ένα u κουάρκ, ενώ το πρωτόνιο από δύο u και ένα d κουάρκ). Επίσης, υπάρχουν και
άλλοι συνδυασμοί όπως τα Δ (Δ+,Δ++,Δ0,Δ-). Τα υπόλοιπα τέσσερα κουάρκ (δεύτερης
και τρίτης γενιάς) καθώς και τα αντικουάρκ τους δημιουργούν σωματίδια τα οποία
όμως δεν μπορούμε να τα παρατηρήσουμε στο άμεσο φυσικό μας περιβάλλον, διότι
αυτά έχουν πάρα πολύ μικρό χρόνο ζωής. Θεωρούμε, βέβαια, πως τέτοια σωματίδια
υπήρχαν σε πολύ μεγάλη ποσότητα στην αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος και
υπάρχει η δυνατότητα να τα παρατηρούμε σε πειράματα υψηλών ενεργειών που
συγκρούονται σωματίδια πολύ μεγάλης ενέργειας. Φυσικά, για αυτά τα έξι διαφορετικά
κουάρκ υπάρχουν και τα αντίστοιχα έξι αντισώματιά τους.
Τα κουάρκ εμφανίζουν ηλεκτρικό φορτίο, φορτίο χρώματος, καθώς και άλλες
ιδιότητες οι οποίες θα αναλυθούν στην πορεία. Τα αδρόνια εμφανίζουν ηλεκτρικό
φορτίο που είναι πάντοτε πολλαπλάσιο του ηλεκτρικού φορτίου του ηλεκτρονίου, παρά
το γεγονός πώς τα συστατικά κουάρκ εμφανίζουν πάντα κλασματικό φορτίο του
ηλεκτρονίου. Τα αδρόνια μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τρία είδη δυνάμεων την
ισχυρή, την ασθενή και την ηλεκτρομαγνητική, και μάλιστα στα φαινόμενα που
κυριαρχούν οι ισχυρές αλληλεπιδράσεις τα πρωτόνια και τα νετρόνια έχουν παρόμοια
συμπεριφορά σε τέτοιο βαθμό πώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχυρή
αλληλεπίδραση δεν κάνει διάκριση μεταξύ των νουκλεονίων. Τα κουάρκ των αδρονίων
συγκρατούνται μεταξύ τους μέσω των ισχυρών επιδράσεων, το πεδίο γκλουονίων. Η
μάζα των κουάρκ είναι δύσκολο να μετρηθεί γιατί τα κουάρκ δεν μπορούν να
απομονωθούν, ώστε η μέτρηση της μάζας να είναι εφικτή. Έτσι, μπορούμε με έμμεσους
τρόπους να βρούμε τη μάζα τους. Γνωρίζουμε πώς το μεγαλύτερο μέρος της μάζας των
νουκλεονίων προκύπτει κυρίως από το πεδίο των gluons και μόλις ένα πολύ μικρό

18
κομμάτι αποδίδονται ως μάζες τον up και down κουαρκ. Το ηλεκτρικό φορτίο ενός
πρωτονίου, το οποίο είναι αντίθετο του φορτίου του ηλεκτρονίου, φαίνεται πως δεν
είναι εντοπισμένο στο κέντρο το πρωτόνιο, αλλά έχει κατανεμηθεί συμμετρικά γύρω
από το κέντρο αυτό. Με βάση διάφορα πειραματικά δεδομένα προέκυψε πόση μέση
ακτίνα γύρω από την οποία κατανέμεται το φορτίο του πρωτονίου είναι Rp=0.8fm.
Επίσης, το νετρόνιο έχει μία θετική κατανομή φορτίου το κεντρικό του μέρος το οποίο
όμως εξισορροπείται από αρνητικό φορτίο που έχει κατανεμηθεί σε μεγαλύτερες
αποστάσεις. Το νετρόνιο παρουσιάζει μία ακτίνα κατανομής της ύλης παρόμοια με
αυτή του πρωτονίου. Ακόμη, το πρωτόνιο αλλά και νετρόνιο έχουν μαγνητική διπολική
ροπή παράλληλη με το spin τους:

𝜇𝑝 = 2.79285 (𝑒ℏ⁄2𝑚 )
𝑝

𝜇𝑛 = −1.91304 (𝑒ℏ⁄2𝑚 )
𝑝

Επειδή αυτές οι διπολικές ροπές δεν μπορούν να συνδεθούν με την ποσότητα

(𝑒ℏ⁄2𝑚 ) όπως θα αναμέναμε από την εξίσωση Dirac μας οδηγεί εύκολα στο
𝑝

συμπέρασμα πως τα νουκλεόνια δεν είναι θεμελιώδη αλλά σύνθετα σωματίδια.


Τα σωματίδια τα οποία αποτελούνται από s quark ονομάζονται παράδοξα σωματίδια
τα οποία είναι ασταθή και εμφανίζουν μία παράξενη ιδιότητα: ενώ ο τρόπος με τον
οποίο παράγονται είναι ισχυρή αλληλεπίδραση η διάσπαση τους γίνεται μέσω της
ασθενούς.
Προφανώς, ακολουθώντας πάντα τη λογική ότι για ένα σωματείο αντιστοιχεί πάντα
ένα αντισωματείο, έτσι για κάθε βαρυόνιο αντιστοιχεί ένα αντιβαρυόνιο το οποίο θα
αποτελείται από τα αντίστοιχα αντικουάρκ, και για κάθε μεσόνιο υπάρχει το αντίστοιχο
αντιμεσόνιο. Βέβαια, στην εκδοχή που ένα μεσόνιο αποτελείται από ένα ζεύγος
κουάρκ- αντίκουάρκ του ίδιου είδους αυτό σημαίνει πως το αντισωματίδιο αυτού του
μεσονίου συμπίπτει με το ίδιο το μεσόνιο.
Με την εισαγωγή κουάρκ model εισήχθησαν και τέσσερις νέοι κβαντικοί αριθμοί
 Η παραξενιά C (strangeness)
 Η χάρη C(charm)
 Ο Πυθμενικός B (bottom)
 Ο κορυφαίος T (top)

19
Όλα τα κουάρκ έχουν S=0, εκτός του s-κουάρκ που έχει παραξενιά S=-1, ενώ τo
αντίστοιχο 𝑠̅ αντικουάρκ που έχει S=1. Επίσης, όλα τα κουάρκ έχουν C=0, εκτός του
C-κουάρκ που έχει χάρη C=1, ενώ τo αντίστοιχο 𝑐̅ αντικουάρκ έχει C=-1. Αντίστοιχα,
μόνο το b κουάρκ έχει B=-1 και το 𝑏̅ B=+1.Τέλος, το t κουάρκ έχει T=1 και αντι-t
T=−1. Η χάρη και η παραδοξότητα διατηρούνται Sτις ισχυρές και ηλεκτρομαγνητικές
αλληλεπιδράσεις, αλλά όχι και ασθενείς.
Όπως περιγράψαμε πριν τα βαρυονια είναι δέσμιες καταστάσεις τριών κουάρκ, ενώ
τα μεσονια ενός quark και ενός αντικουάρκ. Το πρωτόνιο το οποίο είναι μία κατάσταση
uud έχει βάριονικό αριθμό B=1(Β=1/3+1/3+1/3) και φορτίο Q=1(Q=2/3+1+/3+1/3).
Αντίστοιχα το νετρόνιο είναι μία κατάσταση udd.
Ωστόσο, όταν αναλύουμε με βάση το μοντέλο των κουάρκ τη δομή αδρονίων
προκύπτουν κάποια λογικά ερωτήματα. Για παράδειγμα το σωματίδιο Δ++ =uuu
εμφανίζει spin J=3/2 το οποίο μπορεί να αποκτηθεί με το συνδυασμό τριών
πανομοιότυπων u κουάρκ που το καθένα έχει στη θεμελιώδη του κατάσταση σπιν
J=1/2. Όμως κάτι τέτοιο, δηλαδή ο συνδυασμός τριών φερμιονίων u σε θεμελιώδη
κατάσταση ώστε να προκύψει το σωματείο Δ με τις γνωστές του ιδιότητες,
απαγορεύεται από τη στατιστική του Fermi. Ακόμα κι αν αγνοήσουμε όμως την
αποτυχία της στατιστικής, το μοντέλο των κουάρκ δεν είναι πλήρως ικανοποιητικό.
Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ καταστάσεις της μορφής qqq, 𝑞̅𝑞̅ 𝑞̅ και q𝑞 αναπαράγουν τα
παρατηρούμενα βαρυόνια, αντιβαρυόνια και μεσόνια, αλλά δεν ερμηνεύουν γιατί δεν
εμφανίζονται άλλες πιθανές καταστάσεις όπως qq, 𝑞 𝑞 ή απλώς κουάρκ μόνα τους.
Ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί σωματίδιο uu με φορτίο 4/3. Δηλαδή, το απλό quark
μοντέλο σκοντάφτει τόσο στη στατιστική fermi, όσο και στην παρατήρηση κάποιων
πιθανών καταστάσεων. Το προαναφερθέν πρόβλημα λύνεται με την εισαγωγή ενός
καινούργιου κβαντικού αριθμού για τα κουάρκ, το χρώμα. Θα μπορούσαμε να πούμε
πως το χρώμα των κουάρκς διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο που διαδραματίζει το
ηλεκτρικό φορτίο στις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. Λοιπόν, τα κουάρκ έχουν
τρία βασικά χρώματα κόκκινο, πράσινο και μπλε τα οποία συμβολίζονται R,G και B
αντίστοιχα. Η χρήση της έννοιας του χρώματος βασίζεται στην αναλογία του πως τα
τρία αυτά βασικά χρώματα κατασκευάζουν τα υπόλοιπα. Εάν τώρα ξαναγράψουμε το
σωματίδιο Δ++ εισάγοντας την έννοια του χρώματος έχουμε ξεκάθαρα ξεπεράσει το
στατιστικό πρόβλημα μιας και τα τρία κουάρκ δεν είναι ταυτόσημα uR uG uB, αφού

20
μπορούμε να τα διακρίνουμε με βάση το χρώμα τους. Υπάρχουν τρεις ανεξάρτητες
χρωματικές κυματοσυναρτήσεις που περιγράφονται από του σπίνορες χρώματος:
1 0 0
𝑟 = (0) , 𝑔 = (1) b= (0)
0 0 1
Είναι πολύ βασικό να τονίσουμε ότι στη φύση παρατηρούνται άχρωμες ή
διαφορετικά λευκές καταστάσεις, αλλιώς θα οδηγούμασταν σε ένα πολύ μεγαλύτερο
πλήθος σωματιδίων και σε ασυνέπεια με την παρατήρηση. Είναι αρκετά εύκολο να
οπτικοποιήσουμε το κβαντικό αριθμό των τριών πιθανών χρωμάτων των κουάρκ μετά
τρία βασικά χρώματα κόκκινο, πράσινο και μπλε που εμφανίζονται σε μία οθόνη.

Εικόνα 9 Τα γνωστά σωματίδια του καθιερωμένου μοντέλου

Τα αντικουάρκ χαρακτηρίζονται από τα αντίστοιχα συμπληρωματικά χρώματα


κυανό,ματζέντα και κίτρινο, ή απλώς μπορούμε να τα έχουμε ως αντικόκκινο,
αντιπράσινο και αντιμπλέ. Με βάση τα παραπάνω υπάρχουν τρεις μοναδικοί τρόποι
συνδυασμοί με τους οποίους μπορεί να προκύψει κατάσταση χωρίς χρώμα(λευκό)-
αντίστοιχο με το ουδέτερο σώμα στην ηλεκτρομαγνητική δύναμη:
 Ίση ανάμειξη κόκκινο, πράσινο και μπλε
 Ίση ανάμειξη κυανού, ματζέντα και κίτρινου
 Ανάμειξη χρώματος και αντιχρώματος.
Αυτές οι πιθανότητες ανταποκρίνονται στις αντίστοιχες καταστάσεις που
συναντάμε στη φύση: βαρυονίων, αντιβαρυονίων και μεσονίων. Για παράδειγμα:
p=RGB

21
𝑝̅ = 𝑅̅ 𝐺̅ 𝐵̅
𝜋 = 𝑅𝑅̅ + 𝐺𝐺̅ + 𝐵𝐵̅
Η αναλογία μεταξύ του κβαντικού χρώματος και το πραγματικό χρώματος δεν είναι
τέλεια. Οι τρεις 𝑞𝑞̅ καταστάσεις 𝑅𝑅̅ , 𝐺𝐺̅ και 𝐵𝛣̅ είναι άχρωμες, αλλά είναι μόνο ο
συνδυασμός 𝑅𝑅̅ + 𝐺𝐺̅+ 𝐵𝛣̅, που παραμένει αμετάβλητος στην εναλλαγή των R,G,B
που μπορούν να παρατηρηθούν σε ένα μεσόνιο.

Εικόνα 10 H αντιστοιχία φορτίου χρώματος και πραγματικού χρώματος

Επίσης, ένας τρόπος να εξηγήσουμε γιατί δεν υπάρχουν κουάρκ ελεύθερα στη φύση
με βάση πραγματικό αριθμό του χρώματος είναι διότι αν τα κουάρκ εμφανίζονταν μόνα
τους θα είχαμε καταστάσεις που δεν θα ήταν άχρωμες.

Εικόνα 11 Τα έξι κουάρκ και οι ιδιότητές τους

Εάν αρχίσουμε και απομακρύνουμε ένα quark που βρίσκεται μέσα σε ένα αδρόνιο
από ένα γειτονικό του κουάρκ η δυναμική ενέργεια του πεδίου φορτίου χρώματος
αυξάνεται όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα όταν σπάσει ο δεσμός να δημιουργηθεί

22
ένα νέο ζευγάρι κουάρκ- αντί κουάρκ και το πεδίο της δύναμης του φορτίου χαλαρώνει.
Καθώς δύο κουάκ απομακρύνονται η δύναμη όταν κρατάει ενωμένα αυξάνεται, άρα
κάθε προσπάθεια να τα ξεχωρίσουμε έχει ως αποτέλεσμα αυτά να συγκολλούνται πιο
πολύ. Η ενέργεια σε αυτό το γεγονός διατηρείται αφού η επιπλέον ενέργεια του πεδίου
χρώματος γίνεται μάζα του καινούργιου ζεύγους κουάρκ.

2.3.2 Λεπτόνια

Τα λεπτόνια είναι έξι και αυτά όπως τα κουάρκ: το ηλεκτρόνιο -e, το νετρίνο του
ηλεκτρονίου ve, το μιόνιο-μ, το νετρίνο του μιονίου vμ, το ταυ-τ , το νετρίνο του ταυ
vτ. Το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο και το ταυ έχουν ίδιο ηλεκτρικό φορτίο, αλλά
διαφορετικές μάζες. Το πιο ελαφρύ είναι το ηλεκτρόνιο και το μόνο που είναι σταθερό
σε σχέση με το μιόνιο και ταυ, ενώ τα αντίστοιχα τους νετρίνα δεν έχουν φορτίο και οι
μάζες τους είναι πολύ μικρές, πιθανώς και μηδενικές. Επίσης, το κάθε λεπτόνιο
περιγράφεται με έναν αντίστοιχο λεπτονικό αριθμό. Θεωρούμε πως κάθε λεπτόνιο έχει
λεπτονικό αριθμό +1. Βέβαια, υπάρχουν και τα αντίστοιχα 6 αντιλεπτόνια που έχουν
ίδια μάζα, αλλά αντίθετο φορτίο και αντίθετο λεπτονικό αριθμό, δηλαδή -1.
Όλα τα λεπτόνια είναι φερμιόνια, δηλαδή έχουν spin 1/2. Συμμετέχουν στις
ηλεκτρομαγνητικές και ασθενείς αλληλεπιδράσεις, δεν συμμετέχουν όμως στις
ισχυρές. Το ηλεκτρόνιο έχει μάζα 0,511 MeV, το μιονιο 105.6 MeV και το ταυ 1777,2
MeV περίπου διπλάσια του πρωτονίου. Η μέτρηση της μάζας της μάζας των νετρίνων
είναι αρκετά δύσκολη αφού αυτά μετέχουν μόνο στους ασθενείς αλληλεπιδράσεις.
Κατά τη διάσπαση του μιονίου παράγεται ηλεκτρόνιο και τα αντίστοιχα νετρίνα:
μ- →e- + 𝑣̅𝑒 + νμ
Μία ενεργειακά επιτρεπτή διάσπαση είναι και η ακόλουθη:
μ- → e - + γ
Αλλά ποτέ δεν παρατηρείται στη φύση και δηλώνει ότι το μιόνιο δεν είναι μία
διεγερμενη κατάσταση του ηλεκτρονίου, αλλά ένα διαφορετικό σωματίδιο. Το ταυ
λεπτόνιο είναι αρκετά βαρύτερο και διασπάται σε ελαφρύτερα λεπτόνια
τ-→e-+𝑣̅𝑒 +ντ
τ-→μ-+𝑣
̅̅̅+ν
𝜇 τ

ή και σε αδρόνια;
τ-→π-+ντ

23
Τα ταυ λεπτόνια πρώτη φορά παρατηρήθηκαν 1975 μετά από τη σύγκρουση δύο
δεσμών, ηλεκτρονίων και ποζιτρονίων:
e++e-→τ-+τ-

Εικόνα 12 Τα έξι λεπτόνια και οι ιδιότητές τους

Το πιο γνωστό λεπτόνιο είναι το ηλεκτρόνιο το οποίο φυσικά αποτελεί και μέρος
της δομής των ατόμων. Το ηλεκτρόνιο είναι σταθερό με χρόνο ζωής μεγαλύτερο του
2*1022 sec. Τα μιόνια εμφανίζονται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας της κοσμικής
ακτινοβολίας. Το κύριο μέρος αυτής της ακτινοβολίας αποτελείται από πρωτόνια τα
οποία συγκρουόμενα με τα σωματίδια του αέρα παράγουν νέα, κυρίως π μεσόνια. Τα
φορτισμένα π μεσόνια διασπώνται παράγοντας μιόνια, τα οποία στη συνέχεια
διασπώνται όπως περιγράψαμε σε ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια και νετρίνα. Τα μιόνια έχουν
μέσο χρόνο ζωής 2,2 μs. Ο χρόνος ζωής των ταυ λεπτονίων είναι πάρα πολύ μικρός
περίπου 3*10-13 sec και το ανιχνεύουμε έμμεσα από τα σωματίδια που ανιχνεύουμε.
Νετρίνα: Όπως και στα υπόλοιπα λεπτόνια τα νετρίνα παράγονται με διάφορες
διαδικασίες, όπως η διάσπαση φορτισμένων λεπτονίων ή η διάσπαση β. Τα νετρίνα
επειδή είναι ηλεκτρικά ουδέτερα δεν αισθάνονται ηλεκτρομαγνητικές και ισχυρές
δυνάμεις, αλλά μόνο επιδρούν ασθενώς. Και κατά κανόνα ανιχνεύονται έμμεσα μέσω
διαδικασιών φορτισμένων σωματιδίων που παράγονται. Τυπικά η ενέργεια, η ορμή και
το spin που μεταφέρει ένα νέτρινο καθορίζονται μετρώντας τα άλλα σωματίδια που
συμμετέχουν στην αντίδραση και εφαρμόζοντας τους νόμους διατήρησης. Για
παράδειγμα το άθροισμα των ενεργειών και η γωνιακή στροφορμή των
παρατηρούμενων σωματιδίων στη β διάσπαση δείχνει ένα άλλο σωματίδιο εκτός από
το ηλεκτρόνιο που πρέπει να έχει εκπεμφθεί. Το πείραμα έχει κάνει ξεκάθαρο ότι τα

24
νετρίνα και τα αντινετρίνα είναι διαφορετικά σωματίδια. Τα αντινετρίνα που
παράγονται στη β διάσπαση:
n→p++e-+𝑣̅𝑒
για παράδειγμα, προκαλούν επιπλέον αντιδράσεις την οποία παράγονται ποζιτρόνια
αλλά όχι ηλεκτρόνια:
𝑣̅𝑒 +n→p++e+ :παρατηρείται
𝑣̅𝑒 +n→p++e- :δεν παρατηρείται
Ακόμη νετρίνα και αντινετρίνα που παράγονται από τη διάσπαση φορτισμένων
πιονίων συμπεριφέρονται διαφορετικά. Τα νετρίνα που προέρχονται από τη διάσπαση
του π+ παράγουν μόνο αρνητικά φορτισμένα μιόνια, ενώ τα αντινετρίνα από τη
διάσπαση του π- παράγουν θετικά μιόνια. Επιπλέον, προκαλούν αντιδράσεις τις οποίες
μ- και μ+ παράγονται, αλλά ποτέ ηλεκτρόνια και ποζιτρόνια. Αυτό μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι το νέτρινο του ηλεκτρονίου και το νέτρινο του μιονίου είναι είναι
διαφορετικά είδη νέτρινο: το ve το οποίο σχετίζεται με τη δημιουργία και την
καταστροφή των ηλεκτρονίων, το vμ το οποίο σχετίζεται αντίστοιχα με το μιόνιο και
το vτ το οποίο σχετίζεται αντίστοιχα με το ταυ.
Όπως έχει αναφερθεί στις προηγούμενες παραγράφους υπάρχουν έξι είδη
λεπτονίων. Μπορούμε να αποδώσουμε στους διάφορους τύπους των λεπτονίων μια
λεπτονική γεύση σε αναλογία με τη γεύση των quark. Συνδέουμε κατευθείαν τα
φορτισμένα λεπτόνια με τα νετρίνα τους και αμέσως διαχωρίζονται σε τρεις
οικογένειες, που η καθεμία αποτελείται από δύο σωματίδια που διαφέρουν κατά μία
μονάδα φορτίου.
𝑣𝑒 𝑣𝜇 𝑣𝜏
Λεπτόνια :( ) (𝜇 − ) ( )
𝑒− 𝜏−
𝑣̅ 𝑣𝜇
̅̅̅ 𝑣̅𝜏
Αντιλεπτόνια :( +𝑒 ) ( +) ( )
𝑒 𝜇 𝜏+
Οικογένεια Κουάρκ Λεπτόνια
u d e νe
1
+2/3 -1/3 -1 0
c s μ νμ
2
+2/3 -1/3 -1 0
t b τ ντ
3
+2/3 -1/3 -1 0

25
2.4 Σωματίδια αλληλεπίδρασης

Σύμφωνα με το καθιερωμένο πρότυπο δεχόμαστε την ύπαρξη τεσσάρων


βασικών δυνάμεων της ισχυρής πυρηνικής, της ηλεκτρομαγνητικής, της ασθενής
πυρηνικής και της βαρυτικής. Όλα τα είδη αλληλεπιδράσεων περιγράφονται πλέον ως
ανταλλαγή σωματιδίων πεδίου ονομάζονται φορείς τις δυνάμεις. Όλοι οι φορείς των
δυνάμεων είναι μποζόνια δηλαδή έχουν ακέραιες τιμές spin (0,1,2,..) και μεταφέρουν
την ορμή και την ενέργεια από το ένα σωματίδιο στο άλλο καθώς αυτά
αλληλοεπιδρούν.

Εικόνα 13 Η ανταλλαγή ενός δυνητικού φωτονίου ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόνια είναι υπεύθυνη
γιατη δύναμη Coulomb

Η κάθε δύναμη έχει το δικό της εξειδικευμένο φορέα. Ηλεκτρομαγνητική


δύναμη έχει φορέα αλληλεπίδρασης το φωτόνιο γ το οποίο έχει μηδενική μάζα ηρεμίας
και για αυτό η ηλεκτρομαγνητική δύναμη έχει άπειρη εμβέλεια. Έχει, ωστόσο
πεπερασμένη ορμή και ενέργεια η οποία δίνεται από τη σχέση του Planck E=h*v. Το
φωτόνιο έχει εξωτερική στροφορμή 1, έτσι μεταβάσεις του ηλεκτρονίου που
συνοδεύονται από εκπομπή φωτόνιο πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της
τροχιακή στροφορμή συστήματος κατά 1.
Τα σωματίδια W και Z είναι σωματίδια ανταλλαγής της ασθενούς πυρηνικής
δύναμης, της δύναμης μεταξύ ηλεκτρονίων και νετρίνων, τα οποία όμως εμφανίζονται
να έχουν μάζα. Είχαν προβλεφθεί από τους Weinberg, Salam και Glashow το 1979 και
μετρήθηκαν πρώτη φορά στο CERN το 1982. Η πρόβλεψη περιλάμβανε και τη μάζα
αυτών των σωματιδίων ως μέρος μιας ενοποιημένης θεωρίας της ηλεκτρομαγνητικής

26
και της ασθενούς δύναμης. Θα περιμέναμε εφόσον η ασθενής και η ηλεκτρομαγνητική
δύναμη είναι το ίδιο, να έχουν αντίστοιχα και την ίδια ισχύ. Τα πειραματικά όμως
αποτελέσματα είναι διαφορετικά και οφείλεται το γεγονός στο ότι τα μποζόνια W± και
Z0 έχουν μάζες με αποτέλεσμα η ασθενής να εμφανίζεται με μικρότερη ισχύ. Οι μάζες
των μποζόνίων W+- και Ζ0 έχουν μετρηθεί και είναι 80,4 GeV και 91,2 GeV αντίστοιχα.
Θα φορτισμένα μποζόνια W± συμμετέχουν την αλλαγή γεύσης των κουάρκ, ενώ το
ουδέτερο μποζόνιο Ζ0δεν συμμετέχει στην αλλαγή γεύσης και είναι δυσκολότερο να
ανιχνευτεί. Αλληλοεπιδρά όμως επηρεάζοντας ενεργό διατομή της σκέδασης για τα
νετρίνα.

Εικόνα 14 Αλληλεπίδραση ηλεκτρονίου - νετρίνου με ανταλλαγή μποζονίου Ζ0

Ένα σωματίδιο Z0 μπορεί να δημιουργηθεί σύγκρουση ενός ηλεκτρονίου και


ενός ποζιτρόνιου με ενέργειες μεγαλύτερες του 45,5 GeV το καθένα. Το μποζόνιο Z0
διασπάται πολύ γρήγορα (10-24 sec) σε ένα κουάρκ και ένα αντικουάρκ ή σε ένα ζεύγος
λεπτονίου-αντιλεπτονίου.
Τα W± μποζόνια μπορούν να διασπαστούν με αρκετούς τρόπους, και έτσι μας
προσφέρουν μία ποικιλία διαδρόμων σωματιδίων, διασπώνται με την ασθενή
αλληλεπίδραση:
 W+ → e+ + ve
 W+ → μ+ + vμ
 W+ → τ+ + vτ
 W+ → u 𝑑̅
 W+ → c 𝑠̅

27
Εικόνα 15 Διάγραμμα Feynman για τη β διάσπαση όπου παρατηρείται διάσπαση W

Τα γκλουόνια είναι τα σωματίδια ανταλλαγής της δύναμης του χρώματος


μεταξύ των κουάρκ και θεωρούνται ότι δεν έχουν μάζα αλλά έχουν spin 1. Το
γκλουόνιο μπορεί να θεωρηθεί το θεμελιώδες σωματίδιο ανταλλαγής ισχυρής
αλληλεπίδρασης μεταξύ πρωτονίου και νετρονίου στον πυρήνα. Τα γκλουόνια
δημιουργούν αλλαγή χρώματος στα κουάρκ και έτσι στην πραγματικότητα θεωρούνται
διχρωμικά, θεωρώντας ότι μεταφέρουν ταυτόχρονα ένα χρώμα και ένα αντιχρώμα. Η
εμβέλεια της ισχυρής δύναμης είναι περιορισμένη από το γεγονός ότι τα γκλουόνια
αλληλεπιδρούν μεταξύ τους όπως επίσης και με τα κουάρκ τα οποία είναι
εγκλωβισμένα. Αυτές ιδιότητες έρχονται σε αντίθεση με αυτές του φωτονίου τοπίο
είναι άμαζο, με εμβέλεια άπειρη και χωρίς φορτίο. Το γκλουόνιο μεταφέρει φορτίο, το
χρωματικό φορτίο και έχει spin 1. Μέσα σε μία ακτίνα περίπου ενός fermi, τα γκλούνια
μπορούν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, και να δημιουργούν δυνητικά κουάρκ-
αντικουάρκ ζεύγη.

Εικόνα 16 Τα θεμελιώδη διαγράμματα αλληλεπίδρασης για την ισχυρή δύναμη a) εκπομπή ενός
γκλουονίου από ένα κουάρκ,b) σπάσιμο ενός γκλουονίου σε ένα ζεύγος κουάρκ-αντικουάρκ, c) και
d) τρεις ή τέσσερις συγκολλητές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε ένα σημείο αφού φέρουν φορτία
χρώμα

Η εσωτερική κατάσταση ενός αδρονίου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύνθετο


σύστημα κάποιον αριθμό κουάρκ, αλλά μέσα σε ένα δυναμικό σύννεφο γκλουονίων
και ζευγών κουάρκ- αντίκουάρκ σε ισορροπία. Επειδή τα γκλουόνια μέσω του φορτίου
του χρώματος αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ισχυρή αλληλεπίδραση είναι έντονη,

28
μπορούμε να έχουμε δέσμιες καταστάσεις που να αποτελούνται μόνο από γκλουόνια
τα «glueballs».

Εικόνα 17 Feynman διάγραμμα για την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε κουάρκ μέσω ενός
γκλουονίου
Αντίθετα με με την ύπαρξη ενός φωτονίου στη QED και τριών μποζόνίων W+-
,Z0 στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις υπάρχουνε 8 ανεξάρτητοι τύποι γκλουνίων. Αυτό
συμβαίνει γιατί τα γκλουόνια μεταφέρουν το φορτίο του χρώματος. Αυτό μας δίνει,
ακολουθώντας την SU(3) συμμετρία, 8 διαφορετικούς συνδυασμούς:

Με άλλα λόγια τα γκλουόνια ανήκουν σε μία οκταπλέτα χρωματική SU(3).


Υπάρχει ένας συνδυασμός επιπλέον που δεν μεταφέρει χρώμα και δεν μπορεί να είναι
ο ενδιάμεσος ανάμεσα στο φορτίο χρώμα.

Η ανταλλαγή γκλουονίων μεταξύ δύο κουάρκ πιθανόν να συνοδεύεται και


ανταλλαγή χρώματος:

Εικόνα 18 Ανταλλαγή χρώματος μεταξύ δύο κουάρκ

Το γκραβιτόνιο είναι το σωματίδιο ανταλλαγής της βαρυτικής δύναμης. Από τη


φύση της βαρυτικής δύναμης μπορούμε να προβλέψουμε κάποια χαρακτηριστικά του.

29
Εφόσον είναι αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης και έχει άπειρη
εμβέλεια μπορούμε να καταλήξουμε ότι η μάζα του θα είναι μηδενική. Ενώ όλα τα
προηγούμενα μποζόνια γ, W,Z και γκλουόνια έχουν spin 1 το το βαρυτονιο έχει spin
2. Τα πειράματα LIGO και VIRGO έχουν ως στόχο την ανίχνευση βαρυτικών
κυμάτων.

Αλληλεπίδραση Φορέας Σπιν Μάζα (GeV/c2)


Ηλεκτρομαγνητική Φωτόνιο γ 1 0
Ασθενής Μποζόνια W+-,Z0 1 91.2
80.2
Ισχυρή Γκλουόνια g 1 0
Βαρυτική Βαρυτόνια G 2 0

2.5 Ταξινόμηση Βαρυονίων

Όπως είπαμε και πριν όλα τα βαρυόνια αποτελούνται από τρία κουάρκ και επειδή
αποτελούνται από τρία κουάρκ τα οποία είναι φερμιόνια με spin 1/2 θα πρέπει και τα
βαρυόνια να έχουν spin 1/2 ή 3/2 ανάλογα τον προσανατολισμό των τριών κουάρκ.
Αντίστοιχα η ολική στροφορμή J=L+S θα παίρνει και αυτή τις τιμές 1/2 ή 3/2
μελετώντας τη κατάσταση όπου το L=0. Παραδείγματος χάρη: το σωματίδιο
Δ++=u↑u↑u↑ έχει J=3/2,ενώ το πρωτόνιο p=u↑u↑d↓ έχει J=1/2.
Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση αποτελεί το σωματίδιο Σ+ το οποίο θα μπορούσαμε να
πούμε ότι εμφανίζεται σε δύο καταστάσεις
Σ+= u↑u↑s↓ και Σ+= u↑u↑s↑
Η πρώτη περίπτωση έχει spin 1/2 και μάζα 1193 MeV/C2 ενώ το δεύτερο έχει spin 3/2
και μάζα1384 MeV/C2. Αυτή η διαφορά στη μάζα που παρατηρείται έγκειται στο ότι η
ενέργεια αλληλεπίδρασης των ομόρροπων spin είναι πιο μεγάλη από αυτή των
αντίρροπων.
Τα τρία κουάρκ που αποτελούν ένα βαρυόνιο πρέπει παραμένοντας πιστό στη
φερμιονική του ταυτότητα να ικανοποιεί την αρχή του Pauli. Άρα η συνολική
κυματοσυνάρτηση του βάρυονίου θα είναι της μορφής

Ψολ=ψχωρική ψγεύση ψspin ψχρώμα

30
και πρέπει να είναι αντισυμμετρική στην εναλλαγή δύο κουάρκ. Εδώ θα μελετήσουμε
στην περίπτωση όπου το l=0 και η συνολική στροφορμή J πρακτικά ισούται με το spin
των τριών κουάρκ.

2.5.1 Βαρυονική δεκαπλέτα


Θα μελετήσουμε τα βαρυονια με JP=3/2+. Σε αυτή την περίπτωση τα τρία κουάρκ
έχουν παράλληλα spin και η κυματοσυνάρτηση spin είναι συμμετρική υπό την
εναλλαγή δύο κουάρκ. Επίσης, επειδή μελέταμε καταστάσεις με l=0 και η χωρική
κυματοσυνάρτηση είναι συμμετρική. Για παράδειγμα, η κατάσταση uuu είναι
προφανώς συμμετρική ως προς τη γεύση και αυτό μας καθοδηγεί πως η
κυματοσυνάρτηση του χρώματος πρέπει να είναι αντισυμμετρική ώστε να είναι
αντισυμμετρική η ολική κυματοσυνάρτηση και να ικανοποιείται η αρχή του Pauli.
Καταλήγουμε σε 10 διαφορετικά συστήματα που μπορούν να δομηθούν από τρία
κουάρκ, έχουν ολική στροφορμή JP=3/2+ και ολικά αντισυμμετρική κυματοσυνάρτηση.
Αυτές είναι:

 |𝜟++ >= |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒖 ↑> |𝜟+ >= |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↑>


|𝜟𝟎 >= |𝒖 ↑ 𝒅 ↑ 𝒅 ↑> |𝜟− >= |𝒅 ↑ 𝒅 ↑ 𝒅 ↑>
 |𝜮+ ≥ |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒔 ↑> |𝜮𝟎 ≥ |𝒖 ↑ 𝒅 ↑ 𝒔 ↑> |
𝜮− >= |𝒅 ↑ 𝒅 ↑ 𝒔 ↑>
 |𝜩∗𝟎 >= |𝒖 ↑ 𝒔 ↑ 𝒔 ↑> |𝜩∗− >= |𝒅 ↑ 𝒔 ↑ 𝒔 ↑>
 |𝜴− >= |𝒔 ↑ 𝒔 ↑ 𝒔 ↑>
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο τρόπος που περιγράφουμε τα παραπάνω σωματίδια
περιέχει με ένα σύντομο τρόπο μόνο το κομμάτι spin- γεύσης από τη συνολική
κυματοσυνάρτηση του βάρυονίου. Επίσης, πρέπει να είναι συμμετρική κάτω από την
ανταλλαγή κουάρκ, γεγονός που ισχύει και είναι προφανές τις καταστάσεις uuu, ddd
και sss. Για βαρυόνια τα οποία είναι δομημένα με παραπάνω από μία γεύση κουάρκ η
συμμετρική εκδοχή τους περιέχει διάφορους όρους. Για παράδειγμα το σωματίδιο Δ+
ή το Σ*0 περιγράφεται ως εξής:
𝟏
|𝜟+ >= {|𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↑> + |𝒖 ↑ 𝒅 ↑ 𝒖 ↑> +|𝒅 ↑ 𝒖 ↑ 𝒖 ↑>}
√𝟑

31
𝟏
|Σ*0 >= {|𝒅 ↑ 𝒔 ↑ 𝒖 ↑> + |𝒖 ↑ 𝒅 ↑ 𝒔 ↑> +|𝒔 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↑> +|𝒔 ↑ 𝒅 ↑ 𝒖 ↑> +
√𝟔

|𝒅 ↑ 𝒖 ↑ 𝒔 ↑> +|𝒖 ↑ 𝒔 ↑ 𝒅 ↑>}

Εάν απεικονίσουμε τη βαρυονική δεκαπλέτα σε ένα διάγραμμα με οριζόντιο άξονα το


ισοσπιν Ι3 και κατακόρυφο η παραξενιά προκύπτει ένα ισοσκελές τρίγωνο.

Εικόνα 19 Σχηματική αναπαράσταση της βαρυονικής δεκάδας JP=3/2+

Εδώ θα πρέπει να εξηγήσουμε πώς το ισοσπιν είναι ένας διανυσματικός κβαντικός


αριθμός ο οποίος για το up και down κουάρκ είναι I=1/2, αλλά η τρίτη συνιστώσα του
I3 είναι 1/2 για το up και-1/2 για το down, ενώ για όλα τα υπόλοιπα quark το ίσοσπιν
παίρνει τιμή Ι=0. Άρα ,γενικότερα για τα αδρόνια θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τρίτη
συνιστώσα του ισοσπίν προκύπτει από την παρακάτω σχέση :
Ι3=1/2(Nu-Nd)

32
όπου Nu και Nd ο αριθμός των up και down κουάρκ αντίστοιχα. Το isospin έχει
ανάλογη συμπεριφορά με το spin.
Παρατηρούμε ότι η πρώτη τετράδα Δ έχει ισοσπιν Ι=3/2 και παραδοξότητα S=0, η
οποία έχει κεντρική μάζα 1.232 ΜeV. Έπειτα, είναι η τριάδα του Σ με ισοσπιν Ι=1,S=-
1 και μάζα 1384 MeV, η δυάδα του Ξ ισοσπίν Ι=1/2 και s=-2, και τέλος το Ω- ως μόνη
κατάσταση με Ι=0,S=-3 και μάζα 1672 ΜeV. Τα μέρη κάθε πολλαπλότητας διαφέρουν
στην μάζα κατά μερικά MeV, εξαιτίας του ηλεκτρομαγνητικού διαχωρισμού. Κάθε
φορά που μετακινούμαστε μία πολλαπλότητα μεταβάλλεται ο αριθμός της παραξενιάς
κατά ένα προκαλώντας και μία μεταβολή της μάζας περίπου κατά 140 MeV. Αυτό
μπορεί να εξηγηθεί αρκετά απλά με την αφαίρεση της μάζας του s με αυτήν ενός u ή d
κουάρκ, ενώ αναμένουμε οι μάζες των u και d κουάρκ να είναι παρόμοιες ms-mu,d≈150
MeV. Με βάση αυτή τη συμπεριφορά είχε γίνει πρόβλεψη του Ω- πριν την πειραματική
του ανακάλυψη.
Δεδομένου ότι κατασκευάσαμε τα βαρυονια από τις τρεις βασικές γεύσεις u, d και
s quark προκύπτουν 27 συνδυασμοί. Αυτός τους συνδυασμούς μπορούμε να τους
ταξινομήσουμε σε συμμετρικούς, αντίσυμμετρικούς και μεικτούς συνδυασμούς, οι
οποίοι σχηματίζουν αναπαραστάσεις SU(3), ανάλογα με τις αναπαραστάσεις της SU(2)
πώς σχηματίζονται από τους συνδυασμούς των spin. Αυτοί 27 συνδυασμοί μπορούν να
αναλυθούν στη δεκαπλέτα που αναφέραμε και περιέχει πλήρως συμμετρικές
καταστάσεις, μία απλέτα πλήρως αντισυμμετρική και δύο οκταπλετές μικτής
συμμετρίας.
3 ⊗ 3 ⊗ 3 = 10 ⊕ 8 ⊕ 8 ⊕ 1
Ο πλήρως μη συμμετρικός συνδυασμός της απλέτας είναι ο:
1
(𝑢𝑑𝑠 − 𝑢𝑠𝑑 + 𝑑𝑠𝑢 − 𝑑𝑢𝑠 + 𝑠𝑢𝑑 − 𝑠𝑑𝑢)
√6
ο οποίος αλλάζει πρόσημο κατά την εναλλαγή οποιονδήποτε δύο κουάρκ.
Όπως τα τρία ελαφριά κουάρκ u, d και s περιγράφονται από τη γεύση SU(3), έτσι
και τα τρία χρώματα δημιουργούν η συμμετρία χρώματος SU(3). Τοποθετώντας μαζί
τα τρία χρώματα δημιουργούμε μία δεκαπλέτα χρώματος, δύο χρωματικές οκταπλέτες
και μία άπλετα (είναι όμοιες ακριβώς με αυτές της γεύσης αν απλώς αντιστοιχίσουμε
το u red, d green και s blue). Ωστόσο η φύση επιλέγει την απλέτα, και έτσι η βάρυονική
κυματοσυνάρτηση του χρώματος θα είναι πάντα
1
Ψ(χρώμα)= (𝑟𝑔𝑏 − 𝑟𝑏𝑔 + 𝑔𝑏𝑟 − 𝑔𝑟𝑏 + 𝑏𝑟𝑔 − 𝑏𝑔𝑟)
√6

33
Επειδή η χρωματική κυματοσυνάρτηση είναι ίδια για όλα τα βαρυονια και πρέπει
να τονίσουμε πώς είναι πάντα αντισυμμετρική, γεγονός που σημαίνει ότι η υπόλοιπη
κυματοσυνάρτηση πρέπει να είναι συμμετρική. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζουμε πώς
στη θεμελιώδη κατάσταση η κυματοσυνάρτηση χώρου είναι συμμετρική, άρα το
γινόμενο των κυματοσυναρτήσεων του spin και γεύσης πρέπει να είναι απόλυτα
συμμετρικό. Εφόσον το κομμάτι του spin είναι συμμετρικό, αυτό σημαίνει πώς πρέπει
και της γεύσης να είναι συμμετρικό και καταλήγουμε στην δεκαπλέτα με spin=3/2:
Ψ(βαρ.δεκαπλέτα)=Ψ(spin)*Ψ(γεύση)

2.5.2 Βάρυονική οκταπλέτα

Τώρα θα μελετήσουμε τα βαρυόνια με JP=1/2+. Αν έχουμε ένα σύστημα τριών κουάρκ


με συνολική στροφορμή 1/2 τότε το σπιν του ενός πρέπει να είναι αντίπαράλληλο με
το σπιν των άλλων δύο.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να είναι συμμετρική ή αντισυμμετρική κατά την αλλαγή
spin, ή καλύτερα έχει μία μικτή συμμετρία. Αντίστοιχα να λειτουργεί και η
κυματοσυνάρτηση γεύσης ώστε το ολικό γινόμενο τους να είναι συμμετρικό. Αυτό δεν
είναι εφικτό για τους συνδυασμούς uuu, ddd και sss quark και όντως δεν βρίσκουμε
στη θεμελιώδη κατάσταση βαρυόνια αυτής της μορφής με J=1/2. Υπάρχουν μόνο δύο
πιθανοί διαφορετικοί συνδυασμοί τον u καί d κουάρκ που ικανοποιούν απαραίτητες
συνθήκες συμμετρίας της κυματοσυνάρτησης με σπιν 1/2, αυτά είναι το πρωτόνιο και
το νετρόνιο. Η κυματοσυνάρτησης του πρωτονίου και του νετρονίου μπορούν να
γραφτούν σχηματικά ως εξής:
|𝒑 >= |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↓> |𝒏 >= |𝒖 ↓ 𝒅 ↑ 𝒅 ↑>
Έτσι η κυματοσυνάρτηση ψ12(spin)*ψ12(γεύση) είναι συμμετρική στην εναλλαγή
1↔2. Ομοίως η ψ23(spin)*ψ23(γεύση) είναι συμμετρική συναλλαγή 2↔3 και η
ψ13(spin)*ψ13(γεύση) είναι συμμετρική στην 1↔3. Το άθροισμά τους προφανώς θα
είναι συμμετρικό:
√2
Ψ(βαρυονικήοκταπλέτα)= 3 [ψ12(spin)*ψ12(γεύση)+ψ23(spin)*ψ23(γεύση)+

ψ13(spin)*ψ13(γεύση)]
για παράδειγμα το πρωτόνιο γράφεται :
𝟏
|𝒑 >= {𝟐|𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↓>+𝟐|𝒖 ↑ 𝒅 ↓ 𝒖 ↑>+𝟐|𝒅 ↓ 𝒖 ↑ 𝒖 ↑>-|𝒖 ↑ 𝒖 ↓ 𝒅 ↑>-|𝒖 ↑
√𝟏𝟖

𝒅 ↑ 𝒖 ↓>-|𝒅 ↑ 𝒖 ↑ 𝒖 ↓>-|𝒖 ↓ 𝒖 ↑ 𝒅 ↑>-|𝒖 ↓ 𝒅 ↑ 𝒖 ↑>-|𝒅 ↑ 𝒖 ↓ 𝒖 ↑>}

34
Εικόνα 20 Βαρυονική οκτάδα. Οριζόντιος άξονας: η τρίτη συνιστώσα του ισοσπίν. Κατακόρυφος
άξονας :παραξενιά.

Τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπορούμε να υπολογίσουμε και τα υπόλοιπα μέλη της
βαρυονικής οκτάδας με JP=1/2+. Πιο συνοπτικά όμως τα μέλη αυτά είναι:
 |𝒑 >= |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒅 ↓> |𝒏 >= |𝒖 ↓ 𝒅 ↑ 𝒅 ↑>
 |𝜮+ ≥ |𝒖 ↑ 𝒖 ↑ 𝒔 ↓> |𝜮𝟎 ≥ |𝒖 ↑ 𝒅 ↑ 𝒔 ↓>
|𝜮− >= |𝒅 ↑ 𝒅 ↑ 𝒔 ↓>
 |𝜩𝟎 >= |𝒖 ↓ 𝒔 ↑ 𝒔 ↑> |𝜩− >= |𝒅 ↓ 𝒔 ↑ 𝒔 ↑>
 |𝜦𝟎− >= |𝒖 ↑ 𝒅 ↓ 𝒔 ↑>

Εικόνα 21 Βαρυονική οκτάδα. Οριζόντιος άξονας: η τρίτη συνιστώσα του ισοσπίν. Κατακόρυφος
άξονας : υπερφορτίο.

35
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως υπάρχει μία δυάδα με Ι=1/2 και S=0, το πρωτόνιο και το
νετρόνιο με κεντρική μάζα 939 MeV. Επίσης υπάρχει μία τριάδα του Σ με Ι=1 και S=-
1 κεντρική μάζα 1193 MeV, μία δυάδα του Ξ με Ι=1/2 και S=-2, και τέλος η μόνη
κατάσταση του Λ με Ι=0 και S=-1.
Εδώ θα βοηθούσε ήταν να ορίσουμε την έννοια του υπερφορτίου ορίζεται ως το
άθροισμα βαριονικού αριθμού και του αριθμού της παραδοξότητας.
Υ=B+S
Επίσης η τρίτη συνιστώσα του isospin Ι3 σχετίζεται με το υπέρ φορτίο και το φορτίο
με την παρακάτω σχέση:
Ι3=Q-Y/2

2.6 Μεσόνια

Τα μεσόνια όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι συνδυασμός κουάρκ αντικουάρκ. Επειδή
τα κουάρκ και τα αντικουάρκ είναι φερμιόνια με spin 1/2 περιμένουμε καταστάσεις με
συνολικό J=1 για ομόρροπα spin (αυτά είναι τα διανυσματικά μεσόνια), αλλά και
καταστάσεις με J=0 για αντίρροπα spin (ψευδόβαθμωτά μεσόνια). Επίσης, τα κουάρκ
και τα αντικουάρκ τους έχουν αντίθετα parity έτσι όλα τα μεσόνια έχουν συνολική
parity (-1)L+1=-1 (για l=0). Εάν μελετήσουμε μόνο τρεις γεύσεις των κουάρκ
αναμένουμε 9 διαφορετικούς συνδυασμούς μεσονίων σε κάθε περίπτωση.

2.6.1 Διανυσματικά μεσόνια


Τα διανυσματικά μεσόνια έχουν JP=1- και από τους συνδυασμούς προκύπτει μία
τριπλέτα των ρ+,ρ0,ρ-. Αυτά τα ρ μεσόνια είναι καταστάσεις με ισοσπιν Ι=1,
παραδοξοτητα S=0 και δομούνται με κουάρκ u, αντί-u, d και αντί-d. Επίσης έχουν
αντίστοιχα I3=1, I3=0 και I3=-1.
̅ ↑> |𝝆− >= |𝒖
|𝝆+ >= |𝒖 ↑ 𝒅 ̅ ↑ 𝒅 ↑>
𝟏
|𝝆𝟎 >= ̅ ↑> }
̅ ↑> - |𝒅 ↑ 𝒅
{|𝒖 ↑ 𝒖
√𝟐

Η κατάσταση με μηδενικό ίσοσπιν Ι=0 και S=0 είναι το σωματίδιο ω και φ:


|𝝋+ >= |𝒔 ↑ 𝒔̅ ↑>
𝟏
|𝝎𝟎 >= ̅ ↑> }
̅ ↑> + |𝒅 ↑ 𝒅
{|𝒖 ↑ 𝒖
√𝟐

Τα διανυσματικά μεσόνια με μηδενική παραξενιά ονομάζονται Κ* μεσόνια και ένας


πιθανός τρόπος δημιουργίας τους είναι η σύγκρουση πρωτόνιο υψηλών ενεργειών

36
p+p →p+Σ++K*0
Παρατηρούμε ότι ο αριθμός της παραξενιάς διατηρείται αφού το Σ+ περιέχει ένα s
κουάρκ ενώ το K*0 ένα s-αντικουάρκ, αναμενόμενο αφού ο κβαντικός αριθμός τις
παραξενιάς διατηρείται στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις.
Έτσι έχουμε δύο ζεύγη καονίων τα οποία είναι
|𝜥∗− >= |𝒔 ↑ 𝒖
̅ ↑> |𝑲 ̅ ↑>
̅ ∗𝟎 >= |𝒔 ↑ 𝒅

|𝜥∗+ >= |𝒖 ↑ 𝒔̅ ↑> |𝜥∗𝟎 >= |𝒅 ↑ 𝒔̅ ↑>

Το πρώτο ζεύγος έχει παραξενιά s=1 και Ι3=+-1/2 ενώ το δεύτερο έχει παραξενιά
s=-1 και Ι3=+-1/2.

Εικόνα 22 Διανυσματικά Μεσόνια JP=1-

Τα μεσόνια και τα αντιμεσόνια τους βρίσκονται διαγώνια απέναντι και τα τρία


μεσόνια στο κέντρο συμπίπτουν με τα αντισώματιά τους. Όλα τα παραπάνω μεσόνια
έχουν παρατηρηθεί πειραματικά επαληθεύοντας το quark model.

2.6.2 Ψευδοβαθμωτά Μεσόνια

Το ζεύγος κουάρκ και αντίκουάρκ στα μεσόνια έχει αντίθετο spin άρα συνολική
στροφορμή και πάρτι JP=0-.
Συνήθως τα σωματεία που έχουν σπιν μηδέν ονομάζονται βαθμωτά, ενώ αυτά που
έχουν σπιν 1 διανυσματικά, αλλά οι βαθμωτές ποσότητες πρέπει να είναι αμετάβλητες

37
στους μετασχηματισμούς της parity, για αυτό εισήχθη το πρόθεμα " ψευδό". Η δομή
τον ψευδοβαθμωτών μεσονίων αντικατοπτρίζει την δομή των διανυσματικών. Η
τριπλέτα των π μεσονίων αντιστοιχεί στα ρ μεσόνια. Ακόμη, τα βαθμωτά Κ μεσόνια
αντιστοιχούν στα διανυσματικά Κ*. Τέλος, τα η' και η αντιστοιχούν στο φ και ω. έτσι,
έχουμε:
 ̅ ↓>
|𝝅+ >= |𝒖 ↑ 𝒅 |𝝅− >= |𝒖
̅ ↑ 𝒅 ↓>
𝟏
 |𝝅𝟎 >= ̅ ↓> }
̅ ↓> - |𝒅 ↑ 𝒅
{|𝒖 ↑ 𝒖
√𝟐
𝟏
 |𝜼 >= ̅ ↓> -2|𝒔 ↑ 𝒔̅ ↓> }
̅ ↓> + |𝒅 ↑ 𝒅
{|𝒖 ↑ 𝒖
√𝟔
𝟏
 |𝜼′ >= ̅ ↓> +|𝒔 ↑ 𝒔̅ ↓> }
̅ ↓> + |𝒅 ↑ 𝒅
{|𝒖 ↑ 𝒖
√𝟑

 |𝜥− >= |𝒔 ↑ 𝒖
̅ ↓> |𝑲 ̅ ↓>
̅ 𝟎 >= |𝒔 ↑ 𝒅

|𝜥+ >= |𝒖 ↑ 𝒔̅ ↓> |𝜥∗𝟎 >= |𝒅 ↑ 𝒔̅ ↓>

Εικόνα 23 Τα ψευδοβαθμωτά μεσόνια

JP=0- S I I3 quarks
π+ 0 1 +1 𝑢𝑑̅
π0 0 1 0 (𝑑𝑑̅ − 𝑢𝑢̅)/√2
π- 0 1 -1 𝑑𝑢̅
Κ+ +1 1/2 1/2 𝑢𝑠̅

38
Κ0 +1 1/2 -1/2 𝑑𝑠̅
Κ- -1 1/2 -1/2 𝑢̅𝑠
Κ0 -1 1/2 1/2 𝑑̅ 𝑠
η0 0 0 0 (𝑑𝑑̅ + 𝑢𝑢̅ − 2𝑠𝑠̅)/√6
(𝑑𝑑̅ + 𝑢𝑢̅ + 𝑠𝑠̅)/√3
Καταστάσεις ψευδοβαθμωτών μεσονίων

39
Κεφάλαιο 3 Είδη Αλληλεπίδρασης
Ταυτόχρονα με την αλλαγή σκεπτικού για τα στοιχειώδη σωμάτια εξελίχθηκε η
κατανόηση μας πάνω στις βασικές δυνάμεις της φύσης άρα και τις θεμελιώδεις
αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σωματιδίων. Περίπου στα τέλη του 1900 ο ηλεκτρισμός
και ο μαγνητισμός έγιναν πλέον αντιληπτοί ως εκδηλώσεις της ίδιας δύναμης : της
ηλεκτρομαγνητικής.

Αργότερα έγινε κατανοητό ότι τα άτομα είχαν εσωτερική δομή και αποτελούνται από
νουκλεόνια και ηλεκτρόνια, και πως όλο αυτό το ατομικό οικοδόμημα συγκρατείται με
την ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Επίσης σε μικρές αποστάσεις τα ηλεκτρικά πεδία των
ατόμων δεν ακυρώνονται εντελώς αλλά μπορούν επηρεάζουν τα γειτονικά τους άτομα
ή μόρια. Έτσι δημιουργούνται διάφοροι τύποι χημικών δεσμών που δεν είναι τίποτε
άλλο παρά μία εκδήλωση της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι
μεταξύ των αλληλεπιδράσεων στοιχειωδών, σωματιδίων υπάρχουν δύο ακόμα
δυνάμεις ισχυρή και η ασθενής πυρηνική. Βέβαια, υπάρχει και η βαρυτική δύναμη η
οποία όμως στα στοιχειώδη σωμάτια πρακτικά είναι μηδενική.

40
3.1 Κλασσική και κβαντική εικόνα

Στη μέχρι τώρα κλασσική θεώρηση της αλληλεπίδρασης από απόσταση η


περιγραφή γίνεται με βάση το δυναμικό ή το πεδίο ενός σώματος. Αντίθετα, στην
κβαντική θεωρία η αλληλεπίδραση θεωρείται ως ένα είδος ανταλλαγής σωματιδίων-
κβάντων που για κάθε αλληλεπίδραση είναι διαφορετικό. Τα κβάντα πρέπει πάντα,
εφόσον υπακούουν στην αρχή αβεβαιότητας, να δρουν σε ένα περιορισμένο χρονικό
διάστημα. Τα κβάντα αυτά μεταφέρουν ενέργεια, ορμή και ονομάζονται δυνητικά.
Ένα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αλληλεπίδραση δύο φορτίων Q1 και
Q2. Στην κλασική εικόνα το φορτίο Q2 δέχεται δύναμη από το φορτίο Q1 μέσω του
πεδίου του Q1:
F=E(r)Q2=KQ1Q2/r2
Από την άλλη, η κβαντομηχανική περιγράφει την αλληλεπίδραση ως μία συνεχή
ανταλλαγή δυνητικών φωτονίων τα οποία έχουν ορμή p. Με βάση λοιπόν την αρχή της
αβεβαιότητας :
p*r≈ ℏ
Ενώ ο χρόνος μέσα στον οποίο γίνεται αυτή η ανταλλαγή της ορμής είναι t=r/c. Έτσι
καταλήγουμε ότι δύναμη είναι της μορφής
𝑑𝑝
F= =hc/r2
𝑑𝑡
όμοια με τη δύναμη κουλόμπ.
Φυσικά εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι αυτά τα δυνητικά σωματίδια τα οποία
μεταφέρουν ενέργεια και ορμή δεν μπορούν να γίνουν ποτέ άμεσα παρατηρήσιμα.

3.2 Εμβέλεια

Αν η αλληλεπίδραση εμπλέκει ανταλλαγή σωματιδίου, τότε το σωματίδιο πρέπει " να


γυρίσει πίσω πριν χαθεί" με την έννοια ότι πρέπει να είναι σε συμφωνία με την αρχή
της αβεβαιότητας:
ΔΕ*Δt≥ ℏ/2
Η ενέργεια ενός σωματιδίου προκύπτει από τη γνωστή σχέση:
E2 =𝑚02 ∗ 𝑐4+p2∗c2

41
Άρα, αν το σωματίδιο αλληλεπίδρασης έχει μάζα m0, τότε η ελάχιστη διάφορα
ενέργειας μπορεί να είναι:
ΔΕ=m0c2
Συνδυάζοντας την τελευταία σχέση με την αρχή της αβεβαιότητας καταλήγουμε ότι
η χρονική διάρκεια θα είναι

Δt≈ 2𝑚
0 𝑐2

Σωματίδιο το όποιο υπάρχει μόνο στα περιοριστικά όρια της αρχής της αβεβαιότητας
ονομάζεται δυνητικό σωματίδιο και ο χρόνος ζωής του δεν μπορεί να ξεπερνάει την
παραπάνω σχέση.
Συνεπώς, το ανταλλασσόμενo σωματίδιο δεν μπορεί να ταξιδέψει μακρύτερα από c
φορές αυτό το χρόνο ζωής. Δηλαδή, η εμβέλεια R του θα είναι:

R=C*Δt≈
2𝑚0 𝑐

Εδώ να παρατηρήσουμε πως αν το σωματίδιο ανταλλαγής έχει μηδενική μάζα τότε


αυτό μας οδηγεί σε μία άπειρη εμβέλεια.
Μία άλλη κομψότερη προσέγγιση της έννοιας εμβέλειας θα μπορούσε να προκύψει
μελετώντας την ελαστική σκέδαση δύο σωματιδίων A και B με μάζες MA και MB, π.χ.
Α+Β →Α+Β μέσω της ανταλλαγής ενός τρίτου σωματιδίου Χ με μάζα Μ Χ. Στο
σύστημα αναφοράς του εισερχόμενου σωματιδίου Α ισχύει ότι:

Α(ΜΑc2,0)→A(EA,p)+X(Ex,-p)
Όπου
EA2 =𝑀𝐴2 ∗ 𝑐 4+p2∗c2 και EA2 =𝑀𝜒2 ∗ 𝑐4+p2∗c2
Διάφορα ενέργειας μεταξύ των αρχικών και τελικών καταστάσεων δίνεται από τη
σχέση :

ΔΕ=ΕΧ+ΕΑ-ΜΑ*c2→2pc , p→∞
→Mxc2, p→0

Και έτσι ΔΕ≥ΜΧc2 για κάθε p. Μέσω της αβεβαιότητας, μία τέτοια παραβίαση της
ενέργειας επιτρέπεται αλλά μόνο για χρόνο τ≈ ℏ/ΔΕ και καταλήγουμε :

R≈ 𝑀
𝑋 𝑐

42
Πού είναι η μέγιστη απόσταση μπορεί να διαδοθεί το X σωματίδιο που απορροφάται
από το Β.

Εικόνα 24 Αλληλεπίδραση των Α και Β μέσω ενός ανταλλασόμενου σωματιδίου Χ

Όπως παρατηρούμε ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις όπως και οι βαρυτικές


έχουν εμβέλεια άπειρη γιατί το φωτόνιο και το βαρυτόνιο δεν έχουν μάζα. Σε αντίθεση,
η ασθενής αλληλεπίδραση έχει εμβέλεια η οποία υπολογίζεται με βάση την παραπάνω
σχέση περίπου 1*10-18m, περίπου το 1/10 της διαμέτρου του πρωτονίου.

3.3 Ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις

Οι ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις ασκούνται μεταξύ σωμάτων που φέρουν ηλεκτρικό


φορτίο. Θεμελιακά, και η μαγνητική και ηλεκτρική δύναμη είναι εκδηλώσεις του ίδιου
φαινομένου και υπάρχει ανταλλαγή φωτονίου, διαδότης της ηλεκτρομαγνητικής
δύναμης. Στην κλασική φυσική η ηλεκτρομαγνητική δύναμη περιγράφεται από τους
νόμους του Maxwell. Η κβαντική προσέγγιση της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης
ονομάζεται κβαντική ηλεκτροδυναμική γνωστή ως QED. Η δύναμη αυτή έχει άπειρη
εμβέλεια και υπακούει όπως και η βαρυτική το νόμο του αντίστροφου τετράγωνου της
αποστάσης. Είναι η δύναμη η οποία συγκρατεί τα άτομα και τα μόρια ενωμένα, και
μάλιστα στο ατομικό και στο μοριακό επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι κυριαρχούν
πλήρως.
Για να μελετήσουμε το ποσό έντονη είναι η ζεύξη μεταξύ δύο στοιχειωδών φορτίων
ηλεκτρονίου εισάγουμε τη σταθερά ζεύξης ή σταθερά λεπτής υφής η οποία
υπολογίζεται από τη σχέση
𝑒2 𝑒2 1
α= ℏ⁄ ⁄𝑚𝑐 2= ~
( 𝑚𝑐) ℏ𝑐 137

43
Η οποία πρακτικά είναι ο λόγος της ηλεκτρικής ενέργειας δύο ηλεκτρονίων που
απέχουν μεταξύ τους μία απόσταση h/mc (το μήκος κύματος compton για το
ηλεκτρόνιο) προς τη μάζα ηρεμίας του ηλεκτρονίου. Η τιμή της σταθεράς ζεύξης α
είναι σταθερή ανεξάρτητα το σύστημα μονάδων που εργαζόμαστε.
Η κβαντική ηλεκτροδυναμική είναι από τις παλαιότερες, τις απλούστερες και η πιο
πετυχημένη δυναμική θεωρία. Ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά οι αλληλεπιδράσεις
μπορούν να μελετηθούν μέσω των διαγραμμάτων Feynman. Με τη βοήθεια αυτών των
διαγραμμάτων μπορούμε να υπολογίσουμε το πλάτος πιθανότητας για κάθε
αλληλεπίδραση. Κάθε επίδραση, σκέδαση ή διάσπαση, μπορούμε να την
προσεγγίσουμε μελετώντας την αρχική και τελική κατάσταση. Πρέπει να γνωρίζουμε
τα αρχικά και τελικά σωματίδια και τις ορμές τους. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι
υπάρχει ένας άπειρος αριθμός δυνατοτήτων ώστε το σύστημά μας να πάει από την
αρχική στην τελική κατάσταση. Κάθε περίπτωση έχει ένα συγκεκριμένο πλάτος
πιθανότητας, ένα μιγαδικό αριθμό με ένα πλάτος και μία φάση. Το πλάτος πιθανότητας
αυτής της διαδικασίας είναι το άθροισμα, ή καλύτερα το ολοκλήρωμα, όλων αυτών
των μερικών πελατών. Η πιθανότητα της αλληλεπίδρασης, η οποία είναι και η
ποσότητα την οποία μετράμε, είναι το απόλυτο είναι η απόλυτη τιμή του τετραγώνου
του αθροίσματος.
Τα διαγράμματα σχεδιάζονται σε ένα επίπεδο όπου μπορούμε να φανταστούμε δύο
άξονες, του χρόνου και του χώρου (το τρισδιάστατο του χώρου περιγράφεται στον έναν
άξονα). Τα σωματίδια, πραγματικά ή δυνητικά, αντιπροσωπεύονται με γραμμές. Μία
συμπαγής γραμμή με ένα βέλος αντιπροσωπεύει ένα φερμιόνιο. Συνήθως, ο οριζόντιος
άξονας είναι ο άξονας του χρόνου το κατακόρυφος του χώρου, χωρίς βέβαια αυτό να
είναι απόλυτος κανόνας αφού σε κάποιους συμβολισμούς συμβαίνει το αντίστροφο.

Εικόνα 25 Δύο εκδοχές αναπαράστασης χρόνου και χώρου στα διαγράμματα Feynman
Στα διαγράμματα Feynman η κυματοειδής γραμμή αντιστοιχίες σε ένα φωτόνιο ενώ
η συνεχόμενη σε ένα σωμάτιο με φορτίο.

44
Εικόνα 26 Aναπαρaστάσεις ανταλλασσόμενων μποζονίων στα διαγράμματα Feynman
Οι γραμμές οι οποίες έχουν ένα ελεύθερο άκρο είναι τα ελεύθερα σωματίδια, ενώ οι
γραμμές έχουν αρχή και τέλος είναι τα δυνητικά σωματίδια. Τα ανταλλασσόμενα
σωματίδια συνεισφέρουν κατά ένα όρο διαδότη στον πίνακα στοιχείων και αυτή η
συνεισφορά είναι γενικά της μορφής:
1
𝑄2 + 𝑀2 𝑐 2

όπου Q2 το τετράγωνο της μεταφερόμενης τετραορμής της αλληλεπίδρασης και Μ η


μάζα του ανταλλασσόμενου σωματιδίου. Στην περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής
αλληλεπίδρασης προκύπτει ένας παράγοντας 1/Q2 στο πλάτος και 1/Q4 στην ενεργό
διατομή.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο των διαγραμμάτων είναι ο κόμβος ηλεκτρομαγνητικής
ζεύξης ή κόμβος αλληλεπίδρασης (interaction vertex). Σε κάθε κόμβο συναντιούνται
τρεις ευθείες δύο παριστάνουν φορτισμένο σωματίδιο και η τρίτη κυματοειδής
αντιπροσωπεύει το φωτόνιο. Ακόμη, μία πάρα πολύ σημαντική ιδιότητα που έχουν τα
διαγράμματα Feynman είναι ότι οι συμπαγείς γραμμές αντιπροσωπεύουν εκτός από
σωμάτια και αντισωματίδια. Υπάρχει εδώ ο γενικός κανόνας ότι ένα αντισωμάτιο
ισοδυναμεί με το σωμάτιό του που κινείται αρνητικά στο χρόνο. Ο κανόνας αυτός
προέκυψε από την ερμηνεία που έδωσαν Feynman και Stuckelberg στις λύσεις που
προκύπτουν από την εξίσωση Dirac για αρνητικές ενέργειες.

Εικόνα 27 Αναπαράσταση αντισωματιδίων με βάση την ερμηνεία Feynman και


Stuckelberg

45
Όπως φαίνεται στα τρία επόμενα σχήματα τα σωματίδια f είναι φερμιόνια ίδιου
τύπου και στις δύο πλευρές του κόμβου ηλεκτρικού φορτίου Ζ. Στο πρώτο διάγραμμα
το αρχικό φερμιόνιο f εξαφανίζεται στον κόμβο, ενώ δύο σωματίδια εμφανίζονται στην
τελική κατάσταση: ένα φερμιόνια f και ένα φωτόνιο. Το δεύτερο στην αρχική
κατάσταση υπάρχει φερμιόνιο f και ένα φωτόνιο πού εξαφανίζονται στον κόμβο και
στην τελική κατάσταση υπάρχει μόνο ένα φερμιόνιο. Τα δύο σχήματα
αντιπροσωπεύουν την εκπομπή και την απορρόφηση ενός φωτονίου αντίστοιχα.

Εικόνα 28 Ηλεκτρομαγνητικοί κόμβοι


Επειδή μαθηματική έκφραση και των δύο διαγραμμάτων είναι ίδια μπορούμε να
φτιάξουμε ένα διάγραμμα με ουδέτερο τρόπο. Ο κόμβος που ανταποκρίνεται στην
χαμιλτονιανή της αλληλεπίδρασης είναι:
̅ 𝜇𝑓
𝑧√𝑎𝐴𝜇 𝑓𝛾
Ο τελεστής 𝑓̅ καταστρέφει το αρχικό φερμιόνια, ενώ ο f δημιουργεί το τελικό
φερμιόνιο. Συνδυασμός 𝑓γ̅ μ𝑓 ονομάζεται ηλεκτρομαγνητικό ρεύμα και αλληλεπιδρά
με το Αμ, το οποίο είναι το κβαντικό ανάλογο του κλασικού δυναμικό. Το δυναμικό
οφείλεται σε ένα δεύτερο φορτισμένο σωματίδιο το οποίο δεν εμφανίζεται το σχήμα.
Στο επόμενο σχήμα παρουσιάζεται η δίδυμη γένεση δηλαδή η δημιουργία ενός
ζεύγους ηλεκτρονίου και ποζιτρόνίου από ένα φωτόνιο, στο πεδίο ενός πυρήνα. Η
ενεργός διατομή εδώ είναι ανάλογη του Ζ2α3.

46
Εικόνα 29 Δίδυμη γέννηση
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αλληλεπίδραση ηλεκτρόνιο και μιονίου.

Εικόνα 30 Σκέδαση ηλεκτρονίου μιονίου


Σε αυτή την περίπτωση το πλάτος πιθανότητας δίνεται από το γινόμενο και των δύο
κόμβων αλληλεπίδρασης:
(√𝑎𝐴𝜇 𝑒̅ 𝛾 𝜇 𝑒) (√𝑎𝐴𝜇 𝜇̅ 𝛾 𝜇 𝜇)
Τα πλάτη πιθανότητας εκπομπής και απορρόφησης είναι ανάλογα του φορτίου του
σωματιδίου √𝛼 , το πλάτος σκέδασης είναι ανάλογο του α και η ενεργός διατομή του
α2.

Εικόνα 31 Διαγράμματα με 4 κόμβους

47
Κάθε κόμβος σε ένα διάγραμμα Feynman συνεισφέρει κατά α στο τετράγωνο του
πλάτους πιθανότητας. Αν υπάρχει ανταλλαγή ενός πρωτονίου άρα δύο κόμβοι
αλληλεπίδρασης τότε η συνεισφορά θα είναι α2. Σε όλες όμως τις διαδικασίες
συνεισφέρουν και τα διαγράμματα ανώτερης τάξης όπου έχουν πολλούς
περισσότερους κόμβους, για παράδειγμα στα παραπάνω σχήματα όπου υπάρχουν
τέσσερις κόμβοι η συνεισφορά θα είναι α4. Το άθροισμα όλων αυτών των συνεισφορών
μας δίνει το συνολικό πλάτος πιθανότητας. Τα διαγράμματα όμως ανώτερης τάξης
μπορούμε να τα αγνοήσουμε γιατί όσο μεγαλώνει η τάξη ενός διαγράμματος τόσο
αυξάνεται και η δύναμη του α που συνεισφέρει στο πλάτος πιθανότητας. Μην ξεχνάμε
ότι το α είναι περίπου1/137, συνεπώς οι μεγαλύτερες δυνάμεις τόσο πιο ασήμαντες
γίνονται. Το διάγραμμα χαμηλότερης τάξης κυριαρχεί γιατί έχει τις λιγότερες κορυφές
Αυτά τα ανώτερα διαγράμματα μπορούν να δώσουν κάποιες μικρές διορθώσεις και
γίνεται η χρήση τους κυρίως όταν θέλουμε να πετύχουμε μεγάλη ακρίβεια.

Εικόνα 32 Διαγράμμα 1ης,2ης και 3ης τάξης και η συνεισφορά τους

Συνοψίζοντας οι εσωτερικές γραμμές στα διαγράμματα Feynman αντιπροσωπεύουν


δυνητικά σωματίδια, τα οποία υπάρχουν μόνο για πολύ μικρούς χρόνους- όσο τους
επιτρέπει η αρχή αβεβαιότητας, καθώς εκπέμπονται και απορροφούνται αμέσως μετά.
Η μάζα τους μπορεί να είναι αρνητική, θετική ή και φανταστική
.
3.3.1 Πόλωση του κενού και η σταθερά σύζευξης
Η σταθερά σύζευξης αντιπροσωπεύει την ισχύ της επίδρασης μεταξύ ενός
ηλεκτρονίου και ενός φωτονίου, αλλά αυτή δεν έχει σταθερή τιμή και αυτό οφείλεται
στο κβαντικό κενό. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε αυτό το κβαντικό κενό με την
τοποθέτηση ενός φορτίου μέσα σε ένα διηλεκτρικό μέσο. Το φορτίο που βρίσκεται

48
Εικόνα 33 Κβαντικό κενό

μέσα σε αυτό το μέσο εμφανίζονται πλαισιωμένο από πολωμένα μόρια, με το θετικό


τμήμα να κοιτάει προς το ηλεκτρόνιο και το αρνητικό προς τα έξω. Όμοια ένα
ηλεκτρόνιο περιβάλλεται από ένα νέφος δυνητικών σωματιδίων e+ και e-. Αυτό μπορεί
να συμβεί όταν το πραγματικό ηλεκτρόνιο εκπέμψει ένα δυνητικό φωτόνιο και αυτό με
τη σειρά του μετατρέπεται πολύ σύντομα σε ένα ζεύγος ηλεκτρόνιου-ποζιτρόνιου.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να συμβαίνει αμέτρητες φορές και έτσι ένα νέφος
φορτισμένων δυνητικών σωματίδιων περιβάλλει το πραγματικό ηλεκτρόνιο. Αυτό το
φαινόμενο ονομάζεται πόλωση του κενού. Αυτό όμως σημαίνει πως αν εμείς όσο
πλησιάζουμε το ηλεκτρόνιο τόσο αυξάνεται το φορτίο που εμείς μετράμε. Γεγονός που
έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.

Εικόνα 34 Πειραματικά αποτελέσματα για την μεταβολή της σταθεράς σύζευξης.

49
Η σχέση που δίνει τη σταθερά ζεύξης της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπιδράσεις
αποδεικνύεται ότι είναι:

όπου:

και παρατηρούμε ότι όσο αυξάνεται το Q2 (δηλαδή μειώνεται η απόσταση) αυξάνεται


και σταθερά σύζευξης σε όχι όμως, πολύ σημαντικό βαθμό.

3.4 Θεωρία Yukawa

Η πρώτη σημαντική θεωρία για την περιγραφή της ισχυρής δύναμης προτάθηκε
από τον Yukawa το 1934. Ο Yukawa υπέθεσε ότι το πρωτόνιο και το νετρόνιο έρχονται
το ένα με το άλλο από ένα είδος πεδίου, όπως και το ηλεκτρόνιο έλκεται από τον
πυρήνα από το ηλεκτρικό πεδίο και το φεγγάρι με τη γη με το βαρυτικό πεδίο. Αυτό το
πεδίο κανονικά πρέπει να είναι κβαντισμένο. Έτσι, αναδείχθηκε το ερώτημα του τι
ιδιότητες θα έπρεπε να έχει αυτό το σωματίδιο ανταλλαγής. Ο Yukawa υπολόγισε ότι
η μάζα του θα έπρεπε να είναι 300 φορές η μάζα του ηλεκτρονίου εξαιτίας της μικρής
εμβέλειας. Τα σωματίδια Yukawa είναι τα πιόνια, εάν και αρχικά υπήρχε μία σύγχυση
με τα μιόνια. Η οριστική απόδειξη ήρθε το 1949, από την ομάδα του Μπρίστολ, η οποία
ανίχνευσε γεγονότα τα οποία η πλήρης αλυσιδωτή διάσπαση π→μ→e ήταν ορατή. Η
διάσπαση των φορτισμένων πιονίων είναι:

και αυτή των μιονίων

Αλλά πειράματα έδειξαν πώς τα πιόνια αλληλεπιδρούν ισχυρά με τα νουκλεόνια


μετατρέποντας ένα πρωτόνιο σε νετρόνιο και αντίστροφα

50
Εικόνα 35 Αλυσιδωτή διάσπαση πμe όπως αυτή παρατηρήθηκε σε γαλάκτωμα το 1947

Χρειάστηκαν περίπου 25 χρόνια για να γίνει κατανοητό ότι η δύναμη Yukawa δεν
είναι η θεμελιώδης πυρηνική αλληλεπίδραση και ότι το πιόνιο είναι ένα σύνθετο
σωματίδιο. Η θεμελίωση σαν επίδραση συμβαίνει μεταξύ των κουάρκ μέσω των
γκλουονίων.
Για να προκύψει το δυναμικό Yukawa, αρχικά υποθέτουμε ότι το νουκλεόνιο
συμπεριφέρεται σαν μία πηγή δυνητικών μποζονίων, δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε
ότι το περιβάλλει ένα σύννεφο κβαντικό φορέων, όπως το ηλεκτρόνιο μπορεί να ιδωθεί
ως μία πηγή δυνητικών φωτονίων. Αν τώρα κάποιο σωματίδιο, περιβάλλεται από ίδιο
νέφος δυνητικών σωματιδίων, βρεθεί στη γειτονιά του πρώτου τότε αυτά τα δύο
σωμάτια αρχίζουν να ανταλλάσσουν κβάντα, δηλαδή άσκηση δύναμη το ένα στο άλλο.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η εμβέλεια αναμένεται να είναι :

𝑅= =λ
𝑚𝑐

όπου λ το μήκος κύματος Compton του φορέα-μποζονίου.


Αν προσπαθήσουμε να τηρήσουμε μία αναλογία με την κλασική θεωρία θα
περιμέναμε αυτό το νέφος κβαντικών φορέων να έχει μία πυκνότητα η οποία θα
εξασθενούσε ένα παράγοντα 1/4πr2. Μάλιστα, αν η εμβέλεια ήταν άπειρη τότε θα
καταλήγαμε στη γνωστή δύναμη
𝑔2
F(r)=4𝜋𝑟 2

με δυναμικό
𝑔2
V(r)=− 4𝜋𝑟

Που ξεκάθαρα θυμίζει δυναμικό Coulomb. Αν το σωματίδιο μας έχει μάζα


περιμένουμε πεπερασμένη εμβέλεια δηλαδή περιμένουμε ένα δυναμικό της μορφής:
𝑔2
V(r)=− 𝜑(𝑟)
4𝜋𝑟

Όπου φ(r) κάποια συνάρτηση που πρακτικά θα μηδενίζει το δυναμικό σε κάποια


εμβέλεια.

51
Πιο αναλυτικά αν πάρουμε την εξίσωση ενός ελεύθερου σχετικιστικού σωματίδιο
με μάζα m:
E2 =𝑚2 ∗ 𝑐4+p2∗c2
Αν τώρα αντικαταστήσουμε την ενέργεια και την ορμή με τους αντίστοιχους
τελεστές:
𝜕 𝜕
Ε→ iℏ 𝜕𝑡 p→- iℏ 𝜕𝑥
𝑖

Τότε καταλήγουμε την εξίσωση Κlein Gordon

E2 =𝑚2 𝑐4+p2c2

𝜕
(iℏ 𝜕𝑡)2 Ψ = [ ( -iℏ∇)2 c2 + m2c4] Ψ

𝜕2
(-ℏ2 𝜕𝑡 2 ) Ψ = [ -ℏ2 ∇2 c2 + m2c4] Ψ

1 𝜕2
(𝑐 2 𝜕𝑡 2 − ∇2 ) Ψ +( m2c2/ℏ2 ) Ψ = 0

⊡2 Ψ +( m2c2/ℏ2 ) Ψ = 0

Μία σημαντική παρατήρηση εδώ είναι η εξής πως αν θεωρήσουμε ότι m=0 τότε
καταλήγουμε στη γνωστή κυματική εξίσωση.
Μελετώντας το στατικό όριο θέτουμε
𝜕2
𝛹=0
𝜕𝑡 2
άρα η εξίσωση Klein Gordon γίνεται :

−∇2 Ψ +( m2c2/ℏ2 ) Ψ = 0

στη συνέχεια αναλύοντας σε σφαιρικές συντεταγμένες όπου

και για ένα συμμετρικό παραμένει μόνο ο πρώτος όρος


Τότε η εξίσωση γίνεται
1 𝜕 𝜕𝛹(𝑟)
(r2 )= ( m2c2/ℏ2 ) Ψ(r)
𝑟2 𝜕𝑡 𝜕𝑟

52
Στην πορεία αναζητούμε λύση της μορφής
−𝑟
𝐶
Ψ(r)=𝑟 𝑒 𝑅

Η σταθερά C μπορεί να υπολογιστεί μόνο από οριακές συνθήκες και την θέτουμε
είσαι με C=g2/4π αναλογικά με το ηλεκτροστατικό πεδίο, όπου g αντιστοιχεί την ισχύ
του πεδίου. Η τελική μορφή του δυναμικού είναι:

−𝑟
𝑔2
Ψ(r)=4𝜋𝑟 𝑒 𝑅

Μια σημαντική παρατήρηση εδώ είναι πώς αν η μάζα τείνει στο μηδέν τότε θα
καταλήξουμε στο δυναμικό Coulomb.

Εικόνα 36 Δυναμικό Yukawa

3.5 Ισχυρές αλληλεπιδράσεις

Ισχυρές αλληλεπιδράσεις, όπως ονομάζονται είναι οι ισχυρότερες στη φύση. Όπως


ήδη έχουμε αναφέρει πρώτος ο Yukawa είχε προτείνει ως ενδιάμεσο φορέα ισχυρής
αλληλεπίδρασης μεταξύ του πρωτονίου και νετρονίου τα μεσόνια π. Όμως αργότερα
έγινε κατανοητό ως θεωρία αυτή δεν επαρκούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα τα
οποία σχετίζονται με τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις. Επίσης, όπως αργότερα
ανακαλύφθηκε το π μεσόνιο δεν θεωρείται στοιχειώδες, αλλά αποτελείται από κουάρκ.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δυναμικό Yukawa είναι σαν εναπομείνουσα δύναμη

53
που αναπτύσσεται μεταξύ των κουάρκ και είναι η δύναμη που συγκρατεί τον πυρήνα
των ατόμων ενωμένο, παρά την μεγάλη απωστική δύναμη μεταξύ των πρωτονίων.
Αυτή η ισχυρή δύναμη αναπτύσσεται μόνο μεταξύ των σωμάτων τα οποία φέρουν το
φορτίο του χρώματος και αυτά είναι τα κουάρκ. Ομοίως, χρώμα φέρουν και οι φορείς
της αλληλεπίδρασης που ονομάζονται γκλουόνια ή συγκολλητές. Να θυμίσουμε εδώ
πως οι συγκολλητές είναι μποζόνια με spin=1 και με μηδενική μάζα ηρεμίας. Ο
κβαντικός αριθμός του χρώματος διαδραματίζει με αναλογικό τρόπο το ρόλο του
ηλεκτρικού φορτίου στις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. Αντίστοιχα με τις
ηλεκτρομαγνητικές καιρό σε κάθε κόμβο εισέρχεται η ισχύς της δύναμης √𝛼𝑠 =gs

Εικόνα 37 Διάγραμμα ισχυρής αλληλεπίδρασης μέσω γκλουονίου

Τα ενδιάμεσα μποζόνια της ισχυρής αλληλεπιδράσεις έχουν μηδενική μάζα ηρεμίας,


συνεπώς αναμένουμε άπειρη εμβέλεια. Εφόσον τα πρωτόνια και τα νετρόνια, από τα
οποία αποτελούνται οι πυρήνες, θεωρούνται και ότι τα ίδια αποτελούνται από κουάρκ,
τα οποία συγκρατούνται μεταξύ τους με τη δύναμη του χρώματος, αυτό σημαίνει ότι
ισχυρή δύναμη μεταξύ των νουκλεονίων μπορεί να θεωρηθεί ως εναπομείνουσα
δύναμη της χρωματικής. Επειδή, το κάθε γκλουόνιο και κουάρκ περιέχονται μέσα στο
πρωτόνιο ή στο νετρόνιο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μάζα τους στη σχέση που
προβλέπει την εμβέλεια της δύναμης. Έτσι αν θέλουμε να δούμε τι σωματίδιο
ανταλλάσσουν τα πρωτόνια και τα νετρόνια μεταξύ τους πρέπει να είναι τουλάχιστον
ένα ζευγάρι κουάρκ-αντικουάρκ, και είναι εύλογο πώς το πιόνιο είναι ο ελαφρύτερος
διαμεσολαβητής ώστε να προβλέψουμε τη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια 10 -15 m.

54
Εικόνα 38 Αλληλεπίδραση πρωτονίου και νετρονίου.

Τα κουάρκ που βρίσκονται μέσα σε ένα αδρόνιο διαρκώς ανταλλάσσουν μεταξύ τους
συγκολλητές με αποτέλεσμα να αλλάζουν συνεχώς χρώμα, αλλά πάντα ώστε το
αδρόνιο να παρουσιάζεται χρωματικά ουδέτερο. Μπορούμε να περιγράψουμε τα
κουάρκ σαν ένα ζεύγος των δύο βασικών ιδιοτήτων του χρώμα-φορτίο.
𝑢𝑅 𝑢𝐺 𝑢𝐵
𝑑𝑅 𝑑𝐺 𝑑𝐵
𝑠𝑅 𝑠𝐺 𝑠𝐵
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει με βάση τα τρία χρώματα και τα τρία αντιχρώματα
υπάρχουν οκτώ διαφορετικοί συγκολλητές, σε αντίθεση με την ηλεκτρομαγνητική
αλληλεπίδραση που έχει μόνο το φωτόνιο, οι οποίοι μεταφέρουν και αυτοί το φορτίο
του χρώματος. Μία σημαντική διαφορά της κβαντικής χρωμοδυναμικής και της
ηλεκτροδυναμικής, είναι πώς στη QCD τα μποζόνια μεταφέρουν φορτίο χρωματικό,
αλλά το φωτόνιο δεν μεταφέρει ηλεκτρικό φορτίο. Τα γκλουόνια λοιπόν μπορούν να
αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Τα κουάρκ, τα οποία βρίσκονται μέσα στα αδρόνια,
αλλάζουν συνεχώς χρώμα γιατί ανταλλάσσουν συνεχώς γκλουόνια, αλλά η γεύση των
κουάρκ δεν παίζει κάποιο ρόλο.

Εικόνα 39 Σκέδαση γκλουονίου-γκλουονίου. Ίδια ροή χρώματος σε κάθε περίπτωση:


̅ → 𝒓𝒓̅ + 𝒓𝒃
̅ + 𝒈𝒃
𝒓𝒈 ̅

55
Στην κβαντική θεωρία πεδίου σταθερά σύζευξης που περιγράφεται κατά την
αλληλεπίδραση δύο σωματιδίων είναι μία σταθερά η οποία εξαρτάται από τη
μεταφερόμενη ορμή q2.

Εικόνα 40 Παράδειγμα σκέδασης κουάρκ-κουάρκ με ανταλλαγή γκλουονίου. Η γεύση δεν μπορεί


να αλλάξει αλλά το χρώμα αλλάζει

Όμοια με την πόλωση του κενού στην ηλεκτροδυναμική έτσι περιγράφεται


αντίστοιχα και η χρωματική πόλωση του κενού. Ένα κουάρκ περιβάλλεται από ένα
νέφος συγκολλητών, τους οποίους συνεχώς εκπέμπει και απορροφά το ίδιο το κουάρκ.
Ένα γκλουόνιο που εκπέμπεται από ένα κουάρκ μπορεί να δημιουργήσει έναν εφήμερο
βρόγχο. Αυτός ο βρόχος μπορεί να αποτελείται από δύο άλλα γκλουόνια ή από ένα
ζευγάρι κουάρκ και αντικουάρκ.

Εικόνα 41 Βρόγχος κουάρκ και βρόγχος γκλουονίων

Εξαιτίας λοιπόν αυτού του νέφους γκλουονίων, το οποίο μεταφέρει χρωματικό


φορτίο, καταλήγουμε στο ότι παρατηρούμε μεγαλύτερο δραστικό φορτίο σε
μεγαλύτερες αποστάσεις

Εικόνα 42 Νέφος γκλουονίων

56
Αυτό σημαίνει ότι όσο πλησιάζουμε ένα «γυμνό» quark τόσο ελαττώνεται το
χρωματικό φορτίο, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν δύο κουάρκ είναι πάρα
πολύ κοντά μεταξύ τους είναι σε μία κατάσταση ασυμπτωτικής ελευθερίας, δηλαδή η
συμπεριφορά τους θυμίζει ελεύθερα σωματίδια. Όσο όμως αυξάνεται η απόσταση τόσο
αυξάνεται το χρωματικό φορτίο και οι συγκολλητές μεταξύ τους έλκονται από μία πολύ
ισχυρή δύναμη που αυξάνεται με την απόσταση. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται
υπέρυθρη σκλαβιά.

Εικόνα 43 Xρωματικό φορτίο συναρτήσει της απόστασης

Στην ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση είδαμε πως αυτή η εξάρτηση είναι μικρή,


στην ισχυρή ωστόσο είναι αρκετά πιο έντονη. Η αιτία είναι ότι τα γκλουόνια φέρουν
φορτία τα ίδια και για αυτό αλληλεπιδρούν με αλλά γκλουόνια. Όσο μεγαλύτερη τιμή
παίρνει το q2 τόσο μικρότερες είναι οι αποστάσεις μεταξύ των αλληλεπιδρόντων
σωματιδίων και τόσο μικρότερο φορτίο βλέπουν. Άρα η σταθερά σύζευξης
ελαττώνεται.

Εικόνα 44 Οι σταθερά σύζευξης ισχυρής και ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης συναρτήση της


ενέργειας

57
Η σταθερά ζεύξης αs της ισχυρής αλληλεπίδρασης είναι και αυτή αδιάστατη, όπως
ακριβώς και της ηλεκτρομαγνητικής και συμπεριφέρεται με παρόμοιο τρόπο. Ωστόσο
έχουνε μία διαφορά: πρέπει να συμπεριληφθούν εκτός από τους βρόχους φερμιονίων
και οι βρόγχοι γκλουονίων αφού και αυτοί μεταφέρουν χρωματικό φορτίο. Η θεωρία
προβλέπει ότι ο βρόχος μποζονίων συνεισφέρει αντίθετα από τον βρόγχο φερμιονίων.
Μάλιστα, οι βρόχοι γκλουονίων μειώνουν τη σταθερά σύζευξης ενώ οι βρόγχοι των
κουάρκ την αυξάνουν. Για να υπερίσχυαν οι βρόγχοι των κουάρκ θα έπρεπε να
υπήρχαν τουλάχιστον 17 γεύσεις. Συνολικά όμως υπερισχύει ο βρόγχος των
γκλουονίων με αποτέλεσμα όπως περιγράφτηκε παραπάνω η μείωση χρωματικού
φορτίου με τη μείωση της απόστασης. Η έκφραση που περιγράφει τη συμπεριφορά της
σταθεράς σύζευξης της ισχυρής αλληλεπίδρασης είναι:

Η θεωρία δεν διευκρινίζει τη σταθερά μ, αλλά αυτή προσδιορίζεται πειραματικά. Η


ποσότητα nf είναι ο αριθμός των γεύσεων που συνεισφέρουν τους βρόγχους.
Παρατηρούμε ότι σταθερά ζεύξης μειώνεται καθώς το Q2 αυξάνεται αφού ο όρος (33-
2nf) είναι πάντα θετικός, αφού το nf δεν ξεπερνά το 6.
Εάν θέσουμε :

Η σχέση που περιγράφει τι σταθερά σύζευξης παίρνει μία καθαρότερη μορφή

Όπου πειραματικά έχει υπολογισθεί ότι η τιμή του λ κυμαίνεται στα 200 MeV.
Παρατηρούμε πώς για τιμές του Q2 πιο μεγάλες του λ2 η σταθερά γίνεται μικρή και
η θεωρία των διαταραχών εφαρμόζεται όπως στην QED. Όταν όμως τo Q 2 γίνει
εφάμιλλο του λ2 τότε η σταθερά σύζευξης προσεγγίζει τη μονάδα και τα διαγράμματα
ανώτερης τάξης γίνονται το ίδιο σημαντικά με αυτά της χαμηλότερης τάξης.
Η δυναμική ενέργεια ενός ζεύγους κουάρκ και αντικουάρκ μπορεί να περιγραφεί από
την παρακάτω σχέση :

58
4 𝛼𝑠
𝑉 (𝑟 ) = − + 𝜆𝑟
3 𝑟

Εικόνα 45 Το δυναμικό q-q σε σύγκριση με το ηλεκτρικό

Παρατηρούμε ότι στις μικρές αποστάσεις (r<0,1fm) επίδραση κυριαρχείται από την
ανταλλαγή ενός μόνο γκλουονίου (χαμηλότερης τάξης διαγράμματα υπερισχύουν) και
περιμένουμε ένα δυναμικό παρόμοιο με το δυναμικό Coulomb όπως αυτό προκύπτει
από την ανταλλαγή ενός φωτονίου στην QED, δηλαδή μένει ο πρώτος όρος από την
παραπάνω σχέση. Εξαιτίας της ασυμπτωτικής ελευθερίας, η ισχύς της αλληλεπίδρασης
άρα και του αs μειώνεται με τη μείωση του r, αλλά για αποστάσεις μικρότερες του
0,1fm οι μεταβολές σταθερά σύζευξης μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες. Σε
μεγαλύτερες αποστάσεις του 1fm η ισχύς της αλληλεπίδρασης μειώνεται δραστικά και
δεν μπορεί να περιγραφεί με την ανταλλαγή ενός γκλουονίου. Σε αυτές τις αποστάσεις
το δυναμικό τι είναι η να γίνει ανάλογο της απόστασης και κυριαρχεί ο δεύτερος όρος.
Η ισχυρή δύναμη ανάμεσα σε ένα κουάρκ και σε ένα αντικουάρκ μεταφέρεται με τα
γκλουόνια, τα οποία επίσης αλληλεπιδρούν γιατί φέρουν και τα ίδια φορτίο. Αυτή η
αλληλεπίδραση γκλουονίου-γκλουονίου τραβάει τις γραμμές του πεδίου ακόμα πιο
κοντά μεταξύ τους. Εάν η απόσταση μεταξύ των κουάρκ αυξηθεί αρκετά, η δύναμη
αυξάνεται αφού αυτά τα γκλουόνια τραβάνε τις δυναμικές γραμμές ακόμα πιο κοντά.
Όσο πιο κοντά έρχονται αυτές οι γραμμές τόσο μεγαλύτερη γίνεται η δύναμη. Όταν η
ενέργεια που θα αποθηκευτεί στις δυναμικές γραμμές ξεπεράσει το 2mq τότε
δημιουργείται ένα νέο ζεύγος κουάρκ αντικουάρκ. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι το
ζευγάρι κουάρκ σπάσει σε δύο πίδακες από άχρωμα αδρόνια (κυρίως μεσόνια).

59
Εικόνα 46 Θρυμματισμός κουάρκ

Άμεση συνέπεια του παραπάνω φαινομένου είναι πως σε πειράματα επιταχυντών τα


γκλουόνια και κουάρκ παρατηρούνται ως πίδακες αδρονίων. Για παράδειγμα σε
ενέργειες μεταξύ 15 GeV και 40 GeV, τα e+ και e- εξαϋλώνονται και παράγεται ένα
φωτόνιο το οποίο μετατρέπεται σε ζεύγος αντικουάρκ και κουάρκ. Στη συνέχεια αυτά
θρυμματίζονται σε παρατηρήσιμα αδρόνια. Επειδή το κουάρκ και αντικουάρκ έχουν
αντίθετες ορμές οι πίδακες έχουν αντίθετη κατεύθυνση και ίσες ενέργειες.

Εικόνα 47 Οι πίδακες θρυμματισμού στον ανιχνευτή TASSO στο εργαστήριο Desy ο έτος 1979

3.6 Ασθενείς Αλληλεπιδράσεις

Η τρίτη θεμελιώδης δύναμη της φύσης είναι η ασθενής αλληλεπίδραση. Όπως η


ισχυρή και η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση έτσι και αυτή σχετίζεται με
στοιχειώδη μποζόνια με spin 1 τα οποία μεταφέρουν τη δύναμη μεταξύ κουάρκ-
λεπτονίων και μπορούν να αλλάξουν τη γεύση των κουάρκ. Είναι οι μόνες
αλληλεπιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της βαρυτικής, που δεν οδηγούν σε δέσμες
καταστάσεις. Αυτό είναι συνέπεια της μικρής ισχύος που έχει η ασθενής δύναμη σε
σχέση με την ισχυρή και την ηλεκτρομαγνητική. Η ασθενής αλληλεπίδραση μπορεί να
παρατηρηθεί στις διασπάσεις και συγκρούσεις μόνο όταν δεν καλύπτονται από την

60
ισχυρή ή την ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Οι φορείς αλληλεπιδράσεις της ασθενούς
δύναμης είναι τα μποζόνια W+- και Z0 τα οποία σε αντίθεση με το φωτόνιο και το
γκλουόνιο έχουνε μάζα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πώς έχουν μικρή εμβέλεια. Οι
μάζες τους ανακαλύφθηκαν στο CERN το 1983 και δεν έχουν φορτίο χρώματος.
Μετρήθηκαν ως εξής:

που αντιστοιχεί σε εμβέλεια περίπου 2*10-18 m. Αυτές είναι πολύ μικρές αποστάσεις,
ακόμα κι αν συγκριθούν με το μέγεθος ενός νουκλεονίου, και στις χαμηλές ενέργειες
η ασθενής αλληλεπίδραση μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν αλληλεπίδραση μηδενικής
εμβέλειας.
Ο χρόνος ζωής των σωματιδίων που διασπώνται εξαιτίας της ασθενούς
αλληλεπιδράσεις είναι μεγαλύτερος αρκετά σε σχέση με τα σωματίδια που διασπώνται
με ισχυρές ή τις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται το
ότι ο χρόνος ζωής αυξάνεται πόσο μειώνεται η σταθερά σύζευξης. Επίσης, μία πολύ
βασική ιδιότητα των ασθενών δυνάμεων είναι η μη διατήρηση της ομότιμίας- parity.
Ακόμη, πρέπει να αναφέρουμε πως με τις θεωρίες βαθμίδος μπορεί να επιτευχθεί η
ενοποίηση των ασθενών και ηλεκτρομαγνητικών αλληλεπιδράσεων, και
αναφερόμαστε σε αυτή ως ηλεκτρασθενή αλληλεπίδραση.
Οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις μπορούν να ταξινομηθούν με βάση τη μεταβολή του
φορτίου σε δύο βασικές κατηγορίες:
α) αντιδράσεις φορτισμένων ρευμάτων CC στις οποίες τα φορτία των αρχικών και
των τελικών φερμιονίων διαφέρουν κατά μία μονάδα και έχουμε το μποζόνιο W± .
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί β διάσπαση:

β) αντιδράσεις ουδέτερων ρευμάτων NC όπου δεν συμβαίνει καμία αλλαγή


ηλεκτρικού φορτίου και συμμετέχει το μποζόνιο Z0. Παράδειγμα τέτοιας
αλληλεπίδρασης είναι η σκέδαση νετρίνου από πρωτόνιο.

61
Ένας άλλος τρόπος να ταξινομήσουμε τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις είναι με βάση τα
σωματίδια που συμμετέχουν σε αυτές. Έτσι διακρίνονται σε:
α) λεπτονικές: αντιδράσεις στις οποίες συμμετέχουν μόνο λεπτόνια, όπως η
διάσπαση του μιονίου:

β) ημιλεπτονικές: Αντιδράσεις στις οποίες συμμετέχουν λεπτόνια και αδρόνια

γ) μη λεπτονικές: αντιδράσεις στις οποίες συμμετέχουν μόνο αδρόνια τόσο στην


αρχική όσο και στην τελική κατάσταση.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ασθενής αλληλεπίδραση εύκολα διακρίνεται από τους
μεγάλους χρόνους διασπάσεις, αλλά και από την αλλαγή γεύσης.
Οι λεπτονικές διαδικασίες είναι οι μόνες καθαρά ασθενείς διαδικασίες, καθώς τα
λεπτόνια μπορούν να υπάρχουν σαν ελεύθερα σωματίδια και δεν επηρεάζονται από την
ισχυρή αλληλεπίδραση. Τα πλάτη πιθανότητας των ασθενών αλληλεπιδράσεων σε
ενέργειες αρκετά μικρότερες από τη μάζα του W είναι ανάλογα μιας θεμελιώδους

62
ποσότητας, την σταθερά Fermi G F. Αυτό ισχύει για διασπάσεις όλο των φερμιονίων,
εκτός από το top, γιατί η μάζα του είναι αρκετά μικρότερη από τη μάζα του W.
Η σταθερά του Fermi μπορεί να μετρηθεί με μεγάλη ακρίβεια στη μελέτη της
διάσπασης του μιονίου, η οποία είναι μία καθαρά ασθενής αλληλεπίδραση:

Η σταθερά στον κόμβο των διαγραμμάτων αντιστοιχεί στο ασθενές φορτίο g. Είναι
αδιαστατο και είναι αντίστοιχο με την ηλεκτρομαγνητική σύζευξη √ 𝛼.
Ο πίνακας στοιχείων σε αυτή την περίπτωση είναι ανάλογος με το τετράγωνο του
ασθενούς φορτίου και του μποζονικού διαδότη με μάζα Mw και spin 1:
1
𝑀𝑓𝑖 ∝ 𝑔 𝑔
𝑄2 𝑐 2 + 𝑀𝑤2 𝑐 4
και αν Q2→ 0 τότε:
𝑔2
𝑀𝑓𝑖 ∝
𝑀𝑤2 𝑐 4
Η διαφορά με μία ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση γίνεται αισθητή στην
πεπερασμένη μάζα το ανταλλασσόμενου σωματιδίου. Αντί για ένα για δότη φωτόνιο
(Qc)2, έχουμε ένα διαδότη που είναι σχεδόν σταθερός για μικρές ορμές Q2<<MW2c2.
Αυτό σημαίνει ότι εξαιτίας της μεγάλης μάζας του μποζονίου, πάντα για μικρές ορμές,
η ασθενής αλληλεπίδραση εμφανίζεται αρκετά ασθενέστεροι σε σχέση με την
ηλεκτρομαγνητική. Υπό αυτές τις συνθήκες η μεταφερόμενη ορμή είναι πάρα πολύ
μικρή για να αναλυθεί σε δύο κόμβους και η αλληλεπίδραση συμπεριφέρεται σαν
σημειακή αλληλεπίδραση τεσσάρων φερμιονίων, το είδος της αλληλεπίδρασης που
εισήγαγε ο Fermi το 1934.
Η σταθερά του Fermi ορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε η ποσότητα GF/(ℏc)3 έχει
διαστάσεις 1/(ενέργεια2).

63
Ο χρόνος ζωής του μιονίου μπορεί να υπολογιστεί με από το χρυσό κανόνα του Fermi
και καταλήγουμε:

Ο παράγοντας διόρθωσης ε, ο οποίος αντανακλά υψηλότερης τάξης διορθώσεις είναι


πάρα πολύ μικρός και μπορεί να αγνοηθεί. Παρατηρούμε προσδιορισμός διάσπασης
είναι ανάλογος της πέμπτης δύναμης της μάζας του διασπώμενου σωματιδίου.
Μετρώντας με αρκετά καλή ακρίβεια το χρόνο ζωής του μιονίου και της μάνας του,
υπολογίζεται πως:

Μία από τις πιο σημαντικές ιδιότητες που εμφανίζονται στις ασθενείς
αλληλεπιδράσεις είναι η διατήρηση του λεπτονικού αριθμού ξεχωριστά Le,Lμ και Lτ.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πώς όλες οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις ανταλλαγής


μποζονίου W± έχουν την ίδια σταθερά σύζευξης, δηλαδή όλα τα λεπτόνια εμφανίζουν
το ίδιο ασθενές φορτίο.

Εικόνα 48 Η αλληλεπίδραση του W είναι ίδια για κάθε λεπτόνιο

Αυτό έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά όπως με τη διάσπαση του τ και μ λεπτονίου,


δηλαδή, ge=gμ=gτ=gw., το οποίο ονομάζεται καθολικότητα των λεπτονίων στις ασθενείς
αλληλεπιδράσεις.
Επίσης από πειράματα έχουμε καταλήξει ότι η σταθερά σύζευξης της ασθενούς
αλληλεπίδρασης είναι σχεδόν ίδια για λεπτόνια και κουάρκ. Ωστόσο, υπάρχει κάποια
διαφορά που πρέπει να εξηγηθεί.

64
Στη διάσπαση d-κουάρκ σε u-κουάρκ (στη β διάσπαση ενός νετρονίου) η σταθερά
σύζευξης εμφανίζεται περίπου 4% μικρότερη. Επίσης, στη Λ0 διάσπαση κατά την
οποία ένα s-κουάρκ μετατρέπεται σε u-κουάρκ εμφανίζεται ακόμα μικρότερη.
Μία εξήγηση προτάθηκε από τον Cabibbo στις αρχές του 1963. Ανάλογα λοιπόν με
την οικογένεια των λεπτονίων σε τρεις γενιές έχουμε και τις τρεις γενιές των κουάρκ:

Οι μεταβάσεις στις ασθενείς διασπάσεις παρατηρούνται κυρίως μέσα στην ίδια γενιά,
αλλά σε ένα μικρότερο βαθμό από μία γενιά κουάρκ σε μία άλλη. Έτσι για φορτισμένα
ρεύματα η ίδιοκατάσταση του u-κουάρκ δεν αντιστοιχεί ξεκάθαρα στην ιδιοκατάσταση
του d-κουάρκ, αλλά ένας γραμμικός συνδυασμός του d και s κουάρκ. Αυτός ο
γραμμικός συνδυασμός ονομάζεται d'. Ομοίως το c-κουάρκ αντιστοιχεί σε ένα
γραμμικό συνδυασμό του s και d κουάρκ που ονομάζεται s'. Οι σταθερές αυτών των
γραμμικών συνδυασμών μπορούν να γραφτούν συνάρτηση του ημιτόνου και του
συνημιτόνου μιας γωνιάς ονομάζεται γωνία Cabibbo θc. Έτσι έχουμε:

Θα μπορούσα Με την παραπάνω σχέση να την εκφράσουμε με τη μορφή πίνακα:

Πειραματικά έχει βρεθεί ότι για τη γωνία Cabibbo ότι είναι περίπου 13ο.

Εικόνα 49 H λεπτονική διάσππαση του μιονίου και οι διασπάσεις με γωνία Cabibboτου νετρονίου
και Λ0 υπερονίου

65
Εάν προσθέσουμε και την τρίτη γενιά των κουάρκ ο πίνακας γίνεται 3 ×3 ονομάζεται
Cabibbo-Koboyashi-Maskawa πίνακας:

Η πιθανότητα μετατροπής ενός κουάρκ qi σε ένα άλλο qj είναι ανάλογο του |𝑉𝑞𝑖𝑞𝑗 |2

τετραγώνου του πλάτους του στοιχείου του πίνακα. Τα στοιχεία του πίνακα μπορούν
να περιγραφούν με τέσσερις ανεξάρτητες παραμέτρους : τρεις πραγματικές γωνίες και
μία φανταστική φάση eiδ. Τα στοιχεία του πίνακα έχουν καθοριστεί μετά από μεγάλο
αριθμό διασπάσεων και έχουμε καταλήξει στο εξής:

Η ύπαρξη αυτής της μιγαδικής φάσης οδηγεί την παραβίαση της CP συμμετρίας.

3.7 Ηλεκτρασθενής Ενοποίηση

Η ιδέα ότι στην ασθενή αλληλεπίδραση γίνεται ανταλλαγής μποζονίων ήταν γενικά
αποδεκτή πριν την ανακάλυψη των ίδιων των μποζονίων. Η δομή της θεωρίας του
Fermi γιατί β διάσπαση συνεπάγει ότι ξέρουμε τα σημειακά σωματίδια στην
αλληλεπίδραση, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί ότι τα ανταλλασσόμενα μποζόνια
πρέπει να έχουν μεγάλες μάζες. Οι ιδιότητες του ουδέτερου μποζονίου Ζ εισάγει την
ανάμιξη ηλεκτρομαγνητισμού και ασθενούς αλληλεπίδρασης. Η ηλεκτρασθενής
θεωρία προτάθηκε από τους Glashow, Salam και Weinberg. Σε αυτό το μοντέλο η
αλληλεπίδραση περιγράφεται με μία συμμετρία SU(2)⊗U(1), περιλαμβάνει την
ηλεκτρομαγνητική και την ασθενή αλληλεπίδραση, ουδέτερου ρεύματος (NC) και
φορτισμένου ρεύματος (CC). Μάλιστα, η ηλεκτρομαγνητική και η ασθενής σταθερά
σύζευξης δεν είναι ανεξάρτητες αλλά σχετίζονται μεταξύ τους. Η ενοποίηση
εμφανίζεται κυρίως τις διαδικασίες NC. Στη θεωρία αυτή το φωτόνιο και τα
διανυσματικά μποζόνια αρχικά εισάγονται μαζί, ως πεδία βαθμίδας χωρίς μάζα.
66
Επίσης, εισάγεται ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται το αυθόρμητο σπάσιμο της
συμμετρίας που αφήνει το φωτόνιο χωρίς μάζα όπως αρχικά ήταν και δίνει μάζα στα
W± και Z0.
Η ασθενής αλληλεπίδραση μπορεί να περιγραφεί αρκετά κομψά με την εισαγωγή ενός
καινούριου κβαντικού αριθμού του ασθενούς ίσοσπίν Iw που αντιστοιχεί στη συμμετρία
SU(2), σε αναλογία με το ισοσπίν της ισχυρής αλληλεπίδρασης. Επίσης, η ποσότητα
που σχετίζεται με τη συμμετρία U(1) ονομάζεται ασθενές υπέρφορτίο Y. Και το
υπερφορτίο ορίζεται ως:
𝑌 = 2(𝑄 − 𝐼𝑊𝑍 )
Κάθε οικογένεια αριστερόστροφων κουάρκ και λεπτονίων σχηματίζουν μία διπλέτα
φερμιονίων και μπορούν το ένα να μετασχηματιστεί στο άλλο εκπέμποντας ή
απορροφώντας ένα μποζόνιο. Το ηλεκτρικό φορτίο των δύο φερμιονίων που είναι στην
ίδια διπλέτα διαφέρουν πάντα κατά μία μονάδα.
Για την ομάδα SU(2)L εισάγουμε τρία διανυσματικά πεδία W1,W2,W3 τα οποία έχουν
Iw=1 και Υw=0. Το διανυσματικό πεδίο που σχετίζεται με την ομάδα U(1) ονομάζεται
Β, με ισοπίν, ηλεκτρικό φορτίο και υπερφορτίο μηδέν.
Ταξινομούμε, λοιπόν, τα λεπτόνια σε τρεις ομάδες με δύο λεπτόνια η καθεμία και με
ισοσπίν Ιw=1/2:

Τα φορτισμένα και δεξιόστροφα λεπτόνια είναι μονές καταστάσεις και έχουνε


ισοσπίν Iw=0:

Δεξιόστροφα νετρινα δεν υπάρχουν. Ακόμα και αν υπήρχαν θα επιδρούσαν μόνο


βαρυτικά αφού θα είχαν 0 υπερφορτίο και μηδέν ισοσπίν.
Στην περίπτωση των κουάρκ υπάρχει παρόμοια λογική. Για κάθε χρώμα υπάρχουν
τρία ζεύγη ισοσπίν:

και οι αντίστοιχα μόνες καταστάσεις :

67
Ομοίως για όλα τα αντισωματίδια έχουνε αντίθετο κβαντικό αριθμό από το
αντίστοιχο σωματίδιο τους. Για τα αντιλεπτόνια, λοιπόν, έχουμε:

με αντίστοιχες μονές καταστάσεις:

Και για τα αντικουάρκ:

με μονές καταστάσεις:

Οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις φορτισμένων ρευμάτων έχουν σαν διαδότη W+ και W-,


που κάνουν σύζευξη μόνο με αριστερόστροφα φερμιόνια και δεξιόστροφα
αντιφερμιόνια και είναι γραμμικός συνδυασμός των W1 και W2:
1
𝑊± = (𝑊1 ± 𝑖𝑊2 )
√2
Ο διαδότης των ηλεκτρομαγνητικών και των ασθενών αλληλεπιδράσεων ουδέτερων
ρευμάτων είναι το φωτόνιο και το Ζ0, τα οποία είναι αμοιβαία ορθογώνιοι, γραμμικοί
συνδυασμοί των W3 και B, με δεδομένο πως το φωτόνιο δεν κάνει σύζευξη με ουδέτερα
σωματίδια (αριστερόστροφα και δεξιόστροφα φερμιόνια αλλά όχι νετρίνα), ενώ το Ζ0
κάνει:

Ο μετασχηματισμός αυτός εκφράζεται με δύο σταθερές σύζευξης για το ασθενές


φορτίο g και g', η ισοδύναμα σαν μία στροφή γύρω από μία γωνία θ w που ονομάζεται
γωνία Weinberg. Οι σχέσεις που συνδέουν τα ασθενή φορτία g,g' και τη γωνία θw είναι:
𝑔′ 𝑔΄ 𝑔
𝑡𝑎𝑛𝜃𝑊 = , 𝑠𝑖𝑛𝜃𝑊 = , 𝑐𝑜𝑠𝜃𝑊 =
𝑔 √𝑔2 +𝑔′2 √𝑔2+𝑔′2

Το ηλεκτρομαγνητικό φορτίο δίνεται από τη σχέση:


e=g sinθw=g΄cosθw.

68
Τελικά, καταλήγουμε πώς οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να περιγραφούν από δύο
βασικές παραμέτρους το ηλεκτρικό φορτίο e και την ασθενή γωνία θw. Ωστόσο, το
μοντέλο δεν προβλέπει τιμή για αυτές τις παραμέτρους και πρέπει να καθοριστούν
πειραματικά. Η γωνία Weinberg μπορεί να καθοριστεί από τη σκέδαση v-e, από την
ηλεκτρασθενή e+e- σκέδαση ή από το λόγο των μαζών του W+- και Z0 (ΜW/Mz=cosθW).
Συνδυασμένα πειραματικά αποτελέσματα καταλήγουν ότι:
𝑠𝑖𝑛2 𝜃𝑤 =0,23116±0,00012
Εφόσον η σταθερά σύζευξης για την ασθενή (aw∝ gg) είναι περίπου τέσσερις φορές
ισχυρότερη από την ηλεκτρομαγνητική (a ∝ee), ο λόγος της μικρής συνεισφοράς της
ασθενούς αλληλεπίδρασης στις χαμηλές ενέργειες οφείλεται στη μάζα του
𝑔2
διαδότη:𝑀𝑓𝑖 ∝ 𝑀2 𝑐 4 .
𝑤

Με βάση την τοπικότητα της συμμετρίας SU(2)U(1) τα τέσσερα διανυσματικά


μποζόνια W±,Z0 και A θα έπρεπε να έχουνε μάζα ηρεμίας μηδενική, αλλά κάτι τέτοιο
δεν συμβαίνει μόνο την περίπτωση του φωτονίου. Αυτό μπορεί να συμβεί με την με το
αυθόρμητο σπάσιμο της συμμετρίας το οποίο υποθέτει μία συμμετρική θεμελιώδη
κατάσταση κενού. Σε ενέργειες επαρκώς υψηλές τα μποζόνια Z0 και W± είναι με
μηδενική μάζα όπως το φωτόνιο. Κάτω όμως από την ενέργεια μεταβολής φάσης,
δημιουργούνται μάζες των μποζονίων από το πεδίο Higgs. Στη θεωρία της
ηλεκτρασθενούς ενοποίησης υπάρχουν τέσσερα πεδία Higgs, ένα για κάθε μποζόνιο.
Καθώς το σύστημα όμως ψύχεται (χαμηλώνει ενεργειακά) τρία μποζόνια Higgs, τα
κβάντα του πεδίου Higgs, απορροφούνται από το Z0 και W+-, γεγονός πού δημιουργεί
τις μάζες τους. Εφόσον το φωτόνιο παραμένει χωρίς μάζα σημαίνει ότι θα υπάρχει
ελεύθερο ένα μποζόνιο Higgs.
Έτσι εισάγουμε ένα νέο βαθμωτό (με spin 0) πεδίο το οποίο έχει υπερφορτίο Υ=1 και
ασθενές ισοσπίν Ιw=1/2:

𝜑+ 1 𝜑1 + 𝑖𝜑2
𝜑=( 0
)= ( )
𝜑 √2 𝜑3 + 𝜄𝜑4
Έτσι δημιουργούμε τέσσερα πραγματικά πεδία φ1,φ2,φ3 και φ4.
Στη συνέχεια εισάγουμε το δυναμικό Higgs:
𝑉 = 𝜇2 𝜑† 𝜑 + 𝜆(𝜑† 𝜑)2

69
𝜑12 +𝜑22 +𝜑32 +𝜑42
όπου 𝜑 † 𝜑 = . Αν μ2>0 και λ>0 η χαμηλότερη ενεργειακά κατάσταση
2
−𝜇 2
είναι στο φ=0. Αν όμως, μ2<0 και λ>0 παίρνει ελάχιστο στο 𝜑† 𝜑 = . Επιλέγουμε
2𝜆
−𝜇 2
φ1=φ2=φ4=0και φ3= 2𝜆 = 𝑢 και η ποσότητα u είναι η αναμενόμενη τιμή του κενού του

πεδίου Higgs, δηλαδή:


1 0
𝜑0 = ( )
√2 𝑢
Έτσι πλέον η θεμελιώδης κατάσταση δεν είναι πλέον συμμετρική, επηρεάζεται αν
αντικαταστήσουμε φ→-φ, δηλαδή η συμμετρία έχει αυθόρμητα σπάσει.

Εικόνα 50 Η ακτίνα της λύσης u, στην οποία αναζητούμε τη λύση της φ

Έπειτα, αναπτύσσουμε το πεδίο γύρω από το ελάχιστο φ 0 με μία διακύμανση h(x) η


οποία περιγράφει το παρατηρούμενο μποζόνιο Higgs, το μόνο που μένει από τα
τέσσερα βαθμωτά πεδία. Αν αναπτύξουμε το δυναμικό Higgs ως προς δεύτερη τάξη
στο h2 καταλήγουμε πώς:

V=V0+λu2h2
και ο επιπλέον όρος του h2 δίνει τη μάζα του μποζονίου Higgs:

70
Επίσης, αποδεικνύεται πως για τις μάζες των W± και Ζ0 :ΜW=gu/2 και
Μz=gu/(2συνθw), όπου καταλήγουμε πως ΜW/ Μz=συνθw και u=2Mw/g.

3.7 Βαρυτικές Δυνάμεις

Η βαρυτική δύναμη είναι ασθενέστερη από τις συνολικά τέσσερις θεμελιώδεις


δυνάμεις, παρόλα αυτά η δύναμη αυτή κυριαρχεί στο σύμπαν αφού σε μεγάλη κλίμακα
διαμορφώνει τη δομή των αστέρων και των γαλαξιών. Η βαρυτική δύναμη ανάμεσα σε
δύο μάζες m1 και m2 δίνεται από τη σχέση:
𝑚1 𝑚2
𝐹=𝐺
𝑟2
Η παραπάνω σχέση είναι γνωστή όσο νόμος της παγκόσμιας έλξης και το G είναι η
παγκόσμια βαρυτική σταθερά G=6,67-10-11 Nm2/Kg2. Όπως παρατηρούμε η δύναμη
είναι αντιστρόφως ανάλογη τετράγωνο της απόστασης και είναι πάντοτε ελκτική, με
διεύθυνση την ευθεία που ενώνει τα κέντρα μάζας των σωμάτων. Εάν συγκρίνουμε την
ηλεκτρική δύναμη μεταξύ ενός πρωτονίου και ενός ηλεκτρονίου με την βαρυτική
δύναμη που αναπτύσσεται ανάμεσά τους παρατηρούμε πώς προκύπτει ένας λόγος
αρκετά μικρός:
𝐹𝛽𝛼𝜌
= 4,4 ∗ 10−40
𝐹𝜂𝜆𝜀𝜅
Εάν μελετήσουμε τη βαρυτική δύναμη υπό το πρίσμα της ανταλλαγής μποζονίου,
τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο φορέας της δύναμης είναι το βαρυτόνιο με μάζα ηρεμίας
μηδενική και spin 2. Παρατηρούμε πως το βαρυτόνιο έχει διαφορετικό spin από τους
άλλους φορείς και αυτό οφείλεται το ότι δύναμη της βαρύτητας παρουσιάζεται πάντα
ως ελκτική. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μία πλήρης θεωρία που να ενσωματώνει τη
βαρυτική δύναμη σε κβαντικό επίπεδο. Επειδή η βαρυτική δύναμη είναι η ασθενέστερη
όλων δεν γίνεται αισθητή καθόλου στον μικρόκοσμο, γιατί για να αποκτήσει ισχυρή
υπόσταση πρέπει να υπάρξουν μεγάλες ποσότητες ύλης. Η κλασική δομή της
βαρυτικής έλξης μπορεί να περιγραφεί αρκετά ικανοποιητικά από τη Γενική Θεωρία
Σχετικότητας.

71
Κεφάλαιο 4 Συμμετρίες και Διατηρήσεις στις
Αλληλεπιδράσεις

Εισαγωγή

Όπως έχει γίνει ήδη αισθητό δεν μπορούν να συμβούν όλες οι αντιδράσεις
στοιχειωδών σωματιδίων στη φύση. Υπάρχουν όρια τα οποία περιορίζουν τις πιθανές
μεταπτώσεις, νόμοι διατήρησης ορισμένων μεγεθών. Παρατηρούμε ότι κάποιοι νόμοι
είναι απόλυτοι, δηλαδή ισχύουν σε κάθε αντίδραση αλλά υπάρχουν άλλες πού
διατηρούνται σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι πιο σημαντικοί νόμοι που κυριαρχούν στη φύση συνδέονται με κάποια συμμετρία.
Σύμφωνα με το θεώρημα της Νoether για κάθε συμμετρία που εμφανίζεται στη φύση
αντιστοιχεί ένα φυσικό μέγεθος το οποίο διατηρείται.

Συμμετρία Διατηρούμενο Μέγεθος


Χρόνος Διατήρηση ενέργειας
Χώρος Διατήρηση ορμής
Περιστροφή στο χώρο Διατήρηση στροφορμής
Μετασχηματισμοί βαθμίδος Διατήρηση φορτίου
Κατά τη μετατόπιση φάσης των κυματοσυναρτήσεων των σωματιδίων που φέρουν
φορτίο η συνάρτηση Lagrange παραμένει αναλλοίωτη και λόγω αυτού διατηρείται το
ηλεκτρικό φορτίο.
Οι συμμετρίες που συναντάμε στη φύση μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές
κατηγορίες:
α) στις γεωμετρικές συμμετρίες (συμμετρίες χωροχρόνου)
β) συμμετρίες εσωτερικών χώρων.
Γεωμετρικές συμμετρίες έχουν να κάνουν με συντεταγμένες του χώρου και του
χρόνου. Τέτοιες συμμετρίες είναι η στροφή στον χώρο, η μετατόπιση χωροχρόνο. Οι
εσωτερικές συμμετρίες αφορούν τους εσωτερικούς χώρους το σωματίδιο όπως για
παράδειγμα ο χώρος του ισοτοπικού spin, η συμμετρία που προκύπτει από την
εναλλαγή σωματιδίων και αντισωματιδίων.

72
Αν υποθέσουμε ότι έχουμε ένα σύνολο μετασχηματισμών συμμετρίας
A={R1,R2,..,Ri}. Αυτό το σύνολο μετασχηματισμών μπορεί να περιγραφθεί ακριβώς
από την έννοια της ομάδας εάν έχει τις παρακάτω ιδιότητες:
 Αν Ri και Rj είναι δύο μετασχηματισμοί της ομάδας τότε και το γινόμενο τους
ανήκει στην ομάδα Rk=Ri* Rj(πρώτα εκτελείται ο Rj και μετά ο Ri ).
 Υπάρχει ένα στοιχείο I τέτοιο ώστε IRi=RiI=Ri για όλα τα στοιχεία Ri.
 Για κάθε στοιχείο Ri υπάρχει ένα αντίστροφο Ri-1 ώστε :
Ri*Ri-1=Ri-1*Ri=I.
 Ri(RjRk)=(RiRj)Rk

4.1Διατήρηση ορμής
Αν θεωρήσουμε τα σωματίδια της αντίδρασης σαν ένα μονωμένο σύστημα τότε η
ορμή του συστήματος διατηρείται. Χρησιμοποιώντας σχετικιστική δυναμική
ελέγχουμε τη διατήρηση της ορμής. Εδώ να τονίσουμε πως αν το αντιδρών σωματίδιο
διασπαστεί σε δύο παράγωγα σωματίδια τότε αυτά πρέπει να κινούνται σε αντίθετη
κατεύθυνση αντίθετες ορμές, όταν μελετούμε την αντίδραση στο σύστημα ηρεμίας του
διασπόμενου σωματιδίου. Αν τώρα το σωματίδιο που διασπάται αρχικά διασπαστεί σε
τρία άλλα, τότε οι ορμές των τριών σωματιδίων που παράγονται πρέπει να έχουν
διανυσματικό άθροισμα μηδέν και να είναι ομοεπίπεδες, πάντα όταν παρατηρείται στο
σύστημα ηρεμίας του μητρικού σωματιδίου.

4.2 Διατήρηση ενέργειας


Αν το σύστημα αντίδρασης είναι κλειστό και μονωμένο, η συνολική ενέργεια
διατηρείται στη σωματιδιακή αντίδραση. Βέβαια, όπως και στην ορμή, απαιτούνται
σχετικιστικοί υπολογισμοί για να υπολογίσουμε τις διατηρούμενες ενέργειες. Ωστόσο,
μπορούμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις:
1. Για δύο ή περισσότερα συγκρουόμενα σωματίδια, η αντίδραση είναι
ενεργειακά πιθανή εάν η κινητική ενέργεια το σωματιδίων είναι επαρκής.
2. Για τη διάσπαση σωματιδίων, η διατήρηση της ενέργειας απαιτεί ότι η μάζα
το σωματιδίων που παράγονται πρέπει να είναι μικρότερη ή τουλάχιστον όχι
μεγαλύτερη από τη μάζα του διασπόμενου σωματιδίου, πάντα στο σύστημα

73
ηρεμίας του τελευταίου. Αρχικά η συνολική ενέργεια θα είναι η ενέργεια της
μάζας ηρεμίας Mc2. Μετά τη διάσπαση του σωματιδίου η συνολική μάζα
ηρεμίας των προϊόντων πρέπει να είναι μικρότερη από αυτή του αρχικού
σωματιδίου. Το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα το παρακάτω σχέση:

𝑀𝑐 2 = ∑ (𝑚𝑐 2 + 𝐸𝑘 )
𝜋𝜌𝜊𝜄ό𝜈𝜏𝛼

4.3 Διατήρηση φορτίου


Όλες οι αντιδράσεις των στοιχειωδών σωματιδίων οφείλουν να διατηρούν το φορτίο,
δηλαδή το άθροισμα των φορτίων των αρχικών σωματιδίων της αλληλεπίδρασης,
πρέπει να είναι ίσο με το άθροισμα των φορτίων των τελικών σωματιδίων.

4.4 Διατήρηση βαρυονικού αριθμού


Όλα τα βαρυόνια έχουν βαρυονικό αριθμό +1 ενώ τα αντιβαρυόνια έχουν βαρυονικό
αριθμό -1. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το κάθε κουάρκ έχει βαρυονικό αριθμό 1/3,
ενώ κάθε αντικουάρκ -1/3. Έτσι, ο συνολικός βαρυονικός αριθμός προκύπτει από τη
σχέση:
Β=(𝑛𝑞 − 𝑛𝑞̅ ) /3
Όπου 𝑛𝑞 𝜅𝛼𝜄 𝑛𝑞̅ ο αριθμός των κουάρκ και των αντικουάρκ αντίστοιχα.
Το άθροισμα του βαρυονικού αριθμό των αρχικών σωματιδίων ισούται με το άθροισμα
του βαρυονικού αριθμού των τελικών σωματιδίων.
Ο βαρυονικός αριθμός διατηρείται σε κάθε είδους αλληλεπίδραση- ισχυρή,
ηλεκτρομαγνητική, ασθενή. Έτσι η αντίδραση:

Απαγορεύεται από τη διατήρηση του βαρυονικού αριθμού, ενώ η επόμενη επιτρέπεται:

74
Εικόνα 51 Οι κβαντικοί αριθμοί των κουάρκ και αντικουάρκ

4.5 Διατήρηση γεύσης κουάρκ


Όπως έχουμε ήδη περιγράψει η γεύση είναι ένας κβαντικός αριθμός που χαρακτηρίζει
τον τύπο του κουάρκ. Μπορούμε να ορίσουμε τον αριθμό Nd ως τον αριθμό τον d-
κουάρκ μείον τον αριθμό των d-αντικουάρκ. Ομοίως μπορούμε να κάνουμε και για τις
υπόλοιπες γεύσεις πάνω U,γοητεία C, ομορφιά B, παραξενιά S και πάνω T.

Η ισχυρή και η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση διατηρούν τους αριθμούς της


γεύσης, αλλά όχι η ασθενής, η οποία τις παραβιάζει και επιτρέπει μεταβολές ΔS=0,1.
Η ασθενής αλληλεπίδραση είναι οι μόνες που επιτρέπουν την αλλαγή γεύσης το οποίο
συμβαίνει εύκολα όταν είναι κουάρκ της ίδιας οικογένειας, μπορεί να συμβεί όμως
αλλαγή με ένα κουάρκ επόμενης γενιάς αλλά πολύ πιο σπάνια.

4.6 Διατήρηση λεπτονικού αριθμού


Ο συνολικός λεπτονικός αριθμός ορίζεται ως αριθμός των λεπτονίων μείον των
αντιλεπτονίων:

75
Εικόνα 52 Λίστα λεπτονικών αριθμών
Ταυτόχρονα όμως ορίζουμε τον λεπτονικό αριθμό για κάθε είδους λεπτόνιο
ξεχωριστά:

Προφανώς ο συνολικός λεπτονικός αριθμός είναι το άθροισμα αυτών.

Όλες οι αλληλεπιδράσεις διατηρούν τον λεπτονικό αριθμό.

4.7 Στροφορμή
Στην κβαντομηχανική είναι αδύνατο να μετρήσουμε και τις τρεις συνιστώσες της
στροφορμής ταυτόχρονα. Καλύτερο που μπορούμε να επιτύχουμε είναι να μετρήσουμε
το μέγεθος του L μαζί με μία συνιστώσα του Lz. Επιπλέον, αυτά τα μεγέθη μπορούν να
πάρουν μόνο κάποιες συγκεκριμένες επιτρεπόμενες τιμές. Πιο συγκεκριμένα η
μέτρηση του L2:

Ενώ η μέτρηση του Lz δίνει πάντα αποτελέσματα της μορφής:

76
Ακριβώς την ίδια λογική ακολουθεί και το spin S:

Μια διαφορά εδώ είναι πως το s παίρνει ημιακέραιες τιμές

Θέλουμε να δούμε τι συμβαίνει με το άθροισμα δύο στροφορμών, είτε πρόκειται για


τη συνολική στροφορμή J=L+S ενός σωματιδίου, είτε πρόκειται για τη συνολική
στροφορμή δύο σωματιδίων J1+J2. Η τρίτη συνιστώσα της στροφορμής είναι το
άθροισμα των δύο επιμέρους στροφορμών m=m1 +m2. Τα πλάτη αν είναι παράλληλα
προστίθενται, ενώ αν είναι αντιπαράλληλα αφαιρούνται. Γενικά, μπορούμε να πούμε
θα πάρει τιμές ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες τιμές. Προκύπτει δηλαδή πώς το j
παίρνει τιμές από j=|j1-j2| έως j=|j1+j2| με ακέραια βήματα. Το J2 παίρνει τιμές
J2=j(j+1)ℏ2 .

𝑗 𝑗1 𝑗2
Οι σταθερές 𝐶 ονομάζονται Clebsch-Gordan σταθερές και το τετράγωνο
𝑚 𝑚1 𝑚2
τους δίνει την πιθανότητα μέτρησης j(j+1)ℏ2 του J2, σε ένα σύστημα αποτελείται από
δύο καταστάσεις |j1m1> και |j2m2>.
Όταν δεν υπάρχουν εξωτερικές ροπές η συνολική στροφορμή ενός απομονωμένου
συστήματος πρέπει να διατηρείται. Για να ελέγξουμε τη διατήρηση της στροφορμής
πρέπει να γνωρίζουμε το spin του κάθε σωματιδίου που συμμετέχει στην
αλληλεπίδραση και τους κανόνες για την πρόσθεση κβαντισμένων στροφορμών:
 Η συνολική στροφορμή δύο σωματιδίων με ακέραιο σπιν (S=0,1,2,..) θα είναι
ακέραιο πολλαπλάσιο του ℏ.
 Η συνολική στροφορμή δύο σωματιδίων με ημιακέραιο σπιν (S=1/2,3/2,5/2,..)
θα είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του ℏ.
 Η συνολική στροφορμή δύο σωματιδίων, ενός με ακέραιο spin και ενός άλλου
με ημιακέραιο, θα είναι ημιακέραιο πολλαπλάσιο του ℏ.

77
4.8 Ισοσπίν
Μία αρκετά γνωστή ιδιότητα των πυρηνικών δυνάμεων είναι η ανεξαρτησία τους από
το φορτίο: Το πρωτόνιο και το νετρόνιο θεωρούνται δύο καταστάσεις του ίδιου
σωματιδίου, του νουκλεονίου, το οποίο έχει ισοσπίν Ι=1/2. Οι καταστάσεις που
αντιστοιχούν στην τρίτη συνιστώσα είναι το πρωτόνιο με Ι Ζ=+1/2 και το νετρόνιο με
ΙΖ=-1/2.
Οι καταστάσεις ισοσπίν είναι ισοδύναμες με τις καταστάσεις της στροφορμής. Οι
μετατοπίσεις στον χώρο του ισοσπίν είναι ανάλογες με τις στροφές στον κανονικό
χώρο. Η ανεξαρτησία των πυρηνικών δυνάμεων από το φορτίο αντιστοιχεί στο
αναλλοίωτο σε στροφές στον χώρο του ισοσπίν.
Ένας άλλος χρήσιμος αριθμός για τα αδρόνια είναι το υπερφορτίο που ορίζεται ως το
άθροισμα :
Y=B+S+C+𝐵̃+T
Όπου Β ο βαρυονικός αριθμός και S,C,𝐵̃,T οι αντίστοιχοι αριθμοί γεύσεων για τα s-
κουάρκ,c-κουάρκ,b-κουάρκ,t-κουάρκ.
Υπάρχει, επίσης, μία σχέση που συνδέει το ηλεκτρικό φορτίο Q, το υπερφορτίο και
την τρίτη συνιστώσα του ισοσπίν Ι3 από τη σχέση των Gell-Mann-Nishijima:
𝑆+𝐵
𝑄 = 𝐼3 +
2
Έστω ότι το ισοσπίν έχει μία τιμή Ι, τότε η τρίτη συνιστώσα του ισοσπίν Ι 3 θα θα
πάρει τιμές:
Ι3=Ι,Ι-1,…,-Ι (2Ι+1 τιμές)
Επιπλέον, αν θέλουμε να υπολογίσουμε το άθροισμα δύο ισοσπίν Ι α και Ιβ τότε αυτό
θα πάρει τιμές με μεγαλύτερη το άθροισμά τους και μικρότερη το απόλυτο της
διαφοράς τους.
Ια+Ιβ, Ια+Ιβ-1,……..,| Ια-Ιβ|
𝛽
ενώ η τρίτη συνιστώσα θα είναι Ι3=𝛪3𝛼 + 𝛪3 , ακριβώς όπως συμπεριφέρεται το σπιν. Ο
αριθμός του ισοσπίν διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις, αλλά η τρίτη
συνιστώσα διατηρείται σε όλες τις ισχυρές και ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις.
Στις ασθενείς επιτρέπονται μεταβολές με ΔΙ=1 ή ½.

78
4.9 Ομοτιμία-Parity
Ο τελεστής ομοτιμίας 𝛲̂ αναστροφή του χώρου. Η αναστροφή των τριών αξόνων είναι
ισοδύναμη με την αναστροφή ενός άξονα και έπειτα μία στροφή 1800 γύρω από αυτόν.
Η ομοτιμία είναι ισοδύναμη να είναι με το αντικείμενο και το είδωλό του στον
καθρέφτη. Σε καρτεσιανές συντεταγμένες η αντιστροφή είναι:
(x,y,z)→(-x,-y,-z) ή 𝑟⃗→- 𝑟⃗
Ενώ ισοδύναμη σε σφαιρικές είναι:
r→r ,θ→π-θ, φ→ φ+π
Με την εφαρμογή του τελεστή της ομοτιμίας ένα σύστημα συντεταγμένων το οποίο
είναι δεξιόστροφο μετατρέπεται σε αριστερόστροφο και αντίστροφα. Τα βαθμωτά
μεγέθη και τα ψευδοδιανύσματα δεν αλλάζουνε πρόσημο υπό τον τελεστή της
ομοτιμίας, αλλά τα ψευδοβαθμωτά και τα πολικά διανύσματα αλλάζουν πρόσημο. Έτσι
ο τελεστής της ομοτιμίας:
Δεν αλλάζει τον χρόνο t→t
Αλλάζει την ορμή 𝑃⃗⃗→−𝑃⃗⃗
Δεν αλλάζει την στροφορμή 𝐿⃗⃗→𝐿⃗⃗
Δεν αλλάζει το σπιν 𝑆⃗→𝑆⃗
⃗⃗
Δεν αλλάζει το 𝛣 ⃗⃗→𝐵
𝐵 ⃗⃗

Αλλάζει το 𝛦⃗⃗ 𝐸⃗⃗ →−𝐸⃗⃗


Αλλάζει την ελίκωση ℎ⃗⃗→-ℎ⃗⃗
Αν ο τελεστής της ομοτιμίας εφαρμοστεί δύο φορές, προφανώς θα επανέλθουμε στην
αρχική κατάσταση:
𝑃̂𝛹 (𝑟⃗) = 𝛹(−𝑟⃗) = 𝜌𝛹(𝑟⃗)
𝑃̂𝛹(−𝑟⃗) = 𝑝2 𝛹(𝑟⃗) = 𝛹(𝑟⃗)
Έτσι καταλήγουμε πώς η ομοτιμία παίρνει μόνο δύο ιδιοτιμές +1 ή -1.
Για να διατηρείται η ομοτιμία ενός συστήματος θα πρέπει η χαμιλτονιανή του
συστήματος να μετατίθεται με την ομοτιμία.
̂ 𝛨] = 0
[𝛲,
Η εσωτερική ομοτιμία των λεπτονίων και των κουάρκ είναι +1, ενώ τα αντίστοιχα
αντισωματίδια θα έχουν ομοτιμία-1.

79
Επίσης, τα διανυσματικά μποζόνια έχουν ομοτιμία -1. Η ομοτιμία έχει τη
χαρακτηριστική ιδιότητα ότι είναι πολλαπλασιαστικός κβαντικός αριθμός. Αυτό
σημαίνει ότι αν έχουμε ένα σύνθετο σύστημα η ομοτιμία του συστήματος προκύπτει
από το γινόμενο των ομοτιμιών του κάθε σωματιδίου του συστήματος. Πρέπει βέβαια
να λάβουμε υπόψη μας και τη τροχιακή σχετική στροφορμή. Έτσι αν το σύστημά μας
αποτελείται από δύο σωματίδια 1 και 2 τότε η ομοτιμία θα είναι:

Η ομοτίμία δύο μεσονίων με ίδια εσωτερική ομοτιμία (για παράδειγμα, δύο π) θα


είναι: P(m1,m2)=(-1)l.
Τα σωματίδια χωρίς spin όπως τα πιόνια, η τροχιακή στροφορμή είναι ίση με τη
φωνητική στροφορμή J=L.
Άρα ένα μεσόνιο το οποίο αποτελείται από ένα κουάρκ α και ένα αντικουάρκ b θα
έχει ομοτιμία:

Περίπτωση που μιλάμε για τα ελαφριά μεσόνια (π,ρ) τα οποία έχουμε στροφορμή
L=0 προκύπτει πόσα έχουν ομοτιμία -1. Παρατηρούμε επίσης πώς το αντίστοιχο
αντιμεσόνιο θα έχει την ίδια ομοτιμία. Τα βαρυονια επειδή αποτελούνται από τρία
κουάρκ α,β,γ θα έχουν ομοτιμία
𝛲𝛣 = 𝛲𝛼 𝛲𝛽 𝛲𝛾 (−1)𝐿𝑎𝛽 (−1)𝐿𝛾 = (−1)𝐿
όπου L=Lαβ+Lγ και στη χαμηλότερη κατάσταση με L=0 θα έχουν ομοτιμία +1, ενώ
προφανώς τα αντιβαρυόνια θα έχουν -1.
Η ομοτιμία διατηρείται στις ισχυρές, στις βαρυτικές και τις ηλεκτρομαγνητικές
αλληλεπιδράσεις. Το 1956 o Lee και Yang διατύπωσαν τις αμφιβολίες τους για τη
διατήρηση της ομοτιμίας στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις. Πειράματα ελέγχου αυτών
των απόψεων ακολούθησαν σχεδόν αμέσως. Το πρώτο από αυτά τα ιστορικά
πειράματα ήταν το πείραμα της ομάδας της Wu. Στο πείραμα αυτό μελέτησαν τη
διάσπαση των πυρήνων του Co.

80
Τα πυρηνικά spin των πυρήνων του Co είναι ευθυγραμμισμένα με το εξωτερικό
ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Κατά τη μέτρηση της κατεύθυνσης των παραγόμενων
ηλεκτρονίων παρουσιάστηκε ασυμμετρία. Τα ηλεκτρόνια προτιμούν να εκπέμπονται
με κατεύθυνση αντίθετη από αυτή του πυρηνικού spin. Επίσης, επειδή ο πυρήνας του
Co έχει J=5, του παραγόμενου Ni J=4, πρέπει το ζεύγος ηλεκτρονίου και αντινετρίνο
να έχουν παράλληλα spin άρα Jz=1. Δηλαδή, δημιουργούνται δεξιόστροφα αντινετρίνο
και αριστερόστροφα ηλεκτρόνια.

Εικόνα 53 Σχηματική αναπαράσταση των κατευθύνσεων του σπιν στη διάπαση του Co

Η απουσία της κατοπτρικής εικόνας δεξιόστροφου νετρίνου, δηλαδή απουσία


αριστερόστροφου αντίνετρίνου είναι ξεκάθαρη παραβίαση της ομοτιμίας. Στη φύση
λοιπόν παρατηρούνται μόνο δεξιόστροφα αντινετρίνα και αριστερόστροφα νετρίνα.

4.10 Συζυγία φορτίου C


Ο τελεστής της συζυγίας φορτίου αντικαθιστά κάθε σωματίδιο με το αντίστοιχο
αντισωματίδιο του. Αυτό μπορεί να ιδωθεί σαν η αντανάκλαση στο κάτοπτρο που
αντιστρέφει τα πρόσημα όλων των φορτίων, όχι μόνο του ηλεκτρικού φορτίου αλλά
του βαρυονικού αριθμού, του λεπτονικού αριθμού και του κβαντικού αριθμού της
γεύσης. Επίσης αντιστρέφει τη μαγνητική ροπή μ. Βέβαια υπάρχουν και σωματίδια που
είναι ουδέτερα όπως τα φωτόνια και τα π0 μεσόνια, που δεν φέρουνε κανένα φορτίο
και είναι αντισωματίδια του εαυτού τους.
̅ ⟩ ενός αντισωματιδίου τότε :
Έτσι αν |𝛹 ⟩ είναι η κατάσταση ενός σωματιδίου και |𝛹
̅⟩
𝐶|𝛹 ⟩=|𝛹
Και όμοια
̅ ⟩ = |𝛹 ⟩
𝐶|𝛹
Έτσι έχουμε
̅ ⟩=|𝛹 ⟩
𝐶 2 |𝛹 ⟩=𝐶𝐶|𝛹 ⟩=𝐶|𝛹

81
Τελικά καταλήγουμε ότι οι ιδιοτιμές του τελεστή συζυγίας φορτίο είναι +1 ή -1, όπως
και του τελεστή ομοτιμίας.
Εδώ κάτι που πρέπει να τονίσουμε είναι πως ένα σωματίδιο δεν είναι ιδιοκατάσταση
του τελεστή συζυγίας φορτίου C γιατί όταν δράσει στο σωματίδιο δημιουργείται μία
τελείως διαφορετική κατάσταση, αυτή του αντισωματιδίου, για παράδειγμα το
πρωτόνιο |𝑝⟩: 𝐶|𝑝⟩=|𝑝̅ ⟩ ≠ ±|𝑝⟩,οδηγεί στην κατάσταση του αντιπρωτονίου. Ωστόσο
θα είναι ίδιο κατάσταση του C2: 𝐶 2 |𝑝⟩=|𝑝⟩.
Άρα για να είναι μία κατάσταση σωματιδίου ίδιο κατάσταση του C, πρέπει να έχει
μηδέν φορτίο, όπως για παράδειγμα το π0:
𝐶| 𝜋 0 >=𝛼| 𝜋 0 >
Αλλά, τα φορτισμένα πιόνια δεν είναι ιδιοκαταστάσεις της συζυγίας φορτίου:
𝐶| 𝜋 + >=+| 𝜋 − > , 𝐶| 𝜋 − >=+| 𝜋 + >
Με σκοπό να μελετήσουμε τη συμπεριφορά του φωτονίου υπό το τελεστή συζυγίας
φορτίου μπορούμε να σκεφτούμε πως αν όλες οι πηγές του πεδίου άλλαζαν το πρόσημο
τους, αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει πρόσημο και το πεδίο που αυτά
δημιουργούν. Έτσι για το φωτόνιο μπορούμε να πούμε ότι είναι μία ιδιοκατάσταση του
τελεστή συζυγίας φορτίο με ίδιο τιμή -1.
𝐶|𝛾⟩ = −|𝛾⟩
Εάν έχουμε μία κατάσταση από n φωτόνια τότε επειδή ο τελεστής C είναι
πολλαπλασιαστικός θα ισχύει:
𝐶|𝑛𝛾⟩ = (−1)𝑛 |𝛾⟩
Το πιόνιο π0 διασπάται σε δύο φωτόνια γ που θα έχουν (-1)2=1 άρα και το π0 θα έχει
ιδιοτιμή 1.
Αν υποθέσουμε τα σωματίδια έχουν καθορισμένη τροχιακή στροφορμή L και
καθορισμένο ολικό spin S, τότε η κυματοσυνάρτηση παραγοντοποιείται σε τροχιακές
και spin καταστάσεις, και μπορούμε να μελετήσουμε τη συμμετρία κάθε κατάστασης
χωριστά. Εάν τα δύο σωματίδια αλλάζουν θέση αντιστρέφεται και το σχετικό διάνυσμα
θέσης τους και αυτό συνεισφέρει ένα παράγοντα (-1)L. Για δύο φερμιόνια η κατάσταση
spin είναι άρτια αν το συνολικό spin είναι περιττό και αντίστοιχα η κατάσταση είναι
περιττή αν το συνολικό spin είναι άρτιο. Για αυτό στην αλλαγή των spin η συνεισφορά
είναι (-1)s. Τέλος, υπάρχει ένας παράγοντας -1 που προκύπτει από την κβαντική θεωρία
πεδίου όταν ένα φερμιόνιο ανταλλάσσεται με το αντιφερμιόνιό του.
Για ένα ζεύγος φερμιονίου και αντιφερμιονίου θα ισχύει:

82
Για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο σωματίδια με spin 1/2. Άρα το
συνολικό θα είναι 0 ή 1. Η κατάσταση με συνολικό spin 1 είναι συμμετρική, ενώ η
κατάσταση με μηδέν αντισυμμετρική. Ακόμη, ένα φερμιόνιο και ένα αντιφερμιόνιο
έχουν αντίθετες εσωτερικές συζυγίες φορτίου, έτσι υπάρχει και ένας παράγοντας (-1).
Έτσι ο παράγοντας εξαιτίας της αλλαγής των spin είναι (-1)l+s.
Η συζυγία φορτίου διατηρείτε στις ηλεκτρομαγνητικές, στις ισχυρές και στις
βαρυτικές αλληλεπιδράσεις, όχι όμως στις ασθενείς. Αν παραδείγματος χάρη
εφαρμόσουμε τον τελεστή της συζυγίας φορτίου σε ένα αριστερόστροφο νετρίνο τότε
θα προκύψει ένα αντινετρίνο το οποίο θα είναι αριστερόστροφο, αλλά κάτι τέτοιο δεν
παρατηρείται σε καμία φυσική αλληλεπίδραση.

4.11 Συμμετρία CP
Όπως έχουμε δει μέχρι τώρα οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις δεν είναι αμετάβλητες υπό
τη δράση του τελεστή ομοτιμίας Ρ. Απόδειξη για αυτό οπότε λέει η διάσπαση του
πιονίου π+ :
𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝐿
στην οποία παράγεται αριστερόστροφο νέτρινο, αλλά όχι και δεξιόστροφο όπως θα
έπρεπε
𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝑅
να υπήρχε αν δεν παραβιαζόταν η ομότιμία. Επίσης, λόγω της συζυγίας φορτίου C η
αντίδραση θα γινόταν:
𝜋 − → 𝜇 − + ̅̅̅
𝜈𝜇𝐿
και θα είχαμε παραγωγή αριστερόστροφου αντινετρίνου, που δεν παρατηρείται.
𝛤(𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝐿 ) ≠ 𝛤(𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝑅 ) = 0, 𝜋𝛼𝜌𝛼𝛽ί𝛼𝜎𝜂 𝛲
𝛤(𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝐿 ) ≠ 𝛤(𝜋 − → 𝜇 − + ̅̅̅
𝜈𝜇𝐿 ) = 0, 𝜋𝛼𝜌𝛼𝛽ί𝛼𝜎𝜂 𝐶
Ωστόσο, αν συνδυάσουμε τους δύο τελεστές η παραβίαση αίρεται.
𝛤(𝜋 + → 𝜇 + + 𝜈𝜇𝐿 ) = 𝛤(𝜋 − → 𝜇 − + ̅̅̅
𝜈𝜇𝑅 )
Η συμμετρία CP διατηρείται στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις με μία πολύ μικρή
παραβίαση περίπου της τάξης του 0,1%. Η παραβίαση αυτή παρατηρείται στη
διάσπαση των ουδέτερων καονίων.

83
Εικόνα 54 H διαμήκης πόλωση των νετρίνο και αντινετρίνο

4.12 Αντίστροφη χρόνου


Η αντιστροφή του χρόνου είναι μία συμμετρία κατά την οποία αντιστρέφεται,
αφήνοντας όλα τα διανύσματα θέσης αμετάβλητα, αλλά αλλάζει την ορμή και το σπίν:
t→ -t ,r→ r, p→ -p,s→-s
Όπως η ομοτιμία και η συζυγία φορτίου, η Τ-συμμετρία διατηρείται στις ισχυρές και
ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. Στη νευτώνεια κλασική κίνηση, αν δεν υπάρχουν
δυνάμεις που εξαρτώνται από την ταχύτητα, τότε ο δεύτερος νόμος του Νεύτωνα
παραμένει αναλλοίωτος κάτω από την αντιστροφή του χρόνου, όχι όμως αν υπάρχει
εξάρτηση από ταχύτητα.
𝑑𝑝
= 𝐹(𝑟) 𝛼𝜇𝜀𝜏ά𝛽𝜆𝜂𝜏𝜊 𝜐𝜋ό 𝛵
𝑑𝑟
𝑑𝑝
= 𝐹 (𝑟. 𝑢) 𝜋𝛼𝜌𝛼𝛽𝜄ά𝜁𝜀𝜄 𝛵
𝑑𝑟
Σε αντίθεση με την κλασική μηχανική που δείχνει να διατηρείται η συμμετρία του
χρόνου, μία άλλη μακροσκοπική θεωρία της φύσης η θερμοδυναμική, παρουσιάζει μία
εντελώς ασύμμετρη συμπεριφορά. Ένα κλασικό παράδειγμα της ασυμμετρίας του
χρόνου στη θερμοδυναμική είναι το εξής: Η θερμότητα ρέει από το ζεστό στο κρύο,
πότε το αντίστροφο. Η θερμοδυναμική μπορεί να εξηγήσει αυτά τα μη συμμετρικά
φαινόμενα σαν αποτέλεσμα του ισχυρισμού πως τα συστήματα αυτόματα εξελίσσονται
σε κατάσταση ισορροπίας στη ροή του χρόνου, αλλά αν δεν εξελίσσονται αυτόματα
απομακρύνομαι από την κατάσταση ισορροπίας. Έτσι λοιπόν εγείρεται το ερώτημα
πως μία μη θεμελιώδης θεωρία μπορεί να είναι αντισυμμετρική αν και οι θεμελιώδεις
νόμοι που τη δομούν είναι συμμετρικοί στο χρόνο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα
μάλλον φαίνεται να οφείλεται στις ασυμμετρικές αρχικές συνθήκες .

84
Ας θεωρήσουμε το μετασχηματισμό της κυματοσυνάρτησης ενός σωματιδίου που
πρέπει να ικανοποιεί

αν το σύστημα είναι χρονικά αναλλοίωτο, ώστε η πιθανότητα το σωματίδιο να βρεθεί


στη θέση r το χρόνο -t είναι ίδια με το να βρεθεί στη θέση r πόσο χρονών t.
Η κυματοσυνάρτηση ενός ελεύθερου σωματιδίου είναι :
𝜓𝑝 (𝑟, 𝑡) = exp[𝑖(𝑝𝑟 − 𝐸𝑡)]
και κάτω από την αντιστροφή του χρόνου η ορμή θα γίνει p→-p και η ενέργεια E→E:
𝜓𝑝 (𝑟, 𝑡) = exp[−𝑖(𝑝𝑟 + 𝐸𝑡)]
Ένας μετασχηματισμός πού να ικανοποιεί τις σχέσεις, είναι ο εξής:

Όπου έχει εισαχθεί ο τελεστής της αντίστροφης χρόνου 𝛵̂ κατά αναλογία με τον
τελεστή της ομοτιμίας 𝛲̂ . Ωστόσο, οι κβαντικοί τελεστές που αντιστοιχούν σε φυσικές
παρατηρήσεις πρέπει να είναι γραμμικοί:

και ερμιτινιανοί:

όπου α1 και α2 αυθαίρετοι μιγαδικοί αριθμοί.


Σε αντίθεση για το τελεστή αντίστροφης χρόνου ισχύει:

που δείχνει πως δεν είναι γραμμικός


Επειδή ο τελεστής της αντίστροφης του χρόνου είναι αντιγραμμικός και
αντιμοναδιαίος δεν είναι ερμιτιανός και δεν αντιστοιχεί κάποια μετρήσιμη φυσική
ποσότητα ώστε να ελέγξουμε τη τι συμπεριφορά του τελεστή Τ. Ωστόσο, μπορούμε
άλλους τρόπους να ελέγξουμε την αναλλοιώτητα, όπως μελετώντας το ρυθμό
μετάπτωσης μίας αντίδρασης σε σχέση με το ρυθμό μεταπτώσεις της αντίστροφης της.
Δηλαδή η αντίδραση a+b→c+d και η αντίδραση c+d→a+b πρέπει να έχουν την ίδια
ενεργό διατομή, αυτό ονομάζεται αρχή της λεπτομερούς ισορροπίας και πηγάζει
κατευθείαν στην αναλλοιώτητα της αντιστροφής χρόνου.

85
4.13 Θεώρημα CPT

Το θεώρημα CPT ενσωματώνει τρεις συμμετρίες. Σύμφωνα με αυτό το θεώρημα εάν


η συζυγία φορτίου, η ομοτιμία και η αντίστροφη χρόνου εφαρμοστούν μαζί η
χαμιλτονιανή του συστήματος παραμένει αμετάβλητη και οι νόμοι φυσικής
παραμένουν αναλλοίωτοι. Εάν όλα τα σωματίδια στο σύμπαν άλλαζαν στο αντίστοιχο
του σωματίδιο τους, ανακλούνταν σε ένα κάτοπτρο και ο χρόνος έτρεχε αντίστροφα θα
προέκυπτε ένας καινούργιος κόσμος που θα ήτανε μη διακρίσιμος από τον παλιό.
Αν σε μία αλληλεπίδραση δεν διατηρείται η συμετρία PC, τότε δεν πρέπει να
διατηρείται και η αντίστροφη χρόνου T, ώστε να διατηρείται η CPT συμμετρία.
Συνέπειες αυτής της συμμετρίας είναι:
α) η μάζα ενός σωματιδίου είναι ίση με τη μάζα του αντισωματιδίου του
β) όλοι οι εσωτερικοί κβαντικοί αριθμοί των αντισωματιδίων είναι αντίθετοι από
αυτούς των σωματιδίων.
γ) ο χρόνος ζωής ενός σωματιδίου είναι ίσoς με το χρόνο ζωής του αντισωματιδίου .
δ) τα σωματίδια με ακέραιο αριθμό spin υπακούν στην στατιστική Bose-Einstein και
σωματίδια με ημιακέραιο spin υπακούν στην στατιστική Fermi-Dirac.

86
Διατηρούμενη Ποσότητα Αλληλεπίδραση
Ισχυρή Ηλεκτρομαγνητική Ασθενής

𝛦𝜈έ𝜌𝛾𝜀𝜄𝛼 − 𝛰𝜌𝜇ή
𝛷𝜊𝜌𝜏ί𝜊
} Ναι Ναι Ναι
𝛣𝛼𝜌𝜐𝜊𝜈𝜄𝜅ό𝜍 𝛼𝜌𝜄𝜃𝜇ό𝜍
𝛬𝜀𝜋𝜏𝜊𝜈𝜄𝜅ό𝜍 𝛼𝜌𝜄𝜃𝜇ό𝜍
Ι (ισοσπίν) Ναι Όχι Όχι (ΔΙ=1 ή 1/2)

S (παραξενιά) Ναι Ναι Όχι (ΔS=1,0)

C (χάρη) Ναι Ναι Όχι (ΔC=1,0)

P (ομοτιμία) Ναι Ναι Όχι

C (συζυγία φορτίου) Ναι Ναι Όχι

CP (ή Τ) Ναι Ναι Ναι*

CPT Ναι Ναι Ναι

*παραβίαση 10-3 στη διάσπαση του Κ0

4.14 Καθιερωμένο Μοντέλο

Το στάνταρ μοντέλο των στοιχειωδών σωματιδίων συγκεντρώνει την ενοποιημένη


θεωρία της ηλεκτρασθενούς αλληλεπίδρασης και της κβαντοχρωμοδυναμικής. Όπως
έχουμε ήδη αναφέρει οι τέσσερις βασικές δυνάμεις αλληλεπίδρασης έχουνε παρόμοια
δομή. Κάθε μία από αυτές λειτουργεί με την ανταλλαγή μποζονίου.
Ανακεφαλαιώνοντας τα βασικά σημεία είναι:
o Τα γκλουόνια έχουν χρωματικό φορτίο και για αυτό το λόγο αλληλεπιδρούν
μεταξύ τους. Επίσης τα μποζόνια της ασθενούς αλληλεπίδρασης φέρουν και
αυτά ασθενές φορτίο.

87
Αλληλεπίδραση Φορτίο Ανταλλασσόμενα Μάζα JP
σύζευξης σωματίδια (GeV/c2)
Ισχυρή χρωματικό 8 γκλουόνια 0 1-
Ηλεκτρομαγνητική ηλεκτρικό φωτόνιο γ 0 1-
Ασθενής ασθενές W± , Z0 ≈ 102 1

o Τα θεμελιώδη σωματίδια είναι τα μποζόνια που ανταλλάσσονται (γκλουόνια,


φωτόνιο, μποζόνιο W±,Z0,Η και βαρυτόνιο) και τα κουάρκ και τα λεπτόνια.
Τα λεπτόνια και τα κουάρκ είναι φερμιόνια spin 1/2 και κατατάσσονται
σύμφωνα με τις μάζες τους σε τρεις γενιές. Κάθε φερμιόνιο έχει ένα
αντίστοιχο αντί φερμιόνιο. Έχει την ίδια μάζα με το φερμιόνιο, αλλά αντίθετο
ηλεκτρικό φορτίο, χρώμα και την τρίτη συνιστώσα ισοσπίν.
o Στο καθιερωμένο μοντέλο τα νετρίνα προβλέπεται να είναι χωρίς μάζα. Οι
παρατηρήσεις όμως στις ταλαντώσεις νετρίνων έδειξε ότι πρέπει να έχουν
μάζα.
o Τα κουάρκ μπορούν να αλλάζουν τη γεύση τους. Προτιμούν μεταβάσεις μέσα
στην ίδια οικογένεια. Μεταβάσεις ηλεκτρονίων δεν εμφανίζουν τέτοια
συμπεριφορά, αλλά είναι σχεδόν ανεξάρτητη της γενιάς.
o Η συνέπεια του στάνταρ μοντέλου υποχρεώνει την ύπαρξη ενός ουδέτερου
σωματιδίου με spin 0, το οποίο σχετίζεται με τα άλλα στοιχειώδη σωματίδια
με ισχύ ανάλογη των μαζών τους. Το σωματίδιο higgs φαίνεται να έχει
ανιχνευτεί με μάζα 120 GeV.
o Η εμβέλεια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας είναι άπειρη αφού τα
φωτόνια δεν έχουν μάζα. Ενώ η ασθενής αλληλεπίδραση έχει εμβέλεια
περίπου 10-3 fm επειδή τα μποζόνια ανταλλαγής έχουν μεγάλη μάζα. Τα
γκλουόνια έχουν μηδενική μάζα, ωστόσο, η εμβέλεια της ισχυρής
αλληλεπίδρασης περιορίζεται αρκετά εξαιτίας της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης
τον γκλουονίων. Η ενέργεια του πεδίου χρώματος αυξάνεται καθώς αυξάνεται
και η απόσταση. Aποστάσεις 1fm, είναι αρκετές ώστε να παράγουν ένα
πραγματικό ζεύγος κουάρκ-αντίκουάρκ. Τα ελεύθερα σωματίδια είναι πάντα
χρωματικά ουδέτερα.

88
o Η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και η ασθενής μπορούν να ερμηνευτούν
ως δύο στοιχεία μιας μονής αλληλεπίδρασης: της ηλεκτρασθενούς
αλληλεπίδρασης.

o Διαφορετικοί νόμοι διατήρησης εφαρμόζονται σε διαφορετικές


αλληλεπιδράσεις:
i. Σε κάθε είδους αλληλεπίδραση η ενέργεια, η ορμή, η γωνιακή
στροφορμή, το φορτίο, το χρωματικό φορτίο, ο βαριονικός αριθμός και ο
λεπτονικός διατηρούνται.
ii. οι P και C parity διατηρούνται στις ισχυρές και στις ηλεκτρομαγνητικές
αλληλεπιδράσεις όχι όμως στις ασθενείς. Η συνδυασμένη CP parity
διατηρείται στην ασθενή αλληλεπίδραση, αλλά με μια μικρή παραβίαση.
iii. Μόνο φορτισμένα ρεύματα στις ασθενείς αλληλεπιδράσεις μετατρέπουν
τον ένα τύπου κουάρκ σε έναν άλλον- αλλαγή γεύσης, και τον έναν τύπο
λεπτονίού σε έναν άλλον. Έτσι, κβαντικοί αριθμοί που καθορίζουν τη
γεύση (τρίτη συνιστώσα isospin I3, παραξενιά S, γοητεία C κ.α.)
διατηρούνται στις άλλες αλληλεπιδράσεις
iv. Το μέγεθος του isospin διατηρείται στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις.

89
Εικόνα 55 Οι βασικές αλληλεπιδράσεις

Γενικά τα πειραματικά αποτελέσματα συμπίπτουν με τις υποθέσεις που προέρχονται


από το καθιερωμένο μοντέλο. Παρόλα αυτά, σήμερα το καθιερωμένο μοντέλο δεν
ικανοποιεί σε κάποια επίπεδα. Ένας μεγάλος αριθμός παραμέτρων παραμένει: τρεις
σταθερές ζεύξης για τις αλληλεπιδράσεις, 6 μαζες κουάρκ, τρεις μάζες φορτισμένων
λεπτονίων. Επιπλέον, φαινόμενα και παρατηρήσεις τα οποία δεν μπορούν να
εξηγηθούν στο καθιερωμένο μοντέλο προς το παρόν είναι: σκοτεινή ενέργεια και
σκοτεινή ύλη, τα οποία κυριαρχούν στην εξέλιξη και στη δομή ολόκληρου του
σύμπαντος. Ακόμη υπάρχουν πολλά ερωτήματα όπως γιατί υπάρχουνε τρεις
οικογένειες φερμιονίων. Γιατί τα νετρίνα έχουνε πολύ μικρές μάζες αν όχι καθόλου.
Γιατί υπάρχουν μόνο τέσσερις αλληλεπιδράσεις και άλλα πολλά.

90
Βιβλιογραφία

Τραχανάς, Σ. (1999). Σχετικιστική Κβαντομηχανική. Ηράκλειο:


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Βεργάδος, Ι.Δ. & Τριανταφυλλόπουλος, Η. (2000). Εισαγωγή στα


Στοιχειώδη Σωμάτια & την Κοσμολογία. Αθήνα :Εκδόσεις Συμεών.

Τσιλιμίγκρας, Π. (χ.χ.). Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων. Αθήνα: Γρηγ.


Φούντας.

Beiser, A. (2002). Σύγχρονη Φυσική (μτφ. Α. Πάκου & Ν. Νικολής).


Αθήνα: τυπωθήτω.

Halzen, M. , & Martin, A. (1984). Quarks and Leptons. Νέα Υόρκη: John
Wiley & Sons.

Wong, S. (1988). Quarks and Leptons. Νέα Υόρκη: John Wiley & Sons.

Perkins, H.P. (2001). Εισαγωγή στη Φυσική Υψηλών Ενεργειών (μτφ. Κ.


Σαρηγιάννης). Αθήνα: τυπωθήτω.

Povh, B. , & Rith, K. , & Scolz, C. , & Zetsche, F. , & Rodejohann, W.


(2015). Particles and Nuclei (7th ed.).Heildelberg: Springer..

Griffiths, D. (2008). Introduction to Elementary Particles. Weinheim:


Wiley-VCH.

91
Cottingham, W.N. , & Greenwood, D.A. (1984). Quarks and Leptons.
Αθήνα: τυπωθήτω.

Martin, B.R. , & Shaw, G. (2008). Particles Physics (3rd ed.). Wiley &
Sons.

Thomson, M. (2013). Modern Particle Physics. New York: Cambridge


University Press.

Bettini, A. (2008). Indroduction to Elementary Particle Physics. New


York: Cambridge University Press.

Παπαδόπουλος Κ. (χ.χ.) Εισαγωγή στα Στοιχειώδη Σωμάτια. Αθήνα:


ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος.

Παπανικόλας, Κ.Ν. & Στυλιάρης, Ε. (2013). Θεωρία Yukawa. Ανακτήθηκε


από:https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PHYS122/%CE%A
4%CE%9C%CE%97%CE%9C%CE%91%20%CE%92%20//%20%CE%
A3%CE%A4%CE%A5%CE%9B%CE%99%CE%91%CE%A1%CE%97
%CE%A3-OLD/INPP16_Yukawa.pdf

Pich, A. (χ.χ.). The Standard Model of Elecrtoweak Interactions.


Valencia:Uninersity de Valencia.

Caroll, J.D. (2009). Applications of the Octet Baryon Quark-Meson


Coupling Model to Hybrid Stars (Doctoral dissertation). University of
Adelaide.

92
Deremdinger, J.P. (2010). Fundamental Concepts in Particle Physics.
Bern: Bern University. Ανακτήθηκε από: https://indico.cern.ch/
event/91737/attachments/1096721/1564499/Derendinger_CERN_2010.p
df

Bettoni, D. (2011). Masses and the Higgs Mechanism. Ανακτήθηκε από


:https://www.fe.infn.it/~bettoni/particelle/Strong/HiggsMechanism.pdf
Potter, T.(2022). Part II Particle and Nuclei Physics. Ανακτήθηκε από
:https://www.hep.phy.cam.ac.uk/~chpotter/particleandnuclearphysics/mai
npage.html

93

You might also like